You are on page 1of 5

ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Με ήτα η ζωή τελειώνει·


με ήττα, επίσης.*

ΙΙΙ
Έρχονται αθόρυβα οι μέρες μου – γάτες με πελ-
ματα βελούδινα, ταχύτητα αστραπής- τρίβο-
νται μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια μου· σκύ-
βω να τις χαϊδέψω· έχουνε κιόλας φύγει.

Vienen calladamente mis días –gatas con


pies de terciopelo, con la velocidad del rayo- se deslizan
un momento entre mis pies; me inclino
para acariciarlas; ya se han ido.

ΧΙ

Με τρομάζει η ανυπαρξία, η μητέρα μου,


και δεν ξέρω γιατί,
αφού η ερωμένη μου, η ύπαρξη,
είναι αυτή
που πάντα μου επεφύλασσε
και σίγουρα μου επιφυλάσσει ακόμη
τις πιο οδυνηρές εκπλήξεις.

Me aterra la inexistencia, mi madre,


y no sé por qué,
puesto que mi amante, la existencia,
es la
que siempre me deparó
y en verdad me depara aún
las sorpresas más tristes.

ΧΙΙ
Να πίνεις τσάι και, στο μεταξύ, να σβήνει η
ζωή σου, όπως συμβαίνει με τους ήρωες του
Τσέχοφ, να σβήνει η ζωή σου, ενώ εσύ με α-
ξιοπρέπεια το τσάι ν’ ανακατεύεις και να ε-
παινείς τη γεύση και το άρωμά του. Έτσι,
σαν ήρωας του Τσέχοφ ή όπως ο Τσέχοφ ο ί-
διος, στη χυδαιότητα του πόνου ν’ αντιτάσ-
σεις την καλή ανατροφή σου.

Bebe té y, mientras tanto, que se extinga


tu vida, como sucede con los héroes de
Chejov; que se extinga tu vida, mientras tú con
dignidad revuelves el té y
elogias su sabor y su aroma. Así,
como héroe de Chejov o como Chejov mismo,
antepone a la vulgaridad del dolor tu buena educación.

XV
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.

Entre mis dedos


y tu cuerpo,
por más fuerte que te aferre,
se oculta el tiempo.

XVII

"Όταν σου αναγγείλουνε τον θάνατό μου,


κάνε ό,τι θα 'κανες αν σου χάριζαν
έν' άδειο βάζο.

Θα το γέμιζες λουλούδια·
έτσι δεν είναι;"

Καλό του ταξίδι...

Cuando te anuncien mi muerte,


haz lo que harías si te regalaran
un jarrón vacío.

Lo llenarías de flores;
¿no es así?

Que tenga un buen viaje…

_Τι κάνεις; Πώς τα πας;


-Πώς να τα πάω; Τι να κάνω; Ό, τι μπο-
ρω· πεθαίνω.
-Όλοι τα ίδιο κάνουμε· μόνον αυτό μπο-
ρούμε.
-Χάρηκα που σε είδα· μη χαθούμε…
-Ναι, μη χαθούμε…
- ¿Qué tal? ¿Cómo andás?
- ¿Cómo voy a andar? ¿Qué voy a hacer? Lo que
puedo: morirme.
- Todos hacemos lo mismo; sólo eso
podemos hacer.
- Me alegra haberte visto; no nos perdamos…
- Sí, no nos perdamos…

(Από την ενότητα «Προσευχές»)

Ελέησον σε

Ένιωθες μόνος και μας έπλασες για να ‘χεις


Συντροφιά εις τους αιώνας των αιώνων.
Έσφαλες όμως πλάθοντάς μας
Κατ’ εικόνα και ομοίωσίν σου,
Πολλαπλασίασες τη μοναξιά σου.
Τώρα είσαι μόνος μέσα σ’ ένα πλήθος μόνων.

Δεν έχει πιο μεγάλη μοναξιά.

(De la unidad “Plegarias”)


Ten piedad de Ti

Te sentiste solo y nos creaste para tener


Compañía por los siglos de los sigos.
Te equivocaste sin ambargo creándonos
A imagen y semejanza tuya.
Multiplicaste tu soledad,
Ahora estás solo en medio de una muchedumbre de solitarios.

No hay soledad más grande.

Ἕνας λύκος αἰσθηματίας

Διψάω γι’ ἀγάπη πεινάω γι’ ἀγάπη πονάω γι’ ἀγάπη


Οὐρλιάζω γι’ ἀγάπη πεθαίνω γι’ ἀγάπη ἀλλά
Εἶμαι ὁ λύκος ὁ κακός ὁ λύκος καί δέν γίνεται
Δέν εἶναι δυνατόν τέτοια αἰσθήματα νά ἔχω
Γιατί ἄν τό μάθουνε τά πρόβατα
θά πέσουνε νά μέ σπαράξουν

[«Λεκτικά τοπία», 1983]


Un lobo sentimental

Tengo sed de amor, tengo hambre de amor, sufro por amor


Aúllo de amor, muero de amor pero
Soy el lobo, el lobo malo y no es posible.
No es posible que tenga tales sentimientos,
Porque si se enteran las ovejas
correrán a despedazarme.

Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη

ΙΑ΄

Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις, πώς
δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους, μές στή βα-
θιά τους πολυθρόνα, πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε τό πουπουλέ-
νιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους, σ’ ἕνα κουπάκι του κα-
φέ, σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ... Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ
βαθιά πού κοιμοῦνται, ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.

[«Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη»]

Ὅποιος χαράζει τ’ ὄνομά του στή φλούδα ἑνός δέντρου, πράξη τελεῖ ἐ-
ρωτική ἡμιτελῆ. Ἄν θέλει νά ὁλοκληρωθεῖ αὑτή ἡ πράξη, πρέπει καί
στή δική του φλούδα νά χαράξει τό ὄνομα τοῦ δέντρου. Μονάχα τότε θά
θροΐσουν γλυκά τά φύλλα τῆς καρδιᾶς του.

«Στό ὑπόγειο», 2004

Quien traza su nombre en la corteza de un árbol, realiza una acción


incompleta. Si quiere terminar esta acción, debe trazar también en su propia
piel el nombre del árbol. Sólo entonces susurrarán dulcemente las hojas de su
corazón.

[«En el subsuelo», 2004]

Αυτός ο άνθρωπος δεν αντέχει το φθινόπωρο∙


τον φθίνει, ανεπανόρθωτα τον φθίνει, κι ας μην
είναι οπώρα. Είναι, ως εκ τούτου, φυσικό που
του αντιστέκεται, που σαν τρελός μαζεύει τα
πεσμένα φύλλα και τα ξανακολλάει στα κλα-
διά των δέντρων.

Θα καταφέρει άραγε να ακυρώσει έτσι του κα-


λοκαιριού την αναχώρηση, την έλευση να μα-
ταιώσει του χειμώνα;

Αργύρη Χιόνη «Ο,τι περιγράφω µε περιγράφει»


ποίηση δωµατίου, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Κρατήσου μακριά
απ’ τους συνανθρώπους σου,
μην τους ζυγώνεις·
μπορεί να σε κολλήσουν
επικίνδυνα όνειρα.

Mantente lejos
de tus semejantes,
No te acerques;
Puede que te contagien
sueños peligrosos.

Η ποίηση πρέπει να ‘ναι


Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα ‘χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου

La poesía debe ser


Una piedrita endulzada
Sobre te habrás endulzdo
Al romper tus dientes

Θεέ μου, τι αόρατο


ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!

You might also like