You are on page 1of 9

http://hallofpeople.

com/gr/

Δάντης Αλιγκέρι
Θεία Κωμωδία

Κόλαση «Άσμα τρίτο»


μτφ. Νίκος Καζαντζάκης

Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα,


εγώ προς τον απέθαντο τον πόνο,
εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες.
Δικαιοσύνη τον Πλάστη μου έχει σπρώξει
κι η Δύναμη μαστόρεψέ με η θεία,
η υπέρτατη Σοφία κι η πρώτη Αγάπη.
Πριν από με δεν ήταν πλάσματα άλλα
παρά αιώνια μοναχά· κι εγώ 'μαι αιώνια.
Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε».
Τα λόγια αυτά τα σκοτεινά βαμμένα
ξαγνάντεψα γραφτά σε απανωπόρτι.
«Ω δάσκαλε, βαρύ το νόημά τους!»
του λέω, κι αυτός νογώντας με αποκρίθη:
«Εδώ πρεπό ν' αφήσεις κάθε φόβο,
εδώ κάθε ατολμιά πρεπό να σβήσει!
Φτάσαμε πια στον τόπο που έλεγά σου,
τα πλήθη όπου θα δεις τα πονεμένα,
που το αγαθό του λογικού 'χουν χάσει».
Κι ως πίθωσε στο χέρι μου το χέρι,
με πρόσχαρη θωριά που γκάρδιωσέ με,
στη μυστικιά με μπάζει εντός την πλάση.
Εδώ σκουξιές και στεναγμοί και θρήνοι
στον άναστρον αγέρα αχολογούσαν,
που απ' την αρχή τα κλάματα με πήραν.
Γλώσσες λογής λογής, βαριές βλαστήμιες,
ουρλιάγματα θυμού και λόγια πόνου,
δαρμοί χεριών κι αχνές φωνές ή γαύρες,
σηκώναν χλαλοή που αιώνια γύρα
στον άχρονο, μουντό σβουρίζει αγέρα,
σαν άμμος που στροβίλα στροβιλίζει.
Κι εγώ, την κεφαλή ζωσμένη τρόμο:
«Δάσκαλε, κάνω, τι 'ναι αυτό που ακούω;
Και ποιοι 'ναι αυτοί που ο πόνος τόσο λιώνει;»
Κι αυτός: «Την άθλια τούτη ζήση, λέει,
οι θλίβερες ψυχές περνούν εκείνων
που δίχως ατιμιά και δόξα εζήσαν.
Με τον κακό των άγγελων συσμίγουν
χορό που ουδέ πιστοί μηδέ κι αντάρτες
σταθήκαν του Θεού, μόν' για δικού τους!
Διώχνει τους ο ουρανός μην ασκημίσει
κι ουδέ ο βαθύς τούς δέχεται άδης, κάποια
μην πάρουν κείθε δόξα οι κολασμένοι».
«Ω δάσκαλε, ρωτώ, ποιος μέγας πόνος
τόσο βαριά τους κάνει να θρηνούνε;»
«Κοντολογίς σου το εξηγώ, αποκρίθη·
ελπίδα αυτοί για θάνατο δεν έχουν
και τόσο ταπεινή η τυφλή ζωή τους,
που κάθε ξένο ριζικό ζουλεύουν.
Φήμη γι' αυτούς στον κόσμο δεν πομένει,
η δικαιοσύνη κι η σπλαχνιά τους διώχνουν·
μιλιά γι' αυτούς· μόν' κοίτα τους και πέρνα!»
Κι εγώ, κοιτώντας, φλάμπουρο ξεκρίνω,
που με γοργάδα τόση στρουφογύρναε,
που εφάνη μου δε σταματάει ποτέ του.
Και πίσω του λαός ακλούθαε τόσο
πυκνός, που απίστευτο μου εφάνη τόσες
να 'χει ζωές ο χάρος θερισμένες.
Σα μερικούς ξεχώρισα στο ασκέρι,
είδα κι απείκασα τον ίσκιο εκείνου
που από αναντριά το μέγα φώναξε όχι!
Κι ευτύς βαθιά κατάλαβα και βρήκα,
το τιποτένιο ετούτοι ψυχολόι,
σιχαμερό στο Θεό και στους οχτρούς του.
Τούτοι οι χαμένοι που ποτέ δε ζήσαν,
ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν
αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες.
Το πρόσωπό τους μ' αίμα χαρακώναν,
που, ανάκατο με κλάματα, βρωμιάροι
στα πόδια τους το μάζωναν σκουλήκοι.
Κι ως έριξα πιο πέρα τη ματιά μου,
πλήθος στον όχτο ποταμού μεγάλου
τηρώ και κράζω: «Δάσκαλέ μου, στέρξε
και μάθε μου ποιοι να 'ν' και ποιος ο νόμος
που τόσο να περάσουν λαχταρίζουν,
καθώς στο μουχρωμένο φως ξεκρίνω».
Κι αυτός: «Το λόγο θα τον νιώσεις, είπε,
τα βήματά μας όντας πια σταθούνε
στου αραχνιασμένου Αχέροντα τον όχτο».
Με ντροπαλά, σκυφτά τα μάτια τότε,
μην τον βαρύνει ο λόγος μου, δειλιώντας
ως το ποτάμι τη μιλιά κρατούσα.
Και να, σε βάρκα κατά μας κινήθη
με τις παλιές, ολάσπρες τρίχες γέρος
κι έσκουζε: «Αλί, ψυχές αφορεσμένες!
ποτέ σας ουρανό να μην ελπίσετε!
Στον άλλον έρχουμαι όχτο να σας πάω,
στο αιώνιο σκότος, στη φωτιά, στον πάγο!
Και συ, που ζωντανή ψυχή κατέβεις,
ξεμάκρυνε από αυτούς τους πεθαμένους!»
Μα ως είδε πως δε σάλευα, μου κράζει:
«Από άλλη στράτα, απ' άλλα εσύ λιμάνια,
γιαλό θα φτάσεις κι όχι εδώ για διάβα·
λαφρότερο ταιριάζει σου καράβι».
Γυρνά ο μπροστάρης: «Χάρο, μην αγριεύεις,
τέτοια η βουλή ψηλά των που μπορούνε
τέτοια που θεν, και μη ζητάς πιο πέρα!»
Πραγάλιασαν οι μαλλιαρές μασέλες
του ναύλερου του χλεμπονιάρη βάλτου,
με τους φλεγόμενους τροχούς στα μάτια.
Μα οι ολόγυμνες ψυχές οι κουρασμένες
αλλάξαν χρώμα κι έτριξαν τα δόντια,
τ' άσπλαχνα ευτύς τα λόγια ως εγρικήξαν.
Βλαστήμουν το Θεό και τους γονιούς τους,
το σόι του ανθρώπου, τον καιρό, τον τόπο,
πατέρων τους και πρόγονων το σπόρο.
Κι ευτύς σωροβολιές αποτραβιούνται,
θρηνώντας βογκερά στο μαύρον όχτο,
που προσδοκάει τον που Θεό δεν τρέμει.
Και δαίμονας με μάτια αθράκια ο Χάρος
τους έγνεφε και τις περμάζωνε όλες
και κάθε οκνό με το κουπί του εχτύπα.
Ως πέφτουν το χινόπωρο τα φύλλα
το ένα με τ' άλλο, ωσότου το κλωνάρι
πίσω στη γης το ντύμα του όλο δώσει,
όμοια του Αδάμ ο κακόσπορος, πέφταν
ψυχή ψυχή, απ' τον όχτο μες στη βάρκα,
γνεφάτα ως τα πουλιά υπακούν στον κράχτη.
Έτσι στα μουχρωπά νερά αλαργαίνουν
και πριν αντίπερα να πιάσουν, νέο
στον πρώτο όχτο ανασμαριάει κοπάδι.
«Γιε μου, μ' ευγένεια ο δάσκαλός μου κρένει,
όσοι σε οργή πεθαίνουν του Κυρίου
κατασταλάζουν δω από κάθε τόπο
και πρόθυμα διαβαίνουν το ποτάμι,
τι τόσο η θεία κεντά τους δικαιοσύνη,
που ο φόβος τους σε πεθυμιά γυρίζει.
Καλή ποτέ ψυχή δε διάβη εδώθε,
κι αν σε μαλώνει ο Χάρος, τώρα νιώθεις
τι νόημα που τα λόγια του κρατούνε».
Είπε, κι ευτύς ο βουρκωμένος κάμπος
με τόσο βρούχος σείστη που απ' τον τρόμο
μ' ιδρώτα η μνήμη ακόμα με μουσκεύει.
Έβγαλε η δακρυσμένη γης αγέρα
κι άστραψε εντός του πορφυρή μια λάμψη
που κάθε μέσα μου αίστηση νικήθη·
και σαν υπνοκρουσμένος πέφτω χάμω.

[Δάντης, Η Θεία Κωμωδία: Κόλαση, Στα ελληνικά από τον Ν.


Καζαντζάκη, Eκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1965]
Τριακοστόν τρίτο άσμα
μτφ Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Τὰ δόντια του ἐξεκάρφωσεν αὐτὸς ὁ κολασμένος


ἀπὸ τὴν κάρα τὴ φριχτή, πὤτρωγε λιμασμένος.
Τὰ λερωμένα χείλη του σφιγγίζει στὰ μαλλιά
κι' ἀρχίζει ν' ἀποκρένεται μὲ φοβερὴ μιλιά:
«Θέλεις ν' ἀνοίξω μιὰ πληγή, ὁποῦ ἀπὸ τόσους χρόνους
κρατῶ κλεισμένη στὴν ψυχή, καὶ νὰ ξυπνήσω πόνους,
ποὺ μοῦ δαγκοῦν τὰ σωθικὰ καὶ πρὶν τοὺς ξεφωνήσω;
Τέτοιο φαρμάκι ἀγνώριστο γιατὶ θέλεις νὰ χύσω;
Ἀλλ' ἂν θὰ γίνῃ ἡ ἀνήκουστη, ἡ μαύρη μουἱστορία
σπόρος νὰ δώσῃ γιὰ καρποὺς κατάραις κι' ἀτιμία
εὶς τὸν προδότη, π' ἄκοπα τρώγω σ' αὐτὴν τὴν ἄκρη,
θὰ τὴν ξεθάψω ἀπ' τὴν καρδιὰ κι' ἂς τὴν ποτίσω δάκρυ.
Ποιὸς εἶσαι σὺ δὲν τὸ ρωτώ, οὔτε ζητῶ νὰ μάθω
ποιὸς τάχα νὰ σ' ὡδήγησε κάτου σ' αὐτὸν τὸν βάθο.
Ἀλλὰ σ' ἀκούω καὶ φαίνεσαι ὅτ' εἶσαι Φλωρεντῖνος.
Ὡς τόσο μάθε ὅτ' εἶμ' ἐγὼ ὁ κόμης Οὐγκολῖνος,
κι' αὐτὸς ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ρουγέρης ὁ Πιζᾶνος·
τὼρα θ' ἀκούσῃς τὶ χρωστᾷ σ' ἐμένα αὐτὸς ὁ πλάνος.
Τὸ πῶς ἐγὼ ἐμπιστεύθηκα στὴν ἄτιμη ψυχή του
καὶ πῶς ἐξεγελάστηκα μὲ τὴν πλαστὴ ἀρετή του,
πῶς προδομένος ἔπεσα στ' ἀνίερό του χέρι
καὶ πῶς ἐθανατώθηκα, ὅλος ὁ κόσμος ξέρει.
Ἀλλὰ κἀνεὶς δὲν ἄκουσε, κρύβει βαθὺ σκοτάδι
τὸ φόνο, πωὕρηκα γιὰ μέ, πῶς μ' ἔστειλε στὸν Ἅδη.
Αὐτὸ θὰ μάθῃς καὶ θὰ ἰδῇς τ' εἶν' τὸ παράπονό μου.
Μέσα στὴ μαύρη φυλακή, π' ἀπὸ τὸ θάνατό μου
τῆς πείνας πῆρε τ' ὄνομα, στενόχωρη θυρίδα
ἄφινε κ' ἔφθαν' ἕως ἐμὲ φωτὸς καμμιὰν ἀχτίδα.
Ἐκεῖθεν εἶχα ὁ δύστυχος πολλαῖς φοραῖς μετρήσει
τὴν ἀλλαγή τοῦ φεγγαριοῦ, προτοῦ νὰ μὲ ξαφνίσῃ
ἕν' ὄνειρο παράδοξο ποὺ φώτισε τὸ νοῦ μου
καὶ μὤδειξε τὴ μοῖρά μου καὶ τὴ βουλὴ τοῦ ἐχθροῦ μου.
Μοῦ φάνηκε στὸν ὕπνο μου αὐτὸς ἐδ' ὁ προδότης
σἄν ἀρχηγὸς πολεμιστής, ὄχι ποτὲ δεσπότης,
ποὺ κυνηγοῦσε κ' ἔσπρωχνε τυφλὰ τὴ συντροφιά του
ἕνανε λύκο πὤφευγε μὲ τὰ λυκόπουλά του
νὰ πιάσῃ ἐπάνω στὸ βουνὸ πὦλόρθο δὲν ἀφίνει
στὴ Λούκκα ἡ Πίζα ἐλεύθερη ματιὰ ποτὲ νὰ δίνῃ.
Ἔτρεχ' αὐτὸς μὲ φλογεροὺς ξεχαμνισμένους σκύλους
πάντοτ' ἐμπρός, πάντοτ' ἐμπρὸς καὶ τοὺς πιστούς του φίλους
Γουαλάνδους εἶχε στὸ πλευρό, Λανφράγκους καὶ Σισμόντας.
Σὲ λίγο οἱ λύκοι ἐδείλιασαν κ' οἱ σκύλοι τότε ὁρμῶντας
σχίζουν πατέρα καὶ μικρὰ μὲ δόντια λυσσασμένα.
Πρὶν φέξῃ φεύγει τ' ὄνειρο. Ξυπνῶ κι' ἀκούω σκιασμένα
ἀπὸ παρόνοιο φάντασμα νὰ κλαῖν ἐκεῖ σιμὰ μου
καὶ νὰ ζητοῦν λίγο ψωμὶ τ' ἄχαρα τὰ παιδιά μου.
Θἆσαι σκληρὸς πάραπολυ, ἄν δὲν πονῇς ἀκόμη
προβλέποντας τὶ χαλασμοὶ μ' ἐπρόσμεναν, τὶ τρόμοι!
Καὶ πότε, πότε κλαῖς ἐσύ, ἄν δὲ θὰ κλάψῃς τώρα;...
Σηκώθηκαν τὰ δύστυχα. Εἶχε περάσει ἡ ὥρα,
ποὺ τὴν τροφὴ μᾶς ἔρριχναν. Προσμένουν μὲ λαχτάρα,
γιατὶ θυμοῦνται τ' ὄνειρο κ' ἔχουν κρυφὴ τρομάρα.
Ἄκουσα τότε πὤκλεισαν τοῦ πύργου μας τὴ θύρα
κ' ἐστήλωσα τὰ μάτια μου πάνω σὲ κάθε κλῆρα.
Ἔκλαιγαν ὅλα τὰ φτωχά. Μόνος ἐγὼ δὲν κλαίγω,
ἐπέτρωσαν τὰ σπλάχνα μου κι' οὔτε μιὰ λέξη λέγω.
Τόσο π' ὁ Ἄνσελμός μου ὁ μικρς μ' ἐρώτησε: «Πατέρα!
Γιατί, γιατὶ τέτοια ματιά; Τ' ἔχεις, καλὲ πατέρα;»
Ἀλλ' οὔτε τότ' ἐδάκρυσα, οὔτ' ἔδωκα καμμία
εἰς τὸ παιδί μου ἀπάντηση. Βουβὴ ἀπελπισία
ἐσφράγισε τὸ στόμα μου ἐκείνην τὴν ἡμέρα
καὶ τὴν ἀκόλουθη νυχτιά ὡς ὅτου στὸν αἰθέρα
ὁ νέος ἥλιος ἔλαμψε κ' ἔστειλε μιὰν ἀχτίδα
στὴν ἄσπλαχνή μου φυλακή, ἀπ' τὴ στενὴ θυρίδα.
Τότε στὴν ὄψι ἐκύτταξα τὰ τέσσερα παιδιά μου·
εἶδα γραμμένα ἐπάνω ἐκεῖ τ' ἄγρια βάσανά μου,
κ' ἐδάγκασα τὰ χέρια μου μὲ λύσσα, μὲ μανία·
κ' ἐκεῖνα ποὺ θὰ πίστεψαν ὅτ' ἡ πολλὴ νηστεία
μ' εἶχ' ἀγριέψει κ' ἤθελα νὰ φάω τὰ κρέατά μου,
σκιασμένα ἐλάχτησαν μὲ μιᾶς κι' ἔρχοντ' ἐκεῖ σιμά μου.
«Πατέρα, λὲν τὰ δύστυχα, φάγ' ἀπὸ μᾶς, πατέρα,
θἆναι λιγώτερο σκληρὸς ὁ πόνος μας, πατέρα,
τὴ σάρκα, ποὺ μᾶς ἔδωκες, ἄν τήνε πάρῃς πίσω.»
Ἐφάνηκα ὅτι ἡσύχασα γιὰ νὰ μὴ τ' ἀπελπίσω.
Ἐμείναμεν ὅλοι βουβοὶ ἐκείνην τὴν ἡμέρα,
βουβοὶ καὶ τὴν ἀκόλουθη... Πῶς τότε, σκληρὴ σφαῖρα,
ἄσπλαχνη γῆ, δὲν ἄνοιξες;... Τὴν τέταρτη ἐμπροστά μου
ὁ Γάδος μου σωριάζεται, κρατεῖ τὰ γόνατά μου
καὶ ξεψυχᾷ φωνάζοντας: «Πατέρα μου, ἐσπλαχνία!»
Καὶ καθὼς βλέπεις τώρα ἐμέ εἶδα καὶ τ' ἄλλα τρία
ἕνα πρὸς ἕνα νὰ σβυσθοῦν τὴν πέμπτη καὶ τὴν ἕχτη.
Ὅλα μοῦ τἄφαγε ὁ θυμὸς αὐτοῦ τοῦ θεομπαίχτη.
Τυφλὸς τρεῖς μέραις τἄκραζα. Ἦτο τ' ἀγέρι μαῦρο
κ' ἐγύριζα ψηλαφητὰ τὰ λείψανά τους ναὕρω...
ἔπειτα ἡ πεῖνα ἐνίκησε τὴν πατρικὴ λαχτάρα....»
Εἶπε· τὰ μάτια του ἔστρηψε· τὴ φοβερὴ τὴν κάρα
ἅρπαξε πάλε λαίμαργα, πλατὺ τὸ στόμα ἀνοίγει
κι' ἐπάνω της σἄν τὸ σκυλὶ βαθειὰ τὰ δόντια ἐμπήγει.

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

ΑΣΜΑ 1ο
Μτφ Λορέντζος Μαβίλης

Ἡ δόξα ἐκείνου ποὺ κινάει τὰ πάντα


περνάει καὶ λάμπει μὲς τὴν οἰκουμένη
περσὰ σὲ μιά, πιὸ λίγο σ' ἄλλη μπάντα.
Στὸν οὐρανὸ ποὺ πλιό του φῶς λαβαίνει
ἤμουν κ' εἶδ' ὅσα οὔτε μπορεῖ οὔτε ξέρει
νὰ ξαναπῇ ὅποιος κεῖθε κατεβαίνει.
Τί ὡς ζυγώνει στοῦ πόθου της τὰ μέρη,
τόσο βαθαίνει ἡ διάνοια μας ποὺ ὀπίσω
νὰ πάῃ ἡ θύμηση δὲ θὰ καταφέρῃ.

You might also like