You are on page 1of 39

Τα εμβληματικά μνημεία της αρχαίας Αθήνας

Το ταξίδι, η γνωριμία ,η ανάδειξη….


Οι αρχαίοι ελληνικοί τόποι ,μέρη μοναδικής αρχιτεκτονικής
ομορφιάς και πολιτιστικής αξίας, άνθισαν στην αρχαία Ελλάδα
από τον 6ο ως τον 2ο αιώνα π.Χ. κι εξαπλώθηκαν σε κάθε πόλη-
κράτος της αρχαιότητας. Στη μεγαλύτερη πόλη της αρχαίας
Ελλάδας ,την Αθήνα δημιουργήθηκαν τα σημαντικότερα έργα
τέχνης. Όλη η πόλη της Αθήνας είναι ένα υπαίθριο μουσείο με
τεράστιο ενδιαφέρον. Κάθε βήμα μας φέρνει κοντά σε κάποιο
κομμάτι της ιστορίας: μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς, αρχαιολογικά μουσεία, αίθουσες τέχνης – η
Αθηναϊκή πρωτεύουσα ξεχειλίζει από ερεθίσματα πολιτισμού.
Η πρώτη –και εμβληματική- επαφή μας με τον αρχαίο
ελληνικό πολιτισμό μας έπεισε: ανακαλύψαμε την Ακρόπολη με
τον διάσημο, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, Παρθενώνα.
Αφεθήκαμε στη μαγεία του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης,
ενός από τα καλύτερα αρχαιολογικά μουσεία σε όλον τον
κόσμο, ιδιαίτερα εντυπωσιακό, όχι μόνο για τους πολιτιστικούς
[1]
θησαυρούς που εκθέτει και την παρουσίασή τους στο χώρο,
αλλά και για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του κτιρίου του.
Λίγο πιο κάτω η γνωριμία με το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού
μας συνάρπασε – ιδιαίτερα το γεγονός ότι ένα αρχαιολογικής
αξίας μνημείο συμμετέχει ενεργά στην πολιτιστική ζωή της
πόλης, καθώς κάθε καλοκαίρι φιλοξενεί το Φεστιβάλ Αθηνών,
το σπουδαιότερο πολιτιστικό γεγονός της πόλης. Σχεδόν δίπλα
του, το θέατρο του Διονύσου υπήρξε ο σημαντικότερος
θεατρικός χώρος της αρχαίας Αθήνας κατά την περίοδο της
ακμής της. Συνεχίζοντας το ταξίδι στην Αθήνα του πολιτισμού,
σε μικρή απόσταση από την πύλη του Αδριανού, θαυμάσαμε
τον επιβλητικό ναό του Ολυμπίου Διός και έπειτα το
Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο (329 π.Χ.), που στην
πορεία της ιστορίας του, επενδύθηκε με μάρμαρο από τον
Ηρώδη τον Αττικό (στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.).
Σε ολόκληρο το κέντρο της Αθήνας, καθώς και στις περιοχές
γύρω από το λεγόμενο «ιστορικό» του κομμάτι, από το Θησείο
μέχρι την Πνύκα, τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου,
την Πλάκα με τα Αναφιώτικα και το Μοναστηράκι, θαυμάσαμε
αρχαιολογικούς χώρους, ναούς, αρχαία και βυζαντινά μνημεία,
αλλά και υπέροχα νεοκλασικά κτίρια με μεγάλη ιστορία και
αρχιτεκτονική αξία…..και το ταξίδι μας συνεχίστηκε μέχρι τον
επιβλητικό ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο: μείναμε
εκστασιασμένοι από την υπέροχη θέα και θαυμάσαμε ένα ακόμη
ναό αξιόλογης αρχιτεκτονικής!
Η υπεύθυνη καθηγήτρια του προγράμματος
Τσαβαλιά Φαίδρα
Οι μαθητές της Β’ Λυκείου ΓΕΛ Μαργαριτίου Θεσπρωτίας
ΣΧ.ΕΤΟΣ: 2018-19

[2]
ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ

Τα Προπύλαια είναι η πολυτελής πύλη της Ακρόπολης.

Τα Προπύλαια είναι έργο δωρικού ρυθμού. Αποτελούνται από τρία


κλίτη. Την κυρίως Στοά και τις δυο πτέρυγες. Η Στοά είναι χώρος
επιβλητικός. Η βόρεια πτέρυγα αποτελείται από μια στοά και ένα
δωμάτιο, την πινακοθήκη. .Η δυτική πρόσοψη στηρίζεται επί τριών
κιόνων δωρικού ρυθμού που επέτρεπαν να εισδύει άπλετο φως. Η Νότια
πτέρυγα έμεινε ημιτελής. Τρεις κίονες ιωνικού ρυθμού χωρίζουν την
Στοά από τις πτέρυγες σε κάθε πλευρά. Η ανατολική πρόσοψη της στοάς
στηρίζεται επί έξι κιόνων, δωρικού ρυθμού. Σχηματίζουν τρεις πύλες,
από τις οποίες η μεσαία είναι πιο ευρύχωρη από τις άλλες και δεν έχει
σκαλοπάτια, διότι από εκεί περνούσε η εκατόμβη, τα εκατό ζώα που
προορίζονταν για την θυσία. Η μαρμάρινη στέγη ήταν διακοσμημένη με
φατνώματα.

Τα Προπύλαια της Ακρόπολης των Αθηνών κτίσθηκαν στη δυτική


πλευρά του βράχου, στη θέση όπου τοποθετείται και η πύλη του οχυρού
της μυκηναϊκής ακρόπολης. Τα πρώτα Προπύλαια κτίστηκαν από τον
Πεισίστρατο και τους διαδόχους του (600 - 527 π.Χ.). Βρίσκονταν
βορειότερα των μεταγενέστερων που έκτισε ο Μνησικλής. Γύρω στα
μέσα του 6ου αι. π.Χ. κτίσθηκε το πρώτο πρόπυλο. Ένα νέο πρόπυλο
κατασκευάσθηκε μεταξύ των ετών 510-480 π.Χ., αλλά καταστράφηκε
από τους Πέρσες το 480 π.Χ. Μετά τα Περσικά επισκευάσθηκε ή ξανά
[3]
οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του προγράμματος
τειχισμού της Ακρόπολης, από το Θεμιστοκλή και τον Κίμωνα. Τα
μνημειώδη Προπύλαια των κλασικών χρόνων, που βλέπει σήμερα ο
επισκέπτης, αποτελούν μέρος του μεγαλεπίβολου οικοδομικού
προγράμματος που συντελέσθηκε στην Ακρόπολη από τον Περικλή.
Κτίσθηκαν μεταξύ των ετών 437-432 π.Χ., μετά την ολοκλήρωση του
Παρθενώνα, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Μνησικλή. Το αρχικό σχέδιο του
οικοδομήματος ήταν πρωτοποριακό από αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική
άποψη, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ στο σύνολό του. Η αρχιτεκτονική
του κτίσματος μιμήθηκε τα Μεγάλα Προπύλαια της Ελευσίνας.

Το οικοδόμημα έχει κατασκευασθεί κυρίως από πεντελικό


μάρμαρο και χωρίζεται σε τρία τμήματα. Το κεντρικό ορθογώνιο τμήμα
είναι το κυρίως πρόπυλο. Στην ανατολική και δυτική όψη έχει δύο
εξάστυλες στοές δωρικού ρυθμού, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται
εγκάρσιος τοίχος με πέντε θύρες. Η δίοδος προς την Ακρόπολη γινόταν
από την κεντρική θύρα, που πλαισιώνεται, μεταξύ της δυτικής στοάς και
του εγκάρσιου τοίχου, από τρεις κίονες ιωνικού ρυθμού σε κάθε πλευρά.
Το κεντρικό οικοδόμημα ακολουθούσε την ανωφέρεια του εδάφους και η
ανατολική στοά βρισκόταν ψηλότερα από τη δυτική, το ίδιο και η
αετωματική στέγη, ενώ τα δύο πλευρικά οικοδομήματα ήταν
χαμηλότερα. Το πρόβλημα της ανωφέρειας του εδάφους αντιμετωπιζόταν
και στο εσωτερικό του κτηρίου, με βαθμίδες που υπήρχαν στην πρόσοψη
και στον εγκάρσιο τοίχο.

Επίσης, στη βόρεια πλευρά της πτέρυγας ήταν τοποθετημένο το


λατρευτικό άγαλμα του Ερμού Προπυλαίου, προστάστη των εισόδων και
των προπύλων. Μπροστά του έχει μία μικρή δωρική στοά από τρεις
κίονες και η είσοδος σε αυτό γινόταν από πόρτα που πλαισιώνεται από
δύο παράθυρα. Από τη δυτική πλευρά της ήταν δυνατή η πρόσβαση
στο ναό της Αθηνάς Νίκης.

Η νότια πτέρυγα μετατράπηκε σε εκκλησία, ενώ τον 10ο αιώνα το


κεντρικό τμήμα επίσης λειτούργησε ως εκκλησία αφιερωμένη στους
Ταξιάρχες. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας (13-14ος αι.) τα
Προπύλαια αποτέλεσαν την κατοικία του Φράγκου ηγεμόνα, και την ίδια
εποχή, για την ενίσχυση της οχύρωσης της Ακρόπολης, στη δεξιά
πτέρυγα του οικοδομήματος κατασκευάσθηκε ο πύργος, ο γνωστός
ως Κουλάς, που δεν υπάρχει σήμερα. Κατά την περίοδο
[4]
της Τουρκοκρατίας (1458-1830) τα Προπύλαια έγιναν η έδρα του
Τούρκου φρούραρχου. Το κεντρικό κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως
πυριτιδαποθήκη, χρήση στην οποία οφείλεται η πρώτη μεγάλη
καταστροφή του μνημείου, που ανατινάχθηκε από έκρηξη το 1640. Μετά
την απελευθέρωση από τους Τούρκους κατεδαφίστηκαν οι μεσαιωνικές
και τουρκικές προσθήκες και έγιναν ανασκαφές στην περιοχή των
Προπυλαίων.

Αναστηλωτικές επεμβάσεις στο μνημείο πραγματοποιήθηκαν μεταξύ


των ετών 1909 και 1917 από το μηχανικό Νικόλαο Μπαλάνο. Το
σύγχρονο έργο αποκατάστασης των Προπυλαίων άρχισε το 1982. Τη
περίοδο πριν τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 στην Αθήνα, τα
Προπύλαια ήταν τυλιγμένα σε σκαλωσιές μιας και γινόταν έργα
αναστήλωσης. Στο τέλος του 2009 οι σκαλωσιές αφαιρέθηκαν, και το
κτίσμα είναι ανοικτό στο κοινό ξανά. Η διάσημη οροφή αποκαταστάθηκε
εν μέρει.

ΝΑΟΣ ΑΘΗΝΑΣ ΝΙΚΗΣ

Ναός της Απτέρου Νίκης είναι μικρός αμφιπρόστυλος ιωνικός ναός


στην Ακρόπολη των Αθηνών. Εδώ φυλασσόταν το ξόανο της
θεάς Αθηνάς Νίκης, της «απτέρου», δηλαδή χωρίς φτερά, για να μη φύγει
ποτέ από την πόλη της Αθήνας.

Ο ναός βρίσκεται πάνω σε πυργοειδή προμαχώνα, στη νότια (δεξιά)


πτέρυγα των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Η επικίνδυνη πλευρά του
προμαχώνα κλεινόταν από μαρμάρινο θωράκιο (στηθαίο). Από αυτό το
θωράκιο διασώθηκαν μερικές πλάκες, οι οποίες εκτίθενται στο Μουσείο
της Ακρόπολης και απεικονίζουν Νίκες που οδηγούν αγελάδες σε θυσία.
Ανάμεσά τους, η περίφημη Νίκη που λύνει το σανδάλι της. Το μήνυμα
αυτών των παραστάσεων ήταν σαφές: Η Αθήνα ήταν και θα είναι
νικήτρια. Πρόκειται για αμφιπρόστυλο τετράστηλο ναό ιωνικού ρυθμού,
δηλαδή με τέσσερις κίονες στην πρόσοψη και άλλους τέσσερις πίσω.
Ο σηκός είναι απλός μονόχωρος, εξαιρετικά μικρών διαστάσεων, στον
οποίο έχει ενσωματωθεί και ο πρόναος Η ανατολική πλευρά του σηκού
ήταν ανοιχτή. Η ζωφόρος της δυτικής πλευράς ήταν διακοσμημένη με
ανάγλυφες παραστάσεις μαχών μεταξύ Ελλήνων και έφιππων ανατολιτών
ή άλλων Ελλήνων, αφήνοντας πιθανά επίτηδες την ασαφή εντύπωση ότι
πρόκειται για Αθηναίους που νικούν Πέρσες ή άλλες ελληνικές πόλεις
[5]
κράτη. Στην ανατολική ζωφόρο απεικονιζόταν συνέλευση των Ολύμπιων
θεών με τον Δία και την Αθηνά στο μέσο. Μέσα στον σηκό βρισκόταν το
αρχαϊκό ξόανο της Αθηνάς η οποία κρατούσε στα χέρια της, σύμφωνα με
τον συγγραφέα Αρποκρατίωνα, το κράνος της και ένα ρόδι, σύμβολο
ισχύος και γονιμότητας. Μπροστά από τον ναό υπήρχε βωμός.

Το σχέδιο του ναού κρίθηκε επιτυχημένo κατά την αρχαιότητα, πράγμα


που αποδεικνύεται από την αντιγραφή του σε πέντε άλλα κτίσματα, όλα
στην Αττική. Τα διακοσμητικά στοιχεία των βάσεων των κιόνων, τα
κιονόκρανα και ο θριγκός μαζί με την ανάγλυφη ζωοφόρο, όλα από
άριστης ποιότητας πεντελικό μάρμαρο, κάνουν τον ναό να μοιάζει με
κοσμηματοθήκη.

Στη ίδια θέση προϋπήρχε αρχαϊκός ναός της Αθηνάς, πιθανώς από την
εποχή των Πεισιστρατιδών (561-510 π.Χ.). Υπολείμματα αυτού του ναού
διατηρήθηκαν στον προμαχώνα, κλασσικής εποχής, ο οποίος στηρίζει τον
ναό. Κάτω από τον κλασσικό ναό, βρέθηκαν δύο βωμοί και μικρό ιερό
όπου φυλαγόταν, πάνω σε πέτρινη βάση, το ξόανο της θεάς. Το ιερό αυτό
καταστράφηκε, μαζί με την υπόλοιπη Ακρόπολη, από τους Πέρσες το
480 π.Χ. αλλά ξαναχτίστηκε αμέσως μετά. Το ξόανο διέφυγε την
καταστροφή γιατί οι Αθηναίοι είχαν προλάβει να το μεταφέρουν
στη Σαλαμίνα.

Επιγραφές αναφέρουν ότι ο αρχιτέκτονας Καλλικράτης σχεδίασε την


είσοδο οπότε θεωρείται πιθανό πως ο ίδιος σχεδίασε και τον ναό, το 437
π.Χ. Ακολούθησε, τα επόμενα χρόνια, η κατασκευή του. Επί ρωμαϊκής
εποχής, οι ασβεστολιθικοί δόμοι της επένδυσης του προμαχώνα
καλύφθηκαν με λεπτές πλάκες μαρμάρου, όπως φαίνεται από τις οπές
των ξύλινων πείρων που τις συγκρατούσαν. Ο ναός γκρεμίστηκε από
τους Τούρκους το 1686, και τα υλικά του τα χρησιμοποίησαν για την
κατασκευή προμαχώνα. Το 1836, γερμανοί αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τα
υλικά, που είχαν διατηρηθεί σε καλή κατάσταση και αναστύλωσαν τον
ναό. Τα γλυπτά των παραστάσεων λείπουν, αφού τα πήρε ο Λόρδος
Έλγιν και εκτίθενται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Ο ναός
αναστηλώθηκε από τον Νικόλαο Μπαλάνο.

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ

[6]
Ο Παρθενώνας είναι ναός, χτισμένος προς τιμήν της θεάς
Αθηνάς,προστάτιδας της πόλης της Αθήνας. Υπήρξε το αποτέλεσμα της
συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων και γλυπτών στα μέσα του 5ου
π.Χ. αιώνα. Η εποχή της κατασκευής του συνταυτίζεται με τα φιλόδοξα
επεκτατικά σχέδια της Αθήνας και της πολιτικής κύρους που ακολούθησε
έναντι των συμμάχων της κατά την περίοδο της αθηναϊκής
ηγεμονίας στην Αρχαία Ελλάδα.

Το μνημείο

Ο Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της Αθηναϊκής


πολιτείας και τον κολοφώνα του δωρικού ρυθμού. Η κατασκευή του
ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ. στα
Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2
π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν
ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανόν ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη
του γλυπτού διάκοσμου. Είναι ένας από τους λίγους
ολομάρμαρους ελληνικούς ναούς και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες
του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου
και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο,
μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από
το στυλοβάτη, ο οποίος κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο.

Το πτερό είχε 8 κίονες κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Η τοποθέτηση


των κιόνων είναι ασυνήθιστα πυκνή με αναλογία διαμέτρου κίονα και
μετακιονίου διαστήματος 1:2,25.Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη
σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μια
[7]
άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο
του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές
επιδράσεις. Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζουν
τη Γιγαντομαχία. Στην δυτική παριστάνεται Αμαζονομαχία, στη
νότια Κενταυρομαχία και στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο.

Σύμφωνα με μια αμφισβητούμενη θεωρία, ένας ναός της Αθηνάς


Παρθένου στη θέση του κλασικού Παρθενώνα συνυπήρχε με το ναό της
Αθηνάς Πολιάδος ήδη από το 560 π.Χ. περίπου. Σε κάθε
περίπτωση,αμέσως μετά τη μάχη του Μαραθώνα αρχίζει να χτίζεται
ο Παρθενώνας το 490 π.Χ., έμεινε όμως ημιτελής, μέχρι το ύψος
μερικών σπονδύλων των κιόνων του. Το 480-479 π.Χ. καταστρέφεται
από τους Πέρσες μαζί με τα άλλα μνημεία της Ακρόπολης. Μετά την
επιστροφή των Αθηναίων στην πόλη, οι σπόνδυλοι του κατεστραμμένου
ναού χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στο βόρειο τείχος της
Ακρόπολης, όπου είναι μέχρι σήμερα ορατοί από το βράχο από την
πλευρά της οδού Αθηνάς και το Μοναστηράκι.

Αμέσως μετά ο Κίμων ανέθεσε την κατασκευή ενός δεύτερου


Παρθενώνα στον αρχιτέκτονα Καλλικράτη (Προπαρθενών ΙΙ). Και αυτό
το εγχείρημα όμως έμεινε ημιτελές με το θάνατο του Κίμωνα το 450 π.Χ.
Το 447/6 π.Χ. αρχίζει σύμφωνα με τις πηγές η λατόμευση μαρμάρου για
ένα νέο, μεγαλύτερο Παρθενώνα, αυτόν που θα ολοκληρωθεί τελικά στα
πλαίσια του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή για την Αθήνα.

Ο Παρθενώνας διατηρήθηκε άθικτος έως και τους Μακεδονικούς


χρόνους. Επιπλέον, μετά τον Γρανικό, στον Παρθενώνα αναρτήθηκαν ως
τρόπαια χρυσές ασπίδες, λάφυρα της νίκης του Αλέξανδρου. Οι πρώτες
καταστροφές έγιναν επί Λάχαρη, τον οποίο όρισε τύραννο των Αθηνών
ο Κάσσανδρος, σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία. Αυτός
απέσπασε τις ασπίδες από τον Παρθενώνα, το χρυσάφι και τα κοσμήματα
από το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Καταστροφές υπέστη και ο
οπισθόδομος του ναού, όταν τον χρησιμοποίησε ως προσωπικό του
κατάλυμα ο Δημήτριος ο Πολιορκητής.

Στους Ρωμαϊκούς χρόνους δεν καταγράφονται αλλαγές στον


Παρθενώνα, που συνεχίζει να διατηρεί αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία και
την αίγλη του ακόμη και στους μεταχριστιανικούς αιώνες, παρόλο που
επί εποχής Ιουστινιανού η πομπή των Παναθηναίων δεν ανέβαινε πια
[8]
στον Παρθενώνα και είχε χαθεί πλέον κάθε λατρεία δημόσια ή ιδιωτική,
σύμφωνα με το Λατίνο ρήτορα Κλαύδιο Μαμερτίνο του 4ου αιώνα.

Φθορές

Βενετοτουρκικοί πολέμοι

Κατά την εκστρατεία του Φραγκίσκου Μοροζίνι κατά των Αθηνών


το 1687, ο Παρθενώνας υπέστη και το μεγαλύτερο πλήγμα το βράδυ της
26ης Σεπτεμβρίου, όταν οβίδα τίναξε την πυριτιδαποθήκη που είχε
εγκαταστήσει ο Αλή αγάς, διοικητής του φρουρίου στον ναό.

Αναπαράσταση του Παρθενώνα πριν την καταστροφή του, εκδόθηκε το


1688, περίπου ένα έτος μετά το γεγονός της ανατίναξης, Βιτσένζο
Κορονέλλι

Απεικόνιση του περιστατικού της ανατίναξης, 1687, Φραντσέσκο


Φανέλι

[9]
Βορειοδυτική άποψη των Αθηνών και του βομβαρδισμού του
Παρθενώνα, 1687, Φραντσέσκο Φανέλι

Τμήμα πυρομαχικού το οποίο ανακαλύφθηκε πάνω σε τείχισμα του ναού


και θεωρείται προς προέρχεται από το περιστατικό της ανατίναξης.

Αναστήλωση.

Το 1975, η Ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε μια συντονισμένη


προσπάθεια για την αναστήλωση του Παρθενώνα καθώς και άλλων
κτισμάτων της Ακρόπολης. Μετά από καθυστέρηση, ιδρύθηκε η
Επιτροπή για τη Συντήρηση των Μνημείων της Ακρόπολης το 1983. Το
έργο αυτό, αργότερα προσέλκυσε οικονομική και τεχνική βοήθεια από
την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια αρχαιολογική επιτροπή τεκμηρίωσε
διεξοδικά κάθε αντικείμενο που βρισκόταν στο χώρο, και οι αρχιτέκτονες
υποβοηθούμενοι από υπολογιστικά μοντέλα, εξακρίβωσαν τις αρχικές
τους θέσεις. Ιδιαίτερα σημαντικά και εύθραυστα γλυπτά μεταφέρθηκαν
στο Μουσείο της Ακρόπολης. Στο χώρο εγκαταστάθηκε γερανός για την
απομάκρυνση τμημάτων μαρμάρων. Ο γερανός σχεδιάστηκε για να
διπλώνει κάτω από την οροφή όταν δεν χρησιμοποιείται. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, προηγούμενες ανακατασκευές ήταν εσφαλμένες. Αυτές
διαλύθηκαν, και μια προσεκτική διαδικασία αναστήλωσης
ξεκίνησε. Αρχικά, πολλά τμήματα μαρμάρου κρατήθηκαν μαζί από
επιμήκεις καρφίτσες σιδήρου σχήματος «Η», οι οποίες ήταν καλυμμένες
ολοκληρωτικά από μόλυβδο, ο οποίος προστατεύει το σίδηρο από
διάβρωση. Οι σταθεροποιητικές καρφίτσες που είχαν τοποθετηθεί κατά
τον 19ο αιώνα δεν είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε μόλυβδο

[10]
και έτσι διαβρώθηκαν. Αφού το προϊόν της διάβρωσης (σκουριά) είναι
επεκτατικό, η επέκταση αυτή προκάλεσε επιπλέον ζημιές με τη
δημιουργία ρωγμών στο μάρμαρο.

Εργάστηκαν οι μαθήτριες:

Δώρα Σερίφη

Ελένη Ντόστα

Ζωή Βάσσου

ΩΔΕΙΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ

Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού είναι αρχαίο ωδείο της ρωμαϊκής


περιόδου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης των
Αθηνών.

Χτίστηκε με ταχύτατο ρυθμό με δαπάνες του Ηρώδη του Αττικού κατά


τον 2ο αιώνα μ.Χ., προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας
Ρηγίλλης.

Ο προορισμός του οικοδομήματος ήταν κατά κύριο λόγο οι μουσικές


εκδηλώσεις και για τον λόγο αυτό ονομάστηκε Ωδείο. Η ανάγκη της
ανέγερσής του προέκυψε μετά την κατάρρευση του Ωδείου που είχε
κτιστεί στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας από τον στρατηγό του
Αυγούστου, τον Αγρίππα, περί το 15 π.Χ., και εκείνο σε αντικατάσταση
του ακόμα παλαιότερου Ωδείου του Περικλή, που είχε πυρπολήσει ο
[11]
Σύλλας το 85 π.Χ.. Ο χώρος που προοριζόταν για το κοινό είχε 32 σειρές
από μαρμάρινες κερκίδες και η χωρητικότητά του ήταν της τάξης των
5000 περίπου θεατών. Όπως και στα θέατρα της ρωμαϊκής εποχής, η
ορχήστρα είχε ημικυκλικό σχήμα. Το σκηνικό οικοδόμημα βρισκόταν
υπερυψωμένο στο βάθος της σκηνής και είχε τρεις ορόφους, δύο εκ των
οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 28 μέτρων. Το ωδείο ήταν
στεγασμένο με ξύλινη οροφή από ξύλο κέδρου.

Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι το εν λόγω Ωδείο λειτούργησε


μόνο 105 χρόνια, δεδομένου ότι τον 3ο αιώνα μ.Χ., πολλά οικοδομήματα
της Αθήνας, όπως και αυτό, καταστράφηκαν από τους Έρουλους
επιδρομείς. Επίσης αυτό το διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των
ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων, πιθανολογείται ότι ο
χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες. Φαίνεται
όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα
ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλλε τη βάση
του λόφου της Ακρόπολης. Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν
μέσα στο Ωδείο βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας. Στο μέσον της
σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης «Βασιλείου Πύλης»
ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της
σκηνής.Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το
εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την
όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα.

ΜΕΣΑΊΩΝΑΣ:

Ο πρώτος που υποστήριξε πως επρόκειτο για το Ωδείο του Ηρώδου


του Αττικού ήταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Ριχάρδος Τσάντλερ το 1764,
περίοδο κατά την οποία ο εσωτερικός χώρος του εν λόγω κτίσματος ήταν
σπαρμένος με κριθάρι.

Επί οθωμανικής κυριαρχίας το εναπομείναν κτήριο ενσωματώθηκε μαζί


με τη Στοά Ευμένους στο Τείχος του Χασεκή (1778) αποτελώντας
οχυρωματικό έργο, τον λεγόμενο «Σερπετζέ». Σημειώνεται πως από τα
τόξα του Ωδείου κατάφερε ο φιλέλληνας Γάλλος στρατηγός Φαβιέρος να
εισέλθει στην Ακρόπολη, τον Δεκέμβριο του 1826, όταν την
πολιορκούσαν οι Τούρκοι, προκειμένου να βοηθήσει τους
πολιορκημένους Έλληνες.
[12]
Ανασκαφή και αναστήλωση:

Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή έγινε το 1848 παρουσία του Βασιλέα


Όθωνα από τους Κυριακό Πιττάκη και Αλέξανδρο Ραγκαβή. Η εκκένωση
του Ωδείου από τις επιχώσεις που είχαν συσσωρευτεί στα ερείπια της
στέγης και έφθαναν τα 15 μ. ύψος, ξεκίνησε από τον Πιττάκη το 1857.
Τελικά, η σοβαρή αναστήλωση άρχισε τμηματικά μετά τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο. στη δεκαετία του 1950 .Με τη σταδιακή και
τμηματική αναστήλωση κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί όλο το αρχαίο
αυτό οικοδόμημα και να βρει τον άλλοτε προορισμό του. Από τα τέλη της
ίδιας δεκαετίας το Ωδείο χρησιμοποιείται, κυρίως κατά τους θερινούς
μήνες, για πολιτιστικές εκδηλώσεις .

ΕΡΕΧΘΕΙΟ

Το Ερέχθειο είναι αρχαίος ναός στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης


στην Αθήνα. Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Αθηνά και τον Ποσειδώνα.
Η σημερινή μορφή του ναού χρονολογείται μεταξύ 421 και 406 π.Χ.
Αρχιτέκτονάς του ήταν μάλλον ο Μνησικλής και το κτήριο οφείλει το
όνομά του σε έναν βωμό που ήταν αφιερωμένος στον θρυλικό ήρωα
Εριχθόνιο. Ο γλύπτης του κτίσματος ήταν ο Φειδίας, ο οποίος είχε
οριστεί από τον Περικλή για να κοσμήσει το Ερέχθειο και τον
Παρθενώνα. Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν πως ο ναός κτίστηκε
προς τιμήν του βασιλιά Ερεχθέα, ο οποίος θεωρείται πως έχει ταφεί σε
κοντινό σημείο. Ο Ερεχθέας αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου ως
ένας μεγάλος βασιλιάς και κυβερνήτης της Αθήνας κατά την Αρχαϊκή
[13]
Περίοδο και συχνά Ερεχθέας και Εριχθόνιος ταυτίζονταν. Πιστεύεται
πως ο ναός αντικατέστησε το Ιερό της Πολιάδος Αθηνάς, το οποίο
κτίστηκε επί Πεισιστρατιδώνκαι καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480
π.Χ.[2]

Η ανάγκη διατήρησης πολλών αντικειμένων σχετικών με ιερές


τελετουργίες εξηγεί τον πολύπλοκο σχεδιασμό. Το κύριο κτίσμα
αποτελείται από τέσσερα μέρη. Ο μεγαλύτερος από αυτούς είναι ο
ανατολικός σηκός, με μια στοά ιωνικού ρυθμού ως πρόπυλο στο
ανατολικό του άκρο. Άλλες σύγχρονες απόψεις[3] θεωρούν πως
ολόκληρος ο εσωτερικός χώρος στο κατώτατο ΒΔ επίπεδο και στο
ανατολικό πρόπυλο χρησιμοποιούνταν για πρόσβαση προς το βωμό της
Αθηνάς Πολιάδας μέσω πρόπυλου και σκαλοπατιών, καθώς και για
πλατφόρμα δημόσιας προβολής.

Στη βόρεια πλευρά, υπάρχει μια μεγάλη πρόσταση με έξι ιωνικού


ρυθμού κίονες και στη νότια πλευρά η περίφημη «Πρόστασις των
Κορών», οι οποίες είναι έξι ντυμένες γυναικείες μορφές (Καρυάτιδες)
που λειτουργούν ως υποστηρικτικοί κίονες.

Το ανατολικό τμήμα του κτιρίου ήταν αφιερωμένο στην Αθηνά


Πολιάδα, ενώ το δυτικό τμήμα ήταν ο χώρος λατρείας του Ποσειδώνα
και του Ερεχθέα. Εκεί βρισκόταν οι βωμοί του Ηφαίστου και του Βούτη,
αδελφού του Ερεχθέα

Ρωμαϊκά Χρόνια και Μεσαίωνας

Στο Ερέχθειο πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες επισκευές και


αναμόρφωση για πρώτη φορά κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., μετά από την
καταστροφική πυρκαγιά που προκάλεσε ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας
κατά την επιδρομή του

Το κτήριο μεταβλήθηκε σημαντικά κατά τη πρώιμη Βυζαντινή


περίοδο, όταν μετατράπηκε σε εκκλησία αφιερωμένη στη Θεοτόκο. Κατά
τη μετατροπή αυτή πολλά από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της
αρχαιότητας χάθηκαν και έτσι οι γνώσεις μας για την εσωτερική
διαρρύθμιση του κτιρίου είναι περιορισμένες.[9][8] Έγινε παλάτι κατά
την Βενετοκρατία και η κατοικία του Τούρκου διοικητή, αλλά και χαρέμι
κατά την Οθωμανική περίοδο

[14]
Σύγχρονη εποχή:

Το 1801 μία από τις Καρυάτιδες και ο βόρειος κίονας του ανατολικού
πρόπυλου μαζί με το υπερκείμενο τμήμα του θριγκού αφαιρέθηκαν από
τον Λόρδο Έλγιν με σκοπό την διακόσμηση του μεγάρου του και
αργότερα πωλήθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο.

Ο Έλγιν, προσπάθησε να αφαιρέσει και μια δεύτερη Καρυάτιδα και


όταν προέκυψαν τεχνικές δυσκολίες, προσπάθησε να την κόψει σε
κομμάτια. Το γλυπτό θρυμματίστηκε και παρέμειναν τα θραύσματα.
Αργότερα ανακατασκευάστηκε ασυντόνιστα με τη χρήση τσιμέντου και
μεταλλικών ράβδων. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, το
κτίριο βομβαρδίστηκε από τους Οθωμανούς και υπέστη σοβαρές
καταστροφές.

Στο Ερέχθειο πραγματοποιήθηκαν έργα αναστήλωσης από το 1977 έως


το 1988

Πρόσφατα συμβάντα:

Μια από τις αυθεντικές μορφές, που αφαιρέθηκε από τον Λόρδο Έλγιν
στις αρχές του 19ου αιώνα, βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο
στο Λονδίνο. Στο Μουσείο Ακρόπολης βρίσκονται οι άλλες πέντε, οι
οποίες έχουν αντικατασταθεί με αντίγραφα στο Ερέχθειο.

Εργασία των μαθητών:

Πούλας Σταύρος

Παναγιώτα ΣαμοΪλη

Κέιβι Κατσάκου.

NAOΣ ΤΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ


[15]
Ο Ναός του Ηφαίστου (αποκαλούμενος και Θησείο) είναι ένας από
τους πλέον διατηρημένους αρχαίους ναούς του ελληνικού χώρου. Ήταν
αφιερωμένος στο θεό Ήφαιστο και στην Εργάνη Αθηνά. Βρίσκεται στην
περιοχή του Θησείου, που πήρε το όνομά του λόγω της παλιάς, σήμερα
αναθεωρημένης απόδοσης του ναού στο Θησέα. Ο ναός του Ηφαίστου
είναι προσβάσιμος για το κοινό, καθώς αποτελεί τμήμα του
αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Αγοράς.

Ο Ναός αυτός είναι χτισμένος πάνω στο λόφο του Αγοραίου Κολωνού,
στο δυτικό μέρος της Αρχαίας Αγοράς, κατά διεύθυνση Ανατολή - Δύση
με είσοδο από την Ανατολή. Είναι δωρικού ρυθμού, περίπτερος,
εξάστυλος ναός, κτισμένος ίσως από τον αρχιτέκτονα Ικτίνο από
πεντελικό μάρμαρο. Έχει 13 κίονες σε κάθε πλευρά μήκους και 6
(συναριθμούμενοι) κατά πλάτος. Ο σηκός του χωρίζεται σε πρόναο,
κυρίως ναό και οπισθόδομο.

Ο ναός είχε σχεδιαστεί και πιθανότατα άρχισε να χτίζεται ήδη από το


450 π.Χ., σίγουρα πριν από τον Παρθενώνα. Η σύλληψή του ανήκει στη
γενιά των Μαραθωνομάχων και του Κίμωνα και όχι στο οικοδομικό
πρόγραμμα του Περικλή. Στα χρόνια που ακολουθούν σημειώνονται
αλλαγές στο σχεδιασμό, γύρω στο 445 π.Χ., είναι όμως σε προχωρημένο
στάδιο το έργο, αφού τότε ολοκληρώνονται οι μετόπες με τους άθλους
του Ηρακλή και τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος. Μεταξύ 445-440
π.Χ. φιλοτεχνείται η δυτική ζωφόρος. Ανάμεσα στο 435 και το 430 π.Χ.
χρονολογούνται η ανατολική ζωφόρος, το δυτικό αέτωμα και η
διαμόρφωση του εσωτερικού με περαιτέρω αλλαγές στο αρχικό σχέδιο.
Το 421 π.Χ. τοποθετούνται η σίμη, τα ακρωτήρια και το λατρευτικό
σύμπλεγμα του Ηφαίστου και της Αθηνάς, οπότε πρέπει να
ολοκληρώνεται και η στέγη του ναού. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν το
416/5 π.Χ. Ο πιθανότερος λόγος που διάρκεσαν τόσο πολύ οι εργασίες
στο ναό του Ηφαίστου είναι ότι με το οικοδομικό πρόγραμμα του
Περικλή δόθηκε προτεραιότητα στον Παρθενώνα, από το 447 π.Χ., και
στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, από το 444 π.Χ.

Στην ανατολική πρόσοψη του ναού, που βλέπει προς την Αρχαία
Αγορά, ο ανάγλυφος διάκοσμος στις μετόπες απεικονίζει τους άθλους του
Ηρακλή, ενώ στο αέτωμα παριστάνεται πιθανόν μια Κενταυρομαχία
(μάχη του Θησέα και των Λαπιθών εναντίον των Κενταύρων στο Πήλιο).
Στην ανατολική ζωφόρο απεικονίζεται άλλη μια σκηνή μάχης. Η ταύτιση
[16]
του θέματος δεν είναι σίγουρη και οι διάφορες ερμηνείες προτείνουν
μάχη του Θησέα και των Παλλαντιδών, μάχη Ελλήνων και Τρώων στο
Σκάμανδρο, όπου ο Ήφαιστος βοήθησε τον Αχιλλέα, ή μάχη του Ερεχθέα
και του Ευμόλπου. Στη δυτική πλευρά ο γλυπτός διάκοσμος απεικόνιζε
την άλωση της Τροίας στο αέτωμα και το κυνήγι του Καλυδωνίου
Κάπρου στη ζωφόρο. Οι βόρειες και νότιες μετώπες αποδίδουν επεισόδια
από τις περιπέτειες του Θησέα (γουρούνα Κρομμυώνα, Σκίρων,
Κερκύων, Περιφήτης, Προκρούστης, Σίνης, ταύρος Μαραθώνα,
Μινώταυρος).

Κατά την αρχαιότητα στο εσωτερικό του ναού υπήρχαν χάλκινα


αγάλματα του Ηφαίστου και της Αθηνάς κατασκευασμένα από τον
Αλκαμένη (421 - 415 π.Χ.). Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα
διατηρημένα μνημεία της Αγοράς και τον καλύτερα σωζόμενο ναό
δωρικού ρυθμού στον Ελλαδικό χώρο.

Πότε ακριβώς έγινε η μετατροπή του αρχαίου αυτού ναού σε


χριστιανικό δεν έχει επιβεβαιωθεί. Εικάζεται από πολλούς ίσως από τον
7ο αιώνα. Πάντως το 1690

αναφέρεται επίσημα ως χριστιανικός ναός της Αθήνας μέχρι και το 1834,


αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο με το χαρακτηριστικό παρωνύμιο «Άη
Γιώργης ο Ακαμάτης».

Για το παρωνύμιο αυτό υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η μία είναι να


προέρχεται εκ παραφθοράς του ονόματος του γιου του Θησέα και της
Φαίδρας, του Ακάμαντα, που εξελίχθηκε σε Ακάματου και εξ αυτού
Ακαμάτη. Μια άλλη άποψη είναι να οφείλεται ακριβώς στην έννοια του
ακαμάτη (= αργόσχολου), επειδή επί τουρκοκρατίας λειτουργούσε μόνο
μία φορά το χρόνο, ανήμερα της εορτής του Αγίου. Μια τρίτη επίσης
εκδοχή είναι να οφείλεται στον επίσκοπο Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτο που
ίσως να τέλεσε πρώτος εκεί αρχιερατική λειτουργία.

Όπως και να έχει όμως η τελευταία λειτουργία που έγινε στον Άη


Γιώργη τον Ακαμάτη ήταν στις 2 Φεβρουαρίου του 1833 όταν τελέσθηκε
ο πανηγυρισμός της άφιξης του Όθωνα στην Ελλάδα όπου παρουσία των
Αθηναίων και πλήθους άλλου κόσμου ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος
έπλεξε το εγκώμιο της ημέρας. Όταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε
πρωτεύουσα της Ελλάδας η κοινοποίηση του σχετικού βασιλικού

[17]
διατάγματος έγινε σ΄ αυτόν το Ναό που ήταν και η τελευταία δημόσια
προσέλευση των Αθηναίων.

Από το 1835 έως το 1874 στέγασε το πρώτο Κεντρικό Αρχαιολογικό


Μουσείο της χώρας όπου και ο ναός ανέλαβε τον αρχαίο του χαρακτήρα.

Πότε ακριβώς έγινε η μετατροπή του αρχαίου αυτού ναού σε χριστιανικό


δεν έχει επιβεβαιωθεί. Εικάζεται από πολλούς ίσως από τον 7ο αιώνα.
Πάντως το 1690 αναφέρεται επίσημα ως χριστιανικός ναός της Αθήνας
μέχρι και το 1834, αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο με το χαρακτηριστικό
παρωνύμιο «Άη Γιώργης ο Ακαμάτης».

Για το παρωνύμιο αυτό υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η μία είναι να


προέρχεται εκ παραφθοράς του ονόματος του γιου του Θησέα και της
Φαίδρας, του Ακάμαντα, που εξελίχθηκε σε Ακάματου και εξ αυτού
Ακαμάτη. Μια άλλη άποψη είναι να οφείλεται ακριβώς στην έννοια του
ακαμάτη (= αργόσχολου), επειδή επί τουρκοκρατίας λειτουργούσε μόνο
μία φορά το χρόνο, ανήμερα της εορτής του Αγίου. Μια τρίτη επίσης
εκδοχή είναι να οφείλεται στον επίσκοπο Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτο που
ίσως να τέλεσε πρώτος εκεί αρχιερατική λειτουργία.

Όπως και να έχει όμως η τελευταία λειτουργία που έγινε στον Άη


Γιώργη τον Ακαμάτη ήταν στις 2 Φεβρουαρίου του 1833 όταν τελέσθηκε
ο πανηγυρισμός της άφιξης του Όθωνα στην Ελλάδα όπου παρουσία των
Αθηναίων και πλήθους άλλου κόσμου ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος
έπλεξε το εγκώμιο της ημέρας. Όταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε
πρωτεύουσα της Ελλάδας η κοινοποίηση του σχετικούβασιλικού
[18]
διατάγματος έγινε σ΄ αυτόν το Ναό που ήταν και η τελευταία δημόσια
προσέλευση των Αθηναίων.

Από το 1835 έως το 1874 στέγασε το πρώτο Κεντρικό Αρχαιολογικό


Μουσείο της χώρας όπου και ο ναός ανέλαβε τον αρχαίο του χαρακτήρα.
Από το 1835 έως το 1874 στέγασε το πρώτο Κεντρικό Αρχαιολογικό
Μουσείο της χώρας όπου και ο ναός ανέλαβε τον αρχαίο του χαρακτήρα.
Από το 1835 έως το 1874 στέγασε το πρώτο Κεντρικό Αρχαιολογικό
Μουσείο της χώρας όπου και ο ναός ανέλαβε τον αρχαίο του χαρακτήρα.
Όταν η Αθήνα έγινε η επίσημη πρωτεύουσα της Ελλάδας το 1834, η
έκδοση του σχετικού βασιλικού διατάγματος έγινε σε αυτό το ναό, που
ήταν ο τόπος δημόσιας προέλευσης των Αθηναίων. Χρησιμοποιήθηκε ως
τόπος ταφής για τους μη Ορθόδοξους Ευρωπαίους κατά τον 19ο αιώνα,
μεταξύ των οποίων βρισκόταν και πολλοί φιλέλληνες που έδωσαν τη ζωή
τους στον αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης (1821-1830). Μεταξύ
αυτών που ετάφησαν στο χώρο ήταν ο Τζων Τουέντελ (John Tweddel),
φίλος του λόρδου Έλγιν, ενώ οι ανασκαφές ανακάλυψαν μια πλάκα από
τον τάφο του Τζωρτζ Γουώτσον (George Watson) με ένα επιτάφιο
επίγραμμα στα Λατινικά από τον Λόρδο Βύρωνα. Στο χώρο αυτό έγινε ο
1834 η επίσημη υποδοχή, του πρώτου βασιλιά των Ελλήνων, Όθωνα. Ο
Όθωνας διέταξε το κτήριο να χρησιμοποιηθεί ως μουσείο, κάτι που
συνέχισε να υπάρχει έως το 1934, όταν μετετράπη ξανά σε αρχαίο
μνημείο. Έτσι επιτράπησαν εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες στο
χώρο.

Επιρροή του ναού σε άλλα έργα

• Δικαστήριο του Ντάνταλκ (1813), Ντάνταλκ, Ιρλανδία

• Διοικητήριο του Βερμόντ (1857–59), Μονπελιέ, Βέρμόντ, ΗΠΑ

• Παλαιό Δικαστήριο Κομητείας Μοντγκόμερυ (1844–50), Ντέυτον,


Οχάιο, ΗΠΑ

• Ελεύθερο Σχολείο McKim (1833), Βαλτιμόρη, Μέριλαντ, ΗΠΑ

• Μνημείο Πένσοου (Penshaw) (1844), Πένσοου, Επαρχία Τάιν και


Γουέαρ, Αγγλία

[19]
• Νέο Κοινοβούλιο, Εδιμβούργο (πρώην Βασιλικό Γυμνάσιο) (1829)

• Οικία Άρλινγκτον, Μνημείο Ρόμπερτ Λή (Robert Lee) (1802–17),


Κοιμητή

ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΣΟΥΝΙΟΥ


Το ακρωτήρι του Σουνίου αποτελούσε κατά την αρχαιότητα το νότιο
όριο της επικράτειας της πόλης- κράτους των Αθηνών. Στο ακρωτήρι του
Σουνίου οι Αθηναίοι οικοδόμησαν ένα ιερό περιβαλλόμενο από τείχος.
Το ιερό περιελάμβανε ναούς αφιερωμένους στους θεούς της πόλης. Ο
κυριότερος ναός ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, το θεό της
θάλασσας. Πρόκειται για ένα ναό δωρικού ρυθμού και είναι ο μόνος ναός
που έχει διασωθεί μέχρι σήμερα. Βρίσκεται σε ύψος 73 μέτρων από τη
[20]
θάλασσα. Ο δεύτερος σε σπουδαιότητα ναός ήταν αφιερωμένος στη θεά
Αθηνά, τη θεά της σοφίας και τη θεά από την οποία πήρε την ονομασία
της η πόλη. Στον υπαίθριο χώρο του ιερού ήταν στημένα αγάλματα,
αφιερώματα της πόλης ή επιφανών Αθηναίων προς τους θεούς. Ένα από
αυτά είναι γνωστό ως ο «Κούρος του Σουνίου» και εκτίθεται στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο. Κατά την αρχαιότητα οι ναοί και τα αγάλματα
δεν ήταν ολόλευκα,ήταν διακοσμιμενα με χρωματα .

Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ


ΣΟΥΝΙΟ- ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Οι περσικοί πόλεμοι είναι ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορία των


Ελλήνων. Οι Πέρσες επιχείρησαν δύο εκστρατείες εναντίον των Ελλήνων
συγκεντρώνοντας στρατό από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας τους: μία
το 490 π.Χ. και άλλη μία δέκα χρόνια αργότερα το 480 π.Χ. Οι κρατικοί
σχηματισμοί των Ελλήνων –πόλεις- κράτη και βασίλεια- συμμάχησαν
προκειμένου να αποκρούσουν τον Πέρση εισβολέα. Και οι δύο
εκστρατείες κατέληξαν σε αποτυχία παρά τη συντριπτική αριθμητική
υπεροχή του περσικού στρατού. Οι Έλληνες ενωμένοι νίκησαν, επειδή
μάχονταν για την ελευθερία τους. Η ελευθερία είναι ένα μία έννοια
θεμελιώδης για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Οι Πέρσες και οι
υπόδουλοι σε αυτούς λαοί μάχονταν από φόβο για τον Πέρση βασιλιά, δε
γνώριζαν τί σημαίνει ελευθερία. Στις μάχες των περσικών πολέμων
πρωταγωνίστησαν οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες. Οι νίκες στους
περσικούς πολέμους τόνωσαν το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας και
της αυτοπεποίθησης των Ελλήνων και έδωσαν ώθηση στον πολιτισμό.

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περσικής εκστρατείας, η στρατιωτική


ηγεσία της πόλης- κράτους των Αθηνών έκρινε ότι οι Αθηναίοι έπρεπε να
εγκαταλείψουν την πόλη τους και να οργανώσουν αλλού την άμυνά τους.
Έτσι, οι Πέρσες εισέβαλαν στην έρημη πόλη και τη λεηλάτησαν.
Πυρπόλησαν τους ιερούς ναούς της Ακροπόλεως και του Σουνίου. Οι
Αθηναίοι από μακριά μπορούσαν να δουν τις φλόγες από τη φωτιά που
κατέκαιγε την πόλη τους να υψώνονται στον ουρανό. Όμως δεν
πτοήθηκαν, επειδή γνώριζαν ότι η δύναμη της πόλης τους βρισκόταν
στην ισχύ του ναυτικού της και πάνω απ' όλα στην ψυχή των ανθρώπων
της. Μετά τη νίκη οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους και
διαπίστωσαν το μέγεθος της καταστροφής.

[21]
Τώρα, η Αθήνα αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο μεταξύ των Ελλήνων. Στην
πολιτική ζωή της πόλης πρωταγωνιστεί πρώτα ο Κίμων και ύστερα ο
Περικλής. Ο Περικλής προάγει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Με τις
μεταρρυθμίσεις του οι πολίτες συμμετέχουν όλο και περισσότερο στη
διοίκηση της πόλης τους. Η δύναμη των αριστοκρατών περιορίζεται. Τα
χρόνια που πρωταγωνίστησε ο Περικλής στην πολιτική ζωή της Αθήνας,
από το 461 έως το 429 π.Χ., είναι γνωστά ως «ο χρυσός αιώνας του
Περικλή»- «αιώνας» που διαρκεί στην πραγματικότητα μόνο τριάντα
χρόνια! Με πρωτοβουλία του Περικλή ανοικοδομούνται οι ιεροί ναοί της
Ακροπόλεως και του Σουνίου. Οι ναοί που βλέπουμε σήμερα στην
Ακρόπολη και ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο ανεγέρθηκαν στα
πλαίσια του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή. Ο ναός του
Ποσειδώνα που βλέπουμε σήμερα αποπερατώθηκε σαράντα περίπου
χρόνια μετά τη δεύτερη περσική εισβολή, δηλαδή γύρω στο 440 π.Χ.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥ

Η τοποθεσία του Σουνίου σχετίζεται με το μύθο του Θησέα και του


Μινώταυρου. O μύθος τοποθετείται χρονολογικά μία χιλιετία πριν
κτιστεί ο ναός του Ποσειδώνα.

Γύρω στο 1.450 π.Χ. η Αθήνα ήταν βασίλειο, όπως όλα τα άλλα βασίλεια
της εποχής. Στο λόφο της Ακρόπολης στη θέση του Παρθενώνα υπήρχε
ένα ανάκτορο, όπου κατοικούσε ο βασιλιάς ο Αιγαίας με την οικογένειά
του. Η Αθήνα εκείνη την εποχή εκτός από φόρο κανονικό, ήταν
υποχρεωμένη να πληρώνει και φόρο αίματος στη θαλασσοκράτειρα
Κρήτη. Κάθε εννιά χρόνια επτά νέοι και επτά νέες κληρώνονταν και
στέλνονταν στην Κρήτη προκειμένου να δοθούν ως τροφή στο
Μινώταυρο, ένα φοβερό τέρας που είχε κεφάλι και ουρά ταύρου και
κορμί άντρα και κατοικούσε στο Λαβύρινθο. (Οι αρχαιολόγοι πιστεύουν
ότι ο Λαβύρινθος ταυτίζεται με τις αποθήκες που βρίσκονταν στο υπόγειο
του ανακτόρου. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο σύστημα διαδρόμων και
δωματίων.

Ο Θησέας, ο γιος του Αιγαία, προσφέρθηκε να συμπεριληφθεί στην


ομάδα των νέων που θα πήγαιναν στην Κρήτη και κατάφερε να σκοτώσει
το Μινώταυρο, απαλλάσσοντας την Αθήνα από την τυραννία του Μίνωα.
Ο Θησέας κατάφερε να εντοπίσει και να σκοτώσει το Μινώταυρο. Πώς
[22]
όμως βρήκε την έξοδο από το Λαβύρινθο; Η Αριάδνη, η κόρη του
Μίνωα, που είχε ερωτευτεί το Θησέα, του έδωσε ένα κουβάρι νήμα. Τον
συμβούλεψε να δέσει την άκρη του νήματος στην είσοδο και να το
ξετυλίγει καθώς προχωρούσε στους διαδρόμους του Λαβυρίνθου. Έτσι, ο
Θησέας ακολουθώντας την πορεία του νήματος μπόρεσε να βρει την
έξοδο.

Όταν, ο Θησέας έφυγε από την Κρήτη, για να επιστρέψει στην Αθήνα,
πήρε μαζί του την Αριάδνη. Ήταν δυο ερωτευμένοι νέοι. Ο Θησέας όμως
κατά το ταξείδι της επιστροφής άλλαξε γνώμη και εγκατέλειψε την
Αριάδνη στη Νάξο, ένα νησί του Αιγαίου. Την εγκατέλειψε, επειδή
σκεφτόταν μία άλλη κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένος στην Αθήνα.
Ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και του θεάτρου, βρήκε την Αριάδνη
στη Νάξο, την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε.

Το πλοίο που είχε μεταφέρει το Θησέα και τους άλλους νέους στην
Κρήτη είχε μαύρα πανιά λόγω του τραγικού προορισμού τους. Ο
βασιλιάς Αιγαίας είχε ζητήσει από το γιο του, εάν κατάφερνε να
σκοτώσει το Μινώταυρο και να επιστρέψει ζωντανός από την Κρήτη, να
αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου με λευκά. Ο Θησέας το ξέχασε. Ο
πατέρας του, αντικρίζοντας τα μαύρα πανιά, αυτοκτόνησε πέφτοντας στη
θάλασσα από ένα γκρεμό στο Σούνιο, όπου καθόταν όλη μέρα
κοιτάζοντας προς τον ορίζοντα και ελπίζοντας να επιστρέψει ο γιος του
ζωντανός. Η θάλασσα στην οποία έπεσε ο Αιγαίας ονομάστηκε Αιγαίο
Πέλαγος.

Ο «Κούρος του Σουνίου». Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Στον περίβολο του ιερού του Σουνίου ήταν στημένα αγάλματα. Τα


αγάλματα ήταν αναθήματα εύπορων ιδιωτών ή της πόλης των Αθηνών
προς τους θεούς που λατρεύονταν στο Σούνιο, δηλαδή του θεού
Ποσειδώνα και της θεάς Αθηνάς. «Κούρος» είναι ένας τύπος αγάλματος
που αναπαριστά ένα νέο άντρα.

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

[23]
Αρχαίος ναός και οχυρωματική περίβολος

Η πρώτη γραπτή αναφορά για το Σούνιο γίνεται από τον ,Ομηρο που το
αποκαλούσε «Σούνιον ιερόν» (Οδύσσεια )[2] Συγκεκριμένα αναφέρει
πως εκεί ο Μενέλαος στο ταξίδι της επιστροφής από την Τροία,
σταμάτησε για να θάψει τον καπετάνιο του πλοίου του τον Φρόντη.
Μαρτυρίες δίνουν επίσης οι Σοφοκλής (Αίας 1235), Ευριπίδης
(Κύκλωπες 292), Παυσανίας (Ι, 1) και Βιτρούβιος (IV 7).

Στη αρχαϊκή περίοδο αναπτύχθηκε το ιερό πολύ, κάτι που αποδεικνύεται


από τους κολοσσιαίους κούρους που είχαν στηθεί εκεί. Βρέθηκαν τρεις
εξ αυτών που βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Εκείνη τη περίοδο, φαίνεται, κτίστηκε ο ναός της Αθηνάς Σουνιάδος σε
χαμηλότερο γειτονικό λόφο. Η κατασκευή του πώρινου ναού του
Ποσειδώνα χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα.. Όμως ο υπό
κατασκευή αυτός ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί καταστράφηκε από
τους Πέρσες στη διάρκεια των Μηδικών πολέμων. Ένας μικρός ναός του
Ποσειδώνα, κτίστηκε λίγο αργότερα, προσωρινά για να καλύπτει τις
ανάγκες της λατρείας. Το 444 π.Χ οι Αθηναίοι έκτισαν τον νεότερο ναό
του Ποσειδώνα. Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του
Πελοποννησιακού Πολέμου για την προστασία της από εκεί διέλευσης
των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό
θεωρούνταν το ισχυρότερο της Αττικής, όπως μαρτυρούν οι Δημοσθένης
(«Περί Στεφάνου» 238), Λίβιος (ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ (21). Τα τείχη
του, τμήματα των οποίων σώζεται μέχρι σήμερα, είχαν πάχος 3,5 μ. και
περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ. ενώ, ανά 20 μέτρα, το
τείχος εκείνο έφερε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους. Το οχυρό
αυτό επανδρώθηκε από φρουρά στρατιωτών της Μακεδονικής φάλαγγας,
η οποία όμως απομακρύνθηκε από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 307 π.Χ.
Το 263 π.Χ. η φρουρά του Σουνίου αντιστάθηκε σε επίθεση του
Αντίγονου Γονατά, αλλά τελικά έπεσε το οχυρό και μια μακεδονική
φρουρά ξαναεγκαταστάθηκε εκεί. Οι Αθηναίοι ανακατέλαβαν το φρούριο
το 229 π.Χ. όταν ο Άρατος της Αχαϊκής Συμπολιτείας επενέβη και ο
διοικητής αναγκάστηκε να παραδώσει τη θέση του με αντάλλαγμα
χρήματα. Την περίοδο 104-100 π.Χ, το Σούνιο το κατέλαβαν χίλιοι
επαναστατημένοι σκλάβοι από τα ορυχεία του Λαυρίου.

Γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον
όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε
[24]
δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι την Σουνιακή άκρα «τον
γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99).

Ο ναός του Ποσειδώνα κατασκευάστηκε από μάρμαρο της Αγριλέζας


Λαυρίου, 4 χλμ. βόρεια από το ακρωτήριο του Σουνίου, όπου σώζονται
σε καλή κατάσταση τόσα τα λατομεία, από τα οποία εξορύχθηκε το
μάρμαρο για την οικοδόμηση του ναού, όσο και η αρχαία οδός
μεταφοράς τους προς το ακρωτήριο του Σουνίου.

Αρχαία πόλη

Ο αρχαίος οικισμός του Σουνίου ήταν παράλιος συνοικισμός του δυτικού


όρμου, ο δε κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε στην αρχή στην Λεοντίδα φυλή
και αργότερα από το 200 π.Χ στην Ατταλίδα φυλή. Κατά το 265 π.Χ. ο
Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου έκτισε στην απέναντι
νησίδα, σημερινή Πάτροκλος, επίσης ισχυρό φρούριο με την φρουρά του
οποίου κατάφερε ο Αντίγονος Γονατάς να καταλάβει το Σούνιο το 260
π.Χ. το οποίο αποδόθηκε αργότερα και πάλι στους Αθηναίους από τον
Άρατο το 229 π.Χ.

ΑΝΤΡΙΑΝΝΑ ΜΥΦΤΑΡΗ

ΑΛΙΚΗ ΚΑΡΔΑΝΗ

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΟΝΤΟΥ

ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΑΠΑΠΑΣΧΟΥ

ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΟΡΑ

[25]
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΤΣΙΛΗ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΟΧΥΛΑ

ΝΕΦΕΛΗ ΜΠΑΚΑ

Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας είναι ο ανοικτός χώρος που βρίσκεται


εγγύτατα και βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Στην αρχαιότητα αποτελούσε
διοικητικό, φιλοσοφικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και κυρίως
το οικονομικό κέντρο της πόλης. Την Αρχαία Αγορά διέσχιζε η Οδός των
Παναθηναίων από την οποία διερχόταν η μεγάλη πομπή προς την
Ακρόπολη κατά την διάρκεια των εορτασμών των Παναθηναίων που
θέσπισε ο Πεισίστρατος και τελούνταν το τρίτο έτος κάθε Ολυμπιάδας.
Αρχικά, από την προϊστορική εποχή (3500 π.Χ), ήταν χώρος κατοίκησης
και ταφής ενώ απέκτησε την μετέπειτα χρήση του ως δημόσιος χώρος,
κατά την έννοια του όρου, από τον 6ο αιώνα π.Χ. και ύστερα για να
φθάσει στην οριστική του μορφή τον 2ο αιώνα (μ.Χ.).

Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας καταστράφηκε και λεηλατήθηκε πολλές


φορές, από τους Πέρσες το 480 π.Χ., αργότερα από τους Ρωμαίους υπό
τον Σύλλα το 86 π.Χ., στη συνέχεια από τους Ερούλους το 267 (μ.Χ.),
και τους Σλάβους επιδρομείς το 580 όπου και τελικά ο χώρος αυτός
[26]
εγκαταλείφθηκε. Τον 10ο αιώνα φέρεται να ξανακατοικήθηκε και περί το
1000 χτίσθηκε εδώ ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Το 1204 ακολούθησε
νέα καταστροφή, αυτή τη φορά από επιδρομές του Λέοντος Σγουρού,
δυνάστη τότε του Ναυπλίου οπότε και ακολούθησε νέα ερήμωση. Στην
Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ειδικά στη περίοδο 1826-1827
επήλθε η τελευταία καταστροφή μαζί με τον γύρω χώρο. Έτσι, ο 19ος
αιώνας βρίσκει την αρχαία αγορά κυριολεκτικά θαμμένη κάτω από την
πυκνοκατοικημένη τότε νεότερη Αθήνα που υποδεχόταν τον βασιλέα
Όθωνα για να ανακηρύξει την πόλη πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε
Βασιλείου (1834).

Οι πρώτες ανασκαφές του χώρου της αρχαίας αγοράς ξεκίνησαν τον


19ο αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρία και από Γερμανούς
αρχαιολόγους. Στις 9 Αυγούστου του 1884 μια πυρκαγιά που προκλήθηκε
από εμπρησμό κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος των σύγχρονων
μικρομάγαζων και κατοικιών που υπήρχαν στη περιοχή της Αγοράς,
γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους αρχαιολόγους να ξεκινήσουν έργα
ανασκαφών στη Ρωμαϊκή Αγορά και στη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Η
συστηματική όμως ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε από την
Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1931 μέχρι το 1941, (α΄
περίοδος), από το 1946 μέχρι το 1960, (β΄ περίοδος), το 1969 (γ΄
περίοδος) και από το 1980 που συνεχίζει μέχρι σήμερα.

Ιστορία

Προϊστορικοί-Μυκηναϊκοί χρόνοι (3500 π.Χ.-1100 π.Χ.)

Στον χώρο της Αγοράς παρατηρούνται πολλά ίχνη ανθρώπινης


δραστηριότητας ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους. Βρέθηκαν πολλοί
τάφοι με αξιόλογα κτερίσματα, κυρίως αγγεία. Ο χώρος φαίνεται να
χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο και κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους,
εποχή κατά την οποία η πόλη αναπτυσσόταν νότια της Ακροπόλεως.
Βρέθηκαν πολλοί τάφοι, εκ των οποίων αρκετοί θαλαμοειδείς, οι οποίοι
ήταν παρατεταγμένοι εκατέρωθεν του δρόμου που αργότερα θα γινόταν η
οδός των Παναθηναίων.

Γεωμετρική-Αρχαϊκή εποχή (1100 π.Χ.-480 π.Χ.)

[27]
Κατά την Γεωμετρική εποχή δεν παρατηρείται ιδιαίτερη δραστηριότητα
και ο χώρος της Αγοράς αποκαλείται Κεραμεικός. Γύρω στο 600 π.Χ. ο
Σόλωνας μεταφέρει το διοικητικό κέντρο της πόλης από την παλιά αγορά
(την λεγόμενη «Αγορά του Θησέα» που βρισκόταν δυτικά της
Ακρόπολης) στον χώρο του Κεραμεικού. Λίγο αργότερα, ο Πεισίστρατος
τειχίζει την πόλη και ο χώρος της Αγοράς χωρίζεται σε Έξω και Έσω
Κεραμεικό. Ο Έσω Κεραμεικός καθιερώθηκε ως το πολιτικό κέντρο της
πόλης ενώ ο Έξω Κεραμεικός ήταν έξω από τα τείχη και ήταν ο χώρος
ταφής των νεκρών. Η ονομασία της Αγοράς και της περιοχής ως
Κεραμεικός διατηρήθηκε μέχρι και τους Ρωμαϊκούς χρόνους.

Μεγάλες αλλαγές πραγματοποιήθηκαν στον χώρο με τις


μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη που οδήγησαν στη Δημοκρατία. Το νέο
πολίτευμα απαιτούσε νέα κτήρια δημόσιου χαρακτήρα για τις διάφορες
λειτουργίες του. Τα κτήρια αυτά κατασκευάζονται στον χώρο που
οριοθετείται στα νότια από τον Άρειο Πάγο, στα δυτικά από τον Αγοραίο
Κολωνό και στα βόρεια από τον ποταμό Ηριδανό. Ο κενός χώρος που
δημιουργήθηκε ανάμεσα στα κτίρια, διαμορφώνεται έτσι ώστε να μπορεί
να δεχτεί τις συγκεντρώσεις των πολιτών και ονομάστηκε ορχήστρα. Σε
αυτόν το χώρο πραγματοποιούνταν διάφορες εκδηλώσεις και
αγωνίσματα. Είναι γνωστό ότι υπήρχαν ξύλινες κερκίδες απ' όπου οι
θεατές παρακολουθούσαν τα δρώμενα. Είναι πολύ πιθανό ότι εκεί
παρουσιάστηκαν οι πρώτες τραγωδίες του Αισχύλου και όχι στον χώρο
νότια της Ακρόπολης, όπου κατασκευάστηκε αργότερα το Θέατρο του
Διονύσου. Όλα τα κτήρια, μαζί με την πόλη, καταστράφηκαν κατά την
εισβολή των Περσών στην Αθήνα υπό τον στρατηγό Μαρδόνιο, το 479
π.Χ..

Τα σημαντικότερα οικοδομήματα αυτής της Περιόδου είναι τα εξής


(σημειώνονται στο διάγραμμα με τους αριθμούς):

1.Λεωκόρειον

Το Λεωκόρειον ήταν μικρός περίβολος αφιερωμένος σε γυναικείες


θεότητες. Παλαιότερα, είχε υποστηριχθεί ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο
στις κόρες του ήρωα Λεώ, Πραξιθέα και Θεόπη που θυσιάστηκαν για να
σώσουν την πόλη από επιδημία. Ήταν το σημείο όπου δολοφονήθηκε ο

[28]
γιος του Πεισίστρατου, Ίππαρχος από τον Αρμόδιο και τον
Αριστογείτονα το 514 π.Χ..

2.Βωμός των 12 Θεών

Ήταν ένας βωμός με μικρό περίβολο γύρω του. Ήταν αφιερωμένος


στους 12 θεούς του Ολύμπου. Κατά τον Θουκυδίδη τον βωμό
κατασκεύασε ο εγγονός του Πεισίστρατου και γιος του Ιππία,
Πεισίστρατος ο Νεώτερος όταν ήταν επώνυμος άρχοντας της Αθήνας το
522 π.Χ.. Ήταν κατασκευασμένος στο σημαντικότερο σταυροδρόμι και
από αυτόν ξεκινούσε η μέτρηση των οδικών αποστάσεων.

3.Ναός του Δία

Ήταν ένα μικρό ναϊκό οικοδόμημα αφιερωμένο στον Δία. Ο ναός θα


καταστραφεί από τους Πέρσες και κατά τους Κλασικούς χρόνους
χτίστηκε στη θέση του μία στοά που πήρε το όνομα του θεού, η Στοά του
Διός Ελευθερίου. Ναός θα χτιστεί πάλι κατά τους Ελληνιστικούς
χρόνους.

4.Ναός του Απόλλωνα Πατρώου

Ο Ναός του Απόλλωνα Πατρώου ήταν ένας μικρός ναός αφιερωμένος


στον Απόλλωνα ως γενάρχη (Πατρώο) των Ιώνων και κατά συνέπειαν,
των Αθηναίων. Ήταν πρώιμου Δωρικού ρυθμού με δύο κίονες εν
παραστάσι. Χαρακτηριστικό είναι πως το δυτικό μέρος του ήταν
ημικυκλικό.

5.Μητρώον

Το Μητρώον ήταν ο ναός της Μητέρας των Θεών, Ρέας. Στο κτήριο
αυτό συνήθιζαν να φυλάνε τα αρχεία της πόλης δίνοντας τη σημερινή
σημασία στον όρο Μητρώο.

6.Βουλευτήριο

Χτισμένο γύρω στο 500 π.Χ., το Βουλευτήριο ήταν ένα τετράγωνο


οικοδόμημα με πέντε δωρικούς κίονες στη νότια πλευρά του, όπου
βρισκόταν και η είσοδος. Ήταν το μέρος όπου συνεδρίαζαν οι βουλευτές
της Βουλής των Πεντακοσίων. Αποτεούνταν από ένα ξύλινο αμφιθέατρο
στο εσωτερικό του. Το συγκεκριμένο κτήριο ήταν το πρώτο του είδους
του και ονομάζεται Παλαιό Βουλευτήριο για να ξεχωρίζει από το
[29]
νεώτερο που χτίστηκε στους κλασικούς χρόνους ακριβώς δίπλα του. Με
το χτίσιμο του καινούργιου, το παλαιό θα γίνει χώρος φύλαξης διαφόρων
αρχείων του κράτους.

7.Το Πρυτανικόν

Πιθανολογείται ότι ήταν η κατοικία του Πεισίστρατου και ότι


οικοδομήθηκε μεταξύ 550 π.Χ. και 525 π.Χ.. Στους Χρόνους της
Δημοκρατίας χρησίμευσε ως εντευκτήριο για τους Πρυτάνεις της
Βουλής. Εκεί σιτίζονταν και ξεκουράζονταν. Στα επόμενα χρόνια τη θέση
του κατέλαβε η Θόλος που χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο σκοπό.

8.Αιάκειον

Ο μεγάλος αυτός υπαίθριος περίβολος (26.5μ. x 31μ.), ταυτιζόταν μέχρι


πρόσφατα με το χώρο συνεδρίασης της Ηλιαίας. Όμως, σύμφωνα με
νεώτερες μελέτες της Αμερικανικής σχολής που διεξάγει τις ανασκαφές
στην Αγορά, πρέπει να ταυτιστεί με το Αιάκειον. Το Αιάκειον ήταν χώρος
λατρείας του Αιακού και ήταν ένα μικρό περιφραγμένο αλσύλλιο.

9.Νοτιοανατολική κρήνη

Πρόκειται για μία κρήνη η οποία κατασκευάστηκε στα χρόνια του


Πεισίστρατου. Ήταν δωρικού ρυθμού και είχε στην πρόσοψη τρεις
δωρικούς κίονες. Η κρήνη αυτή ταυτίστηκε πιθανότατα λανθασμένα από
τον Παυσανία με την γνωστή από φιλολογικές πηγές, Εννεάκρουνο.

Κλασική Εποχή (479 π.Χ - 323 π.Χ.)

Μετά την καταστροφή που υπέστη από τους Πέρσες, η Αγορά


ανασυγκροτείται με γρήγορους ρυθμούς. Ιδιαίτερα κατά την εποχή του
Περικλή χτίζονται πολλά μνημειώδη κτήρια, όπως ο Ναός του Ηφαίστου
και τρεις στοές. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα εξής (σημειώνονται
στο διάγραμμα με τους αριθμούς):

1.Ποικίλη Στοά

Η Ποικίλη Στοά, ή αλλιώς «Πεισιανάκτειος», χτίστηκε το 460 π.Χ. και


είναι η πιο φημισμένη στοά της Αθήνας. Ήταν το μέρος όπου ο
φιλόσοφος Ζήνων ο Κιτιεύς δίδασκε γύρω στο 300 π.Χ. δημιουργώντας
την στωική φιλοσοφία. Από περιγραφές των αρχαίων ξέρουμε ότι ήταν

[30]
διακοσμημένη με ζωγραφικούς πίνακες επιφανών ζωγράφων της
αρχαιότητας. Από εκεί πήρε και την ονομασία Ποικίλη

2.Βασίλειος Στοά

Η Βασίλειος Στοά ήταν μία δωρική στοά, η παλαιότερη ίσως της


Αθήνας. Χτίστηκε σχεδόν αμέσως μετά την καταστροφή από τους
Πέρσες, το 479 π.Χ.. Ήταν η έδρα του Άρχοντος Βασιλέως, απ' όπου
πήρε και το όνομα. Ήταν το σημείο όπου συχνά συνεδρίαζαν τα διάφορα
δικαστήρια της Αθήνας. Μέσα στη στοά φυλάσσονταν οι πλάκες με τους
σημαντικότερους νόμους της πόλης. Σε αυτήν έγινε η ανάκριση του
Σωκράτη πριν την θανάτωσή του το 399 π.Χ..

.Στοά του Διός Ελευθερέου

Η Στοά Διός Ελευθερίου ήταν και αυτή δωρική. Καθώς ήταν χτισμένη
στο σημείο όπου βρισκόταν ο αρχαϊκός ναός του Δία, ήταν και αυτή
αφιερωμένη στον Ελευθέριο Δία, προσωνύμιο που του δόθηκε μετά τους
Περσικούς Πολέμους. Χτίστηκε γύρω στο 430 π.Χ. και χρησίμευε
πιθανόν και αυτή για συνεδριάσεις δικαστηρίων ή άλλων δημόσιων
οργάνων. Μπροστά της υπήρχε βωμός του Δία.

4.Ναός του Ηφαίστου (Ηφαιστείον)

Ο Ναός του Ηφαίστου, γνωστός σήμερα ως Θησείο, είναι ο καλύτερα


σωζόμενος αρχαίος ελληνικός ναός. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 449
π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 444 π.Χ.. Είναι δωρικός περίπτερος
εξάστυλος με 13 κίονες σε κάθε μακριά πλευρά. Είναι κατασκευασμένος
από πεντελικό μάρμαρο ίσως από τον αρχιτέκτονα Ικτίνο. Ήταν σχεδόν
πανομοιότυπος με με τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, τον ναό του
Άρη στις Αχαρνές (και μετέπειτα στην Αθήνα) και τον ναό της Νέμεσης
στη Ραμνούντα. Πρόκειται για τέσσερις ναούς που χτίστηκαν την ίδια
περίοδο, μέρος προφανώς ενός συγκεκριμένου οικοδομικού
προγράμματος.

5.Νέο Βουλευτήριο

Το Νέο Βουλευτήριο χτίστηκε ακριβώς δυτικά του παλαιού το 425


π.Χ.. Ήταν ένα ορθογώνιο κτήριο με αμφιθέατρο στο εσωτερικό του
όπου συνεδρίαζε η Βουλή των Πεντακοσίων.

[31]
6.Θόλος

Αυτό το ιδιόμορφο κυκλικό κτίσμα κατασκευάστηκε το 465 π.Χ.. Ήταν


το εντευκτήριο των Πρυτάνεων της Βουλής. Στον χώρο αυτόν επίσης
φυλάσσονταν τα μέτρα και τα σταθμά του κράτους. Στο εσωτερικό
υπήρχαν και κρεβάτια ωστε να διανυκτερεύουν διάφοροι λειτουργοί του
κράτους. Στις συνεστιάσεις μπορούσε να χωρέσει μέχρι και 50 άτομα.

7.Νότια Στοά Ι

Η Νότια Στοά Ι ήταν μία μεγάλη Δωρική στοά στο νότιο μέρος της
οποίας, πίσω από την κιονοστοιχία, υπήρχαν 15 δωμάτια όπου
στεγάζονταν εστιατόρια (τράπεζαι) για την σίτιση των κρατικών
αξιωματούχων. Κατασκευάστηκε γύρω στο 430 π.Χ..

8.Νομισματοκοπείο

Το Νομισματοκοπείο ήταν ο χώρος όπου κόβονταν τα νομίσματα της


Αθήνας. Αποτελούνταν από έναν περίβολο στον οποίο υπήρχαν ένα
κεντρικό τετράγωνο κτήριο και δύο μικρές στοές. Στις ανασκαφές
βρέθηκε πλήθος νομισμάτων και πολλές μήτρες για χάλκινα νομίσματα.
Αντιθέτως, δεν βρέθηκαν ίχνη για χύτευση αργύρου.

9.Περίβολος Δικαστηρίου

Αυτός ο υπαίθριος περίβολος στα ανατολικά της Αγοράς χρησίμευε


πιθανότατα ως χώρος δικαστηρίου.

Κατά την ύστερη Κλασική εποχή και στις αρχές της Ελληνιστικής,
πραγματοποιήθηκαν κάποιες αλλαγές σε μερικά κτήρια: Χτίζεται ξανά
ύστερα από την καταστροφή από τους Πέρσες, νότια της Στοάς του
Ελευθερέου Διός, ο Ναός του Πατρώου Απόλλωνα με τον μικροσκοπικό
ναό του Διός Φρατρίου και της Αθηνάς δίπλα του (340 π.Χ.). Την ίδια
εποχή ο χώρος των Βουλευτηρίων και της Θόλου αποκτά Ιωνικό
μνημειακό πρόπυλο ενώ μεταφέρεται από άλλη - νοτιότερη ίσως - θέση,
μπροστά από τη Θόλο, το Μνημείο των Επωνύμων Ηρώων. Επίσης, μία
κρήνη χτίζεται δυτικά του Αιακείου, η λεγόμενη σήμερα Νοτιοδυτική
Κρήνη, σχήματος «Γ». Τέλος, το 300 π.Χ. τη θέση του δικαστικού
περιβόλου στα ανατολικά παίρνει ένα τετράγωνο περιστύλιο οικοδόμημα
με εσωτερική αυλή στο κέντρο του το οποίο έμεινε ημιτελές. Πιθανώς
προοριζόταν και αυτό για δικαστήριο.
[32]
Ελληνιστική Εποχή, Πρώιμη Ρωμαϊκή (323 π.Χ - 86 π.Χ.)

Στην Ελληνιστική περίοδο η όψη της Αγοράς αλλάζει ριζικά. Οι


διάφοροι ηγεμόνες των Ελληνιστικών πόλεων δίνουν πολλά χρήματα για
την κατασκευή μνημείων στην Αθήνα. Χαρακτηριστική είναι η
περίπτωση του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου Β΄, που δώρισε στην
Αθήνα την ομώνυμη στοά. Το 86 π.Χ. ύστερα από μακροχρόνια
πολιορκία, ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας εισβάλλει στην πόλη
λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Πολλά μνημεία της Αγοράς
παθαίνουν σοβαρές ζημιές, κυρίως από τα βλήματα των ρωμαϊκών
καταπελτών.Τα μνημεία της Ελληνιστικής Αγοράς είναι τα εξής
(σημειώνονται στο διάγραμμα με τους αριθμούς):

1.Οπλοστάσιο

Το ελληνιστικό αυτό κτήριο ήταν μία μεγάλη ορθογώνια κατασκευή


κτισμένη βόρεια ακριβώς του Ναού του Ηφαίστου. Ο προορισμός του
δεν είναι με σαφήνεια γνωστός αλλά δεδομένου ότι κατασκευαστικά
θυμίζει την Σκευοθήκη του Φίλωνα στον Πειραιά, πιστεύεται πως είχε
την ίδια χρήση, ήταν δηλαδή οπλοστάσιο.

2.Μητρώον

Το Παλαιό Βουλευτήριο κατεδαφίζεται και στη θέση του χτίζεται γύρω


στο 150 π.Χ. ένα καινούργιο κτήριο, το Μητρώον. Αυτή τη φορά, σε
αντίθεση με το αρχαϊκό, το νέο Μητρώο στεγάζει αποκλειστικά τα αρχεία
του κράτους, αν και έχει στο εσωτερικό του έναν ναΐσκο της μητέρας των
θεών. Ήταν διώροφο κτίσμα με Ιωνική στοά στα ανατολικά.

3.Μεσαία Στοά

Κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. χτίστηκε βόρεια της Νότιας Στοάς Ι η Μεσαία
Στοά, η μεγαλύτερη της Αγοράς. Είχε μήκος 147,66 μέτρα και πλάτος
17,50 μέτρα. Είχε κιονοστοιχίες και στις τέσσερις πλευρές της που
αποτελούνταν από 160 αράβδωτους Δωρικούς κίονες. Στο μέσον της
υπήρχαν για τη στήριξη της δίριχτης οροφής, 23 Ιωνικοί κίονες. Στα
ανατολικά και δυτικά το μετακιόνιο διάστημα ήταν φραγμένο, μέχρι το
μισό ύψος, με τοίχο.

4.Νότια Στοά ΙΙ

[33]
Η Νότια Στοά ΙΙ αντικατέστησε τον 2ο αιώνα π.Χ. την Νότια Στοά Ι.
Κατασκευάστηκε παράλληλα με την Μεσαία Στοά και σε ορθή γωνία με
την Στοά του Αττάλου, από τα υλικά του ημιτελούς Τετράγωνου
Περιστυλίου. Ήταν Δωρικού ρυθμού και είχε 30 κίονες στη βόρεια
πλευρά του. Η νότια ήταν στηριγμένη σε ανάλημμα με πέτρινη επένδυση
και είχε προς τα ανατολικά μία μικρή κρήνη. Καταστράφηκε ολοσχερώς
κατά την επιδρομή του Σύλλα.

5.Ανατολικό Κτήριο

Το λεγόμενο Ανατολικό Κτήριο συνέδεε από τα ανατολικά τα άκρα της


Μεσαίας Στοάς και της Νότιας Στοάς ΙΙ.

6.Αιάκειον

Το Αιάκειον την Ελληνιστική εποχή αποκτά εσωτερική κιονοστοιχία και


ίσως στο μέσο αυτής, υπερυψωμένη οροφή. Καταστράφηκε και αυτό
κατά την επιδρομή του Σύλλα.

7.Στοά του Αττάλου

Η Στοά του Αττάλου ήταν δωρεά του βασιλιά της Περγάμου, Αττάλου
Β΄(159 π.Χ.- 138 π.Χ.) όπως μαρτυρά η σωζόμενη επιγραφή. Ήταν
διώροφη, Δωρικού ρυθμού, με μήκος 120 μέτρα και με 45 κίονες στην
δυτική πλευρά. Στην ανατολική υπήρχαν δωμάτια που χρησίμευαν ως
καταστήματα. Στο βόρειο και νότιο άκρο υπήρχαν κλιμακοστάσια που
οδηγούσαν στον πάνω όροφο. Η στοά αναστηλώθηκε πλήρως στο
διάστημα 1953-1956 για να στεγάσει το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς.

Ρωμαϊκή Εποχή (86 π.Χ.-267 μ.Χ.)

Μετά την καταστροφή της πόλης από τον Σύλλα οι Αθηναίοι, με τη


βοήθεια πολλών Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αξιωματούχων, δίνουν στην
Αγορά την τελική και πιο λαμπρή μορφή της. Η Νότια Στοά ΙΙ
κατεδαφίζεται επειδή είχε υποστεί ανεπανόρθωτες καταστροφές από την
πολιορκία και για χρόνια ο χώρος μετατρέπεται σε λατομείο έτοιμων
υλικών. Το κεντρικό σημείο της Αγοράς καταλαμβάνει το ογκώδες Ωδείο
του Αγρίππα, δωρεά του Μάρκου Αγρίππα, γαμπρού του Οκταβιανού
Αυγούστου. Ταυτόχρονα, χτίζεται λίγο πιο ανατολικά από τον Οκταβιανό
Αύγουστο και με χρήματα του θείου του Ιουλίου Καίσαρα, το νέο

[34]
εμπορικό κέντρο της Αθήνας, η Ρωμαϊκή Αγορά. Έτσι, η Αγορά γίνεται
αποκλειστικά πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο.

Η λάμψη αυτή της Αγοράς και γενικότερα της Αθήνας, θα κρατήσει


μέχρι το 267 μ.Χ., όταν θα εισβάλλουν οι Ερούλοι καταστρέφοντας
ολοσχερώς όλη την πόλη. Τα μνημεία της Αγοράς ισοπεδώνονται όλα
εκτός από τον Ναό του Ηφαίστου που παθαίνει, παραδόξως, ελάχισΤα
σημαντικότερα μνημεία της Ρωμαϊκής Αγοράς είναι τα εξής
(σημειώνονται στο διάγραμμα με τους αριθμούς):

1.Ωδείο Αγρίππα

Το Ωδείο του Αγρίππα ήταν ένα ογκώδες ορθογώνιο κτήριο που


βρισκόταν στη μέση της Αγοράς. Χτίστηκε από τον Μάρκο Βιψάνιο
Αγρίππα, γαμπρό και στρατηγό του Οκταβιανού Αυγούστου το 15 π.Χ..
Ήταν το σημείο όπου διεξάγονταν μουσικοί αγώνες. Επίσης όσοι ξένοι
φιλόσοφοι επισκέπτονταν την Αθήνα συνήθιζαν να διδάσκουν σε αυτό.

Ήταν Κορινθιακού ρυθμού και συνδεόταν στα νότια με τη Μέση Στοά


απ' όπου ήταν και η είσοδος για το κοινό. Στη βόρεια πλευρά υπήρχε ένα
κορινθιακό πρόπυλο που οδηγούσε στη σκηνή. Περιμετρικά στο κτήριο
υπήρχε στοά με Δωρικούς πεσσούς. Η εσωτερική αίθουσα μπορούσε να
φιλοξενήσει μέχρι και 1.000 άτομα ενώ είχε μήκος 25 περίπου μέτρα.
Καθόλη αυτή την απόσταση, η οροφή δεν στηριζόταν σε κολώνες. Λόγω
αυτής της ιδιαιτερότητάς της, κατέρρευσε γύρω στο 150 μ.Χ..
Ξαναχτίστηκε αρκετά γρήγορα αλλά για λόγους ασφαλείας
κατασκευάστηκε εσωτερικός τοίχος που μείωσε τον αριθμό των θεατών
σε 500. Κατά τη διάρκεια αυτής της επισκευής, έγιναν ριζικές αλλαγές
και στη βόρεια πλευρά του. Το κορινθιακό πρόπυλο αφαιρέθηκε δίνοντας
τη θέση του σε μία στοά που στηριζόταν σε πεσσούς με τις μορφές
Γιγάντων και Τριτώνων κάποιοι από τους οποίους είναι ορατοί και
σήμερα.

2.Ναός Άρη

Ο Ναός του Άρη ήταν δωρικός περίπτερος εξάστυλος. Κατασκευάστηκε


γύρω στο 440 π.Χ. και ήταν πανομοιότυπος σχεδόν με τον Ναό του
[35]
Ηφαίστου.Η αρχική τοποθεσία όπου χτίστηκε είναι άγνωστη.
Πιθανότατα όμως βρισκόταν στην Αρχαία Παλλήνη (σημερινός Σταυρός
Αττικής). Στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. μεταφέρθηκε στην Αγορά, βόρεια
του Ωδείου του Αγρίππα, από τον Αύγουστο.

3.Βιβλιοθήκη Πανταίνου

Νότια της Στοάς του Αττάλου χτίστηκε το 100 μ.Χ. από τον Τίτο
Φλάβιο Πάνταινο μία βιβλιοθήκη. Ήταν ένα γωνιακό κτήριο με περίεργη
κάτοψη, Ιωνικούς κίονες στην περίσταση και κεντρική αυλή στο
εσωτερικό του. Τα περισσότερα βιβλία ήταν δωρεά και αυτά, του ίδιου
του Πανταίνου και των παιδιών του.

4.Νυμφαίον

Το Νυμφαίον ήταν μία μεγαλόπρεπη κρήνη στη νοτιοανατολική πλευρά


της Αγοράς, απέναντι από τη Βιβλιοθήκη του Πανταίνου. Είχε
ημικυκλικό σχήμα και στον πανύψηλο νότιο τοίχο της, όπου και οι
κρήνες, βρίσκονταν πολλά αγάλματα. Θύμιζε αρκετά την αντίστοιχη
κρήνη στην Ολυμπία και την Κόρινθο.

Ήταν ένα μικρό κυκλικό κτίσμα απέναντι από το βόρειο άκρο της
Στοάς του Αττάλου. Χτίστηκε στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.. Δεν διέθετε
σηκό, δηλαδή τοίχο πίσω από τους κίονες και γι αυτό ονομάστηκε
Μονόπτερος. Ίσως στο κέντρο του να φιλοξενούσε το άγαλμα κάποιας
θεότητας. Πιθανότερο όμως φαίνεται να ήταν μία κρήνη. Έμοιαζε πολύ
με τον Ναό της Ρώμης και του Αυγούστου στην Ακρόπολη.

6.Βασιλική

Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτήριο στη βορειοδυτική γωνία της Στοάς
του Αττάλου που κατασκευάστηκε στους χρόνους του Αυγούστου στα
τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. Ήταν πιθανόν μία ρωμαϊκή βασιλική, μεγάλο
Ιωνικό περίστυλο οικοδόμημα που το ευρύχωρο εσωτερικό του
χρησίμευε για διάφορες δημόσιες εκδηλώσεις ακόμα και για
καταστήματα.

7.Γραφεία του κράτους

Ήταν μία σειρά μικρών κτηρίων που δυτικά εφάπτονταν με το Ωδείο


του Αγρίππα και νότια με τη Μέση Στοά. Το ανατολικό της μέρος ήταν

[36]
μία δωρική στοά ενώ δυτικά υπήρχαν τρία δωμάτια. Το συγκρότημα αυτό
ήταν η έδρα ορισμένων αρχών του κράτους. Εκεί βρέθηκε και μία
μαρμάρινη στήλη στην οποία υπήρχαν σκαλισμένα τα επίσημα μέτρα για
την κατασκευή κεραμιδιών.όπτερος

Υστερορωμαϊκή Εποχή - Βυζαντινή εποχή (267-1456)

Μετά την επιδρομή των Ερούλων το 267 η περιοχή της Αγοράς


ισοπεδώθηκε. Λόγω της καταστρεπτικής αυτής επιδρομής, η Αθήνα
συρρικνώνεται δραματικά. Χτίζεται νέο πολύ μικρότερο τείχος που
αφήνει έξω την περιοχή της Αγοράς. Ο ανατολικός τοίχος της
ερειπωμένης στοάς του Αττάλου χρησιμεύει ως το δυτικό σκέλος αυτού
του τείχους. Το μόνο κτήριο που έμεινε σχεδόν ανέπαφο ήταν ο Ναός του
Ηφαίστου. Τα απομεινάρια του Ωδείου του Αγρίππα και των Νοτίων
Στοών μετατράπηκαν σε ένα μεγάλο συγκρότημα Γυμνασίων και
Λουτρών. Ενώ στη θέση του Βουλευτηρίου και του Μητρώου χτίζεται
μία μικρή βασιλική. Το 384 ο Θεοδόσιος Α΄ διατάσσει την διακοπή
λειτουργίας των φιλοσοφικών σχολών και των αρχαίων ιερών. Κατά
συνέπειαν, πολλοί ναοί στην Αθήνα αλλάζουν λειτουργία. Ο Ναός του
Ηφαίστου μετατρέπεται σε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Γύρω στο
1000 χτίζεται ο ναός των Αγίων Αποστόλων του Σολάκη. Ο ναός αυτός
αποτελεί το πρώτο δείγμα του επονομαζόμενου Αθηναϊκού ρυθμού και
βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Αγοράς.

Νεότερα Χρόνια (1456-1931)

Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους Οθωμανούς, το 1456, η


πόλη αρχίζει να επεκτείνεται προς την περιοχή της Αγοράς. Πλήθος
οικιών και εκκλησιών κατακλύζουν το μέρος. Είναι αξιοσημείωτο όμως
ότι παρά τις τόσες προσθήκες, η Οδός των Παναθηναίων παραμένει στην
ίδια χάραξη. Ο Ναός του Ολυμπίου Διός ή Ολυμπιείο, στην
καθομιλουμένη αναφερόμενος ως Στήλες ή Στύλοι του Ολυμπίου Διός,[3]
είναι σημαντικός αρχαίος ναός στο κέντρο της Αθήνας. Παρότι η
κατασκευή του ξεκίνησε τον 6ο αιώνα π.Χ., δεν ολοκληρώθηκε παρά επί
του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Αποτέλεσε τον
μεγαλύτερο ναό της Ελλάδας κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς
χρόνους.

Τοποθεσία και ιστορία του ναού

[37]
Ο ναός βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ακρόπολης και περίπου 700
μέτρα από το κέντρο της Αθήνας. Ο Παυσανίας (Α' 18, 8) αναφέρει, οτι
κατά την αθηναϊκή τοπική παράδοση το ιερό με το ναό του Ολυμπίου
Διός στην Αθήνα το πρωτοδημιουργήθηκε από το γενάρχη των Ελλήνων,
τον Δευκαλίωνα:

Το 86 π.Χ., όταν οι ελληνικές πόλεις περιήλθαν υπό Ρωμαϊκή


κυριαρχία, ο στρατηγός Κορνήλιος Σύλλας πήρε τους κίονες από τον
(ημιτελή;) ναό στη Ρώμη, για να κοσμήσει τα κτήρια του Καπιτωλίου
(ίσως το ναό του Jupiter Optimus Maximus στο Κατά μια άποψη, τα
θεμέλια του πρώτου ναού στο χώρο, είχε κτίσει ο τύραννος των Αθηνών
Πεισίστρατος το 515 π.Χ. αλλά οι εργασίες σταμάτησαν όταν ο γιος του
Πεισιστράτου, Ιππίας εκδιώχθηκε από την πόλη το 510 π.X.
Επικρατέστερη, όμως, είναι η άποψη ότι ο ναός αυτός άρχισε να κτίζεται
(και έφτασε ως τα θεμέλια) κατά το β' τέταρτο του έκτου αιώνα π. Χ. από
τον τύραννο Πεισίστρατο (561 - 527 π. Χ.), και το έργο εγκαταλείφθηκε
όταν αυτός πέθανε, και ακολούθησαν αναταραχές στο Αθηναϊκό κράτος.
Όπως και να'χει, αρχιτέκτονες του έργου αναφέρονται οι Αντιστάτης,
Κάλλαισχρος, Αντιμαχίδης καί Φόρμος. Αλλού αντί για Φόρμο στη
βιβλιογραφία αναφέρεται Πωρίνος.

Κατά τη διάρκεια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ο ναός παρέμεινε


ημιτελής. Στο έργο του Πολιτική, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον ναό
σαν παράδειγμα για το πώς τα τυραννικά καθεστώτα αναγκάζουν τον
πληθυσμό να ασχολείται με τεράστια έργα, μην αφήνοντας τους χρόνο,
ενέργεια και τρόπους αντίδρασης.

Η αποπεράτωση του ναού έγινε τον 2ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια


της Μακεδονικής κυριαρχίας στην Ελλάδα υπό την αιγίδα του
Ελληνιστικού βασιλιά Αντιόχου του Δ΄ Επιφανούς (βασίλευσε στη Συρία
ανάμεσα στο 175 και το 164 π. Χ.), που προσέλαβε τον Ρωμαίο
αρχιτέκτονα Κοσσούτιο να σχεδιάσει τον μεγαλύτερο ναό στον τότε
γνωστό κόσμο. Όταν ο Αντίοχος πέθανε, το 164 π.Χ., η κατασκευή του
ναού σταμάτησε ξανά. Οι κίονες αυτοί επηρέασαν τη διάδοση και άνθιση
του κορινθιακού ρυθμού στην Ρώμη. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 129 μ.Χ.
(ή το 131 μ.Χ. κατά άλλους) τελικά από τον αυτοκράτορα Αδριανό που
ήταν μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού.

Ο ναός
[38]
Ο ναός κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο και είχε 96 μέτρα
μήκος στις άκρες του και 40 μέτρα στην ανατολική και δυτική πρόσοψη.
Είχε 104 κίονες Κορινθιακού ρυθμού, ο κάθε ένας 17 μέτρα ύψος, 2,6
μέτρα διάμετρο και βάρος 364 τόνους περίπου. 48 κίονες στέκονταν σε
τριπλή σειρά κάτω από τα αετώματα και 56 σε διπλή σειρά στα άκρα.
Μόνο 15 από τους αρχικούς κίονες του ναού παραμένουν όρθιοι σήμερα.
Ένας θυελλώδης άνεμος έριξε έναν κίονα το 1852, ο οποίος παρέμεινε
στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Ο Αδριανός αφιέρωσε τον ναό στον Δία. Ανέγειρε επίσης ένα τεράστιο
χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στο σηκό του ναού. Τα αετώματα
κοσμούνταν από πολλά αγάλματα, αλλά και σε ολόκληρο το ναό
υπήρχαν αγάλματα και προτομές φημισμένων ανδρών. Οι Αθηναίοι, για
να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον Αδριανό, του έστησαν άγαλμα
πίσω από τον ναό. Δυστυχώς κανένα από τα γλυπτά που κοσμούσαν τον
ναό δεν έχει διασωθεί. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καταστράφηκε ο
ναός αλλά εικάζεται ότι, όπως και άλλα μεγάλα κτήρια στην Αθήνα,
καταστράφηκε μάλλον από κάποιο σεισμό κατά τη διάρκεια των
Βυζαντινών χρόνων και τα ερείπια του χρησιμοποιήθηκαν για την
κατασκευή άλλων κτιρίων.

[39]

You might also like