You are on page 1of 10

ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΣΤ’
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 19ΟΥ ΑΙ.

ΌΝΟΜΑ ΣΧΟΛΗΣ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ


ΤΜΗΜΑ: ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΚΛΑΣΙΚΟ
ΌΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑΣ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΛΑΜΠΡΟΥ
Α.Μ.: 1560201500414
ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΗΡΩΙΔΩΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ: «Η ΦΟΝΙΣΣΑ» ΚΑΙ Η «ΣΤΡΙΓΓΛΑ ΜΑΝΑ».
ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΡΩΤΑ ΜΑΡΙΑ

ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2020

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ…………………………………………………………………………………3

ΦΡΑΓΚΟΓΙΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΖΩΓΑΡΑ ΩΣ ΜΟΝΑΧΙΚΕΣ


ΦΙΓΟΥΡΕΣ…………………………………………………………………………………4

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΟΡΦΑΝΙΑΣ……………………………….7

ΕΠΙΛΟΓΟΣ………………………………………………………………………………...9

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………………...10

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα εργασία πραγματοποιείται στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής


Λογοτεχνίας 19ου αιώνα, ΣΤ’ εξαμήνου. Σκοπός της εργασίας αυτής, είναι να εξετάσουμε τις
ηρωίδες των δύο έργων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η Φόνισσα» και η «Στρίγγλα
μάνα», ως προς την υπαρξιακή τους ορφάνια. Μέσα από αυτήν την εξέταση, δηλαδή,
σταδιακά θα φανερωθούν πτυχές των χαρακτήρων τους, όσον αφορά τη συναναστροφή τους
με τον κόσμο, τις πράξεις που κάνουν και τη ψυχοσύνθεσή τους. Το θέμα της ορφάνιας, που
θα δούμε παρακάτω, είναι το «κλειδί», η αφετηρία, που θα μας οδηγήσει, να κατανοήσουμε
τις προσωπικότητες αυτές καλύτερα.

Όσον αφορά τον τρόπο μεθοδολογίας για την εκπόνηση και ολοκλήρωση της εργασίας,
σημαντική ενίσχυση ήταν, η χρήση βιβλιογραφικού υλικού τόσο από συγγράμματα, όσο και
από αξιόπιστες διαδικτυακές πηγές. Το βασικό σύγγραμμα στην εργασία αυτή, για την
ανάγνωση των έργων ήταν «Τα Άπαντα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τόμος Δ’, με την
επιμέλεια του Γ. Βαλέτα, από τις Αθηναϊκές εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σάκαλης (1954).

3
ΦΡΑΓΚΟΓΙΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΖΩΓΑΡΑ ΩΣ ΜΟΝΑΧΙΚΕΣ ΦΙΓΟΥΡΕΣ

Η Φραγκογιαννού και η Ζωγάρα είναι δυο μοναχικές υπάρξεις στο έργο του Παπαδιαμάντη.
Με μια πρώτη ματιά, μπορεί να πει κανείς, πως οι δύο γυναίκες δεν είναι απομονωμένες
προσωπικότητες, καθώς η κάθε μία έχει την οικογένεια της, αλλά και τον κοινωνικό της
περίγυρο. Πάραυτα, αν προσέξουμε καλύτερα, θα παρατηρήσουμε ότι, αν και
περιτριγυρίζονται από κόσμο και ανθρώπους οικείου περιβάλλοντος, βιώνουν στο έπακρο
τη μοναξιά τους, προσπαθώντας να εξιλεωθούν και να θεραπευθούν με διαφορετικούς
τρόπους η κάθε μία.

Αρχικά, η μεν Φραγκογιαννού μένει ορφανή στη ζωή, ήδη από τον θάνατο των γονέων της,
όταν η ίδια ήταν πολύ νέα και είχε παντρευτεί προσφάτως («Ύστερον, όταν εμεγάλωσε...καί
τόν λογαριασμόν»). Θα μπορούσαμε να πούμε όμως, ότι η Φραγκογιαννού παραμένει
ορφανή ακόμα κι όταν οι γονείς της ήταν εν ζωή, καθώς η μητέρα της ήταν στρίγγλα 1 και
βλάσφημη κηδεμόνας, όπως λέει χαρακτηριστικά, χωρίς να είναι δίπλα της, ως καλή μητέρα
(«Η μάννα της ήτο κακή...ήξευρε μάγια»). Η γριά Χαδούλα, δηλαδή, σκεπτόμενη τα
παιδικά της χρόνια παρατηρεί, ότι από μικρή ηλικία αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τη
μητέρα της, η οποία την απομονώνει κρατώντας μια απόσταση μεταξύ τους. Άρα, η ίδια
θεωρείται μοναχικός χαρακτήρας από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Έπειτα, μετά τον
χαμό των γονέων της, κάποια στιγμή ο σύζυγός της ήταν ανήμπορος να εργαστεί πλέον
(«Όταν λοιπόν εξενιτεύθησαν...επί δραστηριότητι...Λοιπόν ηξεύρει ο κόσμος...μήτε χήρα»)
και αργότερα απεβίωσε («Καί τότε...χήραν Ιωάννη Φράγκου...προσωποκρατήσωσι»). Τώρα
από εδώ και πέρα, έχει αναλάβει η ίδια τα «βάρη» της οικογένειας, να τα φέρει όλα εις
πέρας και να μπορέσει να συντηρήσει σπιτικό, παιδιά, εγγόνια. Συνεπώς, η Φραγκογιαννού
γεννήθηκε για να μένει μόνη και «ορφανή» στη ζωή είτε έχει ανθρώπους εικονικά δίπλα
της, είτε όχι. Είναι συνηθισμένη και μεγαλωμένη ως προς αυτόν τον τρόπο ζωής. Υπό αυτή
την οπτική η Φραγκογιαννού βιώνει την υπαρξιακή ορφάνια. Ζει και υπάρχει μέσα σ’ ένα
σύνολο φανερά απομονωμένη2 απ’ όλα. Αυτό βεβαίως, το παρατηρούμε συχνά, σε μεγάλο

1
Σημ. Το επίθετο «στρίγγλα», μας παραπέμπει στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «Στρίγλλα μάνα».
Η μητέρα της Φραγκογιαννούς έχει κοινά στοιχεία με την Ζωγάρα στην «στρίγγλα μάνα». Γι’
αυτό και αναφέρονται με τον χαρακτηρισμό αυτόν. Φραγκογιαννού και Ζάχος έχουν ως κοινό
παρονομαστή τη σκληρή μητέρα. Η τρέλα τους προέρχεται από αυτές τις δύο μητέρες, αλλά δεν
είναι ίδια, γιατί η Φραγκογιαννού είναι επικίνδυνη δολοφόνος, ενώ η τρέλα του Ζάχου είναι
αφελής και αθώα.
2
Βλ. Σέρβος Κίμων, Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, χ.χ. , χ.τ. , σ4.

4
μέρος του έργου, διότι η ίδια κάνει εσωτερικούς και μακροσκελείς μονολόγους,
φανερώνοντας έτσι τις σκέψεις της.
Ως προς την κοινωνικότητα της, η ηρωίδα έχει τις τυπικές και αποστασιοποιημένες σχέσεις
με τους ανθρώπους. Είναι έξυπνη και αυτά που θα πει, θα τα προσέξει καλά, θα τα
επεξεργαστεί, προτού μιλήσει. Τα βιώματά της είναι αυτά που την ελέγχουν και δεν της
επιτρέπουν να έχει υγιείς και μακροχρόνιες σχέσεις με τους κοντινούς αλλά και τους
ανθρώπους του κοινωνικού συνόλου. Ελάχιστα επικοινωνιακή, προσπαθεί να επιτύχει τον
σκοπό της, που είναι το κέρδος. «Η Φραγκογιαννού ζει μέσα στην κοινωνία, αλλά δεν ζει με
την κοινωνία»3. Η συγκεκριμένη φράση, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να είναι διττής
σημασίας. Αφενός, η ίδια δεν συμβαδίζει με τις ανάγκες της κοινωνίας, δεν εξαρτάται απ’
αυτήν και δεν επιδιώκει σχέσεις αγάπης και στοργής. Αυτό που θέλει να καταφέρει είναι να
έχει σχέσεις συναλλαγής και ανταλλαγής, είτε με ανθρώπους του στενού οικογενειακού
κύκλου, είτε με τους ανθρώπους της κοινότητας, στην οποία ζει. Αφετέρου όμως, η δεύτερη
σημασία που «γεννιέται» από τη πρώτη, είναι, ότι η ηρωίδα αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως
κάτι ξεχωριστό, μοναδικό και θεόσταλτο4, γι’ αυτό και δεν πορεύεται με την κοινωνία, απλά
ζει σ’ αυτήν. Αδιαμφισβήτητα, στην ηλικία που είναι, μένει μόνη της από επιλογή, επειδή
απλώς πιστεύει, ότι δεν μπορεί συνυπάρξει με κάποιον άλλο, λόγω του, ότι μόνη της
καταφέρνει πολλά περισσότερα. Ίσως, επίσης, θεωρεί τον υπόλοιπο κόσμο υποδεέστερο και
κατώτερο από αυτήν. Θα λέγαμε, ότι διαχειρίζεται έτσι αυτή τη κατάσταση, ως άμυνα, για
να μην φανερωθούν οι πτυχές του πραγματικού της εαυτού. Ως προς τη ψυχολογική της
υπόσταση, προσωπικά, θα συμφωνήσω με τις απόψεις του κ. Ερρίκου Τζαμπελίκου, που
αναφέρει ότι η Φραγκογιαννού εμφανίζει «αντικοινωνική ή δυσκοινωνική διαταραχή της
προσωπικότητας»5.Οποιαδήποτε πράξη κάνει οφείλεται στο παρελθόν και στα βιώματα της.
Στοιχεία του χαρακτήρα της, όπως η επιθετικότητα, η κυνικότητα, και η πονηριά, είναι
βάσιμα στοιχεία, για να θεωρήσουμε, ότι τη διακατέχει ένα αντικοινωνικό και αρνητικό
πνεύμα. Πράγματι, η πρωταγωνίστρια στους διαλόγους είναι αμυντική, συνοπτική και δεν
αφιερώνει πολύ χρόνο σε συζητήσεις, για να διατηρεί έτσι την τυπική επικοινωνία. Αυτό,
για παράδειγμα, συμβαίνει με την Αμέρσα, όταν βλέπει το παράξενο όνειρο και αυτή
προσπαθεί να της απαντήσει αδιάφορα («Είδα στόν ύπνο μου πώς πέθανε...κι ήρθες νά

3
Βλ. Φαρινού-Μαλαματάρη Γεωργία, Η Φόνισσα: ένα «ανοιχτό» εν τέλει έργο; , πρόγραμμα
παράστασης, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, 2014, σ77.
4
Βλ. Σέρβος Κίμων, Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, χ.χ. , χ.τ. , σ2.
5
Βλ. Κουράκης Ε. Νέστορας, «Η «ΦΟΝΙΣΣΑ» του Παπαδιαμάντη. Μια εγκληματολογική και
ποινική προσέγγιση», Αθήνα, 2006, σσ4-6.

5
ιδής;...Ξαφνίστηκα μες’ τόν ύπνο μου...κι ήρθες τέτοιαν ώρα…»). Ούτως ή άλλως, ο
συγκεκριμένος διάλογος ήταν σύντομος, όπως φαίνεται και από το απόσπασμα: «Όλος ο
διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδρομον κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου
ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ροχαλισμοί του Κωνσταντή»6.

Στην αντίπερα όχθη, έχουμε την Ζωγάρα, την άλλη ηρωίδα του Παπαδιαμαντικού έργου
«Στρίγγλα μάνα», για την οποία δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή της, όπως
συμβαίνει στην Φόνισσα αναλυτικά. Δεν αναφέρεται τίποτα για τους γονείς και τον σύζυγό
της, παρά μόνο, γίνεται μια μικρή επισήμανση στο 3ο κεφάλαιο για τα παιδιά που είχε εκτός
του Ζάχου7. Αν και φαίνεται μια γυναίκα με πυγμή και δυναμικότητα, σε ένα αρχικό στάδιο,
ουσιαστικά είναι μόνη και αδύναμη. Αυτό το καταλαβαίνουμε άμεσα, διότι χωρίς τον Ζάχο
δεν θα μπορούσε να ζήσει, ακόμα και για τις βασικές ανάγκες, διότι δεν έχει την οικονομική
δυνατότητα («Αυτή η ίδια τόν εβίαζε...νά κάμνη όλες τίς δουλειές»). Τα άλλα δύο αγόρια
που έχει, έχουν ξενιτευθεί, χωρίς να δίνουν σημάδια ζωής και οι άλλες δύο κόρες πέθαναν.
Παρουσιάζει σε αυτό το σημείο ο Παπαδιαμάντης, τις εικασίες του κόσμου, ότι δηλαδή, τα
άλλα τέσσερα παιδιά, δεν άντεχαν τη μητέρα τους, εξαιτίας της συμπεριφοράς της. Είναι
εύλογο να κατανοήσουμε, ότι λόγω χαρακτήρα και συμπεριφοράς τα κορίτσια έφυγαν από
την ζωή και τα αγόρια «δραπέτευσαν» για μια άλλη πόλη. Ο Ζάχος, ως το μοναδικό παιδί
που της έχει απομείνει, το έχει κάνει υποχείριο της και τον χειραγωγεί. Είναι φανερό, ότι
παρόλο που ζει έστω και με τον ένα της γιο, βιώνει μία μοναχική κατάσταση, η οποία έχει
γίνει η καθημερινότητά της.
Σε σύνδεση με τα παραπάνω, η Ζωγάρα δεν έχει ούτε τυπικές σχέσεις, όπως η
Φραγκογιαννού. Ο Παπαδιαμάντης, βασίζεται σε αυτά που λέει ο κόσμος γι’ αυτήν («άλλοι
έλεγαν...βλασφήμιες της», «έλεγαν πώς τόν είχε τρελάνει η μάνα του!», «ο κόσμος
έλεγεν...σουρτουκέψουν», «έλεγεν ο κόσμος...καί τίς κατάρες», «Σιμά εις όλα τ’
άλλα...γουρουνοπόδαρην»). Βλέπουμε, ότι οι άνθρωποι την αντιπαθούσαν, την θεωρούσαν
κακιά, στρίγγλα, γρουσούζα και πολλά άλλα. Η Ζωγάρα δείχνοντας τέτοιο χαρακτήρα, δεν
την ήθελε κανείς, αλλά ούτε και η ίδια επιθυμούσε διαπροσωπικές σχέσεις. Άρα, τα
συναισθήματα είναι αμοιβαία και από τις δύο πλευρές. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η
Ζωγάρα (όπως και η Φραγκογιαννού) θεωρεί τον εαυτό της ανώτερο σε σχέση με τους
υπόλοιπους ανθρώπους της κοινωνίας. Η προκλητική αυτή συμπεριφορά μας δείχνει, ότι με
6
Βλ. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Άπαντα, τ. Δ’, Γ. Βαλέτα (επιμ.), Αθήνα (Αθηναϊκές εκδόσεις
Ηρακλής Γ. Σάκαλης), 1954, σσ28-29.
7
Βλ. ο.π., σσ109-110.

6
αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να τραβήξει τη προσοχή και τα βλέμματα πάνω της. Η
διαφορετική στάση της ως μητέρα, και η προσωπικότητα που φανερώνει στον περίγυρο της,
δημιουργεί αντιπαθητική διάθεση γι’ αυτήν. Ίσως, αυτή η εκδήλωση του χαρακτήρα της να
γίνεται, για να πειστεί η Ζωγάρα ότι είναι διαφορετική και ανώτερη απ’ τους άλλους, ακόμα
και από τον γιο της Ζάχο, τον οποίο θεωρεί πνευματικά κατώτερο, χωρίς να αναλαμβάνει
ευθύνη για την «τρέλα» του αυτή.

Ανακεφαλαιώνοντας αυτήν την ενότητα, αντιλαμβανόμαστε ότι, οι δύο ηρωίδες δεν έχουν
και ούτε επιδιώκουν να αποκτήσουν ανθρώπινες σχέσεις, ακόμα και με άτομα του οικείου
οικογενειακού περιβάλλοντος. Δεν προσπαθούν, δηλαδή, να θεραπεύσουν αυτό που
βιώνουν, με τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά με μία διαφορετική στάση και συμπεριφορά, όπως
θα δούμε παρακάτω, με τα αποτελέσματα των πράξεων τους.

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΟΡΦΑΝΙΑΣ

Σύμφωνα με όλα αυτά που αναλύσαμε προηγουμένως, για το πως, δηλαδή, ξεκίνησε το
θέμα της υπαρξιακής ορφάνιας στις δύο γυναικείες προσωπικότητες και το πως εξελίχθηκε
στη μετέπειτα ζωή τους, είδαμε, ότι αυτό το βίωμα δεν επιχειρούν να το θεραπεύσουν με
διαπροσωπικές σχέσεις και ότι η αφετηρία της ορφάνιας πηγάζει απ’ την ίδια τους τη ψυχή.
Σε αυτή την ενότητα, θα μελετήσουμε τα αποτελέσματα της ορφάνιας αυτής, μέσα από την
οποία θα δούμε τη συμπεριφορά και τις πράξεις της κάθε γυναίκας.

Η γριά Χαδούλα αναπολώντας το παρελθόν και τα βιώματα που έχει, αρχίζει δειλά-δειλά να
αποκτά μια διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα. Ξεκινούσε, δηλαδή, «νά ψηλώνη ο νούς
τής»8. Ο χαρακτήρας της μεταβαλλόταν ολοένα και περισσότερο προς το χειρότερο και είχε
τη σκέψη πλέον, πως τα νεαρά κοράσια πρέπει να θανατώνονται, για να γλιτώνουν απ’ τα
βάσανα της ζωής και να αποφορτώνονται οι ευθύνες από τους γονείς. Σύμφωνα με τη
Δαρβινική θεωρία9, η Φραγκογιαννού αναλαμβάνει να γίνει η δύναμη του «φυσικού»
ελέγχου, δηλαδή, να εξοντώσει τα θηλυκά πλάσματα, συμβάλλοντας έτσι στον αφανισμό
των αδυνάτων, καθώς θεωρεί τις γυναίκες ως ασθενέστερα όντα. Παίρνει, δηλαδή, το νόμο
της φύσης στα χέρια της και ενεργεί αναλόγως. Έχοντας τον εαυτό της, ως παράδειγμα,

8
Βλ. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Άπαντα, τ. Δ’, Γ. Βαλέτα (επιμ.), Αθήνα (Αθηναϊκές εκδόσεις
Ηρακλής Γ. Σάκαλης), 1954, σ39.
9
Βλ. Πολίτη Τζίνα, Δαρβινικό κείμενο και «η Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στο
Συνομιλώντας με τα κείμενα, Αθήνα, Άγρα,1996, σ166.

7
θέλει να αποτρέψει το μεγάλωμα των κοριτσιών, για να μην έχουν ίδια ή και χειρότερη
σκλαβωμένη ζωή. Έτσι λοιπόν, η Χαδούλα παραλογίζεται και προχωρεί στους τέσσερις
φόνους. Μέσα από την μελέτη της ζωής της αντιλαμβανόμαστε, ότι η γυναίκα αυτή μοιάζει
πολύ στη μητέρα της. Όσο και να προσπαθούσε να αποφύγει το πρότυπο της μητρικής
φιγούρας, δεν κατάφερε τελικά να απαγκιστρωθεί και να αποδεσμευτεί 10. Το επάγγελμα της
μάγισσας, ο χαρακτήρας, η κυριαρχία στο σπίτι (γυναικοκρατούμενες οικογένειες πλέον)
και η φυγή από τους χωροφύλακες, μας δείχνουν τις ομοιότητες που είχε η Φραγκογιαννού
με τη μητέρα της. Θα μπορούσαμε να τονίσουμε, ότι η γριά Χαδούλα, στους φόνους που
πράττει, βλέπει το πρόσωπο της μάνας της, που τη στοιχειώνει και της θυμίζει την άσχημη
συμπεριφορά που είχε αυτή προς τη Φράγκισσα. Όσο προχωρά στις εγκληματικές ενέργειες,
δεν μας δείχνει σημάδια μετάνοιας και στεναχώριας, αλλά συνεχίζει στο έργο, το οποίο
θεωρεί σημαντικό. Πλέον έχει συνηθίσει στην ιδέα της δολοφονίας και νιώθει «αγρίαν
χαράν», αν και αρχικά έδειχνε μετανιωμένη για τον φόνο της εγγονής της. Πάραυτα, τώρα,
πιστεύει, ότι δεν διαπράττει αυτά τα εγκλήματα προς όφελός της, αλλά νομίζει ότι
προσφέρει κάτι καλό και αποτελεσματικό, μόνο προς το κοινωνικό σύνολο και τα θύματά
της σύμφωνα με τη σπενσερική ηθική11.

Η Ζωγάρα δεν διαφέρει πολύ, όσον αφορά τη ψυχρότητα του χαρακτήρα της, σε σχέση με
την Φραγκογιαννού. Είναι μια μητέρα αυταρχική και το καταλαβαίνουμε ήδη απ’ τον τίτλο
του έργου. Η μοναχικότητα της, έχει δημιουργηθεί και διατηρηθεί από την ζωή που έχει
περάσει. Χαρακτηριστική είναι η φράση «...κ’ εψήλωνεν ο νούς τής!» 12, που μας
παραπέμπει παράλληλα και στη Φόνισσα, για να αποτυπωθεί έτσι η τρέλα των δύο
γυναικών. Τα αποτελέσματα των βιωμάτων της, καταλήγουν στην σκληρή συμπεριφορά που
έχει αυτή η γυναίκα, τόσο στα άλλα τέσσερα παιδιά, όσο και στον ψυχικό κλονισμό του
Ζάχου. Αυτή η μητρική φιγούρα, δεν διαπράττει φόνο άμεσα και εκτελεστικά, όπως η γριά
Χαδούλα, αλλά με την συμπεριφορά της δημιουργεί ψυχολογικό πόλεμο προς το γιο της. Θα
μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτή η μητέρα «σκοτώνει» καθημερινά το παιδί της με τον
τρόπο της. Δεν τον «θανατώνει» άμεσα, με την έννοια, ότι χειροδικεί εναντίον του, αλλά ότι
χρησιμοποιεί λεκτική βία (ενίοτε και σωματική) επηρεάζοντας την ψυχολογία του. Είναι και
10
Βλ. Φαρινού-Μαλαματάρη Γεωργία, Η Φόνισσα: ένα «ανοιχτό» εν τέλει έργο; , πρόγραμμα
παράστασης, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, 2014, σ75.
11
Βλ. Πολίτη Τζίνα, Δαρβινικό κείμενο και «η Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στο
Συνομιλώντας με τα κείμενα, Αθήνα, Άγρα,1996, σ175.
12
Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Άπαντα, τ. Δ’, Γ. Βαλέτα (επιμ.), Αθήνα (Αθηναϊκές εκδόσεις
Ηρακλής Γ. Σάκαλης), 1954, σ109.

8
αυτό ένα είδος εγκληματικής ενέργειας. Η Ζωγάρα, επικεντρώνεται στο επιφανειακό
κομμάτι και δεν εστιάζει βαθύτερα στον ψυχικό κόσμο του Ζάχου, πιστεύοντας ότι το
μπουζούκι του προκαλεί αυτή τη τρέλα. Δεν υπάρχει πουθενά δηλαδή, ίχνος συμπόνιας και
ενδιαφέροντος για το παιδί της. Επιπλέον, μέσα σε όλο αυτό είναι αντιληπτό, ότι η Ζωγάρα
σε αντίθεση με την Φραγκογιαννού εξέφραζε, χωρίς δισταγμό τη συμπεριφορά της, ενώ η
Χαδούλα κρατούσε χαμηλό προφίλ, για να μην καταλάβει κανείς το ποια πραγματικά είναι
και τι διαπράττει. Το τελικό μας συμπέρασμα για τη μητέρα του Ζάχου, είναι φανερό, καθώς
διακατέχεται από νευρικότητα, είναι αντιπαθής, μισητή και άσπλαχνη. Ως αποτέλεσμα
ξεσπά και χάνει την υπομονή της με τον γιο της το Ζάχο, που ουσιαστικά δεν φταίει σε
τίποτα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με αφορμή την εξέταση και μελέτη των γυναικών αυτών καταλαβαίνουμε καλύτερα, ότι
αυτό που βιώνει η κάθε μία ξεχωριστά, τη μοναξιά δηλαδή, προσπαθεί να την επουλώσει με
διαφορετικούς και βασανιστικούς τρόπους. Αφενός, η Φραγκογιαννού «καθαρίζει» τη
κοινωνία από τα μικρά κορίτσια, πιστεύοντας πως έτσι θα σωθούν και οι ίδιες από τα δεινά
της ζωής. Αφετέρου, η Ζωγάρα διατηρεί, ωστόσο, μόνο τα χαρακτηριστικά της πρώτης
προσωπικότητας, χωρίς να προβεί στην δολοφονία. Είναι κατανοητό, ότι με αυτόν τον
τρόπο πιστεύουν και οι δύο, πως θεραπεύονται. Μάταια όμως, παρατηρούμε, ότι με τις
πράξεις αυτές εγκλωβίζονται περισσότερο και παραμένουν αιχμάλωτες στα δεσμά που τις
ταλανίζουν. Η παρούσα ερευνητική εργασία μας μαθαίνει, πως οι άνθρωποι μπορούν να
σκέφτονται, να πράττουν και να έχουν άλλη οπτική στα πράγματα. Η κάθε ψυχή διαφέρει
από άτομο σε άτομο, είναι συνεχής, αχανής, άγνωστη και μπορεί εύκολα να μεταβληθεί από
το καλό προς το κακό και αντιστρόφως. Εν τέλει, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ως ένας
από τους σημαντικότερους και σπουδαιότερους Έλληνες λογοτέχνες, καταφέρνει με τον
λόγο του να μας μεταδώσει πολλά και διαφορετικά νοήματα. Μας δημιουργεί την ανάγκη,
δηλαδή, να εξετάζουμε και την άλλη εκδοχή, την άλλη πλευρά του νομίσματος του καλού
και του κακού σε κάθε θέμα του.

9
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Άπαντα, τ. Δ’, Γ. Βαλέτα (επιμ.), Αθήνα (Αθηναϊκές εκδόσεις


Ηρακλής Γ. Σάκαλης), 1954.

Πολίτη Τζίνα, Δαρβινικό κείμενο και «η Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στο
Συνομιλώντας με τα κείμενα, Αθήνα, Άγρα,1996.

Σέρβος Κίμων, Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, χ.χ. , χ.τ.

Φαρινού-Μαλαματάρη Γεωργία, Η Φόνισσα: ένα «ανοιχτό» εν τέλει έργο; , πρόγραμμα


παράστασης, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, 2014.

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Για την φωτογραφία εξωφύλλου: http://otisimvenisthiskiatho.blogspot.com/2019/06/blog-


post_24.html

Κουράκης Ε. Νέστορας, «Η «ΦΟΝΙΣΣΑ» του Παπαδιαμάντη. Μια εγκληματολογική και


ποινική προσέγγιση», Αθήνα, 2006.
(https://makrochori.lyceum.gr/wp-content/uploads/2015/03/Papadiamanti-Fonissa-Kurakis-
analisi.pdf )

10

You might also like