You are on page 1of 6

Ουφ, επιτέλους. Τι µαρτύριο κι αυτό!

Να πρέπει να τους λέω συνέχεια τα ίδια και τα


ίδια. Τι στο διάολο από την αρχή τα παραδέχτηκα όλα. Τα οµολόγησα, ρε γαµώ το! Άει
σιχτίρ!
Πότε, πού, πώς, µε ποιον, πόσο... Και νά ’ταν µια ή δυο φορές. Οχτώ φορές τα ίδια
ερωτήµατα µού ’καναν. Κι ούτε νερό δε µου έδωσαν. Ευτυχώς τουλάχιστον µ’ άφησαν να
καπνίζω.
Κι εκείνος ο νεαρός µπάτσος! Λες και πρώτη φορά κοιτούσε γυναίκα. ∆ε λέω έχω και το
πρώτο σώµα στην πιάτσα, αλλά αυτός είχε γουρλώσει τα µάτια του και κοιτούσε συνέχεια
στο στήθος και τα µπούτια µου. Σαν να µην είχε ξαναδεί τόσο στητό βυζί -και να’ ταν και
µεγάλο, τριάρι είναι το καηµένο, αλλά στητό. Όλοι τους µε έγδυσαν. Αν ήταν, ίσως, να
γλυτώσω όλη την ταλαιπωρία θα τους έπαιρνα και τζάµπα. Ιδίως τον σµηναγό ή ό,τι άλλο
ήταν τέλος πάντως.
Και τώρα λέει πάει δικάσιµος. Γιατί ρε παιδιά, τι έκανα; Επειδή έκανα πιάτσα στην
Πολυτεχνείου; Πρώτη φορά είδαν πουτάνες εκεί; Όλοι το ξέρουν αυτό. Και µόνο εµένα
βρήκαν να πιάσουν. Οι άλλες οι ρουφιάνες, οι καριόλες τη γλίτωσαν. Κι εγώ που δεν έχω
άντρα πίσω µου την έκατσα...
Λες, ρε πούστη, να µε κάρφωσε ο πρώην ο κερατάς για να µε ξαναπάρει; ∆εν θα του
περάσει. Και οι µπασκίνες, βέβαια, στο κόλπο... αν τους υποσχέθηκε τίποτα φιστίκι τζάµπα,
χαζοί είναι να χάσουν το κελεπούρι; Αφού τα δικά µου τα κόλπα, οι δικές τους οι
µυξοπαρθένες δε τα κάνουν.
Αλλά σε νταβά δε ξαναγυρνώ. ∆ε τους κάνω κι ούτε τα πάω ίσα κι οµαλά. Στο τάλιρο
τα τέσσερα δικά του και για µένα που βγάζω στη φόρα το... αιδοίο, καθώς λένε οι σοφιστές
του τόπου, το µουνί δηλαδή, να βγάζω µόνο ένα χιλιάρικο. Κάτσε, ρε φίλε, επειδή τα
χώνεις σε µπάτσους, θα µου φας τις τέσσερις χήνες;
Άσε που µόνος του κλείνει δουλειές µε ό,τι κόσµο νά ’ναι, αρκεί να βλέπει το καφέ ή
τον Κολοκοτρώνη να σπαρταρά. Ο καθένας µε το βίτσιο του! Άλλος θέλει ξύλο και να µου
γλείφει τις µπότες. Κι εγώ σαν πόρνη θα πρέπει να το απολαµβάνω. Ο άλλος γουστάρει να
µε σπάσει στο ξύλο, µε µαστίγιο, µε ζώνη κι ό,τι κατεβάσει για γούστα το τσουτσούνι του.
Και αν δεν καυλώσω, δε γουστάρει και δε πληρώνει. Κι εµένα πλακώνει στις µάπες ο
νταβάς. Κάτσε, ρε µίστερ, όλα τα ψώνια πρέπει να µ’ αρέσουν; Πώς να καυλώσω µε το
ξύλο; Εσένα πρέπει να σου σηκωθεί, όχι εµένα.
Μέχρι και σε τσόντα πήγα, για να πάρω το 15% και τ’ άλλο ο άντρας. Τι είπε; Α, ναι:
για λαδώµατα, γιατί η µηχανή θέλει γράσο, για τα έξοδα και άλλες τέτοιες µαλακίες µου
τσαµπουνούσε. Και δε µου λες, ρε φιλάρα, στις 200.000 το 15% είναι µόνο είκοσι χήνες ή µ’
έριξε; Εγώ δεν ξέρω µάθηµα..., µαθήµατα..., µαθηµατικ... ή όπως το λέτε εσείς που
τελειώσατε το σχολείο. Μια αγράµµατη µηνυµένη πουτάνα είµαι κι ούτε καν το λύκειο
τελείωσα. Οι σπουδές µου φτάνουν ως πτυχίο καύλας και ντοκτορά στο καλό και γρήγορο
ξεπέταγµα...
Α, µη µου το παίζεις, Οσία Μαρία. Σ’ εµένα ξέρουµε καλά γιατί ήρθες, άσχετα που σε
πρήζω ώσπου να φτάσουµε στο καλύβι σου για το πήδηµα. Ο Θεός γι’ αυτό έφτιαξε το
µουνί. Και η Εύα της δουλειάς ήταν. Όπως εγώ, ξεπέταξε τον Αδάµ κι ο Κύριος ηµών Θεός
τους έδιωξε.
Και για να επιστρέψω σ’ ό,τι έλεγα, για να καταλάβεις έχω πάρει µέρος µέχρι και σε
διαφηµιστικά για hot lines. Ξέρεις, µωρέ, εκεί που δείχνουν βυζιά και κώλους µε το
νούµερο του τηλεφώνου. Θά ’ταν είπε ο δικός µου καλή διαφήµιση, αφού όλοι πριν βγουν
στην πιάτσα πρώτα βλέπουν τις γκόµενες. Κι αν µ’ έβλεπαν πριν στην τηλεόραση µε την
κορµάρα µου, θα µ’ επέλεγαν οι πελάτες.
Και το βράδυ, ή µάλλον το πρωί µετά τη δουλειά, έπρεπε να τον πάρω κι αυτόν. Τι κι αν
ήµουν κουρασµένη; Είναι καθήκον µου να του κάθοµαι κι όπως το θέλει, µάλιστα. Ξέρεις τι
ξύλο έφαγα που δεν µπορούσα ή δε τό ’θελα; Βιασµός σε πουτάνα δεν υπάρχει. Πόσο
µάλλον από τον νταβατζή της. Μια φορά µ’ έδειρε, επειδή δεν το απολάµβανα κι αυτός το
κατάλαβε. ∆εν ήταν και µαλάκας. Με πουτάνες είχε να κάνει όλη µέρα.
Αρκετά, βέβαια, σου τα έπρηξα µε τον νταβατζή µου. Τώρα πού ’µαι ελεύθερη διαλέγω
όποιον θέλω και αφήνω στην άκρη και σύξυλους όσους θέλουν βίτσια µε αλυσίδες,
χειροπέδες, µαστίγια κι από πίσω. Έκοψα και τα λεσβιακά, εκτός κι αν η πελάτις είναι
κόµµατος. Τότε τα ζυγιάζω και αποφασίζω ναι ή όχι.
Πάλι µ’ έπιασε η φλυαρία µου. Και πώς να µη µε πιάσει µε τόσες ώρες στο ανακριτικό.
Και να σκεφτείς ότι είναι η τρίτη ή η τέταρτη µήνυση που µού ’καναν. Την προηγούµενη
φορά τη γλίτωσα, γιατί µου την έπεσαν µε το στανιό δύο στρουµφάκια του Τµήµατος
ταυτόχρονα. Βασικά, να πούµε, µε βίασαν κι οι δυο, αλλά τι να πω; Ποιος θα πίστευε µια
πουτάνα; Εξάλλου, κόρακας κοράκου µάτι δε βγάζει. Αν το έκανα θα µου τον φορούσε όλη
η µπατσαρία. Κι άλλες φορές γίνεται αυτό.
Να σου λένε τα κορίτσια ιστορίες για µπάτσους... Για να µην πάνε τάχατες στη στενή,
έκαναν παρτούζες ή λεσβιακά κι άλλα βιτσιόζικα µε τους µπάτσους, τους φίλους και τις
γυναίκες τους. Κάποια στην Αθήνα την έστειλαν στο νοσοκοµείο απ’ το πολύ ξύλο, επειδή
δε γούσταρε να τους κάνει τσιµπούκι. Την άλλη την χαράκωσαν και άκουσα πως κάποια
στην Τουρκία, νοµίζω, τη βίασαν µε κλοµπ. Ναι, αυτό που χρησιµοποιούν οι ΜΑΤατζίδες
σε πορείες και αγώνες ποδοσφαίρου...
Τι νόµιζες, ότι είναι εύκολη η πουτανιά; Αγόρι µου... Όλοι οι κίνδυνοι του κόσµου
είναι για το µουνί και το γαµήσι. Είναι εδώ κάτω. Μαχαίρια και πιστόλια -ως και
calasnicov µε έναν και δύο Κολοκοτρωναίους βρίσκεις στην πιάτσα- τα βίτσια τους, τους
µπάτσους και τους νταβατζήδες. Ή νόµιζες ότι είναι εύκολο να βγάλεις την τρύπα σου στη
φόρα και όσους αρπάξει η βραδιά;
Τα µόνα καλά που έχει αυτό το επάγγελµα, το αρχαιότερο -που λένε- αφού πρώτη το
έφερε η Εύα, η Σαλώµη, γυναίκες στα Σόδοµα και στα Γόµορρα. Τα µόνο καλά, που λες,
είναι ότι δε θέλεις πτυχία -λες και θα γίνεις καθηγήτρια- και δεν έχει εφορία κι αφήνει, αν
πιαστείς κι είσαι λεύτερη από άντρα, πολλά και καλά λεφτά. Οι πιο έξυπνες στην πιάτσα
έχουν στάνταρ πελάτες, που αφήνουν λεφτά. Και τα λεφτά τα βάζουν στην τράπεζα κι
αυτά αυγατίζονται. 27 - 30 χρονών φεύγουν από τη δουλειά και παντρεύονται και ζουν
άνετα. Πολλές παίρνουν ‘‘εις γάµου κοινωνίαν’’ και πελάτες τους ακόµα, διαφόρων
χρονών: σαραντάρηδες, τριαντάρηδες ή και φοιτητές, που τους συντηρούν ως το πτυχίο
τους.
∆ύο χρόνια στην πιάτσα, έχω δει τα πιο ευχάριστα και τα πιο φρικιαστικά συµβάντα.
Η νύχτα είναι µεγάλη δασκάλα, η ρουφιάνα. Χειρότερη κι από µάνα. Όλα γίνονται εκεί.
Μαχαιριές, φόνοι, ό,τι θες βλέπεις. Πριν από τρεις βδοµάδες δυο Αλβανοί πλακώθηκαν
γιατί ήθελαν την ίδια γκόµενα, πόρνη, δηλαδή. Ο ένας τις έτρωγε για τα καλά -βλέπεις ο
άλλος ήταν αρσιβαρίστας, σαν το ∆ήµα, ξέρεις τώρα- µέχρι που έβγαλε µια κουµπούρα
µεγαλύτερη απ’ το... παλαµάρι του, καταλαβαίνεις; Με πιάνεις; Και του έκοψε του
παλικαριού τα απαυτά για να µην ξαναπάει µε τη δική του πόρνη.
Την άλλη φορά µία δικιά µου -πόρνη κι αυτή- κάποιος την καθάρισε, γιατί δεν ήθελε
τα βίτσια του. Μια άλλη πήγε µε πελάτη και αυτός για 10.000 φράγκα θα την έδενε και θα
την... έκανε. Αλλά δεν την πέρασε µόνος του αυτός, αλλά και έξι άτοµα της παρέας του. Της
νύχτας κι αυτοί µε µπαρ, στριπτιζάδικο -ξέρεις τώρα- και τη βίασαν, γιατί δεν ήθελε να
δουλέψει εκεί και µετά της χαράκωσαν το κορµί και την έκαψαν µε τσιγάρα για να µην
ξαναδιανοηθεί και ξαναµείνει γυµνή µπρος σε άντρα και γυναίκα. Ίσα που κατάφεραν
και την κράτησαν στη ζωή απ’ την αιµορραγία και εγκαύµατα οι γιατροί. Και είχε µια
κορµάρα η πουτάνα...
Μόνο τη νύχτα ικανοποιούνται τα βίτσια και οι ανωµαλίες µε τα φονικά. Πιο παλιά
ένας τακτικός πελάτης, που µου έφερνε ο δικός µου, µε χάιδευε µε µαχαίρια στο στήθος
και στις τρίχες µου, ενώ µε έδενε µε χειροπέδες. Του άρεσε έτσι κι αν ξαφνικά έκανα κάτι
κακό ή δεν τον ικανοποιούσα µ’ απειλούσε να µου κόψει τις ρόγες και να µε χαρακώσει.
Κι εγώ χεσµένη απ’ τον φόβο µου έκανα ό,τι ήθελε. Έχεις ακούσει εκείνο το ρητό που λέει
‘‘έχεσε το µουνί απ’ το φόβο κι ο κώλος έχυνε’’ ; Για µένα τό ’βγαλαν µ’ αυτόν. Αλλά τα ίδια
νιώθουν και συναντούν και οι άλλες συναδέλφισσες.
Γι’ αυτό σου λέω της νύχτας τα καµώµατα είναι πολλά, µυστικά κι ένοχα και κόκκινα
απ’ τη βία και το αίµα. Γι’ αυτό κι εγώ ένα-δυο χρονάκια θα δουλέψω ακόµη και µετά θα
τα παρατήσω όλα και θα ζήσω µια ήσυχη ζωή στο φως της µέρας, µακριά από τα σκοτεινά
σοκάκια και τ’ αυτοκίνητα π’ αριβάρουν για ψώνισµα.
Ξέρεις τι θέλω να κάνω µετά τη σύνταξη; Θα ήθελα πάρα πολύ να σπουδάσω. Θα
τελειώσω το λύκειο µε ιδιαίτερα και µετά θα σπουδάσω, δε ξέρω κι εγώ τι... Ίσως φιλογία...
αυτή, µωρέ, την επιστήµη για την ποίηση. Ίσως µάλιστα γράψω κι εγώ ποιήµατα. Έχουν
δει τα µάτια µου εµένα... Άκουσα πως αν δε µάθεις τη ζωή και δεν έχεις εµπειρίες, τότε δε
γράφεις κι αν γράψεις θα είναι πεπονόφλουδες. Τουλάχιστον έτσι λέει ένας καλός µου
πελάτης.
Είναι νέος γύρω στα τριαντα-πέντε και δεν έχει γκόµενα. Μού ’ρχεται δυο ή τρεις
φορές την εβδοµάδα και πληρώνει για ολόκληρη νύχτα. Με προσέχει και µε πληρώνει
καλά. Και τη γυναίκα τόσα θα της έδινε για να του κάτσει και πιο πολλά, µόνο που θα
έλεγε ότι είναι για ψώνια για το σπίτι.
Αυτόν που λες δε θα έλεγα όχι να τον παντρευτώ. Θα µε προσέχει και θα µ’ αγαπά.
Εγώ θα του κάνω -και µόνο σ’ αυτόν- τα σεξουαλικά κόλπα µου και µε τον καιρό θα µάθω
να τον αγαπώ και θα τον φροντίζω.
Είναι, που λες, καθηγητής σε σχολείο. Κάνει φυσική και τέτοια. Τα λεφτά του και όσα
µαζεύω εγώ φτάνουν για να µε παντρευτεί και για σπιτικό, φιλάρα.
Όταν µάλιστα οι πελάτες θέλουν να το απολαµβάνω το σεξ κι εγώ και να τελειώνω,
τότε φαντάζοµαι ότι το κάνω µαζί του. ∆εν του αρέσουν οι ανωµαλίες. Γι’ αυτό και τον
κρατώ πελάτη µου. Αν ήταν βιτσιόζος θα τον διαολόστελνα κι αυτόν και τα σαράντα
χιλιάρικα που αφήνει κάθε βδοµάδα.
Τώρα, θα µου πεις, κάνω όνειρα και λογαριασµούς -καθώς λένε- χωρίς τον ξενοδόχο,
το Θεό. ∆ε πιστεύω ότι υπάρχει. Κι αν υπήρχε µε ξέχασε στο βούρκο της νύχτας. Αλλιώς θα
µε βοηθούσε και δε θα µ’ άφηνε να βγω στη ‘‘δουλειά’’. Εγώ πιστεύω στον θεό της νύχτας,
που µε προστατεύει. Στην Αρχαιότητα λέει ο δικός µου θά ’µουν ιέρεια της θεάς
Αφροδίτης, θεά του σεξ ήταν -µεγάλη πουτάνα, που λες- ή του ∆ιονύση, που οργάνωνε
παρτούζες µε πολύ κρασί µαζί µε Βάκχες... ή Βάκχους... Τι στο διάολο, όπως τους λέγανε
τέλος πάντων...
Τι κι αν παντρευτώ; Κούκλα είµαι, κορµί θανατερό έχω, κι αν σταµατήσω και τη
δουλειά και τις ολονυχτίες, θα οµορφύνω κι άλλο ( γιατί η τσούλα η νύχτα σε χαλάει ),
λεφτά θα έχω στην άκρη, κόλπα ξέρω στο κρεβάτι. Ε, όλο και κάποιον κάπως ωραίο που
θα µ’ αγαπήσει θα τυλίξω. Όµως θα ξέρει την αλήθεια και την προηγούµενη δουλειά µου.
Θα µάθω κοµπιούτερ και θα γίνω γραµµατέας σε κάποιο γραφείο, για να έχω λεφτά.
Σαν τον αείµνηστο τον Αντρίκο τον Παπαντρέου µιλάω συνέχεια µε τα ‘‘θα’’. Ας
σταµατήσω τη δουλειά σε δυο χρόνια και τ’ άλλα θά ’ρθουν µόνα τους. ∆ε βιάζοµαι.
Είκοσι χρονώ είµαι ακόµη.
Πάµε τώρα σπίτι σου για τα κολπάκια µου και βλέπουµε. Και είπαµε, ε! ∆εν θέλω
βίτσια και ανωµαλίες τη... ΠΡΟΣΕΧΕ φορτηγό! Την νταλίκα αριστερά σου, µαλάκα!
Φρέναρε, φρέν...

Το κείµενο αυτό το έγραψα το 1997 και δηµοσιεύεται για πρώτη φορά.

You might also like