You are on page 1of 14

Υποκριτική Τέχνη

Δημήτρης Χορν

Νταγκούμας Κωνσταντίνος
Παπανικολάου Τηλέμαχος
Τάκας Γεώργιος
Τι είναι η Υποκριτική;
Η λέξη υποκριτική έχει τις ρίζες της στην
Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και προέρχεται από
τη λέξη ὑπόκρῐσις (ὑποκρίνομαι) και
αναφέρεται στην παράσταση πάνω στη
σκηνή, το παίξιμο ενός ρόλου, την υποκρισία.
Η Υποκριτική είναι η τέχνη του ηθοποιού, ο
οποίος ασχολείται με το θέατρο, την
τηλεόραση ή τον κινηματογράφο. Είναι μια
δραστηριότητα κατά την οποία
πραγματοποιείται η αφήγηση μιας ιστορίας
μέσω ενός ηθοποιού ο οποίος ενσαρκώνει
έναν χαρακτήρα στο θέατρο, την τηλεόραση,
τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο ή
οποιοδήποτε άλλο μέσο που κάνει χρήση της
μιμητικής τέχνης.
Η υποκριτική περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα δεξιοτήτων,
συμπεριλαμβανομένων της αρκετά ανεπτυγμένης φαντασίας, της
συναισθηματικής ευχέρειας, της έκφρασης του σώματος, της
καθαρότητας του λόγου και της δυνατότητας ερμηνείας του δράματος.
Δημήτρης Χορν
Βιογραφία
Ο κορυφαίος ηθοποιός του ελληνικού
θεάτρου και κινηματογράφου Δημήτρης Χορν
γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921 στην Αθήνα.
Πατέρας του ήταν ο γνωστός θεατρικός
συγγραφέας Παντελής Χορν. Σπούδασε στη
Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου (νυν
Εθνικού), όπου έκανε το ντεμπούτο του το
1940, στην οπερέτα του Στράους «Η
Νυχτερίδα».
Αμέσως μετά εμφανίστηκε στο «Θέατρο Ρεξ» της Μαρίκας Κοτοπούλη,
ως πρωταγωνιστής σε έργα, όπως «Ο πρωτευουσιάνος», «Αλάτι και πιπέρι»,
«Η κυρία με τις καμέλιες» κ.ά. Την περίοδο 1943 - 1944 συμμετείχε στο θίασο
της Κατερίνας, με την οποία συμπρωταγωνίστησε στο «Σύζυγοι με δοκιμή».
Το 1944 συγκρότησε δικό του θίασο μαζί με τη Μαίρη Αρώνη, και λίγο
αργότερα συνέπραξε με τη Βάσω Μανωλίδου. Το 1945 συνεργάστηκε με τον
θίασο Μελίνας Μερκούρη και Νίκου Χατζίσκου, ενώ την περίοδο 1946 - 1950
επέστρεψε στο «Βασιλικό Θέατρο».
Ύστερα από απουσία δύο ετών στο εξωτερικό, επιστρέφει στην Ελλάδα
και το 1953 γνωρίζει την Έλλη Λαμπέτη. Ο δεσμός τους επισπεύδει το
διαζύγιο της Λαμπέτη με τον Μάριο Πλωρίτη και μαζί γράφουν μία από τις
πιο αστραφτερές σελίδες στην υποκριτική τέχνη. Συγκροτούν δικό τους
θίασο, μαζί με τον Γιώργο Παππά, ανεβάζοντας έργα, όπως: «Ο
βροχοποιός», «Νυφικό Κρεβάτι» και «Το παιχνίδι της Μοναξιάς». Οι δρόμοι
τους χώρισαν το 1959 και δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ στο θεατρικό σανίδι.
Μεγάλη ήταν η συμβολή του Δημήτρη Χορν και στον κινηματογράφο.
Πρωταγωνίστησε μόνο σε 10 ταινίες, δίνοντας όμως ανεπανάληπτες
ερμηνείες, όπως στην «Κάλπικη λίρα» (1954), στο «Μια ζωή την έχουμε»
(1955) και «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956).
Έντονη ήταν και η ραδιοφωνική παρουσία του. Εκτός από τις
μαγνητοφωνήσεις δεκάδων θεατρικών έργων, είχε «περάσει» στον κόσμο με
ιδιαίτερο κέφι και φινέτσα ένα «αεράκι» εβδομαδιαίων πεντάλεπτων
εκπομπών, που έγραφε ο Κώστας Πρετεντέρης. Με μια σουρεαλιστική
ειρωνεία στη φωνή του, διάβαζε φανταστικά γράμματα ακροατών στην
εκπομπή «Ο Ταχυδρόμος έφτασε».

Διετέλεσε γενικός διευθυντής της ΕΡΤ την περίοδο 1974 -1975, ενώ το 1980
ίδρυσε με τη σύζυγό του Άννα Γουλανδρή το Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν,
σκοπός του οποίου είναι η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Η Πολιτεία του
απένειμε το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α'.

Ο ίδιος στην διάρκεια της πορείας του είπε:


• «Ποτέ δεν έπαψα να πιστεύω ότι ήταν λάθος μου να γίνω ηθοποιός»
• «Μη φοβάσαι το τρακ. Πηγαίνει πάντα εκεί, όπου υπάρχει ταλέντο»
• «Κανένα ελάττωμα δεν μπορεί να σου στερήσει την επιτυχία» (Ο ίδιος δεν
έβλεπε τους συμπρωταγωνιστές του στη σκηνή, επειδή είχε μυωπία).

Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 1998, ύστερα από πολύμηνη ασθένεια.


Tι είναι τελικά αυτό πού κάνει μια
ταινία πραγματικά καλή;
Ως θεατές με διαφορετικά βιώματα,
ερεθίσματα, αισθητική και καλλιτεχνική
αντίληψη, είναι λογικό συχνά οι απόψεις,
τόσο των επαγγελματιών κριτικών, όσο
και των ερασιτεχνών σινεφίλ, να
διίστανται.

Ποιο είναι, όμως, εκείνο το


συστατικό που διαθέτουν οι ταινίες
καθολικής αποδοχής;
Είναι ενδιαφέρουσες, είναι η απάντηση.
Αυτό, όμως, όσο απλό κι αν ακούγεται,
προϋποθέτει την επιτυχή συνύπαρξη 6,
τουλάχιστον, σημαντικών παραμέτρων:
1) Σενάριο
Βασικός συντελεστής της επιτυχίας μιας ταινίας είναι το δυνατό,
ευφάνταστο, πρωτότυπο, σπονδυλωτό και σφιχτοδεμένο σενάριο, το
οποίο πρέπει να έχει κάτι να σου πει, να σε βάλει σε διαδικασία σκέψης
και να σε προβληματίσει, να ιντριγκάρει το μυαλό σου και να το
ξαφνιάσει, να σε κάνει μέρος της πλοκής του. Εάν η αρχή είναι το ήμισυ το
παντός, τότε αναμφίβολα ένα καλογραμμένο σενάριο είναι το ήμισυ μιας
καλής ταινίας.
2) Χαρακτήρες
Οι ενδιαφέροντες χαρακτήρες, με τους οποίους ο θεατής μπορεί να
συνδεθεί, είναι επίσης σημαντικό κομμάτι μιας επιτυχημένης ταινίας.
Άνθρωποι καθημερινοί, με πάθη και αδυναμίες, αλλά και με ιδιαίτερα
χαρίσματα, που έχουν μια ξεχωριστή ιστορία να διηγηθούν, την οποία ως
θεατής θες να την ακούσεις.
3) Ερμηνείες
Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ερμηνευτική δεινότητα του ηθοποιού,
γιατί μπορεί η πρώτη ύλη, ο χαρακτήρας, να είναι προνομιακός, αλλά αν ο
ηθοποιός δεν καταφέρει να γίνει τελικά ο ρόλος του, θα αποτύχει να
κάνει το θεατή συνοδοιπόρο του.
4) Ήχος-Μουσική
Βασικός είναι επίσης και ο ρόλος της μουσικής επένδυσης σε μια ταινία.
Σκοπός της μουσικής, αλλά και των ηχητικών εφέ, είναι να αναδείξουν
την εκάστοτε σκηνή και να δώσουν έμφαση σε μια καίρια στιγμή
σεναριακά, αυξάνοντας τα επίπεδα συγκίνησης. Υπάρχουν σπουδαίες
ταινίες που έχουν ταυτίσει απόλυτα την ύπαρξή τους με το soundtrack
τους, και οφείλουν σε αυτό μεγάλο μέρος της επιτυχίας τους. Ταινίες, που
όταν τις ανασύρεις από τη μνήμη σου, μουσικές αυτομάτως κατακλύζουν
το μυαλό σου.
5) Οπτικά Εφέ
Στον αντίποδα των ηχητικών εφέ, έχουμε και τα οπτικά, που είναι
εξίσου σημαντικά. Το τι τελικά βλέπεις στη μεγάλη οθόνη με αυτό που
πραγματικά απεικονίζεται, συχνά απέχει παρασάγγας. Ιδίως όταν τα
γυρίσματα πραγματοποιούνται σε ένα στούντιο, ο ειδικός οπτικών εφέ
καλείται να επιστρατεύσει όλη του τη φαντασία, αλλά και το ταλέντο, για
να δώσει τη λάμψη, τη μαγεία και τη ζωή που απαιτείται στις σκηνές,
δίνοντας σάρκα και οστά στο σενάριο.
6) Post Production
Tο post production και το βασικό κομμάτι αυτού, το μοντάζ! Δεν αρκεί
να διαθέτει κανείς τα υλικά. Θα πρέπει να ξέρει πώς να τα μαγειρέψει,
αλλά και τι συνδυασμούς να κάνει. Σίγουρα σας έχει τύχει αρκετές φορές
να νιώσετε, βλέποντας μια ταινία, ότι κάτι δεν “κολλάει”, κάτι φαντάζει
ξένο και παράταιρο. Δεν είναι ιδέα σας. Είναι αρκετά δύσκολο -και εκεί
αποδεικνύεται η μαεστρία τόσο του σκηνοθέτη, όσο και του μοντέρ- να
αιχμαλωτιστούν και να συγχρονιστούν απόλυτα τα πάντα σε μία σκηνή: η
ατάκα, το κάδρο, ο ήχος, η μουσική, δίνοντάς της την αυτοτέλεια και την
αρτιότητα που οφείλει να έχει. Κι είναι αυτή ακριβώς η επιτυχία ή όχι του
συνδυασμού των επιμέρους στοιχείων, που ξεχωρίζει τις καλές από τις
μέτριες ταινίες.
Συνοψίζοντας…
Για τους περισσότερους ο κινηματογράφος είναι μια μορφή
διασκέδασης, μια ευκαιρία να ξεφύγει κανείς από τα προβλήματα της
καθημερινότητας, περνώντας δύο ώρες ξεγνοιασιάς. Αυτή η απόδραση από
την καθημερινότητα είναι αναγκαία για τον θεατή, που ζητά να ταξιδέψει
σε άλλους τόπους και να γνωρίσει άλλους ανθρώπους πιο γενναίους, πιο
αστείους, πιο χαζούς, πιο ερωτευμένους, πιο κατατρεγμένους, πιο κακούς
από τον ίδιο. Μέσα από τις περιπέτειες και τα παθήματα των ηρώων στην
οθόνη, ο θεατής συμπάσχει και συνήθως αποχωρεί από την ταινία
ικανοποιημένος.
Αδιαμφισβήτητα, λοιπόν, οι υποκριτές είναι το κλειδί στην επιτυχία μιας
ταινίας, για αυτό το λόγο και οι πραγματικά καλές ταινίες είναι ελάχιστες…
Ευχαριστούμε θερμά
για την υπομονή
σας!

You might also like