Professional Documents
Culture Documents
Georges Simenon - ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Georges Simenon - ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
[2]
ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ
[3]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
[4]
Ι
ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΗΤΗΣ ΑΡΙΘ. 11
[7]
κάνει ο άγνωστος επιστολογράφος του. Και ενώ πριν από μία ώρα
ακόμη το θυμόταν ολόκληρο απέξω, τώρα δεν μπορούσε να
ξαναθυμηθεί ακριβώς μερικές παραγράφους του.
«Στις 15 Οκτωβρίου, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα – έγραφε το
σημείωμα – η πόρτα του κελιού σου θα είναι ανοιχτή και ο
δεσμοφύλακας δεν θα βρίσκετε απέξω… Αν ακολουθήσεις τον
δρόμο που είναι χαραγμένος εδώ πέρα…»
Ο Ερτέν δεν θυμόταν παρακάτω. Έφερε το φλογισμένο του χέρι
στο μέτωπο του, κοίταξε τους κύκλους του φωτός και λίγο έλειψε
να ξεφωνίσει, ακούγοντας βήματα…
Αλλά τα βήματα ήταν έξω από τον τοίχο, στο δρόμο… Ελεύθεροι
άνθρωποι μιλούσαν, ενώ τα τακούνια τους αντηχούσαν στο
λιθόστρωτο…
Τότε ο Ερτέν κατευθύνθηκε προς τον μαντρότοιχο. Μόλις
σκόνταφτε σε ένα χαλίκι στεκόταν, τέντωνε τ’ αυτιά του τόσο
χλομός, τόσο έξαλλος με τα ατέλειωτα χέρια του που απλώνονταν
μπροστά ώστε, αν τον έβλεπε κανείς οπουδήποτε αλλού, θα τον
έπαιρνε για μεθυσμένο.
[9]
Δίσταζε να κατέβει στον δρόμο; Ή φοβόταν τους αραιούς
διαβάτες;
Τα δόντια του ανακριτή Κομελιώ χτύπησαν από ανυπομονησία.
Την ίδια στιγμή ο κατάδικος τράβηξε το σχοινί και το έριξε από
την άλλη μεριά. Πιάστηκε αμέσως απ’ αυτό και γλίστρησε κάτω…
Οι τρεις άντρες τον έχασαν πια από τα μάτια τους. Είχε φύγει!
Ήταν ελεύθερος.
Τότε ο ανακριτής Κομελιώ είπε στον Μαιγκρέ:
– Αν δεν είχα τόση εμπιστοσύνη σε εσάς, επιθεωρητά, σας
ορκίζομαι ότι ποτέ δεν θα άφηνα τον εαυτό μου να παρασυρθεί σε
μια τέτοια περιπέτεια. Έχετε υπόψη σας ότι εγώ εξακολουθώ να
θεωρώ τον θανατοποινίτη Ερτέν ένοχο και δολοφόνο… Υποθέστε
τώρα ότι σας ξεφεύγει…
– Θα σας δω αύριο; ρώτησε αντί να απαντήσει, ο αστυνομικός.
– Θα είμαι στο γραφείο μου από τις δέκα…
Άλλαξαν μια χειραψία σιωπηλή. Ο διευθυντής των φυλακών
έδωσε με δυσφορία το δικό του χέρι και απομακρύνθηκε,
μουρμουρίζοντας με λέξεις ακατάληπτες.
Ο Μαιγκρέ έμεινε μερικές στιγμές ακόμα κοντά στον τοίχο.
Και τότε μόνο τράβηξε προς την πόρτα, όταν άκουσε κάποιον να
τρέχει έξω λαχανιασμένος. Ήταν ο δραπέτης που έφευγε. Αμέσως
προχώρησε κι αυτός προς την πόρτα. Χαιρέτησε το σκοπό με μια
κίνηση του χεριού του, έριξε ένα βλέμμα στον έρημο δρόμο και
έτρεξε σε μια γωνία.
– Έφυγε; ρώτησε κάποια σιλουέτα που ήταν εκεί, κολλημένη
στον τοίχο.
– Τράβηξε προς τη λεωφόρο Αραγκώ. Ο Ντυφούρ και ο Ζανβιέ
τον παρακολουθούν.
– Μπορείς να πας να κοιμηθείς…
Και ο Μαιγκρέ, σφίγγοντας αφηρημένα τα χέρια του
υφιστάμενου του, απομακρύνθηκε με βαριά βήματα με το κεφάλι
σκυμμένο, ανάβοντας συγχρόνως την πίπα του.
Ήταν η ώρα 4 το πρωί, όταν έσπρωξε την πόρτα του στην ακτή
Ορφέβρ. Έβγαλε αναστενάζοντας το πανωφόρι του, ήπιε μισό
ποτήρι μπύρα ζεστή που ήταν επάνω στο τραπέζι ανάμεσα στα
χαρτιά του και ρίχτηκε σε μια πολυθρόνα. Απέναντι του ήταν
ένας χαρτοφύλακας φουσκωμένος από χαρτιά, στο εξώφυλλο του
οποίου κάποιος δικαστικός υπάλληλος είχε χαράξει με ωραία
καλλιγραφικά γράμματα τις λέξεις:
« Υπόθεση Ερτέν »
[10]
Τρεις ώρες έμεινε σ’ αυτή την πολυθρόνα ο Μαιγκρέ,
περιμένοντας. Ο ηλεκτρικός λαμπτήρας ήταν περιστοιχισμένος
από τα σύννεφα του καπνού που έβγαιναν από την πίπα του.
Είχε ανοίξει τον χαρτοφύλακα μπροστά του. Αναφορές,
αποκόμματα εφημερίδων, έγγραφα και φωτογραφίες ήταν
ανακατεμένα μέσα. Ο Μαιγκρέ τα κοίταζε από μακριά, τραβώντας
κάθε τόσο ένα χαρτί προς αυτόν, όχι τόσο για να το διαβάσει,
αλλά για να καθορίσει μάλλον τη σκέψη του.
Μέσα σ’ όλα ξεχώριζε ένα απόκομμα δίστηλου εφημερίδας που
είχε τον χτυπητό τίτλο:
«Ο ΙΩΣΗΦ ΕΡΤΕΝ, Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΗΣ Κας ΧΕΝΤΕΡΣΟΝ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΥΠΗΡΕΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΕ ΧΘΕΣ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ»
Και ο Μαιγκρέ εξακολουθούσε να καπνίζει αδιάκοπα,
κοιτάζοντας το τηλεφωνικό μηχάνημα που έμενε επίμονα άφωνο.
Στις 6.10’ το τηλέφωνο αντήχησε ξαφνικά, αλλά επρόκειτο
για λάθος της τηλεφωνήτριας και ο Μαιγκρέ ξανάβαλε στη θέση
του το ακουστικό, απογοητευμένος. Από τη θέση του μπορούσε
να διαβάζει τους τίτλους των αποκομμάτων των εγγράφων, τους
οποίους ήξερε άλλωστε απέξω. Ένας απ’ αυτούς έγραφε:
«Ο δολοφόνος Ιωσήφ Ερτέν, γεννήθηκε στο Μελσίν, είναι
28 ετών και υπηρετεί ως υπάλληλος σε ανθοπωλείο του
κ. Ζεραρντιέ, στην οδό Σεβρών.»
Μέσα από δύο έγγραφα πρόβαλλε η φωτογραφία του
δολοφόνου που την είχε βγάλει πριν από ένα χρόνο, στο πανηγύρι
του Νεϊγύ. Ήταν ένα ψηλό παλικάρι με μακριά χέρια, με κεφάλι
τριγωνικό, με χρώμα ξέθωρο, του οποίου τα ρούχα πρόδιδαν μια
κοκεταρία κακού γούστου. Πιο πέρα, ένας άλλος τίτλος
εφημερίδας έγραφε:
«ΈΝΑ ΑΓΡΙΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΣΑΙΝ – ΚΛΟΥ
Μια πλούσια αμερικανίδα δολοφονήθηκε μαζί
με την θαλαμηπόλο της.»
Το έγκλημα είχε γίνει τον Ιούλιο. Ο Μαιγκρέ είδε ανάμεσα στα
χαρτιά τις απαίσιες φωτογραφίες του τμήματος της Σήμανσης
και τις έσπρωξε αηδιασμένος. Φαίνονταν σ’ αυτές τα δύο
πτώματα, φωτογραφημένα απ’ όλες τις μεριές, αίματα παντού,
πρόσωπα σπασμωδικά, απαίσια.
Ένας άλλος τίτλος έγραφε:
«Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ διαφώτισε πλήρως το απαίσιο δράμα
του Σαιν-Κλου. Ο δολοφόνος συνελήφθη.»
Ο αστυνομικός έψαξε τα χαρτιά που ήταν σκόρπια μπροστά του
και ξαναβρήκε ένα απόκομμα εφημερίδας που χρονολογείτο πριν
[11]
δέκα μέρες:
«Ο Ιωσήφ Ερτέν, ο δολοφόνος της κ. Χέντερσον και της
καμαριέρας της καταδικάστηκε σήμερα το πρωί από το
Κακουργιοδικείο του Σηκουάνα σε θάνατο.»
Την ίδια στιγμή, έξω στην αυλή της αστυνομίας, ακούστηκε
ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου. Οι νυχτερινές περίπολοι έφερναν
την συγκομιδή τους που αποτελείτο προπάντων από γυναίκες
ελαφρών ηθών. Θόρυβοι είχαν αρχίσει να ακούγονται, βήματα
στους διαδρόμους και η νυχτερινή καταχνιά διαλυόταν πάνω από
τον Σηκουάνα.
Το τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή ακούστηκε πάλι.
– Εμπρός! Εσύ είσαι, Ντυφούρ; ρώτησε ο Μαιγκρέ,
ξεκρεμώντας το ακουστικό.
– Μάλιστα, κύριε προϊστάμενε.
– Ε, λοιπόν; Πού βρίσκεται ο δραπέτης μας;
– Στη «Σιτανγκέτ»…
– Πώς;… Τι;… Τι είναι αυτό;…
– Ένα καπηλειό, κοντά στο Ιασσύ Λε Μουλινώ… Θα αφήσω τον
Ζανβιέ εκεί, θα πάρω ένα ταξί αμέσως και θα έρθω να σας
διηγηθώ τα πάντα…
Ο Μαιγκρέ έκανε μερικές βόλτες και έπειτα έστειλε τον
κλητήρα του γραφείου να του παραγγείλει καφέ και σάντουιτς σε
μια γειτονική μπυραρία.
Είχε αρχίσει να τρώει, όταν ο ενωμοτάρχης Ντυφούρ μπήκε
μέσα με το συνηθισμένο του μυστηριώδες ύφος.
– Κατά αρχήν, τι είναι αυτή η «Σιτανγκέτ»; ρώτησε ο Μαιγκρέ.
Κάθισε.
– Ένα καπηλειό για τους ναυτικούς στις όχθες του Σηκουάνα,
μεταξύ της Γκρινέλ και του Ιασσύ Λε Μουλινώ;
– Ο άνθρωπος μας πήγε κατευθείαν εκεί;
– Όχι! Όχι! Είδαμε και πάθαμε ο Ζανβιέ κι εγώ για να μην τον
χάσουμε από τα μάτια μας… Τον είδατε την ώρα που δραπέτευσε,
δεν είναι έτσι;… Άρχισε αμέσως να τρέχει με ίλη τη δύναμη των
ποδιών του, σαν να φοβόταν μήπως τον ξαναπιάσουν από στιγμή
σε στιγμή…
– Είχε αντιληφθεί πως τον παρακολουθούσατε;
– Ασφαλώς όχι. Δεν γύρισε καθόλου.
– Έπειτα;…
– Έπειτα πήρε ξαφνικά τον δρόμο που διασχίζει
[12]
το νεκροταφείο του Μονπαρνάς… Δεν ήταν ψυχή εκεί… Όλα ήταν
πένθιμα γύρω… Χωρίς άλλο δεν ήξερε πού βρισκόταν, γιατί όταν
είδε ξαφνικά τους τάφους, άρχισε να τρέχει…
– Εξακολούθησε… είπε ο Μαιγκρέ…
– Φτάσαμε έτσι στο Μονπαρνάς. Όλα τα κέντρα ήταν κλειστά.
Σε ένα ακουγόταν η τζαζ απέξω. Αλλά μόλις τον πλησίασε μία
μικρή ανθοπώλης άρχισε πάλι να τρέχει.
– Τι έκφραση είχε;…
– Καμία έκφραση… Την ίδια που είχε στην ανάκριση και στο
Κακουργιοδικείο… Ήταν κατάχλομος. Το βλέμμα του θολό,
φοβισμένο… Δεν μπορώ να σας το περιγράψω.
– Κανείς δεν του μίλησε στο δρόμο;
– Κανείς.
– Δεν έριξε κανένα γράμμα σε κάποιο γραμματοκιβώτιο;
– Σας ορκίζομαι όχι, κύριε προϊστάμενε. Ο Ζανβιέ τον
παρακολουθούσε από το ένα πεζοδρόμιο κι εγώ από το άλλο.
Δεν χάσαμε ούτε μία από τις κινήσεις του. Α, ναι… Στάθηκε μια
στιγμή μπροστά σε ένα πάγκο, όπου πουλούσαν ζεστά λουκάνικα
και ψημένες πατάτες… Θέλησε να ψωνίσει. Μα το έβαλε στα
πόδια, βλέποντας ένα χωροφύλακα με στολή.
– Δεν φάνηκε ότι έψαχνε να βρει καμιά διεύθυνση, κανένα
σπίτι;
– Καθόλου! Θα τον νόμιζε κανείς για μεθυσμένο που πάει όπου
τον οδηγούν τα βήματα του. Παρακολουθούμενος πάντα από
εμάς, έφτασε στον Σηκουάνα και άρχισε τότε να ακολουθεί την
όχθη του. Δύο-τρεις φορές κάθισε στο πεζούλι… Μια άλλη φορά σε
ένα πάγκο… Δεν θα μπορούσα να σας το ορκιστώ, αλλά μου
φάνηκε πως αυτή τη φορά έκλαιγε… ναι, έκλαιγε… Είχε χώσει το
κεφάλι του μέσα στα χέρια του… Έπειτα ξανάρχισε να περπατά…
Φανταστείτε… τραβήξαμε έτσι ως το Μουλινώ… Κάθε τόσο
σταματούσε και κοίταζε το νερό, σαν να τον τραβούσε στα βάθη
του. Τα ρυμουλκά είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν και οι εργάτες
κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Όμως εκείνος τραβούσε πάντα
σαν ένας άνθρωπος που δεν έχει την παραμικρή ιδέα του τι
πρόκειται να κάνει… Στη γέφυρα Μιραμπώ στάθηκε και φάνηκε
σαν κάτι να έψαχνε να βρει ολόγυρα του… Σίγουρα καμιά
ταβέρνα… Αλλά δεν είδε τίποτα ανοιχτό… Μόνο ένα μπαρ γεμάτο
σοφέρ είχε ανοίξει… Μπήκε μέσα και ήπιε έναν καφέ κι ένα ρούμι.
Ο Ζανβιέ κι εγώ είχαμε παραλύσει πια από τον ποδαρόδρομο… Και
δεν μπορούσαμε να πιούμε τίποτα κι εμείς για να ζεσταθούμε…
Σε λίγο έφυγε από το μπαρ… Έκανε ένα σωρό βόλτες και τέλος
[13]
φτάσαμε μπροστά σε ένα μεγάλο εργοστάσιο… Πιο πέρα, το μέρος
ήταν έρημο, εξοχικό…
»Μα σε λίγη απόσταση, βρίσκεται η «Σιτανγκέτ», ένα πανδοχείο
που δεν περίμενε να το βρει κανείς εκεί… Ο άνθρωπος μας, μπήκε
εκεί μέσα και ήπιε πάλι καφέ και ρούμι… Του σερβίρισαν και
λουκάνικα, αφού τον έκαναν πρώτα να περιμένει αρκετή ώρα…
Μίλησε κατόπιν στον καταστηματάρχη κι έπειτα από ένα
τέταρτο της ώρας, τους είδαμε και τους δύο να ανεβαίνουν στο
επάνω πάτωμα του μαγαζιού.
»Όταν ο καταστηματάρχης παρουσιάστηκε ξανά μόνος, μπήκα
μέσα στο μαγαζί και τον ρώτησα αν νοικιάζει δωμάτια. Εκείνος
μάντεψε την ιδιότητα μου και μου απάντησε:
»–Ναι. Γιατί; Μήπως ο πελάτης μου δεν είναι εντάξει;…
»Τότε κι εγώ θεώρησα φρόνιμο να τον φοβίσω και του είπα, πως
αν έλεγε έστω και μία λέξη στον πελάτη του για την παρουσία μας
εκεί, η αστυνομία θα του έκλεινε το μαγαζί.
»Έμαθα από τον ξενοδόχο ότι μόλις ο Ερτέν μπήκε στην κάμαρη
που νοίκιασε, ρίχτηκε στο κρεβάτι χωρίς να βγάλει τα παπούτσια
του. Ο καταστηματάρχης του έκανε την παρατήρηση και τα
πέταξε καταγής… Αμέσως μετά κοιμήθηκε…
– Ο Ζανβιέ έμεινε εκεί; ρώτησε ο Μαιγκρέ.
– Ναι. Μπορείτε μάλιστα μα του τηλεφωνήσετε, γιατί
η «Σιτανγκέτ» έχει τηλέφωνο…
Ο αστυνομικός ξεκρέμασε το ακουστικό. Έπειτα από μερικά
λεπτά, ο Ζανβιέ βρισκόταν στην άλλη άκρη του σύρματος.
– Λοιπόν; ρώτησε ο Μαιγκρέ. Ο άνθρωπος μας;…
– Κοιμάται…
– Δεν αντιλήφθηκες τίποτα το ύποπτο;
– Απολύτως τίποτα… Από τη σκάλα τον ακούω που ροχαλίζει…
Ο Μαιγκρέ ξανάβαλε το ακουστικό στη θέση του και εξέτασε
τον Ντυφούρ από το κεφάλι ως τα πόδια.
– Θα πας πάλι στη «Σιτανγκέτ», του είπε. Πρόσεχε να μην τον
χάσεις!
Ο ενωμοτάρχης θέλησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο επιθεωρητής,
έβαλε το χέρι του στον ώμο του και του είπε με φωνή επίσημη:
– Άκου, φίλε μου… Ξέρω πως θα κάνεις ότι μπορείς…
Αλλά ριψοκινδυνεύω μ’ αυτό που έκανα την τιμή και τη θέση μου.
Εξάλλου, δεν μπορώ να πάω στη «Σιτανγκέτ», γιατί αυτό το ζώο
με ξέρει… Πήγαινε τώρα…
Και ο Μαιγκρέ μάζεψε τα διάφορα ντοκουμέντα και τα
ξανάβαλε στον χαρτοφύλακα.
[14]
– Προπάντων, πρόσθεσε, αν έχεις ανάγκη αντρών,
μη διστάσεις να τους ζητήσεις…
Η φωτογραφία του Ιωσήφ Ερτέν είχε μείνει επάνω στο τραπέζι
και ο Μαιγκρέ κοίταξε για μια στιγμή το οστεώδες πρόσωπο του
με τα μακριά άχρωμα χείλη. Τρεις ιατροδικαστές είχαν εξετάσει
τον Ερτέν. Οι δύο απ’ αυτούς είχαν αποφανθεί κατηγορηματικά:
«Διανοητικότητα μέτρια. Ευθύνη πράξεων πλήρης.
Ο τρίτος, τον οποίο πρότεινε η υπεράσπιση, είχε τολμήσει να πει
δειλά:
«Κληρονομική ηλιθιότητα: Ελαφρά ακαταλόγιστη».
Και ο Μαιγκρέ, τέλος, αν και ο ίδιος είχε συλλάβει τον Ερτέν,
είχε διακηρύξει στον αρχηγό της αστυνομίας, στον γενικό
εισαγγελέα και στον ανακριτή:
– Ή τρελός είναι ή αθώος!...
Και είχε βαλθεί τώρα να το αποδείξει αυτό, διευκολύνοντας την
απόδραση του καταδικασμένου σε θάνατο.
[15]
ΙΙ
[17]
κ. Κομελιώ θέλει να σας μιλήσει αμέσως.
Ο Μαιγκρέ έπνιξε μία βλαστήμια, έκλεισε το τηλέφωνο και
ζήτησε κατόπιν να τον συνδέσουν με το ανακριτικό γραφείο.
– Εμπρός! ακούστηκε η φωνή του ανακριτή Κομελιώ στην
άλλη άκρη του σύρματος. Εσύ είσαι Μαιγκρέ;… Επιτέλους!
Κανένας δεν ήξερε να μου πει πού βρίσκεσαι…
– Τι συμβαίνει;
– Κατά αρχάς τι νεώτερα έχεις εσύ;
– Απολύτως τίποτα. Ο άνθρωπος μας κοιμάται.
– Είσαι βέβαιος γι’ αυτό; Μήπως σας ξέφυγε;…
– Δεν θα ήταν και μεγάλη υπερβολή αν σας έλεγα πως αυτήν τη
στιγμή τον βλέπω που κοιμάται…
– Ξέρεις πως άρχισα να μετανιώνω γιατί…
– Γιατί με ακούσατε; Συμπλήρωσε ο Μαιγκρέ. Μα αφού και
ο υπουργός της Δικαιοσύνης ο ίδιος είναι σύμφωνος…
– Περίμενε!... Οι πρωινές εφημερίδες δημοσίευσαν το
ανακοινωθέν σου…
– Το είδα…
– Δεν θα είδες όμως και τις μεσημβρινές εφημερίδες… Ε;…
Προσπάθησε να βρεις την «Ανεξαρτησία»… Ναι, το ξέρω πως είναι
ένα εκβιαστικό φύλλο… Όμως μείνε μια στιγμή στο τηλέφωνο…
Εμπρός;… Είσαι εκεί, Μαιγκρέ;… Άκουσε… Θα σου διαβάσω τι
γράφει η «Ανεξαρτησία»… Ακούς;…
«Οι πρωινές εφημερίδες δημοσιεύουν ένα ημιεπίσημο
ανακοινωθέν που αναγγέλλει ότι ο Ιωσήφ Ερτέν, που
καταδικάστηκε σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο του Σηκουάνα
και που βρισκόταν κρατούμενος στην «Σαντέ» δραπέτευσε κάτω
από συνθήκες ανεξήγητες. Εμείς μπορούμε να προσθέσουμε εδώ,
ότι οι συνθήκες αυτές δεν είναι ανεξήγητες για όλο τον κόσμο.
Στην πραγματικότητα, ο Ιωσήφ Ερτέν δεν απέδρασε, αλλά
εξαναγκάσθηκε να αποδράσει. Αυτό δε έγινε την παραμονή της
εκτέλεσης του! Μας είναι αδύνατον να δώσουμε λεπτομέρειες
γι’ αυτή τη φριχτή κωμωδία, η οποία παίχτηκε την προηγούμενη
νύχτα στην «Σαντέ», αλλά μπορούμε με πεποίθηση να
διαβεβαιώσουμε, ότι η αστυνομία η ίδια, με σύμφωνες τις
δικαστικές αρχές, οργάνωσε την εικονική αυτή απόδραση.
Πάντως δεν βρίσκουμε λέξεις για να χαρακτηρίσουμε το σκάνδαλο
αυτό, το μοναδικό στα δικαστικά χρονικά.»
Ο Μαιγκρέ άκουσε ως το τέλος χωρίς να σκιρτήσει καθόλου.
Η φωνή όμως του κ. Κομελιώ στην άλλη άκρη του σύρματος
έτρεμε ελαφρά, καθώς τον ρώτησε:
[18]
– Τι λέτε εσείς σχετικά;
– Ότι αυτό αποδεικνύει πως είχα δίκιο… Η «Ανεξαρτησία» δεν
τα έμαθε μόνη της όλα αυτά… Ούτε ασφαλώς κανένας από τους
έξη υπαλλήλους που ξέρουν το μυστικό, της το ανακοίνωσε.
Πρόκειται…
– Περί τίνος πρόκειται;
– Τίποτα… Θα σας το πω το βράδυ… Όλα πάνε καλά, κύριε
Κομελιώ.
– Νομίζετε;… Κι αν όλος ο τύπος αναδημοσιεύσει αυτή την
πληροφορία;
– Θα γίνει σκάνδαλο.
– Βλέπετε λοιπόν;
– Και αξίζει ένα σκάνδαλο περισσότερο από το κεφάλι ενός
ανθρώπου;
Έπειτα από πέντε λεπτά, ο Μαιγκρέ συνδεόταν τηλεφωνικά με
την Ασφάλεια.
– Ο ενωμοτάρχης Ντυκάς; Άκου, φίλε μου… εδώ ο επιθεωρητής
Μαιγκρέ… Θα πας αμέσως στη σύνταξη της εφημερίδας
«Ανεξαρτησία» στην οδό Μονμάρτης… Θα βρεις τον διευθυντή
της… Θα του αγριέψεις, θα τον φοβίσεις… Πρέπει να τον
εξαναγκάσεις να σου πει πού βρήκε την πληροφορία τη σχετική
με την απόδραση του Ερτέν… Θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι
έλαβε σήμερα το πρωί κάποιο ανώνυμο γράμμα… Θα φροντίσεις
να το πάρεις και θα μου το φέρεις εδώ… Κατάλαβες;… Γεια σου…
Έπειτα από μισή ώρα, ο Μαιγκρέ πήρε πάλι την «Σιτανγκέτ».
– Λοιπόν, Ντυφούρ, τι γίνεται εκεί; ρώτησε.
– Ο άνθρωπος μας κοιμάται πάντοτε. Προ ολίγου έμεινα ένα
τέταρτο με το αυτί μου κολλημένο στην πόρτα του… Και τον
άκουσα να αναστενάζει και να λέει μέσα στον ύπνο του: « Μητέρα
μου… Μητερούλα μου…»
[20]
Ένα αυτοκινητιστής, όπως κατέθεσε στην ανάκριση,
περνώντας κατά τις 2:30 μπροστά από τη βίλα είχε δει φως στο
πρώτο της πάτωμα και σκιές που κινούνταν με ένα παράδοξο
τρόπο.
Στις 6 το πρωί, ο κηπουρός έφτασε στη βίλα, γιατί ήταν η ημέρα
του. Συνήθιζε να μπαίνει μέσα, σπρώχνοντας αθόρυβα την
καγκελόπορτα του κήπου και στις 8, η Ελίζα Σατριέ τον φώναζε
μέσα στη βίλα όπου του παράθετε το πρόγευμα του.
Ωστόσο, η ώρα έφθασε 8 και πέρασε, εκείνο το πρωινό, χωρίς να
φανεί καθόλου η Ελίζα Σατριέ και χωρίς να ακούσει κανένα
θόρυβο από τη βίλα. Στις 9, η βίλα ήταν ακόμα κατάκλειστη.
Ανήσυχος τότε ο κηπουρός χτύπησε την πόρτα, και επειδή δεν
του απάντησε κανείς, πήγε και ειδοποίησε τον πρώτο
αστυφύλακα που βρήκε μπροστά του.
Λίγο μετά, οι αστυνομικοί παραβίασαν την πόρτα της βίλας,
μπήκαν μέσα και αποκάλυψαν το έγκλημα. Μέσα στην κάμαρη
της κ. Χέντερσον, βρήκαν το πτώμα της φαρδύ-πλατύ επάνω στο
χαλί με το πουκάμισο της καταματωμένο και με το στήθος της
φριχτά κατατρυπημένο από καμμιά δεκαριά μαχαιριές.
Η Ελίζα Σατριέ είχε υποστεί κι αυτή την ίδια τύχη. Αυτή
βρισκόταν σκοτωμένη επάνω στο κρεβάτι της, στην διπλανή
κάμαρη, όπου έμενε με απαίτηση της κυρίας της, η οποία φοβόταν
μήπως αρρωστήσει ξαφνικά τη νύχτα.
Μία άγρια διπλή δολοφονία είχε διαπραχθεί, ένα απαίσιο και
φριχτό έγκλημα. Όπως ήταν φυσικό, η αστυνομία αναστατώθηκε.
Ίχνη υπήρχαν άφθονα παντού: ίχνη βημάτων, αποτυπώματα από
ματωμένα δάχτυλα στις κουρτίνες…
Η διαφώτιση του εγκλήματος αυτού ανατέθηκε αμέσως στον
Μαιγκρέ, ο οποίος δεν χρειάστηκε ούτε δύο μέρες για να συλλάβει
ως δολοφόνο τον Ερτέν. Ήταν άλλωστε φανερά τα ίχνη του!
Στους διαδρόμους της βίλας δεν υπήρχαν τάπητες και μερικές
φωτογραφίες των οργάνων της Σήμανσης αρκούσαν για να
αποκαλυφθούν ίχνη βημάτων εξαιρετικής καθαρότητας. Τα ίχνη
αυτά τα είχαν αφήσει παπούτσια με πάτους από καουτσούκ,
εντελώς καινούρια. Για να μην γλιστράνε μάλιστα τα καουτσούκ,
όταν έβρεχε, είχαν κάτι περίεργες ραβδώσεις, και στη μέση,
διαβαζόταν ακόμα το όνομα του υποδηματοποιού και το νούμερο
των παπουτσιών.
Μερικές ώρες αργότερα, ο Μαιγκρέ έμπαινε σε ένα κατάστημα
υποδημάτων της οδού Ρασπάιγ και μάθαινε ότι ένα μόνο ζευγάρι
παπούτσια αυτού του είδους και αυτού του νούμερου – 44 – είχε
[21]
πουληθεί κατά τις δύο τελευταίες βδομάδες.
– Σταθείτε! είπε επιπρόσθετα ο καταστηματάρχης.
Τα παπούτσια αυτά τα αγόρασε ένας υπάλληλος ανθοπωλείου που
ήρθε εδώ με το ποδήλατο του… Περνάει συχνά από τη συνοικία
μας… Εργάζεται όπως φαίνεται από την επιγραφή στο ποδήλατο
του στο ανθοπωλείο του κ. Ζεραντιέ…
Σε λίγο, ο Μαιγκρέ έμπαινε στο ανθοπωλείο, κι εκεί ανακάλυψε
στα πόδια του υπαλλήλου του Ιωσήφ Ερτέν, τα περίφημα
παπούτσια με τα καουτσούκ που είχαν αφήσει τα ίχνη τους στη
βίλα του εγκλήματος.
Δεν έμενε τώρα τίποτα άλλο, για να πιστοποιηθεί πλήρως η
ενοχή του, παρά να παραβληθούν και τα δαχτυλικά αποτυπώματα
του Ερτέν με τα ματωμένα αποτυπώματα που είχαν βρεθεί στις
κουρτίνες. Αυτό έγινε στο Γραφείο της Σήμανσης.
Οι εμπειρογνώμονες εξέτασαν τα διπλά αποτυπώματα με τα
εργαλεία τους στο χέρι και τα συμπεράσματα τους ήταν άμεσα
κατηγορηματικά και συντριπτικά για τον Ερτέν.
– Είναι τα ίδια! είπαν. Αυτός είναι ο δολοφόνος!
[23]
– Δεν έχεις τίποτα να μου πεις; τον ρώτησε πάλι ο Μαιγκρέ,
ο οποίος πήγε πάλι και τον είδε και ο οποίος δεν φαινόταν
καθόλου ευχαριστημένος από τον εαυτό του.
– Τίποτα! ήταν η απάντηση του Ερτέν.
– Το ξέρεις πως θα σε κόψουν;
Τότε ο Ερτέν άρχισε να κλαίει, χώνοντας το κεφάλι του μέσα
στα χέρια του.
– Ποιος είναι ο συνένοχος σου; επέμεινε ο Μαιγκρέ.
– Δεν έχω κανένα συνένοχο.
Ο Μαιγκρέ εξακολούθησε να τον επισκέπτεται κάθε μέρα στη
φυλακή του, αν και επίσημα δεν είχε πια το δικαίωμα να
ασχολείται με την υπόθεση. Και κάθε φορά, έβρισκε τον Ερτέν πιο
συντετριμμένο, πιο εκμηδενισμένο, αλλά πάντα επίμονο στη
σιωπή του…
Τότε μια τρομερή αμφιβολία άρχισε να τον βασανίζει… Ήταν
άραγε δολοφόνος ο Ερτέν;… Και επειδή η αμφιβολία του αυτή δεν
τον άφηνε ούτε στιγμή σε ησυχία, αποφάσισε να κάνει ότι είχε
κάνει: να διευκολύνει την απόδραση του Ερτέν και να τον
παρακολουθήσει για να μάθει την αλήθεια.
[24]
ΙΙΙ
Η ΣΧΙΣΜΕΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
[25]
από τα μάτια του τη «Σιτανγκέτ». Στο ισόγειο της είχαν ανάψει
φως και ο αστυνομικός μπορούσε να παρακολουθεί την κίνηση
των πελατών. Ο Ντυφούρ ήταν πάντα εκεί, καθισμένος μπροστά
σε ένα τραπέζι.
Ξαφνικά ο Μαιγκρέ ανασκίρτησε. Είχε δει, στο επάνω μέρος της
στριφογυριστής σκάλας, με την οποία επικοινωνούσαν τα δύο
πατώματα της «Σιτανγκέτ» να παρουσιάζονται δύο πόδια.
Στάθηκαν για μια στιγμή ακίνητα. Έπειτα άρχισαν να
κατεβαίνουν μέχρι που μια σιλουέτα παρουσιάστηκε ολόκληρη…
Ήταν ο Ερτέν που είχε ξυπνήσει επιτέλους, και είχε κατέβει
κάτω.
Καθώς ο Μαιγκρέ παρακολουθούσε με τα κιάλια του τις
κινήσεις του, είδε κοντά του, σε ένα τραπέζι μια βραδινή
εφημερίδα, που κάποιος πελάτης την είχε αφήσει εκεί. Αμέσως
γύρισε προς τον ενωμοτάρχη και τον ρώτησε:
– Πες μου, Ντυκάς… Διάβασες βραδινές εφημερίδες; Είδες αν
αναδημοσιεύουν την είδηση της «Ανεξαρτησίας;»
– Δεν διάβασα, απάντησε ο ενωμοτάρχης. Αλλά σίγουρα θα την
αναδημοσιεύσουν, γιατί κατά κανόνα οι δημοσιογράφοι δεν μας
χωνεύουν και θέλουν διαρκώς να μας φέρνουν σε δύσκολη θέση…
Ο Μαιγκρέ έτρεξε γρήγορα στο τηλέφωνο και ζήτησε να τον
συνδέσουν με την «Σιτανγκέτ». Για πρώτη φορά από το πρωί,
ήταν νευρικός… Καταλάβαινε ότι η πρώτη φροντίδα του Ερτέν θα
ήταν να ρίξει μια ματιά στην εφημερίδα για να δει τι έγραφε γι’
αυτόν… Όμως ένα τέτοιο πράγμα δεν έπρεπε να γίνει…
– Εμπρός… Εμπρός!... έκανε ο Μαιγκρέ.
– Τι θέλετε; ρώτησε ο διευθυντής της «Σιτανγκέτ».
– Δώστε μου τον πελάτη σας που σας ζήτησα και
προηγουμένως.
Έπειτα από μια στιγμή, ο Ντυφούρ βρισκόταν στο τηλέφωνο.
– Άκου, Ντυφούρ! Είπε ο Μαιγκρέ. Υπάρχει μια εφημερίδα
επάνω σε κάποιο τραπέζι. Δεν πρέπει ο άνθρωπος μας να τη
διαβάσει… Με κανένα τρόπο…
– Τι πρέπει να κάνω;
– Ότι θέλεις!... Αλλά κάνε γρήγορα… Να, ο Ερτέν κάθισε στο
τραπέζι που βρίσκεται η εφημερίδα… Ρίχνει το βλέμμα του
σ’ αυτή… Γρήγορα!... Γρήγορα!...
Και ο Μαιγκρέ παράτησε το ακουστικό και έτρεξε πάλι προς το
παράθυρο… Αν ο Ερτέν διάβαζε το άρθρο, όλα όσα είχε κάνει με
τόσες προσπάθειες, ο αστυνομικός, θα κατέρρεαν μέσα σε μια
στιγμή… Έβλεπε τώρα απέναντι του τον Ερτέν, ο οποίος είχε
[26]
καθίσει στον πάγκο που ήταν κατά μήκος του τοίχου και με τους
δύο αγκώνες του στηριγμένους στο τραπέζι, κρατούσε το κεφάλι
του ανάμεσα στα χέρια του…
Το γκαρσόνι είχε αποθέσει μπροστά του ένα ποτήρι με ποτό.
Ο Μαιγκρέ είδε και τον Ντυφούρ, ο οποίος πήγαινε τώρα να πάρει
την εφημερίδα. Ο Ντυκάς, αν και ήταν ενήμερος όλων των
λεπτομερειών, είχε μαντέψει χωρίς άλλο περί τίνος επρόκειτο,
γιατί είχε πλησιάσει τον προϊστάμενο του και κοίταζε και αυτός
από το παράθυρο.
Ο Ερτέν, ξαφνικά, με μια κουρασμένη κίνηση, άπλωσε το χέρι
του, πήρε την εφημερίδα και την άνοιξε μπροστά του. Η είδηση
που τον αφορούσε βρισκόταν μήπως στην πρώτη σελίδα; Θα την
έβλεπε άραγε αμέσως; Και ο Ντυφούρ θα είχε τάχα αρκετή
ετοιμότητα πνεύματος για να αποσβέσει τον κίνδυνο;…
Ο Μαιγκρέ αμφέβαλε αν ο κομψός και λεπτοκαμωμένος αυτός
ενωμοτάρχης ήταν ο άνθρωπος που χρειαζόταν για την
περίσταση, σε μια ταβέρνα γεμάτη αγροίκους εκφορτωτές και
εργάτες.
Ωστόσο, είδε να πλησιάζει τον Ερτέν και να απλώνει το χέρι του
προς την εφημερίδα. Χωρίς άλλο θα του είπε τη στιγμή εκείνη:
– Συγνώμη, κύριε, η εφημερίδα είναι δική μου.
Ο δραπέτης ύψωσε τα ξαφνιασμένα του μάτια σε αυτόν.
Συγχρόνως πλάκωσε με τα χέρια του την εφημερίδα.
Ο Ντυκάς, πλάι στον Μαιγκρέ, έκανε:
– Χμ!... Χμ!...
Και αυτό έφτανε!... Πράγματι, η σκηνή δεν άργησε να πάρει
άλλη τροπή. Ο Ερτέν σηκώθηκε αργά σαν ένας άνθρωπος που δεν
ξέρει ακόμα τι πρέπει να κάνει… Το αριστερό του χέρι έμεινε
γαντζωμένο στην άκρη της εφημερίδας την οποία ο Ντυφούρ είχε
αρπάξει από την άλλη άκρη. Και ξαφνικά ο Ερτέν άρπαξε με το
άλλο του χέρι μια μποτίλια του σιφόν που βρισκόταν σε ένα
διπλανό τραπέζι και με μια γρήγορη κίνηση την κατέβασε στο
κεφάλι του νεαρού αστυνομικού.
Ο Ντυφούρ κλονίστηκε και έγειρε επάνω στον πάγκο του
μαγαζιού, σπάζοντας μερικά ποτήρια. Τρεις πελάτες όρμησαν
εναντίον του Ερτέν, ενώ άλλοι δύο έσπευσαν να συγκρατήσουν
τον Ντυφούρ. Χωρίς άλλο, θα ακολουθούσε οχλαγωγία, γιατί
ο ενωμοτάρχης Ζανβιέ που έκοβε βόλτες στην όχθη του Σηκουάνα
γύρισε έξαφνα το κεφάλι του προς την «Σιτανγκέτ» και αμέσως
άρχισε να τρέχει προς τα εκεί.
– Γρήγορα!... Τρέχα κι εσύ εκεί!... Πάρε ένα ταξί!... διέταξε
[27]
ο Μαιγκρέ τον Ντυκάς.
Ο Ντυκάς υπάκουσε χωρίς κανένα ενθουσιασμό, γιατί ήξερε πως
θα έφτανε πολύ αργά….
Ο Ερτέν εν τω μεταξύ πάλευε εναντίων εκείνων που τον
συγκρατούσαν και φώναζε κάτι. Κατηγορούσε άραγε τον
Ντυφούρ πως ήταν αστυνομικός; Πάντως οι άλλοι τον άφησαν
για μια στιγμή ελεύθερο… Τότε κι εκείνος, επωφελούμενος της
ευκαιρίας, έσπασε τον ηλεκτρικό λαμπτήρα με την μποτίλια του
σιφόν που δεν την είχε αφήσει ακόμα, βυθίζοντας την
«Σιτανγκέτ» στο σκοτάδι…
Ο Μαιγκρέ είχε απομείνει ακίνητος στη θέση του. Μια λάμψη
φάνηκε στη «Σιτανγκέτ» που έσβησε αμέσως. Παρ’ όλη την
απόσταση, ο αστυνομικός κατάλαβε πως ένας πυροβολισμός είχε
ριχτεί.
[29]
εξακριβώσω από ποιον… Όλοι εδώ τα έχουν χαμένα… Φαίνεται
μάλιστα σαν να μην καταλαβαίνουν τι συνέβη…
Εκείνη τη στιγμή, φάνηκε ένα αυτοκίνητο, στην προκυμαία του
Σηκουάνα. Σταμάτησε εκεί μία στιγμή, και άφησε δύο
αστυνομικούς, προχώρησε και έβγαλε δύο άλλους σε απόσταση
εκατόν βημάτων πιο πέρα… Το ίδιο εξακολούθησε να κάνει μέχρι
την είσοδο της «Σιτανγκέτ». Ήταν το αυτοκίνητο που έφερνε
τους αστυνομικούς από τη Γκρενέλ.
– Τι πρέπει να κάνω; Ρώτησε ο Ντυκάς τον Μαιγκρέ, ύστερα
από μια μικρή σιωπή.
– Τίποτα… Οργάνωσε το κυνήγι του φυγά στην τύχη… Έρχομαι
κι εγώ εκεί…
[30]
IV
«ΚΑΦΕ – ΚΟΥΠΟΛ»
[31]
την πόρτα του επιστημονικού εργαστηρίου της αστυνομίας.
Το βλέμμα του ήταν αφηρημένο και είχε τα χέρια του χωμένα
στις τσέπες του πανωφοριού του. Από τη μια γωνία του Μεγάρου
μέσα στο οποίο είχε μπει ο Μαιγκρέ, ένας νέος, χωρίς γένια
σχεδόν, ψηλός και ισχνός, με μάτια μυωπικά που τα προστάτευαν
χοντρά γυαλιά, τον κοίταζε ξαφνιασμένος.
Επάνω στο τραπέζι αυτού του νέου υπήρχαν φακοί κάθε
μεγέθους, ξύστρες, λαβίδες, φιαλίδια μελάνης, καθώς και μια
μεγάλη πλάκα που την φώτιζε ένας δυνατός ηλεκτρικός
λαμπτήρας.
Ο νέος αυτός ήταν ο Μόερς, σπουδαίος ειδικός στη μελέτη των
χειρόγραφων και των γραφικών χαρακτήρων. Ήξερε πως αυτόν
ακριβώς πήγαινε να δει ο Μαιγκρέ. Και όμως ο αστυνομικός ούτε
τον κοίταξε καν και πηγαινοερχόταν σαν να μην είχε κανένα
σκοπό.
Τέλος ο Μαιγκρέ πήρε την πίπα του από τη τσέπη του, έβγαλε το
πανωφόρι του, χασμουρήθηκε, και τέντωσε τους μυς του
προσώπου του. Άρπαξε κατόπιν μια καρέκλα από τη ράχη, την
τράβηξε ως τον Μόερς, την καβαλίκεψε καθίζοντας σε αυτήν και
είπε με τόνο στοργικό:
– Λοιπόν, μικρέ μου Μόερς, τι νέα;
Ο Μαιγκρέ φαινόταν τώρα σαν να είχε απαλλαγεί από κάποιο
φορτίο που βάραινε τους ώμους του.
– Λοιπόν, αποκρίθηκε ο Μόερς, πέρασα όλη σχεδόν την νύχτα
μου μελετώντας αυτό το γράμμα… Κρίμα που το έπιασαν ένα
σωρό χέρια, και έτσι είναι αδύνατον τώρα να ανακαλύψει κανείς
σε αυτό δαχτυλικά αποτυπώματα…
– Δεν με ενδιαφέρουν τα δαχτυλικά αποτυπώματα,
παρατήρησε ο Μαιγκρέ.
– Ακούστε, εξακολούθησε ο Μόερς, πέρασα σήμερα πολύ νωρίς
ο ίδιος από το «Καφέ – Κουπόλ», από το κέντρο δηλαδή στο οποίο
γράφτηκε αυτό το γράμμα… Εξέτασα όλες τις γραφίδες του…
Το ξέρετε βέβαια αυτό το κέντρο… Έχει πολλές σάλες: τη σάλα
της μπυραρίας κατά πρώτο που ένα τμήμα της γίνεται και
ρεστοράν στις ώρες του φαγητού. Έπειτα τη σάλα του πρώτου
πατώματος… Κατόπιν την ταράτσα… Έχει τέλος ένα μικρό
αμερικανικό μπαρ αριστερά, όπου συγκεντρώνονται οι ταχτικοί
πελάτες του κέντρου…
– Ναι… ναι… τα ξέρω αυτά…
– Λοιπόν, η μελάνη του μπαρ αυτού χρησιμοποιήθηκε για να
[32]
γραφτεί η επιστολή αυτή… Επίσης το γράμμα γράφτηκε με το
αριστερό χέρι, όχι όμως από αριστερόχειρα, αλλά από κάποιον
που ξέρει ότι όλα τα γραψίματα του αριστερού χεριού μοιάζουν.
Η ανώνυμη επιστολή που είχε σταλεί στην εφημερίδα
«Ανεξαρτησία», βρισκόταν εκεί, επάνω στην γυάλινη πλάκα,
μπροστά στον Μόερς.
– Ένα πράγμα είναι βέβαιο, συνέχισε εκείνος, ότι ο αποστολέας
της επιστολής αυτής είναι ένας διανοούμενος και ότι μιλάει και
γράφει με ευχέρεια πολλές γλώσσες. Αν θέλετε να σας μιλήσω και
σαν γραφολόγος, θα σας πω ότι πρόκειται για άνθρωπο
εξαιρετικό. Κατ’ αρχή έχει αντίληψη πολύ ανώτερη του μετρίου.
Αλλά το πιο περίεργο είναι η θέληση και η αδυναμία, η ψυχρότητα
και η ευαισθησία που ανακαλύπτω συγχρόνως στο χαρακτήρα
του. Το γράψιμο είναι αντρικό… Ωστόσο ανακαλύπτω σε αυτό
μερικά γράμματα που νομίζεις πως τα έγραψε γυναίκα…
Ο Μόερς είχε γίνει ροζ από την ευχαρίστηση του καθώς μιλούσε
για τα πράγματα αυτά που αποτελούσαν την ειδικότητα του και
την αγάπη του. Χωρίς να θέλει, ο Μαιγκρέ χαμογέλασε ελαφρά και
ο νέος ταράχθηκε.
– Ξέρω, είπε, ότι όλα αυτά είναι πολύ καθαρά και ότι ένας
ανακριτής δεν θα είχε την υπομονή να με ακούσει ως το τέλος…
Και όμως… Θα στοιχημάτιζα, αγαπητέ μου Μαιγκρέ, ότι
ο άνθρωπος που έγραψε αυτή την επιστολή είναι
προσβεβλημένος από μια σοβαρή αρρώστια, και το ξέρει… Αν την
είχε γράψει με το δεξί του χέρι, θα μπορούσα να σας πω
περισσότερα. Α! ξέχασα μια λεπτομέρεια… Υπάρχουν βούλες πάνω
στο χαρτί. Αλλά ίσως να έγιναν και στο τυπογραφείο… Η μία απ’
αυτές πάντως είναι από κρέμα με καφέ… Για να κόψουν τέλος το
επάνω μέρος του χαρτιού, δεν χρησιμοποίησαν μαχαίρι, αλλά ένα
πράγμα στρογγυλό, ένα κουτάλι απότομα.
– Με άλλα λόγια η επιστολή γράφτηκε χθες το πρωί, στο μπαρ
του «Καφέ – Κουπόλ» από κάποιον που έτρωγε κρέμα με καφέ και
που μιλάει με ευχέρεια πολλές γλώσσες…
Και ο Μαιγκρέ, αφού είπε τα λόγια αυτά, σηκώθηκε και έδωσε
το χέρι του στον Μόερς, ψιθυρίζοντας:
– Ευχαριστώ, νεαρέ μου… Δώσε μου τώρα και το γράμμα…
Και, αφού πήρε το γράμμα, βγήκε έξω…
[33]
Το Παρίσι είχε ξαναπάρει την πένθιμη όψη του των βροχερών
ημερών του Οκτωβρίου. Ένα φως χλομό έπεφτε από τον ουρανό
που ήταν όμοιος με ακάθαρτο ντιβάνι… Στα πεζοδρόμια δεν είχαν
στεγνώσει ακόμα τα νερά της νυχτερινής βροχής. Και οι διαβάτες
ακόμα είχαν το κατσουφιασμένο ύφος των ανθρώπων που δεν
συνήθισαν ακόμα στον χειμώνα…
Σε όλη τη διάρκεια της νύχτας, το τηλεγραφείο δεν έκανε άλλη
δουλειά παρά να διαβιβάζει διαταγές της Γενικής Διεύθυνσης της
Αστυνομίας σε όλες τις αστυνομικές αρχές της Γαλλίας για τη
σύλληψη του δραπέτη – πραγματικά δραπέτη πια – Ιωσήφ Ερτέν.
Η αναζήτηση στο Παρίσι προπάντων και στα περίχωρα του ή οι
αναζητήσεις και αλλού εξακολουθούσαν δραστήριες και συνεχείς.
Όλοι οι αστυνομικοί ήταν αναστατωμένοι. Όλοι, αποκλειστική
τους σκέψη είχαν πώς να συλλάβουν τον Ερτέν και έκαναν ότι
μπορούσαν για αν το πετύχουν αυτό.
Και μόνο ο περισσότερο ενδιαφερόμενος, ο αστυνόμος Μαιγκρέ,
δεν συμμετείχε στο ανθρωποκυνηγητό αυτό.
Ο Μαιγκρέ, εκείνο το πρωί, είχε βγει έξω και περπατούσε, γιατί
ένοιωθε την ανάγκη να βαδίσει, να νιώσει τον εαυτό του μόνο και
αδιάφορο ανάμεσα στο πλήθος που κυκλοφορούσε ολόγυρα του.
Και όσο περπατούσε έτσι, έχανε το σαστισμένο ύφος του, ύφος
μαθητή που δεν ξέρει το μάθημα του, που είχε πριν από μία ώρα
μπροστά στον ανακριτή Κομελιώ.
Τα χαρακτηριστικά του έπαιρναν μια σκληρή έκφραση. Και
η πίπα του δεν έβγαινε ούτε μια στιγμή από το στόμα του.
Ασφαλώς ο κ. Κομελιώ θα ξαφνιαζόταν πολύ και θα
αγανακτούσε, αν ήξερε πως ο Μαιγκρέ ούτε νοιαζόταν καθόλου
για να συλλάβει ξανά τον Ερτέν. Για τον Μαιγκρέ αυτό ήταν
δευτερεύον ζήτημα. Και εκτός αυτού, είχε την πεποίθηση, ότι την
ημέρα που θα χρειαζόταν τον Ερτέν θα κατόρθωνε να τον
συλλάβει αμέσως…
Όχι! Δεν το σκεφτόταν καθόλου αυτό ο Μαιγκρέ… Αυτό που
σκεφτόταν ήταν η επιστολή που είχε σταλεί στην «Ανεξαρτησία»
και που είχε γραφτεί στο «Καφέ - Κουπόλ». Επίσης, περισσότερο
μάλιστα, σκεφτόταν κάποιο άλλο ζήτημα, για το οποίο
κατηγορούσε τον εαυτό του, ότι το είχε παραμελήσει, όταν έκανε
τις πρώτες του έρευνες τον Ιούλιο, τότε που είχε συλλάβει τον
Ερτέν, αμέσως μετά το έγκλημα… Όμως τότε όλος ο κόσμος ήταν
πλέον βέβαιος για την ενοχή του Ερτέν.
«Το έγκλημα διαπράχθηκε στο Σαιν Κλου κατά τις 2:30 το πρωί,
σκεφτόταν τώρα ο Μαιγκρέ. Ο Ερτέν γύρισε στο σπίτι του στο
[34]
Παρίσι πριν από τις τέσσερις… Δεν πήρε ούτε τον σιδηρόδρομο,
ούτε το τρένο, ούτε κανένα άλλο μεταφορικό μέσο… Ούτε καν
ταξί… Με τα πόδια πάλι ήταν αδύνατον να γυρίσει τόσο σύντομα,
εκτός πια αν έτρεχε συνεχώς…»
Κάνοντας τις σκέψεις αυτές, ο Μαιγκρέ, έφτασε στον
σιδηρόδρομο του Μονπαρνάς. Ήταν 12 και μισή μετά το μεσημέρι
και η κίνηση είχε φτάσει στο ζενίθ της. Παρόλο το φθινόπωρο οι
ταράτσες των κέντρων ξεχείλιζαν από κόσμο, από τον οποίο
ογδόντα τοις εκατό ήταν ξένοι.
Ο Μαιγκρέ προχώρησε ως το «Καφέ – Κουπόλ», είδε την είσοδο
του αμερικανικού μπαρ και μπήκε σ’ αυτό. Μονάχα πέντε
τραπέζια υπήρχαν εκεί μέσα, πιασμένα όλα. Οι περισσότεροι από
τους πελάτες ήταν σκαρφαλωμένοι στα ψηλά καθίσματα του
μπαρ ή στέκονταν όρθιοι γύρω απ’ αυτό.
Ένα πλήθος γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με θόρυβο, ενώ οι
πελάτες τα φώναζαν σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες.
Οι άνθρωποι στριμώχνονταν με οικειότητα μεταξύ τους και
έπιαναν κουβέντα, χωρίς συστάσεις, σαν να ήταν παλιοί φίλοι.
Ένας Γερμανός μιλούσε αγγλικά με έναν Αμερικανό κι ένας
Νορβηγός χρησιμοποιούσε τρεις γλώσσες τουλάχιστον για να
δώσει σε έναν Ισπανό να καταλάβει τι του έλεγε.
– Έχετε μελάνι και χαρτί; ρώτησε ο Μαιγκρέ πλησιάζοντας
έναν από τους μπάρμαν.
– Έχουμε, αλλά δεν δίνουμε την ώρα του ορεκτικού, Μπορείτε
να περάσετε στην μπυραρία πλάι. Εκεί θα σας δώσουν.
Ανάμεσα στις θορυβώδεις συντροφιές, υπήρχαν και μερικοί
μοναχικοί πελάτες. Υπήρχε, ξαφνικά, μια νέα γυναίκα που δεν
ήταν ούτε είκοσι δύο χρονών και που φορούσε ένα μαύρο ταγιέρ
καλοραμμένο, αλλά που φαινόταν πως θα το είχε σιδερώσει εκατό
τουλάχιστον φορές. Είχε πρόσωπο κουρασμένο και νευρικό. Πλάι
της βρισκόταν ακουμπισμένο ένα καρνέ για σκίτσα. Και ανάμεσα
σε ανθρώπους που έπιναν ορεκτικά των είκοσι φράγκων το ένα,
η νέα αυτή γυναίκα έπινε ένα ποτήρι γάλα και έτρωγε ένα
παξιμάδι.
Φαινόταν πως αυτό αποτελούσε το μεσημεριανό της φαγητό.
Συγχρόνως διάβαζε μια ρωσική εφημερίδα που ήταν στην
διάθεση των πελατών του καταστήματος. Δεν έβλεπε τίποτα, δεν
άκουγε τίποτα. Τραγάνιζε αργά το παξιμάδι της, ρουφούσε κάθε
τόσο μια γουλιά γάλα και αδιαφορούσε για μια συντροφιά που
καθόταν στο διπλανό τραπέζι και έπινε, τη στιγμή εκείνη το
πέμπτο κοκτέιλ.
[35]
Εξίσου εντύπωση έκανε και ένας άντρας που έφταναν μόνο τα
μαλλιά του για να προσκαλέσουν την περιέργεια. Ήταν κόκκινα,
σγουρά και εξαιρετικά μακριά. Φορούσε ένα παλιό μαύρο
κοστούμι γεμάτο γυαλάδες και ένα μπλε πουκάμισο χωρίς
γραβάτα, ανοιχτό στο στήθος.
Καθόταν στο βάθος του μπαρ, με το ύφος παλιού πελάτη που
κανείς δεν τολμούσε να τον ανησυχήσει, και έτρωγε, κουταλιά -
κουταλιά, ένα κεσεδάκι γιαούρτι. Ήταν ζήτημα όμως αν είχε
πέντε φράγκα στη τσέπη του για να πληρώσει το γιαούρτι του.
Από πού ερχόταν; Πού πήγαινε; Και πού έβρισκε τα έξοδα για τη
συντήρηση του; Όλες αυτές οι ερωτήσεις θα έρχονταν στο μυαλό
του καθενός μόλις τον αντίκριζε.
Είχε βλέμμα φλογερό, βλέφαρα ρυτιδωμένα και κάποια
έκφραση πολύ περιφρονητική και πολύ περήφανη στην
φυσιογνωμία του. Κανένας δεν τον πλησίαζε για να του σφίξει το
χέρι ή για να του μιλήσει.
Ξαφνικά, η πόρτα του μπαρ άνοιξε και μπήκε μέσα ένα ζευγάρι.
Ο Μαιγκρέ γύρισε και το κοίταξε, και αναγνώρισε αμέσως σε αυτό
τον κύριο και την κ. Γκρόσμπυ, τους κληρονόμους της γριάς
κ. Χέντερσον που είχε δολοφονηθεί τόσο άγρια στην έπαυλη της
στο Σαιν Κλου, από τον Ερτέν, όπως υπέθεταν όλοι. Είχαν κατέβει
από ένα πολυτελές αυτοκίνητο που θα άξιζε τουλάχιστον τριάντα
χιλιάδες δολάρια.
Μέσα στο μπαρ, το αντρόγυνο χώρισε. Ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ
προχώρησε προς τον πάγκο και χαιρέτησε φιλικά τον
αρχιμπάρμπαν ο οποίος τον ρώτησε:
– Ξαναγυρίσατε κιόλας από το Μπιαρίτζ;
– Δεν μείναμε ούτε τρεις μέρες… Βρέχει εκεί περισσότερο από
εδώ…
Από την θέση που βρισκόταν, ο Γκρόσμπυ είδε τον Μαιγκρέ και
τον χαιρέτησε με μια φιλική κίνηση του κεφαλιού. Ήταν ένας
ψηλός νέος καμμιά τριανταριά χρονών, με μαλλιά μαύρα και
λυγερή κορμοστασιά. Από όλους όσους βρίσκονταν μέσα στο
μπαρ εκείνη τη στιγμή, αυτός ασφαλώς ήταν ο πιο άψογα, ο πιο
κομψά ντυμένος.
Ενώ η γυναίκα του είχε πλησιάσει κάποια φιλική της
συντροφιά, εκείνος μοίραζε χειραψίες δεξιά κι αριστερά και
ρωτούσε τους φίλους του για την υγεία τους. Ήταν πλούσιος. Είχε
ένα αυτοκίνητο με το οποίο μπορούσε να πηγαίνει στη Νίτσα, στο
Μπιαρίτζ, στην Ντωβίλ ή και στο Βερολίνο, κατά το γούστο του.
[36]
Έμενε στο πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της λεωφόρου
Γεωργίου 5ου και είχε κληρονομήσει από τη δολοφονημένη του
θεία, εκτός από τη βίλα της στο Σαιν Κλου, τριάντα περίπου
εκατομμύρια φράγκα.
Ο Μαιγκρέ, καθώς τον κοίταζε, σκεφτόταν χωρίς να θέλει, τον
Ερτέν που όλοι οι αστυνομικοί της Γαλλίας τον καταδίωκαν τώρα.
Πού να βρισκόταν άραγε; Και για πιο λόγο μπορούσε να είχε
σκοτώσει την κ. Χέντερσον, την οποία ούτε ήξερε, ούτε είχε
κλέψει;
Και τον απασχολούσαν τόσο οι σκέψεις του, ώστε μόλις που
αντιλήφθηκε τον Γκρόσμπυ, ο οποίος τον πλησίασε και τον
ρώτησε:
– Παίρνετε συχνά το απεριτίφ σας εδώ;
Συγχρόνως άπλωσε προς αυτόν την χρυσή του τσιγαροθήκη.
– Ευχαριστώ, αποκρίθηκε ο Μαιγκρέ. Μονάχα πίπα καπνίζω…
– Δεν παίρνετε τίποτα;… Ένα ουίσκι;
– Είμαι σερβιρισμένος καθώς βλέπετε… απάντησε ο Μαιγκρέ.
Ο Γκρόσμπυ φάνηκε σαν να δυσαρεστήθηκε. Έπειτα ρώτησε:
– Αλήθεια, είναι σωστά αυτά που λένε;…
– Για πιο πράγμα;
– Για τον δολοφόνο της θείας μου… Ότι τον φυγάδευσε
η αστυνομία;…
– Μπα! έκανε ο Μαιγκρέ. Όλα αυτά είναι λόγια.
Εκείνη τη στιγμή, πλησίασε η κ. Γκρόσμπυ με κάποια φίλη της
που την είχε συναντήσει στο μπαρ. Ο Γκρόσμπυ κοίταξε τον
αστυνομικό και του είπε:
– Ελάτε λοιπόν! Κάνετε μας την ευχαρίστηση να πείτε κάτι
μαζί μας… Η γυναίκα μου θα ευχαριστηθεί πολύ… Α! νάτη!...
Την ξέρετε, βέβαια. Να σας συστήσω τότε στη φίλη μας δεσποινίς
Έντνα Ράϊχσμπεργκ, κόρη του χαρτοβιομήχανου της Στοκχόλμης
και πρωταθλήτρια του πατινάζ… Έντνα, ο αστυνομικός
επιθεωρητής κ. Μαιγκρέ… Μέσα στο μπαρ, η Ρωσίδα με το μαύρο
πολυσιδερωμένο ταγιέρ εξακολουθούσε να είναι βυθισμένη στο
διάβασμα της εφημερίδας της, ενώ ο άνθρωπος με τα κόκκινα
μακριά μαλλιά και τον ανοιχτό γιακά ονειροπολούσε με τα μάτια
μισόκλειστα.
Η Έντνα Ράϊχσμπεργκ είπε με την άκρη των χειλιών της:
– Χαίρω πολύ…
Έπειτα έσφιξε δυνατά το χέρι του Μαιγκρέ και εξακολούθησε
ύστερα στα αγγλικά τη συζήτηση της με την κ. Γκρόσμπυ.
Συγχρόνως ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ έλεγε στον Μαιγκρέ:
[37]
– Μου επιτρέπετε μια στιγμή;… Με ζητούν στο τηλέφωνο…
Γκαρσόν, δύο ουίσκι!... Συγνώμη, κύριε επιθεωρητά…
Έξω από το μπαρ, το ολονικέλινο αυτοκίνητο των Γκρόσμπυ
έλαμπε κάτω από το φως, ενώ μια σιλουέτα αξιοθρήνητη
το στριφογύριζε και πλησίαζε κάθε τόσο προς την πόρτα του
μπαρ, για να απομακρυνθεί αμέσως μετά.
Σε μια στιγμή, η σιλουέτα αυτή στάθηκε μπροστά στην πόρτα
και άρχισε να κοιτάζει μέσα ερευνητικά… Ένα γκαρσόνι είδε τον
αλήτη αυτόν και ετοιμάστηκε να βγει έξω για να τον
απομακρύνει…
Αλλά συγχρόνως τον είδε και ο Μαιγκρέ και ανασκίρτησε…
Γιατί ο αλήτης αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ιωσήφ Ερτέν, τον
οποίο αναζητούσε όλη η αστυνομία της Γαλλίας…
Ο Μαιγκρέ δεν είχε παρά να τρέξει για να τον συλλάβει…
[38]
V
[39]
Αλλά, απ’ όλα, ξεχώριζαν περισσότερο τα μάτια του, τα μάτια
του που δεν άφηναν το μπαρ και προσπαθούσαν να διακρίνουν
μέσα από τα θολά του τζάμια. Σε μια στιγμή, πλησίαζε τόσο πολύ
στην πόρτα, ώστε ο αστυνομικός νόμισε ότι θα την άνοιγε…
Ο Μαιγκρέ κάπνιζε στο μεταξύ νευρικά, με τους κροτάφους του
μουσκεμένους από ιδρώτα, με τα νεύρα του τόσο διεσταλμένα,
ώστε η ευαισθησία του είχε διπλασιαστεί… Ήταν μια στιγμή
εξαιρετική… Ο Μαιγκρέ ήπιε το ουίσκι του αργά, ενώ ο Γκρόσμπυ
του μιλούσε… Όμως ο αστυνομικός δεν έχανε ούτε μια σκηνή από
όσα γίνονταν γύρω του, μολονότι ένα σωρό άνθρωποι
κυκλοφορούσαν μέσα στο μπαρ.
Έβλεπε τα απάντα: τον άνθρωπο με τα μακριά κόκκινα μαλλιά
που καθόταν πάντα μπροστά στο μπαούλο του, τον Ερτέν που
ξαναγύριζε διαρκώς προς την πόρτα που τον τραβούσε σαν
μαγνήτης, το χαμόγελο του Γκρόσμπυ, τον μορφασμό της
γυναίκας του που έβαζε κοκκινάδι στα χείλη.
Το μπαρ άδειαζε σιγά-σιγά… Ήταν η ώρα 1:30 μετά το μεσημέρι.
Στη διπλανή σάλα του ρεστοράν οι πελάτες έτρωγαν…
Ο Γκρόσμπυ έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των 100 φράγκων για να
πληρώσει.
– Θα μείνετε; ρώτησε τον αστυνομικό.
– Ναι, απάντησε εκείνος.
Ο Γκρόσμπυ τον χαιρέτησε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Δεν είχε δει καθόλου τον Ερτέν, αλλά θα βρισκόταν τώρα
αντιμέτωπος με αυτόν, καθώς θα έβγαινε έξω.
Ο Μαιγκρέ περίμενε αυτήν τη στιγμή με μια ανυπομονησία που
τον έκανε να υποφέρει. Η κ. Γκρόσμπυ και η δεσποινίς Έντνα τον
χαιρέτησαν με μια κίνηση του κεφαλιού και με ένα χαμόγελο και
απομακρύνθηκαν κι αυτές.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο Ιωσήφ Ερτέν δεν απείχε παρά μόνο
δύο μέτρα από την πόρτα. Το ένα από τα παπούτσια του δεν είχε
καθόλου κορδόνι. Αν τον έβλεπε κανένας αστυφύλακας, θα του
ζήτησε χωρίς άλλο τα χαρτιά του.
Ο Γκρόσμπυ άνοιξε τελικά την πόρτα και βγήκε έξω
κατευθυνόμενος προς το αυτοκίνητο του. Οι δύο γυναίκες τον
ακολούθησαν γελώντας με κάποιο αστείο που είχε πει η μία από
αυτές. Αλλά δεν συνέβη τίποτα, απολύτως τίποτα…
Ο Ιωσήφ Ερτέν δεν κοίταζε περισσότερο τους Γκρόσμπυ, απ’ ότι
κοίταζε τους άλλους διαβάτες. Ούτε ο Ουίλιαμ, ούτε η γυναίκα
του, του τράβηξε καθόλου την προσοχή του.
[40]
Μπήκαν και οι τρεις στο αυτοκίνητο κι έκλεισαν την πόρτα
πίσω τους. Εν τω μεταξύ ο κόσμος εξακολουθούσε να
μπαινοβγαίνει στο μπαρ, αγγίζοντας σχεδόν στον Ερτέν, ο οποίος
εξακολουθούσε να κοιτάζει μέσα.
Τότε, ξαφνικά, μέσα σ’ ένα καθρέφτη του μπαρ, ο Μαιγκρέ είδε
ένα πρόσωπο, δύο μάτια που έλαμψαν για μια στιγμή κάτω από
τα πυκνά φρύδια τους, κι ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία που
έσβησε αμέσως… Ο άνθρωπος που τον είχε κοιτάξει και που τώρα
δεν κοίταζε τίποτα ήταν ο πελάτης με τα μακριά κόκκινα μαλλιά
και με το ανοιχτό χωρίς γιακά πουκάμισο.
[41]
Ο Μαιγκρέ κάπνιζε διαρκώς την πίπα του κι είχε ξεχάσει πως
δεν είχε φάει.
– Ένα καφέ κρεμ! ακούστηκε ξαφνικά κάποια φωνή.
Είχε μιλήσει, από τη γωνία όπου καθόταν, ο άνθρωπος με τα
μακριά μαλλιά και με τον ανοιχτό γιακά.
Το γκαρσόνι έριξε μια ματιά στον Μαιγκρέ και έπειτα
επανέλαβε την παραγγελία φωνάζοντας:
– Έναν καφέ κρεμ!
Έπειτα, με σιγανή φωνή, πρόσθεσε, απευθυνόμενος προς τον
αστυνομικό:
– Με αυτόν τον καφέ κρεμ θα περάσει ως τις εφτά το βράδυ.
Τότε μόνο θα φύγει από δω!...
Είκοσι λεπτά πέρασαν… Έξω από το μπαρ, ο Ιωσήφ Ερτέν,
κουρασμένος πια να κόβει βόλτες, είχε καρφωθεί στην άκρη του
πεζοδρομίου. Ένας κύριος μάλιστα, περνώντας δίπλα του, τον
πέρασε για ζητιάνο και του έδωσε ένα νόμισμα, που εκείνος το
πήρε δειλά, χαμηλώνοντας το κεφάλι του…
Ασφαλώς, για να το κάνει αυτό, θα ήταν εντελώς απένταρος…
Είχε φάει άραγε από χθες;… Είχε κοιμηθεί;…
Το μπαρ φαινόταν σαν να τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Και
πλησίασε πάλι, κοιτάζοντας φοβισμένα τα γκαρσόνια σαν να
φοβόταν μήπως τον διώξουν. Πλησίασε τόσο, ώστε κόλλησε τη
μύτη του στο τζάμι της βιτρίνας, ενώ τα μικρά του μάτια
έλαμπαν, κοιτάζοντας ερευνητικά μέσα στο εσωτερικό του μπαρ.
Ο άνθρωπος με το ανοιχτό πουκάμισο έφερε εκείνη τη στιγμή
το φλυτζάνι με τον καφέ κρεμ στα χείλη του… Τα μάτια του
έμειναν ασάλευτα και ούτε γύρισαν καν να κοιτάξουν έξω. Μα
γιατί ξαφνικά κοίταξε πάλι στιγμιαία μέσα σε έναν καθρέφτη τον
Μαιγκρέ και γιατί στα μάτια του έλαμψε το ίδιο ειρωνικό
χαμόγελο που ο αστυνομικός είχε δει και προηγουμένως σε αυτά;
Την ίδια στιγμή, ένα μικρό γκαρσόνι βγήκε έξω και είπε στον
Ερτέν να απομακρυνθεί από την βιτρίνα. Εκείνος έσπευσε να
υπακούσει σέρνοντας τα πόδια του…
Καθώς ο Μαιγκρέ κοίταξε έξω, είδε τότε ένα ταξί να σταματάει
μπροστά στο μπαρ και τον ενωμοτάρχη Ντυκάς να κατέβει
βιαστικός, να μπαίνει μέσα και να τον πλησιάζει:
– Εσείς τηλεφωνήσατε να έρθω εδώ; ρώτησε τον προϊστάμενο
του.
– Τι θα πάρεις; ήταν η απάντηση του.
Αλλά πιο σιγανά πρόσθεσε:
– Κοίταξε έξω!
[42]
Ο Ντυκάς χρειάστηκε μερικές στιγμές για να ξεχωρίσει μέσα
από το τζάμι τη σιλουέτα του Ερτέν. Τότε το πρόσωπο του
φωτίστηκε μονομιάς.
– Διάβολε, έκανε. Κατορθώσατε λοιπόν να τον ανακαλ…
– Σώπα! τον διέκοψε ο Μαιγκρέ. Μπάρμαν, στείλε μας ένα
κονιάκ…
Και όταν το γκαρσόνι έφερε το κονιάκ, ξανάπε σιγανά:
– Πιες το κονιάκ σου, καλέ μου Ντυκάς… Έπειτα θα βγεις έξω
και δεν θα τον χάσεις ούτε στιγμή από τα μάτια σου.
– Δεν νομίζετε, τόλμησε να παρατηρήσει ο Ντυκάς, ότι θα ήταν
προτιμότερο να…
Και το χέρι του ενωμοτάρχη μέσα στην τσέπη του κούνησε
ενδεικτικά ένα ζευγάρι χειροπέδες που είχε εκεί.
– Όχι ακόμα! του απάντησε ο Μαιγκρέ. Πήγαινε!
Όταν βγήκε έξω ο Ντυκάς, η ένταση των νεύρων του Μαιγκρέ,
παρ’ όλη τη φαινομενική του γαλήνη, είχε φτάσει σε τέτοιο
σημείο, ώστε λίγο έλειψε να σπάσει μέσα στο χέρι του το ποτήρι
του ουίσκι , καθώς το έφερνε στα χείλη του.
Ο άνθρωπος με το ανοιχτό πουκάμισο και με τα μακριά μαλλιά,
δεν φαινόταν διατεθειμένος να το κουνήσει από το μπαρ. Ούτε
διάβαζε, ούτε έγραφε, ούτε κοίταζε τίποτα ιδιαίτερα…
Και έξω, ο Ιωσήφ Ερτέν περίμενε πάντοτε!...
Στις τέσσερις το απόγευμα, η κατάσταση ήταν ακριβώς η ίδια,
με τη μόνη διαφορά μόνο ότι ο Ερτέν είχε πάει και είχε καθίσει σε
ένα πάγκο. Αλλά τα μάτια του ήταν πάντα καρφωμένα στο μπαρ.
Ο Μαιγκρέ είπε να του φέρουν ένα σάντουιτς και άρχισε να
τρώει χωρίς όρεξη. Η Ρωσίδα με το μαύρο ταγιέρ σηκώθηκε
τελικά και έφυγε, αφού προηγουμένως μακιγιαρίστηκε με
φροντίδα.
Έτσι δεν είχε μείνει πια μέσα στο μπαρ παρά μόνο ο Ρώσος με το
ανοιχτό πουκάμισο. Ο Ερτέν είχε παρακολουθήσει τη νέα γυναίκα
να φεύγει χωρίς να κινηθεί καθόλου. Τα πρώτα βραδινά φώτα
άναβαν σιγά-σιγά.
Ξαφνικά ένα χτύπημα κουταλιού επάνω σε φλυτζάνι, που
ακούστηκε από τη γωνία, στην οποία καθόταν ο άνθρωπος με το
ανοιχτό πουκάμισο, ξάφνιασε τόσο τον μπάρμαν, όσο και τον
Μαιγκρέ.
Ένα γκαρσόνι πλησίασε τότε τον άγνωστό και είπε κάπως
περιφρονητικά:
– Έχετε ένα γιαούρτι κι έναν καφέ κρεμ… Δύο φράγκα το
γιαούρτι και ένα ο καφές τρία…
[43]
– Συγνώμη, έκανε εκείνος με φωνή γαλήνια. Δεν σου ζήτησα
τον λογαριασμό. Φέρε μου ένα σάντουιτς με χαβιάρι.
Μέσα στον καθρέφτη που ήταν απέναντι του, ο Μαιγκρέ είδε
και πάλι να λάμπουν τα μισόκλειστα μάτια του ανθρώπου αυτού.
– Ένα σάντουιτς με χαβιάρι! Φώναξε το γκαρσόνι στον
μπάρμαν.
– Τρία! τον διόρθωσε ο άνθρωπος με το ανοιχτό πουκάμισο.
Ο μπάρμαν κοίταξε τον πελάτη του με ύφος δύσπιστο.
Και, χωρίς να κινηθεί από τη θέση του, τον ρώτησε ειρωνικά:
– Μήπως θέλετε και βότκα;
– Ναι, θέλω και βότκα…
Ο Μαιγκρέ προσπαθούσε να καταβάλει. Ο άνθρωπος με το
ανοιχτό πουκάμισο είχε αλλάξει με μιας εντελώς. Είχε χάσει την
προηγούμενη απόλυτη ακινησία του.
– Και τσιγάρα! Φέρτε μου και τσιγάρα! φώναξε ο άγνωστος.
– Από τα τρίτα; ρώτησε περιφρονητικά πάλι το γκαρσόνι.
– Όχι, θέλω τσιγάρα πολυτελείας «Αβδουλλάχ!»
Όταν του έφεραν τα τσιγάρα, ο άνθρωπος με το ανοιχτό
πουκάμισο, κάπνισε ένα μέχρι να του ετοιμάσουν τα σάντουιτς.
Κατόπιν άρχισε να σκιτσάρει στο πακέτο του. Έπειτα έφαγε τόσο
γρήγορα, ώστε σε δύο -τρία λεπτά σηκώθηκε από τη θέση του για
να φύγει.
Τότε το γκαρσόνι πλησίασε γρήγορα κι άρχισε να κάνει τον
λογαριασμό.
– Τριάντα φράγκα το σάντουιτς… Δέκα η βότκα… Είκοσι δύο
τα τσιγάρα και ο προηγούμενος λογαριασμός…
– Καλά! Καλά! τον διέκοψε με απάθεια ο άγνωστος. Θα περάσω
να πληρώσω αύριο.
Ο Μαιγκρέ, ακούγοντας αυτά τα λόγια, κατσούφιασε...
Συγχρόνως από τη θέση του, έβλεπε έξω τον Ερτέν που καθόταν
στον πάγκο.
– Μια στιγμή!... είπε το γκαρσόνι στον άνθρωπο με το ανοιχτό
πουκάμισο. Να φωνάξω τον διευθυντή και πέστε σ’ αυτόν ότι θα
περάσετε να πληρώσετε αύριο.
Εκείνος υποκλίθηκε και ξανακάθισε περιμένοντας τον
διευθυντή του μπαρ, ο οποίος έφθασε έπειτα από ένα λεπτό,
φορώντας το σμόκιν του.
– Τι συμβαίνει; ρώτησε το γκαρσόνι.
– Ο κύριος από εδώ είπε πως θα πληρώσει αύριο…
[44]
Ο άγνωστος σ’ αυτό το διάστημα, δεν έδειχνε καμμιά
στενοχώρια. Υποκλίθηκε πάλι, γεμάτος ειρωνεία, για να
επιβεβαιώσει τα λόγια του γκαρσονιού.
– Δεν έχετε χρήματα επάνω σας; τον ρώτησε ο διευθυντής.
– Ούτε πεντάρα…
– Κάθεστε στη συνοικία μας; Μπορώ να σας δώσω ένα
γκαρσόνι να σας συνοδεύσει ως το σπίτι σας για να πληρώσετε
εκεί…
– Ούτε στο σπίτι μου έχω χρήματα…
– Και τρώτε χαβιάρι; είπε με αγανάκτηση ο διευθυντής.
Και χτύπησε τα χέρια του. Ένα μικρό γκαρσόνι έτρεξε αμέσως.
– Αφού ο κύριος δεν πληρώνει, πήγαινε να φέρεις έναν
αστυφύλακα, είπε ο διευθυντής του μπαρ στο γκαρσόνι.
Όλα έγιναν αθόρυβα, χωρίς φασαρίες.
– Είστε βέβαιος ότι δεν έχετε χρήματα επάνω σας; ξαναρώτησε
ο διευθυντής τον άνθρωπο με το ανοιχτό πουκάμισο.
Τότε το γκαρσόνι που περίμενε την απάντηση του, έτρεξε έξω
για να εκτελέσει την διαταγή του. Ο Μαιγκρέ ούτε που κουνήθηκε
από τη θέση του. Όσο για τον διευθυντή του μπαρ, αυτός είχε
μείνει εκεί, παρακολουθώντας αδιάφορα την κίνηση του
βουλεβάρτου Μονπαρνάς. Ο μπάρμαν που σκούπιζε τις μπουκάλες
του, έριχνε κάθε τόσο ένα βλέμμα στον Μαιγκρέ.
Έπειτα από τρία λεπτά το γκαρσόνι ξαναγύρισε, φέρνοντας,
δύο ποδηλάτες αστυφύλακες που μπήκαν μέσα, αφήνοντας τα
ποδήλατα τους στο πεζοδρόμιο. Ο ένας απ’ αυτούς αναγνώρισε
τον επιθεωρητή και θέλησε να προχωρήσει προς το μέρος του,
αλλά ο Μαιγκρέ ρίχνοντας του μια ματιά τον κάρφωσε στη θέση
του. Τότε ο διευθυντής του μπαρ πλησίασε και δείχνοντας τον
άνθρωπο με τα μακριά μαλλιά και το ανοιχτό πουκάμισο είπε:
– Αυτός ο κύριος παράγγειλε χαβιάρι, βότκα, τσιγάρα
πολυτελείας κ.λπ., και τώρα αρνείται να πληρώσει…
– Δεν έχω χρήματα, είπε απαθέστατα ο άνθρωπος με τα μακριά
μαλλιά.
Ο Μαιγκρέ έγνεψε με τρόπο στον αστυνομικό που τον γνώριζε
κι εκείνος περιορίστηκε να πει:
– Καλά! Θα εξηγηθείτε στο Τμήμα μας… Ακολουθείστε μας…
Τραμ, αυτοκίνητα, κόσμος, κυκλοφορούσαν στο βουλεβάρτο,
όπου είχε αρχίσει να απλώνεται η καταχνιά του δειλινού.
Ο άνθρωπος με τα μακριά μαλλιά, πριν ακολουθήσει τους
αστυφύλακες, άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και απεύθυνε ένα φιλικό
χαιρετισμό στον μπάρμαν. Κατόπιν, καθώς περνούσε μπροστά
[45]
από τον Μαιγκρέ, το βλέμμα του καρφώθηκε για μερικά
δευτερόλεπτα επάνω του. Έπειτα βγήκε έξω, ακολουθώντας τους
αστυνομικούς.
Τότε ο διευθυντής πλησίασε στον πάγκο και ρώτησε τον
μπάρμαν:
– Μα αυτός δεν είναι ο Τσέχος που αναγκαστήκαμε να τον
διώξουμε τις προάλλες;
– Αυτός είναι! επιβεβαίωσε ο μπάρμαν. Στρογγυλοκάθεται
κάθε μέρα εδώ από τις 8 το πρωί ως τις 8 το βράδυ. Και είναι
ζήτημα αν πίνει δύο καφέ κρεμ την ημέρα…
Ο Μαιγκρέ εν τω μεταξύ είχε σηκωθεί και είχε προχωρήσει ως
την πόρτα. Έτσι μπόρεσε να δει τον Ιωσήφ Ερτέν να σηκώνεται κι
αυτός από τον πάγκο του, να μένει όρθιος, ακίνητος, στραμμένος
προς τους δύο αστυφύλακες που οδηγούσαν για το Τμήμα τον
άνθρωπο με το ανοιχτό πουκάμισο. Όμως το σκοτάδι είχε αρχίσει
πια να απλώνεται και δεν μπόρεσε να διακρίνει την έκφραση του
προσώπου του.
Οι δύο αστυφύλακες και ο κρατούμενος δεν είχαν προχωρήσει
ούτε εκατό μέτρα, όταν ο Ερτέν άρχισε να προχωρά κι αυτός προς
το μέρος τους, ακολουθούμενος κι εκείνος εξ αποστάσεως από
τον ενωμοτάρχη Ντυκάς.
Ο Μαιγκρέ τότε πλησίασε τον μπάρμαν και αφού του έδειξε την
ταυτότητα του, τον ρώτησε:
– Ποιος ήταν αυτός ο τύπος που δεν ήθελε να πληρώσει;
– Νομίζω πως τον λένε Ράντεκ… Είναι Τσέχος… Έχει πει και
του στέλνουν την αλληλογραφία του εδώ…
– Τι δουλειά κάνει;
– Τίποτα… Περνάει τις μέρες του στο μπαρ. Ονειροπολεί…
Γράφει…
– Ξέρετε την κατοικία του;
– Όχι.
– Έχει φίλους;
– Μου φαίνεται πως δεν τον είδα ποτέ να μιλάει σε κάποιον…
Ο Μαιγκρέ πλήρωσε, βγήκε έξω και φώναξε ένα ταξί.
– Στο Αστυνομικό Τμήμα της συνοικίας! Διέταξε τον σοφέρ.
Όταν έφτασε εκεί, είδε τον Ράντεκ καθισμένο σε έναν πάγκο
στον προθάλαμο. Οι αστυφύλακες που τον είχαν συλλάβει
περίμεναν να μείνει ο αστυνόμος τους ελεύθερος για να τον
παρουσιάσουν σ’ αυτόν.
Ο Μαιγκρέ μπήκε κατευθείαν στο γραφείο του αστυνόμου,
[46]
ο οποίος εκείνη τη στιγμή άκουγε μια ξένη κυρία να του
καταγγέλλει ότι της είχαν κλέψει τα κοσμήματα της, μιλώντας
του σε τρεις-τέσσερις γλώσσες συγχρόνως.
– Πώς εδώ; έκανε ξαφνιασμένος ο αστυνόμος στον Μαιγκρέ.
Είμαι στις διαταγές σου.
– Τελείωνε πρώτα με την κυρία.
– Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει… Μισή ώρα τώρα προσπαθώ να
μου εξηγήσει τι της συνέβη…
Ο Μαιγκρέ ωστόσο έκανε υπομονή, κι όταν η ξένη βγήκε έξω,
είπε στον αστυνόμο:
– Θα δεχθείς τώρα κάποιον Ράντεκ. Θα είμαι κι εγώ εδώ…
Κανόνισε τα πράγματα έτσι, ώστε να περάσει μια νύχτα στο
κρατητήριο και να αφεθεί ελεύθερος αύριο…
– Για πιο πράγμα κατηγορείται;
– Έφαγε σάντουιτς με χαβιάρι στο «Καφέ – Κουπόλ» και δεν τα
πλήρωσε.
Ο αστυνόμος χτύπησε ένα κουδούνι και είπε στον αστυνόμο που
παρουσιάστηκε αμέσως:
– Φέρε μου μέσα κάποιον Ράντεκ που περιμένει απέξω.
Έπειτα από μια στιγμή, ο Ράντεκ μπήκε μέσα, χωρίς την
παραμικρή στενοχώρια με τα χέρια στις τσέπες. Στάθηκε
μπροστά στους δύο αστυνομικούς και κοιτάζοντας τους μέσα στα
μάτια περίμενε, ενώ ένα ειρωνικό χαμόγελο πλανιόταν στα χείλη
του.
– Κατηγορείσαι ότι έφαγες και ήπιες χωρίς να πληρώσεις, του
είπε ο αστυνόμος.
Ο Ράντεκ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και θέλησε να
ανάψει ένα τσιγάρο που ο αστυνόμος μανιασμένος του το άρπαξε
από το χέρι.
– Τι απαντάς στην κατηγορία αυτή; τον ρώτησε ο αστυνόμος.
– Απολύτως τίποτα…
– Έχει κατοικία, μέσα συντήρησης; ξαναρώτησε ο αστυνόμος.
Ο Ράντεκ έβγαλε από την τσέπη του ένα λιγδιασμένο
διαβατήριο και το απόθεσε πάνω στο γραφείο. Ο αστυνόμος το
πήρε και, καθώς το κοίταξε, είπε:
– Ξέρεις ότι μπορείς να τιμωρηθείς με δεκαπέντε μέρες
φυλακή;
– Με αναστολή! απάντησε ο Ράντεκ χωρίς να ταραχτεί. Καθώς
βλέπετε, δεν έχω καταδικαστεί καμμιά άλλη φορά…
– Διαβάζω εδώ ότι είστε φοιτητής της Ιατρικής, είπε
ο αστυνόμος. Είναι αλήθεια;…
[47]
– Ο καθηγητής Γκρολλέ, τον οποίο πρέπει να ξέρετε εκ φήμης
θα σας πει ασφαλώς αν τον ρωτήσετε, ότι ήμουν ο καλύτερος
μαθητής του…
Και γυρίζοντας προς τον Μαιγκρέ, πρόσθεσε με μια ελαφριά
ειρωνεία στη φωνή του:
– Υποθέτω ότι και ο κύριος είναι κι αυτός αστυνομικός.
[48]
VI
[49]
συνεχίσω τις σπουδές μου.
– Από τον μισθό που έπαιρνε ως υπηρέτρια;
– Ναι! Ήμουν το μόνο της παιδί. Θα πουλούσε και τα χέρια της
για μένα. Σας κάνει εντύπωση αυτό;
– Μα η μητέρα σας πέθανε πριν από δύο χρόνια. Από τότε πώς
ζείτε;
– Μερικοί μακρινοί συγγενείς μου, μού έστελναν κάθε τόσο
διάφορα μικρά ποσά… Είχα και μερικούς συμπατριώτες μου στο
Παρίσι που με βοηθούσαν που και που… Έκανα και μεταφράσεις…
– Και συνεργαζόσαστε στην εφημερίδα «Ανεξαρτησία»;
ρώτησε ο Μαιγκρέ, κοιτάζοντας τον στα μάτια.
– Δεν καταλαβαίνω τι λέτε, έκανε ο Ράντεκ.
Αλλά το είπε αυτό με μια τέτοια ειρωνεία που ήταν το ίδιο, σαν
να έλεγε: «Αφήστε τα αυτά!... Εγώ δεν πέφτω τόσο εύκολα στην
παγίδα.»
Έπειτα από τη συζήτηση αυτή ο Μαιγκρέ είχε φύγει από το
Τμήμα. Περνώντας από το «καφέ – Κουπόλ» δεν είδε εκεί γύρω
ούτε ίχνος από τον Ιωσήφ Ερτέν, ούτε από τον ενωμοτάρχη
Ντυκάς, στον οποίο είχε αναθέσει την παρακολούθηση του. Είχαν
χαθεί και οι δύο μέσα στο Παρίσι.
– Στο ξενοδοχείο του «Γεωργίου 5ου » πρόσταξε ο Μαιγκρέ
έναν σοφέρ μπαίνοντας στο ταξί του.
Έφτασε εκεί ακριβώς τη στιγμή που ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ,
ο οποίος έμενε με τη γυναίκα του σ’ αυτό το ξενοδοχείο, άλλαξε
ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων στο γραφείο του
ξενοδοχείου.
– Ήρθατε εδώ για μένα; ρώτησε τον αστυνομικό, μόλις τον
είδε.
– Καθόλου… απάντησε ο Μαιγκρέ. Εκτός εάν ξέρετε κάποιον
Ράντεκ.
– Ράντεκ; Έκανε ο Γκρόσμπυ, παίρνοντας συγχρόνως τα
χαρτονομίσματα των 100 φράγκων, που του μετρούσε
ο υπάλληλος και που ήταν δεμένα σε δεσμίδες των δέκα.
Το βλέμμα του Μαιγκρέ βυθίστηκε στο βλέμμα του ανιψιού της
δολοφονημένης κ. Χέντερσον, ο οποίος, χωρίς να ταραχτεί
καθόλου πρόσθεσε:
– Όχι, δεν τον ξέρω… Όμως μπορείτε να ρωτήσετε και την
γυναίκα μου… Θα κατέβει όπου να’ ναι… Πηγαίνουμε σε μια
φιλανθρωπική εσπερίδα στο «Ριτζ».
Η κ. Γκρόσμπυ βγήκε πράγματι εκείνη τη στιγμή από το
ασανσέρ, τυλιγμένη σε μια κάπα από ερμίνα και έριξε μια
[50]
ξαφνιασμένη ματιά στον αστυνομικό.
– Τι συμβαίνει; ρώτησε.
– Μην ανησυχείτε, κυρία μου, της απάντησε ο Μαιγκρέ. Ζητώ
κάποιον Ράντεκ…
– Ράντεκ… Εδώ κάθεται;… Δεν ξέρω…
Ο Γκρόσμπυ έχωσε τα χαρτονομίσματα στην τσέπη του και
έδωσε το χέρι του στον Μαιγκρέ, λέγοντας!
– Μας συγχωρείτε που σας αφήνουμε… Αλλά έχουμε αργήσει.
Και παίρνοντας τη γυναίκα του από το μπράτσο, βγήκαν έξω και
μπήκαν στο αυτοκίνητο τους που τους περίμενε στο πεζοδρόμιο.
[52]
– Σε ένα μικρό χωριό, στις όχθες του Σηκουάνα, σε απόσταση
τριανταπέντε χιλιομέτρων από το Παρίσι.
– Και ο άλλος;…
– Δεν μου ξεφεύγει… Ησυχάστε… Είναι στο σπίτι του…
– Το Μορσάνγκ βρίσκεται στο Ναντύ;
– Ναι, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων. Ήρθα να
τηλεφωνήσω εδώ για να μην προκαλέσω υποψίες… Ω, τι τρομερή
νύχτα πέρασα αρχηγέ…
– Διηγήσου μου τα πάντα…
– Στην αρχή νόμισα πως θα περιπλεκόμασταν ατελείωτα μέσα
στο Παρίσι… Ο Ερτέν φαινόταν, σαν να μην ήξερε πού πήγαινε…
Στις 8 η ώρα σταθήκαμε και οι δύο μπροστά στο φιλανθρωπικό
συσσίτιο της οδού Ρεωμυρού κι εκεί περίμενε να του δώσουν ένα
πιάτο σούπα περισσότερο από δύο ώρες…
– Ώστε δεν έχει πια χρήματα;
– Έπειτα ξανάρχισε να περπατάει… Είναι περίεργο πόσο τον
τραβάει ο Σηκουάνας! Τον ακολούθησε πότε κατά τη μία
κατεύθυνση, πότε κατά την άλλη… Εμπρός! Μη διακόπτετε!...
Με ακούτε, αρχηγέ;
– Ναι, συνέχισε…
– Τέλος τράβηξε προς το Σαραντόν, ακολουθώντας πάντα την
όχθη… Περίμενα να τον δω να πλαγιάζει κάτω από καμμιά γέφυρα
για να κοιμηθεί… Δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του!
Ε, λοιπόν, δεν πλάγιασε… Μετά το Σαραντόν, τράβηξε για το
Αλφοβίλ, κι από κει πήρε τον δρόμο του Βιλνέβ Σαιν Ζωρζ… Ήταν
σκοτάδι… και οι δρόμοι είχαν καταλασπώσει από τη βροχή…
Αυτοκίνητα περνούσαν κάθε στιγμή… Μου φαίνεται πως αν ήταν
να ξανακάνω αυτό το δρόμο, θα έπεφτα νεκρός…
– Θα τον ξανακάνεις, αν παρουσιαστεί ανάγκη!... είπε
ο Μαιγκρέ. Συνέχισε…
– Κάναμε έτσι τριανταπέντε χιλιόμετρα σωστά, εξακολούθησε
ο Ντυκάς. Το καταλαβαίνετε αυτό, αρχηγέ;… Ξαφνικά άρχισε να
βρέχει… Και η βροχή δυνάμωνε ολοένα. Ο Ερτέν ωστόσο φαινόταν
σαν να μην αντιλαμβανόταν τίποτα… Στο Κομπέϊγ, αναγκάστηκα
να μπω σε ένα ταξί για να μπορέσω να τον παρακολουθήσω
εύκολα… Στις 6 η ώρα το πρωί, βαδίζαμε πάντα, ο ένας πίσω από
τον άλλον, μέσα στα δάση που πηγαίνουν από το Μορσάνγκ στο
Ναντύ.
– Στο Ναντύ; είπε ο Μαιγκρέ. Εκεί είναι το χωριό του…
Ο πατέρας του έχει εκεί ένα πανδοχείο…
– Το ξέρετε το πανδοχείο… Είναι ένα μαγαζάκι για αμαξάδες,
[53]
όπου, εκτός των άλλων, πουλάνε εφημερίδες και τσιγάρα. Μου
φαίνεται μάλιστα πως πουλάνε και ψιλικά… Αλλά ο Ερτέν δεν
μπήκε σε αυτό από την πόρτα… Έκανε το γύρο του από ένα στενό
πλάτους ενός μέτρου και εκεί πήδηξε από τον μαντρότοιχο. Εκεί,
όπως εξακρίβωσα, μπήκε σε ένα μικρό κτήριο, όπου οι γονείς του
βάζουν τα ζώα τους για ύπνο…
– Αυτά είχες να μου πεις;
– Σχεδόν… Έπειτα από μισή ώρα, ο γέρο Ερτέν, ο πατέρας του
άνοιξε το μαγαζί του… Φαινόταν πολύ γαλήνιος… Πήγα να πιώ
ένα ποτήρι κι αυτός δεν ταράχτηκε καθόλου βλέποντας με… Όταν
έφυγα ξανά, για να έρθω να σας τηλεφωνήσω είχα την τύχη να
συναντήσω στον δρόμο μου ένα ποδηλάτη χωροφύλακα…
Τον έβαλα να σκάσει το λάστιχο της ρόδας του ποδηλάτου του
και να πάει μ’ αυτήν την πρόφαση να εγκατασταθεί στο
πανδοχείο έως ότου να ξαναγυρίσω εγώ!...
– Ωραία! Έκανε ο Μαιγκρέ.
– Τα βρίσκετε ωραία εσείς αυτά; απάντησε ο Ντυκάς. Αυτό
δείχνει ότι δεν τραβήξατε ποτέ όσα τράβηξα την νύχτα για να
έρθω ως εδώ. Τα παπούτσια μου έχουν χάσει το σχήμα τους από
το νερό και το πουκάμισο μου είναι μούσκεμα… Θα είναι θαύμα αν
δεν αρπάξω πλευρίτιδα… Τι πρέπει να κάνω τώρα;
– Δεν έχεις, φυσικά, μαζί σου βαλίτσα.
– Αυτό μου έλειπε. Να είχα να μεταφέρω και βαλίτσα…
– Ξαναγύρισε στο πανδοχείο του γέρο –Ερτέν… Βρες μια
οποιαδήποτε πρόφαση… Πες ότι περιμένεις κάποιον φίλο σου που
σου έδωσε ραντεβού εκεί…
– Θα έρθετε κι εσείς εκεί;
– Δεν ξέρω… Μα έχε υπόψη σου πως αν ο Ερτέν μας ξεφύγει
πάλι, το παιχνίδι μας είναι χαμένο…
Ο Μαιγκρέ κρέμασε το ακουστικό και κοίταξε γύρω του με ύφος
αργόσχολου. Έπειτα, μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα, φώναξε τον
μικρό κλητήρα του γραφείου.
– Άκουσε, Ζαν, είπε ο Μαιγκρέ στον μικρό κλητήρα του
γραφείου του. Μόλις θα φύγω, θα τηλεφωνήσεις στον ανακριτή
κ. Κομελιώ για να του πεις… Τι;… Α, να: Να του πεις ότι όλα πάνε
καλά!... Κατάλαβες; Να του μιλήσεις με ευγένεια… με πολύ
ευγένεια… Γεια σου!
[55]
ονειροπόλο. Και συνέχισε:
– Αν ήμουν όμως κανένας γελοίος τύπος, κανένας ζιγκολό σαν
κι αυτούς που είδατε χθες εδώ, θα μου έκαναν όση πίστωση
ήθελα… Αλλά εγώ είμαι ένας άνθρωπος με αξία… Εσείς τι λέτε
σχετικά;… Ας είναι, κύριε επιθεωρητά, θα μιλήσουμε γι’ αυτά μια
άλλη μέρα οι δυο μας… Δεν θα με καταλάβατε ίσως εντελώς…
Πάντως όμως είστε και εσείς ένας άνθρωπος με αντίληψη.
Ο μπάρμαν έφερε τα σάντουιτς με το χαβιάρι και τη βότκα και
είπε, αφού έριξε προηγουμένως μια ματιά στον Μαιγκρέ:
– Εξήντα φράγκα!...
Ο Ράντεκ χαμογέλασε. Στη γωνία του, ο ενωμοτάρχης Ζανβιέ
ήταν πάντα χωμένος πίσω από την εφημερίδα του.
– Ένα πακέτο τσιγάρα «Αβδουλλάχ!», παράγγειλε αμέσως μετά
ο Τσέχος στον μπάρμαν.
Μόλις του τα έφεραν, έβγαλε από την εξωτερική τσέπη του
σακακιού του ένα χαρτονόμισμα των χιλίων φράγκων
τσαλακωμένο και το πέταξε στο τραπέζι.
– Τι λέγαμε, επιθεωρητά;… ρώτησε κατόπιν τον Μαιγκρέ.
Μου επιτρέπετε μια στιγμή;… Θυμήθηκα ότι πρέπει να
τηλεφωνήσω στον ράφτη μου.
Και σηκώθηκε, κατευθυνόμενος προς την πλαϊνή σάλα της
μπυραρίας, στο βάθος της οποίας βρισκόταν το τηλέφωνο και
η οποία είχε πολλούς ξένους. Ο Μαιγκρέ ούτε που κουνήθηκε καν
από τη θέση του. Μονάχα ο Ζανβιέ παρακολουθούσε τον Ράντεκ
από απόσταση.
Έπειτα από λίγη ώρα, ξαναγύρισαν ο ένας πίσω από τον άλλο,
όπως είχαν φύγει. Το βλέμμα που έριξε ο Ζανβιέ στον αστυνομικό
επιβεβαίωσε ότι πραγματικά ο Ράντεκ είχε τηλεφωνήσει στον
ράφτη του.
[56]
VII
Ο « ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ »
[57]
– Σας φέρνω σε δύσκολη θέση, ε; συνέχισε ο Τσέχος.
Φαίνομαι σαν να ανακατεύομαι κι εγώ στην υπόθεση… Δεν σας
ζητάω τίποτα, απλώς έρχομαι μόνος μου να σας μιλήσω για μια
υπόθεση, στην οποία έχετε κάθε διάθεση να με ενοχοποιήσετε…
Αλλά πώς; Γιατί να με ενοχοποιήσετε;… Δεν έχω καμμιά σχέση με
τον Ερτέν!... Δεν έχω καμμιά σχέση με τους Γκρόσμπυ… Δεν είχα
επίσης καμμιά σχέση με την δολοφονημένη κ. Χέντερσον, ούτε με
την καμαριέρα, το άλλο θύμα… Το μόνο για το οποίο μπορείτε να
με υποψιαστείτε, είναι ότι χθες ο Ιωσήφ Ερτέν, ήρθε και τριγύριζε
εδώ έξω και φαινόταν σαν να με παραμόνευε…
»Ίσως αυτό να είναι ακριβές, ίσως όχι… Το βέβαιο είναι πάντως
ότι τα κατάφερα να φύγω από δω μέσα, προστατευμένος από δύο
αστυφύλακες. Όμως τι αποδεικνύει αυτό; Σας είπα ότι δεν θα
καταλάβετε ποτέ τίποτα… Τι ρόλο παίζω σ’ αυτή την ιστορία;
Κανέναν απολύτως!... Ή τον σπουδαιότερο απ’ όλους!...
Η αδιαφορία του Μαιγκρέ, ο οποίος φαινόταν σαν να μην τον
άκουγε, τον εκνεύρισε και τον έκανε να υψώσει τον τόνο του.
– Ε, λοιπόν, τι λέτε για όλα αυτά, επιθεωρητά; Μήπως αρχίσατε
να παραδέχεστε ότι πέσατε έξω;… Όχι; Όχι ακόμα; Επιτρέψτε μου
ακόμα να σας πω, ότι έναν ένοχο στα χέρια σας, κάνατε άσχημα
που τον αφήσατε ελεύθερο. Όχι μόνο γιατί δεν θα βρείτε ίσως τον
αντικαταστάτη του, αλλά και γιατί ακόμα κι αυτός μπορεί να σας
ξεφύγει…
»Σας μίλησα, προηγουμένως, για τα ψεύτικα ίχνη που
ακολουθήσατε… Θέλετε μια καινούρια απόδειξη;… Θέλετε να σας
δώσω συγχρόνως την πρόφαση γι’ αυτό που έκανα κι αυτός
μπορεί να σας ξεφύγει…
Ήπιε την βότκα του μονορούφι, έγειρε στον καναπέ, όπου
καθόταν και βύθισε το χέρι του στην εξωτερική τσέπη του
σακακιού του. Όταν το ξανάβγαλε ήταν γεμάτο από
χαρτονομίσματα των εκατό φράγκων, καρφιτσωμένα σε μάτσα
ανά δέκα.
– Κοιτάξτε! είπε. Είναι χαρτονομίσματα καινούρια. Δηλαδή
χαρτονομίσματα των οποίων μπορείτε να εξακριβώσετε την
προέλευση. Ψάξτε! Ζητήστε!... Εκτός αν προτιμάτε να πάτε να
κοιμηθείτε, πράγμα που σας το συμβουλεύω κι εγώ.
Αφού είπε αυτά τα λόγια, σηκώθηκε. Ο Μαιγκρέ έμεινε
καθισμένος και κοίταξε τον Ράντεκ από το κεφάλι ως τα πόδια,
βγάζοντας συγχρόνως από την πίπα του πυκνούς καπνούς.
Διάφοροι πελάτες είχαν αρχίσει να φτάνουν.
– Θα με συλλάβετε λοιπόν;… έκανε ειρωνικά ο Τσέχος.
[58]
Ο αστυνομικός δεν βιάστηκε να απαντήσει. Πήρε τα
χαρτονομίσματα και τα κοίταξε. Τέλος σηκώθηκε με τη σειρά του,
αλλά τόσο αργά, ώστε τα χαρακτηριστικά του Ράντεκ
συσπάστηκαν από νευρικότητα. Έπειτα ακούμπησε τα δυο του
δάχτυλα στον ώμο του συνομιλητή του.
Ήταν ο Μαιγκρέ των μεγάλων ημερών, ο Μαιγκρέ ο δυνατός,
ο σίγουρος για τον εαυτό του, ο απαθής. Και είπε:
– Άκου, ανθρωπάκο μου…
Τα λόγια αυτά έρχονταν σε χτυπητή αντίθεση με τον τόνο του
Ράντεκ, με την νευρική του σιλουέτα και με το διαπεραστικό του
βλέμμα που έλαμπε από αντίληψη… Αλλά ο Μαιγκρέ ήταν
μεγαλύτερος είκοσι χρόνια περίπου απ’ αυτόν.
Ο Ζανβιέ, που το άκουσε αυτό, έκανε μια προσπάθεια για να
κρατήσει το γέλιο, που του προκαλούσε η χαρά του, γιατί
ξανάβρισκε επιτέλους τον αρχηγό του.
Και ο Μαιγκρέ πρόσθεσε με τον ίδιο τόνο:
– Θα ξαναβρεθούμε σύντομα…
Κατόπιν χαιρέτησε τον μπάρμαν, έβαλε τα χέρια του στις
τσέπες του και βγήκε έξω.
[60]
τσιγαροθήκες, μια τσάντα, ένα μπαστούνι κι ένα μυθιστόρημα
του οποίου δεν είχαν κοπεί ακόμα τα φύλλα.
Ο Μαιγκρέ ξανακατέβηκε κάτω, βγήκε έξω και, παίρνοντας ένα
ταξί, πήγε στο «Ριτζ» όπου είχαν περάσει τη νύχτα τους οι
Γκρόσμπυ. Εκεί, ο μαιτρ ντ’ οτέλ τον βεβαίωσε ότι οι Γκρόσμπυ,
έχοντας συντροφιά τους και τη Σουηδέζα Έντνα Ράϊχσμπεργκ
κάθονταν το περασμένο βράδυ στο τραπέζι 18. Είχαν φτάσει
κατά τις 9 και δεν είχαν φύγει πριν από τις δύο και μισή. Ο μαιτρ
ντ’ οτέλ δήλωσε ότι δεν είχε προσέξει τίποτα το εξαιρετικό…
– Και όμως τα χαρτονομίσματα… μουρμούρισε ο Μαιγκρέ
βγαίνοντας έξω και διασχίζοντας την πλατεία Βανδώμης.
Στάθηκε ξαφνικά, και λίγο έλειψε να κτυπήσει στον
προφυλακτήρα ενός αυτοκινήτου.
– Γιατί διάβολε, αυτός ο Ράντεκ μου τα έδειξε;… Και μ’ άφησε
μάλιστα να τα πάρω;… Κι αυτή η ιστορία του Σηκουάνα;… Τι είναι
αυτό πάλι;…
Και χωρίς να κάνει τον κόπο να σκεφθεί περισσότερο,
σταμάτησε το αυτοκίνητο.
– Πόση ώρα χρειάζεσαι για να πας στο Ναντύ; ρώτησε τον
σοφέρ. Είναι λίγο πιο πέρα απ’ το Κομπέϊγ.
– Μια ώρα… Οι δρόμοι είναι λασπωμένοι.
– Δρόμο λοιπόν!
Και μπαίνοντας στο ταξί, τρύπωσε σε μια γωνιά. Πέρασε εκεί
μια ώρα όπως του άρεσε… Κάπνιζε αδιάκοπα, τυλιγμένος μέσα
στο βαρύ μαύρο του πανωφόρι, που ήταν γνώριμο σε όλους τους
αστυνομικούς.
Τα τοπία των περιχώρων του Παρισιού ξετυλίγονταν μπροστά
στα μάτια του, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε κάθε τόσο τη γλαυκή
κορδέλα του Σηκουάνα…
»Ο Ράντεκ, σκεφτόταν, ένα μόνο λόγο μπορούσε να έχει για να
μου μιλήσει έτσι και να μου δείξει τα χαρτονομίσματα, να με
παραπλανήσει, έστω και προσωρινά, ρίχνοντας με σε ένα
καινούριο μυστήριο. Όμως γιατί;… Για να δώσει καιρό στον Ερτέν
να φύγει;… Για να ενοχοποιήσει τον Γκρόσμπυ; Μα έτσι
ενοχοποιείται συγχρόνως και ο ίδιος!...
Και ο αστυνομικός θυμήθηκε τα λόγια του Τσέχου:
«–Όλες οι ενδείξεις που ακολουθήσατε από την αρχή ήταν
πλαστές!...»
Διάβολε! Μήπως άραγε και ο ίδιος ο Μαιγκρέ το είχε καταλάβει
αυτό και γι’ αυτό έκανε τώρα αυτή τη συμπληρωματική έρευνα,
τη στιγμή που δικαστήριο είχε εκδώσει την απόφαση του;…
[61]
Ήταν πλαστές, αλλά ως ποιο σημείο, και πώς;… Υπήρχαν επίσης
και υλικές ενδείξεις που δεν μπορούσαν να είναι πλαστές!...
Μπορούσε βέβαια ο δολοφόνος της κ. Χέντερσον και της
καμαριέρας της να είχε πάρει τα παπούτσια του Ερτέν για να
αφήσει τα ίχνη τους μέσα στη βίλα. Όμως δεν μπορούσε να
συμβαίνει το ίδιο και με τα δαχτυλικά αποτυπώματα. Κι είχαν
βρει ένα σωρό αποτυπώματα σε πράγματα, που είχαν αφήσει
στον τόπο του εγκλήματος, όπως στις κουρτίνες και στα
σεντόνια… Τότε, τι ήταν πλαστό;
Ο Ερτέν είχε θεαθεί τα μεσάνυχτα στο «Παβιγιόν Μπλε», κοντά
στη βίλα. Κι είχε ξαναγυρίσει στο σπίτι του στο Παρίσι, στις 4 το
πρωί.
«Δεν καταλαβαίνετε τίποτα απ’ αυτή την υπόθεση, και ούτε θα
καταλάβετε ποτέ το παραμικρό!» του είχε πει κατηγορηματικά
ο Ράντεκ, ο οποίος ενώ τον αγνοούσαν όλοι, είχε προβάλει
ξαφνικά σαν από μηχανής Θεός!
Χθες ακόμα, στο «Καφέ – Κουπόλ», ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ δεν είχε
ρίξει ούτε μια ματιά στον Τσέχο. Και όταν ο Μαιγκρέ πρόφερε το
όνομα του, δεν σκίρτησε καθόλου. Αυτό όμως δεν εμπόδισε
καθόλου τα χαρτονομίσματα των εκατό φράγκων να έχουν
περάσει από την τσέπη του ενός στη τσέπη του άλλου!
Και ο Ράντεκ είχε φροντίσει να κάνει μόνος του γνωστή τη
λεπτομέρεια αυτή στην αστυνομία! Φαινόταν σαν να φρόντιζε
ο ίδιος να μπει στην πρώτη σειρά της υπόθεσης, σαν να ζητούσε
τον πρώτο ρόλο!...
«Μεσολάβησαν ακριβώς δύο ώρες ελευθερίας από τη στιγμή
που ο Ράντεκ αφέθηκε ελεύθερος από το αστυνομικό τμήμα ως τη
στιγμή που τον ξαναβρήκα στο «Καφέ - Κουπόλ». Σ’ αυτές τις δύο
ώρες, ξυρίστηκε, άλλαξε πουκάμισο… Σ’ αυτό το διάστημα όμως,
έγινε και κάτοχος των χαρτονομισμάτων των εκατό φράγκων».
Αυτά σκεφτόταν ο Μαιγκρέ. Και για να καθησυχάσει πρόσθεσε:
– Η δουλειά αυτή θα τον απασχόλησε μισή ώρα τουλάχιστον.
Έτσι δεν θα πρόφτασε να πάει στο Ναντύ και να συναντήσει τον
Ερτέν.
Το χωριό αυτό βρίσκεται σε ένα ύψωμα που δεσπόζει του
Σηκουάνα. Εκεί ο βοριάς φυσούσε δυνατά λυγίζοντας τα δέντρα.
– Πού πρέπει να σας οδηγήσω; ρώτησε ο σοφέρ τον Μαιγκρέ.
– Στην είσοδο του χωριού, απάντησε εκείνος. Και να με
περιμένεις εκεί!
Δεν υπήρχε παρά ένας καλός δρόμος στο χωριό. Και στη μέση
αυτού του δρόμου, φαινόταν μια επιγραφή που έγραφε:
[62]
«Πανδοχείο Ευαρίστου Ερτέν».
Όταν ο Μαιγκρέ έσπρωξε την πόρτα του πανδοχείου αυτού, ένα
κουδούνι χτύπησε. Αλλά δεν υπήρχε κανένας στη σάλα του που
ήταν στολισμένη με λιθογραφίες. Ωστόσο το καπέλο του
ενωμοτάρχου Ντυκάς, ήταν εκεί, κρεμασμένο από ένα καρφί.
– Δεν είναι κανένας εδώ; Ε! φώναξε ο Μαιγκρέ.
Αμέσως άκουσε βήματα πάνω από το κεφάλι του, αλλά πέρασαν
τουλάχιστον πέντε λεπτά έως ότου αυτός που περπατούσε να
αποφασίσει να κατέβει τη σκάλα, η οποία βρισκόταν στην πόρτα
του πανδοχείου. Τότε ο Μαιγκρέ είδε μπροστά του έναν άνθρωπο
καμμιά εξηνταριά χρονών, ο οποίος προσήλωσε το βλέμμα του
επάνω του με μια αλλόκοτη επιμονή.
– Τι θέλετε; τον ρώτησε πριν κατέβει ακόμη το τελευταίο
σκαλοπάτι.
Αλλά σχεδόν αμέσως πρόσθεσε:
– Είστε και εσείς αστυνομικός;
Η φωνή του ήταν άχρωμη και με δυσκολία ξεχώριζαν οι
συλλαβές των λέξεων. Δεν είπε τίποτα περισσότερο. Μόνο, με
κουρασμένη χειρονομία του έδειξε το επάνω πάτωμα, σαν να τον
προσκαλούσε να ανέβει κι αυτός επάνω. Κατόπιν, ο ίδιος
ξανανέβηκε αργά τη σκάλα. Ο Μαιγκρέ τον ακολούθησε…
Μπερδεμένος θόρυβος, ακουγόταν στο επάνω πάτωμα.
Ο Μαιγκρέ, ακολουθώντας τον γέρο Ερτέν, αφού ανέβηκε τη
σκάλα, διέσχισε ένα διάδρομο. Στην άκρη του διαδρόμου αυτού
βρισκόταν μια πόρτα, την οποία ο γέρος άνοιξε. Ο Μαιγκρέ μπήκε
μέσα σ’ ένα δωμάτιο, όπου είδε τον ενωμοτάρχη Ντυκάς, ο οποίος
στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο κοντά σε ένα παράθυρο, και
ο οποίος δεν είδε αμέσως τον προϊστάμενο του.
Είδε κατόπιν ένα κρεβάτι, έναν άνθρωπο σκυμμένο πάνω
σ’ αυτό και πιο πέρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα σωριασμένη
σε μια πολυθρόνα. Η κάμαρη της ήταν μεγάλη και το πάτωμα της
έτριζε καθώς περπατούσε κανείς σ’ αυτό.
– Κλείσε την πόρτα! είπε νευρικά ο άνθρωπος που βρισκόταν
πάνω από το κρεβάτι.
Ήταν ένας γιατρός. Η βαλίτσα με τα εργαλεία του φαινόταν
ανοιχτή πλάι του σε ένα στρογγυλό τραπέζι. Τέλος ο Ντυκάς είδε
τον Μαιγκρέ και πλησιάζοντας τον του είπε:
– Ήρθατε κιόλας;… Δεν είναι μια ώρα που σας τηλεφώνησα…
Επάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος σαν ένα πράγμα
σπασμένο, ο Ιωσήφ Ερτέν, ο δραπέτης, με το στήθος γυμνό, με την
επιδερμίδα του μελανιασμένη, με τα πλευρά του να προεξέχουν.
[63]
Η γριά γυναίκα, η μητέρα του, αναστέναζε κάθε τόσο. Ο πατέρας
του που πήγε και στάθηκε πλάι στο κρεβάτι, είχε βλέμμα
τρομαχτικό.
– Ελάτε, είπε ο Ντυκάς στον Μαιγκρέ. Θα σας πω τι συνέβη.
Οι δύο αστυνομικοί βγήκαν έξω. Στον διάδρομο, ο ενωμοτάρχης
άνοιξε την πόρτα μιας άλλης κάμαρης που το παράθυρο της
έβλεπε στην αυλή. Μπήκαν και οι δύο μέσα.
– Λοιπόν, ρώτησε ο Μαιγκρέ.
– Σας ορκίζομαι πως πέρασα πολύ άσχημο πρωινό! άρχισε να
λέει ο Ντυκάς. Μόλις σας τηλεφώνησα, ξανάρθα κατευθείαν εδώ
και έγνεψα στον χωροφύλακα που είχα αφήσει ότι μπορούσε να
φύγει… Αυτό που συνέβη τότε το μάντεψα σιγά-σιγά…
»Ο πατέρας Ερτέν βρισκόταν κάτω στη σάλα μαζί μου…
Με ρώτησε μάλιστα αν ήθελα να φάω τίποτα… Αισθάνθηκα ότι με
κοίταζε καχύποπτα, προπάντων, όταν του είπα ότι θα κοιμόμουν
ίσως στο πανδοχείο και ότι περίμενα κάποιον…
»Ξαφνικά, τη στιγμή εκείνη, ακούστηκαν μουρμουρητά στην
κουζίνα που βρίσκεται στο πίσω μέρος του σπιτιού. Είδα τότε τον
γέρο Ερτέν να τεντώνει τα αυτιά του ξαφνιασμένος.
»– Εσύ είσαι, Βικτωρίνα; φώναξε.
»Στην αρχή κανένας δεν απάντησε. Αλλά, έπειτα από δύο -τρία
λεπτά παρουσιάστηκε η γυναίκα του με αλλόκοτη έκφραση. Είχε
την έκφραση του ανθρώπου που είναι αναστατωμένος, και που
θέλει να φαίνεται φυσικός.
»–Πάω για το γάλα, είπε στον σύζυγο της.
»–Μα δεν είναι ώρα ακόμα, παρατήρησε εκείνος.
»Η γριά ωστόσο έφυγε, με τα τσόκαρα της, με ένα σάλι στον ώμο
της. Ο άντρας της τότε κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, όπου είχε
μείνει η κόρη του.
»Άκουσα αμέσως από εκεί φωνές, λυγμούς, αλλά μονάχα μια
φράση του γέρου κατόρθωσα να ξεχωρίσω:
»–Έπρεπε να το υποψιαστώ αυτό… Αυτή η μάνα σου δεν έχει
καθόλου μυαλό…
»Και βγήκε στην αυλή με μεγάλα βήματα. Εκεί τον άκουσα να
ανοίγει μια πόρτα, την πόρτα χωρίς άλλο της αποθήκης, στην
οποία είχε καταφύγει ο Ιωσήφ Ερτέν.
»Ο γέρος δεν ξαναπαρουσιάστηκε παρά ύστερα από μια ώρα, και
συγχρόνως βγήκε και η κόρη του για να σερβίρει δύο αμαξάδες
που ήθελαν κρασί.
»Είχε τα μάτια της κόκκινα και δεν τολμούσε να μας κοιτάξει.
Σε λίγο ξαναγύρισε και η γριά. Τότε έγινε μεταξύ πατέρα,
[64]
μητέρας και κόρης οικογενειακό συμβούλιο στο βάθος του
σπιτιού. Όταν ο πατέρας παρουσιάστηκε ξανά είχε το τρομερό
βλέμμα που τον είδατε να έχει και προ ολίγου…
»Αργότερα μόνο κατάλαβα όλα αυτά τα πήγαινε – έλα. Οι δύο
γυναίκες, η μητέρα και η κόρη, είχαν ανακαλύψει τον Ιωσήφ
Ερτέν στην αποθήκη, όπου είχε τρυπώσει και αποφάσισαν να μην
πουν τίποτα στον πατέρα του. Αλλά αυτός μυρίστηκε κάτι στον
αέρα… Και μόλις η γυναίκα του έφυγε, ο γέρο-Ερτέν ρώτησε την
κόρη του, η οποία δεν μπόρεσε να κρατηθεί και του ομολόγησε
όλη την αλήθεια… Τότε πήγε και είδε μόνος του τον δραπέτη και
του δήλωσε ορθά-κοφτά ότι δεν τον ήθελε πια στο σπίτι του.
»Τον είδατε τον γέρο, αρχηγέ… Είναι πολύ τίμιος άνθρωπος με
πολύ αυστηρές ηθικές αρχές… Συγχρόνως, μάντεψε και ποιος
πραγματικά ήμουν εγώ… Μολαταύτα, νομίζω ότι δεν θα είχε
καμμιά διάθεση να μου παραδώσει τον δραπέτη αν του τον
ζητούσα… Απεναντίας μάλιστα φαινόταν αποφασισμένος να τον
βοηθήσει να φύγει…
»Πάντως, κατά τις δέκα, ενώ καθόμουν μπροστά στο παράθυρο
της αυλής, είδα τη γριά, η οποία, παρ’ όλη τη βροχή, περπατούσε
με τις κάλτσες της και τραβούσε κρυφά για την αποθήκη, όπου
ήταν κρυμμένος ο γιος της. Μόλις όμως μπήκε μέσα, έβγαλε
δυνατές κραυγές. Έτρεξα τότε συγχρόνως με τον γέρο Ερτέν κι
αυτό που αντίκρυσαν τα μάτια μας μέσα την αποθήκη, έκανε το
αίμα μας να παγώσει μέσα στις φλέβες μας.
»Ο Ιωσήφ Ερτέν βρισκόταν μετέωρος ανάμεσα στο ταβάνι και
το πάτωμα, κοντά στον τοίχο και χρειάστηκα να ζυγώσω κοντά
για να δω πως ήταν κρεμασμένος από ένα καρφί. Ο γέρος είχε,
ωστόσο περισσότερη ετοιμότητα πνεύματος από μένα, γιατί
έσπευσε αμέσως να κόψει το σχοινί. Ξάπλωσε κατόπιν το γιο του
επάνω στο σανό και άρχισε να του τραβάει τη γλώσσα ενώ
συγχρόνως φώναξε στην κόρη του να πάει να φέρει τον γιατρό.
»Από τη στιγμή εκείνη, όλοι είναι σαν τρελοί μέσα στο σπίτι…
Τους είδατε άλλωστε… Εγώ νοιώθω ακόμα τον λαιμό μου
σφιγμένο… Δεν μπορώ να συνέλθω από την συγκίνηση μου…
Κανένας στο χωριό δεν ξέρει την αλήθεια… Νομίζουν πως είναι
άρρωστη η γριά…
»Εγώ και ο γέρος, μεταφέραμε τον κρεμασμένο στο επάνω
πάτωμα, και είναι μια ώρα που ο γιατρός παιδεύεται μαζί του…
Φαίνεται πως ο Ιωσήφ Ερτέν θα γλιτώσει… Ο πατέρας του ούτε
που ξέσφιξε μια στιγμή τα δόντια του για να πει έστω και μία
λέξη… Η κόρη έπαθε μια νευρική κρίση και αναγκάστηκαν να την
[65]
κλείσουν στην κουζίνα για να την εμποδίσουν να φωνάζει…»
Μια πόρτα άνοιξε τη στιγμή εκείνη. Ο Μαιγκρέ βγήκε στο
κεφαλόσκαλο και είδε τον γιατρό που ετοιμαζόταν να φύγει.
Κατέβηκε συγχρόνως με αυτόν και τον σταμάτησε κάτω στη
σάλα.
– Αστυνόμος Μαιγκρέ, της δίωξης, γιατρέ, του είπε. Τι κάνει
ο κρεμασμένος;
Ήταν ένας γιατρός αγαθός, που δεν φρόντισε καθόλου να
κρύψει την αντιπάθεια του για τους αστυνομικούς.
– Ήρθατε να τον πάρετε; ρώτησε με κάποιον εχθρικό τόνο.
– Δεν ξέρω… Τι κάνει;
– Ευτυχώς, τον ξεκρέμασαν εγκαίρως, είπε ο γιατρός.
Μα θα χρειαστεί μερικές μέρες για να συνέλθει… Φαίνεται… πως
ήταν εξαντλημένος πολύ από τη φυλακή. Δεν έχει πια σχεδόν αίμα
στις φλέβες του…
– Θα σας παρακαλούσα να μη μιλήσετε σχετικά σε κανένα, είπε
ο Μαιγκρέ.
– Η σύσταση σας είναι περιττή. Υπάρχει το επαγγελματικό
μυστικό, απάντησε ο γιατρός κι έφυγε.
Ο γέρο Ερτέν κατέβηκε κι αυτός σε λίγο. Το βλέμμα του
παραμόνευε τον αστυνομικό. Αλλά δεν του έκανε την παραμικρή
ερώτηση. Μηχανικά, πήρε δύο αδειανά ποτήρια που ήταν σε ένα
τραπέζι και τα έβαλε στον πάγκο.
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από αγωνία. Οι αναστεναγμοί της
νέας κυρίας ακούγονταν από την κουζίνα. Τέλος ο Μαιγκρέ
αναστέναξε και τραύλισε με καλοσύνη στο γέρο:
– Θα σας έκανε ευχαρίστηση να τον κρατήσετε μερικές μέρες
εδώ;
Δεν έλαβε ωστόσο καμμιά απάντηση. Και εξακολούθησε:
– Αν τον κρατήσετε, είμαι υποχρεωμένος να αφήσω έναν από
τους ανθρώπους μου εδώ…
Το βλέμμα του γέρου κοίταξε για μια στιγμή τον ενωμοτάρχη
Ντυκάς κι έπειτα ξαναχαμήλωσε. Συγχρόνως ένα δάκρυ κύλησε
στο μάγουλο του…
– Ορκίστηκε στη μάνα του ότι δεν σκότωσε… τραύλισε.
Θέλησε να πει κι άλλα, όμως η φωνή του πνίγηκε στους
συγκρατημένους του λυγμούς. Κατόπιν γέμισε ένα ποτήρι ρούμι
και το άδειασε μονορούφι ανατριχιάζοντας σύγκορμος.
Ο Μαιγκρέ γύρισε στον ενωμοτάρχη Ντυκάς και του ψιθύρισε:
– Μείνε…
Ο ίδιος ωστόσο δεν έφυγε αμέσως. Έκανε το γύρο του σπιτιού
[66]
και βρήκε μια πόρτα που άνοιγε στην πισινή του αυλή. Ανάμεσα
στα τζάμια της κουζίνας είδε την αδελφή του Ερτέν που έκλαιγε,
έχοντας το κεφάλι της χωμένο μέσα στα χέρια της. Από την άλλη
μεριά της αυλής, η πόρτα της αποθήκης ήταν διάπλατα ανοιγμένη
και φαινόταν ένα κομμάτι σχοινί που κρεμόταν ακόμα από ένα
σιδερένιο καρφί. Ο Μαιγκρέ ύψωσε τους ώμους του και
ξαναγύρισε πάλι στη σάλα του πανδοχείου όπου βρήκε τον
ενωμοτάρχη Ντυκάς μόνο του.
– Πού είναι ο γέρος; Τον ρώτησε.
– Επάνω.
– Δεν σου είπε τίποτα;… Θα στείλω κάποιον για να σε
ξεκουράζει…
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκαν από το επάνω πάτωμα λυγμοί.
– Εσύ! Ναι, εσύ τον σκότωσες! Φώναζε η γριά μητέρα στον
άντρα της. Φύγε! Τον σκότωσες!... Μικρέ… Μικρούλη μου Ιωσήφ!
Ο Μαιγκρέ άνοιξε την πόρτα και έφυγε, πηγαίνοντας να βρει το
ταξί που τον περίμενε στην είσοδο του χωριού.
[67]
VIII
Όταν το ταξί που μετέφερε τον Μαιγκρέ, έφτασε στο Σαιν Κλου,
ο αστυνομικός είπε στον σοφέρ να σταματήσει και κατέβηκε
μπροστά στη βίλα Χέντερσον, όπου είχε διαπραχτεί το διπλό
έγκλημα. Θα ήταν η ώρα λίγο περισσότερο από τρεις το
απόγευμα.
Ξαναγυρίζοντας από το Ναντύ, ο Μαιγκρέ θυμήθηκε στον δρόμο
πως είχε ξεχάσει να παραδώσει στους κληρονόμους της
δολοφονημένης το κλειδί της βίλας που του το είχαν εμπιστευτεί
τον Ιούλιο για της ανάγκες της ανάκρισης.
Και ξαφνικά σκέφτηκε να επισκεφτεί για μια φορά ακόμη τη
ματωμένη βίλα. Πήγαινε τώρα εκεί χωρίς σκοπό, ή μάλλον με την
ελπίδα ότι η τύχη θα τον έκανε να ανακαλύψει κάποια
λεπτομέρεια που του είχε ξεφύγει ή ακόμα ότι η ατμόσφαιρα εκεί
μέσα θα του έφερνε κάποια έμπνευση.
Το κύριο κτήριο της βίλας περιστοιχισμένο από έναν κήπο, ήταν
μεγάλο, χωρίς ρυθμό, στολισμένο με ένα πυργίσκο κακού
γούστου. Όλα τα παντζούρια ήταν κλειστά. Οι δεντροστοιχίες
είχαν σκεπαστεί από κίτρινα φύλλα.
Η καγκελόπορτα της εισόδου υποχώρησε στο σπρώξιμο του και
ο αστυνομικός προχώρησε άκεφα στον κήπο που του θύμιζε
νεκροταφείο. Ανέβηκε τα τέσσερα σκαλοπάτια της εισόδου του
σπιτιού, άνοιξε την πόρτα, προχώρησε δύο βήματα και στάθηκε
εκεί μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια του στο μισοσκόταδο που
επικρατούσε μέσα στο σπίτι.
Εκεί μέσα, το περιβάλλον ήταν πένθιμο, πλούσιο και άθλιο
συγχρόνως. Το ισόγειο της βίλας έμενε αχρησιμοποίητο εδώ και
τέσσερα χρόνια, δηλαδή από τότε που είχε πεθάνει
ο κ. Χέντερσον. Μα τα περισσότερα από τα έπιπλα και τα
αντικείμενα είχαν μείνει στη θέση τους.
Ο Μαιγκρέ προχώρησε στο σαλόνι και γύρισε τον διακόπτη του
ηλεκτρικού. Καμμιά δωδεκαριά φώτα από τα είκοσι που ήταν
εκεί, άναψαν. Αλλά οι λάμπες ήταν τόσο γεμάτες από σκόνη, ώστε
θόλωναν το φως.
Σε μια γωνιά ήταν σωριασμένοι και τυλιγμένοι τάπητες αξίας.
Οι πολυθρόνες είχαν σπρωχτεί προς το βάθος της αίθουσας, και
εδώ κι εκεί υπήρχαν μπαούλα και βαλίτσες χωρίς καμμιά τάξη.
Ένα από αυτά ήταν άδειο. Ένα άλλο περιείχε ακόμα, γεμάτο
[68]
ναφθαλίνη, τα ρούχα του μακαρίτη Χέντερσον. Όταν ζούσε
εκείνος, έδιναν δεξιώσεις για τις οποίες μιλούσε ολόκληρος
ο Τύπος.
Επάνω στο τεράστιο τζάκι, υπήρχε ακόμη ένα κουτί πούρα
Αβάνας μισοάδειο.
Η κ. Χέντερσον ήταν εβδομήντα περίπου χρονών, όταν έμεινε
χήρα. Πολύ κουρασμένη πια από την ηλικία της, δεν έκανε τον
κόπο να οργανώσει στο σπίτι της μια καινούρια ζωή.
Περιορίστηκε να κλειστεί στο διαμέρισμα της, αφήνοντας όλα τα
άλλα στην εγκατάλειψη… Κι εκεί μέσα στο διαμέρισμα της, μια
νύχτα, αυτή η γριά κυρία είχε δολοφονηθεί.
Ο Μαιγκρέ διέσχισε δύο άλλα σαλόνια, μια τραπεζαρία, και
βρέθηκε στην αρχή της μεγάλης μαρμάρινης σκάλας, που
οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Οι παραμικροί θόρυβοι
αντηχούσαν μέσα στο σπίτι…
Οι Γκρόσμπυ δεν είχαν αγγίξει τίποτα. Ίσως μάλιστα, από τότε
που κήδεψαν τη θεία τους να μην είχαν πατήσει καθόλου το πόδι
τους εκεί.
Τόση μεγάλη ήταν η εγκατάλειψη, ώστε ο αστυνομικός
ξαναβρήκε τον τάπητα της σκάλας ένα κερί που είχε
χρησιμοποιήσει κατά την πρώτη του έρευνα.
Όταν ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, στάθηκε ξαφνικά στο
κεφαλόσκαλο κυριευμένος από μια νευρικότητα που χρειάστηκε
μερικές στιγμές για να την διαλύσει. Και τότε τέντωσε τα αυτιά
του και κράτησε την αναπνοή του. Είχε ακούσει τίποτα; Δεν ήταν
και ο ίδιος βέβαιος. Αλλά οπωσδήποτε είχε, για τον ένα λόγο ή για
τον άλλο, την αίσθηση, ότι κάποιος βρισκόταν μέσα στο σπίτι.
Του φαινόταν ότι ξεχώριζε κάποιο ανατρίχιασμα ζωής.
Στην αρχή ύψωσε τους ώμους του αδιάφορα. Αλλά αμέσως
μετά, καθώς έσπρωξε την πόρτα που βρισκόταν μπροστά του,
έσμιξε ξαφνικά τα φρύδια του, ενώ συγχρόνως άρχισε να
αναπνέει βαθιά. Μυρωδιά καπνού είχε χτυπήσει τα ρουθούνια
του. Κάποιος είχε καπνίσει μέσα στο δωμάτιο. Ίσως μάλιστα να
κάπνιζε ακόμα κάπου αλλού…
Ο Μαιγκρέ έκανε μερικά βήματα γρήγορα και βρέθηκε μέσα στο
μπουντουάρ της δολοφονημένης. Η πόρτα της διπλανής
κρεβατοκάμαρας ήταν μισάνοιχτη, αλλά όταν ο αστυνομικός τη
διέσχισε, δεν είδε κανένα. Ωστόσο, η μυρωδιά του καπνού ήταν
ακόμα πιο δυνατή. Και επιπλέον, κάτω στο πάτωμα, φαίνονταν
στάχτες από τσιγάρο.
– Ποιος είναι; φώναξε ο Μαιγκρέ.
[69]
Θα ήθελε να φανεί λιγότερο ταραγμένος, αλλά του κάκου
προσπαθούσε να αντιδράσει ενάντια στην ταραχή του. Όλα εκεί
μέσα συντελούσαν σε αυτή. Μέσα στη κρεβατοκάμαρα μάντευε
κανείς ακόμα τα ίχνη του εγκλήματος. Ένα φόρεμα της
κ. Χέντερσον βρισκόταν ακόμα σε μια πολυθρόνα. Από τα κλειστά
παράθυρα μόλις γλιστρούσαν μερικές γραμμές φωτός. Και μέσα
σε αυτό το υποβλητικό μισοσκόταδο κάποιος κινούνταν… Γιατί
ένας θόρυβος ακούστηκε μέσα στο χώρο του μπάνιου. Ένας
θόρυβος μεταλλικός.
Ο Μαιγκρέ έτρεξε αμέσως εκεί, αλλά δεν είδε κανένα. Ξεχώρισε
ωστόσο καθαρά αυτή τη φορά θόρυβο βημάτων από την άλλη
μεριά μιας πόρτας που άνοιγε σε κάποια αποθήκη. Μηχανικά
έφερε το χέρι του στην τσέπη του, στο περίστροφο του. Άνοιξε
την πόρτα, μπήκε στην αποθήκη και διέκρινε στο βάθος της μια
σκάλα υπηρεσίας. Εδώ είχε περισσότερο φως γιατί τα παράθυρα
που έβλεπαν στον Σηκουάνα, ήταν χωρίς παντζούρια.
Κάποιος ανέβαινε τη σκάλα, προσπαθώντας να πνίξει τον
θόρυβο των βημάτων του. Ο Μαιγκρέ ξαναφώναξε:
– Ποιος είναι;
Ο πυρετός του μεγάλωνε. Μήπως είχε φτάσει πια η στιγμή που
θα τα ανακάλυπτε όλα; Άρχισε να τρέχει. Μια πόρτα ακούστηκε
που έκλεινε με δύναμη στο επάνω πάτωμα… Ο άγνωστος διέσχισε
μια κάμαρη, άνοιξε μια άλλη πόρτα και την ξανάκλεισε πίσω του.
Ο Μαιγκρέ, εν τω μεταξύ, κέρδιζε έδαφος. Όπως και στο ισόγειο,
έτσι κι εδώ τα δωμάτια ήταν εγκαταλελειμμένα, γεμάτα έπιπλα
και αντικείμενα παντός είδους.
Ένα βάζο κύλησε κάτω και έσπασε. Ο Μαιγκρέ μόνο ένα πράγμα
φοβόταν: μήπως σκοντάψει σε καμμιά πόρτα που ο φυγάς θα
πρόφταινε να βάλει τον σύρτη πίσω του.
Μα ο άλλος έφευγε πάντοτε. Είχαν διασχίσει το μισό πάτωμα.
Σε κάποια στιγμή το χέρι του Μαιγκρέ άγγιξε το πόμολο μιας
πόρτας τη στιγμή ακριβώς που το χέρι του αγνώστου
προσπαθούσε να γυρίσει το κλειδί από μέσα.
– Άνοιξε, αλλιώς… φώναξε ο Μαιγκρέ.
Όμως ο άλλος πρόφτασε και κλείδωσε. Τότε, χωρίς να σκεφτεί
καθόλου, ο αστυνομικός τραβήχτηκε πίσω μερικά βήματα και
όρμησε με όλη του τη δύναμη επάνω στην πόρτα. Η πόρτα
κλονίστηκε, αλλά δεν υποχώρησε. Την ίδια στιγμή άκουσε ένα
παράθυρο να ανοίγει στη διπλανή κάμαρη.
– Εν ονόματι του νόμου! ξαναφώναξε.
Δεν σκεφτόταν καθόλου ότι η παρουσία του σ’ αυτό το μέρος,
[70]
σ’ αυτό το σπίτι που άνηκε τώρα στον Ουίλιαμ Γκρόσμπυ, ήταν
παράνομη. Δύο –τρεις φορές, ρίχτηκε πάλι επάνω στην πόρτα της
οποίας το ένα από τα φύλλα άρχιζε να τρίζει. Καθώς έπαιρνε φόρα
για να ορμήσει για τέταρτη φορά, ένας πυροβολισμός αντήχησε
από μέσα. Ακολούθησε μια σιωπή, τόσο απόλυτη, ώστε ο Μαιγκρέ
απόμεινε εκεί μετέωρος, με το στόμα μισάνοιχτο.
– Ποιος είναι;… φώναξε. Ανοίξτε!
Αλλά τίποτα! Ούτε ένας ρόγχος δεν ακούστηκε!... Ούτε
ο χαρακτηριστικός εκείνος θόρυβος ενός περιστρόφου που το
ξαναγεμίζουν…
Τότε, κυριευμένος από λύσσα, ο αστυνομικός σακάτεψε και
πλήγιασε όλο τον δεξιό του ώμο σπρώχνοντας την πόρτα, η οποία
υποχώρησε τελικά ξαφνικά, ώστε ο Μαιγκρέ λίγο έλειψε να
σωριαστεί κάτω στην διπλανή κάμαρη.
Αέρας ψυχρός, υγρός έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο από το
οποίο φαίνονταν τα φωτισμένα τζάμια ενός ρεστοράν και
ο κίτρινος όγκος ενός τρένου. Καταγής, μπροστά στο παράθυρο,
ένας άνθρωπος ήταν καθισμένος, ακουμπισμένος με την ράχη
στον τοίχο, ελαφρά γυρισμένος προς τ’ αριστερά.
Τα γκρίζα του ρούχα και η σιλουέτα του έφτασαν στον Μαιγκρέ
για να αναγνωρίσει τον Ουίλιαμ Γκρόσμπυ, αλλά δυσκολεύτηκε
πολύ να αναγνωρίσει το πρόσωπο του. Ο Αμερικάνος είχε
τραβήξει μια σφαίρα του περιστρόφου του στο στόμα του και είχε
συντρίψει το μισό του κεφάλι.
[72]
στα μάτια άγρια, με χείλη που έτρεμαν από αγανάκτηση και
πρόφερε επιτέλους:
– Περιμένω τις εξηγήσεις σας, επιθεωρητά…
Ο Μαιγκρέ περιορίστηκε να τον οδηγήσει στο δωμάτιο, όπου
βρισκόταν το πτώμα.
– Ιδού, το είπε.
– Εσείς τον προσκάλεσατε εδώ; ρώτησε ο ανακριτής.
– Καθόλου. Δεν ήξερα καν ότι βρίσκεται εδώ… Ήρθα εντελώς
την τύχη με την ελπίδα να ανακαλύψω κανένα καινούριο ίχνος.
– Πού βρισκόταν;
– Χωρίς άλλο μέσα στην κάμαρα της θείας του… Μόλις με
αντιλήφθηκε, άρχισε να απομακρύνεται… Τον κυνήγησα… Όταν
έφτασε σ’ αυτό το δωμάτιο, κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Καθώς
προσπαθούσα να την παραβιάσω, αυτοκτόνησε…
Αν ανέλυε κανείς το βλέμμα του ανακριτή, θα καταλάβαινε πως
υποψιαζόταν τον Μαιγκρέ ότι είχε επινοήσει μόνος του όλη αυτή
την ιστορία. Αλλά στην πραγματικότητα, η έκφραση του
βλέμματος του, ήταν μόνο αποτέλεσμα της φρίκης του ανακριτή
για το μπλέξιμο που έπαιρνε η υπόθεση.
Ο ιατροδικαστής εξέταζε το πτώμα, ενώ μερικοί υπάλληλοι της
Σήμανσης έπαιρναν φωτογραφίες.
– Και ο Ερτέν τι γίνεται; ρώτησε ξερά ο ανακριτής Κομελιώ.
– Θα ξαναπάρει τη θέση του στη φυλακή της Σαντέ, όποτε
θελήσετε, απάντησε ο Μαιγκρέ.
– Τον ξαναβρήκατε;
Ο Μαιγκρέ ύψωσε τους ώμους του.
– Τότε θα τον οδηγήσετε αμέσως στη «Σαντέ», δεν είναι έτσι;
ξανάπε ο Κομελιώ.
– Στις διαταγές σας, κύριε ανακριτά.
– Αυτό μονάχα θέλατε να μου πείτε;
– Για την ώρα…
– Πιστεύετε πάντοτε ότι…
– … Ότι ο Ερτέν δεν σκότωσε; Δεν ξέρω τίποτα… Σας ζήτησα
δέκα μέρες προθεσμία. Δεν πέρασαν πάρα μόνο οι τέσσερις…
– Πού θα πάτε τώρα;
– Δεν ξέρω.
Ο Μαιγκρέ έχωσε τα χέρια του βαθιά μέσα στις τσέπες του,
παρακολούθησε με το βλέμμα του τα πήγαινε-έλα των
δικαστικών και των αστυνομικών, κι έπειτα, απότομα, κατέβηκε
στην κάμαρη της κ. Χέντερσον και ξεκρέμασε το ακουστικό.
– Εμπρός!... Δώστε μου «Ξενοδοχείο Γεωργίου 5ου’»… Εμπρός,
[73]
«Ξενοδοχείο Γεωργίου 5ου», εκεί; Έχετε την καλοσύνη να μου
πείτε αν η κ. Γκρόσμπυ βγήκε έξω;… Όχι;… Βρίσκεται στη σάλα
του τσαγιού, είπατε;… Σας ευχαριστώ… Όχι!... Μην της πείτε
τίποτα…
Ο κ. Κομελιώ, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει και στεκόταν
κοντά στην πόρτα, τον κοίταξε ψυχρά.
– Βλέπετε τι μπλεξίματα έχουμε; του είπε.
Ο Μαιγκρέ δεν απάντησε, έβαλε το καπέλο του στο κεφάλι του
και έφυγε, αφού χαιρέτησε ξερά. Δεν είχε κρατήσει το ταξί που
τον είχε φέρει και αναγκάστηκε να προχωρήσει ως την γέφυρα
του Σαιν Κλου για να πάρει ένα άλλο.
[75]
Το λεωφορείο τον έβγαλε σε λίγο μπροστά στην αστυνομία.
– Δεν με ζήτησε κανένας στο τηλέφωνο; ρώτησε τον κλητήρα
του γραφείου του.
– Ναι, σας ζήτησαν κατά τις δύο. Υπάρχει ένα σημείωμα επάνω
στο γραφείο σας.
Το σημείωμα έγραφε:
«Αναφορά του ενωμοτάρχη Ζανβιέ στον επιθεωρητή Μαιγκρέ.
Ο Ράντεκ πήγε και έκανε πρόβα στο ράφτη του. Έφαγε το
μεσημέρι σε ένα ρεστοράν του Μονπαρνάς. Στις 2 η ώρα πήρε τον
καφέ του στο «Καφέ – Κουπόλ». Τηλεφώνησε δύο φορές.»
Και από τις δύο κι ύστερα;
Ο Μαιγκρέ χώθηκε στην πολυθρόνα του, αφού κλείδωσε την
πόρτα του γραφείου του. Εκεί τον πήρε ο ύπνος και ξαφνιάστηκε
πολύ, βλέποντας, όταν ξύπνησε, πως η ώρα ήταν 10:30.
Άνοιξε την πόρτα και φώναξε τον κλητήρα:
– Με ζήτησε κανένας στο τηλέφωνο; ρώτησε.
– Εδώ είστε; ρώτησε. Νόμιζα πως βγήκατε έξω! Ο ανακριτής
Κομελιώ σας ζήτησε δύο φορές…
– Και ο Ζανβιέ;
– Καθόλου…
Έπειτα από μισή ώρα, ο Ζανβιέ έμπαινε στο μπαρ του «Καφέ –
Κουπόλ», όπου έψαξε του κάκου να βρει τον Ράντεκ και τον
ενωμοτάρχη Ζανβιέ. Τράβηξε τον μπάρμαν παράμερα και τον
ρώτησε:
– Ο Τσέχος δεν ξαναφάνηκε εδώ;
– Πέρασε το απόγευμα του εδώ μαζί με τον φίλο σας. Ξέρετε,
τον νέο με το αδιάβροχο…
– Κάθονταν στο ίδιο τραπέζι;
– Ναι, σ’ αυτή τη γωνία… Ήπιαν τουλάχιστον πέντε ουίσκι
ο καθένας…
– Πότε έφυγε;
– Έφαγαν προηγουμένως στη διπλανή μπυραρία…
– Μαζί;
– Μαζί… Θα έφυγαν πάνω-κάτω κατά τις δέκα…
– Δεν ξέρετε πού πήγαν;
– Ρωτήστε το θυρωρό… Αυτός πήγε και τους έφερε ταξί.
Ο μικρός πορτιέρης θυμήθηκε:
– Ναι! είπε. Είναι το μπλε ταξί που σταθμεύει πάντα εδώ
απέναντι… Δεν θα πήγαν μακριά, γιατί νάτο… ξαναγύρισε…
Ο σοφέρ έλεγε έπειτα μια στιγμή στον Μαιγκρέ:
– Θέλετε να μάθετε για τους δύο κυρίους που πήρα πριν
[76]
πενήντα λεπτά;… Τους πήγα στο ρεστοράν «Πελεκάνος», στην οδό
Σχολών.
– Πήγαινε με κι εμένα εκεί.
Σε λίγο ο Μαιγκρέ έμπαινε στον «Πελεκάνο» με το πιο βλοσυρό
του ύφος. Έτρεψε σε φυγή τον μικρό πορτιέρη και έπειτα το
γκαρσόνι που θέλησε να τον οδηγήσει στη μεγάλη σάλα του
ρεστοράν.
Στο μπαρ, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος γυναικών και γλεντζέδων,
βρήκε τους δύο ανθρώπους που ζητούσε, σκαρφαλωμένους σε μια
γωνιά, σε δύο ψηλά ταμπουρέ. Του έφτασε μια ματιά για να δει
ότι τα μάτια του Ζανβιέ έλαμπαν και ότι το χρώμα του ήταν πιο
κόκκινο.
Ο Ράντεκ πάλι, ήταν μάλλον σκυθρωπός και κοίταζε το ποτήρι
του. Ο Μαιγκρέ τους πλησίασε χωρίς να διστάσει , ενώ ο Ζανβιέ,
που φαινόταν μεθυσμένος, του έκανε νοήματα, τα οποία
σήμαιναν: « Όλα πάνε καλά! Αφήστε εμένα να συνεχίσω τη
δουλειά μου… Μην παρουσιάζεστε…»
Ο Μαιγκρέ στάθηκε κοντά στους δύο άντρες. Ο Ράντεκ,
βλέποντας τον, μουρμούρισε:
– Μπα!... Πάλι εδώ εσείς;
Ο Ζανβιέ χειρονομούσε πάντοτε με ένα τρόπο που τον
φανταζόταν πολύ μυστικό και πολύ εύγλωττο.
– Τι θα πιείτε, κ. επιθεωρητά; ρώτησε ο Τσέχος.
– Ότι να ‘ναι, Ράντεκ… απάντησε ο Μαιγκρέ.
– Μπάρμαν, ένα κοκτέιλ για τον κύριο…
Και ο Ράντεκ, αφού άδειασε το χρωματιστό μίγμα που είχε
μπροστά του, πρόσθεσε αναστενάζοντας:
– Σας ακούω!... Ακούς κι εσύ;… Ε, Ζανβιέ;…
Και συγχρόνως χτύπησε με μεγάλη οικειότητα στον ώμο τον
ενωμοτάρχη.
– Έχετε καιρό να πάτε στο Σαιν Κλου; ρώτησε αργά ο Μαιγκρέ.
– Εγώ; έκανε ο Τσέχος γελώντας. Χα! Χα! Τι αστεία ερώτηση…
– Ξέρετε ότι προστέθηκε ένα ακόμα πτώμα στη βίλα;
ξαναρώτησε με τον ίδιο σοβαρό τόνο ο Μαιγκρέ.
Και ο Ράντεκ, γελώντας πάντοτε, απάντησε:
– Αυτό αφορά τους νεκροθάφτες… Στην υγεία σας,
επιθεωρητά…
Ο Τσέχος δεν έπαιζε αυτή τη στιγμή ρόλο… Ήταν μεθυσμένος,
λιγότερο βέβαια από τον Ζανβιέ, αλλά αρκετά πάντως. Αυτό
έδειχναν τα μάτια του και το κορμί του που ήθελε να ακουμπάει
κάπου…
[77]
– Και ποιος είναι ο τυχερός που πέθανε; ρώτησε.
– Ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ!...
Για μερικές στιγμές, ο Ράντεκ φάνηκε να παλεύει εναντίον στο
μεθύσι του, σαν να είχε αντιληφθεί ξαφνικά τη σοβαρότητα
αυτής της στιγμής. Έπειτα γέλασε σαρκαστικά και, γέρνοντας το
κορμί του προς τα πίσω, έγνεψε στο μπάρμαν να ξαναγεμίσει τα
ποτήρια.
– Τότε, τόσο το χειρότερο για σας, είπε.
– Τι σημαίνει αυτό;…
– Ότι δεν θα καταλάβετε ποτέ τίποτα, φίλε μου!... Ποτέ,
τίποτα!... Σας το είπα αυτό από την αρχή… Και τώρα επιτρέψτε
μου με να σας προτείνω κάτι: Ο Ζανβιέ κι εγώ συμφωνήσαμε ως
προς αυτό το ζήτημα… Να δούμε αν θα συμφωνήσετε και σεις…
Με παρακολουθείτε, έτσι δεν είναι;… Εγώ δεν δίνω πεντάρα…
Αλλά, αντί να βαδίζουμε ανόητα ο ένας πίσω από τον άλλο βρίσκω
καλύτερο να κάνουμε παρέα μαζί… Φάγατε;… Σας κάνω το
τραπέζι… Κι επειδή δεν ξέρει κανείς τι τον περιμένει αύριο, σας
προτείνω να γλεντήσουμε λίγο… Εδώ είναι ένα σωρό όμορφες
γυναίκες… Θα διαλέξει καθένας μας από μία. Ο Ζανβιέ έκανε
κιόλας προστάσεις σ’ αυτή τη μελαχρινή εκεί κάτω… Εγώ διστάζω
ακόμη… Εννοείται ότι θα κάνω εγώ τα έξοδα… Τι λέτε λοιπόν;…
Και κοίταξε τον αστυνομικό, ο οποίος τον έβλεπε κι αυτός και
δεν βρήκε πια ούτε το παραμικρό ίχνος μεθυσιού στο πρόσωπο
του.
Ο Ράντεκ τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν από εξυπνάδα κι
ειρωνεία…
[78]
ΙΧ
[79]
φεύγει, ενώ ο ενωμοτάρχης, ξετρελαμένος, ρίχνει ένα
πυροβολισμό χωρίς αποτέλεσμα.
»17 Οκτωβρίου: Το μεσημέρι, ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ, η γυναίκα
του και η Έντνα Ράϊχσμπεργκ πίνουν το απεριτίφ τους στο μπαρ
του «Καφέ – Κουπόλ», όπου είναι πελάτες. Ο Τσέχος Ράντεκ, σε
ένα τραπέζι του ίδιου μπαρ τρώει ένα γιαούρτι και πίνει ένα καφέ
κρεμ. Οι Γκρόσμπυ και ο Ράντεκ δεν φαίνονται να γνωρίζονται.
»Έξω από το μπαρ, ο Ιωσήφ Ερτέν, σε κακά χάλια, πεινασμένος,
φαίνεται σαν να περιμένει κάποιον που βρίσκεται μέσα.
»Οι Γκρόσμπυ φεύγουν, και ο Ερτέν ούτε τους προσέχει καν. Και
εξακολουθεί να περιμένει απέξω, τη στιγμή που, μέσα στο μπαρ,
δεν υπάρχει κανένας άλλος, εκτός από τον Ράντεκ. Αυτό δείχνει
ότι γνωρίζονται.
»Στις 5 η ώρα, ο Τσέχος παραγγέλλει χαβιάρι και βότκα.
Αρνείται να πληρώσει και προκαλεί έτσι τη σύλληψη του από δύο
χωροφύλακες που τον πηγαίνουν στο τμήμα. Αυτό δείχνει ότι
θέλει να αποφύγει οπωσδήποτε μια συνάντηση του με τον Ερτέν.
»Μόλις ο Ράντεκ και οι χωροφύλακες απομακρύνονται, ο Ερτέν
εγκαταλείπει το πόστο του έξω από το «Καφέ – Κουπόλ» και
τραβάει για το πατρικό του σπίτι στο Ναντύ.
»Την ίδια μέρα, κατά τις 9 το βράδυ, ο Γκρόσμπυ αλλάζει στο
γραφείο του «Ξενοδοχείου του Γεωργίου 5ου» ένα χαρτονόμισμα
των 100 δολαρίων και χώνει μέσα στη τσέπη του τα γαλλικά
χαρτονομίσματα που παίρνει.
»Πηγαίνει αμέσως μαζί με την γυναίκα του σε μια
φιλανθρωπική εσπερίδα στο «Ριτζ», ξαναγυρίζει στο ξενοδοχείο
του κατά τις τρεις, και δεν φεύγει πια από το διαμέρισμα του.
»18 Οκτωβρίου: Στο Ναντύ, ο Ερτέν χώνεται στην αποθήκη του
πατρικού του σπιτιού, όπου η μητέρα του τον βρίσκει και τον
κρύβει.
»Στις 9 το πρωί, ο πατέρας του υποψιάζεται την παρουσία του,
τον ανακαλύπτει και τον διατάσσει να φύγει από το σπίτι του.
»Στις 10 η ώρα, ο Ερτέν, αποπειράται να αυτοκτονήσει, με
απαγχονισμό μέσα στην αποθήκη.
»Στο Παρίσι, ο Ράντεκ απολύεται από το αστυνομικό τμήμα της
Μονμάρτρης, κατά τις 9 το πρωί. Ξεφορτώνεται με πονηριά τον
ενωμοτάρχης Ζανβιέ, ο οποίος τον παρακολουθεί, ξυρίζεται,
αλλάζει κάπου πουκάμισο, αν και δεν έχει πεντάρα στη τσέπη του.
»Στις 10 η ώρα μπαίνει επιδεικτικά στο «Καφέ – Κουπόλ»,
δείχνει ένα χαρτονόμισμα των χιλίων φράγκων και θρονιάζεται
εκεί. Έπειτα από λίγη ώρα, τον προσκαλεί, του προσφέρει χαβιάρι
[80]
και, χωρίς να ρωτηθεί, μιλάει για την υπόθεση Χέντερσον,
λέγοντας ότι η αστυνομία δεν θα καταλάβει ποτέ τίποτα.
Αυθόρμητα κατόπιν πετάει στο τραπέζι δέκα δέσμες
χαρτονομισμάτων των εκατό φράγκων, λέγοντας ότι μπορεί να
εξακριβωθεί εύκολα η προέλευση τους.
»Ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ, ο οποίος ξαναγύρισε στο ξενοδοχείο του
στις 4 το πρωί, δεν είχε βγει ακόμα από το διαμέρισμα του. Και
όμως τα χαρτονομίσματα του Ράντεκ είναι εκείνα που παρέδωσε
το προηγούμενο βράδυ ο ταμίας του «Ξενοδοχείου Γεωργίου 5ου»
στον Γκρόσμπυ, όταν του άλλαξε το χαρτονόμισμα των εκατό
δολαρίων.
»Ο ενωμοτάρχης Ζανβιέ μένει στο «Καφέ – Κουπόλ» για να
παρακολουθήσει τον Ράντεκ. Μετά το πρόγευμα, ο Τσέχος τον
προσκαλεί να πιούνε μαζί. Εν τω μεταξύ τηλεφωνεί κάπου δύο
φορές.
»Στις 4 η ώρα, ο Μαιγκρέ αντιλαμβάνεται την παρουσία ενός
ανθρώπου στη βίλα του Σαιν Κλου, η οποία ωστόσο έχει
εγκαταλειφθεί μετά την κηδεία της κ. Χέντερσον και της
καμαριέρας της. Είναι ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ, ο οποίος βρίσκεται
στο επάνω πάτωμα. Ακούει τον ήχο των βημάτων του Μαιγκρέ
στον κήπο κι ασφαλώς τον βλέπει από το παράθυρο. Σπεύδει
αμέσως να κρυφτεί. Αλλά ο Μαιγκρέ τον καταδιώκει κι εκείνος
απομακρύνεται από δωμάτιο σε δωμάτιο. Φτάνοντας τελικά σε
μια κάμαρη χωρίς άλλη έξοδο, και βλέποντας ότι δεν μπορεί να
ξεφύγει από πουθενά, αυτοκτονεί, φυτεύοντας μια σφαίρα στο
κεφάλι του.
»Την ίδια ώρα η κ. Γκρόσμπυ και η φίλη της Έντνα Ράϊχσμπεργκ
χορεύουν στη σάλα του τσαγιού στο «Ξενοδοχείο Γεωργίου 5ου».
»Ο Ράντεκ προσκαλεί τον ενωμοτάρχη Ζανβιέ να φάνε μαζί και
κατόπιν πάνε για να πιούν στον «Πελεκάνο», ένα κέντρο στου
Καρτιέ Λατέν. Είναι μεθυσμένοι όταν ο Μαιγκρέ τους συναντά
κατά τις 11 τη νύχτα και, ως τις 4 το πρωί, ο Ράντεκ βρίσκει
διασκεδαστικό να τους τραβάει από μπαρ σε μπαρ, να τους δίνει
να πίνουν, και να πίνει και ο ίδιος, παρουσιαζόμενος πότε
μεθυσμένος και πότε νηφάλιος, πετώντας φράσεις σαρκαστικές
και επαναλαμβάνοντας ολοένα ότι η αστυνομία δεν θα
διαφωτίσει ποτέ την υπόθεση Χέντερσον.
»Στις 4 η ώρα προσκαλεί δύο γυναίκες στο τραπέζι του.
Επιμένει να κάνουν και οι σύντροφοι του το ίδιο, κι επειδή εκείνοι
αρνούνται, παίρνει τις δύο γυναίκες και πάει μαζί τους σε ένα
ξενοδοχείο του βουλεβάρτου Σαιν Ζερμαίν.
[81]
»19 Οκτωβρίου: Στις 8 το πρωί, το γραφείο του ξενοδοχείου
αυτού, απαντώντας σε ένα τηλεφώνημα του Μαιγκρέ, λέει:
«Οι δύο γυναίκες κοιμούνται ακόμα. Ο φίλος τους μόλις έφυγε.
Πλήρωσε.»
[83]
– Σημείωσε ότι αυτά τα λόγια τα είπε στον συντάκτη της
εφημερίδας που τα γράφει ο διευθυντής της Αστυνομίας ο ίδιος…
Δεν άλλαξα ούτε μια συλλαβή τους… Ακούσατε; Ο δολοφόνος του
Τάιλερ δεν συνελήφθη ποτέ!...
Ο Μαιγκρέ, προσποιούμενος τον αδιάφορο, ξάπλωσε στην
πολυθρόνα του, τέντωσε τα πόδια του και περίμενε με το
αφηρημένο ύφος ανθρώπου που δεν τον ενδιαφέρουν και τόσο
αυτά που ακούει.
– Ώστε αποφασίσατε να εξακριβώσετε τον ρόλο που έπαιξε
ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ στο έγκλημα; ρώτησε ο Ράντεκ. Όμως στην
αρχή των ανακρίσεων, η Αστυνομία δεν σκέφτηκε ή δεν τόλμησε
να τον αναμείξει στην υπόθεση!...
– Μου φέρνετε πληροφορίες σχετικά; ρώτησε ο Μαιγκρέ με το
ίδιο αδιάφορο ύφος.
– Αν θέλετε! Όλος ο κόσμος άλλωστε, στο Μονπαρνάς,
θα μπορούσε να σας δώσει αυτές τις πληροφορίες. Κατά πρώτο,
πριν πεθάνει η θεία του, ο Γκρόσμπυ είχε εξακόσιες χιλιάδες
φράγκα σε χρέη. Και αυτός ακόμα ο μπάρμαν του «Καφέ –
Κουπόλ» του δάνειζε χρήματα. Αυτό συμβαίνει συχνά με ορισμένα
μέλη πλουσίων οικογενειών. Ο Γκρόσμπυ αν και ανιψιός του
Χέντερσον, δεν ήταν ποτέ πλούσιος. Και ένας άλλος από τους
θείους του είναι εκατομμυριούχος. Ένας ξάδελφος του πάλι είναι
διευθυντής της μεγαλύτερης αμερικανικής Τράπεζας. Αυτός όμως
ήταν φτωχός γιατί ο πατέρας του είχε χρεοκοπήσει πριν δέκα
χρόνια.
»Εκτός αυτού, όλοι οι θείοι του είχαν παιδιά, εκτός από τους
Χέντερσον. Ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ όμως περνούσε τον καιρό του
γλεντώντας και περιμένοντας την ημέρα που θα πέθαινε ο γέρο
Χέντερσον, ο θείος του, και έπειτα η θεία του, για να τους
κληρονομήσει… Έχετε να πείτε τίποτα;
– Τίποτα…
Ήταν φανερό πως η σιωπή του Μαιγκρέ στενοχωρούσε τον
Τσέχο.
– Ξέρετε πιο καλά από μένα, εξακολούθησε ο Ράντεκ, ότι στο
Παρίσι, όποιος έχει κάποιο όνομα με πέραση, μπορεί να ζήσει
θαυμάσια και χωρίς χρήματα… Ο Γκρόσμπυ επιπλέον ήταν και ένα
γοητευτικό παλικάρι… Δεν δούλεψε ποτέ του… Γι’ αυτό και
ξεχείλιζε πάντα από ζωή, από κέφι… Ήταν σαν ένα μεγάλο παιδί
ευτυχισμένο, γιατί ζούσε και γιατί τα χαιρόταν όλα…
»Ω! πόσο αγαπούσε τις γυναίκες!... Το λέω αυτό χωρίς κακία…
Είδατε την κυρία Γκρόσμπυ. Δεν είναι ωραία; Την αγαπούσε πολύ.
[84]
»Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να… Ναι, αυτό δεν τον εμπόδιζε να
του αρέσουν και όλες οι άλλες όμορφες γυναίκες… Πολλές φορές,
στο «Καφέ – Κουπόλ» είχα δει όμορφες γυναικούλες να γνέφουν
στον Ουίλιαμ την ώρα που έπαιρνε το απεριτίφ του με τη γυναίκα
του… Εκείνος τότε έλεγε στην κ. Γκρόσμπυ:
»–Μου επιτρέπεις να λείψω λίγο;… Έχω κάποια επείγουσα
εργασία…
»Και πήγαινε να βρει έξω μια από τις φιλεναδίτσες του, για να
την οδηγήσει στο πρώτο τυχαίο ξενοδοχείο… Αυτό το είδα εκατό
φορές με τα ίδια μου τα μάτια… Επίσης και η Έντνα Ράϊχσμπεργκ,
η φίλη της γυναίκας του, ήταν ερωμένη του… Και ένα σωρό άλλες!
Δεν μπορούσε να αρνηθεί τίποτα στις γυναίκες… Μου φαίνεται
ότι τις αγαπούσε όλες…»
Ο Μαιγκρέ χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και δεν είπε λέξη.
– Τι κέφι που το είχε πάντα! συνέχισε ο Ράντεκ. Ποτέ μου δεν
τον είδα συλλογισμένο… Ήταν ένας άνθρωπος, που από την
κούνια του, είχε το χάρισμα να είναι πάντα εύθυμος, ένας
άνθρωπος, που αγαπούσε όλο τον κόσμο, που όλος ο κόσμος τον
αγαπούσε και του τα συγχωρούσε όλα, ακόμη και τα πράγματα
που δεν θα τα συγχωρούσε σε κανένα!... Ένας άνθρωπος που
πετύχαινε σε όλα του!... Παίζετε χαρτιά;… Όχι… Δεν ξέρετε λοιπόν
τι είναι να βλέπετε τον αντικρινό σας να τραβάει εφτά και εσείς
να τραβάτε οχτώ… Ή να τραβάει ο αντικρινός σας οχτώ και σεις
να τραβάτε εννέα… Αυτό γινόταν ταχτικά με τον Γκρόσμπυ…
Σαν να ζούσε όχι στο δικό μας κόσμο, αλλά στον κόσμο των
ονείρων…
»Όταν κληρονόμησε από τη θεία του δεκαπέντε-δεκάξι
εκατομμύρια φράγκα από τα οποία πρέπει να αφαιρέσουμε ένα,
με το οποίο πλήρωσε τα χρέη του…
– … Αυτοκτόνησε! πρόσθεσε ξερά ο Μαιγκρέ.
Τότε ο Τσέχος γέλασε σιωπηλά, με ένα γέλιο που δύσκολα θα
μπορούσε να το αναλύσει κανείς. Σηκώθηκε για να πετάξει το
τσιγάρο του στη σταχτοθήκη, και ξανακάθισε στη θέση του
λέγοντας μια έκφραση αινιγματική:
– Σκοτώθηκε μόλις χθες!
– Σε αυτό θέλατε να καταλήξετε; είπε ο Μαιγκρέ με φωνή
ξαφνικά θυμωμένη.
Και ο αστυνομικός σηκώθηκε και κοίταξε τον Ράντεκ μέσα στα
μάτια και ύστερα από πάνω ως κάτω.
Ακολούθησε μια σιωπή σχεδόν αγωνιώδη. Τέλος ο Μαιγκρέ είπε
με τον ίδιο τόνο:
[85]
– Τι ήρθατε να κάνετε εδώ;
– Να κουβεντιάσω, απάντησε ο Ράντεκ. Ή, αν προτιμάτε, να
σας βοηθήσω… Πρέπει να ομολογήσετε, ότι θα χρειαζόσασταν
κάμποσο καιρό για να συγκεντρώσετε τις πληροφορίες που σας
έδωσα για τον Γκρόσμπυ… Θέλετε κι άλλες μήπως, εξίσου
αυθεντικές;…
»Είδατε την Έντνα Ράϊχσμπεργκ;… Είναι μόλις είκοσι χρονών.
Ε, λοιπόν, πριν από ένα χρόνο ήταν ερωμένη του Γκρόσμπυ και
φίλη της γυναίκας του… Ο Γκρόσμπυ μάλιστα θα χώριζε τη
γυναίκα του για να την παντρευτεί και να προσθέσει στα
εκατομμύρια του τα εκατομμύρια του πατέρα της…
Ο Ράντεκ είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Η φωνή του γινόταν
ολοένα πιο αφύσικη, πιο βραχνή.
– Εν τω μεταξύ, συνέχισε, ο Ιωσήφ Ερτέν κέρδιζε εξακόσια
φράγκα το μήνα, σπρώχνοντας, ολημερίς μέσα στους δρόμους του
Παρισιού ένα καροτσάκι φορτωμένο λουλούδια…
– Και σεις; ρώτησε με τόνο σκληρό ο Μαιγκρέ, ενώ το βλέμμα
του καρφωνόταν μέσα στα μάτια του Τσέχου…
– Ω, εγώ…
Και οι δύο άντρες σώπασαν. Ο Μαιγκρέ άρχισε να κόβει βόλτες
στο γραφείο του. Στάθηκε μια στιγμή για να γεμίσει την πίπα του,
ενώ ο Ράντεκ άναβε άλλο τσιγάρο. Η κατάσταση ήταν αλλόκοτη.
Θα ήταν πολύ δύσκολο κανείς να μαντέψει αυτό που είχε πάει να
κάνει ο Τσέχος εκεί πέρα. Δεν φαινόταν καθόλου διατεθειμένος
να φύγει. Φαινόταν μάλλον σαν να περίμενε κάτι.
Και ο Μαιγκρέ πάλι, απέφευγε να του δείχνει την περιέργεια
του, απευθύνοντας του διάφορες ερωτήσεις.
Ο Ράντεκ μίλησε πρώτος και είπε με φωνή πολύ σιγανή:
– Τι ωραία, αλήθεια, έγκλημα!... Μιλάω για τη δολοφονία του
σκηνοθέτη Τέιλορ… Ήταν μόνος μέσα στη κάμαρη του στο
ξενοδοχείο. Μια νεαρή σταρ πήγε να τον επισκεφθεί… Κανένας,
κατόπιν δεν τον είδε ζωντανό… Καταλαβαίνετε… Αντιθέτως,
είδαν την εν λόγω σταρ να βγαίνει από την κάμαρη του, χωρίς
εκείνος να τη συνοδεύει… Ε, λοιπόν! δεν τον είχε σκοτώσει
εκείνη!...
Είχε καθίσει στην καρέκλα που ο Μαιγκρέ προόριζε συνήθως
για τους επισκέπτες του, και που βρισκόταν μέσα στο φως. Ήταν
ένα φως άχρωμο, όμοιο με φως κλινικής. Ποτέ το πρόσωπο του
Τσέχου δεν είχε τόσο ενδιαφέρον. Το μέτωπο του ήταν ψηλό, με
προεξοχές και με αναρίθμητες ρυτίδες, που ωστόσο δεν τον
έκαναν να φαίνεται καθόλου γερασμένο. Ο Ράντεκ δεν ήταν
[86]
αδύνατος, ωστόσο φαινόταν ασθενικός. Εκνευριζόταν με ένα
ξεχωριστό τρόπο, παράδοξο για ένα ψυχολόγο. Ούτε ένα
χαρακτηριστικό του προσώπου του δεν σάλευε, αλλά τα μάτια
του κινούνταν αδιάκοπα.
– Τι θα τον κάνουν τον Ερτέν; ρώτησε έπειτα από πέντε λεπτά
σιωπής.
– Θα τον αποκεφαλίσουν! Μουρμούρισε ο Μαιγκρέ με τα δυο
του χέρια στις τσέπες του παντελονιού του.
– Φυσικά!... είπε. Ποιος λογαριάζει έναν άνθρωπο που κερδίζει
εξακόσια φράγκα το μήνα… Αλήθεια, πέστε μου: Είστε βέβαιος ότι
ο Γκρόσμπυ αυτοκτόνησε;… Είναι τόσο εύκολο να παρουσιαστεί
ένα έγκλημα ως αυτοκτονία… Σίγουρα μάλιστα θα με
κατηγορούσαν ότι τον σκότωσα εγώ, αν δεν βρισκόμουν την ώρα
εκείνη με τον επιθεωρητή Ζανβιέ…
Σταμάτησε για μια στιγμή κι έπειτα ρώτησε:
– Έχετε σύζυγο, επιθεωρητά;
– Ναι… Λοιπόν;
– Τίποτα. Είστε τυχερός… Μια γυναίκα… Ένα νοικοκυρόσπιτο.
Η ικανοποίηση που νιώθει κανείς όταν κάνει το καθήκον του…
Την Κυριακή θα πηγαίνετε στο ψάρεμα… Εκτός αν παίζετε
μπιλιάρδο… Εγώ το βρίσκω αυτό θαυμάσιο… Μονάχα που για να
χαίρεται κανείς αυτά, πρέπει να έχει πατέρα με αρχές και που να
παίζει κι αυτός μπιλιάρδο…
– Πού συναντήσατε για πρώτη φορά τον Ιωσήφ Ερτέν;
Ο Μαιγκρέ πέταξε την ερώτηση αυτή, νομίζοντας πως κάνει ένα
πράγμα πολύ έξυπνο. Αλλά πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση
του, είχε μετανιώσει κιόλας.
– Πού τον στον συνάντησα για πρώτη φορά; έκανε ο Τσέχος.
Μέσα στις εφημερίδες… Όπως όλος ο κόσμος!... Εκτός αν… Θεέ
μου, πολύ πολύπλοκη είναι η ζωή!... Όσο σκέφτομαι ότι μ’ αυτή
την υπόθεση ριψοκινδυνεύετε τη θέση σας… τη γαλήνη της ζωής
σας… την ηλικία σας… Έπειτα από τόσα χρόνια υπηρεσία…
»Δεν την παρατάτε αυτή την υπόθεση… Αφήστε τον Ερτέν να
εκτελεστεί. Δεν πειράζει αν είναι αθώος.
Ο Τσέχος στάθηκε και έπειτα είπε απότομα:
– Πέστε μου, επιθεωρητά, σε ποιον πρέπει να απευθυνθώ για
να κάνω μια δωρεά μερικών χιλιάδων φράγκων στο άσυλο
αναπήρων αστυνομικών;
Και με νωχελικές και αλλεπάλληλες κινήσεις άρχισε να βγάζει
από τις τσέπες του και να αφήνει επάνω στο τραπέζι δέσμες από
χαρτονομίσματα των χιλίων φράγκων. Έβγαλε τουλάχιστον
[87]
εκατό χιλιάδες φράγκα.
– Θέλετε τώρα να σας πω κάτι; ρώτησε τον Μαιγκρέ.
Ο αστυνομικός ούτε που άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει.
– Ε, λοιπόν; εξακολούθησε ο Ράντεκ. Δεν θα καταλάβετε ποτέ
τίποτα…
[88]
Χ
ΤΟ ΝΤΟΥΛΑΠΙ
[89]
αδύνατον να το αναγνωρίσει κανείς, άπλωνε το χέρι της προς το
χρήμα.
– Αρκετά! φώναξαν μερικοί πελάτες τριγύρω.
– Τραγούδα, πρόσταξε ο Ράντεκ.
Και κρυφοκοίταζε πάντοτε τον Μαιγκρέ.
Διαμαρτυρίες ακούγονταν τώρα απ’ όλες τις μεριές. Ένα
γκαρσόνι πλησίασε τη γριά και θέλησε να την τραβήξει έξω.
Εκείνη επέμενε με την ελπίδα πως θα κέρδιζε το θρυλικό γι’ αυτήν
ποσό, που της είχε υποσχεθεί ο Ράντεκ.
– Τραγουδάω για τον κύριο, τραύλισε. Μου υποσχέθηκε…
Το τέλος της σκηνής ήταν πιο φριχτό ακόμα. Ένας
αστυφύλακας επενέβει, τράβηξε τη γριά που δεν είχε πάρει ούτε
πεντάρα, ενώ ένα γκαρσόνι έτρεχε πίσω της για να της δώσει τις
εφημερίδες της.
Τέτοιες σκηνές είχαν τουλάχιστον δέκα μέσα σε τρεις μέρες.
Μέσα στις τρεις αυτές μέρες, ο Μαιγκρέ, κατσουφιασμένος,
σιωπηλός, τον παρακολουθούσε βήμα-βήμα, από το πρωί ως το
βράδυ, και από το βράδυ ως το πρωί.
Στην αρχή, ο Τσέχος είχε προσπαθήσει να πιάσει κουβέντα μαζί
του.
– Αφού επιμένετε να με παρακολουθείτε, του είχε πει, ας
κάνουμε καλύτερα παρέα! Έτσι το πράγμα θα είναι πιο ευχάριστο.
Αλλά ο Μαιγκρέ είχε αρνηθεί. Όπου κι αν πήγαινε ο Ράντεκ, στο
«Καφέ –Κουπόλ» ή άλλου, ο αστυνομικός καθόταν σε ξεχωριστό
τραπέζι, αλλά κοντά στο δικό του. Στο δρόμο πάλι, βάδιζε επίμονα
πίσω του. Ο Τσέχος ανυπομονούσε. Ο αγώνας του με τον Μαιγκρέ
είχε καταντήσει πια ζήτημα αντοχής νεύρων. Έτσι οι τρεις μέρες
αυτές μέρες είχαν κάτι το εφιαλτικό.
– Παρόλα αυτά δεν θα καταλάβετε ποτέ τίποτα, επαναλάμβανε
κάθε τόσο ο Ράντεκ, γυρίζοντας προς τον Μαιγκρέ.
Εκείνος προσποιούταν πως δεν τον άκουγε κι έμεινε απαθής
σαν πέτρα. Μόλις μια-δυο φορές ο Τσέχος είχε κατορθώσει να
διασταυρώσει το βλέμμα του. Τον παρακολουθούσε, κι αυτό ήταν
όλο… Δεν φαινόταν καν πως έψαχνε να βρει κάτι. Είχε
καταντήσει για τον Ράντεκ η ίδια η σκιά του.
Ο Ράντεκ περνούσε τα πρωινά του στα καφενεία χωρίς να κάνει
τίποτα. Ξαφνικά πρόσταζε το γκαρσόνι:
– Φώναξε τον διευθυντή!
Και όταν εκείνος παρουσιαζόταν, του έλεγε:
– Κοιτάξτε που το γκαρσόνι σας έχει τα χέρια του βρώμικα…
Πλήρωνε μονάχα με χαρτονομίσματα των εκατό ή των χιλίων
[90]
φράγκων, κι έριχνε τα ρέστα που έπαιρνε σε μια οποιοδήποτε
τσέπη του.
Στο ρεστοράν, επέστρεφε τα φαγητά που δεν του άρεσαν. Ένα
μεσημέρι που είχε κάνει κατανάλωση στο ρεστοράν εκατόν
πενήντα φράγκων, φώναξε τον μαιτρ ντε ‘οτέλ και του είπε:
– Δεν έχει πουρμπουάρ! Δεν φανήκατε αρκετά περιποιητικός.
Και το βράδυ σερνόταν στα καμπαρέ, στα νυχτερινά κέντρα,
κερνούσε σαμπάνια τις γυναίκες, τις κρατούσε κοντά του ως την
τελευταία στιγμή κι έπειτα, πετώντας ξαφνικά ένα χιλιάρικο στη
μέση της σάλας, φώναξε:
– Για όποιαν το πρωτοπάρει!
Ακολουθούσε αληθινή μάχη μεταξύ των γυναικών, ενώ
ο Ράντεκ προσπαθούσε να αντιληφθεί τι εντύπωση είχαν κάνει
όλα αυτά στον Μαιγκρέ. Δεν προσπαθούσε να ξεφύγει από την
επίβλεψη του αστυνομικού. Απεναντίας! Αν έπαιρνε ένα ταξί,
περίμενε μέχρι να πάρει ένα άλλο ο Μαιγκρέ!
[92]
– Θέλετε ένα τσιγάρο, επιθεωρητά; ρώτησε ο Ράντεκ τον
Μαιγκρέ.
Όμως εκείνος δεν απάντησε.
Την ίδια στιγμή, η κ. Γκρόσμπυ επάνω στο φωτισμένο δωμάτιο
του πανδοχείου φάνηκε να πλησιάζει στο κρεβάτι και να τραβάει
τα σκεπάσματα και τα σεντόνια. Την είδαν κατόπιν να σηκώνει
ένα πράγμα ογκώδες και βαρύ – το στρώμα του κρεβατιού χωρίς
άλλο – και κάτι να κάνει μ’ αυτό. Ύστερα πλησίασε στο παράθυρο
σαν να είχε κυριευθεί από μια ξαφνική ανησυχία.
– Θα έλεγε κανείς ότι τα έχει βάλει με το στρώμα, είπε
ο Ράντεκ στον Μαιγκρέ. Ή μεγάλο λάθος κάνω, ή το ξηλώνει…
Αστεία ασχολία για μια κυρία που έχει πάντα γύρω της ένα σωρό
καμαριέρες…
Οι δύο άντρες βρίσκονταν σε απόσταση ο ένας απ’ τον άλλο…
Ένα τέταρτο της ώρας πέρασε.
– Πολύ μπερδεμένα πράγματα! είπε ξαφνικά ο Ράντεκ με φωνή
που πρόδιδε την ανυπομονησία του.
Ο Μαιγκρέ ούτε απάντησε, ούτε κουνήθηκε από τη θέση του.
Ήταν περασμένες δωδεκάμισι, όταν η Έλεν Γκρόσμπυ κατέβηκε
πάλι κάτω, πέταξε ένα χαρτονόμισμα στον καταστηματάρχη,
βγήκε έξω ανασηκώνοντας το γιακά της γούνας της και
κατευθύνθηκε προς το ταξί της που την περίμενε.
– Θα την παρακολουθήσουμε, επιθεωρητά, δεν είναι έτσι;
ρώτησε ο Ράντεκ τον Μαιγκρέ.
Έπειτα από ένα λεπτό το ταξί της κ. Γκρόσμπυ ξεκίνησε.
Κατόπιν ξεκίνησε το ταξί του Ράντεκ και τελευταίο το ταξί του
Μαιγκρέ. Τα τρία αμάξια πήγαιναν το ένα πίσω από το άλλο. Αλλά
η κ. Γκρόσμπυ δεν κατευθύνθηκε προς το Παρίσι. Έπειτα από μισή
ώρα, το ταξί της έφτασε στο Σαιν Κλου και σταμάτησε ακριβώς
απέναντι στη βίλα Χέντερσον. Βγήκε έξω κι έκανε δύο-τρεις
βόλτες στο πεζοδρόμιο σαν να δίσταζε.
Ξαφνικά το διέσχισε γρήγορα-γρήγορα, πήρε από την τσάντα
της ένα κλειδί, άνοιξε μ’ αυτό την πόρτα στης βίλας και μπήκε
μέσα, κλείνοντας την πάλι πίσω της. Μέσα δεν άναψε κανένα
φως. Το μόνο ίχνος ζωής που φαινόταν απέξω, ήταν μια μικρή
λάμψη που άναβε κάθε τόσο μέσα στις κάμαρες του επάνω
πατώματος, πράγμα που έδειχνε ότι η κ. Γκρόσμπυ αναβόσβηνε
σπίρτα.
Η νύχτα ήταν δροσερή και τους γλόμπους των ηλεκτρικών του
δρόμου τους θόλωνε μια υγρή καταχνιά. Τα ταξί του Μαιγκρέ και
του Ράντεκ είχαν σταθεί σε απόσταση διακοσίων μέτρων από την
[93]
βίλα. Ο αστυνομικός είχε βγει από το αμάξι του, έκοβε βόλτες με
τα χέρια του χωμένα στις τσέπες καπνίζοντας την πίπα του.
Σε κάποια στιγμή, ο Ράντεκ τον πλησίασε και του είπε:
– Ε, λοιπόν, δεν θα πάτε να δείτε τι γίνεται μέσα;…
Ο αστυνομικός δεν απάντησε και συνέχισε τον μονότονο
περίπατο του.
– Δεν κάνετε ίσως καλά, επιθεωρητά… ξανάπε ο Ράντεκ.
Υποθέστε ότι σε λίγο ή αύριο ξαναβρίσκεται μέσα στη βίλα ένα
καινούριο πτώμα…
Ο Μαιγκρέ δεν απάντησε πάλι και ο Ράντεκ πέταξε καταγής το
τσιγάρο του που μόλις το είχε ανάψει, αφού έσχισε με τα νύχια
του το τσιγαρόχαρτο.
– Σας το είπα εκατό φορές ότι δεν θα καταλάβετε ποτέ
τίποτα… είπε πάλι σε λίγο ο Ράντεκ. Σας ξαναλέω ότι…
Ο αστυνομικός του γύρισε την πλάτη του και απομακρύνθηκε…
Σχεδόν μια ώρα πέρασε έτσι. Όλα γύρω ήταν σιωπηλά…
Δεν φαινόταν πια πίσω από τα παράθυρα της βίλας ούτε και
η τρεμάμενη λάμψη του σπίρτου.
Ο σοφέρ της κ. Γκρόσμπυ, ανησυχώντας είχε κατέβει από τη
θέση του και προχώρησε ως την καγκελόπορτα της βίλας.
– Υποθέστε, επιθεωρητά, είπε ο Ράντεκ πλησιάζοντας πάλι τον
Μαιγκρέ, ότι, εκτός από την κ. Γκρόσμπυ, υπάρχει και κάποιος
άλλος μέσα τη βίλα…
Μα ο Μαιγκρέ τον κοίταξε στα μάτια έτσι, ώστε ο τελευταίος
αναγκάστηκε να σωπάσει…
Όταν λίγες στιγμές αργότερα, η Έλεν Γκρόσμπυ βγήκε σχεδόν
τρέχοντας από τη βίλα και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο της,
κρατούσε κάτι στο χέρι, ένα πράγμα μήκους τριάντα περίπου
πόντων, τυλιγμένο σε λευκό χαρτί.
– Δεν έχετε την περιέργεια να μάθετε τι πράγμα είναι αυτό;
είπε ο Ράντεκ.
– Μπα, καθόλου, έκανε αδιάφορα ο Μαιγκρέ.
Το ταξί της κ. Γκρόσμπυ απομακρυνόταν εν τω μεταξύ γρήγορα
προς το Παρίσι. Ο Μαιγκρέ δεν έδειξε καμμιά διάθεση να το
ακολουθήσει…
Ο Ράντεκ φαινόταν τώρα πολύ νευρικός. Τα χείλη του τα
τάραζε ένα ελαφρό τρεμούλιασμα…
– Θέλετε να μπούμε κι εμείς τώρα μέσα στη βίλα; είπε ξαφνικά
ο Μαιγκρέ.
– Μα… πήγε να πει ο Ράντεκ…
Δίστασε όμως να συμπληρώσει τη φράση του. Είχε το ύφος
[94]
ανθρώπου που κατάστρωσε ένα σχέδιο και που ένα απρόοπτο
εμπόδιο του τα χάλασε όλα…
Ο Μαιγκρέ ακούμπησε βαριά το χέρι του επάνω στον ώμο του
και του ξανάπε:
– Οι δυο μας τώρα θα τα καταλάβουμε όλα, δεν είναι έτσι;
Ο Ράντεκ γέλασε, αλλά γέλασε άσχημα.
– Διστάζετε; έκανε ο αστυνομικός. Φοβάστε μήπως, όπως
λέγατε πριν λίγο, βρεθούμε μπροστά σε κανένα καινούριο
πτώμα;… Μπα… Ποιος μπορεί να έχει πεθάνει; Η κ. Χέντερσον
πέθανε και θάφτηκε… Ο Γκρόσμπυ πέθανε και θάφτηκε..
Η γυναίκα του μόλις βγήκε πριν λίγο από την βίλα ολοζώντανη…
Και ο Ιωσήφ Ερτέν βρίσκεται με ασφάλεια στο νοσοκομείο των
φυλακών Σαντέ… Ποιος μένει ακόμα; Η Έντνα Ράϊχσμπεργκ…
Όμως τι θα ερχόταν να κάνει αυτή εδώ;…
– Σας ακολουθώ! μούγκρισε ο Ράντεκ.
– Τότε, ξεκινάμε από την αρχή. Για ν μπούμε μέσα στη βίλα
χρειάζεται κλειδί…
Αλλά αυτό που έβγαλε ο αστυνομικός από την τσέπη του δεν
ήταν ένα κλειδί. Ήταν ένα μικρό χαρτονένιο κουτί, δεμένο με
σπάγκο, που έκανε αρκετή ώρα να το ανοίξει και από το οποίο
έβγαλε επιτέλους ένα κλειδί.
– Να, είπε. Δεν μας μένει παρά να μπούμε σαν στο σπίτι μας,
αφού δεν είναι κανείς μέσα… Ναι, δεν είναι κανείς μέσα στο σπίτι,
έτσι δεν είναι;
Μια περίεργη μεταβολή είχε γίνει τώρα… Ο Ράντεκ δεν κοίταζε
πια τον αστυνομικό με ειρωνεία, αλλά με μια ανησυχία, που ήταν
ανίκανος να την κρύψει. Σε τι οφειλόταν άραγε αυτό;
– Έχετε την καλοσύνη να βάλετε αυτό το κουτί στην τσέπη
σας; του είπε ο αστυνομικός. Μπορεί να μας χρειαστεί σε λίγο…
Όταν μπήκαν μέσα, ο αστυνομικός άναψε το ηλεκτρικό,
χτύπησε την πίπα του στο τακούνι του για να φύγει ο καμένος
καπνός και τη γέμισε πάλι.
– Ας ανεβούμε… είπε. Ο δολοφόνος της κ. Χέντερσον μπήκε
μέσα σ’ αυτό το σπίτι με την ίδια ευκολία όπως και εμείς…
Δεν βρίσκονταν εδώ παρά μόνο δύο γυναίκες που κοιμόντουσαν…
Ούτε σκυλί δεν υπήρχε!... Ούτε θυρωρός!... Και επιπλέον τα χαλιά
που είναι στρωμένα παντού, έπνιγαν το θόρυβο των βημάτων
του… Εμπρός!
Ο αστυνομικός δεν έκανε καν τον κόπο να κοιτάξει τον Τσέχο.
– Είχατε δίκιο πριν λίγο, Ράντεκ, του ξανάπε. Θα ήταν μια
δυσάρεστη έκπληξη για μένα αν βρίσκαμε ένα ακόμα πτώμα…
[95]
Ξέρετε εκ φήμης τον ανακριτή Κομελιώ;… Τα έχει ήδη μαζί μου
γιατί δεν μπόρεσα να εμποδίσω την αυτοκτονία του Γκρόσμπυ
που έγινε σχεδόν μπροστά μου… Με κατηγορεί ότι είμαι ανίκανος
να φωτίσω αυτό το δράμα… Φανταστείτε λοιπόν την οργή του, αν
έχει γίνει τώρα εδώ ένας καινούριος φόνος… Πώς θα
δικαιολογηθώ;… Τι θα του πω;… Άφησα την κ. Γκρόσμπυ να φύγει.
Όσο για σας, είναι αδύνατον να σας κατηγορήσω, αφού όλη αυτή
την ώρα δεν μ’ αφήσατε ούτε βήμα… Στ’ αλήθεια, θα ήταν
δύσκολο να πει κανείς ποιος από τους δύο μας εδώ και τρεις μέρες
παρακολουθεί τον άλλο…
Ο Μαιγκρέ φαινόταν σαν να μιλούσε μόνος του. Είχαν ανέβει
στο επάνω πάτωμα και ο αστυνομικός, αφού διέσχισε το
μπουντουάρ, μπήκε στην κάμαρη, όπου είχε δολοφονηθεί
η κ. Χέντερσον.
– Μπείτε κι εσείς, Ράντεκ!... Φώναξε στον σύντροφο του.
Υποθέτω πως δεν θα σας ταράξει η ιδέα ότι δύο γυναίκες
δολοφονήθηκαν σ’ αυτό το δωμάτιο... Ακούστε μια λεπτομέρεια
του εγκλήματος, που δεν την ξέρετε ίσως… Δεν βρέθηκε πουθενά
το μαχαίρι του δολοφόνου… Υπέθεσαν ότι ο Ερτέν, φεύγοντας το
πέταξε στο Σηκουάνα.
Ο Μαιγκρέ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, στην ίδια θέση
όπου είχε βρεθεί το πτώμα της κ. Χέντερσον, και εξακολούθησε:
– Θέλετε την άποψη μου;… Ε, λοιπόν, ο δολοφόνος έκρυψε το
μαχαίρι μέσα στο σπίτι… Όμως το έκρυψε τόσο καλά, ώστε δεν το
βρήκαμε… Αλήθεια, είδατε τι σχήμα είχε το δεματάκι που
κρατούσε η κ. Γκρόσμπυ, φεύγοντας από δω;… Τριάντα πόντους
μήκος. Τρεις-τέσσερις πόντους πλάτος… Τις ίδιες δηλαδή
διαστάσεις που έχει ένα καλό μαχαίρι… Έχετε δίκιο, Ράντεκ. Είναι
μια ιστορία πολύ μπερδεμένη… Μα… τι είναι αυτά;…
Και έσκυψε προς το παρκέτο, όπου διακρίνονταν καθαρά ίχνη
βημάτων. Ξεχώριζε καθαρά το ίχνος λεπτών γυναικείων
τακουνιών.
– Έχετε καλά μάτια; συνέχισε ο Μαιγκρέ. Λοιπόν, βοηθήστε με
και προσπαθήστε να παρακολουθήσετε τα αποτυπώματα… Ποιος
ξέρει, μπορούμε να ανακαλύψουμε έτσι τι ήρθε να κάνει εδώ
η κ. Γκρόσμπυ.
Ο Ράντεκ δίστασε, κοίταξε τον Μαιγκρέ με προσοχή, σαν
άνθρωπος που αναρωτιέται τι ρόλος είναι αυτός που του
επιβάλλουν να παίξει. Όμως δεν μπορούσε να διαβάσει τίποτα στο
πρόσωπο του αστυνομικού.
– Τα ίχνη οδηγούν μέσα στην κάμαρη του άλλου θύματος, της
[96]
καμαριέρας της κ. Χέντερσον, δεν είναι έτσι;… Έπειτα;… Σκύψτε
λίγο, φίλε… Δεν ζυγίζετε ακόμα εσείς εκατό κιλά σαν εμένα… Ε;…
Τα βήματα σταματούν μπροστά σ’ αυτή την ντουλάπα!... Είναι
άραγε κλειδωμένη;… Όχι!... Περιμένετε… Μην ανοίγετε!...
Μιλούσατε πριν λίγο για ένα καινούριο πτώμα. Αν υπήρχε το
πτώμα αυτό μέσα σ’ αυτή την ντουλάπα;…
Ο Ράντεκ άναψε ένα τσιγάρο. Αλλά τα δάχτυλα του έτρεμαν.
– Λοιπόν; Πρέπει να ανοίξουμε την ντουλάπα. Τι λέτε, φίλε μου;
Και, καθώς μιλούσε, ο αστυνομικός διόρθωνε τη γραβάτα του
μπροστά σε έναν καθρέφτη, χωρίς ωστόσο να αφήνει από τα
μάτια του τον σύντροφο του.
– Λοιπόν; ξαναείπε.
Και άνοιξε την ντουλάπα.
– Να το πτώμα! φώναξε.
Ο Ράντεκ τραβήχτηκε πίσω τρία βήματα. Και κοίταξε με
κατάπληξη μια νέα κόρη με ξανθά μαλλιά, που βγήκε από τη
ντουλάπα, λίγο αδέξια, αλλά καθόλου τρομαγμένη. Ήταν η Έντνα
Ράϊχσμπεργκ, η φίλη της κ. Γκρόσμπυ. Κοίταξε διαδοχικά τον
Μαιγκρέ και τον Ράντεκ, σαν να περίμενε απ’ αυτούς μια εξήγηση.
Δεν φαινόταν καθόλου ταραγμένη. Είχε μόνο τη στενοχώρια του
ανθρώπου που παίζει ένα ρόλο, στον οποίο δεν έχει συνηθίσει.
Ο Μαιγκρέ, χωρίς να ασχοληθεί καθόλου μαζί της, είχε στραφεί
προς τον Ράντεκ, ο οποίος του κάκου προσπαθούσε να ανακτήσει
την ψυχραιμία του.
– Λοιπόν, τι λέτε; τον ρώτησε. Περιμέναμε να βρούμε ένα
πτώμα, και να που βρήκαμε μια γοητευτική νέα ολοζώντανη…
Η Έντνα που δεν άφηνε τον Τσέχο από τα μάτια της, άνοιξε τη
στιγμή εκείνη το στόμα της και μια κραυγή φρίκης βγήκε από το
λαρύγγι της.
Καθώς ο αστυνομικός είχε γυρίσει πάλι προς τον καθρέφτη και
ίσιωνε τα μαλλιά του με το χέρι του, ο Ράντεκ τράβηξε γρήγορα
ένα περίστροφο από την τσέπη του, τον σημάδεψε και τράβηξε
την σκανδάλη… Κάτι καταπληκτικό και αστείο έγινε τότε…
Ακούστηκε ένας αδύνατος μεταλλικός κρότος, σαν κι αυτόν που
θα έκανε ένα παιδιάστικο πιστολάκι… Καμμιά σφαίρα δεν έφυγε
από το περίστροφο… Ο Ράντεκ πίεσε την σκανδάλη και για
δεύτερη φορά, με το ίδιο όμως αποτέλεσμα.
Τα υπόλοιπα έγιναν τόσο γρήγορα, ώστε η Έντνα Ράϊχσμπεργκ
δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Μαιγκρέ με ένα πήδημα βρέθηκε μπροστά
στον Ράντεκ και, πέφτοντας πάνω του με όλο του το βάρος, τον
έριξε κάτω.
[97]
– Είμαι εκατό κιλά, φώναξε.
Και πραγματικά, ο όγκος του εκμηδένισε τον αντίπαλο του,
ο οποίος, έπειτα από δύο-τρία αναπηδήματα, έμεινε ακίνητος, με
τα χέρια του περασμένα στις χειροπέδες.
– Συγχωρήστε με, δεσποινίς, είπε ο Μαιγκρέ στην Έντνα
Ράϊχσμπεργκ, όταν σηκώθηκε. Όλα τελείωσαν πια… Έχω ένα ταξί
για εσάς στην πόρτα. Ο Ράντεκ κι εγώ έχουμε να πούμε ένα σωρό
πράγματα ακόμα…
Ο Ράντεκ είχε σηκωθεί κι αυτός μανιασμένος άγριος. Το βαρύ
χέρι του αστυνομικού έπεσε στον ώμο του.
– Δεν είναι έτσι ανθρωπάκο μου; πρόσθεσε ο Μαιγκρέ.
[98]
ΧΙ
[100]
Ο Μαιγκρέ καθώς μιλούσε δεν ύψωνε καθόλου τη φωνή του.
Όμως υπήρχε μέσα του τόση ορμή, ώστε τα λόγια του έπαιρναν
μια ξεχωριστή δύναμη.
Ο ανακριτής Κομελιώ άκουγε σιωπηλός. Και ο Μαιγκρέ
συνέχισε:
– Ο Ράντεκ σκότωσε, όχι για ένα οποιοδήποτε σκοπό, αλλά
απλούστατα, για να σκοτώσει!... Θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι
σκότωσε για να διασκεδάσει… Μην διαμαρτύρεστε, κύριε
ανακριτά, θα το δείτε… Αμφιβάλλω αν ο ίδιος θα μιλήσει πολύ,
γιατί μου είπε ότι θέλει να τον αφήσουμε πια ήσυχο. Ελπίζω όμως
πως θα απαντήσει στις ερωτήσεις σας… Εξάλλου, οι πληροφορίες
που θα σας δώσω γι’ αυτόν θα σας φτάσουν…
»Η μητέρα του ήταν υπηρέτρια σε μια μικρή πόλη της
Τσεχοσλοβακίας… Αλλά, με το υστέρημα της, τον βοήθησε να
σπουδάσει… Όταν ήταν μικρός, είμαι βέβαιος ότι υπόφερε πολύ,
και ότι άρχισε να μισεί τον κόσμο, που μέσα από την φτώχια του
τον έβλεπε με την πιο άσημη όψη του. Επίσης είμαι βέβαιος πως
από μικρός είχε την ιδέα πως είναι μεγαλοφυής! Και το όνειρο του
ήταν να γίνει ένδοξος και πλούσιος χάρη στο πνεύμα του!... Αυτό
το όνειρο τον έφερε στο Παρίσι… κι αυτό τον έκανε να ανέχεται
να δουλεύει σκληρά σε ηλικία εξήντα χρονών η άρρωστη μητέρα
του για να του στέλνει χρήματα.
»Είχε μια περηφάνια τρελή, καταπληκτική! Όμως συγχρόνως
βιαζόταν, βιαζόταν πολύ να πραγματοποιήσει τα όνειρα του,
γιατί ο Ράντεκ, που ήρθε στο Παρίσι για να σπουδάσει Ιατρική,
ήξερε πως είναι προσβεβλημένος από φυματίωση και δεν
αγνοούσε ότι λίγα χρόνια θα ζούσε ακόμα…
»Στην αρχή, είχε πέσει με τα μούτρα στη μελέτη, και οι
καθηγητές του έμεναν κατάπληκτοι με την αντίληψη του.
Δεν έβλεπε κανένα, δεν μιλούσε σε κανένα. Ήταν φτωχός, αλλά
είχε συνηθίσει στη φτώχεια. Ήταν τόσο φτωχός ώστε συχνά
πήγαινε στο Πανεπιστήμιο χωρίς κάλτσες. Πολλές φορές,
ξεφόρτωνε λαχανικά στη λαχαναγορά για να κερδίσει μερικά
φράγκα.
»Όμως όλα αυτά δεν εμπόδισαν την καταστροφή του να
επέλθει. Η μητέρα του πέθανε και ο Ράντεκ δεν λάβαινε πια ούτε
πεντάρα.
»Και ξαφνικά, μονομιάς, εγκατέλειψε όλα του τα όνειρα.
Θα μπορούσε ωστόσο να προσπαθήσει να εργαστεί, όπως κάνουν
τόσοι και τόσοι φοιτητές. Αλλά δεν έκανε τίποτα… Απολύτως
τίποτα… Σερνόταν από το πρωί ως το βράδυ στις μπυραρίες και
[101]
έγραφε επιστολές σε μακρινούς του συγγενείς για να πετύχει απ’
αυτούς κανένα βοήθημα… Κατέφευγε στα φιλανθρωπικά
ιδρύματα… Και έπαιρνε χρήματα απ’ όσους συμπατριώτες του
συναντούσε στο δρόμο, χωρίς να τους δείχνει τη παραμικρή
ευγνωμοσύνη…
»Νόμιζε πως ο κόσμος δεν τον είχε καταλάβει γι’ αυτό μισούσε
τον κόσμο! Και περνούσε όλες του τις ώρες φουντώνοντας μόνος
του το μίσος αυτό μέσα του. Στα κέντρα του Μονπαρνάς, καθόταν
πλάι σε ανθρώπους ευτυχισμένους, πλούσιους… Έπινε ένα καφέ
κρεμ, ενώ οι άλλοι στα γειτονικά τραπέζια, άδειαζαν το ένα
κοκτέιλ μετά το άλλο…
»Είχε γεννηθεί κιόλας μέσα στο μυαλό του η ιδέα του
εγκλήματος;… Ίσως… Σε άλλη εποχή θα γινόταν αναρχικός και θα
έριχνε μια βόμβα εναντίον κάπου ηγεμόνα… Όμως αυτό δεν είναι
πια σήμερα της μόδας…
»Ήταν μόνος! Ήθελε να μένει μόνος… Έβρισκε μια διαστροφική
ηδονή στη μοναξιά του, μέσα στη συναίσθηση της υπεροχής του
και της αδικίας της τύχης απέναντι του. Η αντίληψη του ήταν
καταπληκτική, αλλά κατείχε προπάντων στον υπέρτατο βαθμό
μια διαπεραστική συναίσθηση των ανθρώπινων αδυναμιών.
»Κάποιος από τους καθηγητές του μου μιλούσε για μια μανία
που είχε στο Πανεπιστήμιο και που τον έκανε τρομαχτικό.
Του έφτανε να κοιτάξει μερικές στιγμές έναν άνθρωπο, για να
διαγνώσει σ’ αυτόν μια αρρώστια που και ο ίδιος την αγνοούσε.
Και ανήγγειλε με μια μοχθηρή χαρά σε κάποιον συμφοιτητή του
που ούτε το περίμενε καν:
»–Σε τρία χρόνια θα βρίσκεσαι στο σανατόριο… ή… ο πατέρας
σου πέθανε από καρκίνο, δεν είναι έτσι;… Πρόσεχε…
»Ήταν καταπληκτικός στις διαγνώσεις του. Και όχι μόνο σε
διαγνώσεις για τις φυσικές αρρώστιες, αλλά και για τις ηθικές.
»Η μόνη του διασκέδαση ήταν να κάθεται σε μια γωνιά του
«Καφέ Κουπόλ». Άρρωστος αυτός, προσπαθούσε να ανακαλύψει
στους άλλους τις παραμικρές ενδείξεις αρρώστιας.
»Ο Ουίλιαμ Γκρόσμπυ, που σύχναζε κι αυτός στο ίδιο μπαρ, ήταν
ο κυριότερος στόχος των παρατηρήσεων του. Ο Ρόντεκ μου έκανε
μια περιγραφή του καταπληκτική για την βαθύτητα της. Στον
άνθρωπο αυτό, στον οποίο εγώ έβλεπα μόνο ένα τύπο γλεντζέ,
αυτός ανακάλυψε τον ασυνείδητο, τον διεφθαρμένο, τον ικανό
να κάνει κάθε ατιμία. Ανακάλυψε ένα Γκρόσμπυ, που επί ένα
χρόνο άφηνε τη γυναίκα του να είναι στενότατη φίλη της
[102]
ερωμένης του Έντνα Ράϊχσμπεργκ, αν και ήξερε ότι με την πρώτη
ευκαιρία θα χώριζε τη μία για να παντρευτεί την άλλη.
»Ανακάλυψε, τέλος, έναν Γκρόσμπυ που, ένα βράδυ, ενώ οι δύο
γυναίκες τον είχαν αφήσει για να πάνε στο θέατρο, γύρισε και
είπε σε δύο φίλους του αναστενάζοντας:
»–Θα έδινα εκατό χιλιάδες φράγκα σε όποιον με ξεφόρτωνε από
τη γριά θεία μου, την Χέντερσον, για να την κληρονομήσω…
»Ο Ράντεκ όμως που ήταν εκεί και που μισούσε τον Γκρόσμπυ
γιατί ήταν ο πιο λαμπρός άνθρωπος απ’ όσους έβλεπε, τον άκουσε.
Ήξερε καλύτερα τον Γκρόσμπυ από ότι ήξερε ο Γκρόσμπυ τον ίδιο
τον εαυτό του, αν κι αυτός δεν τον είχε προσέξει ούτε μια φορά…
»Μόλις λοιπόν άκουσε τα λόγια αυτά, σηκώθηκε, πήγε στον
τηλεφωνικό θάλαμο του μπαρ κι εκεί χάραξε επάνω σε ένα
κομμάτι χαρτί αυτά τα λόγια: «Είμαι σύμφωνος για εκατό
χιλιάδες φράγκα. Στείλτε μου το κλειδί της βίλας της θείας σας με
τα αρχικά Μ.Β, ταχυδρομικό παράρτημα Ρασπάϊγ, Ποστ Ρεστάντ.»
Και ξαναγύρισε στη θέση του. Ένα γκαρσόνι έδωσε το σημείωμα
αυτό στον Γκρόσμπυ, ο οποίος, μόλις το διάβασε, γέλασε
σαρκαστικά κι έπειτα συνέχισε τη συζήτηση του, όχι όμως και
χωρίς να ρίχνει ματιές στους άλλους πελάτες γύρω του…
»Ένα τέταρτο της ώρα αργότερα, ο ανιψιός της κ. Χέντερσον
ζητούσε μια τράπουλα του πόκερ.
»–Θα παίξεις μόνος σου; τον ρώτησε αστειευόμενος κάποιος
από τους φίλους του.
»–Έχω μια ιδέα, του απάντησε ο Γκρόσμπυ. Θέλω να μάθω αν θα
τραβήξω δύο φύλλα όμοια με την πρώτη…
»–Και τότε;
»–Τότε θα είναι ναι…
»–Ναι, για πιο πράγμα;…
»Και άρχισε, με χέρι που έτρεμε, να μοιράζει φύλλα στον εαυτό
του…
»–Καρέ του άσσου! φώναξε ξαφνικά.
»Και σκούπισε τον ιδρώτα που κυλούσε από το μέτωπο του.
Την άλλη μέρα το βράδυ, ο Ράντεκ παραλάμβανε το κλειδί.
[103]
ο ενωμοτάρχης Ζανβιέ, τον οποίο έστειλα να την εξακριβώσει, θα
μου την επιβεβαιώσει από τη μια στιγμή στην άλλη.
»Φανταστείτε τώρα τον Ράντεκ με το κλειδί της βίλας στο
χέρι… Ήθελε να εγκληματήσει, όχι για να κερδίσει εκατό χιλιάδες
φράγκα, αλλά για να ικανοποιήσει το μίσος του εναντίον του
κόσμου. Ο Γκρόσμπυ που όλοι τον θαύμαζα και όλοι τον ζήλευαν,
ήταν μέσα στα χέρια του… Γιατί τώρα τον κρατούσε… Ήταν
δυνατός… Μην ξεχνάτε ότι ο Ράντεκ δεν περίμενε τίποτα από τη
ζωή… Δεν ήταν καν βέβαιος ότι θα μπορούσε να αντέξει ώσπου η
αρρώστια του να του δώσει τον θάνατο… Ίσως θα αναγκαζόταν
να κάνει μια βουτιά στο Σηκουάνα κάποιο βράδυ που δεν θα είχε
δύο φράγκα για να πιει το καφέ κρεμ του. Δεν ήταν τίποτα…
Τίποτα δεν τον έδενε με τον κόσμο…
»Σας είπα πριν από λίγο, ότι σε άλλη εποχή θα γινόταν
αναρχικός… Στην εποχή μας όμως βρήκε πιο διασκεδαστικό να
διαπράξει ένα ωραίο έγκλημα…
»Ένα ωραίο έγκλημα!... Δεν ήταν παρά ένα φτωχός… Ένας
άρρωστος. Κι όμως αύριο οι εφημερίδες θα του αφιερώνουν
σελίδες ολόκληρες… Η δικαιοσύνη θα αναστατωθεί…
»Ένα βράδυ λοιπόν, ο Ράντεκ συνάντησε τον Ιωσήφ Ερτέν στην
ταράτσα κάποιου καφενείου… Τον ψυχολόγησε όπως
ψυχολογούσε όλο τον κόσμο… Και του μίλησε… Ο Ερτέν όπως και
ο Ράντεκ, ήταν ένας απόκληρος της κοινωνίας. Θα μπορούσε να
ζει ήσυχα στο πανδοχείο του πατέρα του… Προτιμούσε, ωστόσο,
το Παρίσι, όπου ζούσε ως υπάλληλος ανθοπωλείου, κερδίζοντας
εξακόσια φράγκα το μήνα… Υπόφερε πολύ και, για να ξεχνάει,
διάβαζε μυθιστορήματα της κακής ώρας, πήγαινε στους
κινηματογράφους και φανταζόταν ωραίες περιπέτειες…
»Δεν είχε καμιά θέληση… καμμιά ενεργητικότητα… Τίποτε δεν
μπορούσε να τον υπερασπίσει εναντίον της επιβολής του Ράντεκ,
ο οποίος του είπε:
»–Θέλεις να κερδίσεις μέσα σε μια νύχτα όσα σου χρειάζονται
για να ζήσεις στο εξής όπως σου αρέσει;
»Ο Ερτέν ακούγοντας αυτή την πρόταση, ένιωσε την καρδιά
του να χτυπάει δυνατά… Ο Ράντεκ, τον κρατούσε πια! Ο Ράντεκ
απολάμβανε τη δύναμη του, μιλούσε και υπέβαλε στο σύντροφο
του την ιδέα μιας κλοπής.
»–Δεν έχεις να κάνεις τίποτα άλλο, του είπε, παρά να κλέψεις
μια ακατοίκητη βίλα…
»Και κατάστρωσε λεπτομερώς το σχέδιο ενέργειας του Ερτέν…
[104]
Αυτός τον συμβούλεψε να αγοράσει παπούτσια με πάτους από
καουτσούκ με την πρόφαση να μην κάνει θόρυβο!... Στην
πραγματικότητα όμως το έκανε αυτό για να είναι βέβαιος ότι
ο Ερτέν θα άφηνε καθαρά ίχνη των βημάτων του.
»Κατά την περίοδο αυτή, ο Ράντεκ ένιωθε τον εαυτό του
μεθυσμένο… Έβλεπε πως ήταν παντοδύναμος αυτός που δεν είχε
να πληρώσει ούτε ένα απεριτίφ… Και διασταυρωνόταν κάθε μέρα
στο «Καφέ – Κουπόλ» με τον Γκρόσμπυ, ο οποίος ούτε τον ήξερε
και ο οποίος περίμενε με αγωνιά να δει τι θα γινόταν…
»Αυτό που με έκανε να ανακαλύψω την αλήθεια για τα
γεγονότα της βίλας του Σαιν Κλου, ήταν μια φράση της
ιατροδικαστικής έκθεσης, η οποία έγραφε:
«Αρκετή ώρα μετά το θάνατο της, το πτώμα της κ. Χέντερσον,
που έπρεπε να βρίσκεται στην άκρη του κρεβατιού, κύλησε στο
πάτωμα.»
»Πρέπει να παραδεχτείτε ότι ο δολοφόνος δεν είχε κανένα λόγο
αρκετή ώρα μετά το έγκλημα, να αγγίξει πάλι το πτώμα που δεν
είχε ούτε κοσμήματα, ούτε τίποτα άλλο επάνω του… Αλλά
συνεχίζω την αφήγηση των γεγονότων. Μου τα επιβεβαίωσε
ο Ράντεκ την περασμένη νύχτα…
»Ο Ράντεκ λοιπόν αποφάσισε να μπει ο Ερτέν στη βίλα στις 2:30
μετά τα μεσάνυχτα ακριβώς, να ανέβει στο επάνω πάτωμα, να
μπει στην κάμαρη της χήρας, κι όλα αυτά χωρίς να ανάψει φως.
Του ορκίστηκε ότι δεν ήταν κανένας μέσα στο σπίτι… Και η θέση
που του υπέδειξε ως το μέρος που φυλάγονταν τα χρήματα, ήταν
η θέση του κρεβατιού της κ. Χέντερσον.
»Στις 2 και 20’, ο Ράντεκ, ολομόναχος, μπήκε στη βίλα, σκότωσε
τις δύο γυναίκες και έπειτα, αφού έκρυψε το μαχαίρι στη
ντουλάπα, βγήκε έξω. Παραμόνεψε κατόπιν απέξω την άφιξη του
Ερτέν, ο οποίος έφτασε σε λίγο και μπήκε στη βίλα,
ακολουθώντας τις οδηγίες που του είχε δώσει…
»Μα ξαφνικά, ο Ερτέν, καθώς ψαχούλευε μέσα στο σκοτάδι στη
θέση του κρεβατιού, έριξε κάτω το πτώμα της κ. Χέντερσον.
Τρομαγμένος τότε άναψε το ηλεκτρικό, είδε τα πτώματα των δύο
γυναικών, βεβαιώθηκε πως ήταν νεκρές και, μέσα στη σαστιμάρα
του, άφησε παντού τα ίχνη από τα ματωμένα του δάχτυλα…
»Όταν στο τέλος βγήκε πάλι έξω κατατρομαγμένος, αντίκρυσε
μπροστά του τον Ράντεκ, ο οποίος είχε αλλάξει τώρα στάση, του
μιλούσε σαρκαστικά και έδειχνε σκληρός… Η σκηνή που
ακολούθησε μεταξύ τους θα ήταν αφάνταστη. Αλλά τι μπορούσε
να κάνει ένας απλοϊκός άνθρωπος σαν τον Ερτέν εναντίον του
[105]
Ράντεκ; Δεν ήξερε καν το όνομα του! Δεν ήξερε που κατοικεί!
Ο Ράντεκ του έδειχνε τα γάντια του από καουτσούκ και τις
γαλότσες του, χάρη στις οποίες δεν είχε αφήσει το παραμικρό
ίχνος μέσα στη βίλα.
»–Θα καταδικαστείς σε θάνατο ως δολοφόνος! του έλεγε.
Δεν θα σε πιστέψουν! Κανένας δεν θα πιστέψει πως είσαι αθώος!
Και θα σε εκτελέσουν…
»Έπειτα ο Ράντεκ πρόσθεσε:
»–Αν σωπάσεις, θα σε σώσω εγώ! Καταλαβαίνεις; Θα σε βγάλω
από τη φυλακή, ίσως έπειτα από ένα μήνα, ίσως έπειτα από τρεις
μήνες… Αλλά θα σε βγάλω!...
»Έπειτα από δύο μέρες, ο Ερτέν συνελήφθη. Αλλά δεν έκανε
τίποτα άλλο παρά να επαναλαμβάνει ότι είναι αθώος… Ήταν σαν
αποβλακωμένος… Μονάχα στη μητέρα του μίλησε για τον Ράντεκ.
Και η μητέρα του δεν τον πίστεψε… Αυτό δεν ήταν η καλύτερη
απόδειξη ότι ο Ράντεκ είχε δίκιο, ότι ήταν καλύτερο να σωπάσει
και να περιμένει τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί;
»Και οι μήνες πέρασαν. Ο Ερτέν, μέσα στη φυλακή του, ζούσε με
τον τρόμο των δύο ματωμένων πτωμάτων που είχε αγγίξει με τα
χέρια του.
»Ξαφνικά, μια μέρα, έλαβε μια επιστολή που του υποδείκνυε
πώς να δραπετεύσει, την επιστολή δηλαδή που έγραψα εγώ.
Ακολούθησε τις οδηγίες της, αλλά χωρίς εμπιστοσύνη, με έναν
τρόπο μηχανικό, και μόλις βγήκε από τη φυλακή, άρχισε να
περιπλανιέται στο Παρίσι, χωρίς σκοπό… Η ελευθερία δεν του
δίνει καμμιά μέθη!... Δεν ξέρει τι να κάνει… Δεν έχει χρήματα!
Κανένας δεν τον περιμένει…
»Και όλα αυτά εξαιτίας του Ράντεκ!... Τον αναζητάει στα κέντρα
όπου τον συναντούσε άλλοτε… Για να τον σκοτώσει; Δεν έχει
όπλο! Όμως είναι αρκετά ερεθισμένος για να τον πνίξει… Ίσως
όμως τον αναζητά για να του ζητήσει χρήματα ή γιατί είναι το
μόνο πλάσμα στον κόσμο, στο οποίο μπορεί ακόμα να μιλήσει…
»Και ένα βράδυ τον είδε στο «Καφέ -Κουπόλ». Αλλά δεν τον
άφησαν να μπει μέσα… Περίμενε τότε απέξω και κολλούσε κάθε
τόσο την πελιδνή του όψη στη βιτρίνα του μπαρ. Όμως όταν
ο Ράντεκ βγήκε επιτέλους έξω, συνοδευόταν από δύο
αστυνομικούς. Είχε προκαλέσει επίτηδες τη σύλληψη του,
αρνούμενος να πληρώσει, για να αποφύγει μια συνάντηση με τον
Ερτέν.
»Τότε ο Ερτέν μηχανικά έσυρε τα βήματα του προς το χωριό
του. Εκεί μπήκε κρυφά στο σπίτι του… Ο πατέρας του όμως τον
[106]
ανακάλυψε και θέλησε να τον διώξει… Αλλά αυτός προτίμησε να
κρεμαστεί… Ευτυχώς τον έσωσαν την τελευταία στιγμή…
[108]
ριψοκινδύνευε το κεφάλι του…
»Αυτός επίσης υποχρέωσε τον Γκρόσμπυ να πάει σε μια
ορισμένη ώρα στη βίλα του Σαιν Κλου. Το έκανε αυτό, γιατί
δυνατός ψυχολόγος όπως είναι, είχε μαντέψει ότι θα ξανάρχιζα
την έρευνα μου από τον τόπο του εγκλήματος και ήθελε,
πηγαίνοντας στη βίλα, να βρω εκεί τον Αμερικανό και να
μπερδευτώ ακόμα περισσότερο…
»Πήγα λοιπόν στη βίλα και βρήκα πράγματι εκεί τον Γκρόσμπυ,
ο οποίος μη μπορώντας να μου δικαιολογήσει την παρουσία του
στον τόπο του διπλού εγκλήματος, προσπάθησε στην αρχή να μου
ξεφύγει. Αλλά επειδή δεν το κατόρθωσε, αυτοκτόνησε από τον
φόβο του μήπως αποκαλυφθεί…
»Εν τω μεταξύ, εγώ τον παρακολουθούσα παντού, από το πρωί
ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί… Διαισθανόμουν ότι
στο τέλος τα νεύρα του θα χαλάρωναν… Διάφορα μικρά γεγονότα
μου αποδείκνυαν ότι είχε πάρει κιόλας την κακή κατηφοριά…
Ένιωθε την ανάγκη να ικανοποιεί αδιάκοπα το μίσος του
εναντίον του κόσμου… Εξευτέλιζε τους φτωχούς, κορόιδεψε μια
ζητιάνα, έβαζε τις γυναίκες του δρόμου να πιάνονται μεταξύ
τους…
»Και προσπαθούσε να καταλάβει τι εντύπωση έκαναν όλα αυτά
σε μένα… Όμως σιγά-σιγά έχανε την ψυχραιμία του… Είχε φτάσει
πια η στιγμή που μοιραία θα έκανε ένα λάθος… Και το έκανε! Όλοι
οι μεγάλοι εγκληματίες, αργά ή γρήγορα, φτάνουν στο σημείο
αυτό…
»Είχε σκοτώσει τις δύο γυναίκες! Έκανε τον Γκρόσμπυ να
αυτοκτονήσει… Έκανε τον Ερτέν ένα συντρίμμι… Αλλά πριν το
τέλος, ήθελε να συμπληρώσει την εκατόμβη και με άλλα θύματα…
»Είχα όμως λάβει κι εγώ τα μέτρα μου. Είχα τοποθετήσει τον
ενωμοτάρχη Ζανβιέ στο «Ξενοδοχείο Γεωργίου 5ου», με την
εντολή να παίρνει όλες τις επιστολές που απευθύνονταν στον
κ. Γκρόσμπυ ή στην Έντνα Ράϊχσμπεργκ και να παρακολουθεί
όλες τις τηλεφωνικές συζητήσεις τους. Δύο φορές ο Ράντεκ, τον
οποίο δεν άφηνα καθόλου, μου ξέφυγε για μερικές στιγμές και
μάντεψα ότι πήγε και έστειλε επιστολές.
»Μερικές ώρες αργότερα, ο Ζανβιέ μου τις παράδωσε… Νάτες!
Η μία αναγγέλλει στην κ. Γκρόσμπυ ότι ο σύζυγος της οργάνωσε
την δολοφονία της κ. Χέντερσον και, ως απόδειξη, της έστειλε
μαζί με την επιστολή και το κουτί που περιείχε το κλειδί της
βίλας, που έφερε ακόμα τη διεύθυνση γραμμένη από το χέρι του
Γκρόσμπυ.
[109]
»Ο Ράντεκ ήξερε τους νόμους. Στην επιστολή του καθόριζε ότι
ένας δολοφόνος δεν μπορεί να κληρονομήσει το θύμα του και ότι,
κατά συνέπεια, η περιουσία της κ. Γκρόσμπυ θα κατασχεθεί… Την
διάτασσε λοιπόν, αν ήθελε να το αποφύγει αυτό, να πάει τη νύχτα
στη «Σιτανγκέτ» να ψάξει στο στρώμα μια κάμαρης για να βρει το
μαχαίρι που χρησιμοποίησε ο δολοφόνος και να το βάλει σε
σίγουρο μέρος. Κι αν το μαχαίρι δεν ήταν εκεί, να πάει στη βίλα
του Σαιν Κλου και να ψάξει να το βρει σε ένα ντουλάπι…
»Όλα αυτά τα έκανε ο Ράντεκ, όχι μόνο για να μπερδέψει τα
πράγματα, αλλά και για να εξευτελίσει τους ανθρώπους…
Η κ. Γκρόσμπυ δεν είχε να κάνει τίποτα στη «Σιτανγκέτ», αφού το
μαχαίρι δεν βρισκόταν εκεί… Αλλά ήταν μια απόλαυση για τον
Ράντεκ να στείλει την πλούσια Αμερικανίδα σε ένα καταγώγιο
αλητών…
»Δεν ήταν όμως αυτό όλο… Η λύσσα του να μπερδέψει τα
πράγματα τον έσπρωξε και αποκάλυψε στη νέα γυναίκα ότι η
Έντνα Ράϊχσμπεργκ ήταν ερωμένη του συζύγου της και ότι
εκείνος επρόκειτο να την παντρευτεί. Και πρόσθετε στην
επιστολή του:
«Η Έντνα ξέρει την αλήθεια σχετικά με το έγκλημα! Σας μισεί
και, αν μπορέσει, θα την αποκαλύψει για να σας ρίξει στη
φτώχεια…»
[110]
»Τότε παρακάλεσα τις δύο γυναίκες να με βοηθήσουν,
εξηγώντας τους ότι επρόκειτο να ξαναβρούμε το δολοφόνο της
κ. Χέντερσον, και τους είπα να κάνουν ότι ζητούσε απ’ αυτές
ο Ράντεκ…
»Και ο Ράντεκ ο ίδιος με πήγε στη «Σιτανγκέτ» και κατόπιν στη
βίλα του Σαιν Κλου. Ένιωθε πως είχε φτάσει στο τέλος… Ένα
τέλος όμως μεγαλοπρεπές, όπως το είχε ονειρευτεί και όπως θα
ήταν πραγματικά αν δεν είχα κατασχέσει τις δύο επιστολές του!
»Η κ. Γκρόσμπυ, ταραγμένη από τις αποκαλύψεις του
δολοφόνου, συντετριμμένη από το φριχτό της διάβημα στο
καταγώγιο της «Σιτανγκέτ», θα έφτανε στη βίλα του Σαιν Κλου
και θα έμπαινε μέσα στην κάμαρη όπου είχε γίνει το διπλό
έγκλημα…
»Φανταστείτε την κατάσταση των νεύρων της… Και ξαφνικά
τότε, θα βρισκόταν αντιμέτωπη με την Έντνα Ράϊχσμπεργκ, την
ερωμένη του συζύγου της, η οποία θα κρατούσε στα χέρια της το
μαχαίρι του διπλού εγκλήματος…
»Δεν μπορώ να ορκιστώ πως όλα αυτά θα τελείωναν με ένα
ακόμα έγκλημα… Αλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι ο Ράντεκ
είχε ψυχολογήσει καλά τα πάντα… Αλλά τα πράγματα, όπως τα
σκηνοθέτησα εγώ, έγιναν διαφορετικά.
»Από το μέρος όπου παραμονεύαμε εγώ και ο Ράντεκ, είδαμε
την κ. Γκρόσμπυ να φεύγει μόνη… Τότε ο Ράντεκ, βασανισμένος
από την ανάγκη να μάθει τι είχε απογίνει η Έντνα με ακολούθησε
μέσα στη βίλα.
»Αυτός άνοιξε την ντουλάπα… και βρήκε, αντί το πτώμα που
περίμενε, την Έντνα ολοζώντανη… Με κοίταξε… Και κατάλαβε τα
πάντα… Κατάλαβε ότι είχα κατασχέσει τις επιστολές του και ότι
ήταν δική μου όλη αυτή η σκηνοθεσία.
»Και τότε έκανε επιτέλους τη χειρονομία που περίμενα…
Πυροβόλησε εναντίον μου…
Ο ανακριτής Κομελιώ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.
– Μη φοβάστε τίποτα, εξακολούθησε ο Μαιγκρέ.
Το προηγούμενο απόγευμα, σε κάποιο συνωστισμό, είχα
κατορθώσει να του πάρω το περίστροφο του και να το
αντικαταστήσω με ένα άλλο αδειανό… Αυτό ήταν όλο!... Έπαιξε!...
Έχασε!...
Ο Μαιγκρέ άναψε πάλι τη σβησμένη του πίπα και σηκώθηκε
συνοφρυωμένος.
– Οφείλω να προσθέσω ότι ξέρει να χάνει… Περάσαμε την
[111]
υπόλοιπη νύχτα μαζί στο γραφείο μου στην αστυνομία… Του είπα
όσα ήξερα και στη συνέχεια ο ίδιος συμπλήρωσε τα κενά. Εκείνη
την ώρα, είχε μια καταπληκτική γαλήνη. Με ρώτησε αν νομίζω
πως θα εκτελεστεί. Και επειδή δίσταζα να του απαντήσω,
πρόσθεσε σαρκάζοντας:
»–Κάνετε τα αδύνατα δυνατά για να γίνει αυτό, επιθεωρητά…
Μου χρωστάτε αυτή την εύνοια! Έχω το λόγο μου κι εγώ για να το
θέλω… Παρακολούθησα πριν χρόνια μια θανατική εκτέλεση στη
Γερμανία… Την τελευταία στιγμή ο μελλοθάνατος, ο οποίος δεν
είχε κουνηθεί καθόλου, άρχισε να κλαίει και να αναστενάζει:
»–Μαμά!... Μαμά!...
»Είμαι περίεργος να δω αν επικαλεστώ κι εγώ την μητέρα μου
στις τελευταίες μου στιγμές! Τι λέτε εσείς σχετικά;…
Αφού είπε αυτά τα λόγια ο Μαιγκρέ σώπασε. Απέξω ακούγονταν
τώρα οι θόρυβοι του δικαστηρίου και, πιο μακρινοί ακόμα, οι
θόρυβοι του Παρισιού.
Τέλος, ο ανακριτής Κομελιώ, έσπρωξε το χαρτοφύλακα του, που
για τους τύπους, είχε ανοίξει μπροστά του από την αρχή της
συζήτησης.
– Ωραία, πολύ ωραία, επιθεωρητά, άρχισε να λέει κομπάζοντας.
Θα… θα…
Κοίταξε αλλού και ελαφρός ιδρώτας είχε φανεί στους
κροτάφους του.
– Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να με συγχωρέσετε για το
θλιβερό εκείνο επεισόδιο…
Αλλά ο Μαιγκρέ, αφού φόρεσε το παλτό του, του έδωσε το χέρι
με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου.
– Θα λάβετε την έκθεση μου αύριο… του είπε. Τώρα πρέπει να
πάω να δω τον γραφολόγο Μόερς, στον οποίο υποσχέθηκα τις δύο
επιστολές. Θέλει να τις μελετήσει.
Και ο Μαιγκρέ κατευθύνθηκε προς την έξοδο, έπειτα από μια
στιγμή δισταγμού. Εκεί γύρισε, είδε το ντροπιασμένο πρόσωπο
του ανακριτή και έφυγε τέλος με ένα χαμόγελο που μόλις
φαινόταν στα χείλη του και αποτελούσε τη μόνη του εκδίκηση.
[112]
ΧΙΙ
Η ΠΤΩΣΗ
[113]
θέλησε να γυρίσει αλλού τα μάτια του. Ωστόσο άκουσε τον
Ράντεκ που του είπε:
– Ήρθατε… Σας ευχαριστώ…
Όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί ανυπομονούσαν… Τα νεύρα τους
βρίσκονταν σε υπερένταση και ήθελαν να τελειώσει το ταχύτερο
η οδυνηρή αυτή σκηνή που το καθήκον τους, τους εξανάγκαζε να
την παρακολουθήσουν.
Ο Ράντεκ κοίταξε τον πάγο, επάνω στον οποίο είχε γλιστρήσει…
Έπειτα σήκωσε το κεφάλι του και, δείχνοντας τη λαιμητόμο με
ένα πικρό χαμόγελο, έκανε σαρκαστικά:
– Στάθηκα ένας αποτυχημένος!
Αυτοί που είχαν ως αποστολή να δώσουν τέλος στη ζωή αυτού
του ανθρώπου, φαίνονταν σαν να διστάζουν να τον παραλάβουν.
Κάποιος μίλησε από τους παρισταμένους. Το κλάξον ενός
αυτοκινήτου αντήχησε σε κάποιο γειτονικό δρόμο… Η αυγή
ξεκαθάριζε ολοένα τα σκοτάδια της νύχτας… Τώρα, τα πρόσωπα
και τα πράγματα ξεχώριζαν πιο καθαρά…
Ο Ράντεκ έκανε δύο-τρία βήματα ακόμα πριν την λαιμητόμο…
Οι δήμιοι άπλωσαν τα χέρια τους, έτοιμοι να τον αρπάξουν…
Μα ξαφνικά γύρισε το κεφάλι του πίσω και απευθυνόμενος
προς τον Μαιγκρέ που, μηχανικά είχε προχωρήσει κι αυτός, είπε:
– Επιθεωρητά… Σε μια στιγμή θα τελειώσουν όλα…
Η φωνή του Ράντεκ είχε έναν αλλόκοτο τόνο που τον ξάφνιασε
και τον ίδιο και τον ανάγκασε για μια στιγμή να σωπάσει. Όμως
αμέσως πρόσθεσε με ένα τόνο που ήταν τώρα περισσότερο
πικρός παρά σαρκαστικός:
– Επιθεωρητά, θα ξαναγυρίσετε τώρα στο σπίτι σας, δεν είναι
έτσι; Θα βρείτε εκεί τη γυναίκα σας… Θα σας έχει ετοιμάσει το
πρόγευμα σας, τον καφέ σας…
Όμως δεν μπόρεσε να πει περισσότερα… Οι δήμιοι, βρίσκοντας
ότι η σκηνή παρατεινόταν, τον άρπαξαν και τον τράβηξαν προς
την λαιμητόμο…
Ο Μαιγκρέ δεν είδε τίποτα… Είχε κλείσει τα μάτια του… Και
όταν άκουσε τη λεπίδα να πέφτει, έσπευσε να απομακρυνθεί από
εκεί, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του πίσω…
Ήταν αλήθεια όσα του είχε πει ο Ράντεκ! Η γυναίκα του τον
περίμενε την ώρα εκείνη, στην καλοεπιπλωμένη τους τραπεζαρία,
όπου το τζάκι έκαιγε και όπου το πρόγευμα τους ήταν
σερβιρισμένο…
Χωρίς να ξέρει και ο ίδιος το γιατί, ο Μαιγκρέ δεν τόλμησε να
γυρίσει πίσω στο σπίτι του… Του φαινόταν πως θα έφερνε στη
[114]
γαλήνη του κάτι από την φρίκη της σκηνής που είχε
παρακολουθήσει…
Τράβηξε, κατευθείαν στο γραφείο του, στην αστυνομία… Εκεί,
γέμισε το τζάκι ολόκληρο, το άναψε και σε λίγο μεγάλες γλώσσες
φωτιάς ξεπετάχτηκαν… Είχε τόσο την ανάγκη της ο Μαιγκρέ…
Ένιωθε δυνατά ρίγη να του διαπερνούν το κορμί…
ΤΕΛΟΣ
[115]
ΕΝΑΣ ΔΙΣΚΟΣ ΤΟΥ ‘ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗ’
Αστυνομικό διήγημα
του Ζωρζ Σιμενόν
[116]
το στήριζε στο στήθος του αρχιθαλαμηπόλου. Και έτσι, ίσως να
τον σκότωνε, αν δεν παρουσιαζόταν εκείνη ακριβώς την στιγμή
ο μαρκήσιος για να τους χωρίσει.
Επίσης, όπως αναφέραμε, στον πύργο ήταν καλεσμένοι και
διάφοροι φίλοι του Βερσιέ, που θα έμεναν ακόμη μερικές ημέρες.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο γιατρός Ρουσέν, μέγας ξενύχτης και
μέγας χαρτοπαίχτης, ο Ερρίκος Μπωμόν, ο ανιψιός του
μαρκησίου, ένας τρομερός καταχτητής των γυναικών και
δημοφιλέστατος θαμώνας στα νυκτερινά κέντρα της
Μονμάρτρης και ο δικηγόρος Ρουσσώ, ένας έξυπνος και
μορφωμένος νέος που είχε ειδικευτεί στα διαζύγια και είχε μια
πολύ μεγάλη πάντα πελατεία. Ο Βερσιέ έδειχνε μια εξαιρετική
συμπάθεια σε αυτόν τον νέο.
Μόλις τώρα ελήφθη εκείνο το απειλητικό τηλεγράφημα, και
όλοι οι φίλοι του Βερσιέ συμφώνησαν πως έπρεπε να
ειδοποιήσουν την αστυνομία. Και πράγματι, έστειλαν ένα
τηλεγράφημα στον γειτονικό αστυνομικό σταθμό.
Σε λίγο λοιπόν έφτασαν στον πύργο έξι αστυνομικοί, που
προέβησαν αμέσως σε μια λεπτομερή έρευνα στο πάρκο και στα
υπόγεια και κατόπιν πήραν την απόφαση να μείνουν όλη τη
νύχτα εκεί πέρα, μήπως τυχόν συνέβαινε κανένα τραγικό
περιστατικό. Οι αστυνομικοί είχαν την γνώμη ότι κάποιος
φαρσέρ θα είχε στείλει το τηλεγράφημα. Ωστόσο, έπρεπε με κάθε
τρόπο και για κάθε ενδεχόμενο να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα
και να προστατέψουν τη ζωή του πυργοδεσπότη.
Και έτσι, μόλις νύχτωσε, δύο από αυτούς τοποθετήθηκαν στον
μεγάλο διάδρομο, απ’ όπου μπορούσαν να προσέχουν την πόρτα
της κρεβατοκάμαρας του Βερσιέ καθώς και τις πόρτες των
δωματίων στα οποία έμεναν οι καλεσμένοι του. Δύο άλλοι
τοποθετήθηκαν στον κήπο, στην είσοδο του πύργου και ακριβώς
απέναντι από το μεγάλο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας του.
Τέλος, οι δύο άλλοι ανέλαβαν να φυλάξουν στο πίσω μέρος του
κήπου, όπου βρίσκονταν τα δωμάτια της υπηρεσίας.
Το δείπνο, στην μεγάλη τραπεζαρία, είχε μια ατμόσφαιρα
νευρικότητας και αγωνίας. Όταν μάλιστα ο μαρκήσιος Βερσιέ
ζήτησε την άδεια από τους καλεσμένους του να αποσυρθεί στο
δωμάτιο του, ο δικηγόρος Ρουσσώ χλόμιασε και προσπάθησε να
τον κρατήσει ακόμα λίγο μαζί τους. Αλλά ο πυργοδεσπότης δεν
θέλησε να φανεί δειλός στα μάτια των φίλων του και με ένα
ειρωνικό χαμόγελο τους καληνύχτισε και βγήκε στον διάδρομο,
όπου φύλαγαν οι δύο αστυνομικοί. Ο ανιψιός του όμως ο Ερρίκος
[117]
Μπωμόν, δεν θέλησε να τον αφήσει μόνο. Σηκώθηκε λοιπόν κι
αυτός, πέρασε μαζί του μπροστά από τους αστυνομικούς, μπήκε
πρώτος στην κρεβατοκάμαρα του θείου του με τον σκοπό, όπως
είχε πει στην τραπεζαρία, να βεβαιωθεί αν ήταν καλά κλεισμένο
το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας και για δώσει θάρρος στον
Βερσιέ.
Όταν μετά βγήκε από την κρεβατοκάμαρα, πέρασε πάλι
μπροστά από τους αστυνομικούς, κατέβηκε στο γκαράζ, πήρε το
αυτοκίνητο του και περνώντας κοντά από τους δύο
αστυνομικούς που φύλαγαν την έξοδο, τους καληνύχτισε,
λέγοντας τους με ένα χαμόγελο ότι πήγαινε να πει μια μποτίλια
σαμπάνια στη Μονμάρτρη, όπως έκανε κάθε βράδυ.
Η νύχτα λοιπόν πέρασε χωρίς κανένα επεισόδιο. Οι αστυνομικοί
που φύλαγαν στον κήπο και απέναντι από το παράθυρο της
κρεβατοκάμαρας του μαρκησίου, έβλεπαν ως τη μία η ώρα μετά
τα μεσάνυχτα, τη σκιά του μαρκησίου να περνάει και να
ξαναπερνάει νευρικά από το λινό και μακρύ παραπέτασμα του
παραθύρου. Ο Βερσιέ, ταραγμένος όπως ήταν, δεν μπορούσε,
φαίνεται να κοιμηθεί…
Όταν το πρωί γύρισε ο Ερρίκος Μπωμόν, έτρεξε αμέσως να
ξυπνήσει τον θείο του. Μόλις όμως μπήκε μέσα στην
κρεβατοκάμαρα, έβαλε τις φωνές. Ένα φρικιαστικό θέαμα είχε
παρουσιαστεί μπροστά στα μάτια του. Ο μαρκήσιος Ντε Βερσιέ
ήταν νεκρός σε μια πολυθρόνα, μπροστά στο γραφείο του, με μια
μαχαιριά στη ράχη.
Το πτώμα του ήταν παγωμένο και κατά τους υπολογισμούς του
γιατρού Ρουσέν, ο μαρκήσιος είχε δολοφονηθεί τη νύχτα, κατά τις
δώδεκα η ώρα. Μέσα στο δωμάτιο του νεκρού βασίλευε απόλυτη
τάξη. Το μόνο που μπορούσε κανείς να προσέξει ήταν μια λάμπα
τοποθετημένη επάνω στο έπιπλο του γραμμοφώνου. Αλλά αυτό
ήταν μια λεπτομέρεια χωρίς σημασία.
Οι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να δώσουν καμμιά εξήγηση σε
αυτό το έγκλημα. Ποιος είχε δολοφονήσει άραγε τον Βερσιέ; Από
πού είχε μπει; Από πού πάλι είχε φύγει; Τόσο στον διάδρομο όσο
και στον κήπο φύλαγαν άγρυπνα όλη την νύχτα από δύο
αστυνομικοί! Ο γιατρός Ρουσέν, σκανδαλισμένος από αυτό το
μυστήριο, έσπευσε αμέσως να τηλεφωνήσει στην Γενική
Ασφάλεια του Παρισιού, και έτσι ύστερα από λίγο έφτασε στον
πύργο ο περίφημος αστυνόμος Μαιγκρέ.
Ο Μαιγκρέ υπέβαλε σε μια εξονυχιστική ανάκριση όλους τους
υπηρέτες, ζήτησε πληροφορίες από τους φίλους του θύματος και
[118]
ύστερα κλείστηκε μέσα στην κρεβατοκάμαρα του νεκρού. Εκεί
μέσα έμεινε μια ολόκληρη ώρα. Όταν βγήκε τελικά, είχε ένα
παράξενο χαμόγελο. Προχώρησε στη βεράντα, όπου ήταν
συγκεντρωμένοι οι φίλοι του τραγικού Βερσιέ και χωρίς να πει
τίποτα, πέρασε με μια αστραπιαία ταχύτητα τις χειροπέδες στον
Ερρίκο Μπωμόν!...
– Έξυπνο κόλπο! του είπε με μια πονηρή έκφραση στα μάτια.
Δυστυχώς όμως ξεχάσατε να βάλετε μια βελόνα στο
γραμμόφωνο!...
Οι φίλοι του Βερσιέ τα έχασαν και κοίταξαν τον Ερρίκο
Μπωμόν, κατάπληκτοι. Εκείνος, προσπάθησε να χαμογελάσει,
αλλά μόλις αντίκρυσε τα αδυσώπητα μάτια του Μαιγκρέ, έσκυψε
το κεφάλι, γιατί κατάλαβε πως κάθε προσποιητή διαμαρτυρία
ήταν περιττή.
– Ε, ναι, έκανε, ομολογώ ότι έχασα το παιχνίδι.
Ο Μαιγκρέ τότε τον παρέδωσε στους αστυνομικούς και
γυρίζοντας προς τους σαστισμένους φίλους του μαρκησίου, τους
είπε με το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο:
– Κύριοι, δεν έχω να σας δώσω πολλές εξηγήσεις για το
μυστήριο αυτού του εγκλήματος. Ο δολοφόνος του μαρκησίου
είναι ο ανιψιός του, ο Ερρίκος Μπωμόν. Αυτός είναι ο μόνος
άνθρωπος που μπήκε στην κρεβατοκάμαρα του Βερσιέ. Και αυτός
τον δολοφόνησε και ύστερα ξαναβγήκε και έφυγε για το Παρίσι,
για να δημιουργήσει ένα άλλοθι!...
– Μα πώς;… έκανε ο γιατρός Ρουσέν. Οι αστυφύλακες έβλεπαν
την σκιά του Βερσιέ στο παράθυρο ως τη μία μετά τα
μεσάνυχτα!...
– Ναι! του απάντησε ο Μαιγκρέ. Έβλεπαν μια σκιά, όχι όμως τη
σκιά του θύματος. Ο Μπωμόν είναι πολύ έξυπνος!... Ακούστε πώς
ανακάλυψα τον δολοφόνο…
»Το πρώτο πράγμα που με σκανδάλισε μέσα στη
κρεβατοκάμαρα ήταν το έπιπλο του γραμμοφώνου. Είχε ένα
δίσκο του «Μεφιστοφελή», χωρίς ωστόσο να έχει βελόνα. Ήταν
ρυθμισμένο στον πιο αργό ρυθμό του και είχε ακριβώς στο πίσω
μέρος του δίσκου μια λάμπα νυκτός. Αυτά όλα ήταν μια πρώτης
τάξης σκηνοθεσία. Όμως δεν θα έλεγα τίποτα αν ο δίσκος του
«Μεφιστοφελή» δεν είχε μια βαθιά χαραγματιά στην άκρη…
Ε, λοιπόν σε αυτή την χαραγματιά, ο Μπωμόν είχε χώσει ένα
χαρτονένιο ανθρωπάκι που περιστρεφόταν αργά-αργά μαζί με
τον δίσκο και καθώς περνούσε μπροστά από την λάμπα, έριχνε τη
σκιά του επάνω στο λινό παραπέτασμα. Αυτό το γύρισμα κράτησε
[119]
μία ολόκληρη ώρα, όσο ήταν κουρντισμένο το μεγάλο
γραμμόφωνο… Έπειτα, η σκιά έπαψε να περνά μπροστά από το
παράθυρο και έτσι οι αστυνομικοί πίστεψαν ότι ο Βερσιέ είχε
τελικά κοιμηθεί… Το πρωί, μόλις ο Μπωμόν μπήκε στην
κρεβατοκάμαρα του θείου του, έσπευσε να εξαφανίσει από τον
δίσκο του «Μεφιστοφελή» το χαρτονένιο ανθρωπάκι, και έτσι το
έγκλημα βυθίστηκε στο πιο ζοφερό μυστήριο!...
Ο Μαιγκρέ κατόπιν χαιρέτησε τους καλεσμένος του πύργου και
γύρισε στο Παρίσι. Εκεί έμαθε από τον ανακριτή ότι ο Μπωμόν
είχε δολοφονήσει τον θείο του για να τον κληρονομήσει.
Περιττό είναι να αναφέρει κανείς ότι το έγκλημα είχε γίνει
όπως ακριβώς το είχε περιγράψει ο δαιμόνιος Μαιγκρέ.
[120]
Η ΜΠΑΓΚΕΤΑ ΤΟΥ ΒΕΓΚΑΜ
Αστυνομικό διήγημα
του Ζωρζ Σιμενόν
[122]
μπαγκέτα, ενώ όλοι οι συνάδελφοι του χρησιμοποιούν συνήθως
μια ξύλινη. Και ακριβώς, τη στιγμή που ο Βέγκαμ χτύπησε με την
ασημένια μπαγκέτα του το σιδερένιο αναλόγιο, σωριάστηκε
καταγής σαν κεραυνόπληκτος!
Ε, λοιπόν! Τι τα θέλετε. Δεν άργησα καθόλου να βρω τη λύση
αυτού του σκοτεινού αινίγματος. Ο Βέγκαμ είχε στ’ αλήθεια
κεραυνοβοληθεί όχι από ανακοπή καρδιάς, αλλά από την
εκκένωση ενός δυνατού ηλεκτρικού ρεύματος!...
Αλλά δεν με πίστεψε κανείς… Οι συνάδελφοι μου άρχισαν να με
κοροϊδεύουν. Δεν είχα καμμιά απόδειξη. Πώς ήταν δυνατόν;
Όταν ύστερα από μια βδομάδα μου ανέθεσαν την υπόθεση και
πήγα να εξετάσω το σιδερένιο αναλόγιο του Βέγκαμ, δεν βρήκα
επάνω σε αυτό κανένα ηλεκτρικό σύρμα, καμμιά ένωση.
Ο μυστηριώδης δολοφόνος του, το είχε κιόλας εξαφανίσει… Από
πείσμα ωστόσο δεν παράτησα αυτή την σκοτεινή υπόθεση.
Έπρεπε με κάθε τρόπο να την φωτίσω. Και τότε, χωρίς να ξέρω
και εγώ γιατί, έτσι, από ένστικτο, πήγα ένα απόγευμα στο
νεκροταφείο για να επισκεφτώ τον τάφο του άτυχου μαέστρου.
Όταν έφτασα εκεί, είδα μια όμορφη νέα που έκλαιγε.
– «Μπα, είπα από μέσα μου. Να μια θαυμάστρια του που δεν
τον ξέχασε ακόμη.
Χωρίς να ξέρω τότε τι κάνω, ακολούθησα αυτή την όμορφη νέα,
που έκλαιγε και βγήκα μαζί της από το νεκροταφείο. Κοίταζα το
καπέλο της, τα παλιά της γάντια, τα φτηνά της παπούτσια και
καταλάβαινα καλά ότι η ερωτευμένη αυτή νέα ήταν ένα από
εκείνα τα κορίτσια που δούλευαν για να ζήσουν. Περίεργος
λοιπόν, όταν αυτή η πιστή θαυμάστρια του Βέγκαμ έφτασε στο
σπίτι της, μια πολυκατοικία της Μονμάρτρης, ρώτησα τη θυρωρό
για να μάθω ποια ήταν.
– Είναι η κόρη ενός ηλεκτρολόγου, μου είπε. Ο πατέρας της
δουλεύει στην «Αίθουσα Μπετόβεν». Εκεί πέρα δουλεύει κι αυτή
ως δακτυλογράφος.
Διάβολε! Αυτές οι πληροφορίες μου προξένησαν κατάπληξη!
Συνέχισα λοιπόν τις έρευνες μου και θέλησα να μάθω τα
απόκρυφά της ερωτικής ζωής του Βέγκαμ. Και έμαθα στ’ αλήθεια
πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για τις κατακτήσεις του
γοητευτικού μαέστρου. Ο Βέγκαμ είχε μια ιδιοτροπία. Αγαπούσε
τις μοδιστρούλες, τις δακτυλογράφους, τις μικρές πωλήτριες των
καταστημάτων. Ο Βέγκαμ είχε τη μανία να ξεμυαλίζει τα
κορίτσια! Το τελευταίο θύμα του, λοιπόν, όπως ανακάλυψα, ήταν
η κόρη του ηλεκτρολόγου, η Γκαμπύ Κλαιριέρ, η κόρη του
[123]
αλκοολικού ηλεκτρολόγου της «Αίθουσας Μπετόβεν».
Ο ηλεκτρολόγος Κλαιριέρ, όπως έμαθα, δεν άργησε να
καταλάβει τους ενόχους έρωτες του Βέγκαμ με την κόρη του και
σαν πατέρας, ζήτησε από τον μαέστρο να επανορθώσει το
σφάλμα του. Εκείνος φυσικά δεν έδωσε καμμιά σημασία στις
φοβέρες του και εξακολούθησε με άλλα κορίτσια τους έρωτες
του. Ο Κλαιριέρ τότε ορκίστηκε να τον εκδικηθεί σκληρά. Και τον
εκδικήθηκε. Διοχέτευε με ένα σύρμα το ηλεκτρικό ρεύμα της
αίθουσας στο σιδερένιο αναλόγιο του μαέστρου, και όταν
ο Βέγκαμ το άγγιξε με την μεταλλική μπαγκέτα του,
κεραυνοβολήθηκε από την εκκένωση του ρεύματος.
Αυτά ακριβώς κατέθεσε ο ηλεκτρολόγος και μπροστά στον
ανακριτή. Όταν λοιπόν τα έμαθαν οι συνάδελφοι μου, πήγαν να
σκάσουν από τη λύσσα τους. Δεν φαντάζονταν ότι μπορούσα
ποτέ να διαφωτίσω το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου του
Βέγκαμ!...
[124]
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΛΑΣΟΥΤΙΕΡ
Αστυνομικό διήγημα
του Ζωρζ Σιμενόν
[125]
Τα λόγια του έσκασαν σαν βόμβα. Η νύφη λιποθύμησε,
οι γονείς με δάκρυα στα μάτια πάσχιζαν να την βοηθήσουν, οι
φίλοι βουβοί, πάγωσαν από τη φρίκη τους. Ο διευθυντής του
«Κίτρινου Παπαγάλου» έτρεξε αμέσως να τηλεφωνήσει στην
αστυνομία.
Όμως οι έρευνες των «λαγωνικών» της Ασφάλειας δεν
κατέληξαν σε τίποτα. Ο Μωρίς Λασουτιέρ είχε χαθεί με τον πιο
παράξενο και μυστηριώδη τρόπο.
Κάποιος, ένας πλανόδιος βιβλιοπώλης, τον είχε δει να
κατεβαίνει στο δρόμο της συνοικίας της Παλιάς Μασσαλίας και
να πηγαίνει μαζί με ένα σοφέρ κοντά σε ένα κλειστό αυτοκίνητο
που ήταν σταματημένο λίγο πιο πέρα, και απέναντι από τον
«Κίτρινο Παπαγάλο». Μέσα στο αυτοκίνητο ήταν κάποιος, μια
γυναίκα, γιατί ο Μωρίς Λασουτιέρ της φίλησε το χέρι και άρχισε
να μιλά μαζί της.
– Μήπως μπήκε στο αυτοκίνητο; ρώτησαν οι αστυνομικοί.
– Δεν ξέρω, γιατί εκείνη τη στιγμή, ήρθε κάποιος πελάτης και
έτσι δεν είδα πότε έφυγε το αυτοκίνητο… τους απάντησε
ο βιβλιοπώλης.
Τι είχε γίνει λοιπόν; Ο βιβλιοπώλης είχε δίκιο. Ο Μωρίς
Λασουτιέρ είχε φύγει μαζί με το αυτοκίνητο. Μα γιατί; Το ήθελε
μόνος του ή μήπως αναγκάστηκε από άλλους;
– Εγώ νομίζω ότι έγινε απαγωγή… παρατήρησε ο αστυνόμος.
Και δεν γελιόταν. Ο Μωρίς Λασουτιέρ βρήκε μέσα στο
αυτοκίνητο μια κυρία μ’ ένα πυκνό μαύρο βέλο. Πάνω στα γόνατα
της είχε ένα κουτί δεμένο με μεταξωτές κορδέλες. Μόλις
η άγνωστος με το μαύρο βέλο είδε μπροστά της τον γαμπρό, του
είπε με μια προσποιητή φωνή, σαν να ήθελε να κρύψει τη δική
της:
– Μωρίς, τα συγχαρητήρια μου για το γάμο σου… Αυτό είναι
ένα δώρο για την γυναίκα σου…
– Μα ποια είστε; ρώτησε σαστισμένος ο γαμπρός.
– Θα σου πω ύστερα… του απάντησε η άγνωστος. Αλλά πρώτα
πρέπει να μου πείτε αν θα της αρέσει το δώρο μου…
– Θεέ μου! Γιατί όλο αυτό το μυστήριο; έκανε ο Λασουτιέρ
στενοχωρημένος. Τι περίεργα αστεία που κάνουν οι φίλοι στις πιο
ακατάλληλες στιγμές!
Η κυρία με το μαύρο βέλο ξέσπασε σε ένα ηχηρό γέλιο που έκανε
τον Λασουτιέρ ν’ ανατριχιάσει. Του φάνηκε ότι είχε ξανακούσει
αυτό το γέλιο…
– Ελάτε… πρέπει να δείτε το δώρο… Ανεβείτε στο αυτοκίνητο…
[126]
του είπε η κυρία και τον έπιασε από το χέρι.
Ο Λασουτιέρ, δίχως να ξέρει τι κάνει, ανέβηκε στο κλειστό
αυτοκίνητο και κάθισε δίπλα στην μυστηριώδη άγνωστο. Την
ίδια στιγμή, ένα άλλο άτομο που στεκόταν από την άλλη μεριά
του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα, πήδηξε μέσα σαν αστραπή
και έφραξε το στόμα και τη μύτη του Λασουτιέρ με ένα μεγάλο
βαμβάκι βουτηγμένο στο χλωροφόρμιο…
[129]
Από τη στιγμή που ο Μπρούντλερς είχε παραγγείλει να πιει κι
άλλο, οι άλλοι, ναρκωμένοι από τη ζέστη και την ακινησία,
πνιγμένοι μέσα στους καπνούς των πούρων, έδιναν στον εαυτό
τους με τη σειρά τους κι αυτοί, την τεμπέλικη ηδονή του
δισταγμού.
– Ένα σίνταμ για μένα, φώναζε ο Βαν Έθερινγκ, που κρατούσε
ένα παπουτσίδικο.
– Ένα κουρασάο…
– Ένα μισό, σαν του Μπρούντλερς…
Φορές-φορές, ένα ροχαλητό έκανε την πορσελάνινη σόμπα να
τρέμει. Μια άσπρη γάτα, σαν μπάλα μαζεμένη, ήταν πάνω στον
πάγκο, κοντά στην εφημερίδα και στα γυαλιά του Πήτερς.
– Δεν νύσταξες, Μίνα; ρώτησε αυτός. Εγώ, αν διάβαζα έτσι όλο
το βράδυ, δεν θα έβλεπα καλά-καλά μπροστά μου ούτε τις
σελίδες…
Ο Άρθουρ Πήτερς, κάθε βράδυ, έπαιζε χαρτιά με τους ίδιους
πελάτες, στο ίδιο τραπέζι, με τον Ντε Γκρηφ, του Βαμ Έθερινγκ,
τον Μπρούντλερς και τον Σκραμ. Κάθε βράδυ, όλοι τους έπιναν το
ίδιο ποτό, ενώ η κυρία Πήτερς έραβε ή κένταγε και η Μίνα, σε μια
γωνιά, διάβαζε χωρίς ποτέ να σηκώνει το κεφάλι, χαμένη, σαν
κάποιος που έρχεται από μακριά, κάθε φορά που της μίλαγαν.
Μερικές φορές, για ολόκληρα λεπτά, μέσα στην γενική νάρκη, δεν
άκουγες παρά τα ραμφίσματα του παπαγάλου στα κάγκελα του
κλουβιού του.
– Μου φαίνεται πως στις έντεκα, μόλις τελειώσει η παρτίδα,
μπορούσε να…
Θα το έλεγε πάλι απόψε η κυρία Πήτερς, μαζεύοντας τα
φουστάνια της για ν’ ανέβει τη στριφογυριστή σκάλα. Κατά
βάθος όμως, τον Πήτερς, δεν τον δυσαρεστούσε αυτή η μικρή
παράταση της βραδιάς, αυτά τα λεπτά, όπου πια δεν έπαιζαν, δεν
έκαναν τίποτα πια, κοίταγαν αόριστα ο καθένας μπροστά του,
περιμένοντας να βρουν το κουράγιο για να χωριστούν, να πάνε να
κλείσουν την πόρτα, να χαμηλώσουν το παραθυρόφυλλο, να
σβήσουν τα φώτα…
Οι άλλοι δεν είχαν να πάνε και μακριά. Ο Σκραμ έμενε στο
διπλανό σπίτι, αυτό που είχε ένα πεζούλι με έξι σκαλιά και δύο
σιδερένια κιγκλιδώματα από δω κι από κει· ο Ντε Γκρηφ,
ο φαρμακοποιός, έμενε ακριβώς απέναντι και έφτανε να
διασχίσει τη μουσκεμένη έκταση της πλατείας. Ο Μπρούντλερς
και ο Έθερινγκ απομακρύνονταν μαζί και άκουγες φωνές μέσα
στη νύχτα, μέχρι να στρίψουν στη γωνία του δεύτερου δρόμου.
[130]
Ο Άρθουρ Πήτερς είχε σηκωθεί γιατί το ήθελε ένα ποτηράκι κι
αυτός, και προτιμούσε να μην το ζητήσει από την κυρά. Τα
γυαλισμένα του παπούτσια έτριξαν. Είδε στον καθρέφτη τα
όμορφα, γκρίζα, μεταξένια μαλλιά του, το ασημένιο του μουστάκι,
το σακάκι του από φίνο λινό, γιατί πρόσεχε εξαιρετικά την
εμφάνιση του.
– Ωραίος καιρός για τους πεισματάρηδες, είπε.
Κι εννοούσε τους λαθρέμπορους που κάθε νύχτα σχεδόν, μερικά
χιλιόμετρα πιο κει, διέσχιζαν τα σύνορα ο ένας ακριβώς πίσω από
τον άλλον, με ένα δεμάτι καπνό στην πλάτη.
– Κι ακόμα καλύτερος καιρός γι’ αυτούς που τους πληρώνουν!..
πέταξε ο Χανς Ντε Γκρηφ, που ήταν ο μόνος αδύνατος στην
ομάδα, με μια μακριά μύτη, μακρύ σαγόνι και μικρά ζωηρά μάτια
πίσω από τα κρύσταλλα των γυαλιών του. Ο Πήτερς δεν τον
συμπαθούσε τον Ντε Γκρηφ. Ο Ντε Γκρηφ δεν συμπαθούσε
κανέναν, γκρίνιαζε όλη την ώρα, και αναρωτιόσουν γιατί ερχόταν
κάθε βράδυ, αφού δεν έβρισκε παρά μόνο δυσάρεστα λόγια να
πει. Ήξερε πάρα πολύ καλά πως ο Πήτερς δεν έκανε λαθρεμπόριο
και πως, αν μπόρεσε να ανακαινίσει το Καφέ του, αυτό έγινε γιατί
ένας οφειλέτης του χρεοκόπησε. Τι σημασία είχε! Αυτός την
πετούσε την κακία του. Έπειτα, τα μάτια του γελούσαν μόνα τους
πίσω από τα γυαλιά του, λες και ο Ντε Γκρηφ έκανε σκέψεις που
οι άλλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν.
– Αρκετά διάβασες, Μίνα… αναστέναζε η κυρία Πήτερς,
αποφεύγοντας να ξανακαθίσει, για να δείξει πως ήταν ώρα για να
φεύγουν.
Να όμως που όλοι τέντωσαν τ’ αυτιά τους, ακούγοντας βήματα,
τα βήματα δύο ανθρώπων, στο πεζοδρόμιο, κι έπειτα μια φωνή,
που έλεγε στα φλαμανδικά:
– Εδώ είναι…
Η πόρτα άνοιξε. Ένα κύμα κρύου αέρα χτύπησε την ωραία
ζεστασιά του Καφέ κι είδαν να μπαίνει ένα πρόσωπο που όμοιο
του δεν είχαν ποτέ ίσως ξαναδεί στη Φυρν, τουλάχιστον
περασμένες έντεκα το βράδυ στο Καφέ του Πήτερς. Ήταν μια
κοπελίτσα. Θα πρέπει να ήταν δεκαπέντε χρονών, μπορεί και
δεκάξι· δύσκολο να το πεις, γιατί έμοιαζε ελάχιστα με τα άλλα
κορίτσια: κορμί ψιλόλιγνο, μαύρα ανακατεμένα μαλλιά,
στεφανωμένα με στάλες βροχής, γύρω από ένα γούνινο καλπάκι
βαλμένο στην κορυφή του κεφαλιού, μάτια μαύρα, λαμπερά, μύτη
σουβλερή…
Ήταν αδύνατον να τα παρατηρήσεις, να τα δεις όλα μαζί.
[131]
Πίσω της ο Πίτζιε, ο χαμάλης του σταθμού, μεθυσμένος όπως
συνήθως, ακουμπούσε στους παραστάτες δύο μεγάλες βαλίτσες
και στεκόταν εκεί, για να ανασάνει, χωρίς να σκεφτεί να κλείσει
την πόρτα πίσω του. Ο Πίτζιε θα μιλούσε. Κιόλας ο Ντε Γκρηφ, που
κρύωνε εύκολα, περνούσε πίσω του για να ξανακλείσει την
πόρτα. Στο πάτωμα, είχε ρυάκια νερό πάνω στον πράσινο
μουσαμά. Η κοπέλα κοιτούσε τους άντρες, τον έναν μετά τον
άλλο. Δίστασε λίγο μπροστά στον Μπρούντλερς, αλλά τελικά
προχώρησε κατά του Άρθουρ Πήτερς, σαν να ήθελε να τον
φιλήσει.
– Καλημέρα, θείε Άρθουρ…
Όντως, τον φίλησε: δύο ηχηρά φιλιά στα μάγουλα, που του
μούσκεψαν το μουστάκι. Χαμογελούσε ανοιχτά, σαν κάποιος που
φοβάται και λιγάκι. Ίσως και να ήθελε να πλησιάσει τη Μίνα.
Τα δάχτυλα της μάλαζαν ένα μαντίλι, που δεν ήταν πια παρά μια
υγρή μπάλα. Έψαχνε στη μνήμη της· πρόφερε με προσπάθεια,
όπως λέμε απέξω ένα μάθημα:
– Είμαι η Νούσι Πήτερς, κόρη του αδελφού σας, του Βίλχεμ…
Και χαμογελούσε πάλι, για να τους καλοπιάσει. Είχε μια
προφορά ξενική που κανένας, ούτε και ο Ντε Γκρηφ που έλεγε
πως τα ήξερε όλα, δεν αναγνώριζε. Ο Πήτερς, χαζά, δεν ήξερε τι να
πει και ξανάλεγε:
– Η κόρη του Βίλχεμ;
Το βλέμμα του από ένστικτο πήγαινε στον παπαγάλο, έπειτα σε
ένα πορτραίτο που μεγαλοπρεπώς κρεμόταν πάνω από το μπαρ
και που παρίστανε τον αδελφό του, τον Βίλχεμ, με άσπρο
κουστούμι, με μια κάσκα στο κεφάλι, μαζί με νέγρους, και με μια
πιρόγα στο βάθος. Να ήξερε άραγε πως ο Βίλχεμ είχε κόρη; Τον
κοίταζε, παραζαλισμένος από το γυαλιστερό μεταξωτό κορσάζ, με
τα μεγάλα κόκκινα πουά, από τη φούστα, πολύ στενή στη μέση
και στους γοφούς, από τίποτα το συγκεκριμένο, απ’ αυτά τα δύο
μυτερά στήθη που έμοιαζαν να σπάνε το μετάξι, και που δεν ήταν
στήθη Φλαμανδής, από τις ψηλές λεπτές γάμπες, απ’ όλα τελικά,
απ’ αυτές τις βαλίτσες που είχαν μια συλλογή από ξένες ετικέτες
και ονόματα.
– Ο Βίλχεμ είναι στη Φυρν;
Σούφρωσε τα φρύδια, αλλά δεν απάντησε.
– Δεν… Θέλω να πω, δεν του έχει συμβεί τίποτα;
Εκείνη τότε έβγαλε το καλπάκι της και κούνησε το μικρό της
κεφάλι, ανακατεύοντας τα μαλλιά της:
– Δεν καταλαβαίνει… έκανε με ένα γελάκι.
[132]
Όπως το περίμενε ο Πήτερς, ο Ντε Γκρηφ είχε πάρει, πίσω από
τα γυαλιά του, το πιο κακό, το πιο σαρκαστικό του ύφος.
– Δεν καταλαβαίνετε τα φλαμανδικά;
Εκείνη κούνησε ξανά το κεφάλι.
– Ούτε γαλλικά;
Το ίδιο παιχνίδι. Και ίσως να είχε τόση διάθεση για κλάματα,
όση και για γέλια.
– Πίτζιε! φώναξε ο Πήτερς. Από το σταθμό την πήρες;
– Από το σταθμό… Είναι η πρώτη ταξιδιώτισσα που κατέβηκε
από κουπέ πρώτης θέσης… Είδα αμέσως πως ήταν συνηθισμένη
να ταξιδεύει… Έψαχνε για χαμάλη… «Καφέ Πήτερς», μου είπε.
Ύστερα, αφού βγήκαμε έξω, μουρμούρισε: «Ταξί»… Και της
εξήγησα πως δεν υπάρχει ταξί στο σταθμό τέτοια ώρα…
Μηχανικά, γιατί ήταν το λιγότερο, η κυρία Πήτερς του σέρβιρε
ένα ποτηράκι τσίπουρο. Σ’ αυτό το διάστημα. Η ξένη πλησίαζε τη
Μίνα που είχε κλείσει το βιβλίο της, και τη ρωτούσε ευγενικά:
– Πήτερς;
– Μίνα Πήτερς… Ξαδέλφη… εξηγούσε η Μίνα, που έπιασε να
μιλάει αλαμπουρνέζικα. Το παράδειγμα της κέρδισε τον πατέρα
της, που άρχισε κι αυτός με τη σειρά του τις συστάσεις.
– Εγώ, θείος Άρθουρ… Θεία Πήτερς… Μίνα… Άλλη μια
εξαδέλφη… Παντρεμένη… Παντρεμένη Βρυξέλλες… Παιδάκια…
Μάταια έκανε χειρονομίες, μάταια η Νούσι σούφρωνε το
περίεργο κυρτό της μέτωπο, δεν καταλάβαινε.
– Οι άλλοι, συνάδελφοι… φίλοι… πελάτες… φίλοι…
Αυτός που τον ενοχλούσε πιο πολύ ήταν ο Ντε Γκρηφ, και πολύ
θα χαιρόταν να τον έβλεπε να φεύγει. Φυσικά Ο Ντε Γκρηφ δεν
είχε καμμιά διάθεση να φύγει. Δεν είχε καμμιά διακριτικότητα.
Αφού ανακατευόταν και ρωτούσε, λες και τον αφορούσε:
– Έρχεστε από μακριά; Κεντρική Ευρώπη;
– Βουδαπέστη…
– Έρχεται από τη Βουδαπέστη! επανέλαβε. Είναι στην
Ουγγαρία.
– Μίνα, άντε να φέρεις τον άτλαντα…
– Μπορεί να πεινάει! ανησύχησε η κυρία Πήτερς.
Κι όλοι στέκονταν εκεί, γύρω της, όπως γύρω από ένα
αξιοπερίεργο, χωρίς να ξέρουν το να πουν ή τι να κάνουν.
– Φας;… Πεινάει;… Όχι;… Διψάει;…
Έδειχνε τον πάγκο, τα ποτήρια. Η Νούσι έγνεψε πως ναι.
– Δώσε της κάτι να τονωθεί…
Έπειτα κοίταζαν τη Νούσι να ρουφάει μονοκοπανιά ένα ξέχειλο
[133]
ποτήρι τσίπουρο, και να δείχνει την ικανοποίηση της.
Πάντα αυτό το σιχαμένο χαμόγελο του Ντε Γκρηφ! Η Μίνα
ξαναρχόταν με τον άτλαντα. Έψαχναν την Ουγγαρία. Ο Πήτερς
έβαλε τα γυαλιά του. Θα ήθελε να μάθει αν το έκανε συνεχόμενο
όλο αυτό το μεγάλο ταξίδι, αλλά ήταν πολύ περίπλοκο για να το
εξηγήσει με χειρονομίες και απλές λέξεις.
– Μήπως μπορώ να φύγω; γρύλισε ο Πίτζιε, στον οποίο δεν
πρόσφεραν πια τίποτα.
Ξέχασαν να του πληρώσουν το αγώγι του. Δεν τόλμησε να το
ζητήσει λόγω της επισημότητας της κατάστασης.
– Κι εμείς; είπε ο Μπρούντλερς διστάζοντας.
– Μπορείτε να μείνετε ακόμα λίγο, είπε ο Πήτερς και το
μετάνιωσε αμέσως. Ήταν όμως στο χαρακτήρα του. Πρόσφερε
πράγματα και ύστερα το μετάνιωνε.
– Αυτό που με εκπλήσσει, είναι που ο αδελφός μου δεν της
έδωσε κάποιο γράμμα…
Λες και το μάντεψε η Νούσι, προχώρησε προς τη μία από τις
βαλίτσες, που ήταν βαριά και που εντούτοις κατάφερε να την
ανεβάσει, καταμουσκεμένη όπως ήταν, σε ένα τραπέζι. Πήρε ένα
κλειδί από την τσάντα της. Θα έλεγες ότι βιαζόταν να διαλύσει
κάθε αμηχανία, κάθε παρεξήγηση. Πυρετωδώς, πετούσε ανάκατα
ασπρόρουχα και ρούχα. Κράδαινε μια πίπα, την πιο υπέροχη που
είχαν δει ποτέ, όχι μόνο στη Φυρν, αλλά στη Φλάνδρα.
– Για το θείο Άρθουρ…
Ο Πήτερς μόλις που τολμούσε να την αγγίξει. Βέβαια, στου
τεχνίτη, υπήρχαν κάποιες καταπληκτικές πίπες, που όλος
ο κόσμος τις θαύμαζε. Δεν υπήρχε τίποτα όμως σαν το μαρκούτσι
αυτής εδώ, που ήταν πενήντα εκατοστά μακρύ, κι ήταν ένα
αριστούργημα. Μέσα σε κέρατο από ελάφι σίγουρα, είχαν
σκαλίσει μια ολόκληρη σκηνή κυνηγιού, με τα σκυλιά, τους
κυνηγούς. Όσο για το κεφάλι, σκαλισμένο κι αυτό, παρίστανε το
εσωτερικό ενός σπιτιού, ένα τζάκι, ένα τραπέζι, δέκα
τουλάχιστον άτομα, τόσο καθαρά, σαν σε φωτογραφία. Αυτή τη
φορά ήταν ο Πήτερς που έριξε ένα θριαμβευτικό βλέμμα προς τη
μεριά του Ντε Γκρηφ.
Η Νούσι δεν είχε τελειώσει με τη βαλίτσα της. Έβγαζε τώρα ένα
τραπεζομάντηλο με φανταχτερά κεντήματα, και με ένα δειλό
χαμόγελο, το έτεινε προς την κυρία Πήτερς, που δεν ήξερε τι να
πει, και ψέλλισε αμήχανα:
– Είναι μετάξι… Καθαρό φυσικό μετάξι!... Είναι υπερβολικά
όμορφο… Είναι πάρα πολύ υπερβολικά όμορφο…
[134]
Τώρα ήταν η σειρά της Μίνας. Ένα μισοτυλιγμένο πακέτο σε
άφηνε να δεις μπλούζες πολύ δουλεμένες, σαν αυτές που φορούν
ακόμα οι πλούσιες στην Κεντρική Ευρώπη.
– Εσείς!... Εσείς!... εξηγούσε η Νούσι δείχνοντας την ξαδέλφη
της με το δάχτυλο.
Και δεν ήταν όλα αυτά!
– Ο Βίλχεμ πάντα είχε πάθος με τα δώρα… εξηγούσε ο Πήτερς,
κοιτάζοντας τον παπαγάλο. Δεν στέλνει συχνά νέα του, πιστεύω
όμως πως δεν πέρασε ποτέ από μια χώρα χωρίς να μας στείλει ένα
αναμνηστικό…
Περίμεναν τι θα έβγαινε ακόμα από τη βαλίτσα. Αρχικά ένα
χρυσό ρολόι! Έπειτα, ένα παντατίφ, χρυσό κι αυτό, περίεργα
δουλεμένο.
– Θεία!... έλεγε η Νούσι, τείνοντας το παντατίφ.
Και η «μαμά» μπορούσε μόνο να επαναλαμβάνει:
– Είναι υπερβολικό… Είναι πολύ υπερβολικό…
Δύο δαχτυλίδια, από τα οποία το ένα ήταν από σκαλιστό ασήμι,
σε αραβικό στιλ.
– Δεν βλέπω γράμμα! Παρατήρησε ο Ντε Γκρηφ. Ο Βίλχεμ
πάντα ήταν παράξενος. Δεν τον γνώρισα, γιατί είναι πολύ πιο
μεγάλος από μένα, αλλά…
– Τώρα είναι… Περιμένετε… Είμαι πενήντα δύο… Ο Βίλχεμ με
περνάει πέντε χρόνια… Είναι λοιπόν τώρα πενήντα επτά, κι όπως
έφυγε αμέσως μετά τη στρατιωτική του θητεία, μας κάνει… μας
κάνει τριάντα έξι χρόνια που έχει να έρθει στη Φλάνδρα…
Ο Πήτερς ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει για λόγους καλής
συμπεριφοράς, και ζητούσε συγνώμη από τη Νούσι με χαμόγελα,
αυτά τα χαμόγελα που απευθύνεις στα ζώα, για να τα κάνεις να σε
δουν με καλό μάτι.
– Η τελευταία του κάρτα… Μια στιγμή… Ήταν η μέρα της
πρώτης κοινωνίας της Μίνας… Όχι!
– Της Αντέλ! διόρθωσε η μαμά.
– Λοιπόν, η Αντέλ είναι είκοσι οχτώ χρονών… Η πρώτη της
κοινωνία ήταν στα έντεκα… Πάνε δεκαεφτά χρόνια από τότε που
πήρα την τελευταία του κάρτα…
Πήγε να την ψάξει στο συρτάρι, γιατί ένα συρτάρι του πάγκου
περιείχε όλα τα πολύτιμα χαρτιά της οικογενείας. Μια κάρτα με
ζωηρά χρώματα, που παρίστανε την εκβολή ενός ποταμού,
βάρκες και δίχτυα.
– Κοιτάξτε. Να τι έγραφε: «Εγκατεστημένος στη Ρουμανία,
ωραία χώρα, όπου διευθύνω ένα ιχθυοτροφείο οξύρυγχου».
[135]
– Για να φτιάχνει χαβιάρι! πρόσθεσε ο Ντε Γκρηφ, χωρίς να
μπορέσει ο Πήτερς να καταλάβει αν κορόιδευε ή αν μιλούσε
σοβαρά.
– Ναι, ίσως… Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν καιρό στη
Ρουμανία, αφού οι κάρτες του, της προηγούμενης χρονιάς είχαν
αυστραλιανά γραμματόσημα.
– Πρόβατα! πέταξε ο Ντε Γκρηφ.
Και ο Μπρούντλερς, που καταλάβαινε πως θα γίνει καβγάς,
μπήκε στη μέση.
– Σταμάτα, Ντε Γκρηφ!... Δεν είναι ώρα να τον τυραννάς, μου
φαίνεται, ε;
– Λέω αυτό που ξέρω και τίποτα περισσότερο! δήλωσε
ο Πήτερς, κατακόκκινος. Και ξέρω πως κρατούσε ένα ξενοδοχείο
στο Ακρωτήρι. Το ξέρω, γιατί κάποιος τον είδε, κάποιος από δω,
ο γιος του δημάρχου, και δεν μπορούμε να τον βγάλουμε ψεύτη…
– Από κει έστειλε τον παπαγάλο;
– Όχι, κύριε Ντε Γκρηφ. Δεν έχει παπαγάλους στο Ακρωτήρι.
– Πού το ξέρετε;
– Δεν το ξέρω, εντάξει. Όμως τον παπαγάλο τον έλαβα από το
Κογκό, πολύ πριν απ’ αυτό, εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, πράγμα
που αποδεικνύει πως οι παπαγάλοι πράγματι ζουν πολύ… Έλαβα
παράλληλα αυτή τη φωτογραφία, και δεν θα μου πείτε βέβαια,
κύριε Ντε Γκρηφ, πως δεν είναι τραβηγμένη στο Κογκό, ε;
– Νομίζω πως διψάει ακόμα! Παρατήρησε ο Ντε Γκρηφ,
δείχνοντας τη Νούσι, που λοξοκοίταζε προς την μπουκάλα με το
τσίπουρο.
– Σέρβιρε την, «μαμά».
– Δεν νομίζεις πως θα την πειράξει;
– Για μια φορά!...
Η Νούσι έψαχνε ένα άλλο κλειδί, έσκυψε πάνω από τη δεύτερη
βαλίτσα, που ήταν πιο μικρή από την πρώτη, και πάλευε με μια
δεύτερη κλειδαριά.
– Θείε Άρθουρ… δήλωσε, τείνοντας ένα πορτοφόλι με
ασυνήθιστο χρώμα.
– Τι είναι;
Αλλά δεν απαντούσε, και η γυναίκα του τον συμβούλεψε:
– Κοίταξε, αφού είναι για σένα.
Ήταν χαρτονομίσματα, χαρτονομίσματα που δεν τα ήξεραν στο
Φυρν: πέγκος, ζλότυς και λέι. Στο βάθος-βάθος είχε μερικά χρυσά
νομίσματα.
– Ο Βίλχεμ πλούτισε! σάρκασε ο Ντε Γκρηφ που, όπως και μια
[136]
πόρτα με σκουριασμένους μεντεσέδες, δεν μπορούσε να
σταματήσει να γκρινιάζει.
– Γιατί όχι;
Η Νούσι χαμογελούσε, τους κοίταζε τον έναν μετά τον άλλο σαν
να τους ρωτούσε αν ήταν ευχαριστημένοι.
– Πού θα την βάλουμε να κοιμηθεί;
– Στο δωμάτιο μου! είπε η Μίνα. Θα πάρω το παλιό κρεβάτι της
Αντέλ…
– Είναι λυμένο…
– Ο μπαμπάς θα με βοηθήσει να το στήσουμε…
– Φεύγουμε, ανάγγειλε ο Μπρούντλερς, ο οποίος όμως
ευχαρίστως θα έπινε άλλη μία «μπυρίτσα».
– Φεύγουμε, επανέλαβε ο Σκραμ…
Κι εκείνο το βράδυ, ενώ έπεφτε μονότονα η βροχή, ο Άρθουρ
Πήτερς και η γυναίκα του κουβέντιασαν για πολύ ώρα,
χαμηλόφωνα, στο μεγάλο δρύινο κρεβάτι τους, που το είχανε
παραγγείλει για το γάμο τους, ενώ η Μίνα πεταγόταν στο
παραμικρό τρίξιμο και γυρνούσε τον διακόπτη για να βεβαιωθεί
πως η εξαδέλφη από την Ουγγαρία, ήταν ακόμα εκεί.
[139]
– Τίποτα, έτσι…
Να πώς ξεκινούσε ο Ντε Γκρηφ, με υπονοούμενα! Τι δουλειά είχε
ο Άρθουρ Πήτερς με την καλύβα του Φλίπκε; Αυτή βρισκόταν εκεί
κάτω, στις προσχώσεις, αφού περάσεις τα άσπρα σπίτια με τους
κήπους και τα χωράφια γύρω-γύρω, εκατό μέτρα από το κανάλι
και λιγότερο από εκατό μέτρα από τα σύνορα. Θυμόταν άραγε
κανένας ακόμα στη Φυρν, και σε ολόκληρη την περιοχή, ποιος
είχε χτίσει αυτή την καλύβα, με σανίδες με κατσαρή λαμαρίνα μια
με ένας Θεός ξέρει τι; Το ίδιο δεν ήξεραν και από πού, μία ωραία
πρωία, ένας γέρος ήρθε και εγκαταστάθηκε σ’ αυτή την καλύβα,
που δεν άνηκε σε κανέναν, μαζί με κουνέλια και κότες.
Τον ονόμασαν Φλίπκε – λέτε να ήταν και τ’ όνομα του; Ήταν
γέρος όταν ήρθε, ενώ ο Πήτερς ήταν ακόμα πολύ νέος, κι όμως
είχε πεθάνει εδώ και λίγους μόνο μήνες πριν. Ένα πρωί τον είχαν
βρει άκαμπτο, όρθιο, να ακουμπάει στο τραπέζι του, με το μούσι
του που κατέβαινε ως την κοιλιά του.
Τι πράγμα είχε προσπαθήσει ο Ντε Γκρηφ , που δεν έλεγε τίποτα
απολύτως, να υπονοήσει με τον Φλίπκε; Πάλι αυτές τι ιστορίες
πως ο Πήτερς είχε κάποια ανάμιξη σ’ αυτές τις καθημερινές
αποστολές του καπνού;
Γιατί ο Φλίπκε, εξαιτίας της θέσης της καλύβας του, χρησίμευε
τελικά σαν σκοπιά για τους περαματάρηδες. Οι άλλοι, οι
τελωνειακοί δεν δυσπιστούσαν απέναντι του. Ο Φλίπκε έλεγε το
βράδυ στους άντρες:
– Είναι δύο, με υπνόσακους, μες στο χωράφι με τα
κοκκινογούλια…
Τι στο καλό ήθελε να υπονοήσει ο Γκρηφ ο κακόψυχος;
Μια φορά, μία μόνο, είχε δοκιμάσει η Μίνα τις μπλούζες που της
είχε φέρει η Νούσι, μια Κυριακή απόγευμα. Ήταν όμως πολύ
διαφανείς, με μεγάλα ντεκολτέ, χωρίς να μιλάμε για το ότι
φαινόταν τόσο πολύ το σχήμα του στήθους, που ήταν η Μίνα λες
και ήταν γυμνή.
– Ακούτε, κύριε Πήτερς…
– Τι είναι, κύριε Ντε Γκρηφ;
– Πρόκειται για την καλύβα του Φλίπκε… Το ξέρετε πως είναι
κάποιος στην καλύβα;
Ο Άρθουρ Πήτερς τότε, κοκκίνισε.
– Τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν τον κάποιον, κύριε Ντε Γκρηφ!
Καλύτερα έτσι παρά κάτω απ’ τη βροχή… Γιατί, όπως το
πρόβλεψα, θα βρέχει για δύο μήνες, κύριε Ντε Γκρηφ. Είναι
αλήθεια πως αυτό σας κάνει να πουλάτε παστίλιες κατά
[140]
της γρίπης…
– Κι εσείς αλκοόλ…
Θα μπορούσε να είχε πάει. Για πολλές μέρες την είχε αυτή την
πρόθεση. Όμως, μ’ αυτά τα γυαλισμένα παπούτσια κι αυτά τα
παντελόνια με την άψογη τσάκιση, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει
μες στη λάσπη των άσχημων δρόμων.
– Το ξέρετε, κύριε Πήτερς, πως ο διάδοχος του Φλίπκε,
παραφυλάει κι αυτός τους λαθρέμπορους;
– Μου είναι αδιάφορο, κύριε Ντε Γκρηφ… Μου είναι εντελώς
αδιάφορο. Σας το δηλώνω μια δια παντός…
– Είναι κάποιος που ξέρει την περιοχή…
– Κι εσείς την ξέρετε, έτσι δεν είναι;
Αυτό δεν σήμαινε τίποτα, αλλά είχε αρχίσει ν’ αγανακτεί με
αυτούς τους τρόπους του Ντε Γκρηφ. Αν αυτό συνεχιζόταν… ε,
λοιπόν!... Θα ήταν ίσως ικανός, μια μέρα, να αρνηθεί να πάρει
μέρος στο παιχνίδι. Μόνο που, ποιος ξέρει αν η ομάδα δεν θα
πήγαινε στο Καφέ Ντε Λα Ποστ και αν… Κόσμος έμπαινε μόνο και
μόνο για να ακούσει τη Νούσι να προφέρει λέξεις, στα
φλαμανδικά της, που ήταν σαν να πήγαιναν στο θέατρο. Αυτή
γελούσε πρώτη. Η «μαμά» ισχυριζόταν πως μερικές φορές το
χνώτο της μύριζε τσίπουρο, ποτέ όμως δεν μπόρεσαν να πιάσουν
τη Νούσι στα πράσα.
– Είναι η κόρη του αδελφού μου του Βίλχεμ, εξηγούσε
ο Πήτερς, του Βίλχεμ που έκανε το γύρο του κόσμου, και που αυτή
τη στιγμή βρίσκεται στην Ουγγαρία… Την είδατε την πίπα;…
Έρχονταν για να δουν την πίπα, το τραπεζομάντηλο, τις
ουγγαρέζικες μπλούζες… Μέχρι και τα χρυσά νομίσματα, που
είχαν πάνω τους πρόσωπα άγνωστα στη Φυρν…
– Αν ο αδελφός μου ο Βίλχεμ, μου έστειλε την κόρη του, αυτό
σημαίνει πως υπολογίζει να γυρίσει μια μέρα στον τόπο μας, έτσι
δεν είναι;
Αυτό που ήταν ενοχλητικό, ήταν το βλέμμα του Ντε Γκρηφ!
– Σχετικά με την καλύβα του Φλίπκε…
Μια μέρα, ο Πήτερς θα θύμωνε. Αν κρατιόταν, ήταν γιατί τον
τυραννούσαν οι αμφιβολίες. Και το βράδυ, μερικές φορές,
δυσκολευόταν να κοιμηθεί, εξαιτίας αυτής της ιστορίας του
καινούριου γέρου στην καλύβα. Ήταν τόσο απλό να πάει να δει!
Ορκιζόταν στον εαυτό του πριν κοιμηθεί;
– Αύριο θα ζητήσω το ταξί από τον Ζεφ και…
Και μεθαύριο θα πήγαινε!
[141]
Δύο μήνες πέρασαν έτσι. Και το χαλάζι διαδέχθηκε τη βροχή.
Τα παιδιά βγάλανε τα πατίνια και τα έλκηθρα από τις ντουλάπες.
Ήταν εντελώς παγωμένα κατά την μεριά της καλύβας… Η Νούσι
άρχιζε να μιλάει φλαμανδικά, όμως δεν είχαν μπορέσει να της
κόψουν τη συνήθεια να καπνίζει τσιγάρα, ούτε να σφυρίζει μόλις
έπιανε να κάνει κάτι.
– Ξέρετε, κύριε Πήτερς…
– Ε;
Ο Ντε Γκρηφ το χειμώνα φορούσε ένα σκούφο που τον έκανε να
μοιάζει ακόμα πιο διαβολικός.
– Είδα το αυτοκίνητο του κυρίου Χέσσελς, που πήγαινε προς
την καλύβα του Φλίπκε…
– Και τι με νοιάζει εμένα;
– Φαίνεται πως πήγε τον καινούριο γέρο στο νοσοκομείο.
Γιατί ο Πήτερς κοίταξε τον παπαγάλο, έπειτα τη φωτογραφία
που ήταν στον τοίχο, έπειτα τέλος στον πάγκο του, από το τόσο
όμορφο ακαζού, που όταν τον έβαλε, ο κόσμος είχε έρθει από την
Οστάνδη για να τον δει.
– Αυτό που σας λέω…
– Σας ζήτησα μήπως να μου πείτε τίποτα;
[143]
ΟΙ ΜΑΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΓΚΟΡ
(Τα μυστήρια της αφρικανικής ζούγκλας)
[144]
μπορώ να ικανοποιήσω την περιέργεια σας, μου απάντησε.
Και αφού κάθισε καταγής, κοντά στο κρεβάτι μου, άρχισε να
μου διηγείται ένα σωρό συναρπαστικές ιστορίες, από τις οποίες
θα σας αναφέρω την πιο παράξενη.
– Εδώ και τρία χρόνια είχα εγκατασταθεί μου είπε ο δόκτωρ,
στο Περιγκόρ, ένα χωριό μέσα σε κάτι απαίσια τέλματα.
Οι καλύβες των μαύρων ήταν φτιαγμένες πάνω σε πασσάλους για
να εξέχουν από το νερό και για να προφυλάσσονται οι κάτοικοι
τους από τους κροκόδειλους και από τα άγρια θηρία της
ζούγκλας.
»Ήταν καμμιά εκατοστή οικογένειες μαύρων τόσο αδύνατων,
που έμοιαζαν σαν φαντάσματα. Οι πυρετοί τους αποδεκάτιζαν
και τους εξασθενούσαν. Κάθε νύχτα ήταν αδύνατο να μην
εξαφανιστούν μέσα στα νερά δυο τρεις απ’ αυτούς.
»Οι κροκόδειλοι λοιπόν έρχονταν κοντά στους πασσάλους μόλις
βράδιαζε και περίμεναν τη λεία τους. Όταν ένας μαύρος
εξαντλημένος από τον πυρετό γκρεμιζόταν στο τέλμα γινόταν μια
τρομαχτική πάλη μεταξύ αυτών των αποτρόπαιων ζώων που
έκανε τις καλύβες να κουνιούνται δω κι εκεί, έτοιμες να
γκρεμιστούν. Όλοι οι ιθαγενείς άρχιζαν συγχρόνως να ουρλιάζουν
πένθιμα και οι σπαραχτικές κραυγές των γυναικών με έκαναν
κάθε τόσο να πετάγομαι έντρομος από την αιώρα μου. Και τότε
έβλεπα το εξής ανατριχιαστικό θέαμα: Για να ησυχάσουν τους
κροκόδειλους και να τους… καλοπιάσουν να μην γκρεμίσουν τις
καλύβες τους, έριχναν μέσα στα νερά τα μικρά τους παιδιά!
»Χρειάστηκα δύο μήνες για να μπορέσω να τους δυναμώσω τον
οργανισμό με ενέσεις κινίνου και να τους κάνω να συνέλθουν.
Έτσι τους γλίτωσα από τα δόντια των κροκόδειλων.
»Αυτά τα ζώα όμως είχαν συνηθίσει σ’ αυτή την εύκολη λεία
τους κι όπως είναι πονηρά μαζεύονταν κάθε νύχτα κάτω από τις
καλύβες και κτυπούσαν με τις ουρές τους, τους πασσάλους, για να
τις γκρεμίσουν. Οι μαύροι τότε για να γλιτώσουν την
καταστροφή έριχναν πάλι τα παιδιά τους στο τέλμα για να τους
χορτάσουν!
»Όταν είδα ότι ούτε οι φοβέρες μου, ούτε οι τιμωρίες
μπορούσαν να τους κάνουν να σταματήσουν αυτές τις
ανατριχιαστικές ανθρωποθυσίες, φώναξα τον φύλαρχο τους και
του είπα:
– Για να ησυχάσουν οι κροκόδειλοι πρέπει να θυσιάσεις τους
[145]
μάγους σου. Το κρέας τους θα τους χορτάσει για πολύ καιρό. Πριν
όμως τους ρίξετε στο νερό πρέπει να τους δώσω ένα φάρμακο που
μου εμπιστεύτηκε ο Θεός του Δάσους.
»Εκείνος έμεινε σκεφτικός. Η αλήθεια είναι ότι με φοβόταν από
τον καιρό που του είχα σώσει το διάδοχο του από τους πυρετούς.
Τελικά, δέχτηκε την πρόταση μου. Και το άλλο βράδυ όλη η φυλή
μαζεύτηκε σε ένα ξέφωτο της ζούγκλας κοντά στο τέλμα, άναψε
μια τεράστια φωτιά, κι άρχισε να χορεύει τους εφιαλτικούς
χορούς της. Οι μουσικοί της φυλής κανόνιζαν το ρυθμό αυτών
των χορών κτυπώντας κομμένους κορμούς δέντρων που έβγαζαν
ένα παράξενο και μελαγχολικό ήχο.
»Οι μάγοι δεν είχαν φέρει καμμιά αντίρρηση σ’ αυτή τη διαταγή
του αρχηγού τους. Ζήτησαν μόνο να πεθάνουν ύστερα από μια
ολονύκτια τελετή. Γι’ αυτό άλλωστε είχε διοργανωθεί αυτή η
γιορτή μέσα στη ζούγκλα. Καθώς μου εξήγησε ο αρχηγός, ήθελαν
να επιδείξουν όλη τη μαγική τους τέχνη.
»Και πράγματι, αυτοί οι μαύροι με έκαναν να ανοίξω διάπλατα
τα μάτια από την κατάπληξη μου και να αισθανθώ τύψεις που
τους θυσίαζα. Αλλά έπρεπε να πεθάνουν, γιατί αυτοί
παρακινούσαν τους ιθαγενείς να ρίχνουν τα παιδιά τους στους
κροκόδειλους για να τους ησυχάζουν!
»Ήταν τρεις απαίσιοι γέροι με μεγάλους σιδερένιους κρίκους
στα αυτιά και χαραγμένο βαθιά το κάτω χείλος του στόματος.
Κάθονταν γονατιστοί μπροστά στο φύλαρχο και κοίταζαν σαν
υπνωτισμένοι τους νεαρούς πολεμιστές που χόρευαν κουνώντας
δεξιά κι αριστερά τα ρόπαλα τους.
»Έπειτα, όταν ήρθε η σειρά τους, φόρεσαν τις τρομαχτικές τους
μάσκες, στολίστηκαν με ένα σωρό φτερά κι άρχισαν να
στροβιλίζουν μέχρι που έπεσαν καταγής αναίσθητοι. Έμειναν
έτσι ακίνητοι πάνω από μισή ώρα, ενώ οι μουσικοί
εξακολουθούσαν να κτυπούν σαν δαιμονισμένοι τους κορμούς
των δέντρων.
»Και τότε, μέσα στο φως τους φεγγαριού είδα ένα παράξενο
θέαμα που μ’ έκανε να ανατριχιάσω. Από τα σώματα των μάγων
βγήκαν τρία φαντάσματα, προχώρησαν ως την πυρά, πέρασαν τις
φλόγες της, πλησίασαν τις νεαρές γυναίκες, τις έπιασαν από τα
μαλλιά και τις τράβηξαν στα πόδια του φυλάρχου. Έπειτα
άρπαξαν ένα ρόπαλο και τις κτύπησαν με τόση δύναμη στο
κεφάλι, ώστε άκουσα το σπάσιμο του κρανίου τους.
[146]
»Οι γυναίκες, χωρίς να βγάλουν ούτε μια κραυγή, κυλίστηκαν
αιμόφυρτες στο χώμα. Τα φαντάσματα ξαναγύρισαν κατόπιν στα
σώματα των μάγων. Είδα τότε αυτούς τους τρεις γέρους
να παίρνουν τις σκοτωμένες γυναίκες στα χέρια τους και να
πηδούν πάνω στην πυρά. Η φωτιά έσβησε αμέσως, Στη θέση της
άρχισε να κυλά αργά ένα ποτάμι! Οι μάγοι κι οι γυναίκες είχαν
εξαφανιστεί. Οι ιθαγενείς ούρλιαζαν γύρω μου, και είχαν
σκεπάσει το πρόσωπο τους με τα χέρια τους.
»Ο φύλαρχος την ίδια στιγμή προχώρησε ως τον ποταμό και
φώναξε τρεις φορές τα ονόματα των μάγων. Μέσα από τα νερά
είδα να βγαίνουν τώρα οι παράδοξοι γέροι, χωρίς πια τις
γυναίκες, ενώ ο ποταμός χανόταν πάλι από τα μάτια μας.
»Ο αρχηγός, τους κτυπούσε δυνατά με το ξύλινο σκήπτρο του
στο μέτωπο, για να δείξει ότι ήταν ευχαριστημένος απ’ αυτή τη
μαγική τους επίδειξη, κι έπειτα τους οδήγησε μπροστά μου.
– Τι έγιναν οι τρεις γυναίκες; Φώναξα νιώθοντας ότι θα χάσω
το μυαλό μου απ’ αυτά τα παράδοξα πράγματα που είχα δει.
»Οι μάγοι σήκωσαν αργά το χέρι τους και μου έδειξαν την
πρώτη θέση, στην οποία είχαν σταθεί αυτές οι ιθαγενείς πριν
αρχίσει η παράδοξη ιεροτελεστία. Ήταν πάλι εκεί πέρα ζωντανές
και χωρίς τίποτα να φανερώνει τα μαρτύρια που είχαν εδώ και
λίγη ώρα.
»Η στιγμή ήταν πάρα πολύ κρίσιμη για μένα. Αν έδειχνα ότι είχα
φοβηθεί από τις μαγείες αυτών των παράδοξων γέρων και δεν
πραγματοποιούσα την εντολή του… Θεού του Δάσους, κατάλαβα
ότι θα πλήρωνα με τη ζωή μου τη δειλία μου. Συγκρατώντας
λοιπόν όσο μπορούσα τον τρόμο μου, είπα στον φύλαρχο:
– Εμπρός, ας οδηγήσουμε αυτούς τους ιερούς ανθρώπους στο
τέλμα.
»Και προχώρησα πρώτος για να τους δείξω το μέρος απ’ όπου θα
τους έριχνα στα νερά. Όλη η φυλή με ακολούθησε φωνάζοντας
δαιμονισμένα. Οι κροκόδειλοι, όπως κάθε νύχτα, έτσι κι απόψε
είχαν μαζευτεί κάτω από τις καλύβες. Οι μάγοι με καταπληκτική
ψυχραιμία έπεσαν μόνοι τους στο τέλμα, αφού ήπιαν ένα
δραστικό δηλητήριο που τους έδωσα. Είδα τους κροκόδειλους να
τους αρπάζουν κι άκουσα τον απαίσιο κρότο που έκαναν οι
μασέλες τους καθώς έσπαγαν τα κόκαλα τους. Έπειτα όλα
βυθίστηκαν μέσα στην απόλυτη σιωπή της ζούγκλας.
»Τρέμοντας από το φόβο μου γύρισα την καλύβα μου, αλλά δεν
μπόρεσα να κοιμηθώ. Βέβαια όσα είχα δει δεν ήταν τίποτα άλλο
από μια σατανική υποβολή αυτών των τριών μάγων, αλλά ήταν
[147]
τόσο παράδοξα, που μου είχε ταράξει τα νεύρα. Θυσιάζοντας
ωστόσο τους μάγους, είχα σώσει τα παιδιά των ιθαγενών από τον
πιο φρικιαστικό θάνατο.
»Οι μαύροι του Περιγκόρ δεν τα ξανάριξαν πια στο τέλμα για να
ησυχάσουν τους κροκόδειλους. Αλλά το πιο παράδοξο ήταν ότι
αυτά τα απαίσια ζώα δεν τους ξαναενόχλησαν. Μήπως άραγε
ήταν κι αυτό καμμιά μαγεία των απαίσιων γέρων; Αυτό δεν
μπόρεσα ποτέ να το εξακριβώσω. Ύστερα όμως από λίγο καιρό
έφυγα από το Περιγκόρ και ήρθα εδώ πέρα, φοβούμενος μήπως
πέσω στη δυσμένεια των νέων μάγων της φυλής και πληρώσω με
τη ζωή μου τις υπηρεσίες που είχα προσφέρει στο φύλαρχο τους!
»Και τώρα, μου είπε τελειώνοντας τη διήγηση του ο δόκτωρ
Βερνόν, πρέπει να ησυχάσεις. Ίσως έκανα άσχημα να σου διηγηθώ
αυτή την περιπέτεια μου γιατί σε βλέπω ταραγμένο. Ήθελα όμως
να σε προετοιμάσω λίγο για τα παράδοξα πράγματα που έχεις να
συναντήσεις στο ταξίδι σου. Η Αφρική έχει ένα πλήθος
μυστηρίων. Ένα απ’ αυτά είναι και οι μαγείες των μαύρων. Θα
ήμουν ευτυχής αν μπορούσε εσύ να διαφώτιζες το μυστήριο τους.
Και μ’ αυτά τα ειρωνικά λόγια έφυγε από τη σκηνή μου
ξεχνώντας να με καληνυχτίσει.
Ο δόκτωρ Βερνόν ήταν ένας από τους πιο περίεργους
αξιωματικούς της Λεγεώνας των Ξένων που συνάντησα σ’ αυτό
το ταξίδι μου στην Μαύρη Ήπειρο.
[148]
[149]
[150]
[151]