Professional Documents
Culture Documents
Κοινότατος, βέβαια, ο τόπος πως η εργασία μπορεί να είναι χαρά, όταν ασχολείσαι με αυτό
που αγαπάς και ξέρεις, μ' αυτό που ταιριάζει στην κλίση σου και στο «μεράκι» σου, μ' αυτό
όπου έχεις «μυηθεί» και που άρχισες να το κατακτάς. Αλλά τι χαρά μπορεί να νιώσει ένας
φιλόλογος, ένας μαθηματικός, ένας γεωπόνος, που αναγκάζεται να κάνει το γκαρσόνι ή το
νυχτοφύλακα για τον επιούσιο; Και τι θα προσφέρει στο περιβόητο «κοινωνικό σύνολο»,
κάνοντας εργασία που αγνοεί και που μισεί, και μην κάνοντας την εργασία που γνωρίζει και
λαχταρά; Μετρήθηκε τάχα πόση είναι αυτού του είδους η σπατάλη εργατικού δυναμικού
αλλά και το «διαφεύγον κέρδος» από τη μη αξιοποίηση γνώσεων και σπουδαστικού
χρόνου;
Το ίδιο έγινε με όλα τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα πράματα που άγγισε με το μαγικό
ραβδί της η Μεγάλη Τέχνη. Ας ξαναθυμηθούμε κείνο το παλιό παραμύθι που μας έλεγε η
γιαγιά, για την πολιτεία που μια κατάρα τη μαρμάρωσε. Εκεί, λέει, όλα τα 'χε σκεπάσει η
σιωπή της ακινησίας. Τ' αηδόνια ασάλευτα, βουβά πάνω στα ακίνητα κλαδιά. Τα δάση
πετρωμένα. Κανένα αγέρι. Μήτε ένα θρόισμα. Οι βρύσες στερεμένες, και μπροστά στις
στεγνές γούρνες μαρμαρωμένες και οι κοπέλες, με τις στάμνες στο χέρι, αδειανές. Έτσι,
παντού. Οι άνθρωποι και τα ζωντανά, πετρωμένα αγάλματα. Τα μάτια τους αδειανά από
βλέμμα και το στόμα τους από φωνή. Τα κύματα στη θάλασσα μαρμάρωσαν κι αυτά. Και
κάποια μέρα, να και περνά η Πεντάμορφη, η μικρή μάγισσα. Περνά μέσα στη νεκρή
πολιτεία, χαμογελά με καλοσύνη, και τ' αγγίζει όλα με το τριανταφυλλί ραβδάκι της. Τις
πέτρες, τις πόρτες, τους ανθρώπους, τα δέντρα και τα νερά. Και τότες γίνεται το θάμα. Ένας
άνεμος ζωής φυσά πάνω στη μαρμαρωμένη χώρα.
ώσεις πορείας προς το θάνατο.
Ο Ντούσσελ, ο γιατρός που μοιράστηκε μαζί μου την καμαρούλα, έχει να μας πει ένα σωρό
πράγματα για τον έξω κόσμο, τώρα πια που πάψαμε ν' ανήκουμε σ' αυτόν. Οι ιστορίες του
είναι θλιβερές. Πολλοί φίλοι εξαφανίστηκαν. Η τύχη τους μας τρομάζει. Κάθε βραδιά
χτενίζουν την πόλη τα στρατιωτικά αυτοκίνητα με τους πράσινους μουσαμάδες. Οι
Γερμανοί χτυπούν όλες τις πόρτες και ψάχνουν για Εβραίους. Αν βρουν Εβραίους,
φορτώνουν στα καμιόνια ολόκληρη την οικογένεια. Όσοι δεν κρύβονται υπογράφουν την
καταδίκη τους. Οι Γερμανοί το κάνουν αυτό συστηματικά με τη λίστα στο χέρι, χτυπώντας
εκείνη την πόρτα που θα βρουν να τους περιμένει πλούσια λεία. Άλλοτε πάλι, οι
δυστυχισμένοι πληρώνουν λύτρα για κάθε κεφάλι. Το πράγμα είναι τραγικό. Το βράδυ
βλέπω να περνάνε συχνά αυτές οι λιτανείες των ασθενών με τα παιδιά τους να κλαίνε, να
σέρνονται κάτω απ' τις διαταγές μερικών κτηνανθρώπων, που τους χτυπούν με το μαστίγιο
και τους βασανίζουν, ώσπου να πέσουν κάτω. Δε λυπούνται κανένα, ούτε τους γέρους,
ούτε τα μωρά, ούτε τις έγκυες γυναίκες, ούτε τους αρρώστους. Όλοι είναι κατάλληλοι για
το ταξίδι προς το θάνατο.
4. Το ύφος του ακόλουθου κειμένου έχει στοιχεία του προφορικού λόγου. Να
εντοπίσετε τρία στοιχεία του κειμένου που το επιβεβαιώνουν.
Ένα γενικό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι το κυνήγι του χρόνου. Όλοι
τρέχουν, λαχανιάζουν, αγωνιούν και πάντοτε έχουν την αίσθηση ότι δεν
πρόφτασαν κάτι. Αυτή η παραφροσύνη του καιρού μας, που μας σπρώχνει
συνεχώς πίσω από το χρόνο, μας εμπλέκει μέσα στη ροή του χρόνου και
μας αφαιρεί τη χαρά να συνυπάρχουμε με το χρόνο (συμβαδίζοντας και
συνυπάρχοντας με άνεση), εκμηδενίζει τον άνθρωπο ως προσωπικότητα και ως
ανθρώπινη ουσία.
Είναι έτσι φτιαγμένη η δομή του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου, ώστε να
παγιδεύεται ο άνθρωπος μέσα στα αντικείμενα και στις απασχολήσεις. Λες και
βάλαμε όλη την τέχνη και τη σοφία μας στο να συνθλίψουμε τους εαυτούς μας.
Ο άδειος από τις ασχολίες χρόνος, που θα είναι δικός μας αποκλειστικά, είναι ή
ελάχιστος ή ανύπαρκτος. Δεν έχουμε καιρό να συναντηθούμε με τον εαυτό μας,
να αναδιπλωθούμε και να ταξιδέψουμε μέσα μας, να ονειροπολήσουμε ή να
νοσταλγήσουμε, να αποχωρισθούμε απ’ όλους τους εξωτερικούς περισπασμούς,
σε μια αποκλειστική συνάντηση με τον εαυτό μας.
Έτσι ο χρόνος χάνεται ερήμην μας και ανακαλύπτουμε ξαφνικά την απουσία
του ή με υπομνήσεις επετείων ή με μνήμες που αναβιώνουν απροσδόκητα ή με
συμπτώματα βιολογικής καταπόνησης και ανημποριάς. Και διαπιστώνουμε
ξαφνικά πόσο εγκληματικά αποκοπήκαμε από πρόσωπα και πράγματα. Οι
στιγμές που συνιστούν την ουσιαστική μας ζωή, με την πίκρα ή τη χαρά που
περικλείουν, φεύγουν ανυποψίαστα και χάνονται ανεκπλήρωτες.
Δεν είναι μόνο η εμπλοκή μας μέσα σε μια ασθμαίνουσα εποχή και ο ρυθμός
του βίου που μας συμπαρασύρουν στις δολιχοδρομίες1 μιας πρωτοφανούς
εξοντώσεως. Είναι και η παθολογία του καιρού μας που συμβάλλει στην
εξαθλίωσή μας. Όλοι συνθλίβουμε τον ελάχιστο χρόνο που μας μένει, για να
κατοχυρώσουμε την επαγγελματική και κοινωνική μας θέση. Ο ένας τρέχει στις
δεξιώσεις, ο άλλος να εξασφαλίσει γνωριμίες, ο τρίτος στις υπηρεσίες για να
«κυνηγήσει» τις υποθέσεις του, ένας άλλος να δικτυωθεί σε μια ομάδα ή έναν
όμιλο που θα τον στηρίξει κ.λπ. Επιδιώκουν οι άνθρωποι θέσεις και πάλι άλλες
θέσεις και συμμετοχές σε συμβούλια και σε επιτροπές, επιδιώκουν γνωριμίες,
που κοστίζουν χρόνο και ταπείνωση, προσπαθούν να επιβάλουν ένα
−συχνότατα− μίζερο εαυτό, που με άγχος βαδίζει στη φθορά.
Και όλα αυτά ξεκινούν (πέρα από την ανθρώπινη κενοδοξία) από μια
αβεβαιότητα, από την ανασφάλεια του ανθρώπου. Και τρέχουν οι «τλήμονες
θνητοί»2 να εξασφαλίσουν εύνοιες και χρήμα. Και ο χρόνος εκδικείται για το
θάνατό του. Και η εκδίκηση είναι βαριά και αναπότρεπτη.