You are on page 1of 10

25

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ
για την αντιμετώπιση των ασκήσεων στα
Μαθηματικά Γ’ Λυκείου

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ
25 Χρήσιμες οδηγίες για την αντιμετώπιση των ασκήσεων στα
Μαθηματικά προσανατολισμού Γ’ Λυκείου

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ

1) Οι πράξεις συναρτήσεων

𝑓
Οι συναρτήσεις 𝑓 + 𝑔, 𝑓 − 𝑔 𝜅𝛼𝜄 𝑓 ∙ 𝑔 έχουν πεδίο ορισμού το 𝐷𝑓 ∩ 𝐷𝑔 , ενώ η συνάρτηση 𝑔
έχει πεδίο ορισμού το 𝐷𝑓 ∩ 𝐷𝑔 − {𝑥 ∈ ℛ/𝑔(𝑥) = 0}.

2) Η σύνθεση συναρτήσεων

- Αν δίνονται δύο συναρτήσεις 𝑓: 𝐴 → ℛ και 𝑔: 𝐵 → ℛ, τότε η σύνθεση της 𝑓 με την


𝑔, δηλαδή η 𝑔𝑜𝑓, ορίζεται όταν υπάρχουν 𝑥 ∈ 𝐴 με 𝑓(𝑥) ∈ 𝐵. Τότε είναι
(𝑔𝑜𝑓)(𝑥) = 𝑔(𝑓(𝑥))και 𝐷𝑔𝑜𝑓 ⊆ 𝐷𝑓 .
- Ισχύει πάντα (𝑔𝑜𝑓)𝑜ℎ = 𝑔𝑜(𝑓𝑜ℎ), ενώ γενικά έχουμε 𝑔𝑜𝑓 ≠ 𝑓𝑜𝑔.
- Αν γνωρίζουμε την 𝑔(𝑓(𝑥))και την 𝑓(𝑥), για να βρούμε την 𝑔(𝑥), θέτουμε
𝑓(𝑥) = 𝑤 και λύνουμε ως προς 𝑥, οπότε έχουμε την 𝑔(𝑤), άρα και την 𝑔(𝑥).

3) Συνάρτηση 1 – 1

Για να αποδείξουμε ότι μια συνάρτηση 𝑓: 𝐴 → ℛ είναι 1 – 1 (άρα αντιστρέψιμη),


εφαρμόζουμε έναν από τους παρακάτω τρόπους.

α) Θεωρούμε τυχαία 𝑥1 , 𝑥2 ∈ 𝐴 με 𝑓(𝑥1 ) = 𝑓(𝑥2 )και αποδεικνύουμε 𝑥1 = 𝑥2 .

β) Αποδεικνύουμε ότι η 𝑓 είναι γνησίως μονότονη στο 𝐴 (συνήθως με παράγωγο).

γ) Με απαγωγή σε άτοπο. Υποθέτουμε ότι δεν είναι 1 – 1, δηλαδή ότι υπάρχουν 𝑥1 , 𝑥2 ∈ 𝐴


με 𝑓(𝑥1 ) = 𝑓(𝑥2 ). Η συνέχεια συχνά γίνεται με εφαρμογή του θεωρήματος Rolle και θα
πρέπει να καταλήξουμε σε άτοπο.

δ) Αποδεικνύουμε ότι η εξίσωση 𝑓(𝑥) = 𝑦 έχει μοναδική λύση ως προς 𝑥 στο 𝐴.

Προσοχή! Η συνεπαγωγή 𝑥1 = 𝑥2 ⇒ 𝑓(𝑥1 ) = 𝑓(𝑥2 )ισχύει για οποιαδήποτε συνάρτηση,


ενώ η συνεπαγωγή 𝑓(𝑥1 ) = 𝑓(𝑥2 ) ⇒ 𝑥1 = 𝑥2 ισχύει μόνο αν η 𝑓είναι 1 – 1.

4) Αντίστροφη συνάρτηση

• Για να βρούμε την αντίστροφη μιας συνάρτησης 𝑓: 𝐴 ⟶ ℛ, εργαζόμαστε ως εξής:


i) Αποδεικνύουμε ότι η 𝑓 είναι 1 – 1.
ii) Βρίσκουμε το σύνολο τιμών της 𝑓, που είναι το πεδίο ορισμού της 𝑓 −1 .
iii) Λύνουμε την εξίσωση 𝑓(𝑥) = 𝑦 ως προς 𝑥.
(Σε αρκετές περιπτώσεις, το 2ο και 3ο στάδιο γίνονται ταυτόχρονα)
• Οι παρακάτω προτάσεις σχετικές με την αντίστροφη συνάρτηση, πρέπει να
αποδεικνύονται:

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 1
i) Αν η 𝑓 είναι γνησίως μονότονη στο 𝐴, τότε η 𝑓 −1 είναι γνησίως μονότονη
στο 𝑓(𝐴) με την ίδια μονοτονία.
ii) Αν η 𝑓 είναι γνησίως αύξουσα, τότε τα κοινά σημεία των γραφικών
παραστάσεων των 𝑓 και 𝑓 −1 (αν υπάρχουν) βρίσκονται πάνω στην ευθεία
𝑦 = 𝑥.
• Οι συναρτήσεις 𝑓(𝑥) = 𝑎 𝑥 και 𝑔(𝑥) = log 𝑎 𝑥 (0 < 𝑎 ≠ 1) είναι αντίστροφες.

5) Οι εξισώσεις 𝒇(𝒈(𝒙)) = 𝒇(𝒉(𝒙)) και οι ανισώσεις 𝒇(𝒈(𝒙)) > 𝒇(𝒉(𝒙))


(Απαραίτητα 𝑔(𝑥), ℎ(𝑥) ∈ 𝐷𝑓 )

• Αν η 𝑓είναι 1 – 1, τότε ισχύει


𝑓(𝑔(𝑥)) = 𝑓(ℎ(𝑥)) ⟺ 𝑔(𝑥) = ℎ(𝑥)
• Αν η 𝑓 είναι γνησίως μονότονη, τότε ισχύει

𝑓 𝐷𝑓
i) 𝑓(𝑔(𝑥)) > 𝑓(ℎ(𝑥)) ⇔ 𝑔(𝑥) > ℎ(𝑥)
𝑓 𝐷𝑓
ii) 𝑓(𝑔(𝑥)) > 𝑓(ℎ(𝑥)) ⇔ 𝑔(𝑥) < ℎ(𝑥).

6) Ίσες συναρτήσεις

Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το κοινό πεδίο ορισμού στην ισότητα συναρτήσεων.


Για παράδειγμα, οι παρακάτω ισότητες δεν ισχύουν πάντα:

𝜇
𝜈
i) √𝑥 𝜇 = 𝑥 𝜈
ii) ln 𝑥 𝜇 = 𝜇 ln 𝑥
𝑣 𝜈 𝜈
iii) √𝑥 ∙ 𝑦 = √𝑥 ∙ √𝑦.

Αναφέρουμε χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

3 3
2
𝑥 2⁄3 , 𝑥 ≥ 0
i) √𝑥 2 = √|𝑥|2 = |𝑥|3 = { .
(−𝑥)2⁄3 , 𝑥 < 0
ii) ln 𝑥 2 = ln|𝑥|2 = 2 ln|𝑥|, 𝑥 ≠ 0.
𝜈 𝜈
iii) Αν 𝑥, 𝑦 ∈ (−∞, 0], τότε 𝜈√𝑥 ∙ 𝑦 = √(−𝑥) ∙ (−𝑦) = √−𝑥 ∙ 𝜈√−𝑦.

7) Κριτήριο παρεμβολής

• Αν 𝑓(𝑥) = 𝑔(𝑥) ∙ 𝜂𝜇ℎ(𝑥) ή 𝑓(𝑥) = 𝑔(𝑥) ∙ 𝜎𝜐𝜈ℎ(𝑥), όπου lim 𝑔(𝑥) = 0 και
𝑥→𝑎
lim ℎ(𝑥) = +∞ ή − ∞ (𝑎 ∈ ℛ ∪ {−∞, +∞}), τότε με το κριτήριο παρεμβολής
𝑥→𝑎
αποδεικνύουμε ότι lim 𝑓(𝑥) = 0.
𝑥→𝑎
• Χαρακτηριστικά τέτοια όρια είναι τα παρακάτω.
1 1
i) lim (𝑥 𝜈 ∙ 𝜂𝜇 𝑥) = 0 και lim (𝑥 𝜈 ∙ 𝜎𝜐𝜈 𝑥) = 0 (όπου 𝜈 > 0).
𝑥→0 𝑥→0
𝜂𝜇𝑥 𝜎𝜐𝜈𝑥
ii) lim ( 𝑥 𝜈 ) = 0 και lim ( 𝑥𝜈
) = 0 (όπου 𝜈 > 0).
𝑥→±∞ 𝑥→±∞

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 2
8) Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ορίων

𝑓(𝑥)
α) Αν το lim είναι πεπερασμένο (έστω λ) και lim 𝑔(𝑥) = 0, τότε και lim 𝑓(𝑥) = 0, διότι
𝑥→𝑎 𝑔(𝑥) 𝑥→𝑎 𝑥→𝑎
𝑓(𝑥)
lim 𝑓(𝑥) = lim ( ∙ 𝑔(𝑥)) = 𝜆 ∙ 0 = 0.
𝑥→𝑎 𝑥→𝑎 𝑔(𝑥)

𝜆
β) Ένα όριο της μορφής με 𝜆 ∈ ℛ ∗ ισούται με +∞ ή − ∞ ή δεν υπάρχει.
0

0 ∞
γ) Για τα όρια της μορφής και , συνήθως εφαρμόζουμε τον κανόνα De L'Hospital
0 ∞
𝑓(𝑥) 𝑓′ (𝑥)
lim = lim ,
𝑥→𝑎 𝑔(𝑥) 𝑥→𝑎 𝑔′ (𝑥)
𝑓′ (𝑥)
αρκεί οι 𝑓, 𝑔 να είναι παραγωγίσιμες κοντά στο α και να υπάρχει το lim 𝑔′ (𝑥).
𝑥→𝑎

δ) Για τα όρια της μορφής 0 ∙ ∞ γράφουμε


𝑔(𝑥) 0 ∞
lim (𝑓(𝑥) ∙ 𝑔(𝑥)) = lim 1 και έχουμε μορφή 0 ή ∞.
𝑥→𝑎 𝑥→𝑎 𝑓(𝑥)

ε) Για τα όρια της μορφής ∞ − ∞, συνήθως γράφουμε


𝑔(𝑥)
lim (𝑓(𝑥) − 𝑔(𝑥)) = lim [𝑓(𝑥) ∙ (1 − )]
𝑥→𝑎 𝑥→𝑎 𝑓(𝑥)
𝑔(𝑥) ∞
και το lim ( )έχει τη μορφή .
𝑥→𝑎 𝑓(𝑥) ∞
Αν το τελευταίο όριο ισούται με 1, συχνά πρέπει να επιλέγουμε άλλη μέθοδο.
Αν μία τουλάχιστον από τις 𝑓(𝑥), 𝑔(𝑥) είναι κλάσμα, προτιμούμε να κάνουμε ομώνυμα και
0
να έχουμε συνήθως τη μορφή .
0

στ) Αν 𝑓(𝑥) < 𝑔(𝑥) κοντά στο 𝑥0 , lim 𝑓(𝑥) = 𝜆 και lim 𝑔(𝑥) = 𝜇, τότε ισχύει 𝜆 ≤ 𝜇.
𝑥→𝑥0 𝑥→𝑥0

ζ) Αν το lim 𝑓(𝑥) έχει απροσδιόριστη μορφή και η 𝑓(𝑥) περιέχει τουλάχιστον μια ρίζα,
𝑥→±∞
τότε βγάζουμε κοινό παράγοντα τη μεγαλύτερη δύναμη του 𝑥 και αν πάλι έχουμε
απροσδιόριστη μορφή, πολλαπλασιάζουμε και διαιρούμε με τη συζυγή παράσταση.

𝑓(𝑥)−𝑎 𝑓(𝑥)−𝑓(𝑥0 )
η) Η εύρεση ορίου της μορφής lim , παραπέμπει στην 𝑓 ′ (𝑥0 ) = lim ,
𝑥→𝑥0 𝑥−𝑥0 𝑥→𝑥0 𝑥−𝑥0
αρκεί να ισχύει 𝑎 = 𝑓(𝑥0 ).

9) Συνέχεια και παραγωγισιμότητα σε σημείο

𝑔(𝑥), 𝑥 ≠ 𝑥0 𝑔(𝑥), 𝑥 ≤ 𝑥0
Αν 𝑓(𝑥) = { ή 𝑓(𝑥) = { ,
𝑎, 𝑥 = 𝑥0 ℎ(𝑥), 𝑥 > 𝑥0
για να την μελετήσουμε ως προς την συνέχεια ή την παραγωγισιμότητα στο σημείο 𝑥0 ,
𝑓(𝑥)−𝑓(𝑥0 )
εφαρμόζουμε τον ορισμό lim 𝑓(𝑥) = 𝑓(𝑥0 ) ή lim 𝜖ℛ αντίστοιχα.
𝑥→𝑥0 𝑥→𝑥0 𝑥−𝑥0

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 3
10) Μελέτη σε διάστημα

Η μονοτονία, η κυρτότητα και το πρόσημο συνεχούς συνάρτησης μελετάται σε κάθε


διάστημα του πεδίου ορισμού της.
Σε κλαδικές συναρτήσεις (όπως αυτές της προηγούμενης παραγράφου), για τη μονοτονία
και τα ακρότατα δεν είναι απαραίτητη η μελέτη ως προς την παραγωγισιμότητα στο σημείο
αλλαγής του τύπου, αλλά η συνέχεια.

11) Εύρεση πλήθους ριζών εξίσωσης

• Αν η 𝑓 είναι γνησίως μονότονη σε διάστημα ∆, τότε η εξίσωση 𝑓(𝑥) = 0 έχει το


πολύ μια ρίζα στο ∆. Συχνά, σε μια τέτοια περίπτωση, βρίσκουμε προφανή ρίζα.
• Αν το 𝑎 ανήκει στο σύνολο τιμών της 𝑓, τότε η εξίσωση 𝑓(𝑥) = 𝑎 έχει μία
τουλάχιστον ρίζα.
• Γενικά, το πλήθος των ριζών της εξίσωσης 𝑓(𝑥) = 0 βρίσκεται από τον πίνακα
μεταβολών της 𝑓 (μονοτονία, τοπικά ακρότατα, σύνολο τιμών), σε συνδυασμό
(ίσως) και με το θεώρημα Bolzano σε κάθε διάστημα μονοτονίας.
• Αν η 𝑓 είναι κυρτή ή κοίλη σε διάστημα ∆ και η ευθεία 𝑦 = 𝑎𝑥 + 𝛽 είναι
εφαπτομένη της 𝐶𝑓 , τότε η εξίσωση 𝑓(𝑥) = 𝑎𝑥 + 𝛽 έχει μοναδική ρίζα στο ∆, την
τετμημένη του σημείου επαφής.

𝒉(𝒙)
12) Η συνάρτηση 𝒇(𝒙) = (𝒈(𝒙)) , 𝒈(𝒙) > 𝟎

Οτιδήποτε ζητηθεί για μια τέτοια συνάρτηση, την γράφουμε ως δύναμη με βάση e, δηλαδή
ℎ(𝑥)
𝑓(𝑥) = 𝑒 ln(𝑔(𝑥)) = 𝑒 ℎ(𝑥)∙ln 𝑔(𝑥) .

13) Εύρεση συνεχούς συνάρτησης από το τετράγωνό της

Έστω ότι ζητείται συνεχής συνάρτηση 𝑓: ∆→ ℛ με 𝑓 2 (𝑥) = 𝑔2 (𝑥) ή |𝑓(𝑥)| = |𝑔(𝑥)| ή


𝑓 2𝜈 (𝑥) = 𝑔2𝜈 (𝑥), 𝜈 ∈ ℕ∗ όπου 𝑔 γνωστή συνεχής συνάρτηση.

α) Αν 𝑔(𝑥) ≠ 0, τότε 𝑓(𝑥) ≠ 0 και η 𝑓 διατηρεί πρόσημο στο ∆.


Αν 𝑓(𝑥) > 0, τότε 𝑓(𝑥) = |𝑔(𝑥)|.
Αν 𝑓(𝑥) < 0, τότε 𝑓(𝑥) = −|𝑔(𝑥)|.

β) Αν η 𝑔 μηδενίζεται στο εσωτερικό σημείο 𝑥0 του ∆, τότε για 𝑥 < 𝑥0 και για 𝑥 > 𝑥0
διατηρεί πρόσημο. Έτσι βρίσκουμε την 𝑓 σε καθένα από τα διαστήματα αυτά, όπως
παραπάνω.
Αν επιπλέον θέλουμε η 𝑓 να είναι παραγωγίσιμη, ελέγχουμε αν αυτό συμβαίνει στις λύσεις
που βρήκαμε.

14) Ύπαρξη ρίζας

Για να αποδείξουμε ότι υπάρχει 𝑥0 ∈ (𝛼, 𝛽) με 𝑓(𝑥0 ) = 𝑔(𝑥0 ), συνήθως εφαρμόζουμε έναν
από τους παρακάτω τρόπους.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 4
α) Εφαρμόζουμε το θεώρημα Bolzano για τη συνάρτηση ℎ(𝑥) = 𝑓(𝑥) − 𝑔(𝑥). Αν η ℎ δεν
ορίζεται ή δεν είναι συνεχής στο 𝛼 ή 𝛽, τότε αντί για ℎ(𝛼) ή ℎ(𝛽) βρίσκουμε το lim+ ℎ(𝑥) ή
𝑥→𝑎
lim− ℎ(𝑥).
𝑥→𝛽

β) Βρίσκουμε το σύνολο τιμών της ℎ(𝑥) = 𝑓(𝑥) − 𝑔(𝑥) και διαπιστώνουμε ότι η ℎ παίρνει
τιμή 0.

γ) Εφαρμόζουμε το θεώρημα Rolle για μια παράγουσα της ℎ(𝑥) = 𝑓(𝑥) − 𝑔(𝑥) στο
διάστημα [𝛼, 𝛽].

δ) Υποθέτουμε το αντίθετο, δηλαδή 𝑓(𝑥) ≠ 𝑔(𝑥) για κάθε 𝑥 ∈ (𝛼, 𝛽). Αν η


ℎ(𝑥) = 𝑓(𝑥) − 𝑔(𝑥) είναι συνεχής, τότε διατηρεί πρόσημο στο (𝛼, 𝛽). Τελικά, θα πρέπει να
καταλήξουμε σε άτοπο.

Αν ζητείται να αποδειχθεί ότι η ρίζα 𝑥0 είναι μοναδική, τότε επιπλέον αποδεικνύουμε ότι η
ℎ είναι γνησίως μονότονη ή υποθέτουμε ότι έχει δύο ρίζες και με το θεώρημα Rolle
καταλήγουμε σε άτοπο. Επίσης, έχουμε και την περίπτωση που η 𝑓 είναι κυρτή ή κοίλη
(§11, παραπάνω).

15) Απόδειξη ανισότητας

• Γνωστές ανισότητες είναι οι παρακάτω:


1
α) 𝑥 + 𝑥 ≥ 2 για κάθε 𝑥 > 0. Η ισότητα αληθεύει για 𝑥 = 1.

β) |𝜂𝜇𝑥| ≤ |𝑥| για κάθε 𝑥 ∈ ℛ. Η ισότητα αληθεύει για 𝑥 = 0.

γ) 𝑒 𝑥 ≥ 𝑥 + 1 για κάθε 𝑥 ∈ ℛ. Η ισότητα αληθεύει για 𝑥 = 0.

δ) ln 𝑥 ≤ 𝑥 − 1 για κάθε 𝑥 > 0. Η ισότητα αληθεύει για 𝑥 = 1.

• Η απόδειξη μιας ανισότητας 𝑓(𝑥) ≥ 0 μπορεί να γίνει με έναν από τους παρακάτω
τρόπους.
α) Από την μονοτονία της 𝑓.

β) Διαπιστώνουμε ότι η 𝑓 έχει ελάχιστο το 0 ή κάποιον θετικό αριθμό.

γ) Αν η ανισότητα πάρει τη μορφή 𝑔(𝑥) ≥ 𝛼𝑥 + 𝛽 και να διαπιστώσουμε ότι η 𝑔


είναι κυρτή και η ευθεία 𝑦 = 𝛼𝑥 + 𝛽 είναι εφαπτομένη της 𝐶𝑔 .

δ) Αν η ανισότητα περιέχει διαφορά της μορφής 𝑔(𝑥) − 𝑔(𝑥0 ), ενδεχομένως να


εφαρμόζεται το Θ.Μ.Τ. για την 𝑔 στο διάστημα [𝑥0 , 𝑥] ή [𝑥, 𝑥0 ].

• Ανισότητα με ολοκλήρωμα μπορεί να αποδειχθεί, αφού διαπιστωθεί αντίστοιχη


ανισότητα για την ολοκληρωτέα συνάρτηση.
Αν 𝑓(𝑥) ≥ 𝑔(𝑥) για κάθε 𝑥 ∈ [𝛼, 𝛽] και οι συνεχείς συναρτήσεις 𝑓 και 𝑔 δεν είναι
παντού ίσες στο [𝛼, 𝛽], τότε

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 5
𝛽 𝛽
∫𝛼 𝑓(𝑥)𝑑𝑥 > ∫𝛼 𝑔(𝑥)𝑑𝑥 .

16) Ασύμπτωτες

• Αν η 𝑓 είναι συνεχής στο ℛ, η 𝐶𝑓 δεν έχει καμιά κατακόρυφη ασύμπτωτη.


• Αν η 𝑓 είναι πολυωνυμική βαθμού 𝑣 ≥ 2, η 𝐶𝑓 δεν έχει καμιά ασύμπτωτη.
• Κάθε μη κατακόρυφη ευθεία είναι ασύμπτωτη του εαυτού της.
• Μια γραφική παράσταση έχει στο +∞ ή −∞ μόνο οριζόντια ή μόνο πλάγια
ασύμπτωτη ή καμιά ασύμπτωτη.
• Πιθανή κατακόρυφη ασύμπτωτη της 𝐶𝑓 είναι κάθε ευθεία 𝑥 = 𝛼, όπου 𝛼 άκρο
διαστήματος του 𝐷𝑓 ή σημείο ασυνέχειαs της 𝑓.
• Αν 𝑓(𝑥) = 𝜆𝑥 + 𝛽 + 𝑔(𝑥) και lim 𝑔(𝑥) = 0, τότε lim [𝑓(𝑥) − (𝜆𝑥 + 𝛽)] = 0 και
𝑥→±∞ 𝑥→±∞
η ευθεία 𝑦 = 𝜆𝑥 + 𝛽 είναι ασύμπτωτη της 𝐶𝑓 .

17) Χάραξη της 𝑪𝒇

Για να χαράξουμε τη γραφική παράσταση της 𝐶𝑓 , απαιτείται να βρεθούν:


α) Μονοτονία και τοπικά ακρότατα.

β) Κυρτότητα και σημεία καμπής.

γ) Όρια της 𝑓 στα άκρα των διαστημάτων του 𝐷𝑓 .

δ) Ασύμπτωτες της 𝐶𝑓 .

ε) Πίνακας μεταβολών της 𝑓.

στ) Σημεία τομής της 𝐶𝑓 με τους άξονες.

18) Άμεσος υπολογισμός ολοκληρώματος

𝛽 𝑓′(𝑥) 𝛽
α) ∫𝛼 𝑓(𝑥)
𝑑𝑥 = [ln|𝑓(𝑥)|]𝛼

𝛽
𝛽 (𝑓(𝑥))𝜈+1
β) ∫𝛼 (𝑓(𝑥))𝜈 ∙ 𝑓 ′ (𝑥)𝑑𝑥 = [ 𝜈+1
] ,𝜈 ≠ −1.
𝛼

𝛽 𝛽
γ) ∫𝛼 𝑓(𝑔(𝑥)) ∙ 𝑔′ (𝑥)𝑑𝑥 = [𝐹(𝑔(𝑥))]𝛼 , όπως π.χ. τα εξής:
𝛽 𝛽
i) ∫𝛼 𝑒 𝑓(𝑥) ∙ 𝑓 ′ (𝑥)𝑑𝑥 = [𝑒 𝑓(𝑥) ]𝛼
𝜆
𝜆 𝛼 𝑓(𝑥)
ii) ∫𝜅 𝛼 𝑓(𝑥) ∙ 𝑓 ′ (𝑥)𝑑𝑥 = [ ln 𝛼 ]
𝜅
𝛽 𝑓′(𝑥) 1 𝛽
iii) ∫𝛼 𝑓2 (𝑥) 𝑑𝑥 = [− 𝑓(𝑥)]
𝛼
𝛽 𝑓′(𝑥) 𝛽
iv) ∫𝛼 𝜎𝜐𝜈2 𝑓(𝑥)
𝑑𝑥 = [𝜀𝜑𝑓(𝑥)]𝛼

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 6
𝛽 𝑃(𝑥)
δ) Για το 𝐼 = ∫𝛼 𝑑𝑥 , 𝑃(𝑥) πολυώνυμο και 𝜈 ρητός, κάνουμε διάσπαση του κλάσματος.
𝑥𝜈

19) Ολοκλήρωση κατά παράγοντες

𝛽 𝛽 𝛽
∫𝛼 𝑓 ′ (𝑥) ∙ 𝑔(𝑥)𝑑𝑥 = [𝑓(𝑥) ∙ 𝑔(𝑥)]𝛼 − ∫𝛼 𝑓(𝑥) ∙ 𝑔′ (𝑥)𝑑𝑥 (1)

Στο ολοκλήρωμα γινομένου δύο συναρτήσεων, γράφουμε τη μία με μορφή παραγώγου


𝑓(𝑥) = 𝐹′(𝑥)
𝛽
α) Στο ∫𝛼 𝑒 𝜅𝑥 ∙ 𝑃(𝑥)𝑑𝑥 γράφουμε την εκθετική ως παράγωγο.

𝛽 𝛽
β) Στο ∫𝛼 𝜂𝜇𝜅𝑥 ∙ 𝑃(𝑥)𝑑𝑥 ή ∫𝛼 𝜎𝜐𝜈𝜅𝑥 ∙ 𝑃(𝑥)𝑑𝑥 γράφουμε την τριγωνομετρική ως παράγωγο.

𝛽 𝛽
γ) Στο 𝛪 = ∫𝛼 𝑒 𝜅𝑥 ∙ 𝜂𝜇𝜆𝑥 𝑑𝑥 ή 𝛪 = ∫𝛼 𝑒 𝜅𝑥 ∙ 𝜎𝜐𝜈𝜆𝑥 𝑑𝑥 γράφουμε την εκθετική ως παράγωγο,
εφαρμόζουμε τον τύπο (1) δύο φορές και καταλήγουμε σε εξίσωση ως προς 𝛪.

𝛽
δ) Στο 𝛪 = ∫𝛼 𝑓(𝑥) ∙ 𝑙𝑛𝑔(𝑥) 𝑑𝑥 γράφουμε την 𝑓(𝑥) ως παράγωγο.

20) Ολοκλήρωση ρητής συνάρτησης

α) Αν ο αριθμητής έχει μικρότερο βαθμό από τον παρονομαστή, γράφουμε το κλάσμα ως


άθροισμα απλών κλασμάτων και η ολοκλήρωση είναι άμεση.

β) Αν ο αριθμητής έχει μεγαλύτερο ή ίσο βαθμό με τον παρονομαστή, τότε κάνουμε τη


διαίρεση των δύο πολυωνύμων, παίρνουμε την ταυτότητα της διαίρεσης (∆= 𝛿 ∙ 𝜋 + 𝜐),
𝜐
κάνουμε διάσπαση του κλάσματος και για το έχουμε την πρώτη περίπτωση.
𝛿

21) Ολοκλήρωση με αλλαγή μεταβλητής

α) Για τα ολοκληρώματα
𝛽 𝛽 𝛽 𝛽
∫𝛼 𝑓(𝑒 𝑥 )𝑑𝑥 , ∫𝛼 𝑓(√𝑥)𝑑𝑥 , ∫𝛼 𝑓(𝜂𝜇𝑥)𝜎𝜐𝜈𝑥 𝑑𝑥 και ∫𝛼 𝑓(𝜎𝜐𝜈𝑥)𝜂𝜇𝑥 𝑑𝑥
θέτουμε αντίστοιχα 𝑒 𝑥 = 𝑡, √𝑥 = 𝑡, 𝜂𝜇𝑥 = 𝑡 και 𝜎𝜐𝜈𝑥 = 𝑡.

𝛽 𝑃(𝑥)
β) Για το 𝛪 = ∫𝛼 (𝑥−𝑎)𝜅
𝑑𝑥 , 𝜅 ∈ ℕ∗ , θέτουμε 𝑥 − 𝑎 = 𝑡 και κάνουμε διάσπαση κλάσματος.

𝛽
γ) Γενικά, το ∫𝛼 𝑓(𝑔(𝑥)) ∙ 𝑔′(𝑥)𝑑𝑥 , με την αντικατάσταση 𝑔(𝑥) = 𝑡 γράφεται
𝜆
𝛪 = ∫𝜅 𝑓(𝑡)𝑑𝑡.

𝛽
δ) Για τον υπολογισμό του 𝛪 = ∫𝛼 𝑓 −1 (𝑥)𝑑𝑥, χωρίς να γνωρίζουμε την 𝑓 −1 , θέτουμε
𝑓 −1 (𝑥) = 𝑡.

22) Ολοκλήρωση τριγωνομετρικών συναρτήσεων

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 7
Χρησιμοποιούνται οι ταυτότητες
i) 𝜂𝜇2 𝑥 + 𝜎𝜐𝜈 2 𝑥 = 1
1
ii) 𝜀𝜑2 𝑥 + 1 = 𝜎𝜐𝜈2 𝑥
1
iii) 𝜎𝜑2 𝑥 + 1 = 𝜂𝜇2 𝑥
1
iv) 𝜂𝜇2 𝑥 = 2 (1 − 𝜎𝜐𝜈2𝑥)
1
v) 𝜎𝜐𝜈 2 𝑥 = 2 (1 + 𝜎𝜐𝜈2𝑥)

σε συνδυασμό με ολοκλήρωση κατά παράγοντες ή αλλαγή μεταβλητής.


Υπάρχουν και ιδιάζουσες περιπτώσεις, όπως π.χ. τα ολοκληρώματα
𝛽 𝛽 𝛽 𝛽 𝛽 𝛽
1 1 𝜈 𝜈
1 1
∫ 𝑑𝑥 , ∫ 𝑑𝑥 , ∫ 𝜀𝜑 𝑥 𝑑𝑥 , ∫ 𝜎𝜑 𝑥 𝑑𝑥 , ∫ 𝜈
𝑑𝑥 και ∫ 𝜈
𝑑𝑥 .
𝛼 𝜂𝜇𝑥 𝛼 𝜎𝜐𝜈𝑥 𝛼 𝛼 𝛼 𝜂𝜇 𝑥 𝛼 𝜎𝜐𝜈 𝑥

23) Απόδειξη ισότητας ολοκληρωμάτων

Για να αποδειχθεί ισότητα της μορφής


𝛽 𝛿
∫ 𝑓(𝑥)𝑑𝑥 = ∫ 𝑓(𝑔(𝑥))𝑑𝑥 ,
𝛼 𝛾
θέτουμε στο 1ο ολοκλήρωμα 𝑥 = 𝑔(𝑡).

Αναφέρουμε χαρακτηριστικές περιπτώσεις:


𝛼 𝛼
α) Για την ισότητα ∫0 𝑓(𝑥)𝑑𝑥 = ∫0 𝑓(𝛼 − 𝑥)𝑑𝑥 θέτουμε 𝑥 = 𝛼 − 𝑡.

𝜋⁄ 𝜋⁄ 𝜋
β) Για την ισότητα ∫0 2 𝑓(𝜂𝜇𝑥)𝑑𝑥 = ∫0 2 𝑓(𝜎𝜐𝜈𝑥)𝑑𝑥 θέτουμε 𝑥 = 2 − 𝑡.

γ) Για ολοκλήρωμα άρτιας ή περιττής συνάρτησης θέτουμε 𝑥 = −𝑡.

24) Εμβαδόν χωρίου από τρεις γραφικές παραστάσεις

Για να υπολογίσουμε το εμβαδόν του χωρίου μεταξύ των 𝐶𝑓 , 𝐶𝑔 και 𝐶ℎ , σχεδιάζουμε τις
γραφικές παραστάσεις, από τα κοινά σημεία φέρουμε κατακόρυφες ευθείες και έχουμε
άθροισμα ή διαφορά γνωστών εμβαδών.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 8
α)

𝛽 𝛾
𝛦 = ∫ (𝑔(𝑥) − 𝑓(𝑥))𝑑𝑥 + ∫ (ℎ(𝑥) − 𝑓(𝑥))𝑑𝑥 .
𝛼 𝛽

β)

𝛾 𝛾
𝛦 = ∫ (𝑔(𝑥) − 𝑓(𝑥))𝑑𝑥 − ∫ (ℎ(𝑥) − 𝑓(𝑥))𝑑𝑥 .
𝛼 𝛽

25) Συναρτησιακές εξισώσεις

α) Αν δίνεται η έκφραση 𝑓(𝑥 + 𝑦), όπως π.χ. 𝑓(𝑥 + 𝑦) = 𝑓(𝑥) ∙ 𝑓(𝑦), και ζητάμε το
𝑓(𝑥)−𝑓(𝑥0 )
lim 𝑓(𝑥) ή lim 𝑥−𝑥0
, τότε θέτουμε 𝑥 − 𝑥0 = ℎ, οπότε lim 𝑓(𝑥) = lim 𝑓(𝑥0 + ℎ).
𝑥→𝑥0 𝑥→𝑥0 𝑥→𝑥0 ℎ→0

β) Αν δίνεται η έκφραση 𝑓(𝑥𝑦), όπως π.χ. 𝑓(𝑥𝑦) = 𝑒 𝑥 𝑓(𝑦) + 𝑒 𝑦 𝑓(𝑥), και ζητάμε το
𝑓(𝑥)−𝑓(𝑥0 ) 𝑥
lim 𝑓(𝑥) ή lim 𝑥−𝑥0
, όπου 𝑥0 ≠ 0, τότε θέτουμε 𝑥 = ℎ, οπότε
𝑥→𝑥0 𝑥→𝑥0 0
lim 𝑓(𝑥) = lim 𝑓(𝑥0 ℎ).
𝑥→𝑥0 ℎ→1

ΘΑΝΑΣΗΣ ΞΕΝΟΣ 9

You might also like