Professional Documents
Culture Documents
Αντιεγκληματική πολιτική
Η διαχείριση του εγκλήματος και της ασφάλειας στο πλαίσιο της κοινωνίας της
διακινδύνευσης αποτελεί πλέον το ουσιαστικό κριτήριο και άμεσο στόχο στην χάραξη
και στην άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής.
Η διαχείριση του εγκλήματος και της ασφάλειας στο πλαίσιο της κοινωνίας της
διακινδύνευσης αποτελεί πλέον το ουσιαστικό κριτήριο και άμεσο στόχο στην χάραξη
και στην άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό δεν καταρτίζεται ένα
μακροπρόθεσμο ολοκληρωμένο και πολύπλευρο σχέδιο για την καταπολέμηση του
εγκλήματος, αλλά κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει στην εκάστοτε βραχυπρόθεσμη
επιλογή η αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του συγκεκριμένου μέτρου που
θεμελιώνεται κατά κύριο λόγο σε μετρήσεις και υπολογισμούς στη βάση
οικονομικών μεγεθών.
Ενδεικτικά αναφέρονται ακροθιγώς μερικές σκέψεις που αφορούν στην πρόληψη της
υποτροπής.
Δεδομένου ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της εγκληματικότητας (περίπου 70%)
οφείλεται σε υπότροπους, με ορθή εφαρμογή των μέσων και θεσμών που ήδη
προβλέπονται, η μείωση της υποτροπής μπορεί να περιορισθεί σε μεγάλο ποσοστό,
το οποίο σε πολλές περιπτώσεις φτάνει στο 20% και δύναται να ελαττωθεί έτι
περαιτέρω, το οποίο συνεπάγεται με τη σειρά του κατακόρυφη μείωση της
εγκληματικότητας.
Σε σχετική έρευνα τονίστηκε η ευεργετική επίδραση που ασκεί στη μείωση του
κινδύνου της υποτροπής όχι τόσο η συμμετοχή σε εκπαιδευτικές διαδικασίες, όσο
κυρίως η ολοκλήρωση μιας εκπαιδευτικής προσπάθειας, ο δείκτης υποτροπής στην
περίπτωση αυτή βρέθηκε να μειώνεται κατά 72%.
Η εξασφάλιση του δικαιώματος για εργασία και η ομαλή κοινωνική ενσωμάτωση του
ατόμου στην κοινωνία αποδεδειγμένα συνεισφέρει σημαντικά -σε συνδυασμό και με
άλλους παράγοντες- στην επίτευξη του στόχου κάθε σωφρονιστικού συστήματος που
δεν είναι άλλος από τη μείωση της υποτροπής.
Θα μπορούσε επίσης να γίνει και μια παρέμβαση στο ζήτημα του ποινικού μητρώου.
Υπάρχουν κωλύματα που ξεπερνούν τις 150 επαγγελματικές ειδικότητες, με
αποτέλεσμα να μη μπορεί να βρει εύκολα εργασία ένας αποφυλακισθείς.
Το 2020, τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι σχεδόν τα τρία πέμπτα (57,2%) όλων
των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν γυναίκες,
ωστόσο, μόνο το 24% των ερευνητικών θέσεων υψηλού επιπέδου στα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) της ΕΕ καταλαμβάνονται από γυναίκες.
Οι ανισότητες μεταξύ των φύλων στην κατοχή ηγετικών θέσεων έχουν επισημανθεί
σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς και η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αποτελεί
εξαίρεση. Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες επιτυγχάνουν υψηλότερα επίπεδα
εκπαίδευσης και πτυχίων, αυτό δεν μεταφράζεται σε ίση εκπροσώπηση σε ηγετικές
θέσεις μετά την αποφοίτηση. Τα νούμερα είναι ενδεικτικά.
Το 2020, τα στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι σχεδόν τα τρία πέμπτα (57,2%) όλων
των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν γυναίκες,
ωστόσο, μόνο το 24% των ερευνητικών θέσεων υψηλού επιπέδου στα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ) της ΕΕ καταλαμβάνονται από γυναίκες. Επιπλέον,
σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πανεπιστημίων (EUA), οι γυναίκες
σε ηγετικούς ρόλους στα πανεπιστήμια υποεκπροσωπούνται σημαντικά, με λιγότερο
από το ένα πέμπτο στα 800 και πλέον πανεπιστήμια-μέλη της EUA σε 48 χώρες να
έχουν γυναίκες επικεφαλής το 2022. Μολονότι έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος τα
τελευταία χρόνια,, η πλήρης ισότητα των φύλων παραμένει δυσεπίτευκτη και η
χρήση θεσμικών στόχων και ποσοστώσεων για την αντιμετώπιση του ζητήματος
παραμένει αμφιλεγόμενη. Η έλλειψη εκπροσώπησης των γυναικών σε ηγετικούς
ρόλους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν οφείλεται σε έλλειψη δεξιοτήτων, αλλά
μάλλον σε μια γενική αποτυχία αναγνώρισης και αξιοποίησης των ικανοτήτων των
γυναικών.