Professional Documents
Culture Documents
WASTE
(ΑΔΙΚΑ ΧΑΜΕΝΟΣ)
Απορρίμματα
"Απόβλητα"
ΠΡΟΣΩΠΑ
Ουόλτερ Κεντ
Κοντέσα Μόρτιμερ
Λαίδη Τζούλια Φάραντ
Φράνσις Τρέμπελ
Λούση Ντάβενπορτ
Έιμι Ο’ Κόνελ
Τζορτζ Φάραντ
Ράσελ Μπλάκμπόροου
Μπάτλερ
Χένρι Τρέμπελ
Μπέθα
Σερ Γκίλμπερτ Ουέτζκροφτ
Λόρδος Τσαρλς Κάντιλουπ
Σίριλ Χορσχαμ
Βίβιαν Σαουμαράζ
Τζάστιν Ο’ Κόνελ
ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ
Το Σάπτερς, που απέχει περίπου 30 μίλια από το Λονδίνο, είναι ένα τυπικό
αγγλικό σπίτι. Οι κουζίνες του είναι στυλ Τυδώρ (Ερρίκου), η πρόσοψή του
μοιάζει 17ου αιώνα, από τους κήπους θα έλεγες ότι είναι στυλ Βασίλισσας
Άννας. Αλλά η ιερότητα του χρόνου βρίσκεται ακόμα και σε αυτές τις
τελευταίες ανελέητες προσθήκες και ανακαινίσεις, και η συνολική
εντύπωση του κτηρίου αποπνέει ομορφιά.
Είναι Κυριακή απόγευμα, καλοκαίρι, και σε ένα από τα μικρότερα σαλόνια
η Λαίδη Τζούλια Φάραντ, παίζει πιάνο σε μερικούς από τους επισκέπτες
της για το Σαββατοκύριακο. Είναι γύρω στα 50 και παίζει πολύ καλά για
ερασιτέχνισσα, μόλις τελειώνει το μικρότερο πρελούδιο του Σοπέν. Οι
ακροατές της είναι η μητέρα της, λαίδη Μόρτιμερ, μια αυθεντική γριά
κυρία που έχει κληρονομήσει όλη την ομορφιά της ηλικίας της, η Φράνσις
Τρέμπελ, μια γυναίκα στα πενήντα της που δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, το
πρόσωπό της δείχνει περισσότερο περίσκεψη παρά συναίσθημα, η κυρία
Ο’ Κόνελ, μια γοητευτική γυναίκα, που φροντίζει να τονίζει την γοητεία
της, η Λούση Ντάβενπορτ, ένα κορίτσι στα είκοσί του, περισσότερο
θλιμμένο παρά χαρούμενο και ο Ουόλτερ Κεντ, ο τύπος του νεαρού
Άγγλου που κάθε Άγγλος πατέρας θα ευχόταν να έχει για γιο. Όλοι ακούν
προσεχτικά. Το δωμάτιο δεν έχει πολλά φώτα αναμμένα αλλά μπορεί να
δει κανείς στο φεγγαρόφωτο- καθώς οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες και
τα μεγάλα παράθυρα ανοιχτά- έναν λιθόστρωτο κήπο φτιαγμένο μέσα σε
μια αυλή και φώτα από τα πέρα δωμάτια. Το δωμάτιο είναι προφανώς
γυναικείο δωμάτιο, και έχει το γούστο της ιδιοκτήτριάς του, που κάποιος
θα μπορούσε να μαντέψει, ότι είχε διαμορφωθεί στο σχολείο Μπερν-
Τζόουνς. Έχοντας τελειώσει το πρελούδιο, η Λαίδη Τζούλια κλείνει το
πιάνο και, μετά από ένα λεπτό, σηκώνεται από αυτό.
Ουόλτερ Κεντ: Ω…. εάν ήταν ο Εθνικός μας ύμνος θα είχα σηκωθεί από
την θέση μου.
Λαίδη Μόρτιμερ: Ευχαριστώ, αγαπημένη μου Τζούλια.
Λαίδη Τζούλια: Ευχαριστώ που με άκουσες, Μαμά. Αυτή είναι η
πρέπουσα απάντηση, έτσι δεν είναι;
Φράνσις Τρέμπελ: Σοπέν για το τέλος Τζούλια… μετά τον Τζον
Σεμπάστιαν!
Λαίδη Τζούλια: Επέτρεψέ μας αυτή την συναισθηματική αδυναμία.
Ουόλτερ Κεντ: Ρομαντική πανσέληνος σε έναν έναστρο ουρανό.
Λούση Ντάβενπορτ: Πέντε μάρκα σε σένα για το επίγραμμα, Ουόλτερ.
Ουόλτερ Κεντ: Μην δείχνεις τόσο ξαφνιασμένη όταν λέω κάτι έξυπνο.
Φράνσις Τρέμπελ: Προτιμώ τα αστέρια.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Και αναρωτιόμουνα τι έλειπε.
Λαίδη Τζούλια: (Βρίσκει μια καρέκλα που είναι κοντά της και κάθεται.
Στην κυρία Ο’ Κόνελ) Δεν σου αρέσει ο Μπαχ; Γιατί δεν το είπες;
Έιμι Ο’ Κόνελ: Τον σέβομαι τον γέρο κύριο… αλλά με κάνει να νοιώθω
σαν ένα ημί- τρεμάμενο πλάσμα.
Λαίδη Τζούλια: (βλέπει ένα βιβλίο- ένα ταλαιπωρημένο βιβλίο- στην
ποδιά της Λούσι Ντάβενπορτ) Λούση… διάβαζες ενώ έπαιζα;
Λούση Ντάβενπορτ: Ούτε κατά διάνοια, ξαδέρφη Τζούλια. Αλλά απλά
το κρατάω… έχω συνηθίσει να το έχω στα χέρια μου.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Πέρασα την μισή ώρα προσπαθώντας να διακρίνω τον
τίτλο. (η Λούση της δίνει το βιβλίο) Ουόλτερ Μπέιγκεχοτ… το Αγγλικό
Σύνταγμα. Μπέιγκεχοτ και Μπαχ! Σε τι παρέα βρίσκομαι. Αγαπητή μου
Λούση, έχεις βάλει κάποιο στοίχημα και το διαβάζεις;
Λούση Ντάβενπορτ: Όχι, λέει ωραία πράγματα.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Έτσι διακηρύσσουν όλες οι Αρχές. Ναι… και κάποιος
οφείλει να μπορεί να πει: Έχω διαβάσει Μπέιγκεχοτ. Εσύ μπορείς να το
πεις αυτό, έτσι δεν είναι Τζούλια;
Λαίδη Τζούλια: Μπορώ… ακόμα και ειλικρινά. Αλλά δεν το λέω.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Και οι Φράνσις έχει παραδώσει μαθήματα για τον
Μπέιγκεχοτ.
Φράνσις Τρέμπελ: Όχι. Τα μαθηματικά ήταν πάντοτε αυτά που με
τάιζαν.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Και η Λαίδη Μόρτιμερ θα μας πει ότι κάποτε είδε τον
Μπέιγκεχοτ από κοντά. Και είμαι σίγουρη ότι ήταν πολύ απλός.
Λαίδη Μόρτιμερ: Ναι… ερχόταν στο σπίτι του πατέρα μου… με τον
κύριο Ρίτσαρντ Χάτον… και ήμουνα μικρή. Είχαν μακριές γενειάδες…
που με φόβιζαν.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Πολύ ωραία. Τώρα, κύριε Κεντ… ποια είναι η δική σας
συνεισφορά;
Ουόλτερ Κεντ: Έχω κάνει μαθήματα για τον Μπέιγκεχοτ… και έχω
εξεταστεί στον Μπέιγκεχοτ . Και ποτέ, παρακαλώ τον Θεό, να μην μου
ξανασυμβεί.
Λούσυ Ντάβενπορτ: Ντροπή!
Έιμι Ο’ Κόνελ: Λοιπόν… εάν το είχα σκεφτεί ίσως θα επισκίαζα όλους
εσάς τους έξυπνους, καλο- αναθρεμμένους ανθρώπους διαμαρτυρόμενη
έντονα κατά την διάρκεια του δείπνου στους διακεκριμένους πολιτικούς
που κάθονταν δίπλα μου ότι δεν έχω ακούσει ποτέ μου τον Μπέιγκεχοτ!
Αν και τον έχω ακούσει… ω, ναι, στην καυτή μου νιότη, τον έχω
ακούσει!
Λαίδη Τζούλια: Ποιος σε μεγάλωσε, Έιμι;
(ο τόνος της είναι ελάχιστα απότομος, αλλά η κυρία Ο ‘Κόνελ το
αντιλαμβάνεται και αντεπιτίθεται)
Έιμι Ο’ Κόνελ: Αγαπητή μου Τζούλια… δεν υπάρχει κανένα σκάνδαλο
εδώ! Ορφάνεψα στα δύο μου και με ανέλαβε ένας θείος μου, που ήταν
εφημέριος και αθεϊστής και πολύ έξυπνος για την δουλειά του και πολύ
φαντασμένος για να ψάξει για κάτι καλύτερο. Και πίστευε ότι το καθήκον
της γυναίκας είναι να είναι όμορφη…
Λαίδη Μόρτιμερ: Δεν τον δυσκόλεψες σε αυτό, αγαπητή μου.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Ευγενική μου, λαίδη Μόρτιμερ! Όμορφη και υπάκουη
και αβοήθητη. Έπινε βαρέλια κρασιού Μαδέρας… και αυτό ήταν κάπως
παλιομοδήτικο… και θύμωνε πολύ εύκολα.
Φράνσις Τρέμπελ: Αιτία και αποτέλεσμα, πιθανότατα.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Πιστεύω ότι ο καταπιεσμένος αθεϊσμός ήταν αυτό που
τον έκανε χειρότερα. Έτσι παντρεύτηκα στα δεκαεπτά μου και έγινα
Καθολική και πήγα στην Ιρλανδία με τον Τζάστιν. Τότε ο Τζάστιν
αποδείχθηκε αλήτης και εγώ επέστρεψα… και όλοι ήταν τόσο ευγενικοί.
Αυτά όσον αφορά εμένα. Αλλά αν ίσως με είχαν στείλει στο Καίμπριτζ…
και να είχα πάρει μαθήματα από την Φράνσις, ίσως, στα μαθηματικά και
την ηθική… πόσο διαφορετική γυναίκα θα ήμουν! Πιο πολύ σαν την
Λούση… αν και όχι τόσο καλή. Ή ίσως να είχα στραφεί στην πολιτική
και να ήμουνα μια δύναμη στην χώρα.
Φράνσις Τρέμπελ: Δεν σε φαντάζομαι να περιπλανιέσαι στους
διαδρόμους του Κοινοβουλίου με αυτά τα ωραία σου παπούτσια.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Όχι, όχι… μία δύναμη πίσω από τον θρόνο… όπως η
Τζούλια. Αλλά, φυσικά, ποτέ τόσο ισχυρή.
Λαίδη Τζούλια: (ελαφρά ενοχλημένη, μόνο ελαφρά) Δεν είμαι τόσο
ισχυρή, φοβάμαι.
Έιμι Ο’ Κόνελ: (που μπορεί να είναι πολύ αθώα κάποιες φορές) Δεν
είσαι; Δεν γράφεις ιστορία; Νόμιζα ότι όλα τα ημερολόγια που δεν θα
μπορούσαν να δημοσιευθούν ο θεός ξέρει για πόσο καιρό είναι γεμάτα με
εσένα. Νόμιζα ότι όλοι ήμασταν εδώ μαζεμένοι αυτό το Σαββατοκύριακο
για να σε βοηθήσουμε να γράψεις ιστορία. Οι επερχόμενες εκλογές…
αυτή η φρικτή, υποκριτική Κυβέρνηση των Εργατικών τόσο όμορφα να
νικηθεί… ο αγαπητός κύριος Χόρσχαϊμ να σταλεί για άλλη μια φορά να
σώσει την χώρα… με τον κύριο Μπλακμπορόου να βρίσκει τα λεφτά και
τον κύριο Τρέμπελ να βρίσκει τα μυαλά. Και ότι εσύ τα κανόνιζες όλα
αυτά, Τζούλια.
Λαίδη Τζούλια: Μακάρι η σωτηρία της χώρας να ήταν τόσο εύκολη
υπόθεση.
Δεν αρέσει στην λαίδη Τζούλια να αστειεύεται κάποιος μαζί της παρά
μόνο αν τον συμπαθεί πάρα πολύ. Η άφιξη του Τζορτ Φάραντ διαλύει την
κουβέντα. Είναι περίπου στην ηλικία της γυναίκας του, ένας ευχάριστος,
πολύ τίμιος τύπος, εμποτισμένος στις σπουδαίες υποθέσεις αλλά χωρίς να
έχει κάποια άλλα ιδιαίτερα προσόντα γι’ αυτές. Παρ’ όλ’ αυτά αυτό, μαζί με
την τιμιότητα και την καλή του φύση, τον έκαναν να διατηρήσει την θέση
του ανάμεσά τους με αρκετή αξιοπρέπεια.
Φάραντ: Ο Μπλακμπόροου φεύγει, Τζούλια.
Λαίδη Τζούλια: Νόμιζα ότι είχε ήδη φύγει. Τι ώρα είναι;
Φάραντ: Έντεκα και δέκα.
Λαίδη Τζούλια: Μάλιστα… συζητήσατε αρκετά εσείς οι τέσσερις.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Για τι πράγμα… ή δεν μπορείτε να μας πείτε;
Φάραντ: Για τους Γότθους στην Ιταλία και τους Νορμανδούς στην
Σικελία… τον Μαλτεσιανό πυρετό… τον γάμο στο Μαρόκο… την
Μαγεία… τον Όλιβερ Κρόμγουελ και τους Εβραίους… τους ερωτικούς
δεσμούς του Ουίλιαμ Ιλλ και την φιλοσοφία του Μπέργκσον. Δεν
θυμάμαι τι άλλο είπαμε.
Ο Ράσελ Μπλακμπόροου ακολουθεί τον οικοδεσπότη του στο δωμάτιο.
Κάποιος, πιο σωστά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι φτάνει. Γιατί το να
φτάνει είναι το επάγγελμά του, και με τίποτα δεν συμφωνεί με την παροιμία
που λέει ότι το να ταξιδεύει κανείς είναι καλύτερο από το να φτάνει στον
προορισμό του. Είναι ικανός άνθρωπος, έχει όλες τις αρετές που οδηγούν
στην επιτυχία, και, να και η ευαισθησία δεν είναι ανάμεσά τους, παρ’ όλ’
αυτά δεν είναι σκληρός άνθρωπος. Η φωνή του, ίσως, είναι πιο δυνατή απ’
όσο θα έπρεπε, και ακόμα και όταν είναι σιωπηλός νοιώθεις της παρουσία
του.
Μπλακμπόροου: Αντίο, λαίδη Τζούλια. Υπέροχο Σαββατοκύριακο.
Λαίδη Τζούλια: Τι ώρα θα φτάσετε σπίτι σας;
Μπλακμπόροου: Όχι πριν το ξημέρωμα. Αλλά έχω δουλειά στο
Μπίρμινγχαμ αύριο πρωί πρωί. Αντίο, λαίδη Μόρτιμερ.
Γυρίζει στο δωμάτιο αποχαιρετώντας τους παρευρισκόμενους
Λαίδη Μόρτιμερ: Είστε υπέροχος, κύριε Μπλακμπόρου. Και ποτέ δεν
έχετε πάει διακοπές, μου είπατε.
Μπλακμπόροου: Μισώ τις διακοπές. Θέλετε να μάθετε το μυστικό μου;
Έιμι Ο’ Κόνελ: Ω… σας παρακαλώ!
Μπλακμπόροου: Έχω μάθει να κοιμάμαι σε περίεργες στιγμές.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Δημόσια;
Μπλακμπόροου: Ναι.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Αυτό δεν είναι συμβουλή για να την δώσετε σε μια
γυναίκα.
Μπλακμπόροου: Γιατί όχι;
Έιμι Ο’ Κόνελ: Σας είδα να κοιμάστε μετά το τσάι. Αντίο.
Η μπιχτή δεν τον ενοχλεί. Μπορεί να είναι λιγάκι παχύδερμος, αλλά, για να
είμαστε δίκαιοι, δεν έχει άνανδρες κενοδοξίες.
Μπλακμπόροου: Εξάλλου… εμείς οι φτωχοί πολιτικοί πρέπει να
δουλεύουμε διπλές βάρδιες για να βγάλουμε το ψωμί μας όταν είμαστε
στην αντιπολίτευση. Είναι πολύ επισφαλές όταν είσαι σε ένα γραφείο να
διατηρήσεις το μερίδιό σου… πόσο μάλλον την ηγεσία. Πώς να ζήσει και
ο κακόμοιρος ο καπιταλιστής; Δεν μπορούμε όλοι να έχουμε
μεγαλοπαράγοντες του χαλκού για παππούδες όπως εσύ, Φάραντ… ή να
είμαστε δικηγόροι σε μεγάλη φίρμα όπως ο αδελφός σου… Συγγνώμη
που έχασα την μουσική.
Πραγματικά λυπάται. Αγαπάει την μουσική και την δύναμή της.
Τραγουδούσε σε χορωδία στα νιάτα του.
Λαίδη Τζούλια: Σας άφησα μόνους. Νόμιζα ότι θα συζητούσατε για
συγκεκριμένα θέματα.
Μπλακμπόροου: Όχι, όχι, όχι…. Δεν έχουμε συγκεκριμένα θέματα να
συζητήσουμε. Και πότε ο Χορσχάιμ δεν θα μιλούσε για συγκεκριμένα
θέματα αν μπορούσε να τα αποφύγει; Τελειώσαμε με την ιδεαλιστική
φιλοσοφία. Αυτό με βγάζει εμένα έξω…. Δεν ξέρω την γλώσσα. Αλλά
έχω μια ισχυρή υποψία ότι δεν υπάρχει και πολύ νόημα σε οτιδήποτε δεν
μπορεί να συζητηθεί σε μια γλώσσα που ένας συνηθισμένος μορφωμένος
άντρας μπορεί να καταλάβει.
Μπαίνει ο Μπάτλερ.
Μπάτλερ: Το αυτοκίνητο του κυρίου Μπλακμπόροου, κυρία μου.
Ο Μπλακμπόροου έχει τελειώσει με τους αποχαιρετισμούς εκτός από τον
Ουόλτερ Κεντ. Ενώ στέκεται δίπλα του, απευθύνεται στην Λαίδη Τζούλια.
Μπλακμπόροου: Πας καθόλου σε προεκλογική περιοδεία; Όχι…. Η
θέση του Φάραντ είναι ασφαλής. Έλα να μιλήσεις για μένα.
Λαίδη Τζούλια: (θα μπορούσε να πει αν δεν την συγκρατούσε η ευγένεια:
Ο αδιάντροπος!) Δεν έχω μιλήσει δημόσια ποτέ στην ζωή μου… και ποτέ
δεν πρόκειται να το κάνω.
Μπλακμπόροου: (σχεδόν καλοδέχοντας το καρφί, η λαίδη Τζούλια μπορεί
να τον εντυπωσιάσει, αν και δεν το δείχνει) Α… αυτή είναι η αληθινή
παράδοση των Συντηρητικών. Πρέπει όμως να το αφήσουμε σε σας
κυρίες μου, να την διατηρήσετε στις μέρες μας.
Φάραντ: Μια διάλυση του Σεπτεμβρίου, επίσης! Οι Εργατικοί θα μας
αφήσουν να μπούμε γι’ αυτό.
Λαίδη Μόρτιμερ: Είναι για να ευχαριστήσετε τις πέρδικες; Αλλά αυτές
δεν ψηφίζουν ακόμα, έτσι δεν είναι;
Έιμι Ο’ Κόνελ: Φτωχές πέρδικες…. δεν έχουνε πια κανένα να τις
κυνηγάει και να τις σκοτώνει!
Φάραντ: Σκοπεύω να ξεκλέψω δυο εβδομάδες, παρ’ όλ’ αυτά… ό,τι κι
αν συμβεί.
Μπλακμπόροου: Θα επιστρέψουμε αυτή την φορά, δεν αμφιβάλω (Τότε
με δεξιοτεχνικό αιφνιδιασμό στον Ουόλτερ). Πρόκειται να σου βρούμε κι
εσένα καμία θέση, νεαρέ μου φίλε;
Ουόλτερ Κεντ: Όχι ακόμα, ευχαριστώ. Έχω ακόμα να τελειώσω την
εκπαίδευσή μου.
Μπλακμπόροου: Ο Τρέμπελ σε έχει αναλάβει.
Ουόλτερ Κεντ: Ναι.
Μπλακμπόροου: (αν και δεν φαίνεται να εννοεί ακριβώς αυτό που λέει)
Τυχερέ! Θα μάθεις πολλά.
Φάραντ: Κλασικές πτυχιακές εξετάσεις στο Καίμπριτζ. Τώρα πρέπει να
πάει στο Πίτμανς για στενογραφία και γραφομηχανή.
Μπλακμπόροου: Ένας χρόνος στο Κεντρικό Γραφείο θα σε ωφελήσει.
Θα μπορούσα να σε βάλω εκεί. Οι νεαροί στην Βουλή δεν ξεκινάνε
μαθαίνοντας… όπως θα όφειλαν… πως διευθύνεται ένα κόμμα και πως
κερδίζονται οι ψήφοι.
Ουόλτερ Κεντ: (πολύ απλά) Νομίζω ότι ενδιαφέρομαι περισσότερο για
τα ιδανικά.
Μπλακμπόροου: Τότε γιατί να κατέβεις στην πολιτική;
Λαίδη Τζούλια: Κύριε Μπλακμπόροου!
Μπλακμπόροου: (καλόκαρδα) Ξέρω, ξέρω… αυτό προκαλεί τα γέλια
στους διανοούμενους ψηλομύτες. Τα ιδανικά έχουν την θέση τους, χωρίς
αμφιβολία. Τα χρειαζόμαστε για να εμπνεόμαστε από αυτά. Αλλά η
δουλειά του πολιτικού είναι η προσαρμογή των πεισματάρικων
δεδομένων στις συνθήκες που μεταβάλλονται… και σε σχέση με τις
πρακτικές ικανότητες ενός μέσου ηλίθιου ανθρώπου. Η δημοκρατία
περιλαμβάνει αυτή την παραδοχή.
Λαίδη Τζούλια: (που η υπομονή της δοκιμάζεται) Τουλάχιστον δεν είμαι
δημοκράτης, κύριε Μπλακμπόροου.
Μπλακμπόροου: Ούτε κι εγώ… περισσότερο δημοκράτης απ’ όσο
χρειάζεται να είμαι. Πρέπει όλοι να κάνουμε λίγο τις υποκλίσεις μας
σήμερα στο Σπίτι του Ρίμον. Αλλά να πανικοβάλουμε τους ανθρώπους με
τα ιδανικά…! Μα… κοίτα την Ρωσική Επανάσταση… κοίτα την
Κινέζικη επανάσταση… κοίτα την Ινδία. Ζούμε σε επικίνδυνες εποχές.
Λαίδη Μόρτιμερ: Έτσι συνήθιζε να λέει και ο αγαπημένος μου
παππούς.
Μπλακμπόροου: Και χωρίς αμφιβολία είχε δίκιο. Η σωτηρία αυτής της
χώρας μέχρι σήμερα ήταν η αδιαπερατότητά της στα περίεργα ιδανικά. Η
δυσκολία του να κάνουν κάτι συγκεκριμένο τα πολιτικά κόμματα… όσο
κι αν ακούγεται περίεργο… είναι αυτό που μας κρατάει τα μυαλά στην
θέση τους και μας επιτρέπει να συνεχίσουμε τις ζωές μας κανονικά. Είμαι
αρκετά καλός δημοκράτης για να θέλω να σώσω την δημοκρατία από τον
εαυτό της… και από τις ιδεολογίες και τον δογματισμό. Και εύχομαι με
όλη μου την καρδιά η παρούσα κυβέρνηση να μην μας άφηνε με τόσο
προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Οι Συνθήκες για τις
Ζώνες Επιρροής των χωρών… Η Μεταναστευτική σύγχυση… Η διάλυση
του κατεστημένου! Έχουν δείξει μεγάλη πολιτική σοφία αφήνοντάς εμάς
να λύσουμε τα προβλήματα. Λοιπόν… απλά πρέπει να μείνουμε
συγκεντρωμένοι και να προχωρήσουμε αργά… να προχωρήσουμε αργά.
Καληνύχτα… καληνύχτα.
Αυτοί οι τελευταίοι αποχαιρετισμοί έχουν την γεύση επαγγελματικών
ευχών. Φεύγει, και ο Φάραντ με το ζόρι επιτρέπει στον εαυτό του ένα
χαμόγελο καθώς τον ακολουθεί για να τον ξεπροβοδίσει. Αλλά η υπόλοιπη
παρέα είναι εμφανώς ανακουφισμένη.
Λαίδη Μόρτιμερ: Ιδιαίτερα εντυπωσιακό.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Μήπως θα έπρεπε να ζητωκραυγάσουμε, ή να πούμε
«Τάξη» ή «Διαίρεση» ή κάτι τέτοιο;
Φράνσις Τρέμπελ: Αλίμονο… δεν πρέπει να θεωρούμε έναν άνθρωπο
ηλίθιο επειδή λέει ανοησίες.
Λαίδη Τζούλια: Και παρακάλεσα τον Τζορτζ να φροντίσει να τον αφήσει
να πει αυτά που ήθελε μετά το δείπνο. Φρόντισε να τα συγκρατήσει σε
αυτούς… και μετά τα άδειασε όλα πάνω σε μας. Δεν θα επιτρέψω στον
κύριο Μπλακμπόροου να με αποκαλεί διανοούμενη ψηλομύτα. Έφυγε
από το σπίτι μου ή ακόμα;
Ουόλτερ Κεντ: Φαντάζομαι.
Λαίδη Τζούλια: Τότε τον θεωρώ πολύ χοντροκομμένο άνθρωπο.
Αφού το είπε συγχωρεί τον κύριο Μπλακμπόροου
Λαίδη Μόρτιμερ: Αλλά γιατί πρέπει να αφήνεις τους Μπλακμπόροους
αυτού του κόσμου να έχουν δύναμη στο κόμμα σου, Τζούλια;
Λαίδη Τζούλια: Νομίζουν ότι έχουν.
Λαίδη Μόρτιμερ: Θα πρέπει να δώσω σε αυτόν ένα αξίωμα ευπατρίδη
χωρίς καθυστέρηση.
Λαίδη Τζούλια: Θεέ και κύριε… δεν θα το δεχόταν. Το ξέρω…
συνηθίζαμε να τους κλείνουμε το στόμα με αυτό τον τρόπο. Θέλει το
Υπουργείο Οικονομικών… και θα το πάρει κάποια μέρα, φαντάζομαι.
Είναι χρήσιμος… ξέρει από πού έρχονται οι ψήφοι…. και συγκεντρώνει
λεφτά από ανθρώπους που κάποιος δεν θα μπορούσε να τους πείσει με
καλοπιάσματα. Και εάν τον ευχαριστεί να πιστεύει ότι μας «διατάζει»…
Λαίδη Μόρτιμερ: Τζούλια, μην είσαι προσηνής. Ο άνθρωπος σε έχει
στο τσεπάκι του μαζί με τα υπόλοιπα ψηλά του.
Λαίδη Τζούλια: Λοιπόν, μαμά…. εάν μπορείς να μου πεις πώς να
αποφεύγω την είσοδο ανεπιθύμητων ανθρώπων στο κόμμα… θα σου
είμαστε όλοι πολλοί ευγνώμονες.
Ο Φάραντ επιστρέφει και βρίσκεται απέναντι στην κυρία Ο’ Κόνελ.
Φάραντ: Πως είναι ο πονοκέφαλος;
Έιμι Ο’ Κόνελ: Α, είχα πονοκέφαλο; Ναι, είχα. Κανείς δεν με λυπήθηκε.
Αυτό πρέπει να τον θεράπευσε.
Φάραντ: Ελάτε να παίξουμε ένα γύρο στο μπιλιάρδο. Είναι καλή
άσκηση. Ελάτε κι εσείς οι δύο.
Αυτό το τελευταίο απευθύνεται στην Λούσι και τον Ουόλτερ. Η λαίδη
Τζούλια τον κοιτάει επικριτικά.
Λαίδη Τζούλια: Αγαπητέ μου Τζορτζ… είναι αργά!
Λούσυ Ντάβενπορτ: Εγώ θα παίξω.
Λαίδη Τζούλια: Στείλε τον κύριο Τρέμπελ εδώ σε μας. Δεν θα έρθει,
είμαι σίγουρη.
Φάραντ: Είπε ότι είχε να μελετήσει έναν ενημερωτικό φάκελο. Ξέρει να
διασκεδάζει τον ελεύθερο χρόνο του!
Έιμι Ο’ Κόνελ: Τι υπέροχο φεγγάρι!
Λαίδη Τζούλια: Αγαπητέ Τζορτζ… σε αυτή την συνάντηση….;
Φάραντ: Ποιος; Α, ο Μπλακμπόροου.
Λαίδη Τζούλια: Μήπως ήρθαν σε κάποια συμφωνία, νομίζεις;
Φάραντ: Τολμώ να πω. Υπάρχει πολλές φορές μεγαλύτερο κέρδος όταν
δεν συζητάς για κάτι παρά όταν συζητάς.
Λαίδη Τζούλια: Πραγματικά θα έπρεπε να έχουμε κάνει ένα βήμα
παραπέρα.
Φάραντ: Μη μου γκρινιάζεις. … Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Γιατί
δεν ζήτησες από την Εξοχότητά του τον Τσαρλς Κάντιλουπ να κατέβει
στις εκλογές. Τότε θα είχαμε την «Αναίρεση της Αναγνώρισης » ζεστή για
πρωινό και κρύα για μεσημεριανό…. και την «Αναίρεση της
Αναγνώρισης» ωραία ξαναζεσταμένη για βραδινό.
Λαίδη Τζούλια: Ναι… ακριβώς αυτό που δεν θα θέλαμε αυτή την
κρίσιμη στιγμή.
Φάραντ: Ω! Λυπάμαι που δεν είμαι οξυδερκής. (γκρινιάζοντας αλλά με
ευχαρίστηση) Βαρέθηκα την πολιτική. Τίποτα άλλο παρά μια ασφαλής
θέση και αφοσίωση στην πατρίδα μου…
Λούση Ντάβενπορτ: Γιατί δεν πήρες ένα αξίωμα ευπατρίδη, Ξάδελφε
Τζόρτζ;
Φάραντ: Θα το ήθελα. Αλλά η Τζούλια δεν με άφησε.
Φράνσις Τρέμπελ: Α… γιατί όχι;
Φάραντ: Η Τζούλια, η κόρη εκατό κόμηδων…. Η Τζούλια, σύζυγος ενός
ψεύτικου μοντέρνου ευπατρίδη! Όχι, όχι! Με παντρεύτηκε για τα λεφτά
μου… και πρέπει να μείνω στην θέση μου.
Λαίδη Τζούλια: Τζορτζ, το χιούμορ σου είναι παλιομοδίτικο. Φύγε από
εδώ.
Οι δύο τους πρέπει να είναι πολύ ευτυχισμένοι μαζί εάν μπορούν να
αστειεύονται με την αλήθεια τόσο άνετα. Πάει προς το παράθυρο. Η κυρία
Ο’Κόνελ, στέκεται τώρα έξω στο φεγγαρόφωτο, αλλά όταν την μιλάει αυτή
πλησιάζει προς το παράθυρο για να του απαντήσει.
Φάραντ: Έλα να πάρεις μια στέκα, αγαπητή μου κυρία.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Ευγενικέ μου κύριε… δεν προσέξατε ποτέ ότι έχω
μυτερό αγκώνα;
Φάραντ: (που ίσως δεν είναι τόσο απλοϊκός όσο φαίνεται) Όχι… έχετε;
Έιμι Ο’ Κόνελ: Εάν έπαιρνα μια στέκα θα το προσέχατε. Ο
πονοκέφαλός μου επέστρεψε… και το φεγγάρι μου κάνει καλό. Θα κάνω
ακόμα μια βόλτα γύρω από το σιντριβάνι. Και μετά πάμε για ύπνο,
Τζούλια;
Λαίδη Τζούλια: Ναι… υπάρχουν μπισκότα δίπλα στο δωμάτιο με το
μπιλιάρδο. Θα σε συναντήσουμε εκεί.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Ίσως να φανώ λίγο αγενής και να μην σας περιμένω.
Χάνεται στο φεγγαρόφωτο και στον κήπο. Ο Φάραντ φεύγει. Η Λούση και
ο Ουόλτερ ετοιμάζονται να τον ακολουθήσουν.
Λαίδη Τζούλια: Αλίμονο! Έχω αρχίσει να γερνάω…. Έχω αρχίσει να
γίνομαι αδέξια. Ορίστε, τελειώνει το Σαββατοκύριακο… και δεν συνέβη
τίποτα. Και νόμιζα ότι είχα φτιάξει την συνταγή τόσο καλά. Λούση!
Πήγαινε στην Έιμι Ο’ Κόνελ το σάλι της… αλλιώς θα αρπάξει κανένα
κρυολόγημα.
Η Λούση επιστρέφει και σηκώνει το σάλι, σαν να το περιφρονεί.
Λούση Ντάβενπορτ: Τα κρυολογήματα είναι άχαρα.
Λαίδη Τζούλια: Λούση!
Λούση Ντάβενπορτ: Συγγνώμη! Τα νύχια μου θέλουν κόψιμο. Ορίστε,
Ουόλτερ… πήγαινέ το εσύ. Δείξε αβρότητα σε μια κυρία. Ξεχνάς πως
γίνεται… περνώντας τον χρόνο σου μαζί μου.
Ουόλτερ Κεντ: Εσύ φταις γι’ αυτό.
Υπάρχει μια χαρούμενη, θριαμβευτική αυτοπεποίθηση στην φωνή του που
μπορεί να μην έχει καμία σχέση, φυσικά, με αυτά που λέει. Πάει προς της
κυρία Ο’ Κόνελ και η Λούση ακολουθεί τον Ξάδελφό της Τζορτζ. Οι τρεις
γυναίκες όταν μένουν μόνες χαλαρώνουν κατευθείαν σε μια φιλική
οικειότητα.
Λαίδη Μόρτιμερ: Αυτοί οι δύο έχουν αρραβωνιαστεί ή όχι, Τζούλια;
Λαίδη Τζούλια: Όχι… αλλά έχουν αποφασίσει από τότε που ήταν παιδιά
ότι κανείς από τους δύο δεν θα παντρευτεί κανέναν άλλο. Δεν έχουνε
φράγκο. Αυτός νομίζει ότι θα έπρεπε να πάει στο Λονδίνο για μερικά
χρόνια. Αυτή δεν το θέλει αυτό… νομίζει ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει την
καριέρα του κατευθείαν. Θέλει να κάνει παιδιά… δύο αγόρια και ένα
κορίτσι, μου λέει.
Λαίδη Μόρτιμερ: Η επιστήμη είναι τόσο βολική στις μέρες μας.
Λαίδη Τζούλια: Αυτή έχει πραγματικά μυαλό… αλλά αυτός θέλει να την
ευχαριστήσει. Θα είναι κάποιος πριν αυτή να τελειώσει.
Λαίδη Μόρτιμερ: Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους του Χένρι σου να
του δώσει τέτοια ευκαιρία.
Φράνσις Τρέμπελ: Ο Χένρι μου ήθελε να κάνει καλό. Και του αρέσει ο
Ουόλτερ. Δεν συμπαθεί πολλούς ανθρώπους.
Λαίδη Τζούλια: Ο Χένρι σου ήταν πολύ άτακτος αυτό το
Σαββατοκύριακο.
Φράνσις Τρέμπελ: Τζούλια, σε προειδοποίησα… μάλλον ξοδεύεις άδικα
τον χρόνο σου.
Λαίδη Μόρτιμερ: Τζούλια… αν μου επιτρέπεις να σου κάνω μια
ερώτηση: Τι σκαρώνεις;
Λαίδη Τζούλια: Ελπίζω να είναι προφανές. Ο επιτυχημένος σκευωρός,
μαμά δεν κάνει τίποτα ύπουλα. Εάν ο Σύριλ Χορσχάιμ σχηματίσει
υπουργικό συμβούλιο, ο κύριος Τρέμπελ πρέπει να είναι σε αυτό.
Λαίδη Μόρτιμερ: Αλλά δεν ανήκει στο κόμμα σας.
Λαίδη Τζούλια: Δεν ανήκει και σε κανένα άλλο. Κατεβαίνει σαν
Ανεξάρτητος… Πάντοτε κατέβαινε σαν Ανεξάρτητος, έτσι δεν είναι
Φράνσις;
Φράνσις Τρέμπελ: Κατά την διάρκεια του πολέμου…
Λαίδη Τζούλια: Α, αυτό δεν μετράει. Και θέλω να έχει αυτός τον έλεγχο
του Νομοσχεδίου της Αναίρεσης της Αναγνώρισης της Αγγλικανικής
Εκκλησίας.
Λαίδη Μόρτιμερ: Αυτό θα είναι κεραυνός εν αιθρία.
Λαίδη Τζούλια: Είναι καιρός να κάνουμε κάτι… αν δεν θέλουμε να μας
έχει ο Μπλακμπόροου στο τσεπάκι του μέχρι τον θάνατό μας.
Λαίδη Μόρτιμερ: Μα αυτό δεν είναι υπόθεση του Σίριλ;
Λαίδη Τζούλια: Δεν μπορεί… πρέπει να πάρει το Υπουργείο
Εξωτερικών. Θέλεις να μου πεις, Φράνσις, ότι αν γινόταν η πρόταση
στον Χένρι απερίφραστα θα έλεγε όχι;
Φράνσις Τρέμπελ: Νομίζω ότι είναι αρκετά πιθανό.
Λαίδη Τζούλια: Ε, τότε για ποιο λόγο να βρίσκεται στην πολιτική; Δεν
μπορεί να μείνει στο Κοινοβούλιο και να βγάζει λόγους που να
μετράνε… να μετράνε για ψήφους!... και πάντοτε να απορρίπτει τα
υπουργεία. Δεν είναι σωστό. Δεν χρειάζεται καν να μπει στο κόμμα. Η
«Αναίρεση της Αναγνώρισης» είναι κάτι το εξαιρετικό… πολλοί θα
ψηφίσουν υπέρ.
Λαίδη Μόρτιμερ: Αλλά εξαγνισμένος από το υπουργικό αξίωμα, ίσως
να παραμείνει στο Κοινοβούλιο, νομίζεις;
Λαίδη Τζούλια: (αντιμετωπίζοντας την μητέρα της με ειλικρίνεια) Ναι…
το ελπίζω. Οι ενεργοί πολιτικοί είναι οι πολιτικοί των κομμάτων. Και
είμαστε η καλύτερη λύση γι’ αυτόν. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις την
επιρροή σου, Φράνσις;
Φράνσις Τρέμπελ: Τζούλια… αν και κάτι τέτοιο ίσως να σου φαίνεται
ενάντια στην φύση… δεν έχω καμία επιρροή στον Χένρι… και ποτέ δεν
είχα, από την εποχή που παίζαμε μαζί στον παιδικό σταθμό μας στα
προάστια.
Λαίδη Τζούλια: Μα τι θέλει από την ζωή; Δεν του αρέσει η υψηλή
κοινωνία…
Φράνσις Τρέμπελ: Όχι.
Λαίδη Τζούλια: Αντιπαθεί τις γυναίκες, προφανώς.
Φράνσις Τρέμπελ: Του είναι αρκετά αδιάφορες.
Λαίδη Τζούλια: Δεν μπορεί να υποψιάζεται ότι εγώ προσπαθώ να τον
φλερτάρω, ελπίζω. Αλλά κάθε φορά που προσπαθώ να του μιλήσω πέφτει
η θερμοκρασία.
Λαίδη Μόρτιμερ: Κολάκευσε μια ηλικιωμένη κυρία την ώρα του
τσαγιού χθες, με μερικά πολύ ευχάριστα σχόλια.
Λαίδη Τζούλια: Σε θεωρεί ασφαλή, μαμά.
Λαίδη Μόρτιμερ: Τότε δεν έχει δικαίωμα να με θεωρεί ασφαλή. Η δική
μου είναι η τέλεια ηλικία για έναν ερωτικό δεσμό.
Λαίδη Τζούλια: Πόσο χρονών είναι, Φράνσις;
Φράνσις Τρέμπελ: Πενήντα- ένα.
Λαίδη Τζούλια: Λοιπόν… έχει κάνει τον εαυτό του ένα μοναδικό
απόκτημα. Αν τελικά θα είναι αδιάφορο… κρίμα! Και αυτή είναι η
ευκαιρία για την αρχηγία γι’ αυτόν… τίποτα λιγότερο στο τέλος. Δεν
είναι αυτό αρκετά καλό; Αν δεν μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα μαζί
του, Φράνσις… πάντρεψέ τον με μια χυδαία φιλόδοξη γυναίκα που θα τα
καταφέρει.
Φράνσις Τρέμπελ: Νομίζω ότι ποτέ δεν ήξερα πραγματικά τι πίστευε ο
Χένρι. Όλοι δυσπιστούμε σε τόσα πολλά… και πιστεύουμε σε τόσα λίγα
σήμερα.
Μπαίνει ο Μπάτλερ.
Μπάτλερ: Ο δρ. Ουέτζκροφτ τηλεφώνησε, κυρία. Ευχαριστεί….
Σταμάτησαν το εξπρές γι’ αυτόν και έφτασε στην πόλη εγκαίρως.
Λαίδη Τζούλια: Ευχαριστώ.
Ο Μπάτλερ φεύγει.
Λαίδη Μόρτιμερ: Τον κάλεσαν να πάει;
Λαίδη Τζούλια: Όχι… είναι ζήτημα τιμής γι’ αυτόν να μην κοιμάται
εκτός της πόλης κατά την διάρκεια, αυτού που ονομάζει, των μηνών του
καθήκοντός του.
Φράνσις Τρέμπελ: Ο Γκίλμπερτ μπορεί να καταφέρει να πείσει τον
Χένρι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.
Λαίδη Τζούλια: Το ξέρω. Γι’ αυτό έστειλα να τον φέρουν σήμερα.
Κουβέντιασαν πριν το δείπνο. Θα πας για ύπνο, Μαμά;
Λαίδη Μόρτιμερ: Νομίζω ναι.
Λαίδη Τζούλια: Πρέπει να πάω στην αίθουσα του μπιλιάρδου. Η
αγαπητή μας Έιμι ακόμα χαζεύει τ’ αστέρια; Ο κύριος Μπλακμπόροου
δεν φάνηκε να γοητεύτηκε από αυτήν.
Λαίδη Μόρτιμερ: Την κοίταξε σαν να σκεφτόταν ότι θα του ζητούσε
δανεικά.
Φράνσις Τρέμπελ: Δεν την βλέπω.
Η πρόταση να πάνε για ύπνο τις έκανε να σηκωθούν. Η λαίδη Μόρτιμερ
μαζεύει τα ματογυάλια της και τα υπόλοιπα πράγματά της, η Φράνσις που
είχε πάει προς την αυλή τώρα ξαναμπαίνει μέσα.
Λαίδη Τζούλια: Ο μόνος λόγος που την κάλεσα εδώ ήταν ότι έλπιζα ότι
θα τον διασκεδάσει.
Φράνσις Τρέμπελ: Τζούλια… τι βάρβαρο από μέρους σου!
Λαίδη Τζούλια: Οι άνθρωποι πρέπει να περιμένουν ότι θα
χρησιμοποιηθούν. Απ’ ότι φαίνεται είναι αρκετά διασκεδαστική… για
τους άντρες. Μια συγκέντρωση σε ένα σπίτι πρέπει να έχει μια δόση
από…. το είδος της.
Λαίδη Μόρτιμερ: Οι ραδιουργίες σου δεν σταματάνε ποτέ, Τζούλια.
Πραγματικά πρέπει να κάνεις και κάτι ειλικρινές περιστασιακά. Γιατί,
παρ’ επιπτόντως, κάλεσες εμένα;
Λαίδη Τζούλια: Σε αγαπάω, Μαμά.
Λαίδη Μόρτιμερ: Αυτό ίσως να είναι ακόμα η σωτηρία σου.
Λαίδη Τζούλια: Αλλά η όμορφη Έιμι με κάνει να βαριέμαι. Αναρωτιέμαι
πως την συμπαθείς τόσο πολύ, Φράνσις.
Φράνσις Τρέμπελ: Μου αρέσουν διάφοροι τύποι ανθρώπων.
Λαίδη Τζούλια: Γιατί δεν γυρίζει πίσω στον Τζάστιν της;
Φράνσις Τρέμπελ: Είναι ανυπόφορος.
Λαίδη Τζούλια: Αμφιβάλλω.
Φράνσις Τρέμπελ: Αγαπητή μου… με μια υπηρέτρια για ερωμένη… μια
Ιρλανδή υπηρέτρια!
Λαίδη Τζούλια: Θα μπορούσε να την απολύσει.
Λαίδη Μόρτιμερ: Και αυτό είναι το αποτέλεσμα που μεγάλωσα την
κόρη μου με νουβέλες της δεσποινίδος Σαρλότ Μ Γιόνγκ!
Φράνσις Τρέμπελ: Αλλά παρ’ όλο τον αέρα και τις χάρες της η Έιμι
είναι στιγμές που την λυπάσαι. Έχει κάτι από παραμελημένο παιδί απάνω
της.
Λαίδη Μόρτιμερ: Καληνύχτα, αγαπητή μου δεσποινίς Τρέμπελ.
Καληνύχτα.
Λαίδη Τζούλια: Θα έρθω να σε φιλήσω, Μαμά. Και δεν θα ξενυχτήσω
βλέποντας την Λούση να παίζει μπιλιάρδο.
Και έτσι μιλώντας βγαίνουν από το δωμάτιο.
Πρέπει να έχει περάσει μια ώρα, περίπου, γιατί το φεγγάρι έχει βουλιάξει
πίσω από τους δασωμένους λόφους που είναι γύρω από τους κήπους. Το
δωμάτιο είναι άδειο. Κάποιος έχει σβήσει ένα ή δύο φώτα. Στην αυλή
εμφανίζονται η Έιμι Ο’ Κόνελ και ο Χένρι Τρεμπέλ. Το σάλι που ο
Ουόλτερ της πήγε το έχει τυλίξει στο κεφάλι και τους ώμους της, μοιάζει με
καλόγρια. Σταματάνε έξω από το παράθυρο.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Πάει το φεγγάρι…. άρα πάει και ο ρομαντισμός!
Κρυώνω. Η λάμψη του φεγγαριού δεν ζεσταίνει έστω και λίγο τη νύχτα;
Τρέμπελ: Όχι.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Σίγουρα;
Τρέμπελ: Ναι.
Έιμι Ο’ Κόνελ: Θα ήθελα να πιστεύω ότι την ζεσταίνει.
Η Έιμι μπαίνει στο δωμάτιο, την ακολουθεί. Όλοι μας είμαστε φτιαγμένοι
από αντιθέσεις, και μ’ αυτό τον τρόπο αποκτούμε την ισορροπία μας. Αλλά
στους περισσότερους από εμάς όλες αυτές οι αντιθέσεις συγχωνεύονται και
προσαρμόζονται η μια με την άλλη. Αυτό που κάποιος παρατηρεί με την
πρώτη ματιά στον Τρέμπελ είναι ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην περίπτωσή
του. Ο ιδεαλισμός και ο κυνικότητα, ο ηδονισμός και ο ασκητισμός, η
ευγένεια και η σκληρότητα θα μπορούσαν εξίσου να τον κατέχουν αν τους
το επέτρεπε. Αλλά το πιο εντυπωσιακό πράγμα πάνω του είναι ο έλεγχος
που φαίνεται να ασκεί ο εσωτερικός του εαυτός στον εξωτερικό του, παρ’
όλ’ αυτά χωρίς καμία δυσκολία, σχεδόν με περιφρόνηση. Αυτή την στιγμή,
παρ’ όλ’ αυτά, φλερτάρει με μια όμορφη γυναίκα. Φλερτάρει λίγο
δύστροπα. Υπάρχει κάτι, κάποιος θα έλεγε, το γατήσιο στην κυρία Ο’
Κόνελ, και κάποιος θα μπορούσε να συγκρίνει το φλερτ της- η μεταφορά
δεν χάνει την αξία της όσο παλιά κι αν είναι- όπως το παιχνίδι της γάτας
με το ποντίκι. Αλλά στην ουσία παίζει με μια τίγρη.
Έιμι: Όλοι έχουν πάει για ύπνο;
Τρέμπελ: Τα φώτα της αίθουσας του μπιλιάρδου είναι σβηστά.
Έιμι: Πόσο αγενές από μέρους της Τζούλια! Τι ώρα είναι;
Τρέμπελ: Δώδεκα και είκοσι.
Έιμι: (χαρούμενα σοκαρισμένη) Με τίποτα! Πως τολμήσατε να με
αφήσετε να περιφέρομαι στον κήπο τόση ώρα; Κανείς δεν σας είπε ότι
ήμουν εκεί;
Τρέμπελ: Όχι.
Έιμι: Το ίδιο κάνει.
Τρέμπελ: Νόμιζαν ότι θα είχατε πάει τον πονοκέφαλό σας για ύπνο…
Έιμι: Το ελπίζω.
Τρέμπελ: Πήγα να τελειώσω λίγη δουλειά που είχα. Βγήκα για να πάρω
αέρα… και σας είδα.
Έιμι: Στο σκοτάδι!
Τρέμπελ: Από ένστικτο.
Έιμι: Λοιπόν, καληνύχτα.
Τρέμπελ: Καληνύχτα.
Του δίνει το χέρι της, και αυτός το κρατάει λίγο περισσότερο απ’ όσο
χρειαζόταν.
Έιμι: Αλλά με αποφεύγατε όσο το Σαββατοκύριακο… δημόσια.
Τρέμπελ: Σας αποφεύγω… ιδιωτικά… τους τελευταίους έξη μήνες.
Έιμι: Τότε… επιτρέψτε μου να σας πω… αρχίσατε να με αποφεύγετε
πολύ πριν παραστεί η ανάγκη.
Τρέμπελ: Ένοιωσα την ανάγκη.
Έιμι: Ευχαριστώ. Είμαι μια σειρήνα, έτσι δεν είναι… παρά την θέλησή
μου; Βλέπω ότι δεν υπάρχει πια ανάγκη. Πόσος καιρός έχει περάσει από
τότε που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά;
Τρέμπελ: Φοβάμαι ότι δεν θυμάμαι.
Έιμι: Πάνω από ένας χρόνος. Σας αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή
που σας είδα.
Τρέμπελ: Δεν παραπονιέμαι γι’ αυτό.
Έιμι: Τον περασμένο Γενάρη αρχίσατε να μου αρέσετε λίγο… και για
ένα ολόκληρο απόγευμα πίστευα ότι κι εγώ σας άρεσα. Μετά από αυτό
σας αντιπάθησα μέχρι περίπου τον Απρίλη… μετά για μια με δύο
εβδομάδες μου αρέσατε πολύ. Αλλά νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να
τελειώσω αντιπαθώντας σας.
Τρέμπελ: Ίσως αυτό θα έπρεπε να κάνετε.
Έιμι: Έχετε καθόλου φίλους;
Τρέμπελ: Μόνο παλιούς φίλους.
Έιμι: Με πειράζετε, με κολακεύετε και με χλευάζετε εδώ και μια ώρα.
Αλλά δεν με συμπαθείτε… τότε γιατί δεν το λέτε; Καληνύχτα.
Είναι πολύ κοντά του. Χωρίς προκαταρκτικά, την αρπάζει και την φιλάει
στο στόμα. Μετά την αφήνει απότομα. Εκείνη στέκεται εκεί, μια
προκαλούσα, της οποίας η πρόκληση έγινε αποδεκτή. Αλλά πρέπει ακόμα
να γίνουν διάφοροι χειρισμοί.
Έιμι: Τι είναι αυτό που κάνατε; Έπρεπε να το είχα φανταστεί.
Τρέμπελ: Δεν το φανταστήκατε;
Έιμι: Κάποιος πρέπει να παίρνει τα ρίσκα του.
Τρέμπελ: Δεν έχω φιλήσει γυναίκα εδώ και δέκα χρόνια… περίπου.
Έιμι: (πιέζοντας τα πρησμένα της χείλη) Το κατάλαβα!
Τρέμπελ: Λυπάμαι. Όχι, δεν λυπάμαι. Ξέρατε ότι θα σας φιλήσω.
Έιμι: Αλήθεια! Ποιο είναι το χειρότερο; Το φιλί… ή η απολογία… ή
αυτό; Αναρωτιέμαι αν μπορώ να γίνω τόσο σκληρή όσο εσείς, Χένρι. Να
δοκιμάσω;
Τρέμπελ: Δοκίμασε.
Έιμι: Αν είχες σκοπό… γιατί δεν… πριν; Ήταν υπέροχα εκεί κοντά στο
σιντριβάνι. Ομολογώ, όταν πήγαμε προς τις ιτιές… πίστεψα ότι θα το
έκανες.
Τρέμπελ: Όχι! Δεν βρίσκω καμία αξία στις ρομαντικές στιγμές κάτω από
το φως το φεγγαριού. Ή οποιαδήποτε ώρα…. ή σε ημι- διανοούμενα
φλερταρίσματα. Έχεις δίκιο… καλύτερα να μείνεις μακριά μου.
Έιμι: Τι σε έκανε να φοβάσαι τόσο πολύ τις γυναίκες; Μήπως κάποιο
εγωιστικό πλάσμα προσπάθησε να σε παντρευτεί; Αναρωτιέμαι κάθε
άντρας παντρεύεται. Γιατί πρέπει και αυτός; Αλλά περισσότερο
αναρωτιέμαι μήπως παντρεύτηκες νέος… την λάθος γυναίκα. Σχεδόν
οποιαδήποτε γυναίκα θα μπορούσε να σε παντρευτεί… αν το αποφάσιζε.
Τρέμπελ: Αρραβωνιάστηκα για ένα χρόνο ή περισσότερο όταν ήμουν
είκοσι- δύο. Γιατί ήμουν ένας συμπαθητικός νέος…
Έιμι: Ποτέ!
Τρέμπελ: Από ανατροφή… από συνήθεια… κατευθυνόμουνα προς την
οικογενειακή ζωή. Ναι… και ήταν σε έναν κήπο, κάτω από το φως του
φεγγαριού που έκανα την πρόταση γάμου.
Έιμι: Τόσο άκομψη λέξη, πάντοτε πίστευα! Σας παράτησε, η χαζή;
Υποφέρατε;
Τρέμπελ: Όχι… εγώ το διέλυσα… είχα το θάρρος.
Έιμι: Γιατί;
Τρέμπελ: Ποτέ δεν μπορώ να θέλω να δω τα πράγματα ξεκάθαρα όπως
είναι. Ήταν μια καλή νέα γυναίκα από την κορυφή έως τα νύχια… και
γεμάτη ρομαντικά αισθήματα που νόμιζε ήταν πραγματικά και ακλόνητες
πεποιθήσεις. Αθεράπευτα προαστιακές και αθεράπευτα εξωπραγματικές.
Και δεν ήταν φτιαγμένη για μωρά και οικογένεια. Θα ήμασταν αιώνιοι
σύντροφοι στην μόρφωση. Πρέπει να της ράγισα την καρδιά. Δεν
παντρεύτηκε ποτέ. Η Φράνσις διατηρεί ακόμα επαφές μαζί της. Μένει
στο Σάρρεϊ… έχει κήπο… και ανήκει στο Εργατικό Κόμμα. Αργότερα…
αν σε ενδιαφέρει…
Έιμι: Φυσικά και με ενδιαφέρει.
Τρέμπελ: Δεν θα έπρεπε… αυτή την στιγμή.
Έιμι: Γιατί όχι;
Τρέμπελ: Το παρελθόν δεν πρέπει να έχει θέση στον έρωτα… ούτε το
μέλλον.
Έιμι: Α… ερωτευόμαστε;
Τρέμπελ: Περιμένω να ξεκινήσω ξανά.
Έιμι: Τότε καλύτερα ν’ ακούσω το παρελθόν σας όσο υπάρχει ακόμα
χρόνος.
Τρέμπελ: Δεν έχει ενδιαφέρον. Είχα έναν δεσμό… όπως αποκαλείται…
με μια γυναίκα, που εξελίχθηκε όπως η πλοκή ενός φθηνού ρομάντζου.
Πραγματικά θα μπορούσαμε απλά να το διαβάζαμε και να παίρναμε ιδέες
καθώς εξελισσόταν… εγώ, αυτή και ο άντρας της. Θα πρέπει να ήμουν
στον έκτο τόμο της ιστορίας τους. Αυτός ήταν ο πρωταγωνιστής του
πρώτου τόμου. Στην συνέχεια έπρεπε να ενθαρρύνει τους διαδόχους
του… αλλιώς το άχρηστο, δυστυχισμένο πλάσμα θα το έριχνε στο ποτό ή
στην θρησκεία ή κάτι τέτοιο. Δραπέτευσα. Η παλιά παραδοσιακή πορνεία
είναι πιο ανεκτή από αυτό. Όχι… ευχαριστώ πολύ… όχι άλλα πυρετώδη
ημίωρα ή στιγμές κάτω από το φεγγαρόφωτο για μένα.
Έιμι: Μα καμία γυναίκα δεν σας έκανε ποτέ να υποφέρετε; Όχι ότι θα
μου το λέγατε!
Τρέμπελ: Τολμώ να πω ότι δεν θα έπρεπε.
Έιμι: Ποτέ δεν πόνεσε η καρδιά σας;
Τρέμπελ: Όταν μιλάτε για στομαχόπονο ξέρω τι εννοείτε. Όταν μιλάτε
για πόνο στην καρδιά… δεν είμαι σίγουρος ότι κι εσείς ξέρετε τι είναι!
Έιμι: Δεν μιλάω για στομαχόπονους… ποτέ δεν είχα ούτε έναν.
Τρέμπελ: Είστε τυχερή!
Έιμι: Δεν υπάρχει καμία τύχη σε αυτό…. Προσέχω πολύ την διατροφή
μου. Αλλά αναρωτιέμαι αν εγώ θα μπορούσα να σας κάνω να
υποφέρετε… έστω και λίγο.
Τρέμπελ: Αμφιβάλω.
Έιμι: Θα έλθετε να με ευχαριστήσετε. Τα καλύτερα στοιχεία του
χαρακτήρα μου τα χρωστάω στην δυστυχία.
Τρέμπελ: Σε αυτό το σημείο είναι που σας ξαναφιλάω.
Έιμι: Ευχαριστώ για την προειδοποίηση. Είναι εδώ που δεν με φιλάτε.
Τρέμπελ: Η χαζοκουβέντες είναι ένα είδος απαραίτητου πρελούδιου…
αν και ποτέ δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Εγώ έκανα την δική μου
υποχρέωση… ελπίζω τώρα να τελειώσαμε με αυτές. Αλλά ας
αποφύγουμε τις πλάγιες κουβέντες.
Έιμι: Χένρι… έχετε δίκιο… θα ήμουν καλύτερα χωρίς εσάς. Είσαστε
ένας ψυχρός βάρβαρος…
Τρέμπελ: Ούτε κατά προσέγγιση.
Έιμι: Λοιπόν… έδωσες αυτό που ονομάζεις καρδιά σου, τότε, στην
πολιτική και το νόμο. Τολμώ να πω ότι είσαι αρκετά συναισθηματικός
όσον αφορά τους δασμούς και τα επίπεδα του χρυσού. Μα που θα
μπορούσα να χωρέσω εγώ; Μπες σους Τόρις και άσε την Τζούλια να σε
πατρονάρει. Θα το βρεις τρομακτικά συναρπαστικό. Μακάρι να μην σου
άρεσα. Θεέ μου… θα πρέπει να είναι τρομακτικό για κάποιον να ζει μαζί
σου. Φτωχιά Φράνσις.
Τρέμπελ: Δεν κάνει παράπονα, ελπίζω.
Έιμι: Αυτή, ποτέ! Αγαπάω την Φράνσις.
Τρέμπελ: Συχνά σε ακούω να το λες αυτό
Έιμι: Και εκείνη σε λατρεύει.
Τρέμπελ: Με την λεπτότητα της ματαιοδοξίας μάντεψα τι εσύ και αυτή
έχετε κοινό.
Έιμι: Μακάρι να πίστευα ότι ήσουν ματαιόδοξος. Τότε θα υπήρχε
τουλάχιστον ένα ίχνος ανθρωπιάς σε εσένα.
Τρέμπελ: Την πρώτη φορά που σε είδα… καθόσουν στον καναπέ δίπλα
στην φωτιά στην οδό Μπερκλεϊ… η Φράνσις σου έδινε τσάι…. ήταν και
άλλες τρεις ή τέσσερις γυναίκες εκεί. Φορούσες ένα ροζ φουστάνι με
κρόσια…
Έιμι: Λιλά!! Θεέ μου… ποτέ δεν φόρεσα ροζ ούτε μια φορά στην ζωή
μου!
Τρέμπελ: Εμένα μου φαινόταν ροζ! Και όταν σταύρωσες τα πόδια σου…
είναι ένα κόλπο που κάνεις… μπορούσα να ακούσω τις κάλτσες να
τρίβονται.
Έιμι: Το ξέχασα ότι ήσουν εκεί. Χαίρομαι πάρα πολύ που το ξέχασα.
Τρέμπελ: Εάν ακολουθούσα τα ένστικτά μου τότε έπρεπε να καθίσω και
να σου κάνω έρωτα μπροστά σε όλους… που ούτε καν αυτό θα έφτανε.
Έιμι: Και από τότε ήσουν τόσο απασχολημένος!
Τρέμπελ: Οι μέρες μου στη δουλειά είναι αρκετά γεμάτες. Έχω
συνηθίσει τόσο πολύ να δουλεύω.
Έιμι: Βγάζεις τόσο έξυπνους λόγους!
Τρέμπελ: Έχω συνηθίσει να τους βγάζω. Όχι… προτιμώ να το λυπηθώ
για το ότι ο πειρασμός σου δεν με κυρίευε ολοκληρωτικά τότε. Αλλά
είχαμε και τις ψυχρές εποχές μας… μεγάλες και συχνές!
Έιμι: Δεν θέλω να σε βάζω σε πειρασμό. Ναι, θέλω. Αλλά δεν φαίνεσαι
ούτε στο ελάχιστο… ακόμα και τώρα… να είσαι ερωτευμένος μαζί μου.
Ναι, είσαι… ναι, είσαι. Αλλά δεν έχεις πει ότι με αγαπάς. Γιατί δεν το
λες;
Τρέμπελ: Θα πω ό,τι είναι απαραίτητο.
Έιμι: Μην χλευάζεις! Σε μισώ όταν χλευάζεις. Δεν με ρώτησες καν αν
εγώ σε αγαπάω.
Τρέμπελ: Δεν με αγαπάς; Με αγαπάς; Δεν με αγαπάς;
Έιμι: Δεν εννοούμε το ίδιο πράγμα, φοβάμαι.
Τρέμπελ: Καταλήγουμε στο ίδιο πράγμα.
Έιμι: Χένρι… είσαι τόσο χοντροκομμένος! Όχι… δεν θέλω καμία σχέση
μαζί σου.
Τρέμπελ: Πολύ καλά.
Έιμι: Δεν θα σου επιτρέψω να παίξεις παιχνίδια μαζί μου. Α… πάντα
είναι το ίδιο. Με καλόπιαναν και με τρομοκρατούσαν όταν ήμουν
παιδί… είτε το ένα είτε το άλλο ή και τα δύο μαζί. Ο Τζάστιν με
καλόπιανε και με κακομάθαινε και με τρομοκρατούσε μέχρι που το
σιχάθηκε… κι εγώ το σιχάθηκα και τον άφησα. Ήμουν πολύ
δυστυχισμένη με τον Τζάστιν. Μάλλον… τον έκανα δυστυχισμένο,
φαντάζομαι.
Τρέμπελ: Παρ’ όλ’ αυτά μπορούσε στα διαλείμματα να γράψει δύο
βιβλία που είναι σημαντικά για την Πολιτική Επιστήμη.
Έιμι: Αλήθεια; Είμαι σίγουρη ότι χαίρομαι. Φαντάζομαι ότι τώρα θα
ήταν καλή ευκαιρία να τον χωρίσω. Αλλά δεν μπορώ να το
αποφασίσω…. Γιατί είμαστε Καθολικοί… και δεν έχω λεφτά δικά μου.
Και ό,τι και να κάνω αυτός δεν πρόκειται να με χωρίσει.
Τρέμπελ: Λοιπόν… αυτό σου αφήνει πεδίο δράσης.
Έιμι: Όχι, όχι, όχι…. δεν με παίρνεις στα σοβαρά! Αξίζω κάτι καλύτερο
από μια τέτοια συμπεριφορά. Και θα το πετύχω!
Τόση ώρα κάθονται μαζί στον καναπέ, κοντά ο ένας στον άλλο. Αλλά τόση
ώρα δεν έχει ούτε καν αγγίξει το χέρι της. Τώρα, παρ’ όλ’ αυτά, την παίρνει
στην αγκαλιά του και αρχίζει να την φιλάει, όχι μια φορά αλλά ξανά και
ξανά, χωρίς να παίρνουν ανάσα.
Τρέμπελ: Έτσι είναι που σε παίρνω στα σοβαρά… πολύ σοβαρά. Δεν
είναι αυτό αρκετά σοβαρό;
Παίρνει κοφτές ανάσες, μισό- εκστασιασμένη ή λίγο τρομαγμένη.
Έιμι: Άσε με να πάρω ανάσα.
Τρέμπελ: Όχι, δεν θα σε αφήσω.
Την κρατάει ακίνητη, συνεχίζει να την φιλάει.
Δεν σου φτάνει αυτό… σχεδόν;
Την μισο- αφήνει επιτέλους. Αν την άφηνε εντελώς θα έπεφτε κάτω.
Πες κάτι.
Έιμι: (απαλά) Δεν έχω τίποτα να πω.
Τρέμπελ: Φίλησέ με.
Σηκώνει υπάκουα τα χείλη της προς το μέρος του όταν ακούει βήματα.
Έιμι: Θεέ μου… κάποιος έρχεται.
Τρέμπελ: Ένας από τους υπηρέτες. Κάτσε ακίνητη.
Έιμι: Όχι, όχι… θα με δει…! Ω, είμαι ηλίθια…. να με πιάσουν… !
Εξαφανίζεται από το παράθυρο στον κήπο. Ο Τρέμπελ κάθεται ήρεμος
στην θέση του ώσπου εμφανίζεται ο Μπάτλερ, προφανώς για να κλείσει το
δωμάτιο. Αυτό του δημιουργεί ένα δίλημμα. Καθώς ο Τρεμπέλ δεν
κουνιέται, μετά από ένα λεπτό το Μπάτλερ τον ρωτάει κατευθείαν.
Μπάτλερ: Θα ξενυχτήσετε, κύριε;
Τρέμπελ: Όχι… μόλις γύρισα από μια βόλτα… γύρω από τα
σιντριβάνια… δεν ήξερα ότι ήταν τόσο αργά. Το σπίτι φαίνεται υπέροχο
κάτω από το φεγγαρόφωτο.
Μπάτλερ: Μάλιστα κύριε… η πτέρυγα Ιντιγκο Τζοουνς ιδιαιτέρως…
έτσι λένε τουλάχιστον.
Τρέμπελ: Είναι πράγματι Ίντιγκο Τζοουνς;
Μπάτλερ: Τα περισσότερα σπίτια θα ήθελαν να έχουν αυτό το όνομα…
αλλά υπάρχουν οι αποδείξεις για την δουλειά του στην βιβλιοθήκη. Έχω
ακόμα να κλείσω τα σαλόνια, κύριε.
Πάει να φύγει από την άλλη πόρτα.
Τρέμπελ: Α… ποια είναι τα δρομολόγια του τραίνου το πρωί;
Μπάτλερ: Υπάρχει ένα στις 8:45…. ένα αργό στις 9:30… και ένα στις
10:14
Τρέμπελ: Τι ώρα φτάνει στην πόλη;
Μπάτλερ: 10 και 11.
Τρέμπελ: Πρέπει να πάρω το πρωινό. Δεν θέλω πρωινό. Ένα φλιτζάνι
καφέ.
Μπάτλερ: Πολύ καλά κύριε.
Ο Μπάτλερ φεύγει. Ο Τρέμπελ αφού περιμένει δύο λεπτά για σιγουριά,
πάει προς το παράθυρο.
Τρέμπελ: Ελεύθερο το πεδίο!
Η Έιμι ξαναμπαίνει από το παράθυρο, και πάει γρήγορα προς την πόρτα
αλλά ο Τρέμπελ την αρπάζει από το χέρι. Τρέμει αλλά είναι σε μεγάλη
υπερδιέγερση για να είναι τρομαγμένη. Παλεύει να φύγει.
Έιμι: Καληνύχτα… καληνύχτα!
Τρέμπελ: Όχι.
Έιμι: Αγάπη μου… καληνύχτα.
Τρέμπελ: Ούτε να το σκεφτείς.
Έιμι: Χένρι… άσε με να φύγω.
Τρέμπελ: Το δωμάτιό σου είναι το τελευταίο στα αριστερά;
Η Έιμι παίρνει κοφτή ανάσα
Έιμι: Όχι! Δεν…. δεν είναι.
Τρέμπελ: Δεν έχει σημασία… υπάρχουν κάρτες στα δωμάτια… πολύ
λογικό έθιμο!
Έιμι: Όχι, όχι… α, για όνομα του θεού, όχι! Όχι εδώ!
Τρέμπελ: Γιατί όχι;
Έιμι: Όχι σήμερα… Χένρι… σε παρακαλώ!
Τρέμπελ: Μπορεί και οι δύο να είμαστε νεκροί αύριο. Θα περιμένω μισή
ώρα.
Έιμι: Μην με κάνεις να ντρέπομαι. Ας ήμαστε λίγο υπομονετικοί. Θα το
κάνει ακόμα πιο όμορφο. Στο υπόσχομαι… στο υπόσχομαι… πολύ
σύντομα.
Τρέμπελ: Δεν μπορώ να σε εμποδίσω να κλειδώσεις.
Έιμι: Τότε θα πεις ότι είμαι άκαρδη. Επιστρέφει;
Τρέμπελ: Ναι.
Η πιθανότητα της εμφάνισης του Μπάτλερ μετατρέπει την αμφιβολία της
σε φρενίτιδα. Την κρατάει ακίνητη, αλλά αν παλέψει λίγο περισσότερο,
σίγουρα θα μπορέσει να φύγει. Δεν είναι η λαβή του που την κρατάει
συγχυσμένη, κυριευμένη, παθητική.
Έιμι: … και δεν είμαι. Όχι, ούτε υπομονετική… στην καρδιά μου. Σε
αγαπώ… με πονάω που σε αγαπάω τόσο. Δική σου… ολοκληρωτικά…
οποιαδήποτε στιγμή… οποιαδήποτε στιγμή…. ! Ω, δεν μπορώ να
καθόμαστε εδώ και να μαλώνουμε!
Με μια ξαφνική κίνηση ελευθερώνεται από την λαβή του και φεύγει
γρήγορα. Αυτός ψάχνει ένα βιβλίο για να πάρει μαζί του στο κρεβάτι όταν
εμφανίζεται ο Μπάτλερ ένα λεπτό αργότερα.
Τρέμπελ: Καληνύχτα.
Μπάτλερ: Καληνύχτα, κύριε.
Ο Τρέμπελ φεύγει με το βιβλίο. Ο Μπάτλερ αρχίζει να κλείνει το
δωμάτιο.
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Το σαλόνι του κύριου Χορσχάιμ στην Πύλη της Βασίλισσας Άννας, με τους
παλ γκρι τοίχους, το απαλό γαλλικό χαλί του και τα έπιπλα, την λιτή και
επίσημη διακόσμηση, είναι ένα ταιριαστό σκηνικό για αυτό τον άντρα,
συγκαταβατικό στην σκέψη, κλασσικό στα γούστα του, ξεθωριασμένο στα
αισθήματά του, σκεπτικό στην διάθεση και λεπτολόγο. Στέκεται αυτή την
στιγμή μπροστά σε μια ήρεμη φωτιά (δεν του αρέσει ο θόρυβος, και ακόμα
και οι φωτιές στο σπίτι του, σχεδόν σαν να το ξέρουν οι υπηρέτες που τις
ανάβουν και τις σβήνουν, φαίνεται ότι το έχουν μάθει και έχουν
συμβιβαστεί), το κεφάλι του είναι γερμένο, το ευγενικά του φρύδια
ανασηκώνονται με αμηχανία. Αν σηκώσει τα μάτια του θα δει στον καναπέ
μπροστά του τον Ουέτζκροφτ, ο οποίος, μολονότι είναι αργά, ακόμα
κρατάει την επαγγελματική θήκη με τα εργαλεία του, και κάθεται εκεί,
νευρικά ενοχλημένος- όπως συχνά είναι- και θλιμμένος. Με την πλάτη του
σε αυτούς, σε ένα καναπέ που είναι στραμμένος με την πλάτη σε αυτούς,
είναι ο Τζορτζ Φάραντ, με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια ενωμένα στις
παλάμες, το κεφάλι κατεβασμένο, πολύ σκυθρωπός. Ο Χορσχαμ κοιτάει
πέρα από αυτόν στις μεγάλες διπλές πόρτες της βιβλιοθήκης και στην
πόρτα που είναι στα αριστερά τους και που οδηγεί στον διάδρομο, σαν να
πρόκειται και οι δύο να ανοίξουν από στιγμή σε στιγμή και να μπει
κάποιος επισκέπτης. Και, αν το βλέμμα του ταξιδεύει πίσω στο μεγάλο
δωμάτιο, περνάει πάνω από το μεγάλο μαύρο πιάνο που είναι κολλημένο
στον τοίχο στο οποίο στέκεται ο Λόρδος Τσαρλς Κάντιλουπ. Το πρόσωπό
του είναι θλιμμένο και άκαμπτο, μα ήρεμο. Η γενική ατμόσφαιρα πάντως
της συντροφιάς υπονοεί ένα πρόβλημα που έχει συζητηθεί ξανά και ξανά
χωρίς να καταφέρουν να βρουν μια λύση. Είναι στην πραγματικότητα μια
φορτισμένη σιωπή, την οποία σπάει ο Φάρραντ ρωτώντας έντονα…
Φάραντ: Τι ώρα όμως του ζήτησες να έρθει, Χορσχάιμ;
Χορσχάιμ: Του Ο’ Κόνελ;
Φάραντ: Ναι… για τον Ο’ Κόνελ μιλάμε, έτσι δεν είναι;
Χορσχάιμ: (ήρεμα) Του έδωσες συγκεκριμένη ώρα Ουέτζκροφτ;
Ουέτζκροφτ: Όχι πριν τις δέκα και μισή, του είπα.
Φάραντ: (κοιτάζοντας το ρολόι του) Έντεκα παρά δέκα… ακριβώς.
Ουέτζκροφτ: Θα έρθει.
Φάραντ: Ο Μπλακμπόροου δεν έχει εμφανιστεί, πάντως.
Χορσχάιμ: Δειπνούσε στον Κουμπ…. του έστειλα ένα μήνυμα.
Κάντιλουπ: Ο Σαμάρεζ με πέτυχε από καθαρή τύχη, Σύριλ…. Θα
έφευγα για το Τονμπριτζ με το τραίνο των δέκα και τέταρτο. Έτυχε να
γυρίσω σπίτι για να πάρω μερικά χαρτιά.
Η μικρή αυτή συζήτηση σταματάει. Τότε ο Χόρσχαϊμ, αναγνωρίζοντας την
ειρωνεία των περιστατικών της ζωής ( η πρώτη του κατανόηση γι’ αυτά
είναι πάντοτε αυτή της ειρωνείας, η ηρεμία του όταν τα αντιμετωπίζει δεν
τον έχει ποτέ απογοητεύσει)
Χορσχάιμ: Και εγώ κράτησε έγκλειστο τον Ο’ Κόνελ κατά την διάρκεια
της Επανάστασης., έτσι δεν είναι;
Ουέτζκροφτ: Ναι
Χορσχάιμ: Σίγουρα… σίγουρα δεν θα έχει κάποιο μένος απέναντί μου
εξαιτίας αυτού!
Κάντιλουπ: Αλλά… με την κυρία Ο’ Κόνελ νεκρή… τι είναι αυτό που
θα προκαλέσει το σκάνδαλο;
Ο Κάντιλουπ έφτασε αργά, απ’ ότι φαίνεται. Ο Χόρσχαμ του εξηγεί τα
αναγκαία δεδομένα, σύντομα και ξερά.
Χορσχάιμ: Η δικαστική έρευνα.
Κάντιλουπ: Που δεν μπορεί να αποφευχθεί;
Χορσχάιμ: Απ’ ότι φαίνεται όχι.
Κάντιλουπ: Αύριο;
Χορσχάιμ: Αύριο.
Ο Ουέτζκροφτ ξεσπάει.
Ουέτζκροφτ: Θεέ μου!... θα ρίσκαρα το πταισματοδικείο και θα έδινα το
πιστοποιητικό αν είχε πεθάνει αμέσως… και νόμιζα ότι ήταν νεκρή
εκείνο το απόγευμα που με φώναξαν. Αλλά ο Ο’ Κόνελ όταν ήρθε, είπε:
Φωνάξτε τον γέρο Φίλντινγκ Άντριους. Δεν μπορούσα να φέρω
αντίρρηση.
Χορσχάιμ: Πόσα πολλά έπρεπε να μάθει ο Σερ Φίλντινγκ;
Ουέτζκροφτ: Όχι για τον Τρέμπελ, φυσικά.
Χορσχάιμ: Αλλά το ακόμα πιο δυσάρεστο κομμάτι της υπόθεσης…
Ουέτζκροφτ: Θεέ μου!... αν τον άφηνα να το ανακαλύψει θα
υποψιαζόταν εμένα. Και θα το ανακάλυπτε. Είναι μισότυφλος και
μισόκουφος… αλλά δεν του ξεφεύγει τίποτα. Μάλλον…. ίσως θα έπρεπε
να το ρισκάρω…..
Φάραντ: Αγαπητέ μου φίλε…. Δονκιχωτικέ!
Ουέτζκροφτ: …. αλλά σε όποιον ψευτογιατρό αυτή πήγε… η αστυνομία
ίσως να ήταν στα ίχνη του… όλο το πράγμα θα ερχόταν στην επιφάνεια
με αυτό τον τρόπο… και μετά ποια θα ήταν η θέση μου;
Φάραντ: Φαντάζομαι… ακόμα και τώρα… δεν μπορούμε να ελέγξουμε
τον Ανακριτή;
Ο Φάρραντ, καθώς είναι ιδιωτικός σύμβουλος, μιλάει προς στιγμήν σαν
να επρόκειτο ένα επαρχιωτόπουλο να ληστέψει ένα ορφανοτροφείο. Ο
Χορσχάιμ είναι πολύ απόλυτος σε αυτό το σημείο. Και όταν είναι
απόλυτος σε μια ερώτηση- κάτι που σπάνια συμβαίνει- τραγουδάει ένα
μικρό τραγούδι…
Χορσχάιμ: Όχι, όχι! Όχι, όχι, όχι! Όχι, όχι, όχι, όχι!
Φάραντ: Ο Μπράμπτον πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερο να δοκιμάσουμε.
Αυτό προσφέρει ένα ευχάριστο άνοιγμα.
Χορσχάιμ: Είναι ικανός να το σκεφτεί αυτό ! Τον θαυμάζω τον
Μπράμπτον… υπάρχουν και στιγμές που σχεδόν τον συμπαθώ… και έχω
βρεθεί σε τέσσερα Υπουργικά Συμβούλια μαζί του. Αλλά στην
ελαφρότητα της σκέψης… και στην δυστροπία της συμπεριφοράς… τόσο
σε μικρά όσο και σε μεγάλα θέματα… είναι αξεπέραστος.
Κάντιλουπ: Ήταν τόσο άρρωστος που δεν μπορούσε να έρθει σήμερα;
Φάραντ: Είπε στον Ουέτζκροφτ ότι δεν θα καταλάβαινε αν τον εξέταζε.
Ουέτζκροφτ: Αλήθεια! Δεν το κατάλαβα!
Χορσχάιμ: Ήταν αναγκαίο τότε να τον εμπιστευτούμε; Είναι ο
μεγαλύτερος κουτσομπόλης του Λονδίνου. Την μοναδική απόλαυση που
του έχει αφήσει η ζωή… εκτός από το να βασανίζει την λαίδη…
ασχολούμενος με τις αισχρές συναναστροφές του με καμιά δωδεκαριά
περίπου νεαρές κοπέλες που τιμάει με την γεροντική προσοχή του!
Αν ο Χόρσχαϊμ ήταν μια γριά γυναίκα- και οι αντίπαλοι του είναι γνωστό
ότι τον αποκαλούνε έτσι- ίσως, θα φοβόταν κάποιος, θα χτυπούσε μια
γάτα. Αλλά στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένα εξαιρετικό ξέσπασμα. Τα
νεύρα του έχουν, μέχρι αυτή τη στιγμή, φτάσει στα όριά τους. Πρέπει να
διατηρήσει την ηρεμία του για την δουλειά που έχει μπροστά του. Λίγη
δηκτικότητα είναι μια βαλβίδα ασφαλείας. Ακόμα, κάποιος μπορεί να δει
καλά γιατί οι συνάδελφοί του επιζητούν την σκληρά του λόγια. Ακόμα και η
τόνοι του Φάραντ πέφτουν λίγο.
Φάραντ: Δεν αφήνει τίποτα ημιτελές, σκέφτηκα…
Χορσχάιμ: Ακόμα και κάτι το απερίσκεπτο! Ίσως να έχεις δίκιο. Μερικές
φορές ακόμα και τα ίδια τα λάθη κάποιου συνωμοτούν για να τον
βοηθήσουν. Δοκίμασε το Δικαστή εάν θέλεις.
Φάραντ: Όχι… ομολογώ ότι δεν θα μου άρεσε να έρθω αντιμέτωπος με
έναν δικαστή.
Ο Ουέτζκροφτ, κάπως χοντροκομμένα επαναφέρει την συζήτηση στο θέμα
Ουέτζκροφτ: Εξάλλου… αυτός ο άντρας είναι εξαιρετικός με αυτού του
είδους τις υποθέσεις. Είχε μια τέτοια πέρυσι που συνέχισε να την
αναβάλει μέχρι που τελικά συνέλαβαν τον ένοχο. Και η «Μέιλ» έγραψε
άρθρα στην πρώτη σελίδα και ανέφερε αυτά που είπε αυτολεξεί. Δεν
υπάρχει πολύ προπαγάνδα για τον έλεγχο των γεννήσεων στην περιοχή
του. Αυτό του δίνει και κάποια ασφάλειά.
Κάντιλουπ: Δεν μου φαίνεται περίεργο!
Υπάρχει κρύο πάθος στην φωνή του καθώς τα λέει αυτά. Δυο θέματα τον
αναστατώνουν τόσο- ο έλεγχος των γεννήσεων και η ζωοτομία- και δεν
διαφωνεί γι’ αυτά.
Ουέτζκροφτ: Είναι ένας Αδελφός του Πλίμουθ.
Κάντιλουπ: (απογοητευμένος)Αλήθεια! Μα ούτε κι αυτό είναι σωστό.
(τα μάτια του στραμμένα προς την κλασσική οροφή με τον Αδάμ) Γιατί τα
μέλη αυτής της δυστυχισμένης αίρεσης δεν εγκαταλείπουν μια επωνυμία
που υπονοεί σύλλογο φίλων του ποτού;
Ουέτζκροφτ: (έντονα) Είστε στο έλεος του Ο’ Κόνελ… αυτό είναι το
συμπέρασμα. Αν δεν κρατήσει το στόμα του κλειστό, θα υπάρξει
αναβολή… και όλη η ιστορία θα βγει στο φως. Είπα όλα όσα μπορούσα
να του πω… το ίδιο και ο Φάραντ. Αν αυτή η μυστική σύσκεψη δεν
μπορέσει να τον εντυπωσιάσει… Ο Τρέμπελ είναι τελειωμένος.
Κάντιλουπ: Ομολόγησε στον άντρα της;
Ουέτζκροφτ: Δε νομίζω ότι άνοιξε το στόμα της από την στιγμή που
ήρθε ο άντρας της μέχρι την στιγμή που πέθανε. Αλλά βρήκε ένα γράμμα
που της έγραψε ο Τρέμπελ… πριν από δέκα μέρες… στο γραφείο της.
Δεν το είχε καν ανοίξει.
Χορσχάιμ: Ένα γράμμα! Σε ρωτάω και πες μου ειλικρινά!! Εδώ έχουμε
έναν δικηγόρο και έναν σύγχρονο άνθρωπο… σε μια κατάσταση σαν και
αυτή… και γράφει στην γυναίκα γράμμα!
Ουέτζκροφτ: Δεν θα σήμαινε και πολλά… εκτός από την καταστροφή.
Χορσχάιμ: (πατρικά, παππουδίστικα, σχεδόν πατριαρχικά)Αγαπητέ μου
Ουέτζκροφτ… όταν ξεκινάνε τα προβλήματα… πολιτικά ή προσωπικά…
γράψε μόνο γράμμα… αυτό που ξέρεις ότι με ασφάλεια θα σε βγάλει από
αυτή. Και φρόντισε να είναι σύντομο.
Ουέτζκροφτ: Τέλος πάντων… από την στιγμή που πέθανε ο Τρέμπελ
μου είπε να πω στον Ο’ Κόνελ όλη την αλήθεια. Και ήμουν
υποχρεωμένος να το κάνω… αλλιώς θα πήγαινε ο ίδιος να του την πει.
Έπρεπε κάπως να το σταματήσω αυτό.
Χορσχάιμ: Η κυρία Ο’ Κόνελ συμβουλεύτηκε εσένα πρώτα απ’ όλους…
έτσι δεν είναι;
Ουέτζκροφτ: Την συνάντησα στο σπίτι του Τρέμπελ τυχαία… την
προηγούμενη Πέμπτη νομίζω… την ημέρα που είχε επιστρέψει από το
εξωτερικό.
Κάντιλουπ: (σοβαρά) Κι εγώ ήμουν εκεί.
Ουέτζκροφτ: Ήσουν; Α, ναι ήσουν.
Χορσχάιμ: Την συνάντησες στο σπίτι του Τρέμπελ… στο σπίτι του
Τρέμπελ;
Φάραντ: Ήταν φίλη με την Φράνσις.
Χορσχάιμ: Με την Φράνσις;
Φάραντ: Την αδελφή του.
Ουέτζκροφτ: Παρ’ επιπτόντως… η Φράνσις δεν ξέρει τίποτα ακόμα.
Χορσχάιμ: Α… ναι! Εξαιρετική γυναίκα… μια σεμνά έξυπνη γυναίκα!
Ουέτζκροφτ: Με άρπαξε… κράτησε τα προσχήματα με μερικά
ψέματα… και μου ζήτησε απότομα να την βοηθήσω. Της είπα ότι δεν
μπορούσα… το ήξερα ότι δεν υπήρχε δικαιολογία. Α… είναι άντρες που
θα είχαν υπ’ όψην τους κάποιους τρόπους για να την «βοηθήσουν».
Χορσχάιμ: Αλήθεια; Ευυπόληπτοι άντρες;
Ουέτζκροφτ: Νομίζω ότι έχρισες έναν από αυτούς ιππότη.
Δεν λυπάται για την ευκαιρία να πειράξει λιγάκι τον Χορσχάιμ. Ο
Χορσχάιμ είναι τρομοκρατημένος.
Χορσχάιμ: Φυσικά και όχι!
Ουέτζκροφτ: Όχι… δεν ήσουν εσύ αυτός που το έκανε.
Χορσχάιμ: Αλλά αυτές οι πρακτικές είναι γνωστές στους συναδέλφους
τους;
Ουέτζκροφτ: Α…αγαπητέ μου Χορσχάιμ! Όταν αποσυρθώ… αν ακόμα
είσαι υπουργός… θα σου γράψω ένα γράμμα με τον τίτλο: Πώς να μην
οργανώσετε το Ιατρικό Επάγγελμα.
Χορσχάιμ: Σε παρακαλώ μην το κάνεις! Τι κακό σου έχω κάνει; Σε
παρακαλώ, αγαπητέ μου Ουέτζκροφτ, μην το κάνεις!
Ουέτζκροφτ: Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να την είχα στείλει σε έναν
από αυτούς… και εύχομαι τώρα να το είχα κάνει. Σε αυτή την περίπτωση
εάν τα πράγματα είχαν πάει στραβά θα είχε πεθάνει στον βωμό της
καθαγιασμένης επιστήμης… και αυτό θα ήταν το τέλος της ιστορίας.
Χορσχάιμ: Που πήγε;
Ουέτζκροφτ: Δεν γνωρίζω.
Χορσχάιμ: Ποιος την έστειλε;
Ουέτζκροφτ: Δεν έχω ιδέα. Εξαφανίστηκε για μια εβδομάδα… χωρίς
ούτε καν μια υπηρέτρια… σε κάποιο βρώμικο μικρό επαρχιακό
κατάλυμα. Αυτό είναι που την έφερε τελικά σε αυτή την κατάσταση.
Μετά επέστρεψε με σαράντα πυρετό… και έστειλε να με φωνάξουν.
Ακόμα και τότε δεν μου είπε όλα τα γεγονότα. Έτσι όταν ήρθε ο Ο’
Κόνελ του μίλησα σχετικά ανοιχτά. Το μόνο που είπε ήταν ότι αυτό δεν
ήταν το παιδί του.
Ο Τρέμπελ και τα δικά του προβλήματα εξαφανίζονται για ένα λεπτό από
το μυαλό τους.
Φάραντ: Ο δύστυχος!
Χορσχάιμ: Η δύστυχη!
Φάραντ: Υπάρχει ακόμα ένα πράγμα που θα μπορούσες να μας
ξεκαθαρίσεις, Ουέτζκροφτ… ότι ο Τρέμπελ δεν ήξερε καν ότι θα πήγαινε
σε εκείνο τον κομπογιαννίτη γιατρό.
Ουέτζκροφτ: Είχε απειλήσει ότι θα πήγαινε… αυτός προσπαθούσε να
την σταματήσει. Το γράμμα του αυτό δείχνει. Εξαφανίστηκε… και αυτός
προσπαθούσε να την βρει.
Φάραντ: Διαφορετικά δεν θα σήκωνα ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για
να τον βοηθήσω.
Χορσχάιμ: Πόσο καιρό ξέρεις τον Ο’ Κόνελ, Τζορτζ;
Φάραντ: Ήμουν μαζί του στο Χάροου. Αλλά τον έχω δει ελάχιστα από
τότε. Και δεν θα του μιλούσα τώρα… μετά από όσα έκανε στην
Επανάσταση… αν δεν έπρεπε.
Χορσχάιμ: Α… γιατί; Ακόμα, εύχομαι να μην τον είχα φυλακίσει.
Κάντιλουπ: Να σε ρωτήσω κάτι, Σύριλ, γιατί είμαι εγώ εδώ;
Πριν απαντήσει ο Χορσχάιμ, ο Σαμάρεζ, ο γραμματέας του, μπαίνει
ήσυχα από την βιβλιοθήκη. Ο Σαμάρεζ είναι γύρω στα σαράντα.
Εγκατέλειψε μια φυσιολογικά διακεκριμένη καριέρα στην Αστική Υπηρεσία
από αφοσίωση στον Χορσχάιμ και από αντιπάθεια για την ρουτίνα. Τον
ελεύθερο χρόνο του- που δεν είναι πολύς- προχωράει χωρίς ενδιαφέρον
στα πιο απομονωμένα μονοπάτια της λογοτεχνίας.
Σαμάρεζ: Έχει έρθει ο κύριος Ο’ Κόνελ.
Χορσχάιμ: Είναι εκεί μέσα;
Σαμάρεζ: Θα τον δείτε πρώτα μόνος σας;
Χορσχάιμ: Δεν νομίζω. Και πήγαινε σπίτι τώρα, Σαμάρεζ. Πέρασες μια
δύσκολη μέρα.. και δύο ολόκληρες ώρες στον οδοντίατρο!
Σαμάρεζ: Είμαι μια χαρά κύριε. Εξάλλου… τι θα γίνει με τον
Μπλακμπόροου; Κι εσείς πρέπει να είστε αρκετά κουρασμένος.
Ο Σαμάρεζ επιστρέφει στην βιβλιοθήκη.
Χορσχάιμ: Είμαι πολύ κουρασμένος. Έφυγα από το Λιμπν στις εφτά
σήμερα το πρωί… και είμαι από τότε στο πόδι. Διάβασα όλη την
Αναφορά για τη Νιγηρία στον δρόμο… δεν αντέχω να διαβάζω στο
αυτοκίνητο.
Κάντιλουπ: Σίριλ…. Ποια είναι η δική μου θέση….;
Χορσχάιμ: Σσσς!
Καθώς η πόρτα της βιβλιοθήκης ανοίγει και η φωνή του Σαουμάρεζ
ακούγεται να λέει «Ο κύριος Ο’ Κόνελ, κύριε». Και ο Τζάστιν Ο’ Κόνελ
μπαίνει μέσα. Είναι ένας άντρας, όπως έχουμε ήδη ακούσει, στην ηλικία
του Φάραντ, αλλά μοιάζει μεγαλύτερος. Ένας Ιρλανδός ευγενής και
λόγιος, και κανένας ξένος δεν θα φαινόταν πιο ξένος ανάμεσα σε αυτούς
τους Άγγλους κυρίους από αυτόν. Το πρόσωπό του είναι χαραγμένο από
ρυτίδες που δεν είναι μόνο σκέψης, από διανοητικό πάθος. Ένας άντρας
ικανός για αφοσίωση και για βάσανα, αλλά όχι, θα έλεγε κάποιος, για
ευτυχία. Όποιες κι αν είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματά του τώρα, παρ’
όλ’ αυτά, είναι παγωμένα σε μια ψυχρή, επίσημη ευγένεια. Ο Χορσχάιμ,
καθώς την αντιλαμβάνεται απαλύνει το καλωσόρισμα του και τις
συστάσεις σε απόλυτη ατονικότητα.
Χορσχάιμ: Χαίρω πολύ. Για να δω… ξέρετε τον ξάδερφό μου, τον Τσαρλ
Κάντιλουπ; Τον Φάραντ;… Ναι. Ακόμα περιμένουμε τον Ράσελ
Μπλακμπόροου. Ο Σερ Χένρι Μπράμπτον είναι άρρωστος. Καθίστε
παρακαλώ.
Ο Ο’ Κόνελ το κάνει, και οι υπόλοιποι ξαναπαίρνουν τις θέσεις τους- όλοι
εκτός από τον Ουέτζκροφτ που στην επόμενη παύση λέει, μισό- δυνατά,
στον Χορσχάιμ…
Ουέτζκροφτ: Θα μπορούσα να περιμένω για λίγο τον Μπλακμπόροου
και να του πω ό,τι χρειάζεται να μάθει. Αυτό θα απελευθερώσει τον
Σαμάρεζ. Μετά δεν θα με χρειαστείτε ξανά.
Χορσχάιμ: Ευχαριστώ πολύ.
Ο’ Κόνελ: Αν δεν έχετε ακόμα δουλειά τέτοια ώρα, Δρ Ουέτζκροφτ, θα
μπορούσατε ίσως να περιμένατε μερικά λεπτά και για μένα;… πολύ λίγο,
νομίζω, θα χρειαστεί να περιμένετε.
Ουέτζκροφτ: Εντάξει.
Αυτός ο μικρός λόγος του Ο’ Κόνελ απλά μεγαλώνει την παγωμάρα που
προκάλεσε η εμφάνισή του στην ομήγυρη, και η απάντηση του Ουέτζκροφτ
καθώς περνάει για να πάει στην βιβλιοθήκη δεν κάνει τίποτα για να την
ζεστάνει. Ακολουθεί ακόμα μια σιωπή αλλά ο Ο’ Κόνελ την σπάει.
Ο’ Κόνελ: Με ζητήσατε, κύριε Χορσχάιμ.
Αυτό επιτρέπει την ευχαρίστηση των απαντήσεων, που έρχονται αυθόρμητα
και γοητευτικά.
Χορσχάιμ: Ελπίζω το μήνυμά μου να μην σας έδωσε την εντύπωση ότι
σας ζήτησα.
Αλλά αν και δεν είχε γοητεύσει άλλη φορά τόσο σοφά, ο Χορσχάιμ
γοητεύει εδώ μάταια.
Ο’ Κόνελ: Σαν Ιρλανδός που είμαι ευτυχώς με απασχολεί πολύ λιγότερο
την σημερινή εποχή να ξέρω από ποια άτομα, μέσα και έξω από τα
υπουργεία, κυβερνιέται αυτή η χώρα. Πολύ καλά…. δεν με ζητήσατε.
Αλλά είμαι εδώ.
Χορσχάιμ: Και ξέρετε τι είναι αυτό που θέλουμε να σας ζητήσουμε.
Ο’ Κόνελ: Νομίζω πως ξέρω. Ο Φάραντ και ο Ουέτζκροφτ τουλάχιστον
δεν ξοδεύουν την ενέργειά τους προσπαθώντας να μου δώσουν την
εντύπωση ότι αν η μοιχεία αυτού του άντρα με την γυναίκα μου γίνει
τόσο γνωστή αύριο όσο οι συνέπειες στην γυναίκα μου την επιβάλλουν
να γίνει… η κοινή γνώμη ίσως να μην σας επιτρέψει να τον
συμπεριλάβετε στην κυβέρνησή σας.
Χορσχάιμ: Η κοινή γνώμη… κατ’ όνομα… κατ’ όνομα!... πρόκειται,
δίκαια ή άδικα, αλλά σχεδόν σίγουρα, να τον εξορίσει από την δημόσια
ζωή για μερικά χρόνια τουλάχιστον.
Ο’ Κόνελ: Είναι δική σας δουλειά να προσέχετε να μην συμβαίνουν
τέτοια πράγματα.
Ο Χορσχάιμ εδώ αντιμετωπίζει την αποστολή του.
Χορσχάιμ: Κύριε Ο’ Κόνελ… έχετε αδικηθεί πολύ… και κανείς εδώ δεν
πρόκειται να πει έστω και μια λέξη για να το δικαιολογήσει. Ούτε έχουμε
καμία εξουσία για να σας ζητήσουμε συγχώρεση για τον ένοχο. Αλλά για
την φήμη… και επομένως και την ίδια την ύπαρξη… όχι του άντρα αλλά
του πολιτικού, είμαι έτοιμος να σας παρακαλέσω… και το κάνω.
Αλλά ο Ο’ Κόνελ δεν θα δεχθεί καμία από αυτές τις εκκλήσεις.
Ο’ Κόνελ: Η γυναίκα μου είναι νεκρή. Για τον κύριο Τρέμπελ… που δεν
τον γνωρίζω… σαν πολιτικό είμαι αδιάφορος. Αλλά μου ζητάτε να
καλύψω την αμαρτία τους αύριο… εγώ… με ένα ψέμα;
Αυτό είναι αρκετά σκληρό, και ο Φάρραντ φέρνει την παλιά καλή
εγγλέζικη λογική στην κουβέντα.
Φάραντ: Όχι… δεν θα χρειαστεί να πείτε ψέματα όπως το βλέπω εγώ. Ο
Ανακριτής πρέπει να περιορίσει τις ερωτήσεις του μέσα σε συγκεκριμένα
πλαίσια. Λοιπόν… πρέπει να πείτε ψέματα στα συμπεράσματα. Για καλό
σκοπό! Έτσι ώστε δεν θα διακινδυνεύσει η αθανασία της ψυχής σας.
Ο Ο’ Κόνελ στρέφεται προς αυτόν με μεγάλη αποστροφή.
Ο’ Κόνελ: Οι ψυχές μας είναι σε συνεχή κίνδυνο. Δεν είναι αυτό που με
προβληματίζει.
Φάραντ: Τότε γιατί ανησυχείτε; Έχουμε συζητήσει οι δύο μας. Επίσης
έχετε συζητήσει και με τον Ουέτζκροφτ. Δεν τα έχουμε βρει όμως.
Ο’ Κόνελ: Όχι; Δεν ήταν ο τρόπος, ίσως.
Η ειρωνεία χάνεται στον Φάραντ, κάτι ακόμα ενδεικτικό της καλής του
της καρδιάς.
Φάραντ: Δεν έχω συγχωρέσει τον Τρέμπελ. Δεν συμφωνώ με αυτού του
είδους τα πράγματα. Υπάρχει ακόμα μια παλιά πινακίδα κολλημένη: Οι
καταπατητές θα τιμωρηθούν. Συνήθως δεν τιμωρούνται. Αν το παιχνίδι
σε διασκεδάζει… ρισκάρεις. Αλλά κανείς δεν περιμένει αυτού του είδους
τις συνέπειες. Αν δεν σκέφτεστε την φήμη του… σκεφτείτε αυτήν της
γυναίκας σας. Γιατί να δημιουργήσετε τώρα ένα χάος που δεν θα
ωφελήσει κανένα;
Δεν αντιλαμβάνεται ο κύριος Φάραντ ότι το να μιλάει σε κάποιον που
είναι αμετακίνητος στις θέσεις του δεν έχει κανένα κέρδος, το
αντιλαμβάνεται όμως ο Χορσχάιμ.
Χορσχάιμ: Μπορείτε να μας πείτε τι σας δυσκολεύει, σας παρακαλώ,
κύριε Ο’ Κόνελ… αν νομίζετε ότι μπορούμε να σας βοηθήσουμε;
Ο Κάντιλουπ σπάει την σιωπή, με τρεμάμενη φωνή.
Κάντιλουπ: Να πω κάτι, Σύριλ… αυτό που πιστεύω, ότι θα ήθελα να πω.
Είστε Καθολικός, νομίζω, κύριε Ο’ Κόνελ. Είστε ένας χριστιανός
ευγενής. Ο Τρέμπελ χρειάζεται την συγχώρεσή σας. Δεν μπορώ να πω ότι
σας την ζητάει… και μας έχουνε πει (ρίχνει μια ματιά στον Χορσχάιμ) ότι
δεν έχουμε το δικαίωμα να την ζητήσουμε για λογαριασμό του. Ίσως
ακόμα να σκέφτεται… όπως ακριβώς και εμείς… λιγότερο ευεργετικά
πράγματα. Αλλά... μετά από την συγχώρεση του Θεού... θα χρειαστεί την
δική σας. Και αν τον συγχωρέσετε θα ξέρετε καλύτερα από εμάς αν εσείς
θα πρέπει τελικά να τον σώσετε από την ανόητη εκδίκηση που θα
απαιτήσει ο κόσμος.
Για πρώτη φορά λίγη ζωή φωτίζει το πρόσωπο του Ο’ Κόνελ.
Ο’ Κόνελ: Έχετε κλίση στην δικηγορία, λόρδε Τσαρλς.
Από την βιβλιοθήκη έρχεται ο κύριος Μπλακμπόροου, απασχολημένος
όπως πάντα, αλλά πολύ απασχολημένος για να τονίσει την διακοπή, χωρίς
να είναι απαραίτητο.
Χορσχάιμ: Α! Γνωρίζετε τον κύριο Ράσελ Μπλακμπόροου;
Ο’ Κόνελ: Όχι.
Μπλακμπόροου: Χαίρω πολύ.
Χορσχάιμ: … που είναι μαζί μας, είμαι σίγουρος, σε αυτή της έκκληση
προς εσάς.
Μπλακμπόροου: Με όλη μου την καρδιά. Είδα τον Ουέτζκροφτ.
Όταν κάποιος λέει «Με όλη μου την καρδιά» με τόσο πιστευτή βαρύτητα
αλλά με τόσο λίγο πάθος όσο αυτός, κάποιος υπονοεί ότι το θέμα είναι
πολύ κοντά στην καρδιά του για να μπορέσει να το εκφράσει
συναισθηματικά εύκολα. Με τον Μπλακμπόροου φυσικά αυτό μπορεί να
ισχύει. Κάθεται με ίση βεβαιότητα, στην πιο κοντινή καρέκλα. Ο
Χόρσχάιμ, τώρα, ευγενικά κυριαρχώντας, συνεχίζει.
Χορσχάιμ: Και… για να συνοψίσω… έχοντας σαράντα χρόνια πολιτικής
ζωής στην πλάτη μου… έχω δει άντρες να έρχονται και να φεύγουν…
αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πιο υποσχόμενη καριέρα από αυτή του
Τρέμπελ αυτή την στιγμή. Μια συγκεκριμένη εκκεντρικότητα στην
συμπεριφορά μπορεί να τον εμπόδιζε μέχρι τώρα. Αλλά το υπουργείο με
τις πιεστικές του ανάγκες θα τον κάνει να την ξεπεράσει. Τον πλησίασα
με το θέμα της Αναίρεσης της Αναγνώρισης της Αγγλικανικής Εκκλησίας
τον περασμένο Ιούλη με πολλούς ενδοιασμούς, οφείλω να ομολογήσω.
Αλλά η απλοποίηση του προβλήματος… φορτωμένο, καθώς ξέρουμε με
το πάθος αιώνων… με πρακτικούς όρους έχει υπάρξει μέχρι στιγμής
εκπληκτική. Το ταλέντο για την πολιτική δεν είναι σπάνιο. Η ιδιοφυΐα
όμως είναι σπάνια… τόσο σπάνια! Δεν διστάζω να πω ότι την διακρίνω
στον Τρέμπελ. Η χώρα σας τον χρειάζεται, κύριε Ο’ Κόνελ. Η χώρα μου,
τότε… αν, δυστυχώς, τώρα θεωρείτε τον εαυτό σας ξένο εδώ. Τι
περισσότερο μπορώ να πω;
Με κάποιον άλλο άντρα η ατυχής από- κλιμάκωση θα χαλούσε όλη την
επίδραση. Αλλά ο Χορσχάιμ έχει έναν τρόπο να κάνει ακόμα και τα
σφάλματά του αποτελεσματικά, επενδύοντας την ανάρρωσή του από αυτά
με μια ελκυστική, αβοήθητη γοητεία. Ακόμα και τώρα ο Ο’ Κόνελ δεν
δείχνει καμία αντίδραση και ο Φάραντ κάνει μια ακόμα απλή προσπάθεια.
Φάραντ: Α… κάντε μια καλοσύνη. Ελάτε τώρα!
Και τώρα σίγουρα περιμένουν για την απάντησή του.
Ο’ Κόνελ: Φαίνομαι ξεροκέφαλος; Συγγνώμη… δεν είναι αυτό. Αλλά
τώρα είμαι ξένος τόσο για την εποχή σας όσο και για την χώρα σας, κύριε
Χορσχάιμ… και τέτοιες κουβέντες δεν σημαίνουν τίποτα για μένα.
Επέλεξα για καταφύγιό μου μια εποχή στην οποία οι άνθρωποι είχαν το
θάρρος ακόμα και των αμαρτιών τους… και η πολιτική μου δεξιοτεχνία
έχει δοκιμαστεί κάτω από την εξουσία του πρώτου Εδουάρδου.
Χορσχάιμ: (με τόση κατανόηση)Ναι…. ναι, πραγματικά και μόλις χθες,
σε έναν λόγο που χρειάστηκε να βγάλω στο Γκρέις Ιν, αναφέρθηκα σε
αυτό το εκπληκτικό κεφάλαιο από το Κονφιρμάτιο Καρτάρουμ…
Ο Ο’ Κόνελ σχεδόν αγνοεί το κομπλιμέντο.
Ο’ Κόνελ: Τι είναι λοιπόν η πολιτική σας για μένα; Και εάν πρέπει να με
ξεσηκώσετε από την αδιαφορία μου για εσάς… τότε θα ήταν καλύτερα
να σκεφτείτε τι θα πρέπει να ξεσηκώσετε.
Φάραντ: Το ξέρω! Είστε Ρεπουμπλικάνος… μας μισείτε… είμαστε οι
καταστολείς των Σαξόνων σας…
Ο’ Κόνελ: Δεν είμαι Ρεπουμπλικάνος… ούτε καμία άλλη τέτοιου είδους
τρέλα. Αλλά είναι ίσως απλά πιθανό, Φάραντ, να προτιμώ την αφροσύνη
και το πάθος των δικών μου ανθρώπων από το ακάθαρτο καλό χιούμορ
που είναι η υπερηφάνεια των δικών σας. Ναι, μπορείτε να ξεσηκώσετε το
μίσος μου για εσάς… για αυτά που κάνετε… και για αυτό που είστε. Και
το μίσος θα έρθει πέρα από εμένα… και έτσι θα δικαιωθώ γι’ αυτό.
Ο Φάραντ δεν το αντέχει περισσότερο, Πετάγεται από την καρέκλα του
Φάραντ: Ο’ Κόνελ… συγγνώμη για τον μπελά που σας βάλαμε. Αλλά
αυτά που λέτε τώρα να πάω στο διάολο αν τα καταλαβαίνω. Αυτή η
κουβέντα θα ήταν καλύτερο να τελειώσει χωρίς εμένα.
Χορσχάιμ: Υπομονή… Τζόρτζ…!
Φάραντ: Όχι, αν δικαίωση γι’ αυτόν είναι να καταστρέψει την καριέρα
του Τρέμπελ και να βάλει την κυβέρνησής σου στην Κουιρ Στριτ… άσε
τον. Μπορεί. Θεέ και Κύριε!
Αυτή η τελευταία κουβέντα βγαίνει από το στόμα του καθώς ανοίγει την
πόρτα της βιβλιοθήκης για να ξεφύγει, και δεν φαίνεται να έχει καμία
σχέση με την αρχική διαμαρτυρία του- αν και ίσως να έχει. Αλλά δεν
δραπετεύει. Αντιθέτως κλείνει ξανά την πόρτα γρήγορα.
Κάντιλουπ: Τι συμβαίνει;
Φάραντ: Τίποτα. Συνεχίστε. Θα συγκρατήσω την γλώσσα μου. Θα
προσπαθήσω τουλάχιστον.
Κάθεται κάτω ανυπόμονα. Ο Καντιλουπ αναρωτιέται για λίγο αν νοιώθει
άρρωστος. Ο Χορσχάιμ, παρ’ όλ’ αυτά συνεχίζει ήρεμα…
Χορσχάιμ: Ο κύριος Ο’ Κόνελ δεν θα ενδώσει, είμαι σίγουρος, σε
τέτοιου είδους βάρβαρους πειρασμούς.
Κάντιλουπ: Μα τι είναι αυτό που μισείτε σε μας, αν μου επιτρέπετε να
ρωτήσω, κύριε Ο’ Κόνελ;
Ο’ Κόνελ: Τι;…. Όταν ακόμα μπορείτε και να μου μιλάτε για συγχώρεση
σαν να ήταν μια δεκάρα στην τσέπη μου… και μια σωτηρία για αυτόν
από το ζηλιάρικο και αδαή πλήθος που εξουσιάζετε!
Ο Φάραντ σηκώνεται και χάνεται στην βιβλιοθήκη. Ο Χορσχάιμ έχει
αρχίσει να θυμώνει.
Χορσχάιμ: Μα τι συμβαίνει με τον Τζορτζ;
Ο’ Κόνελ: Αυτός ο έξυπνος τύπος με το έξυπνο σχέδιό του! Η μοίρα
αυτών των δύο αξίζει ένα ψέμα; Γιατί η εποχή σας γεννάει τόσα… και θα
γεννάει… μέχρι η διαφθορά της να ξεσπάσει. Ίσως θα ήταν καλύτερα και
να με ευχαριστήσετε που σας απαλλάσσω….
Για άλλη μια φορά η πόρτα της βιβλιοθήκης ανοίγει, αυτή την φορά με
κάποια βίαιη δυσκολία. Ίσως να γίνεται κάποιος τσακωμός. Συμβαίνει, αν
και είναι εντελώς αθόρυβος. Σε λίγο τα αποτελέσματα είναι προφανή. Ο
Τρέμπελ στέκεται στην πόρτα, και ο Φάραντ από πίσω του, προσπαθεί να
πάρει ανάσα. Η ομάδα μένει άφωνη. Αλλά ο Ο’ Κόνελ και ο ίδιος ο
Τρέμπελ δεν φαίνεται να τους απασχολεί και πολύ. Ο Τρέμπελ τελικά
μιλάει και με τον συνηθισμένο του τόνο.
Τρέμπελ: Συγχώρεσέ με, Χορσχάιμ, που μπαίνω έτσι βίαια μέσα. Ο
Ουέτζκροφτ έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Συγγνώμη που σου χάλασα
το κολάρο.
Αυτό πάνω από τον ώμο του στον Φάρραντ, που πάει για να το φτιάξει.
Ένα κολάρο που έχει φύγει από την θέση του θα σύγχυζε και έναν
αρχάγγελο. Ο Ο’ Κόνελ στέκεται τώρα απομονωμένος κοιτάζοντας τον
Τρέμπελ, ενώ τον κοιτάζει και αυτός με την σειρά του.
Ο’ Κόνελ: Εσείς είστε αυτός;
Τρέμπελ: Ναι.
Ο’ Κόνελ: Είναι καλύτερο που συναντιόμαστε.
Τρέμπελ: Πιο απλό, πιστεύω.
Φάραντ: Για όνομα του Θεού, Τρέμπελ… φύγε!
Τρέμπελ: Τι συμβαίνει;
Χορσχάιμ: Κύριε Ο’ Κόνελ… πως ο Τρέμπελ ήξερε την παρουσία σας
εδώ δεν ξέρω. Κανείς από εμάς, είμαι σίγουρος, δεν είναι υπεύθυνος γι’
αυτό.
Τρέμπελ: Με παρακαλείτε να φύγω; Αυτός είναι ο τρόπος;
Φάραντ: Όχι.
Οι δυο τους αγνοούν τους υπόλοιπους. Θα μπορούσαν να ήταν και μόνοι
τους. Η Ιρλανδική φωνή διατηρεί τον τόνο της ειρωνείας.
Ο’ Κόνελ: Τι θα μπορούσα να κάνω για εσάς;
Τρέμπελ: Αυτό που ήταν εκείνη για εσάς… εσείς το ξέρετε. Πείτε την
αλήθεια αύριο. Έπρεπε να πεθάνει για να με παγιδεύσει. Θα πω την
αλήθεια αν χρειαστεί.
Αν και κανείς άλλος δεν καταλαβαίνει, ο Ο’ Κόνελ καταλαβαίνει, και
αστράφτει μέσα σε μια λευκή φλόγα πάθους.
Ο’ Κόνελ: Ναι, πράγματι…. ναι, πράγματι… μια άχρηστη γυναίκα! Εάν
είχε γεννήσει το παιδί σας θα μου ήταν πιο εύκολο να την συγχωρέσω.
Θα μπορούσε να με εξαπατήσει ότι είναι δικό μου και να με
εγκαταλείψει. Η κατάρα της ατεκνίας σε έναν άντρα δεν έχει καμία αξία;
Ο Θεός να την συγχωρέσει τώρα. Τι έχει μείνει σε μένα για να
συγχωρέσω; Νομίζω ότι είμαστε αδέλφια στην δυστυχία, κύριε. (μετά
σας δεύτερη σκέψη, και σαν να αντιλαμβάνεται και τα υπόλοιπα). Δεν θα
πω τίποτα αύριο που θα διακυβεύσει την τύχη του κυρίου Τρέμπελ.
Σιωπή, και καθώς κανείς άλλος δεν πρόκειται να το κάνει ο Χορσχάιμ
μιλάει.
Χορσχάιμ: Σας ευχαριστώ. Καθένας από εμάς σας ευχαριστούμε, είμαι
σίγουρος… για την μεγαλοψυχία σας.
Κάντιλουπ: Ευχαριστούμε.
Μπλακμπόροου: Εξαιρετικά μεγαλόψυχος.
Φάραντ: Καλέ μου φίλε… το ήξερα!
Χορσχάιμ: Ευχαριστώ… για μια ακόμα φορά, ευχαριστώ.
Ο Τρέμπελ, πρέπει να σημειωθεί, δεν τον ευχαρίστησε. Αντίθετα, και με
έναν περίεργο τόνο στην φωνή του, λέει…
Τρέμπελ: Επομένως όλα είναι μια χαρά! Και εγώ θα συνεχίσω, έτσι,
Χορσχάιμ; Θα ήθελα να ξέρω;
Φάραντ: Γιατί όχι;
Τρέμπελ: Είναι ο λόγος για τον οποίο ήρθα εδώ.
Χορσχάιμ: Νοιώθεις… ελπίζω… την υποχρέωση να συνεχίσεις.
Τρέμπελ: Αν το λες εσύ.
Φάραντ: Μα ποιο είναι το πρόβλημα;
Τρέμπελ: Τι λες, Μπλακμπόροου;
Ο Μπλακμπόροου βλέπει την πορεία του. Το ίδιο και ο Κάντιλουπ, αλλά
παραμένει σιωπηλός. Το ίδιο και ο Χορσχάιμ, αλλά το αγνοεί. Ο Φάρραντ
σύντομα αρχίζει αλλά το αρνείται. Ο Ο’ Κόνελ ακίνητος τον κοιτάζει
έντονα.
Μπλακμπόροου: Χαίρομαι… πραγματικά χαίρομαι… που ο κύριος Ο’
Κόνελ αποφάσισε να μην μιλήσει. Ειλικρινά… και όχι μόνο για χάρη
σου. Είσαι ήδη ένας από εμάς κατά μια έννοια. Εξάλλου… αυτά τα
σκάνδαλα αποδυναμώνουν την εμπιστοσύνη σε ολόκληρη την
κυβερνητική τάξη…
Τρέμπελ: Δεν απαντάς την ερώτησή μου.
Μπλακμπόροου: Όχι… ο Χορσχάιμ είναι αυτός που πρέπει να
απαντήσει… όχι εγώ.
Φάραντ: Ποια ερώτηση;
Μπλακμπόροου: Μα, αγαπητέ μου Φάραντ… είναι πολύ ξεκάθαρο, ότι,
όσο διακριτικός κι αν είναι ο κύριος Ο’ Κόνελ, το γεγονός αυτό θα
διαδοθεί με τα κουτσομπολιά… και θα διανθιστεί, ακόμα περισσότερο…
στις λέσχες και τα Σαλόνια… ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους που
έχουν σημασία… και θέλουν να έχουν σημασία… και νομίζουν ότι έχουν
σημασία. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως ένα μυστικό την σημερινή
εποχή! Αυτό είναι στο μυαλό σου, έτσι δεν είναι, Τρέμπελ; Μπορείς
ακόμα να φέρεις σε πέρας ένα τέτοιου είδους Νομοσχέδιο μέσα σε μια
τέτοιου είδους ατμόσφαιρα; Είναι μια ερώτηση, χωρίς αμφιβολία.
Ο Φάρραντ αντιδρά.
Φάραντ: Γιατί να υπάρξει κουτσομπολιό αν κρατήσουμε τα στόματά μας
κλειστά;
Μπλακμπόροου: Όσο πιο κλειστά τα κρατήσουμε τόσο περισσότερο θα
οργιάσουν οι φήμες.
Φάραντ: Τότε πρέπει να βρούμε τρόπους να τις σταματήσουμε.
Μπλακμπόροου: Αν ανακαλύψεις τον τρόπο, Φάραντ, θα παραγγείλω να
κάνουν ένα άγαλμά σου και να το στήσουνε.
Φάραντ: Ναι… όποια κι αν είναι τα κουτσομπολιά… εάν υποστηρίξουμε
σθεναρά τον Τρέμπελ μπορούμε να τον βοηθήσουμε να βγει από αυτά
νικητής.
Μπλακμπόροου: Α… Αν μπορούσαμε να αναβάλλουμε το
Νομοσχέδιο…!
Φάραντ: Το ξέρεις ότι αυτό είναι αδύνατο.
Μπλακμπόροου: Ή αν ήταν ένα άλλου είδους Νομοσχέδιο που να μην
έχει σχέση με την Εκκλησία… ! Μπορεί να κάνω λάθος. Θα ήθελα να το
πιστεύω. Δεν μου αρέσει να λέω κάτι τόσο δυσάρεστο. Αλλά καλύτερα
θα είναι να το πω τώρα παρά να αναγκαστώ να το πω σε έξη εβδομάδες.
Παρ’ όλ’ αυτά… είναι δουλειά του Χορσχάιμ να αποφασίσει… ούτως ή
άλλως.
Υπάρχει ένα μικρό κεντρί στην ουρά της πρότασης; Γιατί κάποιος θα
έπρεπε να το υποθέσει; Ό,τι λέει φαίνεται τίμιο στην κοινή λογική. Ο
Χορσχάιμ ηρεμεί.
Χορσχάιμ: Νομίζω ότι θα ήταν σωστό αυτή την στιγμή να αφήσουμε τα
πράγματα ως έχουν μονάχα για απόψε το βράδυ. Και ο κύριος Ο’ Κόνελ
μπορεί να νοιώθει ότι οι προβληματισμοί μας είναι από το σημείο που
τον αφορά και μετά.
Από την αρχή η κατάσταση είχε εκνευρίσει τον Κάντιλουπ, παρ’ όλο που
μέχρι τώρα μπορούσε να μιλάει ήρεμα. Αλλά τώρα λέει αυτό που
σκέφτεται. Αποστροφή για όλο αυτό τον δεσμό, και για την συμμετοχή του
σε αυτόν, ακούγεται σε κάθε του λέξη.
Κάντιλουπ: Σύριλ… δεν θα έπρεπε ποτέ να με φέρεις εδώ. Δεν θέλω να
σε ντροπιάσω περισσότερο. Είμαι ευγνώμων που ο κύριος Ο’ Κόνελ πήρε
αυτή την απόφαση. Αλλά οφείλω να σου ξεκαθαρίσω, σε παρακαλώ, ότι
δεν θα μπορέσω να παραστώ σε ένα Υπουργικό Συμβούλιο με τον κύριο
Τρέμπελ.
Κανείς δεν δείχνει έκπληξη. Ο Τρέμπελ, πραγματικά, δεν ξαφνιάζεται. Ο
Ο’ Κόνελ ακούει και κοιτάζει, όπως ένας που δεν έχει ξαναπάει σε
δικαστήριο παρακολουθεί την κλιμάκωση της δίκης. Μόνο ο Φάρραντ
βρίσκει τι να πει.
Φάραντ: Λοιπόν… τι να πω!
Κάντιλουπ: Λυπάμαι… και ίσως αυτή να μην ήταν η κατάλληλη στιγμή
για να το πω. Αλλά δουλεύαμε το Νομοσχέδιο μαζί… για τρεις ώρες
σήμερα το επεξεργαζόμασταν… και επρόκειτο να συναντηθούμε και
αύριο. Και δεν μπορώ… δεν μπορώ!
Ο Χορσχάιμ είναι γλυκο- πικρός.
Χορσχάιμ: Ευχαριστώ, αγαπητέ μου Τσαρλς… πράγματι με ντροπιάζεις.
Η στιγμή που αποφάσισες να το πεις δεν είναι η κατάλληλη…. ως εκεί
συμφωνώ μαζί σου. Θα σημειώσω την απόφασή σου.
Η θέση δίνει τώρα στον Μπλακμπόροου το καλύτερο άνοιγμα.
Μπλακμπόροου: Αλλά, αγαπητέ μου Κάντιλουπ, γιατί να βιάζεσαι να
πάρεις αυτή την ακραία θέση;
Κάντιλουπ: Δεν μπορώ να το συζητήσω.
Μπλακμπόροου: Όχι, όχι… ας σε βοηθήσουμε! Δεν ξέρω και πολλά για
το Νομοσχέδιο… δεν ζήτησε κανείς την συμβουλή μου. Ειλικρινά… από
τα λίγα που ξέρω δεν μου αρέσει… και θα ευχόμουν να μην είχαμε
δεσμευτεί γι’ αυτό. Αλλά τώρα ο Τρέμπελ έχει γλιτώσει από τα
χειρότερα… ας κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε… αν και ίσως να μην
είναί όλα όσα θα θέλαμε να κάνουμε… γι’ αυτόν… και για το
νομοσχέδιο… και για το κόμμα… και για την χώρα γενικά.
Αυτή η όλο αγκαλιές φιλικότητα εξωθεί τον Κάντιλουπ πέρα από τις
αντοχές του.
Κάντιλουπ: Ας βάλουμε στην άκρη τα πιστεύω… πως… πώς!... μπορώ
να καθίσω στο υπουργικό συμβούλιο με έναν άντρα… και να αναζητήσω
ψήφους από τους φίλους μου για το Νομοσχέδιό του… για αυτό το
Νομοσχέδιο!... με ένα τέτοιο σκάνδαλο που έχει τέτοιο φοβερό τέλος και
να ξεκινήσω οποιαδήποτε κουβέντα μαζί τους; Είναι αδύνατο.
Έχει φτάσει πλέον η ώρα για να φύγει ο Ο’ Κόνελ.
Ο’ Κόνελ: Ο δρ. Ουέτζκροφτ ακόμα με περιμένει; Θα μπορούσα να σας
ευχηθώ καλό σας βράδυ, κύριοι; Όχι, κύριε, είχατε δίκιο… δεν μπορώ να
κάνω τίποτα για εσάς. Και αν η εκδίκηση ήταν αυτό που ήθελα… δεν θα
μπορούσα ίσως να αφήσω τα συμφέροντά μου σε καλύτερα χέρια
Λέει αυτό και προσπερνάει τον Τρέμπελ προς την πόρτα της βιβλιοθήκης,
όπου στέκεται ο Χορσχάιμ.
Χορσχάιμ: Ναι… είναι εδώ.
Αλλά στην πόρτα ο Ο’ Κόνελ γυρίζει.
Ο’ Κόνελ: Γιατί πάντως δεν το κάνετε;
Τρέμπελ: Να κάνω τι;
Ο’ Κόνελ: Να πείτε την αλήθεια… Αντιμετωπίστε το Βρετανικό λιοντάρι
με όλη του την αυταρέσκεια. Αν δεν σας φάει… θα μπορούσατε να
βάλετε όλους αυτούς τους φίλους σας εδώ στο τσεπάκι σας μετά, νομίζω.
Ευχαριστώ, κύριε Χορσχάιμ.
Έτσι φεύγει. Ο Χορσχάιμ, από ευγένεια, τον συνοδεύει
Μπλακμπόροου: Ιρλανδός!
Φάραντ: Θα κρατήσει το στόμα του κλειστό. Αυτό είναι το πιο
σημαντικό!
Αλλά ο Τρέμπελ δεν προσέχει. Έχει στραφεί προς τον Κάντιλουπ.
Τρέμπελ: Ναι, Κάντιλουπ… έχω διαπράξει μοιχεία. Και έτσι δεν θα έχεις
πια καμία σχέση μαζί μου. Όλη η δουλειά μας δεν θα έχει καμία αξία;
Είναι αυτό από μόνο του ένα θανάσιμο αμάρτημα για εσένα;
Κάντιλουπ: Ζώντας μέσα σε αυτό τον κόσμο, έχω πολύ λίγο δικαίωμα,
ίσως να απαντήσω σε αυτή την περίεργη ερώτηση. Ναι… είναι.
Τρέμπελ: Και ποια είναι η εξιλέωση; Μπορείς εσύ και η σοφή σου
Εκκλησία να με βοηθήσετε σε αυτό;
Κάντιλουπ: Φοβάμαι πως όχι… αν το ζητάς αμετανόητος.
Τρέμπελ: Α, μπορώ να μετανοήσω… αυτό που συνέβη… και όλη η
ανοησία του. Αλλά αυτό που είμαι… το να μετανοήσω ισοδυναμεί με
θάνατο για μένα.
Κάντιλουπ: Ο Θεός να σε βοηθήσει, Τρέμπελ…Ο Θεός να σε βοηθήσει!
Αυτός ο διάλογος μεταξύ τους, μοιάζει περιέργως σαν διάλογος μεταξύ
φίλων. Ο Χορσχάιμ επιστρέφει- επιστρέφει στα προβλήματά του, αλλά
τουλάχιστον έχει ξεφορτωθεί τον Ο’ Κόνελ.
Χορσχάιμ: Έφυγε… και οι δύο φύγανε. Τώρα θυμάμαι γιατί τον
φυλάκισα.
Είναι τώρα η σειρά του Τρέμπελ να πει αυτά που θέλει, και τα λέει χωρίς
να χάνει χρόνο.
Τρέμπελ: Χορσχάιμ… δεν σου έκανα την συνηθισμένη ευγενική
προσφορά να μείνεις στην άκρη. Αυτή η δουλειά σημαίνει πολύ
περισσότερα για εμένα. Δεν στάλθηκα στον κόσμο για να σου
διευκολύνω τα πράγματα. Σε προειδοποιώ, Κάντιλουπ… μπορώ να φέρω
σε πέρας αυτό το Νομοσχέδιο έτσι όπως είναι… και κανείς άλλος δεν
πρόκειται να το κάνει. Νοιάζεσαι γι’ αυτά τα οποία λέει… κι εγώ
νοιάζομαι. Θα ανακαλύψεις ότι κανείς άλλος δεν νοιάζεται. Αλλά αν με
υποστηρίξεις, Χορσχάιμ… και ο Μπλακμπόροου πιστεύει ότι αυτή η
αμφίβολη καταστροφή και η ευγενική του βοήθεια θα με μετατρέψει σε
ένα πειθήνιο υποτακτικό… αλλά κάνει λάθος.
Μπλακμπόροου: Αυτό είναι άδικο!
Τρέμπελ: Ο μεσαιωνικός Ιρλανδός έχει δίκιο. Θα υπάρξουν
δηλητηριώδη κουτσομπολιά. Λοιπόν… θα πω την αλήθεια. Θα σταθώ
στην θέση μου στο Κοινοβούλιο και θα πω: Αυτό έκανα… αυτός είμαι…
γι’ αυτό και για τίποτα περισσότερο μετανιώνω. Θα με υποστηρίξετε
μετά;
Φάραντ: Μα τον Θεό… πιστεύω πως ίσως να το κάνουμε!
Τρέμπελ: Σαν μια πολιτική στρατηγική σας το συνιστώ. Γιατί αν νικήσω
θα φέρω σε πέρας το Νομοσχέδιο για εσάς χωρίς να χάσω ούτε ένα
διαπραγματευτικό χαρτί. Εάν καταποντιστώ… θα ξεφορτωθείτε έναν
ενοχλητικό συνάδελφο. Θα το κάνω… σοβαρολογώ.
Μπλακμπόροου: Αγαπητέ μου φίλε!
Χορσχάιμ: Η δημόσια ζωή δεν μπορεί να ζήσει την σημερινή εποχή,
φοβάμαι, σε τόσο ηρωικά ύψη.
Τρέμπελ: Αυτό θα μπορούσε να μετρήσει ως εξιλέωση, Κάντιλουπ; Θα
σταθείς τότε στο πλάι μου; Ναι, πράγματι… ίσως να μπορέσουμε να
βάλουμε τον Παγκόσμια Σοφό και Αυτόν- που κοιτάζει- και- από- τις-
δύο- μεριές στο τσεπάκι μας τότε. Λοιπόν, Χορσχάιμ… εξαρτάται από
εσένα αλλά αποφάσισε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα μπορείς σε
παρακαλώ. Πρέπει, πάντως ν’ αποφασίσεις γρήγορα, έτσι δεν είναι; Η
δουλειά δεν μπορεί να περιμένει.
Και τους αφήνει.
Μπλακμπόροου: Έχει χάσει το μυαλό του!
Φάραντ: Απορείς γι’ αυτό;
Μπλακμπόροου: Τον συνάντησα στην είσοδο. Πίστευα ότι ο
Ουέτζκροφτ θα τον έδιωχνε.
Φάραντ: Σχεδόν με τσαλαπάτησε!
Οι σκέψεις του Χορσχάιμ έχουν ήδη κάπως μετακινηθεί.
Χορσχάιμ: Φοβάμαι, ξέρετε, ότι πάντοτε την θεωρούσα μια
αντιπαθητική νεαρή γυναίκα.
Φάραντ: (δυνατά) Εμένα μου άρεσε. (πιο απαλά) Αλλά η γυναίκα μου
ποτέ δεν την συμπάθησε.
Χορσχάιμ: Μια πόρνη στην καρδιά! Δεν θα ήταν καλύτερα τότε…κατά
την γνώμη μου… να ήταν απλά μια πόρνη.
Φάραντ: Λοιπόν, ό,τι κι αν ήταν… είναι νεκρή… και διαφωνώ μαζί
σου… αν το ξεπεράσει αύριο, φαντάζομαι ότι δεν πρόκειται να τον
υποστηρίξεις. Γιατί αυτό θα ήταν επιζήμιο.
Έχει ρίξει μια θυμωμένη ματιά στον Μπλακμπόροου.
Μπλακμπόροου: Δεν έχω προτείνει ότι θα έπρεπε να τον υποστηρίξεις…
περισσότερο απ’ όσο χρειάζεσαι. Βρες του μια άλλη δουλειά.
Φάραντ: Δεν θα δεχτεί άλλη δουλειά.
Μπλακμπόροου: Α… αν είναι ξεροκέφαλος!
Κάντιλουπ: Σίριλ, αν πιστεύεις ότι ο Τρέμπελ θα φέρει σε πέρας το
Νομοσχέδιο… μπορείς να τα καταφέρεις και χωρίς εμένα. Και μπορώ να
κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ από τις επάλξεις…. και περισσότερα, τολμώ
να πω, για αυτά που λέει μέσα και πιστεύω με όλη μου την καρδιά.
Μπλακμπόροου: Ναι… δεν αμφιβάλω ότι μπορείς.
Ο Μπλακμπόροου το αφήνει να βγει με τέτοιο θόρυβο που ο Κάντιλουπ
στρέφεται προς αυτόν, μισό- ξαφνιασμένος, μισό- θυμωμένος.
Κάντιλουπ: Τι υπαινίσσεσαι, μπορώ να μάθω;
Ο Μπλακμπόροου τώρα επιβάλλεται.
Μπλακμπόροου: Χορσχάιμ… όταν σχηματίσεις το Υπουργικό σου
Συμβούλιο θα σκεφτείς ποιους επιθυμείς να είναι σε αυτό.
Προσκαλώντας εμάς τους τρεις, πάντως, και τον Μπράμπτον… πως είναι
ο Μπράμπτον παρεμπιπτόντως;
Φάραντ: Καλύτερα.
Μπλακμπόροου: Χαίρομαι… σε αυτή την ομάδα διάσωσης,
υπαινίσσεσαι, θα μπορούσα να συμπεράνω, ότι βασίζεσαι πάνω μας;
Χορσχάιμ: Αρκετά.
Μπλακμπόροου: Πολύ καλά. Είμαστε δεσμευμένοι για ένα
Εκκλησιαστικό Νομοσχέδιο. Εύχομαι να μην ήμασταν…
Κάντιλουπ: Μας το έχεις ήδη πει… και δεν χρειαζόταν να μας το πεις
για να το καταλάβουμε.
Ο Χορσχάιμ γίνεται όλο και πιο ήρεμος καθώς ο Φάρραντ θυμώνει όλο
και περισσότερο και ο Κάντιλουπ γίνεται όλο και πιο αιχμηρός μέσα στην
νευρική του στενοχώρια. Ο Μπλακμπόροου παρ΄ όλ’ αυτά δεν έχει καμία
διάθεση να εκνευριστεί.
Μπλακμπόροου: Αγαπητέ μου φίλε… τι καλό μπορεί να μας κάνει; Στην
καλύτερη περίπτωση πρόκειται να είναι ένα από εκείνα τα καταραμένα
μέτρα που βρίσκονται στην γραμμή του πυρός… όπου άνθρωποι από
αντίπαλα κόμματα θα σε υποστηρίζουν και άλλοι από το δικό σου το
κόμμα θα σου επιτίθενται…. καταστροφικό για την πειθαρχία ενός
κόμματος. Εσύ και ο Τρέμπελ το μαγειρεύατε μαζί…
Κάντιλουπ: Το Νομοσχέδιο είναι δικό του είναι.
Μπλακμπόροου: Και ο Μπράμπτον;
Χορσχάιμ: Έχει δει τα σχέδια.
Μπλακμπόροου: Πολύ ικανή μυστική ομάδα.
Κάντιλουπ: Αρνούμαι τον χαρακτηρισμό.
Μπλακμπόροου: (με πολύ καλό χιούμορ) Τον αποσύρω. Και ο Τρέμπελ
ακόμα λέει ότι θα το φέρει σε πέρας στο Υπουργικό συμβούλιο… sic
volo, sic judeo. Ανοιχτά και ξεκάθαρα. Καλύτερα να σου πω ότι ίσως να
υπάρχουν πράγματα μέσα σε αυτό που να μην μου ταιριάζουν.
Κάντιλουπ: Για παράδειγμα;
Μπλακμπόροου: Λοιπόν… από την στιγμή που δεν μου έχετε κάνει την
τιμή να με συμβουλευτείτε, δεν μπορώ να είμαι ιδιαίτερα ακριβής.
Κάντιλουπ: Δεν ήξεραν ότι σε ενδιέφεραν τόσο πολύ τα εκκλησιαστικά
θέματα, Μπλακμπόροου.
Μπλακμπόροου: Δεν με ενδιαφέρουν… ούτε και καμία πολιτική
ερώτηση μέχρι να φτάσει η στιγμή που πρέπει να απαντηθεί. Αλλά αυτές
οι φήμες για Ουτοπικά εκπαιδευτικά σχέδια… σεμινάρια για
δασκάλους… επαρχιακά πανεπιστήμια! Δεν είναι ώρα να πετάξουμε τα
λεφτά αυτής της χώρας.
Κάντιλουπ: Είναι τα χρήματα της Εκκλησίας. Θέλεις να ανακουφίσεις
τους φόρους με αυτά;
Μπλακμπόροου: Μπορούμε να κάνουμε και μεγαλύτερη ζημιά. Σοβαρά,
Κάντιλουπ… υπερασπίζεσαι την Εκκλησία, αναψοκοκκινισμένος. Εγώ
την υπερασπίζομαι ήρεμα. Η δική μου, θα έλεγα, είναι η παραδοσιακή
αγγλική λογική αντιμετώπιση της θρησκείας. Λοιπόν, τώρα… αν
πρόκειται να μας αφήσεις αυτή τη στιγμή που το πλοίο κλυδωνίζεται με
ένα νομοσχέδιο στην πλάτη μας… για να μην αναφέρω τον Τρέμπελ, αν
ο Χορσχάιμ πιστεύει ότι μπορεί να τον υποστηρίξει… Νομίζω ότι
οφείλουμε πάρουμε την υπόσχεσή σου ότι εσύ και οι φίλοι σου δεν
πρόκειται να μας δημιουργήσετε προβλήματα.
Κάντιλουπ: Γιατί να το κάνουμε αυτό;
Μπλακμπόροου: Γιατί θα είστε ελεύθεροι από οποιαδήποτε ευθύνη και
θα θέλετε να πάρετε όσο περισσότερα μπορείτε. Και αυτό που χάνει ένας
φίλος είναι κέρδος για τον εχθρό. Αυτό είναι αξίωμα στην πολιτική.
Κάντιλουπ: (έντονα)Εύχομαι να μην πάρω τίποτα για τους φίλους μου
που να μην συνάδει με την δικαιοσύνη και το σωστό.
Μπλακμπόροου: Σίγουρα! Αυτό λέμε όλοι!
Κάντιλουπ: Όσον αφορά αυτή την διευθέτηση… για την οποία φροντίζει
το Νομοσχέδιο… όπως το σχεδίασε το Τρέμπελ και το ενέκρινε ο
Χορσχάιμ… εφόσον αυτό διατηρήσει την ακεραιότητά του… Θα το
υποστηρίξω.
Ο Μπλακμπόροου στρέφει τα ματιά στον Θεό που μέσα στην απέραντη
σοφία του έκανε άντρες όπως τον Κάντιλουπ. Αλλά τον αντιμετωπίζει με
αξιοθαύμαστη υπομονή.
Μπλακμπόροου: Συγγνώμη…. Δεν γίνομαι κατανοητός. Δεν
παραδέχομαι καμία διευθέτηση. Αν συμφωνείς με διάφορα μέρη του
Νομοσχεδίου… μείνε στην Κυβέρνηση και πάλεψε γι’ αυτά…. και θα σε
πολεμήσω δίκαια. Αν ο Χορσχάιμ εγκαταλείψει τον Τρέμπελ φαντάζομαι
ότι θα μείνεις. Χρειάζεται να επιμείνεις να αφεθεί στην τύχη από την
αρχή; Γιατί δεν περιμένεις να δεις αν θα εξαπλωθεί το σκάνδαλο;
Σύντομα θα μάθουμε. Ω… αν είχα πονηρό μυαλό… δεν θα λυπόμουνα
πιστεύεις, να έβλεπα ένα Νομοσχέδιο που αντιπαθώ να αποσιωπάτε από
έναν άντρα που…! Τέλος πάντων… από την πλευρά του κόμματος…
είναι αουτσάιντερ. Τι έχει να πει ο Μπράμπτον, μια και το έφερε ο λόγος;
Φάραντ: Για όλα αυτά; Α, βρήκε θέμα συζήτησης. Με κράτησε μια ώρα
το απόγευμα και μου έλεγε για όλα τα σκάνδαλα κάθε κυβέρνησης που
είχε υπηρετήσει. Όχι για εσένα, Χορσχάιμ.
Αυτά που δεν ξέρει για μένα σίγουρα θα μπορούσε να τα εφεύρει.
Μπλακμπόροου: Αλλά για το Νομοσχέδιο… ο Τρέμπελ είχε μιλήσει
μαζί του;
Φάραντ: Μια ή δύο φορές. Νομίζει ότι η χρηματοδότηση θα έχει πλάκα
γιατί το Υπουργείο Οικονομικών θα κλωτσήσει. Γεγονός πάντως είναι ότι
έχει μεγάλη κακεντρέχεια ενάντια στον Θέοντορ Ρότζερς, ύστερα από
τον τελευταίο Προϋπολογισμό του… και θέλει να του το ξεπληρώσει. Αν
ο Τρέμπελ δεν μπει στο Υπουργικό Συμβούλιο, ούτε ο Μπράμπτον θα
μπει.
Μπλακμπόροου: Αλήθεια;
Φάραντ: Ο Μπράμπτον τον έχει σε μεγάλη υπόληψη.
Αν ο Φάρραντ δεν ήταν εξαντλημένος, δεν θα το είχε κάνει ποτέ. Όπως
είναι, στέκεται αθώος μπροστά σε αυτό που έχει κάνει. Ο Χορσχάιμ
βλέπει, αλλά δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι έχει δει. Ποιο το νόημα; Ο
λόγος του Μπλακμπόροου είναι τώρα μετρημένος, ο τόνος του κριτικός.
Μπλακμπόροου: Ο Μπράμπτον θα είναι μια μεγάλη απώλεια. Το μυαλό
του δεν είναι όπως ήταν παλιά… αλλά ακόμα έχει σωστή αντίληψη.
Λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο να πω, για την ώρα, έτσι δεν
είναι; Καληνύχτα.
Δεν έχει πραγματικά τίποτα άλλο να πει.
Φάραντ: Αλλά τι αποφασίστηκε… για τον Τρέμπελ;
Κάντιλουπ: Σύριλ… θέλω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Αλλά σκέψου
την θέση μου.
Φάραντ: Και σκέψου την θέση μας αν βγάλουμε τον Τρέμπελ και
στραφεί εναντίον μας. Δεν θα έχουμε πλειοψηφία. Και γι’ αυτού του
είδους το Νομοσχέδιο αντιδικία.
Μπλακμπόροου: Τότε αυτό δεν είναι ένα Νομοσχέδιο που ταιριάζει σε
μένα. Η δουλειάς είναι να συνθέσουμε τις διαφορές μας και να φέρουμε
ένα Συντηρητικό Νομοσχέδιο το οποίο μια Συντηρητική πλειοψηφία θα
ψηφίσει.
Κάντιλουπ: Αυτό θα είναι ένα άχρηστο Νομοσχέδιο.
Φάραντ: Αλλά βάλαμε κάτω τις βασικές αρχές του πράγματος και
είδαμε ότι είχαν την θετική αντιμετώπιση τόσο του τύπου όσο και του
κοινού…
Μπλακμπόροου: Αγαπητέ μου Φάρραντ… μην μιλάς σαν διαφήμιση
καινούργιου φαρμάκου. Όλος ο τύπος μπορεί να γράφει ύμνους… και
στην συνέχεια να σε κακοποιήσουν με τον χειρότερο τρόπο… όταν
θέλουν κάτι καινούργιο να πουν. Το κοινό… δεν μπορεί να κρατήσει μια
ιδέα στο κεφάλι του περισσότερη ώρα από τα σκυλιά μου.
Φάραντ: Ο Τρέμπελ μπορεί να διαλύσει οποιοδήποτε Εκκλησιαστικό
Νομοσχέδιο έξω από το δικό του στην Βουλή. Θα μπορούσε να μας
ξετινάξει… και δεν τον κατηγορώ.
Μπλακμπόροου: Όχι… είναι το είδος της ευγνωμοσύνης που δέχεται
κάποιος όταν σώζει έναν άνθρωπο από την φυλακή…. ναι, από την
φυλακή είναι πολύ πιθανό. Αλλά δεν το πιστεύω. Ούτε καν αυτός δεν θα
είχε το θράσος να μιλήσει για την Χριστιανική ηγεσία με την βρώμα
αυτού του σκανδάλου ακόμα πασπαλισμένη πάνω του. Όχι ότι είναι
ανάγκη να το διαδώσουμε στο εξωτερικό, φυσικά, εκτός κι αν…! Όχι…
πρέπει πάντοτε να είμαι ενάντια σε τέτοια κακία. Αλλά δεν θα έπρεπε…
σε αυτή την περίπτωση… να νοιώσω ότι καλούμαι να το αντικρούσω.
Χορσχάιμ… έχεις υπάρξει πολύ καλός μαζί του. Αν θέλεις να φανείς
ακόμα πιο καλός… κατά την γνώμη μου… πέτα τον έξω και άσε τον να
επιστρέψει στο Δικηγορικό Σώμα για λίγο, από κει πρέπει να βγάζει τα
λεφτά του. Ή βάλε τον σε μια δικαστική θέση. Έχεις την φήμη του
κυνικού. Το δικαστήριο των διαζυγίων θα έχει μια κενή θέση σύντομα.
Σοβαρά….! Αλλά δεν χρειάζεσαι την συμβουλή μου. Ακόμα… προτιμάς
που ξεκαθάρισα την θέση μου.
Έχει κάνει τον εαυτό του, την θέση του και τις προθέσεις του εντελώς
ξεκάθαρες στον Χορσχάιμ, που απαντάει πολύ ξερά…
Χορσχάιμ: Απόλυτα.
Μπλακμπόροου: Καληνύχτα.
Χορσχάιμ: Ευχαριστώ που ήρθες.
Μπλακμπόροου: Θες να σε πετάξω κάπου, Φάρραντ;
Φάραντ: Όχι, θα περπατήσω… ευχαριστώ.(Το τελευταίο είναι
περισσότερο μια προσπάθεια, παρά μια δεύτερη σκέψη)
Μπλακμπόροου: Μάλιστα! Μην με ξεπροβοδίζεις.
Φεύγει. Έχει κάνει καλή δουλειά και το ξέρει. Τον σιχαίνονται.
Φάραντ: Και τι είδους πολύ προσωπική ζωή έχει ζήσει, αναρωτιέμαι.
Χορσχάιμ: Φαντάζομαι ότι οι σχέσεις του με το αδύναμο φύλο ήταν
πάντοτε επαγγελματικές… πολύ επαγγελματικές. Τα κοινωνικά σκάνδαλα
όμως το Βιομηχανικού Βορρά, παρ’ όλ’ αυτά δεν διεισδύουν στον
ραφινάτο κόσμο μας… ένα γεγονός, για το οποίο, πρέπει να ελπίζουμε,
δεν δίνει ένα ανάρμοστο πλεονέκτημα.
Ο Χορσχάιμ μπορεί πάντα να λύσει τα βάσανά του με λίγο δηκτικό
χιούμορ. Τυχερός άνθρωπος!
Φάραντ: Λοιπόν… τι θα αποφασίσουμε; Είναι πολύ αργά.
Χορσχάιμ: Τι θ’ αποφασίσουμε;…. καθώς τόσο απερίσκεπτα συνεχίζεις
να ρωτάς! Τι άλλο… θα αφήσω τον Τρέμπελ απ’ έξω.
Ο Φάρραντ- ευλογημένος να ‘ναι!- ξαφνιάζεται.
Φάραντ: Το εννοείς αυτό;
Χορσχάιμ: Αγαπητέ μου Τζορτζ… αν, ύστερα από αυτά που είπε ο
Μπλακμπόροου, φαντάζεσαι ότι σκοπεύει να με αφήσει να δημιουργήσω
ένα Υπουργικό Συμβούλιο με τον Τρέμπελ μέσα σε αυτό… θα πρέπει να
θαυμάσω την αθωότητά σου.
Φάραντ: Αλλά… Θεέ μου!... πρέπει να αφήνεις τον Μπλακμπόροου να
σε τρομοκρατεί; Άσε αυτόν έξω τότε.
Χορσχάιμ: Θα το ήθελα πολύ…. μαζί με τους φίλους του και τις
διασυνδέσεις του.
Φάραντ: Όχι… δεν μπορείς. Βάλε τον μέσα τότε, με τον Τρέμπελ… και
να επιβληθείς.
Χορσχάιμ: Κανένας ηγέτης που χρειάζεται να το κάνει αυτό, Τζόρτζ,
δεν πρέπει να το τολμά.
Φάραντ: Α, μην γίνεσαι παράδοξος… Είμαι κουρασμένος. Δεν
καταλαβαίνω πάντως… αν ο Ο’ Κόνελ δεν μιλήσει… τι περισσότερο
μπορεί να κάνει ο Μπλακμπόροου τώρα που δεν μπορούσε να κάνει
πάντα.
Χορσχάιμ: Δεν ξέρεις; Ο Μπράμπτον, που τον σιχαίνεται… ο Τσαρλς
εδώ, που έχει κάποιο πρεστίζ στα εκκλησιαστικά θέματα… και ο
Τρέμπελ, μέχρι να συμβεί όλο αυτό… ήταν ένας αρκετά δυνατός
συνδυασμός. Θα έπρεπε να υποκύψει σε αυτόν. Σπάσε αυτό τον
συνδυασμό… και να η ευκαιρία του… όπως το είδε.
Κάντιλουπ: Δεν είναι αυτό όμως που κάνει τόσο συναρπαστική την
πολιτική; Μια μεγάλη ευκαιρία… όπου κάθε περίσταση συνωμοτεί υπέρ
της. Ένα μικρό παραπάτημα… και όλα συνωμοτούν εναντίον της.
Χορσχάιμ: Χαίρομαι που το εκτιμάς αυτό, Τσάρλς.
Ο Χορσχάιμ πάει σε ένα γραφείο και αρχίζει να γράφει ένα γράμμα. Ο
Κάντιλουπ απαντάει από την άλλη πλευρά του δωματίου κάπως παθητικά.
Κάντιλουπ: Το ότι είπα ότι θα βγω απ’ έξω έκανε όλο το κακό, αυτό
εννοείς;
Ο Φάρραντ του επιτίθεται κάπως έντονα.
Φάραντ: Τι άλλο; Σου αξίζει, Τσαρλς, αν το Νομοσχέδιό σου
καταποντιστεί.
Κάντιλουπ: Αλλά ο Μπλακμπόροου είδε την κατάσταση νωρίτερα από
εμένα.
Χορσχάιμ: Ακόμα κι έτσι… ποτέ μην παίζεις το παιχνίδι του αντιπάλου
σου γι’ αυτόν. Το ταμπεραμέντο σου, Τσαρλς, είναι που σε οδηγεί στις
απανωτές ατυχίες.
Ο Φάρραντ σκέφτεται ότι φταίει κάπως και ο Χορσχάιμ.
Φάραντ: Γιατί τον έφερες εδώ ούτως ή άλλως;
Χορσχάιμ: Α… είναι τόσο ευέξαπτος σαν μια καλλονή που χάνει την
ομορφιά της. Αν τον είχα αφήσει απ’ έξω…! Όχι, όχι…. όχι, όχι, όχι!
Κολακεύοντάς τον για να φανεί μεγαλόψυχος… αυτή ήταν η μόνη
ευκαιρία.
Φάραντ: Φαντάζομαι ότι και ο ίδιος κυνηγάει το Θησαυροφυλάκιο.
Χορσχάιμ: Ναι… και θα το πάρει τώρα… δεν έχω κανένα άλλο. Όταν
είπες, Τζορτζ, ότι θα χάσουμε τον Μπράμπτον, κατέληξε στην τελική του
απαίτηση… δεν το πρόσεξες; Όχι… δεν το πρόσεξες.
Φάραντ: Μα… Θεέ μου… γιατί δεν με σταμάτησες;
Ο φτωχός Φάρραντ! Το παιχνίδι στρέφεται εναντίον του.
Χορσχάιμ: Καλύτερα να ξέρω που βρίσκομαι από σήμερα παρά σε μια
εβδομάδα από τώρα… και συντομότερα. Ποιος είναι ο αριθμός του
Τρέμπελ στην Μπέρκλεϊ στριτ.
Φάραντ: Σαράντα επτά.
Τότε και οι δύο αντιλαμβάνονται τι είναι αυτό το γράμμα. Πραγματικά
ένας πένθιμος αέρας γεμίζει την ατμόσφαιρα.
Κάντιλουπ: Γράφεις για να του το πεις;
Χορσχάιμ: Ναι.
Φάραντ: Τι θα έλεγες…. Να περιμέναμε λίγο; Κάτι μπορεί να συμβεί.
Χορσχάιμ: Όχι.
Φάραντ: Το μισώ αυτό.
Νοιώθουν ένοχοι και φαίνεται. Ο Χορσχάιμ γράφει την διεύθυνση στον
φάκελο.
Κάντιλουπ: Αλλά Σύριλ… ποιος θα βγάλει σε πέρας το Νομοσχέδιο;
Χορσχάιμ: Δεν ξέρω ακόμα. Δεν μπορώ… υπάρχει η περιπλοκή του FO.
Θα σε συμβούλευα να μείνεις στην άκρη και να αφαιρέσεις από εμάς
όποια κομμάτια του παλιού σχεδίου σε ενδιαφέρουν πολύ. Θα βρω
κάποιον.
Το λέει κάπως χαρούμενα. Πάντα έχει βρει κάποιον.
Φάραντ: Δεν με νοιάζει τόσο πολύ για το Νομοσχέδιο… αλλά πιο πολύ
με νοιάζει που κρεμάμε τον Τρέμπελ… την στιγμή μάλιστα που τον
βγάλαμε καθαρό από το πραγματικά μεγάλη ζημιά. Τι ηλίθιοι που
φαινόμαστε! Σίγουρα, Χορχάιμ, με την εξουσία σου…
Ο Χορσχάιμ έχει τελειώσει με το γράμμα και το κλείνει.
Χορσχάιμ: Νομίζω ότι έχεις μια ρομαντική εικόνα για το αξίωμά μου
και, κατά συνέπεια… αν και δεν παραπονιέμαι… μια καθόλου ρομαντική
εικόνα για μένα. Ποια εξουσία κάνει τους άντρες πιο ικανούς… ή πιο
τίμιους… ή λιγότερο εγωιστές απ’ ότι είναι. Πρέπει να ταιριάξω όλους
εσάς μαζί… και ενάντια… ο ένας στον άλλο, έτσι ώστε από την ουσία
των διαφορών σας θα βγει, αν είναι δυνατόν, λίγη δύναμη για να κάνουμε
κάτι. Η τέχνη του όλου πράγματος βρίσκεται στο να έχω άμεση αντίληψη
για το τι δεν θα λειτουργήσει έτσι ώστε προτού να τσακωθούμε όλοι
ανεπανόρθωτα να σας στρέψω σε κάτι άλλο που να μπορεί να
λειτουργήσει. Να το στείλω με το ταχυδρομείο… ή κάποιος από εσάς θα
μπορούσε να φροντίσει να το λάβει απόψε το βράδυ.
Φάραντ: Δεν πρόκειται να τον αντιμετωπίσω.
Χορσχάιμ: Ο αγαπητός Θείος Μαρκ με πήρε σας γραμματέα του όταν
ήμουν μόλις εικοσι- τριών ετών… και μου δίδαξε πώς να κοιμίζω τις
πολιτικές μου αυταπάτες. Ακόμα όμως στα εξήντα πέντε μου μπαίνω
στον πειρασμό να δοκιμάσω αυτό το κάπως φανταστικό χτύπημα… και
αποτυγχάνω. Δεν ξαφνιάζομαι. Αλλά ο υπολογισμός ήταν τόσο ωραίος…
τόσο ωραίος συνδυασμός ασυμβατοτήτων! Τι θρίαμβος… και πόσο
διασκεδαστικό… να το φέρω σε πέρας! Μπορείς σε παρακαλώ να το
ταχυδρομήσεις στο κουτί στην γωνία καθώς περνάς;
Βρήκε ένα γραμματόσημο στο βιβλίο τσέπης του και το κολλάει προσεχτικά
πάνω στον φάκελο. Αλλά αυτές οι κινήσεις κάνουν τον Φάραντ να μην
νοιώθει άνετα, καθώς αισθάνεται βάρβαρος.
Φάραντ: Απλά ελπίζω ο Τρέμπελ να μας κάνει τον βίο αβίωτο στην
επόμενη συνεδρίαση… αυτό μόνο.
Κάντιλουπ: Τι θα του συμβεί, αναρωτιέμαι, Σύριλ;
Χορσχάιμ: Δεν μπορώ να ξέρω. Οι καριέρες των περισσότερων αντρών
εξελίσσονται κλιμακωτά… και αν χάσουν την στιγμή τους το καλύτερο
από αυτούς μπορεί να βουλιάξει πάλι στην ανυπαρξία. Κρίμα σε αυτή
την περίπτωση… κρίμα. Πριν φύγεις, Τσαρλς, είναι και κάτι άλλο που θα
ήθελα να συζητήσω μαζί σου. Το πορτρέτο του Τζιορτζιόνε. Η μητέρα
σου δεν πρέπει να το πουλήσει.
Βρίσκουν τον δρόμο τους προς την πόρτα. Ο Φάρραντ, στην
πραγματικότητα, έχει ήδη ξεκινήσει να κατεβαίνει. Αλλά τα δύο ξαδέλφια
σταματούν στην πόρτα.
Φάραντ: Χρειάζεται, όμως, τα λεφτά.
Χορσχάιμ: Είναι, όμως, αντίγραφο, σε διαβεβαιώνω. Το πραγματικό
βρίσκεται στο Χολκροφτ. Ο πατέρας μου, μου είπε όλη την ιστορία. Ο
Φοθερινγκχαμ το πήρε από την θεία Τζέην. Είχε πάθει εξάρτηση με τους
πίνακες αφού πέρασε τα εξήντα. Αυτή πρέπει να ήταν ερωμένη του,
χωρίς αμφιβολία… και οι μετέπειτα σχέσεις του είναι ακατονόμαστες.
Κάθε είδους αναφορά σε αυτούς έπρεπε να κοπεί από το Κρίβεϊ και…
πως λέγεται το άλλο βιβλίο;
Φάραντ: Αλλά η μητέρα μου πρέπει να πληρώσει τους φόρους της.
Χορσχάιμ: Λοιπόν… αν προσπαθήσει να πουλήσει τον πίνακα όλες
αυτές οι παλιές ιστορίες θα βγουν στην επιφάνεια. Θα είναι πολύ
δυσάρεστο γι’ αυτήν….
Βγαίνουμε και οι δύο μαζί συζητώντας.
ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Την επόμενη μέρα το πρωί τον βρίσκει εκεί. Δεν έχει κουνηθεί απ’ ότι
φαίνεται. Η φωτιά έχει σβήσει, τα φώτα έχουν σβήσει. Μέσα από το
παράθυρο, με τις τραβηγμένες κουρτίνες του, φαίνεται ο γκρίζος
φθινοπωρινός ουρανός του Λονδίνου. Η Φράνσις διέκοψε το ντύσιμό της
και έχει πετάξει ένα σάλι πάνω της για να κατέβει. Η νύχτα έχει διαλύσει
την αυτοκυριαρχία της, αλλά έχει βάλει και αυτός το χέρι του.
Φράνσις: Χένρυ!
Τρέμπελ: Ναι;
Φράνσις: Η Μπέρθα μου είπε ότι δεν πήγες στο κρεβάτι σου όλη τη
νύχτα.
Τρέμπελ: Έχει δίκιο. Μπήκε για να φτιάξει το δωμάτιο. Φοβάμαι ότι την
αναστάτωσα.
Φράνσις: Περίμενα να σε ακούσω να ανεβαίνεις. Κατέβηκα κάτω μια
φορά για να ακούσω. Μετά αποκοιμήθηκα. Σε πήρε ο ύπνος εδώ κάτω;
Τρέμπελ: Όχι… δεν έχω κοιμηθεί.
Φράνσις: Πρέπει να μάθω τι συμβαίνει. Ποιο ήταν το μήνυμα; Τι έχει
συμβεί;
Τρέμπελ: Το μήνυμα δεν ήρθε. Ίσως να έρθει κάποιο γράμμα. Έχουν
έρθει;
Φράνσις: Ναι… δεν ξέρω… τα δικά σου τα βάζουμε στο δωμάτιο του
Ουόλτερ.
Πάει προς το μικρό δωμάτιο και επιστρέφει με ένα πάκο από καμιά
εικοσαριά γράμματα. Την βρίσκει με το κεφάλι κατεβασμένο, το πρόσωπο
κρυμμένο, και δεν σηκώνει το κεφάλι της. Καθώς την βλέπει έτσι, ξαφνικά
σαράντα χρόνια εξαφανίζονται: γιατί τόσος καιρός έχει περάσει από τότε
που την ξαναείδε έτσι στην παλιά αίθουσα του παιδικού σταθμού,
θρηνώντας παιδικά. Και η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη.
Τρέμπελ: Αγαπητή μου… μην κλαις. Πέρασες κι εσύ μια δύσκολη
νύχτα… και ποιο το όφελος;
Φράνσις: Δεν κλαίω. Ποτέ δεν κλαίω.
Τρέμπελ: Τι είναι τότε;
Φράνσις: Νομίζω ότι προσπαθούσα να προσευχηθώ.
Τρέμπελ: Βοήθησέ με να ψάξω αυτά τα γράμματα. Το πράγμα μπορεί να
έχει ήδη κανονιστεί…. δεν ωφελούν οι προσευχές.
Της δίνει τα μισά από τα γράμματα και αρχίζουν να τα ανοίγουν.
Φράνσις: Αλλά είμαι ακόμα θυμωμένη, φοβάμαι. Όταν είπες ότι δεν
μπορούσα να σε βοηθήσω… να και, ο Θεός μου μάρτυρας, το ήξερα!...
με θύμωσε το ότι το είπες. Αλλά εάν δεν θύμωνα θα πονούσε τόσο πολύ.
Μπορείς τώρα να μου πεις τα γεγονότα όσον αφορά την Έιμι Ο’ Κόνελ.
Μηχανικά, καθώς του το ζητάει, ανοίγει και κοιτάει τα γράμματα,
βάζοντάς τα σε μια οργανωμένη στοίβα, σκίζοντας τους φακέλους.
Εκείνος, καθώς της απαντάει, κάνει το ίδιο.
Τρέμπελ: Ναι…ήταν δικό μου παιδί.
Φράνσις: Είμαι τελείως ηλίθια, φαντάζομαι. Ποτέ δεν μάντεψα ότι
ήσουν ερωτευμένος μαζί της.
Τρέμπελ: Δεν ήμουν.
Φράνσις: Αυτή με σένα, τότε.
Τρέμπελ: Δεν κράτησε πολύ. Το μικρό τέρας!
Το πράγμα είναι πιεσμένο από αυτόν. Απελευθερώνει τον θυμό της.
Φράνσις: Χένρυ… πως μπορείς να μιλάς τόσο χυδαία γι’ αυτήν… τώρα;
Τρέμπελ: Είναι η αλήθεια.
Φράνσις: Ό,τι ήταν αυτή ήσουν κι εσύ. Και αυτή έχει πληρώσει.
Τρέμπελ: Εγώ έχω να πληρώσω. Ό,τι έχει κάνει εκτός από αυτό… θα το
αντιμετώπιζα. Ας τελειώσουμε με αυτά τα γράμματα.
Ο θυμός της εξαντλείται. Το άνοιγμα των γραμμάτων έχει σταματήσει.
Μηχανικά ξεκινάνε ξανά.
Φράνσις: Αν την αγαπούσες… μονάχα λίγο…. αυτή ίσως να εύρισκε το
κουράγιο να το αντιμετωπίσει.
Σε αυτό γυρίζει προς το μέρος της με μια ξαφνική καυστική αβεβαιότητα.
Τρέμπελ: Το πιστεύεις αυτό;
Είναι έντιμη.
Φράνσις: Όχι. Είμαστε αυτό που είμαστε, φαντάζομαι.
Τρέμπελ: Ε, τότε ας αφήσουμε τις τυπικές κουβέντες.
Φράνσις: Η Αγγλικανική Λεγεώνα σου ζητάει να δειπνήσεις μαζί τους…
και να βγάλεις και έναν λόγο.
Τρέμπελ: Άσε το εκεί…. μπορεί να το απαντήσει ο Ουόλτερ.
Το γράμμα της θυμίζει…
Φράνσις: Αλλά τι θα συμβεί; Θα το μάθει ο κόσμος;
Τρέμπελ: Μέχρι τώρα την έχω γλιτώσει.
Φράνσις: Αυτό γράφει πάνω Προσωπικό.
Τρέμπελ: Γράμμα που θα μου ζητάνε κάτι πιθανότατα!
Φράνσις: Ω… εγώ ξέρω τι ήταν εκείνη. Αλλά εσύ που απεχθανόσουν τις
καλύτερες από εμάς… και το καλύτερο μέσα σε μας…. εσύ να πιαστείς
στην παγίδα από ό,τι φθηνότερο μπορεί να παρουσιάσει το γυναικείο
φύλο.
Η Φράνσις δεν κατανοεί, ίσως, πλήρως την ανδρική φύση. Ο Τρέμπελ
(ακόμα και αυτή την στιγμή) δεν της τα λέει όλα.
Τρέμπελ: Το καλύτερο ή το χειρότερο από εσάς, αγαπητή μου… αν όλες
σας δεν πηγαίνατε όπως σας έρθει και ακολουθούσατε τον ευθύ δρόμο…
θα ξέραμε κι εμείς που βρισκόμασταν μαζί σας.
Φράνσις: Αυτό είναι από τον κύριο Χορσχάιμ… πάντα έχει τα αρχικά
του στους φακέλους του, έτσι δεν είναι;
Την ζητάει το γράμμα (με μια χειρονομία) έντονα, και ακόμα, θα έλεγε
κανείς, αδιάφορα. Αλλά αυτό δεν είναι αδιαφορία, είναι κάτι πολύ πιο
δύσκολο να επιβιώσει, αποστασιοποίηση. Ο Τρέμπελ έχει τώρα ένα ήρεμο
αλλά ειλικρινές ενδιαφέρον- για κάποιου άλλου τις υποθέσεις.
Φράνσις: Ας μην τσακωνόμαστε… τώρα, αυτό έχει τον γραφικό
χαρακτήρα του ξαδέλφου Ρόμπερτ.
Του δίνει άλλο ένα γράμμα. Ρίχνει μια ματιά στο σημείωμα του Χορσχάιμ,
που έριξε στο γραμματοκιβώτιο το προηγούμενο βράδυ ο Φάρραντ.
Τρέμπελ: Ευχαριστώ. Ο Χορσχάιμ δεν θα με χρησιμοποιήσει στην
κυβέρνηση.
Φράνσις: Α! Αυτό είναι το επακόλουθο;
Η Φράνσις μένει βουβή με τα νέα. Έχοντας τελειώσει με το γράμμα του
Χορσχάιμ στρέφεται στο γράμμα του ξαδέλφου Ρόμπερτ.
Τρέμπελ: Λοιπόν….έγινε. Ο Ρόμπερτ λέει ότι μοιάζει να έχει περάσει
πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε την ευχαρίστηση να με
δει στο Ουίνφιλντ… αλλά τώρα που είμαι πιο σπουδαίος παρά ποτέ
πρέπει φυσικά να είμαι πολύ απασχολημένος. Αλλά και αυτός ήταν
απασχολημένος… έκανε ένα μπαζάρ για να μαζέψει λεφτά για το κλαμπ
των γιων του. Και έχουν βάλει καινούργιες ταπετσαρίες σε όλο το
σπίτι… εκτός από τα δωμάτια των υπηρετών που τα είχαν φτιάξει πριν
από έξη χρόνια… και έτσι το σπίτι βρισκόταν σε μια αναστάτωση. Και η
Μαίρη σου στέλνει την αγάπη της και ελπίζει ότι δεν έχουν επιστρέψει οι
ρευματισμοί σου. Και αναρωτιέται ο Ρόμπερτ, αν καταφέρει να βρει
χρόνο να έρθει στην πόλη, αν θα ήθελα να κάνω μια κουβεντούλα ένα
απόγευμα μαζί του για τα σχέδιά μου για την Αναίρεση της Αναγνώρισης.
Γιατί, εξάλλου, οι πρακτική του εξάσκηση στην δουλειά μιας επαρχιακής
παροικίας…
Αργά- καθώς είναι κουρασμένη και τα συναισθήματά της είναι
καθηλωτικά- ολόκληρο το φάσμα της καταστροφής αποκαλύπτεται
μπροστά στα μάτια της Φράνσις. Και η αποστασιοποίησή του από αυτό
είναι αυτό που την τρομάζει περισσότερο.
Φράνσις: Μη, Χένρι… μη! Δεν το αντέχω!
Τρέμπελ: Μα έχει δίκιο. Θα έπρεπε να μιλήσω μαζί του. Και παραμένει
ο αγαπημένος μου ξάδελφος. Έχει την πιο τακτική μικρή υπογραφή.
Σιωπή.
Φράνσις: Ο κύριος Χορσχάιμ είναι απόλυτος;
Τρέμπελ: Είχε αυτή τουλάχιστον την ευγένεια.
Φράνσις: Ήταν αναπόφευκτο; Γιατί… αν δεν πρόκειται να υπάρξει
σκάνδαλο;
Τρέμπελ: Ένα σκάνδαλο που έχει καταπνιγεί είναι χειρότερο από ένα
σκάνδαλο. Τότε είσαι στο έλεος του οποιουδήποτε. Αυτή είναι η
δικαιολογία τους… αλλά δεν είναι και ο λόγος τους που με
ξεφορτώνονται. Όχι… το ήξερα! Τους έβαζα σε μεγάλη δοκιμασία. Όταν
παίρνεις τον δύσκολο δρόμο δεν σου συγχωρείται ούτε ένα
στραβοπάτημα…. ο πιο εύκολος κόσμος είναι σε μια φυσική συνωμοσία
εναντίον σου.
Φράνσις: Αλλά ο κύριος Χορσχάιμ πίστεψε και εσένα…. και το σχέδιό
σου.
Τρέμπελ: Σχεδόν. Αλλά θα τον δυσκόλευα πολύ.
Φράνσις: Θα διαλυθεί σε κομμάτια χωρίς εσένα.
Τρέμπελ: Θα μπαλώσουνε κάτι…. θα μπουρδουκλώσουνε κάπως τα
πράγματα.
Φράνσις: Το καλύτερο κομμάτι του φαινότανε πολύ καλό για να είναι
αληθινό.
Τρέμπελ: Αν ήμουν Θεός αυτή είναι η μοναδική βλασφημία που δεν θα
συγχωρούσα.
Από την εκδικητική δύναμη αυτού θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει ακόμα
ελπίδα σε αυτό τον άντρα. Και- παρ’ όλο που μπορεί και η ίδια να μην το
αντιλαμβάνεται- της εμπνέει μια μικρή χαραμάδα ελπίδας.
Φράνσις: Λοιπόν, χρυσέ μου…. τι θα γίνει τώρα; Όλα αυτά θα πέσουν
βαριά πάνω σου για λίγο. Αλλά ακόμα βλέπω πενήντα μέλλοντα για
σένα.
Ο Τρέμπελ σχεδόν διασκεδάζει, είναι τόσο εύκολο να έχεις ελπίδα για
άλλους.
Τρέμπελ: Αλήθεια;
Φράνσις: Είσαι ελεύθερος σκοπευτής ξανά. Έφτιαξες το όνομά σου
πολεμώντας τους πολλούς.
Αλλά κάπως δεν ακούγεται τόσο ελπιδοφόρο.
Τρέμπελ: Δεν ταξιδεύουμε τον ίδιο δρόμο δύο φορές…. εκτός σαν
φαντάσματα. Α… ακόμα θα μπορούσα να κάνω ένα επιτυχημένο σόου.
Να τους εκδικηθώ! Δεν υπάρχει λόγος. Όχι. Τελείωσα. Έφτασα στο
τέλος. Ο Ουόλτερ θα τελειώσει τα γράμματα.
Το λέει όλο αυτό τόσο απλά που μπορεί να εννοεί λίγο- ή πολύ.
Φράνσις: Στο τέλος;
Τρέμπελ: Απ’ όσο μπορώ να δω.
Και η απρόσεχτη απλότητα αυτού είναι ύποπτη.
Φράνσις: Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει με σένα… αυτό που κάποιος
μπορεί να φοβόταν ότι σημαίνει. Εξάλλου… αν σήμαινε, δεν θα μου το
έλεγες, έτσι δεν είναι; Αλλά ξέρω το συναίσθημα. Μας έχει κυριεύσει
όλους κάποιες στιγμές. Είναι ένα σημάδι, παρ’ όλ’ αυτά, ότι το χειρότερο
πέρασε.
Στρέφεται προς αυτήν με έναν περίεργο αέρα ευγενικής, ψυχρής επίπληξης.
Τρέμπελ: Εάν σου εκμυστηρευτώ κάτι… για πρώτη φορά!... καλύτερα
να πιστέψεις ότι εννοώ αυτό που λέω.
Φράνσις: Αλλά αυτή η δουλειά… έφτασε να σημαίνει τα πάντα για
σένα;
Τρέμπελ: Περισσότερο.
Φράνσις: Περισσότερο;
Τρέμπελ: Ναι. Ποτέ, μέχρι τώρα, δεν είχα αφιερωθεί κάπου
ολοκληρωτικά. Έχει μια τρομακτική χαρά όταν το κάνεις αυτό… να
γίνεις κομμάτι ενός σκοπού μεγαλύτερου από εσένα. Μια άλλη δύναμη
προστίθεται στην δική σου… είναι μυστήριο. Αλλά έχει σαν συνέπεια,
βλέπεις, χάνοντας τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το πράγμα… η απώλειά
του με αφήνει νεκρό.
Υπάρχει ένα είδος λογικής σε αυτό που φαίνεται να μιλάει ένα συγχυσμένο
μυαλό. Τον κοιτάει έντρομη, μα η φωνή της είναι ήρεμη, παρηγορητική.
Φράνσις: Ναι… καταλαβαίνω. Αλλά αυτά είναι μόνο λόγια.
Τρέμπελ: Το πιστεύεις αυτό; Ο θάνατος είναι ένα γεγονός που
αντιμετωπίζεται. Και τι είναι αυτό που πεθαίνει; Ένας μπορεί να είναι
νεκρός για χρόνια… και ποιος θα το προσέξει… εάν εξακολουθήσει να
εμφανίζεται δημόσια; Δεν υπάγεται στους τρόπους της καλής
συμπεριφοράς να το προσέξει κάποιος. Αλλά γιατί να πιάνεις τον χώρο;
Κάποτε άκουσα τέσσερις γιατρούς… και τον Γκίλμπερτ ανάμεσά τους…
να διαφωνούν για το λεπτό, το ακριβές λεπτό, όταν έχουν το δικαίωμα να
πουν: Αυτός είναι ο θάνατος. Σκέφτηκα ότι το πτώμα πρέπει να ξέρει.
Και μετά από μερικές μέρες… και νύχτες… περίσκεψης, έχω την γνώμη
ότι για όλα τα θέματα που έχουν σημασία για μένα είμαι νεκρός.
Φράνσις: Είσαι άρρωστος. Και το να υποφέρεις είναι τόσο ασυνήθιστο
για σένα.
Τρέμπελ: Δεν υποφέρω…. καμία σχέση. Όταν κάποιος υποφέρει, ζει,
υποθέτω.
Φράνσις: Τότε υπάρχει μια βαθύτερη πληγή. Είναι ο θάνατός της που σε
στοιχειώνει; Αλλά δεν την αγάπησες, μου είπες.
Της απαντάει λίγο κουρασμένα: τι δουλειά έχουν οι νεκροί με τέτοια θνητά
θέματα;
Τρέμπελ: Δεν μπορείς να μου το συγχωρέσεις αυτό; Πολύ δύσκολα είχες
συγχωρέσει αν την είχα ερωτευθεί.
Φράνσις: Α… μπορώ να γίνω αναίσθητη όσον αφορά αυτήν… αν σε
βοηθάει. Τι ήταν εξάλλου για σένα εκτός από μια ποταπή απόλαυση; Και
δεν άξιζε για κάτι περισσότερο! Ας την ξεχάσουμε, τότε.
Τρέμπελ: Συνέχεια σκέφτομαι το παιδί.
Φράνσις: Αυτό είναι το πρόβλημα;
Τρέμπελ: Γιατί… δεν είναι σωστό να είναι;
Αυτό, όσο κι αν φαίνεται περίεργο είναι ένα νέο και απροσδόκητο φως στο
θέμα για την Φράνσις. Αλλά, σίγουρα, δεν μπορεί να υπάρξει κανένα
αθεράπευτο πρόβλημα εδώ.
Φράνσις: Αγαπητέ μου… ήταν φρικτό… αυτό που έκανε… φρικτά
λάθος. Εξάλλου, όμως…. Πολλά μωρά δεν γεννιούνται. Πρέπει να το
δούμε πρακτικά.
Ένα συμπονετικό μικρό χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη του, και χάνεται.
Τρέμπελ: Οι γυναίκες το κάνουν… γιατί είναι υποχρεωμένες… ποιος θα
μπορούσε να τις κατηγορήσει; Αλλά η δουλειά των αντρών είναι αυτή
της ψυχής. Και αν αυτή η καινούργια δύναμη που γεννιόταν μέσα μου
σκοτώθηκε… τόσο ακόλαστα όσο αυτή αρνήθηκε την ζωή σε εκείνο το
παιδί…! Θα προτιμούσα να πιστεύω ότι η Μοίρα θα μπορούσε να είναι
τόσο επιδέξια στην εκδίκηση.
Τι απάντηση μπορεί να δώσει;
Φράνσις: Αυτό είναι τρελό! Είναι τρελό!
Με διαφορετικά μέτρα από την ακμάζουσα λογική μας η ζωή μου μπορεί
επίσης να μην έχει περισσότερη αξία απ’ όσο αυτό το ενοχλητικό
κομμάτι πλάσματος.
Μια ώρα αργότερα (το δωμάτιο έχει μαζευτεί) βρίσκουμε τον Ουέτζκροφτ
να κάθεται στο μεγάλο τραπέζι και να γράφει ένα γράμμα. Η Φράνσις,
κανονικά ντυμένη τώρα, έρχεται πάνω και στέκεται δίπλα του
περιμένοντάς τον να τελειώσει. Αλλά δεν την αφήνει να περιμένει για πολύ.
Όταν μιλάει υπάρχει θάνατος στην φωνή της, και στο πρόσωπό της- αν και
όχι ο δικός της θάνατος.
Ουέτζκροφτ: Ναι;
Φράνσις: Ο κύριος Χορσχάιμ είναι κάτω… και δεν μπορώ να τον δω…
δεν μπορώ! Έχει έρθει για να συλλυπηθεί, φαντάζομαι. Τι γράφεις;
Ουέτζκροφτ: Μόνο ένα σημείωμα… σε έναν αστυνομικό επιθεωρητή.
Εντάξει… θα δω εγώ τον Χορσχάιμ.
Φράνσις: Πήρα το ρεβόλβερ από το χέρι του. Ήταν λάθος…. μήπως δεν
έπρεπε να το αγγίξω;
Ουέτζκροφτ: Όχι, φυσικά και όχι! Πρέπει να μείνεις μακριά από αυτό το
δωμάτιο. Θα έπρεπε να είχα κλειδώσει την πόρτα.
Φράνσις: Συγγνώμη. Δεν άντεχα, για κάποιο λόγο, να βλέπω το
ρεβόλβερ στο χέρι του. Δεν θα ξαναμπώ. Δεν είναι πια εκεί μέσα στο
δωμάτιο, έτσι δεν είναι; Αλλά το πνεύμα πρέπει να μένει δίπλα στο σώμα
για λίγο, δε νομίζει. Και το πρόσωπό του είναι τόσο ήρεμα ακίνητο.
Ουέτζκροφτ: Σσσς!.... Σσσς!
Απλώνει ένα τρυφερό χέρι προς το μέρος της, και καταφέρνει να
συγκρατήσει και πάλι τον εαυτό της. Η λαίδη Τζούλια Φάρραντ έχει μπει
σιωπηλά μέσα στο δωμάτιο. Στέκεται για ένα λεπτό, συμπονετικά σιωπηλή,
μέχρι που η Φράνσις, έχοντας ξανά τον έλεγχό της, να στραφεί προς το
μέρος της. Η συμπόνια την κάνει να παραλύσει και πέφτει στην αγκαλιά
της λαίδη Τζούλια.
Φράνσις: Τζούλια!
Λαίδη Τζούλια: Ω… αγαπητή μου φίλη…. Φτωχή μου φίλη! Έφερα
στον Σύριλ Χορσχάιμ. Ένοιωσε ότι έπρεπε να έρθει.
Ουέτζκροφτ: Θα τον δω εγώ.
Μιλάει απότομα. Η συμπόνια του δεν είναι καθόλου τέτοιου είδους. Έχει
τελειώσει το γράμμα του. Σηκώνεται και πάει κάτω. Η λαίδη Τζούλια
καθίζει την Φράνσις και κάθεται και η ίδια δίπλα της.
Λαίδη Τζούλια: Μην προσπαθείς να μιλήσεις. Ο Ουόλτερ μου είπε… τι
έχει συμβεί.
Αλλά η Φράνσις είναι και πάλι ο εαυτός της.
Φράνσις: Δεν με πειράζει να μιλήσω. Ήμουν στο υπνοδωμάτίο μου όταν
άκουσα τον πυροβολισμό. Καθόμασταν εδώ μαζί πριν από λιγότερο από
δέκα λεπτά.
Λαίδη Τζούλια: Μα γιατί… αχ, γιατί; Όχι γιατί έχασε την ευκαιρία να
πάρει ένα υπουργείο; Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ω…. δεν θα ήθελα ο
Σύριλ Χορσχάιμ να σκεφτεί κάτι τέτοιο! Και εάν ακόμα το σκάνδαλο είχε
βγει προς τα έξω… σήμερα όλα ξεχνιούνται τόσο γρήγορα. Κανείς δεν
φανταζόταν ότι ο θάνατός της θα τον αναστάτωνε τόσο πολύ.
Η Φράνσις ρίχνει μια εξεταστική ματιά στην φίλη της, που τώρα,
πραγματικά, φαίνεται πιο συγχυσμένη- σίγουρα πιο ανέτοιμη- από την ίδια.
Φράνσις: Ήξερες… για την Έιμι;
Λαίδη Τζούλια: Κανείς δεν ήξερε, φυσικά… και δεν θα μπορούσε να
κρατήσει πολύ. Αλλά πάντοτε της άρεσε να επιδεικνύει τις κατακτήσεις
της. Ο κόσμος το κουτσομπόλευε για μία ή δύο εβδομάδες.
Φράνσις: Δεν το ήξερα. Γιατί δεν μου το είπες; Μπορεί και να την είχα
σώσει.
Λαίδη Τζούλια: Αγαπητή μου… πώς; Εξάλλου, ποτέ δεν ήθελες να
ξέρεις… τέτοιου είδους πράγματα.
Η Φράνσις κάθεται σιωπηλή για λίγο. Μετά ξανακοιτάζει την λαίδη
Τζούλια. Αλλά όχι ερωτηματικά πια, σαν αν έχουν απαντηθεί όλες οι
ερωτήσεις της.
Φράνσις: Δεν θα έπρεπε ποτέ να είχαμε καμία σχέση μαζί σου,
Τζούλια… όχι, με κανέναν από εσάς… αυτός ή εγώ. Δεν ήμασταν σαν κι
εσάς, φοβάμαι. Θα φύγεις τώρα, σε παρακαλώ;
Κανένα ίχνος θυμού δεν υπάρχει στην φωνή της. Αλλά η λαίδη Τζούλια
είναι εντυπωσιασμένη, πληγωμένη και δεν ξέρει τι να πει.
Λαίδη Τζούλια: Φράνσις…. Αγαπητή μου Φράνσις!
Φράνσις: Α… είμαι σίγουρη ότι με συμπαθείς πολύ. Δεν είσαι άκαρδη…
εσύ και οι υπόλοιποι από εσάς…. ούτε υποκριτές… ούτε καν τόσο
εγωιστές όσο μπορείς να είσαι εσύ. Γιατί απλά πρέπει να είστε άπληστοι,
έτσι δεν είναι, για τα πράγματα που χρειάζεστε από τους ανθρώπους που
μπορούν να σας βοηθήσουν να παραμείνετε εκεί που είστε; Και τον
χρησιμοποιήσατε σωστά. Πάντα ήσουν ευγενική μαζί μου, Τζούλια…. Κι
εγώ σε συμπαθώ, επίσης. Ποτέ δεν έχασα το μυαλό μου, έτσι δεν είναι,
μέσα στον κόσμο της κολακείας σου; Ούτε κι αυτός! Και οι δύο ξέραμε
την αξία του, νομίζω… και την δική μας αξία σε σένα. Αλλά παρ’ όλ’
αυτά, υποθέτω, δεν ήμασταν αρκετά σοφοί στα ζητήματα της καρδιάς.
Και τώρα είναι νεκρός εξαιτίας τους. Ναι… λυπάσαι, είμαι σίγουρη…
και είσαι ακόμα ευγενική. Αλλά ήταν η μισή μου ζωή… και περισσότερο.
Επομένως μπορείς να μας αφήσεις να αποξενωθούμε για λίγο, σε
παρακαλώ;
Η λαίδη Τζούλια, συγκροτημένη ξανά, με καλοσύνη, αξιοπρέπεια, με
πραγματική καλοσύνη και αγάπη, της δίνει αυτή που είναι σίγουρα η
σωστή απάντηση.
Λαίδη Τζούλια: Αγαπητή μου Φράνσις…. δεν υπάρχει τίποτα που να
μην μπορείς να πεις σε μένα… και πάνω στον θυμό… αν αυτό σου
απαλύνει τον πόνο. Απλά να μην σκεφτείς ότι αυτά που έχουν ειπωθεί
έτσι είναι αληθινά… γιατί τότε το ότι τα είπες κάνει τον πόνο ακόμα
χειρότερο αργότερα.
Σαν να έχει σημασία το ότι πονάει! Σαν να (σκέφτεται η Φράνσις)
οτιδήποτε πουν ή κάνουν ή νοιώσουν θα το φέρει πίσω! Αλλά το μόνο που
λεει είναι…
Φράνσις: Δεν είμαι θυμωμένη.
Ο Ουόλτερ Κεντ εμφανίζεται στις σκάλες και πάει στο γραφείο του. Ο
Ουέτζκροφτ τον ακολουθεί και έρχεται να πάρει το γράμμα που έγραφε.
Ουέτζκροφτ: Ο Χορσχάιμ φεύγει. Μου ζήτησε να σου πω ότι είναι
σίγουρος πως θα μπορέσει να κρατήσει το χειρότερο μακριά από τις
εφημερίδες. Σκέφτηκε ότι θα μένατε με την Φράνσις, λαίδη Τζούλια.
Μήπως θα μπορούσε να έχει το αυτοκίνητό σας;
Υπάρχει κάτι σε όλο αυτό, και στον τόνο του, που δεν υποστηρίζει, κάπως,
την φήμη του Χορσχάιμ για συμπόνια- για την οποία η λαίδη Τζούλια
μιλάει τόσο τρυφερά.
Λαίδη Τζούλια: Αλλά είναι τρομερά αναστατωμένος, έτσι δεν είναι; Τον
έχετε ξαναδεί ποτέ τόσο αναστατωμένο;
Ουέτζκροφτ: Ποτέ.
Ο αγαπητός Γκίλπμερτ Ουέτζκροφτ είναι πραγματικά αδιάλλακτος.
Σηκώνεται να φύγει.
Λαίδη Τζούλια: Στείλε να με καλέσουν σύντομα, αγαπητή μου Φράνσις.
Πες στον Ουόλτερ να το κάνει. Θα τον κρατήσεις εδώ να σε βοηθήσει,
έτσι δεν είναι; Είναι καταρρακωμένος.
Φράνσις: Ναι. Ευχαριστώ, Τζούλια. Είσαι πολύ ευγενική.
Τυχαίνει να το λέει κάπως μηχανικά, η σκέψεις είναι στο δωμάτιο στο
πάνω πάτωμα. Αλλά η φτωχιά λαίδη Τζούλια γεμίζει με αυτό
συνειδητοποίηση και λέει με αποδοκιμαστική διαμαρτυρία….
Λαίδη Τζούλια: Όχι… όχι απλά ευγενική! Πίστεψέ το… προσπάθησε να
πιστέψεις πάλι σε μένα, Φράνσις… σε παρακαλώ!
Φράνσις: Ναι, ναι… θα το πιστέψω.
Αν μονάχα έφευγε! Φεύγει, κάπως πληγωμένη αλλά γεμάτη συμπόνια όπως
ακριβώς ήρθε. Η ευθύτητα του Ουέτζκροφτ είναι μια παρηγορητική
αλλαγή.
Ουέτζκροφτ: Μην αφήσεις κανένα άλλο να σε αναστατώσει. Θα
επιστρέψω και θα φροντίσω τα πάντα. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω… για
μια ώρα.
Φράνσις: Για την άλλη ανάκριση;
Ουέτζκροφτ: (χωρίς να το θέλει)Ναι.
Φράνσις: Ναι, φυσικά
Ο Ουέτζκροφτ, σε αυτό το σημείο, νοιώθει ότι θα έπρεπε να είναι δίκαιος
με τον Χορσχάιμ, που τον είχε- χωρίς να το θέλει- θυμώσει λιγάκι.
Ουέτζκροφτ: Ο Χορσχάιμ κατηγόρησε πικρά τον εαυτό του… και είμαι
πολύ, πολύ αναστατωμένος. Αγαπητή μου Φράνσις… έχεις αντέξει
αρκετά για είκοσι ανθρώπους.
Φράνσις: Όχι, είμαι σοκαρισμένη. Θα συνέλθω… και θα πονάει… και
παρ’ όλ’ αυτά θέλω να πονάει. Τότε θα αναρωτιέμαι γιατί το έκανε. Τώρα
ξέρω… αμυδρά.
Ουέτζκροφτ: Αλήθεια;
Φράνσις:Γιατί….αν το σκεφτείς, Γκίλμπερτ…η ζωή είναι υπερτιμημένη.
Ο Ουέτζκροφτ, που δεν θα παίξει τον επαγγελματία παρηγορητή, δεν λέει
τίποτε άλλο και φεύγει. Καθώς περνάει ο Ουόλτερ βγαίνει από το δωμάτιό
του και οι δυο τους χαιρετιούνται.
Γειά.
Ουόλτερ Κεντ: Γειά.
Ο Ουόλτερ έχει κάποια χαρτιά στα χέρια του που τα φέρνει, χωρίς να
σκέφτεται ακριβώς τον λόγο, για να τα βάλει στο γραφείο του Τρέμπελ.
Είναι ξεκάθαρο ότι κλαίει. Βλέπει την Φράνσις να κάθεται εκεί σιωπηλή,
ακίνητη. Βγάζει έναν λυγμό…
Ουόλτερ Κεντ: Τι εγωιστικό από μέρους μου να γελοιοποιηθώ μπροστά
σας.
Φράνσις: Όχι, Ουόλτερ, όχι…. κι εγώ θα κλάψω όταν μπορέσω.
Ουόλτερ Κεντ: Δεν θρηνώ… είμαι θυμωμένος. Δεν θέλω να ψιθυρίζω
και να κρύβω πράγματα. Θα ήθελα να βγω στους δρόμους και να
φωνάξω ότι είναι νεκρός… ότι αυτοί τον έχασαν και τον έχασαν άδικα, οι
καταραμένοι! Με την δουλειά του ανολοκλήρωτη! Ποιος θα το κάνει
τώρα; Σιγά που νοιάζονται! Τι ξέρανε γι’ αυτόν; Εμείς ξέραμε. Εγώ
νοιαζόμουν. Δεν ήμουν τίποτα γι’ αυτόν… αλλά νοιαζόμουν. Και αυτό
είναι χαράμι επίσης! Τι σημασία έχει; Ω… το άδικο ξόδεμά του…. τι
άδικη σπατάλη… τι άδικη σπατάλη!
Αλλά αυτό είναι τελείως ανόητο και κάπως άχρηστο.
A far better thing is a splendid mounting of Harley Granville Barker's Waste (1907, but forbidden in England until
1936), about what goes on behind the scenes in a British cabinet-elect and how a potential scandal ruins its brightest
member's chances. Henry Trebell, a brilliant, impassioned idealist, is bent on disestablishing the Church of England
and turning it into a big and enlightened source of mostly secular education. He is by way of working out a coalition
to that effect between church and government. But at a tony house party, this driven man, who lives with an adoring
spinster sister and has long suppressed his sexual impulses, falls for Amy O'Connell, the fascinating but highly
neurotic estranged wife of an Irish scholar.
They have a brief affair and Amy gets pregnant. Against Trebell's wishes, and partly because he cares more for politics
and progeny than for her, Amy seeks an abortion. Sir Gilbert Wedgecroft, everybody's physician and friend, refuses; a
hack botches it with dire consequences. Sanguine about Trebell and Disestablishment (though for dubious reasons),
Cyril Horseham and the members of his upcoming cabinet are relieved when Amy's husband agrees to avoiding a
scandal. But when Trebell proposes to confess and trust the compassion of the British public, all his colleagues
bristle, and Horseham axes him. What follows you must find out for yourselves.
With a number of sharply drawn characters, British society is magisterially evoked, and politics becomes as
fascinating as it is fearsome. Various aristocratic women round out the picture, which also includes Trebell's ardently
supportive young secretary and his pert fiancée. Under Bartlett Sher's cogent direction, we get fourteen resplendent
performances -- I mention only those of Byron Jennings, Kristin Flanders, Brenda Wehle, and Henry Stram -- and
one stilted one by Pamela Nyberg that does not, however, upset the apple cart. You may glimpse Shaw and Ibsen
behind Barker, but such fine plays as The Voysey Inheritance, The Madras House, and Waste stand on their own
firm yet adventurous feet, as this elegantly designed production, with especially good costumes by Martin Pakledinaz,
amply demonstrates.
(1909)
http://archive.org/details/wastetragedyinfo00graniala