You are on page 1of 4

Γιώργος Ιωάννου, Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς

  Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο·
σε λίγο θα σχολάσουν και θ’ αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ’ τη
δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ’ αυτή την πόλη,
όπως κι εγώ. Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την
ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο
γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.
Η αλήθεια πάντως είναι πώς στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί.
Όπου κι αν είμαι, τον Πόντιο, ας πούμε, τον διακρίνω από μακριά· κι από μια γραμμή
του κορμιού του μονάχα. Δεν είναι ανάγκη ν' ακούσω την ομιλία του, ούτε να διαπιστώσω
την αλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως να πέσω έξω. Από κοντά όμως είμαι ολότελα
αλάνθαστος. Το ίδιο και με τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες απ’
τις ακτές, τους άλλους απ' τά βάθη, τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ’ τα
περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ' την καρδιά της Πόλης, κι απ' το
Γαλατά. Οι Θρακιώτες όμως έρχονται πιο καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα
μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα. Εξάλλου σα να έχουν χάσει την ιδιαίτερη
προφορά τους ή ίσως εγώ να την έχω συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ' αυτούς πού
ήρθαν απ' τη Ρωμυλία. Αυτό συμβαίνει κι ανάμεσα στους Ηπειρώτες και στους άλλους απ'
τις περιοχές του Μοναστηρίου.
Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω
σ' αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι
διαπίστωση.
Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να
διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη
ζεστή προφορά και σού 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και
χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου· μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα
βεβαιώνομαι. Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι
ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πώς αυτός πού μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος,
της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους.
Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το
αίμα μου από κει μονάχα τραβάει· εκτός κι αν είναι αληθινό πώς ο άνθρωπος αποτελείται
απ' αυτά πού τρώει και πίνει, οπότε πράγματι είμαι από δω. Και πως εξηγείται τότε όλη
αυτή ή λαχτάρα;
Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες,
Χετταΐοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν
βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν
ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.
Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει ή ομορφιά αυτή
στους τέσσερεις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους
και την αγνότητα τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν να φαγωθούν, ιδίως
μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τους τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη
μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.
Κάθε φορά πού φεύγω από κει, με αποχαιρετούν χωρίς να δείξουν παραξένεμα, αν και
άγνωστοι μου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με
κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις
παρέες τους.
Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει το
κόκκινο και σταματούν τα' αυτοκίνητα, μού φαίνεται για μια στιγμή πώς παύει εντελώς
κάθε θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν. Κι όμως βλέπω πώς το
πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταματώ πολλές φορές στη
μέση τού πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο πού κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται
γύρω μου οι διαβάτες. Τώρα που δεν εμποδίζουν οι μηχανές, ακούω χιλιάδες βήματα στο
πλακόστρωτο. Μού 'ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια
αυτό τα ποτάμι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των
προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη
βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.
Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα
πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους πού
αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι' αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν καν
μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν τύχει να σού μιλήσουνε,
κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να 'ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, ή
τελευταία λέξη τού πολιτισμού, είναι, λέει, να μη ξέρεις ούτε στη φάτσα το γείτονα σου.
Πονηρά πράγματα βέβαια• προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες.
Γι' αυτό ζηλεύω αυτούς πού βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους
συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο, ας ήμουν σ' ένα προσφυγικό
συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.
(Γιά ἕνα φιλότιμο, 1964)
Το θέμα του πεζογραφήματος είναι ο κόσμος της προσφυγιάς, οι δυσκολίες της
ενσωμάτωσης των προσφύγων, ο δεσμός του αφηγητή με τους πρόσφυγες και η μοναξιά του
αφηγητή μέσα στην πόλη (τεχνική διασπασμένου θέματος). Ωστόσο μπορούμε εύκολα να
διακρίνουμε και επιμέρους θεματικές, ζητήματα που αγγίζει με την πένα του ο πεζογράφος: • η
αποξένωση και η ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή των ανθρώπων της μεγαλούπολης, • η ζωή
των προσφύγων στους συνοικισμούς και η ιδιαίτερη ταύτιση • του πεζογράφου μαζί τους, μιας και
προέρχεται κι ο ίδιος από οικογένεια προσφύγων και • η μοναξιά του αφηγητή-συγγραφέα που τον
οδηγεί συχνά στους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Παράλληλα, βλέπουμε να τοποθετείται για το ζήτημα προσφύγων και μεταναστών: ένας
κόσμος τόσο επίκαιρος για τη σημερινή εποχή, μας και τόσο οικείος ιδίως για τη χώρα μας. • Ο
αφηγητής περιπλανάται ανάμεσά τους και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μεταλάβει κάτι από την
οδύνη του ξεριζωμού. Αναζητώντας εναγώνια την ταυτότητά του, πιστοποιεί εντέλει πως το αίμα
είναι μια μνήμη με πολύμορφη γλώσσα, αλλά, δυστυχώς πολλές φορές με μητριά πατρίδα. • Τα
παιδιά των προσφύγων αναγκάζονται να γίνουν μετανάστες, μη μπορώντας να επιβιώσουν στην
οικονομικά εξαθλιωμένη Ελλάδα. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξαναγκαστική
προσφυγιά και την «οικειοθελή» μετανάστευση είναι κατά τον συγγραφέα δυσδιάκριτη, καθώς
θεωρεί πως οι νέοι εξωθούνται να μεταναστεύσουν από τους “εγκληματίες των γραφείων”. Η
μετανάστευση δηλαδή θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν η κυβέρνηση δεν ήθελε τόσο πολύ να
διώξει τους ανθρώπους αυτούς, με την ελπίδα ότι θα γλιτώσει την κατακραυγή και τις αντιδράσεις
για τα δικά της σφάλματα. •Ενώ οι πρόσφυγες διατηρούν καθαρή τη μνήμη της ιδιαίτερης πατρίδας
τους, τα παιδιά τους που γεννιούνται στην Ελλάδα, δεν μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν την
ταυτότητά τους. Κατάγονται από μια μακρινή πατρίδα, που δεν είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν,
αλλά έχουν γεννηθεί και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, η οποία αν και δεν είναι η πατρίδα των γονιών
τους, είναι εντούτοις η μόνη πατρίδα που τα ίδια γνώρισαν. • Έτσι, παρόλο που ο Ιωάννου έχει
γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, δεν παύει να αναζητά τους δεσμούς του με την Ανατολική Θράκη, τον
τόπο καταγωγής των γονιών και των προγόνων του.
Στο κείμενο όπως τις περισσότερες φορές ο αφηγητής αυτοβιογραφείται καθώς ταυτίζεται με
τους απογόνους των προσφύγων. Αντιπαραθέτοντας τους πρόσφυγες των συνοικισμών με τους
διεσπαρμένους. Όταν στα μάτια της φαντασίας του οι προσφυγικοί συνοικισμοί παίρνουν τη μορφή
της πατρίδας. Εφόρμηση αποτελεί τα παιδιά που παίζουν μπάλα και οι σκέψεις του ακολουθούν
την ελεύθερη ροή των συνειρμών. Οι πρόσφυγες είναι δεύτερης γενιάς. Οι πρόσφυγες του
συνοικισμού διαφέρουν από τους «διεσπαρμένους», γιατί, ζώντας όλοι μαζί διατηρούν τους
δεσμούς τους με το παρελθόν και τις ρίζες τους, έχουν συνοχή.
αφηγηματική τεχνική
Και σε αυτό το πεζογράφημα χρησιμοποιεί όλες τις γνωστές τεχνικές του: μονοεστιακή ή
μονομερής αφήγηση ως προς την οπτική γωνία, τεχνική των συνειρμών, τεχνική του
εγκιβωτισμού, τεχνική της κυκλικής δομής. Το τεράστιο και ετερόκλητο υλικό της αφήγησης
οργανώνεται με την τεχνική του διασπασμένου θέματος χωρίς κεντρικό μύθο με συγκεκριμένη
πλοκή και ήρωες. Η απουσία μύθου αναπληρώνεται από την ανάπτυξη κάποιας βασικής ιδέας
(θέματος), το οποίο όμως συνήθως διασπάται είτε συνειρμικά είτε συνειδητά, οδηγώντας τον
πεζογράφο στη διερεύνηση και επιμέρους θεματικών. Η απουσία μύθου δε μας επιτρέπει να
αναζητήσουμε ακριβείς αναλογίες με τους παραδοσιακούς αφηγητές των διηγημάτων και
μυθιστορημάτων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούμε να ταυτίσουμε απόλυτα τον αφηγητή
μετον συγγραφέα. Ο Ιωάννου, άλλωστε, έχει καταστήσει σαφές πως παρά την πρωτοπρόσωπη
αφήγηση, δεν αποτελούν όλα τα γεγονότα που καταγράφονται στα πεζογραφήματά του προσωπικές
του εμπειρίες.
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, καθώς μας παρουσιάζει πρωτοπρόσωπα προσωπικές του
σκέψεις και βιώματα. Επί της ουσίας μοιάζει με μια σειρά σκέψεων, συναισθημάτων και
συνειρμών της κυρίαρχης αφηγηματικής φωνής με ποιητική λιτότητα. Είναι ένας διαρκής
εσωτερικός μονόλογος. Η χρήση του πρώτου προσώπου στην αφήγηση, η απλή γλώσσα και η
παράθεση προσωπικών σκέψεων του αφηγητή-συγγραφέα, δημιουργούν μια έντονη αίσθηση
οικειότητας στον αναγνώστη και υπογραμμίζουν την εξομολογητική διάθεση του αφηγητή. Η
εστίαση της αφήγησης είναι εσωτερική και η θέαση της πραγματικότητας επομένως γίνεται από
την οπτική του ανώνυμου αφηγητή, ο οποίος μας παρουσιάζει τις σκέψεις αλλά και τα
συναισθήματά του.
Η ιδιαίτερη φροντίδα για τη λεπτομέρεια και το συγκεκριμένο γίνεται εμφανής στις
αναφορές που κάνει ο συγγραφέας στους πρόσφυγες. Όπως μας εξηγεί στο κείμενό του, έχει τόσο
εξασκηθεί στην αναγνώριση των προσφύγων, προφανώς μέσα από τη συνεχή παρατήρησή τους,
ώστε μπορεί να τους αναγνωρίσει έστω κι από μια γραμμή του σώματός τους.
Ο βασικός τρόπος αφήγησης είναι η μίμηση, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στην οποία συνάμα
εντάσσονται οι προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα του αφηγητή, που αποτελούν τον εσωτερικό
μονόλογο του πεζογραφήματος.
Απελευθερωμένος από τη δεσποτεία του κεντρικού μύθου και της πλοκής, συνθέτει τα
περιστατικά που εξιστορεί και σκιαγραφεί τα πρόσωπά του, (πρόσωπα αληθινά, φανταστικά ή
μορφές τυχαίων συναντήσεων που συλλαμβάνει ο φακός του), θρυμματίζοντας τη χρονική και
αφηγηματική αλληλουχία του κειμένου. Εφόσον τα γεγονότα της ιστορίας είναι ελάχιστα (ο
αφηγητής είναι στο καφενείο και παρατηρεί τους πρόσφυγες, κι έπειτα προχωρά στους κεντρικούς
δρόμους της πόλης), καθίσταται σαφές πως η όλη αφήγηση αποτελεί ένα συνονθύλευμα σκέψεων
του αφηγητή, που περνά συνειρμικά από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα.
Στη γλώσσα και το ύφος του Ιωάννου χαρακτηριστικός είναι ο μικροπερίοδος λόγος και η
απλή καθημερινή γλώσσα μαζί με την απλότητα των εκφραστικών μέσων, που καθιστά
το λόγο του εύληπτο και προσιτό στους αναγνώστες. Η γλώσσα των έργων του είναι ακριβής,
απλή και καθημερινή, μια γλώσσα βιωμένη που κατευθύνεται εσωτερικά. Ο Ιωάννου προτιμά να
χρησιμοποιεί απλή γλώσσα και να διατυπώνει τις σκέψεις του σε σύντομες περιόδους,
δημιουργώντας έτσι μια γραφή που διευκολύνει την πρόσληψη των εκφραζόμενων νοημάτων. Ο
μικροπερίοδος λόγος κυριαρχεί στα κείμενά του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, όποτε αυτό
χρειάζεται, ο συγγραφέας δεν εκτείνει το λόγο του για να εξυπηρετήσει την έκφρασή του.
Το ύφος του είναι συχνά ακτινοειδές. Ό,τι συμβαίνει στην ενότητα είτε ξεκινάει από ένα
κεντρικό σημείο που έχει αντίκτυπο στην περιφέρεια, είτε κινείται αντίστροφα από την περιφέρεια
προς το κέντρο. Χαρακτηριστικοί είναι δε οι υπαινιγμοί του. Ο Ιωάννου υπαινίσσεται με δύο
τρόπους: α) λέγοντας και ταυτόχρονα μη λέγοντας κάτι, όταν χρησιμοποιεί λέξεις / φράσεις
γεμάτες νόημα αλλά ατελείς και β) μεταθέτοντας σε άλλα πρόσωπα, τόπους, εποχές, γεγονότα που
συμβαίνουν εδώ και τώρα.
Με το σχήμα κύκλου ο συγγραφέας αφενός δημιουργεί την αίσθηση ολοκλήρωσης της
ιστορίας και αφετέρου στρέφει την προσοχή του αναγνώστη στο θέμα που τον ενδιαφέρει
περισσότερο, δηλαδή στην αρμονική και συντροφική διαβίωση των προσφύγων στους
συνοικισμούς, που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αδιαφορία και την αποξένωση που βιώνουν
οι κάτοικοι της μεγαλούπολης. Η κυκλική αφήγηση στο πεζογράφημα επιτυγχάνεται με την
επαναφορά του θέματος της επιθυμίας του συγγραφέα να ζούσε σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό,
με την ανάλογη ευχή που κάνει στο κλείσιμο του κειμένου.
Ο Ιωάννου στα πεζογραφήματά του, ακόμη κι όταν πραγματεύεται επίπονες για τον ίδιο
θεματικές, φροντίζει να διανθίζει την αφήγησή του με εύστοχα καυστικές παρατηρήσεις, αλλά
και αυτοσαρκαστικά σχόλια. Με τη βοήθεια του χιούμορ ο συγγραφέας κατορθώνει να ελαφρύνει
το κλίμα που δημιουργεί η αναφορά σε επώδυνες ιστορικές ή προσωπικές εμπειρίες.

You might also like