You are on page 1of 341

Editorial O ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ

ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ. Καιρός


ήταν. Από όλες τις απόψεις. Σε
σχέση με τις διαδοχικές εξαγγελίες
μας για το πότε κυκλοφορεί. Καιρός
ήταν αφού η τελευταία απόπειρα
για περιοδικό επιστημονικής
φαντασίας ανήκει στο μακρινό
1978. Τυπικά, λοιπόν ο
ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
είναι το 4ο περιοδικό επιστημονικής
φαντασίας στην Ελλάδα, μετά το
ΑΝΑΛΟΓΙΟ (εννέα τεύχη 1976 -
77), την ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ (ένα τεύχος,
Οκτώβριος 1977) και το NOVA
(τέσσερα τεύχη 1978).

Η κεντρική ιδέα αυτού του περιοδικού είναι γνωριμία,


πληροφόρηση κι «απόλαυση» της λογοτεχνίας της
επιστημονικής φαντασίας.

Η γνωριμία θα γίνεται με άρθρα κατατοπιστικά που


θεωρούν πως πρέπει να τα πούμε από την αρχή. Η
πληροφόρηση θα προσπαθήσουμε να είναι έγκυρη και
έγκαιρη, τόσο για τα συμβαίνοντα εδώ, όσο και στο
εξωτερικό. Η «απόλαυσή» σας θα πρέπει να εμπιστευθεί
τις επιλογές μας, για τις οποίες ευθύνεται ένα κριτήριο
που ελπίζουμε πως είναι κάτι περισσότερο από
προσωπικό. Δεν πιστεύουμε πως ο αναγνώστης της
επιστημονικής φαντασίας χρειάζεται επιστημονικές
γνώσεις ή ιστορικές γνώσεις του είδους. Δηλαδή
αναγνωστική εμπειρία των έργων που γράφτηκαν στην
αρχή του αιώνα μας. Τα περισσότερα διηγήματα που θα
δημοσιεύσουμε είναι σχετικά σύγχρονα (της τελευταίας
εικοσαετίας), απ΄αυτό που ονομάστηκε «νέο κύμα» κι
έπειτα. Κατ' εξαίρεση θα υπάρχουν κι ορισμένα
παλαιότερα που έχουν επηρεάσει το ρεύμα.

Αυτό το τεύχος δεν είναι παρά ένα πρώτο τεύχος. Μ΄


όλες του τις ατέλειες. Δεν θέλουμε να το δείτε σαν
προτεινόμενο μοντέλο περιοδικού επιστημονικής
φαντασίας. Είναι απλώς μια βάση για αναζήτηση.
Πιστεύουμε λοιπόν, πως κάθε επόμενο τεύχος θα 'ναι
καλύτερο. Πως το ραντεβού μας θα είναι δίμηνο και
τακτικό. Ελπίζουμε πως υπάρχει ένα κοινό που μας
περιμένει.

Δημήτρης Αρβανίτης
Η
Επιστημονική
Φαντασία
για Αρχάριους και Προχωρημένους

Δημήτρης Αρβανίτης

Ε.Φ.; Τι είναι αυτό;

«Επιστημονική φαντασία» είναι ένας


χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε μια κατηγορία
εκδόσεων, και η χρήση του πολύ συχνά
υπαγορεύεται από τα συμφέροντα και τις
ιδιοτροπίες των εκδοτών. Τα τελευταία 60 χρόνια
έχουν γίνει πάρα πολλές προσπάθειες να
εντοπιστεί το φάσμα των λογοτεχνικών έργων
που θα έπρεπε να ανήκουν στην κατηγορία αυτή
και να οριστούν τα κριτήρια με τα οποία θα
διαχωρίζονται έργα που είναι έξω από αυτήν. Οι
ορισμοί που έχουν δοθεί είναι πάρα πολλοί και
συχνά αλληλοαναιρούνται. Στην κοινή χρήση του
ο όρος ε.φ. χρησιμοποιείται τόσο χαλαρά που
φαίνεται απίθανο να υπάρξει ποτέ ένας
παγκόσμια αποδεκτός ορισμός.

. Από παλιά έχουν γίνει προσπάθειες να δοθούν


ορισμοί για λογοτεχνικά είδη συγγενικά με την ε.φ. από
πολλούς συγγραφείς (Έντγκαρ Αλλαν Πόε, Ουίλιαμ
Γουίλσον, Έντγκαρ Φώσετ), όμως ο καθένας τους
διακήρυσσε το δικό του μανιφέστο. Μόνο μετά την
κυκλοφορία των πρώτων λαϊκών περιοδικών στην
Αμερική άρχισε να διαφαίνεται κάποια συμφωνία. Ο
πρώτος ορισμός του είδους δόθηκε από τον Χιούγκο
Γκέρνσμπακ, εκδότη του Amazing Stories, στο πρώτο
τεύχος του περιοδικού αυτού (1926):

«Λέγοντας «επιστημονική φαντασία»


(Scientifiction) εννοώ το είδος ιστοριών που
γράφει ο Ιούλιος Βερν, ο Γουέλς και ο Πόε - ένα
ελκυστικό αφήγημα ανακατεμένο με επιστημονικά
στοιχεία και προφητική διορατικότητα. Αυτές οι
θαυμαστές ιστορίες δεν είναι μόνο τρομερά
ενδιαφέρουσες να τις διαβάζεις - είναι πάντα
διδακτικές. Παρέχουν γνώση μ' έναν ευχάριστο
τρόπο... Νέες εφευρέσεις που περιγράφονται
σήμερα δεν είναι καθόλου απίθανο να
πραγματοποιηθούν αύριο... Πολλές μεγάλες
επιστημονικές ιστορίες που θα αποκτήσουν
ιστορικό ενδιαφέρον δεν έχουν ακόμη γραφεί... Οι
μεταγενέστεροι θ' αναφέρονται σ' αυτές επειδή θα
έχουν χαράξει έναν νέο δρόμο, όχι μόνο στη
λογοτεχνία, αλλά και στην πρόοδο».
Αυτή η αντίληψη, που θεωρεί την ε.φ. μια διδακτική και
προφητική λογοτεχνία που βασίζεται στη σύγχρονη
γνώση, αναθεωρήθηκε σύντομα όταν άλλοι εκδότες
αντίστοιχων περιοδικών εγκατέλειψαν το μοντέλο του
Γκέρνσμπακ. Ο Τζων Κάμπελ, εκδότης του περιοδικού
Astounding Stories, που κυριαρχούσε στο χώρο την
δεκαετία του '40, υποστήριξε πως η ε.φ. θα έπρεπε να
θεωρείται λογοτεχνικό είδος συγγενές με την ίδια την
επιστήμη:

«Η επιστημονική μεθοδολογία απαιτεί από μια


καλοκατασκευασμένη θεωρία όχι μόνο να εξηγεί
γνωστά φαινόμενα, αλλά και να προλέγει νέα, που
δεν έχουν παρατηρηθεί ακόμα. Η ε.φ. προσπαθεί
να κάνει κάτι παρόμοιο και να γράψει με
αφηγηματική μορφή τις επιπτώσεις ενός
επιστημονικού επιτεύγματος όχι μόνο στον τομέα
της τεχνολογίας, αλλά και στην ίδια την
ανθρώπινη κοινωνία».

Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η νέα αυτή


εκδοτική κατηγορία, αναγνώστες και κριτικοί άρχισαν να
χρησιμοποιούν τον όρο αναφερόμενοι και σε παλαιότερα
έργα που θα μπορούσαν να ενταχθούν στο σώμα της
ε.φ. Η πρώτη εκτεταμένη μελέτη της ιστορίας του είδους
έγινε από τον Τζέημς Μπέηλυ, καθηγητή φιλολογίας στο
Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, στο βιβλίο του
Pilgrims Through Space and Time (1947), όπου έδωσε
τον ακόλουθο ορισμό:

«Επιστημονική φαντασία είναι μια διήγηση


αναφερόμενη σε μια φανταστική εφεύρεση ή
ανακάλυψη στις φυσικές επιστήμες και στις
περιπέτειες και τις εμπειρίες που την ακολουθούν.
Θα πρέπει να κινείται στο χώρο της επιστήμης, και
ο συγγραφέας να παρουσιάζει μια, όσο είναι
δυνατόν λογικοφανή, επιστημονική εξήγηση».

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα πλήθος κριτικών


εμφανίστηκε στο χώρο. Οι πιο σημαντικοί ήταν ο Τζέημς
Μπλις και ο Ντέημον Νάιτ. Ο Μπλις αναφέρει στον
πρόλογο μιας συλλογής δοκιμίων του έναν ορισμό που
έδωσε ο Θήοντορ Στέρτζον το 1951:

«Μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας είναι μια


ιστορία χτισμένη γύρω από ανθρώπινα όντα, με
ένα ανθρώπινο πρόβλημα και μια ανθρώπινη
λύση, που ποτέ δεν θα συνέβαινε χωρίς τις
επιστημονικές εικασίες που περιέχει».

(Ο Στέρτζον αργότερα παρατήρησε πως δεν είχε την


πρόθεση να δώσει έναν ορισμό που να καλύπτει όλες τις
ιστορίες ε.φ., αλλά μια συνταγή για καλές ιστορίες ε.φ.).
Ο Νάιτ στη δική του συλλογή δοκιμίων απέφυγε εντελώς
τον σκόπελο του ορισμού απορρίπτοντας την ονομασία
«ε.φ.» σαν εσφαλμένη, αλλά έκανε το εξής σχόλιο:

«Βρίσκουμε τις ίδιες λογοτεχνικές αξίες στην


επιστημονική φαντασία όπως και στο κύριο ρεύμα
της λογοτεχνίας. Αυτό που διαφέρει είναι το
εκφραστικό στυλ. Ζούμε σ' ένα μικροσκοπικό νησί
γνωστών πραγμάτων. Ο αμείωτος θαυμασμός μας
για τα μυστήρια που μας περιβάλλουν είναι αυτό
που μας κάνει ανθρώπους. Η επιστημονική
φαντασία προσεγγίζει αυτά τα μυστήρια όχι με
μικρά καθημερινά σύμβολα, αλλά με τα μεγάλα
σύμβολα του χώρου και του χρόνου».

Σε μια διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, το


1959, ο Ρόμπερτ Χαινλάιν υπερασπίστηκε την ε.φ. σαν
είδος της ρεαλιστικής λογοτεχνίας παραφράζοντας έναν
ορισμό που προτάθηκε το 1953 από τον Αμερικανό
συγγραφέα και ανθολόγο Ρέτζιναλντ Μπρέτνορ:

«Η λογοτεχνία όπου ο συγγραφέας δείχνει πως


έχει συνείδηση της φύσης και της σημασίας της
ανθρώπινης δραστηριότητας που είναι γνωστή ως
επιστημονική μέθοδος, πως έχει ανάλογη
επίγνωση του μεγέθους της ανθρώπινης γνώσης
που έχει ήδη συγκεντρωθεί από τη δραστηριότητα
αυτή, και που λαμβάνει υπ' όψιν στις ιστορίες του
τις τωρινές και τις πιθανές μελλοντικές επιδράσεις
της επιστημονικής μεθόδου και των
επιστημονικών δεδομένων στον άνθρωπο».

Οι πρώτες μεγάλες μελέτες της ε.φ. από κριτικούς έξω


από το χώρο της έγιναν στην Αγγλία από τον Πάτρικ
Μουρ (Science and Fiction, 1957) και τον Κίνγκσλυ
Έημις (New Maps of Hell, 1960). Ο Μουρ απέφυγε το
πρόβλημα του ορισμού, αλλά ο Έημις πρόσφερε τον δικό
του:

«Επιστημονική φαντασία είναι το είδος του πεζού


λόγου που πραγματεύεται καταστάσεις που δεν θα
μπορούσαν να συμβούν στον κόσμο που ξέρουμε, αλλά
διατυπώνονται υποθετικά βάσει κάποιας καινοτομίας της
επιστήμης ή της τεχνολογίας, ή της ψευδοεπιστήμης ή της
ψευδοτεχνολογίας, είτε ανθρώπινης είτε εξωγήινης
προέλευσης».

Ο ορισμός που χρησιμοποίησε ο Σαμ Μόσκοβιτς,


συγγραφέας πολλών ιστορικών και βιογραφικών μελετών
συγκεκριμένων συγγραφέων και θεμάτων, είναι κάπως
πιο αόριστος:

«Επιστημονική φαντασία είναι ένας κλάδος της


φαντασίας που χαρακτηρίζεται από το ότι
διευκολύνει την «εκούσια αναστολή του
σκεπτικισμού» των αναγνωστών
χρησιμοποιώντας μιαν ατμόσφαιρα
επιστημονικότητας στις δημιουργικές της
υποθέσεις για τη φυσική επιστήμη, το διάστημα,
τον χρόνο, την κοινωνική επιστήμη και τη
φιλοσοφία».

Ένας παρόμοιος ορισμός, εξίσου αόριστος, δόθηκε


από τον επιμελητή και συγγραφέα Ντόναλντ Βόλχαϊμ,
στο βιβλίο του The Universe Makers (1971):

«Επιστημονική φαντασία είναι ο κλάδος της


φαντασίας στον οποίον ανήκουν ιστορίες που δεν
ισχύουν με βάση τις σημερινές μας γνώσεις,
γίνονται αληθοφανείς όμως αν ο αναγνώστης
δεχθεί πως επιστημονικά μπορούν να είναι
πιθανές στο μέλλον ή σε κάποια αόριστη περίοδο
του παρελθόντος».

.Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με


την κριτική της ε.φ. όταν το είδος άρχιζε να προσελκύει
μεγαλύτερη προσοχή, ιδίως των ακαδημαϊκών κύκλων,
τείνουν να είναι πιο τολμηροί και πιο επιτηδευμένοι στις
προσπάθειές τους να ορίσουν όχι μόνο το περιεχόμενο,
αλλά και το σκοπό και τη φιλοσοφία του είδους. Η
συγγραφέας Τζούντιθ Μέρυλ, για παράδειγμα,
επαναλαμβάνει την περιγραφή του Κάμπελ, ενώ
συγχρόνως δανείζεται την ορολογία του Χαινλάιν, που
αντικαθιστά τον όρο «επιστημονική φαντασία» με τον όρο
«λογοτεχνία των εικασιών».

«Λογοτεχνία των εικασιών: Ιστορίες που,


χρησιμοποιώντας προβολή, εικασίες, αναλογίες,
πειραματισμούς, έχουν σαν σκοπό να
εξερευνήσουν, ν' ανακαλύψουν, να μάθουν κάτι
για τη φύση του σύμπαντος, του ανθρώπου, της
«πραγματικότητας». Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο
«λογοτεχνία των εικασιών» ειδικά για να
περιγράψω το είδος που χρησιμοποιεί την
παραδοσιακή «επιστημονική μέθοδο»
(παρατήρηση, υπόθεση, πείραμα) για να εξετάσει
μιαν αξιωματική προσέγγιση της πραγματικότητας.
Εισάγοντας μια σειρά μεταβολών - φανταστικών ή
επινοημένων - στον κοινό χώρο των «γνωστών
γεγονότων», δημιουργείται ένα περιβάλλον στο
οποίο οι αντιδράσεις και οι αντιλήψεις των
προσώπων μάς παρέχουν στοιχεία για τις
επινοήσεις, τους χαρακτήρες ή και τα δύο».

Στους παλαιότερους ορισμούς δινόταν έμφαση στη


λέξη «επιστήμη», αλλά τελευταία αυτό έχει επικριθεί από
πολλούς, όπως από τον Μπράιαν Ώλντις, που είπε πως
η ε.φ. γράφεται για τους επιστήμονες όσο και οι ιστορίες
με φαντάσματα γράφονται για τα φαντάσματα. Ο Τ. Γ.
Μπάλαρντ παρατήρησε το 1969 πως

«Η ιδέα ότι ένα περιοδικό σαν το Astounding, ή


Analog, όπως λέγεται τώρα, έχει κάποια σχέση με
την επιστήμη είναι παράλογη. Δεν έχετε παρά να
πάρετε το Nature, ή οποιοδήποτε επιστημονικό
περιοδικό, για να δείτε πως η επιστήμη ανήκει σ'
έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο».

Στο Billion Year Spree (1973), μια ιστορική μελέτη της


ε.φ., ο Μπράιαν Ώλντις αντιμετώπισε το πρόβλημα από
άλλη πλευρά:

«Επιστημονική φαντασία είναι η αναζήτηση


ενός εύστοχου ορισμού του ανθρώπου και της
θέσης του στο σύμπαν που να αντέχει στην
εξελιγμένη αλλά συγκεχυμένη κατάσταση της
γνώσης (επιστήμης) μας, και είναι φτιαγμένη στο
γοτθικό ή προ-γοτθικό καλούπι».

Αρκετοί συγγραφείς συμφωνούν με την άποψη του


Ντέημον Νάιτ πως ο όρος «επιστημονική φαντασία» είναι
εσφαλμένος. Ο πιο δημοφιλής από τους εναλλακτικούς
όρους είναι «λογοτεχνία των εικασιών», ενώ μερικοί
κριτικοί που προέρχονται από το χώρο του
στρουκτουραλισμού και της σημειολογίας προτείνουν πιο
ακαδημαϊκούς όρους, όπως «δομική μυθοπλασία».

Κάθε νέος ορισμός της ε.φ. εισάγει και νέους όρους. Ο


Τζων Μπράνερ, για παράδειγμα, ανέφερε το 1969
κάποιον ανώνυμο φίλο του, ο οποίος είπε πως
«οι συγγραφείς ε.φ. αποπειρώνται να
δημιουργήσουν την κατάλληλη Διονυσιακή
αλήθεια που θα ταιριάζει μ' ένα περιβάλλον που
έχει αλλάξει αισθητά με την ανακάλυψη της
Απολλώνιας αλήθειας στην επιστήμη».

Τελικά, λίγοι από τους ορισμούς της ε.φ. είναι


ξεκάθαροι, εύκολα κατανοητοί και ακριβείς. Και το
πρόβλημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο όταν
γίνονται απόπειρες ορισμού του τι θα έπρεπε να κάνουν
οι συγγραφείς της ε.φ., ποια θα έπρεπε να είναι τα
κίνητρα, οι σκοποί και οι φιλοσοφίες τους, αντί να
περιγράφεται το τι συνήθως κάνουν και τι υλικό
φιλοξενείται κάτω από το χαρακτηρισμό «ε.φ.».

Αλλη μια πρακτική δυσκολία ορισμού του είδους


πηγάζει από τις προσπάθειες πολλών συγγραφέων να
αποφύγουν το χαρακτηρισμό «ε.φ.» πιστεύοντας ότι
μπορεί να επηρεάσει τις πωλήσεις τους ή ακόμα και την
επαγγελματική υπόληψή τους (π.χ. ο Κουρτ Βόνεγκατ και
ο Τζων Γουίνταμ). Την ίδια αντίληψη μοιράζονται και
ορισμένοι εκδότες: όταν ένα βιβλίο χαρακτηριστεί ε.φ.
συνήθως πουλάει καλά, αλλά σπάνια μπαίνει στα μπεστ
σέλλερ.

Είναι μοιραίο όλοι οι ορισμοί να είναι ατελείς. Έργα


που αναφέρονται στις διαδικασίες της επιστημονικής
έρευνας βρίσκονται στα όρια ε.φ. και ρεαλιστικής
λογοτεχνίας. Η γραμμή που χωρίζει την ε.φ. από την
φαντασία (φάνταζυ) είναι πολύ συγκεχυμένη και αόριστη,
και με μικρές αλλαγές στην ορολογία εύκολα θα
μπορούσαν πολλά έργα του ενός είδους να καταταγούν
στο άλλο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε με κάποια
επιτυχία είναι να αναγνωρίσουμε και να περιγράψουμε τα
γενικά χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας που διέπει τους
συγγραφείς και τους αναγνώστες αυτού του είδους
λογοτεχνικής επικοινωνίας. Και να πούμε ότι ένα έργο
ε.φ. ενδιαφέρεται για την επέκταση της επιστημονικής
γνώσης και τις κάθε είδους επιπτώσεις της, και
χαρακτηρίζεται από δημιουργική φαντασία και τολμηρή
σύλληψη.

Μία ή πολλές ε.φ.;

Η ε.φ. είναι ένα λογοτεχνικό είδος κάθε άλλο παρά


ομοιογενές, όπως άλλωστε θα έπρεπε να είναι μια
εκφραστική τέχνη που δίνει έμφαση στην αλλαγή και την
καινοτομία. Οι εκδότες, οι κριτικοί και οι αναγνώστες, ο
καθένας για τους δικούς του λόγους, διαχωρίζουν τα έργα
ε.φ. ανάλογα με το περιεχόμενο και/ή το στυλ τους σε
κατηγορίες.

Έτσι σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε πως


υπάρχουν τα ακόλουθα «ρεύματα» στο χώρο της ε.φ. -
αν και οι ίδιοι οι συγγραφείς, στη μεγάλη πλειοψηφία
τους τουλάχιστον, θ' αρνούνταν να κατατάξουν τον εαυτό
τους σε κάποιο από αυτά.

Η «σκληρή» ή «σκληροπυρηνική» (Hard ή Hardcore)


ε.φ., όρος που χρησιμοποιείται είτε για τα έργα που
επαναλαμβάνουν τα θέματα και συνήθως και το στυλ του
είδους που γραφόταν την λεγόμενη «Χρυσή Εποχή» της
ε.φ. (1937 - 1946), είτε για τα έργα που ασχολούνται με
τις «σκληρές» επιστήμες (αστρονομία, υπολογιστές και
κυβερνητική, βαρύτητα, πυρηνική ενέργεια, διαστημική
τεχνική, φυσική και τεχνολογία γενικώς).

Αντίστοιχα χρησιμοποιείται ο όρος «σοφτ» ε.φ. για να


δηλώσει τα έργα που αναφέρονται στις «σοφτ»
επιστήμες - πνευματικές ή ηθικές επιστήμες
(ανθρωπολογία, γλωσσολογία, ψυχολογία,
κοινωνιολογία, οικονομία) - ή εκείνα που δεν ασχολούνται
καθόλου με την επιστήμη, αλλά δίνουν έμφαση στα
ανθρώπινα συναισθήματα.

Τα πιο συνηθισμένα θέματα είναι η κοινωνιολογία και η


ψυχολογία. Αλλα θέματα, όπως οι επικοινωνίες, είναι
κοινά στη «σκληρή» και τη «σοφτ» ε.φ., ενώ θέματα
όπως οι ψυχικές δυνάμεις, τα ταξίδια στο χρόνο κ.λπ.,
παρ' όλο που δεν έχουν σχέση με την καθαρή επιστήμη
και ανήκουν στις φανταστικές επιστήμες ή τις ψευδο-
επιστήμες, συνήθως κατατάσσονται στη «σκληρή» ε.φ.

Ο διαχωρισμός σε «σκληρή» και «σοφτ» ε.φ. είναι


αρκετά γενικός και δεν γίνεται πάντα με βάση το ίδιο το
κύριο θέμα, αλλά με την αντιμετώπισή του και τον
χειρισμό του από τον συγγραφέα, κάτι που αντανακλάται
και στο στυλ της αφήγησης.

Έτσι, στο τέλος της δεκαετίας του '60, ένα ρεύμα


ανανέωσης που προήλθε κυρίως από τους
εκπροσώπους της «σοφτ» ε.φ. δημιούργησε το λεγόμενο
«νέο κύμα» (New Wave), που εκδηλώθηκε με μια τάση
κατάρριψης των φραγμάτων ανάμεσα στην ε.φ. και το
κύριο ρεύμα της λογοτεχνίας, ένα ενδιαφέρον για τα
ψυχοδηλωτικά φάρμακα, την ψυχεδελική κουλτούρα, το
σεξ και τα κινήματα διαμαρτυρίας στις ΗΠΑ, ένα έντονα
πειραματικό στυλ, και πολλές φορές μια πεσιμιστική
στάση απέναντι στα σύγχρονα προβλήματα του
πολιτισμού μας (υπερπληθυσμός, οικολογική ή πυρηνική
καταστροφή, κ.λπ.).

Όλα αυτά προκάλεσαν τον τρόμο και τις έντονες


αντιδράσεις των πιο συντηρητικών εκπροσώπων της ε.φ.
Η σύγκρουση όμως ήταν σύντομη, καθώς οι
σημαντικότεροι εκπρόσωποι του «νέου κύματος» έγιναν
γενικά αποδεκτοί από τους αναγνώστες· άλλωστε οι ίδιοι
οι συγγραφείς ποτέ δεν δέχτηκαν τον χαρακτηρισμό «νέο
κύμα» γι' αυτούς και τα έργα τους. Έτσι το αποτέλεσμα
ήταν μια γενικότερη ανανέωση στο είδος, που άρχιζε τότε
να παρουσιάζει κάποια στασιμότητα και
επαναληπτικότητα.

Κάτι παρόμοιο συνέβη και τα τελευταία χρόνια, με την


εμφάνιση των νέων συγγραφέων που τους έχουν
ονομάσει «κυβερνοπάνκ» (Cyberpunks). Τα κείμενά
τους είναι γρήγορα, ειρωνικά, αιχμηρά, αναφέρονται σε
θέματα σημερινά, «πραγματικά», και έχουν σαν πηγή
έμπνευσης τις νέες τεχνολογίες και την επανάσταση της
πληροφορικής.

Αλλοι δύο χαρακτηρισμοί έργων ε.φ. που έχουν τις


ρίζες τους στα πρώτα χρόνια της ε.φ. είναι η «παλπ»
(pulp) ε.φ. και η «διαστημική όπερα» (space opera).

Ο όρος «παλπ» προέρχεται από τα λαϊκά


προπολεμικά περιοδικά που τυπώνονταν σε φτηνό χαρτί
από χαρτοπολτό. Εκτός από τα «παλπ» περιοδικά ε.φ.
υπήρχαν και γουέστερν, αστυνομικά, αισθηματικά,
μυστηρίου, φρίκης και τρόμου.

Οι ιστορίες που δημοσίευαν συνήθως αυτά τα


περιοδικά ήταν φανταστικές περιπέτειες που
διαδραματίζονταν σε κάποιο εξωτικό περιβάλλον, έδιναν
έμφαση στη δράση, το ρομάντζο, τον ηρωισμό, και είχαν
συνήθως αισιόδοξο τέλος. Ο όρος σήμερα έχει γίνει
συνώνυμος του άτεχνου και κακόγουστου στυλ - αν και
αυτό δεν ήταν πάντα αλήθεια - και χρησιμοποιείται για
ιστορίες που γράφονται συνήθως γρήγορα, είναι γεμάτες
περιπέτεια και δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τους
χαρακτήρες (που είναι επίπεδοι και στερεότυποι) ή τις
ιδέες (που είναι πολυχρησιμοποιημένα κλισέ).

Ο όρος «διαστημική όπερα» προέρχεται από τις


«σαπουνόπερες», τα μελοδραματικά σήριαλ για
νοικοκυρές όπου διαφημίζονταν εταιρίες οικιακών ειδών,
και σύμφωνα με τον Αμερικανό συγγραφέα Ουίλσον
Τάκερ είναι «Μια τετριμμένη, μονότονη, ανούσια,
φθαρμένη ιστορία με διαστημόπλοια» (1941).

Αν και σήμερα διατηρεί κάπως το υποτιμητικό του


νόημα, ο όρος πολύ συχνά χρησιμοποιείται με
νοσταλγική συμπάθεια για τις περισσότερες διαστημικές
περιπέτειες και ιδιαίτερα γι' αυτές με δράση σε μεγάλη
κλίμακα. Παρόμοιες ιστορίες που γράφονται σήμερα
αντιμετωπίζουν με άνεση το εξωτερικό πλαίσιο και την
θαυματουργή υπερεπιστήμη που χαρακτήριζαν τότε το
είδος αυτό. Οι συγγραφείς έχουν μια κυνική ή μπλαζέ
στάση απέναντί τους, σε αντίθεση με την ενθουσιώδη,
όλο θαυμασμό αντιμετώπιση των παλιότερων
συγγραφέων, όταν όλα αυτά ήταν νέα και πρόσφορα για
εκμετάλλευση.

Φαν;

Με την έκδοση των πρώτων περιοδικών ε.φ. άρχισε


να χρησιμοποιείται ο όρος «φαν» για να δηλώσει τους
ενεργητικούς αναγνώστες ε.φ. και φαντασίας που
διατηρούν επαφές μεταξύ τους μέσω ερασιτεχνικών
περιοδικών (φανζίν) και των Συνεδρίων Ε.Φ.

Ως το 1950 οι φαν αποτελούσαν έναν στενό κύκλο 500


ατόμων, σήμερα όμως που η ε.φ. είναι πιο δημοφιλής οι
φαν αριθμούν αρκετές χιλιάδες σε όλο τον κόσμο.

Ο κόσμος των φαν αποτελείται από αναγνώστες και


από συγγραφείς. Πολλοί συγγραφείς ξεκίνησαν σαν φαν,
και πολλοί φαν έχουν γράψει ε.φ. Οι φαν είναι κυρίως
νέοι, άντρες, με ακαδημαϊκή εκπαίδευση - οι εξαιρέσεις
όμως είναι τόσο πολλές, που έχει πια εκλείψει το
στερεότυπο του κλασικού φαν - και στην πλειοψηφία
τους Αμερικανοί. Σήμερα που ένας μεγάλος αριθμός
έργων ε.φ. μεταφράζεται από τα αγγλικά σε πολλές
γλώσσες, ο κύκλος των φαν καλύπτει περίπου 25 χώρες,
από την Νορβηγία ως την Νέα Ζηλανδία.

Οι φαν δεν είναι απλώς μια ομάδα ανθρώπων που


έχουν ένα κοινό χόμπυ. Έχει ειπωθεί πως, αν κατά
κάποιο τρόπο η ε.φ. έπαυε να υπάρχει, οι φαν θα
συνέχιζαν τις δραστηριότητές τους χωρίς κανένα
πρόβλημα. Αυτό είναι βέβαια υπερβολικό, δείχνει όμως
τη διαφορά τους από τις άλλες ομάδες αναγνωστών,
όπως για παράδειγμα των γουέστερν ή των
αστυνομικών. Πιθανώς αυτό να οφείλεται στο ότι η ε.φ.,
ως «λογοτεχνία των εικασιών», έλκει αναγνώστες που
ενδιαφέρονται ενεργά για νέες ιδέες και αντιλήψεις, εκτός
από αυτούς που αποζητούν απλώς ένα νέο μέσο
διασκέδασης.

Οι πρώτοι φαν έδειχναν ουσιαστικό ενδιαφέρον και για


το περιεχόμενο της ε.φ. Τους απασχολούσε ενεργά η
πυραυλική τεχνολογία, η ριζοσπαστική πολιτική, τα ημι-
ουτοπικά πειράματα και κάθε καινοτομία στο χώρο της
επιστήμης και της τεχνολογίας. Τελευταία όμως η
δραστηριότητά τους έχει περιοριστεί κυρίως στα φανζίν,
τα συνέδρια και τη μεταξύ τους επικοινωνία.

Όχι Όσκαρ, Χιούγκο!

Πολλοί θα έχουν διερωτηθεί τι σημαίνει η φράση


«Βραβείο Χιούγκο» ή «Βραβείο Νέμπιουλα» που
διαβάζουν τυπωμένη με μεγάλα γράμματα στα εξώφυλλα
των βιβλίων τους. Περιληπτικά λοιπόν αναφέρουμε τα
πιο γνωστά διεθνή βραβεία που απονέμονται σε έργα και
δημιουργούς της ε.φ.

Βραβείο Χιούγκο (Hugo): H ανεπίσημη ονομασία του


Science Fiction Achievement Award. Ονομάστηκε έτσι
προς τιμήν του Χιούγκο Γκέρνσμπακ, εκδότη του πρώτου
περιοδικού ε.φ., και είναι το αντίστοιχο του Όσκαρ για την
ε.φ. Από το 1953 απονέμεται κάθε χρόνο (εκτός από το
1954) στο Παγκόσμιο Συνέδριο Ε.Φ. και παριστά έναν
πύραυλο στηριγμένον όρθιο στα πτερύγιά του.
Τα βραβεία δίνονται σε λογοτεχνικά έργα, στις εξής
κατηγορίες: μυθιστόρημα (πάνω από 40.000 λέξεις),
νουβέλα (17.500 - 40.000 λέξεις), διήγημα (7.500 -
17.500 λέξεις) και σύντομο διήγημα (έως 7.500 λέξεις).
Επίσης δίνονται βραβεία σε καλλιτέχνες, ανθολόγους,
κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες και φαν.

Η επιλογή των έργων που θα βραβευτούν γίνεται με


ψηφοφορία, στην οποία παίρνουν μέρος τα μέλη του
Παγκόσμιου Συνεδρίου Ε.Φ. Οποιοσδήποτε μπορεί να
γίνει μέλος του συνεδρίου, χωρίς να παραστεί σε αυτό,
έναντι κάποιου χρηματικού αντιτίμου. Οι ψήφοι
στέλνονται ταχυδρομικά πριν από το Συνέδριο. Το
σύστημα επιλογής είναι ένα είδος «ενισχυμένης
αναλογικής», όπου οι ψήφοι των μειοψηφούντων
ανακατανέμονται στους υπόλοιπους υποψηφίους
υπολογίζοντας όχι την πρώτη, αλλά την δεύτερη επιλογή
του ψηφοφόρου.

Τα Συνέδρια γίνονται στο τέλος του Αυγούστου με


αρχές Σεπτεμβρίου, και τα βραβεία δίνονται για βιβλία ή
δραστηριότητες του προηγούμενου έτους.

Το βραβείο Χιούγκο έχει κατηγορηθεί πως απονέμεται


από μια μικρή αυτο-εκλεγόμενη ομάδα φαν και δεν
αντιπροσωπεύει ούτε τη λογοτεχνική αξία ενός έργου
ούτε τις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού. Είναι
αλήθεια πως τα Χιούγκο δίνονται συνήθως σε έργα
«σκληρής» ε.φ. και πολύ σπάνια σε πειραματικές
εργασίες, εντούτοις πολλοί κριτικοί υποστηρίζουν πως οι
επιλογές των ψηφοφόρων του Χιούγκο αποδείχτηκαν
τελικά συνεπείς και έγκυρες.
Βραβείο Νέμπιουλα (Nebula): Από το 1966
απονέμεται κάθε χρόνο από τον σύλλογο συγγραφέων
Science Fiction Writers of America (SFWA) και
χρηματοδοτείται από τα κέρδη μιας ετήσιας ανθολογίας
με τα βραβευμένα διηγήματα. Τα έργα δίνονται την άνοιξη
και έχουν την ημερομηνία του προηγούμενου έτους.
Δηλαδή το 1968 δόθηκε το Νέμπιουλα του 1967, όμως
αν το ίδιο έργο είχε κερδίσει και το Χιούγκο, θα έπαιρνε
το Χιούγκο του 1968. Το βραβείο είναι ένα σύμπλεγμα
που αποτελείται από ένα σπειροειδές νεφέλωμα πάνω σ'
έναν ορυκτό κρύσταλλο, ενσωματωμένα σε μια στήλη
από διαφανή λουκίτη.

Τα βραβεία απονέμονται στο καλύτερο μυθιστόρημα,


νουβέλα, διήγημα και σύντομο διήγημα. Από το 1974
δίνεται ένα βραβείο για την καλύτερη δραματοποιημένη
παρουσίαση και ένα ειδικό βραβείο σε κάποιο πρόσωπο
για την συνολική του προσφορά στην ε.φ.

Η ψηφοφορία γίνεται από τα μέλη του SFWA. Μερικοί


κριτικοί υποστηρίζουν πως για να πάρει κανείς το
Νέμπιουλα πρέπει εκτός από καλός συγγραφέας να είναι
και καλός στις δημόσιες σχέσεις, γιατί παρ' όλο που οι
κριτές είναι επαγγελματίες συγγραφείς, δεν φαίνεται να
δίνεται τόσο μεγάλη σημασία στις λογοτεχνικές αρετές
του έργου. Εντούτοις πολλά πειραματικά έργα έχουν
πάρει βραβείο Νέμπιουλα.

Και τα Χιούγκο και τα Νέμπιουλα έχουν κατηγορηθεί


για αμερικανικό σωβινισμό, γιατί πολύ σπάνια έχουν
βραβευτεί Βρετανοί συγγραφείς. Ανεξάρτητα όμως από
τις κριτικές, όλα τα βραβεία έχουν μεγάλη αξία για τους
αποδέκτες: αυξάνουν σημαντικά τις πωλήσεις τους.

Βραβείο Τζούπιτερ (Jupiter): Από το 1973


απονέμεται κάθε χρόνο στις τέσσερις λογοτεχνικές
κατηγορίες, από το Science Fiction Research
Association. Το βραβείο είναι ένας εικονογραφημένος
πάπυρος, και χρονολογείται με την ημερομηνία έκδοσης
του αντίστοιχου έργου. [έχει σταματήσει να απονέμεται]

Βρετανικό Βραβείο Ε.Φ. (British SF Award):


Ιδρύθηκε το 1970 από την British SF Association, και
είναι μια περγαμηνή που απονέμεται σ' ένα βιβλίο κάθε
χρόνο. Δεν είναι καλά οργανωμένο, άλλες χρονιές η
ψηφοφορία γίνεται από τους φαν γενικά και άλλες
χρονιές από μια επιτροπή. Έτσι δεν κατάφερε να
λειτουργήσει ως αντίβαρο στα αμερικανικά Χιούγκο και
Νέμπιουλα.

Βραβεία Ντίτμαρ (Ditmar): Απονέμονται από 1969


στο Ετήσιο Αυστραλιανό Συνέδριο Ε.Φ. για το καλύτερο
έργο Αυστραλού δημιουργού, το καλύτερο διεθνές έργο
και το καλύτερο αυστραλιανό φανζίν.

Βραβείο Τζέημς Μπλις: Απονέμεται από το Science


Fiction Foundation προς τιμήν του συγγραφέα και
κριτικού Τζέημς Μπλις κάθε δύο χρόνια «για την
αρτιότητα στην κριτική της ε.φ.». Το πρώτο δόθηκε στον
Μπράιαν Ώλντις το 1977. Υποστηρίζεται οικονομικά από
οκτώ Βρετανούς εκδότες ε.φ., και δίνεται σε
αγγλόφωνους κριτικούς ε.φ. [έχει σταματήσει να
απονέμεται]
Βραβείο Τζων Κάμπελ: Απονέμεται από το 1973
από τους εκδότες του αμερικανικού περιοδικού Analog
στον καλύτερο νέο συγγραφέα ε.φ. προς τιμήν του ιδρυτή
του περιοδικού, Τζων Κάμπελ. Η επιλογή γίνεται από
τους αναγνώστες του περιοδικού.

Βραβείο Εις Μνήμην Τζων Κάμπελ (John Campbell


Memorial Award): Απονέμεται από το 1973 από
επιτροπή ακαδημαϊκών κριτικών και συγγραφέων ε.φ.
κάθε χρόνο στο καλύτερο μυθιστόρημα ε.φ. που
κυκλοφορεί στη Βρετανία.

Βραβείο Πίλγκριμ (Pilgrim): Απονέμεται από το 1970


κάθε χρόνο από την Science Fiction Research
Association σε μια «προσωπικότητα της ε.φ. που μας
βοήθησε να κατανοήσουμε καλύτερα το είδος».

Βραβείο Απόλλων (Prix Apollo): Απονέμεται από το


1971 στο καλύτερο μυθιστόρημα ε.φ. που δημοσιεύεται
στη Γαλλία.

Διεθνές Βραβείο Φαντασίας: Από το 1951 ως το '57


απονεμόταν στη Βρετανία στο καλύτερο βιβλίο
Φαντασίας ή ε.φ. Μετά την ίδρυση του βραβείου Χιούγκο
ατόνησε και καταργήθηκε.

Βραβείο Λόκους (Locus): Απονέμεται από το ημι-


επαγγελματικό περιοδικό Locus βάσει ψηφοφορίας των
αναγνωστών του κάθε χρόνο από το 1971.

ε.φ. > mc2


Η ε.φ. έχει συχνά κατηγορηθεί για άγνοια της
επιστήμης, και όχι μόνον από επιστήμονες. Είναι αλήθεια
ότι πολλές φορές έχουν εμφανιστεί χοντρά επιστημονικά
λάθη σε βιβλία ε.φ., αυτό όμως δεν πρέπει να συγχέεται
με τον τρόπο που εμφανίζεται η επιστήμη σε πολλά έργα.
Είναι σημαντικό να έχει κανείς κατά νου τη διάκριση της
αποδεκτής, κατεστημένης επιστήμης από την ψευδο-
επιστήμη και τη φανταστική επιστήμη.

Ψευδοεπιστήμη είναι ένα σύστημα πεποιθήσεων οι


οποίες, αν και υιοθετούν μια επιστημονικοφανή ορολογία,
θεωρούνται γενικά από το επιστημονικό κατεστημένο
λανθασμένες, δόλιες ή αναπόδεικτες.

Οι οπαδοί των ψευδο-επιστημών εκδηλώνουν πολύ


συχνά μια παθιασμένη προσήλωση σ' αυτές σαν να ήταν
θρησκείες - μερικές μάλιστα χρησιμοποιούν θρησκευτική
ορολογία - ενώ η αδιαφορία ή η περιφρόνηση που
δέχονται από το επιστημονικό κατεστημένο
αντιμετωπίζονται με μια δόση παράνοιας ως εκδήλωση
ανταγωνισμού ή κάποιας συνομωσίας για την απόκρυψη
της αλήθειας για συντεχνιακούς λόγους.

Οι πιο διαδεδομένες ψευδο-επιστημονικές απόψεις


είναι η «Επιστημολογία» και η «Διανοητική» του Ρον
Χάμπαρντ, οι θεωρίες του Βελικόφσκι, του Εριχ φον
Νταίνικεν κ.λπ. Σε επόμενα άρθρα θα αναφερθούμε
αναλυτικότερα σ' αυτές και στο πόσο έχουν επηρεάσει
τον χώρο της ε.φ.

Η φανταστική επιστήμη διαφέρει από την ψευδο-


επιστήμη στο ότι ο οπαδός ή ο χρήστης της τελευταίας
πιστεύει στην αλήθεια της, ενώ ο συγγραφέας που
χρησιμοποιεί στο κείμενό του μια φανταστική επιστήμη
ξέρει πολύ καλά πως δεν είναι αληθινή. Αυτό το κάνει είτε
επειδή πιστεύει πως αυτό που σήμερα είναι αδύνατον
αύριο μπορεί να είναι δυνατόν, είτε επειδή η φανταστική
επιστήμη τού είναι απαραίτητη για λόγους πλοκής.

Έτσι έχουμε ολόκληρους κλάδους νέων επιστημών,


όπως η Ποζιτρονική και η Ψυχοϊστορία στον Ασίμωφ, η
Θηρογλωσσολογία στην Ούρσουλα Λεγκέν κ.ά., αλλά και
νέες εφευρέσεις ή επιστημονικές «ανακαλύψεις». Στην
τελευταία περίπτωση έχουμε συσκευές που είναι
θεωρητικά πιθανές, όπως οι διάφορες μηχανές
τηλεμεταφοράς ή οι μέθοδοι ελεγχόμενης νάρκης, ή
άλλες που έρχονται πραγματικά σε αντίθεση με τη
σημερινή επιστήμη, όπως οι συσκευές αντιβαρύτητας, τα
διαστημόπλοια που κινούνται με ταχύτητα μεγαλύτερη
του φωτός, τα ταξίδια στο χρόνο κ.λπ.

Αυτό που ενοχλεί τον «αγνό» επιστήμονα είναι το


γεγονός πως ο συγγραφέας ε.φ. πρέπει να εμφανίσει το
αδύνατο με έναν όσο το δυνατόν πιο αληθοφανή και
πειστικό τρόπο, πάντα μέσα στα πλαίσια των ικανοτήτων
του. Ο Γουέλς, για παράδειγμα, στον Αόρατο Ανθρωπο,
«εξηγεί» την αορατότητα με μια αόριστη αλλά
σοβαροφανή συζήτηση για την ανάκλαση και τη
διάθλαση του φωτός αποφεύγοντας προφανείς
αντιφάσεις, όπως το γεγονός πως, αν ο αόρατος
άνθρωπος είχε διαφανείς αμφιβληστροειδείς, θα ήταν
τυφλός. Είναι φανερό πως ο Γουέλς δεν πίστευε ο ίδιος
την αορατότητα, αλλά ήταν απλώς γοητευμένος με την
ιδέα μιας μάσκας κι ενός κουστουμιού που βγαίνουν για
να αποκαλύψουν πίσω τους το κενό. Πολλοί συγγραφείς,
έτσι, για να δημιουργήσουν μια κεντρική στο θέμα τους
εικόνα, αναγκάζονται να εφεύρουν φανταστικές
συσκευές.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ταξίδια στο


χρόνο, όπου με διάφορους πράγματι αμφίβολους και
αντι-επιστημονικούς τρόπους έχουν διατυπωθεί σοβαρές
και σημαντικές απόψεις για την ιστορία, την εξέλιξη, την
κοινωνία κ.λπ. Αν απαιτούσαμε από κάθε ιστορία να μην
έρχεται σε αντίθεση με το επιστημονικώς δυνατό, θα
έπρεπε τότε να απορρίψουμε πολλά σημαντικά έργα του
είδους.

Ορισμένα θέματα ανήκουν συγχρόνως και στις


φανταστικές επιστήμες και στις ψευδο-επιστήμες, όπως η
εξωαισθητήρια αντίληψη (ESP ή ικανότητες ψι), ανάλογα
με τη χρήση που γίνεται. Πολλοί συγγραφείς, όπως ο
Αλφρεντ Μπέστερ και ο Τζέημς Μπλις, χρησιμοποιούν
τέτοια επινοήματα, όπως και τις φανταστικές επιστήμες,
ως χρήσιμες τεχνικές για την πλοκή της ιστορίας, ενώ
άλλοι φαίνονται να προπαγανδίζουν απλώς υπέρ τους.

Μια πραγματική επιστήμη που μένει προς το παρόν


φανταστική, με την έννοια ότι δεν έχει αντικείμενο, είναι η
ξενοβιολογία, η μελέτη μορφών ζωής που δεν
προέρχονται από τη Γη.

Παρουσιάζεται χάρη στην ευγενική προσφορά


των εκδοτών του Περιοδικού «Απαγορευμένος
Πλανήτης». Δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό
Απαγορευμένος Πλανήτης, τεύχος 1, Μάρτιος -
Απρίλιος 1987. Τον Δεκέμβριο του 1997 ο
Δημήτρης Αρβανίτης έκανε κάποιες μικρές
διορθώσεις ώστε να καταχωρηθεί στο Alternative
Factor.
Robert Silverberg
Schwartz Between the Galaxies (1974)
Μετάφραση: Δημήτρης Αρβανίτης

Η πραγματικότητα: Ο Σβαρτς κάθεται αναπαυτικά στο κουκούλι


του - αιωρούμενος παθητικά - στην πρώτη θέση ενός επιβατηγού
πυραύλου της Τζαπάν Αιρ Λάϊνς, εννιά χιλιόμετρα πάνω από τη
θάλασσα των Κοραλίων. Η φαντασία: ο ίδιος Σβάρτς ταξιδεύει μ'
ένα αστραφτερό διαστημόπλοιο που γλυστρά μαλακά στα βάθη του
διαστρικού διαστήματος με ταχύτητα εννιά φορές μεγαλύτερη από
την ταχύτητα του φωτός, από τον Μπετελγεζ ΙΧ στον Ρίγελ ΧΧΙ, ή
ίσως από την Ανδρομέδα στο Μικρό Μαγγελανικό Σμήνος.

Δεν υπάρχουν διαστημόπλοια. Ισως δεν υπάρξουν ποτέ.


Βρισκόμαστε έναν αιώνα μετά την πτήση του Απόλλων 11, και όλα
τα ταξίδια γίνονται μπρος - πίσω πάνω στην επιφάνεια αυτού του
μικρού Ο, της Γης, γιατί οι πλανήτες είναι έρημοι και τα άστρα είναι
πολύ μακριά. Αυτό το μικρό Ο είναι πολύ μικρό για τον Σβαρτς.
Πολύ συχνά το βλέπει να λάμπει, σαν βώλος νεκρής πορσελάνης.
Και τελευταία έχει αποκτήσει τη συνήθεια, όταν του συμβαίνει αυτό,
να βρίσκει καταφύγιο σ' αυτό το διαστημόπλοιο. Ετσι η πτήση 411
της JAL έχει μόνο το σώμα του, το περίβλημα του εαυτού του, σ'
έναν ακριβό ιδιαίτερο θαλαμίσκο αυτού του λεπτού πλοίου των 200
επιβατών που αναχώρησε από το Μπουένος Αϊρες το πρωϊ,
προχώρησε δυτικά κατά μήκος του τροπικού του Αιγόκερω δύο
ώρες και σύντομα θα προσγειωθεί στο Αεροδρόμιο Τόρες των
Παπούα. Αλλά η συνείδησή του, η Anima του, η ουσία του Σβάρτς,
πλανιέται ανάμεσα στους γαλαξίες.

Τι διαστημόπλοιο είναι αυτό! Τι θαυμάσιοι που είναι οι μυριάδες


επιβάτες του! Στους πολυπληθείς διαδρόμους του συνωστίζεται ένα
τεράστιο, φανταχτερό, ετερογενές πλήθος από πλάσματα του
Γαλαξία, από ιθαγενείς του α του Ηνίοχου, του Αρκτούρου, του
Αλταίρ, του Κάνωπος, του Πολικού, του Αντάρη, όντα ευφυή και
έναθρα που αναπνέουν μεθάνιο ή άζωτο ή αργό, με αγκαθωτο
δέρμα ή χωρίς δέρμα, με πολλά χέρια ή πολλά κεφάλια, το καθένα
τους προϊόν μιας διαφορετικής, μοναδικής και εξωγήινης
πολιτιστικής κληρονομιάς. Ανάμεσά τους κινείται ο Σβάρτς, το
αστέρι των ανθρωπολόγων, ο απόγονος του Κρέμπερ και του
Μόργκαν και του Μαλινόφσκι και της Μηντ, καταβροχθίζοντας την
ποικιλία αυτή με απόλαυση. Ενώ σ' αυτόν τον πεζό πύραυλο που
είναι περιορισμένος από την στρατόσφαιρα της Γης, κανείς δεν
μπορεί να ξεχωρίσει τους Καναδούς από τους Πορτογάλους, τους
Πορτογάλους από τους Ρουμάνους, τους Ρουμάνους από τους
Ιρλανδους, εκτός και αν ανοίξουν το στόμα τους, και πολλές φορές
ούτε και τότε.

Στις ονειροπολήσεις του συζητά με πλάσματα από το σύστημα


του Φομαλώ για την ψηφιακή περιτομή, μαγνητοφωνεί τις μελωδίες
της Αχερναριανής οφθαλμο-φλογέρας, μαθαίνει για το φτέρνισμα -
ξόρκι του Ακρούξ, για τον ύπνο - έκσταση του Αβδεβαράν, για τους
γλύπτες αστεροειδών του Θουμπάν. Εκείνη τη στιγμή μια
χαμογελαστή αεροσυνοδός της JAL ανοίγει την κουρτίνα του
θαλαμίσκου του και τον κοιτάζει, κάνοντας τον να πεταχτεί από τη
μια πραγματικότητα στην άλλη. Εχει γαλάζια μάτια, σγουρά μαλλιά,
ίσια μύτη, λεπτά χείλη, μπρούτζινο δέρμα, ένα γενετικό ανακάτωμα
, ο μέσος άνθρωπος του εικοστού αιώνα, ίσως μελανησιακής -
σουηδικής - τουρκικής - βολιβιανής καταγωγής, ίσως πολωνικής -
βερβερικής - ταταρικής - ουαλικής. Οι φτηνές διηπηρωτικές
μεταφορές το έχουν κατορθώσει: όλη η Γη είναι ένα χωνευτήρι, όλα
τα χρώματοσώματα έχουν ανακατωθεί σ' ένα ομοιόμορφο μίγμα. Ο
Σβαρτς αναρωτιέται για τη γενετική προέλευση αυτών των
γαλάζιων ματιών, αλλά δεν μπορεί να καταλήξει σε κάποιο
ικανοποιητικό συμπέρασμα.

Είναι όμορφη, ούτως ή άλλως. Τη λένε Αυγή - τι γλυκό και


πολιτιστικά ουδέτερο όνομα! - και φλερτάρουν οι δυό τους, η Αυγή
και ο Σβαρτς, κατά τη διάρκεια της σύντομης πτήσης. Τρεμοπαίζει
τα βλέφαρά της και του λέει μαλακά: «Ετοιμαζόμαστε να
προσγειωθούμε, δρ. Σβαρτς. Εχετε πολώσει τους ανασταλτήρες
σας;»
«Δεν τους έκλεισα καθόλου».
«Ωραία». Τα θερμά γαλάζια μάτια συναντούν τα δικά του με
ενδιαφέρον.
«Εχω άδεια με σήμερα», του λέει.
«Ωραία».
«Μπορούμε να πιούμε ένα ποτό ώστε να ξεφορτώσουν τις
αποσκευές», προτείνει με χαριτωμένη άνεση. «Εντάξει;»
«Ναι», λέει εκείνος αδιάφορα. «Γιατί όχι;» Η ευκολία της του φέρνει
ανία, κατά κάποιο τρόπο προτιμά τις ξεπερασμένες απολαύσεις
του του κυνηγιού. Κάποτε μια τέτοια ευκολία σε μια γυναίκα θα τον
συγκινούσε, όχι τώρα όμως. Ο Σβαρτς είναι σαράντα ετών, με
τετράγωνους ώμους, στιβαρός, μια προθήκη των επαρχιώτικων
γονιδίων της βασανισμένης Ιρλανδής μητέρας του. Τα
κοντοκομμένα μαύρα του μαλλιά έχουν γκρίζες πινελιές. Ντύνεται
απλά αλλά καλά, με σανδάλια και Σωκρατικό χιτώνα. Οπως είναι
φυσικό, έχει γίνει πιο ελκυστικός, και στην εξάδα του και δημόσια,
μετά την επαγγελματική του επιτυχία. Εχει αυτοπεποίθηση, είναι
σίγουρος για τις ικανότητές του, και ακτινοβολεί μια μεταδοτική
ασφάλεια. Αυτόν μόνο το μήνα ογδόντα εκατομμύρια άνθρωποι
άκουσαν τις διαλέξεις του.
Εκείνη καταλαβαίνει την ελαφριά κούραση στη φωνή του. «Δεν
ακούγεσαι πρόθυμος. Δεν ενδιαφέρεσαι;»
«Δεν είναι αυτό».
«Τότε τι; Είσαι πεσμένος καθηγητή;»
Ο Σβάρτς σηκώνει τους ώμους του. «Τρομερά πεσμένος.
Αισθάνομαι το σώμα μου σαν ένα σωρό ξερά κόκκαλα. Το μυαλό
μου σαν σβησμένες στάχτες». Χαμογελάει έντονα, αφαιρώντας τη
βαρύτητα από τα λόγια του.
«Αυτό είναι πολύ άσχημο», του λέει, νομίζοντας πως κοροϊδεύει.
«Τρομερά άσχημο!»
«Ηταν απλώς ένα απόσπασμα του Τσουάνγκ Τσου. Μη δίνεις
σημασία. Στην πραγματικότητα αισθάνομαι θαυμάσια, λίγο
κουρασμένος μόνο».
«Πολλά αεροδρόμια;»
Κουνάει το κεφάλι του. «Ολα είναι ίδια όπου και να πάω».
Σκέφτεται ένα θόλο που φωτίζεται από το φως των άστρων, όπου
τρεις ασπόνδυλοι Σπικανοί χορεύουν το ζευγαρωτό χορό του
κατευνασμού για να περάσουν τις αργές ώρες του ταξιδιού. «Θα
μου περάσει», της λέει. «Θα τα πούμε».
Το υβριδικό της πρόσωπο πλημμυρίζει από ανακούφιση και
προσμονή. « Θα σε δω στην Παπούα», του λέει και του κλείνει το
μάτι, και απομακρύνεται.

Παπούα. Την ώρα του κοκτέηλ ο Σβαρτς θα βρίσκεται στο Πορτ


Μόρεσμπυ. Σήμερα δίνει διάλεξη στο πανεπιστήμιο της Παπούα,
χθες ήταν στο Μοντεβίδεο, μεθαύριο θα είναι στην Μπαγκόγκ.
Κάνει το γύρο των μεγάλων ακαδημαϊκών πόλεων. Αυτή είναι η
χρονιά του: ξαφνικά έχει μεγάλο όνομα στους ανθρωπολογικούς
κύκλους, μετά την έκδοση του βιβλίου του Η Μάσκα Κάτω από το
Δέρμα. Τρέχει από ήπειρο σε ήπειρο, προσφέροντας τη σοφία του,
τη Δευτέρα στο Μόντρεαλ, την Τρίτη στο Βερακρούζ, την Τετάρτη
στο Μοντεβιδέο, την Πέμπτη... Πέμπτη; Σήμερα το πρωί διέσχισε
τη διεθνή γραμμή ημερομηνίας, αλλά δεν θυμάται αν μπήκε στην
Πέμπτη ή στην Τρίτη, αν και χθες ήταν σίγουρα Τετάρτη. Ο Σβαρτς
είναι σίγουρος μόνο για το ότι είναι Ιούνιος του 2083, και σίγουρα
υπάρχουν στιγμές που ούτε και για αυτό είναι σίγουρος.
Ο πύραυλος της JAL μπαίνει στην τελική φάση της καθόδου
του. Η Παπούα περιμένει, σιγυρισμένη, φρέσκια. Ο κόσμος έχει και
πάλι μια γυάλινη όψη. Αφήνει το πνεύμα του να γλυστρίσει και πάλι
ευτυχισμένο στο λαμπερό διαστημόπλοιο που ταξιδεύει ανάμεσα
στους στροβιλιζόμενους αστερισμούς.

Βρέθηκε στο γεμάτο κόσμο σαλόνι του διαστημοπλοίου να πίνει


ένα ποτό με τον συνταξιδιώτη του τον Πίτκιν, τον οικονομολόγο
από το Γέηλ. Γιατί τον Πίτκιν, αυτόν τον άξεστο, φανταχτερό
ανθρωπάκο; Εχοντας όλους τους πραγματικούς και φανταστικούς
ανθρώπους στην διάθεσή του, γιατί να διαλέξει το ασυνείδητό του
αυτόν τον χοντροκομμένο άνθρωπο για να μοιραστεί το ταξίδι μαζί
του;

«Κοίτα», είπε ο Πίτκιν, κλείνοντας το μάτι του και χαμογελώντας


πρόστυχα. «Η φιλενάδα σου».
Το διάφραγμα της εισόδου είχε ανοίξει και είχε μπει το μη-αρσενικό
από τον Αντάρη.
«Κόφ' το», του πέταξε ο Σβαρτς. «Ξέρεις πως δεν τρέχει τίποτα».
«Μέρες τώρα δεν τρέχεις από πίσω της;»
«Μην μιλάς γι' αυτήν στο θηλυκό γένος», είπε ο Σβαρτς.
Ο Πίτκιν χαχάνισε. «Τι ακρίβεια έκφρασης! Τι λογιότης! Μην μιλάς
γι' αυτήν στο θηλυκό, λέει!». Εριξε μια γερή σκουντιά στα πλευρά
του Σβαρτς. «Για σένα είναι γένους θηλυκού, φίλε μου, και μην
προσπαθείς να με κοροϊδέψεις εμένα».
Ο Σβάρτς έπρεπε να παραδεχτεί πως άξεστα πειράγματα του
Πίτκιν δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητα. Εβρισκε το πλάσμα από
τον Αντάρη - ένα όρθιο ανθρωποειδέςμε λεπτό σώμα, κίτρινα μάτια
και εβένινο δέρμα, λυγερό κι εντυπωσιακό, με λεπτά, μακριά άκρα
και τη ρευστή χάρη μιας φώκιας - ακατανίκητα ελκυστικό. Ούτε που
μπορούσε να μην το σκέφτεται σαν θηλυκό. Αυτή η στάση του ήταν
αναπόφευκτα συνδεδεμένη με την κουλτούρα του και το είδος του,
το ήξερε, και μάλιστα τον είχε προειδοποιήσει πως οι γίησνες
διαφορές μεταξύ των φύλων δεν είχαν νόημα στο σύστημα του
Αντάρη, και πως αν ο Σβαρτς επέμενε να «την» σκέφτεται με
κάποιο φύλο, το πλησιέστερο θα ήταν το αρνητικό του αρσενικού,
χωρίς να υπονοεί καμιά βιολογική θηλυκότητα.
«Σου το έχω πει», είπε υπομονετικά. «Δεν είναι ούτε αρσενικό ούτε
θηλυκό, όπως εμείς καταλαβαίνουμε αυτές τις έννοιες. Αν σ' εμάς
φαίνεται να είναι θηλυκού γένους, αυτό οφείλεται στις δικές μας
κοινωνικές συνήθειες. Αν θέλεις να πιστεύεις πως το ενδιαφέρον
μου είναι σεξουαλικό, αυτό είναι δικαίωμά σας, αλλά σε διαβεβαιώ
πως είναι καθαρά επαγγελματικό».
«Βέβαια. Απλώς τη μελετάς».
«Κατά μία έννοια, ναι. Κι εκείνη μελετάει εμένα. Στον κόσμο της
είναι «παρατηρητής της ζωής» που φαίνεται να είναι το αντίστοιχο
του ανθρωπολόγου».
«Αυτό είναι θαυμάσιο και για τους δυό σας. Εκείνη είναι ο πρώτος
σου εξωγήινος κι εσύ είσαι ο πρώτος της Εβραίος».
«Σταμάτα να την λες εκείνη», είπε ο Σβαρτς θυμωμένος.
«Αφού και εσύ το ίδιο κάνεις!»
Ο Σβάρτς έκλεισε τα μάτια του. «Η γιαγιά μου μου είπε να μην
ανακατευτώ ποτέ μου με οικονομολόγους. Οι σκέψεις τους είναι
θολές και η αναπνοή τους μυρίζει, μου είπε. Με προειδοποίησε
επίσης και για τους αποφοίτους του Γέηλ. Οι διεστραμμένοι της
διανόησης, έτσι τους έλεγε. Και τώρα βρίσκομαι στριμωγμένος σ'
ένα διαστημόπλοιο με 500 εξωγήινους και έναν μόνο άλλον
άνθρωπο, κι αυτός είναι οικονομολόγος από το Γέηλ».
«Το επόμενο ταξίδι να το κάνεις με τη γιαγιά σου».
«Φύγε», είπε ο Σβαρτς. «Σταμάτα να μου χαλάς τις φαντασιώσεις
μου. Αντε να πουλήσεις τη θλιβερή σου επιστήμη κάπου αλλού.
Τους βλέπεις αυτούς από το Δέλτα του Ωρίωνα εκεί κάτω; Μπες
στην μπουκάλα τους και πες τους για το Ακαθάριστο Παγκόσμιο
Προϊόν». Ο Σβαρτς χαμογέλασε στην Ανταριανή που είχε πάρει ένα
ποτό, κάτι που έλαμπε μ' ένα ιριδίζον χρώμα, και τους πλησίαζε.
«Πήγαινε», μουρμούρισε.
«Μην ανησυχείς», είπε ο Πίτκιν. «Δεν πρόκειται να σας
ενοχλήσω». Χάθηκε στο ετερόκλητο πλήθος.

«Οι Καπελάνοι χορεύουν, Σβαρτς», είπε η Ανταριανή.


«Αυτό θα ήθελα να το δω. Ούτως ή άλλως έχει πολύ φασαρία εδώ
μέσα». Ο Σβάρτς κοίταξε τις κάθετες σχισμές στα κίτρινα μάτια της.
Γατίσια μάτια, σκέφτηκε. Μάτια πάνθηρα. Το βλέμμα της έπεφτε,
όπως συνήθως, στο στόμα του Σβάρτς: άλλοι κόσμοι, άλλα ήθη.
Ενιωθε ένα παράξενο, ανησυχητικό ρίγος επιθυμίας. Επιθυμίας για
τι, όμως; Ηταν μια αίσθηση καθαρής ανάγκης, αόριστης σίγουρα
καθόλου σεξουαλικής. «Θα ρίξω μια ματιά. Θα έρθεις μαζί μου;».

Ο πύραυλος έχει προσγειωθεί στην Παπούα. Ο Σβαρτς κάθεται


σε ένα τραπέζι στο σαλόνι του αεροδρομίου και μιλάει με την
αεροσυνοδό σε χαμηλούς , ζωηρούς τόνους. «Είχα φτάσει σε μία
κρίση στη ζωή μου. Ολες οι αξίες μου έχαναν το νόημά τους.
Ανακάλυπτα πως το επάγγελμα που είχα διαλέξει ήταν κενό,
ανόητο, άχρηστο σαν... σαν να παίζεις σκάκι».
«Φρικτό», ψιθυρίζει η Αυγή.
«Καταλαβαίνεις γιατί. Εσύ γυρίζεις όλο τον κόσμο, βλέπεις χιλιάδες
αεροδρόμια το χρόνο. Ολα είναι ίδια, παντού. Τα ίδια ρούχα, οι
ίδιες εκφράσεις, τα ίδια περιοδικά, το ίδιο στυλ στην αρχιτεκτονική
και τη διακόσμηση».
«Ναι».
«Μια διεθνής ομοιογένεια. Παγκόσμια ομοιομορφία. Καταλαβαίνεις
τι σημαίνει να είσαι ανθρωπολόγος σ' έναν κόσμο που δεν
υπάρχουν πια πρωτόγονοι, Αυγή; Ορίστε, είμαστε στο νησί των
Παπούα - ξέρεις, κυνηγοί κεφαλών, ανιμισμός, βάψιμο του
σώματος, τα τύμπανα στη δύση του ήλιου, το κόκαλο στη μύτη - και
κοίτα τους τώρα γύρω μας, με τα επιχειρηματικά τους ρούχα. Ακου
τους να συζητούν για το χρηματιστήριο, το μπέηζμπωλ, να
συστήνουν εστιατόρια στο Παρίσι και κουρεία στο
Γιοχάνεσμπουργκ. Και παντού είναι τα ίδια. Μέσα σε έναν μόνο
αιώνα μεταμορφώσαμε τον πλανήτη μας σε μια τεράστια
εξεζητημένη, πλαστική, δυτική βιομηχανική κοινωνία. Οι
τηλεοπτικοί δορυφόροι, οι διηπειρωτικοί πύραυλοι, η κατάρρευση
της θρησκευτικής μονολιθικότητας και των γενετικών ταμπού έχουν
μπασταρδέψει κάθε πολιτισμό, καταλαβαίνεις; Πηγαίνεις στους
Ζούνους και έχουν πλαστικές αφρικάνικες μάσκες στους τοίχους
τους. Πηγαίνεις στους Βουσμάνους και έχουν τασάκια
διακοσμημένα με σχέδια των Χόπι φτιαγμένα στην Ιαπωνία. Ολα
είναι εσωτερική διακόσμηση, και κάτω από τα προσεκτικά
επιλεγμένα πρωτόγονα μοτίβα υπάρχει η ίδια παγκόσμια ψευτο-
αμερικάνικη καλαισθησία, είτε είσαι στην έρημο Καλαχάρι ή στα
δάση του Αμαζονίου. Καταλαβαίνεις τι έγινε, Αυγή;»
«Είναι μια τρομερή απώλεια», λέει θλιμένα εκείνη. Προσπαθεί
να δείξει συμπάθεια, αλλά ο Σβαρτς αισθάνεται πως περιμένει να
τελειώσει το κήρυγμα και να την καλέσει στο δωμάτιο του
ξενοδοχείου του. Θα την καλέσει. Εχοντας όμως αρχίσει να συζητά
για το πιο σημαντικό θέμα, δυσκολεύεται να σταματήσει.
«Η πολιτιστική ποικιλία χάθηκε από τον κόσμο», λέει. «Η θρησκεία
είναι νεκρή, η αληθινή ποίηση είναι νεκρή, η εφευρετικότητα είναι
νεκρή, η ατομικότητα το ίδιο. Η ποίηση. Ακου αυτό». Τραγουδά με
λεπτή, μονότονη φωνή:

Περπατώ στην ομορφιά


Με την ομορφιά μπροστά μου περπατώ
Με την ομορφιά πίσω μου περπατώ
Με την ομορφιά από πάνω μου περπατώ
Με την ομορφιά από πάνω μου και γύρω μου
περπατώ
Τελειώνει μ' ομορφιά
Τελειώνει μ' ομορφιά

Εχει αρχίσει να ιδρώνει. Το τραγούδι του προκάλεσε μια


περίεργη σφαίρα σιωπής γύρω τους, κεφάλια γυρίζουν, τον
κοιτάζουν μισοκλείνοντας τα μάτια. «Ναβάχο», λέει. «Ο Νυχτερινός
Δρόμος, ένα τραγούδι εννέα ημερών, ένα όραμα, ένα ξόρκι. Που
είναι οι Ναβάχο τώρα; Πήγαινε στην Αριζόνα και θα σου
τραγουδήσουν, ναι, αν τους πληρώσεις, αλλά δεν ξέρουν τι
σημαίνουν τα λόγια, και κατά πάσα πιθανότητα οι τραγουδιστές θα
είναι κατά το ένα τέταρτο Ναβάχο, ή το ένα όγδοο, ή ίσως μόνο
Χόπι που πληρώνονται για να ντύνονται Ναβάχο, επειδή οι
πραγματικοί Ναβάχο, αν έχει μείνει κανείς, είναι στο Μέξικο Σίτυ και
κάνουν τους Αζτέκους. Τόσα πολλά έχουν χαθεί. Ακου».
Τραγουδάει και πάλι, πιο διαπεραστικά από πριν:
Το ζώο τρέχει, περνά, πεθαίνει. Και είναι το μεγάλο ψύχος.
Είναι το μεγάλο ψύχος της νύχτας, είναι το σκοτάδι.
Το πουλί πετάει, περνά, πεθαίνει. Και είναι...
«Οι επιβάτες της πτήσεως JAL 411 παρακαλούνται να
παραλάβουν τις αποσκευές τους από την αίθουσα τέσσερα»,
φωνάζει μια μεταλλική φωνή.
...το μεγάλο ψύχος.
Είναι το μεγάλο ψύχος της νύχτας, είναι το σκοτάδι.
«Οι επιβάτες της πτήσεως...»
Το ψάρι φεύγει, περνά, πεθαίνει. Και...
«Μας κοιτάζουν», λέει η Αυγή αμήχανα.
«...Από την αίθουσα τέσσερα».
«Αφησέ τους να κοιτάζουν. Καλό θα τους κάνει. Αυτό είναι το
τραγούδι των Πυγμαίων από την Γκαμπόν, στην ισημερινή Αφρική.
Πυγμαίοι; Δεν υπάρχουν πια Πυγμαίοι. Ολοι είναι δύο μέτρα ψηλοί.
Και τι τραγουδάμε; Ακου. Ακου». Κάνει μια χειρονομία δείχνοντας
το σύννεφο των μικρών χρυσών μεγαφώνων που αιωρείται κοντά
στο ταβάνι. Παίζουν μια σαχλή μουσική: ένα τραγούδι που έχει γίνει
επιτυχία πρόσφατα. Ο Σβαρτς επαναλαμβάνει τις λέξεις άγρια:
«Χέρια... μαχαίρια... γυρίζω... σφυρίζω. Το παίζουν σ' όλα τα
αεροδρόμια αυτή τη στιγμή, σ' όλο τον κόσμο». Η Αυγή χαμογελά
αμυδρά. Απλώνει το χέρι της και σκεπάζει το δικό του, το σφίγγει .
Αισθάνεται ζαλισμένος. Ο κόσμος, τα βλέμματα, η μουσική, το
ποτό. Τα πλαστικά. Τα πάντα λάμπουν. Πορσελάνη. Πορσελάνη. Ο
πλανήτης κρυσταλλώνεται.
«Τομ;» λέει ανήσυχα. «Συμβαίνει τίποτα;» Εκείνος γελάει, παίζει τα
μάτια του, βήχει, τρέμει. Την ακούει να φωνάζει βοήθεια, και μετά
νιώθει την ψυχή του να γλιστρά προς τα έξω, στα γαλαξιακά
σκοτάδια.

Με το Ανταριανό μη - αρσενικό δίπλα του, ο Σβαρτς κοίταζε στο


διάστημα περιδεής και καταγοητευμένος το δελεαστικό θέαμα των
Καπελάνων να τυλίγονται και να ξετυλίγονται γύρω από το πλοίο.
Δεν έχουν όλοι οι επιβάτες του διαστημοπλοίου άνετες καμπίνες
σαν τη δική του. Οι Καπελάνοι ήταν πολύ μεγάλοι για το
διαστημόπλοιο και ούτως ή άλλως προτιμούσαν να μην κλείνονται
μέσα σε μεταλλικούς τοίχους. Ταξίδευαν δίπλα στο διαστημόπλοιο
και λούζονταν σαν γλιστερές φάλαινες στις ερεθιστικές αντινοβολίες
του διαστήματος. Οσο έμεναν ως είκοσι μέτρα από το πλοίο
προστατεύονταν από το πεδίο της μηχανής Ραμπίνοβιτς που
κινούσε το σκάφος με τους επιβάτες του προς τον Ρίγελ ή προς το
Μικρό Μαγγελανικό Σμήνος - ή ίσως σε μια από τις Πλειάδες - με
ταχύτητα εννέα φορές μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός.
Κοίταζε τους Καπελάνους να κινούνται στη σκιά του πλοίου
αφήνοντας πίσω τους λαμπερά άσπρα ίχνη. Γαλάζιοι, πράσινοι και
μαύροι σαν μετάξι, τυλίγονταν και κολυμπούσαν, και το κάθε τους
ίχνος ήταν μια λάμψη χρυσής φωτιάς. «Εχουν μια επικίνδυνη
ομορφιά», ψιθύρισε ο Σβαρτς. «Ακούς το κάλεσμά τους; Εγώ το
ακούω».
«Τι λένε;»
«Λένε «Ελα σε μένα, έλα σε μένα, έλα σε μένα!»
«Πήγαινε κοντά τους τότε», είπε απλά η Ανταριανή. «Βγές από την
μπουκαπόρτα».
«Και να πεθάνω;»
«Και να μπεις στην επόμενη ζωή σου. Κακόμοιρε Σβαρτς! Αγαπάς
τόσο πολύ το τωρινό σου σώμα;»
«Το τωρινό μου σώμα δεν είναι και τόσο άσχημο. Νομίζεις πως θα
αποκτήσω ποτέ άλλο;»
«Οχι;»
«Οχι», είπε ο Σβαρτς. «Αυτό είναι το μόνο. Μ' εσάς δεν είναι το
ίδιο;»
«Την Εποχή των Ενάρξεων θα πάρω το επόμενο κατάλυμά μου. Σε
πενήντα χρόνια περίπου. Τώρα βλέπεις το πέμπτο σώμα που
χρησιμοποιώ».
«Το επόμενο θα είναι το ίδιο όμορφο;»
«Ολα τα σώματα είναι όμορφα», είπε η Ανταριανή. «Με βρίσκεις
ελκυστική;»
«Φυσικά»
Ενα κλείσιμο του ματιού. Μια κίνηση του κεφαλιού προς το
διάστημα. «Ελκυστική όσο κι αυτοί;»
Ο Σβαρτς γέλασε. «Ναι. Με άλλον τρόπο».
«Αν ήμουν εγώ εκεί έξω», είπε φιλάρεσκα, «θα έβγαινες στο
διάστημα;»
«Μπορεί. Αν μου έδιναν ένα σκάφανδρο και μου έλεγαν πως να το
χρησιμοποιήσω».
«Οχι αλλιώς όμως; Αν ήμουν εκεί έξω τώρα. Μπορώ να ζήσω στο
διάστημα πέντε, δέκα, δεκαπέντε ίσως λεπτά. Πες πως είμαι έξω
και λέω «Ελα σε μένα, Σβαρτς, έλα σε μένα!" Τι θα έκανες;»
«Δεν νομίζω πως είμαι τόσο αυτοκαταστροφικός».
«Να πεθάνεις για την αγάπη, όμως! Να περάσεις στην άλλη ζωή
για χάρη της ομορφιάς».
«Οχι. Λυπάμαι».
Η Ανταριανή έδειξε τους Καπελάνους που κολυμπούσαν
κυματιστά. «Αν στο ζητούσαν εκείνοι, θα πήγαινες».
«Μου το ζητούν», είπε ο Σβαρτς.
«Και αρνείσαι την πρόκληση;»
«Προς το παρόν. Προς το παρόν».
Γέλασε με τον Ανταριανό τρόπο, μ' ένα βαρύ, στιλπνό
ρουθούνισμα. «Το ταξίδι μας θα κρατήσει πολλές βδομάδες ακόμα.
Κάποια μέρα, νομίζω, θα πας».

«Ησουν αναίσθητος τουλάχιστον πέντε λεπτά», λέει η Αυγή.


«Τους τρόμαξες όλους. Είσαι σίγουρος πως θα έπρεπε να δώσεις
τη σημερινή διάλεξη;»

Ο Σβαρτς κουνάει το κεφάλι του. «Δεν τρέχει τίποτα. Είμαι λιγάκι


κουρασμένος, μόνο. Πέρασα πολλές ωρολογιακές ζώνες αυτή την
εβδομάδα». Στεκόνται στη βεράντα του δωματίου του. Η νύχτα
έρχεται γρήγορα εδώ: είναι χειμώνας στο Νότιο Ημισφαίριο, αν και
το άρωμα των τροπικών λουλουδιών πλημμυρίζει την ατμόσφαιρα.
Τα πρώτα άστρα αρχίζουν να εμφανίζονται. Ποτέ του δεν έμαθε τα
άστρα. Εκείνο το φωτεινό, σκέφτεται, μπορεί να είναι ο Ρίγελ, κι
εκείνο ο Σείριος, κι ίσως εκείνο να είναι ο Ντενέμπ. Κι εκείνο; Ειναι
ο κόκκινος Αντάρης, στην καρδιά του Σκορπιού, ή είναι ο Αρης;
Μετά τη λιποθυμία του στο αεροδρόμιο κατάφερε να αποφύγει την
εθιμική υποδοχή του Πανεπιστημίου και το επίσημο δείπνο,
λέγοντας πως έχει ανάγκη από ξεκούραση, κανόνισε για ένα
πρόχειρο γεύμα στο δωμάτιό του, για δύο. Σε δύο ώρες θα έρθουν
να τον πάρουν και να τον συνοδέψουν στο Πανεπιστήμιο, όπου θα
μιλήσει. Η Αυγή τον κοιτάζει εξεταστικά. Ισως ανησυχεί για την
υγεία του, ίσως περιμένει να κάνει αυτός την πρώτη κίνηση.
Υπάρχει καιρός γι αυτά αργότερα, σκέφτεται. Προτιμά να μιλήσει
τώρα. Προετοιμάζεται για το ακροατήριό του, και συνεχίζει την
προηγούμενη συζήτηση:

«Για ένα μεγάλο διάστημα δεν καταλάβαινα τι είχε


συμβεί. Μεγάλωσα απομονωμένος, αποκομμένος από την
πραγματικότητα, ένα παιδί της Νέας Υόρκης με έξυπνο
μυαλό και μια κάρτα της βιβλιοθήκης. Διάβασα όλα τα
κλσικά βιβλία της ανθρωπολογίας, τις Μορφές του
Πολιτισμού και το Ενηλικίωση στη Σαμόα και το Η Ζωή
μιας Φυλής της Νοτίου Αφρικής και όλα τα σχετικά, και
ονειρευόμουν επαγγελματικά ταξίδια, να μαζεύω μύθους
και γραμματικές και ήθη και έθιμα και τεχνουργήματα και
όλα αυτά, ώσπου έφτασα στα είκοσι πέντε μου και άρχισα
να ασχολούμαι πραγματικά με το αντικείμενό μου, οπότε
κατάλαβα πως είχα ακολουθήσει μια νεκρή επιστήμη.
Εχουμε μια μοναδική παγκόσμια κουλτούρα τώρα, με
τοπικές παραλλαγές αλλά χωρίς βασικές αποκλίσεις: Δεν
έχει μείνει τίποτα το πρωτόγονο στη Γη, και δεν υπάρχουν
άλλοι πλανήτες. Κατοικήσιμοι. Δεν μπορώ να πάω στον
Αρη ή στην Αφροδίτη ή στον Κρόνο για να μελετήσω τους
ιθαγενείς. Ποιους ιθαγενείς; Και στα άστρα δεν μπορούμε
να πάμε. Το μόνο που έχω είναι η Γη. Ημουν στα τριάντα
μου όταν όλα αποκρυσταλλώθηκαν μέσα μου και
κατάλαβα πως είχα σπαταλήσει τη ζωή μου».

«Υπάρχει όμως κάτι για να μελετήσεις εδώ στη Γη».

«Ενας πολιτισμός, χωρίς ρίζες και ομοιογενής. Αυτή είναι


δουλειά για κοινωνιολόγους, όχι για μένα. Εγώ είμαι ρομαντικός,
εξωτικός, θέλω παράξενα πράγματα, διαφορές. Κοίτα, ποτέ δεν
μπορούμε να έχουμε μια προοπτική άποψη της εποχής μας και της
ζωής μας. Οι κοινωνιολόγοι προσπαθούν να το πετύχουν αυτό,
αλλά το μόνο που πετυχαίνουν είναι να μαζέψουν ένα βουνό από
ακατέργαστα, αχώνευτα δεδομένα. Η κατανόηση έρχεται αργότερα
- δύο, πέντε, δέκα γενιές αργότερα. Αλλά μπορούσαμε να μάθουμε
για μας μελετώντας άλλους πολιτισμούς, μελετώντας τους εντελώς,
και ορίζοντας τον εαυτό μας βλέποντας τι είναι εκείνοι που δεν
είμαστε εμείς. Οι πολιτισμοί όμως πρέπει να είναι απομονωμένοι.
Ο ανθρωπολόγος διαβρώνει αυτή την απομόνωση - κατά
Χάιζενμπεργκ - όταν έρχεται με την κάμερά του και το
μαγνητόφωνο και αρχίζει να κάνει ερωτήσεις, αλλά λίγο - πολύ
μπορούμε να αποκαταστήσουμε την αναπόφευκτη ζημιά που
προκαλεί ένας παρατηρητής. Οχι όμως όταν ολόκληρος ο
πολιτισμός μας συναντά έναν άλλον και τον απορροφά και τον
εξαλείφει. Πράγμα που έχουμε κάνει παντού με τον τεχνολογικό -
μηχανικό πολιτισμό μας. Μια μέρα ξυπνάω και βλέπω πως δεν
υπάρχουν πια ξένοι πολιτισμοί. Χα! Μια συντριπτική αποκάλυψη!
Το επάγγελμα του Σβαρτς δεν υπάρχει!»

«Τι έκανες;»

«Δείλιαζα επί χρόνια. Δίδασκα, μελετούσα μηχανικά, ξέροντας


πως όλα αυτά δεν είχαν κανένα νόημα. Το μόνο που έκανα ήταν να
κοιτάζω τις περιγραφές εξαφανισμένων πολιτισμών που είχαν
αφήσει προηγούμενοι παρατηρητές και να προσπαθώ να βγάλω
νέα συμπεράσματα. Δευτερεύουσες πηγές, ξεθυμασμένα
ευρήματα: ήμουν ένας μελετητής απολιθωμένων σκελετών, δεν
συγκέντρωνα νέα στοιχεία. Παλαιοντολογία. Οι δεινόσαυροι έχουν
ενδιαφέρον, αλλά τι σου λένε για τον σύγχρονο κόσμο και το νόημα
των μορφών του; Απολιθωμένοι σκελετοί, Αυγή, απολιθωμένοι
σκελετοί. Απόγνωση. Και μετά είχα κάποια ένδειξη. Είχα αυτή τη
Νιγηριανή φοιτήτρια, Ιμπο - κυρίως Ιμπο δηλαδή, αλλά και κατά
ένα μέρος Ισραηλινή και ίσως είχε και κινέζικο αίμα - και βρεθήκαμε
αρκετά κοντά, και της είπα το πρόβλημά μου. Θα τα παρατήσω,
είπα, γιατί δεν είναι αυτό που περίμενα. Εκείνη γέλασε και είπε: Τι
δικαίωμα έχεις να θυμώνεις επειδή ο κόσμος δεν είναι όπως τον
περίμενες; Ξαναφτιάξε τη ζωή σου, Τομ, δεν μπορείς να
ξαναφτιάξεις τον κόσμο. Πώς; είπα εγώ. Κοίτα μέσα σου, μου είπε,
βρες τον πρωτόγονο μέσα σου, δες τι σε έκανε αυτό που είσαι, τι
έκανε το σημερινό πολιτισμό αυτό που είναι, δες πως έχουν
συγχωνευτεί τα διάφορα ρεύματα. Τίποτα δεν έχει χαθεί, αλλά όλα
έχουν γίνει ένα κράμα. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Μου έδωσε ένα
νέο τρόπο να βλέπω τα πράγματα. Μ' έστειλε σε μια αναζήτηση
στα βάθη του εαυτού μου. Πέρασαν τρία χρόνια ώσπου να
καταλάβω τα πρότυπα, να κατανοήσω το τι είχε γίνει ο πλανήτης
μας, και μόνο αφού δέχτηκα τον πλανήτη μας...»

Του φαίνεται σαν να μιλάει μια αιωνιότητα. Μιλάει. Μιλάει. Αλλά


δεν ακούει πια τη φωνή του. Μόνο ένα μακρινό βουητό.
«Αφού δέχτηκα...»
Ενα μακρινό βουητό.
«Τι έλεγα;» ρωτάει.
«Αφού δέχτηκες τον πλανήτη μας...»
«Αφού δέχτηκα τον πλανήτη μας», λέει, «μπόρεσα ν' αρχίσω...»
Βουητό. «Μπόρεσα ν' αρχίσω να δέχομαι τον εαυτό μου».

Τον τραβούσαν και οι Σπικανοί, όχι για το πως ήταν οι ίδιοι -


ήταν δόλιοι, ελλειπτικοί χαρακτήρες, συγκρατημένοι και αυτάρκεις,
δυσπρόσιτοι - αλλά για το προφανώς ψυχεδελικό φάρμακο που
έπαιρναν με τελετουργικό τρόπο πριν από κάθε ατέρμονα χορό
τους. Κάθε φορά που τους έβλεπε να παίρνουν το ναρκωτικό, του
φαινόταν σαν να του το πρόσφεραν, σαν να τον προσκαλούσαν,
προτού το βάλουν στο στόμα τους. Το έβλεπε σαν ένα δόλωμα,
ένιωθε μια ανεξήγητη έλξη.

Υπήρχαν τρεις Σπικανοί στο πλοίο, κάτι λεπτά πλάσματα


δύομισι μέτρα ψηλά, με εύκαμπτα κυλινδρικά σώματα και μικρά,
κοντόχοντρα άκρα. Το δέρμα τους ήταν φιδίσιο, στεγνό και λείο,
βαθυπράσινο με κίτρινες λωρίδες, αλλά τα μάτια τους ήταν
παράξενα ανθρώπινα, μεγάλα, υγρά, καφετιά μάτια, θλιμμένα
λεβάντινικα μάτια, μάτια άτυχων μεσαιωνικών ταξιδιωτών που
είχαν μεταμορφωθεί σε ερπετά. Ο Σβαρτς είχε μιλήσει μαζί τους
αρκετές φορές. Καταλάβαιναν αγγλικά αρκετά καλά - όπως όλες οι
γαλαξιακές φυλές, ο Σβάρτς πίστευε πως θα γινόταν η διαστρική
γλώσσα, όπως είχε γίνει και στη Γη - αλλά η κατασκευή των
φωνητικών τους οργάνων ήταν τέτοια που δεν μπορούσαν να την
μιλήσουν, και χρησιμοποιούσαν μικρές μεταφραστικές μηχανές
που κρέμονταν στο λαιμό τους και μετέτρεπαν τα απαλά τους
σφυρίγματα σε κόκκινες λέξεις που εμφανίζονταν σε μια οθόνη.

Επιφυλακτικά, την τρίτη ή τέταρτη φορά που μίλησε μαζί τους,


έδειξε ευγενικά πως ενδιαφερόταν για το ναρκωτικό τους. Του
είπαν πως τους έδινε τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με τις
κεντρικές δυνάμεις του διαστήματος. Ο Σβάρτς απάντησε πως
υπήρχαν παρόμοια ναρκωτικά και στη Γη, πως τα
χρησιμοποιούσαν συχνά, και πως τους έδιναν μια βαθιά ενόραση
για τη λειτουργία του κόσμου. Εδειξαν κάποια περιέργεια, έντονη
περιέργεια, ίσως. Από τα μάτια τους δεν καταλάβαινε τίποτα, και ο
τόνος της φωνής τους δεν πρόδιδε συναισθήματα. Εβγαλε τη
δερμάτινη θήκη του με τα φάρμακα και τους έδειξε τι είχε:
ληριτονίνη, ψιλεγκεφαλίνη, σινταρτίνη και LSD-57. Περιέγραψε την
δράση του καθενός και πρότεινε μια ανταλλαγή, όποιο ήθελαν για
μια ανάλογη δόση του ξεραμένου πορτοκαλί μύκητα που
μασούσαν. Το συζήτησαν μεταξύ τους. Ναι, είπαν, θα γίνει. Οχι
τώρα όμως. Την κατάλληλη στιγμή. Ο Σβαρτς ήξερε πως δεν
έπρεπε να τους ρωτήσει ποια θα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Τους
ευχαρίστησε και μάζεψε τα φάρμακά του.

Ο Πιτκιν, που είχε παρακολουθήσει τη συνδιαλλαγή τους απο


την άλλη άκρη του σαλονιού, τον πλησίασε θυμωμένος καθώς οι
Σπικανοί απομακρύνονταν. «Τι σχεδιάζεις τώρα;» ρώτησε.
«Γιατί δεν κοιτάς τη δουλειά σου;» είπε φιλικά ο Σβαρτς.
«θα αλλάξεις χάπια μ' αυτά τα φίδια;»
«Ας πούμε πως πρόκειται για επαγγελματική έρευνα».
«Ερευνα; Ερευνα; Τι θα κάνεις, θα πάρεις αυτό το πορτοκαλί
πράγμα που παίρνουν;»
«Ισως», είπε ο Σβαρτς.
«Που ξέρεις τι επίδραση θα έχει στον ανθρώπινο μεταβολισμό;
Μπορεί να τυφλωθείς ή να μείνεις παράλυτος ή ...»
«... ή φωτισμένος», είπε ο Σβαρτς. «Αυτοί είναι οι κίνδυνοι της
δουλειάς. Οι πρώτοι ανθρωπολόγοι που δεν δίστασαν να
δοκιμάσουν πεγιότλ και γιαχέ και ολολιούκι δέχτηκαν αυτούς τους
κινδύνους, και...»
«Αλλά αυτά τα χρησιμοποιούσαν άνθρωποι. Δεν μπορείς να
ξέρεις... μα τι νόημα έχει, Σβάρτς; Ερευνα, λέει. Ερευνα». Ο Πιτκιν
κάγχασε. «Πρεζάκια!»
Ο Σβαρτς τον μιμήθηκε. «Οικονομολόγε!»

Η αίθουσα ήταν γεμάτη απόψε, κάπου τρεις χιλιάδες άτομα, με


όλες τις θέσεις στο μεγάλο πέταλο του αμφιθεάτρου του
Πανεπιστημίου πιασμένες, και η τηλεόραση να μεταδίδει τη διάλεξή
του σε όλη την Παπούα και στη μισή Ινδονησία. Ο Σβαρτς στέκεται
στην έδρα σαν ημίθεος κάτω από ένα σποτ. Παρ΄όλη την κούρασή
του τώρα αισθάνεται καλά, χειρονομεί με ένταση, το βλέμμα του
είναι επιβλητικό, η φωνή του βαθιά και ηχηρή, οι λέξεις κυλούν
ελεύθερα από το στόμα του. «Μόνο ένας πλανήτης», λέει, «ένας
μικρός και συνωστισμένος πλανήτης, όπου όλοι οι πολιτισμοί
συγκλίνουν σε μια μουντή και μελαγχολική ομοιομορφία. Τι θλιβελό
που είναι αυτό! Πόσο μικροσκοπικοί γινόμαστε, όταν μοιάζουμε
όλοι!». Τινάζει τα χέρια του ψηλά. «Κοιτάξτε τα άστρα, τα απρόσιτα
άστρα! Φανταστείτε, αν μπορείτε, τα εκατομμύρια κόσμους που
στρέφονται γύρω από αυτούς τους λαμπερούς ήλιους πέρα από το
σκοτάδι της νύχτας! Φανταστείτε μαζί μου άλλα πλάσματα, άλλα
ήθη, άλλους θεούς. Πλάσματα κάθε μορφής, ξένα στην εμφάνιση
αλλά όχι αλλόκοτα, όχι φρικιαστικά, γιατί κάθε μορφή ζωής είναι
όμορφη: όντα που αναπνέουν αέρια παράξενα σε μας, όντα
τεραστίου μεγέθους, όντα με πολλά άκρα ή με κανένα, όντα για τα
οποία ο θάνατος είναι το θείο αποκορύφωμα της ύπαρξης, όντα
που δεν πεθαίνουν ποτέ, όντα που γεννούν τους απογόνους τους
κατά χιλιάδες κάθε φορά, όντα που δεν αναπαράγονατι - όλες τις
άπειρες πιθανότητες του απείρου συστήματος!

«Ισως σε καθένα απ' αυτούς τους κόσμους να είναι


όπως είναι εδώ: ένα έλλογο είδος, ένας πολιτισμός, η
αιώνια σύγκλιση. Αλλά όλοι αυτοί οι κόσμοι μαζί
προσφέρουν μια τεράστια ποικιλία. Και τώρα: μοιραστείτε
αυτό το όραμα μαζί μου! Βλέπω ένα πλοίο να ταξιδεύει
από άστρο σε άστρο, ένα διαστημόπλοιο του μέλλοντος,
και μέσα σ' αυτό το πλοίο είναι ένα δείγμα πολλών ειδών,
πολλών πολιτισμών, ένα τυχαίο συνονθύλευμα από τη
φανταστική ετερομορφία του γαλαξία. Αυτό το πλοίο είναι
ένας μικρός κόσμος, κλειστός, σφραγισμένος. Θα ήταν
καταπληκτικό να βρίσκεται κανείς σε αυτό, να συναντήσει
σ' αυτόν το μικρό χώρο μια τόσο πλούσια ποικιλία
πολιτισμών! Ο κόσμος μας ήταν κάποτε σαν αυτό το
διαστημόπλοιο, ένα μικρό σύμπαν, που περιείχε χιλιάδες
γήινους πολιτισμούς, Χόπι και Εσκιμώους και Αζτέκους και
Κουακιούτ και Αραπες και Οροκόλο και τόσους άλλους.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μας αρχίσαμε να μοιάζουμε
μεταξύ μας πάρα πολύ, κι αυτό έχει φτωχύνει τις ζωές
όλων μας επειδή ...».

Ξαφνικά αρχίζει να τα χάνει. Νιώθει αδυναμία, και πιάνεται από


τις άκρες της έδρας. «Επειδή...». Ο προβολέας, σκέφτεται. Στα
μάτια μου. Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δυνατός, αλλά με
τυφλώνει. Πρέπει να τον αλλάξουν. «Κατά τη διάρκεια - τη διάρκεια
του ταξιδιού μας...» Τι συμβαίνει; Αρχίζει να ιδρώνει τώρα. Πονάει
το στήθος του. Η καρδιά μου; Ηρέμησε, πιο αργά, βρες την
αναπνοή σου. Αυτό το φως στα μάτια μου...
«Πες μου», είπε σοβαρά ο Σβαρτς, «πώς είναι να ξέρεις πως θα
έχεις δέκα σώματα, το ένα μετά το άλλο, και πως θα ζήσεις πάνω
από χίλια χρόνια».
«Πες μου πρώτα εσύ», είπε η Ανταριανή, «πώς είναι να ξέρεις πως
θα ζήσεις ενενήντα χρόνια ή και λιγότερο, και μετά θα χαθείς για
πάντα».

Τελικά κατορθώνει να συνεχίσει. Ο πόνος στο στήθος του


γίνεται πιο έντονος, δεν μπορεί να εστιάσει το βλέμμα του,
αισθάνεται πως θα χάσει τις αισθήσεις του από στιγμή σε στιγμή,
και ίσως να έχει ήδη λιποθυμήσει, αλλά συνεχίζει. Στηρίζεται στο
αναλόγιο και περιγράφει περιληπτικά το πρόγραμμα που ανέπτυξε
στο Η Μάσκα Κάτω από το Δέρμα. Μια οργάνωση σε φυλές χωρίς
αναγέννηση του άσχημου εθνικισμού. Η αναζήτηση μιας
ανανεωμένης αίσθησης συγγένειας με το παρελθόν. Περιορισμός
των άσκοπων ταξιδιών, και ιδίως του τουρισμού. Βαριά φορολογία
στα εξαγώμενα χειροτεχνήματα, τις κινηματογραφικές ταινίες και τα
βίντεο. Μια προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητων πολιτιστικών
μονάδων στη Γη, διατηρώντας το τωρινό επίπεδο οικονομικής και
πολιτικής αλλελεξάρτησης. Εγκατάλειψη των υλιστικών
τεχνολογικών - βιομηχανικών αξιών. Νέες αναζητήσεις βασικών
νοημάτων. Μια εθνική αναγέννηση, προτού είναι πολύ αργά, στους
πολιτισμούς που πρόσφατα εγκατέλειψαν τα παραδοσιακά τους
έθιμα. (Επαναλαμβάνει και διανθίζει ιδιαίτερα αυτό το σημείο, για
τους Παπούα που τον παρακολουθούν, τα τρισέγγονα των
καννιβάλων).
Η ανησυχία και η σύγχυση έρχονται και φεύγουν καθώς
ξετυλίγει τα θέματά του. Φωνάζει παθιασμένα ζητώντας να μπει
ένα τέλος στην ομογενοποίηση της Γης και σιγά - σιγά τα
συμπτώματα εξαφανίζονται, εκτός από ένα ελαφρύ ίλιγγο. Αλλά τον
πιάνει μια διαφορετική αδιαθεσία καθώς πλησιάζει στον επίλογο. Η
φωνή του φαίνεται σαν ένα μακρινό κρώξιμο, γελοία και χωρίς
νόημα. Ολα αυτά τα έχει πει χίλιες φορές, προκαλώντας πάντα
επεφημίες, αλλά ποιος τον ακούει; Ολα φαίνονται κούφια σήμερα,
μηχανικά, παράλογα. Μια αναγέννηση των εθνών; Οι άνθρωποι
που τον παρακολουθούν πρέπει να γυρίσουν στις καλύβες τους,
γυμνοί; Το διαστημόπλοιο του είναι μια φαντασία, ένα όνειρο του
για μια Γη με ποικιλία είναι μια απλή ανοησία. Αυτό που υπάρχει,
θα συνεχίσει αν υπάρχει. Κι όμως συνεχίζει τον επίλογό του.
Παίρνει το ακροατήριο μαζί του σ' αυτό το διαστημόπλοιο,
δημιουργεί μια ορδή φανταχτερών πλασμάτων για χάρη τους,
συμπληρώνει τη μεταφορά του περιγράφοντας χοντρικά τις δομές
πέντε-έξι εξαφανισμένων «πρωτόγονων» πολιτισμών της Γης,
τραγουδά τα τραγούδια των Ναβάχο, των Πυγμαίων της Γκαμπόν,
των Ασάντι, των Μουντούγκουμορ. Τελείωσε. Πνίγεται σ' έναν
καταρράκτη χειροκροτημάτων.

Περιμένει στη θέση του ώσπου έρχονται μερικά μέλη της


οργανώτριας επιτροπής για ν ατον βοηθήσουν να κατέβει: έχουν
καταλάβει την εξάντλησή του. «Δεν είναι τίποτα», λέει
λαχανιασμένα. «Τα φώτα... πολύ δυνατά...» Η Αυγή είναι δίπλα
του. Του δίνει ένα ποτό, κάτι κρύο. Δύο μέλη της επιτροπής
αρχίζουν να μιλούν για μια δεξίωση προς τιμήν του στο Πράσινο
Δωμάτιο. «Ωραία», λέει ο Σβαρτς. «Θα χαρώ». Η Αυγή
μουρμουρίζει μια διαμαρτυρία. Εκείνος τη σταματά. «Είναι
υποχρέωσή μου» της λέει. «Να συναντήσω τους αρχηγούς της
κοινότητας. Τους ανθρώπους της Σχολής. Αισθάνομαι καλύτερα
τώρα. Αλήθεια». Τρικλίζοντας, τρέμοντας, τους αφήνει να τον
οδηγήσουν.

«Εβραίος», είπε η Ανταριανή. «Λες πως είσαι Εβραίος, αλλά τι


ακριβώς σημαίνει αυτό; Φατρία, ομάδα, φυλή, έθνος, τι; Μπορείς
να μου το εξηγήσεις;»
«Καταλαβαίνεις τι είναι η θρησκεία;»
«Φυσικά».
«Ο Ιουδαϊσμός - των Εβραίων - είναι μια από τις μεγαλύτερες
θρησκείες της Γης».
«Είσαι δηλαδή ιερέας;»
«Καθόλου. Δεν ακολουθώ καν τον Ιουδαϊσμό. Αλλά οι πρόγονοί
μου ήταν πιστοί, και έτσι θεωρώ τον εαυτό μου Εβραίο, αν και...»
«Είναι δηλαδή μια κληρονομική θρησκεία, που δεν ζητά από τους
πιστούς της να ακολουθούν το τυπικό;»
«Κατά μία έννοια», είπε ο Σβαρτς με απελπισία. «Είναι μάλλον μια
κληρονομική πολιτιστική υποομάδα με μια κοινή θρησκευτική
αντίληψη που όμως δεν θεωρείται πια σημαντική».
«Α. Και τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των Εβραίων που τους
καθορίζουν και τους διαχωρίζουν από την υπόλοιπη ανθρωπότητα
είναι...»
«Εε...» δίστασε ο Σβαρτς. Υπάρχει ένας πολύπλοκος διαιτητικός
κώδικας, μια τελετή περιτομής για τα νεογέννητα αγόρια, μια τελετή
ενηλικίωσης πάλι για τα αγόρια, μια γραπτή γλώσσα, μια
καθομιλοθμένη που καταλαβαίνουν λίγο - πολύ οι Εβραίοι σ' όλο
τον κόσμο, και πολλά ακόμα, και μια ακαθόριστη αίσθηση
φυλετικής συγγένειας, καθώς και κάποιες συγκεκριμένες
συμπεριφορές, όπως μια απολογητική αίσθηση του χιούμορ...»
«Ακολουθείς τον διαιτητικό κώδικα; Καταλαβαίνεις τη γλώσσα και
τη γραφή;»
«Οχι ακριβώς», παραδέχτηκε ο Σβαρτς. «Στην πραγματικότητα δεν
κάνω τίποτα ιδιαίτερα εβραϊκό μόνο σκέπτομαι τον εαυτό μου
Εβραίο και υιοθετώ πολλά από τα χαρακτηριστικά εβραϊκά
πρότυπα προσωπικότητας, που όμως δεν είναι πια αποκλειστικά
εβραϊκά... Υπάρχουν και στους Ιταλούς, για παράδειγμα, και ως
ένα σημείο στους Ελληνες. Μιλάω για τους Ιταλούς και τους
Ελληνες του τέλους του εικοστού αιώνα, φυσικά. Τώρα...» Είχε
κάνει μια φοβερή σαλάτα. «Τώρα...»
«Απ' ότι φαίνεται», είπε η Ανταριανή, «είσαι Εβραίος μόνο και μόνο
επειδή η μητέρα σου και ο πατέρας σου ήταν Εβραίοι και εκείνοι...»
«Οχι, όχι ακριβώς. Δεν ήταν η μητέρα μου, μόνο ο πατέρας μου και
εκείνος ήταν Εβραίος μόνο από τον πατέρα του, αλλά και η γιαγιά
μου ακόμα δεν τηρούσε τα έθιμα, και...»
«Νομίζω πως όλα αυτά είναι πολύ μπερδεμενα», είπε η Ανταριανή.
«Αποσύρω την ερώτηση. Ας μιλήσουμε καλύτερα για τις δικές μου
παραδόσεις. Η Εποχή των Ενάρξεων, για παράδειγμα μπορεί να
θεωρηθεί...»

Στο Πράσινο Δωμάτιο κάπου ογδόντα με εκατό επιφανείς


Παπούα συνωστίζονται γύρω του για να τον συγχαρούν. «Πολύ
σωστά», λένε. «Μια παγκόσμια καταστροφή». «Η τελευταία
ευκαιρία να σώσουμε τον πολιτισμό μας». Το χρώμα τους είναι
σοκολατένιο, αλλά τα πρόσωπά τους προδίδουν το γενετικό
ανακάτωμα των προγόνων τους: ίσως λένε πως είναι Αραπες,
Μουντούγκουμορ, Τσαμπουλί, Μαφούλου, όπως ο ίδιος λέει πως
είναι Εβραίος, αλλά έχουν γαρνιριστεί με χρωματοσώματα Κινέζων,
Ιαπώνων, Ευρωπαίων, Αφρικανών, τα πάντα. Ντύνονται στο
Παγκόσμιο Στυλ. Μιλούν ιδιωματικά, ζωντανά Αγγλικά. Ο Σβαρτς
νιώθει ναυτία. «Φαίνεται ζαλισμένος», ψιθυρίζει η Αυγή. Εκείνος
χαμογελά γενναία. Το σώμα του είναι σαν ξερά κόκαλα. Το μυαλό
του σαν σβησμένες στάχτες. Τον συστήνουν στον αρχηγό μιας
φυλής, ψηλό, γκριζομάλλη, που φαίνεται να μιλάει σαν καθηγητής,
δικηγόρος, τραπεζίτης.

Τι, αυτοί οι άνθρωποι θα γυρίσουν στους λόφους για την τελετή


του μαζέματος της γλυκοπατάτας; Τα νεογέννητα κορίτσια θα
εγκαταλείπονται, άπλυτα, με άκοπους λώρους, αν οι πατέρες τους
δεν χρειάζονται άλλα κορίτσια; Τα αγόρια που ενηλικιώνονται θα
παραδίδονται στις ακριβές υπηρεσίες του μυητή που θα τους
θυσιάσει με δόντια κροκοδείλων; Δεν υπάρχουν πια κροκόδειλοι.
Οι σαμάνοι έχουν γίνει χρηματιστές.

Ξαφνικά δεν μπορεί να αναπνεύσει.


«Βγάλτε με από εδώ», μουρμουρίζει βραχνά ο Σβαρτς, πνιχτά.
Η Αυγή, με την αποτελεσματικότητα της αεροσυνοδού, ανοίγει
δρόμο στο πλήθος. Οι διοργανωτές, ανήσυχοι, τρέχουν να
βοηθήσουν. Τον μεταφέρουν γρήγορα στο ξενοδοχείο του μ' ένα
μικρό αμάξι. Η Αυγή τον βοηθά να ξαπλώσει. Συνέρχεται και
προσπαθεί να την αγκαλιάσει.
«Δεν χρειάζεται», του λέει. «Πέρασες μια κουραστική μέρα».
Επιμένει. Την αγκαλιάζει και την παίρνει, γρήγορα, άγρια, και
κινούνται μαζί για λίγα λεπτά και μετά τελειώνει και ο Σβαρτς
βυθίζεται στο κρεββάτι, εξαντλημένος, ναρκωμένος. Η Αυγή βρίσκει
ένα κρύο πανί και σκουπίζει το μέτωπό του, παρακαλώντας τον να
ξεκουραστεί. «Φέρε μου τα φάρμακά μου», λέει. Θέλει σινταρτίνη,
αλλά εκείνη τον παρεξηγεί, επίτηδες ίσως, και του προσφέρει κάτι
μεγάλο και μπλε, ένα υπνωτικό, κι εκείνος, πολύ κουρασμένος για
να διαμαρτυρηθεί το παίρνει. Παρ' όλα αυτά, του φαίνεται σαν να
περνούν ώρες προτού κοιμηθεί.

Ονειρεύεται πως είναι στο αεροδρόμιο, μπαίνοντας στον


πύραυλο για την Μπαγκόγκ, κι αμέσως βρίσκεται να κατεβαίνει
στην Μπαγκόγκ - σαν το Πορτ Μπόρεσμπυ, μόνο που έχει
περισσότερη υγρασία - και μιλά σε μια ορδή ενθουσιωδών
Ταϊλανδών, ενώ πύραυλοι πετούν γύρω του και τον μεταφέρουν
από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, και οι Ταϊλανδοί ξεθωριάζουν και
γίνονται Ιάπωνες, που μεταμορφώνονται σε Μογγόλους, που
γίνονται Ούιγκουρ, που γίνονται Πέρσες, που γίνονται Σουδανοί,
που γίνονται Κονγκολέζοι, που γίνονται Χιλιανο, κι όλοι είναι ίδιοι,
όλοι είναι ίδιοι, όλοι είναι ίδιοι.
Οι Σπικανοί γύριζαν γύρω του σαν κόμπρες έτοιμες να χτυπήσουν.
Αλλά τα μάτια τους, ζεστά και υγρά, ήταν συμπαθητικά, τρυφερά,
ίσως. Ενιωσε την ακτινοβολία της ευσπλαχνίας τους. Αν είχαν τους
μυς θα χαμογελούσαν, το ήξερε.
Ενας από τους εξωγήινους έσκυψε κοντά του. Η μικρή
μεταφραστική μηχανή αιωρήθηκε μπροστά στον Σβαρτς σαν ιερό
μενταγιόν. Μισόκλεισε τα μάτια του και συγκεντρώθηκε όσο πιο
καλά μπορούσε στις κόκκινες λέξεις που έτρεχαν στην οθόνη.
«...έφτασε. Θα...»
«Ξανά, σας παρακαλώ», είπε ο Σβαρτς. «Δεν είδα μερικά από αυτά
που λέγατε».
«Η στιγμή... έφτασε. Θα ανταλλάξουμε τα μυστήρια τώρα».
«Μυστήρια;»
«Φάρμακα».
«Φάρμακα, ναι. Ναι. Ναι, φυσικά». Ο Σβαρτς έπιασε τη θήκη του.
Ενιωσε το ψυχρό, λείο δέρμα της. Δέρμα; Δέρμα φιδιού, ίσως.
Τέλος πάντων. Την έβγαλε. «Ορίστε», είπε. «Σινταρτίνη, ληριτονίνη,
ψιλεγκεφαλίνη, LSD-57. Διαλέχτε». Οι Σπικανοί διάλεξαν τρία
μικρά, γαλάζια χάπια σινταρτίνης. «Πολύ ωραία», είπε ο Σβαρτς.
«Το πιο υπερβατικό. Και τώρα...»
Ο ψηλώτερος εξωγήινος του πρόσφερε μια μπάλα ξερού
πορτοκαλί μύκητα στο μέγεθος του νυχιού του.
«Μια ισοδύναμη δόση. Στην προσφέρουμε».
«ισοδύναμη. Θα σου δώσει ειρήνη».
Ο Σβαρτς χαμογέλασε. Υπάρχει η ώρα των ερωτήσεων και η ώρα
της δράσης. Πήρε τον μύκητα και έκανε να πάρει ένα ποτήρι νερό.
«Περίμενε!». Ο Πιτκιν εμφανίστηκε ξαφνικά. «Τι πας ...»
«Πολύ αργά», είπε ήρεμα ο Σβαρτς, και κατάπιε το Σπικανό
ναρκωτικό με μια γουλιά.

Οι εφιάλτες συνεχίζονται. Γυρίζει τη Γη σαν τον Ιπτάμενο


Ολλανδό, σαν τον Περιπλανώμενο Ιουδαίο, απο αεροδρόμιο σε
αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο, ένα ατελείωτο ταξίδι απο το πουθενά.
Περιποιητικές επιτροπές τον υποδέχονται και τον συνοδεύουν στο
ξενοδοχείο του. Μερικές φορές τα μέλη της επιτροπής είναι
σύγχρονοι τύποι, όμοιοι μεταξύ τους, με τυπικά πρόσωπα, τυπικά
ρούχα το νέο μοντέλο του υβριδικού ανθρώπου, και μερικές φορές
είναι συνειδητά εθνικοί, στολισμένοι εξεζητημένα με φτερά και
χρώματα και φυλετικά εμβλήματα, το ιδίωμά τους είναι το ιδίωμα
της Ουγκάντα και της Γης του Πυρός και του Νεπάλ, και του Σβαρτς
του φαίνεται πως αυτοί οι μασκαράδες είναι, αν μη τι άλλο,
λιγότερο αυθεντικοί, λιγότερο τίμιοι από τους άλλους, που είναι
τουλάχιστον πραγματικοί αντιπρόσωποι της εποχής τους. Ούτως ή
άλλως λοιπόν θα υπάρχει ελπίδα. Χτυπάει το μαξιλάρι του,
μουγκρίζει, ξυπνάει. Αμέσως τα χέρια της Αυγής τον αγκαλιάζουν.
Τραυλίζει ασυνάρτητες φράσεις μέσα σε αναφιλητά στη μασχάλη
της, κι εκείνη μουρμουρίζει κατευναστικά στο μέτωπό του. Εχει
καταρρεύσει, το καταλαβαίνει: μια νέα κρίση αξιών, μια συντριβή
της φιλοσοφικής σύνθεσης που τον βοήθησε να περάσει τα
τελευταία χρόνι. Εχει πέσει στη ρουτίνα, γυρίζει, γυρίζει, γυριζει,
διασχίζει τις ηπείρους, χωρίς να φτάνει πουθενά. Δεν υπάρχει
μέρος να πάει. Οχι. Υπάρχει ένα, ένα μόνο, ένα μέρος όπου θα
βρει την ειρήνη, όπου το σύμπαν θα είναι όπως θα το ήθελε να
είναι. Πήγαινε εκεί Σβαρτς. Πήγαινε και μείνε όσο μπορείς.
«Μπορώ να σε βοηθήσω;» ρωτάει η Αυγή. Εκείνος τρέμει και
κουνάει το κεφάλι του. «Πάρε αυτό», του λέει, και του δίνει κάποιο
χάπι. Ενα ακόμα ηρεμιστικό. Εντάξει. Εντάξει. Ο κόσμος έχει γίνει
πορσελάνινος. Το δέρμα του του φαίνεται πλαστικό. Πέρα, πέρα
στο πλοίο.. Στο πλοίο! «Αντίο», λέει ο Σβαρτς.

Εξω απο το πλοίο οι Καπελάνοι κουλουριάζονται και γυρίζουν


στον τελετουργικό τους χορό, ενώ, χωρίς βάρος και μάζα, κινούνται
προς το χείλος του γαλαξία με μια ταχύτητα εννιά φορές
μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Κινούνται με μια χάρη
καταπληκτική για πλάσματα του όγκου τους. Ενα εκτυφλωτικό φως
που πηγάζει από το κέντρο του σύμπαντος αντανακλάται στο
γυαλιστερό τους ρεύμα και αντηχεί σ' όλο το φάσμα καθώς
θρυμματίζεται σε αστραφτερές σερμπαντίνες υπερέρυθρου,
υποϊώδους, εξωκίτρινου. Ολος ο κόσμος λάμπει και τρεμοφέγγει.
Μια τέλεια νότα μουσικής έρχεται από μακριά και, καθώς
πλησιάζει, διογκώνεται σ' ένα ατελεύτητο κρεσέντο. Ο Σβαρτς
τρέμει από την ομορφιά όλων αυτών που αισθάνεται.

Δίπλα του στέκεται η λυγερή Ανταριανή. Εκείνη - δεν υπάρχει


αμφιβολία, εκείνη - τον τραβάει από το χέρι και ψιθυρίζει: «θα πας
σ' αυτούς;»
«Ναι. Ναι, φυσικά».
«Κι εγώ. Οπου πας».
«Τώρα», λέει ο Σβαρτς. Πιάνει το μοχλό που ανοίγει την
μπουκαπόρτα.Τον κατεβάζει. Το πλευρό του διαστημοπλοίου
ανοίγει.
Η Ανταριανή κοιτάζει βαθιά στα μάτια του. «Ποτέ δεν σου είπα το
όνομά μου. Με λένε Αυγή», λέει ευτυχισμένα.
Μαζί περνούν απ' την μπουκαπόρτα στο διάστημα.

Το σκοτάδι τους δέχεται απαλά. Δεν υπάρχει κρύο, ούτε πίεση


στα πνευμόνια, καμμιά ανησυχία. Τον περιβάλλουν φωτεινά
κύματα, παλλόμενοι μανδύες καθαρού χρώματος, σαν να μπήκε
στην καρδιά του βορείου Σέλατος. Μαζί με την αυγή κολυμπούν
προς τους Καπελάνους, και τα τεράστια όντα τους υποδέχονται με
βαθιές, χαρούμενες, δυνατές φωνές. Η Αυγή παίρνει μέρος
αμέσως στο χορό, κουνώντας τα ευκίνητα μέλη της με υπερβολική
άνεση, ο Σβαρτς θα την ακολουθήσει αμέσως, αλλά πρώτα γυρίζει
να κοιτάξει το διαστημόπλοιο που αιωρείται στο διάστημα κοντά
του σαν μια τεράστια χάλκινη βελόνα, και με μια φωνή που
τραντάζει το σύμπαν φωνάζει: «Ελάτε, φίλοι! Ελάτε όλοι σας! Ελάτε
να χορέψετε μαζί μας!» και έρχονται, βγαίνουν από την
μπουκαπόρτα, οι Σπικανοί πρώτα, και μετά όλοι οι υπόλοιποι, ένα
μεγάλο πλήθος, οι ταξιδιώτες από τον Φομαλώ και τον Αχερνάρ και
τον Ακρουξ και τον Αλδεβαράν, απ' το Θουμπάν και τον Αρκτούρο
και τον Αλταιρ, από τον Πολικό και τον Κάνωπο και τον Σείριο και
τον Ρίγελ, εκατοντάδες πλάσματα των άστρων ξεχύνονται
ευτυχισμένα απο το πλοίο, όλοι τους, ακόμα και ο Πίτκιν, ο
κακόμοιρος ο Πιτκιν, κι όλοι ενώνουν τα χέρια τους και τα πλοκάμια
τους και τα ψευδοπόδια τους και ό,τι έχουν, σχηματίζοντας ένα
μεγάλο δαχτυλίδι φωτός στο διάστημα, δημιουργώντας ενότητα
από την ποικιλία, διατηρώντας όμως την ποικιλία μέσα στην
ενότητα, όλοι αγκαλιασμένοι σε μια κοσμική αρμονία.

Χορεύοντας όλοι. Χορεύοντας. Χορεύοντας.


Το Πράγμα Πατέρας
Philip K Dick
The Father-Thing (1987)
Μετάφραση: Πηνελόπη Δεληπέτρου

«Το φαί είναι έτοιμο», δήλωσε η κα


Γουάλτον. «Πήγαινε να φωνάξεις τον
πατέρα σου και πες του να πλύνει τα χέρια
του. Και συ το ίδιο νεαρέ». Εφερε μια
κατσαρόλα που άχνιζε στο όμορφα
στρωμένο τραπέζι. «Θα τον βρεις στο
γκαράζ».

Ο Τσάρλς δίστασε. Ηταν μονάχα οκτώ


χρονών και το πρόβλημα που τον
απασχολούσε θα μπορούσε να
προκαλέσει σύγχυση και στον Χιλλέλ.
«Εγώ...» άρχισε να λέει αβέβαια.

«Τι συμβαίνει;» η Τζουν Γουάλτον


έπιασε το στενάχωρο τόνο στη φωνή του
γιού της και το σεβαστού μεγέθους στήθος
της φούσκωσε με ξαφνική ανησυχία. «Δεν
είναι ο Τεντ πίσω στο γκαράζ; Για τ' όνομα
του Θεού, μόλις πριν λίγο ακόνιζε τα
κλαδευτήρια. Δεν πιστεύω να πήγε στους
Αντερσον; Του είπα ότι το δείπνο ήταν
σχεδόν έτοιμο».
«Είναι στο γκαράζ», είπε ο Τσαρλς.
«Αλλά... μιλά με τον εαυτό του».
«Μιλά με τον εαυτό του!» Η κα Γουάλτον
έβγαλε τη φωτεινή πλαστική ποδιά της και
την κρέμασε στο χερούλι της πόρτας. «Ο
Τεντ; μα δεν μιλά ποτέ με τον εαυτό του.
Πήγαινε και πες του να έρθει μέσα».Εβαλε
καφέ στις μπλε και άσπρες κούπες από
πορσελάνη και άρχισε να σερβίρει άφθονη
κρέμα καλαμπόκι. «Λοιπόν, τι σου
συμβαίνει; Πήγαινε και πες του».
«Δεν ξέρω σε ποιον απ' τους δύο να το
πω», τραύλισε απελπισμένα ο Τσαρλς.
«Φαίνονται και οι δύο ίδιοι».

Τα δάχτυλα της Τζουν Γουάλτον


χαλάρωσαν γύρω από το αλουμινένιο
τηγάνι, για μια στιγμή η κρέμα σάλεψε
επικύνδυνα. «Νεαρέ...» άρχισε να λέει
θυμωμένα, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Τεντ
Γουάλτον μπήκε στην κουζίνα εισπνέοντας
βαθιά και μυρίζοντας και τρίβοντας τα
χέρια του.
«Αχ», φώναξε χαρούμενα. «Αρνάκι
ραγού;»
«Μοσχάρι ραγού», μουρμούρισε η Τζουν.
«Τεντ, τι έκανες εκεί έξω;»

Ο Τεντ έπεσε βαριά στη θέση του και


ξεδίπλωσε την πετσέτα του. «Ακόνισα τα
κλαδευτήρια σαν ξυράφια. Τα λάδωσα και
τα ακόνισα. Καλά θα κάνεις να μην τα
αγγίξεις - μπορεί να κόψουν το χέρι σου
πέρα ώς πέρα.». Ηταν ένας
ευπαρουσίαστος άνδρας στα τριάντα του,
πυκνά ξανθά μαλλιά, γερά μπράτσα,
επιτήδεια χέρια, τετράγωνο πρόσωπο και
λαμπερά καστανά μάτια.
«Αδερφάκι μου, αυτό το ραγού φαίνεται
θαύμα. Σκληρή μέρα στο γραφείο - ξέρεις,
Παρασκευή. Μαζεύεται υλικό και πρέπει να
έχουν γίνει όλοι οι λογαριασμοί μέχρι τις
πέντε. Ο Αλ Μακίνλεη διατείνεται ότι το
τμήμα θα μπορούσε να διεκπεραιώσει
είκοσι πέντε τα εκατό περισσότερο υλικό
αν οργανώναμε τις ώρες του
μεσημεριανού φαγητού, αν τις κανονίζαμε
έτσι ώστε να υπάρχει κάποιος εκεί όλη την
ώρα». Εκανε νόημα στον Τσαρλς. «Κάτσε
κάτω και αρχίζουμε».

Η κα Γουάλτον σέρβιρε τα παγωμένα


φασόλια. «Τεντ», είπε καθώς καθόταν
αργά, «υπάρχει κάτι που σε απασχολεί;»
«Κάτι να με απασχολεί;» Ανοιγόκλεισε τα
μάτια του. «Οχι, τίποτα ασυνήθιστο. Τα
συνηθισμένα προβλήματα. Γιατί;»

Ανήσυχη η Τζουν Γουάλτον έριξε μια


ματιά στο γιο της. Ο Τσαρλς καθόταν
στητός στη θέση του, με το πρόσωπο
ανέκφραστο και άσπρο σαν χαρτί. Δεν είχε
κουνηθεί, δεν είχε ξεδιπλώσει την πετσέτα
του κι ούτε είχε καν αγγίξει το γάλα του.
Υπήρχε ένταση στην ατμόσφαιρα,
μπορούσε να το νιώσει. Ο Tσαρλς είχε
τραβήξει τη καρέκλα του μακριά από του
πατέρα του, είχε ζαρώσει σε μια μικρή
μπάλα όλο ένταση όσο πιο μακρυά του
μπορούσε. Τα χείλη του κινούνταν, αλλά
δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε.

«Τι σημαίνει αυτό;» ζήτησε να μάθει


γέρνοντας προς το μέρος του.
«Ο άλλος», μουρμούρισε ο Τσαρλς μέσα
από τα δόντια του. «Ο άλλος μπήκε
μέσα».
«Τι εννοείς χρυσό μου;» ρώτησε δυνατά η
Τζουν Γουάλτον. «Ποιος άλλος;»
Ο Τεντ τινάχτηκε. Μια παράξενη έκφραση
έλαμψε στο πρόσωπό του. Εξαφανίσθηκε
αμέσως, αλλά για μια στιγμή το πρόσωπό
του Τεντ Γουάλτον δεν ήταν πια οικείο.
Κάτι ξένο και κρύο άστραψε, μια μάζα που
έστριβε και ελισσόταν. Τα μάτια του
θόλωσαν και άρχισαν να χάνονται, καθώς
τα κάλυπτε μια αρχαϊκή γυαλάδα. Η
γνωστή όψη του κουρασμένου,
μεσόκοπου συζύγου είχε χαθεί.
Και μετά γύρισε πίσω - ή σχεδόν γύρισε. Ο
Τεντ χαμογέλασε και άρχισε να
καταβροχθίζει το ραγού με τα παγωμένα
φασόλια και την κρέμα καλαμπόκι. Γέλασε,
ανακάτεψε τον καφέ του, αστειεύτηκε, και
έφαγε. Ομως κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι
φοβερό συνέβαινε.
«Ο άλλος», μουρμούρισε ο Τσαρλς, με
πρόσωπο άσπρο και χέρια που άρχισαν
να τρέμουν. Ξαφνικά αναπήδησε και
οπισθοχώρησε, μακριά από το τραπέζι.
«Φύγε», φώναξε. «Φύγε από 'δω μέσα».
«Ει», μούγκρισε απειλητικά ο Τεντ. «Τι σε
έπιασε;» Εδειξε αυστηρά την καρέκλα του
αγοριού. «Κάτσε και φάε το φαγητό σου
νεαρέ. Δεν το έφτιαξε τσάμπα η μητέρα
σου».
Ο Τσαρλς στράφηκε κι έτρεξε έξω από την
κουζίνα, πάνω στο δωμάτιό του. Η Τζουν
Γουάλτον άνοιξε το στόμα της με
κατάπληξη και είπε θορυβημένη: «Τι στην
ευχή...»
O Τεντ συνέχισε να τρώει. Το πρόσωπό
του ήταν βλοσυρό, τα μάτια του ήταν
σκληρά και σκοτεινά. «Αυτό το παιδί»,
μούγκρισε, «πρόκειται να αναγκαστεί να
μάθει μερικά πράγματα. Ισως αυτός κι εγώ
να χρειαστεί να κάνουμε μια μικρή
συζήτηση».
Ο Τσαρλς κουλουριασμένος άκουγε.
Το πράγμα - πατέρας ανέβαινε τη σκάλα,
όλο και πλησίαζε. «Τσαρλς», φώναξε
θυμωμένα. «Είσαι πάνω;»

Αυτός δεν απάντησε. Αθόρυβα γύρισε


στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα. Η
καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Το πράγμα -
πατέρας έφτασε στην κορυφή της σκάλας.
Σ' ένα λεπτό θα ήταν στο δωμάτιό του.
Ετρεξε στο παράθυρο. Ηταν
τρομοκρατημένος, ήδη ψαχούλευε στα
σκοτεινά για το χερούλι της πόρτας.
Σήκωσε το παράθυρο και σκαρφάλωσε
έξω στη στέγη. Με ένα βογγητό πήδησε
στον κήπο με τα λουλούδια δίπλα στην
μπροστινή πόρτα, παραπάτησε και
κοντανάσανε, μετά ανασηκώθηκε στα
πόδια του κι έτρεξε μακριά από το φως
που έβγαινε από το παράθυρο, μια κίτρινη
κηλίδα στη σκοτεινιά του βραδινού.

Βρήκε το γκαράζ, ορθωνόταν μπροστά


του, μαύρο και τετράγωνο στο φόντο του
ουρανού. Αναπνέοντας γρήγορα, έψαξε
στην τσέπη του για το φακό του, κατόπιν
έσπρωξε προσεκτικά την πόρτα και μπήκε
μέσα.
Το γκάραζ ήταν άδειο. Το αυτοκίνητο ήταν
παρκαρισμένο μπροστά. Στ' αριστερά ήταν
ο πάγκος των εργαλείων του πατέρα του.
Σφυριά και πριόνια κρέμονταν στους
ξύλινους τοίχους. Στο πίσω μέρος ήταν η
χορτοκοπτική μηχανή, η τσουγκράνα, το
φτυάρι, το σκαλιστήρι. Ενα βαρέλι
κηροζίνη. Καρφωμένες παντού στους
τοίχους μεταλλικές πινακίδες αυτοκινήτων.
Το πάτωμα ήταν τσιμεντένιο και βρώμικο,
στο κέντρο απλωνόταν μια μεγάλη κηλίδα
πετρελαίου, τούφες από αγριόχαρτα
λιπαρά και μαύρα στο τρεμουλιαστό φως
του φακού.

Ακριβώς δίπλα στην πόρτα ήταν ένας


μεγάλος σκουπιδοτενεκές. Στην κορυφή
του βαρελιού ήταν ένας σωρός παλιών
εφημερίδων και περιοδικών,
μουχλιασμένων και υγρών. Μια βαριά
οσμή αποσύνθεσης αναδινόταν καθώς ο
Τσαρλς άρχισε να τα ανακατεύει. Μερικές
αράχνες έπεσαν στο πάτωμα και έτρεξαν
μακριά, τις σύνθλιψε με το πόδι του και
συνέχισε το ψάξιμο.

Το θέαμα τον έκανε να τσιρίξει. Εριξε


κάτω το φακό και αναπήδησε τρομαγμένος
προς τα πίσω. Το γκαράζ βυθίστηκε
αυτόματα σε ζοφερό σκοτάδι. Πίεσε τον
εαυτό του να γονατίσει και μια ατελείωτη
στιγμή έψαξε ψηλαφητά για το φακό
ανάμεσα σε αράχνες και λιπαρά
αγριόχορτα. Τελικά τον βρήκε πάλι.
Κατάφερε να στρέψει τη δέσμη του φωτός
μέσα στο τενεκέ, στην τρύπα που είχε
ανοίξει σπρώχνοντας πίσω τις στίβες των
περιοδικών.

Το πράγμα - πατέρας το είχε


καταχωνιάσει κάτω, βαθιά στον πάτο του
τενεκέ. Ανάμεσα σε παλιά φύλλα και σε
σκισμένα χαρτόνια, σε σάπια απομεινάρια
περιοδικών και κουρτινών, σκουπιδιών
από τη σοφίτα που η μητέρα του είχε
κατεβάσει στο γκαράζ με σκοπό να τα
κάψει κάποτε. Εμοιαζε ακόμη κάπως με
τον πατέρα του, αρκετά για να τον
αναγνωρίσει αυτός τουλάχιστον. Το είχε
βρεί, και η θέα τού έφερε ναυτία.
Κρατήθηκε από τον τενεκέ και έκλεισε τα
μάτια του μέχρι να καταφέρει πάλι να το
κοιτάξει. Μέσα στο τενεκέ βρίσκοταν τα
απομεινάρια του πατέρα του, του
πραγματικού του πατέρα. Τα κομμάτια που
το πράγμα-πατέρας δεν είχε
χρησιμοποιήσει. Τα κομμάτια που είχε
απορρίψει.
Επιασε την τσουγκράνα και την έσπρωξε
στον τενεκέ για να ανακατέψει τα
απομεινάρια. Ηταν ξερά. Ετριζαν και
θραύονταν στο άγγιγμα της τσουγκράνας.
Εμοιαζαν με άδειο πετσί φιδιού, σα λέπια
που θρυμματίζονταν και θρόιζαν στο
άγγιγμα της τσουγράνας. Ενα άδειο πετσί.
Το εσωτερικό είχε χαθεί. Το σημαντικό
μέρος. Αυτό ήταν όλο κι όλο που απόμενε,
μόνο το εύθραυστο, κροταλιστό πετσί,
στοιβαγμένο στον πάτο του τενέκε των
σκουπιδιών σ' ένα μικρό σωρό. Αυτό ήταν
όσο είχε αφήσει το πράγμα - πατέρας, είχε
φάει το υπόλοιπο. Είχε πάρει τα σωθικά
και τη θέση του πατέρα του.
Ενας ήχος.
Πέταξε την τσουγκράνα και έτρεξε προς
την πόρτα. Το πράγμα - πατέρας
κατηφόριζε το μονοπάτι προς το γκαράζ.
Τα πατήματα του ακούγονταν βαριά στα
χαλίκια, ψηλαφούσε το δρόμο του αβέβαια.
«Τσαρλς!» φώναξε θυμωμένα. «Εκεί μέσα
είσαι; Κάτσε να σε πιάσω στα χέρια μου,
νεαρέ!»
Η εύσωμη, ανήσυχη φιγούρα της μητέρας
του διαγράφηκε στο φωτεινό άνοιγμα της
πόρτας. «Τεντ, σε παρακαλώ μην τον
χτυπήσεις. Κάτι τον έχει ταράξει».
«Δεν πρόκειται να τον χτυπήσω», είπε
τραχιά το πράγμα - πατέρας, σταμάτησε
για ν' ανάψει ένα σπίρτο. «Θέλω μόνο να
κάνω μια κουβεντούλα μαζί του. Πρέπει να
μάθει καλύτερους τρόπους. Ν' αφήσει έτσι
το τραπέζι και να τρέχει έξω νυχτιάτικα
σκαρφαλώνοντας και πηδώντας κάτω από
τη στέγη...»
Ο Τσαρλς ξεγλίστρησε απ' το γκαράζ, το
γκαράζ το φως του σπίρτου έπιασε τη
μορφή του, και μ' ένα μουγκρητό το
πράγμα - πατέρας όρμησε προς το μέρος
του.
«Ελα 'δω!»

Ο Τσαρλς έτρεξε. Ηξερε το μέρος


καλύτερα από το πράγμα - πατέρας, ήξερε
πολλά, είχε μάθει πολλά όταν είχε πάρει τα
σωθικά του πατέρα του, αλλά δεν ήξερε το
δρόμο όπως τον ήξερε αυτός. Εφτάσε το
φράχτη, τον σκαρφάλωσε, πήδησε στην
αυλή των Αντερσον, έτρεξε όσο πιο
γρήγορα μπορούσε πέρα απ' το σκοινί του
απλώματος, μετά κάτω στο μονοπάτι γύρω
απ' την μια πλευρά του σπιτιού και βγήκε
στην οδό Μαπλ.

Κουλουριάστηκε κάτω και


αφουγκράστηκε χωρίς ν' ανασαίνει. Το
πράγμα - πατέρας δεν τον είχε
ακολουθήσει. Είχε γυρίσει πίσω. 'Η είχε
κάνει το γύρο απ' το πεζοδρόμιο.
Πήρε μια βαθιά τρεμουλιαστή ανάσα.
Επρεπε να κινείται συνεχώς. Αργά ή
γρήγορα θα τον έβρισκε. Αφού κοίταξε
δεξιά κι αριστερά και σιγουρεύτηκε ότι δεν
τον έβλεπε, άρχισε ένα γοργό τροχάδην.

«Τι θέλεις;» ρώτησε με επιθετική


διάθεση ο Τόνυ Περέττι. Ο Τόνυ ήταν στα
δεκατέσσερα. Καθόταν στο τραπέζι στην
επενδυμένη με ξύλο βελανιδιάς
τραπεζαρία των Περέττι,
περιτριγυρισμένος από βιβλία και μολύβια,
ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς με
φυστικοβούτυρο και μια κόκα- κόλα. «Είσαι
ο Γουάλτον, έτσι;»
Ο Τόνυ Περέττι είχε πιάσει δουλειά, έβγαζε
από τα κιβώτιά τους σόμπες και ψυγεία
στο Κατάστημα Οικιακών Συσκευών του
Τζόνσον, στην πόλη. Ηταν μεγαλόσωμος
και το πρόσωπό του είχε μια απότομη
έκφραση. Μαύρα μαλλιά, σκούρο δέρμα,
άσπρα δόντια. Είχε δείρει τον Τσάρλς μια
δυο φορές, είχε δείρει όλα τα παιδιά στη
γειτονιά.
Ο Τσαρλς στριφογύρισε στη θέση του.
«Πες μου, Περέττι. Θα μου κάνεις μια
χάρη;»
«Τι θες;» ο Περέττι φάνηκε ενοχλημένος.
«Μήπως θες καμμιά φάπα;»
Κοιτάζοντας στεναχωρεμένα το πάτωμα,
με σφιγμένες τις γροθιές, ο Τσαρλς
εξήγησε τι είχε συμβεί με λίγα, μασημένα
λόγια.
Οταν τελείωσε, ο Περέττι άφησε ένα
σιγανό σφύριγμα. «Δεν κάνεις πλάκα;»
«Είναι αλήθεια». Εγνεψε γρήγορα
καταφατικά. «Θα σου δείξω. Ελα και θα
σου δείξω».
Ο Περέτι σηκώθηκε αργά. «Ναι δείξε μου.
Θέλω να δω».
Πήρε το αεροβόλο από το δωμάτιό του, και
οι δύο τους προχώρησαν σιωπηλά στο
σκοτεινό δρόμο, προς το σπίτι του Τσαρλς.
Κανείς τους δεν μίλησε πολύ. Ο Περέττι
ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του,
σοβαρός, με μια έκφραση επισημότητας
στο πρόσωπό του. Ο Τσαρλς ήταν ακόμα
ζαλισμένος, το μυαλό του ήταν απόλυτα
κενό από σκέψεις.
Εστριψαν στον δρόμο του γκαράζ των
Αντερσον, έκοψαν από την αυλή,
σκαρφάλωσαν το φράκτη, και πήδηξαν με
προφυλάξεις στην πίσω αυλή του Τσαρλς.
Δεν παρατήρησαν καμία κίνηση. Η αυλή
ήταν σιωπηλή. Η κύρια είσοδος του
σπιτιού ήταν κλειστή.

Εριξαν μια ματιά μέσα απ' το παράθυρο


του λίβινγκ-ρουμ. Ηταν κατεβασμένο το
στορ, αλλά μια κίτρινη λωρίδα φωτός
έβγαινε προς τα έξω. Η κα Γουάλτον
καθόταν στον καναπέ, ράβοντας μια
βαμβακερή μπλούζα. Το πρόσωπό της
έμοιαζε θλιμμένο και σκοτισμένο. Εκανε τη
δουλειά της με απάθεια, χωρίς κανένα
ενδιαφέρον. Απέναντι της καθόταν το
πράγμα πατέρας. Ηταν ξαπλώμενος στην
πολυθρόνα του πατέρα του, με βγαλμένα
τα παπούτσια του, και διάβαζε την
απογευματινή εφημερίδα. Ηταν ανοιχτή η
τηλεόραση, παίζοντας χωρίς κανένας να
την κοιτάζει στην γωνία. Στο μπράτσο της
πολυθρόνας ήταν ένα κουτί μπύρας. Το
πράγμα-πατέρας καθόταν όπως ακριβώς
και ο αληθινός του πατέρας είχε μάθει
πραγματικά πολλά.
«Είναι ολόιδιος με τον πατέρα σου»,
ψιθύρισε ο Περέττι υποψιασμένα. «Είσαι
σίγουρος ότι δεν με δουλεύεις;»
Ο Τσάρλς τον οδήγησε στο γκαράζ και
του έδειξε τον τενεκέ. Ο Περέττι άπλωσε τα
μακριά, ηλιοκαμμένα χέρια του στον τενεκέ
και τράβηξε έξω τα ξερά, σα λέπια
απομεινάρια. Ανοιξαν και δεδιπλώθηκαν
ώσπου διαγράφηκε ολόκληρη η φιγούρα
του πατέρα του. Ο Περέττι άπλωσε τα
απομεινάρια στο πάτωμα και έβαλε τα
σπασμένα κομμάτια στη θέση τους. Τα
απομεινάρια ήταν άχρωμα. Σχεδόν
διαφανή. Ενα κεχριμπαρένιο κίτρινο, λεπτό
σαν χαρτί. Ξερό, χωρίς ίχνος ζωής.
«Αυτό είναι όλο», είπε ο Τσαρλς. Τα μάτια
του γέμισαν δάκρυα. «Αυτό είναι όλο όσο
έχει αφήσει από κείνον. Το πράγμα έχει τα
σωθικά του».

Ο Περέττι είχε χλωμιάσει. Τρέμοντας


στοίβαξε τ' απομεινάρια πίσω στο
σκουπιδοτενεκέ. «Αυτό είναι πράγματι
κάτι», μουρμούρισε. «Είπες ότι τους είδες
και τους δυο μαζί;»
«Να μιλάνε. Εμοιαζαν ακριβώς ίδιοι.
Ετρεξα αμέσως μέσα». Ο Τσαρλς
σκούπισε τα δάκρυα και ρούφηξε τη μύτη
του, δεν μπορούσε πια να κρατηθεί.
«Τον έφαγε ενώ ήμουν μέσα. Μετά ήρθε
στο σπίτι. Εκανε πως ήταν αυτός. Αλλά
δεν είναι. Τον σκότωσε και έφαγε τα
σωθικά του».
Για μια στιγμή ο Περέττι έμεινε σιωπηλός.
«Θα σου πω κάτι», είπε ξαφνικά. «Εχω
ακούσει ξανά γι' αυτό το πράγμα. Είναι
άσχημη ιστορία. Πρέπει να
χρησιμοποιήσεις το μυαλό σου και να μην
φοβάσαι. Δεν φοβάσαι, έτσι δεν είναι;»
«Οχι», κατάφερε ν' αρθρώσει ο Τσαρλς.
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να
κάνουμε είναι να σχεδιάσουμε πως θα το
σκοτώσουμε». Κροτάλισε το αεροβόλο του.
«Δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να κάνει
δουλειά. Πρέπει να είναι πολύ γερό αφού
κατατρόππωσε τον πατέρα σου. Ηταν
μεγαλόσωμος άντρας», παρατήρησε ο
Περέττι. «Ας φύγουμε από 'δω. Μπορεί να
γυρίσει πίσω. Λένε ότι έτσι κάνουν πάντα
οι δολοφόνοι!».
Εφυγαν από το γκαράζ. Ο Περέττι
κουλουριάστηκε κάτω και κοίταξε πάλι
μέσα από το παράθυρο. Η κα Γουάλτον
είχε σηκωθεί όρθια. Μιλούσε ανήσυχα.
Συγκεχυμένοι ήχοι έφταναν μέχρι έξω. Το
πράγμα - πατέρας πέταξε κάτω την
εφημερίδα του. Μάλωναν.
«Για τ' όνομα του Θεού!» φώναξε το
πράγμα - πατέρας. «Μην κάνεις καμιά
τέτοια ανοησία».
«Μα κάτι δεν πάει καλά». Βόγγηξε η κα
Γουάλτον. «Κάτι φοβερό συμβαίνει. Ασε να
τηλεφωνήσω στο νοσοκομείο να δούμε».
«Να μη φωνάξεις κανένα. Είναι εντάξει.
Μάλλον θα είναι στο δρόμο και θα παίζει».
«Μα δεν είναι ποτέ έξω τόσο αργά. Ποτέ
δεν με παρακούει. Ηταν τρομερά
αναστατωμένος - φοβισμένος από σένα!
Δεν τον κατηγορώ γι' αυτό». Η φωνή της
έσπασε από τη στεναχώρια. «Τι σου
συμβαίνει; Είσαι τόσο παράξενος». Βγήκε
από το δωμάτιο πηγαίνοντας στο χωλ.
«Θα τηλεφωνήσω στους γείτονες».

Το πράγμα - πατέρας έμεινε να την


κοιτάζει ωσότου εξαφανίστηκε. Και ύστερα
συνέβη κάτι τρομερό.

Ο Τσαρλς έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα,


ακόμα και ο Περέττι γρύλισε μέσα απ' τα
δόντια του.
«Κοίτα», μουρμούρισε ο Τσαρλς. «Τι...».
«Διάβολε», είπε ο Περέττι, ανοίγοντας
διάπλατα τα μαύρα μάτια του.
Μόλις η κα Γουάλτον βγήκε από το
δωμάτιο, το πράγμα - πατέρας βούλιαξε
στην πολυθρόνα του. Εμεινε χωρίς
καθόλου νεύρο. Το στόμα του κρέμασε
ανοιχτό. Τα μάτια καρφώθηκαν στο κενό.
Το κεφάλι του έπεσε μπροστά, σαν μιας
χαλασμένης πάνινης κούκλας.

Ο Περέττι έφυγε από το παράθυρο.


«Αυτό είναι», ψιθύρισε. «Αυτή είναι όλη η
ιστορία».
«Τι είναι;» ρώτησε ο Τσαρλς. Ηταν
σοκαρισμένος και μπλεγμένος. «Ηταν σαν
κάποιος να είχε αποσυνδέσει το καλώδιό
του».
«Ακριβώς», έγνεψε αργά ο Περέττι,
βλοσυρός και ταραγμένος. «Ελέγχεται απ'
έξω».
Τρόμος κατέλαβε τον Τσαρλς. «Εννοείς,
κάτι έξω απ' το δικό μας κόσμο;»
Ο Περέττι κούνησε το κεφάλι του
αηδιασμένος. «Εξω από το σπίτι! Στην
αυλή! Ξέρεις πως να το βρεις;»
«Οχι πολύ καλά». Ο Τσαρλς προσπάθησε
να συγκεντρωθεί. «Αλλά ξέρω κάποιον
που είναι καλός στο ψάξιμο». Πίεσε το
μυαλό του να θυμηθεί το όνομα. «Μπόμπυ
Ντάνιελς».
«Ο μικρός έγχρωμος; Είναι καλός στο
ψάξιμο;»
«Ο καλύτερος».
«Εντάξει», είπε ο Περέττι. «Ας πάμε να τον
πάρουμε. Πρέπει να βρούμε το πράγμα
που είναι έξω. Αυτό έφτιαξε το πράγμα
εδώ, κι αυτό το συντηρεί...»

«Είναι κοντά στο γκαράζ», είπε ο Περέττι


στον μικρό λεπτοπρόσωπο νέγρο που είχε
γονατίσει κοντά τους στο σκοτάδι. «Οταν
τον έπιασε ήταν στο γκαράζ. Κοίτα λοιπόν
εκεί».
«Μέσα στο γκαράζ;» ρώτησε ο Ντάνιελς.
«Γύρω απ' το γκαράζ. Οι Γουάλτον έχουν
ήδη κοιτάξει μέσα στο γκαράζ. Κοίτα
τριγύρω απέξω. Εκεί κοντά».

Υπήρχε μια μικρή πρασιά λουλούδια


δίπλα στο γκαράζ, και ένας σωρός
καλαμιών μπαμπού και πεταμένα μπάζα
ανάμεσα στο γκαράζ και το πίσω μέρος
του σπιτιού. Είχε βγει φεγγάρι, ένα ψυχρό,
θαμπό φως διείσδυσε στην ατμόσφαιρα
και απλώθηκε παντού. «Αν δεν το βρούμε
σύντομα», είπε ο Ντάνιελς, «πρέπει να
γυρίσω σπίτι. Δεν μπορώ να μείνω έξω για
πολύ ακόμη». Δεν ήταν μεγαλύτερος από
τον Τσαρλς. Ισως γύρω στα εννιά.
«Εντάξει», συμφώνησε ο Περέττι. «Τότε
άρχισε να ψάχνεις».

Σκορπίστηκαν ένα γύρω και οι τρεις και


άρχισαν να ψάχνουν το μέρος με μεγάλη
προσοχή. Ο Ντάνιελς δούλευε με
απίστευτη ταχύτητα, το μικρό λεπτό του
σώμα κινιόταν γοργά καθώς σερνόταν
ανάμεσα στα λουλούδια, αναποδογύριζε
πέτρες, ερευνούσε κάτω από το σπίτι,
ξεχώριζε συστάδες φυτών, πέρναγε τα
έμπειρα χέρια του πάνω από φύλλα και
βλαστούς, με σωρούς από κοπριά και
αγριόχορτα. Δεν άφηνε ούτε εκατοστό που
να μην ψάξει.

Ο Περέττι μετά από λίγο σταμάτησε.


«Εγώ θα φυλάξω σκοπιά. Μπορεί να είναι
επικίνδυνο. Το πράγμα - πατέρας μπορεί
να έρθει και να προσπαθήσει να μας
σταματήσει». Στήθηκε στο πίσω σκαλοπάτι
κρατώντας το αεροβόλο του ενώ ο Τσαρλς
και ο Μπόμπυ Ντάνιελς έψαχναν. Ο
Τσαρλς δούλευε αργά. Ηταν κουρασμένος,
το σώμα του ήταν κρύο και μουδιασμένο.
Του φαίνονταν όλα αδύνατα, το πράγμα -
πατέρας και ό,τι είχε συμβεί στον δικό του
πατέρα, στον αληθινό του πατέρα. Αλλά
τον πλημμύρισε τρόμος, κι αν αυτό
συνέβαινε και στη μητέρα του, ή και σ'
αυτόν τον ίδιο, ή και σε όλους; Ισως και σ'
ολόκληρο τον κόσμο;
«Το βρήκα!» φώναξε ο Ντάνιελς με μια
λεπτή, διαπεραστική φωνή. «Ελάτε όλοι
εδώ γρήγορα!»

Ο Περέττι σήκωσε το όπλο του και


σηκώθηκε επιφυλακτικά. Ο Τσαρλς έτρεξε
προς τα εκεί, έστρεψε την τρεμουλιαστή
κίτρινη δέσμη του φακού του στο μέρος
που στεκόταν ο Ντάνιελς.

Ο μικρός νέγρος είχε σηκώσει μια


τσιμεντένια πέτρα. Στο υγρό σηπόμενο
χώμα έλαμπε ένα μεταλλικό σώμα. Ενα
λεπτό, αρθρωτό πράγμα με άπειρα,
στραβά πόδια έσκαβε μανιασμένα.
Θωρακισμένο σαν μυρμήγκι, ένα
καφεκόκκινο ζωύφιο που εξαφανίστηκε με
ταχύτητα μπροστά στα μάτια τους. Τα
πολλά πόδια του άδραχναν και έσκαβαν. Η
γη υποχωρούσε γρήγορα κάτω του. Η
απαίσια ουρά του έστριβε με μανία καθώς
πάλευε να χωθεί στο τούνελ που είχε
ανοίξει.

Ο Περέττι έτρεξε στο γκαράζ και άρπαξε


την τσουγκράνα. Κάρφωσε στο χώμα την
ουρά του πράγματος με το εργαλείο.
«Γρήγορα! Ρίξε του με το αεροβόλο!»
Ο Ντάνιελς άδραξε το όπλο και σημάδεψε.
Η πρώτη βολή έκοψε σχεδόν την ουρά του
ζωυφίου. Το πράγμα σπαρτάρισε και
στριφογύρισε με λύσσα, η ουρά του
σύρθηκε χωρίς αποτέλεσμα και έσπασαν
μερικά από τα πόδια του. Ηταν 30
εκατοστά μακρύ, σαν μια μεγάλη
σαρανταποδαρούσα. Πάλευε
απεγνωσμένα να το σκάσει μέσα από την
τρύπα του.
«Ρίξε πάλι», είπε ο Περέττι.

Ο Ντάνιελς προσπαθούσε αδέξια να


χειριστεί το όπλο. Το ζωύφιο σύριζε και
γλιστρούσε. Το κεφάλι του τιναζόταν μπρος
- πίσω, σπαρταρούσε και δάγκωνε την
τσουγκράνα που το κρατούσε καρφωμένο.
Οι μικρές τρύπες των ματιών του έλαμπαν
με μίσος. Για μια στιγμή έδωσε ένα μάταιο
χτύπημα στην τσουγκράνα, μετά απότομα,
χωρίς προειδοποίηση, άρχισε να
μαστιγώνει σ' ένα λυσσαλέο παροξυσμό
που τους έκανε όλους να τραβηχτούν
έντρομοι μακρυά.

Κάτι άρχισε να βουίζει μέσα στο κεφάλι


του Τσαρλς. Ενα ηχηρό σφύριγμα,
μεταλλικό και οξύ, ένα δισεκατομμύριο
μεταλλικά σύρματα που χόρευαν και
δονούνταν όλα μαζί. Η δύναμή του τον
έκανε να πηδήξει βίαια προς τα πάνω, η
βροντερή συντριβή του μετάλλου τον έκανε
κουφό και τον έφερε σε σύγχυση.
Παραπάτησε και οπισθοχώρησε, οι άλλοι
έκαναν το ίδιο πανιασμένοι και ταραγμένοι.
«Αν δεν μπορούμε να το σκοτώσουμε με
το όπλο», είπε με κομμένη αναπνοή ο
Περέττι, «μπορούμε να το πνίξουμε. 'Η να
το κάψουμε. 'Η να διαπεράσουμε το μυαλό
του με μια βελόνα». Πολέμησε να κρατηθεί
στην τσουγκράνα, να κρατήσει το πλάσμα
καρφωμένο κάτω.

«Εχω ένα μπουκάλι με φολμαλδεϋδη»,


μουρμούρισε ο Ντάνιελς. Τα δάχτυλά του
πασπάτευαν αδέξια το όπλο. «Πως
δουλεύει αυτό το πράγμα; Δεν μπορώ
να...»
Ο Τσαρλς του άρπαξε το όπλο από τα
χέρια. «Εγώ θα το σκοτώσω». Κάθησε
ανακούρκουδα, με το ένα μάτι στο
στόχαστρο, και έσφιξε το χέρι του στην
σκανδάλη. Το ζωύφιο μαστίγωνε το χώμα
και πάλευε. Η δύναμή του σφυροκοπούσε
στα αυτιά του, αλλά συνέχισε να σφίγγει το
όπλο. Το δάχτυλό του έσφιξε περισσότερο
τη σκανδάλη...

«Εντάξει Τσαρλς», είπε το πράγμα -


πατέρας. Τον γράπωσαν δυνατά δάχτυλα,
με δύναμη που παράλυσε τους καρπούς
του. Το όπλο έπεσε στο χώμα καθώς
πάλευε μάταια. Το πράγμα - πατέρας
έσπρωξε δυνατά τον Περέττι. Το αγόρι
αναπήδησε προς τα πίσω και το ζωύφιο,
ελεύθερο απ' την τσουγκράνα, γλίστρησε
θριαμβευτικά μέσα στο τούνελ του.
«Τώρα θα τις φας Τσαρλς», είπε με
άχρωμη φωνή το πράγμα - πατέρας. «Τι
σε έπιασε; Η καημένη η μητέρα σου
κοντεύει να τρελαθεί από τη στενοχώρια
της».

Ηταν όλη την ώρα εκεί, κρυμμένο στη


σκιά. Κουλουριασμένο στο σκοτάδι τους
παρατηρούσε. Η ήρεμη, χωρίς
συναίσθημα φωνή του, μια φρικιαστική
παρωδία της φωνής του πατέρα του,
βούισε μέσα τ' αυτί του καθώς τον
τραβούσε αμείλικτα προς το γκαράζ. Η
κρύα ανάσα του πάγωνε το πρόσωπό του,
μια οσμή παγωμένου ιδρώτα, σαν χώμα
σε αποσύνθεση. Η δύναμή τους ήταν
υπερφυσική, δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα.
«Μην παλεύεις», είπε ήρεμα το πράγμα.
«Ελα μαζί μου, στο γκαράζ. Είναι για το
καλό σου. Εγώ ξέρω καλύτερα Τσαρλς».
«Τον βρήκες;» ρώτησε με αγωνία η μητέρα
του, ανοίγοντας την πίσω πόρτα.
«Ναι, τον βρήκα»
«Τι πας να κάνεις;»
«Ενα μικρό ξυλοφόρτωμα». Το πράγμα -
πατέρας έσπρωξε την πόρτα του γκαράζ.
«Μέσα στο γκαράζ». Στο μισοσκόταδο, ένα
αχνό χαμόγελο, σοβαρό και χωρίς
καθόλου συναίσθημα, άγγιξε τα χείλη του.
«Εσύ πήγαινε πίσω στο λίβινγκ - ρουμ,
Τζουν. Εγώ θα φροντίσω γι' αυτό. Είναι
δική μου αρμοδιότητα περισσότερο. Εσένα
ποτέ δεν σου άρεσε να τον τιμωρείς».
Η πίσω πόρτα έκλεισε απρόθυμα. Καθώς
εξαφανίστηκε το φως ο Περέττι έσκυψε και
αναζήτησε το αεροβόλο. Το πράγμα -
πατέρας αμέσως πάγωσε.
«Πηγαίνετε σπίτι, παιδιά», γρύλισε.
Ο Περέττι στάθηκε αναποφάσιστος,
σφίγγοντας στα χέρια του το αεροβόλο.
«Να του δίνετε», επανέλαβε το πράγμα -
πατέρας. «Ασε κάτω αυτό το παιχνίδι και
δίνε του». Κινήθηκε αργά προς το μέρος
του Περέττι, κρατώντας γερά απ' το ένα
χέρι τον Τσάρλς και ζυγώνοντας με το άλλο
τον Περέττι. «Δεν επιτρέπονται αεροβόλα
σ' αυτή την πόλη, γιόκα μου. Το ξέρει ο
πατέρας σου ότι το έχεις αυτό; Υπάρχει και
η επιμελητεία της πόλης. Νομίζω ότι θα
ήταν καλύτερο να μου το δώσεις αυτό
πριν...»

Ο Περέττι τον πυροβόλησε στο μάτι.

Το πράγμα - πατέρας γρύλισε και έπιασε


το χτυπημένο μάτι του. Απότομα έκανε να
ριχτεί στον Περέττι. Ο Περέττι
οπισθοχώρησε προς το δρόμο
προσπαθώντας να οπλίσει. Το πράγμα -
πατέρας άπλωσε το δυνατό του χέρι. Τα
ισχυρά του δάχτυλα άρπαξαν το όπλο από
τα χέρια του Περέττι. Σιωπηλά το πράγμα -
πατέρας σύνθλιψε το όπλο στον τοίχο του
σπιτιού.
Ο Τσαρλς ξέφυγε και έτρεξε μουδιασμένα
μακριά του. Που μπορούσε να κρυφτεί; Το
πράγμα ήταν ανάμεσα σ' αυτόν και το
σπίτι. Ηδη ερχόταν ξωπίσω του, μια μαύρη
φιγούρα που γλιστρούσε προσεκτικά,
κοιτώντας ερευνητικά μέσα στο σκοτάδι,
προσπαθώντας να τον διακρίνει. Ο Τσαρλς
οπισθοχώρησε. Αν μόνο μπορούσε να
βρει κάπου να κρυφτεί...

Το χωράφι με τα μπαμπού.

Σύρθηκε γρήγορα μέσα στα μπαμπού.


Τα καλάμια ήταν μεγάλα και παλιά.
Εκλεισαν πίσω του μ' ένα αχνό τρίξιμο. Το
πράγμα - πατέρας ψαχούλευε στην τσέπη
του, άναψε ένα σπίρτο, ύστερα πήρε
φωτιά ολόκληρο το πακέτο. «Τσαρλς»,
είπε, «ξέρω ότι είσαι κάπου εδώ. Είναι
μάταιο να κρύβεσαι. Ετσι κάνεις μόνο πιο
δύσκολα τα πράγματα».
Με την καρδιά του να σφυροκοπάει, ο
Τσαρλς έμεινε κουλουριασμένος μέσα στα
μπαμπού. Δίπλα του μπαζα και
σαπισμένες βρωμιές. Αγριόχορτα,
σκουπίδια, χαρτιά, κουτιά, παλιά ρούχα,
χαρτόνια, κονσερβοκούτια, μπουκάλια.
Γύρω του στριφογύριζαν αράχνες και
σαλαμάνδρες. Τα καλάμια λικνίζονταν με
τον αέρα της νύχτας. Εντομα και βρώμα.

Και κάτι άλλο.


Μια μορφή, μια σιωπηλή, ακίνητη μορφή
που ξεφύτρωνε μέσα από το σωρό της
βρώμας σαν κάποιο νυχτερινό μανιτάρι.
Μια λευκή στήλη, μια πολφώδης μάζα που
γυάλιζε υγρή στο φεγγαρόφωτο. Ενα
πλέγμα ιστών το σκέπαζε, ένα
μουχλιασμένο κουκούλι. Αμυδρά
διαγράφονταν ώμοι και χέρια. Ενα
δυσδιάκριτο μισοσχηματισμένο κεφάλι.
Σαν ακόμα να μην είχαν σχηματιστεί τα
χαρακτηριστικά του. Αλλά μπορούσε να
καταλάβει τι ήταν.

Ενα πράγμα - μητέρα. Μεγάλωνε εδώ,


στη βρώμα και στην υγρασία, ανάμεσα στο
γκαράζ και το σπίτι. Πίσω από τα ψηλά
μπαμπού.
Ηταν σχεδόν έτοιμο. Σε λίγες μέρες θα
ήταν ώριμο. Ηταν ακόμη μια προνύμφη,
λευκή και μαλακή και πολφώδης. Αλλά ο
ήλιος θα την ξέραινε και θα την ζέσταινε.
Θα σκλήραινε το κέλυφός της. Θα την
έκανε σκούρα και γερή. Θα αναδυόταν
από το κουκούλι της, και μια μέρα καθώς η
μητέρα του θα περνούσε από το γκαράζ...

Πίσω από το πράγμα - μητέρα ήταν


άλλες άσπρες προνύμφες, που είχαν
πρόσφατα γεννηθείαπό το ζωύφιο. Μικρές.
Που μόλις έρχονταν στη ζωή. Μπορούσε
να δει από που είχε βγεί το πράγμα -
πατέρας, το μέρος όπου είχε μεγαλώσει-
Είχε ωριμάσει εκεί. Και μέσα στο γκαράζ
το είχε συναντήσει ο πατέρας του.

Ο Τσαρλς άρχισε να κινείται


μουδιασμένος μακριά, μέσα από τα σάπια
χαρτόνια, τη βρώμα και τα μπάζα, τις
πολφώδεις, σαν μανιτάρια προνύμφες.
Αδύναμα, άπλωσε να φτάσει το φράκτη -
και μαζεύτηκε πίσω.

Ακόμα μία. Ακόμα μία προνύμφη. Δεν


την είχε δει αυτή στην αρχή. Δεν ήταν
άσπρη. Είχε ήδη σκουρήνει. Το πλέγμα
των ιστών, η υγρασία, η πολφώδης
απαλότητα είχαν φύγει. Ηταν έτοιμο.
Αναδεύτηκε λίγο, κούνησε αδύναμα το χέρι
του.
Το πράγμα - Τσαρλς.

Τα μπαμπού άνοιξαν, και το χέρι του


πράγματος - πατέρας γράπωσε τον καρπό
του Τσαρλς. «Μείνε ακριβώς εκεί που
είσαι», είπε. «Αυτό είναι ακριβώς το μέρος
για σένα. Μην κουνηθείς». Με το άλλο του
χέρι έσκισε τα απομεινάρια του κουκουλιού
που τύλιγε το πράγμα - Τσαρλς. «Θα το
βοηθήσω να βγει. Είναι ακόμα λιγάκι
αδύναμο».

Ξεφλουδίστηκε και το τελευταίο κομμάτι


υγρού γκρίζου κουκουλιού, και το πράγμα -
Τσαρλς παραπάτησε αβέβαια, καθώς το
πράγμα - πατέρας άνοιγε ένα μονοπάτι γι'
αυτό προς το μέρος του Τσαρλς.
«Από 'δω», γρύλισε το πράγμα - πατέρας.
«Θα στον κρατώ εγώ. Οταν φας θα
νιώσεις πιο δυνατός».
Το στόμα του πράγματος - Τσαρλς
ανοιγόκλεισε. Προχώρησε λαίμαργα προς
τον Τσαρλς. Το αγόρι πάλευε άγρια αλλά
το τεράστιο χέρι του πράγματος - πατέρα
τον κρατούσε κάτω.
«Κοφ' το αυτό, νεαρέ», διάταξε το πράγμα
- πατέρας. «Θα είναι πολύ πιο εύκολο για
σένα...»

Στρίγγλισε και συσπάστηκε. Αφησε τον


τσαρλσ και παραπάτησε προς τα πίσω. Το
σώμα του τινάχτηκε απότομα. Χτύπησε
στον τοίχο του γκαράζ, τα πλευρά του
τραντάχτηκαν. Για λίγο κατρακυλούσε και
χτυπιόταν βαριά, σ' έναν αγωνιώδη χορό.
Το πράγμα - Τσαρλς κατακάθησε ανάμεσα
στα μπαμπού και στα σάπια μπάζα, με
χαλαρό σώμα και πρόσωπο άδειο και
ανέκφραστο.

Στο τέλος το πράγμα - πατέρας


σταμάτησε να αναδεύεται. Ακουγόταν μόνο
το θρόϊσμα των καλαμιών στο νυχτερινό
νυχτερινό αέρα.

Ο Τσαρλς σηκώθηκε αδέξια. Προχώρησε


στον τσιμεντένιο δρόμο. Ο Περέττι και ο
Ντάνιελς πλησίασαν με προφύλαξη και με
τα μάτια ορθάνοιχτα. «Μην πας κοντά
του», διάταξε τραχιά ο Ντάνιελς. «Δεν είναι
ακόμα νεκρό. Θα πάρει ακόμα λίγο».
«Τι έκανες;» μουρμούρισε ο Τσαρλς.
Ο Ντάνιελς άφησε κάτω το βαρέλι με την
κηροζίνη ανασαίνοντας ανακουφισμένος.
«Το βρήκα στο γκαράζ. Εμείς οι Ντάνιελς
πάντα χρησιμοποιούσαμε κηροζίνη για τα
κουνούπια, στη Βιρτζίνια».
«Ο Ντάνιελς έριξε κηροζίνη στο τούνελ του
ζωυφίου», εξήγησε ο Περέττι, γεμάτος
δέος ακόμα. «Ηταν δική του ιδέα».
Ο Ντάνιελς κλώτσησε με προφύλαξη το
παραμορφωμένο σώμα του πράγματος -
πατέρα. «Είναι νεκρό τώρα. Πέθανε μόλις
πέθανε το ζωύφιο».
«Ελπίζω ότι θα πεθάνουν και τ' άλλα»,
είπε ο Περέττι. Εσπρωξε τα μπαμπού για
να εξετάσει τις προνύμφες που μεγάλωναν
εδώ και εκεί ανάμεσα στα μπάζα. Το
πράγμα - Τσαρλς δεν κουνήθηκε καθόλου,
καθώς ο Περέττι έχωσε την άκρη ενός
μπαστουνιού στο στήθος του. «Αυτό εδώ
είναι νεκρό».
«Καλύτερα να σιγουρευτούμε», είπε
βλοσυρά ο Ντάνιελς. Σήκωσε το βαρύ
βαρέλι με την κηροζίνη και το έσυρε στην
άκρη των μπαμπού. «Του πέσανε μερικά
σπίρτα στο δρομάκι. Μάζεψέ τα, Περέττι».
Κοίταξαν ο ένας τον άλλο.

«Βέβαια», είπε μαλακά ο Περέττι.


«Καλύτερα να φέρουμε το λάστιχο», είπε ο
Τσαρλς. «Για να σιγουρευτούμε ότι δεν θα
εξαπλωθεί η φωτιά».
«Ας αρχίσουμε», είπε ανυπόμονα ο
Περέττι. Είχε ήδη αρχίσει να κινείται. Ο
Τσαρλς τον ακολούθησε γρήγορα και
άρχισαν να ψάχνουν τα σπίρτα, στο
σκοτάδι που το φώτιζε μόνο το
φεγγαρόφωτο.
Hilary
Bailey
The Fall
of
Frenchy
Steiner
(1964)
Μετάφραση:

Δημήτρης Αρβανίτης

Το 1954 δεν ήταν έτος προόδου. Μια βδομάδα πριν


από τα Χριστούγεννα μπήκα στο μπαρ Χαρούμενη
Αγγλία, στην Πλατεία Λάιστερ, με την κιθάρα μου στη
θήκη της και το καπέλο μου στο χέρι. Δύο αστυφύλακες
κάθοταν σε ξύλινα σκαμνιά δίπλα στο πάγκο. Είδα τα
κράνη τους να γυρίζουν συγχρόνως προς το μέρος,
καθώς έμπαινα. Το μαγαζί το φώτιζαν αμυδρά λίγα κεριά,
κρύβοντας το άσχημο περιβάλλον αλλά όχι και την
άσχημη μυρωδιά της σπιτικής μπύρας και της μούχλας.
«Ποιός είναι αυτός;» είπε ο ένας αστυφύλακας καθώς
περνούσα δίπλα τους.
«Δουλεύω εδώ», είπα. Οι ίδιες, πληκτικές κουβέντες με
τους πληκτικούς ανθρώπους.
Γρύλλισε και ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του. Δεν
κοίταξα τον μπάρμαν. Δεν κοίταξα τους μπάτσους. Πήγα
απλώς στο δωμάτιο πίσω από το μπαρ και έβγαλα το
παλτό μου. Πήγα στο νιπτήρα και άνοιξα τις βρύσες.
Τίποτα. Εβγαλα την κιθάρα μου από τη θήκη, τη
δοκίμασα, την κούρντισα και γύρισα στο μπαρ.
«Πάλι δεν έχουμε νερό», είπε ο Τζων, ο μπάρμαν. Ηταν
ένας αδύνατος, μαυροντυμένος άντρας με ισχνό, άσπρο
πρόσωπο. «Τίποτα δεν δουλεύει σήμερα...»
«Τουλάχιστον η αστυνομία μας εξακολουθεί να είναι
αποτελεσματική», είπα. Οι μπάτσοι γύρισαν και με
κοίταξαν. Δεν μ' ένοιαζε. Δεν ήταν ανάγκη να έχω άγχος.
Ο ένας του δάγκωσε το λουρί του κράνους του κι έσμιξε
τα φρύδια του. Ο άλλος χαμογέλασε.
«Δουλεύετε εδώ, κύριε; Πόσα σας δίνει το αφεντικό;»
Συνέχισε να χαμογελάει, και μιλούσε με απαλή κι
ευγενική φωνή. Πέταξα ένα περιφρονητικό χαμόγελο.
«Αυτός;» Εδειξα προς τα εκεί που έμενε το αφεντικό.
«Ακόμα κι αν επιτρεπόταν, δεν θα μου 'δινε δεκάρα».
Τότε άρχισα να ανησυχώ. Ετσι είμαι εγώ, αλλάζω εύκολα
διάθεση. «Τι θέλετε, κύριε αστυφύλαξ;»
«Ζητάμε πληροφορίες, κύριε», είπε ο συνοφρυωμένος.
«Για έναν πελάτη», είπε ο Τζων. Εγειρε πίσω κι
ακούμπησε σ' ένα άδειο ράφι, με τα χέρια σταυρωμένα.
«Σωστά», είπε ο χαμογελαστός.
«Ποιον;»
Τα μάτια του μπάτσου γύρισαν αλλού.
«Την Φρέντσυ», είπε ο Τζων.
«Ωστε η Φρέντσυ έχει μπελάδες. Δεν μπορεί να έκανε
τίποτα. Κανένας γνωστός της;»
Οι μπάτσοι γύρισαν στο μπαρ. Ο συνοφρυωμένος είπε:
«Αλλα δύο. Την ξέρει;»
«Οσο και εγώ», είπε ο Τζων βάζοντας το ουίσκυ. Το
λευκό, θολό υγρό γέμισε τα ποτήρια ως το χείλος. Ο
Τζων πρέπει να ήταν ανήσυχος, για να βάζει τόσο
μεγάλες δόσεις τσάμπα.

Ανέβηκα στο βάθρο όπου τραγουδούσα και δοκίμασα


το μικρόφωνο, αν και ήξερα πως δεν θα δούλευε - είχε
πάψει να λειτουρεί από τα μέσα του πολέμου.
Ακούμπησα την κιθάρα μου στο πιο στενό μέρος του
τοίχου και άναψα ένα σπίρτο. Αναψα τα δύο κεριά που
ήταν στηριγμένα στον τοίχο. Δεν θα 'λεγα πως φώτισαν
ιδιαίτερα τη γωνιά μου. Εβγαζαν πολύ καπνό, έσταζαν και
μύριζαν και έριχναν παντού σκιές. Για μια στιγμή
αναρωτήθηκα από που να ήταν το λίπος. Δεν ζέσταιναν
καν. Μέσα ήταν το ίδιο κρύα όσο κι έξω, σχεδόν.
Ξεσκόνισα το σκαμνί μου, έκατσα, πήρα την κιθάρα μου
κι έπαιξα μερικά ακόρντα. Επαιζα το Φρέντσυ Μπλουζ
χωρίς να το καταλάβω. Ηταν ένας απ' αυτούς τους
σκοπούς που έρχονται εύκολα στα δάχτυλά σου, χωρίς
να το σκεφτείς.

Η Φρέντσυ δεν ήταν από τη Γαλλία, ήταν γερμαναρού,


και σε ποιόν αρέσουν οι γερμαναράδες; Εγώ όμως
συμπαθούσα την Φρέντσυ, κι όλους τους πελάτες που
έρχονταν να την ακούσουν όταν τραγουδούσε μαζί μου.
Η Φρέντσυ δεν δούλευε στη Χαρούμενη Αγγλία, απλώς
της άρεσε να τραγουδάει. Δεν είχε συχνά φίλους, ούτε
τους κρατούσε πολύ, έλεγε πως προτιμούσε να
τραγουδάει. Το τραγούδι της Φρέντσυ ήταν σαν κάτι που
θα 'δινε στον φίλο της μόνο, αλλά το πρόσφερε σ' όλους.
Δεν ξέρω γιατί την έλεγαν Φρέντσυ. Ισως ολόκληρο το
όνομά της να ήταν Φραντσίσκα.

Το Φρέντσυ Μπλουζ είχε απήχηση μόνο στα λιγότερο


ευαίσθητα μέλη της εγκάρδιας πελατείας μας. Δεν με
ένοιαζαν. Είχα προσπαθήσει να κάνω κάτι καλό για
κείνην, αλλά όπως και τα περισσότερα πράγματα που
προσπαθώ να κάνω καλά, δεν είχε πετύχει. Αλλαξα
σκοπό. Είχα συνηθίσει να αλλάζω σκοπό. Επαιξα το
Σαμερτάιμ και μετά το Στόρμυ Γουέδερ.
Οι μπάτσοι έπιναν τα ποτά τους και περίμεναν. Ο Τζων
ήταν γερμένος στα ράφια, και το αδύνατο, μαυροντυμένο
του σώμα ήταν σχεδόν αόρατο στη σκιά. Μόνο το ισχνό
του πρόσωπο φαινόταν. Ημασταν και οι δυο τρομαγμένοι
- όχι μόνο για την Φρέντσυ, αλλά και για τους εαυτούς
μας. Οι μπάτσοι είχαν τη συνήθεια να καλούν μάρτυρες
για κατάθεση να ξεχνούν να τους αφήσουν μετά τη δίκη -
και μάλιστα αν ήταν υγιείς άντρες που δεν δούλευαν ήδη
στη βιομηχανία ή στην αστυνομία. Αν κι εγώ θα 'πρεπε
να φοβάμαι κάτι τέτοιο λιγότερο από άλλους,
ανησυχούσα.

Το απόγευμα κάποια ώρα είχα ακούσει το μουντό ήχο


μακρινών εκρήξεων και το βόμβο αεροπλάνων. Θα
έπρεπε να είναι η αγγλική Λουφτβάφε που έκανε που
έκανε ασκήσεις στα ακόμη κατοικημένα προάστια.
Πελάτες έρχονταν κι οι περισσότεροι έφευγαν μετά από
ένα ποτό και μια λοξή ματιά στους αστυφύλακες.
Κανονικά η Φρέντσυ ερχόταν μεταξύ οκτώ και εννιά, όταν
ερχόταν. Δεν ήρθε. Καθώς κλείναμε, γύρω στα
μεσάνυχτα, οι μπάτσοι σηκώθηκαν από τα σκαμνιά τους.
Ο ένας ξεκούμπωσε την τσέπη του σακακιού του κι
έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι. Εγραψε κάτι,
έκοψε το φύλλο και το άφησε στο μπαρ.
«Αν εμφανιστεί, ειδοποιήστε μας», είπε. «Καλά
Χριστούγεννα κύριε», μου είπε, κουνώντας το κεφάλι του
προς το μέρος μου. Εφυγαν.
Κοίταξα το χαρτί. Ηταν φτηνό, σαν στυπόχαρτο, κι από τη
μια γωνιά είχε ήδη αρχίσει να ρουφάει το φτηνό ουίσκυ
που είχε χυθεί στο μπαρ. Με μεγάλα, κεφαλαία
γράμματα, ο αστυφύλακας είχε γράψει: «Ειδοποιήστε
Αστ. Επιθ. Μπράουν. Ν. Σκ. Γιαρντ, WHI 1212, εσ. 615».
«Μπράουν;» είπα, γιατί το όνομα ήταν γραμμένο με
γερμανική ορθογραφία. Χαμογέλασα και κοίταξα τον
Τζων, που συχνά τον φώναζαν και Γιον. «Μπράουν;»
«Τι σημασία έχει ένα όνομα;» είπε.
«Τουλάχιστον είναι της Διώξεως. Τι λες να συμβαίνει,
Τζων;»
«Κανείς δεν μπορεί να ξέρει στις μέρες μας», είπε ο
Τζων. «Καληνύχτα, Λώουρυ».
«'νύχτα». Πήγα στο δωμάτιο πίσω από το μπαρ, έβαλα
την κιθάρα στη θήκη της και φόρεσα το παλτό μου. Ο
Τζων ήρθε για ν' αλλάξει κι αυτος.
«Τι την θέλουν;» είπα. «Δεν είναι πολιτική υπόθεση
ούτως ή άλλως. Δεν φαίνεται να ενδιαφέρει την Ειδική
Υπηρεσία. Τι...;»
«Ποιος ξέρει;» είπε απότομα ο Τζων. «Καληνύχτα...»
«'νύχτα», είπα, και κούμπωσα το παλτό μου, φόρεσα τα
γάντια μου και πήρα τη θήκη με την κιθάρα. Δεν
περίμενα τον Τζων, μιας και ήταν φανερό πως δεν
επιζητούσε τη συντροφιά μου και την παρηγοριά ενός
παλιόφιλου. Φαινόταν πως τον ανησύχησαν οι μπάτσοι.
Αναρωτήθηκα τι άλλη δουλειά να είχε στημένη.
Αποφάσισα να γίνω λιγότερο φιλικός στο μέλλον. Εδώ
και καιρό το απόφθεγμά μου ήταν «μη φυτρώνεις εκεί
που δεν σε σπέρνουν».

Βγήκα από το μπαρ στο σκοτάδι της πλατείας. Ηταν


άδεια. Οι σιδερένιοι φράκτες και τα δέντρα είχαν χαθεί με
τον πόλεμο. Ακόμα και τα δημόσια ουρητήρια είχαν
κλείσει, αν και μερικές φορές κάποιοι κοιμούνται μέσα. Τα
ψηλά κτίρια υψώνοντας βλοσυρά στον νυχτερινό ουρανό.
Εκανα δεξιά και προχώρησα προς το Πικαντίλυ, δίπλα
από τα πρόχειρα καταλύματα που έκρυβαν τους
κρατήρες από τις βόμβες, πατώντας στις πέτρες του
πεζοδρομίου που κουνιούνταν κάτω απο τα πόδια μου.
Το Πικαντίλυ ήταν γυμνό και άδειο, όπως παντού. Τα
σκαλιά ήταν ακόμα εκεί, στο κέντρο, αλλά το άγαλμα του
Ερωτα είχε πετάξει από το Λονδίνο λίγο πριν από το
τέλος του πολέμου. Μακάρι να είχα κάνει κι εγώ το ίδιο.

Διέσχισα την πλατεία και κατέβηκα την Πικαντίλυ, με το


κατεστραμμένο Σαιν Τζέημς Παρκ στα αριστερά μου και
τα ψηλά κτίρια, ή τα μεγάλα πανώ που έκρυβαν τα
ερείπια, από την άλλη. Περπατούσα στη μέση του
δρόμου, όπως συνηθιζόταν. Τα ελάχιστα αυτοκίνητα ήταν
λιγότερο επικίνδυνα από τους κακοποιούς. Το ξενοδοχείο
μου ήταν στην Πικαντίλυ, λίγο πριν την Παρκ Λέην.
Μπροστά στο κτίριο, καθώς ξεκλείδωνα την πόρτα,
άκουσα ένα ελικόπτερο. Εκλεισα την πόρτα πίσω μου και
στάθηκα στο μεγάλο, ψηλό φουαγιέ, που ήταν σκοτεινό
και σιωπηλό. Εξω ο ήχος του ελικοπτέρου έσβησε και
αντικαταστάθηκε από το μουγκρητό δέκα - δώδεκα
μοτοσυκλετών που πήγαιναν κάπου προς το Μπάκιγχαμ
Πάλας, όπου είχε το κατάλυμά του ο Στρατάρχης Βίλμοτ.
Ο Βίλμοτ δεν ήταν ο πιο δημοφιλής άνθρωπος στη
Βρετανία, αλλά οι ικανότητές του έχαιραν μεγάλης
εκτιμήσεως σε κάποιους κύκλους.

Προχώρησα στη φαρδιά σκάλα. Ηταν μαρμάρινη, αλλά


χωρίς χαλί. Η κουπαστή έτρεμε κάτω από το χέρι μου.
Καθώς ανέβαινα συνάντησα κάποιον. Ηταν ένας γέρος.
Φορούσε μια κόκκινη ρόμπα και κρατούσε ένα δοχείο
νυκτός όσο πιο μακριά του επέτρεπε το τρεμάμενο χέρι
του.
«Καλημέρα, κύριε Πέβενσυ», είπα.
«Καλημέρα, κύριε Λώουρυ», απάντησε εκείνος αμήχανα.
Εβηξε, έκανε να μιλήσει, έβηξε πάλι. Ανέβαινα τη σκάλα
για τον τρίτο, όταν κατάφερε να πει, αγκομαχώντας, κάτι
για το νερό, πως ήταν πάλι κομμένο. Το νερό ήταν
σχεδόν πάντα κομμένο.Το αντίθετο ήταν σπάνιο. Το γκάζι
ερχόταν τρεις φορές την ημέρα, για μισή ώρα συνολικά -
αν είμαστε τυχεροί. Το ρεύμα έπρεπε να υπάρχει όλη
μέρα, αν όλοι το χρησιμοποιούσαν με μέτρο, αλλά κανείς
δεν συμμορφωνόταν, κι έτσι κοβόταν κι αυτό συχνά.

Είχα μια σόμπα πετρελαίου, αλλά δεν είχα πετρέλαιο.


Ηταν ακριβό και βρισκόταν μόνο στη μαύρη αγορά. Αλλά
στη μαύρη αγορά κινδύνευες να σ' εκτελέσουν, κι έτσι
έκανα και χωρίς πετρέλαιο. Είχα κι ένα μέρος που το
χρησιμοποιούσα για κουζίνα. Στο διάδρομο είχε
τουαλέτα. Ενα από τα δωμάτια που χρησιμοποιούσα είχε
ένα μπαλκόνι στο δρόμο με θέα στο χορταριασμένο
πάρκο. Δεν πλήρωνα νοίκι για τα δωμάτια. Το πλήρωνε ο
αδερφός μου που πίστευε πως δεν είχα καθόλου
χρήματα. Η αλητεία ήταν ένα σοβαρό, αν και
διαδεδομένο, έγκλημα, και ο αδερφός μου δεν ήθελε να
με συλλάβουν γιατί μετά θα έπρεπε να με βγάλει από τη
φυλακή ή από κάποιο προσωρινό στρατόπεδο στο Χάιντ
Παρκ.

Ξεκλείδωσα την πόρτα μου, προσπάθησα ν' ανάψω το


φως, αλλά τίποτα. Μ' ένα σπίρτο άναψα τέσσερα κεριά
στα κηροπήγια πάνω στη βαριά κορνίζα του τζακιού.
Εριξα μια ματιά στον καθρέφτη, και δεν μου άρεσε
καθόλου το πρόσωπο με τα άτονα μάτια που είδα μέσα
του. Ημουν απερίσκεπτος. Αλλα κεριά θα έπαιρνα σ΄ένα
μήνα, αλλά πάντα μου άρεσε να ζω επικίνδυνα. Σε
ασήμαντα θέματα.
Φόρεσα τον κουρελιασμένο μου επενδύτη - τουήντ,
Μπέρμπερυ του '38 - ξαπλωσα στο βρώμικο κρεβάτι κι
έβαλα τα χέρια μου πίσω απ' το κεφάλι μου. Σκεφτόμουν.

Δεν ήμουν κουρασμένος, αλλά δεν ένιωθα καλά. Πως


θα μπορούσα να είμαι καλά, με τις μερίδες του δελτίου
που μου αναλογούσαν;
Αρχισα πάλι να σκέφτομαι τους μπελάδες που θα ΄πρεπε
να έχει η Φρέντσυ. Καλύτερα, παρά να σκέφτομαι
μπελάδες γενικά. Θα πρέπει να ανακατεύτηκε σε κάτι, αν
και ποτέ της δεν φάνηκε να έχει αρκετή ενέργεια για να
βάλει τη ρεπούμπλικα που φορούσε, πόσο μάλλον για να
μπλέξει σε κάτι παράνομο. Παρ' όλα αυτά, από τότε που
είχαν αναλάβει τα πράγματα οι γερμαναράδες, το 1946,
δεν ήταν και τόσο δύσκολο να κάνεις κάτι παράνομο.
Οπως λέγαμε, ό,τι δεν απαγορεύεται είναι υποχρεωτικό.
Ακόμα κι οι αλήτες σαν κι εμένα αλήτευαν με άδεια - στην
περίπτωσή μου, την είχα προμηθευτεί από τον αδερφό
μου τον Γκοτφρηντ, πρώην Γκόντφρυ, που ήταν τώρα
Αναπληρωτής υπουργός Δημοσίας Τάξεως. Πως τα
κατάφερε, με το παρελθόν μας, ποτέ μου δεν κατάλαβα.
Γιατί φυσικά, όταν ήρθαν οι γερμαναράδες να μας
απελευθερώσουν, ξεκαθάρισαν πρώτα - πρώτα τα
επαναστατικά στοιχεία. Και στην Αγγλία αυτό δεν σήμαινε
το κουρελιασμένο, πεινασμένο πλήθος που ξεσηκώθηκε
οργισμένο μετά από αιώνες καταπίεσης. Ηταν η εύπορη,
καλοπροαίρετη ταξιαρχία των δικηγόρων, δημοσίων
υπαλλήλων, κληρικών και γιατρών που βγήκαν από τα
ζεστά τους σπίτια για να αναταράξουν τα πράγματα.

Τέλως πάντων, κάθε φορά που σκεφτόμουν τον


Γκόντφρυ μούρχονταν ανατριχίλες, κι έτσι έστρεψα πάλι
τις σκέψεις μου στη Φρέντσυ. Ηταν ψηλή, πολύ αδύνατη,
μια καταπονημένη, ταλαιπωρημένη εικοσάρα, μ' ένα
βρώμικο άσπρο αδιάβροχο κι ένα άμορφο καπέλο που
μύριζε παλιά γκαγκστερική ταινία με τον Κάγκνυ. Δεν
πρόσεξα ποτέ τι φορούσε κάτω από το αδιάβροχο - δεν
το έβγαζε ποτέ. Μια - δυο φορές είχε θυμώσει και το είχε
ξεκουμπώσει. Είχα την εντύπωση πως από κάτω
φορούσε ένα βρώμικο μαύρο αδιάβροχο. Χωρίς κάλτσες,
με λασπωμένα πόδια, παπούτσια τελείως λιωμένα, δεν
ήταν ακριβώς η Τζίντζερ Ρότζερς έτοιμη να συναντήσει
τον Φρεντ Ασταιρ. Στους πελάτες όμως άρεσε το
τραγούδι της, και ιδίως η ανέκφραστη ερμηνεία της του
Deutschland uber Alles, αργή, βραχνή και φορτισμένη, με
το λευκό της πρόσωπο στραμμένο σ' αυτούς που
κάθονταν στο μπαρ. Γερμανίδα στην εθνικότητα, αλλά όχι
στη φύση της, αυτή ήταν η Φρέντσυ.
Χασμουρήθηκα Δεν είχα άλλο να κάνω από το να
κοιμηθώ και να ελπίζω σ' αυτό το ερωτικό όνειρο, αυτό
που βυθίζω το πιρούνι μου σ' ένα κομμάτι κρεατόπιτα. Η
ίσως, αν δεν μπορούσα να κοιμηθώ, να πήγαινα μια
βόλτα στον κρατήρα, εκεί όπου κάποτε ήταν ο Αγιος
Παύλος - η αγαπημένη μου μέθοδος για να μετατρέπω τη
συνηθισμένη μου κατάθλιψη σε μια πραγματική κρίση
μελαγχολίας.

Και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.


Τινάχτηκα.
Τέτοια ώρα οι επισκέπτες ήταν συνήθως μπάτσοι. Για μια
στιγμή είδα το πρόσωπό μου με αίματα να τρέχουν από
το στόμα, κι ένα σωρό μελανιές. Το χτύπημα ακούστηκε
ξανά, Ηρέμησα. Οι μπάτσοι ποτέ δεν χτυπάνε δύο φορές
- ένα τυπικό χτύπημα μόνο, και μετά μπαίνουν και σου
ορμάνε.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Φρέντσυ. Εκλεισε την
πόρτα πίσω της.
Τινάχτηκα αμέσως από το κρεβάτι.
Κούνησα το κεφάλι μου. «Συγνώμη, Φρέντσυ. Δεν γίνεται
τίποτα».
Δεν κουνήθηκε. Με κοίταζε με τα σκούρα μπλε μάτια της.
Οι σκιές από κάτω τους ήταν σαν αποτυπώματα από
μελανωμένα δάχτυλα.
«Κοίτα Φρεντς», είπα. «Σου είπα πως δεν γίνεται
τίποτα». Επρεπε να είχε φύγει από την πρώτη φορά.
Ετσι ήταν ο κώδικας. Αν κάποιος που τον καταζητούσαν
οι μπάτσοι ζητούσε βοήθεια, είχες το δικαίωμα να του
πεις να φύγει. Κανένας δεν σε κατηγορούσε. Αν
εργαζόσουν ήταν το πιο φυσιολογικό.
Συνέχισε να στέκεται εκεί. Την έπιασα από τους
ώμους, τη γύρισα, άνοιξα την πόρτα με το ένα χέρι και
την έβγαλα έξω.
Γύρισε και με κοίταξε. «Ηρθα μόνο για να σου ζητήσω
ένα τσιγάρο», είπε θλιμένα, σαν παιδί που το
κατηγόρησαν άδικα ότι ζωγράφισε την ταπετσαρία.
Ο κώδικας έλεγε πως έπρεπε να την προειδοποιήσω, κι
έτσι την τράβηξα πάλι πίσω στο δωμάτιό μου.
Εκατσε στο ακατάστατο κρεβάτι μου στο φως των
βρωμερών κεριών, με τα όμορφα, λασπωμένα της πόδια
να κρέμονται από το πλάϊ. Της έδωσα ένα τσιγάρο και το
άναψα.
«Ηταν δύο μπάτσοι στη Χαρούμενη Αγγλία που ρώταγαν
για σένα», είπα. «Της Διώξεως!»
«Α», είπε ανέκφραστα. «Γιατί άραγε; Δεν έκανα τίποτα».
«Εδωσες κουπόνια, προσπάθησες ν' αγοράσεις από το
Λονδίνο χωρίς άδεια...» πρότεινα. Ευχόμουν να φύγει
όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
«Οχι. Δεν έκανα τίποτα. Ούτως ή άλλως, θα έπρεπε να
ξέρουν πως έχω πλήρες διαβατήριο».
Την κοίταξα μ' ανοιχτό στόμα. Ηξερα πως ήταν
Γερμανίδα - αλλά γιατί να έχει πλήρες διαβατήριο; Αν
είχες κάτι τέτοιο ήταν σαν να ήσουν αόρατος - όλοι
αγνοούσαν το τι έκανεσ. Μπορούσες να πάρεις ό,τι
ήθελες απ΄όποιον ήθελες. Μπορούσες αν το έκανες, να
βγάλεις μια ετοιμοθάνατη γριά από ένα νοσοκομειακό για
να πας τη βολτα σου, να βουτήξεις το φαγητό κάποιου -
μπορούσες να κάνεις τα πάντα. Κάθε λογικός άνθρωπος,
όταν έβλεπε τον ιδιοκτήτη ενός πλήρους διαβατηρίου να
έρχεται προς το μέρος του, γύριζε και το 'βαζε στα πόδια
σαν τρελλός. Μπορούσε να σε σκοτώσει χωρίς να δώσει
λόγο σε κανέναν. Πως θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο
διαβατήριο η Φρέντσυ ήταν αδύνατον να το φανταστώ.
«Δεν είσαι στην κυβέρνηση», είπα. «Πως και έχεις
πλήρες διαβατήριο;»
«Ο πατέρας μου είναι ο Βίλυ Στάινερ».
Κοίταξα το φοβερό της καπέλο, τ' άπλυτα ξανθά μιαλλιά
της, το βρώμικο αδιάβροχό και τα φθαρμένα της
παπούτσια. Εσφιξα το στόμα μου.
«Σοβαρά;»
«Ο πατέρας μου είναι ο Δήμαρχος του Βερολίνου», είπε
ορθά - κοφτά. «Είμαστε οκτώ αδέλφια κι η μάνα μας έχει
πεθάνει και κανείς δεν νοιάζεται και πολύ. Αλλά φυσικά
όλοι έχουμε πλήρη διαβατήρια».
«Και τότε γιατί σέρνεσαι πεινασμένη στο Λονδίνο, που να
σε πάρει ο διάβολος;»
«Δεν ξέρω».
Δύσπιστος, είπα: «Δείχ' το μου, τότε».
Ανοιξε το αδιάβροχό της κι έβαλε το χέρι της σ' ότι κι αν
ήταν αυτό που φορούσε από κάτω. Εβγαλε το
διαβατήριο. Ηξερα πώς έμοιαζαν, γιατί κι ο αδερφός μου
ο Γκόντφρυ είχε ένα, κι ήταν περήφανος γι' αυτό. Ηταν
αδύνατον να πλαστογραφηθούν. Η Φρέντσυ είχε ένα ίδιο.
Εκατσα στο πάτωμα με διαχυτική διάθεση. Αν η Φρέντσυ
είχε ένα πλήρες διαβατήριο ήταν πιο ασφαλής απ' όσο
ήμουν εγώ σ' ολόκληρη τη ζωή μου. Κι ένα τέτοιο
διαβατήριο προστάτευε κι όσους ήταν κοντά του. Εβαλα
το χέρι μου κάτω από το στρώμα κι έβγαλα ένα πακέτο
Γούντις. Είχαν μείνει δύο.
Η Φρεντς γέλασε και πήρε το ένα. «Θα έπρεπε να το
δείχνω πιο συχνά».
Απολαύσαμε το τσιγάρο. Με το δελτίο παίρναμε δέκα το
μήνα. Οπως είπα, αν σ' έπιαναν ν' αγοράζεις στη μαύρη
αγορά -αν βέβαια μπορούσες να βρεις χρήματα- σ'
εκτελούσαν. Σ' αυτόν που πουλούσε έκαναν ακόμα
χειρότερα. Κανείς δεν ήξερε τι, αλλά πού και πού
κρεμούσαν τα πτώματα, κι έπαιρνες μια ιδέα για το τελικό
αποτέλεσμα.
«Γι' αυτή την ιστορία με την αστυνομία», είπα.
«Δεν σε πειράζει να κοιμηθώ εδώ σήμερα ε;», είπε.
«Είμαι ξεθεωμένη».
«Δεν με πειράζει», είπα. «Θέλεις να πέσουμε τώρα;
Μπορούμε να τα πούμε στο κρεβάτι».

Εβγαλε το αδιάβροχο, κλώτσησε τα παπούτσια της, κι


έπεσε.
Εγώ έβγαλα το παντελόνι μου, τα παπούτσια και τις
κάλτσες μου, έστρωσα το πουλόβερ μου κι έσβησα τα
κεριά. Μπήκα στο κρεββάτι. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο.
Αυτές τις μέρες είτε το έκανες είτε όχι. Οι περισσότεροι
δεν το έκαναν. Με τις πληκτικές ώρες, τα λιγοστά τρόφιμα
και τον αγώνα να κρατηθείς λίγο καθαρός και σχεδόν
υγιείς, ελάχιστοι είχαν την όρεξη για σεξ. Επίσης το σεξ
σήμαινε παιδιά και τα παιδιά συνήθως πέθαιναν, κι αυτό
του αφαιρούσε όλη τη χαρά. Επιπλέον έχω την
εντύπωση πως εμείς οι Αγγλοι δεν αναπαραγόμαστε
στην αιχμαλωσία. Οι Ουαλλοί και οι Ιρλανδοί τα
κατάφερναν, αλλά αυτοί είχαν συνηθήσει εδώ και
εκατοντάδες χρόνια. Οι Σκωτσέζοι είχαν και αυτοί το ίδιο
πρόβλημα. Η αύξηση του πληθυσμού ήταν κάτι για το
οποίο ανησυχούσαν οι άνθρωποι σαν τον Γκόντφρυ τις
λίγες ώρες που δεν ασχολούνταν με τη μείωση του, αλλά
η πτώση του ρυθμού των γεννήσεων δεν είναι κάτι που
ρυθμίζεται μ' έναν νόμο. Με την υποχρεωτική εργασία
στα εργοστάσια, τους μπάτσους σε κάθε γωνία, τα
εύθυμα παιδιά της βρετανικής Βέρμαχτ σε κάθε δρόμο,
με τα δελτία φαγητού και ρούχων που σου έδιναν αντί για
χρήματα, για να μην κάνεις τίποτα βιαστικό, όπως ας
πούμε ν' αγοράσεις ένα ξυράφι και να κόψεις το λαιμό
σου, δεν μπορούσες να κατηγορήσεις τον κόσμο που
είχε χάσει το ενδιαφέρον του για την αναπαραγωγή.
Υπήρξε ένα αντιστασιακό κίνημα ως και πριν από τρία-
τέσσερα χρόνια, αλλά έκαναν το λάθος και κατέφυγαν
στις κλασικές μεθόδους -ανατίναζαν γέφυρες, τις λίγες
σιδηροδρομικές γραμμές που είχαν μείνει κι όσα
εργοστάσια είχαν αρχίσει να λειτουργούν. Δεν ήταν μόνο
τα αντίποινα -τώρα ήταν είκοσι άντρες για κάθε νεκρό
Γερμανό, ή δέκα παιδιά ή πέντε γυναίκες- αλλά όταν ο
κόσμος έμαθε πως ανατίναζαν εργοστάσια παπουτσιών
και σταματούσαν τα τραίνα με τα τρόφιμα, οι
νομιμόφρονες πολίτες, όπως είπαν οι γερμαναράδες,
εκρίζωσαν τα αντικοινωνικά εβραιο-μπολσεβίκικα
στοιχεία που είχαν ανάμεσά τους.

Ο ρυθμός των γεννήσεων θα αυξανόταν ίσως αν


έδιναν έπειτα περισσότερα κουπόνια, αλλά αυτό θα
μπορούσε να προκαλέσει μια πληθυσμιακή έκρηξη, με
πολλούς τρόπους.
Τέλος πάντων, ήταν πιο ζεστά τώρα με την Φρέντσυ
δίπλα μου.
«Θα σε πείραζε», είπα, «να βγάλεις το καπέλο σου;»
Δεν την έβλεπα, αλλά κατάλαβα ότι χαμογελούσε.
Εβγαλε το παλιό καπέλο και το πέταξε στο πάτωμα.
"Τι έγινε λοιπόν μ' αυτούς τους μπάτσους;» ρώτησε
«Α... στ' αλήθεια δεν ξέρω. Τίμια, δεν έκανα τίποτα. Ούτε
που ξέρω κανέναν που να έκανε κάτι».
«Μπορεί να θέλουν το διαβατήριό σου;»
«Οχι. Ποτέ δεν τα παίρνουν πίσω. Τότε τα διαβατήρια δεν
θα είχαν νόημα. Δεν θα το ήξερε κανείς αν σου είχαν
πάρει το διαβατήριο. Αν κάνεις κάτι, αν κατασκοπεύεις
για τους Ρώσους, ας πούμε, βγάζουν από τη μέση εσένα.
Αυτό τακτοποιεί και το διαβατήριο αυτομάτως».
«Ισως γι' αυτό σε ψάχνουν...;»
«Οχι. Ποτέ δεν ανακατεύουν την αστυνομία. Σου
φυτεύουν μια σφαίρα στα γρήγορα».
Δεν μπορούσα να μην νιώσω δέος για την Φρέντσυ, που
είχε μοιραστεί μαζί μου τα τελευταία μου ψίχουλα, και
ξαφνικά ήξερε τα πάντα για τον εσωτερικό τρόπο
λειτουργίας του καθεστώτος. Σταμάτησα αμέσως αυτές
τις σκέψεις. Ετσι κι άρχιζες να ενδιαφέρεσαι γι' αυτούς, ή
να τους μισείς ή να εμπλέκεσαι συναισθηματικά μαζί τους
με οποιονδήποτε τρόπο -την είχες πατήσει. Αυτό ήταν
κάτι που είχα ορκιστεί να μην ξεχάσω ποτέ- μόνο η
αδιαφορία ήταν ασφαλείς, η αδιαφορία ήταν το μόνο
όπλο που μπορούσε να σε κρατήσει ελεύθερο, ό,τι κι αν
άξιζε αυτή η ελευθερία. Λένε πως συνηθίζεις τα πάντα.
Εγώ τα έβλεπα αυτά δέκα χρόνια τώρα, σχεδόν -μια
σιχαμερή, πρόστυχη ωμότητα από ηλίθιους ανθρώπους
που όλοι τους, από τον πιο ψηλά ως τον πιο χαμηλά,
πίστευαν πως είναι άρχοντες της Γης -και δεν είχα
συνηθίσει. Γι' αυτό καλιεργούσα την αδιαφορία. Και ο
Αρχηγός -ο Φύρερ Μας- δεν ήταν καμμιά τρελλή
ιδιοφυία. Ηταν τρελλός και ηλίθιος. Κι αυτό ήταν ακόμα
χειρότερο. Πως κατάφερε να κάνει όσα έκανε, δεν
μπορούσα να καταλάβω. Τότε.
«Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να είναι», είπε η Φρέντσυ,
«αλλά θα ξέρω αύριο που θα ξυπνήσω».
«Γιατί;»
«Ετσι είμαι εγώ», είπε απότομα.
«Ναι;» ενδιαφέρθηκα εγώ. «Δηλαδή πώς;»
Εχωσε το πρόσωπό της στον ώμο μου. «Μη μιλάς γι'
αυτό, Λώουρυ», είπε, κι ήταν το πιο κοντινό σε
παράκληση που θα μπορούσε να εκφράσει κάποιος σαν
την Φρέντσυ.
«Οκέυ», είπα. Μάθαινες γρήγορα να αποφεύγειςτα
ακατάλληλα θέματα. Οπως ήταν τα πράγματα, και οι
άνθρωποι, τότε.
Κοιμηθήκαμε λοιπόν. Οταν ξύπνησα, η Φρέντσυ δεν
κοιμόταν, αλλά κοίταζε το ταβάνι με ανέκφραστο ύφος.
Δεν μ' ένοιαζε κι αν είχε γίνει στήλη άλατος. Ολη νύχτα
άκουγα τα βογγητά και τα μουρμουρητά της και
ζεσταινόμουν και μ' είχε πιάσει φαγούρα κι άρχιζε να με
πιάνει και μια ημικρανία.
Τη στιγμή που το σκέφτηκα, μου ήρθε αναγούλα.
Σηκώθηκα κι έτρεξα σκουντουφλώντας στον ξεφτισμένο
διάδρομο. Φτάνοντας στην τουαλέτα ήξερα πως είχα
κάνει λάθος. Θα ξερνούσα στη λεκάνη, και το νερό ήταν
κομμένο. Πολύ αργά. Αρχισα να ξερνάω, συνέχεια και
συνέχεια. Για μια φορά τουλάχιστον το νερό ήρθε την
κατάλληλη στιγμή και τράβηξα το καζανάκι Σύρθηκα
πίσω. Δεν έβλεπα μπροστά μου κι ο πόνος ήταν
τρομερός.
«Ελα στο κρεβάτι», είπε η Φρέντσυ.
«Δεν μπορώ», είπα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
«Ελα».
Κάθησα στην άκρη του κρεβατιού και ξάπλωσα. Φύγε
Φρέντσυ, είπα μέσα μου, φύγε.
Αλλά τα χέρια της ήταν σ' αυτό το σημείο, λίγο πάνω από
τον αριστερό μου κρόταφο, απ' όπου ερχόταν ο πόνος.
Αρχισε να μουρμουρίζει απαλά και να χαϊδεύει, και με το
μουρμουρητό της κοιμήθηκα.
Ξύπνησα ένα τέταρτο αργότερα και ο πόνος είχε φύγει. Η
Φρέντσυ, με το αδιάβροχο, το καπέλο και τα παπούτσια
της, καθόταν στην παλιά μου πολυθρόνα με τη
λιγδιασμένη ταπετσαρία και τις διαλυμένες σούστες.
«Ευχαριστώ, Φρέντσυ», μούγκρισα. «Είσαι πραγματική
θεραπεύτρια».
«Ναι», είπε αποκαρδιωμένα.
«Το κάνεις συχνά;»
«Οχι πια», είπε. «Κάποτε. Ηθελα να σε βοηθήσω».
«Σ' ευχαριστώ», είπα. «Κάτσε λίγο».
«Α, θα φύγω τώρα».
«Οκέυ. Θα σε δω το βράδυ, τότε».
«Οχι. Θα φύγω από το Λονδίνο. Θα έρθεις μαζί μου;»
«Που; Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Ξέρω ότι με θέλουν οι μπάτσοι, αλλά δεν
ξέρω γιατί. Το μόνο που ξέρω είναι πως αν δεν με βρουν
για ένα-δυο μήνες, μετά δεν θα με ψάχνουν».
«Για τι πράγμα μιλάς;»
«Είπα πως θα ήξερα όταν θα ξυπνούσα. Δεν ξέρω όμως
- δεν ξέρω ακριβώς. Αλλά ξέρω πως οι μπάτσοι με
θέλλουν για κάτι, ή για να τους πως κάτι. Και δεν είναι
ανακατεμένη η αστυνομίαμόνο. Και αν εξαφανιστώ για
λίγο δεν θα τους είμαι χρήσιμη πια. Ετσι λοιπόν λέω να
εξαφανιστώ».
«Δεν θα πρέπει να έχεις κανένα πρόβλημα με το πλήρες
διαβατήριό σου. Αλλά γιατί δεν συνεργάζεσαι μαζί τους;»
«Δεν θέλω», είπε.
«Γιατί να φύγεις; Μ' αυτό το διαβατήριο δεν μπορούν να
σου κάνουν τίποτα».
«Μπορούν. Είμαι σίγουρη».
Την κοίταξα εξεταστικά. Πάντα ήξερα πως η Φρέντσυ
ήταν παράξενη, με τα παλιά κριτήρια. Αλλά όπως ήταν
τώρα τα πράγματα, ήταν πιο λογικό να είσαι παράξενος.
Και τελικά όλο αυτό το μυστηριώδες κρυφτό, όλες αυτές
οι προβλέψεις , μέ έβαζαν σε σκέψεις.
Με κοίταξε εκείνη. «Δεν είμαι τρελή. Ξέρω τι κάνω.
Πρέπει να μη με βρουν οι μπάτσοι για ένα δύο μήνες
γιατί δεν θέλω να συνεργαστώ μαζί τους. Μετά θα είναι
εντάξει».
«Εννοείς πως εσύ θα είσαι εντάξει;»
«Δεν ξέρω. Η αυτό ή θα είναι πολύ αργά για να κάνω
αυτό που θέλουν. Θα 'ρθεις;»
«Γιατί όχι», είπα. Σε τελευταία ανάλυση, τι είχα να χάσω;
Και η Φρέντσυ είχε ένα πλήρες διαβατήριο. Θα ήμασταν
εκατομμυριούχοι. Η όχι;
«Πόσα πλήρη διαβατήρια υπάρχουν στη Βρετανία;»
ρώτησα.
«Κάπου διακόσια».
«Τότε δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις. Αν αρχίσεις να
κρύβεσαι και να χρησιμοποιείς το διαβατήριο δεν
πρόκειται να περάσεις -να περάσουμε- απαρατήρητοι.
Θα φαινόμαστε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Και κανένας
δεν θα μας καλύψει. Γιατί να βοηθήσουν την κάτοχο ενός
πλήρους διαβατηρίου που την ψάχνει η αστυνομία;»
Η Φρέντσυ συνοφρυώθηκε. «Τότε καλύτερα να πάρουμε
προμήθειες από 'δω. Και μετά φεύγουμε από το Λονδίνο
και προσπαθούμε να τους μπερδέψουμε».
Κούνησα το κεφάλι μου, σηκώθηκα και ντύθηκα. «Θα
πεταχτώ να σου πάρω μερικά πιο σεμνά ρούχα με τα
κουπόνια μου. Δεν θα κάνεις μεγάλη εντύπωση έτσι. Θα
νομίζουν πως είσαι κάποιος υψηλά ιστάμενος δημόσιος
υπάλληλος. Επειτα θα σου πω πού να πας. Δεν θα
ψάξουν αμέσως στα ημιπαράνομα μαγαζιά. Γι' αυτούς ο
κάτοχος ενός πλήρους διαβατηρίου θα πήγαινε στο
Φορτναμς κι όχι στο μπακάλικο του Σιντ. Θα σου δώσω
έναν κατάλογο μ' αυτά που θα πάρεις».
«Μάλιστα, αφεντικό», είπε. «Εγώ δεν ξέρω τίποτα».
«Αν είναι να έρθω μαζί σου δεν θέλω να μας ξεφύγει
τίποτα. Αν μας πιάσουν, εσένα θα σε μαλλώσουν, αλλά
εμένα θα με στείλουν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως
προτού προλάβεις να πεις Αμπυ Γκόλντμπεργκ».
«Οχι», είπε αμήχανα. «Δεν νομίζω».
Μούγκρισα. «Φρέντσυ, μωρό μου, δεν ξέρω αν σου έχει
στρίψει ή αν είσαι η δεύτερη ξαδέρφη της Κασσάνδρας.
Αλλά αν δεν μπορείς να μιλήσεις ξεκάθαρα, ας είμαστε
λογικοί. Εντάξει;»
«Μμ», είπε.

Εφυγα για να ξοδέψω τα κουπόνια των ρούχων στου


Αρθουρ.

Ο καιρός ήταν ήπιος, και ψιχάλιζε λιγάκι. Πέρασα από


το πάρκο. Ηταν σαν δάσος, τώρα. Το χορτάρι ήταν ψηλό
και έβγαινε και στα μονοπάτια. Είχαν ξεφυτρώσει θάμνοι
και μικρά δέντρα. Κάποιος είχε κλείσει ένα μικρό χώρο με
συρματόπλεγμα κάτω από το Ατενέουμ, και μέσα
έβοσκαν δυο ρυπαρές άσπρες γίδες. Θα 'πρεπε να
ανήκουν στους μπάτσους. Με δύο καρβέλια την
εβδομάδα που έπαιρναν οι υπόλοιποι, θα τις έτρωγαν
ωμές αν μπορούσαν. Είδες τι έπαθε ο εφημέριος των
Αγίων Πάντων, στην οδό Μάργκαρετ. Δεν θα 'πρεπε να
είναι τόσο Αγγλικανός -όλα αυτά τα λόγια για το σώμα και
το αίμα του Χριστού είχαν οδηγήσει τη σκέψη του
εκκλησιάσματος σε ανορθόδοξους δρόμους.

Περπάτησα στην ψιλή βροχή. Δεν φαινόταν ψυχή.


Ωραία δροσερή μέρα. Ωραία μέρα για να φύγεις από το
Λονδίνο.
«Εχεις καθόλου κουπόνια φαγητού;» είπε μια φωνή στο
αυτί μου.
Γύρισα απότομα. Ηταν μια νέα γυναίκα, τόσο αδύνατη
που τα κόκαλα στους ώμους της και τα ζυγωματικά της
φαίνονταν μυτερά. Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό
μωρό. Το πρόσωπό του ήταν μελανιασμένο. Τα σκούρα
του μάτια ήταν κλειστά. Φορούσε μια κουρελιασμένη
γαλάζια φόρμα.
Σήκωσα τους ώμους μου. «Λυπάμαι. Εχω ένα σελίνι -
σου κάνει;»
«Θα με ρωτήσουν που το βρήκα. Τι να το κάνω;»
ψιθύρισε, χωρίς να πάρει τα μάτια της από το πρόσωπο
του μωρού.
«Τι έχει το παιδί;»
«Εκοψαν το γάλα σκόνη. Αν δεν μπορείς να τα ταϊσεις
μόνη σου θα πεθάνουν από την πείνα -κι εγώ πεινάω».
Εβγαλα την ατζέντα μου. «Αυτή είναι η διεύθυνση μιας
γυναίκας που λέγεται Τζέσυ Ράιτ. Το μωρό της μόλις
πέθανε από διφθερίτιδα. Μπορεί να αναλάβει το μωρό
σου».
«Διφθερίτιδα;» είπε.
«Κοίτα, το μωρό σου είναι μισοπεθαμένο ούτως ή άλλως.
Αξίζει να δοκιμάσεις».
«Ευχαριστώ», είπε. Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό της.
Πήρε τη διεύθυνση και απομακρύνθηκε.
«Αυτά είνα», είπα, και συνέχισα το δρόμο του.

Πέρασα την Μωλλ και δέχτηκα τα συνηθισμένα


καχύποπτα βλέμματα των διαφόρων στρατιωτικών που
κυκλοφορούσαν συνήθως εκεί. Οι στολές ήταν όλες ίδιες.
Δεν ξεχώριζες τον καλό φαντάρο από τον σατανικό Ούνο.
Κοίταξα δεξιά μου, το Μπάκιγχαμ Πάλλας. Στο κοντάρι
ήταν υψωμένη μια τεράστια σημαία, η σημαία της
Μεγάλης Βρετανίας με μια μεγάλη σβάστικα στην
μέση.Ποτέ μου δεν ξεπέρασα την απέχθεια που είχα γι'
αυτό το σύμβολο, που ήταν μέρος του διστραμμένου,
τρελλού μυστικισμού τους. Ο Στρατάρχης Βίλμοτ ήταν
αξιωματικός στην ταξιαρχία Σαιν Τζωρτζ -Βρετανοί
φασίστες που πολέμησαν με τον Χίτλερ από την αρχή
σχεδόν. Πονηρός χαρακτήρας αυτός ο Βίλμοτ. Είχε ένα
μικρό μουστάκι, ίδιο με του Αρχηγού -αλλά μιας και είχε
πρόωρη φαλάκρα, δεν μπορούσε να φτιάξει και το
ανάλογο τσουλούφι. Ηταν χοντρός, πρησμένος από το
ποτό και ίσως και τα ναρκωτικά. Ηταν εντελώς
εξαρτημένος από τον Αρχηγό. Αν έλειπε αυτός ίσως η
ιστορία να ήταν λίγο διαφορετική.
Κατέβηκα την Μπάκιγχαμ Γκέητ κι έστριψα δεξιά στη
Βικτώρια Στρητ. Το Πρατήριο του Στρατού είχε γίνει αυτό
ακριβώς που έλεγε το όνομά του -μόνο η στρατιωτική ελίτ
μπορούσε να ψωνίσει εκεί.

Ο Αρθουρ είχε το μαγαζί του στη Βικτώρια, εκεί που


παλιά άλλαζαν συνάλλαγμα. Του πέταξα τα κουπόνια. Ο
ήλιος έμπαινε από το σπασμένο θόλο του σταθμού.
Είχαν γίνει κάποιες οδομαχίες εδώ γύρω, αλλά δεν
κράτησαν πολύ.
«Θέλω ένα παλτό, καπέλο και παπούτσια για μια κυρία.
Φτάνουν αυτά;»
Ο Αρθουρ ήταν μικροκαμωμένος και παμπόνηρος. Είχε
ένα μόνο χέρι. Εβαλε τα κουπόνια στη συσκευή του.
«Είναι γνήσια», είπα ανυπόμονα. «Φτάνουν;»
«Σχεδόν, φίλε -επειδή είσαι εσύ», είπε. Ηταν ένας
αδύνατος κόκνυ από το Σίτυ. Το είδος του είχε επιζήσει
από λοιμούς, κερδοσκοπικά εργοστάσιακαι την ύφεση.
Θα επιζούσε κι απ' αυτό. Τύχαινε να ξέρω πως ήταν από
τους φασίστες του Μόσλυ πριν τον πόλεμο -μάλιστα είχε
σκοτώσει έναν Εβραίο με μια κλωτσιά στο κεφάλι το
1938, σώζοντάς τον έτσι από τους θαλάμους αερίων του
1948. Αστείο πώς έρχονται τα πράγματα.
Αλλά από τότε που μπήκαν τα αρρενωπά παιδιά της
Βέρμαχτ είχε αρχίσει να ξεχνάει τους δεσμούς αίματος
που ένιωθε με τους Αρειους, και δεν του κρατούσα κακία.
Τουλάχιστον, όντας ένα και πενήντα πέντε και χολωμένος
γι' αυτό, δεν είχε και πολλές πιθανότητες να τον πάρουν
στα στρατόπεδα ευγονικής.
«Τι νούμερο θέλεις;» ρώτησε.
«Α, που να ξέρω».
«Θα έπρεπε να έρθει η ίδια». Είχε φιλύποπτο ύφος.
«Της έσκισαν τα ρούχα κάτι αστυφύλακες», είπα. Αυτό
φάνηκε να τον ικανοποιεί. Ενας αστυφύλακας διέσχισε το
σταθμό, στην άλλη άκρη. Ο Αρθους του έριξε ένα βλέμμα
και γύρισε πάλι σε μένα.
«Περίεργο που τους αφήνουν με τα κράνη τους και τα
ρέστα», είπε. «Δεν φαίνεται σωστό, ε;»
«Θέλουν να νομίζεις πως είναι οι ίδιοι τύποι που σου
έλεγαν την ώρα και έψαχναν να βρουν το σκύλο σου
όταν χανόταν».
«Δεν είναι;» είπε σαρδόνια ο Αρθουρ. «Επρεπε να μένεις
στην παλιά μου γειτονιά, φίλε. Πάντως, αυτά είναι λίγα.
Πως είναι η κυρία;»
«Ενα κι εβδομήντα πέντε, σχεδόν. Μεγάλο πόδι».
«Μπράβο! Γι' αυτό την γούσταραν οι αστυφύλακες»,
γέλασε με ζήλεια. «Πρέπει να αισθάνεσαι θαλπωρή και
ασφάλεια μαζί της. Παχιά ή αδύνατη;»
«Ελα τώρα, Αρθουρ. Ποιος είναι παχύς;»
«Αυτές που ξέρουν μπάτσους».
«Αυτή δεν ήξερε κανέναν ως χθες το βράδυ».
«Δεν είναι καμμία μπλεγμένη δουλειά, έτσι;» Πήρε πάλι
καχύποπτο ύφος. Οι άδειες εμπορίου βρίσκονταν
δύσκολα αυτές τις μέρες.

Σκέφτηκα να του πω για το πλήρες βιβλιάριο της


Φρέντσυ, αλλά άλλαξα γνώμη. Θ' ακουγόταν σαν
φοβερό, τεράστιο ψέμα.
«Είναι εντάξει. Απλώς χρειάζεται ρούχα».
«Αν της έσκισαν τα ρούχα γιατί δεν θέλει φόρεμα; Αυτό
είναι πιο σημαντικό για μια γυναίκα από ένα καπέλο -για
μια κυρία, δηλαδή».
«Δώσε μου τα κουπόνια, Αρθουρ». Απλωσα το χέρι μου.
«Δεν πουλάς μόνο εσύ ρούχα εδώ γύρω. Ηρθα να
αγοράσω δύο πράγματα, όχι για να σου διηγηθώ την
ερωτική μου ζωή».
«Οκέυ, Λώουρυ. Ενα παλτό, ένα καπέλο, ένα ζευγάρι
παπούτσια, νούμερο σαράντα -και την έχεις άσχημα αν
φοράει τριάντα οκτώ». Εφερε τα πράγματα με
καταπληκτική ταχύτητα. «Και μια λίρα ακόμα».
Αυτό το περίμενα. Του έδωσα τη λίρα. Βάζοντας τα
πράγματα σε μια χαρτοσακούλα είπα «Εχω πάρει το
νούμερο του χαρτονομίσματος, φίλε. Αν με ρωτήσουν οι
μπάτσοι γι' αυτή μας τη συναλλαγή θα τους αποδείξω
πως παίρνεις λεφτά από τους πελάτες σου. Μπορεί να
μη σε χώσουν μέσα, βέβαια, αλλά θα σε γδύσουν
σίγουρα».
Με είπε μπάσταρδο και πρόσθεσε και μερικές πιο σαφείς
λεπτομέρειες, και μετά είπε «Δεν υπάρχει παρεξήγηση,
Λώουρυ. Αλλά απ' την αρχή σκεφτόμουν πως κάτι
μπορεί να μην είναι εντάξει».
«Εσύ κοίτα τη δουλειά σου, φίλε μου, κι εγώ θα κοιτάξω
τη δική μου», του είπα. «Γεια».
«Γεια», είπε. Ξεκίνησα για το πάρκο.
Οταν έφτασα πίσω η Φρέντσυ κοιμόταν. Φαινόταν
εύθραυστη, σαν να είχε φυματίωση. Την ξύπνησα και της
έδωσα τα ρούχα. Τα φόρεσε.
«Φρέντσυ, μωρό μου», είπα με λυπημένο ύφος. «Πρέπει
να σου το πω -θέλεις πλύσιμο. Και να χτενιστείς. Δεν
έχεις κραγιόν;»
Κατσούφιασε, εγώ όμως πήγα κι έφερα λίγο νερό. Ο
Πέβενσυ δεν είχε προλάβει να μαζέψει όσο είχε μείνει
στους σωλήνες. Χτενίστηκε με την τσατσάρα μου και
φτιάξαμε τα χείλια της με ένα Σουάν Βέστα.
Εκανα ένα βήμα πίσω. Μαύρο παλτό, λίγο κοντό με
γούνινο κολάρο, λευκό μπερέ και μαύρα ψηλοτάκουνα
παπούτσια.
«Αλήθεια, Φρεντς,είσαι σαν την Μάρλεν Ντήτριχ», είπα,
εφ' ενός για να της τονώσω το ηθικό και να έχει άνεση
στις κινήσεις της, και αφ' ετέρου επειδή ήταν σχεδόν
αλήθεια. Κρίμα που έδειχνε υποσιτισμένη, αλλά μπορεί
να πίστευαν πως ήταν φυσικό της.
«Πάρε και μέηκαπ»
«Δεν ξέρω τι να κάνω», είπε ταραγμένη.
«Θες να πεις πως ποτέ σου δεν χρησιμοποίησες αυτό το
διαβατήριο;»
«Αν ήσουν στη θέση μου, το ίδιο θα έκανες». Για κείνην
ήταν προφανώς από τις ερωτήσεις που δεν έκανες ποτέ,
όπως δεν θα λέγαμε σε άλλους «που ήσουν το '45» ή «τι
συνέβη στον ξάδερφο τον Φρεντ». Το πρόσωπό της είχε
σκοτεινιάσει.

Το άφησα να περάσει. «Είσαι παλαβή. Τέλος πάντων.


Απλώς μπαίνεις μέσα. Με αυτοπεποίθηση. Τους δείχνεις
τι θέλεις. Θα σε περιποιηθούν αμέσως. Κατά πάσαν
πιθανότητα δεν θα χρειαστεί καν να τους το δείξεις.
Μαζεύεις τα πράγματα και φεύγεις. Μην ξεχνάς πως σε
φοβούνται».
«Οκέυ».
«Εδώ είναι ο κατάλογος, τι θέλουμε κι από πού θα τα
πάρεις».
«Ναι». Εριξε μια ματιά στη λίστα. «Μπράντυ, ε;»
Χαμογέλασα στραβά. «Χριστούγεννα έρχονται. Εσύ δεν
πίνεις, όμως».
«Οχι. Με πειράζει».
«Α-χα. Να έχεις μια ελαφριά γερμανική προφορά. Αυτό
θα τους πείσει».
Εφυγε, κι εγώ ξάπλωσα. Ολα αυτά με είχαν κουράσει.
Και να, ένα χτύπημα στη πόρτα μου. Φαντάστηκα πως
θα ήταν ο Πέβενσυ που θα ήθελε πάλι κανένα
γιατροσόφι, και φώναξα «Εμπρός».
Στεκόταν στην πόρτα, το όραμα της μοναξιάς, με το
μαύρο σακάκι με τα σειρήτια και το ριγωτό παντελόνι.
Κοίταξε δύστροπα γύρω, το σκασμένο πλαστικό πάτωμα,
την ξεφτισμένη ταπετσαρία, την τούλινη κουρτίνα που
κρεμόταν από τη μια μεριά του μικρού λιγδιασμένου
παραθύρου. Δικαίωμά του. Αυτός πλήρωνε το νοίκι,
τελικά.
Δεν σηκώθηκα. «Χάλο, μάιν Γκότφρηντ», είπα.
«Χάλο». Μπήκε μέσα. Εκατσε στην πολυθρόνα μου σαν
κάποιος που κάνει επείγουσα εγχείριση σκωληκοειδίτιδας
μ' ένα σκουριασμένο ξυράφι. Αναψε ένα Σομπρέηνυ.
Μου πέταξε το πακέτο, σαν να το θυμήθηκε εκείνη τη
στιγμή. Πήρα ένα, το άναψα, κι έχωσα το πακέτο κάτω
από το στρώμα.
«Σκέφτηκα να περάσω να σε δω», είπε.
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Πρέπει να είναι δύο
χρόνια τώρα... Βέβαια τα Χριστούγεννα είναι
οικογενειακή γιορτή, έτσι δεν είναι;»
«Αρκετά... Τι κάνεις;»
«Τα καταφέρνω, Γκόντφρυ, ευχαριστώ. Κι εσύ;»
«Καλούτσικα».

Η όλη σκηνή μου την έδινε. Οταν ήμασταν νέοι, πριν


το πόλεμο, ήμασταν φίλοι. Αλλά και πάλι, τα αδέλφια
είναι αδέλφια. Πχι πως με πείραζε να μισώ τον αδερφό
μου, αυτό ήταν κάτι το συνηθισμένο. Ηταν που δεν τον
μισούσα όπως μισούν τα αδέρφια. Τον μισούσα ψυχρά
και αρρωστημένα.
Εκείνη τη στιγμή θα ήθελα να πέσω πάνω του και να τον
στραγγαλίσω, αλλά με τον ψυχρό, ικανοποιητικό τρόπο
που πετάς ένα γεμάτο μυγόχαρτο.
Αλλωστε ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί είχε
έρθει.

«Πως πάει... το παίξιμο;» με ρώτησε.


«Οχι άσχημα, ξέρεις. Είμαι στη Χαρούμενη Αγγλία
τώρα».
«Το άκουσα».
Χάλο, σκέφτηκα, αρχίζω να βλέπω φως. Είδε πως είδα -
αδερφός μου ήταν, τελικά.
«Σκεφτόμουν μήπως ήθελες να φάμε κάτι», είπε.
Κανονικά θα είχα αρνηθεί, αλλά ήξερα πως μπορεί να
έμενα και να έβλεπε τη Φρέντσυ να γυρίζει. Εκανα
λοιπόν πως δίσταζα. «Εντάξει, πεινάω αρκετά και δεν
λέω όχι».
Κατεβήκαμε τη μισοδιαλυμένη σκάλα, βγήκαμε έξω και
ανεβήκαμε την Πάρκ Λέην. Η ψιλή βροχή είχε σταματήσει
κι είχε βγει ένας κρύος ήλιος που έκανε το δρόμο να
φαίνεται ακόμα πθο καταθλιπτικός. Ξενοδοχεία
αμπαρωμένα με σανίδες, λεηλατημένα μαγαζιά, κτίρια με
ρωγμές στις προσόψεις, χορταριασμένοι δρόμοι,
λυγισμένοι φανοστάτες, το πάρκο γεμάτο αγριόχορτα.
Ηταν αποκρουστικό.
«Σκέπτεστε να καθαρίσετε ποτέ, Γκόντφρυ;» ρώτησα.
«Δεν είναι στη δικαιοδοσία μου», είπε.
«Κάποιος θα 'πρεπε να το κάνει».
«Δεν έχουμε εργάτες, βλέπεις», είπε. Σίγουρα, σκέφτηκα.
Ηταν φυσικό που τα άφηναν έτσι. Μια ματιά γύρω έφτανε
για να σπάσει το ηθικό οποιουδήποτε. Αν αναρωτιόσουν
πόσο συντριμένοι και ταπεινωμένοι ήμασταν και κοίταζες
την Παρκ Λέην, ή το Πικαντίλυ, ή την Τραφάλγκαρ
Σκουέαρ, μάθαινες - εντελώς.
Ο Γκόντφρυ με πήγε στη γωνία, σ' ένα μαγαζί που
πουλούσε σάντουιτς και πρόχειρο φαγητό. Μια ματιά κι ο
άνθρωπος που καθόταν πίσω από το ταμείο κατάλαβε
πως είχε να κάνει μ' ένα πλήρες διαβατήριο. Ετσι το
φαγητό δεν ήταν άσχημο, αν και ο Γκόντφρυ έτρωγε με
ύφος ανθρώπου που είχε συνηθήσει καλύτερο.
Οι συζητήσεις σταμάτησαν. Οι πελάτες έγειραν τους
ώμους τους πάνω από τα πιάτα τους κι άρχισαν να
τρώνε με απάθεια. Ο Γκόντφρυ δεν φάνηκε να το
προσέχει. Προφανώς ποτέ του δεν το είχε προσέξει.
Επρεπε να το παραδεχτώ -αν και ανήκε στην οικογένειά
μου, ο Γκόντφρυ ήταν πάντα, ψυχολογικά γερμαναράς.
Πάντα φροντισμένος, μεθοδικός, πηδούσε τα εμπόδια
του - εξετάσεις, τεστ και εργασίες - σαν γυμνασμένο
άλογο. Δεν ήταν πως δεν νοιαζόταν για τους άλλους
ανθρώπους - δεν μπορώ να πω πως εγώ νοιαζόμουν -
απλώς δεν ήξερε πως υπήρχε κάτι για το οποίο θα
μπορούσε να νοιαστεί.
«Πως πάει στην υπηρεσία;» ρώτησα, αρχίζοντας πάλι το
ηλίθιο παιχνίδι των ερωτήσεων και των απαντήσεων, λες
και κάποιος από μας ενδιαφερόταν για το τι συνέβαινε
στον άλλον.
«Καλά πάει».
«Κι η Αντρέα;»
«Καλά είναι».
Θα έπρεπε να είναι, σκέφτηκα. Η αγελάδα. Είχε
παντρευτεί τον Γκόντφρυ επειδή είχε μια σταθερή
δουλειά στο δημόσιο και τελικά κέρδισε πολύ
περισσότερα απ' όσα περίμενε.
«Κι εσύ; Σκέφτεσαι να παντρευτείς;»
Γύρισα και τον κοίταξα. Ποιος παντρευόταν σήμερα αν
δεν είχε μια σταθερή δουλειά σ' ένα εργοστάσιο ή στις
συγκοινωνίες ή, φυσικά, στην αστυνομία;
«Οχι ακριβώς. Δεν έχω τα μέσα για να συντηρήσω τη
γυναίκα μου όπως συνηθίζεται».
«Α», είπε ο Γκόντφρυ. Πρόσεχε, σκέφτηκα. Την ήξερα
αυτή την έκφραση. «Α, είπαν πως είδαν τον Σεμπάστιαν
στη μοτοσυκλέττα του Σελέστ, μαμά». Η: «Α, μπαμπά,
νόμιζα πως είχες δώσει άδεια στον Σεμπ να πάει
ορειβασία».
«Το είπα γιατί άκουσα πως τα έχεις με μια τραγουδίστρια
από τη Χαρούμενη Αγγλία».
«Ποιος σου το είπε;»
«Ο ιδιαίτερος γραμματέας μου. Είναι πελάτης εκεί».
Ναι σκέφτηκα, όσο και ένας ζητιάνος είναι πελάτης στο
Ριτζ. Θα το είχε μάθει από κάποιον κατάσκοπο.
«Να σου πω», είπα, "δεν ξέρω πως του ήρθε αυτή η
ιδέα. Δεν νομίζω καν πως υπάρχει μόνιμη τραγουδίστρια
στη Χαρούμενη...»
«Ηταν σαν και σένα - περιστασιακή τραγουδίστρια. Μια
Γερμανίδα, νομίζω πως είπε».
Πολλές λεπτομέρειες, φίλε. Αυτό μπορεί να έπιανε σε
κάποιον ξένο, αλλά όχι στον μικρό σου αδερφό.
«Νομίζω πως την έχω συναντήσει. Μάλιστα έχουμε
παίξει μαζί μια-δυο φορές. Δεν ξέρω πολλά γι' αυτήν,
όμως. Πάντως σίγουρα δεν τα 'χουμε».
Ο Γκόντφρυ δάγκωσε ένα σάντουιτς. Είχα κλείσει αυτή τη
συζήτηση. Σκεφτόταν πως να συνεχίσει.
«Αυτό είναι καλό. Σαν να 'μοιαζε αλήτισσα».
«Μπορεί».
«Θέλουμε να την επαναπατρίσουμε - ξέρεις που είναι;»
«Που να ξέρω;» είπα. «Κι έπειτα, γιατί να σε βοηθήσω;
Αν δεν θέλει να επαναπατριστεί, δικαίωμά της».
«Γίνε ρεαλιστής, Σέμπυ - κι έπειτα, το θέλει, ή θα το
ήθελε, αν το ήξερε. Πέθανε η θεία της και της άφησε
μεγάλη κληρονομιά. Μας ζήτησαν να την ειδοποιήσουμε
για να γυρίσει και να τακτοποιήσει τις υποθέσεις της».
Συνέχισα να πίνω τη σούπα μου, αλλά μ' είχε βάλει σε
σκέψεις. Ισως να ήταν αλήθεια. Και να ήταν όμως, δεν
ήταν ανάγκη να μάθει τίποτα ο Γκόντφρυ. Μπορούσα να
της το πω κι εγώ.
«Αμα τη δω θα της το πω. Αμφιβάλλω όμως. Θ' αφήσω
μήνυμα στο μπαρ».
«Ναι».
Κοίταξε γύρω σκεπτικά, με τον τρόπο που κοιτάζουν οι
άνθρωποι που βαριούνται τον άλλον.
Ακολούθησα το βλέμμα του. Και είδα τη Φρέντσυ.
Φορτωμένη δέματα, αγόραζε φαγητό και γέμιζε ένα
θερμός με καφέ δίπλα στο ταμείο. Πάγωσα. Η Φρέντσυ
είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση - αγόραζε με τον αέρα
του κατόχου πλήρους διαβατηρίου. Κι ο καθένας που
κουβαλούσε τόσα δέματα τραβούσε την προσοχή. Η
Φρέντσυ δεν ήταν βέβαια εξαίρεση. Ο Γκόντφρυ ήταν ο
μόνοσ που την κοίταζε χωρίς να προσποιείται πως
κοιτάζει αλλού. Δεν ήμουν σίγουρος αν την κοίταζε σαν
γάτος ή απλώς την κοίταζε.
«Ακουσες για τον Φρέντυ Γκορ», είπα.
«Οχι», είπε ο Γκόντφρυ, χωρίς να πάρει τα μάτια του από
πάνω της.
«Αυτοκτόνησε», είπα.
«Σοβαρά», είπε ο Γκόντφρυ, κοιτάζοντας με με άπληστο
ύφος. «Γιατί;»
«Ηταν η γυναίκα του. Γύρισε σπίτι ένα απόγευμα...»
Μιλούσα βιαστικά. Η Φρέντσυ ήταν ακόμα στο ταμείο. Οι
μισοί πελάτες εξακολουθούσαν να την αγνοούν
επιδεικτικά - συν τοις άλλοις ήταν και αρκετά όμορφη με
τα καινούρια της ρούχα. Πήρε τα πράγματά της κι έφυγε
χωρίς να δείξει το διαβατήριό της στον ταμία. Εφυγε
χωρίς να την προσέξει ο Γκόντφρυ. Τελείωσα την ιστορία
πάθους, μοιχείας, βιασμού και φόνου στην οικογένεια
Γκορ. Μια τρομερή σκέψη είχε έρθει στο μυαλό μου. Ο
Γκόντφρυ ήταν αρκετά ψηλά. Ηξερε για τη Φρέντσυ και
ήξερε πως την ήξερα. Αρκετοί μπάτσοι ασχολούνταν με
την υπόθεση αυτή και μπορεί να είχε κανονίσει να
παρακολουθούν το σπίτι μου. Επρεπε να του ξεφύγω με
κάποιον τρόπο και να προλάβω την Φρέντσυ προτού
φτάσει σπίτι.
«Φοβερή ιστορία», είπε ο Γκόντφρυ, κοιτάζοντας το ρολόι
του. «Πρέπει να γυρίσω πίσω. Θέλεις να σε πετάξω
πουθενά;»
«Δεν πηγαίνω προς τα κει», είπα. «Ευχαριστώ πάντως».
Σταμάτησε λοιπόν ένα περαστικό αυτοκίνητο και είπε
στον κατσουφιασμένο οδηγό να τον πάει στο Μπάκιγχαμ
Πάλας - οι γερμαναράδες το είχαν επιδιορθώσει
κάνοντας τεράστια έξοδα, για το Υπουργείο Δημοσίας
Τάξεως και τον καλό μας κυβερνήτη.
Προχώρησα αργά λίγο πιο κάτω, και μετά γύρισα κι
άρχισα να τρέχω σαν τρελός. Ισα - ισα πρόλαβα τη
Φρέντσυ, που ήταν φορτωμένη δέματα.
«Καλύτερα να μην πάμε πίσω», είπα. «Ισως να
παρακολουθούν το ξενοδοχείο».

Λίγο πιο κάτω ήταν σταματημένο ένα αμάξι. Τρέξαμε


ως εκεί και δοκίμασα την πόρτα. Δεν ήταν κλειδωμένη.
Πέταξα τις τσάντες της μέσα κι έκατσα στο τιμόνι.
Ενας γεροδεμένος άντρας βγήκε τρέχοντας από το σπίτι.
Είχε ένα ρεβόλβερ στο χέρι του. Εβαλα μπρος. Η
Φρέντσυ είχε βγάλει το διαβατήριό της. Το άρπαξα και το
κούνησα στον άντρα με το όπλο.
«Πλήρες διαβατήριο!" φώναξα.
Εμεινε να κοιτάζει το αυτοκίνητό του να απομακρύνεται.
Δεν τόλμησε καν να μουγκρίσει.
«Γιατί σκέφτηκες πως μπορεί να παρακολουθούν το
ξενοδοχείο;» με ρώτησε.
Της είπα για τον Γκοντφρυ.
Συνοφρυώθηκε. «Είχα δίκιο που ήθελα να το σκάσω,
φαίνεται».
«Είσαι σίγουρη πως δεν ήταν αυτή η κληρονομιά που
είπε;»
«Εχω μια μόνο θεία, και είναι πάμπτωχη. Κι έπειτα, γιατί
ν' ανακατευτεί ο αδερφός σου σε μια τέτοια
ψιλοδουλειά;»
«Επειδή ο πατέρας σου είναι τόσο σημαντικός. 'Η ίσως ο
μπαμπάς να σε θέλει σπίτι και να έφτιαξε την ιστορία με
τη θεία για να καλύψει το γεγονός πως είσαι η
ανεπρόκοπη κόρη του που σέρνεται στις κατεχώμενες
χώρες, κυλώντας το οικογενειακό όνομα στο βούρκο».
«Θα μπορούσε. Δεν είναι αυτό όμως. Δεν είμαι σίγουρη
ακόμα - θα πρέπει να μου έχεις εμπιστοσύνη. Στο
παρελθόν ήμουν - ας πούμε - σημαντικό πρόσωπο. Εχει
σχέση μ' αυτό, το ξέρω».
«Τι είδους σημαντικό πρόσωπο;»
Αρχισε να κλαίει, με δυνατούς, σπαρακτικούς λυγμούς
που την έκαναν να διπλωθεί στα δυο.
«Μη με ρωτάς - μην με ρωτάς».
Eσφιξα την καρδιά μου. «Ελα τώρα, Φρέντσυ. Γιατί να
παρανομήσω για σένα;»
«Δεν θέλω να θυμηθώ - δεν μπορώ να θυμηθώ», είπε
ανάμεσα στους λυγμούς.
«Αηδίες. Αμα θέλεις μπορείς να θυμηθείς».
«Δεν μπορώ. Δεν θέλω».
Της έδωσα το μαντίλι μου χωρίς να πω τίποτα. Πόσο
σημαντική μπορούσε να είναι - στα είκοσί της; Εδώ και
ένα - δύο χρόνια πρέπει να πήγαινε ακόμα σχολείο.
«Που πήγαινες σχολείο;» ρώτησα για να περάσει η ώρα.
«Στο Γυμνάσιο Θηλέων του Βερολίνου. Οταν ήμουν
δεκατριών ...με πήραν».
Το κλάμα της σταμάτησε. Γύρισα να την δω, κι είχε
λιποθυμήσει. Την έγειρα πίσω για να είναι πιο άνετα, και
συνέχισα να οδηγώ.

Καθώς έπεφτε το σκοτάδι φτάσαμε στο Χίστον, λίγο


πριν το Καίμπριτζ, και περάσαμε τη νύχτα στο αμάξι,
παρκαρισμένοι σε ένα χωράφι, δίπλα σ' ένα φράκτη.

Οταν ξύπνησα το επόμενο πρωί, είχα την κάννη ενός


τουφεκιού στο αυτί μου.

«Ω, Θε μου», είπα. «Τι γίνεται;»


Ενα χέρι άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και με
τράβηξε έξω. Βρέθηκα στο χώμα με την κάννη να
σημαδεύει την κοιλιά μου. Πάνω από την κάννη ήταν ένα
κόκκινο πρόσωπο, και πιο πάνω μια μαλακή
ρεπούμπλικα. Τουλάχιστον δεν ήταν μπάτσος.
Κοίταξα μέσα στο αμάξι. Μέσα ανακάθησε η Φρέντσυ.
Απ' έξω ένας άλλος άντρας τη σημάδευε μ' ένα τουφέκι
μέσα από το παράθυρο.
«Τι συμβαίνει;» είπα.
«Ποιοί είσαστε;» είπε ο άντρας.
«Σεμπάστιαν Λώουρυ και Φρέντσυ Στάινερ».
«Τι θέλετε εδώ;»
«Απλώς...»
H κάννη χαμήλωσε. Ο τύπος κοίταζε το φίλο του.

Τότε το είδα και εγώ - η Φρέντσυ είχε βγάλει το


διαβατήριό της.

Εφερε το χέρι του στο καπέλο του κι οπισθοχώρησε


γρήγορα, μουρμουρίζοντας συγνώμες. Μπήκα πίσω στο
αμάξι, βολευτήκαμε και ξανακοιμηθήκαμε.

Οταν ξυπνήσαμε ήπιαμε καφέ από το θερμός και


φάγαμε ένα σάντουιτς. Μετά βγήκαμε και περπατήσαμε
στο χωράφι. Ενα-δυο πουλιά κελαηδούσαν πέρα από
τους γυμνούς φράκτες και τα πόδια μας βυθίζονταν στα
οργωμένα αυλάκια. Ηταν πολύ σιωπηλά και μοναχικά.
Περπατήσαμε γύρω-γύρω, αναπνέοντας βαθιά.
Καθήσαμε κάτω κοιτάζοντας το μεγάλο, επίπεδο λιβάδι
και μοιραστήκαμε μια σοκολάτα.
Η Φρέντσυ μου χαμογέλασε - πραγματικό χαμόγελο, όχι
ο συνηθισμένος της μορφασμός στο στυλ «και τι έγινε».
Της χαμογέλασα και εγώ. Κάτσαμε κι άλλο. Ούτε
θόρυβοι, ούτε άνθρωποι, ούτε βρώμικα, ραγισμένα
κτίρια, ούτε μπάτσοι. Ενας χλωμός ήλιος ήταν ψηλά στον
ουρανό. Τα πουλιά τιτίβιζαν. Πήρα το χέρι της Φρέντσυ.
Ενιωθα περίεργα, να κρατάω πάλι το χέρι κάποιου. Ηταν
ζεστό και στεγνό. Τα δάχτυλά της έσφιξαν τα δικά μου.
Κοίταξα το χλωμό, γωνιώδες προφίλ δίπλα μου και τα
μακριά, ακατάστατα, ξανθά μαλλιά. Κοίταξα πάλι στο
λιβάδι. Ανοίξαμε κι άλλη σοκολάτα. Η Φρέντσυ
χασμουρήθηκε. Η σιωπή συνεχιζόταν και συνεχιζόταν.

Κοίταξα αδιάφορα τα καφετιά χωράφια, όταν το χέρι


της Φρέντσυ έσφιξε δυνατά το δικό μου.
Αργά, πίσω από κάθε θάμνο, σαν σε κάποια τερατώδη
βουβή ταινία, έβγαιναν μπάτσοι. Από παντού, πάνω από
κάθε γυμνό θάμνο έβγαινε ένα κράνος. Αργα - αργά
σηκώθηκαν όρθιοι. Και μετά άρχισαν να προχωρούν
σιωπηλά. Ο κλοιός έκλεινε γύρω μας.

Σηκωθήκαμε όρθιοι. Ο κύκλος έκλεισε. Για να μείνουμε


στο κέντρο χρειάστηκε να ανέβουμε στο δρόμο. Σιγά -
σιγά μας έβγαλαν από το χωράφι, μας απομάκρυναν από
το αμάξι και μας έβγαλαν στο δρόμο. Κανένας δεν
μίλαγε. Ο μόνος ήχος ήταν οι μπότες τους πάνω στο
χώμα. Τα πρόσωπά τους ήταν άκαμπτα, όπως ήταν
πάντα τα πρόσωπα των μπάτσων.
Βγαίνοντας από την πόρτα του χωραφιού, είδαμε την
επιτροπή υποδοχής. Ηταν τρεις. Ο φίλος μου ο
επιθεωρητής Μπράουν, με τέλεια τσάκιση στα ρούχα και
καλογυαλισμένα κουμπιά, κι ο αδερφός μου ο Γκόντφρυ.
Ο τρίτος ήταν ένας κοντόχοντρος άντρας που δεν τον
ήξερα. Φορούσε ένα καλοραμμένο κοστούμι και η
εξουσία, όπως λένε, ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα
πάνω του, από τα φρεσκοβαμμένα του παπούτσια ως το
φαλακρό του κεφάλι.
Η Φρέντσυ πλησίασε την ομάδα. «Γεια σου πατέρα»,
είπε στα Γερμανικά.
«Χάλο, Φραντσίσκα. Σε βρήκαμε τελικά, βλέπω».
Ο Γκόντφυ έσκασε ένα κακεντρεχές χαμόγελο. Εξτρα
μερίδες για τον Γκότφρηντ αύριο. Ισως και ο Σιδηρούς
Σταυρός.
Σκέφτηκα λοιπόν να τον φέρω σε δύσκολη θέση. «Γεια
σου Γκόντφρυ, γέρο μου».
«'μέρα Σεμπάστιαν». Πόσο θα ήθελε να μην του έσφιγγα
το χέρι. «Εχουμε παρκάρει πιο κάτω. Ελάτε.»
Προχωρήσαμε λοιπόν ως το αστραφτερό μπλε αμάξι που
θα μας πήγαινε, ένας θεός ξέρει που - ή σε τι.
Πόσο σιωπηλά είχαν κινηθεί. Πόσο ηλίθιοι ήμασταν που
δεν φύγαμε όταν μας είδαν αυτοί οι αγρότες. Ο Γκόντφρυ
κι οι φίλοι του θα είχαν βγάλει κάποιο ανακοινωθέν για
εμάς από νωρίς το πρωί.
Κάθησα πίσω, ανάμεσα στον Γκόντφρυ και τον
Επιθεωρητή. Η Φράντσυ καθόταν μπροστά με τον
πατέρα της και τον οδηγό.
«Χαίρομαι που οι κρατικές υπηρεσίες έχουν και την
ανθρώπινη πλευρά τους», παρατήρησα. «Ο
αναπληρωτής υπουργός Δημοσίας Τάξεως, ένας
επιθεωρητής της Διώξεως και 50 αστυνομικοί να βγουν
ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωϊνό για να δώσουν σ' ένα
νεαρό κορίτσι την κληρονομιά που της ανήκει».

Ο Γκόντφρυ δεν είπε τίποτα. Είχε απλώς ύφος


σημαντικού ανθρώπου. Επειδή ο Μπράουν δεν με
κρατούσε από το μπράτσο κι ο οδηγός δεν κοιτούσε κάθε
τόσο πάνω από τον ώμο του να δει τι γινόταν,
φαντάστηκα πως τουλάχιστον δεν πηγαίναμε για
εκτέλεση. Υπήρχε ένα κροκοδείλιο χαμόγελο στην
ατμόσφαιρα - οι μπάτσοι που γυρίζουν σπίτι ένα άτακτο
νεαρό ζευγάρι που το είχαν σκάσει για να παντρευτούν -
όχι πως οι μπάτσοι πρόσφεραν τέτοιες κοινωνικές
υπηρεσίες αυτές τις μέρες, αλλά προσπαθούσαν να
διατηρήσουν αυτή την εντύπωση.

Ποια ήταν όμως η κατάσταση; Μπροστά η Φρέντσυ


είχε σταματήσει την προσπάθεια να μιλήσει στον πατέρα
της - έκοβε αμέσως κάθε της κουβέντα. Γιατί; Δεν ήθελε
οικογενειακούς καυγάδες δημόσια; Η Φρέντσυ, απ' όσο
μπορούσα να δω, φαινόταν σαν να την πήγαιναν στο
ικρίωμα. Ο πατέρας της ήταν σαν κάποιον που είναι
αποφασισμένος να συνετίσει την επιπόλαια κόρη του
μόλις έφταναν σπίτι. Ο Γκόντφρυ είχε απλώς ύφος
επισκόπου. Ο Μπράουν είχε υπηρεσιακό ύφος.
Η Φρέντσυ δοκίμασε πάλι. «Πατέρα, δεν μπορώ να
πάω...»
«Σώπα!» είπε ο πατέρας της. Ο Γκόντφρυ προσπαθούσε
να ακούσει. Ξαφνικά κατάλαβα. Ο Γκόντφρυ κι ο
Μπράουν δεν ήξεραν τίποτα. Κι ο πατέρας της Φρέντσυ
δεν ήθελε να μάθουν.
Πρέπει να είναι κάτι πολύ σοβαρό, τότε, σκέφτηκα.

Φτάσαμε σιωπηλοί στο Λονδίνο. Κι εγώ; σκέφτηκα.


Εγώ δεν έχω καμμία σχέση μ' αυτά. Αλλά βάζω στοίχημα
πως τελικά εγώ θα την πληρώσω. Το αμάξι σταμάτησε
στην Τραφάλγκαρ Σκουέαρ. Η Φρέντσυ κι ο πατέρας της
βγήκαν έξω. Τα μάτια της έκαιγαν σαν αναμμένα
κάρβουνα.
Ο Γκόντφρυ και ο Μπράουν μ' έβγαλαν έξω. «Θα μείνεις
σε μια σουίτα εδώ ώσπου να αποφασίσουμε τι θα
κάνουμε με σένα», είπε ο Γκοντφρυ με χαμηλή φωνή.
«Μην ανησυχείς. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω».
Δεν θα 'λεγα πως του ήρθαν και δάκρυα στα μάτια -
ήξερα ως που θα 'φτανε για να με βοηθήσει. Του είπα
αντίο και ο Μπράουν με οδήγησε στη σκάλα. Το
ξενοδοχείο ήταν γεμάτο κομψούς στρατιωτικούς.
Εμφανίστηκε ο διευθυντής του ξενοδοχείου και οι δυο μ'
έβαλαν σε μια σουίτα. Τρία δωμάτια και μπάνιο.
Καλούτσικο σπιτάκι, αν και η επίπλωση ήταν κάπως
τευτονική. Ηταν καλαίσθητη, αλλά είχε τη μυρωδιά του
πλιάτσικου. Αναρωτιόσουν συνέχεια ποιο έπιπλο να
έκρυβε τα αίματα στο σημείο που είχαν ξεκοιλιάσει την
κόμισσα και τα παιδιά της ένα ωραίο πρωί.
Οι δύο αστυφύλακες πήραν τις θέσεις τους, ο ένας έξω
από την πόρτα και ο άλλος μέσα μαζί μου. Αυτό δεν ήταν
και τόσο ευχάριστο. Περίμενα να μου προτείνει μια
παρτίδα χαρτιά για να περάσουμε την ώρα ως την
εκτέλεση. Κοίταξα γύρω με ικανοποίηση, έκατσα στον
μπλε μεταξωτό καναπέ και είπα: «Και τώρα;»
Μπήκε ένας σερβιτόρος με τσάι και φρυγανιές. Ενα
φλυτζάνι. Ρώτησα τον μπάτσο αν ήθελε. Αρνήθηκε.
Καθώς πήγαινα να πιω το δεύτερο φλυτζάνι κατάλαβα
γιατί. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. «Χάλασε κι αυτό το
ξενοδοχείο», μουρμούρισα κι έπεσα κάτω.
Ξύπνησα το επόμενο πρωί σ' ένα κρεβάτι με ουρανό. Η
Φρέντσυ, μ' ένα κόκκινο μεταξωτό νυχτικό και μια
ελαφριά ρόμπα, έσκυβε από πάνω μου μ' ένα φλυτζάνι
καφέ. Ανακάθησα με δυσκολία, προσέχοντας πως
φορούσα μπλε μεταξωτές πιτζάμες, και πήρα το φλυτζάνι.
Κάθησε στο τραπέζι Λουδοβίκου ΙΔ' δίπλα στο κρεβάτι.
Συνέχισε να τρώει, ένα φρατζολάκι με βούτυρο. Τα μαλλιά
της, λουσμένα, έπεφταν στην πλάτη της σαν χρυσά
νήματα.
«Πολύ ωραία», είπα δίνοντας της το φλυτζάνι για να το
ξαναγεμίσει. «Μόνο που αναρωτιέμαι τίνος το
Χριστουγεννιάτικο δείπνο τρώω τώρα. Που είναι ο
μπάτσος;»
«Τον έστειλα έξω».
Αρχισα να κοιτάζω γύρω. Τα παράθυρα είχαν κάγκελα.
«Δεν μπορείς να φύγεις. Το μέρος εδώ φρουρείται πολύ
καλά και οι φρουροί θα σε πυροβολήσουν αμέσως».
Για καινούριο το λες;»
Με αγνόησε. «Οσο είσαι μαζί μου είσαι ασφαλής. Τους
είπα πως πρέπει να σ' έχω μαζί μου».
«Καλό αυτό. Πόσο θα μείνεις;»
«Μην το ρωτάς».
«Κοίτα, Φρέντσυ. Καλύτερα να μου πεις τι είναι όλη αυτή
η ιστορία. Εχει να κάνει με το τομάρι μου, βλέπεις».

«Θα σου πω», είπε ήρεμα. «Ετοιμάσου για μερικές


εκπλήξεις». Φαινόταν προσγειωμένη, αλλά το πρόσωπό
της είχε την ηρεμία μιας γυναίκας που μόλις γέννησε, ο
πόνος και το σοκ είχαν περάσει, αλλά ήξερε πως αυτό
ήταν μόνον η αρχή των μπελάδων της.
«Σου είπα πως ήμουν στο γυμνάσιο του Βερολίνου ως τα
13 μου. Τότε άρχισα να βλέπω οράματα. Φυσικά, οι
δάσκαλοι μου δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στην αρχή.
Δεν είναι ασυνήθιστο στα κορίτσια που μπαίνουν στην
εφηβεία. Το πρόβλημα ήταν πως δεν ήταν συνηθισμένα
οράματα. Ακουγα συμβούλια. Εβλεπα τανκς να
πηγαίνουν στην μάχη, πόλεις να καίγονται, στρατόπεδα
συγκεντρώσεως - πράγματα που δεν ήταν δυνατόν να
ξέρω. Μετά, μια νύχτα, η συγκάτοικός μου με άκουσε να
μιλάω Αγγλικά στον ύπνο μου. Μιλούσα για πολεμικά
σχέδια, με στρατιωτικούς όρους και αγγλική σλαγκ που
δεν ήταν δυνατόν να ξέρω. Το είπε στο διευθυντή. Ο
διευθυντής το είπε στον πατέρα μου, που τότε ήταν
λοχαγος στα SS. Ο πατέρας μου ήταν έξυπνος. Με πήγε
στον Καρλ Οσιτς, έναν από τους θεραπευτές του
Αρχηγού. Εναν μήνα αργότερα εγκαταστάθηκα σε μια
σουίτα στο αρχηγείο. Μ' έντυσαν μ' ένα λευκό λινό
φόρεμα και μου έβαλαν μια χρυσή κορδέλα στα μαλλιά.
Είχα γίνει ένα κομμάτι του γερμανικού μύθου...

«Ημουν η παρθένος που προφήτευε για τον Αττίλα,


ήμουν δεκατριών ετών και ζούσα σε μια τελετουργική
αιχμαλωσία επί τέσσερα χρόνια, χοροστατώντας σε
θυσίες για τα τευτονικά Σατουρνάλια, βλέποντας γίδες να
τους κόβουν το λαιμό με χρυσά μαχαίρια, κοιτάζοντας το
φως των πυρσών στους τοίχους - όλα αυτά. Και πίστευα
πως ήταν θαυμάσιο, να υπηρετώ το μεγάλο σκοπό έτσι.
Είχα ένα μυστικιστικό όνειρο, όπου ήμουν μια Αρεια
βασίλισσα που οδηγούσε το έθνος της στη νίκη. Και τα
μεσάνυχτα, στα συμβούλια μου με τον Αρχηγό, του
προφήτευα. Του είπα να μην επιτεθεί στη Ρωσία - ήξερα
πως δεν θα νικούσε. Του είπα που να συγκεντρώσει τις
δυνάμεις του για να φέρουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Και
πολλά, πολλά ακόμα...
«Κι επίσης μόνον εγώ μπορούσα να τον καταπραϋνω
όταν τον έπιαναν οι κρίσεις της μανίας, έβαζα τα χέρια
μου πάνω του, όπως έκανα με σένα προχθές. Δεν είμαι
πραγματικός θεραπευτής. Δεν μπορώ να γιατρέψω το
σώμα. Αλλά μπορώ να αγγίξω ένα καταπονημένο ή ένα
ασταθές μυαλό και να πάρω την ένταση.

«Οταν τελείωσε ο πόλεμος, έφυγα πάνω στην


παραζάλη. Νόμιζαν πως δεν με χρειάζονταν τότε. Κάτι
στο βάθος του μυαλού μου - δεν ξέρω τι ήταν - μ' έκανε
να έρθω εδώ, με το διαβατήριό μου, τα πιστοποιητικά
ελευθέρας κυκλοφορίας, τις συστατικές μου επιστολές...
Οταν είδα τι είχα κάνει σ΄όλους εσάς - τι μπορούσα να
κάνω; Προσπάθησα να σκοτωθώ, αλλά δεν τα κατάφερα
- ίσως δεν προσπάθησα όσο έπρεπε. Μετά
προσπάθησα να ζήσω μαζί σας, μόνο και μόνο επειδή
δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο. Κάποιος πιο
δυνατός από μένα ίσως να είχε σκεφτεί πιο πρακτικούς
τρόπους για να βοηθήσει - αλλά είχα περάσει τέσσερα
χρόνια σε μια ατμόσφαιρα αίματος και ιστερίας, δίνοντας
προσοχή μόνο στο ψυχικό μου μέρος, αγνοώντας τα
υπόλοιπα. Δεν είχα τις ικανότητες που χρειάζονται στην
ζωή. Προσπαθούσα να ξεχάσω όλα όσα μου είχαν
συμβεί».
Σήκωσε τους ώμους της. «Αυτό ήταν όλο».
Εμεινα να την κοιτάζω, νιώθοντας έναν φρικιαστικό οίκτο.
Ηξερε πως είχε χρησιμοποιηθεί για να σκοτωθούν
εκατομμύρια άνθρωποι και για να σκλαβωθούν μια
ντουζίνα χώρες. Κι έπρεπε να μάθει να ζει μ' αυτό.
«Κι τώρα τι γίνεται;» ρώτησα.
«Με χρειάζονται πάλι. Πρέπει να έχουν μεγάλα
προβλήματα. 'Η η τρέλα του Αρχηγού μπορεί να
χειροτερεύει. 'Η και τα δύο. Γι' αυτό πίστευα πως αν
εξαφανιζόμουν ένα μήνα θα ήταν όλα εντάξει. Ως τότε
κανένας δεν θα μπορούσε να καθαρίσει τα πράγματα».
Αναψε ένα τσιγάρο, μου το έδωσε, κι άναψε άλλο ένα για
τον εαυτό της.
«Τι θα κάνεις;»
«Δεν ξέρω. Αν δεν τους βοηθήσω θα με βασανίσουν
ώσπου να συνεργαστώ. Δεν είμαι αρκετά δυνατή για ν'
αντισταθώ. Αλλά δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ να
το κάνω άλλο. Αν είχα το θάρρος θα σκοτωνόμουν, αλλά
είμαι δειλή. Ούτως ή άλλως, δεν μου άφησαν τίποτα που
να μπορώ να χρησιμοποιήσω. Γι' αυτό είναι τα κάγκελα
στο παράθυρο - όχι για να μην το σκάσεις εσύ, αλλά για
να μην πηδήξω εγώ. Πιστεύεις πως θα μπορούσες να με
σκοτώσεις γρήγορα, ώστε να μην προλάβω να το
καταλάβω;»
Κατά κάποιον τρόπο η ιδέα ήταν δελεαστική. Ηταν ένας
τρόπος να εκδικηθώ τον Αρχηγό. Ηξερα όμως πως δεν
μπορούσα να σκοτώσω την κακόμοιρη, αδύνατη
Φρέντσυ.
Της το είπα. «Εχω πολύ καλή καρδιά», είπα. «Αν σε
σκότωνα, πως θα εξακολουθούσα να ελπίζω πως θα
βρεις μια καλύτερη ζωή;»
«Αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αν με χρειάζονται, θα με
κλείσουν πάλι στο κλουβί. Κι αυτή τη φορά θα έχω
δοκιμάσει την ελευθερία. Θα βρεθώ πίσω με τα
φορέματα, τα αρώματα και τους πυρσούς, και θα
θυμάμαι συνεχώς τον καιρό που ήμουν ελεύθερη - όταν
περπατούσαμε στο χωράφι του Χίστον, για παράδειγμα».
Ενιωσα λύπη. Και μετά ένιωσα ακόμα μεγαλύτερη λύπη -
σκέφτηκα τον εαυτό μου.

«Τι θα γίνει τώρα;» είπα.


«Θα με στείλουν αεροπορικώς στη Γερμανία. Θα έρθεις
και εσύ».
«Α, όχι», είπα. «Οχι στη Γερμανία. Εκεί αποκλείεται να
την γλυτώσω».
«Και τι σου λέει πως θα την γλιτώσεις εδώ; Αν έφευγα
εγώ κι εσύ έμενες εδώ θα σε εκτελούσαν τη στιγμή που
θα έβγαινα από το κτίριο. Δεν μπορούν να
διακινδυνέψουν να σ' αφήσουν, με αυτά που ξέρεις».
Οι ώμοι της ήταν πεσμένοι. Εδειχνε να μην έχει άλλες
δυνάμεις πλέον. «Λυπάμαι. Εγώ φταίω. Επρεπε να σε
αφήσω ήσυχο. Αν δεν σε παρέσερνα μαζί μου θα ήσουν
ασφαλής τώρα».
Δεν τα θυμόμουν έτσι ακριβώς τα πράγματα, αλλά
προτιμούσα να κατηγορήσω εκείνην παρά τον εαυτό μου
για το μπλέξιμό μου. Συμφωνούσα, συμφωνούσα. Ημουν
όμως τζέντλεμαν. «Ξέχασε το αυτό. Θα έρθω, και ίσως
σκεφτούμε κάτι». Πολύ αμφέβαλλα γι' αυτό, αλλά ήμουν
πια μπλεγμένος για τα καλά.

Στις έντεκα το πρωί λοιπόν φύγαμε από το ξενοδοχείο


για το αεροδρόμιο. Από το Βερολίνο μια λιμουζίνα μας
πήγε στο μέγαρο του Αρχηγού. Ποτέ στη ζωή μου δεν
ήμουν τόσο φοβισμένος. Αλλο πράγμα να ζεις τον
καθημερινό κίνδυνο να σε εκτελέσουν ή να σε στείλουν
σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, κι άλλο πράγμα να
πηγαίνεις ίσια στο κέντρο του κινδύνου. Φοβόμουν τόσο
που δεν θα μπορούσα να μιλήσω. Οχι πως ήθελε να με
ακούσει κανένας. Ημουν ένας απλός επιβάτης - σαν βόδι
που το πηγαίνουν στο σφαγείο.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο πατέρας της Φρέντσυ
της πέταγε με ταχύτητα πολυβόλου απαιτήσεις για
συνεργασία και υποσχέσεις για ένα λαμπρό μέλλον. Η
Φρέντσυ δεν έλεγε τίποτα. Εδειχνε εξαντλημένη.
Φτάσαμε στην πράσινη αυλή του μεγάρου. Από την άλλη
μεριά του τοίχου άκουγα το θόρυβο του καταράκτη που
έπεφτε σε μια μικρή λίμνη. Το σπίτι ήταν κατά το ήμισυ
ένα παλιό γερμανικό αρχοντικό και κατά το ήμισυ
μοντέρνο τευτονικό με άξεστα μαρμάρινα αγάλματα
παντού - υπεράνθρωποι σε υπερφυσικά άλογα. Προς το
παρόν τόσο μόνον έχουν πλησιάσει την κυρίαρχη φυλή.
Ενας ασπρομάλλης γέρος ήταν επικεφαλής της ομάδας
με τις ψηλές μπότες που μας υποδέχτηκε.

Η Φρέντσυ χαμογέλασε όταν τον είδε, κι ήταν ένα


παιδικό χαμόγελο. «Καρλ» είπε. Ακόμα και η φωνή της
έμοιαζε με τη φωνή ενός μικρού κοριτσιού. Ανατρίχιασα.
Η γοητεία του μέρους άρχιζε να ενεργεί πάνω της - αυτό
το ανέκφραστο βλέμμα, η κοριτσίστικη φωνή. Φρέντσυ,
αγάπη μου, αναστέναξα μέσα μου, μην τους αφήσεις να
στο κάνουν αυτό. Ο Καρλ Οσιτς τη συνόδευσε στην
αυλή.
Ημασταν μια περίεργη ομάδα. Μπροστά ο Οσιτς, ψηλός
και αδύνατο, με μακριά άσπρα μαλλιά, και η Φρέντσυ,
τόσο εύθραυστη τώρα που το παραμικρό αεράκι θα
μπορούσε να την παρασύρει. Πίσω τους λίγοι στρατηγοί
γεμάτοι παράσημα, όλοι τους τρομερά οικείοι, γιατί είχα
δει τα πορτραίτα τους στις ταμπέλες των παμπς. Αμέσως
πιο πίσω ο πατέρας της Φρέντσυ που προσπαθούσε να
τους προλάβει. Κι έπειτα εγώ, ανάμεσα σε δύο
συνηθισμένους Γερμανούς αστυφύλακες. Για μια στιγμή
έπιασα τον εαυτό μου να νιώθει ενοχλημένος στη σκέψη
πως αν προσπαθούσα να το σκάσω θα με σκότωνε ένας
κοινός μπάτσος.
Ο Κάρλ γύρισε απότομα τότε, με κοίταξε και είπε: «Ποιος
είναι αυτός;»
«Ενας Εγγλέζος», είπε ο πατέρας της. «Δεν ερχόταν
χωρίς αυτόν».
Ο Καρλ πήρε ένα εξαγριωμένο και τρομοκρατημένο
ύφος. Το πρόσωπό του κατάρρευσε. «Είσαστε εραστές;»
φώναξε στην Φρέντσυ.
«Οχι, Καρλ», ψιθύρισε εκείνη. Την κοίταξε για λίγο βαθιά
μέσα στα μάτια και κούνησε το κεφάλι του.
«Πρέπει να χωριστούν», είπε στον πατέρα της Φρέντσυ.
Η Φρέντσυ δεν είπε τίποτα. Ξαφνικά ένιωσα κάτι
παραπάνω από ανησυχία για κείνην - πανικό για τον
εαυτό μου. Ο μόνος λόγος που είχα έρθει ήταν πως εδώ
θα είχα την προστασία της. Τώρα μπορούσε να με
προστατεύσει, αλλά δεν ενδιαφερόταν πια. Ετσι, αντί να
με εκτελέσουν στην Αγγλία, θα με εκτελούσαν έξω, από
την πόρτα του Αρχηγού. Ο θάνατος ήταν θάνατος, είτε
στο παλάτι είτε στο σκουπιδοτενεκέ.

Μπήκαμε στην τεράστια σκοτεινή αίθουσα που ήταν


γεμάτη με αρχαίες πανοπλίες και μικρές, σκοτεινές,
φρικτές πόρτες που οδηγούσαν ποιος ξέρει που. Το
μωσαϊκό σχεδόν μύριζε αίμα. Τα πόδια μου δεν με
συγκρατούσαν. Ενιωσα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια
μου - για κείνην, για μένα, για τους δυο μας.
Με οδήγησαν σ' ένα διάδρομο, απ' όπου ανεβήκαμε μια
μικρή σκάλα. Μ' έσπρωξαν σε μια πόρτα. Στάθηκα
ακίνητος για λίγο. Μετά κοίταξα γύρω μου. Τουλάχιστον
δεν ήταν κανένα μπουντρούμι γεμάτο ποντίκια. Μάλιστα
ήταν διπλή από τη σουίτα μου στο Ξενοδοχείο Γκέρινγκ.
Τα ίδια παχιά χαλιά, τα βαριά έπιπλα αντίκες, κι ακόμα -
έριξα μια ματιά στο διπλανό δωμάτιο - το ίδιο κρεβάτι με
τον ουρανό. Προφανώς μάζευαν τα έπιπλά τους από τα
μικρά κάστρα και τους πύργους που συναντούσαν σε μια
Κυριακάτικη εκστρατεία.
Στην κρεβατοκάμαρα ήταν αναμμένοι πυρσοί. Εβγαλα τα
ρούχα μου κι έπεσα στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα.
Το πρώτο πράγμα που είδα όταν ξύπνησα ήταν πως οι
πυρσοί είχαν σχεδόν καεί. Μετά είδα την Φρέντσυ,
γυμνή, να τραβάει τα κεντημένα σκεπάσματα και να
μπαίνει στο κρεβάτι. Την ένιωσα ζεστή δίπλα μου.
«Καν' το για μένα», μουρμούρισε. «Σε παρακαλώ».
«Τι;»
«Πάρε με», ψιθύρισε.
«Ε;» Σοκαρίστικα κάπως. Οι άνθρωποι σαν την Φρέντσυ
και εμένα έχουν έναν κώδικα. Αυτό ήταν εκτός κώδικος.
«Σε παρακαλώ», είπε, πιέζοντας το μακρύ της σώμα
επάνω μου. «Είναι πολύ σημαντικό».
«Ας κάνουμε ένα τσιγάρο», είπα.
Εκανε πίσω. «Δεν έχω», ακούστηκε η φωνή της.
Βρήκα στη τσέπη μου, κι ανάψαμε δύο. «Μπορούμε να
ρίξουμε τη στάχτη στο χαλί», είπα. «Δεν έχει νόημα να
φερθούμε καλά για να μας ξανακαλέσουν». Αλλαζα
κουβέντα επίτηδες. Κώδικας ή όχι, η κατάσταση άρχιζε
να με επηρεάζει. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στον
επικείμενο θάνατό μου. Είχε το αντίθετο αποτέλεσμα.
«Δεν καταλαβαίνω, αγάπη μου», είπα, παίρνοντας το
χέρι της.
«Σκαρφάλωσα από τη σκεπή για να έρθω εδώ», είπε,
μάλλον ενοχλημένη.
«Δεν μπορεί να είναι απλώς πάθος», είπα ευγενικά.
«Δεν άκουσες ...»

«Θέε μου» είπα. «Ο Οσιτς. Δηλαδή αν δεν είσαι


παρθένα, δεν μπορείς να προφητεύσεις;»

«Δεν ξέρω - έτσι πιστεύει αυτός. Είναι η μόνη μου


ελπίδα. Θα με βάλει να κάνω ό,τι θέλει - αλλά αν δεν
μπορώ, αν έχω χάσει τη δύναμή μου - δεν θα έχει
σημασία. Μπορεί να μ' εκτελέσουν, αλλά θα είναι
τουλάχιστον ένας γρήγορος θάνατος».

«Μην είσαι τόσο δραματική, αγάπη μου». Εσβησα το


τσιγάρο στο κεφάλι του κρεβατιού και την πήρα στην
αγκαλιά μου. «Σε αγαπάω, Φρέντσυ», είπα. Κι ήταν
αλήθεια. Την αγαπούσα.

Ηταν η πιο γλυκιά νύχτα της ζωής μου. Η Φρέντσυ


ήταν γλυκιά, κι εγώ το ίδιο. Ηταν μεγάλη ανακούφιση να
κατεβάζεις τη μάσκα για λίγες ώρες. Καθώς η αυγή
άρχισε να φωτίζει τα παράθυρα, ήταν εκεί ξαπλωμένη,
στο ακατάστατο κρεβάτι μας, σαν ένα χλωμό ναυάγιο.
Μου χαμογέλασε, και της χαμογέλασα και εγώ. Τη
φίλησα. «Ενας άνθρωπος που θα έκανε τα πάντα για τη
πατρίδα του», είπε χαμογελώντας ειρωνικά.

«Πως θα γυρίσεις πίσω;» είπα.


«Ελεγα να γυρίσω από τη σκεπή - αλλά τώρα δεν ξέρω
αν θα μπορέσω να ξαναπερπατήσω».
«Σε πόνεσα;» είπα.
«Πολύ, θα βγω μπλοφάροντας. Οι φρουροί θα είναι
κουρασμένοι κι αμφιβάλλω αν θα ξέρουν τίποτα. Ούτως
ή άλλως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο ίδιο σημείο τώρα».
Εβαλα τα κλάματα. Αυτό ήταν το κακό με τον αρμαντίλο -
κάτω από το θώρακά του η σάρκα του είναι πιο μαλακή
από της αρκούδας. Οχι πως μ' ένοιαζε που έκλαιγα, ούτε
κι αν έκλαιγε εκείνη, ακόμα κι αν όλο το μέγαρο σειόταν
από τους λυγμούς. Οι πυρσοί κάπνιζαν, έτοιμοι να
σβήσουν.
Στάθηκε γυμνή δίπλα στο κρεβάτι. Ντύθηκε, είπε αντίο.
Την άκουσα να μιλάει αυταρχικά στους φρουρούς,
άκουσα τα τακούνια τους να χτυπούν, και μετά τα βηματά
της να απομακρύνονται στο διάδρομο.
Εγώ συνέχισα να κλαίω. Η συνάντησή της με τον Αρχηγό
ήταν σε δύο ώρες. Αν συνέχιζα να κλαίω επί δύο ώρες,
δεν ήταν ανάγκη να σκέφτομαι τίποτα άλλο.
Δεν μπορούσα. Οταν ήρθε ο φρουρός με το πρωινό μου,
είχα ντυθεί και τα μάτια μου ήταν στεγνά. Κοίταξε από την
ανοιχτή πόρτα το κρεβάτι και μου έκλεισε το μάτι. Είπε
κάτι στα Γερμανικά που δεν το κατάλαβα, άρα οι λέξεις
δεν υπήρχαν στο λεξικό. Κοίταξα το κρεβάτι και το
στομάχι μου κλονίστηκε. Ισως ήταν άσχημο να νιώθω
πόθο για μια γυναίκα που επρόκειτο να πεθάνει. Αλλά κι
εγώ επρόκειτο να πεθάνω, οπότε μάλλον δεν πείραζε.
Ισως να υπήρχε παράδεισος -αλλά αμφέβαλα αν εκεί θα
βρισκόμουν στο κρεβάτι με την Φρέντσυ. Ισως με
λυπούνταν και να μ' έβαζαν στο μουλσουμανικό τμήμα με
ουρί τη Φρέντσυ. Μάλλον όμως δεν θα υπήρχε ιμάμης
στο μέγαρο.

Κατάλαβα τότε πως η κατάστασή μου άρχιζε να γίνεται


κρίσιμη, έφαγα λοιπόν το πρωινό μου για να συνέλθω.
Τα τέσσερα τελευταία πράγματα, που έπρεπε να
θυμάμαι. Ποια ήταν;
Ξαφνικά σκέφτηκα τη γυναίκα με το μωρό που είχα δει
στο πάρκο. Αν Φρέντσυ δεν μπορούσε να βοηθήσει τον
Αρχηγό, ίσως να έφευγε. Ισως να περνούσανμια
καλύτερη ζωή.
Αρχισα να περπατάω πάνω-κάτω και να σκέφτομαι τι να
συνέβαινε αυτή τη στιγμή.
Αυτά συνέβαιναν...
Η Φρέντσυ είχε κάνει μπάνιο, είχε ντυθεί μ' ένα λευκό
λινό φόρεμα κι έναν κόκκινο μανδύα, και την είχαν
οδηγήσει στη μεγάλη αίθουσα.
Ο Αρχηγός καθόταν στο βάθρο σε μια βαριά ξύλινη
πολυθρόνα. Τα χέρια του ακουμπούσαν στα μπράτσα
της, και το πρόσωπό του είχε το γνωστό ύφος της
αυστηρής εξουσίας, που τώρα όμως ήταν μια
ετοιμόρροπη πρόσοψη που κάλυπτε την παρακμή και
την τρέλλα.

Τα χείλια του είχαν αφρούς. Γύρω του στέκονταν οι


σύμβουλοί του, με ζώνες και μπότες, ή με ρόμπες και
κουκούλες, ή ξανθοί με μεταξωτά φορέματα σε
απομίμηση Βαλκυριών. Η αυλή του τρελλού βασιλιά - η
ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη ακατανοησία. Η Φρέντσυ
πλησίασε στο βάθρο, οδηγούμενη από τον πατέρα της
και τον Καρλ Οσιτς.
«Σε - χρειαζόμαστε-» μούγκρισε ο Αρχηγός. Οι υπόλοιποι
στέκονταν στις θέσεις τους καταβάλλοντας τρομερή
προσπάθεια. Η αίθουσα αυτή είχε δει τρομερά πράγματα
τον τελευταίο χρόνο. Υπήρχαν κι ένα-δυο πρόσωπα που
περίμεναν ανέκφραστα το αποτέλεσμα. Οταν ο γέρος
αρχηγός του κοπαδιού αρρωσταίνει, οι νεαροί λύκοι
αρχίζουν τα σχέδια τους.
«Σε - ψάχναμε - μισό - χρόνο», συνέχισε η τραχιά, μισο-
ανθρώπινη φωνή. «Χρειαζόμαστε τις προγνώσεις σου.
Χρειαζόμαστε την - υγεία σου!».
Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. Πήδησε πάνω
φωνάζοντας. «Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!» Η φωνή του
αντηχούσε στην αίθουσα. Κι άλλοι αφροί εμφανίστηκαν
στο στόμα του. Το πρόσωπό του συσπάστηκε.
«Πήγαινε στον Αρχηγό», διέταξε ο Κάρλ Οσιτς.
Η Φρέντσυ έκανε ένα βήμα μπροστά. Οι σύμβουλοι την
κοίταξαν μ' ελπίδα.
«Βοήθεια! Βοήθεια!» συνέχιζε η τρελλή, αχαλίνωτη
φωνή. Επεσε πίσω σπαρταρώντας πάνω στο θρόνο του.
«Δεν μπορώ να βοηθήσω» είπε εκείνη με καθαρή φωνή.
Ο ψίθυρος του Κάρλ ακούστηκε, ήρεμος και τρομακτικός
στο αυτί της: «Πήγαινε»»
Εκανε άλλο ένα βήμα μπροστά, σπρωγμένη από τη
φωνή του. Σταμάτησε πάλι.

«Δεν μπορώ να βοηθήσω». Γύρισε στον Οσιτς.


«Μπορώ, Κάρλ; Δεν βλέπεις;»

Την κοίταξε με τρόμο, μετά γύρισε στον άντρα που


σπαρταρούσε με ζωώδεις ήχους στο βάθρο, και την
κοίταξε ξανά.
«Υ... υπέκυψες...» ψιθύρισε. «Οχι. Οχι, δεν μπορεί να
βοηθήσει!» φώναξε. «Δεν είναι πια παρθένος - η δύναμή
της χάθηκε!»
Οι σύμβουλοι κοίταξαν τον Αρχηγό κι έπειτα την
Φρέντσυ.

Αμέσως έγινε χάος. Οι γυναίκες έβαλαν τις φωνές -


άρχισαν να τρέχουν προς τις βαριές πόρτες. Οι άντρες
άρχισαν να φωνάζουν και αυτοί. Επεσε ο πρώτος
πυροβολισμός, κι ακολούθησαν κι άλλοι. Μέσα σε μια
στιγμή η αίθουσα αντηχούσε από τους πυροβολισμούς,
τα μουγκρητά και τις φωνές.
Στο βάθρο εξακολουθούσε να κείτεται ο Αρχηγός,
σπαρταρώντας και βγάζοντας άναθρες φωνές. Η αγέλη
είχε αρχίσει έναν φρενιασμένο πόλεμο. Αυτοί που τον
θεωρούσαν αθάνατο - και ήταν πολλοί - ήταν
συγχυσμένοι, τρομοκρατημένοι. Αυτοί που σχεδίαζαν να
τον διαδεχτούν τώρα δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μερικοί
αυτοκτονούσαν επί τόπου.
Ημουν στο κρεβάτι και κάπνιζα όταν μπήκε μέσα
τρέχοντας η Φρέντσυ, έκλεισε με δύναμη και αμπάρωσε
τις πόρτες μπροστά στους φρουρούς και τους διώκτες
της. Τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και κρατούσε τον
κόκκινο μανδύα γύρω της. «Από το παράθυρο», φώναξε,
σκίζοντας το μανδύα. Από κάτω, το λευκό της φόρεμα
ήταν κουρελιασμένο.
Βγήκα στο παράθυρο και τη βοήθησα να περάσει.
Κοίταξα κάτω, και η αυλή ήταν πολύ μακρυά. Γαντζώθηκα
στο πρεβάζι.
"Προχώρα".

Πιάστηκα από το λούκι. Αρχισα να γλιστράω κάτω, και


το μέταλλο μου έγδερνε τα χέρια. Η Φρέντσυ με
ακολούθησε.
Σταμάτησα κάτω, τη βοήθησα λίγο, κι έδειξα ένα
υπηρεσιακό αμάξι που ήταν παρκαρισμένο κοντά στην
πύλη. Οι φρουροί είχαν αφήσει την πύλη, και μάλλον
έπαιρναν μέρος στις εορταστικές εκδηλώσεις
μέσα.Υπήρχε ένας μόνο, και δεν μας είχε δει. Κοίταζε
ανήσυχα έξω, σαν να περίμενε επίθεση.
Διασχίσαμε γρήγορα το γρασίδι και μπήκαμε στο αμάξι.
Εβαλα μπρος.
Στην πύλη ο φρουρός βλέποντας τα διακριτικά του
στρατηγού στο αμάξι, έκανε αυτόματα στο πλάι. Μετά
μας είδε, πήγε να αντιδράσει, αλλά ήταν αργά. Βγήκαμε
με ταχύτητα στο δρόμο, φεύγοντας μακριά από εκεί.
Ο δρόμος μπροστά μας ήταν ελεύθερος.
Πιστή στο στυλ της, η Φρέντσυ είχε βρει κι είχε φορέσει
ένα λευκό αδιάβροχο αξιωματικού από το πίσω κάθισμα.
Εκοψα ταχύτητα. Δεν υπήρχε λόγος να τρέχω με 130
χωρίς να ξέρω τι θα συναντήσω.
«Κι έχεις χάσει τις ικανότητές σου;» την ρώτησα.
«Δεν ξέρω», είπε, και χαμογέλασε με ανεύθυνο ύφος.
«Τι έγινε κάτω; Σαν μάχη ακουγόταν».
Μου είπε.
«Ο Αρχηγός ξόφλησε. Οι διάδοχοί του τσακώνονται
μεταξύ τους. Είναι το τέλος του Ράιχ των Χιλίων Ετών».
Γέλασε πάλι. «Εγώ τα κατάφερα».
«Ελα τώρα», διαμαρτυρήθηκα. «Πάντως θα έλεγα να
προσπαθήσουμε να γυρίσουμε στην Αγγλία».
«Γιατί;»
«Γιατί αν η Αυτοκρατορία καταρρέει, η Αγγλία θα είναι η
πρώτη. Είναι νησί. Θα αποσύρουν τις λεγεώνες για να
υπερασπιστούν την Αυτοκρατορία - έτσι γίνεται πάντα.».
«Θα τα καταφέρουμε;»
«Οχι τώρα, Θα βγούμε από Γερμανία και θα κρυφτούμε
λίγες μέρες ώσπου να φτάσουν τα νέα στη Γαλλία. Οταν
θ΄αρχίσουν να διαλύονται τα πάντα, η οργάνωση θα
καταρρεύσει και θα βρούμε βοήθεια».

Συνεχίσαμε το δρόμο μας χαρούμενα, σφυρίζοντας και


τραγουδώντας.
Laurence Mark
Janifer
Μετάφραση: Γιώργος Σκρέτας

«Ας μην είμαστε


αφελείς», είπε ο Διάβολος
αδιάφορα. «Δεν χρειάζεται
καμία απόδειξη, και δεν
θέλεις καμία απόδειξη».

Ο Στρατηγός Ντεμπρέ
έγνεψε με το κεφάλι, πολύ
αργά. «Εχεις δίκιο», είπε.
«Υπάρχει μία... μία αύρα.
Μία αίσθηση. Κάτι
καινούριο...»

«Βέβαια είναι
καινούριο», είπε ο
Διάβολος. «Ποτέ δεν με
έχεις ξαναδεί. Οχι κατ'
ευθείαν». Ο Στρατηγός σκέφτηκε μια περίπτωση στην
Κορέα... μερικές περιπτώσεις... αλλά ο Διάβολος
συνέχιζε. «Ας μην χάνουμε χρόνο», είπε. «Βιάζομαι, και
θέλω να το τακτοποιήσω αυτό».

Οταν τον κοίταγες κατ' ευθείαν, ο Διάβολος δεν ήταν


καθόλου εμφανίσιμος. Στην πραγματικότητα, ήταν
μάλλον τρομακτικός.
Ο Στρατηγός προσπάθησε να αποστρέψει το βλέμμα,
απέτυχε και τελικώς ήρθε στο θέμα. «Εντάξει», είπε
κοφτά. «Τι είναι αυτό που θέλεις να τακτοποιήσεις; Οπως
και να 'χει, γιατί ήρθες σε μένα; Βεβαίως δεν... ε... σου
τηλεφώνησα».
«Οχι», είπε ο Διάβολος, κουνώντας αυτό που είχε για
κεφάλι. «Αλλά κάποιος ονόματι Ν.Β. Βασιλιένκο το
έκανε».
«Βασιλιένκο; ο άνθρωπος που...»
«Ο επικεφαλής του κλάδου των Ειδικών Υπηρεσιών του
Κόκκινου Στρατού - για να χρησιμοποιήσουμε τη δική σας
ορολογία».
Ο Στρατηγός σχεδόν χαμογέλασε. «Είσαι οπωσδήποτε
μια ειδική υπηρεσία», είπε. Τα χείλη του ήταν στεγνά:
αυτό, είπε μέσα του, ποτέ δεν είναι καλό σημάδι. Πήρε
μια ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει. «Τι έκανε, σε
έριξε εναντίον μου; Γιατί αυτό δεν θα πιάσει, ξέρεις.
Αυτό...»
«Δεν με έριξε εναντίον σου», τον έκοψε ο Διάβολος.
«Στην πραγματικότητα, θα ενοχλείτο πολύ εάν ήξερε ότι
είμαι εδώ».
«Τότε τι στο διάβολο...»
«Καμία παρεξήγηση», είπε ο Διάβολος, τρίζοντας τα
δόντια. Το τρίξιμο παραλίγο να κάνει τον Στρατηγό
Ντεμπρέ να χάσει την ηρεμία που με δυσκολία είχε
κατακτήσει. Ηταν ένα ιδιαιτέρως ανησυχητικό τρίξιμο.
«Απλώς ο σύντροφος Βασιλιένκο μου πρότεινε μια
συμφωνία».

Ο Στρατηγός έκλεισε τα μάτια του. Με αυτό τον τρόπο,


είπε μέσα του, έδειχνε σκεφτικός, και έτσι δεν ήταν
υποχρεωμένος να κοιτάζει τη μορφή που είχε εμφανισθεί
στο ιδιωτικό του, καλά κλειδωμένο γραφείο για να του
μιλήσει.

«Δεν είναι έκπληξη να σε βρίσκει κανείς στην πλευρά


των Κομμουνιστών φίλων μας...»

«Ωω, με παρεξηγείς τώρα», είπε ο Διάβολος


μελιστάλαχτα. «Δεν συντάσσομαι με κανέναν, δεν μου
χρειάζεται. Εσείς οι άνθρωποι κάνετε αρκετά ώστε να με
κρατάτε απασχολημένο. Οχι. Οπως είπα, ο σύντροφος
Βασιλιένκο θα εξοργιζόταν αρκετά εάν...»

Ηταν εντυπωσιακό πόση περισσότερη διαθέσιμη


ψυχραιμία έβρισκε ο Στρατηγός με τα μάτια κλειστά.
«Τώρα εσύ είσαι αυτός που σπαταλάς χρόνο», πέταξε.
«Τι κάνεις εδώ;»
«Α», αναστέναξε ο Διάβολος, «ο στρατιωτικός νους.
Αποδοτικότητα. Τύποι. Αίτια. Υπήρχε κάποια απόχρωση
καγχασμού. «Οπως και να 'ναι - για να μην φλυαρούμε,
αγαπητέ Στρατηγέ - ο Σύντροφος Βασιλιένκο μου
πρότεινε μια μικρή συμφωνία. Μου προσφέρει ένα καλό
αντάλλαγμα για το θάνατό σου».
«Για τον...» Ο Στρατηγός παραλίγο να ανοίξει τα μάτια
του έκπληκτος.
«Ακριβώς», είπε ο Διάβολος με μεγάλη αταραξία. «Μου
υποσχέθηκες να κάψει ζωντανό κάθε κάτοικο της πόλης
Γιαβρ'τσένκο. Χίλιες τριακόσιες ψυχές - όχι πολύ μεγάλη
πόλη βεβαίως, αλλά πάλι ... δεν είναι και άσχημη
προσφορά, απλώς για έναν άνθρωπο».
«Να... κάψει ζωντανούς...» Ο Στρατηγός Ντεμπρέ
σάλιωσε τα χείλη του, άνοιξε τα μάτια του και τα 'κλεισε
αμέσως ξανά. «Εννοείς...»
«Θα μεριμνήσει να καούν ζωντανοί οι κάτοικοι της
πόλης, εάν μεριμνήσω εγώ να είσια εσύ γρήγορα
αποτελεσματικά και ολοκληρωτικά νεκρός». Το
συγκρατημένο γέλιο ήρθε πάλι. «Η μέθοδος, βεβαίως,
αφορά εμένα - και έχω μερικές μάλλον ενδιαφέρουσες
ιδέες».

«Πρόκειται τότε να με σκοτώσεις; Τώρα; Εδώ;»


Πανικός τάραξε το στήθος του Στρατηγού.

«Ω, όχι», είπε ο Διάβολος. «Στην πραγματικότητα


ήρθα εδώ για να σου θέσω μία ερώτηση».
«Μία ερώτηση;»
«Σωστά», είπε ο Διάβολος. «Για να μην μακρυγορώ,
Στρατηγέ: έχεις καλύτερη προσφορά;»

Ακολούθησε μία περίοδος σιωπής.

Ο Στρατηγός, επιτέλους, κατάφερε να βρει τα λόγια


του. «Μία καλή προσφορά - τι είδους προσφορά;»

Η φωνή του Διαβόλου ήταν η αδιαφορία η ίδια. «Ω»,


ακούστηκε, «ξέρεις τι είδους πράγματα μου αρέσουν. 'Η
θα έπρεπε, λόγω φήμης, αν μη τι άλλο. Και στο είδος της
προσφοράς που μου έκανε ο Σύντροφος Βασιλιένκο».
Μία πόλη, σκέφτηκε ο Στρατηγός, καμένη ζωντανή...
ουρλιάζοντας και πεθαίνοντας... «Υποθέτω», είπε
προσεχτικά, «δεν ωφελεί να επικαλεσθώ τα ...»
«Τα καλά μου αισθήματα;» ρώτησε ο Διάβολος.
«Φοβάμαι πως όχι. Για ένα λόγο, ξέρεις, πως δεν έχω
κανένα».
«Ω. Αλλά... καλά, το είδος της προσφοράς που θέλεις,
εγώ... εγώ δεν μπορώ ούτε να σκεφθώ. Δεν είναι
δυνατόν».
«Τότε τα πράγματα θα γίνουν όπως τα θέλησε ο
Σύντροφος Βασιλιένκο;» ρώτησε ο Διάβολος.
«Εεε...»
«Σε προειδοποίησα», συνέχισε ο Διάβολος, «οι ιδέες μου
είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσες. Παρ' όλο που
αμφιβάλλω ότι θα έχεις την άνεση για τις απολαύσεις. Και
πάλι, σκέψου ότι θα παραδώσεις στον καλό Σύντροφο,
στο πιάτο, την προσφιλέστερή του ευχή...»

Λοιπόν, διερωτήθηκε ο Στρατηγός σκληρά, γιατί


υπήρξε ο Ψυχρός Πόλεμος; Ανθρωποι θυσιάστηκαν κατά
τη διάρκεια του πολέμου... και ο εαυτός του ήταν
πολύτιμος, το ήξερε αυτό: είχε μυαλό στο κεφάλι του,
μπορούσε να σκεδθεί, να διευθύνει, να οδηγεί... λοιπόν,
δεν ήταν φιλαυτία. Ο Βασιλιένκο τον ήθελε νεκρό και ο
Βασιλιένκο δεν είχε την φήμη πως ενεργεί στην τύχη.
Ηταν πολύτιμος. Ισως, πράγματι, άξιζε - χίλιους
τριακόσιους περίπου κοινούς θνητούς, ανίκανους γι
αυτόν τον πόλεμο.
Αλλά να καταδικάσεις τόσους σε θάνατο...
Να τους παραδώσεις στον Διάβολο...

Για το δικό του θάνατο ο Στρατηγός Ντεμπρέ


μπορούσε να είναι αρκετά ήρεμος ύστερα από ένα ή δύο
δευτερόλεπτα. Οι άνθρωποι πεθαίνουν: αυτό είναι
δεδομένο. Αλλά να δώσει στο Βασιλιένκο ένα
πλεονέκτημα, να του δώσει (όπως είπε ο Διάβολος) την
προσφιλέστερή του ευχή...
Ηταν, στοχάστηκε πικρά, ένα πολύ ωραίο δίλημμα. Ο
σκοπός αγιάζει τα μέσα, όπως στο σχολείο - πόσο καιρό
πριν;
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.. ο Ψυχρός Πόλεμος
εναντίον του επικείμενου θανάτου του...

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Διάβολος.


Ο Στρατηγός Ντεμπρέ άνοιξε τα μάτια του. «Περίμενε ένα
λεπτό», είπε ξαφνικά. «Ασε με να το σκεφθώ».
«Εχεις μια προσφορά;»
«Για άκουσε». Ακόμα και ο Διάβολος δεν έδειχνε τότο
κακός πλέον. Η φωνή του Στρατηγού ήταν όλο
επιτακτικότητα. «Ο Βασιλιένκο με θέλει νεκρό. Γιατί;»
«Είναι Ρώσος», είπε ο Διάβολος. «Για την ώρα, αυτό
φαίνεται να είναι ικανοποιητικός λόγος. Ηλίθιος, βεβαίως,
αλλά - νάτος».
«Με θέλει νεκρό επειδή είμαι πολύτιμος για τις Ηνωμένες
Πολιτείες», είπε ο Στρατηγός. «Διότι - όσο βρίσκομαι στα
πράγματα - δεν είναι τόσο εύκολο γι' αυτόν να
καταστρώσει ένα σχέδιο για εύκολη κατάκτηση».
«Λοιπόν;» Ο Διάβολος έδειχνε ανυπόμονος. Η... ουρά
του, υπέθεσε ο Στρατηγός, έτρεμε νευρικά.

«Λοιπόν, εάν με θανατώσεις», είπε ο Στρατηγός χωρίς


κανένα δισταγμό, «και γίνει πόλεμος, ο πόλεμος θα είναι
ο συντομότερος, και αυτό είναι λιγότερο του γούστου
σου, δεν είναι έτσι;»

Ολα φάνηκαν να σταματούν.

Ο Διάβολος κάγχασε, και κούνησε το κεφάλι, και


σκέφτηκε, και τότε, αργά, έγνεψε με το κεφάλι ξανά.
«Λοιπόν - αυτή είναι η προσφορά σου;»
«Οχι η δική μου», είπε ο Στρατηγός. «Είναι στη φύση των
πραγμάτων. Εάν πεθάνω, και γίνει πόλεμος...»
«Θα πάρω λιγότερα από αυτόν», είπε ο Διάβολος. «Και
χίλιοι τριακόσιοι άνθρωποι δεν το ισοφαρίζουν με τίποτα.
Καταλαβαίνω». Δίστασε και μετά είπε πάλι:
«Καταλαβαίνω. Ναι»
«Και;»
«Είσαι», είπε ο Διάβολος, «απολύτως σωστός. Θα
συγκρατηθώ. Η δική σου προσφορά είναι καλύτερη».
«Εεε...»

Ο Στρατηγός μίλαγε στο κενό.

Δεν υπήρχε κανείς, τίποτα, στο δωμάτιο εκτός από τον


ίδιο τον Στρατηγό. Και, φυσικά, από τις συνεχιζόμενες
σκέψεις του.

Πέντε λεπτά πέρασαν πριν ο Στρατηγός Ντεμπρέ


ψιθυρίσει, πολύ μαλακά:

«Ω Θεέ μου. Τι έκανα; Τι πραγματικά έκανα;»


Le Guin
Kroeber
Ursula
Vaster Than
Empires and
More Slow
(1971)
Μετάφραση: Λιλή
Ιωαννίδου

Ηταν τις
πρώτες δεκαετίες
της Ενωσης που
η Γη έστελνε
σκάφη σε
εξαιρετικά
μακρινά ταξίδια
στο διάστημα,
μακριά από τα
αστέρια και ακόμα
παραπέρα. Εψαχναν για κόσμους που να μην έχουν
ανακαλυφθεί και αποικηθεί από τους ιδρυτές του Χάιν,
αληθινά ξένους κόσμους. Ολοι οι Γνωστοί Κόσμοι είχαν
Χαϊνική καταγωγή, και οι Γήινοι, που όχι μόνο είχαν
ανακαλύψει αλλά και τους είχαν διασώσει οι Χαϊνίτες,
αυτό δεν το έβλεπαν με καλό μάτι. Ηθελαν να ξεφύγουν
από την Οικογένεια. Ηθελαν να βρουν κάτι καινούργιο. Οι
Χαϊνίτες, σαν γονείς με κουραστική κατανόηση,
υποστήριζαν τις εξερευνήσεις τους και τους έδιναν σκάφη
και εθελοντές, όπως έκαναν και αρκετοί άλλοι κόσμοι της
Ενωσης.
Ολοι αυτοί οι εθελοντές για τα πληρώματα της Υστατης
Εξερεύνησης είχαν μια κοινή ιδιομορφία: Δεν έστεκαν
καλά στο μυαλό.
Ποιος άνθρωπος με σώας τα φρένας άλλωστε θα
ξεκινούσε να μαζέψει πληροφορίες που δεν θα γύριζαν
πίσω παρά μόνον ύστερα από πέντε-δέκα αιώνες; Τα
παράσιτα που δεν γύριζαν πίσω παρά μόνον ύστερα από
πέντε - δέκα αιώνες; Τα παράσιτα που προκαλούσαν οι
μεγάλες μάζες στο άνσιμπλ δεν είχαν ακόμα
εξουδετερωθεί, έτσι η άμεση επικοινωνία ήταν εφικτή
μόνο μέχρι αποστάσεις της τάξως των 120 ετών φωτός.
Οι εξερευνητές θα ήταν εντελώς αποκομένοι.
Και φυσικά δεν είχαν την παραμικρή ιδέα πως θα ήταν ο
κόσμος όταν θα γύριζαν, αν γύριζαν. Κανένα φυσιολογικό
ανθρώπινο πλάσμα, που είχε εμπειρία από χρονικές
διαφορές ακόμα και μερικών δεκαετιών, με τα ταξίδια
ανάμεσα σε κόσμους της Ενωσης, δεν θα προσφερόταν
σαν εθελοντής για ένα ταξίδι αιώνων. Οι Εξερευνητές
ήταν φυγάδες, απροσάρμοστοι.

Ηταν θεότρελλοι.

Δέκα από αυτούς ανέβηκαν στο πορθμείο στο Σμέμιν


Πορτ και έκαναν μάλλον, ανόητες προσπάθειες να
γνωριστούν μεταξύ τους στη διάρκεια των τριών ημερών
που θα έκανε το πλοίο μέχρι να τους πάει στο σκάφος
τους, το Γκαμ.
Γκαμ είναι ένα Σετιανό παρατσούκλι, κάτι σαν Μωρό ή
Ζωάκι. Υπήρχαν δύο Σετιανοί στην ομάδα, δύο Χαϊνίτες,
ένας Βελδινός και πέντε Γήινοι. Το σκάφος είχε
ναυπηγηθεί από Σετιανούς αλλά την αποστολή την είχε
οργανώσει η Γήινη Κυβέρνηση. Τα μέλη του παρδαλού
αυτού πληρώματος ανέβηκαν ένας - ένας τη
στριφογυριστή σκάλα, σαν φοβισμένα σπερματοζωάρια
που ξεκινάνε για να γονιμοποιήσουν το Σύμπαν. Το
πορθμείο έφυγε, και το Γκαμ ετοιμάστηκε για απογείωση.
Φτερούγισε λίγη ώρα στην κόψη του διαστήματος,
μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια μίλια από το Σμέμιν
Πορτ, κι ύστερα εξαφανίστηκε.

Οταν μετά από 10 ώρες και 29 λεπτα, ή 256 χρόνια, το


Γκαμ εμφανίστηκε πάλι στο χώρο, υποτίθεται πως
έπρεπε να βρίσκεται κοντά στο αστέρι KG-E-96651.
Σωστά, αφού φαινόταν κιόλας η χρυσή κεφαλή του
αστεριού. Κάπου εκεί γύρω, σε μιαν ακτίνα τετρακοσίων
εκατομμυρίων χιλιομέτρων υπήρχε επίσης ένας
πρασινωπός πλανήτης, ο Κόσμος 4470, όπως
αναφερόταν σ' ένα Σετιανό χάρτη. Το σκάφος έπρεπε
τώρα να βρει τον πλανήτη. Αυτό δεν ήταν και τόσο
εύκολο όσο μπορεί να ακούγεται, γιατί μιλάμε για
ψύλλους σε άχυρα ακτίνας τετρακοσίων εκατομμυρίων
χιλιομέτρων. Και το Γκαμ δεν μπορούσε να πετάει στον
διαπλανητικό χώρο με ταχύτητα κοντά σ' αυτή του
φωτός. Αλλιώς το σκάφος, το Αστέρι KG-E-96651 και ο
Κόσμος 4470 μπορεί να κατέληγαν να συγκρουστούν.
Επρεπε να προχωράει αργά, με προωθητικούς
πυραύλους, με λίγες εκατοντάδες χιλιάδες μίλια την ώρα.
Ο Μαθηματικός Πλοηγός, ο Ασνάνιφόιλ, ήξερε πολύ καλά
που υποτίθεται πως είναι ο πλανήτης, και πίστευε ότι θα
τον έφταναν σε δέκα γήινες μέρες. Στο μεταξύ τα μέλη
του πληρώματος Εξερεύνησης γνώριζονταν μεταξύ τους
ακόμα καλύτερα..
«Δεν το αντέχω» είπε ο Πόρλοκ, ο Θετικός Επιστήμονας
(Χημεία - Φυσικά - Αστρονομία - Γεωλογία κ.λπ.) και
μικρές φουσκάλες από σάλιο εμφανίστηκαν πάνω στο
μουστάκι του. «Ο άνθρωπος είναι τρελλός. Δεν μπορώ
να φανταστώ πως τον έβγαλαν ικανό να συμμετέχει σε
Ομάδα Εξερεύνησης, εκτός και αν πρόκειται για
συνειδητό πρόγραμμα ανικάνων, σχεδιασμένο από τις
Αρχές, με εμάς στο ρόλο των πειραματοζώων».

«Συνήθως χρησιμοποιούμε χάμστερ και χαϊνικά


γκχολ», είπε ο Μάννον, ο Θεωρητικός Επιστήμονας
(Ψυχολογία - Ψυχιατρική, Ανθρωπολογία, Οικολογία
κ.λπ.) ευγενικά. Ηταν ένας από τους Χαϊνίτες. «Για
πειραματόζωα. Ξέρετε, πάντως, ο κύριος Οσντεν είναι
πραγματικά μια πολύ σπάνια περίπτωση. Για την
ακρίβεια, είναι η πρώτη θεραπευμένη περίπτωση
Συνδρόμου Ρέντερ - πρόκειται για μια παραλλαγή του
παιδικού αυτισμού που τη θεωρούσαν αθεράπευτη. Ο
μεγάλος γήινος ψυχοθεραπευτής Χάμμεργκελντ υπέθετε
ότι το αίτιο του αυτιστικού αυτού σύνδρομου είναι μια
ανώτερη του φυσιολογικού ικανότητας εμπάθειας, και
εφάρμοσε μια κατάλληλη θεραπεία. Ο κύριος Οσντεν
είναι ο πρώτος ασθενής που υπεβλήθει σ' αυτήν την
θεραπεία, για την ακρίβεια ζούσε με τον Δρα
Χάμμεργκελντ μέχρι τα δεκαοχτώ του. Η θεραπεία
υπήρξε απολύτως επιτυχής».
«Επιτυχής;»
«Μα φυσικά. Ασφαλώς δεν είναι αυτιστικός».
«Οχι, είναι ανυπόφορος!»
«Ξέρετε», είπε ο Μάννον, κοιτάζοντας αφηρημένα τα
σάλια πάνω στο μουστάκι του Πόρλοκ, «η φυσιολογική
αμυντική - επιθετική αντίδραση ανάμεσα σε δύο
αγνώστους που συναντιούνται - ας πούμε για
παράδειγμα εσάς και τον κύριο Οσντεν - είναι κάτι που
σπάνια συνειδητοποιείται. Η συνήθεια, οι καλοί τρόποι, η
έλλειψη προσοχής, την αμβλύνουν. Εχετε μάθει να την
αγνοείτε μέχρι του σημείου να αμφιβάλλετε για την ίδια
της την ύπαρξη. Πάντως ο κύριος Οσντεν, όντας
εμπαθητικός, την αισθάνεται. Αισθάνεται τα αισθήματα
του και τα δικά σας, και είναι δύσκολο να διαχωρίσει ποια
είναι ποιά. Ας πούμε ότι υπάρχει ένα φυσιολογικό
στοιχείο εχθρότητας προς οποιοδήποτε ξένο στη
συναισθηματική σας αντίδραση όταν τον συναντάτε, συν
μια αυτόματη αντιπάθεια που σας προκαλούν η
φυσιογνωμία του ή τα ρούχα του, ή η χειραψία του - δεν
παίζει ρόλο τι. Αισθάνεται αυτή την αντιπάθεια. Καθώς
έχει αποβάλει την αυτιστική του άμυνα, καταφεύγει σε
ένα μηχανησμό επιθετικής άμυνας , σαν αντίδραση προς
την επιθετικότητα που εσείς ασυνείδητα προβάλατε
επάνω του». Ο Μάννον συνέχισε για αρκετήν ώρα.
«Τίποτε δεν δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να είναι τέτοιος
μπάσταρδος», είπε ο Πόρλοκ.
«Δεν μπορεί να αποκλείσει τα όσο εκπέμπουμε;» ρώτησε
ο Χαρφεξ, ο Βιολόγος, άλλος ένας Χαϊνίτης. «Είναι σαν
την ακοή» είπε ο Ολλερού, Βοηθός Θετική Επιστημών,
σκύβοντας για να βάψει τα νύχια των ποδιών της με
φωσφοριζέ βερνίκι. «Δεν έχουν βλέφαρα τα αυτιά. Δεν
μπορείς να σταματήσεις την εμπάθεια. Ακούει τα
αισθήματά σας είτε το θέλει είτε όχι».

«Αραγε ξέρει τι σκεφτόμαστε;» ρώτησε ο Εσκβάρνα, ο


Μηχανικός, κοιτάζοντας τους άλλους με αληθινό τρόμο.
«Οχι», πέταξε ο Πόρλοκ. «Η εμπάθεια δεν είναι
τηλεπάθεια! Κανείς δεν έχει τηλεπάθεια».
«Κι όμως», είπε ο Μάννον μ' ένα μικρό χαμόγελο, «Λίγο
πριν φύγω από το Χάιν, είχε φτάσει μια εξαιρετικά
ενδιαφέρουσα αναφορά από έναν από τους κόσμους
που ξαναανακαλύφθηκαν πρόσφατα, γραμμένη από έναν
Χιλφεριανό ονόματι Ρόκανον, που ανέφερε ότι σε μια
μεταλλαγμένη ανθρωποειδή φυλή υπάρχει και διδάσκεται
κάτι σαν τηλεπαθητική τεχνική. Προσωπικά είδα μόνο μια
περίληψη στο δελτίο ΧΙΛΦ αλλά -« Συνέχισε. Οι άλλοι
είχαν μάθει ότι μπορούσαν να μιλάνε και ενώ ο Μάννον
συνέχιζε να μιλά. Δεν έδειχνε να τον πειράζει, ούτε και
έχανε άλλωστε πολλά από όσα λέγονταν.
«Τότε γιατί μας μισεί; « είπε ο Εσκβάνα.
«Κανείς δεν σε μισεί, Αντερ, χρυσέ μου» είπε η Ολλερού,
λεκιάζοντας το νύχι του αριστερού του αντίχειρα με
φωσφοριζέ βερνίκι. Ο Μηχανικός κοκκίνησε και
χαμογέλασε αόριστα.
«Φέρεται σαν να μας μισεί», είπε η Χάιτο, η
Συντονίστρια. Ηταν μια φαινομενικά εύθραυστη γυναίκα
καθαρά Ασιατικής καταγωγής, με μια ακαθόριστη φωνή,
βραχνή και απαλή σαν νεαρού βατράχου. «Μα, αν
υποφέρει από την αντιπάθειά μας, δεν την αυξάνει κιόλας
με τις συνεχείς επιθέσεις και τις προσβολές; Δεν μπορώ
να πω ότι εκτιμώ ιδιαίτερα τη θεραπεία του Δρα
Χαμμεργκελντ, αλήθεια, Μάννον. Ο αυτισμός ίσως είναι
προτιμότερος...»

Σταμάτησε. Ο Οσντεν είχε μπει στον κυρίως θάλαμο.


Εμοιαζε σαν γδαρμένος. Το δέρμα του ήταν αφύσικα
άσπρο και λεπτό, έτσι ώστε οι φλέβες του και οι αρτηρίες
του έμοιαζαν σαν ξεθωριασμένος μπλε - κόκκινος οδικός
χάρτης. Το καρύδι του λαιμού του, οι μυς γύρω από το
στόμα του. Τα κόκαλα και οι σύνδεσμοι στους καρπούς
και τις παλάμες που ξεχώριζαν σαφώς σαν να είχαν
στηθεί επίτηδες για μάθημα ανατομίας. Τα μαλλιά του
είχαν το χρώμα της ανοιχτής σκουριάς, σαν αίμα που έχει
ξεραθεί εδώ και πολλήν ώρα. Είχε φρύδια και τσίνορα,
αλλά φαίνονταν μόνο όταν το φως έπεφτε επάνω τους με
ορισμένη γωνία. Αυτό που έβλεπε κανείς ήταν τα κόκαλα
στις κόγχες των ματιών του, τις φλεβίτσες των βλεφάρων
και τα άχρωμα μάτια. Δεν ήταν κόκκινα μάτια, γιατί δεν
ήταν αλμπίνο, αλλά δεν ήταν ούτε γαλανά ούτε γκρίζα. Τα
χρώματα είχαν ξεθωριάσει στα μάτια του Οσντεν,
αφήνοντας μια κρύα καθαρότητα εντελώς διαφανή, σαν
του νερού. Ποτέ δεν σε κοίταζε ίσια στα μάτια. Το
πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, σαν σκίτσο ανατομίας,
ή σαν να ήταν γδαρμένο.

«Συμφωνώ», είπε με ψιλή, ενοχλητική φωνή τενόρου,


«ότι ακόμα και η αυτιστική απόσυρση μπορεί να είναι
προτιμότερη απ' την ομίχλη των φτηνών, δεύτερων
συναισθημάτων με τα οποία όλοι σας με περιβάλλετε.
Γιατί ξερνάς μίσος, τώρα, Πόρλοκ: Δεν μπορείς να
ανεχτείς τη φάτσα μου; Αντε τράβα καμμιά μαλακία όπως
έκανες χθες βράδυ, βελτιώνει τη φόρμα σου. Ποιος
διάολος μετακίνησε τις κασέτες μου από εδώ πέρα; Μην
αγγίζετε τα πράγματά μου, κανένας από εσάς. Δεν θα το
ανεχτώ.
«Οσντεν», είπε ο Ασνάνιφόιλ με την πλατιά, αργή φωνή
του, «γιατί είσαι τέτοιος μπάσταρδος;»
Ο Αντερ Εσκβάνα φοβήθηκε και σκέπασε το προσωπό
του με τα χέρια του. Οι καυγάδες τον τρόμαζαν. Η
Ολλερού κοίταξε με την κενή αλλά πρόθυμη έκφραση του
αιώνιου θεατή.
«Γιατί να μην είμαι;» είπε ο Οσντεν. Δεν κοίταζε τον
Ασνάνιφόιλ και κρατιόταν στη μεγαλύτερη δυνατή
απόσταση από όλους τους υπόλοιπους μέσα στο
συνωστισμό του θαλάμου. «Κανένας από εσάς από τη
μεριά του δεν αποτελεί ιδιαίτερο λόγο για να αλλάξω τη
συμπεριφορά μου».
Ο Χάρφεξ, συγκρατημένος και υπομονετικός άνθρωπος,
είπε. «ο λόγος είναι ότι θα περάσουμε αρκετά χρόνια
μαζί. Η ζωή θα είναι καλύτερη για όλους μας αν-»

«Δεν το καταλαβαίνετε πως δεν δίνω δεκάρα τσακιστή


για όλους σας;» είπε ο Οσντεν, πήρε τις μικροκασέτες
του και έφυγε. Ο Εσκβάνα το 'χε ρίξει ξαφνικά στον ύπνο.
Ο Ασνάνιφόιλ σχεδίαζε στον αέρα σχήματα με τα
δάχτυλά του και μουρμούριζε το Αρχέτυπο
Τελετουργικό.»Δεν μπορεί να εξηγηθεί η παρουσία του
στην Ομάδα παρά μόνο σαν συνωμοσία από τη μεριά
των Γήινων Αρχών. Αυτό το κατάλαβα σχεδόν αμέσως.
Αυτή η αποστολή είναι σχεδιασμένη για να αποτύχει»,
ψιθύρισε ο Χάρφεξ στη Συντονίστρια, κοιτώντας πάνω
από τον ώμο του. Η Πόρλοκ παίδευε το κούμπωμα του
παντελονιού του. Στα μάτια του γυάλιζαν δάκρυα. «Σου
το 'πα ότι είναι όλοι τρελλοί, αλλά νόμιζες ότι
υπερβάλλω.»
Στην πραγματικότητα, δεν είχαν και άδικο. Οι Υστατοι
Εξερευνητές περίμεναν από τα υπόλοιπα μέλη της
ομάδας τους να είναι έξυπνα, καλά εκπαιδευμένα,
διανοητικά ασταθή και συμπαθή σαν άτομα. Ηταν
υποχρεωμένοι να εργάζονται όλοι μαζί σε αντίξοες
συνθήκες και ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν ο ένας
του άλλου τις παράνοιες, τις καταθλίψεις, τις μανίες, τις
φοβίες και τους ψυχαναγκασμούς, αρκεί να ήταν σε
αρκετά ήπια μορφή ώστε να επιτρέπουν καλές
διαπροσωπικές σχέσεις, τουλάχιστον τον περισσότερο
καιρό. Ο Οσντεν μπορεί να ήταν έξυπνος, αλλά η
εκπαιδευσή του ήταν στοιχειώδης και η προσωπικότητά
του καταστροφική. Τον είχαν στείλει μόνο και μόνο για το
ιδιαίτερό του χάρισμα, τη δύναμη της εμπάθειας. Και, για
την ακρίβεια, της βιο-εμπαθητικής δεκτικότητας μεγάλου
εύρους. Το ταλέντο του δεν διαχώριζε είδη: Μπορούσε να
εντοπίσει συναίσθημα ή αισθαντικότητα από οτιδήποτε
αισθάνεται. Μπορούσε να νιώσει τη λαιμαργία ενός
άσπρου ποντικού, τον πόνο μιας πατημένης κατσαρίδας,
το φωτοτροπισμό ενός σκώρου. Σ' έναν ξένο κόσμο,
είχαν αποφασίσει οι Αρχές, θα ήταν χρήσιμο να ξέρει
κανείς αν κάτι εκεί κοντά έχει αισθητικότητα, και σ' αυτή
την περίπτωση, τι ακριβώς αισθάνεται για σένα. Ο τίτλος
του Οσντεν ήταν καινούργιος: Ηταν ο Αισθητής της
ομάδας.

«Τι είναι το συναίσθημα, Οσντεν;» τον ρώτησε η Χάιτο


Τομίκο μια μέρα στον κυρίως θάλαμο, προσπαθώντας να
αποκαταστήσει κάποια επαφή μαζί του. «Τι ακριβώς
συλλαμβάνεις με την εμπαθητική σου ευαισθησία;»
«Σκατά», απάντησε ο άντρας με ψιλή, ερεθιστική του
φωνή. «Τα ψυχικά απόβλητα του βασίλείου των ζώων.
Πλέω μέσα στα σκατά σας».
«Εγώ απλώς προσπάθησα», είπε εκείνη, «να μάθω
μερικά γεγονότα». Πίστευε ότι ο τόνος της φωνής της
ήταν αξιοθαύμαστα ήπιος.
«Δεν κυνηγούσες γεγονότα. Εμένα προσπαθούσες να
πλησιάσεις. Με λίγο φόβο, λίγη περιέργεια και μπόλικη
σιχαμάρα. Με τον τρόπο που τσιγγλάς ένα ψόφιο σκυλί
για να δεις τα σκουλήκια να έρπουν. Θα καταλάβεις μια
για πάντα ότι δεν θέλω να με πλησιάσουν, θέλω να με
αφήσουν στην ησυχία μου;» Το δέρμα του είχε κόκκινες
και μωβ κηλίδες, η φωνή είχε υψωθεί. «Αντε κυλήσου
στα δικά σου σκατά, κίτρινη σκύλα» ούρλιαξε απέναντι
στη σιωπή της.

«Ηρέμησε», είπε εκείνη, ακόμα ήρεμη, αλλά τον άφησε


και πήγε στην καμπίνα της. Φυσικά ο Οσντεν είχε δίκιο
για τα κίνητρά της. Η ερώτησή της ήταν μια πρόφαση, μια
απλή προσπάθεια να κινήσει το ενδιαφέρον του. Αλλά τι
κακό είχε αυτό; Αυτή η προσπάθεια δεν περιείχε
σεβασμό για τον άλλον; Την ώρα που του έκανε την
ερώτηση το πολύ - πολύ να αισθανόταν κάποια μικρή
δυσπιστία γι' αυτόν. Κυρίως τον λυπότανε, το φτωχό
υπερφίαλο, δηλητηριώδη μπάσταρδο, τον κύριο
Γδαρμένο, όπως τον έλεγε η Ολλερού. Μα τι περίμενε,
έτσι όπως φερόταν; Αγάπη;

«Νομίζω ότι δεν ανέχεται να τον λυπάται κανείς», είπε


η Ολλερού που ήταν ξαπλωμένη στην κάτω κουκέτα και
έβαφε χρυσές τις θηλές της.
«Τότε δεν μπορεί να κάνει κανενός είδους ανθρώπινη
σχέση. Το μόνο που έκανε ο Δρ. Χάμμεργκελντ ήταν να
γυρίσει τον αυτισμό του τα μέσα έξω...»
«Τον φτωχοδιάβολο» είπε η Ολλερού. «Τομίκο, δεν σε
πειράζει να 'ρθει ο Χάρφεξ για λίγο απόψε ε;»
«Δεν μπορείς να πας εσύ στην καμπίνα του; Σιχαίνομαι
να κάθομαι αναγκαστικά στον κυρίως θάλαμο μ' εκείνο το
καταραμένο το ξεφλουδισμένο γογγύλι».
«Τον μισείς, δεν είν' έτσι; Φαντάζομαι πως το νιώθει αυτό.
Αλλά κοιμήθηκα με το Χάρφεξ και χθες το βράδυ, και ο
Ασνάνιφόιλ μπορεί να ζηλέψει, γιατί μένουν στην ίδια
καμπίνα. Θα 'ταν καλύτερα εδώ».
«Βόλεψε τους και τους δύο», είπε η Τομίκο με την αγένεια
της πληγωμένης αξιοπρέπειας. Η Γήινη κουλτούρα της,
της Ανατολικής Ασίας, ήταν πουριτανική. Είχε ανατραφεί
σαν παρθένα.
«Θέλω μόνον έναν κάθε βράδυ» απάντησε η Ολλερού με
ατάραχη αθωότητα. «Στον Βελδήν, τον Πλανήτη - Κήπο,
δεν είχαν ποτέ ανακαλύψει την παρθενία, ούτε και τη
ρόδα».
«Δοκίμασε στον Οσντεν, τότε», είπε η Τομίκο. Η
προσωπική της αστάθεια σπάνια ήταν τόσο εμφανής όσο
τώρα: Μια βαθιά αυτό-απόρριψη που εκδηλωνόταν με
καταστροφικές τάσεις. Είχε δηλώσει εθελοντής γι' αυτή τη
δουλειά γιατί, κατά πάσα πιθανότητα,δεν είχε απολύτως
καμία χρησιμότητα.
Η μικρή Βελδίνα την κοίταξε με διάπλατα ανοιχτά μάτια
και το πινελάκι στο χέρι. «Τομίκο, αυτό δεν έπρεπε να το
πεις».
«Γιατί;»
«Θα 'ταν πρόστυχο! Δεν μ΄ αρέσει ο Οσντεν!»
«Δεν το 'ξερα ότι έχει σημασία για σένα», είπε η Τομίκο
αδιάφορα, αν και το 'ξερε. Πήρε μερικά χαρτιά μαζί της
και βγήκε από την καμπίνα, παρατηρώντας: «Ελπίζω εσύ
και ο Χάρφεξ ή όποιος είναι, να τελειώσετε με το
τελευταίο καμπανάκι. Είμαι κουρασμένη».
Η Ολλερού έκλαιγε, και τα δάκρυα έσταζαν στις μικρές
επιχρυσωμένες θηλές της. Εκλαιγε εύκολα. Η Τομίκο είχε
να κλάψει από τότε που ήταν δεκά χρονών.

Δεν ήταν ένα ευτυχισμένο σκάφος. Αλλά καλυτέρεψε


κάπως όταν ο Ασνάνιφόιλ με τους υπολογιστές του
ψάρεψε τον Κόσμο 4470. Ηταν εκεί, ένα σκουροπράσινο
κόσμημα, σαν την αλήθεια στο βάθος ενός πεδίου
βαρύτητας. Καθώς έβλεπαν το σμαραγδένιο δίσκο να
μεγαλώνει, μια αίσθηση συντροφικότητας αναπτύχθηκε
μεταξύ τους. Ο εγωισμός του Οσντεν, η ακριβολόγα
σκληρότητά του, χρησίμεψαν τώρα στο να
συσπειρωθούν οι υπόλοιποι. «Ισως», είπε ο Μάννον,
«να τον έστειλαν σαν «αποδιοπομπαίο τράγο», όπως
λένε στη Γη. Αλλά η επιρροή του μπορεί να είανι τελικά
θετική». Και κανείς δεν διαφώνησε, τόσο πρόσεχαν όλοι
να είναι ευγενικοί μεταξύ τους.

Μπήκαν σε τροχιά. Δεν υπήρχε φως στη σκοτεινή


πλευρά του πλανήτη, και στις ηπείρους δεν υπήρχε
καμιά από τις γραμμές ή τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα
όταν κατασκευάζουν.
«Δεν υπάρχουν άνθρωποι», μουρμούρισε ο Χάρφεξ.

«Φυσικά όχι», πέταξε ο Οσντεν που είχε δική του


οθόνη και το κεφάλι σκεπασμένο με μια νάυλον σακούλα.
Ισχυριζόταν πως το πλαστικό μείωνε τον εμπαθητικό
θόρυβο που εισέπρατε από τους άλλους. «Είμαστε δύο
αιώνες φωτός μακριά από τη Χαϊνική Αποικία και πέρα
από αυτήν δεν υπάρχουν άνθρωποι. Πουθενά. Νομίζεις
ότι η Πλάση θάκανε το ίδιο φριχτό σφάλμα δύο φορές;»
Κανείς δεν του 'δινε πολλή σημασία. Κοίταζαν με
τρυφερότητα τη σμαραγδένια απεραντοσύνη εκεί κάτω,
όπου υπήρχε ζωή, αλλά όχι ανθρώπινη ζωή. Ηταν
απροσάρμοστοι ανάμεσα στους ανθρώπους κι αυτό που
έβλεπαν ήταν ειρήνη, όχι απομόνωση. Ακόμα και ο
Οσντεν δεν έδειχνε τόσο ανέκφραστος όσο συνήθως.
Ηταν συνοφρυωμένος.

Κατέβηκαν φλεγόμενοι στη θάλασσα. Αναγνώριση


ατμόσφαιρας. Προσεδάφιση. Μια πεδιάδα σκεπασμένη
από κάτι σαν γρασίδι, παχιά πράσινα λυγερά κλαδιά
έζωσαν το σκάφος και τρίφτηκαν πάνω στις κάμερες που
προεξείχαν, λερώνοντας τους φακούς με μια λεπτή γύρη.
«Δείχνει σαν αγνή φυτόσφαιρα», είπε ο Χάρφεξ.
«Οσντεν, λαμβάνεις κανένα αισθητικό μήνυμα;»
Ολοι γύρισαν στον Αισθητή. Είχε αφήσει την οθόνη και
σερβιριζότανε ένα φλιτζάνι τσάι. Δεν απάντησε. Σπάνια
απαντούσε σε άμεσες ερωτήσεις.

Η σκληρή ακαμψία της στρατιωτικής πειθαρχίαςήταν


αδύνατον να τηρηθεί σ' αυτές τις ομάδες τρελλών
επιστημόνων. Η ιεραρχία τους κυμαινόταν ανάμεσα στην
κοινοβουλευτική πρακτική και στο δίκαιο του ισχυρότερου
και θα μπορούσε να τρελλάνει έναν αξιωματικό καριέρας.
Με αδιαμφισβήτητη απόφαση της Διοίκησης, πάντως, η
Δρ Χάιτο Τομίκο είχε χρισθεί Συντονίστρια και τώρα
εξάσκησε το προνόμιο αυτό για πρώτη φορά. «Κύριε
Αισθητή Οσντεν», είπε, «παρακαλώ απαντήστε στον
κύριο Χάρφεξ».
«Πως θα μπορούσα να λάβω οτιδήποτε απ' έξω», είπε ο
Ονστεν χωρίς να γυρίσει, «με τα αισθήματα εννέα
νευρωτικών ανθρωποειδών που στριφογυρνάνε γύρω
μου σαν σκουλήκια σε κονσέρβα; Οταν θα 'χω κάτι να
σας πω, θα σας το πω. Εχω γνώση της ευθύνης μου σαν
Αισθητής. Αν αποφασίσετε να με ξαναδιατάξετε,
Συντονίστρια Χάιτο, θα θεωρήσω ότι η ευθύνη μου αυτή
παύει να ισχύει».
«Πολύ καλά, κύριε Αισθητή. Ελπίζω στο εξής να μη
χρειαστούν διαταγές». Η βραχνή φωνή της Τομίκο ήταν
ήρεμη, αλλά ο Οσντεν φάνηκε να υποχωρεί κάπως ενώ
στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη προς αυτή, λες και το
φούντωμα της ανέκφραστης οργής της τον είχε χτυπήσει
με φυσική δύναμη.

Η υποψία του Βιολόγου αποδείχτηκε σωστή. Οταν


άρχισαν επιτόπου αναλύσεις, δεν βρήκαν καμιά ζωική
μορφή, ούτε καν μικρόβια. Τίποτε εδώ δεν ζούσε
τρώγοντας κάτι άλλο. Ολες οι ζωικές μορφές είτε
χρησιμοποιούσαν τη φωτοσύνθεση είτε ήταν
σαπροφάγες, ζούσαν απ' το φως ή απ' το θάνατο, όχι σε
βάρος της ζωής. Φυτά, ατελείωτα φυτά, ούτε ένα όμως
από τα είδη δεν ήταν γνωστό στους επισκέπτες από τον
Οίκο του Ανθρώπου. Απειρες αποχρώσεις και εντάσεις
του πράσινου, του βιολέ, του μως, του καφέ, του
κόκκινου. Απειρες σιωπές. Μόνο ο άνεμος φυσούσε,
λικνίζονταν φύλλα και φυλλεσιές, ένας χλιαρός
ψιθυριστός άνεμος φορτωμένος με σπόρους και γύρη
που σκόρπιζε τη γλυκιά ανοιχτοπράσινη σκόνη της πάνω
από λιβάδια με ψηλλο γρασίδι, θάμνους χωρίς άνθη,
δάση που δεν είχε πατήσει ποτέ πόδι και δεν είχε δει
ποτέ μάτι. Ενας χλιαρός, λυπημένος κόσμος, λυπημένος
και ήρεμος.
Οι εξερευνητές, περπατώντας σαν παραθεριστές πάνω
σε ηλιόλουστες πεδιάδες με πτεριδόμορφα φυτά,
μιλούσαν σιγά ο ένας στον άλλον. Ηξεραν ότι οι φωνές
τους διέκοπταν μια σιωπή χιλίων εκατομμυρίων χρόνων,
τη σιωπή του ανέμου και των φύλλων, των φύλλων και
του ανέμου που φυσούσε και σταμάταγε και σταμάταγε
και φυσούσε πάλι. Μιλούσαν απαλά. Αλλά όντας
άνθρωποι, μιλούσαν.

«Τον καημένο τον Οσντεν», είπε η Τζέννυ Τσονγκ,


Βιοτεχνολόγος, ενώ πιλοτάριζε ένα ελικωθούμενο πάνω
από τον Βόρειο Πόλο. «Να 'χει όλον αυτόν τον εξοπλισμό
υψηλής πιστότητας στον εγκέφαλο και να μην λαμβάνει
τίποτε. Τι δράμα».
«Μου είπε ότι μισεί τα φυτά», είπε ο Ολλερού με ένα
γελάκι.
«Θα 'λεγε κανείς ότι του αρέσουν, μιας και δεν τον
ενοχλούν όπως εμείς».
«Δεν μπορώ να πω ότι μου πολυαρέσουν και μένα αυτά
τα φυτά», είπε ο Πόρλοκ, κοιτάζοντας κάτω τους
μενεξεδένιους κυματισμούς του Βόρειου Πολικού
Δάσους. «Είναι όλα ίδια. Χωρίς μυαλό. Χωρίς αλλαγή.
Ενας άνθρωπος μόνος του μέσα τους θα 'χανε τα μυαλά
του».
«Αλλά είναι ολοζώντανα», είπε ο Τζέννυ Τσονγκ. «Και
εφόσον ζουν, ο Οσντεν τα μισεί».
«Δεν είναι τόσο κακός, τελικά», είπε η Ολλερού
μεγαλόψυχα. Ο Πόρλοκ την κοίταξε λοξά και ρώτησε:
«Κοιμήθηκες ποτέ μαζί του, Ολλερού;»
Η Ολλερού έβαλε τα κλάματα και φώναξε: «Εσείς οι
Γήινοι είσαστε διεστραμμένοι!»
«Οχι, δεν κοιμήθηκε», είπε η Τζέννυ Τσονγκ έτοιμη για
υπεράσπιση. «Μήπως κοιμήθηκες εσύ, Πόρλοκ;»
Ο Χημικός γέλασε αμήχανα: χα-χα-χα. Στάλες σάλιου
έκαναν την εμφάνισή τους στο μουστάκι του.
«Οσντεν δεν ανέχεται ούτε να τον αγγίζουν», είπε η
Ολλερού τρεμουλιαστά. «Μια φορά μόλις που τον
ακούμπησα τυχαία και μ' απώθησε σαν νάμουν κάποιο
βρώμικο ...πράγμα. Είμαστε όλοι αντικείμενα γι αυτόν».
«Είναι κακός», είπε ο Πόρλοκ με στιφή φωνή που ξένισε
τις δύο γυναίκες. «Στο τέλος θα διαλύσει αυτή την ομάδα,
θα την σαμποτάρει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Σημειώστε τα λόγια μου. Δεν είναι κατάλληλος για να ζει
με άλλους ανθρώπους!».

Προσεδαφίστηκαν στον Βόρειο Πόλο. Ο ήλιος του


μεσονυχτίου έκαιγε πάνω από χαμηλούς λόφους. Κοντά,
ξερά, ροζ-πράσινα γρασίδια σαν βρύα απλώνονταν σε
κάθε κατεύθυνση, δηλαδή σε μία και μόνη, νότια.
Καταβεβλημένοι από την απίστευτη σιωπή οι τρεις
Ερευνητές έστησαν τα εργαλεία τους και στρώθηκαν στη
δουλειά, τρία μικρόβια που έκαναν απειροελάχιστες
κινήσεις στην πλάτη ενός ακίνητου γίγαντα.

Κανείς δεν είπε στον Οσντεν να 'ρθει μαζί στις


εξορμήσεις σαν πιλότος ή φωτογράφος ή ηχολήπτης και
ποτέ δεν προσφέρθηκε από μόνος του, οπότε σπάνια
έφευγε από την κυρίως κατασκήνωση. Περνούσε τα
βοτανολογικά ταξινομημένα στοιχεία του Χάρφεξ στους
υπολογιστές του σκάφους και βοηθούσε τον Εσκβάνα,
που η δουλειά του εδώ ήταν κυρίως οι επισκευές και η
συντήρηση. Ο Εσκβάνα είχε αρχίσει να κοιμάται
υπερβολικά, είκοσι πέντε ώρες και περισσότερο την
ημέρα των τριάντα δύο ωρών και τον έπαιρνε ο ύπνος
στη μέση της επισκευής ενός δέκτη ή ενώ έλεγχε τα
κυκλώματα διεύθυνσης ενός ελικωθούμενου. Η
Συντονίστρια έμεινε μια μέρα στη βάση για
παρατηρήσεις. Κανείς άλλος δεν ήταν εκεί εκτός από την
Πόσγουετ Του, που υπέφερε από κρίσεις επιληψίας. Ο
Μάννον την είχε συνδέσει μ' ένα θεραπευτικό κύκλωμα,
αυτή τη φορά σε κατάσταση προληπτικής κατατονίας. Η
Τομίκο έγραφε αναφορές στα κασετόφωνα και πρόσεχε
τον Οσντεν και τον Εσκβάνα. Πέρασαν δύο ώρες.

«Ισως θάθελες να χρησιμοποιήσεις τα 860


μικροβάλντο στην συγκόλληση αυτής της επαφής», είπε
ο Εσκβάνα με τη μαλακή, διστακτική φωνή του.
«Προφανώς!»
«Με συγχωρείς. Σε είδα που κράταγες τα 840άρια...»

«Και θα τα αλλάξω μόλις βγάλω τα 860αρια. Οταν δεν


ξέρω πως να δουλέψω, Μηχανικέ, θα ζητήσω τη
συμβουλή σου».
Υστερα από ένα λεπτό η Τομίκο κοίταξε γύρω της.
Φυσικά είδε τον Εσκβάνα σε βαθύ ύπνο, με το κεφάλι
στο τραπέζι και τον αντίχειρα στο στόμα.

«Οσντεν».
Το άσπρο πρόσωπο δεν γύρισε, ο Οσντεν δεν μίλησε,
αλλά έδειξε με ένα ανυπόμονο νόημα ότι ακούει.
«Δεν μπορεί να μην έχεις αντιληφθεί πόσο ευάλωτος
είναι ο Εσκβάνα».
«Δεν είμαι υπεύθυνος για τις ψυχοπαθητικές του
αντιδράσεις».
«Αλλά είσαι υπεύθυνος για τις δικές σου. Ο Εσκβάνα
είναι απαραίτητος εδώ, ενώ εσύ δεν είσαι. Αν δεν
μπορείς να ελέγξεις την εχθρότητά σου, προσπάθησε να
τον αποφεύγεις εντελώς».
Ο Οσντεν ακούμπησε κάτω τα εργαλεία του και
σηκώθηκε. «Με ευχαρίστηση», είπε με τη θρασεία,
γραντζουνιστή φωνή του. «Ειναι αδύνατον να φανταστείς
πως είναι να ζεις τους παράλογους φόβους του
Εσκβάνα. Να πρέπει να μοιράζεσαι τη φριχτή του δειλία,
να πρέπει να υποχωρείς μαζί του μπροστά σε
οτιδήποτε!»
«Μήπως προσπαθείς να δικαιολογήσεις τη σκληρή σου
συμπεριφορά απέναντί του; Νόμιζα ότι έχεις μεγαλύτερη
αξιοπρέπεια». Η Τομίκο αισθάνθηκε να τρέμει από
λύσσα. «Αν η εμπαθητική σου δύναμη αληθινά σε κάνει
να μοιράζεσαι τη δυστυχία του Αντερ, γιατί δεν γεννά
μέσα σου την παραμικρή συμπάθεια;»
«Συμπάθεια», είπε ο Οσντεν. «Συμπάθεια. Τι ξέρεις εσύ
από συμπάθεια;»
Τον κοίταζε, αλλά αυτός δεν εννοούσε να την κοιτάξει.

«Μήπως θάθελες να βάλω σε λόγια την παρούσα


συναισθηματική σου κατάσταση απέναντί μου;» είπε ο
Οσντεν. «Μπορώ να το κάνω καλύτερα από σένα. Είμαι
εκπαιδευμένος να αναλύω τις αντιδράσεις όπως τις
δέχομαι. Και σίγουρα τις δέχομαι».
«Μα πως μπορείς να περιμένεις να αισθάνομαι ευγενικά
απέναντί σου, όταν συμπεριφέρεσαι μ' αυτό τον τρόπο;»
«Τι σημασία έχει πως συμπεριφέρομαι, ηλίθια γουρούνα,
νομίζεις ότι παίζει ρόλο; Νομίζεις ότι ο μέσος άνθρωπος
είναι μια πηγή αγάπης και καλοσύνης; Η εκλογή μου είναι
να με μισούν ή να με σιχαίνονται. Αφού δεν είμαι ούτε
γυναίκα ούτε δειλός, προτιμώ να με μισούν».
«Αυτά είναι τρίχες. Αυτολύπηση. Κάθε άνθρωπος έχει...»
«Αλλά εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Εσείς όλοι είσαστε.
Εγώ είμαι άλλο πράγμα. Είμαι ένας».
Τρομοκρατημένη από αυτή την αναλαμπή του
αβυσσαλέου εγωισμού, έμεινε σιωπηλή για λίγο. Τελικά
είπε χωρίς μίσος, ούτε οίκτο, ψυχρά, σαν κλινική
διαπίστωση. «Θα σκοτωθείς, Οσντεν».
«Αυτή θα ήταν η δική σου αντίδραση, Χάιτο», κορόιδευε.
«Εγώ δεν είμαι καταθλιπτικός και το σεπούκου δεν μου
πάει. Τι θέλεις να κάνω εδώ πέρα;»

«Να φύγεις. Να γλιτώσεις και τον εαυτό σου και εμάς.


Πάρε ένα αεροκίνητο και έναν καταγραφέα δεδοδένων
και πήγαινε να μετράς είδη ζωής. Στο δάσος. Ο Χάρφεξ
δεν έχει αρχίσει ακόμα τα δάση. Πάρε μια δασωμένη
περιοχή εκατό τετραγωνικών μέτρων, πουδήποτε μέσα
στην εμβέλεια του ασυρμάτου. Αλλά έξω από την
εμβέλεια της εμπάθειας. Δίνε αναφορά στισ 8 και στις 24
η ώρα καθημερινά».

Ο Οσντεν πήγε, και δεν άκουσαν τίποτα απ' αυτόν επί


πέντε μέρες, εκτός από λακωνικά σήματα «όλα πάνε
καλά» δύο φορές τη μέρα. Η διάθεση στην κυρίως
κατασκήνωση άλλαξε σαν σκηνικό. Ο Εσκβάνα έμενε
ξύπνιος μέχρι και δεκαοχτώ ώρες την ημέρα. Η Πόσγουετ
Του έβγαλε το αστρικό λαούτο της και τραγουδούσε
ουράνιες αρμονίες (Η μουσική έκανε τον Οσντεν έξαλλο).
Ο Μάννον, ο Χάρφεξ, η Τζέννυ Τσονγκ και η Τομίκο
σταμάτησαν όλοι τα ηρεμιστικά. Ο Πόρλοκ απέσταξε κάτι
στο εργαστήριό του και το ήπιο όλο μόνος του. Μέθυσε
άσχημα. Ο Ασνάνιφόιλ και η Πόσγουετ Του έκαναν
Ολονύχτια Αριθμητικά Επιφάνεια, αυτό το μυστικιστικό
όργιο των ανωτέρων Μαθηματικών που είναι η κύρια
ευχαρίστηση της θρησκευόμενης Σετιανής ψυχής. Η
Ολλερού κοιμήθηκε με όλους. Η δουλειά προχώραγε
καλά.
Ο Θετικός Επιστήμονας γύρισε στη βάση του τρέχοντας,
πασχίζοντας να παραμερίσει τους ψηλούς σαρκώδεις
μίσχους των πτεριδόφυτων. «Κάτι... στο δάσος...» Τα
μάτια του ήταν γουρλωμένα, λαχάνιαζε, το μουστάκι και
τα δάχτυλα του έτρεμαν. «Κάτι μεγάλο. Κουνιόταν, από
πίσω μου. Τοποθετούσα ένα ορόσημο, σκυφτός. Ηρθε
προς το μέρος μου. Σαν να ταλαντευόταν πάνω στα
δέντρα. Πίσω μου». Κοίταξε τους άλλους, με τα θολά
μάτια της φρίκης ή της εξάντλησης.
«Κάτσε κάτω, Πόρλοκ. Ηρέμησε. Ξαναπέστα από την
αρχή σιγά - σιγά. Είδες κάτι...»
«Οχι καθαρά. Μόνο την κίνηση. Σκόπιμη. Ενα... μία... δεν
ξέρω 'γω πως το λέτε. Στην αρχή του δάσους»
Ο Χάρφεξ έδειχνε βλοσυρός. «Δεν υπάρχει τίποτε εδώ
που θα μπορούσε να σου επιτεθεί, Πόρλοκ. Δεν
υπάρχουν ούτε μικρόζωα. Είναι αδύνατον να υπάρχει
μεγάλο ζώο».
«Μήπως είδες ένα επίφυτο να πέφτει απότομα, μια
κλιματσίδα να κόβεται κοντά σου;»
«Οχι», είπε ο Πόρλοκ. «Ερχόταν κατά πάνω μου, μέσα
από τα κλαδιά, γρήγορα. Οταν γύρισα, ξανάφυγε προς τα
πίσω και πάνω. Εκανε ένα θόρυβο, κάτι σαν να σπάνε
κλαδιά. Αν δεν ήταν ζώο, μόνον ο Θεός ξέρει τι ήταν!
Ηταν μεγάλο. Τουλάχιστον στο μέγεθος ενός ανθρώπου.
Ισως κοκκινωπό στο χρώμα. Δεν μπορούσα να διακρίνω,
δεν είμαι σίγουρος».
«Ηταν ο Οσντεν», είπε η Τζέννυ Τσονγκ, «που έπαιζε τον
Ταρζάν». Γέλασε νευρικά, και η Τομίκο έπνιξε ένα τρελλό,
ασθενικό γελάκι. Αλλά ο Χάρφεξ δεν χαμογελούσε».
«Ολοι αισθανόμαστε περίεργα κάτω από τα
δένδρόμορφα», είπε με την ευγενική συμφιλιωτική φωνή
του. «Το 'χω παρατηρήσει αυτό. Ισως τελικά να 'ναι αυτός
ο λόγος που έπαψα να δουλεύω μέσα στα δάση.
Υπάρχει μια υπνωτική ιδιότητα στα χρώματα και την
τοποθέτηση των μικρών κλαδιών και των κορμών, ειδικά
των ελικόμορφων. Και οι μίσχοι με τη γύρη φυτρώνουν
σε τόσο κανονικές αποστάσεις που δείχνει αφύσικο. Το
βρίσκω δυσάρεστο, μιλώντας υποκειμενικά. Αναρωτιέμαι
μήπως ένα έντονο αίσθημα αυτού του τύπου θα
μπορούσε να προκαλέσει παραισθήσεις...;»
Ο Πόρλοκ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Εγλειψε τα
χείλη του. «Ηταν εκεί», είπε. «Κάτι κουνιόταν με
πρόθεση. Προσπάθησε να μου επιτεθεί από πίσω».
Οταν ο Ονστεν έδωσε την αναφορά του, ακριβής όπως
πάντα, στις 24 η ώρα εκείνο το βράδυ, ο Χάρφεξ του
μίλησε για την αναφορά του Πόρλοκ. «Εχεις συναντήσει
οτιδήποτε, κύριε Οσντεν, που θα μπορούσε να
ανταποκρίνεται στην εντύπωση του κυρίου Πόρλοκ για
μια κινούμενη, αισθανόμενη μορφή ζωής μέσα στο
δάσος:»
Σσσσ έκανε ο ασύρματος κοροϊδευτικά. «Οχι.
Σαχλαμάρες», έκανε η δυσάρεστη φωνή του Οσντεν.
«Εσύ έχεις μείνει μέσα στο δάσος περισσότερο από εμάς
τους υπόλοιπους», είπε ο Χάρφεξ με απτόητη ευγένεια.
«Συμφωνείς με την εντύπωσή μου ότι το δασικό
περιβάλλον έχει ένα μάλλον ενοχλητικό, ίσως δε και
παρεσθησιογόνο, αποτέλεσμα στις αισθήσεις;»
Σσσσ «Θα συμφωνήσω ότι οι αισθήσεις του Πόρλοκ
ενοχλούνται εύκολα. Κρατήστε τον στο εργαστήριό του,
εκεί θα είναι λιγότερο επιβλαβής. Τίποτε άλλο;»
«Προς το παρόν όχι», είπε ο Χάρφεξ και ο Οσντεν
έκλεισε.

Κανείς δεν πολυπίστευε την ιστορία του Πόρλοκ και


κανείς δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει. Ηταν θετικός
πως κάτι, κάτι μεγάλο, είχε προσπαθήσει να του επιτεθεί
αιφνιδιαστικά. Ηταν δύσκολο να το αρνηθούν αυτό, γιατί
βρίσκονταν σ' ένα ξένο κόσμο, και όποιος είχε μπει στο
δάσος είχε αιστανθεί κάποιο ρίγος, σαν προμήνυμα,
κάτω από τα «δέντρα».(«Μπορούμε να τα λέμε δέντρα,
σίγουρα», είχε πει ο Χάρφεξ. «Στην πραγματικότητα είναι
το ίδιο πράγμα, μόνο που, φυσικά, είναι εντελώς
διαφορετικά».) Συμφώνησαν ότι είχαν αισθανθεί άσχημα,
ή ότι είχαν την αίσθηση πως κάτι τους κοιτάζει πίσω από
την πλάτη τους.

«Πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε αυτό», είπε ο Πόρλοκ


και ζήτησε να του στείλουν σαν προσωρινό Βοηθό
Βιολόγο, σαν τον Οσντεν, στο δάσος για να εξερευνήσει
και να παρατηρήσει. Η Ολλερού και η Τζέννυ Τσονγκ
προσφέρθηκαν επίσης, αρκεί να πήγαιναν μαζί και οι δυο
τους. Ο Χάρφεξ τους έστειλε όλους στο δάσος κοντά
στην κατασκήνωση, μια μεγάλη έκταση που κάλυπτε τα
τέσσερα πέμπτα της Ηπείρου Δ. Απαγόρευσε τη χρήση
όπλων. Δεν θα 'πρεπε να βγουν έξω από ένα ημικύκλιο
πενήντα μιλίων, που περιλάμβανε και την τωρινή θέση
του Οσντεν. Ολοι έδιναν αναφορά δύο φορές την ημέρα,
για τρεις μέρες. Ο Πόρλοκ ανέφερε κάτι σαν
μισοσηκωμένη φιγούρα να κινείται ανάμεσα στα δέντρα
προς το ποτάμι. Η Ολλερού ήταν σίγουρη ότι είχε
ακούσει κάτι να κινείται κοντά στη σκηνή τους, τη δεύτερη
νύχτα.
«Δεν υπάρχουν ζώα σ' αυτό το πλανήτη», είπε ο
Χάρφεξ πεισμωμένα.
Μετά ο Οσντεν παράλειψε να δώσει την πρωϊνή του
αναφορά.
Η Τομίκο περίμενε λιγότερο από μια ώρα, ύστερα πέταξε
με τον Χάρφεξ στην περιοχή απ' όπου είχε στείλει ο
Οσντεν την αναφορά του την προηγούμενη νύχτα. Αλλά
καθώς το ελικωθούμενο πέταγε πάνω από τη θάλασσα
με τα μαβιά φύλλα. Την απέραντη και αδιαπέραστη,
αισθάνθηκε πανικό και απελπισία. «Πως μπορεί να τον
βρούμε εδώ μέσα;»
«Ανέφερες ότι προσεδαφίστηκε στην όχθη του ποταμού.
Βρες το αεροκίνητο. Θα 'χει κατασκηνώσει κάπου κοντά
του και δεν μπορεί να απομακρυνθεί πολύ απο την
κατασκήνωση. Η καταμέτρηση των ειδών είναι αργή
δουλειά. Να το ποτάμι».
«Να και το αεροκίνητο», είπε η Τομίκο, παρατηρώντας
την ξένη, μεταλλική αναλαμπή ανάμεσα στα φυτικά
χρώματα και τις σκιές. «Εδώ είμαστε, λοιπόν».

Σταμάτησε το σκάφος στον αέρα και κρέμασε τη


σκάλα. Κατέβηκαν με τον Χάρφεξ. Η θάλασσα της ζωής
έκλεισε πάνω από τα κεφάλια τους.

Καθώς τα πόδια της ακουμπούσαν κάτω στο δάσος,


ξεκούμπωσε τη θήκη του όπλου της. Μετά, κοιτάζοντας
τον Χάρφεξ που ήταν άοπλος, άφησε ανέγγιχτο το όπλο.
Αλλά το χέρι της πλησίαζε ασυναίσθητα προς το μέρος
του. Δεν υπήρχε απολύτως κανένας ήχος μόλις
απομακρύνθηκαν μερικά μέτρα από το αργό, καφετί
ποτάμι, και το φως ήταν λιγοστό. Μεγάλοι κορμοί
ορθώνονταν σε αραιές αποστάσεις, σχεδόν κανονικές,
σχεδόν ίδιοι. Είχαν μαλακή επιφάνεια, μερικοί έδειχναν
λείοι και άλλοι πορώδεις, γκρίζοι ή καφεπράσινοι ή
καφετί, τους τριγύριζαν φυτά-παράσιτα σαν σωλήνες και
τους στόλιζαν επίφυτα, ενώ άπλωναν άκαμπτους
μπερδεμένους σωρούς από φύλλα μεγάλα σαν πιάτα,
σκούρα φύλλα που σχημάτιζαν ένα στρώμα σαν οροφή
20 - 30 μέτρα παχύ. Το χώμα κάτω από τα πόδια τους
ήταν ελαστικό σαν στρώμα και κάθε του εκατοστό ήταν
γεμάτο ρίζες και σκεπαζόταν με μικρά παχύφυτα.

«Να η σκηνή του», είπε η Τομίκο, τρομάζοντας από


τον ήχο της φωνής της, σ' αυτή την κολοσσιαία άφωνη
κοινότητα. Στη σκηνή ήταν ο υπνόσακος του Οσντεν,
μερικά βιβλία, ένα κουτί με τρόφιμα. Θα 'πρεπε να τον
φωνάζουμε, να ουρλιάζουμε γι αυτόν, σκέφτηκε, αλλά δεν
το πρότεινε. Ούτε ο Χάρφεξ. Εκαναν το γύρο της σκηνής,
προσεκτικοί να βλέπουν ο ένας τον άλλο μέσα στις άυλες
παρουσίες και την πυκνή καταχνιά. Εκείνη σκόνταψε
πάνω στο σώμα του Οσντεν, ούτε τριάντα μέτρα από τη
σκηνή, οδηγημένη προς τα εκεί από την ασπριδερή
γυαλάδα ενός σημειωματάριου. Κείτοταν μπρούμυτα
ανάμεσα σε δύο δέντρα με τεράστιες ρίζες. Το κεφάλι και
τα χέρια του ήταν σκεπασμένα με αίμα, μισό ξεραμένο,
ενώ λίγο έσταζε ακόμα, κατακόκκινο.
Ο Χάρφεξ έφτασε πλάι της και το χλωμό Χαϊνικό δέρμα
του φάνταζε πράσινο στο μισοσκόταδο. «Νεκρός;»
«Οχι. Χτυπήθηκε. Τον χτύπησαν. Από πίσω». Τα
δάχτυλα της Τομίκο έψαξαν το ματωμένο κρανίο, τους
κροτάφους και τον αυχένα. «Οπλο ή εργαλείο... Δεν
βρίσκω σπάσιμο».
Καθώς γύρισε το σώμα του Οσντεν ανάσκελα για τον
σηκώσουν, τα μάτια του άνοιξαν. Εκείνη τον κρατούσε,
σκυμμένη κοντά στο πρόσωπό του. Τα χλωμά του χείλη
συσπάσθηκαν. Ενας θανάσιμος φόβος φώλιασε μέσα
της. Ούρλιαξε δυνατά δύο ή τρεις φορές και προσπάθησε
να φύγει τρέχοντας, παραπατώντας και πέφτοντας μέσα
στο φρικτό μισοσκόταδο. Ο Χάρφεξ την άρπαξε, και στο
πιάσιμό του και στον ήχο της φωνής του, ο πανικός
ελαττώθηκε. «Τι είναι; Τι είναι;» έλεγε.
«Δεν ξέρω», κλαψούρισε αυτή. Ο χτύπος της καρδιάς της
την αναστάτωνε ακόμα και δεν μπορούσε να δει καθαρά.
«Ο φόβος... το... πανικοβλήθηκα. Οταν είδα τα μάτια
του...»
«Είμαστε και οι δύο νευρικοί. Δεν μπορώ να το καταλάβω
αυτό».
«Είμαι καλά τώρα, εμπρός, πρέπει να τον φροντίσουμε».

Δουλεύοντας και οι δύο με άσκοπη βιασύνη, έσυραν


τον Οσντεν στην όχθη του ποταμού και πέρασαν ένα
σκοινί κάτω από τις μασχάλες του. Κρεμόταν σαν σακί,
κάπως στριμμένος, πάνω από την κολλώδη, σκούρα
θάλασσα από φύλλα. Τον τράβηξαν μέσα στο
ελικωθούμενο και ξεκίνησαν. Μέσα σ' ένα λεπτό πέταγαν
πάνω από ανοιχτά λιβάδια. Η Τομίκο εντόπισε την
περιοχή προσεδάφισης. Πήρε μια βαθιά ανάσα και
κοίταξε στα μάτια τον Χάρφεξ.
«Τρόμαξα τόσο πολύ που παραλίγο να λιποθυμούσα.
Ποτέ δεν μου 'χει ξανασυμβεί αυτό».
«Και εγώ ήμουνα... τρομοκρατημένος αδικαιολόγητα»,
είπε ο Χαϊνίτης και πραγματικά έδειχνε γερασμένος και
καταβεβλημένος. Οχι τόσο άσχημα όσο εσύ. Αλλά εξίσου
αδικαιολόγητα».
«Ηταν όταν ήμουν σε επαφή μαζί του, όταν τον
κρατούσα. Προς στιγμήν έδειχνε σαν να ΄χει τις αισθήσεις
του».

«Εμπάθεια;... Ελπίζω να μπορέσει να μας πει τι του


επιτέθηκε».

Ο Οσντεν, σαν σπασμένη κούκλα σκεπασμένη με


λάσπη και αίμα, ήταν μισοξαπλωμένος όπως τον είχαν
τσουβαλιάσει στις πίσω θέσεις μεσ' στην παλαβή
βιασύνη τους να βγουν από το δάσος.

Ακόμα μεγαλύτερος πανικός συνόδευσε την άφιξή


τους στη βάση. Η αναποτελεσματική βιαιότητα της
επίθεσης ήταν μακάβρια και ακατανόητη. Αφού ο Χάρφεξ
πεισματικά αρνιόταν οποιαδήποτε πιθανότητα ύπαρξης
ζωικού βασιλείου, άρχισαν να κάνουν υποθέσεις για
ευαίσθητα φυτά, φυτικά τέρατα, ψυχικές προβολές. Η
υποβόσκουσα φοβία της Τζέννυ Τσονγκ εκδηλώθηκε και
δεν μιλούσε πια για τίποτε άλλο εκτός από Σκοτεινά Εγώ
που ακολουθούσαν τους ανθρώπους πίσω από την
πλάτη τους. Αυτή και η Ολλερού και ο Πόρλοκ είχαν
γυρίσει πίσω στη βάση. Και κανείς δεν είχε πια διάθεση
να βγει έξω.
Ο Οσντεν είχε χάσει πολύ αίμα μέσα στις τρεις ή τέσσερις
ώρες που κειτόταν μόνος του, και η διάσειση και οι
σοβαροί μώλωπες του είχαν προκαλέσει σοκ και κάτι σαν
κώμα. Οσο συνερχόταν και άρχισε να εμφανίζει πυρετό,
ζήτησε αρκετές φορές τον «Δόκτορα», με παραπονιάρικη
φωνή. «Δόκτωρ Χάμμεργκελντ...» Οταν ανάκτησε
εντελώς τις αισθήσεις του, μετά από δύο από εκείνες τις
μεγάλες ημέρες, η Τομίκο φώναξε τον Χάρφεξ στην
καμπίνα του.

«Οσντεν: Μπορείς να μας πεις τι σου επιτέθηκε;»


Τα ανοιχτόχρωμα μάτια απέφυγαν το πρόσωπο του
Χάρφεξ.
«Σου επιτέθηκαν», είπε η Τομίκο απλά. Το φευγαλέο
βλέμμα της ήταν φρικτά οικείο, αλλά ήταν για τρός και
άντεχε το πλήγμα. «Μπορεί να μην το θυμάσαι ακόμα.
Κάτι σου επιτέθηκε. Ησουνα στο δάσος...»
«Α!» κράυγασε και τα μάτια του έλαμψαν και τα
χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν. «Το δάσος..., στο
δάσος...»
«Τι υπάρχει στο δάσος;»
Πήρε μια βαθιά αναπνοή, ασθμαίνοντας. Το πρόσωπό
του πήρε ένα ύφος πιο καθαρής κατανόησης. Μετά από
λίγο είπε, «Δεν ξέρω».
«Μήπως είδες τι σου επιτέθηκε;» είπε ο Χάρφεξ.
«Δεν ξέρω».
«Μπορεί οι ζωές όλων μας να εξαρτώνται από αυτό.
Πρέπει να μας εξηγήσεις τι είδες!»
«Δεν ξέρω» είπε ο Οσντεν σιγοκλαίγοντας
εξασθενημένος. Ηταν πολύ άσχημα για να κρύψει το
γεγονός ότι έκρυβε την απάντηση, κι όμως δεν την έλεγε.
Ο Πόρλοκ, εκεί δίπλα, μασούσε το μουστάκι του που είχε
το χρώμα του πιπεριού, καθώς προσπαθούσε να
ακούσει τι λεγόταν στην καμπίνα. Ο Χάρφεξ έσκυψε
πάνω από τον Οσντεν και είπε «Θα μας πεις θες δε
θες...» Η Τομίκο αναγκάστηκε να επέμβει.
Ο Χάρφεξ συγκρατήθηκε με μια προσπάθεια που
επώδυνο να την παρατηρείς. Εφυγε αμίλητος για την
καμπίνα του, όπου χωρίς αμφιβολία, πήρε διπλή ή
τριπλή δόση ηρεμιστικών. Οι άλλοι αντρες και γυναίκες
σκορπισμένοι στο μεγάλο εύθραυστο κατασκεύασμα που
περιλάμβανε ένα μακρόστενο, κύριο δωμάτιο και δέκα
καμπίνες ύπνου, δεν είπαν τίποτε, αλλά έδειχναν
θλιμμένοι και ευέξαπτοι.

Ο Οσντεν, όπως πάντα, έτσι και τώρα, τους είχε στο


χέρι. Η Τομίκο τον κοίταξε με ένα κύμα μίσους να καίει
στο λαιμό της σαν χολή. Αυτός ο τεράστιος εγωισμός που
τρεφόταν με τα αισθήματα των άλλων, αυτή η απόλυτη
εγωκεντρικότητα, ήταν χειρότερη από οποιαδήποτε
δυσμορφία της σάρκας. Σαν τέρας εκ γενετής, δεν
θάπρεπε να έχει ζήσει. Δεν θάπρεπε να είναι ζωντανός.
Επρεπε να έχει πεθάνει. Γιατί δεν του 'χαν ανοίξει το
κεφάλι στα δύο;

Καθώς κειτόταν ανάσκελα με τα χέρια αβοήθητα στα


πλευρά του, τα άχρωμα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, και
δάκρυα κυλούσαν από τις γωνίες. Προσπάθησε να
οπισθοχωρήσει. «Μη», είπε με αδύναμη, τραχιά φωνή
και προσπάθησε να σηκώσει τα χέρια του για να
προστατέψει το κεφάλι του. «Μη!»
Εκείνη κάθησε κάτω στο σκαμνί πλάι στη κουκέτα κι
ύστερα από λίγο ακούμπησε το χέρι της στο δικό του.
Αυτός προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά δεν είχε τη
δύναμη.
Μια μακριά σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.
«Οσντεν», μουρμούρισε, «Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ.
Θέλω το καλό σου. Ασε με να θέλω το καλό σου, Οσντεν.
Δεν θέλω να σε βλάψω. Ακου, τώρα καταλαβαίνω. Ηταν
ένας από μας. Εχω δίκιο, δεν είν' έτσι; Οχι, μην απαντάς,
μόνο πες μου αν έχω άδικο. Αλλά δεν έχω... Φυσικά και
υπάρχουν ζώα σ' αυτόν τον πλανήτη. Δέκα για την
ακρίβεια. Δεν με νοιάζει ποιος ήταν. Δεν έει σημασία, έτσι
δεν είναι; Θα μπορούσα να είμαι εγώ, πριν από λίγο.Το
καταλαβαίνω αυτό. Δεν καταλαβαίνω πώς είναι, Οσντεν.
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι για μας
να καταλάβουμε... Αλλά άκου. Αν ήταν αγάπη, αντί για
μίσος και φόβο... Δεν είναι ποτέ αγάπη;»
«Οχι».
«Γιατί όχι; Γιατί δεν θα 'πρεπε να είναι ποτέ; Είναι όλα τα
ανθρώπινα πλάσματα τόσο αδύναμα; Αυτό είναι
τρομερό. Δεν πειράζει, δεν πειράζει, μην ανησυχείς.
Κάτσε ήσυχος. Τουλάχιστον τώρα δεν είναι μίσος, έτσι
δεν είναι; Είναι συμπάθεια, ανησυχία, καλή πρόθεση. Το
νιώθεις αυτό. Οσντεν; Το νιώθεις αυτό;»
«Ανάμεσα... σε άλλα πράγματα», είπε αυτός, σχεδόν
χωρίς να ακούγεται.
«Θόρυβοι από το ασυνείδητό μου, υποθέτω. Κι όλοι οι
άλλοι στο δωμάτιο... Ακου, όταν σε βρήκαμε εκεί στο
δάσος, όταν προσπάθησα να σε γυρίσω ανάσκελα,
ξύπνησες για λίγο και αισθάνθηκα φρίκη για σένα. Για μια
στιγμή τρελάθηκα από το φόβο μου. Ηταν άραγε ο δικός
σου φόβος για μένα που αισθάνθηκα;»
«Οχι».

Το χέρι της ήταν ακόμα πάνω στο δικό του κι αυτός


ήταν αρκετά ήρεμος, κόντευε να τον πάρει ο ύπνος, σαν
ένας άνθρωπος που πονάει και του ανακούφισαν τον
πόνο. «Το δάσος», μουρμούρισε. Μόλις που τον
καταλάβαινε. «Φοβάται».
Δεν τον πίεσε άλλο, αλλά κράτησε το χέρι της πάνω στο
δικό του και τον παρακολούθησε ν' αποκοιμιέται. Ηξερε τι
αισθανόταν και συνεπώς τι θάπρεπε να αισθάνεται και
εκείνος. Ηταν σίγουρος γι' αυτό. Υπάρχει μόνο ένα
συναίσθημα, ή κατάσταση ύπαρξης, που μπορεί τόσο
ολοκληρωτικά να αντιστραφεί, να πολωθεί μέσα σε ένα
λεπτό. Στα Μεγάλα Χαϊνικά υπάρχει μόνο μια λέξη, οντά,
για την αγάπη και το μίσος. Δεν ήταν ερωτευμένη με τον
Οσντεν φυσικά, αλλά ήταν άλλη υπόθεση. Αυτό που
ένιωθε για κείνον ήταν οντά, πολωμένο μίσος. Κρατούσε
το χέρι του και ένα ηλεκτρικό ρεύμα κυκλοφορούσε
ανάμεσά τους, ο τρομερός ηλεκτρισμός της αφής, που
εκείνος πάντα φοβόταν. Καθώς κοιμόταν, ο κύκλος των
μυώνων που διαγαφόταν καθαρά γύρω από το στόμα
του χαλάρωσε, και η Τομίκο είδε πάνω στο πρόσωπό του
κάτι που κανείς τους δεν είχε δει ποτέ, πολύ αχνό ένα
χαμόγελο. Εσβησε. Κοιμόταν.
Ηταν ανθεκτικός. Την άλλη μέρα ήταν καθιστός και
πεινασμένος. Ο Χάρφεξ ήθελε να τον ανακρίνει, αλλά η
Τομίκο τον απέτρεψε. Κρέμασε ένα νάυλον φύλλο πάνω
από την πόρτα της καμπίνας, όπως συχνά έκανε ο ίδιος
ο Οσντεν. «Πραγματικά μειώνει την εμπαθητική σου
δεκτικότητα;» ρώτησε, και εκείνος απάντησε με το
στεγνό, προσεκτικό ύφος που χρησιμοποιούσαν τώρα
μεταξύ τους: «Οχι».
«Μόνο προειδοποιεί, τότε».
«Εν μέρει. Πιο πολύ αυθυποβολή. Ο Δρ Χάμμεργκελντ
πίστευε ότι δουλεύει... Μπορεί να κάνει κάτι, λίγο όμως».

Μια φορά είχε υπάρξη αγάπη. Ενα


τρομοκρατημένο παιδί, που
ασφυκτιούσε μέσα στην παλίρροια
των τεραστίων αισθημάτων των
ενηλίκων, ένα παιδί που πνιγόταν,
σώθηκε από έναν άντρα. Εμαθε ν'
αναπνέει, να ζει, από έναν άντρα.
Πήρε τα πάντα, όλη την αγάπη και την
προστασία, από έναν άντρα. Πατέρας
/ Μητέρα / Θεός: Κανείς άλλος.

«Ζει ακόμα;» ρώτησε η Τομίκο, γιατί σκέφτηκε την


απίστευτη μοναξιά τον Οσντεν με την περίεργη
σκληρότητα των μεγάλων γιατρών. Σοκαρίστηκε όταν
άκουσε το βεβιασμένο, μεταλλικό γέλιο του. «Πέθανε εδώ
και δυόμισι αιώνες τουλάχιστον» είπε ο Οσντεν. «Ξεχνάς
που βρισκόμαστε, Συντονίστρια; Εχουμε όλοι αφήσει
πίσω τις μικρές μας οικογένειες...»

Εξω από την πλαστική κουρτίνα, τα οκτώ υπόλοιπα


ανθρώπινα όντα στον Κόσμο 4470 κινούνταν αόριστα. Οι
φωνές τους ήταν χαμηλές και βεβιασμένες. Ο Εσκβάνα
κοιμόταν. Η Πόσγουετ Του ήταν σε θεραπεία. Η Τζέννυ
Τσονγκ προσπαθούσε να στρίψει τα φώτα στην καμπίνα
της έτσι ώστε να μην ρίχνουν σκιά.
«Είναι όλοι φοβισμένοι», είπε η Τομίκο φοβισμένη.
«Εχουν όλοι τη δική τους άποψη γι' αυτό που σου
επιτέθηκε. Κάτι σαν πατατοπίθηκος, γιγάντιο σπανάκι
που δαγνώνει, δεν ξέρω... Ακόμα και ο Χάρφεξ. Μπορεί
να 'χεις δίκιο που δεν τους εξαναγκάζεις να δουν. Αυτό
θα ήταν χειρότερο, να χάσουν την εμπιστοσύνη τους ο
ένας στον άλλον. Αλλά γιατί τρέμουμε τόσο πολύ,
ανίκανοι να αντιμετωπίσουμε το γεγονός, γιατί
καταρρέουμε τόσο εύκολα; Είμαστε στ' αλήθεια όλοι μας
τρελλοί;»
«Σύντομα θα αποτρελαθούμε».
«Γιατί;»
«Υπάρχει κάτι». Εκλεισε το στόμα και οι μυς των χειλιών
του προεξείχαν άκαμπτοι.
"Κάτι που αισθάνεται;»
«Μια αισθητικότητα».
«Στο δάσος;»
Ενευσε καταφατικά.
«Τι είναι λοιπόν...;»
«Ο φόβος». Αρχισε να δείχνει πάλι ανήσυχος και κινείτο
συνεχώς. «Οταν έπεσα εκεί, ξέρεις, δεν έχασα τις
αισθήσεις μου αμέσως. Η συνεχώς τις επανακτούσα για
λίγο. Δεν ξέρω. Ηταν πιο πολύ σαν να ΄μουνα
παράλυτος».
«Ησουνα»
«Ημουνα στο έδαφος. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Το
πρόσωπό μου ήταν μέσα στη λάσπη, σ' αυτό το μαλακό
συνονθύλευμα από φύλλα. Εμπαινε στα ρουθούνια και
στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να κινηθώ. Δεν μπορούσα
να δω. Σαν να ήμουνα μέσα στο έδαφος. Βυθισμένος
μέσα σ' αυτό, σε ένα τμήμα του. Ηξερα ότι βρίσκομαι
ανάμεσα σε δύο δέντρα, παρ' όλο που δεν τα είδα ποτέ.
Φαντάζομαι ότι μπορεί να αισθανόμουνα τις ρίζες. Από
κάτω μου, το έδαφος, πολύ χαμηλά μέσα στο έδαφος. Τα
χέρια μου ήταν ματωμένα, το ένιωθα αυτό, και το άιμα
έκανε τη λάσπη να κολλάει στο πρόσωπό μου.
Αισθάνθηκα το φόβο. Μεγάλωνε συνέχεια. Σαν να
ήξεραν τελικά ότι είμαι εκεί, ότι ήμουνα ξαπλωμένος
πάνω τους, από κάτω τους, ανάμεσά τους, το πράγμα
που φοβούνταν, μέρος του ίδιου τους του φόβου. Ηταν
αδύνατο να συγκρατήσω το φόβο που γύριζε πίσω σ'
αυτά και μεγάλωνε διαρκώς, και δεν μπορούσα να
απομακρυνθώ. Τότε νομίζω ότι λιποθυμούσα, αλλά ο
φόβος με συνέφερνε ξανά, όμως ακόμα δεν μπορούσα
να κουνηθώ. Οπως και αυτά δεν μπορούν».

Η Τομίκο ένιωσε τις τρίχες της να ορθώνονται, τα


συμπτώματα του τρόμου να εμφανίζονται. «Αυτά; Ποιά
είναι αυτά, Οσντεν;»
«Αυτά, αυτό, δεν ξέρω. Ο φόβος».

«Μα τι λέει;» ρώτησε ο Χάρφεξ όταν η Τομίκο του


ανέφερε αυτήν τη συνομιλία. Δεν άφημε τον Χάρφεξ να
τον ανακρίνει ακόμα απ' ευθείας, νιώθοντας ότι θα
'πρεπε να προστατεύσει τον Οσντεν από την επίθεση
των δυνατών, καταπιεσμένων συναισθημάτων του
Χαϊνίτη. Δυστυχώς αυτό αναζωπύρωσε τη σιγανή φωτιά
παρανοϊκής ανησυχίας που έκαιγε τον φτωχό Χαρφεξ,
που υπέθεσε ότι η Τομίκο και ο Οσντεν είχαν κάνει ένα
είδος συνωμοσίας για να κρύψουν κάποιο γεγονός
μεγάλης σημασίας ή κάποιον κίνδυνο από την υπόλοιπη
ομάδα.
«Είναι σαν τον τυφλό που προσπαθεί να περιγράψει
έναν ελέφαντα. Ο Οσντεν δεν είχε ούτε άκουσε την...
αισθητικότητα περισσότερο από μας».
«Αλλά την αισθάνθηκε, αγαπητή μου Χάιτο», είπε ο
Χάρφεξ με οργή που μόλις κρυβότανε. «Οχι εμπαθητικά.
Πάνω στο κρανίο του. Ηρθε και τον χτύπησε με ένα
αμβλύ αντικείμενο και τον έριξε κάτω. Δεν πρόλαβε να
ρίξει ούτε μια ματιά;»
«Τι θα μπορούσε να δει, Χάρφεξ;» ρώτησε η Τομίκο,
αλλά εκείνος δεν κατάλαβε το υπονοούμενο που έκρυβαν
τα λόγια της. Ακόμα και εκείνος είχε αποκλείσει αυτή τη
πιθανότητα. Αυτό που φοβόταν κανείς του είναι ξένο. Ο
δολοφόνος έρχεται απ' έξω, είναι κάποιος άλλος, δεν
είναι ένας από μας. Το κακό δεν είναι μέσα μου!»
«Το πρώτο χτύπημα τον έβγαλε εντελώς νοκ-ουτ», είπε η
Τομίκο λίγο κουρασμένα, «δεν είδε τίποτε. Αλλά όταν
συνήλθε πάλι, μόνος στο δάσος, ένιωσε έναν μεγάλο
φόβο. Οχι το δικό του φόβο, ένα αποτέλεσμα εμπάθειας.
Είναι σίγουρος γι' αυτό. Και είναι σίγουρος πως δεν είναι
κάτι που εξέπεμψε κάποιος από μας. Οπότε προφανώς
οι μορφές ζωής στον πλανήτη δεν είναι εντελώς ανίκανες
να αισθανθούν».

Ο Χάρφεξ την κοίταξε για λίγο, συνοφρυωμένος.


Προσπαθείς να με φοβίσεις, Χάιτο. Δεν μπορώ να
καταλάβω τις προθέσεις σου». Σηκώθηκε και πήγε στο
τραπέζι του εργαστηρίου του, περπατώντας αργά,
άκαμπτος σαν να ΄ταν ογδόντα χρονών και όχι σαράντα.
Κοίταξε γύρω, τους άλλους. Ενιωσε κάτι σαν απελπισία.
Η καινούργια, εύθραυστη και βαθιά αλληλεξάρτησή της
με τον Οσντεν της έδινε πρόσθετη δύναμη, αυτό το ήξερε
καλά. Αλλά αν ο Χάρφεξ δεν μπορούσε να κρατήσει την
ψυχραιμία του, ποιος από τους άλλους θα μπορούσε; Ο
Πόρλοκ και ο Εκσβάνα είχαν κλειστεί στις καμπίνες τους,
οι άλλοι όλοι δούλευαν ή ήταν απασχολημένοι με κάτι.
Υπήρχε κάτι περίεργο στη στάση τους. Για λίγο η
Συντονίστρια δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν, μετά
είδε ότι κανένας δεν καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στο
γειτονικό δάσος. Αν και έπαιζε σκάκι με τον Ασνάνιφόιλ, η
Ολλερού είχε μετακινήσει την καρέκλα της σε σημείο που
ήταν σχεδόν πλάι με τη δική του.
Πήρε στον Μάννον, που διαμέλιζε κάτι μπερδεμένες
αραχνοειδείς καφέ ρίζες και τον ρώτησε αν ξέρει τι γίνεται
γύρω του. Το κατάλαβε αμέσως, και είπε με ασυνήθιστη
λακωνικότητα: «Περιμένουν τον εχθρό».
«Ποιον εχθρό; Τι αισθάνεσαι εσύ, Μάννον;» Μια ελπίδα
γεννήθηκε μέσα της λοτι σαν ψυχολόγος θα πλησίαζε
καλύτερα αυτόν το σκοτεινό κόσμο των υπονοουμένων
και της εμπάθειας όπου αποτυχαίνουν οι βιολόγοι.

«Αισθάνομαι μια ζωηρή ανησυχία με συγκεκριμένο


προσανατολισμό στο χώρο. Αλλά δεν είμαι εμπαθητικός.
Συνεπώς η ανησυχία μπορεί να ερμηνευτεί λόγω της
ιδιαίτερης κατάστασης στρες, δηλαδή της επίθεσης που
δέχτηκε ένα μέλος της ομάδας στο δάσος, όπως και
λόγω της συνολικής κατάστασης στρες, δηλαδή της
παρουσίας μου σε ένα εντελώς ξένο περιβάλλον, για το
οποίο οι αρχετυπικές σημασίες της λέξης
΄δάσος΄αποτελούν ένα αναπόφευκτο συμβολισμό».

Ωρες αργότερα, η Τομίκο ξύπνησε ακούγοντας τον


Οσντεν να ουρλιάζει σ' ένα εφιάλτη. Ο Μάννον
προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, κι αυτή βυθίστηκε ξανά
στα δικά της σκοτεινά και αδιέξοδα όνειρα. Το πρωί ο
Εσκβάνα δεν ξύπνησε. Δεν τον ξυπνούσαν ούτε
διεργετικά φάρμακα. Επέμενε στον ύπνο του, ενώ
συνεχώς βυθιζόταν όλο και περισσότερο, μέχρι που
εντελώς παραιτημένος, κείτοταν κουλουριασμένος στο
πλάι, με τον αντίχειρα στο στόμα, φευγάτος.
«Δύο μέρες. Δύο θύματα. Δέκα μικροί νέγροι, εννιά
μικροί νέγροι...» Αυτός ήταν ο Πόρλοκ.
«Και εσύ είσαι ο επόμενος μικρός νέγρος», του πέταξε η
Τζέννυ Τσονγκ. «Αντε κάνε μια ανάλυση ούρων,
Πόρλοκ!»
«Θα μας τρελλάνει όλους», είπε ο Πόρλοκ, όρθιος,
κουνώντας το αριστερό του χέρι. «Δεν το αισθάνεστε; Για
το Θεό, είσαστε όλοι κουφοί και τυφλοί; Δεν
καταλαβαίνετε τι κάνει, τι φταίει για όλα; Ολα ξεκινούν
από αυτόν - από το δωμάτιό του εκεί πέρα - από το
μυαλό του. Θα μας τρελλάνει όλους από το φόβο!»
«Ποιος θα το κάνει αυτό;» είπε ο Ασνάνιφόιλ, τεράστιος,
τριχωτός και ορμητικός πάνω από τον κοντό Γήινο.

«Πρέπει να πω το όνομά του; Ο Οσντεν, λοιπόν. Ο


Οσντεν! Ο Οσντεν! Γιατί φαντάζεσαι ότι προσπάθησα να
τον σκοτώσω; Σε αυτοάμυνα! Για να γλιτώσω όλους
εμάς! Γιατί δεν καταλαβαίνετε τι μας κάνει. Σαμποτάρησε
την αποστολή με το να μας βάζει να τσακωνόμαστε, και
τώρα θα μας τρελλάνει όλους προβάλλοντας φόβο στο
μυαλό μας, τόσο που δεν μπορούμε να κοιμηθούμε ούτε
να σκεφτούμε, σαν ένας τεράστιος ασύρματος, που δεν
βγάζει κανέναν ήχο, αλλά εκπέμεπι συνεχώς, και δεν
μπορείς να κοιμηθείς, ούτε να σκεφτείς. Η Χάιτο και ο
Χάρφεξ είναι κιόλας κάτω από τον έλεγχο του, αλλά οι
υπόλοιποι από εσάς μπορείτε να σωθείτε. Επρεπε να το
κάνω!»
«Δεν το έκανες πολύ καλά», είπε ο Οσντεν, όρθιος στην
πόρτα της σκηνής του, μισόγυμνος. Όλο επιδέσμους.
Εγώ ο ίδιος θα μπορούσα να χτυπήσω τον εαυτό μου
πιο δυνατά. Διάβολε, δεν είμαι εγώ που σε τυφλώνω από
τον τρόμο, Πόρλοκ, είναι κάτι εκεί πέρα, πέρα στο
δάσος!»

Ο Πόρλοκ έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να


επιτεθεί στον Οσντεν. Ο Ασνάνιφόιλ τον συγκράτησε και
συνέχισε να τον κρατάει χωρίς προσπάθεια ενώ ο
Μάννον του έκανε μια ηρεμιστική ένεση. Τον
απομάκρυναν ενώ φώναζε για γιγάντιους ασύρματους.
Σε ένα λεπτό έδρασε το ηρεμιστικό και ακολούθησε τον
Εσκβάνα στην ήρεμη σιωπή του.
«Εντάξει», είπε ο Χάρφεξ. «Τώρα, Οσντεν, θα μας πεις τι
ξέρεις, όλα όσα ξέρεις».
Ο Οσντεν είπε, «Δεν ξέρω τίποτα».
Εδειχνε καταβεβλημένος και αδύναμος. Η Τομίκο τον
έβαλε να καθήσει πριν μιλήσει.
«Μετά τρεις μέρες που ήμουνα στο δάσος, νόμισα ότι
λάμβανα περιστασιακά ένα είδος σήματος».
«Γιατί δεν το ανέφερες:»
«Νόμιζα ότι τρελαίνομαι, σαν τους υπόλοιπους εσάς».
«Κι αυτό θα έπρεπε εξίσου να αναφερθεί».
«Θα με καλούσατε πίσω στη βάση. Δεν το άντεχα.
Καταλαβαίνετε ότι ήταν λάθος που με συμπεριέλαβαν
στην αποστολή. Δεν είμαι ικανός να συνυπάρχω με άλλες
εννέα νευρωτικές προσωπικότητες, τόσο κοντά. Ηταν
λάθος μου που δήλωσα εθελοντής για την Υστατη
Εξερεύνηση, και ήταν λάθος των αρχών που με
δέχτηκαν».

Κανείς δεν μιλούσε. Αλλά η Τομίκο είδε, αυτή τη φορά


με βεβαιότητα, την κίνηση των ώμων του Οσντεν και το
σφίξιμο στους μυς του προσώπου του την ώρα που
κατέγραφε την πικρή τους συναίνεση.

«Οπως και να 'χει, δεν ήθελα να έρθω πίσω στη βάση


γιατί ήμουνα περίεργος. Ακόμα κι αν κόντευα να
τρελλαθώ, πως μπορούσα να λαμβάνω εμπαθητικά
σήματα αφού δεν υπήρχε κανένα πλάσμα που να τα
εκπέμπει; Δεν ήταν πολύ άσχημα τότε. Πολύ αόριστα.
Περίεργα. Σαν ένα ρεύμα σε κλειστό δωμάτιο, σαν ένα
τρεμόπαιγμα στην άκρη του βλεφάρου σου. Τίποτε
σημαντικό».

Για ένα λεπτό παρασύρθηκε από αυτούς που τον


άκουγαν. Τον άκουγαν, όποτε μιλούσε. Ηταν στο απόλυτο
έλεός τους. Αν τον αντιπαθούσαν, γινόταν ο μισητός. Αν
τον κορόϊδευαν γινόταν γελοίος. Αν τον άκουγαν γινόταν
ο αφηγητής. Ηταν αναπόδραστα υπάκουος στις επιταγές
των αισθημάτων τους, των αντιδράσεών τους, των
διαθέσεών τους. Και ήταν επτά, πάρα πολλοί για να τα
βγάλει πέρα, κι έτσι ήταν αναγκασμένος να υποκύπτει
στου ενός ή στου άλλου τα βίτσια. Ακόμα και την ώρα
που μιλούσε και τον πρόσεχαν, κάποιος μπορούσε να
αφαιρεθεί: Η Ολλερού για παράδειγμα αισθανόταν ότι
δεν είναι αποκρουστικός, ο Χάρφεξ έψαχνε τη βαθύτερη
αιτία στα λόγια του, το μυαλό του Ασνανιφόιλ, που δεν
μπορούσε να το συγκρατήσει για πολλή ώρα, το
συγκεκριμένο, περιπλανιόταν προς την αιώνια ειρήνη
των αριθμών, και η Τομίκο αφαιρείτο από οίκτο, από
φόβο. Η φωνή του Οσντεν έτρεμε. Εχασε τον ειρμό.
«Ννν... νόμιζα ότι τα δέντρα», είπε και σταμάτησε.

«Δεν είναι τα δέντρα», είπε ο Χάρφεξ. «Δεν έχουν


νευρικό σύστημα, όχι περισσότερο από ό,τι έχουν τα
φυτά Χαϊνικής καταγωγής στη Γη. Κανένα».
«Βλέποντας τα δέντρα, χάνεις το δάσος, όπως λένε στη
Γη», είπε ο Μάννον, χαμογελώντας σατανικά. Ο Χάρφεξ
τον κοίταξε. «Τι έχεις να πεις γι' αυτούς τους κόμπους
από ρίζες που μας απασχολούν εδώ και είκοσι μέρες, ε;»
«Τι θες να πεις γι' αυτά;»
«Είναι, χωρίς αμφιβολία, σύνδεσμοι. Σύνδεσμοι ανάμεσα
στα δέντρα. Τώρα, ας υποθέσουμε ότι δεν ήξερες τίποτε
για τη λειτουργία του εγκεφάλου των ζώων. Και σου
δίνανε ένα νευρίτη, ή ένα αποκομμένο εγκεφαλικό
κύτταρο για εξέταση. Θα ΄σουνα σε θέση να ανακαλύψεις
περί τίνος πρόκειται ακριβώς; Θα μπορούσες να δεις ότι
το κύτταρο έχει αισθητικότητα;»
«Οχι. Γιατί δεν έχει. Ενα κύτταρο μόνο του είναι ικανό να
ανταποκριθεί σε ένα μηχανικό ερέθισμα. Τίποτε
περισσότερο. Υποθέτεις ότι τα ανεξάρτητα δενδρόμορφα
είναι «κύτταρα» σε ένα είδος εγκεφάλου, Μάννον;»
«Οχι ακριβώς. Απλώε σου υπενθυμίζω ότι είναι όλα
αλληλοσυνδεδεμένα, και με τους δεσμούς των ριζών και
με τα πράσινα επίφυτα στα κλαδιά. Ενας δεσμός
εξαιρετικής πολυπλοκότητας και φυσικής έκτασης. Μα
ακόμα και τα γρασίδια στα λιβάδια έχουν αυτές τις ρίζες-
συνδέσμους, έτσι δεν είναι; Ξέρω ότι η αισθητικότητα ή η
νοημοσύνη δεν είναι ένα αντικείμενο, δεν μπορείς να τη
βρεις, ή να την αναλύσεις, μέσα σε ένα εγκεφαλικό
κύτταρο. Είναι η λειτουργία των διασυνδεδεμένων
κυττάρων. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, η ίδια η
διασύνδεση. Η συνεκτικότητα. Δεν υπάρχει. Δεν
προσπαθώ να πω ότι υπάρχει. Απλώς μαντεύω ότι ο
Οσντεν θα μπορούσε να το περιγράψει».

Και ο Οσντεν συνέχισε, σαν υπνωτισμένος.


«Αισθητικότητα χωρίς αισθήσεις. Τυφλά, κουφά, άνευρα,
ακίνητα. Κάποια ερεθιστικότητα, ανταπόκριση στην αφή.
Ανταπόκριση στον ήλιο, στο φως, στο νερό, στα χημικά
στοιχεία του εδάφουςπου περιβάλλει τις ρίζες. Τίποτε
που να μπορεί να κατανοήσει ένα ζωικό μυαλό.
Παρουσία χωρίς μυαλό. Συνείδηση της ύπαρξης, χωρίς
αντικείμενο ή υποκείμενο. Νιρβάνα».

«Τότε γιατί αισθάνεσαι φόβο;» ρώτησε η Τομίκο με


χαμηλή φωνή.
«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς δημιουργείται
η συνείδηση των αντικειμένων, των άλλων: μια
ανεπαίσθητη αντίδραση... Αλλά υπήρχε ένα μούδιασμα,
για μέρες. Κι ύστερα ήμουνα ξαπλωμένος ανάμεσα σε
δύο δέντρα και το αίμα μου έτρεχε στις ρίζες τους...» το
πρόσωπο του Οσντεν γυάλιζε από τον ιδρώτα. «Εγινε
τρόμος», είπε τρεμουλιαστά. «Μόνο τρόμος».
«Αν υπάρχει κάποια τέτοια λειτουργία», είπε ο Χάρφεξ,
«δεν θα 'πρεπε να μπορεί να συλλάβει μια κινούμενη
υλική οντότητα, ούτε να αντιδρά στην παρουσία της. Δεν
θα μπορούσε να αντιληφθεί εμάς, όπως εμείς δεν
μπορούμε να συλλάβουμε την αιωνιότητα».
«Η ησυχία αυτών των απέραντων εκτάσεων με
τρομοκρατεί», μουρμούρισε η Τομίκο. «Ο Πασκάλ είχε
συνείδηση της απεραντοσύνης. Μέσω του φόβου».
«Για ένα δάσος», είπε ο Μάννον, «θα 'πρεπε να
φαινόμαστε σαν πυρκαγιές. Τυφώνες. Κίνδυνοι. Ο,τι
κινείται γρήγορα είναι επικίνδυνο για ένα φυτό. Κάτι που
δεν έχει ρίζα είναι ξένο, τρομακτικό. Και αν έχει
συνείδηση, μοιάζει πολύ πιθανό να αντιλήφθηκε τον
Οσντεν, που το μυαλό του είναι ανοιχτό στην επικοινωνία
με όλα τα είδη όσο έχει τις αισθήσεις του, να κείτεται
πονεμένος και φοβισμένος μέσα του, εντελώς μέσα σ'
αυτό. Διόλου περίεργο που φοβήθηκε...
«Οχι αυτό'», είπε ο Χάρφεξ. «Δεν υπάρχει ύπαρξη,
τεράστιο πλάσμα, άτομο! Το πολύ πολύ να υπάρχει μια
λειτουργία...»
«Υπάρχει μόνο ο φόβος», είπε ο Οσντεν.
Εμειναν όλοι σιωπηλοί για λίγο και αφουγκράζονταν την
απέραντη σιωπή.
«Αυτό είναι που νιώθω συνέχεια πίσω μου;» ρώτησε η
Τζέννυ Τσονγκ, υποταγμένη.

Ο Οσντεν ένευσε καταφατικά. «Το αισθάνεστε όλοι,


όσο κουφοί και αν είσατε. Ο Εσκβάνα χειρότερα από
όλους, γιατί πραγματικά έχει κάποια εμπαθητική
ικανότητα. Θα μπορούσε να εκπέμπει αν μάθαινε πως,
αλλά είναι πολύ αδύναμος, ποτέ δεν θα είναι τίποτε
περισσότερο από ένα διάμεσο».
«Ακουσε Οσντεν», είπε η Τομίκο, «εσύ μπορείς να
στείλεις. Τότε στείλε σ' αυτό - στο φόβο, στο δάσος εκεί
πέρα - πές του ότι δεν θα το πειράξουμε. Αφού έχει, ή
είναι, ένα είδος δέκτη που μεταφράζει τις συγκινήσεις
που νιώθουμε δεν μπορείς να του μεταφράσεις και συ;
Στείλε ένα μήνυμα, Είμαστε Ακίνδυνοι, Είμαστε Φίλοι».
«Πρέπει να ξέρεις ότι κανείς δεν μπορεί να εκπέμψει ένα
ψεύτικο εμπαθητικό μήνυμα, Χάιτο. Δεν μπορώ να στείλω
κάτι που δεν υπάρχει».
«Αλλά δεν έχουμε κακό σκοπό, είμαστε φίλοι».
«Μα είμαστε; Στο δάσος, όταν με μαζέψατε
αισθανόσασταν φίλοι;»

«Οχι. Ημασταν τρομοκρατημένοι. Αλλά αυτό ήταν το


ίδιο το δάσος, τα φυτά, όχι ο δικός μου φόβος, έτσι δεν
είναι;»
«Και ποια είναι η διαφορά; Αυτό αισθανόσουνα. Δεν το
βλέπεις», και η φωνή του Οσντεν υψώθηκε από την
απελπισία, «γιατί σας αντιπαθώ και εσείς με αντιπαθείτε,
όλοι σας; Δεν το καταλαβαίνετε ότι εκπέμπω όλα τα
αρνητικά και επιθετικά αισθήματα που αισθανθήκατε για
μένα από τότε που πρωτοσυναντηθήκαμε; Σας
επιστρέφω την επιθετικότητά σας, με πολλές ευχαριστίες.
Το κάνω σαν αυτοάμυνα. Σαν τον Πόρλοκ. Κι όμως είναι
αυτοάμυνα. Είναι η μόνη τεχνική που έχω μάθει για να
αντικαθηστώ την αρχική μου άμυνα της απόλυτης
απόσυρσης από τους άλλους. Δυστυχώς λειτουργεί ένα
κλειστό κύκλωμα που συντηρεί και δυναμώνει το
αίσθημα. Η αρχική σας αντίδραση απέναντί μου ήταν η
ενστικτώδης αντιπάθεια για τον σακάτη. Τώρα φυσικά
έχει γίνει μίσος. Πως γίνεται να μην καταλαβαίνετε τι
θέλω να πω; Το δάσος - μυαλό εκεί πέρα εκπέμπει μόνο
φόβο, τώρα, και το μόνο μήνυμα που μπορώ να τοστείλω
είναι φόβος, γιατί όταν το πλησιάζω, το μόνο που μπορώ
να αισθανθώ είναι φόβος!»
"Τι μπορούμε να κάνουμε, τότε;» είπε η Τομίκο, και ο
Μάννον απάντησε αμέσως: «Να αλλάξουμε
κατασκήνωση. Σε άλλη ήπειρο. Αν υπάρχουν φυτικά
μυαλά εκεί πέρα, θα αργήσουν να μας αντιληφθούν, όσο
άργησε και αυτό . Μπορεί να μην μας προσέξουν
καθόλου».

«Θα ήταν σημαντική ανακούφιση», παρατήρησε ο


Οσντεν ξερά. Οι άλλοι τον κοίταζαν με μια καινούρια
περιέργεια. Είχε αποκαλύψει τον εαυτό του, το είχαν δει
όπως είναι, έναν αβοήθητο άνθρωπο μέσα σε παγίδα.
Ισως, σαν την Τομίκο, να είχαν δει ότι η ίδια η παγίδα, ο
χονδροειδής και σκληρός εγωισμός του, ήταν δικό τους
κατασκεύασμα, όχι δικό του. Είχαν κατασκευάσει το
κλουβί και τον είχαν κλείσει μέσα και σαν φυλακισμένος
πίθηκος τους πετούσε βρωμιές μέσα από τα κάγκελά
του. Αν, όταν τον συνάντησαν, του είχαν προσφέρει
εμπιστοσύνη, αν είχαν φανεί αρκετά δυνατοί ώστε να του
προσφέρουν αγάπη, πως θα τους είχε παρουσιαστεί
αυτός;
Κανείς από αυτούς δεν μπόρεσε να το κάνει και τώρα
ήταν πολύ αργά. Μετά από πολύ καιρό και πολλή
μοναξιά, η Τομίκο θα μπορούσε να χτίσει μαζί του μια
ανταπόκριση συναισθημάτων, μια σχέση εμπιστοσύνης,
μια αρμονία. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος και η δουλειά τους
έπρεπε να γίνει. Δεν υπήρχε χώρος για να καλιεργηθεί
κάτι τόσο μεγάλο, και θα 'πρεπε να βολευτούν με
συμπάθεια, με οίκτο, τους φτωχοσυγγενείς της αγάπης.
Ακόμα κι αυτά της είχαν δώσει δύναμη, αλλά δεν ήταν
καθόλου αρκετά για κείνον. Εβλεπε καθαρά στο
βασανισμένο του πρόσωπο πόσο απεχθανόταν την
περιέργειά τους, ακόμα και τον οίκτο της.
«Πήγαινε να ξαπλώσεις, η πληγή άνοιξε πάλι», είπε και
αυτός συμμορφώθηκε.

Το άλλο πρωί μάζεψαν τα πράγματά τους, έλιωσαν το


καταφύγιό τους και το μέρος που κοιμούνταν, που τα
κατασκεύαζαν με σπρέυ, σήκωσαν το Γκαμ με μηχανικό
χειρισμό και το πήγαν μισό γύρο γύρω από τον Κόσμο
4470, πάνω από τα κόκκινα και τα πράσινα εδάφη, τις
πολλές χλιαρές πράσινες θάλασσες. Είχαν επιλέξει ένα
πιθανό σημείο πάνω στην Ηπειρο Ζ: ένα λιβάδι, είκοσι
χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα απο ανεμοδαρμένα
πτεριδόφυτα. Δεν υπήρχε δάσος σε ακτίνα εκατό
χιλιομέτρων από το σημείο αυτό, και δεν υπήρχαν
μοναχικά δέντρα ή συστάδες δέντρων στην πεδιάδα. Οι
μορφές των φυτών εμφανίζονταν σε μεγάλες αποικίες
από το κάθε είδος, ποτέ ανακατεμένα, εκτός από μερικά
μικροσκοπικά σαπρόφυτα και κάτι φυτά όλο σπόρους
που φύτρωναν παντού. Η ομάδα ψέκασε με πλαστικό το
σκελετό της κατασκευής και κατά το απόγευμα της μέρας
των τριάντα δύο ωρών είχαν εγκατασταθεί στην
καινούρια κατασκήνωση. Ο Εσνβάνα κοιμόταν ακόμα και
ο Πόρλοκ ήταν ακόμα ναρκωμένος, αλλά όλοι οι
υπόλοιποι ήταν χαρούμενοι. «Εδώ μπορούμε να
ανασάνουμε!» έλεγαν και ξανάλεγαν.

Ο Οσντεν σηκώθηκε όρθιος και πήγε με δυσκολία


μέχρι την πόρτα. Ακούμπησε εκεί και κοίταζε μέσα από
το λυκόφως την απεραντοσύνη του κυματιστού γρασιδιού
που δεν ήταν γρασίδι. Υπήρχε μια ελαφριά, γλυκιά
μυρωδιά από γύρη στον αέρα. Τίποτε δεν ακουγόταν
εκτός από το ελαφρό σφύριγμα του ανέμου. Με το κεφάλι
του τυλιγμένο στους επιδέσμους, ανασηκωμένο λιγάκι, ο
εμπαθητικός στεκόταν ακίνητος πολλήν ώρα.
Σκοτείνιασε, και τα αστέρια έλαμπαν, φώτα στα
παράθυρα του μακρινού Οίκου του Ανθρώπου. Ο αέρας
είχε πέσει, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Εκείνος
αφουγκραζόταν.

Στη διάρκεια της μακριάς νύχτας η Χάιτο Τόμικο


άκουγε. Ηταν ξαπλωμένη αμίλητη και άκουγε το αίμα στις
αρτηρίες της, τις ανάσες των κοιμισμένων, το φύσημα
του ανέμου, τις σκοτεινές φλέβες που κυλούσαν, τα
όνειρα που ξετυλίγονται, τη στατικότητα των άστρων να
μεγαλώνει καθώς το σύμπαν αργοπέθαινε, τον ήχο του
θανάτου να πλησιάζει. Βγήκε με κόπο από το κρεβάτι
της, εγκατάλειψε τη μικροσκοπική μοναξιά της καμπίνας
της. Μόνο ο Εσκβάνα κοιμόταν. Ο Πόρλοκ ήταν
ξαπλωμένος με τα ρούχα και ψιθύριζε κάτι ακατανόητο
στην άγνωστη μητρική του γλώσσα. Η Ολλερού και η
Τζέννυ Τσονγκ έπαιζαν χαρτιά σκυθρωπές. Η Πόσγουετ
Του ήταν συνδεδεμένη με τα θεραπευτικά κυκλώματα. Ο
Ασνάνιφόιλ σχεδίαζε μία μαντάλα, το Τρίτο Σχέδιο των
Πρώτων Αριθμών. Ο Μάννον και ο Χάρφεξ στεκόταν μαζί
με τον Οσντεν.

Αλλαξε τους επιδέσμους στο κεφάλι του Οσντεν. Τα


λεπτά, κοκκινωπά μαλλιά του, όπου δεν είχε αναγκαστεί
να του τα ξυρίσει, έδειχναν περίεργα. Τώρα είχε άσπρες
τρίχες. Τα χέρια της έτρεμαν όσο δούλευε. Κανείς δεν
είχε πει ακόμα κουβέντα.
«Πως μπορεί ο φόβος να υπάρχει ακόμα κι εδώ;» είπε
και η φωνή της σκούστηκε επίπεδη και φάλτσα μέσα
στην τρομακτική σιωπή.
«Δεν είναι μόνο τα δέντρα. Και τα γρασίδια...»
«Αλλά είμαστε δώδεκα χιλιάδες χιλιόμετρα από το μέρος
που ήμασταν σήμερα το πρωί, στην άλλη πλευρά του
πλανήτη»
«Είναι όλο ένα», είπε ο Οσντεν. «Μια μεγάλη πράσινη
σκέψη. Πόσην ώρα κάνει μια σκέψη να ταξιδέψει από την
μια πλευρά του μυαλού σου στην άλλη;»

«Δεν σκέπτεται. Δεν μπορεί να σκεφτεί», είπε ο


Χάρφεξ, άψυχα. «Είναι απλώς ένα δίκτυο διαδικασιών.
Τα κλαδιά, τα επίφυτα, οι ρίζες με αυτούς τους κόμπους
που συνδέουν τα φυτά μεταξύ τους: Πρέπει να είναι όλα
ικανά να μεταδίδουν ηλεκτροχημικές ωθήσεις. Δεν
υπάρχουν ανεξάρτητα φυτά, λοιπόν, αν θέλουμε να
ακριβολογούμε. Ακόμα και η γύρη είναι μέρος του
συνόλου, χωρίς αμφιβολία, ένα είδος αισθητικότητας που
μεταφέρεται με τον άνεμο και δημιουργεί σύνδεση πάνω
από τις θάλασσες. Αλλά είναι ασύλληπτο. Οτι όλη η
βιόσφαιρα ενός πλανήτη μπορεί να είναι ένα δίκτυο
επικοινωνιών, ευαίσθητο, άλογο, αθάνατο,
απομονωμένο...»
«Απομονωμένο», είπε ο Οσντεν. «Αυτό είναι! Αυτός είναι
ο φόβος. Δεν φταίει το ότι κινούμαστε, ή ότι
καταστρέφουμε. Φταίει το ότι υπάρχουμε. Είμαστε άλλοι.
Δεν έχει ποτέ υπάρξει τίποτε άλλο».
«Εχεις δίκιο», είπε ο Μάννον, σχεδόν ψιθυριστά. «Δεν
υπάρχουν όμοιοί του. Ούτε εχθροί του. Καμία σχέση με
οτιδήποτε παρά μόνον με τον εαυτό του. Ενα μόνο για
πάντα».
«Τότε τι ρόλο παίζει η νοημοσύνη για την επιβίωσή του;»
«Ισως κανένα», είπε ο Οσντεν. «Γιατί γίνεσαι
τελεολογικός, Χάρφεξ; Δεν είσαι Χαϊνίτης; Δεν είναι το
μέτρο της πολυπλοκότητας και μέτρο της αιώνιας
απόλαυσης;»

Ο Χάρφεξ δεν τσίμπησε το δόλωμα. Εμοιαζε


άρρωστος. «Πρέπει να φύγουμε απ' αυτόν τον κόσμο»,
είπε.
«Τώρα ξέρεις γιατί πάντα ήθελα να φύγω, μακριά από
σας», είπε ο Οσντεν με κάτι σαν νοσηρή εγκαρδιότητα.
«Δεν είναι ευχάριστο, έτσι δεν είναι... ο φόβος του άλλου;
Ας ήταν τουλάχιστον μια ζωική νοημοσύνη. Μπορώ να
επικοινωνήσω με τα ζώα. Τα καταφέρνω με τις κόμπρες
και τις τίγρεις. Η ανώτερη νοημοσύνη αποτελεί
πλεονέκτημα. Θα 'πρεπε να με χρησιμοποιήσουν σε
ζωολογικό κήπο, όχι σε ανθρώπινη ομάδα... Ας
μπορούσα να επικοινωνήσω με την καταραμένη, την
ηλίθια πατάτα! Ας μην ήταν τόσο αφόρητη... Πάλι
λαμβάνω κάτι πέρα από το φόβο, ξέρετε. Και πριν
πανικοβληθεί είχε μια... υπήρχε μια νηφαλιότητα. Δεν
μπορούσα να τη συλλάβω τότε, δεν συνειδητοποιούσα
πόσο μεγάλη ήταν. Να ζεις ταυτόχρονα όλη τη μέρα και
όλη τη νύχτα. Ολους τους ανέμους και τις απανεμιές μαζί.
Τα χειμωνιάτικα αστέρια ταυτόχρονα με τα καλοκαιρινά.
Να 'χεις ρίζες και να μην έχεις εχθρούς. Να είσαι
ακέραιος. Το καταλαβαίνετε; Καμμία εισβολή. Κανείς
άλλος. Ολοκλήρωση...»
Δεν είχε ξαναμιλήσει ποτέ, σκέφτηκε η Τομίκο.
«Είσαι τρωτός απεναντί του, Οσντεν», είπε. «Η
προσωπικότητά σου έχει ήδη αλλάξει. Είσαι ευάλωτος.
Μπορεί να μην τρελλαθούμε όλοι, αλλά εσύ θα τρελαθείς
σίγουρα αν δεν φύγουμε».
Δίστασε, μετά σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την
Τομίκο, για πρώτη φορά στα μάτια. Ενα παρατεταμένο,
γαλήνιο βλέμμα, καθαρό σαν νερό.
«Και τι μου έχει προσφέρει η ψυχική υγεία:» είπε,
κοροϊδευτικά. «Αλλά έχεις δίκιο, Χάιτο. Αυτό που είπες
είναι σωστό».
«Πρεπει να φύγουμε», μουρμούρισε ο Χάρφεξ.
«Αν ενέδιδα σ' αυτό», αναρωτήθηκε ο Οσντεν, «θα
μπορούσα άραγε να επικοινωνήσω;»
«Με τη λέξη «ενδίδω»», είπε ο Μάννον, με βιαστική,
νευρική φωνή, «υποθέτω πως εννοείς να πάψεις να
στέλνεις πίσω τις εμπαθητικές πληροφορίες που
λαμβάνεις από τη φυτική οντότητα: Να πάψεις να
απορρίπτεις το φόβο και να τον απορροφήσεις. Αυτό είτε
θα σε σκοτώσει αμέσως, είτε θα σε ξαναγυρίσει στην
πλήρη ψυχολογική απόσυρση, τον αυτισμό».
«Γιατί;» είπε ο Οσντεν. «Το μήνυμά του είναι απόρριψη.
Αλλά η σωτηρία μου είναι η απόρριψη. Αυτό δεν είναι
νοήμον. Αλλά εγώ είμαι».
«Η κλίμακα είναι λάθος. Τι μπορεί να πετύχει ένα μόνο
ανθρώπινο μυαλό μπροστά σε κάτι τόσο πλατύ;»

«Ενα ανθρώπινο μυαλό μόνο του μπορεί να συλλάβει


τη λογική που υπάρχει σε κλίμακα άστρων και
γαλαξιών»,
είπε η Τομίκο,
«και να το ερμηνεύσει σαν Αγάπη».

Ο Μάννον κοίταξε απ' τον έναν στον άλλον. Ο Χάρφεξ


ήταν σιωπηλός.
«Θα ήταν πιο εύκολα μέσα στο δάσος», είπε ο Οσντεν.
«Ποιος από σας θα με πετάξει μέχρι εκεί;»
«Πότε;»
«Τώρα. Πριν καταρρεύσετε όλοι σας ή γίνεται βίαιοι».
«Εγώ θα σε πάω», είπε η Τομίκο.
«Κανείς μας δεν θα σε πάει», είπε ο Χάρφεξ.
«Εγώ δεν μπορώ», είπε ο Μάννον. «Είμαι... είμαι πολύ
φοβισμένος. Θα έριχνα το σκάφος».
«Φέρε μαζί και τον Εσκβάνα. Αν τα καταφέρω, μπορεί να
χρησιμέψει σαν διάμεσο».
«Δέχεσαι τα σχέδια του Αισθητή, Συντονίστρια;» ρώτησε
ο Χάρφεξ επίσημα.
«Ναι»
«Αποδοκιμάζω. Θα έρθω μαζί σας, πάντως».
«Νομίζω ότι είμαστε αναγκασμένοι, Χάρφεξ», είπε η
Τομίκο κοιτάζοντας το πρόσωπο του Οσντεν, την άσχημη
άσπρη μάσκα που είχε μεταμορφωθεί από την
προσμονή σε πρόσωπο εραστή.

Η Ολλερού και η Τζέννυ Τσονγκ, παίζοντας χαρτιά για


να κρατήσουν τις σκέψεις τους μακριά από τα
στοιχειωμένα κρεβάτια τους, από τη φρίκη τους που
μεγάλωνε, συζητούσαν σαν τρομαγμένα παιδιά. «Αυτό το
πράγμα, είναι στο δάσος, θα σας πιάσει...»
«Φοβάστε το σκοτάδι;» κορόϊδεψε ο Οσντεν.
«Μα κοίτα τον Εσκβάνα και τον Πόρλοκ, ακόμα και τον
Ασνάνιφόιλ...»
«Δεν μπορεί να σας κάνει κακό. Είναι μια αίσθηση που
διοχετεύεται στα νευρικά κύτταρα, ένας άνεμος που
περνάει μέσα από τα κλαδιά. Είναι μόνο ένας εφιάλτης

Ξεκίνησαν με ένα ελικωθούμενο, με τον Εσκβάνα


ακόμα κουλουριασμένο σε ύπνο βαθύ στο πίσω μέρος,
την Τομίκο στη διακυβέρνηση, τον Χάρφεξ και τον
Οσντεν σιωπηλούς να ψάχνουν μπροστά για τη σκοτεινή
γραμμή του δάσους μέσα σε ατελείωτα γκρίζα μίλια από
αστροφώτιστη πεδιάδα.

Πλησίασαν τη μαύρη γραμμή, την πέρασαν. Τώρα


από κάτω τους όλα ήταν σκοτεινά.
Εκείνη έψαξε για κάποιο μέρος για προσεδάφιση,
πετώντας χαμηλά, αν και ήταν αναγκασμένη να
πολεμήσει την τρελλή της επιθυμία να πετάξει ψηλά, να
βγεί, να φύγει μακριά. Η τεράστια ζωτικότητα του
φυτόκοσμου ήταν πολύ ισχυρότερη εδώ στο δάσος, και ο
πανικός του τους χτύπαγε σε τεράστια σκοτεινά κύματα.
Υπήρχε ένα χλωμό ξέφωτο λίγο πιο πέρα, ένα γυμνό
λοφάκι λίγο ψηλότερα από τα πιο ψηλά σκούρα σχήματα
γύρω του. Τα μη-δέντρα. Τα ριζωμένα. Τα Μέρη του
Συνόλου. Κατέβασε το ελικόπτερο στο ξέφωτο, άσχημη
προσεδάφιση. Τα χέρια της γλιστρούσαν πάνω στο
μοχλό, σαν να τα είχε αλείψει με κρύο σαπούνι.
Γύρω τους τώρα ορθωνόταν το δάσος, μαύρο μέσα στο
σκοτάδι.

Η Τομίκο φοβήθηκε και έκλεισε τα μάτια. Ο Εσκβάνα


αναστέναξε στον ύπνο του. Η ανάσα του Χάρφεξ έβγαινε
σύντομη και δυνατή και καθόταν σφιγμένος, ακόμα και
όταν ο Οσντεν τον προσπέρασε και άνοιξε την πόρτα.
Ο Οσντεν στάθηκε. Η πλάτη του και το μπανταρισμένο
κεφάλι του μόλις που διακρίνονταν στην αμυδρή λάμψη
του ταμπλώ με τα όργανα καθώς κοντοστάθηκε στο
άνοιγμα της πόρτας.

Η Τομίκο έτρεμε. Δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι


της. «Οχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι, όχι», είπε ψιθυριστά.
«Οχι. Οχι. Οχι».
Ο Οσντεν προχώρησε απότομα και αθόρυβα, πήδηξε
από την πόρτα κάτω στο σκοτάδι. Εφυγε.
Ερχομαι!, είπε μια μεγάλη φωνή που δεν έκανε κανένα
ήχο.

Η Τομίκο ούρλιαξε. Ο Χάρφεξ έβηξε, έμοιαζε να


προσπαθεί να σηκωθεί, αλλάδ εν σηκώθηκε.

Η Τομίκο αυτοσυγκεντρώθηκε κοιτώντας το κέντρο της


κοιλιά της, το κέντρο της ύπαρξης της. Εξω από αυτό δεν
υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από φόβο.
Σταμάτησε.
Σήκωσε το κεφάλι της. Αργά ξέσφιξε τα χέρια της.
Ανασηκώθηκε. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, και τα αστέρια
έλαμπαν πάνω από το δάσος. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο.
«Οσντεν», είπε, αλλά η φωνή της δεν μπορούσε να βγει.
Μίλησε ξανά, δυνατότερα, ένα μοναχικό κόασμα
βατράχου. Δεν ήρθε απάντηση.
Αρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με
τον Χάρφεξ. Προσπάθησε να διακρίνει το κεφάλι του
μέσα στο σκοτάδι, γιατί είχε γλιστρήσει κάτω από το
κάθισμά του, όταν ξαφνικά, μέσα στη νεκρική ησυχία, στο
σκοτεινό πίσω μέρος του σκάφους, μια φωνή ακούστηκε.
«Ωραία», είπε.

Ηταν η φωνή του Εσκβάνα. Αναψε το εσωτερικό φως


και είδε τον μηχανικό να κείτεται κουρνιασμένος μέσα
στον ύπνο του, με το χέρι του να μισοσκεπάζει το στόμα
του.
Το στόμα άνοιξε και μίλησε. «Ολα καλά», είπε.
«Οσντεν..."
«Ολα καλά», είπε η απαλή φωνή από το στόμα του
Εσκβάνα.
«Που είσαι;»
Σιωπή.
«Γύρνα πίσω».
Σηκωνόταν αέρας. «Θα μείνω εδώ», είπε η απαλή φωνή.
«Δεν μπορείς να μείνεις...»
Σιωπή.
«Θα είσαι μόνος σου, Οσντεν!»
«Ακου». Η φωνή ήταν πιο αχνή, πνιγμένη, σαν να είχε
χαθεί μέσα στη βοή του ανέμου. «Ακου. Θέλω το καλό
σου
Φώναξε το όνομά του ύστερα από αυτό, αλλά δεν πήρε
απάντηση. Ο Εσκβάνα ήταν ακίνητος. Ο Χάρφεξ ακόμα
πιο ακίνητος.
«Οσντεν!», φώναξε, σκύβοντας έξω από την πόρτα μέσα
στη σκοτεινή σιωπή της ύπαρξης του δάσους. «Θα
ξανάρθω. Πρέπει να πάω τον Χάρφεξ στην
κατασκήνωση. Θα ξανάρθω, Οσντεν!»
Σιωπή και άνεμος στα φύλλα.

Τελείωσαν την προσχεδιασμένη εξερεύνηση του


Κόσμου 4470 οι οκτώ από αυτούς. Τους πήρε άλλες
σαράντα μία μέρες. Ο Ασνάνιφόιλ και μία από τις
γυναίκες πήγαιναν στο δάσος καθημερινά στην αρχή,
ψάχνοντας για τον Οσντεν στην περιοχή γύρω από το
ύψωμα με το ξέφωτο, αν και η Τομίκο δεν ήταν εντελώς
βέβαιη σε πιο ακριβώς ξέφωτο είχαν προσγειωθεί εκείνη
τη νύχτα, στην καρδιά και τη δίνη του φόβου. Αφησαν
σωρούς με προμήθειες για τον Οσντεν, αρκετή τροφή για
πενήντα χρόνια, ρούχα, σκηνές, εργαλεία. Δεν συνέχισαν
το ψάξιμο. Δεν υπήρχε τρόπος να βρεθεί ένας άντρας
μόνος του που κρύβεται, αν ήθλε να κρυφτεί, μέσα σ'
αυτούς τους απέραντους λαβύρινθους και τους
σκοτεινούς διαδρόμους που τους σκέπαζαν οι
κληματσίδες κι είχαν σκεπασμένο το χώμα τους με ρίζες.
Μπορεί να περνούσαν δίπλα του σε απόσταση
αναπνοής και να μην τον έβλεπαν.
Αλλά ήταν εκεί. Γιατί δεν υπήρχε πια φόβος.

Λογική, και εκτιμώντας τη λογική ακόμα περισσότερο


μετά από μια αφόρητη εμπειρία του αθάνατου
παραλόγου, η Τομίκο προσπάθησε να καταλάβει λογικά
αυτό που είχε κάνει ο Οσντεν. Αλλά οι λέξεις ξέφευγαν
από τον έλεγχό της. Είχε πάρει το φόβο όλο επάνω του
και υποτασσόμενος, τον ξεπέρασε. Είχε παραδώσει τον
εαυτό του στο άγνωστο, μια παράδοση άνευ όρων, που
δεν άφηνε χώρο για το κακό. Είχε μάθει την αγάπη του
Αλλου, και γι' αυτήν είχε δώσει όλο του τον εαυτό. Αλλά
αυτά δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη λογική.

Οι άνθρωποι της Ομάδας Εξερεύνησης περπάτησαν


κάτω από τα δέντρα, μέσα από τις πλατιές αποικίες της
ζωής, περιστοιχιζόμενοι από μια ονειρική σιωπή, μια
σκεπτόμενη γαλήνη που κατά το ήμισυ είχε συναίσθηση
της ύπαρξης τους και κατά τα άλλα αδιαφορούσε εντελώς
για αυτούς. Δεν υπήρχαν ώρες. Η απόσταση δεν ήταν
τίποτε. Ας είχαμε αρκετό χώρο και χρόνο... Ο πλανήτης
γύριζε ανάμεσα στη λιακάδα και το μεγάλο σκοτάδι. Οι
χειμωνιάτικοι και οι καλοκαιρινοί άνεμοι μετέφεραν τη
λεπτή, χλωμή γύρη πάνω από τις ήσυχες θάλασσες.

Το Γκαμ γύρισε πίσω, μετά από πολλές εξερευνήσεις,


χρόνια και έτη φωτός, πίσω εκεί που πριν πολλά χρόνια
είχε υπάρξει το Σμέμιν Πορτ. Υπήρχαν ακόμα άνθρωποι
εκεί για να υποδεχτούν (με δυσπιστία) τις αναφορές της
Ομάδας και να καταγράψουν τις απώλειες:

"Βιολόγος Χάρφεξ, νεκρός από φόβο και Αισθητής


Οσντεν, έμεινε εκεί σαν άποικος."

Για τον τίτλο του διηγήματος: προέρχεται απο ένα


ποίημα του Marvell με προηγούμενο στίχο: "My
vegetable love should grow..."
Samuel R. Delany
Aye, and Gomorrah... (1967)
1967 Nebula Award
Μετάφραση: Κατερίνα Χριστοδούλου

Και κατεβήκαμε στο Παρίσι:

Όπου τρέχαμε κατά μήκος της Rue de Medicis, ο Μπο κι ο


Λου κι ο Μους μέσα από το φράκτη, ο Κέλλυ κι εγώ απ' έξω,
κάνοντας γκριμάτσες μέσα από τα κάγκελα, κάνοντας
θόρυβο, κάνοντας τους κήπους τους Λουξεμβούργου ν'
αγκομαχούν στις δύο η ώρα τα ξημερώματα. Μετά πηδήξαμε
έξω, και κάτω στην πλατεία μπροστά στον Αγιο Σουλπίκιο ο
Μπο προσπάθησε να με σπρώξει μέσα στο συντριβάνι.

Ήταν τότε που ο Κέλλυ κατάλαβε τι γινότανε γύρω μας,


άρπαξε ένα καπάκι από έναν σκουπιδοτενεκέ κι έτρεξε στο
ουρητήριο χτυπώντας δυνατά τους τοίχους. Πέντε τύποι
πετάχτηκαν έξω, παρ' όλο που ακόμα κι ένα μεγάλο
ουρητήριο χωράει μόνο τέσσερις.
Ένας κατάξανθος νεαρός , μ' έπιασε από το μπράτσο και
χαμογέλασε. "Δεν νομίζεις, διαστημάνθρωπε, ότι εσείς... οι
άνθρωποι θα 'πρεπε να φύγετε;"
Κοίταξα το χέρι του πάνω στη μπλε στολή μου.
"Est-ce que tu es un frelk?"
Σήκωσε τα φρύδια του, μετά κούνησε το κεφάλι του. "Une
frelk", διόρθωσε. "Όχι, δεν είμαι. Δυστυχώς για μένα.
Μοιάζεις σαν να ήσουν κάποτε άντρας. Αλλά τώρα..."
Χαμογέλασε. "Δεν μπορείς να μου δώσεις τίποτα τώρα. Η
αστυνομία". Έδειξε με το κεφάλι απέναντι, όπου είδα τη
χωροφυλακή για πρώτη φορά. "Δεν μας ενοχλούν εμάς.
Εσείς είστε ξένοι, όμως..."

Ο Μους είχε ήδη αρχίσει να φωνάζει. "Γρήγορα,


κουνηθείτε! Πάμε να φύγουμε από δω!" Κι έφυγε. Κι
ανεβήκαμε πάλι επάνω.
Και κατεβήκαμε στο Χιούστον.
"Να πάρει ο διάολος!" μουρμούρισε ο Μους. "Έλεγχος
πτήσης Τζέμινι - εννοείς ότι από άρχισαν όλα; Ας φύγουμε
από εδώ, σε παρακαλώ".
Έτσι πήραμε το λεωφορείο που διέσχισε την Πασαντένα,
μετά το μονορέηλ για το Γκάλβεστον, και ήμασταν έτοιμοι να
κατηφορίσουμε για το Γκαλφ, αλλά ο Λου βρήκε ένα ζευγάρι
μ' ένα μικρό φορτηγό-
"Ευχαρίστως να σας πάρουμε, Διαστημάνθρωποι. Εσείς οι
άνθρωποι έξω σ' εκείνους τους πλανήτες κάνετε τόση καλή
δουλειά για την κυβέρνηση".
-που πήγαιναν νότια, αυτοί και το μωρό, έτσι ανεβήκαμε στην
καρότσα για διακόσια πενήντα μίλια ήλιου και ανέμου.
"Νομίζεις ότι είναι φρελκς;" ρώτησε ο Λου, σκουντώντας με.
"Πάω στοίχημα ότι είναι φρελκς. Απλώς περιμένουν από μας
το σύνθημα".
"Κόφ' το! Είναι ένα συμπαθητικό ηλίθιο ζευγάρι
επαρχιωτόπουλα".
"Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι φρελκς!"
"Δεν εμπιστεύεσαι κανέναν, έτσι δεν είναι;"
"Όχι".

Και τελικά ένα λεωφορείο πάλι, που μας ταρακούνησε


περνώντας από το Μπράουνσβιλ και διέσχισε τα σύνορα
μέχρι το Ματαμόρος, όπου κατρακυλήσαμε απ' τα σκαλιά
μέσα στη σκόνη και περάσαμε το ζεστό βράδυ με πολλούς
Μεξικανούς και κοτόπουλα και ψαράδες γαρίδας από τον
κόλπο του Τέξας -που μύριζαν απαίσια- κι εμείς κάναμε την
περισσότερη φασαρία. Σαράντα τρεις πόρνες -τις μέτρησα-
είχαν ξαμολυθεί για τους ψαράδες, κι ενώ εμείς είχαμε
σπάσει δυο βιτρίνες στο σταθμό λεωφορείων όλοι γέλαγαν.
Οι ψαράδες είπαν ότι δεν θα μας αγόραζαν φαγητό, αλλά
μπορούσαν να μας μεθύσουν αν θέλαμε, γιατί αυτό ήταν το
έθιμο στους ψαράδες. Αλλά ουρλιάξαμε, σπάσαμε κι άλλη
βιτρίνα^ μετά, καθώς ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα στα
σκαλιά του τηλεγραφικού γραφείου, τραγουδώντας, μια
γυναίκα με σκούρα χείλια έσκυψε κι έβαλε τα χέρια της στα
μάγουλά μου. "Είσαι πολύ γλυκός". Τα άγρια μαλλιά της
έπεσαν μπροστά. "Αλλά οι άνδρες μαζεύονται γύρω σου.
Δυστυχώς, ο δικός τους χρόνος είναι δικά μας λεφτά.
Διαστημάνθρωπε, δεν νομίζεις ότι εσείς... οι άνθρωποι θα
'πρεπε να φύγετε;"
Την άρπαξα από τον καρπό. "Usted!" ψιθύρισα. "Usted es
una frelka?"
"Frelko in Espanol". Χαμογέλασε και χάιδεψε τον ήλιο που
κρεμόταν από την αγκράφα της ζώνης μου. "Λυπάμαι. Αλλά
δεν έχεις τίποτα που... θα μπορούσε να μου είναι χρήσιμο.
Πολύ άσχημο αυτό, γιατί μοιάζεις σαν να 'σουνα κάποτε
γυναίκα, ε; Και μ' αρέσουν και οι γυναίκες..."

Κατρακύλησα έξω από την πύλη.


"Πλήξη, πλήξη!" φώναξε ο Μους. "Εμπρός. Πάμε!"
Καταφέραμε κάπως να γυρίσουμε στο Χιούστον πριν την
αυγή, και ανεβήκαμε.

Και κατεβήκαμε στην Κωνσταντινούπολη.


Εκείνο το πρωί έβρεχε στην Κωνσταντινούπολη.
Στην καντίνα ήπιαμε το τσάι μας σε ποτήρια που είχαν το
σχήμα αχλαδιού κοιτάζοντας απέναντι τον Βόσπορο. Τα
Πριγκιπονήσια απλώνονταν σαν σωροί σκουπιδιών μπροστά
στην αγκαθωτή πόλη.
"Ποιος ξέρει τους δρόμους σ' αυτή την πόλη;" είπε ο Κέλλυ.
"Δεν θα περπατήσουμε μαζί;" ρώτησε ο Μους. "Νόμιζα ότι θα
περπατούσαμε μαζί".
"Κράτησαν την επιταγή μου στο γραφείο του λογιστή",
εξήγησε ο Κέλλυ. "Είμαι απένταρος. Μου την έφερε για τα
καλά ο λογιστής", είπε σηκώνοντας τους ώμους του. "Δεν θα
το 'θελα, αλλά νομίζω πως θα 'πρεπε να βρω έναν πλούσιο
φρελκ και να του την πέσω". Ξαναγύρισε στο τσάι του, τότε
πρόσεξε πόσο βαριά είχε γίνει η σιωπή. "Έλα τώρα! Με
κοιτάς λες και πρόκειται να τσακίσω κάθε κόκαλο στο
προσεκτικά ρυθμισμένο από την εφηβεία σώμα σου. Ε, συ",
μιλώντας σε μένα, "μη μου κάνεις τον άσχετο σαν να μην
έχεις πάει ποτέ σου με φρελκ!"
Αρχιζε.
"Δεν κάνω τον άσχετο", είπε, αρχίζοντας να εκνευρίζομαι.
Η λαχτάρα. Η παλιά λαχτάρα.
Ο Μπο γέλασε για να ηρεμήσει τα πράγματα. "Λοιπόν, την
τελευταία φορά που ήμουνα στην Κωνσταντινούπολη -ένα
χρόνο πριν έρθω στην ομάδα σας- θυμάμαι φεύγαμε από
την πλατεία Τακσίμ πηγαίνοντας στο Ιστικλάλ. Μόλις
περάσαμε τα φτηνά σινεμά βρήκαμε ένα μικρό παρτέρι με
λουλούδια. Μπροστά από μας ήταν δυο άλλοι
διαστημάνθρωποι. Υπάρχει μια αγορά εκεί, και πιο κάτω
έχουν ψάρια, και μετά μια αυλή με πορτοκάλια και λάχανα.
Αλλά μπροστά λουλούδια. Τέλος πάντων, υπήρχε κάτι
περίεργο με τους διαστημάνθρωπους. Δεν ήταν οι στολές
τους^ αυτές ήταν τέλειες. Το κούρεμα, μια χαρά. Τίποτα,
μέχρι που τους ακούσαμε να μιλάνε - ήταν ένας άντρας και
μια γυναίκα ντυμένοι σαν διαστημάνθρωποι, που
προσπαθούσαν να μαζέψουν φρελκς! Φαντάσου, αγώνας για
φρελκς!"
"Ξέρω", είπε ο Λου. Το έχω ξαναδεί. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι
στο Ρίο".
"Πάντως αυτούς τους δύο τους κανονίσαμε", είπε
τελειώνοντας ο Μπο. "Τους στριμώξαμε σε μια πάροδο και
πήγαμε στην πόλη!"
Το ποτήρι του Μους χτύπησε πάνω στον πάγκο. "Από το
Τακσίμ κάτω στο Ιστικλάλ μέχρι να φτάσεις στα λουλούδια;
Και γιατί δεν είπες ότι είναι εκεί οι φρελκς, ε;" Ένα χαμόγελο
στο πρόσωπο του Κέλλυ θα είχε καθησυχάσει τα πράγματα.
Χαμόγελο όμως δεν υπήρξε.
"Διάολε", είπε ο Λου, "ποτέ δεν χρειάστηκε να μου πει κανείς
πού να ψάξω. Βγαίνω στο δρόμο κι οι φρελκς με μυρίζονται
να 'ρχομαι. Μπορώ να τους εντοπίσω από δω ως το
Πικαντίλλυ. Δεν έχουν τίποτα άλλο εκτός από τσάι εδώ πέρα;
Πού μπορείς να βρεις ένα ποτό;"
Ο Μπο έκανε ένα μορφασμό δείχνοντας τα δόντια του.
"Είμαστε σε μουσουλμανική χώρα, το ξέχασες; Αλλά στο
τέλος του Περάσματος των Λουλουδιών υπάρχουν πολλά
μικρά μπαρ με πράσινες πόρτες και μαρμάρινους πάγκους
όπου μπορείς να πιεις ένα λίτρο μπύρα με δεκαπέντε σεντς.
Κι υπάρχουν όλοι αυτοί οι πάγκοι όπου πουλάνε καλοψημένα
χοντρά σκαθάρια και σάντουιτς με έντερα γουρουνιού-"
"Παρατήρησες πώς το κατεβάζουν οι φρελκς; Εννοώ το
αλκοόλ, όχι... τα έντερα γουρουνιού".
Και συνέχισε με άλλες χορταστικές ιστορίες. Τελειώσαμε μ'
εκείνη όπου ένας διαστημάνθρωπος προσπάθησε να τυλίξει
ένα φρελκ που δήλωσε: "Υπάρχουν δύο πράγματα που μ'
αρέσουν: το ένα είναι οι διαστημάνθρωποι, το άλλο είναι ένας
καλό καυγάς..."
Αλλά με ιστορίες μόνο δεν χορταίναμε. Δεν κατάφερναν
τίποτα. Ακόμα κι ο Μπρους ήξερε ότι θα περνάγαμε την μέρα
μας χωριστά, τώρα.

Η βροχή είχε σταματήσει, κι έτσι πήρα το φέρυ-μπωτ για


το Γκόλντεν Χορν. Ο Κέλλυ ρώτησε για την πλατεία Τακσίμ
και για το Ιστικλάλ, και του είπαν να πάρει το ντολμάς, που
ανακαλύψαμε ότι ήταν ταξί, μόνο που πηγαίνει σ' ένα μόνο
μέρος και κατά τη διαδρομή μαζεύει ένα σωρό ανθρώπους.
Κι είναι φτηνό.
Ο Λου πήγε προς τη γέφυρα του Ατατούρκ για να δει τη θέα
της καινούριας πόλης. Ο Μπο αποφάσισε να βρει τι ακριβώς
ήταν το Ντόλμα Μπος, κι όταν ο Μους ανακάλυψε ότι
μπορείς να πας στην Ασία με δεκαπέντε σεντς -μια λίρα και
δεκαπέντε κρας- ε, αποφάσισε να πάει στην Ασία.

Πέρασα μέσα από το χάος του μποτιλιαρίσματος στο


μπροστινό μέρος της γέφυρας και στους παλιούς γκρίζους
τοίχους της παλιάς πόλης που στάζαν νερά, πέρα από τις
γραμμές των τρόλεϋ. Υπάρχουν φορές που όσο κι αν
φωνάζεις ή βρίζεις η τύχη σου δεν αλλάζει. Υπάρχουν φορές
που πρέπει να περπατάς μόνος γιατί είναι πολύ σκληρό το
να είσαι έρημος.
Πέρασα από πολλούς μικρούς δρόμους με βρεγμένα
γαϊδούρια και υγρές καμήλες και γυναίκες με πέπλα, κι από
πολλούς μεγάλους δρόμους με λεωφορεία,
σκουπιδοτενεκέδες και άνδρες με κοστούμια.
Μερικοί άνθρωποι προσέχουν τους διαστημανθρώπους.
Αλλοι όχι. Μερικοί άνθρωποι κοιτάνε ή δεν κοιτάνε μ' έναν
τρόπο που ένας διαστημάνθρωπος μαθαίνει ν' αναγνωρίζει
μια βδομάδα μετά την εκπαίδευσή του, στα δεκάξι.
Περπατούσα στο πάρκο όταν την έπιασα να με
παρακολουθεί. Με είδε που την είδα και κοίταξε αλλού.
Περπάτησα αργά στην υγρή άσφαλτο. Στεκόταν κάτω από
την αψίδα ενός μικρού, άδειου τεμένους. Καθώς πέρασαν
βγήκε στην αυλή ανάμεσα στα κανόνια.
"Συγνώμη".
"Σταμάτησα".
"Μήπως ξέρεις αν εδώ είναι ο ναός της Αγίας Ειρήνης;" Η
αγγλική προφορά της ήταν γοητευτική. "Αφησα τον
τουριστικό οδηγό σπίτι μου".
"Συγνώμη. Κι εγώ τουρίστας είμαι".
"Α!" Χαμογέλασε. "Είμαι Ελληνίδα. Νόμιζα ότι θα ήσουνα
Τούρκος, τόσο μελαμψός που είσαι".
"Ινδιάνος". Κούνησα το κεφάλι μου. Η σειρά της τώρα.
"Μάλιστα. Μόλις άρχισα τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο εδώ
στην Κωνσταντινούπολη. Η στολή σου μου λέει ότι είσαι" -και
στη διάρκεια της παύσης έχασα κάθε αμφιβολία-
"διαστημάνθρωπος".
Δεν ένιωθα άνετα. "Ναι". Έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες,
κούνησα τα πόδια μου μέσα στα παπούτσια μου - έκανα όλα
όσα κάνει κανείς όταν νιώθει άβολα. Είσαι πολύ ερεθιστικός
όταν παίρνεις αυτό το ύφος, μου είπε κάποτε ένας φρελκ.
"Ναι, είμαι". Το 'πα πολύ κοφτά και δυνατά κι αυτή
αναπήδησε.
Έτσι τώρα ήξερε ότι ήξερα ότι ήξερε ότι ήξερα κι
αναρωτήθηκα πώς θα 'παιζε την παράσταση στο κομμάτι
από τον Προυστ.
"Είμαι Τουρκάλα", είπε. "Δεν είμαι Ελληνίδα. Δεν άρχισα
μόλις τώρα. Έχω σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης εδώ, στο
πανεπιστήμιο. Αυτά τα μικρά ψέματα λέγονται για να
προστατέψει κανείς το εγώ του από τους ξένους... γιατί;
Μερικές φορές νιώθω το εγώ μου πολύ μικρό".

Αυτή είναι μια στρατηγική.

"Πόσο μακριά μένεις;" ρώτησα. "Και ποια είναι η τρέχουσα


τιμή σε τουρκικές λίρες;" Αυτή είναι μια άλλη στρατηγική.
"Δεν μπορώ να σε πληρώσω". Έσφιξε το πανωφόρι της
γύρω από τους ώμους της και χαμογέλασε. "Αλλά είμαι... μια
φτωχή φοιτήτρια. Δεν είμαι πλούσια. Αν θες να φύγεις, δεν
υπάρχει πρόβλημα. Θα στενοχωρηθώ όμως".
Έμεινα σταθερός. Νόμιζα ότι μετά από λίγο θα πρότεινε μια
άλλη τιμή. Δεν το έκανε όμως.
Κι αυτό είναι μια άλλη στρατηγική.
Ρωτούσα τον εαυτό μου, Τι στο διάολο τα θες τα καταραμένα
τα λεφτά; όταν ένα ξαφνικό αεράκι τίναξε τα νερά από ένα
κυπαρίσσι του πάρκου.
"Νομίζω ότι όλη αυτή η ιστορία είναι θλιβερή". Σκούπισε το
νερό από το πρόσωπό της. Είχε ένα σπάσιμο η φωνή της,
και για μια στιγμή βρέθηκα να κοιτάζω από πολύ κοντά τις
σταγόνες. "Νομίζω ότι είναι θλιβερό, το ότι πρέπει να σ'
αλλάξουν για να σε κάνουν διαστημάνθρωπο. Αν δεν το είχαν
κάνει, τότε εμείς... Αν οι διαστημάνθρωποι δε υπήρχαν ποτέ,
τότε εμείς δεν θα μπορούσαμε να είμαστε... όπως είμαστε
τώρα. Ξεκίνησες σαν αρσενικό ή θηλυκό;"
Κι άλλη ψυχρολουσία. Κοίταξα το έδαφος και κατέβασα λίγο
το γιακά μου.
"Αρσενικό", είπα. "Δεν έχει σημασία".
"Πόσων χρονών είσαι; Είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα;"
"Είκοσι τρία". Είπα ψέματα. Ήταν άμυνα. Είμαι είκοσι πέντε,
αλλά όσο πιο νέος νομίζουν ότι είσαι, τόσο περισσότερο
πληρώνουν.

Αλλά δεν θα ήθελα, τα καταραμένα τα λεφτά της-

"Μάντεψα σωστά λοιπόν". Κούνησε το κεφάλι της. "Οι


περισσότεροι από μας είναι ειδικοί στους
διαστημάνθρωπους. Δεν νομίζεις; Δεν μπορούμε να κάνουμε
κι αλλιώς, υποθέτω". Με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια
της. Τελικά έπαιξε τα βλέφαρά της γρήγορα. "Θα πρέπει να
ήσουν πολύ ωραίος άντρας. Αλλά τώρα είσαι ένας
διαστημάνθρωπος που χτίζει υδατοσυλλεκτικές μονάδες
στον Αρη, προγραμματίζει μεταλλευτικούς υπολογιστές στον
Γανυμήδη, επισκευάζει τηλεπικοινωνιακούς σταθμούς στο
φεγγάρι. Η μετατροπή σας..." Οι φρελκς είναι οι μόνοι
άνθρωποι που έχω ακούσει να λένε τη λέξη "μετατροπή" με
τόση γοητεία και λύπη μαζί. "Θα έπρεπε να έχουν βρει μια
άλλη λύση. Θα μπορούσαν να βρουν κάποιον άλλο τρόπο
αντί να σας κάνουν ουδέτερους, μετατρέποντάς σας σε
πλάσματα που δεν είναι καν άντρας και γυναίκα μαζί,
πράγματα που είναι..."

Έβαλα το χέρι μου στον ώμο της, και σταμάτησε σαν να


τη χτύπησα. Κοίταξε να δει αν ήταν κανένας εκεί κοντά.
Ελαφρά, έτσι ελαφρά τότε, σήκωσε το χέρι της προς το δικό
μου.
Τράβηξα το χέρι μου. "Που είναι τι;"
"Μπορούσαν να έχουν βρει έναν άλλο τρόπο". Είχε και τα
δύο χέρια στις τσέπες της τώρα.
"Θα μπορούσαν... Ναι. Πάνω ψηλά στην ιονόσφαιρα, μωρό
μου, η ραδιενέργεια είναι πάρα πολλή για να μπορούν να
δουλέψουν όλοι αυτοί οι πολύτιμοι γεννητικοί αδένες, όταν
θελήσεις να κάνεις κάτι για να κρατηθείς εκεί πάνω από 24
ώρες, όπως στο φεγγάρι, ή στον Αρη, ή στους δορυφόρους
του Ποσειδώνα-"
"Θα μπορούσαν να έχουν κάνει προστατευτικές ασπίδες. Θα
μπορούσαν να έχουν κάνει μεγαλύτερη έρευνα πάνω στη
βιολογική προσαρμογή-"
"Ήταν η εποχή της πληθυσμιακής έκρηξης", είπα. "Έψαχναν
δικαιολογία τότε για να ελαττώσουν τα παιδιά - ειδικά τα
παραμορφωμένα".
"Α, ναι". Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. "Ακόμα
παλεύουμε για το πέρασμα από τη νεοπουριτανική
αντίδραση στη σεξουαλική ελευθερία του εικοστού αιώνα".
"Ήταν μια καλή λύση". Μόρφασα και κρέμασα το χέρι μου
πάνω από τον καβάλο του παντελονιού μου. "Είμαι
ευτυχισμένος μ' αυτό". Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι
περισσότερο πρόστυχο όταν το κάνει ένας
διαστημάνθρωπος".
"Κόφ' το", είπε ξαφνικά, φεύγοντας.
"Τι συμβαίνει;"
"Κόφ' το", ξανάπε. "Μην το κάνεις αυτό! Είσαι παιδί".
"Μα μας διαλέγουν ανάμεσα σε παιδιά που οι σεξουαλικές
τους αντιδράσεις είναι απελπιστικά καθυστερημένες στην
εφηβεία".
"Και τα παιδικά σας, βίαια υποκατάστατα για τον έρωτα;
Υποθέτω πως είναι ένα απ' τα πράγματα που σας κάνουν
ελκυστικούς. Ναι, το ξέρω ότι είσαι παιδί".
"Ναι; Και τι γίνεται με τους φρελκς;"
Σκέφτηκε για λίγο. "Νομίζω ότι είναι οι σεξουαλικά
καθυστερημένοι που δεν τους πρόσεξαν. Ίσως να ήταν η
καλύτερη λύση. Δεν σ' ενοχλεί που δεν έχεις σεξ;"
"Έχουμε εσάς", είπα.
"Ναι".
Κοίταξε κάτω. Έριξα μια ματιά να δω την έκφραση που
έκρυβε. Ήταν ένα χαμόγελο. "Έχεις την υπέροχη ζωή σου,
έχεις κι εμάς". Σήκωσε το πρόσωπό της. Έλαμψε.
"Περιστρέφεσαι στον ουρανό, ο κόσμος περιστρέφεται κάτω
από σένα, και περπατάς από γη σε γη, ενώ εμείς..." Έστριψε
το κεφάλι της δεξιά, αριστερά, και τα μαύρα της μαλλιά
μπερδεύτηκαν και ξεμπερδεύτηκαν στον ώμο του παλτού
της. "Έχουμε τις ανιαρές, περιοδικές ζωές μας δεμένες στη
βαρύτητα, λατρεύοντας εσάς".
Κοίταξε πάλι προς το μέρος μου. "Διαστροφικό, ε; Έρωτας μ'
ένα σωρό άψυχα κορμιά σ' ελεύθερη πτώση". Ξαφνικά
σήκωσε τους ώμους της. "Δεν μ' αρέσει να έχω ένα
σύμπλεγμα σεξουαλικής μετάθεσης ελευθέρας πτώσεως".
"Αυτό πάντα ακούγεται βαρύγδουπο".
Κοίταξε αλλού. "Δεν μ' αρέσει να είμαι φρελκ.
Ικανοποιήθηκες;"
"Δεν θα άρεσε ούτε σε μένα. Γίνε κάτι άλλο".
"Δεν διαλέγεις τις διαστροφές σου. Εσύ δεν έχεις καμιά
διαστροφή. Είσαι έξω απ' όλα αυτά. Σ' αγαπώ γι' αυτό,
Διαστημάνθρωπε. Η αγάπη αρχίζει με το φόβο της αγάπης.
Δεν είναι υπέροχο; Κάθε διεστραμμένος υποκαθιστά με κάτι
ανέφικτο το "φυσιολογικό" έρωτα: ο ομοφυλόφιλος μ' έναν
καθρέφτη, ο φετιχιστής μ' ένα παπούτσι ή ένα ρολόι ή μια
ζώνη. Αυτοί με το σύμπλεγμα σεξουαλικής μετάθεσης
ελευθέρας..."
"Οι φρελκς".
"Οι φρελκς χρησιμοποιούν σαν υποκατάστατο-" με κοίταξε
λοξά ξανά "-πλαδαρό, αιωρούμενο κρέας".
"Αυτό δεν με προσβάλλει".
"Θα το ήθελα όμως".
"Γιατί;"
"Δεν έχεις πόθους. Δεν θα καταλάβαινες".
"Συνέχισε".
"Σε θέλω, γιατί δεν μπορείς να με θέλεις. Αυτή είναι η
ευχαρίστηση. Αν κάποιος είχε πραγματικά μια σεξουαλική
επιθυμία για... μας, θα το βάζαμε στα πόδια. Αναρωτιέμαι
πόσοι πολλοί άνθρωποι υπήρξαν πριν από σας,
περιμένοντας την δημιουργία σας. Είμαστε νεκρόφιλοι. Είμαι
σίγουρη ότι οι τυμβωρυχίες έχουν μειωθεί από τότε που
αρχίσατε να ανεβαίνετε επάνω. Αλλά δεν καταλαβαίνεις..."
Σταμάτησε. "Αν καταλάβαινες, τότε δεν θα αναστατωνόμουνα
τώρα προσπαθώντας να σκεφτώ από πού θα μπορούσα να
δανειστώ εξήντα λίρες". Πάτησε πάνω σε μια ρίζα που είχε
ραγίσει το πεζοδρόμιο. "Κι αυτή, παρεμπιπτόντως, είναι η
ταρίφα στην Κωνσταντινούπολη".

Υπολόγισα. "Τα πράγματα γίνονται όλο και πιο φθηνά όσο


πηγαίνεις ανατολικά".
"Ξέρεις", και άφησε το πανωφόρι της ν' ανοίξει, "εσύ είσαι
διαφορετικός από τους άλλους. Εσύ τουλάχιστον θέλεις να
ξέρεις-"
Είπα: "Αν έφτυνα κάθε φορά που το έλεγες αυτό σ' έναν
διαστημάνθρωπο, θα είχες πνιγεί".
"Πήγαινε πίσω στο φεγγάρι, χαμένο κρέας". Έκλεισε τα μάτια
της. "Πέταξε στον Αρη. Υπάρχουν δορυφόροι γύρω από τον
Δία, όπου μπορείς να κάνεις κάτι καλό. Πήγαινε επάνω και
ξανακατέβα σε κάποια άλλη πόλη".
"Πού μένεις;"
"Θες να 'ρθεις μαζί μου;"
"Δώσε μου κάτι", είπα. "Δώσε μου κάτι - δεν πρέπει να αξίζει
οπωσδήποτε εξήντα λίρες. Δώσε μου κάτι που σου αρέσει,
οτιδήποτε μετράει για σένα".
"Όχι!"
"Γιατί όχι;"
"Γιατί εγώ-"
"-δεν θέλεις να θυσιάσεις κάποιο κομμάτι από αυτό το μικρό
εγώ. Κανένας από τους φρελκς δεν το κάνει".
"Μα πραγματικά δεν καταλαβαίνεις ότι δεν θέλω να σ'
αγοράσω;"
"Δεν έχεις τίποτα για να μ' αγοράσεις".
"Είσαι ένα παιδί", είπε. "Σ' αγαπάω".
Φθάσαμε στην πύλη του πάρκου. Σταμάτησε, και καθήσαμε
πολλή ώρα έτσι.
"Εγώ..." είπε δοκιμαστικά, δείχνοντας χωρίς να βγάλει το χέρι
από την τσέπη του παλτού της. "Μένω εκεί κάτω".
"Ωραία", είπα. "Πάμε".

Ένας κεντρικός σωλήνας γκαζιού είχε εκραγεί κατά μήκος


αυτού του δρόμου, μου εξήγησε, μια διαρροή φωτιάς σ' όλο
το δρόμο ως τις αποβάθρες, πολύ γρήγορη και πολύ δυνατή.
Είχε σβηστεί μέσα σε λίγα λεπτά, κανένα κτίριο δεν είχε
πέσει, αλλά οι καψαλιασμένες προσόψεις φάνταζαν. "Είναι
ένα είδος καλλιτεχνικής και φοιτητικής γειτονιάς". Διασχίσαμε
το λιθόστρωτο. "Γιούρι Πάσα νούμερο δεκατέσσερα. Σε
περίπτωση που βρεθείς ξανά στην Κωνσταντινούπολη". Η
πόρτα της ήταν καλυμμένη με μαύρα λέπια, και το ρείθρο
ήταν γεμάτο σκουπίδια.
"Πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι είναι φρελκς", είπα,
κάνοντας τον χαζό.
"Το ίδιο και πολλοί άλλοι άνθρωποι". Μπήκε μέσα και
κράτησε την πόρτα. "Απλώς εμείς είμαστε περισσότερο
εκδηλωτικοί".
Στο ισόγειο υπήρχε ένα πορτραίτο του Ατατούρκ. Το δωμάτιό
της ήταν στο δεύτερο όροφο. "Μια στιγμή να βρω το κλειδί
μου-"
Τοπία του Αρη! Τοπία της Σελήνης! Στο καβαλέτο της υπήρχε
ένας πίνακας δυο μέτρων που έδειχνε τον ήλιο να λάμπει
πάνω απ' το χείλος ενός κρατήρα! Υπήρχαν φωτογραφίες
της Σελήνης απ' το Ομπσέρβερ κολλημένες στους τοίχους,
και φωτογραφίες με όλα τα άτριχα πρόσωπα των Στρατηγών
του Διεθνούς Σώματος Διαστημανθρώπων.
Σε μια γωνιά του γραφείου της υπήρχε μια στοίβα μ' αυτά τα
περιοδικά με τις φωτογραφίες των διαστημανθρώπων, που
μπορείς να τα βρεις σε κάθε κιόσκι σ' όλο τον κόσμο. Έχω
ακούσει ανθρώπους να λένε σοβαρά ότι έχουν τυπωθεί για
ευφάνταστα γυμνασιόπαιδα. Αλλά δεν είχαν δει ποτέ τα
Δανέζικα. Αυτή είχε και μερικά τέτοια. Υπήρχε ένα ράφι δύο
μέτρων με φτηνά χαρτόδετα διαστημικά ρομάντζα: Αμάρτημα
στο Διαστημικό Σταθμό 12, Το Μονοπάτι της Ρουκέτας, Αγρια
Τροχιά.
"Αράκ;" με ρώτησε. "Ούζο ή Περνό; Διάλεξε. Αλλά όλα θα
είναι από το ίδιο μπουκάλι". Έβαλε τα ποτήρια στο γραφείο
και άνοιξε ένα ντουλάπι, που τελικά αποδείχτηκε ψυγείο.
Έβγαλε ένα δίσκο με λιχουδιές: Πουτίγκες με φρούτα,
τούρκικα μεζεδάκια, ψητά κρέατα.
"Τι είναι αυτό;"
"Ντολμάδες. Από την τουρκική λέξη ντολμάς, όπως τα ταξί.
Και τα δύο σημαίνουν "γεμιστό"". Έβαλε το δίσκο δίπλα στα
ποτήρια. "Κάθησε".
Κάθησα στον καναπέ που γινόταν και κρεβάτι. Κάτω από το
χρυσοκέντητο ύφασμα αισθάνθηκα την υγρή ελαστικότητα
ενός πλαστικού στρώματος. Σκέφτηκαν ότι αυτό θυμίζει την
αίσθηση της ελεύθερης πτώσης. "Αναπαυτικά; μπορείς να
περιμένεις ένα λεπτό; Με περιμένουν κάτι φίλοι δίπλα. Θέλω
να τους δω για λίγο". Μου έκλεισε το μάτι. "Τους αρέσουν οι
διαστημάνθρωποι".
"Θα διαλέξεις μερικούς για μένα;" ρώτησα. "Ή θες να
περιμένουν στην ουρά έξω από την πόρτα ο καθένας τη
σειρά του;"
Πήρε βαθιά αναπνοή. "Στην πραγματικότητα επρόκειτο να
σου προτείνω και τα δύο". Ξαφνικά κούνησε το κεφάλι της.
"Τι θέλεις επιτέλους;"
"Τι θα μου δώσεις; Θέλω κάτι", είπα. "Γι' αυτό ήρθα. Είμαι
μόνος. Ίσως να θέλω να δω μέχρι πού μπορεί να φτάσει. Δεν
ξέρω ακόμη".
"Φτάνει μέχρι εκεί που θέλεις να το φτάσεις. Εγώ; Δουλεύω,
διαβάζω, ζωγραφίζω, συζητώ με τους φίλους μου" -ήρθε στο
κρεβάτι, κάθησε κάτω στο πάτωμα- "πηγαίνω θέατρο,
κοιτάζω τους διαστημανθρώπους που με προσπερνούν στο
δρόμο μέχρι κάποιος να με κοιτάξει, είμαι κι εγώ μόνη".
Έβαλε το κεφάλι της στο γόνατό μου. "Θέλω κάτι. Αλλά" - για
ένα λεπτό δεν κουνήθηκε κανένας μας- "δεν θα μου το
δώσεις εσύ αυτό".
"Δεν σκοπεύεις να με πληρώσεις γι' αυτό", είπα. "Έτσι δεν
είναι;"
Στα γόνατά μου, το κεφάλι της κουνήθηκε. Μετά από λίγο,
είπε ψιθυριστά, "Δεν νομίζεις ότι... θα 'πρεπε να φύγεις;"
"Εντάξει", είπα και σηκώθηκα.
Έγειρε πίσω, πάνω στο παλτό της. Δεν το είχε βγάλει ακόμη.
Πήγα στην πόρτα.
Παρεμπιπτόντως". Έπλεξε τα χέρια της. "Υπάρχει ένα μέρος
στη Νέα Πόλη όπου μπορείς να βρεις αυτό που ψάχνεις.
Ονομάζεται το Πέρασμα των Λουλουδιών-"
Την κοίταξα θυμωμένος. "Το στέκι των φρελκ; Κοίτα. Δεν
χρειάζομαι λεφτά, είπα ότι θα μου αρκούσε οτιδήποτε! Δεν
θέλω-"
Είχε αρχίσει να κουνάει το κεφάλι της, σιγογελώντας. Τώρα
ακούμπησε το μάγουλό της στο ζαρωμένο μέρος όπου είχα
κάτσει. "Επιμένεις να μην καταλαβαίνεις; Είναι ένα
διαστημικό στέκι. Όταν φύγεις θα επισκεφτώ τους φίλους μου
και θα συζητήσω για... ω, ναι, τον ωραίο που έφυγε. Νόμιζα
ότι θα μπορούσες να βρεις... ίσως κάποιον που ήξερες".

Με θυμό, τελείωσαν όλα.

"Α!" είπα. "Α, είναι διαστημικό στέκι. Ναι. Καλά,


ευχαριστώ".
Και βγήκα έξω. Και βρήκα το Πέρασμα των Λουλουδιών
και τον Κέλλυ και τον Λου και τον Μπο και τον Μους. Ο Κέλλυ
κερνούσε μπύρα, κι έτσι όλοι μεθύσαμε και φάγαμε τηγανητά
ψάρια και τηγανητά μύδια και τηγανητά λουκάνικα και ο
Κέλλυ κουνούσε επιδεικτικά τα χρήματα, λέγοντας "Θα
έπρεπε να τον δείτε! Πόσο άλλαξα αυτόν τον φρελκ, θα
έπρεπε να τον δείτε! Ογδόντα λίρες είναι η τρέχουσα τιμή
εδώ και μου έδωσε εκατόν πενήντα!"
Και ήπιε κι άλλη μπύρα.

Κι ανεβήκαμε επάνω.
Ερμαιο των Κυμάτων
Λίγο πιο Εξω από τα Νησίδια του
Λάγκερχανς:
Β. Πλάτος 38° 54΄, Δ. Μήκος 77° 00'
13''

Harlan Jay Ellison


Adrift Just Off the Islets
of Langerhans:
Latitude 38°
54'N,Longitude 77°
00'13"W (1974)
1975 Hugo Award
1975 Locus Poll Award
Μετάφραση: Δάφνη
Δημητρίου

Οταν ένα πρωί ο


Μόμπυ Ντικ ξύπνησε, μετά
από μια νύχτα με ανήσυχα
όνειρα, βρέθηκε μέσα στο
κρεββάτι του από φύκια να
έχει μεταμορφωθεί σ' έναν
τερατώδη Αχάμπ.

Βγαίνοντας με κόπο από τον πνιγηρό κόλπο των


σεντονιών του, πήγε τρικλίζοντας στην κουζίνα και έβαλε
νερό στην τσαγιέρα. Οι άκρες των ματιών του ήταν
γεμάτες τσίμπλες. Εβαλε το κεφάλι του κάτω από τη
βρύση και άφησε το κρύο νερό να τρέξει στο πρόσωπό
του.
Το λίβινγκ-ρουμ ήταν γεμάτο άδεια μπουκάλια. Εκατόν
δέκα άδεια μπουκάλια που είχαν Robitusin και Romilar-
CF. Πέρασε μέσα από τα συντρίμμια με γυμνά πόδια,
πήγε στην εξώπορτα και την άνοιξε μια χαραμάδα. Το
φως της ημέρας τον τύφλωσε. "Θεέ μου", μουρμούρισε,
κι έκλεισε τα μάτια του για να πάρει τη διπλωμένη
εφημερίδα από κάτω.
Στο μισόφωτο και πάλι, άνοιξε την εφημερίδα. Ο κύριος
τίτλος έλεγε: Ο ΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ ΤΗΣ ΒΟΛΙΒΙΑΣ
ΒΡΕΘΗΚΕ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΣ, και το άρθρο
περιέγραφε την ανακάλυψη του σώματος του πρεσβευτή,
σε προχωρημένη αποσύνθεση, σ' ένα εγκαταλελειμμένο
ψυγείο σ' ένα άδειο οικόπεδο στο Σερόκους του Νιου
Τζέρσεϋ.

Η τσαγιέρα σφύριξε.
Γυμνός, πήγε προς την κουζίνα, περνώντας από το
ακουάριουμ είδε πως εκείνο το τρομερό ψάρι ήταν ακόμα
ζωντανό, και σήμερα κελαηδούσε σαν καρακάξα,
βγάζοντας μια σειρά από μικρές φούσκες που ανέβαιναν
κι έσκαγαν στη βρώμικη επιφάνεια του νερού. Το ψάρι
δεν έλεγε να πεθάνει. Είχε σκοτώσει όλα τα άλλα ψάρια,
πιο ζωηρά ψάρια, ακόμα και μεγαλύτερα και πιο
επικίνδυνα ψάρια - τα είχε σκοτώσει όλα, ένα - ένα, και
είχε φάει τα μάτια τους. Τώρα κολυμπούσε μόνο του στη
δεξαμενή, έρχοντας του τιποτένιου του βασιλείου.

Είχε προσπαθήσει να κάνει το ψάρι να πεθάνει,


δοκιμάζοντας τα πάντα εκτός από να το σκοτώσει εν
ψυχρώ αφήνοντας το νηστικό, αλλά το χλωμό, σαν
σκουλήκι διαβολόψαρο φαινόταν να θεριεύει μέσα στο
σκοτεινό και βρώμικο νερό του.
Τώρα τραγουδούσε σαν καρακάξα. Μισούσε το ψάρι
μ' ένα πάθος που συγκρατούσε με δυσκολία.

Του έριξε τροφή από ένα πλαστικό δοχείο τρίβοντάς


την με τα δάχτυλά του, όπως τον είχαν συμβουλέψει να
κάνει οι ειδικοί, και κοίταξε τους πολύχρωμους κόκους
της τροφής από αβγοτάραχο, σπλήνα, γαρίδες, αβγά
μύγας, αλεύρι από βρώμη και κρόκο αυγού να πλέουν
στην επιφάνεια για μια στιγμή προτού τα καταπιεί το
αποκρουστικό ψαροκέφαλο. Του γύρισε την πλάτη,
βρίζοντας και μισώντας το ψάρι. Δεν πέθαινε. Σαν κι
αυτόν. Δεν πέθαινε.

Στην κουζίνα σκυμμένος πάνω από το βραστό νερό,


κατάλαβε για πρώτη φορά τη θέση του. Αν και μάλλον
δεν βρισκόταν ακόμα κοντά στα σύνορα της
παραφροσύνης, μπορούσε να καταλάβει την ρυπαρή της
μυρωδιά στην ατμόσφαιρα, να πλησιάζει απο τα βάθη
του ορίζοντα, και σαν κάποιο άγριο ζώο που
στριφογύριζε τα μάτια του στη μυρωδιά των κουφαριών
και των ζώων που θα τρέφονταν απ' αυτά, πλησίαζε την
τρέλα κάθε μέρα, από τη μυρωδιά και μόνο.

Πήρε την τσαγιέρα, ένα φλυτζάνι και δύο σακουλίτσες


τσάι στο τραπέζι της κουζίνας και κάθησε. Στερεωμένη σ'
ένα πλαστικό αναλόγιο που χρησίμευε για να στηρίζονται
τα βιβλία μαγειρικής την ώρα της ετοιμασίας του
φαγητού, ήταν η μετάφραση των Κωδικών των Μάγια,
αδιάβαστη ακόμα από το προηγούμενο βράδυ. Εβαλε
νερό στο φλιτζάνι και κούνησε μέσα το τσάι,
προσπαθώντας να συγκεντρώσει την προσοχή του. Οι
αναφορές στον Ιτζαμνά την κύρια θεότητα του πανθέου
των Μάγια, και την ιατρική, την κύρια σφαίρα επιρροής
του, ήταν θολές. Η Ιξτάμπ, η θεά της αυτοκτονίας,
φαινόταν πιο κατάλληλη για αυτό το πρωινό, αυτό το
θανάσιμα τρομερό πρωινό. Προσπάθησε να διαβάσει,
αλλά οι λέξεις απλώς πέρναγαν από μπροστά του, δεν
έκαναν τίποτα, δεν τραγουδούσαν. Ηπιε λίγο τσάι και
βρέθηκε να σκέφτεται τον παγερό κύκλο της
πανσελήνου. Γύρισε να κοιτάξει το ρολόι της κουζίνας.
Επτά και σαράντα τέσσερα.

Σηκώθηκε από το τραπέζι, παίρνοντας μαζί του το


μισογεμάτο φλιτζάνι, και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Το
αποτύπωμα του σώματος του, εκεί που είχε περάσει το
βασανισμένο του ύπνο, διακρινόταν ακόμη στο κρεβάτι.
Τούφες από ματωμένες τρίχες ήταν κολλημένες στις
χειροπέδες που είχε καρφώσει σε μεταλλικές πλάκες στο
κεφάλι του κρεβατιού. Ετριψε τους καρπούς του, εκεί που
είχαν χαρακωθεί, χύνοντας λίγο τσάι στο αριστερό του
μπράτσο. Αναρωτήθηκε αν ο πρεσβευτής της Βολιβίας
ήταν κάτι που είχε τακτοποιήσει τον προηγούμενο μήνα.

Το ρολόι του ήταν ακουμπισμένο στο γραφείο. Το


κοίταξε. Επτά και σαράντα έξι. Λιγότερο από μια ώρα κι
ένα τέταρτο ως το ραντεβού του με την συμβουλευτική
υπηρεσία. Πήγε στο μπάνιο, έχωσε το χέρι του στο ντους
και άνοιξε τη βρύση ώσπου λεπτές βελόνες παγωμένου
νερού χτύπησαν τα πλακάκια του τοίχου. Αφήνοντας το
νερό να τρέχει, γύρισε στο ντουλάπι για το σαμπουάν
του. Στον καθρέφτη ήταν κολλημένο ένα χανζαπλάστ που
έγραφε, με κεφαλαία:
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟΣ ΑΓΚΑΘΙΑ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ,
ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ.

Μετά, ο Λώρενς Τάλμποτ άνοιξε το ντουλάπι, έβγαλε


ένα πλαστικό μπουκάλι με σαμπουάν από βότανα που
μύριζε φιλικά, βαθιά δάση, αποδέχτηκε την κατάστασή
του, γύρισε και μπήκε στο ντους, με τα αμείλικτα,
παγωμένα νερά του Αρκτικού να βομβαρδίζουν το
βασανισμένο του σώμα.
Η σουίτα 1544 του κτιρίου του Αεροδρομίου Τίσμαν ήταν
μια ανδρική τουαλέτα. Ακούμπησε στον τοίχο απέναντι
από τη πόρτα με την επιγραφή Ανδρών και έβγαλε το
φάκελο από την εσωτερική τσέπη του τζάκετ του. Το
χαρτί ήταν καλής ποιότητας, ο φάκελος έτριξε καθώς τον
άνοιξε και τράβηξε από μέσα το γράμμαπου ήταν
γραμμένο σε μια και μοναδική σελίδα. Ηταν η σωστή
διεύθυνση, ο σωστός όροφος, το σωστό δωμάτιο. Παρ'
όλα αυτά, η σουίτα 1544 ήταν μια ανδρική τουαλέτα. Ο
Τάλμποτ πήγε να φύγει. Ηταν ένα άσχημο αστείο, η
κατάσταση δεν είχε καθόλου χιούμορ, κυρίως κάτω απο
αυτές τις συνθήκες.
Εκανε ένα βήμα προς το ασανσέρ.
Η πόρτα της τουαλέτας τρεμόπαιξε, θόλωσε σαν ένα
παρμπίζ τον χειμώνα, και ξανασχηματίστηκε. Η επιγραφή
στη πόρτα είχε αλλάξει. Τώρα έλεγε:

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

Η σουίτα 1544 ήταν η συμβουλευτική υπηρεσία που


είχε γράψει την πρόσκλησή του σε χαρτί καλής
ποιότητας, απαντώντας στην ταχυδρομική απάντηση του
Τάλμποτ σε μια λακωνική, προσεκτικά γραμμένη
διαφήμιση στο Forbes.
Ανοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Η γυναίκα πίσω από
το τηκ γραφείο του χαμογέλασε, και το βλέμμα του
χωρίστηκε στα λακάκια που σχηματίστηκαν και τα πόδια
της, πολύ ωραία, απαλά πόδια, σταυρωμένα και
κορνιζαρισμένα από την τρύπα του γραφείου. "Κύριε
Τάλμποτ;"
Κούνησε το κεφάλι του. "Λώρενς Τάλμποτ".
Του χαμογέλασε πάλι. "Ο κύριος Ντήμητερ θα σας δει
αμέσως, κύριε Τάλμποτ. Θέλετε κάτι να πιείτε; Καφέ; Ενα
αναψυκτικό;"
Ο Τάλμποτ βρέθηκε να ακουμπά το τζάκετ του, εκεί που
βρισκόταν ο φάκελος, σε μια εσωτερική τσέπη. "Οχι.
Ευχαριστώ".
Σηκώθηκε και πήγε προς μια εσωτερική πόρτα, ενώ ο
Τάλμποτ είπε "Τι κάνετε αν κάποιος προσπαθήσει να
τραβήξει το καζανάκι;" Δεν προσπαθούσε να κάνει τον
έξυπνο. Ηταν ενοχλημένος. Η γυναίκα γύρισε και τον
κοίταξε. Το ύφος της είχε μόνο σιωπή, τίποτα άλλο.
"Ο κύριος Ντήμητερ είναι από εδώ, κύριε".

Ανοιξε την πόρτα και έκανε στην άκρη. Ο Τάλμποτ


πέρασε δίπλα της, πιάνοντας ένα ελαφρό άρωμα
μιμόζας.
Το εσωτερικό γραφείο ήταν επιπλωμένο σαν τη
βιβλιοθήκη ενός κλαμπ μόνο για άντρες. Παλιά χρήματα.
Βαθιά σιωπή. Σκούρο, βαρύ ξύλο. Μια ψευδοροφή από
μονωτικά πλακάκια. Το παχύ χαλί, πορτοκαλί και
κεραμιδί, κατάπιε τα πόδια του ως τους αστραγάλους.
Από ένα παράθυρο μεγάλο όσο και ο τοίχος φαινόταν όχι
η πόλη που ήξερε πως βρισκόταν έξω από το κτίριο,
αλλά μια πανοραμική θέα του Χάνομα Μπέυ, από τη
μεριά του Οάχου και ήταν το Κόκο Χεντ. Τα καθαρά
γαλαζοπράσινα κύματα έρχονταν σαν φίδια, υψώνονταν
σαν κόμπρες, με άσπρη κορυφή, έκαναν κοιλιά και
χτύπαγαν σαν οχιές στη φλεγόμενη, κίτρινη άμμο. Δεν
ήταν παράθυρο, δεν υπήρχε παράθυρο στο γραφείο.
Ηταν μια φωτογραφία. Μια βαθιά, πραγματική
φωτογραφία που δεν ήταν ούτε προβολή ούτε
ολόγραμμα. Ηταν ένας τοίχος που έβλεπε σ' ένα άλλο
μέρος. Ο Τάλμποτ δεν ήξερε τίποτα για την εξωτική
χλωρίδα, αλλά ήταν σίγουρος πως τα ψηλά δέντρα με τα
ξυραφένια φύλλα που έφταναν ως την άμμο ήταν ίδια με
αυτά που περιέγραφαν τη λιθανθρακοφόρο εποχή της
Γης, προτού ακόμη και οι δεινόσαυροι να εμφανιστούν.
Αυτό που έβλεπε είχε χαθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό.

"Κύριε Τάλμποτ. Καλώς ήρθατε. Τζων Ντήμητερ".


Είχε σηκωθεί από μια πολυθρόνα και του άπλωνε το
χέρι. Ο Τάλμποτ το έσφιξε. Ηταν σταθερό και ψυχρό.
"Καθήστε", είπε ο Ντήμητερ. "Θα πάρετε κάτι; Καφέ, ένα
αναψυκτικό;" Ο Τάλμποτ κούνησε το κεφάλι του, ο
Ντήμητερ έκανε νόημα στη γραμματέα να τους αφήσει.
Εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω της, σταθερά, απαλά,
σιωπηλά.
Ο Τάλμποτ κοίταξε επίμονα και ερευνητικά τον Ντήμητερ
καθώς κάθησε απέναντι από την πολυθρόνα του. Ο
Ντήμητερ ήταν γύρω στα πενήντα και είχε διατηρήσει
πλούσια μαλλιά που έπεφταν στο μέτωπό του σε γκρίζα
κύματα που φαίνονταν ανέγγιχτα. Τα μάτια του ήταν
καθαρά και γαλάζια, τα χαρακτηριστικά του κανονικά και
διαχυτικά, το στόμα του μεγάλο και ειλικρινές. Ηταν
αδύνατος. Το καφέ σκούρο κοστούμι του ήταν ραμμένο
σε ράφτη και στεκόταν καλά πάνω του. Κάθησε άνετα και
σταύρωσε τα πόδια του, φανερώνοντας μαύρες κάλτσες
που έφταναν ψηλά στο καλάμι του. Τα παπούτσια του
ήταν καλογιαλυσμένα.

"Πολύ ενδιαφέρουσα, η πόρτα του γραφείου σας", είπε


ο Τάλμποτ.
"Θα μιλήσουμε για την πόρτα μου;" ρώτησε ο Ντήμητερ.
"Οχι, αν δεν θέλετε. Δεν ήρθα γι' αυτό".
"Δεν θέλω. Ας συζητήσουμε λοιπόν το συγκεκριμένο σας
πρόβλημα".
"Η διαφήμισή σας. Μου κίνησε το ενδιαφέρον".
Ο Ντήμητερ χαμογέλασε καθησυχαστικά. "Τρεις
κειμενογράφοι δούλεψαν προσεκτικά για την
καταλληλότερη έκφραση".
"Φέρνει πελάτες"
"Τους κατάλληλους πελάτες".
"Κάνατε πολύ αποδοτικές επενδύσεις. Πολύ μετρημένα.
Συντηρητικά επιστολόχαρτα. Ελάχιστα επιδεικτικοί,
σταθερή άνοδος. Σοφές κουκουβάγιες".
Ο Ντήμητερ ένωσε τα δάχτυλά του και κούνησε το κεφάλι
του, σαν ένας συμπονετικός θείος. "Το είπατε πολύ
σωστά, κύριε Τάλμποτ: σοφές κουκουβάγιες".
"Χρειάζομαι μερικές πληροφορίες. Κάποιες
συγκεκριμένες, ιδιαίτερες πληροφορίες. Πόσο
εμπιστευτική είναι η υπηρεσία σας, κύριε Ντημήτερ;"
Ο ευπροσήγορος θείος, η σοφή κουκουβάγια, ο
καθησυχαστικός μπίζνεσμαν, κατάλαβε όλα τα
υπονοούμενα που κρύβονταν πίσω από την ερώτηση.
Κούνησε το κεφάλι του αρκετές φορές. Μετά χαμογέλασε
και είπε "Πολύ έξυπνη η πόρτα μου, έτσι δεν είναι; Εχετε
δίκιο, κύριε Τάλμποτ".
"Υπερβάλλετε".
"Ευτυχώς, απαντάει περισσότερα ερωτήματα στους
πελάτες μας απ' όσα θέτει".
Ο Τάλμποτ έγειρε πίσω στη καρέκλα του για πρώτη
φορά. "Υποθέτω πως το δέχομαι αυτό".
"Ωραία. Γιατί λοιπόν δεν ερχόμαστε στις λεπτομέρειες.
Κύριε Τάλμποτ. Εχετε κάποιες δυσκολίες στο να
πεθάνετε. Διατυπώνω αρκετά περιεκτικά την κατάστασή;"
"Ευγενικά, κύριε Ντήμητερ".
"Πάντα"
"Ναι. Πετύχατε διάνα".
"Εχετε όμως κάποια προβλήματα, κάποια μάλλον
ασυνήθιστα προβλήματα".
"Ακριβώς".
Ο Ντήμητερ σηκώθηκε και περπάτησε πάνω - κάτω στο
δωμάτιο, αγγίζοντας έναν αστρολάβο σ' ένα ράφι, έναν
τόμο των Τάιμς του Λονδίνου που στηριζόταν σ' έναν
ξύλινο στύλο, μια καράφα από τροχισμένο γυαλί σ' ένα
τραπεζάκι. "Η ειδικότητά μας είναι οι πληροφορίες, κύριε
Τάλμποτ. Μπορούμε να σας πληροφορήσουμε γι' αυτό
που χρειάζεστε, αλλά η εφαρμογή είναι δικό σας
πρόβλημα".
"Αν έχω το modus operandi, δεν θα δυσκολευτώ να τα
καταφέρω".
"Παραβλέψατε ελάχιστα πράγματα".
"Ελάχιστα".
"Συντηρητικά επιστολόχαρτα; Ελάχιστα επιδεικτικοί,
σταθερή άνοδος;"
"Διάνα, κύριε Ντήμητερ".
Ο Ντήμητερ γύρισε στη θέση του και έκατσε κάτω.
"Εντάξει, λοιπόν. Αν καθήσετε και πολύ προσεκτικά
γράψετε ακριβώς τι θέλετε - γενικά ξέρω, από το γράμμα
σας, αλλά το θέλω ακριβώς, για το συμβόλαιο - νομίζω
πως μπορώ να αναλάβω να σας δώσω τα δεδομένα που
χρειάζεστε για να λύσετε το πρόβλημά σας".
"Σε τι τιμή;"
"Δεν είναι καλύτερα ν' αποφασίσουμε πρώτα τι θέλετε;"
Ο Τάλμποτ κούνησε το κεφάλι του. Ο Ντήμητερ άπλωσε
το χέρι του και πάτησε ένα κουμπί στο τραπεζάκι δίπλα
στη πολυθρόνα του. Η πόρτα άνοιξε. "Σούζαν, οδήγησε
τον κύριο Τάλμποτ στο ιδιαίτερο και δώσε του υλικό για
γράψιμο". Η Σούζαν χαμογέλασε και έκανε στην άκρη,
περιμένοντας τον Τάλμποτ να την ακολουθήσει. "Και
φέρε του κυρίου Τάλμποτ κάτι να πιει αν θέλει... καφέ;
Ενα αναψυκτικό;" Ο Τάλμποτ δεν απάντησε.
"Ισως χρειαστώ λίγο χρόνο για να το διατυπώσω σωστά.
Ισως χρειαστεί να δουλέψω προσεκτικά σαν τους
κειμενογράφους σας. Μπορεί να μου πάρει χρόνο. Θα
πάω σπίτι και θα το φέρω αύριο".
Ο Ντήμητερ φάνηκε ανήσυχος. "Θα είναι λίγο δύσκολο.
Γι' αυτό παρέχουμε ένα ήσυχο μέρος όπου μπορείτε να
σκεφτείτε".
"Θα προτιμούσατε να μείνω και να το γράψω τώρα"
"Ακριβώς, κύριε Τάλμποτ".
"Μπορεί να βρω μια τουαλέτα αν έρθω αύριο".
"Διάνα".

"Πάμε, Σούζαν. Φέρε μου ένα ποτήρι χυμό


πορτοκαλιού, αν έχετε". Βγήκε πρώτος.
Την ακολούθησε στο διάδρομο που άρχιζε από τον
απέναντι τοίχο της αίθουσας υποδοχής. Δεν τον είχε
προσέξει νωρίτερα. Η Σούζαν σταμάτησε μπροστά σε μια
πόρτα και την άνοιξε. Το μικρό δωμάτιο είχε ένα
σεκρεταίρ και μια άνετη καρέκλα. Από κάπου ακουγόταν
ουδέτερη μουσική. "Θα σας φέρω το χυμό σας", του είπε.

Μπήκε μέσα και κάθησε. Μετά από πολλή ώρα


έγραψε οκτώ λέξεις σ' ένα φύλλο χαρτί.

Δύο μήνες αργότερα , μετά από μια σειρά επισκέψεων


σιωπηλών αγγελιοφόρων που έφερναν προσχέδια του
συμβολαίου για να τα εξετάσει, που ξανάρχονταν για να
τα πάρουν αναθεωρημένα, που έρχονταν πάλι με
αντιπροτάσεις, και που ήρθαν - επιτέλους - με τα τελικά
συμβόλαια υπογεγραμμένα από τον Ντήμητερ και
περίμεναν να τα εξετάσει, να τα μονογράψει και να τα
υπογράψει, δύο μήνες αργότερα, ήρθε ο χάρτης με τον
τελευταίο βουβό αγγελιοφόρο. Τακτοποίησε την τελευταία
δόση της πληρωμής της Εταιρίας Πληροφοριών την ίδια
μέρα: είχε σταματήσει ν' αναρωτείται που θα είχαν αξία
δεκαπέντε βαγόνια καλαμπόκι, καλλιεργημένα σύμφωνα
με τις μεθόδους των Ζούνων.

Δύο μέρες αργότερα, μια μικρή είδηση στις εσωτερικές


σελίδες των Τάιμς της Νέας Υόρκης ανέφερε πως
δεκαπέντε βαγόνια δημητριακών είχαν εξαφανιστεί κατά
κάποιο τρόπο από μια σιδηροδρομική διακλάδωση κοντά
στην Αλμπουκέρκη. Είχε αρχίσει μια επίσημη έρευνα γι'
αυτό το ζήτημα.

Ο χάρτης ήταν πολύ σαφής, πολύ λεπτομερής, έμοιαζε


ακριβής.
Πέρασε μερικές μέρες μελετώντας την Ανατομία του
Γκρέυ και, όταν ήταν πια ικανοποιημένος και σίγουρος
πως ο Ντήμητερ και η οργάνωσή του άξιζαν την
υπέρογκη αμοιβή τους, έκανε ένα τηλεφώνημα. Η
τηλεφωνήτρια υπεραστικών τον συνέδεσε με την τοπική
και περίμενε, αφού της έδωσε τον αριθμό, να γίνει η
σύνδεση. Επέμενε στην τηλεφωνήτρια της Βουδαπέστης
να το αφήσει να χτυπήσει είκοσι φορές, διπλάσιες απ'
όσες επιτρεπόταν. Στο εικοστό πρώτο χτύπημα το
σήκωσαν. Ως εκ θαύματος, ο στατικός και ο θόρυβος της
γραμμής εξαφανίστηκε και η φωνή του Βίκτορ ακούστηκε
σαν να ήταν δίπλα του.

"Ναι! Εμπρός!" Ανυπόμονος, δύστροπος όπως πάντα.


"Βίκτορ... Λάρυ Τάλμποτ".
"Από που τηλεφωνείς;"
"Από τις Πολιτείες. Πώς είσαι;"
"Πολυάσχολος. Τι θέλεις;"
"Εχω ένα πρόγραμμα. Θέλω να μισθώσω εσένα και το
εργαστήριό σου".
'Ξέχασέ το. Είμαι στο τελευταίο στάδιο ενός
προγράμματος και δεν έχω καθόλου καιρό τώρα".
Η φωνή του έδειχνε πως ήταν έτοιμος να κλείσει. Ο
Τάλμποτ τον έκοψε γρήγορα. "Πότε υπολογίζεις;"
"Τι πράγμα;"
"Να τελειώσεις".
"Κάπου έξι μήνες, και μπορεί να τραβήξει στους οκτώ ή
στους δέκα. Σου είπα: ξέχασέ το, Λάρυ. Δεν μπορώ".
"Τουλάχιστον να το συζητήσουμε".
"Οχι".
"Κάνω λάθος, Βίκτωρ, ή μου χρωστάς κάτι:"
"Μετά από τόσο καιρό θυμήθηκες τα χρέη;"
"Με τον καιρό ωριμάζουν".

Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή. Κάποια στιγμή ο


Τάλμποτ πίστεψε πως του είχε κλείσει το τηλέφωνο.
Τελικά, τον άκουσε. "Οκέυ, Λάρυ. Θα μιλήσουμε. Αλλά θα
πρέπει να έρθεις εσύ, είμαι πολύ απασχολημένος για να
τρέχω στα αεροπλάνα".
"Ωραία. Εγώ έχω ελεύθερο χρόνο". Μια μικρή παύση και
μετά πρόσθεσε "Από ελεύθερο χρόνο άλλο τίποτα".
"Μετά την πανσέληνο Λάρυ". Το είπε πολύ
κατηγορηματικά.
"Φυσικά. Θα σε συναντήσω εκεί που συναντηθήκαμε την
τελευταία φορά, στις δεκατρείς του μηνός. Θυμάσαι;"
"Θυμάμαι. Ωραία".
"Σ' ευχαριστώ, Βίκτορ. Σ' ευχαριστώ πολύ".
Καμμία απάντηση.
Η φωνή του Τάλμποτ μαλάκωσε: "Τι κάνει ο πατέρας
σου;"
"Αντίο, Λάρυ", του είπε, και έκλεισε.

Συναντήθηκαν στις δεκατρείς του μηνός, μια νύχτα


χωρίς φεγγάρι, τα μεσάνυχτα, στην νεκρική μαούνα που
έκανε τη διαδρομή μεταξύ Βούδας και Πέστης. Ηταν η
κατάλληλη νύχτα: ένα παλλόμενο παραπέτασμα ψυχρής
ομίχλης ανέβαινε τον Δούναβη από το Βελιγράδι.

Εσφιξαν τα χέρια στην απάνεμη μεριά ενός σωρού


φτηνών ξύλινων φερέτρων και, αφού δίστασαν αμήχανα
για μια στιγμή, αγκαλιάστηκαν σαν αδέρφια.Το χαμόγελο
του Τάλμποτ ήταν σφιγμένο και μόλις διακρινόταν κάτω
από το φανάρι θυέλλης και τα φώτα της μαούνας, που
αναβόσβηναν, καθώς είπε "Εντάξει, πες το, για να μην
περιμένω να πέσει και το άλλο παπούτσι".
Ο Βίκτορ χαμογέλασε και μουρμούρισε δυσοίωνα:

"Ακόμα και κάποιος με αγνή καρδιά


που λέει τις προσευχές του κάθε βράδυ
μπορεί να γίνει λύκος όταν τ' ακόνιτο ανθίζει
και λάμπει το φθινοπωρινό φεγγάρι".

Ο Τάλμποτ μόρφασε. "Και άλλα τραγούδια από τον


ίδιο δίσκο".
"Λες ακόμα τις προσευχές σου κάθε βράδυ;"
"Σταμάτησα όταν κατάλαβα πως κανείς δεν έδινε
σημασία".
"Ε! Δεν ήρθαμε εδώ για ν' αρπάξουμε πνευμονία
συζητώντας για φτηνούς στίχους".
Οι ρυτίδες στο πρόσωπο του Τάλμποτ σχημάτισαν μια
έκφραση μελαγχολίας. "Βίκτορ, χρειάζομαι τη βοήθειά
σου".
"Θα σε ακούσω, Λάρυ. Από κει και πέρα αμφιβάλλω".
Ο Τάλμποτ σκέφτηκε λίγο την προειδοποίηση του Βίκτος
και είπε "Πριν από τρεις μήνες απάντησα σε μια
διαφήμιση στο Forbes, το οικονομικό περιοδικό. Εταιρεία
Πληροφοριών. Ηταν σ' ένα μικρό πλαίσιο, πολύ έξυπνα
διατυπωμένη, πολύ σεμνή, σ΄ένα ανύποπτο σημείο.
Απευθυνόταν σ' αυτούς που ήξεραν να την διαβάσουν.
Δεν θα σε κουράσω με λεπτομέρειες, αλλά τα πράγματα
έγιναν ως εξής: απάντησα στην αγγελία, κάνοντας νύξεις
του προβλήματός μου όσο πιο πλάγια μπορούσα, χωρίς
όμως να γίνομαι και τελείως ακατανόητος. Αόριστες
φράσεις για σημαντικά χρήματα. Είχα ελπίδες. Κι αυτή τη
φορά έκανα διάνα. Μου έστειλαν ένα γράμμα για ένα
ραντεβού. Ισως και να ήταν χαμένος χρόνος, αυτό
σκέφτηκα... Ενας Θεός ξέρει πόσες φορές έχασα τον
χρόνο μου".

Ο Βίκτορ άναψε ένα Σομπράνι Μπλακ & Γκολντ και


άφησε την πικάντικη μυρωδιά του καπνού να
παρασυρθεί στην ομίχλη. "Πήγες όμως".
"Πήγα. Είχαν έναν περίεργο εξοπλισμό, ένα
επιτηδευμένο σύστημα ασφαλείας, είχα μια αίσθηση πως
έρχονταν από... δεν ξέρω πού... ή πότε".
Το βλέμμα του Βίκτορ ξαφνικά βάρυνε αρκετά κιλοβάτ
από ενδιαφέρον. "Πότε, είπες; Χρονοταξιδιώτες:"
"Δεν ξέρω".
"Το περίμενα κάτι τέτοιο, ξέρεις. Είναι αναπόφευκτο. Και
αργά ή γρήγορα θα εμφανίζονταν".
Σώπασε και βυθίστηκε σε σκέψεις. Ο Τάλμποτ τον
ξανάφερε στην πραγματικότητα. Δεν ξέρω, Βίκτορ. Στ'
αλήθεια δεν ξέρω. Αλλά αυτό δεν με απασχολεί αυτή τη
στιγμή".
"Α. Βέβαια. Συγνώμη, Λάρυ. Συνέχισε. Τους
συνάντησες..."
"Ηταν ένας τύπος που λεγόταν Ντήμητερ. Νόμισα πως
ίσως να ήταν καμιά ένδειξη. Στο όνομα. Δεν το σκέφτηκα
εκείνη την ώρα. Το όνομα Ντήμητερ ήταν ένας
ανθοπώλης στο Κλήβελαντ, πριν πολλά χρόνια. Αλλά
αργότερα, κοίταξα το λεξικό, Δήμητρα ήταν η θεά της
Γης, στην Ελληνική μυθολογία... καμία σχέση. Ετσι
νομίζω, τουλάχιστον.
"Συζητήσαμε. Κατάλαβε το πρόβλημα μου και είπε πως
θα αναλάμβανε την υπόθεση. Αλλά ήθελε συγκεκριμένα,
αυτό που ζητούσα, το ήθελε συγκεκριμένο για το
συμβόλαιο - ένας θεός ξέρει πως θα ισχυροποιούσε το
συμβόλαιο, αλλά είμαι σίγουρος πως θα τα κατάφερνε -
είχε ένα παράθυρο, Βίκτορ που έβλεπε..."
Ο Βίκτορ έφερε το τσιγάρο του ανάμεσα στα δείκτη και
τον αντίχειρα και το εκσφενδόνισε στο σκοτεινό σαν αίμα
Δούναβη. "Λάρυ, λες ασυναρτησίες".
Ο Τάλμποτ σταμάτησε απότομα. Ηταν αλήθεια.
"Υπολογίζω σε σένα, Βίκτορ. Φοβάμαι πως αυτό με κάνει
να χάνω την ψυχραιμία μου".
"Εντάξει, ηρέμησε. Ν' ακούσω και τα υπόλοιπα και θα
δούμε. Ηρέμησε".

Ο Τάλμποτ κούνησε το κεφάλι του μ' ευγνωμοσύνη.


"Εγραψα αυτό που ήθελα. Οκτώ μόνο λέξεις". Εβγαλε
από τη τσέπη του παλτού του ένα διπλωμένο φύλλο
χαρτί. Το έδωσε στον άλλον. Στο αχνό φως του φαναριού
ο Βίκτορ ξεδίπλωσε το χαρτί και διάβασε:

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ


ΕΝΤΟΠΙΣΜΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ

Ο Βίκτορ συνέχισε να διαβάζει το χαρτί για αρκετή


ώρα, κι αφού είχε συνειδητοποιήσει το νόημα της
φράσης. Οταν επέστρεψε το χαρτί στον Τάλμποτ είχε μια
νέα, πιο ζωηρή έκφραση. "Δεν το βάζεις κάτω, ε Λάρυ;"
"Ο πατέρας σου;"
"Ούτε κι αυτός". Το πρόσωπο του άντρα που ο Τάλμποτ
ονόμαζε Βίκτορ πήρε μια έκφραση μεγάλης λύπης. "Και",
πρόσθεσε αυστηρά μετά από μια στιγμή, "είναι σε
κατατονική κατάσταση εδώ και δεκαέξι χρόνια επειδή
ακριβώς δεν το βάζει κάτω". Σώπασε πάλι. Τελικά είπε
μαλακά "Ποτέ δεν πειράζει να ξέρεις πότε να τα
παρατήσεις, Λάρυ. Ποτέ δεν πειράζει. Μερικές φορές
χρειάζεται να παραδοθείς".
Ο Τάλμποτ ξεφύσησε μαλακά, σκεπτικός. "Είναι εύκολο
για σένα να το λες, φίλε μου. Εσύ θα πεθάνεις".
"Μην μιλάς έτσι, Λάρυ".
"Βοήθησέ με τότε, που να πάρει! Αυτή τη φορά έχω
προχωρήσει όσο ποτέ άλλοτε. Τώρα χρειάζομαι εσένα.
Εχεις την ειδικότητα".
"Ρώτησες στην 3Μ ή την Ραντ ή την Τζένεραλ
Νταϊνάμικς; Εχουν ικανούς ανθρώπους".
"Να σε πάρει".
"Οκέυ. Συγνώμη. Να σκεφτώ μισό λεπτό".
Η μαούνα έκοβε το αόρατο νερό σιωπηλά μέσα στην
ομίχλη, χωρίς τον Χάροντα, χωρίς την Στύγα, μια απλή
δημόσια υπηρεσία, ένα σκουπιδιάρικο ατέλειωτων
προτάσεων, ανολοκλήρωτων παραγγελιών,
απραγματοποίητων ονείρων.
Μετά από λίγο ο Βίκτορ είπε, σαν να μιλούσε στον εαυτό
του, "Θα μπορούσαμε να το κάνουμε μικροτηλεμετρικά.
Είτε με άμεση μικρογραφικη τεχνική είτε μικραίνοντας μια
σερβομηχανική συσκευή που θα περιέχει αισθητήρες,
τηλεκατευθυνόμενη και με συσκευές οδήγησης /
χειρισμών / προώθησης. Θα τη βάλουμε στο
κυκλοφοριακό σύστημα σ' ένα αλατούχο διάλυμα. Θα σε
κοιμίσουμε με "ρώσικο ύπνο" και / ή θα συνδέσουμε τα
αισθητήρια νεύρα για να αντιλαμβάνεσαι ή να ελέγχεις τη
συσκευή σαν να ήσουν εκεί... συνειδητή μεταφορά
οπτικής γωνίας".

Ο Τάλμποτ τον κοίταξε με προσδοκία.


"Οχι. Ξέχασέ το", είπε ο Βίκτορ. "Δεν κάνει".
Συνέχισε να σκέφτεται. Ο Τάλμποτ πήρε τα τσιγάρα από
τη τσέπη του άλλου. Αναψε ένα και περίμενε, σιωπηλός.
Ετσι ήταν πάντα με τον Βίκτορ. Επρεπε να βρει το δρόμο
του στο λαβύρινθο της ανάλυσης.
"Ισως το βιοτεχνικό ισοδύναμο: ένας προσαρμοσμένος
μικροοργανισμός... με ένεση.. τηλεπαθητικός δεσμός.
Οχι. Πολλά μειονεκτήματα: πιθανή σύγκρουση μάρτυρος
/ εγώ. Ισως ένα σμήνος για μεγαλύτερη
αποτελεσματικότητα". Μια παύση, και μετά "Οχι. Δεν
κάνει".
Ο Τάλμποτ ρούφηξε το τσιγάρο, αφήνοντας τον
μυστηριώδη ανατολικό καπνό να στροβιλιστεί στα
πνευμόνια του. "Για να δούμε... έτσι, χάριν συζητήσεως",
είπε ο Βίκτορ, "ας πούμε πως το εγώ / αυτό υπάρχει σε
κάποιο βαθμό σε κάθε σπερματοζωάριο. Αυτό είχε
υποτεθεί. Ας αφυπνίσουμε τη συνείδηση ενός κυττάρου
και το στείλουμε σε αποστολή... ξέχασέ το, αυτά είναι
μεταφυσικές αηδίες. Να πάρει, να πάρει, να πάρει... θα
πάρει χρόνο και σκέψη, Λάρυ. Πήγαινε, και άφησε με να
το σκεφτώ. Θα σε ειδοποιήσω .
Ο Τάλμποτ έσβησε το τσιγάρο στην κουπαστή και
φύσηξε το τελευταίο σύννεφο καπνού. "Οκέυ, Βίκτορ.
Υποθέτω πως αυτό σε ενδιαφέρει αρκετά για να
ασχοληθείς μαζί του".
"Είμαι επιστήμονας, Λάρυ... Αυτό πάει κατ' ευθείαν σ'
αυτό που ο πατέρας μου...".
Συνέχισαν σιωπηλά, ο ένας να σκέφτεται λύσεις και ο
άλλος προβλήματα. Οταν χώριζαν, αγκαλιάστηκαν πάλι.

Ο Τάλμποτ γύρισε με το αεροπλάνο το επόμενο πρωί,


και υπέμενε νύχτες με την πανσέληνο, χωρίς να
προσεύχεται. Οι προσευχές απλώς θόλωναν τα νερά.
Και θύμωναν τους θεούς.

Οταν χτύπησε το τηλέφωνο και ο Τάλμποτ σήκωσε το


ακουστικό, ήξερε τι θα ήταν. Το ήξερε κάθε φορά που
χτυπούσε το τηλέφωνο, εδώ και δύο μήνες τουλάχιστον.
"Ο κύριος Τάλμποτ; Γουέστερν Γιούνιον. Εχουμε ένα
τηλεγράφημα για σας, από τη Μόλδαβα της
Τσεχοσλοβακίας".
"Διαβάστε το, παρακαλώ".
"Είναι πολύ σύντομο, κύριε. Λέει: "Ελα αμέσως. Ο
δρόμος έχει βρεθεί" Υπογραφή. "Βίκτορ".
Σε λιγότερο από μια ώρα είχε ξεκινήσει. Το Λήαρ-τζετ
ήταν έτοιμο από τότε που είχε γυρίσει από τη
Βουδαπέστη, με τη δεξαμενή καυσίμων γεμάτες και την
πορεία του χαραγμένη. Η βαλίτσα του ήταν φτιαγμένη
εδώ και εβδομήντα δύο μέρες και περίμενε δίπλα στην
πόρτα, η βίζα του και το διαβατήριο ήταν θεωρημένα και
φυλαγμένα στη τσέπη του. Οταν έφυγε. Το διαμέρισμα
συνέχισε για λίγο να τρέμει από τους απόηχους της
αναχώρησής του.
Η πτήση έμοιαζε ατελείωτη, ατέρμονη, ήταν σίγουρος
πως καθυστερούσε.
Οι διαδικασίες στο τελωνείιο, ακόμα και με τα
κυβερνητικά πιστοποιητικά του (όλα αριστουργήματα
παραχάραξης) και τα ανάλογα λαδώματα, έμοιαζαν να
παρατείνονται σαδιστικά από το τρίο των κατωτέρων
υπαλλήλων με τα μουστάκια, φαίνονταν ασφαλείς
απολαμβάνοντας τη στιγμιαία εξουσία τους.
Οι χερσαίες συγκοινωνίες δεν θα μπορούσαν να
χαρακτηριστούν απλώς αργές. Ηταν σαν τον άνθρωπο
απο μελάσσα που δεν μπορεί να περπατήσει αν δεν
ζεσταθεί και, όταν ζεσταθεί, είναι πολύ μαλακός για να
περπατήσει.
Φυσικά, όπως στο πιο αγωνιώδες κεφάλαιο κάποιου
στηνού γοτθικού μυθιστορήματος, μια άγρια ηλεκτρική
καταιγίδα ξέσπασε από τα βουνά όταν το αρχαίο αμάξι,
απείχε πια λίγα μίλια από τον προορισμό του Τάλμποτ.
Υψώθηκε πάνω από το απόκρημνο πέρασμα ανάμεσα
στα βουνά, κινήθηκε με ταχύτητα στον ουρανό, μαύρη
σαν τάφος, και απλώθηκε στον δρομο σκεπάζοντας τα
πάντα.

Ο οδηγός, ένας κλειστός άντρας που από την


προφορά του έδειχνε Σέρβος, κρατούσε το μεγάλο
σεντάν στη μέση του δρόμου με την επιμονή ενός
καβαλάρη του ροντέο, με τα χέρια του στις δέκα παρά και
δέκα μετά τα μεσάνυχτα στο τιμόνι.
"Μίστερ Τάλμποτ".
"Ναι;"
"Γίνεται χειρότερα. Γυρίσω πίσω;"
"Πόσο μακριά είμαστε;"
"Ισως επτά χιλιόμετρα".
Τα φανάρια έδειξαν ένα δέντρο τη στιγμή που
ξεριζωνόταν και έπεφτε προς το μέρος τους. Ο οδηγός
γύρισε το τιμόνι και πάτησε γκάζι. Το πέρασαν και τα
γυμνά κλαδιά του έξυσαν το πορτ-μπαγκάζ του
αυτοκινήτου με τον ήχο νυχιών σε μαυροπίνακα. Ο
Τάλμποτ κατάλαβε πως κρατούσε την αναπνοή του. Ο
θάνατος ήταν πίσω του πια, αλλά δυσκολευόταν να το
συνειδητοποιήσει.
"Πρέπει να πάω".
"Τότε συνεχίζω. Υπομονή".

Ο Τάλμποτ έγειρε πίσω. Εβλεπε τον Σέρβο να


χαμογελά στο καθρεφτάκι. Ασφαλής, κοίταξε έξω.
Κεραυνοί θρυμμάτιζαν το σκοτάδι, κάνοντας το τοπίο
γύρω τους να σχηματίζει απειλητικές, ανησυχαστικές
μορφές.

Τελικά, έφτασε.

Το εργαστήριο ένας παράλογος, μοντερνιστικός κύβος


στο άσπρο χρώμα των κοκάλων με φόντο τον - και πάλι -
απειλητικό βασάλτινο όγκο των δυσανάλογων
υψωμάτων, υψωνόταν πάνω από τον αυλακωμένο
δρόμο. Ανέβαιναν σταθερά επί ώρες και τώρα, σαν
σαρκοφάγα που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή, τα
Καρπάθια ξεπρόβαλλαν γύρω τους.

Ο οδηγός πέρασε το τελευταίο ενάμισι μίλι του δρόμου


που έβγαζε στο εργαστήριο με δυσκολία: σκοτεινό,
λασπωμένο και γεμάτο ξερόκλαδα νερό κύλαγε συνεχώς
στο δρόμο.

Ο Βίκτορ τον περίμενε. Χωρίς πολλούς χαιρετισμούς,


έβαλε έναν βοηθό να πάρει τη βαλίτσα και τράβηξε τον
Τάλμποτ στο υπόγειο αμφιθέατρο όπου μια ντουζίνα
τεχνικοί πηγαινοέρχονταν ανάμεσα σε τεράστιες
συστοιχίες οργάνων και ένα μεγάλο τζάμι που κρεμόταν
με σύρματα από το γεμάτο σιδηροτροχιές ταβάνι.
Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη φορτισμένη αναμονή, ο
Τάλμποτ το ένιωθε στις σύντομες, κοφτές ματιές που του
έριχναν οι τεχνικοί, στον τρόπο που τον οδηγούσε ο
Βίκτοε από το χέρι στην αλλόκοτη ετοιμότητα των
παράξενων μηχανών που γύρω τους ήταν μαζεμένοι
άντρες και γυναίκες. Και από τον τρόπο που ο Βίκτορ
κατάλαβε πως κάτι καινούργιο και θαυμάσιο επρόκειτο να
γεννηθεί σ' αυτό το εργαστήριο. Πως ίσως... επιτέλους...
μετά από τόσο τρομερά, δυσβάσταχτα πολύ... η γαλήνη
τον περίμενε σ' αυτό το λευκό δωμάτιο.

Ο Βίκτορ έσκαγε να μιλήσει.


"Τελευταίες ρυθμίσεις", είπε, δείχνοντας δύο γυναίκες
τεχνικούς που δούλευαν σε δύο παρόμοιες μηχανές που
ήταν τοποθετημένες στους τοίχους η μια απέναντι από
την άλλη και αντίκρυζαν το τζάμι. Του Τάλμποτ του
φάνηκαν σαν πολύπλοκα λέηζερ. Οι γυναίκες τα
μετακινούσαν αργά στους αναρτήρες τους, ενώ
ακουγόταν ένα ελαφρό ηλεκτρικό βουητό. Ο Βίκτορ τον
άφησε να εξετάσει το περιβάλλον για λίγο, και μετά είπε
"Δεν είναι λέηζερ. Είναι γκρέηζερ, Gamma Ray
Amplification by Stimulated Emission of Radiation.
Πρόσεξέ τα, είναι τουλάχιστον το μισό της λύσης του
προβλήματός σου.
Οι τεχνικοί έλεγξαν τη σκόπευση των μηχανημάτωναπό
τη μία μεριά του δωματίου στην άλλη, μέσα από το τζάμι,
και κούνησαν το κεφάλι τους. Μετά η μεγαλύτερη από τις
δύο, μια γυναίκα στα πενήντα της, φώναξε στον Βίκτορ.
"Είναι ευθυγραμμισμένα, δόκτωρ".

Ο Βίκτορ έκανε νόημα και γύρισε στον Τάλμποτ. "Θα


ήμασταν έτοιμοι νωρίτερα, αν δεν ήταν αυτή η καταιγίδα.
Συνεχίζεται εδώ και μία βδομάδα. Κανονικά δεν θα μας
ενοχλούσε, αλλά ένας κεραυνός χτύπησε τον κεντρικό
μετασχηματιστή μας. Είχαμε τη βοηθητική γεννήτρια για
αρκετές μέρες κι έτσι μας πήρε λίγο καιρό για να
ξαναποκτήσουμε το μάξιμουμ της ισχύος μας".
Μια πόρτα άνοιξε στον τοίχο του διαδρόμου δεξιά του
Τάλμποτ. Ανοιξε αργά, σαν να ήταν βαριά και έλειπε η
δύναμη που χρειαζόταν. Η κίτρινη σμάλτινη επιγραφή
στην πόρτα έλεγε, με χοντρά μαύρα γράμματα, στα
Γαλλικά, ΑΠΟ ΕΔΩ ΑΠΑΙΤΟΥΝΤΑΙ ΑΝΙΧΝΕΥΤΙΚΕΣ
ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ. Η πόρτα άνοιξε τελικά
εντελώς, και ο Τάλμποτ είδε την προειδοποίηση στην
άλλη πλευρά:

ΠΡΟΣΟΧΗ
ΥΨΗΛΗ
ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ

Κάτω απ' αυτές τις λέξεις υπήρχε ένα τριγωνικό σχήμα


με τρεις βραχίονες. Σκέφτηκε τον Πατέρα, τον Υιό και το
Αγιο Πνεύμα. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Μετά είδε την επιγραφή από κάτω, και κατάλαβε. ΤΟ
ΑΝΟΙΓΜΑ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΓΙΑ ΧΡΟΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΟ ΑΠΟ 30 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΘΑ
ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ.
Η προσοχή του Τάλμποτ είχε μοιραστεί ανάμεσα στην
πόρτα και σ' αυτά που έλεγε ο Βίκτορ. "Φαίνεται να
ανησυχείε για την καταιγίδα".
"Δεν ανησυχώ", είπε ο Βίκτορ, απλώς είναι προσεκτικός.
Δεν υπάρχει τρόπος να επηρεάσει το πείραμα, εκτός κι
αν έχουμε άλλο ένα άμεσο χτύπημα, που δεν πιστεύω -
έχουμε πάρει τα μέτρα μας - αλλά δεν θα ήθελα να
ριψοκινδυνέψω να πέσει η τάση στη μέση της βολής".
"Της βολής;"
"Θα σου τα εξηγήσω όλα. Πρέπει να σου εξηγήσω, για να
ξέρει και η ψείρα σου". Ο Βίκτορ χαμογέλασε με τη
σύγχυση του Τάλμποτ. "Μην ανησυχείς". Μια ηλικιωμένη
γυναίκα με μπλούζα εργαστηρίου είχε μπει από την
πόρτα και τώρα στεκόταν πίσω δεξιά από τον Τάλμποτ,
περιμένοντας, προφανώς, να τελειώσουν τη συζήτησή
τους για να μιλήσει του Βίκτορ.
Ο Βίκτορ γύρισε προς το μέρος της."Ναι, Νάντια;"

Ο Τάλμποτ την κοίταξε.Μια όξινη βροχή άρχισε στο


στομάχι του.
"Εχθές καταβάλλαμε μεγάλη προσπάθεια για να
εντοπίσουμε την αιτία της οριζόντιας αστάθειας του
υψηλού πεδίου", είπε, μιλώντας μαλακά, άτονα, σαν μια
σελίδα αναφοράς. "Η δυσλειτουργία της βοηθητικής
ακτίνας παρεμπόδισε την ικανοποιητική εξαγωγή". Στα
ογδόντα της. Γκρίζα μάτια βυθισμένα σε πτυχές
ζαρωμένου δέρματος στο χρώμα του πατέ. "Το απόγευμα
ο επιταχυντής έκλεισε για να γίνουν αρκετές επισκευές".
Μαραμένη, κουρασμένη, σκυφτή, κοκαλιάρα. "Ο
καταμετρητής στο C48 αντικαταστάθηκε μ' ένα τμήμα
θαλάμου κενού, είχε μια διαρροή". Ο Τάλμποτ υπέφερε.
Ορδές αναμνήσεων έπεσαν πάνω του σαν αρπακτικά,
ένα σκοτεινό κύμα τερμιτών που ροκάνιζε κάθε τι απαλό
κι ευάλωτο στο μυαλό του. "Χάθηκαν δύο ώρες
ακτινοβολίας στην βραδινή βάρδια γιατί δεν λειτούργησε
ένα σωληνοειδή πηνίο σε μια νέα βαλβίδα κενούστην
αίθουσα μεταφοράς".

"Μητέρα...;" είπε ο Τάλμποτ, μ' ένα βραχνό ψίθυρο.

Η ηλικιωμένη γυναίκα τινάχτηκε βίαια, γύρισε το


κεφάλι της και τα σταχτιά της μάτια άνοιξαν διάπλατα.
"Βίκτορ", είπε με τρόμο στη φωνή της.
Ο Τάλμποτ δεν κινήθηκε, αλλά ο Βίκτορ τον έπιασε από
το χέρι και τον κράτησε. "Ευχαριστώ, Νάντια πήγαινε στο
σταθμό Β και κατέγραψε τις δεύτερεύουσες ακτίνες.
Πήγαινε τώρα".
Τους προσπέρασε περπατώντας αδέξια, και γρήγορα
εξαφανίστηκε σε μια άλλη πόρτα στον απέναντι τοίχο,
που την έκλεισε πίσω της μια από τις νεότερες γυναίκες.
Ο Τάλμποτ την κοίταξε να απομακρύνεται, με δάκρυα στα
μάτια του.
"Θεέ μου, Βίκτορ. Ηταν..."
"Οχι, Λάρυ, δεν ήταν".
"Ηταν. Μα τον Θεό, ήταν! Αλλά πώς, Βίκτορ, πες μου
πώς".
Ο Βίκτορ τον γύρισε και σήκωσε το πηγούνι του με το
ελεύθερο χέρι του. "Κοίταξέ με, Λάρυ. Να πάρει, είπα
κοίταξέ με, δεν ήταν. Κάνεις λάθος".

Η τελευταία φορά που είχε κλάψει ο Λώρενς Τάλμποτ


ήταν το πρωί που είχε ξυπνήσει κάτω από τους θάμνους
της ορτανσίας στο βοτανικό κήπο δίπλα στο Μουσείο
Τέχνης της Μινεάπολης, ξαπλωμένος δίπλα σε κάτι
ματωμένο και ακίνητο.Κάτω από τα νύχια του είχε
σβώλους κρέας και χώμα και αίμα. Τότε ήταν που έμαθε
για τις χειροπέδες και πως μπορούσε να τις βγάζει όταν
ήταν στην μια κατάσταση, αλλά όχι στην άλλη. Τώρα
ήθελε να κλάψει. Πάλι. Δικαιολογημένα.

"Περίμενε εδώ μια στιγμή", είπε ο Βίκτορ. "Λάρυ; Θα


με περιμένεις εδώ; Θα γυρίσω αμέσως".
Κούνησε το κεφάλι του, γυρίζοντας από την άλλη, και ο
Βίκτορ έφυγε. Καθώς στεκόταν εκεί, με κύματα οδυνηρών
αναμνήσεων να τον βομβαρδίζουν, μια πόρτα άνοιξε
στον πέρα τοίχο του θαλάμου, και κάποιος τεχνικός με
άσπρη μπλούζα έβαλε το κεφάλι του στο δωμάτιο. Από
το άνοιγμα, ο Τάλμποτ διέκρινε μεγάλα μηχανήματα στον
τεράστιο θάλαμοαπό πίσω. Ηλεκτρόδια τιτανίου. Κώνοι
από ανοξείδωτο ατσάλι. Νόμισε πως το αναγνώρισε:
ένας προ-επιταχυντής Κούρκοφτ-Γουώλτον.
Ο Βίκτορ επέστρεψε μ' ένα ποτήρι γαλακτερό υγρό. Το
έδωσε του Τάλμποτ.
"Βίκτορ..." φώναξε ο τεχνικός από απέναντι.
"Πιες το", είπε ο Βίκτορ, και μετά γύρισε στον τεχνικό.
"Ετοιμοι".
Ο Βίκτορ του κούνησε το χέρι. "Δώσε μου δέκα λεπτά,
Κάρλ, και μετά πέρνα στην πρώτη φάση και ειδοποίησε
μας". Ο τεχνικός κούνησε το κεφάλι του και χάθηκε πίσω
από την πόρτα, που έκλεισε κρύβοντας τον τεράστιο
όγκο των μηχανημάτων. "Και αυτό ήταν ένα μέρος σαν το
άλλο μισό της μυστικιστικής, μαγικής λύσης του
προβλήματός σου", είπε ο φυσικός, χαμογελώντας τώρα
σαν περήφανος πατέρας.
"Τι ήταν αυτό που ήπια;"
"Κάτι για να σε σταθεροποιήσει. Δεν είναι δυνατόν να
παραληρείς".
"Δεν παραληρούσα. Πως την έλεγαν;"
'Νάντια. Κάνεις λάθος, δεν την έχεις ξαναδεί στην ζωή
σου. Σου έχω πει ποτέ ψέματα; Πόσο καιρό
γνωριζόμαστε; Χρειάζομαι την εμπιστοσύνη σου για να
φτάσουμε στο σκοπό μας".
"Εντάξει". Το γαλακτερό υγρό είχε ήδη αρχίσει να ενεργεί.
Το πρόσωπο του Τάλμποτ έπαψε να είναι κόκκινο, τα
χέρια του σταμάτησαν να τρέμουν.
Ο Βίκτορ έγινε ξαφνικά πολύ αυστηρός, ένας
επιστήμονας που δεν είχε χρόνο για άσκοπες
συζητήσεις, είχε πληροφορίες να μεταδώσει. "Ωραία. Για
μια στιγμή σκέφτηκα πως ξόδεψα τόσο χρόνο στις
ετοιμασίες... λοιπόν", και χαμογέλασε πάλι, γρήγορα, "ας
το πούμε έτσι: για μια στιγμή νόμισα πως κανείς δεν θα
ερχόταν στο πάρτυ μου".
Ο Τάλμποτ άφησε ένα νεβιασμένο, μικρό γέλιο, και
ακολούθησε τον Βίκτορ σε μια σειρά μόνιτορ που ήταν
μαζεμένα στη γωνία. "Οκέυ. Καιρός να ενημερωθείς".
Ανοιξε τα μόνιτορ, το ένα μετά από το άλλο, ώσπου και
τα δώδεκα έλαμπαν, το καθένα με μια σκηνή από
κάποιες μηχανικές εγκαταστάσεις.
Το μόνιτορ 1 έδειχνε ένα ατελείωτα μακρύ υπόγειο τούνελ
βαμμένο άσπρο. Ο Τάλμποτ είχε περάσει το μεγαλύτερο
μέρος των δύο μηνών της αναμονής διαβάζοντας,
αναγνώρισε το τούνελ σαν μια πλευρά του κυρίου
δαχτυλιδιού του επιταχυντή. Γιγάντιοι μαγνήτες
χωνεμένοι σε τσιμέντο έλαμπαν αμυδρά στο αχνό φως
του τούνελ.
Το μόνιτορ 2 έδειχνε τα τούνελ του γραμμικού
επιταχυντή.
Το μόνιτορ 3 έδειχνε το διορθωτικό συγκρότημα του προ-
επιταχυντή Κόκροφτ-Γουώλτον.
Το μόνιτορ 4 έδειχνε μια άποψη του πολλαπλασιαστή. Το
μόνιτορ 5 έδειχνε το εσωτερικό της αίθουσας μεταφοράς.
Τα μόνιτορ 6 έως 9 έδειχναν τρεις πειραματικούς στόχους
και έναν εσωτερικό στόχο, μικρότερο σε μέγεθος και
ενδιαφέρον που υποστήριζε τις περιοχές μεσονίων,
νετρίνων και πρωτονίων.
Τα υπόλοιπα τρία μόνιτορ έδειχναν μέρη του υπογείου
εργαστηριακού συγκροτήματος. Στο τελευταίο ήταν η ίδια
η κύρια αίθουσα, όπου στεκόταν ο Τάλμποτ και κοίταζε
δώδεκα μόνιτορ, και στο τελευταίο φαινόταν ο Τάλμποτ
να κοιτάζει δώδεκα...
Ο Βίκτορ έκλεισε τις οθόνες.

"Τι είδες;"
Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ο Τάλμποτ ήταν η
ηλικιωμένη γυναίκα που λεγόταν Νάντια. Δεν μπορούσε
να είναι. "Λάρυ! Τι είδες;"
"Από ό,τι είδα", είπε ο Τάλμποτ, έμοιαζε να είναι ένας
επιταχυντής σωματιδίων. Και φαινόταν μεγάλος σαν το
σύγχροτρο πρωτονίων του CERN στην Γενεύη".
Ο Βίκτορ εντυπωσιάστηκε. "Μελέτησες, βλέπω".
"Επιβάλλεται".
"Μάλιστα. Για να δούμε αν μπορώ να σε εντυπωσιάσω.
Ο επιταχυντής του CERN φτάνει σε ενέργειες 33 BeV,
αυτός κάτω από τα πόδια μας φτάνει τα 15 GeV".
"Γίγα, σημαίνει τρισεκατομμύριο".
"Μελέτησες πολύ, ε; Δεκαπέντε τρισεκατομμύρια
ηλεκτρονιοβόλτ. Δεν μπορώ να κρατήσω μυστικά από
σένα, Λάρυ!"
"Μόνο ένα"
Ο Βίκτορ περίμενε.
"Θα τα καταφέρεις;"
"Ναι. Η Μετεωρολογική λέει πως το μάτι της καταιγίδας
περνάει από πάνω μας. Εχουμε πάνω από μία ώρα,
χρόνο υπεραρκετό για το επικίνδυνο μέρος του
πειράματός μας".
"Αλλά μπορείς να τα καταφέρεις".
"Ναι, Λάρυ. Δεν χρειάζεται να το ξαναπώ". Δεν υπήρχε
δισταγμός στη φωνή του, κανένα από τα "ναι, αλλά" που
άκουγε πάντα ώς τώρα. Ο Βίκτορ είχε βρει το δρόμο.
"Συγνώμη, Βίκτορ. Εχω άγχος. Αλλά αν είμαστε έτοιμοι
ήδη, τι χρειάζεται η κατήχηση;"
Ο Βίκτορ χαμογέλασε ειρωνικά και άρχισε να απαγγέλλει.
"Σαν προσωπικός σου Μάγος, πρόκειται να αναχωρήσω
για ένα επικίνδυνο και τεχνικά ανεξήγητο ταξίδι στα
ανώτερα στρώματα της στρατόσφαιρας. Για να
συσκεφτώ, να συνομιλήσω και γενικά να τα πω με τους
συναδέλφους μου μάγους".
Ο Τάλμποτ σήκωσε τα χέρια του. "Φτάνει".
"Εντάξει, λοιπόν. Δώσε προσοχή. Αν δεν χρειαζόταν, δεν
θα το έκανα, πίστεψέ με, δεν υπάρχει πιο βαρετό
πράγμα από το να ακούω τις διαλέξεις μου. Αλλά η ψείρα
σου πρέπει να έχει όλα τα δεδομένα που έχεις εσύ. Ακου
λοιπόν. Ακολουθεί η βαρετή - αλλά φοβερά
πληροφοριακή - επεξήγηση".

Στην Δυτική Ευρώπη το CERN - Conseil Europeen


pour la Recherche Nucleaire - είχε διαλέξει τη Γενεύη για
να φτιάξει την Μεγάλη Μηχανή του. Η Ολλανδία έχασε
γιατί ήταν γνωστό σε όλους πως το φαγητό είχε τα χάλια
του στις Κάτω Χώρες. Λεπτομέρεια, αλλά σημαντική.

Στην Ανατολική Ευρώπη το CEERN - Conseil de l'


Europe de l' Est pour la Recherche Nucleaire - είχε
υποχρεωθεί να διαλέξει αυτό το απομονωμένο μέρος
ψηλά στα Λευκά Καρπάθια (και όχι σε άλλα πιο
κατάλληλα και πιο φιλόξενα μέρη όπως το Κλουζ στην
Ρουμανία, η Βουδαπέστη στην Ουγγαρία και το Γκντανσκ
στην Πολωνία) γιατί ο φίλος του Τάλμποτ είχε διαλέξει
αυτό το μέρος. Το CERN είχε τον Νταλ και τον Γουίντεροϊ
και τον Γκάουαρντ και τον Ανταμς και τον Ράιχ, το
CEERN είχε τον Βίκτορ. Υπήρχε ισορροπία. Ετσι γινόταν
ό,τι ήθελε εκείνος.

Το εργαστήριο λοιπόν είχε χτιστεί προσεκτικά


σύμφωνα με τις προδιαγραφές του, και ο επιταχυντής
σωματιδίων του CERN ήταν νάνος μπροστά του. Και ο
Επιταχυντής Φέρμι των τεσσάρων μιλίων στο Ιλλινόις
ήταν νάνος μπροστά του. Ηταν, με δυο λόγια, το
μεγαλύτερο, πιο σύγχρονο "συγχροφάσοτρον" του
κόσμου.

Μόνο το εβδομήντα τα εκατό των πειραμάτων που


γίνονται στο υπόγειο εργαστήριο ήταν αφιερωμένα σε
πειράματα που χρηματοδοτούσε το CEERN. Τα εκατό τα
εκατό του προσωπικού του συγκροτήματος του Βίκτορ
ήταν αφοσιωμένο προσωπικα σ' αυτόν, όχι στο CEERN,
ούτε στο Ανατολικό Μπλοκ, ούτε σε φιλοσοφίες ή
δόγματα... στον άνθρωπο. Ετσι το τριάντα τα εκατό των
πειραμάτων που γίνονταν στον διαμέτρου 16 μιλίων
επιταχυντή ήταν του Βίκτορ. Αν ήξερε ο CEERN - και θα
ήταν δύσκολο να μάθει - δεν έλεγε τίποτα. Το εβδομήντα
τα εκατό των καρπών της ιδιοφυίας ήταν καλύτερο από
το μηδέν τα εκατό.

Αν ο Τάλμποτ ήξερε νωρίτερα πως η έρευνα του


Βίκτορ κατευθυνόταν στην πραγματοποίηση
προχωρημένων θεωρητικών ανακαλύψεων για τη φύση
της δομής των στοιχειωδών σωματιδίων, δεν θα έχανε το
χρόνο του με τους απατεώνες και τα αδιέξοδα
προσπαθώντας να λύσει το πρόβλημά του, πράγματα
που υπόσχονταν τα πάντα και απέδιδαν μηδέν. Αλλά ως
τότε που η Εταιρεία Πληροφοριών τον έβαλε στον σωστό
δρόμο - έναν δρόμο που είχε ακολουθήσει προς κάθε
κατεύθυνση εκτός από εκείνη την απρόσμενη που
συγχώνευε την σκιά με την ουσία, την πραγματικότητα με
την φαντασία - ώς τότε, δεν χρειαζόταν το εξωτικό
ταλέντο του Βίκτορ.

Ενώ ο CEERN απολάμβανε τη γνώση που του


προσέφερε η μεγαλοφυία του φυσικού και τον κρατούσε
στην πρώτη θέση των ανακαλύψεων των Σούπερ
Επιταχυντών, ο Βίκτορ πληροφορούσε τον παλιό του
φίλο για τον τρόπο με τον οποίο θα του χάριζε την ειρήνη
του θανάτου, τον τρόπο με τον οποίο ο Λώρενς Τάλμποτ
θα έβρισκε την ψυχή του, τον τρόπο με τον οποίο θα
έμπαινε κυριολεκτικά μέσα στο σώμα του.

"Η απάντηση στο πρόβλημά σου έχει δύο μέρη.


Πρώτον, πρέπει να δημιουργήσουμε ένα ακριβές
ομοίωμά σου, εκαντοντάδες χιλιάδες ή εκατομμύρια
φορές μικρότερο από σένα, το πρωτότυπο. Μετά,
δεύτερο, πρέπει να το πραγματοποιήσουμε, να κάνουμε
την εικόνα κάτι υλικό, σωματικό, κάτι που υπάρχει. Μια
μικρογραφία σου με κάθε τι που κατέχεις, όλες τις
αναμνήσεις, τη γνώση".

Ο Τάλμποτ ένιωσε μια ευχάριστη ζαλάδα. Το


γαλακτερό υγρό για να ηρεμήσει τα ταραγμένα νερά των
αναμνήσεών του. Χαμογέλασε. "Χαίρομαι που δεν ήταν
κανένα δύσκολο πρόβλημα".
Ο Βίκτορ πήρε ένα θλιμμένο ύφος. "Την άλλη βδομάδα
θα εφεύρω την ατμομηχανή. Σοβαρέψου, Λάρυ".
"Είναι αυτό το κοκτέηλ Λήθη που μου έδωσες".
Το στόμα του Βίκτορ σφίχτηκε και ο Τάλμποτ κατάλαβε
πως έπρεπε να συγκρατηθεί. "Συγγνώμη, συνέχισε".

Ο Βίκτορ δίστασε μια στιγμή, σιγουρεύοντας τη


σοβαρότητά του με μια δόση ενοχής, και συνέχισε. "Το
πρώτο μέρος του προβλήματος λύνεται με τα γκρέηζερ
που φτιάξαμε. Θα πάρουμε ένα ολόγραμμά σου,
χρησιμοποιώντας ένα κύμα που δημιουργείται όχι από
ηλεκτρόνια του ατόμου, αλλά από τους πυρήνες... ένα
κύμα ένα εκατομμύριο φορές πιο βραχύ, μεγαλύτερο σε
σταθερότητα από του λέηζερ". Προχώρησε στο μεγάλο
γυάλινο πίνακα που κρεμόταν στη μέση του εργαστηρίου,
με τα γκρέηζερ να σκοπεύουν στο κέντρο του. "Ελα εδώ".
Ο Τάλμποτ τον ακολούθησε.

"Αυτή είναι η ολογραφική πλάκα", είπε, "ένα φύλλο


φωτογραφικού φίλμ, έτσι;"
"Οχι αυτό", είπε ο Βίκτορ, ακουμπώντας το τετράγωνο
τζάμι, "αυτό!" Εβαλε το δάχτυλό του σ' ένα σημείο στο
κέντρο του γυαλιού και ο Τάλμποτ έσκυψε να δει. Στην
αρχή δεν είδε τίποτα, αλλά μετά πρόσεξε ένα μικρό
ρυτίδωμα, και όταν έβαλε το πρόσωπό του όσο πιο
κοντά μπορούσε είδε ένα ελαφρό μουαρέ, σαν την
επιφάνεια ενός λεπτού μετάξινου μαντηλιού, κοίταξε πάλι
τον Βίκτορ.
"Μικροφωτογραφική πλάκα", είπε ο Βίκτορ. "Μικρότερη κι
από ένα ολοκληρωμένο τσιπ. Εκεί θα πιάσουμε το
πνεύμα σου, ένα εκατομμύριο φορές μικρότερο. Στο
μέγεθος περίπου ενός κυττάρου, ενός ερυθρού
αιμοσφαιρίου ίσως".
Ο Τάλμποτ γέλασε.
"Ελα", είπε βαριεστημένα ο Βίκτορ. "Ηπιες πολύ, και
φταίω εγώ. Ας αρχίσουμε, Θα είναι εντάξει ώσπου να
ετοιμαστούμε. Ελπίζω μόνο η ψείρα σου να μην
αλλοιθωρίζει
Γυμνό, τον έστησαν μπροστά στην φωτογραφική πλάκα.
Η μεγαλύτερη από τις γυναίκες τεχνικούς τον σημάδεψε
με το γκρέηζερ, ακούστηκε ένας μαλακός ήχος που ο
Τάλμποτ φαντάστηκε πως θα ήταν κάποιος μηχανισμός
που έμπαινε στη θέση του, και ο Βίκτορ είπε "Εντάξει,
Λάρυ, αυτό ήταν".

"Αυτό ήταν;"

Οι τεχνικοί φάνηκαν ευχαριστημένοι και να


διασκεδάζουν με την αντίδρασή του. "Τελείωσε", είπε ο
Βίκτορ. Τόσο γρήγορο ήταν. Δεν είχε δει καν το κύμα
γκρέηζερ. "Αυτό ήταν;" είπε πάλι. Ο Βίκτορ άρχισε να
γελάει. Η ευθυμία απλώθηκε σ' όλο το εργαστήριο. Οι
τεχνικοί βαστιούνταν από τα μηχανήματα, δάκρυα
έτρεχαν από τα μάγουλα του Βίκτορ, όλοι
προσπαθούσαν να βρουν την αναπνοή τους, και ο
Τάλμποτ στεκόταν μπροστά στη μικροσκοπική ατέλεια
του γυαλιού και αισθανόταν σαν καθυστερημένος.
"Αυτό ήταν;" ξαναείπε αμήχανα.
Μετά από λίγο σκούπισαν τα μάτια τους και ο Βίκτορ τον
πήρε από το τζάμι. "Εγινε, Λάρυ, και είμαστε έτοιμοι να
συνεχίσουμε. Κρυώνεις;"
Το γυμνό δέρμα του Τάλμποτ είχε ανατριχιάσει. Ενας
τεχνικός του έφερε μια μπλούζα. Στάθηκε και κοίταζε.
Ηταν φανερό πως δεν ήταν πια το κέντρο της προσοχής.

Τώρα το κέντρο της προσοχής ήταν το άλλο γκρέηζερ


και το ολογραφικό φιλμ στο γυαλί. Το προσωπικό του
εργαστηρίου είχε εκτονώσει τη νευρικότητά του και τώρα
τα πρόσωπα όλων έδειχναν συγκέντρωση και
σοβαρότητα. Ο Βίκτορ φορούσε ακουστικά, και ο
Τάλμποτ τον άκουσε να λέει "Εντάξει, Καρλ. Ανοιξε όλη
την ισχύ".
Σχεδόν αμέσως το εργαστήριο γέμισε με τον ήχο των
γεννητριών που συγχρονίζονταν. Ηταν οδυνηρό, και ο
Τάλμποτ ένιωσε τα δόντια του να πονάνε. Συνέχισε να
δυναμώνει, ένας οξύς ήχος που ανέβηκε ώσπου πέρασε
το όριο της ακοής του.

Ο Βίκτορ έκανε νόημα στην πιο νέα τεχνικό στο


γκρέηζερ πίσω από το τζάμι. Εκείνη έσκυψε στο
σκόπευτρο της συσκευής προβολής, γρήγορα, και την
έθεσε σε λειτουργία. Ο Τάλμποτ δεν είδε καμιά ακτίνα
φωτός, αλλά άκουσε τον ίδιο ήχο που είχε ακούσει
προηγουμένως, και μετά έναν απαλό βόμβο, και εκεί που
είχε σταθεί εμφανίστηκε τρεμοπαίζοντας ένα ολόγραμμα
του εαυτού του σε φυσικό μέγεθος, γυμνό. Κοίταξε
εωτηματικά τον Βίκτορ. Ο Βίκτορ κούνησε το κεφάλι του,
και ο Τάλμποτ πλησίασε το φάντασμα, πέρασε το χέρι
του από μέσα του, στάθηκε κοντά του και κοίταξε τα
καθαρά καφετιά μάτια, πρόσεξε τους πλατείς πόρους στη
μύτη, εξέτασε τον εαυτό του καλύτερα απ' όσο είχε
μπορέσει ποτέ στον καθρέφτη. Ενιωσε ανατριχίλα από
φόβο.

Ο Βίκτορ μιλούσε σε τρεις τεχνικούς που αμέσως μετά


ήρθαν να εξετάσουν το ολόγραμμα. Είχαν φωτόμετρα και
ευαίσθητα όργανα που προφανώς μετρούσαν την
εκρίβεια και την καθαρότητα της φασματικής εικόνας. Ο
Τάλμποτ κοίταζε, γοητευμένος και τρομοκρατημένος.
Φαινόταν πως ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για το μεγάλο
ταξίδι της ζωής του, ένα ταξίδι μ' ένα πολυπόθητο
προορισμό: το τέλος.
Ενας από τους τεχνικούς έκανε νόημα του Βίκτορ.

"Είναι καθαρό", είπε ο Τάλμποτ. Μετά στην τεχνικό του


δεύτερου γκρέηζερ, είπε "Εντάξει, Γιάννα, παρ' το από
'δω". Εκείνη άνοιξε ένα διακόπτη και ολόκληρος ο
μηχανισμός γύρισε πάνω σε βαριές καουτσουκένιες
ρόδες και απομακρύνθηκε. Η εικόνα του Τάλμποτ,
γυμνού και ευάλωτου, λίγο θλιβερή καθώς την είδε να
ξεθωριάζει και να χάνεται σαν την πρωινή ομίχλη, είχε
εξαφανιστεί όταν ο τεχνικός έσβησε το μηχάνημα.
"Εντάξει Καρλ" έλεγε ο Βίκτορ, "Φέρνουμε τη βάση.
Μίκρυνε το άνοιγμα, και περίμενε το σήμα μου". Μετά
γύρισε στον Τάλμποτ. "Ερχεται η ψείρα σου, παλιόφιλε".

Ο Τάλμποτ είχε μια αίσθηση νεκρανάστασης.

Η μεγαλύτερη τεχνικός έφερε ένα βάθρο από


ανοξείδωτο ατσάλι τέσσερα πόδια ψηλό στο κέντρο του
εργαστηρίου και το τοποθέτησε έτσι που ο μικρός,
γυαλιστερός άξονας που υπήρχε στην κορυφή του
ακουμπούσε στο κάτω μέρος του μικροσκοπικού φιλμ
στο γυαλί. Εμοιαζε να είναι, και ήταν, μια εξέδρα
πραγματοποίησης για την πραγματική δοκιμή. Το
ολόγραμμα σε φυσικό μέγεθος ήταν ένα χοντρικό τεστ για
να επιβεβαιωθεί η τελειότητα της εικόνας. Τώρα
επρόκειτο να δημιουργηθεί μια ζωντανή οντότητα, ένας
Λώρενς Τάλμποτ, γυμνός και στο μέγεθος του μοναδικού
κυττάρου, με την συνείδηση και τη νοημοσύνη και τις
αναμνήσεις και τις επιθυμίες του ταυτόσημες μ' αυτές του
Τάλμποτ.
"Ετοιμος, Καρλ;" έλεγε ο Βίκτορ.

Ο Τάλμποτ δεν άκουσε απάντηση, αλλά ο Βίκτορ


κούνησε το κεφάλι του σαν ν' άκουγε. Μετά είπε "Εντάξει,
βγάλε την ακτίνα!".
Εγινε τόσο γρήγορα που ο Τάλμποτ έχασε το μεγαλύτερο
μέρος.

Η ακτίνα μικροπιονίων σχηματιζόταν από σωματίδια


ένα εκατομμύριο φορές μικρότερα από το πρωτόνιο,
μικρότερα από τα κουάρκς, μικρότερα κι από τα μιόνια
και τα πιόνια. Ο Βίκτορ τα είχε ονομάσει μικροπιόνια. Η
σχισμή άνοιξε στον τοίχο, η ακτίνα σχεδιάστηκε, πέρασε
από την ολογραφική πλάκα και διακόπηκε καθώς η
σχισμή ξανάκλεισε.
Ολόκληρη η διαδικασία είχε διαρκέσει ένα
δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου.

"Εγινε", είπε ο Βίκτορ.


"Δεν βλέπω τίποτα", είπε ο Τάλμποτ, και κατάλαβε πόσο
ανόητος έπρεπε να φαίνεται σ' αυτούς τους ανθρώπους.
Φυσικά και δεν έβλεπε τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα να δει..
με γυμνό μάτι. "Είναι... είναι εκεί;"
"Εσύ είσαι εκεί", είπε ο Βίκτορ. Εκανε νόημα σ' έναν από
τους τεχνικούς που στεκόταν σ' έναν εντοιχισμένο κλωβό
με όργανα σε προστατευτικά ράφια, κι εκείνος πλησίασε
κρατώντας το λεπτό σωλήνα ενός μικροσκοπίου. Το
έσφιξε στο μικροσκοπικό άξονα του βάθρου μ' έναν
τρόπο που δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει ο Τάλμποτ.
Μετά έκανε στην άκρη, και ο Βίκτορ είπε "Το δεύτερο
μέρος του προβλήματός σου λύθηκε, Λάρυ. Κοίτα και
μόνος σου".

Ο Λώρενς Τάλμποτ πήγε στο μικροσκόπιο, το ρύθμισε


ώσπου να δει καθαρά τη γυαλιστερή επιφάνεια του
άξονα, και είδε τον εαυτό του σε μια απέραντα
σμικρυμένη τελειότητα

να κοιτάζει τον εαυτό του.

Αναγνώρισε τον εαυτό του, αν και το μόνο που


μπορούσε να δει ήταν ένα κυκλώπειο καφέ μάτι που
κοίταζε από το λείο γυάλινο δορυφόρο που δέσποζε στον
ουρανό.
Κούνησε το χέρι του. Το μάτι βλεφάρισε.
Τώρα αρχίζει, σκέφτηκε.

Ο Λώρενς Τάλμποτ στεκόταν στο χείλος του τεράστιου


κρατήρα που ήταν ο αφαλός του Λώρενς Τάλμποτ.
Κοίταζε προς τα κάτω στην απύθμενη άβυσσο με τα
αστροφικά υπολείμματα του ομφάλιου λώρου να
σχηματίζουν καμπύλες και εξογκώματα, λεία και
κυματιστά να εξαφανίζονται στο σκοτάδι.

Στάθηκε έτοιμος να σκαρφαλώσει κάτω και μύρισε τις


μυρωδιές που αναδύονταν από μέσα. Τη μυρωδιά της
πενικιλλίνης σαν να δαγκώνει ασημόχαρτο με χαλασμένο
δόντι. Τη μυρωδιά της ασπιρίνης, σαν κιμωλία, να
γαργαλά τις τρίχες της μύτης του σαν να καθάριζε
σφουγγάρια μαυροπίνακα χτυπώντας το ένα με το άλλο.
Τη μυρωδιά του αποσυντεθειμένου φαγητού που έχει
χωνευτεί και μετατρέπεται σε περιττώματα. Ολες αυτές
τις μυρωδιές να βγαίνουν από μέσα του σαν μια άγρια
συμφωνία σκοτεινών χρωμάτων.

Κάθησε στο στρογγυλεμένο χείλος του αφαλού του και


αφέθηκε να γλιστρήσει κάτω.
Γλίστρησε, πέρασε ένα μικρό ύψωμα, έπεσε μερικά
πόδια, και γλίστρησε πάλι στο σκοτάδι, σαν σε έλκηθρο.
Επεσε για λίγο μόνο, και κατέληξε στη μαλακή και
εύκαμπτη, ελαφρά ελαστική επιφάνεια όπου είχε δεθεί ο
αφαλός του. Ξαφνικά, το σκοτάδι στο βάθος της τρύπας
κομματιάστηκε από ένα εκτυφλωτικό φως. Ο Τάλμποτ
σκίασε τα μάτια του και κοίταξε στον ουρανό. Ενας ήλιος
έλαμπε εκεί, πιο λαμπρός κι από χίλιες νόβες. Ο Βίκτορ
είχε φέρει μια χειρουργική λάμπα πάνω από την τρύπα
για να τον βοηθήσει. Για όσο μπορούσε.
Ο Τάλμποτ είδε μια μεγάλη σκιά να κινείται δίπλα στο
φως, και προσπάθησε να διακρίνει τι ήταν: φαινόταν
σημαντικό να ξέρει τι ήταν. Και για μια στιγμή, προτού
κλείσουν τα μάτια του από τη δυνατή λάμψη, νόμισε πως
ήξερε τι ήταν. Κάποιος τον κοίταζε, δίπλα από τη
χειρουργική λάμπα που κρεμόταν πάνω από το γυμνό,
αναίσθητο σώμα του Λώρενς Τάλμποτ που κοιμόταν σ'
ένα χειρουργικό κρεβάτι.

Ηταν η ηλικιωμένη γυναίκα, η Νάντια.


Στάθηκε ακίνητος, να την σκέφτεται, για πολλή ώρα.

Μετά γονάτισε και έπιασε τον ιστό που σχημάτιζε το


πάτωμα του αφαλού του.
Νόμισε πως είδε κάτι να κινείται κάτω από την επιφάνεια,
σαν νερό που κυλά κάτω από λεπτό πάγο. Ξάπλωσε
μπρούμητα και έβαλε τα χέρια του γύρω από τα μάτια
του, ακουμπώντας το πρόσωπό του στην αδρανή σάρκα.
Ηταν σαν να κοίταζε μέσα από ένα τζάμι μαρμαρυγία.
Μια τρεμόμενη μεμβράνη μέσα από την οποία έβλεπε
τον αυλό της ατρητικής ομφάλιας φλέβας. Δεν υπήρχε
κανένα άνοιγμα. Πίεσε τα χέρια του στην ελαστική
επιφάνεια που υποχώρησε, λίγο όμως. Για να βρει το
θησαυρό, έπρεπε να ακολουθήσει το χάρτη του Ντήμητερ
- που τώρα πια είχε αποτυπωθεί για πάντα στη μνήμη
του - και προτού αρχίσει το δρόμο του, έπρεπε να
μπορέσει να μπει στο ίδιο του το σώμα.
Αλλά δεν είχε τίποτα να τον βοηθήσει σ' αυτό.

Αποκλεισμένος, στην πύλη του σώματός του, ο


Λώρενς Τάλμποτ ένιωσε το θυμό να φουσκώνει μέσα
του. Η ζωή του ήταν γεμάτη άγχος και ενοχή και τρόμο,
ήταν το σπαταλημένο αποτέλεσμα γεγονότων που δεν
μπορούσε να ελέγξει. Πεντάγραμμα και πανσέληνοι και
αίμα και ποτέ να μην παχαίνει επειδή η δίαιτά του ήταν
πλούσια σε πρωτεϊνες, τα στεροειδή του εντελώς
φυσιολογικά, τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και της
χοληστερόλης του σε ισορροπία. Και ο θάνατος πάντα
ξένος. Ο θυμός φούσκωνε μέσα του. Ενα άναθρο
βογγητό πόνου του ξέφυγε και όρμησε μπροστά, άρχισε
να ξεσκίζει τον ατροφικό λώρο με τα δόντια που είχαν
χρησιμοποιηθεί γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό πολλές
φορές πριν. Κάτω από μια αιμάτινη ομίχλη στο μυαλό
του υπήρχε η γνώση του ότι κακοποιούσε το ίδιο του το
σώμα, και αυτό φαινόταν να είναι μια κατάλληλη πράξη
αυτομαστίγωσης.
Ξένος, ήταν ένας ξένος σ' όλη την ενήλικη ζωή, και η
οργή του δεν του επέτρεπε να μείνει αποκλεισμένος άλλο
πια. Με δαιμονική αποφασιστικότητα έσκιζε κομμάτια
σάρκας ώσπου η μεμβράνη υποχώρησε τελικά, και
δημιουργήθηκε ένα άνοιγμα. Μια πρόσβαση στον εαυτό
του...

Και τυφλώθηκε από μια έκρηξη φωτός, από την ορμή


του αέρα, από το πέρασμα κάποιου πράγματος που
βρισκόταν ακριβώς κάτω από την επιφάνεια και
αγωνιζόταν να ελευθερωθεί, και για μια στιγμή πριν πέσει
αναίσθητος ήξερε πως ο Δον Χουάν του Καστανέντα είχε
πει την αλήθεια: μια παχιά δεσμίδα αραχνοϋφαντων ινών
με χρυσές αποχρώσεις, φωτεινές ίνες, απελευθερώθηκαν
από τη φλέβα, υψώθηκαν μέσα από το πηγάδι του
αφαλού του τρεμοπαίζοντας προς τον αντισηπτικό
ουρανό.
Ενα μεταφυσικό αλλά αόρατο στέλεχος που ανέβαινε
ψηλά από πάνω του, όλο και πιο ψηλά, καθώς τα μάτια
του έκλεισαν και βυθίστηκε στη λήθη.

Ηταν μπρούμυτα, έρποντας μέσα στον αυλό, το


κέντρο του δρόμου που είχαν πάρει οι φλέβες γυρίζοντας
από τον αμνιακό σάκο στο έμβρυο. Προχώρησε όπως θα
έκανε ένας ανιχνευτής του πεζικού σε επικίνδυνο έδαφος,
με αγκώνες και γόνατα, και άνοιξε το εξομαλυμένο τούνελ
με το κεφάλι του ίσα-ίσα για να χωρέσει. Είχε αρκετό
φως, το εσωτερικό του κόσμου που λεγόταν Λώρενς
Τάλμποτ ήταν πλημμυρισμένο με μια χρυσή ανταύγεια.

Ο χάρτης είχε καθορίσει το δρόμο του απ' αυτό το


συνθλιμμένο τούνελ στην κάτω κοίλη φλέβα, στο δεξιό
κόλπο και από εκεί μέσω της δεξιάς κοιλίας και των
πνευμονικών αρτηριών και των βαλβίδων στους
πνεύμονες, τη διασταύρωση των πνευματικών φλεβών
στην αριστερή μεριά της καρδιάς (αριστερός κόλπος,
αριστερή κοιλία), την αορτή - αποφεύγοντας τις τρεις
στεφανιαίες αρτηρίες πάνω από τις αορτικές βαλβίδες -
και μετά προς τα κάτω πάνω από το τόξο της αορτής -
αποφεύγοντας την καρωτιδική και άλλες αρτηρίες - στον
κοιλιακό κορμό, όπου οι αρτηρίες χωρίζονται με
πολύπλοκο τρόπο: η γαστροδωδεκαδακτυλική με το
στομάχι, η ηπατική στο σηκώτι, η σπληνική στην σπλήνα.
Κι εκεί, στο πίσω μέρος του σώματος του διαφράγματος,
θα έπεφτε περνώντας από τον μεγαλύτερο παγκρεατικό
πόρο στο ίδιο το πάγκρεας. Κι εκεί, ανάμεσα στα νησίδια
του λαγκερχανς, θα έβρισκε, στις συντεταγμένες που του
είχε δώσει η Εταιρεία Πληροφοριών, θα έβρισκε αυτό
που του είχε κλαπεί μια νύχτα τρόμου μ' ολόγιομο
φεγγάρι εδώ και τόσον πολύ καιρό. Και, αφού το έβρισκε,
αφού είχε εξασφαλίσει τον αιώνιο ύπνο, κι όχι απλώς το
φυσικό θάνατο από μια ασημένια σφαίρα, θα σταματούσε
την καρδιά του - πως δεν ήξερε, αλλά θα το έκανε - και
όλα θα τελείωναν για τον Λώρενς Τάλμποτ, που είχε γίνει
αυτό που είχε αντικρύσει. Εκεί, στο πίσω μέρος του
παγκρέατος, παίρνοντας αίμα από την σπληνική αρτηρία,
βρισκόταν ο μεγαλύτερος θησαυρός απ' όλους. Κάτι
περισσότερο από δουβλόνια, από μπαχαρικά και
μετάξια, από λυχνάρια όπου φυλάκιζε τζίνια ο βασιλιάς
Σολομών, η τελειωτική και απολαυστική αιώνια ειρήνη,
μια ανακούφιση από την τερατωδία.

Εκανε στην άκρη το τελευταίο μέρος της νεκρής


φλέβας και έβγαλε το κεφάλι του στον ανοιχτό χώρο.
Κρεμόταν ανάποδα σε μια σπηλιά από βαθύ πορτοκαλί
βράχο.
Ο Τάλμποτ ελευθέρωσε τα χέρια του, πιάστηκε από το
ταβάνι της σπηλιάς και τραβήχτηκε έξω από το τούνελ.
Επεσε, προσπαθώντας να γυρίσει την τελευταία στιγμή
για να βγει πρώτα με τους ώμους, και χτύπησε αρκετά
δυνατά στο πλάι του λαιμού του.

Εμεινε ξαπλωμένος για λίγο, περιμένοντας να


συνέλθει. Μετά σηκώθηκε και προχώρησε. Η σπηλιά
άνοιγε σε ένα ράφι, και βγήκε να δει το μέρος μπροστά
του. Ο σκελετός από κάτι αμυδρά μόνο ανθρώπινο ήταν
κουλουριασμένος στην άκρη της πλαγιάς. Φοβόταν να
τον κοιτάξει από πολύ κοντά.
Εριξε το βλέμμα του στον κόσμο των νεκρών πορτοκαλί
βράχων που ήταν ρυτιδωμένοι και κυματιστοί σαν μια
εγκάρσια τοπογραφική όψη του μετωπικού λοβού ενός
εγκεφάλου έξω από το κρανιακό περίβλημα.
Ο ουρανός είχε ένα ανοιχτό κίτρινο χρώμα φωτεινό κι
ευχάριστο.

Το μεγάλο φαράγγι του σώματος του φαινόταν να είναι


ένας χωρίς ορίζοντα σωρός ατροφικών βράχων, νεκρών
εδώ και χιλιετηρίδες. Εψαξε και βρήκε ένα μονοπάτι που
κατέβαινε από τη σπηλιά, και άρχισε το ταξίδι του.

Υπήρχε νερό, και τον κρατούσε ζωντανό. Προφανώς


σ' αυτή την καψαλισμένη ερημιά έβρεχε πιο συχνά απ'
ό,τι έδειχνε η εμφάνισή της. Δεν είχε τρόπο να μετράει τις
μέρες ή τους μήνες, γιατί δεν υπήρχε ούτε μέρα ούτε
νύχτα - πάντα η ίδια σταθερή θαυμάσια χρυσή ανταύγεια
- αλλά ο Τάλμποτ πίστευε πως το ταξίδι του στην
κεντρική ράχη των πορτοκαλί βουνών του είχε πάρει
σχεδόν έξι μήνες. Και σ' αυτό το διάστημα έβρεξε
σαράντα οκτώ φορές ή περίπου δύο φορέςν εβδομάδα.
Κάθε φορά γέμιζαν μικρές λακούβες νερού σαν
κολυμπήθρες, και ανακάλυψε πως αν κρατούσε υγρές τις
γυμνές του πατούσες μπορούσε να περπατά χωρίς να
χάνει την ενέργειά του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν
έτρωγε, ή τι.

Δεν είδε άλλα σημεία ζωής.

Εκτός από έναν σκελετό πού και πού, στη τη σκιά


κάποιου πορτοκαλί βράχου. Συχνά, δεν είχαν κρανίο.

Τελικά βρήκε ένα πέρασμα μέσα από τα βουνά και τα


πέρασε. Ανέβηκε από τους πρόποδες σε χαμηλότερες,
πιο απαλές πλαγιές, και μετά πάλι προς τα πάνω, σε
άγρια και στενά περάσματα που φιδογύριζαν όλο και
ψηλότερα προς τη ζέστη του ουρανού. Οταν έφτασε στην
κορυφή, ανακάλυψε πως το μονοπάτι από την άλλη
μεριά ήταν ίδιο και πλατύ και εύκολο. Κατέβηκε γρήγορα,
του πήρε μερικές μέρες ή τόσο του φάνηκε.
Κάτι ήρθε κολυμπώντας προς το μέρος του. Εκανε πίσω.
Εκείνο πλησίασε πιο γρήγορα, και καθώς ήρθε κοντά στο
τοίχωμα του κρατήρα ανέβηκε στην επιφάνεια
τραγουδώντας το τραγούδι του, γύρισε για να κόψει ένα
κομμάτι σάπιας σάρκας από ένα από τα πτώματα που
επέπλεαν, και σταμάτησε μόνο για μια στιγμή, σαν για να
θυμίσει πως δεν ήταν αυτή η περιοχή δική του, του
Τάλμποτ, αλλά βρισκόταν στη δικαιοδοσία του.

Οπως κι ο Τάλμποτ, το ψάρι δεν μπορούσε να


πεθάνει.
Ο Τάλμποτ έκατσε στο χείλος του κρατήρα πολλή ώρα
κοιτάζοντας τη λίμνη και παρακολουθώντας τα κουφάρια
νεκρών ονείρων καθώς γύριζαν κι ανεβοκατέβαιναν σαν
κομμάτια σκουληκιασμένο χοιρινό σε μια γκρίζα σούπα.
Μετά σηκώθηκε, κατέβηκε από τον κρατήρα και συνέχισε
το ταξίδι του. Εκλαιγε.

Οταν τελικά έφτασε στην εκτή της παγκρεατικής


θάλασσας, βρήκε ένα σωρό πράγματα που είχε χάσει ή
είχε χαρίσει όταν ήταν παιδί. Βρήκε ένα ξύλινο πολυβόλο
πάνω σε ένα τρίποδο, βαμμένο ένα μουντό λαδί χρώμα,
που έκανε ρατ-τατ-τατ αν γύριζες μια ξύλινη λαβή. Βρήκε
μια σειρά στρατιωτάκια, δυο λόχους, έναν πρωσσικό και
έναν γαλλικό, με μια μινιατούρα του Ναπολέοντα
Βοναπάρτη ανάμεσά τους. Βρήκε ένα μικροσκόπιο με
σλάιντς και απολιθώματα και διάφορα χημικά σε ωραία
μπουκαλάκια, όλα με παρόμοιες ετικέτες. Βρήκε ένα
μπουκάλι του γάλακτος γεμάτος με πένες με ινδιάνικα
κεφάλια. Βρήκε μια κούκλα του κουκλοθεάτρου με κεφάλι
μαϊμούς και το όνομα Ρόσκο γραμμένο στο πάνικο γάντι
με μπογιά για τα νύχια. Βρήκε ένα βηματόμετρο. Βρήκε
έναν όμορφο πίνακα ενός πουλιού της ζούγκλας που είχε
γίνει με αληθινά φτερά. Βρήκε μια πίπα από κότσαλο
καλαμποκιού. Βρήκε ένα κουτί με δώρα ραδιοφωνικών
εκπομπών: ένα χάρτινο σετ ντέντεκτιβ, με σκόνη για
αποτυπώματα, αόρατη μελάνη κι έναν κατάλογο με
κώδικες του αστυνομικού ασυρμάτου, ένα δαχτυλίδι με
κάτι σαν πλαστική βόμβα επάνω του, που όταν έβγαζε τα
κόκκινα πτερύγια από πίσω και το σκίαζε με τα χέρια του
μπορούσε να δει φωτεινούς σπινθιρισμούς στο βάθος
του, ένα πορσελάνινο φλιτζάνι μ΄ ένα κοριτσάκι κι έναν
σκύλο να τρέχουν στην μια πλευρά, ένα κόκκινο
πλαστικό δίσκοαποκρυπτογραφήσεως μ' έναν φακό για
να καίει χαρτιά στο κέντρο.
Κάτι έλειπε όμως.

Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν, αλλά ήξερε πως


ήταν κάτι σημαντικό. Το ήξερε, όπως ήξερε πως ήταν
σημαντικό να αναγνωρίσει τη σκιά που είχε περάσει απ'
τη χειρουργική λάμπα όταν ήταν ακόμη στο πηγάδι του
αφαλού του, ήξερε πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που έλειπε
απ' αυτήν την κρύπτη... ήταν πολύ σημαντικό.

Πήρε μια βάρκα που ήταν αγκυροβολημένη στην άκρη


της παγκρεατικής θάλασσας και έβαλε όλα τα πράγματα
που είχε βρει σ' ένα αδιάβροχο κουτί κάτω από ένα
κάθισμα. Κράτησε το μεγάλο ραδιόφωνο που είχε σχήμα
καθεδρικού ναού και το έβαλε στο πάγκο μπροστά από
τους σκαρμούς.
Μετά πήρε τη βάρκα και την έσπρωξε στα πορφυρά
νερά, λεκιάζοντας τους αστραγάλους του και τα πόδια του
ώς τους μηρούς, ανέβηκε επάνω, και άρχισε να τραβά
κουπί προς τα νησάκια. Ο,τι κι αν ήταν αυτό που έλειπε,
ήταν πολύ σημαντικό.
Ο άνεμος έπεσε όταν αχνοφάνηκαν τα νησάκια στον
ορίζοντα. Ο Τάλμποτ στάθηκε ήρεμα, κοιτάζοντας την
αιμάτινη θάλασσα, στο σημείο με γεωγραφικό πλάτος 38
54' Β και μήκος 77° 00' 13'' Δ.

Ηπιε από τη θάλασσα και του ήρθε αναγούλα. Επαιξε


με τα παιχνίδια που ήταν στο αδιάβροχο κουτί. Και
άκουγε το ραδιόφωνο.
Ακουσε ένα πρόγραμμα για κάποιον πολύ χοντρό
άντρα που διαλεύκανε φόνους, μια διασκευή του Η
γυναίκα στο παράθυρο με τον Εντουαρντ Ρόμπινσον και
την Τζόαν Μπένετ, μια ιστορία που άρχιζε σ' ένα μεγάλο
σιδηροδρομικό σταθμό, μια ιστορία μυστηρίου για
κάποιον πλούσιο που γινόταν αόρατος θολώνοντας το
μυαλό των άλλων έτσι που δεν μπορούσαν να τον δουν,
και απόλαυσε ένα δράμα που διηγόταν κάποιος Ερνεστ
Τσάπελ και έλεγε για μια ομάδα ανθρώπων που
κατέβηκαν μ' ένα βαθυσκάφος από το πάτο ενός
πηγαδιού ορυχείου όπου, σε βάθος πέντε μιλίων, τους
επιτέθηκαν πτεροδάκτυλοι. Μετά άκουσε τα νέα από τον
Γκράχαμ Μακνέημη. Στο τέλος του προγράμματος,
μεταξύ άλλων, ο Τάλμποτ άκουσε την αξέχαστη φωνή
του Μακνέημη να λέει:
"Κολόμπο, Οχάιο, 24 Σεπτεμβρίου 1973. Η Μάρθα
Νέλσον ήταν σε ένα ίδρυμα για διανοητικά
καθυστερημένους 98 χρόνια. Είναι 102 ετών και μπήκε
στο Κρατικό Ιδρυμα Οριεντ κοντά στο Οριεντ του Οχάιο
στις 25 Ιουνίου 1875. Το ιστορικό της καταστράφηκε σε
μια φωτιά το 1883, και κανείς δεν ξέρει γιατί είναι στο
ίδρυμα. Οταν μπήκε, λεγόταν Κρατικό Ιδρυμα Κολόμπο
για Διανοητικά Καθυστερημένους. "Ποτέ δεν δόθηκε μια
ευκαιρία", είπε ο δρ Α.Ζ. Σοφορένκο, που ανέλαβε πριν
δύο μήνες διευθυντής του ιδρύματος. Είπε πως ήταν
μάλλον θύμα του "ευγονικού φόβου", που όπως είπε
ήταν πολύ συχνός στα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Τότε μερικοί πίστευαν πως επειδή οι άνθρωποι
φτιάχτηκαν "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού" οι
καθυστερημένοι έπρεπε να είναι διεφθαρμένοι ή παιδιά
του διαβόλου, γιατί δεν ήταν ολοκληρωμένα ανθρώπινα
όντα. "Εκείνη την εποχή", είπε ο δρ. Σοφορένκο,
"πίστευαν πως αν απομάκρυνες τους διανοητικά
καθυστερημένους από μια κοινότητα και τους έκλεινες σ'
ένα ίδρυμα το μίασμα δεν θα εμφανιζόταν ξανά στην
κοινότητα". Και συνέχισε "Προφανώς παγιδεύτηκε απ'
αυτό το τρόπο σκέψης. Κανένας δεν μπορεί να είναι
σίγουρος αν ήταν πραγματικά καθυστερημένη, ήταν μια
χαμένη ζωή. Είναι αρκετά λογική για την ηλικία της. Δεν
έχει γνωστούς συγγενείς και δεν είχε επαφή με κανέναν
εκτός από το προσωπικό του ιδρύματος εδώ και 78-80
χρόνια".

Ο Τάλμποτ έκατσε σιωπηλός στην μικρή βάρκα, με το


πανί της να κρέμεται σαν ένα παραμελημένο στολίδι από
το μοναδικό κατάρτι.
"Από τότε που μπήκα μέσα σου, Τάλμποτ, έχω κλάψει
περισσότερο απ' όσο έκλαψα σ' όλη μου τη ζωή", είπε,
αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Η σκέψη της Μάρθας
Νέλσον, μιας γυναίκας που δεν είχε ξανακούσει ποτέ γι'
αυτήν, που ποτέ δεν θ' άκουγε γι' αυτήν αν εντελώς κατά
τύχη, τυχαία, δεν τύχαινε ν' ακούσει τώρα, τυχαίες
σκέψεις που στρίγκλιζαν στο μυαλό του σαν παγωμένοι
άνεμοι.
Και οι παγωμένοι άνεμοι ήρθαν, και το πανί γέμισε, και
δεν ήταν πια έρμαιο των κυμάτων, αλλά πήγαινε για την
ακτή του πιο κοντινού νησιού. Κατά τύχη.

Στάθηκε πάνω από το σημείο όπου ο χάρτης του


Ντήμητερ έλεγε πως θα έβρισκε την ψυχή του. Για μια
στιγμή γέλασε, ανακαλύπτοντας πως περίμενε να δει
έναν τεράστιο σταυρό ή "Χ" για σημάδι. Αλλά υπήρχε
μόνο μαλακή πράσινη άμμος, λεπτή σαν πούδρα, που
παρασυρόταν σε αμμοστρόβιλους προς μια αιμάτινη
παγκρεατική θάλασσα. Το σημείο βρισκόταν ανάμεσα
στη γραμμή της άμπωτης και της τεράστιας κατασκευής
που θύμιζε φρενοκομείο και κυριαρχούσε στο νησάκι.

Κοίταξε για άλλη μια φορά, ανήσυχα, το φρούριο που


υψωνόταν στο κέντρο του μικροσκοπικού νησιού. Ηταν
τετράγωνο κι έμοιαζε σκαλισμένο από έναν και μοναδικό
μαύρο βράχο... Ισως από κάποιον βράχο που είχε βγει
εκεί μετά από κάποια φυσική καταστροφή. Δεν είχε
παράθυρα, ούτε μπορούσε να δει κανένα άλλο άνοιγμα,
αν και έβλεπε δύο πλευρές του από εκεί που στεκόταν.
Τον ενοχλούσε. Ηταν ένας σκοτεινός θεός σ' ένα άδειο
βασίλειο. Σκέφτηκε το ψάρι που δεν πέθαινε, και
θυμήθηκε τον ισχυτου Νίτσε, πως οι θεοί πεθαίνουν όταν
χάσουν τους πιστούς τους.

Επεσε στα γόνατα και, έχοντας στο νου του τη στιγμή


μήνες πριν, που είχε γονατίσει για να σκίσει τη σάρκα του
ατροφικού του ομφάλιου λώρου, άρχισε να σκάβει στην
πράσινη και λεπτή άμμο.
Οσο πιο πολύ έσκαβε, τόσο πιο γρήγορα η άμμος έτρεχε
πάλι μέσα στο ρηχό λάκο. Μπήκε μέσα στο λάκο και
άρχισε να πετάει την άμμο πίσω, ανάμεσα στα πόδια
του, ένας ανθρώπινος σκύλος που σκάβει για ένα
κόκκαλο.
Οταν τα δάχτυλά του συνάντησαν την άκρη του κουτιού,
φώναξε από τον πόνο καθώς έσπασαν τα νύχια του.

Εσκαψε γύρω από τις άκρες του κουτιού και έσπρωξε


τα ματωμένα του δάχτυλα μέσα στην άμμο για να τα
φέρει από κάτω του. Το τράβηξε και ξεκόλλησε. Με
σφιγμένους μυς το ελευθέρωσε και το έβγαλε έξω.
Το πήρε στην άκρη της παραλίας και έκατσε κάτω.

Ηταν ένα απλό κουτί. Ενα κοινό ξύλινο κουτί, σαν ένα
παλιό κουτί πούρων, αλλά μεγαλύτερο. Το γύρισε από
δω κι από κει και δεν του έκανε εντύπωση που δεν είδε
μυστηριώδη ιερογλυφικά ή αποκρυφιστικά σύμβολα. Δεν
ήταν θησαυρός τέτοιου είδους. Μετά τον γύρισε από την
καλή και παραβίασε το άνοιγμα του. Η ψυχή του ήταν
μέσα. Δεν ήταν αυτό που περίμενε να βρει, καθόλου.
Αλλά ήταν αυτό που έλειπε από την κρύπτη.
Κρατώντας το σφιχτά στη χούφτα του, πέρασε την τρύπα
στην άμμο και προχώρησε προς τον προμαχώνα που
βρισκόταν στο ύψωμα.

Δεν θα πάψουμε να εξερευνούμε


Και όλης μας της εξερεύνησης το τέλος
Θα είναι να φτάσουμε εκεί που ξεκινήσαμε
Και να γνωρίσουμε για πρώτη φορά το μέρος.
Τ. Σ. Ελιοτ

Μέσα στο μελαγχολικό σκοτάδι του φρουρίου - είχε


βρει την είσοδο πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι περίμενε - ο
μόνος δρόμος που μπόρεσε να ακολουθήσει ήταν προς
τα κάτω. Οι υγρές, μαύρες πέτρες της γυριστής σκάλας
οδηγούσαν αδυσώπητα προς τα κάτω, στα έγκατα του
κτιρίου, πολύ χαμηλότερα από την παγκρεατική
θάλασσα. Τα σκαλιά ήταν απότομα, και είχαν φαγωθεί
από τα αμέτρητα πόδια που τα είχαν περάσει από την
αυγή της μνήμης. Ηταν σκοτεινά, αλλά όχι τόσο ώστε να
μην μπορεί να δει το δρόμο του. Δεν υπήρχε φως, όμως.
Δεν τον ένοιαζε να σκεφτεί πως να γίνεται αυτό.
Οταν έφτασε στο βαθύτερο μέρος του κτιρίου, χωρίς
να έχει περάσει άλλα δωμάτια ή θαλάμους ή ανοίγματα
στο δρόμο του, είδε μια πόρτα απέναντί του, στην άλλη
άκρη ενός μεγάλου δωματίου. Κατέβηκε τα τελευταία
σκαλιά και προχώρησε ώς την πόρτα. Ηταν φταγμένη
από διασταυρούμενες σιδερένιες μπάρες, μαύρες και
υγρές σαν τις πέτρες του προμαχώνα. Ανάμεσά τους είδε
κάτι χλωμό και ακίνητο στη μακρινή γωνία ενός κελιού.

Στην πόρτα δεν υπήρχε κλειδαριά.


Ανοιξε μόλις την άγγιξε.
Οποιος και να ζούσε σ' αυτό το κελί, δεν είχε
προσπαθήσει ποτέ ν΄ανοίξει την πόρτα, ή είχε
προσπαθήσει και είχε αποφασίσει να μη φύγει.
Προχώρησε βαθύτερα στο σκοτάδι.
Πέρασε ένα διάστημα σιωπής, και τελικά έσκυψε για να
τη βοηθήσει να σηκωθεί. Ηταν σαν να σήκωνε ένα σακί
νεκρά λουλούδια, εύθραυστα και μέσα σε μια νεκρή
ατμόσφαιρα ανίκανη να συγκρατήσει ακόμα και τη
θύμηση του αρώματος.
Την πήρε στα χέρια του και την κουβάλησε.
"Κλείσε τα μάτια σου στο φως, Μάρθα", είπε και ξεκίνησε
να ανεβαίνει τη μεγάλη σκάλα προς το χρυσό ουρανό.

Ο Λώρενς Τάλμποτ σηκώθηκε στο χειρουργικό


κρεβάτι. Ανοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον Βίκτορ.
Χαμογέλασε περίεργα, μαλακά. Για πρώτη φορά από
τότε που ήταν φίλοι, ο Βίκτορ είδε το πρόσωπο του
Τάλμποτ χωρίς ίχνος οδύνης.
"Πήγε καλά", είπε. Ο Τάλμποτ κούνησε το κεφάλι του.
Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον.
"Πως είναι οι κρυογονικές σου εγκαταστάσεις;" ρώτησε ο
Τάλμποτ. Τα φρύδια του Βίκτορ κατέβηκαν σαστισμένα.
"Θέλεις να σε βάλω στη ψύξη; Νόμιζα πως ήθελες κάτι
πιο μόνιμο... με ασήμι, ας πούμε".
"Δεν είναι ανάγκη".
Ο Τάλμποτ κοίταξε γύρω του. Την είδε να στέκεται στον
απέναντι τοίχο, δίπλα σε ένα γκρέηζερ. Τον κοίταξε νε
ανοιχτό φόβο. Γλίστρησε από το τραπέζι, τυλίγοντας
γύρω του το σεντόνι που βρισκόταν από κάτω και
φτιάχντοντας μια αυτοσχέδια τήβεννο. Του έδινε όψη
Ρωμαίου άρχοντα.
Την πλησίασε και κοίταξε το αρχαίο της πρόσωπο.
"Νάντια", είπε μαλακά. Μετά από λίγο σήκωσε το
πρόσωπό της. Της χαμογέλασε και για μια στιγμή ήταν
και πάλι ένα κορίτσι.Γύρισε αλλού το βλέμμα της. Πήρε το
χέρι της, και ήρθαν μαζί στο τραπέζι, στον Βίκτορ.
"Θα σου ήμουν ευγνώμων αν μου έδινες μια περιληπτική
αναφορά, Λάρυ", είπε ο φυσικός. Ετσι ο Τάλμποτ του τα
είπε όλα.
"Η μητέρα μου, η Νάντια, η Μάρθα Νέλσον, είναι το ίδιο
πράγμα", είπε ο Τάλμποτ όταν τελείωσε, "όλες τους
χαμένες ζωές".
"Και τι ήταν στο κουτί;" είπε ο Βίκτορ.
"Πώς τα πας με το συμβολισμό και την κοσμική ειρωνεία,
παλιόφιλε;"
"Προς το παρόν τα πάω καλά με τον Γιουνγκ και τον
Φρόυντ", είπε ο Βίκτορ. Δεν μπορούσε να μη
χαμογελάσει.
Ο Τάλμποτ έσφιξε το χέρι του φίλου του καθώς είπε
"Ηταν μια παλιά, σκουριασμένη κονκάρδα".
Ο Βίκτορ γύρισε από την άλλη,
Οταν ξαναγύρισε ο Τάλμποτ χαμογελούσε. "Αυτό δεν
είναι κοσμική ειρωνία, Λάρυ... Είναι φαρσοκωμωδία",
είπε ο Βίκτορ. Ηταν θυμωμένος. Φαινόταν.
Ο Τάλμποτ δεν είπε τίποτα, απλώς τον άφησε να το
σκεφτεί.
Τελικά ο Βίκτορ είπε "Τι διάβολο υποτίθεται πως σημαίνει
αυτό, αθωότητα;"
Ο Τάλμποτ σήκωσε τους ώμους του. "Υποθέτω πως αν
ήξερα , δεν θα την έχανα. Αυτό ήταν όλο. Μια μικρή
σιδερένια κονκάρδα με καρφίτσα από πίσω, τέσσερις
πόντους διάμετρο, μ' αυτό το αλλήθωρο πρόσωπο, τα
πορτοκαλί μαλλιά, το χαμόγελο που δείχνει τα δόντια του,
τη στρογγυλή μύτη, τις φακίδες, όλα, όπως ήταν πάντα".
Εμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, και μετά πρόσθεσε
"Φαίνεται δίκαιο".
"Και τώρα που την ξαναβρήκες, δεν θέλεις να πεθάνεις;"
"Δεν χρειάζεται να πεθάνω".
"Και θέλεις να σε βάλω στη ψύξη".
"Και τους δυό μας".

Ο Βίκτορ τον κοίταξε με δυσπιστία. "Για τ' όνομα του


Θεού, Λάρυ!"
Η Νάντια στεκόταν σιωπηλή, σαν να μην μπορούσε να
τους ακούσει.
"Βίκτορ, άκουσέ με: Η Μάρθα Νέλσον είναι εκεί μέσα.
Μια χαμένη ζωή. Η Νάντια είναι εδώ έξω. Δεν ξέρω γιατί
ή πως ή τι... αλλά... μια χαμένη ζωή. Αλλη μια χαμένη
ζωή. Θέλω να φτιάξεις την ψείρα της, όπως έφτιαξες και
τη δικιά μου, και να την στείλεις μέσα. Την περιμένει, και
μπορεί να το διορθώσει, Βίκτορ.Ως ένα σημείο,
τουλάχιστον. Μπορεί να μείνει μαζί της καθώς θα
ξανακερδίσει τα χρόνια που της έχουν κλαπεί. Μπορεί να
είναι - μπορώ να είμαι - ο πατέρας της όταν θα είναι
μωρό, ο σύντροφος στα παιχνίδια της όταν θα είναι
παιδί, ο φίλος της όταν θα είναι έφηβος, το αγόρι της
όταν θα είναι ένα νέο κορίτσι, ο μνηστήρας της όταν θα
γίνει γυναίκα, ο εραστής της, ο άντρας της, ο σύντροφός
της καθώς θα μεγαλώνει. Αφησέ την να γίνει όλες οι
γυναίκες που ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει, Βίκτορ. Μην της
το στερείς για δεύτερη φορά. Και όταν τελειώσουν όλα,
θα ξαναρχίσουν..."
"Πώς, για τ' όνομα του Θεού, πώς; Μίλα λογικά, Λάρυ! Τι
είναι όλες αυτές οι μεταφυσικές αηδίες;"
"Δεν ξέρω πώς, έτσι είναι όμως! Ημουν εκεί, Βίκτορ,
ήμουν εκεί για μήνες, χρόνια ίσως, και ποτέ δεν άλλαξα,
δεν έγινα λύκος, δεν υπάρχει Σελήνη εκεί... ούτε νύχτα,
ούτε μέρα, ένα χρυσό φως μόνο και ζεστασιά, και μπορώ
να προσπαθήσω να επανορθώσω. Μπορώ να
επιστρέψω δύο ζωές. Σε παρακαλώ, Βίκτορ!"
Ο φυσικός τον κοίταξε χωρίς να μιλά. Μετά κοίταξε την
ηλικιωμένη γυναίκα. Εκείνη του χαμογέλασε και μετά, με
αρθριτικά δάχτυλα, άρχισε να βγάζει τα ρούχα της.

Οταν βγήκε από τον αυλό, ο Τάλμποτ την περίμενε.


Φαινόταν πολύ κουρασμένη, και ήξερε πως έπρεπε να
την αφήσει να ξεκουραστεί προτού προσπαθήσουν να
περάσουν τα πορτοκαλί βουνά. Τη βοήθησε να κατέβει
από το ταβάνι της σπηλιάς και την ξάπλωσε στα μαλακά,
αχνοκίτρινα βρύα που είχε φέρει από τα νησάκια του
Λαγκερχανς με τη Μάρθα Νέλσον. Δίπλα δίπλα, οι δύο
ηλικιωμένες γυναίκες έμειναν ξαπλωμένες, και η Νάντια
κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Στάθηκε από πάνω τους,
κοιτάζοντας τα πρόσωπά τους.
Ηταν ολόιδιες.

Μετά βγήκε στο ράφι και στάθηκε κοιτάζοντας τη ράχη


των πορτοκαλί βουνών. Ο σκελετός δεν τον φόβιζε τώρα.
Ενιωσε μια ξαφνική, δυνατή ψύχρα στον αέρα και
κατάλαβε πως ο Βίκτορ είχε αρχίσει την ψύξη.
Εμεινε έτσι για πολλή ώρα, κρατώντας τη μικρή
μετάλλινη κονκάρδα - με το πονηρό, αθώο πρόσωπο
ενός μυθικού πλάσματος ζωγραφισμένο πάνω της σε
τέσσερα ζωηρά χρώματα - σφιχτά στο αριστερό του χέρι.

Αργότερα, άκουσε το κλάμα ενός μωρού, ενός μόνο


μωρού, από τη σπηλιά και γύρισε για ν' αρχίσει το πιο
εύκολο ταξίδι που είχε κάνει ποτέ.

Κάπου, ένα τρομερό διαβολόψαρο χαλάρωσε ξαφνικά


τα βράγχιά του,
γύρισε σιγά σιγά ανάποδα
και βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Tanith Lee
As Time Goes
By (1983)
Μετάφραση:
Δάφνη Δημητρίου

Είχαμε μισό
πλήρωμα πριν
δυο εικοσάδες
που ορκιζόταν
πως πέρασαν το
Ναπολέων
καθώς έμπαιναν
στην Παράμετρο.
Αλλά ξέρετε
τώρα πώς είναι
οι διαστημικοί,
και μάλιστα όταν
είναι σε μια
Στατική Ζώνη.
Πάνω απο δυο χιλιάδες χρονικά ρεύματα που
συγκρούονται στο διάστημα, κι ένας λευκός τροχός από
αίρονεξ που περιστρέφεται στο κέντρο. Το Χρονο-
φάντασμα και οι διάφορες δεισιδαιμονίες είναι
αναπόφευκτες.

Ο τροχός εδώ στους Χρόνους ήταν ο πρώτος σταθμός


που φτιάχτηκε, στην πρώτη Παράμετρο που συνάντησαν
όταν τελικά κατάλαβαν πως λειτουργεί ο Χρόνος στο
απώτερο διάστημα. Εσείς θα ξέρετε τα περισσότερα απ'
αυτά, φυσικά, αν όχι όλα. Πως κάθε αστρικό σύστημα
βρίσκεται και σε διαφορετική χρονόσφαιρα, πως τίποτα
δεν είναι συγχρονισμένο με τα υπόλοιπα, πως το σύμπαν
αποτελείται από ένα εκατομμύριο χρονικά ρεύματα, από
τα οποία μόνο δυο χιλιάδες έχουν μέχρι στιγμής
χαρτογραφηθεί και είναι πλεύσιμα. Ξέρετε ακόμα πως οι
Χρόνοι και οι άλλες Ζώνες -οι άσπρες τρύπες του
διαστήματος, όπως λένε για πλάκα - είναι τα καταφύγια
όπου ο χρόνος είναι πάντοτε στάσιμος. Και πως αν και
αυτοί που ζουν στους τροχούς μετρούν το χρόνο με
μέρες των είκοσι ωρών, και αν και έχουμε, όπως παντού,
κάποιες λέξεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον -
χθες, σήμερα, αύριο - η χρονόσταση ισχύει για όλους
όσους βρίσκονται στον τροχό. Εμείς κινούμαστε στο
χρόνο, αλλά σαν να κινούμαστε πάνω σ' ένα παγωμένο
ρολόι, σ' ένα ρολόι χωρίς δείκτες. Που σημαίνει πως
όποιο πλοίο εμφανιστεί από κάποιο από τα δυο χιλιάδες
χρονικά συνεχή μπορεί να σταματήσει εδώ ή σε κάποια
άλλη άσπρη τρύπα, και θα ήταν σαν να ξαναρχίζει το
παιχνίδι από την αρχή. Εδώ είναι σαν να καθαρίζουν, το
παρελθόν τους προτού ξαναφύγουν για το χάος. Μια
νησίδα σταθερού εδάφους στη μέση της τρικυμίας. Και
στην επιστημονική ορολογία: μια Παράμετρος, μια
σταθερή σφαίρα σ' ένα διαφορικό άπειρο. Και στην κοινή
γλώσσα, άλλος ένας τρόπος για να κρατηθεί κανείς στα
λογικά του.

Αλλα η λογική, όπως και ο χρόνος, είναι κάτι το


σχετικό. Οπως είπα, οι Χρόνοι έχουν κι αυτοί τα
«φαντάσματά» τους, όπως τα αγριολούλουδα από τη
Λύρα που υποτίθεται πως εμφανίζονται καμιά φορά στο
Εκτο Επίπεδο. Εγώ δεν τα έχω δει, βέβαια. Αλλά είδα το
Ναπολέων, μια φορά.

Ηταν παλιά, τότε που είχαν ακόμα εκείνο το μπαρ στο


Τρίτο Επίπεδο, το Ρουέλ Ετουάλ - το Σακάκι των
Αστρων. Ισως να το έχετε ακούσει. Ηταν εμπνευσμένο
από το σελυλόιντ των αρχών του εικοστού αιώνα, ξέρετε,
εκείνες τις παλιές ταινίες, σαν λεπτές, ξινές φέτες
λεμονιού. Το Ρουέλ είχε αυτά τα τετράγωνα έπιπλα και τα
μεγάλα ξύλικα τασάκια. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με
ροζ και μαύρο σατέν. Και μερικές γυναίκες έβγαζαν τις
φόρμες τους και έρχονταν στο Ρουέλ σκεπασμένες κι
αυτές με σατέν, και μ' αυτά τα μακριά, βαθυκόκκινα
νύχια, και κείνα τα μακριά σκουλαρίκια που είναι σαν
πολυέλαιοι. Υπήρχε και ένας πολυέλαιος στο ταβάνι.
Επρεπε να τον είχατε δει. Σαν πάγος στη φωτιά. Και
κάτω από τον πολυέλαιο ήταν ένα αληθινό πιάνο, κι ένας
αληθινός πιανίστας, από τη Σύρτη, σκούρος σαν το
κάρβουνο, με πρόσωπο πριγκιπικό και χέρια σαν τα
κύματα της θάλασσας. Οι ήχοι που έβγαιναν απ' αυτό ο
πιάνο ήταν ίδιοι στο σχήμα και στο χρώμα με τις ακτίνες
που ξεχύνονται από τον πολυέλαιο. Επρεπε να τον είχατε
δει αυτόν τον πολυέλαιο.

Αλλά σας έλεγα για κείνη τη φορά που είχα δει το


Ναπολέων.

Ημουν στο Διάδρομο του Τετάρτου, ένα επίπεδο πάνω


από το Ρουέλ Ετουάλ, απ' όπου μπορείς να δεις τα πλοία
να εμφανίζονται από το από το τίποτα καθώς αφήνουν
τους Διαστημικούς Διαδρόμους στο μηδέν 50. Το
διάστημα ήταν σαν μια λίμνη από μελάνι, χωρίς άστρα,
φυσικά, γιατί από μια Παράμετρο ποτέ δεν μπορείς να
δεις άστρα. Οταν ξαφνικά είδα αυτό το μεγάλο δελφίνι να
εμφανίζεται από το πουθενά, έτρεξα προς το πίνακα
συναγερμού. Κάτι όμως με έκανε να κοιτάξω πίσω πριν
φτάσω στον πίνακα. Και το πλοίο δεν ήταν πια εκεί.

Δεν είμαι επιρρεπής στις παραισθήσεις, κι άλλωστε


έχω αρκετά καλή Μνήμη. Θυμάμαι που κάθησα εκεί στο
διάδρομο και ξανάφτιαξα το πλοίο εκείνο στο μυαλό μου,
και το εξέτασα πολύ καλά. Και κατάλαβα, μέσα σ' ένα
δευτερόλεπτο, πως δεν θα μπορούσε να είναι κανένα
σαράβαλο, που δεν είχε γραφτεί στους καταλόγους. Οι
αριθμοί και οι κωδικές ημερομηνίες, βλέπετε, ήταν Κύκλοι
- είχαν καθιερωθεί εδώ και δεκαεννιά τουλάχιστον χρόνια
από τη Συνομοσπονδία. Ετσι που ήταν μπερδεμένος ο
χρόνος εκεί έξω, όλοι οι κωδικοί αλλάζουν κάθε Κύκλο.
Φυσικά εμφανίζεται πού και πού και κάποια κονσέρβα
που έχει καθυστερήσει τυπικά να ενημερώσει τους
κωδικούς της. Αλλά αυτά είναι μικρά πλοία, ανεξάρτητα
φορτηγά, και κανείς δεν ασχολείται ιδιαίτερα μ' αυτά.
Αυτό το πλοίο ήταν μεγάλο, ένας ψυχρός, χλωμός
γίγαντας. Είχε ακόμα και τη παλαιομοδίτικη δεξαμενή
ντήζελ στην πρύμνη, να καίει σαν ρουμπίνι. Αλλά ήταν
και κάτι άλλο. Η Μνήμη μου μου έδειχνε πως οι κωδικοί
του δεν ήταν απλώς παλιοί, ήταν λάθος. Και είχε κι ένα
έμβλημα. Οποιος έχει ακούσει για τον Εμπορικό Πόλεμο
ξέρει τα πειρατικά πλοία και τους θυρεούς που συνήθιζαν
να έχουν. Αρκετοί ξέρουν το έμβλημα του Ναπολέων.
Ενας αετός πάνω από έναν ήλιο που ανατέλλει. Και αυτό
ακριβώς είχε στην πλώρη του το πλοίο που είδα.
Δεν ανέφερα τίποτα. Εκανα μερικές νύξεις από δω κι
από εκεί, ξέρετε. Μετά άρχισα ν' ακούω παρόμοιες
ιστορίες, αρκετές. Απ' όσο ξέρω, κανείς δεν έχει δει
καταπρόσωπο τον Ντέη Κέρτις. Μόνο μια ιστορία
υπάρχει.
Ο Κέρτις είχε ήδη γίνει θρύλος, ακόμα και πριν να
εξαφανιστεί με ολόκληρο σχεδόν το πλήρωμά του. Ο
Εμπορικός Πόλεμος είχε διαιρέσει τη Συνομοσπονδία στα
τρία, και αρκετοί καπετάνιοι πέρναγαν μέσα από τα πυρά
από τη μια μεριά στην άλλη, πηγαίνοντας για
εμπορεύματα εκεί που έπρεπε, ή εκεί που δεν έπρεπε να
πάνε, ανάλογα με την αμοιβή, χωρίς να αποφεύγουν
επιπλέον εμπορεύματα όταν τα έβρισκαν στους
Διαστημικούς Διαδρόμους. Ο Κέρτις ήταν μοναδικός, γιατί
μπορούσε να αναλάβει μια δουλειά για κάποια πλευρά
και συγχρόνως να κάνει πειρατείες εναντίον τους. Ο
λόγος που συνέχιζαν να τον πληρώνουν ήταν πως
μπορούσε να κάνει το Ναπολέων να παίζει παιχνίδια με
τα χρονικά ρεύματα και το χώρο που ακόμα και σήμερα
είναι πρακτικά αδύνατα. Αν τον πλήρωνες περισσότερα
απ' όλους θα κατάφερνε να μεταφέρει οτιδήποτε
οπουδήποτε. Ο,τι κι αν βρισκόταν στο δρόμο του:
Ηχητικά φράγματα, ραδιενεργά δράγματα ή ένας στόλος
από πάνοπλα πλοία. Πολλές φορές χώριζε ένα στόλο
στα δύο και οδηγούσε το ένα μέρος, μέσα απ' όλο το
Διάστημα, πίσω στο άλλο μισό, που τον περίμενε με τα
κανόνια του έτοιμα. Εκείνος τελικά γλιστρούσε ανάμεσά
τους σαν νόμισμα μέσα σε αυτόματο μηχάνημα και τους
άφηνε να χτυπιούνται μεταξύ τους. Αλλά θα έχετε
ακούσει τις ιστορίες για τον Κέρτις και το πλοίο του, τις
ξέρει όλος ο κόσμος.
Η δική μας Παράμετρος ήταν ουδέτερη ζώνη τότε, γιατί
έτσι έπρεπε να είναι. Εκείνη την εποχή υπήρχαν μόνο
δύο τροχοί, και όλοι τους χρειάζονταν, σ' όποιο μέρος της
Συνομοσπονδίας κι αν άνηκαν. Καθε είδος σκάφη
πηααινοέρχονταν: Περιπολικά, καταδρομικά,
αντιτορπιλικά, εμπορικά, πειρατικά και πλοία
λαθρεμπόρων. Και τα πληρώματα ήταν αρκετά λογικά
ώστε να μην μιλάνε όταν συναντιούνταν στους
διαδρόμους, τις τραπεζαρίες και τα μπαρ. Ετσι όπως
κυκλοφορούσαν τα πλοία στο χρόνο, σαν ψάρια μέσα
στο νερό, έχοντας ελάχιστα ασφαλή μέρη να σταθούν,
ήταν πραγματικά αναγκαίο να υπακούει κανείς στους
κανόνες και ν' αφήνει το όπλο του στην είσοδο του
σταθμού. Οι πιο κακόφημοι ντεσπεράντος του
διαστήματος πέρασαν από δω, πολλές φορές,
πηγαίνοντας σε μάχες ή γυρίζοντας από μακελειά. Αλλά
ακόμα και μέσα σ' όλους αυτούς, ο Κέρτις ξεχώριζε.

Ηταν ένας κάπως μελαχρινός άντρας, με την


μελαγχολική χλωμάδα που αποκτούν οι περισσότεροι
διαστημικοί και εκείνα τα τεράστια ρωμαιοβυζαντινά μάτια
που μπορείς να δεις στις τοιχογραφίες στη Γη. Ισως να
είχατε δει φωτογραφίες του στις ειδήσεις. Ηταν τότε που
το Ναπολέων είχε ρυμουλκήσει εκείνο το βομβαρδισμένο
εμπορικό, το Ωρίγος, μέσα από τις εχθρικές γραμμές ως
το λιμάνι της Λύρας - για τα λύτρα, φυσικά. 'Η τότε που
τον επικύρηξαν και οι τρεις ομάδες της διασπασμένης
Συνομοσπονδίας και οι περισσότεροι από τους φίλους
του τους πειρατές άρχισαν να τον κυνηγούν, αλλά δεν
κατάφεραν ποτέ να τον πιάσουν. Ηταν ακόμα πιο
ραφινάτος απ' ό,τι φαίνεται σ' εκείνες τις παλιές ταινίες,
αλλά η έκφρασή του ήταν η ίδια. Ποτέ δεν αστειευόταν,
ούτε καν χαμογελούσε. Δεν ήταν προσποίηση, ούτε κάτι
που το είχε και το έχασε, ούτε κάτι που το απέκτησε
κάποια στιγμή. Ο,τι κι αν είναι αυτό που μαλακώνει τις
κόψεις της ανθρώπινης απομόνωσης, ο Κέρτις
γεννήθηκε χωρίς αυτό. Το πλήρωμά του του φερόταν σαν
να ήταν ένας βασιλιάς από πέτρα. Ηξεραν πως ήταν
ικανός να διευθύνει τις επιχειρήσεις και με το παραπάνω,
σαν μια ψυχρή μεγαλοφυία, και του ελιχαν εμπιστοσύνη
στη δουλειά τους. Αλλά τον μισούσαν όσο και τον
σέβονταν, δηλαδή πολύ. Είχε μια γλώσσα σαν ξυράφι.
Εφτανε να κοπείς μια φορά. Επειδή ήταν όμορφος,
τραβούσε τις γυναίκες, ώσπου καταλάβαιναν πως μαζί
του δεν μπορούσαν να καταλήξουν πουθενά. Οσες
επέμεναν συνήθως το μετάνιωναν. Οπως έχουν λοιπόν
τα πράγματα, αυτή η ιστορία, η τελευταία ιστορία που
άκουσα για τον Ντέη Κέρτις, είναι μάλλον αμφιλεγόμενη.
Εκείνος που μου τη διηγήθηκε δεν ισχυρίστηκε το
αντίθετο.

Αυτή την ιστορία την άκουσα δυο χρόνια μετά από


τότε που είδα το Ναπολέων στο Διάδρομο του Τετάρτου.
Την άκουσα τη μέρα που έκλεισαν το Ρουέλ Ετουάλ.
Ηταν στον Ενατο Κύκλο, την επόμενη της καταιγίδας που
έκανε κομματάκια τα δεκαπέντε πλοία ανάμσα στη Σύρτη
και το Ντάγκον Στριπ. Τη θυμάμαι καλά, και χωρίς να
χρησιμοποιήσω τη Μνήμη μου. Το μπαρ άδειο, γυμνό,
κούφιο, σαν να αντηχεί απ' όλες τις φωνές, τη μουσική
και τα χρώματα που υπήρξαν ποτέ μέσα του. Μια ομάδα
τεμάχιζε τον τεράστιο πολυέλαιο, τον φόρτωνε σε
καροτσάκια και τον έβγαζε έξω. Το πιάνο το είχαν ήδη
πάρει, αλλά από κάπου ακούγονταν οι σιγανοί λυγμοί
μιας κοπέλλας. Ποτέ δεν έμαθα το λόγο που έκλαιγε,
ίσως κάποιος δικός της να ήταν σ' ένα απ' αυτά τα
πλοία... Εμείς τελειώναμε το τελευταίο μπουκάλι μπράντυ
Νόιρα, στο μπαρ, μέσα σ' αυτή τη θλιμμένη ερήμωση. Κι
έτσι όπως καθόμασταν με βαριά αλλά ζεστή διάθεση,
μου διηγήθηκε την ιστορία.

Εξω απ' τα ελλειπτικά φινστρίνια, στην άκρη του


κόσμου μας, κρεμόταν το άχρονο διάστημα, μια άναστρη
χειμωνιάτικη νύχτα.
Το Ρουέλ Ετουάλ ήταν σχεδόν έρημο εκείνη την
εικοσάδα. Είχε γίνει κάποια φασαρία έξω, στο μηδέν 98,
και τα διαστημόπλοια είχαν φύγει σαν κοράκια, για να
πάρουν μέρος ή να μαζέψουν τ' απομεινάρια. Το ψηλό
μαρμάρινο ρολόι του τοίχου έλεγε δεκαεννιά και
δεκαπέντε, αλλά ο μελαμψός πιανίστας ακόμα κύλαγε τα
κύματα των χεριών του πάνω-κάτω στα πλήκτρα.
Τέσσερις - πέντε πελάτες κάθονταν συζητώντας
γκρινιάρικα ή έπαιζαν χαρτιά στη λουλακί τσόχα. Και σ'
ένα από τα γωνιακά σεπαρέ καθόταν ο Ντέη Κέρτις. Το
Ναπολέων ήταν στο ντοκ, είχε αράξει πριν δύο εικοσάδες
με μια τρύπα στο πλευρό, και το πλήρωμα
προσπαθούσε να τη μπαλώσει στα γρήγορα για να
μπορέσουν να πάνε ώς το 98 και να δουν τι θα
μπορούσαν να μαζέψουν. Δεν φαινόταν όμως πως θα
προλάβαιναν τις επισκευές, και κατά τις δεκαοκτώ είχε
εμφανιστεί ο Κέρτις στο Ρουέλ μ' ένα βλέμμα σαν
σβησμένο κεραυνό στο βάθος των ματιών του. Ο Κέρτις
σπάνια το έδειχνε όταν ήταν θυμωμένος, αλλά έπινε σαν
στεγνή άμμος. Αυτό ακριβώς έκανε, σταθερά και ψυχρά,
σαν να ρούφαγε την ψυχή του μπαρ, όταν μπήκε η
γυναίκα.

Φαινόταν λιγότερο από τριάντα, με μαλλιά μαύρα σαν


το πιο μαύρο πράγμα που έχετε δει στη ζωή σας, το
διάστημα ίσως, ή το μετείκασμα κάποιου ήλιου, κομμένα
κοντά επάνω, αλλά μακριά κι ελεύθερα στο λαιμό και
τους ώμους. Κατά τα άλλα είχε τη χλωμάδα των
διαστημικών, κι ένα από τα χυτά φορέματα που
ταιριάζουν με το Ρουέλ, σχεδόν στο ίδιο χρώμα με το
δέρμα της. Ερχόταν από κάποιο πλοίο που είχε μείνει
αραγμένο γιατί ανήκε σε κάποιο βιοτέχνη που δεν είχε
προηγούμενα με κανέναν, αλλά περπατούσε σαν να
έκανε κάτι το παράτολμο, έτοιμη να παλέψει ή να το βάλει
στα πόδια. Πήγε κατ' ευθείαν στο μπαρ, παράγγειλε ένα
από τα κοκτέηλ που ήταν σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, και το
κατέβασε μονορούφι, χωρίς να κοιτάζει κανέναν και
τίποτα. Μετά παράγγειλε άλλο ένα, και κρατώντας το στις
άκρες των μακριών της δαχτύλων γύρισε και κοίταξε το
δωμάτιο. Είχε τη κίνηση ενός χορευτή, και είχε την
σπάνια μαγεία που συνοδεύει μια ανυπέρβλητη ομορφιά,
μια εκθαμβωτική λάμψη που δεν είναι δυνατόν να
περιγραφεί. Τέσσερις-πέντε άντρες την κοίταξαν, αλλά το
βλέμμα της πέρασε από πάνω τους με τέλεια αδιαφορία.
Ηταν φανερό πως έψαχνε κάτι και, απ' ό,τι έδειχνε,
ευχόταν να μην το βρει. Και μετά το βλέμμα της έφτασε
στο γωνιακό σεπαρέ, όπου καθόταν ο Κέρτις.

Μπορεί να την είχε προσέξει όταν μπήκε, μπορεί και


όχι. Αλλά το να κοιτάζεις κάποιον εξεταστικά, ακόμα και
σε μια ουδέτερη ζώνη, συνήθως είναι προάγγελος
φασαρίας. Μετά από μια στιγμή, σήκωσε το κεφάλι του
και την κοίταξε. Η έκφραση του προσώπου της δεν
άλλαξε, αλλά το ποτήρι γλίστρησε από το χέρι της και
έσπασε στο γυαλισμένο πάτωμα.

Για ένα τέταρτο του λεπτού έμεινε ακίνητη, αλλά ήταν


σαν να την περιέβαλλε ένα είδος ηλεκτρισμού, σαν ένα
σύρμα, όταν υπάρχει κάποια καταιγίδα στη
στρατόσφαιρα. Μετά παραμέρισε ελαφρά με το πόδι της
τα σπασμένα γυαλιά και προχώρησε γρήγορα,
κατευθείαν στο τραπέζι του Κέρτις. Εκείνος συνέχισε να
την παρακολουθεί, όπως όλοι, ακόμα και ο πιανίστας
από τη Σύρτη αν και δεν έχασε ούτε μια νότα. Η γυναίκα
έδειχνε ικανή για τα πάντα, ακόμα και να πετάξει ένα
κοφτερό στιλέτο στο λαιμό του Κέρτις, ίσως. Μόνο ένας
τυφλός θα μπορούσε να την αγνοήσει. Ισως ούτε κι
αυτός ακόμα.

Οταν έφτασε στο τραπέζι, το λεπτό χέρι που είχε


αφήσει το ποτήρι να πέσει πετάχτηκε σαν κόμπρα και
χαστούκισε τον Κέρτις.
«Λοιπόν», του είπε, «κερδίζεις το στοίχημα. Τι πρέπει να
σου πληρώσω;»
Του είχαν ξανασυμβεί τέτοιες μονόπλευρες σκηνές με
γυναίκες, και μάλλον φαντάστηκε πως ήταν κι αυτή άλλη
μια από τις κοπέλες που είχε ξεχάσει. «Είμαι σίγουρος
πως μπορείς να βγεις μόνη σου από εδώ μέσα», της είπε
πεζά.
«Ναι», του είπε, «θυμάμαι τώρα. Με προειδοποίησες.
Την τελευταία φορά».
«Θα πρέπει να σου είπα επίσης πως είσαι ανόητη. Φύγε
από εδώ. Ή θα φύγω εγώ».
«Δεκαπέντε χρόνια είναι πολύς καιρός», του είπε. Τα
μάτια της ήταν σαν καψαλισμένα τοπάζια, και στα
πορφυρά της νύχια είχε λευκά λουλούδια. «Πρέπει να
έχω αλλάξει. Ακόμα κι αν εσύ δεν άλλαξες καθόλου. Δεν
περίμενα να με θυμάσαι, βέβαια. Δεν θα ήταν δυνατόν.
Ηθελα μόνο να δω, να καταλάβω...»
Ο Κέρτις σηκώθηκε. Καθώς περνούσε δίπλα της, τον
έπιασε από το μπράτσο. Το προκάλυμμα του θυμού είχε
εξαφανιστεί και στο άκαμπτο πρόσωπό της φαινόταν
τώρα μόνο ο τρόμος. «Τώρα καταλαβαίνω», είπε
άχρωμα. «Χρόνια τώρα φοβόμουν, και τώρα κατάλαβα
γιατί. Είσαι νεκρός Κέρτις. Ή θα είσαι. Αύριο...
σύντομα...»
Είχε αρχίσει να οπισθοχωρεί καθώς μιλούσε,
σαστισμένη, κατάπληκτη, αλλά τώρα φυσικά ήταν εκείνος
που άπλωσε το χέρι του και τη συγκράτησε. Οι απειλές
ήταν απειλές, και ακόμα και μια γυναίκα από το πλοίο
ενός βιοτέχνη θα μπορούσε να πληρώνεται από τη
Συνομοσπονδία.
«Εντάξει», της είπε, κρατώντας την γερά. «Ενδιαφέρομαι.
Πες μου και άλλα για το θάνατό μου».
«Συγνώμη», του είπε εκείνη. «Αφησέ με να φύγω, σε
παρακαλώ».
«Θα σε αφήσω όταν ακούσω αυτά που έχεις να πεις.
Ισως».
«Δεν έχω, τελικά, τίποτα να πω».
«Κρίμα. Αφησέ με να σε βοηθήσω. Είσαι νεκρός, Κέρτις.
Ή θα είσαι».
«Αυτό ισχύει για όλους μας», του είπε προσπαθώνταςνα
μιλήσει με πιο ελαφρό ύφος. «Εχουμε πόλεμο εκεί έξω».
«Εχουμε πόλεμο εδώ μέσα», της είπε. «Εσύ τον άρχισες,
μόλις τώρα».
«Με πονά».
«Οχι ακόμα».
Συνέχισε να τον κοιτάζει, κι εκείνος συνέχισε να την
κρατάει. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από τα ρεύματα του
πιάνου και από απόλυτη σιωπή.
«Θα σου πω», του είπε τελικά. «Αφησέ με να κάτσω, και
θα σου πω».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του κι έκατσαν στο σεπαρέ,
αλλά συνέχισε να βαστάει τον καρπό της. Εκατσαν ο
ένας απέναντι από τον άλλον, σχεδόν σαν εραστές,
αγνοώντας τον υπόλοιπο κόσμο.
«Αν έχεις ξεχάσει πως βρισκόμαστε σε ουδέτερη ζώνη»,
της είπε απαλά, «σου θυμίζω πως μπορώ να σου
σπάσω το χέρι σε δυο δευτερόλεπτα».
Του χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Το πιστεύω».
«Αυτό που έχει σημασία είναι πως το πιστεύω εγώ».
Κοίταξε την επιφάνεια του τραπεζιού που τους χώριζε.
«Θα είναι δύσκολο».
«Μόνο για σένα».
«Ξέρεις», του είπε με πίκρα, «είσαι σχεδόν αστείος».
«Κι εσύ θα είσαι σχεδόν πτώμα σε λίγο».
«Εντάξει».

Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν σαν δυο χρυσά φτερά.


Το πρόσωπό της μαλάκωσε, ηρέμησε, έχασε κάθε ίχνος
ύφους. Θα μπορούσε να είναι μια κούκλα, και η φωνή της
θα μπορούσε να είναι μια μαγνητοφωνημένη. «Οταν
ήμουν δεκαέξι, όταν δηλαδή είχα σχεδόν τα μισά μου
χρόνια, ήμουν εδώ στους Χρόνους. Ταξίδευα με το πλοίο
του παππού μου, το Γεράκι, προτού φουντώσει
πραγματικά ο πόλεμος. Ερχόμασταν από τη Σύρτη και
πηγαίναμε στις Συρακούσες. Το πλοίο ήταν ένα μικρό
φορτηγό, νόμιμο και με όλες τις άδειες που χρειάζονταν.
Δεν περιμέναμε φασαρίες - το φορτίο μας δεν ήταν
μεγάλης αξίας - και με είχε πάρει μαζί για λίγους μήνες
διακοπές από τη στρατιωτική σχολή. Ημουν χαρούμενη
που ταξίδευα, που μπορούσα να παίξω την ενήλικη
γυναίκα, αντί να παίζω συνέχεια με τα όπλα. Ηρθα εδώ,
όπου έκανα και την πρώτη μου ηλιοθεραπεία. Γύρω στις
δεκαεπτά άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός. Είχε
εμφανιστεί στην Παράμετρο ένα σωστικό πλοίο έξω από
τα προγραμματισμένα δρομολόγια. Οι κωδικοί είχαν
σβηστεί, κι όταν άνοιξαν τις πόρτες βρήκαν ένα μόνο
άντρα μέσα. Εγινε κάποιος σαματάς, γιατί το όνομα του
πλοίου απ' όπου είπε πως ερχόταν δεν υπήρχε σε
κανέναν κατάλογο. Κι έπειτα έλεγε για μια θύελλα έξω,
στο μηδέν 98, μια χρονοθύελλα που του στοίχησε το
πλοίο του, και εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε καμιά θύελλα
έξω. Εκείνος όμως επέμενε πως υπήρχαν κι άλλοι
επιζώντες, αλλά κανείς δεν εμφανίστηκε, κι όταν έκαναν
έλεγχο με το σόναρ δεν βρήκαν τίποτα, όπως δεν
μπορούσαν να πιάσουν και τη θύελλα. Τον ανάκριναν ως
τις δεκαεννιά, και μετά τον άφησαν να έρθει στο Ρουέλ
Ετουάλ, με συνοδεία. Πήγε στο μπαρ, και μετά γύρισε και
κοίταξε στο δωμάτιο. Είχε κάμποσο κόσμο τότε. Ο
παππούς μου έπαιζε χαρτιά, κι εγώ καθόμουν εκεί που
κάθεσαι τώρα, με το μεγαλίστικο φουστάνι μου, μ' έναν
από τους νεαρούς πηδαλιούχους του Γερακιού. Ο άντρας
που είχε έρθει από το διάστημα γύρισε το βλέμμα του
στο δωμάτιο, ώσπου έφτασε σε μένα. Με πλησίασε, με
σήκωσε όρθια, μ' έπιασε από τους ώμους και άρχισε να
με βρίζει. Ο Τζοβ, ο νεαρός που ήταν μαζί μου, έπεσε
πάνω του, κι ο ξένος τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο
παππούς ήρθε τρέχοντας με τον αξιωματικό, και έγινε μια
μικροσυμπλοκή. Οταν τελικά κάποιος χτύπησε τον ξένο
μ' ένα απ' αυτά τα τασάκια και τον έριξε κάτω, πρόσεξα
τα συναισθηματά μου. Ημουν φοβισμένη,
τρομοκρατημένη, και πολύ κολακευμένη. Ηταν πολύ
τρελό. Κοίταξα τον παρανοϊκό τύπο που ήταν
ξαπλωμένος στο πάτωμα, με το αίμα να τρέχει στα
μαλλιά του, και ήταν ο πιο όμορφος άντρας που είχα δει
ποτέ μου, και, για κάποιο λόγο, είχε ξεχωρίσει εμένα.
Οπως ήταν φυσικό, αν και τότε δεν το κατάλαβα, τον
ερωτεύθηκα. Και ο ξένος ήσουν εσύ, Ντέη Κέρτις».
Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε ξανά. «Εσύ.
Ακριβώς όπως είσαι τώρα. Κι εγώ ήμουν δεκάξι».

Σιωπή. Ο Κέρτις έδειχνε να βαριέται, και συγχρόνως


φαινόταν πολύ επικίνδυνος. Οταν είδε πως δεν συνέχιζε,
μίλησε εκείνος:
«Αν σ' αφήσω να συνεχίσεις, φαντάζομαι πως θα μου
πεις τελικά γιατι μου λες αυτά τα παραμύθια για χρονικές
ανωμαλίες και τα ρέστα».
«Η φύση του χρόνου», του είπε το ίδιο ψυχρά. «Τι
ξέρουμε για το χρόνο: Δύο χιλιάδες ρεύματα, κι εμείς
κολυμπάμε μέσα τους σαν σολομοί».
«Αυτό το χρονικό παράδοξο που μου λες είναι απ' αυτά
που η ίδια η ύπαρξη των Παραμέτρων αναιρεί. Αν βέβαια
θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Ν' αλλάξεις υπνωτικά
χάπια».
«Εντάξει», του είπε. «Να συνεχίσω ή να φύγω;»
Την κοίταξε εξεταστικά. «Τελείωσε», της είπε.
«Ευχαριστώ», είπε παγωμένα.
«Θα έχει ενδιαφέρον. Θέλω να δω τις αντιφάσεις σου».
«Να σε πάρει και να σε σηκώσει».
«Χρειάζονται πολλοί γι' αυτό».

Κατέβασε το βλέμμα της στο τραπέζι και πάλι.

«Σε πήγαν - ήσουν εσύ, Κέρτις, στα ιατρεία στο


Δεύτερο Επίπεδο. Κι εγώ τι έκανα;» Τον κοίταξε για μια
στιγμή, και μετά γύρισε αλλού. «Ημουν στα δεκάξι, και
ήμουν ερωτευμένη. Πήγα στο δωματιό σου. Καθόσουν
και κοίταζες από το φινιστρίνι τον κατάμαυρο ουρανό της
Παραμέτρου, και τα μάτια σου φαίνονταν το ίδιο μαύρα...
αν και δεν είναι μαύρα, έτσι δεν είναι; Είπες: Τι διάολο
θέλεις; Πολή τρυφερή υποδοχή. Δεν ήξερα τι να κάνω, να
αντισταθώ ή να παραδοθώ, να μείνω ή να φύγω. Εμεινα.
Εμεινα, Κέρτις. Και σιγά-σιγά άρχισες να μου λες. Για τη
χρονοθύελλα, για τον αριθμό του Κύκλου - δεκαπέντε
χρόνια αργότερα. Μου είπες πως θα ήμουν στα τριάντα
ένα μου, και πως θα έμπαινα στο Ρουέλ Ετουάλ τις
τελευταίες ώρες αυτής της εικοσάδας, θα σε έβλεπα, και
θα έριχνα το ποτήρι μου στο πάτωμα... Επρεπε να έρθω
σήμερα, για να το κάνω. Δεν περίμενα πως θα ήσουν
εδώ. Οχι. Το περίμενα. Αλλα άν ήσουν, θα ήταν κάποιο
αστείο. Θα ήσουν σαραντάρης. Θα γέλαγες μαζί μου.
Αλλά δεν είσαι σαραντάρης , και δεν γελάς. Είσαι
ακριβώς όπως μου είπες, όπως με προειδοποίησες πως
θα ήσουν, εκείνη τη νύχτα που ήμουν δεκάξι και μου
είπες να μην ξανάρθω ποτέ στους Χρόνους. Αλλά
έπρεπε. Το βλέπεις. Τελικά, το πλοίο μου πέρναγε από
δω, και αυτή τη φορά δεν είχα άλλη εκλογή. Δεν
μπορούσα να το αποφύγω.
Σταμάτησε και έβγαλε ένα από τα μακριά, άσπρα
τσιγάρα από το κουτί που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι.
Τράβηξε μια ρουφηξιά και έσπασε ο κρύσταλλος
ανάφλεξης, και η άκρη έλαμψε μ' ένα αδύναμο, ροζ φως.
Ο καπνός έπλεξε ένα σχέδιο γύρω από τα λόγια της
καθώς είπε: «Αύριο θα φύγεις με το πλοίο σου και θα
συναντήσεις τη θύελλα. Το πλοίο σου θα καταστραφεί. Κι
εσύ θα πεθάνεις. Μόνο ένα μέρος σου μείνει να
περιπλανιέται εκεί, χαμένο, ασύγχρονο. Και κατά κάποιο
τρόπο, εγώ θα σε τραβάω πίσω, στο λάθος Κύκλο, σε
λάθος χρόνο, σ' εκείνη τη νύχτα που ήμουν δεκάξι και
καθόμουν εδώ στο Ρουέλ Ετουάλ. Είπα ένα μέρος σου.
Αλλά θα είναι κάτι περισσότερο. Εσύ. Πρέπει, γιατί...»
Δίστασε, σαν να διάβαζε από ένα χαρτί που είχε χαθεί
ξαφνικά. Και μετά: «Εγώ σε έκανα να γυρίσεις από το
πουθενά, και με μίσησες γι' αυτό. Ηταν το πρώτο έντονο
συναίσθημα που ένιωσες ποτέ για κάποιον άνθρωπο.
Πιστεύω πως ήθελες να με σκοτώσεις. Και πιστεύω πως
θα σε άφηνα. Ηταν και για μένα το πρώτο μου
πραγματικά έντονο συναίσθημα».

«Ετσι λοιπόν», της είπε, «έκανες έρωτα υπό τον ήχο


παράφωνων βιολιών».
Χαμογέλασε σφιγμένα.
«Θα έπρεπε να ξέρεις. Δυστυχώς όμως, δεν μπορείς να
ξέρεις. Το παρελθόν μου είναι το μέλλον σου».
«Υπάρχουν δύο πιθανότητες», της είπε. «Είτε είσια
τρελλή, είτε κάποιος σε πλήρωσε για να με τρομάξεις για
την επόμενη πτήση μου. Ποιο απ' τα δύο;»
«Δεν με πλήρωσε κανείς».
«Που σημαίνει πως κάποιος σε πλήρωσε. Ελπίζω να
κράτησες τα χρήματα. Μπορεί να τα χρειαστείς για τους
γιατρούς».
«Ακόμα κι αν με σκοτώσεις σήμερα, που δεν θα το
κάνεις, εγώ θα σε περιμένω, στο παρελθόν μου. Αύριο
θα γυρίσεις από το διάστημα, κι εγώ θα είμαι εδώ».
Τελείωσε το τσιγάρο της και το άφησε να σβήσει στο
γυάλινο στακτοδοχείο. «Δεν νομίζω πως είχες το
δικαίωμα να επιστρέψεις από το θάνατοκαι το διάστημα
και το χρόνο για να με στοιχειώσεις, για να καταστρέψεις
τη ζωή μου. Δεν νομίζω πως έχεις το δικαίωμα να είσαι
εδώ, στο μέλλον μου, και να το καταστρέψεις και πάλι.
Δεν θα έπρεπε να προσπαθήσω να σε βρω. Αλλά πως
να αντισταθώ;»

Ο Κέρτις δεν την κρατούσε πια, μόνο τα μάτια του


ήταν καρφωμένα πάνω της, και τα μακριά του βλέφαρα
ανοιγόκλειναν πού και πού. Οι υπόλοιποι στο δωμάτιο
δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη συζήτηση τους
από τη στιγμή που κάθησαν στο σεπαρέ, ένα χαμηλό,
ψυχρά παθιασμένο μουρμουρητό από δύο φωνές, αλλά
κυρίως τη δική της, να λέει πράγματα γι' αυτόν που τα
υποστήριζε, σαν να ήταν ένα ποίημα, ο μονόλογος ενός
έργου. Ετσι λοιπόν οι άλλοι τους έριχναν μια ματιά πού
και πού, αλλά τίποτε άλλο. Οι δύο παίκτες είχαν τελειώσει
και έιχαν φύγει. Κι ο πιανίστας συνέχιζε τα γαλάζια
κύματα στα πλήκτρα του πιάνου, και ο πολυέλαιος
συνέχιζε να ρίχνει το φως του σαν χιόνι.

«Δεν θέλω να πεθάνεις», του είπε τελικά.


«Μπορώ να σε κάνω τρομερά ευτυχισμένη τότε», της
απάντησε, «γιατί δεν το σκοπεύω».
«Θα ήθελα», του είπε, «να μπορούσα να σου δείξω την
απόδειξη αυτού που συνέβη. Αν μπορούσα να στο
αποδείξω - αν μπορούσα να σε πείσω... Αλλά ήμουν
δεκάξι, και η απόδειξη χάθηκε, όπως και τόσα άλλα». Τον
κοίταξε στα μάτια και πάλι, για αρκετή ώρα, και μετά είπε:
«Δεν νομίζω πως έχεις ψυχή τελικά. Οχι σ' αυτόν τον
Κύκλο. Εγώ σου έδωσα ψυχή. Μεγάλωσε μέσα σου, σαν
το μίσος που ένιωθες για μένα, εκτός κι αν δεν ήταν
μίσος, καθόλου. Και στο τέλος ήταν αυτή που με κοίταζε
μέσα από τα μάτια σου. Αλλά τα μάτια σου σήμερα είναι
σαν επίπεδοι δίσκοι, σαν ένα ζευγάρι γυαλιά.
«Αν σήμαινε τόσα πολλά, γιατί δεν έμεινα μαζί σου;»

Ηταν η πρώτη και η μόνη φορά που έδειξε να δέχεται


αυτά που του έλεγε - όχι σαν πραγματικά ή σαν πιθανά,
σίγουρα τίποτα απ' αυτά - αλλά σαν μια ιστορία που
αξίζει ανάλυση. Αλλά το είπε με έναν τόνο στη φωνή του,
κοφτερό σαν μαχαίρι.
«Δεν μπορούσες», του είπε μαλακά, «ή δεν ήθελες, ή δεν
σε άφησαν. Ή ίσως, αν ήσουν κάποιο παράδοξο
φάντασμα, η επιβίωση στο χρόνο να είναι περιορισμένη.
Σαν τα κύτταρα του φωτός. Ή σαν ηχώ. Μόνο που...»
ένωσε τα χέρια της σαν να εξέταζε κάτι που είχε πιάσει.
«Την επόμενη είχες φύγει. Εψαξαν. Είπαν πως θα είχες
κλέψει ένα από τα σωστικά πλοία του Τροχού. Ισως να
έλειπε κάποιο. Ο παππούς μου είπε πως δεν έλειπε
κανάνα. Αυτή ήταν όμως η θεωρία τους. Το σαράβαλο με
το οποίο είχες έρθει είχε διαλυθεί στα τεστ που του
έκαναν. Ηταν προσεκτικοί, κι αυτό τους προβλημάτισε,
αλλά μπορεί να συμβεί. Οπως είπα, εξαφανίστηκες χωρίς
να αφήσεις ίχνος. Σχεδόν. Σχεδόν». Σταμάτησε, τόσο
που κάπου επτά - οκτώ μέτρα της μουσικής κάλυψαν το
κενό ανάμεσά τους. Τελικά είπε: «Δεν θα με ρωτήσεις τι
άφησες, αν άφησες τίποτα: Ε;»
Το πιάνο τρεμούλιασε σαν ασημένια φθινοπωρινά φύλλα,
και εκείνος δεν την κοίταζε πια. Δυο δάκρυα, σαν
μεταξένιες σερπαντίνες, κύλησαν από τα μάτια της. Δεν
χάλασαν την όψη της, ούτε το μέηκ-απ της, και τελικά
στέγνωσαν και χάθηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Στο μαρμάρινο ρολόι του Ρουέλ άρχισε να φαίνεται η


λάμψη που σημαίνει πως η μια εικοσάδα παίρνει τη θέση
της άλλης.
Η γυναίκα σηκώθηκε. Πήγε στο μπαρ και παράγγειλε ένα
τριπλό μπράντυ Νόιρα και το πήγε στο πιάνο,
ακουμπώντας το σκοτεινόχρυσο ποτήρι σ' ένα σημείο
που θα το έφτανε ο πιανίστας από τη Σύρτη. Την
ευχαρίστησε χαμηλώνοντας το κεφάλι του, σαν αληθινός
πρίγκιπας, κι εκείνη έσκυψε και του είπε κάτι στο αυτί.
Αφησε τα κύματα να κυλούν στα πλήκτρα καθώς
σκεφτόταν, καθώς έψαχνε τις αποθήκες τους μυαλού του
αυτό που του είχε ζητήσει, και μετά, χωρίς να χάσει το
ρυθμό, γύρισε τη μουσική στο καινούριο κομμάτι. Ηταν
ένα από εκείνα τα παλιά τραγούδια της εποχής του
σελυλόιντ στη Γη του εικοστού αιώνα. Την ίδια εποχή,
στη Σύρτη, έφτιαχναν ναούς από νεφελώδη φυτά, σαν
γαλαζιους χειμωνιάτικους ήλιους. Αλλά στις οθόνες της
Γης, οι ασπρόμαυρες γυναίκες, με τα έξωμα φορέματά
τους που κολλούσαν πάνω τους σαν φίδια, και οι
αδύνατοι άντρες με τα μελανά τους μάτια και τα τσιγάρα
που κάπνιζαν στα στόματά τους, χόρευαν και πάλευαν
και έλεγαν εξυπνάδες και έκαναν έρωτα, Και στο μεταξύ
τα άγρια, αγνά άστρα περίμεναν, και η Φύση του
Χρόνου, και, διακόσια χρόνια πιο πέρα, μια άλλη εποχή,
έκθαμβης αναπόλησης σε γνώριμα μάτια και καρδιές και
μυαλά. Τα πάντα αλλάζουν αλλά οι άνθρωποι ποτέ. Δεν
αλλάζουν ποτέ.

Η γυναίκα ακούμπησε στο πιάνο, ακούγοντας τον


πιανίστα να παίζει, χωρίς να κοιτάζει το σεπαρέ. Οταν το
τραγούδι τελείωσε, γύρισε, και ο Κέρτις είχε φύγει.

Κάπου πέντε ώρες αργότερα, το πλοίο της έφυγε από


τον τροχό. Τίποτα δεν συνέβει στο πλοίο, έφτασε στον
προορισμό του, το ίδιο και κείνη. Κανείς δεν ήξερε το
όνομά της. Στους καταλόγους φάνηκε πως το πλοίο της
είχε δέκα γυναίκες στο πλήρωμα και τρεις στους
επιβάτες. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε απ' αυτές.
Εγινε ένα όμορφο, παράξενο γεγονός, μια ιστορία που
άρχισε να κυκλοφορεί. Επειδή κανείς στο μπαρ δεν είχε
ακούσει και πολλά από τη συζήτησή τους, οι εικασίες
οργίαζαν. Τελικά η ιστορία αποδυναμώθηκε, ξεθύμασε,
και έγινε άλλο ένα ανέκδοτο, που κανείς δεν το πίστευε.
Τι συνέβη με τον ίδιο τον Ντέη Κέρτις, φυσικά, είναι
γνωστό.
Στις μία και επτά της νέας εικοσάδας, φάνηκε στη γέφυρα
που οδηγούσε στην αποβάθρα όπου βρισκόταν το
Ναπολέων μέσα στο δίχτυ επισκευών σαν μια τεράστια,
πληγωμένη φάλαινα. Παρ΄όλες τις προβλέψεις, το
πλήρωμα είχε κατορθώσει να επισκευάσει το πλοίο
ικανοποιητικά. Φαινόταν σε αρκετά καλή κατάσταση για
να βγει στο 98. Οι αναφορές έλεγαν πως η αναταραχή
συνεχιζόταν, και κάνα-δυο εμπορικά ήταν ακυβέρνητα,
ανοιχτά και οι χρυσοθήρες είχαν μαζευτεί γύρω τους σαν
να ήταν το Κέρας της Αμάλθειας. Τώρα έβγαιναν και τα
μικρότερα πλοία, τα λιοντάρια και τα τσακάλια θα
έτρωγαν μαζί.

Το πλήρωμα του Κέρτις ανυπομονούσε να πάρει


μέρος στο γλέντι, και δεν περίμεναν να έχει αντίθετη
γνώμη εκείνος. Αλλά ο Κέρτις τους προσγείωσε όλους,
ακυρώνοντας την αναχώρηση του διαστημοπλοίου.

Δεν έδωσε καμιά εξήγηση, αλλά αυτό ήταν


συνηθισμένο. Συνήθως ό,τι έκανε ήταν αυτονόητο. Οχι
αυτή τη φορά, όμως.
Αν πιστεύετε την ιστορία της μελαχρινής γυναίκας, θα
φαντάζεστε ποιος ίσως να ήταν ο λόγος. Ο Κέρτις δεν
την πίστευε, αλλά ήταν σίγουρος πως προσπαθούσε να
τον επηρεάσει, και για κάποιο συμφέρον μεγαλύτερο από
μια ερωτική ιστορία δεκαπέντε ετών. Οποιος και να ήταν
πίσω από τη σκηνή του Ρουέλ, είχε κάνει κάποιες
σκέψεις βασισμένος στον ψυχολογικό τύπο του Κέρτις,
όπως τον φανταζόταν. Αν προειδοποιούσαν τον Κέρτις
να μην βγεί, εκείνος θα έκανε το αντίθετο. Αυτό θα
περίμεναν να κάνει. Και θα πρέπει να είχαν κάποιο
σοβαρό λόγο γι' αυτό. Ισως του είχαν ετοιμάσει κάποια
ιδιαίτερη υποδοχή εκεί έξω. 'Η ίσως να είχαν κάνει κάτι
στο πλοίο... Αν το κορίτσι του Ετουάλ ήθελε να τον
σπρώξει σε κάποιον ηρωισμό, είχε αποτύχει. Αν και δεν
την πίστευε, θα ενεργούσε σαν να την είχε πιστέψει. Αντί
να φύγει με το Ναπολέων, θα έμενε να δει τι θα
επακολουθούσε και ποια πρόσωπα, ή ποια οργάνωση
θα φανερωνόταν πίσω από όλα αυτά.
Ο Κέρτις ακύρωσε την αναχώρηση, και γύρισε πίσω.
Είχε ένα πλήρωμα που τον σεβόταν απόλυτα και,
πολλές φορές, τον μισούσε εξίσου απόλυτα. Ως τότε, οι
ανάγκες τους και οι στόχοι τους συνέπιπταν με τους
δικούς του. Τώρα δούλευαν σαν σκλάβοι επισκευάζοντας
το μεγάλο, λευκό σκαρί του Ναπολέων, μέσα στον
ιδρώτα, τον ατμό και τη ζέστη από τα λέηζερ, κι εκείνος
ερχόταν άνετος από το μπαρ και διέλυε τις ελπίδες τους
για αίμα και πλιάτσικο, τη μόνη αμοιβή που είχαν απ'
αυτόν σε χρήμα ή σε είδος, γιατί ποτέ δεν τους έδινε
τίποτα άλλο.
Μισή ώρα αργότερα, ο ύπαρχος του Ναπολέων, κάποιος
Ντουανώ, οργάνωσε μια δεκάλεπτη ανταρσία. Στις δύο
και τριάντα, το Ναπολέων είχε βγει από την Παράμετρο
και κατευθυνόταν στο μηδέν 98.
Στις δύο και τριάντα πέντε, ένα μήνυμα έφτασε στον
Κέρτις στους Χρόνου. Είχε κάνει το πρώτο μεγάλο λάθος
στην καριέρα του, κι αυτό φαίνοταν στο μήνυμα . Ηταν
αρκετά θυμωμένοι για να κλέψουν το πλοίο του, αλλά
φοβούνταν κιόλας να του ζητήσουν συγνώμη. Δεν θα
ξαναγύριζαν. Θα πρέπει να κατάλαβε πως είχε χάσει τα
πάντα, κι όταν ήρθε το δεύτερο μήνυμα από το αυτόματο
σόναρ, ήταν το δεύτερο μεγάλο λάθος εκείνης της
εικοσάδας.

Μια ώρα μετά την απογείωση, συνάντησαν μια μικρή


θύελλα. Ηταν τόσο μικρή που θα μπορούσε να να
περάσει σαν τη γροθιά ενός μικρού παιδιούστο κύτος του
πλοίου. Αλλά ο Ντουανώ, όντας ήδη κάπως
πανικοβλημένος, προσπάθησε να κάνει ένα ελιγμό
αποφυγής που ο Κέρτις είναι κάνει εκατοντάδες φορές.
Οδήγησε το πλοίο στο μάτι της θύελλας, για να περάσει
από μέσα της, αλλά αυτή η θύελλα δεν είχε μάτι, μόνο
ένα κέντρο στροβιλιζόμενης ύλης. Κι όταν ο Ντουανώ,
πιασμένος στη δίνη, διέταξε να πηδήσουν το ρεύμα, από
το ένα συνεχές στο άλλο, ο πρόχειρα επισκευασμένος
σκελετός του Ναπολέων δεν άντεξε και έσπασε,
παίρνοντας μαζί του το ένα πλευρό του πλοίου.

Δεν υπάρχει ήχος στο διάστημα, αυτό το ξέρουμε όλοι.


Ούτε ήχος, ούτε αέρας, τίποτα. Μια πτώση που δεν
τελειώνει ποτέ, μια άβυσσος χωρίς πάτο. Φανταστείτε
ένα μεγάλο λευκό ψάρι, πληγωμένο στο ένα πλευρό, να
μικραίνει και να χάνεται στους κενούς αυτούς ποταμούς,
με τη δεξαμενή ντήζελ να τρεμοπαίζει σαν αναμμένο
κάρβουνο και να χάνεται σιγά-σιγά.
Ετσι λένε, τουλάχιστον. Κανείς δεν είναι τελείως
σίγουρος, μιας και κανείς δεν γύρισε από το Ναπολέων.
Υπέθεσαν τι συνέβη ακούγοντας το πλαίη-μπακ του
σόναρ εδώ στους Χρόνους, έναν Κύκλο αργότερα. Ο
θάνατός τους είναι μια υπόθεση. Οπως πολλά πράγματα.

Ο Κέρτις έφυγε κάποια στιγμή, για κάποιο μέρος. Το


σενάριο και τα πρόσωπα του έργου ξεθώριασαν απο τη
στιγμή που εξαφανίστηκε το πλοίο του, σαν να είχε χάσει
την ψυχή του. Το τελευταίο γεγονός που είναι γνωστό
είναι πως, μια νύχτα μ' επτά φεγγάρια στις Συρακούσες,
κάποιος που υποτίθεται πως έμοιαζε του Κέρτις
συμφώνησε να μεταφέρει κάποιο απροσδιόριστο φορτίο
πέρα απο την Ανδρομέδα, σε κάποιον έμπορο που το
όνομά του είχε ξεχαστεί. Θα μπορούσε να είναι ή να μην
είναι ο Κέρτις, αλλά αυτά τα μακρινά άστρα, είναι
πραγματικά μακρινά. Μύθοι γεννιούνται εκεί, καλοί και
κακοί, και τα ονόματα ξεπέφτουν. Και τίποτα δεν τον
εμπόδιζε ν' αλλάξει το όνομά του, εκτός από κάποιες
τυπικές διαδικασίες. Ο,τι κι αν έγινε, ο Κέρτις χάνεται σαν
μια ηχώ, κάπου εκεί έξω, ανάμεσα στις φήμες και τους
παγωμένους πράσινους ήλιους.

Κι όσο για την ιστορία με την γυναίκα στο Ρουέλ


Ετουάλ, όπως είπε και πριν, είναι μάλλον πλαστή. Αν δεν
ήταν, αυτό το χρονικό παράδοξο θα ήταν πολύ
παράλογο. Είναι αρκετά τρελό να πεις πως κάποιος
ξέφυγε από ένα χτυπημένο πλοίο με ένα ναυαγοσωστικό
και γύρισε σε μια άχρονη ζώνη... σε λάθος χρόνο. Και να
βρεθεί τόσους Κύκλους μακρύτερα, επειδή ένα κορίτσι
τον είχε τραβήξει εκεί, προειδοποιώντας τον γι' αυτό -
γιατί αυτό τελικά βγαίνει από τα λόγια της... Ναι, αυτό
είναι τρελλό. Αλλά μετά να προστίθεται και το άλλο,
ακόμα πιο τρελό χρονικό παράδοξο: Εκείνος δεν το
έκανε. Το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να συμβεί στα
κλασικά αυτά παράδοξα, αυτό έκανε. Το απέφυγε. Δεν
ήταν μέσα στο Ναπολέων όταν χτυπήθηκε. Πως λοιπόν
θα μπορούσε να γυρίσει πίσω, σαν μαγνητισμένο χρονο-
φάντασμα, σ' αυτόν τον περιστρεφόμενο τροχό από
άιρονεξ, έξω από τον οποίο, στην ψυχρή λίμνη της
Παραμέτρου, ο χρόνος είναι ανεπανόρθωτα στατικός;

Σωστά προσέξατε πως κάπου θέλω να καταλήξω.


Υπάρχει κάποιος επίλογος. Πάρτε το όπως θέλετε.

Θυμηθείτε, είπα πως την ιστορία μου τη διηγήθηκαν


την εικοσάδα μετά την καταιγίδα. Το κορίτσι έκλαιγε
σιγανά στο βάθος, ο σβηστός πολυέλαιος μεταφερόταν
αλλού, και το μπουκάλι του μπράντυ έιχε σχεδόν
αδειάσει. Θυμηθείτε, επίσης, πως είπα ότι κανείς δεν είχε
συνατήσει καταπρόσωπο το φάντασμα του Ντέη Κέρτις
εδώ στον τροχό στους Χρόνους. Μόνο μια ιστορία
υπάρχει. Είναι δική μου. Εγώ συνάντησα αυτό το
φάντασμα, κι όλη αυτή τη μελαγχολική εικοσάδα κάθησα
στο Ρουέλ μαζί του, πίνοντας μπράντυ. Ακούγοντας αυτά
που μου έλεγε. Ηταν στ΄ αλήθεια ο Κέρτις, στην όψη
τουλάχιστον, λεπτοφτιαγμένος, με το χλωμό δέρμα, τα
σκούρα μαλλιά, τα ρωμαϊκά μάτια. Αλλά ήταν γύρω στα
τριάντα πέντε, και δεν τον έλεγαν Κέρτις. Και δεν ήταν
φάντασμα.

Ισως αναρωτιέστε πώς ήξερε να μου πει, ποια ήταν η


συζήτηση ανάμεσα στη γυναίκα και τον Κέρτις, στο
σεπαρέ, αφού δεν μπορούσε να τους ακούσει κανείς.
Αλλά ίσως εκείνη να τα διηγήθηκε σε κάποιον. Θυμάστε
τι είπε στον Κέρτις; Για τις αποδείξεις, και πως τις είχε
χάσει; Ή ίσως αυτός που έκανε τον Κέρτις να τα έφτιαξε
από το μυαλό του. Ισως είχε δει παλιά βίντεο και επειδή
έμοιαζε με τον άλλον, να έκανε πως ήταν αυτός. Σαν να
έπαιζε τους πειρατές. Τους γιούς των πειρατών.

Αλλά αν δεχτείτε την ιστορία, για μια στιγμή μόνο,


εκείνη ήταν δεκάξι, και μάλλον αθώα. Θα μπορούσε να
είχε ένα παιδί, αν και πώς θα ήταν δυνατόν, ακόμα και
στην πιο τρελλή φαντασία, να κάνει απογόνους ένα
χρονο-φάντασμα;

Εκεί που ήταν το Ρουέλ, τώρα έχει γίνει αποθήκη.


Αλλά καμιά φορά, όταν είσαι μόνος εκεί πάνω με το
μαύρο κενό να γεμίζει τα φινιστρίνια, ακούγεται ο
πιανίστας από την Σύρτη, απομακρυσμένα. Είναι το
χτύπημα από τους σωλήνες του σόναρ στους τοίχους,
αυτό πρέπει να είναι. Δεν υπάρχει χρόνος σε μια άσπρη
τρύπα, δεν υπάρχει αληθινό παρελθόν, ούτε αληθινό
μέλλον, ό,τι και να φέρει το μέλλον. Κι όσο για τους
εραστές, έρχονται και φεύγουν, ευσπρόδεκτοι ή μη.
Κι όσο για το χρόνο, έξω από τις τριάντα οκτώ
Παραμέτρους της Συνομοασπονδίας, και τους τριάντα έξι
περιστρεφόμενους τροχούς από άιρονεξ, είναι εκεί.
Μας προσπερνά.
James Tiptree, Jr
We Who Stole the Dream (1978)
Μετάφραση: Μαρίνα Λώμη

Τα παιδιά δεν μπορούσαν να ζήσουν


παραπάνω από δώδεκα μινίμ μέσα στα
σφραγισμένα κιβώτια.

Η Τζιλσάτ έσπρωξε όσο πιο γρήγορα τολμούσε το


βαρύ βαγόνι στο σκοτάδι, παρακαλώντας μέσα της να
περάσει απαρατήρητη από τον Γήινο σκοπό όταν θα
έφθανε κοντά του, κάτω από τους προβολείς. Την
προηγούμενη φορά είχε γυρίσει και την είχε κοιτάξει με τα
αλλόκοτα ξέθωρα μάτια του. Τη φορά αυτή το βαγόνι της
μετέφερε μόνο κιβώτια ζύμωσης γεμάτα με καρπούς
αμλάτ.

Τώρα κουλουριασμένος μέσα σ' ένα από αυτά τα


κιβώτια κρυβόταν ο μοναχογιός της ο Τζεμνάλ. Τέσσερα
μινίμ τουλάχιστον είχαν ξοδευτεί στα υπόστεγα
φορτώματος και ζυγίσματος. Ακόμα τέσσερα ή πέντε θα
χρειαζόταν για να σπρώξει το φορτίο της ως το πλοίο
όπου θα το φόρτωναν οι δικοί της στον αναβατήρα. Κι
άλλος χρόνος ακόμα ώσπου να βρουν οι δικοί της στο
πλοίο τον Τζεμνάλ και να τον σώσουν. Η Τζιλσάτ
έσπρωξε πιο δυνατά, ενώ τα αδύναμα γκριζωπά
ανθρωπόμορφα πόδια της έτρεμαν.
Καθώς έφτανε στη φωτισμένη πύλη, ο Γήινος γύρισε το
κεφάλι και την είδε.

Η Τζιλσάτ τραβήχτηκε πίσω, ζαρώνοντας ακόμα πιο


πολύ το σώμα της, βάζοντας τα δυνατά της να μην τρέξει.
Αχ, γιατί δεν είχε βγάλει τον Τζεμνάλ μ' ένα προηγούμενο
φορτίο; Οι άλλες μητέρες είχαν πάρει όλες τα παιδιά
τους. Εκείνη όμως είχε φοβηθεί. Την τελευταία στιγμή η
πίστη της λύγισε. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτό
που σχεδίαζαν τόσον καιρό, αυτό που είχαν προετοιμάσει
με τόσα βάσανα θα γινόταν επιτέλους, πως ο λαός της, οι
φτωχοί, αδύναμοι, μικροσκοπικοί Τζοϊλάνι θα νικούσαν
και θα εξουδετέρωναν τους πανίσχυρους Γήινους μέσα σ'
αυτό το πλοίο. Κι όμως το μεγάλο πλοίο στεκόταν
μπροστά της πάνω στον λαμπερό κώνο των φώτων του,
φαινομενικά ήρεμο. Το απίστευτο κατόρθωμα πρέπει να
πραγματοποιηθεί, αλλιώς θα είχε ακουστεί κάποια
φασαρία. Τα άλλα μικρά πρέπει να ήταν ασφαλισμένα.
Ναι - τώρα μπορούσε να διακρίνει άδεια βαγόνια
κρυμμένα στα σκοτάδια. Αυτοί που τα έσπρωχναν
πρέπει να είχαν ήδη ανεβεί στο πλοίο. Ηταν αλήθεια, είχε
αρχίσει πραγματικά η μεγάλη απόδραση προς την
ελευθερία - ή το θάνατο... Και τώρα η Τζιλσάτ
προσπερνούσε το φρουρό, είχε σωθεί σχεδόν.

«Αλτ!»
Εκανε πως δεν άκουσε το άγριο γαύγισμα του Γήινου,
βίασε το βήμα της. Αλλά εκείνος με τρείς γιγάντιες
δρασκελιές βρέθηκε μπροστά της αναγκάζοντάς την να
σταματήσει.

«Κουφή είσαι;» ρώτησε στη γήινη διάλεκτο της εποχής


και της χώρας του. Η Τζιλσάτ μόλις που κατάλαβαινε τα
λόγια του. Ηταν εργάτρια στα μακρινά χωράφια του
αμλάτ. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο χρόνος
που χανόταν ανεπίστρεπτα καθώς εκείνος χτυπούσε τα
δοχεία με τη λαβή του όπλου του χωρίς να την αφήνει
από τα μάτια του. Τα μεγάλα τζοϊλάνι μάτια της με τις
σκοτεινές βλεφαρίδες τον ικέτευαν βουβά, μέσα στιν
τρόμο της ξέχασε τις προειδοποιήσεις και το μικρό γκρίζο
πρόσωπό της παραμορφώθηκε από τη σύσπαση
αγωνίας που οι Γήινοι ονόμαζαν «χαμόγελο». Με
έκπληξη τον είδε να χαμογελάει σαν να υπέφερε κι αυτός.

«Εγώ δουλειά, κύριε» κατάφερε να τραυλίσει. Ενα


μινίμ είχε κιόλας περάσει, σχεδόν δύο. Αν δεν την άφηνε
να φύγει αμέσως, το παιδί της ήταν σίγουρα χαμένο. Της
φαινόταν πως άκουγε κιόλας ένα αχνό νιαούρισμα σαν το
ναρκωμένο μωρό της να προσπαθούσε ν' ανασάνει.
«Εγώ, φύγει κύριε. Αντρες πλοίο, θυμώσουν!» Το
χαμόγελό της πλάτυνε από την αγωνία, δίνονας αθέλητα
στο πρόσωπό της μια προκλητική έκφραση.
«Ασ΄ τους να περιμένουν. Το ξέρεις πως για Τζούλου
μούλι δεν είσαι και τόσο άσχημη;» Ο σκοπός έβγαλε ένα
περίεργο ήχο χάνχα απ' το λαιμό του. «Είναι καθήκον
μου να κάνω έρευνα στους ιθαγενείς για όπλα. Βγάλ' το
αυτό», είπε σπρώχνοντας το λερωμένο της τζελμάχ με
την κάννη του όπλου του.
Τρία μινίμ. Η Τζιλσάτ τράβηξε το τζελμάχ
αποκαλύπτοντας το κοντόχοντρο γκρίζο κορμί της με
τους διπλούς μαστούς και το φουσκωτό θύλακα. Λίγες
ανάσες ακόμα και θα 'ταν πολύ αργά, Ο Τζεμνάλ θα ήταν
νεκρός. Μπορούσε ακόμα να τον σώσει - μπορούσε να
ανοίξει τους σφιχτήρες και να βγάλει το καπάκι που τον
έπνιγε. Ο γιος της ήταν ακόμα ζωντανός εκεί μέσα. Αν το
έκανε όμως αυτό θ' αποκάλυπτονταν όλα, θα πρόδιδε
όλη την υπόθεση. Τζαϊλασανάθα, προσευχήθηκε μέσα
της. Δώσ' μου το θάρρος της αγάπης. Ω, αγαπημένοι
μου Τζοϊλάνι, δώστε μου τη δύναμη να τον αφήσω να
πεθάνει. Τώρα πληρώνω για την απιστία μου.
«Γύρνα».

Τον υπάκουσε χαμογελώντας με πόνο και φρίκη.

«Ετσι είναι καλύτερα, μοιάζεις σχεδόν με γυναίκα. Αχ,


θεέ μου, κοντεύω να ξεχάσω πώς ήταν. Ελα πιο κοντά».
Ενιωσε τα χέρια του στους γλουτούς της. «Σε διασκεδάζει
ε; Πώς σε λένε, μούλι;"
Είχε περάσει και το τελευταίο μινίμ. Τρελή από απελπισία
η Τζισάτ ψιθύρισε μια φράση που σήμαινε Μητέρα του
Νεκρού.
«Καλά, ασ' το-» Η φωνή του άλλαξε ξαφνικά. «Μπα!
Μπα! Από που ξεφύτρωσες εσύ;»
Πολύ αργά, πολύ αργά: η Λάλ, η κατεστραμμένη θηλυκιά
τους πλησίασε κουνώντας προκλητικά το σώμα της. Το
πρόσωπό της ήταν ξυρισμένο και βαμμένο ροζ και
κόκκινο, άνοιξε με μια κίνηση το ζωηρόχρωμο τζελμάχ
της αποκαλύπτοντας ένα σώμα κωμικοτραγικά
μπογιατισμένο και σφιγμένο έτσι που να θυμίζει τις
εικόνες που λάτρευαν οι Γήινοι. Το πρόσωπό της
συσπάστηκε σ' ένα μελετημένο χαμόγελο.
«Εγώ Λαλ». Εστριψε τα δάχτυλά της αναδίνοντας το
άρωμα λουλουδιών που άρεσε τόσο στους Γήινους.
«Θέλει φικ-φικ εγώ εσένα;»

Μόλις ένιωσε η Τζιλσάτ τη ματιά του φρουρού να


φεύγει από πάνω της, έσπρωξε με όλη της τη δύναμη το
βαρύ βαγόνι και όρμησε γυμνή οδηγώντας το μέσα στο
απέραντο διαστημοδρόμιο, παραπατώντας, με την
ανάσα κομμένη. Το ήξερε πως ήταν πολύ αργά, αλλά δεν
μπορούσε να μην ελπίζει. Γύρω της, μέσα στα σκοτάδια
οι τελευταίοι φορτωμένοι Τζοϊλάνι βάδιζαν προς το πλοίο.
Πίσω τους ο φρουρός άφηνε τη Λαλ να τον παρασύρει
στο στεγασμένο φυλάκιο.

Την τελευταία στιγμή έριξε μια ματιά πίσω του και


συνοφρυώθηκε.

«Ε, τι δουλειά έχουν όλοι αυτοί οι Τζούλου να


μπαίνουνε μέσα στο πλοίο!»
«Ανθρωποι, είπε έρθουν. Είπε κουβαλήσει κιβώτια». Η
Λαλ άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε το λαιμό, γλίστρησε
τα επιδέξια τζοϊλάνι δάχτυλά της στα διεγερμένα
γεννητικά όργανα του ξένου. «Φικ-φικ», γουργούρισε,
χαμογελώντας ακατανίκητα. Ο φρουρός ανασήκωσε τους
ώμους και ξαναγύρισε κοντά της γελώντας.
Το πλοίο στεκόταν αφύλαχτο. Ηταν ένα γέρικο φορτηγό
μεταφοράς αμλάτ, ένα ιπτάμενο εργοστάσιο, επιλεγμένο
ακριβώς επειδή τα ευρύχωρα αμπάρια του διέθεταν
θέρμανση και υπερσυμπίεση για τη ζύμωση καθ΄ οδόν
των καρπών, έτσι που το ένζυμο που ενδιέφερε τους
Γήινους να είανι έτοιμο όταν το πλοίο έφτανε στο
προορισμό του. Αυτά τα αμπάρια μπορούσαν να
κατοικηθούν και ο καρπός του αμλάτ μπορούσε να
πολλαπλασιαστεί αμέτρητες φορές στο μεταλλακτήρα
τροφής. Αλλωστε το πλοίο αυτό ήταν ο πιο συχνός
επισκέπτης εδώ. Μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν οι
Τζοϊλάνι καθαριστές κατάφεραν συλλέγοντας τη μια
λεπτομέρεια μετά την άλλη , να συναρμολογήσουν μια
σχεδόν πλήρη εικόνα των οργάνων χειρισμού.
Το σκάφος ήταν παλιό και φθαρμένο. Το Αστρο της
Γήινης Αυτοκρατορίας καθώς και τα άλλα σήματα
αναγνώρισηςείχαν ξεβάψει. Από το όνομα του η πρώτη
λέξη είχε σβηστεί αφήνοντας μόνο τα ξένα γράμματα...
ΝO ΟΝΕΙΡΟ. Κάποιο γήινο όνειρο άλλοτε, τώρα το
όνειρο των Τζοϊλάνι.

Δεν ήταν όμως το όνειρο της Λαλ. Η Λάλ δεν θα


συναντούσε στο δρόμο της παρά πόνο και θάνατο. Ηταν
άχρηστη για την αναπαραγωγή. Οι στενοί διπλοί
γεννητικοί της πόροι είχαν σκιστεί από τα μεγάλα σκληρά
όργανα των Γήινων και οι ευαίσθητοι σπογγώδεις ιστοί
που αποτελούσαν τη μήτρα των Τζοϊλάνι είχαν
καταστραφεί ανεπανόρθωτα. Ετσι η Λαλ διάλεξε την πιο
μεγάλη αγάπη, να υπηρετήσει το λαό της με μια
τελευταία θυσία. Στο λουλούδι των μαλλιών της κρυβόταν
το δηλητήριο που θα της επέτρεπε να πεθάνει όταν το
Ονειρο θα βρισκόταν πια ασφαλισμένο, μακριά.
Ακόμα δεν ήταν ασφαλισμένο. Πέρα από τον όγκο του
ξένου που βάραινε πάνω της η Λαλ μπορούσε να
διακρίνει τα φώτα του άλλου πλοίου στο διάδρομο, του
περιπολικού του σταθμού. Κατά κακή τους τύχη
ετοιμαζόταν για την περιοδική του υπερπλανητική
αναγνώριση.

Για κακή μας τύχη όταν φορτώθηκε το Ονειρο,


το Γήινο πολεμικό ήταν έτοιμο για απογείωση κι
αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να μας πιάσει πριν
προλάβουμε να ξεφύγουμε μπαίνοντας σ' αυτό
που η Γήινοι ονόμαζαν διάστημα-ταυ. Αυτό ήταν
αποτυχία.

Ο γέρο Τζαλούν τρίκλισε όσο μπορούσε πιο γρήγορα


προς την πτέρυγα της Περιπόλου της διαστημικής
βάσης. Φορούσε το λευκό σακάκι και το γυναικείο
τζελμάχ με τα οποία έντυναν οι Γήινοι τους υπηρέτες της
καντίνας και κρατούσε ένα κρατούσε ένα μικρό
αντικείμενο τυλιγμένο σε μια πετσέτα. Στον ουρανό τρία
μικρά φεγγάρια ταξίδευαν γρήγορα συγκλίνοντας και
ρίχνοντας τριπλές σκιές γύρω από το αδύναμο σώμα
του. Το φως τους ξεθώριασε καθώς ο Τζαλούν έφτασε
στη φωτισμένη είσοδο του περιπολικού.
Ενας μεγαλόσωμος Γήινος διόρθωνε κάτι στην ασφάλεια
της θύρας. Καθώς ανέβαινε με κόπο τα γιγάντια
σκαλοπάτια ο Τζαλούν παρατήρησε ότι ο αστροναύτης
ήταν οπλισμένος. Καλό αυτό. Μετά τον αναγνώρισε και
ένα κύμα μίσους ανάξιο για έναν Τζοϊλάνι έκανε τη δίδυμη
καρδιά του να χτυπήσει πιο γρήγορα. Ηταν ο Γήινος που
είχε βιάσει την εγγονή του Τζαλούν και που τσάκισε τη
ραχοκοκαλιά του αδερφού της με μια κλωτσιά, όταν το
αγόρι έτρεξε να τη σώσει. Ο Τζαλούν προσπάθησε να
συγκρατήσει τα συναισθήματά του, κάνοντας μια
γκριμάτσα πόνου. Τζαϊλασανάθα, βοήθησέ με να μην
αμαρτήσω ενώπιον της Μοναδικότητας.
«Που νομίζεις ότι πηγαίνεις, Γελάκια; Τι είναι αυτό που
κρατάς;»
Δεν αναγνώρισε τον Τζαλούν. Για τους Γήινους όλοι οι
Τζοϊλάνι ήταν ίδιοι.
«Διοικητής είπε για σένα. Είπε, γιορτάσει. Είπε πρώτα
αξιωματικοί».
«Για να δούμε».
Τρέμοντας ολόκληρος στην προσπάθεια του να κρατηθεί
και χαμογελώντας πλατιά από την αγωνία του, ο Τζαλούν
ανασήκωσε την άκρη της πετσέτας.

Ο αστροναύτης έσκυψε και σφύριξε. «Αν αυτό είναι


αυτό που νομίζω, δόξα στ' αστέρια της πατρίδας!
Υπολοχαγέ!» φώναξε σπρώχνοντας τον Τζαλούν μέσα
στο πλοίο. «Κοίτα τι μας έστειλε το αφεντικό!»
Στο καρρέ των αξιωματικών ο υπολοχαγός κι ένας άλλος
αστροναύτης κάνανε το τελευταίο τσεκάρισμα στους
μικροεστιακούς χάρτες. Ο υπολοχαγός φορούσε κι αυτός
οπλική ζώνη - καλό και πάλι. Στήνοντας το αυτί του ο
Τζαλούν διαπίστωσε χάρη στην ιδιαίτερα οξυμένη ακοή
των Τζοϊλάνι πως κανένας άλλος Γήινος δεν βρισκόταν
μέσα στο διαστημόπλοιο. Υποκλίθηκε βαθιά
εκδηλώνοντας μ' ένα πλατύ χαμόγελο το μίσος του και
ξετύλιξε το πακέτο του μπροστά στον υπολοχαγό.
Στο κέντρο της χιονάτης πετσέτας έλαμπε μια μικρή
φιάλη από αμέθυστο, οβάλ σαν δάκρυ.
«Διοικητής είπε εσένα. Είπε πιες τώρα, είναι ανοιχτό».
Ο υπολοχαγός σφύριξε με τη σειρά του κι αυτός και
σήκωσε τη φιάλη ευλαβικά: «Ξέρεις τι είναι αυτό, γέρο-
Γελάκια;»
«Οχι, κύριε», είπε ψέματα ο Τζαλούν.
«Τι είναι, κύριε», ρώτησε ο τρίτος αστροναύτης. Ο
Τζαλούν πρόσεξε πως ήταν πολύ νέος.

«Αυτό, νεαρέ μου είναι το πιο φανταστικό, το πιο


πολύτιμο, το πιο εξαίσιο ποτό που θα γνωρίσει ποτέ ο
ουρανίσκος σου. Δεν άκουσες ποτέ για τα Δάκρυα των
Αστεριών;»
Ο νεαρός κοίταξε τη φιάλη και το πρόσωπό του
σκοτείνιασε.

«Ο Γελάκιας τα είπε σωστά», συνέχισε ο υπολοχαγός.


«Μόλις ανοιχτεί πρέπει να το πιείς αμέσως. Ετσι και
αλλιώς νομίζω πως τελειώσαμε γι' απόψε. Σπουδαίο
δώρο μας έκανε το αφεντικό. Δεν μου λες Τζούλουν, γιατί
είπες πως το στέλνει;»

«Γιορτή, κύριε. Είπε γιορτή, μέρα δικιά του».


«Ποιος ξέρει τι γιορτάζει. Τέλος πάντων, μια φορά
γίνονται τα θαύματα. Τζον φέρε μας τρία ποτήρια.
Καθαρά!»
«Αμέσως!». Ο μεγαλόσωμος αστροναύτης έχωσε το χέρι
του στα ντουλάπια πάνω στο κεφάλι του.
Χαμένος ανάμεσα στους πελώριους Γήινους ο Τζαλούν
ένιωσε ακόμα μια φορά να συντρίβεται από την αντίθεση
ανάμεσα στο μέγεθος, τη δύναμη και την τελειότητά τους
και το δικό του μικροσκοπικό, εύθραυστο σώμα με τα
αδύναμα μέλη και τους κυρτούς ώμους. Ανάμεσα στους
δικούς του περνούσε για δυνατός και γεροδεμένος όταν
ήταν νέος, ακόμα και τώρα τον θεωρούσαν ακόμα ικανό.
Αλλά μπροστά στους πανίσχυρους Γήινους η δύναμη
των Τζοϊλάνι ήταν αστεία. Ισως να είχαν δίκιο, ίσως να
ανήκε σε μια κατώτερη ράτσα, ικανή να βγάζει μόνο
δούλους...

Θυμήθηκε τότε όλα όσα ήξερε και όρθωσε την κοντή


ραχοκοκαλιά του. Ο νεαρός αστροναύτης έμενε
σιωπηλός.
«Κύριε υπολοχαγέ, ξέρετε, αν είναι πραγματικά Δάκρυα
των Αστεριών, δεν μπορώ να το πιω».
«Δεν μπορείς να το πιείς; Και γιατί;»
«Εχω δώσει υπόσχεση. Εχω, χμ, ορκιστεί».
«Εχεις υποσχεθεί ένα τόσο παράλογο πράγμα;»
«Στη - στη μητέρα μου», είπε αμήχανος ο νεαρός.
Οι άλλοι δύο ξέσπασαν σε γέλια.

«Βρίσκεσαι μίλια μακριά από το σπίτι σου, παιδί μου»,


είπε με καλοσύνη ο υπολοχαγός. «Μα τι λέω Τζον; Με
μεγάλη ευχαρίστηση θα πίναμε το μερίδιό σου. Απ' την
άλλη όμως δεν αντέχω να βλέπω κάποιον να χάνει το πιο
ωραίο πράγμα στη ζωή, το πιο ωραίο χωρίς καμμιά
εξαίρεση. Ξέχνα λοιπόν τη μαμάκα και ετοίμασε την ψυχή
σου για την απόλυτη μακαριότητα. Είναι διαταγή... Ελα,
Γελάκια, δώσ' το. Ισα μερίδια. Κι αν σου χυθεί έστω και
μια στα σταγόνα θα σου τα ντικω και τα δυο σου μικρά
πνονκ, κατάλαβες;»
«Μάλιστα, κύριε». Προσεκτικά ο Τζαλούν έχυσε το μισητό
υγρό στα μικρά ποτήρια.
«Το 'χεις δοκιμάσει ποτέ, Τζούλου;»
«Οχι, κύριε».
«Κι ούτε θα το δοκιμάσεις. Αντε τώρα, στρίβε. Ααα...
Λοιπόν, ας πιούμε στον επόμενο σταθμό μας ακόμα και
αν έχει ζωντανά τέρατα πάνω του».

Ο Tζαλούν προχώρησε σιωπηλά προς τα σκοτάδια της


γέφυρας αποβίβασης και στάθηκε εκεί που μπορούσε να
διακρίνει τους αστροναύτες να σηκώνουν τα ποτήρια
τους και να πίνουν. Το μίσος και η αηδία τού 'κόψαν την
ανάσα, παρ' όλο ότι το θέαμα αυτό το είχε δει πολλές
φορές: τους Γήινους να πίνουν λαίμαργα τα Δάκρυα των
Αστεριών. Ηταν το σύμβολο της αδιάφορης θηριωδίας
τους, της πτώσης τους από την Τζαϊλασανάθα. Δεν είχαν
τη δικαιολογία της άγνοιας, πολλοί ήταν αυτοί που είχαν
εξηγήσει στον Τζαλούν πώς φτιάχνονταν τα Δάκρυα των
Αστεριών. Δεν ήταν ακριβώς δάκρυα αλλά οι σωματικές
εκκρίσεις μιας φυλής όμορφων φτερωτών πλασμάτων
από ένα πολύ μακρινό κόσμο. Κάτω από σωματικό ή
ψυχικό πόνο οι αδένες τους έβγαζαν το υγρό αυτό που το
έβρισκαν οι Γήινοι τόσο εξαίσια μεθυστικό. Για να το
αποκτήσουν έπιαναν δύο ζευγάρωμένα τέτοια πλάσματα
και τα βασάνιζαν αργά ως το θάνατο, μπροστά στα μάτια
το ένα του άλλου. Ο Τζαλούν είχε ακούσει φρικτές
λεπτομέρειες που δεν ήθλε καν να τις θυμάται.
Τώρα παρακολουθούσε τους Γήινους, απορώντας πως
δεν τον είχε προδώσει το μίσος που έκαιγε στα μάτια του.
Ηταν σίγουρος πως το ναρκωτικό ήταν άγευστο και δεν
έκανε κακό, προσεκτικές δοκιμές για πολλά χρόνια το
είχαν αποδείξει. Το πρόβλημα ήταν ότι απαιτούσε από
δύο έως πέντε μινίμ για να δράσει. Ο τελευταίος Γήινος
που θα αισθανόταν την ενέργειά του μπορούσε να
σημάνει συναγερμό. Ο Τζαλούν θα πέθαινε προκειμένου
να εμποδίσει κάτι τέτοιο - αν μπορούσε.

Τα πρόσωπα των τριών αστροναυτών είχαν αλλάξει,


τα μάτια τους έλαμπαν.
«Βλέπεις νεαρέ;», ρώτησε βραχνά ο υπολοχαγός.
Ο νεαρός έγνεψε ναι με το συνεπαρμένο βλέμα του
χαμένο στο άπειρο.
Ξαφνικά ο μεγαλόσωμος αστροναύτης που λεγόταν Τζον
τινάχτηκε πάνω και τραύλισε «Τι...;» πριν να σωριαστεί
με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τεντωμένο χέρι του.
«Ε, Τζον, τι τρέχει!» Ο υπολοχαγός σηκώθηκε,
σκύβοντας προς το μέρος του. Κι αυτός όμως
σωριάστηκε βαριά πάνω στο τραπέζι. Δεν έμενε παρά
μόνο το αγόρι με τα χαμένα μάτια.
Θα άπλωνε το χέρι; Θα άρπαζε το μικρόφωνο; Ο
Τζαλούν σφίχτηκε έτοιμος να ορμήσει, ξέροντας πως δεν
μπορούσε να κάνει τίποτε παραπάνω από το να πεθάνει
ανάμεσα στα δυνατά χέρια του.
Το αγόρι όμως επανέλαβε μόνο «Τι;... Τι;»βυθίσμένο σ'
ένα δικό του όνειρο, έγειρε πίσω, γλίστρησε κάτω και
άρχισε να ροχαλίζει.
Ο Τζαλούν όρμησε και άρπαξε τα όπλα από τα δύο
πελώρια σωριασμένα σώματα. Μετά ανέβηκε τρέχοντας
στο χειριστήριο, φέρνοντας στο μυαλό του όλη τη γνώση
που είχε συλλέξει και απομνημονεύσει αυτά τα ατελείωτα
χρόνια. Ναι - αυτός ήταν ο πομπός. Κατάφερε να τον
ξεσκεπάσει και άρχισε να τον πυροβολεί με μανία.
Η εκπυρσοκρότηση του όπλου τον τρόμαξε αλλά
συνέχισε να πυροβολεί ώσπου κάηκε και έλιωσε ο
πομπός.
Το κομπιούτερ πτήσης τώρα. Εδώ δυσκολεύτηκε να τον
κάψει, γρήγορα όμως τον έβγαλε εκτός χρήσης. Μια
μεταλλική θήκη δίπλα, στερεωμένη σ' αυτό που ήταν
τώρα το ταβάνι, τον έβαλε σε δισταγμό. Δεν
συμπεριλαμβάνονταν στις οδηγίες του - γιατί οι Τζοϊλάνι
δεν είχαν μάθει για τα νέα εφεδρικά συστήματα του
περιπολικού. Ο Τζαλούν έριξε ένα γρήγορο πυροβολισμό
και στράφηκε στην κονσόλα οπλισμού.

Συγκινήσεις που δεν είχε ξανααισθανθεί ποτέ ως τώρα


ξεσπούσαν μέσα του και του σκοτείνιαζαν την όραση και
τη λογική. Αρχισε να ρίχνει στην τύχη πάνω στον πίνακα,
συγκεντρώνοντας τα πυρά του πάνω σ' οτιδήποτε
μπορούσε να εκραγεί ή να λιώσει, παραβλέποντας ότι
είχε αφήσει τις συνδέσεις του βαριού οπλισμού σχεδόν
άθικτες. Τις καρφιτσωμένες φωτογραφίες των γελοίων
Γήινων θηλυκών, που είχαν κάνει τόσο κακό στο λαό του,
τις είδε να καίγονται μέχρι που έγιναν στάχτη.
Μετά έκανε το πιο παράλογο πράγμα. Αντί να βιαστεί να
βγεί απ' το πλοίο περνώντας πάλι απ' το καρρέ, έμεινε να
κοιτάζει το χαλαρωμένο πρόσωπο του αστροναύτη που
είχε κακοποιήσει τη μικρή του. Το όπλο έκαιγε στο χέρι
του. Μια τρέλα συνεπήρε τον Τζαλούν και με μιας τίναξε
στον αέρα το εχθρικό πρόσωπο και το κρανίο. Το
καταπιεσμένο ανίσχυρο μίσος μιας ολόκληρης ζωής τον
συνεπήρε σαν μια πανίσχυρη φλόγα. Εξω πια από κάθε
λογαριασμό σκότωσε τους άλλους δύο Γήινους τον έναν
μετά τον άλλον και βιάστηκε να κατέβει.

Ηταν πια τρελλός από μανία και αυτό-αποστροφή όταν


έφτασε στην αίθουσα του αντιδραστήρα. Ξεχνώντας τις
ατελείωτες ώρες που είχε περάσει απομνημονεύοντας τη
χρήση των μηχανικών βραχιόνων, όρμησε προς τις
στήλες μέσα από τη θύρα ασφαλείας. Εδώ άρχισε να
τραβάει τις απορροφητικές ράβδους σαν να ήταν ένας
Γήινος ντυμένος με την ειδική στολή. Αλλά η δύναμη ενός
Τζοϊλάνι δεν αρκούσε και μόλις που κατάφερνε να τις
κουνήσει. Εξω φρενών πυροβόλησε πάνω στο σωρό,
δοκίμασε πάλι να την τραβήσει εκθέτοντας το σώμα του
στην πλήρη δύναμη της ακτινοβολίας.

Οταν τελικά το υπόλοιπο πλήρωμα των Γήινων μπήκε


μέσα στο πλοίο, βρήκε ένα ζωντανό πτώμα να ρίχνεται
ξέφρενα πάνω στις στήλες. Είχε τραβήξει μόνο τέσσερις
ράβδους, αντί για τη γενική καταστροφή που επιδίωκε
δεν είχε πετύχει απολύτως τίποτα.
Ο μηχανικός έριξε μια ματιά στον Τζαλούν μέσα από το
βιτρέξ και στρέφοντας το βαρύ μηχανικό βραχίονα τον
έλιωσε πάνω στον τοίχο. Μετά ξανατοποθέτησε τις
ράβδους, έλεγξε τα όργανά του και έδωσε το σήμα:
Ετοιμος για απογείωση.
Υπήρχε ακόμα ο μεγάλος κίνδυνος μήπως οι Γήινοι
στείλουν σήμα σε ένα από τα πανίσχυρα πολεμικά τους
πλοία, τα μόνα που μπορούν να εκτοξεύσουν ένα βλήμα
μέσα στο διάστημα-ταυ. Επρεπε να γίνει μια πράξη
ανόσια.
Ο Πρεσβύτης Τζαγιακάλ μπήκε στο θάλαμο
επικοινωνιών τη στιγμή ακριβώς που ο Γήινος χειριστής
ολοκλήρωνε την τακτική του μετάδοση. Ολα είχαν
σχεδιαστεί προσεκτικά. Κατ΄ αρχάς θα εξασφάλιζαν το
μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα πριν να
ειδοποιηθούν οι άλλοι σταθμοί. Αλλωστε οι Τζοϊλάνι δεν
είχαν καταφέρει να βρουν τρόπο εισόδου στο θάλαμο
όταν δεν ήταν εκεί ο χειριστής.

«Τι τρέχει, Παππού, που νομίζεις ότι πας; Δεν το


ξέρεις ότι απαγορεύεται εδώ; Στρίβε!»
Ο Τζαγιακάλ χαμογέλασε πλατιά μέσα στην οδύνη της
καρδιάς του. Αυτός ο Γήινος, ο Σεργκαν, είχε φερθεί καλά
στους Τζοϊλάνι παρά τους άξεστους τρόπους του. Με
ευγένεια και σεβασμό. Τους ήξερε με τα μικρά τους
ονόματα και δεν είχε ειχτεί ποτέ στα θηλυκά τους.
Τρεφόταν καθαρά και δεν έπινε ποτέ το μίασμα. Είχε
μάλιστα ζητήσει να πληροφορηθεί, με τον απαιτούμενο
σεβασμό, για τις ιερές αρχές: την Τζαϊλασανάθα, την Συν-
βίωση-με-τιμή, την Μοναδικότητα-της-Αγάπης. Τα
εύκαμπτα οστά στα μάγουλα του γερο-Τζαγιακάλ
υψώθηκαν σ' ένα πλατύ μορφασμό βαθιάς ντροπής.

«Ω, ευγενικέ φίλε, έρχομαι να μεθέξω μαζί σου», είπε


τελετουργικά.
«Ξέρεις πως δεν τα πολυκαταλαβαίνω τα λόγια σου.
Τώρα πάντως πρέπει να φύγεις».
Ο Τζαγιακάλ δεν ήξερε καμμία Γήινη λέξη για τη μέθεξη.
Ισως να μην υπήρχε καμμία.

«Φίλε, φέρνω εσένα πράγμα».


«Εντάξει, τότε φέρ' το μου έξω». Βλέποντας πως ο γέρος
Τζοϊλάνι δεν κουνιόταν, ο χειριστής σηκώθηκε να τον
σπρώξει προς την έξοδο. Κάτι όμως άστραψε μέσα στη
μνήμη του, άρχισε να υποπτεύεται το πραγματικό νόημα
αυτού του χαμόγελου.
«Τι συμβαίνει Τζαγιακάλ; Τι κρατάς αυτού;»
Ο Τζαγιακάλ άπλωσε μπροστά τα χέρια του με το βαρύ
φορτίο.
«Θάνατο».
«Τι - πού το βρήκες αυτό; για όνομα του Θεού, πάρ' το
αμέσως! Αυτό το πράγμα είναι οπλισμένο! Η περόνη
είναι βγαλμένη-»
Ο κλεμμένος και κρυμμένος με τόσες δυσκολίες
εκρηκτικός μηχανισμός είχε συναρμολογηθεί τέλεια. Ο
επικρουστήρας είχε συνδεθεί σωστά. Μέσα στην έκρηξη
που ακολούθησε τα συντρίμμια του συστήματος
επικοινωνίας ανακατεμένα με τ' απομεινάρια του
Τζαγιακάλ και του Γήινου φίλου του έπεσαν σαν βροχή
πάνω στις εγκαταστάσεις των Γήινων και πιο πέρα στα
χωράφια του αμπλάτ.
Αστροναύτες και προσωπικό βάσης πετάχτηκαν έξω από
τα φυλάκια του σταθμού, μην ξέροντας στην αρχή τι να
κάνουν μέσα στο σκοτάδι. Μετά είδαν πυρσούς ν'
ανάβουν και να σαλεύουν γύρω από τα υπόστεγα των
μετασχηματιστών. Μικρές γκρίζες φιγούρες έτρεχαν,
πηδούσαν, ούρλιαζαν και πετούσαν φλεγόμενα βλήματα.
«Αυτοί οι βρωμο-Τζούλου επιτέθηκαν στον ηλεκτρικό
υποσταθμό! Γρήγορα!»

Είχαν προγραμματιστεί και άλλες ενέργειες


αντιπερισπασμού. Τα ονόματα των Γερόντων και
των κατεστραμένων θηλυκών που πέθαναν έτσι
για μας είναι γραμμένα στους ιερούς κυλίνδρους.
Ευχόμαστε μόνο ο θάνατός τους να ήταν
γρήγορος και σπλαχνικός.

Η οπλική ζώνη του διοικητή της βάσης κρεμόταν σε


μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Οσο κρατούσαν οι
πράξεις του πόνου και της ντροπής η Σοσαλάλ είχε
καρφωμένα τα μάτια πάνω της, περιμένοντας την
κατάλληλη στιγμή. Αν τουλάχιστον μπορούσε να έρθει ο
Μπισλάτ, ο υπηρέτης του διοικητή, να τη βοηθήσει! Δεν
μπορούσε όμως γιατί ήταν απαραίτητος στο πλοίο.

Ο πόθος του διοικητή δεν είχε χορτάσει ακόμα.


Κατάπιε μερικές γουλιές από το άθλιο ροζ μπουκαλάκι
και έστρεψε με νόημα τα στενά Γήινα μάτια του πάνω
της. Η Σοσαλάλ χαμογέλασε και του πρόσφερε άλλη μια
φορά το βασανισμένο, γελοία παραμορφωμένο σώμα
της. Ομως όχι: αυτή τη φορά ήθελε να τον ερεθίσει. Η
Σοσαλάλ άρχισε να δουλεύει με τα ευαίσθητα χέρια της,
με το τρεμάμενο στόμα της, ελπίζοντας πως δεν θα
αργούσε ο ήχος που περίμενε, παρακαλώντας μέσα της
να ζωντανέψει ξαφνικά ο δέκτης του διοικητή
μεταδίδοντας ότι η απόπειρα είχε αποτύχει. Γιατί, αχ
γιατί, αργούσαν τόσο πολύ; Πόσο θα ήθελε να 'βλεπε για
μια τελευταία φορά τη μεγάλη μαγική αστρική προβολή
των Γήινων που έδειχνε σε μια μακρινή ακρούλα τα
ευλογημένα, απίστευτα σύμβολα του λαού της. Κάπου
εκεί μακριά, αφάνταστα μακριά, ήταν το διάστημα των
Τζοϊλάνι - και ίσως ακόμα, σκέφτηκε απεγνωσμένα
καθώς το σώμα της μοχθούσε στο βασανιστικό του έργο,
ίσως η αυτοκρατορία των Τζοϊλάνι!
Τώρα ο Γήινος ήθελε να μπει μέσα της. Η Σοσαλάλ δεν
πονούσε πια σχεδόν καθόλου. Το κατεστραμένο της
σώμα είχε γιατρευτεί σύμφωνα με τις επιθυμίες των
Γήινων. Ηταν η τέταρτη από τα «κορίτσια» του διοικητή.
Είχαν προϋπάρξει κι άλλοι διοικητές, άλλος καλύτερος,
άλλος χειρότερος και αμέτρητα «κορίτσια», όσο
θυμούνταν τα αρχεία των Τζοϊλάνι. Τα «κορίτσια» σαν κι
αυτήν και οι υπηρέτες σαν τον Μπισλάτ ήταν οι πρώτοι
που είχαν δει τα τα μεγάλα τρισδιάστατα φωτεινά πλήθη
των αστεριών στο ιδιαίτερο δωμάτιο του διοικητή - αυτοί
μετέφεραν πρώτοι στο λαό τους τα απίστευτα νέα:
υπήρχε ακόμα κάπου στο διάστημα η πατρίδα των
Τζοϊλάνι.

Κάνοντας μεγάλο τόλμημα ένα «κορίτσι» είχε ρωτήσει


κάποτε γι' αυτά τα σύμβολα των Τζοϊλάνι. Ο διοικητής της
είχε ανασηκώσει τους ώμους- «Αυτά! Είναι στου
διαβόλου τη σκούφια, στην άλλη άκρη του συστήματος.
Θέλεις τη μισή σου ζωή για να πας μέχρι εκεί. Δεν ξέρω
τίποτε γι΄αυτά. Ισως και να τα κόλλησε κάποιος εκεί.
Πάντως δεν είναι Τζούλου, αυτό είναι σίγουρο».
Κι όμως έλαμπαν εκεί τα σύμβολα, μικρογραφίες του
αρχαίου Ηλιου-της-Λαμπρότητας των Τζοϊλάνι. Μόνο ένα
πράγμα μπορούσαν να σημαίνουν: ότι ο παλιός μύθος
ήταν αλήθεια. Ο μύθος που έλεγε ότι δεν κατάγονταν απ'
αυτό τον πλανήτη αλλά ότι ήταν απόγονοι μιας αποικίας
εγκατεστημένης από τους Τζοϊλάνι που ταξίδευαν στο
διάστημα όπως και οι Γήινοι. Και πως αυτοί οι σπουδαίοι
Τζοϊλάνι ζούσαν ακόμα!

Αν μπορούσαν μόνο να τους βρουν! Πως όμως, πώς;


Να έστελναν ένα μήνυμα; Αυτό ήταν αδύνατο. Αλλά
ακόμη κι αν τα κατάφερναν, πως θα μπορούσαν οι δικοί
τους να τους σώσουν ανάμεσα από τα χέρια των
πανίσχυρων Γήινων;

Οχι. Οσο και αν φαινόταν ανέλπιδο έπρεπε μόνοι τους


να ξεφύγουν και να φτάσουν στο διάστημα των Τζοϊλάνι
χάρη στις δικές τους δυνάμεις.
Ετσι το μεγάλο σχέδιο γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε
πολλές γενιές. Με χίλιες δυο πονηριές και κόπους οι
Τζοϊλάνι υπηρέτες, οι σερβιτόροι των μπαρ, οι
καθαριστές των διαστημοπλοίων και οι φορτωτές του
αμλάτ εντόπισαν κομματάκι κομματάκι και
απομνημόνευσαν τους μαγικούς αριθμούς και το νόημά
τους: τις συντεταγμένες του διαστήματος-ταυ που θα
τους μετάφερε σ' αυτά τ' αστέρια. Από πεταμένα βιβλία
οδηγιών, από τις κουβέντες των αστροναυτών,
συνέθεσαν την ασύλληπτη έννοια του ίδιου του
διαστήματος-ταυ. Κάποτε-κάποτε ένας μεγαλόσχημος
Γήινος έβρισκε διασκεδαστική κάποια ερώτηση ενός
Τζοϊλάνι και απαντούσε. Αυτοί που είχαν την άδεια να
μπαίνουν μέσα στα πλοία έφερναν λεπτομέρειες της
λειτουργείας της Γήινης μαγείας. Οι Τζοϊλάνι που ήταν
ταπεινοί υπηρέτες την ημέρα και «κορίτσια» της νύχτας,
έγιναν κρυφοί σπουδαστές και δάσκαλοι,
συναρμολογώντας τα αποσπασματικά μυστήρια των
κυρίων τους, μετατρέποντας τη μαγεία σε κατανόηση.
Οργανώνοντας τα πάντα, σχεδιάζοντας και τις
παραμικρές λεπτομέρειες, με μοναδικό οδηγό την
παράλογη, παράτολμη ελπίδα, προετοιμάζονταν για το
απίστευτο, επικό ταξίδι τους.
Και τώρα η πολυπόθητη στιγμή είχε φτάσει.
Η μήπως όχι; Γιατί αργούσαν τόσο πολύ;
Υποφέροντας, όπως έιχε τόσες φορές υποφέρει
χαμογελώντας, η Σοσαλάλ άρχιζε να απελπίζεται.
Σίγουρα τίποτε δεν θα άλλαζε, δεν μπορούσε να αλλάξει.
Ηταν όλα ένα όνειρο, τα πράγματα θα συνέχιζαν όπως
πάντα, ο εξευτελισμός και ο πόνος... Ο διοικητής
διατύπωσε τώρα νέες επιθυμίες, μουδιασμένη από την
αγωνία η Σοσαλάλ υπάκουσε.

«Πρόσεχε!» Τη χτύπησε στο κεφάλι τόσο δυνατά που


τα μάτια της θόλωσαν.
«Συγνώμη κύριε!»
«Τα δόντια σου παραμάκρυναν, Σόσι». Αυτό ήταν
αλήθεια, τα δόντια των ενηλίκων Τζοϊλάνι ήταν μεγάλα.
«Είναι ώρα ν' αρχίσεις να εκπαιδεύεις μια μικρότερη
μούλι. Η να τα βγαλεις».
«Μάλιστα, κύριε».
«Αν με ξαναπονέσεις θα στα βγάλω μόνος μου - Αγιε
Τζεμπουλιμπάρ, τι είναι πάλι αυτό;»
Μια αστραπή μπήκε από το παράθυρο φωτίζοντας το
δωμάτιο κι αμέσως ένας δυνατός κρότος έκανε τους
τοίχους να τρίξουν. Ο διοικητής την έκανε πέρα και έτρεξε
να κοιτάξει έξω.

Επιτέλους! Ηταν αλήθεια! Γρήγορα. Η Σοσαλάλ έτρεξε


στην καρέκλα.

«Θεέ και Κύριε, φαίνεται πως τινάχτηκε στον αέρα ο


πομπός. Τι-»
Γύρισε προς τον ασύρματό του, προς τα ρούχα του και
βρέθηκε απέναντι στην κάννη του ίδιου του όπλου του
που το κρατούσαν τα τρεμάμενα χέρια της Σοσαλάλ. Η
έκπληξή του ήταν τόση που δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
Οταν η Σοσαλάλ πάτησε κο κουμπί, ο Γήινος σωριάστηκε
κάτω με το στήθος κομματιασμένο και την απορία
ζωγραφισμένη ακόμα στο πρόσωπό του.
Κι η Σοσαλάλ ήταν κατάπληκτη, ένιωθε σαν να ζει σ' ένα
όνειρο. Είχε σκοτώσει. Είχε σκοτώσει πραγματικά ένα
Γήινο. Ενα ζωντανό πλάσμα. «Ερχομαι να μεθέξω»,
ψιθύρισε τελετουργικά. Με τα μάτια καρφωμένα στο
δυνατό φως του παραθύρου έστρεψε το όπλο στο κεφάλι
της και πάτησε το κουμπί.
Τίποτα δεν έγινε.

Τι έφταιγε; Το όνειρο σκορπίστηκε αφήνοντάς την


μέσα στη φρικτή πραγματικότητα. Τρελή από αγωνία
άρχισε να πιέζει και να στριφογυρίζει το περίεργο
αντικείμενο. Μήπως υπήρχε κάποιος μηχανισμός
όπλισης; Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τη σημασία της
κόκκινης κηλίδας φόρτισης - ο διοικητής είχε
παραμελήσει να ξαναγεμίσει το όπλο του μετά από το
τελευταίο κυνήγι του. Τώρα ήταν άδειο.

Η Σοσαλάλ πάλευε ακόμα με το όπλο όταν άνοιξε η


πόρτα με ορμή και ένιωσε να την αρπάζουν και να τη
χτυπούν αφήνοντάς την σχεδόν αναίσθητη. Μέσα στις
κλωτσιές και τις βρισιές οι αδένες των καρπών της
έχυσαν τα κόκκινα δάκρυα των Τζοϊλάνι, καθώς σκέφτηκε
τον αργό και βασανιστικό θάνατο που την περίμενε.
Είχαν μόλις αρχίσει να την ανακρίνουν όταν άκουσε αυτό
που περίμενε: ένα βαθύ υπόκωφο θόρυβο ενός πλοίου
που απογειωνόταν. Το Ονειρο είχε ξεφύγει - ο λαός της
τα είχε καταφέρει, είχαν σωθεί! Μέσα στον πόνο της
άκουσε ένα Γήινο να φωνάζει: «Η Τζουλούπολη έχει
αδειάσει! Ολα τα παιδιά είναι μέσα στο πλοίο». Κάτω από
τα χτυπήματα των βασανιστών της η δίδυμη καρδιά της
σκίρτησε από χαρά.

Μια στιγμή αργότερα όμως η χαρά της έσβησε καθώς


άκουσε το δυνατότερο ήχο του Γήινου περιπολικού να
υψώνεται στον ουρανό. Το Ονειρο είχε αποτύχει λοιπόν:
θα τους καταδίωκαν και θα τους σκότωναν. Απελπισμένη
πίεσε τον εαυτό της να πεθάνει στα χέρια των Γήινων.
Μα η ζωή της αντιστάθηκε και το συντριμμένο σώμα της
έζησε αρκετά ώστε να αντιληφθεί τη βροντερή έκρηξη
στον ουρανό που σήμαινε σίγουρα την καταστροφή της
φυλής της. Πέθανε πιστεύοντας πως κάθε ελπίδα ήταν
νεκρή. Παρ' όλα αυτά δεν είπε τίποτε στους βασανιστές
της.

Μεγάλοι κίνδυνοι περίμεναν αυτούς που


προσπαθούσαν να απογειώσουν το Ονειρο.

«Αν το πιθηκίσιο μυαλό σας έχει αποφασίσει στα


σοβαρά να απογειώσει αυτό το πλοίο, ρυθμίστε πρώτα
το μοχλό ζυγοστάθμισης αλλιώς θα σκοτωθούμε όλοι».
Μιλούσε ο Γήινος πιλότος - ο τρίτος που είχε πιαστεί και
έτσι δεν χρειάστηκε να του κλείσουν το στόμα.
«Εμπρός, κατεβάστε το μοχλό! Τώρα βρίσκεται στη θέση
προσγείωσης, ναι, αυτός ο κόκκινος. Δεν έχω καμμία
διάθεση να γίνω κομμάτια».

Ο νεαρός Τζιβάντ, αθέατος σχεδόν μέσα στο πελώριο


κάθισμα του κυβερνήτη προσπαθούσε απεγνωσμένα να
φέρει στο μυαλό του ολόκληρη την κοπιαστικά
αποκτημένη μνημονική εγγραφή των οργάνων
διακυβέρνησης του πλοίου. Κόκκινος μοχλός, κόκκινος
μοχλός... Οχι, δεν ήταν σίγουρος. Γύρισε, πίσω και
κοίταξε τους αιχμαλώτους. Ηταν απίστευτο να βλέπεις τα
τρία πελώρια σώματα δεμένα και ανίσχυρα.,
ακουμπησμένα στον τοίχο που σε λίγο τηα γινόταν
πάτωμα. Στο διπλανό του κάθισμα ο Μπισλάτ τους
σημάδευε με το όπλο του. Ηταν ένα από τα δύο κλεμμένα
Γήινα όπλα που είχαν κρύψει εδώ και πολύ καιρό γι'
αυτή, τη πιο κρίσιμη στιγμή του έργου τους: την
εξουδετέρωση των Γήινων πάνω στο Ονειρο. Ο πρώτος
αστροναύτης νόμιζε πως αστειεύονταν μέχρι που ο
Τζιβάντ του έκαψε τα πόδια μέσα απ' τις μπότες του.
Τώρα κείτονταν βογγώντας πού και πού μέσα από το
φιμωμένο στόμα του. Οταν έπιασε τη ματιά του Τζιβάντ,
κούνησε έντονα το κεφάλι επιβεβαιώνοντας την
προειδοποίηση του πιλότου.
«Τον έχω αφήσει στη θέση προσγείωσης», επανέλαβε ο
πιλότος. «Αν δοκιμάσεις να το απογειώσεις στη θέση
αυτή θα σκοτωθούμε όλοι!» Ο τρίτος αιχμάλωτος έγνεψε
και αυτός καταφατικά.
Το μυαλό του Τζιβάντ σάρωνε απεγνωσμένα ξανά και
ξανά τη μνημονική εικόνα. Το Ονειρο ήταν ένα παλιό
πλοίο, όχι ακόμα τυποποιημένο. Ο Τζιβάντ συνέχισε τη
διασικασία ανάφλεξης χωρίς ν' αγγίζει τον κόκκινο μοχλό.
«Κατέβασέ τον, βλάκα!» φώναξε ο πιλότος. «Θεέ και
Κύριε, θέλεις να σκοτωθείς;»
Ο Μπισλάτ κοίταζε ανήσυχος πότε τον Τζιβάντ και πότε
τους Γήινους. Είχε μάθει κι αυτός τους πίνακες του
φορτηγού μεταφοράς αμλάτ αλλά όχι τόσο καλά.
«Είσαι σίγουρος, Τζιβάντ;»
«Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Νομίζω πως στα παλιά
πλοία υπάρχει ένας μηχανισμός ασφαλείας που
αλλοιώνει ή αδειάζει τα καύσιμα ώστε να μην μπορεί να
γίνει ανάφλεξη. Είναι αυτό που ονομάζουν ματαίωση.
Βλέπεις το Γήινο σύμβολο μ;»
Ο πιλότος είχε πιάσει την κουβέντα τους.
«Δεν είναι ματαίωση, είμαι μετάταξη! Μ σημαίνει
μετάταξη, ηλίθιε πίθηκε. Κατέβασε το μοχλό αλλιώς θα
τιναχτούμε στον αέρα».
Οι άλλοι δύο κουνούσαν τα κεφάλια τους γνέφοντας ναι.
Ολόκληρο το σώμα του Τζιβάντ είχε γίνει μπλε και έτρεμε
από την υπερένταση. Οι μνήμες του έμοιαζαν να
υποχωρούν, να θολώνουν, να διαλύονται. Ποτέ ως τώρα
ένας Τζοϊλάνι δεν είχε αμφισβητήσει, δεν είχε παρακούσει
τη διαταγή ενός Γήινου. Βάζοντας όλη του τη δύναμη
κρατήθηκε από το ξεθωριασμένο ξεφτίδι ενός
κιτρινισμένου πίνακα που ανέμιζε μέσα στο μυαλό του.
«Νομίζω πως δεν είναι έτσι», είπε αργά.

Παίρνοντας στα λεπτά του δάκτυλα τη ζωή όλου του


λαού του πίεσε το κουμπί ανάφλεξης και απογείωσης.
Διαδοχικά κλικ - ένα τρίξιμο μετάλλων - ένα βραχνό
σφύριγμα που γρήγορα μετατράπηκε σ' ένα αφόρητο
μουγκρητό από κάτω τους. Το παλιό φορτηγό έτριξε,
ζορίστηκε, κουνήθηκε δυσάρεστα. Θα τιναζόταν όλο στον
αέρα; Η ψυχή του Τζιβάντ πέθανε χίλιες φορές.

Ο ορίζοντας γύρω τους όμως παρέμεινε επίπεδος. Το


Ονειρο υψωνόταν τρέμοντας ολόκληρο, ανεβαίνε
κερδίζοντας όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα καθώς
ορμούσε με τινάγματα και τραντάγματα προς το
διάστημα. Ολα τα ορόσημα χάθηκαν πίσω τους.
Βρίσκονταν εν πτήσει! Ο Τζιβάντ, ακινητοποιημένος στο
κάθισμα θριάμβευε. Δεν είχαν συντριφτεί! Είχε δίκιο, ο
Γήινος έλεγε ψέματα.

Οι εξωτερικοί θόρυβοι χάθηκαν ένας - ένας. Το Ονειρο


είχε ξεφύγει από την ατμόσφαιρα και ταξίδευε προς τ'
αστέρια!
Οχι μόνο του όμως.
Τη στιγμή που η πίεση χαλάρωνε και η χαρά άρχισε να
συνεπαίρνει ολόκληρο το πλοίο, τη στιγμή που ο πρώτος
από τους συντρόφους του ερχόταν να του πει πως κάτω
όλα πήγαιναν καλά και ο Θεραπευτής πλησίαζε τον Γήινο
για να περιποιηθεί το καμένο πόδι του - μια δυνατή Γήινη
φωνή εισέβαλε μέσα στην καμπίνα.

«Εσείς απ΄ το Ονειρο, σταματήστε. Αντιστρέψτε


πορεία. Μπείτε αμέσως σε τροχιά για πλεύρισμα αλλιώς
θα σας ρίξουμε».

Οι Τζοϊλάνι τινάχτηκαν πίσω. Ο Τζιβάντ είδε πως η


φωνή προερχόταν από τον ασύρματο που είχε μπει σε
λειτουργία μαζί με τις άλλες διαδικασίες απογείωσης.
«Αυτό είναι το περιπολικό» τους είπε ο Γήινος πιλότος.
«Μας καταδιώκουν. Τώρα είσαι υποχρεωμένος να
παραδοθείς πίθηκε. Αλλιώς θα μας τινάξουν πραγματικά
στο διάστημα».
Ενα ξερό κροτάλισμα ακούστηκε από ένα όργανο στα
δεξιά του Τζιβάντ. Δείκτης Εγγύτητας Μάζας, διάβασε.
Αθέλητα γύρισε προς τον Γήινο πιλότο.

«Δεν είναι τίποτε, ένα απ' αυτά τα καταραμένα


φεγγάρια. Κοίτα, πρέπει πραγματικά να κάνεις πίσω.
Αυτή τη φορά δεν σε κοροϊδεύω. Θα σου πω τι να
κάνεις».
«Μπείτε σε τροχιά έτοιμοι για πλεύρισμα», αντήχησε
πάλι βροντερή η φωνή.
Ο Τζιβάντ όμως είχε στραφεί κι έκανε κάτι άλλο. Δεν ήταν
σωστό. Σίγουρα θα σκοτώνονταν όλοι - ήξερε όμως πως
αυτό θα προτιμούσε ο λαός του.

«Τελευταία προειδοποίηση. Τώρα θα σας ρίξουμε»,


είπε ψυχρά η φωνή του καταδρομικού.
«Δεν αστειεύονται!» ούρλιαξε ο Γήινος πιλότος. «Για
όνομα του Θεού, αφήστε με να τους μιλήσω, αφήστε να
δηλώσω λήψη!» Οι άλλοι Γήινοι κοίταζαν αγριεμένοι,
παλεύοντας μέσα στα δεσμά τους. Ο φόβος τους ήταν
αληθινός, διαπίστωσε ο Τζιβάντ, πολύ διαφορετικός απ'
ό,τι πρωτύτερα. Αυτό που είχε να κάνει δεν ήταν δύσκολο
αλλά χρειαζόταν χρόνο. Τα δάχτυλά του βρήκαν το
κουμπί του ασυρμάτου, το άνοιξε και άρχισε να μιλάει
αγνοώντας τη φρίκη που ζωγραφιζόταν στα μάτια του
Μπισλάτ.
«Θα σταματήσουμε. Παρακαλώ περιμένετε. Είναι
δύσκολο».

«Ετσι μπράβο!» Η ανάσα του πιλότου έβγαινε


λαχανιαστή από την ανακούφιση. «Εντάξει τώρα. Βλέπεις
αυτόν τον υπολογιστή δέλτα-V, κάτω από το δείκτη
ώσεως; Μπα, είναι δύσκολο να σου δώσω να
καταλάβεις. Ασε με να το κάνω εγώ, δεν θα πάθεις
τίποτε».

Ο Τζιβάντ τον αγνόησε και συνέχισε το μοιραίο έργο


του. Γεμάτος σεβασμό τροφοδότησε στον υπολογιστή τις
συντεταγμένες, τις ιερές συντεταγμένες που είχαν
χαραχτεί στο μυαλό του από την παιδική ηλικία, τους
αριθμούς που θα μπορούσαν, αν τα είχαν κάνει όλα
σωστά, να τους ταξιδέψουν μέσα από το διάστημα-ταυ
στα άστρα των Τζοϊλάνι.
«Σου δίνουμε τρία μινίμ να συμμορφωθείς», είπε η φωνή.
«Κοίτα, το λένε σοβαρά!» φώναξε ο πιλότος. «Μα τι
κάνεις; Αφησέ με να σε βοηθήσω!».
Ο Τζιβάντ συνέχισε το έργο του. Ο δείκτης εγγύτητας
μάζας κροτάλιζε πιο δυνατά, τον αγνόησε κι αυτόν. Οταν
στράφηκε προς τη μικρή κονσόλα ταυ, ο πιλότος ξαφνικά
κατάλαβε.
«Οχι! Οχι!» ούρλιαξε. «Για τ' όνομα του Θεού, μην το
κάνεις αυτό! Δεν καταλαβαίνεις βλάκα πως αν μπεις στο
ταυ τόσο κοντά στο πλανήτη θα συντριβούμε πάνω στη
μάζα του;» Η φωνή του είχε γίνει ένα δυνατό ουρλιαχτό.
Οι άλλοι δύο μούγκριζαν ακατάληπτα και πάλευαν με τα
δεσμά τους.
Σίγουρα είχαν δίκιο, σκέφτηκε θλιβερά ο Τζιβάντ. Η δόξα
μιας στιγμής - και τώρα το τέλος.
«Σ' ένα μινίμ πυροβολούμε», ακούστηκε η άχρωμη φωνή
του περιπολικού.
«Σταμάτα! Οχι! Μη!» ούρλιαξε ο πιλότος.

Ο Τζιβάντ κοίταξε τον Μπισλάτ που είχε καταλάβει


τώρα τι γινόταν. Χαμογέλασε με το πραγματικό τζοϊλάνι
χαμόγελο των σουφρωμένων χειλιών και έκανε το
τελετουργικό νεύμα της Αποδοχής-του- τέλους. Οι
Τζοϊλάνι που περίμεναν στο διάδρομο κατάλαβαν
αμέσως, μια σιωπή ταξίδεψε σαν αναστεναγμός σ'
ολόκληρο το πλοίο.
«Βολή πρώτη», ανήγγειλε η φωνή του περιπολικού.
Ο Τζιβάντ πάτησε αποφασιστικά το κουμπί του ταυ.

Μια σειρήνα ούρλιαξε και σταμάτησε, τα χρώματα


χάθηκαν, ένας τρελλός κραδασμός συγκλόνισε την υφή
του διαστήματος, καθώς, χάρη σε μια τύχη που
συναντιέται μόνο μια φορά στο εκατομμύριο, τα τρία
μεγαλύτερα κοντινά φεγγάρια απέκρυψαν το ένα το άλλο
σε συνδυασμό με τις χαμηλές πρόσθετες ενέργειες του
περιπολικού και του εκτοξευμένου βλήματός του με
τέτοιο τρόπο που για ένα μικρό-μικρό-μινίμ το Ονειρο
βρέθηκε σε μηδενική σχεδόν απόσταση από την
πλανητική μάζα. Μέσα σ' αυτή την ελάχιστη στιγμή τίναξε
προς τα έξω το πεδίο-ταυ του, τύλιξε γύρω του τις
κανονικές διαστάσεις και εκσφενδονίστηκε σαν
ζουληγμένο κουκούτσι μέσα στην ασυνέχεια του όντος
που είναι το διαστημα-ταυ.
Ο κοντινός χωροχρόνος συγκλονίστηκε ολόκληρος από
την έκρηξη. Το κύμα συνεπήρε τα φεγγάρια και τον
πλανήτη από κάτω. Τόσο ξυστά πέρασε το Ονειρο στην
αστραπιαία διαφυγή του που μια λάμα αστραφτερού
μετάλλου από το περιπολικό κι ένας βράχος με χώμα και
χορτάρια βρέθηκαν αργότερα αξεδιάλυτα ενσωματωμένα
στην ύλη του αμπαριού της πρύμνης, προς μεγάλη
κατάπληξη των Τζοϊλάνι.

Στο μεταξύ η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη που δεν


μπορούσε να εκφραστεί παρά με ένα και μόνο τρόπο: σ'
ολόκληρο το πλοίο οι Τζοϊλάνι ύψωσαν τις φωνές τους
στον ιερό ύμνο.
Ηταν ελεύθεροι! Το Ονειρο είχε μπει στο διάστημα-ταυ
όπου κανείς εχθρός δεν μπορούσε να τους βρει! Είχαν
ξεκινήσει το ταξίδι τους.

Εδώ αρχίζει το ημερολόγιο της πορείας του


Ονειρου μέσα από το διάστημα -ταυ που αν και
άχρονο το ίδιο, απαιτούσε συγκεκριμένο χρόνο...

Ο Τζατκάν άφησε την πολύτιμη παλιά περγαμηνή να


τυλιχτεί μόνη της και την απόθεσε προσεκτικά πλάι για ν'
αγγίξει το χέρι ενός συντρόφου. Ηταν ένα από τα βρέφη
που μπήκαν κρυμμένα στα δοχεία του αμλάτ, μερικές
φορές του φαινόταν πως θυμόταν τη μεγάλη νύχτα της
απόδρασής τους. Πάντως θυμόταν σίγουρα την αίσθηση
της απέραντης χαράς, την ανακούφιση της απαλλαγής
από το φοβερό εφιάλτη.

«Η αναμονή είναι μακριά», είπε ο μικρότερος


σύντροφός του, που μόλις είχε βγει από την παιδική
ηλικία. «Πες μας ξανά για τα Γήινα τέρατα».

«Δεν ήταν τέρατα, μόνο πολύ διαφορετικοί», διόρθωσε


με καλοσύνη ο Τζατκάν το παιδί. Η ματιά του συνάντησε
τα μάτια της Σαλασβάτι που απασχολούσε τους νεαρούς
συντρόφους της στο φιλιστρίνι του μικροσκοπικού
αρχειοφυλακίου. Του ήρθε στο μυαλό πως όταν η Σάλας
κι αυτός γερνούσαν θα ήταν οι τελευταίοι Τζοϊλάνι που
είχαν δει με τα μάτια τους ένα Γήινο. Και οπωσδήποτε θα
ήταν οι τελευταίοι που θυμούνταν τη δύναμη τους, τον
τρόμο που σκορπούσαν και τους εξετευλισμούς της
δουλείας που σημάδεψαν τις ψυχές των γονιών τους.
Βέβαια αυτό είναι καλό, σκέφτηκε, δεν είναι όμως κατά
κάποιο περίεργο τρόπο, κι ένα χάσιμο;

«-κοκκινωποί, ή καμιά φορά κίτρινοι ή καφετιοί,


σχεδόν άτριχοι με μικρά λαμπερά μάτια», έλεγε στο
παιδί. «Και πολύ ψηλοί, περίπου ως το φινιστρίνι εκεί
κάτω. Και μια μέρα που επέτρεψαν στους στρεις που
ήταν μέσα στο Ονειρο να βγουν να γυμναστούν, αυτοί
όρμησαν μέσα στο χειριστήριο και άλλαξαν τη
γυροσκοπική ρύθμιση και το πλοίο άρχισε να
στριφογυρίζει όλο και πιο γρήγορα έτσι που πέσαμε όλοι
κάτω και κολλήσαμε στους τοίχους. Λογάριαζαν στη
μεγαλύτερη δύναμή τους, βλέπεις».
«Ετσι θα καταλάμβαναν το Ονειρο και θα έβγαιναν από
το διάστημα-ταυ, ανάμεσα στα Γήινα αστέρια!» Οι δύο
θηλυκές σύντρόφισσές του απάγγειλαν μαζί. «Αλλά ο
γερο-Τζιβάντ μας έσωσε».
«Ναι. Τότε όμως ήταν νέος ο Τζιβάντ. Για μεγάλη μας
τύχη βρισκόταν στον κεντρικό διάδρομο, εκεί ακριβώς
που ήταν φυλαγμένα τα παλιά όπλα που δεν τα είχε
αγγίξει κανείς από πολλές εκαντοντάδες μέρες».
Μια συντρόφισσα χαμογέλασε: «Η τύχη των Τζοϊλάνι».
«Οχι», τη διόρθωσε ο Τζατκάν. «Δεν πρέπει να
γινόμαστε προληπτικοί. Ηταν μια απλή σύμπτωση».
«Και τους σκότωσε όλους!» ξέσπασε μ' ενθουσιασμό το
παιδί.

Μια σιωπή ακολούθησε.


«Ποτέ μη χρησιμοποιείς τη λέξη αυτή τόσο επιπόλαια»,
είπε αυστηρά ο Τζατκάν. «Σκέψου τι σημαίνει, μικρέ. Η
Τζαϊλασανάθα-»
Καθώς νουθετούσε το παιδί, το μυαλό του κατέγραψε γι'
άλλη μια φορά το παράδοξο της κουβέντας του: Ο
«μικρός» ήταν ήδη τόσο ψηλός όσο κι ο ίδιος που ήταν
με τη σειρά του πιο ψηλός και πιο γεροδεμένος από τους
γονείς του. Αυτό δεν μπορούσε να οφείλεται παρά στο
γεγονός ότι τα παιδιά έτρωγαν τη Γήινη τροφή, όσο λίγη
κι αν ήταν, από τον ανακυκλωτή του πλοίου. Οταν οι
γεροντότεροι είδαν πόσο μεγάλωναν τα παιδιά,
θυμήθηκαν άλλον ένα παλιό μύθο: ότι οι πρόγονοί τους
κάποτε ήταν γίγαντες που είχαν ατροφήσει από κάποια
έλλειψη στο έδαφος του πλανήτη. Θα αποδεικνύονταν
εξίσου αληθινοί όλοι οι παλιοί μύθοι και θρύλοι;

Στο μεταξύ προσπαθούσε να εξηγήσει ακόμη μια φορά


στο παιδί και τους άλλους, πόσο φοβερή ήταν η
απόφαση που αναγκάστηκε να πάρει ο Τζιβάντ, καθώς
και το ύψος της αγωνίας όταν τον εμπόδισαν να
εξιλεωθεί αυτοκτονώντας. Η μέρα αυτή είχε σημαδέψει
βαθιά τη μνήμη του Τζατκάν. Πρώτα το τίναγμα πάνω
στους τοίχους, η σύγχυση - οι εκρήξεις - η σωτηρία τους,
και μετά οι ατελείωτες ώρες τελετουργικής συζήτησης, η
προσπάθεια να πείσουν τον Τζιβάντ ότι οι γνώσεις του
για το πλοίο ήταν υπερβολικά πολύτιμες για να χαθούν.
Ο πόνος στη φωνή του Τζιβάντ καθώς εξομολογιόταν.
«Εκανα και την εγωιστική σκέψη ότι θα μας έμενε το νερό
τους, η τροφή τους, ο αέρας τους».
«Γι' αυτό δεν τρώει ποτέ κανονική μερίδα και κοιμάται
πάνω στο γυμνό ατσάλι».
«Και γι' αυτό είναι πάντα λυπημένος», είπε το παιδί
σμίγοντας τα φρύδια στην προσπάθειά του να καταλάβει
πραγματικά.
«Ναι». Μα ο Τζατκάν ήξερε ότι ποτέ δεν θα καταλάβαινε
πραγματικά, πως να καταλάβει, όποιος δεν είχε δει τη
φρίκη του βίαιου θανάτου της σάρκας που ήταν κάποτε
ζωντανή, ακόμα κι αν ήταν ξένη και εχθρική. Τα τρία
πτώματα είχαν τοποθετηθεί με το απαιτούμενο
τελετουργικό στις δεξαμενές ανακύκλωσης, όπως γινόταν
και με τα δικά τους. Τώρα πια όλοι οι Τζοϊλάνι πρέπει να
περιείχαν στο σώμα τους κάποια μόρια που ήταν κάποτε
Γήινα, Περίεργη ειρωνεία.
Μια σκέψη σκίασε το μυαλό του. Πριν από μερικές μέρες
ήταν σίγουρος πως τα παιδιά αυτά, και τα παιδιά των
παιδιών τους, δεν θα χρειάζονταν ποτέ να μάθουν τι
σήμαινε να σκοτώνεις. Τώρα πια δεν ήταν τόσο
σίγουρος... Εδιωξε μακριά τη σκέψη αυτή.
«Το ημερολόγιο κρατήθηκε κανονικά ως σήμερα;»
ρώτησε η Σαλασβάτι από το παράθυρο.
Σαν τον Τζατκάν δυσκολευόταν κι αυτή να κρατήσει
φρόνιμους τους μικρούς συντρόφους της στη διάρκεια
της επίσημης αυτής αναμονής.
«Βέβαια».

Τα δάχτυλα του Τζατκάν φυλλομέτρησαν απαλά τις


πολύχρωμες σελίδες του τελευταίου ημερολογίου πάνω
στο αναλόγιο. Ηταν μια συρραφή από οτιδήποτε χαρτιά
και χάρτες είχαν μπορέσει να βρουν. Η καθαρή γραφή
των Τζοϊλάνι άστραψε μπροστά του, από σελίδα σε
σελίδα: «Πείνα... μείωση των μερίδων... σπασμένο, το
νερό λιγοστό... επισκευές... μείωση πάλι στις μερίδες των
ενηλίκων... το οξυγόνο χαμηλό... τα παιδιά... μείωση
νερού... τα παιδιά χρειάζονται... πόσον καιρό ακόμα θα
μπορέσουμε να... όπου νάναι τελειώνει, όχι αρκετό...
όταν...»

Ναι , αυτή ήταν όλη η ζωή τους, οι ζωές όλων: μια


αυξανόμενη έλλειψη μέσα σ' έναν περιστρεφόμενο
κύλινδρο που ήταν ο κόσμος τους. Και η αδυσώπητη
αβεβαιότητα: Θα 'βγαιναν ποτέ από το ταυ; Και αν ναι,
πού θα 'βγαιναν; Η μήπως θα συνέχιζαν αιώνια μέχρι να
πεθάνουν όλοι εδώ μέσα στο άχρονο, σκοτεινό κενό;

Και τα σπάνια αλλόκοτα συμβάντα, τα πράγματα που


διέκριναν φευγαλέα, όπως το περίεργο φωτεινό πλοίο-
φάντασμα που άνθισε ξαφνικά δίπλα τους με τα
ασύλληπτα αλλόμορφα πλάσματα να κοιτάζουν απ' τα
παράθυρα - και χάθηκε το ίδιο ξαφνικά.
Κάπου, μέσα στους μαγικούς υπολογιστές του Ονείρου,
τα κυκλώματα δούλευαν κατευθύνοντας το
διαστημόπλοιο προς τις συντεταγμένες του προορισμού
τους, κανείς όμως δεν ήξερε πως να ελέγξει την πορεία
του προγράμματος, ούτε και αν λειτουργούσε ακόμα. Η
ανελέητη αναμονή είχε αφήσει τα σημάδια της με
διαφορετικό τρόπο πάνω στον καθένα καθώς οι κύκλοι
των εκατό ημερών περνούσαν στις χιλιάδες. Μερικοί
έπαψαν εντελώς να μιλούν, άλλοι ψιθύριζαν ατελείωτα
τελετουργικά. Αλλοι προσπαθούσαν ν' απασχοληθούν με
ασήμαντες ασχολίες. Ο γέρο-Μπισλάτ ήταν ο αρχηγός
τους εδώ, το θάρρος και το κέφι του ήταν αδάμαστο.
Αλλά ο Τζιβάντ ήταν εκείνος που παρά την αποτρόπαιη
πράξη του, παρά τη σιωπή και την απομόνωση που είχε
επιβάλλει στον εαυτό του, εξακολουθούσε πάντα να είναι
το σύμβολο της πίστης τους. Δεν ήταν επειδή είχε
απογειώσει το Ονειρο, επειδή τους είχε σώσει, όχι μία
αλλά δύο φορές, ήταν για την αληθινή αγνότητα της
καρδιάς του... Ο Τζατκάν σκέφτηκε, γυρίζοντας τις
σελίδες, πως ίσως όλα να ήταν πιο εύκολα για τα παιδιά
που δεν είχαν γνωρίσει άλλη ζωή από την προσμονή της
Ημέρας.

Κι ύστερα - η αλλαγή στο γράψιμο της τελευταίας


σελίδας μιλούσε από μόνη της - είχε έρθει το θαύμα, η
πρώτη από τις Ημέρες. Εντελώς απρόσμενα, εκεί που
ετοιμάζονταν για την τρισχιλιοστή και κάτι περίοδο
ύπνου, το πλοίο άρχισε να τρέμει, και πρωτάκουστοι
μηχανικοί ήχοι αντήχησαν γύρω τους. Τινάχτηκαν όλοι
ξαφνιασμένοι, σαστισμένοι. Τρομακτικά τριξίματα
ακολούθησαν σαν να δοκιμάζονταν τα μέταλλα πέρα από
κάθε αντοχή και το γέρικο πλοίο αποδέσμευε το πεδίο
ταυ του, αναπτύσσοντας τον όγκο του στο κανονικό
διάστημα.

Ποιό διάστημα όμως! Αστέρια - οι ήλιοι του θρύλου -


έλαμπαν σε κάθε φινιστρίνι, άλλα πάνω στο βαθύ μαύρο
σκοτάδι, άλλα στεφανωμένα με αστραφτερά φωτεινά
νέφη! Παιδιά και μεγάλοι έτρεξαν παραζαλισμένοι από
παράθυρο σε παράθυρο, φωνάζοντας από θαυμασμό και
χαρά.

Η συνειδητοποίηση άργησε αλλά ήρθε: βρίσκονταν


ακόμα μόνοι μέσα στο απέραντο, αδειανό, άγνωστο
διάστημα, ανάμεσα σε άγνωστα όντα και δυνάμεις με όλο
και μεγαλύτερες ελλείψεις στα απαραίτητα για την
επιβίωση.
Οι από χρόνια πολλά προσχεδιασμένες ενέργειες έγιναν.
Ο πομπός ρυθμίστηκε να στέλνει το σήμα κινδύνου των
Τζοϊλάνι, στη μεγαλύτερη δυνατή εμβέλεια κατά τη γνώμη
του γερο-Τζιβάντ. Ενα γενναίο απόσπασμα βγήκε έξω
φορώντας απίθανα μεταποιημένες διαστημικές στολές
των Γήινων. Μουντζούρωσαν το άσχημο Γήινο άστρο,
μετατρέποντάς το στον τεράστιο Ηλιο-της-Λαμπρότητας.
Πάνω από τις Γήινες λέξεις έγραψαν την λέξη που
σήμαινε Ονειρο στη γλώσσα των Τζοϊλάνι. Αν βρίσκονταν
ακόμα στη Γήινα αυτοκρατορία θα ήταν διπλά χαμένοι.

«Η μητέρα μου βγήκε έξω», είπε ο μεγαλύτερος


σύντροφος του Τζατκάν με περηφάνια. «Ηταν μια
δουλειά επικίνδυνη και πολύ τολμηρή και δύσκολη».
«Ναι», είπε ο Τζατκάν αγγίζοντας τον με αγάπη.
«Θα 'θελα να μπορούσα να βγώ έξω τώρα», είπε ο
μικρότερος.
«Θα βγεις. Περίμενε».
«Πάντα αυτό το 'περίμενε'. Και τώρα περιμένουμε».
«Ναι».

Περίμεναν πάντα - αχ ναι, όλο περίμεναν με τις


συνθήκες να επιδεινώνονται μέρα τη μέρα και την ελπίδα
να σβήνει. Μη γνωρίζοντας άλλη πορεία, τράβηξαν με
βήμα χελώνας για το κοντινότερο λαμπερό άστρο.
Ελάχιστοι πίστευαν ότι περίμεναν κάτι περισσότερο από
το θάνατο.

Ως τη μέρα εκείνη - τη σπουδαιότερη απ' όλες τις


Ημέρες - που μια περίεργη σπίθα άστραψε ξαφνικά
μπροστά τους κι όταν μεγάλωσε έγινε ένα τεράστιο
διαστημόπλοιο που τους πλησίαζε.

Και είδαν στην πλώρη του τον Ηλιο-της-Λαμπρότητας.


Ακόμα και το πιο μικρό παιδί θα το θυμάται αυτό για
πάντα.

Με τρόπο σχεδόν μαγικό το ξένο πλοίο τους


πλησίασε, τους έπιασε στις άρπαγές του και παραβίασε
την από χρόνια σκουριασμένη κεντρική θύρα. Και οι
ταξιδιώτες του Ονείρου είδαν όλα τα όνειρά τους να
επαληθεύονται καθώς μέσα σε μια πνοή καθαρού αέρα
οι παράξενοι Τζοϊλάνι - μπήκαν στο πλοίο. Ηταν Τζοϊλάνι
- αλλά γίγαντες, ψηλοί σαν τους Γήινους, γεροδεμένοι και
στητοί, λάμποντας από υγεία, με τα χέρια υψωμένα στον
πανάρχαιο χαιρετισμό. Πως στένεψαν τα ρουθούνια τους
στον βρώμικο αέρα του Ονείρου! Πως άνοιξαν
κατάπληκτοι τα μάτια τους όταν αντήχησε γύρω τους το
τραγούδι των ευχαριστιών!
Κι ανάμεσα σ' όλα αυτά ο αρχηγός τους επανέλαβε
υπομονετικά με προφορά λίγο παράξενη, αλλά
κατανοητά «Είμαι ο Χανρίντ Τζεμνάλ Βιζάντ. Ποιοί
είσαστε εσείς;» Κι όταν μια μικροσκοπική γερασμένη
θηλυκιά Τζοϊλάνι όρμησε πάνω του με φύλλα κομμένα
από τις υδροκαλλιέργειες και προσπάθησε να τον
στεφανώσει φωνάζοντας: «Τζεμνάλ! Τζαμνάλ! Γιε μου
χαμένε! Ω γιέ μου, γιέ μου!» Είχε χαμογελάσει αμήχανα
και σκύβοντας την αγκάλιασε ονομάζοντάς την
«Μητέρα», πριν να την παραμερίσει ευγενικά.
Μετά ακολούθησαν οι εξηγήσεις, η κατάπληξη καθώς οι
μεγαλόσωμοι Τζοϊλάνι σκορπίστηκαν να εξετάσουν το
Ονειρο ο καθένας με μια συνοδεία από έκθαμβους
θαυμαστές. Εξέτασαν τους παλιούς χάρτες, άνοιξαν και
ερεύνησαν το πρόγραμμα ταυ με μεγάλη επιδεξιότητα.
Εμοιαζαν κι αυτοί ενθουσιασμένοι. Το Ονειρο είχε
πραγματοποιήσει ένα απίστευτο κατόρθωμα. Ενας από
τους γίγαντες άρχεισε τις ερωτήσεις: σκοτεινές,
ακατάληπτες ερωτήσεις πάνω στα Γήινα πλοία που είχαν
δει, τα χρώματα και τα διακριτικά στα ρούχα των Γήινων.
«Αργότερα, αργότερα», είχε πει ο Χανρίντ Τζεμνάλ. Και
μετά έβαλαν μπρος την πρακτική διαδικασία προμήθειας
τροφής και νερού, και της αλλαγής του αέρα.

«Προγραμματίζουμε την πορεία σας για τη βάση του


τομέα», του είπε. «Τρεις δικοί μας θα έρθουν μαζί σας
όταν θα είσαστε έτοιμοι».
Μέσα στο γενικό ενθουσιασμό ο Τζατκάν δεν θυμόταν
πότε ακριβώς πρόσεξε ότι οι Τζοϊλάνι σωτήρες τους ήταν
οπλισμένοι.
«Είναι αστροναύτες περιπόλου», είπε διστακτικά ο γέρο-
Μπισλάτ. «Το Χανρίντ είναι στρατιωτικός τίτλος. Το πλοίο
αυτό είναι πολεμικό, προστάτης της Ομοσπονδίας
Κόσμων των Τζοϊλάνι».
Χρειάστηκε να εξηγήσει στα παιδιά τι σήμαινε αυτό.
«Σημαίνει ότι δεν είμαστε πια ανίσχυροι!» Τα γέρικα μάτια
του έλαμπαν. «Σημαίνει ότι η πίστη μας, η Καλοσύνη-εν-
τιμή, ο δρόμος της Τζαϊλασανάθα, ποτέ πια δεν θα
εξευτελιστεί από την ωμή βία».

Ο Τζατκάν καταλάβαινε αν και δεν είχε γνωρίσει τον


εξετελισμό. Μια υπέροχη έξαρση γέμισε την καρδιά όλων.
Ακόμα και του γέρου Τζιβάντ το πρόσωπο μαλάκωσε
λίγο χάνοντας τη συνηθισμένη αυστηρή του έκφραση.

Μετά ανέβηκαν στο πλοίο μερικές θηλυκιές Τζοϊλάνι -


νέα θαύματα. Πανέμορφες γιγάντισες που τους έκαναν
περίεργα και συχνά δυσάρεστα πράγματα. Ο Τζατκάν
έμαθε καινούριες λέξεις: εμβολιασμός, μόλυνση,
αντισηψία. Τους πήραν τα ρούχα και όταν τους τα
ξαναγύρισαν έμοιαζαν και μύριζαν διαφορετικά. Ο
Τζατκάλ άκουσε τον Χανρίντ Τζεμνάλ να μιλάει σε μία
από τις θεές.

«Το ξέρω, Χανλάλ. Θα 'θελες ν' αδειάσεις ολόκληρο το


σκάφος και να πετάξεις τα πάντα εκτός από τα γυμνά
τους σώματα στο διάστημα. Πρέπει να καταλάβεις όμως
ότι έχουμε μπροστά μας την ίδια την ιστορία. Αυτά τα
κουρέλια, αυτό το θλιβερό κοτέτσι, είναι καυτή, ζωντανή
ιστορία. Και τεκμήριο, αν το προτιμάς έτσι. Οχι λοιπόν.
Καθάρισέ τους, αποστείρωσέ τους. Εμβολίαζε, ξεσκόνιζε
και ψέκαζε όσο θέλεις. Ασε όμως τα πάντα εκεί που
βρίσκονται».

«Μα, Χανρίντ...»
«Είπα όχι».
Ο Τζατκάν δεν είχε πολύ καιρό να τα σκεφτεί όλα αυτά,
ήταν η μέρα της μεγάλης επίσκεψής τους στο θαυμαστό
πολέμικό πλοίο. Εκεί είδαν και άγγιξαν θαύματα, όλα σε
γιγάντιο μέγεθος. Μετά έφαγαν ένα εξαίσιο γεύμα κι
ύστερα τραγούδησαν όλοι μαζί και έμαθαν καινούρια
λόγια σε μερικά απο τα τραγούδια των Τζοϊλάνι. Οταν
γύρισαν τελικά στο πλοίο το Ονειρο ήταν ποτισμένο
ολόκληρο με μια περίεργη μυρωδιά που τους έκανε να
φτερνίζονται για μέρες. Σύντομα μετά απ΄αυτό
διαπίστωσαν ότι η φαγούρα τους είχε μειωθεί πάρα
πολύ, τα ζωύφια που αποτελούσαν μέρος της ζωής τους
έμοιαζαν να έχουν φύγει.
«Τα έδιωξαν», εξήγησε η μητέρα του Τζατκάν. «Φαίνεται
πως δεν κάνουν καλό στα πλοία».
«Τα σκότωσαν», παρατήρησε άχρωμα ο γερο-Τζιβάντ
σπάζοντας τη σιωπή του.
Οι τρεις μεγαλόσωμοι Τζοϊλάνι που θα τους οδηγούσαν
με ασφάλεια στη βάση του τομέα ήρθαν στο πλοίο. Ο
Χανρίντ Τζεμνάλ έκανε τις συστάσεις. «Και τώρα πρέπει
να σας αποχαιρετήσω. Σας περιμένει μια θερμή
υποδοχή».
Οταν τραγούδησαν για χάρη του και για χάρη των άλλων
τον ύμνο του αποχαιρετισμού, ήταν τόσο συγκινητικό όσο
και την πρώτη μέρα σχεδόν.

Οι τρεις οδηγητές τους ασχολήθηκαν με μυστήριες


διορθώσεις στο μηχανισμό τους Ονείρου. Ο γερο-
Μπισλάτ και μερικοί από τους άλλους αρσενικούς
παρακολουθούσαν με περιέργεια, προσπαθώντας να
καταλάβουν, μα ο Τζιβάντ έμοιαζε να μην ενδιαφέρεται
πια. Σε λίγο βυθίστηκαν και πάλι στο διάστημα-ταυ, πόσο
διαφορετικά όμως τώρα, με άφθονο αέρα και τρόφιμα για
όλους! Σε δέκα μόνο περιόδους ύπνου ο γνωστός πια
κραδασμός τράνταξε το Ονειρο και αναδύθηκαν στο φως
μ' ένα εκθαμβωτικό γαλάζιο ήλιο στα παραθυρά τους.

Ενας πλανήτης παρουσιάστηκε μπροστά τους. Ο


πιλότος Τζοϊλάνι έστρεψε το πλοίο προς τον ορίζοντα
που σκοτείνιαζε και κατέβηκε αργά προς το τεράστιο
διαστημικό λιμάνι. Αμέτρητα διαστημόπλοια περίμεναν
εκεί, κατάφωτα, και πέρα από το ίδιο λιμάνι απλωνόταν
ένα πλατύ δίχτυ με πετράδια, σαν χιλιάδες γήινα αστέρια.

Ο Τζατκάν έμαθε μια νέα λέξη: πόλη. Η ανυπομονησία


του να τη δει στο φως της μέρας ήταν αφάνταστη.
Αμέσως σχεδόν οι πέντε Πρεσβύτες του Ονείρου
οδηγήθηκαν επίσημα με συνοδεία να επισκεφθούν τους
Υψηλούς Πρεσβύτες αυτού του θαυμαστού τόπου.
Μπήκαν σ' ένα περίεργο πλοίο-εδάφους. Βλέποντάς τους
να φεύγουν, οι ταξιδιώτες του Ονείρου παρατήρησαν ότι
κάποιο είδος φωτεινού φράχτη είχε τοποθετηθεί γύρω
από το πλοίο. Τώρα περίμεναν την επιστροφή τους.

«Αργούν τόσο πολύ», παραπονέθηκε ο μικρότερος


σύντροφος του Τζατκάν. Είχε αρχίσει να νυστάζει.
«Πάμε να κοιτάξουμε πάλι έξω», πρότεινε ο Τζατκάν.
«Αλλάζουμε θέση Σαλασβάτι;»
«Ευχαρίστως».
Ο Τζατκάν οδήγησε τη μικρή του συνοδεία στο παράθυρο
ενώ η ομάδα της Σαλασβάτι κινήθηκε προς τα πίσω,
αδέξια σ' αυτό το ασυνήθιστο βάρος της πρύμνης.
«Κοίτα, εκεί περά μακριά - περιμένει κόσμος!»
Ηταν αλήθεια. Ο Τζατκάν είδε ένα απέραντο πλήθος από
Τζοϊλάνι μέσα στη νύχτα, εκατοντάδες, χιλιάδες
ανοιχτόγκριζα πρόσωπα πίσω από το φράχτη στραμμένα
όλα προς το Ονειρο.
«Είμαστε Ιστορία», επανέλαβε την έκφραση του Χανρίντ
Τζεμνάλ.
«Τι θα πει αυτό;»
«Ενα σημαντικό γεγονός, νομίζω. Κοιτάξτε - έρχονται οι
Πρεσβύτες μας!»
Μια ταραχή στο πλήθος, ένας διάδρομος άνοιξε ανάμεσα
στον κόσμο και το πλοίο-εδάφους που είχε πάρει τους
Πρεσβύτες προχώρησε αργά προς τον άδειο χώρο γύρω
από το Ονειρο.
«Ελα να δεις, Σαλασβάτι».
Στριμώχτηκαν, τέντωσαν το λαιμό τους και μπόρεσαν να
διακρίνουν τους Πρεσβύτες τους και τους γιγάντιους
συνοδούς τουςνα βγαίνουν από το πλοίο εδάφους και να
αποχαιρετούν θερμά ο ένας τον άλλον.
«Γρήγορα, θα μας τα διηγηθούν όλα στο Κέντρο!»

Ηταν δύσκολο να κινηθείς σ' αυτή τη νέα θέση που


ήταν το πλοίο κι όλα κρέμονταν ανάποδα. Οι γονείς τους
ήταν κιόλας καθισμένοι δεξιά κι αριστερά στις πόρτες του
κεντρικού διαδρόμου. Τα παιδιά χώθηκαν σ' ό,τι
ανοίγματα και αγκαλιές βρήκαν. Η ομάδα των
Πρεσβυτών ακουγόταν ν' ανεβαίνει αργά από κάτω,
σκαρφαλώνοντας τις αχρησιμοποίητες από καιρό
κεντρικές σκάλες για να φτάσουν εδώ που θα
μπορούσαν να μιλήσουν σε όλους.

Οταν εμφανίστηκαν επιτέλους, ο Τζατκάν παρατήρησε


πόσο κουρασμένοι ήταν, πόσο τα σκούρα μάτια τους
έλαμπαν από έξαψη, από την έξαρση. Κι όμως μια
περίεργη ένταση, ένα σφίξιμο, τέντωνε τα μήλα του
προσώπου τους.

«Μας υποδέχτηκαν πράγματι πολύ θερμά», άρχισε ο


γερο-Μπισλάτ όταν έφτασαν όλοι στον κεντρικό
διάδρομο. «Είδαμε θαύματα που θα χρειαστούν μέρες
ολόκληρες για να σας τα περιγράψουμε. Θα τα δείτε κι
εσείς, όλοι, σαν έρθει ο καιρός. Μας πήγαν να
γνωρίσουμε τους Υψηλούς Πρεσβύτες εδώ και φάγαμε
μαζί». Σταμάτησε για λίγο. «Ενας Πρεσβύτης μας ρώτησε
για τους Γήινους που γνωρίσαμε. Φαίνεται πως οι
γνώσεις μας αν και παλιές είναι σημαντικές. Οσοι από
εσάς θυμόσαστε την προηγούμενη ζωή μας πρέπει να
προσπαθήσετε να φέρετε στο μυαλό σας κάθε είδους
λεπτομέρεια. Τα χρώματα των στολών των αστροναυτών,
τα διακριτικά του βαθμού τους, τα ονόματα και την όψη
των διαστημοπλοίων τους που πηγαινοέρχονταν».
Χαμογέλασε παράξενα. «Ηταν... περίεργο... ν' ακούς να
μιλάνε για τους Γήινους αδιάφορα, σχεδόν
περιφρονητικά. Πιστεύουμε τώρα ότι η μεγάλη τους
Αυτοκρατορία ίσως να μην είναι τόσο πανίσχυρη όσο
νομίζαμε. Ισως να γέρασε πολύ ή να παραμεγάλωσε. «Ο
λαός μας» - μίλησε με τα χέρια σταυρωμένα στη στάση
των ευχαριστιών - «ο λαός μας δεν τους φοβάται».

Μια έκπληκτη κραυγή χαράς ξέφυγε από τα χείλη των


ακροατών του γύρω στην αίθουσα.
«Ναι», είπε ο Μπισλάτ, σωπάζοντάς τους. «Και τώρα, τι
μας περιμένει στο μέλλον. Πρεπει να καταλάβετε πως
είμαστε γι' αυτούς κάτι σαν θαύμα. Η πτήση μας από
τόσο μακριά ως εδώ είναι κάτι το αφάνταστο και τους έχει
συγκινήσει πολύ. Ταυτόχρονα όμως είμαστε, πως να το
πούμε, τόσο διαφορετικοί - σαν να ερχόμαστε από άλλη
εποχή. Δεν είναι μόνο το μεγεθός μας. Τα παιδιά τους και
μόνο ξέρουν περισσότερα από μας για τα πράγματα της
καθημερινής ζωής. Δεν μπορούμε έτσι απλά να βγούμε
και να ζήσουμε ανάμεσα στον κόσμο αυτής της πόλης ή
τα μέρη που βρίσκονται γύρω, όσο κι αν είναι δικοί μας
Τζοϊλάνι, πιστοί σαν κι εμάς. Εμείς οι Πρεσβύτες είδαμε
όσα χρειαζόταν για να το καταλάβουμε αυτό και θα το
δείτε και εσείς. Ισως κάποιοι από σας να το σκέφτηκαν
ήδη, δεν είναι έτσι;»

Ενας ψίθυρος συγκατάνευσης ακούστηκε ν' απαντά


στα λόγια του από πόρτα σε πόρτα. Ακόμα κι ο Τζατκάν
συνειδητοποιούσε ότι αναρωτιόταν γι' αυτό σε κάποιο
βάθος του μυαλού του.
«Με τον καιρό, φυσικά, τα πράγματα θα αλλάξουν. Τα
παιδιά μας, ή τα δικά τους παιδιά θα είναι σαν κι αυτούς,
κι εξάλλου μπορούμε όλοι να μάθουμε».

Χαμογέλασε βαθιά. Το βλέμμα του Τζατκάν σταμάτησε


όμως πάνω στο πρόσωπο του γερο-Τζιβάντ. Ο Τζιβάντ
δεν χαμογελούσε. Τα μάτια του ήταν στραμμένα κάτω και
η έκφρασή του ήταν σφιγμένη και λυπημένη. Ολοι όμως
έμοιαζαν λίγο - πολύ επηρεασμένοι από την ίδια ένταση,
ακόμα και ο Μπισλάτ. Τι μπορεί να έφταιγε;
Ο Μπισλάτ συνέχισε με φωνή δυνατή και χαρούμενη. «Γι'
αυτό βρήκαν για μας μια γόνιμη γη, μια γη ακατοίκητη σ΄
έναν όμορφο κόσμο. Το Ονειρο θα μείνει εδώ σαν αιώνιο
μνημείο της μεγάλης μας απόδρασης. Εμάς θα μας
πάρουν εκεί μ' ένα άλλο πλοίο, μαζί με οτιδήποτε
χρειαζόμαστε και με ανθρώπους που θα μείνουν να μας
βοηθήσουν και να μας διδάξουν». Τα χέρια του ενώθηκαν
και πάλι στη στάση των ευχαριστιών. Η φωνή του
αντήχησε ευλαβική. «Ετσι αρχίζει η νέα μας ζωή, θα
είμαστε ελεύθεροι, ασφαλείς ανάμεσα στα άστρα των
Τζοϊλάνι, ανάμεσα στο λαό μας της πίστης".

Τη στιγμή ακριβώς που οι ακροατές του άρχισαν να


σιγομουρμουρίζουν τον ιερό ύμνο, ο γερο-Τζιβάντ
σήκωσε το κεφάλι.
«Της πίστης, Μπισλάτ;» ρώτησε κοφτά.
Οι τραγουδιστές σώπασαν απορημένοι.

«Είδες τους Κήπους της Οδού;». Ο τόνος του Μπισλάτ


ήταν περίεργα απότομος. «Είδες τα ιερά μας κείμενα
πλούσια διακοσμημένα, είδες τους Διαλογιζόμενους...»
«Είδα πολλά θαυμαστά μέρη», τον διέκοψε ο Τζιβάντ.
«Με αργόσχολους πλούσια ντυμένους».
«Πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι πρέπει να υπηρετούμε
την Οδό μέσα στην φτώχεια», διαμαρτυρήθηκε ο
Μπισλάτ. «Ο πλούτος είναι απόδειξη της τιμητικής τους
θέσης εδώ».

«Και μπροστά σ' έναν απ' αυτούς τους ιερούς τόπους


προσκυνήματος», συνέχισε ανελέητα ο Τζιβάντ, «είδα
Τζοϊλάνι γέρους σαν κι εμένα, ντυμένους με κουρέλια
φτωχά σαν τα δικά μου, να μοχθούν κάτω από ασήκωτα
φορτία. Αυτό δεν το ανέφερες, Μπισλάτ. Κι ακόμα δεν
ανέφερες πόσο περίεργα νέοι είναι αυτοί οι Υψηλοί
Πρεσβύτες του λαού μας εδώ. Για σκέψου το πάλι. Δεν
μπορεί να σημαίνει παρά ότι η αρχαία σοφία δεν είναι
αρκετή και ότι νέα πράγματα ετοιμάζονται εδώ που δεν
ανήκουν στην Οδό».

«Μα Τζιβάντ», μπήκε στη μέση ένας άλλος


Πρεσβύτης, «συμβαίνουν τόσα πολλά εδώ που ακόμα
δεν είμαστε σε θέση να τα καταλάβουμε. Οταν μάθουμε
περισσότερα σίγουρα...»
Είναι πολλά που αρνείται να καταλάβει ο Μπισλάτ», τον
έκοψε ο Τζιβάντ. «Παρέλειψε ακόμη να σας πει τι μας
πρόσφεραν».
«Οχι Τζιβάντ! Σε ικετεύω, όχι». Η φωνή του Μπισλάτ
έτρεμε τώρα. «Συμφωνήσαμε για το καλό όλων...»

«Εγώ δεν συμφώνησα».

Ο Τζιβάντ γύρισε προς τα πλήθη των ακροατών. Το


ταραγμένο βλέμμα του γλίστρησε πάνω της σαν να
κοίταζε κάπου μακρυά.
«Αγαπημένε μου λαέ», είπε βαριά, «το Ονειρο δεν γύρισε
στην πατρίδα. Ισως η πατρίδα του να μην βρίσκεται
πουθενά. Ο τόπος που ήρθαμε είναι η Ομοσπονδία των
Κόσμων Τζοϊλάνι, μια μεγάλη αναπτυσσόμενη δύναμη
ανάμεσα στα αστέρια. Εδώ είμαστε ασφαλισμένοι, ναι.
Αλλά Ομοσπονδία, Αυτοκρατορία, ίσως είναι όλα ίδια
τελικά. Ο Μπισλάτ σας είπε πως αυτοί οι
αυτοονομαζόμενοι Πρεσβύτες μας έκαναν το τραπέζι.
Δεν σας είπε όμως τι μας έδωσε να πιούμε ο Υψηλός
Πρεσβύτης».
«Είπαν πως το είχαν κατάσχει!» φώναξε ο Μπισλάτ.

«Εχει σημασία αυτό; Οι υψηλοί μας Τζοϊλάνι, ο


λαός μας της πίστης...»,
τα βλέφαρα του Τζιβάντ έκλεισαν με θλίψη, η
φωνή του έσπασε σ' ένα βραχνό ψιθύρισμα,
«Oι δικοί μας Τζοϊλάνι... έπιναν Δάκρυα των
Αστεριών».
Samuel
Delany
- Ο Frederick Paul είπε κάποτε πως γράφεις σε τόσο ψηλό
επίπεδο που μερικές φορές γίνεσαι σχεδόν ακατανόητος...

Delany: Μα τι -

- Δεν ρωτάω αυτό - ακόμα. Είσαι επιτυχημένος όσο λίγοι


άλλοι συγγραφείς, κάτι σχεδόν πρωτάκουστο στο χώρο της
ε.φ. Τα μυθιστορήματά σου έχουν μια πολύ καλή κυκλοφορία.
Τι νομίζεις για το κοινό σου; Είναι συνηθισμένοι αναγνώστες;
Πιστεύεις πως διαβάζουν τα βιβλία σου για τους ίδιους λόγους
που τα ξαναδιαβάζεις εσύ;

Delany: Ενα από τα πράγματα στο


«συμβόλαιο», αν θες, μεταξύ
συγγραφέα και αναγνώστη - δεδομένου
ότι ζούμε σε μια χώρα 230
εκατομμυρίων, από τα οποία
υποτίθεται πως το 80% είναι
εγγράμματοι - είναι πως ο συγγραφέας
πρέπει να βρει 40 - 50.000 ανθρώπους
που να ενδιαφέρονται λίγο - πολύ για
τα ίδια πράγματα, με αυτόν. Αν τα
καταφέρει, είναι εντάξει. Δηλαδή εγώ, ή
κάποιος άλλος που κάνει αυτό το
πράγμα είκοσι χρόνια, έχει γίνει πια
γνωστός, κι έτσι μπορεί να βρεθούν
ακόμα περισσότεροι που να
ενδιαφέρονται για τα ίδια πράγματα -
μπορεί να βρεθούν άλλες 100.000 που
να θέλουν να δουν τι γράφεις. Κι αν
πουλάς 100.000 αντίτυπα, κάποιο
βιβλίο σου μπορεί πάλι να πάει ακόμα
καλύτερα - κι έτσι είναι όλοι
ευχαριστημένοι.

- Δεν σου κάνει εντύπωση που ένα βιβλίο τόσο περίπλοκο


όσο το Triton, για παράδειγμα, έχει τυπωθεί σε περισσότερα
από 300.000 αντίτυπα;

Delany: Δεν νομίζω πως το


γράψιμό μου είναι τόσο περίπλοκο.
Αυτό το βιβλίο το έχουν διαβάσει
πολλοί δωδεκάχρονοι, άρα δεν μπορεί
να είναι τόσο δύσκολο.

- Δεν λέω πως είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αλλά έχει


απαιτήσεις. Εχει πολύ υλικό, δεν είναι κάτι που διαβάζεται και
τόσο ελαφρά. Τι είδους γράμματα παίρνεις;
Delany: Τα περισσότερα είναι από
νεαρούς. Θα έλεγα πως τα δύο τρίτα
είναι κάτω από είκοσι ένα - άλλωστε
αυτοί συνήθως γράφουν τέτοια
γράμματα. Δεν παίρνω πάρα πολλά.
Οταν ο James Bliss έγραφε το Σταρ
Τρεκ έπαιρνε σάκους ολόκληρους με
γράμματα - σαν αστέρι της ροκ.
Δεν ξέρω. Σαν συγγραφέας είναι
τρομερά εσωστρεφής, και επειδή είμαι
κατά κάποιο τρόπο επιτυχημένος, έχω
ίσως την παράλογη άποψη πως
διατηρώ το κοινό μου ακριβώς επειδή
είμαι εσωστρεφής.Αν άρχιζα να γράφω
για το κοινό μου, ό,τι και να έκανα, το
αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό.

Εχω μια γενική ιδέα του κοινού μου βλέποντας το μέρος


εκείνο των φανς της ε.φ. που τους αρέσει η δουλειά μου. Εγινε
και το εξής, μετά το Dhalgren, μια ομάδα νεαρών άρχισε να
ντύνεται και να κυκλοφορεί σαν τους Σκορπιούς - κι εκείνο
που μ' άρεσε ήταν πως ήταν παιδιά κάθε κοινωνικού
επιπέδου. Υπήρχαν παιδιά εργατών, παιδιά μεσοαστών και
παιδιά καλών οικογενειών, κι όλοι τους απ' ό,τι φαίνεται δεν
δυσκολεύονταν να βρεθούν μαζί σε μια τέτοια κατάσταση. Μια
ομάδα - «φωλιά» - μου έστειλε μια φωτογραφία, και πρόσεξα
πως ανάμεσα τους ήταν και μερικοί ανατολίτες και μερικοί
λατίνοι. Και βέβαια όλοι τους διαβάζουν... είναι ένα μεγάλο
βιβλίο, και δεν είναι το πιο πρόσφατο που έχω γράψει, αλλά
είναι αυτό που είχε τη μεγαλύτερη επιρροή.

- Πώς άρχισες να γράφεις ε.φ.;


Delany: Οταν ήμουν δεκαεννιά
χρονών, η πρώην γυναίκα μου - τότε
είχαμε μόλις παντρευτεί - δούλευε στις
εκδόσεις Ace, και γύριζε σπίτι πολύ
ενοχλημένη από τα διάφορα κείμενα
που ήταν αναγκασμένη να επιμελείται.
Τα παράπονά της ήταν κυρίως για το
πόσο πληκτικοί παρουσιάζοταν οι
γυναικείοι χαρακτήρες και αντίστοιχα
πόσο υπερ-αρσενικοί οι αντρικοί, συν
το γενικό χαμηλό λογοτεχνικό επίπεδο.
Εκείνη την εποχή είχα και κάποιους
εφιάλτες - όπως πολλοί νέοι σύζυγοι -
που δεν μπορούσα να τους εξηγήσω σ'
εκείνην. Ετσι χρησιμοποίησα τους
εφιάλτες αυτούς σαν το πλαίσιο μιας
ιστορίας, που άρχισα να γράφω γι'
αυτήν, Ηταν ένα είδος εσωτερικού
αστείου, όπου προσπαθούσα να
απαντήσω στα παράπονά της. Οταν
είχα φτάσει στη μέση, της το έδειξα, κι
εκείνη μου είπε «Γιατί δεν το δίνεις για
δημοσίευση;» Αποφασίσαμε λοιπόν να
το δώσουμε με ψευδώνυμο. Διάλεξα το
όνομα Bruno Calabro, από κάτι που
είχα γράψει παλιότερα. Η Μαίριλυν
πήρε το βιβλίο και το έβαλε στο
γραφείο του αφεντικού της, κι εκείνος
το διάβασε και του άρεσε. Αφού
ετοίμασε τα συμβόλαια, η Μαίριλυν του
λέει «Α, ξέρεις, είναι ο άντρας μου». Κι
ο Ντον είπε «Ωραία, γιατί το όνομα
Bruno Calabro είναι απαίσιo.

- Πριν από δέκα χρόνια άρχισες να γράφεις πιο


συγκεκριμένα για τη χρήση και τη σημασία της πληροφορίας
στην καθημερινή ζωή. Στο Neveryona ο τρόπος που λέγονται
οι λέξεις και το πως αντιμετωπίζονται από τους άλλους
χαρακτήρες το κάνουν ένα μυθιστόρημα ίντριγκας - σχεδόν
συμπτωματικής ίντριγκας. Το θέμα φαίνεται να δείχνει πως ο
τρόπος που διερμηνεύονται τα πράγματα είναι κυριολεκτικά
ζήτημα ζωής και θανάτου.

Delany: Ζούμε σε μια πολύ


περίπλοκη εποχή, και πιστεύω πως το
κυριότερο πρόβλημα είναι το ότι οι
περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν
να χειριστούν τα τεράστια ποσά
κυκλοφορίας που αντιμετωπίζουν, κι
έτσι πολλοί απ' αυτούς τα αγνοούν
εντελώς. Σαν μια θεραπευτική ένεση,
εγώ θέλω να ασχολούμαι μ' έναν
δραματικό αλλά και κάπως ψυχρό
τρόπο μ' έναν πολιτισμό όπου για να
μπορείς να μιλήσεις για το πως οι
πληροφορίες που έχουν οι άνθρωποι
επηρεάζουν αυτά που κάνουν, αυτά
που τους συμβαίνουν, και λοιπά. Στο
Neveryona ήθελα να δείξω αυτή την
κοπέλα, την ηρωίδα μου, που συναντά
ανθρώπους που στην αρχή νομίζει
πως είναι πολύ ισχυροί. Εκείνη είναι
κάπως απλοϊκή, και δεν έχει πολλές
εμπειρίες. Ερχεται από μια σχετικά
μικρή πόλη και μπαίνει σε μια μεγάλη,
κι εντυπωσιάζεται πολύ από αυτούς
τους ανθρώπους, αλλά αργότερα
συναντά άλλους που είναι πολύ πιο
ισχυροί, τόσο που ούτε που το
φανταζόταν ποτέ, και της δείχνουν
πόσο ανίσχυροι ήταν οι άλλοι. Το
μυθιστόρημα περιγράφει το τι
συμβαίνει σ' ένα δεκαπεντάχρονο
κορίτσι στο πλαίσιο μιας τυπικής
ιστορίας ηρωικής φαντασίας - ξέρεις,
αυτές με τους μυώδεις τύπους που
σκοτώνουν τους δράκους στο
εξώφυλλο.

- Αυτό είναι λίγο διεστραμμένο.

Delany: Ενα παχύ δεκαπεντάχρονο


κορίτσι.

- Ποιους συγγραφείς ε.φ. διαβάζεις τώρα; Ποιοι σ'


ενθουσιάζουν;

Delany: Προς το παρόν, από τους


σχετικά νέους συγγραφείς μ' αρέσει ο
John Varley - ιδίως τα σύντομα
διηγήματά του. Μ' αρέσει ο J. Wolfe, αν
και αυτά που γράφει τελευταία είναι
σκοτεινή φαντασία, όχι ε.φ. Ο J.
Tiptree. Μερικά του Craig Street.. Δεν
διαβάζω πολύ τελευταία, έχω πολύ
γράψιμο. Μ' αρέσει η Lisa Tuttle.

- Τι νέες προοπτικές υπάρχουν για την ε.φ.;

Delany: Υπάρχει ένα ενδιαφέρον


για την ε.φ. από ακαδημαϊκούς
κύκλους. Δυστυχώς οι άνθρωποι που
έρχονται στην ε.φ. από ένα τέτοιο
περιβάλλον έχουν την τάση να
μεταφέρουν και το λεξιλόγιο της
λογοτεχνικής κριτικής. Αυτό το
λεξιλόγιο είναι ιστορικά καθορισμένο -
όπως και ο τρόπος με τον οποίο
διαβάζεται η ε.φ. που είναι
διαφορετικός, μαθαίνεις να διαβάζεις
διαφορετικά. Αλλά αν έχεις συνηθήσει
να μιλάς για τη λογοτεχνία και
προσπαθήσεις να συζητήσεις για την
ε.φ. με το ίδιο κριτικό λεξιλόγιο και τις
ίδιες έννοιες, διαστρεβλώνεται ο
τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν οι
άνθρωποι την ε.φ.

Για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα: στην εποχή μας ό,τι


είναι φανταστικό ή έξω από το κανονικό ερμηνεύεται
ψυχολογικά. Αυτός είναι ο παραδοσιακός τρόπος
αντιμετώπισης των φανταστικών στοιχείων στην λογοτεχνία.
Αν και στην ε.φ. μπορούν να ερμηνευτούν ψυχολογικά τα
φανταστικά στοιχεία, η κύρια λειτουργία τους δεν είναι αυτή -
είναι πραγματική κριτική του αντικειμενικού κόσμου. Αν πάρεις
μια φράση όπως «τα ορυχεία μονοπολικών μαγνητών στην
εξωτερική ζώνη αστεροειδών του δέλτα του Κύκνου», και πεις
για τη βαθιά χθόνια παρουσία του αρχετυπικού δενξερωτί, δεν
βλέπεις πως είναι κυρίως μια φράση που αναφέρεται στα
ορυχεία, και λέει με απλό τρόπο πως το αντικείμενο, η
μέθοδος, η τοποθεσία των ορυχείων θα αλλάξει - και το λέει
αυτό πριν πει οτιδήποτε για την ψυχολογία του χαρακτήρα ή
του συγγραφέα.

- Δηλαδή οι χαρακτήρες σου δεν κυκλοφορούν


μονοσάνδαλοι, επειδή «περπατούν στη γραμμή που χωρίζει τη
βαρβαρότητα από τον πολιτισμό»;

Delany: Νομίζω - (γελάει) πως είμαι


φετιχιστής με τα παπούτσια και με τα
γυμνά πόδια - έτσι ικανοποιώ και τις
δύο μου διαστροφές συγχρόνως.

Ο Samuel Ray Delany γεννήθηκε το 1942 στο Χάρλεμ


της Νέας Υόρκης. Παντρεύτηκε τη βραβευμένη
ποιήτρια Marylin Hacker, και τώρα ζεί με την
εννιάχρονη κόρη τους στο Μανχάταν.

Η συγγραφική του καριέρα άρχισε στα είκοσί του, με το


μυθιστόρημα The Jewels of Aptor, που
διαδραματίζεται σ' έναν μετακαταστροφικό κόσμο. Το
ακολούθησε η τριλογία The Fall of the Towers (1963 -
1966).

To 1966 κυκλοφορεί το Βαβέλ 17, μια μελέτη της


επίδρασης της γλώσσας στην αντίληψη που
σχηματίζουμε για την πραγματικότητα, δοσμένη με τη
μορφή της διαστημικής όπερας, που κέρδισε το
βραβείο Νέμπιουλα. Το επόμενο μυθιστόρημά του,
The Einstein Intersection (1967) κέρδισε κι αυτό το
Nebula. Είναι μια πολύ συμπυκνωμένη διήγηση που
βασίζεται σε μια σειρά από μεταφορικές εικόνες. Τη
θέση των ανθρώπων στην Γη την έχει πάρει μια φυλή
εξωγήινων που προσπαθούν να κατανοήσουν τον
ανθρώπινο πολιτισμό από τα αντικείμενα και τις
παραδόσεις του, ξαναπαίζοντας ασυνείδητα παλιούς
και νεότερους μύθους, παράξενα μπλεγμένους.
Εμφανίζονται ενσαρκώσεις του Ringo Star, του Billy
the Kid και του Χριστού, ενώ ο ήρωας, ένας μαύρος
μουσικός που το σπαθί του είναι και μουσικό όργανο,
παίζει συγχρόνως το ρόλο του Ορφέα και του Θησέα.
Το μειονέκτημα του βιβλίου είναι πως η αμηχανία των
πρωταγωνιστών τείνει να μεταδοθεί και στον
αναγνώστη.

Το 1968 ακολουθεί το Nova, ένα μυθιστόρημα


εκδίκησης, απληστίας, περιπέτειας και επικοινωνίας,
με αναφορές στο μύθο του Προμηθέα και του Αγιου
Δισκοπότηρου, σε μορφή διαστημικής όπερας.
Πρωταγωνιστής ο κλασικός παράνομος / απόκληρος /
καλλιτέχνης.

Για ένα διάστημα ο Delany ασχολήθηκε περισσότερο


με την κριτική. Το 1975 επέστρεψε στην ε.φ. με το
τεράστιο (880 πυκνογραμμένες σελίδες) μυθιστόρημα
Dhalgren. Σε πρώτο επίπεδο είναι η σύνθετη,
λεπτομερής περιγραφή των εμπειριών ενός νεαρού
αμνησιακού σε μια αμερικάνικη πόλη, όπου μετά από
κάποια μυστηριώδη καταστροφή ο χώρος και ο χρόνος
είναι ανεπαίσθητα διαστρεβλωμένοι. Παρακολουθούμε
τις αρχικές του προσπάθειες για επιβίωση, την
ανάπτυξη ενός αμφισεξουαλικού - ερωτικού τριγώνου,
και την εξέλιξή του σε ποιητή της πόλης και αρχηγό
μιας συμμορίας, των Σκορπιών, που κυκλοφορούν με
μενταγιόν και προβάλλουν γύρω τους ολογράμματα
δράκων, γρυπών και σκορπιών.

Το επόμενο μυθιστόρημά του είναι το Triton (1976). Ο


ήρωας, ένας όχι ιδιαίτερα ευαίσθητος, παραδοσιακός
άντρας, που ζει στην πλουραλιστική κοινωνία της
σελήνης του Ποσειδώνα, μετά από μια αποτυχημένη
σχέση με μια παραγωγό μικροθεατρικών
παραστάσεων και κάποιες πολιτικές - κατασκοπικές
περιπέτειες αποφασίζει ν' αλλάξει φύλο.

Το 1979 κυκλοφορεί το Tales of Neveryon, ένας


κύκλος ιστοριών στο πλαίσιο της ηρωικής φαντασίας,
που το ακολουθεί το Neveryona.
Το πρώτο του διήγημα ήταν το Ελεύθερη Πτώση (Aye,
and Gomorrah..., 1967), που γράφτηκε για τη συλλογή
του Ellison Dangerous Visions, και κέρδισε το βραβείο
Νέμπιουλα. Η νουβέλα του Ο χρόνος σαν έλικας
ημιπολύτιμων λίθων (1969, Χρονολογική Ανθολογία
ε.φ. 4) κέρδισε και το Nebula και το Hugo
Ως κριτικός έχει γράψει τις μελέτες The Jewell-Hinged
Jaw (1977), The American Shore (1978) και Starboard
Wine (1983).

Το μυθιστόρημα που γράφει τώρα(1983) θα


κυκλοφορήσει σε δύο τόμους, ο πρώτος θα λέγεται
Stars in my Pocket Like Grains of Sand, και έχει θέμα
έναν πληροφοριακό πόλεμο μεταξύ 60.000 πλανητών.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο αμερικάνικο περιοδικό
Heavy Metal τον Ιανουάριο του 1983.

You might also like