You are on page 1of 8

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ


(ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΑ κ.ά.)

Η πετυχημένη συνέντευξη απαιτεί επιδεξιότητα. Υπάρχουν πολλά


διαφορετικά στυλ συνέντευξης. Υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που
πρέπει να διακρίνουν τον πετυχημένο ερευνητή:
1. Ενδιαφέρον και σεβασμό για τους πληροφορητές.
2. Κατανόηση και συμπάθεια για την οπτική γωνία από την οποία
βλέπουν τα πράγματα
3. Προθυμία να ακούει, χωρίς να μιλά.
Δεν πρέπει να «σπρώχνετε» τον πληροφορητή, ούτε να προσπαθείτε να τον
κάνετε να πέσει σε αντιφάσεις. Σταματήστε να μιλάτε!
Πρέπει να διαβάσετε οτιδήποτε έχει σχέση με το θέμα. Ο καλύτερος
τρόπος είναι ορισμένες διερευνητικές συνεντεύξεις, που θα σας βοηθήσουν
να «χαρτογραφήσετε» το πεδίο και να συλλέξετε ιδέες και πληροφορίες.
Είναι σημαντικό να συλλέξετε τοπική γνώση των τοπικών πρακτικών όσο
συντομότερα γίνεται.
Δύο μορφές συνέντευξης διαμετρικά αντίθετες είναι, από τη μια
μεριά, το ερωτηματολόγιο στο οποίο ο ερευνητής σημειώνει ανάλογα με
την απάντηση στο κατάλληλο τετραγωνίδιο και, από την άλλη, μια
ελεύθερη συζήτηση όπου ο αφηγητής καλείται να μιλήσει για μια σειρά
θεμάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Μεγάλη συζήτηση γίνεται σχετικά με
τον έλεγχο των σχέσεων που αναπτύσσονται κατά τη συνέντευξη. Για
παράδειγμα, διάφορες απόψεις, που συνήθως εκκινούν από τον χώρο της
φεμινιστικής κριτικής επιμένουν ότι οι συνεντεύξεις δεν πρέπει να γίνονται
για τους πληροφορητές αλλά από τους πληροφορητές, οι οποίοι πρέπει να
συμμετέχουν στον σχεδιασμό τους και το περιεχόμενό τους. Η αλήθεια είναι
ότι στην πράξη οι δύο τεχνικές δεν διαφέρουν τόσο πολύ. Πολλοί ερευνητές
είναι πιο ομιλητικοί από άλλους και με αυτόν τον τρόπο κάνουν τον
πληροφορητή να μιλήσει πιο πολύ, μολονότι το πιο συνηθισμένο είναι να
τον κάνουν να σιωπήσει. Αλλά και οι πληροφορητές διαφέρουν ως προς το
πόσο ομιλητικοί είναι: από εκείνους που μιλούν από μόνοι τους χωρίς να
χρειάζονται ενθάρρυνση, μέχρι όσους χρειάζονται ενθάρρυνση, και ανοιχτές
ερωτήσεις, και συμπληρωματικά ερεθίσματα.
Ακόμα και αν γίνεται χρήση ερωτηματολογίου κανείς θεράπων της
προφορικής ιστορίας δεν θέλει να ψάχνει για «αντικειμενικά τεκμήρια»
μετατρεπόμενος σε έναν απάνθρωπο ανακριτή που δεν έχει πρόσωπο
προκειμένου να αποκαλύπτει τα αισθήματά του. Για κάθε ερευνητή που
χρησιμοποιεί μεθόδους προφορικής ιστορίας ενδείκνυται ό,τι ο Μπουρντιέ
αποκαλούσε «ενεργητική και μεθοδική ακρόαση». Τα ερωτηματολόγια
είναι χρήσιμα εκεί όπου απαιτείται εκ των προτέρων σχεδιασμός του
ερωτηματολογίου, π.χ. σε περίπτωση ομαδικής εργασίας ή σε περίπτωση
που προσλαμβάνονται ερευνητές επί πληρωμή.
Η ελεύθερη μορφή συνέντευξης περιγράφεται από ειδικούς (Πορτέλι)
ως «πυκνός διάλογος». Ο Πορτέλι, στο οποίον ανήκει ο χαρακτηρισμός,
αντιτίθεται και στον μύθο της μη-παρέμβασης που πολλές φορές εξωθείται
στη μη διαντίδραση μεταξύ πληροφορητή και ερευνητή. Κατά τον Πορτέλι
η ενδεδειγμένη τακτική είναι: «άφησε τη συνέντευξη να κυλήσει, μην
κυριαρχείς, το πολύ προσπάθησε να την οδηγήσεις θέτοντας όσο λιγότερες
ερωτήσεις γίνεται.
Μερικές φορές δεν αποσκοπούμε σε συλλογή συγκεκριμένων
πληροφοριών αλλά στη συγκρότηση ενός «υποκειμενικού» αρχείου για το
πώς οι άνθρωποι ανασκοπούν τη ζωή τους ή μέρος της, τι θεωρούν
σημαντικό, πώς το περιγράφουν, με ποια σειρά, τι λέξεις χρησιμοποιούν. Η
Γκαμπριέλ Ρόζενταλ περιγράφει τρία στάδια αυτού του είδους
συνεντεύξεων: α. Μια ερώτηση που επιδέχεται μια μη διαφιλονικούμενη
απάντηση· ο πληροφορητής δέχεται μη λεκτική ενθάρρυνση. β. Στην
επόμενη φάση ο πληροφορητής ερωτάται να δώσει λεπτομέρειες για ένα
θέμα που έχει ήδη ανοίξει γ. Σε μια τρίτη φάση μπορεί να ανοίξει ένα
καινούργιο θέμα ή να επιστρέψει η συζήτηση σε θέματα που παραμένουν
ασαφή.
Άραγε είναι δυνατή μια απολύτως «υποκειμενική» αφήγηση,
δεδομένου ότι πάντα υπάρχει ένα κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο
πραγματοποιείται η συνομιλία, πάντα υπάρχει μια αρχική ερώτηση κτλ. Κι
όλα αυτά παράλληλα με τις άρρητες προσδοκίες που έχουν πληροφορητής
και ερευνητής.
«Πες μας την ιστορία της ζωής σου…». Είναι ο πιο λάθος τρόπος για
να ξεκινήσει μια ιστορία ζωής, δεδομένου ότι πάντα έχει πολύ
απογοητευτικά αποτελέσματα: ο πληροφορητής δεν ξέρει τι ενδιαφέρει τον
ερευνητή. Άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν μια πιο ενεργητική συμμετοχή
του ερευνητή στη συνέντευξη και αντιμετωπίζει τον πληροφορητή ως
συνδημιουργό.
Οι ερωτήσει πρέπει να είναι πάντα όσο γίνεται πιο απλές και ευθείες,
σε γλώσσα οικεία. Δεν ρωτάμε σύνθετες ή διττές ερωτήσεις. Αποφεύγουμε
ερωτήσεις που επιδέχονται ασαφή απάντηση, π.χ. «πόσο συχνά πάτε στην
εκκλησία;», αντί «πάτε συχνά στην εκκλησία;».
Περιστασιακά η αμηχανία μπορεί να είναι και ένα μέσο προκειμένου
να αισθανθεί οικειότητα ο πληροφορητής, αλλά υπερβολική αμηχανία δεν
έχει το ίδιο αποτέλεσμα.
Για ζητήματα περισσότερο προσωπικά, ενδείκνυται μια ερώτηση
πλάγια που έχουμε εκ των προτέρων επεξεργαστεί.
Μια διαφορετικού τύπου ερώτηση απαιτείται προκειμένου να
τεκμηριώσουμε γεγονότα ή να πάρουμε περιγραφές ή σχόλια. Είναι οι
ερωτήσεις ανοικτού τύπου, που παίρνουν τη μορφή ερωτήσεων «μιλήστε
μου για…», «μπορείτε να μου περιγράψετε το…», « τι
αισθάνεστε/σκέφτεστε για αυτό…», «μπορείτε να μου περιγράψετε το…».
Αν το σημείο είναι πολύ σημαντικό, τότε ο πληροφορητής μπορεί να
ενθαρρυνθεί περισσότερο λέγοντάς του, «κλείστε τα μάτια και δώστε μου
μια περιγραφή…».
Όταν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεχόμαστε μια ξηρή
πληροφορία, τότε μπορούμε να επιμείνουμε λέγοντας «είναι ενδιαφέρον
ότι…» ή «πώς», «γιατί όχι;…» κ.ά.
Πάντα θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να πάμε πίσω από το στερεότυπο
που μας μεταφέρει συχνά ο πληροφορητής, θέτοντας επιπλέον ερωτήσεις.
Πρέπει να αποφεύγονται οι ερωτήσεις που καθοδηγούν την
απάντηση, που επιβάλλουν στον πληροφορητή να δώσει μια απάντηση που
αρέσει στον ερευνητή. Εξαίρεση αποτελεί κάποιος που ανήκει σε μια
μειονότητα και έχει πολύ στέρεες αντιλήψεις για ένα θέμα. Προκειμένου να
ενθαρρυνθεί, είναι σκόπιμο να δείξει ο ερευνητής μια κάποια συμπάθεια
για τις απόψεις του. Επίσης, όταν θέλουμε να θέσουμε μια ερώτηση η
απάντηση στην οποία πιθανόν θα αποδοκιμαζόταν από πολλούς
ανθρώπους, τότε μπορούμε να θέσουμε μια κατευθυνόμενη απάντηση. Πχ.
«έχω ακούσει ότι ο δήμαρχος ήταν πολύ δύσκολος χαρακτήρας για τους
εργαζόμενους». Είναι πολύ πιθανότερο να προκαλέσει μια καθαρή
αντίδραση παρά αν ρωτούσε κανείς την ερώτηση «λέγετε ότι ο δήμαρχος
ήταν γενναιόδωρο πρόσωπο. Συμφωνείτε με αυτό;» Πάντως οι ερωτήσεις
που υπαινίσσονται μια απάντηση πρέπει να αποφεύγονται γενικά, και να
χρησιμοποιούνται μόνο σε αυτές τις ειδικές περιπτώσεις.
Πρέπει να ενθαρρύνουμε τους πληροφορητές να χρησιμοποιούν τους
δικούς τους όρους και όχι τους δικούς μας, π.χ. όταν αναφέρονται στην
ταξική διαστρωμάτωση μιας κοινωνίας.
Πρέπει να κάνουμε αναφορές στον χρόνο με βάση κρίσιμες στιγμές
του δικού τους βίου, π.χ. γεννήσεις, γάμους, θανάτους, κτλ.
Η καθοδήγηση της συζήτησης είναι ευθύνη του ερευνητή και όχι του
πληροφορητή, γι’ αυτό είναι απολύτως αναγκαίο ο ερευνητής να έχει
αποκρυσταλλώσει ένα βασικό σχήμα που θα ακολουθήσει η συζήτηση,
ώστε οι ερωτήσεις να προκύπτουν φυσικά και αβίαστα. Επιπλέον, σε κάθε
έρευνα είναι ορισμένα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζουμε οπωσδήποτε
για τον πληροφορητή (καταγωγή και επάγγελμα των γονέων, γέννηση,
εκπαίδευση του πληροφορητή, γάμος κ.τ.λ.). Επίσης, πρέπει να
προβληματιστεί σχετικά με το αν θα επιμείνει σε ορισμένα θέματα ή θα
επιδιώξει μια ιστορία ζωής. Το τελευταίο έχει πολλά πλεονεκτήματα
δεδομένου ότι επιτρέπει να γίνουν διασυνδέσεις με ευρύτερες σφαίρες της
ζωής, πράγμα που μπορεί να φέρει νέες προσεγγίσεις για διάφορα θέματα.
Όπως έχουμε πει, η δομημένη συνέντευξη πρέπει να προτιμάται σε
ορισμένες περιπτώσεις. Επιπλέον, μπορεί να είναι πολύ βοηθητική σε
περιπτώσεις πληροφορητών που δεν είναι πολύ ομιλητικοί. Σε
περιπτώσεις άλλων πολύ ομιλητικών πληροφορητών, χρησιμοποιούμε το
πλάνο της συνέντευξης διαφορετικά. Όταν ξεκάθαρα οι πληροφορητές
ξέρουν τι θέλουν να πουν το ακολουθούμε, αν είναι δυνατόν δεν
διακόπτουμε ποτέ την ιστορία που αφηγούνται, ακόμα κι αν μας
φαίνεται άσχετη. Δεν ξέρουμε ποτέ τι θα επακολουθήσει. Συνήθως με αυτό
το είδος πληροφορητών απαιτούνται περισσότερες από μία συνεντεύξεις,
αφού έχουμε ελέγξει τις πληροφορίες που έχουμε πάρει και γνωρίζουμε τι
ακόμα θέλουμε να μάθουμε.
Γραπτή μορφή του πλάνου συνέντευξης μπορεί να αποδειχτεί
χρήσιμη, αν και είναι περισσότερο ενδεδειγμένο ο ερευνητής να έχει το
πλάνο στο μυαλό του.
Μερικοί πληροφορητές μπορεί να έχουν αντιρρήσεις όσον αφορά την
καταγραφή όσων πουν. Σε αυτή την περίπτωση κρατάμε σημειώσεις.
Όταν το κασετόφωνο είναι ανοικτό οι πληροφορητές είναι πιο
συγκρατημένοι, γι’ αυτό πολλές φορές χρήσιμες παρατηρήσεις γίνονται
αφού το κασετόφωνο κλείσει. Αυτές τις πληροφορίες τις κρατάει ο
ερευνητής ως υπόστρωμα πληροφοριών, αλλά δεν τις δημοσιοποιεί.
Συχνά αποδεικνύονται χρήσιμα διάφορα βοηθήματα της μνήμης,
αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες, χάρτες (π.χ. σχεδιαγράμματα
πόλεων), ανάλογα με το θέμα της συζήτησης.

Οι συνεντεύξεις γίνονται σε μέρη που ο πληροφορητής αισθάνεται άνετα,


στο σπίτι του π.χ. Οι δημόσιοι χώροι μπορεί να κάνουν τον πληροφορητή να
μιλήσει με τρόπο που να εμπνέει περισσότερο σεβασμό.
Σχεδόν πάντα ενδείκνυται ο ερευνητής να είναι μόνος με τον
πληροφορητή. Σε περίπτωση ηλικιωμένων ζευγαριών πολύ συνδεδεμένων
μεταξύ τους ο άνδρας και η γυναίκα μπορούν να συνομιλήσουν με δύο
ερευνητές ξεχωριστά αλλά ταυτόχρονα.
Η ύπαρξη και άλλων προσώπων συχνά ασκεί πίεση στον
πληροφορητή. Μερικές φορές όμως μπορεί και να λειτουργήσει
υποβοηθητικά για τη μνήμη. Αυτό μπορεί να το αξιοποιήσει κανείς
οργανώνοντας συνεντεύξεις με ομάδες ηλικιωμένων, στις οποίες μπορεί να
προκύψουν σημαντικές πληροφορίες για τις «παλιές ημέρες». Ακόμα
περισσότερο από ό,τι μια συνέντευξη με ένα μεμονωμένο άτομο μπορεί να
είναι περισσότερο λόγος για τους άλλους ανθρώπους (με την έννοια ότι
εκφωνείται προκειμένου να ακουστεί από τους άλλους) και γι’ αυτό πρέπει
να αντιμετωπίζεται σε πρώτο επίπεδο ως μορφή αφηγηματικής τέχνης,
που μεταδίδει συμβολικά μηνύματα. Άλλες φορές, π.χ. σε ένα μπαρ, μια
ομάδα ανθρώπων μπορεί να είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου να πάρει
κανείς πληροφορίες για έναν κρυμμένο κόσμο της κοινής εργασιακής
εμπειρίας, π.χ. για σαμποτάζ, κλοπές κτλ.
Η ομαδική συνέντευξη μπορεί να φανεί χρήσιμη και σε άλλες
περιπτώσεις. Η Μπεατρίς Γουέμπ, για παράδειγμα, μολονότι φανατική
υπέρμαχος της τετ-α-τετ συνέντευξης, ανέπτυξε μια τεχνική «γενικής
συνέντευξης» (wholesale interviewing) στο πλαίσιο μιας πιο χαλαρής
ατμόσφαιρας που δημιουργείται κατά τη διάρκεια κοινωνικών επαφών
(σ.τ.μ.: ό,τι πρέπει να κάνουν οι ανθρωπολόγοι, το κείμενο είναι γραμμένο
από ιστορικό!). Σημειώνει ότι στο τραπέζι ή κατά τη διάρκεια του
καπνίσματος μπορεί να συλλέξεις πληροφορίες που θα χρειαζόσουν μία
ολόκληρη μέρα συνεντεύξεων για να μαζέψεις».
Αφού έχετε πάρει τις προκαταρκτικές αποφάσεις, πρέπει να έρθετε σε
επαφή με τους πληροφορητές. Μπορείτε να τους καλέσετε προσωπικά,
αλλά είναι καλύτερα να γράψετε σε αυτούς και ακολούθως να τους πάρετε
τηλέφωνο (μην ξεχνάτε επίσης ότι ο συγγραφέας είναι Άγγλος!). Είναι
χρήσιμο να επισημαίνετε ότι κάποιος από το κοινωνικό δίκτυο του
πληροφορητή σας σύστησε να μιλήσετε μαζί του. Πρέπει να εξηγήσετε
σύντομα τον λόγο που θα θέλατε να μιλήσετε μαζί του. Προτείνετε μια
ώρα συνάντησης, αλλά πάντα αφήνετε το περιθώριο στον πληροφορητή σας
να προτείνει μια άλλη ή να αρνηθεί. Μην απογοητεύεστε από τις
αρνήσεις. Στην πράξη θα έχετε τόσες όσες και αποδοχές της πρότασής σας.
Με μια ειδική κατηγορία πληροφορητών (πολιτικοί ή επαγγελματίες) μπορεί
να αξίζει τον κόπο να αποστείλετε και την πρόταση έρευνας που έχετε
εκπονήσει και να εξηγήσετε γραπτώς πώς θα αξιοποιήσετε τη συνέντευξη.
Ίσως πάλι είναι καλύτερα αντί με γράμμα να εξηγήσετε στην πρώτη
σας συνάντηση το ερευνητικό σας πρόγραμμα και πώς ο πληροφορητής
μπορεί να σας βοηθήσει. Πολύ θα σας πουν ότι δεν έχουν τίποτα χρήσιμο
να πουν. Χρειάζεται να τους επιβεβαιώσετε ότι η εμπειρία τους είναι
χρήσιμη, ειδικά για τους νέους ανθρώπους που ζουν μια πολύ διαφορετική
ζωή κτλ. Μερικοί θα μείνουν έκπληκτοι για το ενδιαφέρον σας, γι’ αυτό θα
πρέπει να είσαστε πιο ενθαρρυντικοί στην αρχή της συνέντευξης. Άλλοι θα
θέσουν πιο έντονα το ζήτημα της εμπιστευτικότητας και δεν θα θέλουν να
δώσουν τα ονόματά τους. Οι περισσότεροι θα σας ζητήσουν να χειριστείτε
εμπιστευτικά ό,τι θα σας πουν, και πρέπει να σεβαστείτε την επιθυμία τους.
Στην αρχή της πρώτης συνάντησης είναι η κατάλληλη στιγμή
προκειμένου να ρωτήσετε αν επιτρέπεται να καταγραφεί η συνομιλία
σας. Μερικοί προφορικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι είναι καλύτερα η πρώτη
συνάντηση να αφιερώνεται στην καλύτερη γνωριμία με τον πληροφορητή.
Η καλύτερη στρατηγική είναι να πατάς το κουμπί του κασετόφωνου από
την πρώτη στιγμή, δεδομένου ότι ακόμα και βασικές πληροφορίες να
ζητήσεις από τον πληροφορητή, σίγουρα θα κάνει αναδρομές στη μνήμη.
Πριν ξεκινήσεις είναι καλό να σταθμίσεις διάφορα ακουστικά
προβλήματα. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τις δυνατότητες του
κασετόφωνου που χρησιμοποιούμε. Κατ’ αρχάς, ας φροντίσετε να
πραγματοποιηθεί η συζήτηση στο πιο ήσυχο δωμάτιο που δεν
παρεμβάλλονται συνομιλίες άλλων ατόμων η από ακουστικά προβλήματα
που προκαλούνται από σκληρές επιφάνειες. Η ακουστική του δωματίου
πρέπει να ελεγχθεί επίσης. Ένα μικρό δωμάτιο με έπιπλα μπορεί να είναι
ένα εξαιρετικό στούντιο.
Τοποθετήστε το κασετόφωνο με τρόπο που να είναι κοντά στον
πληροφορητή ώστε να μπορείτε να το ελέγχετε και εσείς, χωρίς να
αποσπά την προσοχή σας. Όσο διαρκούν οι προετοιμασίες μη μιλάτε για το
θέμα που σας ενδιαφέρει. Βεβαιωθείτε ότι ο πληροφορητής κάθεται άνετα.
Κατόπιν κάντε έναν έλεγχο προκειμένου να σιγουρευτείτε ότι το
κασετόφωνο είναι ρυθμισμένο στο κατάλληλο επίπεδο. Μετά αφήστε το
κασετόφωνο να γυρίζει και ασχοληθείτε μαζί του μόνο για να αλλάξετε
κασέτα.
Είναι τελείως λανθασμένο να κλείνετε το κασετόφωνο όταν ο
πληροφορητής λέει κάτι που δεν σας ενδιαφέρει. Μην ξεκινάτε ποτέ με
μια τυπική ανακοίνωση στο μικρόφωνο «συνέντευξη με τον/την…». Αν
θέλετε αφήστε κενό χώρο για να το κάνετε μετά. Μην το κάνετε εκ των
προτέρων γιατί μπορεί να σβηστεί κατά τον έλεγχο της κασέτας πριν από τη
συνέντευξη.
Τώρα όλα είναι έτοιμα προκειμένου να θέσετε την πρώτη σας
ερώτηση. Το τι θα ακολουθήσει εξαρτάται από το είδος του πληροφορητή,
το είδος της συνέντευξης που θέλετε να πάρετε, τις πληροφορίες που σας
ενδιαφέρουν. Πάντως η συνέντευξη είναι μια κοινωνική σχέση και όπως
κάθε κοινωνική σχέση έχει τις συμβάσεις της. Η παραβίαση των
συμβάσεων αυτών μπορεί να καταστρέψει τη σχέση. Ο ερευνητής πρέπει να
δείχνει ενδιαφέρον για τον πληροφορητή του, να του επιτρέπει να μιλάει
χωρίς να τον διακόπτει και την ίδια στιγμή να παρέχει ορισμένες
κατευθύνσεις.
Η συνέντευξη δεν είναι διάλογος ούτε συζήτηση. Το ζήτημα είναι να
μιλήσει ο πληροφορητής. Ο ρόλος του ερευνητή είναι να ακούει. Πρέπει να
παραμένει στο περιθώριο, κάνοντας μόνο ενθαρρυντικές χειρονομίες,
χωρίς όμως να παρεμβαίνει με τις δικές του ιστορίες και σχόλια. Δεν είναι η
κατάλληλη περίσταση για να επιδείξει τις γνώσεις του… Και μην
επιτρέπετε στον εαυτό σας να αισθάνεται αμήχανα από τις παύσεις. Η
σιωπή μπορεί να είναι ο κατάλληλος τρόπος για να επιτρέψετε στον
πληροφορητή να σκεφτεί περισσότερο και να κάνει περισσότερα σχόλια για
κάτι. Η ώρα για συζήτηση είναι μετά, όταν το κασετόφωνο θα έχει
κλείσει. Μην το παρατραβήξετε όμως τόσο που ο πληροφορητής να
κομπιάζει εξαιτίας της δικής σας απροθυμίας να ανταποκριθείτε σε ό,τι λέει.
Για να αποφύγετε την κάμψη του ενδιαφέροντος είναι απαραίτητο να θέσετε
μια ερώτηση στην κατάλληλη στιγμή. Ποτέ μη διακόπτετε την αφήγηση
μιας ιστορίας. Γυρίστε στο σημείο που σας ενδιαφέρει αφού ο ομιλητής έχε
ολοκληρώσει λέγοντας «νωρίτερα είπατε…».
Να δείχνετε συνέχεια ότι ενδιαφέρεστε. Αντί να λέτε συνεχώς
«ναι…» –ακούγεται αστείο στην απομαγνητοφώνηση- να μάθετε να
εκφράζεστε με νεύματα. Μη ρωτάτε για πληροφορίες που έχουν μόλις
δοθεί από τον πληροφορητή. Αυτό απαιτεί καλή μνήμη και
αυτοσυγκέντρωση. Είναι προτιμότερο να μην κρατάτε σημειώσεις κατά
τη διάρκεια της συνέντευξης. Αν έχετε αμφιβολίες για κάτι,
προσπαθήστε να επιστρέψετε σε αυτό από άλλη γωνία λέγοντας, με
ευγένεια και τακτ ότι μπορεί να υπάρχει και άλλη οπτική του ζητήματος.
«Έχω ακούσει…» ή «έχω διαβάσει…» κτλ. Είναι όμως σημαντικό να μην
έρχεστε σε σύγκρουση με τον πληροφορητή.
Η αναδρομές στο παρελθόν μπορεί να είναι επίπονες και να
προκαλέσουν έντονα συναισθήματα στον πληροφορητή. Αν συμβεί κάτι
τέτοιο μη δείξετε αμήχανοι, απλά δείξτε υποστηρικτικοί, όπως σε έναν
φίλο. Μετά από λίγο ρωτήστε αν μπορεί να συνεχιστεί η συνέντευξη. Με
ορισμένους πληροφορητές είναι προτιμότερο να θέσετε τις πιο ευαίσθητες
ερωτήσεις στο τέλος της συνέντευξης, ακόμα και κατά τη διάρκεια της
συζήτησης, όταν θα έχετε κλείσει το κασετόφωνο. Μην πιέζετε τον
πληροφορητή όταν δεν θέλει να απαντήσει. Μια ευχάριστη συνέντευξη
είναι πολύ πιθανότερο να οδηγήσει και σε μια άλλη.
Όταν ο πληροφορητής δίνει βαριεστημένος, δίνει μονολεκτικές
απαντήσεις και δείχνει νευρικός κοιτάζοντας το ρολόι σταματήστε τη
συνέντευξη όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αποφεύγετε να κοιτάτε το ρολόι σας
αλλά να είστε ακριβής όσον αφορά την τήρηση της ώρας. Μιάμιση μέχρι
δύο ώρες είναι το μέγιστο που μπορεί να διαρκέσει μια συνέντευξη.
Μη βιάζεστε να φύγετε μετά από μια συνέντευξη. Μιλήστε λίγο για
τον εαυτό σας, πιείτε έναν καφέ και μιλήστε για την οικογένεια ή δείτε
φωτογραφίες. Τώρα είναι πιθανόν να σας δοθούν και διάφορα έγγραφα ή
είναι η καταλληλότερη ώρα να κανονίσετε και ένα δεύτερο ραντεβού. Ίσως
να βρείτε ότι είναι βοηθητικό να βοηθήσετε σε κάποια μικροδουλειά του
σπιτιού ή να δώσετε τη συμβουλή σας για κάποιο θέμα που ανησυχεί την
οικογένεια του πληροφορητή σας. Πρέπει βέβαια να είστε προσεκτικοί.
Αποφύγετε να εμπλακείτε σε συζητήσεις που συνήθως εγείρουν διαφωνίες.
Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να δεχτείτε πρόταση να παραμείνετε
για δείπνο. Κατά τη διάρκειά του μπορεί να ασκηθούν πιέσεις ώστε να
προβάλλετε μια επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Στις περισσότερες
περιπτώσεις μπορείτε να χειριστείτε με ευαισθησία το υλικό που
αποκομίσατε ακόμα και αν σας οδηγήσει σε συμπεράσματα που αποκλίνουν
από εκείνα των πληροφορητών σας.
Ορισμένες εμπιστευτικές πληροφορίες μπορεί να αποκομίσει
ερευνητής που είναι παντρεμένος και του ίδιου φύλου με τον πληροφορητή.
Το ίδιο ισχύει και με την εθνικότητα.
Στο γραφείο σας πλέον είναι η κατάλληλη στιγμή για να καταγράψετε
όσο το δυνατό πιο σύντομα κάθε σχόλιο για τη συνέντευξη, για τον
χαρακτήρα του πληροφορητή, επιπρόσθετες επισημάνσεις που έγινε όταν το
κασετόφωνο ήταν κλειστό, και ό,τι πιθανόν δεν είπε ο πληροφορητής. Μετά
βάλτε ετικέτα στην κασέτα. Αργότερα ακούστε την κασέτα για να δείτε τι
πληροφορίες πήρατε και τι πληροφορίες χρειάζεστε ακόμα. Σιγουρευτείτε
ότι έχετε τις βασικές πληροφορίες που καθένας θα ήθελε να γνωρίζει για
τον πληροφορητή σας: ηλικία, φύλο, κατοικία, επάγγελμα, επάγγελμα των
γωνιών του. Επίσης μπορείτε να κάνετε και μια λίστα με τα ονόματα την
ορθογραφία των οποίων πρέπει να ελέγξετε με τον πληροφορητή σας.

Από το βιβλίο του Paul Thompson (2000 [1978]), The Voice of the Past,
Oral History, Οxford, OUP, σελ. 222-245.

You might also like