You are on page 1of 40

Stephen King

Sometimes They Come Back (1974)

Μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου

Η γυναύκα του Σζιμ Νϐρμαν τον περύμενε απϐ τισ δϑο και
ϐταν εύδε το αμϊξι του να ςταματϊ μπροςτϊ ςτην
πολυκατοικύα ϐπου ϋμεναν, ϋτρεξε να τον προϒπαντόςει. Εύχε
όδη ψωνύςει τα υλικϊ για ϋνα γιορταςτικϐ δεύπνο: φιλϋτα,
καλϐ κραςύ, φρϋςκα λαχανικϊ, εξωτικό ςϊλτςα για ςαλϊτα.
Σώρα, καθώσ τον ϋβλεπε να βγαύνει απϐ το αυτοκύνητο, ϋπιαςε
τον εαυτϐ τησ να ελπύζει απεγνωςμϋνα ςχεδϐν (και ϐχι για
πρώτη φορϊ εκεύνη την ημϋρα) ϐτι θα εύχαν κϊτι να
γιορτϊςουν.
Ανϋβηκε τα ςκαλιϊ τησ ειςϐδου, με τον καινοϑριο του
χαρτοφϑλακα ςτο ϋνα χϋρι και τϋςςερα βιβλύα ςτο ϊλλο.
Μπϐρεςε να διακρύνει τον τύτλο του πρώτου, Ειςαγωγό ςτη
γραμματικό. Σον αγκϊλιαςε και ρώτηςε, «Λοιπϐν; Σι ϋγινε;»
Εκεύνοσ χαμογϋλαςε.
Αλλϊ εκεύνη τη νϑχτα ξαναεύδε το παλιϐ ϐνειρο για πρώτη
φορϊ μετϊ απϐ πολλϊ, πϊρα πολλϊ χρϐνια και ξϑπνηςε
μουςκεμϋνοσ ςτον ιδρώτα, με μια κραυγό να του φρϊζει το
λαρϑγγι.
Σον εύχαν εξετϊςει για τη θϋςη ο διευθυντόσ του Λυκεύου
Φϊρολντ Ντϋιβισ και ο επικεφαλόσ του τμόματοσ των

-2-
αγγλικών. Ανϊμεςα ςτ' ϊλλα αναφϋρθηκε και ο νευρικϐσ
κλονιςμϐσ που εύχε περϊςει. Σο περύμενε.
Ο διευθυντόσ, ϋνασ φαλακρϐσ και λιπϐςαρκοσ ϊντρασ,
ονϐματι Υϋντον, εύχε γεύρει πύςω ςτην πολυθρϐνα του και
περιεργαζϐταν το ταβϊνι. Ο ΢ύμονσ, ο υπεϑθυνοσ του τμόματοσ
των αγγλικών, εύχε ανϊψει την πύπα του.
«Δεχϐμουν μεγϊλη πύεςη εκεύνη την εποχό», εύπε ο Σζιμ.
Σα δϊχτυλϊ του πόγαν να ςυςπαςτοϑν, μα τα εμπϐδιςε.
«Αυτϐ το καταλαβαύνουμε», εύπε ο Υϋντον,
χαμογελώντασ. «Και μϐλο που δεν ϋχουμε καμύα επιθυμύα να
φανοϑμε αδιϊκριτοι, εύμαι ςύγουροσ πωσ ϐλοι μασ ςυμφωνοϑμε
ϐτι η διδαςκαλύα εύναι απαιτητικό και ςκληρό απαςχϐληςη,
ιδύωσ ςτο επύπεδο του Λυκεύου. Εύμαςτε ςτη ςκηνό πϋντε ώρεσ
τη μϋρα και παύζουμε για το δυςκολϐτερο κοινϐ του κϐςμου.
Γι' αυτϐ ακριβώσ», κατϋληξε περόφανα, «οι καθηγητϋσ
παρουςιϊζουν το μεγαλϑτερο ποςοςτϐ ϋλκουσ ςτομϊχου απ'
οποιονδόποτε ϊλλο επαγγελματικϐ κλϊδο, με την εξαύρεςη των
εναϋριων ελεγκτών». Ο Σζιμ εύπε, «Οι πιϋςεισ που δϋχτηκα και
που με οδόγηςαν ςτην ... ςτην κατϊρρευςη όταν ιδιαύτερα
ϋντονεσ».
Ο Υϋντον και ο ΢ύμονσ ϋνευςαν την επιφυλακτικό τουσ
ενθϊρρυνςη και ο ΢ύμονσ ετοιμϊςτηκε πϊλι ν' ανϊψει τη
μιςοςβηςμϋνη του πύπα. Ξαφνικϊ το γραφεύο ϋγινε μικρϐ,
αςφυκτικϐ. O Σζιμ εύχε την περύεργη αύςθηςη ϐτι μϐλισ του
εύχαν ςτρϋψει ϋνα δυνατϐ προβολϋα ςτη πλϊτη. Σα δϊχτυλϊ
του ϊρχιςαν πϊλι να ςαλεϑουν απϐ μϐνα τουσ, μα τα
ςταμϊτηςε ϋγκαιρα.
«Σϋλειωνα το πανεπιςτόμιο και όμουν αςκοϑμενοσ
καθηγητόσ. Η μητϋρα μου εύχε πεθϊνει το προηγοϑμενο
καλοκαύρι απϐ καρκύνο- και η τελευταύα τησ επιθυμύα όταν να
ςυνεχύςω και να τελειώςω τισ ςπουδϋσ μου. Ο αδελφϐσ μου, ο
μεγαλϑτερϐσ μου αδελφϐσ, εύχε πεθϊνει ϐταν όμαςταν και οι
-3-
δϑο μικρού. ΢κϐπευε να γύνει εκπαιδευτικϐσ και η μητϋρα μου
πύςτευε... »
Καταλϊβαινε απϐ τον τρϐπο που τον κοιτοϑςαν ϐτι εύχε
ξεφϑγει απϐ το θϋμα και ςκϋφτηκε: Θεϋ μου, τα ϋκανα
θϊλαςςα. «Εκανα ϐ,τι μου ζότηςε», εύπε, παρακϊμπτοντασ τισ
πολϑπλοκεσ ςχϋςεισ ανϊμεςα ςτον ύδιο, τη μϊνα και τον
αδελφϐ του τον Γουϋιν -το δϑςτυχο, δολοφονημϋνο Γουϋιν.
«΢τη δεϑτερη εβδομϊδα τησ ϊςκηςόσ μου, η μνηςτό μου εύχε
ϋνα ατϑχημα. Κϊποιοσ τη χτϑπηςε με το αυτοκύνητϐ του και
την εγκατϋλειψε αβοόθητη, ϋνασ νεαρϐσ που δε ςυνελόφθη
ποτϋ». Ο ΢ύμονσ του χαμογϋλαςε για να του δώςει κουρϊγιο.
«΢υνϋχιςα. Δεν ϋβλεπα ϊλλη διϋξοδο. Η αρραβωνιαςτικιϊ
μου υπϋφερε πολϑ -τϋςςερα ραγιςμϋνα πλευρϊ κι ϋνα
ςπαςμϋνο ςε τρύα ςημεύα πϐδι- αλλϊ δεν κινδϑνευε ϊμεςα.
Θαρρώ πωσ οϑτε εγώ δεν καταλϊβαινα ςε τι κατϊςταςη
βριςκϐμουν, πϐςο πιεζϐμουν θϋλω να πω».
Προςοχό τώρα. Εδώ εύναι που χϊνεται το ϋδαφοσ απϐ τα
πϐδια ςου. «Δύδαςκα ςτο Σεχνικϐ Λϑκειο τησ ΢ϋντερ ΢τρητ»,
εύπε o Σζιμ.
«Σο καμϊρι τησ πϐλησ», παρενϋβη ο Υϋντον. «΢ουγιϊδεσ,
μπϐτεσ ύςαμε το μπϐι τουσ, αλυςύδεσ, ϐπλα ςτα ντουλϊπια,
προςταςύα επύ πληρωμό, και ϋνα παιδύ ςτα τρύα να πουλϊει
ναρκωτικϊ ςτ' ϊλλα δϑο. Σο ξϋρω το .ύδρυμα .».
«Εύχα ϋνα μαθητό, τον Μακ Ζύμερμαν», εύπε ο Σζιμ.
«Ευαύςθητο αγϐρι. Ϊπαιζε κιθϊρα. Ϊγραφε θαυμϊςιεσ
εκθϋςεισ. Και ϋνα πρωύ μπόκα ςτην τϊξη και εύδα να τον
κρατοϑν δϑο ενώ ϋνασ τρύτοσ κοπανοϑςε την κιθϊρα του ςτο
καλοριφϋρ. Ο Ζύμερμαν ςτρύγκλιζε. Σουσ φώναξα να τον
αφόςουν, να μου δώςουν αμϋςωσ την κιθϊρα. Πόγα να τουσ
ςταματόςω, μα κϊποιοσ μου ϋδωςε μια γροθιϊ και με ξϊπλωςε
χϊμω». Ο Σζιμ αναςόκωςε τουσ ώμουσ. «Αυτϐ όταν ϐλο.
Ϊςπαςα. Οϑτε οϑρλιαζα οϑτε κρυβϐμουν ςτισ γωνύεσ. Απλϊ δε
-4-
μποροϑςα να ξαναγυρύςω ςτο ςχολεύο. Με το που πληςύαζα,
ςφιγγϐταν η καρδιϊ μου. Δεν μποροϑςα ν' αναπνεϑςω, μ'
ϋλουζε κρϑοσ ιδρώτασ». «Μου ςυμβαύνει και μϋνα πολλϋσ
φορϋσ», ςχολύαςε φιλικϊ ο Υϋντον.
«Ωρχιςα ψυχανϊλυςη. ΢υμμετεύχα ςε κϊποιεσ
θεραπευτικϋσ ομϊδεσ τησ Πρϐνοιασ. Δεν εύχα χρόματα για
αποκλειςτικϐ ψυχύατρο. Μου ϋκανε καλϐ. Παντρεϑτηκα τη
΢ϊλι. Κουτςαύνει λύγο, τησ ϋχει μεύνει μια ουλό, μα κατϊ τ' ϊλλα
εύναι μια χαρϊ. Καινοϑρια». Σουσ κούταξε κατϊματα. «Σο ύδιο
θα μποροϑςα να πω και για μϋνα». Ο Υϋντον εύπε, «Σελειώςατε
την ϊςκηςό ςασ ςτο Λϑκειο Κορτϋσ, νομύζω». «Θερμοκόπιο με
ςπϊνια λουλοϑδια κι αυτϐ», πϋταξε ο ΢ύμονσ.
«Ϋθελα ϋνα δϑςκολο ςχολεύο», εξόγηςε ο Σζιμ. «Ωλλαξα
θϋςη μ' ϋνα ςυνϊδελφο». «Ο επϐπτησ ςασ βαθμολϐγηςε με
ϊριςτα, απ' ϐ,τι βλϋπω», παρατόρηςε ο Υϋντον. «Μϊλιςτα».
«Με την ύδια διϊκριςη πόρατε και το πτυχύο ςασ».
«Αγαποϑςα τισ ςπουδϋσ μου».
Ο Υϋντον και ο ΢ύμονσ κοιτϊχτηκαν, κατϐπιν ςηκώθηκαν.
Σουσ μιμόθηκε και ο Σζιμ. «Θα επικοινωνόςουμε μαζύ ςασ,
κϑριε Νϐρμαν», εύπε ο Υϋντον. «Πρϋπει να δοϑμε μερικοϑσ
ακϐμα υποψόφιουσ».
«Ναι, καταλαβαύνω».
«Αλλϊ εγώ τουλϊχιςτον ϋχω εντυπωςιαςτεύ απϐ τισ
ακαδημαώκϋσ επιδϐςεισ και την ειλικρύνειϊ ςασ». «Ευχαριςτώ,
πολϑ ευγενικϐ εκ μϋρουσ ςασ».
«΢ιμ, ύςωσ ο κϑριοσ Νϐρμαν θα ϋπινε ϋναν καφϋ πριν
φϑγει». Ϊδωςαν τα χϋρια. ΢το διϊδρομο, ο ΢ύμονσ εύπε,
«Νομύζω πωσ πόρατε τη θϋςη. Υυςικϊ, ςασ το λϋω
εμπιςτευτικϊ, δε θα όθελα να βγει παραϋξω». Ο Σζιμ ϋνευςε
καταφατικϊ. Εύχε αφόςει και ο ύδιοσ πολλϊ ϋξω.
Σο Λϑκειο Ντϋιβισ όταν ϋνα μϊλλον αποκρουςτικϐ
οικοδϐμημα που ϐμωσ ςτϋγαζε εξαιρετικϊ ςϑγχρονεσ
-5-
εγκαταςτϊςεισ, μϐνον τα εργαςτόρια τησ Υυςικόσ και Φημεύασ
εύχαν κοςτύςει 1,5 εκατομμϑρια δολϊρια. Οι τϊξεισ, που τισ
ςτούχειωναν ακϐμη τα φαντϊςματα των εργατών που τισ εύχαν
κτύςει και των παιδιών που τισ χρηςιμοπούηςαν τα πρώτα
μεταπολεμικϊ χρϐνια, διϋθεταν μοντϋρνα θρανύα και πύνακεσ
τελευταύασ τεχνολογύασ. Οι μαθητϋσ όταν καθαρού,
καλοντυμϋνοι, ολοζώντανοι, εϑποροι. Οι ϋξη ςτουσ δϋκα
τελειϐφοιτουσ εύχαν το δικϐ τουσ αυτοκύνητο. Γενικϊ, ϋνα καλϐ
ςχολεύο. Καλϐ ςχολεύο για να διδϊςκει κανεύσ ςτην ταραγμϋνη
δεκαετύα του '70. ΢ε ςϑγκριςη μαζύ του, το Σεχνικϐ Λϑκειο τησ
΢ϋντερ ΢τρητ ϋμοιαζε με την καρδιϊ τησ Αφρικόσ.
Αλλϊ ϐταν τα παιδιϊ ςχολοϑςαν και τα κτύρια ϊδειαζαν,
κϊτι παμπϊλαιο και μελαγχολικϐ και ανόςυχο κυρύευε τουσ
διαδρϐμουσ, ψιθϑριζε ςτισ ϋρημεσ τϊξεισ. Ϊνα μαϑρο, κακοποιϐ
θηρύο που δε φανερωνϐταν ποτϋ. Μερικϋσ φορϋσ, καθώσ
κατηφϐριζε το διϊδρομο τησ Πτϋρυγασ 4 κατϊ το χώρο
ςτϊθμευςησ με τον καινοϑργιο του χαρτοφϑλακα ςτο χϋρι, ο
Σζιμ Νϐρμαν πύςτευε πωσ ςχεδϐν το ϊκουγε να αναςαύνει.
Ξαναεύδε το ϐνειρο ςτο τϋλοσ του Οκτώβρη και τοϑτη τη
φορϊ οϑρλιαξε. Πολϋμηςε με
νϑχια και με δϐντια να ξυπνόςει κι ϐταν τα κατϊφερε,
βρόκε τη ΢ϊλι ανακαθιςμϋνη
ςτο κρεβϊτι να τον κρατϊει απϐ τον ώμο. Η καρδιϊ του
πόγαινε να ςπϊςει.
«Θεϋ μεγαλοδϑναμε», εύπε και ϋτριψε το πρϐςωπϐ του.
«Εύςαι καλϊ;»
«Ναι. Υώναξα, ε;»
«Αν φώναξεσ, λϋει! Εφιϊλτησ;»
«Ναι».
«΢χετικϐσ μ' εκεύνα τ' αγϐρια που ϋςπαςαν την κιθϊρα
του μαθητό ςου;»

-6-
«Όχι», εύπε ο Σζιμ. «Κϊτι πολϑ παλιϐτερο. Μερικϋσ φορϋσ
επιςτρϋφει, αυτϐ εύναι
ϐλο. Σύποτα ςοβαρϐ».
«Εύςαι ςύγουροσ;»
«Ναι».
«Θϋλεισ να ςου φϋρω λύγο γϊλα;» Σα μϊτια τησ εύχαν
ςκοτεινιϊςει. Υύληςε τον ώμο τησ. «Όχι. Ϊλα, κοιμόςου».
Η ΢ϊλι ϋςβηςε το φωσ κι εκεύνοσ ϋμεινε ξαπλωμϋνοσ να
κοιτϊει το ςκοτϊδι. Για καινοϑριοσ καθηγητόσ, εύχε καλϐ
πρϐγραμμα. Η πρώτη ώρα όταν ελεϑθερη. Ση δεϑτερη και την
τρύτη ϋκανε ϋκθεςη, το ϋνα τμόμα πληκτικϐ μϋχρι θανϊτου, το
ϊλλο ζωηρϐ, περύεργο, ςχεδϐν διαςκεδαςτικϐ. Η τϋταρτη ώρα
όταν η καλϑτερό του: αμερικϊνικη λογοτεχνύα με
τελειϐφοιτουσ που προορύζονταν για το πανεπιςτόμιο και που
την ϋβριςκαν ταλαιπωρώντασ τουσ κλαςικοϑσ. Η πϋμπτη όταν
«ώρα ςυμβουλών», η ώρα δηλαδό που υποτύθεται πωσ θα
ϋβλεπε μαθητϋσ με ςχολικϊ ό προςωπικϊ προβλόματα. Ϋταν
λιγοςτού ϐςοι εύχαν τα μεν ό τα δε (ό, τουλϊχιςτον, ϐςοι
όθελαν να τα ςυζητόςουν μαζύ του) και περνοϑςε ςυνόθωσ
αυτϊ τα διαςτόματα ςυντροφιϊ μ' ϋνα καλϐ βιβλύο. Σην ϋκτη
ώρα δύδαςκε γραμματικό, πρϊγμα ςτεγνϐ ςα ςκϐνη απϐ
κιμωλύα.
Η ϋβδομη ώρα όταν ο ςταυρϐσ του. Σο μϊθημα
ονομαζϐταν «Ζώντασ με τη λογοτεχνύα» και γινϐταν ς' ϋνα
χώρο που ϋμοιαζε περιςςϐτερο με κλουβύ παρϊ με τϊξη ςτον
τρύτο ϐροφο. Η αύθουςα όταν ζεςτό ςα φοϑρνοσ το καλοκαύρι
και πϊγωνε ϐςο πληςύαζε ο χειμώνασ. Σα ύδια τα παιδιϊ όταν
χαρακτηριςτικϐ δεύγμα αυτοϑ που οι ςχολικού κατϊλογοι
ευφημιςτικϊ ονομϊζουν μαθητϋσ με αργϋσ προϐδουσ. Τπόρχαν
εύκοςι επτϊ μαθητϋσ με αργϋσ προϐδουσ ςτην τϊξη του Σζιμ, οι
περιςςϐτεροι απ' αυτοϑσ οι ταραχοποιού του ςχολεύου. Σο
λιγϐτερο που θα μποροϑςε κανεύσ να τουσ καταλογύςει όταν η
-7-
αδιαφορύα και μερικού εύχαν μια φλϋβα γνόςιασ μοχθηρύασ.
Μπόκε κϊποια μϋρα ςτην τϊξη και βρόκε ςτον πύνακα μια
χυδαύα και βϊναυςα πιςτό καρικατοϑρα του με την περιττό
ϋνδειξη «κϑριοσ Νϐρμαν» απϐ κϊτω. Ϊςβηςε το ςκύτςο χωρύσ
ςχϐλια και ςυνϋχιςε το μϊθημα παρϊ τα ειρωνικϊ γελϊκια.
Προςπϊθηςε να βρει τρϐπουσ να κεντρύςει τη φανταςύα τουσ,
παρόγγειλε τα πιο εϑληπτα και ενδιαφϋροντα κεύμενα που
μποροϑςε να βρει -ϐλα μϊταια. Η ςυλλογικό διϊθεςη τησ τϊξησ
ϋπεφτε, χωρύσ διακυμϊνςεισ, απϐ την αχαλύνωτη ιλαρϐτητα
ςτη βαρϑθυμη ςιωπό. ΢τισ αρχϋσ του Νοϋμβρη δυο μαθητϋσ
πιϊςτηκαν ςτα χϋρια εξαιτύασ μια διαφωνύασ ςχετικϊ με το
Ωνθρωποι και ποντύκια. Ο Σζιμ τουσ χώριςε και τουσ ςυνϐδεψε
ο ύδιοσ ςτο γραφεύο του διευθυντό. Όταν επϋςτρεψε και
ξανϊνοιξε το βιβλύο του, αντύκριςε τη λϋξη «ΔΑΓΚΨ΢ΣΟ»
γραμμϋνη με μαρκαδϐρο διαγώνια ςτη ςελύδα.
Εξϋθεςε το πρϐβλημα ςτον ΢ύμονσ, που αναςόκωςε τουσ
ώμουσ και ϊναψε την πύπα του.
«Δεν υπϊρχει δραςτικό λϑςη, Σζιμ. Η τελευταύα ώρα όταν
απ' ανϋκαθεν κρεμϊλα. Για μερικοϑσ απϐ τουσ μαθητϋσ ςου,
ϋνασ κακϐσ βαθμϐσ ςημαύνει ϐτι παύρνουν πϐδι απϐ τισ ομϊδεσ
του ρϊγκμπι ό του μπϊςκετ. Κι ϋχοντασ χαμηλοϑσ βαθμοϑσ ςτ'
ϊλλα μαθόματα των αγγλικών, εύναι αναγκαςμϋνοι να
παρακολουθοϑν το δικϐ ςου. Δε μποροϑν να κϊνουν αλλιώσ».
«Όπωσ κι εγώ ϊλλωςτε», εύπε ςκυθρωπϊ ο Σζιμ.
Ο ΢ύμονσ κοϑνηςε καταφατικϊ το κεφϊλι. «Σο βαςικϐ
εύναι να μη ςου πϊρουν τον αϋρα. Αν καταλϊβουν πωσ δε
ςκοπεϑεισ να τουσ αφόςεισ να ςε καβαλόςουν, ςιγϊ-ςιγϊ θα
ςτρώςουν ϐλοι».
Αλλϊ η ϋβδομη ώρα παρϋμεινε αγκϊθι ςτο πλευρϐ του.
Ϊνα απϐ τα μεγαλϑτερα προβλόματα του μαθόματοσ
όταν ϋνασ πελώριοσ, βραδυκύνητοσ νεαρϐσ, ο Σςιπ Όςγουεώ.

-8-
Σην πρώτη εβδομϊδα του Δεκϋμβρη ο Σζιμ τον ϋπιαςε να
κλϋβει ς' ϋνα διαγώνιςμα και τον πϋταξε ϋξω απϐ την τϊξη.
«Σϐλμηςε να μ' αφόςεισ και θα δεισ τι ϋχεισ να πϊθεισ,
καριϐλη»! Υώναξε ο Όςγουεώ. «Θα ςε κανονύςουμε, μ' ακοϑσ;»
«Βγεσ ϋξω», εύπε ο Σζιμ, «Μην επιβαρϑνεισ τη θϋςη ςου».
«Θα ςε κανονύςουμε, κϊθαρμα!»
Ο Σζιμ ξαναμπόκε ςτην τϊξη. Σα παιδιϊ τον κούταζαν
ανϋκφραςτα, πρϐςωπα που δεν πρϐδιναν τύποτα. Ϊνιωςε να
του γλιςτρϊ η πραγματικϐτητα απϐ τα χϋρια, ϋνα ςυναύςθημα
που εύχε δοκιμϊςει και παλιϐτερα... παλιϐτερα. Θα ςε
κανονύςουμε, κϊθαρμα.
Ϊβγαλε το βαθμολϐγιϐ του απϐ το ςυρτϊρι, το ϊνοιξε ςτο
μϊθημα «Ζώντασ με τη λογοτεχνύα» και προςεχτικϊ,
ςχολαςτικϊ, ςημεύωςε (0) δύπλα ςτο ϐνομα του Σςιπ Όςγουεώ.
Εκεύνο το βρϊδυ εύδε πϊλι το ύδιο ϐνειρο.
΢ε ρυθμοϑσ απϊνθρωπα αργοϑσ. Εύχε τον καιρϐ να
παρακολουθόςει και να νιώςει τα πϊντα. Και ςα να μην
ϋφτανε αυτϐ, όρθε να προςτεθεύ η φρύκη τησ αναβύωςησ
γεγονϐτων που ϐδευαν προσ μύα γνωςτό εκ των προτϋρων
κατϊληξη' κϊτι ςαν την ανόμπορη απελπιςύα του
παγιδευμϋνου ανθρώπου ς' ϋνα αυτοκύνητο που πϋφτει απϐ το
λϐφο και τςακύζεται ςε ϋνα γκρεμϐ.
΢το ϐνειρο όταν εννιϊ χρονών και ο αδελφϐσ του ο Γουϋιν
δώδεκα. Κατηφϐριζαν τη Μπρϐουντ ΢τρητ ςτο ΢τρϊτφορντ
του Κονϋκτικατ, με προοριςμϐ τη Δημοτικό Βιβλιοθόκη. Ο Σζιμ,
ϋχοντασ καθυςτερόςει δϑο μϋρεσ τα βιβλύα, εύχε πϊρει απϐ το
βϊζο τησ κουζύνασ τϋςςερα ςεντσ για να πληρώςει το
πρϐςτιμο. Ϋταν οι καλοκαιρινϋσ διακοπϋσ. Σο
φρεςκοκουρεμϋνο χορτϊρι μοςχομϑριζε. Απϐ κϊποιο ανοιχτϐ
παρϊθυρο ακουγϐταν η ραδιοφωνικό αναμετϊδοςη ενϐσ
αγώνα μπϋηζμπολ ανϊμεςα ςτουσ Γιϊνκισ και τουσ Ρεντ ΢οξ, 6-
0, ςειρϊ του Σεντ Ουύλιαμσ να χτυπόςει' οι ςκιϋσ μϊκραιναν
-9-
ςτο δρϐμο καθώσ το δειλινϐ γινϐταν βρϊδυ. Πύςω απϐ την
«Τπεραγορϊ του Σϋντι» υπόρχε μια ςιδηροδρομικό ανιςϐπεδη
διϊβαςη και ςτην απϋναντι πλευρϊ ςυνόθιζαν να
ςυγκεντρώνονται τα χαμϋνα κορμιϊ τησ περιοχόσ -πϋντ' - ϋξη
αγϐρια με δερμϊτινα μπουφϊν και κολλητϊ τζιν. Ο Σζιμ
αρρώςταινε κϊθε φορϊ που περνοϑςε απϐ κει. Σον κορϐιδευαν
γιαλϊκια και ςκατιϊρη και του ζητοϑςαν λεφτϊ, μια φορϊ
μϊλιςτα τον κυνόγηςαν μιςϐ τετρϊγωνο. Αλλϊ ο Γουϋιν δεν
όθελε να πϊρει τον ϊλλο, μακρϑτερο δρϐμο. Σο θεωροϑςε
δειλύα. ΢το ϐνειρο η διϊβαςη ςε πληςιϊζει απειλητικϊ και
νιώθεισ τον τρϐμο να πεταρύζει ςτο λαρϑγγι ςου ςα μεγϊλο
μαϑρο πουλύ. Βλϋπεισ τα πϊντα: τη φωτεινό επιγραφό τησ
οικοδομικόσ εταιρεύασ του Μπϊρετσ, τα κομμϊτια γυαλιϊ ςτισ
ςκουριαςμϋνεσ ρϊγεσ, τη ςπαςμϋνη ςτεφϊνη ενϐσ ποδηλϊτου
ςτο ρεύθρο.
Προςπαθεύσ να πεισ ςτον Γουϋιν πωσ τα ϋχεισ
ξαναπερϊςει αυτϊ, εκατϐ φορϋσ. Σα ρεμϊλια δε χαςομεροϑν
τώρα ςτο βενζινϊδικο' ϋχουν κρυφτεύ ςτουσ ύςκιουσ κϊτω απϐ
το διϊζωμα. Αλλϊ δε μπορεύσ να μιλόςεισ. Εύςαι ανύςχυροσ.
Και μετϊ βρύςκεςαι κϊτω απϐ τη γϋφυρα και μερικϋσ
ςκιϋσ ξεκολλοϑν απϐ τα τοιχώματα κι ϋνα ψηλϐ αγϐρι με ξανθϊ
κοντοκουρεμϋνα μαλλιϊ και ςπαςμϋνη μϑτη ςπρώχνει τον
Γουϋιν ςτο καπνιςμϋνο τςιμϋντο και λϋει: Δώςε κϊνα φρϊγκο,
ρε κωλϐπαιδο. Ωςε με όςυχο.
Προςπαθεύσ να τρϋξεισ μα ϋνασ χοντρϐσ με λιγδωμϋνα
μαϑρα μαλλιϊ ς' αρπϊζει και ςε ρύχνει ςτον τούχο δύπλα ςτον
αδελφϐ ςου. Σο αριςτερϐ του βλϋφαρο παύζει νευρικϊ καθώσ
λϋει: Κϐψε τισ μαλακύεσ ςπϐρε. Πϐςα ϋχεισ; Σ-τϋςςερα ςεντσ.
Αει γαμόςου, ςκατϐ, ψϋματα λεσ.
Ο Γουϋιν προςπαθεύ να ξεφϑγει και ϋνασ τϑποσ με
παρϊξενα πορτοκαλιϊ μαλλιϊ βοηθϊει τον ξανθϐ να τον
κρατόςει. Σο αγϐρι με το τικ ςτο μϊτι ςου δύνει ξαφνικϊ μια
- 10 -
ανϊποδη ςτο ςτϐμα. Νιώθεισ να βαραύνουν οι βουβώνεσ ςου
και ϋνασ ςκοϑροσ λεκϋσ βρωμύζει το πανταλϐνι ςου. . Κούτα,
Βύνι, τα ϋκανε πϊνω του!
Ο Γουϋιν παλεϑει ςα μανιακϐσ και ςχεδϐν κατορθώνει
μϐνο ςχεδϐν, ϐμωσ- να ξεγλιςτρόςει. Ϊνασ ϊλλοσ κρεμανταλϊσ,
με μαϑρο πανταλϐνι και μακϐ μπλουζϊκι, τον ξαπλώνει χϊμω.
Ϊχει ϋνα μικρϐ ςημϊδι ςα φρϊουλα ςτο πηγοϑνι του. Σο
πϋτρινο λαρϑγγι τησ διϊβαςησ αρχύζει να τρϋμει. Σα μεταλλικϊ
δοκϊρια δονοϑνται. Ϊρχεται τραύνο.
Κϊποιοσ του πετϊει τα βιβλύα απϐ τα χϋρια και το παιδύ
με το ςημϊδι τα κλωτςϊει ςτον υπϐνομο. Ο Γουϋιν ρύχνει
ξαφνικϊ μια κλωτςιϊ ςτ' αρχύδια του αγοριοϑ με το τικ. Ο
νεαρϐσ ουρλιϊζει ςα γουροϑνι που το ςφϊζουν. Βύνι, ςου
φεϑγει!
Σο παιδύ με το αλαφιαςμϋνο μοϑτρο κϊτι ςτριγκλύζει για
τ' αρχύδια του, αλλϊ ακϐμη και τα ουρλιαχτϊ του χϊνονται ςτο
ςαματϊ του τραύνου που πληςιϊζει. Και τώρα περνϊει απϐ
πϊνω τουσ και ο θϐρυβοσ γεμύζει το ςϑμπαν.
Οι λεπύδεσ αςτρϊφτουν. Σο ϋνα μαχαύρι κρατϊ το αγϐρι
με τα κοντϊ ξανθϊ μαλλιϊ, το ϊλλο ο νεαρϐσ με το ςημϊδι. Δεν
ακοϑσ τον Γουϋιν, μα διαβϊζεισ τισ λϋξεισ ςτα χεύλη του:
Σρϋχα, Σζύμι, τρϋχα.
Πϋφτεισ ςτα γϐνατα, γλιςτρώντασ απϐ τα χϋρια που ςε
κρατοϑν και κρϑβεςαι πύςω απϐ ϋνα ζευγϊρι πϐδια,
ανακοϑρκουδα, ςα βϊτραχοσ. Ϊνα χϋρι αγγύζει την πλϊτη ςου,
ψϊχνει για κρϊτημα, δε βρύςκει. Και ξαναπαύρνεισ το δρϐμο τησ
επιςτροφόσ με ϐλη τη φριχτό, τελματωμϋνη βραδϑτητα των
ονεύρων. Κοιτϊσ πϊνω απϐ τον ώμο ςου και βλϋπεισ
Πετϊχτηκε ςτο ςκοτϊδι κι εύδε τη ΢ϊλι να κοιμϊται όςυχα
δύπλα του. Δαγκώθηκε για να μη του ξεφϑγει η κραυγό, ϋπεςε
ςτα μαξιλϊρια ϐταν ςιγουρεϑτηκε ϐτι την εύχε πνύξει.

- 11 -
Όταν ξανακούταξε πύςω, πύςω ςτη ςκοτεινιϊ τησ
διϊβαςησ, εύδε το ξανθϐ αγϐρι και το αγϐρι με το ςημϊδι να
χώνουν τα μαχαύρια τουσ ςτο κορμύ του αδελφοϑ του -ο
Ξανθϐσ ςτο ςτϋρνο, ο ΢ημαδεμϋνοσ ςτουσ βουβώνεσ.
Πλαγιαςμϋνοσ ςτο ςκοτϊδι, με κομμϋνη την ανϊςα,
περύμενε να περϊςει ο εφιϊλτησ, να τον ςβόςει η γαλόνη του
ϑπνου. Αργϐτερα, πολϑ αργϐτερα, ϋγινε κι αυτϐ. Οι διακοπϋσ
των Φριςτουγϋννων και του εξαμόνου ςυνδυϊζονταν ςτην
περιοχό του ςχολεύου κι ϋτςι οι αργύεσ κρατοϑςαν ςχεδϐν ϋνα
μόνα. Σο ϐνειρο τον «επιςκϋφθηκε» δϑο φορϋσ ακϐμη ςτισ
αρχϋσ τησ ςχϐλησ και μετϊ χϊθηκε. Πόγαν με τη ΢ϊλι ςτην
αδελφό τησ, ςτο Βερμϐντ, ϋκαναν ςκι με την ψυχό τουσ. Ϋταν
ευτυχιςμϋνοι.
Σο πρϐβλημα του Σζιμ με το μϊθημα τησ τελευταύασ ώρασ
φαινϐταν αςόμαντο, ύςωσ λιγϊκι ανϐητο, ςτον καθαρϐ,
κρυςτϊλλινο αϋρα. Ξαναγϑριςε ςτο ςχολεύο μαυριςμϋνοσ απϐ
τον χειμωνιϊτικο όλιο, ψϑχραιμοσ και ςύγουροσ για τον εαυτϐ
του. Ο ΢ύμονσ τον πϋτυχε ςτο διϊλειμμα ανϊμεςα ςτην πρώτη
και δεϑτερη ώρα και του ϋδωςε ϋνα ντοςιϋ. «Καινοϑριοσ
μαθητόσ για το .Ζώντασ με τη λογοτεχνύα .. Σον λϋνε Ρϐμπερτ
Λώςον. Μεταφορϊ απϐ ϊλλο ςχολεύο».
«Για ϐνομα του Θεοϑ, ΢ιμ ϋχω όδη εύκοςι επτϊ. Πώσ θα τα
βγϊλω πϋρα μ' ϋναν ακϐμη;»
.Πϊλι εύκοςι επτϊ θα ϋχεισ. Ο Μπιλ ΢τιρνσ ςκοτώθηκε τη
δεϑτερη μϋρα των Φριςτουγϋννων. Αυτοκινητιςτικϐ ατϑχημα.
Σον χτϑπηςαν και εξαφανύςτηκαν». «Ο Μπύλι; .
Η εικϐνα του όρθε ςτο μυαλϐ, αςπρϐμαυρη, ςα
φωτογραφύα τελειϐφοιτου. Ουύλιαμ ΢τιρνσ. Ϊνασ απϐ τουσ
λύγουσ καλοϑσ μαθητϋσ τησ τελευταύασ ώρασ. Ϋςυχοσ, ςυνεπόσ,
με ϊριςτουσ βαθμοϑσ ςτα διαγωνύςματα. Δε ςυμμετεύχε πολϑ
ςτο μϊθημα, αλλϊ απαντοϑςε πϊντα ςωςτϊ ςτισ ερωτόςεισ,
ςυχνϊ μ' ϋνα ξερϐ, ευχϊριςτο χιοϑμορ. Νεκρϐσ; Δϋκα πϋντε
- 12 -
χρονών παιδύ. Η δικό του θνητϐτητα πϋραςε ξαφνικϊ
ψιθυρύζοντασ ςιγανϊ ανϊμεςα απϐ τα κϐκαλα του, ςαν
παγωμϋνο ρεϑμα κϊτω απϐ την πϐρτα.
«Φριςτϋ μου, εύναι τρομερϐ. Πώσ ςυνϋβη;»
«Η αςτυνομύα ψϊχνει ακϐμη. Εύχε κατεβεύ ςτο κϋντρο ν'
αλλϊξει ϋνα
χριςτουγεννιϊτικο δώρο. Καθώσ πόγαινε να περϊςει
απϋναντι ςτη Ρϊμπαρτ ΢τρητ, τον χτϑπηςε ϋνα παλιϐ Υορντ.
Κανεύσ δεν πρϐλαβε να δει τον αριθμϐ, αλλϊ πολλού πρϐςεξαν
τϋςςερισ λϋξεισ καλλιτεχνικϊ γραμμϋνεσ ςτη μπροςτινό πϐρτα:
.Σο μϊτι του φιδιοϑ... Ξϋρεισ, αυτϊ που ςυνηθύζουν τα παιδιϊ».
«Φριςτϋ μου», ψϋλλιςε πϊλι ο Σζιμ. «Φτυπϊει το κουδοϑνι», εύπε
ο ΢ύμονσ.
Ϊφυγε βιαςτικϐσ, ςταματώντασ ϋνα λεπτϐ να διαλϑςει
μια ομϊδα παιδιών γϑρω απϐ τον ψϑκτη του νεροϑ. Ο Σζιμ
ξεκύνηςε για την τϊξη του, νιώθοντασ ϊδειοσ, τϐςο
εξαςθενημϋνοσ ϐςο κι αν ϋβγαινε απϐ μια μεγϊλη αςθϋνεια.
΢την ελεϑθερη ώρα του ϊνοιξε το φϊκελο του Ρϐμπερτ
Λώςον. Η πρώτη ςελύδα όταν μια πρϊςινη κϐλλα απϐ το
Λϑκειο Μύλφορντ, ϋνα ςχολεύο που ο Σζιμ δεν εύχε ακουςτϊ.
΢τη δεϑτερη υπόρχαν οριςμϋνεσ γενικϋσ παρατηρόςεισ για το
μαθητό. Δεύκτησ νοημοςϑνησ 78. Οριςμϋνεσ χειρωνακτικϋσ
ικανϐτητεσ, ϐχι πολλϋσ. Αντικοινωνικϋσ απαντόςεισ ςτο τεςτ
προςωπικϐτητασ Μπϊρνετ-Φϊντςον. Φαμηλό αντύληψη. Ο Σζιμ
ςκϋφτηκε πικρϐχολα ϐτι ο νεαρϐσ όταν χαρακτηριςτικϐ δεύγμα
μαθητό του «Ζώντασ με τη λογοτεχνύα».
Η επϐμενη ςελύδα απαριθμοϑςε τισ πειθαρχικϋσ ποινϋσ
που του εύχαν επιβληθεύ, ϋνα χαρτύ ςυνόθωσ κύτρινο. Σο Λϑκειο
Μύλφορντ ϐμωσ χρηςιμοποιοϑςε ϊςπρη κϐλλα με μαϑρη
μπορντοϑρα, και τοϑτη όταν καταθλιπτικϊ γεμϊτη. Δεν υπόρχε
ςχολικϐ παρϊπτωμα που να μην εύχε υποπϋςει ο Λώςον.

- 13 -
Γϑριςε ςτην επϐμενη ςελύδα, ϋριξε μια ματιϊ ςτη
φωτογραφύα του μαθητό, κατϐπιν ξανακούταξε. Η φρύκη
γλύςτρηςε κλεφτϊ ςτα ςπλϊχνα του και κουλουριϊςτηκε εκεύ,
ζεςτό, ςφυρύζοντασ ςα φύδι.
Ο Λώςον κοιτοϑςε προκλητικϊ το φακϐ ςα να πϐζαρε για
το φωτογρϊφο τησ αςτυνομύασ και ϐχι του ςχολεύου. ΢το
πηγοϑνι του εύχε ϋνα μικρϐ ςημϊδι ςτο ςχόμα τησ φρϊουλασ.
Μϋχρι να φτϊςει η ϋβδομη ώρα, ο Σζιμ εύχε εξαντλόςει
ϐλεσ τισ λογικϋσ εξηγόςεισ. Προςπϊθηςε να πεύςει τον εαυτϐ
του ϐτι υπόρχαν χιλιϊδεσ παιδιϊ με ςημϊδια ςτο πηγοϑνι. Σου
υπενθϑμιςε πωσ ο αλότησ που εύχε μαχαιρώςει τον αδελφϐ του
δεκϊξι χρϐνια πριν θα όταν τώρα τουλϊχιςτον τριϊντα δϑο
ετών.
Αλλϊ ανεβαύνοντασ τώρα ςτον τρύτο ϐροφο, ϋνιωθε την
ανηςυχύα να του μουδιϊζει τα
μϋλη. Κι ϋνασ καινοϑριοσ φϐβοσ τη ςυνϐδευε: Ϊτςι
ακριβώσ αιςθανϐςουν λύγο πριν ςπϊςεισ. Η ςτυφό, ατςϊλινη
γεϑςη του πανικοϑ γϋμιςε το ςτϐμα του. Σα ςυνηθιςμϋνα
παιδιϊ χαςομεροϑςαν ϋξω απϐ την τϊξη 33, μα μερικϊ μπόκαν
μϋςα ϐταν εύδαν τον Σζιμ να πληςιϊζει. Αλλϊ ϋμειναν ςτη θϋςη
τουσ, κουβεντιϊζοντασ ψιθυριςτϊ και χαχανύζοντασ. Εύδε τον
καινοϑριο μαθητό δύπλα ςτον Σςιπ Όςγουεώ. Ο Ρϐμπερτ Λώςον
φοροϑςε τζιν και κύτρινεσ πλαςτικϋσ γαλϐτςεσ -πολϑ τησ
μϐδασ εκεύνη τη χρονιϊ. «Σςιπ, μπεσ ςτην τϊξη».
«Διαταγό μου δύνεισ;» Φαμογελοϑςε ηλύθια πϊνω απϐ το
κεφϊλι του Σζιμ. «Ναι».
«Μου ϋβαλεσ τη βϊςη ςτο διαγώνιςμα;» « Όχι».
«Ναι, αυτϐ εύναι...» Η υπϐλοιπη φρϊςη χϊθηκε ς' ϋνα
ακατϊληπτο μουρμουρητϐ. Ο Σζιμ ςτρϊφηκε ςτον Ρϐμπερτ
Λώςον. «Εύςαι καινοϑριοσ», του εύπε. «θα 'θελα να ςου
εξηγόςω πώσ δουλεϑουμε εδώ».

- 14 -
«Βεβαύωσ, κϑριε Νϐρμαν, ϐ,τι γουςτϊρετε». ΢το δεξύ του
φρϑδι εύχε μια ουλό, μια ουλό που ο Σζιμ θυμϐταν πολϑ καλϊ.
Δεν ϋκανε λϊθοσ λοιπϐν. Ϋταν τρϋλα, όταν παραφροςϑνη,
αλλϊ όταν και γεγονϐσ. Δεκϊξι χρϐνια πριν αυτϐ το παιδύ εύχε
μαχαιρώςει τον αδελφϐ του.
΢βηςμϋνη, ςαν απϐ μεγϊλη απϐςταςη, ϊκουςε τη φωνό
του να εξηγεύ τουσ κανονιςμοϑσ και τον τρϐπο λειτουργύασ του
μαθόματοσ. Ο Ρϐμπερτ Λώςον, με τουσ αντύχειρεσ
περαςμϋνουσ ςτην πλατιϊ του ζώνη, ϊκουγε, χαμογελοϑςε και
κουνοϑςε το κεφϊλι του, ςα να ςυζητοϑςε μ' ϋναν παλιϐ φύλο.
«Σζιμ;» «Μμμ; »
«΢υμβαύνει τύποτα;» « Όχι».
«Μόπωσ ςε ζορύζουν πϊλι οι μαθητϋσ τησ τελευταύασ
ώρασ;» « Όχι».
«Γιατύ δεν πλαγιϊζεισ νωρύσ απϐψε;» Αλλϊ δε μποροϑςε.
Σο ϐνειρο επϋςτρεψε με ιδιαύτερη ςφοδρϐτητα εκεύνη τη
νϑχτα. Σην ώρα που το παιδύ με το ςημϊδι μαχαύρωνε τον
αδελφϐ του, γϑριςε και φώναξε ςτον Σζιμ: «Μετϊ ϋχεισ ςειρϊ
εςϑ, ςπϐρε. Δε θα ςε ξεχϊςουμε». Ξϑπνηςε ουρλιϊζοντασ.
Δύδαςκε τον Ωρχοντα των μυγών εκεύνη την εβδομϊδα
και κϊποια ςτιγμό που εξηγοϑςε το ςυμβολιςμϐ του
μυθιςτορόματοσ, ο Λώςον ςόκωςε το χϋρι του. «Να ι, Ρϐμπερτ;
»
«Γιατύ με κοιτϊσ ςυνϋχεια;» Ο Σζιμ ϋνιωςε το ςϊλιο του να
ςτεγνώνει. «Ϊχω τύποτα ςτα μοϑτρα μου; Ϋ εύναι ανοιχτϊ τα
μαγαζιϊ μου;» Νευρικϊ γελϊκια ςτην τϊξη.
Ο Σζιμ απϊντηςε όρεμα: «Δεν κοιτοϑςα εςϊσ, κϑριε
Λώςον. Μπορεύτε να μασ πεύτε γιατύ ο Ραλφ και ο Σζακ
διαφώνηςαν ςτο θϋμα τησ-» «Με κοιτοϑςεσ.»
«Μόπωσ θϋλεισ να το ςυζητόςεισ με τον κϑριο Υϋντον;» Ο
Λώςον το ξαναςκϋφτηκε. «Μπα, ϊςε καλϑτερα». «Ψραύα.
Σώρα, μπορεύσ να μασ πεισ γιατύ ο Ραλφ και o Σζακ…»
- 15 -
«Δεν το διϊβαςα. Μου φϊνηκε ηλύθιο βιβλύο».
Ο Σζακ χαμογϋλαςε ςφιγμϋνα. «΢οβαρϊ; Σϐτε να θυμϊςαι
πωσ ϐςο κρύνεισ εςϑ το βιβλύο, κρύνει και το βιβλύο εςϋνα.
Σώρα μπορεύ κανεύσ να μου πει γιατύ τα δυο αγϐρια
διαφώνηςαν ςτο θϋμα τησ ϑπαρξησ του κτόνουσ;»
Η Κϊθι ΢λϊβιν ςόκωςε δειλϊ το χϋρι τησ. Ο Λώςον την
κούταξε κυνικϊ απϐ την κορυφό ωσ τα νϑχια και κϊτι ψιθϑριςε
ςτον Σςιπ Όςγουεώ. Σο αυτύ του Σζιμ ϋπιαςε δυο λϋξεισ: «Ψραύα
βυζιϊ». Ο Σςιπ ϋνευςε καταφατικϊ. «Ναι, Κϊθι ; »
«Μόπωσ επειδό ο Σζακ όθελε να κυνηγόςει το κτόνοσ;»
«Πολϑ καλϊ». Γϑριςε κι ϊρχιςε να γρϊφει ςτον πύνακα.
Με το που η πλϊτη του ςτρϊφηκε ςτην τϊξη, μια φρϊπα όρθε
κι ϋςκαςε ςτον τούχο δύπλα του. Σινϊχτηκε ςτο πλϊι και γϑριςε
να δει. Κϊποιοι μαθητϋσ γελοϑςαν, αλλϊ ο Όςγουεώ και ο
Λώςον τον κοιτοϑςαν ςαν αθώεσ περιςτερϋσ.
Ο Σζιμ ϋςκυψε και μϊζεψε το φροϑτο. «Ϊτςι μου
ϋρχεται», εύπε, ψϊχνοντασ με το βλϋμμα τα πύςω θρανύα, «να
χώςω αυτϐ το πρϊγμα ςτο λαρϑγγι κϊποιου απϐ δω μϋςα».
Η Κϊθι ΢λϊβιν ξεφώνηςε απϐ την τρομϊρα.
Ο Νϐρμαν πϋταξε τη φρϊπα ςτο καλϊθι και γϑριςε πϊλι
προσ τον πύνακα. Ωνοιξε την πρωινό εφημερύδα, πύνοντασ τον
καφϋ του, και εύδε τον τύτλο ςτη μϋςη περύπου τησ ςελύδασ.
«Θεϋ μεγαλοδϑναμε» βϐγκηξε, διακϐπτοντασ την πρϐςχαρη
φλυαρύα τησ γυναύκασ του. Ϊνιωςε την κοιλιϊ του να γεμύζει
ξαφνικϊ αγκϊθια. «Θϊνατοσ νϋασ απϐ πτώςη: Η Κϊθι ΢λϊβιν,
δϋκα επτϊ ετών, μαθότρια λυκεύου, ϋπεςε ό ςπρώχτηκε απϐ τη
ςτϋγη τησ πολυκατοικύασ ϐπου ϋμενε, αργϊ χθεσ το απϐγευμα.
Η κοπϋλα, που ϋτρεφε περιςτϋρια ςτην ταρϊτςα, εύχε ανϋβει να
τα ταϏςει, ςϑμφωνα με τα λεγϐμενα τησ μητϋρασ τησ.
«Αςτυνομικϋσ πηγϋσ αναφϋρουν ϐτι μύα γειτϐνιςςα, το
ϐνομα τησ οπούασ δε δϐθηκε ςτη δημοςιϐτητα, δόλωςε πωσ
εύχε δει τρύα αγϐρια να τρϋχουν ςτην ταρϊτςα ςτισ 6.45 μ.μ.,
- 16 -
λύγα λεπτϊ πριν το ςώμα του κοριτςιοϑ (ςυνϋχεια ςτη ςελ. 3)-
» «Σζιμ, όταν μαθότριϊ ςου;»
Μα δε μπϐρεςε να τησ απαντόςει, μϐνο την κοιτοϑςε
ϊφωνοσ.
Δυο εβδομϊδεσ αργϐτερα, ο ΢ύμονσ τον ςταμϊτηςε ςτο
διϊδρομο ςτην αρχό του μεςημεριανοϑ διαλεύμματοσ μ' ϋνα
ντοςιϋ πϊλι ςτο χϋρι' το ςτομϊχι του Σζιμ βοϑλιαξε μϐλισ το
εύδε.
«Καινοϑριοσ μαθητόσ», εύπε ϊτονα ςτον ΢ύμονσ. «Για την
τελευταύα μου ώρα». Σα φρϑδια του ΢ιμσ υψώθηκαν. «Πώσ το
όξερεσ;»
Ο Σζιμ αναςόκωςε τουσ ώμουσ και ϊπλωςε το χϋρι να
πϊρει το ντοςιϋ. «Εγώ να πηγαύνω», εύπε ο ΢ιμσ. « Ϊχουμε
ςυνεδρύαςη για την αξιολϐγηςη των μαθημϊτων. Σζιμ, μου
φαύνεςαι κϊπωσ καταβεβλημϋνοσ τελευταύα. Εύςαι καλϊ;»
Ακριβώσ, ςωςτϊ, κομμϊτι καταβεβλημϋνοσ, ςαν τον Μπιλ
΢τιρνσ καλό ώρα. «Μια χαρϊ», απϊντηςε.
«Α, μπρϊβο», εύπε ο ΢ιμσ και τον χτϑπηςε φιλικϊ ςτην
πλϊτη.
Μϐλισ ο Σζιμ ϋμεινε μϐνοσ, ϊνοιξε το ντοςιϋ ςτη ςελύδα
τησ φωτογραφύασ μ' ϋνα μορφαςμϐ φϐβου, ςαν τον ϊνθρωπο
που ετοιμϊζεται να δεχτεύ ϋνα χτϑπημα. Αλλϊ το πρϐςωπο δεν
του όταν οικεύο. Απλϊ το πρϐςωπο ενϐσ αγοριοϑ. άςωσ να το
εύχε ξαναδεύ, ύςωσ ϐχι. Ο Ντϋιβιντ Γκαρςύα (ϋτςι τον ϋλεγαν)
όταν ϋνα βαρϑ παιδύ, με ςαρκώδη, νϋγρικα ςχεδϐν χεύλη και
ςκοϑρα, νυςταλϋα μϊτια. Η κύτρινη ςελύδα πληροφοροϑςε ϐτι
μϋχρι τώρα φοιτοϑςε κι αυτϐσ ςτο Λϑκειο Μύλφορντ κι ϐτι εύχε
περϊςει δϑο χρϐνια ςτο αναμορφωτόριο του Γκρϊνβιλ. Για
κλοπό αυτοκινότου. Ο Σζιμ ϋκλειςε το ντοςιϋ με χϋρια που
ϋτρεμαν.

- 17 -
«΢ϊλι;» ΢όκωςε τα μϊτια τησ απϐ τη ςανύδα του
ςιδερώματοσ. Εκεύνοσ παρακολουθοϑςε ϋναν αγώνα μπϊςκετ
ςτην τηλεϐραςη, χωρύσ ςτην πραγματικϐτητα να βλϋπε ι.
«Σύποτα», τησ εύπε. «Ξϋχαςα τι όθελα να πω». «Χϋματα
θα όταν».
Φαμογϋλαςε μηχανικϊ και ςτϑλωςε πϊλι τα μϊτια ςτην
τηλεϐραςη. Ϋταν ϋτοιμοσ να τησ μιλόςει, τον ϋτρωγε η γλώςςα
του. Μα τι να τησ ϋλεγε; Η ϐλη ιςτορύα όταν θεοπϊλαβη. Απϐ
που να αρχύςεισ; Απϐ το ϐνειρο; Σην κατϊρρευςη; Σην
εμφϊνιςη του Ρϐμπερτ Λώςον;
Όχι. Απϐ τον Γουϋιν -τον αδελφϐ ςου.
Αλλϊ αυτϐ δεν το εύχε φανερώςει ποτϋ, ςε κανϋναν - οϑτε
ϐταν ϋκανε ψυχανϊλυςη. Ξανϊδε νοερϊ τον Ντϋιβιντ Γκαρςύα,
θυμόθηκε τον ονειρικϐ τρϐμο που τον πλημμϑριςε ϐταν
ςυναντόθηκαν ςτο διϊδρομο. Ϋταν φυςικϐ να μην τον
αναγνωρύςει αμϋςωσ ςτη φωτογραφύα. Οι φωτογραφύεσ δεν
κινοϑνται... οϑτε ϋχουν νευρικϊ τικ. Ο Γκαρςύα ςτεκϐταν ϋξω
απϐ την τϊξη με τον Λώςον και τον Σςιπ Όςγουεώ κι ϐταν εύδε
τον Σζιμ Νϐρμαν χαμογϋλαςε και το βλϋφαρϐ του ϊρχιςε να
ςυςπϊται και φωνϋσ αντόχηςαν ςτο κεφϊλι του Σζιμ με
μακϊβρια καθαρϐτητα: Κϐψε τισ μαλακύεσ, ςπϐρε. Πϐςα ϋχεισ;
Σϋςςερα ςεντσ. Αει γαμόςου, ςκατϐ, ψϋματα λεσ - κούτα, Βύνι,
τα ϋκανε πϊνω του! «Σζιμ; Εύπεσ τύποτα;» «Όχι».
Μα δεν όταν και τϐςο ςύγουροσ. Εύχε αρχύςει να φοβϊται
πϊρα πολϑ.
Μύα μϋρα ςτισ αρχϋσ Υεβρουαρύου, αργϊ το απϐγευμα,
μετϊ τη λόξη των μαθημϊτων, χτϑπηςε η πϐρτα ςτην αύθουςα
των καθηγητών κι ϐταν ο Σζιμ την ϊνοιξε, βρόκε τον Σςιπ
Όςγουεώ ςτο κατώφλι. Ϊμοιαζε τρομοκρατημϋνοσ. Ο Σζιμ όταν
μϐνοσ' ϐλοι οι ςυνϊδελφού του εύχαν φϑγει μύα ώρα πριν.
Διϐρθωνε τα γραπτϊ ενϐσ διαγωνύςματοσ ςτην αμερικϊνικη
λογοτεχνύα.
- 18 -
«Σι εύναι, Σςιπ;» τον ρώτηςε ψυχρϊ.
Ο Σςιπ ϋςυρε αμόχανα τα πϐδια του. «Μπορώ να ςασ
απαςχολόςω ϋνα λεπτϐ, κϑριε Νϐρμαν;
«Βεβαύωσ. Αλλϊ αν εύναι για κεύνο το τεςτ, χϊνεισ τον-»
«Δεν εύναι γι' αυτϐ. Μόπωσ μπορώ να καπνύςω;»
«΢α ςτο ςπύτι ςου».
Ο Σςιπ ϊναψε το τςιγϊρο με χϋρι που ϋτρεμε. Για ϋνα
λεπτϐ, ύςωσ και περιςςϐτερο, δεν εύπε τύποτα. ΢α να μην
ϋβγαινε η φωνό του. Σα χεύλη του ςϊλευαν, τα χϋρια
ενώνονταν, τα μϊτια ςτϋνευαν, ςα ν' αγωνιζϐταν ο κρυφϐσ του
εαυτϐσ να βρει ϋκφραςη.
Και ξαφνικϊ ξϋςπαςε: «Αν κϊνουν τύποτα, θϋλω να ξϋρετε
πωσ εγώ δεν ϋχω καμύα ςχϋςη! Δε μ' αρϋςουν αυτού οι τϑποι!
Εύναι φρικιϊ του κερατϊ!»
«Ποιοι τϑποι, Σςιπ;»
«Ο Λώςον κι εκεύνο το ςύχαμα, ο Γκαρςύα».
«΢κοπεϑουν να μου ριχτοϑν;» Ο παλιϐσ τρϐμοσ του
ονεύρου τον τϑλιξε πϊλι. Ϋξερε την απϊντηςη.
«΢την αρχό μου ϊρεςαν», ςυνϋχιςε ο Σςιπ. «Βγόκαμε
κϊμποςεσ φορϋσ παρϋα, όπιαμε τισ μπϑρεσ μασ. Σισ προϊλλεσ
ϊρχιςα να ςασ βρύζω για κεύνο το διαγώνιςμα. Εύπα ϐτι όθελα
να ςασ κανονύςω. Αλλϊ ϋτςι τα ϋλεγα, δεν τα εννοοϑςα! ΢ασ τ'
ορκύζομαι!»
«Και τι ϋγινε;»
«Σα πόραν ςτα ςοβαρϊ. Με ρώτηςαν τι ώρα φεϑγετε απϐ
το ςχολεύο, τι αμϊξι ϋχετε, ϐλ' αυτϊ. Εγώ τουσ ρώτηςα γιατύ
τραβοϑςαν τϋτοιο ζϐρι για πϊρτη ςασ, και ο Γκαρςύα εύπε ϐτι
ςασ το χρωςτοϑςαν απϐ παλιϊ... Εύςτε καλϊ;»
«Σο τςιγϊρο», εύπε βραχνϊ ο Σζιμ. «Δε μπϐρεςα ποτϋ να
ςυνηθύςω τον καπνϐ».
Ο Σςιπ το ϋςβηςε. «Σουσ ρώτηςα απϐ πϐτε ςασ ξϋρουν
και ο Μπομπ Λώςον εύπε, απϐ την εποχό που κατουροϑςατε
- 19 -
ακϐμα τα βρακιϊ ςασ. Αλλϊ εύναι μϐνο δϋκα εφτϊ χρονών, ςαν
και μϋνα».
«Και μετϊ;»
«Ε, να, ο Γκαρςύα βϊζει τουσ αγκώνεσ ςτο τραπϋζι,
πληςιϊζει το μοϑτρο του ςτο δικϐ μου, και λϋει: .Πώσ θεσ να
τον εκδικηθεύσ τον ποϑςτη αφοϑ δεν ξϋρεισ οϑτε τι ώρα φεϑγει
απϐ το ςχολεύο; Δηλαδό, τι όθελεσ να του κϊνεισ; . Λϋω κι εγώ
πωσ ςκϐπευα να ςασ ςκύςω τα λϊςτιχα, και τα τϋςςερα».
Κούταξε τον Σζιμ με μϊτια που εκλιπαροϑςαν. «Δε θα το ϋκανα.
Σο εύπα γιατύ...»
«Γιατύ φοβϐςουν;» ρώτηςε όςυχα ο Σζιμ.
«Ναι. Κι ακϐμα φοβϊμαι».
«Σι γνώμη εύχαν για την ιδϋα ςου;»
Ο Σςιπ ανατρύχιαςε ςϑγκορμοσ. «Ο Μπομπ Λώςον εύπε,
.Αυτϐ εύναι ϐλο κι ϐλο, ρε αρχύδι; . Κι εγώ, προςπαθώντασ να το
παύξω ςκληρϐσ, λεω, .Κι εςεύσ τι θϋλετε, ρε κουφϊλεσ; Να τον
καθαρύςετε; Και ο Γκαρςύα -με το βλϋφαρο ν' ανεβοκατεβαύνει-
βγϊζει κϊτι απϐ την τςϋπη του και το ανούγει και βλϋπω ϋνα
ςουγιϊ. Σϐτε όταν που ϋφυγα».
«Πϐτε ςυνϋβηςαν ϐλ' αυτϊ, Σςιπ;»
«Φθεσ. Υοβϊμαι πια να καθύςω μαζύ τουσ, κϑριε Νϐρμαν».
«Εντϊξει», εύπε ο Σζιμ. «Εντϊξει». Κούταζε τα χαρτιϊ που
διϐρθωνε χωρύσ να τα βλϋπε ι.
«Σι θα κϊνετε;»
«Δεν ξϋρω», ψιθϑριςε ο Σζιμ. «΢τ' αλόθεια δεν ξϋρω».
Σο πρωύ τησ Δευτϋρασ δεν εύχε ακϐμη αποφαςύςει. Η
πρώτη του αντύδραςη όταν να εξομολογηθεύ τα πϊντα ςτη
΢ϊλι, αρχύζοντασ απϐ τη δολοφονύα του αδελφοϑ του δεκϊξι
χρϐνια πριν. Αλλϊ του όταν αδϑνατο. Θα τον ςυμπονοϑςε,
ςύγουρα, μα δε θα τον πύςτευε. Ωδικα θα την τρομοκρατοϑςε.
Μόπωσ ςτον ΢ύμονσ; Εξύςου αδϑνατο. Ο ΢ύμονσ θα
πύςτευε πωσ όταν τρελϐσ. Κι ύςωσ όταν. Ϊνασ ϊντρασ απϐ την
- 20 -
ομϊδα ψυχοθεραπεύασ εύχε παρομοιϊςει τη νευρικό
κατϊρρευςη με το ςπαςμϋνο και κολλημϋνο ξανϊ βϊζο. Δε θα
μποροϑςεσ ποτϋ να το μεταχειριςτεύσ με τη ςιγουριϊ που εύχεσ
πριν. Δε θα του βϊλεισ ποτϋ λουλοϑδια γιατύ τα λουλοϑδια
χρειϊζονται νερϐ και το νερϐ διαλϑει την κϐλλα. Εύμαι τρελϐσ
λοιπϐν;
΢' αυτό την περύπτωςη, τρελϐσ όταν και ο Σςιπ Όςγουεώ.
Σοϑτη η ιδϋα του όρθε καθώσ ϋμπαινε ςτο αμϊξι, προκαλώντασ
του μια περύεργη ϋξαψη, μια ζωογϐνο δ ι ϋγερςη.
Μα φυςικϊ! Ο Λώςον και ο Γκαρςύα τον εύχαν απειλόςει
παρουςύα του Σςιπ Όςγουεώ. άςωσ αυτϐ να μην επαρκοϑςε για
να καταδικαςτοϑν ς' ϋνα κανονικϐ δικαςτόριο,
ϋφτανε ϐμωσ για να τουσ αποβϊλλει ο Υϋντον, με την
προϒπϐθεςη βϋβαια ϐτι o Σςιπ θα επαναλϊμβανε την ιςτορύα
του μπροςτϊ ςτον διευθυντό. Και ο Σζιμ όταν ςύγουροσ πωσ θα
ϋπειθε τον Σςιπ να το κϊνει. Ϋθελε και ο νεαρϐσ να τουσ
ξεφορτωθεύ, για δικοϑσ του λϐγουσ.
Ϊμπαινε ςτο χώρο ςτϊθμευςησ του ςχολεύου ϐταν
θυμόθηκε τι εύχε ςυμβεύ ςτον Μπύλι ΢τιρνσ και την Κϊθι
΢λϊβιν.
΢την ελεϑθερό του ώρα πόγε ςτη γραμματεύα να βρει την
υπεϑθυνη των εγγραφών, που εκεύνη ακριβώσ τη ςτιγμό
ςυμπλόρωνε το απουςιολϐγιο.
«Υϊνηκε ο Σςιπ Όςγουεώ ςόμερα;» τη ρώτηςε,
παριςτϊνοντασ τον αδιϊφορο. «Σςιπ, τι;» τον κούταξε
απορημϋνη εκεύνη.
«Σςαρλσ Όςγουεώ», διϐρθωςε ο Σζιμ. «Σςιπ εύναι το
χαώδευτικϐ του».
Ϊψαξε τισ κϊρτεσ μπροςτϊ τησ, τρϊβηξε μύα απϐ το ςωρϐ.
«Απουςιϊζει, κϑριε Νϐρμαν».
«Μπορεύτε να μου δώςετε τον αριθμϐ τηλεφώνου του;»

- 21 -
Ϊχωςε το μολϑβι ςτα μαλλιϊ τησ. «Βεβαύωσ», εύπε. Σου
ϋδωςε το φϊκελο του μαθητό. Ο Σζιμ πόρε απϐ τη γραμματεύα.
Σο τηλϋφωνο χτϑπηςε μια ντουζύνα φορϋσ και
ετοιμαζϐταν να το κλεύςει ϐταν μια βαριϊ, βραχνό απϐ τον
ϑπνο φωνό απϊντηςε, «Ναι;» «Ο κϑριοσ Όςγουεώ;»
«Ο Μπϊρι Όςγουεώ πϋθανε πριν ϋξη χρϐνια. Εγώ εύμαι o
Γκϊρι Ντϋνκιντζερ».
«Εύςτε ο πατριϐσ του Σςιπ;»
«Σι ϋκανε πϊλι;»
«Ορύςτε;»
«Σο ϋςκαςε απϐ το ςπύτι. Θϋλω να μϊθω τι ϋκανε».
«Απ' ϐςο ξϋρω, τύποτα. Ϋθελα μϐνο να του μιλόςω.
Μόπωσ ϋχετε καμύα ιδϋα για το ποϑ πόγε;»
« Όχι, εγώ δουλεϑω τισ νϑχτεσ. Δεν ξϋρω τουσ φύλουσ
του». «Καμύα απολϑτωσ ιδ-»
«Φαμπϊρι δεν ϋχω, ςου λϋω. Πόρε μια παλιϊ βαλύτςα και
πενόντα δολϊρια ποϑ 'χε βγϊλει πουλώντασ κλεμμϋνα
ανταλλακτικϊ ό ναρκωτικϊ ό ϐ,τι ςκατϊ πουλϊνε τα
μπαςταρδϊκια τη ςόμερον για να βγϊλουν το χαρτζιλύκι τουσ.
Μπορεύ να πόγε και ςτο ΢αν Υραντςύςκο να γύνει Φύπισ, ξϋρω
γω;»
«Αν μϊθετε τύποτα, μπορεύτε παρακαλώ να μου
τηλεφωνόςετε ςτο ςχολεύο; Ονομϊζομαι Σζιμ Νϐρμαν, θα με
βρεύτε ςτο τμόμα τησ Υιλολογύασ». «Να ςου τηλεφωνόςω,
γιατύ ϐχι...»
Ο Σζιμ κατϋβαςε το ακουςτικϐ. Η γραμματϋασ του χϊριςε
ϋνα μηχανικϐ χαμϐγελο. Εκεύνοσ δεν τησ το ανταπϋδωςε.
Δυο ημϋρεσ μετϊ, η παρατόρηςη «εγκατϋλειψε το
ςχολεύο» ςημειώθηκε δύπλα ςτο ϐνομα του Σςιπ Όςγουεώ. Ο
Σζιμ περύμενε να του εμφανιςτεύ απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό ο
΢ύμονσ με καινοϑριο ντοςιϋ. Μια βδομϊδα αργϐτερα ϋγινε κι
αυτϐ.
- 22 -
Γϑριςε να δει τη φωτογραφύα. Δεν υπόρχε αμφιβολύα για
τοϑτον εδώ. Σο κοϑρεμα με την ψιλό εύχε αντικαταςταθεύ απϐ
μακριϊ μαλλιϊ, αλλϊ πϊντα ξανθϊ. Σο πρϐςωπο όταν το ύδιο. Ο
Βύνςεντ Κϐρεώ - Βύνι για τουσ γνωςτοϑσ και φύλουσ. Κοιτοϑςε
τον Σζιμ απϐ τη φωτογραφύα μ' ϋνα αυθϊδικο χαμϐγελο ςτα
χεύλη.
Η καρδιϊ του χτυποϑςε ϐλο και πιο δυνατϊ ϐςο πληςύαζε
η ϋβδομη ώρα. Ο Λώςον, ο Γκαρςύα και ο Βύνι ςτϋκονταν
μπροςτϊ ςτον πύνακα ανακοινώςεων ϋξω απϐ την τϊξη - μϐλισ
τον εύδαν να ϋρχεται, ύςιωςαν τουσ ώμουσ.
Ο Βύνι χαμογϋλαςε το θραςϑ του χαμϐγελο, αλλϊ τα μϊτια
του όταν νεκρϊ, ψυχρϊ ςαν παγϐβουνα. «Εςϑ πρϋπει να εύςαι o
κϑριοσ Νϐρμαν. Καλώσ τον Νορμ». Ο Λώςον και ο Γκαρς ύ α
χαχϊνιςαν.
«Εύμαι ο κϑριοσ Νϐρμαν», εύπε ο Σζιμ, αγνοώντασ το χϋρι.
που του ϋτεινε ο Βύνι. «Θα το θυμϊςαι;»
«Και βϋβαια θα το θυμϊμαι. Πώσ τα πϊει ο αδελφϐσ ςου;»
Ο Σζιμ πϊγωςε. Ϊνιωςε την κϑςτη του να χαλαρώνει, και απϐ
μεγϊλη απϐςταςη, απϐ ϋνα μακρϑ διϊδρομο του μυαλοϑ του,
ϊκουςε την αλλϐκοςμη φωνό: Κούτα, Βύνι, τα ϋκανε πϊνω του!
«Σι ξϋρεισ εςϑ για τον αδελφϐ μου;» ρώτηςε πνιχτϊ.
«Σύποτα απολϑτωσ», εύπε ο Βύνι. «Σύποτα ιδιαύτερο». Σου
χαμογϋλαςαν και οι τρεισ με τα ϊδεια, επικύνδυνα χαμϐγελϊ
τουσ. Σο κουδοϑνι χτϑπηςε κι ϐλοι μπόκαν μϋςα.
Σηλεφωνικϐσ θϊλαμοσ, δϋκα η ώρα την ύδια νϑχτα.
«΢υνδϋςτε με παρακαλώ με την αςτυνομύα του ΢τρϊτφορντ
ςτο Κονϋκτικατ. Όχι, δεν ξϋρω τον αριθμϐ». Απανωτϊ κλικ ςτη
γραμμό.
Αςτυνϐμοσ τϐτε όταν ο κϑριοσ Νελ. Απϐ κεύνη ακϐμη την
εποχό εύχε ϊςπρα μαλλιϊ, θα πρϋπει να όταν πϊνω απϐ
πενόντα χρϐνων. Δϑςκολο να καταλϊβεισ τϋτοια πρϊγματα

- 23 -
ϐταν εύςαι παιδύ. Ο πατϋρασ τουσ εύχε πεθϊνει και ο κϑριοσ Νελ
το όξερε. Να με φωνϊζετε κϑριο Νελ, παιδιϊ.
Ο Σζιμ και ο αδελφϐσ του ςυναντιϐντουςαν κϊθε μϋρα
την ώρα του μεςημεριανοϑ και πόγαιναν ςτην Καφετϋρια του
΢τρϊτφορντ να φϊνε ϐ,τι εύχαν κουβαλόςει ςτισ
χαρτοςακοϑλεσ τουσ. Η μαμϊ ϋδινε απϐ πϋντε ςεντσ ςτο κϊθε
αγϐρι για ν' αγορϊςει γϊλα - αυτϐ πριν αρχύςει να διανϋμεται
δωρεϊν ςτα ςχολεύα. Και πϐτε-πϐτε ερχϐταν ο κϑριοσ Νελ, με
τη δερμϊτινη ζώνη του να τριζοβολϊει κϊτω απϐ το βϊροσ του
ςτομαχιοϑ και του περιςτρϐφου του, και τουσ κερνοϑςε τϊρτα
με βατϐμουρα. Ποϑ όςουν ϐταν μαχαύρωναν τον αδελφϐ μου,
κϑριε Νελ; Κϊποτε τον ςυνϋδεςαν. Σο τηλϋφωνο χτϑπηςε μια
φορϊ. «Αςτυνομύα του ΢τρϊτφορντ».
«Γεια ςασ, ονομϊζομαι Σζϋιμσ Νϐρμαν. Σο τηλεφώνημα
εύναι υπεραςτικϐ». Ανϋφερε την πϐλη. «Θα όθελα, αν εύναι
δυνατϐ, να μου πεύτε πώσ μπορώ να ϋρθω ςε επαφό με ϋνα
ϊτομο που υπηρετοϑςε ςτο ςώμα το 1957».
«Περιμϋνετε ϋνα λεπτϐ, κϑριε Νϐρμαν». ΢ιγό, κατϐπιν
ϊλλη φωνό.
«Εδώ αρχιφϑλακασ Μϐρτον Λύβινγκςτον, κϑριε Νϐρμαν.
Ποιϐν προςπαθεύτε να βρεύτε;»
«Όταν όμαςταν παιδιϊ», εύπε ο Σζιμ, «τον φωνϊζαμε
κϑριο Νελ. ΢ασ βοηθϊει -»
«Διϊβολε, ναι! Μα ο Ντον Νελ βγόκε ςτη ςϑνταξη. Ϊχει
περϊςει πια τα εβδομόντα».
«Μϋνει ακϐμη ςτο ΢τρϊτφορντ;»
«Ναι, ςτη λεωφϐρο Μπϊρνουμ. Θϋλετε τη διεϑθυνςη;»
«Και το τηλϋφωνο, αν το ϋχετε».
«Εντϊξει. Σον γνωρύζατε τον Ντον;»
«Κερνοϑςε τον αδελφϐ μου και μϋνα τϊρτα με βατϐμουρα
ςτην Καφετϋρια του ΢τρϊτφορντ».

- 24 -
«Θεϋ μου, αυτό ϋχει δϋκα χρϐνια που ϋκλειςε! Περιμϋνετε
μια ςτιγμό». Μετϊ απϐ μια ςϑντομη παϑςη, υπαγϐρευςε ςτον
Σζιμ μια διεϑθυνςη κι ϋναν αριθμϐ τηλεφώνου. Ο Σζιμ τα
ςημεύωςε, ευχαρύςτηςε τον Λύβινγκςτον και κατϋβαςε το
ακουςτικϐ. Ξαναπόρε το 0, ϋδωςε το νοϑμερο, βϊλθηκε να
περιμϋνει. Μϐλισ ϊκουςε το τηλϋφωνο να χτυπϊ, τον
πλημμϑριςε μια ξαφνικό καυτό ϋνταςη κι ϋγειρε μπροςτϊ,
ςτρϋφοντασ ενςτικτώδικα την πλϊτη ςτην πϐρτα του
θαλϊμου, μϐλο που δεν υπόρχε κανεύσ να τον ακοϑςει.
Κϊποιοσ ςόκωςε το ακουςτικϐ και μια βαθιϊ, αντρικό
φωνό, που δεν ϋμοιαζε διϐλου γϋρικη, εύπε, «Εμπρϐσ;» Η
μοναδικό αυτό λϋξη πυροδϐτηςε μιαν αλυςιδωτό αντύδραςη
αναμνόςεων και ςυναιςθημϊτων, τϐςο εκπληκτικό ϐςο και η
αντύδραςη που προκαλεύ ϋνα παλιϐ, αγαπημϋνο τραγοϑδι ςτο
ραδιϐφωνο. «Ο κϑριοσ Νελ; Ο Ντϐναλντ Νελ;»
«Μϊλιςτα».
«Εύμαι ο Σζϋιμσ Νϐρμαν, κϑριε Νελ. Με θυμϊςτε;»
«Μα ναι», αποκρύθηκε αμϋςωσ η φωνό. «Σϊρτα με
βατϐμουρα. Ο αδελφϐσ ςου εύχε δολοφονηθεύ... Σον
μαχαύρωςαν. Κρύμα. Σϐςο καλϐ παιδύ!»
Ο Σζιμ ςτηρύχτηκε ςτο γυϊλινο τούχωμα του θαλϊμου για
να μην πϋςει. Η ϋνταςη τον εγκατϋλειψε απϐτομα, αφόνοντϊσ
τον τϐςο αδϑναμο ϐςο κι ϋνα γοϑνινο ζωϊκι. Κατϊλαβε πωσ
όταν ϋτοιμοσ να ομολογόςει τα πϊντα και δϊγκωςε
απεγνωςμϋνα τη γλώςςα του για να τ' αποφϑγει.
«Κϑριε Νελ, εκεύνα τ' αγϐρια δε βρϋθηκαν ποτϋ».
«Όχι», εύπε ο Νελ. «Εύχαμε υπϐπτουσ. Απ' ϐ,τι θυμϊμαι, ςε
ςτεύλαμε ςτην αςτυνομύα του Μπρύτζπορτ για να τουσ
αναγνωρύςεισ».
«Μου εύπατε ποτϋ τα ονϐματϊ τουσ;»

- 25 -
«Όχι. Η διαδικαςύα τησ αναγνώριςησ απαιτεύ μϐνο τον
προςδιοριςμϐ των υπϐπτων με αριθμοϑσ. Γιατύ ϐμωσ αυτϐ το
ξαφνικϐ ενδιαφϋρον, κϑριε Νϐρμαν;»
«Θα ςασ δώςω οριςμϋνα ονϐματα και θϋλω να μου πεύτε
αν ςασ θυμύζουν τύποτα ςε ςχϋςη με την υπϐθεςη».
«Γιε μου, που-»
«Προςπαθόςτε», εύπε ο Σζιμ, αρχύζοντασ να απελπύζεται.
«Ρϐμπερτ Λώςον, Ντϋιβιντ Γκαρςύα, Βύνςεντ Κϐρεώ. Μόπωσ
κϊποιο απ' αυτϊ-»
«Κϐρεώ», εύπε ξερϊ ο κϑριοσ Νελ. «Σον θυμϊμαι, Βύνι η
Οχιϊ. Ναι, τον εύχαμε πιϊςει, μα του πρϐςφερε ϊλλοθι η μϊνα
του. Ρϐμπερτ Λώςον, δε μου λϋει τύποτα. Αλλϊ ο Γκαρςύα... κϊτι
μου θυμύζει. Δεν ξϋρω τι. Διϊβολε, γϋραςα πια, ξεκοϑτιανα». Η
αηδύα όταν φανερό ςτη φωνό του.

«Κϑριε Νελ, υπϊρχει τρϐποσ να μϊθουμε τι απϋγιναν αυτϊ


τα παιδιϊ;»
«Μϐνο που δε θα εύναι πια παιδιϊ». Α, ναι; Ϊτςι νομύζεισ;
«Ωκου, Σζύμι. Μόπωσ ξεφϑτρωςε κανϋνασ απ' αυτοϑσ και
ςου κϊνει τη ζωό δϑςκολη;»
«Δεν ξϋρω. Μου ςυμβαύνουν πολϑ περύεργα πρϊγματα.
Πρϊγματα που ϋχουν ςχϋςη με τη δολοφονύα του αδελφοϑ
μου».
«Σι δηλαδό;»
«Κϑριε Νελ, δεν μπορώ να ςασ πω. Θα με περϊςετε για
τρελϐ».
Η απϐκριςό του όταν ϊμεςη, ςταθερό, γεμϊτη
πραγματικϐ ενδιαφϋρον. «Εύςαι;» Ο Σζιμ ςώπαςε για μια
ςτιγμό. « Όχι», εύπε.
«Ψραύα. Θα τςεκϊρω αυτϊ τα ονϐματα. Ποϑ μπορώ να ςε
βρω;» Ο Σζιμ του ϋδωςε τον αριθμϐ του ςπιτιοϑ του. «Σα
βρϊδια τησ Σρύτησ εύμαι πϊντα εκεύ». Κϊθε βρϊδυ εκεύ όταν,
- 26 -
αλλϊ τισ Σρύτεσ η ΢ϊλι πόγαινε ςτο μϊθημα κεραμικόσ. «Σι
κϊνεισ τώρα, Σζύμι;» «Εύμαι καθηγητόσ ςε λϑκειο».
«Μπρϊβο. άςωσ μου χρειαςτεύ λύγοσ καιρϐσ. Ϊχω πϊρει
ςϑνταξη, ξϋρεισ». «Η φωνό ςασ πϊντωσ δεν ϊλλαξε καθϐλου».
«Αν μ' ϋβλεπεσ ϐμωσ!» Γϋλαςε. «΢' αρϋςει ακϐμη η τϊρτα
με βατϐμουρα;»
«Σρελαύνομαι», εύπε ο Σζιμ. Χϋματα. Ανϋκαθεν τη
ςιχαινϐταν.
«Φαύρομαι που τ' ακοϑω. Λοιπϐν, αν θϋλεισ τύποτ' ϊλλο-»
«Κϊτι ακϐμη. Τπϊρχει κϊποιο Λϑκειο Μύλφορντ ςτο
΢τρϊτφορντ;»
«Απ' ϐςο ξϋρω, ϐχι ».
«Αυτϐ όθελα να-»
«Σο μϐνο πρϊγματα που ονομϊζεται Μύλφορντ εδώ γϑρω
εύναι το Νεκροταφεύο Μύλφορντ ςτο Ασ Φϊιτσ Ρϐουντ. Και
κανεύσ δεν αποφούτηςε ποτϋ απϐ κει». Γϋλαςε ξερϊ, και ςτον
Σζιμ φϊνηκε ςα να κροτϊλιςαν κϐκαλα ςε τϊφο. «΢ασ
ευχαριςτώ», εύπε. «Αντύο».
Η ςυνδιϊλεξη διακϐπηκε. Η τηλεφωνότρια του ζότηςε να
ρύξει ςτη ςχιςμό εξόντα ςεντσ, πρϊγμα που ϋκανε ςαν
αυτϐματο. Γϑριςε να φϑγει και όρθε αντιμϋτωποσ μ' ϋνα
φριχτϐ πρϐςωπο, ζουπιγμϋνο ςτο γυαλύ, πλαιςιωμϋνο απϐ δϑο
ανοιχτϋσ παλϊμεσ, τα δϊχτυλα κϊταςπρα κϐντρα ςτο τζϊμι, το
ύδιο και η μϑτη. Ϋταν ο Βύνι που του χαμογελοϑςε απαύςια. Ο
Σζιμ οϑρλιαξε. ΢την τϊξη πϊλι.
Σα παιδιϊ ϋγραφαν ϋκθεςη και τα περιςςϐτερα ύδρωναν
ςκυμμϋνα πϊνω απϐ τισ κϐλλεσ τουσ, αποτυπώνοντασ βλοςυρϊ
τισ ςκϋψεισ τουσ ςτο χαρτύ, ςα να πελεκοϑςαν ξϑλα. Όλοι οι
μαθητϋσ εκτϐσ απϐ τρεισ. Σον Ρϐμπερτ Λώςον ςτο θρανύο του
Μπύλι ΢τιρνσ, τον Ντϋιβιντ Γκαρςύα ςτησ Κϊθι ΢λϊβιν, τον Βύνι
Κϐρεώ ςτου Σςιπ Όςγουεώ. Ϊνα λεπτϐ πριν το κουδοϑνι, ο Σζιμ

- 27 -
εύπε μειλύχια, «Θα όθελα να ςασ δω μετϊ το μϊθημα, κϑριε
Κϐρεώ».
«Ό,τι πεισ, Νορμ».
Ο Λώςον και ο Γκαρςύα κακϊριςαν ηλύθια, αλλϊ η
υπϐλοιπη τϊξη δεν ϋβγαλε ϊχνα. Όταν χτϑπηςε το κουδοϑνι,
ϋδωςαν τισ κϐλλεσ τουσ κι ϋφυγαν ςα βολύδεσ. Ο Λώςον και ο
Γκαρςύα ϐμωσ ϋμειναν να χαςομεροϑν ςτην πϐρτα και ο Σζιμ
ϋνιωςε το ςτομϊχι του να ςφύγγεται. Ωραγε θα ςυμβεύ τώρα;
Μα ο Λώςον ϋγνεψε ςτον Βύνι. «Θα ςε δοϑμε μετϊ».
«Εντϊξει».
Ϊφυγαν. Ο Λώςον ϋκλειςε την πϐρτα και ο Ντϋιβιντ
Γκαρςύα φώναξε πύςω θαμπϐ γυαλύ, «Ο Νορμ τον παύρνει! . O
Βύνι ϋριξε μια. ματιϊ πϊνω απϐ το τον ώμο του, κατϐπι γϑριςε
να -κοιτϊξει τον Σζιμ. Φαμογϋλαςε. Εύπε, «Αναρωτιϐμουν πϐτε
θα καθϐμαςταν να εξηγηθοϑμε».
«΢οβαρϊ;» εύπε ο Σζιμ.
«΢ε τρϐμαξα τισ προϊλλεσ ςτον τηλεφωνικϐ θϊλαμο, ε,
παπποϑ;»
«Κανεύσ δε λϋει πια «παπποϑ», Βύνι. Εύναι ξεπεραςμϋνο -
ξεπεραςμϋνο ςαν τα τζιν με ρεβϋρ».
«Μιλϊω ϐπωσ γουςτϊρω», εύπε ο Βύνι.
«Ποϑ εύναι ο ϊλλοσ; Ο φύλοσ ςασ με τα περύεργα κϐκκινα
μαλλιϊ;»
«Σην ϋκανε, φιλϊρα». Μα κϊτω απϐ τη φαινομενικό του
ανεμελιϊ, ο Σζιμ αντιλόφθηκε την ανηςυχύα του.
«Ζει, ϋτςι; Γι' αυτϐ δε βρύςκεται εδώ. Εύναι ζωντανϐσ και
τριϊντα δϑο χρϐνων, ϐπωσ θα όςαςταν κι εςεύσ αν-»

«Ο Ξεβαμμϋνοσ όταν μαλϊκασ με δύπλωμα. Ανϑπαρκτοσ,


ϋνα τύποτα». Ο Βύνι ανακϊθιςε και ακοϑμπηςε τα χϋρια ςτο
θρανύο. Σα μϊτια του γυϊλιζαν. «Υιλϊρα, ςε θυμϊμαι ς' εκεύνη
την αναγνώριςη. Ϋςουν ϋτοιμοσ να βρϋξεισ το κοτλϋ
- 28 -
πανταλονϊκι ςου. Θυμϊμαι πώσ κοιτοϑςεσ εμϋνα και τον
Ντϋιβι. Απϐ τϐτε ς' ϋβαλα ςτο μϊτι».
«Σο ξϋρω», εύπε ο Σζιμ. «Μου χϊριςεσ δεκϊξι χρϐνια
γεμϊτα εφιϊλτεσ. Δε ςου ϋφταςε; Γιατύ πϊλι τώρα; Γιατύ
εμϋνα;»
Ο Βύνι τον κούταξε για μια ςτιγμό απορημϋνοσ, ϋπειτα
χαμογϋλαςε. «Γιατύ εύςαι δουλειϊ αφημϋνη ςτη μϋςη, φιλϊρα.
Πρϋπει να ςε αποτελειώςω».
«Ποϑ όςαςταν;» ρώτηςε ο Σζιμ. «Πριν».
Σα χεύλη του Βύνι ςφύχτηκαν. «Δε μιλϊμε γι' αυτϐ.
Μπόκεσ;»
«Εςϋνα ϋμπαςαν, Βύνι. ΢το λϊκκο. Ϊτςι δεν εύναι; Βαθιϊ
ςτη γη. ΢το νεκροταφεύο του Μύλφορντ. Να βλϋπεισ πώσ
φυτρώνουν τα χορτϊρια ανϊποδα».
«Βοϑλωςτο!» Πετϊχτηκε πϊνω, αναποδογυρύζοντασ το
θρανύο. .
«Δε θα εύναι εϑκολο», εύπε ο Σζιμ.
«Δε θα κϊτςω ςαν την κϐτα να με φϊτε».
«Θα ςε ςκοτώςουμε, παπποϑ. Θα δεισ και μϐνοσ ςου πώσ
εύναι ο λϊκκοσ».
«Σςακύςου απϐ δω μϋςα».
«Και τη γυναικοϑλα ςου μαζύ».
«Αν τολμόςεισ να την αγγύξεισ, τςογλϊνι-». Όρμηςε
μπροςτϊ ςτα τυφλϊ, ϋξαλλοσ και τρομοκρατημϋνοσ με την
απειλό.
Ο Βύνι γϋλαςε και κύνηςε για την πϐρτα, «Χυχραιμύα,
μωρϐ μου».
«Αν πειρϊξεισ τη γυναύκα μου, θα ςε ςκοτώςω».
Σο χαμϐγελο του Βύνι πλϊτυνε. «Θα με ςκοτώςεισ;
Υιλϊρα, εύμαι όδη νεκρϐσ, νϐμιζα ϐτι το όξερεσ».
Ϊφυγε. Σα βόματϊ του αντηχοϑςαν ςτο διϊδρομο για
ώρα πολλό. «Σι διαβϊζεισ, αγϊπη μου;»
- 29 -
Ο Σζιμ τησ ϋδειξε το βιβλύο. Ανϊκληςη των δαιμϐνων.
«Πιφ, τι αηδύα!» Γϑριςε πϊλι ςτον καθρϋφτη να φτιϊξει
τα μαλλιϊ τησ. «Θα πϊρεισ ταξύ ςτο γυριςμϐ;» τη ρώτηςε.
«Εύναι μϐνο τϋςςερα τετρϊγωνα. Ωλλωςτε. το περπϊτημα
κϊνει καλϐ ςτη ςιλουϋτα». «Κϊποιοσ επιτϋθηκε ςε μια
μαθότριϊ μου ςτη ΢ϊμερ ΢τρητ», τησ εύπε ψϋματα. «Παραλύγο
να τη βιϊςει». «Αλόθεια; Ποια όταν;»
«Η Νταώϊν ΢νϐου», εύπε, διαλϋγοντασ ϋνα ϐνομα. «Λογικϐ
και μετρημϋνο κορύτςι, δε θα ϋβγαζε ποτϋ κϊτι τϋτοιο απϐ το
νου τησ».
«Εντϊξει». Γονϊτιςε μπροςτϊ ςτην καρϋκλα του, πόρε το
πρϐςωπϐ του ανϊμεςα ςτα
χϋρια τησ και τον κούταξε κατϊματα. «Σι ςυμβαύνει, Σζιμ;»
«Σύποτα».
«Δε ςε πιςτεϑω. Κϊτι μου κρϑβεισ».
«Εύναι ϋνα θϋμα που μπορώ να χειριςτώ μϐνοσ μου».
«΢χετικϊ με τον αδελφϐ ςου;»
Ϊνα ρεϑμα τρϐμου τον πϊγωςε, ςαν να εύχε ανούξει μια
πϐρτα μϋςα του. «Γιατύ το λεσ αυτϐ;»
«Ϊλεγεσ το ϐνομϊ του ςτον ϑπνο ςου χτεσ βρϊδυ. Γουϋιν,
Γουϋιν, φώναζεσ, Σρϋχα, Γουϋιν!»
«Δεν εύναι τύποτα».
Όμωσ ϋλεγε ψϋματα. Σο όξεραν και οι δϑο.
Ο κϑριοσ Νελ τηλεφώνηςε ςτισ οχτώ και τϋταρτο. «Δε
χρειϊζεται ν' ανηςυχεύσ για κεύνουσ τουσ αλότεσ», εύπε. «Ϊχουν
πεθϊνει ϐλοι».
«Αλόθεια;» Κρατοϑςε με το δϊχτυλο ανοιχτϐ το βιβλύο
ςτη ςελύδα που το εύχε αφόςει.
«΢ε αυτοκινητιςτικϐ δυςτϑχημα. Ϊξη μόνεσ μετϊ το
θϊνατο του αδελφοϑ ςου. Σουσ κυνηγοϑςε ϋνασ αςτυνομικϐσ.
Ο Υρανκ ΢ϊιμον για την ακρύβεια, μπορεύ να τον θυμϊςαι.

- 30 -
Δουλεϑει ςτο Ξικϐρςκι τώρα. Πϊω ςτούχημα ϐτι θα βγϊζει τα
διπλϊ λεφτϊ». «Και τρϊκαραν;»
«Σο αμϊξι τουσ βγόκε απϐ το δρϐμο ενώ ϋτρεχε με εκατϐ
μύλια την ώρα και χτϑπηςε ς' ϋνα ςτϑλο τησ ΔΕΗ. Μϋχρι να
καταφϋρουν να κατεβϊςουν τουσ διακϐπτεσ και να τουσ
μαζϋψουν απϐ τα ςυντρύμμια, εύχαν πια μιςοψηθεύ».
Ο Σζιμ ϋκλειςε τα μϊτια. «Εύδατε την αναφορϊ του
αςτυνομικοϑ;»
«Με τα ύδια μου τα μϊτια».
«Ϊδινε περιγραφό του αυτοκινότου;»
«Μαϑρο Υορντ ςεντϊν του ' 54. ΢ε μια πλευρϊ ϋγραφε. Σο
μϊτι του Υιδιοϑ .».
«Εύχαν ακϐμη ϋναν μαζύ τουσ, κϑριε Νελ. Δεν ξϋρω το
ϐνομϊ του, αλλϊ το παρατςοϑκλι του όταν Ξεβαμμϋνοσ».
«Θα λεσ για τον Σςϊρλι ΢πϐντερ», εύπε ο κϑριοσ Νελ χωρύσ
να διςτϊςει ςτιγμό. «Εύχε ξανούξει τα μαλλιϊ του με οξυζενϋ. Σο
θυμϊμαι. Γϋμιςε ϊςπρεσ τοϑφεσ και προςπϊθηςε να τα βϊψει
μαϑρα. Οι τοϑφεσ ϋγιναν πορτοκαλιϋσ».
«Και τι κϊνει τώρα;»
«Καριϋρα ςτο ςτρατϐ. Σο 1959 γκϊςτρωςε μια
γειτονοποϑλα του και κατατϊχτηκε για να γλιτώςει».
«Μπορώ να επικοινωνόςω μαζύ του;»
«Η μϊνα του ζει ςτο ΢τρϊτφορντ. Θα ξϋρει που να τον
βρεισ». «Μου δύνετε τη διεϑθυνςό τησ;»
« Όχι, Σζύμι. Όχι πριν μου πεισ τι ςε βαςανύζει».
«Δεν μπορώ, κϑριε Νελ. Θα με περϊςετε για τρελϐ».
«Δοκύμαςϋ με».
«Δεν μπορώ».
«Όπωσ αγαπϊσ, γιε μου».
«΢ασ παρακαλώ -» Αλλϊ η γραμμό εύχε κοπεύ.
«Μπϊςταρδε», μουρμοϑριςε ο Σζιμ, κατεβϊζοντασ το
ακουςτικϐ. Σο τηλϋφωνο ξαναχτϑπηςε πριν προλϊβει να
- 31 -
τραβόξει το χϋρι του και αναπόδηςε ςα να τον εύχαν κϊψει. Σο
κούταξε, αναςαύνοντασ βαριϊ. Σρύα κουδουνύςματα, τϋςςερα.
Σο ςόκωςε. Ωκουςε. Ϊκλειςε τα μϊτια.
΢το δρϐμο για το νοςοκομεύο τον ςταμϊτηςε ϋνα
περιπολικϐ και κατϐπιν πϋραςε μπροςτϊ του, με τη ςειρόνα
του να ςτριγγλύζει. ΢το θϊλαμο επειγϐντων περιςτατικών
βρόκε ϋνα νεαρϐ γιατρϐ με μουςτϊκι ςαν οδοντϐβουρτςα.
Κούταξε τον Σζιμ με ςκοϑρα, ανϋκφραςτα μϊτια. «Με
ςυγχωρεύτε, εύμαι ο Σζϋιμσ Νϐρμαν και -»
«Λυπϊμαι, κϑριε Νϐρμαν. Η γυναύκα ςασ πϋθανε ςτισ 9.04
μ.μ.»
Θα λιποθυμοϑςε, όταν ςύγουροσ. Ϊςβηνε, ο κϐςμοσ
γυρνοϑςε, τ' αυτιϊ του βοϑιζαν. Σα μϊτια του περιφϋρονταν
ϊςκοπα, ϋβλεπαν πρϊςινουσ τούχουσ, ϋνα φορεύο που
αςτραφτοκοποϑςε κϊτω απϐ τουσ λαμπτόρεσ φθοριςμοϑ, μια
νοςοκϐμα με ςτραβϊ φορεμϋνο το ςκοϑφο. Ρύξε μια ματιϊ ςτον
καθρϋφτη, γλυκιϊ μου, ώρα να φρεςκαριςτεύσ. Ϊνασ
νοςοκϐμοσ ςτεκϐταν ϋξω απϐ το θϊλαμο Νο 1. Υοροϑςε
βρώμικη ϊςπρη μπλοϑζα, πιτςιλιςμϋνη με αύματα. Καθϊριζε τα
νϑχια του μ' ϋνα ςτιλϋτο. ΢όκωςε τα μϊτια και χαμογϋλαςε
ςτον Σζιμ. Ϋταν ο Ντϋιβιντ Γκαρςύα. Ο Σζιμ ςωριϊςτηκε χϊμω
λιπϐθυμοσ.
Η κηδεύα. ΢α μπαλϋτο ςε τρεισ πρϊξεισ. Σο ςπύτι. Η
αύθουςα τελετών. Σο νεκροταφεύο. Πρϐςωπα απϐ το πουθενϊ
πληςύαζαν ςτροβιλύζοντασ, ςτροβιλύζοντασ χϊνονταν ςτο
ςκοτϊδι. Η μητϋρα τησ ΢ϊλι, τα μϊτια τησ ϋτρεχαν πύςω απϐ το
μαϑρο βϋλο. O πατϋρασ τησ, κλονιςμϋνοσ και απϐτομα
γεραςμϋνοσ. Ο ΢ύμονσ. Κι ϊλλοι. Σου ςυςτόνονταν, του
ϋςφιγγαν το χϋρι. Κουνοϑςε μηχανικϊ το κεφϊλι, χωρύσ να
θυμϊται οϑτε ϋνα ϐνομα. Μερικϋσ γυναύκεσ εύχαν φϋρει
τρϐφιμα, το μϊτι του πόρε κϊποιον να τρώει ϋνα κομμϊτι
μηλϐπιτα κι ϐταν πόγε ςτην κουζύνα εύδε την υπϐλοιπη πϊνω
- 32 -
ςτον πϊγκο, ανοιγμϋνη, να ςτϊζει ςτην πιατϋλα, ϋνα ζουμύ ςαν
αύμα απϐ κεχριμπϊρι, και ςκϋφτηκε, ϋχαςαν να την περιχϑςουν
με παγωτϐ βανύλια. Ϊνιωςε τα χϋρια και τα πϐδια του να
τρϋμουν, όθελε να πϊρει τη μηλϐπιτα και να την πετϊξει ςτον
τούχο, αλλϊ δε μποροϑςε να κουνόςει.
Και μετϊ ϊρχιςαν να φεϑγουν κι εκεύνοσ
παρακολουθοϑςε τον εαυτϐ του -ϐπωσ παρακολουθεύ κανεύσ
μια ταινιοϑλα φτιαγμϋνη ςτο ςπύτι- να αποχαιρετϊ τον κϐςμο,
να ςφύγγει χϋρια, να λϋει: Ευχαριςτώ... Ναι, βεβαύωσ...
Ευχαριςτώ... Κι εγώ το πιςτεϑω... Ευχαριςτώ.
Όταν ϋφυγε και ο τελευταύοσ, το ςπύτι ξανϊγινε δικϐ του.
Πληςύαςε το τζϊκι. Η κορνύζα του όταν γεμϊτη ενθϑμια του
γϊμου τουσ. Ϊνα ςκυλϊκι με γυϊλινα μϊτια που η ΢ϊλι εύχε
κερδύςει ςτο Κϐνεώ Αιλαντ ϐταν ϋκαναν το μόνα του μϋλιτοσ.
Δυο δερμϊτινα ντοςιϋ - το πτυχύο του απϐ το πανεπιςτόμιο τησ
Βοςτϐνησ, το δικϐ τησ απϐ το πανεπιςτόμιο τησ
Μαςςαχουςϋτησ. Ϊνα ζευγϊρι πελώρια ζϊρια απϐ πεπιεςμϋνο
χαρτύ που του εύχε χαρύςει ϐταν ϋχαςε δϋκα ϋξη δολϊρια ς' ϋνα
παιχνύδι πϐκερ. Ϊνα κϑπελλο απϐ πορςελϊνη που εύχε
ανακαλϑψει ςε κϊποιο παλιατζύδικο του Κλόβελαντ. Και
καταμεςόσ ςτο γεύςο, η φωτογραφύα του γϊμου τουσ. Σην
αναποδογϑριςε, κϊθιςε ςε μια πολυθρϐνα και βϊλθηκε να
κοιτϊ την κλειςτό ςυςκευό τησ τηλεϐραςησ. Μια ιδϋα ϊρχιςε
να παύρνει ςϊρκα και οςτϊ ςτο μυαλϐ του. Μια ώρα αργϐτερα
χτϑπηςε το τηλϋφωνο, βγϊζοντϊσ τον απϐ ϋναν ανόςυχο ϑπνο.
΢όκωςε ςτα τυφλϊ το ακουςτικϐ. «΢ειρϊ ςου τώρα,
Νορμ». «Εςϑ εύςαι, Βύνι;»
«Υιλϊρα, η δικιϊ ςου όταν ςαν πόλινο περιςτερϊκι ςε
ςκοπευτόριο. Μια κι ϋξω. Μπαμ και πϊρτη κϊτω».
«Θα εύμαι ςτο ςχολεύο απϐψε, Βύνι. ΢την αύθουςα 33. Δε θ'
ανϊψω φωσ. Θα εύμαςτε ϐπωσ εκεύνη τη νϑχτα ςτη διϊβαςη.
Μϋχρι που θα ςασ φϋρω και τραύνο». «Θεσ να καθαρύςεισ, ε;»
- 33 -
«Ακριβώσ», εύπε ο Σζιμ. «Θα ςασ περιμϋνω».
« άςωσ ϋρθουμε, ύςωσ ϐχι».
«Θα ϋρθετε», εύπε ο Σζιμ κι ϋκλειςε το τηλϋφωνο.
Εύχε ςχεδϐν ςκοτεινιϊςει ϐταν ϋφταςε ςτο ςχολεύο.
Πϊρκαρε το αμϊξι ςτη ςυνηθιςμϋνη του θϋςη, ϊνοιξε την πύςω
πϐρτα του κτιρύου με το κλειδύ του και ανϋβηκε πρώτα ςτο
τμόμα αγγλικών ςτο δεϑτερο ϐροφο. Μπόκε, βρόκε την
ντουλϊπα με τουσ δύςκουσ, βϊλθηκε να τουσ ψϊχνει.
΢ταμϊτηςε ςτη μϋςη περύπου του ςωροϑ και ϋβγαλε ϋναν με
τύτλο Ηχητικϊ Εφϋ. Σο τρύτο κομμϊτι ςτην πρώτη πλευρϊ
ονομαζϐταν «Αμαξοςτοιχύα 3.04». Ακοϑμπηςε το ϊλμπουμ
πϊνω ςτο φορητϐ πικϊπ του τμόματοσ και ϋβγαλε την
Ανϊκληςη των δαιμϐνων απϐ την τςϋπη του πανωφοριοϑ του.
Βρόκε τη ςελύδα που όθελε, τη διϊβαςε, ϋνευςε καταφατικϊ.
Ϊςβηςε το φωσ. Αύθουςα 33.
Εγκατϋςτηςε το ςτερεοφωνικϐ ςϑςτημα, τοποθετώντασ
τα μεγϊφωνα ϐςο πιο μακριϊ γινϐταν και ςτη ςυνϋχεια ϋβαλε
ν' ακοϑςει το κομμϊτι με το τραύνο. Ο όχοσ βγόκε μϋςα απϐ το
τύποτα, φοϑντωςε μϋχρι που γϋμιςε το δωμϊτιο με το θϐρυβο
των μηχανών εν κινόςει και την κακοφωνύα του ατςαλιοϑ
πϊνω ςε ατςϊλι. Αν ϋκλεινε τα μϊτια, μποροϑςε ςχεδϐν να
πιςτϋψει ϐτι βριςκϐταν ςτη διϊβαςη τησ Μπρϐουντ ΢τρητ,
πεςμϋνοσ ςτα γϐνατα, αναγκαςμϋνοσ να παρακολουθεύ την
τραγωδύα μϋχρι την αναπϐφευκτη κατϊληξό τησ...
Ωνοιξε τα μϊτια, ςταμϊτηςε το δύςκο. Κϊθιςε ςτο
γραφεύο του, πόρε το βιβλύο και γϑριςε ςτο κεφϊλαιο
«Κακοποιϊ πνεϑματα και πώσ να τα καλϋςετε». Σα χεύλη του
ςϊλευαν καθώσ διϊβαζε' κϊπου-κϊπου ςταματοϑςε για να
βγϊλει αντικεύμενα απϐ την τςϋπη του και να τ' αραδιϊςει ςτο
τραπϋζι.
Πρώτα, μια παλιϊ φωτογραφύα που τον ϋδειχνε να
ςτϋκεται μαζύ με τον αδελφϐ του ςτην πραςιϊ τησ
- 34 -
πολυκατοικύασ ϐπου ϋμεναν. Εύχαν και οι δϑο το ύδιο κοϑρεμα,
χαμογελοϑςαν και οι δϑο ντροπαλϊ ςτο φακϐ. Κατϐπιν, μια
γυϊλα με αύμα. Εύχε κϐψει το λαιμϐ μιασ αδϋςποτησ γϊτασ με
το ςουγιϊ του. Ϊπειτα, τον ύδιο το ςουγιϊ. Και τϋλοσ την
κορδϋλα απϐ ϋνα παλιϐ πϊνινο καςκϋτο του Γουϋιν. Ο Σζιμ το
εύχε κρατόςει με την ελπύδα ϐτι κϊποια μϋρα θα το φοροϑςε ο
γιοσ που θα του χϊριζε η ΢ϊλι.
΢ηκώθηκε, πόγε ςτο παρϊθυρο, κούταξε ϋξω. Ο χώροσ
ςτϊθμευςησ όταν ϊδειοσ. Ωρχιςε να ςπρώχνει τα θρανύα προσ
τουσ τούχουσ, αφόνοντασ ςτη μϋςη τησ αύθουςασ ϋναν κενϐ
κϑκλο. Όταν τϋλειωςε, ϋβγαλε μια κιμωλύα απϐ το ςυρτϊρι και
ακολουθώντασ επακριβώσ το διϊγραμμα του βιβλύου, χϊραξε
μια πεντϊλφα ςτο πϊτωμα. Η αναπνοό του ϋβγαινε πιο
δϑςκολα τώρα. Ϊςβηςε τα φώτα, μϊζεψε τα αντικεύμενα ςτο
ϋνα χϋρι κι ϊρχιςε να απαγγϋλλει. «Πατϋρα του Ερϋβουσ,
ϊκουςϋ με για χϊρη τησ ψυχόσ μου. Εύμαι αυτϐσ που ςου
υπϐςχεται θυςύα. Εύμαι αυτϐσ που ςου φϋρνει το ςφϊγιο. Εύμαι
αυτϐσ που γυρεϑει την εκδύκηςη του αριςτεροϑ χεριοϑ. ΢τα
πϐδια ςου εναποθϋτω αύμα για να επιςφραγύςω την υπϐςχεςό
μου».
Ξεβύδωςε το καπϊκι τησ γυϊλασ -που πριν περιεύχε
μαρμελϊδα- και ρϊντιςε με αύμα την πεντϊλφα.
Κϊτι ϊλλαξε ςτη ςκοτεινό τϊξη. Δε μποροϑςε να
καταλϊβει τι ακριβώσ, μα η ατμϐςφαιρα βϊρυνε. Ϊγινε τϐςο
αποπνικτικό που του φϊνηκε ϐτι το λαρϑγγι και το ςτομϊχι
του εύχαν γεμύςει γκρύζο ατςϊλι. Η ςιωπό βϊθυνε. Μια αϐρατη
παρουςύα πλανιϐταν ςτην ϊδεια τϊξη.
Ϊκανε ϐπωσ ϐριζαν οι παμπϊλαιεσ τελετουργύεσ.
Και τώρα ςτον αϋρα υπόρχε κϊτι που θϑμιζε ςτον Σζιμ
την επύςκεψό του, ϐταν όταν παιδύ, ςε μια ιςχυρϐτατη μονϊδα
παραγωγόσ ηλεκτρικοϑ -μια αύςθηςη ϐτι τα πϊντα όταν

- 35 -
φορτιςμϋνα με ρεϑμα και παλλϐμενα. Και τϐτε μια φωνό,
παρϊξενα χαμηλό και δυςϊρεςτη, του μύληςε. «Σι ζητϊσ;»
Δεν όξερε και ο ύδιοσ αν την ϊκουγε ό αν νϐμιζε ϐτι την
ϊκουγε. Εύπε ωςτϐςο δϑο φρϊςει σ.
«Σι προςφϋρεισ;» Ο Σζιμ εύπε δϑο λϋξεισ.
«Και τα δϑο», ψιθϑριςε η φωνό. «Αριςτερϐ και δεξύ.
΢υμφωνεύσ;»
«Ναι».
Ωνοιξε το ςουγιϊ, ξαναγϑριςε ςτο γραφεύο του,
ακοϑμπηςε ςτην ξϑλινη επιφϊνεια τη δεξιϊ του παλϊμη με τα
δϊχτυλα ανοιχτϊ και ϋκοψε το δεύκτη του με τϋςςερα δυνατϊ
χτυπόματα. Σο αύμα του ϋτρεξε ςτο ςτυπϐχαρτο, φτιϊχνοντασ
ςκοτεινϊ ςχόματα. Δεν πϐνεςε διϐλου. Ϊςπρωξε το δϊχτυλο
παραπϋρα και μετϋφερε το ςουγιϊ ςτο δεξύ του χϋρι.
Δυςκολεϑτηκε περιςςϐτερο να κϐψει το αριςτερϐ δϊχτυλο.
Ϊνιωθε το δεξύ του χϋρι αδϋξιο, ςχεδϐν ανούκειο, τώρα που ο
δεύκτησ ϋλειπε, και το μαχαύρι τοϑ ξεγλιςτροϑςε ςυνεχώσ.
Σϋλοσ, με μια κραυγό ανυπομονηςύασ, πϋταξε το ςουγιϊ,
ϋςπαςε το κϐκαλο ςτα δϑο και ξερύζωςε το δϊχτυλϐ του. Σα
πόρε και τα δϑο ςα μικροςκοπικϊ καρβϋλια ψωμύ, και τα
πϋταξε ςτην πεντϊλφα. Κϊτι ϊςτραψε ςτιγμιαύα, ςαν το φλασ
φωτογραφικόσ μηχανόσ. άχνοσ καπνοϑ, πρϐςεξε. Και δε μϑριςε
καθϐλου θειϊφι. «Σι ϋφερεσ;»
«Μια φωτογραφύα του. Ύφαςμα που ϋχει απορροφόςει
τον ιδρώτα του».
«Ο ιδρώτασ εύναι πρϊγμα πολϑτιμο», παρατόρηςε η
φωνό, και ο Σζιμ ανατρύχιαςε με την ψυχρό βουλιμύα του
τϐνου τησ. «Δως' τα μου».
Ο Σζιμ τα πϋταξε ϐλα ςτην πεντϊλφα. Σο φωσ ϊςτραψε
πϊλι.
«Αρκοϑν», εύπε η φωνό.
«Αν ϋρθουν», αποκρύθηκε ο Σζιμ.
- 36 -
Δεν του απϊντηςε κανεύσ. Η φωνό εύχε χαθεύ -αν υπόρξε
ποτϋ. Πληςύαςε κι ϊλλο την πεντϊλφα. Η φωτογραφύα όταν
ακϐμη εκεύ, αλλϊ κατϊμαυρη, καρβουνιαςμϋνη. Η κορδϋλα εύχε
εξαφανιςτεύ.
Ϊνασ θϐρυβοσ ακοϑςτηκε απϐ το δρϐμο, αμυδρϐσ ςτην
αρχό, εντονϐτεροσ ςτη ςυνϋχεια. Μηχανό αυτοκινότου. Ϊνα
αμϊξι ϋςτριψε ςτη Ντϋιβισ ΢τρητ, κατηφϐριςε προσ το ςχολεύο.
Ο Σζιμ Κϊθιςε, περιμϋνοντασ να δει αν θα ςυνϋχιζε το δρϐμο
του ό θα ϋμπαινε ςτο χώρο ςτϊθμευςησ. Μπόκε. Βόματα ςτη
ςκϊλα - και η ηχώ τουσ.
Σο ςτριγκϐ γελϊκι του Ρϐμπερτ Λώςον, ϋνα «΢σσσ!»
κατϐπιν πϊλι τα χϊχανα του Λώςον. Σα βόματα πληςύαςαν,
ϋχαςαν τον αντύλαλϐ τουσ, η τζαμϋνια πϐρτα ςτο κεφαλϐςκαλο
ϊνοιξε.
«Γιουχου, Νϐρμι!» τον φώναξε φϊλτςα ο Ντϋιβιντ
Γκαρςύα.
«Νϐρμι-Νϐρμι, εύςαι εδώ;» ψιθϑριςε ο Λώςον και μετϊ
γϋλαςε. «Μϋςα εύςαι, μεγϊλε;»
Ο Βύνι δε μύληςε, αλλϊ καθώσ προχωροϑςαν ςτο
διϊδρομο, ο Σζιμ μπϐρεςε να διακρύνει τισ ςκιϋσ τουσ. Η
ψηλϐτερη όταν του Βύνι και ςτο χϋρι του κρατοϑςε ϋνα μακρϑ
αντικεύμενο. Ακοϑςτηκε ϋνασ κοφτϐσ, μεταλλικϐσ όχοσ και το
μακρϑ αντικεύμενο ϋγινε μακρϑτερο.
΢τϊθηκαν δύπλα ςτην πϐρτα, με τον Βύνι ςτη μϋςη. Και οι
τρεισ κρατοϑςαν μαχαύρια.
«Ερχϐμαςτε, φιλϊρα», εύπε μαλακϊ ο Βύνι. «Ερχϐμαςτε να
ςου κϐψουμε τον κώλο». Ο Σζιμ ϊνοιξε το πικϊπ.
«Φριςτϋ μου!» τινϊχτηκε ο Γκαρςύα. «Σι εύναι αυτϐ;»
Η αμαξοςτοιχύα πληςύαζε. Ϊνιωθεσ ςχεδϐν τουσ τούχουσ
να δονοϑνται. Ο όχοσ δεν ϋβγαινε πια απϐ τα μεγϊφωνα αλλϊ
απϐ το διϊδρομο, απϐ ρϊγεσ χαμϋνεσ κϊπου ςτο χώρο και το
χρϐνο.
- 37 -
«Δεν τα γουςτϊρω αυτϊ, δικϋ μου», εύπε ο Λώςον.
«Εύναι αργϊ πια», μουρμοϑριςε ο Βύνι. Προχώρηςε ϋνα
βόμα και ϋςκιςε τον αϋρα με το μαχαύρι του. «΢τϊξε το χρόμα,
παπποϑ». ... αφόςτε μασ...
Ο Γκαρςύα οπιςθοχώρηςε. «Σι ςτο διϊολο-»
Αλλϊ ο Βύνι δε δύςταςε ςτιγμό. Ϊγνεψε ςτουσ ϊλλουσ ν'
απλωθοϑν' η λϊμψη που φώτιςε τα μϊτια του μπορεύ να όταν
και ανακοϑφιςησ. «Ρε ςυ, ςπϐρε, πϐςα ϋχεισ;» ρώτηςε ξαφνικϊ
ο Γκαρςύα.
«Σϋςςερα ςεντσ», εύπε ο Σζιμ. Πρϊγματι. Σα εύχε πϊρει
απϐ τη γυϊλα ϐπου φϑλαγαν τα κϋρματα. Σο πιο πρϐςφατο
όταν του 1956'. «Χϋματα λεσ, κωλϐπαιδο». ...αφόςτε τον
όςυχο...
Ο Λώςον γϑριςε να κοιτϊξει και τα μϊτια του ϊνοιξαν
διϊπλατα. Σουσ τούχουσ κϊλυπτε μια αλλϐκοτη καταχνιϊ,
κϐντευαν να χϊςουν κϊθε υπϐςταςη. Η αμαξοςτοιχύα ϋςκουζε.
Σο φανϊρι ςτο χώρο ςτϊθμευςησ εύχε γύνει κϐκκινο, ολϐιδιο με
τη φωτεινό επιγραφό τησ Οικοδομικόσ Εταιρεύασ Μπϊρετσ, και
τρεμϐςβηνε ςτο μιςοςκϐταδο. Κϊτι ϋβγαινε απϐ την
πεντϊλφα, κϊτι με το πρϐςωπο ενϐσ αγοριοϑ δώδεκα ύςωσ
χρϐνων. Ϊνα αγορϊκι με κοντοκουρεμϋνα μαλλιϊ.
Ο Γκαρςύα ϐρμηςε μπροςτϊ και χτϑπηςε τον Σζιμ ςτο
ςτϐμα -εκεύνοσ μϑριςε πιπεριϊ και ςκϐρδο ςτην ανϊςα του.
Όλα γύνονταν ςε αργό κύνηςη, το χτϑπημα όταν ανώδυνο. Ο
Σζιμ ϋνιωςε να βαραύνουν οι βουβώνεσ του, η κϑςτη του δεν
ϊντεξε. Εύδε ϋνα ςκοϑρο λεκϋ ν' απλώνεται ςτο πανταλϐνι του.
«Κούτα, Βύνι, τα ϋκανε πϊνω του!» φώναξε ο Λώςον. Ο
τϐνοσ τησ φωνόσ όταν ο ςωςτϐσ, αλλϊ το πρϐςωπϐ του εύχε
πϊρει μια ϋκφραςη φρύκησ -η ϋκφραςη τησ μαριονϋτασ που,
ζωντανεϑοντασ, ανακαλϑπτει ϐτι την κινοϑν νόματα.
«Αφόςτε τον», εύπε το πρϊγμα-Γουϋιν, μϐνο που η φωνό
δεν ανόκε ςτον Γουϋιν, όταν η ψυχρό, λαύμαργη φωνό του
- 38 -
πλϊςματοσ απϐ την πεντϊλφα. «Σρϋχα, Σζύμι! Σρϋχα! Σρϋχα!
Σρϋχα!»
Ο Σζιμ γλύςτρηςε, ϋπεςε ςτα γϐνατα και ϋνα χϋρι ϊγγιξε
την πλϊτη του, ϋψαξε για κρϊτημα, δε βρόκε.
΢όκωςε το κεφϊλι και εύδε τον Βύνι, με το μοϑτρο
παραμορφωμϋνο απϐ το μύςοσ, να χώνει το μαχαύρι του ςτο
πρϊγμα-Γουϋιν, λύγο κϊτω απϐ το ςτϋρνο... και κατϐπι να
ουρλιϊζει, ενώ το πρϐςωπϐ του κατϋρρεε, καρβουνιαζϐταν,
μαϑριζε, γινϐταν κϊτι το αποτρϐπαιο. Κι ϋπειτα χϊθηκε.
Μετϊ απϐ ϋνα λεπτϐ, ο Γκαρςύα και ο Λώςον ζϊρωςαν,
κϊηκαν, εξαφανύςτηκαν. Ο Σζιμ κεύτονταν ςτο πϊτωμα,
προςπαθώντασ να πϊρει ανϊςα. Ο όχοσ του τραύνου ςιγϊ-ςιγϊ
ϋςβηνε.
΢κυμμϋνοσ απϐ πϊνω του, τον κοιτοϑςε ο αδελφϐσ του.
«Γουϋιν;» βϐγκηςε. Και το κεφϊλι ϊλλαξε. Ϊλιωςε. Σα μϊτια
ϋγιναν κύτρινα και ο Σζιμ βρϋθηκε αντιμϋτωποσ με την
τρομαχτικό, χαμογελαςτό προςωποπούηςη τησ κακοόθειασ.
«Θα ξαναγυρύςω, Σζιμ», ψιθϑριςε η φωνό. Και χϊθηκε.
΢ηκώθηκε αργϊ, ϋκλειςε το πικϊπ με το ςακατεμϋνο
του χϋρι. Ωγγιξε το ςτϐμα του. Ϊτρεχε αύμα, η γροθιϊ του
Γκαρςύα του εύχε ςκύςει το πϊνω χεύλοσ. Ωναψε τα φώτα.
Η αύθουςα όταν ϊδεια. Κούταξε ςτο χώρο ςτϊθμευςησ'
ϋρημοσ εκτϐσ απϐ ϋνα καπϊκι ρϐδασ που αντανακλοϑςε
το φεγγϊρι ςε μια ηλύθια παντομύμα. Η τϊξη μϑριζε κϊτι
παλιϐ και μπαγιϊτικο -οςμό των τϊφων. Ϊςβηςε την
πεντϊλφα και ϋπιαςε να βϊλει τα θρανύα ςτη θϋςη τουσ.
Σα δϊχτυλϊ του πονοϑςαν ανυπϐφορα -ποια δϊχτυλα;
Ϊπρεπε οπωςδόποτε να πϊει ςτο γιατρϐ. Ϊκλειςε την
πϐρτα και κατϋβηκε ςιγϊ-ςιγϊ τα ςκαλιϊ, με τα χϋρια
ςταυρωμϋνα ςτο ςτόθοσ. ΢τα μιςϊ, κϊτι - ϋνασ ύςκιοσ
ύςωσ ό απλϊ η διαύςθηςη - τον ϋκανε να ςτραφεύ
απϐτομα. Σου φϊνηκε ϐτι κϊτι αϐρατο ϋτρεξε να κρυφτεύ.
- 39 -
Ο Σζιμ θυμόθηκε την προειδοπούηςη ςτην Ανϊκληςη των
δαιμϐνων - κϊτι για τουσ κινδϑνουσ που διϋτρεχε ϐποιοσ
ανακατευϐταν μ' αυτϊ τα πρϊγματα. Μποροϑςεσ να τουσ
καλϋςεισ, μποροϑςεσ να τουσ βϊλεισ να δουλϋψουν για ςϋνα.
Μποροϑςεσ ακϐμη και να τουσ ξεφορτωθεύσ. Αλλϊ μερικϋσ
φορϋσ επϋςτρεφαν.
Κατϋβηκε τα υπϐλοιπα ςκαλιϊ, ςύγουροσ ϐτι ο εφιϊλτησ
δεν εύχε τελειώςει.

- 40 -

You might also like