Professional Documents
Culture Documents
Στοιχεία οπλισμένου PDF
Στοιχεία οπλισμένου PDF
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΑΝΟΥΚΑΣ
Δρ. Πολιτικός Μηχανικός
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................ 3
2. ΥΛΙΚΑ ................................................................................................ 7
2.1 Τσιμέντο ............................................................................................................. 7
2.1.1 Παραγωγή τσιμέντου ........................................................................................ 7
2.1.2 Χημική σύσταση – Τύποι τσιμέντου ............................................................... 11
2.1.3 Πήξη και σκλήρυνση τσιμεντοπολτού ............................................................ 12
2.1.4 Μηχανικές απαιτήσεις .................................................................................... 14
2.1.5 Φυσικές απαιτήσεις ........................................................................................ 15
2.1.6 Χημικές απαιτήσεις ........................................................................................ 17
2.1.7 Ειδικά τσιμέντα .............................................................................................. 18
2.2 Αδρανή υλικά................................................................................................... 19
2.2.1 Γενικά ............................................................................................................ 19
2.2.2 Αποθήκευση και δειγματοληψία ..................................................................... 24
2.2.3 Κοκκομετρική διαβάθμιση.............................................................................. 26
2.2.4 Γεωμετρικές απαιτήσεις .................................................................................. 40
2.2.5 Φυσικές απαιτήσεις ........................................................................................ 40
2.2.6 Χημικές απαιτήσεις ........................................................................................ 42
2.3 Νερό.................................................................................................................. 43
2.4 Πρόσθετα ......................................................................................................... 44
2.5 Χάλυβας οπλισμού σκυροδέματος................................................................... 45
2.5.1 Ταξινόμηση και σήμανση χαλύβων οπλισμού ................................................. 45
2.5.2 Γεωμετρικά, μηχανικά, φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά............................ 49
1
5. ΣΥΜΠΑΓΕΙΣ ΠΛΑΚΕΣ ................................................................. 89
5.1 Γενικά............................................................................................................... 89
5.2 Πάχος πλακών .................................................................................................. 90
5.3 Φορτία πλακών ................................................................................................ 92
5.4 Απλά οπλισμένες πλάκες.................................................................................. 93
5.4.1 Στατική ανάλυση ............................................................................................ 93
5.4.2 Διάταξη οπλισμών .......................................................................................... 96
5.4.3 Παράδειγμα .................................................................................................... 99
5.5 Σταυροειδώς οπλισμένες πλάκες ................................................................... 103
5.5.1 Στατική ανάλυση .......................................................................................... 103
5.5.2 Διάταξη οπλισμών ........................................................................................ 105
5.5.3 Παράδειγμα .................................................................................................. 106
2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το σκυρόδεμα είναι μίγμα τσιμέντου, νερού, αδρανών υλικών και ενδεχομένως
διαφόρων πρόσθετων βελτιωτικών ουσιών. Με την ενσωμάτωση χαλύβδινων ράβδων
(οπλισμοί) προκύπτει το οπλισμένο σκυρόδεμα. Ο ρόλος των οπλισμών είναι
καταρχάς η παραλαβή των εφελκυστικών τάσεων, καθώς η εφελκυστική αντοχή του
σκυροδέματος υπολείπεται κατά πολύ της θλιπτικής. Η συνεργασία σκυροδέματος-
οπλισμών είναι εφικτή χάρη στη συνάφεια, δηλαδή τις δυνάμεις πρόσφυσης στη
διεπιφάνεια των δύο υλικών.
Ένα είδος ‘σκυροδέματος’ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρωμαϊκή εποχή.
Παρασκευαζόταν από υδράσβεστο και ποζολάνη, αφού δεν υπήρχε τότε τσιμέντο. Η
ιστορία του σκυροδέματος όπως το γνωρίζουμε σήμερα ξεκινάει το 1824 με την
εφεύρεση του τσιμέντου Portland από τον Γάλλο J. Aspdin. Το 1855 ο Γάλλος J.L.
Lambot τοποθετεί για πρώτη φορά οπλισμό στο σκυρόδεμα για την κατασκευή μιας
βάρκας. Τη δεκαετία του 1860 οι επίσης Γάλλοι J. Monier και F. Coignet
κατασκευάζουν απλούς φορείς και σωλήνες. Το 1873 ο Αμερικανός W.E. Ward
κατασκευάζει κοντά στη Νέα Υόρκη το πρώτο κτίριο από οπλισμένο σκυρόδεμα, το
οποίο σώζεται ως σήμερα (Ward’s Castle). Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα το υλικό
είχε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιείται ευρύτατα, ωστόσο τα έργα από σκυρόδεμα
μελετούνταν και κατασκευάζονταν μάλλον εμπειρικά, καθώς δεν είχαν αναπτυχθεί ως
τότε αξιόπιστες μεθοδολογίες σχεδιασμού. Η πρώτη ρεαλιστική θεωρία υπολογισμού
κατασκευών από οπλισμένο σκυρόδεμα παρουσιάστηκε το 1902 από το Γερμανό
καθηγητή του Πολυτεχνείου της Στουτγκάρδης E. Mörsch. Λίγο αργότερα, το 1907,
διατυπώθηκε από τον M. Koenen η πρόταση για επιβολή προέντασης στο σκυρόδεμα.
Η ιδέα αυτή θα υλοποιηθεί το 1928 από τον Γάλλο Ε. Freyssinet, με χρήση νέων
χαλύβων υψηλής αντοχής. Τα επόμενα χρόνια η τεχνολογία του σκυροδέματος
γνώρισε αλματώδη πρόοδο, χάρη στην ανάπτυξη νέων προϊόντων, τεχνικών
κατασκευής, καθώς και υπολογιστικών μέσων και μεθόδων.
Σήμερα το σκυρόδεμα - οπλισμένο, άοπλο ή προεντεταμένο - βρίσκει ευρύτατη
εφαρμογή στη δόμηση. Η κυριότερη εφαρμογή του είναι η κατασκευή του φέροντα
οργανισμού κτιρίων (σχήμα 1.1). Ειδικά στην Ελλάδα, τα κτίρια από οπλισμένο
σκυρόδεμα αποτελούν σήμερα τη συντριπτική πλειοψηφία των νεόδμητων κτιρίων.
Σημειώνεται ότι ακόμη και σε κτίρια από άλλα υλικά, κατά κανόνα χρησιμοποιείται
και οπλισμένο σκυρόδεμα σε ορισμένα δομικά στοιχεία, όπως θεμελιώσεις (σχήμα
3
1.2) και πλάκες. Επίσης, το σκυρόδεμα χρησιμοποιείται για την κατασκευή μιας
σειράς άλλων τεχνικών έργων, π.χ. γέφυρες (σχήματα 1.3 και 1.4), σήραγγες (1.5),
φράγματα (1.6), δεξαμενές (σχήμα 1.7), σιλό (σχήμα 1.8), τοίχοι αντιστήριξης (σχήμα
1.9) κ.α.
4
Σχήμα 1.4 Γέφυρα Ρίου - Αντίρριου
5
Σχήμα 1.7 Δεξαμενή από οπλισμένο σκυρόδεμα
6
2. ΥΛΙΚΑ
2.1 Τσιμέντο
2.1.1 Παραγωγή τσιμέντου
Το τσιμέντο είναι ίσως η πιο γνωστή υδραυλική κονία, καθώς χρησιμοποιείται
ευρύτατα για την παρασκευή κάθε είδους κονιαμάτων και σκυροδεμάτων. Οι βασικές
πρώτες ύλες για την παραγωγή του τσιμέντου είναι ο ασβεστόλιθος και η άργιλος,
είτε σε καθαρή μορφή είτε με τη μορφή ασβεστοαργιλικών πετρωμάτων π.χ. μάργες.
Επιπλέον, ανάλογα και με τον τύπο του τσιμέντου, προστίθεται γύψος και διάφορα
άλλα υλικά όπως π.χ θηραϊκή γη (στην Ελλάδα), ιπτάμενη τέφρα, σκωρία
υψικαμίνου, πυριτική παιπάλη κ.α. Τα στάδια παραγωγής σε μια σύγχρονη
τσιμεντοβιομηχανία (σχήμα 2.1) έχουν ως εξής:
7
Σχήμα 2.2 Εισαγωγή πρώτων υλών στο θραυστήρα
8
Σχήμα 2.4 Μύλος άλεσης
9
αντιδράσεις που οδηγούν στην παραγωγή σβώλων διαμέτρου λίγων
εκατοστών που ονομάζονται εκβολάδες τσιμέντου ή σύμφωνα με τη διεθνή
ορολογία κλίνκερ.
10
Συσκευασία, μεταφορά και αποθήκευση. Το τσιμέντο συσκευάζεται σε
χάρτινους σάκους (συνήθως μέχρι 50Kg) ή μεταφέρεται χύμα με ειδικά
σιλοφόρα οχήματα ή πλοία. Κατά την αποθήκευση θα πρέπει να λαμβάνεται
μέριμνα προστασίας από την υγρασία. Σε κάθε περίπτωση το χρονικό
διάστημα αποθήκευσης πρέπει να είναι περιορισμένο (το πολύ μερικούς
μήνες), γιατί υπάρχει κίνδυνος απώλειας αντοχής του τσιμέντου.
11
CEM II – Σύνθετο τσιμέντο Portland. Είναι τσιμέντο που προκύπτει από
συνάλεση κλίνκερ, μικρής ποσότητας γύψου (συνήθως μέχρι 3%) και
περιορισμένης ποσότητας ενός άλλου συστατικού (το πολύ 35%, ανάλογα
και με το είδος του συστατικού), όπως διάφορες ποζολάνες, σκωρία
υψικαμίνου κ.α.
CEM III – Σκωριοτσιμέντο. Είναι τσιμέντο που προκύπτει από συνάλεση
κλίνκερ, μικρής ποσότητας γύψου (συνήθως μέχρι 3%) και σκωρίας
υψικαμίνου σε ποσοστό μεγαλύτερο του 35%.
CEM IV – Ποζολανικό τσιμέντο. Είναι τσιμέντο που προκύπτει από
συνάλεση κλίνκερ, μικρής ποσότητας γύψου (συνήθως μέχρι 3%) και
διάφορων ποζολανών σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10%.
CEM V – Σύνθετο τσιμέντο. Είναι τσιμέντο που προκύπτει από συνάλεση
κλίνκερ, μικρής ποσότητας γύψου (συνήθως μέχρι 3%), σκωρίας
υψικαμίνου σε ποσοστό μεγαλύτερο του 35% και διάφορων ποζολανών σε
ποσοστό μεταξύ 18% και 30%.
Παρατήρηση 1: Στην Ελλάδα παράγεται το ‘τσιμέντο Portland ελληνικού τύπου’
που περιέχει θηραϊκή γη σε ποσοστό 10% και ανήκει στην κατηγορία CEM II (IIα
σύμφωνα με τον ελληνικό Κανονισμό Τσιμέντου για Έργα από Σκυρόδεμα).
12
συμβατικά ο χρόνος αρχής και τέλους της πήξης. Η ταχύτητα της πήξης εξαρτάται
καταρχάς από τη χημική σύσταση του τσιμέντου, καθώς καθένα από τα τέσσερα
βασικά συστατικά του έχει διαφορετική ταχύτητα ενυδάτωσης. Το αργιλικό
τριασβέστιο, που ενυδατώνεται γρηγορότερα, έχει την τάση να πήζει πρόωρα (κατά
τη διάρκεια ανάμιξης με το νερό), με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η χρήση του
κονιάματος ή του σκυροδέματος. Αυτός είναι και ο λόγος που προστίθεται γύψος στο
τσιμέντο, καθώς το θειικό ασβέστιο δεσμεύει το αργιλικό τριασβέστιο και καθυστερεί
την πήξη του. Ωστόσο, η ποσότητα της γύψου πρέπει να είναι περιορισμένη, ώστε να
αντιδρά και να καταναλώνεται τις πρώτες 24 ώρες μετά την ανάμιξη, ειδάλλως
υπάρχει κίνδυνος διόγκωσης, ρηγμάτωσης και τελικά μείωσης της αντοχής του
τσιμεντοπολτού. Ο χρόνος αρχής και τέλους πήξης εξαρτάται και από τη
θερμοκρασία. Όσο μεγαλώνει η θερμοκρασία, τόσο γρηγορότερα πήζει ο
τσιμεντοπολτός. Επίσης, καθοριστικός είναι ο ρόλος της ποσότητας του νερού μίξης,
που εκφράζεται ως ο λόγος Ν/Τ της μάζας του νερού προς τη μάζα του τσιμέντου.
Όσο μεγαλύτερος είναι ο λόγος Ν/Τ, τόσο επιβραδύνεται η πήξη. Ένας άλλος
σημαντικός παράγοντας είναι η λεπτότητα άλεσης του τσιμέντου. Όσο πιο
λεπτοαλεσμένο είναι το τσιμέντο, τόσο μεγαλύτερη είναι η εξωτερική επιφάνεια των
κόκκων του, άρα τόσο γρηγορότερα γίνεται η απορρόφηση του νερού και η
ενυδάτωση. Τέλος, ο χρόνος πήξης μπορεί να ρυθμιστεί με την προσθήκη διαφόρων
προσμίκτων (επιταχυντές ή επιβραδυντές πήξης).
Μετά την ολοκλήρωση της πήξης και με την πάροδο του χρόνου, η αντοχή του
τσιμεντοπολτού αυξάνεται προοδευτικά. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται σκλήρυνση
και δεδομένου ότι αποτελεί απότοκο της ενυδάτωσης, κατά κανόνα διαρκεί χρόνια
Στην πράξη θεωρείται ως συμβατική αντοχή του τσιμεντοπολτού η διαθέσιμη αντοχή
28 ημέρες μετά την παραγωγή του.
Η ενυδάτωση συνοδεύεται από έκλυση θερμότητας (θερμότητα ενυδάτωσης). Η
έκλυση θερμότητας είναι επιθυμητή όταν πραγματοποιείται σκυροδέτηση σε χαμηλή
θερμοκρασία περιβάλλοντος, καθώς συμβάλλει στην προστασία από τον παγετό και
στην ομαλή πήξη του τσιμεντοπολτού. Αντίθετα, η επίδραση της θερμότητας είναι
αρνητική σε ογκώδεις κατασκευές γιατί μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη τάσεων, σε
εμφάνιση ρηγματώσεων και σε μείωση της αντοχής. Τα φαινόμενα αυτά
επηρεάζονται όχι τόσο από τη συνολική ποσότητα της θερμότητας, αλλά κυρίως από
την ταχύτητα έκλυσής της.
13
2.1.4 Μηχανικές απαιτήσεις
Ο σκληρυμένος τσιμεντοπολτός αποκτά σημαντική αντοχή σε θλίψη και πολύ
μικρότερη σε εφελκυσμό. Η αντοχή σε θλίψη είναι η πλέον χαρακτηρηστική
ιδιότητα του τσιμεντοπολτού και χρησιμοποιείται για την κατηγοριοποίηση των
τσιμέντων. Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, διακρίνονται τρεις κατηγορίες
αντοχής. Στον πίνακα 2.2 δίνονται οι απαιτήσεις για την πρώιμη και τη συμβατική
αντοχή (28 ημερών) για κάθε κατηγορία.
14
είναι το νερό αναμίξεως, τόσο αυξάνει το πορώδες άρα μειώνεται η αντοχή.
Ανάλογος είναι και ο μηχανισμός επίδρασης της συμπύκνωσης, αφού η καλή
συμπύκνωση μειώνει το πορώδες. Η επίδραση της θερμοκρασίας είναι πολύπλοκη και
συναρτάται και με άλλα φαινόμενα, όπως π.χ. η προσβολή από παγετό. Πάντως,
γενικά καλό είναι να αποφεύγονται οι ακραίες θερμοκρασίες (είτε πολύ υψηλές είτε
πολύ χαμηλές) γιατί μπορεί να προκαλέσουν μείωση της αντοχής. Η αυξημένη
υγρασία, ειδικά στα πρώτα στάδια της ενυδάτωσης, έχει πάντοτε ευνοϊκή επίδραση
στην αντοχή. Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, η αντοχή αυξάνεται με την ηλικία του
τσιμεντοπολτού.
15
Ορισμένες ουσίες που περιέχει το τσιμέντο (περίσσεια ασβέστου, οξείδιο του
μαγνησίου, γύψος, αλκάλια), όταν αντιδρούν με το νερό ή με άλλα συστατικά του
τσιμέντου και των αδρανών υλικών δίνουν ουσίες πολύ μεγαλύτερου όγκου. Η
διόγκωση αυτή είναι ανεπιθύμητη, γιατί όταν ο τσιμεντοπολτός είναι σκληρυμένος
προκαλεί τάσεις και ενδεχομένως ρηγματώσεις και απώλεια αντοχής. Έτσι, οι
κανονισμοί απαιτούν ο τσιμεντοπολτός να παρουσιάζει μια σχετική σταθερότητα
όγκου. Η σταθερότητα όγκου ελέγχεται με τη βοήθεια των δακτυλίων Le Chatelier
(σχήμα 2.9). Οι δακτύλιοι Le Chatelier γεμίζονται με τσιμεντοπολτό που συντηρείται
για 24 ώρες σε νερό κανονικής θερμοκρασίας και κατόπιν βράζονται για μισή
περίπου ώρα για επιτάχυνση των αντιδράσεων που οδηγούν στη διόγκωση. Οι
δακτύλιοι φέρουν μια σχισμή σε μια γενέτειρά τους που διευρύνεται επιτρέποντας τη
μεταβολή του όγκου του τσιμεντοπολτού. Ταυτόχρονα, διευρύνεται και η απόσταση
των άκρων δύο βελόνων που είναι προσαρμοσμένες στους δακτυλίους. Σύμφωνα με
τους κανονισμούς η αύξηση της απόστασης αυτής δεν πρέπει να ξεπερνά τα 10mm.
Η λεπτότητα άλεσης του τσιμέντου έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς όπως
προαναφέρθηκε, επηρεάζει την ταχύτητα της ενυδάτωσης, άρα και της ανάπτυξης της
αντοχής. Επίσης, η αύξηση της λεπτότητας άλεσης επηρεάζει και την εργασιμότητα
των κονιαμάτων και των σκυροδεμάτων. Από την άλλη όμως αυξάνει το κόστος
παραγωγής και την ευαισθησία του τσιμέντου κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης,
ενώ εξαιτίας της πρόσληψης περισσότερου νερού προκαλεί εντονότερη συστολή του
τσιμεντοπολτού λόγω ξήρανσης. Έτσι, η λεπτότητα άλεσης δεν πρέπει να είναι ούτε
πολύ μικρή ούτε πολύ μεγάλη. Εντούτοις ο ελληνικός Κανονισμός Τσιμέντου για
Έργα από Σκυρόδεμα θέτει μόνο κατώτερο όριο, ενώ στα ευρωπαϊκά πρότυπα δεν
υπάρχει σχετική απαίτηση. Η λεπτότητα άλεσης εκφράζεται με την ειδική επιφάνεια,
δηλαδή με το συνολικό εμβαδόν της εξωτερικής επιφάνειας των κόκκων ενός
γραμμαρίου τσιμέντου. Η ειδική επιφάνεια εκτιμάται με τη συσκευή
αεροπερατότητας του Blaine (σχήμα 2.10), η οποία ουσιαστικά μετράει το χρόνο
διελεύσεως ορισμένης ποσότητας αέρα διαμέσου ενός στρώματος τσιμέντου. Ο
χρόνος αυτός συναρτάται με το πορώδες του στρώματος, που με τη σειρά του είναι
συνάρτηση του μεγέθους των κόκκων. Η τιμή της ειδικής επιφάνειας προκύπτει από
αναλυτικό τύπο και σύμφωνα με τον ελληνικό κανονισμό θα πρέπει να είναι
μεγαλύτερη ή ίση από 2600cm2/gr.
16
Σχήμα 2.9 Δακτύλιοι Le Chatelier
17
και παιπάλης και δεν πρέπει να ξεπερνάει το 5% κατά βάρος σύμφωνα με τα
ευρωπαϊκά πρότυπα. Ανάλογες απαιτήσεις τίθενται για κάθε τύπο τσιμέντου και από
τον ελληνικό κανονισμό.
Τέλος, τίθενται περιορισμοί στην περιεκτικότητα του τσιμέντου σε ορισμένες
χημικές ουσίες. Έτσι, η περιεκτικότητα σε τριοξείδιο του θείου δεν πρέπει να ξεπερνά
το 3.5% - 4%. Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η περιεκτικότητα σε χλωριόντα
πρέπει να είναι μικρότερη του 0.1%, ενώ σύμφωνα με τον ελληνικό κανονισμό η
περιεκτικότητα σε οξείδιο του μαγνησίου δεν πρέπει να υπερβαίνει το 6%.
18
υψηλού κόστους παραγωγής που οφείλεται στην αναγκαιότητα ειδικής
σύνθεσης των πρώτων υλών.
Τσιμέντο Portland ταχείας σκλήρυνσης. Πρόκειται για τσιμέντο που
αναπτύσσει αντοχές ταχέως. Αυτό επιτυγχάνεται με τρεις τρόπους: αύξηση
της περιεκτικότητας σε πυριτικό τριασβέστιο, αύξηση της λεπτότητας
άλεσης και προσθήκη επιταχυντών. Χρησιμοποιείται όταν απαιτείται ταχεία
ανάπτυξη αντοχής, π.χ. για γρήγορη αφαίρεση ξυλοτύπων.
Τσιμέντο Portland χαμηλής θερμότητας ενυδάτωσης. Πρόκειται για
τσιμέντο με μικρή περιεκτικότητα σε αργιλικό και πυριτικό τριασβέστιο.
Χρησιμοποιείται σε ογκώδεις κατασκευές για την αποφυγή ρηγματώσεων
λόγω θερμικών τάσεων.
Διογκούμενο τσιμέντο. Έχει την ιδιότητα να διογκώνεται ή τουλάχιστον να
μη συστέλλεται κατά την πήξη και σκλήρυνσή του. Αυτό επιτυγχάνεται με
προσθήκη διαφόρων χημικών ουσιών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε
προεντεταμένες κατασκευές.
Αργιλικό τσιμέντο. Είναι τσιμέντο με μεγάλη περιεκτικότητα σε οξείδιο
του αργιλίου. Παράγεται με έψηση ασβεστόλιθου και βωξίτη. Είναι
ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες και χρησιμοποιείται για πυρίμαχα
σκυροδέματα και κονιάματα. Επίσης, είναι ανθεκτικό στο νερό και
προσφέρεται για υποθαλάσσιες κατασκευές και σωλήνες. Επειδή
αναπτύσσει αντοχές πολύ γρήγορα χρησιμοποιείται για επείγουσες εργασίες,
π.χ. επισκευές γεφυρών, φραγμάτων κ.α. Ωστόσο, έχει υψηλό κόστος και
είναι ευαίσθητο σε διάφορες χημικές προσβολές.
19
Ανάλογα με την προέλευσή τους τα αδρανή υλικά διακρίνονται στις παρακάτω
κατηγορίες:
Φυσικά συλλεκτά. Είναι αδρανή υλικά που λαμβάνονται από φυσικές
αποθέσεις που ονομάζονται ορυχεία (συνήθως σε όχθες και εκβολές ποταμών
και χειμάρρων). Η εξόρυξή τους είναι εύκολη, ταχεία και οικονομική.
Χρησιμοποιούνται κυρίως για κατασκευή επιχωμάτων και επίστρωση
δευτερευόντων οδών.
Φυσικά θραυστά. Είναι αδρανή υλικά που προέρχονται από θραύση
πετρωμάτων λατομείων ή συλλεκτών αδρανών. Τα θραυστά αδρανή
πλεονεκτούν σε σχέση με τα συλλεκτά ως προς το γωνιώδες σχήμα τους και
την καθαρότητά τους (όταν προέρχονται από καθαρό πέτρωμα). Μετά την
εξόρυξή τους τεμαχίζονται και διαχωρίζονται σε διάφορα κλάσματα μεγεθών
με κατάλληλα κόσκινα.
Τεχνητά ή βιομηχανικά. Είναι αδρανή υλικά που προέρχονται από χημική ή
θερμική επεξεργασία άλλων πρώτων υλών, π.χ. σκωρία υψικαμίνων,
ιπτάμενη τέφρα λιγνίτη, περλίτης, κουρασάνι κ.α.
Ανακυκλωμένα. Είναι αδρανή υλικά που προέρχονται από κατεδάφιση
υφιστάμενων κατασκευών και επαναχρησιμοποιούνται.
Παρατήρηση 1: Σύμφωνα με τον ελληνικό Κανονισμό Τεχνολογίας Σκυροδέματος
του 1997 (ΚΤΣ-97) ο χαρακτηρισμός ‘φυσικά’ αποδίδεται μόνο στα συλλεκτά
αδρανή. Αντίθετα, στο σχέδιο του νέου κανονισμού (ΚΤΣ-2015) υιοθετείται και για
τα θραυστά αδρανή.
Ανάλογα με το φαινόμενο ειδικό βάρος τους τα αδρανή υλικά διακρίνονται στις
παρακάτω κατηγορίες:
Κανονικού βάρους. Είναι αδρανή υλικά με φαινόμενο ειδικό βάρος
λιθοσωμάτων μεταξύ 20kN/m3 και 30kN/m3. Είναι η πιο συχνά
χρησιμοποιούμενη κατηγορία στα τεχνικά έργα.
Ελαφροβαρή. Είναι αδρανή υλικά με φαινόμενο ειδικό βάρος λιθοσωμάτων
μικρότερο των 20kN/m3. Χρησιμοποιούνται για την κατασκευή
θερμομονωτικών σκυροδεμάτων και κονιαμάτων.
Βαρέα. Είναι αδρανή υλικά με φαινόμενο ειδικό βάρος λιθοσωμάτων
μεγαλύτερο των 30kN/m3. Χρησιμοποιούνται σε ειδικές κατασκευές
(πυρηνικές εγκαταστάσεις, ειδικά θεμέλια κ.α.).
20
Τα αδρανή υλικά κατατάσσονται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα και με το
μέγεθος των κόκκων τους, χωρίς ωστόσο να υπάρχει συμφωνία στη βιβλιογραφία ως
προς τις οριακές τιμές που προσδιορίζουν κάθε κατηγορία. Σύμφωνα με μια
εμπειρική κατάταξη ισχύει η εξής κατηγοριοποίηση:
Άμμος, όταν η διάσταση των κόκκων είναι μεταξύ 0mm και 4mm.
Ρύζι ή ρυζάκι, όταν η διάσταση των κόκκων είναι μεταξύ 4mm και 8mm.
Γαρμπίλι, όταν η διάσταση των κόκκων είναι μεταξύ 8mm και 16mm.
Σκύρα, όταν η διάσταση των κόκκων είναι 16mm και άνω.
Παρατήρηση 2: Ως διάσταση των κόκκων νοείται η διάσταση των κοσκίνων από τα
οποία διέρχονται ή συγκρατούνται οι κόκκοι του αδρανούς.
Σύμφωνα με τους Παπαγιάννη κ.α. (1993) τα αδρανή για σκυρόδεμα
κατατάσσονται στις κατηγορίες του πίνακα 2.3.
Πίνακας 2.3 Κατάταξη αδρανών για σκυρόδεμα ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων
Κατηγορία αδρανών Ακραία μεγέθη κόκκων
Κόσκινο (mm) από το οποίο: Συμβολισμός
Συλλεκτά Θραυστά
Συγκρατείται Διέρχεται
Παιπάλη Παιπάλη 0 0.074 Π
Άμμος Άμμος
Λεπτόκοκκη Λεπτόκοκκη 0 1 0/1
Μεσόκοκκη Μεσόκοκκη 0 3 0/3
Χονδρόκοκη Χονδρόκοκη 0 7 0/7
Λεπτοχάλικες Λιθοσύντριμμα
(Γαρμπίλι) (Γαρμπίλι)
Λεπτοί Λεπτό 5 10 5/10
Χονδροί Χονδρό 5 15 5/15
Χάλικες Σκύρα
7/30 7/30 7 30 7/30
7/50 7/50 7 50 7/50
7/70 7/70 7 70 7/70
Αμμοχάλικο
0/30 0 30 0/30
0/50 0 50 0/50
0/70 0 70 0/70
21
9.5mm (αμερικάνικο) και κατά 95% τουλάχιστον από κόσκινο 4mm (γερμανικό) ή
4.75mm (αμερικάνικο). Για τις υπόλοιπες κατηγορίες αδρανών δεν δίνεται σαφής
ορισμός.
Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο ΕΝ 12620 που υιοθετήθηκε ήδη στη χώρα
μας, τα αδρανή διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
Παιπάλη (filler). Είναι το υλικό με μέγιστο κόκκο μέχρι 2mm, το οποίο
διέρχεται σε ποσοστά 70% έως 100% από κόσκινο 0.063mm.
Λεπτόκοκκα. Είναι τα αδρανή με μέγιστη διάσταση κόκκων 4mm.
Χονδρόκοκκα. Είναι τα αδρανή με μέγιστη διάσταση κόκκων μεγαλύτερη
από 4mm και ελάχιστη μεγαλύτερη από 2mm.
Το σχέδιο του νέου ελληνικού Κανονισμού Τεχνολογίας Σκυροδέματος (ΚΤΣ-2015)
υιοθετεί σε γενικές γραμμές την κατηγοριοποίηση του ΕΝ 12620.
Τα αδρανή υλικά χρησιμοποιούνται ευρύτατα στα τεχνικά έργα. Καταρχάς, είναι
το βασικό υλικό για την παρασκευή σκυροδέματος (σχήμα 2.11), καθώς αποτελούν
το μεγαλύτερο ποσοστό του βάρους του. Επιπλέον, χρησιμοποιούνται για την
παρασκευή συνδετικών κονιαμάτων τοιχοποιίας (σχήμα 2.12) και επιχρισμάτων
(σχήμα 2.13), καθώς και μονωτικών στρώσεων. Επίσης, είναι απαραίτητα στην
οδοποιία, τόσο αυτούσια, για την κατασκευή βάσεων, υποβάσεων και επιχωμάτων,
όσο και ως συστατικά ασφαλτομιγμάτων (σχήμα 2.14). Χονδρόκοκκα αδρανή
χρησιμοποιούνται σαν έρματα σιδηροδρομικών γραμμών (σχήμα 2.15). Τέλος, τα
αδρανή χρησιμοποιούνται και σε γεωτεχνικά έργα όπως π.χ. αποστραγγίσεις, φίλτρα
κτλ. (σχήμα 2.16). Στη συνέχεια, οι ανά χείρας σημειώσεις επικεντρώνονται στα
φυσικά (συλλεκτά ή θραυστά) αδρανή υλικά για σκυροδέματα.
22
Σχήμα 2.12 Λεπτομέρεια αρμού οπτοπλινθοδομής. Διακρίνονται τα αδρανή του
κονιάματος
23
Σχήμα 2.15 Σιδηροδρομική γραμμή. Διακρίνεται το έρμα
24
στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να φέρουν υποχρεωτικά σήμανση CE, δηλαδή να
είναι σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Προκειμένου να ελεγχθεί η συμμόρφωση
με τις προδιαγραφόμενες απαιτήσεις, διεξάγεται μια σειρά ελέγχων και δοκιμασιών.
Για το σκοπό αυτό απαιτείται η λήψη αντιπροσωπευτικών δειγμάτων των αδρανών.
Όταν τα αδρανή μεταφέρονται με μεταφορική ταινία, αυτή ακινητοποιείται και
λαμβάνονται 10 δείγματα από τυχαία σημεία. Όταν τα αδρανή μεταφέρονται με
φορτηγά, η δειγματοληψία γίνεται στους σωρούς αποθήκευσης. Λαμβάνονται πάλι 10
δείγματα κατά προτίμηση από το μέσο περίπου του σωρού και πάντως όχι από το
κατώτερο 1/5 του ύψους. Το σύνολο των 10 δειγμάτων πρέπει να είναι της τάξεως
των μερικών δεκάδων kg, ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων (για χονδρόκοκκα
υλικά απαιτείται μεγαλύτερο δείγμα).
Για την εκτέλεση κάθε δοκιμής απαιτείται μια ποσότητα αδρανών κατά κανόνα
πολύ μικρότερη από το συνολικό δείγμα. Έτσι, προκύπτει η ανάγκη μείωσης του
αρχικού δείγματος, που επιτυγχάνεται είτε με ειδικές συσκευές διαχωρισμού (σχήμα
2.17) είτε με τη μέθοδο του τετραμερισμού ή τεταρτομερισμού. Κατά τον
τετραμερισμό (σχήμα 2.18) το δείγμα τοποθετείται πάνω σε αδιάβροχο ύφασμα ή σε
καθαρό δάπεδο, αναμιγνύεται καλά και συσσωρεύεται στο κέντρο σε μορφή κώνου.
Ο κώνος ισοπεδώνεται με πτύο ή μυστρί και απλώνεται ώστε να σχηματιστεί κυκλικό
στρώμα ομοιόμορφου πάχους. Κατόπιν, το υλικό διαχωρίζεται σταυροειδώς σε
τέσσερα τεταρτημόρια και απομακρύνεται το υλικό δύο οποιωνδήποτε κατά κορυφή
(απέναντι) τεταρτημορίων. Απαιτείται προσεκτικό βούρτσισμα, ώστε να
απομακρυνθεί και το πλέον λεπτόκοκκο υλικό. Τέλος, το εναπομείναν υλικό
αναμιγνύεται και η διαδικασία επαναλαμβάνεται όσες φορές απαιτηθεί για τη λήψη
της επιθυμητής ποσότητας δείγματος.
25
Σχήμα 2.18 Τετραμερισμός δείγματος
26
α) β)
Σχήμα 2.19 Αδρανή υλικά με ομοιόμορφους (α) και διαβαθμισμένους (β) κόκκους
27
Πίνακας 2.4 Σειρές κοσκίνων για το χαρακτηρισμό των αδρανών υλικών
Βασική σειρά Βασική σειρά και σειρά 1 Βασική σειρά και σειρά 2
Άνοιγμα κόσκινου Άνοιγμα κόσκινου Άνοιγμα κόσκινου
(mm) (mm) (mm)
0 0 0
1 1 1
2 2 2
4 4 4
- 5.6 (5) -
- - 6.3 (6)
8 8 8
- - 10
- 11.2 (11) -
- - 12.5 (12)
- - 14
16 16 16
- - 20
- 22.4 (22) -
31.5 (32) 31.5 (32) 31.5 (32)
- - 40
- 45 -
63 63 63
Τα κόσκινα τοποθετούνται το ένα πάνω στο άλλο σε μια συσκευή που προκαλεί
παλινδρομική κίνηση (σείστρο). Προφανώς, κάτω τοποθετείται το κόσκινο με τις
μικρότερες οπές και πάνω αυτό με τις μεγαλύτερες (σχήμα 2.20). Τα κόσκινα θα
πρέπει να είναι απαλλαγμένα από τυχόν υπολείμματα προηγούμενων εργασιών. Το
δείγμα των αδρανών, αφού ξηρανθεί τοποθετείται στο ανώτερο κόσκινο και μετά από
ολιγόλεπτο κοσκίνισμα ζυγίζεται το περιεχόμενο κάθε κόσκινου. Τα αποτελέσματα
καταγράφονται σε έναν πίνακα όπως ο 2.5. Στη στήλη (1) του πίνακα αναγράφεται η
σειρά κοσκίνων που χρησιμοποιείται (στο συγκεκριμένο παράδειγμα η βασική σειρά
του πίνακα 2.4 και επιπλέον ένα κόσκινο διάστασης 0.25mm). Στη στήλη (2)
αναγράφεται η μάζα του υλικού που συγκρατήθηκε σε κάθε κόσκινο και στην (3)
αθροιστικά η συγκρατούμενη μάζα κάθε κόσκινου και όλων των ανώτερων
κοσκίνων. Στη συνέχεια, στη στήλη (4) τα αθροιστικά συγκρατούμενα μετατρέπονται
σε ποσοστά επί τοις εκατό ως προς τη συνολική μάζα των αδρανών (τελευταία
γραμμή της στήλης (3)) και τέλος, στη στήλη (5) υπολογίζονται τα ποσοστά των
διερχόμενων υλικών από κάθε κόσκινο (100 – ποσοστό αθροιστικά
συγκρατούμενων). Τα ζεύγη τιμών των στηλών (1) και (5) παριστάνονται σε ένα
διάγραμμα όπως αυτό του σχήματος 2.21. Στον κατακόρυφο άξονα του διαγράμματος
28
τοποθετούνται τα ποσοστά των διερχόμενων υλικών σε αναλογική κλίμακα, ενώ στον
οριζόντιο τα ανοίγματα των κοσκίνων σε κατάλληλη - λογαριθμική ή άλλη - κλίμακα,
ώστε να υπάρχει ανάπτυξη της περιοχής των μικρών διαμέτρων. Τα σημεία που
προκύπτουν από τα ζεύγη τιμών ενώνονται με ευθείες και η τεθλασμένη γραμμή που
προκύπτει ονομάζεται καμπύλη κοκκομετρικής διαβάθμισης ή απλά
κοκκομετρική καμπύλη και είναι απολύτως αντιπροσωπευτική της κοκκομετρικής
διαβάθμισης ενός αδρανούς υλικού.
Παρατήρηση 2: Στην τελευταία γραμμή της στήλης (3) αναγράφεται η μάζα του
συνολικά συγκρατούμενου υλικού σε όλα τα κόσκινα, η οποία προφανώς πρέπει να
συμπίπτει με τη μάζα του αρχικού δείγματος. Ωστόσο, λόγω μικροσφαλμάτων στη
ζύγιση και απωλειών υλικού ενδέχεται να παρουσιαστούν αποκλίσεις που δεν πρέπει
να ξεπερνούν το 2%. Σε διαφορετική περίπτωση απαιτείται επανάληψη όλης της
διαδικασίας.
Παρατήρηση 3: Τα ποσοστά της στήλης (4) στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη
μονάδα.
Παρατήρηση 4: Με βάση τα αποτελέσματα της κοκκομετρικής ανάλυσης ενός
αδρανούς προκύπτει η τιμή του κοκκομετρικού αριθμού Κ. Ο κοκκομετρικός
αριθμός είναι ένας δείκτης της λεπτότητας των αδρανών υλικών και ορίζεται ως ο
λόγος του αθροίσματος της μάζας των αθροιστικά συγκρατούμενων υλικών (στήλη
(3)) προς τη συνολική μάζα του δείγματος ή εναλλακτικά το πηλίκο του αθροίσματος
των αθροιστικά συγκρατούμενων ποσοστών διά 100. Σε κάθε περίπτωση δεν
προστίθενται τα συγκρατούμενα του πυθμένα. Για παράδειγμα στην περίπτωση του
πίνακα 2.5 έχουμε:
0 20 42 57 70 74 84 94
Κ= = 4.41
100
29
Πίνακας 2.5 Παράδειγμα κοκκομετρικής ανάλυσης αδρανούς
(1) (2) (3) (4) (5)
Ποσοστά
Συγκρατούμενα Ποσοστά
Κόσκινα Συγκρατούμενα συγκρατούμενων
αθροιστικά Διερχόμενων
αθροιστικά
(mm) (gr) (gr) (%) (%)
63 0 0 0 100
31.5 200 200 20 80
16 220 420 42 58
8 150 570 57 43
4 130 700 70 30
2 40 740 74 26
1 100 840 84 16
0.25 100 940 94 6
Πυθμένας 60 1000 100 0
100
100
80
80
Διερχόμενα (%)
60 58
43
40
30
26
20
16
6
0
0.25 1 2 4 8 16 31.5 63
Κόσκινα (mm)
30
μέρους των κόκκων είναι μεταξύ d και D. Ένα μικρό μέρος των κόκκων επιτρέπεται
να έχει διάσταση μικρότερη από d (υπομέγεθος) ή μεγαλύτερη από D (υπερμέγεθος).
Τα κόσκινα με ανοίγματα d και D πρέπει να ανήκουν είτε στη δεύτερη είτε στην τρίτη
στήλη του πίνακα 2.4 (κατά προτίμηση στη δεύτερη) και να ισχύει D/d 1.4.
Επιπλέον, πρέπει να ισχύουν οι απαιτήσεις του πίνακα 2.6.
Παρατήρηση 5: Όταν τα μεγέθη 2D, 1.4D και d/2 δεν συμπίπτουν με κάποιο από τα
κόσκινα του πίνακα 2.4, χρησιμοποιούνται τα πλησιέστερα κόσκινα.
Λόγω της δυσμενούς επιρροής περίσσειας λεπτόκοκκου υλικού στην αντοχή του
σκυροδέματος και στη συνάφεια του τσιμεντοπολτού με τα αδρανή και τους
οπλισμούς, οι κανονισμοί θέτουν περιορισμούς σε ότι αφορά στην περιεκτικότητα
των αδρανών σε παιπάλη. Ειδικότερα, ο ΚΤΣ-2015 θέτει τα εξής όρια:
Σε ότι αφορά στα χονδρόκοκκα κλάσματα των αδρανών, η παιπάλη δεν
πρέπει να υπερβαίνει το 1.5% του ξηρού βάρους τους.
Σε ότι αφορά στα λεπτόκοκκα κλάσματα των αδρανών (άμμος), η παιπάλη
δεν πρέπει να υπερβαίνει το 16% ή το 3% του ξηρού βάρους τους, αν
πρόκειται για θραυστή ή συλλεκτή άμμο αντίστοιχα.
Σε ότι αφορά στα αδρανή συνεχούς διαβάθμισης, η παιπάλη δεν πρέπει να
υπερβαίνει το 11% ή το 3% του ξηρού βάρους τους, αν πρόκειται για
θραυστά ή συλλεκτά αδρανή αντίστοιχα.
Παρατήρηση 6: Ως παιπάλη ορίζεται το μέρος του αδρανούς που διέρχεται από
κόσκινο ανοίγματος 0.063mm. Δηλαδή, για την εφαρμογή της συγκεκριμένης
κανονιστικής διάταξης υπάρχει μικρή διαφοροποίηση στον ορισμό της παιπάλης σε
σχέση με το ευρωπαϊκό πρότυπο ΕΝ 12620.
31
Επιπλέον, τίθεται περιορισμός στο ποσοστό των κόκκων της άμμου που διέρχεται
από κόσκινο 0.25mm, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 30% ή το 37% του ξηρού
βάρους για οπλισμένο ή άοπλο χωρίς ειδικές απαιτήσεις σκυρόδεμα αντίστοιχα.
Για την παρασκευή σκυροδέματος χρησιμοποιείται ένα ή μίγμα περισσοτέρων
κλασμάτων αδρανών σύμφωνα με τις παρακάτω απαιτήσεις:
Για σκυρόδεμα κατηγορίας C20/25 ή μεγαλύτερης και για μέγιστο κόκκο
αδρανούς Dmax>16mm απαιτείται η μίξη τριών τουλάχιστον κλασμάτων
αδρανών.
Για μικρότερες κατηγορίες σκυροδέματος και για μέγιστο κόκκο αδρανούς
Dmax>16mm, καθώς και για Dmax 16mm ανεξάρτητα από την κατηγορία
σκυροδέματος, απαιτείται η μίξη δύο τουλάχιστον κλασμάτων αδρανών.
Για σκυρόδεμα κατηγορίας C12/15 ή μικρότερης επιτρέπεται η χρήση ενός
μόνο κλάσματος αδρανών συνεχούς διαβάθμισης.
Σε κάθε περίπτωση η κοκκομετρική διαβάθμιση του μίγματος των αδρανών
συνιστάται να εμπίπτει στα όρια της υποζώνης Δ, ενδεχομένως και της υποζώνης Ε,
όπως δίνονται στα σχήματα 2.22 έως 2.25 και στους πίνακες 2.7 έως 2.10 ανάλογα με
το μέγιστο κόκκο των αδρανών (63mm, 31.5mm, 16mm ή 8mm).
Παρατήρηση 7: Στη χώρα μας για συνήθη έργα χρησιμοποιείται κατά κανόνα
σκυρόδεμα με μέγιστο κόκκο αδρανούς 31.5mm.
32
Πίνακας 2.7 Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης μίγματος αδρανών
μέγιστου κόκκου 63mm
Κόσκινα Διερχόμενα (%)
33
Πίνακας 2.8 Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης μίγματος αδρανών
μέγιστου κόκκου 31.5mm
Κόσκινα Διερχόμενα (%)
34
Πίνακας 2.9 Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης μίγματος αδρανών
μέγιστου κόκκου 16mm
Κόσκινα Διερχόμενα (%)
35
Πίνακας 2.10 Όρια κοκκομετρικής διαβάθμισης μίγματος αδρανών
μέγιστου κόκκου 8mm
Κόσκινα Διερχόμενα (%)
36
αποδεκτή κοκκομετρική διαβάθμιση (εντός της υποζώνης Δ). Κατά κανόνα όμως
λαμβάνεται ο μέσος όρος των δύο ακραίων τιμών. Έτσι, στο συγκεκριμένο
παράδειγμα προκύπτει αναλογία βαρών χονδρόκοκκου προς λεπτόκοκκο υλικό
(άμμος) 2.32. Η αναλογία αυτή μπορεί να εκφραστεί σε ποσοστά ως εξής:
1
Άμμος: = 0.30108 ≈ 30%
1 2.32
2.32
Χονδρόκοκκο υλικό: = 0.69892 ≈ 70%
1 2.32
Εναλλακτικά η αναλογία μίξεως των δύο κλασμάτων μπορεί να υπολογιστεί με
βάση τους κοκκομετρικούς αριθμούς. Με τη βοήθεια του πίνακα 2.12 υπολογίζονται
οι κοκκομετρικοί αριθμοί των δύο κλασμάτων, καθώς και των οριακών καμπυλών
της υποζώνης Δ. Κατόπιν λαμβάνεται η μέση τιμή Κm των κοκκομετρικών αριθμών
των δύο οριακών καμπυλών, η οποία είναι και η επιθυμητή τιμή του κοκκομετρικού
αριθμού του τελικού μίγματος. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα προκύπτει:
3.1 4.25
Κm = 3.675.
2
Αν Π1, Κ1 και Π2, Κ2 είναι τα ποσοστά και οι κοκκομετρικοί αριθμοί του
λεπτόκκοκου και του χονδρόκοκκου υλικού αντίστοιχα, πρέπει να ισχύει:
Π1 + Π2 = 100, Π1∙Κ1 + Π2∙Κ2 = 100Κm
Από την επίλυση του συστήματος των δύο εξισώσεων προκύπτει:
K m K1 3.675 1.5
Π2 = 100 = 100 ≈ 67% και Π1 = 100 - Π2 ≈ 33%
K 2 K1 4.77 1.5
37
Πίνακας 2.12 Υπολογισμός κοκκομετρικών αριθμών
(1) (2) (3) (4) (5)
Αθροιστικά συγκρατούμενα (%)
Κόσκινα
Άμμος 0/4 Χονδρόκοκκο 4/32 Όρια υποζώνης Δ
0.25 80 100 87 98
1 50 100 70 90
2 20 97 60 82
4 0 90 48 70
8 0 65 32 55
16 0 25 13 30
31.5 0 0 0 0
63 0 0 0 0
Σύνολα 150 477 310 425
Κοκκομετρικοί
1.5 4.77 3.1 4.25
αριθμοί
38
χρώμα στο σχήμα 2.26) και ενώνονται με ευθείες τα σημεία b, c και d, e (με πράσινο
χρώμα στο σχήμα 2.26). Η τεταγμένη του σημείου g όπου τέμνεται η bc με τη
διαγώνιο ΑΓ αντιστοιχεί στην ποσοστιαία αναλογία της άμμου 0/4, ενώ η τεταγμένη
του σημείου h όπου τέμνεται η de με την ΑΓ αντιστοιχεί στο άθροισμα της
ποσοστιαίας αναλογίας της άμμου 0/4 και του χονδρόκοκκου υλικού 4/16. Έτσι, στο
συγκεκριμένο παράδειγμα προκύπτουν οι εξής αναλογίες μίξεως:
Άμμος 0/4: 31%
Χονδρόκοκκο υλικό 4/16: 74-31 = 43%
Χονδρόκοκκο υλικό 16/32: 100-74 = 26%
Με βάση τις παραπάνω αναλογίες υπολογίζεται η κοκκομετρική διαβάθμιση του
μίγματος αδρανών στη στήλη (6) του πίνακα 2.13. Όπως φαίνεται, η επιτευχθείσα
καμπύλη είναι αρκετά κοντά στη στοχευόμενη και πάντως εντός των ορίων της
υποζώνης Δ. Προφανώς, με διαδοχικές δοκιμές είναι δυνατή η περαιτέρω
βελτιστοποίηση του αποτελέσματος.
Πίνακας 2.13 Κοκκομετρική διαβάθμιση κλασμάτων και μίγματος αδρανών
(1) (2) (3) (4) (5) (6)
Άμμος Χονδρόκοκκο Χονδρόκοκκο Διαβάθμιση μίγματος
Κόσκινα
0/4 4/16 16/32 Στοχευόμενη Επιτευχθείσα
0.25 20 0 0 8 6
1 50 0 0 20 16
2 80 2 0 29 26
4 100 15 0 41 37
8 100 70 3 57 62
16 100 100 10 79 77
31.5 100 100 100 100 100
39
2.2.4 Γεωμετρικές απαιτήσεις
Οι κόκκοι των αδρανών υλικών θα πρέπει να είναι κατά το δυνατό σφαιροειδείς ή
κυβοειδείς. Οι πλακοειδείς και επιμήκεις κόκκοι θα πρέπει να αποφεύγονται. Αν b
είναι το πλάτος, d το πάχος και l το μήκος ενός κόκκου, τότε ο κόκκος θεωρείται
πλακοειδής όταν b/d>2 και επιμήκης όταν l/b>1.5. Οι παλαιότερες κανονιστικές
προβλέψεις επέβαλλαν τον περιορισμό των κόκκων με l/d >3 σε ποσοστά μικρότερα
του 50% κατά βάρος. Στο σχέδιο του νέου ελληνικού Κανονισμού Τεχνολογίας
Σκυροδέματος (ΚΤΣ-2015) υιοθετείται η έννοια του δείκτη πλακοειδούς FI, δηλαδή
του ποσοστού των πλακοειδών κόκκων ενός κλάσματος αδρανών, το οποίο
προσδιορίζεται με τη χρήση ειδικών κοσκίνων με κατάλληλες επιμήκεις σχισμές.
Προκειμένου για χονδρόκοκκα υλικά ο δείκτης πλακοειδούς δεν πρέπει να ξεπερνά
το 35.
Εξάλλου, σημαντικός είναι ο ρόλος της τραχύτητας της επιφάνειας των αδρανών.
Μεγάλη τραχύτητα βελτιώνει την πρόσφυση με τον τσιμεντοπολτό, άρα και την
αντοχή του σκυροδέματος, μειώνει όμως την εργασιμότητα. Πάντως, το σχέδιο ΚΤΣ-
2015 δεν θέτει κάποια σχετική απαίτηση.
40
κοκκομετρική διαβάθμιση). Κατόπιν, το δείγμα κοσκινίζεται με το κόσκινο Νο12 της
αμερικανικής σειράς κοσκίνων (άνοιγμα ≈ 1.7mm). Το συγκρατούμενο υλικό
πλένεται, ξηραίνεται και ζυγίζεται. Το πηλίκο της διαφοράς αρχικού και τελικού
βάρους προς το αρχικό βάρος του δείγματος, εκπεφρασμένο σε ποσοστό επί τοις
εκατό (%), ονομάζεται συντελεστής Los Angeles (LA) και θεωρείται
αντιπροσωπευτικός της φθοράς που υφίσταται ένα υλικό λόγω κρούσης και τριβής.
Σύμφωνα με το σχέδιο ΚΤΣ-2015, ο συντελεστής LA των χονδρόκκοκων αδρανών
που προορίζονται για την παρασκευή σκυροδέματος δεν πρέπει να ξεπερνά το 40.
41
Η ανθεκτικότητα των αδρανών σε παγετό πρέπει να ελέγχεται σε περιπτώσεις
έκθεσης του σκυροδέματος σε ψυχρό περιβάλλον. Ο έλεγχος γίνεται με τη δοκιμή
αντοχής σε αποσάθρωση, που είναι ευρύτερα γνωστή ως «υγεία» αδρανών. Σύμφωνα
με αυτή, δείγμα ξηρών αδρανών που συγκρατείται από ορισμένο κόσκινο
εμβαπτίζεται σε κορεσμένο διάλυμα θειικού μαγνησίου. Τα μόρια του θειικού
μαγνησίου που απορροφούνται από το αδρανές ενυδατώνονται και πολλαπλασιάζουν
τον όγκο τους. Έτσι, ασκούνται ισχυρές πιέσεις, ανάλογες με αυτές που
προκαλούνται με το μηχανισμό δράσης του παγετού. Το δείγμα μετά την παρέλευση
16 έως 18 ωρών ξηραίνεται και αφήνεται να κρυώσει σε θερμοκρασία δωματίου. Η
παραπάνω διαδικασία αποτελεί ένα κύκλο της δοκιμής και πραγματοποιείται
συνολικά πέντε φορές. Κάθε κύκλος αντιστοιχεί σε πολλούς κύκλους ψύξης –
θέρμανσης ενός υλικού εκτεθειμένου στις καιρικές συνθήκες. Μετά το πέρας των
πέντε κύκλων το δείγμα πλένεται, ξηραίνεται εκ νέου και κοσκινίζεται με το ίδιο
κόσκινο από το οποίο είχε αρχικά συγκρατηθεί εξολοκλήρου. Η διαφορά βάρους του
τελικά συγκρατούμενου από το αρχικό δείγμα αποτελεί τη φθορά λόγω αποσάθρωσης
που δεν πρέπει να ξεπερνά το 18%-25%, ανάλογα με τις συνθήκες έκθεσης του
σκυροδέματος σε παγετό. Ο έλεγχος με τη δοκιμή «υγεία» αδρανών μπορεί να
παραλείπεται όταν η υδροαπορροφητικότητα είναι μικρότερη του 1%, καθώς σε αυτή
την περίπτωση θεωρείται ότι η ανθεκτικότητα των αδρανών σε παγετό είναι επαρκής.
Τέλος, σε ότι αφορά στην ορυκτολογική σύσταση των αδρανών, θα πρέπει να
αποφεύγονται συστατικά που μπορεί να αντιδράσουν με τα αλκάλια του τσιμέντου
(αλκαλοπυριτική ή αλκαλοανθρακική αντίδραση) προκαλώντας διόγκωση και κατά
συνέπεια ρηγμάτωση του σκυροδέματος. Ενδεικτικά αναφέρεται η επιβλαβής δράση
ορυκτών όπως ο οπάλιος, οι χαλαζίες, οι ρυόλιθοι και ο δολομίτης.
42
από θάλασσα σε προεντεταμένο σκυρόδεμα, ενώ σε οπλισμένο σκυρόδεμα
την επιτρέπει μόνο εφόσον η περιεκτικότητά τους σε χλωριόντα δεν
υπερβαίνει το 0.04% κατά βάρος ή και λιγότερο (ανάλογα με τη συνολική
περιεκτικότητα του σκυροδέματος σε χλωριόντα). Οι περιορισμοί δεν
ισχύουν αν τα αδρανή έχουν πλυθεί.
Ενώσεις του θείου, λόγω κινδύνου διόγκωσης του σκυροδέματος
Ειδικότερα, σύμφωνα με το σχέδιο ΚΤΣ-2015 η περιεκτικότητα των
αδρανών σε θειικά διαλυτά σε οξέα και σε ολικό θείο δεν πρέπει να ξεπερνά
το 0.8% και 1% αντίστοιχα.
Τεμαχίδια γαιάνθρακα ή λιγνίτη, λόγω κινδύνου μείωσης της αντοχής του
σκυροδέματος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σχέδιο ΚΤΣ-2015 η
περιεκτικότητα των αδρανών σε τεμαχίδια γαιάνθρακα ή λιγνίτη δεν πρέπει
να ξεπερνά το 0.5% για άμμο και το 1% για χονδρόκοκκα αδρανή. Τα
ποσοστά αυτά περιορίζονται στο μισό όταν υπάρχουν ειδικές απαιτήσεις για
την εμφάνιση του σκυροδέματος.
Προσμίξεις σακχαρωδών ή οργανικών ουσιών, λόγω δυσμενούς επιρροής
στο μηχανισμό πήξης και σκλήρυνσης του σκυροδέματος. Όταν υπάρχει
υποψία παρουσίας σακχαρωδών ουσιών ή όταν διαπιστωθεί η ύπαρξη
οργανικών προσμίξεων με κατάλληλες χρωματομετρικές μεθόδους,
σύμφωνα με το σχέδιο ΚΤΣ-2015, επιβάλλεται έλεγχος του χρόνου πήξεως
και της αντοχής πρότυπων δοκιμίων κονιάματος. Αν ο χρόνος πήξεως δεν
αυξάνεται περισσότερο από δύο ώρες και η αντοχή των δοκιμίων σε θλίψη
δεν μειώνεται περισσότερο από 20% τα αδρανή θεωρούνται κατάλληλα.
Τέλος, δυσμενή επιρροή στις ιδιότητες του σκυροδέματος έχουν και μια σειρά από
άλλες χημικές ουσίες, όπως οι σιδηρούχες ενώσεις, οι ενώσεις του μολύβδου, του
ψευδαργύρου κ.α. Ωστόσο, το σχέδιο ΚΤΣ-2015 δεν επιβάλλει σχετικούς
περιορισμούς ή ελέγχους στα αδρανή.
2.3 Νερό
Το νερό που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σκυροδέματος θα πρέπει να
είναι καθαρό και απαλλαγμένο από επιβλαβείς προσμίξεις (θειικά, χλωριόντα,
μόλυβδος, ψευδάργυρος, σάκχαρα κλπ.). Όταν το νερό είναι αποδεδειγμένα πόσιμο,
π.χ. όταν προέρχεται από το δίκτυο ύδρευσης, δεν απαιτείται η διενέργεια σχετικών
43
ελέγχων. Όταν το νερό προέρχεται από οποιαδήποτε άλλη πηγή, απαιτείται η
διενέργεια ελέγχων συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του προτύπου ΕΛΟΤ ΕΝ 1008.
Σύμφωνα με το σχέδιο του ελληνικού Κανονισμού Τεχνολογίας Σκυροδέματος (ΚΤΣ-
2015), απαγορεύεται η χρήση θαλασσινού νερού για την παρασκευή οπλισμένου και
προεντεταμένου σκυροδέματος.
2.4 Πρόσθετα
Τα πρόσθετα είναι χημικές ουσίες που προστίθενται στο σκυρόδεμα σε μικρές
ποσότητες (μέχρι 5% του βάρους του τσιμέντου) με στόχο να βελτιώσουν κάποια από
τις ιδιότητές του. Τα κυριότερα είδη προσθέτων είναι:
Επιβραδυντές πήξεως: χρησιμοποιούνται για σκυροδετήσεις σε υψηλές
θερμοκρασίες, για μεταφορά εργοστασιακού σκυροδέματος σε μακρινές
αποστάσεις ή σε συνθήκες κυκλοφοριακής συμφόρησης και για αποφυγή
αρμών διακοπής εργασίας σε ογκώδεις κατασκευές.
Επιταχυντές πήξεως: χρησιμοποιούνται για σκυροδετήσεις σε χαμηλές
θερμοκρασίες και για περιπτώσεις που απαιτείται πρόωρη πήξη και
ανάπτυξη αντοχής, π.χ. επενδύσεις σηράγγων, γρήγορη αφαίρεση
ξυλοτύπων κ.α.
Αερακτικά: δημιουργούν φυσαλίδες αέρα στη μάζα του σκυροδέματος και
το προστατεύουν από παγοπληξία. Επίσης, αυξάνουν την εργασιμότητα και
μειώνουν τη διαπερατότητα. Χρησιμοποιούνται σε ψυχρά κλίματα, σε
ελαφροσκυροδέματα και σε κατασκευές όπως φράγματα, ογκώδη θεμέλια,
καταστρώματα γεφυρών κ.α.
Ρευστοποιητές – μειωτές νερού: αυξάνουν την εργασιμότητα και τη
συνεκτικότητα του σκυροδέματος. Επιτρέπουν τη μείωση της ποσότητας
του νερού ώστε να είναι δυνατή η αύξηση της αντοχής ή και η μείωση της
ποσότητας του τσιμέντου. Συμβάλλουν στην καλή συμπύκνωση και τη
γρήγορη διάστρωση του σκυροδέματος. Είναι ιδανικοί για αντλητό
σκυρόδεμα και για σκυροδέτηση δομικών στοιχείων με πολύ πυκνό
οπλισμό.
44
2.5 Χάλυβας οπλισμού σκυροδέματος
2.5.1 Ταξινόμηση και σήμανση χαλύβων οπλισμού
Οι χάλυβες οπλισμού ανάλογα με τη μορφή τους διακρίνονται σε:
Ευθύγραμμες ράβδους, συνήθως μήκους 12m ή 14m (σχήμα 2.28).
Κουλούρες, συνήθως βάρους 500kg έως 3000kg (σχήμα 2.29).
Πλέγματα, συνήθως μήκους μέχρι 6m και πλάτους μέχρι 2.5m (σχήμα
2.30).
Δικτυώματα, διδιάστατα ή τρισδιάστατα (σχήμα 2.31).
Έτοιμους κλωβούς, για την όπλιση υποστυλωμάτων και τοιχωμάτων
(σχήμα 2.32).
Aνάλογα με τη μέθοδο παραγωγής τους διακρίνονται σε:
Θερµής έλασης, χωρίς καµία άλλη περαιτέρω θερµική ή θερµοµηχανική
κατεργασία οποιασδήποτε µορφής (χάλυβες ΘΕ-Χ).
Θερµής έλασης, που ακολουθείται από µία άµεση εν σειρά διαδικασία
θερµικής κατεργασίας (χάλυβες ΘΕ-Θ)
Ψυχρής κατεργασίας, µε ολκή ή έλαση του αρχικού προϊόντος που
προέρχεται από θερµή έλαση (χάλυβες ΨΚ-Ο) ή µε στρέψη του αρχικού
προϊόντος που προέρχεται από θερµή έλαση (χάλυβες ΨΚ-Σ) ή µε
συνδυασµό των παραπάνω.
Σύµφωνα µε τη µορφή της επιφάνειάς τους διακρίνονται σε:
Λείους χάλυβες.
Χάλυβες µε ανάγλυφες νευρώσεις, υψηλής συνάφειας (νευροχάλυβες).
Χάλυβες µε κοιλότητες (έγγλυφες αυλακώσεις).
Σύµφωνα µε την ολκιµότητα, σε:
Χάλυβες χαµηλής ολκιµότητας.
Χάλυβες υψηλής ολκιµότητας.
Σύµφωνα µε τη συγκολλησιµότητα, σε:
Χάλυβες συγκολλήσιµους.
Χάλυβες µη συγκολλήσιµους ή συγκολλήσιµους υπό προϋποθέσεις.
Σύµφωνα µε την αντίστασή τους σε διάβρωση, σε:
Κοινούς χάλυβες, που είναι κράµατα σιδήρου µε άνθρακα και µε άλλα
στοιχεία σε µικρές περιεκτικότητες.
45
Ανοξείδωτους χάλυβες, που είναι κράµατα σιδήρου µε ελάχιστη
περιεκτικότητα σε χρώµιο 12%. Η αντοχή τους σε διαβρωτικό περιβάλλον
είναι µεγαλύτερη αν περιέχουν και άλλα κραµατικά στοιχεία, όπως νικέλιο,
µολυβδένιο, τιτάνιο κ.α.
Οι χάλυβες οπλισμού που χρησιμοποιούνται τα τελευταία χρόνια στα συνήθη
έργα στην Ελλάδα και είναι σύμφωνοι με τις σχετικές προδιαγραφές είναι κοινοί,
συγκολλήσιμοι νευροχάλυβες θερμικής έλασης και κατεργασίας (ΘΕ-Θ) με όριο
διαρροής 500MPa. Ανάλογα με την ολκιμότητά τους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
Χαμηλής ολκιμότητας Β500Α, που επιτρέπονται μόνο για πλέγματα και
δικτυώματα διαμέτρου μέχρι 8mm.
Υψηλής ολκιμότητας Β500C, που επιτρέπονται για οποιαδήποτε μορφή
οπλισμού χωρίς κανένα περιορισμό.
46
Σχήμα 2.30 Δομικά πλέγματα
47
εργοστασίου παραγωγής τους. Καταρχάς, η αναγνώριση της κατηγορίας γίνεται από
την κλίση των νευρώσεων που είναι σταθερή στους χάλυβες κατηγορίας Β500Α και
μεταβαλλόμενη στους χάλυβες κατηγορίας Β500C. Στην περίπτωση ευθύγραµµων
ράβδων, το σύµβολο για την έναρξη της σήµανσης (σχήματα 2.33 και 2.34),
υποδηλώνεται µε δύο διαδοχικές ενισχυµένες πλάγιες νευρώσεις. Μετά την έναρξη,
ακολουθεί η σήµανση της χώρας παραγωγής. Το πλήθος των νευρώσεων αντιστοιχεί
σε ένα κωδικό αριθμό που χαρακτηρίζει κάθε χώρα. Μετά, ακολουθεί η σήµανση της
µονάδας παραγωγής, η οποία γίνεται µε κανονικές πλάγιες νευρώσεις ανάµεσα σε
ενισχυµένες. Εάν ο αριθµός που δηλώνει τη µονάδα παραγωγής είναι διψήφιος (το 10
και τα πολλαπλάσια του απαγορεύονται) τότε συµβολίζεται µε δύο οµάδες πλάγιων
νευρώσεων ανάµεσα σε ενισχυµένες, εκ των οποίων η πρώτη οµάδα δίνει το πρώτο
ψηφίο και η δεύτερη οµάδα το δεύτερο ψηφίο του κωδικού του εργοστασίου.
48
Σχήμα 2.35 Παράδειγμα σήμανσης κουλούρας χάλυβα Β500Α
49
Σε ότι αφορά στα μηχανικά χαρακτηριστικά των χαλύβων οπλισμού, κυρίαρχο
ρόλο παίζουν το όριο διαρροής (fy ≥ 500MPa), η εφελκυστική αντοχή ft (15% έως
35% μεγαλύτερη του fy για χάλυβες κατηγορίας Β500C) και η αξονική παραμόρφωση
για το μέγιστο φορτίο (εu ≥ 7.5% για χάλυβες κατηγορίας Β500C). Στο σχήμα 2.37
φαίνεται το διάγραμμα αξονικών τάσεων – παραμορφώσεων σ-ε συνήθων χαλύβων
υπό εφελκυσμό, από το οποίο γίνεται φανερή η μεγάλη πλαστιμότητα που διαθέτει ο
χάλυβας. Τα υπόλοιπα μηχανικά χαρακτηριστικά που πρέπει να ελέγχονται είναι η
αντοχή σε διάτμηση (για τα πλέγματα), η ικανότητα αναδίπλωσης και ειδικά για τους
χάλυβες κατηγορίας Β500C η συμπεριφορά σε πολλαπλούς κύκλους φόρτισης
(κόπωση).
50
εξασφαλίζονται οι επιθυμητές ιδιότητες και κυρίως η συγκολλησιμότητα. Τα σχετικά
όρια που θέτει ο ελληνικός κανονισμός τεχνολογίας χαλύβων δίνονται στον πίνακα
2.16.
51
52
3. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ
3.1 Τύποι σκυροδέματος
Η έννοια του ‘τύπου’ σκυροδέματος περιλαμβάνει όλα τα προδιαγραφόμενα
χαρακτηριστικά και ιδιότητες του σκυροδέματος στη νωπή και σκληρυμένη φάση και
συγκεκριμένα την κατηγορία αντοχής, το μέγιστο κόκκο των αδρανών, την
κατηγορία έκθεσης ανάλογα με τις περιβαλλοντικές δράσεις, την κατηγορία
περιεκτικότητας σε χλωριόντα και την κατηγορία κάθισης.
Καταρχάς, το σκυρόδεμα διακρίνεται σε κατηγορίες ανάλογα με τη
χαρακτηριστική αντοχή του σε θλίψη fck (πίνακας 3.1). Κάθε κατηγορία συμβολίζεται
με το λατινικό γράμμα C (αρχικό γράμμα της λέξης concrete που σημαίνει
σκυρόδεμα στα αγγλικά) και δύο αριθμούς. Ο πρώτος αντιστοιχεί στη
χαρακτηριστική αντοχή σε θλίψη (σε ΜΡα) κυλινδρικών δοκιμίων σκυροδέματος
διαμέτρου 15cm και ύψους 30cm, ενώ ο δεύτερος στη χαρακτηριστική αντοχή σε
θλίψη κυβικών δοκιμίων πλευράς 15cm. Η αντοχή σε θλίψη είναι η πιο
αντιπροσωπευτική ιδιότητα του σκυροδέματος. Η αντοχή σε άλλου είδους
καταπονήσεις, καθώς και διάφορα άλλα χαρακτηριστικά του σκυροδέματος (π.χ. το
μέτρο ελαστικότητας) προκύπτουν συναρτήσει της θλιπτικής αντοχής.
Παρατήρηση 1: Οι τιμές του πίνακα είναι χαρακτηριστικές, δηλαδή εξασφαλίζονται
με πιθανότητα 95%. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι αν ελεγχθούν 100 δοκίμια μιας
ορισμένης κατηγορίας σκυροδέματος, τουλάχιστον τα 95 θα πρέπει να έχουν αντοχή
μεγαλύτερη ή ίση από την αντοχή της εν λόγω κατηγορίας. Η εισαγωγή της έννοιας
της χαρακτηριστικής τιμής της αντοχής οφείλεται στο γεγονός ότι η αντοχή διαφόρων
δοκιμίων, ακόμα κι αν προέρχονται από την ίδια παρτίδα σκυροδέματος, παρουσιάζει
μεγάλη διασπορά.
53
παράγοντες όπως η υγρασία, ο παγετός, τα χλωριόντα, μηχανικές καταπονήσεις
(τριβή, απότριψη) και διάφορες χημικές προσβολές. Το σκυρόδεμα μπορεί να ανήκει
σε μία ή σε συνδυασμό κατηγοριών έκθεσης. Ο προσδιορισμός της κατηγορίας (ή
των κατηγοριών) έκθεσης έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επηρεάζει την επιλογή της
κατηγορίας αντοχής του σκυροδέματος και τις ελάχιστες ή μέγιστες απαιτήσεις για
μια σειρά παραμέτρων, όπως ο λόγος Ν/Τ, η περιεκτικότητα σε τσιμέντο κ.α.
Ειδικά σε ότι αφορά στα χλωριόντα, γίνεται περαιτέρω διάκριση σε τρεις
κατηγορίες περιεκτικότητας, ανάλογα με τη χρήση του σκυροδέματος (άοπλο,
οπλισμένο ή προεντεταμένο). Η κατηγοριοποίηση αυτή επηρεάζει την επιλογή του
τσιμέντου που θα χρησιμοποιηθεί.
Τέλος, το σκυρόδεμα κατατάσσεται σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με την
εργασιμότητά του, δηλαδή την ιδιότητα του νωπού σκυροδέματος που χαρακτηρίζει
την ευκολία με την οποία αυτό μεταφέρεται, διαστρώνεται και συμπυκνώνεται. Η
εργασιμότητα είναι σύνθετη έννοια και περιλαμβάνει την πλαστικότητα (ευκολία
μορφοποίησης), τη συνεκτικότητα (ικανότητα του σκυροδέματος να ρέει χωρίς να
χάνει τη συνοχή του), την αντλησιμότητα (ικανότητα του σκυροδέματος να
μεταφέρεται μέσα από σωλήνες, ωθούμενο με κατάλληλη πίεση, χωρίς να χάνει την
ομοιογένειά του), το αναπόμικτο (ικανότητα μη διαχωρισμού των χονδρόκοκκων από
τα λεπτόκκοκα συστατικά) και τη συμπυκνωσιμότητα (ικανότητα μείωσης του όγκου
όταν υφίσταται συμπύκνωση). Η εργασιμότητα του νωπού σκυροδέματος εκτιμάται
με διάφορες δοκιμές, εκ των οποίων η πλέον γνωστή και πιο συχνά
χρησιμοποιούμενη στην Ελλάδα είναι η δοκιμή κάθισης (σχήμα 3.1). Η δοκιμή αυτή
συνίσταται στη μόρφωση μιας κωνικής στήλης νωπού σκυροδέματος με τη βοήθεια
ειδικής μήτρας (κώνος κάθισης). Η απώλεια ύψους που παρουσιάζει η στήλη μετά
την ανάσυρση της μήτρας ονομάζεται κάθιση και θεωρείται αντιπροσωπευτική της
εργασιμότητας του νωπού σκυροδέματος. Ο ΚΤΣ-2015 συνιστά η κάθιση να
κυμαίνεται μεταξύ 10mm και 210mm και καθορίζει τις κατηγορίες του πίνακα 3.2.
54
Παρατήρηση 2: Οι τιμές της κάθισης στρογγυλoποιούνται στα πλησιέστερα 10mm.
Παρατήρηση 3: Σκυρόδεμα με κάθιση μικρότερη από 10mm ονομάζεται ύφυγρο.
55
κανονιστικές απαιτήσεις, οι ιδιαιτερότητες κάθε έργου, τα διαθέσιμα υλικά και το
κόστος. Κυρίαρχο ρόλο μεταξύ των ιδιοτήτων του σκυροδέματος παίζει η κατηγορία
αντοχής. Γενικά, για λόγους κόστους επιδιώκεται η χρήση σκυροδέματος όσο το
δυνατόν χαμηλότερης κατηγορίας αντοχής, φυσικά λαμβάνοντας υπόψη και τις
ελάχιστες απαιτήσεις των κανονισμών. Πολλές φορές όμως, απαιτήσεις αντοχής ή
λειτουργικότητας ενός έργου επιβάλλουν τη χρήση ανώτερης από την ελάχιστη
επιτρεπόμενη κατηγορία.
Με δεδομένη πλέον την επιδιωκόμενη κατηγορία αντοχής, καθορίζεται η
απαιτούμενη αντοχή σχεδιασμού παραγωγής του σκυροδέματος σε θλίψη fασ, δηλαδή
η τιμή της μέσης αντοχής, για την οποία το σκυρόδεμα του έργου έχει μια ορισμένη
πιθανότητα αποδοχής, όταν εξετάζεται με τα κριτήρια συμμόρφωσης του
κανονισμού. Οι αναλογίες υλικών της μελέτης σύνθεσης πρέπει να εξασφαλίζουν
μέση αντοχή τουλάχιστον ίση με την fασ. Αν υπάρχουν στοιχεία τυπικής απόκλισης s,
που έχουν προκύψει από 35 τουλάχιστον διαδοχικά αποτελέσματα δοκιμών
διαφορετικών αναμιγμάτων, που έγιναν σε διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών με
τα ίδια υλικά, τις ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής και για σκυρόδεμα του οποίου η
χαρακτηριστική αντοχή δεν διαφέρει περισσότερο από 7ΜΡα από εκείνη της
επιδιωκόμενης κατηγορίας σκυροδέματος, τότε η απαιτούμενη αντοχή σχεδιασμού
παραγωγής fασ πρέπει να έχει τουλάχιστον την τιμή που υπολογίζεται από τη σχέση :
fασ = fck + 2.01s (3.1)
Αν η τιμή της τυπικής απόκλισης που προαναφέρθηκε έχει προκύψει – με τις
προηγούμενες προϋποθέσεις για τη χαρακτηριστική αντοχή – από λιγότερα των 35
αναμίγματα, όχι όμως και λιγότερα των 15, τότε η τιμή αυτή, πριν εισαχθεί στη σχέση
3.1 πρέπει να πολλαπλασιάζεται με τον αντίστοιχο συντελεστή του πίνακα 3.3. Αν η
τιμή της τυπικής απόκλισης (μετά τον πολλαπλασιασμό της με τον αντίστοιχο
συντελεστή του πίνακα 3.3) είναι μικρότερη από 3ΜΡα, τότε στη σχέση 3.1 πρέπει να
εισάγεται τιμή s = 3ΜΡα. Αν δεν υπάρχουν στοιχεία τυπικής απόκλισης ή υπάρχουν,
αλλά από λιγότερα των 15 αναμιγμάτων ή ακόμα αν η χαρακτηριστική αντοχή του
σκυροδέματος διαφέρει περισσότερο από 7ΜΡα από εκείνη της επιδιωκόμενης
κατηγορίας, τότε ο υπολογισμός της απαιτούμενης αντοχής σχεδιασμού παραγωγής
fασ από τη σχέση 3.1 πρέπει να γίνεται με την παραδοχή τυπικής απόκλισης s = 5ΜΡα
για θραυστά αδρανή και s = 6ΜΡα για συλλεκτά.
56
Πίνακας 3.3 Συντελεστής διόρθωσης της τυπικής απόκλισης
Αριθμός αναμιγμάτων Συντελεστής πολλαπλασιασμού
15 1,19
20 1,11
25 1,06
30 1,03
35 ή περισσότερα 1,00
Για τον υπολογισμό της αναλογίας μίξεως των διαφόρων υλικών έχουν προταθεί
διάφορες μεθοδολογίες, που οδηγούν γενικά και σε διαφορετικά αποτελέσματα.
Ωστόσο, όλες οι μεθοδολογίες βασίζονται σε κάποιες αρχές, οι σημαντικότερες εκ
των οποίων είναι οι εξής:
Το ακριβότερο από τα υλικά του σκυροδέματος είναι το τσιμέντο.
Συνεπώς, η μελέτη σύνθεσης θα πρέπει να στοχεύει στην ελαχιστοποίηση
της ποσότητας του τσιμέντου.
Τα δύο βασικότερα χαρακτηριστικά του σκυροδέματος, η αντοχή και η
εργασιμότητα, επηρεάζονται με αντίστροφο τρόπο από διάφορους
παράγοντες. Συνεπώς, ο προσδιορισμός των κατάλληλων αναλογιών μίξεως
των υλικών αποτελεί ουσιαστικά ένα πρόβλημα εύρεσης της ‘χρυσής τομής’
μεταξύ αλληλοσυγκρουόμενων απαιτήσεων.
Ο πλέον σημαντικός παράγοντας που καθορίζει τις ιδιότητες τόσο του
νωπού, όσο και του σκληρυμένου σκυροδέματος είναι ο λόγος της μάζας
του νερού προς τη μάζα του τσιμέντου Ν/Τ. Όσο ο λόγος Ν/Τ αυξάνει, η
αντοχή μειώνεται και η εργασιμότητα αυξάνεται και αντίστροφα.
Για μεγαλύτερο μέγιστο κόκκο αδρανών έχει αποδειχθεί ότι
επιτυγχάνεται μείωση του όγκου των κενών, άρα αύξηση της αντοχής
Αντίθετα, όσο πιο χονδρόκοκκα είναι τα αδρανή, τόσο μειώνεται η
εργασιμότητα. Επισημαίνεται πάντως ότι σύμφωνα με τον ΚΤΣ-2015, ο
μέγιστος κόκκος των αδρανών πρέπει να είναι μικρότερος από το 1/3 της
ελάχιστης διάστασης των δομικών στοιχείων του έργου.
Ανεξαρτήτως της μέγιστης διάστασης των κόκκων, απαιτείται πάντα καλή
κοκκομετρική διαβάθμιση, καθώς επηρεάζει ευμενώς και την αντοχή
και την εργασιμότητα.
57
Το γωνιώδες σχήμα και η τραχύτητα των αδρανών αυξάνουν την
αντοχή, αλλά μειώνουν την εργασιμότητα.
Το ποσοστό του εισαγόμενου αέρα μειώνει την αντοχή και αυξάνει την
εργασιμότητα.
Πολλές μεθοδολογίες προσδιορισμού των αναλογιών μίξεως των υλικών για την
παρασκευή σκυροδέματος βασίζονται σε νομογραφήματα που παρήχθησαν μετά από
πειραματική έρευνα και συνδέουν την απαιτούμενη αντοχή με τους παράγοντες που
καθορίζουν τη σύνθεση του σκυροδέματος (λόγος Ν/Τ, ποσότητα τσιμέντου κλπ.).
Για παράδειγμα, στα σχήματα 3.2 και 3.3 δίνονται νομογραφήματα που
αναπτύχθηκαν στο ΑΠΘ από τα οποία – με δεδομένα την απαιτούμενη αντοχή, την
κάθιση, τον τύπο του τσιμέντου και το μέγιστο κόκκο αδρανών – προσδιορίζεται ο
λόγος Ν/Τ (στα νομογραφήματα αναφέρεται ως Ν/Κ, δηλαδή νερό/κονία) και η
ποσότητα του τσιμέντου σε kg για την παρασκευή ενός κυβικού μέτρου
σκυροδέματος. Στη συνέχεια μπορεί να προσδιοριστεί και η μάζα των αδρανών από
την παρακάτω σχέση:
Τ Ν
A ρ Α (1 α) (3.2)
ρΤ ρW
όπου Α, Τ, Ν η μάζα σε kg των αδρανών, του τσιμέντου και του νερού αντίστοιχα,
ρΑ, ρΤ, ρW οι φαινόμενες πυκνότητες των λιθοσωμάτων των αδρανών, του τσιμέντου
και του νερού αντίστοιχα και α ο όγκος των κενών σε m3. Οι φαινόμενες πυκνότητες
των υλικών μπορούν να λαμβάνονται από τον πίνακα 3.4, ενώ το ποσοστό κενών
κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1% και 3%, δηλαδή α = 0.01~0.03m3.
Σχήμα 3.2 Νομογράφημα ΑΠΘ για τον προσδιορισμό του λόγου Ν/Τ
58
Σχήμα 3.3 Νομογράφημα ΑΠΘ για τον προσδιορισμό της ποσότητας τσιμέντου
59
όπου Τ, Ν η μάζα σε kg του τσιμέντου και του νερού αντίστοιχα, ρΤ, ρW οι
φαινόμενες πυκνότητες του τσιμέντου και του νερού αντίστοιχα και Λ, Χ, α ο όγκος
σε m3 των λεπτόκοκκων, των χονδρόκοκκων (λιθοσωμάτων) των αδρανών και του
εγκλωβισμένου αέρα αντίστοιχα. Συνήθως, οι τελικές ποσότητες των υλικών
ανάγονται σε μάζα ανά μονάδα όγκου (kg/m3). Οι φαινόμενες πυκνότητες των υλικών
λαμβάνονται και πάλι από τον πίνακα 3.4.
Παρατήρηση 1: Για ενδιάμεσες τιμές από αυτές των πινάκων γίνεται γραμμική
παρεμβολή.
Παρατήρηση 2: Το μέτρο λεπτότητας της άμμου είναι μέγεθος ανάλογο του
κοκκομετρικού αριθμού Κ των αδρανών. Βασίζεται στη σειρά αμερικανικών
κόσκινων και για συνήθεις άμμους κυμαίνεται μεταξύ 2.4 και 3.0.
Παρατήρηση 3: Με τη μέθοδο της ACI Committee 211 υπολογίζεται ταυτόχρονα και
η αναλογία χονδρόκοκκων / λεπτόκοκκων αδρανών. Έτσι, δεν απαιτείται η εφαρμογή
κάποιας από τις μεθοδολογίες που παρουσιάστηκαν στην παράγραφο 2.2.3 για τον
προσδιορισμό της αναλογίας μίξεως των διαφόρων κλασμάτων αδρανών. Πάντως, το
τελικό μίγμα των αδρανών θα πρέπει πάντα να ελέγχεται για το αν πληροί τις
απαιτήσεις του κανονισμού ως προς την κοκκομετρική του διαβάθμιση.
Ανεξαρτήτως της μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της
σύνθεσης του σκυροδέματος, θα πρέπει πάντα να ελέγχεται η συνολική ποσότητα των
υλικών ανά κυβικό μέτρο σκυροδέματος, η οποία πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ
2250kg και 2400kg. Επιπλέον, θα πρέπει να ελέγχεται και η κάλυψη των ελάχιστων
απαιτήσεων ανάλογα με την κατηγορία έκθεσης του σκυροδέματος σε
περιβαλλοντικές δράσεις (πίνακας Β2-7 του ΚΤΣ-2015). Σημειώνεται ότι οι
ελάχιστες ποσότητες τσιμέντου του πίνακα Β2-7 αφορούν σε αδρανή με μέγιστο
κόκκο 31.5mm. Για αδρανή με μέγιστο κόκκο 63mm η ελάχιστη ποσότητα τσιμέντου
ελαττώνεται κατά 20kg, για μέγιστο κόκκο 16mm αυξάνεται κατά 20kg και για
μέγιστο κόκκο 8mm αυξάνεται κατά 40kg. Επίσης, επισημαίνεται ότι για την
κατηγορία έκθεσης «Διάβρωση λόγω ενανθράκωσης» (πίνακας ΠΒ2-1 του ΚΤΣ-
2015), όταν οι επιφάνειες του σκυροδέματος είναι επιχρισμένες με
ασβεστοτσιμεντοκονίαμα πάχους τουλάχιστον 20mm ή έτοιμο τσιμεντοκονίαμα
πάχους τουλάχιστον 15mm, δίνεται η δυνατότητα στον μελετητή να επιλέξει την
ακριβώς χαμηλότερη κατηγορία έκθεσης από την προβλεπόμενη. Δηλαδή η ευμενής
δράση του επιχρίσματος επιτρέπει την επιλογή, αντί των κατηγοριών έκθεσης XC2,
XC3 και XC4, την επιλογή των XC1, XC2 και XC3 αντίστοιχα. Στην περίπτωση
60
αυτή για την κατηγορία ΧC1 η ελάχιστη περιεκτικότητα σε τσιμέντο είναι 270Kg/m3.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρήση αυτής της επιλογής, είναι η άμεση εφαρμογή
του επιχρίσματος στο σκυρόδεμα.
61
Πρέπει να τονιστεί ότι οι μεθοδολογίες υπολογισμού της σύνθεσης του
σκυροδέματος δεν λαμβάνουν υπόψη όλες τις παραμέτρους που επηρεάζουν τις
ιδιότητες του τελικού προϊόντος. Επίσης, οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη
μπορεί να παρουσιάζουν μεγάλη διασπορά. Έτσι, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι
μεθοδολογίες αυτές δεν παρέχουν μια σίγουρη λύση στο πρόβλημα της σύνθεσης του
σκυροδέματος, αλλά απλώς υποδεικνύουν μια πιθανή λύση που θα πρέπει να
ελέγχεται εργαστηριακά ως προς την εγκυρότητά της. Αυτός άλλωστε είναι και ο
λόγος που οι κανονισμοί επιβάλλουν στους παραγωγούς τη διεξαγωγή σειράς
αρχικών ελέγχων πριν τη χρησιμοποίηση του σκυροδέματος. Οι αρχικοί έλεγχοι είναι
αυτοί που θα καταδείξουν την καταλληλότητα της επιλεγείσας αναλογίας μίξεως των
υλικών ή την αναγκαιότητα διορθωτικών παρεμβάσεων από το μελετητή.
62
Σχήμα 3.5 Εργοστάσιο παραγωγής σκυροδέματος
Η ανάμιξη των υλικών για την παραγωγή του σκυροδέματος γίνεται σε ειδικούς
αναμικτήρες, που πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές, ώστε να
επιτυγχάνεται ομοιομορφία του τελικού προϊόντος. Οι αναμικτήρες αυτοί θα πρέπει
να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για την παραγωγή σκυροδέματος και όχι
κονιαμάτων. Τα υλικά πρέπει να μπαίνουν στον αναμικτήρα με τις αναλογίες που
προβλέπονται στη μελέτη σύνθεσης. Τα αδρανή, το τσιμέντο και τα πρόσθετα σε
στερεή μορφή πρέπει να μετρώνται σε βάρος, ενώ το νερό και τα πρόσθετα σε υγρή
μορφή μπορούν να μετρούνται είτε σε βάρος είτε σε όγκο. Η ζύγιση των υλικών
πρέπει να γίνεται με ακρίβεια ±2% για το τσιμέντο και το νερό, ±3% για τα αδρανή
και ±5% για τα πρόσθετα. Σε κάθε περίπτωση, οι αναλογίες των υλικών πρέπει να
διορθώνονται για να ληφθεί υπόψη η υγρασία των αδρανών. Ο χρόνος ανάμιξης, που
μετριέται μετά την εισαγωγή όλων των υλικών, καθορίζεται από τις προδιαγραφές
του αναμικτήρα, αλλά σύμφωνα με τον ΚΤΣ-2015 πρέπει να είναι τουλάχιστον ένα
λεπτό, εκτός αν αποδειχθεί από ειδικούς ελέγχους ότι επαρκεί μικρότερος χρόνος.
Μετά το πέρας της ανάμιξης, ο αναμικτήρας θα πρέπει να αδειάζει εντελώς προτού
γίνει η εισαγωγή των υλικών για το επόμενο ανάμιγμα. Μετά την απομάκρυνση του
σκυροδέματος από τον αναμικτήρα, απαγορεύεται η προσθήκη υλικών στο
μίγμα. Εξαιρείται η περίπτωση σκυροδέματος που μεταφέρεται με αυτοκίνητο
αναδευτήρα, οπότε επιτρέπεται η προσθήκη υπερρευστοποιητικού, αρκεί αυτό να
έχει προβλεφθεί στη μελέτη σύνθεσης.
63
3.4 Μεταφορά και παράδοση σκυροδέματος
Κατά τη μεταφορά του και μέχρι τη διάστρωση, το σκυρόδεμα πρέπει να
προστατεύεται από τη βροχή ή την πρόσμιξη του με ξένα υλικά και δεν πρέπει να
χάνει την ομοιογένεια του. Η μεταφορά του σκυροδέματος από το εργοστάσιο
παραγωγής στο έργο γίνεται κατά κανόνα με αυτοκίνητα-αναδευτήρες, που
αποκαλούνται στην καθομιλουμένη ‘βαρέλες’ (σχήμα 3.6). Οι βαρέλες διαθέτουν
περιστρεφόμενο κάδο χωρητικότητας συνήθως 7-12m3. Χάρη στην ανάδευση, το
σκυρόδεμα διατηρεί την εργασιμότητά του στα επιθυμητά επίπεδα για ικανό χρονικό
διάστημα, ώστε να είναι δυνατή η απρόσκοπτη διάστρωσή του.
Χρόνος μεταφοράς είναι ο χρόνος που παρεμβάλλεται από το πέρας προσθήκης
του νερού ανάμιξης έως το πέρας εκφόρτωσης και περιλαμβάνει πλην της μεταφοράς
στο έργο, το χρόνο αναμονής στο έργο και το χρόνο εκφόρτωσης. Σε συνήθεις
θερμοκρασίες, ο χρόνος μεταφοράς του σκυροδέματος δεν πρέπει να υπερβαίνει τη
1.5 ώρα, εκτός αν έχει προβλεφθεί διαφορετικά στη μελέτη σύνθεσης με κατάλληλη
χρήση επιβραδυντικών χημικών προσθέτων, οπότε επιτρέπεται να αυξηθεί σε 2 ώρες.
Σε περίπτωση σκυροδέτησης σε ακραίες θερμοκρασιακές συνθήκες απαιτείται
ελαχιστοποίηση του χρόνου μεταφοράς. Ειδικά στην περίπτωση ύφυγρων
σκυροδεμάτων ο χρόνος μεταφοράς πρέπει να περιορίζεται σε 45 λεπτά το πολύ.
64
καιρικές συνθήκες (χαμηλή ή υψηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος) θα πρέπει να
προδιαγράφονται στενότερα όρια από τα παραπάνω, ώστε να επιτυγχάνονται οι
προβλεπόμενες θερμοκρασίες κατά την ώρα της διάστρωσης.
Κατά την παραλαβή στο έργο ο επιβλέπων πρέπει να ελέγχει και να υπογράφει το
δελτίο αποστολής που συνοδεύει πάντα το σκυρόδεμα, να διενεργεί οπτικό έλεγχο και
δοκιμή εργασιμότητας και να λαμβάνει δοκίμια που θα αποσταλούν σε ειδικό
εργαστήριο για έλεγχο αντοχής. Όλα τα σχετικά στοιχεία καταγράφονται σε ειδικό
έντυπο παραλαβής που εντάσσεται μαζί με το δελτίο αποστολής στο φάκελο
ποιότητας του έργου.
65
Σχήμα 3.8 Αντλία σκυροδέματος
66
Σχήμα 3.11 Σκυροδέτηση με αντλία. Εμφανής η έλλειψη μέτρων ασφαλείας.
67
διάστρωση σε μεγάλους σωρούς και το άπλωμα κατόπιν με το δονητή προκαλεί
απόμιξη. Κάθε στρώση πρέπει να διαστρώνεται όσο το σκυρόδεμα της προηγούμενης
είναι πλαστικό, με πλήρη εμβάπτιση του δονητή τόσο στη νέα όσο και στην
παλαιότερη στρώση, ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία αρμού εργασίας. Η κεφαλή
του δονητή πρέπει να εισέρχεται στο σκυρόδεμα κατά το δυνατόν κατακόρυφα και
γρήγορα, υπό την επίδραση του ίδιου βάρους του και όχι με πίεση του χειριστή
(σχήμα 3.13). Αντίθετα πρέπει να εξέρχεται βραδέως, ώστε να επιτυγχάνεται
καλύτερη συμπύκνωση. Οι αποστάσεις μεταξύ των διαδοχικών θέσεων του δονητή
μάζας πρέπει είναι περίπου ίσες με 1.5 φορά την ακτίνα ενέργειας που αναφέρεται
στις προδιαγραφές του. Η συμπύκνωση θεωρείται ικανοποιητική όταν τα αδρανή
έχουν εισχωρήσει στη μάζα του σκυροδέματος και δεν είναι ευθέως ορατά και έχει
παύσει η εμφάνιση μεγάλων φυσαλίδων στην επιφάνεια.
Η δόνηση του σκυροδέματος μπορεί εναλλακτικά να γίνεται με εξωτερικό
δονητή, αρκεί να το επιτρέπει η αντοχή και η ευστάθεια των ξυλοτύπων. Επίσης, για
σκυροδέματα μεγάλης κάθισης (S4 ή S5) και για στρώσεις πάχους μέχρι 10cm
επιτρέπεται η συμπύκνωση με επιφανειακή δόνηση.
Ο αριθμός των δονητών που πρέπει να διατίθενται στο εργοτάξιο είναι ανάλογος
με την έκταση του έργου και το πρόγραμμα σκυροδέτησης. Πάντως, θα πρέπει πάντα
να υπάρχει διαθέσιμος επιπλέον ένας εφεδρικός δονητής για να αντιμετωπιστεί το
ενδεχόμενο βλάβης ή δυσλειτουργίας.
68
Σχήμα 3.13 Συμπύκνωση σκυροδέματος με δόνηση
69
Η συντήρηση αρχίζει αμέσως μετά τη διάστρωση του σκυροδέματος και για
συνήθεις καιρικές συνθήκες πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον επτά ημέρες. Ο χρόνος
αυτός μπορεί να μειωθεί στο διάστημα που απαιτείται για να αναπτύξει το σκυρόδεμα
το 35% της θλιπτικής του αντοχής, χωρίς πάντως να υπολείπεται των 24 ωρών. Στην
περίπτωση αυτή απαιτείται η λήψη και ο έλεγχος τουλάχιστον τριών δοκιμίων από
κάθε σκυροδετούμενη παρτίδα, τα οποία πρέπει να συντηρούνται ακριβώς όπως το
υπόλοιπο διαστρωθέν σκυρόδεμα. Όταν η σκυροδέτηση γίνεται υπό ακραίες
συνθήκες περιβάλλοντος ο χρόνος συντήρησης επιμηκύνεται αναλόγως (βλ.
παράγραφο 3.9).
70
Σχήμα 3.15 Μεταλλικά ικριώματα υποστύλωσης ξυλοτύπου
71
θερμοκρασία του περιβάλλοντος κατέβει κάτω από 5°C για περισσότερο από δύο
ώρες και μέχρι 24 ώρες, οι χρόνοι του πίνακα πρέπει να αυξάνονται κατά μία ημέρα.
Εφόσον αυτό συμβεί για περισσότερες από μια ημέρες, το αντίστοιχο διάστημα του
πίνακα πρέπει να επιμηκύνεται αναλόγως. Η αφαίρεση των ξυλοτύπων πρέπει να
γίνεται χωρίς καταπόνηση (κρούσεις και δονήσεις) των δομικών στοιχείων. Πρώτα
πρέπει να αφαιρούνται οι ξυλότυποι των κατακόρυφων στοιχείων (υποστυλωμάτων,
τοιχωμάτων) και μετά των οριζόντιων (πλακών, δοκών).
72
Σύμφωνα με τον ΚΤΣ-2015 απαγορεύεται η σκυροδέτηση όταν η θερμοκρασία
του σκυροδέματος ξεπερνά τους 32oC. Για ογκώδη στοιχεία η θερμοκρασία αυτή
πρέπει να είναι ακόμα χαμηλότερη λόγω αυξημένης θερμότητας ενυδάτωσης. Όταν η
θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι μεγαλύτερη από 38οC η σκυροδέτηση πρέπει
να αναβάλλεται. Αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε θα πρέπει να λαμβάνονται
προστατευτικά μέτρα. Τα ίδια μέτρα συνιστάται να λαμβάνονται και όταν η
θερμοκρασία του σκυροδέματος ξεπερνά τους 27oC. Τα προστατευτικά μέτρα
καλύπτουν όλη τη διαδικασία από τη μελέτη σύνθεσης μέχρι και τη συντήρηση του
σκυροδέματος. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής:
Κατά τη μελέτη σύνθεσης: χρήση χημικών πρόσθετων για τη διατήρηση
της εργασιμότητας (επιβραδυντές, μειωτές νερού), χρήση τσιμέντου με
χαμηλή θερμότητα ενυδάτωσης, αύξηση της κάθισης.
Κατά την αποθήκευση των υλικών: μείωση της θερμοκρασίας των υλικών
με σκίαση ή καταιονισμό των αδρανών, βαφή των σιλό αποθήκευσης με
λευκό χρώμα.
Κατά την παραγωγή: βαφή του αναμικτήρα με λευκό χρώμα, μείωση του
χρόνου ανάμιξης, αντικατάσταση μέρους του νερού με θρυμματισμένο πάγο.
Κατά τη μεταφορά: ελαχιστοποίηση του χρόνου μεταφοράς, θερμική
μόνωση των κάδων των αυτοκινήτων μεταφοράς (π.χ. με υγρές λινάτσες) ή
βαφή τους με λευκό χρώμα.
Κατά τη διάστρωση: ελαχιστοποίηση του χρόνου σκυροδέτησης με
αύξηση του προσωπικού και του εξοπλισμού, βελτίωση του συντονισμού
ώστε οι βαρέλες να μην αναμένουν στο εργοτάξιο επί μακρόν, σκυροδέτηση
σε βραδινές ώρες, τεχνητή αύξηση της υγρασίας, σκίαση, προστασία από
τον άνεμο.
Κατά τη συντήρηση: εντατικοποίηση της συντήρησης (αυξημένη διαβροχή,
διπλές λινάτσες κλπ.), παράταση χρόνου συντήρησης.
73
χρόνος που απαιτείται ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε δυσμενής επιρροή στο
σκυρόδεμα λόγω της έκθεσής του σε κρύο καιρό, όπως καθυστέρηση πήξης, μείωση
αντοχής και αυξημένος κίνδυνος ρηγμάτωσης.
Σύμφωνα με τον ΚΤΣ-2015 απαγορεύεται η σκυροδέτηση (πλην εξαιρετικών
περιπτώσεων) όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι μικρότερη από -5oC.
Όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι μικρότερη από 0oC συνιστάται η
αναβολή της σκυροδέτησης, ειδάλλως πρέπει να προβλέπεται στη μελέτη σύνθεσης
αερακτικό πρόσθετο. Όταν η θερμοκρασία του περιβάλλοντος είναι μικρότερη από
5oC πρέπει να λαμβάνονται οπωσδήποτε προστατευτικά μέτρα. Τα ίδια μέτρα
συνιστάται να λαμβάνονται και όταν η θερμοκρασία αναμένεται να είναι μικρότερη
των 10οC για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 12 ωρών. Τα προστατευτικά μέτρα
έχουν στόχο τη διατήρηση μιας ελάχιστης θερμοκρασίας του σκυροδέματος για
ορισμένο χρονικό διάστημα που εξαρτάται από τις συνθήκες περιβάλλοντος.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής μέτρα:
Κατά τη μελέτη σύνθεσης: χρήση χημικών πρόσθετων (επιταχυντές,
αερακτικά), μείωση της κάθισης.
Κατά την αποθήκευση των υλικών: τεχνητή θέρμανση.
Κατά την παραγωγή: χρήση ζεστού νερού.
Κατά τη μεταφορά: ελαχιστοποίηση του χρόνου μεταφοράς.
Κατά τη διάστρωση: καθαρισμός ξυλοτύπων από χιόνι και πάγο, βελτίωση
του συντονισμού ώστε οι βαρέλες να μην αναμένουν στο εργοτάξιο επί
μακρόν.
Κατά τη συντήρηση: κάλυψη εκτεθειμένων επιφανειών, τεχνητή θέρμανση
του σκυροδέματος.
74
παρτίδα νοείται η ποσότητα σκυροδέματος που έχει παρασκευαστεί με τα ίδια υλικά,
τις ίδιες αναλογίες και τα ίδια μηχανικά μέσα και διαστρώνεται σε μία ημέρα. Ειδικά
στην περίπτωση εργοστασιακού σκυροδέματος χωρίς πιστοποίηση ελέγχου
παραγωγής, αν το σκυρόδεμα που διαστρώνεται σε μία ημέρα είναι περισσότερο από
150m3, τότε χωρίζεται σε δύο ή περισσότερες παρτίδες όχι μεγαλύτερες των 150m3.
Ο έλεγχος περιλαμβάνει δοκιμή θλίψης δοκιμίων που προέρχονται από
αντιπροσωπευτικά δείγματα σκυροδέματος. Το ελάχιστο πλήθος δειγμάτων που
πρέπει να λαμβάνονται ανά παρτίδα είναι:
Για εργοστασιακό σκυρόδεμα με πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής:
ορίζεται ανάλογα με το μέγεθος της παρτίδας σύμφωνα με τον πίνακα 3.6.
Για εργοστασιακό σκυρόδεμα χωρίς πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής: 6
δείγματα.
Για εργοταξιακό σκυρόδεμα: 12 δείγματα για τις τρεις πρώτες παρτίδες και
3 για τις επόμενες.
Κάθε δείγμα θα πρέπει να προέρχεται αν είναι δυνατόν από διαφορετικό φορτίο ή
ανάμιγμα.
Παρατήρηση 1: Φορτίο είναι η ποσότητα σκυροδέματος που μεταφέρεται με ένα
αυτοκίνητο και περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα αναμίγματα.
Από κάθε δείγμα λαμβάνεται ένα δοκίμιο σκυροδέματος, εκτός από την
περίπτωση εργοστασιακού σκυροδέματος με πιστοποίηση ελέγχου παραγωγής, οπότε
λαμβάνονται δύο ή τρία. Σε αυτή την περίπτωση, η αντοχή σε θλίψη κάθε δείγματος
προκύπτει από τη μέση τιμή των αντοχών σε θλίψη των δύο ή τριών δοκιμίων. Όταν
το εύρος των τιμών των αντοχών σε θλίψη των δοκιμίων που προέρχονται από το ίδιο
75
δείγμα σκυροδέματος, είναι μεγαλύτερο από το 15% της μέσης τιμής τους, τότε τα
αποτελέσματα πρέπει να παραβλέπονται, εκτός εάν έρευνα αποκαλύψει έναν
αποδεκτό λόγο που να δικαιολογεί την απόκλιση μιας μεμονωμένης τιμής αντοχής σε
θλίψη, οπότε αυτή η τιμή δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της αντοχής σε
θλίψη του συγκεκριμένου δείγματος. Τα δοκίμια πρέπει να είναι είτε κυβικά με ακμή
150mm είτε κυλινδρικά με διάμετρο 150mm και ύψος 300mm και να λαμβάνονται
στην έξοδο του αναμικτήρα ή στη θέση διάστρωσης αν πρόκειται για εργοταξιακό
σκυρόδεμα ή στη θέση παράδοσης αν πρόκειται για εργοστασιακό σκυρόδεμα. Σε
κάθε περίπτωση τα δοκίμια πρέπει να είναι ίδιας μορφής και διαστάσεων με αυτά που
χρησιμοποιήθηκαν στους αρχικούς ελέγχους του παραγωγού. Τα δοκίμια
υποβάλλονται σε δοκιμή θλίψης 28 ημέρες μετά τη λήψη τους, εκτός εάν έχει
προδιαγραφεί διαφορετικά στη σύμβαση του έργου και συντρέχουν ειδικοί λόγοι.
Παρατήρηση 2: Συνιστάται η λήψη, σε κάθε δειγματοληψία, περισσότερων
δοκιμίων από τα απαιτούμενα για να αντιμετωπιστεί η περίπτωση, ελαττωματικών
δοκιμίων από κακή συμπύκνωση, συντήρηση ή τραυματισμό. Αν μετά την αφαίρεση
των δοκιμίων από τις μήτρες τους, διαπιστωθεί ότι κανένα από αυτά δεν είναι
ελαττωματικό, τα υπεράριθμα δοκίμια δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στους
ελέγχους της τελικής αντοχής, μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχο της
αντοχής σε μικρές ηλικίες.
Οι θλιπτικές αντοχές των δοκιμίων μετά από 28 ημέρες πρέπει να πληρούν τα
κριτήρια συμμόρφωσης του πίνακα 3.7, όπου f ck η επιδιωκόμενη χαρακτηριστική
τιμή της αντοχής και s n η τυπική απόκλιση της αντοχής n δειγμάτων. Για κάθε είδος
σκυροδέματος πρέπει να ικανοποιούνται και τα δύο κριτήρια που τίθενται, με
εξαίρεση τις δειγματοληψίες τριών δειγμάτων εργοταξιακού σκυροδέματος, όπου
αρκεί η ικανοποίηση ενός από τα δύο (7 ή 8).
Παρατήρηση 3: Η τυπική απόκλιση της αντοχής μιας σειράς n δοκιμίων δίνεται από
τη σχέση:
n _
(f i f n )2
i 1
sn (3.4)
n 1
Παρατήρηση 4: Αν η τιμή της τυπικής απόκλισης της δειγματοληψίας s6 είναι
μικρότερη από 1.5MPa, τότε στο κριτήριο 3 πρέπει να εισάγεται τιμή s6 = 1.5MPa.
76
Παρατήρηση 5: Η s60 που αναφέρεται στα κριτήρια 7 και 8 είναι η τυπική
απόκλιση της τελευταίας ομάδας 60 δοκιμίων, ή (αν ακόμη δεν έχει σχηματιστεί η
πρώτη ομάδα 60 δοκιμίων) η τυπική απόκλιση των δοκιμίων που έχουν ήδη
συγκεντρωθεί συμπληρωμένων με τον απαιτούμενο αριθμό των τελευταίων δοκιμίων
από τους αρχικούς ελέγχους. Αν τα δοκίμια των αρχικών ελέγχων είναι λιγότερα από
24, τότε η τυπική απόκλιση θα υπολογίζεται από τα 36 δοκίμια που έχουν ήδη
συγκεντρωθεί και όλα τα δοκίμια των αρχικών ελέγχων, παρότι ο συνολικός αριθμός
των δοκιμίων είναι μικρότερος από 60.
77
εντοπιστούν τα τρία σημεία με τις χαμηλότερες αντοχές από τα οποία πρέπει να γίνει
η πυρηνοληψία. Ανάλογα με τον αριθμό των πυρήνων που λαμβάνονται τελικά, η
αντοχή της συγκεκριμένης παρτίδας θεωρείται ικανοποιητική όταν πληρούνται και τα
δύο κριτήρια του πίνακα 3.8, όπου f ck η επιδιωκόμενη χαρακτηριστική τιμή της
αντοχής και s η τυπική απόκλιση της αντοχής n πυρήνων. Αν από τα αποτελέσματα
του επανελέγχου προκύψει ότι τα παραπάνω κριτήρια δεν ικανοποιούνται, τότε
απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της αντοχής ή και της φέρουσας ικανότητας των
δομικών στοιχείων που σκυροδετήθηκαν με την υπόψη παρτίδα. Η όλη διαδικασία θα
καταδείξει τελικά την αναγκαιότητα ή μη ενισχυτικών επεμβάσεων ή ακόμα και
καθαιρέσεων.
3 f m(n),is 0.85f ck
78
δομικά στοιχεία με πολύ πυκνό οπλισμό, πολύπλοκο σχήμα ή πολύ μικρές
διαστάσεις και γενικότερα όπου είναι δύσκολη η συμπύκνωση.
Ελαφροσκυρόδεμα: είναι σκυρόδεμα με ελαφροβαρή αδρανή ή με ειδικά
πρόσθετα που δημιουργούν φυσαλίδες αέρα. Είναι μειωμένης αντοχής, αλλά
και μειωμένου κόστους. Χρησιμοποιείται για μονώσεις.
Ινοπλισμένο σκυρόδεμα: είναι σκυρόδεμα ενισχυμένο με ίνες (φυτικές,
πλαστικές, χάλυβα) σε ποσοστό μέχρι 3% κατ’ όγκο. Οι ίνες αυξάνουν την
εφελκυστική αντοχή και την πλαστιμότητα του σκυροδέματος και
περιορίζουν τη ρηγμάτωση.
Σκυρόδεμα με πολυμερή: η προσθήκη πολυμερών στο σκυρόδεμα αυξάνει
την ανθεκτικότητα σε χημικές προσβολές και διευκολύνει τη συγκόλληση
παλαιού και νέου σκυροδέματος. Έχει υψηλό κόστος και χρησιμοποιείται
συνήθως σε επισκευές και βιομηχανικά δάπεδα.
Εκτοξευόμενο σκυρόδεμα: χρησιμοποιείται όταν δεν είναι δυνατή η
κατασκευή ξυλοτύπων. Περιέχει μεγάλη ποσότητα τσιμέντου, λεπτόκοκκα
αδρανή και επιταχυντές πήξης. Συνηθέστερη εφαρμογή του η επένδυση
σηράγγων.
Κυλινδρούμενο σκυρόδεμα: είναι σκυρόδεμα που μπορεί να διαστρωθεί
και να συμπυκνωθεί με οδοστρωτήρες. Έχει την ιδιότητα να πήζει και να
αναπτύσσει αντοχές γρήγορα. Εκτός, από την οδοποιία χρησιμοποιείται και
για την κατασκευή φραγμάτων.
79
80
4. ΒΑΣΕΙΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
4.1 Δεδομένα για τα υλικά
Όπως προαναφέρθηκε στην παράγραφο 3.1 η αντοχή σε θλίψη είναι η πιο
αντιπροσωπευτική ιδιότητα του σκυροδέματος, καθώς με αυτή συνδέονται και μια
σειρά από άλλα χαρακτηριστικά (αντοχή σε εφελκυσμό, μέτρο ελαστικότητας κ.α.).
Οι κανονισμοί βασίζονται στη χαρακτηριστική θλιπτική αντοχή 28 ημερών
κυλινδρικών δοκιμίων σκυροδέματος διαμέτρου 15cm και ύψους 30cm ή κυβικών
δοκιμίων πλευράς 15cm. Χαρακτηριστική αντοχή κυλινδρικού δοκιμίου fck ή κυβικού
δοκιμίου fck,cube θεωρείται η αντοχή κάτω της οποίας υπάρχει 5% πιθανότητα να
βρεθεί η αντοχή ενός τυχαίου δοκιμίου. Σύμφωνα με τον Ελληνικό Κανονισμό
Οπλισμένου Σκυροδέμτος (ΕΚΟΣ), το σκυρόδεμα ανάλογα με την αντοχή του
διακρίνεται στις κατηγορίες του πίνακα 4.1, όπου ο πρώτος αριθμός αντιστοιχεί στην
fck και ο δεύτερος στην fck,cube (σε MPa). Επισημαίνεται ότι έργα με σκυρόδεμα
κατηγορίας υψηλότερης από C50/60 δεν καλύπτονται από τον ΕΚΟΣ.
81
Πίνακας 4.3 Μέτρο ελαστικότητας σκυροδέματος κατά ΕΚΟΣ (GPa)
82
Σχήμα 4.1 Σχέσεις τάσεων – παραμορφώσεων σκυροδέματος
83
Λυγισμός και ύβωση γραμμικών και επιφανειακών φορέων αντίστοιχα.
Οφείλονται σε φαινόμενα δεύτερης τάξης και αφορούν εύκαμπτες
κατασκευές με εύκολα μετατοπιζόμενους κόμβους.
Υπέρβαση φέρουσας ικανότητας του εδάφους θεμελίωσης.
Κόπωση λόγω πολλαπλών κυκλικών επαναλήψεων των φορτίων
λειτουργίας.
84
όπου: [Sd], [Rd] οι τιμές σχεδιασμού δράσεων και αντοχών αντίστοιχα, [Sk], [Rk] οι
χαρακτηριστικές τιμές δράσεων και αντοχών αντίστοιχα και γf, γm οι συντελεστές
ασφαλείας δράσεων και αντοχών αντίστοιχα.
Οι χαρακτηριστικές τιμές των δράσεων [Sk] προκύπτουν με βάση τους
κανονισμούς φορτίσεων και με εφαρμογή των μεθόδων της Στατικής και Δυναμικής
των Κατασκευών (βλ. παράγραφο 4.3). Οι χαρακτηριστικές τιμές των αντοχών
διαμορφώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών σκυροδέματος (π.χ.
ΕΚΟΣ, Ευρωκώδικας 2) έτσι, ώστε να ικανοποιούν τη βασική ανίσωση ασφαλείας.
Τέλος, οι συντελεστές ασφαλείας δράσεων (γf) και αντοχών (γm) καθορίζονται κατά
περίπτωση ανάλογα με το είδος της οριακής κατάστασης, της δράσης ή του υλικού,
το συνδυασμό δράσεων και το αν η επιρροή κάθε δράσης είναι ευμενής ή δυσμενής.
85
πρόσκρουση οχημάτων, οι εκρήξεις, οι ανεμοστρόβιλοι, οι κατολισθήσεις
και οι διάφοροι καταναγκασμοί.
Οι οριακές καταστάσεις ελέγχονται για τους εξής συνδυασμούς δράσεων Sd:
Συνδυασμός βασικών δράσεων / βραχυχρόνιος:
Sd = γg∙Gk + γq,1∙Qk,1 + Σ(γq,i∙ψ1,i∙Qk,i) (4.2)
Συνδυασμός τυχηματικών δράσεων / μακροχρόνιος:
Sd = Ad + γg∙Gk + γq,1∙ ψ1,i∙ Qk,1 + Σ(γq,i∙ψ2,i∙Qk,i) (4.3)
Συνδυασμός τυχηματικών δράσεων με σεισμό:
Sd = Ε + γg∙Gk + Σ(γq,i∙ψ2,i∙Qk,i) (4.4)
όπου: Gk οι μόνιμες δράσεις, Qk,i οι μεταβλητές δράσεις, Qk,1 η μεταβλητή δράση με
την υψηλότερη τιμή, Ad οι τυχηματικές δράσεις πλην σεισμού, Ε η δράση του
σεισμού, γg ο συντελεστής ασφάλειας των μόνιμων δράσεων (πίνακας 4.5), γq,i οι
συντελεστές ασφάλειας των μεταβλητών δράσεων (πίνακας 4.6), γq,1 ο συντελεστής
ασφάλειας της μεταβλητής δράσης με την υψηλότερη τιμή (πίνακας 4.6) και ψ1,i, ψ2,i
οι συντελεστές συνδυασμού των μεταβλητών δράσεων (πίνακας 4.7).
Απλοποιητικά, για συνήθη κτιριακά έργα επιτρέπεται να ελέγχονται μόνο οι
παρακάτω συνδυασμοί:
Συνδυασμός κατακόρυφων φορτίων για ΟΚΑ (αν η επιρροή των μόνιμων ή
των κινητών φορτίων είναι ευμενής χρησιμοποιείται συντελεστής ασφαλείας
1.0 ή 0.0 αντίστοιχα):
Sd = 1.35Gk + 1.50Qk (4.5)
Σεισμικός συνδυασμός για ΟΚΑ:
Sd = Gk + 0.3Qk + Ε (4.6)
Συνδυασμός για ΟΚΛ:
Sd = Gk + Qk (4.7)
86
Πίνακας 4.6 Συντελεστές ασφαλείας μεταβλητών δράσεων γq κατά ΕΚΟΣ
87
88
5. ΣΥΜΠΑΓΕΙΣ ΠΛΑΚΕΣ
5.1 Γενικά
Οι πλάκες είναι επιφανειακά δομικά στοιχεία που φορτίζονται κάθετα στο
επίπεδό τους. Χρησιμοποιούνται ως πατώματα ορόφων, θεμελιώσεις
(κοιτοστρώσεις), καταστρώματα γεφυρών, τοίχοι αντιστήριξης, τοιχώματα
δεξαμενών κ.α. Όταν φορτίζονται εντός του επιπέδου τους λειτουργούν ως δίσκοι. Οι
συνήθεις πλάκες είναι συμπαγείς (ολόσωμες). Για μεγάλα ανοίγματα
χρησιμοποιούνται πλάκες με νευρώσεις ή με διάκενα (σχήμα 5.1).
89
Με βάση τη διάταξη όπλισής τους διακρίνονται σε οπλισμένες κατά μία
διεύθυνση (απλά οπλισμένες) και οπλισμένες κατά δυο διευθύνσεις
(σταυροειδώς οπλισμένες).
Με βάση τον τρόπο στήριξής τους διακρίνονται σε προβόλους, διέρειστες
τριέρειστες και τετραέρειστες (σχήμα 5.2).
90
Σχήμα 5.3 Συντελεστής α
91
Η συνολική επικάλυψη ctot είναι ίση με το άθροισμα της ονομαστικής cnom και του
ημίσεως της διαμέτρου του κύριου οπλισμού (≈ 5mm):
ctot = cnom + /2 ≈ cnom + 5 (mm) (5.3)
Η ονομαστική επικάλυψη cnom εξαρτάται από τις συνθήκες περιβάλλοντος, τη
σχεδιαζόμενη διάρκεια ζωής της κατασκευής, τη διατομή των ράβδων οπλισμού, τη
μέγιστη διάσταση των κόκκων του αδρανούς και το βαθμό ελέγχου κατά την
κατασκευή. Για συνήθη έργα (διάρκεια ζωής 50 χρόνια, διατομές ράβδων ≈10mm,
μέγιστος κόκκος ≤ 32mm, όχι ιδιαίτερα αυστηρός έλεγχος) προκύπτει τελικά:
ctot = 30 mm, για χαμηλή υγρασία.
ctot = 40 mm, για μέτρια υγρασία.
ctot = 50 mm, για παράκτιες περιοχές.
92
κλίμακες και πλατύσκαλα 3.5 kN/m2
πρόβολοι 5 kN/m2
Οι πλάκες μεταφέρουν τα φορτία τους στις δοκούς (ή τα τοιχώματα) όπου
εδράζονται. Οι μεταφερόμενες δυνάμεις προκύπτουν από γεωμετρικό μερισμό της
επιφάνειας της πλάκας (σχήμα 5.6). Στη συμβολή πλευρών ομοειδούς στήριξης η
γωνία μερισμού λαμβάνεται ίση με 45ο, ενώ στη συμβολή πλευρών διαφορετικής
στήριξης η γωνία μερισμού λαμβάνεται 60ο προς την πλευρά της πάκτωσης.
93
Οι ακραίες στηρίξεις θεωρούνται είτε ελεύθερες (πρόβολοι) είτε κυλίσεις
(έδραση σε δοκό ή φέρουσα τοιχοποιία) είτε πακτώσεις (έδραση σε
τοίχωμα).
Αν δεν υπάρχουν πακτώσεις, μία από τις υπόλοιπες στηρίξεις πρέπει να
θεωρηθεί άρθρωση, για λόγους στερεότητας του προσομοιώματος.
Καθολική επιβολή του μόνιμου φορτίου (1.35Gk).
Εναλλακτές φορτίσεις με το κινητό φορτίο (0 ή 1.5Qk).
Για μονολιθική σύνδεση (δοκός ή τοίχωμα Ο/Σ) διαστασιολόγηση στηρίξεων
με ροπή στην παρειά Μπ ≈ 0.9Μ.
94
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις γίνεται διανομή του φορτίου σε ζώνη μήκους l
και πλάτους bm (σχήμα 5.8). Το πλάτος διανομής υπολογίζεται από τον
πίνακα 5.1 συναρτήσει του πλάτους εισαγωγής φορτίου ty (σχήμα 5.9).
95
Σχήμα 5.9 Πλάτος εισαγωγής φορτίου ty ή tx
96
πλάκα. Σε εσωτερικές στηρίξεις, αν δεν επαρκεί ο καμπτόμενος οπλισμός από τις
εκατέρωθεν πλάκες, τοποθετείται επιπλέον οπλισμός που εκτείνεται σε αποστάσεις
0.3l από την παρειά κάθε πλάκας. Σε εξωτερικές στηρίξεις που θεωρήθηκαν
αρθρώσεις ή κυλίσεις (μηδενική ροπή) τοποθετείται στην άνω ίνα οπλισμός
τουλάχιστον ίσος με το ¼ του κύριου οπλισμού ανοίγματος. Ο οπλισμός αυτός μπορεί
να εξασφαλίζεται είτε με κάμψη των οπλισμών ανοίγματος είτε με πρόσθετο
οπλισμό.
97
Σχήμα 5.11 Οπλισμός ελεύθερου άκρου πλάκας
Στους προβόλους ο κύριος οπλισμός τοποθετείται στην άνω ίνα και προεκτείνεται
στη γειτονική πλάκα σε μήκος τουλάχιστον ίσο με το άνοιγμα του προβόλου. Όταν
δεν υπάρχει γειτονική πλάκα, οι πρόβολοι πακτώνονται σε δοκούς με κατάλληλη
διαμόρφωση του οπλισμού (σχήμα 5.13).
Τέλος, σε περίπτωση ύπαρξης οπής, η όπλιση γίνεται αναλόγως με το μέγεθός
της:
Όταν οι διαστάσεις της οπής είναι μικρότερες από το ¼ του ανοίγματος,
διατάσσεται περιμετρικά οπλισμός ίσος με τον αντιστοιχούντα στην οπή.
Όταν οι διαστάσεις της οπής είναι μεγαλύτερες από το ¼ του ανοίγματος,
κατασκευάζονται περιμετρικά κρυφοδοκοί.
Στο σχήμα 5.14 δίνεται ένα παράδειγμα διάταξης οπλισμών απλά οπλισμένων
πλακών.
98
Σχήμα 5.13 Πάκτωση προβόλου σε δοκό
5.4.3 Παράδειγμα
Ζητείται η διαστασιολόγηση της πλάκας του σχήματος 5.15 σε κάμψη. Δεδομένα:
σκυρόδεμα C25/30, χάλυβας B500C, πλάτος δοκών 0.25m, κτίριο κατοικίας, μέτρια
υγρασία περιβάλλοντος.
99
Λύση:
6) Προσομοίωμα πλάκας
Θεωρείται αμφιέρειστη πλακολωρίδα πλάτους b = 1m και ύψους h = 0.14m.
100
Σχήμα 5.16 Προσομοίωμα πλάκας
7) Στατική επίλυση
Είναι γνωστό από τη Στατική ότι οι ροπές στα άκρα της αμφιέρειστης δοκού είναι
μηδενικές, ενώ η μέγιστη ροπή ανοίγματος για ομοιόμορφο φορτίο p είναι:
pl 2 9.75 2.64 2
Msd = 8.49kNm/m
8 8
8) Έλεγχος σε κάμψη
8.1) Κύριος οπλισμός
Ο ελάχιστος κύριος οπλισμός κάμψης είναι:
Αsmin = max(0.26bdfctm/fyk, 0.0013bd)
Από τον πίνακα 4.2 ή 4.4 για σκυρόδεμα C25/30 προκύπτει fctm = 2.6 ΜΡα. Συνεπώς:
Αsmin = max(0.26∙100∙10∙2.6/500, 0.0013∙100∙10) = max(1.35, 1.3) = 1.35 cm2/m
Ο μέγιστος κύριος οπλισμός κάμψης είναι:
Asmax = 0.04bh = 0.04∙100∙14 = 56 cm2/m
Η μέγιστη επιτρεπόμενη απόσταση των ράβδων σε θέσεις μέγιστων ροπών ή
συγκεντρωμένων φορτίων είναι σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα 2:
s = min(2h, 250mm) = min(2∙140mm, 250mm) = min(280mm, 250mm) = 250mm
Συνιστάται η μέγιστη απόσταση να λαμβάνεται από τον ΕΚΟΣ και να μη
διαφοροποιείται στις υπόλοιπες θέσεις. Έτσι, θεωρείται s = 200mm.
M sd 8.49
μsd = 2
2
0.06
bd f cd 1 0.1 0.85 25000 / 1.5
Ο συντελεστής 0.85 επιβάλλεται από τον Ευρωκώδικα 2 για να ληφθεί υπόψη η
μακροχρόνια δράση και δυσμενείς επιρροές από τον τρόπο επιβολής του φορτίου.
Για χάλυβα B500C και d1/d = 4/10 = 0.4 προκύπτει από τον πίνακα 4.1 του βιβλίου
(Χουλιάρας, 2003) μlim = 0.316. Επειδή μsd < μlim δεν απαιτείται θλιβόμενος
οπλισμός.
Από τον πίνακα 4.3 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) για μsd = 0.06 προκύπτει ότι το
μηχανικό ποσοστό οπλισμού είναι ω = 0.063. (Για ενδιάμεσες τιμές μsd γίνεται
γραμμική παρεμβολή).
101
Ο απαιτούμενος οπλισμός είναι:
As = ωbdfcd/fyd = 0.063∙100∙10∙(0.85∙25/1.5) / (500/1.15) = 2.05 cm2/m > Αsmin
Από τον πίνακα 6.3 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) επιλέγεται οπλισμός 8/20 (2.51
cm2/m). (Τηρείται και ο περιορισμός της μέγιστης απόστασης).
Το ήμισυ του κύριου οπλισμού συνεχίζει στην κάτω ίνα μέχρι τις στηρίξεις και το
υπόλοιπο κάμπτεται στο 0.2ly από την παρειά και καλύπτει τον απαιτούμενο οπλισμό
στηρίξεων (απαίτηση κανονισμού ¼As).
9) Σκαρίφημα ξυλοτύπου
102
5.5 Σταυροειδώς οπλισμένες πλάκες
5.5.1 Στατική ανάλυση
Σταυροειδώς οπλισμένες λέγονται οι πλάκες οι οποίες διαθέτουν κύριο οπλισμό
κάμψης σε δύο κάθετες μεταξύ τους διευθύνσεις. Τέτοιες είναι όλες οι πλάκες με
λόγο πλευρών lmax/lmin < 2, με εξαίρεση τους προβόλους και τις διέρειστες με στήριξη
σε δύο απέναντι πλευρές. Οι πλάκες αυτές υπό ομοιόμορφη φόρτιση παρουσιάζουν
διπλή καμπυλότητα, αναπτύσσουν ροπές κάμψης σε δύο διευθύνσεις (και ροπές
στρέψης) και ως εκ τούτου απαιτούν όπλιση και στις δύο διευθύνσεις.
Οι μεμονωμένες τετραέρειστες πλάκες υπό ομοιόμορφη φόρτιση επιλύονται
στατικά με την εφαρμογή μιας εκ των παρακάτω μεθοδολογιών:
Μέθοδος διασταυρούμενων πλακολωρίδων → Πίνακες Markus.
Επίλυση εύστρεπτης ή δύστρεπτης εσχάρας διασταυρούμενων λωρίδων.
Μέθοδος πεπερασμένων στοιχείων.
Θεωρία ελαστικότητας με ν ≠ 0.
Θεωρία ελαστικότητας με ν = 0 → Πίνακες Czerny.
Η περίπτωση φόρτισης με μοναχικά, γραμμικά ή τμηματικά κατανεμημένα
φορτία αντιμετωπίζεται ως εξής:
Όταν τα φορτία είναι σχετικά κοντά σε δοκό θεωρείται απλοποιητικά ότι
παραλαμβάνονται απευθείας από τη δοκό.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις θεωρείται απλοποιητικά ότι κατανέμονται
ομοιόμορφα σε όλη την επιφάνεια της πλάκας.
Για μεγάλα μοναχικά φορτία (π.χ. έδραση υποστυλωμάτων επί πλάκας) είναι
απαραίτητος ο έλεγχος σε διάτρηση.
Οι συνεχείς τετραέρειστες πλάκες υπό ομοιόμορφη φόρτιση επιλύονται στατικά
με την εφαρμογή μιας εκ των παρακάτω μεθοδολογιών:
Μέθοδος των λωρίδων με τη χρήση πινάκων Markus.
Μέθοδος Cross δύο συνδυασμένων διευθύνσεων.
Μέθοδος πεσσοειδών φορτίσεων με τη χρήση πινάκων Czerny.
Μέθοδος Pieper - Martens.
Μέθοδος πεπερασμένων στοιχείων.
Παρακάτω παρουσιάζεται συνοπτικά μια από τις παραλλαγές της μεθόδου
πεσσοειδών φορτίσεων με τη χρήση πινάκων Czerny. Η μέθοδος είναι εφαρμόσιμη
για πλάκες που έχουν το ίδιο πάχος και οι λόγοι θεωρητικών ανοιγμάτων, μόνιμων
103
και κινητών φορτίων γειτονικών πλακών κυμαίνονται μεταξύ 0.8 και 1.25. Για κάθε
πλάκα ορίζονται δύο ομοιόμορφα φορτία:
p1 = 1.175∙Gk + 0.75∙Qk (5.6α)
p2 = 0.175∙Gk + 0.75∙Qk (5.6β)
Προφανώς:
p1+ p2 = p = 1.35∙Gk + 1.50∙Qk (5.7α)
p1- p2 = Gk (5.7β)
Οι ροπές στηρίξεων υπολογίζονται προσεγγιστικά ανεξάρτητα για κάθε πλάκα με
τη χρήση των πινάκων Czerny για καθολική φόρτιση με το φορτίο p. Όλες οι
εσωτερικές γραμμές στήριξης (σε συνέχεια με άλλη πλάκα) θεωρούνται πακτώσεις.
Σε περίπτωση γειτονίας τετραέρειστης πλάκας με πρόβολο η κοινή τους στήριξη
θεωρείται πάκτωση αν το άνοιγμα του προβόλου είναι μεγαλύτερο από το 1/3 της
ελάχιστης διάστασης της πλάκας και απλή έδραση αν είναι μικρότερο από το 1/5. Για
ενδιάμεσες τιμές γίνεται γραμμική παρεμβολή μεταξύ των συντελεστών των πινάκων
Czerny για τις δύο μορφές στήριξης. Οι τελικές ροπές στηρίξεων είναι οι μέσοι όροι
των τιμών που προκύπτουν από τις δύο πλάκες εκατέρωθεν κάθε στήριξης.
Για τον υπολογισμό των ροπών ανοιγμάτων όλες οι πλάκες φορτίζονται αρχικά με
το φορτίο p1 και υπολογίζονται ανεξάρτητα για κάθε πλάκα με τη χρήση των πινάκων
Czerny οι ροπές ανοιγμάτων Μx1 και My1. Όλες οι εσωτερικές γραμμές στήριξης (σε
συνέχεια με άλλη πλάκα) θεωρούνται πακτώσεις. Στη συνέχεια όλες οι πλάκες
φορτίζονται με πεσσοειδή εναλλασσόμενη φόρτιση με το φορτίο ±p2 (σχήμα 5.18)
και υπολογίζονται ανεξάρτητα για κάθε πλάκα με τη χρήση των πινάκων Czerny οι
ροπές ανοιγμάτων Μx2 και My2. Όλες οι εσωτερικές γραμμές στήριξης θεωρούνται
απλές εδράσεις. Οι τελικές μέγιστες και ελάχιστες ροπές ανοιγμάτων είναι:
Mxmax = Mx1 + Mx2 Mxmin = Mx1 - Mx2 (5.8α)
Mymax = My1 + My2 Mymin = My1 - My2 (5.8β)
104
5.5.2 Διάταξη οπλισμών
Στις σταυροειδώς οπλισμένες πλάκες και οι δύο διευθύνσεις θεωρούνται κύριες.
Ο οπλισμός κατά τη διεύθυνση των μεγαλύτερων ροπών ανοίγματος (συνήθως κατά
τη μικρότερη διάσταση της πλάκας) τοποθετείται στην κάτω στρώση με στατικό ύψος
d. Ο οπλισμός της εγκάρσιας διεύθυνσης τοποθετείται σε δεύτερη στρώση με στατικό
ύψος κατά προσέγγιση d – 1cm. Σχετικά με τη διαμόρφωση του κύριου οπλισμού
ισχύουν οι διατάξεις που αφορούν και στις απλά οπλισμένες πλάκες (βλ. παράγραφο
5.4.2).
Σύμφωνα με τον ΕΚΟΣ, όταν δεν ελέγχεται με ακρίβεια η κάλυψη των ροπών,
επιτρέπεται η μείωση του κύριου οπλισμού στο μισό στις ακραίες λωρίδες πλάτους c
ίσο με το 20% της ελάχιστης διάστασης της πλάκας. Σε κάθε περίπτωση όμως ο
οπλισμός θα πρέπει να καλύπτει τις ελάχιστες απαιτήσεις (σχήμα 5.19).
Σχήμα 5.19 Μείωση κύριου οπλισμού στις ακραίες λωρίδες τετραέρειστων πλακών
105
5.5.3 Παράδειγμα
Ζητείται η διαστασιολόγηση της πλάκας του σχήματος 5.21 σε κάμψη. Δεδομένα:
σκυρόδεμα C25/30, χάλυβας B500C, πλάτος δοκών 0.25m, κτίριο κατοικίας, μέτρια
υγρασία περιβάλλοντος.
Λύση:
106
4) Έλεγχος στατικής λειτουργίας
lmax / lmin = ly / lx = 7.70 / 4.70 = 1.64 < 2, άρα η πλάκα θα είναι σταυροειδώς
οπλισμένη.
6) Προσομοίωμα πλάκας
Η πλάκα στηρίζεται σε όλες τις πλευρές της σε απλή έδραση. Συνεπώς, είναι πλάκα
τύπου 1 σύμφωνα με τους πίνακες Czerny.
7) Στατική επίλυση
Από τον πίνακα 7.1α του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) για ε = 1.64 προκύπτει mx =
12.38 και my = 36.58. Άρα οι ροπές των ανοιγμάτων είναι:
11.78 4.70 2
Mx 21.02kNm/m
12.38
11.78 4.70 2
My 7.11kNm/m
36.58
8) Έλεγχος σε κάμψη
8.1) Διεύθυνση x
Στη διεύθυνση x αναπτύσσονται οι μεγαλύτερες ροπές κάμψης. Συνεπώς, θα
τοποθετηθεί ο οπλισμός ανοίγματος στην κάτω στρώση με στατικό ύψος d = 0.16m.
Ο ελάχιστος κύριος οπλισμός κάμψης είναι:
Αsmin = max(0.26bdfctm/fyk, 0.0013bd)
Από τον πίνακα 4.2 ή 4.4 για σκυρόδεμα C25/30 προκύπτει fctm = 2.6 ΜΡα. Συνεπώς:
Αsmin = max(0.26∙100∙16∙2.6/500, 0.0013∙100∙16) = max(2.16, 2.08) = 2.16 cm2/m
Ο μέγιστος κύριος οπλισμός κάμψης είναι:
Asmax = 0.04bh = 0.04∙100∙20 = 80 cm2/m
107
Η μέγιστη επιτρεπόμενη απόσταση των ράβδων σε θέσεις μέγιστων ροπών ή
συγκεντρωμένων φορτίων είναι σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα 2:
s = min(2h, 250mm) = min(2∙200mm, 250mm) = min(400mm, 250mm) = 250mm
Συνιστάται η μέγιστη απόσταση να λαμβάνεται από τον ΕΚΟΣ και να μη
διαφοροποιείται στις υπόλοιπες θέσεις. Έτσι, θεωρείται s = 200mm.
M sd 21.02
μ sd 2
2
0.058
bd f cd 1 0.16 0.85 25000 / 1.5
Ο συντελεστής 0.85 επιβάλλεται από τον Ευρωκώδικα 8 για να ληφθεί υπόψη η
μακροχρόνια δράση και δυσμενείς επιρροές από τον τρόπο επιβολής του φορτίου.
Για χάλυβα B500C και d1/d = 4/16 = 0.25 προκύπτει από τον πίνακα 4.1 του βιβλίου
(Χουλιάρας, 2003) μlim = 0.316. Επειδή μsd < μlim δεν απαιτείται θλιβόμενος
οπλισμός.
Από τον πίνακα 4.3 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) για μsd = 0.058 προκύπτει ότι το
μηχανικό ποσοστό οπλισμού είναι ω = 0.0608. (Για ενδιάμεσες τιμές μsd γίνεται
γραμμική παρεμβολή).
Ο απαιτούμενος οπλισμός είναι:
As = ωbdfcd/fyd = 0.0608∙100∙16∙(0.85∙25/1.5) / (500/1.15) = 3.17 cm2/m > Αsmin
Από τον πίνακα 6.3 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) επιλέγεται οπλισμός 8/15 (3.35
cm2/m). (Τηρείται και ο περιορισμός της μέγιστης απόστασης).
Το ήμισυ του κύριου οπλισμού συνεχίζει στην κάτω ίνα μέχρι τις στηρίξεις και το
υπόλοιπο κάμπτεται στο 0.2lx από την παρειά και καλύπτει τον απαιτούμενο οπλισμό
στηρίξεων (απαίτηση κανονισμού ¼As).
8.2) Διεύθυνση y
Στη διεύθυνση y αναπτύσσονται οι μικρότερες ροπές κάμψης. Συνεπώς, θα
τοποθετηθεί ο οπλισμός ανοίγματος στην άνω στρώση με στατικό ύψος d΄ = 0.15m.
Ο ελάχιστος κύριος οπλισμός κάμψης είναι:
Αsmin = max(0.26bdfctm/fyk, 0.0013bd)
Από τον πίνακα 4.2 ή 4.4 για σκυρόδεμα C25/30 προκύπτει fctm = 2.6 ΜΡα. Συνεπώς:
Αsmin = max(0.26∙100∙15∙2.6/500, 0.0013∙100∙15) = max(2.03, 1.95) = 2.03 cm2/m
Ο μέγιστος κύριος οπλισμός κάμψης είναι:
Asmax = 0.04bh = 0.04∙100∙20 = 80 cm2/m
108
Η μέγιστη επιτρεπόμενη απόσταση των ράβδων σε θέσεις μέγιστων ροπών ή
συγκεντρωμένων φορτίων είναι σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα 2:
s = min(2h, 250mm) = min(2∙200mm, 250mm) = min(400mm, 250mm) = 250mm
Συνιστάται η μέγιστη απόσταση να λαμβάνεται από τον ΕΚΟΣ και να μη
διαφοροποιείται στις υπόλοιπες θέσεις. Έτσι, θεωρείται s = 200mm.
M sd 7.11
μ sd 2
2
0.022
bd f cd 1 0.15 0.85 25000 / 1.5
Ο συντελεστής 0.85 επιβάλλεται από τον Ευρωκώδικα 2 για να ληφθεί υπόψη η
μακροχρόνια δράση και δυσμενείς επιρροές από τον τρόπο επιβολής του φορτίου.
Για χάλυβα B500C και d1/d = 5/15 = 0.33 προκύπτει από τον πίνακα 4.1 του βιβλίου
(Χουλιάρας, 2003) μlim = 0.316. Επειδή μsd < μlim δεν απαιτείται θλιβόμενος
οπλισμός.
Από τον πίνακα 4.3 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) για μsd = 0.022 προκύπτει ότι το
μηχανικό ποσοστό οπλισμού είναι ω = 0.0226. (Για ενδιάμεσες τιμές μsd γίνεται
γραμμική παρεμβολή).
Ο απαιτούμενος οπλισμός είναι:
As = ωbdfcd/fyd = 0.0226∙100∙15∙(0.85∙25/1.5) / (500/1.15) =1.10 cm2/m < Αsmin
Από τον πίνακα 6.3 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) επιλέγεται οπλισμός 8/20 (2.51
cm2/m). (Τηρείται και ο περιορισμός της μέγιστης απόστασης).
Το ήμισυ του κύριου οπλισμού συνεχίζει στην κάτω ίνα μέχρι τις στηρίξεις και το
υπόλοιπο κάμπτεται στο 0.2ly από την παρειά και καλύπτει τον απαιτούμενο οπλισμό
στηρίξεων (απαίτηση κανονισμού ¼As).
9) Σκαρίφημα ξυλοτύπου
109
110
6. ΔΟΚΟΙ
6.1 Γενικά – Γεωμετρικά στοιχεία
Δοκοί είναι κατά κανόνα οριζόντια γραμμικά δομικά στοιχεία που δέχονται
φορτία κάθετα στον άξονά τους. Σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα 2, ως δοκοί
χαρακτηρίζονται τα συνήθως οριζόντια δομικά στοιχεία με μήκος l μεγαλύτερο ή ίσο
από το τριπλάσιο του ύψους h της διατομής τους:
l ≥ 3h (6.1)
Αν l < 3h χαρακτηρίζονται υψίκορμες δοκοί. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα
8, το ανηγμένο αξονικό φορτίο των δοκών πρέπει να είναι μικρότερο ή ίσο του 0.1:
νd = NΕd/Acfcd ≤ 0.1 (6.2)
Οι διατομές των δοκών ποικίλουν (σχήμα 6.1), αλλά στα συνήθη οικοδομικά έργα
κυριαρχούν οι ορθογωνικές και, κυρίως, οι πλακοδοκοί (μονόπλευρες, αμφίπλευρες ή
αντεστραμμένες). Στο σχήμα 6.2 δίνονται τα γεωμετρικά στοιχεία των πλακοδοκών
και των ορθογωνικών διατομών σύμφωνα με τους συμβολισμούς που υιοθετούν οι
κανονισμοί: ύψος κορμού h, ύψος πέλματος (πάχος πλάκας) hf, πλάτος κορμού bw και
συνεργαζόμενο πλάτος beff.
111
Ο Ευρωκώδικας 8 θέτει ορισμένους περιορισμούς σχετικά με το πλάτος κορμού
και την εκκεντρότητα στήριξης e δοκών επί υποστυλωμάτων (σχήμα 6.3).
Συγκεκριμένα, για δοκούς με αντισεισμικές απαιτήσεις και Κατηγορία
Πλαστιμότητας Υψηλή (ΚΠΥ), που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία των
δοκών στην Ελλάδα, θα πρέπει:
bw ≥ 20cm και bw ≤ min(2bc, bc + h, 3.5h) (6.3α)
e ≤ bc/4 (6.3β)
112
l3 = ln3 + min(t3/2, h/2) + min(t4/2, h/2) (6.6γ)
Για αρθρωτή στήριξη στο καθαρό μήκος προστίθεται η απόσταση παρειάς-άξονα
στήριξης.
Για συνεχείς δοκούς με λόγους μηκών διαδοχικών ανοιγμάτων μεταξύ 0.67 και
1.5 επιτρέπεται να λαμβάνεται σταθερό συνεργαζόμενο πλάτος ίσο με το μέσο όρο
των συνεργαζόμενων πλατών των ανοιγμάτων.
113
6.2 Στατική ανάλυση
Τα συνήθη φορτία των δοκών είναι τα εξής:
- Μόνιμα φορτία:
ίδιο βάρος: 25∙bw∙h kN/m (ορθογωνικές) ή 25∙bw∙(h – hf) kN/m (πλακοδοκοί)
υπερκείμενη δρομική τοιχοποιία: 2.1∙hτ kN/m (hτ το ύψος της τοιχοποιίας)
υπερκείμενη μπατική / δικέλυφη τοιχοποιία: 3.6 ∙hτ kN/m
φορτία μεταβιβαζόμενα από πλάκες (ομοιόμορφα, τριγωνικά, τραπεζοειδή)
μοναχικά φορτία (φυτευτά υποστυλώματα, δευτερεύουσες δοκοί, ανηρτημένα
φορτία)
- Κινητά φορτία:
μεταβιβαζόμενα από πλάκες (ομοιόμορφα, τριγωνικά, τραπεζοειδή)
Η στατική λειτουργία των δοκών υπό κατακόρυφα φορτία συνίσταται στην
ανάληψη των ίδιων φορτίων και των φορτίων πλακών και στη μεταβίβασή τους στα
κατακόρυφα στοιχεία. Επίσης, συνθέτουν μαζί με τα κατακόρυφα στοιχεία απλά ή
μικτά πλαίσια και συμμετέχουν στην παραλαβή των σεισμικών φορτίων. Κατά
κανόνα σχεδιάζονται έτσι ώστε να αναπτύσσουν πλαστικές αρθρώσεις στα άκρα τους
και να συμβάλλουν στην απορρόφηση της ενέργειας που εισάγει ο σεισμός. Στην
πράξη, σε σεισμογενείς περιοχές όπως η Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία των
δοκών καταπονείται και από σεισμό, δηλαδή είναι δοκοί με απαιτήσεις
αντισεισμικότητας. Εξαίρεση αποτελούν αμφιαρθρωτές (προκατασκευή, γέφυρες,
γερανοδοκοί) και έμμεσα εδραζόμενες δοκοί.
Η στατική ανάλυση των δοκών για τον υπολογισμό των φορτίων διατομής τους
γίνεται στην πράξη στον Η/Υ, όπου λαμβάνονται υπόψη ως μέλη του κατά κανόνα
τρισδιάστατου προσομοιώματος μιας κατασκευής. Για ανάλυση ‘με το χέρι’ υπό
κατακόρυφα φορτία είναι ανεκτή η παραδοχή συνεχούς δοκού, ενώ για ανάλυση υπό
σεισμό πρέπει να ληφθεί υπόψη η πλαισιακή λειτουργία. Στα σχήματα 6.6 και 6.7
φαίνεται η συνήθης μορφή των διαγραμμάτων ροπών και τεμνουσών δυνάμεων
δοκών υπό κατακόρυφα φορτία και υπό σεισμό.
Σχήμα 6.6 Διαγράμματα ροπών Μ και τεμνουσών Q δοκών υπό κατακόρυφα φορτία
114
Σχήμα 6.7 Διαγράμματα ροπών Μ και τεμνουσών Q δοκών υπό σεισμό
6.3 Κάμψη
6.3.1 Διαστασιολόγηση
Η διαστασιολόγηση των δοκών σε κάμψη γίνεται κατά τα γνωστά με τη βοήθεια
πινάκων και περιλαμβάνει τρία διαδοχικά βήματα:
υπολογισμό της ανηγμένης ροπής της διατομής μsd
υπολογισμό του απαιτούμενου μηχανικού ποσοστού οπλισμού ω
υπολογισμό του απαιτούμενου οπλισμού As σε cm2.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στον υπολογισμό των μsd και As των πλακοδοκών,
όπου σε κάθε περίπτωση θα πρέπει στους σχετικούς τύπους να ληφθεί υπόψη το
πλάτος της θλιβόμενης ζώνης b. Έτσι π.χ., σε μια κανονική πλακοδοκό (όχι
αντεστραμμένη) υπό θετική ροπή θλίβεται η άνω ίνα, άρα b = beff. Αντίθετα, σε μια
κανονική πλακοδοκό υπό αρνητική ροπή θλίβεται η κάτω ίνα, άρα b = bw.
115
Η διάταξη του διαμήκους οπλισμού στα ανοίγματα γίνεται με βάση τις εξής
αρχές:
Στην κάτω ίνα των ανοιγμάτων προκύπτει πάντοτε εφελκυόμενος οπλισμός,
κατά κανόνα από το συνδυασμό των κατακόρυφων φορτίων. Υπολογίζεται
με τη γνωστή διαδικασία διαστασιολόγησης σε κάμψη.
Τουλάχιστον το ¼ του εφελκυόμενου οπλισμού συνεχίζεται μέχρι τις
στηρίξεις, όπου και αγκυρώνεται κατάλληλα.
Στην άνω ίνα του ανοίγματος ενδέχεται να προκύψει θλιβόμενος οπλισμός, ο
οποίος πρέπει να περιβάλλεται από συνδετήρες με μέγιστη απόσταση 15Φ.
Ακόμα όμως κι αν δεν προκύψει θλιβόμενος οπλισμός, τοποθετείται
κατασκευαστικός οπλισμός (montage) που αποτελείται από τουλάχιστον δύο
ράβδους 12 και συνιστάται να είναι τουλάχιστον ίσος με το 20% του
κύριου.
Ειδικά στις δοκούς με απαιτήσεις αντισεισμικότητας, ο οπλισμός της άνω
ίνας του ανοίγματος πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσος με το ¼ του
μεγαλύτερου από τους οπλισμούς των στηρίξεων.
Ειδικά για ΚΠΥ ο οπλισμός στην άνω και κάτω ίνα πρέπει να είναι
τουλάχιστον 2Φ14.
Η διάταξη του διαμήκους οπλισμού στις στηρίξεις γίνεται με βάση τις εξής αρχές:
Στην άνω ίνα των στηρίξεων προκύπτει πάντοτε εφελκυόμενος οπλισμός,
τόσο από το συνδυασμό των κατακόρυφων φορτίων όσο και από το
σεισμικό. Υπολογίζεται με τη γνωστή διαδικασία διαστασιολόγησης σε
κάμψη.
Οι άνω ίνες ακραίων στηρίξεων που θεωρήθηκαν ελεύθερα στρεπτές (Μ = 0)
θα πρέπει να διαστασιολογούνται με ροπή τουλάχιστον ίση με το 15% της
μέγιστης ροπής ανοίγματος. Προφανώς, πρέπει να τηρείται και η απαίτηση
του ελάχιστου ποσοστού οπλισμού.
Στην κάτω ίνα των στηρίξεων ενδέχεται να προκύψει θλιβόμενος οπλισμός, ο
οποίος πρέπει να περιβάλλεται από συνδετήρες με μέγιστη απόσταση 15Φ.
Επίσης, ενδέχεται να προκύψει και εφελκυόμενος οπλισμός, λόγω αλλαγής
προσήμου της ροπής του σεισμικού συνδυασμού. Ακόμα όμως κι αν δεν
προκύψει ούτε εφελκυόμενος ούτε θλιβόμενος οπλισμός, τοποθετείται
κατασκευαστικός οπλισμός (montage), που αποτελείται από τουλάχιστον δύο
116
ράβδους 12 και συνιστάται να είναι τουλάχιστον ίσος με το 20% του
κύριου, όπως ακριβώς και στην άνω ίνα των ανοιγμάτων. Σε κάθε περίπτωση
διατίθεται τουλάχιστον το ¼ του οπλισμού ανοίγματος.
Ειδικά στις δοκούς με απαιτήσεις αντισεισμικότητας, στην κάτω ίνα των
στηρίξεων, πλέον του τυχόν απαιτούμενου, θα πρέπει να τοποθετείται
οπλισμός τουλάχιστον ίσος με το 50% του οπλισμού της άνω ίνας.
Ειδικά για ΚΠΥ ο οπλισμός στην άνω και κάτω ίνα πρέπει να είναι
τουλάχιστον 2Φ14.
Ο εφελκυόμενος οπλισμός των στηρίξεων επιτρέπεται να κατανέμεται μέσα
στο συνεργαζόμενο πλάτος της πλάκας.
Τόσο στα ανοίγματα, όσο και στις στηρίξεις θα πρέπει να τηρούνται και οι
ακόλουθες γενικές κατασκευαστικές διατάξεις:
Ο εφελκυόμενος οπλισμός τοποθετείται σε δύο το πολύ στρώσεις.
Η ελάχιστη απόσταση μεταξύ των διαμήκων ράβδων οπλισμού πρέπει να
είναι ίση ή μεγαλύτερη από 20mm, από τη μέγιστη διάμετρο των ράβδων και
από τη διάσταση του μέγιστου κόκκου των αδρανών προσαυξημένη κατά
5mm.
Αν υπό τους παραπάνω περιορισμούς, δεν επαρκούν δύο στρώσεις για την
τοποθέτηση των οπλισμών, απαιτείται αύξηση του πλάτους της διατομής.
Κλιμάκωση οπλισμών και ενώσεις ράβδων δεν συνηθίζονται στα κοινά
οικοδομικά έργα. Πάντως, απαγορεύονται ενώσεις με υπερκάλυψη εντός των
κρίσιμων περιοχών δοκών με απαιτήσεις αντισεισμικότητας.
Σε δοκούς με απαιτήσεις αντισεισμικότητας και για ΚΠΜ και ΚΠΥ οι
διαμήκεις ράβδοι που τερματίζουν σε ενδιάμεσο κόμβο πρέπει να
συνεχίζονται στο γειτονικό άνοιγμα τουλάχιστον σε όλο το μήκος της
κρίσιμης περιοχής.
Οι διαμήκεις οπλισμοί πρέπει να επεκτείνονται - πέραν της περιοχής που
απαιτείται για να αναληφθούν οι ροπές - κατά το μήκος lbd, που ονομάζεται μήκος
αγκύρωσης σχεδιασμού. Το μήκος αγκύρωσης αποτρέπει τον κίνδυνο αστοχίας λόγω
εξόλκευσης των ράβδων, που συμβαίνει σε περίπτωση υπέρβασης της οριακής
αντοχής συνάφειας. Η οριακή αντοχή συνάφειας εξαρτάται από την εφελκυστική
αντοχή του σκυροδέματος, από τη θέση και την υφή των ράβδων οπλισμού και από
την ύπαρξη ή μη εγκάρσιας πίεσης. Το βασικό απαιτούμενο μήκος αγκύρωσης lb,rqd
117
λαμβάνεται από τον πίνακα 6.1 συναρτήσει της διαμέτρου της διαμήκους ράβδου
οπλισμού, της κατηγορίας σκυροδέματος και των συνθηκών συνάφειας. Οι συνθήκες
συνάφειας χαρακτηρίζονται ευνοϊκές (Ε) ή δυσμενείς (Δ), ανάλογα με τη θέση και
την κλίση της ράβδου. Στο σχήμα 6.8 φαίνονται οι περιοχές με ευνοϊκές (με λευκό
χρώμα) και δυσμενείς (με διαγράμμιση) συνθήκες συνάφειας. Το μήκος αγκύρωσης
σχεδιασμού lbd, δηλαδή το μήκος αγκύρωσης που πράγματι πρέπει να εξασφαλιστεί
στην κατασκευή, προκύπτει από κατάλληλη μείωση του βασικού απαιτούμενου
μήκους αγκύρωσης lb,rqd λόγω ευεργετικών παραγόντων, όπως το σχήμα της ράβδου,
το πάχος επικάλυψης, η ύπαρξη εγκάρσιου οπλισμού και εγκάρσιας πίεσης.
Ειδικότερα, το μήκος αγκύρωσης σχεδιασμού lbd προκύπτει από την παρακάτω
σχέση:
lbd = α1∙ α2∙ α3∙ α4∙ α5∙ lb,rqd ≥ lb,min (6.7)
όπου α1, α2, α3, α4, α5 συντελεστές επίδρασης του σχήματος των ράβδων, της
ελάχιστης επικάλυψης σκυροδέματος, της περίσφιξης λόγω του εγκάρσιου οπλισμού,
τυχόν εγκάρσιων συγκολλημένων ράβδων και τυχόν υπάρχουσας πίεσης κάθετα στο
επίπεδο διάρρηξης αντίστοιχα. Οι παραπάνω διορθωτικοί συντελεστές λαμβάνονται
από τον πίνακα 6.2 (οι συντελεστές cd και Κ σύμφωνα με το σχήμα 6.9). Σε καμία
περίπτωση δεν επιτρέπεται α2·α3·α5 < 0.7. Το ελάχιστο μήκος αγκύρωσης lb,min
υπολογίζεται από τις σχέσεις:
lb,min = max(0.3 lb,rqd, 10Φ, 100mm), για εφελκυόμενες ράβδους (6.8α)
lb,min = max(0.6 lb,rqd, 10Φ, 100mm), για θλιβόμενες ράβδους (6.8β)
118
Πίνακας 6.2 Διορθωτικοί συντελεστές για τον υπολογισμό του μήκους αγκύρωσης
119
Απλουστευτικά μπορεί να λαμβάνεται το ισοδύναμο μήκος αγκύρωσης lb,eq:
lbd = lb,eq = α1·lb,rqd για καμπύλο άκρο, άγκιστρο ή αναβολέα (6.9α)
lbd = lb,eq = α4·lb,rqd για εγκάρσια συγκολλημένη ράβδο (6.9β)
Το μήκος αγκύρωσης σχεδιασμού ράβδων που αγκυρώνονται σε στηρίξεις
(υποστυλώματα, τοιχώματα) προσμετράται:
από την παρειά της στήριξης για δοκούς χωρίς απαιτήσεις αντισεισμικότητας
από απόσταση 5Φ από την παρειά (εντός της στήριξης) για δοκούς με
απαιτήσεις αντισεισμικότητας.
6.4 Διάτμηση
6.4.1 Διαστασιολόγηση
Σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα 2 θα πρέπει καταρχάς να γίνεται έλεγχος για το αν
απαιτείται οπλισμός διάτμησης. Η αντοχή σχεδιασμού σε τέμνουσα χωρίς οπλισμό
διάτμησης VRd,c προκύπτει από τις παρακάτω σχέσεις:
VRd,c = [0.12∙k∙(100∙ρl∙fck)1/3 + 0.15∙σcp]∙bw∙d (6.10α)
VRd,c ≥ (νmin + 0.15∙σcp)∙bw∙d (6.10β)
όπου:
k = 1+ (200/d)1/2 ≤ 2 (d σε mm)
ρl το ποσοστό του εφελκυόμενου οπλισμού που επεκτείνεται τουλάχιστον κατά lbd + d
από την εξεταζόμενη διατομή
fck η χαρακτηριστική θλιπτική αντοχή του σκυροδέματος (ΜΡα)
σcp η ορθή τάση της διατομής λόγω αξονικής δύναμης (θλίψη θετική). Δεν πρέπει να
λαμβάνεται μεγαλύτερη από το 20% της θλιπτικής αντοχής σχεδιασμού του
σκυροδέματος. Συνήθως για δοκούς σcp = 0.
νmin = 0.035∙k3/2∙fck1/2
bw το πλάτος κορμού της διατομής
d το στατικό ύψος της διατομής
Ο έλεγχος γίνεται (συντηρητικά) στην παρειά των στηρίξεων. Αν VEf ≤ VRd,c, δεν
απαιτείται περαιτέρω έλεγχος ούτε προκύπτει αναγκαιότητα οπλισμού διάτμησης.
Εντούτοις τοποθετείται ο ελάχιστος απαιτούμενος οπλισμός βάσει κανονισμού. Αν
VEf > VRd,c, απαιτείται έλεγχος αντοχής σε συντριβή της θλιβόμενης διαγωνίου του
σκυροδέματος και κατόπιν υπολογισμός του οπλισμού διάτμησης. Η VEf είναι η
τέμνουσα δύναμη σχεδιασμού στην παρειά που κατά κανόνα προκύπτει από τον
ικανοτικό σχεδιασμό.
120
Ο έλεγχος σε συντριβή θλιβόμενης διαγωνίου γίνεται στην παρειά των στηρίξεων.
Η αντοχή σε συντριβή θλιβόμενης διαγωνίου VRd,max (για συνδετήρες κάθετους στο
διαμήκη οπλισμό) είναι:
VRd,max = 0.9∙bw∙d∙νl∙fcd∙cotθ/(1 + cot2θ) (6.11)
όπου:
νl = 0.6∙(1 – fck/250), fck η χαρακτηριστική θλιπτική αντοχή του σκυροδέματος σε
ΜΡα
fcd η θλιπτική αντοχή σχεδιασμού του σκυροδέματος
θ η γωνία κλίσης των θλιβόμενων διαγωνίων του σκυροδέματος: 21.8ο ≤ θ ≤ 45ο.
Αρχικά, συνιστάται να επιλέγεται θ = 21.8ο γιατί οδηγεί σε μικρότερη απαίτηση
οπλισμού.
Αν VEf ≤ VRd,max, ακολουθεί υπολογισμός του απαιτούμενου οπλισμού διάτμησης.
Αν VEf > VRd,max, επαναλαμβάνεται ο έλεγχος για μεγαλύτερη γωνία θ ή αυξάνονται
οι διαστάσεις της διατομής.
Ο υπολογισμός του απαιτούμενου οπλισμού διάτμησης γίνεται σε απόσταση d
από την παρειά άμεσων στηρίξεων (επί υποστυλωμάτων και τοιχωμάτων) και στην
παρειά έμμεσων στηρίξεων (επί δοκών). Η τέμνουσα αντοχής του οπλισμού
διάτμησης VRd,s (για συνδετήρες κάθετους στο διαμήκη οπλισμό) είναι:
VRd,s = (Asw/s)∙0.9∙d∙fywd∙cotθ (6.12)
όπου:
Asw το εμβαδό διατομής του οπλισμού διάτμησης
s η απόσταση μεταξύ των συνδετήρων
fywd η τιμή σχεδιασμού του ορίου διαρροής του χάλυβα
Πρέπει VEd (ή VEf) ≤ VRd,s, όπου VEd η τέμνουσα δύναμη σχεδιασμού σε απόσταση d
από την παρειά.
121
κάθετους στο διαμήκη οπλισμό. Οι συνήθεις διάμετροι των συνδετήρων είναι Φ8 έως
το πολύ Φ12.
Το ελάχιστο ποσοστό οπλισμού διάτμησης ρmin (για συνδετήρες κάθετους στο
διαμήκη οπλισμό) είναι:
ρmin = Asw / (s∙bw) = 0.08∙fck1/2 / fyk (6.13)
Η μέγιστη απόσταση των συνδετήρων είναι γενικά:
smax = 0.75∙d (6.14)
Ειδικά στις κρίσιμες περιοχές δοκών με απαιτήσεις αντισεισμικότητας ισχύει:
smax = min(h/4, 8ΦL,min, 24Φs, 225mm) για ΚΠΜ (6.15α)
smax = min(h/4, 6ΦL,min, 24Φs, 175mm) για ΚΠΥ (6.15β)
όπου ΦL,min η ελάχιστη διάμετρος των ράβδων του διαμήκους οπλισμού και Φs η
διάμετρος των συνδετήρων.
Ο πρώτος συνδετήρας από την στήριξη δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από
50mm από την παρειά.
Η μέγιστη απόσταση μεταξύ των κατακόρυφων σκελών ενός συνδετήρα st,max
είναι:
st,max = min(0.75∙d, 600mm) (6.16)
Σε δοκούς μεγάλου πλάτους ή όταν απαιτείται από τους υπολογισμούς τοποθετούνται
συνδετήρες περισσότερων σκελών (τρίτμητοι, τετράτμητοι κλπ.).
Οι συνδετήρες πρέπει να είναι κλειστοί και να αγκυρώνονται σύμφωνα με το
σχήμα 6.10. Ειδικά για ΚΠΜ και ΚΠΥ ισχύει το σχήμα 6.11.
122
Σχήμα 6.11 Αγκύρωση συνδετήρων για ΚΠΜ και ΚΠΥ
Λύση:
123
Κινητό φορτίο: Qk = 0 kN/m
Συνολικό φορτίο συνδυασμού κατακόρυφων φορτίων:
p = 1.35Gk + 1.50Qk = 1.35∙13.925 + 1.50∙0 = 18.80 kN/m
3) Προσομοίωμα φορέα
Ο φορέας προσομοιώνεται με μια αμφίπακτη δοκό μήκους 5.50m που φέρει
ομοιόμορφο συνεχές φορτίο 18.80 kN/m.
4) Στατική επίλυση
Είναι γνωστό από τη Στατική ότι σε μια αμφίπακτη δοκό μήκους l υπό συνεχές
ομοιόμορφο φορτίο q η μέγιστη ροπή στο άνοιγμα είναι:
ql 2 18.80 5.50 2
M max 23.70kNm
24 24
Ενώ οι ροπές στις στηρίξεις είναι:
ql 2 18.80 5.50 2
MA MB 47.39kNm
12 12
Οι τέμνουσες στις στηρίξεις είναι:
ql 18.80 5.50
Q A Q B 51.70kN
2 2
5) Διαστασιολόγηση σε κάμψη
5.1) Μέγιστος – ελάχιστος οπλισμός
Το ελάχιστο ποσοστό οπλισμού για δοκούς με απαιτήσεις αντισεισμικότητας είναι:
ρmin = 0.5fctm/fyk
Από τον πίνακα 2.1 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) για σκυρόδεμα C25/30 προκύπτει
fctm = 2.6 ΜΡα. Συνεπώς:
124
ρmin = 0.5∙2.6/500 = 2.6‰
Για μέτρια υγρασία περιβάλλοντος η συνολική επικάλυψη είναι ctot = 40mm. Άρα το
στατικό ύψος d της δοκού είναι d = 0.50 – 0.04 = 0.46m.
Συνεπώς, ο ελάχιστος οπλισμός είναι:
Αsmin = ρmin ∙ bw ∙ d = 2.6‰ ∙ 25 ∙ 46 = 2.99 cm2
Ο μέγιστος κύριος οπλισμός κάμψης εκτός κρίσιμων περιοχών είναι:
Asmax = 0.04∙b∙h = 0.04∙25∙50 = 50 cm2
Ειδικά στις κρίσιμες περιοχές, για ΚΠΥ και σκυρόδεμα C25/30 προκύπτει:
ρmax = 5.93‰
Άρα ο μέγιστος οπλισμός εντός κρίσιμων περιοχών είναι:
125
M sd 42.65
μ sd 2
2
0.057
bd f cd 0.25 0.46 0.85 25000 / 1.5
Ο συντελεστής 0.85 επιβάλλεται από τον Ευρωκώδικα 2 για να ληφθεί υπόψη η
μακροχρόνια δράση και δυσμενείς επιρροές από τον τρόπο επιβολής του φορτίου.
Για χάλυβα B500C και d1/d = 4/46 = 0.09 προκύπτει από τον πίνακα 4.1 του βιβλίου
(Χουλιάρας, 2003) μlim = 0.316. Επειδή μsd < μlim δεν απαιτείται θλιβόμενος
οπλισμός.
Από τον πίνακα 4.3 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) για μsd = 0.057 προκύπτει ότι το
μηχανικό ποσοστό οπλισμού είναι ω = 0.0598. (Για ενδιάμεσες τιμές μsd γίνεται
γραμμική παρεμβολή).
Ο απαιτούμενος οπλισμός είναι:
As = ωbdfcd/fyd = 0.0598∙25∙46∙(0.85∙25/1.5) / (500/1.15) = 2.24 cm2 < Αsmin
Από τον πίνακα 8.4 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) επιλέγεται οπλισμός 214 (3.08
cm2). (Τηρείται και η απαίτηση για τουλάχιστον 214 για ΚΠΥ).
126
5.5) Στηρίξεις – κάτω ίνα
Ο οπλισμός στην κάτω ίνα των στηρίξεων προκύπτει από συγκερασμό των παρακάτω
απαιτήσεων:
Απαίτηση θλιβόμενου οπλισμού από τη διαστασιολόγηση λόγω αρνητικής
ροπής στήριξης (στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυψε).
Απαίτηση εφελκυόμενου οπλισμού αν λόγω σεισμού προκύψει θετική ροπή
στη στήριξη (στην προκειμένη περίπτωση δεν ελήφθη υπόψη ο σεισμικός
συνδυασμός).
Για δοκούς με απαιτήσεις αντισεισμικότητας, πλέον του απαιτούμενου
οπλισμού που τυχόν προκύπτει από τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις,
τοποθετείται οπλισμός τουλάχιστον ίσος με το μισό οπλισμό της άνω ίνας
(στην προκειμένη περίπτωση 50%∙3.08 = 1.54 cm2).
Κατασκευαστικός οπλισμός (montage) αποτελούμενος από τουλάχιστον δύο
ράβδους 12 και τουλάχιστον 20% του εφελκυόμενου οπλισμού της άνω
ίνας (στην προκειμένη περίπτωση 20%∙3.08 = 0.62 cm2).
Τουλάχιστον το ¼ του εφελκυόμενου οπλισμού ανοίγματος (στην
προκειμένη περίπτωση 0.25∙3.08 = 0.77 cm2).
Για ΚΠΥ, τουλάχιστον 214.
Για πρακτικούς λόγους πολλές φορές είναι προτιμότερο να συνεχίζεται ο
οπλισμός του ανοίγματος, έστω κι αν υπερβαίνει τις παραπάνω απαιτήσεις.
Με βάση τα παραπάνω, τοποθετείται οπλισμός 214 (3.08 cm2).
5.6) Αγκυρώσεις
Ράβδοι άνω ίνας: δυσμενείς συνθήκες συνάφειας
Για C25/30, το βασικό απαιτούμενο μήκος αγκύρωσης είναι:
lb,rqd = 58 = 58∙0.014 = 0.81m
Ράβδοι κάτω ίνας: ευνοϊκές συνθήκες συνάφειας
Για C25/30, το βασικό απαιτούμενο μήκος αγκύρωσης είναι:
lb,rqd = 40 = 40∙0.014 = 0.56m
Δεδομένου ότι διατίθεται επαρκής χώρος για την αγκύρωση στα τοιχώματα θα
χρησιμοποιηθούν ευθύγραμμες αγκυρώσεις, άρα α1 = 1.
Εγκάρσιος συγκολλημένος οπλισμός δεν θα τοποθετηθεί, άρα α4 = 1.
127
Απλουστευτικά μπορεί να αγνοηθεί η συμβολή των υπολοίπων ευμενών παραγόντων
(επικάλυψη, περίσφιξη).
Άρα το μήκος αγκύρωσης σχεδιασμού λαμβάνεται ίσο με το βασικό απαιτούμενο
μήκος αγκύρωσης. Επειδή λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις αντισεισμικότητας το
μήκος αγκύρωσης προσμετράται από απόσταση 5 = 5∙0.014 = 0.07m από την
παρειά της στήριξης. Συνεπώς, οι ράβδοι της άνω ίνας θα πρέπει να εισχωρήσουν στα
τοιχώματα κατά 0.81 + 0.07 = 0.88m και της κάτω κατά 0.56 + 0.07 = 0.63m.
6) Διαστασιολόγηση σε διάτμηση
6.1 Έλεγχος για το αν απαιτείται οπλισμός διάτμησης
Η αντοχή σχεδιασμού σε τέμνουσα χωρίς οπλισμό διάτμησης VRd,c είναι:
128
VRd,max = 0.9∙bw∙d∙νl∙fcd∙cotθ/(1 + cot2θ)
129
VEd = 51.70 -18.80∙(0.25 + 0.46) = 38.35 kN
7) Σκαρίφημα οπλισμού
130
7. ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΚΙΝΔΥΝΟ ΛΥΓΙΣΜΟΥ
7.1 Γενικά – Γεωμετρικά στοιχεία
Υποστυλώματα είναι κατά κανόνα κατακόρυφα γραμμικά δομικά στοιχεία που
δέχονται φορτία από τις δοκούς και τις πλάκες και τα μεταβιβάζουν στη θεμελίωση.
Σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα 2, ως υποστυλώματα χαρακτηρίζονται τα συνήθως
κατακόρυφα δομικά στοιχεία με ύψος διατομής hc μικρότερο ή ίσο από το 1/3 του
μήκους τους lc και το τετραπλάσιο του πλάτους bc της διατομής τους:
lc ≥ 3hc και hc ≤ 4bc (7.1)
Αν δεν ισχύουν οι παραπάνω σχέσεις τα δομικά στοιχεία χαρακτηρίζονται ως
τοιχώματα. Στο σχήμα 7.1 δίνονται οι συνήθεις διατομές των υποστυλωμάτων μαζί
με τους συμβολισμούς των διαστάσεών τους που έχουν υιοθετηθεί από τους
κανονισμούς. Η διατομή των υποστυλωμάτων είναι κατά κανόνα σταθερή καθ’ ύψος.
Επιτρέπεται ωστόσο διαφοροποίηση διατομής τόσο από όροφο σε όροφο, όσο και
στον ίδιο όροφο, ανάλογα με την ένταση σε κάθε θέση. Για υποστυλώματα με
απαιτήσεις αντισεισμικότητας τίθενται οι ακόλουθοι γεωμετρικοί περιορισμοί:
για ΚΠΜ: |νd| = |NΕd|/(Ac·fcd) ≤ 0.65
για ΚΠΥ: |νd| ≤ 0.55 και bc ≥ 250mm
όπου:
νd το ανηγμένο αξονικό φορτίο του υποστυλώματος για το σεισμικό συνδυασμό
NΕd η αξονική δύναμη του υποστυλώματος για το σεισμικό συνδυασμό
Ac το εμβαδόν της διατομής του υποστυλώματος
fcd η θλιπτική αντοχή σχεδιασμού του υποστυλώματος.
131
Οι κρίσιμες περιοχές των υποστυλωμάτων με απαιτήσεις αντισεισμικότητας
εκτείνονται σε απόσταση lcr από τις παρειές των κόμβων (άκρα):
για ΚΠΜ: lcr = max(1/6lc, hc, 450mm)
για ΚΠΥ: lcr = max(1/6lc, 1.5hc, 600mm)
για υποστυλώματα ισογείου: lcr = lc
όταν υπάρχει τοιχοποιία στη μία πλευρά του υποστυλώματος ή τοιχοποιία
και στις δύο πλευρές αλλά δεν εκτείνεται σε όλο το ύψος (σχήμα 7.2): lcr = lc
όταν υποστύλωμα συνδέεται με τοίχωμα σε μέρος του ύψους του, τότε
κρίσιμο θεωρείται όλο το υπόλοιπο ύψος (σχήμα 7.2).
132
Σχήμα 7.3 Διαγράμματα ροπών Μsd, τεμνουσών Vsd και αξονικών δυνάμεων Νsd
υποστυλωμάτων υπό κατακόρυφα φορτία
Σχήμα 7.4 Διαγράμματα ροπών Μsd, τεμνουσών Vsd και αξονικών δυνάμεων Νsd
υποστυλωμάτων υπό σεισμό
7.3 Κάμψη
7.3.1 Διαστασιολόγηση
Η διαστασιολόγηση των υποστυλωμάτων σε κάμψη γίνεται κατά τα γνωστά με τη
βοήθεια πινάκων και περιλαμβάνει τρία διαδοχικά βήματα:
υπολογισμό των ανηγμένων εντασιακών μεγεθών (νd, μd για μονοαξονική
κάμψη, νd, μxd, μyd για διαξονική κάμψη)
υπολογισμό του απαιτούμενου μηχανικού ποσοστού οπλισμού ωtot από το
κατάλληλο νομογράφημα, ανάλογα με το είδος της καταπόνησης, την
ποιότητα του χάλυβα, τη διάταξη οπλισμών και την επικάλυψη
υπολογισμό του απαιτούμενου οπλισμού Astot σε cm2.
133
Επισημαίνεται ότι, σε αντίθεση με τις δοκούς, στους τύπους για τον υπολογισμό των
ανηγμένων εντασιακών μεγεθών και του απαιτούμενου οπλισμού εισάγεται το ύψος
της διατομής hc και όχι το στατικό ύψος d.
134
εφελκυστική αξονική δύναμη, το μήκος αγκύρωσης σχεδιασμού προσαυξάνεται κατά
50%.
Το μήκος υπερκάλυψης στις ενώσεις των διαμήκων ράβδων (αναμονές)
λαμβάνεται ίσο με 1.50∙lbd. Οι ράβδοι του κατώτερου ορόφου θα πρέπει να
κάμπτονται προς το εσωτερικό, ώστε να δημιουργείται χώρος για τις ράβδους του
ανώτερου ορόφου. Οι διαμήκεις ράβδοι του τελευταίου ορόφου πρέπει να
συνεχίζονται μέχρι την άνω ίνα του κόμβου και κατόπιν να κάμπτονται κατά 90ο προς
το εσωτερικό του κόμβου, ώστε να εξασφαλιστεί το απαιτούμενο μήκος αγκύρωσης.
Σε υποστυλώματα με απαιτήσεις αντισεισμικότητας το μήκος αγκύρωσης
προσμετράται από απόσταση 5 μετά την είσοδο της ράβδου στον κόμβο (σχήμα
7.5).
7.4 Διάτμηση
7.4.1 Διαστασιολόγηση
Η διαστασιολόγηση των υποστυλωμάτων σε διάτμηση διεξάγεται γενικά σε τρία
στάδια (όπως ακριβώς και των δοκών):
Έλεγχος αντοχής χωρίς οπλισμό διάτμησης.
Έλεγχος σε συντριβή θλιβόμενης διαγωνίου.
Υπολογισμός οπλισμού διάτμησης.
Επισημαίνεται η θετική συμβολή της θλιπτικής αξονικής δύναμης στην αντοχή
σχεδιασμού χωρίς οπλισμό διάτμησης (μέσω του σcp). Η γωνία των διατμητικών
ρηγματώσεων θ συνιστάται να λαμβάνεται ίση με 45ο, λόγω της επίδρασης του
αξονικού φορτίου.
135
7.4.2 Διάταξη εγκάρσιου οπλισμού
Ο οπλισμός διάτμησης αποτελείται είτε από κοινούς συνδετήρες κάθετους στο
διαμήκη οπλισμό είτε από σπείρες (σπειροειδής οπλισμός). Εκτός από την ανάληψη
των τεμνουσών δυνάμεων, συμβάλλει στη γενικότερη φέρουσα ικανότητα των
υποστυλωμάτων, καθώς αφενός συγκρατεί τις διαμήκεις ράβδους αποτρέποντας το
λυγισμό τους και αφετέρου περισφίγγει το σκυρόδεμα αυξάνοντας την αντοχή και την
πλαστιμότητα. Ο οπλισμός διάτμησης τοποθετείται σε όλο το ύψος των
υποστυλωμάτων από τα θεμέλια μέχρι τη στέψη τους, συνεχίζεται δηλαδή και εντός
των κόμβων. Στο σχήμα 7.6 φαίνονται συνήθεις μορφές οπλισμού διάτμησης
υποστυλωμάτων.
136
αν ΦL,max > 14mm, η απόσταση πρέπει να μειώνεται στο 60% στα άκρα του
υποστυλώματος (σε αποστάσεις hc από τις παρειές των κόμβων), καθώς και
στις θέσεις ενώσεων με υπερκάλυψη.
ειδικά στις κρίσιμες περιοχές υποστυλωμάτων με απαιτήσεις
αντισεισμικότητας: smax = min(bo/2, 8ΦL,min, 175mm) για ΚΠΜ και smax =
min(bo/3, 6ΦL,min, 125mm) για ΚΠΥ
όπου ΦL,min η ελάχιστη διάμετρος των ράβδων του διαμήκους οπλισμού και bo η
μικρότερη διάσταση του πυρήνα της διατομής, δηλαδή του τμήματος της διατομής
που περικλείεται από συνδετήρες.
Το μέγιστο βήμα smax σπειροειδούς οπλισμού σύμφωνα με τον Ευρωκώδικα 2
είναι:
smax = min(Dco/5, 80mm) (7.5)
όπου Dco η διάμετρος του πυρήνα της διατομής.
Για τις αγκυρώσεις των συνδετήρων ισχύουν όσα αναφέρθηκαν στο κεφάλαιο των
δοκών.
137
Λύση:
2) Διαστασιολόγηση σε κάμψη
2.1) Μέγιστος – ελάχιστος οπλισμός
Ο ελάχιστος απαιτούμενος διαμήκης οπλισμός για υποστυλώματα με απαιτήσεις
αντισεισμικότητας είναι:
Asmιn = 0.01∙Ac = 0.01∙502 = 25 cm2
300
μ xd 2
0.17
0.50 0.50 0.85 25000 / 1.5
250
μ yd 2
0.14
0.50 0.50 0.85 25000 / 1.5
- 720
νd 0.20
0.50 0.50 0.85 25000 / 1.5
Για παράκτια περιοχή η συνολική επικάλυψη είναι ctot = 50mm. Άρα d1/h = 5/50 =
0.10.
Για συμμετρική διάταξη οπλισμού, χάλυβα B500C και d1/h = 0.10 πρέπει να
χρησιμοποιηθεί το νομογράφημα του πίνακα 4.7ε του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003).
Επειδή μyd < μxd ισχύει:
138
μ1 = μxd
μ2 = μyd
Από το νομογράφημα του πίνακα 4.7ε του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) για μ1 = 0.17,
μ2 = 0.14 και νd = -0.20 προκύπτει ότι το μηχανικό ποσοστό οπλισμού είναι ωtot =
0.53.
Δεδομένου ότι η απόσταση μεταξύ των ράβδων οπλισμού δεν πρέπει να υπερβαίνει
τα 15cm θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 4 ράβδοι ανά πλευρά, δηλαδή 12
ράβδοι συνολικά.
Από τον πίνακα 8.4 του βιβλίου (Χουλιάρας, 2003) επιλέγεται οπλισμός 820 +
818 (45.44 cm2).
2.3) Αγκυρώσεις
Για κατακόρυφες ράβδους οπλισμού οι συνθήκες συνάφειας θεωρούνται ευνοϊκές,
ανεξαρτήτως θέσης.
Για C25/30, το βασικό απαιτούμενο μήκος αγκύρωσης για τις ράβδους 20 είναι:
lb,rqd = 40 = 40∙0.020 = 0.80 m
Και για τις ράβδους 18:
lb,rqd = 40 = 40∙0.018 = 0.72 m
139
Δεδομένου ότι δεν διατίθεται επαρκής χώρος για ευθύγραμμη αγκύρωση οι ράβδοι θα
καμφθούν κατά 90ο προς το εσωτερικό του κόμβου.
3) Διαστασιολόγηση σε διάτμηση
3.1 Έλεγχος για το αν απαιτείται οπλισμός διάτμησης
Η αντοχή σχεδιασμού σε τέμνουσα χωρίς οπλισμό διάτμησης VRd,c είναι:
VRd,c = [0.12∙k∙(100∙ρl∙fck)1/3 + 0.15∙σcp]∙bw∙d και
VRd,c ≥ (νmin + 0.15∙σcp)∙bw∙d
140
Λαμβάνεται cotθ = 1 (θ = 45ο)
Επειδή ΦL,max > 14mm, η απόσταση πρέπει να μειώνεται στο 60%, δηλαδή στα 216
mm στα ακραία τμήματα του υποστυλώματος μήκους hc = 500 mm. Η απαίτηση αυτή
θα καλυφθεί ούτως ή άλλως λόγω των απαιτήσεων της κρίσιμης περιοχής.
Η μέγιστη απόσταση των συνδετήρων στις κρίσιμες περιοχές υποστυλωμάτων με
απαιτήσεις αντισεισμικότητας και για ΚΠΥ είναι:
141
smax = min(bo/3, 6ΦL,min, 125 mm) = min(400/3, 6∙18, 125 mm) →
smax = min(133, 108, 125 mm) = 108 mm
4) Σκαρίφημα οπλισμού
142
8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αβραμίδης Ι., Αθανατοπούλου Α., Μορφίδης Κ. και Σέξτος Α., Αντισεισμικός
Σχεδιασμός Κτιρίων Ο/Σ και Αριθμητικά Παραδείγματα Ανάλυσης και
Διαστασιολόγησης Σύμφωνα με τους Ευρωκώδικες, Αυτοέκδοση, Θεσσαλονίκη
2011.
Ζέρης Χ., Στοιχεία τεχνολογίας για την εκτέλεση έργων από σκυρόδεμα, Διδακτικές
σημειώσεις, Αθήνα 2015.
Λίτινας Ν., Νέες απαιτήσεις για τα αδρανή υλικά στις κατασκευές – Εμπειρία από
την εφαρμογή της σήμανσης CE στην Ελλάδα, 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο Δομικών
Υλικών και Στοιχείων, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, Αθήνα, 21-23 Μαΐου, 2008.
143
Παπαγιάννη Ι., Σημειώσεις Τεχνολογίας Σκυροδέματος - Δομικά Υλικά ΙΙ,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών,
Θεσσαλονίκη 2010.
Πενέλης Γ., Στυλιανίδης Κ., Κάππος Α. και Ιγνατάκης Χ., Κατασκευές από
Οπλισμένο Σκυρόδεμα (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Θεσσαλονίκη 1995.
Πενέλης Γ., Κάππος Α., Ιγνατάκης Χ., και Σέξτος Α., Ευρωκώδικας 2: Σχεδιασμός
Φορέων από Σκυρόδεμα, διαφάνειες παρουσίασης εκπαιδευτικών σεμιναρίων,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών,
Θεσσαλονίκη 2009.
Στυλιανίδης Κ., Ιγνατάκης Χ. και Θερμού Γ., Σημειώσεις από τις παραδόσεις του
μαθήματος Σιδηροπαγές Σκυρόδεμα ΙΙ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα www.civil.auth.gr.
144
Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Ελληνικός
Κανονισμός Οπλισμένου Σκυροδέματος, ΦΕΚ 1329Β, 6/11/2000.
145
Ορισμένα σχήματα και φωτογραφίες ελήφθησαν από το ελεύθερο διαδίκτυο, καθώς
και από τα παρακάτω συγγράμματα:
Κούκης Γ. και Σαμπατακάκης Ν., Τεχνική Γεωλογία, Εκδόσεις Παπασωτηρίου,
Αθήνα 2002.
Παπαγιάννη Ι., Λιαρής Ν. και Οικονόμου Ν., Σημειώσεις Δομικών Υλικών Ι,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών,
Θεσσαλονίκη 1993.
Πενέλης Γ., Κάππος Α., Ιγνατάκης Χ., και Σέξτος Α., Ευρωκώδικας 2: Σχεδιασμός
Φορέων από Σκυρόδεμα, διαφάνειες παρουσίασης εκπαιδευτικών σεμιναρίων,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών,
Θεσσαλονίκη 2009.
Στυλιανίδης Κ., Ιγνατάκης Χ. και Θερμού Γ., Σημειώσεις από τις παραδόσεις του
μαθήματος Σιδηροπαγές Σκυρόδεμα ΙΙ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα www.civil.auth.gr.
146