You are on page 1of 48

Jean-Claude Villain

ΛΑΒΡΥΣ
ή το κενό του λαβύρινθου

Μετάφραση
Κωνστάνς Δημά
Jean-Claude Villain

ΛΑΒΡΥΣ
ή
το κενό του λαβύρινθου

Μετάφραση: Κωνστάνς Δημά

2
ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
2019

Συγγραφή:
Jean-Claude Villain

Μετάφραση:
Κωνστάνς Δημά

Εικόνα εξωφύλλου:
Σχέδιο του Γιάννη Ρίτσου.
Αναπαράγεται με την
ευγενική άδεια της Έρης
Ρίτσου

Διαμόρφωση ebook:
eBooks4Greeks.gr

© Jean-Claude Villain
© Κωνστάνς Δημά

3
ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΖΑΝ-ΚΛΩΝΤ ΒΙΛΛΑΙΝ

Από τις εκδόσεις L’Harmattan, Παρίσι

Ποίηση (Σειρά Ποιητές των πέντε ηπείρων)

Σύνορα (CONFINS) και Λόγος, Εξορία (PAROLE, EXIL), καλλιγραφία


του Hawad, 1990, (απόδοση στα αραβικά από τον Monsef Ghachem,
εκδ. “L’Or du temps”, 2000, Τύνιδα)
O τάφος των βασιλέων (LE TOMBEAU DES ROIS) (απόδοση στα
ελληνικά από την Κωνστάνς Δημά)
και Bασιλείς, πολεμιστές και ζητιάνοι (ROI, GUERRIER, MENDIANT),
σκίτσα του Bud Wehrheim, 1991 (απόδοση στα ελληνικά από τη Μαρία
Φρέρη, περ. Ρασίν, τεύχος 16, Ιωάννινα 1991)
O Λόγος τους (LEUR DIT), σκίτσα του J.de Maisonseul, 1992
(απόδοση στα αραβικά από τον Rawia Sadek, Κάιρο)
Τροχιές (ΟRBES), σκίτσα του André Verdet, 1993
Καλοκαίρι, κρύα εποχή (ETE, FROIDE SAISON), σκίτσα της Sonia
Achimsky, 1996
Θάλασσα για μια επιστροφή (THALASSA POUR UN RETOUR),
εξώφυλλο της Jolaine Meyer, 1997 (απόδοση στα αραβικά από τον
Rawia Sadek, Κάιρο)

Πεζά

Βροχερά πρωϊνά (MATINALES DE PLUIE), χρονικά από επιστολές,


εξώφυλλο της Martin Robin-Diersé, 1995
Ο Ζαν-Μαξ Τιξιέ στο κεντρί των λέξεων (JEAN-MAX TIXIER A
L’ARETE DES MOTS), δοκίμιο, 1995
Ο Δον Ζουάν, ο Βαν Γκογκ και ο ταύρος (Oι θυσιασμένοι) (LES
SACRIFIES), δοκίμια για κατανόηση των μύθων, μελάνι του Jean-
Marie Granier, 1999, (απόδοση στα ελληνικά από την Κωνστάνς
Δημά, εκδ. Ανεμοδείκτης, Αθήνα 2005)
Η ώρα του Πάνα, σύντομα πεζά, σειρά “Ecritures”, 2001
Παρουσίες, σειρά “Ecritures”, 2001
Ο κόσμος είναι όμορφος κι έχουμε μάτια να τον δούμε (LE MONDE
EST BEAU ET NOUS ΑVONS LES YEUX POUR VOIR), Encres vives,
2005 (2η έκδοση το 2006, ποιητικό μανιφέστο, (απόδοση στα ελληνικά
από την Κωνστάνς Δημά, περ. Θεα & περ. Στάχτες, Βρυξέλλες 2016)

Μετάφραση

Ωρες (HEURES) της Έλλης Παιονίδου (Κύπρος), σκίτσο της Jolaine


Meyer, 1996 (απόδοση στα γαλλικά από τα ελληνικά σε συνεργασία με
την Μαρία Ορφανίδου-Φρέρη)
Εκλογή ποιημάτων (Poèmes choisis) της Βικτωρίας Θεοδώρου, σκίτσο
του Κάλλη Κοψίδη, 2001 (απόδοση στα γαλλικά σε συνεργασία με την
Κωνστάνς Δημά)
Ναός του Κόσμου (Temple du Cosmos) του Γιάννη Υφαντή, 2003
(απόδοση στα γαλλικά σε συνεργασία με την Κωνστάνς Δημά)

Θέατρο (Σειρά Θέατρο των πέντε ηπείρων)

Λάβρυς (LABRYS), σκίτσο του Γιάννη Ρίτσου, 2001, (απόδοση στα


ελληνικά από την Κωνστάνς Δημά)

Από άλλους εκδότες

Στη κόγχη του αφτιού (AU CREUX DE L’OREILLE), εκδ. St-Germain-


des-Prés, Παρίσι, 1974 (ποίηση)

4
Λόγια για μια μελλοντική σιγή (PAROLES POUR UN SILENCE
PROCHAIΝ), εκδ. Plein Chant, Bassac, 1977 (ποίηση)
Πάγος στα χέρια (DU GEL SUR LES MAINS), εκτός εμπορίου, 1979
(ποίηση)
Τόποι (LIEUX), x.ε., 1980 (Βραβείο του Εργαστηρίου λογοτεχνικής
δημιουργίας 1982). (ποίηση). (απόδοση στα αραβικά από τον Rawia
Sadek, Κάιρο )
Πιο κοντά στον ήλιο (LE SOLEIL AU PLUS PRES), χ.ε., 1984 (ποίηση)
Από την πλευρά των κτημάτων (DU COTE DES TERRES), εκδ. du
Temps Parallèle, Μασαλία, 1985 (ποίηση)
Απέναντι στη θάλασσα (FACE A LA MER) και Σύντομο άνοιγμα
(BREVE BEANCE), χαλκογραφία του Gιrard Pons, x.ε., 1987 (ποίηση)
O τόπος της καταγωγής μου ονομάζεται Αγάπη (LE PAYS D’OU JE
VIENS S’APPELLE AMOUR), μελάνι της Jeanne Tessore, εκδ. Des
aires, Pierrefeu-du-Var, 1988 (ποίηση)
Ο σχιστόλιθος των ονείρων (LE SCHISTE DES SONGES), εκδ. Telo
Martius, Τουλόν, 1989, μελάνι του Μ. Khadda (ποίηση)
Ο σχιστόλιθος των ονείρων (LE SCHISTE DES SONGES), εκδ. Telo
Martius, Τουλόν, 1989, μελάνι του Μ. Khadda (ποίηση)
Το καλοκαίρι διασχίζει εκείνο το μεγάλο θηρίο που αγαπάει (ET LUI
GRAND FAUVE AIMANT QUE L΄ETE TRAVERSE), σκίτσο του Louis
Bénisti (Βραβείο Ποιητές της Μεσογείου 1990, Βραβείο Casterman
Ποίησης 1993) εκδ. Unimuse (Βέλγιο) 1993, (ποίηση)
Εφτά τραγούδια του σαραντίσματος (SEPT CHANTS DE
RELEVAILLES), εκδ. Encres vives, Colomiers (Γαλλία),1994 (2η
έκδοση το 2001). (ποίηση)
Δέκα και μια στήλες σπασμένες μέσα στον ίδιο τον κήπο (DIX STELES
ET UNE BRISEES EN UN JARDIN), εκδ.TipaZa, Κάνες, 1998.
(ποίηση) (απόδοση στα αραβικά από τον Rawia Sadek, Akbar Aladab
Κάιρο)
Καταφύγειο Β (REFUGE B), θεατρική διασκευή της ποιητικής πρόζας
Μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι (YEUX OUVERTS DANS LE NOIR), εκδ.
Les Cahiers de l’Egaré, Le Revest-les-Eaux, 2000 (θέατρο)
Γράφοντας στο Νότο (ECRIRE AU SUD), εξώφυλλο της Marie-Lyne
Constantini, εκδ. Encres vives, Colomiers, 2001 (χρονικά)
Ο έμπορας μπαχαρικών, εξώφυλλο του Henri Jaboulay, εκδ. Encres
vives, Colomiers, 2001 (ποιητικά παραμύθια)
Ιθάκες (ITHAQUES), εκδ. Le Cormier, Βρυξέλλες 2011 (ποίηση)
ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΞΗΡΑΜΕΝΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ (FRAGMENTS DU
FLEUVE ASSECHE), εκδ. l’Arbre à Paroles, (Βέλγιο), 2007 (ποίηση)
Γράμματα του κόσμου (LETTRES DU MONDE), εκδ. Petra, Παρίσι
2017 (ποίηση)

Καλλιτεχνικά λευκώματα

Σκοτεινός (SOMBRES), εφτά ποιήματα πάνω σε εφτά σκίτσα με μελάνι


του Alain Boulet, 2001
Νημάτια (FILAMANTS), εννιά ποιήματα συνοδευόμενα από εννιά
γκραβούρες της Marie-José Armando, 2001
Αέρινη ιστορία (HISTOIRE D’AIR), ποίημα συνοδευόμενο από σκίτσο
της Magali Latil, εκδ. L’Attentive, σειρά “langue antérieure”,2001
Πέτρες (PIERRES), ποίημα, σειρά “Le livre d’argile” της Marie-José
Armando, Nice, 2001

Μεταφράσεις στα γαλλικά για τη δίγλωσση σειρά “face à face”


των Εκδόσεων L’attentive – H άγρυπνη

Le livre du Cosmos (TO ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ) του Γιάννη Υφαντή,


σκίτσο της Eliane Kirscher, 2000 (απόδοση από τα ελληνικά σε
συνεργασία με την Κωνστάνς Δημά)
Ξιφίδιο στο ζενίθ (Dague au zénith) του Parviz Khazraϊ, σκίτσο της
Eliane Kirscher, 2000 (απόδοση από τα περσικά σε συνεργασία με τον
ποιητή)

5
Mille façons d’user ses chaussures (ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΦΘΟΡΑ
ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ) του Τίτου Πατρίκιου, εκδ. L’Attentive, σειρά “langue
antérieure”, ακουαρέλες της Sophie Losson, 2001(απόδοση από τα
ελληνικά σε συνεργασία με την Κωνστάνς Δημά)

Δοκίμια, βίντεο και περιοδικά αφιερωμένα στον Ζαν-Κλωντ


Βιλλάν

Κυκλοφόρησαν τρία δοκίμια σχετικά με τη ζωή και το έργο του:


ένα δοκίμιο της Chantal Danjou με τίτλο: Ο Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν: μια
σκακιέρα σιωπής και λόγου (JEAN-CLAUDE VILLAIN : DAMIER DE
SILENCE ET PAROLE), το οποίο περιλαμβάνει και τις συνομιλίες της
με τον συγγραφέα, εκδ. L’Harmattan, Παρίσι, 2001
ένα της Κωνστάνς Δημά με τίτλο: Mορφές αγάπης και έρωτα στο έργο
του Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν (LES FORMES DE L’AMOUR DANS L’ŒUVRE
DE JEAN-CLAUDE VILLAIN), εκδ. Κορνηλίας Σφακιανάκη &
Εργαστηρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας Α.Π.Θ. σειρά:
"Διακειμενικά", αρ. 5, Θεσσαλονίκη, 2006
και ένα της Sylvie Besson: Τα ίχνη της ποιητικής εξορίας στο έργο του
Ζαν-Κλωντ Βιλλαίν (LES TRACES DE L’EXIL POETIQUE DANS
L’ŒUVRE DE JEAN-CLAUDE VILLAIN), Le nouveau Recueil Ed.
Paris, 2003
Το 2003 κυκλοφόρησε κι ένα βίντεο, αφιερωμένο στο έργο του από την
Itiné ‘art καθώς κι ένα ειδικό τεύχος του περιοδικού Encres vives.
Colomiers (Γαλλία)

6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Άραγε ο Μινώταυρος υπήρξε ποτέ; Όχι! Είναι μια μεγαλοφυής επινόηση


του τύραννου Μίνωα για να εδραιώσει την απόλυτη εξουσία του και να
τρομοκρατήσει ολόκληρη τη Μεσόγειο αρχίζοντας με την Αθήνα, από την
οποία απαιτεί με ετήσιο φόρο να του στέλνει νέους και νέες ώστε να τρέφει μ’
αυτούς το “τέρας”. Το τέρας είναι ουσιαστικά ο ίδιος ο Μίνωας, ο οποίος κάνει
απάνθρωπη χρήση του τεχνάσματός του, γνωρίζοντας πως το να κρατάει στα
χέρια του την εξουσία σημαίνει επίσης να έχει και τη δυνατότητα να κάνει τον
κόσμο να πιστεύει τα όσα αυτός επινοεί. Πρέπει να πούμε ότι ο λαβύρινθος
του Δαίδαλου, ακόμη και άδειος, του χρησιμεύει θαυμάσια γι’ αυτόν το σκοπό,
διότι εκείνοι που θυσιάστηκαν στο βωμό του λαβύρινθου, καθώς δεν βγαίνουν
ποτέ από εκεί, "αποδεικνύουν" με το θάνατό τους την υποτιθέμενη παρουσία
του Μινώταυρου.
Ο Θησέας είναι της ίδιας πάστας μ’ εκείνη του Μίνωα: διψασμένος καθώς
είναι για εξουσία, συλλαμβάνει το νόημα και τα μυστικά της. Έτσι, είναι σε θέση
να μαντέψει το στρατήγημα του αντιπάλου του. Το μόνο που θα χρειαστεί
λοιπόν να κάνει είναι να πάει στην Κνωσό, να μπει στο λαβύρινθο, έχοντας
προηγουμένως προκαλέσει τον Μίνωα, έπειτα να βγει από εκεί ζωντανός,
όπως το είχε αναγγείλει, για να αποδείξει την ανυπαρξία του Μινώταυρου. Κατ’
αυτόν τον τρόπο, η ξαφνική απόδειξη της αναξιοπιστίας του Μίνωα θα σημάνει
και το χαμό του. Αυτή θα είναι και η ιδρυτική μυθική πράξη της καινούργιας
εξουσίας, την οποία ο Θησέας -αληθινός δυνητικός Μίνωας- επιζητεί να
επιβάλει μ’ έναν αδιαμφισβήτητο τρόπο πάνω σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Αυτή θα είναι και η εκδίκησή του, καθώς επίσης κι εκείνη της Αθήνας, που
ταπεινώθηκε θυσιάζοντας εφήβους στον Μινώταυρο. Για να πραγματοποιήσει
όμως ο Θησέας το σκοπό του χρειάζεται ένα σύμμαχο. Αυτός ο σύμμαχος θα
είναι η Αριάδνη, η οποία, δίνοντάς του τον μίτο της σωτηρίας, δεν του
αποδεικνύει την αγάπη της, αλλά μάλλον βρίσκει την ευκαιρία να εκδικηθεί για
τη μητέρα της, νιώθοντας ενδόμυχα κι αλληλέγγυα την αδικία που διέπραξε
εναντίον της ο Μίνωας. Εκείνος, όντας ανίκανος και ζηλιάρης, την περιόρισε
οριστικά να ζει εγκλωβισμένη μέσα σ’ ένα δωμάτιο του παλατιού, θέλοντας μ’
αυτό τον τρόπο να την εκδικηθεί για το σπάνιο οργασμό που κάποιος εραστής

7
με γιγαντιαίο ταυρίσιο όργανο, το οποίο αυτή ακόμη ονειρεύεται, της χάρισε
πάνω στην ακρογιαλιά.
Έτσι το "Λάβρυς" είναι θεατρικό έργο της διπλής εκδίκησης: εκείνης της
Αριάδνης ενάντια στον πατέρα της κι εκείνης του Θησέα ενάντια στον Μίνωα.
Προτείνει λοιπόν μια εκ νέου σύγχρονη ανάγνωση αυτού του αρχαίου μύθου
σε δύο επίπεδα: τόσο σε ψυχολογικό, ως έκφραση των σχέσεων της Αριάδνης
με τον πατέρα της και τη μητέρα της, όσο και σε πολιτικό επίπεδο, ως
διενεκτική σύγκρουση των στρατηγημάτων του Μίνωα και του Θησέα, τα οποία
επίπεδα αποδεικνύουν από κοινού την ίδια υπόσταση της εξουσίας.

8
ΛΑΒΡΥΣ

Πρόσωπα

Μίνωας

Πασιφάη

Αριάδνη

Θησέας

Νέοι και νέες της Αθήνας

9
Εισαγωγή

Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, παφλασμός των κυμάτων της


θάλασσας.
Στην αρχή ακούγεται κάτι σαν ψίθυρος, ο οποίος, καθώς σβήνει
σιγά-σιγά μαζί με τη βοή της θάλασσας, δίνει τη θέση του σ’ ένα
τραγούδι από γυναικείες φωνές που ολοένα δυναμώνουν
κάνοντας να ξεχωρίζουν οι συλλαβές ΠΑ-ΣΙ-ΦΑ-Η. (αυτά είναι
και τα μοναδικά λόγια του τραγουδιού• Θα μπορούσε
ενδεχομένως να προνοηθεί μια πολυφωνία ή το τραγούδι αυτό
να συνοδεύεται από μουσικά όργανα).

Μέσ’ στο σκοτάδι εφτά κορίτσια μπαίνουν στη σκηνή.

4 5 6 7

2 1 3

Είναι ντυμένες με άσπρο μεσοφόρι ή με άσπρο χιτώνα, που


καλύπτει όλο τους το σώμα.

Προβολείς: Στην αρχή το φως επικεντρώνεται στο πλέγμα


φωτίζοντας αποκλειστικά και μόνο και για αρκετή ώρα τη
σιλουέτα 1. Στη συνέχεια το φως περνάει πιο αναρχικά, πιο
γρήγορα και πιο βίαια από τη μία σιλουέτα στην άλλη, για να
καταγράψει το χώρο. Αυτό μπορεί να επαναληφθεί περισσότερες
φορές. Μετά οι σιλουέτες φωτίζονται ξανά, αλλά τούτη τη φορά
πιο αργά και με την ακόλουθη σειρά: 1-4-6-2-7-5-3. Στο τέλος,
όλες οι κοπέλες βρίσκονται κάτω από το φως των προβολέων.
Κατά περίπτωση, οι σιλουέτες μπορούν να φωτιστούν ελαφρά,
αν το σποτ πάνω στο πλέγμα δεν αρκεί ώστε αυτές να
διακρίνονται αρκετά καθαρά.

Όλο αυτό το διάστημα, τα εφτά κορίτσια παραμένουν ακίνητα και


συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν ρυθμικά, είτε τραγουδώντας είτε
απλά αρθρώνοντας είτε σε off: “ΠA-ΣI-ΦA-H”. Πρέπει επίσης να
κουνάνε την κοιλιά και τους γοφούς και μάλιστα αρκετά δυνατά
ώστε το σώμα τους να λικνίζεται. Φυσικά πρέπει να υπάρχει
συγχρονισμός στις κινήσεις.
Μετά οι κοπέλες απαγγέλλουν η μια μετά την άλλη ή όλες μαζί
τους ακόλουθους στίχους.

- της θάλασσας τα έργα είναι της αγάπης


- όσα ξέρουμε για τη θάλασσα τα μάθαμε απ’ τις κοιλιές μας
- από το αίμα μας, όπου κυλάει η άρμη της λευκής μανίας του
αφρού
- απ’ το λευκόδερμο αιδοίο μας, αιδοίο που άσπρισε απ’ την
ύπουλη δροσιά του αφρού

10
- από τις φαγωμένες γλώσσες μας, γλώσσες που έφθειραν τα
χείλη των εραστών μας
- απ’ τις πλυμένες γλώσσες μας, γλώσσες που λούστηκαν μέσα
στη φαλλική δροσολουσιά του αφρού
- κι απ’ τα τεχνάσματά μας, απ’ τα ψέματά μας στα οποία μας
καταδίκασαν
- οι μάνες μας κιόλας το ήξεραν
- και απ’ αυτές το ξέρουμε κι εμείς
- αδελφές, μέσα στα στήθια ας σφίξουμε τους όρκους μας
- αδελφές, δε χάνεται καμιά μας μέσ’ στην περιπλάνηση,
- περιδιαβαίνουμε
- τραβάμε
- ολόισια μέσ’ στο αίμα μας
- χωρίς το φόβο μέσ’ στα σπλάχνα μας
- θάλασσα ερυθρή, που κάθε νύχτα γίνεσαι η συνέχεια μας
- ερυθρή θάλασσα,
- κάθε νύχτα οι όρχεις τ’ Ουρανού αιμορραγούν στο λιόγερμα
- ερυθρή θάλασσα των κραυγών και των επιθυμιών μας
- αίμα των αντρών, που χύθηκε στη θάλασσα
- αίμα των γυναικών στις κλίνες
- αφρέ, πιο γενναιόδωρος για το αιδοίο μας απ’ το σπέρμα των
ηρώων
- αφρέ εσύ πιο σταθερός
- αφρέ εσύ πιο γενναιόδωρος
- αφρέ ... του αιδοίου μας απαλό μετάξι
- αφρέ με την άρμη, πάνω στο δέρμα μας ... από φύκια

11
Ι-

Δωμάτιο της Αριάδνης

Αριάδνη-Μίνωας

Η Αριάδνη, μόνη πάνω στη σκηνή, χτενίζει τα μαλλιά της.


Φοράει ένα μαύρο φόρεμα. Μένει σ’ αυτή τη στάση αρκετή ώρα.
Επικρατεί απόλυτη σιγή. Μετά ακούγεται ξανά η βοή της
θάλασσας που ανεβαίνει και στη συνέχεια ακολουθεί η ρυθμική
επανάληψη του ονόματος “Πα-σι-φά-η”, ακριβώς όπως το
τραγουδάνε τα εφτά κορίτσια του προλόγου. “Πα-σι-φά-η” γίνεται
και ο ίδιος ο φλοίσβος της θάλασσας.

Αριάδνη (σιγοτραγουδώντας) : Πα-σι-φά-η! Πα-σι-φά-η!

Μίνωας (ξεπροβάλλει): Φτάνει πια! Πάντα το ένα και μοναδικό


όνομα μέσ’ στο τραγούδι σου. Το όνομα της ξεπεσμένης
μητέρας σου!

(η Αριάδνη σωπαίνει)

Άλλο από το να κλαις ή να τραγουδάς δεν ξέρεις!

Αριάδνη: Συχνά το τραγούδι είναι η άλλη μεριά των δακρύων .


Η θάλασσα είναι που κάθε τόσο μου ψιθυρίζει τ’ όνομα της μάνας
μου. Ακόμα και τη νύχτα όλο το λέω σιγανά.

Μίνωας: Τι είναι αυτά που λες για τη θάλασσα; Τι μπορείς εσύ


να ξέρεις για τη θάλασσα; Η θάλασσα δεν είναι για τις γυναίκες.
Ονειροπαρμένες! Αχ! Τις ξέρω τις γυναίκες! Πλάθουν με τη
φαντασία τους κρεβάτια απ’ αφρό και φύκια με μυθικούς
εραστές! Χίμαιρες! Η θάλασσα είναι για τους βασιλιάδες, τους
πολεμιστές, το εμπόριο. Η θάλασσα είναι για τις αντρίκιες
ψυχές. Πώς θα μπορούσε να ψιθυρίζει τ’ όνομα μόνο μιας
γυναίκας;

Αριάδνη: Πασιφάη δεν είναι γυναικείο όνομα. Πασιφάη είναι τ’


όνομα της γυναίκας. Όλες τις γυναίκες, πατέρα, τις λένε Πασιφάη.

Μίνωας: Η θάλασσα χτυπάει στα σκαλοπάτια του παλατιού


μου. Σπρώχνει τα ξύλινα σκαριά στα μαρμάρινα μουράγια μου.
Είναι ένα δοξάρι τεντωμένο πάνω απ’ τα λιμάνια της επικράτειάς
μου. Η θάλασσα είναι το ανδροπρεπές βασίλειό μου. Η πόλη
μου, η Κνωσός, δεν είναι παρά μόνο το μάτι της. Δίχως τη
θάλασσα δε θα ’μουν βασιλιάς του νησιού. Η Κρήτη δε θα ’χε
ούτε καν όνομα... Κι εσύ δε θα ’σουν πριγκίπισσα.

Αριάδνη: Πατέρα! Βασιλιά! Δεν είμαι άλλο παρά η κόρη σου, με


σένα και τη μάνα μου όμοια στην περηφάνια. Υπερήφανη
επίσης όπως είναι και η πανούργα θεά μας. Κάθε γυναίκα, σαν
την Αφροδίτη, γεννήθηκε απ’ τη θάλασσα. Πιο πριν από τον
άντρα έρχεται αυτή στους δρόμους της θάλασσας, στα ύδατα με
τον αφρό που οργώνουν τα καράβια. Η Αφροδίτη ήταν αυτή

12
που με τον έρωτα και την ομορφιά, πριν απ’ τους βασιλιάδες,
τους πολεμιστές και τους εμπόρους, είχε ανοίξει στις γυναίκες
τους δρόμους της θάλασσας.
(ακούγεται ο θόρυβος της θάλασσας και κατά διαστήματα: “Πα-
σι-φά-η, “Πα-σι-φά-η.)
Μίνωας: Αλλοπαρμένη, σαν τη μάνα σου μιλάς. Στα όσα τώρα
ξεστομίζεις βλέπω την ελευθερία της, την ελευθερία των
ονείρων της. Αυτή η υπερφίαλη ελευθερία, η ανόητη αυτή
ελευθερία των γυναικών. Τι ματαιοδοξία! Μια μέρα, σαν κι εκείνη
θα πεισμώσεις. Όπως κι εκείνη θα με αψηφήσεις. Σ’ αγαπώ
όπως κι αυτήν. Mα δεν μπορώ άλλο πια να σε υποφέρω.

Αριάδνη (φωνάζει προφέροντας τις λέξεις χωριστά): Αφού είναι


έτσι, γίνε λοιπόν απόλυτος. Τόλμησε επιτέλους! Τόλμησε τα
πάντα! Γίνε ο Μεγάλος! Ο Αιώνιος! Ο Μοναδικός Μίνωας! Γίνε
ο αιώνιος Μίνωας! Μια για πάντα, ο αιώνιος Μίνωας! Κι άλλο
πια μη μας αγαπάς! Μα πώς μπορείς εσύ να μου μιλάς γι’
αγάπη; Τι νόημα έχει για σένα η αγάπη; Γιατί φορτώνεσαι
ακόμα αυτή τη λέξη;

Μίνωας: Άμαθο κοριτσόπουλο, εσύ θα μου μάθεις τι είναι


αγάπη;

Αριάδνη: Τι μίσος έχεις μέσα σου, πατέρα! Μίσησε λοιπόν!


Μίσησέ με όπως μισείς τη μάνα μου! Μίσησε την ελευθερία μας!
Μίσησε το θάρρος μας! Και σαν φτάσεις στα έσχατα του εαυτού
σου, θα επισφραγίσεις ακριβώς αυτό που είσαι!

Μίνωας: Πάψε!

Αριάδνη: Ναι, αυτό που είσαι!

Μίνωας: (μετά από σιωπή, αδιάφορος): Μισώ την Πασιφάη.

Αριάδνη: Ω πατέρα!

Μίνωας: Τη μισώ τη μάνα σου!

Αριάδνη: Τέρας!
Τέρας! Τέρας! Τέρας!
Πατέρα, τι ανόητο να μην ξέρεις να είσαι τίποτα άλλο παρά μόνο
βασιλιάς!

Μίνωας: Βασιλιάς! Ναι, βασιλιάς! Από τη μοίρα είμαι βασιλιάς.


Αυτό μονάχα είμαι. Και δέχομαι τη μοίρα μου. Να γιατί δεν
μπορώ να κάνω αλλιώς. Μονάχα αυτό μου έχει απομείνει, το
μόνο που με κάνει περήφανο. Ναι, Αριάδνη, θα φτάσω ως το
τέλος. Τ’ ακούς; μέχρι το τέλος. Αλλά εσύ είσαι γυναίκα και δεν
μπορείς να καταλάβεις.

Αριάδνη: Κι εσύ πατέρας μου είσαι. Τρεις φορές πατέρας! Κάνει


κανέναν τρεις φορές πατέρα μόνο η τύχη; Τα έργα της αγάπης
δεν είναι έργα πολιτικά.

Μίνωας: Τα έργα της αγάπης, όπως λες, είναι έργα των


μανάδων. Κι εγώ αντιστέκομαι, Αριάδνη, αντιστέκομαι. Δέχομαι
τα πάντα. Κι αντιστέκομαι.

Αριάδνη: Για σένα, λοιπόν, ν’ αντιστέκεσαι σημαίνει να μισείς;

13
Μίνωας: Ναι, να μισώ για να κρατηθώ! Να μισώ για να
επιβιώσω! Να μισώ για να σωθώ. Να μισώ, ναι, να μισώ για να
είμαι αντάξιος του εαυτού μου. Για μένα να μισώ θα πει: μένω
πιστός στον εαυτό μου.

Αριάδνη: Εκείνος που μισεί δεν είναι μακριά απ’ το φόνο. Σε


φοβάμαι, πατέρα.

Μίνωας: Τόσο το καλύτερο. Θέλω να με φοβούνται. Μήπως θα


ήμουνα βασιλιάς, αν δεν ενέπνεα το φόβο;

Αριάδνη (τρυφερά): Ακόμα και στην κόρη σου;

Μίνωας: Όταν φοβάται η κόρη μου, ξέρω ότι φοβάται όλος μου
ο λαός, όπως κι ότι φοβάται ο κάθε μου εχθρός. Αυτό θα πει να
κυβερνάς.

Αριάδνη: Ω πατέρα! ‘Ηταν μια φορά που με νανούριζες, που το


τραγούδι σου αντιλαλούσε στους διαδρόμους του παλατιού για
να με φωνάξει κοντά σου ή για να με αποκοιμίσει. Τι υπήρχε
τότε που δεν υπάρχει πια;

Μίνωας: Ήσουν παιδί, Αριάδνη, ένα τόσο δα μικρό παιδί, μια


μικρούλα αθώα κάμπια πλάι στη φτέρνα μου. Τότε με
συγκινούσε η αθωότητά σου, ναι, η αθωότητά σου.

Αριάδνη: Μα και της μάνας μου η αγάπη σε συγκινούσε, δεν


είναι έτσι;

(Ο Μίνωας σκύβει το κεφάλι και σωπαίνει.)

Αριάδνη (τρυφερά): Μα εγώ δεν έπαψα να ‘μαι αθώα. Είμαι


ακόμα η Αριάδνη, η μικρούλα σου Αριάδνη. Αυτή που ξέρει. Που
αγαπάει.

Μίνωας: Μπορεί! Μπορεί! Μπορεί να είσαι ακόμα αθώα. Αλλά


πόσον καιρό, θαρρείς πως θα παραμείνεις αθώα; Περίφανη
μικρούλα μου, πιστεύεις πως στη ζωή θα πορευτείς αθώα σαν
περιστέρα; Ρώτα τη μάνα σου πού καταντάει η αθώα ψυχή του
κοριτσιού.

Αριάδνη: Πάντα μένει αρκετά αθώος αυτός που ξέρει ν’


αγαπάει.

Μίνωας: Η Πασιφάη δεν είναι πια αθώα κι εμένα αυτό μου δίνει
το δικαίωμα.

Αριάδνη: Μήπως κι εσύ ο ίδιος είσαι αθώος;

Μίνωας: Εγώ είμαι βασιλιάς, δεν έχω ανάγκη την αθωότητα.


Ακόμα κι αν ήταν ανάγκη να δηλώσω αθώος, η εξουσία θα μου
το επέτρεπε.

Αριάδνη: Μόνο η αγάπη εξαγνίζει.

Μίνωας: Όχι, Αριάδνη, η αγάπη ενοχοποιεί. Βλέπεις: τίποτα δεν


ξέρεις και μιλάς! Η Πασιφάη δεν είναι αθώα κι αυτό μου δίνει το
δικαίωμα.

14
Αριάδνη: Τι δικαίωμα; Κι άλλο δικαίωμα; Τα ‘χεις όλα τα
δικαιώματα.

Μίνωας: Η Πασιφάη είναι ένοχη. Ακούς; Ένοχη!

Αριάδνη: Κόρη της είμαι.

Μίνωας: Ναι, και κόρη μου, μα τώρα πια είσαι και γυναίκα,
αφού τραγουδάς «Πασιφάη» στο χτύπο της θάλασσας. Αχ !
Σας ξέρω όλες.

Ακούγεται από μακριά, όπως στην αρχή, το κύλημα των


κυμάτων της θάλασσας μαζί με το “Πασιφάη”, τώρα όμως όλες
αυτές οι ηχητικές δονήσεις αναδύονται σε πολύ χαμηλό τόνο.
Εκείνη τη στιγμή η Αριάδνη πηγαίνει στο πλάι και μένει εκεί σε
στάση περισυλλογής, ίσως και να προσεύχεται.

Μετά από ένα διάστημα σιωπής:

Αριάδνη: Είναι αλήθεια πως θα σκοτώσεις τη μάνα μου;

Ο Μίνωας δεν απαντάει.

Αριάδνη: Θα θυσιάσεις την Πασιφάη;

Μίνωας: Να θυσιάσω την Πασιφάη; Μα σε ποιον;

Αριάδνη: Στον εαυτό σου.

Μίνωας: Όχι.

Αριάδνη: Στην παραβιασμένη σου εξουσία;

Μίνωας: Σε ποιον μιλάς; Στο βασιλιά; Στο σύζυγο; Στον πατέρα;

Αριάδνη: Εσύ συνήθως δεν τα ξεχωρίζεις.

Μίνωας: Η ανάγκη είναι που συνήθως τα μπερδεύει. Όχι εγώ.

Αριάδνη: Θα θυσιάσεις τη μάνα μου;

Μίνωας: Ποιος σου το λέει;

Αριάδνη: Ο ίδιος ο εαυτός μου. Μου το λέει και η φωνή της


μάνας μου, που είναι μέσα μου. Μα και η γυναίκα, που είναι
μέσα μου μου το λέει. Όπως κι αυτός ο ασίγαστος αχός της
θάλασσας.

Μίνωας: Πάψε.

Αριάδνη: Πατέρα, θα θυσιάσεις κι εμένα;

Ο Μίνωας δεν απαντάει.

Αριάδνη: Θα με θυσιάσεις;

Μίνωας: Το ξέρεις.
Αριάδνη: Φοβάμαι.

15
Μίνωας: Αρκέσου στη σιωπή. Σιώπησε και θα μπορέσεις ν’
αρχίσεις να ζεις.

Αριάδνη: Μα δεν μπορώ να σωπάσω. Μπορεί μια γυναίκα να


σωπαίνει; Μου το ψιθυρίζει η θάλασσα κάθε νύχτα στα
ορθάνοιχτα αφτιά μου. Η θάλασσα με τον αιώνιο χτύπο της, η
θάλασσα η πλανεύτρα - το πείσμα κι η συνέχεια μου ακούραστα
μου επαναλαμβάνει αυτή τη μοναδική αλήθεια: η γυναίκα δεν
μπορεί να σωπαίνει. (Αρθρώνει συλλαβή προς συλλαβή τα
τελευταία λόγια).

Μίνωας: Πάψε.

Αριάδνη (ουρλιάζει): Όχι, δε θα πάψω.

Απομακρύνεται και αρχίζει να σιγοτραγουδά: “Πα-σι-φά-η”

Μίνωας: Σώπα αλλιώς θα πεθάνεις.

Αριάδνη: Μα είπες “σώπα για να ζήσεις”.

Μίνωας: Δε θα μιλήσεις, έτσι δεν είναι;

Αριάδνη: Δε φοβάμαι. Το μυστικό σου δεν είναι δικό μου


μυστικό.

Μίνωας: Εγώ σε προειδοποίησα.

Αριάδνη: ΄Ο, τι συμφέρει εμένα, δε συμφέρει εσένα.

Μίνωας: Σε προειδοποίησα.

Αριάδνη: Γίνε για μια φορά βασιλιάς! Μόνο βασιλιάς! Φριχτά


βασιλιάς! Έτσι, απελευθερωμένη, θα ξεχάσω τον πατέρα. Και
θα τολμήσω. Θα τολμήσω τα πάντα. Που είσαι πατέρας με
κρατάει στη σιωπή και όχι που είσαι βασιλιάς.

Μίνωας: Πάψε ειδεμή...

Αριάδνη: Μπορώ να σωπάσω από αγάπη, όχι όμως μ’ απειλές.


Τώρα βλέπω το πλεονέκτημά μου να ‘μαι κόρη σου: μια κόρη
βασιλιά δε φοβάται τους βασιλιάδες.

Μίνωας: Δε θα μιλήσεις, γιατί εγώ μπορώ...

Αριάδνη: Πατέρα, είχες δίκιο, οι κοπέλες δεν είναι αθώες. Είναι


πεισματάρες και πονηρές.

Μίνωας: Δε θα μιλήσεις.

Αριάδνη: Κυβερνάς έναν λαό κι ένα παλάτι, είσαι άρχοντας σε


στρατούς και σε μυριάδες σκλάβους, κυριαρχείς πάνω σε τείχη,
πάνω σε τάφους, πάνω σ’ ερείπια, εξουσιάζεις τον λαβύρινθο,
διαφεντεύεις χίμαιρες και φαντάσματα και δεν ξέρεις πως ένα
ασήμαντο κορίτσι μπορεί τα πάντα ν’ ανατρέψει.
Μίνωας: Τολμάς να μ’ απειλείς; Δε θα μιλήσεις.

Αριάδνη: Θα με θυσιάσεις;
Μίνωας: Η ζωή σου κρέμεται απ’ την κλωστή του μυστικού μου.

16
Αριάδνη: Όχι η δική μου η ζωή, πατέρα, μα η δική σου.

Μίνωας: Η δική σου, Αριάδνη. Κι η δική μου, είναι αλήθεια.

Αριάδνη: Το μυστικό σου θα προδοθεί. Πιστεύεις πως ένα


μυστικό γίνεται να μείνει για πάντα κρυφό;

Μίνωας: Το μυστικό μου δεν θα προδοθεί. Εκτός κι αν το


προδώσεις εσύ. Τι θέλεις;

Αριάδνη: Θέλω αγάπη. Πέρα από κάθε μυστικό.

Μίνωας: Όνειρα κοριτσίστικα!

Αριάδνη: Όχι, πρόκληση της γυμνής αλήθειας στην εξουσία σου.

Μίνωας: Είμαι ο πατέρας σου, Αριάδνη.

Αριάδνη: Μόνο το βασιλιά βλέπω στο πρόσωπό σου.

Μίνωας: Θα σ’ αναγκάσω να σωπάσεις.

Αριάδνη: Όπως τη μάνα μου;

Μίνωας: Όπως τη μάνα σου, αν χρειαστεί.

Αριάδνη: Κι όμως έλεγες ότι η εξουσία σου βρίσκεται πάνω


από απόδειξη και μαρτυρία. Γιατί λοιπόν σ’ απασχολούν τ’
αμφίβολα λόγια ενός κοριτσιού, κι ας είν’ αυτό η κόρη σου;

Μίνωας: Μ’ απασχολούν γιατί είμαι πανούργος. Πώς θα


κυβερνούσα μόνο με την αλήθεια;

Αριάδνη: Λιγότερο πανούργος πάντως απ’ τη μητέρα μου.


Εκείνη είναι μάγισσα. Μάγισσα είναι κι η αδερφή της. Αν στο
αίμα μου κυλάει η δικιά σου πονηριά, εκεί κυλάει επίσης κι η
δικιά της η μαγεία.

Μίνωας: Τολμάς ακόμα να μ’ απειλείς;

Αριάδνη: Θα τολμήσεις να με θυσιάσεις;

Μίνωας: Εσύ είσαι που θα θυσιάσεις εμένα.

Αριάδνη: Όχι εγώ. Μα ίσως κάποιος άλλος. Κάποιος που θα


‘ρθει. Κάποιος που θα ‘ναι το ίδιο πονηρός με σένα. Και που θα
κερδίσει την αγάπη μου. Αυτό είναι καλύτερο από την εξουσία
σου.

Μίνωας: Η αγάπη μ’ αφήνει αδιάφορο, και στην πονηριά κανείς


δε μου παραβγαίνει.

Αριάδνη: Αν ο άνθρωπος αυτός τα ‘χει και τα δυο, αυτό θα


σημάνει το τέλος σου.

Μίνωας: Όχι, γιατί ο Δαίδαλος, ο αρχιτέκτονάς μου, είναι η


ιδιοφυία μου. Του έχω εμπιστοσύνη. Κανείς μαζί του δε
συγκρίνεται.

17
Αριάδνη: Είχα την αίσθηση ότι ένας βασιλιάς δεν εμπιστεύεται
άλλον απ’ τον εαυτό του. Χάνεις τη δύναμή σου, πατέρα.

Μίνωας: Δε γνωρίζεις το Δαίδαλο. Ο λαβύρινθός του δεν έχει


άλλη διέξοδο παρά μόνο τον ουρανό, όπου κατοικούν οι θεοί.
Αυτοί τον έχουν εμπνεύσει. Δεν υπάρχει χειρότερη παγίδα
πάνω στη γη και είναι στη διάθεσή μου. Εκεί θάβω όποιον
θέλω. Όσους ρίχνω σ’ αυτήν την αφρούρητη φυλακή
ουρλιάζουν σαν αγρίμια, ικετεύουν να ξαναδούν το φως της
μέρας και οι κραυγές τους θυμίζουν βρυχηθμούς του τέρατος
που τους καταβροχθίζει. Έτσι υπηρετούν το μύθο μου, χωρίς
τον οποίο όλη μου η εξουσία θα κατέρρεε. Οι κραυγές αυτές
αρκούν για να γίνει ακουστή η παντοδυναμία μου σ’ ολόκληρη
την πόλη και πέρα από το βασίλειό μου. Ο Δαίδαλος υπήρξε για
μένα πιο πολύτιμος κι απ’ την αστυνομία.

Αριάδνη: Ο Δαίδαλος είναι άνθρωπος. Όσο εκείνος ζει, ζει και


το κλειδί του λαβύρινθου.

Μίνωας: Ναι, αλλά ξεχνάς το Μινώταυρο.

Η Αριάδνη ξεσπάει σε γέλια. Ακούγεται από μακριά “Πα-σι-φά-


η”, “Πα-σι-φάη”.

Μίνωας: Ξεχνάς το Μινώταυρο. Ο σύρτις του λαβύρινθου δεν


είναι το μυστικό του Δαίδαλου. Είναι το τέρας που η ιδιοφυία
μου έκλεισε εκεί.

Αριάδνη (άνετη, ειρωνική, αδιάφορη): Μιλάς για τον αδελφό


μου, υποθέτω;

Μίνωας: Είναι περισσότερο από αδελφός σου.

Αριάδνη (εξακολουθεί να είναι ειρωνική, άνετη, αδιάφορη,


σαρκαστική και γελαστή): Α! Είναι πολύ λιγότερο από αδελφός
μου.

Μίνωας: Μα είναι τέρας!

Αριάδνη (εξακολουθεί να είναι ειρωνική κ.τ.λ....): Τέρας


στολισμένο με χίμαιρες που η βάρβαρη ιδιοφυία σου γέννησε
μια νύχτα όλο οργή και παραλήρημα. Το τέρας είσαι εσύ.

Μίνωας: Πάψε!

Αριάδνη (εξακολουθεί να είναι ειρωνική, κ.τ.λ.): Τέρας που


κατασκεύασαν οι δικές σου χίμαιρες και μηχανορραφίες. Eίμαι
τόσο σίγουρη γι’ αυτό όσο το ότι η θάλασσά μας κυματίζει κάτω
απ’ τα χάδια του ανέμου: εσύ είσαι το τέρας. Το τέρας του
τέρατος.

Μίνωας: Πάψε.

Αριάδνη (εξακολουθεί να είναι ειρωνική, κ.τ.λ.... και


προκλητική): Πατέρα, θα με θυσιάσεις;

Ο Μίνωας, κουρασμένος, σκύβει το κεφάλι του και σωπαίνει.


Φεύγει.

18
ΙΙ-

Αριάδνη, μόνη

Ήμουν μόνη. Μόνη από καιρό.

Ήμουν το παιδί μιας ατελείωτης νύχτας. Νύχτας χωρίς


φαντάσματα. Μιας νύχτας δίχως αδελφό. Δίχως κανέναν. Δίχως
αδελφή. Μόνη.

Το παιδί μιας νύχτας πάντα ίδιας κι απαράλλακτης. Μόνη.


Με τα μικρά μου μάτια. Ανοιχτά. Με το μικρό κορμί μου.
Συσπασμένο. Με τις προσδοκίες μου, μ’ όνειρα για παιχνίδια
και γέλιο στ’ ακρογιάλι. Μόνη. Δίχως αδελφό και χωρίς
παιχνίδια. Δίχως τέρας για τους φόβους μου. Δίχως κανέναν.
Μόνη. Και τ’ αφτιά μου τεντωμένα στη νυχτιάτικη σιωπή του
παλατιού. Ξενύχτια! Αγρύπνια! Τι ανώφελος φύλακας ήμουν
στα μαρμάρινα τείχη την ώρα που οι φρουροί κοιμούνταν. Το
λάδι στο λυχνάρι σωνόταν, μα η νύχτα πάντα ίδια και πάντα
σκοτεινή μπρος το παράθυρό μου. Και το δωμάτιο μου τεράστιο
για να ελπίζω πως θα μπορούσα εκεί να παγιδέψω λίγες σκιές!
Απουσία. Απουσία. Απουσία. Και μόνο τ’ αφτιά μου τεντωμένα
στη νυχτιάτικη σιωπή του παλατιού.

(Ακούγεται ξανά στο βάθος η βοή των κυμάτων της θάλασσας


που σκάνε στα τείχη του παλατιού. Στην αρχή είναι διακριτική
αλλά αντιληπτή και επαναλαμβανόμενη. Σιγά-σιγά δυναμώνει
μέχρι που στο τέλος γίνεται ολοένα και πιο έντονη.)

Κι όμως, εκείνη, παρούσα. Ήταν, θαρρείς αυτή που πότιζε


τα νοτισμένα μου σεντόνια, αυτή, η θάλασσα, πάντα η
θάλασσα, με το πανούργο χτύπο της, με το ανώφελο
νανούρισμά της, το πείσμα κι συνέχεια μου, η νυκτερινή μου
θάλασσα,. Μαύρη θάλασσα, δίχως φλοίσβο μυστικό, δίχως
αναστεναγμό, χωρίς φωνή, ω μαύρη θάλασσα, ίδια με μένα,
αδιάφορη, τέλεια, γιατί έσπερνες μέσα μου τον ίδιο τον εφιάλτη
την ώρα που έσβηνε το πήλινο λυχνάρι μου; Θάλασσα μαύρη,
φαρδιά μου κλίνη στριφωμένη με αφρό, πιο απέραντη απ’ το
διάπλατα ανοιχτό μου δώμα, πιο άδεια από το παρθενικό μου
στρώμα, γιατί, καθώς σφαλούσανε τα μάτια μου απόθετες κάτω
από τα βλέφαρά μου τις απαίσιες φωνές της υγρής σου
ύφανσης;

Γιατί απότομα, πριν η αυγή προφτάσει ν’ απιθώσει στα


μάτια μου το πρώτο διάφανο πέπλο της ημέρας, έκανες ν’
αντιλαλεί στα τεντωμένα αφτιά μου εκείνη η άγνωστη ηχώ από
τους βρυχηθμούς άμορφων αιλουροειδών, απ’ τα βελάσματα
ζώων ανύπαρκτων, απ’ τα μουγκρίσματα δίχως τρίχωμα, ούτε
λευκό ούτε μαύρο, τρίχωμα που τα δάχτυλά μου να χαϊδέψουν
θα μπορούσαν, απ’ τ’ άψυχα εκείνα ογκανίσματα, όταν στης
πόλης τα στριφτά δρομάκια δε φάνηκε ακόμα ούτ’ ένα
γαϊδουράκι; Τρέμουσες κραυγές, ρόγχοι από ζώα άφαντα, από
ποια άδυτα του ανακτόρου ξεπροβάλλατε μέσα από θάλασσας

19
το σείσμα; Ποιος πλάστης ή ποιος δαίμονας ή ποια άγρια
μαινάδα θα μπορούσε έτσι να βρυχάται τη νυχτερινή καντάτα;
Ποια φουσκοθαλασσιά τότε το μέσα μου πλημμύριζε; Όνειρα
ζούσα ή ρίγη με συντάραζαν; Θάλασσα, ω θάλασσα, βουβή,
άφωνη, το πείσμα κι η συνέχεια μου, για ποια εσωτερική
διέξοδο τ’ αφτιά μου τότε βούιζαν; Ποιο μυστήριο μου ζητούσαν
να γεννήσω; Και ποια ζωή παιδιού για πάντα απ’ τα χέρια μου
ν’ αφήσω;

Μυστικά! Αδελφές! Μοίρες, πόσο βαριά την απουσία σας


νιώθω! Ποιο νήμα άραγε θα περάσει το στενό λαβύρινθο των
αφτιών μου, για ν’ ανοίξει στο μυαλό μου το φαρδύπυλο της
αλήθειας; Ω υφάντρες, που στ’ αδράχτι σας κρατάτε τη ζωή του
κάθε ανθρώπου, ζωή σκλαβιάς όπως ο ξάγρυπνος φρουρός
μες στη σκλαβιά κρατάει τις παρθένες, σε ποιο κουβάρι μυστικό
και τη δικιά μου τη ζωή τυλίγετε ολοένα;

Ήμουν μόνη και ποτέ δεν έπαιξα. Η θάλασσα ποτέ της δε με


φώναξε, ούτ’ έστω μια φορά, απάνω στ’ ακρογιάλια της να
παίξω, να γελάσω, με του παιδιού την αμέλεια στις άκρες της το
λιγοστό κοχύλι να μαζέψω, άδειο να τρίβεται, σαν ψιλοκόκκια τ’
αλατιού απ’ το κόσκινο τ’ ανέμου.

Ω ζωές! Φίλντισι άγνωστο! Μοίρες!

Ω κενό! Και τόση απουσία! Πασιφάη, σιωπηλή μητέρα μου,


κλεισμένη μες στα τείχη, γιατί μονάχα το βυζί της μυρωδάτης
βάγιας μου άπλωσες; Το γάλα της ξερνούσα. Και τα τεράστια
στήθια της τα ξέσκιζα.

Μάνα μου κλεισμένη, μάνα μου, σβήνει η ζωή σου σε


μαρμάρινο κελί, πιο σκοτεινό, πιο κρύο κι από τάφο βασιλιά!
Σου μείναν τάχα έστω και δυο ψίθυροι που η θυγατέρα σου
μονάχα θα μπορούσε απαλά να πιάσει; Συ που αιώνια σε
προσμένω μάνα, μητέρα μάγισσα, έλα πια και φανέρωσέ μου το
μυστικό, που το κορμί μου προαισθάνεται. Οι νύχτες μου,
άγρυπνοι φρουροί, ζητούνε το μυστικό αυτό να βγάλεις εσύ στο
φως και τ’ αφτιά μου απαιτούνε να τ’ ακούσουν μες στην ηχώ
των αστραφτερών ρόγχων, που έκαναν την αδύνατη φλόγα στο
λυχνάρι μου να τρέμει, χωρίς όμως ποτέ τους να τη σβήσουν.

(ακούγεται ξανά, όπως στον πρόλογο, σε συνδυασμό με τη βοή


των κυμάτων της θάλασσας που σκάνε στα τείχη του παλατιού:
Πα-σι-φά-η, Πα-σι-φά-η)

(η Αριάδνη υψώνει τη φωνή και, δυναμώνοντας την ένταση)

Μητέρα μου βασίλισσα, μάνα μου θεά, θαυματουργή μου


μητέρα, μήτρα τεράτων και μήτρα θαυμάτων, πες μου, σε
ικετεύω, πώς στα μάγια σου, στη γλώσσα σου τη μυστική
συλλαβίζεις το μόνο ρήμα (το φωνάζει):

ΑΓΑΠΩ;

20
ΙΙΙ-

Δωμάτιο της Πασιφάης

Αριάδνη-Πασιφάη

Η σκηνή σιγά σιγά φωτίζεται. Βλέπουμε την Αριάδνη


γονατισμένη μπρος τη μητέρα της, η οποία κάθεται. Η Πασιφάη
χαϊδεύει τρυφερά και με αργές κινήσεις τα μαλλιά της. Στη
συνέχεια οι δυο τους αφήνουν αυτή τη στάση.

Πασιφάη: Άκουσα το τραγούδι της λιτανείας. Εσύ είδες τίποτα;

Αριάδνη: Όχι, κοιμόμουν.

Πασιφάη: Κοιμόσουν το μεσημέρι;

Αριάδνη: Αφού το ξέρεις, μάνα, η νύχτα μου είναι λευκή. Και


μαύρη. Κι η μέρα μου είναι πάντα μαύρη, μαύρη σαν τη
θάλασσα.

Πασιφάη: Γιατί επιμένεις; Γιατί συνέχεια εκείνη φέρνεις στο


μυαλό σου; Η θάλασσα είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά
ένα φως τραχύ, φως άγριο καθώς πέφτει στο χτυπημένο
μάρμαρο της προκυμαίας, άγριο καθώς αγγίζει το λείο μάρμαρο
των τειχών του παλατιού. Φως ολόλευκο. Ωμό φως. Φως ωμό,
ακούς;

Αριάδνη: Το φως μου είναι μαύρο. Η θάλασσά μου είναι


μαύρη. Η μέρα μου είναι μαύρη. Το μάρμαρο ίσως είναι λευκό.
Κρύο, σφιχτό. Λευκό. Η θάλασσα όμως όχι, όχι η δική μου
θάλασσα, όχι το φως, όχι το δικό μου φως. Μάνα μου, σε
ικετεύω πάλι, φανέρωσέ μου το μυστικό σου. Eξήγησέ μου τη
λευκότητα του φωτός όπως εσύ τη βλέπεις. Δίδαξέ μου τη
λευκότητα της θάλασσας. Πες το απλά κι εγώ θα σε πιστέψω.

Πασιφάη: Τούτο δε λέγεται, Αριάδνη. Απλώς είναι. Σου το ‘χω


ξαναπεί: κι εγώ ακόμα, η μητέρα σου, δεν μπορώ να σου
εξηγήσω την πελιδνή λευκότητα της θάλασσας, την παρθενική
λευκότητα του φωτός, τη διάφανη λευκότητα της αγαλλίασης
που ξεπετιέται από κάθε χορτασμένη γήινη απόλαυση. (Σιγή)
Και την ωμή λευκότητα ενός άσπρου ταύρου με σπέρμα
άφθονο όσο κι ο αφρός.

Αριάδνη: Μητέρα, εγώ δε θέλω εξήγηση. Θέλω ένα μυστικό!


Κάποια τελετουργία! Μια μαγεία!

Πασιφάη: Να σε μυήσω; Θέλεις λοιπόν γυναίκα σώνει και καλά


να γίνεις; Θέλεις κι εσύ ν’ ανοίξεις το δρόμο σου για την τελείωση;
Κοίτα με καλά: μπορείς να ζυγίσεις τον κίνδυνο που σε
παραμονεύει; Δε νιώθεις να βαραίνει πάνω σου το φορτίο της
μοίρας; Θέλεις στα σίγουρα να λυγίσεις το κορμί σου κάτω απ’ το

21
βάρος της μοίρας που η κάθε γυναίκα κουβαλάει; Θέλεις να
νιώσεις την καρδιά σου να κατεβαίνει στην κοιλιά σου κι εκεί να
κοχλάζει από μια άσβεστη λάβα; Θέλεις ν’ αφήσεις τα μηριά σου
να ταλανίζονται κάτω απ’ τ’ άγρια κύματα που ταράζουν τη γη με
τρομερούς σπασμούς; Θέλεις να κατοικήσεις στις
φουσκοθαλασσιές που τσακίζουν τα καράβια μας πάνω στις
ξένες ακτές, ολόρθες σαν την ουρά τέρατος. Και μεθυσμένη να
σαλεύεις μες στον άνεμο; Και να στροβιλίζεις μες στους
καύσωνες; Κι ιδρώτα να στάζεις πάνω στους άμμους; Θες μήπως
πάλι να γυροβολάς μες στον κύκλο σαν μαινάδα με τη φωτιά του
πόθου να σε καίει και να βυθίζεις το παρθενικό κορμί σου μες
στην άρμη του αφρού; Θέλεις να δεις τα σωθικά σου πιο κόκκινα
κι απ’ την μηνορροή και να γνωρίσεις δίψα πιο στεγνή κι από τη
σκόνη; Θέλεις να νιώσεις το αίμα σου να μεθάει από το δυνατό
κρασί αμπελώνων γεννημένων πάνω στη λάβα ηφαιστείων; Θες
να σκίζουν τη σάρκα σου όπως των σκλάβων που μαστίγιο
χαρακώνει; Θέλεις να νιώθεις τα λαγόνια σου να τρέμουν απ’ τη
λαχτάρα σου για φευγαλέα συναπαντήματα; Θέλεις τα χέρια σου
να είναι πιο ζεστά απ’ τα ξαναμμένα σου γοφιά και το καυτό σου
στήθος να τεντώνεται σα δοξάρι που καμπυλώνουν τα βέλη; ‘Η
μήπως θέλεις το κορμί σου πυρετοί να το διαλύουν, να λυγίζει
σαν το φίδι που γλιστρά για να σωθεί μέχρι να καταρρεύσει
κουρασμένο όπως ροβολάει ένα ρόδι ώριμο;

Αριάδνη: Ναι, θέλω.

Πασιφάη: Λες πως το θες, αλλά μπορείς εσύ, κορούλα μου,


τόσο εύθραυστη κι ανήσυχη που είσαι;

Αριάδνη: Ναι, ανήσυχη είμαι, μα όχι εύθραυστη. Σ’ το ξαναλέω,


δεν είμαι εύθραυστη! Ναι, ναι, μπορώ, αφού κι εγώ η ίδια θέλω
να τεντώσω τη ζωή μου σαν τ’ ανοιγμένο τόξο, για να ρίξω τη
μια και μοναχή σαΐτα του στον ήλιο του αίματος και της γενιάς
μας. Ναι, μάνα μου, ολόκληρη σε θέλω.

Πασιφάη: Το νιώθεις τάχα, κόρη μου, τι ζητάς απ’ τη μητέρα


σου; Την ξέρεις άραγε καθόλου τη μητέρα σου; Λένε παντού -ο
Μίνωας φρόντισε γι’ αυτό- πως η μητέρα σου δεν είναι άλλο πια
βασίλισσα, πως η μητέρα σου δεν είναι άλλο πια μητέρα.
(Σιωπή) H μητέρα σου είναι τιμωρημένη γυναίκα. Τιμωρημένη
γιατί ως τα κατάβαθα του είναι της είναι γυναίκα. Γυναίκα
θηλυκή. Απ’ τους θεούς πιο πριν γυναίκα. Γυναίκα μ’ όλη τη
θηλυκή δύναμη της γης και των δέντρων, μ’ όλη τη θηλυκή
δύναμη της σελήνης, των βουνών και των πηγών. Μ’ όλη τη
θηλυκή δύναμη του πατέρα μου, του ήλιου. Με τη θηλυκή
δύναμη των ποταμών και των ηφαιστείων. Με τη θηλυκή
δύναμη της φωτιάς. (Μετά από λίγη ώρα) Με όλη τη θηλυκή
δύναμη των ανθρώπων.

Αριάδνη: Αυτό είναι όλο κι όλο το να ’σαι γυναίκα;

Πασιφάη: Αριάδνη, η μητέρα σου είναι αδελφή σου. Αδελφή


εκείνης της γυναίκας που δεν ξέρει ότι υπάρχει μέσα σου. Από
το φύλο το ίδιο αδερφή, το φύλο αυτό που αφανίζεται εντός σου.

Αριάδνη: “Που αφανίζεται μέσα μου;” Τι ξέρεις εσύ γι’ αυτό;

Πασιφάη: Ναι, αίμα μου είσαι, μα θέλεις ν’ ανήκεις και στο


γένος μου;

22
Αριάδνη: Πασιφάη, αδελφή μου, σφίξε με μες στα μπράτσα
σου, ζώσε την κόρη σου με το ηλιακό το αίμα σου και χύσε μέσα
της το πόθο που το είναι της προαισθάνεται.
Πασιφάη: Τότε μόνο ο πόθος σου μπορεί να σε βοηθήσει. Και
να σ’ αρπάξει. Νομίζεις πως έχω τη δύναμη να σου δώσω κάτι
πέρα απ’ ό,τι κιόλα έχεις; Τίποτα, αν εσύ δεν έχεις τίποτα. Τα
πάντα, αν εσύ έχεις τα πάντα. Η φύση έτσι μιλάει. Στον ουρανό,
όπως και στη γη. Και μέσα στις κοιλιές των γυναικών ακόμα. Η
φύση έτσι μιλάει, και μη θαρρείς πως είναι άδικο. Τίποτα, αν εσύ
δεν έχεις τίποτα. Τα πάντα, αν εσύ έχεις τα πάντα.

Αριάδνη: Ελπίζεις ότι κάποια μέρα θα εγκαταλείψεις τούτο το


μαρμάρινο κελί που είναι η ντροπή του παλατιού; Πιστεύεις πως
θα μπορέσεις να ξαναβγείς στο ωμό φως;

Πασιφάη: Είπες: “στο ωμό φως”;

Αριάδνη: Μήπως έτσι δεν τ’ ονόμασες πριν λίγο;

Πασιφάη: Μα εσύ έλεγες: “το μαύρο φως”.

Αριάδνη: Τώρα όμως μόλις είπα: “ωμό φως”.

Πασιφάη: Δε θα ξαναβγώ πια στο λευκό το φως της μέρας. Ο


Μίνωας τ’ αποφάσισε, ο Μίνωας ξαγρυπνάει. Μάλιστα
ευνούχισε και τους φύλακες που βάζει στην πόρτα μου. Αυτοί δε
θα μ’ αφήσουν πια να βγω, δεν θα μπορέσει πια κανένας
ταύρος να κάνει τίποτα για μένα. Δεν είναι όμως το στενό κελί
όσο η θύμηση του ήλιου που με κρατάει σκλάβα, η θύμηση του
ανόθευτου φωτός κι η θύμηση του διεσταλμένου πόθου. Δεν
έχω πια παρά μονάχα εσένα για ν’ αγκαλιάσω, μέσα απ’ τα
μάτια σου, το ωμό κι αρσενικό φως του ήλιου. Αριάδνη, κάνε
γρήγορα. Καταλαβαίνεις;

Αριάδνη: Μα έχεις και τη νύχτα, μάνα. Το μαύρο φως είναι


απρόβλεπτο. Γι’ αυτό το μαύρο φως τι ξέρεις;

Πασιφάη: Εγώ είμαι η χλωμή κόρη του ήλιου Ο Μίνωας ξέρει


πως τη νύχτα δε θα βγω. Και τώρα μάλιστα τα βράδια διώχνει
και τη φρουρά. Κι έχει δίκιο: μόνο η λευκή θάλασσα, μόνο η
λευκή μέρα θα μπορούσαν πάλι ν’ ανάψουν τον πόθο μου.

Αριάδνη: Η δική μου μέρα είναι μαύρη. Το φως μου είναι


μαύρο. Και ποτέ δε νιώθω χαρά.

Πασιφάη: Βλέπεις: είχα δίκιο. Τίποτα, αν εσύ δεν έχεις τίποτα.


Τα πάντα, αν εσύ έχεις τα πάντα. Η φύση έτσι μιλάει. Και μέσα
στις κοιλιές των γυναικών ακόμα. Κι αυτό δεν είναι άδικο.

Αριάδνη: Μια λέξη, μάνα, μια απλή λέξη σου ζητώ: συλλάβισέ
μου το ρήμα “αγαπώ”.

Πασιφάη: Αγαπώ; Εσύ είσαι, κόρη μου, που μου ζητάς την
αγάπη; Μα για ποια αγάπη μου μιλάς;

Αριάδνη: Συλλάβισέ μου το ρήμα “αγαπώ”.

Πασιφάη: Δεν είμαι πια βασίλισσα. Άραγε και σύζυγος ήμουν


ποτέ; Κι από τη μάνα τι μου έχει απομείνει; Τι τάχα θα

23
μπορούσα να σου δώσω, Αριάδνη; Τι θα μπορούσα σήμερα να
σου μάθω εγώ;
Αριάδνη: Μια λέξη, μια μονάχα λέξη σου ζητώ: συλλάβισέ μου
το ρήμα “αγαπώ”.

Πασιφάη: Τότε χάιδεψε το χνούδι ενός πουλιού, το πόδι ενός


σκυλιού, το λέπι ενός φιδιού, το λαιμό ενός παιδιού, χάιδεψε
μιας πεταλούδας το φτερό, το μίσχο ενός χόρτου, τον ιστό μιας
αράχνης, χάιδεψε το φωτοστέφανο μιας μοναχής. Κι αυτό το
φύσημα του ανέμου ακόμα. (σιγή) Χάιδεψε και το μουσούδι ενός
ταύρου.

Αριάδνη: Απάλλαξε με από τον ταύρο. Αυτός την οργή του


πατέρα μου φούντωσε και προκάλεσε την εξορία σου. Ο ταύρος
είναι εδώ σημάδι δυστυχίας. Φτάνει μονάχα ένα απ’ τα ορμητικά
του κέρατα να διαπεράσει απ’ άκρη σ’ άκρη μια ζωή, για να
χαθούν οι αθώες μέρες και τα ξημερώματα που ευαίσθητα
χαίρονται την έλευση της μέρας απάνω στα δροσερά λιακωτά.
Να τι μου έμαθες, αυγινή μητέρα, όταν χαράματα, παιδί ακόμα,
με ξύπναγες να μοιραστώ μαζί σου την ανατολή του ήλιου σου.
Το κέρατο του ταύρου μια για πάντα έσκισε το ανάλαφρο πέπλο
των λιοβγαλμάτων που αγναντεύαμε μαζί. Και μ’ έντυσε με
μανδύα μαύρης νύχτας, με το μανδύα του ταύρου, κι εσύ,
μητέρα, δίχως να το θες μ’ έντυσες μ’ αυτό το μαύρο ένδυμά
του. Ο ταύρος είναι σημάδι δυστυχίας. Πώς θα μπορούσα να
του χαϊδέψω το μουσούδι;

Πασιφάη (θαρρείς απούσα, λες και τη διαπερνούνε αναμνήσεις.


Στο εξής θα κρατήσει αυτό το ύφος μέχρι το τέλος της σκηνής.
Όσο μιλάει η Αριάδνη, αυτή εξακολουθεί να κουνάει τα χείλη της
ψιθυρίζοντας. Τα λόγια της μόλις που ακούγονται, θαρρείς και
ξεπηδούν από τις αναμνήσεις της):

... είναι σημάδι ευτυχίας ... και χάιδεψε το μουσούδι ενός


ταύρου.

Αριάδνη: Ο πατέρας μου λέει πως ήσουνα δική του πριν τον
ταύρο.

Πασιφάη: Φίλησα το μουσούδι του Ταύρου.

Αριάδνη: Εξαιτίας του ο πατέρας μου σε κρατάει κλεισμένη. Τον


άκουσα, παιδί ακόμα, να φωνάζει στο παλάτι, ετούτο το παλάτι
που ο Δαίδαλος επινόησε για ν’ αυγαταίνει τη δύναμή του μέσα
απ’ την αντιλαλιά των ήχων. (φωνάζει):
“Είχε λαιμό ταύρου, μούσκουλα ταύρου, αίμα ταύρου κι εγώ το
σκότωσα”

Πασιφάη: ... ταύρου φαλλό.

Αριάδνη: Φώναζε: “Φιλήδονη! Φιλήδονη! Φιλήδονη ! Δεν είσαι


παρά ένα λάγνο ζώο”.
Μητέρα, τι θα πει λάγνα γυναίκα;

Πασιφάη: ... χάιδεψα τα μούσκουλα του Ταύρου.

Αριάδνη: Εκείνος ούρλιαζε “την έκανε δικιά του με την ταυρίσια


εκείνη δύναμη που εμένα πια μου λείπει. Και τι μ’ αυτό;”

Πασιφάη: ... χάιδεψα το μουσούδι του Ταύρου.

24
Αριάδνη: Κι ο πατέρας μου έλεγε ακόμα: "Είχε πόθο ελαφριάς
γυναίκας σαν το ζώο. Δεν ήταν βασίλισσα, ούτε σύζυγος, κι ούτε
μητέρα ήταν, μονάχα ένα θηλυκό που ούρλιαζε σαν ξαναμμένη
γάτα μια νύχτα του Γενάρη."

Πασιφάη: ... χάιδεψα τον ταυρίσιο του φαλλό.

Αριάδνη: Κι ακόμα, ο Μίνωας ξέρναγε μες στο παλάτι του: "μια


θηλυκιά με αιδοίο διάπλατα ανοιχτό σαν τον ήλιο, άστρο με
ξαναμμένο αιδοίο, ανοιχτό στη δύναμη, στην περηφάνια,
ανοιχτό στο παραλήρημα. Αυτόν λοιπόν, με το ταυρίσιο του το
όργανο να ερωτοπιάνεται όλο κομπασμό με τη γυναίκα μου,
εγώ τον σκότωσα."
Μάνα, τ' αφτιά μου βουίζουν, από τη φοβερή κραυγή του
πατέρα μου καθώς αυτός ωρύονταν κάτω απ’ τα προστώα του
παλατιού, με τις κολώνες τόσο δυνατά να σείονται που τα
ουρλιαχτά του έφταναν μέσα απ' τους διαδρόμους ως την
κάμαρά μου. Νύχτες από τότε που περάσατε! Πώς θα
μπορούσα από δω και ύστερα να πέσω αθώα σ' έναν ύπνο
έστω λιγοστό; Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω; Κι εσένα, μάνα
μου, πώς θα μπορούσα να σε ξεχάσω;

Πασιφάη: ... φίλησα το όργανο του Ταύρου.

Αριάδνη: Κι έλεγε αυτός ακόμα: "Τι να μου κάνει το χαζό,


τεράστιο όργανό του; Η εξουσία μου είναι πιο σκληρή. Η
εξουσία μου θα είναι παντοτινά πιο δυνατή από την αρσενικιά
του δύναμη, που σε γλυκαίνει."

Πασιφάη: ...βαθιά χωνότανε στα μέσα μου τη ζωντανή σάρκα


μου αναδεύοντας.

Πασιφάη: ...το υπέροχο λευκό του όργανο, τ' άσπρο ταυρίσιο


όργανό του που μπροστά του γονάτισα (γονατίζει).

Αριάδνη: Κι εκείνος έλεγε: "τον Ταύρο αυτόν που τσάκωσα τον


θυσίασα. Τον ευνούχισα κι είμαι θριαμβευτής, αφού μου μένει η
εξουσία. Αυτή μονάχα έχω και μου φτάνει. Η εξουσία είναι το
όργανο μου. Τρανό. Και σκληρό.

Πασιφάη: ...γεμάτη, γεμάτη και πρησμένη, σαν το μπουμπούκι


ανοιχτή με τ' όργανό του μέσα.

Αριάδνη: Κι εκείνος ορκιζόταν: " θα τη θυσιάσω αργά αργά στη


σκότη ενός κελιού, όπου λίγο λίγο ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια
της θα σβήσει. Το αιδοίο της θα στεγνώσει. (γελώντας) Άδειο θα
μείνει μέχρι να ‘ρθει ο θάνατος."

Πασιφάη: ...το υπέροχο λευκό του όργανο, τ' άσπρο ταυρίσιο


όργανό του που μπροστά του γονάτισα (γονατίζει).

Αριάδνη: Κι ακόμα ο πατέρας μου, ενάντιά σου ορκιζόταν: "Θα


τη ντροπιάσω αυτή την άπιστη, που πάνω στην άμμο και τον
αφρό της ακρογιαλιάς λεκιάστηκε με τον ιδρώτα του ταύρου,
λεκιάστηκε φριχτά με το σπέρμα και το αίμα του”.

Πασιφάη: ... λευκό που ήταν το σπέρμα του, πιο απαλό και πιο
λευκό ακόμα κι απ' το γάλα, μια παρθενική λευκότητα αφρού κι
ανόθευτου φωτός πότιζε, γνώριμα, βαθιά τα μέσα μου.

25
Αριάδνη: " Φριχτή βασίλισσα. Φριχτή σύζυγος. Άπιστο τέρας.
Τέρας, θα σου στείλω κι εγώ τέρας. Από δω και μπρος θα σε
φωνάζουν πόρνη μες στο βασίλειό μου. Και για να μη γίνουμε
περίγελος όλου του κόσμου, θα επινοήσω μια φοβερή
συκοφαντία αιμομιξίας."

Πασιφάη: ...μια ατέλειωτη ασπράδα απλωνόταν μπρος στα


μάτια μου, αιώνια ασπράδα σπέρματος κι αφρού για τα
διψασμένα αλμυρά χείλια μου.

Αριάδνη: Έλεγε: "Θα σκαρφιστώ ένα τέρας τάχα από κείνη


γεννημένο. Για την Αριάδνη θα επινοήσω έναν τερατώδη
αδερφό."

Πασιφάη: (ξαπλώνει και σχεδιάζει αργά τη στάση που


περιγράφει)...και το λευκό του κεφάλι ακουμπούσε πάνω στο
άσπρο μου αιδοίο. Τυλιγμένο σε μπούκλες αφρού. Με φύκια
κεντημένο. Ω σμιξίματα της λευκότητάς μας, του δέρματός μας,
του φυκιού και του αφρού. Τι σμίξιμο! Τι σφίξιμο! Του ήλιου η
κόρη. Και της θάλασσας ο γιος. Παραδομένοι στη γλυκιά τη
χαυνωσιά. Για πάντα.

Αριάδνη: " θηλυκό παραδομένο στον ταύρο, καλό για ν' ανάβει
τον ταύρο. Θα κάνω όλον τον κόσμο να λέει: δέχτηκε λευκό
Ταύρο πάνω στη λευκή άμμο της ακρογιαλιάς και απ' αυτόν
γέννησε τέρας: με κορμί άντρα, λευκό σαν τα μαρμάρινα τ'
αγάλματά μας και με κεφάλι ταύρου. Κι αφού εγώ θα το πω,
όλος ο κόσμος θα το πιστέψει. Αυτό θα πει να κυβερνάς!"
(Γέλια)

Πασιφάη: ... ο ύπνος τον πήρε πάνω στην κοιλιά μου• κλίνη από
φύκια κι από άμμο της ιερής μοναδικής μου νύχτας, πιο
μεγαλόπρεπη απ' το βασιλικό μου στρώμα, ερημωμένο από το
όργανο του Μίνωα. Ω Ταύρε μου, κοιμόσουν εσύ με τα ξανθά
σου κέρατα ν' ακουμπάνε μέσ' απ' τη σγουρή σου κόμη στα δυο
μου στήθια, κι εγώ, μ' ορθάνοιχτα τα μαύρα μου τα μάτια, ήμουν
βυθισμένη για πάντα στο μαύρο ουρανό.

Αριάδνη: Έλεγε: "θα επινοήσω κεφάλι ταύρου διψασμένο για


αίμα, το οποίο θ' απαιτεί απ’ όλες τις πόλεις, υποταγμένες στο
κερασφόρο σκήπτρο μου, φόρο νεαρής σάρκας."

Πασιφάη: ...και δυο κέρατα φεγγαριού λαμπυρίζανε μέσα στην


έναστρη νύχτα. Ο ήλιος ο αυγινός μας αποκάλυψε λευκούς και
γυμνούς. Σελήνη, γιατί εκείνο το μοναδικό πρωινό δεν σκίασες
τον Ήλιο, έτσι όπως κάνεις άλλοτε σκορπώντας όλο το σκοτάδι
της νύχτας πάνω στη μέρα; Ήλιε, πατέρα μου, γιατί τράβηξες
απάνω απ' τα κορμιά μας το σεμνό πέπλο της σκιάς; Αν δεν
ήσουν εσύ, ποτέ οι φρουροί της νύχτας δε θα μας είχαν
ανακαλύψει.

Αριάδνη: Κι εκείνος έλεγε: "Έτσι, την εξουσία μου, τόσο σκληρή


όσο ποτέ δεν ήταν το όργανό μου, κανείς ποτέ δε θ’ αψηφήσει."

Αυτά έλεγε ο πατέρας μου ουρλιάζοντας.

26
Ιντερμέδιο

Θόρυβοι από κουπιά, από πανιά που πεταρίζουν, από κύτη που
χτυπούν στην προκυμαία. Βουητά. Κατόπιν μπαίνει στη σκηνή
ένας χορός που απαρτίζεται από επτά νεαρούς ντυμένους στα
μαύρα (δεν βλέπουμε παρά μόνο τα μάτια τους και το στόμα
τους).

Την κατάρα μας να 'χεις, γη της Κρήτης, λεκιασμένη από το


αίμα της νιότης μας. Πόλη της Κνωσού, και φέτος πάλι
βαδίζουμε προς τον τάφο σου. Μίνωα, δράκε που σπαράζεις
τον ανθό της αριστοκρατίας μας, σε σένα ερχόμαστε, όπως τ'
αδέρφια μας που έχεις θυσιάσει, σήμερα όμως ορκιζόμαστε τη
νιότη μας εσύ να μην τη βλάψεις. Ο Θησέας, ο ήρωάς μας ο
Θησέας, ο Θησέας είναι ανάμεσά μας, ο Θησέας μας οδηγεί.
Και συ, Μίνωα, δε θα μαντέψεις ποιος ανάμεσά μας είναι ο
Θησέας που σ' αψηφάει.

27
ΙV

Θησέας - Αριάδνη

Θησέας (στην αρχή είναι μόνος. Φοράει μαύρο ένδυμα που δεν
τον ξεχωρίζει από τους άλλους. Το ρόλο, μάλιστα, θα
μπορούσαν να τον παίξουν διαδοχικά οι περισσότεροι από τους
επτά νεαρούς, αν όχι όλοι):

Φωτιά και λάβρα! Λιόκαμα πρωτόφαντο τη μέρα τούτη τη


στερνή! Ήλιε! Ήλιε ανελέητε! Ήλιε! Όλη την αντρίκια δύναμή μας
εξαντλείς. Μη τάχα έβαλες σκοπό να γίνεις σύμμαχος του
Μίνωα; Τα μελαμψά μας μούσκουλα τα βουτάς μες στην άρμη
του ιδρώτα μας. Κάνεις το αίμα μας να βράζει μες στις
φουσκωμένες φλέβες μας. Παγιδεύεις τα μάτια μας. Τα
τυφλώνεις με δάκρυα καυτά. Ποιά νέα κρυστάλλινη ματιά, ποιό
καθάριο βλέμμα θα χρειαστούμε σήμερα, για να διαβούμε το
φλογόλευκο σου φούρνο που ορίζει η μοίρα μας; Πόσο ξένα
είναι για μας τα ήθη του γαμπρού σου Μίνωα! Ομοίωμά μου,
ισότιμε μα κι αντίπαλέ μου! Σκληρέ βασιλιά που κυβερνάς
παλάτι λαμπερό, τάφους σκοτεινούς κι έναν λαβύρινθο με σκιές!
Μίνωα κτηνάνθρωπε! Τύραννε θρασύδειλε, άρχοντα ασήμαντε,
καυχιέσαι πως είσαι κύριος της θάλασσας, γιατί κατέχεις μια
παγίδα που άλλος κατασκεύασε. Παγίδα ψεύτικη μα αλάνθαστη,
που σπέρνει φόβο μέχρι τις ακτές μας. Παγίδα που τη ζωή μας
την ορίζει. Λαβύρινθος που μας σκοτώνει. Θα γυρίσω και θα
στρέψω την παγίδα αυτή ενάντιά σου τόσο απλά, όσο με μια
κλωτσιά σκορπίζει κανείς το μιλούνι της μυρμηγκοφωλιάς. Θα
σβήσω την αιμοβόρα δίψα σου, που φουντώνει το θράσος σου
να μας κρατάς μ’ αυτόν τον φόρο υποτελείς. Μια μέρα θα τον
καταργήσω αυτό το φόρο και, με βοηθό τη θάλασσα και τον
αγέρα, θα γίνω πιο σκληρός κι απ’ τη φωτιά του ήλιου ετούτου
του νησιού που κυβερνάς, πιο μεγαλόπρεπος και πιο ασφαλής
απ’ την ανήκουστη σου τύχη να ’χεις κτήμα σου το Δαίδαλο.

Δε μ' ακούς ακόμα, Μίνωα, όμως τ' ορκίζομαι: ή ο Θησέας θα


πεθάνει ή ο Μίνωας!
Σε ποιον εξώστη, άραγε, τώρα να τριγυρνάς πίσω απ' τους
ψηλούς τοίχους σίγουρος στη νωχέλεια; Κι ακόμα θριαμβεύεις;
Μα μέχρι πότε λες να θριαμβεύεις; Χρόνο το χρόνο, τέρας, στο
πορφυρό βασιλικό σου μόλο, στολισμένο με το δικέρατο το
έμβλημά σου, ερχόσουν για να υποδεχτείς το καράβι
φορτωμένο με τους καρτερικούς μας πρίγκιπες κι από κοντά
παρατηρούσες την αιμοφόρα τροφή, που ήταν απαίτηση του
δικού σου του "Μινώταυρου", όπως εσύ τον λες.
Φτάσαμε, Μίνωα. Είμαστε εδώ, μονάχοι, μιας και ο ίδιος δεν
ήρθες φέτος στο μουράγιο σου. Το ξέχασες; Είναι αδυναμία;
Περιφρόνηση; Ψυχραιμία; Ή είναι αυτό για μας χαρμόσυνο
προμήνυμα; Εδώ είμαι, Μίνωα, η διπλή παράξενή σου φύση, κι
είμαι αποφασισμένος. Ήρθα με όψη ολόιδια κι αξεχώριστη από
των άλλων νέων της Αθήνας. Εδώ είμαι, Μίνωα, κι εσύ δεν το
ξέρεις. Ή ο Θησέας θα πεθάνει ή ο Μίνωας!

28
Να 'μαστε εδώ εξουθενωμένοι, σωριαζόμαστε, από τον ήλιο
χτυπημένοι αλλά δίχως φόβο, πάνω στο μαρμαρένιο, λείο
πλακόστρωτό σου, που καίει σαν τη πυρωμένη λάμα. Νιώθουμε
κιόλα κάτω από τα πόδια μας και μέσα στα νεφρά μας το πρώτο
τρέμουλο απ' τα τραντάγματα, που μια μέρα θα γκρεμίσουν το
παλάτι σου. Τέρας, πιο τέρας κι απ' τις ίδιες σου τις χίμαιρες,
εκτρώματα αισχρά των ξεσπασμάτων του θυμού και της
αλαζονείας σου. Είναι τρελός όποιος πιστεύει πως η εξουσία
του είναι πιο δυνατή κι απ’ τη ζωή. Μια μέρα θα γίνω βασιλιάς,
σκληρός βασιλιάς σαν κι εσένα, σκληρός σαν κάθε βασιλιά,
βασιλιάς να βασιλεύω παντοτινά. Το μοιραίο σου παράδειγμα
ίσως να μικραίνει το παραλήρημά μου, όμως η βασιλεία μου θα
κρατήσει, Μίνωα. Μια μέρα εγώ θα γίνω βασιλιάς ή αύριο κιόλα
θα πεθάνω. Ή ο Θησέας θα πεθάνει ή ο Μίνωας!

Αριάδνη (αδιάφορη, η φωνή της όμως προδίδει ανησυχία): Ο


Μίνωας θα πεθάνει λες;

Θησέας (σαν να μην τη βλέπει, απαντάει μηχανικά): Τ'


ορκίστηκα: ο Μίνωας θα πεθάνει. Κι αν δεν πεθάνει αυτός, θα
σβήσω εγώ. Πάνω σ’ ολάκερη τη Μεσόγειο θέση για δυο δεν
έχει. Η θάλασσα αυτή είναι ερωμένη: απαιτητική, αποκλειστική.
Μα και πιστή ακόμα. Δε δέχεται να τη μοιράζονται.

(σαν να συνέρχεται): Μα ποια είσαι εσύ;

Αριάδνη: Η κόρη του Μίνωα.

Θησέας: Ποια;

Αριάδνη: Τι νόημα μπορεί να 'χει για σένα τ' όνομά μου, αφού
βαδίζεις για το θάνατο κι αφού μόνο μια στάλα ζωή σου
απομένει, πριν μια για πάντα μπεις μες στο λαβύρινθο;

Θησέας: Είσαι η Αριάδνη.

Αριάδνη: Γιατί;

Θησέας: Μια είναι η Αριάδνη. Τ' όνομά σου, Αριάδνη, διέσχισε


τη θάλασσα. Το φωτεινό σου όνομα το φανερώνει η χροιά
φωνής σου. Το όνομά σου το προδίνουν οι κινήσεις σου. Τ'
αέρινο νησιώτικο όνομά σου κρατιέται από το νήμα που οι
Μοίρες σου 'δωσαν και που σ' αυτές χρωστάς το αιώνιο χάδι. Τ'
όνομά σου είναι όνομα ιστού εντόμου, ακούραστου και
ξεχασμένου. Πώς να μη σ' αναγνωρίσω, Αριάδνη; Και τώρα
ακόμα το στόμα και τα μάτια σου μου βεβαιώνουν τ’ όνομά σου.

Αριάδνη: Πόσες μαύρες νύχτες πέρασα μες στο παλάτι, που


ξαφνικά πάγωσε από μια αλλόκοτη σιωπή, πόσες νύχτες δεν
έκλεισα μάτι ανοίγοντας τ’ αφτιά μου στο άκουσμα της
θάλασσας, πόσες φορές κλείστηκα εκεί μέσα μη μπορώντας ν’
αλλάξω την άδικη μοίρα της μάνας μου, όντας ανήμπορη να
τσακίσω τον βασιλιά μου, για να τη λευθερώσω απ’ τον πατέρα
μου! Μην όλα εκείνα προανήγγελλαν τούτη τη δίκαια στιγμή; Για
ν’ ακούσω τ’ όνομά μου να λέει μπροστά μου μια φωνή
αρσενική και μαύρη, φωνή που 'φτασε απ’ την άλλη άκρη της
θάλασσας; Γι’ αυτή τη μέρα την πυρόκαυτη, γι’ αυτή την τόσο
μαύρη μέρα, που καίγεται απ’ τον λευκό το καύσωνα; τότε που
θα μ’ αναγνώριζε εκείνη η βραχνή φωνή και θα με παίδευε
συνάμα το άγριο μεσουράνημα του ήλιου;

29
Θησέας: Αριάδνη, το βίαιο φως σιγά σιγά καταλαγιάζει. Την
ώρα αυτή εσύ εδώ πέρα τι γυρεύεις; Στην Αθήνα λένε ότι ποτέ
δε βγαίνεις απ’ το παλάτι σου, ότι μιμείσαι αβίαστα τον
εγκλεισμό της μάνας σου, που για πάντα μένει μες στην τιμωρία
κι ότι τη νύχτα το φουστάνι σου γίνεται ένα με τα λυτά μαλλιά
σου.

Αριάδνη: Αλήθεια λεν. Μα ποιος το λέει;

Θησέας: Λεν επίσης πως τα βράδια ξαγρυπνάς δίχως πόθο για


εραστή.

Αριάδνη: Δίχως πόθο; Μα ποιος το λέει;

Θησέας: Κανείς, Αριάδνη. Δεν το λέει κανείς. Εγώ μονάχα.


Μόνος στον εαυτό μου λέω πολύ καιρό το παραμύθι που’
φτιαξα, το παραμύθι για μια εγγονή του ήλιου που περνάει τη
ζωή της ενάντια στην ημέρα, ενάντια στο χρόνο, ενάντια στη
ζωή.

Αριάδνη: Πάψε. Μου φτάνει ο εφιάλτης μου που έχω κάθε


νύχτα! Πάψε, ξένε, ή όποιος συ κι αν είσαι, δώσ’ μου πίσω τον
ήλιο.

(Μετά από λίγη ώρα, εκνευρισμένη): Όχι, τελικά, δεν ξέρεις


τίποτα για μένα.

Θησέας: Αριάδνη, σε κατάλαβα. Καλύτερο είν' αυτό κι απ' το να


σε γνωρίζω.

Αριάδνη: Είσαι σαν όλους τους Αθηναίους: φαντασμένος!


Ακόμα και ο φόρος υποτέλειας που σας έβαλε ο Μίνωας δεν
μπόρεσε καθόλου να σας κάνει ταπεινούς! Κι όμως, τ' αδέρφια
σου συνήθως είναι πιο αξιοπρεπή. Κατεβαίνουν από το πλοίο
για να πεθάνουν. Το ξέρουν και σιωπούν. Τ' ακούς; μένουν
αμίλητα χωρίς θρασύδειλες κουβέντες. Αμίλητα! Τόσο αμίλητα
όσο εγώ που κάθε νύχτα μένω ακίνητη και ξάγρυπνη στο μαύρο
μου δωμάτιο. Στάσου να μπεις μες στο λαβύρινθο και θα πάψεις
να μιλάς, φαντασμένε. Εκεί βαθιά θα χάσεις τη μιλιά, γιατί άλλο
πια τίποτα δε θα ξέρεις. Την Αριάδνη δε θα ξέρεις πια κι ούτε το
παραμύθι που 'φτιαξες για μένα. Δε θα γνωρίζεις πια τους
δικούς σου. Για τίποτα δε θα ‘σαι σίγουρος. Θ’ αμφιβάλεις για
όλα. Χαμένος θα 'σαι, σαν κι αυτούς που 'ρθαν πριν από σένα.
Τον ίδιο τον εαυτό σου πια δε θα γνωρίζεις. Τίποτα. Τίποτα, τ'
ακούς;
Μες στο λαβύρινθο όπου ο θάνατος δεν έχει πια γλυτωμό, θ’
ανακαλύψεις τη ματαιοδοξία ολόκληρης της ζωής σου και θα
‘ρθεις αντιμέτωπος με το κενό. Τότε, όταν ο ήλιος σε στεγνώσει
και σε λιώσει από τη δίψα και την περιπλάνηση, θα βγάλεις,
όπως κι οι άλλοι, τη φοβερή κραυγή του στερνού σπαραγμού
σου.

Θησέας (γελώντας, ειρωνικά): Καλά το είπες: το κενό!

Αριάδνη: Ναι, το κενό, αντιμέτωπος με το κενό. Λίγο πριν απ’


το θάνατό σου. Κι ύστερα απ’ το θάνατό σου. Για σένα, όπως
και για τ’ αδέλφια σου όλα που θυσιάστηκαν, δε θα υπάρξει πια
τίποτα. Τ’ ακούς; Τίποτα πια. Δεν το ‘ξερες; Η θάλασσα γεννάει
τη λησμονιά. Έπρεπε κιόλα να ‘χες μάθει το μοναδικό της

30
μάθημα. Μα οι άντρες δεν τη νιώθουνε τη θάλασσα. Το ξέρουν
οι γυναίκες: η θάλασσα είναι σφάλισμα των αναχωρήσεων, τ’
αβέβαιο των επιστροφών κι όχι εκείνο το αλαζονικό χαλί που
εσείς ξετυλίγετε στ’ ανηφορικά σκαλοπάτια, τα σκαλοπάτια των
ονείρων σας, όπου βλέπετε μονάχα όφελος και κατακτήσεις. Η
θάλασσα ξεχνάει κι εσύ θα πεθάνεις. Ο θάνατος καθώς θα
ζυγώνει κοντά σου, θα σου φανερώσει ετούτη τη στερνή
αλήθεια: ματαιοδοξία και κενό. Ξέχνα! Ξέχνα τα πάντα! Ξέχνα
την Αριάδνη, φαντασμένε Αθηναίε. Ξέχνα με ή δώσ’ μου πίσω
τον ήλιο.

Θησέας: Αριάδνη! Τι πιστή κόρη του πατέρα σου που είσαι!


Ακόμα υπάκουη μα παριστάνοντας τη σοφή• ακόμα υπάκουη
μα παριστάνοντας την επαναστατημένη!

Αριάδνη (θαρρείς βρίσκεται αλλού, αδιάφορη): Πιστή; Ο


Μίνωας είν’ ακόμα βασιλιάς μου. Ο βασιλιάς μου θα σκοτώσει
τη μάνα μου. Είπες: "πιστή"! Πώς θα μπορούσα να του είμαι
πιστή;

Θησέας: Μου μιλάς όπως κι αυτός θα μου μιλήσει σε λίγο: μου


υπόσχεσαι θάνατο και λήθη.

Αριάδνη: Δε σου υπόσχομαι τίποτα. Οίκτο μου προκαλεί η


έπαρσή σου! Κανένας Αθηναίος δε βγήκε ζωντανός απ' το
λαβύρινθο. Αυτό και τίποτ’ άλλο!

Θησέας: Μια μέρα θα βγει ένας Αθηναίος ζωντανός απ' το


λαβύρινθο.

Αριάδνη: Μια μέρα; Τι ξέρεις τάχα εσύ γι' αυτό; Και πότε είν’
εκείνη η μέρα;

Θησέας: Σύντομα θα ‘ρθει.

Αριάδνη: Και ποιος θα είναι αυτός;

Θησέας: Εγώ.

Αριάδνη: Ποιος είσαι εσύ;

Θησέας: Ο Θησέας.

Αριάδνη: Το 'ξερα. Ποιος άλλος θα μπορούσε να 'ναι τόσο


φαντασμένος. Μιλάς σαν ήρωας και τον εαυτό σου κιόλα τον
βλέπεις βασιλιά.

Θησέας: Κι εσύ βασίλισσα θα γίνεις, Αριάδνη. Σα γιος και κόρη


βασιλιάδων, οι δυο μας γεννηθήκαμε για να βασιλεύουμε.
Ξέροντας αυτό, μετατρέπω τη μοίρα μου σε προορισμό. Την
παντρεύομαι: δε βλέπω άλλον τρόπο να μείνω καθαρός.

Αριάδνη: Βασίλισσα; Ανάμεσα στη βασιλεία μου και σε μένα


υπάρχει μια μητέρα δέσμια κι ένας πατέρας τερατώδης, υπάρχει
ένα μαύρο δωμάτιο και ένας ήλιος απλησίαστος, ανάμεσα στη
βασιλεία μου και σε μένα υπάρχει ένας λαβύρινθος κι ένας
Μινώταυρος.

Θησέας: Όχι, Αριάδνη, δεν υπάρχει Μινώταυρος αφού αυτός


είναι τ’ όνομα του ίδιου του κενού! Δεν είπες μόλις τώρα πως

31
μου υπόσχεσαι το κενό; Το βλέπω τόσο ξεκάθαρα όσο πάντα
ήξερα ποια είσαι και πάντα το ‘νιωθα από πριν πως ο
λαβύρινθος είναι μονάχα η θανάσιμη προσμονή του κενού. Δεν
είναι παρά ένας λάκκος λήθης, ένας τάφος με πτώματα
Αθηναίων που τον καθαρίζουν τα ψοφοπούλια καθώς
βαρύφορτα πέφτουν εκεί και διαλύονται σ’ έναν κρατήρα.

Αριάδνη: Γιατί είπες πριν: Ή ο Θησέας θα πεθάνει ή ο Μίνωας”.


Το λες αυτό με σιγουριά ή είναι μονάχα μια πρόκληση που την
πετάει κανείς καμιά φορά, για να δώσει κουράγιο στον εαυτό του
και να γλυτώσει μια τιμή που από τα πριν την έχει χάσει;

Θησέας: Ο βασιλιάς ο Μίνωας θα πεθάνει, Αριάδνη. Αυτό στ'


ορκίζεται ο Θησέας.

Αριάδνη: Ήρωας και βασιλοκτόνος μαζί! Δε σου είναι αρκετό


να σκοτώνεις τέρατα; Αρκέσου στο Μινώταυρο: σου φτάνει και
περισσεύει!

Θησέας: Για την Αθήνα το τέρας είναι ο Μίνωας. Κι ο θάνατος


δεκατεσσάρων νέων κάθε χρόνο θαρρώ πως ένοχο τον κάνει.

Αριάδνη: Μπορεί μια μέρα να γίνεις βασιλιάς, Θησέα, έτσι


αγέρωχα που φέρεσαι στα σκαλοπάτια του κενού. Μονάχα
εκείνοι που διψούν δοκιμασίες και δύναμη βγαίνουν όπως κι εσύ
να μετρηθούν με τους κινδύνους.

Θησέας: Θα γίνω βασιλιάς, Αριάδνη. Είμαι τόσο σίγουρος γι'


αυτό όσο ότι κι εσύ θα γίνεις βασίλισσα. Να γιατί αμέσως μ'
αναγνώρισες. Θα με βοηθήσεις;

Αριάδνη (αποφασισμένη): Ναι! (το φωνάζει) Πόσο τιμωρήθηκα


σαν κόρη! Ποιος πατέρας θα μπορούσε να μ' αγαπήσει αρκετά
τόσο που να μη σε βοηθήσω; Και τι πιστή κόρη είμαι αφού
μαθαίνω τι θα πει πρόκληση και προτιμώ να βρω μία φυγή και
κάποιο τέχνασμα, έτσι που να συνωμοτήσω τέλεια για να
ολοκληρωθώ μέσα στη μεγαλοπρέπεια των γυναικών;

Θησέας: Μα είσαι κιόλα γυναίκα, Αριάδνη. Δε σου το λένε οι


νύχτες σου; Σε τι σε υπηρετούν οι Μοίρες σου, που ύφαναν το
νήμα της ζωής σου; Ο Μίνωας έχει κιόλα πάψει να 'χει κόρη. Κι
αύριο άλλο πια δε θα 'ναι βασιλιάς.

Αριάδνη: Θησέα, δώσ’ μου πίσω τον ήλιο. ΩΣ τώρα μόνο το


βασίλεμά του μου έδινε λίγη ζωή. Δες τον πώς βουτάει πίσω απ'
τον ορίζοντα. Ήρωα! Ανάστρεψε την πορεία του για να με
σώσεις. Σε μια ώρα, όταν ο ήλιος θα σφραγίσει με το βάρος του
τη θάλασσα, τη στιγμή που θα διαλέξει ο Μίνωας κατά το
παντοτινό συνήθειο του, εσύ θα μπαίνεις με τους Αθηναίους στο
λαβύρινθο. Κάνε αυτή τη νύχτα που αρχίζει να ‘ναι η τελευταία
μου νύχτα η λευκή. Κι η μαύρη.

Θησέας (θαρρείς απών, δεν απαντάει)

Αριάδνη: Μην ξεχνάς: μόνο αν μου δώσεις πίσω τον ήλιο θα


γίνεις βασιλιάς. Ναι, ίσως τότε γίνω εγώ βασίλισσα. Ήταν
γραφτό, Θησέα, να 'μαστε δεμένοι. Ένα νήμα μας κρατά, το
ξέρεις; Το 'νιωσα μόλις σε είδα να βγαίνεις στην ξένη γη, την
ώρα που ο πατέρας μου δε βρισκότανε στην αποβάθρα να
παραλάβει το φόρο υποτέλειας όπως το συνηθίζει. Το 'νιωσα

32
αναγνωρίζοντάς σε όπως μ' αναγνώρισες κι εσύ. Το 'νιωσα και
ήρθα να σε προϋπαντήσω μια ώρα που για μένα αυτό δεν είναι
σωστό και που εγώ ποτέ δε βγαίνω απ' το παλάτι. Ένα νήμα
μας κρατά, Θησέα, ένα νήμα απλό!

Ουρλιάζει: Θησέα, δώσ’ μου πίσω τον ήλιο!

Θησέας: Δε βλέπω αυτό το νήμα.

Αριάδνη: Νάτο! (Δίνει στο Θησέα μια κλωστή απ’ το μαύρο


φόρεμά της. Ο Θησέας βγαίνει αργά από τη σκηνή τραβώντας
αυτή την κλωστή, έπειτα βγαίνει και η ίδια, μετά το Θησέα. Η
κλωστή ξηλώνει σιγά σιγά το φόρεμά της, αφήνοντάς την
μισόγυμνη).

33
V-

Αρχίζει σιγά σιγά να νυχτώνει.

Μίνωας (Φοράει μια αστραφτερή χρυσή ενδυμασία: υποδήματα,


προστατευτικές περικνημίδες και επιγονατίδες, πεοσκέπαστρο
και θώρακα, επωμίδες, γάντια, μάσκα και κράνος, όλα αυτά από
χρυσό• το κράνος είναι στολισμένο με κέρατα και σχηματίζει
παράλληλα το στέμμα. Στην αρχή είναι μόνος.)

Αν γνώριζε η νιότη τη ματαιοδοξία της! Ανόητη κι όλο


έπαρση όπως είναι, ψάχνει για να βρει άχρηστες δοκιμασίες, κι
άλλο δε βρίσκει παρά φριχτά εγκαύματα, αξιοθρήνητες πληγές,
μέχρι να φτάσει να ζαρώσει στα πικρά μέσα γεράματα,
ξερνώντας μαύρη την πικροχολιά της πάνω στη μοίρα που
στάθηκε άδικη μαζί της! Εγώ ποτέ δεν ήμουν ατρόμητος. Μου
'φτανε μόνο να νοιώθω σιγουριά για την αιώνια εξουσία μου. Αχ,
πόσο μου ήταν εύκολο να βασιλεύω χωρίς υποχρεώσεις, δίχως
να ξοδεύω τις μέρες μου σ' ανάξιες κατακτήσεις κερδίζοντάς τες
βήμα βήμα όταν η αϋπνία της νύχτας έσπερνε μέσα μου το
φόβο της ήττας! Ω ανάπαυση! Ω πολυτέλεια! Ω μεγαλοπρέπεια!
Κυβέρνησα σίγουρος για τον εαυτό μου. Και με τι μεγαλείο,
αφού τίποτα δε μου ξέφευγε, τίποτα πια δε μ' απειλούσε! Ούτε
λαός, ούτε στρατός, ούτε κι εχθροί. Κι ακόμα ούτε μια γυναίκα
ξετρελαμένη απ' τις θηλυκές της ορμές, που εγώ τιμώρησα να
βασανίζεται απ' τη στέρηση. Ούτε καν μια κόρη που, αν
πατούσε απάνω στην αδυναμία του πατέρα της, θα μπορούσε
εύκολα να διαλύσει την παντοδυναμία του βασιλιά. Τι ήθελα
λοιπόν κι ανησυχούσα να 'μαι σύζυγος, εραστής, πατέρας; Το
βασιλικό μου έμβλημά έφτανε για να επιβάλλω τη σωστή τάξη.
Σιγουριά! Σιγουριά! Γιατί λοιπόν θα 'πρεπε ν' ασχολούμαι τώρα
με τους Αθηναίους; Οικτροί όπως είναι, αδύνατο να μην
υπακούνε χρόνο το χρόνο στις τυραννικές μου διαταγές. Ω
αναπαυστική σιγουριά! Ατελείωτη απόλαυση της εξουσίας μου!
Μοναδική κι αιώνια δικαίωση της περηφάνειας μου!

Κυνάρι τιποτένιο, που τώρα δα με το γελοίο γαύγισμά σου με


προκάλεσες, κατηγορώντας με πως δεν ήμουν στην αποβάθρα
για να σε υποδεχτώ, θαρρείς το τσούρμο που μου έστειλαν απ'
την Αθήνα για θυσία αποστολή άξια να της δείξω ενδιαφέρον,
άξια να της κάνω τιμές; Μικρέ κι ανόητε, που μίλησες σε μένα
σαν να 'σουν ίσος μαζί μου, που κορδωνόσουνα διαλαλώντας
το θάνατό μου και παρίστανες τον παλικαρά δηλώνοντας πως
θα ορμούσες μ' άδεια χέρια στο λαβύρινθο! Μην ένας
καινούργιος και ηλίθιος άνεμος να φυσάει πάνω απ' την Αθήνα,
την Αθήνα τη λαμπρή, την Αθήνα της ευγένειας, την περήφανη

34
Αθήνα και σε μένα υποταγμένη, έτσι που αυτή να μεγαλώνει
γιους τόσο μάταια φιλόδοξους και με περηφάνια τόσο γελοία,
άχρηστα φυντανάκια που παριστάνουν τους γενναίους μέχρι
ακόμα και στο κατώφλι του αναπόδραστου θανάτου; Η Αθήνα η
τόσο ξένη για τα ήθη μας, η περιφρόνηση γεμάτη και λεπτότητα,
τόσο που ξεχνάει τις αρετές της πρωτόγονης αγριάδας, τις
άγριες προσταγές της φύσης που καμιά πρόοδος δεν αφανίζει!
Η Αθήνα, την οποία λύγισα μ’ ένα αμετάκλητο διάταγμα! Η
Αθήνα, καταδικασμένη αιώνια να μου πληρώνει φόρο
υποτέλειας! Η Αθήνα που καταβροχθίζω τα παιδιά της χρόνο με
το χρόνο μέσα στο λαβύρινθο, το άφταστο σε πανουργία έργο
μου. Η Αθήνα που ακούει το βρυχηθμό του αχόρταγου θυμού
μου μέχρι εκεί μπροστά στα τείχη της! Ποιο σχέδιο γελοίο τη
σπρώχνει φέτος και τολμά να με προκαλεί δια στόματος ενός
τιποτένιου ψηλομύτη, που ήρθε εδώ να φλυαρεί για την πονηριά
μου και να τη λέει τάχα ανοησία; Λόγια, όλο λόγια είναι! Α, να η
επίδειξη πολυλογίας των ψευτοπαλληκαράδων! Γρήγορα θα
καταλήξουν αιματοβαμμένα κουρέλια ανάμεσα στα ράμφη των
ψοφοπουλιών που τριγυρίζουν πάνω από την πόλη μας. Μένει
αλώβητη η πονηριά μου κι ο Δαίδαλος ειν' η ιδιοφυία μου. Τι να
'χω λοιπόν να φοβηθώ, ακόμα κι αν είχα να κάνω με κάποιον
τολμηρό; Τρανότερο στρατό έπρεπε να 'χει απ' αυτόν που ορίζει
αυτός ο ασήμαντος σταλμένος της Αθήνας που ξέρει μόνο να
γαυγίζει. Μα κιόλα στους ατέλειωτους διαδρόμους με τους
αμέτρητους μαιάνδρους εκείνος βρίσκεται αντιμέτωπος με την
αλαζονεία του καθώς αντικρίζει την αναποδρασιά του έσχατου
κενού. (Γελάει) Ένας μύθος, απλά ένας μύθος για παγίδα ήταν
αρκετός να διαιωνίσει για πάντα την απόλυτη εξουσία μου σε
όλη τη Μεσόγειο!

Α, σώπασε κιόλας το ξεσπαθωμένο νευρόσπαστο. Τι να


'παθε κι έπαψε άλλο πια να με φωνάζει; Γιατί σταμάτησε να με
καλεί; Ορκίζονταν πως θα 'βγαινε από το λαβύρινθο να
διαλαλήσει το μαντάτο του τέλους μου. Ανόητο! Δε βλέπεις πως
βυθίζεσαι, πίσω ποτέ σου πια να μην ξαναγυρίσεις; Και σαν με
προκαλούσες κιόλα βούλιαζες και τώρα δα ψυχομαχάς! Κι όλο
περσότερο βυθίζεσαι παγιδευμένος μες στον παφλασμό του
πηγαδιού, με την ηχώ του ν’ αντιλάλει σε ομόκεντρα κύματα
μέσα στις αμέτρητες στοές! Κι η ανάσα σου ολοένα λιγοστεύει,
σκοντάφτουνε τα πόδια σου, και το κορμί σου μελανιάζει απάνω
στα κοτρώνια, και το κεφάλι σου κουτουλά καθώς η σκόνη που
σιγά σιγά σηκώνεις τυφλώνει τα μάτια σου, κολλάει στα
ρουθούνια σου και στεγνώνει το λαιμό σου. Και το φως που με
τη σκιά θέσεις αλλάζει, σε ξεγελά με τις απρόσμενές του τις
παγίδες.

Ακατανίκητε λαβύρινθε! Τέλεια επιβολή των νόμων και τέλειο


έμβλημα της βασιλείας μου! Μου εγγυάσαι την επικράτησή μου
στη εξουσία διαιωνίζοντάς την. Οριστικά! Υπέρτατα! Αύριο κιόλα
θα στείλω το μαντάτο στην Αθήνα: τον ψηλομύτη σας, κάνοντας
το θέλημά του να 'χει ετούτο το προνόμιο, πρώτο τον άφησα να
μπει μονάχος μέσα στο λαβύρινθο, βάζοντας να περιμένουν λίγη
ώρα τους άλλους έξι συντρόφους του μαζί με τις επτά παρθένες,
όλους αυτούς που ορίσατε εσείς για το άγρια αδηφάγο τέρας
μου. Μετά χαράς δέχτηκα να ξεμακρύνω απ' της τελετουργίας
μου το έθιμο, μόνο και μόνο για να τ' απολαύσω· μια χάρη
ασήμαντη κι ακίνδυνη ήταν, που γι' αυτή δεν είναι ν' απορείς, και
που η αγέρωχη αταραξία της σιγουριάς μου δίχως άλλο
επιτρέπει. Ο ψηλομύτης σας ορκίστηκε πως ύστερα από λίγη
ώρα θα επέστρεφε, μα εγώ ο ίδιος έσπρωξα πίσω του στην

35
κατηφόρα μια μπάλα από πίσσα και φωτιά, κι αυτή μοιραία τον
έκανε να πηγαίνει όλο μπρος... Υπομονετικός και σίγουρος
όπως είμαι, καρτερικά σα βασιλιάς περίμενα μια ώρα κι έπειτα,
Αθηναίοι, έριξα πίσω του στους ατέλειωτους διαδρόμους, όπου
απ' το θάνατο δεν έχει γυρισμό τους άλλους δεκατρείς εφήβους,
για ν' αντικρύσουνε κι αυτοί το πρόσωπο του μαύρου θανάτου,
αυτού που 'χει κεφάλι ταύρου και με τον οποίο αιώνια σας κάνω
να φοβάστε τ' όνομά μου. (Γελάει και προφέρει τ' όνομα αυτό
γελώντας το και συλλαβίζοντάς το): Μι-νώ-ταυ-ρος! Δόξα στους
βασιλιάδες που σπανίζουν, στους βασιλιάδες που όσο ζουν
φαντάσματα γεννάνε για το καλό της εξουσίας τους!

Ωστόσο χάνω σιγά σιγά τις δυνάμεις μου. Mέσα στην


αδιάσπαστη τάξη του παλατιού, που είναι ίδια στο βάρος με την
πέτρα του, στέρεψε πια το νεανικό σφρίγος των ονείρων μου.
Χάνω σιγά σιγά τις δυνάμεις μου. Κάποτε στεκόμουν όρθιος σαν
το κέρατο, σήμερα πια δεν έχω ούτε τη δύναμη να κορέσω τον
αιώνιο γυναίκειο πόθο της Πασιφάης. Δεν έχω καν την
κουτοπονηριά να προσποιούμαι, έτσι που με κομμένη την
ανάσα να κρατήσω τις παλλακίδες μου που ποθούν έρωτα. Δεν
ορθώνω άλλο πια τ' ανάστημά μου, ποιος άλλωστε ο λόγος να
το κάνω; Δεν έχω πια ανάγκη να κρατιέμαι όρθιος. Η εξουσία
μου είναι αρκετή για να κρύψει την ανημποριά μου και τα
τεχνάσματά μου ξέρουν να σκεπάζουν τις πιο κρυφές αδυναμίες
μου. Σώθηκαν τα προσχήματά μου. Η εξουσία μου δε ζητά
στήριξη από κανένα μέρος του κορμιού μου. Το βλέμμα μου
είναι αρκετό. Η παρουσία της σιωπής μου φτάνει. Αρκεί ακόμα
κι η απουσία μου. Σώθηκαν τα προσχήματά μου και η λάμψη
του ήλιου πάνω στο χρυσάφι μου πέρα για πέρα διασχίζει το
νησί μου, τα μάτια του καθενός βλέπουν καθαρά την
ακτινοβολία μου πάνω σ' ολόκληρη τη θάλασσα. Κανείς δεν την
αμφισβητεί. Ούτε κι η ίδια η Αριάδνη, η κόρη μου ετούτη η
παράξενη, που μέρα με τη μέρα διεκδικεί την προίκα της
βαμμένη με το αίμα μου. Κανείς! Ω γερατειά που δεν είστε
γερατειά, μια κι ο λαβύρινθός μου είναι τόσο ατέλειωτος όσο και
το κενό της αιωνιότητας. Είμαι βασιλιάς! Απ' άκρη σ' άκρη
βασιλιάς! Για πάντα βασιλιάς!

Θησέας (εμφανίζεται χωρίς να τον αντιληφθεί στην αρχή ο


Μίνωας): Δεν είσαι πια βασιλιάς, Μίνωα! Έπαψες κιόλα να
υπάρχεις, όπως δεν υπάρχει πια ούτε και ο Μινώταυρος, που
έφτιαξες με το μυαλό σου και χάρη σ' αυτόν μονάχα μπόρεσες
να κυβερνάς. Το τέχνασμά σου πήρε τέλος, Μίνωα. Ο
λαβύρινθός σου είναι άδειος. Τ' αγρίμι σου που ωρύονταν, το ...
Μινώταυρό σου, όπως τον λες, τον σύντριψα μέσα στα δυο μου
δάχτυλα όσο εύκολα μικρό παιδί με την ανάσα του ξεσηκώνει
μια πεταλούδα απ’ το πέπλο του παράθυρου. Δεν είσαι άλλο
πια βασιλιάς, Μίνωα. Ένα τέταρτο της ώρας μέσα στο
λαβύρινθό σου έφτασε, για το ξεσκέπασμα του μυστικού της
βασιλείας σου. Και να που τώρα πέφτεις οικτρός απάνω στο
πλακόστρωτο του παλατιού σου. Πάνω στη γη και πάνω στη
θάλασσα, σύντομα πια τίποτα άλλο δε θ' ακούγεται παρά
μονάχα μια κραυγή: “Ο Μινώταυρος είναι νεκρός! Ο Μινώταυρος
είναι νεκρός!” Κι εγώ είμαι αυτός που τον ξέκανε. Το τέρας που
υπήρχε μέχρι τώρα είναι μονάχα μια χίμαιρα που έγινε για
πάντα ατμός, όπως χάνονται οι φουσκωμένες φαντασίες των
μεθυσμένων. Κι εγώ, ο Θησέας, έρχομαι να σου αναγγείλω την
αντίστροφη μέτρηση των βασανιστηρίων σου. "Ο Μίνωας
ψυχομαχεί! Ο Μίνωας ψυχομαχεί!" Μπορείς τώρα μες την

36
κραυγή του δικού μου του θριάμβου να δεις την κούφια απειλή
σου;

Μίνωας: Εσύ λοιπόν είσαι ο Θησέας!

Θησέας: "Ο Μίνωας ψυχομαχεί! Ο Μίνωας ψυχομαχεί!" Κι η


Πασιφάη ακόμα θα επαναλάβει ετούτη την κραυγή της
αγαλλίασης, την κραυγή της επικράτησής μου και της
καθιέρωσής μου. Κι όλοι μ' αυτό θα λεν: " Ο Μίνωας είναι
νεκρός! Ο Μίνωας είναι νεκρός!" Η ίδια η Πασιφάη θα 'ρθει να
με φιλήσει.

Μίνωας: Όμως, Θησέα, μια κόρη μου απομένει, μια κόρη που
εσύ δεν θα μπορέσεις να μου πάρεις. Πράμα μικρό δεν είν’
αυτό. Η Αριάδνη έχει την αφοσίωση των αδυνάτων.

Θησέας: Μήπως αυτή έχει και το κουράγιο των αδυνάτων;


Βαθιά ανάσανε, Αθήνα, ανάσανε βαθιά! Κι εσείς, αδέλφια κι
αδελφές μου, πάρτε βαθιά ανάσα! (οι άλλοι έξι νέοι και οι επτά
κοπέλες μπαίνουν στη σκηνή). Θα ξαναδούμε την πόλη μας, θα
στήσω πάνω της την εξουσία μου και θα γίνουμε άρχοντες
πάνω σ’ ολόκληρη τη θάλασσα. Η Κρήτη ολάκερη σύντομα θα
πέσει μες στο κενό του δικού της λαβύρινθου.
Μίνωα, βλέπεις πόσο ήταν επικίνδυνο να ζεις απέναντι απ’
το κενό! Σειρά σου τώρα εσύ σ’ εμένα να πληρώνεις φόρο
υποτέλειας. Θα σ’ αναγκάσω να μου τον δίνεις έτσι ακριβώς
όπως ο Ποσειδώνας απαιτεί από σένα τον άσπρο ταύρο που
δεν του ‘χες θυσιάσει. Πρόσεχε! Έρχομαι να εκδικηθώ τον θεό
που εσύ αψήφησες. Δεν το ‘ξερες; Οι θεοί ζητούν τις πιο βαριές
θυσίες από εκείνους που πατούν τους όρκους! Ακόμα κι αν δεν
κρατήσεις την υπόσχεσή σου, Μίνωα, εγώ ήρθα για να κλείσω
τον παλιό λογαριασμό που άνοιξες εσύ με την Αθήνα! Μίνωα,
που όλος από χρυσάφι κι άχυρο είσαι, τη μάσκα σου που στάζει
φως θα την τυλίξω εγώ σαν πάπυρο για να δείξω σ' όλους το
καρκίνωμα πάνω στο πρόσωπό σου, που χάραξε εκεί η
τερατώδης αδηφαγία σου. Θα σπάσω το δικέρατο του
εξοφλημένου αντρισμού σου, για να χαράξω το βασιλικό μου
σημάδι πάνω στο μάρμαρο του υποταγμένου παλατιού σου.

Μίνωας: Φτάνει πια, ξιπασμένε! Μόνο λόγια είσαι. Εσύ δεν


είσαι βασιλιάς, είσαι μια κουτσομπόλα του χωριού με γλώσσα
όλο φαρμάκι. Για να μπορείς να κυβερνάς, δε φτάνει μόνο να
ξέρεις να μιλάς. Πολύ περσότερα χρειάζεται να μάθεις. Με τη
σιωπή να κυβερνάς, να τι μετράει πιο πολύ για να γίνεις στ'
αλήθεια βασιλιάς. Μα αυτό εσύ δε θα το μάθεις ποτέ. Θησέα,
μόνος είσαι, πολύ μόνος. Και όντας μόνος εδώ, δεν είσαι
τίποτα. Εμένα μου φτάνει μόνο ένα πρόσταγμα για να
προστατέψει ο στρατός μου το θρόνο μου. Πλήρωσα ακριβά
την αφοσίωσή τους. Εγώ είμαι ακόμα βασιλιάς, Θησέα, πέρα
ως πέρα βασιλιάς, και στην Κνωσό μονάχα εμένα πιστεύουν.

Θησέας: Κάθε χρόνο ίδια μέρα ο λαός σου περιμένει τον


ερχομό μας. Κι εσύ, θέλοντας να τον καλοπιάσεις με το θέαμα
του σκληρού σου θριάμβου, από νωρίς διαλαλείς την άφιξή
μας. Μέχρι τώρα αυτό σε συνέφερε. Σήμερα όμως έφτασε η
μέρα του χαμού σου, γιατί, σαν κάθε χρόνο πριν η νύχτα πέσει
και πριν μπω εγώ μες στο λαβύρινθο, στα τέσσερα ξώπυλα του
παλατιού σου εσύ άναψες τις δάδες της δόξας σου. Κι εκεί, στο
μαζεμένο πλήθος που σε φοβάται, εγώ ξεστόμισα την
πρόκλησή μου. Μίνωα, ξέρεις, φτάνει να εμφανιστώ αμέσως

37
τώρα εγώ μπροστά τους, και να με δούνε πως βγήκα
ολοζώντανος απ' το λαβύρινθο, για να καταρρεύσει αμετάκλητα
η εξουσία σου, χτυπημένη όπως κι ο αντρισμός σου από μια
ανίατη αδυναμία. Δεν είσαι πια βασιλιάς, Μίνωα! Άκου τη
χλαλοή που ανεβαίνει από την πόλη σου. Βιάζεται τώρα κιόλας
για να μάθει αν ο τιποτένιος ψηλομύτης, όπως μ’ αποκαλείς,
είναι νεκρός ή αν βγήκε σώος, όπως το είχε αναγγείλει, απ' το
λαβύρινθο. Ακόμα κι ο ίδιος ο λαός σου, Μίνωα, περιμένει
σωτήρα. Φτάνει να εμφανιστώ μπροστά τους ζωντανός και θα
με επευφημήσει.

Μίνωας: Μα πώς; Πώς το κατάφερες αυτό, Θησέα; Μήπως ο


Δαίδαλος ο Αθηναίος έμεινε δικός σας; Μήπως με πρόδωσε
φανερώνοντάς σου κάποιο μυστικό:

Θησέας: Όχι, όχι ο Δαίδαλος. Ήταν πολύ πιο εύκολο και


πολύ πιο κοντά σε σένα, Μίνωα: η κόρη σου με έσωσε.

Η Αριάδνη μπαίνει στη σκηνή


Μίνωας: Η Αριάδνη;

Αριάδνη: Πατέρα, δεν μπορούσες απλά να 'σαι πατέρας. Να


τώρα που δεν είσαι ούτε βασιλιάς! Και πιο ανόητο ακόμα που
δεν μπόρεσες να είσαι απλά ο υπέροχος εραστής που
ονειρευόταν η Πασιφάη. Α! Πίστευες πως γινότανε να βασιλεύεις
δίχως σύζυγο και δίχως κόρη, να βασιλεύεις χωρίς ποτέ καμιά
μας να σφίξεις στην καρδιά σου. Άδειο κρεβάτι, άδεια καρδιά,
και να που τώρα ο θρόνος σου ανατράπηκε. Τι έξυπνος ο
Θησέας! Και τι μεγάλη τόλμη είχε! Το 'ξερε κιόλα από πριν! Τι
σιγουριά που είχε μπρος στη λίγη τη δικιά σου! (Γελάει) Απόψε
είμαι ευτυχισμένη· η νύχτα μου θα 'ναι επιτέλους σύντομη και
φωτεινή. Φως! Φως επιτέλους μέσ’ στην κάμαρά μου! Κι εσύ
έκπτωτος βασιλιάς!

Μίνωας: Μα τι του είπες του Θησέα; ότι ο Μινώταυρος δεν


υπάρχει; Σίγουρος έμοιαζε απ' την αρχή. Όμως οι παιδιάστικες
σου φλυαρίες δε θα ήταν αρκετές: θα πρέπει ο Δαίδαλος να του
φανέρωσε τα κόλπα• χωρίς αυτόν ο Θησέας τώρα θα γυρνούσε
μέσα στους στριφτούς διαδρόμους του λαβυρίνθου
ουρλιάζοντας οικτρά κι άλλοι δεκατρείς Αθηναίοι θα τον
ακολουθούσαν.

Αριάδνη: Μα μια κλωστή, πατέρα! Μια απλή κλωστή! Το


σκέφτηκες ποτέ; Για χάρη του Θησέα ξήλωσα το φόρεμά μου.
Εκείνος ζει κι εγώ είμαι σχεδόν γυμνή. Γυμνή κι ελεύθερη.

Μίνωας: Τον αγαπάς; Ποτέ λοιπόν δε θα 'βρω άκρη με την


ανόητη αγάπη των γυναικών! Προδομένος από μια αχόρταγη
σύζυγο! Προδομένος από μια κόρη που μπερδεύει τ' όνειρο με
τη δολοπλοκία! Τι κέρδισα αν λύγισα έναν έναν όλους τους
εχθρούς μου, αν αύριο, ξανά, για πάντα, το φως της μέρας που
αρχινά δε θ' αστράφτει πια πάνω στα κοσμήματά μου;

Θησέας: Ξόφλησες, Μίνωα. Ήρθε το τέλος για τη βασιλεία και


τη ζωή σου. Φύγε μ' αξιοπρέπεια, γιατί από δω και μπρος, μες
στο κενό που θ' αντιλαλεί απ' το λαβύρινθό σου θα πρέπει ν'
αντικρίσεις, χωρίς προσωπείο και χωρίς φως, χωρίς σημάδια
και χωρίς όπλα, την μη ύπαρξη που επινόησες, εκείνο το τέρας
που έχει τα χαρακτηριστικά το ίδιου σου του προσώπου.

38
Υπήρξες βασιλιάς, Μίνωα, μα απόψε η χρυσή μάσκα σου κυλάει
μες στη σκόνη. (Ο Θησέας του βγάζει βίαια τη μάσκα).

Ο Μίνωας κάνει πίσω μπρος τον Θησέα ο οποίος πατάει πάνω


του αναγκάζοντας τον να διασχίσει την πόρτα του λαβύρινθου.
Τη στιγμή που πέφτει μέσα, ο Θησέας τραβάει το ολόχρυσο
κράνος-στέμμα του Μίνωα.

Μίνωας: Αριάδνη-η-η-η-η!

Αριάδνη (ουρλιάζει στην πόρτα του λαβύρινθου): Εσύ δεν


έλεγες πως ο λαβύρινθος είναι το βαθύ μάτι της Κνωσού, που
μέσα του, στο δυνατό φως του πάτου του που καίει, όλα τελικά
φαινότανε σωστά; Ή ακόμη πως αυτός είναι η ίδια η καρδιά της
πόλης, η ματωμένη της καρδιά κι ο θρίαμβός της. Τώρα είσαι
στη δικιά σου θέση, Βασιλιά, στην καταχθόνια καρδιά της
βασιλείας σου κι απάνω της θα μπορείς αιώνια να βασιλεύεις!
Να 'σε εκεί, μες στην καρδιά αυτής της άδειας καρδιάς. Εμπρός
Μίνωα, εμπρός; Τρέμεις; Προχωράς με αργά βήματα. Ήθελες
την αιωνιότητα, αλλά προχωράς προς μια δίνη ανυπαρξίας, που
σε κάθε βήμα σε ρουφά πιο βαθιά. Ήθελες την αιωνιότητα.
Μόνο η καρδιά της κόρης σου σ’ την εγγυόταν. (Στο τέλος βάζει
τα κλάματα).

Ο Μίνωας χάνεται μέσα στο λαβύρινθο. Ρίχνουν πίσω του μια


φλεγόμενη μπάλα από πίσσα. Ακούγεται η κραυγή του και η ηχώ
των βημάτων του που αντιλαλούν βαριά. Μετά τίποτα πια. Σιγή.
Κατά τη διάρκεια αυτής της σκηνής ο Θησέας πλησιάζει σιγά
σιγά την Αριάδνη.

Αριάδνη (γυρίζοντας προς τον Θησέα): Θησέα, εσύ ‘σαι ο


βασιλιάς μου. Ξέρω ότι η αυγή που χαράζει θα μου φέρει πίσω
τον ήλιο.

Ο Θησέας την πιάνει τρυφερά και την αγκαλιάζει. Φιλιούνται.


Μέχρι τώρα η Αριάδνη έδειχνε να’ ναι μια συγκρατημένη και
ψυχρή γυναίκα. Ζωντανεύει, γίνεται αισθησιακή μέσ’ στην
αγκαλιά του Θησέα. Παράλληλα με το σκοτάδι που πέφτει πάνω
στη σκηνή ακούγεται ολοένα να δυναμώνει το τραγούδι: Πα-σι-
φά-η! Πα-σι-φά-η! ακριβώς όπως το τραγουδούσαν στην αρχή οι
εφτά κοπέλες (ίδιες κινήσεις, ίδιος φωτισμός• θα μπορούσε,
ενδεχομένως, με κάποια αξεσουάρ για παράδειγμα, να φανεί ότι
αυτές παριστάνουν τις Μούσες) ενώ οι εφτά νέοι σχηματίζουν
μαζί έναν καινούργιο χορό.

39
VI-

Αριάδνη-Πασιφάη (κάμαρα της Πασιφάης)

Αριάδνη (γαλήνια, αργή, φωτεινή, μεταμορφωμένη): Μάνα, τι


σύντομη κι ευτυχισμένη νύχτα!

Πασιφάη: Ευτυχισμένη; Πως λάμπουν τα μάτια σου! Το


πρόσωπό σου έχει πάρει πια καινούργιο χρώμα. Ποιο δυνατό
αίμα σε ζεσταίνει από τ' αχνά χαράματα;

Αριάδνη (όλο ζωντάνια, γεμάτη ενθουσιασμό): Να που έφτασε η


μέρα ν’ αντικρύσω τον ήλιο.

Πασιφάη: Θέλεις να πεις ότι επιτέλους σε πήρε ο ύπνος;

Αριάδνη: Ο ύπνος; Α! Όχι. Τι σύντομη κι ευτυχισμένη νύχτα!

Πασιφάη: Αριάδνη, εγώ κοιμήθηκα, κοιμήθηκα όπως το


αναζητούσα από πολύ καιρό• αποκοιμήθηκα γλυκά, κι είχαν
γαλήνη τα όνειρά μου. Τούτη τη νύχτα κάτι μέσα μου άνοιξε και
κάτι ξανάκλεισε: ο χρόνος γύρισε ανάποδα και δεν άκουγα πια,
όπως άκουγα παλιά, το δυνατό και τακτικό χτύπο της
θάλασσας, που έμοιαζε με τις αναθυμιάσεις του πόθου μου. Ο
πόθος μου έσβησε, Αριάδνη κι οι νύχτες μου θα ’ναι από δω και
πέρα σαν τη νυσταλέα νωχέλεια γριάς γάτας. Ποιος υπέροχος
εραστής θα μπορούσε ακόμα να με ξυπνήσει; Ποιος άντρας,
ξεθεωμένος από την πύρινη αλλοτινή μου ορμή, θα ’ρχονταν σ’
εμένα σήμερα να μου ψιθυρίσει τ’ όνομά του. Τα όνειρά μου
έγιναν τόσο διάφανα που μοιάζουν μ’ εκείνα των παιδιών: δεν
βλέπω πια να τρέχω ξέφρενα ούτε να λούζομαι ολόγυμνη μες
στον αφρό, που έκαιγε σαν τη λάβα που ‘χα μέσα μου. Δεν
υπάρχει πια τράγος, ούτε και ταύρος, που να με εξαντλεί σαν
κάποτε, τότε που, φοβισμένη και χαρούμενη, σα μια μαινάδα το
‘βαζα στα πόδια, δεν έρχεται πια στον ύπνο μου κανένας
φαλλός, που να γίνεται σκληρός σαν το μάρμαρο στο απαλό το
χάδι των δαχτύλων μου, κανένας μπρούντζινος φαλλός δεν
μπαίνει πια στο καμίνι της μήτρας μου. Μόνο γαλήνη
αισθάνομαι μέσα μου, γαλήνη που ‘ρχεται με τα χρόνια και τη
νύχτα. Να που για μένα έφτασε η ώρα, Αριάδνη, ν’ αποσυρθώ.
Να η σωστή στιγμή να σου δώσω τη σκυτάλη της ηλικίας μου,
όπως όρισαν οι Μοίρες.

40
Κι εσένα, τι ευτυχία, σφρίγος της νιότης σε κατέχει.

Αριάδνη: Μάνα μου, ως την τελευταία στιγμή της ζωής σου


θέλω να είμαι η πιστή κι η μοιραία κόρη σου. Θέλω να
κληρονομήσω τα πάντα από σένα! Στέψε με τη δύναμη και τ'
όνομά σου κι εγώ θ' ανασταίνω τα πάθη σου ξανά πάνω σ’
άλλα κύματα, τη μεγαλοπρέπειά σου πάνω σ' άλλες ακτές.
Γιόρτασε μαζί μου τούτη την καινούργια μέρα που
ξαναγεννιέμαι, γιόρτασε τούτο το πρωινό μου ξύπνημα, όπου
για δεύτερη φορά βλέπεις ν' ανοίγω τα μάτια μου στο φως,
γιόρτασε τούτη τη στιγμή που με γεννάς χωρίς πατέρα και
θριαμβεύουμε μαζί μ' αυτό το ίδιο νήμα, που είναι τεντωμένο
σαν τον πόθο μας, γερό όπως ο χείμαρρος του ήλιου που
κυλάει μες στο αίμα μας.

Πασιφάη: Μα τι είναι αυτό που σου συμβαίνει, Αριάδνη; Γίνεσαι


άλλο κορίτσι, που δεν τ’ αναγνωρίζω. Σε λίγο κι ο Μίνωας θα σ'
αναγνωρίζει τόσο λίγο όσο κι εκείνον το νόθο αδερφό που
επινόησε για σένα. Χάρη αναπάντεχη της ζωής που χάνεται
ώρα με την ώρα! Γίνεσαι ξαφνικά εκείνη η μυστική μου αδελφή,
που σβήνει το μαρτύριο μου και παρατείνει τη νίκη μου.

Αριάδνη: Μάνα, δώσ' μου το χιτώνα σου που 'χει το χρώμα τ'
ουρανού και του αφρού. Θέλω τώρα σε λίγο πάνω στη θάλασσα
οι πτυχές του ν’ αναριγήσουν μέσα στον άνεμο και να
κυματίσουν στη δροσερή πνοή του πελάγους. Το στόμα μου το
διαπερνάει μια καινούργια γεύση, γεύση νερού κι αλμύρας που
ηδονίζει τη γλώσσα μου. Κάθε ανάσα μου ρουφάει μια γεύση
θάλασσας, γεύση που μου υπόσχεται καινούργιο ορίζοντα. Κι
ένας νοτιάς σηκώνεται ίδιος στη δύναμη με τον πόθο της φυγής.

Πασιφάη: Της φυγής; Μα, κόρη μου, δεν μπορείς να φύγεις.


Ίσως μονάχα να τ' ονειρεύεσαι. Γιατί ο Μίνωας κάποια μέρα θα
σε κλείσει στη φυλακή ενός γάμου κακού όπως κρατάει κι εμένα
εδώ μες στον αγνό εγκλεισμό της στέρησης.

Αριάδνη (γελώντας): Μάνα, δώσ' μου το χιτώνα σου που 'χει το


χρώμα τ' ουρανού και του αφρού.

Πασιφάη: Γιατί, Αριάδνη, σήμερα κανένα ψοφοπούλι δεν πέφτει


στο λαβύρινθο; Μήπως ο Μίνωας θυσίασε νωρίς νωρίς τη νύχτα
τους Αθηναίους, όπως συνηθίζει πάντοτε;

Αριάδνη (εξακολουθεί να χαμογελάει, πηδάει απ' τη χαρά της):


Νιώθω την άνοιξη να κυλά απ' άκρη σ' άκρη μέσ’ στις φλέβες
μου. Σήμερα χάρη στο Θησέα τα μάτια μου ορθάνοιχτα θ’
αντέξουν κατά πρόσωπο την αντρίκεια δύναμη του ήλιου.

Πασιφάη: Ο Θησέας;

Αριάδνη: Χθες ο Θησέας βγήκε στη στεριά με τους άλλους


Αθηναίους. Αψήφησε το Μίνωα που, σίγουρος για τη
νεκροφυλακή του, τον άφησε να μπει μονάχος μέσα στο
λαβύρινθο. Κι ένα τέταρτο αργότερα ο Θησέας βγήκε από κει
ζωντανός.
Πασιφάη: Πώς το κατάφερε άραγε; Αν, καθώς λες, βγήκε
Αθηναίος μέσα απ' το λαβύρινθο, θα πρέπει η Κρήτη τώρα να
είναι δίχως βασιλιά. Βγήκε, λες, ο Θησέας από το λαβύρινθο! Ο
Μίνωας δε θα την αντέξει αυτή την προσβολή. Μα απ' το

41
λαβύρινθο δε γίνεται να βγει κανένας ζωντανός. Ποιος; Ο
Θησέας, είπες; Μα θα 'βαζε ο γέρο βασιλιάς Αιγέας σε κίνδυνο
τη ζωή του ίδιου του του γιου; Αριάδνη, ψέματα μου λες.

(Μετά από λίγη ώρα): Ο Μίνωας είναι νεκρός;

Αριάδνη: Ο Θησέας ανάγκασε το Μίνωα να υποχωρήσει μέσα


στο λαβύρινθο και μου έφερε πίσω τον ήλιο.

Πασιφάη: Τότε πάρε το χιτώνα μου και τρέξε γρήγορα στη


θάλασσα! Τρέξε να προλάβεις να φτάσεις εκεί πριν απ’ τη μέρα
και τον ήλιο σου. Μαζί σου κάθε νόημα ξανά πίσω γυρίζει. Εσύ
θ’ αγγίξεις τον ουρανό. (βγάζει το χιτώνα της, η Αριάδνη φεύγει
κρατώντας το στο χέρι).
Ιντερμέδιο

Χορός που απαρτίζεται από τους επτά νέους που τραγουδούν


“Θη-σέ-ας”. Το τραγούδι συνοδεύεται από τη βοή των κυμάτων
της θάλασσας που σκάνε στα τείχη του παλατιού (όμοια εκτέλεση
μ’ εκείνη των επτά κοριτσιών του προλόγου που τραγουδούν
“Πα-σι-φά-η”. Μετά, ένας από τους νέους ξεχωρίζει: είναι ο
Θησέας. Τον ρόλο μπορούν να τον παίξουν διαδοχικά και άλλοι,
όπως το έχουμε ήδη υποδείξει.

42
VII-

Θησέας- Αριάδνη

Θησέας (απότομος): Πού ήσουν; Σ' έψαχνα. Παντού πρόσταξα


να φτάσει το μαντάτο. Δεν άκουσες τους κήρυκες σ' ολάκερη την
πόλη να φωνάζουν: " Ο λαβύρινθος είναι άδειος. Ο Θησέας
είναι ζωντανός! Το τέρας είναι νεκρό. Ο Μίνωας είναι νεκρός.
Δόξα στο Θησέα, τον μόνο βασιλιά της θάλασσας!";

Αριάδνη: Μα κιόλα υπακούνε όλοι τους σε σένα; Κι όλος ο


κόσμος σε πιστεύει;

Θησέας; Σου το ’χα πει: έφτανε μονάχα να βγω απ’ το


λαβύρινθο κι όλα τ’ άλλα εύκολα θ’ ακολουθούσαν, όπως τ’
οργωμένο στα νερά αυλάκι ακολουθεί ακόμη και το πιο
αργοκίνητο καράβι.

Αριάδνη: Α! Είσαι στ’ αλήθεια Αθηναίος!

Θησέας: Προφέρεις αυτά τα λόγια με ύφος γεμάτο


περιφρόνηση! Άραγε τα μάτια σου θα μπορέσουν ποτέ να με
κοιτάξουν με βλέμμα άλλο απ’ αυτό που έχουν τα κορίτσια της
Κρήτης;

Αριάδνη: Τι θα 'θελες; Να κάτσω να σε υπηρετώ σα σκλάβα; Το


θρίαμβό σου να 'χω για νανούρισμα, εσύ επειδή τον διαλαλάς μ'
έναν ενθουσιασμό γεμάτο παιδική αφέλεια; Να ξεχάσω κιόλα
πόσο βόηθησα στο θρίαμβό σου για να κάνω τρανότερο το
μύθο σου; Να μην έχω άλλη επιλογή από το να σε θαυμάζω;
Όσο και να φαντάζεις έξυπνος πολιτικός πως είσαι, όμως,
Θησέα, μην ξεχνάς: κάποια πρωινά θα 'χεις ακόμα ανάγκη την
ειλικρινή ειρωνεία μιας γυναίκας, για να ρίχνει πάνω σου το
δροσερό νερό της υποψίας ώστε να σε συνεφέρνει απ' τα
μεθύσια.

Θησέας: Ε, όχι δα! Μάταια είναι τα λόγια της δικιάς σου σοφίας.
Πολύ πιο απλά είναι τα πράγματα, Αριάδνη, πολύ πιο απλά.
Δεν έχεις προσέξει ακόμα ότι ο κόσμος πιστεύει στα πιο
φανταχτερά φαινόμενα; Να κυβερνάς θα πει να διατυπώνεις
πράγματα προφανή. Δεν έχει μεγαλύτερη αξία τίποτ’ άλλο από
το να 'χεις τόλμη να τα διακηρύσσεις και από κει και πέρα να τα

43
κάνεις ολοφάνερα. Αυτό είναι που μου δίνει το πάνω χέρι.
Σκότωσα τον Μινώταυρο, Αριάδνη. Να τι είναι προφανές. Και
τούτο διακηρύσσοντας, γίνομαι βασιλιάς. Παρακολούθα με
καλά: εδώ ακριβώς βρίσκεται η δύναμη της τέχνης μου.

Αριάδνη: Ποιος σ’ έκανε βασιλιά, Θησέα;

Θησέας: Με το μάθημα της πολιτικής που άκουσες μόλις,


ήρθαμε στα ίσα, Αριάδνη.

Αριάδνη: Ποιος σ’ έκανε βασιλιά, Θησέα;

Θησέας; Εγώ. Τον εαυτό μας τον οφείλουμε μόνο σε μας.

Αριάδνη (με πείσμα): Αθηναίος!

Θησέας: Με άλλα λόγια: “ο τρελός o ψηλομύτης!”

Αριάδνη: Όχι! Σκέφτηκα μόνο: “ανόητη αφέλεια του άντρα που


δεν ξέρει ακόμα τι χρωστάει στη γυναίκα!”

Θησέας: Λοιπόν, Αριάδνη, να είσαι πιο ειλικρινής. Θα μου είχες


δώσει το νήμα σου, αν δεν είχες δει στο πρόσωπό μου τον
ήρωα; Και πού κινδύνεψες εσύ; Και ποια η συνεισφορά σου;
Μην έστω και για μια φορά μπήκε σε κίνδυνο η ζωή σου;
Αισθάνθηκες ποτέ σου, στον αέρα που ανασαίνεις, τα δόντια
του Χάροντα πάνω στα κόκαλα σου, το ίδιο απειλητικά μ’ εκείνα
των τσακαλιών, που στο σκοτάδι παραφυλάνε, να ‘ρθει η ώρα
τους για να ορμήσουν και να το σκάσουν με τη λεία τους;

Αριάδνη: Τίποτα δε μέτρησα, Θησέα, ούτε τον κίνδυνο της


αποτυχίας κι ούτε εκείνο της επιτυχίας. Θέλησα απλά να
ολοκληρωθώ: το παρελθόν της Πασιφάης μου υπαγόρευε το
δικό μου μέλλον. Κι ήθελα να εκδικηθώ γι' αυτήν. Αυτό μονάχα!
Στο συμμετρικό σχήμα του λάβρυως, του ιερού μας διπλού
πέλεκυ, που είναι θαμμένος κάτω απ’ την άμμο στην είσοδο
λαβύρινθου, είδα την τέλεια μορφή της διπλής εκδίκησής μας:
της δικής μου και της δικής σου. Εδώ δεν πας ενάντια στα
δυνατότερα σημάδια. Το να ζεις σημαίνει υποταγή σ' αυτά. Αυτό
είναι όλο, Θησέα.

Θησέας: Αυτό είναι όλο;

Αριάδνη: Ήθελα ακόμα να 'κλεινα τις νύχτες μου μ' ένα πρωινό
που να στέλνει αιώνια λάμψη από φως. Η Πασιφάη το ξέρει.
Πριν από λίγο της ανάγγειλα πως εσύ θα μου έφερνες τον ήλιο.
Κράτα το λόγο σου, Θησέα.

Θησέας: Τι θέλεις;

Αριάδνη: Είσαι βασιλιάς και το ξέρεις. Και μη δε λες συνέχεια


πως είσαι βασιλιάς; Τους βασιλιάδες εγώ τους γνωρίζω. Αυτοί
μπορούν τα πάντα, δεν είναι έτσι;

Θησέας: Τι θέλεις, Αριάδνη;

Αριάδνη: Τον ήλιο! Τον ήλιο! Τον ήλιο!

Θησέας: Τον ήλιο όμως κανείς δεν τον κυβερνά. Τον προσκυνώ
κι εγώ, σαν τον καθένα. Αριάδνη, είμαι βασιλιάς, ναι, βασιλιάς.
Όχι όμως και Θεός.

44
Αριάδνη: Η καρδιά και το κορμί μου ποθούν ο ήλιος μια για
πάντα να τα γιατρέψει. Τι άσχημο και μοναχικό κορίτσι ήμουν
ζώντας μέσα στη σιωπηλή συνενοχή των τεράτων που μ'
έκλειναν στη φυλακή του παλατιού! Ξενύχτια σκοτεινά, τέλειωσε
πια το παγερό σας κρύο! Να που 'χω επιτέλους το δικαίωμα να
'μαι κόρη δίχως να υποτάσσομαι στο καθήκον να ‘μαι αδύναμη!
Θησέα, το νήμα που σου έδωσα άραγε θα 'χεις το κουράγιο να
τραβήξεις ως το τέλος; Καλύτερα ακόμα θα 'ναι κι αν αυτό μ'
αφήσει γυμνή. Εσύ απ' το βάρος του πατέρα μου με γλύτωσες·
Έλα λοιπόν και άνοιξέ με τώρα, για κείνη την αιώνια μέρα που
αναζητούσε η Πασιφάη. Πάρε με από τούτη τη γη, που στέρεψε
από κάθε επιθυμία. Οδήγα με σ' εκείνους τους γεμάτους με
χαρά ορίζοντες, που η γεύση τους το στόμα μου το βρέχει απ’
τη στιγμή που σ’ αναγνώρισα. (Μετά από λίγο) Αγάπα με,
Θησέα! Αγάπα με, όπως αγαπά κανείς ένα θεό. Με στέρηση κι
αμφιβολία.

Ο Θησέας φοράει το κράνος-στέμμα και τη μάσκα του Μίνωα και


της απλώνει το χέρι.

Θησέας: Σε μια ώρα θα πάρουμε το δρόμο της θάλασσας. Ο


πατέρας μου πρόσταξε ν' αφήσουν στόλο στη Νάξο. Καιρός για
ξεκούραση κι ετοιμασία για το ταξίδι κι ύστερα στο πλάι μου θα
μπεις θριαμβευτικά μες στην Αθήνα.

Αριάδνη: Ολοκλήρωσέ με, Θησέα, κι εγώ θα σε ολοκληρώσω.

Θησέας: Ολοκληρώνομαι από πάντα, Αριάδνη. Από πάντα. Κι


εσύ μου χρησιμεύεις για την ολοκλήρωσή μου.

Αριάδνη: Θησέα, μην το ξεχνάς: ένα νήμα, ένα απλό νήμα μας
ενώνει αιώνια. Είσαι φτιαγμένος από τη στόφα των αντρών της
εξουσίας. Βάραινες από τη ματαιοδοξία κι από τους
υπολογισμούς σου. Βάραινες τόσο που λίγο λίγο με τα χρόνια
πια βουλιάζεις, χωρίς να δείχνεις τα χρόνια σου, όπως
συμβαίνει με κάθε τύραννο και κάθε άντρα που ‘χει φορτωθεί το
μολυβένιο βάρος της σιγουριάς. Έλεγες πως πήρες ετούτο το
σπουδαίο μάθημα από το Μίνωα. Μα να που κιόλα εσύ ξεχνάς
παραπατώντας απ' τη μέθη. Πού τρέχεις; Τι περιμένεις απ' την
Αθήνα πέρα από την καθιέρωσή σου; Κι ύστερα ποια θα είναι
τάχα η ζωή σου; Για μένα τα πράγματα είναι απλά. Αν εσύ δεν
είσαι ο θεός μου, ένας άλλος θεός με περιμένει. Εμένα μου
φτάνει μια απλή κλωστή για να πετάξω. Ένα ιστός αράχνης, αν
το προτιμάς· ένα αέρινο νήμα κιόλα. Και πάνω πάω, Θησέα,
ψηλά, πετάω μπροστά απ' τα πανιά σου. Μπροστά σου θα
πηγαίνω εγώ στο δρόμο για τη Νάξο. Κόψε τ' όνομά μου: Λέγε
με τώρα Άρια μονάχα, με τ' όνομα του ίδιου του αέρα.

Θησέας: Δε σε καταλαβαίνω. Πάμε, η ώρα δε μας φτάνει!

Αριάδνη: Πάω να φιλήσω τη μάνα μου.

Ο Θησέας συνοδεύει την Αριάδνη που κατευθύνεται προς την


έξοδο. Την τελευταία στιγμή:

Αριάδνη: Τέλειωσαν πια οι νύχτες μου, Θησέα, κι η μέρα μας


είναι όλο φως. Βγάλε αυτό το μαύρο το πανί που κυματίζει
πάνω στο κατάρτι σου σαν αλλόκοτο σάβανο. Για το δικό μας
πέταγμα μέσα στο λευκό χρώμα των καταρτιών σου που
χτυπούν τον ουρανό θέλω να δω τη λευκότητα απ' το νέο
χιτώνα της ζωής μου.

45
Θησέας (μένει μόνος): Κνωσό, γριά τερατώδης πόλη ποτισμένη
από αίμα νεαρό, τι όφελος πια να σου φέρει η ιδιοφυία του
Δαίδαλου; Ο δικός σου ο λαβύρινθος θα μείνει μια παγίδα που
σε τυλίγει, που σε κλείνει για πάντα μέσ’ στην σκληρότητα του
δόλου σου και της χίμαιράς σου. Νεκρός είναι πια ο βασιλιάς
σου και πάνω απ' την απέραντη μας θάλασσα η Κρήτη θα
εξοκείλει σαν ερημωμένο κουφάρι καραβιού, όπου οι αρουραίοι,
αφού πρώτα αβγατίσουν, ύστερα θα πεθαίνουν ένας ένας
απάνω σ' ένα πτώμα φαντάσματος. Σαν ξεχασμένη Ατλαντίδα
θα βουλιάξει η στειρότητά σου κάτω απ' την απλωμένη γραμμή
της νέας εξουσίας μου. Τινάζω πάνω σου το μανδύα του Μίνωα,
ένα μανδύα γεμάτο σκόνη και ματαιοδοξία, λερωμένο από τα
μαύρα άστρα των εγκλημάτων του, μανδύα κουρελιασμένο απ'
τα τεχνάσματά του, μανδύα τέρατος όπου ο Μίνωας είχε χαράξει
το δικέρατο έμβλημά του, αντίθεση γελοία με το μαραμένο το
φαλλό του. Κοίτα με, πόλη της Κνωσού, τον νέο άρχοντά σου
κοίτα: πάνω μου ρίχνω έναν λευκό μανδύα που αστράφτει σαν
τον ήλιο και που είναι κεντημένος με το μοναδικό το νήμα της
παρθένας σου βασιλοπούλας. Ω ματαιοδοξία απαραίτητη!
Υπεροψία χρήσιμη! Ηλιθιότητα που καμώνομαι και παίζω
μπροστά στους ανθρώπους, για να κρατήσω από δω και πέρα
στα μάτια τους το μοναδικό ρόλο μου ως βασιλιάς!

(Αναπνέοντας το θαλασσινό αέρα): Ποιος οιωνός καλύτερος;


Φυσάει νοτιάς που θα μας πάει ίσα στην Αθήνα. Ο Αιγέας με
προσμένει εκεί με το λαό μας δίπλα του που πήρε εκδίκηση. Στη
Νάξο θα μείνουμε για λίγο.
Η Αριάδνη επιστρέφει. Είναι ντυμένη με το πανωφόρι της
Πασιφάης. Βγαίνουν μαζί.
Στην αρχή ακούγεται, με φόντο τα κύματα της θάλασσας που
σκάνε στα τείχη του παλατιού, ο χορός των κοριτσιών που
τραγουδάνε όπως στην αρχή “Πα-σι-φά-η”, και μετά, με φόντο
τον άνεμο, ο χορός των νέων που τραγουδάνε “Θη-σέ-ας”.

46
Ευχαριστώ από καρδιάς τους:
Χ. Μπακανικόλα, Α. Παπαδημητρίου, Η. Αραμπατζή
για την πολύτιμη βοήθεια τους.

Κ.Δ.

47
48

You might also like