Professional Documents
Culture Documents
ΛΑΒΡΥΣ
ή το κενό του λαβύρινθου
Μετάφραση
Κωνστάνς Δημά
Jean-Claude Villain
ΛΑΒΡΥΣ
ή
το κενό του λαβύρινθου
2
ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
2019
Συγγραφή:
Jean-Claude Villain
Μετάφραση:
Κωνστάνς Δημά
Εικόνα εξωφύλλου:
Σχέδιο του Γιάννη Ρίτσου.
Αναπαράγεται με την
ευγενική άδεια της Έρης
Ρίτσου
Διαμόρφωση ebook:
eBooks4Greeks.gr
© Jean-Claude Villain
© Κωνστάνς Δημά
3
ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΖΑΝ-ΚΛΩΝΤ ΒΙΛΛΑΙΝ
Πεζά
Μετάφραση
4
Λόγια για μια μελλοντική σιγή (PAROLES POUR UN SILENCE
PROCHAIΝ), εκδ. Plein Chant, Bassac, 1977 (ποίηση)
Πάγος στα χέρια (DU GEL SUR LES MAINS), εκτός εμπορίου, 1979
(ποίηση)
Τόποι (LIEUX), x.ε., 1980 (Βραβείο του Εργαστηρίου λογοτεχνικής
δημιουργίας 1982). (ποίηση). (απόδοση στα αραβικά από τον Rawia
Sadek, Κάιρο )
Πιο κοντά στον ήλιο (LE SOLEIL AU PLUS PRES), χ.ε., 1984 (ποίηση)
Από την πλευρά των κτημάτων (DU COTE DES TERRES), εκδ. du
Temps Parallèle, Μασαλία, 1985 (ποίηση)
Απέναντι στη θάλασσα (FACE A LA MER) και Σύντομο άνοιγμα
(BREVE BEANCE), χαλκογραφία του Gιrard Pons, x.ε., 1987 (ποίηση)
O τόπος της καταγωγής μου ονομάζεται Αγάπη (LE PAYS D’OU JE
VIENS S’APPELLE AMOUR), μελάνι της Jeanne Tessore, εκδ. Des
aires, Pierrefeu-du-Var, 1988 (ποίηση)
Ο σχιστόλιθος των ονείρων (LE SCHISTE DES SONGES), εκδ. Telo
Martius, Τουλόν, 1989, μελάνι του Μ. Khadda (ποίηση)
Ο σχιστόλιθος των ονείρων (LE SCHISTE DES SONGES), εκδ. Telo
Martius, Τουλόν, 1989, μελάνι του Μ. Khadda (ποίηση)
Το καλοκαίρι διασχίζει εκείνο το μεγάλο θηρίο που αγαπάει (ET LUI
GRAND FAUVE AIMANT QUE L΄ETE TRAVERSE), σκίτσο του Louis
Bénisti (Βραβείο Ποιητές της Μεσογείου 1990, Βραβείο Casterman
Ποίησης 1993) εκδ. Unimuse (Βέλγιο) 1993, (ποίηση)
Εφτά τραγούδια του σαραντίσματος (SEPT CHANTS DE
RELEVAILLES), εκδ. Encres vives, Colomiers (Γαλλία),1994 (2η
έκδοση το 2001). (ποίηση)
Δέκα και μια στήλες σπασμένες μέσα στον ίδιο τον κήπο (DIX STELES
ET UNE BRISEES EN UN JARDIN), εκδ.TipaZa, Κάνες, 1998.
(ποίηση) (απόδοση στα αραβικά από τον Rawia Sadek, Akbar Aladab
Κάιρο)
Καταφύγειο Β (REFUGE B), θεατρική διασκευή της ποιητικής πρόζας
Μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι (YEUX OUVERTS DANS LE NOIR), εκδ.
Les Cahiers de l’Egaré, Le Revest-les-Eaux, 2000 (θέατρο)
Γράφοντας στο Νότο (ECRIRE AU SUD), εξώφυλλο της Marie-Lyne
Constantini, εκδ. Encres vives, Colomiers, 2001 (χρονικά)
Ο έμπορας μπαχαρικών, εξώφυλλο του Henri Jaboulay, εκδ. Encres
vives, Colomiers, 2001 (ποιητικά παραμύθια)
Ιθάκες (ITHAQUES), εκδ. Le Cormier, Βρυξέλλες 2011 (ποίηση)
ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΞΗΡΑΜΕΝΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ (FRAGMENTS DU
FLEUVE ASSECHE), εκδ. l’Arbre à Paroles, (Βέλγιο), 2007 (ποίηση)
Γράμματα του κόσμου (LETTRES DU MONDE), εκδ. Petra, Παρίσι
2017 (ποίηση)
Καλλιτεχνικά λευκώματα
5
Mille façons d’user ses chaussures (ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΦΘΟΡΑ
ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ) του Τίτου Πατρίκιου, εκδ. L’Attentive, σειρά “langue
antérieure”, ακουαρέλες της Sophie Losson, 2001(απόδοση από τα
ελληνικά σε συνεργασία με την Κωνστάνς Δημά)
6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
7
με γιγαντιαίο ταυρίσιο όργανο, το οποίο αυτή ακόμη ονειρεύεται, της χάρισε
πάνω στην ακρογιαλιά.
Έτσι το "Λάβρυς" είναι θεατρικό έργο της διπλής εκδίκησης: εκείνης της
Αριάδνης ενάντια στον πατέρα της κι εκείνης του Θησέα ενάντια στον Μίνωα.
Προτείνει λοιπόν μια εκ νέου σύγχρονη ανάγνωση αυτού του αρχαίου μύθου
σε δύο επίπεδα: τόσο σε ψυχολογικό, ως έκφραση των σχέσεων της Αριάδνης
με τον πατέρα της και τη μητέρα της, όσο και σε πολιτικό επίπεδο, ως
διενεκτική σύγκρουση των στρατηγημάτων του Μίνωα και του Θησέα, τα οποία
επίπεδα αποδεικνύουν από κοινού την ίδια υπόσταση της εξουσίας.
8
ΛΑΒΡΥΣ
Πρόσωπα
Μίνωας
Πασιφάη
Αριάδνη
Θησέας
9
Εισαγωγή
4 5 6 7
2 1 3
10
- από τις φαγωμένες γλώσσες μας, γλώσσες που έφθειραν τα
χείλη των εραστών μας
- απ’ τις πλυμένες γλώσσες μας, γλώσσες που λούστηκαν μέσα
στη φαλλική δροσολουσιά του αφρού
- κι απ’ τα τεχνάσματά μας, απ’ τα ψέματά μας στα οποία μας
καταδίκασαν
- οι μάνες μας κιόλας το ήξεραν
- και απ’ αυτές το ξέρουμε κι εμείς
- αδελφές, μέσα στα στήθια ας σφίξουμε τους όρκους μας
- αδελφές, δε χάνεται καμιά μας μέσ’ στην περιπλάνηση,
- περιδιαβαίνουμε
- τραβάμε
- ολόισια μέσ’ στο αίμα μας
- χωρίς το φόβο μέσ’ στα σπλάχνα μας
- θάλασσα ερυθρή, που κάθε νύχτα γίνεσαι η συνέχεια μας
- ερυθρή θάλασσα,
- κάθε νύχτα οι όρχεις τ’ Ουρανού αιμορραγούν στο λιόγερμα
- ερυθρή θάλασσα των κραυγών και των επιθυμιών μας
- αίμα των αντρών, που χύθηκε στη θάλασσα
- αίμα των γυναικών στις κλίνες
- αφρέ, πιο γενναιόδωρος για το αιδοίο μας απ’ το σπέρμα των
ηρώων
- αφρέ εσύ πιο σταθερός
- αφρέ εσύ πιο γενναιόδωρος
- αφρέ ... του αιδοίου μας απαλό μετάξι
- αφρέ με την άρμη, πάνω στο δέρμα μας ... από φύκια
11
Ι-
Αριάδνη-Μίνωας
(η Αριάδνη σωπαίνει)
12
που με τον έρωτα και την ομορφιά, πριν απ’ τους βασιλιάδες,
τους πολεμιστές και τους εμπόρους, είχε ανοίξει στις γυναίκες
τους δρόμους της θάλασσας.
(ακούγεται ο θόρυβος της θάλασσας και κατά διαστήματα: “Πα-
σι-φά-η, “Πα-σι-φά-η.)
Μίνωας: Αλλοπαρμένη, σαν τη μάνα σου μιλάς. Στα όσα τώρα
ξεστομίζεις βλέπω την ελευθερία της, την ελευθερία των
ονείρων της. Αυτή η υπερφίαλη ελευθερία, η ανόητη αυτή
ελευθερία των γυναικών. Τι ματαιοδοξία! Μια μέρα, σαν κι εκείνη
θα πεισμώσεις. Όπως κι εκείνη θα με αψηφήσεις. Σ’ αγαπώ
όπως κι αυτήν. Mα δεν μπορώ άλλο πια να σε υποφέρω.
Μίνωας: Πάψε!
Αριάδνη: Ω πατέρα!
Αριάδνη: Τέρας!
Τέρας! Τέρας! Τέρας!
Πατέρα, τι ανόητο να μην ξέρεις να είσαι τίποτα άλλο παρά μόνο
βασιλιάς!
13
Μίνωας: Ναι, να μισώ για να κρατηθώ! Να μισώ για να
επιβιώσω! Να μισώ για να σωθώ. Να μισώ, ναι, να μισώ για να
είμαι αντάξιος του εαυτού μου. Για μένα να μισώ θα πει: μένω
πιστός στον εαυτό μου.
Μίνωας: Όταν φοβάται η κόρη μου, ξέρω ότι φοβάται όλος μου
ο λαός, όπως κι ότι φοβάται ο κάθε μου εχθρός. Αυτό θα πει να
κυβερνάς.
Μίνωας: Η Πασιφάη δεν είναι πια αθώα κι εμένα αυτό μου δίνει
το δικαίωμα.
14
Αριάδνη: Τι δικαίωμα; Κι άλλο δικαίωμα; Τα ‘χεις όλα τα
δικαιώματα.
Μίνωας: Ναι, και κόρη μου, μα τώρα πια είσαι και γυναίκα,
αφού τραγουδάς «Πασιφάη» στο χτύπο της θάλασσας. Αχ !
Σας ξέρω όλες.
Μίνωας: Όχι.
Μίνωας: Πάψε.
Αριάδνη: Θα με θυσιάσεις;
Μίνωας: Το ξέρεις.
Αριάδνη: Φοβάμαι.
15
Μίνωας: Αρκέσου στη σιωπή. Σιώπησε και θα μπορέσεις ν’
αρχίσεις να ζεις.
Μίνωας: Πάψε.
Μίνωας: Σε προειδοποίησα.
Μίνωας: Δε θα μιλήσεις.
Αριάδνη: Θα με θυσιάσεις;
Μίνωας: Η ζωή σου κρέμεται απ’ την κλωστή του μυστικού μου.
16
Αριάδνη: Όχι η δική μου η ζωή, πατέρα, μα η δική σου.
17
Αριάδνη: Είχα την αίσθηση ότι ένας βασιλιάς δεν εμπιστεύεται
άλλον απ’ τον εαυτό του. Χάνεις τη δύναμή σου, πατέρα.
Μίνωας: Πάψε!
Μίνωας: Πάψε.
18
ΙΙ-
Αριάδνη, μόνη
19
το σείσμα; Ποιος πλάστης ή ποιος δαίμονας ή ποια άγρια
μαινάδα θα μπορούσε έτσι να βρυχάται τη νυχτερινή καντάτα;
Ποια φουσκοθαλασσιά τότε το μέσα μου πλημμύριζε; Όνειρα
ζούσα ή ρίγη με συντάραζαν; Θάλασσα, ω θάλασσα, βουβή,
άφωνη, το πείσμα κι η συνέχεια μου, για ποια εσωτερική
διέξοδο τ’ αφτιά μου τότε βούιζαν; Ποιο μυστήριο μου ζητούσαν
να γεννήσω; Και ποια ζωή παιδιού για πάντα απ’ τα χέρια μου
ν’ αφήσω;
ΑΓΑΠΩ;
20
ΙΙΙ-
Αριάδνη-Πασιφάη
21
βάρος της μοίρας που η κάθε γυναίκα κουβαλάει; Θέλεις να
νιώσεις την καρδιά σου να κατεβαίνει στην κοιλιά σου κι εκεί να
κοχλάζει από μια άσβεστη λάβα; Θέλεις ν’ αφήσεις τα μηριά σου
να ταλανίζονται κάτω απ’ τ’ άγρια κύματα που ταράζουν τη γη με
τρομερούς σπασμούς; Θέλεις να κατοικήσεις στις
φουσκοθαλασσιές που τσακίζουν τα καράβια μας πάνω στις
ξένες ακτές, ολόρθες σαν την ουρά τέρατος. Και μεθυσμένη να
σαλεύεις μες στον άνεμο; Και να στροβιλίζεις μες στους
καύσωνες; Κι ιδρώτα να στάζεις πάνω στους άμμους; Θες μήπως
πάλι να γυροβολάς μες στον κύκλο σαν μαινάδα με τη φωτιά του
πόθου να σε καίει και να βυθίζεις το παρθενικό κορμί σου μες
στην άρμη του αφρού; Θέλεις να δεις τα σωθικά σου πιο κόκκινα
κι απ’ την μηνορροή και να γνωρίσεις δίψα πιο στεγνή κι από τη
σκόνη; Θέλεις να νιώσεις το αίμα σου να μεθάει από το δυνατό
κρασί αμπελώνων γεννημένων πάνω στη λάβα ηφαιστείων; Θες
να σκίζουν τη σάρκα σου όπως των σκλάβων που μαστίγιο
χαρακώνει; Θέλεις να νιώθεις τα λαγόνια σου να τρέμουν απ’ τη
λαχτάρα σου για φευγαλέα συναπαντήματα; Θέλεις τα χέρια σου
να είναι πιο ζεστά απ’ τα ξαναμμένα σου γοφιά και το καυτό σου
στήθος να τεντώνεται σα δοξάρι που καμπυλώνουν τα βέλη; ‘Η
μήπως θέλεις το κορμί σου πυρετοί να το διαλύουν, να λυγίζει
σαν το φίδι που γλιστρά για να σωθεί μέχρι να καταρρεύσει
κουρασμένο όπως ροβολάει ένα ρόδι ώριμο;
22
Αριάδνη: Πασιφάη, αδελφή μου, σφίξε με μες στα μπράτσα
σου, ζώσε την κόρη σου με το ηλιακό το αίμα σου και χύσε μέσα
της το πόθο που το είναι της προαισθάνεται.
Πασιφάη: Τότε μόνο ο πόθος σου μπορεί να σε βοηθήσει. Και
να σ’ αρπάξει. Νομίζεις πως έχω τη δύναμη να σου δώσω κάτι
πέρα απ’ ό,τι κιόλα έχεις; Τίποτα, αν εσύ δεν έχεις τίποτα. Τα
πάντα, αν εσύ έχεις τα πάντα. Η φύση έτσι μιλάει. Στον ουρανό,
όπως και στη γη. Και μέσα στις κοιλιές των γυναικών ακόμα. Η
φύση έτσι μιλάει, και μη θαρρείς πως είναι άδικο. Τίποτα, αν εσύ
δεν έχεις τίποτα. Τα πάντα, αν εσύ έχεις τα πάντα.
Αριάδνη: Μια λέξη, μάνα, μια απλή λέξη σου ζητώ: συλλάβισέ
μου το ρήμα “αγαπώ”.
Πασιφάη: Αγαπώ; Εσύ είσαι, κόρη μου, που μου ζητάς την
αγάπη; Μα για ποια αγάπη μου μιλάς;
23
μπορούσα να σου δώσω, Αριάδνη; Τι θα μπορούσα σήμερα να
σου μάθω εγώ;
Αριάδνη: Μια λέξη, μια μονάχα λέξη σου ζητώ: συλλάβισέ μου
το ρήμα “αγαπώ”.
Αριάδνη: Ο πατέρας μου λέει πως ήσουνα δική του πριν τον
ταύρο.
24
Αριάδνη: Κι ο πατέρας μου έλεγε ακόμα: "Είχε πόθο ελαφριάς
γυναίκας σαν το ζώο. Δεν ήταν βασίλισσα, ούτε σύζυγος, κι ούτε
μητέρα ήταν, μονάχα ένα θηλυκό που ούρλιαζε σαν ξαναμμένη
γάτα μια νύχτα του Γενάρη."
Πασιφάη: ... λευκό που ήταν το σπέρμα του, πιο απαλό και πιο
λευκό ακόμα κι απ' το γάλα, μια παρθενική λευκότητα αφρού κι
ανόθευτου φωτός πότιζε, γνώριμα, βαθιά τα μέσα μου.
25
Αριάδνη: " Φριχτή βασίλισσα. Φριχτή σύζυγος. Άπιστο τέρας.
Τέρας, θα σου στείλω κι εγώ τέρας. Από δω και μπρος θα σε
φωνάζουν πόρνη μες στο βασίλειό μου. Και για να μη γίνουμε
περίγελος όλου του κόσμου, θα επινοήσω μια φοβερή
συκοφαντία αιμομιξίας."
Αριάδνη: " θηλυκό παραδομένο στον ταύρο, καλό για ν' ανάβει
τον ταύρο. Θα κάνω όλον τον κόσμο να λέει: δέχτηκε λευκό
Ταύρο πάνω στη λευκή άμμο της ακρογιαλιάς και απ' αυτόν
γέννησε τέρας: με κορμί άντρα, λευκό σαν τα μαρμάρινα τ'
αγάλματά μας και με κεφάλι ταύρου. Κι αφού εγώ θα το πω,
όλος ο κόσμος θα το πιστέψει. Αυτό θα πει να κυβερνάς!"
(Γέλια)
Πασιφάη: ... ο ύπνος τον πήρε πάνω στην κοιλιά μου• κλίνη από
φύκια κι από άμμο της ιερής μοναδικής μου νύχτας, πιο
μεγαλόπρεπη απ' το βασιλικό μου στρώμα, ερημωμένο από το
όργανο του Μίνωα. Ω Ταύρε μου, κοιμόσουν εσύ με τα ξανθά
σου κέρατα ν' ακουμπάνε μέσ' απ' τη σγουρή σου κόμη στα δυο
μου στήθια, κι εγώ, μ' ορθάνοιχτα τα μαύρα μου τα μάτια, ήμουν
βυθισμένη για πάντα στο μαύρο ουρανό.
26
Ιντερμέδιο
Θόρυβοι από κουπιά, από πανιά που πεταρίζουν, από κύτη που
χτυπούν στην προκυμαία. Βουητά. Κατόπιν μπαίνει στη σκηνή
ένας χορός που απαρτίζεται από επτά νεαρούς ντυμένους στα
μαύρα (δεν βλέπουμε παρά μόνο τα μάτια τους και το στόμα
τους).
27
ΙV
Θησέας - Αριάδνη
Θησέας (στην αρχή είναι μόνος. Φοράει μαύρο ένδυμα που δεν
τον ξεχωρίζει από τους άλλους. Το ρόλο, μάλιστα, θα
μπορούσαν να τον παίξουν διαδοχικά οι περισσότεροι από τους
επτά νεαρούς, αν όχι όλοι):
28
Να 'μαστε εδώ εξουθενωμένοι, σωριαζόμαστε, από τον ήλιο
χτυπημένοι αλλά δίχως φόβο, πάνω στο μαρμαρένιο, λείο
πλακόστρωτό σου, που καίει σαν τη πυρωμένη λάμα. Νιώθουμε
κιόλα κάτω από τα πόδια μας και μέσα στα νεφρά μας το πρώτο
τρέμουλο απ' τα τραντάγματα, που μια μέρα θα γκρεμίσουν το
παλάτι σου. Τέρας, πιο τέρας κι απ' τις ίδιες σου τις χίμαιρες,
εκτρώματα αισχρά των ξεσπασμάτων του θυμού και της
αλαζονείας σου. Είναι τρελός όποιος πιστεύει πως η εξουσία
του είναι πιο δυνατή κι απ’ τη ζωή. Μια μέρα θα γίνω βασιλιάς,
σκληρός βασιλιάς σαν κι εσένα, σκληρός σαν κάθε βασιλιά,
βασιλιάς να βασιλεύω παντοτινά. Το μοιραίο σου παράδειγμα
ίσως να μικραίνει το παραλήρημά μου, όμως η βασιλεία μου θα
κρατήσει, Μίνωα. Μια μέρα εγώ θα γίνω βασιλιάς ή αύριο κιόλα
θα πεθάνω. Ή ο Θησέας θα πεθάνει ή ο Μίνωας!
Θησέας: Ποια;
Αριάδνη: Τι νόημα μπορεί να 'χει για σένα τ' όνομά μου, αφού
βαδίζεις για το θάνατο κι αφού μόνο μια στάλα ζωή σου
απομένει, πριν μια για πάντα μπεις μες στο λαβύρινθο;
Αριάδνη: Γιατί;
29
Θησέας: Αριάδνη, το βίαιο φως σιγά σιγά καταλαγιάζει. Την
ώρα αυτή εσύ εδώ πέρα τι γυρεύεις; Στην Αθήνα λένε ότι ποτέ
δε βγαίνεις απ’ το παλάτι σου, ότι μιμείσαι αβίαστα τον
εγκλεισμό της μάνας σου, που για πάντα μένει μες στην τιμωρία
κι ότι τη νύχτα το φουστάνι σου γίνεται ένα με τα λυτά μαλλιά
σου.
30
μάθημα. Μα οι άντρες δεν τη νιώθουνε τη θάλασσα. Το ξέρουν
οι γυναίκες: η θάλασσα είναι σφάλισμα των αναχωρήσεων, τ’
αβέβαιο των επιστροφών κι όχι εκείνο το αλαζονικό χαλί που
εσείς ξετυλίγετε στ’ ανηφορικά σκαλοπάτια, τα σκαλοπάτια των
ονείρων σας, όπου βλέπετε μονάχα όφελος και κατακτήσεις. Η
θάλασσα ξεχνάει κι εσύ θα πεθάνεις. Ο θάνατος καθώς θα
ζυγώνει κοντά σου, θα σου φανερώσει ετούτη τη στερνή
αλήθεια: ματαιοδοξία και κενό. Ξέχνα! Ξέχνα τα πάντα! Ξέχνα
την Αριάδνη, φαντασμένε Αθηναίε. Ξέχνα με ή δώσ’ μου πίσω
τον ήλιο.
Αριάδνη: Μια μέρα; Τι ξέρεις τάχα εσύ γι' αυτό; Και πότε είν’
εκείνη η μέρα;
Θησέας: Εγώ.
Θησέας: Ο Θησέας.
31
μου υπόσχεσαι το κενό; Το βλέπω τόσο ξεκάθαρα όσο πάντα
ήξερα ποια είσαι και πάντα το ‘νιωθα από πριν πως ο
λαβύρινθος είναι μονάχα η θανάσιμη προσμονή του κενού. Δεν
είναι παρά ένας λάκκος λήθης, ένας τάφος με πτώματα
Αθηναίων που τον καθαρίζουν τα ψοφοπούλια καθώς
βαρύφορτα πέφτουν εκεί και διαλύονται σ’ έναν κρατήρα.
32
αναγνωρίζοντάς σε όπως μ' αναγνώρισες κι εσύ. Το 'νιωσα και
ήρθα να σε προϋπαντήσω μια ώρα που για μένα αυτό δεν είναι
σωστό και που εγώ ποτέ δε βγαίνω απ' το παλάτι. Ένα νήμα
μας κρατά, Θησέα, ένα νήμα απλό!
33
V-
34
Αθήνα και σε μένα υποταγμένη, έτσι που αυτή να μεγαλώνει
γιους τόσο μάταια φιλόδοξους και με περηφάνια τόσο γελοία,
άχρηστα φυντανάκια που παριστάνουν τους γενναίους μέχρι
ακόμα και στο κατώφλι του αναπόδραστου θανάτου; Η Αθήνα η
τόσο ξένη για τα ήθη μας, η περιφρόνηση γεμάτη και λεπτότητα,
τόσο που ξεχνάει τις αρετές της πρωτόγονης αγριάδας, τις
άγριες προσταγές της φύσης που καμιά πρόοδος δεν αφανίζει!
Η Αθήνα, την οποία λύγισα μ’ ένα αμετάκλητο διάταγμα! Η
Αθήνα, καταδικασμένη αιώνια να μου πληρώνει φόρο
υποτέλειας! Η Αθήνα που καταβροχθίζω τα παιδιά της χρόνο με
το χρόνο μέσα στο λαβύρινθο, το άφταστο σε πανουργία έργο
μου. Η Αθήνα που ακούει το βρυχηθμό του αχόρταγου θυμού
μου μέχρι εκεί μπροστά στα τείχη της! Ποιο σχέδιο γελοίο τη
σπρώχνει φέτος και τολμά να με προκαλεί δια στόματος ενός
τιποτένιου ψηλομύτη, που ήρθε εδώ να φλυαρεί για την πονηριά
μου και να τη λέει τάχα ανοησία; Λόγια, όλο λόγια είναι! Α, να η
επίδειξη πολυλογίας των ψευτοπαλληκαράδων! Γρήγορα θα
καταλήξουν αιματοβαμμένα κουρέλια ανάμεσα στα ράμφη των
ψοφοπουλιών που τριγυρίζουν πάνω από την πόλη μας. Μένει
αλώβητη η πονηριά μου κι ο Δαίδαλος ειν' η ιδιοφυία μου. Τι να
'χω λοιπόν να φοβηθώ, ακόμα κι αν είχα να κάνω με κάποιον
τολμηρό; Τρανότερο στρατό έπρεπε να 'χει απ' αυτόν που ορίζει
αυτός ο ασήμαντος σταλμένος της Αθήνας που ξέρει μόνο να
γαυγίζει. Μα κιόλα στους ατέλειωτους διαδρόμους με τους
αμέτρητους μαιάνδρους εκείνος βρίσκεται αντιμέτωπος με την
αλαζονεία του καθώς αντικρίζει την αναποδρασιά του έσχατου
κενού. (Γελάει) Ένας μύθος, απλά ένας μύθος για παγίδα ήταν
αρκετός να διαιωνίσει για πάντα την απόλυτη εξουσία μου σε
όλη τη Μεσόγειο!
35
κατηφόρα μια μπάλα από πίσσα και φωτιά, κι αυτή μοιραία τον
έκανε να πηγαίνει όλο μπρος... Υπομονετικός και σίγουρος
όπως είμαι, καρτερικά σα βασιλιάς περίμενα μια ώρα κι έπειτα,
Αθηναίοι, έριξα πίσω του στους ατέλειωτους διαδρόμους, όπου
απ' το θάνατο δεν έχει γυρισμό τους άλλους δεκατρείς εφήβους,
για ν' αντικρύσουνε κι αυτοί το πρόσωπο του μαύρου θανάτου,
αυτού που 'χει κεφάλι ταύρου και με τον οποίο αιώνια σας κάνω
να φοβάστε τ' όνομά μου. (Γελάει και προφέρει τ' όνομα αυτό
γελώντας το και συλλαβίζοντάς το): Μι-νώ-ταυ-ρος! Δόξα στους
βασιλιάδες που σπανίζουν, στους βασιλιάδες που όσο ζουν
φαντάσματα γεννάνε για το καλό της εξουσίας τους!
36
κραυγή του δικού μου του θριάμβου να δεις την κούφια απειλή
σου;
Μίνωας: Όμως, Θησέα, μια κόρη μου απομένει, μια κόρη που
εσύ δεν θα μπορέσεις να μου πάρεις. Πράμα μικρό δεν είν’
αυτό. Η Αριάδνη έχει την αφοσίωση των αδυνάτων.
37
τώρα εγώ μπροστά τους, και να με δούνε πως βγήκα
ολοζώντανος απ' το λαβύρινθο, για να καταρρεύσει αμετάκλητα
η εξουσία σου, χτυπημένη όπως κι ο αντρισμός σου από μια
ανίατη αδυναμία. Δεν είσαι πια βασιλιάς, Μίνωα! Άκου τη
χλαλοή που ανεβαίνει από την πόλη σου. Βιάζεται τώρα κιόλας
για να μάθει αν ο τιποτένιος ψηλομύτης, όπως μ’ αποκαλείς,
είναι νεκρός ή αν βγήκε σώος, όπως το είχε αναγγείλει, απ' το
λαβύρινθο. Ακόμα κι ο ίδιος ο λαός σου, Μίνωα, περιμένει
σωτήρα. Φτάνει να εμφανιστώ μπροστά τους ζωντανός και θα
με επευφημήσει.
38
Υπήρξες βασιλιάς, Μίνωα, μα απόψε η χρυσή μάσκα σου κυλάει
μες στη σκόνη. (Ο Θησέας του βγάζει βίαια τη μάσκα).
Μίνωας: Αριάδνη-η-η-η-η!
39
VI-
40
Κι εσένα, τι ευτυχία, σφρίγος της νιότης σε κατέχει.
Αριάδνη: Μάνα, δώσ' μου το χιτώνα σου που 'χει το χρώμα τ'
ουρανού και του αφρού. Θέλω τώρα σε λίγο πάνω στη θάλασσα
οι πτυχές του ν’ αναριγήσουν μέσα στον άνεμο και να
κυματίσουν στη δροσερή πνοή του πελάγους. Το στόμα μου το
διαπερνάει μια καινούργια γεύση, γεύση νερού κι αλμύρας που
ηδονίζει τη γλώσσα μου. Κάθε ανάσα μου ρουφάει μια γεύση
θάλασσας, γεύση που μου υπόσχεται καινούργιο ορίζοντα. Κι
ένας νοτιάς σηκώνεται ίδιος στη δύναμη με τον πόθο της φυγής.
Πασιφάη: Ο Θησέας;
41
λαβύρινθο δε γίνεται να βγει κανένας ζωντανός. Ποιος; Ο
Θησέας, είπες; Μα θα 'βαζε ο γέρο βασιλιάς Αιγέας σε κίνδυνο
τη ζωή του ίδιου του του γιου; Αριάδνη, ψέματα μου λες.
42
VII-
Θησέας- Αριάδνη
Θησέας: Ε, όχι δα! Μάταια είναι τα λόγια της δικιάς σου σοφίας.
Πολύ πιο απλά είναι τα πράγματα, Αριάδνη, πολύ πιο απλά.
Δεν έχεις προσέξει ακόμα ότι ο κόσμος πιστεύει στα πιο
φανταχτερά φαινόμενα; Να κυβερνάς θα πει να διατυπώνεις
πράγματα προφανή. Δεν έχει μεγαλύτερη αξία τίποτ’ άλλο από
το να 'χεις τόλμη να τα διακηρύσσεις και από κει και πέρα να τα
43
κάνεις ολοφάνερα. Αυτό είναι που μου δίνει το πάνω χέρι.
Σκότωσα τον Μινώταυρο, Αριάδνη. Να τι είναι προφανές. Και
τούτο διακηρύσσοντας, γίνομαι βασιλιάς. Παρακολούθα με
καλά: εδώ ακριβώς βρίσκεται η δύναμη της τέχνης μου.
Αριάδνη: Ήθελα ακόμα να 'κλεινα τις νύχτες μου μ' ένα πρωινό
που να στέλνει αιώνια λάμψη από φως. Η Πασιφάη το ξέρει.
Πριν από λίγο της ανάγγειλα πως εσύ θα μου έφερνες τον ήλιο.
Κράτα το λόγο σου, Θησέα.
Θησέας: Τι θέλεις;
Θησέας: Τον ήλιο όμως κανείς δεν τον κυβερνά. Τον προσκυνώ
κι εγώ, σαν τον καθένα. Αριάδνη, είμαι βασιλιάς, ναι, βασιλιάς.
Όχι όμως και Θεός.
44
Αριάδνη: Η καρδιά και το κορμί μου ποθούν ο ήλιος μια για
πάντα να τα γιατρέψει. Τι άσχημο και μοναχικό κορίτσι ήμουν
ζώντας μέσα στη σιωπηλή συνενοχή των τεράτων που μ'
έκλειναν στη φυλακή του παλατιού! Ξενύχτια σκοτεινά, τέλειωσε
πια το παγερό σας κρύο! Να που 'χω επιτέλους το δικαίωμα να
'μαι κόρη δίχως να υποτάσσομαι στο καθήκον να ‘μαι αδύναμη!
Θησέα, το νήμα που σου έδωσα άραγε θα 'χεις το κουράγιο να
τραβήξεις ως το τέλος; Καλύτερα ακόμα θα 'ναι κι αν αυτό μ'
αφήσει γυμνή. Εσύ απ' το βάρος του πατέρα μου με γλύτωσες·
Έλα λοιπόν και άνοιξέ με τώρα, για κείνη την αιώνια μέρα που
αναζητούσε η Πασιφάη. Πάρε με από τούτη τη γη, που στέρεψε
από κάθε επιθυμία. Οδήγα με σ' εκείνους τους γεμάτους με
χαρά ορίζοντες, που η γεύση τους το στόμα μου το βρέχει απ’
τη στιγμή που σ’ αναγνώρισα. (Μετά από λίγο) Αγάπα με,
Θησέα! Αγάπα με, όπως αγαπά κανείς ένα θεό. Με στέρηση κι
αμφιβολία.
Αριάδνη: Θησέα, μην το ξεχνάς: ένα νήμα, ένα απλό νήμα μας
ενώνει αιώνια. Είσαι φτιαγμένος από τη στόφα των αντρών της
εξουσίας. Βάραινες από τη ματαιοδοξία κι από τους
υπολογισμούς σου. Βάραινες τόσο που λίγο λίγο με τα χρόνια
πια βουλιάζεις, χωρίς να δείχνεις τα χρόνια σου, όπως
συμβαίνει με κάθε τύραννο και κάθε άντρα που ‘χει φορτωθεί το
μολυβένιο βάρος της σιγουριάς. Έλεγες πως πήρες ετούτο το
σπουδαίο μάθημα από το Μίνωα. Μα να που κιόλα εσύ ξεχνάς
παραπατώντας απ' τη μέθη. Πού τρέχεις; Τι περιμένεις απ' την
Αθήνα πέρα από την καθιέρωσή σου; Κι ύστερα ποια θα είναι
τάχα η ζωή σου; Για μένα τα πράγματα είναι απλά. Αν εσύ δεν
είσαι ο θεός μου, ένας άλλος θεός με περιμένει. Εμένα μου
φτάνει μια απλή κλωστή για να πετάξω. Ένα ιστός αράχνης, αν
το προτιμάς· ένα αέρινο νήμα κιόλα. Και πάνω πάω, Θησέα,
ψηλά, πετάω μπροστά απ' τα πανιά σου. Μπροστά σου θα
πηγαίνω εγώ στο δρόμο για τη Νάξο. Κόψε τ' όνομά μου: Λέγε
με τώρα Άρια μονάχα, με τ' όνομα του ίδιου του αέρα.
45
Θησέας (μένει μόνος): Κνωσό, γριά τερατώδης πόλη ποτισμένη
από αίμα νεαρό, τι όφελος πια να σου φέρει η ιδιοφυία του
Δαίδαλου; Ο δικός σου ο λαβύρινθος θα μείνει μια παγίδα που
σε τυλίγει, που σε κλείνει για πάντα μέσ’ στην σκληρότητα του
δόλου σου και της χίμαιράς σου. Νεκρός είναι πια ο βασιλιάς
σου και πάνω απ' την απέραντη μας θάλασσα η Κρήτη θα
εξοκείλει σαν ερημωμένο κουφάρι καραβιού, όπου οι αρουραίοι,
αφού πρώτα αβγατίσουν, ύστερα θα πεθαίνουν ένας ένας
απάνω σ' ένα πτώμα φαντάσματος. Σαν ξεχασμένη Ατλαντίδα
θα βουλιάξει η στειρότητά σου κάτω απ' την απλωμένη γραμμή
της νέας εξουσίας μου. Τινάζω πάνω σου το μανδύα του Μίνωα,
ένα μανδύα γεμάτο σκόνη και ματαιοδοξία, λερωμένο από τα
μαύρα άστρα των εγκλημάτων του, μανδύα κουρελιασμένο απ'
τα τεχνάσματά του, μανδύα τέρατος όπου ο Μίνωας είχε χαράξει
το δικέρατο έμβλημά του, αντίθεση γελοία με το μαραμένο το
φαλλό του. Κοίτα με, πόλη της Κνωσού, τον νέο άρχοντά σου
κοίτα: πάνω μου ρίχνω έναν λευκό μανδύα που αστράφτει σαν
τον ήλιο και που είναι κεντημένος με το μοναδικό το νήμα της
παρθένας σου βασιλοπούλας. Ω ματαιοδοξία απαραίτητη!
Υπεροψία χρήσιμη! Ηλιθιότητα που καμώνομαι και παίζω
μπροστά στους ανθρώπους, για να κρατήσω από δω και πέρα
στα μάτια τους το μοναδικό ρόλο μου ως βασιλιάς!
46
Ευχαριστώ από καρδιάς τους:
Χ. Μπακανικόλα, Α. Παπαδημητρίου, Η. Αραμπατζή
για την πολύτιμη βοήθεια τους.
Κ.Δ.
47
48