Professional Documents
Culture Documents
VI
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θά ‘πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι –
θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένου; Να το
παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200
λέξεις)
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου είναι η δυσκολία να γνωρίσει κανείς
πλήρως ένα άλλο άτομο, καθώς σε αυτό συνυπάρχουν όχι μόνο η τωρινή και
παρελθοντική του ταυτότητα, αλλά κι η μελλοντική, όπως κι η επίδραση που έχει δεχτεί
από πολλούς άλλους. Σε α΄ πρόσωπο, το ποιητικό υποκείμενο τονίζει τη δυσκολία αυτή
στην ερωτική του σύντροφο (δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις), επισημαίνοντας εξαρχής
το πλήθος των επιρροών που έχει δεχτεί με σχήματα επανάληψης και υπερβολής (αν σ’
αγγίξω… σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι / αν σου μιλήσει μια λέξη μου σου μιλάνε
εκατομμύρια άνθρωποι). Με μια σειρά ρητορικών ερωτημάτων αναρωτιέται για τη
δυνατότητά της να διακρίνει αφενός το πλήθος αυτών των επιρροών (θ’ αναγνωρίσεις τ’
άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;) κι αφετέρου τη διαμορφωμένη πια
μοναδικότητά του (θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή του πλήθους;). Με τη
χρήση επανάληψης τονίζει πως μέρος της ταυτότητάς του είναι κι ό,τι είχε υπάρξει
κάποτε (τα πεθαμένα κύτταρά μου, οι πεθαμένες πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις), ενώ
με μια μεταφορική εικόνα αναφέρεται και στην πιθανή μελλοντική του εξέλιξη (μέσα
μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος). Κομμάτι, άλλωστε, του εαυτού του είναι
κι η ταυτότητα που οφείλει να αποκτήσει (Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω).
[Λέξεις: 204]
Σεβίλια
«Βλογημένες νά ‘ναι οι κλείδωσες των χεριών μου – που δεν είναι όλο κόκαλο σαν των
αλόγων – και μπορούν να σε χαδέψουν! – Βλογημένη κι η διάφανη επιδερμίδα των
χειλιών μου, – γιατί έτσι το αίμα μου βρίσκεται – πιο κοντά στο δικό σου, – όταν σε
φιλώ! – Βλογημένα και τα μακριά μαλλιά σου – γιατί όταν τα σηκώνω σα φτερούγα – ο
σβέρκος σου νιώθει πιο απαλά την ανάσα μου – και πιο γλυκά αναπαύεται στο μπράτσο
μου – στις μακριές μας ξεκούρασες!»
Χωρίς να το θέλω, τα ερωτικά τούτα λόγια ενός φίλου μου Ισπανού ποιητή,
στρατάριζαν στα χείλια μου, όταν έμπαινα στη Σεβίλια. Δεν αναστορούμαι πια αν ήταν
μέρα ή νύχτα, αν ήταν ήλιος ή αν έριχνε ψιλή βροχή⸱ σα νά ‘γινα ξάφνου ροδοβάβουλας
και δε θυμούμαι την πρώτη επαφή μου με τη Σεβίλια παρά μυρωδιές και χρώματα. Και
χάρηκα που έλαχε να γεννηθώ σ’ ένα τόσο φανταχτερό και μυρωδάτο κόσμο.
Πώς να μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος να υμνήσει, χωρίς κραυγή, την ομορφιά της
γης; Πότε θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το λουλούδι, το χώμα, το νερό, τη
γυναίκα; Να δούμε το σώμα μας που έγινε επίτηδες για τον κόσμο, να δούμε τον κόσμο
που έγινε επίτηδες για το σώμα μας, και να πούμε μ’ ευγνωμοσύνη: «Μου αρέσεις!»
Συχνά, όταν γυρίζω μόνος σε ξένες πολιτείες, με δυσκολία κρατιούμαι να μη φωνάξω. Τι
νά ‘ναι ετούτη η τύχη, τι ‘ναι το θάμα ετούτο να ζεις, νά ‘σαι γερός, να διψάς, να πίνεις
νερός και να δροσερεύεις ως τη φτέρνα, να πεινάς, να τρως ένα κομμάτι ψωμί και να
νιώθεις τα κόκαλά σου να τρίζουν από αναγάλλια; Και πώς έλαχε νά ‘ναι τόσο
σφιχτοπλεμένη, τόσο σοφιλιασμένη η ηδονή με την ανάγκη;
Κάθουμαι σε μιαν πέτρα, απόξω από το αραβίτικο παλάτι, το ξακουσμένο
Αλκάθαρ. Ήλιος γλυκός, η Σεβίλια ξύπνησε, σβουρίζει σα μελισσοκόφινο, μυρίζουν τα
περβόλια, είναι ακόμα πρωί κι οι πόρτες του παλατιού δεν άνοιξαν. Κοιτάζω τα χέρια
μου πλημμυρισμένα πρωινόν ήλιο – σα να κρατούν ένα χρυσό βιολί. Αγγίζω το κεφάλι
μου, και μου φαίνεται σαν την κιβωτό που πλέει απάνω στο χάος και νά ‘χουν
καταφύγει μέσα της για να σωθούν όλα τα ζώα και τα πουλιά κι οι θεοί. Κι αμίλητα
βλογούσα και μακάριζα, το πρωί εκείνο, τις πέντε μου αίστησες…
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένου; Ποια είναι η δική
σας άποψη σχετικά με αυτό; (150-200 λέξεις)
Κύριο θέμα του κειμένου είναι η αίσθηση ευγνωμοσύνης που οφείλει να έχει κάθε
άνθρωπος για το δώρο της ζωής, καθώς και για την ομορφιά που βρίσκεται παντού
γύρω του. Ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δηλώνει κατ’ επανάληψη το πόσο βαθιά εκτιμά
το γεγονός ότι ζει (χάρηκα που έλαχε να γεννηθώ / τι ‘ναι το θάμα ετούτο να ζεις /
βλογούσα και μακάριζα… τις πέντε μου αίστησες), τονίζοντας παράλληλα το θαυμασμό
του για την ομορφιά του φυσικού κόσμου. Με τη χρήση ρητορικών ερωτημάτων
επισημαίνει, μεταξύ άλλων, την ανησυχία του πως δεν αναγνωρίζουν όλοι την αξία των
απλών, μα πολύτιμων στοιχείων που τους περιβάλλουν (Πότε θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας
και να δούμε το λουλούδι…). Κατά τη δική του άποψη οι άνθρωποι θα έπρεπε να
εκτιμούν περισσότερο το θαύμα της ζωής και να αντιλαμβάνονται πως η ευδαιμονία
τους μπορεί να πηγάσει από τα πιο απλά στοιχεία (να διψάς, να πίνεις νερός και να
δροσερεύεις ως τη φτέρνα). Συνάμα, αξιοποιεί παρομοιώσεις για να φανερώσει την
έκταση της δικής του ευδαιμονίας, που προκύπτει από το κάλλος της νέας ημέρας (σα
να κρατούν ένα χρυσό βιολί / σαν την κιβωτό που πλέει απάνω στο χάος).
Προσωπικά συμφωνώ με την άποψη του συγγραφέα, καθώς παρά τις ποικίλες -υψηλές
συχνά- προϋποθέσεις που θέτουν οι σύγχρονοι άνθρωποι για την ευτυχία, οι
καθημερινές στιγμές θα έπρεπε να επαρκούν και να εκτιμώνται πολύ βαθύτερα απ’
όλους.
[Λέξεις: 224]
Απόρρητα βρέχει.
Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το φανερό.
Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μας
δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράξεις μας –
πάντα τελευταίες το μαθαίνουν⸱ από τις συνέπειες
που το γνωρίζουν εξ αρχής.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να παρουσιάσετε το κύριο, κατά τη γνώμη σας, θέμα/ερώτημα του
ποιήματος και να τεκμηριώσετε την απάντησή σας. (150-200 λέξεις)
Κύριο θέμα του ποιήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, η υπόρρητη, αλλά σαφής
απροθυμία των ανθρώπων να αντικρίσουν και να αποδεχτούν την πραγματικότητα ως
έχει, ακόμη κι όταν πρόκειται για κάτι που τους αφορά προσωπικά. Με την επανάληψη
της οξύμωρης φράσης «Απόρρητα βρέχει», καθώς και την αξιοποίηση της παρομοίωσης
που επισημαίνει αυτή ακριβώς την αντίφαση «Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το φανερό» η
ποιήτρια τονίζει την παραδοξότητα του να θεωρούνται κρυφά ή αθέατα όσα
συμβαίνουν μπροστά σε όλους και εν γνώσει όλων. Ωστόσο, όσο κι αν κάτι τέτοιο
φαντάζει αδύνατο ή παράξενο, αυτό ακριβώς συμβαίνει με τους ανθρώπους, δηλώνει η
ποιήτρια, με τη διαπίστωση «Πόσες φορές κρυφά από μας δεν έχουμε συμβεί». Οι
άνθρωποι κάποτε δρουν, χωρίς καν να παραδέχονται ή να αντιλαμβάνονται τις ίδιες
τους τις πράξεις, και συνειδητοποιούν εκ των υστέρων τα όσα έκαναν από τις συνέπειες,
οι οποίες -προσωποποιημένες εδώ- γνώριζαν εξ αρχής. Κατά τρόπο παρόμοιο, οι
άνθρωποι αρνούνται να αποδεχτούν ακόμη και το γεγονός ότι γερνάνε, κάτι που
σχολιάζεται ειρωνικά από την ποιήτρια με τη μερική επανάληψη προηγούμενης
παρομοίωσης «Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο». Μα κι ακόμη περισσότερο, οι
άνθρωποι δεν μαθαίνουν ποτέ ότι έχουν πάψει πια να ζουν. Ο προσωποποιημένος
θάνατός τους τούς το κρατάει κρυφό. Το ξέρει μόνο η ζωή των άλλων που συνεχίζεται.
[Λέξεις: 210]
Ο καιρός που περνούσε μακρυά του κυλούσε χωρίς χρησιμότητα, σταγόνα σταγόνα ή σε
κύματα, σα χαμένο αίμα, αφήνοντάς με κάθε μέρα πιο φτωχή από μέλλον. Μεθυσμένοι
μαντατοφόροι μού διηγούνταν τη ζωή του στα στρατόπεδα: ο στρατός της Ανατολής
κυριαρχούνταν από γυναίκες: Ιουδαίες της Θεσσαλονίκης, Αρμένιες απ’ την Τυφλίδα,
που τα μπλε μάτια τους κάτω από σκούρα βλέφαρα σ’ έκαναν να σκέφτεσαι τις πηγές σε
βαθιές σκοτεινές σπηλιές, Τουρκάλες βαριές και γλυκιές, όπως τα γλυκίσματά τους τα
φορτωμένα μέλι. Έπαιρνα γράμματα τις μέρες των γιορτών· η ζωή μου περνούσε
παραφυλώντας στο δρόμο το κουτσό βήμα του ταχυδρόμου. Τη μέρα πάλευα ενάντια
στην απελπισία, τη νύχτα ενάντια στην επιθυμία, χωρίς σταματημό ενάντια στο κενό,
αυτή τη θαμπή μορφή της δυστυχίας. Τα χρόνια διαδέχονταν το ’να τ’ άλλο στη σειρά,
σαν πομπή μοναχικών γυναικών· το χωριό ήταν μαύρο από γυναίκες σε πένθος. Ζήλευα
αυτές τις δυστυχισμένες που είχαν σαν αντίζηλο τη γη μονάχα και που ήξεραν
τουλάχιστον ότι ο άντρας τους κοιμάται μόνος. Επέβλεπα εκ μέρους του τις εργασίες
στους αγρούς και τους θαλάσσιους δρόμους· συγκέντρωνα τις συγκομιδές· διέταζα να
καρφώνουν τα κεφάλια των ληστών στον πάσσαλο της αγοράς· χρησιμοποιούσα τ’ όπλο
του για να ρίχνω στις κουρούνες· χτυπούσα τα πλευρά της κυνηγετικής του φοράδας με
τις γκέττες μου από σκούρο μουσαμά. Λίγο-λίγο αντικαθιστούσα τον άντρα που μου
έλειπε και που τον είχα συνηθίσει. Έφτανα να κοιτώ με το δικό του βλέμμα το λευκό
περιλαίμιο των υπηρετών. Ο Αίγισθος κάλπαζε
δίπλα μου στη χέρσα γη· η εφηβεία του συνέπεσε με τον καιρό της δικιάς μου χηρείας·
βρισκόταν σχεδόν σε ηλικία να ενωθεί με τους άλλους άντρες· με πήγε πίσω, στην εποχή
των φιλημάτων που ανταλλάσσαμε με τα ξαδέλφια μες στο δάσος τον καιρό των
μεγάλων διακοπών. Τον έβλεπα λιγότερο σαν εραστή και περισσότερο σαν ένα παιδί,
που μου έλειπε· πλήρωνα τους λογαριασμούς του για σαμάρια και γι’ αγορές αλόγων.
Δεν ήμουν μόνο άπιστη στον άλλο άντρα, τον αντέγραφα επιπλέον: ο Αίγισθος δεν ήταν
για μένα παρά τ’ αντίστοιχο των γυναικών της Ασίας. Κύριοι δικαστές, δεν υπάρχει
παρά ένας άντρας στον κόσμο: οι άλλοι για κάθε γυναίκα δεν είναι παρά ένα λάθος ή
ένα θλιβερό υποκατάστατο. Κι η μοιχεία δεν είναι συχνά παρά η απελπισμένη μορφή
της πίστης. Αν εξαπάτησα κάποιον, αυτός είναι βέβαια ο φτωχός Αίγισθος. Τον είχα
ανάγκη για να ξέρω ως ποιο σημείο αυτός που αγαπούσα ήταν αναντικατάστατος.
Κουρασμένη να τον χαϊδεύω, ανέβαινα στον πύργο να μοιραστώ την αϋπνία του
παρατηρητή.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποια είναι η συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας; Να την παρουσιάσετε
αξιοποιώντας κειμενικούς δείκτες και στοιχεία του κειμένου. (150-200 λέξεις)
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να διατυπώσετε το ερμηνευτικό σας σχόλιο για το ποίημα. (100-150 λέξεις)
Θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, είναι η δυνατότητα της ποιητικής τέχνης να
αποτυπώνει τα όσα έρχονται, χάρη στο γεγονός πως οι θεράποντές της είναι ευαίσθητοι
δέκτες της πραγματικότητας. Τη δυνατότητα αυτή την παρουσιάζει εμφατικά ο ποιητής
με την επανάληψη μιας παραστατικής παρομοίωσης, η ποίηση είναι «σαν το πρωί της
άλλης μέρας». Βρίσκεται πάντοτε μια μέρα μπροστά από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς
αφουγκράζεται προσεκτικά και μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο κάθε επερχόμενη αλλαγή,
όσο μικρή κι αν είναι, όσο κι αν δεν την αντιλαμβάνονται οι άλλοι εγκαίρως. Συνάμα,
όμως, η ποίηση έχει και το προνόμιο να οραματίζεται -και κατ’ αυτό τον τρόπο να
διαμορφώνει- τον μελλοντικό κόσμο, αποδίδοντάς του ιδιότητες ή αρετές μη
υπάρχουσες ακόμη, αλλά εν δυνάμει υλοποιήσιμες. Την επαφή αυτή της ποίησης με το
μέλλον την καταγράφει ο ποιητής με τη χρήση μεταφορικού λόγου, παρουσιάζοντας την
ποίηση να βρίσκεται ήδη στην επόμενη μέρα «μες σε παρθένους κελαϊδησμούς» εκεί
που δημιουργείται «ο ήλιος του μέλλοντος».
[Λέξεις: 156]
Ερμηνευτικό σχόλιο
13-15
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Πολύ καλό επίπεδο κατανόησης των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του
κειμένου.
- Πολύ καλή τεκμηρίωση της απάντησης με αναφορές-παραπομπές στο κείμενο.
9-12
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Καλό επίπεδο κατανόησης των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου.
- Καλός βαθμός τεκμηρίωσης της απάντησης με αναφορές-παραπομπές στο κείμενο.
5-8
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Επαρκής κατανόηση, επαρκής προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης.
- Επαρκείς αναφορές τεκμηρίωσης με παραπομπές στο κείμενο.
1-4
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Έλλειψη κατανόησης, παρανόηση.
- Μηδενική ή ακατάλληλη αναφορά παραδειγμάτων από το κείμενο