Professional Documents
Culture Documents
02 Ιου 2010
Χωρίς Σχόλια
Αντλεί ιδέες και έννοιες από ετερόκλητες θρησκείες και ιδεολογίες, φιλοσοφικές
θεωρίες και πολιτικά συστήματα, δημιουργώντας μια προσωπική σύλληψη που
συνδυάζει στοιχεία του χριστιανισμού και του βουδισμού, του μπερξονισμού και του
νιτσεϊσμού, της θεοσοφίας και του υλισμού, σε αμαλγαματικής δομής σύνθεση
πολυπολιτισμικής και διακειμενικής προέλευσης και εκλεκτικιστικής υφής, που θέτει
προβλήματα ως προς την κατανόηση και αξιολόγησή της στο ευρύ κοινό των μη
ειδικών αναγνωστών.
1
Κατ' αυτόν τον τρόπο, η όποια διατυπωνόμενη άποψη μπορεί να είναι περιοριστική και
σχηματοποιημένη, αν επικεντρώνεται σε ένα μόνο είδος ή μέρος της δημιουργίας του
(συνήθως τη λογοτεχνική) και σε μία περίοδο της ζωής του.
Ενδεικτικά και μόνο μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο απλός αναγνώστης (ή ακόμη και ο
ειδικός μελετητής) που θα επιχειρήσει να δώσει απάντηση στο ακανθώδες ερώτημα για
τη θρησκευτικότητα του Καζαντζάκη, περιοριζόμενος στα γνωστά του
«χριστολογικά» ή «θρησκευτικά» μυθιστορήματα («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο
τελευταίος πειρασμός», «Ο φτωχούλης του Θεού») ή στα θεατρικά του «Χριστός»,
«Σόδομα και Γόμορρα», μοιραία θα αποκόμιζε διαφορετική άποψη από ό,τι αν
μελετούσε τα «φιλοσοφικά δοκίμια» («Ασκητική», «Συμπόσιο»), πιο περιορισμένη ίσως
αν στα προηγούμενα προσέθετε και τη μελέτη των επιστολών του (ενδεικτικά προς
τους: Π. Πρεβελάκη, Γαλάτεια και Ελένη Καζαντζάκη, Αιμ. Χουρμούζιο, Κ.
Μητσοτάκη, Β. Knos κ.ά.).
Οπως λοιπόν διαπιστώνεται ήδη από την αρχή, η γενικευμένη αποδοχή μιας κρίσης για
την καζαντζακική θεολογία υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια ενός αφοριστικού λόγου, του
τύπου «άθεος» ή μη, και εμπλέκεται στους δαιδάλους της φιλοσοφικής και θεολογικής
σκέψης του 20ού αιώνα, η οποία απέχει κατά πολύ από τη δογματική αντιμετώπιση
μιας οποιασδήποτε κληρικαλιστικής προσέγγισης.
Δύο είναι τα βασικά ζητούμενα που σχετίζονται με την παράμετρο που μας απασχολεί:
Σε μια πρώτη στιγμή της διαλεκτικής ανέλιξης της σκέψης του (που δεν ταυτίζεται
καθόλου χρονολογικά ούτε συγγραφικά με την ηλικία του), η ύπαρξη και παρουσία του
2
Θεού θεωρείται αδιαμφισβήτητη, απόλυτα εναρμονισμένη με το βασικό ζητούμενο στο
έργο του, την ελευθερία.
«Αυτό θα πει ελευτερία! Ποιος είναι λεύτερος αν σε ρωτήσουν, φράτε Λεόνε, τι θα πεις;
Αυτός που είναι σκλάβος του Θεού! Ολες οι άλλες ελευτερίες είναι σκλαβιές!». («Ο
φτωχούλης του Θεού»)
Στην εναγώνια αναζήτηση της ελευθερίας, όμως, το ανθρώπινο πνεύμα διαπιστώνει ότι
προοδευτικά η αποδοχή ύπαρξης του Θεού δημιουργεί εμπόδια τα οποία πρέπει να
ξεπεραστούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο μοναδικός στόχος: η ελευθερία.
«[...] ήρθε ο καιρός, έλεγα αυθαδιάζοντας, ήρθε ο καιρός ο άνθρωπος να δεχτεί μέσα
στην καρδιά του όλους τους αγώνες κι όλες τις ελπίδες κι αυτός, χωρίς να περιμένει από
το Θεό να βάλει τάξη στο χάος». («Αναφορά»)
«Πώς μπορεί να' ναι λεύτερη μια ψυχή που ελπίζει; Οποιος ελπίζει φοβάται τη ζωή
τούτη, φοβάται τη ζωή την άλλη, κρέμεται μετέωρος και περιμένει την τύχη ή το έλεος του
Θεού». («Αναφορά»)
«Υστερα από τόσα χρόνια αγωνίας και αγώνα, απαλλάχτηκε ο Σαίξπηρ από κάθε ελπίδα,
και επειδή απαλλάχτηκε από κάθε ελπίδα, απαλλάχτηκε και από κάθε φόβο. Εγινε
λεύτερος». («Ταξιδεύοντας» - Αγγλία)
Ο «θάνατος του Θεού», όπως τον είχε πρώτος επαγγείλει ο Fr. Nietzsche, γίνεται
αποδεκτός από τον Καζαντζάκη και, για μια μεγάλη περίοδο της ζωής και του έργου
του, αποτελεί δόγμα ποικιλότροπα εκφερόμενο από τους ήρωες των έργων του:
«Εσπασαν τα είδωλα και είδαν: ξύλα και πέτρες. Εσπασαν τις ιδέες και είδαν: γεμάτες
αέρα. Ζύγωσαν το Θεό και είπαν: είναι ο Θεός ο γιος του φόβου, δεν είναι ο πατέρας του
φόβου και ξεφοβήθηκαν. Εγραψαν σε χοντρά χρυσά γράμματα απάνω από τις τέσσερεις
καστρόπορτες της πολιτείας: ΕΔΩ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ». («Σόδομα και Γόμορρα»)
Το κενό που απομένει από τον «θάνατο του Θεού» αναπληρώνει ο ίδιος ο άνθρωπος,
που κατ' αυτόν τον τρόπο υποκαθιστά την υπέρτατη δύναμη, αποκτώντας και
εκφράζοντας ιδιότητες εκείνης.
Μακριά από κάθε πίστη, πέρα από κάθε μεταφυσικό στήριγμα (ελπίδα - φόβο), ο
άνθρωπος ανακαλύπτει την ελευθερία στο «εδώ» και «τώρα» της δικής του
πραγματικότητας και την κατακτά με τη βοήθεια της «ποιοτικής» και όχι «ποσοτικής»
3
σημασιοδότησης του χρόνου (σύμφωνα με την μπερξονική άποψη που υιοθετεί ο
Καζαντζάκης).
«[...] ξέρω τι θα πει αιωνιότητα. Είναι "ποιότητα", δεν είναι "ποσότητα", αυτό 'ναι το
μεγάλο, πολύ απλό μυστικό». (Γράμμα στον Πρεβελάκη)
«Η ζωή είναι σύντομη, η ζωή δεν είναι πάρα μια στιγμή, ας μην αφήσουμε τη στιγμή να
σβήσει άχρωμη και αδειανή. Ποιο είναι το χρέος μας; να μετουσιώνουμε τη στιγμή σε
αιωνιότητα». («Ο βραχόκηπος»)
Η ύπαρξη του Θεού δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αυτό όμως που συζητείται είναι η
συγκεκριμένη μορφή, οι ιδιότητες και ο τρόπος έκφρασης του υπερτάτου όντος, το
οποίο εμφανίζεται διαφορετικό και ασύμβατο προς τη χριστιανική θεολογία. Ενδεικτικά
μπορεί να αναφερθεί η διάσταση του «προλετάριου Θεού» που:
«θα συντρίψει όλα τα φρικώδη άτιμα πολιτικά, οικονομικά, ηθικά, πνευματικά είδωλα
και θα κηρύξει μια νέα ελευθερία στον κόσμο». (Επιστολές στη Γαλάτεια)
Ή ακόμη του ίδιου του προσώπου του Ιησού Χριστού με ανθρώπινα χαρακτηριστικά
και ιδιότητες (όπως ενδεικτικά παρουσιάζεται στον «Τελευταίο πειρασμό»).
Κατά πολύ διαφορετική όμως είναι η ποιητικά μορφοποιημένη εικόνα του Θεού, που
μας παρουσιάζει ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική» και, στη συνέχεια, μέσα από
ποικίλες λογοτεχνικές εκδοχές, διατρέχει όλο το εύρος της δημιουργίας του. Είναι αυτή
που αποκαλεί «Αόρατο». Πρόκειται για μια ασυνειδητοποίητη δύναμη που εμψυχώνει
την ύλη και σταδιακά ξεδιπλώνεται μέσα από τη διαρκή εξέλιξη των ειδών,
προσπαθώντας να απαλλαγεί από τις δεσμεύσεις της και να οδηγηθεί στην αυτογνωσία:
«Ενας Αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, στους
ανθρώπους, και μάχεται για λευτεριά». («Αδερφοφάδες»)
«Ολοι, θέλοντας και μη, ξέροντάς το και μη φυτά, ζώα, ανθρώποι κι ιδέες μαχόμαστε για
τη σωτηρία του Θεού». (Γράμμα στην Ελένη Καζαντζάκη)
«Μέσα απ' όλο τούτο το ανθρώπινο υλικό ένας ανηφορίζει με τα χέρια, με τα πόδια
πνιγμένος στα δάκρυα και τα αίματα κι αγωνίζεται να σωθεί». («Ασκητική»)
4
Ο άνθρωπος γίνεται λοιπόν συνεργάτης και βοηθός του Θεού, τον σώζει και
ταυτόχρονα σώζεται («Salvatores Dei» είναι ο υπότιτλος της «Ασκητικής»)
δημιουργώντας μια αμφίδρομη σχέση: από τη μια ο άνθρωπος με τη συνειδησιακή του
λειτουργία λυτρώνει τον Θεό, ενώ από την άλλη μετέχοντας στη θεϊκή ουσία κατακτά,
σε έναν υπέρτατο βαθμό, την ελευθερία, πρωταρχικό ζητούμενο (κατά τον Καζαντζάκη)
της ύπαρξής του.
Η προέλευση παρόμοιων απόψεων ανάγεται στον μυστικισμό του J. Bohme και στον
αντικειμενικό ιδεαλισμό του Fr. Schelling, ενώ ταυτίζεται απόλυτα με τη «ζωική
ορμή» του Η. Bergson, φιλοσόφου του οποίου η επίδραση στη σκέψη του Καζαντζάκη
υπήρξε καταλυτική.
Αυτή η εικόνα του «μαχόμενου Θεού», του «Αόρατου», είναι που διατρέχει το έργο του
και εκφράζει χαρακτηριστικά τη θεολογία του.
«Λυπούμαι, θέλω να πω χαίρουμαι, που δεν έχω κι εγώ καμιά καραμέλα να πιπιλίζω,
όπως όλοι οι άλλοι και να γλυκαίνω τα χείλη μου... τα δάχτυλά μου όταν γράφω δεν
μελανώνονται, ματώνουν. Θαρρώ δεν είμαι παρά τούτο: μια ψυχή απροσκύνητη που δεν
καταδέχεται να πιπιλίζει καραμέλες». (Γράμμα στον Μ. Δημάκη)
Συνείδηση θρησκευτική
«Γράφετε ότι ο Καζαντζάκης είναι ένας απελπισμένος. Αυτό είναι απόλυτα λαθεμένο.
Είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση που γίνεται στο έργο μου. Δεν ξέρω πώς να εκφραστώ
για να γίνω κατανοητός, μα βαθιά ζω τούτο:Μονάχα πέρα από την απόλυτη απελπισιά
βρίσκεται η πόρτα της απόλυτης ελπίδας. Αλίμονο σ' αυτόν που δεν μπόρεσε ν' ανέβει το
φοβερό μονοπάτι που βρίσκεται πάνω από την άκρα απελπισιά. Αυτός αναγκαστικά είναι
5
αγιάτρευτα απελπισμένος. Ο άλλος, αυτός που μπόρεσε ν'ανέβει το σκαλοπάτι, αυτός
μονάχα ξέρει τι θα πει απόρθητη χαρά κι αθανασία». (Γράμμα στον Γ. Χατζίνη)
Μέσα από τη λογοτεχνική δημιουργία, μέσα από τις εσωτερικές αντιφάσεις του, μέσα
από τις ετερόκλητες εμπειρίες της ζωής του, ο Καζαντζάκης σταθερά και αδιάλειπτα
βάδιζε τον δρόμο προς τη γνώση και την ελευθερία, αντιπροσωπεύοντας με την ίδια τη
ζωή του τις ιδέες του, που όχι μόνο δεν είναι ασύμβατες με την αποδοχή ύπαρξης του
υπερτάτου όντος, αλλά εκφράζουν μια συνείδηση βαθύτατα θρησκευτική:
«Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση: Για τους δικούς μας Μητροπολιτάδες και
Δεσποτάδες, προσθέτω τούτο: Μου δώσατε μια κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ
μιαν ευχή. Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου, και
να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». (Γράμμα στον Π. Πρεβελάκη)