Professional Documents
Culture Documents
Σημειώσεις
Καλή
Επιτυχία
Δραματολογία – Ιστορία Θεάτρου
Βασιλική Δεμερτζή
ΑΘΗΝΑ
Το Θέατρο του 5ου αιώνα π.Χ.
2
και άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, τη μουσική και τον χορό. Ανάγει τις
απαρχές του στα ποικίλα μιμικά δρώμενα, αναδεικνύεται όμως σε αυτόνομη
μορφή τέχνης, όταν προσεταιρίζεται τον ποιητικό λόγο ως κύριο όργανο
έκφρασης. Η ειδοποιός διαφορά του με τα άλλα ποιητικά είδη είναι ότι το δράμα:
3
6. Η πολύπλοκη διαδικασία επιλογής των κριτών: Οι κριτές δεν ήταν ειδικοί
αλλά κοινοί θεατές και η διαδικασία της επιλογής τους στόχευε στη
διασφάλιση της εγκυρότητας της κρίσης τους.
ΤΑ ΕΝ ΑΣΤΕΙ ΔΙΟΝΥΣΙΑ
( Άνοιξη: 8-14 του μήνα Ελαφηβολιώνα)
4
Το Πρόγραμμα της Γιορτής
8η Ελαφηβολιώνα: Προάγων
Παρουσίαση των ποιητών και των έργων
τους (από το 444π.Χ. στο Ωδείο του
Περικλή)
ΑΡΧΩΝ
ΧΟΡΗΓΟΣ
ΚΡΙΤΕΣ
Δεν αποτελούσαν μια επιτροπή ειδικών αλλά πολίτες που είχαν επιλεγεί
μ’ ένα πολύπλοκο τρόπο για να αποφεύγονται οι δωροδοκίες
Στεφάνι από κισσό στον χορηγό της νικήτριας ομάδας και ένα τρίποδα, βραβείο
αθλοθετημένο από το κράτος. Ο χορηγός με δικά του έξοδα τον έστηνε ως
αναθηματικό δώρο στην οδό Τριπόδων. Σταδιακά τα κτίσματα αυτά πήραν
μνημειακό χαρακτήρα. Δείγμα αυτού του είδους της αρχιτεκτονικής αποτελεί το
μνημείο του Λυσικράτη (335/4 π.Χ.). Η νίκη είχε ως επακόλουθο μεγάλες τιμές και
δημόσια αναγνώριση.
Τραγωδία
Γένεση του είδους και πρώτα εξελικτικά στάδια
6
Ο διθύραμβος ήταν γιορταστικό τραγούδι που έψαλλαν χορεύοντας οι
θιασώτες του θεού Διονύσου του Ελευθερέως σε κατάσταση ένθεης μανίας,
έκστασης, αφού έβαφαν το πρόσωπό τους με το κατακάθι του μούστου
(τρυγία). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι χορευτές αναπαριστούσαν το
περιεχόμενο των τραγουδιών τους με μιμητικές κινήσεις.
Στην πρώιμη ιστορία της τραγωδίας αποφασιστική υπήρξε η συμβολή
του Αρίωνα, ο οποίος έδωσε τεχνική μορφή στον διθύραμβο. Ο Αρίωνας
συνέθεσε με επιμέλεια τους στίχους και τη μελωδία των διθυράμβων του,
που τους εκτελούσε κύκλιος χορός από 50 άνδρες. Το περιεχόμενό τους
ήταν αρχικά σχετικό με τους μύθους του Διονύσου αργότερα όμως και με
άλλα μυθικά πρόσωπα. Το Λεξικό της Σούδας τον ονομάζει «ευρετή» του
τραγικού τόπου που πιθανόν σημαίνει ότι παρουσίασε τους χορευτές του
διθυράμβου μεταμφιεσμένους σε Σατύρους.
Το μεγάλο άλμα για τη διαμόρφωση της τραγωδίας έγινε στην Αττική
από τον Θέσπη, στα μέσα του 6ου αιώνα. Αυτός είχε μια θαυμάσια
έμπνευση. Στο διθύραμβο που τραγουδούσε ο χορός παρενέβαλε μερικούς
στίχους, σε άλλο μέτρο, χωρίς μελωδία, που τους απήγγειλε ο ίδιος,
διαχωρίζοντας οριστικά τον εξάρχοντα από τον χορό. Τη στιγμή που ο
Θέσπης στάθηκε απέναντι από τον χορό και άρχισε να συνδιαλέγεται μαζί
του, τη στιγμή που ένωσε το επικό και το λυρικό στοιχείο γεννήθηκε η
τραγωδία.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η τραγωδία ξεκίνησε
σαν ένα λαϊκό δρώμενο που είχε τις ρίζες του στις λαϊκές γιορτές για τον
Διόνυσο. Στην πορεία ενσωμάτωσε ορισμένα χαρακτηριστικά από
διάφορες τελετουργίες: αγροτικά έθιμα, θρήνους και τελετές για τους
νεκρούς, απόκρυφες θρησκείες, όπως τα Ελευσίνια μυστήρια, τη μίμηση
των ιεροτελεστιών, τη μύηση στα μυστικά της πολεμικής ή κυνηγετικής
τέχνης. Η τραγωδία ενσωματώθηκε στον επίσημο εορτασμό των «έν άστει
Διονυσίων», που εγκαινίασε και αναδιοργάνωσε ο Πεισίστρατος. Μεταξύ
536 και 533 π.Χ. έχουμε τη ληξιαρχική πράξη γένεσης του είδους.
7
τραγωδία εξελίχθηκε σ’ ένα μοναδικό κι ανεπανάληπτο είδος τέχνης που
γεννήθηκε και πέθανε μέσα στον 5ο αιώνα.
Με την είσοδο του 5ου αιώνα η μορφή του δράματος έχασε τον λαϊκό
αυτοσχεδιασμό της, ο ρόλος του χορού, που στην αρχή ήταν η ραχοκοκαλιά
του δράματος περιορίστηκε, ενώ μεγάλωσε το μέρος του υποκριτή, ο οποίος
με τον καιρό ανάλαβε και δεύτερο και τρίτο ρόλο αλλάζοντας προσωπείο.
Αυτή η εναλλαγή επικών και λυρικών μερών (υποκριτής – χορός) έδωσε στο
δράμα την τυπική του μορφή, η οποία εμπλουτίστηκε βέβαια με τις
καινοτομίες των τριών τραγικών, παρέμεινε όμως αναλλοίωτη στις βασικές
της γραμμές ως την παρακμή του είδους.
(α) Τα κατά ποσόν μέρη της Τραγωδίας (εξωτερικά στοιχεία της μορφής)
Πρόλογος (θεωρείται καινοτομία του Σοφοκλή. Ο Ευριπίδης θα τον
κάνει τυπικό κανόνα)
Πάροδος (το τραγούδι που έψελνε ο χορός μπαίνοντας στην
ορχήστρα)
Επεισόδια (γραμμένα σε στίχους με ρυθμό πολύ κοντά στην
καθημερινή ομιλία των Αθηναίων. Διαδραματίζονταν ανάμεσα
στους υποκριτές ή ανάμεσα στους υποκριτές και τον χορό και
αποτελούσαν το κατεξοχήν δραματικό μέρος του έργου)
Στάσιμα (τα τραγούδια που έψελνε χορεύοντας ο χορός στην
ορχήστρα)
Έξοδος (το τελευταίο μέρος του δράματος που έκλεινε με το εξόδιο
άσμα του χορού)
Στοιχεία που δεν είχαν σταθερή θέση στο δράμα ήταν:
Κομμός (θρηνητικό τραγούδι ανάμεσα στον χορό με έναν ή δύο
υποκριτές εναλλάξ)
Μονωδίες ή διωδίες (τραγούδια που έψελναν οι υποκριτές «σόλο» ή
«ντουέτο»).
8
Ο Αριστοτέλης ορίζει την τραγωδία ως μίμηση πράξης, αναπαράσταση
ελεύθερη και δημιουργική της πραγματικότητας. Αυτή η πράξη πρέπει να
έχει έναν συγκεκριμένο σκοπό και τέτοια έκταση ώστε να ολοκληρώνεται,
να προσφέρει δηλ. στον θεατή σαφή αντίληψη του συνόλου του έργου. Τα
συστατικά της μέρη (επεισόδια, στάσιμα, κομμοί κ.τ.λ. )που άλλα
απαγγέλλονται και άλλα τραγουδιούνται, πρέπει να διακρίνονται με
σαφήνεια, όλα μαζί όμως ν’ αποτελούν ένα “όλον”, μία αναπαράσταση.
Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει τον θεατή μέσα από τον έλεο
(συμπάθεια ) και τον φόβο για τα όσα παρακολουθεί επί σκηνής στην
κάθαρση, έναν όρο που έχει, επί αιώνες απασχολήσει τους ερευνητές.
Σημαίνει ίσως πως ο θεατής καθώς ζει έντονα τον ανθρώπινο μύθο,
συμμετέχοντας λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα και
συμπάσχοντας με τους ήρωες εκτονώνεται, “καθαίρεται” και γίνεται
καλύτερος.
Το τραγικό προκύπτει από τη σύγκρουση του ήρωα με δυνάμεις που τον
υπερβαίνουν. Η Μοίρα, το Πεπρωμένο η θεϊκή βούληση είναι δυνάμεις που
ξεπερνούν την ανθρώπινη ιδιότητα και η αναγκαιότητά τους δεν είναι
προβλέψιμη, ούτε ελέγξιμη. Ο Άνθρωπος μπλεγμένος στο δίχτυ της
Ανάγκης από κάποιο λάθος του αδυνατεί να αποκρυπτογραφήσει τον
κώδικα και διαβάζει συνεχώς με λαθεμένο τρόπο τα σήματα της θεϊκής
βούλησης.
Παράλληλα η τραγωδία προϋποθέτει μία ελεύθερη πράξη, μια
ελεύθερα επιλεγμένη κίνηση που έρχεται αντιμέτωπη με κάτι συμπαντικό.
Η υπερδύναμη έχει πάντα την τελευταία λέξη. Η Ανάγκη είναι τυφλή κι η
καταστροφή τελεσίδικη. Ο τραγικός ήρωας όμως δεν υποκύπτει στην Μοίρα
του και επιλέγει τη σύγκρουση μαζί της. Η ηρωική στάση ενάντια στις
ανεξερεύνητες δυνάμεις συνιστά την επιβεβαίωση του ανθρώπου ως
ύπαρξη. Κι αυτή η αίσθηση της αξιοπρέπειας είναι ίσως που λυτρώνει,
“καθαίρει”, τον θεατή καθώς διαπιστώνει την ηθική νίκη του ήρωα και
φεύγει από το θέατρο βελτιωμένος. Αυτός εξάλλου ήταν ο σκοπός της
παράστασης, διδασκαλία, μάθημα. Το θέατρο ήταν το μεγάλο σχολείο της
δημοκρατίας.
Αισχύλος
Σωζόμενα έργα
Πέρσαι (472), Επτά επί Θήβας (467), Ικέτιδες (463 πιθ.), Ορέστεια: Αγαμέμνων,
Χοηφόροι, Ευμενίδες (458), Προμηθεύς Δεσμώτης
9
Καινοτομίες αισχύλειας τραγωδίας
Σοφοκλής
«ο φιλαθηναιότατος»
(Ίππιος Κολωνός, 497-406)
Σωζόμενα έργα
Αίας (ανάμεσα στο 460 και 450), Αντιγόνη (442), Τραχίνιαι (;), Οιδίπους
Τύραννος (420), Ηλέκτρα, Φιλοκτήτης (409), Οιδίπους επί Κολωνώ (406)
10
Καινοτομίες της σοφόκλειας τραγωδίας
Στο Σοφοκλή δεν υπάρχει το ανελέητο βάρος του θεού. Οι θεοί έχουν
απομακρυνθεί, επεμβαίνουν όμως στη ζωή του άνθρωπου, συχνά,
περιπαίζοντάς τον. Παίζουν παιχνίδια που οι άνθρωποι δεν τα
καταλαβαίνουν γιατί αγνοούν τον κώδικα και διαβάζουν λαθεμένα τα
θεϊκά σήματα. Η θεολογία του Σοφοκλή, ωστόσο, εισάγει την ευσέβεια,
που παρόλη τη φρίκη και μέσα στη φρίκη τιμά την παρουσία του θεού.
Η πράξη αποκαλύπτει το ήθος του ήρωα. Οι ήρωες στο έργο του Σοφοκλή
μορφοποιούν διαφορετικούς τρόπους ύπαρξης και υποστηρίζουν
διαφορετικές στάσεις ζωής.
Ευριπίδης
480 π.Χ. (Σαλαμίνα) – 406 π.Χ. (Πέλλα Μακεδονίας)
Σωζόμενα έργα
Άλκηστις (438), Μήδεια (431), Ηρακλείδαι (430), Ιππόλυτος (428), Ανδρομάχη (426),
Εκάβη (424), Ικέτιδες (424), Ηρακλής Μαινόμενος (420), Ίων (418), Τρωάδες (415),
Ηλέκτρα (413), Ιφιγένεια η εν Ταύροις (415), Ελένη (412), Φοίνισσαι (410), Ορέστης
(408), Ιφιγένεια εν Αυλίδι – Βάκχαι (παίχτηκαν μετά τον θάνατό του), Ρήσος
(αμφισβητούμενος), Κύκλωψ (436/26) σατυρικό δράμα.
11
Καινοτομίες ευριπίδειας τραγωδίας
ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΌΣ ΠΊΝΑΚΑΣ
12
ΒΑΣΙΚΆ ΘΈΜΑΤΑ
Η δικαιοσύνη
Ο ήρωας
Ευριπίδης
Αισχύλος - Σοφοκλής
Το Πεπρωμένο
Κωμωδία
Γένεση του είδους και πρώτα εξελικτικά στάδια
13
κωμωδίας από το τραγούδι (ωδή) μιας θορυβώδικης μεθυσμένης συντροφιάς
(κώμος) που ένωνε στη λατρεία του Διονύσου τους θιασώτες του μ’ ένα
αχαλίνωτο κέφι. Με αυτά θα μπορούσε να συνδυαστεί η πληροφορία ότι στη
Σπάρτη παρόμοιες κωμικές ομάδες, οι δεικηλιστές, επιδίδονταν στη μίμηση
κωμικών στιγμιότυπων από την καθημερινή ζωή.
Η σύγχρονη έρευνα, βασισμένη σ’ ένα πλούσιο λαογραφικό υλικό, γνωρίζει
ένα μεγάλο στρώμα ανάλογων εθίμων που αποτελούν την προϋπόθεση της
έντεχνης κωμωδίας. Αναζητώντας μάλιστα την αρχική φύση αυτών των εθίμων
οδηγείται στην Αποκριά, όπου κι εκεί τα έθιμα εκφράζουν ένα πληθωρικό
ξέσπασμα ζωής. Σταθερά στοιχεία όλων αυτών των εκδηλώσεων είναι:
α) η μάσκα και η μεταμφίεση που αποτελούν και τα πιο αρχαία μέσα της
θεατρικής έκφρασης, και
β) η κεφάτη κοροϊδία και τα τολμηρά αστεία που θα επιζήσουν και στην
Αριστοφανική κωμωδία. Και τα δύο αυτά στοιχεία έχουν τις ρίζες τους βαθιά
μέσα στη λατρεία γιατί η μάσκα φανερώνει τον πρωταρχικό σκοπό της
μεταμφίεσης, τη μαγεία, την προσπάθεια δηλαδή του ανθρώπου να επηρεάσει
τα συμβαίνοντα γύρω του που εξαρτώνται από φυσικές και υπερφυσικές
δυνάμεις. Πίσω από την αισχρολογία, εξάλλου, βρίσκεται η πρωτόγονη
αντίληψη για την αποτροπαϊκή δύναμη του άσεμνου.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η κωμωδία στην Αττική έζησε για πολύ καιρό σ’ ένα
στάδιο αυτοσχεδιασμού. Το φυσικό της περιβάλλον θα ήταν τα Λήναια, η γιορτή
που ήταν αφιερωμένη, όχι στον Διόνυσο Ελευθερέα της τραγωδίας, αλλά σ’
εκείνον τον Διόνυσο που η λατρεία του ήταν αρχαιότερη και που ήταν
συνδεδεμένος με τον κύκλο της ζωής και τη γονιμότητα. Στις Διονυσιακές αυτές
γιορτές οι θιασώτες του Βάκχου έπιναν κρασί, το ιερό δώρο του Διονύσου και
χόρευαν φορώντας προσωπεία από φύλλα και φλοιούς δέντρων ή δέρματα
ζώων. Σε αυτόν τον χορό έχει περιορισθεί σημαντικά το μυστηριακό στοιχείο κι
έχει δοθεί έμφαση σ’ ένα λυτρωτικό ξέσπασμα χαράς, όπου το σκώμμα ήταν
συνδεδεμένο με την πεποίθηση για ευλογία και καλή τύχη.
Είναι πολύ πιθανό πως η κωμωδία είχε πάρει κάποιο σχήμα ως το 486 π.Χ.,
οπότε στα Μ. Διονύσια, με πρώτο νικητή κάποιον Χιωνίδη. Αυτό βέβαια δε
σήμαινε ακόμα τη συνοχή και την υποταγή των ετερόκλητων στοιχείων κάτω
από ένα μύθο με αυστηρή διάρθρωση. Αυτό θα γίνει αργότερα, στον Αριστοφάνη
εν μέρει, αλλά κυρίως στην κωμωδία ηθών του 4ου αιώνα π.Χ.
Η γνώση μας όχι μόνο για τις προδραματικές φάσεις αλλά και για τη
διαμορφωμένη κωμωδία του 5ου αιώνα είναι μονομερής γιατί περιορίζεται στις 11
κωμωδίες του Αριστοφάνη (446-385 π.Χ.), οι μόνες που σώθηκαν από τις 40 που
έγραψε ο ποιητής [Αχαρνείς (425), Ιππείς (424), Νεφέλαι (423), Σφήκες (422),
Όρνιθες (414), Λυσιστράτη (411), Θεσμοφοριάζουσαι (411), Βάτραχοι (405),
Εκκλησιάζουσαι (392), Πλούτος (388)].
Οι αιώνες που πέρασαν έδειξαν μεγαλύτερη εύνοια στον Αριστοφάνη απ’
ό,τι στους άλλους 50 περίπου κωμωδιογράφους των οποίων η παραγωγή
συνέπεσε χρονικά με αυτή του Αριστοφάνη. Παρόλο που δεν έχουν περισωθεί
14
παρά λίγα σπαράγματα απ’ το έργο των άλλων είναι βέβαιο πως ο μεγάλος
κωμικός είχε σημαντικούς προδρόμους κι ακόμη σημαντικότερους αντιπάλους,
που συχνά μάλιστα του αφαιρούσαν τη νίκη στους δραματικούς αγώνες. Είναι,
λοιπόν, πολύ δύσκολο να καλύψουμε το κενό ως το 425 π.Χ., παρόλα αυτά όμως
είναι βέβαιο ότι στο δικό του έργο έχουμε την κατάληξη και την ολοκλήρωση
μιας μακράς πορείας.
Τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχαίας κωμωδίας, η οποία εξαιτίας του
προσωπικού σκώμματος εξελίχθηκε μόνο μέσα στα πλαίσια της Αθηναϊκής
δημοκρατίας, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:
Σατυρικό δράμα
Γένεση του είδους και εξελικτικά στάδια
15
του απλού διθυράμβου που εξιστορούσε τα πάθη του Διονύσου. Ο Αριστοτέλης
ανιχνεύει μία από τις ρίζες της τραγωδίας σ’ αυτές τις σατυρόβαθμες
προβαθμίδες. Σταδιακά όμως η τραγωδία αποκτά σοβαρότητα, απωθεί τα
σατυρικά στοιχεία και διαφοροποιείται ως προς την πρόθεση, τη φιλοσοφία και
τη θεματολογία.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι μόνο μία από τις τραγωδίες των τριών
τραγικών ποιητών, οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, αναφέρεται σε Διονυσιακό θέμα.
Η μετάβαση σε θέματα που δεν είχαν σχέση με το χώρο και το πνεύμα του θεού
Διονύσου μετέβαλε και το χαρακτήρα του χορού. Ο χορός γερόντων ή γυναικών
αντικαθιστά το χορό των Σατύρων του διθυράμβου. H τραγωδία λοιπόν δεν
εξελίχθηκε μόνο από ένα στοιχείο σατυρικό αλλά και εκτόπισε βαθμιαία αυτό
το στοιχείο από την ορχήστρα.
Η παράδοση όμως είχε συνδέσει στη συνείδηση του λαού την τραγωδία με το
Διόνυσο και τους Σατύρους. Παροιμιακή έμεινε η φράση «ουδέν προς Διόνυσον»
με την οποία οι θεατές εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους για τους νεωτερισμούς.
Αναπόφευκτα δημιουργήθηκε μία αντιδραστική κίνηση που φορέας της ήταν ο
Πρατίνας από τον Φλειούντα που ήταν βαθιά επηρεασμένος από το ιωνικό
στοιχείο. Αυτός, σύμφωνα με την παράδοση, ανανέωσε το είδος και συνέβαλε
στην εισαγωγή του στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων. Η
«σατυροποίηση» των διαφόρων προσώπων και μύθων πιθανόν να έγινε στην
Πελοπόννησο και όταν οι κωμικές «σατυρικές» συνθέσεις μεταφυτεύτηκαν στην
Αθήνα, διαμορφώθηκαν καλλιτεχνικά, κάτω από την επίδραση της αρκετά
προχωρημένης πια τραγωδίας. Η απομάκρυνση αυτή λοιπόν, το πνεύμα και το
χώρο του θεού Διονύσου, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του
σατυρικού δράματος
Η βασική διαφορά του σατυρικού δράματος από την τραγωδία έγκειται στην
παρουσία ενός χορού ανδρών που ενσάρκωναν τους σατύρους, τους δαιμονικούς
υπηρέτες του θεού Διονύσου. Στη σκηνή παρουσιάζονταν με γένια,
πλακουτσωτή μύτη, ουρά αλόγου και φαλλό. Επικεφαλής του χορού ήταν ένας
γέρος- σάτυρος, ο παπποσιληνός, με παρόμοια χαρακτηριστικά, ο οποίος από
την εποχή του Σοφοκλή φορούσε μία ολόσωμη φόρμα με κολλημένες τούφες
μαλλιού. Κοινό χαρακτηριστικό πατέρα και γιων η αγάπη τους στο κρασί, η
κουτοπονηριά και η ψευτοπαλληκαριά. Ο χορός των σατύρων δημιουργούσε με
τον έντονο ερωτισμό του και με το κέφι του μία «καρναβαλική» ατμόσφαιρα που
δημιουργούσε ρωγμές στα καθιερωμένα πρότυπα, έδινε διέξοδο σε απωθημένες
επιθυμίες και διατάρασσε τη συνήθη τάξη των πραγμάτων. Στο τέλος βέβαια
του έργου, η τάξη αποκαθίσταται γιατί ο ρόλος των έργων αυτών ήταν να
προκαλέσουν ανακούφιση και ευθυμία στους θεατές και να τους οδηγήσουν,
μετά τη σοβαρότητα της τραγωδίας, σε μία ανακουφιστική κάθαρση.
Δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι τα σατυρικά δράματα γράφονται
μόνο από τους τραγικούς ποιητές που ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάζουν
μετά τις τρεις τραγωδίες, ένα σατυρικό δράμα που αρχικά αντλούσε το θέμα του
από τον ίδιο μυθικό κύκλο. Στο είδος αυτό οι ποιητές αρέσκονταν να
αναπλάθουν ελαφρά, μερικές φορές ίσως και παρωδώντας, θέματα και
συγκεκριμένες στιγμές από τις τραγωδίες που είχαν προηγηθεί. Το 467 π.Χ. ο
Αισχύλος, για παράδειγμα δίδαξε τρεις τραγωδίες με θέμα τις περιπέτειες του
16
οίκου των Λαβδακιδών. Ακολουθούσε το σατυρικό δράμα «Σφιγξ», με το τέρας
που τη δύναμη του συνέτριψε ο Οιδίπους, λύνοντας το αίνιγμα που του είχε
θέσει.
Πέρα όμως από την ουσιαστική διαφορά τους, τα δύο δραματικά είδη
συγγενεύουν όχι μόνο ως προς τη γενική σκηνική διάρθρωση (πρόλογος,
επεισόδια, χορικά κ.τ.λ.) και στα επιμέρους μορφικά στοιχεία (γλώσσα, μέτρα)
αλλά και στην προτίμηση να αντλούν τα θέματά τους από το χώρο του μύθου.
Για το λόγο αυτό βρίσκουμε συχνά παραστάσεις όπου απεικονίζονται με έκδηλη
κωμική διάθεση μυθολογικές σκηνές πλαισιωμένες από σατύρους.
Στο δεύτερο μισό του 5ου αι. πΧ το σατυρικό δράμα αρχίζει να παρακμάζει. Ο
Ευριπίδης πιθανολογείται ότι αντικατέστησε το σατυρικό δράμα με μία
τραγωδία στην οποία περιέχονταν πολλά κωμικά στοιχεία (όπως συμβαίνει με
την τραγωδία του «Άλκηστις»).
17
Εντούτοις, τα αρχαιολογικά ευρήματα μας δίνουν μια άλλη εικόνα. Όχι
μόνο η ευρύτερη ανοικοδόμηση του θεάτρου του Διονύσου στα χρόνια του
Λυκούργου μαρτυρεί για τη δημοτικότητα του δράματος αλλά και τα τεράστια
θέατρα που οικοδομήθηκαν σε όλη την Ελλάδα στη διάρκεια της περιόδου αυτής
φανερώνουν ξεκάθαρα ότι το Αττικό δράμα, αυτή την εποχή, κατέκτησε όλο τον
ελληνόφωνο κόσμο
Βασικό χαρακτηριστικό του θεάτρου του 4ου αιώνα είναι η σταδιακή
αποδέσμευση από τον λατρευτικό και πολιτικό χαρακτήρα σε αντίθεση με το
θέατρο του 5ου αιώνα. Ένα άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει το θέατρο του αιώνα
είναι η κυρίαρχη θέση που αποκτούν οι υποκριτές. Η μαρτυρία του Αριστοτέλη
ότι στις μέρες του ο υποκριτής είχε μεγαλύτερη δύναμη από τον ποιητή, μας
αποκαλύπτει τον κυριότερο παράγοντα που διαμόρφωνε όχι μόνο τη θεατρική
παράσταση αλλά και τη θεατρική παραγωγή. Ο 4ος αιώνας είναι η εποχή του
δεξιοτέχνη ηθοποιού.
Η τραγωδία έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και μπαίνουμε σε μία περίοδο
αναβίωσης. Η απόφαση των Αθηναίων να ενσωματώσουν στη γιορτή των
Μεγάλων Διονυσίων μία παράσταση παλαιότερης τραγωδίας
φροντίζοντας να παιχτεί αναλλοίωτη, υποδηλώνει προφανώς την ποιότητα
των έργων που παράγονται αυτή την περίοδο. Οι πληροφορίες που έχουμε
για τα έργα του 4ου αιώνα είναι ελάχιστες και αποσπασματικές. Από την
εποχή αυτή έχει διασωθεί το όνομα του Αγάθωνα που φαίνεται ότι έγραψε
τραγωδίες και κατά τον 5ο αιώνα. Αυτός προχώρησε σε σημαντικές
διαφοροποιήσεις σε σχέση με το έργο των τριών τραγικών: α) έγραφε
τραγωδίες με πρόσωπα και θέματα φανταστικά, β )τα χορικά του έγιναν
εμβόλιμα μέρη και δεν είχαν οργανική σχέση με το έργο, γ) Η θεατρικότητα
των έργων του και η ρητορική τέχνη είχαν κυρίαρχη θέση στο έργο.
18
οδηγήσει στην κωμωδία ηθών στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Εκτός από τα
δύο τελευταία έργα του Αριστοφάνη (Εκκλησιάζουσες και Πλούτος), που
σαφέστατα προαναγγέλλουν κάτι καινούργιο και μπορούν να ενταχθούν στη
Μέση Κωμωδία, σώζονται μόνο λίγα αποσπάσματα, τίτλοι έργων και ονόματα
ποιητών από τη μεγάλη παραγωγή του 4ου αιώνα. Μπορούμε, λοιπόν, να
διαισθανθούμε κάποιες βαθμίδες εξέλιξης, άτακτης βέβαια και
αποσπασματικής, που θα οδηγήσει στη μεταμόρφωση του κωμικού δράματος.
Ελληνιστική εποχή
(323-30 π.Χ.)
19
Toν τρίτο αιώνα ακόμη και η πιο μικρή πόλη έχει το θέατρό της. Την περίοδο
αυτή το δράμα εκκοσμικεύεται. Οι παραστάσεις χάνουν τους δεσμούς τους με τη
Διονυσιακή λατρεία και αφιερώνονται και σ’ άλλες θεότητες. Τελούνται επίσης
με την ευκαιρία πολιτικών γεγονότων κι βασιλικών γάμων. Σ’ αυτές τις
παραστάσεις παίζονται συνήθως τα αναγνωρισμένα έργα των κλασικών,
τραγωδίες και ιδιαίτερα ο Ευριπίδης, σατυρικά δράματα αλλά κυρίως τα έργα της
Νέας Κωμωδίας, η οποία από το 325 π.Χ. μέχρι το 270 π.Χ. γνωρίζει τέτοια
δημιουργική ανάπτυξη που ουσιαστικά αυτή εκπροσωπεί το θέατρο της εποχής.
20
4. Οι κωμικοί τύποι εξατομικεύονται. Σύνθετοι τύποι διακρίνονται σε υπο-
τύπους, για παράδειγμα, ο δούλος που έχει διαμορφωθεί ως τύπος στον
Αριστοφάνη, διαφοροποιείται τώρα σε δούλο φαγά, δούλο πονηρό, δούλο
παράσιτο κ.τ.λ.
Ρωμαϊκή εποχή
Η αρχή του ρωμαϊκού θεάτρου ανάγεται στα αυτοφυή μιμικά δρώμενα και στα
κοροϊδευτικά και άσεμνα, διαλογικά τραγούδια, στους φεσκένινους στίχους
21
(versus fescennini ) που κυριαρχούσαν στις αγροτικές γιορτές. Οι αυτοσχέδιοι
ηθοποιοί αυτής της «αγροτικής χλεύης» σύμφωνα με τον Οράτιο, έπαιζαν
φορώντας προσωπεία που, όπως και στην Ελλάδα, συνδέονταν με τη λατρεία.
Οι πρώτες δραματικές παραστάσεις που μαρτυρούνται στη Ρώμη είναι το έτος
364 π.Χ., όταν σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο, οι Ρωμαίοι κάλεσαν
Ετρούσκους χορευτές για να ξορκίσουν μία επιδημία πανούκλας.
Μία άλλη ρίζα ξεκινά από την Ατελλανή φάρσα, που παραπέμπει στην
Οσκική πόλη Atella, κοντά στη Νεάπολη, η οποία βασιζόταν επίσης στον
αυτοσχεδιασμό και τα χοντροκομμένα αστεία και πρέπει να είχε δεχθεί
ετρουσκικές και δωρικές επιδράσεις, ιδιαίτερα από το θέατρο των Φλυάκων της
Κάτω Ιταλίας.
Παρόλα αυτά το Ρωμαϊκό θέατρο δεν θα εξελιχθεί απ’ αυτή την πρωταρχική
φάρσα αλλά θα εμφανιστεί ακαριαία, όταν το 240 π.Χ. ένας απελεύθερος
Έλληνας από τον Τάραντα, ο Λίβιος Ανδρόνικος, θα μεταγλωττίσει ελληνικά
έργα στα λατινικά κι έτσι θα γίνει ο πατέρας του δράματος κι ο εφευρέτης της
μεταφραστικής τέχνης. Έτσι, η Νέα αττική κωμωδία μεταφέρθηκε στην Ιταλία,
όπου βέβαια υπέστη σημαντικές μεταβολές, πριν φθάσει στην ακμή της με τα
έργα των δύο κυριότερων Λατίνων κωμωδιογράφων, του Πλαύτου και του
Τερέντιου. Η τραγωδία εκπροσωπείται μόνο από τα σωζόμενα έργα του Σενέκα,
την εποχή του Νέρωνα. Τόσο η κωμωδία όσο και η τραγωδία είναι και τα δύο
αποτέλεσμα επεξεργασίας ελληνικών προτύπων.
Παρά την ταυτότητα όμως των θεμάτων προκύπτει μία διαφορετικά εικόνα
των θεατρικών συνθηκών στη Αθήνα και στη Ρώμη. Στο Ρωμαϊκό θέατρο οι ρίζες
δεν προχωρούν τόσο βαθιά στην λατρεία ούτε οι πολίτες παίρνουν ενεργό μέρος
στις παραστάσεις. Αντίθετα οι ηθοποιοί, που στην Ελλάδα ήταν αξιοσέβαστοι
πολίτες, εδώ θεωρούνται «εξώλης και προώλης» Ο χορός, που στην Αθήνα
αντιπροσώπευε την κοινότητα της πόλης, εδώ απουσιάζει ενώ οι παραστάσεις
χάνουν το αγωνιστικό τους χαρακτήρα,. Τέλος η Λατινική κωμωδία ελάχιστη
σχέση είχε με την επικαιρότητα, αφού οι κάτοχοι της εξουσίας δεν ανέχονταν
καμία δημόσια κριτική. Εδώ η κωμωδία θα περιοριστεί σε ανούσια και ανώδυνα
θέματα και σταδιακά θα παρακμάσει. ‘Όταν το 55 π.Χ. ο Πομπήιος θα χτίσει το
πρώτο λίθινο θέατρο στη Ρώμη το δράμα είναι μία τέχνη που ψυχορραγεί. Οι
θεατρικές παραστάσεις που υπήρξαν η δόξα της Ελλάδας κάποτε και που ακόμα
διατηρούσαν κάποια αίγλη στη Δημοκρατική Ρώμη, θα καταντήσουν την
περίοδο της Αυτοκρατορίας σχεδόν χυδαία εκδήλωση προορισμένη για τη
ψυχαγωγία του όχλου. Βασικά τους χαρακτηριστικά τώρα ήταν οι αθυρόστομοι
και βωμολόχοι Μίμοι και τα σπάταλα ακροβατικά θεάματα τα οποία
εκτελούνταν από τις ελάχιστα ντυμένες «μιμάδες». Το θέατρο έμοιαζε να
πεθαίνει μόνο και μόνο για να ξαναγεννηθεί πιο έντονα από ποτέ και μάλιστα
από μία απρόσμενη κατεύθυνση.
22
23