You are on page 1of 8

Δήμος Χλωπτσιούδης

Ποίηση του πένθους,


Α ν δ ρον ίκη ς Δ η μη τριά δ ου
η περίπτωση της

.30, Ζιώγα
Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 18
για το βιβλίο θα μιλήσουν
Δήμος Χλωπτσιούδποηιης,τής
κριτικός λογοτεχνίας,
Ανδρέας Καρακόκκινο, ποιητή
ς
ποιήματα θα απαγγείλει
η Σοφία Τζιμοπούλου, Τ
ΤΕ
μουσικός και τελειόφοιτη ΣΕ

photo by: Δήμος Χλωπτσιούδης


Ποίηση του πένθους, η περίπτωση
της Ανδρονίκης Δημητριάδου
Κυρίες και κύριοι καλησπέρα.
Είναι μεγάλη μου χαρά που κλήθηκα να μιλήσω για αυτό το ποιητικό βιβλίο.
Και δεν το λέω με τη συνήθη αβρότητα, «να πούμε έναν καλό λόγο για το βιβλίο»,
ούτως ή άλλως η κριτική δεν ενδιαφέρεται για αυτό. Είναι χαρά μου επειδή σε
τούτη τη συλλογή βλέπω όχι μόνο την ποιητική εξέλιξη της Ανδρονίκης, αλλά κι
επειδή καταγράφεται μία σύζευξη της θεσσαλονικιώτικης ποιητικής παράδοσης
με την ποίηση του πένθους.
Ας γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος:
Η Θεσσαλονίκη ιστορικά μετά την ενσωμάτωσή της στην ελληνική επικράτεια
ακολουθούσε τις δικές της λογοτεχνικές διαδρομές, χαράσσοντας νέα ρεύματα
και καινοτομώντας ποιητικά, πολύ μακριά από το αθηναϊκό επίκεντρο. Με την ει-
σαγωγή του "εσωτερικού μονολόγου" στην εποχή που κυριαρχούσε ο υπερρεαλισμός,
τις δύο ποιητικές τριανδρίες και τα περιοδικά της, τη «Διαγώνιο» (1958-1983, με
εκδότη και διευθυντή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο) και «Τραμ» (1971 και 1976-
1978, με διευθυντή τον Καλοκύρη και εκδότη τον Κάτο που εισήγαγε το νεοϋπερ-
ρεαλισμό στη γενιά του '70) η Θεσσαλονίκη ακολουθούσε τη δική της λογοτεχνική
πορεία.
Μιλώντας βέβαια για την ποίηση στη Θεσσαλονίκη, δεν αναφερόμαστε σε μία
επαρχιώτικη τοπικότητα, αλλά για ένα καινούριο κεφάλαιο στην μεταπολεμική
νεοελληνική λογοτεχνία καθιερώνοντας τον εσωτερικό μονόλογο. Η λογοτεχνική
διαφοροποίηση στη Βόρεια Ελλάδα ήδη εμφανίζεται από το Μεσοπόλεμο και συ-
νεχίστηκε με σημαντικές καινοτομίες στην ποίηση έως αργά. Σε αντίθεση προς
τους Αθηναίους της γενιάς του '30 που μπόλιασαν την ποίησή τους με την εθνική
ιδέα (Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Εγγονόπουλος κ.ά.), οι Θεσσαλονικείς δεν ενδια-
φέρθηκαν για κάποια "εθνικό σκοπό", μια και η πόλη είχε πάντα έναν χαρακτήρα
πιο κοσμοπολίτικο και πολυπολιτισμικό (έστω και ως παράδοση και μνημειακές
παραστάσεις) που ενισχύθηκε με τις προσφυγικές μετακινήσεις.
Μεταπολεμικά, η πρώτη τοπική ποιητική τριανδρία (Αναγνωστάκης, Κύρου,
Θασίτης) καινοτόμησε -έναντι του αθηναϊκού σουρεαλισμού της γενιάς του ’30
και των διαδόχων τους- εισάγοντας πολλά πεζολογικά χαρακτηριστικά και καθιε-
ρώνοντας μία ποίηση απογοήτευσης και περιθωριοποίησης. Και η ποιητική και-
νοτομία στη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκε με την τριανδρία των Χριστιανόπουλου,
Ασλάνογλου και Ιωάννου που ενσωμάτωσαν την καταπίεση -που εισήγαγαν οι
αριστεροί- στη λογική του εσωτερικού μονολόγου -που προϋπήρχε- υπό τη
μορφή μιας ερωτικής κοινωνικής απομόνωσης με καβαφικά πεζολογικά χαρα-

3
κτηριστικά και αίσθημα καρυωτακικής απογοήτευσης.

Σε ένα τέτοιο λογοτεχνικό περιβάλλον εντάσσεται και η Ανδρονίκη Δημητριάδη


με επαφές με τη γαλλόφωνη ποίηση και τη σύγχρονή μας ελληνική, συνεχίζοντας
με τη συλλογή «λόγου αντίθεση» (βακχικόν, 2018) την ποιητική παράδοση της
Θεσσαλονίκης του εσωτερικού μονολόγου με την εσωστρέφεια της στιχουργικής
της σε συνδυασμό με μία ποιητική πένθους.
Οφείλουμε να σημειώσουμε πως η ποίηση του πένθους αποτελεί ένα ξεχωριστό
κεφάλαιο στη μοντέρνα και μεταμοντέρνα ποίηση. Η σύνδεσή της με την αρχαία
ελεγεία και η σχέση με το μοιρολόι σε μια εποχή απομυθοποίησης του θανάτου,
της προσδίδει μία ιδιαίτερη θέση στην τέχνη. Η έκφραση συναισθημάτων όπως η
μελαγχολία, η οργή και η ενοχή αναδεικνύει το αδιέξοδο πένθος του ποιητικού
υποκειμένου. Αν δούμε τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τον θάνατο θα αν-
τιληφθούμε την απομάκρυνσή του στον προηγούμενο αιώνα από το μυστήριο
του θανάτου και από την αδυναμία αποδοχής της υλικότητάς του ως αποτέλεσμα
του εξοβελισμού του από την καθημερινότητα, καθώς απομονώνεται στις
απρόσωπες αίθουσες των νοσοκομείων. Και την ίδια στιγμή ο θάνατος απομυθο-
ποιείται εξαιτίας της συχνά στρεβλής επαφής μαζί του και της βίαιης εισβολής
των μαζικών θανάτων μέσω των ΜΜΕ στη ζωή μας. Η αλλοίωση και η υποβάθμιση
της αξίας των τελετουργικών θανάτου, που η κάθε κοινωνία έχει θεσπίσει ως
τρόπο έκφρασης και διαχείρισης του πόνου των ζώντων για την απώλεια των
αγαπημένων τους, είναι ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας για την άρνηση με
την οποία ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει το αναπόφευκτο του θανάτου.
Το πένθος και η θλίψη για την απώλεια ενός προσώπου εκφράζονται μέσω της
ποίησης που είναι γνωστή -ήδη από την ελληνική αρχαιότητα- ως ελεγεία, και που
αποτελεί τη λεκτική αναπαράσταση του συναισθήματος με απώτερο στόχο, την
παρηγοριά του εμπλεκόμενου κοινού.
Και η συλλογή τούτη κινείται ακριβώς γύρω από την ποιητική του πένθους.
Τούτο, έξαλλου, είναι και το γενικότερο συναίσθημα. Ας μην παραβλέπουμε πως
στη μεταμοντέρνα ποίηση ο θάνατος, που είχε οδηγηθεί σε μία εσωτερική βίωση,
ξαναβρίσκει τον δρόμο της κοινωνικής έκθεσης, μολονότι δεν φτάνει στο συλλογικό
βίωμα της ελεγείας ή του μοιρολογιού. Παραμένει ένα προσωπικό βίωμα που πια
εξωτερικεύεται διασπώντας την ατομική/αστική απομόνωση (somnia, μνήμες).
Και το ποιητικό πένθος συνδέεται με τη μνήμη, εντείνοντας το συναίσθημα
της απώλειας και του πόνου (εις μνήμην, Σποράδες, η ρωγμή του χρόνου, somnia).
Και μέσα στην προφορικότητα και τις ήπιες συνυποδηλώσεις τούτος ο πόνος ανα-
δύεται ισχυρότερος, αφήνοντας μία αχλή άρνησης παρηγοριάς. Εξάλλου, η μετα-
μοντέρνα ποίηση αντιτίθεται στην παραδοσιακή ποιητική του πένθους, καθώς
διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό από τα συναισθήματα παρηγοριάς κι εγ-
καρτέρησης. Σκοπός της πενθούσης ποιήτριας δεν είναι η παρηγοριά, αλλά η
αποτύπωση του ψυχικού κλίματος ορίζοντας έτσι ένα αντι-ελεγειακό ύφος.
Η ποιήτρια είναι πια συμφιλιωμένη με το ανείπωτο, με την απουσία, μολονότι
δεν εκφράζει άμεσα τον χαμό (οι 5 αισθήσεις της σιωπής)∙ έναν χαμό που αποδει-

4
κνύεται (επίγραμμα) ξαφνικός και μη φυσιολογικός. Έτσι, βέβαια, απουσιάζουν
και στοιχεία φθοράς του σώματος ή του χρόνου, αφήνοντας στο προσκήνιο τον
χαμό και τον πόνο του επιζώντος ποιητικού υποκειμένου που ταυτίζεται με την
ποιήτρια (νημερτής, οι μαγεμένες). Η θλίψη και η μελαγχολία εμφανίζονται ως
μόνιμες τροπικότητες στο έργο της και συνδέονται με τον πόνο και τη μοναξιά
γεννώντας ένα φροϋδικό αίσθημα ενοχής.

Η στιχουργική της μοιάζει με έναν διαρκή διάλογο προς ένα βουβό και
ακαθόριστο β' ενικό (βαρκαρόλα, θεοπλασία, χρησμός, αιώρα, αντίδοτο, νημερτής,
Σποράδες) με μία συνεχή εμφάνιση του θανάτου (συναίνεσις, μυοσωτίς, έρως-θά-
νατος, αντίδοτο). Με επίκεντρο το δευτεροπρόσωπο υποκείμενο η ποιήτρια εξω-
τερικεύει με μία εξομολογητική διάθεση τις βαθύτερες ανησυχίες της. Άλλωστε,
συχνά το α' ενικό γραμματικό πρόσωπο λειτουργεί ως κυρίαρχο υποκείμενο καθι-
στώντας την ποιητική της προσωπική, δίχως να απλώνεται σε κάποιο κοινό βίωμα
(αστρολάβος, μαγική γη, somnia, συμπόσιο). Ας μη λησμονούμε όμως προς το
ποίημα ξεκινά από το ατομικό βίωμα και καταλήγει ως αυτοβιογραφία του κοι-
νού.
Η Δημητριάδη αναζητά εκφραστική διέξοδο στον μεταφορικό λόγο (θεοπλασία)
με ήπιες εκφορές που αξιοποιούν το συναισθηματικό συμβολισμό λέξεων (στάχτες,
somnia, σκαλιστά, χρησμός, αντί-σκηνο). Μέσα στο εκμυστηρευτικό ύφος όμως
δεν φτάνει στην ανοικείωση, δεν ξαφνιάζει το κοινό. Ακόμα και οι λίγες κοινωνικές
αναπαραστάσεις με την απουσία ανθρώπων (αντί-σκηνο, συνταγές για αρχάριους,
μνήμες) εντείνουν το συναίσθημα της μοναξιάς.
Μολονότι το ποιητικό πένθος, ενίοτε, συνδέεται με το κοινωνικό βίωμα, όπως
η προσφυγιά (χρησμός), ετούτο παραμένει μία ατομική υπόθεση. Τα λίγα ποιήματα
για τον έρωτα (παλίρροια, πρωτόπλαστοι, νόστος, οδός ονείρων) προσπαθούν να
δημιουργήσουν ένα δίπολο έρωτας-θάνατος (μαγική λέξη) και αποκαλύπτουν
τον αγώνα για ζωή (αστρολάβος).

5
6
7
photo by: Δήμος Χλωπτσιούδης

You might also like