Professional Documents
Culture Documents
Απαγορευμένος πλανήτης τόμος 1
Απαγορευμένος πλανήτης τόμος 1
Δημήτρης Αρβανίτης
Η
Επιστημονική
Φαντασία
για Αρχάριους και Προχωρημένους
Δημήτρης Αρβανίτης
Φαν;
«Τι έκανες;»
Το χωράφι με τα μπαμπού.
Δημήτρης Αρβανίτης
Ο Στρατηγός Ντεμπρέ
έγνεψε με το κεφάλι, πολύ
αργά. «Εχεις δίκιο», είπε.
«Υπάρχει μία... μία αύρα.
Μία αίσθηση. Κάτι
καινούριο...»
«Βέβαια είναι
καινούριο», είπε ο
Διάβολος. «Ποτέ δεν με
έχεις ξαναδεί. Οχι κατ'
ευθείαν». Ο Στρατηγός σκέφτηκε μια περίπτωση στην
Κορέα... μερικές περιπτώσεις... αλλά ο Διάβολος
συνέχιζε. «Ας μην χάνουμε χρόνο», είπε. «Βιάζομαι, και
θέλω να το τακτοποιήσω αυτό».
Ηταν τις
πρώτες δεκαετίες
της Ενωσης που
η Γη έστελνε
σκάφη σε
εξαιρετικά
μακρινά ταξίδια
στο διάστημα,
μακριά από τα
αστέρια και ακόμα
παραπέρα. Εψαχναν για κόσμους που να μην έχουν
ανακαλυφθεί και αποικηθεί από τους ιδρυτές του Χάιν,
αληθινά ξένους κόσμους. Ολοι οι Γνωστοί Κόσμοι είχαν
Χαϊνική καταγωγή, και οι Γήινοι, που όχι μόνο είχαν
ανακαλύψει αλλά και τους είχαν διασώσει οι Χαϊνίτες,
αυτό δεν το έβλεπαν με καλό μάτι. Ηθελαν να ξεφύγουν
από την Οικογένεια. Ηθελαν να βρουν κάτι καινούργιο. Οι
Χαϊνίτες, σαν γονείς με κουραστική κατανόηση,
υποστήριζαν τις εξερευνήσεις τους και τους έδιναν σκάφη
και εθελοντές, όπως έκαναν και αρκετοί άλλοι κόσμοι της
Ενωσης.
Ολοι αυτοί οι εθελοντές για τα πληρώματα της Υστατης
Εξερεύνησης είχαν μια κοινή ιδιομορφία: Δεν έστεκαν
καλά στο μυαλό.
Ποιος άνθρωπος με σώας τα φρένας άλλωστε θα
ξεκινούσε να μαζέψει πληροφορίες που δεν θα γύριζαν
πίσω παρά μόνον ύστερα από πέντε-δέκα αιώνες; Τα
παράσιτα που δεν γύριζαν πίσω παρά μόνον ύστερα από
πέντε - δέκα αιώνες; Τα παράσιτα που προκαλούσαν οι
μεγάλες μάζες στο άνσιμπλ δεν είχαν ακόμα
εξουδετερωθεί, έτσι η άμεση επικοινωνία ήταν εφικτή
μόνο μέχρι αποστάσεις της τάξως των 120 ετών φωτός.
Οι εξερευνητές θα ήταν εντελώς αποκομένοι.
Και φυσικά δεν είχαν την παραμικρή ιδέα πως θα ήταν ο
κόσμος όταν θα γύριζαν, αν γύριζαν. Κανένα φυσιολογικό
ανθρώπινο πλάσμα, που είχε εμπειρία από χρονικές
διαφορές ακόμα και μερικών δεκαετιών, με τα ταξίδια
ανάμεσα σε κόσμους της Ενωσης, δεν θα προσφερόταν
σαν εθελοντής για ένα ταξίδι αιώνων. Οι Εξερευνητές
ήταν φυγάδες, απροσάρμοστοι.
Ηταν θεότρελλοι.
«Οσντεν».
Το άσπρο πρόσωπο δεν γύρισε, ο Οσντεν δεν μίλησε,
αλλά έδειξε με ένα ανυπόμονο νόημα ότι ακούει.
«Δεν μπορεί να μην έχεις αντιληφθεί πόσο ευάλωτος
είναι ο Εσκβάνα».
«Δεν είμαι υπεύθυνος για τις ψυχοπαθητικές του
αντιδράσεις».
«Αλλά είσαι υπεύθυνος για τις δικές σου. Ο Εσκβάνα
είναι απαραίτητος εδώ, ενώ εσύ δεν είσαι. Αν δεν
μπορείς να ελέγξεις την εχθρότητά σου, προσπάθησε να
τον αποφεύγεις εντελώς».
Ο Οσντεν ακούμπησε κάτω τα εργαλεία του και
σηκώθηκε. «Με ευχαρίστηση», είπε με τη θρασεία,
γραντζουνιστή φωνή του. «Ειναι αδύνατον να φανταστείς
πως είναι να ζεις τους παράλογους φόβους του
Εσκβάνα. Να πρέπει να μοιράζεσαι τη φριχτή του δειλία,
να πρέπει να υποχωρείς μαζί του μπροστά σε
οτιδήποτε!»
«Μήπως προσπαθείς να δικαιολογήσεις τη σκληρή σου
συμπεριφορά απέναντί του; Νόμιζα ότι έχεις μεγαλύτερη
αξιοπρέπεια». Η Τομίκο αισθάνθηκε να τρέμει από
λύσσα. «Αν η εμπαθητική σου δύναμη αληθινά σε κάνει
να μοιράζεσαι τη δυστυχία του Αντερ, γιατί δεν γεννά
μέσα σου την παραμικρή συμπάθεια;»
«Συμπάθεια», είπε ο Οσντεν. «Συμπάθεια. Τι ξέρεις εσύ
από συμπάθεια;»
Τον κοίταζε, αλλά αυτός δεν εννοούσε να την κοιτάξει.
Κι ανεβήκαμε επάνω.
Ερμαιο των Κυμάτων
Λίγο πιο Εξω από τα Νησίδια του
Λάγκερχανς:
Β. Πλάτος 38° 54΄, Δ. Μήκος 77° 00'
13''
Η τσαγιέρα σφύριξε.
Γυμνός, πήγε προς την κουζίνα, περνώντας από το
ακουάριουμ είδε πως εκείνο το τρομερό ψάρι ήταν ακόμα
ζωντανό, και σήμερα κελαηδούσε σαν καρακάξα,
βγάζοντας μια σειρά από μικρές φούσκες που ανέβαιναν
κι έσκαγαν στη βρώμικη επιφάνεια του νερού. Το ψάρι
δεν έλεγε να πεθάνει. Είχε σκοτώσει όλα τα άλλα ψάρια,
πιο ζωηρά ψάρια, ακόμα και μεγαλύτερα και πιο
επικίνδυνα ψάρια - τα είχε σκοτώσει όλα, ένα - ένα, και
είχε φάει τα μάτια τους. Τώρα κολυμπούσε μόνο του στη
δεξαμενή, έρχοντας του τιποτένιου του βασιλείου.
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Τελικά, έφτασε.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΥΨΗΛΗ
ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ
"Τι είδες;"
Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ο Τάλμποτ ήταν η
ηλικιωμένη γυναίκα που λεγόταν Νάντια. Δεν μπορούσε
να είναι. "Λάρυ! Τι είδες;"
"Από ό,τι είδα", είπε ο Τάλμποτ, έμοιαζε να είναι ένας
επιταχυντής σωματιδίων. Και φαινόταν μεγάλος σαν το
σύγχροτρο πρωτονίων του CERN στην Γενεύη".
Ο Βίκτορ εντυπωσιάστηκε. "Μελέτησες, βλέπω".
"Επιβάλλεται".
"Μάλιστα. Για να δούμε αν μπορώ να σε εντυπωσιάσω.
Ο επιταχυντής του CERN φτάνει σε ενέργειες 33 BeV,
αυτός κάτω από τα πόδια μας φτάνει τα 15 GeV".
"Γίγα, σημαίνει τρισεκατομμύριο".
"Μελέτησες πολύ, ε; Δεκαπέντε τρισεκατομμύρια
ηλεκτρονιοβόλτ. Δεν μπορώ να κρατήσω μυστικά από
σένα, Λάρυ!"
"Μόνο ένα"
Ο Βίκτορ περίμενε.
"Θα τα καταφέρεις;"
"Ναι. Η Μετεωρολογική λέει πως το μάτι της καταιγίδας
περνάει από πάνω μας. Εχουμε πάνω από μία ώρα,
χρόνο υπεραρκετό για το επικίνδυνο μέρος του
πειράματός μας".
"Αλλά μπορείς να τα καταφέρεις".
"Ναι, Λάρυ. Δεν χρειάζεται να το ξαναπώ". Δεν υπήρχε
δισταγμός στη φωνή του, κανένα από τα "ναι, αλλά" που
άκουγε πάντα ώς τώρα. Ο Βίκτορ είχε βρει το δρόμο.
"Συγνώμη, Βίκτορ. Εχω άγχος. Αλλά αν είμαστε έτοιμοι
ήδη, τι χρειάζεται η κατήχηση;"
Ο Βίκτορ χαμογέλασε ειρωνικά και άρχισε να απαγγέλλει.
"Σαν προσωπικός σου Μάγος, πρόκειται να αναχωρήσω
για ένα επικίνδυνο και τεχνικά ανεξήγητο ταξίδι στα
ανώτερα στρώματα της στρατόσφαιρας. Για να
συσκεφτώ, να συνομιλήσω και γενικά να τα πω με τους
συναδέλφους μου μάγους".
Ο Τάλμποτ σήκωσε τα χέρια του. "Φτάνει".
"Εντάξει, λοιπόν. Δώσε προσοχή. Αν δεν χρειαζόταν, δεν
θα το έκανα, πίστεψέ με, δεν υπάρχει πιο βαρετό
πράγμα από το να ακούω τις διαλέξεις μου. Αλλά η ψείρα
σου πρέπει να έχει όλα τα δεδομένα που έχεις εσύ. Ακου
λοιπόν. Ακολουθεί η βαρετή - αλλά φοβερά
πληροφοριακή - επεξήγηση".
"Αυτό ήταν;"
Ηταν ένα απλό κουτί. Ενα κοινό ξύλινο κουτί, σαν ένα
παλιό κουτί πούρων, αλλά μεγαλύτερο. Το γύρισε από
δω κι από κει και δεν του έκανε εντύπωση που δεν είδε
μυστηριώδη ιερογλυφικά ή αποκρυφιστικά σύμβολα. Δεν
ήταν θησαυρός τέτοιου είδους. Μετά τον γύρισε από την
καλή και παραβίασε το άνοιγμα του. Η ψυχή του ήταν
μέσα. Δεν ήταν αυτό που περίμενε να βρει, καθόλου.
Αλλά ήταν αυτό που έλειπε από την κρύπτη.
Κρατώντας το σφιχτά στη χούφτα του, πέρασε την τρύπα
στην άμμο και προχώρησε προς τον προμαχώνα που
βρισκόταν στο ύψωμα.
Είχαμε μισό
πλήρωμα πριν
δυο εικοσάδες
που ορκιζόταν
πως πέρασαν το
Ναπολέων
καθώς έμπαιναν
στην Παράμετρο.
Αλλά ξέρετε
τώρα πώς είναι
οι διαστημικοί,
και μάλιστα όταν
είναι σε μια
Στατική Ζώνη.
Πάνω απο δυο χιλιάδες χρονικά ρεύματα που
συγκρούονται στο διάστημα, κι ένας λευκός τροχός από
αίρονεξ που περιστρέφεται στο κέντρο. Το Χρονο-
φάντασμα και οι διάφορες δεισιδαιμονίες είναι
αναπόφευκτες.
«Αλτ!»
Εκανε πως δεν άκουσε το άγριο γαύγισμα του Γήινου,
βίασε το βήμα της. Αλλά εκείνος με τρείς γιγάντιες
δρασκελιές βρέθηκε μπροστά της αναγκάζοντάς την να
σταματήσει.
«Μα, Χανρίντ...»
«Είπα όχι».
Ο Τζατκάν δεν είχε πολύ καιρό να τα σκεφτεί όλα αυτά,
ήταν η μέρα της μεγάλης επίσκεψής τους στο θαυμαστό
πολέμικό πλοίο. Εκεί είδαν και άγγιξαν θαύματα, όλα σε
γιγάντιο μέγεθος. Μετά έφαγαν ένα εξαίσιο γεύμα κι
ύστερα τραγούδησαν όλοι μαζί και έμαθαν καινούρια
λόγια σε μερικά απο τα τραγούδια των Τζοϊλάνι. Οταν
γύρισαν τελικά στο πλοίο το Ονειρο ήταν ποτισμένο
ολόκληρο με μια περίεργη μυρωδιά που τους έκανε να
φτερνίζονται για μέρες. Σύντομα μετά απ΄αυτό
διαπίστωσαν ότι η φαγούρα τους είχε μειωθεί πάρα
πολύ, τα ζωύφια που αποτελούσαν μέρος της ζωής τους
έμοιαζαν να έχουν φύγει.
«Τα έδιωξαν», εξήγησε η μητέρα του Τζατκάν. «Φαίνεται
πως δεν κάνουν καλό στα πλοία».
«Τα σκότωσαν», παρατήρησε άχρωμα ο γερο-Τζιβάντ
σπάζοντας τη σιωπή του.
Οι τρεις μεγαλόσωμοι Τζοϊλάνι που θα τους οδηγούσαν
με ασφάλεια στη βάση του τομέα ήρθαν στο πλοίο. Ο
Χανρίντ Τζεμνάλ έκανε τις συστάσεις. «Και τώρα πρέπει
να σας αποχαιρετήσω. Σας περιμένει μια θερμή
υποδοχή».
Οταν τραγούδησαν για χάρη του και για χάρη των άλλων
τον ύμνο του αποχαιρετισμού, ήταν τόσο συγκινητικό όσο
και την πρώτη μέρα σχεδόν.
Delany: Μα τι -