You are on page 1of 56

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΒΙΤΣΙΩΝ

Αύγουστος Κορτώ

Ελεύθερα Διηγήματα στο διαδίκτυο από τον Αύγουστο Κορτώ


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΩΝ ΒΙΤΣΙΩΝ
Αύγουστος Κορτώ

Πρώτη έκδοση 1999,


Εκδόσεις Εξάντας
Πρόλογος

Δεκαοχτώ χρόνια απ' την κυκλοφορία του, το πρώτο μου βιβλιαράκι


ενηλικιώθηκε, και πλέον σουλατσάρει ελεύθερο. Διόλου καλοκαιρινό
ως ανάγνωσμα - αν κι ίσως κάνω λάθος: άλλωστε, η έξαψη της
ερωτικής παραφοράς είναι ένα είδος καύσωνα της σάρκας.

Μια μικρή υποσημείωση που δεν αφορά κανέναν, απλώς για την
ιστορία: μου έχει ζητηθεί κάμποσες φορές από εφημερίδες να δώσω
τα εξαντλημένα μου βιβλία για να κυκλοφορήσουν ως κυριακάτικο
δώρο, και παρ' ότι τα λεφτά ήταν συχνά εξόχως δελεαστικά - ιδίως
πριν την Κατερίνα, που τα βγάζαμε πέρα με το ζόρι - προτίμησα να τα
αφήσω στην νεανική τους αφάνεια, σκορπισμένα σε παλαιο-
βιβλιοπωλεία και ράφια. Κι επειδή προφανώς δεν με ενδιαφέρει να
βγάλω ούτε μισό ευρώ απ' αυτά τα βιβλία, τα ανεβάζω σταδιακά,
έστω ως pdf - και δέκα άνθρωποι να τα διαβάσουν, χαρά μου. (πηγή)

Άυγουστος Κορτώ
2017
Έργο εξωφύλλου:
Hieronymus Bosch - «The Garden of Earthly Delights»

Διαμόρφωση e-book:
eBooks4Greeks.gr
ΜΑΡΣΕΛ

Ο Μαρσέλ περπατούσε σκυφτός,με τα χέρια στις τσέπες,το γιακά του παλτού του
ανεβασμένο ως τ’αυτιά,και το κεφάλι του χωμένο μέσα στο παλτό,να προεξέχει λίγο,ίσα για
να βλέπει,σαν το κεφάλι μιας φοβισμένης χελώνας.Κάτω από τη μασχάλη του,κρατούσε
σφιχτά,πιέζοντάς το στα πλευρά του για να μην του πέσει,το μοναχικό του δείπνο.Ένα μεγάλο
παστό ψάρι,πλατύ σαν χαλάκι πόρτας,τυλιγμένο σε εφημερίδα.Η πλάτη του είχε κυρτώσει
τρομερά,έμοιαζε να παλέυει περπατώντας με τον πιό δυνατό αντίθετο άνεμο.Είχε
ανακαλύψει,από παιδί κιόλας,ότι ο κόσμος δεν ασχολούνταν με ανθρώπους που περπατούν
υπερβολικά σκυφτοί.Τους θεωρεί παράξενους,αλλόκοτους-ίσως και λίγο καθυστερημένους
πνευματικά-και τους αγνοεί.Από τότε που είχε ανακαλύψει αυτή τη μικρή χαριτωμένη
λεπτομέρεια,είχε βρεί το φάρμακο για την αρρώστια του.Στην περίπτωση του Μαρσέλ,η
αρρώστια αυτή ήταν όλοι οι άνθρωποι,ακόμη και η μητέρα,οι συγγενείς,ή οι φίλοι του,αν
μπορούσε χαριτολογώντας να ονομάσει φίλους τους ενοίκους που μέναν στα γειτονικά με το
δικό του διαμερίσματα.

Τώρα διέσχιζε την στοά με τα μανάβικα.Δεν κοίταζε στα μάτια ούτε τις γάτες που περνούσαν
ανάμεσα απ’τα πόδια του,πολύ περισσότερο τους πωλητές.

Χρήματα από την τράπεζα είχε πάρει προχθές,δεν χρειαζόταν άλλα-άλλωστε η μητέρα δεν
του είχε αφήσει πεθαίνοντας,πλούτη τόσο αμύθητα,ώστε να μπορεί να επιβιώσει κάνοντας
αναλήψεις κάθε μέρα.Έπρεπε να είναι προσεκτικός,αλλιώς κινδύνευε να πεθάνει της
πείνας,έτσι που του ήταν αδύνατο να εργαστεί και να βγάλει δικά του χρήματα.Και μόνο η
σκέψη να μπεί σ’ένα άγνωστο γραφείο και να ζητήσει-προφανώς κοιτώντας τον
κατάματα,αφού έτσι απαιτεί το τυπικό-από έναν ξένο να του δώσει κάποια δουλειά,του
προκαλούσε ανείπωτο πανικό.Ο Μαρσέλ εξάλλου πίστευε,πως παρά τα προσωρινά
διαλείμματα αδιαφορίας απέναντί του,οι άνθρωποι που δεν τον γνώριζαν,και που τον
συναντούσαν τυχαία ή περπατούσαν δίπλα του στο δρόμο,απαντούσαν στο φόβο και τη
συστολή με την οποία αυτός τους

αντιμετώπιζε,μ’ένα ανεξήγητο μίσος.Δεν τους αδικούσε,φυσικά.Έτρωγε συνέχεια παστά


ψάρια και δεν ήταν πολύ καθαρός.Το πιό πιθανό ήταν ότι βρωμούσε σαν ψοφίμι,και οι
άνθρωποι σιχαίνονταν ακόμη και να τον πλησιάσουν.Το ίδιο και οι γυναίκες,δόξα τω
Θεώ.Ένα γυναικείο βλέμμα,είχε πεί ο Μαρσέλ στον εαυτό του πολλές φορές,είναι πιο
επικίνδυνο κι από χίλια συνηθισμένα βλέμματα,ιδίως όταν προσπαθεί να πεί κάτι άλλο από
αυτό που λέει με το στόμα της η γυναίκα.

Σε πέντε λεπτά θα βρισκόταν στο σπίτι του.Θα έβγαζε τα παπούτσια του,θα έτρωγε το ψάρι
του με τα χέρια,μπροστά στο μικρό καλοριφέρ,κι ύστερα θα κοιμόταν με τα
ρούχα,μισοξαπλωμένος πάνω στον καναπέ,με τα πόδια του να ακουμπούν επάνω σ’ένα
χαμηλό πούφ,ελαφρώς ανασηκωμένα.Υπήρχε μια τόσο έντονη αίσθηση οικειότητας και
παρακμής σ’αυτήν την εικόνα,που ο Μαρσέλ ένιωσε να αντριχιάζει από ευτυχία.Γι’αυτόν,η
θαλπωρή και η γαλήνη ήταν δυό καταστάσεις το ίδιο κλειστές στον εαυτό του όπως και οι
ώρες που περνούσε στην τουαλέττα.
Έστριβε από τη γωνία που θα τον έβγαζε στο δρόμο του σπιτιού του,όταν μια δυσάρεστη
σκέψη εισέβαλε απότομα στο μυαλό του.Χριστούγεννα,και μαζί μ’αυτά,τα κάλαντα.Ο
Μαρσέλ έτρεμε,από θυμό και φόβο μαζί,στην εικόνα της ορδής από μικρά παιδιά,που αύριο
τέτοια ώρα,θα πλημμύριζαν τους διαδρόμους της πολυκατοικίας του,στριγγλίζοντας
δαιμονισμένα τα κακόφωνα τραγούδια τους,χτυπώντας τις πόρτες και τα κουδούνια
ασταμάτητα.Θα προσπαθούσαν,όπως πάντα,να τον αποσπάσουν από την ησυχία που για τον
ίδιο ήταν το ιερότερο αγαθό,ακόμα κι αν για τους άλλους οι γιορτές έδιναν άλλη
προτεραιότητα στα ‘ιερά’ τους αγαθά.Έπρεπε να βρεί κάποιον τρόπο να ξεγελάσει όλα αυτά
τα αφηνιασμένα παιδιά,να τα εμποδίσει να ταράξουν τη γαλήνη του.

Χωρίς τα μάτια του να διαπιστώσουν την αλλαγή στις πλάκες του πεζοδρομίου,τα πόδια του
είχαν κάνει μια ολόκληρη στροφή και τον οδηγούσαν και πάλι στο στενό δρόμο με τα
μανάβικα.Δειλά,προσέχοντας ώστε το βλέμμα του να ανασηκώνεται,τόσο ώστε μόλις να
φτάνει στους πάγκους με τα φρούτα,ο Μαρσέλ προσπαθούσε να βρεί κάτι,οτιδήποτε ικανό
να μπεί σ’ένα μεγάλο καλάθι έξω από την εξώπορτά του,ικανό να εμποδίσει τους μικρούς
καταραμένους εισβολείς απ’το να του επιτεθούν με λύσσα.

Περπάτησε μια μικρή απόσταση γυρίζοντας πρός τα πίσω στον ίδιο δρόμο,ώσπου ξαφνικά
το βλέμμα του έπεσε πάνω σ’έναν πάγκο με πράσινα μήλα.Το χρώμα τους ήταν υπέροχο,ένα
δυνατό πράσινο που μπορείς να δείς μόνο σε λιβάδι μετά από μια γερή ανοιξιάτικη
βροχή.Όμως αυτό που τράβηξε την προσοχή του Μαρσέλ δεν ήταν μόνο το μαγευτικό χρώμα
των μήλων,αλλά και η μορφή που στεκόταν πίσω από τον πάγκο,ντυμένη κι αυτή μ’ένα
ανοιχτόχρωμο πράσινο φόρεμα,

σαν μια φυσική προέκταση του δροσερού της εμπορεύματος,σαν ένα μικρό δέντρο,την όψη
της οποίας τα μάτια του είχαν προλάβει ν’αρπάξουν σε μια ξαφνική παλινδρόμηση,πρίν ο
ίδιος φέρει αντίρρηση.Ήταν μια γυναίκα γύρω στα είκοσι,ίσως και εικοσιπέντε,μελαμψή και
με μακριά,δυνατά χέρια.Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και πυκνά,κι όπως γυάλιζαν,άλουστα και
με τη μυρωδιά των μήλων να τα ποτίζει,έπεφταν σαν τη γούνα κάποιου άγριου ζώου,ακόμα
ζωντανού,γύρω από το πλατύ της πρόσωπο.Τα μάτια της ο Μαρσέλ δεν τόλμησε να τα
κοιτάξει,θα ήταν κι αυτά μαύρα όπως και τα μαλλιά της,το βλέμμα του όμως έμεινε
καρφωμένο επάνω στο στήθος της,που έσπρωχνε το λεπτό ύφασμα του φορέματός της
μπροστά και ψηλά,δύο μεγάλοι και όρθιοι μαστοί,πράσινοι κι αυτοί σαν τα μήλα.

Ο Μαρσέλ αισθανόταν ανίκανος να αρθρώσει λέξη.Η γυναίκα τον κοίταζε,τον επιθεωρούσε


χωρίς να βγάζει μιλιά,με τα χέρια της να σφίγγουν τη μέση της,στητή και περήφανη πίσω από
τον πάγκο.Η σιωπή της τον έκανε να βυθίζεται στην πιο μαύρη απελπισία,ένιωθε πως έπρεπε
οπωσδήποτε να της πεί κάτι,να πάρει τα μήλα του και να φύγει.Ήξερε όμως ότι την είχε
κοιτάξει ενώ δεν έπρεπε,ακόμα εξερευνούσε το μπούστο της με το βλέμμα του,και φοβόταν
ότι αυτό την είχε θίξει,ότι τώρα θα καθόταν απέναντί του,να τον κατακεραυνώνει με τα
πύρινα μάτια της-που δεν είχε προλάβει να δεί-μέχρι αυτός να καταρρεύσει,λιπόθυμος από
τη σύγχυση και την αγωνία,πάνω στα φρούτα.

Δίχως άλλη προειδοποίηση,κι εξακολουθώντας να μην προφέρει ούτε μια λέξη,η γυναίκα
ανασήκωσε με το χέρι της μια λεπτή,οριζόντια σανίδα,ανοίγοντάς του έτσι το δρόμο προς το
μέρος της.Καθώς η σανίδα έπεσε με δύναμη πάνω στον πάγκο,ο Μαρσέλ έστρεψε
ασυναίσθητα το κεφάλι του και την κοίταξε.Τα μάτια της ήταν πράγματι μαύρα,κι έμοιαζαν
να αναπνέουν με το ρυθμό που ανεβοκατέβαινε το στήθος της.Πισωπατώντας λίγο,στάθηκε
και πάλι πίσω από τον πάγκο,αυτή τη φορά με τα χέρια της ριγμένα στα πλάγια των μηρών
της,και του έγνεψε με τα μάτια να έρθει κοντά της.Ταυτόχρονα,έγειρε λίγο την πλάτη της,και
χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω του,του έδειξε μια πόρτα που την κάλυπτε ένα μόνο
γκρίζο πανί σαν κουρτίνα.Ήταν ίσως το δωματιάκι που χρησίμευε στο μικρό μανάβικο σαν
αποθήκη,κι εκεί του έκανε νόημα να την ακολουθήσει.

Ο Μαρσέλ,στα λίγα χρόνια της ζωής του που είχε σταματήσει σχεδόν κάθε οπτική επαφή με
τα πρόσωπα των ανθρώπων,είχε ξεχάσει πόση δύναμη είχε ένα

έντονο βλέμμα,όταν αυτό πέφτει στο πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου,απροετοίμαστου

γι’αυτό.Μην μπορώντας λοιπόν ν’απαντήσει στο προκλητικό και δεσποτικό αυτό σήμα των
ματιών της με κάποια κίνηση που να είχε μάθει στα πρόσφατα χρόνια της ενήλικης ζωής
του,ανταποκρίθηκε σ’αυτό με τον άβουλο και υποταγμένο τρόπο ενός

μικρού παιδιού,που θα ακολουθήσει σαστισμένο κάθε τι που εξάπτει τις αισθήσεις του.Και
η γυναίκα αυτή είχε μέσα σε λίγες στιγμές κάνει τον Μαρσέλ να νιώθει ολόκληρο το σώμα
του πιασμένο,σαν να περπατούσε για μέρες,το δέμα με το ψάρι κάτω από τη μασχάλη του
είχε πετρώσει κι ήταν έτοιμο να πέσει-μάλιστα όταν έπεσε,ούτε που το πρόσεξε,καθώς την
ακολουθούσε στο μικρό δωμάτιο-ενώ τα μάτια του είχαν δεθεί με μια αόρατη αλυσίδα με τα
δικά της,η κόρη του με τη δική της,δέσιμο που ενέτεινε και η βαριά,απροσδιόριστη μυρωδιά
της.

Το δωμάτιο όπου τον οδήγησε ήταν τελείως σκοτεινό,και το κρύο μέσα σ’αυτό ήταν πιό
έντονο,ίσως από την υγρασία στους τοίχους.Όμως ο Μαρσέλ την έβλεπε ακόμα,ένιωθε ότι
το πράσινο φόρεμά της έλαμπε στο σκοτάδι,σαν να είχε παγιδεύσει μέσα στο ύφασμά του
το φώς του ήλιου από έξω.Έσυρε τα πόδια του και στάθηκε δίπλα της,σε απόσταση τόσο
μικρή που μπόρεσε να ξεδιαλύνει τη μυρωδιά της,πιό δυνατή από παντού στο στήθος
της.Ήταν η ξινή μυρωδιά των μήλων και του ιδρώτα.Η γυναίκα τον έσπρωξε απαλά μακριά
της,και φέρνοντας απότομα τα χέρια της πίσω από την πλάτη,έλυσε το φόρεμά της κι έμεινε
τελείως γυμνή,χωρίς εσώρουχα να την ζεσταίνουν.Στο κρύο δωμάτιο,το κορμί της άχνιζε,από
τον ιδρώτα και την έξαψη,και γινόταν έτσι ορατό,αν και ήταν σκούρο όπως και το πρόσωπό
της.

Ο Μαρσέλ ήταν πανικόβλητος από τη απρόσμενη αυτή εκδήλωση επιθυμίας και ερωτικού
οίστρου,είχε μείνει να κοιτάζει αποσβωλωμένος το γυμνό της σώμα.Η γυναίκα τον
πλησίασε,χωρίς να πεί ούτε μια κουβέντα,κι άρχισε να τον γδύνει.Το κορμί του,αρπάζοντας
τους ζεστούς ατμούς του δικού της,δεν προλάβαινε να κρυώσει,κι όταν με μια βίαιη κίνηση
πέταξε μακριά το πουκάμισό του,τραβώντας το πάνω από το κεφάλι του,ο Μαρσέλ παρέλυσε
στα χέρια της,όπως θυμόταν αμυδρά να παραλύει στα χέρια του γιατρού σαν παιδί,και τότε
όπως και τώρα κυρίως από φόβο.Σε λίγα λεπτά,στεκόταν κι αυτός γυμνός μπροστά της,το
κορμί του πιο άσπρο και πλαδαρό από το δικό της,με τις ωμοπλάτες του να προεξέχουν
τρομερά πάνω από τη γραμμή των ώμων του,μετά από όλα τα χρόνια που περπατούσε
σκυφτός.Το πέος του ήταν λεπτό,και τώρα βρισκόταν σε μιά πρωτοφανή για τον ίδιο
στύση,αγνοώντας την ντροπή που για δευτερόλεπτα του κέντριζε πότε-πότε το μυαλό,

δείχνοντας πρός τα πάνω,σαν μεγάλο δάχτυλο,το πρόσωπο της γυναίκας.

Λυγίζοντας ελαφρώς το χέρι της,το έφερε πάνω στο πέος του και το έσυρε κατά μήκος
του,στέλνοντας ρίγη στο σώμα του Μαρσέλ.Από την κορυφή του ανάβλυζαν νωθρά λίγες
σταγόνες,που όμοιές τους θυμόταν πως είχε κατά καιρούς ξαναδεί και στο παρελθόν,κάποια
πρωινά,να στεγνώνουν και να ξεραίνονται πάνω στο σεντόνι του.Τις λίγες αυτές σταγόνες,η
γυναίκα πήρε με το χέρι της και τις έφερε στο αδοίο της.Ανοίγοντας αργά τα χείλη του,άφησε
τα δάχτυλά της να κυλήσουν κάτω και γύρω από την κλειτορίδα της.Το αιδοίο της γυάλιζε
και μισόφεγγε στο σκοτεινό δωμάτιο,σκεπασμένο ήδη από τα δικά της υγρά.Η γυναίκα
πρόοτεινε το αιδοίο της στον Μαρσέλ,κι έπειτα,τον άρπαξε απότομα από το μπράτσο,και
πέφτοντας με την πλάτη στο πάτωμα,τον τράβηξε μαζί της,καρφώνοντας την τελευταία
στιγμή το ερεθισμένο μέλος του στο βάθος των μηρών της.

Έχοντας ήδη θολή την ανάμνηση της πρόσφατης πορείας-ή μάλλον της ανατροπής-των
πραγμάτων στο νού του,ο Μαρσέλ τρόμαξε από την ξαφνική πτώση.Φοβήθηκε ότι όπως θα
σωριαζόταν με όλο το βάρος του πάνω της,θα τραυμάτιζε και τους δύο,όμως το σώμα του
πέφτοντας συνάντησε το κορμί της,έτοιμο

για την είσοδό του,να τον περιμένει θερμό και τανυσμένο.Η γυναίκα τον έσπρωχνε και τον
τραβούσε από μέσα της,παριστάνοντας και παίζοντας μόνη της τα σημεία εκείνα της
ερωτικής πράξης που ήταν ανίκανος να κάνει,ενώ οι ανάσες της έβγαιναν απότομα,σύντομες
και κοφτές,χωρίς όμως να αναπνέει βαθιά.

Ο Μαρσέλ ένιωσε τη ζέστη από ολόκληρη την κοιλιά και το στήθος του να συσσωρέυεται
στους όρχεις του,ενώ το πέος του δονούνταν,σχεδόν αναίσθητο από την παρατεταμένη
στύση,μέσα στον κόλπο της γυναίκας.Κλείνοντας τα μάτια του,έσφιξε τα χέρια δίπλα στο
στήθος της,κι άφησε μια μικρή κραυγή.Τότε η γυναίκα σταμάτησε τον ξέφρενο ρυθμό
της,κρατώντας τον όμως πάντα μέσα της.Τεντώνοντας το κεφάλι της προς το μέρος
του,άρχισε να ψυθιρίζει σιγανά κάτι μέσα στο αυτί του,μουρμουρίζοντας πολλές φορές τις
ίδιες λέξεις,κι άλλοτε πάλι λέγοντας κάποιες καινούριες.

“…aeternam,aeternam dona eis,…et lux..et lux perpetua….luceat,luceat eis!Te..te decet,decet


hymnus…”

Το μυαλό του,μπερδεμένο ακόμη,αδυνατούσε να ξεχωρίσει τις λέξεις και να τις


ερμηνεύσει.Ήταν σίγουρα λατινικά,σε κάποια σημεία με λάθος προφορά,αλλά οπωσδήποτε
λατινικά.Συνεχίζοντας να μουρμουρίζει μέσα στο αυτί του,η γυναίκα ξανάπιασε τον αρχικό
ρυθμό,κουνώντας βάναυσα τη λεκάνη της,χαρίζοντας στον Μαρσέλ μιαν απερίγραπτη
έκσταση.Ξαφνικά,τον άρπαξε από το λαιμό,τον κοίταξε αγριεμένη,με το λευκό των ματιών
της να φωσφορίζει,και αυτή τη φορά σχεδόν του φώναξε.

“Requiem!Requiem aeternam!..”Κι έπειτα,μιλώντας πάλι χαμηλόφωνα,

αλλά τώρα πολύ πιό επιτακτικά: “Ψυθίρισε μαζί μου!”

Ο Μαρσέλ,τρομοκρατημένος από το άγριο βλέμμα της,παραδόθηκε για

λίγο ακόμη στις κινήσεις της,μουρμουρίζοντας τώρα δειλά τις λέξεις της νεκρώσιμης
ακολουθίας,με τα σπασμένα λατινικά που του έρχονταν στο μυαλό,περνώντας το φράγμα
της ηδονής που τον κυρίευε.Ένας σπασμός έκανε το σώμα του να κολλήσει βίαια πάνω στο
δικό της,ενώ τα χέρια του έπεσαν σαν νεκρά,ακίνητα και βαριά πάνω στο στήθος της.Είχε
τελειώσει,η γυναίκα τον χάιδευε στην πλάτη,ενώ στους λαβύρινθους της σκέψης του,που
τώρα χλωμή και κουρασμένη ήταν κι αυτή έτοιμη να χάσει την γνώση του
κόσμου,αντηχούσαν ακόμη οι λέξεις της ηδονής.

Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να μαζεύεται στα σπίτια του,και οι δρόμοι της αγοράς
σκοτείνιαζαν.Τα πράγματα σε λίγο θα έπαιρναν το φυσικό τους νυχτερινό χρώμα,και ήσυχα
από τις φωνές των ανθρώπων θα ξαπόσταιναν,βυθισμένα κι αυτά στη νωθρή εορταστική
ατμόσφαιρα.Πίσω από τον πάγκο του μεγαλύτερου δισκοπωλείου της πόλης,ο
μαγαζάτορας,ένας γέρος με πρόσωπο σπιτικού ποντικού και εμπορικό ένστικτο
αρουραίου,κοιτούσε με περιέργεια τους τελευταίους πιθανούς πελάτες που περνούσαν
βιαστικά μπροστά από τη βιτρίνα του,έρχιναν μια ματιά,και εξαφανίζονταν μέσα στη
νύχτα.Δεν έμοιαζαν καθόλου μ’εκείνον τον παράξενο άντρα που είχε,μόλις πριν από λίγο
ορμήσει σαν σίφουνας στο μαγαζί του,και που του είχε προξενήσει τέτοια έντονα
συναισθήματα δυσαρέσκειας και απορίας,που ακόμη έψαχνε να τον εντοπίσει με το
βλέμμα,να περνάει από το δρόμο.

Το πρώτο που ο γέρος μαγαζάτορας είχε προσέξει-πέρα από το γεγονός ότι ο βιαστικός
αυτός πελάτης,με το κεφάλι χωμένο στο παλτό του,παρ’ολίγο να του σπάσει την πόρτα-ήταν
η βαριά και άσχημη μυρωδιά του.Πίστευε μάλιστα,πως,ακόμη και τώρα,αν έβαζε τα δυνατά
του,θα μπορούσε να οσμιστεί τον αέρα που ο άγνωστος άντρας είχε αφήσει στο πέρασμά
του,μόνο που δεν θα ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο.Αν τον ρωτούσαν,θα έλεγε πως ο ξένος αυτός
είχε τρίψει επάνω στα ρούχα του ό,τι πιο βρώμικο μπορεί να βρεί κανείς στη λαϊκή αγορά-
ψάρια,χαλασμένα κρέατα,σάπια φρούτα-κι ότι είχε έρθει να κουβαλήσει την ανείπωτη αυτή
μπόχα στο κατάστημά του.Ακόμα κι ο ίδιος,χρόνια πιστός οπαδός του αγγελικού
υπαλληλικού χαμόγελου και της μαεστρικής γαλιφιάς προς τον πελάτη,δεν μπόρεσε να μήν
σουφρώσει τη μύτη του όταν ο άντρας αυτός μπήκε στο μαγαζί.

Με ευελιξία απίστευτη για το βάρος του,είχε προσπαθήσει να πεταχτεί από τον πάγκο,για
να ρωτήσει τον δύσοσμο πελάτη του τί θα επιθυμούσε,όμως δεν είχε προλάβει.Χωρίς να
βγάλει το κεφάλι από τον ψηλό γιακά του παλτού του,ο άντρας είχε μουρμουρήσει κάτι
ακαθόριστο,κι έπειτα ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας την μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στο
παταράκι με τους δίσκους της κλασσικής μουσικής.Ο γερο-μαγαζάτορας είχε σκεφτεί να τον
ακολουθήσει,αλλά γρήγορα άλλαξε γνώμη.Έτσι κι αλλιώς ελάχιστοι πελάτες ανέβαιναν πια
εκεί πάνω.Αυτός ο τελευταίος,για να βιάζεται τόσο,θα είχε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό
του.Όταν το έβρισκε,θα κατέβαινε να τον πληρώσει.Τότε,θα έβλεπε και το πρόσωπό
του,πράγμα για το οποίο ήταν εξαιρετικά ανυπόμονος,αν και φοβόταν πως η κοντινή επαφή
με τα χνώτα ενός ανθρώπου που βρωμούσε τόσο άσχημα,ίσως να του στοίχιζε ακριβά.

Πριν προλάβει καλά-καλά να σκεφτεί όλα αυτά,άκουσε ένα σύντομο και βαρύ ποδοβολητό
στη σκάλα του παταριού.Ο ξένος όχι μόνο είχε βρεί αυτό που έψαχνε,αλλά το είχε βρεί και
με πρωτοφανή ταχύτητα.Τώρα ερχόταν γρήγορα προς το μέρος του,όμως είχε το κεφάλι του
τόσο έντονα σκυμμένο,ώστε και πάλι δεν μπορούσε να δεί το πρόσωπό του.Καθώς δε ο ξένος
κρατούσε τον σκονισμένο δίσκο σφιχτά κάτω από τη μασχάλη του,του είχε δημιουργηθεί για
μια στιγμή η εφιαλτική εντύπωση πως ο άντρας αυτός θα έβγαινε τρέχοντας το ίδιο γρήγορα
από το μαγαζί του,όπως είχε μπεί,χωρίς να πληρώσει για το δίσκο,αναγκάζοντας τον να
τρέχει και να τον κυνηγά μέσα στη μάυρη νύχτα.

Όμως είχε κάνει λάθος.Μόλις έφτασε μπροστά από τον πάγκο με την μεγάλη μαύρη
ταμειακή μηχανή,ο άντρας κοκκάλωσε στην κυριολεξία.Χωρίς να χαλαρώσει λεπτό το χέρι με
το οποίο έσφιγγε επάνω του τον δίσκο,έστρεψε αργά το κεφάλι του και τον κοίταξε
κατάματα.Ο γέρος ένοιωσε το στομάχι του να γουργουρίζει,όπως έκανε πάντα όταν
ανησυχούσε,όταν τα μάτια του συνάντησαν το βλέμμα του αλλόκοτου αυτού πελάτη.Ήταν
ένας άντρας νέος,όχι πάνω από τριάντα,με μαύρα μαλλιά που πέφταν στα πλάγια του
προσώπου του κολλημένα από τον ιδρώτα.Τα μάτια του ήταν γαλάζια,πολύ
ανοιχτόχωρμα,τόσο που η ίριδα σχεδόν εξαφανιζόταν,κι από πίσω τους βρισκόταν το πιο
άγριο και επίμονο βλέμμα που είχαν ποτέ κατευθύνει στο γέρο-μαγαζάτορα.Τα κόκκινα
μισοφέγγαρα,σαν μάρτυρες δεκάδων ημερών χωρίς ύπνο,που περικύκλωναν τα μάτια του
νέου άντρα,τον έκαναν να μοιάζει ταλαιπωρημένος,όχι όμως και ακίνδυνος.

Καθάρισε το λαιμό του,μην μπορώντας να κάνει τίποτε άλλο,ή ίσως και με την ελπίδα να
αποσπάσει κάποια κουβέντα από τον παράξενο αυτόν πελάτη.Ο άντρας δεν άνοιξε το στόμα
του ούτε για μια στιγμή,μάλιστα έδειχνε να σφίγγει τα χείλη του,όμως μετά από λίγο σήκωσε
το χέρι του και άφησε με προσοχή τον δίσκο πάνω στον πάγκο.Χωρίς να χάσει χρόνο,ο γερο-
μαγαζάτορας άρπαξε το δίσκο κι έφερε το τριμμένο χάρτινο εξώφυλλό του μπροστά στα
πρεσβυωπικά του γυαλιά.Ένα παχύ στρώμα σκόνης σκέπαζε τα άσπρα μεγάλα γράμματα.Ο
γέρος έβγαλε από την τσέπη του ένα μαντίλι,και σκούπισε τη χάρτινη θήκη,έπειτα την
ξανακοίταξε.Το εξώφυλλο έδειχνε έναν άγγελο.Στο ένα του χέρι κρατούσε μερικούς
ανθρώπους,ενώ με το άλλο παράχωνε στο στόμα του κάποιους από αυτούς.Ο άγγελος είχε
μια απάνθρωπα σκληρή έκφραση,φαινόταν ευτυχισμένος μ’αυτό που έκανε.Ήταν ένα φριχτό
άγαλμα φταγμένο από μαύρη πέτρα,σ’ένα φριχτό εξώφυλλο.Ας ήταν και Μότσαρτ.Γύρισε και
κοίταξε,τώρα με μια έκφραση που πλησίαζε την αηδία,τον νεαρό άντρα,συνάντησε όμως το
ίδιο ψυχρό και απαιτητικό βλέμμα.

Ξαφνικά ο άντρας σήκωσε το ένα του χέρι και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του.Τα
δάχτυλά του όμως,σκονισμένα από τους παμπάλαιους δίσκους που είχε ψάξει,άφησαν ένα
πλατύ μαύρο σημάδι στο μέτωπό του,που σε λίγο άρχισε να στέλνει λεπτά μαύρα ρυάκια
κατά μήκος του προσώπου του.Ο γέρος έμεινε να τον κοιτάζει έντρομος.Χωρίς να ελέγχει
απόλυτα τις κινήσεις του,άφησε και πάλι τον δίσκο στον πάγκο,ψιθύρισε,έκρωξε σχεδόν μια
τιμή στον πελάτη και βουβάθηκε.Ο άντρας τότε έβαλε βιαστικά το χέρι στην τσέπη
του,έβγαλε ένα μάτσο με τσαλακωμένα χαρτονομίσματα-πολύ περισσότερα από την αξία
του παλιού δίσκου,όπως θα διαπίστωνε αργότερα με ικανοποίηση ο γέρος-κι αρπάζοντας
τον δίσκο έφυγε τρέχοντας από την ανοιχτή πόρτα.

Ήταν περασμένες έντεκα,όταν ο Μαρσέλ ξεκλείδωνε την πόρτα του διαμερίσματός


του.Χωρίς να ανάψει το φώς του χώλ ή του διαδρόμου,τράβηξε τον σύρτη και κλείδωσε
προσεχτικά την πόρτα δυο φορές.Χωρίς να σκύψει,έβγαλε τα παπούτσια του,πετώντας τα
σπρώχνοντας σε κάποια άκρη του σκοτεινού δωματίου,και κρατώντας πάντα το δίσκο κάτω
από τη μασχάλη του μπήκε στο μικρό του υπνοδωμάτιο.Ούτε και τώρα χρειαζόταν να ανοίξει
το φώς-αυτή είναι η ευλογία των μικρών,ακατάστατων σπιτιών,ότι όλα βρίσκονται κοντά
σου-και ψηλαφώντας,έφτασε στο κρεβάττι του,που σπάνια χρησιμοποιούσε.Αφήνοντας με
λατρευτική προσοχή το δίσκο πάνω στο μαξιλάρι του,έπεσε μπρούμυτα πάνω στο
κρεβάττι,και,τεντώνοντας το σώμα του,έσπρωξε τα χέρια του κάτω από το παλιό,χαμηλό του
στρώμα.Άφησε τα δάχτυλά του να γλιστρήσουν πάνω στο σκονισμένο πάτωμα,να σπρώξουν
τις άπλυτες φανέλες ή τις κάλτσες που συναντούσαν,ώσπου ξαφνικά άγγιξαν αυτό που
έψαχνε.Πιάνοντάς το γερά και με τα δυό του χέρια,ο Μαρσέλ τράβηξε πάνω στο κρεβάττι
του το παλιό του πικάπ.

Αφού το ακούμπησε απαλά πάνω στο κομοδίνο,έβγαλε το παλτό του κι έψαξε στα τυφλά να
βρεί το καλώδιο.Το βρήκε να κρέμεται σαν φίδι,από το κομοδίνο,πάνω στο σεντόνι,και μέχρι
την άλλη άκρη του κρεβαττιού.Κρατώντας το καλώδιο του πικάπ,έβγαλε αυτό του
πορτατίφ,που βρισκόταν στο κομοδίνο,εξασφαλίζοντας ότι το σπίτι θα έμενε πλέον σε
απόλυτο σκοτάδι,πράγμα που τον έκανε να χαίρεται αφάνταστα.Ο Μαρσέλ έπιασε έπειτα με
ευλάβεια τον παλιό δίσκο,τον έβγαλε από τη χάρτινη θήκη του,και τον πέρασε με προσοχή
από την μεταλλική προεξοχή του πικάπ.Ένιωσε ξάφνου τη μυρωδιά των μήλων να τον
τυλίγει,οξεία και ονειρική.Έβαλε τη βελόνα στη δεύτερη ράγα της μαύρης πλάκας και
σωριάστηκε στο κρεβάττι,με ένα χαμόγελο μεγάλο όσο ολόκληρο το πρόσωπό του.Ο δίσκος
άρχισε να παίζει και οι φωνές της χορωδίας,με τη συνοδεία της ορχήστρας,γέμισαν ξαφνικά
σαν μεγάλος δαίμονας το δωμάτιο.Ήταν μια μέρα οργής,και ο Μαρσέλ έφερε απαλά το χέρι
του στο παντελόνι του,χαϊδεύοντας αργά και νωχελικά τον εαυτό του.

ΤΟ ΠΑΓΟΒΟΥΝΟ

Ήταν τέσσερις το πρωί,κι η Ντίντι ήταν καθισμένη στη μαύρη κουνιστή καρέκλα της,στη μέση
του μώβ δωματίου.Κανείς δεν ήξερε ακριβώς γιατί το δωμάτιο ήταν μώβ,είχαν πεί ότι αυτές
είχαν αποφασίσει να το βάψουν έτσι,μόνο που κι όταν κάτι αφορούσε ‘αυτές’,και πάλι κανείς
δεν ήταν σίγουρος.Κάθε μιά τους είχε την δύναμη να καταδυναστεύει τις άλλες,όταν ήταν
απαραίτητο,έτσι ώστε,όταν ήταν αναγκασμένες να παραδεχτούν ότι τους ήταν αδύνατο να
ζήσουν χωριστά,το παραδέχονταν με ξινισμένο στόμα και μια καρδιά πικρή σαν σαπισμένο
μήλο.Η Ντίντι κουνιόταν μπρός-πίσω,και μπορούσε ακόμα να γευθεί μικρά κομμάτια κρέας
μέσα στο στόμα της.Ήταν συκώτι,είχε ξυπνήσει από τον λήθαργό της λίγη ώρα πρίν,είχε
κατέβει στη σκοτεινή κουζίνα τους,κι είχε μαγειρέψει για τον εαυτό της όλο το συκώτι που
μπορούσε να βρεί.Είχε μονάχα ζεστάνει λίγο το κρέας,για την ακρίβεια,και τώρα έπαιζε με
την οξεία γεύση του αίματος,παγιδευμένη σε μικρές σταγόνες ανάμεσα στα δόντια της.

Η Ντίντι ήταν χοντρή και μύριζε βαριά,δηλαδή σχεδόν μύριζε άσχημα,και πάντα φαινόταν
να περιπλανιέται μέσα στο σπίτι φορώντας μια νυχτικιά φτιαγμένη από παχύ μαύρο
βελούδο,που τώρα ήταν λερωμένο απ’τον ιδρώτα.Είχε σχεδόν πέσει σε έκσταση καθώς
κουνιόταν στην πολυθρόνα της,αλλά αυτό ήταν η τυπική συμπεριφορά της.Η Ντίντι έκανε
όλα τα πράγματα βιστικά,μπορούσε να κάνει τα πάντα μ’έναν τρόπο που έμοιαζε
σαρκοβόρος,κι έπειτα έπεφτε πίσω εξουθενωμένη και λουζόταν στην ικανοποίησή της.Είχε
μια μεγάλη όρεξη για όλα τα είδη των φαγητών,και ενέδιδε σε όλα τα βίτσια που θα την
ευχαριστούσαν,χωρίς ποτέ να σκέφτεται ότι ίσως να πλήγωνε το κορμί της.Ο σκοπός της να
ικανοποιεί τον εαυτό της ήταν τόσο δυνατότερος από την ίδια,που την έκανε πρακτικά
άφθαρτη.Της άρεσε να πίνει,να κοιμάται,να ευχαριστεί την σάρκα,κι είχε μια ασυγκράτητη
επιθυμία για ερωτικά στολίδια,γιατί έτσι έβλεπε τους άντρες-στολίδια που θα έσφιγγε
ανάμεσα στους χοντρούς μηρούς της,μέχρι να στραγγίσει όλο το σπέρμα και τη ζωή από μέσα
τους,μέχρι να ευχαριστηθεί,κι έπειτα τους πετούσε.

Οι δυό αδερφές της την μισούσαν για τον τρόπο ζωής της,που καταδίκαζε και τις δικές τους
ζωές,αφού άλλωστε ζούσαν όλες μαζί.Κι ήταν αλήθεια ότι η Ντίντι ήταν η δυνατότερη,ήταν
ογκώδης και μοχθηρή και μπορούσε να τρομάξει τις αδερφές της και πολύ συχνά το
έκανε.Όμως,όπως είπαμε,κι αυτές μπορούσαν με τη σειρά τους να της κάνουν τη ζωή σφιχτή
και δύσκολη αν το επιθυμούσαν,κι αυτό γιατί βρισκόντουσαν πιό κοντά στην πραγματική ζωή
και τις ανάγκες της απ’ότι η Ντίντι.Μπορούσε να κουνιέται μπρος-πίσω όσο ήθελε,μπορούσε
να τις τρομοκρατεί μακριά απ’το τραπέζι του δείπνου με το να ρεύεται σαν άγριο
γουρούνι,αλλά σύντομα θα ήταν πρωί,θα υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να τακτοποιηθούν
και δουλειές που έπρεπε να γίνουν,κι η Ντίντι θα αισθανόταν φοβερά αδύναμη απέναντι
σ’όλ’αυτά.Ακριβώς επειδή δεν ήταν πρακτική,μ’αυτό το συνεχές πάθος της να ικανοποιεί τον
εαυτό της,γι’αυτό συχνά οι αδερφές της την επέκριναν αυστηρά και την
ταλαιπωρούσαν,παρόλο που η πραγματική της δύναμη ήταν τρομακτική όταν την
σκεφτόσουν και φρικιαστική όταν τη διαπίστωνες.

Η Πρίς ήταν η μεγαλύτερη απ’τις τρείς,κι αυτό ήταν κάτι φανερό όταν κοιτιόντουσαν όλες
μαζί στον καθρέφτη,γιατί είχε ρυτιδιασμένο πρόσωπο και κοκκαλιάρικα,γέρικα χέρια.Η Πρίς
ήταν ψηλή και πολύ αδύνατη,αποστεωμένη σχεδόν,κι αυτό ήταν κάτι που την έκανε εντελώς
διαφορετική από την Ντίντι,μ’έναν έντονο και άβολο τρόπο.Ήταν η ψηλότερη απ’όλες
τους,και μερικές φορές,όταν έκρινε ότι τα πράγματα δεν γίνονταν όπως έπρεπε,τέντωνε το
λεπτό και σκληρό της σώμα και υψωνόταν πιό ψηλά,πολύ πιό ψηλά απ’αυτές.Εκείνες τις
στιγμές η φωνή της γινόταν ψιλή και στριγκή,και τα πικρά της σχόλια εκτοξεύονταν απ’τα
λιπόσαρκα μάγουλά της σαν ξερή καταιγίδα,για να πέσουν στα κεφάλια των αδελφών της
όμοια με φλεγόμενα κλαδιά.Η Ντίντι σιχαινόταν την Πρίς για τα στεγνά και τιμωρητικά της
λόγια,κυρίως γιατί δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει το βάθος του μίσους της αδελφής της,ή
τον λόγο για τον οποίο ήταν τόσο ακατάδεχτη και ψωροϋπερήφανη.

Κρατώντας το χέρι μπροστά στα μάτια της για να ενισχύσει τα προσβλητικά της λόγια,η Πρίς
ξεσπούσε πάνω στην Ντίντι και την καταριόταν για τα ακόρεστα ένστικτά της,την καταριόταν
για το χοντρό και άσχημο σώμα της,για όλα τα ανάξια πράγματα που συνιστούσαν τη ζωή
της.Κι έπειτα φώναζε στην Ωγυγία,που ήταν η μεσαία αδελφή,λέγοντάς της πως τίποτε δεν
ήταν όπως έπρεπε,πως όλα ήταν πιό πρακτικά απ’όσο όφειλαν,και πως θα έκανε καλά να
νοιάζεται και για άλλα πράγματα που βρίσκονταν ψηλότερα απ’την ίδια,που ήταν “υψηλά”.Η
Πρίς γκρίνιαζε συνέχεια γι’αυτά τα υψηλά πράγματα,με φωνή όμοια μ’αυτήν της γριάς που
αναπολεί με πίκρα τους από καιρό νεκρούς της εραστές-όχι βέβαια ότι η Πρίς θα μπορούσε
έστω και να σκεφτεί κάτι που να έχει σχέση ακόμα και με την λέξη ‘συνουσία’-αλλά αυτή
τέτοια ήταν η νοσταλγία κι η οδύνη στη φωνή της.Πετούσε-το βάδισμά της έμοιαζε με
πέταγμα-από το ένα δωμάτιο στο άλλο,σκεπτόμενη μουρμουρίζοντας όλα τα γράμματά της
που κανείς ποτέ δεν είχε διαβάσει,όλα τα συναισθήματα που θά’πρεπε νά’χε νοιώσει,αλλά
είχε αποτύχει ακόμα και να περιγράψει στον εαυτό της.Φαινόταν να είναι πάντα χαμένη σε
ένα ανελέητο κυνήγι της εσωτερικής αλήθειας και πραγματικότητας σε όλα τα
αντικείμενα,μιας αλήθειας που οι αδελφές της δεν κατάφερναν ποτέ να αναγνωρίσουν,και
το κυνήγι της αυτό μπορούσε να διακοπεί μονάχα από τα μασουλητά ή τα βογγητά της
Ντίντι,που ήταν ικανή-αγνοώντας το πόσο αγενές ήταν-να διακόψει τον διαλογισμό της
Πρίς,φτάνοντας σ’έναν ηχηρό κι αυτοπροκαλούμενο οργασμό.

Η Ντίντι ήξερε όλα αυτά τα πράγματα,και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη,ιδίως όταν
σκεφτόταν ότι σε λίγο θα ξημέρωνε κι οι αδελφές της θα ξυπνούσαν,έτοιμες να αναλάβουν
το σπίτι και να της στερήσουν τη δύναμή της και την ηρεμία του μυαλού της.Σταμάτησε για
λίγο να κουνιέται και κοίταξε το δωμάτιο.Ήταν πράγματι ένα πολύ ψηλό δωμάτιο,κι όσο κι
αν τέντωνε το λαιμό της δεν μπορούσε να δεί το ταβάνι.Το δωμάτιο ήταν σχεδόν πορφυρό,το
ίδιο χρώμα με μια πρόσφατη μελανιά,τουλάχιστον αυτή ήταν η μόνη παρομοίωση για το
χρώμα του δωματίου που μπορούσε να σκεφτεί το βίαιο μυαλό της Νίντι.Υπήρχε μια
στριφτή-ή μια στριμμένη;-σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτιά τους,κι ήταν στριμμένη
γιατί κι οι ίδιες ήταν στριμμένες.Η Ντίντι σκέφτηκε την Ωγυγία,που ήταν γλυκιά και ξανθιά
και δεν παραπονιόταν συνήθως,την Ωγυγία που κάθε μέρα καθάριζε αδιαμαρτύρητα την
σκάλα και ξεσκόνιζε την κουπαστή της.Υπήρχαν πάντοτε πράγματα που έπρεπε να γίνουν,κι
η Ντίντι τα θεωρούσε αναπόσπαστο τμήμα της αφιερωμένης στην ηδονή ζωής της,με τον ίδιο
τρόπο που κι Η Πρίς παραδεχόταν ότι αποτελούσαν ένα σημαντικό στοιχείο του δικού της
ιδεαλιστικού κόσμου.Και παρόλο που η Ντίντι σπάνια αναγνώριζε ότι τα πράγματα αυτά
ήταν μια από τις προτεραιότητές της,ήξερε πως,αν πολλαπλασιάζονταν,αυτές οι μικρές
λεπτομέρειες μπορούσαν να γίνουν σημαντικότερες από το γεμάτο με κόκκινο κρέας στομάχι
της.Αλλά κι η Πρίς,ακόμα κι όταν ούρλιαζε σαν τρελλή,ακόμα κι όταν καταριόταν τις αδελφές
της,φορτώνοντάς τις με ενοχές για το υψηλό πνεύμα που τους έλειπε,ήξερε ότι κάποιος
έπρεπε να κρατάει την άσπρη ρόμπα της καθαρή και κολλαρισμένη.Όμως αυτός δεν
μπορούσε να είναι η ίδια,ούτε φυσικά η Ντίντι.Ο κουβαλητής όλων των μικρών αυτών
πραγμάτων ήταν πάντοτε η Ωγυγία.

Η Ντίντι έκλεισε τα μάτια της και σκέφτηκε την Ωγυγία.Ήταν αλήθεια πως την αγαπούσε
περισσότερο από την Πρίς-άλλωστε η Ντίντι μισούσε την Πρίς-και παρά την μόνιμη βρωμιά
της,πίστευε πως ώρες-ώρες μπορούσε να διακρίνει στο όμορφο γαλάζιο βλέμμα της αδελφής
της μια σπίθα κατανόησης.Μερικές φορές,όταν η Πρίς είχε διάθεση ν’αρχίσει να
στριγγλίζει,οι δυό αδελφές στεκόντουσαν η μιά δίπλα στην άλλη,χέρι με χέρι,και της έλεγαν
να σωπάσει,να τις αφήσει στην ησυχία τους.Εκείνες τις στιγμές η Ωγυγία αισθανόταν πιό
δυνατή,δίπλα στην κτηνώδη μικρή αδελφή της,με τον ίδιο τρόπο που κι η Ντίντι κέρδιζε
δύναμη από την υποστήριξή της,αισθανόταν πιό χρήσιμη και πρακτική.Κι όταν η γριά
μάγισσα κουραζόταν και πήγαινε για ύπνο,οι δυό αδελφές μπορούσαν να καθίσουν στον
καναπέ και να μοιραστούν στα κρυφά ένα μπουκάλι λικέρ.Εκείνες τις ώρες,καθώς
ξεκαρδίζονταν απ’το γέλιο σαν μαθήτριες,η Ωγυγία καταλάβαινε ότι χρειαζόταν μια τέτοια
διέξοδο,ότι οι απόκοσμοι τρόποι της Ντίντι την έκαναν να νοιώθει πολύ πιό άνετα απ’ότι οι
σκληρές παρατηρήσεις της Πρίς.Και φυσικά,η Ντίντι μπορούσε μ’αυτόν τον τρόπο να
κερδίσει την εμπιστοσύνη της και συγχρόνως να διασκεδάσει.

Η Ωγυγία ήταν ένα φτωχό,άτυχο πλάσμα,αν το καλοσκεφτόσουν.Έπρεπε να κρατάει το σπίτι


καθαρό,γιατί κανένας άλλος δεν θα το έκανε.Έπρεπε να ανέχεται τον συνεχή πνευματικό
πόλεμο της Πρίς,και πολλές φορές μάλιστα να την ξεγελά,μιμούμενη κι αυτή το κυνήγι
εγκεφαλικών απολαύσεων.Κι ύστερα έπρεπε να υποφέρει την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά της
Ντίντι,που μπορούσε ορισμένες στιγμές να γίνει τόσο αποκρουστική,ώστε ένα απόγευμα
ποτού στον καναπέ δεν ήταν σε θέση να επανορθώσει τα πράγματα.Τότε η Ωγυγία θύμωνε
με τις αδελφές της,όχι μόνο εξαιτίας του καταπιεστικού τρόπου ζωής τους,αλλά επειδή
πάντα της πετούσαν τις απόψεις τους για την αλήθεια κατάμουτρα,εκμεταλλευόμενες το
γεγονός ότι φαινόντουσαν να είναι πιό άγριες,πιό σθεναρές από την ίδια.Αλλά αυτή ακριβώς
η κατάσταση ήταν που την έκανε εξαιρετικά τυχερή,απέναντι στις υποθετικά ισχυρότερες
αδελφές της.

Γιατί αυτό που η Ωγυγία είχε και που έλειπε τόσο από την Ντίντι,όσο κι από την Πρίς,ήταν
αυτή η δύναμη να συγκρατεί τον εαυτό της,να ελέγχει την προσωπική της ισορροπία.Η Ντίντι
μπορούσε να καταβροχθίσει τεράστιες ποσότητες φαγητού-φαγητού που η Ωγυγία είχε
ετοιμάσει με μαεστρία-ύστερα όμως σχεδόν έχανε τις αισθήσεις της,καθώς κυλιόταν στη
βρωμιά της.Η μανία της να είναι βάναυσα υπερβολική με όλα,την εξουθένωνε
γρήγορα,ώσπου την έκανε εντελώς άχρηστη.Απ’την άλλη η Πρίς μπορούσε να ξαπλώνει στο
μεγάλο κρεββάτι της-με κατάλευκα σεντόνια που άστραφταν,και που η Ωγυγία είχε πλύνει
και σιδερώσει-και να βρίζει την αδελφή της γιατί δεν ήθελε να διαβάσει το νέο της έργο,γιατί
δεν μιλούσε και δεν συμπεριφερόταν σωστά,όμως αυτό την εξαντλούσε τρομερά.Έπειτα θα
αποκοιμιόταν σχεδόν αμέσως,κι ήταν αλήθεια ότι η Πρίς φαινόταν να κοιμάται τον
περισσότερο χρόνο.Όμως η Ωγυγία ποτέ δεν εξαντλούνταν,τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και
παρατηρητικά από την ώρα που ξυπνούσε το πρωί,μέχρι την ώρα που πλάγιαζε το
βράδυ,έχοντας φροντίσει στο μεταξύ όλα τα μικρά και τα μεγάλα πράγματα.Υπέφερε την
αγενή και συχνά χυδαία συμπεριφορά των αδελφών της χωρίς να διαμαρτύρεται,σπάνια θα
άρχιζε να φωνάζει κι η ίδια,αυτό όμως συνέβαινε επειδή δεν χρειαζόταν να φωνάξει.Ήξερε
ότι δεν ήταν αρκετά πρακτικές για να ζήσουν μόνες τους,την είχαν ανάγκη πιό πολύ κι απ’την
ίδια τους τη ζωή,κι αυτή ήταν η απώτερη,τρομακτική κυριαρχία της επάνω τους.Ενώ η Πρίς
είχε τα όνειρα της μέρας και η Ντίντι τα όνειρα της νύχτας,η Ωγυγία μετά βίας έκλεινε τα
μάτια της για να ονειρευτεί,μια ή δυό στιγμές.Ακόμα και τα ονόματά τους διακύρητταν τη
νίκη της.Το δικό της είχε περισσότερες συλλαβές.

Η Ντίντι σκεφτόταν όλα αυτά και την ίδια στιγμή δεν σκεφτόταν τίποτε απολύτως,μέσα στο
μπερδεμένο μυαλό της η ματωμένη γεύση του συκωτιού ανακατευόταν με το μώβ χρώμα
του τοίχου,τη μυρωδιά του ιδρώτα της και την ζέστη από τα γεννητικά της όργανα.Ξαφνικά
σταμάτησε να κουνιέται και κοίταξε το ρολόι.Ήταν κιόλας οχτώ το πρώι,δεν περίμενε να έχει
περάσει τόση ώρα,αλλά έτσι κι αλλιώς η ώρα δεν είχε σημασία από ‘δώ και πέρα,ήταν μόνη
της πιά,η Πρίς μπορεί να ήταν μεγαλύτερη και να φώναζε πιό δυνατά,η Ωγυγία μπορεί να
ήταν δυνατότερη και να φρόντιζε τα πράγματα,όμως κανένα πράγμα δεν είχε πλέον σημασία
γιατί είχε μόλις σφαγιάσει τις αδελφές της,μια μικρή νυκτερινή γιορτή με δυό μερίδες ωμό
συκώτι,κι η Ντίντι το σκέφτηκε και χαμογέλασε.

ΜΑΝΤΛΕΝ

Η Μαντλέν ήταν μια πανέμορφη πόρνη εικοσιτεσσάρων χρόνων.Είχε αρχίσει την δουλειά
αυτή πριν από οχτώ μήνες και από τότε,κάθε απόγευμα δεχόταν τρείς με τέσσερις πελάτες
στο μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζε.Τον πρώτο καιρό πίστευε πως θα μπορούσε να θυμάται
και να μετρά όλους αυτούς τους άντρες,αλλά φυσικά είχε χάσει γρήγορα τον
λογαριασμό.Ήξερε πως είχε φιληθεί δεκάδες φορές και πως αρκετοί πελάτες της είχαν
ζητήσει να την πάρουν από πίσω.Η Μαντλέν δεν είχε αρνηθεί σε τίποτε απ’όλα αυτά,αφού
είχε μάθει πως την ώρα της δουλειάς το στόμα της δεν της χρησίμευε για να μιλά-ήταν μια
προέκταση του αιδοίου της.Ο έρωτας με το στόμα ήταν πολύ λιγότερο οδυνηρός για την ίδια
και όσο για τους άντρες,ήταν σαν να έβρισκαν μέσα σ’αυτό το πολύ πιο συνεργάσιμο και
στενό αιδοίο,το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό.

Στην αρχή της ήταν δύσκολο να καταπίνει το σπέρμα.Την πρώτη φορά την θυμόταν ακόμα-
πανικόβλητη μήπως πνιγεί ή μήπως η γεύση του της φέρει αηδία,το είχε καταπιεί χωρίς καν
να το καταλάβει.Όμως είχε συνηθίσει μέσα σε λίγες μόνο μέρες.Τόσο,που τώρα πια
ερχόντουσαν στιγμές που,-παρά τις όσες νύχτες ξυπνούσε τρομαγμένη με τη γεύση του
σπέρματος να πλημμυρίζει το στόμα της και να την πνίγει-λαχταρούσε με μια πεισματική
σχεδόν διαστροφή την ώρα που θα το γευόταν,γιατί αυτή η στιγμή θα σήμαινε προσωρινά
το τέλος του μαρτυρίου της.

Συνήθως φορούσε σκούρα μπορντώ εσώρουχα και ρόμπα.Το στήθος ήταν μεγάλο και
στητό,ενώ η σχετικά φαρδιά λεκάνη της κατέληγε προς τα πίσω σε δυό οπίσθια τόσο σφιχτά
και στρογγυλά,που έμοιαζαν πρόθυμα να δαγκωθούν σαν φρούτα.Χτένιζε πάντα με προσοχή
τα μαύρα μαλλιά της και με την ίδια φροντίδα περιποιούνταν και το αιδοίο της,κρατώντας
το πάντοτε καθαρό ή αρωματίζοντάς το ελαφρά πότε-πότε.Όμως σχεδόν όλοι οι άντρες της
ζητούσαν το στόμα της.Αυτό και τίποτε άλλο.Είχε δε μάθει να τους υπηρετεί μ’αυτόν τον
τρόπο τόσο τέλεια,απ’τους πρώτους κιόλας μήνες,ώστε τώρα,η αγγελία με τ’όνομά της στην
εφημερίδα μιλούσε πρώτα για τα χείλη της.Σ’αυτά χρωστούσε την καλή της τύχη σε σχέση
με τόσες άλλες κοπέλες που βρίσκονταν στην ίδια μοίρα.
Η τεχνική της ήταν η ίδια με όλους τους πελάτες.Αφού τελειώναν το ποτό ή το τσιγάρο τους
στο σαλονάκι,περνούσαν μαζί στην κρεβαττοκάμαρα,όπου αυτή τους έδενε τα μάτια μ’ένα
μαύρο μαντίλι.Στη συνέχεια εξαφανιζόταν για λίγο στο μπάνιο,απ’όπου επέστρεφε
γυμνή.Ξάπλωνε γονατιστή ανάμεσα στα πόδια του άντρα και τότε άρχιζε η σκοτεινή
μυσταγωγία των χειλιών της.Η ερωτική πράξη για την ίδια δεν ήταν βέβαια καθόλου
μυσταγωγική,της ήταν μάλιστα γνωστή με κάθε λεπτομέρεια.Ήξερε πότε έπρεπε να τον
χαϊδέψει κάτω από την κοιλιά,πότε να επιμείνει περισσότερο με τη γλώσσα της γύρω από τη
βάλανο,πότε να ρίξει τα μαλλιά της επάνω στα πόδια του.Μάντευε με τρομακτική ακρίβεια
την κορύφωση της στύσης και μαζί ενέτεινε και τις προσπάθειές της,οδηγώντας την έτσι σε
μια εκρηκτική εκσπερμάτωση.Οι άντρες έκαναν σαν τρελλοί μαζί της.

Την ώρα εκείνη είχε γείρει για λίγο στον καναπέ του σαλονιού και λαγοκοιμόταν.Ο πελάτης
που είχε κλείσει για τις εφτά είχε αποδειχθεί ότι ήταν ένα φοβισμένο σχολιαρόπαιδο.Ήταν
σίγουρα η πρώτη του φορά,γιατί οι κραυγές του θα πρέπει να είχαν ακουστεί ως το
δρόμο,πράγμα που της είχε φέρει ένα μικρό πονοκέφαλο.Τουλάχιστον είχε τελειώσει
γρήγορα.Κούμπωσε νωχελικά το σουτιέν της και ίσιωσε τις καλτσοδέτες της,αν κι ήξερε ότι
δεν είχε σημασία,ανακάθισε στον καναπέ και περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι της
εξώπορτας.Χτύπησε στις οχτώ παρά δέκα,τέσσερις απανωτές φορές.Ο πελάτης ήταν
βιαστικός,ίσως κάποιος που τό’χε σκάσει κρυφά απ’τη γυναίκα του.Η Μαντλέν σηκώθηκε
γρήγορα και έτρεξε στην πόρτα,όπου κοντοστάθηκε για μια στιγμή για να δεί απ’το ματάκι.

Είδε έναν άντρα γύρω στα πενήντα,ψηλό,χοντρό και λαχανιασμένο.Ξεφύσαγε συνέχεια και
σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο με την άκρη από το μανίκι του σακακιού του.Βιαστικός
όπως φαινόταν,χτύπησε ξανά το κουδούνι.Η Μαντλέν του άνοιξε,τον χαιρέτησε
χαμογελώντας και τον οδήγησε στο σαλονάκι.Ο άντρας κάθισε μαζεμένος στην πολυθρόνα
δίπλα στο παράθυρο και ρώτησε αν μπορούσε να καπνίσει.Έπειτα της ζήτησε λίγο νερό,ίσως
για να κοιτάξει καλύτερα το σώμα της καθώς πήγαινε κι ερχόταν,ή ίσως και με την ελπίδα να
κρύψει με μια τέτοια αντίδραση οικειότητας τη φανερή του αμηχανία.Κάθισε απέναντί του
και κάπνισε κι αυτή-σε λίγο θα άρχιζε την κουβέντα από μόνος του.Όπως το περίμενε,ήταν η
πρώτη του φορά που έκανε κάτι τέτοιο,και κάποιος φίλος του του είχε πεί για την ιδιαίτερη
περιποίηση που η Μαντλέν μπορούσε να του προσφέρει.Ελπίζοντας να τον χαλαρώσει
κάπως,φύσηξε με στύλ τον καπνό προς το ταβάνι,του χαμογέλασε κι αφού έσβησε το τσιγάρο
της σηκώθηκε και του είπε να την ακολουθήσει.

Όταν μπήκανε στην κρεβαττοκάμαρα,αυτός έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε


ανάσκελα στο κρεβάττι,με τα χέρια πίσω από την πλάτη-τώρα φαινόταν ακόμη πιο αμήχανος
από πριν.Η Μαντλέν του ζήτησε να βγάλει το παντελόνι του κι έβγαλε απ’την τσέπη της
ρόμπας της το μαντίλι.Ήταν ένα παχύ μαύρο μεταξωτό μαντίλι και μ’αυτό του έδεσε
προσεκτικά τα μάτια,ώσπου να βεβαιωθεί ότι δεν έβλεπε τίποτε.Καθώς άγγιξε με τον αγκώνα
της το λαιμό του,πρόσεξε το πέος του να σαλεύει κάτω από το εσώρουχό του.Τον έβαλε να
καθίσει στη ράχη του κρεβαττιού και έτρεξε στο μπάνιο,απ’όπου γύρισε σε λίγο,ολόγυμνη
όπως πάντα.΄Εσκυψε μπροστά του,παραμέρισε το σλίπ του και αφού χάιδεψε για λίγο το
στήθος και την κοιλιά του πήρε το πέος του στο στόμα της.

Περίμενε να το βρει σκληρό,ήδη σε στύση,αλλά είχε κάνει λάθος.Έπαιξε με τη γλώσσα της


μαζί του και στη συνέχεια καταπιάστηκε να τον γλείφει με όλη της την τέχνη,αγγίζοντας και
τρίβοντας συγχρόνως τα γεννητικά του όργανα με τις άκρες των δακτύλων της.Ο άντρας
άφησε ένα σιγανό βογγητό να του ξεφύγει και πλησίασε τη λεκάνη του προς το στόμα
της.Είχε αρχίσει να σκληραίνει.Συνέχισε να κινείται μπροστά και πίσω με το πέος του μέσα
της,ακολουθώντας τη ροή του αίματος στις φλέβες του,ψηλαφώντας με τη γλώσσα το
σφυγμό του.Αισθανόταν ότι ο οργασμός δεν ήταν μακριά.Γύρισε το κεφάλι της προς τα πάνω
και κοίταξε το πρόσωπό του.Το στόμα του συσπώνταν με μια έκφραση ηδονικής
παράλυσης,ενώ οι γραμμές στα μάγουλα και το μέτωπό του κυρτώνονταν και ισώνανε
βάναυσα.Δεν είχε πολλά μαλλιά,κι αυτά που είχαν μείνει στα πλάγια του φαλακρού του
κρανίου ήταν αλλού μαύρα κι αλλού γκρίζα και άσπρα.Ήταν ένας άσχημος άντρας,τριάντα
τουλάχιστον χρόνια μεγαλύτερός της και σε λίγο θα τελείωνε μέσα στο στόμα της.Ξάφνου η
αηδία φούντωσε μέσα της γι’αυτόν-πράγμα που δεν είχε κανένα λόγο να κάνει,είχε άλλωστε
ξεμπερδέψει με τέτοιου είδους σκέψεις από τον πρώτο κιόλας μήνα-αλλά το αίσθημα αυτό
της αποστροφής γι’αυτόν τον άγνωστο άντρα μεγάλωνε όλο και περισσότερο,θέριευε
παράλληλα με τον οργασμό του που πλησίαζε.

Τον έβγαλε για λίγο απ’το στόμα της και κοίταξε το πέος του.Είχε κοκκινήσει,κι η φλέβα στην
κάτω του επιφάνεια πάλλονταν μανιασμένα.Αισθάνθηκε να το σιχαίνεται,όπως και τον
ίδιο.Θα έδινε την ψυχή της την στιγμή αυτή για να μπορέσει να τον δαγκώσει,να τον
πληγιάσει,να του κόψει με τα δόντια της το πέος του απ’τη ρίζα.Μόνο που τα δόντια της
βρίσκονταν μέσα σ’ένα ποτήρι νερό,στο ντουλάπι του μπάνιου.Τα ψεύτικα δόντια
της,δηλαδή.Τα αληθινά της δόντια,τριάντα δύο γερά και κατάλευκα δόντια είχαν πεταχτεί
στα σκουπίδια ενός οδοντιατρείου,πριν από εφτά μήνες.Ήταν η θυσία που είχε κάνει για να
πετύχει στη δουλειά της,σ’αυτήν όφειλε τη φήμη της και τη λατρεία των ανδρών που
εξασφάλιζε,κι ήταν μια θυσία πιο σκληρή κι από την ίδια της τη δουλειά.

Δεν ήταν όμως ώρα για αυτές τις σκέψεις,ήταν τελείως παράλογο να βασανίζει το μυαλό
της,ιδίως τώρα.Το πέος του είχε αρχίσει να ξαναγίνεται πλαδαρό.Με μια απότομη κίνηση,το
ξαναπήρε στο στόμα της και το οδήγησε με μερικές γρήγορες κινήσεις στην εκσπερμάτωση.Ο
άντρας έπεσε στο κρεβάττι,βαριανασαίνοντας.Η Μαντλέν έτρεξε και πάλι στο μπάνιο,όπου
πλύθηκε κι ετοιμάστηκε.Όταν γύρισε του έλυσε το μαντίλι από τα μάτια και τον βοήθησε να
ντυθεί.Τον ξεπροβόδισε στην πόρτα κι αυτός την καληνύχτισε χαμογελώντας αμυδρά,το ίδιο
διστακτικός όπως όταν ήρθε.Είχε αφήσει τα χρήματα μέσα σ’ένα μικρό λευκό φάκελο,κάτω
από το σταχτοδοχείο.Ήταν ένας ευγενικός άντρας κι η Μαντλέν θύμωσε με τον εαυτό της που
είχε άδικα εξοργιστεί μαζί του.Η σκέψη του προσώπου του,μισοτρομαγμένου,καθώς
πηγαίναν στην κρεβαττοκάμαρα,την έκανε να χαμογελάσει.Το χαμόγελό της την πονούσε
πολύ.

ΙΖΑΜΠΕΛ

Τα φρύδια της Ιζαμπέλ,αν και δεν τα είχε πειράξει ποτέ,ούτε καν με ένα μικρό μολύβι από
κάρβουνο,είχαν ένα παράξενο σχήμα.Ανέβαιναν προς τα πάνω μάλλον απότομα,και λίγο πιο
έξω από την γωνία του ματιού της κάμπτονταν κατακόρυφα προς τα κάτω,σχεδόν σε ορθή
γωνία.Το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό έδινε στα καστανά της μάτια,αλλά και σ’όλο της το
πρόσωπο,μιαν έκφραση σχεδόν μόνιμα αυστηρή,που έκανε τους ανθρώπους λιγομίλητους
και προσεκτικούς μαζί της.Μάλιστα,όταν η Ιζαμπέλ ήταν σκεπτική,όπως τώρα,η σοβαρότητα
αυτή του προσώπου της ερχόταν να τονιστεί κι από δυό γραμμές στα μάγουλα και μια
μικρή,κάτω από το σφιχτά κλεισμένο και κατακόκκινο στόμα της.Ήταν μονάχα τρείς
γραμμές,αλλά η επιδερμίδα του προσώπου της ήταν τόσο ροδαλή και λεία,ώστε αυτές οι
τρείς λεπτές χαραγματιές να κάνουν την Ιζαμπέλ να μοιάζει απίστευτα επιβλητική,κάτι που
οι άνθρωποι συνηθίζουν να βλέπουν μόνο στα πρόσωπα των γέρων,όπου κάθε γραμμή
κουβαλά την ιστορία που την χάραξε.Και σίγουρα,ένα τέτοιο παγερά αλύγιστο
παρουσιαστικό φαινόταν κάπως αλλόκοτο για μια γυναίκα στην ηλικία της.

Όμως και η ηλικία της Ιζαμπέλ ήταν ένα από τα πολλά μικρά μυστήρια που την συνόδευαν,κι
έκαναν τις συζητήσεις γι’αυτήν να γίνονται πάντοτε σε χαμηλούς και συνομωτικούς
τόνους.Θα μπορούσε να είναι πάνω από πενήντα,αλλά κανείς σ’ολόκληρο το χωριό δεν
μπορούσε να πεί με σιγουριά.Όταν κανείς την έβλεπε να σηκώνεται από τη θέση της,με το
λευκό κολλαρισμένο πουκάμισο να κολλά πάνω στην αλύγιστη και στητή της πλάτη,όταν
έβλεπε τα πόδια της να δρασκελίζουν γρήγορα το έδαφος,κρυμμένα κάτω από τις
μακριές,μαύρες φούστες της,τα έχανε.Το σώμα της Ιζαμπέλ,πιό σκληρό κι επιβλητικό ακόμη
κι απ’την έκφρασή της,συνέθετε με το πρόσωπό της μιαν εικόνα τόσο άψογη αλλά και τόσο
απροσπέλαστη,που κανένας δεν μπορούσε να την συγκρατήσει ακέραιη στο μυαλό του για
πολύ,τόσο ώστε να υπολογίσει την ηλικία της.Η εικόνα της Ιζαμπέλ ξεγλιστρούσε από το
μυαλό όσων την σκέπτονταν,το ίδιο εύκολα και αθόρυβα όπως και η ίδια έμπαινε κι έβγαινε
στα σπίτια τους.

Κανείς δεν την φώναζε ‘κυρία Ιζαμπέλ’,όπως θα ήταν αναμενόμενο,αλλά ούτε και “μαμμή”.Η
μαμμή ήταν μια γυναίκα κοντή και χοντρή,που θα έτρεχε σκοντάφτοντας στο σπίτι της
ετοιμόγεννης,κατακόκκινη και ιδρωμένη,ξεφυσώντας ασταμάτητα και σπέρνοντας την
ταραχή με τις φωνές και τις αλλεπάλληλες προσταγές της.Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός θα
φαινόταν σχεδόν προσβλητικός,αν χρησιμοποιούνταν για την Ιζαμπέλ,κι ας ήταν μαμμή η
ίδια.Όσοι είχαν την ανάγκη της πήγαιναν κατ’ευθείαν σ’αυτήν,κι όσοι είχαν το θάρρος,την
κοίταζαν μέσα στα παγωμένα μάτια της,ή ακόμη πιο σπάνια,την φώναζαν,ψιθυρίζοντας ίσα-
ίσα τ’όνομά της.Οι περισσότεροι ήταν νεαροί ή μεσόκοποι σύζυγοι,με όψη και ενδυμασία
δουλευτάρη,που κάθονταν στην εξώπορτα του σπιτιού της Ιζαμπέλ,με το κεφάλι σκυμμένο
και το καπέλο να τρέμει στα χέρια τους,περιμένοντάς την εντελώς αμίλητοι,πρώτα να
ετοιμαστεί,κι ύστερα να τους ακολουθήσει.

Η δουλειά ποτέ δεν είχε λείψει,κι αυτό ήταν κάτι που το σκεπτόταν συχνά με
ευχαρίστηση.Άλλωστε,σ’ένα χωριό σαν κι αυτό,όπου οι άνθρωποι φοβόντουσαν ή
ντρέπονταν να συζητήσουν ανοιχτά για κάποιον άλλον,διαφορετικό άνθρωπο,όπως η
Ιζαμπέλ,οι γιατροί δεν έχαιραν και πολύ μεγάλης εμπιστσύνης.Και ιδιαίτερα ανάμεσα στις
εγκύους γυναίκες.Από τους πρώτους κιόλας μήνες της εγκυμοσύνης,πολλές φορες,οι σύζυγοι
ή και οι ίδιες οι γυναίκες,επισκέπτονταν την Ιζαμπέλ,προσφέροντάς της χρήματα ή άλλα
ανταλλάγματα,προεξοφλώντας έτσι την μελλοντική βοήθειά της.Αυτό ήταν κάτι που ίσως
γινόταν για να αποφεύγουν τα πάρε-δώσε μαζί της την τελευταία στιγμή,γιατί οι κρίσιμες
ώρες του τοκετού είχαν ένα περίεργο τρόπο να τους κάνουν ακόμα πιο μαζεμένους και
διστακτικούς απέναντί της,σαν να την ντρέπονταν.Όμως πάντα την ζητούσαν,μόνο αυτήν,και
πάντα ακολουθούσαν τις λίγες οδηγίες που τους έδινε με θρησκευτική ευλάβεια και φόβο.

Αυτό που είχε κάνει την Ιζαμπέλ να ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή,ήταν η ηρεμία και η
πειθαρχία με την οποία απαντούσε στον πανικό που προξενούσε η γέννα στους χωρικούς.Την
αυστηρή της παρουσία,ακολουθούσε ένα ακόμη πιό σκληρό τυπικό,μια μικρή
τελετουργία,που γινόταν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο,και σχεδόν πάντα με επιτυχία.Εκεί που
οι άλλες μαμμές θα έμπαιναν σαν σίφουνες στο σπίτι,με τα φορέματά τους μισοξεκούμπωτα
και λυμένα,η Ιζαμπέλ περνούσε το κατώφλι του σπιτιού χωρίς να επιταχύνει το βήμα
της,πάντα ντυμένη στην εντέλεια.Αντί να πιάσει ψιλή κουβέντα με όλους τους
παρευρισκόμενους συγγενείς και γνωστούς της ετοιμόγεννης,τους προσπερνούσε
αμίλητη,χωρίς καν να τους κοιτάξει,κι έμπαινε στο δωμάτιο της γυναίκας.Εκεί
καθόταν,άφηνε την τσάντα με τα λιγοστά της εργαλεία σε μια καρέκλα,ανασκουμπωνόταν
με προσοχή,και ετοίμαζε ό,τι θα της χρειαζόταν.Ό-ταν μάλιστα έκρινε ότι την έπαιρνε ο
χρόνος,έβραζε μόνη της το νερό που θα χρειαζόταν.Λίγο πρίν αρχίσει την δουλειά
της,βεβαιωνόταν ότι κανένας άλλος δεν βρισκόταν στο δωμάτιο εκτός από εκείνην και την
γυναίκα,ούτε βοηθοί,ούτε παραδουλεύτρες.Ακόμη κι ο πιό πεισματάρης σύζυγος,μετά από
λίγο αναγκαζόταν να την υπακούσει,αφού η Ιζαμπέλ ύστερα από λίγες σύντομες
παρακλήσεις σταματούσε να μιλά,σταύρωνε τα χέρια στο στήθος της και δεν έκανε
απολύτως τίποτε.Η γυναίκα στο κρεβάττι μπορεί να έκλαιγε,να σφάδαζε ή να χτυπιόταν από
τους πόνους,αλλά η Ιζαμπέλ,όπως και πρίν,όταν έκανε τις ετοιμασίες,δεν θα της έλεγε ούτε
μια κουβέντα.Στο τέλος όλοι αναγκάζονταν να την υπακούσουν,κι η Ιζαμπέλ γνώριζε με
αρκετή ικανοποίηση ότι η γέννα ήταν η δική της υπόθεση και μόνο,κι ότι θα ξεκινούσε όταν
εκείνη είχε ορίσει τους κανόνες-κι όταν οι κανόνες της είχαν ακολουθηθεί κατά γράμμα.

Όταν η πόρτα του δωματίου έκλεινε πίσω της,η Ιζαμπέλ ένοιωθε ότι ξεκινούσε μια μικρή
γιορτή,όπου προσκαλεσμένη ήταν μόνο η ίδια-και η γυναίκα,στην οποία όμως δεν έδινε και
μεγάλη σημασία.Ήξερε πως όλα εξαρτώνταν από την ίδια,ότι κανείς δεν θα είχε το θάρρος
να ανοίξει την πόρτα και να την ενοχλήσει,και τότε μπορούσε να επιβληθεί ακόμη
περισσότερο στον σκληρό και αμείλικτο εαυτό της.Από την άλλη μεριά οι συγγενείς
μπορούσαν να τρελλαίνονται από την ανησυχία,να πηγαινοέρχονται τρέμοντας στη σάλα ή
στην κουζίνα του σπιτιού,όμως κανένας τους δεν θα τολμούσε ούτε καν να χτυπήσει την
πόρτα,πολύ περισσότερο να αντικρύσει την Ιζαμπέλ στα μάτια,χωρίς να ξέρει τί να της πεί.Οι
κραυγές της γυναίκας που γεννούσε,συχνά έσκιζαν τον αέρα του σπιτιού σαν σκουριασμένο
λεπίδι,αλλά ακόμη κι αυτό δεν ήταν σε θέση να τους ταρακουνήσει τόσο,ώστε να εισβάλλουν
στον άβατο χώρο της γέννας.Θα άκουγαν την Ιζαμπέλ να δίνει μερικές εντολές στη
γυναίκα,χωρίς ποτέ να φωνάζει ή έστω να υψώνει λίγο τη φωνή της.Ποτέ δεν παρηγορούσε
τις γυναίκες,κι αυτό ήταν κάτι που όλοι το γνώριζαν-καθώς μπορούσαν να ακούν τί γινόταν
στο δωμάτιο-όμως αυτό δεν τους πείραζε,αφού η ανάγκη τους γι’αυτήν ήταν πολύ
μεγαλύτερη από την ανάγκη της γυναίκας να παρηγορηθεί.

Την στιγμή που το κλάμα του μωρού ακουγόταν για πρώτη φορά,πολλοί από τους πατεράδες
ένοιωθαν έτοιμοι να ορμήσουν μέσα στο δωμάτιο,και λίγοι μάλιστα από αυτούς το είχαν
αποτολμήσει.Μόλις όμως είχαν μπεί μέσα,η Ιζαμπέλ είχε γυρίσει προς το μέρος τους και τους
κοιτούσε οργισμένη,κρατώντας το μωρό από το πόδι,σαν να ήταν κάποιο τσαλακωμένο
ρούχο,κι έτσι αμίλητη έμενε να τους κατακεραυνώνει μέχρι που έβγαιναν δειλά από το
δωμάτιο,κλείνοντας πίσω την πόρτα.Έτσι είχαν μάθει,πως,ακόμη κι όταν ακούγαν το κλάμα
του μωρού,έπρεπε να μένουν εκεί που βρίσκονταν και να περιμένουν-λίγο ακόμη.Ύστερα
από λίγη ώρα,η πόρτα άνοιγε και η Ιζαμπέλ έβγαινε κρατώντας την τσάντα της στο ένα
χέρι,και το παλτό της στο άλλο-εφόσον το μωρό ήταν ζωντανό,έβγαινε φορώντας μόνο το
πουκάμισό της,τους προσπερνούσε χαμογελώντας βουβά,κι έφευγε απ’το σπίτι χωρίς
ν’ανταλλάξει λέξη με τον πατέρα ή τους υπόλοιπους συγγενείς.Όταν έμπαιναν στο
δωμάτιο,οι άνθρωποι του χωριού έβρισκαν το μωρό πλυμένο και καθαρό,τυλιγμένο μέσα σε
μια μεγάλη άσπρη πετσέτα που η Ιζαμπέλ έφερνε πάντα μαζί της.Τίποτε από την ηρεμία και
την τάξη του δωματίου δεν θύμιζε στην όψη το χώρο μιας γέννας,και πάνω απ’όλα,αυτό που
τους εντυπωσίαζε,ήταν η καθαριότητα.Η Ιζαμπέλ φρόντιζε πριν φύγει,να έχει συγυρίσει και
καθρίσει τα πάντα μέσα στο υπνοδωμάτιο,παίρνοντας ό,τι είχε φέρει μαζί της,έκτός από την
άσπρη πετσέτα.Αυτήν της την επέστρεφαν λίγες μέρες αργότερα,πλυμένη και
φρεσκοσιδερωμένη,ευχαριστώντας την συνεσταλμένοι για όλη της την βοήθεια.
Μ’αυτόν τον τρόπο,μπαίνοντας και βγαίνοντας από τα σπίτια τους σαν ένα ψηλό και αμίλητο
ξωτικό,η Ιζαμπέλ είχε καταφέρει να κάνει τη γέννα να μοιάζει στους απλούς αυτούς
ανθρώπους,σαν η πιό απλή υπόθεση.Από την αναστάτωση που τους έβρισκε με τους
πρώτους πόνους,μέχρι το επόμενο πρωί,που το σπίτι είχε ένα καινούριο μωρό,φαινόταν στα
μάτια τους σαν να μην μεσολαβούσε καθόλου χρόνος.Το σπίτι ξαφνικά ταραζόταν ,μέχρι τον
ερχομό της,οπότε όλα άλλαζαν.Λίγες ώρες ύστερα,το σπίτι θα ήταν πάλι όπως και πρίν,ίσως
και πιό τακτικό από πριν,μόνο που τώρα θα φιλοξενούσε ένα βρέφος,που ήταν σαν να το
είχε φέρει μαζί της η Ιζαμπέλ,κουβαλώντας το μέσα στην τσάντα της.

Βέβαια,τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε τόσο εύκολα.Παρά την απόλυτη τάξη και
αυτοπειθαρχία που επεδείκνυε η Ιζαμπέλ,κάποια μωρά είχαν γεννηθεί νεκρά στα χέρια
της.Αλλά ακόμη και τότε,η κατάσταση ελάχιστα άλλαζε για την ίδια.Λίγα λεπτά μετά τη άτυχη
γέννα,θα έβγαινε από το δωμάτιο,φορώντας αυτή τη φορά το μαύρο παλτό της,και θα
έφευγε όπως ακριβώς αν το παιδί ήταν ζωντανό,μονάχα τώρα αγέλαστη κι αμίλητη μαζί.Οι
άνθρωποι που περίμεναν έξω καταλάβαιναν αμέσως,κι έμπαιναν στο δωμάτιο
κλαίγοντας,και προσπαθώντας να παρηγορήσουν τη γυναίκα,που έκλαιγε κι αυτή.Και μέσα
όμως τα πράγματα ήταν σχεδόν όπως και πρίν,το δωμάτιο συγυρισμένο και πεντακάθαρο,και
δίπλα στη μητέρα του,το άτυχο μωρό,τυλιγμένο και πάλι σε μια μεγάλη άσπρη πετσέτα,που
σκέπαζε όμως και το κεφάλι του.Κι όσο κι αν καμιά φορά θυμώναν με την απάθεια της
Ιζαμπέλ,ήξεραν πως η ψυχραιμία και το ατάραχο βλέμμα της ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε
να προσπαθήσουν κι οι ίδιοι να αποκτήσουν,αν ήθελαν να ξεχάσουν γρήγορα το κακό που
τους είχε βρεί.

Πολλές από τις σκέψεις αυτές περνούσαν φευγαλέα από το μυαλό της Ιζαμπέλ,καθώς
στεκόταν σκεπτική πάνω από την ετοιμόγεννη γυναίκα.Από την πρώτη στιγμή που είχε μπεί
στο δωμάτιο και είχε κλείσει πίσω της την πόρτα,ήξερε ότι αυτή η γυναίκα θα της έφερνε
μπελάδες.Ήταν νέα,ούτε είκοσι χρονών,και φώναζε πολύ.Τα κλάματά της ήταν τόσο
δυνατά,που η Ιζαμπέλ τα είχε ακούσει από το κατώφλι κιόλας του σπιτιού,και την είχαν
προβληματίσει πολύ.Τα νερά δεν είχαν σπάσει ακόμη-αν και το περίμενε από στιγμή σε
στιγμή-αλλά η γυναίκα σφάδαζε σαν το γουρούνι,κι αυτό την έκανε να μην μπορεί να σκεφτεί
καθαρά.Ο θόρυβος,ανεξάρτητα από πού προερχόταν,είχε πάντα την ικανότητα να την
αποπροσανατολίζει στιγμιαία και να θολώνει τη διαυγέστατη κατά τα άλλα και οργανωμένη
σκέψη της.Κάθισε δίπλα στη γυναίκα και τότε πρόσεξε μια μουσκεμένη κηλίδα ανάμεσα στα
πόδια της,μικρή,αλλά σημαντική.Τα νερά είχαν σπάσει,αλλά η γυναίκα δεν μπορούσε να το
καταλάβει,αφού συνέχιζε να ουρλιάζει όπως και πρίν.Η Ιζαμπέλ της είπε δυνατά να
ησυχάσει,να πάρει μερικές βαθιές ανάσες,κι έπειτα να σπρώξει με όλη της τη δύναμη.Η
κοπέλα δεν φαινόταν να καταλαβαίνει,απλά ούρλιαξε πιό δυνατά από ποτέ κι ύστερα άρχισε
να κλαίει γοερά.Η Ιζαμπέλ την χτύπησε μιά φορά δυνατά στον αριστερό γοφό της,με την
γυμνή παλάμη της.Ήταν ένα χτύπημα όχι ενθαρρυντικό,αλλά επίπληξης,που προσπαθούσε
να πεί στη νεαρή γυναίκα να σταματήσει τις φωνές και να υπακούσει τις εντολές
της.Ανοίγοντας για λίγο τα δακρυσμένα μάτια της,η κοπέλα κοίταξε την Ιζαμπέλ και
αντίκρυσε το βλοσυρό της βλέμμα.Άρχισε λοιπόν να προσπαθεί να σπρώξει με όση δύναμη
είχε.

Αμέσως έξω από το δωμάτιο,στη σάλα του σπιτιού,βρισκόντουσαν οι λιγοστοί συγγενείς,ο


άντρας δηλαδή της κοπέλας και οι δυό της αδερφές.Μιας και ήταν περασμένα
μεσάνυχτα,δεν είχαν ειδοποιήσει κι άλλο κόσμο,από φόβο μην τους ανησυχήσουν,αλλά
κυρίως για να μην ενοχληθεί η Ιζαμπέλ.Μπαίνοντας στο σπίτι,είχε προσέξει τον σύζυγο της
γυναίκας που θα γεννούσε.Ήταν κι αυτός πολύ νέος,γύρω στα τριάντα,κοντός και
μικροκαμωμένος.Είχε ένα ξανθό στρογγυλό κεφάλι και μικρά ποντικίσια μάτια,που την
κοιτούσαν με ελπίδα και φόβο μαζί,όπως τα μάτια αυτών που ζητάν ελεημοσύνη,κι η Ιζαμπέλ
είχε καταλάβει,πως,όσους μπελάδες κι αν της έφερνε η γυναίκα αυτή με τις φωνές
της,τουλάχιστον δεν θα είχε να ανησυχεί για τον άντρα της.

Η κοπέλα ανάσαινε βαθιά κι ύστερα έσπρωχνε,φώναζε κι έκλαιγε,τραβώντας με τα χέρια


πίσω από την πλάτη της τις σιδερένιες κολόνες του κρεβαττιού.Η Ιζαμπέλ δεν έκανε τίποτε
για να την βοηθήσει,ήξερε άλλωστε πως αν η γυναίκα δεν έπαιρνε από μόνη της απόφαση
να αγνοήσει τον πόνο και να σφιχτεί,η ίδια μπορούσε να κάνει ελάχιστα πράγματα,κι έτσι
καθόταν ήρεμη και ατάραχη δίπλα της,σαν να παρατηρούσε κάποιον
ετοιμοθάνατο,σπάζοντας τη σιωπή της μονάχα για να της πεί να σταματήσει να φωνάζει και
να σφιχτεί.Κάποια στιγμή η γυναίκα έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή κι ύστερα πήρε μια
πολύ βαθιά ανάσα,ρουφώντας βάναυσα τον αέρα στα στήθη της,μέχρι που τα μάγουλά της
φούσκωσαν,και το κεφάλι της έγινε κατακόκκινο.Έπειτα έσπρωξε δυνατά και συνέχισε με τον
ίδιο τρόπο,φωνάζοντας πρώτα κι ύστερα προσπαθώντας.Η Ιζαμπέλ σηκώθηκε από την θέση
της και πήγε να σταθεί απέναντι από τα πόδια της γυναίκας.Παραμερίζοντας το νυχτικό
της,είδε να ξεπροβάλλει ανάμεσα στους γοφούς της νεαρής γυναίκας το αιδοίο
της,πλημμυρισμένο από τα υγρά και παραμορφωμένο από την προσπάθεια της γέννας.Ήταν
μια όμορφη κοπέλα,κι η Ιζαμπέλ-που κατέφευγε στον ερωτισμό των γυναικών όπως όλες οι
γυναίκες που προκαλούν στους άνδρες φόβο-ένοιωσε πως η κοπέλα αυτή θα μπορούσε να
την διεγείρει ιδαίτερα,αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι.Συγχρόνως όμως ένοιωσε και να την
σιχαίνεται,μια τόσο νέα και όμορφη γυναίκα να αφήνει την εγκυμοσύνη να την
παραμορφώνει,να την κάνει ένα χοντρό και ασθμαίνον τέρας,κάτι που η ίδια δεν θα δεχόταν
ποτέ.Παρά τις έντονες σκέψεις της,το πρόσωπο της Ιζαμπέλ δεν συσπώταν ούτε για μιά
στιγμή.Βεβαιώνοντας ότι τα μανίκια του πουκαμίσου της ήταν ανασηκωμένα,έσκυψε
ανάμεσα στα πόδια της κοπέλας που στρίγγλιζε και έπιασε το κεφάλι του μωρού που είχε
αρχίσει να ξεπροβάλλει.

Το κρεββάτι και η μικρή λεκάνη είχαν πλημμυρίσει από τα υγρά της γυναίκας,και η ίδια
ούρλιαζε τώρα σαν να ζούσε κάθε δευτερόλεπτο τον πιό φριχτό θάνατο του κόσμου.Η
Ιζαμπέλ είχε αρχίσει να νοιώθει πραγματική δυσφορία με τις φωνές αυτής της κοπέλας,ήταν
σχεδόν εκνευρισμένη,κι αυτό ήταν κάτι που εξαιρετικά σπάνια επέτρεπε να της συμβεί.Με
μια τελευταία κραυγή,η γυναίκα έσπρωξε ολόκληρο το κεφάλι του μωρού στα χέρια της
Ιζαμπέλ,που τώρα κρατούσε από το λαιμό ένα κατακόκκινο και ζαρωμένο κεφαλάκι,με
κλειστά μάτια,και σουφρωμένο στόμα,έτοιμο να ανοίξει τα χείλη του και να φωνάξει ακόμη
πιο δυνατά κι από την μητέρα του.Λυγίζοντας απότομα τα λεπτά δάχτυλά της,η Ιζαμπέλ
έστριψε δυνατά τον λαιμό του μωρού και τον άκουσε να σπάζει,ο πνιγμένος ήχος ένος
σπίρτου που σχίζεται στα δυό.Η γυναίκα δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε,γιατί ο πόνος κι
οι δυνατές κραυγές που έβγαζε,καθώς έσπρωχνε από μέσα της το σώμα του μωρού μαζί με
τα τελευταία υπολείμματα του πλακούντα,την είχαν κάνει να χάσει τις αισθήσεις της.Όμως
το μωρό,με τον ομφάλιο λώρο να κρέμεται ακόμα από την κόκκινη κοιλιά του,δεν είχε
προλάβει να πάρει την πρώτη του ανάσα ή να αφήσει το πρώτο του κλάμα στον καινούριο
κόσμο.Είχε βγεί νεκρό,ανάμεσα στα ματωμένα χέρια της Ιζαμπέλ που το έσφιγγαν δυνατά.

Κόβοντας τον ομφάλιο λώρο,η Ιζαμπέλ ξεδίπλωσε βιαστικά την άσπρη πετσέτα κι απίθωσε
μέσα το πεθαμένο μωρό,τυλίγοντάς το προσεκτικά.Έπειτα έπλυνε τα χέρια της και τα
σκούπισε στο μαυρό της φόρεμα,ενώ όλη αυτή την ώρα αφουγκράζονταν τους ήχους που
έρχονταν έξω από το δωμάτιο,για να σιγουρευτεί ότι όλα ήταν εντάξει κι ότι κανείς δεν θα
έμπαινε ξαφνικά μέσα.Όμως σκέφτηκε τον άντρα της κοπέλας,μικρόσωμο και φοβισμένο,και
τις αδερφές της,που έτρεμαν από τη νύστα και την αγωνία,και είπε στον εαυτό της πως δεν
είχε να φοβάται τίποτε,πως κι αν δεν είχαν αποκοιμηθεί,θα περνούσε σίγουρα πολλή ώρα
πρίν τολμήσουν έστω και να χτυπήσουν την πόρτα.Η Ιζαμπέλ κοίταξε την γυναίκα,που τώρα
κοιμόταν βαθιά,λιπόθυμη από την εξάντληση της γέννας,με την έκφραση του πόνου ακόμα
χαραγμένη στο νεαρό της πρόσωπο.Προσπάθησε να σκεφτεί αν την λυπόταν,και χωρίς
έκπληξη ανακάλυψε ότι δεν ένοιωθε ούτε το πιό μακρινά σχετικό με τον οίκτο συναίσθημα
γι’αυτήν.Σκύβοντας για μια τελευταία φορά πάνω από το κρεβάττι,πήρε στα χέρια της την
λεκάνη που τώρα περιείχε τον πλακούντα της γυναίκας και κάμποσα από τα υγρά της,κι
ύστερα πήγε στην άλλη γωνιά του δωματίου,ακουμπώντας την μικρή λεκάνη σ’ένα ψηλό
τραπέζι.Γύρισε για άλλη μια φορά να κοιτάξει την γυναίκα που κοιμόταν,και ετοιμάστηκε για
την πραγματική τελετή,αυτήν που την περίμενε στο τέλος κάθε γέννας,όταν η γυναίκα είχε
κοιμηθεί.

Στην αρχή η Ιζαμπέλ βούτηξε απαλά ένα από τα μακριά και λεπτά της δάκτυλα στη
λεκάνη,έτσι που έμοιαζε σαν να δοκίμαζε την θερμοκρασία του.Καθώς έκανε αυτήν την
κίνηση,είχε τα μάτια της καρφωμένα στη νεαρή γυναίκα,προσέχοντας μήπως και
ξυπνούσε.Όταν σιγουρέυτηκε,έφερε γρήγορα το ματωμένο δάχτυλο στο στόμα της και το
έγλειψε.Η γεύση την έκανε για δευτερόλεπτα να παραλύσει.Για μια στιγμή ξέχασε τη γυναίκα
που βρισκόταν δίπλα της στο κρεβάττι λιπόθυμη,με ανοιχτό το στόμα,ξέχασε το μωρό κορίτσι
που με τα ίδια της τα χέρια είχε σκοτώσει την ώρα που γεννιόταν.Όπως κάθε φορά που
γευόταν αυτή την υγρή,ξινή ουσία,έτσι και τώρα ένοιωσε κάθε κομμάτι του σφιχτοδεμένου
και αλύγιστου κορμιού της να χαλαρώνει και να παραδίνεται στην πιο απερίγραπτη
ηδονή.Κρατώντας πάντα τα μάτια της στην κοπέλα που κοιμόταν,αλλά χωρίς να την βλέπει
πιά,η Ιζαμπέλ άρχισε να παραχώνει στο στόμα της βιαστικά τα κομμάτια του πλακούντα που
βρίσκονταν μέσα στη λεκάνη.Κάποια από τα καφετιά αυτά κομμάτια θρυμματίζονταν πολύ
έυκολα,όμως εκείνη πρόσεχε να μην χάσει ούτε μια σταγόνα,ούτε μια μπουκιά απ’αυτόν το
θησαυρό,σκουπίζοντας νευρικά με τη γλώσσα της τα ρυάκια του αίματος που πήγαιναν να
χυθούν από το στόμα της,πριν καλά-καλά ξεκινήσουν.

Σε λίγα λεπτά η λεκάνη είχε σχεδόν αδειάσει,και η Ιζαμπέλ αισθανόταν στο στόμα της αλλά
και σ’όλο το εσωτερικό του κεφαλιού της,σαν κάποιο είδος καπνού,τη μυρωδιά και τη γεύση
που της έφερνε την ηδονή να εξαπλώνονται.Πιό έντονη ήταν η οσμή των υγρών και των
ούρων,αλλά πίσω από αυτήν,πιό ευχάριστη κι από χίλιους οργασμούς,ήταν η αλμυρή γεύση
του αίματος.Η Ιζαμπέλ έφερε τη γλώσσα της με μανία πάνω σε κάθε επιφάνεια των δοντιών
της,προσπαθώντας να εξαντλήσει και τις τελευταίες σταγόνες,ενώ με το ένα της χέρι χάιδευε
βάναυσα το αιδοίο της,τρίβοντας με λύσσα τα χείλη του κάτω από το φόρεμά της.Αυτή ήταν
η αμοιβή που περίμενε,που επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο,και την είχε χορτάσει
με το παραπάνω.Μια ανατριχίλα ασύγκριτης ευφορίας την διαπέρασε,κι αναγκάστηκε να
στηριχτεί στο ξύλινο τραπέζι για να μην σωριαστεί λιπόθυμη από την ένταση και την
ικανοποίηση που την συντάραζαν.

Ύστερα από λίγο,άρχισε να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της,όμως στο μυαλό της,σκέψεις
ευχάριστες και μπερδεμένες φτερούγιζαν ακόμη μανιασμένα.Τα μαλλιά της Ιζαμπέλ,που
είχαν το χρώμα του χαλκού,καθώς έπεφταν τώρα πάνω στο κόκκινο,ερεθισμένο πρόσωπό
της,έμοιαζαν στο λιγοστό φως του δωματίου με μουσκεμένα κλαδιά δέντρου,που η ίδια
καταιγίδα τα είχε συγχρόνως ζωντανέψει και εξουθενώσει.Έγειρε για λίγο πίσω,στηρίζοντας
το σώμα της στον τοίχο.Προσπάθησε να θυμηθεί πότε είχε για πρώτη φορά δοκιμάσει κάτι
τέτοιο,και θυμήθηκε πως ήταν πριν από δεκάξι χρόνια,όταν είχε ξεγεννήσει για πρώτη φορά
ένα νεκρό παιδί.
Η Ιζαμπέλ θυμόταν πως,από την εφηβεία ακόμη,ένοιωθε αηδία για τους άνδρες και τις ορμές
τους,το σώμα της ήταν ψυχρό,και αρνούνταν με κάθε τρόπο να της χαρίσει την ηδονή που
τα συνομίληκα κορίτσια γνώριζαν σε αφθονία.Αλλά και τις γυναίκες,αν και δεν αισθανόταν
την ίδια αντιπάθεια,τις σκεφτόταν πάντοτε με περιφρονητική διάθεση,γνωρίζοντας κι η ίδια
πόσο σιχαμερό και απαιτητικό μπορούσε να γίνει το σώμα τους.Εκείνο όμως που της είχε
κάνει εντύπωση,όταν είχε πρωτοέρθει,μεγάλη πιά,στο χωριό,ήταν η μυρωδιά των
γυναικών,και μάλιστα η μυρωδιά των αιδοίων τους.Από την πρώτη στιγμή,κάτω από τις
χοντρές και βρώμικες φούστες,η Ιζαμπέλ πίστευε πως μπορούσε να διακρίνει μια μυρωδιά
πολύ δυνατή και ελκυστική,που την έκανε να στέκεται εκστατική και να οσφραίνεται συχνά
τον αέρα εκεί απ’όπου μόλις είχε περάσει κάποια γυναίκα.Αυτές οι κοπέλες του χωριού,που
μοίραζαν τη μέρα τους ανάμεσα στο σπίτι και το χωράφι,και το βράδυ πλάγιαζαν,χωρίς να
το θέλουν ίσως,αλλά πάντοτε πρόθυμα,με τους άντρες τους,αυτές οι γυναίκες έκρυβαν
ανάμεσα στα πόδια τους ένα λουλούδι που το άρωμά του είχε μαγέψει την Ιζαμπέλ.

Η ηδονή όμως αυτή,που περιστασιακά και λαθραία άρπαζε από το πέρασμα των
γυναικών,είχε πολλαπλασιαστεί,όταν η Ιζαμπέλ άρχισε να εξασκεί το επάγγελμα της
μαίας.Φυσικά,έχοντας περάσει μια νεότητα στερημένη από έρωτα,δεν μπορούσε να νοιώσει
πραγματικό πάθος γι’αυτές τις γυναίκες,το σώμα της ήταν όμοιο με την όψη της,ψυχρό και
αγέρωχο,η παγωμένη εικόνα ενός πλάσματος φτιαγμένου για να ζεί τον οργασμό τόσο άγρια
και μοναχικά,ώστε ποτέ δεν τον είχε γνωρίσει.Παρά όμως την εξωτερική της απάθεια,την
οποία φρόντιζε να τονίζει όσο μπορούσε πιό πολύ-αφού άλλωστε την βοηθούσε στις σχέσεις
της με τους ανθρώπους-η Ιζαμπέλ δεν έπαυε να αισθάνεται μια ανεξήγητα δυνατή έλξη για
τη μυρωδιά των γυναικών του χωριού.Η πρώτη γέννα που είχε κάνει,ταραγμένη και
προσπαθώντας να το κρύψει καλά,την είχε ρίξει σχεδόν λιπόθυμη,όταν από το αιδοίο της
γυναίκας που γεννούσε είχαν ξεχυθεί τα πρώτα υγρά,πλημμυρίζοντας το σεντόνι.Όταν
μάλιστα,λίγο μετά το μωρό,είχε βγεί ο πλακούντας,πέφτοντας μπροστά στα χέρια της σαν
ένα ψόφιο ζώο,κόντεψε να τρελλαθεί από την ηδονή που της είχε προκαλέσει η μυρωδιά.

Την τρίτη κιόλας φορά που κάποια έγκυος την είχε χρειαστεί,η Ιζαμπέλ είχε τολμήσει να κάνει
αυτό που βράδυα ολόκληρα την κρατούσε ξύπνια και ερεθισμένη.Αφού είχε πλύνει και
τυλίξει το νεκρό μωρό στο παχύ του σάβανο,είχε σκύψει πάνω από τα μουσκεμένα
καφεκόκκινα κομμάτια,κι είχε χώσει γρήγορα ένα στο στόμα της.Η γεύση την είχε βυθίσει σε
μια τέτοια πρωτόγνωρη για την ίδια ευχαρίστηση,που για μέρες κοιμόταν και ξυπνούσε με
την ιδέα της,ένοιωθε την ίδια αλμυρή μυρωδιά να γεμίζει το στόμα της σε ανύποπτες στιγμές
και πήγαινε να πεθάνει που δεν μπορούσε να την ξαναδοκιμάσει αμέσως.Από τότε όμως η
Ιζαμπέλ είχε πάρει την απόφαση να γίνει όσο καλύετρη υπηρέτρια του πάθους της
μπορούσε.

Με σκοπό να μπορεί να έχει όσο γίνεται πιο συχνά στο στόμα της την ευτυχία που ήθελε,είχε
γίνει σκληρή και αξεπέραστη στη δουλειά της.Παράλληλα,φρόντισε να ψυχράνει τις σχέσεις
της με τους ανθρώπους,κάνοντας το πρόσωπό της πέτρινο και αμίλητο.Έτσι,θα μάθαιναν να
σέβονται και να αναζητούν την βοήθεια της,αλλά και να φοβούνται την ίδια,πράγμα που είχε
πετύχει σχεδόν απόλυτα.Με την ιδιόρρυθμα απαθή συμπεριφορά της,είχε καταφέρει να
ελέγχει τους απλούς χωρικούς και να τους αναγκάζει να την αφήνουν ήσυχη να κάνει τη
δουλειά της.Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να βρίσκεται κοντά στον ανεκτίμητο θησαυρό που
έκρυβαν οι γυναίκες στις φουσκωμένες κοιλιές τους,και που φυσικά δεν ήταν τα παιδιά
τους.Η Ιζαμπέλ ένοιωθε την ίδια αδιαφορία για τα παιδιά όπως και για τις μητέρες τους,όμως
πίσω από αυτήν την απάθεια κρυβόταν ένα βουνό επιθυμιών,για την απόκτηση των οποίων
τα μωρά αυτά ήταν το μόνο μέσον.Φυσικά,κατά καιρούς αντιμετώπιζε δυσκολίες,ακόμη κι
αν οι ανυπόμονοι συγγενείς είχαν μάθει να περιμένουν αρκετή ώρα,ώσπου να βγεί.Πολλές
φορές οι μητέρες δεν αποκοιμιόντουσαν μετά τη γέννα,ήθελαν να δούν και να αγκαλιάσουν
το μωρό τους και φωνάζαν γεμάτες χαρά,ώστε γινόταν πολύ δύσκολο να κρατήσει τους
πατεράδες και τους συγγενείς έξω από το δωμάτιο.Όμως ακόμη και τότε,καθώς καθάριζε το
μωρό και το κρεβάττι,η Ιζαμπέλ έβρισκε την ευκαιρία να παραχώνει κρυφά στο στόμα της
λίγα κομμάτια από το πολύτιμο έδεσμα το οποίο για τόσους μήνες περίμενε,όπως μια
υπηρέτρια,πάνω στο ζήλο της,τρώει τις κόρες του ψωμιού για να καθαρίσει ένα
τραπέζι,χωρίς όμως να νοιώθει την ηδονή που συγκλόνιζε την Ιζαμπέλ.Τα τελευταία μάλιστα
χρόνια εφάρμοζε ένα σύστημα που της εξασφάλιζε αυτό που ήθελε,όποιες κι αν ήταν οι
συνθήκες.Από τη μιά κλείδωνε σιγά την πόρτα-ήξερε άλλωστε ότι κανείς δεν τολμούσε πια
να της φέρει αντίρρηση,ούτε σ’αυτό-κι από την άλλη κουβαλούσε πάντα μέσα στην σκληρή
μαύρη τσάντα της,μια ξύλινη γαβάθα.

Γυρίζοντας και πάλι προς το μέρος του τραπεζιού,κοίταξε θλιμμένη τη λεκάνη,που τώρα
απέμενε άδεια.Η Ιζαμπέλ σκέφτηκε πώς ήταν πριν από μόλις λίγα λεπτά,γεμάτο με κόκκινα
κομμάτια απαλής σάρκας,με τη γεύση ξινισμένου κρασιού.Ένοιωσε και πάλι να
ανατριχιάζει,και τότε το βλέμμα της έπεσε πάνω στο μωρό,που βρισκόταν τυλιγμένο μέσα
στην άσπρη πετσέτα.Σαν μια λυτρωτική αστραπή,μέσα στο μυαλό της πέρασε η σκέψη
πως,μέσα στη βιασύνη της,δεν είχε πλύνει το μωρό,κι ας ήταν νεκρό.Η Ιζαμπέλ πετάχτηκε
στο κρεβάττι.Ήξερε πως αυτό που έκανε ίσως ήταν παρακιδυνευμένο,η γυναίκα μπορεί να
ξυπνούσε από στιγμή σε στιγμή,και ο άντρας της με τις αδελφές της μπορεί να απορούσαν
για την τόση ησυχία,και να έμπαιναν στο δωμάτιο.Όμως τίποτε απ’όλα αυτά δεν την
ένοιαζε,η φρενίτιδα της ευχαρίστησης στην οποία είχε βυθιστεί της έλεγε πως πρέπει να
συνεχίσει,να παρατείνει την απόλαυση στον ουρανίσκο και σ’όλο το κορμί της.

Σηκώνοντας προσεκτικά το μωρό,το ξετύλιξε από την πετσέτα.Το πρόσωπο του μικρού
κοριτσιού ήταν μελανιασμένο,και στο λαιμό του υπήρχε ένα μικρό σκουρόχρωμο
σημάδι,εκεί όπου τα χέρια της το είχαν πιέσει για να του πάρουν τη ζωή.Η Ιζαμπέλ δεν
αισθανόταν καμμιά τύψη,στο κάτω-κάτω το μωρό θα είχε κάνει του κόσμου τη
φασαρία,όπως συνέβαινε πάντα,κι άλλωστε η ηδονή είχε καταφέρει να σκεπάσει κάθε άλλη
σκέψη,μέσα στο συγχυσμένο της μυαλό.Το βρέφος ήταν ακόμη πασαλειμένο με τα υγρά και
το αίμα της μάνας του,ενώ σε ορισμένα σημεία του σώματός του ξεχώριζαν λίγα κομμάτια
απ’τον πλακούντα.Χωρίς να το σκεφτεί άλλο,η Ιζαμπέλ το έπιασε από τα χέρια και άρχισε να
γλείφει το σώμα του νεκρού παιδιού.Η γεύση που είχε γίνει ο μόνος λόγος για να ζεί,της
επιτέθηκε και πάλι,και γυρίζοντας το μωρό απ’όλες τις πλευρές,συνέχισε να το
γλείφει,λαίμαργα και άπληστα,κάτω από τις μασχάλες,στα πέλματα και στο πρόσωπο.Αν
κανείς την έβλεπε,θα είχε την εντύπωση ότι παρατηρεί μια γάτα να καθαρίζει το νεογέννητο
μωρό της,που κάποιος διεστραμμένος μάγος τους είχε μεταμορφώσει σε ανθρώπους.

Η Ιζαμπέλ σωριάστηκε στην καρέκλα και συνέχισε να γλείφει το μωρό,ώσπου για μια
στιγμή,η γλώσσα της γλίστρησε μέσα στο μικρό,φουσκωτό του αιδοίο.Ένα πέπλο ηδονής της
θόλωσε τα μάτια.Η γεύση ήταν πιό έντονη εκεί από παντού,είχε παγιδευτεί στο βάθος των
μικρών,κόκκινων χειλιών και την περίμενε να την δοκιμάσει.Όμως κάτι την εμπόδιζε να την
φτάσει,να φτάσει στο ύστατο δώρο αυτό,και γι’αυτό έφταιγε ότι το αιδοίο του μωρού ήταν
πολύ μικρό και στενό για την γλώσσα της.Χωρίς να βλέπει,η Ιζαμπέλ παραπάτησε μέχρι την
τσάντα της κι έβγαλε από μέσα ένα λεπτό μαχαίρι,κρατώντας ακόμη το μωρό,από το δεξί του
πόδι.Στηρίζοντάς το στην αγκαλιά της,έφερε το μαχαίρι στο αιδοίο του μικρού κοριτσιού,και
άρχισε να κόβει τη λεπτή του σάρκα προς τα πάνω και κάτω,μεγαλώνοντας την σχισμή και
ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες για τον αποψινό της παράδεισο.Η σάρκα γλυστρούσε,και
λίγο αίμα είχε αρχίσει να τρέχει.Τότε άκουσε,σαν τον ήχο του αέρα που περνάει μέσα από
ένα λεπτό μεταλλικό σωλήνα,την ξεψυχισμένη και βουβή κραυγή της γυναίκας.

Γυρίζοντας απότομα προς το μέρος της,η Ιζαμπέλ είδε τη μητέρα του παιδιού να την κοιτάζει
έντρομη.Είχε μαζευτεί στο πίσω μέρος του κρεβαττιού,έδειχνε με το αριστερό της χέρι προς
το μέρος της,και προσπαθούσε να φωνάξει,να ουρλιάξει γι’αυτό που έβλεπε να γίνεται
μπροστά στα μάτια της.Όμως η κούραση και οι κραυγές της γέννας της είχαν κλέψει,εκτός
από όλη της τη δύναμη,και τη φωνή της.Ο μόνος ήχος που κατάφερνε να βγάζει μέσα στον
πανικό της,δεν ξεχώριζε από τον αέρα που φυσούσε έξω από το σπίτι.Χωρίς να χάσει
στιγμή,η Ιζαμπέλ άφησε το μαχαίρι να πέσει στο πάτωμα,και κρατώντας το μωρό στο χέρι
της,όρμηξε στο κρεβάττι.Αφήνοντας απότομα το παιδί στα πόδια του κρεβαττιού,έσκυψε
πάνω από την γυναίκα και την χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο.Η κοπέλα,τρομοκρατημένη και
εξαντλημένη έπεσε πίσω,αδύναμη να απαντήσει στο χτύπημα,κι άφησε ένα λυγμό.Η Ιζαμπέλ
τότε άρπαξε ένα μαξιλάρι κι έσκυψε με δύναμη πάνω απ’το κεφάλι της,πιέζοντας το
ασφυκτικά με αυτό.Τα τελευταία δευτερόλεπτα πρίν η νεαρή γυναίκα ξεψυχήσει,μπροστά
απ’τα σκοτεινιασμένα μάτια της περνούσε ξανά και ξανά η ίδια φρικαλέα εικόνα.Το
δαιμονισμένο πρόσωπο της Ιζαμπέλ,με τα μαλλιά της να πετούν σαν λυσσασμένα κόκκινα
φίδια γύρω απ’το κεφάλι της,μια πραγματική Μέδουσα που το βλέμμα της θα μεταμόρφωνε
και τον Θεό τον ίδιο σε πέτρα.

Ασθμαίνοντας,η Ιζαμπέλ έπεσε γονατίζοντας στο πάτωμα,δίπλα στην γυναίκα,που όπως και
το μωρό της,δεν ανάσαινε πιά.Ύστερα από λίγο,άκουσε φωνές να ψιθυρίζουν έξω από το
δωμάτιο,όλο και πιό δυνατά.Ήξερε πως μπορούσε να ξαναβρεί κάθε στοιχείο του εαυτού της
όπως ήταν πριν μια ώρα,και το κατάφερε μέσα σε δευτερόλεπτα.Σηκώθηκε γρήγορα,έβαλε
το μαξιλάρι κάτω από το μελανό κεφάλι της νεκρής γυναίκας,και ίσιωσε τα μαλλιά της πίσω
από το πρόσωπό της.Έπειτα έχωσε το πουκάμισο μέσα στη φούστα της,σκούπισε τα χέρια
της στην πετσέτα,κι έπειτα ξανατύλιξε προσεκτικά το μωρό μέσα σ’αυτήν,σκεπάζοντας στο
τέλος το κεφάλι του.Έπλυνε,καθάρισε,έτριψε,άδειασε τη λεκάνη,και οι μικρές αυτές
δουλειές,μέσα σε λίγα λεπτά,την μεταμόρφωσαν και πάλι στο αυστηρό και αμείλικτο
πλάσμα που ήταν.Κατέβασε και κούμπωσε τα μανίκια του πουκαμίσου της,κι έπειτα φόρεσε
το παλτό της,αφού αυτή ήταν μια άτυχη νύχτα.Μάλιστα ήταν μια νύχτα διπλά άτυχη,και
γι’αυτό η Ιζαμπέλ σκέπασε τη νεκρή γυναίκα με το σεντόνι της,κι ύστερα έβγαλε από την
τσάντα της και φόρεσε ένα μαύρο μικρό καπέλο.Δεν είχε φορέσει αυτό το καπέλο παραπάνω
από πέντε φορές εδώ και είκοσι χρόνια,και ούτε θυμόταν πότε ήταν η τελευταία.Σβήνοντας
το φώς,η Ιζαμπέλ βγήκε από το δωμάτιο,οπότε και κατάλαβε ότι είχε ανησυχήσει
άδικα,αφού οι ετοιμασίες της είχαν πάει χαμένες.Ξαπλωμένες πάνω σε μια μάλλινη
κουβέρτα,οι δυό αδελφές της κοπέλας κοιμόντουσαν βαθιά,ενώ σε μια καρέκλα κοντά στην
πόρτα του δωματίου,ο σύζυγος της νεαρής γυναίκας κοιμόταν κι αυτός,λιγότερο ήσυχα,και
μουρμουρίζοντας πού και πού μέσα στον ύπνο του.Προχωρώντας με απαλά,γρήγορα
βήματα,η Ιζαμπέλ διέσχισε τη σάλα του σπιτιού,αυτού του σπιτιού που της είχε χαρίσει τόση
ηδονή,και το οποίο είχε βυθίσει στο μεγαλύτερο πόνο,πέρασε αθόρυβα την πόρτα και βγήκε
στην σκοτεινή νύχτα με τα μάτια της κλειστά ακόμη από την έξαψη.
ΓΚΙΓΙΩΜ & ΡΟΛΑΝ

Ένα από τα πιό εκθαμβωτικά όμορφα πλάσματα στον κόσμο στεκόταν μπροστά στον
καθρέφτη,παρατηρώντας το είδωλό του.Είχε ξανθά κυματιστά μαλλιά,μακρυά περίπου ως
τ’αυτιά,και σκούρα γαλάζια μάτια.Το πρόσωπο,λεπτό και με δέρμα απίστευτα
λευκό,φιλοξενούσε στο κέντρο του ένα τέλεια σχηματισμένο στόμα,σαρκώδες όσο
χρειαζόταν,και μισάνοιχτο τόσο ώστε να φανερώνει διακριτικά την υδηπάθειά του,πράγμα
στο οποίο βοηθούσε και το έντονο βυσσινί του χρώμα.Καθώς κινούνταν,ο καθρέφτης
φαινόταν αδύναμος να συλλάβει το ανεπαίσθητο μεγαλείο των κινήσεων,την σκοτεινή χάρη
του σφριγηλού του σώματος,ντυμένου μ’ένα παλιομοδίτικο,αλλά άριστα διατηρημένο
πράσινο φόρεμα.Ήταν ένα απλό ρούχο,χωρίς κανένα περιττό φτιασίδι,όμως το βαθύχρωμο
βελούδο από το οποίο ήταν φτιαγμένο και η στοιχειώδης σχεδόν κομψότητά του,έμοιαζαν
να έχουν υφανθεί ως και στο τελευταίο κομμάτι του.Τα χρυσά κρεμαστά σκουλαρίκια είχαν
στο κέντρο τους αμέθυστους,στο ίδιο χρώμα με τα χέιλη του,και καθώς ο Γκιγιώμ έφερε το
χέρι του απαλά πάνω από τους λοβούς των τρυπημένων αυτιών του,δεν μπόρεσε παρά να
θαυμάσει τον εαυτό του.

Ήξερε πως χωρίς κόπο,είχε πάντα καταφέρει να κρατήσει το κορμί του όμορφο όπως όταν
ήταν έφηβος,κι ας πλησίαζε τώρα τα σαράντα.Στο σώμα του τίποτε δεν πρόδιδε μια φύση
γυναικεία,καμιά έλλειψη σταθερότητας ή συνοχής δεν υπήρχε πάνω του,κι ακόμα κι αυτό το
κατάλευκο,λείο δέρμα του,γνώριζε πως ήταν το ίδιο ανδρικό με το γυμνό σώμα ενός
αγάλματος.Κοιτάζοντας τα πόδια του,τώρα κρυμμένα κάτω από μαύρες λεπτές κάλτσες που
ανέβαιναν ως τους μηρούς του,σκέφτηκε για άλλη μια φορά το λόγο που τον μεταμόρφωνε
σε γυναίκα,κι αυτός ήταν η μελαγχολία του.Το βλέμμα του στράφηκε πάλι στον
καθρέφτη,αυτή τη φορά στα μάτια του,που παρά το ανοιχτό τους χρώμα ήταν σχεδόν πάντα
σκοτεινά,σαν το φώς να μην έφτανε ποτέ ως το βάθος τους,σταματημένο από τις σκέψεις
που αδιάκοπα σέρνονταν μέσα και πίσω από αυτά.Και το στήθος του,μικρό σαν
καλοζωϊσμένου αγοριού,έλεγε την ίδια ιστορία.Η μελαγχολική διάθεση,αυτή που από
αιώνες είχε αδίκως φορτωθεί στις γυναίκες και έχει πια γίνει κληρονομικό τους δίκιο,αυτή
ήταν όλη η έμφυτη και πανίσχυρη θυληκότητα του Γκιγιώμ.

Εδώ και ώρες περπατούσε στο δωμάτιο περιμένοντας,και για να ξεχάσει την
αναμονή,άλλαζε μικρές πινελιές στην εμφάνισή του,προσπαθώντας να νοιώσει όσο πιο
φυσικά γινόταν.Το βάδισμα,οι κινήσεις των χεριών,ακόμη και ο μυστηριώδης τρόπος να
μετακινεί το βλέμμα του,ήταν όλα στοιχεία που του έρχονταν από μόνα τους,έτοιμα σαν την
αναπνοή του.Θυμόταν ότι,και σαν παιδί,είχε παρατηρήσει πως το βλέμμα του κυλιόταν
νωχελικά από το ένα αντικείμενο στο άλλο,αντί να καρφώνεται γρήγορα και
φοβισμένα,όπως των ανδρών.Κι ούτε τα ρούχα τον ενοχλούσαν,τουλάχιστον ως προς την
γυναικεία τους όψη.Ο Γκιγιώμ είχε φορέσει ποδιές,μακριά νυχτικά,κοντές μάλλινες ζακέτες
και απλές καφετιές φούστες,είχε ζήσει μέσα στο σπίτι κι ελάχιστα έξω από αυτό,κι είχε έτσι
αποκτήσει απόλυτη κυριαρχία επάνω στον γλυκό αστικό μύθο του μικρού και ασήμαντου
στύλ των γυναικών.Αυτό που τον ερέθιζε τώρα,που έκανε την προσοχή του να διασπάται σε
όλες τις γωνιές του δωματίου,ήταν η επιτήδευση των ρούχων που είχε φορέσει.Όπως ένα
μικρό αγόρι που κοιτάζει με δυσφορία την χτυπητή κίτρινη γραβάτα που το ανάγκασαν να
φορέσει στην εκκλησία,κρατώντας την μπροστά στη μύτη του,ο Γκιγιώμ αισθανόταν άβολα
όχι με την ουσία,αλλά με το πλούμισμα των ρούχων.Στο κάτω-κάτω,ήταν ρούχα για βραδινή
έξοδο,κι ακόμα ήταν στο σπίτι.

Είχε αρχίσει να κουράζεται με τις ατέλειωτες βολτες μπροστά στον καθρέφτη,κι άλλωστε
ήταν σίγουρος ότι είχε προετοιμαστεί όσο καλύτερα μπορούσε.Έτσι,όταν τα μάτια του
περιπλανήθηκαν ως την γωνιά όπου βρισκόταν ο καναπές,σχεδόν έτρεξε προς το μέρος του
και σωριάστηκε στην αριστερή μεριά του.Εκεί καθόταν πάντα,κι όταν πέρασαν λίγα λεπτά
άρχισε να χαλαρώνει,η καθημερινή ζωή είχε ξανακυλήσει μέσα του αθόρυβα,και τώρα δεν
ένοιωθε ούτε την ενόχληση των ρούχων,την είχε συνηθίσει.Βγάζοντας με προσοχή τα
παπούτσια του,ένα ζευγάρι χαμηλά παπούτσια κι αυτά στο ίδιο βυσσινί χρώμα,έφερε τα
πόδια του κάτω από τους μηρούς του και κάθισε αναπαυτικά στον παλιό
καναπέ,κουλουριάζοντας και το υπόλοιπο σώμα του σαν γάτα.Ίσως θα έπρεπε κι αυτός να
έχει βρεί κάποιον τρόπο να καταπολεμά την νευρικότητά του,και καθώς η σκέψη αυτή
πέρασε απ’το μυαλό του,ένοιωσε ξαφνικά ανήσυχος,χωρίς κανένα λόγο,απλά και μόνο με
την αναφορά της λέξης.Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στην αγκαλιά του και περίμενε να του
περάσει.Ο Ρολάν σ’αυτήν την περίπτωση θα άναβε σίγουρα ένα τσιγάρο,όμως ο Γκιγιώμ δεν
κάπνιζε.Του άρεσε να μυρίζει τον καπνό του Ρολάν στο τραπέζι,μετά το φαγητό,στα ρούχα
και στα γάντια που φορούσε το χειμώνα,όμως ο ίδιος φοβόταν να καπνίσει,πίστευε πως η
γεύση θα τον τάραζε φοβερά και θα τον δυσαρεστούσε.

Ο Γκιγιώμ χτένισε με το χέρι τα μαλλιά του και τα έσπρωξε απαλά προς τα πίσω.Μαζί με την
ιδέα του τσιγάρου,είχε ξαναθυμηθεί κι όλες τις υπόλοιπες μυρωδιές του Ρολάν,όμως πιό
έντονη τώρα στο μυαλό του ερχόταν μονάχα μία,κι αυτό τον παραξένεψε,κυρίως γιατί δεν
ήταν μια μυρωδιά που συνήθως θεωρούσε ευχάριστη.Ήταν η μυρωδιά από τις μπότες που
φορούσε πολλές φορές,και τις οποίες άφηνε πάντα στην είσοδο του σπιτιού,έτσι που συχνά
ολόκληρο το σπίτι έπαιρνε τη μυρωδιά των ιδρωμένων ποδιών του.Καθώς όμως το άρωμα
αυτό ανακατευόταν με τη φυσική οσμή του δέρματος από τις μπότες,γινόταν πιό βαθύ,πιό
γοητευτικό,σχεδόν ευγενικό,κι ο Γκιγιώμ είχε συχνά παραδεχτεί ότι τον μάγευε.Αν και
αρνούνταν να συμμαζέψει τις μπότες του Ρολάν,ή να τις καθαρίσει,αυτό το συγκεχυμένο
τους άρωμα ξυπνούσε πάντα στο μυαλό του την εικόνα του,καθώς γυρνούσε στο σπίτι
κουρασμένος αλλά χαμογελαστός,κι αυτό τον έκανε ευτυχισμένο.Ήταν μια μυρωδιά που του
έλεγε ότι ο Ρολάν βρισκόταν στο σπίτι.

Ξαφνικά ένοιωσε να κρυώνει,κι έτριψε λίγο τα πόδια του μεταξύ τους.Ήταν ευγνώμων για
τις μαύρες κάλτσες,τουλάχιστον τον ζεσταίναν λίγο,κι αυτό ήταν πολύ καλό.Αυτές οι μέρες
του Μάρτη μπορούσαν να γίνουν αφόρητα κρύες,και το φόρεμα που φορούσε ήταν αρκετά
κοντό,ώστε να μήν φτάνει για τον κρατάει ζεστό.Κοιτάζοντας το φόρεμά του,ο Γκιγιώμ
αναρωτήθηκε γιατί είχε διαλέξει το πράσινο χρώμα.Ο Ρολάν του είχε μιλήσει με πολλές
λεπτομέρειες για την αποψινή τους επίσκεψη,ήταν μια επίσημη επίσκεψη οπωσδήποτε,και
το βελούδο πάντοτε έδινε μια πνοή αριστοκρατική στο ντύσιμο,τουλάχιστον αυτό πίστευε ο
Γκιγιώμ.Όμως το πράσινο χρώμα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό,κι ιδίως αυτό,που έμοιαζε
με τα φύλλα ενός δάσους από κωνοφόρα,κουβαλούσε κατά τη γνώμη του την πιο γνήσια και
ονειρική επισημότητα.Ένα δάσος,ακόμη κι ένα δέντρο,ήταν κάτι πού σπάνιο κι έτσι πολύ
αγαπητό στον Γκιγιώμ,που λάτρευε ό,τι η ζωή στο σπίτι δεν μπορούσε να του
προσφέρει,όπως την θέα σε ένα πράσινο βουνό,ή και σε έναν ουρανό παγωμένο στη στιγμή
που ο ήλιος έδυε.Γι’αυτό κι είχε φορέσει μώβ σκουλαρίκια κι άλλα τόσα πράγματα μ’αυτό το
χρώμα,που το αγαπούσε πιό πολύ απ’όλα όσα γεννούσε ο ήλιος.

Ο Γκιγιώμ κι ο Ρολάν ζούσαν μαζί εδώ και πάρα πολλά χρόνια,όμως ποτέ δεν είχαν κάνει
έρωτα,αν και πλάγιαζαν μαζί κάθε βράδυ.Στις κινήσεις και τη διάθεσή τους βέβαια υπήρχε ο
ερωτισμός που αναπόφευκτα υπαινίσσεται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους,όταν το σώμα τους
έχει ωριμάσει-ανεξάρτητα από το φύλο τους-όμως στη δική τους περίπτωση,ο ερωτισμός
αυτός αρνούνταν να εκδηλωθεί με σαφήνεια,να γίνει μια τέλεια ερωτική πράξη.Όπως συχνά
συμβαίνει με τους εφήβους,όπου οι απαιτήσεις του κορμιού,όσο επιτακτικές κι αν
είναι,αδυνατούν να βρούν μια συγκεκριμένη διέξοδο,έτσι κι αυτοί ζούσαν σε μια μόνιμη
παράταση της ήβης,νοιώθοντας την σεξουαλική επιθυμία ανάμεσά τους να γεννιέται,να
φουντώνει,και να καταλαγιάζει,πάντοτε όμως μετέωρη,αφού οι ίδιοι έμεναν αμέτοχοι
σ’αυτήν.Ο Γκιγιώμ είχε πολλές φορές αισθανθεί ξεκάθαρο και δυνατό τον πόθο του για τον
σύντροφό του,και πίστευε πως το ίδιο συνέβαινε και με τον Ρολάν,όμως η λατρεία του
γι’αυτόν ήταν τέτοια,που τον έκανε να διστάζει να προχωρήσει παραπέρα-όχι γιατί
ντρεπόταν,αλλά γιατί πεισματικά απέρριπτε την πιθανότητα να υπάρχει μια κατάσταση
μεγαλύτερης αυτάρκειας και βαθύτερης αγάπης απέναντι στον Ρολάν,απ’αυτήν που ήδη
ένοιωθε.Θα αγκάλιαζαν και θα φιλούσαν ζεστά και ερωτικά ο ένας τον άλλο,και το
βράδυ,μέσα στην άτακτη κίνηση του ύπνου τα σώματά τους θα βρίσκονταν μπλεγμένα το
ένα μέσα στο άλλο,όμως η επαφή τους σταματούσε απότομα εκεί,με την θέληση καί των
δυό.

Τρίβοντας χωρίς να το καταλαβαίνει το ξεφτισμένο ύφασμα του καναπέ με τις άκρες των
δαχτύλων του,ο Γκιγιώμ σκεφτόταν τα πρωινά που ο Ρολάν περνούσε μαζί του,όταν
μπορούσε να μείνει στο σπίτι.Συχνά διαβάζαν μαζί την εφημερίδα,είτε καθισμένοι δίπλα-
δίπλα,είτε σκύβοντας παιχνιδιάρικα ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου.Άλλες φορές πάλι
έκαναν μαζί το μπάνιο τους,κι αυτή ήταν μια από τις πιό γλυκές και ηδονικές στιγμές στη ζωή
και των δύο.Το μπάνιο ήταν μικρό,και το ζεστό νερό το έκανε γρήγορα να γεμίζει με
ατμούς,τόσο ώστε σχεδόν να μην βλέπουν.Η μπανιέρα ήταν δυστυχώς πολύ μικρή για να
χωράει και τους δύο μαζί,κι έτσι ο καθένας τους έλουζε με την σειρά τον
άλλο,διασκεδάζοντας με τον εναλλασσόμενο ρόλο του παιδιού που αυτή η διαδικασία τους
υποχρέωνε να πάρουν.Ο Γκιγιώμ θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια τις φορές που είχε σκύψει
δίπλα στον Ρολάν,που περίμενε γυμνός,καθισμένος μέσα στην μπανιέρα.Ούτε κι ο ίδιος
φορούσε καθόλου ρούχα-άλλωστε η ζέστη μέσα στο μπάνιο ήταν απίστευτη,και θυμόταν το
υπέροχο χαμόγελο του Ρολάν,καθώς τον παρατηρούσε πρώτα να μουσκεύει το σφουγγάρι
στο ζεστό νερό,κι έπειτα να το περνάει απαλά πρώτα πάνω από την επιφάνεια των ώμων
του,κι ύστερα σ’όλο του το σώμα.Και οι δύο βρίσκονταν σε στύση σ’όλη τη διάρκεια του
μπάνιου,έιτε μέσα,είτε έξω απ’την μπανιέρα,κι αυτό ήταν κάτι που σχολίαζαν
γελώντας,όπως ακριβώς κάνουν τα μικρά παιδιά.

Τα βρεγμένα μαλλιά του Ρολάν μετά το μπάνιο γίνονταν κι αυτά πιό σκούρα,απ’το
νερό,έχαναν πρόσκαιρα το ξανθό τους χρώμα,κι όταν ύστερα ξάπλωνε στο κρεββάτι και τον
έπαιρνε ο ύπνος,ένα φαρδύ υγρό στεφάνι σχηματιζόταν πάνω στο μαξιλάρι,κάτω απ’το
κεφάλι του.Ο Γκιγιώμ τις ώρες εκείνες καθόταν δίπλα του και τον θαύμαζε,απολαμβάνοντας
την ομορφιά του και την ευτυχία που του έδινε η παρουσία του.Η λατρεία του για τον Ρολάν
εκφράζονταν μ’ένα αίσθημα έρωτα άναρθρου και παθητικού,που δεν μπορούσε σχεδόν
ν’αναπνεύσει από την χαρά του,κι αυτό στα χέρια οποιουδήποτε άλλου άνδρα θα γινόταν
ένα φοβερό όπλο,μια μέγκενη εκβιασμών για την πλήρη θηλεοπόιησή του.Όμως ο Γκιγιώμ
είχε κι ο ίδιος νοιώσει τη λατρεία του αυτή να του ανταποδίδεται και μάλιστα με το
παραπάνω,είχε κι αυτός ξυπνήσει πολλές φορές με τον Ρολάν να κάθεται δίπλα του
ακίνητος,χωρίς να κάνει τίποτε,απλά κοιτάζοντας τον τρυφερά.Κι όταν κάποιες στιγμές το
κράτημα του χεριού του γινόταν ξαφνικά αναπάντεχα ερωτικό,ο Γκιγιώμ ήξερε πως δεν ήταν
μόνο επειδή ο Ρολάν μπορούσε να διακρίνει στα μάτια του την ανάγκη για μιά τέτοια
κίνηση,αλλά γιατί κι ο ίδιος αισθανόταν την ανάγκη αυτή εκείνη την ώρα.

Τα σκουλαρίκια βάραιναν λίγο τ’αυτιά του Γκιγιώμ,που αν και τα είχε τρυπήσει πρίν από
χρόνια,πολύ σπάνια τα διακοσμούσε όπως τώρα.Είχε μάλιστα περάσει αρκετή ώρα το
απόγευμα προσπαθώντας να ξανανοίξει τις τρύπες,αγνοώντας τον πόνο που του
προκαλούσε το τρύπημα από το κάθε χρυσό κόσμημα.Όμως ακόμη αισθανόταν τον λαιμό
του πιασμένο απ’την προσπάθεια,και κλείνοντας τα μάτια έφερε τον πονεμένο του αυχένα
προς τα πίσω,ξαπλώνοντας ελαφρά στην πλάτη του καναπέ.Ο Ρολάν είχε γυρίσει πρίν από
μια ώρα,είχε ντυθεί,και είχε ξαναφύγει για να πάρει λουλούδια για την επίσκεψή τους,όμως
είχε αργήσει πολύ.Το ανθοπωλείο βρισκόταν στη γωνία του τετραγώνου,και καθώς ο Γκιγιώμ
το σκέφτηκε,άνοιξε ανήσυχος τα μάτια του.Ήξερε πως τίποτε κακό δεν μπορούσε να έχει
συμβεί στον Ρολάν,γιατί πίστευε πως,το δευτερόλεπτο που κάποιο φρικτό ατύχημα θα έκοβε
το νήμα της ζωής του Ρολάν,ο ίδιος θα πέθαινε αμέσως,η καρδιά του θα έσκαζε πρίν καλά-
καλά το καταλάβει.Η ανησυχία όμως είχε τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό του,κι ο Γκιγιώμ
ανακάθισε στον καναπέ,και,κατεβάζοντας τα πόδια του,ξαναφόρεσε μηχανικά τα παπούτσια
του.Έπειτα λύγισε την πλάτη του και στηρίζοντας τα χέρια στα γόνατά του,άρχισε να
περιμένει,μετρώντας αθόρυβα τα λεπτά που περνούσαν.

Ο Γκιγιώμ ήταν έτοιμος να σηκωθεί απ’τον καναπέ και ν’αρχίσει να περπατάει νευρικά πέρα-
δώθε στο δωμάτιο,όταν άκουσε τον ήχο από την εξώπορτα της πολυκατοικίας που
έκλεινε.Αμέσως έκλεισε τα μάτια,τέντωσε το λαιμό του,κι άρχισε να αφουγκράζεται και τους
πιό ασήμαντους ήχους,όπως ο πεινασμένος κλείνει τα μάτια του για να βρεί από που έρχεται
η μυρωδιά του ζεστού φαγητού,όλες του οι αισθήσεις είχαν γίνει η ακοή του.Άκουσε το παλιό
ασανσέρ να κατεβαίνει στο ισόγειο,η μεταλλική συρόμενη πόρτα άνοιξε,και κάποιος μπήκε
μέσα.Το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει,έναν όροφο,και στη συνέχεια σταμάτησε στον
δεύτερο,στον όροφο του σπιτιού τους.Άκουσε την μεταλλική πόρτα αυτή τη φορά να
ανοίγει,κι έπειτα άνοιξε τα μάτια του πανευτυχής,αφού είχε αναγνωρίσει το κουδούνισμα
των κλειδιών του Ρολάν,τον ήχο που έκαναν πάντα καθώς τα έβγαζε απότομα απ’την τσέπη
του.Η πόρτα άνοιξε κι ο Ρολάν μπήκε στο σπίτι,κουβαλώντας τα λουλούδια κι ένα άσπρο
μαλακό πακέτο,τυλιγμένο σε λεπτό χαρτί.Κοίταξε τον Γκιγιώμ χαμογελώντας,άφησε τα
πράγματα να πέσουν στο χαμηλό τραπεζάκι,και στάθηκε δίπλα στην πόρτα,πάντα
χαμογελώντας.

Ο Γκιγιώμ σηκώθηκε απότομα απ’τον καναπέ κι έτρεξε προς το μέρος του,πέφτοντας στην
αγκαλιά του Ρολάν,που τον αγκάλιασε κι αυτός σφιχτά.Το σώμα του Γκιγιώμ έτρεμε λίγο,κι
ο Ρολάν κατάλαβε ότι έιχε ανησυχήσει.Τον φίλησε απαλά στο δεξί του μάγουλο,φέρνοντας
πειραχτικά το δάχτυλο στα χέιλη του,που δεν ήταν βαμμένα όταν είχε φύγει. “Είσαι ακόμη
πιό όμορφος,” είπε στον Γκιγιώμ,κι αυτή την φορά τον φίλησε στα χέιλη του,προσεκτικά και
αργά.Έπειτα ο Γκιγιώμ τον έσπρωξε λίγο πίσω,και στάθηκε μπροστά στον
καθρέφτη,χαμογελώντας με ψεύτικη φιλαρέσκεια.Γύρισε και κοίταξε τον Ρολάν,τα μάτια του
δεν χόρταιναν να τον βλέπουν,και σκέφτηκε πως το γκρίζο χειμωνιάτικο κοστούμι του,αν και
είχε παλιώσει λίγο,τον έκανε να μοιάζει ομορφότερος από ποτέ.Ο Ρολάν πήγε μέχρι το
τραπεζάκι,πήρε το μαλακό άσπρο πακέτο,και το πρόσφερε με απολογητικό ύφος στον
Γκιγιώμ,λέγοντας με τα γαλάζια του μάτια πως ζητούσε να τον συγχωρήσει για την ανησυχία
που του προκάλεσε η αργοπορία του.Ο Γκιγιώμ άνοιξε γρήγορα το δέμα,και μέσα βρήκε το
πιό υπέροχο σάλι που είχε δεί ποτέ του.Ήταν φτιαγμένο από λεπτό μαλλί,σ’ένα χρώμα που
μπερδευόταν ανάμεσα στο βαθύ κόκκινο και το μαύρο,το χρώμα του μαύρου αίματος-αν
υπήρχε κάτι τέτοιο.Το ξεδίπλωσε βιαστικά και το έριξε με χάρη στους ώμους του,τυλίγοντας
τα χέρια του που κρύωναν μ’αυτό.Έπειτα κοιτάχτηκε και πάλι στον καθρέφτη,χαμογέλασε
στον Ρολάν και κάθισε δειλά στον καναπέ.Όταν και πάλι έστρεψε τα μάτια του πρός το μέρος
του,τον είδε να τον κοιτάζει με θαυμασμό. “Σ’ευχαριστώ,σ’ευχαριστώ πολύ,” του είπε,και
του έκανε χώρο για να καθίσει δίπλα του στον καναπέ.
Ο Ρολάν προχώρησε προς το μέρος του και κάθισε δίπλα του,κράτησε σφιχτά τα χέρια του
και τα φίλησε.Καθώς διέσχιζε το δωμάτιο,το είδωλο του είχε περάσει φευγαλέα από τον
καθρέφτη.Αν λοιπόν ο καθρέφτης ήταν ένα ζωντανό πλάσμα,που κοίταζε με έμψυχα κι όχι
μ’αδιάφορα μάτια τους ανθρώπους που περνούσαν από μπροστά του,ήταν σίγουρο ότι το
βλέμμα του θα θόλωνε για λίγο,μετά το καθρέφτισμα των δύο αυτών ανδρών.Λίγο αφού ο
Γκιγιώμ είχε καθρεφτιστεί χαρούμενος,φορώντας το καινούριο του σάλι πάνω από το
πράσινό του φόρεμα,η εικόνα ενός δεύτερου άνδρα πέρασε μέσα από το γυαλί του
καθρέφτη.Ο άνδρας αυτός φορούσε γκρίζο κοστούμι,γαλάζιο πουκάμισο και μάυρα
καστόρινα παπούτσια,κι ήταν ίδιος και απαράλλαχτος με τον Γκιγιώμ.Είχε κι αυτός σπαστά
μαλλιά μακριά ως τ’αυτιά του,βαθυγάλανα μάτια,και το ίδιο γλυκό,τέλεια ζωγραφισμένο
στόμα.Είχε το ίδιο ανάστημα με τον Γκιγιώμ,και κάτω από τα ανδρικά του ρούχα,θα
μπορούσε κανείς να διακρίνει το ίδιο εφηβικό,σφριγηλό και λεπτοκαμωμένο σώμα.Ακόμη
και το περπάτημα τους ήταν ίδιο,με τα μακριά τους δάχτυλα ν’ακουμπούν τρεμοπαίζοντας
στους γοφούς.Ο άνδρας αυτός ήταν ο Ρολάν,και τώρα καθόταν δίπλα στον Γκιγιώμ,τον
δίδυμο αδερφό του,με τον οποίο έμοιαζαν σαν δυό φύλλα από το ίδιο λουλούδι.

Υπάρχουν δίδυμοι που,ακόμη κι όταν είναι ολόιδιοι,είτε με την παρέμβαση των γονιών
τους,αλλά πολλές φορές κι από δική τους θέληση,έχουν τελείως διαφορετικούς
χαρακτήρες.Η διαφορά αυτή όμως,καθώς περνούν τα χρόνια,αρχίζει να χαράζεται πάνω στο
πρόσωπό τους,να γίνεται ο ξεχωριστός αέρας και η διάθεση του καθενός,ώστε μετά από
κάποια ηλικία,ο καθένας να μπορεί να τους ξεχωρίσει,γίνονται απλά δυό άνθρωποι που
μοιάζουν.Όμως ο Γκιγιώμ κι ο Ρολάν ήταν σχεδόν ο ίδιος άνθρωπος,φτιαγμένος δυό φορές
χωρίς την παραμικρή αλλαγή.Ο ήχος της φωνής τους,όταν μιλούσαν μεταξύ τους,ακουγόταν
σαν την φωνή ενός ανθρώπου που μιλάει με τον εαυτό του.Ποτέ οι διακυμάνσεις της φωνής
του Γκιγιώμ δεν πλησίαζαν περισσότερο προς το γυναικείο τόνο απ’ότι του Ρολάν.Δίσταζαν
με τον ίδιο τρόπο πριν από ορισμένες λέξεις,φλυαρούσαν στον ίδιο γρήγορο ρυθμό,ακόμη κι
όταν μισοκοιμόντουσαν ή ήταν αφηρημένοι,ακόμη και τότε μουρμουρίζαν τα ίδια
πράγματα.Όμως οι ομοιότητες,αυτά τα αναρίθμητα στοιχεία που μεταμόρφωνα τον έναν σε
τρομακτικά πιστό είδωλο του άλλου,δεν εξαντλούνταν εκεί.Γιατί ο Γκιγιώμ είχε με τον Ρολάν
την σπάνια εκείνη πνευματική και συναισθηματική συνέχεια,που επιτρέπει σε ορισμένους
ανθρώπους να μαντεύουν τις επιθυμίες του συντρόφου τους πρίν αυτός καν τις
εκφράσει,κυρίως γιατί και οι ίδιοι αισθάνονται τις επιθυμίες αυτές ταυτόχρονα.

Σε μιά πρωινή συζήτηση,ο Ρολάν θα σιωπούσε τη στιγμή ακριβώς που ο Γκιγιώμ θα ήθελε
να απολαύσει την μορφή του και μόνον αυτή,να χαϊδέψει τα χείλη του αδερφού του χωρίς
αυτά να βγάζουν λέξη.Τις νύχτες που ένοιωθαν την ανάγκη να ξαπλώσουν πιό κοντά ο ένας
δίπλα στον άλλον,το πλησίασμα του κορμιού τους γινόταν με μια τέτοια ανεπαίσθητη αλλά
δυνατή ακρίβεια,ώστε το πρωί,όταν ξυπνούσαν,τα σώματά τους σχημάτιζαν ένα τέλειο
σχήμα,σαν μια αντανάκλαση σε μια ήρεμη λίμνη,όπου είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις το
είδωλο απ’το πραγματικό αντικείμενο.Αλλά και σ’ότι είχε να κάνει με την τρυφερότητα και
την αγάπη που ένοιωθαν ο ένας για τον άλλον,η πιό αυθόρμητη αρμονία επικρατούσε,ακόμη
και τις στιγμές που το πάθος τους γινόταν έντονο.Όπως η ερωτική πράξη αποφεύγονταν με
κοινή σιωπηλή συμφωνία,έτσι και τα δυό αδέρφια δεν έβγαζαν τα ρούχα τους,παρά μόνο
όταν αισθάνονταν σίγουροι πως ήθελαν να δούν το γυμνό σώμα ο ένας του άλλου.Η γνώση
της δικής τους επιθυμίας,κάθε φορά αρκούσε,γιατί ήταν βέβαιο ότι θα αντικατόπτριζε και
την επιθυμία του άλλου.Μ’αυτήν την αδιάσπαστη προσήλωση,
που τους είχε έτσι χαριστεί ώστε να είναι άφθαρτη στο χρόνο,ο Γκιγιώμ και ο Ρολάν ζουσαν
μαζί από τα είκοσί τους χρόνια,λατρεύοντας ο ένας τον άλλον πέρα από τα όρια της
ανθρώπινης σκέψης και αντίληψης.

Καθισμένοι τώρα ο ένας δίπλα στον άλλον,χαίρονταν για άλλη μια φορά την πληρότητα που
γεννούσε στον καθένα η διπλή παρουσία τους.Ο Γκιγιώμ είχε μεταμορφωθεί για την αποψινή
επίσκεψη στην πιό τέλεια γυναίκα,και με τον ίδιο τρόπο ο Ρολάν ήταν στα μάτια του αδερφού
του,ο πιό όμορφος και αξιέραστος άνδρας που υπήρχε.Οι ρόλοι αυτοί θα μπορούσαν να είναι
αντεστραμμένοι,άλλωστε μέσα στο σπίτι ο Ρολάν φορούσε κι αυτός συχνά τα γυναικεία
ρούχα του Γκιγιώμ,και στα αυτιά του υπήρχαν ακόμη τα σημάδια από τις τρύπες που πριν
από πολλά χρόνια είχαν κάνει μαζί,αλλά που τώρα μόνο ο Γκιγιώμ χρησιμοποιούσε.Αλλά κι
αυτή,δεν ήταν διαφορά.Ο Ρολάν θα ήταν πρόθυμος να ντυθεί ο ίδιος γυναίκα,και θα
ξανάνοιγε τις τρύπες των αυτιών του χωρίς να σκεφτεί τον πόνο-όπως είχε κάνει ο
Γκιγιώμ.Όμως ο αδερφός του είχε αποφασίσει να είναι η γυναίκα στην αποψινή τους
επίσκεψη, ήταν κάτι που ήθελε πολύ,κι έτσι έβρισκε τον Ρολάν απόλυτα σύμφωνο.Ύστερα
από λίγα λεπτά,χωρίς να πούν τίποτε,τα δυό αδέρφια σηκώθηκαν μαζί από τον καναπέ.Ο
Γκιγιώμ ίσιωσε το σάλι στους ώμους του.Ο Ρολάν πήρε τα κλειδιά και τα λουλούδια απ’το
τραπέζι και στάθηκε απέναντι στον αδερφό του,περιμένοντάς τον.Τώρα πια δεν χρειάζονταν
τον καθρέφτη,είχαν γίνει ο ένας το είδωλο του άλλου,και ο Γκιγιώμ έδωσε χαμογελώντας το
χέρι του στον Ρολάν,που χαμογελούσε κι αυτός γλυκά,καθώς κλείδωνε πίσω του την πόρτα
του σπιτιού.

Ήταν μια από τις τελευταίες νύχτες του Μάρτη,κι ο αποχωρών μήνας,όπως συμβαίνει με
πολλούς ετοιμοθάνατους,είχε κακοκεφιά.Ο αέρας που φυσούσε ήταν ο πιό κρύος
απ’ολόκληρου του χειμώνα,και ξέχωρα απ’αυτό,η υγρασία από την απογευματινή βροχή
έκανε τους δρόμους αφιλόξενους όσο ποτέ.Ο Ρολάν όμως δεν ένοιωθε τίποτε απ’όλ’αυτά,τα
μάτια του,τα συνήθως τόσο μελαγχολικά,τώρα είχαν μέσα τους τη σπίθα του
αγουροξυπνημένου οδοιπόρου,που δεν έχει ακόμα καταλάβει την σκληρότητα της
διαδρομής που ειναι αναγκασμένος ν’ακολουθήσει.Ήταν σαν να παρέλαυνε μέσα σ’έναν
ζεστό καλοκαιρινό δρόμο,που από κάποιο λάθος φαινόταν να μοιάζει σκοτεινός,υγρός και
κρύος.Ο Ρολάν καταλάβαινε φυσικά την πλάνη του,αλλά συνάμα την απολάμβανε,γιατί
ήξερε πού την χρωστούσε.Σφιχτά κρατημένο στο δεξί του χέρι κρατούσε τώρα το χέρι του
Γκιγιώμ,του αδερφού του,που δεν ήταν μεγαλύτερο,όυτε και μικρότερο απ’το δικό του,όμως
είχε διπλωθεί με δύναμη μέσα στην παλάμη του.Ο Ρολάν αισθανόταν ότι ο αδερφός του
κρατούσε το χέρι του το ίδιο σφιχτά,κι ότι ο κρύος αέρας που χτυπούσε και στα δικά του
μάγουλα,γι’αυτόν δεν θα ήτανε παρά ένα ανοιξιάτικο βοριαδάκι που τον δρόσιζε.

Καθώς πλησιάζαν στον προορισμό τους,οι δρόμοι γινόντουσαν όλο και πιό
σκοτεινοί.Ελάχιστοι φανοστάτες φωτίζαν πιά τα έρημα σοκάκια,και οι λίγοι περαστικοί που
τους προσπερνούσαν σκυφτοί και χωμένοι μέσα στα παλτά τους,ούτε που τους προσέχαν.Αν
όμως στέκονταν λίγο απέναντι σ’αυτό το ζευγάρι,το κάπως ελαφρά ντυμένο για την
εποχή,και το παρατηρούσαν,οι περισσότεροι θ’απορούσαν.Κι αυτό όχι γιατί και οι δυό τους
ήταν άνδρες και μάλιστα ίδιοι σε κάθε λεπτομέρειά τους.Άλλωστε,κάτω από το λιγοστό
χλωρό φώς των φανοστατών,το δέρμα στο πρόσωπο του Γκιγιώμ έδειχνε τόσο λεπτό και
ντελικάτο,με το βυσσινί των χειλιών να τονίζει το στόμα του,που θα μπορούσε να είναι η
ομορφότερη γυναίκα που κυκλοφορούσε αυτή την ώρα στους δρόμους της πόλης.Αυτό όμως
που έκανε εντύπωση,ήταν ο αλλόκοτος τρόπος με τον οποίο κι οι δυό
περπατούσαν.Πιασμένοι από το χέρι,οι δύο αδερφοί έδιναν την εντύπωση των ανθρώπων
που δεν έχουν κρατήσει άλλο χέρι στη ζωή τους,εκτός από αυτό του τωρινού συντρόφου
τους,κι αυτό ήταν μια έκφραση ψυχικής αγνότητας γνωστή πλέον μόνο στα παιδιά.Κι αυτοί
ήταν ένα ζευγάρι κοντά στο τέλος της νεότητας,ντυμένο για βραδυνή έξοδο-κι όμως,η στάση
τους,από την ταχύτητα των βημάτων μέχρι το πόσο κοντά κρατούσε ο ένας τον άλλον,ήταν
πράγματα ανήκουστα για ανθρώπους κοντά στα σαράντα.Δεν βιάζονταν να φτάσουν εκεί
που πήγαιναν,η διαδρομή και μόνο,ήταν αρκετή για να τους ευχαριστήσει.

Η επίσκεψη αυτή ήταν κάτι που είχε περάσει για πρώτη φορά απ’το μυαλό τους πρίν από
πολλά χρόνια,αν και λίγες φορές είχαν συζητήσει γι’αυτό.Ο Ρολάν θυμόταν πως ο Γκιγιώμ
είχε επιμείνει πως,αν γινόταν πέντε ή δέκα χρόνια πρίν,θα έμοιαζε με ένα αποτόλμημα,με
ένα καπρίτσιο χωρίς ουσία,κι ο ίδιος είχε συμφωνήσει.Τώρα,καθώς κοίταζε τον αδερφό
του,να περπατά ευτυχισμένος δίπλα του,ήξερε πως η ευτυχία αυτή θα μεγάλωνε με τα
χρόνια,και πως τώρα είχε φτάσει στο κατάλληλιο σημείο ώστε να τους εμποδίζει να
αισθάνονται τύψεις για το εγχείρημα αυτό.Ο Γκιγιώμ μπορεί να έμοιαζε πολύ πιό νέος από
την ηλικία του-όπως άλλωστε συνέβαινε και με τον εαυτό του-μπορεί να παρέμενε
ασύγκριτα όμορφος και ελκυστικός,όμως ήταν πιά ένας ώριμος άντρας,έτοιμος να εκδικηθεί
για χάρη της μεγαλύτερης αγάπης του.Ξαφνικά,τα μάτια του αδερφού του στράφηκαν και
κοίταξαν τον Ρολάν,με την ίδια ίσως ζεστή σκέψη,αυτή της μεγαλύτερης αγάπης.Κι αν το
παλιό και λίγο φθαρμένο γνωμικό για τον καθρέφτη της ψυχής είχε μέσα του έστω και λιγη
αλήθεια,τότε κοιτάζοντας μέσα στα μάτια του Γκιγιώμ,ο Ρολάν μπορούσε πάντα να βλέπει,ή
και να κρυφοκοιτά τις σκέψεις που έκανε και ο ίδιος. Όταν δε οι σκέψεις αυτές ήταν κάπως
σκοτεινές ή παράξενες,όπως τώρα,που το σχέδιό τους έφτανε κοντά στο τέλος του,αυτή η
γρίλλια που έβλεπε κατευθείαν μέσα στην ψυχή του,είχε την δυνατότητα να τον
καθυσηχάζει.

Αυτό που σώζει συχνά τον άνθρωπο από τις καταστροφικές ιδέες και τις σκέψεις του,είναι η
απουσία επιβεβαίωσης,έστω και μιας υποψίας από δαύτην.Μια κακόβουλη,εχθρική ιδέα
γεννιέται μέσα σ’ένα ανθρώπινο μυαλό.Εκείνος που την σκέφτηκε μπορεί να ενθουσιαστεί
από τις προοπτικές της εφαρμογής της,από το βάθος της σατανικής του σύλληψης,αλλά
σύντομα θα κουραστεί από τη συνεχή της επανάληψη.Μια φωνή που φωνάζει μόνη της το
ίδιο πράγμα-ιδίως όταν τα συνηθισμένα της λόγια σπρώχνουν τον άνθρωπο στο καλό-είναι
εξαιρετικά αδύναμη να πείσει τον ίδιο άνθρωπο να κάνει το κακό.Δειλιάζοντας,μην
βρίσκοντας ενθάρρυνση σε μια δεύτερη φωνή,παραπλήσια,που να τον
εμψυχώνει,αποτραβιέται από την ιδέα που τόσο τον είχε συναρπάσει.Ακόμα κι οι πιό
στυγνοί εγκληματίες,που αναγκάζονται συχνά για τον λόγο αυτό να εργαστούν μαζί,δεν
βρίσκουν πάντα το κουράγιο που τους χρειάζεται,οι ιδέες και οι φωνές της ψυχής τους
μπορεί πολύ συχνά να διαφωνούν.Όταν όμως μια διαβολική ιδέα γεννιέται ταυτόχρονα σε
δυό ανθρώπους,κι όταν μάλιστα οι άνθρωποι αυτοί έχουν μάθει να συμφωνούν και να
στηρίζουν ο ένας τον άλλον σε καθε κίνηση,γιατί έτσι είναι φτιαγμένοι,τότε και η πιό
αποτρόπαια ευχή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί.Δυό άνθρωποι όπως ο Γκιγιώμ και ο
Ρολάν,αν αφιέρωναν τη ζωή τους στο κακό της ανθρωπότητας,θα μπορούσαν να λιώσουν
όλους τους ανθρώπους της γής κάτω απ’το πόδι τους.Όμως τα δυό αδέρφια ήταν αδύνατο
να σκεφτούν τίποτε άλλο πέρα από το άλλο τους μισό,ήταν αδύνατο να νοιώσουν κάτι άλλο
εκτός από τον έρωτα,τη λατρεία του ενός για τον άλλο.Έτσι,η μόνη μοχθηρή ευχή που είχαν
ποτέ κάνει ήταν αυτή που τώρα πραγματοποιούσαν,κι αυτό μονάχα για να μπορέσουν να
ξαναγυρίσουν,αυτή την φορά για να μήν ξαναβγούν ποτέ,στον δικό τους ονειρεμένο κόσμο.

Ο δρόμος τους είχε φέρει επιτέλους μπροστά στον κήπο του παλιού σπιτιού.Ο Γκιγιώμ και ο
Ρολάν περπάτησαν μέχρι την αυλόπορτα,την διέσχισαν,και μπήκαν στον κήπο.Ένα στενό
πλακόστρωτο δρομάκι,περιτριγυρισμένο από έναν εγκαταλελειμένο χορταρότοπο,οδηγούσε
στην εξώπορτα του σπιτιού.Ο αέρας που χτυπούσε τώρα τα πρόσωπά τους,έπαιρνε τον
λιγοστό ζεστό ιδρώτα κι άφηνε πίσω του την έξαψη και τον ερεθισμό που τώρα ένοιωθαν καί
οι δύο.Όταν έφτασαν μπροστά στην πόρτα,κοντοστάθηκαν και περίμεναν.Ύστερα από λίγο,ο
Γκιγιώμ γύρισε το βλέμμα του στον αδερφό του και τον κοίταξε κατάματα,λέγοντας με όλο
του το πρόσωπο,πως κι αν ακόμη ένας μικρός υπαινιγμός αμφιβολίας τον
ταλαιπωρούσε,ήταν έτοιμος να προχωρήσει,μέχρι το τέλος,κι όσο πιο άγρια γινόταν.Ο Ρολάν
με τη σειρά του τον κοίταζε έντονα,και το πάθος του να συνεχίσουν δέν ήταν μικρότερο.Όταν
από την φορτισμένη έκφραση των χειλιών του ξεπήδησε ένα χαμόγελο,ο Γκιγιώμ ήταν
σίγουρος,και χτύπησε την πόρτα.

Λίγα δευτερόλεπτα βουτηγμένα και για τους δυό στον πιό τρελλό παροξυσμό
περάσανε,όμως η πόρτα δεν άνοιξε.Από μέσα,το σπίτι ήταν απόλυτα ήσυχο.Ο Ρολάν χτύπησε
την πόρτα με την σειρά του,κι όταν και πάλι δεν πήραν καμμιάν απάντηση,έσπρωξε απαλά
την πόρτα,κι αυτή άνοιξε εύκολα,παρασέρνοντας μερικά ξερά φύλλα μαζί με τον αέρα που
πρόλαβε να μπεί.Τα δυό αδέρφια μπήκαν στο παλιό σπίτι κλείνοντας πίσω τους την πόρτα,κι
έπειτα στάθηκαν κι άρχισαν να ψάχνουν με το βλέμμα το χώρο.Βρίσκονταν μέσα σε μια
μισοσκότεινη σάλα,με λιγοστά έπιπλα,απ’τα οποία ξεχώριζε ένας μαύρος ψηλός μπουφές
και το παλιό όρθιο ρολόι,που μετρούσε το χρόνο από πολύ-πολύ παλιά.Το φώς όμως ερχόταν
από το διπλανό δωμάτιο,κι από τα σχήματα των επίπλων που τρεμοπαίζανε στους
τοίχους,κατάλαβαν πως επρόκειτο για φωτιά.Είχε λοιπόν ανάψει το τζάκι,μπορεί να είχε
αποκοιμηθεί κιόλας μπροστά στη ζέστη της φωτιάς,όμως θα την ξυπνούσανε,αυτό ήταν
βέβαιο.Με την σκέψη αυτή,ο Γκιγιώμ ακολούθησε τον Ρολάν στο διπλανό
δωμάτιο,βαδίζοντας κι αυτός προσεκτικά πάνω στο σκονισμένο χαλί.

Και οι δυό τους την είδαν,αμέσως μόλις μπήκαν στο καθιστικό.Το φώς από το τζάκι ήταν
παραπάνω από αρκετό,και το δωμάτιο ήταν τόσο φωτισμένο,ώστε να φαίνονται κι οι πιό
μικρές λεπτομέρειες.Πάνω σε μια ψηλή πολυθρόνα,με την πλάτη της γυρισμένη στο
τζάκι,καθόταν μια γριά,γύρω στα εβδομήντα.Φορούσε ένα χοντρό κίτρινο νυχτικό,και τα
κάτασπρα μαλλιά της πετούσαν σαν ένας άγριος θάμνος γύρω από το λεπτό,γέρικο κρανίο
της.Η γριά τους είχε ακούσει να μπαίνουν,και τώρα τους κοιτούσε με μάτια
γουρλωμένα,γεμάτα έκπληξη κι οργή,όπως συμβαίνει στους γέρους που κατάλαβαν ότι δεν
μπορούν να σταματήσουν τους κλέφτες που μόλις έχουν μπεί στο σπίτι.Στα πόδια της η γριά
φορούσε μαύρες χοντρές παντόφλες,ενώ δίπλα της,πάνω σ’ένα ψηλό τραπεζάκι,βρισκόταν
ένα μισογεμάτο ποτήρι με νερό.Χωρίς να μιλά,περιεργαζόταν τα δυό αδέρφια με τα
ποντικίσια μαύρα μάτια της,μάτια που δεν είχαν φορέσει ποτέ γυαλιά,και φαινόταν να
απορεί.

Καθώς το βλέμμα της έπεφτε πότε στον έναν και πότε στον άλλον,είχε το σαστισμένο ύφος
που κανείς συναντά συχνά στα ηλικιωμένα άτομα που δεν τά’χουν χάσει τελείως,αλλά και
που δεν καταλαβαίνουν ακριβώς όλα όσα τους συμβαίνουν.Οι απότομες γραμμές γύρω από
το στόμα και τα μάτια της,μαρτυρούσαν πως,όταν ήταν νέα,η γυναίκα αυτή ήταν πολύ
σκληρή,αμείλικτη με τους ανθρώπους.Ήταν μια γυναίκα που είχε συνηθίσει να φωνάζει
δυνατά μέχρι όλα τα πράγματα να μπούν στη θέση τους,που ήθελε να μαθαίνει τα πάντα
πρίν απ’όλους,ζητώντας πάντα εξηγήσεις για όσα πράγματα πήγαιναν στραβά,αντίθετα με
τις εντολές της.Τώρα όμως ήταν μια ανήμπορη γριά,που κοιτούσε αλαφιασμένη κάτι που δεν
μπορούσε να χωρέσει στο μυαλό της.Από τα μάτια της φαινόταν ότι είχε μισοκαταλάβει ποιοί
ήταν οι δυό νεαροί αυτοί άντρες,όμως κάτι,ίσως τα ρούχα του ενός,την μπέρδευε,της θόλωνε
το μυαλό,και κυρίως,την τρόμαζε.Πάνω απ’όλα,πιο πολύ κι από ξαφνιασμένη, έμοιαζε με
έναν άνθρωπο που,τρομαγμένος,προσπαθεί να παρερμηνεύσει ή και να αλλοιώσει συτό που
βλέπει,αφού η αλήθεια τον ταράζει πάρα πολύ για να την δεχτεί.

Χωρίς καμμιά προειδοποίηση,ο Γκιγιώμ,που κρατούσε τα λουλούδια,πλησία-

σε προς το μέρος της και της τα πρόσφερε. “Αυτά είναι για σένα μητέρα,” της είπε,και στην
πλάτη του μπορούσε να αισθανθεί το επαινετικό,χαρούμενο βλέμμα του Ρολάν.Η γριά
τραβήχτηκε προς τα πίσω,μαζεύοντας τα χέρια της,σαν να προσπαθούσε να της δώσει
κάποιο δηλητηριώδες φίδι κι όχι λουλούδια.Όταν ο Γκιγιώμ κατάλαβε από το έντρομο ύφος
της ότι δεν επρόκειτο να πάρει τα λουλούδια,τα άφησε απαλά πάνω στην αγκαλιά της,κι
έπειτα πήγε και στάθηκε ξανά δίπλα στον αδερφό του.Τώρα κι οι δυό τους την κοιτούσαν με
ύφος γλυκό και συνάμα διεισδυτικό,τα γαλάζια μάτια τους έλαμπαν σαν να ήταν φτιαγμένα
από χοντρό,άτσαλα κομμένο γυαλί,και η γριά απέναντί τους έμοιαζε έτοιμη να λιποθυμήσει
από τον φόβο της.Ο Γκιγιώμ έπιασε και πάλι σφιχτά το χέρι του αδελφού του και πλησίασε
το σώμα του στου Ρολάν,τόσο ώστε τα πόδια τους ακουμπούσαν μεταξύ τους.Στρέφοντας
ξαφνικά το κεφάλι προς το μέρος της,ο Ρολάν της μίλησε,με την ειρωνική διάθεση να
ξεχειλίζει στη φωνή του.

“Κοίταξέ μας μητέρα,”της είπε “δεν είμαστε όμορφοι;”

Μαζί με τα λόγια αυτά,ο Γκιγιώμ ένοιωσε ένα ζεστό ρεύμα να περνά μέσα από το χέρι του
αδερφού του.Μαντεύοντας όπως πάντοτε σωστά την έξαψή του,είπε κι αυτός με τη σειρά
του:

“Ναι μητέρα,κοίταξε,δές πόσο όμορφοι είμαστε.”

Η γριά δεν είχε σταματήσει βέβαια να τους κοιτάζει,αλλά το βλέμμα της δεν έγινε πιό έντονο
τώρα,ούτε κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης συνάντησής τους.Καθόταν απλά απέναντί
τους,κοιτάζοντάς τους συνοφρυωμένη,με μάτια που φαίνονταν ολοένα να χάνουν την
εστίασή τους,κι όχι να βλέπουν πιό καθαρά.

Ο Ρολάν δεν είπε τίποτε άλλο.Τραβώντας για λίγο το χέρι του προς το μέρος του,με μια
κίνηση έβγαλε το σακάκι του και το πέταξε στο πάτωμα,κι αμέσως έκανε το ίδιο με το γιλέκο
του.Ακολουθώντας τον,ο Γκιγιώμ άφησε το σάλι του να πέσει κάτω κι έβγαλε τα παπούτσια
του.Έπειτα,ο Ρολάν ξεκούμπωσε το φόρεμα του αδερφού του,ενώ ο Γκιγιώμ τον βοήθησε να
βγάλει το παντελόνι και το πουκάμισό του.Σε λίγα λεπτά,τα δυό αδέρφια στέκονταν και πάλι
μπροστά στη μητέρα τους,αυτή τη φορά τελείως γυμνοί.Τα σώματά τους,όμοια στην κάθε
λεπτομέρεια σαν το κορμί ενός μόνου ανθρώπου,βάφονταν πού και πού με το χρυσαφί φώς
της φωτιάς,κι ήταν ήδη έτοιμα,ερεθισμένα.Χωρίς να σταματήσουν να την κοιτάνε,ο Γκιγιώμ
και ο Ρολάν έσφιξαν το μήκος του χεριού τους,ο καθένας γύρω από την μέση του άλλου,κι
έμειναν για λίγο έτσι,ώσπου η ζεστασιά από το σώμα τους κι η επιθυμία που είχε μετατραπεί
σε οίστρο ύστερα απ’όλες αυτές τις ώρες έντασης,χάρισε στον καθένα τους από μια τρομερή
στύση,ίδια κι αυτή μεταξύ τους όπως τόσα άλλα.Ύστερα τα δυό αδέρφια απομακρύνθηκαν
για λίγο,κρατώντας και πάλι μονάχα τα χέρια τους,και στάθηκαν τεντώνοντας το σώμα τους
και τα ερεθισμένα μέλη τους απέναντι στη μητέρα τους,όπως δυό στρατιώτες που
ετοιμάζονται να μονομαχήσουν επιδεικνύουν τα όπλα τους στον κριτή τους.

Ξαφνικά όμως,και σε ανατροπή αυτής της εικόνας μάχης που έδιναν την εντύπωση ότι θα
ακολουθούσε ανάμεσά τους,τα δυό αδέρφια γύρισαν ο ένας προς το μέρος του άλλου και
φιλήθηκαν στο στόμα.Το πάθος τους σύντομα έγινε πιό βάναυσο,και τα χέρια τους άρχισαν
να τρέχουν μανιασμένα πάνω στο σώμα του άλλου,περνώντας πάνω από την πλάτη,τους
γλουτούς και τα πόδια.Οι στύσεις τους,που είχαν διασταυρωθεί μέσα στο ξαφνικό
αγκάλιασμα,έστελναν στο σώμα του καθενός,ρίγη απερίγραπτης ηδονής.Γονατίζοντας
μπροστά στον Ρολάν,ο Γκιγιώμ τράβηξε τον αδερφό του στο πάτωμα,και κυλίστηκε πάνω
του.Μην σταματώντας να φιλούν και να χαϊδεύονται με λύσσα ,τα δυό αδέρφια έπεφταν και
σηκώνονταν ο ένας

πάνω στον άλλον,και καθώς τα ξανθά μαλλιά τους και τα εξαγριωμένα από την ηδονή κορμιά
τους τρίβονταν και μπλέκονταν,έμοιαζαν σαν ένα σώμα,του οποίου οι επιθυμίες είχαν
θεριέψει τόσο,ώστε προσπαθούσε να χωριστεί στα δυό,να σχίσει την ίδια του την σάρκα
προκειμένου να ικανοποιηθεί.Ήταν η πρώτη φορά που κι οι δυό αισθάνονταν έτοιμοι να
φτάσουν στο τέρμα το δώρο αυτό που η φύση τους είχε κάνει,δίνοντάς τους μιά μονάχα
ψυχή χωρισμένη σε δυό ίδια σώματα.

Όλη αυτήν την ώρα,η μητέρα τους κοίταζε αποσβωλωμένη,καταλαβαίνοντας όλο και
λιγότερα,μην μπορώντας να εξηγήσει τον ερωτικό οίστρο που εκτυλισσόταν μπροστά
της,χωρίς καν να τον αισθάνεται-έμενε μονάχα η έντονη έκπληξη στο γέρικο πρόσωπό
της.Όταν όμως,σε μια στιγμή,οι φωνές των δυό αντρών,τώρα ενωμένες σ’ένα
αξεδιάλυτο,υπόκωφο ουρλιαχτό ικανοποίησης,τάραξαν τον αέρα του δωματίου,η γριά έκανε
μια πανικόβλητη κίνηση με το δεξί της χέρι,που την ακολούθησε όλο της το σώμα,για να
φτάσει το ποτήρι με το νερό που βρισκόταν στο τραπέζι δίπλα της.Τα λουλούδια έπεσαν από
την αγκαλιά της στο πάτωμα και σκόρπισαν.Τα δάχτυλά της έτρεμαν,και καθώς το ποτήρι
πλησίαζε στο στήθος της,μια έκφραση αφόρητου πόνου έσκισε το πρόσωπό της στα δύο,και
το ποτήρι της έπεσε απ’τα χέρια,χύνοντας στο στήθος της το νερό που ποτέ δεν πρόλαβε να
πιεί.Το κεφάλι της έγειρε,άψυχο πιά,στο ένα της πλευρό,ενώ ανάμεσα στα πόδια της,ένας
υγρός λεκές απλώθηκε απότομα,τρέχοντας κατά μήκος των αποστεωμένων ποδιών της ως το
πάτωμα.Μπροστά στο νεκρό σώμα της,τα δυό της παιδιά βρίσκονταν αγκαλιασμένα το ίδιο
σφιχτά κι όπως όταν βρίσκονταν ακόμη μέσα στη μήτρα της,τώρα όμως γνωρίζοντας τη ζωή
και τον έρωτα,που τότε τους ήτανε κρυφά.

Όμως ο Γκιγιώμ δεν μπορούσε να δεί τίποτε απ’όλ’αυτά.Το μόνο που αισθανόταν ήταν το
κορμί του Ρολάν,πιό όμορφο απ’όλα τα έργα του Θεού,καθώς αγκομαχούσε με κλειστά τα
μάτια,πότε από πάνω του,πότε μέσα του,και πότε από κάτω του.Δεν ήθελε να σταματήσει
ποτέ το ποτάμι του ιδρώτα που έτρεχε από τις μασχάλες,τα μαλλιά και τα γεννητικά όργανα
του Ρολάν,πλημμυρίζοντας με την αλμυρή του γεύση το στόμα του κι όλο του το πρόσωπο.Η
ζεστή αφή του σπέρματος είχε απλωθεί ανάμεσα στους μηρούς τους,τους κρατούσε ακόμα
πιό δυνατά ενωμένους μεταξύ τους,κι ήταν ό,τι κι οι δυό τους εύχονταν εδώ και χρόνια,με
την πιό ηδονική προσμονή,ν’αποκτήσουν.

Υπάρχει ένα άγαλμα του Δαυίδ,φτιαγμένο από μάρμαρο,μετά τα μαύρα χρόνια του
Μεσαίωνα.Στέκεται όρθιο,περιμένοντας σκεπτικό,κι επειδή είναι ένας τέλειος άντρας,είναι
συνάμα κι ατελής,χωρίς να περιμένει πραγματικά τίποτε,χωρίς να μπορεί να σκεφτεί όμορφα
πράγματα,ή έστω ηδονικά πράγματα.Υπάρχει όμως κι ένας άλλος Δαυίδ,φτιαγμένος τα
τελευταία χρόνια των Γότθων,από μπρούντζο.Αυτός ο Δαυίδ σχεδόν δεν είναι άντρας,είναι
ένα πλαδαρό αγόρι,που κάθεται σκυφτό και μελαγχολικό,κρατώντας το δυσανάλογα μεγάλο
σπαθί του.Όμως το αγόρι αυτό μπορεί ανά πάσα στιγμή να μαλακώσει και να κατέβει από το
βάθρο του,κι όταν αλλάξει στάση,θ’αλλάξει και το σώμα του,θα γίνει πιό όμορφο απ’όλων
των αντρών,και θα ζητήσει να εκφράσει τη δυσανάλογα μεγάλη επιθυμία του.
ΣΤΑΡΜΠΑΡΙΝ

Αν και μόλις τριάντα επτά χρόνων,η Σταρμπαρίν Ποστέρ είχε καταφέρει,στα λίγα χρόνια που
δούλευε στο Παρίσι,να αποκτήσει μια τεράστια φήμη,που σχετίζονταν τόσο με την
δουλειά,όσο και με την εμφάνισή της.Η Σταρμπαρίν ήταν μαντάμ σ’ένα από τα γνωστότερα
μπουρδέλλα της πόλης,σ’ένα σπίτι του οποίου η εκλεκτή πελατεία αλλά και οι εξαιρετικές
ιδαιτερότητες είχαν γίνει διαβόητες,που αν κι όλοι γνώριζαν πού περίπου βρισκόταν,λίγοι
είχαν το θάρρος να το αναφέρουν στις συζητήσεις τους,κι ακόμη λιγότεροι να το
επισκεφτούν.Διευθύνοντας την επιχείρησή της αυτή με σπάνιο ταλέντο κι αφήνοντας τους
θαμώνες του σπιτιού της πάντοτε εντυπωσιασμένους,η Σταρμπαρίν είχε γρήγορα γίνει
δημοφιλής όσο λίγα πρόσωπα στην πόλη,και μάλιστα η μόνη ανάμεσά τους που δεν
ασχολούνταν με την πολιτική,τη ζωγραφική,ή την ηθοποιία.Όμως αυτός δεν ήταν ο μόνος
λόγος που το όνομα της τρομερής αυτής γυναίκας γλιστρούσε πολύ συχνά,πάντα
συνοδευόμενο από ένα μειδίαμα συνομωτικό και φοβισμένο,στα στόματα των ανθρώπων
που την ήξεραν ή που την είχαν ακουστά.Γιατί το βάρος της Σταρμπαρίν ξεπερνούσε τα
διακόσια κιλά,κάτι που την έκανε να μοιάζει στην κυριολεξία τρομερή,τόσο που,παρά τα
αδιανόητα πάθη που έκρυβαν οι τοίχοι του πορνείου της,η ίδια κατάφερνε συχνά να το
ξεπερνά σε ενδιαφέρον.

Η Σταρμπαρίν ήταν ένας από τους ανθρώπους εκείνους που το περίσσιο βάρος καταφέρνει
να ξεχειλώσει σε τέτοιο βαθμό το κορμί τους,ώστε να γίνονται αποκρουστικοί στους
περισσότερους.Στην κορυφή ενός γιγαντιαίου σώματος,που παράσερνε στο πέρασμά του τα
βλέμματα και τις φωνές των ανθρώπων,δέσποζε ένα κεφάλι χοντρό σαν του ταύρου,που
ξεφυσά εξαγριωμένος έτοιμος να ορμήσει,γεγονός που ενίσχυε και το συνεχές λαχάνιασμα
της Σταρμπαρίν.Κουβαλώντας επάνω της ένα φορτίο ολόκληρο χαλασμένου κρέατος,δεν
μπορούσε να μετακινηθεί ούτε λίγα βήματα χωρίς να αρχίσει να αγκομαχά βίαια,σαν να είχε
ανέβει στα μισά ενός ψηλού λόφου.Το τεράστιο σώμα της όμως,πέρα από την κίνηση,είχε κι
άλλα πολλά προβλήματα,που ενώ η ίδια είχε συνηθίσει ώστε πιά να μην τους δίνει
σημασία,για τους υπόλοιπους αποτελούσαν πραγματική πηγή συμφορών.Ήταν πολλά
χρόνια που η Σταρμπαρίν δεν μπορούσε πιά να λουστεί,και κάτω από τις μασχάλες της,που
στήριζαν σαν δυό χοντρά μαξιλάρια τα χέρια της,φώλιαζε η πιό δύσοσμη εστία που θα
μπορούσε ποτέ να βρεθεί στο κορμί ενός ανθρώπου.Τα μαλλιά της,άλουστα συνήθως κι
αυτά,έπεφταν στους ώμους της σαν φίδια,λουσμένα στο λίπος,ενώ ανάμεσα στους
θηριώδεις μηρούς της,υπολείμματα περιόδου,ούρα,και ξεραμένα κόπρανα,συνέθεταν μιαν
απερίγραπτη αποφορά.

Μιας και μπορούσε να ντύνεται μόνο με φαρδιά,ελαφριά υφάσματα,με τα οποία τύλιγε το


σώμα της όσο καλύτερα μπορούσε,η Σταρμπαρίν φρόντιζε τουλάχιστον ώστε τα ρούχα αυτά
να είναι πολύχρωμα,φανταχτερά,και να κρύβουν κάπως την λαίλαπα του πλαδαρού κορμιού
της.Έβαφε το στόμα και τα μάτια της με πολύ χτυπητά χρώματα ακόμα κι όταν ξυπνούσε το
πρωί,ενώ δεν έμπαινε στον κόπο να σκεπάσει με πούδρα το υπόλοιπό της πρόσωπο-το
δέρμα της ήταν κατακόκκινο και ίδρωνε τόσο εύκολα,ώστε σύντομα ένας καταρράκτης από
μικρά λευκά ρυάκια πλημμύριζε τα μάγουλά της.Γύρω από τον παχύ λαιμό της,που έμοιαζε
με κομμένο κορμό δέντρου,έριχνε σειρές από μαύρα κι άσπρα μαργαριτάρια,ψεύτικα
συνήθως,που έφταναν ως το πελώριο στήθος της,πέφτοντας μια ιδέα πιο χαμηλά.Στην
Σταρμπαρίν άρεσαν τα κοσμήματα,κι έτσι εκτός από τα βαριά χρυσά σκουλαρίκα που
κρέμονταν πάντοτε στ’αυτιά της,φορούσε πολλά δαχτυλίδια,μερικές φορές δυό μαζί σε κάθε
δάχτυλο.Μάλιστα,επειδή τα δάχτυλά της ήταν,όπως και το υπόλοιπο σώμα της,πρησμένα
από το πάχος,τα δαχτυλίδια είχαν όλα καταλήξει στις βάσεις των δαχτύλων της και της ήταν
πιά αδύνατο να τα βγάλει,αφού τα έσφιγγαν όπως το σχοινί ανάμεσα σε δυό δεμένα μαζί
λουκάνικα.Το θαυμαστό σύνολο της αμφίεσής της,που την έκανε να μοιάζει με παρανοϊκή
καλλιτέχνιδα του τσίρκου,συμπληρωνόταν από σύννεφα ολόκληρα κολώνιας,τα οποία
ψέκαζε με μανία μέχρις εκεί που έφταναν τα χέρια της,προσπαθώντας έτσι με το άρωμα να
κάνει την δυσωδία του κορμιού της κάπως πιο ανεκτή.

Για όσους όμως αφήνονταν έστω και λίγο στην αλλόκοτη,καλά κρυμμένη γοητεία της
Σταρμπαρίν-όπως συνέβαινε με τους σχεδόν μόνιμους πελάτες της-όσοι δεν φοβούνταν να
πλησιάσουν το φοβερό αυτό πλάσμα και να βυθιστούν στην αγκαλιά και τη φιλοξενία
του,ανακάλυπταν μια γυναίκα απροσδόκητα σαγηνευτική.Η Σταρμπαρίν ήταν πάντοτε
εύθυμη,κι όχι από ανάγκη,αλλά πρώτα απ’όλα,για να διασκεδάζει τον εαυτό της.Συχνά την
άκουγαν να ξεκαρδίζεται,με το βροντερό,βαθύ της γέλιο,με κάποια ιστορία που μόλις είχε
ακούσει ή πεί,με κάποιο απ’τα χυδαία αστεία που της άρεσε να αφηγείται,ή και με τις
διηγήσεις των πελατών της που μόλις έβγαιναν από το δωμάτιο.Μαζί με τον ανυπέρβλητο
όγκο και την δυσάρεστη μυρωδιά,μια σπινθηροβόλα θυμηδία ακολουθούσε την
Σταρμπαρίν,μια αύρα ζεστή που την έκανε προσιτή κι αξιαγάπητη,καθώς περπατούσε
ισορροπώντας σχεδόν πάνω στα δυσανάλογα μικρά πόδια της,έτοιμη άλλοτε να φωτίσει,κι
άλλοτε να θολώσει τα πνεύματα γύρω της.Σαν πρόνοια,ενάντια στη φύση-αλλά και στη δική
της αδηφαγία-που την είχαν φορτώσει μ’ένα σώμα πολύ λίγο ανθρώπινο,είχε κατορθώσει
να φτιάξει έναν χαρακτήρα παραπάνω κι από φιλικό,οικείο ακόμη και σ’αυτούς που
μιλούσαν μαζί της για πρώτη φορά,και που σύντομα βρίσκονταν υπνωτισμένοι από το γέλιο
και την ακλόνητη ευδιαθεσία της.

Η Σταρμπαρίν βέβαια,που για την ανάγκη της ασήμαντης κουβεντούλας γινόταν


ανοιχτόκαρδη και μαλακιά σαν ζυμάρι,έκρυβε πίσω από τους βαρείς μαστούς της μια καρδιά
αφοσιωμένη πάνω απ’όλα στο χρήμα,το οποίο λάτρευε όσο λίγα πράγματα στον κόσμο.Για
να υπηρετεί δε όσο γινόταν πιό αποτελεσματικά το πάθος της αυτό,η Σταρμπαρίν είχε γίνει
μια στυγνή και ανάλγητη επαγγελματίας,έτοιμη να κάνει τα πάντα για να ευχαριστήσει τους
πελάτες της,κι αυτό-ως ένα βαθμό τουλάχιστον-ήταν κάτι που και οι ίδιοι μπορούσαν να
διακρίνουν.Χωρίς να αλλάζει τον τόνο της φωνής της και συνεχίζοντας πάντα να
χαμογελά,μόλις έβλεπε ότι ο ενδιαφερόμενος άντρας θα άφηνε το παλτό του στο χώλ και θα
τέλειωνε με τα τυπικά καλαμπούρια,τον ρωτούσε τί ήθελε,με τα μάτια της να
περιπλανιούνται σοβαρά,απειλητικά πολλές φορές,μέσα στα δικά του.Με τον ίδιο
τρόπο,μ’ένα κράμα της προηγούμενης ελαφράς διάθεσης αλλά και μ’ένα ύφος ορκισμένου
φονιά,η Σταρμπαρίν έπαιρνε τα λεφτά από το χέρι τους και τα παράχωνε απρόσεχτα
ανάμεσα στα στήθη της,σ’ένα μέρος όπου κανένας άνθρωπος δεν θα τολμούσε να βάλει ποτέ
το χέρι του για να τα πάρει.Αυτός ο συνδυασμός της εύθυμης,χοντρής γυναίκας,που
διασκέδαζε με οτιδήποτε,και της αμείλικτης μαστροπού που μπορούσε να λυγίσει και τον
σκληρότερο άντρα σε δευτερόλεπτα,εναλάσσονταν με ακρίβεια στο πρόσωπο και τον αέρα
που απέπνεε,κι έτσι όλοι πήγαιναν με τα νερά της.

Από τα είκοσί της χρόνια-τουλάχιστον πρίν το βάρος της αρχίσει να γίνεται εμπόδιο-η
Σταρμπαρίν δούλευε ως πόρνη.Τότε,ήταν ακόμη μια νέα πληθωρική κοπέλα, με κατάλευκο
δέρμα και πλούσιο στήθος,που κουνούσε προκλητικά τους γοφούς της κάτω από το λιγοστό
φώς των φανοστατών στους μισογεμάτους βραδυνούς δρόμους,κι υπήρχαν άντρες που
έκαναν σαν τρελλοί για να ξαπλώσουν μαζί της.Η Σταρμπαρίν μάλιστα,έχοντας από τότε
διαπιστώσει το πάθος που της προκαλούσαν τα χρήματα που μπορούσε να κερδίσει,είχε
γίνει η πιό πειθήνια και ανεκτική απ’όλες τις πόρνες,και δεχόταν τους πελάτες ανεξάρτητα
απ’την ηλικία ή τις διαθέσεις τους.Πολλοί γίνονταν βίαιοι μαζί της,άλλοι την έβαζαν να κάνει
πράγματα που καμμιά γυναίκα δεν θα έκανε,κι αυτή,όχι μόνο εκπλήρωνε τις επιθυμίες τους
με κάθε λεπτομέρεια,αλλά φρόντιζε ώστε οι κραυγές και οι εκφράσεις που έδινε στο
πρόσωπό της να τους πείθουν ότι και η ίδια πέθαινε από ηδονή,ικανοποιώντας τα πάθη
τους.Έτσι,με τα χρόνια,εκτός από το λίπος που αθροίζονταν στο κορμί της από την φυσική
της τάση,ένα μεγάλο κομπόδεμα άυξαινε στο συρτάρι της Σταρμπαρίν.Χρήματα που είχαν
κερδηθεί με κόπο και που κάποια μέρα θα την βοηθούσαν να κάνει μια δουλειά ολότελα
δική της,να φύγει από το δρόμο για πάντα,ώστε να μπορεί απερίσπαστη να μαζεύει το
χρυσάφι που λάτρευε.

Καθισμένη τώρα στο άδειο φουαγιέ,η Σταρμπαρίν ξαναπερνούσε,με την αδύναμη βοήθεια
της μνήμης της,τα χρόνια που την είχαν φέρει ως εκεί.Μπορεί να ήταν αλήθεια ότι,απ’όσες
φορές είχε κάνει έρωτα στη ζωή της,οι περισσότερες ήταν με άνδρες που την είχαν πληρώσει
γι’αυτό,και η ίδια γνώριζε καλά πως δεν είχε αισθανθεί να φτάνει ποτέ σε οργασμό,ούτε σε
μιά απ’αυτές.Τα χρόνια εκείνα είχε συναντήσει,στο δρόμο ή στα διπλανά δωμάτια του ίδιου
άθλιου μπουρδέλλου,πόρνες που δούλευαν σκληρά για τα χρήματα,αλλά συνάμα χαίρονταν
τον έρωτα,που πολλές φορές χαιρετούσαν με τα μάτια τους λιγωμένα κάποιον νεαρό
πελάτη,που σε εξαιρετικές περιπτώσεις,σήμαινε ότι δεν του είχαν ζητήσει να τις πληρώσει.Η
Σταρμπαρίν όμως θυμόταν ότι ποτέ κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί στην ίδια.Όχι μόνο απαιτούσε
απ’όλους τους πελάτες την αμοιβή της-την οποία πίστευε πως άξιζε και με το παραπάνω,και
κανείς δεν μπορούσε να της την στερήσει-αλλά δεν είχε νοιώσει ποτέ της να
ερεθίζεται,ακόμη και με το ομορφότερο αγόρι που μπορούσε να σκεφτεί ότι είχε περάσει
απ’το κρεββάτι της.Ήξερε όμως ότι η αναισθησία της αυτή δεν οφείλονταν στην αηδία που
το επάγγελμα της πόρνης την είχε κάνει να αισθάνεται για τον έρωτα-άλλωστε οι απολαβές
ήταν αρκετές για να αποτρέψουν κάτι τέτοιο,κι επίσης ήξερε ότι δεν ήταν ψυχρή.Ο λόγος που
είχε κλέψει από την Σταρμπαρίν τις περισσότερες από τις κορυφαίες στιγμες του έρωτα,ήταν
η ασυγκράτητη έλξη που ένοιωθε ανέκαθεν για τη γυναικεία σάρκα.

Οι χοντρές,σχεδόν αδιαπέραστες πτυχές λίπους και δέρματος που κρέμονταν τώρα μπροστά
απ’την κοιλιά της,έκαναν πολλούς να νομίζουν ότι η Σταρμπαρίν είχε χάσει,ανάμεσα στις
κοιλάδες και τους λόφους του κορμιού της μαζί με τη γοητεία και το φύλο της,ότι οι πλαδαροί
μηροί της είχαν απορροφήσει το αιδοίο της και το είχαν εξαφανίσει,όπως ένα αυλάκι
χαραγμένο πάνω στην άμμο σύντομα σβήνει.Ψηλαφώντας όμως με τα δάχτυλα το τρίχωμα
της ήβης της,η Σταρμπαρίν ένοιωθε τώρα ανάμεσα στις άκρες των δαχτύλων την κλειτορίδα
της,μακριά και χοντρή σαν το πέος ενός μικρού αγοριού,να σαλεύει,άγρυπνη και
ερεθισμένη.Η κίνηση αυτή της τριβής έφερνε στη μνήμη τις τις ώρες που,πολλά χρόνια
πρίν,περνούσε μπροστά στον καθρέφτη κάποιου φτηνού ξενοδοχείου,βάφοντας το
πρόσωπό της και περιμένοντας τον επόμενο πελάτη.Τις ώρες εκείνες,η Σταρμπαρίν θυμόταν
πως πιό πολύ απ’οτιδήποτε άλλο,θα ήθελε μια νεαρή γυναίκα,όπως αυτή που έβλεπε στον
καθρέφτη,να ερχόταν και να ξάπλωνε μαζί της στο παλιό κρεββάτι,και να μοιραστεί τα χάδια
που ετοίμαζε για έναν ακόμη άντρα που δεν θα την ερέθιζε ούτε για μια στιγμή.Τα τελαυταία
εκείνα λεπτά της αναμονής,η επιθυμία της φούντωνε συχνά τόσο,ώστε στο άκουσμα των
βημάτων περίμενε με πραγματική λαχτάρα μια νέα γυναίκα,μια δροσερή ξανθιά κοπέλα,να
μπεί στο δωμάτιο και να κλείσει την πόρτα πίσω της,να ξαπλώσει από κάτω της και να της
χαρίσει τις ηδονές του στήθους,των χειλιών και του αιδοίου της.Κι ακόμη κι όταν ο πελάτης
είχε έρθει,και βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της ξεφυσώντας μανιασμένα,η Σταρμπαρίν
εξακολουθούσε να σκέφτεται αυτή την γυναίκα,φανταστική κι ονειρική,να χώνει τα δάχτυλά
της στη θέση του πέους του άνδρα και να την οδηγεί στον οργασμό,και μ’αυτόν τον τρόπο
έφερνε το χέρι στην κλειτορίδα της για να υποδυθεί καλύτερα την ηδονή.
Στα χρόνια που είχαν ακολουθήσει,όταν η επάρκεια των χρημάτων δεν την ανάγκαζε να
δέχεται η ίδια τους άνδρες,η Σταρμπαρίν είχε συχνά την ευκαιρία να δοκιμάζει τον έρωτα με
νέες γυναίκες,πολλές απ’τις οποίες δούλευαν γι’αυτήν.Όμως,όπως συμβαίνει συχνά στους
ανθρώπους που έχουν περάσει την ακμή της ερωτικής τους ζωής καταφεύγοντας στον
αυνανισμό,είχε με φόβο διαπιστώσει πως με το πέρασμα του χρόνου οι απαιτήσεις της
αυξάνονταν,κι ότι όλο και λιγότερες γυναίκες μπορούσαν να της χαρίσουν τον οργασμό που
τόσο σπάνια είχε γνωρίσει.Όταν η κοπέλα ήταν απαθής,και την αντιμετώπιζε με την ανοχή
και την καρτερικότητα της πόρνης,η Σταρμπαρίν δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί.Αλλά κι όταν
επρόκειτο για μια γυναίκα υπερβολικά εκδηλωτική,που είχε διδαχτεί να προσφέρει με μια
δόση υπερβολής το σώμα της,συνήθως την έδιωχνε γρήγορα,προτιμώντας να χαϊδέψει μόνη
της τον εαυτό της.Μάλιστα η κατάσταση αυτή είχε φτάσει να επιδεινωθεί τόσο,ώστε πια η
Σταρμπαρίν,τόσο για τις φαντασιώσεις,όσο και για την ενεργή σεξουαλική της
ικανοποίηση,περιοριζόταν σε λίγες μόνο γυναίκες,που τις έβρισκε δύσκολα.Έπρεπε να είναι
κορίτσια,όσο γίνεται πιό μικρά,και κατά προτίμηση παρθένες,για να μπορέσουν να
διεγείρουν τα ερωτικά πάθη και το δυσκίνητο σώμα της.Είχε έρθει λοιπόν ο καιρός που
διαπίστωσε ότι-πέρα από τα χρήματα που πλέον ήταν αρκετά-χρειαζόταν πια,για την δική
της και μόνο ευχαρίστηση,κοριτσάκια ακόμη και δέκα χρονών αν ήταν δυνατό.Η σκέψη να
σχίζει με τα χοντρά της δάχτυλα τον υμένα ενός τέτοιου κοριτσιού,έκανε τα χείλη του αιδοίου
της να συσπώνται,πλημμυρισμένα από υγρά χωρίς καμμιά προσπάθεια.

Όμως αυτό δεν θα ήταν εύκολο με το μπουρδέλλο που είχε τότε,οι γυναίκες που δούλευαν
σ’αυτό ήταν πολύ έμπειρες για να την ικανοποιήσουν,και όσο κι αν ήθελε να πιστεύει πως
μπορούσε να συντηρήσει με το κομπόδεμά της τον εαυτό της για πολλά ακόμη χρόνια,αυτό
απείχε πολύ απ’την πραγματικότητα.Αν μάλιστα ήθελε να απολαμβάνει και τα δικά της
πάθη,ίσως να έμπαινε σε μεγάλο κίνδυνο.Έπρεπε να βρεί έναν τρόπο να κρατήσει τη
δουλειά,και συγχρόνως να την αλλάξει,ώστε να μπορεί να εξασφαλίζει και για την ίδια αυτό
που πραγματικά ήθελε,όσο συχνότερα μπορούσε.Τις μέρες εκείνες τα πράγματα πήγαιναν
απ’το κακό στο χειρότερο,μία απ’τις κοπέλες της είχε προβλήματα με το υγειονομικό,και οι
γυναίκες που δούλευαν στο δρόμο της έτρωγαν το φαϊ μέσα απ’το στόμα,κλέβοντας τους
πελάτες που προτιμούσαν το σκοτάδι του πεζοδρομίου και ντρέπονταν να συρθούν ως την
πόρτα του σπιτιού της.Τότε,μια σωτήρια μέρα πρίν από περίπου εννιά χρόνια,καθώς η
Σταρμπαρίν προχωρούσε σκυθρωπή έξω από τις βιτρίνες των μαγαζιών,κάτι που είδε την είχε
κάνει να σταματήσει για λίγο.Ήταν η αντανάκλασή της πάνω σ’έναν ελαφρά κυρτό καθρέφτη
μιάς αντικερί,που έδειχνε μια λαχανιασμένη,εξω φρενικά χοντρή γυναίκα,να ψάχνει
ιδρωμένη για κάτι που δεν μπορούσε να βρεί.Η ιδέα που μέσα σε λίγα χρόνια θα την έκανε
πανευτυχή και ιδιαίτερα πλούσια,η ιδέα ενός πορνείου χωρίς πόρνες,είχε γεννηθεί τότε,και
σ’αυτό την είχε βοηθήσει η εικόνα αυτή της υπέρβαρης γυναίκας που είχε χορτάσει απ’όλα,κι
έψαχνε απελπισμένα για κάτι καινούριο,για να το βάλει αυτή τη φορά όχι στο στόμα,αλλά
ανάμεσα στα λαγόνια της.

Η ψυχή των περισσότερων ανθρώπων είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο,ώστε,όταν γευθεί για
πρώτη φορά μιαν ηδονή εξαιρετική,να την αποζητά όλο και πιό συχνά.Όταν δε η απόλαυσή
της χαρίζεται εύκολα ή γρήγορα,γίνεται σχεδόν πάντοτε αφορμή για μια μανία πιό
δυνατή,για ένα κυνήγι καινούριων εμπειριών και επιθυμιών,ικανών να επισκιάσουν τον
απόηχο της πρώτης.Αυτή είναι όμως μια κατάσταση που φθείρει το αθρώπινο πνεύμα,κι έτσι
οι πιό πολλοί απ’τους κυνηγούς της ευχαρίστησης σύντομα σιωπούν,άλλοι λαχανιασμένοι
από την αναζήτηση κι άλλοι από έναν αναπάντεχα λογικό φόβο,που ξεπετιέται απότομα
μέσα τους,ψιθυρίζοντας τα ονόματα των φοβερών τεράτων που παραμονέυουν στη
συνέχεια αυτού του παράλογου δρόμου.Η λεπτότητα της εύθραυστης,διστακτικής ψυχής
τους,είναι που κάνει τους ανθρώπους αυτούς να ξεχωρίζουν από κάποια άλλα,σκοτεινότερα
μέλη του γένους τους,όπως ήταν η Σταρμπαρίν.Γιατί στην δεύτερη αυτή ομάδα,μια
ανεπαίσθητη στα πρώτα βήματα διαφορά,κάνει τα άτομα αδύνατα να αντιδράσουν στην
ηδονική συνήθεια που εγκαθίσταται,και να την διακόψουν.Σαν ορειβάτες που αρνούνται
πεισματικά να σταματήσουν,δέσμιοι του οργασμού που τους προκαλεί το κάθε βήμα,αλλά
και με τη λαχτάρα του επόμενου,οι άνθρωποι αυτοί ζούν τις συνέπειες μια βαριάς
κατάρας,μην μπορώντας ποτέ να γνωρίσουν την ικανοποίηση και την κορύφωση του πάθους
τους,που στα μάτια τους φαίνεται να βρίσκεται όλο και πιό μακριά.Καθώς μάλιστα
προσπαθούν απεγνωσμένοι να την φτάσουν,εφευρίσκουν τεχνάσματα απίστευτης
αγριότητας και διαστρέφουν την ψυχή τους τόσο επώδυνα,ώστε αυτό που πλέον στα δικά
τους μάτια μοιάζει ηδονικό,για τους υπόλοιπους να είναι αρρωστημένο,αποτρόπαιο.

Η Σταρμπαρίν είχε νοιώσει αυτή τη διατροφή των επιθυμιών να την κυριεύει στο παρελθόν
και να την κάνει αχόρταγη,έρμαια της σωματικής και ερωτικής αδηφαγίας της.Την τιμωρία
της την διαπίστωνε ο καθένας,αν κοιτούσε το κορμί της,που καθώς πάλλονταν με κάθε
κίνηση,θύμιζε σωρούς από λίπος και σάπιο κρέας,πεταμένα έξω απ’τις πόρτες των
κρεωπωλείων τα βράδια.Όμως η Σταρμπαρίν θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια την ηδονή των
εδεσμάτων που την είχαν μετατρέψει σε τέρας,μπορούσε να ξαναγευτεί κάθε πιάτο,κάθε
κρασί και κάθε γλύκισμα,χωρίς να μετανοιώνει ούτε για ένα από αυτά,αφού πιό έντονη
απ’όλες ήταν η διέγερση που ακόμη και τώρα ένοιωθε όταν έτρωγε.Μπορεί πια να
χρειαζόταν όλο και πιό εκλεκτά μενού για να αισθανθεί πραγματική ευφορία,αλλά τα
χρήματα που κέρδιζε της επέτρεπαν να διακοσμεί την κουζίνα με τον ίδια πολυχρωμία και
ποικιλία που διάλεγε και για τα ρούχα της.Κι αν με τον ίδιο τρόπο οι ερωτικές της ορέξεις
απαιτούσαν το παραδομένο κορμί μιας δεκάχρονης μαθήτριας για να εκτονωθούν,η
Σταρμπαρίν μπορούσε να εξασφαλίζει αυτό που ποθούσε.Όλα αυτά τα χρωστούσε στο
μπουρδέλλο της,σ’αυτό το μαγικό σπίτι που είχε ανοίξει πρίν από μερικά χρόνια,όταν για
πρώτη φορά,μέσα στους γεμάτους από κόσμο δρόμους,είχε αρχίσει να ξεδιακρίνει πρόσωπα
χαρακωμένα από εκφυλισμένες επιθυμίες,όπως ήταν και το δικό της.

Ήταν συνήθως άντρες,μεσήλικες οι περισσότεροι,με πρόσωπα που δεν ξεχώριζαν,

αλλά με πολύ έντονο βλέμμα.Μάλιστα η Σταρμπαρίν πίστευε πως στα μάτια των ανδρών
αυτών μπορούσε να διακρίνει την χολή και την αδιαθεσία που συνοδεύει,σαν πιεστικός
πυρετός,όλους τους ανθρώπους που ξενυχτούν.Αν λοιπόν ξενυχτούσαν,κι αυτό συνέβαινε με
τους πιό πολλούς,ήταν γιατί η παρέκκλιση που χαρακτήριζε τα πάθη τους ήταν πολύ μεγάλη
για να εκδηλωθεί στο φώς της μέρας,χρειαζόταν το σκοτάδι για να εκπληρωθούν με πλήρη
ανευθυνότητα οι προσταγές της.Ανάμεσά τους η Σταρμπαρίν είχε ξεχωρίσει και παλιούς της
πελάτες,άνδρες που είχαν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια της ζωής τους
μπαινοβγαίνοντας στα μπουρδέλλα,ψάχνοντας για την ιδανική πόρνη που ποτέ δεν έβρισκαν
γιατί δεν υπήρχε.Άλλοι ήταν πατέρες,ευσεινήδητοι οικογενειάρχες,που είχαν υπηρετήσει
παρ’όλ’αυτά την ίδια μακρόχρονη θητεία στα πορνεία,ξεσπώντας πού και πού την βιαότητά
τους στις συζύγους τους,ή και με περιστασιακές επαφές εξαναγκασμού με τα παιδιά
τους.Ήταν λεπτοί ή χοντροί κύριοι,με κόκκινες μύτες,ή χλωμά,κρεμασμένα μάγουλα,που το
μόνο που τους ένωνε-εκτός από την όψη και τη διάθεση του πεινασμένου γύπα-ήταν η
διαστροφή τους,αυτό το ανικανοποίητο ερωτικό πάθος,που όπως κάθε τί φτιαγμένο από
σάρκα,όταν μείνει κρυμμένο σε υγρά κι ανήλιαγα υπόγεια για πολύ καιρό,αρχίζει να
σαπίζει.Οι άνθρωποι αυτοί δεν χρειάζονταν άλλες γυναίκες,όσο κι αν ήταν νέες ή
ελκυστικές,για να κάνουν έρωτα μ’αυτους ή με το πορτοφόλι τους.Άλλωστε ο έρωτας ήταν
για εκείνους μια υπόθεση κοινή,βιαστική κι ανούσια,που μπορούσε να γίνει ακόμα και στο
δρόμο,αν ήταν σκοτεινά.Οι άντρες αυτοί χρειάζονταν μια στέγη που θα έκρυβε καλά απ’τον
κόσμο το πραγματικό αντικείμενο των επιθυμιών τους,και στη συνέχεια θα τους το πρόσφερε
σε αφθονία.Η Σταρμπαρίν λοιπόν,είχε σύντομα διαπιστώσει,πως καθήκον της,αν ήθελε να
κάνει κι η ίδια την ζωή που ονειρεόταν,ήταν να στεγάσει τους ζοφερούς και αποκρουστικούς
συχνά πόθους όλων εκείνων των αντρών ,μέσα στο δικό της σπίτι.

Όταν είχε διώξει τις κοπέλες που δουλεύαν γι’αυτήν,είχε φοβηθεί λίγο.Το σχέδιο της
φαινόταν ακόμη κάπως παράτολμο,επικίνδυνο,κι ίσως να μην καρποφορούσε,αφήνο-

ντάς την στο τέλος μόνη σ’ένα άδειο μπουρδέλλο,αναγκασμένη να το γεμίσει με καινούριες
γυναίκες,χωρίς όμως την σιγουριά που της έδινε το κομπόδεμά της.Έτσι,ακόμα και την στιγμή
που έγραφε το όνομά της στο χαρτάκι της εξώπορτας-“Μαντάμ Ποστέρ” με αμφιλεγόμενη
καλλιγραφία κι ένα μικρό βέλος που έδειχνε το κουδούνι-η Σταρμπαρίν ένοιωθε την καρδιά
της να κλωθογυρνά ανήσυχη μέσα στο στήθος της,αβέβαιη κι αυτή για το τί θα
ακολουθούσε.Μπορεί να είχε κάνει λάθος,ίσως τα πάθη των ανθρώπων αυτών να ήταν τόσο
βάναυσα,που να τους υποχρέωναν να βρίσκουν κάποιον μοναχικό τρόπο εκτόνωσης,μακριά
απ’οποιονδήποτε μεσάζοντα.Όμως καθώς περίμενε,καθισμένη άβολα και γεμάτη
νευρικότητα στην είσοδο του καινούριου σπιτιού,η Σταρμπαρίν είχε δεί τους άντρες αυτούς
να μαζεύονται,πολλές φορές να συνωστίζονται γύρω της,ζητώντας να μάθουν πόσο θα τους
στοίχιζε μια νύχτα στο μπουρδέλλο της,ή αν μπορούσαν να κάνουν αυτό κι εκείνο.Σαν τα
νυχτόβια πλάσματα του δάσους,που άλλες φορές από σύμπτωση,αλλά τις περισσότερες
φορές οδηγημένα από μια βουβή,κοινώς αποδεκτή συναίνεση,μαζεύονται και περνούν τη
νύχτα κυνηγώντας στο ίδιο ξέφωτο,έτσι κι οι άντρες αυτοί γνωρίζοντας ότι στο σπίτι της
Σταρμπαρίν ίσως έβρισκαν αυτό που δεν υπήρχε πουθενά αλλού,είχαν αρχίσει από τις
πρώτες κιόλας εβδομάδες να γεμίζουν το καινούριο μπουρδέλλο.

Μερικά από τα πρώτα εκείνα ακούσματα των πρωτοφανέρωτων επιθυμιών τους,η


Σταρμπαρίν θυμόταν ακόμη ότι της είχαν προκαλέσει φόβο,αηδία και μια φρίκη που δεν
πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να σχετίζεται με οποιαδήποτε μορφή έρωτα.Όπως όμως είχε
μάθει να εξυπηρετεί χωρίς αντίρρηση και τον πιό απαιτητικό πελάτη,όταν δούλευε σαν
πόρνη,έτσι και τώρα,είχε απαντήσει καταφατικά σε όλες τις προτάσεις κι εξασφάλιζε την
ικανοποίηση όλων των ανδρών πρίν καλά-καλά καταλάβει την αγριότητα των απαιτήσεών
τους.Όσο μάλιστα το σκεφτόταν,πίστευε πως η ανεκτικότητα που είχε δείξει στις ορέξεις των
νέων της πελατών,ήταν η πιό σωστή απόφαση που είχε πάρει στη ζωή της,αυτή που την είχε
στέψει μέσα σε λίγα χρόνια με απρόσμενη επιτυχία.Λίγες ημέρες μετά τις πρώτες εκείνες
στιγμές πανικού,η Σταρμπαρίν αισθανόταν έτοιμη να αντιμετωπίσει οτιδήποτε,να ακούσει
και την πιό αποτρόπαια επιθυμία,και στη συνέχεια να φροντίσει ώστε ο επισκέπτης του
σπιτιού της να μείνει απόλυτα ευχαριστημένος.Άλλωστε η ίδια ποτέ δεν ήταν άμεσα μέτοχος
αυτής της φρίκης,κι αυτό ήταν κάτι που,υποβοηθούμενο από την έμφυτη απάθειά της,την
είχε μεταμορφώσει γρήγορα σ’αυτό που ήταν τώρα,δηλαδή στη μαντάμ του καλύτερου
σπιτιού,όπου ο έρωτας παρέχονταν μόνο στην πιο εκφυλισμένη του,σηπτική μορφή.Οι
απαιτήσεις των πελατών της με τα χρόνια χειροτέρευαν,όμως η Σταρμπαρίν είχε κι αυτή με
τη σειρά της γίνει απίστευτα σκληρή,και συνάμα απίστευτα πλούσια.Με τη δύναμη που της
εξασφάλιζαν πλέον η δουλειά και τα χρήματά της,μπορούσε να ελέγχει τα πάντα,κρατώντας
το σπίτι ασφαλές κι εξασφαλίζοντας συγχρόνως τη βοήθεια των πιο ισχυρών θαμώνων
της,πολλοί απ’τους οποίους κατείχαν μεγάλα πολιτικά αξιώματα.

Τώρα πιά,μετά από οχτώ και παραπάνω χρόνια ευτυχισμένης δουλειάς,το μπουρδέλλο
φαινόταν στα μάτια της Σταρμπαρίν ως το πιό σημαντικό κομμάτι της ζωής της,μια ζωντανή
προέκταση του πελώριου σώματός της,που πάλλονταν αργά και δυνατά,όπως η καρδιά μέσα
στο στήθος της.Προσπαθούσε να το κρατά όσο πιό καθαρό και όμορφο γινόταν,αλλά αυτό
δεν ήταν και τόσο εύκολο.Οι ιστορίες που εκτυλίσσονταν πίσω απ’τις πόρτες αυτών των
δωματίων ήταν πολύ επικίνδυνες για να της επιτρέψουν να προσλάβει κάποια κοπέλα που
θα την βοηθούσε στις δουλειές,κι έτσι αναγκαζόταν να κάνει τα πάντα μόνη της,πράγμα που
την δυσκόλευε πολύ και την καθυστερούσε.Όμως ακόμα και τέσσερα χέρια δεν θά’ταν
πολλές φορές αρκετά για να καθαρίσουν και να βάλουν σε τάξη την λαίλαπα της βρώμας και
της αηδίας που άφηναν πίσω τους πολλοί απ’τους πελάτες της.Μπορεί η Σταρμπαρίν να
αντιμετώπιζε και το αγριότερο θέαμα με απάθεια,όμως οποιαδήποτε κοπέλα την
βοηθούσε,θα τρελλαινόταν απ’αυτά που θα έβλεπε.Αλλά η ζωή μέσα στο σπίτι,παρά τις
δυσκολίες της,ποτέ δεν κατάφερνε να λυγίσει την αστείρευτη ενεργητικότητα και την
υπομονή της,αφού άλλωστε το μπουρδέλλο ήταν κι ο μόνος χώρος που φιλοξενούσε το
τεράστιο κορμί της,που σπάνια πια εμφανιζόταν στο δρόμο.Η Σταρμπαρίν είχε προσλάβει
στα χρόνια που δούλευε δεκάδες ανθρώπους,που της έφερναν από το απόγευμα κιόλας
αυτό που ο κάθε πελάτης είχε ζητήσει για το ίδιο βράδυ.Η αλήθεια είναι ότι τους πλήρωνε
αδρά,όμως ήταν χρήματα που κέρδιζε και με το παραπάνω στη συνέχεια,κι εκτός
αυτού,εξασφάλιζαν εκτός από την άψογη συνεργασία,και την σιωπή όλων αυτών των
καθαρμάτων.Δυό σεσημασένοι κλέφτες,υπόδικοι στο παρελθόν για βιασμούς και
ληστείες,ένας νεκροτόμος,η γριά διεθύντρια του μεγαλύτερου ορφανοτροφείου της
πόλης,δυό ιερείς κι ένας νεκροθάφτης,ήταν μερικοί μόνο απ’αυτούς που δούλευαν τις μέρες
εκείνες για την Σταρμπαρίν,προμηθέυοντάς την μ’αυτά που τους ζητούσε.

Παρά την μεγάλη πελατεία του,το σπίτι της Μαντάμ Ποστέρ αριθμούσε μονάχα τρία
δωμάτια.Ήταν μια απόφαση που είχε πάρει η ίδια πριν ακόμη αγοράσει το σπίτι,γνωρίζοντας
από την δική της πείρα πως ένα πορνείο με πολλά δωμάτια,έχει και πολλά προβλήματα.Το
δικό της λοιπόν θα είχε μόνο τέσσερις πόρτες,την εξώπορτα κι αυτές που οδηγούσαν στα
δωμάτια.Άλλωστε οι πελάτες της Σταρμπαρίν δεν μπορούσαν να βρούν πουθενά αλλού αυτό
που τους παρείχε,οπότε αν το σπίτι ήταν γεμάτο,θα ήταν αναγκασμένοι να έρθουν κάποιαν
άλλη νύχτα.Τη μέρα η Σταρμπαρίν την περνούσε πότε στο χώλ του μπουρδέλλου,και πότε
στο μικρό διαμέρισμα που είχε για τον εαυτό της,και το οποίο επικοινωνούσε με μια μικρή
σκάλα με το υπόλοιπο,εντυπωσιακό του γείτονα.Κι ήταν αλήθεια,πως,ακόμα κι οι άντρες που
επισκέπτονταν τακτικά το σπίτι της,ύψωναν πάντα το λαιμό τους με δέος προς την οροφή
του καθώς έμπαιναν,προσπαθώντας να μετρήσουν με το μάτι μέχρι πού έφταναν οι ψηλοί
του τοίχοι.Ήταν ένα σπίτι μεγάλο καιψηλοτάβανο,κι η αρχιτεκτονική του ήταν το ίδιο
επιβλητική και ερωτική όσο και τα πάθη που φιλοξενούσε μέσα του.

Πίσω από την βαριά σιδερένια εξώπορτα,βρισκόταν αυτό που η Σταρμπαρίν ονόμαζε
‘φουαγιέ’ του σπιτιού,και που στην πραγματικότητα ήταν ένα φαρδύ χώλ απ’όπου ξεκινούσε
ο διάδρομος που οδηγούσε στα δωμάτια.Στην αριστερή πλευρά του χώλ,ένα ψηλό,δρύινο
έπιπλο με μια καρέκλα πίσω του,κατάλοιπο των παραδοσιακών ξενοδοχέιων-σπιτιών,της
χρησίμευε σαν θρόνος.Από κεί καλησπέριζε γελώντας τους πελάτες της,κι έπειτα
σηκωνόταν,με κινήσεις που φανέρωναν μια βραδύτητα σχεδόν βίαιη,και πλησίαζε τον άντρα
που την περίμενε συνήθως απέναντι απ’το έδρανό της.Ακολουθούσε η συνενόηση μαζί
του,και στη συνέχεια η Σταρμπαρίν τον έστελνε στο δωμάτιο όπου τον περίμενε αυτό που
της είχε ζητήσει.Στο χώλ,αλλά και σ’ολόκληρο το υπόλοιπο σπίτι,δεν υπήρχε ούτε μια
καρέκλα πέρα απ’αυτήν που χρησιμοποιούσε η ίδια.Οι πελάτες δεν έπρεπε να αισθάνονται
ότι μπορούσαν να καθίσουν,να περιμένουν αστειευόμενοι την σειρά τους και να την
καθυστερούν,άλλωστε αυτό δεν ήταν ένα κοινό μπουρδέλλο,κι αυτό ήταν κάτι που ήθελε να
νοιώθουν όλοι και μάλιστα έντονα.Το καλαμπούρι,το κλείσιμο των ραντεβού,το πακέτο με
τα χρήματα έπρεπε να ανταλλαγούν εκεί,και η άκαμπτη,ανήσυχη στάση των πελατών που
περίμεναν μπροστά της ανυπόμονοι,βοηθούσε ώστε όλα αυτά να γίνουν όπως ακριβώς
έπρεπε,χωρίς χρονοτριβή και δισταγμούς.Εξάλλου,η βάναυση αυτή συμπεριφορά απο
μέρους της,ήταν για πολλούς άντρες μια δύναμη που συντηρούσε και την δική τους
ορμή,ορμή που τους ήταν απαραίτητη για να προχωρήσουν και να κάνουν αυτό που έκαναν
όλοι όσοι έρχονταν στο σπίτι της Σταρμπαρίν,δηλαδή να κορέσουν τα πάθη τους και να
φύγουν όπως περίπου ήρθαν,χωρίς να μιλήσουν ή να σταθούν,έστω και για μια στιγμή.

Από το βάθος του χώλ,ξεκινούσε ο ένας και μοναδικός διάδρομος του σπιτιού.Λίγα βήματα
μετά το φουαγιέ,και ο πελάτης βρισκόταν ανάμεσα στα δυό πρώτα δωμάτια,των οποίων οι
πόρτες ήταν όμοιες κι αντικρυστές.Και οι δυό οδηγούσαν σε μια στρογγυλή κάμαρα,σαν
μικρό,παλιομοδίτικο μπουντουάρ.Στη συνέχεια των δωματίων αυτών βρισκόταν ο
υπόλοιπος διάδρομος,που σταματούσε μπροστά στην τρίτη και τελευταία πόρτα.Ήταν όμως
περισσότερο μακρύς απ’ότι κανείς θα περίμενε,το μήκος του ξεπερνούσε τα δεκαπέντε
μέτρα,και καθώς δεν υπήρχε ούτε μια λάμπα που να τον φωτίζει,έδινε στους πελάτες την
εντύπωση ότι έμπαιναν σ’ένα τούννελ,σ’ένα πυκνό και σκοτεινό δάσος.Μόλις σχεδόν
άφηναν πίσω τους τα πρώτα δωμάτια,βρίσκονταν να περπατούν στα τυφλά,ώσπου έφταναν
στην πόρτα του τρίτου μπουντουάρ,χτυπώντας πολλές φορές-ειδικά αν ήταν η πρώτη φορά
που έρχονταν-τα πόδια τους στο μεταλλικό πλαίσιο της πόρτας.Το τρίτο
δωμάτιο,απομακρυσμένο από τα άλλα δύο,ήταν λίγο μεγαλύτερο,κι είχε σχήμα οβάλ,με τον
μεγάλο άξονά του να συνεχίζει πάνω στην ευθεία του διαδρόμου που οδηγούσε σ’αυτό.Η
θέση του,έτσι που φαινόταν να βρίσκεται κρυμμένο στο βάθος του σπιτιού,χωρισμένο από
μια φαινομενικά αδιαπέραστη στο φώς σήραγγα,εντυπωσίαζε πολλούς από τους
άντρες,όμως η Σταρμπαρίν γνώριζε πως η τοπογραφία του σπιτιού και ειδικά εκείνης της
κάμαρας,που συχνά φιλοξενούσε τα πιό δύσοσμα ή ηχηρά από τα πάθη των πελατών
της,ήταν απαραίτητη αν ήθελε να έχει την ησυχία της.Έτσι,με τα δύο στρόγγυλα δωμάτια
στην αρχή του διαδρόμου και το τρίτο δωμάτιο να βρίσκεται στην άκρη του,έχοντας σχήμα
ελλειπτικό,το σπίτι αυτό σε κάτοψη έμοιαζε με ένα γιγαντιαίο φαλλό,με δυό συμμετρικούς
όρχεις στη βάση του και μια μεγάλη βάλανο στην κορυφή του θηριώδους κορμού του.

Αλλά και τα υπόλοιπα γνωρίσματα αυτού του σπιτιού,που έκρυβε στα σωθικά του τη φρίκη
και την αποστροφή ολόκληρης της πόλης,δεν ήταν λιγότερο αλλόκοτα.Η Σταρμπαρίν είχε
σκόπιμα αφήσει όλους τους τοίχους των δωματίων,του χώλ και του διαδρόμου
γυμνούς,χωρίς να κρεμάσει ούτε έναν πίνακα ή κάποιο στολίδι επάνω τους,προτιμώντας και
μ’αυτόν τον τρόπο να έχει την προσοχή των πελατών της απερίσπαστη.Οι τρείς πόρτες ήταν
κι αυτές σιδερένιες,και κλείδωναν από έξω,κι αυτό γιατί η Σταρμπαρίν είχε από τον πρώτο
χρόνο διαπιστώσει ότι,αν άφηνε τους ανθρώπους αυτούς να κλειδωθούν μόνοι τους στα
δωμάτια του σπιτιού της,ίσως ποτέ να μην μπορούσε να τα ξανανοίξει.Ελάχιστοι έφερναν
πιά αντίρρηση σ’αυτό,κι άλλωστε δεν είχαν λόγο να διαμαρτυρηθούν,αφού η πόρτα
κλείδωνε αμέσως μετά την είσοδό τους,και η διακριτικότητα της μαντάμ ήταν παραπάνω από
βέβαιη.Ακόμα κι αν άκουγε κραυγές αφόρητου πόνου,κλάμματα ή ικετευτικά ουρλιαχτά,η
Σταρμπαρίν άνοιγε το δωμάτιο μόνο όταν ο πελάτης της το ζητούσε,κι αν αυτό δεν ήταν
δυνατόν,περίμενε ως το επόμενο πρωί,για να ανοίξει την πόρτα.Οι τοίχοι τους ήταν βαμμένοι
σε τρία διαφορετικά χρώματα,τα οποία ξαναπερνιόντουσαν στην αρχή κάθε χρόνου,πάντοτε
όμως τα ίδια.Το πρώτο δωμάτιο,στα αριστερά του διαδρόμου,ήταν βαμμένο ανοιχτό
κίτρινο,σε μια απαλή απόχρωση που όμως γινόταν πολύ έντονη μετά από μερικές ώρες μέσα
σ’αυτό.Το δέυτερο,που βρισκόταν ακριβώς απέναντί του,ήταν βαμμένο κόκκινο, με το ίδιο
χρώμα που δίνει στο αίμα την φρενήρη ομορφιά του.Το τελευταίο δωμάτιο ήταν βαμμένο
μαύρο,κι αυτό ήταν ένα ακόμη στοιχείο που τόνιζε πως ήταν λίγο διαφορετικό απ’τ’άλλα
δύο.
Και τα τρία είχαν πολύ λίγα έπιπλα.Άλλωστε,το βασικό εξάρτημα κάθε μπουρδέλλου,το
κρεββάτι,έλειπε καί από τα τρία,ενώ η Σταρμπαρίν είχε βάλει στη θέση του από ένα λεπτό
στρώμα.Δεδομένου ότι οι περισσότεροι απ’τους πελάτες της δεν ήθελαν να ξαπλώσουν,το
στρώμα ήταν μια εύκολη λύση,αφού δεν ενοχλούσε τους πιο πολλούς,και μπορούσε να
μεταφερθεί χωρίς κόπο,άν κάποιος ήθελε το δωμάτιο εντελώς άδειο.Εκτός απ’το
στρώμα,είχαν μονάχα μια λάμπα που κρεμόταν από την κορυφή.Τα υπόλοιπα έπιπλα ή
μικροαντικείμενα-ξύλινα σκαμνάκια,πούφ,καρέκλες ή χαμηλά τραπέζια,καθώς και μερικά
εργαλεία-η Σταρμπαρίν τα φύλαγε στο δικό της διαμέρισμα,κουβαλώντας στο καθένα τους
ό,τι της ζητούσε ο κάθε πελάτης,ανάλογα με τις επιθυμίες του.Στο ξύλινο πάτωμα και των
τριών δωματίων,μια λεπτή εσοχή που μπορούσε εύκολα να ανασηκωθεί,άνοιγε μια μικρή
καταπακτή,στο βάθος της οποίας βρισκόταν το υπόγειο του σπιτιού,σκοτεινό σαν να έφτανε
ως τα έγκατα της γής.Οι καταπακτές αυτές δεν έπρεπε να ανοίγουν πολύ συχνά,γιατί η
αποφορά που έβγαινε απ’το υπόγειο ήταν συνήθως τρομερή,όμως στο παρελθόν αυτός ο
γρήγορος και ανώδυνος τρόπος να κρύβει αυτά που έπρεπε να μείνουν κρυφά για πάντα,είχε
αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμος στην Σταρμπαρίν.Πέρα απ’αυτά,όλα έμοιαζαν μεταξύ τους σε
μια τελευταία,σημαντική λεπτομέρεια,κι αυτό ήταν ότι κανένα τους δεν είχε
παράθυρα.Σ’αυτά τα δωμάτια η μέρα δεν ξεχώριζε απ’τη νύχτα,κι οι χοντροί τους τοίχοι τα
είχαν εντελώς αποκλεισμένα από το δρόμο και τα αυτιά των περαστικών ανθρώπων,έτσι
ώστε οι φωνές που ακούγονταν μέσα σ’αυτά να μένουν κρυμμένες κι απομονωμένες,όπως η
τελευταία κραυγή ενός εντόμου μέσα στο λαίμαργο στόμα ενός αρπακτικού πουλιού.

Η Σταρμπαρίν σκεφτόταν το αρπακτικό αυτό πουλί,και για μια στιγμή νόμισε ότι μπορούσε
και να τ’ακούσει,όμως μετά από λίγο ο ήχος χάθηκε.΄Ηταν περασμένες δύο,και το σπίτι ήταν
γεμάτο.Προχώρησε νωθρά ως την εξώπορτα,την κλείδωσε κι επέστρεψε με αργά και
κουρασμένα βήματα ώς το γραφείο της.Καθώς σωριάστηκε στην καρέκλα,το παλιό ξύλο της
έβγαλε ένα μακρόσυρτο,δυνατό τρίξιμο κι έπειτα σταμάτησε να κινείται,ισορροπώντας για
άλλη μια φορά κάτω από τον όγκο των μεγάλων γλουτών της.Η Σταρμπαρίν ένοιωθε από ώρα
νυσταγμένη,και τώρα τα βλέφαρά της έκλειναν,σταύρωσε λοιπόν τα χέρια κάτω απ’το
κεφάλι της κι αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.Μια φωνή μές στο μυαλό της συνέχιζε να της
υπενθυμίζει πως είχε κλειδώσει και τα τρία δωμάτια,και πως δεν έπρεπε να κοιμηθεί,όμως
η φωνή αυτή γρήγορα σώπασε.Δεν πίστευε πως οι άντρες που βρίσκονταν απόψε στο σπίτι
της θα έφευγαν και τόσο σύντομα,και πάντως σίγουρα όχι πριν ξυπνήσει η ίδια.

Αριστερός όρχις-Το κίτρινο δωμάτιο.

Ένας άντρας βρισκόταν στη μέση του δωματίου.Ήταν γύρω στα πενήντα,με ελάχιστα γκρίζα
μαλλιά στα πλάγια του ιδρωμένου κρανίου του,και ήταν ολόγυμνος.Ο άντρας ήταν πεσμένος
στα γόνατά του,με τα μάτια κλειστά και το στόμα του να συσπάται αργά,σαν να τον είχε
τυφλώσει το φώς ενός ήλιου που είχε μόλις ανατείλει από τους κίτρινους τοίχους του
δωματίου.Η κοιλιά του,το μόνο αισθητά παχύ μέρος του σώματός του,έπεφτε μπροστά στα
γεννητικά του όργανα,πλαδαρή σαν ένα ξεθωριασμένο άδειο τσουβάλι από φθαρμένη
σάρκα.Εδώ και αρκετή ώρα,είχε φέρει το χέρι του κάτω από την κοιλιά του,και κρατώντας το
σφιχτά ανάμεσα στους μηρούς του,έτριβε το πέος του που μετά βίας ξεχώριζε από το
υπόλοιπο δέρμα των βουβώνων του,προσπαθώντας μάταια να ερεθιστεί.Γύρω από τον
άντρα αυτό,το πάτωμα ήταν γεμάτο από μικρούς κόκκινους λεκέδες,αδιόρατες πιτσιλιές που
είχαν ήδη αρχίσει να απορροφώνται από το στεγνό σανίδι.Όμως,αν κανείς παρατηρούσε το
γυμνό,σκουρόχρωμο δέρμα στους ώμους,τις πλάτες,και το τριχωτό στήθος του,θα έβλεπε
μικρές τρύπες,λίγο μεγαλύτερες από τους φυσιολογικούς πόρους της επιδερμίδας του,γύρω
απ’τις οποίες,κάπου κάπου,μια δυό σταγόνες αίμα ξεχείλιζαν και ξεραίνονταν.Το σώμα του
είχε τρυπηθεί δεκάδες φορές με κάποιο μυτερό εργαλείο,όμως οι οδυνηρές κινήσεις του
προσώπου του μαρτυρούσαν όχι τον πόνο από τα τρυπήματα,αλλά την απελπισία του
ανθρώπου που,αν και πάσχισε σκληρά για την ηδονή,δεν κατάφερε να την αισθανθεί.Ο
άνδρας άρχισε να χαϊδεύει το πέος του πιό βάναυσα,τραβώντας και τεντώνοντας το δέρμα
του,σφίγγοντας τους όρχεις κι ανοιγοκλείνοντας τους μηρούς του,άλλα ο κόπος του φαινόταν
να πηγαίνει χαμένος.Τότε,σε μιά τελευταία κίνηση απελπισίας,χτύπησε τη γροθιά του στο
πάτωμα κι άνοιξε τα μάτια του,γρυλλίζοντας σαν θυμωμένο ζώο.Απέναντί του,στεκόταν το
εξωτικό πουλί που είχε ζητήσει.

Ήταν μια κοπέλα όχι πάνω από είκοσι χρονών,ολόγυμνη κι αυτή.Είχε μακριά κόκκινα μαλλιά
που έπεφταν ξεχτένιστα ως τους ώμους της,και κόκκινη ήβη,που ξεπετιόταν κάτω απ’το
αλαβάστρινο δέρμα της κοιλιάς της,σαν μικρή ζωηρή φωτιά.Οι μηροί της,λεπτοί και
σφριγηλοί,κατέληγαν σε δυό άψογα σχηματισμένες,σαν σκαλισμένες σε μάρμαρο
γάμπες,και σε μικρά,κουκλίστικα πόδια-η κοπέλα είχε τα πόδια έφηβης μαθήτριας.Σε κάθε
της χέρι,που τεντωνόταν μακριά απ’το σώμα της προς την μεριά του άντρα,η νεαρή γυναίκα
κρατούσε από μια λεπτή χρυσή βελόνα,με χοντρή στρογγυλή λαβή.Οι βελόνες γυάλιζαν στο
φώς του δωματίου σαν να ήταν φτιαγμένες από πολλές μαζί πλεγμένες ηλιαχτίδες,ενώ από
τα αιχμηρά τους άκρα λίγες σταγόνες αίμα κυλούσαν ακόμη κι έσταζαν στο πάτωμα.Το
πρόσωπο της κοπέλας,αλλά κι ολόκληρο το κεφάλι της ήταν σκεπασμένο με μια περίτεχνα
φτιαγμένη μάσκα στολισμένη με μώβ και κόκκινα φτερά,που παρίστανε στο σύνολό της το
κεφάλι ενός πουλιού.Οι λεπτές σχισμές της μάσκας που έφτιαχναν τις κόγχες των ματιών
της,έκρυβαν στο βάθος τους τα μαύρα μάτια της κοπέλας.Μικρά μαβιά λοφία με φτερά
ξεκινούσαν πάνω από τα μάτια του πουλιού,πετώντας απειλητικά εδώ κι εκεί,γύρω απ’το
φτερωτό κεφάλι του.Η μάσκα έφτανε ως το λαιμό της κοπέλας,και μπροστά από τα
θαυμάσια,κρυμμένα χείλη της,είχε ένα μεγάλο κυρτό ράμφος,φτιαγμένο κι αυτό απ’το ίδιο
χρυσάφι με τις βελόνες,που η άκρη του κατέληγε σ’ένα μικρό μυτερό άνοιγμα,όπως το
άνοιγμα του ράμφους των πουλιών που επιτίθενται.Η κοπέλα όλη αυτή την ώρα
παρακολουθούσε τον άντρα να αυνανίζεται χωρίς να κάνει τίποτε,όμως μόλις τον είδε να
ανοίγει τα μάτια του,γρυλλίζοντας και γνέφοντας προς το μέρος της,άρχισε να προχωρά προς
το κέντρο του δωματίου,κραδαίνοντας τις βελόνες που κρατούσε.

Όταν εκείνος διέκρινε,με τα μάτια του που δεν είχαν ακόμη συνηθίσει στο φώς,το πουλί να
έρχεται κατά πάνω του,ανασηκώθηκε λίγο στα γόνατά του,κι άφησε το πέος του να
κρεμαστεί ανάμεσα στους μηρούς του,κρατώντας το ακόμα σφιχτά στην παλάμη του.Μόλις
έφτασε μπροστά του,η κοπέλα υψώθηκε μπροστά στο σώμα του άντρα κι άπλωσε τα χέρια
της τριγύρω του,περικυκλώνοντάς τον έτσι με τις βελόνες.Μην σταματώντας να χαϊδεύει τον
εαυτό του,της ψυθίρισε επιτακτικά: “Τρύπησέ με!Σχίσε με στα δύο με το ράμφος σου!” και
γραπώθηκε απότομα απ’τα πόδια της,σφίγγοτας με δύναμη το κεφάλι του πάνω στο αιδοίο
της.Ακολουθώντας τις εντολές που είχε πάρει,η κοπέλα τραβήχτηκε με δύναμη από την
αγκαλιά του,τον έσπρωξε με το ένα της πόδι,ρίχνοντάς τον ανάσκελα στο πάτωμα,κι άφησε
μια διαπεραστική,στριγκή κραυγή,σαν κρώξιμο αρπακτικού πουλιού που έδωσε το πρώτο
χτύπημα στη λεία του.Ύστερα η κοπέλα γονάτισε δίπλα στον άντρα που αυνανιζόταν
μανιασμένα,κι άρχισε να τον τρυπά με τις βελόνες,χαμηλώνοντας συγχρόνως και το ράμφος
της μάσκας πάνω απ’τα σημεία που έπεφταν τα χτυπήματά της.Ήταν μια τέλεια μιμική ενός
πουλιού που κατασπαράζει το θύμα του,κι η πράξη αυτή του είχε φέρει μια τέτοια τρομερή
έκσταση,ώστε ούρλιαζε από την ηδονή.
Τα πρώτα τρυπήματα έπεσαν πάνω στο στήθος και τα χέρια του.Η κοπέλα,που συνέχιζε να
στριγγλίζει άναρθρα κάθε λίγο,δεν δίσταζε να τρυπήσει το ήδη κακομεταχειρισμένο από πριν
σώμα του.Η αιχμή της βελόνας βυθιζόταν για αρκετούς πόντους μέσα στη σάρκα του,και
καθώς έβγαινε παράσερνε μικρά ρυάκια και χοντρές σταγόνες αίματος.Σε λίγα λεπτά,το
στήθος του άντρα είχε μουσκέψει από το αίμα,έμοιαζε με το κοκκινόμαυρο τομάρι ενός
σφαγμένου λύκου,ενώ στα χέρια και τους ώμους του,μικροί πίδακες έστελναν συνεχώς
καινούριο αίμα στο πρόσωπό του,στην κοιλιά της κοπέλας,και στο πάτωμα.Ξαφνικά,άπλωσε
το ένα πληγιασμένο χέρι του και άρπαξε τον αριστερο καρπό της κοπέλας.Φέρνοντάς τον
πάνω από την κοιλιά του,τράβηξε απότομα το χέρι της πρός τα κάτω,και βύθισε την βελόνα
στην κοιλιά του,αφήνοντας μια ξέπνοη ηδονική κραυγή.Το πουλί είχε καταλάβει το μήνυμά
του,και τώρα τρυπούσε με ακόμη μεγαλύτερο μαίνος την κοιλιά του,στέλνοντας ρίγη
ανείπωτης ευχαρίστησης σ’όλο του το κορμί.Όλη αυτή την ώρα ο άνδρας δεν είχε σταματήσει
να πιέζει και να τρίβει το πέος του στην κοιλιά του,και τώρα πιά,με την βοήθεια των
τρυπημάτων που ερέθιζαν όσο τίποτε τη φαντασία του,οι όρχεις του στέκονταν σφιχτοί και
μουδιασμένοι ανάμεσα στα πόδια του,στηρίζοντας την πιό μεγάλη στύση που θυμόταν να
είχε σ’ολόκληρη τη ζωή του.

Με μια γρήγορη κίνηση,προσπάθησε να ανασηκωθεί λίγο,ενώ η κοπέλα συνέχιζε να τον


τρυπά.Τώρα βρισκόταν κουλουριασμένος,με τα γόνατα στην αγκαλιά του,βογγώντας από την
ευχαρίστηση και τον πόνο,ενώ το πουλί κάρφωνε με το ράμφος του την πλάτη,τους γλουτούς
και τους μηρούς του.Τεντώνοντας το ένα χέρι του,την έσπρωξε λίγα βήματα μακριά του,και
στάθηκε πάλι γονατιστός απέναντί της,κρατώντας σφιχτά με το χέρι του το πέος του.Είχε
σταματήσει πια να αυνανίζεται,και το κόκκινο,ξαναμμένο μέλος του πάλλονταν ανεπαίσθητα
μέσα στην παλάμη του,έτοιμο να εκραγεί.Θέλοντας να παρατείνει τον οργασμό που τώρα
πια κατέκλυζε ολόκληρο το σώμα του,έβγαλε την γλώσσα από το στόμα του κι άρχισε να την
ανεβοκατεβάζει προκλητικά πάνω και γύρω απ’τα χείλη του,φέρνοντάς την όσο πιό έξω από
το στόμα του μπορούσε και γλείφοντας με λύσσα το στόμα του.Κουνώντας για μια τελευταία
φορά την γλώσσα του,είπε στο πουλί: “Το βλέπεις;Έλα λοιπόν,κομμάτιασε με τα νύχια σου
αυτό το βρωμερό σκουλήκι!” Η κοπέλα υπάκουσε χωρίς δεύτερη σκέψη.Πετάχτηκε προς το
μέρος του άντρα που την περίμενε με κλειστά τα μάτια και το στόμα του ανοιχτό,κι άρχισε
να τρυπά τα μάγουλα και το υπόλοιπο πρόσωπό του γύρω απ’το στόμα.Εκείνος
μούγκριζε,εκστασιασμένος από την αγριότητα της ηδονής που δοκίμαζε,και προσπαθούσε
να πιάσει την αιχμή της βελόνας με την γλώσσα του.Σε λίγο οι βελόνες μπήκαν ανάμεσα στα
χείλη του,κι άρχισαν να καρφώνονται στον ουρανίσκο του,να ξεσχίζουν τα ούλα και να
διαπερνούν τη γλώσσα του.Με ένα ουρλιαχτό απερίγραπτης ικανοποίησης,ο άντρας έφτυσε
ένα ματωμένο κομμάτι από την κομματιασμένη γλώσσα του στο μηρό της γυναίκας,ενώ την
ίδια στιγμή το σπέρμα του εκτοξευόταν σε μικρούς,νωθρούς πίδακες από την άκρη του πέους
του,καίγοντας τα σωθικά του και πλημμυρίζοντας το χέρι του.

Καθώς η κοπέλα είδε ότι ο άντρας είχε εκσπερματώσει,απομακρύνθηκε λίγο από το μέρος
του.Το στόμα του,κρυμμένο πίσω από μια λίμνη αίματος,ακόμη έτρεμε από την ένταση του
οργασμού.Τότε άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το πουλί,που είχε ήδη βρεθεί λιγα βήματα
μακριά του.Λεπτές γραμμές αίματος έτρεχαν από το κεφάλι και θόλωναν το βλέμμα του,που
φαινόταν να έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου,ενώ άρπαξε απότομα την μια βελόνα από το
χέρι της κοπέλας,κυρτώνοντας το σώμα του προς τα πίσω.Η στύση του,ακόμα σκληρή και
όρθια μπροστά του,εξαντλούσε τώρα τις τελευταίες σταγόνες της,στέλνοντας μικρά ρίγη στο
πρησμένο,μελανό σχεδόν πέος του,όμως αυτός φαινόταν αποφασισμένος-καθώς έσφιγγε με
προσήλωση την βελόνα στο χέρι του-να μην αφήσει το ποτάμι αυτό της ηδονής να στερέψει
τόσο γρήγορα.Γούρλωσε τα μάτια του,και κατεβάζοντας με δύναμη το χέρι του,κάρφωσε την
χρυσή βελόνα στο πέος του,διαπερνόντας την ερεθισμένη σάρκα του απ’ακρη σ’άκρη.Ο
πόνος ήταν πέρα κι από τα όρια της δικής του αντοχής,κι ο άνδρας άφησε μια κραυγή άγρια
σαν ανθρώπου που πεθαίνει,πρίν βυθιστεί για άλλη μια φορά στην απόλαυση που του
προκαλούσε η αίσθηση του τρυπημένου μέλους του.Το πέος του
τώρα,μελανιασμένο,αιμορραγούσε έντονα στο σημείο όπου η βελόνα το είχε διασχίσει,ενώ
από την κορυφή του αίμα ανακατεμένο με τις τελευταίες σταγόνες σπέρματος,έπεφταν στο
πάτωμα.Χωρίς να βγάλει την βελόνα από μέσα του,έπεσε κάτω στο ένα πλευρό
του,ξεφυσώντας με θόρυβο,αργά και βαθιά-το τελευταίο χτύπημα τον είχε κάνει σχεδόν να
χάσει τις αισθήσεις του.

Η κοπέλα,φορώντας ακόμη την μάσκα,τον παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα χωρίς να
βγάζει μιλιά.Είχε σταματήσει να κρώζει σαν πουλί,μα δεν θυμόταν αν αυτό ήταν επειδή της
το είχε ζητήσει,μέσα στην οργιαστική του μέθη.Η ίδια πίστευε πως ήταν από τον δικό της
φόβο που είχε μείνει σιωπηλή,μπροστά στη λύσσα του άντρα αυτού,αν και ήξερε πως ο
τελευταίος λόγος γι’αυτήν τη νύχτα,ο μόνος που απόμενε να ειπωθεί,ήταν ακόμη πιο
φριχτός.Η βελόνα της έπεσε στο πάτωμα με ένα λεπτό μεταλλικό

χτύπημα,αλλά εκείνος δεν μπορούσε να το ακούσει.Σε λίγο τράβηξε κι ο ίδιος την δεύτερη
βελόνα μέσα απ’το πέος του,γρυλλίζοντας απ’τον πόνο,κι ανασηκώθηκε για τελευταία φορά
στα γόνατά του.Μια μαύρη λίμνη είχε σχηματιστεί εκεί όπου πρίν από λίγο ακουμπούσαν τα
γεννητικά του όργανα,ενώ καθώς στεκόταν τώρα,οι όρχεις,η βάλανος και το τρίχωμα της
ήβης του είχαν μουσκέψει από το αίμα που εξακολουθούσε να τρέχει από το τρυπημένο
μέλος του.Το κατακρεουργημένο στόμα του δεν μπορούσε να αρθρώσει άλλη λέξη,κι έτσι το
μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να απλώσει τα χέρια του στην κατεύθυνση της
κοπέλας,ζητώντας της βουβά το τελευταίο πράγμα που θα χρειζόταν.Το πουλί περπάτησε
μέχρι τη γωνιά του δωματίου και σήκωσε ένα μικρό λευκό ύφασμα.Από κάτω του
βρίσκονταν,τοποθετημένα με τάξη το ένα πάνω στο άλλο,ένα σφυρί με γυαλιστερή ξύλινη
λαβή,κι ένα μεγάλο χρυσό καρφί.Η κοπέλα πήρε απαλά τα εργαλεία στα χέρια της,και τα
έδωσε στον άντρα.Και τα δικά του χέρια έτρεμαν,καθώς έπιανε το σφυρί και το καρφί στο
δεξί του χέρι.Τα μάτια του ήταν πάλι κλειστά,και όπως κρατούσε με τα δυό δάχτυλα του
αριστερού του χεριού το καρφί,η κοπέλα νόμισε πως τον άκουσε να μιλάει. “Μην σταματάς
να κελαηδάς,”της είπε.

Το πουλί στεκόταν για ακόμη μια φορά απέναντι στον γυμνό άντρα,που τώρα το σώμα του
έμοιαζε σαν να είχε κατρακυλήσει πάνω σε μια βουνοπλαγιά σπαρμένη ολόκληρη με
ξυράφια.Η κοπέλα έκρωζε και πάλι,αυτή την φορά όμως συνέχεια,κι ο πανικός στη φωνή της
ήταν καθαρός-προσπαθούσε να μην ακούει τίποτε απ’όσα θα γινόντουσαν,και συγχρόνως
να κρατήσει στριγγλίζοντας έτσι,τις αισθήσεις της.Έφερε το καρφί ψηλαφώντας στα
τυφλά,και το στήριξε πιέζοντάς το στο δέρμα του γυμνού του κρανίου,λίγα μόνο εκατοστά
πάνω απ’το αριστερό του μάτι.Έπειτα σήκωσε το σφυρί,και χωρίς ν’ανοίξει τα μάτια του,το
στριφογύρισε λίγο από πάνω του,ώσπου βρήκε το κεφαλάκι του καρφιού.Το πουλί
προσευχόταν από μέσα του ο άντρας να μην ανοίξει τα μάτια του-ούτε για ένα
δευτερόλεπτο.Ύστερα από λίγο,σήκωσε το σφυρί απ’το κεφάλι του καρφιού όπου
αναπαυόταν,και χαμογελώντας πλατιά το κατέβασε και πάλι με δύναμη,τρυπώντας το
κρανίο και σχίζοντας τον εγκέφαλό του σαν σάπιο φρούτο.Το τελευταίο ουρλιαχτό
του,καθώς η ψυχή τραβιόταν απ’το σώμα του μ’ένα μεγάλο,δυνατό σπασμό,ήταν τόσο
άγριο,που θα μπορούσε να ξυπνήσει όλη την πόλη,αν το δωμάτιο αυτό είχε έστω κι ένα
ανοιχτό παράθυρο.Κι ήταν παραπάνω από σίγουρο ότι η κραυγή του αυτή θα είχε ξυπνήσει
και την Σταρμπαρίν,αν την ίδια στιγμή δεν είχε σκεπαστεί από το διαπεραστικό στρίγγλισμα
της κοπέλας,του μαγικού πουλιού που είχε δεί το θύμα του,μια ιδέα πριν καρφώσει ένα
μεγάλο χρυσό καρφί στο μυαλό του,να της χαμογελά γλυκά,ανοίγοντας τα μάτια του.

Βάλανος-Το μαύρο δωμάτιο

Απομακρυσμένο από την εξώπορτα και το χώλ του σπιτιού περισσότερο απ’όλα,το δωμάτιο
αυτό ήταν την ίδια ώρα ήσυχο σαν τάφος.Η μια και μοναδική λάμπα που κρεμόταν από το
ταβάνι του,ενίσχυε την εντύπωση αυτή-σκορπώντας το λιγοστό φώς της στο αδειανό από
έπιπλα χώρο και στους μαύρους τοίχους,που το ρουφούσαν άπληστα,έδινε στο δωμάτιο
μιαν όψη λαγουμιού,σαν να ήταν σκαμμένο στο βάθος μιας σπηλιάς από χώμα.Πιό πολύ
όμως απ’όλα,την αίσθηση αυτή του τάφου την έδινε στο δωμάτιο η μυρωδιά του.Μια
αποπνικτική βρώμα,χειρότερη χίλιες φορές απ’τις οσμές που φέρνουν λιποθυμία στους
ανθρώπους,απλωνόταν σαν κακό πνεύμα μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο.Ακόμα και μέσα
απ’την κλειδωμένη πόρτα και τον μεγάλο διάδρομο που χώριζε την κάμαρα αυτή απ’το
υπόλοιπο σπίτι,η φονική μυρωδιά της σαπίλας της έφτανε πότε-πότε σε μικρά ρεύματα ως
τα ρουθούνια της Σταρμπαρίν,κάνοντάς την ν’ανατριχιάζει ασυναίσθητα μέσα στον ύπνο
της.Το δωμάτιο αυτό είχε έναν πολύ καλό λόγο να βρίσκεται κρυμμένο στο βάθος του
σπιτιού,γιατί τώρα στο κέντρο του,ξαπλωμένο ανάσκελα στο πάτωμα,βρισκόταν το γυμνό
πτώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας,σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης.

Ήταν μια γριά γύρω στα εβδομήντα,αδύνατη και ζαρωμένη ,με τα μάτια και το στόμα της
ανοιχτά.Είχαν περάσει πολλές μέρες από τότε που είχε πεθάνει,πάνω από μια βδομάδα,και
τώρα το δέρμα της ήταν πράσινο σαν το χρώμα ενός άρρωστου δέντρου.Η επιδερμίδα της
είχε τραβηχτεί και σχημάτιζε πολλές λεπτές πτυχές στο δέρμα της,σε πολλά σημεία του
κορμιού της.Ο ένας απ’τους δυό μαστούς της είχε χάσει τελείως την επιδερμίδα του,κι
έπεφτε μαραμένος,πιό κίτρινος και μαλακός από τον άλλο,στο αριστερό της πλευρό.Ένα
μεγάλο στίγμα από στρώσεις ξεραμένου αίματος βρισκόταν κάτω απ’τη μύτη της,που
απλωνόταν ως τα χείλη της,ενώ τα ορθάνοιχτα μάτια της είχαν χάσει το χρώμα και την
κανονική τους υφή.Το ένα είχε θολώσει τελείως κι είχε σκεπαστεί από έναν λεπτό γαλάζιο
υμένα,ενώ το άλλο είχε φαγωθεί,κι έχασκε γεμάτο μαύρες κηλίδες.Τα μαλλιά της γριάς,λίγες
άσπρες τρίχες σκόρπιες και μαδημένες,σκέπα-

ζαν το πράσινο δέρμα του κεφαλιού της,ενώ λίγο πιο πάνω από το επίσης άσπρο κι αραιό
τρίχωμα του αιδοίου της,μια μεγάλη μαύρη επιφάνεια φαινόταν να κινείται κάτω από το
σχεδόν διαφανές της δέρμα.Τα χέρια της,με ακίνητα,χαλαρά δάχτυλα και μελανιασμένα
νύχια,έπεφταν σαν δυό ξερά κλαδιά στα πλάγια του κορμιού της,ενώ από κάθε γωνιά του
νεκρού της σώματος έβγαινε η πιό αποκρουστική αποφορά του κόσμου.

Ήταν το πτώμα μιας άστεγης,ηλικιωμένης γυναίκας που είχε πεθάνει πρίν από μερικές μέρες
σε κάποιο έρημο,σκοτεινό σοκάκι.Η Σταρμπαρίν είχε ξαμολήσει τους ανθρώπους της για να
της βρούν ένα πτώμα,όσο γινόταν παλιότερο,εδώ και πέντε μέρες.Είχε αρχίσει να
απελπίζεται,και ήταν έτοιμη να ζητήσει τη βοήθεια ενός νεκροθάφτη,όταν πρίν από λίγες
ώρες δυό από τους άντρες της έφεραν αυτή την γριά,σφιχτά τυλιγμένη μέσα σε μια μαύρη
σακούλα,για να αντέξουν τη βρώμα.Η γριά ήταν καλύτερη απ’όσο έλπιζε-είχε πεθάνει στο
δρόμο,κανείς δεν θα ήξερε το όνομά της,κι ούτε θα την ζητούσε.Πάνω απ’όλα όμως,το πτώμα
βρισκόταν ήδη από μέρες σε σήψη,κάτι που η Σταρμπαρίν είχε αντιληφθεί από την πρώτη
κιόλας στιγμή,με ανάμικτα συναισθήματα φρίκης και θριάμβου.Είχε πληρώσει καλά τους
άντρες για την δουλειά τους,και μετά είχε σύρει το πτώμα της γριάς,προσπαθώντας με κόπο
να διατηρήσει τις αισθήσεις της,ως το μαύρο δωμάτιο.Όσο την έγδυνε και την
ξάπλωνε,γυμνή,στο πάτωμα του δωματίου,η Σταρμπαρίν είχε κάνει εμετό δυό φορές,και
μάλιστα την δεύτερη είχε νοιώσει την όρασή της να θολώνει και να μαυρίζει καθώς
σηκωνόταν όρθια,όμως άξιζε τον κόπο.Ο άντρας που θα ερχόταν σε λίγες ώρες στο σπίτι θα
της πλήρωνε με χρυσάφι κάθε βρωμερή αναπνοή που είχε αναγκαστεί να πάρει,κι η
Σταρμπαρίν χαμογέλασε μέσα στον ύπνο της στην σκέψη του χρυσαφιού αυτού.

Από μια γωνιά του μαύρου δωματίου,ολότελα βυθισμένη στο σκοτάδι,έρχονταν κάθε λίγο
χαμηλόφωνα βογγητά ικανοποίησης.Ήταν η υπόκωφη,ερεθισμένη φωνή ενός άντρα που
αυνανίζεται,και σε λίγο έλυσε την ζώνη κι άφησε το παντελόνι του να πέσει με έναν πνιχτό
μεταλλικό θόρυβο στο πάτωμα.Συνεχίζοντας να ξεφυσά από την ευχαρίστηση,άρχισε να
πηγαινοφέρνει γρήγορα το χέρι του κατά μήκος του πέους του,προκαλώντας έτσι
μικρούς,γλιστερούς ήχους,που έσπαζαν κι αυτοί τη νεκρική σιωπή του δωματίου.Μετά από
λίγο,η μορφή που κρυβόταν στο σκοτάδι πρόβαλλε στο κέντρο του δωματίου,κάτω απ’το
χλωμό φως της λάμπας,και πλησίασε το πτώμα της γριάς.Ήταν ένας άντρας γύρω στα
σαράντα,ψηλός και λεπτός,με καστανά μαλλιά και γαλάζια μάτια.Το πρόσωπό του ήταν
κατακόκκινο και γεμάτο φακίδες,ενώ μερικές σταγόνες ιδρώτα τρεμόπαιζαν στο μέτωπό
του,φανερώνοντας την έξαψη που τον κυρίευε όσο περνούσε η ώρα.Ο άντρας φορούσε
μονάχα ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες κι ένα άσπρο πουκάμισο,που έπεφτε ως τη μέση
του,όπου την πορεία του διέκοπτε το ορθωμένο πέος του,κόκκινο κι αυτό σαν το πρόσωπό
του.Με το αριστερό του χέρι ο άντρας αυνανιζόταν ασταμάτητα,με γρήγορες κινήσεις,όπως
συχνά κάνουν οι έφηβοι που κρύβουν τη συνήθειά τους αυτή.Στο άλλο του χέρι,λάμποντας
ελαφρά στο φώς του δωματίου,κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι με μεταλλική στρογγυλή λαβή
και χοντρή μακρόστενη λάμα,που στην όψη θύμιζε το μαχαίρι ενός χασάπη,κι ο άντρας το
έσφιξε δυνατά,καθώς πλησίαζε με αργά,αθόρυβα βήματα το πτώμα της γυναίκας.

Όταν έφτασε πάνω απ’το σώμα της γριάς,άφησε το χέρι του που κρατούσε το μαχαίρι να
πέσει απαλά πάνω στο μηρό του κι έκλεισε τα μάτια του,τεντώνοντας συγχρόνως το κεφάλι
του προς τα πίσω,σε μια κίνηση βουβής ευχαρίστησης.Όλη αυτή την ώρα,ο άντρας
οσφραινόταν τον αέρα γρήγορα και βιαστικά,παίρνοντας μέσα του τη μολυσμένη βρώμα και
εκπνέοντας απότομα,λαχανιασμένα.Ρουφούσε την αποτρόπαια μυρωδιά του πτώματος
αχόρταγα κι ηδονικά,σαν να ήταν το καλύτερο εσσάνς,το πιίο σπάνιο και πολύτιμο
άρωμα,του οποίου έστω και μια ριπή,αν πήγαινε χαμένη,θα ήταν μια μεγάλη
συμφορά.Χωρίς μάλιστα να αρκείται στην ποσότητα της εκλεκτής οσμής που έπαιρνε απ’τη
μύτη του,άνοιγε πότε-πότε διάπλατα το στόμα του,εισπνέοντας βαθιά την μυρωδιά που
φαινόταν να τον στέλνει σε ουρανούς έκστασης.Γιατί όσο βαθύτερες και πιό ηχηρές γίνονταν
οι ανάσες του άντρα,τόσο πιο δυνατά σπαρταρούσε η στύση στο χέρι του,κάθε της κίνηση
σαν τη σύσπαση της μουσούδας ενός πεινασμένου ζώου,στην πρώτη υποψία μιας
δελεαστικής μυρωδιάς φαγητού στον αέρα.Καθώς όμως ο άντρας συνέχιζε να χαϊδεύει τον
εαυτό του με κλειστά μάτια,οι απότομες,άγριες σχεδόν εκφράσεις που έπαιρναν τα χείλη
του,τον έκαναν να μοιάζει με άνθρωπο που πνίγεται-ή με κάποιον που,παραδομένος στην
ηδονή,προσπαθεί να πνίξει τις κραυγές του από φόβο μην ενοχλήσει το κοιμισμένο ίσως
αντικείμενο του πάθους του.Ο άντρας γνώριζε βέβαια ότι η γυναίκα στα πόδια του ήταν
νεκρή,άλλωστε η απαίσια μυρωδιά της σάρκας της που σάπιζε τον ερέθιζε αφάνταστα,όμως
υποδυόμενος αυτήν την προσοχή,τον φόβο μήπως η γριά ξυπνήσει,έκανε την ηδονή του
ακόμα πιό έντονη.

Σκύβοντας λίγο πάνω από το σώμα της,ο άνδρας έπεσε στα γόνατα δίπλα στον ώμος του
πτώματος,φέρνοντας με δύναμη το πέος του στο αριστερό του μπράτσο.Όπωςσυνέχισε να
τρίβει τη βάλανό του πάνω στο άψυχο,κρύο μέλος,η επιδερμίδα ζάρωνε και
τεντωνόταν,έτοιμη να σχιστεί με το πρώτο δυνατό τράβηγμα σαν ένα μουσκεμένο κομμάτι
χαρτί.Τώρα είχε ανοίξει τα μάτια του,και το βλέμμα του πηγαινοερχόταν σ’ολόκληρο το
σώμα της,πλημμυρισμένο από τη λαγνεία και την έξαψη που ένοιωθε.Οι βίαιες αναπνοές
που έπαιρνε όλη αυτή την ώρα,εκτός από την ευφορία που του είχαν προκαλέσει,τον είχαν
κουράσει,και τώρα ξαπόσταινε λαχανιασμένος δίπλα στο ακίνητο σώμα της γριάς,χωρίς να
βγάζει κανένα ήχο.Η μέση του λικνιζόταν απαλά μπρος-πίσω,καθώς το πέος του
ξαεφλούδιζε,χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει,τη λεπτή πράσινη επιδερμίδα,και για μιά
στιγμή νόμισε πως ο μόνος ήχος σ’όλο το δωμάτιο ήταν τα γόνατά του που πίεζαν τις σανίδες
του πατώματος,πως κι η ανάσα του ακόμα είχε σταματήσει απ’την λαχτάρα.Έπειτα όμως
άκουσε έναν απαλό,ανεπαίσθητο ήχο,υγρό σαν το γλίστρημα ενός φύλλου σ’ένα ρυάκι και
γλοιώδη σαν το σάλιο που απλώνεται σ’έναν διψασμένο ουρανίσκο.Αφήνοντας το πέος του
να πέσει,όμοιο με πυρακτωμένο ελατήριο από το μπράτσο που το στήριζε,ο άνδρας έσκυψε
πιό κοντά στην γριά και τότε παρατήρησε κάτι που έβλεπε για πρώτη φορά απόψε.Στο κέντρο
του λαιμού της,λίγο ψηλότερα απ’το στέρνο της,κάποιο έντομο είχε κάνει τ’αυγά του,και
τώρα,στο κέντρο μιας ρηχής άυλακας του δέρματος,μια ομάδα λευκά σκουλήκια,τυλιγμένα
σ’ένα λεπτό,διάφανο χιτώνα,σάλευαν και σερνόντουσαν το ένα πάνω στο άλλο.

Ξαφνικά η μυρωδιά έγινε πιο έντονη από ποτέ,και στο μυαλό του άντρα,που ένοιωθε ήδη
μουδιασμένος από την ηδονή,αυτή η νέα οσμή,συνοδευόμενη από την θέα της
καινούριας,ζωντανής σήψης,φάνηκε σαν ένα τεράστιο κύμα ηδονής που τον είχε χτυπήσει
απρόσμενα.Άφησε το μαχαίρι να πέσει δίπλα του κι άπλωσε το χέρι του στο λαιμό της
γριάς,χαϊδεύοντας την περιοχή κάτω από τη μικρή,κινούμενη φωλιά,ενώ με το άλλο του χέρι
άρχισε να τρίβει και πάλι το πέος του.Κλείνοντας τα μάτια σε μια επανάληψη της
προηγούμενης έκστασης,ο άντρας έσφιξε στο χέρι του το στήθος της και συνέχισε να κουνά
το σώμα του,γρήγορα και με τον ίδιο ρυθμό που αυνανιζόταν.Κάτω απ’την πίεση της κίνησης
αυτής,το δέρμα του μαστού της σύντομα άρχισε να ξεκολλά και να ενώνεται με την παλάμη
του,ενώ κάτω από τα δάχτυλά του μπορούσε να αισθανθεί τώρα κάτι υγρό και
ζεστό.Δάγκωσε τότε με πραγματική μανία τα χείλη του,κι αρπάζοντας το μαχαίρι,το έφερε
δίπλα στο κόκκινο πέος του που τώρα έσερνε πάνω στο νεκρό στήθος.Με μιά κίνηση,έκοψε
σύρριζα το μαστό της γριάς,και τον κράτησε θριαμβευτικά μπροστά στα μάτια του που
γυάλιζαν από τον πυρετό-ένα κομμάτι σαπισμένο κρέας με λίγο κίτρινο λίπος να στάζει από
τα χείλη του,σαν ένα πορτοκάλι που ξεχάστηκε για ολόκληρο χρόνο σ’ένα σκοτεινό κελλάρι.Ο
άντρας βύθισε το πρόσωπό του στον λιπαρό και μαραμένο μαστό που κρατούσε,αφήνοντας
ένα λιγωμένο επιφώνημα ικανοποίησης,και την ίδια στιγμή εκσπερμάτωσε,ποτίζοντας μ’ένα
παχύ λευκό ρυάκι το χέρι και το ακρωτηριασμένο στήθος του πτώματος.

Νοιώθοντας τώρα την μυρωδιά πιο έντονη από κάθε άλλη φορά,να απλώνεται σαν
μεθυστικό ποτό ανάμεσα στα ρουθούνια και τα χείλη του,ο άντρας έγειρε το κεφάλι του και
ξάπλωσε δίπλα στο κεφάλι της γριάς,απολαμβάνοντας τις τελευταίες δονήσεις του
οργασμού που υποχωρούσε.Η εκσπερμάτωση τον είχε κουράσει,σε λίγο ίσως να ηρεμούσε,η
μυρωδιά θα άρχιζε να του φαίνεται δυσάρεστη και να του προκαλεί αηδία,κι ίσως έτσι έχανε
την ευκαιρία να περάσει την πιό ευτυχισμένη νύχτα της ζωής του.Σ’αυτή την σκέψη,ο άντρας
έφερε αμέσως το μουσκεμένο χέρι του στο ήδη ορθωμένο πέος του και ψηλάφησε την στύση
του,τώρα ζεστή κι αναίσθητη.Ήξερε ότι ήταν έτοιμος να χαλαρώσει τελείως,και μέσα στην
απόγνωσή του να παρατείνει για λίγο ακόμη τον ερεθισμό του,έφερε το χέρι στα μαλλιά της
γριάς.Όταν τράβηξε τις λιγοστές άσπρες τρίχες,είδε κάτι που έκανε και πάλι τον πόθο να
φουντώσει μέσα του απότομος κι ορμητικός σαν δυνατός σεισμός.Πίσω από το αυτί της
γριάς,άλλη μια φωλιά γεμάτη από νύμφες εντόμων,αυτή τη φορά
μεγαλύτερη,κλωθογυρνούσε ασταμάτητα.Μάλιστα καθώς τράβηξε το πτερύγιο του αυτιού
λίγο περισσότερο προς το μέρος του,η λεπτή μεμβράνη έσπασε και τα λευκά,μικρά
σκουλήκια έπεσαν στο πάτωμα,όπου άρχισαν να στριφογυρνούν προς όλες τις
κατευθύνσεις.Αισθάνθηκε ένα ρίγος απρόσμενης χαράς,καθώς το πέος του,που ακόμα
πάλλονταν από τον οργασμό που καταλάγιαζε γέμισε και πάλι με αίμα μέσα σε μια
στιγμή,δίνοντας του και πάλι τις αισθήσεις του.

Ο άντρας απομακρύνθηκε λίγο απ’το κεφάλι της γριάς κι έπειτα στάθηκε και πάλι πάνω από
το στήθος της,παραπατώντας λίγο στα γόνατά του κι άρχισε να την παρατηρεί.Ώστε αυτό το
πτώμα,που του είχε χαρίσει τόση απερίγραπτη ηδονή,ήταν τώρα σε θέση να ξεπεράσει τον
εαυτό του,να τον ερεθίσει πέρα απ’όσο άντεχε.Πάνω στο ψυχρό σώμα της γριάς,σε κάθε
γωνιά του νεκρού κορμιού της,μια φωλιά από αυτά τα μικρά σκουλήκια
γεννιόταν,σπαρταρώντας από την ευχαρίστηση της γέννησης σ’ένα τόσο φιλόξενο
περιβάλλον.Ο άντρας σκέφτηκε το πέος του,κι έπειτα το κοίταξε και το είδε να
κρέμεται,κόκκινο και διογκωμένο,ανάμεσα στους μηρούς του.Με τα ξαναμμένα μάτια του
μυαλού του όμως,το όργανό του άλλαζε χρώμα,γινόταν κι αυτό λευκό όπως τα μικρά
σκουλήκια που σαλεύαν χωρίς διακοπή,και οι κινήσεις του,ο κάθε παλμός που τον οδηγούσε
στην κορύφωση,συνοδευόταν από χίλιες άλλες μικρότερες κινήσεις,στο λαιμό,πίσω απ’το
αυτί και σ’όλο το σώμα της γριάς.Κι όταν ο οργασμός θα τον συντάραζε για άλλη μια φορά,η
εκσπερμάτωσή του θα ήταν σύμφωνη κι απόλυτα συγχρονισμένη με τις τελευταίες δονήσεις
των σκουληκιών πριν γεννηθούν από τη βλέννα τους,ολόκληρο το πτώμα,μέσα απ’τις
αθροισμένες δονήσεις των μικρών του παρασίτων,θα έφτανε μαζί του στην κορυφή της
ηδονής,και η σκέψη έφερε στον άντρα έναν αναπάντεχο σπασμό ικανοποίησης,που τον
λύγισε στα δύο.Όταν ξανασήκωσε το κεφάλι του,τα μάτια του είχαν στο βάθος της γαλάζιας
τους ίριδας μιαν κόκκινη οπή,ίδια κι απαράλλαχτη μ’αυτήν του κυνηγού που ψάχνει για το
μικρό,το πιό εκλεκτό θήραμα.

Ο άντρας μπουσούλησε προς το μέρος της,πέρασε το δεξί του πόδι πάνω απ’το σώμα της
γριάς,κι έπειτα στάθηκε από πάνω της,κρατώντας την γερά ανάμεσα στους μηρούς του.Το
βλέμμα του άρχισε να κυλάει προσεκτικά άλλα γρήγορα,με την ακρίβεια εξασκημένου
απρακτικού,πάνω στο πράσινο κορμί του πτώματος,ψάχνοντας να βρεί κι άλλους μικρούς
συνομώτες του οργασμού,κι άλλους μέτοχους της μεταθανάτιας ηδονής του.Ήξερε πως
έπρεπε να βιαστεί,γιατί το πέος του έτρεμε τώρα βάναυσα πάνω στην κοιλιά της
γριάς,προειδοποιώντας τον πως η επόμενη εκσπερμάτωση ήταν κοντά,και πως θα τον άφηνε
λιπόθυμο ως το πρωί με την έντασή της.Με ανείπωτη λαχτάρα,ο άνδρας τράβηξε το σαγόνι
του πτώματος προς τα κάτω,ανοίγοντας έτσι το στόμα του.Ένα-δυό σκουλήκια έπεσαν από
μέσα,κιεκείνος σχεδόν ξεφώνισε από την ικανοποίηση.Σκύβοντας πάνω από το ανοιχτό
στόμα της γριάς,είδε το στόμα της πλημμυρισμένο από τους άσπρους εισβολείς,που το
γέμιζαν με ήχους άλλους από την ομιλία της,για πρώτη φορά.Κάτω απ’την μαυρισμένη
γλώσσα της,σε μια μικρή,ζεστή κόχη,κρυβόταν ένας ολόκληρος στρατός από νύμφες που
ξεγλιστρούσαν και στο υπόλοιπο στόμα της.Ο άνδρας για μια στιγμή φοβήθηκε πως θα
εκσπερμάτωνε χωρίς καν να πιέσει το πέος του,και για να το εμποδίσει,κόλλησε το στόμα
του στα χείλη της γριάς και ρούφηξε τον αέρα από το νεκρό λαρύγγι της με λύσσα,σαν να
προσπαθούσε να της αφαιρέσει τη ζωή που έτσι κι αλλιώς δεν είχε πιά.Εύθραυστα κι
αδύναμα μπροστά στην αγριότητα του πάθους του,η άκρη της γλώσσας της μαζί με μερικά
λευκά σκουλήκια ξερριζώθηκαν από τη θέση τους και μπήκαν στο στόμα του,όμως η
προσήλωση του άντρα στην ευχαρίστηση που αισθανόταν ήταν τόσο μεγάλη,που ούτε
κατάλαβε πως είχε καταπιεί κι άλλη από τη νεκρή σάρκα που τον έστελνε στον παράδεισο
της απόλαυσης.
Ύστερα από λίγα λεπτά ο άντρας πήρε τα χέιλη του από το στόμα του πτώματος,κι
ανασηκώθηκε πάλι στην προηγούμενη θέση του.Το βλέμμα του τώρα είχε χαθεί,κοίταζε
τώρα πίσω και πέρα από τους μαύρους τοίχους,χωρίς όμως να βλέπει τίποτε.Μια κλωστή
σάλιου,στην οποία κονιόταν ακόμα ένα σκουλήκι,έπεσε από το μισάνοιχτο στόμα του πάνω
στο πέος του που έσφυζε μαινόμενο από την προσμονή της έκρηξής του.Ψηλαφώντας με τις
άκρες των δαχτύλων του,ο άντρας βρήκε το μαχαίρι,παρατημένο δίπλα του από ώρα,και το
κράτησε σφιχτά στο χέρι του.Χωρίς να κατέβει από το σώμα της γριάς,σύρθηκε λίγο με τα
γόνατά του προς τα πίσω και στάθηκε πάνω απ’τη βάση των μηρών της.Έφερε το μαχαίρι
δίπλα στον αφαλό της,και πιέζοντας το απαλά,το βύθισε μέσα στην λεπτή,ξεφλουδισμένη
σάρκα της,που υποχώρησε δίχως την παραμικρή αντίσταση.Καθώς η λάμα έκοβε μια
λεπτή,κάθετη σχισμή στην κοιλιά του πτώματος,ένας κίτρινος πολτός γέμισε την μύτη του
μαχαιριού και χύθηκε στο πλευρό της γριάς.Τα ζυμωμένα,σαπισμένα κόπρανα ήταν σίγουρα
η πιό βαριά και αποτρόπαιη μυρωδιά που είχε γνωρίσει ποτέ του,όμως ακόμα κι η όσφρηση
του άντρα είχε αμβλυνθεί-όλες του οι αισθήσεις ήταν τώρα συγκεντρωμένες στο πέος
του.Όταν είδε πως η σχισμή που είχε ανοίξει ήταν αρκετά μεγάλη,ο άντρας πέταξε το μαχαίρι
μακριά του,ανασήκωσε λίγο τους γλουτούς του,και βύθισε το πέος του στην
ανοιχτή,δύσοσμη τρύπα.Σε λίγα λεπτά το λίκνισμά του είχε γίνει έντονο,και καθώς
διαπερνούσε το νεκρό σώμα,ένοιωθε τον οργασμό να τον πλησιάζει καλπάζοντας.Ένα
τρεμάμενο χέρι τεντώθηκε πίσω από την πλάτη του,κι έψαξε να βρεί την κλειτορίδα της
γριάς.Μόλις τα δάχτυλά του άγγιξαν την παγωμένη πτυχή του δέρματος,ο άνδρας
αισθάνθηκε ένα ουρλιαχτό να ανεβαίνει από τα βάθη του σώματός του στα χείλη
του,ταυτόχρονα με το σπέρμα που απότομα πλημμύριζε όλο το μήκος του πέους του.

Δεξιός όρχις-Το κόκκινο δωμάτιο

Ήταν περασμένες πέντε,όμως οι μικρές αλλαγές στο χρώμα του ουρανού δεν έφταναν ως το
κόκκινο δωμάτιο.Πάνω στο λεπτό,βρώμικο στρώμα κοιμόταν ένα γυμνό κορίτσι,ξαπλωμένο
μπρούμυτα.Το στόμα του είχε δεθεί μ’ένα άσπρο μαντίλι,ενώ και τα χέρια του ήταν δεμένα
πίσω απ’την πλάτη του με σχοινί.Το σώμα του κοριτσιού είχε μια κάπως παράξενη θέση,με
τα γόνατα ελαφρώς λυγισμένα και τους μηρούς ανοιχτούς,έτσι ώστε έμοιαζε όχι να
αποκοιμήθηκε,αλλά να έχει λιποθυμήσει από κάτι τρομερό,κρατώντας το κορμί της
σφιγμένο ακόμα και στον ύπνο της.Λίγες τούφες από τα ξανθά μαλλιά του κοριτσιού είχαν
ξεριζωθεί,και στα σημεία εκείνα το δέρμα του κεφαλιού της ήταν γδαρμένο και κόκκινο.Η
ανάσα της,μέσα στον ανήσυχο ύπνο που έκανε γινόταν πότε-πότε γρήγορη,κι έπειτα ησύχαζε
απότομα,ενώ τα απαλά,ρόδινα μάγουλά της ήταν μουσκεμένα από δάκρυα που στέγνωναν
αργά.Το κορίτσι δεν ήταν πάνω από δέκα χρόνων-μπορούσε μάλιστα να είναι οχτώ,ή εννιά-
κι όπως οι γλουτοί της ήταν ανοιχτοί,ακολουθώντας την φορά των μηρών της,στο βάθος τους
φαινόταν η σχισμή του πρωκτού της,που γυάλιζε στρογγυλή και μεγάλη όσο δεν θα έπρεπε
να είναι,μαρτυρία της πιό βάναυσης σοδομίας.Ολόκληρο το σώμα του κοριτσιού αλλά και τα
αντικείμενα που το περιτριγύριζαν,στο έντονο κόκκινο φώς που αντανακλούσαν οι τοίχοι
έχαναν το περίγραμμα και τις πραγματικές τους διαστάσεις.Ένα κόκκινο αιχμηρό στεφάνι
σχηματιζόταν γύρω από κάθε πτυχή του κοιμισμένου κορμιού της,που έμοιαζε έτσι σαν
καμμένο ξύλο που λάμπει ακόμα απ’τη φωτιά που έχει σβήσει.Ήταν στο σύνολό της μια
εικόνα ονειρική,και το μόνο που την χαλούσε,ήταν τα δυνατά ροχαλητά του άντρα που
έρχονταν κάθε λίγο από την άλλη γωνιά του δωματίου.

Ο άντρας αυτός ήταν κοντός και χοντρός,είχε μια μεγάλη μαύρη γενειάδα και μελανιασμένο
πρόσωπο,γεμάτο από μικρές σπασμένες φλέβες.Καθώς ανέπνεε με κοφτά και δυνατά
σφυρίγματα,η μεγάλη κοιλιά του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά,κι έτσι το σώμα του έμοιαζε να
φιλοξενεί στα σπλάχνα του ένα άγριο δασύτριχο ζώο,που κοιμόταν κι αυτό.Ο άντρας ήταν
γυμνός,και το πέος του είχε συρρικνωθεί στο βάθος του βουβώνα του,κι ακουμπώντας με
την άκρη του υγρή πάνω στους όρχεις του,είχε σχεδόν εξαφανιστεί.Στο ένα του χέρι
κρατούσε ένα μισογεμάτο μπουκάλι με κάποιο λευκό ποτό,που κυμάτιζε απαλά με κάθε
κίνηση και κάθε ροχαλητό του.Το μπουκάλι ήταν κλειστό,όμως τα δάχτυλα του
άντρα,μουδιασμένα κι άκαμπτα απ’τον ύπνο,είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν το κράτημά
τους.Έτσι,σε μια στιγμή που μια υγρή εισπνοή έκανε τον άντρα να βήξει,το μπουκάλι έπεσε
απ’το χέρι του,χτύπησε με δύναμη στο πάτωμα κι έπειτα κύλησε ως το στρώμα,όπου και
σταμάτησε.Ο θόρυβος του γυαλιού στο σανίδι δεν ήταν πολύ δυνατός,όμως καθώς ήταν ο
μόνος ήχος που είχε ακουστεί εδώ και ώρα στο δωμάτιο,έκανε τον άντρα να ξυπνήσει
μισοτρομαγμένος,σηκώνοντας απότομα το κεφάλι του.Όταν άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε
το δωμάτιο,μια έκφραση βαθιάς ικανοποίησης

απλώθηκε στο πρόσωπό του,όμως δεν μπόρεσε να φτάσει στα μάτια του.Χτυπημένα από τον
πιό άγριο στην όψη στραβισμό,οι ίριδες των μαύρων ματιών του απέκλιναν τόσο έντονα η
μιά απ’την άλλη,ώστε του έδιναν ένα ύφος τρομακτικό,αφού στερούσαν το βλέμμα του από
κάθε δυνατή εκφραστικότητα.

Σπρώχνοντας με την πλάτη τον τοίχο για να στηριχτεί,ο άντρας σηκώθηκε αργά και τέντωσε
τα χέρια του,ύστερα έτριψε τα μάτια του και τράβηξε το δέρμα του πέους του,μια
φορά,απότομα,σαν να προσπαθούσε να το ξυπνήσει κι αυτό.Περπάτησε ως το στρώμα και
κοίταξε το κορίτσι που κοιμόταν.Έπειτα έσκυψε και πήρε το μπουκάλι που του είχε
γλιστρήσει,προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και την ξυπνήσει.Οι κινήσεις των άκρων
του,και το άτσαλο,βιαστικό βάδισμά του θύμιζαν μεγάλο εκπαιδευμένο πίθηκο,κι ίσως
σ’αυτό να βοηθούσε και το πυκνό τρίχωμα με το οποίο ήταν σκεπασμένο ολόκληρο το
σώμα,ως κι η πλάτη του.Ο άντρας άνοιξε το μπουκάλι και ήπιε μια γουλιά,αφήνοντας το ποτό
να βρέξει τα γένια και να κυλήσει ως το στέρνο του.Η γεύση του οινοπνεύματος έκανε το
πρόσωπό του να φωτιστεί,και στο βάθος των ανέκφραστων ματιών του έλαμψε για λίγο η
σπίθα της ευχάριστης εξάντλησης που τον είχε ναρκώσει,αποκαμωμένο πια από την
έξαψη.Ένα κομμάτι του κουρασμένου μυαλού του επέμενε ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να
πιεί το υπόλοιπο του μπουκαλιού και να αποκοιμηθεί,όπως έκανε συνήθως,όμως ο άντρας
μπόρεσε εύκολα να επιβληθεί στη φωνή αυτή.Μπορεί σε λίγο να ξημέρωνε,όμως
προλάβαινε ακόμα να γευτεί αρκετή ακόμα απ’την ηδονή που εδώ και χρόνια υπόσχονταν
στον εαυτό του,κι ίσως αυτή να ήταν η πιό μεγάλη από τις απολάυσεις της αποψινής νύχτας
που τελείωνε.Όμως αν ήθελε να κυριευτεί από τον ερεθισμό αυτό που ονειρευόταν,έπρεπε
να είναι προσεκτικός και ήσυχος-μα πάνω απ’όλα,χρειαζόταν οπωσδήποτε το υπόλοιπο
οινόπνευμα.

Με αυτή την σκέψη,ο άντρας έδωσε μια στροφή στο καπάκι του μπουκαλιού και το τράβηξε
μακριά απ’το στόμα του.Ύστερα πήγε ως την γωνιά του δωματίου,κι άνοιξε την μεγάλη
καφετιά βαλίτσα που είχε φέρει μαζί του χθές το βράδυ.Μέσα βρισκόταν ακόμη το μαύρο
λουρί από χοντρό δέρμα που είχε τυλίξει σφιχτά γύρω απ’το πέος του για να μπορέσει να
διαπεράσει τη στενή σχισμή του κοριτσιού.Από πολλά χρόνια,οι τερατώδεις υπερβολές στο
φαγητό και το πιοτό,του είχαν στερήσει μια κανονική στύση,όμως ο άντρας είχε διαπιστώσει
πως,με την κατάλληλη πίεση κι ύστερα από πολλή προσπάθεια,μπορούσε ακόμη να
εκσπερματώσει με το μισοπεθαμένο πέος του,και μάλιστα συχνά κατάφερνε να νοιώσει και
λίγη απ’την ηδονή που του χάριζε παλιά.Αλλά τώρα δεν το χρειαζόταν άλλο,η ηδονή που θα
δοκίμαζε δεν το αφορούσε κι ήταν ένα απ’τα πάθη που είχαν εμφανιστεί στη σκέψη του από
τότε που είχε χάσει τη δύναμη να εκσπερματώνει χωρίς βοήθεια.Ήταν μια επιθυμία που είχε
μείνει κρυφή ακόμα κι απ’τον ίδιο του τον εαυτό-τέτοια ήταν η αγριότητά της-όμως
τώρα,μπροστά στην προοπτική της εκπλήρωσής του,ο πόθος αυτός υψώθηκε
απειλητικός,πιο τυραννικός από ποτέ.Από τη βαλίτσα ο άντρας πήρε ένα ζευγάρι χοντρά
δερμάτινα γάντια και ένα ψηλό μπουκάλι με λάδι.Έπειτα έβγαλε μια μικρή φιάλη
υγραερίου,ένα κουτί σπίρτα και μια μικρή τσίγκινη κατσαρόλα,με μακρύ ξύλινο
χερούλι.Αφού αράδιασε προσεκτικά τα πράγματα αυτά στο πάτωμα,έπιασε με προσοχή
μέσα από την βαλίτσα το τελαυταίο αντικείμενο που χρειαζόταν.Ήταν ένας μεταλλικός
σωλήνας,παχύς περίπου όσο το χέρι του,που κατέληγε σε ένα λεπτό στόμιο,που έκλεινε με
ένα σιδερένιο κάλυμμα.Απ’την άλλη του μεριά,ένα χοντρό μεταλλικό καπάκι χρησίμευε για
να γεμίζει τον σωλήνα,ενώ πάνω του ακριβώς βρισκόταν προσαρμοσμένο ένα έμβολο.Όλος
μαζί,ο σιδερένιος σωλήνας έμοιαζε με γιγαντιαία μεταλλική σύριγγα.

Όταν ακούμπησε προσεκτικά και το τελευταίο πράγμα στο πάτωμα,ο άντρας έκλεισε την
βαλίτσα και κάθισε όσο μπορούσε πιό απαλά στο γυμνό σανίδι,περικυκλωμένος από τα
αλλόκοτα σύνεργά του.Πρώτα άνοιξε το μπουκάλι με το λάδι και γέμισε το κατσαρόλι ως τη
μέση.Στη συνέχεια άναψε ένα σπίρτο και γυρίζοντας προσεκτικά τη στρόφιγγα της μικρής
φιάλης,πλησίασε το αναμμένο σπίρτο.Το υγραέριο πήρε αμέσως φωτιά,και μια μικρή φλόγα
φώτιζε τώρα το δωμάτιο από κάτω,φτιάχνοντας γύρω της ένα στενό αλλά ζεστό κύκλο
φωτός.Έπειτα ο άντρας έβαλε με προσοχή το κατσαρόλι πάνω στην πλατιά σχάρα της
φιάλης,κρατώντας με προσοχή το μακρύ χερούλι του.Μ’όλες αυτές τις λεπτές,ευλαβικες
κινήσεις,ο άντρας δεν έμοιαζε πιά με αγουροξυπνημένο ζώο,όπως πρίν.Τώρα ολόκληρο το
σώμα του,από τα παραμορφωμένα μάτια του μέχρι τα γόνατα και τα δάχτυλα των ποδιών
του,είχαν πάρει καθώς ήταν γεμάτα από την έντασή του,μιαν όψη ολότελα διαφορετική.Είχε
την έκφραση εκείνου του ανθρώπου,που ύστερα από χρόνια αναμονής στέκεται πάνω από
το τελικό πείραμα,αυτό που θα του χαρίσει την ηδονή της επιβεβαίωσης και τη βαθιά
ικανοποίηση ότι εκπλήρωσε τον σκοπό του.Συγχρόνως όμως η ένταση αυτή ήταν ένα
γνώρισμα χαρακτηριστικό για πολλούς απ’τους θαμώνες του σπιτιού της Σταρμπαρίν-η
απόλυτη,απόκοσμη συχνά προσήλωση με την οποία ο διεστραμμένος υπηρετεί την
διαστροφή του,θεωρώντας κάθε λεπτομέρεια ιερή,αφού απ’αυτήν εξαρτάται ο τελειωτικός
οργασμός της έξαρσής του,αυτός που τόσο επιθυμεί.

Δεν πέρασε πολλή ώρα,και η επιφάνεια του λαδιού άρχισε να στριφογυρίζει αργά,πάνω από
την γαλάζια φλόγα του υγραέριου.Καθώς η φωτιά συνέχιζε να καίει,ο θόρυβος που έβγαζε
,σαν ένα υπόκωφο σφύριγμα,είχε αρχίσει να γίνεται επίμονος στα αυτιά του άντρα,που προς
στιγμήν φοβήθηκε ότι ο ήχος αυτός ίσως να ξυπνούσε το κορίτσι.Όταν όμως γύρισε και
κοίταξε προς το μέρος της,την είδε να κοιμάται,ανήσυχη και συνοφρυωμένη,όμως πάντα
βυθισμένη στο σκοτεινό βασίλειο των ονείρων της.Δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί-έτσι κι
αλλιώς σε λίγο θα έσβηνε την φωτιά-κι αυτό ήταν κάτι που επιβεβαίωσε με μια ματιά στο
κέντρο της μικρής κατσαρόλας.Το λάδι τώρα ήταν ολότελα ακίνητο,όμως σε διάφορα
σημεία,που ολοένα πλήθαιναν,μεγάλες και πλατιές φυσαλίδες εμφανίζονταν,απλώνονταν κι
έσκαζαν αθόρυβα.Σε σχέση με την αγριότητα του νερού που βράζει,κοχλάζοντας ηχηρά κι
επιθετικά,το λάδι φαινόταν δροσερό,να γεμίζει το μεταλλικό του δοχείο με άψυχη
νωχέλεια.Όμως καθώς ο άντρας έφερε το πρόσωπό του πάνω απ’το κατσαρόλι,αισθάνθηκε
αμέσως την καυτή πνοή του υγρού να τον τυλίγει με μια ασφυκτική δύναμη.Σε λίγο έκλεισε
την μικρή στρόφιγγα,κι η γαλανή φωτιά εξαφανίστηκε.Τώρα οι φυσαλίδες είχαν πληθύνει
στην επιφάνεια του λαδιού,έμοιαζαν να σπρώχνουν μια αόρατη φλούδα που τα
σκέπαζε,προσπαθώντας μάταια να τιναχτούν ψηλά στον αέρα,κι ήταν σίγουρο πως το
περιεχόμενο αυτού του μικρού σκέυους έκαιγε σαν τη φωτιά στο στήθος του διαβόλου.
Με κινήσεις ακόμα πιο λεπτές που είχαν πλέον αποκτήσει τη χάρη και την ευγένεια
ηλικιωμένου ιερέα,ο άντρας έπιασε με προσοχή τα γάντια και τα φόρεσε στα χέρια
του,πιέζοντας ανάμεσα στα δάχτυλα ώσπου να τα αισθανθεί να αγκαλιάζουν σφιχτά τις
παλάμες του.Πιάνοντας από τη μέση το ξύλινο χερούλι,πλησίασε την κατσαρόλα στη μεγάλη
μεταλλική σύριγγα,της οποίας το καπάκι είχε προηγουμένως αφαιρέσει.Καθώς το χείλος της
κατσαρόλας άγγιζε το στόμιο του σιδερένιου σωλήνα,ο άντρας έσφιξε τα χείλη του και τα
βλέφαρά του έκλεισαν σχεδόν το ένα πάνω στο άλλο,αφήνοντας μόνο μια μικρή χαραμάδα
απ’όπου παρατηρούσε τις κινήσεις του.Το καυτό λάδι άρχισε να χύνεται σιγά-σιγά μέσα στο
σωλήνα,που όπως ήταν κρύος,έβγαζε μικρούς ήχους συρσίματος,και ζεσταινόταν αμέσως.Η
δεξιοτεχνία του άντρα στην δουλειά αυτή θα φαινόταν απίστευτη σ’όποιον μπορούσε να τον
κρυφοκοιτάξει-ήταν άλλωστε ένας χοντρός,απωθητικός άνθρωπος,φαινομενικά ανίκανος
για οτιδήποτε-και σε ελάχιστο χρόνο είχε γεμίσει τον μεταλλικό σωλήνα σχεδόν ως την
κορυφή.Μόλις γέμισε,έσφιξε γρήγορα το έμβολο στη βάση της σύριγγας κι έπειτα σηκώθηκε
όρθιος με τρόπο,κρατώντας ακόμα τους ώμους του σκυφτούς.Ακόμα και μέσα απ’το χοντρό
δέρμα,η απίστευτη θερμότητα του σωλήνα του οποίου το εσωτερικό είχε
πυρακτωθεί,έφτανε στο δέρμα των χεριών του σαν μια ζεστή κι έντονη φαγούρα,ένας
ερεθισμός που προμηνούσε κάποιο μεγάλο κι αδιόρατο κίνδυνο.

Όμως ο άντρας δεν έδινε σημασία στον καυτό κύλινδρο που κρατούσε με ευλάβεια στα
χέρια του,κι ενώ πλησίαζε με αργά βήματα το κορίτσι που κοιμόταν,η προσοχή του δεν ήταν
στραμμένη ούτε καν σ’εκείνο.Η αργοπορία των μηχανικών κινήσεων στις οποίες είχε
υποβάλλει τον εαυτό του όλη αυτή την ώρα,είχε πετύχει αυτό που ήλπιζε.Όλη η αποψινή του
κούραση είχε χαθεί-ή είχε κρυφτεί πολύ καλά-ενώ η γλυκιά προσμονή του οργασμού είχε
μετατοπιστεί από το πλαδαρό και νωθρό πέος του κι είχε μεταναστεύσει σ’όλο του το
κορμί,ώστε τώρα κάθε πόντος του κορμιού του στεκόταν έτοιμος,θερμός κι ερεθισμένος
όπως το εργαλείο που κρατούσε.Η ηδονή βρισκόταν απρόσμενα κοντά,κι οι
λογικοί,ανθρώπινοι ποταμοί του νού του-από κεί που σ’οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα τον
πλημμύριζαν και θα τον έκαναν να χάσει τις αισθήσεις του,εξουθενωμένος-τώρα στέκονταν
το ίδιο ακίνητοι,περιμένοντας να ξαναγεμίσουν από την έκσταση του καυτού
μαρτυρίου.Όπως βρισκόταν τώρα όρθιος πάνω απ’το κορίτσι,παρατηρούσε από κοντά τις
νευρικές του κινήσεις,τις ενοχλημένες συσπάσεις του προσώπου της,και το στόμα της που
έτρεμε κάτω απ’το μαντίλι.Ευχόταν από τα βάθη της ψυχής του να μην ξυπνήσει πρίν
προλάβαινε να κάνει αυτό που ήθελε,αυτό που τον στοίχειωνε από χρόνια κι είχε γίνει η πιό
αφόρητη επιθυμία του.Ο άντρας στάθηκε για λίγο πάνω από τα ανοιχτά πόδια του
κοριτσιού,κι έπειτα γονάτισε μπροστά στην διεσταλμένη σχισμή του πρωκτού της.Δεν
μπορούσε να το σκέφτεται άλλο,ο σφυγμός που ένοιωθε να τραντάζει ταυτόχρονα και τις
δυό πλευρές του κρανίου του,τον έκανε να πιστεύει ότι θα πέθαινε από την έξαψη,αν δεν
προχωρούσε αμέσως.Βγάζοντας το μεταλλικό κάλυμμα,έσπρωξε απότομα το στόμιο του
σωλήνα στον πρωκτό του κοριτσιού,και πάτησε το έμβολο με όλη του τη δύναμη.

Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν ανάμεσα στο απότομο ξύπνημα και τον άγριο
θάνατο του κοριτσιού,ένας απερίγραπτος πόνος τρύπησε τα σωθικά της.Το πρώτο πράγμα
που αισθάνθηκε,καθώς ανασήκωσε το κεφάλι της βγαίνοντας γρήγορα από τον
συννεφιασμένο ύπνο της,ήταν ότι κάτι υγρό είχε πέσει στους γλουτούς και τα πόδια της και
την κατάκαιγε.Δεν πρόλαβε όμως να σκεφτεί τί ήταν,να απομακρύνει το μυαλό της απ’τις
κηλίδες του πόνου,ή να προσπαθήσει να ουρλιάξει μέσα στο μαντίλι που την φίμωνε κι όταν
κοιμόταν.Γιατί την ίδια ακριβώς στιγμή τα σπλάχνα της ξεσχίστηκαν από έναν πόνο πέρα από
τις δυνάμεις της ανθρώπινης φαντασίας.Το καυτό υγρό διαπέρασε μέσα σε δευτερόλεπτα το
έντερό της,γδέρνοντας και κατακρεουργώντας ό,τι έβρισκε στο πέρασμά του.Το μικρό
κορίτσι ήταν τυχερό που,πριν προλάβει να σφαδάξει απ’τον πόνο,πριν αισθανθεί την
απερίγραπτη οδύνη που έκαιγε σαν κεραυνός το σώμα της,είχε πεθάνει.Μια
τελευταία,εξαγριωμένη εισπνοή που είχε την γεύση του αίματος και τη μυρωδιά της
καμμένης σάρκας ήταν η μόνη κίνηση που πρόλαβε να κάνει,κι έπειτα το σώμα της
σωριάστηκε νεκρό μπροστά στα πόδια του χοντρού άντρα,που την ίδια στιγμή ζούσε τη
μεγαλύτερη δυνατή ηδονή.

Μόλις ο άντρας αισθάνθηκε τον επιθανάτιο σπασμό του κοριτσιού,τράβηξε απότομα το


μεταλλικό σωλήνα από μέσα της και τον πέταξε μακριά.Χωρίς να χάσει λεπτό,άρπαξε το
γυμνό παιδικό κορμί με τα δυό του χέρια και κόλλησε με βουλιμία τα χείλη του στον
κατακρεουργημένο πρωκτό,ρουφώντας με όλη του τη δύναμη.Ένας καυτός χείμαρρος
πλημμύρισε αμέσως το στόμα του.Κόπρανα ανακατεμμένα με λάδι,αίμα και λιωμένα
κομμάτια από την σάρκα του κοριτσιού,γέμισαν ξαφνικά το λαιμό και το στήθος του,και μέσα
στη σύγχυσή του ο άντρας σκέφτηκε ότι ίσως το πάθος αυτό να του στοίχιζε τη ζωή του-μόνο
που η έκσταση που ένοιωθε ήταν πιό δυνατή από κάθε σκέψη.Σε λίγο είχε καταπιεί και την
τελευταία σταγόνα απ’το πολύτιμο υγρό,κι από τα χείλη του έτρεχε ακόμα το αίμα της
κοπέλας,μαζί και το δικό του,απ’την καμμένη γλώσσα και το στόμα του.Ο άντρας έπεσε προς
τα πίσω και ξάπλωσε ανάσκελα στο πάτωμα,χτυπώντας με μανία το στήθος του για να
σκεπάσει τον πόνο που νόθευε την ηδονή του.Με το ένα του χέρι,έπιασε το μπουκάλι με το
οινόπνευμα και πέταξε βιαστικά το καπάκι.Έπειτα έφερε το μπουκάλι πάνω απ’το στόμα
του,κι άρχισε να ποτίζει μ’αυτό το στήθος,το στόμα,και το ματωμένο του
ουρανίσκο.Μπερδεμένος με τον παλιό,ο νέος πόνος από τις πληγές που άφριζαν
πυρπολημένες,έριξαν τον άντρα σ’ένα ντελίριο έξαψης.Καθώς χτυπιόταν στο
πάτωμα,λυγίζοντας τα χέρια και τα πόδια του σαν λυσσασμένος,ήταν ένα κόκκινο,χοντρό και
μουσκεμένο πλάσμα που ούρλιαζε από την ηδονή και τον πόνο,κι όπως το κόκκινο δωμάτιο
τύλιγε από παντού τη μορφή του,έμοιαζε μ’ένα πελώριο έμβρυο την ώρα που ο τελευταίος
σπασμός της μήτρας το βγάζει στο φώς.

Όσο καλά κι αν κλείδωνε την εξώπορτα του σπιτιού της,η Σταρμπαρίν δεν μπορούσε να
αποκλείσει ολότελα τον ήλιο.Από την τρύπα του κλειδιού,μια τεμπέλικη ακτίνα διέσχισε την
πόρτα,φώτισε λίγο την αιωρούμενη σκόνη του δωματίου κι έπεσε πάνω στο πρόσωπό
της,σαν λαμπερό εξάνθημα.Η Σταρμπαρίν έσμιξε για μια στιγμή τα φρύδια της κι έπειτα
άνοιξε τα μάτια της.Την είχε πάρει ο ύπνος,είχε περάσει όλο το βράδυ κοιμισμένη στο
χώλ,και οι πελάτες της θα είχαν αγανακτήσει-με το δίκιο τους.Όμως καθώς ανασηκώθηκε
λίγο από την θέση της κι αφουγκράστηκε την ησυχία του σκοτεινού σπιτιού,δεν μπόρεσε να
βρεί ούτε μια υποψία ήχου που να την ταράζει.Κι αν είχε έρθει το πρωί και κανένας τους δεν
φώναζε,πήγαινε να πεί πως τα πράγματα είχαν πάει πολύ καλά,καλύτερα από κάθε άλλη
φορά.Ψηλαφώντας την μικρή χαράδρα των μαστών της,η Σταρμπαρίν βρήκε άλλη μια
απόδειξη ότι η χθεσινή νύχτα είχε οδηγήσει κάποιους στον ουρανό,και
κάποιους,οριστικά,στην κόλαση.Μπορεί βέβαια ο ουρανός να μην ήταν τίποτε άλλο από το
μασούρι με τα χρήματα στο στήθος της,όπως η κόλαση δεν ήταν άλλο από το βαθύ υπόγειο
του σπιτιού της,όμως αυτό δεν είχε καμμιά απολύτως σημασία.

You might also like