You are on page 1of 4

 

ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 
ΕΝΟΡΙΑΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ 
 
 

Π Ρ Ο Τ Υ Π Α
Π Ρ Ο Σ Μ Ι Μ Η Σ Η
ΕΤΟΣ 4Ο * ΤΕΥΧΟΣ 41 * ΙΟΥΛΙΟΣ 2009

«Τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ,


ἐν πνεύµατι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ.» (Α΄ Τιµ. ∆΄ 12)
 
 
 
ΣΣ Π
ΠΥΥ ΡΡ Ο
Ο ΣΣ    ΖΖ Ο
ΟΥΥΜ
ΜΠΠΟ
ΟΥΥ ΛΛ Η
Η ΣΣ   
 
  Στίς 24 Αὐγούστου 1902, σέ µιά γραφική κωµόπολη τῆς Μάνης ἕνα
χαρούµενο γεγονός συµβαίνει. Γεννιέται ὁ 5ος γιός, τό 8ο κατά σειρά
παιδί, σέ µία ἀπό τίς γνωστές οἰκογένειες τοῦ τόπου, πού θά εἶναι ὁ
Βενιαµίν της.
Ὁ µικρός µεγαλώνει µέσα στή στοργή τῶν γονιῶν καί τῶν
µεγαλύτερων ἀδελφῶν του.
Ὁ Σπύρος χάνει τό λατρευτό του πατέρα σέ ἡλικία 12 χρονῶν.
Οἰκονοµικές στενοχώριες, συνέπεια τοῦ πρόωρου θανάτου τοῦ πατέρα
δυσκολεύουν τή ζωή στό ἀρχοντικό τους. Μεγάλο τµῆµα τῆς
πατρογονικῆς περιουσίας πωλεῖται γιά νά ἐξασφαλισθεῖ ἡ ἐξέλιξη τῶν
παιδιῶν.
Μέ ἄνεση µπαίνει στήν ἰατρική σχολή. Σάν φοιτητής ἔχει ἀξιόλογες
ἐπιτυχίες.
Ἕνα ἐθνικό δράµα, ἡ Μικρασιατική καταστροφή τόν φέρνει
κληρωτό στά βάθη τῆς Τουρκίας καί ἀκολουθεῖ στήν τραγική ἐπιστροφή
του τόν Ἑλληνικό Στρατό. Ἀληθινό θαῦµα πῶς σώθηκε µέσα ἀπό τήν
κόλαση τοῦ Ἀφιόν Καραχισάρ, ἐνῶ ὁ στρατηγός Τρικούπης, πού αὐτόν
ἀκολουθοῦσε, ἔµεινε αἰχµάλωτος. Βρίσκεται τέλος στήν Μυτιλήνη καί
κουρελής καί ἀξύριστος γυρίζει στό σπίτι του.
Ἡ πατρίδα τόν καλεῖ καί πάλι καί ὑπηρετεῖ στή Θράκη αὐτή τή
φορά. Σάν κόπασε ἡ ἐθνική καταιγίδα, συνέχισε τίς Ἰατρικές του
σπουδές.
Μέ σκληρή δουλειά καί ἀφάνταστο κόπο κατόρθωσε νά τελειώσει
τίς σπουδές του χωρίς καθυστέρηση, ἐργαζόµενος συγχρόνως σέ
ἀσφαλιστική Ἑταιρεία γιά τόν ἐπιούσιο.
Ἔρχεται στήν Ἀθήνα ὅπου παίρνει τήν εἰδικότητα τοῦ Ἀκτινολόγου.
Διορίζεται ὡς Ἐπιµελητής τοῦ Ἀκτινοδιαγνωστικοῦ στό Νοσοκοµεῖο τοῦ
Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, µέ τήν πρώτη ὁµάδα τῶν ἐκλεκτῶν νέων
γιατρῶν πού ἐστελέχωσαν τό καινούργιο Νοσοκοµεῖο. Λίγο ἀργότερα
φέρνει τά τελειό τερα Ἀκτινολογικά µηχανήµατα καί ἀνοίγει ἕνα ἀπό τά
πιό ἄρτια Ἐργαστήρια τῆς Ἀθήνας. Ἡ ἐπαγγελµατική ἐπιτυχία εἶναι
πλήρης. Ἐργάζεται µέ τέτοιο τρόπο πού κατακτᾶ καί τόν ἰατρικό κόσµο,
καί τήν πιό ἐκλεκτή Ἀθηναϊκή κοινωνία. Ὑπουργοί, πρωθυπουργοί,
ἀκαδηµαϊκοί δέχονται τίς ὑπηρεσίες του. Οἱ ἀκτινογραφίες του
θεωροῦνται πρότυπες καί θαυµάζονται καί στό ἐξωτερικό ἀκόµη. Γίνεται
γραµµατεύς τῆς Ἑλληνικῆς Ἀκτινολογικῆς Ἑταιρείας. Τό 1940,
ἀκούγοντας βαθειά µέσα του τό ἐθνικό προσκλητήριο, κλείνει καί
ἐργαστήριο καί σπίτι, καί κατατάσσεται ἐθελοντικά στόν Ἑλληνικό
στρατό.
Τόν στέλνουν Διευθυντή τοῦ 1ου Ὀρεινοῦ Χειρουργείου στήν
Καλαµπάκα ὅπου δέχεται τούς πρώτους τραυµατίες τοῦ Ἀλβανικοῦ
Ἔπους. Ἀργότερα στήν Ἄρτα ἀναπτύσσει ἄλλο χειρουργεῖο ὅπου δέχεται
τά πλήθη τῶν στρατιωτῶν πού ἔπαθαν κρυοπαγήµατα.
Τέλος, προΐσταται τοῦ Κέντρου Διακοµιδῆς στήν Ἀµφιλοχία. Ἐκεῖ
τόν βρίσκει ἡ κατάρρευση τοῦ µετώπου µετά τήν εἴσοδο τῶν Γερµανῶν.
Ἀξιώθηκε τότε νά προσφέρει στήν Πατρίδα πολύτιµες ὑπηρεσίες καί πῆρε
τό βαθµό τοῦ Ταγµατάρχου.
Ἔρχεται ἡ σκληρή κατοχή. Θεωρεῖ τόν ἑαυτό του στρατευµένο στήν
Κοινωνική Πρόνοια. Στήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δίνει ὅ,τι µπορεῖ
καί ὡς γιατρός καί ὡς ἰδιώτης.
Ἀρραβωνιάζεται καί ἀµέσως ξεσπᾶ ἡ θύελλα τοῦ Δεκέµβρη 1944.
Ἕνας µεγαλόσωµος γιατρός, τότε, µέ καµηλό παλτό καί µέ περιβραχιόνιο
τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ στό χέρι γυρίζει τίς πιό βαλλόµενες περιοχές τῆς
Ἀθήνας. Ἕνας ὅλµος σκοτώνει µπροστά του µία γνωστή του κυρία.
Βοηθάει σάν τραυµατιοφορέας, δίνει τίς πρῶτες βοήθειες καί ἀψηφῶντας
κάθε κίνδυνο τρέχει σέ σπίτια πού ἔχουν ἀποκλεισθεῖ γιά νά φέρει
τρόφιµα.
Κι ὅταν πέρασε ἡ θύελλα, παρ’ ὅλα τά οἰκογενειακά βάρη πού
αὐξάνουν µέ γοργό ρυθµό, (κάθε ἐνάµισυ χρόνο περίπου ἕνα καινούργιο
βλαστάρι ἔρχεται στόν κόσµο), ὁ Θεός τόν ἀξιώνει νά προσφέρει
πάµπολλες κοινωνικές ὑπηρεσίες. Τρέχει ἀκούραστος παντοῦ.
Πρό πάντων συµµετέχει στόν πόνο τῶν ἀσθενῶν. Ὅταν ὡς
ἀκτινολόγος διαπίστωνε ἕνα περιστατικό πού θά εἶχε ἄσχηµη ἐξέλιξη,
πρό πάντων ὅταν ἐπρόκειτο γιά νεαρό ἄτοµο, ἔχανε τή διάθεσή του γιά
ἀρκετές ἡµέρες καί µερικές φορές τόν εἶδαν νά κλαίει µέ λυγµούς.
Ταυτόχρονα ὅµως ἔδινε θάρρος στούς ἀσθενεῖς, ποτέ δέν τούς
ἀποκαρδίωνε. Συνιστοῦσε ψυχική ἠρεµία καί ἐµπιστοσύνη στό σχέδιο τοῦ
Θεοῦ.
Πολλές φορές σέ περιπτώσεις ἐγκυµοσύνης, ὅταν τά ἰατρικά
δεδοµένα ἦταν ὑπέρ τῆς ἀποβολῆς ἐµβρύου, ὁ ἴδιος, σταθµίζοντας ὅλους
τους παράγοντες συνιστοῦσε τή συνέχιση τῆς ἐγκυµοσύνης. Ἔδινε
κουράγιο στή µέλλουσα µητέρα καί ἔλεγε: «Μή φοβᾶσαι, κράτησέ το τό
παιδί. Νά ἰδεῖς, θά γεννήσεις γερό παιδί καί θά τό βαφτίσω ἐγώ!». Καί
εἶχε ἀποκτήσει ἀρκετά βαφτιστήρια µ’ αὐτόν τόν τρόπο.
Παράλληλα ἦταν καί πολύ φιλόξενος. Ἔτσι κατά τίς τροµερές
πληµµύρες στό Μπουρνάζι – Περιστέρι στά 1961 – 62 πῆρε στό σπίτι του
γιά φιλοξενία ἑφτά παιδάκια πληµµυροπαθῶν, τόν καιρό πού ἡ
οἰκογένειά του πλησίαζε νά ἔχει δέκα παιδιά! Ἡ ἀγάπη του κατόρθωσε
νά τά βολέψει.
Ἀκόµη, ὁ δραστήριος Ζουµπούλης ἦταν καί ἐθελοντής αἱµοδότης καί γι’
αὐτό ὁ Ἑλληνικός Ἐρυθρός Σταυρός τοῦ ἀπένειµε µετάλλιο.
Ἐν τῷ µεταξύ ἡ οἰκογένεια ἔχει µεγαλώσει πολύ. Δέκα παιδιά. Ἕνα
θαῦµα.
Ἀλλά οἱ τόσες προσφορές, ἀρχίζουν νά ἔχουν σοβαρές ἐπιπτώσεις
στήν ὑγεία του. Τό ἀντιλαµβάνεται ἀµέσως καί ἀρχίζει λίγο λίγο νά
ἀποµακρύνεται ἀπό τό ἰατρικό ἐπάγγελµα ὕστερα ἀπό 30 χρόνια
σκληρῆς δουλειᾶς στό Ἀκτινολογικό Ἐργαστήριο.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1975, µία τυχαία ἀκτινολογική ἐξέταση, πού µόνος
του ζήτησε νά κάνει, µᾶς φανερώνει ὅτι τό τέλος εἶναι ἐπί θύραις. Ἡ
τροµερή ἀρρώστια εἶχε µπεῖ στήν τελική της εὐθεία.
Γνωρίζοντας τόν ἀνυπόµονο χαρακτήρα του καί ξέροντας τί τόν
περιµένει, παρακαλεῖ τό Θεό νά µήν τόν βασανίσει ἡ ἀρρώστια
περισσότερο ἀπ’ ὅσο µπορεῖ: «Θεέ µου, ξέρεις πόσο ἀνυπόµονος εἶµαι, µή
µέ ἀφήσεις νά ἀγανακτήσω». Καί τοῦ ἔκανε ὁ Θεός αὐτή τή χάρη. Τόν
πῆρε πρίν ἐκδηλωθοῦν τά χειρότερα συµπτώµατα τῆς ἀρρώστιας. Δέν
θέλησε νά µεταφερθεῖ σέ νοσοκοµεῖο. Ἔτσι τό νοσοκοµεῖο µεταφέρθηκε
στό σπίτι: µηχανήµατα, νοσοκόµες, γιατροί.
Τά µεγαλύτερα ἀγόρια ξαγρυπνοῦσαν ἐκ περιτροπῆς στό διπλανό
δωµάτιο, ἕτοιµα νά βοηθήσουν σέ ὅ,τι θά χρειαζόταν τή νύχτα. Τά
κορίτσια ὅλη µέρα τοῦ ἔφερναν ὅ,τι µπορεῖ νά ἐπιθυµήσει ἕνας ἄρρωστος.
Ἡ Εἰρήνη σά γιατρός, ἄν καί λεχώνα ἐκεῖνες τίς µέρες, µεταφέρθηκε
οἰκογενειακῶς στό σπίτι του γιά νά βρίσκεται κοντά του µέρα – νύχτα. Ὁ
Παῦλος, φοιτητής τότε, ἦταν πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του ἤ ἔτρεχε γιά
νά συντονίσει τίς ἰατρικές ἐνέργειες πού χρειάζονταν.
Κάλεσε ὅλη τήν οἰκογένεια, εἶπε τίς ἐπιθυµίες του. Πρῶτα
εὐχαρίστησε ὅλους: «Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τίς χαρές πού µοῦ δώσατε, πού
δέν τίς περίµενα». Ἐννοοῦσε τούς γάµους τῶν κοριτσιῶν, τά ἐγγονάκια,
τίς σηµαντικές ἐπιτυχίες στίς σπουδές. Ὕστερα συµβούλεψε τή σύζυγό
του καί τά παιδιά. «Τώρα θά σέ δῶ, πού µένεις µόνη στό τιµόνι τῆς
οἰκογένειας» εἶπε. Καί στά παιδιά: «Νά µή ξεσυνερίζεται ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Οἱ µεγαλύτεροι νά προσέχουν καί νά προστατεύουν τούς µικρότερους».
Ὅρισε µέ τή σβησµένη φωνή του, πῶς ἤθελε νά µοιρασθοῦν τά
ὑπάρχοντά του µεταξύ τῶν παιδιῶν. Ὅρισε ἀκόµη τά ποσά πού ἤθελε
νά κατατεθοῦν σέ φιλανθρωπικά ἱδρύµατα καί στήν Πρόνοια, γιά τήν
ψυχή του, ὅπως εἶπε.
Στίς 12 Δεκεµβρίου, ἡµέρα τῆς γιορτῆς του, µαζεύτηκαν τό βράδυ
παιδιά καί ἐγγονάκια νά τοῦ φιλήσουν τό χέρι καί νά τούς εὐχηθεῖ.
Εὐχήθηκε ὅλους. Ἀλλά ἦταν ἀνικανοποίητος. Κάτι ἄλλο ζητοῦσε τό
πνεῦµα του. Μόνο ὅταν τόν διαβεβαίωσαν ὅτι τό ἑπόµενο πρωί θα
ἐρχόταν ὁ π. Χρυσόστοµος νά τόν κοινωνήσει, ἠρέµησε καί κοιµήθηκε
ἥσυχα τή νύχτα. Τό πρωί στίς 13 Δεκεµβρίου µέ πλήρη διαύγεια καί
κατάνυξη πῆρε τήν τελευταία Θεία Κοινωνία. Οἱ τελευταῖες του λέξεις
ἦταν: «Κύριε, ἰλάσθητί µοι τῷ ἁµαρτωλῶ». Ὕστερα ἔβαλε λίγο γάλα στό
στόµα του καί κοιµήθηκε. Ἡ σύζυγός του καθόταν δίπλα του
διαβάζοντας ἀπό τό Συναξαριστή τούς βίους τῶν Ἁγίων τῆς ἡµέρας (ἦταν
τό ἀγαπηµένο του ἀνάγνωσµα τά τελευταῖα χρόνια). Πότε ἄκουγε, πότε
κοιµόταν. Ὥσπου ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στά χέρια τοῦ Θεοῦ τῆς
ἀγάπης, πού τόσο ἀγάπησε καί ὑπηρέτησε.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Λαϊκό Συναξάρι » σελ. 87
Τοῦ Ἀρχιµανδρήτου Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου

 
  
ΕΚΔΟΤΗΣ: ΕΝΟΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ ΤΗΛ. 2465021472 ΦΑΞ 2465023133
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ: ΙΕΡΕΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

You might also like