Professional Documents
Culture Documents
ΜΥΣΤΕΣ
Οι σηµαντικότεροι δηµιουργοί θρησκευτικών θεωριών της
ανθρωπότητας
ΡΑΜΑ
Ο ΑΡΙΟΣ ΚΥΚΛΟΣ
Ο Ζωροάστρης ρώτησε τον Ωροµάσδη, το µεγαλύτερο Δηµιουργό: “Ποιος είναι
ο πρώτος άνθρωπος µε τον οποίο συνοµίλησες
Ο Ωροµάσδης αποκρίθηκε: “Είναι ο ωραίος Γίµας, εκείνος που ήταν επικεφαλής
των Γενναίων. Του είπα να επαγρυπνεί πάνω στους κόσµους που µου ανήκουν και
του έδωσα µία χρυσή ροµφαία και µία σπάθη νικηφόρα. Και ο Γίµας προχώρησε στο
δρόµο του ήλιου και ενώθηκε µε τους γενναίους ανθρώπους στον περίφηµο Αϊρυά-
να-Βαέγια, που είναι δήµιουργηµένος αγνός.
Ζενδ-Α βέστα (Βενιδάδ-Σαδέ, 2 Φαργκάρδ)
Ω αγνή, ιερή φωτιά! Καθαρτήριο πυρ! Εσύ που κοιµάσαι µες στο ξύλο και
ανεβαίνεις µε λαµπρές φλόγες πάνω στο βωµό, εσύ είσαι η καρδιά της θυσίας, η
τολµηρή πτήση της προσευχής, η θεία σπίθα η κρυµµένη µέσα σ’ όλα τα πράγµατα
και η ένδοξη ψυχή του ήλιου.
Βεδικός ύµνος
5. Η βεδική θρησκεία
ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΉ ΤΟΥ µεγαλοφυΐα, ο µεγάλος µυητής των Αρίων είχε
δηµιουργήσει στο κέντρο της Ασίας, µέσα στο Ιράν, ένα λαό, µία
κοινωνία, ένα στρόβιλο ζωής, που έµελλαν ν’ ακτινοβολήσουν προς
κάθε κατεύθυνση. Οι αποικίες των πρώτων Αρίων εξαπλώθηκαν στην
Ασία και την Ευρώπη φέρνοντας µαζί τους τα ήθη τους, τις λατρείες
τους και τους θε-
ούς τους. Απ’ όλες τις θρησκείες ο κλάδος των Αρίων των Ινδιών
πλησιάζει περισσότερο προς τους αρχικούς Άριους.
Τα ιερά βιβλία των Ινδιών, οι βέδες, έχουν για εµάς τριπλή αξία.
Κατά πρώτον, µας οδηγούν προς την εστία της αρχαίας και αγνής
άριας θρησκείας, της οποίας οι βεδικοί ύµνοι είναι οι λαµπρές ακτίνες.
Μας δίνουν έπειτα το κλειδί των Ινδιών. Τέλος, µας παρουσιάζουν µια
πρώτη αποκρυστάλλωση των ιδεών-µητέρων της εσωτερικής
διδασκαλίας και όλων των αρίων θρησκειών 14 .
Ας περιοριστούµε σε µία σύντοµη επισκόπηση του περιβλήµατος
και του πυρήνα της βεδικής θρησκείας.
Δεν υπάρχει τίποτα απλούστερο και πιο µεγαλειώδες από τη
θρησκεία αυτή, στην οποία µια βαθιά φυσιολατρία αναµειγνύεται µ’
έναν υπερβατικό πνευµατισµό. Προτού ανατεί- λει η ηµέρα, ο άνδρας,
ο αρχηγός της οικογένειας, είναι όρθιος µπροστά απ’ τον πήλινο βωµό,
όπου καίει φωτιά αναµµένη µε δυο κοµµάτια ξύλο. Στο λειτούργηµά
του αυτό, ο ίδιος ο αρχηγός είναι συγχρόνως πατέρας, ιερέας και
βασιλιάς της θυσίας. Ενώ η αυγή προβάλλει, λέει ένας βεδικός
ποιητής, “σα µια γυναίκα που βγαίνει από το λουτρό και που ύφανε το
οµορφότερο πέπλο”, ο αρχηγός απαγγέλλει µία προσευχή, µια
επίκληση προς την Ούσα (την Αυγή), το Σαβί- τρη (τον Ήλιο) και τους
Ασούρες (τα πνεύµατα της ζωής). Η µητέρα και οι γιοι χύνουν το
αφέψηµα της ασκληπιάδας, το σόµα, µέσα στον Αγνή, τη φωτιά. Κι η
φλόγα που ανεβαίνει προς τον ουρανό φέρνει στους αόρατους θεούς
την εξαγνισµένη δέηση, η οποία βγαίνει από τα χείλη του πατριάρχη
και από την καρδιά της οικογένειας.
Η ψυχική κατάσταση του βεδικού ποιητή είναι αποµακρυσµένη
τόσο από την ελληνική αισθησιοκρατία (µιλώ για τις λαϊκές λατρείες
της Ελλάδας, όχι για τη διδασκαλία των Ελλήνων µυστών), που
φαντάζεται τους κοσµικούς θεούς µε ωραία ανθρώπινα σώµατα, όσο κι
από τον ιουδαϊκό µονοθεϊσµό, που λατρεύει τον άµορφο Αιώνιο, τον
πανταχού παρόντα. Για το βεδικό ποιητή, η φύση µοιάζει µε ένα
διαφανές πέπλο, πίσω από το οποίο κινούνται δυνάµεις αστάθµητες
και θεϊκές. Αυτές τις δυνάµεις επικαλείται, αυτές λατρεύει, αυτές
προσωποποιεί, αλλά χωρίς να παραπλανάται από τις µεταφορές του.
ΓΓ αυτόν ο Σαβίτρης δεν είναι τόσο ο ήλιος, όσο ο Βιβασβάτης, η
δηµιουργός δύναµη της ζωής, την οποία αυτός εµψυχώνει κι η οποία
ζωογονεί το ηλιακό σύστηµα. Ο
Ίνδρας, ο θείος πολεµιστής, που διατρέχει τον ουρανό πάνω στο
χρυσό του άρµα, που εξακοντίζει τον κεραυνό και σκίζει τα σύννεφα,
προσωποποιεί τη δύναµη του ίδιου ήλιου µέσα στην ατµοσφαιρική
ζωή, µέσα στη µεγάλη διαφάνεια των αέρων.
Όταν επικαλούνται το Βαρούνα, τον ουρανό των Ελλήνων, το θεό
του απείρου, του φωτεινού ουρανού που περιβάλλει όλα τα πράγµατα,
οι βεδικοί ποιητές ανέρχονται ακόµα υψηλότερα. “Αν ο Ίνδρας
αντιπροσωπεύει την ενεργό και µαχητική ζωή του ουρανού, ο
Βαρούνας παριστάνει την ακίνητη µεγαλειότητά του. Τίποτα δε φτάνει
τη µεγαλοπρέπεια των περιγραφών που κάνουν γι’ αυτόν οι ύµνοι. Ο
ήλιος είναι ο οφθαλµός του, ο ουρανός η φορεσιά του, η θύελλα η
αναπνοή του. Αυτός εγκατέστησε πάνω σ’ ασάλευτα θεµέλια τον
ουρανό και τη γη, κι αυτός τα κρατεί χωρισµένα. Δηµιούργησε το παν
και συντηρεί το παν. Τίποτα δε θα µπορούσε να πειράξει τα έργα του
Βαρούνα. Τίποτα δεν τον διαπερνά· αλλά αυτός τα γνωρίζει όλα και
βλέπει όλα όσα υπάρχουν και θα υπάρχουν. Από τις κορυφές του
ουρανού, όπου εδρεύει µέσα σ’ ένα παλάτι µε χίλιες πόρτες, διακρίνει
τα ίχνη των πουλιών στον αέρα και τα ίχνη των πλοίων πάνω στα
κύµατα. Από ’κεί, από το ύψος του χρυσού και µε χάλκινα θεµέλια
θρόνου του, επιθεωρεί και κρίνει τις ενέργειες των ανθρώπων. Είναι
αυτός που συγκρατεί την τάξη στο σύµπαν και στην κοινωνία. Τιµωρεί
τον ένοχο. Είναι φιλεύσπλαχνος προς τον άνθρωπο που µετανοεί. Έτσι
λοιπόν, προς αυτόν υψώνεται η κραυγή της αγωνίας της τύψης. Μπρος
στην όψη του έρχεται ο αµαρτωλός να ελαφρωθεί από το βάρος του
κρίµατός του. Αλλού η βεδική θρησκεία είναι υµνητική, άλλοτε υψηλά
θεωρητική. Με το Βαρούνα, κατεβαίνει στα βάθη της συνείδησης και
πραγµατοποιεί την έννοια της αγνότητας 15 ”. Ας προσθέσουµε ότι
ανυψώνεται στην καθαρή έννοια ενός µόνου Θεού, ο οποίος διεισδύει
κι εξουσιάζει το µέγα Σύµπαν.
Εντούτοις, οι µεγαλειώδεις αυτές εικόνες, οι οποίες στους ύµνους
κυλούν σε πλατιά κύµατα, σαν ορµητικά ποτάµια, δε µας δίνουν παρά
το περίβληµα των βεδών. Με την έννοια του Αγνή, του θείου πυρός,
προσεγγίζουµε τον πυρήνα της διδασκαλίας, την εσωτερική κι
υ π ε ρ β α τ ι κ ή τ η ς ο υ σ ί α . Π ρ ά γ µ α τ ι , ο Αγ ν ή ς ε ί ν α ι ο κο σ µ ι κό ς
παράγοντας, το κατεξοχήν παγκόσµιο στοιχείο. “Δεν είναι µόνο η
γήινη φωτιά της αστραπής και του ήλιου. Η αληθινή του πατρίδα είναι
ο αόρατος, ο µυ-
στικός ουρανός, έδρα του αιώνιου φωτός και των πρώτων αρχών
όλων των πραγµάτων. Οι γεννήσεις του είναι άπειρες: είτε αναπηδά
µέσα από το ξύλο, όπου κοιµάται όπως το έµβρυο µέσα στη µήτρα,
είτε ορµά ως “γιος των κυµάτων”, µαζί µε τη βροντή, από τις ουράνιες
ακτές, όπου οι Ασβιναίοι, οι ουράνιοι ιππότες, τον παρήγαγαν. Είναι ο
πρεσβυτερος των θεών, αρχιερέας στον ουρανό όπως και επί της γης,
και λειτούργησε µέσα στην έδρα του Βιβασβάτη (του ουρανού ή του
ήλιου) πολύ πριν ο Μαθαρίσβας (η αστραπή) τον µεταφέρει στους
θνητούς, κι ο Αθαρβάνης και οι Αγκίρας, οι παλιοί ιεροθύτες, τον
εγκαταστήσουν εδώ κάτω, ως τον προστάτη, το φιλοξενούµενο και το
φίλο των ανθρώπων. Κύριος και γεννήτορας της θυσίας, ο Αγνής
γίνεται ο κοµιστής όλων των µυστικιστικών θεωριών, των οποίων ο
σκοπός είναι η θρησκεία. Γεννά τους θεούς, οργανώνει τον κόσµο,
παράγει και διατηρεί την παγκόσµια ζωή —µε µία λέξη, είναι
κοσµογονική δύναµη”.
“Το Σόµα είναι το συµπλήρωµα του Αγνή. Στην πραγµατικότητα,
είναι το εκχύλισµα ενός βρασµένου φυτού που χύνεται σπονδή στους
θεούς κατά τη θυσία. Αλλά όπως ο Αγνής, έτσι κι αυτό έχει µια
µυστική ύπαρξη. Η υπέρτατη διαµονή του είναι µέσα στα βάθη του
τρίτου ουρανού, όπου η Σουρί- α, η κόρη του ήλιου, το έχει µαγεµένο.
Εκεί το βρήκε ο Που- σάνης, ο τροφέας θεός. Από εκεί ο Ιέραξ,
σύµβολο της αστραπής, ή και ο ίδιος ο Αγνής, το έκλεψαν από τον
ουράνιο Τοξότη, από το Γανδάρβα, το φύλακά του, και το έφεραν
στους ανθρώπους. Οι θεοί το ήπιαν κι έγιναν αθάνατοι. Οι άνθρωποι
θα γίνουν µε τη σειρά τους, όταν θα το πιουν στη χώρα των µακάρων.
Εν τω µεταξύ, τους δίνει εδώ κάτω το σφρίγος και την πλησµονή των
ηµερών, είναι η αµβροσία και το ύδωρ της νεότητας. Τρέφει, διαπερνά
τα φυτά, ζωογονεί το σπέρµα των ζώων, εµπνέει τον ποιητή και δίνει
την ορµή της προσευχής. Ψυχή του ουρανού και της γης, του Τνδρα
και του Βισνού, σχηµατίζει µαζί µε τον Αγνή ένα αδιαχώριστο ζευγάρι.
Αυτό το ζεύγος άναψε τον ήλιο και τα άστρα”. 16
Η έννοια του Αγνή και του Σόµα περιέχει τα δυο ουσιώδη στοιχεία
του σύµπαντος κατά την εσωτερική διδασκαλία και σύµφωνα µε κάθε
ζωντανή φιλοσοφία. Ο Αγνής είναι το Αιώνιο Άρρεν, ο δηµιουργός
Νους, το αγνό Πνεύµα. Το Σόµα είναι το Αιώνιο Θήλυ, η ψυχή του
κόσµου ή αιθέρια υπόσταση, µήτρα όλων των κόσµων, των ορατών και
αόρατων για τους
οφθαλµούς της σάρκας, και τέλος η φύση ή η λεπτή υλη κατά τις
άπειρες µεταµορφώσεις της 17 . Εποµένως, η τέλεια ένωση των δόο
αυτών όντων αποτελεί το υπέρτατο Ον, την ουσία του Θεού.
Από τις δυο αυτές κεφαλαιώδεις ιδέες προβάλλει µία τρίτη, όχι
λιγότερο γόνιµη. Οι βέδες θεωρουν την κοσµογονική πράξη ως µία
διηνεκή θυσία. Για να παραγάγει κάθε τι που υπάρχει, το υπέρτατο Ον
θυσιάζεται αυτό το ίδιο. Διαµοιράζει τον εαυτό του για να εξέλθει από
την κατάσταση της ενότητάς του. Η θυσία αυτή θεωρείται λοιπόν ως
το ζωτικό σηµείο όλων των λειτουργιών της φύσης. Η ιδέα αυτή που
κα- ταρχάς προκαλεί την έκπληξη, η πολύ βαθιά όταν κανείς τη
σκεφτεί καλά, περιέχει εν σπέρµατι όλη τη θεοσοφική διδασκαλία της
εξέλιξης του Θεού µέσα στον κόσµο, την εσωτερική σύνθεση του
πολυθεϊσµου και του µονοθεϊσµού. Θα γεννήσει τη διονυσιακή
διδασκαλία της πτώσης και της απολύτρωσης των ψυχών, η οποία θα
αναπτυχθεί µε τον Ερµή και τον Ορφέα. Από εκεί θα αναβρύσει η
διδασκαλία περί του θείου Λόγου, την οποία κήρυξε ο Κρίσνας κι η
οποία τελειώ- θηκε µε τον Ιησού Χριστό.
Η θυσία της φωτιάς, µε τις ιεροτελεστίες και τις προσευχές της,
κέντρο αµετάθετο της βεδικής λατρείας, γίνεται έτσι η εικόνα της
µεγάλης αυτής κοσµογονικής πράξης. Οι βέδες αποδίδουν πρωτεύουσα
σηµασία στην προσευχή, στον τύπο της επίκλησης που συνοδεύει τη
θυσία. Γι’ αυτό παριστάνουν την προσευχή ως θεά: τη
Βραχµανασπάτη. Η πίστη στην επι- κλητική και δηµιουργό δύναµη του
ανθρώπινου λόγου, συνο- δευόµενη από την ισχυρή κίνηση της ψυχής
ή από µια έντονη προβολή της θέλησης, είναι η πηγή όλων των
λατρειών κι η λογική της µαγείας στην αιγυπτιακή και τη χαλδαϊκή
διδασκαλία. Για το βεδικό και το βραχµανικό ιερέα, οι Ασουρες, οι
αόρατοι κύριοι, και οι Πιτρίες, οι ψυχές των προγόνων, θεωρούνται
ότι κάθονται πάνω στη χλόη κατά τη διάρκεια της θυσίας,
προσελκυόµενες από τη φωτιά, τους ψαλµους και την προσευχή. Η
γνώση η οποία αναφέρεται στο µέρος αυτό της λατρείας είναι αυτή της
ιεραρχίας των πνευµάτων κάθε τάξης.
Όσον αφορά την αθανασία της ψυχής, οι βέδες τη βεβαιώνουν όσο
το δυνατόν µεγαλόφωνα κι απροκάλυπτα. “Υπάρχει ένα αθάνατο µέρος
του ανθρώπου· αυτό, ω Αγνή, πρέπει να το θερµάνεις µε τις ακτίνες
σου, να το φλογίσεις µε τις
φωτιές σου. Ω Γιαταβέδα, µέσα στο ένδοξο σώµα, το σχηµατισµένο
από σένα, µετάφερέ το στον κόσµο των ευσεβών”. Οι βεδικοί ποιητές
δεν υποδεικνύουν µόνο το πεπρωµένο της ψυχής, ανησυχουν επίσης
και για την καταγωγή της. “Από που γεννήθηκε η ψυχή; Υπάρχουν
ψυχές που έρχονται προς εµάς και φεΰγουν, που φεύγουν και πάλι
έρχονται”. Ιδού αµέσως σε δυο λέξεις η διδασκαλία της
µετενσάρκωσης, η οποία θα παίξει πρωτεύοντα ρόλο στο βραχµανισµό
και το βουδισµό, στους Αιγυπτίους και τους Ορφικούς, στη φιλοσοφία
του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα, το µυστήριο των µυστηρίων, το
άδυτο των άδυτων.
Πώς να µην αναγνωρίσουµε, υστέρα από αυτά, µέσα στις βέδες τις
µεγάλες γραµµές ενός οργανικού θρησκευτικού συστήµατος, µιας
φιλοσοφικής αντίληψης του συµπαντος; Δεν υπάρχει σ’ αυτές η βαθιά
µόνο διαίσθηση των λογικών αληθειών, των προγενέστερων και
ανώτερων από την παρατήρηση, αλλά υπάρχει επιπλέον ενότητα κι
ευρύτητα θεώρησης στην κατανόηση της φύσης, στη διάταξη των
φαινοµένων της. Σαν κρύσταλλο, η συνείδηση του βεδικού ποιητή
αντανακλά τον ήλιο της αιώνιας αλήθειας και µέσα στο λαµπρό αυτό
πρίσµα παίζουν ήδη όλες οι ακτίνες της παγκόσµιας θεοσοφίας. Οι
αρχές της αιώνιας διδασκαλίας είναι µάλιστα πιο ορατές εδώ παρά στα
άλλα ιερατικά βιβλία των Ινδιών και στις άλλες σηµιτικές ή αρχαίες
θρησκείες, εξαιτίας της µοναδικής ελευθεροστοµίας των βεδικών
ποιητών και της διαφάνειας της πρωτόγονης αυτής θρησκείας, της
τόσο υψηλής και τόσο αγνής. Την εποχή εκείνη, η διάκριση µεταξύ
µυστηρίων και λαϊκής λατρείας δεν υπήρχε. Αλλά διαβάζοντας
προσεκτικά τις βέδες, παρατηρούµε ήδη, πίσω από τον πατέρα της
οικογένειας ή το λειτουργό ποιητή των ψαλµών, ένα άλλο πρόσωπο πιο
σπουδαίο: το σοφό, το µυηµένο, από τον οποίο οι άλλοι έλαβαν την
αλήθεια. Βλέπουµε, επίσης, ότι η αλήθεια αυτή µεταβιβάστηκε µέσω
µιας συνεχούς παράδοσης, που ανέρχεται µέχρι τις αρχές της άριας
φυλής.
Ιδού λοιπόν ο άριος λαός ριγµένος στο κατακτητικό κι
εκπολιτιστικό του στάδιο, κατά µήκος του Ινδού ποταµού και του
Γάγγη. Το αόρατο πνεύµα του Ράµα, ο Νους των θείων πραγµάτων, ο
Δεβα-Ναχούσσας βασιλεύει πάνω του. Ο Αγνής, το ιερό πυρ,
κυκλοφορεί µέσα στις φλέβες του. Μία ροδόχρωµη αυγή περιβάλλει
την ηλικία αυτή της νεότητας, της ισχύος, της ενηλικίωσης. Η
οικογένεια συστήθηκε, η γυναίκα
έγινε σεβαστή. Ιέρεια στην οικιακή εστία, συνθέτει κάποτε ή και
ψάλλει η ίδια τους υµνους. “Είθε να ζήσει εκατό φθινόπωρα ο συζυγος
αυτής της γυναίκας!” λέει ένας ποιητής.
Αγαπούν τη ζωή, αλλά πιστεύουν επίσης και στο υπερπέραν. Ο
βασιλιάς κατοικεί σ’ ένα παλάτι πάνω στο λόφο που δεσπόζει στην
περιοχή. Σε καιρό πολέµου ανεβαίνει πάνω σε λαµπρή άµαξα,
ντυµένος µε αστραφτερή πανοπλία, εστεµµένος µε τιάρα - λάµπει σαν
το θεό Ίνδρα.
Αργότερα, όταν οι βραχµάνοι θα εγκαθιδρυσουν την εξουσία τους,
θα δούµε να αναγείρεται, κοντά στο παλάτι του Μαχαραγιά ή του
µεγάλου βασιλιά, η πέτρινη παγόδα, από την οποία θα προέλθουν οι
τέχνες, η ποίηση και το δράµα των θεών, που θα το µιµούνται και θα
το τραγουδούν ιερωµένες χορεύτριες. Επί του παρόντος, υφίστανται
κοινωνικές τάξεις, αλλά χωρίς αυστηρότητα, χωρίς απόλυτο φραγµό. Ο
πολεµιστής είναι ιερέας κι ο ιερέας πολεµιστής, συνηθέστερα δε
ακόλουθος του αρχηγού ή του βασιλιά.
Αλλά να ένα πρόσωπο µε φτωχική όψη, αλλά µε το µέλλον µπροστά
του. Με αχτένιστα µαλλιά και γενειάδα, ηµίγυµνος, σκεπασµένος µε
κόκκινα κουρέλια. Αυτός ο ασκητής, αυτός ο ερηµίτης κατοικεί κοντά
στις ιερές λίµνες, µες στις άγριες ερηµιές, όπου παραδίνεται σε
στοχασµούς και στην ασκητική ζωή. Πότε-πότε έρχεται να νουθετήσει
τον αρχηγό ή το βασιλιά. Συνήθως τον διώχνουν, δεν τον ακοΰν, αλλά
τον σέβονται και τον φοβούνται. Ασκεί ήδη µια φοβερή δύναµη.
Μεταξύ του βασιλιά, που κάθεται πάνω στο χρυσό του αµάξι,
περιτριγυρισµένος από τους πολεµιστές του, και του σχεδόν γυµνου
εκείνου ασκητή, που δεν έχει άλλα όπλα από τη σκέψη του, το λόγο
του και τη µατιά του, θα υπάρξει ένας αγώνας. Κι ο φοβερός νικητής
δε θα είναι ο βασιλιάς - θα είναι ο ερηµίτης, ο αδυνατισµένος ζητιάνος,
γιατί αυτός θα έχει τη γνώση και τη θέληση.
Η ιστορία της πάλης αυτής είναι η ιστορία του βραχµανισµού, όπως
αργότερα θα είναι η ιστορία του βουδισµού, και µέσα σ’ αυτήν
συνοψίζεται περίπου όλη η ιστορία των Ινδιών.
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΡΙΣΝΑ
ΟΙ ΙΝΔΙΕΣ ΚΑΙ Η ΒΡΑΧΜΑΝΙΚΗ ΜΥΗΣΗ
Φέρεις µέσα σου έναν υπέροχο χρίλο, που δεν τον ξέρεις. Διότι ο Θεός διαµένει
στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου, αλλά λίγοι ξέρουν να τον βρουν. Ο άνθρωπος που
θυσιάζει τους πόθους του και τα έργα του στο Ον από το οποίο προέρχονται οι αρχές
παντός πράγµατος και από το οποίο σχηµατίστηκε το σόµπαν, επιτυγχάνει µε αυτή
του τη θυσία την τελειότητα. Διότι αυτός που βρίσκει µέσα στον εαυτό του την
ευτυχία του και τη χαρά του, καθώς επίσης και το χρως του, αυτός αποτελεί ένα µε
το Θεό. Λοιπόν, γνώριζέ το, η ψυχή που κατόρθωσε να βρει το Θεό λυτρώθηκε από
την εκ νέου γέννηση κι από το θάνατο, από το γήρας κι από τον πόνο, και πίνει το
νερό της αθανασίας.
Βαγαβαδζίτα
1. Οι ηρωικές Ινδίες - Οι γιοι του ήλιου και οι γιοι της σελήνης
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ της Ινδικής από τους Άριους προήλθε ένας από
τους λαµπρότερους πολιτισµούς που γνώρισε η γη. Ο Γάγγης και οι
παραπόταµοί του είδαν να γεννιούνται µεγάλα βασίλεια και απέραντες
πρωτεύουσες, όπως ήταν η Αϊοδεά, η Αστιναπούρα και η Ινδραπέχτα.
Οι επικές διηγήσεις της Μα- χαµηχαράτα κι οι λαϊκές κοσµογονίες των
Πουρανών, που περικλείουν τις αρχαιότερες ιστορικές παραδόσεις των
Ινδιών, µιλούν µε θαυµασµό για το βασιλικό πλούτο, για το ηρωικό
µεγαλείο και για το ιπποτικό πνεύµα των µακρινών εκείνων εποχών.
Δεν υπάρχει θέαµα πιο υπερήφανο αλλά και πιο ευγενές από έναν
τέτοιο άριο βασιλιά των Ινδιών, όρθιο πάνω στην πολεµική του άµαξα,
ενώ διοικεί στρατιές ελεφάντων, αλόγων και πεζών στρατιωτών. Ένας
βεδικός ιερέας χρίει ως εξής το βασιλιά του µπρος στο συναθροισµένο
πλήθος: “Σε έφερα εν µέσω ηµών. Όλος ο λαός σε θέλει. Ο ουρανός
είναι στερεός* η γη είναι στερεά* τα βουνά αυτά είναι στερεά* είθε κι
ο βασιλιάς των οικογενειών να είναι οµοίως στερεός”.
Σε ένα µεταγενέστερο κώδικα των νόµων, το Μανάβα- Δάρµα-
Σάτρα, διαβάζει κανείς: “Αυτοί οι κύριοι του κόσµου, οι οποίοι µε τον
πόθο τους να ξεκάνει ο ένας τον άλλο αναπτύσσουν όλη τους τη
ζωηρότητα κατά τη µάχη, δίχως να αποστρέψουν ποτέ το πρόσωπο,
αυτοί µετά το θάνατό τους ανεβαίνουν κατευθείαν στον ουρανό”.
Πράγµατι, λέγονται απόγονοι των θεών, νοµίζουν τον εαυτό τους
αντίπαλο εκείνων και είναι έτοιµοι να γίνουν κι αυτοί θεοί. Η υιική
υπακοή, το στρατιωτικό θάρρος, µαζί µε ένα αίσθηµα µεγαλόψυχης
προστασίας εναντίον όλων —ιδού το ιδανικό του ανθρώπου. Όσον
αφορά τη γυναίκα, η ινδική εποποιία, ταπεινή θεραπαινίδα των
Βραχµάνων, δε µας την παρουσιάζει σχεδόν παρά µόνο µε τα
χαρακτηριστικά της πιστής συζύγου. Ούτε οι Έλληνες, ούτε οι λαοί
του βορρά δε φαντάστηκαν ποτέ στα ποιήµατά τους συζύγους τόσο
λεπτές, τόσο ευγενικές, τόσο ενθουσιώδεις, όσο η γεµάτη πάθος Σιτά ή
η τρυφερή Δαµαγιάντι.
Εκείνο που δε µας λέει η ινδική εποποιία είναι το βαθύ µυστήριο
της ανάµειξης των φυλών και η βραδεία εκκόλαψη των θρησκευτικών
ιδεών, οι οποίες επέφεραν τις βαθιές αλλαγές στην κοινωνική
οργάνωση της βεδικής Ινδίας. Οι Άριοι,
κατακτητές που ανήκαν σε µια αµιγή φυλή, βρίσκονταν ενώπιον
φυλών πολύ ανακατεµένων και πολύ κατώτερων, στις οποίες ο κίτρινος
και ο ερυθρός τύπος διασταυρώνονταν πάνω σε µια βάση µαύρη,
ποικίλων αποχρώσεων. Ο ινδικός πολιτισµός µάς φανερώνεται έτσι ως
τεράστιο βουνό, που έχει στη βάση του µια µαύρη φυλή, στις πλευρές
του τους µιγάδες και στην κορυφή του τους καθαρούς Άριους. Επειδή
ο χωρισµός των κοινωνικών τάξεων δεν ήταν αυστηρός κατά την
αρχέγο- νη εποχή, έγιναν µεγάλες αναµείξεις µεταξύ των λαών αυτών.
Η καθαρότητα της κατακτήτριας φυλής αλλοιώθηκε ολοένα και
περισσότερο µε την πάροδο των χρόνων. Αλλά µέχρι τις µέρες µας
παρατηρούµε την επικράτηση του άριου τύπου στις ανώτερες τάξεις
και του µαύρου τύπου στις κατώτερες. Λοιπόν, από τα θολά κατώτερα
στρώµατα της ινδικής κοινωνίας σηκωνόταν πάντοτε, όµοιος προς τα
µιάσµατα της ζούγκλας, τα ανακατεµένα µε τη βρόµα των θηρίων, ένας
κουρνιαχτός παθών, ένα µείγµα χαύνωσης κι αγριότητας. Το πλε-
ονάζον µαύρο αίµα έδωσε στην Ινδία το ιδιαίτερό της χρώµα. Έκανε
τη φυλή αδύναµη και την εκθήλυνε. Το θαύµα είναι ότι, παρ’ όλη αυτή
την ανάµειξη, οι κυρίαρχες ιδέες της λευκής φυλής µπόρεσαν να
διατηρηθούν στην κορυφή του πολιτισµού αυτού, µέσα από τόσες
επαναστάσεις.
Ιδού λοιπόν η εθνική βάση των Ινδιών, καλά προσδιορισµένη: από
το ένα µέρος, το πνεύµα της λευκής φυλής, µε το ηθικό του αίσθηµα
και τους υπέρτατους µεταφυσικούς πόθους του· από το άλλο µέρος, το
πνεύµα της µαύρης φυλής, µε τη σφοδρή ενεργητικότητά του και τη
διαλυτική του δύναµη. Πώς µεταφράζεται το διπλό αυτό πνεύµα στην
αρχαία θρησκευτική παράδοση των Ινδιών; Οι παλιότερες παραδόσεις
µιλούν για µια ηλιακή δυναστεία και µια σεληνιακή δυναστεία. Οι
βασιλείς της ηλιακής δυναστείας ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τον
ήλιο· οι άλλοι θεωρούνταν γιοι της σελήνης.
Ωστόσο, η µυστηριώδης αυτή γλώσσα υποδήλωνε δύο αντίθετες
θρησκευτικές αντιλήψεις και σήµαινε ότι οι δύο αυτές κατηγορίες
βασιλιάδων ακολουθούσαν δύο διαφορετικές λατρείες. Η ηλιακή
θρησκεία απέδιδε στο Θεό του ούµπα- ντος γένος αρσενικό. Γύρω από
την ηλιακή λατρεία συγκεντρωνόταν ό,τι πιο αγνό υπήρχε µέσα στη
βεδική παράδοση: η γνώση του ιερού πυρός και της προσευχής, η
εσωτερική έννοια του Υψίστου Θεού, ο σεβασµός στη γυναίκα, η
λατρεία
των προγόνων, η αιρετή και πατριαρχική βασιλεία. Η σεληνιακή
θρησκεία απέδιδε στη θεότητα θηλυκό γένος, υπό το έµβληµα του
οποίου οι θρησκείες του άριου κύκλου λάτρευαν πάντοτε τη φύση —
και συνήθως την τυφλή, ασυνείδητη φύση, στις βίαιες και τροµερές
εκδηλώσεις της. Η λατρεία αυτή είχε κλίση προς την ειδωλολατρία και
τη µαύρη µαγεία, ευνοούσε την πολυγαµία και την τυραννία, που
στηρίζονταν στα λαϊκά πάθη.
Ο αγώνας µεταξύ των γιων του ήλιου και των γιων της σελήνης,
µεταξύ των Πανδοϊδών και των Καουραβών, αποτελεί το θέµα της
µεγάλης ινδικής εποποιίας, της Μαχαµηχαράτα, η οποία είναι ένα είδος
συνοπτικής άποψης της ιστορίας της άριας Ινδίας, πριν την οριστική
ε γ κα θ ί δ ρ υ σ η τ ο υ β ρ α χ µ α ν ι σ µ ο ύ . Ο α γ ώ ν α ς α υ τ ό ς α φ θ ο ν ε ί σ ε
λυσσώδεις µάχες, σε παράδοξες κι ατέλειωτες περιπέτειες. Κατά τα
µέσα της γιγά- ντιας εποποιίας, οι Καουραβές, οι σεληνογενείς
βασιλιάδες, νικούν! Οι Πανδοΐδες, τα ευγενικά παιδιά του ήλιου, οι
φ ύ λ α κ ε ς τ ω ν α γ ν ώ ν τ ε λ ε τ ώ ν , ε κ θ ρ ο ν ί ζο ν τ α ι κ α ι ε ξο ρ ί ζο ν τ α ι .
Περιπλανώνται εξόριστοι, κρύβονται µες στα δάση, καταφεύγουν
κοντά σε αναχωρητές, φορούν ενδύµατα από φλοιούς δέντρων και
κρατούν ραβδιά ερηµιτών.
Μήπως πρόκειται να θριαµβεύσουν τα ένστικτα του όχλου; Άραγε οι
δυνάµεις του σκότους —που στην ινδική εποποιία παριστάνονται από
τους µαύρους Ραξάσες— θα κατανικήσουν τους φωτεινούς Δέβες; Η
τυραννία θα συντρίψει τους εκλεκτούς κάτω από την πολεµική της
άµαξα και ο κυκλώνας των κακών παθών θα σαρώσει το βεδικό βωµό
και θα σβήσει το ιερό πυρ των προγόνων; Όχι, η Ινδία δε βρίσκεται
παρά στις αρχές της θρησκευτικής της εξέλιξης και είναι προορισµένη
να αναπτύξει το µεταφυσικό και οργανωτικό της πνεύµα µε το θεσµό
του βραχµανισµού. Οι ιερείς µε το όνοµα ηουροχίτες (προορισµένοι για
τη θυσία του πυρός), οι οποίοι βρίσκονταν στην υπηρεσία των
βασιλιάδων και των αρχηγών, είχαν ήδη καταστεί οι σύµβουλοι κι οι
υπουργοί τους. Είχαν µεγάλα πλούτη και σηµαντική επιρροή. Αλλά δε
θα µπορούσαν να δώσουν στην τάξη τους την κυρίαρχη εκείνη ισχύ,
την απρόσβλητη εκείνη θέση τους, που βρίσκεται πάνω και από την
ίδια τη βασιλική εξουσία, χωρίς τη συνδροµή µιας άλλης τάξης
ανθρώπων, η οποία ενσαρκώνει ό,τι πιο πρωτότυπο και πιο βαθύ
διαθέτει το πνεύµα των Ινδιών. Αυτοί είναι οι αναχωρητές.
Από αµνηµονεύτων χρόνων οι ασκητές αυτοί κατοικούσαν σε
ερηµητήρια, στο βάθος των δασών, κοντά τις όχθες των ποταµών ή
µέσα στα βουνά, κοντά στις ιερές λίµνες. Τους έβρισκες άλλοτε
µόνους, άλλοτε συναθροισµένους σε αδελφότητες, αλλά πάντοτε
ενωµένους σε ένα και το αυτό πνεύµα. Στο πρόσωπο των πνευµατικών
αυτών βασιλιάδων αναγνώριζαν οι λαοί τους αληθινούς κυρίους των
Ινδιών. Κληρονόµοι των αρχαίων σοφών, αυτοί µόνο κατείχαν τη
µυστική ερµηνεία των βεδών. Μέσα σ’ αυτούς ζούσε το πνεύµα του
ασκητισµού, της απόκρυφης επιστήµης, των υπερβατικών δυνάµεων.
Για να φτάσουν σε αυτή την επιστήµη και αυτή τη δύναµη,
αντιµετωπίζουν τα πάντα, το ψύχος, το δυνατό ήλιο, τη φρίκη της
ζούγκλας. Ανυπεράσπιστοι µέσα στην ξύλινη καλύβα τους, ζουν
προσευχόµενοι και σκεπτόµενοι. Με τη φωνή, µε το βλέµµα,
προσκαλούν ή αποµακρύνουν τα φίδια, ηµερώνουν τα λιοντάρια και
τις τίγρεις. Ευτυχισµένος εκείνος που πετυχαίνει την ευλογία τους· θα
έχει τους Δέβες φίλους του! Δυστυχία σ’ εκείνον που τους
κακοµεταχειρίζεται ή τους φονεύει· η κατάρα τους, λένε οι ποιητές,
καταδιώκει τον ένοχο µέχρι την τρίτη του ενσάρκωση. Οι βασιλιάδες
τρέµουν µπρος στις απειλές τους και, περίεργο πράγµα, οι ασκητές
αυτοί προξενούν φόβο ακόµη και στους θεούς. Στη Ραµαγιά- να, ο
Βισµαβίτρα, ένας βασιλιάς που έγινε ασκητής, αποκτά τέτοια δύναµη
µε τη σκληραγωγία του και τους στοχασµούς του, που οι θεοί τρέµουν
για την ύπαρξή τους. Τότε ο Τνδρα τού στέλνει την πιο θελκτική από
τις Αψαρές, κι εκείνη έρχεται να λουστεί στη λίµνη µπροστά από την
καλύβα του αγίου. Ο αναχωρητής παρασύρεται από την ουράνια
νύµφη· ένας ή- ρωας γεννιέται από την ένωσή τους κι η ύπαρξη του
σύµπα- ντος εξασφαλίζεται για µερικές χιλιάδες χρόνια. Κάτω από τις
ποιητικές αυτές υπερβολές µαντεύουµε την πραγµατική και ανώτερη
εξουσία των αναχωρητών της λευκής φυλής, οι οποίοι µε µια βαθιά
µαντεία, µε µια έντονη θέληση, κυβερνούν την τρικυµιώδη ψυχή της
Ινδίας από το βάθος των δασών.
Από τον κόλπο της αδελφότητας των αναχωρητών έµελλε να
προέλθει η ιερατική επανάσταση, η οποία κατέστησε τις Ινδίες την πιο
τροµακτική θεοκρατία. Η νίκη της πνευµατικής ισχύος επί της
κοσµικής ισχύος, του αναχωρητή επί του βασιλιά, από την οποία
γεννήθηκε η δύναµη του βραχµανισµού, επήλθε µέσω ενός µεγάλου
µεταρρυθµιστή. Συµφιλιώ-
νοντας τα δυο ανταγωνιζόµενα πνεύµατα, της λευκής και της
µαύρης φυλής, την ηλιακή λατρεία και τη σεληνιακή λατρεία, ο θείος
αυτός άνθρωπος έγινε ο αληθινός δηµιουργός της εθνικής θρησκείας
των Ινδιών. Εκτός αυτού, µε τη διδασκαλία του, το ισχυρό αυτό
πνεύµα έδωσε στον κόσµο µια νέα ιδέα, που είχε τεράστιο αντίκτυπο:
την ιδέα του θείου λόγου ή της θεότητας ενσαρκωµένης και
φανερωµένης µέσω του ανθρώπου. Ο πρώτος αυτός µεσσίας, ο
πρεσβύτερος από τους γιους του θεού, ήταν ο Κρίσνα.
Ο θρύλος του έχει αυτό το πρωτεύον ενδιαφέρον, ότι δηλαδή
συνοψίζει και δραµατοποιεί όλη τη βραχµανική διδασκαλία. Μόνο που
έµεινε σαν σκορπισµένος και µετέωρος µέσα στην παράδοση, για το
λόγο ότι από το ινδικό πνεύµα λείπει απόλυτα η πλαστική δύναµη. Η
συγκεχυµένη και µυθική διήγηση της Βισνού-Πουράνα περιέχει
εντούτοις ιστορικά στοιχεία για τον Κρίσνα, ατοµικού και έντονου
χαρακτήρα. Αφετέρου, η Βαγαβαδζίτα, το θαυµάσιο αυτό κοµµάτι που
έχει παρεµβληθεί µέσα στο µεγάλο ποίηµα της Μαχαµηχαράτα, και που
οι βραχµάνες το θεωρουν ένα από τα ιερότερα βιβλία τους, περιέχει σε
όλη της την καθαρότητα τη διδασκαλία που αποδίδεται σ’ αυτόν.
Διαβάζοντας τα δυο αυτά βιβλία, µου παρουσιάστηκε η µορφή του
µεγάλου θρησκευτικού µυητή των Ινδιών µε την πειθώ των ζωντανών
όντων. Θα διηγηθώ, λοιπόν, την ιστορία του Κρίσνα αντλώντας από
τις δυο αυτές πηγές, από τις οποίες η µεν µία αντιπροσωπεύει τη λαϊκή
παράδοση, η δε άλλη την παράδοση των µυηµένων.
3. Η παρθένος Δεβακί
ΟΤΑΝ Η ΔΕΒΑΚΊ , ΝΤΥΜΕΝΗµ’ ένα φόρεµα από φλοιό, το οποίο έκρυβε
την οµορφιά της, µπήκε µέσα στις απέραντες ερηµιές των γιγαντιαίων
δασών, ήταν εξαντληµένη από την κούραση και την πείνα. Αλλά µόλις
αισθάνθηκε τη σκιά των θαυµάσιων αυτών δασών και δοκίµασε τους
καρπούς του µάνγκο και δροσίστηκε σε κάποια βρύση, αµέσως
αναζωογονήθηκε σαν λουλούδι που ήταν έτοιµο να µαραθεί. Μπήκε
τότε κάτω από τους τεράστιους θόλους, τους οποίους σχηµάτιζαν
χοντροί κορµοί που τα κλαδιά τους ξαναφυτεύονταν µέσα στη γη,
πολλαπλασιάζοντας µ’ αυτόν τον τρόπο επ’ άπειρον τις αψίδες τους.
Για πολλή ώρα περπάτησε εκεί, προφυλαγµένη από τον ήλιο, σαν
µέσα σε παγόδα σκοτεινή και δίχως έξοδο. Ο βόµ-
βος των µελισσών, οι φωνές των ερωτευµένων παγωνιών, το
τραγούδι της τσίχλας και χιλιάδων άλλων πουλιών την τραβούσαν
πάντοτε όλο και προς τα εµπρός, και συνεχώς τα δέντρα γίνονταν όλο
και πιο πολλά, και το δάσος όλο και πιο βαθύ και πιο µπερδεµένο.
Κορµοί πύκνωναν πίσω από άλλους κορµούς, φυλλώµατα έκαναν
καµάρες πάνω από άλλα φυλλώµατα. Άλλοτε η Δεβακί γλιστρούσε
µέσα σε µονοπάτια από πρασινάδα, όπου εισέδυε το φως του ήλιου κι
όπου κεί- τονταν κορµοί αναποδογυρισµένοι από τη θύελλα. Άλλοτε
πάλι σταµατούσε κάτω από σκιερά δέντρα µάνγκο και ασό- κες, από
τις οποίες κρέµονταν άνθινες γιρλάντες. Ζαρκάδια και πάνθηρες
πηδούσαν µέσα στις λόχµες. Συχνά επίσης, το πέρασµα βουβάλων
έκανε να τρίζουν τα κλαδιά ή κοπάδια από πιθήκους περνούσαν µέσα
από τα φυλλώµατα.
Περπάτησε έτσι όλη τη µέρα. Κατά το βράδυ, καθώς βρισκόταν σ’
ένα δάσος από µπαµπού, διέκρινε το ακίνητο κεφάλι ενός σοφού
ελέφαντα. Ο ελέφαντας κοίταζε την παρθένο µε ύφος έξυπνο και
προστατευτικό και σήκωσε την προβοσκίδα του σαν να ήθελε να τη
χαιρετίσει. Τότε το δάσος φωτίστηκε και η Δεβακί αντίκρισε ένα τοπίο
γεµάτο από βαθιά γαλήνη και ουράνιο και παραδείσιο θέλγητρο.
Μπροστά της εκτεινόταν µια λίµνη µε λωτούς και γαλάζια νούφαρα. Ο
γλαυκός κόλπος της απλωνόταν µέσα στο µεγάλο πυκνό δάσος σαν
άλλος ουρανός. Ντροπαλοί πελαργοί ονειρεύονταν ακίνητοι µέσα στις
όχθες της και δυο ζαρκάδια έπιναν νερό µέσα στα κύµατά της. Στην
άλλη όχθη, κάτω από τη σκιά των φοινίκων, χαµογελούσε το
ερηµητήριο των αναχωρητών. Ένα ρόδινο φως έλουζε τη λίµνη, τα
δάση και την κατοικία των σοφών αγίων. Στον ορίζοντα, η λευκή
κορυφή του όρους Με- ρού δέσποζε στον ωκεανό των δασών. Η πνοή
ενός αόρατου ποταµού ζωογονούσε τα φυτά κι η θρυµµατισµένη βοή
ενός µακρινού καταρράκτη πλανιόταν µέσα στην αύρα σαν θωπεία ή
σαν µελωδία.
Στην όχθη της λίµνης η Δεβακί είδε µια βάρκα. Κοντά της, όρθιος,
ένας άνδρας ώριµης ηλικίας, ένας αναχωρητής, φαινόταν σαν να
περίµενε. Σιωπηλά έκανε νεύµα στην παρθένο να µπει µέσα στη βάρκα
κι αµέσως άρχισε να κωπηλατεί. Ενώ η βαρκούλα ξεκινούσε
χαϊδεύοντας τα νούφαρα, η Δεβακί είδε ένα θηλυκό κύκνο να κολυµπά
πάνω στη λίµνη. Με µια τολµηρή πτήση, ένας αρσενικός κύκνος ήρθε
από ψηλά κι άρχισε να διαγράφει µεγάλους κύκλους γύρω της, έπειτα
κα-
τέβηκε στην επιφάνεια του νερού, κοντά στη σύντροφό του κι όλο
το χιονάτο του φτέρωµα ανατρίχιασε. Σ’ αυτό το θέαµα η Δεβακί
σκίρτησε χωρίς να ξέρει γιατί.
Αλλά η βάρκα είχε ήδη φτάσει στην αντικρινή όχθη κι η παρθένος
µε τα µάτια σαν λωτους βρέθηκε ενώπιον του βασιλιά των
αναχωρητών, του Βασίστα. Καθισµένος πάνω σε δέρµα ζαρκαδιού και
ντυµένος µε δέρµα µαύρης αντιλόπης, είχε το σεβάσµιο ύφος
περισσότερο ενός θεού παρά ενός ανθρώπου. Από εξήντα ετών δεν
τρεφόταν παρά µε άγριους καρπούς. Τα µαλλιά κι η γενειάδα του ήταν
λευκά, όπως οι κορυφές του Ιµαβάτ, το δέρµα του ήταν διαφανές, το
βλέµµα των τεράστιων µατιών του ήταν στραµµένο προς τα µέσα, ε-
ξαιτίας των διαρκών στοχασµών του. Βλέποντας τη Δεβακί σηκώθηκε
και τη χαιρέτησε µ’ αυτές τις λέξεις: “Δεβακί, αδερφή του ένδοξου
Κάνσα, καλώς ήρθες ανάµεσά µας. Οδηγούµενη από το Μαχαδέβα, τον
υπέρτατο κύριο, εγκατέλει- ψες τον κόσµο της αθλιότητας χάριν του
κόσµου της αγαλλίασης. Ιδού εσύ κοντά στους άγιους σοφούς, που
είναι κύριοι των αισθήσεων τους, ευτυχείς για το πεπρωµένο τους και
ποθούν το δρόµο του ουρανού. Από πολύ καιρό σε περιµέναµε, όπως η
νύχτα περιµένει την αυγή. Διότι εµείς είµαστε ο οφθαλµός των Δεβών,
ο προσηλωµένος πάνω στον κόσµο, εµείς που ζούµε µέσα στο
βαθύτατο δάσος. Οι άνθρωποι δε µας βλέπουν, αλλά εµείς βλέπουµε
τους ανθρώπους και παρακολουθούµε τις πράξεις τους. Η σκοτεινή
εποχή του πόθου, του αίµατος και του εγκλήµατος λυµαίνεται τη γη.
Σε διαλέξαµε για το έργο της απελευθέρωσης κι οι Δέβες σε διάλεξαν
δια µέσου ηµών. Διότι µέσα στον κόλπο µιας θνητής γυναίκας θα λάβει
ανθρώπινη µορφή η ακτίνα της θείας λαµπρότητας”.
Εκείνη τη στιγµή οι σοφοί έβγαιναν από το ερηµητήριο για την
εσπερινή τους δέηση. Ο γέροντας Βασίστα τούς πρό- σταξε να
σκύψουν ίσαµε τη γη µπροστά στη Δεβακί. Υποκλί- θηκαν κι ο
Βασίστα είπε: “Αυτή εδώ θα είναι η µητέρα όλων µας, διότι από αυτήν
εδώ θα γεννηθεί το πνεύµα που µέλλει να µας αναγεννήσει”. Έπειτα,
στρεφόµενος προς αυτήν: “Πήγαινε, κόρη µου, οι σοφοί θα σε
οδηγήσουν στη γειτονική λίµνη, όπου διαµένουν οι αδερφές που
µ ε τ α ν ο ο ύ ν . Θ α ζή - σ ε ι ς α ν ά µ ε σ ά τ ο υ ς κ α ι τ α µ υ σ τ ή ρ ι α θ α
εκπληρωθούν”.
Η Δεβακί πήγε να ζήσει στο ερηµητήριο, το περιτριγυρισµένο από
κισσούς, κοντά στις ευσεβείς γυναίκες, οι οποίες
τάιζαν τα εξηµερωµένα ζαρκάδια, παραδοµένες σε καθαρµούς και
προσευχές. Η Δεβακί λάµβανε µέρος στις θυσίες τους. Μια ηλικιωµένη
γυναίκα τής έδινε τις µυστικές οδηγίες. Οι µοναχές είχαν λάβει
διαταγή να την ντύνουν σαν βασίλισσα, µε εκλεκτά κι αρωµατισµένα
υφάσµατα, και να την αφήνουν να περιπλανιέται µόνη της µες στο
δάσος. Και το δάσος, γεµάτο από ευωδιές και φωνές και µυστήρια,
γοήτευε τη νεαρή κόρη. Κάποτε συναντούσε συνοδείες από γέρους
αναχωρη- τές που επέστρεφαν από τον ποταµό. Όταν την έβλεπαν,
γονάτιζαν µπροστά της κι έπειτα ξανάρχιζαν το δρόµο τους.
Μια µέρα, κοντά σε µια βρύση, παρατήρησε ένα νεαρό α- ναχωρητή
να προσεύχεται. Εκείνος σηκώθηκε, καθώς αυτή πλησίαζε, έριξε πάνω
της ένα βλέµµα µελαγχολικό και βαθύ και αποµακρύνθηκε σιωπηλός.
Και οι σοβαρές µορφές των γερόντων, κι η εικόνα των δυο κύκνων, κι
η µατιά του νέου α- ναχωρητή έρχονταν συχνά στα όνειρα της
παρθένου.
Κοντά στην πηγή εκείνη υπήρχε ένα δέντρο πανάρχαιο, µε πλατιά
φυλλώµατα, που οι άγιοι σοφοί το ονόµαζαν “το δέντρο της ζωής”. Στη
Δεβακί άρεσε να κάθεται κάτω από τη σκιά του. Συχνά την έπαιρνε
εκεί ο ύπνος και τότε παράξενα οράµατα την επισκέπτονταν. Φωνές
τραγουδούσαν πίσω από τα φυλλώµατα: “Δόξα σ’ εσένα Δεβακί! Θα
έλθει, στεφανωµένο µε φως, εκείνο το αγνό ρευστό που πηγάζει από
τη µεγά- λη ψυχή και τα αστέρια θα ωχριάσουν µπροστά στη
λαµπρότητά του. Θα έρθει, κι η ζωή θα προκαλέσει το θάνατο και θα
ανανεώσει το αίµα όλων των όντων. Θα έρθει γλυκύτερο από το µέλι
κι από το άµρα18 , αγνότερο από τον άµωµο αµνό κι από το στόµα µιας
παρθένου, κι όλες οι καρδιές θα ενθουσιαστούν από έρωτα. Δόξα,
δόξα, δόξα σ’ εσένα ω Δεβακί!” 19 .
Ήταν οι αναχωρητές; Ήταν οι Δέβες που έψελναν έτσι; Καµιά φορά
τής φαινόταν ότι κάποια µακρινή επίδραση ή µια µυστηριώδης
παρουσία, σαν ένα αόρατο χέρι απλωµένο πάνω της, την ανάγκαζε να
κοιµηθεί. Τότε έπεφτε σ’ έναν ύπνο βαθύ, τερπνό, ανεξήγητο, από τον
οποίο σηκωνόταν συγχυσµένη και ταραγµένη. Έστρεφε το κεφάλι της
σαν να ζητούσε κάποιον, αλλά ποτέ δεν έβλεπε κανένα. Μόνο έβλεπε
κάποτε ρόδα σκορπισµένα πάνω στο κρεβάτι της, που ήταν καµωµένο
από φύλλα, ή ένα στέµµα από λωτούς µέσα στα χέρια της.
Μια µέρα η Δεβακί περιήλθε σε βαθύτερη έκσταση. Ακούσε τότε
µια ουράνια µουσική, που της φαινόταν σαν ωκεανός
από άρπες κι από θείες φωνές. Ξαφνικά ο ουρανός ανοίχτηκε σε
αβύσσους φωτός. Χιλιάδες λαµπρά όντα την κοίταζαν και, µέσα στη
λάµψη µιας αστραφτερής ακτίνας, ο ήλιος των ήλιων, ο Μαχαδέβα, της
παρουσιάστηκε µε ανθρώπινη µορφή. Τότε το πνεύµα των κόσµων τής
έριξε σκιά, έχασε τις αισθήσεις της και, µέσα στη λήθη της γης, µέσα
σε µια άπειρη ευδαιµονία, συνέλαβε το θείο τέκνο 20 .
Όταν εφτά φεγγάρια είχαν διαγράψει τους µαγικούς τους κύκλους
γύρω από το ιερό δάσος, ο αρχηγός των αναχωρητών φώναξε τη
Δεβακί: “Η θέληση των Δεβών εκπληρώθηκε”, της είπε. “Συνέλαβες µε
την αγνότητα της καρδιάς και µε το θείο έρωτα. Παρθένε και µητέρα,
σε χαιρετίζουµε. Ένας γιος θα γεννηθεί από σένα, ο οποίος θα είναι ο
σωτήρας του κόσµου. Αλλά ο αδερφός σου Κάνσα σε αναζητά για να
σε εξο- λοθρεύσει, µαζί µε τον τρυφερό καρπό που φέρεις µες στα
σπλάχνα σου. Πρέπει να του ξεφύγεις. Οι αδερφοί θα σε οδηγήσουν
κοντά στους βοσκούς, που κατοικούν στους πρόπο- δες του όρους
Μερού, κάτω από τους ευωδιαστούς κέδρους, µέσα στον καθαρό αέρα
του Ιµαβάτ. Εκεί θα φέρεις στον κόσµο το θείο γιο σου και θα τον
ονοµάσεις Κρίσνα, που σηµαίνει ιερός. Αλλά θα πρέπει να αγνοεί την
καταγωγή του και τη δική σου· µην του µιλήσεις ποτέ γι’ αυτά.
Πήγαινε χωρίς φόβο, γιατί εµείς επαγρυπνούµε για σένα”.
Κι η Δεβακί πορεύτηκε κοντά στους βοσκούς του όρους Μερού.
5. Μύηση
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ Κάνσα πληροφορήθηκε ότι η αδερφή του
Δεβακί είχε ζήσει κοντά στους αναχωρητές. Κι επειδή δεν µπόρεσε να
την ανακαλύψει, άρχισε να τους καταδιώκει και να τους κυνηγά σαν
άγρια θηρία. Χρειάστηκε να καταφύγουν στο πιο αποµακρυσµένο κι
άγριο µέρος του δάσους. Τότε ο αρχηγός τους, ο γέροντας Βασίστα, αν
κι εκατοντούτης, πήρε το δρόµο για να πάει να µιλήσει στο βασιλιά
της Μα- δούρα.
Οι φρουροί είδαν µε έκπληξη έναν τυφλό γέροντα, οδηγούµενο από
ένα ζαρκάδι, που το κρατούσε από το σχοινί, να παρουσιάζεται στη
θύρα του παλατιού. Τους έπιασε σεβασµός για το σοφό και τον άφησαν
να περάσει. Ο Βασίστα πλησίασε το θρόνο, όπου καθόταν ο Κάνσα
πλάι στη Νισούµ- βα, και του είπε: “Κάνσα, βασιλιά της Μαδούρα,
δυστυχία σ’ εσένα, ω γιε του ταύρου, που καταδιώκεις τους ερηµίτες
του άγιου δάσους! Δυστυχία σου κι εσένα, θυγατέρα του φιδιού, που
του εµπνέεις το µίσος. Η µέρα της τιµωρίας σας πλησιάζει. Να ξέρετε
πως το παιδί της Δεβακί είναι ζωντανό. Θα έρθει σκεπασµένο µε µια
ανίκητη πανοπλία και θα σε διώξει από το θρόνο σου και θα ριχτείς
στην ατιµία. Τώρα, ας τρέµε-
τε κι ας ζείτε µέσα στο φόβο. Αυτήν την τιµωρία σας ορίζουν οι
Δέβες”.
Οι πολεµιστές, οι φρουροί κι οι υπηρέτες είχαν γονατίσει µπροστά
στον άγιο γέροντα, που βγήκε έξω οδηγούµενος από το ζαρκάδι του,
χωρίς να τολµήσει να τον αγγίξει κανείς. Αλλά από τη µέρα εκείνη, ο
Κάνσα κι η Νισούµβα σκέπτονταν µε τι µέσα θα κατόρθωναν να
αφανιστεί µυστικά ο βασιλιάς των αναχωρητών. Η Δεβακί είχε πεθάνει
και κανένας άλλος, εκτός από το Βασίστα, δεν ήξερε ότι ο Κρίσνα
ήταν γιος της. Ωστόσο, ο θόρυβος των κατορθωµάτων του είχε φτάσει
στ’ αυτιά του βασιλιά. Ο Κάνσα σκέφτηκε: “Έχω ανάγκη από έναν
ισχυρό άνθρωπο να µε υπερασπίσει. Εκείνος που σκότωσε το µεγάλο
φίδι του Καλαγένι δε θα φοβηθεί βέβαια τον αναχωρητή”. Με αυτή τη
σκέψη, ο Κάνσα παρήγγει- λε στον πατριάρχη Νάνδα: “Στείλε µου το
νεαρό ήρωα Κρίσνα, για να τον κάνω οδηγό του αµαξιού µου και
πρώτο µου σύµβουλο” 24 . Ο Νάνδα ανακοίνωσε στον Κρίσνα τη
διαταγή του βασιλιά κι ο Κρίσνα απάντησε: “Θα πάω”. Μόνος του
σκεφτόταν: “Μήπως ο βασιλιάς της Μαδούρα είναι εκείνος που δεν
αλλάζει ποτέ; Απ’ αυτόν θα µάθω τότε πού είναι η µητέρα µου”.
Ο Κάνσα, βλέποντας τη δύναµη, την επιδεξιότητα και την ευφυΐα
του Κρίσνα, ευχαριστήθηκε πολύ από αυτόν και του εµπιστεύθηκε τη
φύλαξη του βασιλείου του. Εντούτοις, η Νισούµβα, βλέποντας τον
ήρωα του όρους Μερού, ένιωσε να σκιρτά η σάρκα της από ένα µιαρό
πόθο και το εύστροφο µυαλό της σχεδίασε ένα σκοτεινό σχέδιο, µε τη
φώτιση της εγκληµατικής της σκέψης. Εν αγνοία του βασιλιά, είπε και
φώναξαν τον οδηγό του αµαξιού στο γυναικωνίτη της. Σαν µάγισσα,
ήξερε την τέχνη να ξανανιώνει στιγµιαία µε δυνατά φίλτρα. Ο γιος της
Δεβακί βρήκε τη Νισούµβα µε τα εβένινα στήθη σχεδόν γυµνή, πάνω
σ’ ένα κρεβάτι µε πορφύρα. Χρυσά βραχιόλια έσφιγγαν τους
αστραγάλους και τα µπράτσα της. Διάδηµα από πολύτιµους λίθους
άστραφτε πάνω στο κεφάλι της. Στα πόδια της έκαιγε ένα χάλκινο
µαγκάλι, από το οποίο έβγαιναν σύννεφα αρωµάτων.
“Κρίσνα”, είπε η κόρη του βασιλιά των φιδιών, “το µέτωπό σου
είναι πιο ήρεµο κι από το χιόνι του Ιµαβάτ κι η καρδιά σου µοιάζει µε
κεραυνό. Μέσα στην αθωότητά σου λαµποκοπάς περισσότερο από τους
βασιλιάδες της γης. Εδώ κανείς δε σε αναγνώρισε· εσύ ο ίδιος αγνοείς
τον εαυτό σου.
Εγώ µόνο ξέρω ποιος είσαι. Οι Δέβες σ’ έκαναν κύριο των
ανθρώπων· εγώ µόνο µπορώ να σε κάνω κύριο του κόσµου. Θέλεις;”
“Αν µε το στόµα σου µιλά ο Μαχαδέβα”, είπε ο Κρίσνα µε σοβαρό
ύφος, “θα µου πεις που είναι η µητέρα µου και που θα βρω το µεγάλο
γέροντα που µου µίλησε κάτω από τους κέδρους του όρους Μερού”.
“Η µητέρα σου;” είπε η Νισουµβα µ’ ένα περιφρονητικό χαµόγελο.
“Βέβαια δε θα είµαι εγώ εκείνη που θα σου το µάθω. Όσον αφορά το
γέροντά σου, εγώ δεν τον γνωρίζω. Ανόητε! Κυνηγάς όνειρα και δε
βλέπεις τους θησαυρούς της γης, που εγώ σου προσφέρω. Υπάρχουν
βασιλιάδες που φορούν το στέµµα και που όµως δεν είναι βασιλιάδες.
Υπάρχουν παιδιά βοσκών που έχουν το βασιλικό αξίωµα πάνω στο
µέτωπό τους και που δεν ξέρουν τη δύναµή τους. Είσαι δυνατός, είσαι
νέος, είσαι όµορφος· οι καρδιές είναι δικές σου. Σκότωσε το βασιλιά
στον ύπνο του και θα σου βάλω το στέµµα πάνω στο κεφάλι και θα
είσαι ο κύριος του κόσµου. Γιατί σε αγαπώ και είσαι προορισµένος για
µένα. Το θέλω! Το προστάζω!”
Καθώς µιλούσε έτσι, η βασίλισσα είχε ανασηκωθεί, επιτακτική,
γόησσα, τροµερή, σαν ωραίο φίδι. Όρθια πάνω στο στρώµα της, έριξε
από τα µαύρα της µάτια µέσα στα διάφανα µάτια του Κρίσνα µια
φλόγα τόσο απαίσια, που εκείνος ανατρίχιασε τροµαγµένος. Μέσα σ’
εκείνο το βλέµµα τού φανερώθηκε η κόλαση. Είδε την άβυσσο του
ναού της Καλί, θεάς του Πόθου και του Θανάτου, και τα φίδια που
συστρέφονταν εκεί µέσα σε διαρκή αγωνία. Τότε, µονοµιάς, τα µάτια
του Κρίσνα φάνηκαν σαν δυο ροµφαίες. Διαπέρασαν τη βασίλισσα από
το ένα µέρος ως το άλλο κι ο ήρωας του όρους Μερού φώναξε: “Είµαι
πιστός στον βασιλιά, που µε πήρε ως υπερασπιστή του* αλλά εσύ
γνώριζε πως θα πεθάνεις!”. Η Νισούµβα έβγαλε διαπεραστική κραυγή
και κυλίστηκε πάνω στο κρεβάτι της, δαγκώνοντας την πορφύρα. Όλη
η τεχνητή νεότητά της είχε σβήσει* είχε γίνει πάλι γριά και γεµάτη
ρυτίδες. Ο Κρίσνα, αφήνοντάς την έξαλλη, αποχώρησε.
Καταδιωκόµενος νύχτα-µέρα από τα λόγια του αναχωρητή, ο
βασιλιάς της Μαδούρα είπε στον οδηγό του αµαξιού του:
“Αφότου ο εχθρός πάτησε το πόδι του µέσα στο ανάκτορό µου, δεν
κοιµάµαι πια ήσυχος πάνω στο θρόνο µου. Ένας καταχθόνιος µάγος,
µε το όνοµα Βασίστα, που ζει µέσα σε κάποιο βαθύ δάσος, ήρθε και
µου έριξε την κατάρα του. Από
τότε δεν αναπνέω πια* ο γέρος δηλητήριασε τις µέρες µου. Αλλά
µαζί µε εσένα, που δε φοβάσαι τίποτα, δεν τον φοβάµαι κι εγώ. Έλα
µαζί µου στο καταραµένο δάσος. Ένας κατάσκοπος, που ξέρει όλα τα
µονοπάτια, θα µας οδηγήσει εκεί. Μόλις δεις το µάγο, τρέξε πάνω του
και χτΰπησέ τον, χωρίς να προφτάσει να σου πει λόγο ή να σου ρίξει
καµιά µατιά. Όταν θα τον έχεις πληγώσει θανάσιµα, ρώτησέ τον που
βρίσκεται ο γιος της αδερφής µου της Δεβακί και ποιο είναι το όνοµά
του. Η ειρήνη του βασιλείου µου εξαρτάται από αυτό το µυστικό”.
“Να είσαι ήσυχος”, αποκρίθηκε ο Κρίσνα. “Δε φοβήθηκα τον
Καλαγένι, ούτε το φίδι της Καλί. Ποιος θα µπορούσε να µε κάνει τώρα
να τρέµω; Όσο δυνατός κι αν είναι αυτός ο άνθρωπος, θα µάθω ό,τι
σου κρύβει”.
Μεταµφιεσµένοι σε κυνηγούς, ο βασιλιάς κι ο οδηγός του έτρεχαν
πάνω σ’ ένα αµάξι µε ορµητικά άλογα και γρήγορες ρόδες. Ο
κατάσκοπος, που είχε εξερευνήσει το δάσος, στεκόταν πίσω τους.
Ήταν η αρχή της εποχής των βροχών. Τα ποτάµια φούσκωναν, πλούσια
βλάστηση σκέπαζε τους δρόµους κι οι λευκές γραµµές των πελαργών
διακρίνονταν ψηλά στα σύννεφα. Όταν πλησίασαν το ιερό δάσος, ο
ορίζοντας σκοτείνιασε, ο ήλιος κρύφτηκε, η ατµόσφαιρα γέµισε από
βαριά οµίχλη. Από το θυελλώδη ουρανό σύννεφα κρέµονταν σαν
σάλπιγγες, πάνω από τις αγριεµένες κορυφές των δέντρων.
“Γιατί”, είπε ο Κρίσνα στο βασιλιά, “ο ήλιος σκοτείνιασε ξαφνικά
και το δάσος γίνεται τόσο µαύρο;”
“Το βλέπω καλά”, είπε ο βασιλιάς της Μαδούρα, “είναι ο Βασίστα,
ο κακός ερηµίτης, που κάνει και σκοτεινιάζει ο ουρανός κι εξαγριώνει
εναντίον µου το καταραµένο δάσος. Αλλά, Κρίσνα, φοβάσαι;”
“Όχι· ν’ αλλάξει ο ουρανός κι η γη ν’ αλλάξει χρώµα, δε φοβάµαι!”
“Τότε, εµπρός!”
Ο Κρίσνα µαστίγωσε τα άλογα και το αµάξι µπήκε κάτω από την
πυκνή σκιά των µπαοµπάπ. Έτρεξε κάποια ώρα µε θαυµαστή ταχύτητα.
Αλλά το δάσος γινόταν ολοένα και πιο άγριο και πιο τροµερό.
Αστραπές φάνηκαν και βροντές αντηχούσαν.
“Ποτέ µου”, είπε ο Κρίσνα, “δεν είδα τον ουρανό τόσο µαύρο, ούτε
τα δέντρα να δέρνονται έτσι. Είναι δυνατός ο µάγος σου!”
“Κρίσνα, φονιά των φιδιών, ηρώα του όρους Μερού, νιώθεις φόβο;”
“Ας τρέµει η γη κι ας σωριαστεί ο ουρανός, δε φοβάµαι!”
“Τότε, τράβα!”
Ξανά ο τολµηρός αµαξηλάτης µαστίγωσε τα άλογα και το αµάξι
ξανάρχισε τον δρόµο του. Τότε η θύελλα έγινε τόσο τροµακτική, ώστε
τα γιγάντια δέντρα λύγισαν. Το ανταριασµένο δάσος µούγκρισε σαν να
ούρλιαζαν χίλιοι δαίµονες. Το αστροπελέκι έπεσε πλάι τους. Ένα
σπασµένο µπαοµπάπ έφραξε τον δρόµο. Τα άλογα σταµάτησαν κι η γη
σείστηκε.
“Λοιπόν, είναι θεός ο εχθρός σου”, είπε ο Κρίσνα, “αφού ο Ίνδρα ο
ίδιος τον προστατεύει”.
“Φτάνουµε στο τέρµα”, είπε ο κατάσκοπος του βασιλιά. “Κοίταξε
αυτήν την καταπράσινη πεδιάδα. Στην άκρη βρίσκεται µια ελεεινή
καλύβα. Εκεί µέσα κατοικεί ο Βασίστα, ο µεγάλος µοναχός, που ταΐζει
τα πουλιά, που τον φοβούνται τα θηρία και τον υπερασπίζει ένα
ζαρκάδι. Αλλά ούτε για ένα στέµµα δε θα κάνω άλλο βήµα προς τα
εµπρός”.
Σε αυτά τα λόγια, ο βασιλιάς της Μαδουρα είχε χλοµιάσει: “Είναι
εκεί; Αλήθεια; Πίσω από αυτά τα δέντρα;” Και πιάνο- ντας σφιχτά τον
Κρίσνα, του ψιθύρισε µε χαµηλή φωνή, ενώ συγχρόνως έτρεµε
σύγκορµος:
“Ο Βασίστα! Ο Βασίστα που συλλογίζεται το θάνατό µου είναι εκεί.
Με βλέπει από το βάθος του καταφυγίου του... Το µάτι του µε
παρακολουθεί... Λυτρωσέ µε από αυτόν!”
“Ναι, µα το Μαχαδέβα”, είπε ο Κρίσνα, κατεβαίνοντας από το
αµάξι και πηδώντας πάνω από τον κορµό του µπαοµπάπ, “θέλω να δω
αυτόν που σε κάνει να τρέµεις έτσι”.
Ο εκατοντούτης µοναχός Βασίστα ζούσε εδώ κι ένα χρόνο µέσα σ’
εκείνη την καλύβα, που ήταν κρυµµένη στο βαθύτερο µέρος του άγιου
δάσους, περιµένοντας το θάνατο. Πριν από το θάνατο του σώµατος
είχε ήδη λυτρωθεί από τη φυλακή του σώµατος. Τα µάτια του είχαν
σβήσει, αλλά έβλεπε µε την ψυχή. Το δέρµα τους µόλις αισθανόταν τη
ζέστη και το κρύο, αλλά το πνεύµα του ζούσε σε τέλεια ενότητα µε το
υπέρτατο πνεύµα. Δεν έβλεπε πια τα πράγµατα του κόσµου αυτού,
π α ρ ά δ ι α µ έ σ ο υ τ ο υ φ ω τ ό ς τ ο υ Β ρ ά χ µ α , π ρ ο σ ε υ χό µ ε ν ο ς κ α ι
σκεπτόµενος αδιάκοπα. Ένας πιστός µαθητής, φεύγοντας από το
ερηµητήριο, του έφερνε όλες τις µέρες το λίγο ρύζι µε το οποίο ζούσε.
Το ζαρκάδι που βοσκούσε από τα χέρια του τον ειδοποιούσε µε τη
φωνή του, όταν πλησίαζαν θηρία. Τό-
τε εκείνος τα αποµάκρυνε, ψιθυρίζοντας κάποιο εξορκισµό και
τείνοντάς τους το ραβδί του από µπαµπού µε τους επτά κόµπους. Όσο
για τους ανθρώπους, όποιοι κι αν ήταν, τους έβλεπε που έρχονταν, µε
το εσωτερικό του βλέµµα, από µεγάλη απόσταση.
Ο Κρίσνα, βαδίζοντας στη σκοτεινή πεδιάδα, βρέθηκε ξαφνικά
µ π ρ ο σ τ ά σ τ ο Β α σ ί σ τ α . Ο β α σ ι λι ά ς τ ω ν α ν α χω ρ η τ ώ ν κα θ ό τ α ν
σταυροπόδι πάνω σε µια ψάθα, έξω από την καλύβα του, σε απόλυτη
ηρεµία. Από τα µάτια του τυφλού ακτινοβολούσε ένα εσωτερικό φως
οραµατιστή. Μόλις τον αντίκρισε ο Κρίσνα, αναγνώρισε τον υπέροχο
γέροντα. Αισθάνθηκε ανέκφραστη χαρά κι ο σεβασµός λύγισε την
ψυχή του. Λησµονώντας το βασιλιά, το αµάξι του και το βασίλειό του,
γονάτισε ενώπιον του αγίου και τον προσκύνησε.
Ο Βασίστα έµοιαζε να τον βλέπει. Γιατί το σώµα του, που ήταν
στηριγµένο στην καλύβα, ορθώθηκε µε κάποιον ελαφρό κλονισµό.
Τέντωσε τα µπράτσα του για να ευλογήσει τον ξένο του και τα χείλη
του ψιθύρισαν την άγια συλλαβή: οµ25 .
Στο µεταξύ, ο βασιλιάς Κάνσα, µην ακούγοντας καµιά φωνή και µη
βλέποντας να επιστρέφει ο οδηγός του, γλίστρησε µε λαθραία βήµατα
µέσα στην πεδιάδα κι έµεινε απολιθωµέ- νος από την έκπληξη, καθώς
είδε τον Κρίσνα γονατισµένο µπροστά στον άγιο αναχωρητή.
Εκείνος έστρεψε πάνω στον Κάνσα τα τυφλά του µάτια και,
υψώνοντας το ραβδί του, είπε:
“Ω βασιλιά της Μαδούρα, έρχεσαι να µε σκοτώσεις. Καλώς όρισες!
Γιατί θα µε λυτρώσεις από την αθλιότητα αυτού του σώµατος. Θέλεις
να µάθεις πού είναι ο γιος της αδερφής σου Δεβακί, ο οποίος θα σε
εκθρονίσει; Να τος, γονατισµέ- νος µπροστά µου και µπροστά στο
Μαχαδέβα· κι είναι ο Κρίσνα, ο ίδιος ο οδηγός σου. Κοίταξε πόσο
είσαι ανόητος και καταραµένος, αφού ο φοβερότερος εχθρός σου είναι
αυτός ο ίδιος. Μου τον έφερες για να του πω ότι είναι το µοιραίο
παιδί. Τρέµε, είσαι χαµένος, γιατί η καταχθόνια ψυχή σου θα είναι
λεία των δαιµόνων”.
Ο Κάνσα άκουγε εµβρόντητος. Δεν τολµούσε να κοιτάξει το
γέροντα κατά πρόσωπο. Ωχρός από τη λύσσα και βλέποντας τον
Κρίσνα πάντοτε γονυπετή, πήρε το τόξο και, τεντώ- νοντάς το µ’ όλη
του τη δύναµη, εκτόξευσε ένα βέλος εναντίον του γιου της Δεβακί.
Αλλά το χέρι του έτρεµε, η σαΐτα παραστράτησε και το βέλος πήγε και
χώθηκε στο στήθος του
Βασίστα, ο οποίος, µε τα χέρια σταυρωµένα, φαινόταν ότι το
περίµενε, σαν να βρισκόταν σε έκσταση.
Μια φωνή βγήκε, µια τροµερή κραυγή, όχι από τα στήθη του
γέροντα, αλλά από του Κρίσνα. Είχε ακούσει το βέλος να σφυρίζει
κοντά στο αυτί του, το είχε δει µέσα στη σάρκα του αγίου και του
φαινόταν ότι είχε χωθεί µέσα στη δική του την καρδιά —τόσο η ψυχή
του, τη στιγµή εκείνη, είχε ταυτιστεί µε την ψυχή του σοφού. Μ’
εκείνο το µυτερό βέλος, όλη η θλίψη του κόσµου διαπέρασε την ψυχή
του Κρίσνα και την ξέσκισε ως τα µύχια της.
Εντούτοις ο Βασίστα, µε το βέλος µέσα στο στήθος, χωρίς ν’
αλλάξει στάση, κινούσε ακόµη τα χείλη. Ψιθύρισε:
“Γιε του Μαχαδέβα, γιατί να βγάλεις αυτήν την κραυγή; Ο φόνος
είναι µάταιος. Το βέλος δεν µπορεί να φτάσει την ψυχή και το θύµα
είναι ο νικητής του δολοφόνου. Θρίαµβος, Κρίσνα, η µοίρα
εκπληρώνεται: επιστρέφω σ’ Εκείνον που δεν αλλάζει ποτέ. Είθε ο
Βράχµα να δεχτεί την ψυχή µου. Αλλά εσΰ, ο εκλεκτός του, ο σωτήρας
του κόσµου, όρθιος! Κρίσνα! Κρίσνα!”
Κι ο Κρίσνα ορθώθηκε, µε το χέρι στο σπαθί του. Ήθελε να στραφεί
κατά του βασιλιά, αλλά ο Κάνσα είχε τραπεί σε φυγή.
Τότε µια λάµψη διέσχισε το µαύρο ουρανό και ο Κρίσνα έπεσε
καταγής, χτυπηµένος από ένα εκθαµβωτικό φως. Ενώ το σώµα του
έµενε αναίσθητο, η ψυχή του, ενωµένη µε την ψυχή του γέροντα µε τη
δύναµη της οµοιοπάθειας, ανέβηκε στο διάστηµα. Η γη µε τους
ποταµούς της, τις θάλασσές της, τις ηπείρους της, εξαφανίστηκε σαν
µια µαύρη σφαίρα, κι οι δυο τους υψώθηκαν στον έβδοµο ουρανό των
Δεβών, προς τον πατέρα των όντων, τον ήλιο των ήλιων, το Μαχαδέβα,
το θείο Νου. Βυθίστηκαν µέσα σ’ έναν ωκεανό φωτός που ανοιγόταν
µπροστά τους. Στο κέντρο, ο Κρίσνα είδε τη Δεβακί, την ακτινοβόλο
µητέρα του, η οποία µ’ ένα άρρητο µειδίαµα του έτεινε τα χέρια, τον
τραβούσε επάνω στο στήθος της. Χιλιάδες Δέβες έρχονταν να
λουστούν µέσα στην αίγλη της παρθένου-µητέρας σαν µέσα σε µια
εστία, όπου καίει δυνατή φωτιά. Κι ο Κρίσνα αισθάνθηκε τον εαυτό
του ν’ απορρο- φάται µέσα σε µια µατιά της Δεβακί γεµάτη αγάπη.
Τότε, από την καρδιά της ακτινοβόλου µητέρας, η ύπαρξή του
ακτινοβόλησε µέσα σ’ όλους τους ουρανούς. Αισθάνθηκε ότι ήταν ο
Υιός, η θεία ψυχή όλων των όντων, ο Λόγος της ζωής, ο δη-
µιουργός Λόγος. Ανώτερος από την παγκόσµια ζωή, εισέδυσε παρ
όλ αυτά µέσα της µε την ουσία του πόνου, µε το πυρ της προσευχής
και µε την ευδαιµονία µιας θεϊκής θυσίας 26 .
Οταν ο Κρίσνα συνήλθε, οι βροντές κυλούσαν ακόµη στον ουρανό,
το δάσος ήταν σκοτεινό και χείµαρροι βροχής έπεφταν πάνω στην
καλύβα. Ενα ζαρκάδι έγλειφε το αίµα πάνω στο σώµα του πληγωµένου
ασκητή. Ο υπέροχος γέροντας δεν ήταν παρά ένα πτώµα. Αλλά ο
Κρίσνα σηκώθηκε σαν ανα- στηµένος εκ νεκρών. Μια άβυσσος τον
χώριζε από τον κόσµο κι από τα µάταια φαινόµενά του. Είχε ζήσει τη
µεγάλη αλήθεια κι είχε κατανοήσει την αποστολή του.
Οσο για το βασιλιά Κάνσα, αυτός, γεµάτος τρόµο, έφυγε πάνω στο
αµάξι του, κυνηγηµένος από τη θύελλα και τα άλογα του αγρίεψαν σαν
να τα µαστίγωναν χίλιοι δαίµονες.
ΕΡΜΗΣ
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ
Ω τυφλή ψυχή! Οτιλίσου µε τη λαµπάδα των Μυστηρίων και µέσα στη γήινη
νύχτα θα ανακαλύψεις το φω- τεινό είδωλό σου, την ουράνια ψυχή σου. Ακολούθα
το θεϊκό αυτό οδηγό, κι ας είναι αυτός το Πνεύµα σου. Διότι κρατά το κλειδί των
υπάρξεων σου, των περασµένων και των µελλουσων.
Προσφώνηση προς τους Μυηµόνους (από τη Βίβλο των Νεκρών)
Ακούστε τον εαυτό σας και κοιτάξτε µέσα στο άπειρο του χώρου και του χρόνου.
Εκεί αντηχούν το τραγούδι των άστρων, η φωνή των αριθµών κι η αρµονία των
Σφαιρών.
Κάθε ήλιος είναι µια σκέψη του Θεού και κάθε πλανήτης ένας τρόπος αυτής της
σκέψης. Για να γνωρίσετε τη θεία σκέψη, ω ψυχές, να κατεβαίνετε και να ανεβαίνετε
επίπονα το δρόµο των επτά πλανητών και των επτά θεών τους.
Τι κάνουν τα αστέρια; Τι λένε οι αριθµοί; Τι κυλούν οι Σφαίρες; Ω, ψυχές,
χαµένες ή σωσµένες, λένε, τραγουδούν, κυλούν τα πεπρωµένα σας.
Απόσπασµα (κατά τον Ερµή)
1. Η Σφίγγα
ΣΕ ΑΝΤΊΘΕΣΗ Μ Ε Τ Η Β Α Β ΥΛ Ω Ν Α , τ η σ κο τ ε ι ν ή µ η τ ρ ό π ο λ η τ ο υ δ ε -
σποτισµού, η Αίγυπτος υπήρξε στον αρχαίο κόσµο αληθινή ακρόπολη
τ η ς ι ε ρ ή ς γ ν ώ σ η ς , σ χο λ ε ί ο τ ω ν δ ι α σ η µ ό τ ε ρ ω ν π ρ ο φ η τ ώ ν τ η ς ,
κ α τ α φ ύ γ ι ο κ ι ε ρ γ α σ τ ή ρ ι ο τ ω ν ε υ γε ν έ σ τ ε ρ ω ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν τ η ς
ανθρωπότητας. Χάρη σε απέραντες ανασκαφές και σε θαυµάσιες
εργασίες, ο αιγυπτιακός λαός µάς είναι σήµερα καλύτερα γνωστός από
κάθε άλλο πολιτισµό που προη- γήθηκε της Ελλάδας, γιατί µας ανοίγει
ξα ν ά τ η ν ι σ τ ο ρ ί α τ ο υ γ ρ α µ µ έ ν η π ά ν ω σ ε π έ τ ρ ι ν ε ς σ ε λ ί δ ε ς 3 9 .
Καθαρίζουν τα µνηµεία του, εξηγούν τα ιερογλυφικά του· κι εντούτοις
µας µένει ακόµα να διεισδύσουµε µέσα στο βαθύτερο απόρρητο της
σκέψης του. Το άδυτο αυτό είναι η απόκρυφη διδασκαλία των ιερέων
του. Αυτή η διδασκαλία, επιστηµονικά καλλιεργηµένη µέσα στους
ναούς, συνετά καλυµµένη κάτω από το πέπλο των µυστηρίων, µας
δείχνει ταυτόχρονα την ψυχή της Αιγύπτου, το µυστικό της πολιτικής
της και τον πρωτεύοντα ρόλο της στην παγκόσµια ιστορία.
Οι ιστορικοί µας µιλούν για τους Φαραώ µε τον ίδιο τόνο µε τον
οποίο µιλούν για τους τυράννους της Νινευή και της Βαβυλώνας. Γι’
αυτούς, η Αίγυπτος είναι µια µοναρχία ακλόνητη και κατακτητική,
όπως η Ασσυρία, και δε διαφέρει από εκείνη παρά µόνο γιατί διήρκεσε
µερικές χιλιάδες χρόνια περισσότερο. Υποπτεύονται τάχα ότι στην
Ασσυρία η βασιλεία συνέτριψε το ιερατείο για να το κάνει όργανό της,
ενώ, αντίθετα, στην Αίγυπτο ο κλήρος υπέταξε τη βασιλεία και δεν
παραιτήθηκε ποτέ, ακόµη και στις χειρότερες εποχές, από το να
επιβάλλεται στους βασιλιάδες, να καταδιώκει τους τυράννους, να
κυβερνά πάντοτε το έθνος; Κι αυτό εξαιτίας µιας διανοητικής
υπεροχής, µιας βαθιάς και κρυφής σοφίας, που κανένα διδακτικό σώµα
δεν έφτασε ποτέ, σε καµιά χώρα και σε καµιά εποχή; Δυσκολεύοµαι να
το πιστέψω. Γιατί οι ιστορικοί µας, αντί να συµπεράνουν τις
απειράριθµες συνέπειες του ουσιώδους αυτού γεγονότος, µόλις και
µετά βίας το διείδαν και φαίνεται πως δεν αποδίδουν σ’ αυτό καµιά
σηµασία. Δεν είναι, ωστόσο, αναγκαίο να είσαι αρχαιολόγος ή
γλωσσολόγος, για να καταλάβεις ότι το αµείλικτο µίσος µεταξύ
Ασσυρίας και Αιγύπτου προέρχεται από το ότι οι δύο αυτοί λαοί
α ν τ ι π ρ ο σ ώ π ε υ α ν σ τ ο ν κό σ µ ο δ ύ ο α ν τ ί θ ε τ ε ς α ρ χ έ ς , κα ι ό τ ι ο
αιγυπτιακός λαός χρωστά τη µακρά του διάρκεια σε
µια θρησκευτική και επιστηµονική συγκρότηση, ισχυρότερη από
όλες τις επαναστάσεις.
Από την άρια εποχή, κατά τα µέσα της ταραχώδους περιόδου η
οποία επακολούθησε τους βεδικούς χρόνους, µέχρι την περσική
κα τ ά κ τ η σ η κα ι τ η ν α λ ε ξα ν δ ρ ι ν ή ε π ο χ ή , δ η λ α δ ή γ ι α δ ι ά σ τ η µ α
µεγαλύτερο των 5.000 χρόνων, η Αίγυπτος υπήρξε το φρούριο των
υψηλών και αγνών δογµάτων, των οποίων το σύνολο συγκροτεί τη
γνώση των αρχών και τα οποία θα µπορούσαµε να ονοµάσουµε
εσωτερική ορθοδοξία της αρχαιότητας.
Πενήντα δυναστείες έφτασαν να διαδεχτούν η µία την άλλη και ο
Νείλος παρέσυρε µε τις προσχώσεις του ολόκληρες πόλεις· η
φοινικική επιδροµή µπόρεσε να κατακλΰσει τη χώρα και να εκδιωχτεί.
Όµως µέσα στις πληµµυρίδες και τις άµπωτες της ιστορίας, κάτω από
τη φαινοµενική ειδωλολατρία του εξωτερικού της πολυθεϊσµου, η
Αίγυπτος διατήρησε την παλιά βάση της απόκρυφης θεογονίας της και
την ιερατική της οργάνωση. Αντιστάθηκε στους αιώνες όπως η
πυραµίδα της Γκίζας, που είναι µισοχωµένη µέσα στην άµµο, αλλά
όµως άθικτη. Χάρη σ’ αυτή την ακινησία της, σαν της σφίγγας που
φυλάει το µυστικό της, χάρη σ’ αυτή τη γρανιτέ- νια αντίσταση, η
Αίγυπτος κατέστη ο άξονας γύρω από τον οποίο ξετυλίχθηκε η
θρησκευτική σκέψη της ανθρωπότητας, περνώντας από την Ασία στην
Ευρώπη.
Η Ιουδαία, η Ελλάδα, η Ετρουρία —τόσες ζωτικές δυνάµεις που
σχηµάτισαν διαφορετικούς πολιτισµούς— από πού άραγε άντλησαν τις
µητέρες-ιδέες τους, αν όχι από το οργανικό αποταµίευµα της γηραιός
Αιγύπτου; Ο Μωυσής κι ο Ορ- φέας δηµιούργησαν δύο αντίθετες και
τεράστιες θρησκείες, ο ένας µε τον τραχύ µονοθεϊσµό του, ο άλλος µε
τον εκθαµβωτικό πολυθεϊσµό του. Αλλά µέσα σε ποια µήτρα πήρε
µορφή το πνεύµα τους; Πού βρήκε ο ένας τη δύναµη, την ενέργεια, την
τόλµη να µεταπλάσει ένα λαό ηµιάγριο, όπως λιώνουν τον µπρούντζο
στο καµίνι; Κι ο άλλος, πού βρήκε τη µαγεία να κάνει να µιλούν οι
θεοί, σαν κουρντισµένη λύρα, στην ψυχή των γοητευµένων βαρβάρων
του; Στους ναούς του Όσιρι, στις αρχαίες Θήβες, που οι µυηµένοι
ονόµαζαν Πόλη του "Ηλιου ή Ηλιακή Κιβωτό, γιατί περιείχε τη
σύνθεση της θείας γνώσης κι όλα τα µυστικά της µύησης.
Κά θ ε χ ρ ό ν ο , κα τ ά τ ο θ ε ρ ι ν ό η λι ο σ τ ά σ ι ο , ό τ α ν π έ φ τ ο υ ν ο ι
χειµαρρώδεις βροχές της Αβυσσηνίας, ο Νείλος αλλάζει χρώ-
µα και παίρνει εκείνο το χρωµατισµό του αίµατος για τον οποίο
µιλά η Βίβλος. Ο ποταµός φουσκώνει µέχρι τη φθινοπωρινή ισηµερία
και θάβει κάτω από τα κύµατά του το επίπεδο της όχθης του. Αλλά
όρθιοι πάνω στις γρανιτένιες βάσεις τους, κάτω από τον εκτυφλωτικό
ήλιο, οι ναοί οι σκαλισµένοι µέσα στους βράχους, οι νεκροπόλεις, οι
πυλώνες κι οι πυραµίδες αντανακλούν το µεγαλείο των ερειπίων τους
µέσα στο Νείλο, που έχει µεταβληθεί σε θάλασσα. Έτσι το αιγυπτιακό
ιερατείο πέρασε τους αιώνες µε την οργάνωσή του και τα σύµβολά
του, άδυτα της γνώσης του επί µακράν απροσπέλαστα. Μέσα στους
ναούς αυτούς, µέσα σ’ αυτές τις κρυπτές και σ’ αυτές τις πυραµίδες,
φ ι λ ο τ ε χ ν ή θ η κ ε η π ε ρ ί φ η µ η δ ι δ α σ κα λ ί α τ ο υ Α ό γ ο υ - Φ ω τ ό ς , τ ο υ
παγκόσµιου Λόγου, την οποία ο Μωυσής θα περικλείσει στη χρυσή του
Κιβωτό και της οποίας ο Χριστός θα είναι η ζωντανή φλόγα.
Η αλήθεια είναι αµετάθετη στη βάση της· αυτή µόνη επι- ζεί από
όλα, αλλά αλλάζει κατοικίες και σχήµατα και αποκαλύπτεται µε
διαλείψεις. Το “φως του Όσιρι”, που άλλοτε φώτιζε, µέσω των
µυηµένων, τα βάθη της φύσης και τους ουράνιους θόλους, σβήστηκε
για πάντα µέσα στις εγκαταλελειµµέ- νες κρύπτες. Έτσι
πραγµατοποιήθηκε ο λόγος του Ερµή προς τον Ασκληπιό: “Ω
Αίγυπτος! Αίγυπτος! Δε θα αποµείνουν από σένα στις µέλλουσες
γενιές, παρά µόνο µύθοι απίστευτοι, και τίποτα από τα δικά σου δε θα
διαρκέσει, εκτός µόνο από τις λέξεις τις σκαλισµένες πάνω στις
πέτρες”.
Εντούτοις, θα θέλαµε να επιχειρήσουµε να ξαναζωντανέψει µία
ακτίνα του µυστηριώδους αυτού ήλιου των ιερών, ακολουθώντας το
µυστικό δρόµο της αρχαίας αιγυπτιακής µύησης, όσο το επιτρέπει η
εσωτερική διαίσθηση και το φευγαλέο αντιφέγγισµα των εποχών.
Αλλά προτού εισέλθουµε στο ναό, ας ρίξουµε µια µατιά στις
µεγάλες φάσεις που πέρασε η Αίγυπτος πριν από την εποχή των
Ύκσως 40 .
Σχεδόν τόσο παλιός, όσο κι ο σκελετός των ηπείρων µας, ο πρώτος
αιγυπτιακός πολιτισµός ανέρχεται ως την αρχαία ερυθρή φυλή 41 . Η
κολοσσιαία σφίγγα της Γκίζας, κοντά στη µεγάλη πυραµίδα, είναι έργο
του. Από τον καιρό που δεν υπήρχε ακόµη το Δέλτα που σχηµατίστηκε
από τις προσχώσεις του Νείλου, το τερατώδες και συµβολικό ζώο ήταν
ήδη πλαγιασµένο πάνω στο γρανιτένιο λόφο του, µπροστά από τις
οροσειρές της Λιβύης, και κοίταζε τη θάλασσα που έσκα-
γε στα πόδια του, εκεί όπου σήµερα εκτείνεται η άµµος της ερήµου.
Η σφίγγα, αυτό το πρώτο δηµιούργηµα της Αίγυπτου, έγινε το
πρωτεύον σύµβολό της, το διακριτικό της σήµα. Το αρχαιότερο
ανθρώπινο ιερατείο τη σκάλισε ως εικόνα της ήρεµης και φοβερής,
µέσα στο µυστήριό της, φύσης. Μια κεφαλή ανθρώπου προβάλλει από
ένα σώµα ταύρου, που έχει νύχια λιονταριού και διπλώνει τις αετίσιες
φτεροΰγες του στα πλευρά του. Είναι η γήινη Τσιδα, η φύση µέσα στη
ζωντανή ενότητα των βασιλείων της. Γιατί ήδη τα αρχαιότατα αυτά
ιερατεία ήξεραν και δίδασκαν ότι, κατά τη µεγάλη εξέλιξη, η
ανθρώπινη φύση προέρχεται από τη ζωική. Σ’ αυτό το σύµπλεγµα του
ταύρου, του λιονταριού, του αετού και του ανθρώπου περιέχονται
επίσης τα τέσσερα ζώα του οράµατος του Ιεζεκιήλ, τα οποία
παριστάνουν τέσσερα συστατικά στοιχεία του µικρόκοσµου και του
µακρόκοσµου: το νερό,τη γη, τον αέρα και τη φωτιά —η βάση της
απόκρυφης γνώσης. ΓΓ αυτό στους µεταγενέστερους αιώνες, όταν οι
µυηµένοι θα βλέπουν το ιερό ζώο πλαγιασµένο στο κατώφλι των ναών
ή στο βάθος των κρυπτών, θα νιώθουν να ζωντανεύει µέσα τους το
µυστήριο αυτό και θα διπλώνουν σιωπηλά τις φτερούγες του
πνεύµατός τους πάνω στην εσωτερική αλήθεια. Διότι, πριν από τον
Οιδίποδα, θα γνωρίζουν ότι η λύση του αινίγµατος της σφίγγας είναι ο
άνθρωπος, ο µικρόκοσµος, ο θείος παράγοντας που συνοψίζει όλα τα
στοιχεία κι όλες τις δυνάµεις της φύσης.
Η ερυθρή φυλή δεν άφησε, λοιπόν, άλλο µάρτυρα της ύπαρξής της
εκτός από τη σφίγγα της Γκίζας, απόδειξη αναµφισβήτητη ότι αυτή
είχε θέσει κι είχε λύσει κατά το δικό της τρόπο το µεγάλο αίνιγµα.
2. Eρµής
διαδέχτηκε την ερυθρή αυστραλιανή φυλή στην
Η ΜΑΎΡΗ ΦΥΛΗ , Η ΟΠΟΊΑ
κυριαρχία του κόσµου, κατέστησε την Άνω Αίγυπτο το κυριότερο ιερό
της. Το όνοµα του Ερµή-Θωθ, του µυστηριώδους και πρώτου µυητή
της Αιγύπτου στα ιερά δόγµατα, αναφέρεται χωρίς αµφιβολία σε µία
πρώτη και ειρηνική ανάµειξη της λευκής µε τη µαύρη φυλή, στα µέρη
της Αιθιοπίας και της Άνω Αιγύπτου, πολύ πριν από την άρια εποχή.
“Ερµης” είναι όνοµα γενικό, όπως “Μάνου” και “Βούδας”. Σηµαίνει
ταυτόχρονα έναν άνθρωπο, µία κοινωνική τάξη κι ένα θεό. Ως
άνθρωπος, ο Ερµής είναι ο πρώτος, ο µεγάλος µυητής της Αίγυπτου·
ως κοινωνική τάξη, είναι ο κλήρος, θε- µατοφύλακας των απόκρυφων
παραδόσεων· ως θεός, είναι ο πλανήτης Ερµής, εξοµοιωµένος µε τη
σφαίρα του µε µία τάξη πνευµάτων, θείων µυητών. Με µία λέξη, ο
Ερµής προΐστα- ται στην υπέργεια χώρα της ουράνιας µύησης. Στην
πνευµατική οικονοµία του κόσµου, όλα αυτά τα πράγµατα είναι συν-
δεδεµένα µε µυστικές συγγένειες, σαν µε αόρατο νήµα. Το όνοµα του
Ερµή είναι ένα φυλακτό που τα συνοψίζει, ένας µαγικός τόνος που τα
θυµίζει. Από εδώ προκύπτει το γόητρό του.
Οι Έλληνες, µαθητές των Αιγυπτίων, τον αποκάλεσαν Ερµή
Τρισµέγιστο, γιατί θεωρούνταν βασιλιάς, νοµοθέτης και ιερέας.
Εκπροσωπεί µια εποχή κατά την οποία το ιερατείο, οι δικαστές και η
βασιλεία βρίσκονταν ενωµένοι σε ένα και µόνο κυβερνών σώµα. Η
αιγυπτιακή χρονολογία του Μανέ- θωνα ονοµάζει την εποχή αυτή
“βασιλεία των θεών”. Δεν υπήρχαν τότε ούτε πάπυροι, ούτε φωνητική
γραφή· αλλά η ιερή ιδεογραφία υπήρχε ήδη, η γνώση του κλήρου ήταν
γραµµένη µε ιερογλυφικά πάνω στους στόλους και τους τοίχους των
κρυπτών. Σηµαντικά επαυξηµένη, πέρασε αργότερα στις βιβλιοθήκες
των ναών. Οι Αιγύπτιοι απέδιδαν στον Ερµή σαράντα δυο βιβλία που
ανάγονταν στην απόκρυφη γνώση. Το ελληνικό βιβλίο, το γνωστό µε
το όνοµα Ερµής Τρισµέγιστος, περιέχει βέβαια λείψανα αλλοιωµένα,
αλλά απείρως πολύτιµα, της αρχαίας θεολογίας, που είναι όπως το
“γεννηθήτω φως”, από όπου ο Μωυσής και ο Ορφέας πήραν τις πρώτες
τους ακτίνες. Το δόγµα του Πυρός-Στοιχείου και του Λόγου- Φωτός,
που περιέχεται στο Όραµα του Ερµή, θα παραµείνει η κορυφή και το
κέντρο της αιγυπτιακής µύησης.
Θα προσπαθήσουµε αµέσως να ξαναβρουµε την οπτασία αυτή των
δασκάλων, το µυστικό αυτό ρόδο που δεν ανοίγει παρά µόνο µέσα στη
νύχτα του ιερού και στα άδυτα των µεγάλων θρησκειών.
Μερικοί λόγοι του Ερµή, αποτυπώµατα της αρχαίας σοφίας, είναι
κατάλληλοι να µας προετοιµάσουν γι’ αυτό. “Καµιά από τις σκέψεις
µας”, είπε στο µαθητή του Ασκληπιό, “δεν µπορεί να συλλάβει την
έννοια του Θεού, ούτε καµιά γλώσσα θα µπορούσε να τον
προσδιορίσει. Εκείνο που είναι ασώµα-
το, αόρατο, άµορφο δεν µπορούν να το καταλάβουν οι αισθήσεις
µας· εκείνο που είναι αιώνιο δεν µπορεί να µετρηθεί µε το σύντοµο
µέτρο του χρόνου· ο Θεός είναι, λοιπόν, άφρα- στος. Ο Θεός µπορεί,
αλήθεια, να µεταδώσει σε µερικούς εκλεκτούς την ικανότητα να
υψωθούν πάνω από τα φυσικά πράγµατα, για να αντιληφθούν κάποιο
ακτινοβόληµα της υ- περτατής του τελειότητας. Αλλά αυτοί οι
εκλεκτοί δε βρίσκουν καθόλου λέξεις για να µεταφράσουν στην κοινή
γλώσσα το άυλο όραµα, το οποίο τους έκανε να σκιρτήσουν. Μπορούν
να εξηγήσουν στην ανθρωπότητα τις δευτερευουσες αιτίες των
δηµιουργιών, που περνούν κάτω από τα µάτια τους σαν εικόνες της
παγκόσµιας ζωής, αλλά η πρώτη αιτία µένει σκεπασµένη και δε θα
κατορθώσουµε να την εννοήσουµε παρά µόνο περνώντας το θάνατο”.
Έτσι µιλούσε ο Ερµής για τον άγνωστο θεό στα κατώφλια των
κρυπτών. Οι µαθητές που εισχωρούσαν µαζί του µέσα στα βάθη τους
µάθαιναν να τον γνωρίζουν ως ζωντανό ον. 42
Το βιβλίο µιλά για το θάνατο του Ερµή σαν να επρόκειτο για την
αναχώρηση ενός θεού. “Ο Ερµής είδε το σύνολο των πραγµάτων και,
βλέποντάς τα, κατάλαβε. Κι επειδή κατάλαβε, είχε τη δύναµη να
φανερώνει και να αποκαλύπτει. Ό,τι σκέφτηκε, το έγραψε. Ό,τι
έγραψε, το έκρυψε κατά ένα µέρος, σιωπώντας µε σύνεση και συνάµα
µιλώντας, ούτως ώστε όλος ο µελλοντικός κόσµος να αναζητήσει αυτά
τα πράγµατα. Κι έτσι, αφού πρόσταζε τους θεούς, τους αδερφούς του,
να χρησιµεύσουν ως συνοδεία, ανέβηκε στ’ άστρα”.
Μπορεί κανείς το πολύ-πολύ να αποµονώσει την πολιτική ιστορία
των λαών, δεν µπορεί, όµως, να διαχωρίσει τη θρησκευτική τους
ιστορία. Οι θρησκείες της Ασσυρίας, της Αιγύ- πτου, της Ιουδαίας, της
Ελλάδας δε γίνονται κατανοητές παρά µόνο όταν αντιληφθεί κανείς το
σηµείο του συνδέσµου τους µε την αρχαία ινδο-άρια θρησκεία. Αν τις
θεωρήσει κανείς χωριστά, αποτελούν ισάριθµα αινίγµατα και γρίφους·
αν τις θεωρήσει, όµως, µαζί κι από ψηλά, παρουσιάζουν µία υπέροχη
εξέλιξη, στην οποία τα πάντα διευθύνονται κι εξηγούνται αµοιβαία.
Με µια λέξη, η ιστορία µιας µόνο θρησκείας θα είναι πάντοτε στενή,
προληπτική και ψεύτικη· δεν είναι αληθινή παρά µόνο η θρησκευτική
ιστορία της ανθρωπότητας. Σ’ αυτό το ύψος, δεν αισθάνεται κανείς
παρά µόνο τα ρεύµατα που κάνουν το γύρο της υφηλίου.
Ο αιγυπτιακός λαός, ο πιο ανεξάρτητος κι ο πιο κλειστός
από όλους σε εξωτερικές επιδράσεις, δεν µπόρεσε να διαφΰ- γει από
τον παγκόσµιο τούτο νόµο. Πέντε χιλιάδες χρόνια προ Χρίστου, το
φως του Ραµ, το οποίο είχε ανάψει στο Ιράν, ακτινοβόλησε στην
Αίγυπτο κι έγινε ο νόµος του Άµµωνος-Ρα, του ηλιακού θεού των
Δεβών. Αυτός ο θεσµός επέτρεψε στην Αίγυπτο να αντιµετωπίσει
τόσες επαναστάσεις. Ο Μηνάς 43 υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς της
δικαιοσύνης, ο πρώτος φαραώ εκτελεστής του νόµου αυτου. Φρόντισε
να µη στερήσει την Αίγυπτο από την αρχαία θεολογία της, που ήταν
και δική του επίσης. Δε φρόντισε παρά να την επιβεβαιώσει και να την
αναπτύξει, προσθέτοντας σ’ αυτή µία νέα κοινωνική οργάνωση: τον
κλήρο —δηλαδή την παιδεία— ανέθεσε σ’ ένα πρώτο συµβούλιο, τη
δικαιοσύνη σ’ ένα άλλο, την κυβέρνηση και στα δυο· και αντιλήφθηκε
τη βασιλεία ως την αντιπροσωπεία τους, υποταγµένη στον έλεγχό τους.
Στ η β ά σ η τ η ς κο ι ν ω ν ί α ς έ θ ε σ ε τ η σ χ ε τ ι κ ή α ν ε ξα ρ τ η σ ί α τ ω ν
κοινοτήτων. Είναι εκείνο που µπορούµε να ονοµάσουµε κυβέρνηση
των µυηµένων. Είχε ως βάση µία σύνθεση των επιστηµών, των
γνωστών µε το όνοµα Όσιρις (Ο-Σιρ-Ις), ο διανοητικός κύριος. Η
µεγάλη πυραµίδα είναι το σύµβολό της κι ο µαθηµατικός της
γνώµονας. Ο φαραώ, που έπαιρνε το όνοµά του της µύησης από το ναό
—ο οποίος ασκούσε την ιερατική και βασιλική τέχνη επί του θρόνου—
ήταν, λοιπόν, ένα πολύ διαφορετικό πρόσωπο από τον Ασσυριο
δεσπότη, του οποίου η αυθαίρετη δύναµη στηριζόταν στο έγκληµα και
στο αίµα. Ο φαραώ ήταν ο εστεµµένος µύστης ή, τουλάχιστον, ο
µαθητής και το όργανο των µυηµένων. Για αιώνες, οι φαραώ θα
υπερασπίζουν, εναντίον της δεσποτικής Ασίας και της αναρχικής
Ευρώπης, το νόµο του Κριού, ο οποίος αντιπροσώπευε τότε τις αρχές
της δικαιοσύνης και της διεθνούς διαιτησίας.
Κατά το έτος 2200 π.Χ., η Αίγυπτος υπέστη την τροµερότερη κρίση
απ’ όσες µπορεί να περάσει ένας λαός: την κρίση της ξενικής εισβολής
και της υποτέλειας. Η µεγάλη φοινικική επιδροµή ήταν αυτή καθαυτή
συνέχεια του µεγάλου θρησκευτικού σχίσµατος της Ασίας, το οποίο
είχε εξεγείρει τις λαϊκές µάζες, σπέρνοντας τη διχόνοια µέσα στους
ναούς. Οδηγούµενη από τους βασιλείς-ποιµένες, τους Ύκσως, η
εισβολή αυτή απλώθηκε πάνω στο Δέλτα και τη µέση Αίγυπτο. Οι
σχισµατικοί βασιλιάδες έφερναν µαζί τους ένα διεφθαρµένο πολιτισµό,
την ιωνική µαλθακότητα, την πολυτέλεια της Ασίας, τα ήθη του
χαρεµιού και µια χονδροειδή ειδωλολατρία. Η εθνι-
κή υπόσταση της Αίγυπτου διακυβευόταν, η διανοητικότητα της
κινδύνευε, η παγκόσµια αποστολή της απειλούνταν. Αλλά είχε µία
ζω ν τ α ν ή ψ υ χ ή , δ η λ α δ ή έ ν α ο ρ γ α ν ω µ έ ν ο σ ώ µ α µ υ η - µ έ ν ω ν ,
θεµατοφυλάκων της παλιά γνώσης του Ερµή και του Άµµωνος-Ρα. Τι
έπραξε η ψυχή αυτή; Αποσΰρθηκε στα βάθη των ιερών της,
συγκεντρώθηκε στον εαυτό της, για να αντι- σταθεί καλύτερα στον
εχθρό.
Φαινοµενικά, ο κλήρος υπέκυψε στην εισβολή και αναγνώρισε τους
σφετεριστές που έφερναν το νόµο του Ταυρου και τη λατρεία του
βοδιού Άπις 44 . Κρυµµένα, όµως, µέσα στους ναούς, τα δυο συµβούλια
διαφυλαξαν εκεί, ως ιερή παρακαταθήκη, τη γνώση τους, τις
παραδόσεις τους, την αρχαία και αγνή θρησκεία —και µαζί µ’ αυτήν,
την ελπίδα µιας αποκατάστασης της εθνικής δυναστείας. Τότε, εκείνη
την εποχή, οι ιερείς διέδωσαν στο πλήθος το θρύλο της Τσιδας και του
Ό- σιρι, του διαµελισµού του τελευταίου και της προσεχούς ανα-
στάσεώς του µέσω του γιου του Ώρου 45 , ο οποίος θα ξανάβρισκε τα
σκορπισµένα µέλη του, που τα είχε παρασύρει ο Νείλος. Εξήψαν τη
φαντασία του πλήθους µε την ποµπή των δηµόσιων τελετών.
Διατήρησαν την αγάπη του προς την παλιά θρησκεία, παριστάνοντας
σ’ αυτό τις δυστυχίες της θεάς, τους θρήνους της για την απώλεια του
ουράνιου συζυγου της και την ελπίδα που είχε εναποθέσει στο γιο της
Ώρο, το θείο µεσίτη.
Αλλά συγχρόνως οι µυηµένοι έκριναν αναγκαίο να καταστήσουν
απρόσβλητη την εσωτερική αλήθεια, καλυπτοντάς την µε τριπλό
πέπλο. Στη διάδοση της λαϊκής λατρείας της Ίσιδας και του Όσιρι
αντιστοιχεί η εσωτερική και σοφή οργάνωση των µικρών και των
µεγάλων Μυστηρίων. Τα περιστοίχισαν µε φραγµούς ανυπέρβλητους,
µε τροµερούς κίνδυνους. Επινόησαν ηθικές δοκιµασίες, απαίτησαν την
υπόσχεση της σιωπής, η δε ποινή του θανάτου εφαρµοζόταν αυστηρά
εναντίον -των µυηµένων που διέδιδαν και την παραµικρή έστω
λεπτοµέρεια των µυστηρίων. Χάρη σ’ αυτήν την αυστηρή οργάνωση, η
αιγυπτιακή µύηση αναδείχτηκε όχι µόνο σε καταφύγιο της εσωτερικής
διδασκαλίας, αλλά και σε εστία εθνικής ανάστασης και σχολείο των
θρησκειών του µέλλοντος. Ενώ οι εστεµµένοι σφετεριστές βασίλευαν
στη Μέµφιδα, οι Θήβες προετοίµαζαν σιγά-σιγά την αναγέννηση της
χώρας. Από το ναό της πόλης αυτής, από την ηλιακή της κιβωτό, βγήκε
ο σωτήρας της Αίγυπτου, ο Άµωσις, ο οποίος έδιωξε
τ ο υ ς Ύκ σ ω ς , υ σ τ έ ρ α α π ό κ υ ρ ι α ρ χ ί α ε ν ν έ α α ι ώ ν ω ν , κ α ι
αποκατέστησε την αιγυπτιακή επιστήµη και την ανδρική θρησκεία του
Όσιρι στη δίκαιη θέση τους.
Έτσι τα µυστήρια έσωσαν την ψυχή της Αίγυπτου από την ξενική
τυραννία, κι αυτό προς το καλό της ανθρωπότητας. Διότι τόση ήταν
τότε η ισχύς της πειθαρχίας τους, η δύναµη της µύησής τους, ώστε
περιέκλειαν την καλύτερη ηθική ισχύ της Αιγύπτου, την υψηλότερη
διανοητική αριστοκρατία της.
Η αρχαία µύηση στηριζόταν σε µια αντίληψη του ανθρώπου
υγιέστερη και συνάµα ανώτερη από τη δική µας. Εµείς χωρίσαµε την
αγωγή του σώµατος, της ψυχής και του πνεύµατος. Οι φυσικές και
βιολογικές επιστήµες µας, πολύ προχωρηµένες αυτές καθαυτές, δε
λογαριάζουν καθόλου την ψυχή και τη διάχυσή της µέσα στο σόµπαν*
η θρησκεία µας δεν ικανοποιεί διόλου τις ανάγκες της διάνοιας* η
ιατρική δε θέλει να γνωρίζει τίποτα ούτε περί της ψυχής ούτε περί του
πνεύµατος. Ο σύγχρονος άνθρωπος γυρεύει την ηδονή χωρίς την
ευτυχία, την ευτυχία χωρίς τη γνώση και τη γνώση χωρίς τη σοφία. Η
αρχαιότητα δεν παραδεχόταν ότι ήταν δυνατό να χωριστούν αυτά τα
πράγµατα. Σ’ όλα τα πεδία λάµβανε υπόψη την τριπλή φύση του
ανθρώπου. Η µύηση ήταν µία βαθµιαία έλξη όλου του ανθρώπινου
όντος προς τις ιλιγγιώ- δεις κορυφές του πνεύµατος, απ’ όπου µπορεί
κανείς να εξουσιάσει τη ζωή.
“Για να φτάσει την κυριαρχία ο άνθρωπος”, έλεγαν οι σοφοί της
τότε εποχής, “έχει ανάγκη µία ολική αναχώνευση του φυσικού, ηθικού
και διανοητικού του όντος. Αλλά η αναχώνευση αυτή δεν είναι δυνατή
παρά µόνο µε την ταυτόχρονη άσκηση της θέλησης, της διαίσθησης
και του λογικού. Με την πλήρη τους αρµονία ο άνθρωπος µπορεί να
αναπτύξει τις ικανότητές του σε ανυπολόγιστο όριο. Η ψυχή έχει
κοιµισµένες αισθήσεις* η µύηση τις ξυπνά. Με µια βαθιά µελέτη, µε
µια σταθερή επιµέλεια, ο άνθρωπος µπορεί να έρθει σε µία
ενσυνείδητη σχέση µε τις απόκρυφες δυνάµεις του σύµπα- ντος. Με
µία τεράστια προσπάθεια µπορεί να φτάσει στην απευθείας πνευµατική
αντίληψη, να διανοίξει τους δρόµους του υπερπέραν και να γίνει
ικανός να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Τότε µόνο µπορεί να πει ότι
νίκησε τη µοίρα και κατέ- κτησε από εδώ κάτω τη θεία του ελευθερία.
Τότε µόνο ο µυ- ηµένος µπορεί να γίνει µυητής, προφήτης και
θεουργός, δηλαδή οραµατιστής και δηµιουργός ψυχών. Διότι µόνο
εκείνος
που διοικεί τον εαυτό του, µπορεί να διοικήσει και τους άλλους*
µόνο εκείνος που είναι ελεύθερος µπορεί να απελευθερώσει”.
Έτσι σκέπτονταν οι αρχαίοι µυηµένοι. Οι µεγαλύτεροι από αυτούς
ζούσαν και ενεργούσαν σε αρµονία. Η αληθινή µύηση ήταν πολύ
διαφορετικό πράγµα από ένα κούφιο όνειρο κι ακόµη πιο διαφορετικό
από µία απλή επιστηµονική διδασκαλία: ήταν η δηµιουργία µιας ψυχής
αφ’ εαυτής, η εκκόλαψή της σ’ ένα ανώτερο πεδίο, η άνθησή της στο
θείο κόσµο.
Ας µεταφερθούµε στον καιρό του Ραµσή, στην εποχή του Μωυσή
και του Ορφέα, κατά το έτος 1300 π.Χ., κι ας προσπαθήσουµε να
εισδύσουµε στην καρδιά της αιγυπτιακής µύησης. Τα συµβολικά
µνηµεία, τα βιβλία του Ερµή, η εβραϊκή και ελληνική παράδοση 46
επιτρέπουν να κάνουµε να ξαναζήσουν οι ανοδικές φάσεις της και να
σχηµατίσουµε µία ιδέα για την υψηλότερή της αποκάλυψη.
■
ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΜΩΥΣΗΣ
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Κανένα ηράγµα δεν υπήρξε απόκρυφο γΤ αυτόν, και κάλυπτε µε έναν πέπλο την
ουσία κάθε πράγµατος που είχε δει.
Λέξεις γραµµένες κάτω από το άγαλµα του Φτάµερ, αρχιερέα της
Μέµφιδας, Μουσείο του Λουβρου
Το δυσκολότερο και το σκοτεινότερο από τα ιερά βιβλία, η Γένεσις, περιέχει τόσα
µυστικά όσες και λέξεις —και κάθε λέξη κρύβει πολλά τέτοια.
Άγιος Ιερώνυµος
Τέκνο του παρελθόντος και γεµάτο από το µέλλον, το βιβλίο αυτό [τα δέκα πρώτα
κεφάλαια της Γένεσης], κληρονόµος όλης της γνώσης των Αιγυπτίων, φέρει συν τοις
άλ- λοις µέσα του τα σπέρµατα των γνώσεων του µέλλοντος. Ό,τι βαθύτερο και πιο
µυστηριώδες έχει η φύση, ό,τι θαύµατα µπορεί να συλλογιστεί ο νους, ό,τι πιο
υπέροχο έχει η διάνοια, όλα αυτά τα περιέχει το βιβλίο αυτό.
Η Εβραϊκή Γλώσσα Αποκατεστηµένη
(Προλεγόµενα)
1. Η µονοθεϊστική παράδοση και οι πατριάρχες της ερήµου
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΕΊΝΑΙ ΤΟΣΟ ΠΑΛΙΑ όσο και η ενσυνείδητη ανθρωπότητα.
Όντας αποτέλεσµα της έµπνευσης, ανάγεται στη νύχτα των χρόνων.
Αρκεί να ρίξει κανείς ένα οξυδερκές βλέµµα µέσα στα ιερά βιβλία του
Ιράν, της Ινδίας και της Αίγυπτου, για να βεβαιωθεί ότι οι µητέρες-
ιδέες της εσωτερικής διδασκαλίας συνιστουν την κρυφή αλλά γεµάτη
από ζωή ουσία τους. Μέσα σε αυτές βρίσκεται η αόρατη ψυχή, η
γενεσιουργός αρχή των µεγάλων εκείνων θρησκειών. Όλοι οι δυνατοί
µυητές παρατήρησαν, σε µία στιγµή της ζωής τους, την ακτινοβολία
της κεντρικής αλήθειας. Αλλά το φως που αποκόµισαν από εκεί
διαθλάσθηκε και χρωµατίστηκε σύµφωνα µε τη µεγαλοφυΐα τους και
την αποστολή τους, σύµφωνα µε τους καιρούς και τους τόπους.
Περάσαµε µέσα από την άρια µύηση µε το Ράµα, τη βραχµανική µε τον
Κρίσνα, αυτήν της Ίσιδας και του Όσιρι µε τους ιερείς των Θηβών. Θα
αρνη- θοΰµε, υστέρα από αυτό, ότι η άυλη ψυχή του ύψιστου Θεού, η
οποία αποτελεί το ουσιώδες δόγµα του µονοθεϊσµού και της ενότητας
της φύσης, δεν υπήρξε γνωστή στους βραχµά- νες και στους ιερείς του
Άµµωνος-Ρα; Αναµφίβολα, εκείνοι δεν έλεγαν ότι ο κόσµος γεννήθηκε
από µία στιγµιαία πράξη, από τη φαντασία µίας θεότητας, όπως οι
πρωτόγονοι θεολόγοι µας. Αλλά, σοφά, βαθµιαία, µε τον τρόπο της
εκπόρευσης και της εξέλιξης, συµπέραναν το ορατό από το αόρατο, το
σύµπαν από τα αβυθοµέτρητα βάθη του Θεού. Η αρσενική και η
θηλυκή δυαδικότητα έβγαιναν από την αρχική µονάδα, η ζωντανή
τριαδικότητα του ανθρώπου και του σύµπαντος από τη δηµιουργό
δυάδα και ούτω καθεξής. Οι ιεροί αριθµοί αποτελούσαν τον αιώνιο
λόγο, το ρυθµό και το όργανο της θεότητας. Παρατηρώντας µε
περισσότερη ή λιγότερη διαύγεια και δύναµη, ανακαλούσαν µέσα στο
πνεύµα του µυηµέ- νου την εσωτερική συναρµ.ογή του κόσµου, µέσω
της δικής του. Έτσι και η νότα που την κάνουµε να βγαίνει από ένα
ποτήρι σκεπασµένο µε άµµο, διαγράφει µέσα εκεί σε µικρή κλίµακα τα
αρµονικά σχήµατα των κραδασµών, οι οποίοι γεµίζουν µε τα ηχητικά
τους κύµατα το απέραντο βασίλειο του αέρα.
Αλλά ο εσωτερικός µονοθεϊσµός της Αιγύπτου δε βγήκε ποτέ έξω από
τα ιερά άδυτα. Η ιερή επιστήµη παρέµεινε
προνόµιο µιας µικρής µειονότητας. Οι εξωτερικοί εχθροί άρχιζαν να
προσβάλλουν την αρχαία αυτή έπαλξη του πολιτισµού. Στην εποχή που
φτάσαµε, στον 12ο αιώνα π.Χ., η Ασία βυθιζόταν στη λατρεία της
ύλης. Ήδη, η Ινδία βάδιζε µε µεγάλα βήµατα προς την παρακµή της.
Ένα ισχυρό κράτος αναπτυσσόταν στις όχθες του Ευφράτη και του
Τίγρη. Η Βαβυλώνα, η κολοσσιαία και τερατώδης αυτή πόλη,
προκαλού- σε τον ίλιγγο στους νοµαδικούς λαούς που περιπλανιόνταν
γύρω της. Οι βασιλιάδες της Ασσυρίας ανακηρύσσονταν µονάρχες των
τεσσάρων ηπείρων του κόσµου και είχαν τη φιλοδοξία να θέσουν τα
όρια του κράτους τους εκεί ακριβώς που τελειώνει η γη. Συνέτριβαν
τους λαούς, τους εκτόπιζαν µαζικά, τους στρατολογούσαν και έριχναν
τους µεν εναντίον των δε. Δεν υπήρχε ούτε διεθνές δίκαιο, ούτε
ανθρώπινος σεβασµός, ούτε θρησκευτικές αρχές. Η αχαλίνωτη
προσωπική φιλοδοξία ήταν ο µόνος νόµος των διαδόχων του Νίνου και
της Σεµίραµις.
Η γνώση των Χαλδαίων ιερέων ήταν βαθιά µεν αλλά πολύ λιγότερο
αγνή, λιγότερο υψηλή και λιγότερο τελεσφόρος από τη γνώση των
Αιγυπτίων ιερέων. Στην Αίγυπτο, η εξουσία πα- ρέµεινε στη γνώση. Το
ιερατείο άσκησε πάντα εκεί µια ρυθµιστική δύναµη επί της βασιλείας.
Οι φαραώ παρέµειναν οι µαθητές του και ποτέ δεν έγιναν µισητοί
δεσπότες, όπως οι βασιλιάδες της Βαβυλώνας. Στη Βαβυλώνα,
αντίθετα, το συ- ντριµµένο ιερατείο δεν υπήρξε ευθύς εξαρχής παρά
όργανο της τυραννίας. Στο ανάγλυφο της Νινευή, βλέπουµε το Νεµ-
ρώδ 56 , κοντόχοντρο γίγαντα, να στραγγαλίζει µε τα µυώδη µπράτσα
του ένα λιονταράκι, που το κρατά σφιγµένο πάνω στο στήθος του.
Εύγλωττο σύµβολο: έτσι οι µονάρχες της Ασσυρίας έπνιξαν τον
ιρανικό λέοντα, τον ηρωικό λαό του Ζα- ρατούστρα, δολοφονώντας
τους αρχιερείς του, σφάζοντας τα συµβούλια των µάγων του,
εξαγοράζοντας τους βασιλιάδες του.
Αν οι σοφοί της Ινδίας και οι ιερείς της Αιγύπτου κατόρθωσαν µε τη
σοφία τους να κάνουν να βασιλεύσει σε ένα βαθµό η Πρόνοια επί της
γης, µπορούµε να πούµε ότι το βασίλειο της Βαβυλώνας υπήρξε το
βασίλειο της Μοίρας, δηλαδή της τυφλής και κτηνώδους ισχύος. Η
Βαβυλώνα κατέστη µε αυτό τον τρόπο το τυραννικό κέντρο της
παγκόσµιας αναρχίας, το ακίνητο µάτι του κοινωνικού κυκλώνα, ο
οποίος περιτύλιγε την Ασία µε τους στροβίλους του· τροµερό µάτι της
Μοίρας, πάντοτε ανοιχτό, που παραµόνευε τα έθνη για να τα
καταβροχθίσει.
Τι µπορούσε να κάνει η Αίγυπτος εναντίον του κατακτητικού
χειµάρρου; Οι Ύκσως είχαν αποτυχει ήδη στο να την καταπιούν.
Αντιστεκόταν γενναία, αλλά αυτό δεν µπορούσε να διαρκέσει για
πάντα. Έξι αιώνες ακόµη, και ο περσικός κυκλώνας, που διαδέχτηκε το
βαβυλωνιακό κυκλώνα, έµελλε να σαρώσει τους ναούς της και τους
φαραώ της. Άλλωστε, η Αίγυπτος, που κατείχε στον ύψιστο βαθµό το
πνεύµα της µύησης και της συντηρητικότητας, δεν είχε ποτέ το πνεύµα
της εξάπλωσης και της προπαγάνδας. Οι συσσωρευµένοι θησαυροί της
γνώσης επρόκειτο να χαθούν; Βέβαια, το µεγαλύτερο µέρος τους
ενταφιάστηκε και όταν ήλθαν οι Αλεξανδρινοί δεν µπόρεσαν να
ξεθάψουν παρά µόνο κοµµάτια. Δύο λαοί αντίθετου πνεύµατος
άναψαν, εντούτοις, τις λαµπάδες τους µέσα στα ιερά τους, λαµπάδες
µε διαφορετικές ακτίνες, από τις οποίες η µία φωτίζει τα βάθη του
ουρανού και η άλλη καταυγάζει και µεταµορφώνει τη γη! Ο Ισραήλ
και η Ελλάδα.
Η σπουδαιότητα του λαού του Ισραήλ για την ιστορία της
ανθρωπότητας προβάλλει µπροστά στα µάτια µας αµέσως, για δύο
λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο Ισραήλ αντιπροσωπεύει σε αυτήν το
µονοθεϊσµό· ο δεύτερος είναι ότι γέννησε το χριστιανισµό. Αλλά ο από
τη θεία Πρόνοια σκοπός της αποστολής του Ισραήλ δε φαίνεται παρά
σε εκείνον που, ανοίγο- ντας τα σύµβολα της Παλαιός και της Καινής
Διαθήκης, παρατηρεί ότι περιέχουν όλη την εσωτερική παράδοση του
παρελθόντος, µολονότι υπό µορφή συνήθως αλλοιωµένη —προπάντων
δε σε ό,τι αφορά την Παλαιό Διαθήκη, από τους πολυάριθµους
συντάκτες και µεταφραστές, οι περισσότεροι από τους οποίους
αγνοούσαν το αρχικό νόηµα. Τότε ο ρόλος του Ισραήλ γίνεται
φανερός. Γιατί ο λαός αυτός αποτελεί έτσι τον αναγκαίο κρίκο µεταξύ
του παλιού και του νέου κύκλου, µεταξύ της Ανατολής και της Δύσης.
Η µονοθεϊστική ιδέα έχει ως συνέπεια την ενοποίηση της
ανθρωπότητας υπό έναν και τον αυτό Θεό και υπό έναν και τον αυτό
νόµο. Αλλά όσο οι θεολόγοι θα έχουν για το Θεό µία παιδική ιδέα κι
όσο οι άνθρωποι της επιστήµης θα τον αγνοούν και θα τον αρνούνται
καθαρά και ξάστερα, η ηθική, η κοινωνική και η θρησκευτική ενότητα
του πλανήτη µας δε θα είναι παρά ευσεβής πόθος ή σκοπός της
θρησκείας και της επιστήµης, οι οποίες αδυνατούν να τον
πραγµατοποιή-
σουν. Απεναντίας, η οργανική αυτή ενότητα εµφανίζεται δυνατή,
όταν αναγνωρίσουµε, εσωτερικά και επιστηµονικά, µέσα στη θεία
αρχή το κλειδί του κόσµου και της ζωής, του ανθρώπου και της
κοινωνίας εν τη εξελίξει τους. Τέλος, ο χριστιανισµός, δηλαδή η
θρησκεία του Χριστού, δεν εµφανίζεται κι αυτός στο ύψος του και µε
την παγκοσµιότητά του, παρά µόνο όταν µας αποκαλύπτει το
ε σ ω τ ε ρ ι κό τ ο υ α π ο τ α µ ί ε υ µ α . Τό τ ε µ ό ν ο π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε τ α ι ω ς η
συνισταµένη όλων όσων προηγήθηκαν αυτού, σαν να περικλείει µέσα
του τις αρχές, το τέλος και το ένδον της ολοκληρωτικής αναγέννησης
της ανθρωπότητας. Μόνο αποκαλύπτοντας σε εµάς τα ύψιστα αυτά
µυστήρια θα γίνει ό,τι αληθώς είναι: δηλαδή η θρησκεία της
επαγγελίας και της τελειότητας, που σηµαίνει η θρησκεία της
παγκόσµιας µύησης.
Ο Μωυσής, που ήταν µυηµένος Αιγύπτιος και ιερέας του Όσιρι,
υπήρξε αναµφισβήτητα ο οργανωτής του µονοθεϊσµού. Με αυτόν, η
αρχή αυτή, ως τότε κρυµµένη κάτω από τον τριπλό πέπλο των
µυστηρίων, βγήκε από τα βάθη του ναού για να µπει στο ρεύµα της
ιστορίας.
Ο Μωυσής είχε την τόλµη να καταστήσει την υψηλότερη αρχή της
µύησης µοναδικό δόγµα µίας εθνικής θρησκείας και είχε τη σύνεση να
µη φανερώσει τις συνέπειές της παρά µόνο σε ένα µικρό αριθµό
µυηµένων, επιβάλλοντάς τη στο πλήθος µε το φόβο. Πάνω σε αυτό το
ζήτηµα, ο προφήτης του Σινά είχε προφανώς µακρινές βλέψεις, οι
οποίες υπερέ- βαιναν κατά πολύ τα πεπρωµένα του λαού του. Η
παγκόσµια θρησκεία της ανθρωπότητας —να η αληθινή αποστολή του
Ισραήλ, την οποία λίγοι Ιουδαίοι κατάλαβαν, εκτός από τους
µεγαλύτερους προφήτες τους. Η αποστολή αυτή, για να εκπληρωθεί,
προϋπέθετε την εξαφάνιση του λαού που την αντιπροσώπευε. Το
ιουδαϊκό έθνος διασκορπίστηκε εκµηδενισµένο. Η ιδέα του Μωυσή και
τ ω ν π ρ ο φ η τ ώ ν έ ζη σ ε κ α ι µ ε γ ά λ ω σ ε . Α φ ο ύ α ν α π τ ύ χ θ η κ ε κ α ι
µεταµορφώθηκε µέσω του χριστιανισµού, και αφού την ξαναπήρε ο
ισλαµισµός, αν και µε κατώτερο τρόπο, έµελλε να επιβληθεί στη
βάρβαρη Δύση και να ξαναγυρίσει στην ίδια την Ασία. Έκτοτε η
ανθρωπότητα µπορεί να κάνει ό,τι θέλει, µπορεί να επαναστατεί, να
παλεύει εναντίον του εαυτού της µε σπασµωδικές κινήσεις, όµως θα
περιστρέφεται γύρω από την κεντρική αυτή ιδέα, όπως το νεφέλωµα
γύρω από τον ήλιο που το οργανώνει. Ιδού το τεράστιο έργο του
Μωυσή.
Γι’ αυτή την επιχείρηση, την πιο κολοσσιαία από την εποχή της
προϊστορικής εξόδου των Αρίων, ο Μωυσής βρήκε ένα έτοιµο ήδη
όργανο µέσα στις φυλές των Εβραίων, και ιδιαίτερα σε εκείνες που
ήταν εγκατεστηµένες στην Αίγυπτο, στην κοιλάδα του Γέσεν, ζώντας
εκεί υπό καθεστώς δουλείας, µε το όνοµα Μπενί-Ισραήλ. Στην ίδρυση
µιας µονοθεϊστικής θρησκείας υπήρξαν επίσης πρόδροµοι οι νοµάδες
κι οι ειρηνικοί εκείνοι βασιλιάδες, τους οποίους η Βίβλος µάς
παρουσιάζει µε τη µορφή του Αβραάµ, του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Ας ρίξουµε µια µατιά στους Εβραίους αυτοΰς και στους πατριάρχες
τους. Θα προσπαθήσουµε, έπειτα, να ανασύρουµε τη µορφή του
µεγάλου προφήτη τους από τους αντικατοπτρισµούς της ερήµου κι από
τις σκοτεινές νύχτες του Σινά, όπου βροντά ο κεραυνός του θρυλικού
Ιεχωβά.
Τους γνώριζε ο κόσµος από αιώνες, από χιλιάδες χρόνια, τους
Ιµπρίµ αυτοΰς, τους ακούραστους αυτοΰς νοµάδες, αυτοΰς τους
αιώνιους εξόριστους 57 . Αδερφοί των Αράβων, οι Εβραίοι ήταν, όπως
και όλοι οι Σηµίτες, το προϊόν αρχαίας µίξης της λευκής φυλής µε τη
µαΰρη φυλή. Τους είχαν δει να περνοΰν και να ξαναπερνοΰν στα
βόρεια της Αφρικής, µε το όνοµα Βοδόνοι, αυτοΰς τους δίχως κατοικία
και δίχως κρεβάτι ανθρώπους, και έπειτα να στήνουν τις σκηνές τους
µέσα στις απέραντες ερήµους, µεταξΰ της Ερυθρός Θάλασσας και του
Περσικοΰ Κόλπου, µεταξΰ του Ευφράτη και της Παλαιστίνης.
Αµµωνίτες, Ελαµίτες, Εδωµίτες, έµοιαζαν όλοι µεταξΰ τους, αυτοί οι
πλάνητες. Ως όχηµα είχαν το γαϊδοΰρι ή την καµήλα, ως κατοικία τη
σκηνή· κι ως µόνη περιουσία είχαν κοπάδια που περιπλανιόνταν, όπως
κι αυτοί, και βοσκοΰσαν πάντοτε πάνω σε ξένη γη. Όπως οι πρόγονοί
τους, οι Γκιµπο- ρίµ, όπως οι πρώτοι Κέλτες, έτσι κι οι ανυπότακτοι
αυτοί µι- σοΰσαν την πελεκηµένη πέτρα, την οχυρωµένη πόλη, τη
θητεία και το λίθινο ναό.
Εντοΰτοις, οι τερατώδεις πόλεις της Βαβυλώνας και της Νινευή, µε
τα γιγαντιαία ανάκτορά τους και τα µυστήρια τους και τις κραιπάλες
τους, ασκοΰσαν πάνω στους ηµιάγριους αυτοΰς ακατανίκητη γοητεία.
Προσελκΰονταν µέσα σε αυτές τις πέτρινες φυλακές, αιχµαλωτίζονταν
από τους στρατιώτες των βασιλιάδων της Ασσυρίας, στρατολογοΰνταν
στους στρατοΰς τους και ρίχνονταν καµιά φορά στα όργια της
Βαβυλώνας. Άλλοτε πάλι οι Ισραηλίτες αφήνονταν να παρασυρ- θοΰν
από τις γυναίκες της Μωάβ, τις τολµηρές εκείνες γόησ-
σες, µε το µαύρο δέρµα και τα αστραφτερά µάτια. Τους πα-
ράσερναν στη λατρεία των λίθινων και ξύλινων ειδώλων κι ακόµη και
στη φρικώδη λατρεία του Μολώχ 58 . Αλλά ξαφνικά, η δίψα της ερήµου
τους ξανάπιανε. Έφευγαν. Επιστρέφο- ντας στα τραχιά λαγκάδια, όπου
δεν ακούει κανείς παρά τα µουγκρίσµατα των θηρίων, και µέσα στις
απέραντες πεδιάδες, όπου κανείς οδηγείται µόνο µε το φως των
αστερισµών, κάτω από την ψυχρή µατιά των άστρων αυτών που οι
πρόγονοί τους τα είχαν λατρέψει, ντρέπονταν για τους εαυτούς τους.
Αν τότε ένας πατριάρχης, ένας εµπνευσµένος άνθρωπος, τους µιλούσε
για το µοναδικό Θεό, τον Ελοΐµ, το Σαβαώθ 59 , τον Κύριο των
στρατιών, ο οποίος τα βλέπει όλα και τιµωρεί τον ένοχο, αυτά τα
αιµοχαρή κι άγρια µεγάλα παιδιά έσκυβαν το κεφάλι και, γονατίζοντας
για προσευχή, αφήνονταν να οδηγηθούν σαν πρόβατα.
Και λίγο-λίγο, αυτή η ιδέα του µεγάλου Ελοΐµ, του µόνου, του
παντοδυνάµου Θεού, γέµιζε την ψυχή τους, όπως στο Παδά-Χαρρα το
λυκόφως ισοπεδώνει όλες τις ανωµαλίες του εδάφους µέσα στην
απέραντη γραµµή του ορίζοντα, εξαφανίζοντας τα χρώµατα και τις
αποστάσεις µέσα στη λαµπρή οµοιότητα του στερεώµατος και
µεταβάλλοντας το συµπαν σε έναν όγκο ολοσκότεινο, που τον
επιστεγάζει µία σφαίρα που λαµποκοπά από τα άστρα.
Τι ήταν λοιπόν οι πατριάρχες; Ο Αβραάµ ή ο πατέρας Ο- ράµ ήταν
βασιλιάς της Ουρ, πόλης της Χαλδαίας, κοντά στη Βαβυλώνα. Οι
Ασσυριοι τον παρίσταναν, κατά την παράδοση, καθισµένο πάνω σε ένα
θρόνο, µε ευµενές ύφος 60 . Αυτό το πολύ παλιό πρόσωπο, που πέρασε
στη µυθολογική ιστορία όλων των λαών, αφού και ο Οβίδιος τον
αναφέρει 61 , είναι αυτός ο ίδιος τον οποίο η Βίβλος τον παρουσιάζει να
µεταναστεύει από τη χώρα της Ουρ στη χώρα Χαναάν, σύµφωνα µε τη
φωνή του Αιωνίου.
Ο Αιώνιος τού παρουσιάστηκε και του είπε: “Εγώ είµαι ο Θεός, ο
Παντοκράτωρ· βάδιζε ενώπιον µου και έσο τέλειος... Θα κάµω την
διαθήκη µεταξύ εµού και σου και των απογόνων σου, δια να είναι µία
αιώνια διαθήκη· ώστε να είµαι ο Θεός σου και ο Θεός των µετά σε
απογόνων σου” [Γεν. ις']. Αυτό το χωρίο, µεταφρασµένο στη γλώσσα
του καιρού µας, σηµαίνει ότι ένας πολύ αρχαίος Σηµίτης αρχηγός, µε
το όνοµα Αβραάµ, ο οποίος πιθανώς είχε λάβει τη χαλδαϊκή µύηση,
αισθάνθηκε τον εαυτό του να παρακινείται από την εσωτερι-
κή φωνή, για να οδηγήσει τη φυλή του προς τα δυτικά, και της
επέβαλε τη λατρεία του Ελοΐµ.
Το όνοµα του Ισαάκ, µε το πρώτο συνθετικό Ισ-, ενδεικνύ- ει την
αιγυπτιακή µύηση, ενώ τα ονόµατα του Ιακώβ και του Ιωσήφ αφήνουν
να δει κανείς τη φοινικική καταγωγή τους. Οπωσδήποτε, είναι πιθανό
ότι οι τρεις πατριάρχες υπήρξαν τρεις αρχηγοί διαφορετικών λαών,
που έζησαν σε εποχές που απείχαν χρονικά πολύ µεταξύ τους. Σε µια
εποχή πολύ µεταγενέστερη του Μωυσή, ο ισραηλίτικος θρύλος τούς
συνένωσε σε µία και µόνη οικογένεια. Ο Ισαάκ έγινε γιος του Αβραάµ,
και ο Ιακώβ γιος του Ισαάκ. Ο τρόπος αυτός παράστασης της
διανοητικής πατρότητας µε τη φυσική πατρότητα χρησιµοποιούνταν
πολύ στα αρχαία ιερατεία. Από τη θρυλική αυτή γενεαλογία προκύπτει
ένα σπουδαίο γεγονός: η συνέχιση της µονοθεϊστικής λατρείας µέσω
των µυηµένων πατριαρχών της ερήµου. Το ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν
εσωτερικές ενορµή- σεις, πνευµατικές αποκαλύψεις, υπό µορφή
ονείρων ή ακόµη και οραµάτων σε κατάσταση εγρήγορσης, αυτό δεν
έχει τίποτα αντίθετο µε την εσωτερική γνώση, ούτε µε τον παγκόσµιο
ψυχικό νόµο, ο ποιος διέπει τις ψυχές και τους κόσµους. Τα γεγονότα
αυτά πήραν στη βιβλική αφήγηση την αφελή µορφή επισκέψεων
αγγέλων, που τους φιλοξενούσαν οι πατριάρχες κάτω από τη σκηνή
τους.
Οι πατριάρχες αυτοί είχαν, άραγε, κάποια βαθιά θέαση της
πνευµατικότητας του Θεού και των θρησκευτικών σκοπών της
ανθρωπότητας; Χωρίς αµφιβολία. Κατώτεροι από τους µάγους της
Χαλδαίας ως προς τη θετική επιστήµη, καθώς και από τους Αιγυπτίους
ιερείς, τους υπερέβησαν πιθανώς µε το ηθικό ύψος και την ευρύτητα
εκείνη της ψυχής, που είναι αποτέλεσµα της νοµαδικής κι ελεύθερης
ζωής. Γι’ αυτούς, η υπέρτατη τάξη, που ο Ελοΐµ κάνει να βασιλεύει
µ έ σ α σ τ ο σ ύ µ π α ν , µ ε τ α φ ρ ά ζ ε τ α ι σ τ η ν κο ι ν ω ν ι κ ή τ ά ξ η , σ τ η ν
οικογενειακή λατρεία, στο σεβασµό προς τις συζύγους τους, στην
υπερβολική αγάπη για τους γιους τους, στην προστασία όλης της
φυλής, στη φιλοξενία απέναντι στον ξένο. Με µια λέξη, αυτοί οι
“υψηλοί πατέρες” είναι φυσικοί διαιτητές µεταξύ των οικογενειών και
των φυλών. Η πατριαρχική ράβδος τους είναι σκήπτρο δικαιοσύνης.
Ασκούν θρησκευτική εξουσία και αποπνέουν την πραότητα και την
ειρήνη. Εδώ κι εκεί, κάτω από τον πατριαρχικό θρύλο, βλέπουµε να
διαφαί- νεται η εσωτερική σκέψη. Έτσι, όταν στη Βεθήλ ο Ιακώβ
βλέπει σε όνειρο µία σκάλα, µε τον Ελοΐµ στην κορυφή και τους
αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια της,
αναγνωρίζουµε µέσα σε αυτή τη διήγηση µία λαϊκή µορφή, µία
ιουδαϊκή περίληψη του οράµατος του Ερµή και της θεωρίας της
ανοδικής και καθοδικής εξέλιξης των ψυχών.
Ένα ιστορικό γεγονός υψίστης σηµασίας όσον αφορά την εποχή των
πατριάρχων µάς παρουσιάζεται, τέλος, µέσα σε δυο αποκαλυπτικούς
στίχους. Πρόκειται για τη συνάντηση του Αβραάµ µε ένα µυηµένο
ηγέτη. Αφού πολέµησε τους βασιλιάδες στα Σόδοµα και τα Γόµορρα, ο
Αβραάµ πάει να υποβάλει τα σέβη του στο Μελχισεδέκ. Ο βασιλιάς
αυτός διαµένει στο φρούριο που αργότερα θα γίνει η Ιερουσαλήµ. “Ο
Μελχισεδέκ, βασιλεύς της Σαλήµ, είπε και έφεραν άρτον και οίνον.
Ήταν ιερευς του Ελοΐµ, του Θεού του Υψίστου. Και ηυλόγησε τον
Αβραάµ, λέγων: Ευλογηµένος ας είναι ο Αβραάµ από τον Ελοΐµ, τον Ύψιστο
Θεό, ο οποίος έκτισε τον ουρανό και τη γη” [Γένεσις, XIV, 18 και 19]. Να,
λοιπόν, ένας βασιλιάς της Σαλήµ, που ήταν αρχιερέας του ίδιου θεού
που ήταν και ο Αβραάµ. Ο Αβραάµ του φέρεται σαν σε ανώτερο, σε
δάσκαλο, και µεταλαµβάνει µαζί του µε άρτο και οίνο, στο όνοµα του
Ελοΐµ, πράγµα που στην αρχαία Αίγυπτο ήταν σηµείο µετάληψης
µεταξύ µυηµένων. Υπήρχε, λοιπόν, κάποιος σύνδεσµος αδελφοσύνης
και σηµεία αναγνώρισης, ακόµα και κάποιος κοινός σκοπός µεταξύ
όλων όσων λάτρευαν τον Ελοΐµ, από τα βάθη της Χαλδαίας ως την
Παλαιστίνη, και ίσως µέχρι µερικά ιερά της Αιγύπτου.
Αυτή η µονοθεϊστική οµοσπονδία δεν περίµενε παρά κάποιον να την
οργανώσει. Έτσι, µεταξύ του φτερωτού Ταύρου της Ασσυρίας και της
Σφίγγας της Αιγύπτου, που από µακριά κοιτάζουν την έρηµο, µεταξύ
της καταθλιπτικής τυραννίας, αφενός, και του αδιείσδυτου µυστηρίου
της µύησης, αφετέρου, προχωρούν οι εκλεκτές φυλές των Αβρααµιτών,
των Ια- κωβηλιτών, των Μπενί-Ισραήλ. Αποφεύγουν τις αναίσχυντες
γιορτές της Βαβυλώνας και περνούν, αλλάζοντας δρόµο, µπροστά από
τα όργια της Μωάβ, από τα αίσχη που γίνονται στα Σόδοµα και στα
Γόµορρα και από την τερατώδη λατρεία του Βάαλ. Οι πατριάρχες
φροντίζουν ώστε το καραβάνι να ακολουθεί το χαραγµένο δρόµο της
όασης, ο οποίος έχει ως σηµεία λιγοστές πηγές και λεπτούς φοίνικες.
Σαν µακριά κορδέλα, ο δρόµος χάνεται µέσα στην απεραντοσύνη της
ερήµου, µέσα στους καύσωνες της µέρας, κάτω από την πορφυρά
του ηλιοβασιλέµατος και το µανδύα του λυκόφωτος, στα οποία
κυριαρχεί ο Ελοΐµ. Ούτε τα κοπάδια, ούτε οι γυναίκες, ούτε οι γέροι
δε γνωρίζουν το τέρµα του αιώνιου ταξιδιού. Αλλά προχωρούν µε το
αποφασιστικό και παραπονιάρικο βήµα της καµήλας. Πού πηγαίνουν
έτσι συνέχεια; Οι πατριάρχες το ξέρουν· ο Μωυσής θα τους το πει.
2. Μύηση του Μωυσή στην Αίγυπτο - Η φυγή κοντά στον Ιοθόρ
ο ΡΑΜΣΗΣ Ο Β' ΥΠΗΡΞΕ ένας από τους µεγάλους µονάρχες της Αίγυπτου.
Ο γιος του ονοµαζόταν Μενεφθάς. Κατά την αιγυπτιακή συνήθεια,
εκπαιδεύτηκε από τους ιερείς µέσα στο ναό του Άµµωνος-Ρα, στη
Μέµφιδα, γιατί η βασιλική τέχνη θεωρούνταν τότε κλάδος της
ιερατικής τέχνης. Ο Μανεφθάς ήταν ένας νέος δειλός, περίεργος και
µέτριας διάνοιας. Είχε τυφλό σχεδόν πάθος για τις απόκρυφες
επιστήµες, πράγµα που τον έκανε αργότερα έρµαιο των µάγων και των
αστρολόγων της κατώτερης τάξης. Είχε σύντροφο στις σπουδές του
ένα νέο µε πνεύµα τραχύ και µε χαρακτήρα παράξενο και ακοινώνητο.
Ο Χοζαρσίφ 62 ήταν ξάδελφος του Μανεφθά, γιος της πριγκί- πισσας,
της αδελφής του Ραµσή. Θετός ή φυσικός γιος; Ποτέ δεν έγινε
γνωστό 63 .
Ο Χοζαρσίφ ήταν, προπαντός, το παιδί του ναού, γιατί είχε
µεγαλώσει ανάµεσα στις στήλες του. Ταµένος από τη µητέρα του στην
Τσιδα και τον Όσιρι, εµφανιζόταν από την εφηβική του ηλικία ως
βοηθός ιερέα, κατά τη στέψη του φαραώ, στις ιερατικές ποµπές των
µεγάλων εορτών, µεταφέρο- ντας το άµφιο, το δισκοπότηρο, τα
θυµιατήρια. Έπειτα, στο εσωτερικό του ναού, σοβαρός και
προσεκτικός, άκουγε τις ιερές ορχήστρες, τους ΰµνους και τις διδαχές
των ιερέων. Ο Χοζαρσίφ ήταν µικρού αναστήµατος, είχε ταπεινό και
σκεπτικό ύφος, µέτωπο κριού και µαύρα διαπεραστικά µάτια, µε
αετίσιο βλέµµα και ανησυχαστική βαθύτητα. Τον είχαν επονοµάσει “ο
σιωπηλός”, τόσο ήταν συγκεντρωµένος, σχεδόν πάντοτε βουβός. Συχνά
ψέλλιζε καθώς µιλούσε, σαν να ζητούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις
ή να φοβόταν να πει τη σκέψη του. Φαινόταν δειλός. Έπειτα, ξαφνικά,
σαν χτύπηµα κεραυνοί), κάποια τροµερή ιδέα άστραφτε µέσα σε µια
λέξη
και άφηνε πίσω της αυλακιά αστραπής. Καταλάβαινε τότε κανείς
ότι, αν ποτέ “ο σιωπηλός” ρίχνονταν στη δράση, θα είχε τροµακτική
τολµηρότητα. Ήδη χαραζόταν ανάµεσα στα φρύδια του η µοιραία
πτυχή των ανθρώπων των προορισµένων για τα βαριά καθήκοντα και
πάνω στο µέτωπό του πλανιόταν απειλητικό σύννεφο. Οι γυναίκες
φοβούνταν το µάτι του νεαρού αυτού ιερέα, µάτι αβυθοµέτρητο όπως ο
τάφος, και την όψη του, την απαθή όπως η θυρα του ναού της Ίσι- δας.
Θα έλεγε κανείς ότι προαισθάνονταν έναν εχθρό του γυναικείου φύλου
σε αυτόν το µελλοντικό αντιπρόσωπο του πιο απόλυτου και του πιο
απροσπέλαστου ανδρικού στοιχείου στη θρησκεία.
Εντούτοις, η µητέρα του, η πριγκίπισσα, ονειρευόταν για το γιο της
το θρόνο του φαραώ. Ο Χοζαρσίφ ήταν εξυπνότερος από το Μενεφθά·
µπορούσε, λοιπόν, να ελπίζει σε σφετε- ρισµό του θρόνου µε την
υποστήριξη του ιερατείου. Οι φαραώ, είναι αλήθεια, όριζαν τους
διαδόχους τους µεταξύ των γιων τους. Αλλά κάποτε οι ιερείς
παραβίαζαν την απόφαση του ηγεµόνα µετά το θάνατό του, κι αυτό για
το συµφέρον του κράτους. Περισσότερες από µία φορές, αποµάκρυναν
από το θρόνο τους ανάξιους και τους αδύνατους, για να δώσουν το
σκήπτρο σε κάποιον άλλο βασιλικό µυηµένο. Ήδη, ο Μενεφθά ζήλευε
τον ξάδερφό του· Ο Ραµσής τον παρακολουθούσε και δυσπιστούσε
απέναντι στο σιωπηλό ιερέα.
Μια µέρα, η µητέρα του Χοζαρσίφ συνάντησε το γιο της µέσα στο
Σεραπείο της Μέµφιδας, µία πλατεία απέραντη, σπαρµένη µε
οβελίσκους, µαυσωλεία, µικρούς και µεγάλους ναούς, πυλώνες
τροπαίων. Ήταν ένα είδος υπαίθριου µουσείου της εθνικής δόξας, όπου
έφτανε κανείς από έναν πλατύ δρόµο που είχε 600 σφίγγες. Μπροστά
στη βασιλική µητέρα του ο νεαρός ιερέας υποκλίθηκε ως τη γη και
περίµενε, κατά το έθιµο, να του απευθύνει αυτή το λόγο.
“Πρόκειται να εισδύσεις στα µυστήρια της Ίσιδας και του Όσιρι”,
του είπε εκείνη. “Για πολύ καιρό δε θα σε ξαναδώ πια, παιδί µου.
Αλλά µην ξεχνάς ότι είσαι από το αίµα των φαραώ, κι ότι είµαι η
µητέρα σου. Κοίταξε τριγύρω σου... Αν θέλεις, µια µέρα... όλα αυτά
θα σου ανήκουν!”
Και περιφέροντας το χέρι της, του έδειχνε τους οβελίσκους, τους
ναούς, τη Μέµφιδα κι όλον τον ορίζοντα. Περιφρονητικό χαµόγελο
φάνηκε πάνω στο πρόσωπο του Χοζαρσίφ, το οποίο συνήθως ήταν λείο
και απαθές σαν χάλκινη µορφή.
“Θέλεις, λοιπόν, να κυβερνήσω το λαό αυτό, που λατρεύει θεούς µε
κεφάλια τσακαλιού, ίβιδος 64 και ύαινας; Από όλα αυτά τα είδωλα τι θα
αποµείνει σε µερικούς αιώνες;”. Ο Χο- ζαρσίφ έσκυψε, πήρε µέσα στο
χέρι του µία φούχτα ψιλή άµµο και την άφησε να χυθεί, ανάµεσα από
τα αδύνατα δάχτυλά του, καταγής, µπροστά στα µάτια της έκπληκτης
µητέρας του. “Ό,τι κι απ’ αυτήν”, πρόσθεσε.
“Περιφρονείς, λοιπόν, τη θρησκεία των πατέρων µας και τη γνώση
των ιερέων µας;”
“Απεναντίας! Την ποθώ. Αλλά η πυραµίδα είναι ακίνητη. Πρέπει να
αρχίσει να περπατά. Δε θα γίνω φαραώ. Η πατρίδα µου είναι µακριά
από ’δώ... εκεί κάτω... στην έρηµο!” “Χοζαρσίφ”, είπε η πριγκίπισσα
επιπλήττοντας τον, “γιατί βλαστηµάς; Ένας πύρινος άνεµος σε έφερε
µέσα στα σπλάχνα µου και, το βλέπω καλά, η θύελλα θα σε πάρει! Σ’
έφερα στον κόσµο κι όµως δε σε γνωρίζω. Στο όνοµα του Ό- σιρι,
ποιος είσαι λοιπόν και τι πρόκειται να κάνεις;”
“Μήπως το ξέρω κι εγώ ο ίδιος; Μόνον ο Όσιρις το γνωρίζει. Θα
µου το πει ίσως. Αλλά, µητέρα µου, δος µου την ευχή σου για να µε
προστατεύει η Τσιδα και να µου είναι ευνοϊκή η γη της Αιγύπτου”.
Ο Χοζαρσίφ γονάτισε µπροστά στη µητέρα του, σταύρωσε ευλαβικά
τα χέρια πάνω στο στήθος του κι έγειρε το κεφάλι. Εκείνη έβγαλε από
το µέτωπό της το άνθος του λωτού, που το είχε βάλει κατά το έθιµο
των γυναικών του ναού, του το έδωσε να το µυρίσει και, βλέποντας ότι
η σκέψη του γιου της θα έµενε γι’ αυτήν αιώνιο µυστήριο,
αποµακρύνθηκε ψιθυρίζοντας κάποια προσευχή.
Ο Χοζαρσίφ πέρασε θριαµβευτικά τη µύηση της Τσιδας. Σ’ αυτόν,
που είχε ψυχή χαλύβδινη και σιδερένια θέληση, οι δοκιµασίες φάνηκαν
παιχνίδια. Μυαλό µαθηµατικό και οικουµενικό, ανέπτυξε δύναµη
γίγαντα στην κατανόηση και το χειρισµό των ιερών αριθµών, των
οποίων ο γόνιµος συµβολισµός κι οι εφαρµογές ήταν τότε σχεδόν
άπειρες. Το πνεύµα του, που περιφρονούσε τα πράγµατα που δεν είναι
παρά φαινοµενικά και τα άτοµα που περνούν, δεν ανέπνεε άνετα παρά
µόνο µέσα στις αµετάθετες αρχές. Από εκεί ψηλά, ήσυχα και µε
ασφάλεια, εισχωρούσε και καθυπέτασσε το παν, δίχως να φανερώνει
ούτε πόθο, ούτε εξέγερση, ούτε περιέργεια. Για τους δασκάλους του,
όπως και για τη µητέρα του, ο Χοζαρσίφ είχε παραµείνει αίνιγµα. Τους
τρόµαζε κυρίως το ότι
ήταν ακέραιος και άκαµπτος σαν στοιχειό. Ένιωθαν πως δε θα
µπορούσαν να τον λυγίσουν ούτε να τον κάνουν να παραστρατήσει.
Βάδιζε στον άγνωστο δρόµο του, όπως ένα ουράνιο σώµα τρέχει πάνω
στην αόρατη τροχιά του.
Ο αρχιερέας Μέµβρα αναρωτιόταν ως που θα ανερχόταν η
φιλοδοξία αυτή, η κλεισµένη µέσα στον εαυτό της. Θέλησε να το
µάθει. Μια µέρα, ο Χοζαρσίφ είχε µεταφέρει, µαζί µε άλλους τρεις
ιερείς του Όσιρι, τη χρυσή κιβωτό, η οποία προηγούνταν του αρχιερέα
στις µεγάλες τελετές. Η κιβωτός αυτή περιέκλειε τα µυστικότερα
βιβλία του ναού, τα οποία πραγµατεύονταν τα περί µαγείας και
θεουργίας. Αφού επέστρεψε στο ιερό µαζί µε το Χοζαρσίφ, ο Μεµβρά
του είπε: “Είσαι από βασιλικό αίµα. Η δύναµη και η γνώση σου είναι
ανώτερες από την ηλικία σου. Τι επιθυµείς;”
“Τίποτε άλλο έκτος από αυτό” —και ο Χοζαρσίφ έβαλε το χέρι του
πάνω στην ιερή κιβωτό, που τη σκέπαζαν γεράκια από χρυσάφι, µε τα
λαµπερά φτερά τους.
“Θέλεις, λοιπόν, να γίνεις αρχιερέας του Άµµωνος-Ρα και προφήτης
της Αίγυπτου;”
“Όχι, αλλά θέλω να µάθω ό,τι υπάρχει µέσα σ’ αυτά τα βιβλία”.
“Πώς θα µπορούσες να το µάθεις, αφού κανένας άλλος εκτός από
τον αρχιερέα δεν πρέπει να το ξέρει;”
“Ο Όσιρις µιλά όπως θέλει, όταν θέλει, σ’ όποιον θέλει. Ό,τι
περικλείει αυτή η κιβωτός δεν είναι παρά το νεκρό γράµµα. Αν το
ζωντανό πνεύµα θέλει να µου µιλήσει, θα µου µιλήσει”.
“Τι λογαριάζεις να κάνεις γι’ αυτό;”
“Να περιµένω και να υπακούω”.
Αυτές οι απαντήσεις, όταν τις ανέφεραν στο Ραµσή, αύξησαν τη
δυσπιστία του. Φοβήθηκε µήπως ο Χοζαρσίφ φιλοδοξούσε να
καταλάβει το αξίωµα του φαραώ σε βάρος του γιου του Μενεφθά. Γι’
αυτό, ο φαραώ πρόσταξε να ονοµαστεί ο γιος της αδερφής του
ιερογραµµατέας του ναού του Όσιρι. Η σπουδαία αυτή υπηρεσία
περιλάµβανε τη συµβολική, σε όλες τις µορφές της, την κοσµογραφία
και την αστρονοµία, αλλά τον αποµάκρυνε από το θρόνο. Ο γιος της
πριγκίπισσας αφο- σιώθηκε µε τον ίδιο ζήλο και µε πλήρη υποταγή στα
καθήκοντα του ιερογραµµατέα, στα οποία ανήκε ακόµα και η υπηρεσία
του επιθεωρητή των διαφόρων νοµών ή επαρχιών της Αιγύπτου.
Είχε ο Χοζαρσίφ την περηφάνια που του απέδιδαν; Ναι, αν
παραδεχτούµε ότι από περηφάνια το αιχµάλωτο λιοντάρι σηκώνει το
κεφάλι και κοιτάζει τον ορίζοντα πίσω από τα σίδερα του κλουβιού
του, χωρίς να βλέπει ούτε καν τους διαβάτες που το παρατηρούν µε
περιέργεια. Ναι, αν παραδεχτούµε ότι από περηφάνια ο αετός, που τον
συγκρατεί µια αλυσίδα, ανατριχιάζει µε όλο το φτέρωµά του και µε
τεντωµένο λαιµό, µε ανοιχτά φτερά, κοιτάζει προς τον ήλιο. Όπως
όλοι οι ισχυροί, οι προορισµένοι για κάποιο µεγάλο έργο, έτσι κι ο
Χοζαρσίφ δεν πίστευε τον εαυτό του υποταγµένο στην τυφλή µοίρα.
Αισθανόταν ότι µία µυστηριώδης Πρόνοια αγρυπνούσε από πάνω του
και θα τον οδηγούσε στους σκοπούς της.
Την εποχή που ο Χοζαρσίφ ήταν ιερογραµµατέας, τον έστειλαν για
να επιθεωρήσει το Δέλτα. Οι υποτελείς στην Αίγυπτο Εβραίοι, που
κατοικούσαν τότε στην κοιλάδα του Γέ- σεν, υποβάλλονταν σε
σκληρές αγγαρείες. Ο Ραµσής ένωνε το Πηλούσιο µε την Ηλιούπολη
µε µια σειρά από φρούρια. Όλοι οι νοµοί της Αιγύπτου έπρεπε να
παράσχουν µία εισφορά σε εργάτες για τα γιγαντιαία αυτά έργα.
Ανέθεταν στους Μπενί-Ισραήλ τις πιο βαριές αγγαρείες. Προπάντων
τους χρησιµοποιούσαν για να πελεκάνε τις πέτρες και για να
κατασκευάζουν τούβλα. Ανεξάρτητοι και υπερήφανοι, δεν κάµπτονταν
τόσο εύκολα όσο οι ιθαγενείς από το ραβδί των Αιγυπτίων φρουρών,
αλλά σήκωναν το κεφάλι γογγύζοντας και καµιά φορά ανταπέδιδαν τα
χτυπήµατα. Ο ιερέας του Όσιρι δεν µπόρεσε να µην κυριευτεί από
κάποια µυστική συµπάθεια γι’ αυτούς τους ανθρώπους µε τον
“αλύγιστο λαιµό”, που τους κακοµεταχειρίζονταν, των οποίων οι
Παλαιοί, πιστοί στην αβρααµική παράδοση, λάτρευαν αποκλειστικά το
µοναδικό Θεό· γι’ αυτούς που σέβονταν τους αρχηγούς τους, αλλά που
αντιστέκονταν στο ζυγό και διαµαρτύρονταν κατά της αδικίας.
Μια µέρα, είδε έναν Αιγύπτιο φρουρό να τσακίζει στα χτυπήµατα
κάποιον ανυπεράσπιστο Εβραίο. Η καρδιά του σκίρ- τησε* ρίχτηκε
πάνω στον Αιγύπτιο, του πήρε το όπλο του και τον σκότωσε στη
στιγµή. Αυτή η πράξη, που την εκτέλεσε εν βρασµώ ψυχής, υπήρξε
αποφασιστική για τη ζωή του. Οι ιερείς του Όσιρι που διέπρατταν
φόνο, κρίνονταν αυστηρά από το ιερατικό συνέδριο. Ήδη ο φαραώ
υποπτευόταν ένα σφετεριστή στο πρόσωπο του ανιψιού του. Η ζωή του
ιερογραµµατέα δεν κρεµόταν πια παρά από µια κλωστή. Προτί-
µησε να εξοριστεί και να επιβάλει ο ίδιος στον εαυτό του την
εξιλαστήρια ποινή του. Όλα τον έσπρωχναν προς την αποµόνωση της
ερήµου, προς το άγνωστο αχανές, και ο πόθος του και το προαίσθηµα
της αποστολής του και, περισσότερο από όλα, η εσωτερική εκείνη
φωνή, η µυστηριώδης αλλά ακαταµάχητη, η οποία κάποιες ώρες λέει:
“Πήγαινε, είναι το πεπρωµένο σου!”
Πέρα από την Ερυθρά Θάλασσα και τη σιναϊτική χερσόνησο, στη
χώ ρ α τ η ς Μ α δ ι ά µ , υ π ή ρ χ ε έ ν α ς ν α ό ς π ο υ δ ε ν υ π α γ ό τ α ν σ τ η
δικαιοδοσία του αιγυπτιακού ιερατείου. Το µέρος αυτό εκτεινόταν σαν
πράσινη λωρίδα µεταξύ του Ελαµητικού Κόλπου και της Αραβικής
Ερήµου. Από µακριά, πέρα από τον πορθµό, παρατηρούσε κανείς τους
σκοτεινούς όγκους του Σινά και την απογυµνωµένη του κορυφή.
Περικλεισµένη από την έρηµο και την Ερυθρά Θάλασσα,
προστατευµένη από ένα ηφαιστειακό σύµπλεγµα, η αποµονωµένη
εκείνη χώρα ήταν εξασφαλισµένη από τις επιδροµές. Ο ναός εκείνος
ήταν αφιερωµένος στον Όσιρι, αλλά λάτρευαν επίσης εκεί και τον
ύψιστο Θεό µε το όνοµα Ελοΐµ. Διότι το ιερό αυτό, που ήταν
αιθιοπικής καταγωγής, χρησίµευε ως θρησκευτικό κέντρο στους
Άραβες, τους Σηµίτες και τους ανθρώπους της µαύρης φυλής που
ζητούσαν να µυηθούν.
Έτσι, από αιώνες ήδη, το Σινά και το Χορέβ ήταν το µυστικό
κέντρο µιας µονοθεϊστικής λατρείας. Το γυµνό και άγριο µεγαλείο του
βουνού, που υψωνόταν ολοµόναχο µεταξύ Αιγύπτου και Αραβίας,
ξυπνούσε µέσα στον άνθρωπο την ιδέα του µοναδικού Θεού. Πολλοί
Σηµίτες έρχονταν εκεί σαν προσκυνητές, για να λατρέψουν τον Ελοΐµ.
Πήγαιναν και περνούσαν µερικές µέρες µε νηστεία και προσευχή, µέσα
στις σπηλιές και στα λαγούµια που ήταν σκαµµένα στα σπλάχνα του
Σινά. Προηγουµένως, πήγαιναν να καθαριστούν και να λάβουν οδηγίες
στο ναό της Μαδιάµ. Σε εκείνο τον τόπο κατέφυγε ο Χοζαρσίφ.
Ο µεγάλος ιερέας της Μαδιάµ ή Ραγουήλ ονοµαζόταν τότε Ιοθόρ 65 .
Ήταν άνθρωπος µε µαύρο δέρµα 66 . Ανήκε στον αγνότερο τύπο της
παλιάς αιθιοπικής φυλής, η οποία 4.000 ή 5.000 χρόνια πριν από το
Ραµσή είχε βασιλέψει στην Αίγυπτο και η οποία δεν είχε χάσει τις
παραδόσεις της, που ανέρχονταν στις πιο παλιές φυλές της υφηλίου.
Ο Ιοθόρ δεν ήταν κάποιος εµπνευσµένος, ούτε άνθρωπος της δράσης,
αλλά ένας µεγάλος σοφός. Κατείχε θησαυρούς γνώσης σωρευµένους
µέσα στη µνήµη του και τις λίθινες βιβλιοθήκες του ναού του. Κι
έπειτα, ήταν ο προστάτης των ανθρώπων της ερήµου, των Λιβΰων,
Αράβων και Σηµιτών νοµάδων. Αυτοί οι αιώνιοι πλάνητες, πάντοτε οι
ίδιοι, µε τον απροσδιόριστο πόθο για το µοναδικό Θεό,
αντιπροσώπευαν κάτι το αµετάθετο µέσα στις εφήµερες λατρείες και
τους υπό κατάρρευση πολιτισµούς. Αισθανόσουν σε αυτούς την
παρουσία, κατά κάποιο τρόπο, του Αιωνίου, την ανάµνηση των
µακρινών εποχών, τη µεγάλη παρακαταθήκη του Ελοΐµ. Ο Ιοθόρ ήταν
ο πνευµατικός πατέρας αυτών των ανυπότακτων, των πλανήτων, των
ελεύθερων. Γνώριζε την ψυχή τους, προαισθανόταν το πεπρωµένο
τους. Όταν ο Χοζαρσίφ ήρθε να του ζητήσει άσυλο, εν ονόµατι του
Όσιρι-Ελοΐµ, τον δέχτηκε µε ανοιχτές αγκάλες. Ίσως µάντεψε αµέσως
σε αυτόν το φυγάδα τον άνθρωπο ο οποίος ήταν προορισµένος να γίνει
ο προφήτης των εξόριστων, ο οδηγός του λαού του Θεού.
Ο Χοζαρσίφ θέλησε να υποβληθεί, κατ’ αρχάς, στους εξαγνισµούς,
τους οποίους ο νόµος των µυηµένων υπέβαλλε στους φονιάδες. Όταν
ένας ιερέας του Όσιρι είχε διαπράξει φόνο, έστω και ακούσιο,
θεωρούταν ότι έχανε το ευεργέτηµα της προκαταβολικής ανάστασής
του “µέσα στο φως του Όσι- ρι”, προνόµιο που το είχε πετύχει µε τις
δοκιµασίες της µύησης και το οποίο τον έτασσε πολύ ψηλότερα από
τους κοινούς ανθρώπους. Για να εξιλεωθεί από το έγκληµά του, για να
ξαναβρεί το εσωτερικό του φως, όφειλε να υποβληθεί σε σκληρότερες
δοκιµασίες, να εκτεθεί ο ίδιος ακόµη µια φορά στο θάνατο. Μετά από
µακρά νηστεία και µε τη βοήθεια µερικών φαρµάκων, βύθιζαν τον
υπόδικο σε ληθαργικό ύπνο. Έπειτα τον απέθεταν σε µια κρύπτη του
ναού. Έµενε εκεί µέρες, κάποτε και βδοµάδες 67 . Κατά το διάστηµα
αυτό, θεωρούνταν ότι ταξίδευε στο υπερπέραν, στο Έρεβος ή στο
µέρος του Αµένθη, όπου αιωρούνται οι ψυχές των νεκρών που δεν
αποσπάστηκαν ακόµη από τη γήινη ατµόσφαιρα. Εκεί, όφειλε να
ζητήσει το θύµα του, να δοκιµάσει τις αγωνίες του, να πετύχει τη
συγγνώµη του και να το βοηθήσει να βρει το δρόµο του φωτός. Τότε
µόνο θεωρούνταν ότι είχε εξιλεωθεί για το φόνο του, τότε µόνο το
αστρικό του σώµα είχε πλυθεί από τις µαύρες κηλίδες, µε τις οποίες το
λέρωναν η δηλητηριασµένη αναπνοή και οι κατάρες του θύµατος.
Αλλά από αυτό το ταξίδι, το πραγµατικό ή φανταστικό, ο ένοχος
µπορούσε κάλλιστα να µην ξαναγυρίσει και συχνά, όταν οι ιερείς
πήγαιναν να ξυπνήσουν τον εξαγνιζόµενο από το λήθαργο του, δεν
έβρισκαν πια παρά ένα πτώµα.
Ο Χοζαρσίφ δε δίστασε να υποστεί τη δοκιµασία αυτή κι άλλες
ακόµη 68 . Με έντονη την ανάµνηση του φόνου που είχε διαπράξει, είχε
καταλάβει τον αµετάθετο χαρακτήρα µερικών νόµων ηθικής τάξης και
τη βαθιά ταραχή την οποία αφήνει στο βάθος της συνείδησης η
παραβίασή τους. Με πλήρη αυταπάρνηση πρόσφερε την ύπαρξή του
ολοκαύτωµα στον Όσιρι, ζητώντας από αυτόν τη δύναµη, αν
επανερχόταν στο γήινο φως, να φανερώσει το νόµο της δικαιοσύνης.
Όταν ο Χοζαρσίφ ξύπνησε από το φοβερό ύπνο, στο υπόγειο του ναού
της Μαδιάµ, ένιωσε τον εαυτό του µεταµορφωµένο άνθρωπο. Το
παρελθόν του ήταν σαν να είχε ξεκολλήσει από αυτόν. Η Αίγυπτος είχε
πάψει να είναι πατρίδα του και ενώπιον του εκτεινόταν, σαν καινούριο
πεδίο δράσης, το άπειρο της ερήµου µε τους περιπλανώµενους νοµάδες
της. Παρατήρησε το όρος του Ελοΐµ στον ορίζοντα και, για πρώτη
φορά, πέρασε µπροστά από τα µάτια του η ιδέα της αποστολής του,
σαν όραµα θύελλας µέσα στα σύννεφα του Σινά: να ζυµώσει µε τις
περιπλανώµενες αυτές φυλές έναν πολεµικό λαό, ο οποίος θα
αντιπροσώπευε το νόµο του υπέρτατου Θεού, µέσα στην ειδωλολατρία
των θρησκευµάτων και την αναρχία των εθνών, ένα λαό που θα έφερνε
στους µελλοντικούς αιώνες την αλήθεια τη σφραγισµένη µέσα στην
κιβωτό της µύησης.
Τη µέρα εκείνη, για να σηµειώσει τη νέα χρονολογία που άρχιζε στη
ζωή του, ο Χοζαρσίφ πήρε το όνοµα Μωυσής, το οποίο σηµαίνει:
“αυτός που σώθηκε”.
3. Το Σεφέρ-Βερεσχίθ
ο ΜΩΥΣΗΣ ΠΗΡΕ ΓΙΑ ΣΥΖΥΓΟ τη Σεπφώρα, τη θυγατέρα του Ιο- θόρ, και
έµεινε πολλά χρόνια κοντά στο σοφό της Μαδιάµ. Χάρη στις
αιθιοπικές και τις χαλδαϊκές παραδόσεις που βρήκε στο ναό του,
µπόρεσε να συµπληρώσει και να ελέγξει ό,τι είχε µάθει στα
αιγυπτιακά ιερά, να απλώσει το βλέµµα του πάνω στους πιο αρχαίους
κύκλους της ανθρωπότητας και να το βυθίσει µέσα στους µακρινούς
ορίζοντες του µέλλοντος. Κοντά στον Ιοθόρ βρήκε δύο βιβλία της
κοσµογονίας, που α- ναφέρονται στη Γένεση: τους Πολέµους του
Ιεχωβά και τις Γενεές του Αδάµ. Βυθίστηκε στη σπουδή τους.
Για το έργο που σχεδίαζε, ο Μωυσής έπρεπε να οπλιστεί. Πριν από
αυτόν, ο Ράµα, ο Κρίσνα, ο Ερµης, ο Ζωροάστρης, ο Φο-Χι, είχαν
δηµιουργήσει θρησκείες για τους λαούς. Ο Μωυσής ήθελε να
δηµιουργήσει ένα λαό για την αιώνια θρησκεία. Για το σχέδιο αυτό, το
τόσο τολµηρό, τόσο νέο, τόσο κολοσσιαίο, χρειαζόταν µία γερή βάση.
Γ Γ α υ τ ό έ γ ρ α ψ ε τ ο Σεψέρ-Βερεσχίθ, τ ο Β ι β λ ί ο τ ω ν Α ρ χ ώ ν ,
συγκεντρωµένη σύνθεση της περασµένης γνώσης και πλαίσιο της
µελλοντικής- κλειδί των µυστηρίων, λαµπάδα των µυηµένων, κέντρο
σύναξης ολόκληρου του έθνους.
Ας προσπαθήσουµε να δούµε τι υπήρξε η Γένεση στο νου του
Μωυσή. Βέβαια, εκεί µέσα ακτινοβολούσε αυτή ένα διαφορετικό φως,
περιλάµβανε κόσµους απείρως διαφορετικούς από τον παιδικό κόσµο
και τη µικρή γη που µας παρουσιάζονται στην ελληνική µετάφραση
των Εβδοµήκοντα ή στη λατινική µετάφραση του Αγίου Ιερώνυµου!
Η βιβλική ερµηνεία του 20ού αιώνα κατέστησε του συρµού την εξής
ιδέα: ότι η Γένεση δεν είναι έργο του Μωυσή, ότι µάλιστα ο προφήτης
αυτός θα µπορούσε κάλλιστα να µην έχει υπάρξει και να µην είναι
παρά ένα πρόσωπο καθαρά θρυλικό, που το δηµιούργησε τέσσερις ή
πέντε αιώνες αργότερα το ιουδαϊκό ιερατείο, για να προσδώσει στον
εαυτό του θεία καταγωγή. Η σύγχρονη κριτική στηρίζει τη γνώµη αυτή
πάνω στο γεγονός ότι η Γένεση αποτελείται από τη συρραφή διαφόρων
κοµµατιών (ελοϊστικών και ιεχωβιστικών) και ότι η τωρινή µορφή της
είναι µεταγενέστερη κατά τετρακόσια τουλάχιστον χρόνια από την
εποχή που οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο.
Το γεγονός που πιστοποιεί η σύγχρονη κριτική, ως προς την εποχή
της σύνταξης των κειµένων που έχουµε, είναι ακριβές- τα
συµπεράσµατα όµως που εξάγει από αυτό είναι αυθαίρετα και
παράλογα. Από το ότι ο ελοϊστής και ο ιεχωβά έγραψαν τετρακόσια
χρόνια µετά την Έξοδο, δεν έπεται ότι αυτοί ήταν οι επινοητές της
Γένεσης και ότι δεν εργάστηκαν πάνω σε ένα προηγούµενο σύγγραµµα,
που το κατανόησαν, ίσως, µε λάθος τρόπο. Από το ότι η Πεντάτευχος
µας δίνει µία θρυλική διήγηση της ζωής του Μωυσή, δεν έπεται επίσης
ότι δεν περιέχει και τίποτα αληθινό. Ο Μωυσής γίνεται ζωντανός, όλο
το τεράστιο έργο του εξηγείται, όταν τον επανατοποθετήσουµε στο
γενέθλιο περιβάλλον του: τον ηλιακό ναό της Μέµφιδας. Τέλος, αυτά
τα βάθη της Γένεσης δεν αποκα-
λύπτονται παρά µόνο υπό το φως των λαµπάδων των παρµένων από
τη µύηση της Τσιδας και του Όσιρι.
Καµιά θρησκεία δεν ιδρύεται χωρίς κάποιο µυητή. Οι Κριτές, οι
Προφήτες, όλη η παράδοση του Ισραήλ, υποδεικνύουν το Μωυσή. Ο
ίδιος ο Ιησούς δε γίνεται νοητός χωρίς εκείνον. Λοιπόν, η Γένεση
περιέχει την ουσία της µωσαϊκής παράδοσης. Οποιαδήποτε
µεταµόρφωση και αν υπέστη η σεβαστή αυτή µούµια, πρέπει να
περιέχει, κάτω από τη σκόνη των αιώνων και τα ιερατικά
περιτυλίγµατα, τη µητέρα-ιδέα, τη ζωντανή σκέψη, τη διαθήκη του
προφήτη του Ισραήλ.
Ο Ισραήλ περιφέρεται γύρω από το Μωυσή τόσο αυτονόητα, τόσο
µοιραία, όσο η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Αλλά, µια και τέθηκε
αυτό το θέµα, υπάρχει και ένα άλλο ζήτηµα: το να γνωρίσουµε ποιες
ήταν οι µητέρες-ιδέες της Γένεσης, τι θέλησε να κληροδοτήσει στους
µεταγενέστερους ο Μωυσής µέσα στη µυστική αυτή διαθήκη του
Σεψέρ-Βερεσχίθ.
Το πρόβληµα δεν µπορεί να λυθεί παρά από την εσωτερική µόνο
άποψη και τίθεται έτσι: µε την ιδιότητά του ως Αιγυπτίου µύστη, η
διανοητικότητα του Μωυσή έπρεπε να βρίσκεται στο ύψος της
αιγυπτιακής γνώσης, η οποία παραδεχόταν, όπως και η δική µας, το
αµετάθετο των νόµων του σύ- µπαντος, την ανάπτυξη των κόσµων µε
βαθµιαία εξέλιξη, και η οποία είχε ακόµα, όσον αφορά την ψυχή και
την αόρατη φύση, γνώσεις εκτενείς, ακριβείς, λογικές. Αν τέτοια ήταν
η γνώση του Μωυσή —και πώς δε θα την είχε ο ιερέας του Ό- σιρι;—
πώς να τη συµβιβάσουµε µε τις παιδικές ιδέες της Γένεσης ως προς τη
δηµιουργία του κόσµου και την καταγωγή του ανθρώπου; Αυτή η
ιστορία της δηµιουργίας, η οποία, αν την πάρει κανείς κατά γράµµα,
προκαλεί το γέλιο ενός µαθητή των ηµερών µας, µήπως θα µπορούσε
να κρύβει ένα βαθύ συµβολικό νόηµα; Και δε θα υπήρχε, άραγε,
κάποιο κλειδί για να την ανοίξουµε; Αυτό το νόηµα ποιο να είναι;
Αυτό το κλειδί πού να το βρούµε;
Το κλειδί αυτό βρίσκεται: α) στην αιγυπτιακή συµβολική, β) στη
συµβολική όλων των θρησκειών του παλιού κύκλου και γ) στη
σύνθεση της διδασκαλίας των µυηµένων, όπως αυτή προκύπτει από τη
σύγκριση της εσωτερικής διδαχής, από τις βεδικές Ινδίες µέχρι τους
µυηµένους χριστιανούς των πρώτων αιώνων.
Οι ιερείς της Αιγύπτου, µας λένε οι Έλληνες συγγραφείς, είχαν
τρεις τρόπους για να εκφράζουν τη σκέψη τους. “Ο
πρώτος ήταν καθαρός και απλός, ο δεύτερος συµβολικός και
εικονικός, ο τρίτος ιερός και ιερογλυφικός. Η ίδια λέξη έπαιρνε, κατά
την επιθυµία τους, το κύριο νόηµα, το εικονικό και το υπερβατικό.
Τέτοιο ήταν το πνεύµα της γλώσσας τους. Ο Ηράκλειτος εξέφρασε
εξαίρετα τη διαφορά αυτή, προσδιο- ρίζοντάς τη µε τα
χαρακτηριστικά: οµιλών, σηµαίνων, κρυπτών” 69 .
Στην έκφραση των θεολογικών και κοσµογονικών γνώσεων οι
Αιγύπτιοι ιερείς µεταχειρίστηκαν πάντοτε τον τρίτο τρόπο. Τα
ιερογλυφικά τους είχαν τότε τρεις έννοιες, αντίστοιχες και ξεχωριστές.
Οι δυο τελευταίες δεν ήταν δυνατό να γίνουν κατανοητές δίχως κλειδί.
Αυτός ο αινιγµατικός και συγκεντρωτικός τρόπος γραφής οφειλόταν σε
ένα θεµελιώδες δόγµα της διδασκαλίας του Ερµή, κατά το οποίο ένας
και ο αυτός νόµος διέπει το φυσικό κόσµο, τον ανθρώπινο κόσµο και
το θείο κόσµο. Η γλώσσα αυτή, µε τη θαυµάσια ακριβόλογο συντοµία
της, ήταν ακατάληπτη για το κοινό, αλλά είχε µοναδική ευγλωττία για
το µύστη, γιατί µε τη βοήθεια ενός µόνο σηµείου ανακαλούσε στο νου
τις αρχές, τις αιτίες και τα αποτελέσµατα, που ακτινοβολούν από τη
θεότητα µέσα στην τυφλή φύση, στην ανθρώπινη συνείδηση και στον
κόσµο των αγνών πνευµάτων. Χάρη στη γραφή αυτή, ο µύστης
αγκάλιαζε και τους τρεις κόσµους µε ένα µόνο βλέµµα.
Δεν υπάρχει αµφιβολία, µε δεδοµένη τη µόρφωση του Μωυσή, ότι
αυτός έγραψε τη Γένεση µε αιγυπτιακά ιερογλυφικά, µε τρεις έννοιες,
και εµπιστεύτηκε τα κλειδιά της και την προφορική εξήγησή της στους
διαδόχους του. Όταν στον καιρό του Σολοµώντα µετέγραψαν τη Γένεση
σ ε φ ο ι ν ι κ ι κο ύ ς χα ρ α κ τ ή ρ ε ς , ό τ α ν , µ ε τ ά τ η ν υ π ο δ ο ύ λ ω σ η τ η ς
Βαβυλώνας, ο Έσδρας τη µετέγραψε µε χαρακτήρες αραµαϊκούς-
χαλδαϊ- κούς, το ιουδαϊκό ιερατείο δε χειριζόταν τα κλειδιά αυτά παρά
εντελώς ανεπαρκώς. Όταν, τέλος, ήρθαν οι Έλληνες µεταφραστές της
Βίβλου, δεν είχαν πια παρά κάποια αµυδρή ιδέα για το εσωτερικό
νόηµα των κειµένων. Ο Άγιος Ιερώνυµος, παρά τις σοβαρές προθέσεις
του και το µεγάλο του µυαλό, όταν έκανε τη λατινική µετάφραση
ακολουθώντας το εβραϊκό κείµενο, δεν µπόρεσε να εισχωρήσει µέχρι
το αρχικό νόηµα και, αν το είχε κάνει, θα όφειλε να σιωπήσει.
Όταν λοιπόν διαβάζουµε τη Γένεση στις µεταφράσεις µας, δεν έχουµε
παρά το πρώτο και κατώτερο νόηµά της. Εκούσια ή ακούσια, και οι
ίδιοι οι ερµηνευτές και οι θεολόγοι, δόγµα-
τικοί ή προοδευτικοί, δε βλέπουν το εβραϊκό κείµενο παρά µέσω της
µετάφρασης. Το συγκριτικό και το υπερθετικό νόηµα, που είναι το
βαθύ και αληθινό νόηµα, τους διαφεύγει. Μένει µυστηριωδώς χωµένο
µέσα στο εβραϊκό κείµενο, του οποίου οι ρίζες βυθίζονται στην ιερή
γλώσσα των ναών, την ξαναχυµένη από το Μωυσή· γλώσσα όπου κάθε
φωνήεν και κάθε σύµφωνο έχει µία παγκόσµια έννοια, που σχετίζεται
µε την ακουστική αξία του γράµµατος και την ψυχική κατάσταση του
ανθρώπου που το εκφωνεί. Για τους διαισθητικούς, το βαθύ αυτό
νόηµα ξεπετιέται κάποτε, σαν σπίθα, µέσα από το κείµενο. Για τους
οραµατικους, λάµπει µέσα στη φωνητική συναρµογή των λέξεων, τις
οποίες παραδέχτηκε ή δηµιούργησε ο Μωυσής —µαγικές συλλαβές,
µέσα στις οποίες ο µυη- µένος του Όσιρι έχυσε τη σκέψη του, σαν
ηχηρό µέταλλο µέσα σε ένα τέλειο καλούπι.
Με τη µελέτη της φωνητικής αυτής γραφής, η οποία φέρει τη
σφραγίδα της ιερής γλώσσας των αρχαίων ναών, µε τα κλειδιά τα
οποία µας παρέχει η Καββάλα και εκ των οποίων µερικά ανέρχονται
µέχρι το Μωυσή· τέλος, µε το συγκριτικό εσωτερισµό µάς επιτρέπεται
σήµερα να δούµε και να αποκαταστήσουµε εκ νέου την αληθινή Γένεση.
Έτσι, η σκέψη του Μωυσή θα προβάλει λαµπερή, σαν το χρυσάφι,
µέσα από το χωνευτήρι των αιώνων, µέσα από τις σκουριές µιας
πρωτόγονης θεολογίας και από την τέφρα της αρνητικής κριτικής 70 .
Δύο παραδείγµατα θα χύσουν φως πάνω στο τι ήταν η ιερή γλώσσα
των αρχαίων ναών και πώς τα τρία νοήµατα έχουν αντιστοιχίες µεταξύ
τους στα σύµβολα της Αιγύπτου και στα σύµβολα της Γένεσης.
Πάνω σε ένα πλήθος αιγυπτιακών µνηµείων βλέπουµε µία γυναίκα
εστεµµένη, να κρατά στο ένα της χέρι ένα σταυρό µε λαβή, σύµβολο
της αιώνιας ζωής, και στο άλλο ένα σκήπτρο µε άνθη λωτού, σύµβολο
της µύησης. Είναι η θεά ΙΣΙΣ. Η Τσις, λοιπόν, έχει τρία διαφορετικά
νοήµατα. Στο θετικό, είναι ο τύπος της Γυναίκας και, κατ’ ακολουθίαν,
του παγκόσµιου γυναικείου γένους. Στο συγκριτικό, προσωποποιεί το
σύνολο της γήινης φύσης µε όλες τις αναπαραγωγικές δυνάµεις της.
Στο υπερθετικό, συµβολίζει την ουράνια και αόρατη φύση, το
ιδιαίτερο στοιχείο των ψυχών και των πνευµάτων, το πνευµατικό και
από µόνο του νοητό φως, το οποίο µόνο παρέχει τη µύηση.
Το σύµβολο που αντιστοιχεί στην Τσιδα στο κείµενο της
Γένεσης και στην ιουδαιο-χριστιανική διανοητικότητα είναι η ΕΒΕ, η
Εΰα, η αιώνια γυναίκα. Η Εΰα δεν είναι µόνο η σύζυγος του Αδάµ,
είναι ακόµη η συζυγος του Θεού. Αποτελεί τα τρία τέταρτα της ουσίας
του. Διότι το όνοµα του αιωνίου ΙΕ- ΒΕ, το οποίο κακώς
µετασχηµατίσαµε σε Ιεχωβά και Ιαβέ, συνίσταται από το πρώτο
συνθετικό Ιωτ και από το όνοµα της Ευας. Ο αρχιερέας της
Ιερουσαλήµ απήγγελλε µία φορά το χρόνο το θείο όνοµα, προφέροντας
το γράµµα προς γράµµα. Το πρώτο γράµµα εξέφραζε τη θεία σκέψη 71
και τις θεο- γονικές γνώσεις. Τα τρία γράµµατα του ονόµατος της Ευας
εξέφραζαν τρεις τάξεις της φύσης 72 , τους τρεις κόσµους µέσα στους
οποίους πραγµατοποιείται αυτή η σκέψη και, κατ’ ακολουθίαν, τις
κοσµογονικές, ψυχικές και φυσικές γνώσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε
αυτους 73 . Το Άρρητο περικλείει µέσα στο βαθύ κόλπο του το αιώνιο
άρρεν και το αιώνιο θήλυ. Η αδιάλυτη ένωσή τους αποτελεί τη δύναµή
του και το µυστήριό του. Ιδού εκείνο το οποίο ο Μωυσής, σαν
άσπονδος εχθρός κάθε παράστασης της θεότητας, δεν το έλεγε στο
λαό, αλλά το έγραψε εικονικά στη σύνθεση του θείου ονόµατος,
εξηγώντας το στους µυηµένους. Έτσι, η φύση, κρυµµένη µέσα στην
ιουδαϊκή λατρεία, κρύβεται µέσα στο ίδιο το όνοµα του Θεού. Η
συζυγος του Αδάµ, η περίεργη, η ένοχη και θελκτική γυναίκα, µας
αποκαλύπτει τη βαθιά της συγγένεια µε τη γήινη και θεία Τσιδα, τη
µητέρα των θεών, η οποία παρουσιάζει µέσα στο βαθύ κόλπο της
στροβίλους ψυχών και άστρων.
Άλλο παράδειγµα. Ένα πρόσωπο, το οποίο παίζει µεγάλο ρόλο στην
ιστορία του Αδάµ και της Ευας, είναι ο όφις. Η Γένεση το ονοµάζει
Ναχάς. Λοιπόν, τι σήµαινε το φίδι για τους αρχαίους ναούς; Τα
µυστήρια της Ινδίας, της Αίγυπτου και της Ελλάδας αποκρίνονται µε
µια φωνή: το φίδι σε σχήµα κυκλου σηµαίνει την παγκόσµια ζωή, της
οποία ο µαγικός παράγοντας είναι το αστρικό φως. Με µία έννοια
ακόµη βαθύτερη, Νάχας σηµαίνει τη δύναµη η οποία θέτει σε κίνηση
τη ζωή αυτή, την έλξη κάποιου από τον εαυτό του, µέσα στην οποία ο
ΟοοΓΓγυ 8ΕΪηΐ-ΗϊΐΕΪΓ6 έβλεπε την αιτία της παγκόσµιας βαρύτητας.
Οι Έλληνες την ονόµαζαν έρωτα. Εφαρµόστε τώρα αυτά τα δυο
νοήµατα στην ιστορία του Αδάµ, της Ευας και του φιδιού και θα δείτε
ότι η πτώση του πρώτου ζευγους, το περίφηµο προπατορικό αµάρτηµα,
καθίσταται ξαφνικά η απέραντη έλξη της θείας, της παγκόσµιας φύσης,
µε τα βασίλειά της, τα γένη της και τα είδη της, µέσα στον
τροµακτικό κύκλο της ζωής.
Αυτά τα δυο παραδείγµατα µας επιτρέπουν να ρίξουµε µια πρώτη
µατιά µέσα στα βάθη της µωσαϊκής Γένεσης. Βλέπουµε ήδη τι ήταν η
κοσµογονία για έναν αρχαίο µυηµένο και τι τη διέκρινε από µία
κοσµογονία κατά τη σύγχρονη έννοια.
Για τη σύγχρονη επιστήµη, η κοσµογονία καταντά κοσµογραφία. Σε
αυτήν θα βρούµε την περιγραφή ενός τµήµατος του ορατού σύµπαντος,
µαζί µε µια µελέτη για την αλληλουχία των φυσικών αιτίων και
αποτελεσµάτων σε µία δεδοµένη σφαίρα. Έτσι είναι, παραδείγµατος
χάριν, το κοσµικό σύστηµα του Γ ΕΡ Ι ΕΟΟ , στο οποίο ο σχηµατισµός του
ηλιακού µας συστήµατος συνάγεται από την τωρινή του λειτουργία και
συµπεραίνεται µόνο από την εν κινήσει ύλη, πράγµα το οποίο αποτελεί
καθαρή υπόθεση. Ή η ιστορία της γης, της οποίας τα υπερκείµενα
στρώµατα του εδάφους είναι οι αδιάψευστοι µάρτυρες. Η αρχαία
επιστήµη δεν αγνοούσε την ανάπτυξη αυτή του ορατού σύµπαντος —
και αν είχε για αυτήν γνώσεις λιγότερο ακριβείς από τη σύγχρονη
επιστήµη, όµως είχε διατυπώσει, από διαίσθηση τους γενικούς της
νόµους.
Αλλά για τους σοφούς της Ινδίας και της Αιγύπτου, αυτό δεν ήταν
παρά η εξωτερική όψη του κόσµου, η αντανακλαστική του κίνηση.
Ζητούσαν την εξήγησή του µέσα στην εσωτερική του όψη, στην άµεση
και αρχική του κίνηση. Την έβρισκαν µέσα σε µια άλλη τάξη νόµων, η
οποία αποκαλύπτεται στη διάνοιά µας. Για την αρχαία γνώση, το
απεριόριστο σύµπαν δεν ήταν νεκρή ύλη, που διέπεται από µηχανικούς
νόµους, αλλά ένα όλο ζωντανό, προικισµένο µε νου, µε ψυχή και µε
θέληση. Αυτό το µεγάλο ιερό ζώο είχε αναρίθµητα όργανα, που
αντιστοιχούσαν προς τις άπειρες ιδιότητές του. Όπως στο ανθρώπινο
σώµα οι κινήσεις προέρχονται από την ψυχή που σκέπτεται, από τη
θέληση που ενεργεί, έτσι, κατά την αντίληψη της αρχαίας γνώσης, η
ορατή τάξη του σύµπαντος δεν ήταν παρά η αντανάκλαση µίας
αόρατης τάξης, δηλαδή κοσµογονικών δυνάµεων και πνευµατικών
µονάδων, βασιλείων, γενών και ειδών, τα οποία µε τη διηνεκή τους
εξέλιξη εντός της ύλης, παράγουν την εξέλιξη της ζωής.
Ενώ η σύγχρονη επιστήµη θεωρεί µόνο το εξωτερικό, τη φλούδα
του σύµπαντος, η γνώση των αρχαίων ναών είχε ως σκοπό της να
φανερώσει το εσωτερικό του, να ανακαλύψει
τους κρυφούς µηχανισµούς του. Δε συµπέρανε τη διάνοια από την
ύλη, αλλά την ύλη από τη διάνοια. Δεν έκανε το σόµπαν να γεννιέται
από τον τυφλό χορό των ατόµων, αλλά γεννούσε τα άτοµα από τους
κραδασµούς της παγκόσµιας ψυχής. Με µια λέξη, προχωρούσε κατά
οµόκεντρους κύκλους από το παγκόσµιο στο ατοµικό, από το αόρατο
στο ορατό, από το αγνό πνεύµα στην οργανωµένη υπόσταση, από το
Θεό στον άνθρωπο. Η κατιούσα αυτή τάξη των δυνάµεων και των
ψυχών, αντιστρόφως ανάλογη προς την ανιούσα τάξη της ζωής και των
σωµάτων, ήταν η οντολογία ή η γνώση των νοητών αρχών και
αποτελούσε το θεµέλιο της κοσµογονίας.
Όλες οι µεγάλες µυήσεις της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Ιουδαίας και
της Ελλάδας, οι µυήσεις του Κρίσνα, του Ερµή, του Μωυσή και του
Ορφέα, γνώρισαν, υπό διαφορετικές µορφές, αυτή την τάξη των
αρχών, των δυνάµεων, των ψυχών, των γεννήσεων, οι οποίες
κατεβαίνουν από την πρώτη αιτία: τον άρρητο Πατέρα.
Η κατιούσα τάξη των ενσαρκώσεων είναι ταυτόχρονη µε την
ανιούσα τάξη των ζωών, και µόνο αυτή την καθιστά κατανοητή. Η
εισέλιξη παράγει την εξέλιξη και την εξηγεί. Στην Ελλάδα, οι ναοί των
αρρένων θεών και οι δωρικοί ναοί, αυτοί του Δία και του Απόλλωνα,
προπάντων δε ο ναός των Δελφών, υπήρξαν οι µόνοι που κατείχαν
κατά βάθος την κατιούσα τάξη. Οι ιωνικοί ναοί ή των θηλυκών θεών
δεν τη γνώρισαν παρά µόνο ατελώς. Επειδή όλος ο ελληνικός
πολιτισµός ήταν ιωνικός, η γνώση και η δωρική τάξη αγνοούνταν από
αυτόν ολοένα και περισσότερο. Αλλά δεν είναι λιγότερο
αναµφισβήτητο ότι οι µεγάλοι του µυητές, οι ήρωές του και οι
φιλόσοφοί του, από τον Ορφέα µέχρι τον Πυθαγόρα, από τον
Πυθαγόρα µέχρι τον Πλάτωνα και από αυτόν µέχρι τους
α λ ε ξα ν δ ρ ι ν ο ύ ς , ε ξα ρ τ ώ ν τ α ι α π ό ε κ ε ί ν η τ η ν τ ά ξ η . Ό λ ο ι τ ο υ ς
αναγνώρισαν τον Ερµή ως δάσκαλο.
Ας επανέλθουµε στη Γένεση. Στη σκέψη του Μωυσή, που ήταν και
αυτός ένας άλλος γιος του Ερµή, τα δέκα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης
αποτελούν µία αληθινή οντολογία, κατά την τάξη και την αλληλουχία
των αρχών. Ό,τι αρχίζει, πρέπει να τελειώνει. Η Γένεση διηγείται
ταυτόχρονα την εξέλιξη στο χρόνο και τη δηµιουργία µέσα στην
αιωνιότητα, τη µόνη αξία του Θεού.
Επιφυλάσσοµαι να δώσω στο βιβλίο του Πυθαγόρα µία ζωντανή
εικόνα της θεολογίας και της εσωτερικής κοσµογο-
νιας, µέσα σε ένα πλαίσιο λιγότερο αφηρηµένο από αυτό του
Μωυσή και µάλλον πλησιέστερο στο σύγχρονο πνεύµα. Παρά την
πολυθεϊστική µορφή, παρά την υπερβολική ποικιλία των συµβόλων, το
νόηµα της πυθαγόρειας αυτής κοσµογονίας, σύµφωνα µε την ορφική
µύηση και τα ιερά άδυτα του Απόλλωνα, θα ταυτίζεται κατ’ ουσία µε
την κοσµογονία του προφήτη του Ισραήλ. Στον Πυθαγόρα θα
φωτίζεται κατά κάποιο τρόπο από το φυσικό της συµπλήρωµα, τη
διδασκαλία για την ψυχή και την εξέλιξή της. Τη δίδασκαν στα
ελληνικά ιερά άδυτα µε τα σύµβολα του µυθου της Περσεφόνης. Την
ονόµαζαν επίσης: η επίγεια και ουράνια ιστορία της ψυχής. Η ιστορία
αυτή, που αντιστοιχεί µε ό,τι ο χριστιανισµός ονοµάζει απολύτρωση,
λείπει τελείως από την Παλαιό Διαθήκη. Όχι γιατί ο Μωυσής και οι
προφήτες την αγνοούσαν, αλλά γιατί την έκριναν πολύ υψηλή για τη
λαϊκή διδασκαλία και τη φύλαγαν µόνο για την προφορική παράδοση
των µυηµένων. Η θεία ψυχή δε θα µείνει κρυµµένη για τόσο χρόνο
κάτω από τα ερµητικά σύµβολα του Ισραήλ, παρά µόνο για να προ-
σωποποιηθεί µέσα στην αιθέρια και φωτεινή εµφάνιση του Χρίστου.
Όσον αφορά την κοσµογονία του Μωυσή, αυτή έχει την τραχιά
συντοµία του σηµιτικού πνεύµατος και τη µαθηµατική ακρίβεια του
αιγυπτιακού πνεύµατος. Το ύφος της διήγησης θυµίζει τις εικόνες που
σκεπάζουν το εσωτερικό των τάφων των βασιλιάδων: ίσιες, ψυχρές και
α υ σ τ η ρ έ ς , π ε ρ ι κ λ ε ί ο υ ν µ έ σ α σ τ η σ κ λη ρ ή γ υ µ ν ό τ η τ ά τ ο υ ς έ ν α
αδιείσδυτο µυστήριο. Το σύνολο µάς φέρνει στο νου µία κυκλώπεια
οικοδοµή. Αλλά εδώ κι εκεί, σαν έκρηξη λάβας µεταξύ γιγαντιαίων
όγκων, η σκέψη του Μωυσή ξεπετιέται µε την ορµή της αρχέ- γονης
φωτιάς, ανάµεσα από τους δονούµενους στίχους των µεταφραστών.
Στα πρώτα κεφάλαια, που έχουν απαράµιλλο µεγαλείο, νιώθεις να
διαβαίνει η πνοή του Ελοΐµ, που γυρίζει µία-µία τις βαριές σελίδες του
συµπαντος.
Προτού τα αφήσουµε, ας ρίξουµε ακόµη ένα βλέµµα πάνω σε
µερικά από τα δυνατά αυτά ιερογλυφικά, τα συνθεµέ- να από τον
προφήτη του Σινά. Όπως η θυρα ενός υπόγειου ναού, έτσι το καθένα
από αυτά µας εισάγει σε απόκρυφες αλήθειες, οι οποίες µε τις
ακίνητες λυχνίες τους φωτίζουν τη σειρά των κόσµων και των χρόνων.
Ας προσπαθήσουµε να εισχωρήσουµε εκεί µε τα κλειδιά της µύησης.
Ας δοκιµάσουµε
να δούµε τα παράξενα αυτά σύµβολα, τους τΰπους αυτοΰς τους
µαγικούς µέσα στην ανακλητική τους δύναµη, έτσι όπως τους είδε ο
µυηµένος του Όσιρι, τότε που βγήκε µε πύρινα γράµµατα από το
χωνευτήρι της σκέψης του.
Μέσα σε µια κρυπτή του ναού του Ιοθόρ, ο Μωυσής, καθισµένος
πάνω σε µια σαρκοφάγο, διαλογίζεται. Οι τοίχοι και οι παραστάδες
είναι σκεπασµένοι µε ιερογλυφικά και ζωγραφιές, που παριστάνουν τα
ονόµατα και τις εικόνες των θεών όλων των λαών της γης. Τα σύµβολα
αυτά συνοψίζουν την ιστορία των εξαφανισµένων κύκλων και
προλέγουν τους µελλοντικούς κυκλους. Μία λάµπα πετρελαίου,
τοποθετηµένη καταγής, φωτίζει αµυδρά τα σηµεία αυτά, καθένα από
τα οποία του µιλά τη γλώσσα του. Αλλά, ήδη, δε βλέπει τίποτα πια από
τον εξωτερικό κόσµο. Αναζητά µέσα στον εαυτό του το Λόγο του
βιβλίου του, την εικόνα του έργου του, τη Λέξη η οποία θα είναι
Πράξη. Η λάµπα έσβησε, αλλά µπροστά στο εσωτερικό του µάτι, µέσα
στα σκοτάδια της κρυπτής, λαµποκοπά αυτό το όνοµα: ΙΕΒΕ
Το πρώτο γράµµα I έχει το λευκό χρώµα του φωτός, τα τρία άλλα
λάµπουν σαν παιχνιδιάρικη φωτιά, µέσα στην οποία κυλοΰν όλα τα
χρώµατα του ουράνιου τόξου. Και τι παράξενη ζωή υπάρχει µέσα σε
αυτους τους χαρακτήρες! Στο αρχικό γράµµα ο Μωυσής παρατηρεί την
αρσενική αρχή, τον Όσιρι, το κατεξοχήν δηµιουργό πνεύµα. Στα τρία
άλλα, ΕΒΕ, την αναπαραγωγική ικανότητα, την ουράνια Ίσιδα, η οποία
αποτελεί µέρος της. Έτσι, οι θείες ικανότητες, που περικλείουν
δυνάµει όλους τους κόσµους, εκτυλίσσονται και τακτοποιούνται µέσα
στον κόλπο του Θεού. Με την τέλεια ένωσή τους ο άρρητος Πατέρας
και η Μητέρα σχηµατίζουν το Γιο, το ζώντα Λόγο, ο οποίος δηµιουργεί
το σΰµπαν. Να το µυστήριο των µυστηρίων, κλειστό για τις αισθήσεις,
το οποίο όµως µιλά µε το σηµείο του Αιωνίου, όπως το Πνεύµα µιλά
προς το Πνεύµα. Και το ιερό τετράγραµµα 74 λάµπει µε φως ολοένα πιο
δυνατό. Ο Μωυσής βλέπει να πηδούν µέσα από αυτό, µέσα σε µεγάλες
ακτινοβολίες, οι τρεις κόσµοι, όλα τα βασίλεια της φύσης και η
υπέρτατη τάξη της γνώσης. Τότε το φλογερό του µάτι συγκεντρώνεται
πάνω στο αρσενικό σηµείο του δηµιουργού Πνεύµατος. Εκείνο
επικαλείται, για να µπορέσει να κατέβει µέσα στην τάξη των
δηµιουργιών και να αντλήσει, µέσα στην κυρίαρχη θέληση, τη δύναµη
για να συµπληρώσει τη δική του δηµιουργία, αφού ήδη είδε το έργο
του Αιωνίου.
Και να που µέσα στα σκοτάδια της κρυπτής λάµπει το άλλο θείο
όνοµα: ΕΛΟΪΜ. Για το µυηµένο σηµαίνει: Αυτός —οι Θεοί, ο Θεός των
Θεών 75 .Δεν είναι πια το Ον το διπλωµένο µέσα στον εαυτό του και
µέσα στο Απόλυτο, αλλά ο Κύριος των κόσµων, του οποίου η σκέψη
ανθίζει και γίνεται εκατοµµύρια άστρα, που είναι κινητές σφαίρες των
αιωρουµενων συµπάντων. “Κατ’ αρχάς ο Θεός δηµιούργησε τους
ουρανούς και τη γη”. Αλλά οι ουρανοί αυτοί δεν ήταν στην αρχή παρά
η σκέψη των άνευ ορίων χρόνου και χώρου, που κατοικουνται από το
κενό και τη σιγή. “Και η πνοή του Θεού κινούνταν πάνω από το
πρόσωπο της αβύσσου”. 76
Τι µέλλεται να βγει στην αρχή µέσα από τους κόλπους του; Ένας
ήλιος; Μια γη; Ένα νεφέλωµα; Μία οποιαδήποτε υπόσταση του ορατού
αυτού κόσµου; Όχι. Ό,τι γεννήθηκε πρώτα από αυτόν ήταν το Αουρ, το
Φως. Αλλά το φως αυτό δεν είναι το φυσικό φως. Είναι το νοητό φως,
που γεννήθηκε από το σκίρτηµα της ουράνιας Τσιδας µέσα στα
σπλάχνα του Απείρου· ψυχή παγκόσµια, αστρικό φως, υπόσταση, η
οποία κάνει τις ψυχές και όπου έρχονται αυτές να εκκολαφθούν, όπως
µέσα σε ένα αιθέριο ρευστό· λεπτότατο στοιχείο µέσω του οποίου
µεταβιβάζεται η σκέψη σε απέραντες αποστάσεις· θείο φως,
προγενέστερο και µεταγενέστερο από το φως όλων των ήλιων. Αρχικά
εξαπλώνεται µέσα στο Άπειρο, είναι η ισχυρή εκπνοή του Θεού.
Έπειτα επιστρέφει στον εαυτό του µε µία κίνηση αγάπης, ως βαθιά
εισπνοή του Αιωνίου. Μέσα στα κύµατα του θείου αιθέρα, πάλλονται,
όπως κάτω από διαφανές πέπλο, τα αστρικά σχήµατα των κόσµων και
των όντων. Και όλα αυτά συνοψίζονται για το Μάγο-Οραµα- τιστή,
µέσα στα λόγια που προφέρει και τα οποία αστράφτουν µες στα
σκοτάδια, µε σπινθηροβόλους χαρακτήρες: ΡΟΥΑ ΕΛΟΪΜ ΑΟΥΡΊΊ . “Ας
γεννηθεί φως, και το φως γεννήθηκε”. Η πνοή του Ελοΐµ είναι το φως!
Από τον κόλπο του φωτός αυτού, του αρχέγονου, του άυ- λου,
πηγάζουν οι έξι πρώτες µέρες της δηµιουργίας, δηλαδή τα σπέρµατα,
οι αρχές, οι µορφές, οι ψυχές ζωής κάθε πράγµατος. Είναι το Σύµπαν
δυνάµει εκ των προτέρων και σε αρµονία µε το Πνεύµα. Και ποια είναι
η τελευταία λέξη της Δηµιουργίας, ο τύπος που συνοψίζει το εν δράσει
Ον, ο ζων Λόγος µέσα στον οποίο εµφανίζεται η πρώτη και η
τελευταία σκέψη του απόλυτου Όντος; Είναι: ΑΔΑΜ-ΕΥΑ
Άνδρας-Γυναίκα. Το σύµβολο αυτό δεν παριστάνει διόλου,
όπως διδάσκουν στις εκκλησίες µας και όπως πιστεύουν οι
ερµηνευτές µας, το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος της γης µας, αλλά το Θεό
εν δράσει µέσα στο συµπαν και τον τύπο του ανθρώπινου γένους, την
παγκόσµια ανθρωπότητα δια µέσου όλων των ουρανών. “Ο Θεός
δηµιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του και τον δηµιούργησε
αρσενικό και θηλυκό”. Το θείο αυτό ζεύγος είναι ο παγκόσµιος Λόγος,
µε τον οποίο ο Ιεβέ φανερώνει τη δική του φύση δια µέσου των
κόσµων. Η σφαίρα, την οποία αρχικά κατοικεί και κατανοεί ο Μωυσής
µε την ισχυρή του σκέψη, δεν είναι ο κήπος της Εδέµ, ο θρυλικός
επίγειος παράδεισος, αλλά η δίχως όρια εγκόσµια σφαίρα του
Ζωροάστρη, η ανώτερη γη του Πλάτωνα, η παγκόσµια ουράνια
βασιλεία, η Εδέµ, Αδάµα, υπόσταση και κάθε άλλης γης. Αλλά ποια θα
είναι η εξέλιξη της ανθρωπότητας στο χώρο και το χρόνο; Ο Μωυσής
τη βλέπει σε συµπυκνωµένη µορφή µέσα στην ιστορία της πτώσης.
Στη Γένεση, η ψυχή, η ανθρώπινη ψυχή ονοµάζεται Αΐσχα, που είναι
ένα άλλο όνοµα της Ευας 78 . Η πατρίδα της είναι ο Σαµαΐµ, ο ουρανός.
Ζει εκεί, ευτυχισµένη µέσα στο θείο αιθέρα, αλλά δίχως επίγνωση του
εαυτού της. Χαίρεται τον ουρανό, χωρίς να τον κατανοεί. Διότι, για να
τον καταλάβει, πρέπει να τον έχει λησµονήσει κι έπειτα να τον
ξαναθυµηθεί. Για να τον αγαπήσει, πρέπει να τον έχει χάσει κι έπειτα
να τον επανακτήσει. Δε θα µάθει παρά µόνο µε τα βάσανα, δε θα
εννοήσει παρά µόνο µε την πτώση. Και τι πτώση, πόσο διαφορετικά
βαθιά και τραγική από την πτώση της παιδιάστικης Βίβλου που
διαβάζουµε! Προσελκύεται από τη σκοτεινή άβυσσο, από τον πόθο της
γνώσης —και η Αΐσχα αφήνεται να πέσει... Παύει να είναι η αγνή
ψυχή, που δεν έχει παρά ένα σώµα αστρικό που ζει από το θείο αιθέρα.
Ντύνεται ένα υλικό σώµα και εισέρχεται µέσα στον κύκλο των
γεννήσεων. Και οι ενσαρκώσεις της δεν είναι µία, αλλά εκατό, χίλιες,
µέσα σε σώµατα ολοένα και πιο χονδροειδή, σύµφωνα µε τα εκάστοτε
άστρα στα οποία κατοικεί. Κατεβαίνει από τον ένα κόσµο στον άλλο...
κατεβαίνει και λησµονεί... Ένας µαύρος πέπλος σκεπάζει το εσωτερικό
της µάτι, πνίγεται η θεία συνείδησή της, θολώνει η ανάµνηση του
ουρανού µέσα στο πυκνό ύφασµα της ύλης. Ωχρή, σαν χαµένη ελπίδα,
κάποια αδύνατη ενθύµηση της παλιάς της ευτυχίας λάµπει ακόµα µέσα
της, Από αυτήν τη σπίθα πρέπει να αναγεννηθεί η ίδια! Ναι, η Αΐσχα
ζει ακόµα µέσα σε αυτό το γυµνό ζευγάρι.
που κείτεται ανυπεράσπιστο πάνω σε µια άγρια γη, κάτω από έναν
εχθρικό ουρανό όπου µουγκρίζει ο κεραυνός. Ο χαµένος παράδεισος;
Είναι το άπειρο του σκεπασµένου ουρανού, πίσω της κι εµπρός της!
Ο Μωυσής βλέπει µε αυτόν τον τρόπο τις γεννήσεις του Α- δάµ
µέσα στο σύµπαν 79 . Επισκοπεί, έπειτα, τα πεπρωµένα του ανθρώπου
επί της γης. Βλέπει τους περασµένους κύκλους και τον παρόντα. Μέσα
στη γήινη Αΐσχα, στην ψυχή της ανθρωπότητας, είχε λάµψει άλλοτε η
συνείδηση του Θεού, µε τη φωτιά του Άγνι, στη χώρα του Κους, στις
πλαγιές των Ιµα- λαΐων.
Αλλά να την τώρα, έτοιµη να σβηστεί µέσα στην ειδωλολατρία,
κάτω από καταχθόνια πάθη, υπό την ασσυριακή τυραννία, µεταξύ
λαών και θεών που µάχονται και αλληλοτρώγο- νται. Ο Μωυσής
ορκίζεται στον εαυτό του να την ξυπνήσει, ιδρύοντας τη λατρεία του
Ελοΐµ.
Η ανθρωπότητα, όπως και το κάθε άτοµο χωριστά, έπρεπε να είναι η
εικόνα του Ιεβέ. Αλλά πού να βρει το λαό που θα την ενσαρκώσει και
που θα είναι ο ζων Λόγος της ανθρωπότητας;
Τότε ο Μωυσής, αφού συνέλαβε το Βιβλίο του και το Έργο του και
βυθοµέτρησε τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, κηρύττει τον πόλεµο
κατά της γήινης Εύας, εναντίον της αδύνατης και διεφθαρµένης φύσης.
Για να την κατανικήσει και να την ανορθώσει, επικαλείται το Πνεύµα,
το αρχέγονο και παντοδύναµο πυρ, τον Ιεβέ, στην πηγή του οποίου
ανέβηκε προ ολίγου. Αισθάνεται ότι τα ρευστά του τον καίνε και τον
διαποτίζουν. Το όνοµά του είναι θέληση.
Και µέσα στη µαύρη σιγή της κρύπτης, ακούει ο Μωυσής µία φωνή.
Βγαίνει από τα βάθη της συνείδησής του, πάλλε- ται σαν φως και λέει:
“Πήγαινε στο όρος του Θεού, προς το Χορέβ”.
4. Επίκληση
Η ΓΙΟΡΤΗ ΕΊΧΕ ΠΕΡΆΣΕΙ ΣΑΝ ΌΝΕΙΡΌ· βράδιαζε. Οι χοροί, τα τραγούδια κι οι
προσευχές είχαν σβήσει µέσα σε µια ρόδινη οµίχλη. Ο Ορφέας κι ο
µαθητής του κατέβηκαν από κάποια υπόγεια στοά κάτω στην ιερή
κρύπτη, η οποία εκτεινόταν ως την καρδιά του βουνού. Μόνο ο
ιεροφάντης επιτρεπόταν να πλησιάζει εκεί. Εκεί ο εµπνευσµένος των
θεών παραδιδόταν στους µοναχικούς στοχασµούς του ή εκτελούσε µαζί
µε τους µύστες του τα υψηλά έργα της µαγείας και της θεουργίας.
Γύρω τους εκτεινόταν ένας χώρος αχανής και γεµάτος σπηλιές. Δύο
δάδες, µπηγµένες στη γη, µόλις φώτιζαν θαµπά τους σχισµένους
τοίχους και τα σκοτεινά βάθη. Σε απόσταση λίγων βηµάτων, µια µαύρη
σχισµάδα ανοιγόταν χάσκοντας µέσα στο έδαφος. Ζεστός αέρας
έβγαινε από κει µέσα και το βάραθρο εκείνο φαινόταν πως κατέβαινε
στα έγκατα της γης. Ένας µικρός βωµός, όπου έκαιγε φωτιά από ξερή
δάφνη, και µια σφίγγα κατείχαν τα άκρα του. Πολύ µακριά, σε
αµέτρητο ύψος, η σπηλιά φωτιζόταν από τον έναστρο ουρανό, από µια
λοξή σχισµή. Η ωχρή αυτή ακτίνα κυανόλευκου φωτός έµοιαζε µε το
µάτι του στερεώµατος, το οποίο βυθιζόταν µέσα σ’ εκείνη την άβυσσο.
“Ήπιες από τις βρύσες του αγίου φωτός”, είπε ο Ορφέας. “Μπήκες
µε αγνή καρδιά µέσα στα άδυτα των µυστηρίων. Ήρθε η επίσηµη ώρα
που θα σε κάνω να εισχωρήσεις ίσαµε τις πηγές της ζωής και του
φωτός. Εκείνοι που δε σήκωσαν τον πυκνό πέπλο που σκεπάζει από τα
µάτια των ανθρώπων τα θαυµαστά αόρατα, αυτοί δεν έγιναν γιοι των
θεών.
Άκου λοιπόν τις αλήθειες που πρέπει να αποσιωπάς από το πλήθος
κι οι οποίες αποτελούν την ισχύ των ιερών αδύτων.
Ο Θεός είναι ένας και πάντοτε αµετάβλητος. Βασιλεύει παντού.
Αλλά οι θεοί είναι αµέτρητοι και διάφοροι, γιατί η θεότητα είναι
αιώνια και άπειρη. Οι πιο µεγάλοι θεοί είναι οι ψυχές των άστρων.
Ήλιοι, άστρα, γαίες, σελήνες, κάθε αστέρι έχει τη δική του ψυχή κι
όλες τους είναι βγαλµένες µέσα από το ουράνιο πυρ του Δία κι από το
α ρ χ έ γ ο ν ο φ ω ς . Η - µ ι σ υ ν ε ι δ η τ ο ί , α π ρ ο σ π έ λ α σ τ ο ι , α µ ε τ ά β λη τ ο ι ,
κυβερνούν το µέγα παν µε τις τακτικές τους κινήσεις. Λοιπόν, κάθε
κινούµενο άστρο σέρνει µέσα στην αιθέρια σφαίρα του φάλαγγες από
ηµίθεους και ψυχές ακτινοβόλους. Αυτοί υπήρξαν άλλοτε άνθρωποι
και, αφού κατέβηκαν τη σκάλα των βασιλείων, ανέβηκαν έπειτα
ένδοξα τους κύκλους, για να βγουν στο τέλος έξω από τον κύκλο των
γεννήσεων. Μέσω αυτών των θεϊκών πνευµάτων ο Θεός αναπνέει,
ενεργεί, εµφανίζεται —και τι λέω; — αυτά είναι η πνοή της ζωντανής
του ψυχής, οι ακτίνες της αιώνιός του συνείδησης. Διοικούν τις
στρατιές των κατώτερων πνευµάτων, τα οποία δίνουν ζωή στα στοιχεία
και διευθύνουν τους κόσµους. Από µακριά, από κοντά, µας κυκλώνουν
και, αν και είναι καµωµένα από θεία ουσία, όµως ντύνονται µορφές
που πάντα αλλάζουν, κατά τους λαούς, τους χρόνους και τους τόπους.
Ο ασεβής που αρνείται τα θεϊκά αυτά πνεύµατα, τα τρέµει· ο
ευσεβής άνθρωπος τα λατρεύει, χωρίς να τα γνωρίζει· ο µυηµένος τα
γνωρίζει, τα προσελκύει και τα βλέπει. Αν αγωνίστηκα για να τους βρω
αυτούς τους θεούς, αν αψήφησα το θάνατο, αν, όπως λένε, κατέβηκα
στον Άδη, όλα αυτά τα έκανα για να δαµάσω τους δαίµονες της
αβύσσου, για να επικαλεστώ τους θεούς, που είναι ψηλά, για την
αγαπηµένη µου Ελλάδα, για να σµίξει ο βαθύς ουρανός µε τη γη και
για να ακούσει η γοητευµένη γη τις θείες φωνές. Η ουράνια οµορφιά
θα ενσαρκωθεί µέσα στη σάρκα των γυναικών, η φωτιά του Δία θα
κυκλοφορήσει µέσα στο αίµα των ηρώων και, πολύ προτού ανεβούν
στα άστρα, οι γιοι των θεών θα ακτινοβο-
λήσουν όπως οι αθάνατοι. Ξέρεις τι είναι η λύρα του Ορφέα; Ο ήχος
των εµπνευσµένων ναών. Έχουν θεούς για χορδές. Στο άκουσµα της
µουσικής τους η Ελλάδα ολόκληρη θα αντηχήσει σαν λύρα, κι αυτό
ακόµη το µάρµαρο θα τραγουδήσει µε λαµπρούς ρυθµούς, µε ουράνιες
αρµονίες.
Και τώρα θα επικαλεστώ τους θεούς µου, για να σου εµφανιστούν
ζωντανοί και να σου δείξουν, µέσα σε µια προφητική οπτασία, το
µυστικό υµέναιο, τον οποίο προετοιµάζω για τον κόσµο και τον οποίο
θα δουν οι µυηµένοι.
Ξάπλωσε κάτω από εκείνον το βράχο. Μη φοβάσαι τίποτα. Ένας
µαγικός ύπνος θα κλείσει τα βλέφαρά σου, θα τρέµεις στην αρχή και
θα δεις τροµερά πράγµατα, αλλά έπειτα ένα ευχάριστο φως, µια
άγνωστη ευδαιµονία θα πληµµυρίσει τις αισθήσεις σου και την ύπαρξή
σου”.
Ο µαθητής είχε µαζευτεί ήδη µέσα στο σηκό που ήταν σκαλισµένος
σε σχήµα κρεβατιού µέσα στο βράχο. Ο Ορφέ- ας έριξε µερικά
αρώµατα πάνω στη φωτιά του βωµού. Έπειτα, πήρε το εβένινο
σκήπτρο του, το οποίο είχε στη λαβή του ένα λαµπερό κρύσταλλο,
πήρε θέση κοντά στη σφίγγα και µε βαθιά φωνή άρχισε την επίκληση:
“Κυβέλη! Κυβέλη! Μεγάλη µητέρα, άκουσέ µε! Πρωτόγονο φως,
φλόγα ευκίνητη, αιθέρια, συ που πάντοτε πηδάς µέσα στους χώρους,
συ που περικλείεις τις απηχήσεις και τις εικόνες όλων των πραγµάτων!
Καλώ τα άλογά σου που αστράφτουν από φως. Ω παγκόσµια ψυχή,
κλώσσα των αβύσσων, ω εσύ, που σπέρνεις τους ήλιους, εσύ που
αφήνεις να σέρνεται µέσα στον αιθέρα ο αστρικός µανδύας σου·
λεπτότατο φως, κρυµµένο, αόρατο στα µάτια της σάρκας. Μεγάλη
µητέρα των κόσµων και των θεών, εσύ που περικλείεις τους αιώνιους
τύπους! Αρχαία Κυβέλη, προς εµένα! Προς εµένα! Εν ονόµατι του
µαγικού µου σκήπτρου, εν ονόµατι της συµφωνίας µου µε τις
Δ υ ν ά µ ε ι ς , ε ν ο ν ό µ α τ ι τ η ς ψ υ χ ή ς τ η ς Ε υ ρ υ δ ί κ η ς ! . . . Σ ε κα λ ώ ,
πολύµορφη Σύζυγε, υπάκουη, εσύ που πάλ- λεσαι µε τη φωτιά του
Αιώνιου Άρρενος. Από τον πιο ψηλό χώρο, από την πιο βαθιά άβυσσο,
από όλα τα µέρη, έλα, σω- ρεύσου, γέµισε αυτό το σπήλαιο µε τα
ρευστά σου. Περίβαλε το γιο των µυστηρίων µε διαµαντένιο φρούριο
και κάνε τον να δει µες στο βαθύ κόλπο σου τα Πνεύµατα της
Αβύσσου, της Γης και του Ουρανού”.
Στα λόγια αυτά, µια υπόγεια βροντή τράνταξε τα βάθη της αβύσσου
κι ολόκληρο το βουνό σείστηκε. Κρύος ιδρώτας πά-
γωσε το σώµα του µαθητή. Δεν έβλεπε πια τον Ορφέα, παρά µέσα
σε καπνούς που πύκνωναν ολοένα και περισσότερο. Μια στιγµή
προσπάθησε να αγωνιστεί εναντίον κάποιας τροµερής δύναµης, η
οποία τον συνέτριβε. Αλλά το µυαλό του καταβυθίστηκε, η θέλησή του
εκµηδενίστηκε. Δοκίµασε τη φρίκη αυτού που πνίγεται, ο οποίος
καταπίνει το νερό µε ανοιχτό το στόµα και του οποίου ο
ανατριχιαστικός σπασµός τελειώνει µέσα στα σκοτάδια του
ασυνειδήτου.
Όταν συνήλθε, η νύχτα βασίλευε γύρω του· µια νύχτα που τη
διαπερνούσε φως κιτρινωπό και γεµάτο σκόνη. Κοίταζε για πολλή
ώρα, χωρίς να βλέπει τίποτα. Πότε-πότε αισθανόταν το δέρµα του να
το αγγίζουν σαν αόρατες νυχτερίδες. Τέλος, αόριστα κάπως, είδε να
κινούνται µέσα σε αυτά τα σκοτάδια τερατώδεις µορφές από
Κενταύρους, ύδρες και γοργόνες. Αλλά το πρώτο πράγµα που
παρατήρησε καθαρά ήταν µια µεγάλη εικόνα γυναίκας που καθόταν
πάνω σε θρόνο. Ήταν τυλιγµένη σε ένα µεγάλο πέπλο, µε πένθιµες
δίπλες, σπαρµένο µε άστρα που τρεµοσβήνουν, και φορούσε στεφάνι
από παπαρούνες. Τα ορθάνοιχτα µάτια της αγρυπνούσαν ακίνητα.
Πλήθη ανθρώπινων σκιών κινούνταν τριγύρω της σαν κουρασµένα
πουλιά και σιγοψιθύριζαν:
“Βασίλισσα των νεκρών, ψυχή της γης, ω Περσεφόνη! Είµαστε
κόρες του ουρανού. Γιατί είµαστε εξόριστες µέσα στο σκοτεινό
βασίλειο; Ω θερίστρια του ουρανού, γιατί έδρεψες τις ψυχές µας, που
πετούσαν άλλοτε τρισευτυχισµένες µες στο φως, ανάµεσα στις
αδερφούλες τους, µέσα στους κάµπους του αιθέρα;”
Η Περσεφόνη αποκρίθηκε: “Έδρεψα το νάρκισσο, µπήκα στη
νυφική παστάδα. Ήπια το θάνατο µαζί µε τη ζωή. Όπως κι εσείς,
στενάζω κι εγώ µες στα σκοτάδια”.
“Πότε θα λυτρωθούµε;”, είπαν στενάζοντας οι ψυχές. “Όταν θα
έρθει ο ουράνιος σύζυγός µου, ο θείος ελευθερωτής”, απάντησε η
Περσεφόνη.
Τότε εµφανίστηκαν τροµερές γυναίκες. Τα µάτια τους ήταν
ποτισµένα µε αίµα, τα κεφάλια τους ήταν στεφανωµένα µε
δηλητηριώδη φυτά. Γύρω από τα χέρια τους κι από τα µι- σόγυµνα
πλευρά τους στριφογύριζαν φίδια, που εκείνες τα χειρίζονταν σαν
µαστίγια.
“Ψυχές φαντάσµατα, αιρετικές!”, έλεγαν µε τις συριστικές φωνές
τους, “µην ακούτε την ανόητη βασίλισσα των νεκρών. Είµαστε οι
ιέρειες της σκοτεινής ζωής, υπηρέτριες των στοι-
χειών και των τεράτων του Κάτω Κόσµου. Βακχίδες πάνω στη γη,
Ερινυες κάτω στα Τάρταρα. Εµείς είµαστε οι παντοτινός βασίλισσες
σας, άτυχες ψυχές. Δε θα βγείτε από τον καταραµένο κύκλο των
γεννήσεων, εµείς θα σας κάνουµε να ξανα- µπείτε εκεί µέσα µε τα
µαστίγιά µας. Ας αγωνιάτε παντοτινά, ανάµεσα από τους κρίκους των
φιδιών µας που κροταλίζουν, µέσα στα δεσµά του πόθου, του µίσους
και της τύψης”.
Και όρµησαν αναµαλλιασµένες πάνω στο κοπάδι των φρενιασµένων
ψυχών, οι οποίες άρχισαν να στριφογυρίζουν µέσα στον αέρα, κάτω
από τα χτυπήµατα των µαστιγίων τους, σαν στρόβιλος από ξερά
φύλλα, στενάζοντας βαθιά. Σ’ αυτό το θέαµα η Περσεφόνη ωχρίασε,
δεν έµοιαζε πια παρά µε ένα φεγγαρίσιο φάντασµα. Ψιθύρισε:
“Ο ουρανός... το... φως... οι θεοί... ένα όνειρο!... ύπνος, ύπνος
αιώνιος!”
Το στέµµα της, που ήταν καµωµένο από παπαρούνες, µαράθηκε, τα
µάτια της έκλεισαν από αγωνία, η βασίλισσα των νεκρών έπεσε σε
λήθαργο πάνω στο θρόνο της, κι έπειτα όλα χάθηκαν µες στα
σκοτάδια.
Η οπτασία µεταβλήθηκε. Ο µαθητής των Δελφών είδε τον εαυτό του
µέσα σε µια θαυµάσια καταπράσινη κοιλάδα. Το βουνό Όλυµπος στο
βάθος. Μπροστά σ’ ένα κατασκότεινο άντρο, κοιµόταν πάνω σ’ ένα
κρεβάτι από λουλούδια η όµορφη Περσεφόνη. Στέµµα από νάρκισσους
αντικαθιστούσε πάνω στα µαλλιά της το στεφάνι από πένθιµες
παπαρούνες κι η αυγή µιας ζωής που αναγεννιέται σκόρπιζε πάνω στα
µάγουλά της χρώµα αµβροσίας. Οι µαύρες πλεξίδες των µαλλιών της
έ π ε φ τ α ν π ά ν ω σ τ ο υ ς ώ µ ο υ ς τ η ς , π ο υ ε ί χα ν α π α σ τ ρ ά π τ ο υ - σ α
λευκότητα, και τα ρόδα του κόλπου της, γλυκά σηκωµένα, φαίνονταν
να καλούν τα φιλιά των ανέµων. Νύµφες χόρευαν πάνω σ’ ένα λιβάδι.
Μικρά άσπρα σύννεφα ταξίδευαν µέσα στο γαλάζιο αιθέρα. Μια λύρα
αντηχούσε µέσα σε κάποιο ναό. Στη χρυσή φωνή της, στους ιερούς
ρυθµους της, ο µαθητής άκουσε την εσώτερη µουσική των πραγµάτων.
Γιατί από τα φύλλα, από τα κύµατα, από τις σπηλιές, έβγαινε µια
µελωδία ασώµατη και τρυφερή. Κι οι µακρινές φωνές των µυηµένων
γυναικών, οι οποίες έσερναν τους χορούς τους πάνω στα βουνά,
έ φ τ α ν α ν σ τ ’ α υ τ ι ά τ ο υ σ α ν δ ι α κ ε κο µ µ έ ν ε ς α ρ µ ο ν ί ε ς . Ά λ λ ε ς ,
ξετρελαµένες, επικαλούνταν το Θεό - κι άλλες νόµιζαν πως τον
βλέπουν, καθώς έπεφταν στις άκρες των δασών µισοπεθαµένες από την
κούραση.
Τέλος, ο γαλάζιος αιθέρας ανοίχτηκε στο µεσουράνηµά του, για να
γεννήσει µεσ’ από τον κόλπο του κάποιο φωτεινό σύννεφο. Σαν πουλί
που ελαφροζυγιάζεται για µια στιγµή κι έπειτα ορµά προς τη γη, έτσι ο
Θεός, που κρατά το θύρσο, κατέβηκε κι ήρθε να σταθεί µπροστά στην
Περσεφόνη. Ήταν ακτινοβόλος, µε λυµένα µαλλιά, µέσα στα µάτια του
περιστρεφόταν το ιερό παραλήρηµα των κόσµων που µέλλεται να
γεννηθούν. Για πολλή ώρα δεν ξεκολλούσε από αυτήν το βλέµµα του.
Έπειτα άπλωσε το θύρσο του πάνω της. Ο θύρσος έψαυσε το στήθος
της· εκείνος τότε άρχισε να χαµογελά. Άγγιξε το µέτωπό της κι εκείνη
άνοιξε τα µάτια, ορθώθηκε σιγά-σιγά και κοίταξε το σύζυγό της.
Εκείνα τα µάτια, γεµάτα ακόµη από τον ύπνο του Ερέβους, άρχισαν να
λάµπουν σαν δυο αστέρια.
“Με αναγνωρίζεις;” είπε ο Θεός.
“Ω Διόνυσε”, είπε η Περσεφόνη, “θείο Πνεύµα, Λόγε του Δία,
ουράνιο φως, που αστράφτεις µε τη µορφή ανθρώπων! Κάθε φορά που
µε ξυπνάς, νοµίζω πως ζω για πρώτη φορά, οι κόσµοι ξαναγεννιουνται
µέσα στη θύµησή µου, το παρελθόν και το µέλλον ξαναγίνονται το
αθάνατο παρόν και νιώθω µέσα στην καρδιά µου να ακτινοβολεί το
συµπαν!”
Ταυτόχρονα, από πάνω από τα βουνά, µέσα σε µια παρυφή από
ασηµωµένα σύννεφα, φάνηκαν οι θεοί, περίεργοι και γερµένοι προς τη
γη.
Κάτω, οµάδες από άνδρες, γυναίκες και παιδιά, βγαλµένοι µεσ’ από
τις κοιλάδες κι από τα σπήλαια, κοίταζαν τους Αθανάτους, µέσα σε µια
ουράνια έκσταση. Φλογεροί ύµνοι ανέβαιναν από τους ναούς, µαζί µε
κύµατα από θυµιάµατα. Μεταξύ ουρανού και γης, ετοιµαζόταν ένας
από εκείνους τους γάµους που κάνουν τις µητέρες να συλλαµβάνουν
ήρωες και θεούς. Ήδη ένα ρόδινο χρώµα είχε απλωθεί πάνω σ’ όλο το
τοπίο, ήδη η βασίλισσα των νεκρών είχε ξαναγίνει η θεία θε- ρίστρια
κι ανέβαινε προς τον ουρανό, µέσα στην αγκαλιά του συζύγου της.
Ένα χρυσοπόρφυρο σύννεφο τους τύλιξε και τα χείλη του Διονύσου
ακούµπησαν πάνω στο στόµα της Περσε- φόνης... Τότε µια απέραντη
κραυγή έρωτα ακούστηκε από τον ουρανό κι από τη γη, λες και η ιερή
ανατριχίλα των θεών, περνώντας πάνω από τη µεγάλη λύρα, ήθελε να
της κόψει όλες τις χορδές και να σκορπίσει τους ήχους της σ’ όλους
τους ανέµους. Συγχρόνως όρµησε από το θείο ζεύγος µια λάµψη, µια
θύελλα εκτυφλωτικού φωτός... Κι όλα εξαφανίστηκαν.
Προς στιγµήν, ο µαθητής του Ορφέα ένιωσε να τον καταπίνει η
πηγή όλων των ζωών, βυθισµένο µέσα στον ήλιο του Όντος. Αλλά, ενώ
καταδυόταν στη διάπυρη εστία του, αναπήδησε από εκεί µε τα ουράνια
φτερά του και σαν αστραπή διέσχισε τους κόσµους, για να φτάσει στα
όριά τους, στον εκστατικό ύπνο του Απείρου.
Όταν οι σωµατικές του αισθήσεις επανήλθαν, ήταν βυθισµένος µέσα
στη µαύρη νύχτα. Μια φωτεινή λύρα έλαµπε µέσα σε εκείνα τα βαθιά
σκοτάδια. Έφευγε, έφευγε κι έγινε αστέρι. Τότε µόνο ο µαθητής
παρατήρησε ότι βρισκόταν στην κρυπτή των επικλήσεων, κι ότι το
φωτεινό εκείνο σηµείο ήταν η µακρινή σχισµή της σπηλιάς, η ανοιχτή
προς το στερέωµα. Μια µεγάλη σκιά στεκόταν όρθια κοντά του.
Αναγνώρισε τον Ορφέα από τις µακριές µπουκλες του κι από το
λαµπερό κρύσταλλο του σκήπτρου του.
“Παιδί των Δελφών, από που έρχεσαι;”, είπε ο ιεροφάντης.
“Ω δάσκαλε των µυηµένων, ουράνιε µάγε, θαυµάσιε Ορφέα, είχα
ένα θείο όνειρο. Μήπως ήταν άραγε κάποια µαγεία, κάποιο δώρο των
θεών; Τι συνέβη λοιπόν; Ο κόσµος άλλαξε; Που είµαι τώρα;”
“Κατέκτησες το στέµµα της µύησης κι έζησες το όνειρό µου, την
αθάνατη Ελλάδα! Αλλά ας βγούµε από εδώ µέσα, γιατί, για να
εκπληρωθεί αυτό, πρέπει εγώ να πεθάνω και να ζήσεις εσύ”.
ΠΛΑΤΩΝΑΣ
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
Οι άνθρωποι τον ονόµασαν έτσι τον Έρωτα, γιατί έχει ιρτερά. Οι θεοί τον ονόµασαν
Πτέρωτα, γιατί έχει τη δύναµη να δίνει ψτερά.
Πλάτων, Συµπόσιο
Στον ουρανό, να µαθαίνεις σηµαίνει να βλέπεις Στη γη, σηµαίνει να θυµάσαι.
Ευτυχισµένος όποιος πέρασε τα Μυστήρια. Γνωρίζει την πηγή και το τέλος της ζωής.
(Όλβιος όστις ιδών εκείνα, κοίλαν
είσιν υπό χθόνα· οίδεν µεν βίου... τελευτάν,
οίδεν δε διόσδοτον αρχάν.)
Πίνδαρος
ΙΗΣΟΥΣ
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Δεν ήλθα να καταλύσω τον Νόµον ή τους Προφήτας, αλλά να τους συµπληρώσω.
Ματθ. ε', 17
Το φως ήτο µέσα εις τον κόσµον, και ο κόσµος µέσω αυτού έγινε· Αλλ’ όµως ο
κόσµος δεν το ανεγνώρισε.
Ιωάν, α', 10
Η παρουσία του Υιού του Ανθρώπου θα είναι όπως η αστραπή, η οποία προβάλλει
από την Ανατολήν και φαίνεται έως εις την Δύσιν.
Ματθ. κδ', 27