You are on page 1of 1

σταµ άτησαν να κινούνται· ήταν πλέον ορθάνοιχτα.

Ο δρόµ ος ξ ετυλιγόταν
φιδογυριστά µ ες στο σκοτεινό δάσος. Στο ηµ ίφως του απογεύµ ατος που όλο
και ξ εθώριαζε, φαινόταν να εξ αφανίζεται λίγο πιο πέρα από την πύλη – σαν να
µ ην υπήρχε ο κόσµ ος εκεί έξ ω πια.
Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη της και το πέταξ ε καταγής. Δεν της
άρεσε αυτό που έκανε, όµ ως θα
µ πορούσαν να εντοπίσουν το σήµ α του – άλλωστε δεν το χρειαζόταν πλέον. Έπρεπε
να δείξ ει εµ πιστοσύνη στον Μαρκ ότι θα έκανε όπως είχαν συµ φωνήσει.
Και τώρα έπρεπε να περιµ ένει να προχωρήσει το αυτοκίνητο αρκετά στον
δρόµ ο που οδηγούσε στο σχολικό κτίριο, ώστε να µ πορέσει να βγει χωρίς να τη
δει ο οδηγός.
Αλλά η επόµ ενη στιγµ ή πέρασε βασανιστικά αργά και το αυτοκίνητο δεν έλεγε
να κουνηθεί. Η µ ηχανή του λειτουργούσε στο ρελαντί κι ακουγόταν σαν
γάτα που γουργούριζε παίζοντας µ ε το θήραµ ά της. Από το σηµ είο όπου
καθόταν κουκουβιστά η Άλι, δεν µ πορούσε να δει τον οδηγό.
Τι διάολο συµβαίνει; Ήθελε να ουρλιάξ ει από τα νεύρα. Θα προχωρήσεις επιτέλους,
άνθρωπέ µου;
Π άνω που είχε αρχίσει να φοβάται ότι την είχαν εντοπίσει, τα λάστιχα του µ αύρου
Άουντι σκλήρισαν πάνω στα χαλίκια του δρόµ ου. Αργά αργά, το
αυτοκίνητο ξ εκίνησε και κατευθύνθηκε προς το σχολείο.
Σχεδόν αµ έσως, η πύλη άρχισε να κλείνει πάλι, η Άλι όµ ως

You might also like