You are on page 1of 11

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

1912-1913

ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙ∆Α
Φέτος, συµπληρώνονται 100 χρόνια από ένα µεγάλο ιστορικό γεγονός µε ιδιαίτερη σηµασία για τη
σύγχρονη Ελλάδα. Ο λόγος γίνεται για τους Βαλκανικούς πολέµους, στη διάρκεια των οποίων το ελληνικό
κράτος διπλασιάστηκε, και σε έκταση και σε πληθυσµό.
Οι Βαλκανικοί πόλεµοι, όπως λέει και το όνοµα, έλαβαν
χώρα κατά την περίοδο 1912-1913 στη βαλκανική
χερσόνησο, µεγάλο µέρος της οποίας ήλεγχε η Οθωµανική
αυτοκρατορία. Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε
ξεσπάσει το εθνικιστικό κίνηµα των Νεοτούρκων, οι οποίοι
εναντιώθηκαν στο σουλτάνο και περιόρισαν τις εξουσίες
του. Επιπλέον, ενώ στην αρχή οι Νεότουρκοι είχαν
υποσχεθεί ισότητα µεταξύ όλων των υπηκόων της
αυτοκρατορίας, εντούτοις τελικά εφάρµοσαν τυραννική
πολιτική εις βάρος των χριστιανών υπηκόων. Σαφώς, οι
εξελίξεις αυτές είχαν προκαλέσει αναταραχές στο
εσωτερικό της Οθωµανικής αυτοκρατορίας και την είχαν
καταστήσει ευάλωτη. Έτσι, οι χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου, οι οποίες διεκδικούσαν ανέκαθεν τα
εδάφη που βρίσκονταν υπό τουρκική κυριαρχία, βρήκαν την ευκαιρία να ξεσηκωθούν.
Αρχικά, οι δύο µεγάλες βαλκανικές δυνάµεις, η Βουλγαρία και η Σερβία, υπέγραψαν µε πλήρη
µυστικότητα συνθήκη συµµαχίας στις 24 Φεβρουαρίου 1912. ∆ύο µήνες αργότερα, στις 29 Απριλίου,
συµφωνήθηκε και η µυστική στρατιωτική συνθήκη. Όλα γινόντουσαν κρυφά, διότι οι Μεγάλες ∆υνάµεις,
δηλαδή η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερµανία και η Ρωσία, δε θα επέτρεπαν έναν παµβαλκανικό πόλεµο χωρίς τη
δική τους συµµετοχή. Είχαν µεγάλα συµφέροντα στην περιοχή και εποµένως, οι βαλκανικές δυνάµεις
έπρεπε να δράσουν µυστικά και χωρίς καµία καθυστέρηση.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν έµαθε τη
συµµαχία Βουλγαρίας και Σερβίας για την αποµάκρυνση των Τούρκων από
τα ευρωπαϊκά εδάφη, σκέφτηκε πως η Ελλάδα δε θα έπρεπε να µείνει
αµέτοχη στις πολεµικές συγκρούσεις. Στις περιοχές της Ηπείρου, της
Μακεδονίας και της Θράκης υπήρχε πολύς ελληνικός πληθυσµός και
αρκετές πόλεις µε µεγάλη ανάπτυξη, όπως η Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι
και τα Ιωάννινα. Σηµειωτέον ότι πριν τους βαλκανικούς πολέµους τα σύνορα
της Ελλάδας στο Βορρά έφταναν ως τη Θεσσαλία και, από την ηπειρωτική
πλευρά, ως την Άρτα. Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρο πως οι άλλες βαλκανικές
δυνάµεις, στις οποίες είχε εισχωρήσει και το Μαυροβούνιο, δεν υπολόγιζε
την ελληνική βοήθεια. Αυτό ήταν αναπόφευκτο, καθώς η µεγάλη ήττα του
ελληνικού στρατού στον ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897 είχε µειώσει το κύρος και την αξιοπιστία του.
Παρ' όλ' αυτά, ο ελληνικός στόλος φαινόταν απόλυτα χρήσιµος, για να ανακόψει τις τουρκικές
επεµβάσεις από τη θάλασσα. Το ελληνικό ναυτικό βρισκόταν σε άριστη κατάσταση, ιδιαίτερα µετά την
ενίσχυσή του µε δύο νέα αντιτορπιλικά, τέσσερα ταχύτατα ανιχνευτικά (Λέων, Αετός, Ιέραξ και Πάνθηρ),
ένα υποβρύχιο και το νέο µεγάλο απόκτηµα του στόλου: το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ». Το τελευταίο,
που πήρε το όνοµά του από τον εθνικό µας ευεργέτη Γεώργιο Αβέρωφ, καθώς για την αγορά του
χρησιµοποιήθηκαν χρήµατα από το κληροδότηµά του, αποτέλεσε τη ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου.
Τελικά, έγινε δεκτή στη βαλκανική συµµαχία και η Ελλάδα. Οι ενέργειες του ικανότατου πρεσβευτή της
Ελλάδας στη Σόφια, ∆ηµητρίου Πανά, και οι επαφές του φιλοβούλγαρου ανταποκριτή των Times του
Λονδίνου, Μπάουτσερ, συνέβαλαν στη σύναψη µυστικής ελληνοβουλγαρικής συµµαχίας. Στις 15 Ιουνίου
1912, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος (αριστερά) και ο διάδοχος του ελληνικού θρόνου
Κωνσταντίνος (δεξιά) υπέγραψαν τη συµµαχία,
η οποία στις 22 Σεπτεµβρίου εξελίχθηκε σε
µυστική στρατιωτική συµφωνία. Τον ίδιο µήνα,
κήρυξαν γενική επιστράτευση όλες οι
αντιµαχόµενες δυνάµεις. Η Τουρκία, η
Βουλγαρία, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η
Ελλάδα βρίσκονταν κυριολεκτικά σε πολεµικό
πυρετό.
Η βαλκανική συµµαχία είχε έναν
αξιοπερίεργο και πρωτότυπο χαρακτήρα. ∆εν
είχαν καθοριστεί καθόλου τα εδαφικά οφέλη
που θα είχε κάθε βαλκανικό κράτος στην
περίπτωση που οι Τούρκοι έχαναν. Καθεµιά
βαλκανική δύναµη θα αποκτούσε τα εδάφη εκείνα που θα απελευθέρωνε ο στρατός της. Με αυτόν τον
τρόπο, οι βαλκανικοί πόλεµοι εξελίσσονταν σε έναν πραγµατικό αγώνα δρόµου µεταξύ των συµµάχων.
Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί και κυρίως, η Βουλγαρία
υποτιµούσαν τη δυναµικότητα και τη µαχητικότητα του ελληνικού στρατού. ∆εν υπολόγιζαν, όµως, την
αναδιοργάνωση που είχε γίνει στον ελληνικό στρατό µε τη βοήθεια γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, το
αξιόµαχο σθένος των αξιωµατικών και τη φιλοπόλεµη διάθεση του στρατιωτικού επιτελείου που ήθελε να
ξεπλύνει την ντροπή της ήττας του 1897.
Στα τέλη του Σεπτεµβρίου, ο ελληνικός
στρατός συγκεντρώθηκε στη Λάρισα.
Αρχιστράτηγος είχε ορισθεί ο διάδοχος του
ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνος, ο οποίος
στην ηµερήσια διαταγή της 29ης
Σεπτεµβρίου άρχισε µε την περίφηµη φράση:
«Η ακεραιότης της χώρας απειλείται, η ζωή
των υποδούλων αδελφών ευρίσκεται εν
κινδύνω και ο ελληνικός στρατός
συνεκεντρώθει επί των συνόρων, ίνα
υπερασπίση την τιµήν της Ελλάδος». Η Ελλάδα µπήκε επίσηµα στον πόλεµο στις 5 Οκτωβρίου 1912, ενώ
είχαν ήδη σχηµατισθεί δύο πολεµικά µέτωπα: το µέτωπο της Μακεδονίας στο οποίο δρούσε o «Στρατός της
Θεσσαλίας» ή αλλιώς «Μεγάλη Στρατιά» υπό τις διαταγές του Κωνσταντίνου και το µέτωπο της Ηπείρου,
την απελευθέρωση της οποίας ανέλαβε ο στρατηγός Σαπουντζάκης µε την επονοµαζόµενη «Μικρή
Στρατιά».
Ο «Στρατός της Θεσσαλίας» αποτελείτο από 100.000 άνδρες που σχηµάτιζαν 63 τάγµατα πεζικού και
ευζώνων, 8 ίλες ιππικού, 6 ηµιλαρχίες, 26 πεδινές και 6 ορειβατικές πυροβολαρχίες, 7 λόχους σκαπανέων, 2
λόχους τηλεγραφητών, 2 λόχους γεφυροποιών και ένα στόλο 4 αεροπλάνων. Οι δυνάµεις αυτές χωρίστηκαν
σε 7 µεραρχίες και δύο αποσπάσµατα ευζώνων: το
απόσπασµα Γεννάδη και το απόσπασµα
Κωνσταντινόπουλου. Από την τουρκική πλευρά, τους
Έλληνες του θεσσαλικού µετώπου ανέλαβε να αντιµετωπίσει
ο Χασάν Ταξίν πασάς µε 43 τάγµατα πεζικού, 12 ίλες
ιππικού και 35 πυροβολαρχίες. Προφανώς, ο ελληνικός
στρατός είχε απόλυτη αριθµητική υπεροχή, αλλά οι Τούρκοι
υπερείχαν εδαφικά. Κι αυτό, γιατί ο ελληνικός στρατός
έπρεπε να βαδίσει σε κακοτράχαλα ορεινά µονοπάτια, να
διασχίσει βουνά και λαγκάδια και να περάσει από
οχυρωµένες τοποθεσίες. Ο δρόµος προς την Ελασσόνα
Η πρώτη σηµαντική σύγκρουση µεταξύ των δύο στρατών έγινε στο διήµερο 5-6 Οκτωβρίου στην περιοχή
της Ελασσόνας. Οι Τούρκοι οχυρωµένοι κυρίως στο λόφο της µονής της Ολυµπιώτισσας Παναγίας ήλεγχαν
όλη την έκταση στην οποία θα κινούνταν οι Έλληνες στρατιώτες. Ωστόσο, υπό την απειλή της
περικύκλωσης από την 1η µεραρχία η τουρκική άµυνα υποχώρησε. Οι προελαύνοντες Έλληνες νίκησαν τη
µάχη, αλλά τώρα πλέον είχαν να αντιµετωπίσουν τις «Συµπληγάδες Πέτρες» της κύριας αµυντικής γραµµής
των Τούρκων στα στενά του Σαραντάπορου.
Ο Γερµανός οργανωτής του τουρκικού στρατού και µηχανικός των οχυρωµατικών έργων Φον ντερ
Γκολτς (Von der Goltz) είχε γράψει ότι τα στενά του Σαραντάπορου θα γίνονταν κάποτε ο τάφος των
Ελλήνων στρατιωτών. Η πεποίθηση, ότι το οχυρό αυτό ήταν αδιαπέραστο, διαδιδόταν σε µεγάλο µέρος του
ελληνικού στρατού. Εποµένως, Το θρυλικό οχυρό θα έπεφτε µόνο µε ένα καλοµελετηµένο σχέδιο.
Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου οι µεραρχίες 1, 2 και 3 (βλ. στο χάρτη: κόκκινο χρώµα) επιχείρησαν κατά
µέτωπο επίθεση. Επί 4 ώρες το ελληνικό πεζικό δεχόταν τα καταιγιστικά πυρά των Τούρκων χωρίς να έχει
τη δυνατότητα αντίδρασης λόγω της µειονεκτικότερης θέσης του. Παρ' όλ' αυτά, η αιµοβόρος αυτή πορεία
δεν ανακόπηκε ούτε σηµειώθηκε κρούσµα υποχώρησης. Παράλληλα, είχε σχεδιαστεί η υπερκέραση,
δηλαδή η περικύκλωση, του τουρκικού στρατού από τα πλάγια. Το ευζωνικό απόσπασµα
Κωνσταντινόπουλου (πράσινο) µε ηρωικές προσπάθειες αποδεκάτισε τις τουρκικές δυνάµεις από τη δεξιά
πλευρά. Ταυτόχρονα, από τα αριστερά κίνησε η 4η µεραρχία (κίτρινο) µε σκοπό το φραγµό των στενών της
Πόρτας, της µόνης εξόδου διαφυγής των Τούρκων. Η 5η µεραρχία και η ταξιαρχία ιππικού (µπλε) είχαν
στόχο να ελιχθούν ακολουθώντας τον ποταµό Αλιάκµωνα και να καταλήξουν στα νώτα των Τούρκων. Παρά
το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή καθυστέρησε, η 4η µεραρχία κατάφερε να προσεγγίσει τις Πόρτες. Με
αυτόν τον τρόπο, οι τουρκικές δυνάµεις κλείνονταν σταδιακά στη "φάκα" που οι ίδιοι είχαν στήσει για τους
Έλληνες. Μόλις έµαθαν τις επιτυχείς περικυκλωτικές κινήσεις έσπευσαν σε υποχώρηση. Εντούτοις, στις
Πόρτες δέχθηκαν σφοδρή επίθεση από την 4η µεραρχία µε αποτέλεσµα, η οργανωµένη υποχώρηση να
µετατραπεί στις 10 Οκτωβρίου σε άτακτη φυγή. Έτσι, ο ελληνικός στρατός κατέρριψε το µύθο των
απόρθητων στενών του Σαραντάπορου και απέδειξε στους συµµάχους τις πολεµικές του ικανότητες.
Επιπλέον, από τη µάχη αυτή περιήλθε στην ελληνική κατοχή µεγάλη ποσότητα πολεµικού υλικού και
αιχµαλωτίσθηκαν πολλοί Τούρκοι στρατιώτες. Πρέπει, βέβαια, να σηµειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των
επιχειρήσεων οι Τούρκοι απελευθέρωσαν τους φυλακισµένους οµοεθνείς τους κακοποιούς στο χωριό των
Σερβίων και τους εξόπλισαν. Αυτοί µε τη σειρά τους άρχισαν να πυροβολούν τους διερχοµένους Έλληνες
κατοίκους. Ο αριθµός των εκτελεσθέντων έφτασε τα 117 άτοµα.
Μετά την πανωλεθρία, το µεγαλύτερο µέρος του τουρκικού στρατού υποχωρούσε διαρκώς µε σκοπό
πλέον την περιφρούρηση της Θεσσαλονίκης. Ένα µικρότερο µέρος κινήθηκε βόρεια µε κατεύθυνση προς
Πτολεµαΐδα-Φλώρινα και Μοναστήρι, όπου θα ενωνόταν µε τον εκεί τουρκικό στρατό. Αυτό είχε ως
αποτέλεσµα την εύκολη και άµεση απελευθέρωση της Κοζάνης από την 5η µεραρχία στις 14 Οκτωβρίου.
Προς Βορρά ήταν αποφασισµένος να κινηθεί και ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος επιδιώκοντας την
κατάληψη του Μοναστηρίου πριν προλάβουν να εισέλθουν σε αυτό οι Σέρβοι. Σηµειωτέον ότι στην πόλη
του Μοναστηρίου ζούσε ακµαίος ελληνικός πληθυσµός µε την παρουσία 2.000 Ελλήνων µαθητών και 55
δασκάλων και καθηγητών. Βέβαια, την πορεία του ελληνικού στρατού προς το Μοναστήρι υποδείκνυαν
κυρίως στρατηγικοί λόγοι, καθώς η πορεία προς τη Θεσσαλονίκη ενείχε το φόβο να χτυπηθεί στα πλάγια
από τις εναποµείναντες στο Βορρά τουρκικές δυνάµεις. Εποµένως, ο διάδοχος Κωνσταντίνος είχε βάσιµους
λόγους για την προέλαση προς το Μοναστήρι.
Ωστόσο, ενώ ο Κωνσταντίνος έβλεπε τα πράγµατα από µια καθαρά
στρατιωτική σκοπιά, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε στο νου του και την
πολιτική οπτική. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και Υπουργός των
Στρατιωτικών προέκρινε την αξία της Θεσσαλονίκης µε το
πολυπολιτισµικό της χαρακτήρα και το πολυσύχναστο λιµάνι της.
Επιπλέον, ο Έλληνας γιατρός του βουλγαρικού στρατού Νίκογλου τού
είχε διοχετεύσει µέσω του κατασκόπου Αθανασίου Σουλιώτη την
πληροφορία ότι βουλγαρική στρατιωτική δύναµη 35.000 ανδρών
κατευθυνόταν από τη Θράκη προς το µακεδονικό λιµάνι. Για το λόγο
αυτό, ο Βενιζέλος έσπευσε να ενηµερώσει τον Κωνσταντίνο και να τον
µεταπείσει να κινηθεί το συντοµότερο δυνατό προς Θεσσαλονίκη. Η απάντηση του ∆ιαδόχου ήταν
προκλητική και ειρωνική: «Ο στρατός δε θα οδεύσει κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ
κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν µου το απαγορεύσετε». Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν φυσικά ανάλογη:
«Σας το απαγορεύω!». Στο σηµείο αυτό, είναι ολοφάνερες οι πρώτες σπίθες που προκλήθηκαν µεταξύ των
δύο αυτών µεγάλων ανδρών, οι οποίες στα επόµενα χρόνια θα οδηγήσουν στη λαίλαπα του εθνικού
διχασµού.
Καθώς, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος έµενε αµετακίνητος στην απόφασή
του, ο Βενιζέλος στράφηκε στο Βασιλιά της Ελλάδος Γεώργιο, που
εκείνες τις µέρες είχε µεταβεί στην Κοζάνη. Αφού αυτός έλαβε γνώση
της κατάστασης και µε την πείρα που τον περιέβαλλε, έπεισε το γιο
του να πορευθεί προς Θεσσαλονίκη. Στις 15 Οκτωβρίου, οι έξι από τις
επτά µεραρχίες του ελληνικού στρατού διατάχθηκαν να προχωρήσουν
προς τη µακεδονική πρωτεύουσα, ενώ την επόµενη µέρα
απελευθερώθηκε η Κατερίνη και η Βέροια. Στη συνέχεια, οι Ελληνικές
δυνάµεις, αντί να ακολουθήσουν τη συντοµότερη οδό, περνώντας από
τον Λουδία, µε ενδεχόµενο να κολλήσουν στους βάλτους της
περιοχής, προχώρησαν βορειότερα προς την πόλη των Γιαννιτσών,
όπου το έδαφος είναι πιο σταθερό.
Στις 18 Οκτωβρίου δόθηκε το σύνθηµα της κατάληψης των
Γιαννιτσών. Η τουρκική άµυνα, που ενισχύθηκε µε 4 νέες µεραρχίες
12.000 ανδρών, οργανώθηκε κατάλληλα. Από την άλλη πλευρά, ο Βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α΄
ελληνικός στρατός διχοτοµήθηκε. Το µεγαλύτερο µέρος του, δηλαδή οι
έξι πρώτες µεραρχίες, κατευθύνθηκαν µε ελιγµούς προς την πόλη των Γιαννιτσών µε στόχο την κατάληψή
τους. Παράλληλα, η 7η µεραρχία, το απόσπασµα Κωνσταντινόπουλου και η ταξιαρχία ιππικού κινήθηκαν
νότια της λίµνης των Γιαννιτσών, για να καλύψουν από τα δεξιά. Οι µάχες ήταν σφοδρές. Το ελληνικό
πυροβολικό, λόγω του βαλτώδους εδάφους, δεν µπορούσε
να βρει κατάλληλες για βολές θέσεις. Αντίθετα, τα πυρά
από το τουρκικό πυροβολικό και πεζικό ήταν καταιγιστικά.
Ωστόσο, οι ελληνικές δυνάµεις κατάφεραν, κυρίως µε
νυχτερινές επιχειρήσεις, να καταλάβουν τα Γιαννιτσά και να
θέσουν τους Τούρκους σε υποχώρηση. Με τη νίκη αυτή
άνοιξε ο δρόµος που οδηγούσε στην Κεντρική Μακεδονία
και συγκεκριµένα, στη Θεσσαλονίκη.
Ταυτόχρονα, από την πλευρά της Θράκης ο βουλγαρικός
στρατός σηµείωνε αλλεπάλληλες νίκες και βάδιζε ταχέως
προς Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό καθιστούσε την
ελληνική προέλαση επιτακτικότερη. Ωστόσο, ο Στρατός
περιέργως καθυστερούσε. Μάλιστα, σηµειώθηκαν και
µερικά κρούσµατα ανταρσίας λόγω έλλειψης τροφοδοσίας. Ο Βενιζέλος που γνώριζε τη θέση των
Βουλγάρων καθόταν σε αναµµένα κάρβουνα. Έστειλε αµέσως τηλεγράφηµα στο βασιλιά Γεώργιο: "Σας
καθιστώ προσωπικά υπεύθυνον διά την βραδύτητα µε την οποία διεξάγετε τις επιχειρήσεις, αι οποίαι
κινδυνεύουν να φέρουν τους Βούλγαρους πρώτους εις Θεσσαλονίκην". Ωστόσο, τα σχέδια των Τούρκων
ήταν διαφορετικά.
Με τη µεθοδική δραστηριότητα των προξένων στη Θεσσαλονίκη
και µε τη Βουλγαρία να µετατρέπεται σε µεγάλο κίνδυνο για την
Οθωµανική Αυτοκρατορία, οι Τούρκοι αποφάσισαν στις 25
Οκτωβρίου να παραδώσουν την πόλη στους Έλληνες. Ο
Κωνσταντίνος, όµως δεν µπήκε άµεσα στη Θεσσαλονίκη, αλλά
προέβαλε βαρείς όρους για την παράδοσή της δίνοντας στον Ταξίν
πασά 16 ώρες διορία. Ο Ταξίν πασάς απάντησε θετικά. Τότε, ο
αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού διέταξε όλες τις δυνάµεις να
κινηθούν κυκλωτικά προς τη Θεσσαλονική. Ο Κωνσταντίνος
συνειδητοποίησε το µέγεθος του κινδύνου από τις καθυστερήσεις
του, όταν το πρωί της 26ης Οκτωβρίου έφιππος αξιωµατικός
ανακοίνωσε ότι το ιππικό της στρατιάς είχε έλθει σε επαφή µε
απόσπασµα του βουλγαρικού στρατού, που ακολουθούσε από πίσω.
Αµέσως, ο διάδοχος Κωνσταντίνος έστειλε αγγελιαφόρο να
Ο διάδοχος Κων/νος και ο Ταξίν πασάς ενηµερώσει το Βούλγαρο στρατηγό ότι εντός ολίγου ο ελληνικός
στρατός εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, για να εδραιώσει τη θέση του, έστειλε το Βίκτωρα
∆ούσµανη και τον Ιωάννη Μεταξά να υπογράψουν εκ µέρους του την παράδοση της πόλης. Στις 11 το
βράδυ της 26ης Οκτωβρίου µπήκαν στη
Θεσσαλονίκη δύο ευζωνικά τάγµατα και ακολούθησε
η 7η µεραρχία. Την επόµενη ηµέρα, ο αρχιστράτηγος
Κωνσταντίνος µαζί µε το στρατιωτικό επιτελείο
παρήλασε έφιππος στους δρόµους της Θεσσαλονίκης
υπό τις ζητωκραυγές και την αποθεωτική υποδοχή
των Ελλήνων κατοίκων.
Εν τω µεταξύ, ο βουλγαρικός στρατός
προχωρούσε ακάθεκτος. Τις βραδινές ώρες
επιχείρησαν να µπουν στην πόλη βουλγαρικές
στρατιωτικές µονάδες και µάλιστα, άρχισαν να Η παράδοση της Θεσσαλονίκης
µάχονται ενάντια σε Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι είχαν ήδη καταθέσει τα όπλα τους στον ελληνικό
στρατό. Με αυτές τις ενέργειες, οι Βούλγαροι επιχειρούσαν να διεκδικήσουν δικαιώµατα συγκυριαρχίας,
πράγµα που θα σήµαινε ότι θα είχαν και αυτοί εδαφικά οφέλη από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Η
υπόθεση έφτασε στο απροχώρητο, όταν οι Βούλγαροι
ζήτησαν να φιλοξενηθούν στην πόλη, τάχα για να
ξεκουραστούν από την κακοκαιρία. Ο Κωνσταντίνος
αποδέχθηκε το αίτηµα φιλοξενίας και άφησε να εισέλθει ένα
µικρό τµήµα του βουλγαρικού στρατού µαζί µε τους
Βούλγαρους πρίγκιπες, Βόρι και Κύριλλο. Ξεκαθάρισε, όµως
ότι δεν τίθεται θέµα συγκυριαρχίας. Παρ' όλ' αυτά,
Βούλγαροι διέπραξαν στη Θεσσαλονίκη κάθε είδους αδικίες
και λεηλασίες και συµπεριφέρονταν σαν κυρίαρχοι. Ο ίδιος ο
Βούλγαρος βασιλιάς Φερδινάνδος παραδέχτηκε: "Η
Ο Κων/νος εισέρχεται έφιππος στη Θεσσαλονίκη Θεσσαλονίκη είναι για τους Βουλγάρους ότι η Μέκκα για
τους Τούρκους".
Ύστερα από λίγες µέρες, στις 6 Νοεµβρίου, ο ελληνικός στρατός ξεκινούσε πάλι έναν αγώνα δρόµου,
όταν το Στρατιωτικό Επιτελείο έλαβε ένα δυσάρεστο τηλεγράφηµα: οι Σέρβοι είχαν καταλάβει το
Μοναστήρι και προχωρούσαν ακάθεκτοι προς τη Φλώρινα. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε πάση θυσία να
προλάβει να µπει στη Φλώρινα πριν από τους Σέρβους. Την αποστολή αυτή ανέλαβε το 1ο σύνταγµα
πεζικού. Ο σερβικός στρατός απείχε µόλις πέντε ώρες, ενώ ο ελληνικός έξι. Ωστόσο, οι κοινότητες της
πόλης, η τουρκική, η ελληνική και η βουλγαρική επέλεξαν να επισπεύσουν την παράδοσή τους στους
Έλληνες. Έτσι, η Φλώρινα κατέληξε σε ελληνικά χέρια. Αργότερα, στις 10 Νοεµβρίου απελευθερώθηκε η
Καστοριά και στις 7 ∆εκεµβρίου η Κορυτσά. Με αυτές τις πόλεις έληξαν και οι πολεµικές επιχειρήσεις στη
∆υτική Μακεδονία.
Παράλληλα µε τη Στρατιά της Θεσσαλίας,
ελληνικός στρατός είχε αποσταλεί και στο µέτωπο της
Ηπείρου µε στρατηγό τον Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη.
Την ελληνική αυτή δύναµη των 17.500 ανδρών είχε
να αντιµετωπίσει ο αλβανικής καταγωγής Εσσάτ
πασάς. Οι πρώτες συγκρούσεις εκδηλώθηκαν στα
στενά των Κουµτζάδων και την οχυρωµένη
βουνοκορφή του Γριµπόβου. Ύστερα από
αλλεπάλληλες καταλήψεις των περιοχών αυτών από
τους δύο αντιπάλους, τελικά οι Έλληνες στρατιώτες
στις 10 και 11 Οκτωβρίου επικράτησαν. Στη
συνέχεια, ο στρατηγός Σαπουντζάκης, για να διαφυλάξει τα νώτα του στρατού διέταξε πορεία προς
Πρέβεζα. Οι Τούρκοι, ωστόσο, οχυρώθηκαν και κράτησαν την άµυνά τους µέχρι τις 20 Οκτωβρίου στη
Νικόπολη, µια πόλη λίγο έξω από την Πρέβεζα. Τελικά, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν υπό την ισχυρή
πίεση των Ελλήνων. Όλη την ηµέρα το ελληνικό πυροβολικό βοµβάρδιζε τις τουρκικές θέσεις, ακόµα και
µέσα στην πόλη της Πρεβέζης, µε στόχο να κάµψει το ηθικό των τουρκικών αρχών. Έτσι, η Πρέβεζα
παραδόθηκε µαζί µε τους Τούρκους στρατιώτες και τα πολεµοφόδιά τους.
Έπειτα, ο ελληνικός στρατός στράφηκε προς τα Ιωάννινα. Μετά την απελευθέρωση του Ζαλόγγου και
των Πέντε Πηγαδιών, οι Έλληνες στρατιώτες βρέθηκαν προ του Μπιζανίου. Το Μπιζάνι είναι ένας
µακρόστενος λόφος, ο οποίος ελέγχει την αµαξιτή οδό που οδηγεί από την Άρτα στα Ιωάννινα. Ο λόφος
αυτός είχε οχυρωθεί µε άκρα τελειότητα από τον ίδιο µηχανικό που οχύρωσε τα στενά του Σαραντάπορου,
το Γερµανό στρατιωτικό Φον ντερ Γκολτς. Χαρακτηριστικό της τέλειας οχύρωσης και της τουρκικής
οργάνωσης είναι το γεγονός ότι ο ελληνικός στρατός έµεινε καθηλωµένος στην τοποθεσία αυτή για πάνω
από δύο µήνες. Επιπλέον, οι Έλληνες στρατιώτες είχαν να αντιµετωπίσουν τη φοβερή κακοκαιρία, το
µέγεθος της οποίας διατηρήθηκε και στη λαϊκή ποίηση: "∆εν µε τροµάζουν, µάνα µου, οι όλµοι, τα κανόνια,/
µόν' µε τροµάζουν, µάνα µου, του Μπιζανιού τα χιόνια!".
Μετά από µια ανεπιτυχή απόπειρα κατάληψης του Μπιζανίου στις 7 Ιανουαρίου 1913, το Φεβρουάριο
βγήκε νέο σχέδιο επίθεσης. Εν τω µεταξύ, είχαν έλθει προς ενίσχυση οι ελληνικές δυνάµεις από τη
Θεσσαλονίκη µε τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, ο οποίος ανέλαβε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην
Ήπειρο. Το νέο σχέδιο προέβλεπε υπερκέραση των Τουρκικών θέσεων του Μπιζανίου µε σκοπό την
περικύκλωσή τους. Μάλιστα, είχε γίνει γνωστό από κατασκόπους ότι οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει τις
δυνάµεις τους στη δεξιά πλευρά αφήνοντας ασθενή την αριστερή. Έτσι, στις 19 Φεβρουαρίου οι Έλληνες
άρχισαν σφοδρό κανονιοβολισµό από τη δεξιά
πτέρυγα, για να αποπροσανατολίσουν την
προσοχή των Τούρκων. Ταυτόχρονα, ελληνικά
σώµατα ξεχύνονταν µε άκρα µυστικότητα από τα
αριστερά, κινούµενα βόρεια του Μπιζανίου, προς
Ιωάννινα. Ειδικότερα, το 1ο Σύνταγµα Ευζώνων
της 2ης φάλαγγας κατέλαβε το απόγευµα της
20ης Φεβρουαρίου το χωριό Άγιος Ιωάννης που
βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα
Ιωάννινα. Παράλληλα, οι υπόλοιπες ελληνικές
µονάδες απλώθηκαν σε όλη την έκταση του
οροπεδίου γύρω από το Μπιζάνι και έκοψαν τα
Η παράδοση των Ιωαννίνων τηλεγραφικά σύρµατα που το συνέδεαν µε τα
Ιωάννινα. Συνεπώς, το φοβερό οχυρό βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωµένο και αποµονωµένο. Ο Εσσάτ πασάς
βλέποντας την υπερίσχυση των Ελλήνων αποφάσισε να παραδοθεί. Το Μπιζάνι έπεσε και ο αρχιστράτηγος
Κωνσταντίνος εισήλθε παρελαύνοντας στα Ιωάννινα. Οι κάτοικοι
υποδέχτηκαν τον ελληνικό στρατό µε ζητωκραυγές και απηύθυναν µεταξύ
τους τον αναστάσιµο χαιρετισµό: «Χριστός Ανέστη!». Η πόλη των
Ιωαννίνων είχε αναστηθεί από την τουρκική σκλαβιά.
Στο σηµείο αυτό, είναι ευκαιρία να γίνει αναφορά σε ένα πρωτοποριακό
κοµµάτι του ελληνικού στρατού που έδρασε κατά τους βαλκανικούς
πολέµους. Ο λόγος γίνεται για την πρώτη στην ιστορία καθαρά πολεµική
χρήση αεροπλάνων. Οι ιπτάµενοι, ∆ηµήτριος Καµπέρος, Μιχαήλ
Μουτούσης, Πανούτσος Νοταράς και Χρίστος Αδαµίτης, µετά την
αεροπορική τους εκπαίδευση στη Γαλλία έλαβαν µέρος στον πόλεµο
πραγµατοποιώντας πτητικά κατορθώµατα. Οι πιλότοι άλλοτε
παρακολουθούσαν τις θέσεις του εχθρού, άλλοτε προµήθευαν τον ελληνικό
στρατό, ενώ κάποιες φορές πετούσαν και αυτοσχέδιες βόµβες κατά του
εχθρού.
Πρωτοποριακή, για τα ελληνικά δεδοµένα, ήταν, επίσης, και η ενίσχυση Ο ναύαρχος Π. Κουντουριώτης
του ελληνικού στόλου µε το υποβρύχιο «∆ελφίν» και µε το «αβύθιστο», για εκείνη την εποχή, θωρηκτό
«Γεώργιος Αβέρωφ». Αρχηγός του στόλου ανέλαβε ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, ο οποίος είχε
συµµετάσχει στο παρελθόν σε άκρως επικίνδυνες
ναυτικές αποστολές. Όταν ξεκίνησε ο βαλκανικός
πόλεµος, το κύριο µέρος του πολεµικού ναυτικού
αναχώρησε από το Φάληρο και κατευθύνθηκε προς
τα στενά του Ελλησπόντου. Ο ελληνικός στόλος,
χάρη στη ναυτική υπεροχή και τη γενναιότητα των
πληρωµάτων, κατάφερε να φράξει τα στενά του
Ελλησπόντου και να εγκλωβίσει τον τουρκικό στόλο
στον Εύξεινο Πόντο. Παράλληλα, υπερίσχυσε στις
Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» θάλασσες του Αιγαίου πελάγους και κατόρθωσε να
απελευθερώσει µερικά νησιά. Αρχικά, στις 8 Οκτωβρίου, τα ελληνικά ναυτικά αγήµατα απελευθέρωσαν την
Λήµνο, την οποία χρησιµοποίησαν ως βάση τους. Αργότερα, σε διάστηµα µόλις 10 ηµερών, κατέλαβαν όλα
τα νησιά του Βορείου Αιγαίου: τη Θάσο, την Ίµβρο, την Τένεδο, τον Άγιο Ευστράτιο και τη Σαµοθράκη.
Ακολούθησαν η Χίος, τα Ψαρά και η Λέσβος.
Μεγάλο επίτευγµα του ελληνικού ναυτικού ήταν η ανατίναξη του τουρκικού θωρηκτού "Φετίχ
Μπουλέν". Τη νύχτα της 18ης Οκτωβρίου, το τορπιλοβόλο "11" µε κυβερνήτη το Νικόλαο Βότση εισέδυσε
στο λιµάνι της Θεσσαλονίκης χωρίς να γίνει αντιληπτό. Μάλιστα, κατάφερε να αποφύγει το φράγµα ναρκών
που είχαν θέσει οι Τούρκοι για την προστασία του λιµανιού. Με τρεις βολές το "Φετίχ Μπουλέν" βυθίστηκε
συµπαρασύροντας αρκετούς Τούρκους.
Γενικά, η κατάσταση για την Οθωµανική
Αυτοκρατορία δεν ήταν ευνοϊκή. Έτσι, οι
Τούρκοι ζήτησαν από τη βαλκανική
συµµαχία ανακωχή, η οποία κατέληξε στη
Συνθήκη του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913.
Στη διάρκεια των εργασιών της Συνθήκης, ο
Βενιζέλος και η ελληνική αντιπροσωπεία
έδειξαν τη διπλωµατική τους δεινότητα
ακολουθώντας µια φιλειρηνική στάση και
µια διαλλακτική πολιτική. Μέσα στα άρθρα,
υπήρχε και η δηµιουργία του νεοσύστατου
Η Συνθήκη του Λονδίνου 17/5/1913 αλβανικού κράτους που επιτεύχθηκε µε τη
βοήθεια της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας. Ωστόσο, δεν οριζόταν ο διαµοιρασµός των κατακτηθέντων
από τη βαλκανική συµµαχία περιοχών. Συνεπώς, ήταν αναπόφευκτο να προκληθούν προστριβές ανάµεσά
τους. Ειδικά, η Βουλγαρία που δεν είχε καταλάβει κανέναν από τους τρεις µεγάλους της στόχους, την
Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι, άρχισε να προκαλεί τους πρώην συµµάχους της.
Γι' αυτό το λόγο, ήδη από τις 19 Μαΐου, η Ελλάδα και η Σερβία υπέγραψαν στη Θεσσαλονίκη µυστική
συνθήκη ειρήνης και αµοιβαίας προστασίας. Ένα µήνα αργότερα, στις 16 Ιουνίου, ξεκίνησε ο ∆εύτερος
Βαλκανικός πόλεµος, που διεξήχθη µεταξύ των βαλκανικών λαών. Η Βουλγαρία έκανε συντονισµένες
επιθέσεις εναντίον και της Ελλάδας και της Σερβίας επιδιώκοντας να γίνει ο νέος κυρίαρχος της Βαλκανικής
µετά τους Τούρκους. Την πρώτη µεγάλη µάχη εναντίον των Βουλγάρων έδωσε ο ελληνικός στρατός στα
πεδία του Κιλκίς και του Λαχανά στο
διάστηµα 19-21 Ιουνίου 1913. Με πράξεις
αυτοθυσίας και ολονύκτιες επιχειρήσεις, οι
Έλληνες στρατιώτες κατάφεραν να
υπερισχύσουν. Οι απώλειες, βέβαια, ήταν
τροµακτικές: 147 αξιωµατικοί και 5.500
στρατιώτες νεκροί και τραυµατίες. Στη
συνέχεια, οι µάχες της ∆οϊράνης (23 Ιουνίου),
της Βέτρινας (26-27 Ιουνίου), της Στρώµνιτσας
(26 Ιουνίου), του Νευροκοπίου (30 Ιουνίου -
10 Ιουλίου) και της Τζουµαγιάς (14-18
Ιουλίου) είχαν θετικό για τους Έλληνες αποτέλεσµα, που επικυρώθηκε από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου
στις 28 Ιουλίου 1913. Με τη Συνθήκη αυτή τερµάτισαν και επισήµως οι βαλκανικοί πόλεµοι.
Πλέον, η εδαφική κυριότητα στη βαλκανική
χερσόνησο είχε µεταβληθεί. Η Οθωµανική
Αυτοκρατορία περιορίστηκε στην Ανατολική Θράκη. Η
«πολλά υποσχόµενη» Βουλγαρία προσάρτησε στην
κυριότητά της τα εδάφη της Θράκης, ενώ η Σερβία πήρε
την περιοχή των σηµερινών Σκοπίων. Τέλος, η Ελλάδα,
ο µεγάλος νικητής των Βαλκανικών Πολέµων,
απελευθέρωσε την Ήπειρο, τη Μακεδονία, την Κρήτη
και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Με τα νέα εδάφη,
που για αιώνες έµεναν σκλαβωµένα στους Τούρκους
κατακτητές, το ελληνικό κράτος διπλασιάστηκε και σε
έκταση και σε πληθυσµό. Ταυτόχρονα, έδωσε στις
Μεγάλες ∆υνάµεις ένα καλό µάθηµα, που δίδασκε ότι
δεν υπάρχουν Μεγάλοι και Μικροί, αλλά τολµηροί
ευπατρίδες και δειλοί προδότες. Οι Έλληνες στρατιώτες,
αξιωµατικοί και πολιτικοί αποδείχθηκαν Μεγάλοι στις
κρίσιµες εκείνες ώρες. Σήµερα, 100 χρόνια µετά, σε
ανάλογους κρίσιµους καιρούς οι Έλληνες οφείλουν να
µιµηθούν τη µεγαλοψυχία και τη φιλοπατρία των προγόνων τους.

ΜΙΝΝΙΚ

You might also like