Professional Documents
Culture Documents
Σύνοψη
Τύποι, περιγραφή και λειτουργία αντλιών, ανεμιστήρων και συμπιεστών Φυγοκεντρικός, αξονικός,
εμβολοφόρος, περιστροφικός σχεδιασμός) – Βαθμοί απόδοσης – Υδραυλικός βαθμός απόδοσης – Ογκομετρικός
βαθμός απόδοσης – Μηχανικός βαθμός απόδοσης – Ολικός βαθμός απόδοσης – Χαρακτηριστικές καμπύλες
λειτουργίας – Η αντλητική εγκατάσταση – Καθορισμός του σημείου λειτουργίας αντλητικής εγκατάστασης –
Επιλογή αντλίας – Συνεργασία αντλιών – Το φαινόμενο της σπηλαίωσης – Εφαρμογές βασικού σχεδιασμού
αντλιών – Η παροχή φυγοκεντρικής αντλίας σε σταθερές στροφές – Χαρακτηριστικές καμπύλες απόδοσης
φυγοκεντρικής αντλίας σε διάφορες στροφές – Αξονικοί και φυγοκεντρικοί ανεμιστήρες, πτερύγωση,
χαρακτηριστικές καμπύλες, σχεδιαστικές λεπτομέρειες - Αναλυτική εφαρμογή εγκατάστασης και λειτουργίας
φυγοκεντρικού ανεμιστήρα – Εμβολοφόροι και περιστροφικοί αεροσυμπιεστές, περιγραφή, λειτουργικά
χαρακτηριστικά.
Προαπαιτούμενη γνώση
Προηγούμενα Κεφάλαια 1, 2, 3 και 5 -
Κύρια λήμματα: Αντλία, Ανεμιστήρας, Συμπιεστής.
Μαθησιακοί στόχοι
Ανάπτυξη ικανότητας υπολογισμού των κυρίων παραμέτρων λειτουργίας των αντλιών, ανεμιστήρων και
συμπιεστών, σε συνδυασμό με τα υδραυλικά δίκτυα στα οποία καλούνται να λειτουργήσουν.
Εικόνα 6.2.
Φυγοκεντρικός ανεμιστήρας ενταγμένος σε δίκτυο κλιματισμού χώρου.
(α) (β)
Εικόνα 6.3.
Δύο ρευστοδυναμικές μηχανές ενταγμένες στα υδραυλικά δίκτυα καυστήρα πετρελαίου, και μάλιστα στον ίδιο άξονα,
κινούμενες από τον ίδιο ηλεκτροκινητήρα (α) Φυγοκεντρικός ανεμιστήρας, κλειστού τύπου, παροχής του αέρα καύσης (β)
Γραναζωτή, περιστροφική αντλία θετικής εκτόπισης, ενταγμένη στο δίκτυο παροχής του πετρελαίου προς τους ψεκαστήρες.
Στην Εικόνα 6.1. φαίνεται μια φυγοκεντρική αντλία ενταγμένη σε ένα αντλιοστάσιο ύδρευσης. Η
αντλία αναρροφά νερό κατά τον άξονά της, διαμέσου του δικτύου αναρρόφησης και παροχετεύει το νερό,
μετά από μια ακτινική πορεία, κάθετα προς τον άξονά της, στο δίκτυο κατάθλιψης. Η κατακόρυφη απόσταση,
(zA), από τη στάθμη του υγρού που αναρροφά η αντλία μέχρι το στόμιο αναρρόφησής της ονομάζεται στατικό
ύψος αναρρόφησης. Όταν η αντλία είναι θετικής εκτόπισης, για παράδειγμα εμβολοφόρος παλινδρομική
αντλία [Εικόνα 6.4.], το στατικό ύψος αναρρόφησης μετριέται από τη στάθμη του υγρού που αναρροφά η
αντλία μέχρι το επίπεδο των εμβόλων. Το ύψος αυτό μπορεί να έχει και αρνητική τιμή, όταν η αντλία είναι
τοποθετημένη χαμηλότερα από τη στάθμη του υγρού που αναρροφά. Τότε το υγρό ρέει προς την αντλία με τη
βαρύτητα.
(α) (β)
Εικόνα 6.4.
Παλινδρομική εμβολοφόρος αντλία θετικής εκτόπισης. Στην πρώτη εικόνα φαίνονται τα τρία έμβολα της αντλίας, τα οποία
κινούνται με τη βοήθεια εκκεντροφόρου άξονα. Στη δεύτερη εικόνα φαίνονται οι ανεπίστροφες βαλβίδες αναρρόφησης στην
είσοδο του κυλίνδρου κάθε εμβόλου και η κατάθλιψη της αντλίας, με δυνατότητα τροφοδοσίας δύο υδραυλικών δικτύων
(πράσινος σωλήνας).
Η κατακόρυφη απόσταση, (zΚ), από το στόμιο κατάθλιψης της αντλίας μέχρι τη στάθμη του υγρού
στο δοχείο που αυτό καταθλίβεται, ονομάζεται στατικό ύψος κατάθλιψης.
Η κατακόρυφη απόσταση, (z), από τη στάθμη αναρρόφησης μέχρι τη στάθμη κατάθλιψης του υγρού
που μεταφέρει η αντλία, ονομάζεται στατικό ύψος.
Το υδραυλικό δίκτυο, στο οποίο τοποθετείται μια αντλία, ένας ανεμιστήρας ή ένας συμπιεστής,
μπορεί να αρχίζει από το σημείο παραλαβής του ρευστού και να καταλήγει στο σημείο, ή στα σημεία, στα
οποία αυτό μεταφέρεται, τελικά, μετά την κατάθλιψή του. Όταν το σημείο παραλαβής και το σημείο
κατάληξης του ρευστού είναι το ίδιο, τότε το δίκτυο έχει μορφή βρόχου, που εξασφαλίζει τη συνεχή
κυκλοφορία του σε αυτόν. Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση των ρευστών μέσα στα υδραυλικά δίκτυα απαιτεί
ενέργεια. Η ενέργεια αυτή δαπανάται για την υπερνίκηση των αντιστάσεων, που αναπτύσσονται λόγω τριβής
του ρευστού με τα στερεά όρια του δικτύου. Τα στερεά όρια του δικτύου μπορεί να αποτελούνται από
ευθύγραμμες σωληνώσεις, καμπύλες, γωνιακούς συνδέσμους, διακλαδώσεις, διευρύνσεις ή στενώσεις των
σωληνωτών αγωγών, βαλβίδες, διακόπτες θερμαντικά σώματα, λέβητες, εναλλάκτες θερμότητας και κάθε
άλλο ειδικό τεμάχιο που αποτελεί μέρος του δικτύου στο οποίο κινείται το ρευστό. Η ενέργεια ανά μονάδα
βάρους του ρευστού που δαπανάται για την αντιμετώπιση των αντιστάσεων του εξωτερικού δικτύου, έτσι
ώστε το ρευστό να κινηθεί με την απαιτούμενη ταχύτητα σε αυτό, ονομάζεται μανομετρικό ύψος απωλειών
δικτύου. Οι απώλειες αυτές αποτελούνται από ένα τμήμα, (ΗΑΠL), που αφορά στα ευθύγραμμα τμήματα του
δικτύου, και από ένα άλλο, (ΗΑΠΤΟΠ), που αφορά σε κάθε είδους ειδικά υδραυλικά τεμάχια που
ενσωματώνονται τοπικά στο δίκτυο. Σύμφωνα με την ανάλυση της Μηχανικής των Ρευστών[7]:
L v2
HΑΠL =f⋅ ⋅
D 2⋅g
Όπου f, ο συντελεστής τριβής μεταξύ ρευστού και ευθύγραμμου αγωγού, L και D, το μήκος και η
διάμετρος του αγωγού και v η ταχύτητα του ρευστού.
v2
HΑΠΤΟΠ =k⋅
2⋅g
Q=v⋅A
Αν θεωρηθεί λοιπόν ένα δίκτυο αγωγών σταθερής διατομής, με διάφορα τοπικά ειδικά υδραυλικά
τεμάχια, με το οποίο γίνεται άντληση νερού από μια ανοικτή δεξαμενή σε μια άλλη που βρίσκεται σε
υψηλότερη στάθμη, ο νόμος διατήρησης της ενέργειας σε μια γραμμή ροής που αρχίζει από τη στάθμη 1 της
μιας δεξαμενής και φθάνει στη στάθμη 2 της άλλης [Σχήμα 6.1.] μέσω του δικτύου διανομής απαιτεί:
P1 v1 2 P2 v2 2
+ + z1 +Hp = + + z +H +HΑΠΤΟΠ
γ 2⋅g γ 2⋅g 2 ΑΠL
Σχήμα 6.1.
Η ταχύτητα του νερού στις στάθμες των δύο δεξαμενών θεωρείται μηδενική, v1= v2=0 και η πίεση
P1= P2= Patm=1[bar]. Επίσης z2-z1=z. Με τις παρατηρήσεις αυτές η παραπάνω σχέση γίνεται:
Παρατηρείται ότι η απαιτούμενη ενέργεια από το δίκτυο ανά μονάδα βάρους ρευστού, η οποία
παρέχεται από την αντλία, είναι ανάλογη του τετραγώνου της παροχής Q. Αν γίνει γραφική παράσταση της
συνάρτησης Ηp=f(Q), τότε προκύπτει η χαρακτηριστική καμπύλη απαιτούμενου μανομετρικού ύψους αντλίας
για τις διάφορες παροχές, στις οποίες καλείται να λειτουργήσει το δίκτυο [Σχήμα 6.2.]. Η καμπύλη αυτή
τέμνει τη χαρακτηριστική καμπύλη της αντλίας σε ένα σημείο το οποίο ονομάζεται σημείο λειτουργίας
αντλίας – δικτύου.
Σχήμα 6.2.
Χαρακτηριστικές καμπύλες αντλίας και δικτύου, σημείο λειτουργίας αντλίας – δικτύου
N ΩΦ γ Q H p
N ΚΑΤ M ω
Hp
Στο 2ο Κεφάλαιο (Παράγραφος 8), ως υδραυλικός βαθμός απόδοσης ορίσθηκε: e h
H
Q
Ως ογκομετρικός βαθμός απόδοσης της αντλίας ορίσθηκε: e q
Qt
N ΥΔΡ γ Qt H
Ως μηχανικός βαθμός απόδοσης της αντλίας ορίσθηκε: e m
Ν ΚΑΤ Mω
Έτσι προκύπτει ο ολικός βαθμός απόδοσης (e) μιας αντλίας:
Hp Q γ Qt H γ Q Hp Ν
e e h eq em ΩΦ
H Qt Mω Mω Ν ΚΑΤ
Όταν όμως η αντλία εγκατασταθεί σε ένα αντλητικό συγκρότημα δε θα εργάζεται πάντα με τις
συνθήκες για τις οποίες έχει κατασκευαστεί. Επομένως, όταν χρησιμοποιείται μια αντλία, πρέπει να είναι
γνωστή και η συμπεριφορά της, όταν οι συνθήκες λειτουργίας μεταβάλλονται.
Για την αποτύπωση των πραγματικών υδραυλικών χαρακτηριστικών μιας αντλίας μετριέται σε
δοκιμαστήριο αντλιών, σε λειτουργικές συνθήκες, το πρακτικά αποδιδόμενο μανομετρικό ύψος Ηp, όταν
μεταβάλλεται η παροχή Q με στραγγαλισμό της ροής στο δίκτυο κατάθλιψης, ενώ ο αριθμός στροφών n
παραμένει σταθερός. Η γραφική παράσταση του συνόλου των ζευγών (Q, Hp) δημιουργεί μια καμπύλη που
εκφράζεται με τη συναρτησιακή σχέση: Ηp= f (Q). Η καμπύλη αυτή ονομάζεται χαρακτηριστική καμπύλη
λειτουργίας μανομετρικού ύψους – παροχής της αντλίας. Αν μεταβληθεί ο αριθμός στροφών και
επαναληφθεί η κατασκευή της χαρακτηριστικής καμπύλης, τότε θα προκύψει μια νέα διαφορετική καμπύλη
λειτουργίας μανομετρικού ύψους – παροχής της αντλίας. Μπορεί λοιπόν να δημιουργηθεί ένα σμήνος
χαρακτηριστικών καμπυλών για διάφορες στροφές λειτουργίας της αντλίας.
Το σημείο λειτουργίας της καμπύλης αυτής για το οποίο η αντλία παρουσιάζει μέγιστο ολικό βαθμό
απόδοσης χαρακτηρίζεται ως κανονικό σημείο λειτουργίας της αντλίας.
Με τα ζεύγη τιμών (Q, Hp), που λαμβάνονται σε πραγματικές συνθήκες λειτουργίας της αντλίας, είναι
δυνατόν να κατασκευασθούν άλλες δύο χαρακτηριστικές καμπύλες, οι οποίες είναι η γραφική παράσταση των
ζευγών (ΝΩΦ,Q), που με κατάλληλη προσαρμογή σε καμπύλη ΝΩΦ= f (Q) δημιουργεί τη χαρακτηριστική
καμπύλη ωφέλιμης ισχύος – παροχής της αντλίας και η γραφική παράσταση των ζευγών (e,Q), που με
κατάλληλη προσαρμογή σε καμπύλη e= f (Q) δημιουργεί τη χαρακτηριστική καμπύλη βαθμού απόδοσης –
παροχής της αντλίας.
Σχήμα 6.3.
Χαρακτηριστικές καμπύλες λειτουργίας αντλίας
3. Συνεργασία αντλιών
Κριτήριο αξιολόγησης 1 (Σύνδεση αντλιών)
Μια δυναμική αντλία έχει χαρακτηριστικά λειτουργίας, όπως φαίνεται στον παρακάτω Πίνακα.6.1. Αντλεί
νερό από ένα ποτάμι, που βρίσκεται σε υψόμετρο 102 m, και το διαθέτει σε μία δεξαμενή, η οποία βρίσκεται
σε υψόμετρο 135 m από την επιφάνεια της θάλασσας, διαμέσου ενός αγωγού διαμέτρου 350 mm από
χυτοσίδηρο. Οι απώλειες τριβής στα γραμμικά τμήματα της σωλήνωσης δίνονται από τη σχέση
HΑΠL =550⋅Q2, όπου Q σε m3 /s. Δευτερεύουσες τοπικές απώλειες από βαλβίδες και ειδικά τεμάχια δίνονται
από τη σχέση HΑΠΤΟΠ =50⋅Q2 .
Hp [m] 60 58 52 41 25
e [%] - 44 65 64 48
Σχήμα 6.4.
Δεδομένα:
Υψόμετρο ποταμού:z1=102 m
Υψόμετρο δεξαμενής: z2=135 m
Διάμετρος αγωγού: D=350 mm=0.35 m
Γραμμικές απώλειες δικτύου: HΑΠL =550⋅Q2
Τοπικές απώλειες δικτύου:HΑΠΤΟΠ =50⋅Q2
Απάντηση/Λύση
Όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.4., και σύμφωνα με τα δεδομένα του προβλήματος προκύπτει ότι:
Επίσης ισχύει ότι η απαίτηση μανομετρικού ύψους στο συγκεκριμένο δίκτυο δίνεται από τη σχέση
που προέκυψε μετά από προηγούμενη ανάλυση [Παράγραφος 1.]:
Hp = z+HΑΠL +HΑΠΤΟΠ
Hp = 33+(550+50)⋅Q2 →
Hp = 33+600⋅Q2 (1)
α. Λαμβάνοντας τις τιμές για την παροχή και το μανομετρικό από τον Πίνακα 6.1., η γραφική
παράσταση της χαρακτηριστικής καμπύλης της αντλίας προκύπτει ως εξής:
Σχήμα 6.5.
Χαρακτηριστική καμπύλη της αντλίας
Παρατηρείται και εδώ (Σχέση 1) ότι η απαιτούμενη ενέργεια από το δίκτυο ανά μονάδα βάρους
ρευστού, η οποία παρέχεται από την αντλία, είναι ανάλογη του τετραγώνου της παροχής Q.
m3
•Για Q=0.05 από τη Σχέση (1) προκύπτει ότι η αντλία πρέπει να έχει μανομετρικό ύψος:
s
Hp = [33+600⋅(0.05)2 ] m→ Hp ≅34.5 m
Ομοίως:
m3
•Για Q=0.1
s
Hp = [33+600⋅(0.1)2 ] m→ Hp ≅39 m
m3
•Για Q=0.15
s
Hp = [33+600⋅(0.15)2 ] m→ Hp ≅46.5 m
m3
•Για Q=0.2
s
Hp = [33+600⋅(0.2)2 ] m→ Hp ≅57 m
Πίνακας 6.2.
Απαιτούμενο μανομετρικό ύψος από το δίκτυο σε συνάρτηση με την παροχή του ρευστού σε αυτό.
m3
Q [ ] 0.00 0.05 0.10 0.15 0.20
sec
Στο Σχήμα 6.6. φαίνεται η χαρακτηριστική καμπύλη της αντλίας και η γραφική παράσταση της
Σχέσης (1) που αποτελεί τη χαρακτηριστική καμπύλη απαιτήσεων μανομετρικού ύψους του δικτύου. Οι δύο
αυτές χαρακτηριστικές καμπύλες τέμνονται σε ένα σημείο, το οποίο ονομάζεται σημείο λειτουργίας αντλίας –
δικτύου. Η παροχή στο σημείο αυτό είναι:
m3
Q≅0.135
s
Αντικαθιστώντας την παραπάνω τιμή στη Σχέση (1), η τιμή του μανομετρικού ύψους στο σημείο
λειτουργίας προκύπτει:
Ηp= 33+600⋅0.132 →
Ηp= 44 m
Πίνακας 6.3.
m3
Q [ ] 0 0.1 0.2 0.3 0.4
s
Hp [m] 60 58 52 41 25
Σχήμα 6.7.
Χαρακτηριστικές καμπύλες αντλίας, συγκροτήματος αντλιών(γκρι χρώμα) παράλληλα συνδεδεμένων και δικτύου, σημείο
λειτουργίας συγκροτήματος αντλιών – δικτύου
Hp = [33+600⋅(0.1)2 ] m→ Hp ≅39 m
Ομοίως:
m3
•Για Q=0.2
s
Hp = [33+600⋅(0.2)2 ] m→ Hp ≅57 m
m3
•Για Q=0.3
s
Hp = [33+600⋅(0.3)2 ] m→ Hp ≅87 m
m3
•Για Q=0.4
s
Hp =[33+600⋅(0.4)2 ] m→ Hp ≅129 m
Στο Σχήμα 6.7. φαίνεται η χαρακτηριστική καμπύλη της αντλίας, η χαρακτηριστική καμπύλη του
συγκροτήματος των αντλιών και η γραφική παράσταση της Σχέσης (1) που αποτελεί τη χαρακτηριστική
καμπύλη απαιτήσεων μανομετρικού ύψους του δικτύου. Η χαρακτηριστική καμπύλη του συγκροτήματος των
αντλιών και η χαρακτηριστική καμπύλη των ενεργειακών απαιτήσεων του δικτύου τέμνονται σε ένα σημείο
το οποίο είναι το νέο σημείο λειτουργίας συγκροτήματος αντλιών σε παράλληλη σύνδεση – δικτύου. Η
παροχή στο σημείο αυτό είναι:
m3
Q≅0.183
s
Αντικαθιστώντας την παραπάνω τιμή στη Σχέση (1), η τιμή του μανομετρικού ύψους στο σημείο
λειτουργίας προκύπτει:
Ηp= [33+600⋅0.1832 ] m→
Ηp= 53 m
Σημειώνεται με έμφαση ότι, αν σε ένα συγκεκριμένο δίκτυο τοποθετηθεί παράλληλα ακόμη μια ίδια
αντλία, όπως αποδείχθηκε παραπάνω, θα αυξηθεί αλλά δεν θα διπλασιασθεί η παροχή διότι θα αυξηθούν
λόγω της αύξησης της παροχής οι ενεργειακές απαιτήσεις του δικτύου, δηλαδή το απαιτούμενο μανομετρικό
ύψος.
β.2. Σύνδεση σε σειρά– Κατά την εν σειρά σύνδεση δύο ίδιων αντλιών, η δυνατότητα παροχής
ενέργειας ανά μονάδα βάρους προσερχομένου ρευστού διπλασιάζεται σε σχέση με αυτή της μιας αντλίας και,
συνεπώς, το μανομετρικό ύψος του αντλητικού συγκροτήματος είναι διπλάσιο από αυτό της μιας αντλίας ενώ
η παροχή του συγκροτήματος παραμένει ίδια με αυτή της μιας αντλίας. Στον Πίνακα 6.4. φαίνεται πώς
διαμορφώνονται οι τιμές του μανομετρικού ύψους που μπορεί να επιτύχει το συγκρότημα των αντλιών σε
σειρά για τις αντίστοιχες τιμές της παροχής του ρευστού.
Εικόνα 6.5.
Αντλίες συνδεδεμένες σε σειρά στον ίδιο άξονα
Πίνακας 6.4.
m3
Q [ ] 0 0.05 0.1 0.15 0.2
s
Η χαρακτηριστική καμπύλη του συγκροτήματος δύο ίδιων αντλιών συνδεδεμένων σε σειρά προκύπτει
από τη χαρακτηριστική καμπύλη της μιας εξ αυτών. Τα ζεύγη τιμών παροχής και μανομετρικού ύψους του
συγκροτήματος, που απεικονίζονται στη χαρακτηριστική του καμπύλη, προκύπτουν από τα ζεύγη τιμών που
συνθέτουν την απεικόνιση της χαρακτηριστικής καμπύλης της μιας αντλίας, αν σε κάθε ζεύγος διπλασιασθεί
η τιμή του μανομετρικού ύψους [Σχήμα 6.8.].
Η απαίτηση σε μανομετρικό ύψος του δικτύου, εφόσον αυτό δε μεταβλήθηκε περιγράφεται από τη
Σχέση (1).
Στο Σχήμα 6.8. φαίνεται η χαρακτηριστική καμπύλη της αντλίας, η χαρακτηριστική καμπύλη του
συγκροτήματος των αντλιών και η γραφική παράσταση της Σχέσης (1) που αποτελεί τη χαρακτηριστική
καμπύλη απαιτήσεων μανομετρικού ύψους του δικτύου. Η χαρακτηριστική καμπύλη του συγκροτήματος των
αντλιών και η χαρακτηριστική καμπύλη των ενεργειακών απαιτήσεων του δικτύου τέμνονται σε ένα σημείο,
το οποίο είναι το νέο σημείο λειτουργίας του συγκροτήματος αντλιών συνδεδεμένων σε σειρά – δικτύου. Η
παροχή στο σημείο αυτό είναι:
m3
Q≅0.192
s
Αντικαθιστώντας την παραπάνω τιμή στη Σχέση (1), η τιμή του μανομετρικού ύψους στο σημείο
λειτουργίας, προκύπτει:
Ηp= [33+600⋅0.1922 ] m →
Ηp= 55 m
β3. Κατά την παράλληλη σύνδεση των αντλιών κάθε αντλία λειτουργεί με παροχή, η τιμή της οποίας
Q 0.183 m 3 m3
είναι το ήμισυ της συνολικής παροχής του συγκροτήματος, δηλαδή Q1 0.0915 Το
2 2 s s
μανομετρικό ύψος κάθε αντλίας έχει τιμή ίδια με αυτή του συγκροτήματος των αντλιών, δηλαδή Hp=53[m]. Η
απόδοση της κάθε αντλίας για τις τιμές αυτές του μανομετρικού ύψους και της παροχής προκύπτει e=61.43%,
με γραμμική παρεμβολή από τις τιμές που δίνονται για την απόδοση της αντλίας στον Πίνακα 6.1.. Η
ωφέλιμη ισχύς κάθε αντλίας είναι:
ΝΩΦ =γ⋅Q1⋅Hp→
Ν m3
ΝΩΦ =9810 [ ] ⋅0.0915 [ ] ⋅53 [m]→
m3 s
ΝΩΦ ≅47573 W≅47.6 kW=64.66 Ηp
N ΩΦ 47573
N KAT 77443 W 77.44 kW 105.26 Hp
e 0.6143
Πίνακας 6.5.
Πίεση ατμοποίησης του νερού σε σχέση με τη θερμοκρασία.
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΠΙΕΣΗ ΑΤΜΟΠΟΙΗΣΗΣ
(ΟC) (kN/m2)
0 0.6
5 0.9
10 1.2
15 1.7
20 2.3
25 3.2
30 4.3
35 5.6
40 7.7
45 9.6
50 12.5
55 15.7
60 20
65 25
70 32.1
75 38.6
80 47.5
85 57.8
90 70
95 84.5
100 101.33
Με μια γενικότερη θεώρηση στα υδραυλικά δίκτυα, σύμφωνα με το νόμο της ενέργειας, αν αυξηθεί η
ταχύτητα ροής του υγρού, θα μειωθεί η πίεση στο σημείο αυτό του δικτύου. Σε σημεία του δικτύου, όπου η
στατική πίεση P φθάνει στα όρια της πίεσης ατμοποίησης Ps, δημιουργούνται συνθήκες ατμοποίησης. Όταν οι
φυσαλίδες ατμού, που δημιουργούνται, μεταφερθούν σε περιοχή της ροής, στην οποία επικρατεί υψηλότερη
πίεση, συμπυκνώνονται με μεγάλη ταχύτητα (σε πολύ μικρό χρόνο), αυξάνεται τοπικά η πίεση και
δημιουργούνται συνθήκες πρόσκρουσης του υγρού, με μορφή δέσμης ή κρουστικού κύματος, στις μεταλλικές
επιφάνειες της ρευστοδυναμικής μηχανής. Οι κρούσεις αυτές καταπονούν τα μεταλλικά υλικά με έναν
ιδιαίτερο τρόπο. Διαδέχονται η μία την άλλη με μεγάλη συχνότητα, προκαλώντας μικρές κοιλότητες στα
μέταλλα της μηχανής με αποτέλεσμα τη μείωση του βαθμού απόδοσης και την καταστροφή της [Εικόνα 6.6.].
Καμία ρευστοδυναμική μηχανή δεν κατασκευάζεται, έτσι ώστε να αντέχει σε συνεχή ανάπτυξη του
φαινόμενου της σπηλαίωσης.
Εικόνα 6.6.
Οι συνέπειες της σπηλαίωσης[commons.wikimedia.org/wiki/File:Kavitation_at_pump_impeller.jpg]
(α) (β)
Εικόνα 6.7.
(α)Άντληση από χαμηλότερη στάθμη, (β)Άντληση από υψηλότερη στάθμη [pixabay.com/el/B1-835344/]
Ps v s2 Pυ
NPSH a
γ 2g γ
Όπου Pυ είναι η πίεση ατμοποίησης του νερού στη θερμοκρασία λειτουργίας, Ps και vs είναι η πίεση
και η ταχύτητα αντίστοιχα ακριβώς στην αναρρόφηση της αντλίας.
Για κοινές εφαρμογές, στις οποίες η αντλία ανυψώνει ένα υγρό από μια στάθμη σε μια άλλη, η
στάθμη της αναρρόφησης της αντλίας μπορεί να βρίσκεται χαμηλότερα [Εικόνα 6.7.β.)]ή ψηλότερα [Εικόνα
6.7.α.] από τη στάθμη της δεξαμενής η οποία ευρίσκεται σε ατμοσφαιρική πίεση. Αν εφαρμοσθεί ο νόμος της
ενέργειας στη σωληνογραμμή ροής του ρευστού μεταξύ της επιφάνειας της δεξαμενής και της αναρρόφησης
της αντλίας με αναφορά στάθμης την αναρρόφηση της αντλίας (Εικόνα 7.14.β.), προκύπτει:
P 2
at h Ps v s H
γ γ 2g ΑΠ
Όπου h είναι το ύψος αναρρόφησης το οποίο είναι θετικό, όταν η αντλία είναι σε χαμηλότερη στάθμη
από την επιφάνεια του νερού στη δεξαμεν, και αρνητικό στην αντίθετη περίπτωση.
Έτσι το διαθέσιμο θετικό ύψος αναρρόφησης διαμορφώνεται ως εξής :
P P
NPSHa at υ h H
γ γ ΑΠ
Το απαιτούμενο καθαρό θετικό ύψος αναρρόφησης (NPSHr) είναι το καθαρό θετικό ύψος
αναρρόφησης που απαιτείται, για να προληφθεί η σπηλαίωση και να λειτουργεί η αντλία ασφαλώς. Το
απαιτούμενο καθαρό θετικό ύψος αναρρόφησης (NPSHr) για μια συγκεκριμένη αντλία προσδιορίζεται
πειραματικά από τον κατασκευαστή και αποτελεί μέρος του εγχειριδίου οδηγιών χρήσης της αντλίας.
Η συνθήκη αποφυγής σπηλαίωσης είναι:
NPSH a NPSH
r
Όταν αντλείται νερό με τη χρήση αντλίας που ευρίσκεται υπεράνω ανοικτής δεξαμενής, το νερό
αρχίζει να ατμοποιείται, όταν η αντλία λειτουργεί, αντλώντας από το μέγιστο ύψος αναρρόφησης. Στην
κατάσταση αυτή NPSHa=0. Η μέγιστη ανύψωση νερού, δηλαδή, εκφράζεται με τη σχέση :
P P
NPSHa at υ h H 0
γ γ max ΑΠ
Άρα :
P P
h at υ H
max γ γ ΑΠ
kN
Η πίεση ατμοποίησης του νερού σε θερμοκρασία 20οC είναι 2.3 όπως φαίνεται στον Πίνακα. 6.5.
m2
Σύμφωνα με τα παραπάνω, και με μηδενικές ενεργειακές απώλειες τριβών στο σωλήνα αναρρόφησης, το
μέγιστο ύψος αναρρόφησης διαμορφώνεται ως εξής :
N N
100000 2300
m 2 m 2
h 9.96 m
max N N
9810 9810
m 3 m 3
Ο άλλος τύπος σχεδιασμού είναι ο αξονικός ανεμιστήρας [Εικόνα 6.9.], ο οποίος στηρίζεται στην ίδια
αρχή λειτουργίας με τον έλικα και χρησιμοποιεί στροφείο της ίδιας μορφής. Το αέριο (αέρας συνήθως) περνά
μέσα από τον ανεμιστήρα κατά τη διεύθυνση του άξονα περιστροφής του στροφείου χωρίς καμία αλλαγή της
διεύθυνσής του.
(α) (β)
Εικόνα 6.9.
Αξονικός σχεδιασμός
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ανεμιστήρα αξονικής ροής εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την
αεροδυναμική σχεδίαση και τον αριθμό των πτερυγίων της πτερωτής σε συνδυασμό με τη γωνία τοποθέτησης
του πτερυγίου σε σχέση με το προσερχόμενο ρεύμα αέρα. Μερικοί σχεδιασμοί των αξονικών στροφείων
επιτρέπουν ρύθμιση της γωνίας τοποθέτησης των πτερυγίων, όταν ο ανεμιστήρας είναι σε στάση αλλά και
κατά την περιστροφή του. Αυτό επιτρέπει την αποδοτική λειτουργία ενός αξονικού ανεμιστήρα σταθερής
γωνιακής ταχύτητας περιστροφής για ένα ευρύ φάσμα λειτουργικών χαρακτηριστικών. Αξονικά στροφεία
ανεμιστήρων περιστρέφονται με μεγαλύτερη περιφερειακή ταχύτητα στο ακροπτερύγιο από αυτή ενός
φυγοκεντρικού ανεμιστήρα παρόμοιων επιδόσεων και, ως εκ τούτου, τείνουν να είναι πιο θορυβώδη. Είναι
ακατάλληλοι για λειτουργία σε δίκτυα αεραγωγών που παρουσιάζουν μεγάλες αντιστάσεις. Ωστόσο, μπορούν
εύκολα να συνδεθούν σε σειρά, ή παράλληλα,και μπορούν να δημιουργήσουν αναστροφή της ροής του
αερίου, αλλάζοντας τη φορά περιστροφής του στροφείου, με μειωμένη, όμως, απόδοση. Και οι δύο τύποι
ανεμιστήρων χρησιμοποιούνται στα δίκτυα εξαερισμού, ενώ οι αξονικοί ανεμιστήρες προτιμώνται σε υπόγεια
δίκτυα (ορυχεία, σήραγγες) [2].
Οι ανεμιστήρες όπως και οι αντλίες δημιουργούν πρωτίστως, μια ροή ρευστού μεταξύ της εισόδου
και της εξόδου των. Η ροή αυτή, όπως έχει αναφερθεί στο 2ο Κεφάλαιο, υπακούει στο νόμο της ενέργειας, ο
οποίος σε συνδυασμό με το νόμο της συνέχειας διατυπώθηκε ως εξής [Σχήμα 6.9.]:
Σχήμα 6.9.
Σχηματική παράσταση αντλίας ή ανεμιστήρα
P1 v12 P1 v12
z1 H z1 H ΑΠ
γ 2g γ 2g
1 1
P ρ v 2 γ z γ H P ρ v 2 γ z γ H
1 2 1 1 2 2 2 2 ΑΠ
t1 1
P γ z γ H - H
ΑΠ
P γ z
t2 2
γ Hp = Pt2 - Pt1
Η παραπάνω σχέση φανερώνει την άμεση σχέση της αύξησης της ολικής πίεσης στην έξοδο του
ανεμιστήρα με το μανομετρικό του ύψος, Hp, τη μηχανική ενέργεια δηλαδή, που αποδίδεται στη ροή από το
στροφείο της μηχανής.
Pt1 και Pt2 ορίζονται ως ολικές πιέσεις του αερίου στην είσοδο και την έξοδο του ανεμιστήρα. Ολική
πίεση ενός αερίου ορίζεται το άθροισμα της στατικής και της δυναμικής του πίεσης (όπως αναφέρθηκε στο 1ο
Κεφάλαιο η δυναμική πίεση, καθώς και η ταχύτητα του ρευστού, μετριέται με σωλήνα Pitot:
1
Pt P ρ v 2
2
Όταν οι ταχύτητες του αερίου στην είσοδο και στην έξοδο του ανεμιστήρα είναι ίσες (σύμφωνα με το
νόμο της συνέχειας αυτό συμβαίνει, όταν οι διατομές εισόδου και εξόδου του αερίου είναι ίσες και η
πυκνότητα σταθερή), τότε η αύξηση της ολικής πίεσης στην έξοδο του ανεμιστήρα είναι ίση με την αύξηση
της στατικής πίεσης.
Στο Σχήμα 6.10. απεικονίζεται μια φυγοκεντρική πτερωτή ανεμιστήρα με πτερύγια οπίσθιας κλίσης.
Το ρευστό εισέρχεται στο κέντρο του στροφείου, στρέφεται κατά μια ορθή γωνία και κινείται προς τα έξω
ακτινικά, υποκείμενο σε αύξηση της στατικής του πίεσης. Η καμπυλότητα του πτερυγίου καθορίζει και την
κατεύθυνση της σχετικής ταχύτητας του ρευστού. Η σύνθεση της περιφερειακής ταχύτητας του ρευστού που
επιβάλλεται σε αυτό από το περιστρεφόμενο στροφείο και της σχετικής ταχύτητάς του, που επιβάλλεται σε
αυτό από τα καμπύλα πτερύγια, έχει σαν αποτέλεσμα την απόλυτη ταχύτητά του. Η απόλυτη ταχύτητα έχει
μια ακτινική και μια περιφερειακή συνιστώσα, όπως φαίνονται στο Σχήμα 6.10..Η δυναμική πίεση του
ρευστού μετά την έξοδό του από την πτερωτή μπορεί να μετατραπεί εν μέρει σε στατική πίεση στον
αποκλίνοντα σπειροειδή αγωγό εξόδου, που περιβάλλει την πτερωτή [Εικόνα 6.8.].
Με βάση το νόμο της στροφορμής, που αναπτύχθηκε στο 5ο Κεφάλαιο και με τη γωνία α1 του
τριγώνου ταχυτήτων εισόδου ίση με 90ο, το θεωρητικό μανομετρικό ύψος σε συνάρτηση με την παροχή του
ανεμιστήρα εκφράζεται με τη Σχέση 5.6..
u 2 v t2 u2
2 u 2 v n2 u2
2 u2 Q
H
g g g tan(β 2 ) g 2 g π r2 b 2 tan(β 2 )
Αν θεωρηθεί ότι δεν υπάρχουν απώλειες κατά τη διέλευση του αερίου από τον ανεμιστήρα, τότε
σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση για την αύξηση της ολικής πίεσης μεταξύ εξόδου και εισόδου της ροής
στη μηχανή ισχύει:
γ H Pt2 Pt1
Από τη σύνθεση των δύο σχέσεων προκύπτει ότι η αύξηση της ολικής πίεσης έχει θεωρητικά
γραμμική σχέση με την παροχή του ανεμιστήρα:
ρ u2 Q
P P ρ u2
2 2 π r b tan(β ) A B Q
t2 t1
2 2 2
(α) (β)
Σχήμα 6.10.
Σχηματική παράσταση πτερωτής φυγοκεντρικού ανεμιστήρα με πτερύγια οπίσθιας κλίσης
Για φυγοκεντρικό ανεμιστήρα με ακτινικά πτερύγια β2 = 90° και tan(β2)=∞ τότε B = 0 και
Pt2-Pt1=A δηλαδή η αύξηση της ολικής πίεσης παραμένει σταθερή σε σχέση με την παροχή [Σχήμα 6.11.].
Η εφαπτομενική στην περιφέρεια εξόδου του ρευστού συνιστώσα της απόλυτης ταχύτητας εξόδου στην
περίπτωση αυτή, είναι μεγαλύτερη από την περιφερειακή ταχύτητα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να
δημιουργείται μια ώθηση στη ροή, η οποία αυξάνει όσο αυξάνεται η παροχή. Στην πράξη, οι ενεργειακές
απώλειες στη μηχανή αντιστρατεύονται το φαινόμενο αυτό.
Σχήμα 6.11.
Γραφική παράσταση της θεωρητικής αύξησης της ολικής πίεσης σε φυγοκεντρικό ανεμιστήρα σε σχέση με την παροχή, για
διάφορους τύπους πτερυγίων.
Η θεωρητική σχέση μεταξύ της ωφέλιμης ισχύος, που μεταφέρεται από το στροφείο στη ροή του
αέρα, μπορεί να εκφρασθεί με βάση την ανάλυση στο 2ο Κεφάλαιο (Παράγραφος 8), ως εξής:
N ΩΦ H
γV
t
γ Q H Pt2 Pt1 Q A - B Q Q A Q B Q 2
Για φυγοκεντρικό ανεμιστήρα με ακτινικά πτερύγια β2 = 90° και tan(β2)=∞ τότε B = 0 και
N ΩΦ A Q , δηλαδή η θεωρητική ωφέλιμη ισχύς έχει γραμμική σχέση με την παροχή [Σχήμα 6.12.].
Σχήμα 6.13.
Γραφική παράσταση της πραγματικής αύξησης της ολικής πίεσης σε φυγοκεντρικό ανεμιστήρα σε σχέση με την παροχή, για
διάφορους τύπους πτερυγίων.
Αξονικοί ανεμιστήρες με αποδεκτές αποδόσεις δεν εμφανίζονται μέχρι και τη δεκαετία του 1930.
Αυτό συνέβη λόγω της έλλειψης κατανόησης της συμπεριφοράς της ροής του αέρα πάνω στα αξονικά
πτερύγια του ανεμιστήρα. Οι πρώτοι αξονικοί ανεμιστήρες είχαν απλά, επίπεδα κεκλιμένα πτερύγια και πολύ
χαμηλή απόδοση. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας αεροσκαφών οδήγησε σε εντατική μελέτη των αεροτομών για
τις πτέρυγες των αεροπλάνων. Στο 3ο Κεφάλαιο - Παράγραφος 3 δόθηκαν εν συντομία τα χαρακτηριστικά
των αεροτομών. Αυτό διευκολύνει την κατανόηση της συμπεριφοράς των αξονικών ανεμιστήρων. Η
θεωρητική επεξεργασία του αξονικού στροφείου μπορεί να γίνει, θεωρώντας ότι αποτελείται από μια σειρά
αεροτομών, ή με τη χρήση του νόμου της στροφορμής. Θα χρησιμοποιηθεί η ανάλυση με βάση το νόμο της
στροφορμής, όπως έγινε και για τον φυγοκεντρικό ανεμιστήρα, αν και η θεωρία των αεροτομών εφαρμόζεται,
επίσης, στο λεπτομερή σχεδιασμό των αξονικών στροφείων.
Αν θεωρηθεί το ανάπτυγμα μιας κυλινδρικής ομοαξονικής τομής του στροφείου του αξονικού
ανεμιστήρα, θα προκύψει η σειρά των αεροτομών των πτερυγίων, σε συγκεκριμένη απόσταση από το κέντρο
του στροφείου, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.14..
Σχήμα 6.14.
Ανάπτυγμα ομοαξονικής κυλινδρικής τομής του στροφείου αξονικού ανεμιστήρα.
Ο αέρας προσεγγίζει το κινούμενο στροφείο αξονικά με μια ταχύτητα, v1. Για μέγιστο θεωρητικό
μανομετρικό ύψος η ταχύτητα αυτή δεν πρέπει να έχει εφαπτομενική συνιστώσα, δηλαδή vn1=v1 και α1=90ο.
Η ταχύτητα αυτή, επίσης, είναι σύνθεση της σχετικής ταχύτητας εισόδου υ1, η οποία είναι εφαπτόμενη της
μέσης γραμμής της αεροτομής στην είσοδο και της περιφερειακής ταχύτητας u1 στην ακτίνα της ομοαξονικής
κυλινδρικής τομής του στροφείου.
Η επιφάνειες εισόδου και εξόδου της ροής σε αξονικά στροφεία ανεμιστήρων είναι ίδιες: π rα2 rπ2
, [Εικόνα 6.10.].
Εικόνα 6.10.
Ακτίνα πλήμνης (rπ) και ακτίνα ακροπτερυγίου (rα) του στροφείου αξονικού ανεμιστήρα.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι u1=u2, εφόσον θεωρείται ότι η ροή μεταξύ της εισόδου και της εξόδου του
αερίου γίνεται με σταθερή ακτίνα. Με βάση το νόμο της συνέχειας η παροχή όγκου στην είσοδο και στην
έξοδο του στροφείου είναι ίδια. Εφόσον είναι ίσες και οι επιφάνειες εισόδου και εξόδου, τότε v2n=v1.
Εφόσον οι αξονικές ταχύτητες στην είσοδο και την έξοδο ενός αξονικού ανεμιστήρα είναι ίσες, τότε η
αύξηση της ολικής πίεσης ισούται με την αύξηση της στατικής.
Με βάση το νόμο της στροφορμής που αναπτύχθηκε στο 5ο Κεφάλαιο και με τη γωνία α1 του
τριγώνου ταχυτήτων εισόδου ίση με 90ο, το θεωρητικό μανομετρικό ύψος σε απόσταση r από το κέντρο του
στροφείου εκφράζεται με τη Σχέση 5.6.:
u v u2 u v ω r ω r v n2
Hr 2 t2 2 2 n2
g g g tan (β 2 ) g tan (β )
2
Αν θεωρηθεί ότι δεν υπάρχουν απώλειες κατά τη διέλευση του αερίου από τον ανεμιστήρα, τότε,
σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση για την αύξηση της ολικής πίεσης μεταξύ εξόδου και εισόδου της ροής
στη μηχανή, σε απόσταση r από το κέντρο του στροφείου ισχύει:
γ H Pt2 Pt1
Από τη σύνθεση των δύο σχέσεων προκύπτει ότι η αύξηση της ολικής πίεσης έχει θεωρητική τιμή:
(β) Η γωνία κλίσης των οδηγών πτερυγίων εισόδου ή / και εξόδου της ροής.
(γ) Το βήμα του στροφείου μπορεί να αλλάξει με την προσθήκη ή την αφαίρεση πτερυγίων. Η
πτερωτή
πρέπει, βεβαίως, να παραμένει δυναμικά ισορροπημένη (ζυγοσταθμισμένη). Αυτή η τεχνική μπορεί να
οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας κατά τη διάρκεια χρονικών περιόδων λειτουργίας του
ανεμιστήρα με σχετικά ελαφρύ φορτίο.
(δ) Η ταχύτητα της πτερωτής μπορεί να αλλάζει με τη χρησιμοποίηση ηλεκτροκινητήρα οδήγησης με
μεταβλητή ταχύτητα.
(α)
(β) (γ)
Εικόνα 6.11.
Οι δύο όψεις ενός εμβολοφόρου, αερόψυκτου, παλινδρομικού αεροσυμπιεστή
και η λειτουργία του.
(α) (β)
Εικόνα 6.12.
Κοχλιοφόρος περιστροφικός αεροσυμπιεστής. Κοχλίες σε
εμπλοκή[commons.wikimedia.org/wiki/File:Lysholm_screw_rotors.jpg]
Το έργο κάθε κύκλου της μηχανής ισούται με το εμβαδόν του χωρίου που διαγράφεται στο P-V
διάγραμμα και αποτελείται από δύο ισοβαρείς διεργασίες του αέρα, μια αδιαβατική και μια ισόχωρη [Εικόνα
6.11.]. Ο απαιτούμενος αριθμός των κύκλων στη μονάδα του χρόνου που καθορίζει και τις στροφές του
κινητήρα, πολλαπλασιαζόμενος με το έργο ανά κύκλο δίνει την απαιτούμενη θεωρητική ισχύ του κινητήρα.
Οι αεροσυμπιεστές διαθέτουν συνήθως έναν ή δύο κυλίνδρους. Όταν υπάρχουν δύο κύλινδροι, τότε
αυτοί είναι συνδεδεμένοι παράλληλα στον ίδιο στροφαλοφόρο άξονα, και δημιουργούνται δύο κύκλοι ανά
περιστροφή του κινητήρα, ή ο ένας κύλινδρος τροφοδοτεί τον άλλον σε σειρά, και η συνολική αύξηση της
πίεσης γίνεται σε δύο στάδια.
Οι αεροσυμπιεστές, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων αυτολίπανσης των μηχανικών μερών τους,
λιπαίνονται στα σημεία τριβής των συνεργαζόμενων μηχανικών μερών (έδρανα, κομβία, ελατήρια επαφής
εμβόλου – κυλίνδρου) με λάδι, το οποίο είναι τοποθετημένο σε ελαιολεκάνη, όπως και στις μηχανές
εσωτερικής καύσης. Σε ορισμένες εφαρμογές η ύπαρξη σταγονιδίων λαδιού στον αέρα είναι επιθυμητή
(κίνηση εργαλείων), ενώ στις περισσότερες εφαρμογές είναι ανεπιθύμητη, και απαιτείται σύστημα
ελαιοδιαχωρισμού και ειδικά φίλτρα συγκράτησης του ελαίου. Σε πολλές περιπτώσεις εφαρμογών απαιτείται
και η αφύγρανση του αέρα με ειδικούς αφυγραντήρες.