You are on page 1of 58

Μαίρη Σέλλεϋ

Ο ΘΝΗΤΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ
και άλλες ιστορίες

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας


ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕΫ

Ο ΘΝΗΤΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ
και άλλες ιστορίες

ΕΙΣΑΓΩΓΗ—ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ:
Alfred E. Chalon— H. Brigg
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ..................
Ο ΘΝΗΤΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ.............
Ο ∆ΙΑ∆ΟΧΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΤΟΛΦΟ.....................
ΦΕΡ∆ΙΝΑΝ∆ΟΣ ΕΜΠΟΛΙ......................
ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕΫ....................
*

Πραγµατικά, η Μαίρη κυνήγησε τον έρωτα, µ’ έναν τρόπο που υπερκάλυπτε την
σηµασία του µεγαλειώδους αυτού συναισθήµατος στον σύµπαν των ροµαντικών. Για
τους ροµαντικούς, ο έρωτας δεν ήταν απλά µια εκδήλωση άκρατου πάθους, όπως
στην αρνητική θεολογία µια µερίδας αριστοκρατών, που οι σεξουαλικοί περιορισµοί
του χριστιανισµού τους προκαλούσαν δυσφορία, ούτε ένα µέσο αναζήτησης του
θεού —και άρα εκµηδένισης του έρωτα— όπως στους νοµοταγείς χριστιανούς. Για
τους ροµαντικούς ο έρωτας ήταν η απόλυτη απάντηση στην ίδια την περιπλοκή της
ανθρώπινης ύπαρξης. Καµιά κόλαση, όσο άγρυπνη κι αν στηνόταν γύρω στον
άνθρωπο, δεν είχε σηµασία, αν πριν και µετά από αυτήν υφίστατο ο έρωτας. Η
διαυγέστερη διατύπωση αυτού του αξιώµατος βρίσκεται στον Σολωµό, αν και θα
πρέπει να διαβάσουµε το ηµιστίχιο της Φαρµακωµένης «...κι όλα ο θάνατος τα λυει»
ως «...κι όλα ο έρωτας τα λυει», όχι παραποιώντας τον µεγάλο ποιητή, αλλά
παίρνοντας τον δρόµο που µε χίλια δάχτυλα—λέξεις µας δείχνει.
Η απόλυτη απάντηση στην περιπλοκή της ύπαρξης, που τόσο βαθειά βίωσες η
Μαίρη Σέλλεϋ πρόκειται για µια διπλοβελονιά: το υφαντό της ζωής δεν πρόκειται να
σταθεί πάνω στο πετσί µας αν η βελόνα δεν επιστρέψει από την ανάποδη, φέρνοντας
µαζί της πότε το είδωλο του θανάτου και πότε το είδωλο του έρωτα. Έρωτας—
θάνατος—έρωτας—θάνατος—έρωτας... Να πώς βαίνει η βελονιά.
Ο κόµης Έµπολι ερωτεύεται και πεθαίνει µέσα στον έρωτα που γεννά το
είδωλό του στην γυναίκα που αγάπησε, η οποία πρέπει να σκοτώσει τον έρωτά της
για το είδωλο, προκειµένου να ζωντανέψει τον έρωτά της για το αυθεντικό, το οποίο
ωστόσο δεν ήταν παρά ένα είδωλο του ειδώλου. Τι είναι αυτό που οδηγεί την
Αδαλίνδα στην επιλογή της; Πώς µπορεί να είναι βέβαιη για την πραγµατικότητα που
επιλέγει; Φυσικά, την οδηγεί η σταθερότητα του συναισθήµατός της απέναντι στην
αστάθεια του αντικειµένου του. Όποιος κι αν είναι στην πραγµατικότητα αυτός που
αγάπησε, σηµασία έχει η αλήθεια του συναισθήµατός της. Μέσα σε αυτήν την
αλήθεια διενεργείται η ίδια η κατασκευή του έρωτα ως αυθεντικότητας. Αν ο
σφετεριστής δεν είχε προβεί σε ενέργειες αντίθετες προς τον φανταστικό εραστή της
Αδαλίνδας, δεν θα κινούσε τις υποψίες της. Ο άλλος είναι ο πραγµατικός εραστής
επειδή δεν συγκρούεται µε τον φανταστικό που εξέθρεψε όσον καιρό απουσίαζε.
Πόσοι θάνατοι λανθάνουν σ’ αυτόν τον έρωτα; Τόσοι όσοι δεν θα επέτρεπαν ίσως
την δηµοσίευση του διηγήµατος. Μα ήταν καλά κρυµµένοι, κι έτσι το διήγηµα
δηµοσιεύθηκε.
Ύστερα ο διάδοχος των Μοντόλφο ανοίγεται προς τον έρωτα µόνο µέσω του
θανάτου της µητέρας του. Η επιλογή ενός κοριτσιού που χρειάζεται βοήθεια είναι
ήδη µια πατροκτονία. Μα δεν πρόκειται να διαπιστώσει Την αλήθεια των
συναισθηµάτων του παρά µόνον όταν ο πατέρας επιχειρήσει να σκοτώσει για δεύτερη
φορά την µητέρα µε έναν ακόµη εξευτελισµό. Εδώ ως έναν βαθµό το κέντρο βάρους
θα µεταφερθεί στην ερωµένη, που αρνείται πεισµατικά να ενδώσει στις επιθυµίες του
πατέρα. Η ίδια η Μαίρη Σέλλεϋ γνώριζε καλά αυτήν την διαλεκτική σύγκρουση. Ο
πατέρας της θα έµενε χωρίς πνευµατικό διάδοχο, αν ο Πέρσυ Σέλλεϋ παντρευόταν
την χωριατοπούλα του, την Μαίρη, που δεν ήταν άλλη —για τον Γκόντουιν— από
την αδικοχαµένη Γουλστόουνκραφτ. Το απροσδόκητο σθένος της χωριατοπούλας θα
µεταβάλει τον έρωτα σε πατροκτονία. Ο πατέρας του Λουδοβίκου θα πεθάνει από το
χέρι της νύφης του, όπως ο πατέρας της Μαίρης θα πεθάνει από το χέρι της
συγγραφέως. Κι έτσι το διήγηµα θα µείνει ανέκδοτο.
Ο ΘΝΗΤΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ*
16 ΙΟΥΛΙΟΥ, 1833 — Αλησµόνητη επέτειος. Σήµερα συµπλήρωσα το τριακοσιοστό
εικοστό τρίτο έτος µου!
Ο Περιπλανώµενος Ιουδαίος;* Ασφαλώς όχι. Περισσότεροι από δεκαοκτώ
αιώνες βαραίνουν τις πλάτες του. Σε σύγκριση µ’ εκείνον, εγώ είµαι ακόµη πολύ
νεαρός αθάνατος.
Μα είµαι όντως αθάνατος; Επί τριακόσια τρία χρόνια έθετα συνεχώς στον
εαυτό µου αυτό το ερώτηµα, και απάντηση δεν έπαιρνα. Κάποια µέρα — µέρα
σηµαδιακή — ανακάλυψα µιαν άσπρη τρίχα ανάµεσα στις καστανές µπούκλες µου.
Αυτό σίγουρα σηµαίνει πως γερνώ. Αλλά µπορεί κιόλας να ήταν εκεί κρυµµένη
τριακόσια χρόνια. Κάποιοι ασπρίζουν εντελώς πριν φτάσουν τα είκοσι.
Θα πω την ιστορία µου και ας κρίνει ο αναγνώστης τι συµβαίνει πραγµατικά.
Θα πω την ιστορία µου. Να, λοιπόν, που µηχανεύτηκα έναν τρόπο να περάσω µερικές
ώρες µιας αιωνιότητας που άρχισε να καταντά αφόρητη. Για πάντα! Γίνεται τέτοιο
πράγµα; Να ζήσεις για πάντα! Έτυχε ν’ ακούσω για κάποια ξόρκια, που ρίχνουν το
θύµα τους σε βαθύ ύπνο και ξυπνά µετά από εκατοντάδες χρόνια, ολοζώντανο όπως
ήταν πριν κοιµηθεί. Έτυχε ν’ ακούσω την ιστορία των Επτά Κοιµωµένων.* Έτσι δεν
είναι και τόσο βαρετό να είσαι αθάνατος. Όµως ο χρόνος είναι αβάσταχτος όταν δεν
τελειώνει, και οι ώρες βαρετές όταν δεν τελεσφορούν! Αχ, τι ευτυχισµένος που ήταν
εκείνος ο θρυλικός Νουρτζαχάντ!* Τέλος πάντων· επιστρέφω στην δουλειά που
άρχισα.

Ξακουστός είναι ο Κορνήλιος Αγρίππας.* Αθάνατη είναι η µνήµη του, αθάνατη και η
τέχνη του, που µ’ έκανε αθάνατο. Όλοι γνωρίζουν την ιστορία εκείνου του ανίδεου
µαθητή του,* που όταν έλειπε ο δάσκαλος κάλεσε τον ρυπαρό δαίµονα και έχασε την
ζωή του. Το περιστατικό, πραγµατικό ή φανταστικό, έβαλε σε πολλούς µπελάδες τον
φηµισµένο φιλόσοφο. Οι µαθητές του τον παράτησαν αµέσως, οι υπηρέτες του
εξαφανίστηκαν. ∆εν έµεινε κοντά του κανείς. Κανείς δεν κουβαλούσε κάρβουνα για
του κλίβανούς του, που έκαιγαν ακόµη κι όταν κοιµόταν. Κανείς δεν
παρακολουθούσε πότε άλλαζαν χρώµα τα φάρµακά του όσο εκείνος διάβαζε. Τα
πειράµατά του αποτύγχαναν το ένα µετά το άλλο, γιατί δυο χέρια δεν έφταναν να τα
ολοκληρώσουν. Τα σκοτεινά πνεύµατα γελούσαν µαζί του, που δεν κατάφερνε να
βρει ούτε έναν θνητό να τον υπηρετήσει.
Τότε ήµουν πολύ νέος, πολύ φτωχός και πολύ ερωτευµένος. Είχα ήδη
µαθητεύσει περίπου έναν χρόνο κοντά στον Κορνήλιο, αν και απουσίαζα όταν
συνέβη το γνωστό περιστατικό. Μόλις επέστρεψα, οι φίλοι µου µε ικέτευσαν να µην
ξαναπάω στο σπίτι του αλχηµιστή. Έτρεµα καθώς µου διηγούνταν την τροµερή
ιστορία. ∆εν χρειάστηκα δεύτερη προειδοποίηση, κι όταν ο Κορνήλιος ήρθε και µου
πρόσφερε ένα πουγκί χρυσάφι για να πάω να µείνω µαζί του, ένοιωσα σαν να
προσπαθούσε να µε βάλει σε πειρασµό ο ίδιος ο Σατανάς. Τα δόντια µου άρχισαν να
χτυπούν, οι τρίχες της κεφαλής µου σηκώθηκαν, κι έτρεξα όσο πιο µακριά κι όσο πιο
γρήγορα µου επέτρεπαν τα τρεµάµενα γόνατά µου.
Ταραγµένα τα βήµατά µου µε οδήγησαν όπως—όπως εκεί που µε οδηγούσαν
κάθε απόγευµα τα δύο τελευταία χρόνια: σε µια γλυκιά, κρυστάλλινη, κελαριστή
πηγή, όπου χασοµερούσε ένα µελαχρινό κορίτσι, µε τα φωτεινά του µάτια
καρφωµένα στο µονοπάτι, που συνήθιζα να παίρνω µόλις νύχτωνε. ∆εν θυµάµαι ποτέ
να µην την αγαπούσα την Βέρθα· ήµαστε γείτονες και φίλοι από µικρά παιδιά. Οι
γονείς της, άνθρωποι ταπεινής καταγωγής, αλλά αξιοσέβαστοι — όπως και οι δικοί
µου — ευχαριστούνταν πολύ να βλέπουν πόσο στενά είχαµε δεθεί. Μιαν ώρα
ολέθρια, ένας κακός πυρετός πήρε τον πατέρα και την µητέρα της, και η Βέρθα
έµεινε ορφανή. Θα είχε βρει καταφύγιο στην πατρική µου στέγη, όµως δυστυχώς, η
γηραιά κυρία του κοντινού κάστρου, πλούσια, άτεκνη και µοναχική, δήλωσε την
πρόθεσή της να την υιοθετήσει. Στο εξής, η Βέρθα θα φορούσε µεταξωτά, θα
κατοικούσε σ’ ένα µαρµάρινο παλάτι και θα την µακάριζαν όλοι για το µεγάλο δώρο
που της έκανε η τύχη. Όµως κι αν βρέθηκε εκεί, κι αν την τριγύριζαν νέοι συγγενείς,
εκείνη έµεινε πιστή στον φίλο των φτωχικών της ηµερών. Επισκεπτόταν συχνά το
καλύβι του πατέρα µου, κι όταν της το απαγόρευσαν, χασοµερούσε στο γειτονικό
δάσος και µε συναντούσε πίσω από την σκιερή πηγή.
Συχνά, δήλωνε πως το χρέος της απέναντι στην προστάτιδά της δεν
συγκρινόταν µε την ιερότητα του δεσµού µας. Όµως εγώ ήµουν πολύ φτωχός για να
παντρευτώ, κι εκείνη δεν άντεχε πια να υποφέρει για λογαριασµό µου. Είχε
υπερήφανο αλλά ανυπόµονο πνεύµα, και θύµωνε µε τα εµπόδια που έµπαιναν στην
ένωσή µας. Τώρα είχαµε καιρό να συναντηθούµε, και η απουσία µου της είχε
προκαλέσει µεγάλη οδύνη. Μου παραπονέθηκε πικρόχολα, και σχεδόν µε κάκισε που
ήµουν φτωχός.
—Είµαι φτωχός, γιατί είµαι έντιµος. Αν δεν ήµουν, θα µπορούσα να πλουτίσω
αµέσως! αποκρίθηκα µε απερίσκεπτη ορµή.
Το ξέσπασµά µου επέσυρε µύριες όσες ερωτήσεις. Φοβήθηκα να την
φορτώσω µε την αλήθεια, αλλ’ εκείνη µου την απέσπασε. Ύστερα, µου έριξε ένα
περιφρονητικό βλέµµα και µου είπε:
—Καµώνεσαι πως µ’ αγαπάς αλλά φοβάσαι ν’ αντιµετωπίσεις τον ∆ιάβολο
για χάρη µου!
∆ιαµαρτυρήθηκα, λέγοντάς της πως το µόνο που φοβόµουν ήταν να την
προσβάλω, ενώ εκείνη αγωνιούσε ήδη για το ποσό της αµοιβής µου. Έτσι
ενθαρρυµένος — ντροπιασµένος — από εκείνη, οδηγηµένος από τον έρωτα και την
ελπίδα, περιγελώντας τους πρόσφατους φόβους µου, µε βήµα ταχύ και καρδιά
ελαφριά, επέστρεψα στο σπίτι του αλχηµιστή, αποδέχθηκα την πρότασή του να του
προσφέρω τις υπηρεσίες µου, και εγκαταστάθηκα αµέσως στο γραφείο µου.

Πέρασε ένας χρόνος. Συγκέντρωσα ουκ ολίγα χρήµατα. Η συνήθεια εξόρισε τους
φόβους µου. Παρά την συνεχή επαγρύπνησή µου, δεν εντόπισα το παραµικρό ίχνος
οπλής.* Η µελετηρή σιωπή της κατοικίας µας δεν ταράχτηκε ποτέ από σατανικά
ουρλιαχτά. Συνέχιζα να βλέπω κρυφά την Βέρθα, και η Ελπίδα κατέκλυζε την ψυχή
µου· η Ελπίδα, όχι όµως και η πραγµατική ευτυχία. Η Βέρθα φανταζόταν πως η
αγάπη και η ασφάλεια ήταν εχθροί, και διασκέδαζε να χωρίζει µέσα στο στήθος µου
τα δύο αυτά συναισθήµατα. Αν και είχε ειλικρινή καρδιά, ήταν κάπως άστατη κι εγώ
ζήλευα σαν Τούρκος. Με περιφρονούσε µε χίλιους δυο τρόπους, και δεν εννοούσε να
δεχθεί πως σφάλει. Με έκανε έξαλλο από θυµό και ύστερα µε ανάγκαζε να εκλιπαρώ
την συγνώµη της. Κάπου—κάπου φανταζόταν πως δεν ήµουν αρκετά υπάκουος, και
τότε µου πετούσε κατάµουτρα µιαν ιστορία για κάποιον αντεραστή, που τον
συµπαθούσε η προστάτις της. Η αλήθεια είναι πως την τριγύριζαν τόσοι και τόσοι
νεαροί ντυµένοι στα µεταξωτά, πλούσιοι και αβροί στους τρόπους. Πώς να τους
ανταγωνιστεί ένας αυστηρά ενδεδυµένος µαθητής του Κορνηλίου;
Κάποτε, ο φιλόσοφος απαίτησε µεγαλύτερο µέρος του χρόνου µου, γεγονός
που δεν µου επέτρεψε να την συναντήσω, όπως επιθυµούσα. Ο δάσκαλός µου είχε
εµπλακεί σε κάποια πολύ σπουδαία εργασία και ήµουν υποχρεωµένος να βρίσκοµαι
δίπλα του µέρα νύχτα, για να κρατώ αναµµένους τους κλίβανους και να προσέχω τα
χηµικά παρασκευάσµατα. Η Βέρθα µε περίµενε µάταια στην πηγή. Το υπερήφανο
πνεύµα της εξήφθη από αυτήν την αµέλεια και όταν επί τέλους κατάφερα να ξεφύγω
για µερικά λεπτά και να τρέξω κοντά της, ελπίζοντας πως θα µε παρηγορήσει και θα
µε ξεκουράσει, µε αντιµετώπισε περιφρονητικά, µε απέπεµψε και φώναξε πως θα
έδινε το χέρι της σε οποιονδήποτε εκτός από εµένα, που δεν µπορούσα να βρίσκοµαι
σε δύο µέρη ταυτοχρόνως για χάρη της. Θα έπαιρνε εκδίκηση! Και την πήρε
πραγµατικά. Υποχωρώντας µουδιασµένα, άκουσα πως την κυνηγούσε, την
πολιορκούσε ο Άλµπερτ Χόφερ. Ο Άλµπερτ Χόφερ ήταν ευνοούµενος της
προστάτιδάς της. Πέρασαν έφιπποι οι τρεις τους έξω από το θαµπό παράθυρό µου.
Νόµισα πως άκουσα ν’ αναφέρουν τ’ όνοµά µου και να ξεσπούν σε γέλια πλήρη
χλεύης, καθώς το σκοτεινό βλέµµα εκείνης κινήθηκε για µια στιγµή περιφρονητικά
προς το σπίτι µου.
Η ζήλια τρύπωσε στο στήθος µου, απολύοντας όλο το φαρµάκι, όλη την
αθλιότητά της. Ποταµοί δακρύων έπνιγαν το πρόσωπό µου στην σκέψη πως δεν θα
µπορούσα πλέον να την θεωρώ δική µου, και περιέλουζα µε κατάρες την αστάθειά
της. Ωστόσο έπρεπε πάντα να κρατώ αναµµένους τους κλίβανους του αλχηµιστή,
έπρεπε πάντα να προσέχω τα άψυχα χηµικά παρασκευάσµατα.
Ο Κορνήλιος δεν έκλεισε µάτι τρεις µέρες και τρεις νύχτες. Οι αποστάξεις δεν
προχωρούσαν µε τον ρυθµό που προσδοκούσε. Σε πείσµα του άγχους που τον είχε
καταλάβει, ο ύπνος βάραινε τα βλέφαρά του. Ωστόσο, κάθε φορά, κατάφερνε να
τιθασεύσει την νύστα του µε υπεράνθρωπη δύναµη, παροπλίζοντας τις αισθήσεις του.
Κοίταξε τους κλίβανους µε λαχτάρα.
—Τίποτε ακόµη, µουρµούρισε. Χρειάζεται να περάσει κι άλλη νύχτα πριν
ολοκληρωθεί το έργο; Ουίνζι,* φύλαξε εσύ, στάσου πιστός. Κοιµήθηκες, αγόρι µου,
κοιµήθηκες εχθές το βράδυ. Μην χάσεις από τα µάτια σου αυτό το γυάλινο δοχείο.
Το υγρό που περιέχει είναι ελαφρά ρόδινο. Όταν αρχίσει ν’ αλλάζει χρώµα, ξύπνησέ
µε αµέσως. Μέχρι τότε εγώ θα κλείσω λίγο τα µάτια µου. Πρώτα θα γίνει λευκό κι
έπειτα θ’ αρχίσει να βγάζει χρυσές ανταύγειες. Μην περιµένεις όµως µέχρι εκείνη την
στιγµή. Όταν χάσει την ρόδινη απόχρωσή του, ξύπνησέ µε.
Τα τελευταία λόγια του τ’ άκουσα µε δυσκολία. Βγήκαν από τα χείλη του σαν
ψίθυρος, καθώς βυθιζόταν στον ύπνο:
— Ουίνζι, αγόρι µου, µην αγγίξεις το δοχείο. Μην το ακουµπήσεις στα χείλη
σου. Είναι φίλτρο, ένα φίλτρο που γιατρεύει τον έρωτα. Εσύ δεν θέλεις να ξεχάσεις
την Βέρθα σου. Πρόσεξε µην το πιεις!
Και κοιµήθηκε. Το σεβάσµιο κεφάλι του έγειρε προς το στήθος του, κι η
ανάσα του σχεδόν δεν ακουγόταν πια. Έµεινα εκεί ακίνητος, κοιτάζοντας το δοχείο.
Το ρόδινο χρώµα του περιεχοµένου παρέµενε αµετάβλητο. Ύστερα οι σκέψεις µου
πλανήθηκαν, επισκέφθηκαν την πηγή και στάθηκαν σε χιλιάδες χαριτωµένες σκηνές,
που δεν επρόκειτο να επαναληφθούν ποτέ! Φίδια, οχιές σάλεψαν στην καρδιά µου,
καθώς η λέξη «Ποτέ!» µισοσχηµατίστηκε αθέλητα στα χείλη µου. Ψεύτρα! Ψεύτρα
και σκληρή! ∆εν θα µου χαµογελάσει ποτέ, όπως χαµογελούσε εκείνο το απόβραδο
στον Άλµπερτ. Ανάξια, βδελυρή γυναίκα! ∆εν επρόκειτο να µείνω χωρίς εκδίκηση.
Θα έβλεπε τον Άλµπερ να ξεψυχά στα πόδια της. Η εκδίκησή µου θα σκότωνε κι
εκείνην. Μου χαµογέλασε περιφρονητικά, θριαµβευτικά. Γνώριζε την συντριβή µου
και την δύναµή της. Όµως τι λογής δύναµη είχε; Την δύναµη να εξάπτει το µίσος
µου, την περιφρόνησή µου, την... Ω! µα είχε σηµασία πια; Αν µπορούσα, ναι, αν
µπορούσα να την αντικρίσω µε αδιάφορο βλέµµα, αν έδινα τον πληγωµένο έρωτά
µου σε κάποιαν οµορφότερη και πιο ειλικρινή... Α! αυτό θα ήταν πραγµατικός
θρίαµβος!
Μια εκτυφλωτική λάµψη άδραξε το βλέµµα µου. Είχα ξεχάσει το
παρασκεύασµα του µύστη. Κοίταξα µαγεµένος: λάµψεις εξαίσιας οµορφιάς, λάµψεις
στιλπνότερες και από εκείνες που βγάζει το διαµάντι, όταν πέφτουν επάνω του οι
ακτίνες του ήλιου, τινάζονταν από την επιφάνεια του υγρού, και ένα άρωµα
µεθυστικό αιχµαλώτισε τις αισθήσεις µου. Το δοχείο φάνταζε τώρα σαν ένα
ολόλαµπρο, ολοζώντανο αστέρι, που µαύλιζε το βλέµµα µου και έβαζε την γεύση µου
σε ακατανίκητο πειρασµό. Η πρώτη σκέψη µου, υπαγορευµένη από το χυδαίο
ένστικτο, ήταν πως... µα ναι... ίσως µπορούσα, ίσως µου επιτρεπόταν να πιω. Έφερα
το δοχείο στα χείλη µου. Θα µ’ έκανε να ξεχάσω τον έρωτα, θα µε απάλλασσε από το
µαρτύριό του! Είχα ήδη πιει το µισό από το γλυκύτερο υγρό που γεύθηκε ποτέ
ανθρώπινος ουρανίσκος, όταν ο φιλόσοφος σάλεψε. Ξαφνιάστηκα, πέταξα το δοχείο
από τα χέρια µου και το υγρό φούντωσε στο πάτωµα, τυλίγοντας το δωµάτιο µε την
εκτυφλωτική λάµψη του, ενώ ταυτόχρονα ένοιωθα την αρπάγη του Κορνήλιου στον
σβέρκο µου.
—Κάθαρµα! κατέστρεψες το έργο µιας ολόκληρης ζωής! Ο φιλόσοφος δεν
φανταζόταν καν πως είχα πιει από το υγρό. Νόµιζε — και φρόντισα να ενισχύσω µε
κάθε µέσο την άποψή του — πως σήκωσα το δοχείο από περιέργεια, και
τροµάζοντας από τις εκτυφλωτικές λάµψεις που άρχισε να αναδύει το υγρό, το άφησα
να πέσει στο πάτωµα. Τον εγκατέλειψα στην πλάνη του. Η φωτιά του
παρασκευάσµατος ξεψύχησε, το άρωµα χάθηκε, κι εκείνος ηρέµησε, όπως όφειλε να
κάνει κάθε φιλόσοφος µπροστά και στην χειρότερη συµφορά. Μου επέτρεψε να πάω
ν’ αναπαυθώ.

∆εν θα επιχειρήσω να περιγράψω την παραδείσια µακαριότητα, την απόλυτη


ευδαιµονία που απλώθηκε την ψυχή µου, ενώ περνούσα το υπόλοιπο εκείνης της
αξέχαστης νύχτας κοιµούµενος. Οι λέξεις θα ξεθώριαζαν, µόνο πολύ αδέξια και ρηχά
θα µπορούσαν να εκφράσουν την φαιδρότητα και την ζωτικότητα που µε
πληµµύριζαν όταν ξύπνησα. Πετούσα, οι σκέψεις µου είχαν βγάλει φτερά.
Βρισκόµουν στα επουράνια. Η γη έµοιαζε παράδεισος, κι εγώ ήµουν ένας
πρωτόπλαστος, που του χαρίστηκε η έκσταση της υπέρτατης απόλαυσης. «Αυτό,
λοιπόν, είναι γιατρειά από τον έρωτα» σκέφτηκα. «Σήµερα κιόλας η Βέρθα θα δει τον
εραστή της ψυχρό, αδιάφορο. ∆εν θ’ αντικρίσει αυτόν που περιφρόνησε αλλά αυτόν
που την περιφρονεί!»
Οι ώρες πέρασαν χορεύοντας µπροστά µου. Ο φιλόσοφος ήταν βέβαιος πως
είχε πετύχει το πείραµα, κι έτσι καταπιάστηκε για µιαν ακόµη φορά µε την
παρασκευή του µείγµατος. Βυθίστηκε στα βιβλία και τα φάρµακά του, ενώ εγώ
ετοιµαζόµουν για διακοπές. Ντύθηκα µε µεγάλη φροντίδα, χρησιµοποιώντας µια
παλιά αλλά καλά στιλβωµένη ασπίδα για καθρέφτη, και βρήκα την εµφάνισή µου
εξαιρετικά βελτιωµένη. Πέρασα βιαστικά τα περίχωρα της πόλης, πασίχαρος,
λουσµένος σύµπασα την οµορφιά της γης και τ’ ουρανού. Κατεύθυνα τα βήµατά µου
προς το κάστρο. Τώρα πια µπορούσα ν’ απολαύσω την θέα των ψηλών προµαχώνων
του, αφού είχα απαλλαγεί από το βάρος του έρωτα. Η Βέρθα µου µε είδε ν’
ανηφορίζω τον φαρδύ δρόµο από µακριά. Αγνοώ την φύση της παρόρµησης που
ζωντάνεψε ξαφνικά στα στήθη της, αλλά η µορφή µου την έκανε να χυθεί στα
µαρµάρινα σκαλιά, σαν ξαφνιασµένο ελαφάκι, και να τρέξει προς το µέρος µου.
Όµως δεν ήταν η µόνη που αντιλήφθηκε τον ερχοµό µου. Με είχε δει και η
πορφυρογέννητη παλιόγρια, που αυτοονοµαζόταν προστάτις της, ενώ δεν ήταν παρά
τύραννός της. Βγήκε στην βεράντα κουτσαίνοντας και ασθµαίνοντας. Την
ακολουθούσε ένας υπηρέτης ακόµη πιο άσχηµος από αυτήν, προσπαθώντας να της
κάνει αέρα. Η παλιόγρια πρόλαβε το όµορφο κορίτσι µου και το σταµάτησε µ’ ένα:
—Για σιγά, ευγενική κυρά µου! Προς τι τόση βιασύνη; Πίσω στο κλουβί σου.
Ο τόπος είναι γεµάτος γεράκια!
Η Βέρθα σταύρωσε τα χέρια της, µε το βλέµµα πάντα καρφωµένο σ’ εµένα
που όλο και πλησίαζα. Είδα την πάλη. Πόσο µισούσα εκείνο το χούφταλο που
αναχαίτιζε το γλυκό χτυποκάρδι της Βέρθας µου. Μέχρι τότε, ο σεβασµός µου για
τους κοινωνικά ανώτερους, µε κρατούσε µακριά από την κυρία του κάστρου. Τώρα
το ζήτηµα µου φαινόταν απολύτως ασήµαντο. Είχα γιατρευτεί από τον έρωτα, και
είχα απαλλαγεί από κάθε ανθρώπινο φόβο. Όρµισα µπροστά και βρέθηκα αµέσως
στην βεράντα. Πόσο όµορφη έδειχνε η Βέρθα! Τα µάτια της πετούσαν φλόγες, τα
µάγουλά της καίγονταν από ανυποµονησία και θυµό. Ήταν χίλιες φορές πιο
χαριτωµένη, πιο γοητευτική από ποτέ. ∆εν ήµουν πια ερωτευµένος µαζί της! Όχι, όχι!
Την λάτρευα, ήµουν ο πιστός της, και ήταν το είδωλό µου!
Εκείνο το πρωί, είχε δεχθεί ασφυκτικές πιέσεις, ώστε να προχωρήσει το
συντοµότερο σε γάµο µε τον αντεραστή µου. Την επέπληξαν για τις ελπίδες που του
είχε εκχωρήσει, την απείλησαν πως θα βρισκόταν στον δρόµο ντροπιασµένη και
πάµπτωχη. Το υπερήφανο πνεύµα της εξεγέρθηκε µπροστά στις απειλές. Όµως όταν
θυµήθηκε την χλεύη µε την οποία µε είχε περιβάλει, και πως ίσως είχε χάσει πια τον
µοναδικό άνθρωπο που εκτιµούσε ως πραγµατικό φίλο, έχυσε παράφορα δάκρυα
µεταµέλειας. Στο σηµείο εκείνο εµφανίστηκα.
— Αχ, Ουίνζι, ξέσπασε, πάρε µε στο σπιτάκι της µητέρας σου. Γρήγορα,
τράβηξέ µε από την αποτρόπαιη πολυτέλεια, από την αφόρητη άνεση αυτού του
αρχοντικού. Πάρε µε στην φτώχεια και στην ευτυχία.
Την σήκωσα στα χέρια µου. Η γριά είχε χάσει την λαλιά της από την οργή,
και µόνον όταν βρισκόµαστε ήδη πολύ µακριά, βαδίζοντας βιαστικά προς το σπιτάκι
που γεννήθηκα, ξέσπασε σ’ ένα υστερικό υβρεολόγιο.
Η µητέρα µου υποδέχθηκε µε χαρά και τρυφερότητα την όµορφη δραπέτη,
που κατάφερε να πετάξει από τ’ ολόχρυσο κλουβί της προς την φύση και την
ελευθερία. Ο πατέρας µου, που τόσο την αγαπούσε, την καλωσόρισε θερµά. Ήταν
υπέροχη εκείνη η µέρα. Και χωρίς το θεσπέσιο φίλτρο του αλχηµιστή, πάλι η καρδιά
µου θα πληµµύριζε από ευτυχία.

∆εν πέρασε πολύς καιρός από την εν λόγω περιπετειώδη µέρα, και έγινα σύζυγος της
Βέρθας. Έπαψα να είµαι µαθητής του Κορνήλιου, αλλά παρέµεινα φίλος του. ∆εν
έπαψα ποτέ να τον ευγνωµονώ, αφού — έστω και άθελά του — µου προµήθευσε
εκείνη την υπέροχη γουλιά του θείου ελιξιρίου, το οποίο, αντί να µε γιατρέψει από
τον έρωτα (θλιβερή γιατρειά! µοναχική και άχαρη θεραπεία για συµφορές που όταν
γίνουν µνήµη, φαντάζουν ευλογία), µου ενέπνευσε το θάρρος και την
αποφασιστικότητα να κατακτήσω έναν αµύθητο θησαυρό στο πρόσωπο της Βέρθας
µου.
Συχνά, θυµόµουν µε απορία την εκστατική µέθη των πρώτων ηµερών. Το
ποτό του Κορνήλιου µπορεί να µην εκπλήρωσε τον σκοπό, για τον οποίο ο ίδιος ο
αλχηµιστής µε διαβεβαίωσε πως το προόριζε, ωστόσο υπήρξε εξαίσια δραστικό, µ’
έναν τρόπο που λόγια ανθρώπου δεν µπορούσαν ούτε κατά διάνοια να περιγράψουν.
Η ισχύς του είχε, βέβαια, µειωθεί µε τον καιρό, µα επέµενε ακόµη να δίνει στην ζωή
µου µια χροιά µεγαλείου. Η Βέρθα απορούσε µε την ζωντάνια και την ασυνήθιστη
ευθυµία που µε διακατείχαν, δεδοµένου ό,τι στο παρελθόν υπήρξα πάντα εξ
ιδιοσυγκρασίας σοβαρός ή και κατηφής. Όµως µε προτιµούσε εύθυµο, κι έτσι οι
µέρες µας πετούσαν µε τις φτερούγες της ευφροσύνης.

Πέντε χρόνια αργότερα, κλήθηκα να παραστώ στις τελευταίες στιγµές του


Κορνήλιου. Είχε στείλει να µε ειδοποιήσουν εσπευσµένως. Εκλιπαρούσε
κυριολεκτικά την άµεση παρουσία µου. Τον βρήκα γερµένο στο ξυλοκρέβατό του, να
ενδίδει ακατάσχετα στην εξουσία του θανάτου. Όση ζωή του είχε αποµείνει
φωσφόριζε στο διαπεραστικό βλέµµα, µε το οποίο αγκάλιαζε το ρόδινο υγρό ενός
γυάλινου δοχείου.
— Ιδού η µαταιοδοξία των ανθρώπινων πόθων! µου είπε µε µια βαθιά,
τρεµάµενη φωνή. Είναι η δεύτερη φορά που οι προσδοκίες µου φτάνουν τόσο κοντά
στην εκπλήρωσή τους, και η δεύτερη φορά που χάνονται. Κοίταξε εκείνο το υγρό. Θα
θυµάσαι ασφαλώς πως πριν από πέντε χρόνια είχα παρασκευάσει το ίδιο, µε την ίδια
επιτυχία. Τα διψασµένα χείλη µου λαχταρούσαν να γευθούν το αθάνατο ελιξίριο.
Όµως εσύ µου το στέρησες! Και τώρα είναι πια πολύ αργά.
Μιλούσε µε κόπο, κι έπεσε πίσω στο µαξιλάρι του. Μάταια του είπα:
— Πώς θα µπορούσε, σεβάσµιε δάσκαλε, να σου ξαναδώσει ζωή ένα γιατρικό
για τον έρωτα;
Ένα αδιόρατο χαµόγελο διέτρεξε σαν σκιά το πρόσωπό του, καθώς
προσπαθούσα ν’ ακούσω την ελάχιστα καταληπτή απάντησή του:
— Γιατρικό για τον έρωτα και γιατρικό για τα πάντα: το Ελιξίριο της
Αθανασίας. Αχ, αν µπορούσα να το πιω, θα ζούσα για πάντα!
Κι ενώ µιλούσε, µια λάµψη εκτυφλωτική τινάχτηκε από την επιφάνεια του
υγρού, ένα άρωµα, τόσο µα τόσο γνώριµο, πληµµύρισε τον αέρα. Ανασηκώθηκε ο
αλχηµιστής. Η δύναµη, που µέχρι εκείνη την στιγµή τον εγκατέλειπε ακατάσχετα,
έδειξε την διάθεση να επανέλθει στο σαρκίο του. Άπλωσε το χέρι. Μια εκκωφαντική
έκρηξη µε κλόνισε. Το ελιξίριο τίναξε µια γλώσσα φωτιάς, και το δοχείο
διασκορπίστηκε σε άτοµα! Γύρισα το βλέµµα προς τον φιλόσοφο. Είχε πέσει πάλι
στο µαξιλάρι του. Τα µάτια του γυάλιζαν, το πρόσωπό του ακινητούσε: ήταν νεκρός!
Εγώ όµως ήµουν ζωντανός, κι αυτό θα κρατούσε για πάντα! Έτσι είπε ο
άτυχος αλχηµιστής, και για µερικές µέρες πίστευα στα λόγια του. Θυµήθηκα την
υπέροχη µέθη που ακολούθησε εκείνη την λαθραία γουλιά. Ανακάλεσα την
δραστικότατη µεταβολή που διενεργήθηκε στο σώµα και την ψυχή µου· την
αφάνταστη ελαστικότητα του ενός και την αλαφράδα του άλλου. Κοιτάχτηκα
προσεκτικά σ’ έναν καθρέφτη, και παρατήρησα πως τα χαρακτηριστικά του
προσώπου µου δεν είχαν µεταβληθεί στο ελάχιστο εδώ και πέντε χρόνια. Θυµήθηκα
τις έκλαµπρες αποχρώσεις και το µεθυστικό άρωµα εκείνου του υπέροχου ποτού. Αν
είχα λάβει το δώρο του, τότε ήµουν ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Μερικές ηµέρες αργότερα, γέλασα µε την ευπιστία που είχα επιδείξει. Η
παλαιά παροιµία, σύµφωνα µε την οποία «καθένας είναι προφήτης στον τόπο του»,
ίσχυε απολύτως στην περίπτωση εµού και του εκλιπόντος δασκάλου µου. Τον
αγαπούσα ως άνθρωπο, τον σεβόµουν ως σοφό, αλλά περιφρονούσα την ιδέα πως
τάχα όριζε τις δυνάµεις του σκότους. Με διασκέδαζε αφάνταστα ο τρόµος, µε τον
οποίο τον αντιµετώπιζαν οι δεισιδαίµονες λαϊκοί τύποι. Ήταν σπουδαίος φιλόσοφος,
µα δεν είχε την παραµικρή εξοικείωση µε οποιοδήποτε πνεύµα δεν ανήκε στην τάξη
των επενδυµένων µε σάρκα και αίµα. Η επιστήµη του ήταν καθ’ όλα ανθρώπινη, και
η ανθρώπινη επιστήµη — όπως πολύ σύντοµα κατάφερα να πείσω τον εαυτό µου —
δεν θα µπορούσε ποτέ να καταστρατηγήσει τους φυσικούς νόµους, ώστε να
φυλακίσει την ψυχή για πάντα στην εκ σαρκός κατοικία της. Ο Κορνήλιος είχε
παρασκευάσει ένα ευφρόσυνο για την ψυχή ποτό, µεθυστικότερο από το κρασί,
γλυκύτερο και ευωδέστερο από οποιονδήποτε καρπό. ∆ιέθετε ίσως ισχυρές
φαρµακευτικές δυνάµεις, τόνωνε την καρδιά και χάριζε σπάνια ρώµη στα µέλη. Όµως
τα αποτελέσµατά του ήταν περιορισµένα. Ήδη είχαν αρχίσει να υποχωρούν στο σώµα
µου. Στάθηκα πολύ τυχερός, που µπόρεσα να πάρω από τα χέρια του δασκάλου µου
τόσην υγεία, τόση ζωντάνια και ίσως—ίσως µακροηµέρευση. Όµως η καλοτυχία µου
σταµατούσε εκεί: η µακροζωία ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από την αθανασία.
Η πεποίθηση αυτή µε ακολουθούσε γι’ αρκετά χρόνια, παρόλο που συχνά—
πυκνά κατάφερνα να της ξεφύγω, θέτοντας στον εαυτό µου το ερώτηµα αν και κατά
πόσον ο αλχηµιστής είχε κάνει πραγµατικά λάθος. Ωστόσο, σε γενικές γραµµές,
διατηρούσα ακλόνητη την πίστη πως θα είχα κι εγώ την µοίρα όλων των παιδιών του
Αδάµ, όταν θα έφτανε η ώρα µου· λίγο αργότερα έστω, αλλ’ οπωσδήποτε σε κάποια
φυσιολογική ηλικία. Η αλήθεια ήταν πως η νεανική µου εµφάνιση δεν εννοούσε να
µεταβληθεί στο ελάχιστο. Γελούσα µε την µαταιοδοξία µου και φρόντιζα να
συµβουλεύοµαι συχνά τον καθρέφτη. Μάταιος κόπος! Στο µέτωπό µου δεν υπήρχε η
παραµικρή ρυτίδα. Τα µάγουλα, τα µάτια — το πρόσωπό µου ολόκληρο —
παρέµεναν ανέπαφα από τον χρόνο, σαν να ήµουν ακόµη είκοσι ετών.

Προβληµατιζόµουν. Παρατηρούσα την οµορφιά της Βέρθας να σβήνει σιγά—σιγά.


Έµοιαζα πλέον µε γιο της. Όσο περνούσε ο καιρός, οι γείτονες άρχισαν να
σχολιάζουν το φαινόµενο, και τελικά ανακάλυψα πως µε θεωρούσαν µάγο. Μα και η
Βέρθα φαινόταν ανήσυχη. Έγινε ζηλιάρα, δύστροπη, και άρχισε τις ερωτήσεις.
Παιδιά δεν είχαµε αποκτήσει. Μείναµε µόνοι, οι δυο µας. Εκείνη γερνούσε. Το
γεµάτο ζωντάνια πνεύµα της όλο και σκοτείνιαζε, η οµορφιά της όλο και ξεθώριαζε,
όµως για µένα ήταν πάντα το κορίτσι που είχα µετατρέψει σε είδωλό µου, η γυναίκα
που πάντα γύρευα, και της οποίας τον εξαίσιο έρωτα είχα καταφέρει να κατακτήσω.
Κάποτε η κατάσταση έγινε αφόρητη: η Βέρθα ήταν πενήντα ετών κι εγώ
είκοσι. Είχα φροντίσει να ενστερνιστώ τις συνήθειες της προχωρηµένης ηλικίας της.
∆εν έσµιγα πια µε τα χαριτωµένα νιάτα στους χορούς, αλλ’ η καρδιά µου φτερούγιζε
ανάµεσά τους, όσο κι αν αναχαίτιζα την ορµή των ποδιών µου, όσο κι αν επέµενα να
περιφέροµαι περίλυπος ανάµεσα στους Νέστορες* του χωριού µας. Ωστόσο κάποτε
άρχισαν όλοι να µας αποφεύγουν. Μας επέρριπταν — µου επέρριπταν για την
ακρίβεια — την εντελώς άδικη κατηγορία πως τάχα διατηρούσα σχέσεις µε τους
υποτιθέµενους «φίλους» του δασκάλου µου. Την Βέρθα την λυπόνταν, αλλ’ αυτό δεν
τους εµπόδιζε να την αποφεύγουν. Εµένα µε αντιµετώπιζαν µε τρόµο και βδελυγµία.
Τι έπρεπε να γίνει; Καθίσαµε να ζεσταθούµε πλάι στο τζάκι. Χειµώνιαζε και η
φτώχια µας ήταν πια ολοφάνερη. Η σοδειά του χωραφιού µου παρέµενε αδιάθετη.
Συχνά, χρειαζόταν να ταξιδεύω είκοσι ολόκληρα µίλια, σ’ έναν τόπο εντελώς
άγνωστο, προκειµένου να βρω αγοραστή. Η αλήθεια ήταν πως είχαµε φυλάξει κάτι
για ώρα ανάγκης. Κι η ώρα αυτή είχε έρθει.
Καθίσαµε, λοιπόν, εκεί ολοµόναχοι: ένας νέος µε γεροντική καρδιά και η
γερασµένη γυναίκα του. Η Βέρθα επέµενε να µάθει την αλήθεια. Μου υπενθύµισε
όλα όσα είχε ακούσει να λέγονται για µένα, και πρόσθεσε τις δικές της παρατηρήσεις.
Με ικέτευσε να λύσω τα µάγια. Περιέγραψε την ασύγκριτη ευπρέπεια των γκρίζων
µαλλιών απέναντι στους καστανούς βοστρύχους µου. Επεσήµανε τον σεβασµό µε τον
οποίο περιβάλλουν όλοι τους ηλικιωµένους, και την ελάχιστη εκτίµηση που δείχνουν
στους νέους. Φανταζόµουν άραγε πως τα αξιοκαταφρόνητα χαρίσµατα της νιότης και
η ωραία εµφάνιση θα υπερφαλάγγιζαν την ατίµωση, το µίσος, την απέχθεια; Όχι! Στο
τέλος θα µ’ έκαιγαν σαν κάτοχο των σκοτεινών τεχνών, κι εκείνη, στην οποία δεν
καταδέχθηκα να δώσω µέρος καν της ευτυχίας µου, θα την λιθοβολούσαν σαν
συνένοχο. Εν πολλοίς, υπαινίχθηκε πως θα έπρεπε να µοιραστώ µαζί της το µυστικό
µου, να της εκχωρήσω τα ίδια προνόµια που απολάµβανα, αλλιώς θα µε κατέδιδε.
Σώπασε και ξέσπασε σε λυγµούς.
Σκέφτηκα πως αυτό το δίληµµα ήταν ό,τι έπρεπε, για να βρω το κουράγιο ν’
αποκαλύψω την αλήθεια. Και το έκανα όσο πιο λεπτά µπορούσα, όχι βέβαια
αναφερόµενος στην αθανασία, αλλά στην µακροζωία, πράγµα που άλλωστε εξέφραζε
απόλυτα την άποψή µου επί του θέµατος. Όταν τέλειωσα, σηκώθηκα και της είπα:
—Και τώρα, Βέρθα µου, τι λες; Θα καταδόσεις τον εραστή των νεανικών σου
χρόνων; Όχι, δεν θα το κάνεις! Το ξέρω καλά. Όµως είναι πολύ σκληρό, φτωχή µου
γυναίκα, να υποφέρεις έτσι από την ατυχία µου και την θεοκατάρατη τέχνη του
Κορνήλιου. Θα σε αφήσω. Έχεις αρκετή περιουσία, και οι φίλοι θα γυρίσουν κοντά
σου, όταν εξαφανιστώ. Εγώ µοιάζω νέος και είµαι δυνατός. Θα εργαστώ και θα
κερδίσω το ψωµί µου, άγνωστος ανάµεσα σε αγνώστους, στους οποίους δεν θα
προκαλώ την παραµικρή υποψία. Σε αγάπησα όταν ήµαστε νέοι. Μάρτυς µου ο Θεός,
δεν θα σε εγκατέλειπα όσα χρόνια κι αν περνούσαν. Όµως η ασφάλεια και η ευτυχία
σου το απαιτούν
Πήρα το καπέλο µου και κινήθηκα προς την πόρτα. Την ίδια στιγµή ένοιωσα
τα χέρια της Βέρθας να µε αγκαλιάζουν και τα χείλη της να κολλούν στα δικά µου.
—Όχι, άντρα µου, Ουίνζι µου, είπε, δεν θα φύγεις µόνος. Πάρε µε µαζί σου.
Θα φύγουµε απ’ αυτόν τον τόπο και θα ζήσουµε ασφαλείς ανάµεσα σε αγνώστους,
που δεν θα µας υποπτεύονται· όπως ακριβώς το είπες. ∆εν είµαι τόσο µεγάλη, ώστε
να ντρέπεσαι, Ουίνζι µου. Τολµώ να πω πως µε την βοήθεια του Θεού, σύντοµα θα
χάσεις κι εσύ την νεανική γοητεία σου, θ’ αρχίσεις να δείχνεις µεγαλύτερος, η
εµφάνισή σου θα γίνει πιο ταιριαστή µε την πραγµατική ηλικία σου. ∆εν θα µε
αφήσεις.
Ανταπέδωσα τον εναγκαλισµό στην καλή µου.
—∆εν θα σε αφήσω, Βέρθα µου. Κι αν σκέφτηκα να το κάνω, για το δικό σου
καλό ήταν. Θα µείνω ο αληθινός, ο πιστός άντρας σου, αφού µε σπλαχνίζεσαι. Θα
κάνω το χρέος µου απέναντί σου µέχρι τέλους.
Την εποµένη, αρχίσαµε να ετοιµαζόµαστε κρυφά για την αποδηµία µας.
Υποχρεωθήκαµε να κάνουµε µεγάλες οικονοµικές θυσίες. ∆εν ήταν καθόλου εύκολο,
αλλά τελικά καταφέραµε να συγκεντρώσουµε ένα ποσό αρκετό για την συντήρησή
µας, όσο θα ζούσε η Βέρθα, και δίχως ν’ αποχαιρετήσουµε κανέναν, εγκαταλείψαµε
τον τόπο που γεννηθήκαµε, αναζητώντας άσυλο σε µιαν απόµερη γωνιά της δυτικής
Γαλλίας.

Ήταν σκληρή, για την δύστυχη Βέρθα, η µετάβαση από τον τόπο που γεννήθηκε, και
τους φίλους των νεανικών χρόνων της, σε µια καινούργια χώρα, µε καινούργια
γλώσσα και καινούργιες συνήθειες. Το παράξενο µυστικό του πεπρωµένου µου
καθιστούσε αυτήν την µετακίνηση αδιάφορη για µένα, όµως εκείνη την συµπονούσα
βαθιά, και χαιρόµουν κάθε φορά που την έβλεπα ν’ αναζητά κάποια αποζηµίωση για
τις συµφορές της σε παιδαριώδη πράγµατα. Σε πείσµα των αποκαλύψεων κάθε
χρονικογράφου, έδειχνε να µειώνει την καταφανή ηλικιακή διαφορά µας µε χίλια—
δυο γυναικεία τεχνάσµατα: κοκκινάδια, νεανικά φορέµατα και νεανική συµπεριφορά.
Μήπως εγώ ο ίδιος δεν φορούσα ένα προσωπείο; Γιατί θα έπρεπε να διαφωνώ µε το
δικό της, µόνο και µόνο επειδή ήταν λιγότερο επιτυχηµένο; Θλιβόµουν βαθύτατα
όταν θυµόµουν πως αυτή η ναζιάρα, ανόητα αυτάρεσκη και ζηλιάρα κυρία ήταν η
Βέρθα που ερωτεύτηκα µε τόσο πάθος, και κατέκτησα µε κάθε µέσο, το κορίτσι µε τα
σκούρα µάτια, τα κατάµαυρα µαλλιά, το γοητευτικό χαµόγελο και το ελαφίσιο
βάδισµα. Θα µπορούσα να σεβαστώ τα γκρίζα µαλλιά και τα µαραµένα µάγουλά της.
Όµως αυτό το πράγµα! Έργο µου ήταν, το ήξερα, µα δεν µπορούσα να µην
αποδοκιµάσω αυτό το είδος γυναικείας ένδειας.
Η ζήλια της αγρυπνούσε διαρκώς. Κύριο έργο της ήταν η διαπίστωση — σε
πείσµα κάθε πραγµατικού στοιχείου — πως γερνούσα. Ήµουν απόλυτα πεπεισµένος
πως η δύστυχη αυτή ψυχή µε αγαπούσε πραγµατικά, µα δεν υπήρχε στον κόσµο
γυναίκα που να δείχνει µε πιο βασανιστικό τρόπο την τρυφερότητά της. Κάθε τόσο
διέκρινε ρυτίδες στο πρόσωπό µου και αστάθεια στο βάδισµά µου, ενώ εγώ
περπατούσα σαν παιδαρέλι και είχα την όψη του οµορφότερου ανάµεσα σε είκοσι
εικοσάρηδες. Σε άλλη γυναίκα δεν τολµούσα καν ν’ απευθύνω τον λόγο. Κάποτε,
θεωρώντας πως η ωραία του χωριού µου χάριζε µατιές εξαιρετικής προτίµησης, µου
έδωσε να φορέσω µια γκρίζα περούκα. Έλεγε συνεχώς στους γνωστούς µας πως, παρ’
όλη την νεανική εµφάνισή µου, µέσα µου κατέρρεα. Τους διαβεβαίωνε πως το
χειρότερο σύµπτωµα αυτής της κατάρρευσης ήταν η φαινοµενικά άριστη υγεία µου.
Τα νιάτα µου αποτελούσαν ένα είδος αρρώστιας, επέµενε, και όφειλα να είµαι πάντα
έτοιµος, αν όχι να έχω έναν αιφνίδιο και αποτρόπαιο θάνατο, τουλάχιστον να
ξυπνήσω ένα πρωί µε κατάλευκα µαλλιά, καµπουριασµένος, µε όλα τα σηµάδια της
προχωρηµένης ηλικίας µου. Την άφηνα να µιλά. Συχνά απολάµβανα τις εικασίες της.
Οι προειδοποιήσεις της συνόδευαν αρµονικά τις σκέψεις που δεν σταµάτησα ποτέ να
κάνω για την κατάστασή µου. Άκουγα µε ειλικρινές, αν και οδυνηρό, ενδιαφέρον τις
επινοήσεις της ευστροφίας και της ερεθισµένης φαντασίας της.
Γιατί επιµένω σ’ αυτές τις λεπτοµέρειες; Ζήσαµε µαζί χρόνια πολλά. Η Βέρθα
παρέλυσε, έµεινε στο κρεβάτι. Την φρόντισα όπως η µάνα το άρρωστο παιδί της.
Έγινε πολύ δύστροπη. Μια χορδή έπαλε ακόµη µέσα µου: πόσον καιρό θα ζούσα
µετά τον θάνατό της. Με παρηγορούσε το γεγονός πως έπραξα ευσυνείδητα το χρέος
µου απέναντί της. Μου ανήκε όταν ήταν νέα, µου ανήκε όταν γέρασε, και τέλος, όταν
σκέπασα το σώµα της µε τύρφη, έκλαψα και ένοιωσα πως είχα χάσει τον µοναδικό
δεσµό µου µε τους ανθρώπους.

Πόσα βάσανα, πόσες συµφορές δεν µε βρήκαν από τότε! Πόσες χαρές δεν έζησα, και
πόσο άχαρες δεν στάθηκαν για µένα! Σταµατώ εδώ την ιστορία µου. ∆εν µπορώ να
συνεχίσω. Είµαι πιο µόνος, πιο αβοήθητος από οποιονδήποτε θαλασσινό παλεύει µε
το αγριεµένο πέλαγος δίχως τιµόνι και πυξίδα, από οποιονδήποτε ταξιδιώτη
προσπαθεί να βρει τον δρόµο του σ’ απέραντη ερηµιά δίχως ούτ’ ένα σύνορο, δίχως
ούτ’ ένα αστέρι. Αυτοί τουλάχιστον µπορεί να δουν ένα καράβι να περνά, ένα σπιτάκι
να φωτίζει κάπου µακριά, και να σωθούν. Εγώ άλλο φάρο απ’ τον θάνατο δεν έχω.
Θάνατε, µυστήριε, δύσµορφε σύντροφε του ανίσχυρου ανθρώπου! Γιατί
διάλεξες εµένα απ’ όλους τους θνητούς ν’ αφήσεις έξω απ’ το ζεστό µαντρί σου; Αχ,
η γαλήνη του µνήµατος, η βαθιά σιωπή του σιδηρόφρακτου τάφου, δεν έµελλε πια να
κατεργάζονται σκέψεις στον νου µου, και η καρδιά µου δεν θα χτυπούσε στο εξής
παρά µε διαφορετικούς ρυθµούς θλίψης!

*
Είµαι πράγµατι αθάνατος; Επιστρέφω στο πρώτο ερώτηµά µου. Εν πρώτοις, νοµίζω
πως είναι πιθανότερο το ποτό του αλχηµιστή να µου χάρισε µακροζωία παρά την ίδια
την αιωνιότητα. Έτσι τουλάχιστον ελπίζω. Ύστερα, ας µην ξεχνάµε πως δεν ήπια
παρά µόνο το µισό από το παρασκεύασµα. Χρειαζόταν άραγε να το πιο όλο για ν’
αποκτήσω το χάρισµα; Αν ήπια το µισό Ελιξίριο της Αιωνιότητας, είµαι κατά το
ήµισυ αθάνατος, η αιωνιότητά µου είναι ανάπηρη και ανίσχυρη.
Αλλά πάλι, ποιος θα µπορούσε να µετρήσει την µισή αιωνιότητα; Συχνά
προσπαθώ να φανταστώ έναν τρόπο για να διαιρέσω το άπειρο. Στιγµές—στιγµές
περνάει από τον νου µου πως γερνώ. Βρήκα µιαν άσπρη τρίχα στα µαλλιά µου. Τι
ανοησία! Θρηνώ; Ναι, ο φόβος των γηρατειών και του θανάτου παγώνει την καρδιά
µου, κι όσο περισσότερο ζω τόσο περισσότερο φοβάµαι τον θάνατο, έστω κι αν
απεχθάνοµαι την ζωή. Αίνιγµα µεγάλο είναι ο άνθρωπος, ο γεννηµένος για ν’
αφανιστεί κάποτε, όταν παλεύει, όπως εγώ, ενάντια στους νόµους της φύσης του.
Όµως αυτή η συναισθηµατική ανωµαλία θα µπορούσε κάλλιστα να µε
οδηγήσει στον θάνατο: το φάρµακο του αλχηµιστή δεν θα µε προστάτευε από το
σπαθί, την φωτιά ή τον πνιγµό. Πόσες φορές δεν στάθηκα κοιτάζοντας τον σκοτεινό
βυθό κάποιας ατάραχης λίµνης, το βουερό ρεύµα κάποιου µεγάλου ποταµού! Πόσες
φορές δεν είπα: «Μες σ’ αυτά τα νερά φωλιάζει η γαλήνη!» Κι όµως πάντα γύριζα κι
έφευγα, για να ζήσω µιαν ακόµη µέρα. Αναρωτήθηκα αν η αυτοκτονία είναι έγκληµα,
όταν οι πύλες του άλλου κόσµου δεν γίνεται ν’ ανοίξουν αλλιώς. Έκανα τα πάντα.
Μόνο σε πόλεµο δεν πήγα ούτε µονοµάχησα ποτέ. Ξεγλίστρησα απ’ αυτά, δεν
θέλησα να γίνω αιτία καταστροφής των θνητών συντρόφων µου... Μα τι λέω; Όχι,
σύντροφοί µου δεν είναι. Η ακατάβλητη δύναµη ζωής που υπάρχει µέσα µου,
βρίσκεται στον αντίποδα της εφήµερης ύπαρξής τους. ∆εν µπόρεσα ποτέ να σηκώσω
χέρι ούτε πάνω στους αδύνατους ούτε πάνω στους δυνατούς.
Έτσι έζησα χρόνια πολλά: µόνος µε την αφόρητη ύπαρξή µου. Λαχταρώ τον
θάνατο, µα δεν πεθαίνω. Ένας θνητός αθάνατος είµαι. Μήτε η φιλοδοξία µήτε η
πλεονεξία έχουν θέση ανάµεσα στις σκέψεις µου, και ο φλογερός έρωτας που µπήγει
τα δόντια του στην καρδιά µου, δεν πρόκειται να βρει ποτέ ανταπόκριση, δεν
πρόκειται ποτέ να βρει το ανάλογό του και ν’ αναλώσει την µανία του. Υπάρχει µόνο
για να µε βασανίζει.

Σήµερα συνέλαβα ένα σχέδιο που θα δώσει τέλος σε όλα αυτά, δίχως να
αυτοκτονήσω ούτε να βάλω στην θέση του Κάιν κάποιον άλλον. Πρόκειται για µιαν
αποστολή, που δεν θα µπορούσε ν’ αντέξει άνθρωπος, ακόµη κι αν διέθετε τα νιάτα
και την δύναµή µου. Έτσι, θα θέσω σε δοκιµασία την αθανασία µου. Θ’ αναπαυθώ
για πάντα ή θα επιστρέψω ως εκ θαύµατος ευεργέτης της ανθρωπότητας.
Πριν φύγω, µια άθλια µαταιοδοξία µε έσπρωξε να γράψω αυτές τις γραµµές.
Θα µπορούσα να µην πεθάνω και να παραµείνω για πάντα άγνωστος ανάµεσα στους
ανθρώπους. Τρεις αιώνες πέρασαν από τότε που δοκίµασα το µοιραίο ποτό. Άλλος
χρόνος δεν θα περάσει πριν ριχτώ κατεπάνω στους κολοσσιαίους κινδύνους, πριν
αντιµετωπίσω την δύναµη του πάγου στο ίδιο του το σπίτι, πριν αντιµετωπίσω την
πείνα, τον κάµατο, τις θύελλες, πριν δώσω το σώµα µου, αυτό το αλύγιστο κλουβί
µιας ψυχής που διψά για ελευθερία, στα καταστροφικά στοιχεία του ανέµου και του
νερού,* ή πριν επιβιώσω και γραφτεί τ’ όνοµά µου ανάµεσα στα ονόµατα των
λαµπρότερων γιων του ανθρώπου. Ύστερα, έχοντας κατορθώσει αυτό που επιθυµώ,
θα χρησιµοποιήσω πιο αποτελεσµατικά µέσα, για να εκµηδενίσω τα άτοµα που
συνθέτουν το σώµα µου, ελευθερώνοντας την ζωή που έχει φυλακιστεί µέσα τους,
και τόσο σκληρά εµποδίζεται ν’ υψωθεί από αυτήν την ζοφερή γη σε µια σφαίρα που
θα ταίριαζε περισσότερο στην αθάνατη ουσία της.
Ο ∆ΙΑ∆ΟΧΟΣ ΤΩΝ ΜΟΝΤΟΛΦΟ*
[Υποσέλιδη σηµείωση: *Ο ∆ιάδοχος των Μοντόλφο [The Heir of Mondolfo]
γράφτηκε στις αρχές τις δεκαετίας του 1820. Το κείµενο έµεινε αδηµοσίευτο µέχρι το
1877, πολύ µετά τον θάνατο της Σέλλεϋ.]
Σε µιαν όµορφη και άγρια περιοχή λίγο έξω από το Σορέντο —τον καιρό που το
βασίλειο της Νεάπολης βρισκόταν υπό την κυριαρχία του οίκου των Ανζού*
[Υποσέλιδη σηµείωση: Το βασίλειο της Νεάπολης, που προέκυψε από την διαίρεση
του Βασιλείου της Σικελίας, το 1282, βρισκόταν υπό το σκήπτρο της γαλλικής
δυναστείας των Ανζού µέχρι το 1442.] — ζούσε ένας τοπικός άρχοντας, που
ξεπερνούσε κατά πολύ κάθε γείτονά του σε δύναµη και πλούτο. Το κάστρο του —
ακρόπολη σωστή— ήταν χτισµένο σε µιαν αετοφωλιά που ατένιζε την γλυκιά,
καταγάλανη Μεσόγειο. Όσοι από τους γύρω λόφους δεν ήταν σκεπασµένοι µε
βελανιδιές, καµάρωναν για τα λιόδεντρα και τα αµπέλια τους. Είναι πολύ αµφίβολο
αν υπήρξε ποτέ κάτω από τον ήλιο τόπος πιο προικισµένος από την φύση.
Αν τύχαινε κανείς να περνά απόγευµα το πράο διάσελο κάτω από τον
αγέρωχο βράχο του κάστρου που έφερε το όνοµα Μοντόλφο, θα φανταζόταν σίγουρα
πως πίσω από εκείνα τα πανέµορφα τείχη, που ορθώνονταν περήφανα µπρος στην
µαγεία της φύσης, βασίλευε όλη του κόσµου η ευτυχία. Αν όµως τύχαινε εκείνη την
στιγµή να βγαίνει από την πύλη ο άρχοντας, το δίχως άλλο θα απογοητευόταν
βλέποντας την κατήφεια να βασιλεύει στο µέτωπό του, και θ’ άρχιζε να αναρωτιέται
πώς µπορεί να χαραχτεί τόσο παραστατικά η πάλη των παθών σε πρόσωπο
ανθρώπου. Ακόµη πιο αξιολύπητη ήταν η µορφή της αρχόντισσας, η οποία —έρµαιο
των αχαλίνωτων διαθέσεων του συζύγου της— υπέφερε αγόγγυστα τους χειρότερους
εξευτελισµούς, έχοντας προ πολλού περάσει εκείνο το στάδιο παραίτησης, όπου οι
«ασεβείς εξάκαυσαν θυµόν οργής» και «ανεπαύσαντο κατάκοποι τω σώµατι»*
[Υποσέλιδη σηµείωση: *Βιβλίο του Ιώβ, 3.17] Ο πρίγκιπας Μοντόλφο παντρεύτηκε
πολύ νέος µια πριγκίπισσα από τον βασιλικό οίκο της Σικελίας, η οποία πέθανε ενώ
γεννούσε τον µοναδικό γιο τους. Μετά από πολύ καιρό, και αφού ταξίδεψε αρκετά
στα βασίλεια της νοτίου Ιταλίας, επέστρεψε στο κάστρο του και παντρεύτηκε. Ο
τρόπος οµιλίας της νέας συζύγου δήλωνε κατηγορηµατικά πως ήταν Φλωρεντινή.
Σύµφωνα µε την πλέον αποδεκτή εκδοχή, την παντρεύτηκε από έρωτα, µα ύστερα την
µίσησε, γιατί εναντιώθηκε στα µεγαλεπήβολα σχέδιά του. Εκείνη υπέφερε τα
πάνδεινα για χάρη του µοναδικού παιδιού της, ενός γιου που γεννήθηκε παρά την
θέληση του πατέρα του. Ωστόσο, επρόκειτο περί ενός εξαιρετικά πνευµατώδους και
τολµηρού αγοριού. Μεγάλωσε βλέποντας τον επηρµένο πρίγκιπα να συµπεριφέρεται
µε σκαιό τρόπο στην µητέρα του, και κάποτε αποφάσισε να µεταβληθεί σε
υπερασπιστή της: τόλµησε να αντιτάξει την παιδική ανδρεία του στην οργή του
πατέρα. Φυσικά, δεν κατόρθωσε παρά να γίνει αντικείµενο της πατρικής αποστροφής.
Οι ταπεινώσεις τον έπληξαν η µία πίσω από την άλλη, οι υποτελείς τον
περιφρόνησαν, τα χυδαία υποκείµενα αστειεύτηκαν σε βάρος του, και ο ίδιος του ο
αδελφός του αµφισβήτησε την εξ αίµατος συγγένειά τους. Πλην όµως στις φλέβες
του έτρεχε το αίµα των Μοντόλφο, το οποίο —παρά την εκλεπτυσµένη ένταση που
είχε κληρονοµήσει από την ήρεµη ιδιοσυγκρασία της Ισαβέλλας, έβραζε από θυµό
για την αδικία θύµα της οποίας είχε καταντήσει ο ίδιος. Μυριάδες ήσαν οι φορές που
άφησε το πληγωµένο πνεύµα του να ξεσπάσει σε δριµύτατα παράπονα ενώπιον της
µητέρας. Αντιλαµβανόµενος µάλιστα πως η υγεία της αρχόντισσας πήγαινε από το
κακό στο χειρότερο, καλλιεργούσε κρυφά την ιδέα να εγκαταλείψει το πατρικό
κάστρο µετά τον θάνατό της και να µεταβληθεί σε περιπλανώµενο µισθοφόρο. Ήταν
δέκα τριών ετών. Το µητρικό ένστικτο της αρχόντισσας Ισαβέλλας διείδε το σχέδιό
του και, την στιγµή που ψυχορραγούσε, τον έβαλε να της ορκιστεί πως δεν θα
εγκατέλειπε την πατρική σκέπη πριν φτάσει στην ηλικία των είκοσι ετών. Η καρδιά
της µάτωνε στην ιδέα πως τα δεινά που υπέφερε εκείνη τόσον καιρό θα έβρισκαν
τώρα καινούργιο θύµα στο πρόσωπο του γιου της, όµως ακόµη µεγαλύτερη
στενοχώρια —τρόµο πραγµατικό—δηµιουργούσε στην πάντα δραστήρια φαντασία
της η µελλοντική εικόνα ενός παιδιού απελπισµένου, µόνου, αβοήθητου,
εκτεθειµένου στις ακρότητες των λοιµών και των καταποντισµών, κι ακόµη ακόµη
αντιµέτωπου µε τους πειρασµούς, από τους οποίους µέχρι εκείνη την στιγµή είχε
κατορθώσει ως µητέρα να τον προφυλάξει. Απέσπασε λοιπόν αυτόν τον όρκο και
παρέδωσε το πνεύµα της ικανοποιηµένη, µε την πεποίθηση πως ο γιος της θα τον
τηρούσε. Μόνον εκείνη γνώριζε πραγµατικά την αξία του Λουδοβίκου. Είχε
ερευνήσει προσεκτικά κάτω από το σκληρό προσωπείο του και είχε εντοπίσει την
πλούσια πηγή εντιµότητας και στοργικότητας, που κρυβόταν σαν πολύτιµη φλέβα
στην ευαίσθητη καρδιά του.
Ο Φερνάνδος µισούσε τον γιο του. Μα κι εκείνος, από την κούνια του ήδη,
είχε αναπτύξει ένα ισχυρό συναίσθηµα αντιπάθειας για τον γονιό του, ένα
συναίσθηµα που όχι µόνο δεν συνάντησε τον παραµικρό περιορισµό, αλλ’ αντίθετα
αποκτούσε µέρα µε την ηµέρα όλο και βαθύτερες ρίζες, ώσπου ακόµη και το πιο
αθώο παράπτωµα καταντούσε πραγµατικό έγκληµα για τον Λουδοβίκο. Ένα κάποιο
σύστηµα άρνησης και εξέγερσης έδωσε µορφή σε ό,τι µοχθηρό έκρυβε ο χαρακτήρας
του νέου, και ενέπνευσε στον πατέρα του την εντονότερη βδελυγµία. Έτσι, ο
Λουδοβίκος µεγάλωσε µαθαίνοντας να µισεί και να µισείται. Πατέρας και γιος
συµπορεύονταν, παρά τις διαφορετικές θέσεις τους: ο κύριος και ο δούλος, ο
καταπιεστής και ο καταπιεζόµενος, ο ένας πάντα έτοιµος να επιβληθεί µε την δύναµη
του κακού, και ο άλλος διαρκώς έτοιµος να εξεγερθεί ενάντια και στην παραµικρή
υπόνοια τυραννίας. Μετά τον θάνατο της µητέρας του, ο χαρακτήρας του
Λουδοβίκου άλλαξε άρδην.
Το χαµόγελο που καταύγαζε συχνά την όψη του σαν ήλιος, δεν έλαµψε ποτέ
πια. Η καχυποψία, η επιθετικότητα και το παράλογο πείσµα κυριαρχούσαν στον
ψυχικό του κόσµο. Θεωρούσε τον πατέρα του ικανό για το χειρότερο, υπέµενε µε
αυτό το χειρότερο και καρτερούσε την ηµέρα που δεν θα ήταν πια υποχρεωµένος να
τηρεί τον ιερό όρκο του, εκτρέφοντας στο µεταξύ µέσα του κάθε είδος θυµού και
εκδικητικού συναισθήµατος, ώσπου η κούπα της οργής έδειχνε έτοιµη να ξεχειλίσει.
∆εν τον αγαπούσε κανείς και δεν αγαπούσε κανέναν, έτσι που κάθε καλό
χαρακτηριστικό του εξανεµίστηκε, ή τουλάχιστον αποκοιµήθηκε µε ελάχιστες ή
µηδενικές πιθανότητες να ξυπνήσει κάποτε.
Ο πατέρας του τον προόριζε για την απόκτηση κάποιας σηµαντικής θέσης
στην εκκλησιαστική ιεραρχία και ο Λουδοβίκος, µέχρι τα δέκα έξι χρόνια του,
φορούσε ράσα. Η περίοδος αυτή πέρασε ανεπιστρεπτί. Ο νέος έβαλε την φορεσιά του
ιππότη εκείνης της εποχής, και ούτε λίγο ούτε πολύ δήλωσε στον πατέρα του πως δεν
θα ικανοποιούσε την επιθυµία του, πως θα αφιερωνόταν στα όπλα και τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η ανταρσία του αντιµετωπίστηκε µε απειλές, φυλάκιση
και τέλος ατίµωση, µα εκείνος επέµεινε σθεναρά, ώσπου η βούληση του αλαζόνα
Φερνάνδου υποχώρησε µπροστά στην κατά πολύ ανθεκτικότερη βούληση του
µειρακίου. Τότε ήταν που η πατρική αποστροφή µεταµορφώθηκε σε πραγµατικό
µίσος, ένα µίσος που εκφράστηκε µε τον παραστατικότερο τρόπο, ξεσπάζοντας «επί
της κεφαλής» του Λουδοβίκου. Το αγόρι ανταπέδωσε και οι θεατές εκείνης της
διένεξης φοβήθηκαν πως από την στιγµή που ο Φερνάνδος έσυρε το ξίφος του και ο
άοπλος Λουδοβίκος πήρε θέση µάχης, θα ξέσπαζε πραγµατικός πόλεµος.
Ο Φερνάνδος αντιλήφθηκε την παράφορη αγριότητα που καραδοκούσε στο
βλέµµα του γιου του και σκέφτηκε πως σε τέτοιου είδους προσωπικές αντιπαραθέσεις
η νίκη προτιµά όχι τον πιο δυνατό αλλά τον πιο αποφασισµένο και τολµηρό. Η
αλήθεια είναι πως δεν ήθελε ούτε να θέσει την ζωή του σε κίνδυνο, ούτε να χύσει µε
το ίδιο του το χέρι το αίµα του γιου του. Από την άλλη, ο Λουδοβίκος µε την
αποφασιστικότητα του αµυνοµένου, δεν επρόκειτο να υπολογίσει τις συνέπειες της
σύγκρουσης. Θα πάλευε µέχρι τελικής πτώσης. Αυτή η ακατάβλητη
αποφασιστικότητα του εξασφάλιζε σαφέστατη υπεροχή έναντι του πατρός του.
Εκείνος την διαισθάνθηκε και δεν την ξέχασε ποτέ.
Από τότε, η στάση του Φερνάνδου απέναντι στον γιο του άλλαξε. ∆εν τον
απειλούσε, δεν τον φυλάκιζε, δεν τον εξευτέλιζε πια. Όλα τα παραπάνω ταίριαζαν σε
παιδί, και τώρα ο πρίγκιπας ένοιωθε πως είχε να κάνει µε άντρα. Ως εκ τούτου
φρόντιζε να συµπεριφέρεται αναλόγως. Ο γιος, από την πλευρά του, κέρδισε ουκ
ολίγα, γιατί πολύ σύντοµα κατάφερε να εξασφαλίσει εκείνα τα στηρίγµατα, που η
πείρα, η δεξιότητα, και η ανατροφή του στο περιβάλλον της Αυλής —φυσικώ τω
τρόπω— προσφέρουν σε έναν θερµόαιµο νέο, έτοιµο πάντα να εξεγερθεί ενάντια σε
κάθε προσπάθεια προσβολής της προσωπικότητάς του, µη αναγνωρίζοντας, µα ούτε
και διακρίνοντας, άλλον λεπτότερο τρόπο αντίδρασης. Ο Φερνάνδος ήλπιζε να
οδηγήσει τον γιο του στην απελπισία. Έβαλε κατασκόπους να τον ακολουθούν
παντού, ΄πλήρωσε άτοµα για να τον παρασύρουν σε εγκληµατικές ενέργειες, και
δηµιούργησε ένα τεράστιο µηχανισµό περιορισµών και αθλίων εµποδίων, ελπίζοντας
πως θα τον αποκόψει από κάθε δυνατότητα απαλλαγής από την τόσο ανυπόφορη και
εξευτελιστική σκλαβιά του. Η τήρηση του όρκου προς την µητέρα, έσωσε τον νέο. Η
προσήλωση σε έναν ιερό σκοπό του έδωσε χρόνο να µάθει να αντιλαµβάνεται και να
ερµηνεύει τις σκέψεις και τις διαθέσεις των άλλων. Είδε την εξουσία του πατέρα του
να διαβρώνει τα πάντα, και η καρδιά του επαναστάτησε.
Ήταν πια δέκα οκτώ ετών. Η ειδεχθής µεταχείριση που δεχόταν, και ο
συνεχής αγώνας του για υποµονή και σταθερότητα, τον είχαν κάνει σωστό άντρα
στην εµφάνιση. Ήταν ψηλός, καλοκαµωµένος και αθλητικός. Η έκφραση του
προσώπου του έδειχνε µάλλον δυναµισµό παρά χάρη. Οι τρόποι του χαρακτηρίζονταν
από αλαζονεία και επιφυλακτικότητα. Η µόρφωσή του δεν ήταν ιδιαίτερα σηµαντική,
αφού ο πατέρας του δεν φρόντισε σχετικώς. Η ιππασία και η οπλοµαχία
αποτελούσαν τον µικρό κατάλογο των επιδόσεών του. Απεχθανόταν τα βιβλία,
δεδοµένου ό,τι ήσαν ένα είδος εµβλήµατος του κόσµου των ιερωµένων. Απέφευγε
οτιδήποτε και οποιονδήποτε θα µπορούσε να έχει έρθει σε επαφή µε την Εκκλησία.
Τα χαρακτηριστικά του ήσαν σκοτεινά. Η µακροχρόνια ψυχική ταλαιπωρία είχε
απλώσει πάνω τους µια υποκίτρινη σκιά. Το κάποτε ήρεµο βλέµµα του είχε πάρει µια
δαιµονιακή λάµψη. Τα χείλη του, πλασµένα για να εκφράζουν τρυφερότητα, ήταν
από συνήθεια µόνιµα συσπειρωµένα σε µιαν οργίλη γραµµή. Τα κατάµαυρα µαλλιά
του κατέβαιναν ορµητικά µε πυκνούς βοστρύχους µέχρι τους ώµους του,
συµπληρώνοντας το αγριωπό µα επιβλητικό παρουσιαστικό αυτού του ανθρώπου.
Ήταν χειµώνας και άρχιζαν οι απολαύσεις του κυνηγίου. Κάθε πρωί, οι
κυνηγοί σχηµάτιζαν οµάδες και ρίχνονταν πίσω από τα αγριογούρουνα και τα ελάφια
που ξετρύπωναν τα σκυλιά στις ερηµιές των Απεννίνων.
Το κυνήγι ήταν το µοναδικό πράγµα που απολάµβανε πραγµατικά ο
Λουδοβίκος. Η καταδίωξη των θηραµάτων του χάριζε µιαν απέραντη αίσθηση
ελευθερίας. Ανέβαινε στο περήφανο άτι του, το σπιρούνιζε να καλπάσει µε όλη του
την ορµή, και το αίµα χόρευε στις φλέβες του, το βλέµµα του έλαµπε από έκσταση
καθώς παρακολουθούσε το γεράκι του να διαγράφει κύκλους ψηλά στον ουρανό.
Τότε σχηµατιζόταν στο πρόσωπό του ένα χαµόγελο ανοµολόγητης αποστροφής και
χιµούσε σ’ έναν µοναχικό αγώνα κυριαρχίας επί των θηραµάτων, προσπερνώντας
τους ψεύτικους φίλους και τους φανερούς βασανιστές του.
Η απλωσιά στους πρόποδες του Βεζούβιου και οι γύρω λόφοι είχαν γυµνωθεί
από την καταδροµή του χειµώνα. Το ποτάµι κυλούσε ορµητικά και το βουητό του
έσµιγε µε τα γαυγίσµατα των σκυλιών και την οχλοβοή των κυνηγών. Η θάλασσα,
κατασκότεινη κάτω από τον φορτωµένο ουρανό, δερνόταν θρηνητικά στα βράχια της
ακτής, και τα πουλιά απαντούσαν σ’ εκείνον τον θρήνο µε διαπεραστικούς
στεναγµούς. Ένας αποπνικτικός σιρόκος περιφερόταν στην υγρή και ψυχρή
ατµόσφαιρα. Ο άνεµος αυτός µοιάζει να εξερεθίζει και να καταβάλει παράλληλα τον
ανθρώπινο νου. Τον παρακινεί σε σκέψεις, µα τις γεµίζει µε σκοτεινές πινελιές στο
χρώµα του ουρανού. Ο Λουδοβίκος το ένοιωσε. Ωστόσο, προσπάθησε να επιβληθεί
στην βαριά διάθεσή, µε την οποία τον γέµιζε ο στενόκαρδος αέρας.
Η θερµοκρασία µεταβλήθηκε καθώς προχωρούσε η µέρα. Τα βαριά σύννεφα
αναλύθηκαν σε άφθονο χιόνι. Ύστερα ο ουρανός άνοιξε και ακολούθησε η αιχµηρή
επιδροµή του πάγου. Η όψη του γης άλλαξε. Τώρα ήταν σκεπασµένη, µέχρι και το
τελευταίο γυµνό κλαδί, µε εκτυφλωτικό, απάτητο, κατάλευκο χιόνι.
Από νωρίς το πρωί είχαν στρώσει στο κυνήγι ένα ελάφι, Κάλπαζαν πίσω του
όλη µέρα, στους πρόποδες των λόφων. Κάποτε, το ελάφι κατευθύνθηκε προς τους
λόφους και άρχισε να ανεβαίνει. Έτρεχε πραγµατοποιώντας συνεχείς ελιγµούς,
ώσπου οι κυνηγοί το έχασαν από τα µάτια τους. Η µέρα έγερνε όταν ο Λουδοβίκος
—µόνος αυτός— κατάφερε να εντοπίσει το ζώο. Βρισκόταν σε µια στενή, απόκρηµνη
λωρίδα γης, που υψωνόταν πάνω από την πεδιάδα. Ζύγισε στο χέρι του το δόρυ, και
τα σκυλιά του ετοιµάστηκαν να χιµήξουν, θαρρώντας πως το απελπισµένο ζώο δεν
µπορούσε πια να ξεφύγει. Εκείνο έδωσε έναν πήδο που το έφερε στο χείλος του
γκρεµνού· ύστερα έναν δεύτερο και χάθηκε. Όρµησε προς τα κάτω, ελπίζοντας πως οι
βράχοι θα το σπλαχνίζονταν περισσότερο από τον διώκτη του. Ο Λουδοβίκος ήταν
αποκαµωµένος από το ολοήµερο κυνήγι και εξοργισµένος µε την απώλεια του
θηράµατός του. Ξεπέζεψε, έδεσε το άλογο σε ένα δέντρο και γύρεψε κανένα σχετικά
οµαλό µονοπάτι που θα τον οδηγούσε µε ασφάλεια στην πεδιάδα. Το πυκνό χιόνι είχε
εξαφανίσει τα ίχνη που άφησαν τα κοπάδια κατεβαίνοντας από τα χειµαδιά στα γύρω
χωριουδάκια. Όµως ο Λουδοβίκος είχε περάσει ατέλειωτες ώρες στα βουνά, όταν
ήταν µικρός. Έµπηγε το δόρυ του στο χιόνι και όταν συναντούσε αντίσταση,
µπορούσε να είναι βέβαιος πως υπήρχε στέρεα γη κάτω από τα πόδια του. Πιανόταν
από τα κλαδιά που συναντούσε στον δρόµο του και προχωρούσε µε µεγάλη προσοχή.
αργά. Ωστόσο η πλαγιά ήταν πολύ απόκρηµνη και η κατάβαση απαιτούσε υποµονή.
Ο ήλιος άγγιζε ήδη τον ορίζοντα και η ανταύγεια της αναχώρησής του κρυβόταν
πίσω από αραιά σύννεφα, που ο άνεµος τα έσπρωχνε προς την θάλασσα. Ήταν ένας
ψυχρός άνεµος που τάραζε τον µακάριο ύπνο του χιονιού και ξεδίπλωνε τα λευκά
πέπλα των κλαδιών, αφήνοντάς τα ακόµη πιο γυµνά. Το λυκόφως έµοιαζε µε
πυρκαγιά στον καθρέφτη της κατάλευκης γης, όταν ο διώκτης διέκρινε τέσσερα βαθιά
πατήµατα, που το δίχως άλλο θα ανήκαν στο ελάφι. Ο γκρεµνός ήταν άγριος και η
εξαφάνιση του ζώου έµοιαζε µε θαύµα. Είχε ξεφύγει, αφήνοντας πίσω του µόνο
εκείνα τα σηµάδια. Γύρω οι βελανιδιές σχηµάτιζαν ένα πυκνό δάσος, το οποίο οι
άγριοι, σφιχτοπλεγµένοι θάµνοι, που περιέβαλαν τα δέντρα, έκαµαν εντελώς
αδιάβατο. Ήταν εντελώς απίθανο να µπορέσει να περάσει εκείνο το φυσικό τείχος
ένα τόσο µεγάλο ζώο, όπως το ελάφι. Τώρα, η επιθυµία να ξετρυπώσει το θήραµα
είχε πάρει διαστάσεις πάθους στο στήθος του Λουδοβίκου. Έκαµε έναν γύρο,
πασχίζοντας να βρει κάποιο άνοιγµα, ώσπου ανακάλυψε ένα στενό πέρασµα. Τα ίχνη
που διέκρινε τον διαβεβαίωσαν πως το κυνηγηµένο ζώο είχε αναζητήσει καταφύγιο
στην χαράδρα. Ο Λουδοβίκος κινήθηκε προς το στενό άνοιγµα µε µιαν
αποφασιστικότητα απίστευτη ακόµη και για τον ορµητικό χαρακτήρα του, εισέβαλε
στο µονοπάτι που διαγραφόταν καθαρά ανάµεσα στους πρίνους και, χωρίς σκέπτεται
να σκεφτεί πού πηγαίνει, δεν σταµάτησε παρά µόνον όταν βρέθηκε αντιµέτωπος µε
ένα καλύβι. Στάθηκε ξέπνοος από την προσπάθεια και κοίταξε γύρω του. Υπήρχε
κάτι ασυνήθιστα πένθιµο στην σκηνή. ∆εν είχε νυχτώσει ακόµη ολότελα. Οι σκιές
του απόβραδου έµοιαζαν να ξεχύνονται προς την γη από το τεράστιο υφάδι του
σύννεφου που µόλις άφηνε τον ορίζοντα της δύσης και σκαρφάλωνε αργά στον
ουρανό. Τα σκούρα, στιλπνά φύλλα της βελανιδιές, της δάφνης και της µυρτιάς
έρχονταν σε έντονη αντίθεση µε την λευκότητα του χιονιού. Ένας ψυχρός άνεµος
έκανε τους θάµνους να ανατριχιάζουν σύγκορµοι. Το λίγο χιόνι που απέµενε πάνω
τους σηκωνόταν στον αέρα και έπεφτε πάλι αργά σε πυκνές νιφάδες. Τα φύλλα
σάλευαν, γεµίζοντας ψίθυρους την απόλυτη ησυχία. Αργά και πού κάποιο πουλί
τιναζόταν στην κούρνια του ή άπλωνε µελαγχολικά τα φτερά του, για να χωθεί
αµέσως στο άνοιγµα ενός κούφιου κορµού. Το καλύβι έµοιαζε εγκαταλειµµένο. Τα
παράθυρά του δεν είχαν τζάµια. Στο κατώφλι και στα περβάζια το χιόνι έκανε
µικρούς λόφους. Στο µονοπάτι που έφερνε στην πόρτα δεν υπήρχε το παραµικρό
ίχνος ανθρώπινης πατηµασιάς. Κι όµως, από την καπνοδόχο υψώνονταν κάθε τόσο
αδύναµα σύννεφα καπνού. Αυτό έκανε εντύπωση στον Λουδοβίκο και καθώς
ενέτεινε την προσοχή του, νόµισε πως άκουσε µια φωνή. Χτύπησε µα δεν πήρε
απάντηση. Έσπρωξε απαλά την πόρτα. ∆εν ήταν αµπαρωµένη. Την άνοιξε και µπήκε.
Στο πάτωµα, που ήταν στρωµένο µε φύλλα, βρισκόταν ξαπλωµένος ένας άνθρωπος.
Το δίχως άλλο ψυχορραγούσε, γιατί ενώ κάποια ανεπαίσθητη κίνηση στα µάτια του
έδειχνε πως η ζωή δεν είχε εγκαταλείψει τον θρόνο της στην καρδιά του, την όψη του
θα µπορούσε να την έχει µόνο νεκρός. Ήταν µια ηλικιωµένη γυναίκα, που το χρώµα
των µαλλιών της έδειχνε πως δεν θα πήγαινε άκαιρα στο τάφο. Την παράστεκε µια
µορφή, που εύκολα θα µπορούσε κανείς να την περάσει για άγγελο. Ήταν γονατιστή,
σαν να περίµενε να πάρει την ψυχή της ηλικιωµένης γυναίκας και να την οδηγήσει
στο τόπου, όπου θα αναπαυόταν αιώνια. Όµως η αγωνία που χάραζε βαθιά το
πρόσωπό της και φλόγιζε το σοβαρό βλέµµα της, έλεγε άλλα. Ήταν πολύ νέα και
όµορφη σαν άστρο του δειλινού. Προφανώς είχε βγάλει τα ρούχα της προκειµένου να
προσφέρει λίγη ζεστασιά στην ετοιµοθάνατη φίλη της, γιατί τα µπράτσα και οι ώµοι
της δεν είχαν άλλο κάλυµµα από τον σκοτάδι και τον χείµαρρο των µαλλιών της.
Ήταν τελείως απορροφηµένη από την προσπάθεια να διακρίνει την παραµικρή
µεταβολή στην κατάσταση του αρρώστου. Τα µάγουλα —ακόµη και τα χείλη της—
ήταν κάτωχρα. Τα µάτια της ήσαν ακίνητα, σαν φυλακισµένα από την µία και
µοναδική έγνοια της.
∆εν άκουσε, ή τουλάχιστον δεν έδειξε ν’ άκουσε, τον Λουδοβίκο όταν µπήκε
στην καλύβα. Η άρρωστη γυναίκα κάτι ψιθύρισε. Εκείνη έσκυψε ν’ ακούσει τους
αδύναµους ήχους και απάντησε µε φωνή που τρεµόσβηνε από απελπισία:
«∆εν µπορώ να φέρω άλλα φύλλα, γιατί έπεσε πολύ χιόνι. Μα ούτε έχω πια
άλλο τίποτε για να σε σκεπάσω».
«Είναι παγωµένη;» είπε ο Λουδοβίκος, πλησιάζοντας αθόρυβα και
γονατίζοντας πλάι στο θλιµµένο κορίτσι.
«Πάρα πολύ!» απάντησε εκείνη. «Και δεν µπορώ να την βοηθήσω».
Ο Λουδοβίκος φορούσε στο κυνήγι έναν πορφυρό µανδύα µε γούνινη
κουκούλα. Τον είχε αφήσει στο άλογό του, για να µην τον δυσκολέψει στην
κατάβαση. Βγήκε τρέχοντας από το καλύβι, και ακολουθώντας τα ίχνη του προς την
αντίθετη κατεύθυνση, έφτασε στο µέρος που είχε δέσει το άτι. ∆εν ξανακατέβηκε από
το ίδιο µονοπάτι, αφού τώρα σηµασία είχε να επιστρέψει γρήγορα κοντά στην βαριά
άρρωστη γυναίκα. Οδήγησε το άλογό του στην απόκρηµνη πλαγιά και πήρε ένα
ασφαλέστερο µονοπάτι, που κύκλωνε το λόφο. Κάλπασε ασυγκράτητα, µα η νύχτα
τον πρόφτασε και αν το χιόνι δεν αστραποβολούσε µέσα στο σκοτάδι, δεν θα
κατάφερνε να βρει το γνωστό του πέρασµα στο δάσος. Όταν έφτασε στο ξέφωτο,
είδε πως το καλύβι έλαµπε ολόκληρο. Καθώς πλησίασε άκουσε τον επικήδειο ύµνο
που έψαλε πλήθος ιερέων συγκεντρωµένων στην µοναδική κάµαρα. Η ανταλλαγή
είχε πραγµατοποιηθεί. Η ψυχή είχε εγκαταλείψει το θνητό ενδιαίτηµά της, και το
χάλασµα του σαρκίου περιβαλλόταν µε την επισηµότητα που στερήθηκε όσην ώρα
πάλευε µε τον θάνατο. Ο Λουδοβίκος πέρασε απαρατήρητος µέσα στο πλήθος των
ιερέων και γύρεψε µε το βλέµµα την αξιολάτρευτη κοπέλα που είχε αφήσει πίσω,
όταν έφυγε για τον µανδύα. Την είδε να κάθεται µόνη, µακριά από τους ιερείς, σε µια
γωνιά της καλύβας, ανάµεσα στα σκόρπια φύλλα. Είχε αγκαλιάσει τα πόδια της,
στήριζε το µέτωπο στα γόνατα, και κάπου κάπου το ανασήκωνε για να σκουπίσει µε
τα µαλλιά της τα δάκρυα που κυλούσαν ασταµάτητα στα µάγουλά της. Ο
Λουδοβίκος την σκέπασε µε τον µανδύα του. Εκείνη τον κοίταξε και φόρεσε την
κουκούλα, περισσότερο για να καλύψει το πρόσωπό της παρά για να ζεσταθεί.
Ύστερα ξαναβυθίστηκε στο πένθος της.
Ο νεαρός ευγενής την κοίταζε µε λύπη. Πρώτη φορά, µετά τον θάνατο της
µητέρας του, ένοιωσε δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό του, και τα χαρακτηριστικά
του φωτίστηκαν από µιαν αίσθηση συµπάθειας. ∆εν είπε τίποτε. Συνέχισε να
κοιτάζει, σαν να γεννιόταν αργά στο νου του η επιθυµία να σκουπίσει από τα
µάγουλα του άτυχου κοριτσιού τα δάκρυα, που δεν εννοούσαν να σταµατήσουν. Κι
ενώ είχε µείνει εκεί καθηλωµένος από το θλιβερό θέαµα, άκουσε το όνοµά του. Ήταν
ένας από τους υπηρέτες του κάστρου. Σηκώθηκε όρθιος, άφησε στην ποδιά της
αξιολύπητης κοπέλας τα λίγο χρυσά νοµίσµατα που είχε µαζί του, βγήκε από το
καλύβι µε ορµή και ακολουθώντας τον υπηρέτη που είχε έρθει µέχρι εκεί γυρεύοντάς
τον, κατευθύνθηκε προς το πατρικό κάστρο.
Καθώς κάλπαζε, η πρώτη εκείνη ένταση της αιφνίδιας και πρωτόγνωρης
συµπάθειας υποχωρούσε µέσα του και έδινε την θέση της σ’ ένα ορµητικό ρεύµα
σκέψεων, που αργά αλλά σταθερά µεταµορφώθηκε σε κάτι ολότελα καινούργιο.
«Λέω πως είναι δυστυχισµένος», φώναξε. «Εγώ, ο καλοντυµένος και
καλοθρεµµένος! Μα τι να πει αυτό το φτωχό κορίτσι, το πεινασµένο κορίτσι, που
γύµνωσε τα µέλη του για να ζεστάνει τα µέλη της ετοιµοθάνατης µοναδικής της
φίλης; Έχασα κι εγώ τον µοναδικό µου φίλο. Αυτή είναι η πραγµατική δυστυχία µου,
η πραγµατική αιτία της αθλιότητάς µου. Είµαι άθλιος! Ας το αξιοποιήσουν οι
συκοφάντες αυτό το όνοµα, ας το χρησιµοποιήσουν οι κατάσκοποι και οι προδότες
αυτό το αξίωµα. Τους παραµέρισα, τους τίναξα από πάνω µου, όπως τινάζουν κείνα
τα κλαδιά από πάνω τους το χιόνι στην γη... το χιόνι που δεν µπορεί να συναγωνιστεί
τις καρδιές τους σε παγωνιά. Κι όµως είµαι µόνος, η µοναξιά µπήγει τα δόντια της
στην καρδιά µου και µε κάνει άγριο, άθλιο, τιποτένιο».
Ήταν σκληρός µε τον εαυτό του, µα η καρδιά του τώρα είχε µαλακώσει. Το
θέαµα που αντίκρισε στο δάσος τον πληµµύριζε µε τρυφερά συναισθήµατα. Είχα
νιώσει συµπάθεια για κάποιον που την χρειαζόταν, είχε προσπαθήσει να προσφέρει
σε κάποιον βοήθεια. Η τρυφερότητα κατέκλυσε το πρόσωπό του, στα χείλη του
σχηµατίστηκε ένα χαµόγελο και η περηφάνια της αξιοσύνης ζωντάνεψε το βλέµµα
του. Οι άνθρωποι που τον περιστοίχιζαν κατάλαβαν την αλλαγή και, µη έχοντας πια
ν’ αντιµετωπίσουν την αποστροφή στους τρόπους του, µαλάκωσαν οι ίδιοι. Η
προφανής µεταβολή του χαρακτήρα του επέφερε µιαν εντυπωσιακή µεταµόρφωση
στην κατάστασή του. Μα δεν είχε έρθει ακόµη ο καιρός να γίνει µόνιµη αυτή η
αλλαγή.
Την εποµένη του κυνηγίου, ο πρίγκιπας Φερνάνδος έφυγε για την Νεάπολη
και πρόσταξε τον γιο του να τον συνοδεύσει. Η παραµονή στην Νεάπολη was
αλλόκοτα ανυπόφορη για τον Λουδοβίκο. Τουλάχιστον στο ύπαιθρο µπορούσε να
απολαµβάνει κάποια σχετική ελευθερία. Συχνά, ο πατέρας του έµοιαζε να ξεχνά την
ύπαρξή του, νοµίζοντας πως βρίσκεται κάπου στο κάστρο. Εδώ όµως τα πράγµατα
ήσαν πολύ διαφορετικά. Φοβούµενος πως θα µπορούσε να δηµιουργήσει φιλίες και
συµµαχίες, και γνωρίζοντας πως το επιβλητικό παρουσιαστικό και οι ασυνήθιστοι
τρόποι του προκαλούσαν την προσοχή και πολλές φορές την περιέργεια, τον
κρατούσε διαρκώς κρυµµένο, ή του επέτρεπε να βγαίνει στην πόλη για πολύ λίγο,
αφού πρώτα βεβαιωνόταν για τα πρόσωπα που τον περιστοίχιζαν, και αφού ανέθετε
σε έµπιστους ανθρώπους του να τον παρακολουθούν, προκαλώντας έτσι τα
δηλητηριώδη βλέµµατα του Λουδοβίκου. Επιπλέον, ο πρίγκιπας Μοντόλφο
διασκέδαζε να προσβάλει και να απειλεί τον γιο του δηµοσίως. Γνωρίζοντας µάλιστα
τα φυσικά του ελαττώµατα τον εξέθετε ακόµη και στις λοιδορίες των φίλων του.
Παρέµειναν δύο µήνες στην Νεάπολη, πριν επιστρέψουν στο Μοντόλφο.
Ήταν άνοιξη. Στην ατµόσφαιρα πλανιόταν ό,τι γλυκύτερο και πλέον
ευφρόσυνο θα µπορούσε να απολαύσει άνθρωπος. Τα κατάλευκα άνθη της
αµυγδαλιάς και τα ρόδινα της ροδακινιάς µόλις άρχιζαν να τονίζουν την παρουσία
τους στα πράσινα φυλλώµατα. Ο Λουδοβίκος ελάχιστα ενδιαφερόταν για τις
απολαύσεις της άνοιξης. Πληγωµένος µέχρι τα βάθη της καρδιάς του, απορούσε γιατί
η φύση στόλιζε µε τόσα χρώµατα τα µνήµατα, γιατί δρόσιζε τους θλιµµένους και τους
νεκρούς. Επιζητούσε την µοναξιά. Πήρε το µονοπάτι που κατηφόριζε προς την
θάλασσα. Κάθισε στην ακτή και προσήλωσε το βλέµµα του στο µονότονο λίκνισµα
των του νερού. Κι όµως τα κύµατα χόρευαν και παιχνίδιζαν κάτω από τον ήλιο. Οι
ζοφερή µονοτονία των σκέψεών του ήταν που δεν τον άφηνε να απολαύσει την
πραγµατική χάρη της φύσης.
Τότε πέρασε πλάι του µια µορφή, µια χωριατοπούλα που ισορροπούσε ένα
λυγερό λαγήνι στο κεφάλι της. Ήταν φτωχικά ντυµένη, µα τράβηξε αµέσως την
προσοχή του Λουδοβίκου και όταν, φτάνοντας στην πηγή, γύρισε για να γεµίσει το
λαγήνι της, εκείνος αναγνώρισε στο πρόσωπό της το κορίτσι που συνάντησε στο
καλυβάκι τον περασµένο χειµώνα. Τον αναγνώρισε και εκείνη και, αφήνοντας την
δουλειά της, τον πλησίασε και του φίλησε το χέρι µε την αφοπλιστική χάρη που
προικίζει ο νότος τα εκλεκτότερα παιδιά του.
Στην αρχή ήταν διστακτική, η φωνή της έτρεµε και κόµπιαζε, µα σιγά σιγά τα
χείλη της λύθηκαν και ο Λουδοβίκος κατάφερε να ακούσει πεντακάθαρα το πρώτο
ευχαριστώ που του απηύθυνε ποτέ ανθρώπινο πλάσµα. Ένα χαµόγελο ικανοποίησης
φώτισε το πρόσωπό του, ένα χαµόγελο τόσο όµορφο που κατέκτησε αµέσως την
καρδιά του κοριτσιού. Την εποµένη στιγµή βρίσκονταν κιόλας καθισµένοι στην πηγή,
ο ένας πλάι στον άλλον, και η Βιολέτα του µιλούσε για τα σκληρά χτυπηµένα από την
φτώχια παιδικά της χρόνια, την ορφάνια, τον θάνατο της καλύτερής της φίλης και το
ήπιο κλίµα που δεν άφηνε τις κακουχίες να την τσακίσουν ολωσδιόλου. Ήταν µόνη
στο κόσµο, ζούσε σ’ ένα ερειπωµένο καλύβι και µόλις που κατάφερνε να επιβιώνει.
Τα ωχρά µάγουλα και η διάχυτη στις κινήσεις της ατονία ήταν οι ζωντανές αποδείξεις
όσων έλεγε. Μα δεν παραπονιόταν, τα λόγια της ήσαν γλυκά, καλοκάγαθα και µόνον
όταν η κουβέντα ήρθε στην προθυµία µε την οποία ο Λουδοβίκος έσπευσε να την
βοηθήσει τον περασµένο χειµώνα, τα ήρεµα µαύρα µάτια της δάκρυσαν.
Ο νεαρός ευγενής επισκέφθηκε το καλύβι την εποµένη κιόλας. Πήρε το
γνωστό µονοπάτι, που τώρα ήταν καταπράσινο και µοσχοβολούσε από τις
αγριοβιολέτες που η Βιολέτα είχε φυτέψει παντού. Του πρόσφερε ένα µικρό
µπουκέτο. Μπήκαν στο καλύβι µαζί. Ήταν κατερειπωµένο και σχεδόν γυµνό. Λίγα
λουλούδια σ’ ένα σπασµένο ανθογυάλι έδειχναν την ίδια την µοίρα του κοριτσιού:
ένα υπέροχο άνθος τριγυρισµένο από τόση φτώχια, και µόνο η τριανταφυλλιά που
κρυφοκοίταζε σκιερή από το παράθυρο έδειχνε πως η γλυκιά Ιταλία, ακόµη και µέσα
στην χειρότερη ένδεια δεν τσιγκουνεύεται την ζωντάνια της φύσης της στα παιδιά
της.
Ο Λουδοβίκος έβαλε την Βιολέτα να καθίσει σ’ έναν πάγκο πλάι στο
παράθυρο, στάθηκε απέναντί της, µε τα λουλούδια στο χέρι, και την άκουγε. Εκείνη
δεν µίλησε αυτήν την φορά για την φτώχια της. Μίλησε... και για τι δεν µίλησε!
Έµοιαζε ευτυχισµένη, χαµογελούσε και η φωνή της είχε έναν χαρωπό τόνο που
µαλάκωνε την καρδιά του φίλου της, γεµίζοντας τα µάτια του µε δάκρια ευσπλαχνίας
αλλά και θαυµασµού. Από την εποµένη, ο Λουδοβίκος επισκεπτόταν καθηµερινά το
καλύβι και αφιέρωνε όλον τον χρόνο του στην Βιολέτα. Κουβέντιαζε µαζί της,
µάζευε αγριοβιολέτες µαζί της, την παρηγορούσε και την συµβούλευε και ήταν
πανευτυχής. Η αίσθηση πως ήταν χρήσιµος σε ένα απλό πλάσµα γέµιζε µε χαρά την
καρδιά του. Κι ακόµη δεν γνώριζε πόσο απαραίτητη ήταν η παρουσία του στην
προστατευοµένη του. Απλά ήταν ευτυχισµένος όταν βρισκόταν µαζί της, όταν
κατάφερνε να την ανακουφίσει και όταν έβλεπε τα αποτελέσµατα των προσπαθειών
του να φωτίζουν το πρόσωπό της. Όµως ο έρωτας δεν περνούσε καν από το µυαλό
του. Το πάθος δεν είχε ξυπνήσει µέσα του, κι αυτό τον απάλλασσε από το µαρτύριο
της µέριµνας για το µέλλον. Με την χωριατοπούλα όµως δεν συνέβαινε το ίδιο. ∆εν
µπορούσε ν’ αντικρίσει το βλέµµα του όταν έγερνε πάνω της µε τόσην αβρότητα, δεν
µπορούσε να κοιτάξει τα χείλη του όταν σχηµάτιζαν εκείνο το τόσο τρυφερό
χαµόγελο, δεν µπορούσε ν’ ακούσει την φωνή του όταν την εκλιπαρούσε να τον
εµπιστευθεί σαν αδελφό, σαν πατέρα, σαν το παν γι’ αυτήν στον κόσµο, χωρίς να
νοιώσει συγκλονισµένη την καρδιά της συγκλονισµένη από βαθύτατο έρωτα. Είχε
γίνει ο ήλιος της ηµέρας της, η πνοή της ζωής της, η ελπίδα, η χαρά, η ζωή της όλη.
Παραφυλούσε να τον δει να έρχεται, τον ακολουθούσε µε το βλέµµα όταν έφευγε και
για κάµποση ώρα ήταν ευτυχισµένη. ∆εν δυσανασχετούσε που αντιµετώπιζε τον
πρώιµο έρωτά της µε απάθεια. Εκείνη ήταν χωρική κι αυτός ευγενής, και δεν
µπορούσε να περιµένει τίποτε περισσότερο από την σχέση τους. Ήταν ο θεός της και
έπρεπε να τον λατρεύει. Θα ήταν βλασφηµία να προσδοκά οποιοδήποτε αντάλλαγµα
για την λατρεία της.
Ο πρίγκιπας Μοντόλφο δεν άργησε να µάθει για τις επισκέψεις του
Λουδοβίκου στο καλύβι του δάσους, και δεν είχε καµιάν αµφιβολία πως η Βιολέτα
ήταν ερωµένη του. ∆εν επιχείρησε να εµποδίσει εκείνη την σχέση, ή να απαγορεύσει
τις επισκέψεις. Πράγµατι, ο Λουδοβίκος απολάµβανε περισσότερη ελευθερία από
ποτέ. Ο µόνος περιορισµός που του έθετε τώρα ο πατέρας του ήταν οικονοµικός.
Απαιτούσε από αυτόν να χαλνά όλο και λιγότερα χρήµατα. Ο στόχος του ήταν
προφανής. Μέχρι εκείνη την στιγµή ο Λουδοβίκος είχε αποφύγει τον πειρασµό των
τυχερών παιγνίων και των αλόγιστων εξόδων. Ο Φερνάνδος επιθυµούσε από καιρό
να δηµιουργήσει στον γιο του µιαν οδυνηρή αίσθηση φτώχιας και εξάρτησης, ώστε
να τον αναγκάσει να εγκαταλείψει την πατρική εστία και να αναζητήσει αλλού τους
απαραίτητους οικονοµικούς πόρους. Του είχε στήσει αµέτρητες παγίδες, τις οποίες
στο παρελθόν το αγόρι είχε αποφύγει µε σθεναρή αν και ασυναίσθητη εγκράτεια.
Τώρα όµως, που οι περιστάσεις τον υποχρέωναν εντελώς απροσδόκητα να απαιτεί
πολύ περισσότερα απ’ όσα του είχαν ποτέ επιτραπεί, ο πατέρας του αποφάσισε να
περιορίσει και αυτά τα λίγα που του παρείχε µέχρι εκείνη την στιγµή. Ωστόσο ο
Λουδοβίκος δεν παραπονέθηκε. Αρκετά ήταν και αυτά.
Ο Φερδινάνδος απέφυγε για αρκετό καιρό να κάνει οποιανδήποτε νύξη στον
γιο του για την σχέση που διατηρούσε. Όµως κάποιο αποµεσήµερο, την ώρα που
γευµάτιζαν, η ευθυµία υπερφαλάγγισε την επιφυλακτικότητά του. Επρόκειτο για ένα
είδος ευθυµίας ευθυµία που τον παρακινούσε συχνά να γελοιοποιεί τα συναισθήµατα
του γιου του και του προκαλούσε µιαν έντονη δυσφορία, η οποία τον εµπόδιζε να
εγκαταλείψει την αυτοκυριαρχία του και να παραδοθεί σε ένα από τα σπάνια
χαµόγελά του.
«Εµπρός», φώναξε ο Φερνάνδος, καθώς γέµιζε µια κούπα. «Έλα, Λουδοβίκε,
ας πιούµε στην υγεία της Βιολετέρας σου!» Ύστερα πρόσθεσε έναν άσεµνο
υπαινιγµό, που έκαµε τα µάγουλα του Λουδοβίκου να κοκκινίσουν. Ο νέος σηκώθηκε
και θέλησε να αποχωρήσει χωρίς να ανταποδώσει την προσβολή.
«Πού νοµίζεις πως πηγαίνεις, άρχοντά µου;» φώναξε ο πατέρας του. «Πάρε
αµέσως την κούπα σου και ανταπέδωσε την πρόποσή µου, γιατί —µα τον Βάκχο!—
κανείς δεν έχει το δικαίωµα να µε προσβάλει όταν κάθεται στο τραπέζι µου».
Ο Λουδοβίκος, όρθιος όπως ήταν, γέµισε την κούπα του και την ύψωσε
έτοιµος να ανταποδώσει την πρόποση του πατέρα του, µα τα λόγια που µόλις πριν
είχε ακούσει συγκρούονταν µέσα του µε την αθωότητα της Βιολέτας και η καρδιά
του πήγαινε να σπάσει. Άφησε την κούπα στο τραπέζι, παραµέρισε τους ανθρώπους
που είχαν σταθεί δίπλα του έτοιµοι να τον συγκρατήσουν, βγήκε από το κάστρο και
σε λίγο δεν άκουγε τα γέλια και τις εύθυµες φωνές των συνδαιτυµόνων, που
συνέχιζαν να αντηχούν στις τεράστιες αίθουσες. Τα λόγια του Φερνάνδου είχαν
ξυπνήσει µέσα του ένα παράξενο συναίσθηµα. «Μπορεί άραγε να µε αγαπήσει η
Βιολέτα; Μπορώ να την αγαπήσω;» Στο δεύτερο ερώτηµα δεν χρειάστηκε καν να
απαντήσει. Το πάθος που είχε ξυπνήσει ξαφνικά µέσα του, έκανε κάθε φλέβα του να
σπαρταράει από την ένταση. Τα µάγουλά του φλογίστηκαν και η καρδιά του άρχισε
να χορεύει σ’ έναν θριαµβευτικό ρυθµό, καθώς πλησίαζε στο καλύβι, ολοκληρωτικά
δοσµένος στο αισθηµατικό σύµπαν που τώρα απλωνόταν µέσα του. Έφτασε. Η
πόρτα ήταν εκεί. Ένα βήµα ακόµη και... Οι τοίχοι ορθώνονταν µπροστά του γκρίζοι,
ανέκφραστοι, και τα κλαδιά έγερναν πάνω του αναστενάζοντας. Μέχρι εκείνη την
στιγµή ένοιωθε µόνο ανυποµονησία και φόβο. Φοβόταν πως ίσως να µην έβρισκε
ανταπόκριση στο πάθος που φλόγιζε ξαφνικά την καρδιά του. Έκανε πίσω. Πήγε
παράµερα, κάθισε πλάι σ’ έναν θάµνο, έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια και άφησε τα
δάκρυα του πάθους ν’ αργοκυλήσουν ανάµεσα στα δάχτυλά του. Η Βιολέτα άνοιξε
την πόρτα της καλύβας. Ο Λουδοβίκος δεν είχε φανεί σήµερα και ήταν
δυστυχισµένη. Κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος είχε δύσει και ο αποσπερίτης έλαµπε
στην ∆ύση. Οι βελανιδιές έριχναν γύρω ένα σκοτεινό πέπλο, κατάστικτο από
αµέτρητες πυγολαµπίδες, που έφεγγαν πότε χαµηλά στην γη, τριγυρίζοντας από
αγριολούλουδο σε αγριολούλουδο, και πότε ψηλά, ανάµεσα στα στιλπνά φύλλα της
δάφνης και της βελανιδιάς. Ασυναίσθητα, η Βιολέτα ακολούθησε µε το βλέµµα της
ένα από τα µυριάδες φωτάκια. Εκείνο διέγραψε ένα φωτεινό τόξο µέσα στο πυκνό
σκοτάδι και πήγε να σταθεί σ’ ένα σύθαµνο, που σχηµατιζόταν από το
σφιχταγκάλιασµα σύθαµνο, αφήνοντας την πανέµορφη ανταύγειά του να
κουρνιάσει ανάµεσα στα φύλλα, σαν αστέρι που ξέφυγε από την πορεία του και
τροµαγµένο από το ίδιο του το θράσος, χώθηκε στην πρώτη επίγεια φωλιά που βρήκε
µπροστά του. Ο Λουδοβίκος καθόταν πλάι στην δάφνη —τον είδε η Βιολέτα— και
ανάσαινε βαριά. Η κοπέλα δεν µίλησε. Τον πλησίασε µε αέρινα βήµατα και στάθηκε
εκεί µπροστά του, νιώθοντας —όχι, όχι, ακούγοντας— την καρδιά της να πασχίζει να
ξεφύγει από τον λαβύρινθο των σκέψεών της. Κάποτε τα χείλη της σάλεψαν,
ψιθύρισαν το όνοµά του. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι, αντίκρισε το λεπτό πρόσωπο, τα
φωτεινά µάτια, την αγγελική πλάση της, και λησµόνησε τους φόβους του. Οι ελπίδες
του είχαν επαληθευθεί. Πρώτη φορά έσµιξαν τα χείλη του µε τα τρεµάµενα δικά της.
Ύστερα έφυγε χάθηκε. Αυτό που µόλις είχε συµβεί σήκωνε µέσα του µια θύελλα
παραφοράς και απορίας. Έπρεπε να σκεφτεί.
Ο Λουδοβίκος ενεργούσε πάντα µε ταχύτητα και αποφασιστικότητα.
Επέστρεψε µόνο για να σχεδιάσει µε την Βιολέτα την ένωσή τους. Επέλεξαν έναν
µικρό απόµερο ναό στα Απέννινα. Το µυστήριο τέλεσε ένας ιερέας από γειτονική
µονή, του οποίου η διακριτικότητα εξασφαλίστηκε µε την παροχή κάποιου µικρού
χρηµατικού ποσού. Ο Λουδοβίκος οδήγησε την νύφη στο καλυβάκι του δάσους. Εκεί
ήθελε να µείνει και ο αγαπηµένος της δεν µπόρεσε να της αλλάξει γνώµη. Η µικρή
περιουσία του δαπανήθηκε όλη για την διαµόρφωση του φτωχικού, µα δεν έφτασε
παρά µόνο για να το κάνει απλώς ανεκτό. Ωστόσο οι νεόνυµφοι ήσαν ευτυχισµένοι.
Το µικρό κοµµάτι γης που πατούσαν τα πόδια της Βιολέτας ήταν για τον σύζυγό της
το σύµπαν ολόκληρο. Η καρδιά και η φαντασία του άνοιξαν και δέχθηκαν ό,τι
οµορφότερο, ό,τι τελειότερο βρίσκεται πάνω σ’ αυτόν τον κόσµο.
Εκείνη του τραγουδούσε κι εκείνος την άκουγε και οι νότες έχτιζαν γύρω του
µια µαγική αψίδα ευδαιµονίας. Τριγύριζε στις ανθισµένες απλωσιές του παραδείσου
και οι άνεµοι των µεθούσαν. Οι κάτοικοι του Μοντόλφο δεν αναγνώριζαν τον
υπερόπτη, µόνιµα θυµωµένο Λουδοβίκο στο πρόσωπο του καλοκάγαθου και
ευγενικού συζύγου της Βιολέτας.
Οι λοιδορίες του πατέρα του έπεφταν στο κενό, απλώς γιατί δεν τις άκουγε.
Τα πόδια του δεν πατούσαν πια στην γη. Πετούσε σαν άγγελος µε τα φτερά που του
έδωσε ο έρωτας, γι’ αυτό δεν τον άγγιζαν ούτε οι κοινωνικές ανισότητες ούτε τα
χυδαία προσκόµµατα. Και η Βιολέτα έτρεφε συνεχώς τον έρωτά του µε βαθιά
ευγνωµοσύνη και τρυφερότητα γεµάτη πάθος. Μόνον εκείνον είχε στο µυαλό της,
µόνον για κείνον ζούσε και δεν κουραζόταν να αναπολεί τις πρώτες στιγµές του
ονείρου που ζούσαν.
Έτσι διάβηκαν δύο χρόνια κι ένα χαριτωµένο παιδί ήρθε να κάνει ακόµη πιο
ισχυρό τον δεσµό τους, γεµίζοντας το φτωχικό µε γέλια.
Ο Λουδοβίκος πήγαινε σπάνια στο Μοντόλφο και ο πατέρας του,
ακολουθώντας την παλιά του τακτική, συνέχιζε να βλέπει µε καλό µάτι την σχέση του
µε την χωριατοπούλα, γιατί σκεπτόταν πως τον κρατούσε µακριά από τις επικίνδυνες
φιλίες ή συµµαχίες, που µπορεί να είχε συνάψει στην Νεάπολη. Ο Φερνάνδος δεν
υποπτευόταν πως ο γιος του είχε παντρευτεί την ταπεινής καταγωγής εκλεκτή του. Αν
για µια στιγµή περνούσε από το µυαλό του το ενδεχόµενο ενός τόσο εξευτελιστικού
συµπεθεριού, η αποστροφή που ένιωθε για τον απόγονό του δεν θα του επέτρεπε να
συγκατανεύσει. Από την στιγµή που το αίµα του έτρεχε στις φλέβες του Λουδοβίκου,
δεν θα αναγνώριζε κανέναν καρπό αυτής της ένωσης. ∆εν θα άφηνε το αρχοντικό
αίµα του να µολυνθεί από κανέναν παρακατιανό χωριάτη.
Ο Λουδοβίκος πλησίαζε τα είκοσι, όταν πέθανε ο µεγαλύτερος αδελφός του.
Τους τελευταίους τέσσερις µήνες, ο πρίγκιπας Μοντόλφο βρισκόταν στην Νεάπολη
και προσπαθούσε να κλείσει µιαν εξαιρετικά συµφέρουσα συµφωνία γάµου ανάµεσα
στον διάδοχό του και την κόρη κάποιας αριστοκρατικής οικογένειας της Νεάπολης. Η
είδηση του θανάτου σκόρπισε τις ελπίδες του και βύθισε στο πένθος το κάστρο. Μετά
από κάµποσες εβδοµάδες πένθους και περισυλλογής, κατάφερε να αναλάβει
πνευµατικά. Αγαπούσε τον πρόωρα χαµένο πρωτότοκο όχι γιατί ήταν παιδί του, αλλά
γιατί έµελλε να κληρονοµήσει το όνοµα και την ισχύ του. Τώρα, ο ιστός που είχε
υφάνει γύρω του ήταν άχρηστος. Έπρεπε να τον αντικαταστήσει όσο πιο γρήγορα
µπορούσε και να πλέξει έναν καινούργιο ιστό.
Ο Λουδοβίκος διατάχθηκε να παρουσιαστεί µπροστά του. Ήταν παλαιά
συνήθεια να απειθεί σε τέτοιες διαταγές. Αυτήν την φορά όµως χαµογέλασε
υπερήφανα, παραµέρισε τις παιδικές συνήθειές του και στάθηκε µπροστά στον
διεστραµµένο γονιό του µε αξιοπρέπεια.
«Λουδοβίκε», είπε ο πρίγκιπας, «πριν από τέσσερα χρόνια αρνήθηκες να
δώσεις τον όρκο του ιερέα και δεν υποχώρησες ούτε όταν σε απείλησα µε κυρώσεις.
Τώρα πρέπει να σε ευχαριστήσω για το σθένος που έδειξες».
Ο νέος σχηµάτισε αµέσως την υποψία πως τον καλοπιάνει µε σκοτεινές
προθέσεις. Πριν από δύο χρόνια την υποψία αυτή θα την αντιλαµβανόταν αυτοµάτως
σαν απόλυτη βεβαιότητα, όµως τώρα είχε συνηθίσει να είναι ευτυχισµένος και να µην
δίνει προεκτάσεις στις κακές σκέψεις του. Έγειρε το κεφάλι σε ένδειξη υποταγής.
«Λουδοβίκε», συνέχισε ο πατέρας του, ενώ η αλαζονεία µαχόταν µε την
επιθυµία για συµφιλίωση στην καρδιά και την όψη του. «Παιδί µου, σε δοκίµασα
σκληρά. Μα τώρα αυτά ανήκουν στο παρελθόν».
Ο Λουδοβίκος του απηύθυνε τον λόγο ευγενικά:
«Πατέρα µου, δεν άξιζα τέτοια µεταχείριση. Θα εκτιµήσω την καλοσύνη σου
µόνον όταν µάθω για ποιο λόγο...»
«Καλά, καλά!» τον διέκοψε ο Φερνάνδος, φανερά ανήσυχος. «∆εν
καταλαβαίνεις; Θέλεις να µάθεις, ε; Λοιπόν, µε λίγα λόγια, Λουδοβίκε, εσύ είσαι πια
η µοναδική µου ελπίδα. Ο Ολύµπιος είναι νεκρός. Τώρα ο οίκος των Μοντόλφο δεν
έχει άλλον προστάτη από εσένα».
«Συγνώµη, άρχοντα, µα δεν νοµίζω πως ο οίκος των Μοντόλφο κινδυνεύει»,
αποκρίθηκε ο Λουδοβίκος. «Έχει εσένα. Και είσαι αρκετά ικανός ώστε να
προστατεύσεις και να αυξήσεις την ισχύ του».
«∆εν µε καταλαβαίνεις. Ο οίκος των Μοντόλφο δεν έχει πια άλλο στήριγµα
από εσένα. Εγώ γέρασα, το νιώθω. Ετούτες οι άσπρες τρίχες το φωνάζουν. ∆εν έχω
από πού να πιαστώ. Η µοναδική ελπίδα µου είναι τα παιδιά σου
«Τα παιδιά µου;» αναφώνησε ο Λουδοβίκος. «Μα εγώ έχω µόνο ένα, άρχοντά
µου. Κι αν αυτό το µικρό παιδάκι...»
«Τι ανοησίες κάθεσαι και µου λες;» κραύγασε έξαλλος ο Φερνάνδος. «Εγώ
µιλάω για τον γάµο σου, όχι για...»
«Άρχοντά µου, η γυναίκα µου είναι πάντα έτοιµη να σου υποβάλει τα σέβη
της...»
«Ποια γυναίκα σου, Λουδοβίκε; Τα θέλεις και τα λες αυτά; Ποια γυναίκα
σου;»
«Η χωριατοπούλα, άρχοντά µου;»
Ο Φερνάνδος τον κοίταζε αποσβολωµένος. Το πρόσωπό του συννέφιασε
απότοµα. Τα χαρακτηριστικά του παραµορφώθηκαν. Η σκέψη πως ο γιος του
τόλµησε να προβεί σε µια τόσο επαίσχυντη πράξη χωρίς να πάρει την άδειά του,
ενέσκηψε µέσα του σαν τροµερή καταιγίδα, που θα τον συνέτριβε στα βράχια της
παραφοράς, αν δεν πιανόταν από τις τελευταίες λέξεις που πρόφερε ο Λουδοβίκος.
Την είχε χαρακτηρίσει «χωριατοπούλα». Άρα δεν ήταν πραγµατική γυναίκα του.
Απλώς την θεωρούσε γυναίκα του. Ναι έτσι είχε το πράγµα. Έτσι κι όχι αλλιώς.
Χαµογέλασε µε κόπο, αλλά φανερά ικανοποιηµένος.
«Καταλαβαίνω», αποκρίθηκε. «Θέλεις να δοκιµάσεις την υποµονή µου. Μα δεν
πρέπει να παίζεις µε τέτοια πράγµατα. Μιλώ για τον γάµο σου. Τώρα που ο Ολύµπιος
είναι νεκρός, η θέση του διαδόχου των Μοντόλφο ανήκει σ’ εσένα. Οφείλεις να τον
αντικαταστήσεις στην εκπλήρωση των πριγκιπικών υποχρεώσεων που κατάφερα να
του εξασφαλίσω».
«∆εν νοµίζω πως µε κατάλαβες», αποκρίθηκε σοβαρά ο Λουδοβίκος. «Είµαι
ήδη παντρεµένος απ’ εδώ και δύο χρόνια. Τότε που ήµουν ακόµη ο κατατρεγµένος, ο
εξευτελισµένος Λουδοβίκος, δηµιούργησα αυτήν την σχέση και θ’ αποδείξω µε
υπερηφάνεια πως η χωριάτισσα σύζυγός µου µπορεί να ανταποκριθεί σε όλα τα
υψηλά καθήκοντά της, εκτός βέβαια από την καταγωγή».
Ο Φερνάνδος ήταν συνηθισµένος να δίνει διαταγές. Ένοιωσε σαν να του
έχωναν ένα στιλέτο στην καρδιά. Όµως δεν αντέδρασε. Περίµενε ώσπου ήταν
σίγουρος πως η φωνή του δεν θα ακουγόταν σαν άγριος βρυχηθµός και τότε του είπε:
«Έχεις παιδί;»
«Έναν διάδοχο, άρχοντά µου», αποκρίθηκε ο Λουδοβίκος, χαµογελώντας —
γιατί η αταραξία του πατέρα του τον είχε παρασύρει— «ένα γλυκό, υγειές αγόρι».
«Ζουν εδώ κοντά;»
«Μπορώ να τους φέρω στο Μοντόλφο σε λιγότερο από µίαν ώρα. Το καλύβι
βρίσκεται στο δάσος, λίγο έξω από το µοναστήρι της Σάντα Τσιάρα».
«Αρκετά, Λουδοβίκε. Μου έφερες παράξενα µαντάτα και πρέπει να τα
σκεφτώ καλά. Θα τα ξαναπούµε το απόγευµα».
Ο Λουδοβίκος υποκλίθηκε και έφυγε τρέχοντας. Έσπευσε στο καλύβι του,
διηγήθηκε στην Βιολέτα ό,τι θυµόταν ή ό,τι µπόρεσε να καταλάβει από την σκηνή µε
τον πατέρα του και την παρακάλεσε να είναι έτοιµη για να παρουσιαστεί στο κάστρο
αµέσως µόλις την ειδοποιήσει. Η Βιολέτα έτρεµε. Την φόβιζε το γεγονός πως οι
άνθρωποι εκεί δεν ήταν όλοι καλοί και ευγενικοί όπως ο Λουδοβίκος. ∆εν είπε τίποτε
όµως. Μάλιστα χαµογέλασε όταν ο άντρας της φίλησε τον µικρό και τον
προσφώνησε διάδοχο των Μοντόλφο.
Ο Φερνάνδος αµέσως µόλις είδε από το παράθυρο της κάµαράς του τον
Λουδοβίκο να περνά την κρεµαστή γέφυρα και να χάνεται ανάµεσα στους λόφους,
έδωσε διαταγή στους ανθρώπους του να παραφυλάνε και να τον ειδοποιήσουν όταν
θα επέστρεφε. Ύστερα άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε µε τόση βία που το πάτωµα
έτρεµε ολόκληρο. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Ξεφώνιζε και καταριόταν και
χτυπούσε το κεφάλι µε τις γροθιές του. ∆εν µπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Και
µόνο που το σκεπτόταν ήταν σωστό µαρτύριο. Κάποτε η θύελλα της καρδιάς του
κόπασε και σωριάστηκε σε µια καρέκλα. Το συνοφρυωµένο µέτωπο και τα
παραµορφωµένα χείλη του έδειχναν πως προσπαθούσε να σκεφτεί. Στην αρχή, ο νους
του ήταν χαµένος σε µια τροµερή δίνη. Ύστερα η ταχύτητα της περιστροφής
µειώθηκε, ώσπου σιγά σιγά οι σκέψεις του άρχισαν να ρέουν οµαλά, σχηµατίζοντας
ένα και µόνο ρεύµα. Ο πρίγκιπας το ακολούθησε επιφυλακτικά µέχρι το σηµείο που
νόµισε πως έβγαλε κάποιο συµπέρασµα. Χρειάστηκαν ώρες πολλές για να βγει από
τον βαθύ συλλογισµό. Όταν σηκώθηκε από την καρέκλα, σαν να ξυπνούσε στην µέση
ενός κακού ονείρου, η όψη του ξαναβρήκε την συνηθισµένη ψυχρότητά της. Ύψωσε
την γροθιά του και κραύγασε:
«Αυτό είναι! Τον νίκησα ήδη!»
Το απόγευµα έφτασε και ο Λουδοβίκος παρουσιάστηκε στην ώρα του. Ο
Φερνάνδος φοβόταν τον γιο του. Πάντα έτρεµε µπροστά στην τόλµη και την
αποφασιστικότητα του. ∆εν τολµούσε να φέρει τα πάθη του σε ανοιχτή σύγκρουση
µε τα πάθη ενός παιδιού. Ένοιωθε πως θα έβγαινε νικηµένος. Έτσι και τώρα,
συγκράτησε όλο το µίσος, όλη την οργή, όλη την µανία εκδίκησης που έκρυβε µέσα
του και τον υποδέχθηκε µ’ ένα χαµόγελο. Χαµογέλασε και ο Λουδοβίκος. Όµως το
δικό του ειλικρινές, πρόσχαρο, µακάριο χαµόγελο ερχόταν σε πλήρη αντίθεση µε το
αλλόκοτο προσωπείο που σκέπαζε την µοχθηρία του πατέρα του.
«Γιε µου», είπε ο Φερνάνδος, «προχώρησες εντελώς απερίσκεπτα σε έναν
γάµο σαν να ήταν παιδικό παιχνίδι. Όµως όταν διακυβεύονται τα συµφέροντα και η
καταγωγή των ευγενών, κανείς δεν έχει το δικαίωµα να παίζει απερίσκεπτα. Όχι, µην
µιλάς, Λουδοβίκε! Άκουσέ µε, σε ικετεύω. Έκανες έναν αταίριαστο γάµο µε µια
χωρική, έναν γάµο τον οποίον µπορώ να αποδεχθώ αλλά όχι και να εγκρίνω, διότι
είναι καταστροφικός για το κύρος σου και µας εξευτελίζει στα µάτια των συµµάχων
του οίκου των Μοντόλφο».
Κρύος ιδρώτας έλουσε το µέτωπο του Φερνάνδου καθώς µιλούσε. Σταµάτησε.
Για µια στιγµή φάνηκε να χάνει τον έλεγχο του εαυτού του, µα σύντοµα ανένηψε και
συνέχισε:
«Θα είναι δύσκολο να συµβιβάσουµε αυτά τα αντικρουόµενα συµφέροντα,
και µια µόνο στιγµή παραφοράς θα µπορούσε να µας αφαιρέσει το παρόν το
παρελθόν και το µέλλον µας! Τα συµφέροντά σου βρίσκονται στα χέρια µου. Οφείλω
να τα υπερασπίσω. Ελπίζω πως, πριν περάσουν µερικοί µήνες, η µέλλουσα
πριγκίπισσα Μοντόλφο θα γίνεται δεκτή στην Αυλή της Νεάπολης µε δόξα και τιµή.
Πρέπει όµως να αφήσεις το πράγµα επάνω µου. Εσύ δεν πρέπει να ανακατευθείς
καθόλου. Πρέπει να µου υποσχεθείς πως, µέχρι να το επιτρέψω, δεν θα µιλήσεις για
τον γάµο σου µε την χωριάτισσα σε κανέναν ούτε θα τον παραδεχθείς αν κάποιος τον
ανακαλύψει».
Ο Λουδοβίκος, αφού φάνηκε να διστάζει για µια στιγµή, αποκρίθηκε:
«Σου υπόσχοµαι πως για έξι µήνες δεν πρόκειται να αναφέρω τον γάµο µου σε
κανέναν. Ψέµατα δεν µπορώ να πω, αλλά δεν πρόκειται να τον επιβεβαιώσω ή να τον
αποκαλύψω µε τρόπο που θα σε δυσαρεστήσει».
Ο Φερνάνδος κόµπιασε πάλι, µα τελικά επικράτησε η λογική και δεν έδωσε
συνέχεια. Γύρισε την κουβέντα σε άλλα θέµατα. ∆είπνησαν µαζί και ο Λουδοβίκος
προσαρµόστηκε αµέσως στο κλίµα συµπάθειας που περιφερόταν στην ατµόσφαιρα.
∆έχθηκε µε χαρά και ευγνωµοσύνη όλες της εκδηλώσεις της όψιµης αγάπης του
πατέρα του. Εκείνος σκεπτόταν πως τον είχε πιάσει για τα καλά στο δίχτυ του και
ήταν πια έτοιµος να γλυκάνει το δηλητήριο του µελλοντικού σχεδίου του µε
κάµποσες προκαταβολικές «καλοσύνες».
Έτσι, πέρασε µια ήσυχη εβδοµάδα. Ο Λουδοβίκος και η Βιολέτα ήσαν
απόλυτα ευτυχείς. Τώρα, το µόνο που ήθελε εκείνος ήταν να βγάλει την γυναίκα του
από την αφάνεια. Τον πληµµύριζε η άδολη υπερηφάνεια, που συχνά µας κάνει να
θέλουµε να µάθει όλος ο κόσµος την ανωτερότητα των αγαπηµένων µας. Η Βιολέτα
απέφευγε συστηµατικά κάθε επαφή µε ανθρώπους. Αγαπούσε το καλύβι της. Μπορεί
να ήταν φτωχικό, µα το στόλιζε η αγάπη που έκλειναν οι τοίχοι του. Τ δέντρα έγερνα
πάνω από την χαµηλή στέγη του κι έριχναν τον δροσερό ίσκιο τους στους
ανθισµένους θάµνους που στεφάνωναν τα παράθυρα. Τα µαρµάρινο πάτωµα
αστραποβολούσε. Παµπάλαια ανθοδοχεία θεσπέσιας οµορφιάς στέκονταν στις
γωνιές.
Το καθετί της θύµιζε τις πρώτες συναντήσεις, τους πρώτους έρωτές τους, τους
περιπάτους στο χιόνι και στην ανθισµένη γης, τις ψηλές βελανιδιές και τις χαµηλές
µυρτιές µε τις µυριάδες πυγολαµπίδες, τα πουλιά, τα ζώα του δάσους που κάποτε
εµφανίζονταν δειλά δειλά, κι ύστερα χάνονταν, τις εποχές που µεταµόρφωναν την γη,
τα χρώµατα που έπαιρνε η φύση για να τις υποδεχθεί, τις αλλαγές του ουρανού, τα
ατέλειωτα πηγαινέλα του φεγγαριού και τ’ αστέρια που ταξίδευαν ασταµάτητα. Τ’
αγαπούσε όλα αυτά, τα παρατηρούσε προσεκτικά και τα σχολίαζε στο ταίρι της, στο
ταίρι που ήξερε πως ήταν σηµάδια της αγάπης της, όπως και το πάντα χαρούµενο
αγοράκι που τρεχοβολούσε ανάµεσα στα πόδια τους, σαν άγγελος σταλµένος από τον
ουρανό για να κρατάει ζωντανά τα συναισθήµατά τους.
Πέρασε κάµποσος καιρός ακόµη, και µια µέρα που ο Φερνάνδος και ο
Λουδοβίκος είχαν βγει µαζί για ιππασία, ο πρίγκιπας του είπε:
«Αύριο νωρίς το πρωί, γιε µου, πρέπει να φύγεις για την Νεάπολη. Ήρθε η
ώρα να παρουσιαστείς ως διάδοχός µου και άρα ως εκπρόσωπος πριγκιπικού οίκου.
Όσο γρηγορότερα υποβάλεις τα σέβη σου τόσο πιο γρήγορα θα έρθει η στιγµή που
οπωσδήποτε λαχταράς, η στιγµή που η Αυλή θα υποδεχθεί την πριγκίπισσα
Μοντόλφο. Εγώ δεν µπορώ να σε συνοδεύσω. Είναι γεγονός πως για ευνόητους
λόγους θα προτιµούσα να παρουσιαστείς µόνος σου. Θα εντυπωσιάσεις τον ηγεµόνα
σου, θα γοητεύσεις τους πάντες, και θα θυµάσαι πως η υπόσχεσή σου είναι
καθοριστική για την επίτευξη του στόχου σου. Σε µερικές ηµέρες θα σε συναντήσω
εκεί».
Ο Λουδοβίκος συµφώνησε αµέσως και µόλις έφτασε το δειλινό πήγε να
αποχαιρετήσει την Βιολέτα. Την βρήκε να κάθεται πλάι στην δάφνη, όπου είχαν
δώσει τους πρώτους όρκους αγάπης. Κρατούσε αγκαλιά το αγοράκι τους, που
χαµογελούσε, παρακολουθώντας µε µάτια ορθάνοιχτα από έκπληξη το πανηγύρι των
πυγολαµπίδων. Είχαν περάσει δύο χρόνια. Ήταν πάλι καλοκαίρι κι όταν τα φλογερά
βλέµµατά τους συναντήθηκαν µεθυσµένα από την βεβαιότητα πως η αγάπη τους
παρέµενε το ίδιο δυνατή, εκείνος, δακρύζοντας από την συγκίνηση, ήρθε και κάθισε
δίπλα της. Της µίλησε για το ταξίδι στην Νεάπολη που τον υποχρέωσε να κάνει ο
πατέρας του. Ένα σύννεφο ανησυχίας έριξε την σκιά του στην όψη της Βιολέτας, µα
δεν είπε τίποτε. ∆εν φοβόταν, αλλά δεν µπορούσε να κάνει την καρδιά της να µην
χτυπάει κάθε φορά που ένοιωθε το κακό να τους κυκλώνει. ∆εν ήξερε γιατί και πώς,
µα όσο περνούσε ο καιρός η αίσθηση αυτή όλο και δυνάµωνε. Είχε νυχτώσει πια.
Μπήκε στο καλύβι, έβαλε το αγοράκι, που είχε κοιµηθεί απ’ ώρα, στο κρεβατάκι του,
και έτρεξε κοντά στον Λουδοβίκο. Αποφάσισαν να κάνουν έναν περίπατο στο δάσος,
µέχρι να έρθει η ώρα της αναχώρησής του, γιατί η ζέστη που επικρατούσε στην
διάρκεια όλης της µέρας τον υποχρέωνε να ταξιδέψει βράδυ. Πήραν το µονοπάτι.
Ξαφνικά, εκείνη η αίσθηση κινδύνου που την επισκεπτόταν από καιρό ορθώθηκε
µέσα της. Και αυτήν την φορά χαµογέλασε και την έδιωξε από το µυαλό της. Όµως
όταν αγκάλιασε τον αγαπηµένο της για τελευταία φορά, κατέρρευσε κάτω από την
βία της. Έκλαψε πικρά, γαντζώθηκε πάνω του και τον ικέτευσε να µην φύγει.
Εκείνος, αιφνιδιασµένος από την σοβαρότητα των παρακλήσεών, ζήτησε αµέσως
εξηγήσεις, µα καθώς δεν µπόρεσε να της αποσπάσει τίποτε σαφέστερο από ένα
χαµόγελο γεµάτο θλίψη, την χάιδεψε και την παρακάλεσε να ηρεµήσει. Ύστερα της
έδειξε το µισοφέγγαρο που έλαµπε ανάµεσα στα φύλλα των δέντρων και έδινε στις
σκιές τους µιαν απίστευτη ζωντάνια. Της υποσχέθηκε πως θα είναι πάλι κοντά της
πριν την πανσέληνο και αφού την αγκάλιασε για µιαν ακόµη φορά, την άφησε να
σιγόκλαιει πίσω του. Έτσι γίνεται συνήθως όταν κάποια µυστηριώδης προφητεία
σέρνεται αργά σε µια καρδιά θλιµµένη. Μπορεί το πνεύµα της Κασσάνδρας να
αποκαλύπτει µέσα της, µε µυριάδες φωνές, το αόριστο προαίσθηµα της επερχόµενης
συµφοράς. Όµως ο «µάντης» δεν έχει να προσφέρει την παραµικρό οιωνό και κανείς
δεν συνερίζεται τα προαισθήµατά του και το κακό είναι πλέον αναπόφευκτο, θα
ξεσπάσει σαν να µην ήταν ποτέ δυνατόν να προβλεφθεί. σαν να µην µπορούσε καµιά
Κασσάνδρα να το µαντέψει, σαν να µην ήταν παρά αποτέλεσµα του ίδιου εκείνου
αόριστου προαισθήµατος, που του έδωσε σχήµα και µορφή και υπόσταση.
Η Βιολέτα ακολούθησε τον Λουδοβίκο µε το θλιµµένο, γεµάτο ανηµποριά
βλέµµα της µέχρι που χάθηκε. Ύστερα πήγε ν’ αναπαυθεί πλάι στην κούνια του
παιδιού της. Μα όσην ώρα τον κοίταζε να φεύγει, οι φόβοι της είχαν πάρει τεράστιες
διαστάσεις. Ξαφνικά την κυρίευσε ο πανικός. Πετάχτηκε από το στρώµα της και
ρίχτηκε στο µονοπάτι που είχε πάρει ο αγαπηµένος της, φωνάζοντας το όνοµά του,
κρατώντας κάθε τόσο την ανάσα της ν’ ακούσει τάχα τον καλπασµό του αλόγου κι
ύστερα πάλι φωνάζοντάς του απελπισµένα να γυρίσει πίσω.
Μα εκείνος ήταν πια πολύ µακριά, δεν µπορούσε να την ακούσου, κι εκείνη
γύρισε στο καλύβι της, ξάπλωσε πλάι στο παιδάκι της, έσφιξε το µικρό του χέρι στο
δικό της και σιγά σιγά αποκοιµήθηκε.
Ο ύπνος της ήταν ελαφρύς και σύντοµος. Σηκώθηκε χαράµατα. ∆εν είχε φέξει
ακόµη όταν φόρεσε το πέπλο της, πήρε τον µικρό και ετοιµάστηκε να φύγει για τον
γειτονικό ναό της Σάντα Τσιάρα. Ξαφνικά, άκουσε ποδοβολητά αλόγων στο
µονοπάτι. Η καρδιά της σκίρτησε και το σκίρτηµα έγινε άγριο χτυποκάρδι όταν είδε
έναν άγνωστο να µπαίνει στο καλύβι. Η αυστηρή, γεροντική µορφή του, έντονα
τονισµένη από τα λευκά µαλλιά, ερχόταν σε αλλόκοτη αντίθεση µε την ζωντάνια του
βλέµµατος και το ευθυτενές παράστηµά του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του
έδειχναν ίσως ευγενική καταγωγή κι ακόµη ακόµη κάποια σκληρότητα. Στο θέµα της
αλαζονείας και της ακαταδεξιάς όµως ήσαν πιο παραστατικά. Έµοιαζε κατά κάποιον
τρόπο µε τον Λουδοβίκο όταν τον πρωτογνώρισε, κι έτσι η Βιολέτα δεν είχε την
παραµικρή αµφιβολία πως ο άνδρας που στεκόταν µπροστά της ήταν ο πατέρας του
άντρα της. Πάσχισε να συγκεντρώσει όση δύναµη είχε µέσα της, µα η έκπληξη που
ένοιωσε αντικρίζοντας την αλαζονική µορφή του και —πάνω απ’ όλα— το
πανδαιµόνιο των αλόγων και των στρατιωτών έξω από το καλύβι της, την τάραξαν
τόσο που νόµισε πως για µια στιγµή η καρδιά της σταµάτησε. Ακούµπησε στον τοίχο
κάτωχρη έτοιµη να σωριαστεί, σφίγγοντας το αγοράκι της στην αγκαλιά της µε µια
σπασµωδική κίνηση.
«Είσαι η Βιολέτα Αµάλδι και αποκαλείς —όπως θέλω να πιστεύω— τον
εαυτό σου σύζυγο του Λουδοβίκου Μοντόλφο;» είπε ο Φερνάνδος.
Ότι κι αν ήθελε ν’ απαντήσει η Βιολέτα, το σίγουρο είναι πως τα χείλη της,
προλαβαίνοντάς την, ψιθύρισαν ένα «Μάλιστα», που έσβησε πριν καλά καλά
ακουστεί.
«Είµαι ο πρίγκιπας Μοντόλφο», εξακολούθησε ο Φερνάνδος, «ο πατέρας του
άφρονος παιδιού, που προχώρησε σ’ αυτόν τον άνοµο και ανόητο σύνδεσµο. Όταν το
πληροφορήθηκα, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ για να καταστρώσω το σχέδιό µου.
Τώρα είµαι εδώ για να το εκτελέσω. ∆εν χρειαζόταν να έλθω να σε βρω. Θα
µπορούσα να δράσω και χωρίς να υποβάλω τον εαυτό µου σε αυτήν την δοκιµασία,
την οποία όπως βλέπεις είµαι σε θέση να αντέξω. Όµως η καλή µου καρδιά µε
ανάγκασε να επιλέξω την συνάντηση. Ελπίζω βέβαια πως δεν θα το µετανιώσω».
Ο Φερνάνδος σώπασε. Η Βιολέτα είχε ακούσει ελάχιστα απ’ όσα της είπε.
Προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις σκορπισµένες σκέψεις της, να συγκρατήσει την
καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή, να οπλιστεί µε την αξιοπρέπεια και την δύναµη
της αθωότητας και της αισιοδοξίας που φώλιαζαν πάντα µέσα της. Κάθε λέξη που
ξεστόµισε ο πεθερός της δεν ήταν γι’ αυτήν παρά λίγος ακόµη χρόνος στην
προσπάθειά της να συνέλθει. ∆εν µίλησε, έγειρε µόνο το κεφάλι, κι εκείνος συνέχισε:
«Όταν ο Λουδοβίκος ήταν ο δεύτερος εν ζωή γιος µου και δεν ζητούσε να
κοινοποιήσει το σφάλµα του, δεν είχα αντίρρηση να απολαµβάνει ελεύθερα αυτό που
ονόµαζε ευτυχία. Όµως τα πράγµατα άλλαξαν. Τώρα είναι διάδοχος των Μοντόλφο
και πρέπει να στηρίξει την οικογένεια και τον τίτλο του µε τον κατάλληλο γάµο. Το
όνειρό σου τελείωσε. ∆εν θα σου κάνω κακό. Θα σε πάρουµε από εδώ µαζί µε το
παιδί σου, θα σας βάλουµε σ’ ένα πλοίο και θα πάτε σε κάποια πόλη στην Ισπανία.
Θα παίρνεις ένα ετήσιο επίδοµα και εφόσον δεν επιζητήσεις να έλθεις σε επαφή µε
τον Λουδοβίκο ή δεν φύγεις από το άσυλό σου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε. Αν
όµως αντιληφθώ την παραµικρή κίνηση εκ µέρους σου, αν έστω σκεφτείς πως θα
µπορούσες να καταλάβεις µια κοινωνική θέση για την οποία δεν είσαι ικανή, η
εκδίκησή µου θα πέσει πάνω σου και πάνω στο παιδί σου µε µανία που δεν µπορείς
καν να την φανταστείς!»
Η Βιολέτα ήταν εντελώς αδύναµη, εντελώς απροστάτευτη στο έλεος του
άρχοντα, κι αυτό της έδωσε δύναµη.
«Είµαι µόνη και ανίσχυρη», αποκρίθηκε. «Εσύ είσαι ισχυρός και έχεις
παλιανθρώπους έτοιµους να εκτελέσουν όποιο έγκληµα περάσει από το µυαλό σου.
∆εν µε ενδιαφέρει ούτε το Μοντόλφο ούτε ο τίτλος ούτε η κοινωνική θέση. Όµως
ποτέ µα ποτέ δεν πρόκειται να απαρνηθώ τον Λουδοβίκο µου. Ποτέ δεν πρόκειται να
προδώσω τους όρκους που του έδωσα και µου έδωσε. Πήγαινέ µε όσο µακριά του
θέλεις, θα το γυρέψω παντού, ξυπόλυτη, πεινασµένη θα γυρίσω όλον τον κόσµο για
να τον βρω. Είναι δικός µου µε τον τρόπο της αγάπης που µου έδωσε. Είµαι δική του
µε την δύναµη της αφοσίωσης και της αιώνιας πίστης που κάνει αυτήν την στιγµή την
φωνή µου ν’ ακούγεται. Χώρισέ µας σε χίλια κοµµάτια, θα ξανασµίξουµε. Μόνον αν
σκάψεις τον βαθύτερο τάφο ανάµεσά µας θα µπορέσεις να µας κρατήσεις µακριά».
Ο Φερνάνδος χαµογέλασε ειρωνικά.
«Κι αυτό το αγόρι;» είπε δείχνοντας το παιδί που κοιµόταν. «Θα το θυσιάσεις
σαν αθώο ερίφιο στον βωµό του έρωτά σου; Θα φυτέψεις µόνη σου το µαχαίρι στην
καρδιά τού σφαγίου σου;»
Τα χείλη της Βιολέτας άσπρισαν, καθώς αγκάλιαζε σφιχτά το παιδί της και
κραύγαζε σχεδόν άναρθρα:
«Κι όµως υπάρχει Θεός εκεί πάνω!»
Ο Φερνάνδος βγήκε από το καλύβι που γέµισε αµέσως µε στρατιώτες.
Σκέπασαν την Βιολέτα και το αγοράκι της µε έναν µεγάλο µανδύα, τους έσυραν έξω
από το καλύβι, τους έχωσαν σε ένα είδος περίκλειστου φορείου και άρχισαν όλοι µαζί
µια σιωπηλή πορεία. Η Βιολέτα, όταν τις ρίχτηκαν οι εχθροί της, ούρλιαξε δυνατά,
αλλά ύστερα βλέποντας πως δεν ήταν δυνατόν να τους αντιµετωπίσει συγκράτησε
τον εαυτό της. Όταν βρέθηκε στο φορείο, πάσχισε να απαλλαγεί από τον µανδύα που
την τύλιγε, µα δεν τα κατάφερε. Εξάλλου ο µικρούλης της είχε βάλει τα κλάµατα,
τροµαγµένος από την ακατανόητη για κείνον κατάσταση, και έπρεπε να τον
ησυχάσει. Κάποτε τον κοίµισε και τροµαγµένη καθώς ήταν µέσα στο σκοτάδι, δίχως
βοήθεια, δίχως ελπίδα, ένοιωσε τις δυνάµεις της να την εγκαταλείπουν.
Βυθίσθηκε σ’ έναν ατέλειωτο, απελπισµένο, κατασκότεινο ύπνο. Κι όµως
συνέχισε να σκέπτεται. Φανταζόταν τον πόνο του Λουδοβίκου και τα δάκρυά της
έτρεχαν ασταµάτητα. ∆εν υπήρχε πια καµιά ελπίδα γι’ αυτήν. Οι εχθροί της ήταν
αµέτρητοι. Θα της έπαιρναν το παιδί της και θα την φυλάκιζαν σε κάποιο µοναστήρι.
∆εν είχε πια δυνάµεις. Ο φόβος την έκανε να παραλύει.
Η ποµπή µπήκε στην πόλη του Σαλέρνο, και ο ήχος των κυµάτων ειδοποίησε
την δύστυχη Βιολέτα πως πλησίαζαν στην ακτή.
«Αχ κύµατα κατάπικρα, µα όχι πιο πικρά από τα δάκρυά µου. Σε λίγο θα είµαι
δική σας!» φώναξε.
Τώρα οι δεσµώτες της έµπαιναν σ’ ένα κτίσµα. Ήταν µια πολεµίστρα, λίγο
έξω από την πόλη, στην ακτή. Έβγαλαν την Βιολέτα από το φορείο και την οδήγησαν
σ’ ένα φρικτό δωµάτιο. Το σιδερόφρακτο παράθυρο, που δεν βρισκόταν πολύ πάνω
από το έδαφος, έδειχνε πως επρόκειτο για κελί. Ο επικεφαλής των απαγωγέων, της
απηύθυνε τον λόγο µε µεγάλη ευγένεια και της ζήτησε συγνώµη για την
ακαταλληλότητα του καταλύµατος. Ο άνεµος δεν ήταν ευνοϊκός, είπε, µα περίµεναν
ν’ αλλάξει αύριο κι έτσι θα µπαρκάριζαν πολύ σύντοµα. Της έδειξε το πλοίο
αγκυροβοληµένο στ’ ανοιχτά.
Η Βιολέτα, αναθάρρεψε µε την µειλίχια συµπεριφορά του, και άρχισε να τον
ικετεύει να συµµερισθεί το δράµα της, µα εκείνος έφυγε αµέσως. Σχεδόν αµέσως,
ένας άλλος στρατιώτης έφερε φαγητό, ένα φλασκί µε κρασί και µια κανάτα νερό.
Αποσύρθηκε και αυτός αµέσως. Φεύγοντας, κλείδωσε πίσω του την απόρθητη πόρτα.
Η Βιολέτα άκουσε τα βήµατά του να σβήνουν αργά µέσα στην ησυχία, µα
αυτήν την φορά δεν άφησε την απελπισία να την καταβάλει. Έπρεπε να σταθεί
δυνατή, αν ήθελε να δραπετεύσει από την φυλακή της. Έφαγε λίγο από το φαγητό
που της είχαν φέρει, ήπιε µια γουλιά νερό κι έτσι αναζωογονηµένη, άπλωσε στο
πάτωµα τον µανδύα µε τον οποίον την είχαν σκεπάσει οι απαγωγείς, και κάθισε πάνω
του τον µικρό να παίξει. Ύστερα πήγε στο παράθυρο µήπως περάσει κανείς, που
ακόµη κι αν δεν µπορούσε να την βοηθήσει να βγει από εκεί µέσα, ίσως µπορούσε να
µεταφέρει στον Λουδοβίκο το µήνυµα πως ζει και τον περιµένει. Ωστόσο ο δρόµος
που περνούσε µπροστά από το παράθυρο είχε σίγουρα φρουρούς, που δεν άφηναν
κανέναν να πλησιάσει. Κάποια στιγµή, καθώς πλησίασε το πρόσωπό της στο
παράθυρο για να κοιτάξει καλύτερα έξω, διαπίστωσε πως το κεφάλι της µπορούσε να
περάσει άνετα ανάµεσα στα κάγκελα. Το παράθυρο δεν απείχε πολύ από το έδαφος.
Αρκεί να έδενε τον µανδύα σε ένα από τα κάγκελα και η κατάβαση θα ήταν παιχνίδι.
∆εν τόλµησε να προχωρήσει σε τέτοιο εγχείρηµα. Όχι, ήταν πολύ φοβισµένη.
Άλλωστε µπορεί να την παρακολουθούσαν, µπορεί να είχαν κάνει την ίδια σκέψη και
οι δεσµοφύλακές της. Μπορεί να βρίσκονταν ήδη έξω από το παράθυρο. Αποσύρθηκε
στην απέναντι γωνία του κελιού, κάθισε στο πάτωµα και άρχισε να κοιτάζει τα
κάγκελα, ταλαντευόµενη ανάµεσα στην ελπίδα και τον φόβο, που τώρα είχε αρχίσει
να δίνει στα µάγουλά της την ίδια εκείνη ωχρότητα που πρωταντίκρισε ο
Λουδοβίκος.
Το αγοράκι τους πότε έπαιζε και πότε κοιµόταν. Ο ωκεανός βρυχιόταν ακόµη
και τα µαύρα σύννεφα, σπρωγµένα από τον σιρόκο, σκοτείνιαζαν τον ουρανό και
βίαζαν το δειλινό να συντοµεύει. Οι ώρες έφευγαν η µια µετά την άλλη. Η Βιολέτα
δεν άκουγε ήχο ρολογιού, ήλιος δεν υπήρχε για να εικάσει την ώρα από την σκιά του,
µα ήξερε πως η νύχτα ερχόταν ακάθεκτη, γιατί το κελί σκοτείνιαζε αργά κι ένα
µακρινό Άβε Μαρία* [Η προσευχή προς την Παρθένο µε την οποία τελειώνουν οι
λειτουργίες των καθολικών.] τρέκλιζε ανάµεσα στα ουρλιαχτά του ανέµου και τους
βρυχηθµούς των κυµάτων. Γονάτισε και προσευχήθηκε µε θέρµη στην Παρθένο
προστάτη των αθώων. Προσευχήθηκε γι’ αυτήν την ίδια και για το αγοράκι της, το
παιδί που δεν ήταν λιγότερο αθώο από την Θεοτόκο και το Θείο Βρέφος, τον
µοναδικό σκοπό της ύπαρξής της. Σώπασε. Πλησίασε στο παράθυρο και
αφουγκράστηκε την νύχτα. Νόµισε πως άκουσε κάτι ανθρώπινο, κάτι ανεπαίσθητα
ανθρώπινο. Όµως ο ήχος έσβησε απότοµα και το σκοτάδι πνίγηκε σε µια
καταρρακτώδη βροχή. Οι βροντές και οι αστραπές που ακολούθησαν το δίχως άλλο
θα έκαναν κάθε ζωντανό πλάσµα να γυρέψει καταφύγιο αµέσως. Η Βιολέτα ρίγησε.
Θα µπορούσε να εκθέσει το παιδί της σε τέτοια νύχτα; Τρόµαξε και µόνο στην
σκέψη. Ύστερα ξαναβρήκε το θάρρος της. Θα σκέπαζε τον µικρό µε τον µανδύα που
το πρωί δεν ήταν παρά τα δεσµά τους. ∆οκίµασε τα κάγκελα και είδε πως έστω και
µε δυσκολία θα τα κατάφερνε να περάσει ανάµεσά τους. Κοίταξε κάτω και στο φως
µιας αστραπής είδε για άλλη µια φορά πως το ύψος δεν ήταν µεγάλο. Επέστρεψε
στην προσευχή της. Παρακάλεσε να είναι καλά ο Λουδοβίκος της κι έπειτα έθεσε σε
εφαρµογή το σχέδιό της όχι χωρίς φόβο, αλλά µε αποφασιστικότητα.
Έδεσε τον µανδύα στο µακρύ πέπλο της ώστε να φτάνει µέχρι το έδαφος και
να µπορεί ύστερα να λυθεί εύκολα. Πήρε στην αγκαλιά της τον µικρό, τον πέρασε
από τα κάγκελα, πέρασε κι εκείνη, τον έδεσε πάνω της µε την ζώνη της και
γλίστρησαν µέχρι τον δρόµο.
Έλυσε τον µανδύα από το πέπλο και τυλίχτηκε στις σκοτεινές πτυχώσεις του
µαζί µε το παιδί. Τότε κράτησε την ανάσα της για ν’ αφουγκραστεί τους ήχους της
νύχτας. Η φύση αγρυπνούσε µε όλη την δύναµη της φωνής της. Η θάλασσα µαινόταν,
οι αστραπές αποκάλυπταν µιαν απέραντη ερηµιά χαρακωµένη εδώ κι εκεί από τα
σαρκαστικά ξεσπάσµατα των κεραυνών. Η Βιολέτα πήρε τον δρόµο, φροντίζοντας να
βλέπει πάντα στα δεξιά της τους αφρούς των κυµάτων, γιατί έτσι δεν θα έχανε το
Μοντόλφο, που αντίκριζε την θάλασσα. Βάδιζε όσο πιο γρήγορα της επέτρεπε το
φορτίο της, ακολουθώντας πάντα τον δρόµο, γιατί δεν ήθελε να χαθεί µέσα στο
σκοτάδι. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει, κι εκείνη πορευόταν ασταµάτητα, ώσπου τα
πόδια της δεν την κρατούσαν πια. Έπρεπε να σταµατήσει, ν’ αποστάσει κάµποσο και
να ξεγελάσει την πείνα της µε το ξεροκόµµατο που είχε πάρει από το κελί. Η δράση
και η επιτυχία την έκαναν αλλόκοτα ενεργητική. ∆εν έπρεπε να δειλιάσει τώρα που
νόµιζε πως είναι ελεύθερη και ασφαλής. Έκλεγε, µα ήταν µόνον από την ένταση, που
δεν έβρισκε άλλον τρόπο να ξεσπάσει. ∆εν αµφέβαλε ούτε στιγµή πως θα κατάφερνε
να βρει τον Λουδοβίκο. Ώρες ολόκληρες τα στοιχεία της φύσης την έδερναν αλύπητα,
µα τώρα κόπασαν για µια στιγµή την µανία τους. Κάθισε σε µια µεγάλη πέτρα στην
άκρη του δρόµου που διέσχισε εκείνον τον απέραντο, τροµακτικό, άγνωστο τόπο, µε
το αδύναµο παιδάκι της στην αγκαλιά, έφαγε το λίγο ψωµί που είχε µαζί της και
ξαφνικά ένιωσε στα βάθη της καρδιά της να σαλεύουν η χαρά, η αγάπη και το
θριαµβευτικό προαίσθηµα πως θα ξανάσµιγε σίγουρα µε τον αγαπηµένο της.
Ήταν καλοκαίρι και ο αέρας ζεστός. Ο µανδύας την προστάτευε από την
υγρασία. Μόλις χάραξε, σηκώθηκε και πήρε το πρώτο µονοπάτι που συνάντησε µε
κατεύθυνση την οροσειρά των Απεννίνων. Νότια βρισκόταν το Σαλέρνο και µπροστά
του µια πεδιάδα που έφτανε µέχρι την θάλασσα, στεφανωµένη µε µικρότερα βουνά,
απέριττα όµορφα στο σχήµα τους. Οι γυµνές κορυφές τους ορθώνονταν αγέρωχες
προς τον ουρανό και οι πλαγιές τους ήταν γεµάτες ποτάµια, που κατηφόριζαν
ποτίζοντας την πεδιάδα. Μετά από κάµποσες ώρες δρόµο, η Βιολέτα έφτασε σ’ ένα
µικρό οροπέδιο γεµάτο πεύκα. Αντίκρισε µε χαρά το φιλικό καταφύγιό της. Τρύπωσε
στο δάσος, κι όταν δεν έβλεπε γύρω της παρά µόνο δέντρα, κάθισε να ξεκουραστεί.
Η νυχτερινή θύελλα υποχωρώντας είχε πάρει µαζί της τον σιρόκο και ο ήλιος,
κατατροπώνοντας τα σύννεφα που νωρίς το πρωί αµαύρωναν το µεγαλείο του,
στεκόταν ψηλά, µοναδικός ηγέτης της δόξας του µεσηµεριού. Η Βιολέτα ήταν παιδί
του νότου και δεν φοβόταν την ζέστη.
Μάζεψε κουκουνάρια, κατάφερε να ανάψει φωτιά, και τα έφαγε µε όρεξη.
Ύστερα αναζήτησε καταφύγιο σε µια πυκνή φυλλωσιά, έγειρε στο χώµα και
κοιµήθηκε µε το αγοράκι της στην αγκαλιά, ψιθυρίζοντας λόγια ευγνωµοσύνης για τα
Ουράνια και την Παρθένο, που την βοήθησαν να δραπετεύσει. Όταν ξύπνησε, ο
πρώτος ενθουσιασµός την είχε εγκαταλείψει. Ένιωθε µόνη και απροστάτευτη στο
έλεος των διωκτών της, µα δεν έκλαψε. Σκέφτηκε πως βρισκόταν πολύ κοντά στο
Σαλέρνο — ο ήλιος έλαµπε κατά την µεριά της θάλασσας— κι έτσι σηκώθηκε κι
άρχισε να πορεύεται µέσα στο πυκνό δάσος. Όταν κατάφερε να βγει από τον
λαβύρινθο των δέντρων, διαπίστωσε πως δεν µπορούσε συνεχίσει προς την θάλασσα.
Έβλεπε χείµαρρους να κατεβαίνουν ορµητικά και να χύνονται σ’ ένα µεγάλο ποτάµι
που της έκλεινε τον δρόµο. Ωστόσο, λίγο πιο κάτω βρήκε µια γέφυρα, που την
οδήγησε σ’ ένα αρκετά µεγάλο και ερηµικό λιβάδι. Άνθρωποι δεν υπήρχαν εκεί
γύρω, µα ούτε φαίνεται να είχαν πλησιάσει ποτέ. Η νύχτα δεν θα αργούσε να φτάσει
και η Βιολέτα δίστασε να συνεχίσει, µα βλέποντας πέρα µακριά να τρεµοσβήνουν
στο λίγο φως του δειλινού τα περιγράµµατα κάποιων κτισµάτων, οδήγησε τα βήµατά
της κατ’ εκεί, ελπίζοντας πως ήταν χωριουδάκι και πως θα έβρισκε σίγουρα κάπου να
κοιµηθεί και ίσως κάποιον τρόπο να φτάσει στην Νεάπολη χωρίς να την
ανακαλύψουν οι παντοδύναµοι εχθροί της. Είχε συνέχεια καρφωµένο το βλέµµα της
σ’ εκείνα τα κτίσµατα που έµοιαζαν µε τεράστιους ναούς χωρίς τρούλους και
αναρωτιόταν τι να ήταν στην πραγµατικότητα, όταν ξαφνικά εξαφανίστηκαν.
Σκέφτηκε πως θα κρύφτηκαν πίσω από κάποιον λόφο, µα η γη µπροστά της ήταν
εντελώς επίπεδη. Σταµάτησε και αποφάσισε να διανυκτερεύσει επιτόπου. Όλη µέρα
δεν είδε ψυχή. ∆υο τρεις φορές είχε ακούσει γαυγίσµατα και ίσως την φλογέρα
κάποιου βοσκού, µα δεν φάνηκε κανείς. Η ερηµιά ήταν απόλυτη γύρω της, κι αυτό
αρχικά την έκανε να νιώθει ασφαλής. Όπου δεν υπήρχαν άνθρωποι, δεν υπήρχε και
κίνδυνος. όµως σιγά σιγά η µοναξιά έγινε οδυνηρή. Λαχταρούσε να δει έστω ένα
καλύβι, έναν βοσκό —ας ήταν και αγριωπός— να της λύσεις τις απορίες της να την
φιλέψει κάτι. Είχε δει µε έκπληξη εκείνα τα κτίσµατα να ορθώνονται στο βάθος του
ορίζοντα σαν σωτήριοι φάροι. ∆εν θα ήθελε να µπει σε καµιά µεγάλη πόλη, κι
εξάλλου αναρωτιόταν πως µπορούσε να υπάρχει πολιτεία σ’ εκείνη την ερηµιά. Όµως
το δάσος το είχε αφήσει πολύ πίσω και χρειαζόταν τροφή. Η νύχτα προχωρούσε
γλυκιά σαν βάλσαµο, η αύρα και η διάφανη ατµόσφαιρα την τύλιγαν σ’ ένα πέπλο
δροσιάς, οι πυγολαµπίδες είχαν στήσει χορό γύρω της, οι νυχτερίδες διέσχιζαν απαλά
στο σκοτάδι, η κουκουβάγια τίναζε τα βαριά φτερά της κάπου κοντά και το σκαθάρι
δεν έπαυε να γεµίζει τον αέρα µε τον βόµβο του. Είχε ξαπλώσει στο έδαφος, µε το
παιδί στην αγκαλιά και κοιτούσε τον έναστρο ουρανό. Χίλιες σκέψεις αργοσέρνονταν
στο µυαλό της: ο Λουδοβίκος, η αντάµωσή τους, η χαρά µετά από τόσο πόνο. Κι έτσι
λησµόνησε πως ήταν µόνη, πεινασµένη, κυνηγηµένη από τους εχθρούς της σε µιαν
έρηµη απλωσιά της Καλαβρίας. Κοιµήθηκε.
Ξύπνησε την ώρα που ο ήλιος µόλις ανέτειλε πίσω από τους αρχαίους ναούς
της Ποσειδωνίας και κίονες έριχναν µικρές σκιές στην γη. Βρίσκονταν πολύ κοντά
της, αθέατοι µέσα στην νύχτα, µα τώρα φαίνονταν σχεδόν καθαρά, όπως κτίσµατα
που είχε δει εχθές το απόγευµα. Ορθώνονταν σε µια κακοτράχαλη απλωσιά, δίχως
στέγες, µε τους κίονες κυκλωµένους από πανύψηλα αγριόχορτα. Ο καταγάλανος
ουρανός τους σκέπαζε απαλά λούζοντας κάθε γωνιά τους µ’ ένα πασίχαρο φως. Η
Βιολέτα τους κοίταζε εκστατική. Ήταν ναοί κάποιου θεού, που έµοιαζε να είναι
ακόµη εκεί, να τους χαρίζει την αιώνια οµορφιά του. Και ίσως αυτά τα ερείπια —
όπως τα ονόµαζαν όλοι— γοητευτικά τραχιά και θεσπέσια µοναχικά, να ταίριαζαν
περισσότερο στην φύση του, από τότε που είχαν στέγες κι ολόχρυσα στολίδια και
αστραφτερά µάρµαρα. Ίσως η βουβή λατρεία του αέρα και των ευτυχισµένων
αγριµιών να τους άξιζε περισσότερο από τα πλήθη των βιαστικών και άσπλαχνων
ανθρώπων, που µαζεύονταν κάποτε εκεί. Όλη η αγαθότητα των θεών έµοιαζε να
κατοικεί σ’ εκείνη την γη που µόνο αγριόχορτα φύτρωναν. Το πνεύµα της οµορφιάς
φτερούγιζε ανάµεσα σ’ αυτούς κίονες, που είχαν θαµπώσει από τον χρόνο, είχαν
πάρει ένα παράξενο χρώµα, αλλά πλαισίωσαν µε βαθιά ανθρώπινη ατµόσφαιρα τον
ερειπωµένο βωµό. ∆έος και βαθιά αφοσίωση πληµµύρισε την καρδιά της έρηµης
κοπέλας. Σήκωσε το βλέµµα της στον ουρανό κι άφησε την καρδιά της να πετάξει να
τρέξει να προσφέρει τις ευχαριστίες της, να προσευχηθεί µε βαθιά κατάνυξη. Όχι πως
βρήκε τις κατάλληλες λέξεις —τα χείλη της δεν σάλεψαν στιγµή— ή τις κατάλληλες
προτάσεις —δεν σκεπτόταν τίποτε— αλλά έτσι απλά, άφησε τα συναισθήµατα της
λατρείας και του µεγαλείου που την πληµµύριζαν να µιλήσουν από µόνα τους, βουβά.
Και καθώς το φως του ήλιου ξεχύθηκε ανάµεσα στους κίονες, η χαρά, µε φτερά
περιστεράς, καταύγασε την ψυχή της.
Βυθισµένη σ’ αυτήν την κατάνυξη που δεν είχε νιώσει ποτέ σε εκκλησία,
ανέβηκε τα σπασµένα και φαγωµένα από τον άνεµο και την βροχή σκαλοπάτια του
µεγαλύτερου ναού και πέρασε στο εσωτερικό του. Μια δεύτερη σειρά κιόνων
διέγραφε έναν µικρότερο χώρο. Μπήκε και εκεί. Κάθισε σ’ ένα µεγάλο σπάραγµα
µετώπης, που είχε γκρεµιστεί ποιος ξέρει πότε, και περίµενε βουβή να την επισκεφθεί
κάποιος οιωνός, να της δείξει τι έπρεπε να κάνει.
Τότε, άκουσε γαυγίσµατα κι ύστερα βελάσµατα προβάτων και είδε ένα µικρό
κοπάδι να τριγυρίζει τον ναό. Ο βοσκός ήταν ένα κορίτσι ντυµένο µε ελάχιστα
κουρέλια. Όµως η εποχή δεν χρειαζόταν πολλά ρούχα κι εκείνοι οι φτωχοί άνθρωποι,
που ο µόνος τους πλούτος ήταν ό,τι τους έδινε η γη, συνήθως ντύνονταν πολύ
ελαφριά ή και καθόλου.
Όταν αγρίευε ο καιρός, έριχναν πάνω τους ακατέργαστες προβιές, κι όταν
έφτανε το καλοκαίρι απλά τις πετούσαν κι έµεναν σχεδόν γυµνοί. Η βοσκοπούλα
ήταν ίσως γύρω στα δέκα πέντε. Ένα µεγάλο ψάθινο καπέλο την προστάτευε από τις
δυνατές ακτίνες του ήλιου. Ήταν ξυπόλυτη. Το κοντό µεσοφόρι της, σαν τον χιτώνα
της Αρτέµιδος, έφτανε µέχρι τα γόνατα. Στο ύψος του στήθους της µια κορδέλα, που
έπαιζε ρόλο ζώνης, συγκρατούσε τα υπόλοιπα κουρέλια και την έκανε να µοιάζει µε
Ελληνίδα παρθένα. Τα κουρέλια αυτά σχηµάτιζαν από µόνα τους µια φορεσιά, που
οι έντονες χρωµατικές αντιθέσεις των παράταιρων προχειροκοµµένων τµηµάτων, της
έδιναν ένα είδος βασιλικής µεγαλοπρέπειας. Η Βιολέτα πλησίασε την βοσκοπούλα
και σε λίγο άνοιξε µαζί της κουβέντα. ∆εν σχολίασε τα αισθήµατα οίκτου που της
προκαλούσε η εµφάνισή της. Απλά την ρώτησε πώς έλεγαν εκείνο το µέρος. Την ίδια
στιγµή ο µικρός ξύπνησε. Ήταν ευδιάθετος και κατάφερε αµέσως να κλέψει την
προσοχή τους. Η βοσκοπούλα δεν ήταν µόνο όµορφη, µα είχε και πολύ καλή καρδιά.
Άρχισε να παίζει µε τον µικρό και φαινόταν ευτυχισµένη που βρήκε συντροφιά µέσα
στην τόση µοναξιά της. Όταν η Βιολέτα της είπε πως πεινούσε, εκείνη της πρόσφερε
το φτωχικό της: ψητά κουκουνάρια, βραστά κάστανα κι ένα ξεροκόµµατο. Η Βιολέτα
έφαγε µε λαχτάρα και χόρτασε. Έµειναν µαζί όλη την ηµέρα. Ο ήλιος έγειρε, η
τελευταία λάµψη του δειλινού έσβησε, και η βοσκοπούλα ήθελε να πάρει την
Βιολέτα µαζί της στο σπίτι της. Όµως εκείνη δεν ήθελε να πλησιάσει σε κατοικηµένη
περιοχή, γιατί οι διώκτες της θα έψαχναν σίγουρα κάθε πιθανό καταφύγιο.
Της έδωσε στην καινούργια της φίλη µερικά ασηµένια νοµίσµατα, που είχε
µαζί της πριν την πιάσουν και, αφού πρώτα την παρακάλεσε να της φέρει φαγητό την
επόµενη µέρα, την εξόρκισε να µην αναφέρει σε κανέναν την συνάντησή τους. Το
κορίτσι την καθησύχασε και µε την βοήθεια του σκύλου της οδήγησε το κοπάδι
µακριά. Η Βιολέτα πέρασε την νύχτα στον χώρο του κυρίως ναού.
Στο µεταξύ, ο πρίγκιπας Μοντόλφο, σίγουρος πως το σχέδιό του θα στεφόταν
µε επιτυχία, είχε φύγει το ίδιο κιόλας απόγευµα για την Νεάπολη. Βρήκε τον γιό του
στο αρχοντικό των Μοντόλφο. Περιφρονώντας την Αυλή και αδιαφορώντας για την
ευθυµία που τον τριγύριζε, ο Λουδοβίκος λαχταρούσε να επιστρέψει στο καλύβι, που
είχε αφήσει την Βιολέτα.
Έτσι, µετά από δύο ηµέρες, είπε στον πατέρα του πως θα πήγαινε στο
Μοντόλφο και θα γύριζε πίσω το πρωί της εποµένης. Ο Φερνάνδος δεν τον εµπόδισε,
όµως, δύο ώρες µετά την αναχώρησή του, τον ακολούθησε. Όταν έφτασε στο κάστρο
δεν ήταν πολύ ώρα που ο γιος του είχε αφήσει εκεί την συνοδεία του και συνέχισε
µόνος για το καλύβι του δάσους. Το πρώτο πρόσωπο που είδε ο πρίγκιπας ήταν ο
επικεφαλής των απαγωγέων της Βιολέτας. Του εξιστόρησε µε συντοµία τα
καθέκαστα: τον αντίθετο άνεµο, τον εγκλεισµό στο κελί, την ακατανόητη
δραπέτευσή της και τις άκαρπες προσπάθειες να την εντοπίσουν. Ο Φερνάνδος νόµιζε
πως ονειρευόταν. Όταν κατάφερε να συνειδητοποιήσει την κατάσταση, δεν ήξερε τι
να σκεφτεί, πού να πάει, πώς να γυρέψει την φυγάδα. Σκύλιασε στην κυριολεξία, µα
γρήγορα κατάλαβε πως δεν θα τον ωφελούσε µια κρίση οργής. Περιέλουσε µε
κατάρες τον µαντατοφόρο, έστειλε αποσπάσµατα να ψάξουν παντού, υποσχέθηκε
πλούσιες αµοιβές, απαίτησε απόλυτη µυστικότητα και αποσύρθηκε
προβληµατισµένος στην κάµαρή του. Η µόνωσή του δεν κράτησε πολύ. Ο
Λουδοβίκος όρµησε µέσα µε το πρόσωπο φλεγόµενο από την οργή.
«∆ολοφόνε!» ούρλιαξε. «Πού είναι η Βιολέτα µου;»
Ο Φερνάνδος δεν µίλησε.
«Απάντησέ µου!» είπε ο Λουδοβίκος. «Μίλα µ’ αυτά τα χείλη που πρόσταξαν
τον θάνατό της ή σήκωσε πάνω µου αυτό το χέρι που δεν βάφτηκε βέβαια στο αίµα
της! Αχ, Βιολέτα κι αγαπηµένο µου αγγελούδι, υπάρχει ακόµη χώρος για σας στην
καρδιά µου. Αυτό το χέρι δεν έγραψε στο µέτωπό µου «Πατροκτόνος»!»
Ο Φερνάνδος επιχείρησε να µιλήσει.
«Όχι!» ούρλιαξε ο δύστυχος Λουδοβίκος. «∆εν πρόκειται ν’ ακούσω τον
δολοφόνο της. Μα, είναι αλήθεια νεκρή; Γονατίζω µπροστά σου, σε λέω πατέρα,
προσπέφτω σ’ αυτήν την άγρια καρδιά, φιλώ το χέρι αυτό που µε ράπισε τόσες φορές
και τώρα µου δίνει το τελευταίο θανάσιµο χτύπηµα, πες µου, αχ, πες µου, είναι
ζωντανή;»
Ο Φερνάνδος εκµεταλλεύθηκε τον στιγµιαίο κλονισµό του νέου για να
διηγηθεί την ιστορία του. Του είπε την αλήθεια. Μα πώς µπορούσε να τον πιστέψει
κανείς; Η καρδιά του δύστυχου Λουδοβίκου γέµισε οργή. ∆εν αµφέβαλε πως η
Βιολέτα είχε δολοφονηθεί. Καταράστηκε τον πατέρα του, του ορκίστηκε πως σε λίγο
καιρό θα καταντούσε να ψάχνει για διάδοχο ανάµεσα στις λάσπες της γης, κι
εξαφανίστηκε.
Τα βήµατά του τον οδήγησαν στο καλύβι, έψαξε όλη την περιοχή, ρώτησε
τους πάντες. Πήγε στο Σαλέρνο. Άκουσε την ίδια αµφίβολη ιστορία, την ιστορία που
σίγουρα χάλκευσε ο πατέρας του για να απαλλαγεί από την κατηγορία του φόνου και
να βυθίσει στο σκοτάδι την εξόντωση της Βιολέτας.
Η εξηµµένη φαντασία του αναπαράστησε την σκηνή του θανάτου της. Το
σπίτι που την φυλάκισαν είχε έναν πυργίσκο, που αντίκριζε την θάλασσα. Από κάτω
περνούσε ένα ορµητικό ποτάµι για να χυθεί στον βαθύ κατασκότεινο ωκεανό. Ήταν
βέβαιος πως η µοιραία σκηνή διαδραµατίστηκε εκεί. Ανέβηκε στον πυργίσκο. Τα
παράθυρα ήσαν γυµνά, τα σιδερένια κάγκελα έλειπαν. Από εκεί πέταξαν την Βιολέτα
και το παιδί τους στα ορµητικά νερά του ποταµού. Αυτό έκαναν.
Αποφάσισε να πεθάνει! Εκείνη την εποχή, που η καθολική πίστη ήταν αγνή, η
αυτοκτονία νοµιζόταν ωµέγα αµάρτηµα. Μα υπήρχαν κι άλλοι τρόποι. Θα πήγαινε να
προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους, θα µαχόταν και θα έπεφτε νεκρός κάτω από τα
τείχη της Ιερουσαλήµ. Απερίσκεπτο και γεµάτο ορµή το σχέδιό του δεν χρειάστηκε
λιγότερο χρόνο να υλοποιηθεί απ’ όσο να συλληφθεί. Προµηθεύτηκε το ράσο του
προσκυνητή στο Σαλέρνο κι όταν έφτασαν τα µεσάνυχτα άφησε την πόλη, τραβώντας
νότια, χωρίς να ειδοποιήσει τους ακόλουθούς του. Η οργή και η θλίψη
εναλλάσσονταν στην καρδιά του. Σε λίγο απέµεινε µόνο η θλίψη. Εκείνη, της οποίας
τον φονιά µισούσε, ήταν άγγελος και τον κοίταζε από τον ουρανό, κι αυτός τραβούσε
για τους Αγίους Τόπους να διεκδικήσει το δικαίωµα της ένωσης µαζί της. Θλίψη,
θλίψη απέραντη γεµάτη τρυφερότητα θόλωνε το βλέµµα του. Για εκείνον δεν υπήρχε
θέση πια στο µεγάλο θέατρο του κόσµου. Απ’ όλα τα στολίδια, το ράσο του
προσκυνητή ήταν το πιο λαµπρό, απ’ όλα τα σκήπτρα το ξεροκόµµατό του ήταν το
ισχυρότερο. Συµβόλιζαν την δύναµη που είχε η ψυχή του πέρα απ’ τα σύνορα της
γης, ήταν σηµάδια της µελλούµενης ένωσής του µε την Βιολέτα. Κατευθύνθηκε προς
την Βρουνδουσία.* [Υποσέλιδη σηµείωση: Το σηµερινό Πρίντεζι.] Βάδιζε γρήγορα,
σαν να ήταν θυµωµένος µε όλον τον χρόνο και τον χώρο που απλώνονταν ανάµεσα
σε αυτόν και στον σκοπό του. Η αυγή ξύπνησε την γη κι αυτός ακόµη περπατούσε. Ο
ήλιος του µεσηµεριού κάρφωσε πάνω τους τις ακτίνες του, µα η πορεία του δεν
διακόπηκε στιγµή. Μπήκε σ’ ένα πευκόδασος και, ακολουθώντας τα ίχνη των
κοπαδιών, άκουσε το κελάρυσµα µιας πηγής. Η δίψα των βασάνιζε. Άνοιξε το βήµα
του. Το νερό ανάβλυζε από την γη και σχηµάτιζε µια λίµνη. Λουλούδια φύτρωναν
στις όχθες της, κι έγερναν πάνω από το νερό, µα δεν καθρεφτίζονταν, γιατί η
επιφάνεια ταραζόταν συνεχώς από µυριάδες µικρές δίνες, που ξεσπούσαν όλες µαζί
σ’ ένα ποταµάκι. Το µικρό διάφανο ρεύµα λαµποκοπούσε κάτω στον ήλιο και
προσπερνούσε πέτρες και βραχάκια, τρέχοντας προς την δική του αιωνιότητα: την
θάλασσα. Τα δέντρα, σαν ν’ αποφάσισαν ξαφνικά να εγκαταλείψουν το βουνό, είχαν
µαζευτεί όλα στους πρόποδές του. Το χορτάρι ήταν καταπράσινο και δροσερό,
κατάσπαρτο µε αγριολούλουδα. Λίγο παραπέρα, µια δεύτερη, µικρότερη λίµνη,
τόνιζε µε την αταραξία της την συνεχή αναστάτωση της πρώτης, που δεν ήταν παρά
ένα χρωµατικό πανδαιµόνιο, τριγυρισµένο από δέντρα και άνθη. Αντίθετα, στην
επιφάνεια της µικρότερης λίµνης, ο φυσικός διάκοσµος καθρεφτιζόταν µε µια
διαύγεια, µε µια ζωντάνια, που δεν διέθετε στην πραγµατικότητα. Τα δέντρα
στέκονταν κάπως παράµερα, µε άνετο χώρο για τον αέρα ανάµεσά τους,
τοποθετηµένα και σχεδιασµένα λες από το χέρι κάποιου θεϊκού καλλιτέχνη. Ο
Λουδοβίκος ήπιε νερό από την πηγή, και ύστερα πλησίασε την λιµνούλα. Κοίταξε µε
πραγµατική απορία το θέαµα που καθρεφτιζόταν στην γαλήνια επιφάνειά της. Ένα
πουλί περνούσε µε ανοιχτά φτερά κάτω από το νερό —λες— κι ένας γαϊδαράκος
πρόβαλε το κεφάλι του ανάµεσα στα δέντρα, γυρεύοντας µάταια κανένα ξερόχορτο.
Ο Λουδοβίκος σήκωσε το βλέµµα και κοίταξε το πραγµατικό ζώο, που φάνταζε
λιγότερο πραγµατικό, λιγότερο ζωντανό από το είδωλό του στο νερό.
Κάτω από τα δέντρα, δίπλα στον γαϊδαράκο κάποιος κοιµόταν, τυλιγµένος µ’
έναν µανδύα. Ο Λουδοβίκος έριξε µια µατιά —χωρίς καν να ξέρει γιατί— και τον
κυρίευσε η περιέργεια. Ύστερα, κάτι σαν τρέλα ευχάριστη, ανακουφιστική, τον
έσπρωξε µπροστά.
Πλησίασε γρήγορα την µορφή που κοιµόταν, γονάτισε, παραµέρισε τον
µανδύα και είδε την Βιολέτα µε το παιδί τους στην αγκαλιά της. Ανάσαινε ανάλαφρα.
Τα διάφανα βλέφαρά της δεν άργησαν ν’ ανοίξουν, αποκαλύπτοντας τα φωτοβόλα
µάτια της.
Ο Λουδοβίκος και η Βιολέτα, πήραν τον δρόµο για το καλυβάκι τους, για το
πλουσιότερο παλάτι του κόσµου, χορταίνοντας κάθε σπιθαµή γης που πατούσαν. ∆εν
µπορούσαν ακόµη να πιστέψουν πόση δύναµη µπορεί να έχει η αγάπη. Έκλαιγαν και
κοιτάζονταν και κοίταζαν το παιδί τους και κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου
σφιχτά, σαν να ήθελαν συγκρατήσουν την πραγµατικότητα, σαν να φοβούνταν πως
µπορεί να πετάξει µέσα σε µια στιγµή.

Ο πρίγκιπας Μοντόλφο τους άκουσε να φτάνουν. Είχε περάσει µέρες και νύχτες
εφιαλτικές. Ο φόβος πως θα κατέληγε χωρίς παιδί και διάδοχο, τον είχε ηµερώσει.
Φοβόταν την κατακραυγή του κόσµου. Η στυγερή διακυβέρνησή του είχε
δηµιουργήσει πολλές αντιδράσεις. Ίσως να µην βρισκόταν µακριά από την ηµέρα της
κρίσης. Παραδόθηκε στην δύναµη του πεπρωµένου. ∆εν τόλµησε ν’ αντικρίσει τα
θύµατά του. Έστειλε όµως τον εξοµολογητή του, για να τους µεταφέρει την συγνώµη
του και να τους καλέσει στο Μοντόλφο. Στην αρχή, οι ευτυχισµένοι νέοι αγνόησαν
την προσφορά του. Λάτρευαν το καλύβι τους και δεν ήθελαν να θέσουν σε κίνδυνο
την ευτυχία, την ελευθερία και τις ίδιες τις ζωές τους, για άχρηστα πλούτη. Όµως η
επιµονή του πρίγκιπα τους έπεισε. Ο χρόνος επούλωσε τις πληγές. Του χάρισαν
πολλά εγγόνια, τον τίµησαν και τον φρόντισαν στα γεράµατά του. Εκείνος αγάπησε
πραγµατικά το µεγαλύτερο εγγόνι του και δεν τον ενδιέφερε πια αν η µητέρα του
διαδόχου των Μοντόλφο ήταν χωριατοπούλα.
ΦΕΡ∆ΙΝΑΝ∆ΟΣ ΕΜΠΟΛΙ*
[Υποσέλιδη σηµείωση: *Ο Φερδινάνδος Έµπολι [Ferdinando Eboli]
πρωτοδηµοσιεύθηκε, το 1834, στην πολυτελή ετήσια φιλολογική έκδοση Ενθύµιον
[The Keepsake for 1829], µε την πρόταση Από την συγγραφέα του Φρανκεστάιν, αντί
του ονόµατος της συγγραφέως.]
Στην διάρκεια των γαλήνιων ηµερών που έφερε η ειρήνη, λησµονήσαµε πολύ εύκολα
τις εντάσεις και τα απροσδόκητα συµβάντα του πολέµου.* [Υποσέλιδη σηµείωση:
*Του µακροχρόνιου πολέµου που εξαπέλυσε ο Ναπολέοντας κατά των ευρωπαϊκών
δυνάµεων, και έληξε µε την ήττα του δικτάτορα στο Βατερλώ, το 1821.] Τα ονόµατα
των πρώην επίδοξων κατακτητών της Ευρώπης ηχούσαν πια σαν αρχαία ερείπια στα
αυτιά των παιδιών µας. Και όµως, τότε υπήρχε περισσότερο πάθος, περισσότερη
γοητεία, δεδοµένου ότι οι συνεχείς αναστατώσεις και εισβολές προκαλούσαν
δραµατικές ψυχικές µεταπτώσεις. Όσοι έτυχε να ταξιδεύουν στις περιοχές που έγιναν
θέατρα πολεµικών συγκρούσεων, άκουσαν πλήθος παράξενων και γοητευτικών
ιστοριών, των οποίων η αλήθεια δεν απείχε πολύ από το είδος της αλήθειας που
ισχυρίζονται τα µυθιστορήµατα. Παρά το γεγονός πως ήσαν ιδιαίτερα
συναρπαστικές, δεν θα µπορούσαµε να δώσουµε συγχαρητήρια στους αφηγητές για
τα αµιγώς ιστορικά ενδιαφέροντά τους. Τέτοιου είδους είναι και η παρακάτω ιστορία
που άκουσα στην Νεάπολη.* [Υποσέλιδη σηµείωση: *Της νοτίου Ιταλίας, την
σηµερινή Νάπολη.] Μπορεί οι τύχες του πολέµου να µην επηρέασαν άµεσα τους
πρωταγωνιστές της, µα φαίνεται εντελώς απίθανο να µπορούσαν να διαδραµατιστούν
γεγονότα τόσο ασυνήθιστα, τόσο ξένα προς τους φυσιολογικούς ρυθµούς της ζωής,
κάτω από το άπλετο ηλιόφως της ειρήνης.

Όταν ο βασιλιάς της Νεάπολης, Μυρά* [Υποσέλιδη σηµείωση: *O Ιωακείµ Μυρά


[Joachim Murat, 1767—1815] υπήρξε η πλέον εξέχουσα φυσιογνωµία των
στραταρχών του Ναπολέοντα, σύζυγος της αδελφής του, Καρολίνας, και βασιλιάς της
Νεάπολης από το 1808 µέχρι το 1815, οπότε και έχασε την ιταλική χερσόνησο από
τους Αυστριακούς, µετά από επταετείς αγώνες.] —ο µετέπειτα αποκληθείς
Τζοακίνο— ηγήθηκε των στρατιών της Ιταλίας, ορισµένοι νεαροί ευγενείς —που
µέχρι εκείνον τον καιρό µόλις και µετά βίας υπήρξαν ικανοποιητικοί αµπελουργοί—
κινούµενοι από ξαφνικό έρωτα για την δύναµη των όπλων, παρουσιάστηκαν ως
υποψήφιοι ήρωες του επικείµενου πολέµου. Μεταξύ αυτών ήταν και ο νεαρός κόµης
Έµπολι. Ο πατέρας αυτού του νεότατου ευγενούς είχε ακολουθήσει τον Φερδινάνδο
στην Σικελία* [Υποσέλιδη σηµείωση: * Ferdinand I [Ferdinando Antonio Pasquale
Giovanni Nepomuceno Serafino Gennaro Benedetto, 1751—1825] υπήρξε κατά
καιρούς βασιλιάς της Νεάπολη, της Σικελίας και των ∆ύο Σικελιών. Ο Ναπολέων τον
κήρυξε έκπτωτο. Το 1815 τον απεκατέστησε στον θρόνο του, αναγνωρίζοντας την
συντριπτική νίκη που κατάφερε επί του Μυρά, στην µάχη του Τολλεντίνο.] Τα
περισσότερα κτήµατά του βρίσκονταν κυρίως κοντά στο Σαλέρνο και, φυσικά,
διακατεχόταν από το άσβεστο πάθος της επέκτασής τους. Όµως, όταν οι φόβοι πως η
γαλλική διακυβέρνηση θα αφαιρούσε από την χώρα του κάθε πολιτική και
οικονοµική ισχύ διαψεύστηκαν, θεώρησε µεγάλο λάθος την απόφασή του να
συνοδεύσει τον νόµιµο πλην ανόητο βασιλιά στην εξορία. Γι’ αυτό, πριν πεθάνει
σύνεστησε στον γιο του να επιστρέψει στην Νεάπολη και να παρουσιαστεί στον
παλαιό και πιστό φίλο του, Μαρτσέζε Σπίνα, ο οποίος κατείχε υψηλότατο αξίωµα
στην κυβέρνηση του Μυρά και —το δίχως άλλο— θα µπορούσε να τον συµφιλιώσει
µε τον νέο βασιλιά. Αυτό κατορθώθηκε πολύ εύκολα. Ο νεαρός και τολµηρός κόµης
πήρε πίσω την πατρική του περιουσία, διασφαλίζοντας επιπλέον το µέλλον του µε το
χέρι του µοναδικού παιδιού του Μαρτσέζε Σπίνα. Οι γάµοι αναβλήθηκαν εν όψει της
επικείµενης εκστρατείας.
Και ενώ το στράτευµα ξεκινούσε ήδη, ο κόµης Έµπολι έκανε χρήση του
δικαιώµατος ολιγόωρης αδείας, προκειµένου να επισκεφθεί το αρχοντικό του
µέλλοντος πεθερού του και να αποχαιρετήσει την πολύφερνη νύφη. Η βίλα ρέµβαζε
στην πλαγιά των Απεννίνων, νότια του Σαλέρνο, µε θέα στην πεδιάδα της Καλαβρίας,
στην άκρη της οποίας το λιµάνι της Ποσειδωνίας* [Υποσέλιδη σηµείωση: *Η αρχαία
ελληνική αποικία. Το σηµερινό Παίστρουµ της Καλαβρίας.] των υποδεχόταν τα
γαλάζια κύµατα της Μεσογείου. Ένας γκρεµνός, ένας θορυβώδης καταρράκτης και
ένα πυκνό δάσος µε βελανιδιές ολοκλήρωναν την σπάνια οµορφιά του τοπίου. Ο
κόµης Έµπολι ανηφόρισε το ορεινό µονοπάτι µε την νεανική ευθυµία και αισιοδοξία
που τον διέκριναν. Η παραµονή του ήταν πολύ σύντοµη. Ορισµένες παραινέσεις και
µια ευχή από τον Μαρτσέζε Σπίνα, ένας τρυφερός αποχαιρετισµός και µερικά αβρά
δάκρυα από την γλυκιά Αδαλίνδα ήταν όλες κι όλες οι αναµνήσεις που πήρε µαζί του,
για να του δίνουν δύναµη και θάρρος, όταν θα βρισκόταν αντιµέτωπος µε τους
κινδύνους της εκστρατείας. Ο ήλιος χανόταν πέρα µακριά, πίσω από τα υψώµατα της
Ίστριας,* [Υποσέλιδη σηµείωση: *Η κροατική χερσόνησος, που την χωρίζει από την
Ιταλία η Αδριατική θάλασσα.] όταν, ασπάστηκε το χέρι της µέλλουσας συζύγου του,
είπε ένα τελευταίο αντίο, και πήρε αργά και µελαγχολικά το µονοπάτι για το
Σαλέρνο.
Το ίδιο βράδυ, η Αδαλίνδα αποσύρθηκε νωρίς και έδιωξε το προσωπικό από
τα διαµερίσµατά της. Ήταν πολύ ανήσυχη: φοβισµένη και αισιόδοξη µαζί. ∆εν
µπορούσε να ησυχάσει. Άνοιξε την µπαλκονόπορτα και η βοή του καταρράκτη, που
έκρυβαν οι ψηλές βελανιδιές, εισέβαλε στην κάµαρη µε τον ίδιο µονότονο ρυθµό
που την νανούριζε από µικρή. Στήριξε το µάγουλο στην παλάµη της και άρχισε να
συλλογίζεται τους κινδύνους που απειλούσαν τον αγαπηµένο της, την µοναξιά που
έπρεπε να αντιµετωπίσει πρόσκαιρα η ίδια, τα γράµµατά που θα της έστελνε, ύστερα
την επιστροφή του... Κάποια στιγµή άκουσε ψιθύρους. Ήταν άραγε η αύρα που
έπιανε κουβέντα µε τις φυλλωσιές; Όχι. Το πέπλο της παρέµενε ασάλευτο. Το ίδιο
και τα µαλλιά της, που χύνονταν πλούσια στους ώµους της. Οι ψίθυροι συνεχίστηκαν.
Το αίµα εισέβαλε ορµητικά στην καρδιά της και τα χείλη της σπαρτάρησαν. Τι ήταν
εκείνοι ο παράξενοι ήχοι; Ξαφνικά, τα κλαδιά του κοντινότερου δέντρου
ταράχτηκαν. Η φυλλωσιά άνοιξε, και κάτω από το λίγο φως των αστεριών πρόβαλε
µια ανδρική µορφή, έτοιµη να πηδήσει από το δέντρο στο µπαλκόνι. Το εγχείρηµα
ήταν ριψοκίνδυνο. Πρώτα άκουσε την φωνή του αγαπηµένου της να της λέει
ικετευτικά: «Μην φοβάσαι!», κι ένοιωσε τον ίδιο στο πλευρό της. Ο ξαφνικός τρόµος
που την είχε κυριεύσει χάθηκε µεµιάς. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της, που για
µια στιγµή η έκπληξη, η φρίκη —µα και η χαρά— την είχαν θέσει σε άµεσο κίνδυνο.
Εκείνος την άρπαξε από την µέση και ξέσπασε σε µυριάδες εκδηλώσεις του
φλογερού έρωτά του. Η Αδαλίνδα έγειρε στον ώµο του και άφησε την ταραχή της να
αναλυθεί σε λυγµούς, ενώ ο αγαπηµένος τής σκέπαζε τα χέρια µε ατέλειωτα φιλιά και
της χάριζε αµέτρητες µεθυστικές µατιές.
Όταν επιτέλους κατάφεραν να ηρεµήσουν, κάθισαν ο ένας πλάι στον άλλον,
µε τα µάτια πληµµυρισµένα από την θριαµβευτική λάµψη της ευδαιµονίας και τα
µάγουλα πυρποληµένα από το στιλπνό ροδοπέταλο της συστολής, γιατί µέχρι εκείνη
την στιγµή δεν είχαν βρεθεί ποτέ µόνοι, ούτε είχαν ανταλλάξει απροκάλυπτα
διαβεβαιώσεις λατρείας. Πραγµατικά, εκείνη η ώρα ανήκε µόνο στον έρωτα. Τ’
αστέρια τρεµόσβηναν στον θόλο του ιερού της αιωνιότητας. Ο χορός του
καταρράκτη, η γλυκύτατη καλοκαιρινή ατµόσφαιρα και η µυστηριακή διάσταση του
µισοσκόταδου, όλα συνεργάζονταν αρµονικά για να εµπνεύσουν ασφάλεια και
ηδονικές προσδοκίες στους εραστές. Κουβέντιασαν για τους πνευµατικούς τρόπους
µε τους οποίους θα κατάφερναν να κρατήσουν τις καρδιές τους ενωµένες στην
διάρκεια της απουσίας, ώσπου η επιστροφή θα τους ένωνε για πάντα.
Κάποτε έφτασε η ώρα του αποχωρισµού.
«Μια µπούκλα από αυτά τα µεταξένια µαλλιά», είπε εκείνος, σηκώνοντας
ελαφρά έναν από τους αµέτρητους βοστρύχους που χύνονταν στους ώµους της. «Θα
την βάλω στο µέρος της καρδιάς, να µε προστατεύει σαν ασπίδα από τα ξίφη των
εχθρών».
Έβγαλε το αιχµηρό εγχειρίδιό του από την θήκη.
«Απαίσιο όπλο για µια τόσο αβρή πράξη», είπε, κόβοντας τον βόστρυχο, και
την ίδια στιγµή πυκνές στάλες αίµατος στόλισαν το αέρινο µπράτσο της αγαπηµένης.
Εκείνος απάντησε στην έντροµη έρευνά της, δείχνοντας ένα βαθύ κόψιµο που είχε
κάνει κατά λάθος στο αριστερό του χέρι. Πρώτα φύλαξε σε σίγουρο µέρος το βραβείο
του και έπειτα της επέτρεψε να ασχοληθεί µε το τραύµα του. Η κοπέλα έσχισε µια
δαντέλα από το φόρεµά της και του τύλιξε το χέρι, πότε γελώντας και πότε έτοιµη να
κλάψει.
«Και τώρα έχε γεια», της φώναξε τέλος εκείνος. «Πρέπει να διανύσω είκοσι
µίλια πριν το χάραµα, και η Άρκτος δείχνει πως είναι ήδη περασµένα µεσάνυχτα».
Η κατάβαση ήταν κοπιαστική, µα η χαρά που πληµµύριζε την καρδιά του και
οι απέριττες νότες του τραγουδιού που αναδυόταν από το βάθος της κοιλάδας σαν
διάφανο σύννεφο θυµιάµατος, θώπευαν την τεταµένη ακοή του, τον ανακούφιζαν,
τον έκαναν να αισθάνεται απόλυτη ασφάλεια.
Όπως συµβαίνει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις που οι αφηγήσεις
προέρχονται από αυτόπτες µάρτυρες, δεν κατάφερα ποτέ να εξακριβώσω τον ακριβή
χρόνο των γεγονότων. Οπωσδήποτε συνέβησαν στην διάρκεια της βασιλείας του
Μυρά. Συγκεκριµένα, την εποχή που ο βασιλιάς της Νεάπολης ηγήθηκε των
στρατιών της Ιταλίας —όπως ήδη είπαµε— και ο κόµης Έµπολι κατετάγη ως νεαρός
αξιωµατικός, για να διακριθεί στην µάχη κάποιας περιοχής —της οποίας δυστυχώς
δεν µπόρεσα να συγκρατήσω το όνοµα— και να προαχθεί αµέσως.

∆εν είχε περάσει πολύς καιρός από το προαναφερθέν περιστατικό, και ενώ ο
Φερδινάνδος βρισκόταν µε τον στρατό στην νότιο Ιταλία, ο Τζοακίνο τον κάλεσε στο
αρχηγείο και του ανέθεσε µιαν εµπιστευτική αποστολή, που απαιτούσε να περάσει
µέσα από τις γραµµές του εχθρού και να µεταβεί σε κάποια πόλη κατεχόµενη από
Γάλλους. Έπρεπε να ταξιδέψει νύχτα, να έρθει σε επαφή µε τους ανθρώπους που τον
περίµεναν, να παραµείνει κρυµµένος µέχρι να πέσει το σκοτάδι, και να επιστρέψει
την εποµένη, πριν χαράξει. Τα απόρρητα έγγραφα τού τα έδωσε ο ίδιος ο βασιλιάς,
και ο νεαρός ευγενής τον διαβεβαίωσε αποφασιστικά πως δεν θα πρόδιδε την
εµπιστοσύνη του ακόµη κι αν χρειαζόταν να δώσει την ίδια του την ζωή.
∆εν ήταν πολύ ώρα που είχε πέσει το σκοτάδι, και η πανσέληνος άφηνε αργά
την γραµµή του δυτικού ορίζοντα, όταν ο κόµης Φερδινάνδος Έµπολι ανέβηκε στο
περήφανο άλογό του και σάρωσε τους δρόµους της πόλης καλπάζοντας σαν αστραπή.
Ακολούθησε πιστά την πορεία που του δόθηκε, µέσα από τους αµπελώνες της
περιοχής, αποφεύγοντας συστηµατικά τις δηµοσιές. Η νύχτα ήταν όµορφη και
γαλήνια. Η γη κοιµόταν µακάρια. Ο πόλεµος και η αιµατοχυσία ξαπόσταιναν. Μόνον
ο έρωτας ξαγρυπνούσε εκείνην την ώρα. Ενθουσιασµένος µε την προοπτική της
δόξας, ο νεαρός ήρωάς µας ξεκινούσε το ταξίδι του, παραδοµένος σε οράµατα γεµάτα
έρωτα και επιτυχία. Μια µακρινή φωνή τον έθεσε σε επιφυλακή. Συγκράτησε το
άλογό του κι αφουγκράστηκε. Κάποιοι πλησίαζαν. Αναγνώρισε γερµανικές οµιλίες.
Βγήκε από το µονοπάτι σ’ έναν φαρδύτερο δρόµο. Όµως άκουσε πάλι εχθρικές φωνές
και ποδοβολητά αλόγων. Ο Έµπολι δεν δίστασε στιγµή. Αφίππευσε, έδεσε το άλογο
σ’ ένα δέντρο και ακολούθησε την οχυρωµατική περίµετρο αθέατος. Τα κατάφερε να
ξεφύγει µετά από µιας ώρας επίπονη πορεία. Σταµάτησε µπροστά στο ποτάµι που
χώριζε τις δύο περιοχές. Ο κίνδυνος είχε περάσει. Κατηφόρισε την απόκρηµνη όχθη
και, µη έχοντας πια άλογο, αποφάσισε να περάσει απέναντι κολυµπώντας. Κράτησε
στο ένα χέρι τα απόρρητα έγγραφα, απαλλάχτηκε από τον στρατιωτικό µανδύα του
και ετοιµάστηκε να βουτήξει στο νερό, όταν από την πυκνή σκιά που έριχναν πάνω
του τα αργιλώδη βράχια της όχθης, πετάχτηκαν δυο αόρατα χέρια. Τον άρπαξαν, τον
πέταξαν στο έδαφος, του έδεσαν τα χέρια, τον φίµωσαν, του κάλυψαν τα µάτια και
τον έριξαν σε µια µικρή βάρκα, που άρχισε να κατεβαίνει το ρεύµα µε τροµερή
ταχύτητα.
Ο τρόπος της επίθεσης έδειχνε προµελέτη. Αυτό έκανε την υπόθεση
περίπλοκη, µα τουλάχιστον ήταν σίγουρο —έτσι νόµιζε— πως οι απαγωγείς του
ανήκαν στο αυστριακό στρατόπεδο. Και ενώ προσπαθούσε µάταια να λύσει το
µυστήριο της σύλληψής του, η βάρκα προσάραξε. Τον έβγαλαν έξω και, από την
αλλαγή της ατµόσφαιρας, κατάλαβε πως τον οδήγησαν σε κάποιο σπίτι. Τον έγδυσαν
µε βιαστικές µα και προσεκτικές κινήσεις, µέσα σε απόλυτη σιωπή, του έβγαλαν
ακόµη και τα δύο δαχτυλίδια που φορούσε, του έβαλαν άλλα ρούχα, και άκουσε
βήµατα να αποµακρύνονται. Σε λίγο έφτασε στ’ αυτιά του ο ήχος κουπιών και τότε
κατάλαβε πως είχε µείνει µόνος. Του ήταν εντελώς αδύνατο να κάνει την παραµικρή
κίνηση. Η µόνη άνεση που του είχε εξασφαλίσει ο δεσµοφύλακας —ή ίσως οι
δεσµοφύλακές— του, ήταν η αντικατάσταση του φίµωτρου µε ένα γερά δεµένο
µαντίλι. Ώρες ολόκληρες έµεινε σ’ αυτήν την κατάσταση, γεµάτος απορία, θυµό,
αγωνία και απογοήτευση. Πότε σφάδαζε, πασχίζοντας µε λύσσα να απαλλαγεί από τα
δεσµά του, και πότε ησύχαζε εντελώς παραδοµένος στην απελπισία. Τα απόρρητα
έγγραφα έλειπαν και τα περιθώρια του χρόνου για την παράδοσή τους είχαν
εξαντληθεί προ πολλού. ∆εν µπορούσε πια να διορθώσει το κακό. Ξηµέρωσε. Το φως
του ήλιου δεν έφτανε στα µάτια του, µα το ένιωσε να χαϊδεύει τα χείλη του.
Καθώς η µέρα προχωρούσε, άρχισε να τον ζώνει η πείνα. Αρχικά —παρά το
βασανιστικό συναίσθηµα που του δηµιουργούσε— δεν καταδέχθηκε ν’ ασχοληθεί µε
το µικρότερο αυτό κακό. Ωστόσο, µετά από κάµποσες ώρες, δεν µπόρεσε να µην
ενδώσει ολοκληρωτικά στην οδύνη της στέρησης. Η νύχτα πλησίαζε και ο φόβος
πως θα έµενε σ’ εκείνη την θεότυφλη ερηµιά να πεθάνει από την πείνα, πάσχιζε να
αλώσει την σκέψη του µε επανειληµµένες εφόδους, όταν ξαφνικά έφτασαν στ’ αυτιά
του γυναικείες φωνές και τα τρυφερά γελάκια ενός παιδιού. Κάποιοι µπήκαν στην
φυλακή του. Κάποιος τον ρώτησε πώς βρέθηκε εκεί, τραβώντας παράλληλα το
µαντίλι από το στόµα του. Απάντησε πως τον έφεραν κακοποιοί. Τα χέρια του
ελευθερώθηκαν αµέσως και το ύφασµα που κάλυπτε τα µάτια του έπεσε την ίδια
στιγµή. Χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να καταφέρει να δει καθαρά γύρω του.
Κάποιος του δρόσισε το πρόσωπο µε κρύο νερό —προφανώς από κάποια κοντινή
πηγή— κι όταν συνήλθε, διαπίστωσε πως βρισκόταν σε καλύβα βοσκού. ∆ίπλα του
στέκονταν η χωριατοπούλα και το παιδάκι που τον είχαν απαλλάξει από τα δεσµά
του. Του έτριψαν τους καρπούς και τους αστραγάλους, και ο µικρούλης τού
πρόσφερε ένα κοµµάτι ψωµί και αυγά. Μετά από µία ώρα, ο κόµης Έµπολι είχε
ξαναβρεί τις δυνάµεις του και ήταν σε θέση να σκεφτεί τι του συνέβη και πώς έπρεπε
να δράσει.
Κοίταξε τα ρούχα που του είχαν φορέσει οι απαγωγείς. Ήταν εντελώς ευτελή.
Μα δεν είχε χρόνο ν’ ασχοληθεί µ’ αυτά. Αποφάσισε πως έπρεπε να επιστρέψει
αµέσως στο αρχηγείο του στρατού της Νεάπολης, και να ενηµερώσει τον βασιλιά για
την συµφορά που τον βρήκε.
Αδηµονούσε να πάρει πίσω τα βήµατα που τον οδήγησαν µέχρι εκεί και να
µιλήσει για την αγανάκτηση και την απογοήτευση που πληµµύριζαν την καρδιά του.
Πορεύτηκε µε κόπο —αλλά και αποφασιστικότητα— όλη νύχτα, και περί τις τρεις το
πρωί µπήκε στην πόλη που στρατοπέδευε ο Τζοακίνο. Οι φρουροί τον σταµάτησαν.
Τους έδωσε το σύνθηµα που είχε πάρει από τον ίδιο τον Μυρά, κι εκείνοι τον
συνέλαβαν αµέσως. Τους είπε το όνοµα και τον βαθµό του, και τους διαβεβαίωσε
πως ήταν απόλυτη ανάγκη να δει τον βασιλιά. Τον έβαλαν στο κρατητήριο. Ο
επικεφαλής αξιωµατικός αντιµετώπισε ειρωνικά τα διαβήµατά του, λέγοντας πως ο
κόµης Φερδινάνδος Έµπολι είχε επιστρέψει πριν από τρεις ώρες. Ύστερα έδωσε
διαταγή να τον ανακρίνουν, γιατί τάχα ήταν κατάσκοπος. Ο Έµπολι διαµαρτυρήθηκε,
φωνάζοντας πως κάποιος απατεώνας είχε πάρει την θέση του και, καθώς εξιστορούσε
την περιπέτειά του, εµφανίστηκε ένας άλλος αξιωµατικός που τον αναγνώρισε. Σε
λίγο προστέθηκαν και άλλοι γνωστοί του. Έτσι, οι ισχυρισµοί του άρχισαν να
κερδίζουν έδαφος, αφού τον σφετεριστή δεν τον είχε δει παρά µόνο ο αξιωµατικός
που έκανε υπηρεσία το προηγούµενο βράδυ.
Νωρίς το πρωί, ένας νεαρός υψηλόβαθµος Γάλλος, επιφορτισµένος µε το έργο
της καθηµερινής αναφοράς όλων όσων συνέβαιναν στο στρατόπεδο, ενηµέρωσε τον
Μυρά για το περιστατικό. Η ιστορία ήταν τόσο παράξενη, ώστε ο βασιλιάς ζήτησε να
φέρουν αµέσως µπροστά του τον νεαρό κόµη. Η εµφάνιση του κρατούµενου τον
κατέπληξε. Παρά το γεγονός πως µόλις πριν λίγο είχε δει και πιστέψει τον
σφετεριστή —παραλαµβάνοντας µάλιστα από αυτόν την απόρρητη απάντηση που
προσδοκούσε— διέταξε να φέρουν µπροστά του αυτόν τον άνθρωπο. Ο δικός µας
Φερδινάνδος στεκόταν δίπλα στον βασιλιά, όταν αντιλήφθηκε το είδωλό του σ’ έναν
µεγάλο, πανέµορφο καθρέφτη. Άρχισε να περιεργάζεται την καινούργια του µορφή
και να σκέπτεται πως τα αχτένιστα µαλλιά, τα κατακόκκινα µάτια, το αγριωπό
βλέµµα και τα άθλια κουρέλια που φορούσε, κάθε άλλο παρά τόνιζαν την ευγενική
καταγωγή του, κάθε άλλο παρά θύµιζαν τον γοητευτικό κόµη Έµπολι. Ξαφνικά
µούδιασε ολόκληρος. Ο παλιός του εαυτός στεκόταν πίσω του.
Έµοιαζαν εκπληκτικά. Μόνο που σ’ εκείνον η ευγενική καταγωγή ήταν
προφανής. Αυτός ήταν και ο µόνος τρόπος να τον ξεχωρίσει κανείς από τον
πραγµατικό Έµπολι, έστω και αποδίδοντάς του λανθασµένη ταυτότητα. Τα ίδια
καστανά µαλλιά έπεφταν στο µέτωπό του, η ίδια γλυκιά ανταύγεια κοσµούσε τα
επίσης καστανά µάτια του, και ο ίδιος τόνος χαρακτήριζε την οµιλία του. Η ήρεµη
και αξιοπρεπής στάση του σφετεριστή κέρδισε την εµπιστοσύνη των
παρευρισκοµένων. Όταν του ανέφεραν την παράξενη εµφάνιση ενός δεύτερου κόµη
Έµπολι, γέλασε µε τρόπο που δεν άφηνε καµία αµφιβολία πως το διασκέδαζε και,
στρεφόµενος προς τον Φερδινάνδο, του είπε:
«Με τιµά ιδιαιτέρως το γεγονός πως διάλεξες να µιµηθείς εµένα. Ωστόσο
υπάρχουν ένα δύο πράγµατα που µου αρέσουν στον εαυτό µου τόσο πολύ, ώστε θα
µε συγχωρήσεις αν δεν σου επιτρέψω να µε αντικαταστήσεις».
Ο Φερδινάνδος θα απαντούσε, αν ο ψεύτικος κόµης δεν απευθυνόταν στον
βασιλιά, µε ακόµη περισσότερη υπεροψία:
«Θα µπορούσε ίσως να αποφανθεί η µεγαλειότητά σας; ∆εν έχω καµία όρεξη
για κουβέντες µ’ έναν τέτοιο τύπο ανθρώπου».
Εξοργισµένος από την αναπάντεχη προσβολή, ο Φερδινάνδος απαίτησε να
του επιτραπεί να προκαλέσει τον σφετεριστή σε µονοµαχία, γιατί —όπως είπε— αν ο
βασιλιάς και οι ανώτατοι αξιωµατικοί του δεν θεωρούσαν πως η παραβολή του µε
έναν κοινό απατεώνα τον προσβάλει προσωπικά και πλήττει την τιµή του
στρατεύµατος, επιθυµούσε να τον τιµωρήσει ο ίδιος, ακόµη και µε κίνδυνο της ζωής
του. Όµως ο βασιλιάς, µετά από κάµποσες ερωτήσεις, φάνηκε να πείθεται πως ο
δυστυχής ευγενής ήταν σφετεριστής του ονόµατος Έµπολι. Τον επέκρινε αυστηρά για
το θράσος του, τον διαβεβαίωσε πως δεν είναι ήδη νεκρός ως κατάσκοπος µόνον
επειδή τον οικτίρει, διέταξε να τον πετάξουν αµέσως έξω από τα τείχη της πόλης και
τον απείλησε πως η τιµωρία θα ήταν παραδειγµατική αν τολµούσε να εξαπατήσει
οποιονδήποτε άλλον.
Θα έπρεπε να διαθέτει κανείς ισχυρή φαντασία και κάποια εµπειρία στην
απελπισία για να µπορέσει να κατανοήσει τα συναισθήµατα του Φερδινάνδου. Από
την κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας, από την δόξα, την ελπίδα για επιτυχία και τον
έρωτα, βρέθηκε στην ατιµωτική θέση ενός ανυπεράσπιστου ζητιάνου. Τα
εξευτελιστικά λόγια µε τα οποία θριάµβευσε ο αντίπαλός του και οι προσβλητικές
παρατηρήσεις τού —κατά τα άλλα— εξαιρετικά φιλεύσπλαχνου ηγεµόνα του,
ηχούσαν σαν τροµερή καταιγίδα στ’ αυτιά του. Κάθε γωνιά του νευρικού συστήµατός
του σπαρταρούσε από ένταση. Όµως, ευτυχώς για την ίδια την ζωή, ακόµη και η
χειρότερη αθλιότητα δεν πλήττει την νεότητα περισσότερο από οποιοδήποτε όνειρο,
που συχνά το ξεχνάµε πριν καν ξυπνήσουµε, Η ελπίδα και το θάρρος, αφού έδωσαν
µάχη µε την αφόρητη αγωνία, επικράτησαν στην καρδιά του. Πήρε γρήγορα την
απόφασή του. Θα επέστρεφε στην Νεάπολη, θα έλεγε την ιστορία του στον Μαρτσέζε
Σπίνα, και εκείνος, χρησιµοποιώντας την επιρροή του, θα του εξασφάλιζε προσωπική
ακρόαση από τον βασιλιά. Εν τούτοις, υπό τις παρούσες αλλόκοτες συνθήκες, δεν
ήταν και τόσο εύκολο να πετύχει τον σκοπό του. ∆εν είχε καθόλου χρήµατα και τα
ρούχα του κραύγαζαν φτώχια και εξαθλίωση. Ήταν πολύ µακριά από φίλους και
συγγενείς, και όσοι βρίσκονταν κοντά του δεν αναγνώριζαν στο πρόσωπό του παρά
τον πλέον ιταµό των απατεώνων. Ωστόσο το θάρρος του δεν τον είχε εγκαταλείψει. Η
πλούσια και ευγενική ιταλική γη, που τώρα βρισκόταν στην προνοµιακή εποχή του
φθινοπώρου, του προµήθευσε κάστανα, κούµαρα και σταφύλια. Πήρε τον
συντοµότερο δρόµο, που περνούσε από τους λόφους, αποφεύγοντας τις πόλεις, αλλά
και κάθε ανθρώπινη εγκατάσταση. Ταξίδευε κυρίως την νύχτα, όταν οι αξιωµατικοί
—εκτός Νεάπολης— εγκατέλειπαν τις θέσεις τους για να ξεκουραστούν. Κανείς δεν
ξέρει πώς µπόρεσε να διασχίσει τόση απόσταση σε τόσο µικρό χρονικό διάστηµα. Εν
πάση περιπτώσει, µετά από µερικές εβδοµάδες, κατάφερε να φτάσει στο αρχοντικό
των Σπίνα.
∆υσκολεύτηκε πολύ να δει τον Μαρτσέζε, που τον δέχθηκε όρθιος, ρίχνοντας
του ερευνητικές µατιές, από τις οποίες δεν φαινόταν να τον αναγνωρίζει. Ο
Φερδινάνδος του ζήτησε να µιλήσουν ιδιαιτέρως, γιατί εκείνη την ώρα υπήρχαν
πολλοί επισκέπτες στο σπίτι. Η φωνή του ξάφνιασε τον Μαρτσέζε, που πειθάρχησε,
παρασύροντάς τον σε µιαν άλλη αίθουσα. Εκεί, ο Φερδινάνδος αποκάλυψε την
ταυτότητά του και άρχισε µε χαµηλή αλλά γεµάτη ένταση φωνή να διηγείται την
ιστορία των ατυχιών του. Ξαφνικά, ακούστηκαν ποδοβολητά αλόγων, χτύπησε το
µεγάλο κουδούνι, και η φωνή ενός υπηρέτη ανήγγειλε τον «κόµη Φερδινάνδο
Έµπολι».
«Αυτός είναι», κραύγασε ο νέος, χάνοντας το χρώµα του. Οι λέξεις άρχισαν
να τρεκλίζουν στα χείλη του, όταν το τέλειο αντίγραφό του µπήκε στο δωµάτιο.
Υποκλίθηκε µε σεβασµό µπροστά στον βαρόνο και εξέφρασε την έκπληξη —µα
κυρίως την δυσφορία— του, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία του Φερδινάνδου.
«Εσύ εδώ!» αναφώνησε.
Ο Φερδινάνδος ύψωσε το ανάστηµά του. Παρά την κούραση, τις ταλαιπωρίες
και τα κουρελιασµένα ρούχα, ο τρόπος του είχε γνήσια µεγαλοπρέπεια. Ο Μαρτσέζε
τον κοίταξε προσεκτικά, παρατήρησε την γνήσια υπερηφάνεια της µορφής του και
αναγνώρισε στο πρόσωπό του τα εκφραστικά χαρακτηριστικά του Έµπολι. Όµως
τον κατέλαβε σύγχυση, όταν γυρίζοντας προς το µέρος του νέου επισκέπτη, που
φαινόταν κάπως ενοχληµένος από το εξεταστικό βλέµµα τού βαρόνου, είδε —σαν σε
καθρέφτη— ένα είδωλο του πρώτου. Ο νεοφερµένος εξήγησε στον Μαρτσέζε —µε
λίγα και περιφρονητικά λόγια—πως ήταν η δεύτερη φορά που αυτός ο απατεώνας
επιχειρούσε να σφετεριστεί το όνοµα των Έµπολι, πως η πρώτη προσπάθεια επέτυχε
παταγωδώς, και πως το ίδιο θα συνέβαινε ασφαλώς τώρα. Ύστερα —γελώντας µε
την καρδιά του— πρόσθεσε πως «σκιάζεται», γιατί δεν µπορεί να αποδείξει την
ταυτότητά του απέναντι στους ισχυρισµούς ενός briccone [φτωχοδιάβολου], που έχει
τα χαρακτηριστικά, το απαράµιλλο θράσος και τις φρικτές συνήθειες των Έµπολι!
«∆ιότι, καλέ µου φίλε», συνέχισε σαρκαστικά, «µου κλόνισες την
αυτοπεποίθηση. Μ’ έκανες να σκεφτώ πως για να µου µοιάζει κάποιος, θα πρέπει να
είναι ο καλύτερος στον κόσµο».
Οι λοιδορίες του σφετεριστή έκαναν τα µάγουλα του Φερδινάνδου να
κοκκινίσουν από θυµό. Με δυσκολία κρατήθηκε να µην χιµήξει στον αντίπαλό του,
καθώς η φράση «Άθλιο υποκείµενο!» ξεχυνόταν ορµητικά από τα χείλη του. Ο
βαρόνος πρόσταξε τον µαινόµενο νέο να σωπάσει και, παρακινηµένος από ένα
βλέµµα που έµοιαζε ν’ ανήκει στον πραγµατικό Φερδινάνδο, του είπε ευγενικά:
«Αν µε σέβεσαι, σε εξορκίζω να πεις την αλήθεια και µόνον αυτήν. Σου
υπόσχοµαι πως θα είµαι αµερόληπτος».
Ύστερα, γυρίζοντας προς τον κάλπικο Έµπολι, πρόσθεσε πως δεν αµφιβάλει
για την ταυτότητά του, και του ζήτησε συγνώµη αν κάποια στιγµή έδειξε να διστάζει.
Στην αρχή ο σφετεριστής φάνηκε να θυµώνει, µα πολύ γρήγορα άρχισε να γελά
δυνατά. ∆εν σταµάτησε παρά µόνο για να ζητήσει να του συγχωρήσουν την
απαράδεκτη συµπεριφορά που τάχα έδειξε πριν λίγο, γεγονός το οποίο έφερε σε
µεγάλη αµηχανία τον Μαρτσέζε. Ήταν φανερό πως αυτή η ευθυµία µετρούσε
περισσότερο στα µάτια του κριτή από το γεµάτο αγανάκτηση βλέµµα του δύστυχου
Φερδινάνδου. Στην συνέχεια, ο ψεύτικος κόµης είπε πως, µετά τις απειλές του
βασιλιά, δεν πίστευε ότι υπήρχε περίπτωση να επαναληφθεί η ίδια άθλια παράσταση.
Βρισκόταν εκεί µε ολιγοήµερη άδεια, προκειµένου να υποβάλει τα σέβη του στον
µέλλοντα πεθερό του, και ερχόταν κατευθείαν από το αρχοντικό του στην Νεάπολη.
Στο άκουσµα των τελευταίων λέξεων, ο Φερδινάνδος —που µέχρι εκείνην την στιγµή
παρακολουθούσε σιωπηλός τον αντίπαλό του, πασχίζοντας να µάθει όσα περισσότερα
µπορούσε για τις πράξεις και τις µεθόδους του— δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει τον
εαυτό του.
«Τι;» κραύγασε. «Καταχράστηκες το σπίτι του πατέρα µου; Τόλµησες να
χρησιµοποιήσεις την ισχύ των προγόνων µου;»
Τα δάκρυά του ξεχύθηκαν ανεξέλεγκτα και έκρυψε το πρόσωπο στις παλάµες
του. Οργή ασυγκράτητη πυρπόλησε την όψη του σφετεριστή.
«Για όνοµα του Θεού και του µονογενούς του», ξεφώνισε. «Ορκίζοµαι πως
εκείνο το αρχοντικό ανήκει στον πατέρα µου, εκείνοι οι πρόγονοι είναι δικοί µου!»
«Γιατί δεν ανοίγει η γη να καταπιεί τον ψεύτη;» είπε ο Φερδινάνδος,
σηκώνοντας το βλέµµα προς τον ουρανό. Ύστερα, ανταποκρινόµενος στο κάλεσµα
του Μαρτσέζε, άρχισε να εξιστορεί τις περιπέτειές του, ενώ η χλεύη κάλυπτε την όψη
του σφετεριστή.
Ο Μαρτσέζε κοίταζε πότε τον έναν και πότε τον άλλον, δίχως να µπορεί ν’
απαλλαγεί από την απορία. Παρά την ατηµέλητη, άγρια εµφάνιση τού δύστυχου
Φερδινάνδου, κάτι µέσα του τον εµπόδιζε να τον χαρακτηρίσει απατεώνα. Μα µήπως
θα µπορούσε να πει τέτοιο πράγµα για τον περιποιηµένο και προφανώς αριστοκράτη
νέο, του οποίου την ταυτότητα αµφισβητούσε µόνον η ιστορία του πρώτου; Κάλεσε
έναν υπηρέτη και τον πρόσταξε να ειδοποιήσει την κόρη του.
«Αυτή η απόφαση», είπε, «ανήκει στην κρίση και στην διορατικότητα µιας
ερωτευµένης γυναίκας».
Οι νέοι χαµογέλασαν ταυτόχρονα, προεξοφλώντας ο καθένας τον δικό του
θρίαµβο. Ο βαρόνος βυθίστηκε σε ακόµη µεγαλύτερη απορία.
Η Αδαλίνδα είχε ήδη πληροφορηθεί την άφιξη του κόµη Έµπολι και µπήκε
στην αίθουσα λαµποκοπώντας από νιάτα και ευτυχία. Κατευθύνθηκε αµέσως προς
εκείνον που έµοιαζε περισσότερο µε το πρόσωπο που λαχταρούσε να συναντήσει,
όταν µια πολύ γνώριµη φωνή ακούστηκε να λέει τ’ όνοµά της. Σταµάτησε και,
γυρίζοντας, αντίκρισε έναν δεύτερο αγαπηµένο. Ο πατέρας της την πήρε από το χέρι,
της εξήγησε µε συντοµία το πρόβληµα και την παρακάλεσε θερµά να επιβεβαιώσει
εκείνη την ταυτότητα του µνηστήρα της.
«Σινιορίτα», είπε ο Φερδινάνδος, «µην µε περιφρονήσετε, κρίνοντας περιττό
ν’ ασχοληθείτε µε την κατάντια µου. Η αγάπη και η καλοσύνη σας θα µε οδηγήσουν
πάλι στην ευτυχία και την ελπίδα
«∆εν καταλαβαίνω πώς», είπε έκπληκτο το κορίτσι, «µα είστε σίγουρα ο
κόµης Έµπολι».
«Αδαλίνδα», είπε ο άλλος νέος, «µην χαραµίζετε τα λόγια σας για έναν
κακοποιό. Σας ξεγέλασε, αγαπηµένη. Τρέµω και που το λέω, µα µπορώ µε µια µου
λέξη να σας βεβαιώσω πως είµαι ο Έµπολι».
«Αδαλίνδα», είπε ο Φερδινάνδος, «εγώ είµαι που πέρασα στο δάχτυλό σου το
δαχτυλίδι του αρραβώνα. Ενώπιον του Θεού µου έδωσες τόσους όρκους».
Ο ψεύτικος κόµης πλησίασε την κοπέλα, γονάτισε στο ένα πόδι, έβγαλε από
τον κόρφο του µια µπούκλα πιασµένη µε πράσινη κορδέλα, την οποία εκείνη
αναγνώρισε, και έδειξε ένα βαθύ κόψιµο στην αριστερή παλάµη του.
Τα µάγουλα της Αδαλίνδας πήραν ένα βαθύ κόκκινο χρώµα, και είπε στον
πατέρα της, ενώ ήδη προχωρούσε προς τον γονατισµένο νέο:
«Αυτός είναι ο Φερδινάνδος»
Όλες οι διαµαρτυρίες του δύστυχου Έµπολι έπεσαν στο κενό. Ο Μαρτσέζε θα
τον έριχνε στο βαθύτερο µπουντρούµι, αν ο αντίπαλός του δεν επέµενε να µην
φυλακιστεί. Απλά τον πέταξαν έξω από το αρχοντικό. Η τροµερή µανία ενός άγριου
θηρίου, που µόλις το αλυσόδεσαν, δεν συγκρινόταν µε την θύελλα της αγανάκτησης
που σάρωνε τώρα την καρδιά του Φερδινάνδου. Οι σωµατικές κακουχίες —η
κούραση και η πείνα— προστέθηκαν στο ψυχικό µαρτύριό του. Φορές φορές, η
τρέλα —αν ήταν τρέλα εκείνη η απέραντη οδύνη— τον καταλάµβανε ολοκληρωτικά.
Μέσα στην τροµερή πνευµατική σύγχυση που τον διακατείχε, διακρινόταν κάπως
καθαρότερα µία και µόνο µία ιδέα: να εξασφαλίσει την κατοχή του πατρικού του, να
προσπαθήσει να βελτιώσει τις συνθήκες στις οποίες τον είχε ρίξει η άστατη τύχη, και
αν ήταν δυνατόν να πάρει το πάνω χέρι στην σύγκρουση µε τον εχθρό. Εξάντλησε
όλες τις δυνάµεις που του είχαν αποµείνει, µα κατάφερε να φτάσει στην Νεάπολη.
Εισέβαλε στο πατρικό του και είδε µε ικανοποίηση το προσωπικό να τον υποδέχεται
όπως πάντα.
Μία από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να τρέξει στο ερµάριο που βρισκόταν
µια µινιατούρα του πατέρα του µε αδαµαντοποίκιλτη κορνίζα. Την πήρε και
επικαλέστηκε την βοήθεια των πνευµάτων των προγόνων του. Αφού αναπαύθηκε και
έκανε µπάνιο, κατάφερε να ανακτήσει το µεγαλύτερο µέρος των δυνάµεών του. Τώρα
µπορούσε να ατενίζει το µέλλον µε σχεδόν παιδική αισιοδοξία. Ονειρευόταν την
ηµέρα που θα αισθανόταν ασφαλής κάτω από την πατρική του στέγη. Μα, η µέρα
αυτή θα έµενε όνειρο. Λίγο πριν τα µεσάνυχτα χτύπησε το µεγάλο κουδούνι και
µπήκαν στο αρχοντικό ο σφετεριστής µε τον Μαρτσέζε Σπίνα. Η συνέχεια ήταν
προδιαγεγραµµένη. Ο Μαρτσέζε εξοργίστηκε περισσότερο από τον ψεύτικο Έµπολι.
Επέµενε να φυλακιστεί ο άτυχος νέος. Το πορτραίτο µε την πολύτιµη κορνίζα
βρέθηκε επάνω του, και στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας προστέθηκε η κλοπή.
Τον παρέδωσαν στα χέρια της αστυνοµίας και κατέληξε σε κάποιο µπουντρούµι. ∆εν
θα ασχοληθούµε µε τις λεπτοµέρειες της κράτησής του. Σηµασία έχει πως πολύ
σύντοµα δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα.
Την παραµονή της µεταφοράς του από τις φυλακές της Νεάπολης στα οδικά
έργα της Καλαβρίας, δέχθηκε την επίσκεψη του αντικαταστάτη του. Για κάµποση
ώρα οι δύο νέοι κοιτάζονταν αµίλητοι. Ο σφετεριστής τον παρατηρούσε µε υπεροψία
αλλά και οίκτο. Ήταν φανερό πως µέσα του γινόταν πραγµατική µάχη. Αντίθετα, το
βλέµµα του Φερδινάνδου ήταν ήρεµο, γεµάτο θάρρος και αξιοπρέπεια. ∆εν είχε
συµβιβαστεί µε την σκληρή µοίρα του, αλλά δεν εννοούσε να εκδηλώσει την
παραµικρή ηττοπάθεια ή απελπισία µπροστά στον αδίστακτο και αλαζόνα εχθρό του.
Ένας οδυνηρός σπασµός συγκλόνισε το στήθος του ψεύτικου Έµπολι. Έκανε
µεταβολή, για να µην φανεί πως έδινε µάχη µε τον εαυτό του, προκειµένου να
ξαναβρεί την σκληρότητα που τον καθοδηγούσε µέχρι σήµερα στις ένοχες ενέργειές
του. Ο Φερδινάνδος µίλησε πρώτος.
«Τι θέλει ο νικητής δολοφόνος από το αθώο θύµα του;»
«Μην µου προσάπτεις τέτοιους χαρακτηρισµούς, γιατί θα σε αφήσω στο έλεος
της µοίρας σου», είπε υπεροπτικά ο ψεύτικος Έµπολι. «Εγώ είµαι αυτός που λέω πως
είµαι».
«Άφησε τους κοµπασµούς!» φώναξε ο Φερδινάνδος ειρωνικά. «Όµως ίσως οι
τοίχοι να έχουν αυτιά».
«Οι ουρανοί σίγουρα δεν είναι κουφοί», του αντιγύρισε ο σφετεριστής. «Οι
ουρανοί ακούνε, µε ακούνε, γνωρίζουν ποιος είµαι και δέχονται τον ισχυρισµό µου.
Έλα όµως, ας δώσουµε ένα τέλος σ’ αυτήν την άκαρπη λογοµαχία. Η συµπόνια — η
αδυναµία µου να βλέπω κάποιον που µου µοιάζει τόσο πολύ σε τέτοια κατάντια, µια
ανόητη ιδιοτροπία µου ίσως, για την οποία πρέπει να θεωρείς τυχερό τον εαυτό
σου— µε έφερε µέχρι εδώ. Το µπουντρούµι σου είναι ανοιχτό. Ορίστε κι ένα πουγκί
µε χρυσάφι. ∆έξου έναν µόνον όρο και θα είσαι ελεύθερος».
«Ποιον όρο;»
«Να υπογράψεις αυτό το χαρτί».
Έδωσε στον Φερδινάνδο ένα έγγραφο, που περιείχε την οµολογία των
υποτιθέµενων εγκληµάτων του. Το χέρι του ένοχου νέου έτρεµε. Η τεταµένη
έκφραση και το αγωνιώδες βλέµµα του µαρτυρούσαν σύγχυση. Ο Φερδινάνδος ήθελε
να ξεστοµίσει µια µόνο λέξη, µια πανίσχυρη λέξη, καίρια σαν αστραπή, ηχηρή σαν
βροντή, ικανή να εκφράσει όλη την αηδία που του προκαλούσε εκείνη η πρόταση.
Μα η απάντησή του ήταν ήρεµη, και η γαλήνη διαθέτει συχνά περισσότερη δύναµη
από την καταιγίδα. ∆ίχως να βγάλει από το στόµα του την παραµικρή λέξη, έσχισε το
χαρτί σε δύο κοµµάτια και τα πέταξε στα πόδια του εχθρού του.
Τότε ο επισκέπτης του άλλαξε συµπεριφορά. Τον παρακάλεσε να
συγκατατεθεί, χρησιµοποιώντας όποιο λεκτικό µέσο µπορούσε. Ο Φερδινάνδος του
ζήτησε να τον απαλλάξει από την παρουσία του. Τα χείλη του τρεµόπαιζαν,
αφήνοντας όλο και κάποια ακατάληπτη λέξη να τους ξεφύγει. Ωστόσο συγκρατούσε
τον εαυτό του. Μόνον όταν ο ψεύτικος κόµης —σε µιαν ύστατη προσπάθειά του να
τον πείσει να υπογράψει— του είπε πως ήταν ήδη παντρεµένος µε την Αδαλίνδα, δεν
µπόρεσε να κρύψει την ταραχή του. Άρχισε να τρέµει, παρ’ όλο που η συµπεριφορά
του δεν άλλαξε στο ελάχιστο. Αφού εξάντλησε κάθε απειλή, κάθε παράκληση, ο
σφετεριστής έφυγε άπρακτος. Το πρωί της εποµένης, ο κόµης Φερδινάνδος Έµπολι, ο
απόβλητος του ανθρωπίνου είδους, οδηγήθηκε αλυσοδεµένος —ένας µέσα σε τόσους
καταδικασµένους— στις εφιαλτικές πεδιάδες της Καλαβρίας, για να εργαστεί στην
διάνοιξη δρόµων.
Θα περάσω επί τροχάδην τα γεγονότα που ακολούθησαν, γιατί µια
λεπτοµερής έκθεση θα απαιτούσε τόµους ολόκληρους. Ο ισχυρισµός του σφετεριστή
πως είχε ήδη παντρευτεί την Αδαλίνδα, ήταν άλλο ένα από τα αµέτρητα ψέµατά του.
Βέβαια, η ηµεροµηνία της ένωσής τους είχε οριστεί, µα η ξαφνική ασθένεια και ο
ακόµη πιο ξαφνικός θάνατος του Μαρτσέζε Σπίνα ανέβαλαν το µεγάλο γεγονός. Τους
πρώτους µήνες του πένθους της η Αδαλίνδα τους πέρασε σ’ ένα οικογενειακό κάστρο
—όχι µακριά από το Αρπίνο* [Υποσέλιδη σηµείωση: *Ορεινό χωριό της κεντρικής
Ιταλίας.] — κρυµµένο στα Απέννινα, πενήντα µίλα µακριά από την πρωτεύουσα.
Πριν φύγει, ο σφετεριστής προσπάθησε να την πείσει να προχωρήσουν σε κρυφό
γάµο. Προφανώς φοβόταν πως το χρονικό διάστηµα που θα µεσολαβούσε ήταν πολύ
µεγάλο, και ίσως µέχρι τότε να ξεσκεπαζόταν η απάτη του. Εξάλλου κυκλοφορούσε
η φήµη πως κάποιος περιβόητος ληστής, συγκρατούµενος του Φερδινάνδου, είχε
δραπετεύσει, και πως ο νεαρός κόµης τον ακολούθησε. Εν πάση περιπτώσει, η
Αδαλίνδα αρνήθηκε να συµµετάσχει στα σχέδια του αγαπηµένου της, και
εγκαταστάθηκε στο αποµονωτήριό της µε µια γηραιά θεία, που αν και δεν έβλεπε
ούτε άκουγε καλά ήταν εξαιρετική duenna [συνοδός].
Ο ψεύτικος Έµπολι επισκεπτόταν σπανίως την αρραβωνιαστικιά του. Όµως
ήξερε την τέχνη του καλά και, όπως φάνηκε από τις εξελίξεις, περνούσε τον
περισσότερο χρόνο του κάπου στα περίχωρα του κάστρου. Σοφίστηκε χίλιους δυο
τρόπους —χωρίς να κινήσει την παραµικρή υποψία— για να αντικαταστήσει το
υπηρετικό προσωπικό της Αδαλίνδας µε ανθρώπους της εµπιστοσύνης του. Έτσι, η
κοπέλα, χωρίς να το ξέρει, βρέθηκε φυλακισµένη στο ίδιο της το σπίτι. Κανείς δεν
ήξερε πώς γεννήθηκαν µέσα της οι πρώτες υποψίες για την σκευωρία που την
κύκλωνε. Ήταν Ιταλίδα, την χαρακτήριζε η πνευµατική και σωµατική ραθυµία µε την
οποία αντιµετώπιζαν την καθηµερινή ζωή οι γυναίκες της επαρχίας, µα και οι
εκρηκτικές διαστάσεις που έπαιρνε το πάθος όταν ξυπνούσε µέσα τους. Όταν η
αµφιβολία εισέβαλε στην σκέψη της, αποφάσισε να ερευνήσει αµέσως το ζήτηµα.
Έφτασαν µερικές καίριες ερωτήσεις, σχετικές µε τις προσωπικές στιγµές που είχε
περάσει δίπλα στον Φερδινάνδο. Και τις εξακόντισε τόσο αιφνίδια, τόσο εύστοχα,
ώστε ο σφετεριστής δεν πρόλαβε να φυλαχθεί. Την κοίταζε αµήχανος και µόλις που
κατάφερνε να ψελλίσει τις απαντήσεις του. Τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν και
εκείνη είδε πως ο υποτιθέµενος Έµπολι είχε καταλάβει τις υποψίες της. Το πρόσωπό
του πήρε µιαν έκφραση εξαιρετικά αλλόκοτη για απατεώνα. Το βλέµµα του απέκτησε
µια λάµψη που σκόρπισε την οµορφιά του και γέµισε το συνήθως ευγενικό
παρουσιαστικό του µε ανταύγειες πανουργίας και σκληρότητας, επιβεβαιώνοντας την
διαίσθηση της µέλλουσας γυναίκας του.
«Μα πώς έκανα τέτοιο λάθος;» σκέφτηκε εκείνη. «Πώς έβαλα αυτόν τον
άνθρωπο στην θέση του τρυφερού µου Έµπολι;»
Τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν πάλι. Ο αλλόκοτος τρόπος µε τον οποίο την
κοιτούσε, την φόβισε. Γι’ αυτό έφυγε βιαστικά από την αίθουσα.
Πήρε γρήγορα την απόφασή της. Ήταν µάταιο να προσπαθήσει να εξηγήσει
στην γηραιά θεία την κατάσταση. Θα έφευγε αµέσως για την Νεάπολη, θα έπεφτε στα
πόδια του Τζοακίνο, θα του εξιστορούσε τα πάντα και θα επιχειρούσε να κερδίσει την
εµπιστοσύνη του. Όµως ήταν πια πολύ αργά για να θέσει σε εφαρµογή το σχέδιό της.
Ο σφετεριστής είχε ολοκληρώσει την µηχανορραφία του και το κάστρο της ήταν
πλέον φυλακή. Άπειροι φόβοι έπληξαν την αντοχή, αν όχι το ίδιο το θάρρος της.
Αναζήτησε τον δεσµοφύλακά της. Πριν από µερικά λεπτά, δεν ήταν παρά ένα
ανέµελο κορίτσι, υπάκουο και ανυποψίαστο σαν παιδί. Τώρα ένιωθε σαν να είχε
µεγαλώσει ξαφνικά, αποκτώντας την σοφία των γηρατειών.
Στην διάρκεια της συνοµιλίας τους, υπήρξε επιφυλακτική και σοβαρή. Η
αναµφισβήτητη υπεροχή της πηγαίας αθωότητας απέναντι στην ενοχή, έκανε
απόλυτα µεγαλοπρεπή την στάση της. Ο επινοητής των δεινών της ζάρωσε ξαφνικά
κάτω από την δύναµη του βλέµµατός της. Θα µπορούσε να της είχε πει µε πάσα
ειλικρίνεια πως δεν ήταν το πρόσωπο που θα προτιµούσε να είναι. Όµως η διαύγεια
και η ισχύς της αλήθειας καθιστούσαν άχρηστο ένα τέτοιου είδους τέχνασµα.
Αποσύρθηκε σε µια γωνιά, σαν κυνηγηµένο ελάφι. Ύστερα ήρθε η σειρά της
Αδαλίνδας να τροµάξει, καθώς ο σφετεριστής ξαναβρήκε το ανδρικό σθένος του. Της
δήλωσε απερίφραστα την αλήθεια. Ήταν ο µεγαλύτερος αδελφός του Φερδινάνδου,
φυσικό τέκνο του εκλιπόντος κόµη Έµπολι. Η µητέρα του, που εγκαταλείφθηκε, δεν
συγχώρησε ποτέ τον άσπλαχνο εραστή. Εµφύσησε στον γιο της άσβεστο µίσος για
τον γονιό του, και την πεποίθηση πως τα προνόµια που απολάµβανε ο Φερδινάνδος
Έµπολι ανήκαν δικαιωµατικά στον ίδιο. Η εκπαίδευσή του υπήρξε ασήµαντη. ∆ιέθετε
όµως την σπάνια ευαισθησία, την ευφυΐα και την πανουργία των Ιταλών.
«Θα τροµάξεις», είπε στην ήδη τροµαγµένη κοπέλα που στεκόταν απέναντί
του, «αν σου διηγηθώ όσα υπέφερα για να πετύχω τον σκοπό µου. ∆εν εµπιστεύθηκα
κανέναν. Το σχέδιο το συνέλαβα και το εκτέλεσα µόνος µου. Θριάµβευσα χάρη στην
υποµονή και το θάρρος µου, όταν εγώ, ο ευγενής, και ο απόκληρος αδελφός —τον
οποίο υποκαθιστούσα— σταθήκαµε µπροστά στον ηγεµόνα µας».
Αφού αφηγήθηκε µε κάθε λεπτοµέρεια την ιστορία του, άρχισε να επιδιώκει
την εύνοια της Αδαλίνδας, η οποία τον κοίταζε µε αποστροφή και θυµό.
Μεταχειρίστηκε κάθε λεκτικό µέσο για να της δείξει το πάθος και την τρυφερότητα
που έκρυβε στην καρδιά του. Μήπως δεν ήταν εκείνος το πραγµατικό αντικείµενο
του έρωτά της; Μήπως δεν ήταν εκείνος που σκαρφάλωσε στο µπαλκόνι του
αρχοντικού των Σπίνα; Της θύµισε σκηνές από τις αµοιβαίες εκδηλώσεις του πάθους
τους, σκηνές που θα έκαµπταν την αντίσταση και της πιο ψυχρής γυναίκας. Τα
µάγουλά της κοκκίνισαν, όµως ο φόβος και η αποστροφή για τον σφετεριστή
κάλυψαν κάθε άλλο συναίσθηµα. Της υποσχέθηκε πως αµέσως µετά τον γάµο τους
θα ελευθέρωνε τον Φερδινάνδο και θα του παραχωρούσε την µισή περιουσία του.
Εκείνη αποκρίθηκε ψυχρά πως θα προτιµούσε να µοιραστεί τις αλυσίδες τού άτυχου
αρραβωνιαστικού της παρά να συµµετάσχει στην άθλια εξαπάτησή του. Απαίτησε
αµέσως την ελευθερία της, µα η άγρια, δαιµονιακή φύση, που καθοδηγούσε τον
σφετεριστή στην εγκληµατική σταδιοδροµία του, κυριάρχησε. Ξέσπασε σε τροµερές
κατάρες κατά του εαυτού του, αν —λέει— άφηνε την Αδαλίνδα να φύγει από το
κάστρο πριν γίνει γυναίκα του. Η αποφασιστικότητα, η δύναµη και η αχαλίνωτη
κακία που πληµµύριζαν το βλέµµα του τρόµαξαν την κοπέλα. Τα φωτεινά µάτια της
έδειχναν αποστροφή και µόνο αποστροφή. Προτιµούσε να πεθάνει παρά να
εγκαταλειφθεί στις διαθέσεις ενός ανθρώπου, που την έκανε να νιώθει µια ασήµαντη,
ανίσχυρη γυναίκα. Έφυγε από την αίθουσα µε την αίσθηση πως µόλις είχε γλυτώσει
από το υψωµένο σπαθί ενός δολοφόνου.
Μετά από µία ώρα προσεκτικής σκέψης, κατέληξε στον τρόπο απόδρασής
της. Σε µιαν ιµατιοθήκη του κάστρου βρισκόταν ανέπαφη η στολή κάποιου
ακόλουθου της µητέρας της, ο οποίος είχε πεθάνει ξαφνικά. Την φόρεσε, µάζεψε τα
κατάµαυρα, στιλπνά µαλλιά της και —µε κάποια πικρία— έζωσε το σπαθί στην µέση
της. Το Άβε Μαρία* [Η προσευχή προς την Παρθένο µε την οποία τελειώνουν οι
λειτουργίες των καθολικών.] του µεσονυκτίου είχε ηχήσει προ πολλού. Η νύχτα του
Νοεµβρίου ήταν διαυγής και φωτεινή, σαν να µην είχε περάσει πολλή ώρα από την
στιγµή που έδυσε ο ήλιος. Η Αδαλίνδα γλίστρησε αθόρυβα στο µυστικό πέρασµα που
οδηγούσε από τα διαµερίσµατά της στο παρεκκλήσιο του κάστρου. Είχε µαζί της το
κλειδί της πύλης. Την άνοιξε, την έκλεισε πίσω της και ήταν ελεύθερη. Μπροστά της
απλώνονταν κακοτράχαλοι λόφοι. Ο ουρανός τρεµόπαιζε µε όλα του τ’ αστέρια και
το δροσερό φθινοπωρινό αεράκι είχε πιάσει κουβέντα µε τείχη του κάστρου.
Φοβόταν. Όµως το ενδεχόµενο να ριχτεί στα ίχνη της ο σφετεριστής, κάλυψε κάθε
δισταγµό της. Πήρε το πρώτο κακοτράχαλο µονοπάτι που είδε µπροστά της, και
πορεύτηκε ασταµάτητα, µέσα σ’ ένα είδος έκστασης — αυτή που δεν έκανε ποτέ
περίπατο µεγαλύτερο από δύο µίλια— ώσπου τα πόδια της µάτωσαν, τα ελαφρά
παπούτσια της κοµµατιάστηκαν και χάθηκε για τα καλά. Το χάραµα την βρήκε σε
µιαν ερηµιά των Απεννίνων. Μεγάλες βελανιδιές σχηµάτιζαν απέραντα δάση και δεν
φαινόταν πουθενά άνθρωπος.
Ήταν κατάκοπη και πεινούσε. Είχε πάρει µαζί της χρήµατα και χρυσαφικά, µα
δεν υπήρχε καµιά δυνατότητα να τα ανταλλάξει εκείνη την στιγµή µε τροφή. Ήρθαν
στο µυαλό της οι ιστορίες για τους ληστές των βουνών που άκουγε από παιδί. Μα
κανείς δεν θα µπορούσε να είναι τόσο παλιάνθρωπος όσο ο αδίστακτος σφετεριστής,
από τον οποίο µόλις είχε ξεφύγει. Αυτή η σκέψη, λίγες στιγµές ανάπαυσης, και µια
γουλιά νερό από κάποια κρυστάλλινη πηγή, της έδωσαν αρκετό θάρρος να συνεχίσει
το ταξίδι της. Το µεσηµέρι πλησίαζε, και στον ιταλικό νότο —ιδίως όταν έχει
καλοκαιρία— ο ήλιος του φθινοπώρου είναι αφόρητα ζεστός. Πόσο µάλλον για µιαν
Ιταλίδα που δεν εκτέθηκε ποτέ στις ακτίνες του. Ένιωθε εξαντληµένη. Στα
απόκρηµνα ριζά του βουνού που ορθωνόταν µπροστά της υπήρχαν µικρές εσοχές µε
δάφνες και κουµαριές. Μπήκε σε µιαν από αυτές για να ξεκουραστεί λιγάκι. Είχε
αρκετό βάθος και οδηγούσε σ’ ένα ξέφωτο κυκλωµένο από βράχους. Σ’ ένα πέτρινο
τραπέζι είδε τρόφιµα κι ένα φλασκί µε κρασί. Κοίταξε φοβισµένη γύρω της, µα δεν
φαινόταν κανείς. Κάθισε και έφαγε απ’ όλα τα καλά που βρίσκονταν µπροστά της,
χωρίς να πάψει ούτε στιγµή να καρδιοχτυπά. Ύστερα στήριξε τον αγκώνα της στην
πέτρα κι έγειρε το κεφάλι στο κάτασπρο χεράκι της. Τα κατάµαυρα µαλλιά της
σκίαζαν το µέτωπό της και χύνονταν στους ώµους της. Η κούραση κι ένα είδος
λήθαργου διαπερνούσαν όλο το σώµα της. Αναλογιζόταν την σκληρή τύχη της και
µεγάλα δάκρυα κυλούσαν από τα ανοιχτόχρωµα µάτια της. Η αταίριαστη, µα πολύ
όµορφη, στολή που φορούσε, η θηλυκή λυγεράδα, η οµορφιά, η χάρη και η
στοχαστική έκφρασή της, µέσα στην τόση αγριάδα του ξέφωτου, δηµιουργούσαν µια
σκηνή, που κάθε ποιητής θα ήθελε να την τραγουδήσει, κάθε ζωγράφος να την
απεικονίσει.
«Έµοιαζε µε πλάσµα από άλλον κόσµο, µ’ ένα σεραφείµ πανέµορφο και
φωτεινό, µ’ έναν Γανυµήδη που ξέφυγε από την φυλακή του και βρέθηκε στην
γενέθλια Ίδη του.* [Υποσέλιδη σηµείωση: Τον πανέµορφο θηλυπρεπή Γανυµήδη
απήγαγε από το όρος Ίδη της Κρήτης ο ∆ίας, µεταµορφωµένος σε αετό, και τον
µετέφερε στον Όλυµπο, όπου τον έκανε οινοχόο και εραστή του.] Πέρασε κάµποσος
χρόνος πριν αναγνωρίσω στην αιθέρια µορφή της την χαµένη Αδαλίνδα µου». Τα
λόγια αυτά έλεγε και ξανάλεγε ο νεαρός κόµης Έµπολι κάθε φορά που εξιστορούσε
την περιπέτειά του. Γιατί αυτή η περιπέτεια είχε τέλος ροµαντικό, ταιριαστό µε την
αρχή της

Όταν ο Φερδινάνδος έφτασε στο κάτεργο της Καλαβρίας, τον έδεσαν µ’ έναν ληστή,
έναν γενναίο άνθρωπο που αποστρεφόταν αφάνταστα την σκλαβιά του, για τις
ατιµώσεις και τις ταλαιπωρίες στις οποίες τον υπέβαλε. Οι δύο άνδρες σχεδίασαν
µαζί την απόδρασή τους και εκτέλεσαν το σχέδιο µε απόλυτη επιτυχία. Στον δρόµο, ο
Φερδινάνδος διηγήθηκε τις περιπέτειές του στον παράνοµο, ο οποίος τον εµψύχωσε,
λέγοντας πως η τύχη θα γύριζε, το δίχως άλλο. Στο µεταξύ, έπεισε τον απελπισµένο
νέο να µοιραστεί µαζί του την ζωή των ληστών στις ερηµιές της Καλαβρίας.
Το σπήλαιο, όπου βρήκε καταφύγιο η Αδαλίνδα, ήταν ένα από τα κρησφύγετά
τους, στο οποίο κατέφευγαν µόνον όταν τους απειλούσε µεγάλος κίνδυνος, γιατί ήταν
εξαιρετικά αποµακρυσµένο και δεν µπορούσε να το εντοπίσει κανείς. Εκεί, ένα
απόγευµα, επιστρέφοντας από το κυνήγι, βρήκαν την φυγάδα έρηµη, µόνη,
φοβισµένη. Ω, ναυτικός δεν αντίκρισε ποτέ φάρου φως µέσα στην καταιγίδα µε
περισσότερη λαχτάρα από τον Φερδινάνδο όταν έλαµψε µπροστά του το πρόσωπο
της αγαπηµένης του.
Αποκαµωµένη από την καταδίωξη του νεαρού ευγενή, η τύχη τους ευνόησε
τελικά. Η ιστορία των εραστών εντυπωσίασε τον ληστή, ο οποίος τους υποσχέθηκε
να τους βοηθήσει. Ο Φερδινάνδος έπεισε την Ανδαλίδα να µείνουν το βράδυ στο
ξέφωτο και να φύγουν την εποµένη για την Νεάπολη. Έτσι κι έκαναν. Όµως ενώ
ήσαν έτοιµοι να αναχωρήσουν, δέχθηκαν µιαν απρόσµενη επίσκεψη. Οι ληστές είχαν
συλλάβει τον σφετεριστή.
Όταν ο ψεύτικος κόµης Έµπολι διαπίστωσε πως το µόνο πρόσωπο στον
κόσµο που θα µπορούσε να εγγυηθεί την επιτυχία των σχεδίων του είχε δραπετεύσει,
σκέφτηκε πως δεν θα πήγαινε πολύ µακριά. Έστειλε, λοιπόν, αποσπάσµατα να την
γυρέψουν παντού. Ο ίδιος ακολούθησε τα ίχνη της, ώσπου έπεσε πάνω στους ληστές,
οι οποίο έκριναν από την εµφάνισή του πως θα αποκόµιζαν µεγάλα κέρδη αν τον
απήγαγαν. Όµως, όταν έµαθαν ποιος είναι, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα γενναιόδωροι και
τον απελευθέρωσαν.
Ο Φερδινάνδος και η Αδαλίνδα ξεκίνησαν για την Νεάπολη. Μόλις έφτασαν,
παρουσιάστηκαν στην βασίλισσα Καρολίνα και, µε την µεσολάβησή της, ο Μυρά
άκουσε έκπληκτος την σκευωρία που διενεργήθηκε σε βάρος τους. Ο νεαρός κόµης
απέκτησε πάλι τους τίτλους και την περιουσία του, και µετά από µερικούς µήνες
ένωσε την ζωή του µε την ζωή της µνηστής του.
Η φιλεύσπλαχνη φύση του κόµη και της κόµισσας τους ώθησε να
ενδιαφερθούν για τον Λουδοβίκο, του οποίου η κατάληξη υπήρξε µάλλον λαµπρή
παρά ευτυχής. Με την µεσολάβηση του αδελφού του, ο Τζοακίνο τον δέχθηκε στον
στρατό, όπου διακρίθηκε για την γενναιότητά του και ανήλθε πολύ γρήγορα στην
ιεραρχία. Τα δύο αδέλφια βρέθηκαν µαζί στην Μόσχα,* [Υποσέλιδη σηµείωση: *Το
1812, στην τραγική εκστρατεία που οργάνωσε ο Ναπολέων.] και βοήθησαν ο ένας
τον άλλον στην διάρκεια της φρικτής υποχώρησης. Όταν άρχισε να εξολοθρεύει το
στράτευµα η υπνηλία —θανατηφόρο σύµπτωµα του αφόρητου ψύχους— ο
Φερδινάνδος έµεινε πίσω και ο Λουδοβίκος αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει. Τον
κουβάλησε στους ώµους, µέχρι που έφτασαν σ’ ένα χωριό. Εκεί του εξασφάλισε
τροφή και στέγη και του έσωσε την ζωή. Κάποιο απόγευµα, που ο ισχυρός άνεµος και
το χιονόνερο είχαν προστεθεί στην ήδη απελπιστική κατάστασή τους, ο Λουδοβίκος,
µετά από ηρωικές προσπάθειες να κρατηθεί στην σέλα του, σωριάστηκε άψυχος στο
πυκνό χιόνι. Ο Φερδινάνδος, που βρισκόταν πάντα στο πλευρό του, ξεπέζεψε και
κατέβαλε απεγνωσµένες προσπάθειες να επαναφέρει σε λειτουργία την παγωµένη
καρδιά του. Οι σύντροφοί τους προχώρησαν και ο νεαρός κόµης έµεινε µόνος στην
κατάλευκη απεραντοσύνη, µε τον ετοιµοθάνατο αδελφό του. Κάποτε, ο Λουδοβίκος
άνοιξε τα µάτια και τον αναγνώρισε. Προσπάθησε να του σφίξει το χέρι, και τα χείλη
του σάλεψαν ανεπαίσθητα, σαν να ήθελε να ψελλίσει µιαν ευχή. Την ίδια στιγµή, οι
φωνές των στρατιωτών του εχθρού, που πλησίαζαν, έβγαλαν τον Φερδινάνδο από την
απελπισία, στην οποία τον είχε βυθίσει η τροµερή κατάστασή του. Τον συνέλαβαν κι
έτσι του έσωσαν την ζωή. Όταν ο Ναπολέων πήγε στην Έλβα,* [Υποσέλιδη
σηµείωση: *Εκτοπίστηκε το 1814, για να δραπετεύσει έναν χρόνο µετά και να
συνεχίσει τις εκστρατείες του.] οι Ρώσοι τον ελευθέρωσαν, µαζί µε πολλούς
συµπατριώτες του, και επέστρεψε στην Νεάπολη.
ΜΑΙΡΗ ΣΕΛΛΕΫ
Η Μαίρη Σέλλεϋ γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου του 1797 στο Λονδίνο. Πατέρας της
ήταν ο αντιεξουσιαστής φιλόσοφος Ουίλιαµ Γκόντουιν [William Godwin, 1756—
1936]. Η µητέρα της, Μαίρη Γουλστόουνκραφτ [Mary Wollstonecraft, 1959—1797],
πρωτοπόρος του φεµινιστικού κινήµατος και συγγραφέας, πέθανε από επιλόχειο
πυρετό έντεκα µέρες µετά την γέννα, αφήνοντας τον Γκόντουιν µε την νεογέννητη
Μαίρη και την τρίχρονη Φάνυ Ίµλυ, που είχε αποκτήσει από τον πρώτο γάµο της.
Εκείνος, αφού τακτοποίησε και εξέδωσε το σύνολο του έργου της, ξαναπαντρεύτηκε
µε την Μαίρη Κλαιρµόν [Mary Clairmont, 1766—1841] φροντίζοντας ωστόσο να
µεγαλώσει τα δύο κορίτσια, εξασφαλίζοντάς τους µόρφωση αδιανόητη για γυναίκες
της εποχής τους.
Η Μαίρη, στα δεκαέξι χρόνια της, γνωρίζει τον επίσης αντιεξουσιαστή
φιλόσοφο και ποιητή Πέρσυ Μπύση Σέλλεϋ, που ήταν ήδη παντρεµένος µε την
Χάριετ Ουέστµπρουκ [Harriet Westbrook]. Ο γάµος του αντιµετώπιζε προβλήµατα,
ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την Μαίρη, και στις 17 Ιουλίου του 1814 την «απήγαγε»
στην Γαλλία, όπως είχε κάνει πριν από τρία χρόνια µε την Χάριετ. Όταν επέστρεψαν,
µετά από µερικές εβδοµάδες, διαπίστωσαν πως ο Γκόντουιν ήταν έξαλλος µε το
γεγονός, παρά την δεδηλωµένες απόψεις του για την ελεύθερη έκφραση του έρωτα.
Όµως η Μαίρη δόθηκε ολοκληρωτικά στον Πέρσυ, και δεν φάνηκε να
µετανιώνει ακόµα κι όταν συνειδητοποίησε πως η ζωή µαζί του κάθε άλλο παρά
εύκολη ήταν. Ο Πέρσυ έκανε πράξη τις απόψεις του πεθερού του για τον ελεύθερο
έρωτα, αλλά το πάθος του για την Μαίρη ήταν ακατάβλητο. Τα χρόνια που πέρασε
κοντά της ήταν τα δηµιουργικότερα της ζωής του.
Τον Μάιο του 1816, οι Σέλλεϋ, συνοδευόµενοι από την Τζέην Κλαιρµόν [Jane
Clairmont, 1798—1897], αδελφή της Μαίρης από τον δεύτερο γάµο του Γκόντουιν,
πήγαν στην Ελβετία, όπου ο ποιητής Τζώρτζ Μπάιρον [George Gordon Noel Byron,
1788—1824] έκανε διακοπές. Εκείνο το καλοκαίρι η Μαίρη θα αρχίσει να γράφει το
βιβλίο που την έκανε µια από τις µεγαλύτερες συγγραφείς όλων των εποχών, το
Φρανκεστάιν· ή ο Σύγχρονος Προµηθέας [Frankenstein; or, The Modern Prometheus].
Τον Σεπτέµβριο, επιστρέφοντας στην Αγγλία, δέχθηκαν δυο οδυνηρότατα
χτυπήµατα. Η οµοµήτρια αδελφή της Μαίρης Φάνυ Ίνλυ [Fanny Inley], έφυγε από το
σπίτι των Γκόντουιν και έδωσε τέλος στην ζωή της στο δωµάτιο ενός µακρινού
πανδοχείου. Μερικές εβδοµάδες αργότερα, η πρώτη σύζυγος του Πέρσυ πνίγηκε στο
Χάιντ Παρκ. Ήταν έγκυος και δεν άντεξε την εγκατάλειψη.
Στις 30 ∆εκεµβρίου ο Πέρσυ και η Μαίρη παντρεύτηκαν µε τις ευλογίες του
Γκόντουιν, µα δεν κατάφεραν να αναλάβουν την επιµέλεια των δύο παιδιών, που είχε
αποκτήσει ο Πέρσυ µε την Χάριετ. Στο µεταξύ η Μαίρη τελείωσε και εξέδωσε το
Φρανκεστάιν. Τα επόµενα χρόνια, η οικογένεια Σέλλεϋ µεγάλωσε καθώς γεννήθηκαν
τα παιδιά τους, στα οποία προστέθηκε και η κόρη της Τζέην Κλαιρµόν από τον
Μπάιρον. Ωστόσο οι µετακινήσεις τους ήταν αδιάκοπες, πρώτα στην Αγγλία και
ύστερα στην Ιταλία. Η Μαίρη είδε τον γιο της Ουίλιαµ να πεθαίνει στην Ρώµη, κι
έχασε ένα ακόµη νεογέννητο κορίτσι. Τότε διαχώρισε τις απόψεις της από τις
απόψεις του Πέρσυ, και η σχέση τους σκιάστηκε. Όµως η γέννηση του Πέρσυ
Φλόρενς Σέλλεϋ [Percy Florence Shelley, 1819-1889] την αποζηµίωσε για τα
πλήγµατα που είχε δεχθεί. Για µιαν ακόµη φορά η οικογένεια µετακινείται, στο
Λερίτσι αυτήν την φορά, κοντά στην Λα Σπέτζια της Ιταλίας. Εδώ οι συµφορές
έρχονται απανωτές. Πρώτα πρώτα η Μαίρη από λίγο έµεινε ζωντανή, καθώς απέβαλε
ένα ακόµη παιδί. Ύστερα, η Τζέιν Κλαιρµόν έµαθε πως η κόρη της πέθανε στην
µοναστική σχολή που την είχε στείλει ο Μπάιρον. Τέλος, ο Πέρσυ έφυγε µε
ιστιοπλοϊκό σκάφος για το Λιβόρνο, προκειµένου να εκδώσει µιαν επιθεώρηση. Στις
8 Ιουλίου το σκάφος έπεσε σε φουρτούνα και βυθίστηκε. Η Μαίρη ήταν πια µόνη.
Όπως είχε κάνει ο πατέρας της µετά τον θάνατο της µητέρας της, φρόντισε το
έργο του Πέρσυ. ∆εν ξαναπαντρεύτηκε όµως. Αφιερώθηκε στον γιο της και συνέχισε
να γράφει. Τέσσερα µυθιστορήµατα και αρκετά διηγήµατα δεν κατάφεραν να
ξεφύγουν από την φήµη του Φρανκεστάιν, παρ’ όλη την δύναµη της γραφής τους.
Ωστόσο το πρωτοποριακό µυθιστόρηµα επιστηµονικής φαντασίας Ο Τελευταίος
Άνθρωπος [The Last Man] θεωρείται το σηµαντικότερο βιβλίο της.
Η Μαίρη πέθανε την πρώτη Φεβρουαρίου του 1851 στο Λονδίνο.

You might also like