You are on page 1of 404

Ο Ι Μ Ε ΓΑ Λ Ο Ι

ΜΥΣΤΕΣ
Οι σηµαντικότεροι δηµιουργοί θρησκευτικών θεωριών της
ανθρωπότητας

Η ψυχή είναι το κλειδί του Σύµπαντος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ


Είµαι πεπεισµένος ότι θα έρθει µια µέρα που ο φυσιολόγος, ο ποιητές και ο
φιλόσοφος θα µιλούν τψ ίδια γλώσσα και θα συνεννοούνται µεταξύ τους όλοι.
Claude Bernard
Το µεγαλύτερο κακο του καιρού µας είναι ότι η Επιστήµη και η
Θρησκεία εµφανίζονται σαν δυο δυνάµεις εχθρικές και αµετάβλητες.
Κακό διανοητικό, που είναι τόσο ολέθριο γιατί έρχεται από τα επάνω
και διαποτίζει κρυφά αλλά σταθερά όλα τα πνεύµατα, όπως ένα
αόρατο δηλητήριο που αναπνέουµε στον αέρα. Αλλά κάθε κακό της
διάνοιας καταντά στο τέλος κακό της ψυχής και, συνεπώς, κακό
κοινωνικό.
Όσο ο χριστιανισµός περιοριζόταν στο να βεβαιώνει άδολα τη
χριστιανική πίστη εν τω µέσω µιας Ευρώπης ακόµα µι- σοβάρβαρης,
όπως ήταν στο Μεσαίωνα, υπήρξε η µεγαλύτερη από τις ηθικές
δυνάµεις και διαµόρφωσε την ψυχή του νεότερου ανθρώπου. Όσο η
πειραµατική επιστήµη, η οποία ανασυντάχθηκε φανερά το 16ο αιώνα,
περιοριζόταν στο να απαιτεί τα νόµιµα δικαιώµατα του λογικοΰ και
την απεριόριστη ελευθερία της, υπήρξε η µεγαλύτερη από τις
διανοητικές δυνάµεις: ανανέωσε την όψη του κόσµου, επελευθέρωσε
τον άνθρωπο από δεσµά αιώνων και έδωσε στο ανθρώπινο πνεύµα
αχάλαστες βάσεις.
Αλλά από τη στιγµή που η Εκκλησία, µην µπορώντας πλέον να
αποδείξει το αρχικό της δόγµα απέναντι στις αντιρρήσεις της
επιστήµης, κλείστηκε µέσα σ’ αυτό —σαν µέσα σ’ ένα σπίτι δίχως
παράθυρα— και στη λογική αντιτάσσει την πίστη ως εντολή απόλυτη
και αναµφισβήτητη· και από τη στιγµή που η Επιστήµη, µεθυσµένη
από τις ανακαλύψεις της
στο φυσικό κόσµο και χωρίς να λαµβάνει υπόψη της τον ψυχικό και
τον πνευµατικό κόσµο, κατάντησε αγνωστική στη µέθοδό της και
υλιστική στις αρχές και στους σκοπούς της* από τη στιγµή, τέλος, που
η Φιλοσοφία, αποπλανηµένη και ανίσχυρη µεταξύ των δυο,
παραιτήθηκε κατά κάποιο τρόπο από τα δικαιώµατά της για να πέσει
σε έναν υπερβολικό σκεπτικισµό, ένα βαθύ χάσµα δηµουργήθηκε στην
ψυχή της κοινωνίας και των ατόµων.
Ο αγώνας αυτός, που στην αρχή ήταν αναγκαίος και ωφέλιµος, γιατί
καθιέρωσε τα δικαιώµατα του Λογικού και της Επιστήµης, κατάντησε
αιτία αδυναµίας και αποξήρανσης. Η Θρησκεία ανταποκρίνεται στις
ανάγκες της καρδιάς —και εκεί βρίσκεται η αιώνια µαγεία της— ενώ η
Επιστήµη στις ανάγκες του πνεύµατος —εξ ου και η ακατανίκητη
δύναµή της. Αλλά εδώ και πολύ καιρό αυτές οι δυο δεν ξέρουν πια να
συνεννοηθουν µεταξύ τους. Η Θρησκεία χωρίς απόδειξη και η
Επιστήµη χωρίς ελπίδα, στέκονται ορθές, η µία απέναντι στην άλλη,
και αλληλοπροκαλουνται, δίχως να µπορούν να νικηθούν.
Έτσι, µια βαθιά αντίφαση κι ένας κρυφός πόλεµος επικρατεί, όχι
µόνο µεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, αλλά και µέσα στην ίδια την
Επιστήµη, και στους κόλπους όλων των εκκλησιών και µέσα στη
συνείδηση όλων των σκεπτόµενων ατόµων. Γιατί όποιοι κι αν είµαστε,
σε όποια φιλοσοφική, αισθητική και κοινωνική σχολή και αν
ανήκουµε, φέρουµε µέσα µας αυτοΰς τους δυο εχθρικούς κόσµους, οι
οποίοι είναι φαινοµενικά ασυµβίβαστοι και οι οποίοι γεννιούνται από
δυο ακατάλυτες ανάγκες του ανθρώπου: την επιστηµονική και τη
θρησκευτική.
Η κατάσταση αυτή, που διαρκεί περισσότερο από εκατό χρόνια
τώρα, βέβαια δε συντέλεσε λίγο στο να αναδείξει τις ανθρώπινες
ικανότητες, µε το να εντείνει τις µεν εναντίον των δε. Ενέπνευσε στην
ποιήση και τη µουσική τόνους ανήκουστου πάθους και µεγαλείου.
Αλλά σήµερα, η παρατεταµέ- νη και πολύ οξεία ένταση παρήγαγε το
αντίθετο αποτέλεσµα. Όπως στον άρρωστο η κατάπτωση διαδέχεται
τον πυρετό, έτσι και εδώ η ένταση µεταβλήθηκε σε µαρασµό, σε
αηδία, σε αδυναµία. Η επιστήµη δεν ασχολείται παρά µε το φυσικό και
τον υλικό κόσµο - η ηθική φιλοσοφία έχασε από τα χέρια της την
καθοδήγηση των πνευµάτων* και η θρησκεία κυβερνά ως ένα βαθµό
τις µάζες αλλά όχι πια τα ανώτερα κοινωνικά στρώ-
µατα. Παραµένει µεγάλη µε τη φιλανθρωπία της, δεν ακτινοβολεί,
όµως, πλέον µε την πίστη. Οι πνευµατικοί οδηγοί της εποχής µας είναι
άπιστοι ή σκεπτικιστές, τελείως ειλικρινείς και έντιµοι. Αλλά
αµφιβάλλουν για την τέχνη τους και αλλη- λοκοιτάζονται µειδιώντας,
όπως οι Ρωµαίοι οιωνοσκόποι. Στις δηµόσιες και τις ιδιωτικές τους
οµιλίες προλέγουν τις κοινωνικές καταστροφές, χωρίς να βρίσκουν το
φάρµακο, ή περικαλύπτουν τους σκοτεινούς τους χρησµούς µε
συνετούς ευφηµισµούς. Με τέτοιους οιωνούς, η Φιλολογία και η Τέχνη
έχασαν την αίσθηση του θείου. Ένα µεγάλο µέρος των νέων, µε το να
ξεσυνηθίσει τους αιώνιους ορίζοντες, ρίχτηκε σ’ αυτό που οι
καινούριοι δάσκαλοί τους ονοµάζουν νατουραλισµό, ευτελίζοντας µε
αυτόν τον τρόπο το ωραίο όνοµα “Φύση”. Γιατί ό,τι στολίζουν µε αυτό
το όνοµα δεν είναι παρά η απολογία των ταπεινών ενστίκτων, ο
βούρκος του ελαττώµατος ή η αυτάρεσκη περιγραφή των κοινωνικών
µας ευτελειών — µε µια λέξη, η συστηµατική άρνηση της ψυχής και
του πνεύµατος. Και η φτωχή ψυχή, αφού έχασε τα φτερά της, βογκά
και στενάζει παράξενα µέσα στα µύχια ακόµη και εκείνων που µιλούν
απαξιωτικά γι’ αυτήν και την αρνούνται.
Εξαιτίας του υλισµού, του θετικισµού και του σκεπτικισµού, η
παρηκµασµένη αυτή εποχή (Γιπ άε δϊεείε) έφτασε σε µια ψεύτικη ιδέα
για την Αλήθεια και την Πρόοδο.
Οι σοφοί µας που εφαρµόζουν την πειραµατική µέθοδο του Βαεοπ
για τη µελέτη του ορατού σύµπαντος, µε µια θαυµάσια ακρίβεια και µε
αξιοθαύµαστα αποτελέσµατα, σχηµατίζουν για την Αλήθεια µια ιδέα
τελείως εξωτερική και υλική. Πιστεύουν ότι πλησιάζουµε σε αυτήν αν
µαζεύουµε έναν ολοένα και µεγαλύτερο αριθµό γεγονότων. Στο πεδίο
της δικαιοδοσίας τους έχουν δίκιο. Εκείνο που είναι σοβαρό είναι ότι
οι φιλόσοφοι και οι ηθικολόγοι µας κατάντησαν να σκέφτονται και
αυτοί το ίδιο. Αλλά υπ’ αυτούς τους όρους, είναι βέβαιο ότι τα
πρωταρχικά αίτια και οι έσχατοι σκοποί θα µείνουν για πάντα
απροσπέλαστα από το ανθρώπινο πνεύµα. Γιατί, υποθέστε ότι
γνωρίζουµε ακριβώς ό,τι συµβάινει —από υλιστική άποψη— σε όλους
τους πλανήτες του ηλιακού συστήµατος, πράγµα το οποίο, ειρήσθω εν
παρόδω, θα ήταν µια µεγαλειώδης βάση επαγωγής· υποθέστε µάλιστα
ότι γνωρίζουµε τι είδους όντα είναι οι κάτοικοι των δορυφόρων του
Σείριου και πολλών άλλων άστρων του γαλαξία. Άραγε, θα ήταν
θαυµάσιο να τα ξέραµε αυτά καλύτερα από ό,τι αφορά
το σύνολο των άστρων, χωρίς να µιλήσουµε για το νεφελοειδές της
Ανδροµέδας και το νεφέλωµα του Μαγγελάνου; Αποτέλεσµα όλων
αυτών είναι ότι η εποχή µας αντιλαµβάνεται την εξέλιξη της
ανθρωπότητας σαν την αιώνια πορεία προς µία αλήθεια αόριστη,
απροσδιόριστη και δια παντός απροσπέλαστη. Να η αντίληψη της
θετικιστικής φιλοσοφίας του Αιι§ιΐ5ΐ Θοπΐ και του Ε Γ Β ΟΓ Ι δροπεοτ,
που υπερίσχυσε στις µέρες µας.
Αλλά η Αλήθεια ήταν εντελώς διαφορετικό πράγµα για τους σοφούς
κα ι τ ο υ ς θ ε ο σ ό φ ο υ ς τ η ς Αν α τ ο λή ς κα ι τ η ς Ε λ λ ά δ α ς . Ή ξ ε ρ α ν
αναµφίβολα ότι δεν µπορούµε να την αγκαλιά- σουµε και να την
ισορροπήσουµε χωρίς µια συνολική γνώση του φυσικού κόσµου, αλλά
γ ν ώ ρ ι ζα ν ε π ί σ η ς ό τ ι α υ τ ή π ρ ο π α ν τ ό ς ε δ ρ ε ύ ε ι µ έ σ α µ α ς , σ τ ι ς
διανοητικές αρχές και στην πνευµατική ζωή της ψυχής. Γι’ αυτούς η
ψυχή ήταν το µόνο, η θεία πραγµατικότητα και το κλειδί του
σύµπαντος. Μαζεύοντας τη θέλησή τους στο κέντρο της,
αναπτύσσοντας τις λανθάνουσες ικανότητές της, έφταναν στη ζωντανή
εκείνη εστία που ονόµαζαν Θεό, που το φως της κάνει να εννοούµε
τους ανθρώπους και τα όντα. Γι’ αυτούς, αυτό που καλούµε Πρόοδο,
δηλαδή η ιστορία του κόσµου και των ανθρώπων, δεν ήταν παρά η
εξέλιξη µέσα στο χρόνο και το χώρο της κεντρικής αυτής Αιτίας και
του έσχατου αυτού Σκοπού. Και πιστεύετε, ίσως, ότι αυτοί οι θεόσοφοι
υπήρξαν γνήσιοι θεωρητικοί, αδύναµοι, ονειροπόλοι, φακίρηδες
ανεβασµένοι στους στύλους τους; Κάνετε λάθος. Ο κόσµος δε γνώρισε
µεγαλύτερους ανθρώπους της δράσης, µε την πιο γόνιµη, την πιο
ανυπολόγιστη έννοια της λέξης. Λαµποκοπούν σαν αστέρες πρώτου
µεγέθους στον ουρανό των ψυχών. Ονοµάζονται: Κρίσνα, Βούδας,
Ζωροάστρης, Ερµής, Μωυσής, Πυθαγόρας, Ιησούς και υπήρξαν
ισχυροί διαµορφωτές πνευµάτων, φοβεροί αφυ- πνιστές ψυχών,
σωτήριοι οργανωτές κοινωνιών. Ζώντας µόνο για την ιδέα τους,
πάντοτε έτοιµοι να πεθάνουν, και γνωρίζοντας ότι ο θάνατος για την
Αλήθεια είναι η αποτελεσµατική και η υπέρτατη δράση, δηµιούργησαν
τις επιστήµες και τις θρησκείες, και στη συνέχεια τα γράµµατα και τις
τέχνες, των οποίων ο χυµός µάς τρέφει ακόµα και µας δίνει ζωή. Και τι
άρχισε αλήθεια να παράγει ο θετικισµός και ο σκεπτικισµός στις µέρες
µας; Μια γενιά στείρα, δίχως ιδανικά, δίχως φως και δίχως πίστη, η
οποία δεν πιστεύει ούτε στην ψυχή ούτε στο Θεό, ούτε στο µέλλον της
ανθρωπότητας, ούτε στην πα-
ροΰσα ζωή οΰτε στη µέλλουσα. Γενιά χωρίς ενεργητικότητα στη
θέληση, που αµφιβάλλει για τον εαυτό της τον ίδιο και για την
ανθρώπινη ελευθερία.
“Από τους καρπούς τους θα τους κρίνετε”, είπε ο Ιησούς. Ο λόγος
αυτός του Δασκάλου των δασκάλων εφαρµόζεται στις θεωρίες όπως
και στους ανθρώπους. Ναι, η εξής σκέψη επιβάλλεται: ή η αλήθεια
είναι για πάντα απροσπέλαστη στον άνθρωπο, ή την κατείχαν σε
µεγάλο βαθµό οι πιο µεγάλοι σοφοί και οι πρώτοι µυητές της Γης.
Βρίσκεται λοιπόν στο βάθος όλων των µεγάλων θρησκειών και µέσα
στα ιερά βιβλία όλων των λαών. Μόνο που πρέπει να ξέρει κανείς να
τη βρει και να τη βγάλει από ’κεί µέσα. Αν κοιτάξουµε την ιστορία των
θρησκειών µε µάτια ανοιγµένα από την κεντρική αυτή αλήθεια που
µόνο η εσωτερική µύηση δίνει, µένουµε έκπληκτοι και εκστατικοί
συγχρόνως. Αυτό που παρατηρούµε τότε δε µοιάζει σχεδόν σε τίποτα
µε ό,τι διδάσκει η Εκκλησία, η οποία περιορίζει την αποκάλυψη στο
χριστιανισµό και δεν την παραδέχεται παρά µόνο µε το αρχικό της
νόηµα. Αλλά εκείνο που παρατηρούµε λίγο µοιάζει, επίσης, και µε ό,τι
διδάσκει η καθαρά φυσική επιστήµη στα πανεπιστήµιά µας. Αυτή
εντούτοις τοποθετείται σε άποψη πιο ευρεία. Βάζει δηλαδή όλες τις
θρησκείες στην ίδια γραµµή και εφαρµόζει σ’ αυτές ενιαία µέθοδο
έ ρ ε υ ν α ς . Η π ο λυ µ ά θ ε ι ά τ η ς ε ί ν α ι β α θ ι ά κα ι ο ζή λ ο ς τ η ς
αξιοθαύµαστος, αλλά όµως δεν ανυψώθηκε ακόµη ως την άποψη του
συγκριτικού εσωτερισµού, ο οποίος δείχνει την ιστορία των θρησκειών
και της ανθρωπότητας από εντελώς καινούρια όψη. Από το ύψος αυτό,
να τι παρατηρούµε:
Όλες οι µεγάλες θρησκείες έχουν µια ιστορία εξωτερική και µια
εσωτερική, τη µία φανερή και την άλλη κρυφή. Με την εξωτερική
ιστορία εννοώ τα δόγµατα και τους µύθους που διδάσκονται δηµόσια
στους ναούς και στα σχολεία και που τα αναγνωρίζουµε στη λατρεία
και στις λαϊκές προλήψεις. Με την εσωτερική διδασκαλία εννοώ τη
βαθιά επιστήµη, τη µυστική διδασκαλία, την απόκρυφη δράση των
µεγάλων µυ- ηµένων, προφητών ή αναµορφωτών, οι οποίοι
δηµιούργησαν, υποστήριξαν και διέδωσαν τις ίδιες τις θρησκείες. Η
πρώτη, η επίσηµη ιστορία, εκείνη που διαβάζεται παντού, είναι
γνωστή σε όλους, αλλά δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο σκοτεινή,
µπερδεµένη, αντιφατική. Η δεύτερη, που την ονοµάζω εσωτερική
παράδοση ή διδασκαλία των Μυστηρίων, είναι πο-
λύ δύσκολο να διευκρινιστεί. Γιατί λαµβάνει χώρα µέσα στο βάθος
των ναών και στις µυστικές αδελφότητες, ενώ τα πιο συγκινητικά
δράµατά της ξετυλίγονται ολόκληρα µέσα στην ψυχή των µεγάλων
προφητών, οι οποίοι δεν εµπιστεΰθηκαν σε καµία µεµβράνη ούτε σε
κανένα µαθητή τις υπέρτατες κρίσεις τους, τις θείες εκστάσεις τους.
Πρέπει να τη µαντέψουµε. Αλλά άπαξ και τη δει κανείς, φαίνεται
φωτεινή, οργανική, πάντοτε σε αρµονία µε τον εαυτό της. Θα
µπορούσαµε επίσης να την ονοµάσουµε ιστορία της αιώνιας και
παγκόσµιας θρησκείας. Μέσα σ’ αυτήν δείχνεται το αποκάτω των
πραγµάτων, η καλή όψη της ανθρώπινης συνείδησης, της οποίας η
ιστορία δε µας παρουσιάζει παρά µόνο την πολύπαθη ανάποδη. Εκεί
πιάνουµε το πρωταρχικό σηµείο της γέννησης της Θρησκείας και της
Φιλοσοφίας, που ξαναενώνο- νται στο άλλο άκρο της έλλειψης µέσω
της ολοκληρωτικής επιστήµης. Το σηµείο αυτό ανταποκρίνεται στις
υπερβατικές επιστήµες. Βρίσκουµε εκεί την αιτία, τη γένεση και το
τέλος της τεράστιας εργασίας των αιώνων, την Πρόνοια µέσα στους
επίγειους παράγοντές της. Η ιστορία αυτή είναι η µόνη µε την οποία
ασχολούµαι στο παρόν βιβλίο.
Για την άρια φυλή, το σπέρµα και ο πυρήνας της ιστορίας αυτής
βρίσκονται µέσα στις Βέδες. Η πρώτη της ιστορική αποκρυστάλλωση
εµφανίζεται µέσα στην τριαδική διδασκαλία του Κρίσνα, που δίνει στο
βραχµανισµό τη δύναµή του και βάζει στη θρησκεία της Ινδίας την
ανεξίτηλη σφραγίδα της. Ο Βούδας, ο οποίος, κατά τη χρονολόγηση
των Βραχµάνων, θα ήταν µεταγενέστερος του Κρίσνα κατά 2.400
χρόνια, βγάζει στο φως µία άλλη άποψη της απόκρυφης διδασκαλίας,
δηλαδή την άποψη της µετεµψύχωσης και της σειράς των υπάρξεων
που αλληλοσυνάπτονται σύµφωνα µε το νόµο του Κάρµα. Μολονότι ο
βουδισµός υπήρξε µία επανάσταση δηµοκρατική, κοινωνική και ηθική
εναντίον του αριστοκρατικού και κληροκρατικού βραχµανισµού,
ωστόσο η µεταφυσική ουσία του είναι ίδια, αλλά λιγότερο τέλεια.
Η αρχαιότητα της ιερής διδασκαλίας δεν είναι λιγότερο χτυπητή
στην Αίγυπτο, της οποίας οι παραδόσεις ανέρχονται σε έναν πολιτισµό
πολύ προγενέστερο από την εµφάνιση της άριας φυλής στη σκηνή της
ιστορίας. Μπορούσαµε να υποθέτουµε, µέχρι τα τελευταία αυτά
χρόνια, ότι ο τριαδικός µονισµός, που εκτίθεται µέσα στα ελληνικά
βιβλία του Ερµή του τρισµέγιστου, ήταν ένα απάνθισµα της σχολής
της Αλεξάν-
δρειας, υπό τη διπλή επίδραση του ιουδο-χριστιανισµοΰ και του
ν ε ο π λ α τ ω ν ι σ µ ο ύ . Ο µ ό φ ω ν α , π ι σ τ ο ί κα ι ά π ι σ τ ο ι , ι σ τ ο ρ ι κο ί κα ι
θεολόγοι, δεν έπαψαν να το επιβεβαιώνουν, ως τώρα. Λοιπόν, η
θ ε ω ρ ί α α υ τ ή γ κ ρ ε µ ί ζ ε τ α ι σ ή µ ε ρ α , µ ε τ ά τ ι ς α ν α κ α λύ ψ ε ι ς τ η ς
αιγυπτιακής επιγραφολογίας. Η θεµελιώδης αυθεντικότητα των
βιβλίων του Ερµή, ως τεκµηρίων της αρχαίας σοφίας της Αίγυπτου,
π ρ ο β ά λ λ ε ι θ ρ ι α µ β ε υ τ ι κ ή α π ό τ α ε ξ η γ ο ύ µ ε ν α ι ε ρ ο γ λυ φ ι κ ά . Ο ι
επιγραφές των στηλών των Θη- βών και της Μέµφιδας όχι µόνο
ε π ι β ε β α ι ώ ν ο υ ν ό λη τ η χ ρ ο ν ο γ ρ α φ ί α τ ο υ Μ α ν έ θ ω ν α , α λ λ ά κα ι
αποδεικνύουν ότι οι ιερείς του Άµµων-Ρα δίδασκαν την ανώτερη
µεταφυσική, η οποία διδασκόταν µε άλλες µορφές στις όχθες του
Γάγγη 1 . Μπορούµε να πούµε εδώ, µαζί µε τον Εβραίο προφήτη, ότι “η
πέτρα µιλά κι ο τοίχος ρίχνει τη φωνή του”. Διότι, όµοια µε “τον ήλιο
του µεσονυκτίου” που έλαµπε, όπως λέει, στα Μυστήρια της Ίσιδας
και του Όσιρι, η σκέψη του Ερµή, η αρχαία διδασκαλία του ηλιακού
λόγου, άναψε εκ νέου µέσα στους τάφους των βασιλιάδων και λάµπει
ίσαµε πάνω στους παπύρους της Βίβλου των Νεκρών, που τους φυλάνε οι
µούµιες 4.000 ετών.
Στην Ελλάδα, η εσωτερική σκέψη είναι πιο φανερή και συνάµα πιο
συγκαλυµµένη από αλλού. Πιο φανερή, γιατί α- ναδίδεται µέσα από
µία ανθρώπινη και θελκτική µυθολογία, γιατί τρέχει σαν αθάνατο αίµα
µέσα στις φλέβες του πολιτισµού αυτού και αναβρύζει από όλους τους
πόρους των Θεών του, σαν άρωµα και σαν ουράνια δροσιά. Αφετέρου,
όµως, στη βαθιά και επιστηµονική σκέψη, που πρωτοστάτησε στη
σύλληψη όλων αυτών των µύθων, είναι συνήθως πιο δύσκολο να
διεισδύσει κανείς, εξαιτίας και του ίδιου του θέλγητρου των µύθων
αλλά και των εξωραϊσµών που πρόσθεσαν σε αυτούς τους µύθους οι
ποιητές. Αλλά οι υπέρτατες αρχές της δωρικής θεοσοφίας και της
δελφικής σοφίας είναι γραµµένες µε χρυσά γράµµατα στα ορφικά
αποσπάσµατα και την πυθαγόρεια σύνθεση, καθώς επίσης και στη
διαλεκτική και λίγο φανταστική εκλαΐκευση του Πλάτωνα. Τέλος, η
σχολή της Αλεξάνδρειας µάς παρέχει χρήσιµα κλειδιά. Διότι υπήρξε η
πρώτη που δηµοσίευσε εν µέρει και σχολίασε την έννοια των
µυστηρίων, την εποχή που χαλάρωνε η ελληνική θρησκεία και
εξαπλωνόταν ο χριστιανισµός.
Η απόκρυφη παράδοση του Ισραήλ, που προέρχεται συγχρόνως από
την Αίγυπτο, τη Χαλδαία και την Περσία, διατη-
ρήθηκε σε παράδοξες και σκοτεινές µορφές, αλλά µε όλη της τη
βαθύτητα και την έκταση, στην Καββάλα ή προφορική παράδοση, από
το Ζοχάρ ως το Σεχρέρ Ιεζιράθ, που αποδίδεται στο Συµεών Μπεν Ιοχάι,
µέχρι τα σχόλια του Μαιµονίδη. Μυστηριωδώς κλεισµένη µέσα στη
Γένεση και τη συµβολική των προφητών, ξεπετιέται µε χτυπητό τρόπο
από τη θαυµάσια εργασία του Ε&ότε (Γ Οΐΐνεί για την αποκατάσταση
της εβραϊκής γλώσσας (Γα Γαπξΐιβ Ηβύταΐςιιβ Κε$ϋΙηάε) που τείνει να
ανασυγκροτήσει την αληθινή κοσµογονία του Μωυσή, σύµφωνα µε την
αιγυπτιακή µέθοδο, δηλαδή κατά το τριπλό νόηµα κάθε στίχου και
σχεδόν κάθε λέξης των δέκα πρώτων κεφαλαίων της Γένεσης.
Όσον αφορά το χριστιανικό εσωτερισµό, ακτινοβολεί από µόνος του
µέσα στα Ευαγγέλια, που διαφωτίζονται από τις παραδόσεις των
ιεσσαίων και των γνωστικών. Αναβρύζει, σαν από µία ζωντανή πηγή,
από το λόγο του Χριστού, από τις παραβολές του, από το ίδιο το βάθος
της απαράµιλλης και αληθινά θείας ψυχής. Συνάµα, το κατά Ιωάννην
Ε υ α γ γ έ λι ο µ α ς δ ί ν ε ι τ α κ λ ε ι δ ι ά τ η ς ι δ ι α ί τ ε ρ η ς κα ι α ν ώ τ ε ρ η ς
διδασκαλίας του Ιησού µαζί µε το νόηµα και τη σηµασία της
επαγγελίας του. Ξαναβρίσκουµε εκεί τη διδασκαλία εκείνη για την
Τριάδα και το θείο Λόγο, η οποία διδασκόταν από χιλιάδες χρόνια
στους ναούς της Αιγύπτου και των Ινδιών, αλλά δυναµω- µένη,
προσωποποιηµένη από τον ηγεµόνα των µυηµένων, από το µεγαλύτερο
από τους υιούς του Θεού.
Η εφαρµογή της µεθόδου που ονόµασα συγκριτικό εσωτερισµό στην
ιστορία των θρησκειών µάς οδηγεί, λοιπόν, σ’ ένα αποτέλεσµα
µεγάλης σπουδαιότητας, το οποίο συνοψίζεται έτσι: η αρχαιότητα, η
συνέχεια και η ουσιώδης ενότητα της εσωτερικής διδασκαλίας. Πρέπει
να αναγνωρίσουµε ότι έχουµε εδώ ένα γεγονός εξαιρετικά σηµαντικό.
Διότι προϋποθέτει ότι οι σοφοί και οι προφήτες σε εντελώς
διαφορετικές εποχές έφτασαν στα ίδια κατά βάθος, αν και διαφορετικά
κατά τη µορφή, συµπεράσµατα ως προς τις πρωταρχικές και τις
εσχατολογικές αλήθειες* και αυτό επιτεύχθηκε πάντα µε τον ίδιο
τρόπο: µέσω της εσωτερικής µύησης και των κατ’ ιδίαν στοχασµών. Ας
προσθέσουµε ότι οι σοφοί και οι προφήτες εκείνοι υπήρξαν µέγιστοι
ευεργέτες της ανθρωπότητας και σωτήρες που η απολυτρωτική τους
δύναµη απέσπασε τους ανθρώπους από την άβυσσο της κατώτερης
φύσης και της άρνησης.
Δεν πρέπει τάχα να πούµε, υστέρα από αυτά, ότι υπάρχει, κατά την
έκφραση του Εεΐόπΐΐζ, ένα είδος αιώνιας φιλοσοφίας (ροτευπίδ
§π36(ΐ3η ρΗΐΙοδορΗία) που αποτελεί τον πρωταρχικό σύνδεσµο της
επιστήµης και της θρησκείας και την τελική τους ενότητα;
Η αρχαία θεοσοφία που διδασκόταν στις Ινδίες, στην Αίγυπτο και
στην Ελλάδα, αποτελούσε αληθινή εγκυκλοπαιδική γνώση (µε την
έννοια της παιδείας που περιλαµβάνει όλο τον κύκλο των γνώσεων), η
οποία γενικώς διαιρούνταν σε τέσσερις κατηγορίες:
1) Τη Θεογονία ή επιστήµη των απόλυτων αρχών, η οποία
ταυτίζεται µε την επιστήµη των Αριθµών που εφαρµοζόταν στο
σΰµπαν: τα ιερά µαθηµατικά.
2) Την Κοσµογονία, την πραγµατοποίηση δηλαδή των αιωνίων
αρχών µέσα στο χρόνο ή εισέλιξη του πνεύµατος µέσα στην ύλη —
περίοδοι του κόσµου.
3) Την Ψυχολογία, σύσταση του ανθρώπου, εξέλιξη της ψυχής στο
µέσο της αλυσίδας των υπάρξεων.
4) Τη Φυσική, επιστήµη των βασιλείων της γήινης φύσης και των
ιδιοτήτων τους.
Η επαγωγική µέθοδος και η πειραµατική µέθοδος συνδυάζονταν και
επαλήθευαν η µία την άλλη στις διάφορες αυτές τάξεις των επιστηµών,
σε κάθε µια δε από αυτές αντιστοιχούσε µία τέχνη. Οι τέχνες αυτές
ήταν, αν τις πάρουµε µε αντίστροφη σειρά και αρχίσουµε από τις
φυσικές επιστήµες:
1) Μία ειδική ιατρική, βασισµένη πάνω στη γνώση των απόκρυφων
ιδιοτήτων των ορυκτών, των φυτών και των ζώων. Η αλχηµεία ή
µετατροπή των µετάλλων, αποσύνθεση και επα- νασύνθεση της
ύλης µέσω του παγκόσµιου παράγοντα —τέχνη που εφαρµοζόταν
στην αρχαία Αίγυπτο κατά τον Ολυµπιόδω- ρο και που την ονόµαζε
χρυσοποιία και αργυροποιία.
2) Οι ψυχουργικές τέχνες, που ανταποκρίνονταν στις δυνάµεις της
ψυχής: η µαγεία και η µαντεία.
3) Η ουράνια Γενεθλιακή ή αστρολογία, ή η τέχνη του να
ανακαλύπτεις τη σχέση µεταξύ των πεπρωµένων των λαών ή των
ατόµων και των κινήσεων του σύµπαντος που σηµειώνονται από τις
περιστροφές των άστρων.
4) Η Θεουργία, η ύψιστη τέχνη του µάγου, τόσο σπάνια όσο και
επικίνδυνη και δύσκολη, η τέχνη δηλαδή του να θέτεις την ψυχή σε
συνειδητή σχέση µε τις διάφορες τάξεις των πνευµάτων και να
επιδράς πάνω σ’ αυτά.
Βλέπουµε λοιπόν ότι επιστήµες και τέχνες, όλα περιλαµβάνονταν
µέσα σ’ αυτή τη θεοσοφία και απέρρεαν από µία και την αυτή αρχή:
διανοητικό µονισµό, εξελικτικό και υπερβατικό πνευµατισµό.
Μπορούµε να διατυπώσουµε ως εξής τις ουσιώδεις αρχές της
εσωτερικής διδασκαλίας: το πνεύµα είναι η µόνη πραγµατικότητα. Η
ύλη δεν είναι παρά η κατώτερή του έκφραση, η µεταβαλλόµενη, η
εφήµερη, η πραγµάτωσή του µέσα στο χώρο και το χρόνο. Η
δηµιουργία είναι αιώνια και συνεχής, όπως η ζωή. Ο µικρόκοσµος-
άνθρωπος, λόγω της τριαδικής του σύστασης (πνεύµα, ψυχή και
σώµα), είναι η εικόνα και ο καθρέφτης του µακρόκοσµου-σύµπαντος
(θείος, ανθρώπινος και φυσικός), ο οποίος είναι ο ίδιος το όργανο του
άρρητου Θεού, του απόλυτου Πνεύµατος, που είναι από τη φύση του
Πατέρας, Μητέρα και Υιός (ουσία, υπόσταση, ζωή). Να γιατί ο
άνθρωπος, η εικόνα του Θεού, µπορεί να γίνει ο έµψυχος λόγος του. Η
γνώση ή η µάθηση των µυστηρίων µέσω της λογικής στο πέρασµα των
χρόνων είναι η τέχνη του να βρίσκουµε το Θεό µέσα στον εαυτό µας,
αναπτύσσοντας τα απόκρυφα βάθη και τις λανθάνουσες ικανότητες της
συνείδησης. Η ανθρώπινη ψυχή, η ατοµικότητα, είναι αθάνατη στην
ουσία της. Η ανάπτυξή της λαµβάνει χώρα σ’ ένα επίπεδο που
διαδοχικά ανεβαίνει και κατεβαίνει, µέσα από υπάρξεις εναλλάξ
πνευµατικές και σωµατικές. Η µετενσάρκωση είναι ο νόµος της
εξέλιξής της. Όταν φτάσει στην τελειότητά της, ξεφεύγει απ’ αυτόν
και ξαναγυρίζει στο αγνό Πνεύµα, στο Θεό, µε πλήρη τη συνείδησή
της. Και όπως η ψυχή σηκώνεται πάνω από το νόµο του αγώνα για τη
ζωή, όταν συνειδητοποιεί τον ανθρωπισµό της, όµοια υψώνεται πάνω
από το νόµο της µετενσάρκωσης όταν αποκτά επίγνωση της θεότητάς
της.
Οι προοπτικές που ανοίγονται στο κατώφλι της θεοσοφίας είναι
απέραντες, προπάντων όταν τις συγκρίνουµε µε το στενό και
αποκαρδιωτικό ορίζοντα όπου κλείνει τον άνθρωπο ο υλισµός, ή µε τα
παιδαριώδη και απαράδεκτα δεδοµένα της κληρικής θεολογίας. Όταν
τις παρατηρούµε για πρώτη φορά, δοκιµάζουµε το θάµβος, τη
φρικίαση του απείρου. Οι άβυσσοι του Ασυνειδήτου ανοίγονται µέσα
µας, µάς δείχνουν το βάραθρο µέσα από το οποίο βγαίνουµε, τα
ιλιγγιώδη ύψη προς τα οποία αποβλέπουµε. Μαγεµένοι από το άπειρο
αυτό, αλλά τροµαγµένοι για το ταξίδι, ζητούµε να µην υπάρχουµε
πια, κάνουµε επίκληση προς το Νιρβάνα. Έπειτα παρατηρούµε ότι η
αδυναµία αυτή µοιάζει µε την κοΰραση του ναύτη που είναι έτοιµος ν’
αφήσει το κουπί στη µέση της καταιγίδας. Κάποιος είπε: “Ο άνθρωπος
γεννήθηκε µέσα στην κοιλότητα του κύµατος και δεν ξέρει τίποτα για
τον απέραντο ωκεανό που εκτείνεται µπροστά και πίσω του”. Αυτό
είναι αληθές. Αλλά ο υπερβατικός µυστηριασµός σπρώχνει τη βάρκα
µας επάνω στην κορυφή ενός κύµατος, και εκεί, ενώ µας δέρνει πάντα
η µανία της θύελλας, αντιλαµβανόµαστε το µεγαλειώδη ρυθµό της και
το µάτι, µετρώντας τον ουράνιο θό- λο, αναπαύεται στη γαλήνη του
γαλάζιου.
Η έκπληξη αυξάνει όταν, επιστρέφοντας στις σύγχρονες επιστήµες,
διαπιστώσουµε ότι, µετά από τον Β ΕΟΟΠ και τον Οοδο^ποδ, τείνουν,
αθέλητα µεν αλλά µε ολοένα περισσότερη σιγουριά, να επανέλθουν
στα δεδοµένα της αρχαίας θεοσοφίας. Δίχως να εγκαταλείψει την
υπόθεση των ατόµων, η σύγχρονη φυσική έφτασε ασυναίσθητα στο να
ταυτίσει την ιδέα της ύλης µε την ιδέα της δύναµης, γεγονός που
αποτελεί ένα βήµα προς τον πνευµατικό δυναµισµό. Για να εξηγήσουν
οι επιστήµονες το φως, το µαγνητισµό και τον ηλεκτρισµό, χρειάστηκε
ν α π α ρ α δ ε χ τ ο ύ ν τ η ν ύ π α ρ ξ η µ ί α ς ό λη ς λ ε π τ ή ς κα ι α π ο λύ τ ω ς
αστάθµητης, η οποία γεµίζει το χώρο και διεισδύει µέσα σ’ όλα τα
σώµατα. Την αποκάλεσαν αιθέρα, πράγµα που αποτελεί ένα βήµα προς
την αρχαία θεοσοφική ιδέα της ψυχής του κόσµου. Ως προς την
ευαισθησία και τη νοητική ευπείθεια της εν λόγω ύλης, προβάλλει από
ένα πρόσφατο πείραµα, που απο- δεικνΰει τη µεταβίβαση του ήχου δια
του φωτός 2 .
Από όλες τις επιστήµες, εκείνες που φαίνεται πως έβλαψαν
περισσότερο τον πνευµατισµό είναι η συγκριτική ζωολογία και η
ανθρωπολογία. Πραγµατικά όµως θα τον εξυπηρετήσουν µε το να
δείξουν το νόµο και τον τρόπο επέµβασης του νοητού κόσµου στο
ζωικό κόσµο. Ο Δαρβίνος έβαλε τέλος στην παιδική ιδέα της
δηµιουργίας σύµφωνα µε την πρωτόγονη θεολογία. Απ’ αυτή την
άποψη δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ξαναγυρίσει στις ιδέες της
αρχαίας θεολογίας. Ο Πυθαγόρας είχε ήδη πει: “Ο άνθρωπος είναι
συγγενής του ζώου”. Ο Δαρβίνος κατέδειξε τους νόµους στους οποίου
υπακούει η φύση για να εκτελέσει το θείο σχέδιο. Νόµους ιεραρ-
χικους, οι οποίοι είναι: ο αγώνας για την επιβίωση, η κληρονοµικότητα
και η φυσική επιλογή. Απέδειξε τη µεταβλητότητα των ειδών,
ελάττωσε τον αριθµό τους, έθεσε το κατώτατο
όριό του. Αλλά οι µαθητές του, οι θεωρητικοί του απόλυτου
µεταµορφισµού, που θέλησαν να παράγουν όλα τα είδη από ένα µόνο
πρωτότυπο και να εξαρτησουν την εµφάνισή τους µόνο από τις
επιδράσεις του περιβάλλοντος, εκβίασαν τα γεγονότα για χάρη µίας
αντίληψης της φύσης καθαρά εξωτερικής και υλιστικής.
Όχι, τα περιβάλλοντα δεν εξηγούν τα είδη, όπως και οι φυσικοί
νόµοι δεν εξηγούν τους χηµικούς νόµους, όπως και η χηµεία δεν
εξηγεί την εξελικτική αρχή του φυτοΰ, όπως και αυτή δεν εξηγεί την
εξελικτική αρχή των ζώων —αυτές αντιστοιχούν στους αιώνιους
τύπους της ζωής, είναι υπογραφές του Πνεύµατος που σηµαδεύουν την
κλίµακα της συνείδησης. Η εµφάνιση των θηλαστικών µετά τα ερπετά
και τα πτηνά δεν οφείλει την ύπαρξή της σε µία αλλαγή του γήινου
περιβάλλοντος, αυτή δεν είναι παρά ο όρος της. Η εν λόγω εµφάνιση
προϋποθέτει µια νέα εµβρυογονία. Συνεπώς, προϋποθέτει µία νέα
διανοητική και ψυχιστική δύναµη που ενεργεί εκ των έσω και από το
βάθος της φύσης, την οποία εµείς ονοµάζουµε υπερπέραν σχετικά µε
την αντίληψη των αισθήσεων. Δίχως τη διανοητική και ψυχιστική αυτή
δύναµη δε θα εξηγούσαµε ούτε την ίδια την εµφάνιση ενός οργανικού
κυττάρου µέσα στον ανόργανο κόσµο. Τέλος, ο Άνθρωπος που
συνοψίζει και βρίσκεται στην κορυφή της σειράς των όντων,
φανερώνει όλη τη θεία σκέψη, µε την αρµονία των οργάνων και την
τελειότητα της µορφής, ζωντανό οµοίωµα της παγκόσµιας ψυχής, της
ενεργής Διάνοιας. Συµπυκνώνοντας όλους τους νόµους της εξέλιξης
και όλη τη φύση µέσα στο σώµα του, την καθυποτάσσει και σηκώνεται
πάνω από αυτήν, για να εισέλθει, µέσω της συνείδησης και της
ελευθερίας, στην απέραντη βασιλεία του Πνεύµατος.
Η πειραµατική ψυχολογία, που στηρίζεται στη φυσιολογία και που
τείνει από τις αρχές του [20ού] αιώνα να ξαναγίνει µια επιστήµη,
οδήγησε τους επιστήµονες ως το κατώφλι ενός άλλου κόσµου, του
καθαυτό κόσµου της ψυχής, όπου, χωρίς να παύουν οι αναλογίες,
βασιλεύουν νέοι νόµοι. Εννοώ τις µελέτες και τα ιατρικά πορίσµατα
του αιώνα αυτού σχετικά µε τα θέµατα του ζωικού µαγνητισµού, την
υπνοβασία και όλες τις καταστάσεις της ψυχής τις διαφορετικές από
την εγρήγορση, από τον ύπνο µε οράµατα, δηλαδή, µέσω της διπλής
όρασης, µέχρι την έκσταση. Η σύγχρονη επιστήµη δεν κατάφερε ακόµα
παρά να ψηλαφίζει µέσα σ’ αυτό το πεδίο,
όπου η επιστήµη των αρχαίων ναών είχε µπορέσει να
προσανατολιστεί, γιατί κατείχε τις αρχές του και τα αναγκαία κλειδιά.
Δεν είναι λιγότερο αλήθεια ότι η σύγχρονη επιστήµη ανακάλυψε εκεί
µέσα µία ολόκληρη τάξη γεγονότων που της φάνηκαν καταπληκτικά,
θαυµαστά, ανεξήγητα, γιατί αντιτί- θενται καθαρά και ξάστερα στις
υλιστικές θεωρίες, υπό το κράτος των οποίων συνήθισε αυτή να
σκέπτεται ή να πειραµατίζεται.
Τίποτα δεν είναι περισσότερο διδακτικό από την αγανα- κτισµένη
απιστία µερικών υλιστών επιστηµόνων µπροστά σ’ όλα τα φαινόµενα
που τείνουν ν’ αποδείξουν την ύπαρξη ενός κόσµου αόρατου και
πνευµατικού. Σήµερα, όποιος βάζει µε το νου του ν’ αποδείξει την
ψυχή σκανδαλίζει την ορθοδοξία του αθεϊσµού, όπως σκανδάλιζαν
άλλοτε την ορθοδοξία της Εκκλησίας όσοι αρνοΰνταν το Θεό. Είναι
αλήθεια ότι δε διακινδυνεύει πια κανείς τη ζωή του, διακινδυνεύει
όµως τη φήµη του. Οπωσδήποτε, εκείνο που προβάλλει από το απλοΰ-
στερο φαινόµενο της πνευµατικής υποβολής εξ αποστάσεως και µόνο
µέσω της σκέψης, φαινόµενο που έχει διαπιστωθεί χίλιες φορές στα
χρονικά του µαγνητισµού 3 , είναι ένας τρόπος ενέργειας του πνεύµατος
και της θέλησης, ο οποίος βρίσκεται έξω από τους φυσικούς νόµους
και τον ορατό κόσµο. Η πύλη του Αόρατου είναι λοιπόν ανοιχτή. Στα
υψηλά φαινόµενα της υπνοβασίας ο κόσµος της ανοίγεται εντελώς.
Αλλά σταµατώ εδώ σ’ ό,τι είναι διαπιστωµένο από την επίσηµη
επιστήµη.
Αν περάσουµε από την πειραµατική και αντικειµενική ψυχολογία
στην εσωτερική και υποκειµενική ψυχολογία του καιρού µας, η οποία
εκφράζεται στην ποιήση, τη µουσική και την ψυχολογία, θα βρούµε ότι
τις διαπερνά µία απέραντη πνοή ασυνείδητου εσωτερισµού. Ποτέ δεν
υπήρξε πιο σοβαρός και πιο πραγµατικός ο πόθος για την πνευµατική
ζωή, για τον αόρατο κόσµο, πόθος αποδιωγµένος από τις υλιστικές
θεωρίες των επιστηµόνων και από τη σύγχρονη κοινή γνώµη. Τον
βρίσκουµε αυτόν τον πόθο µέσα στη θλίψη, µέσα στις αµφιβολίες,
µέσα στις µαύρες µελαγχολίες και ακόµη και µέσα στις βλαστήµιες
των νατουραλιστών µυθιστοριο- γράφων µας και των παρηκµασµένων
ποιητών µας. Ποτέ η ανθρώπινη ψυχή δε συναισθάνθηκε πιο βαθιά την
ανεπάρκεια, το βάρος, τη µη πραγµατικότητα της παρούσας ζωής της,
ποτέ δεν πόθησε πιο φλογερά το αόρατο, το υπερπέραν,
χωρίς να κατορθώνει να τα πιστεύει. Μερικές φορές µάλιστα, η
διαίσθησή της κατορθώνει και διατυπώνει υπερβατικές αλήθειες που
δεν αποτελούν διόλου µέρος του συστήµατος που παραδέχεται η
λογική της, αλήθειες που αντιφάσκουν µε τις επιφανειακές γνώµες της
και που είναι ακούσιες αναλαµπές της απόκρυφης συνείδησής της.
Θα παραθέσουµε, προς απόδειξη, τα λόγια ενός σπάνιου
διανοούµενου που δοκίµασε όλη την πικρία και όλη την ηθική
αποµόνωση του καιρού αυτού: “Κάθε σφαίρα του όντος”, λέει ο
Ρτσάετΐε Απιίΐΐίε, “τείνει προς µία σφαίρα πιο ψηλή και έχει ήδη
αποκαλύψεις και προαισθήµατα γι’ αυτήν. Το ιδεώδες, σε όλες του τις
µορφές, είναι η προκαταβολική διαίσθηση, το προφητικό όραµα της
ανώτερης αυτής ύπαρξης, προς την οποία κάθε ον αποβλέπει. Η
ανώτερη αυτή σε αξία ύπαρξη είναι από τη φύση της πιο εσωτερική,
δηλαδή πιο πνευµατική. Όπως τα ηφαίστεια µάς φέρνουν στην
επιφάνεια τα µυστικά του εσωτερικού της υδρογείου, έτσι και ο
ενθουσιασµός (µε τη σηµασία της έκστασης, της έµπνευσης) και η
έκσταση είναι περαστικές εκρήξεις του εσωτερικού αυτού κόσµου της
ψυχής, η δε ανθρώπινη ζωή δεν είναι παρά προπαρασκευή για να
φτάσουµε στην πνευµατική αυτή ζωή. Οι βαθµοί της µύησης είναι
αµέτρητοι. Ετσι λοιπόν, να µένεις άγρυπνος, εσύ µαθητή της ζωής,
χρυσαλλίδα ενός αγγέλου, και να εργάζεσαι για τη µελλοντική
εκκόλαψή σου, γιατί η θεία Οδύσσεια είναι µία σειρά µεταµορφώσεων
προς το πιο πνευµατικό, όπου κάθε µορφή είναι αποτέλεσµα όλων των
προηγουµένων και ταυτόχρονα ο όρος των άλλων που ακολουθούνε. Η
θεία ζωή είναι µία σειρά από διαδοχικούς θανάτους, όπου το πνεύµα
απορρίπτει τις ατέλειές του και τα σύµβολά του και υποχωρεί στην
αυξάνουσα ελκυστικότητα του κέντρου της άρρητης έλξης, του ήλιου
της διάνοιας και της αγάπης”.
Συνήθως ο Αππίΐιε δεν ήταν παρά ένας πολύ πνευµατικός εγελιανός,
σε συνδυασµό µ’ έναν ανώτερο ηθικολόγο. Την ηµέρα που έγραψε τις
εµπνευσµένες αυτές γραµµές υπήρξε βαθιά θεόσοφος. Γιατί δεν
µπορούσε κανείς να εκφράσει µε τρόπο πιο συγκινητικό και πιο
φωτεινό αυτή την ίδια την ουσία της εσωτερικής αλήθειας.
Αυτές οι απόψεις αρκούν για να καταδείξουν ότι η επιστήµη και το
σύγχρονο πνεύµα προετοιµάζονται χωρίς να το ξέρουν και χωρίς να το
θέλουν για µία αποκατάσταση της αρ-
χαίας θεοσοφίας µε όργανα πιο ακριβή και πάνω σε µία βάση πιο
στερεή. Κατά τα λόγια του ΕππίίΐΓ ΐϊηε, η ανθρωπότητα είναι ένας
υφαντής που εργάζεται ανάποδα πάνω στο υφάδι των καιρών. Θα έρθει
µία µέρα, κατά την οποία, περνώντας από το άλλο µέρος του
υφάσµατος, θα παρατηρήσει το µεγαλοπρεπή και µεγαλειώδη πίνακα
που θα έχει υφάνει, στο πέρασµα των αιώνων, µε τα ίδια της τα χέρια,
χωρίς να βλέπει άλλο πράγµα από το µπέρδεµα των µπλεγµένων
νηµάτων της ανάποδης όψης. Εκείνη τη µέρα θα χαιρετίσει την
Πρόνοια εκδηλωµένη µέσα στον εαυτό της. Τότε θα επιβεβαιωθούν τα
λόγια ενός συγχρόνου ερµητικού συγγράµατος και δε θα φαίνονται
πολύ τολµηρά σ’ εκείνους που εισέδυσαν τόσο βαθιά µέσα στις
απόκρυφες παραδόσεις, ώστε να µπορούν να υποπτευθούν τη
θαυµαστή τους ενότητα: “Η εσωτερική διδασκαλία δεν είναι µόνο µία
επιστήµη, µία φιλοσοφία, µία ηθική, µία θρησκεία. Είναι η επιστήµη,
η φιλοσοφία, η ηθική, η θρησκεία, της οποίας όλες οι άλλες δεν είναι
παρά προπαρασκευές της ή εκφυλισµοί της, εκφράσεις της µερικές ή
ψευτισµένες, ανάλογα µε το αν κατευθύνονται προς αυτήν ή
λοξοδροµούν από αυτήν”. 4
Μακριά από εµένα η µάταιη σκέψη ότι έδωσα µια πλήρη απόδειξη
της επιστήµης αυτής των επιστηµών. Για κάτι τέτοιο δε θα χρειαζόταν
τίποτα λιγότερο από το οικοδόµηµα των γνωστών και των άγνωστων
επιστηµών, αποκατεστηµένων µέσα στο ιεραρχικό τους πλαίσιο και
αναδιοργανωµένων µέσα στο πνεύµα του εσωτερισµού. Αυτό που
ελπίζω πως απέδειξα είναι ότι η διδασκαλία των Μυστηρίων βρίσκεται
στην πηγή του πολιτισµού µας, ότι αυτή δηµιούργησε τις µεγάλες
θρησκείες, τόσο τις άριες όσο και τις σηµιτικές. Ότι ο χριστιανισµός
οδηγεί προς τα εκεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος µε το εσωτερικό του
αποταµίευµα και ότι η σύγχρονη επιστήµη τείνει προς τα εκεί,
σύµφωνα µε τη θεία πρόνοια, µέσα από το σύνολο της πορείας της.
Ότι, τέλος, η θρησκεία και η επιστήµη µέλλει να συναντηθούν εκεί
σαν µέσα σ’ ένα ενωτικό λιµάνι, και να βρουν εκεί τη σύνθεσή τους.
Μπορεί κανείς να πει ότι παντού όπου βρίσκεται ένα ο- ποιοδήποτε
απόσπασµα της εσωτερικής διδασκαλίας, εκεί είναι και αυτή παρούσα,
δυνάµει ολόκληρη. Διότι καθένα από τα µέρη της προϋποθέτει ή
παράγει τα άλλα. Οι µεγάλοι σοφοί, οι αληθινοί προφήτες, όλοι τους
την κατείχαν· και αυτοί του µέλλοντος θα την κατέχουν επίσης, όπως
και αυτοί
του παρελθόντος. Το φως µπορεί να έχει περισσότερη ή λι- γότερη
ένταση, αλλά είναι πάντοτε το ίδιο φως. Η µορφή, οι λεπτοµέρειες, οι
εφαρµογές µπορούν να ποικίλλουν επ’ άπειρον. Το βάθος, δηλαδή οι
αρχές και το τέλος, δεν ποικίλλουν ποτέ. Και στο βιβλίο αυτό θα
βρείτε ένα είδος βαθµιαίας ανάπτυξης και διαδοχικής αποκάλυψης της
διδασκαλίας κατά τα διάφορα µέρη της· και αυτό γίνεται ενώ
παρουσιάζονται οι µεγάλοι µυηµένοι, ο καθένας από τους οποίους
αντιπροσωπεύει µία από τις µεγάλες θρησκείες που συντέλεσαν στη
συγκρότηση της τωρινής ανθρωπότητας. Η χρονική σειρά τους
επισηµαίνει τη γραµµή της εξέλιξης, την οποία αυτή έχει διαγράψει
στον παρόντα κύκλο, από την εποχή της αρχαίας Αίγυπτου και των
πρώτων άριων χρόνων. Θα τη δούµε λοιπόν να προβάλλει όχι από µία
αφηρηµένη και σχολαστική έκθεση, αλλά από την υπό ανάλυση ψυχή
των µεγάλων αυτών εµπνευσµένων και από τη ζωντανή δράση της
ιστορίας.
Σ’ αυτή τη σειρά, ο Ράµα δε µας κάνει να βλέπουµε παρά την άκρη
του ναού. Ο Κρίσνα κι ο Ερµής µας δίνουν τα κλειδιά του. Ο Μωυσής,
ο Ορφέας κι ο Πυθαγόρας µάς δείχνουν το εσωτερικό του. Ο Ιησούς
Χριστός παριστάνει το άδυτό του.
Το βιβλίο αυτό είναι βγαλµένο ολόκληρο από µία φλογερή δίψα για
την ανώτερη αλήθεια, την ολοκληρωτική, την αιώνια, χωρίς την οποία
οι µερικές αλήθειες δεν είναι παρά µία απάτη. Θα µε καταλάβουν
εκείνοι που, όπως εγώ, έχουν συνείδηση ότι η παρούσα στιγµή της
ιστορίας, µε τα υλικά της πλουτη, δεν είναι παρά µία θλιβερή έρηµος
από την άποψη της ψυχής και των αθάνατων πόθων της. Η ώρα είναι
από τις πιο σοβαρές, οι δε ακραίες συνέπειες του αγνωστικισµού
αρχίζουν να γίνονται αισθητές µέσω της ανατροπής του κοινωνικού
οργανισµού. Πρόκειται για τη Γαλλία µας, όπως και για την Ευρώπη,
να υπάρξει ή να µην υπάρξει. Πρόκειται ή να εγκαταστήσουµε πάνω
στις αχάλαστες βάσεις τους τις κεντρικές, τις οργανικές αλήθειες, ή να
ριχτούµε οριστικά στην άβυσσο του υλισµοΰ και της αναρχίας.
Η Επιστήµη και η Θρησκεία, οι φυλακές αυτοί του πολιτισµού,
έχασαν και οι δυο το υπέρτατο δώρο τους, τη µαγεία τους, να
παράσχουν δηλαδή τη µεγάλη και ισχυρή αγωγή. Οι ναοί των Ινδιών
και της Αίγυπτου παρήγαγαν τους µεγαλύτερους σοφούς της γης. Οι
ελληνικοί ναοί έβγαλαν ήρωες και ποιητές. Οι απόστολοι του Χρίστου
υπήρξαν υπέροχοι
µάρτυρες και γέννησαν τέτοιους κατά χιλιάδες. Η Εκκλησία του
Μεσαίωνα, παρά την πρωτόγονη θεολογία της, έβγαλε άγιους και
δεσπότες, γιατί πίστευε και γιατί το πνεύµα του Χρίστου σκιρτουσε
µέσα της. Σήµερα, ούτε η φυλακισµένη µέσα στο δόγµα της Εκκλησία,
ούτε η κλεισµένη µέσα στην ύλη Επιστήµη γνωρίζουν πλέον να
παράγουν τέλειους ανθρώπους. Η τέχνη του να δηµιουργεί κανείς και
να µορφώνει ψυχές χάθηκε και δε θα ξαναβρεθεί, παρά µόνο όταν η
Επιστήµη και η Θρησκεία, συγχωνευµένες σε µία ζωντανή δύναµη, θα
καταγίνουν µαζί και οµόφωνα για το καλό και τη σωτηρία της
ανθρωπότητας. Για το σκοπό αυτό, η µεν Επιστήµη δε θα χρειαζόταν ν’
αλλάξει µέθοδο, αλλά µόνο να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της, ο δε
Χριστιανισµός δε θα είχε ανάγκη ν’ αλλάξει παράδοση, αλλά µόνο να
κατανοήσει τις αρχές της, το πνεύµα και τη σηµασία της.
Ο καιρός αυτός της πνευµατικής αναγέννησης και της κοινωνικής
µεταρρύθµισης θα έρθει, είµαστε βέβαιοι γι’ αυτό. Ήδη µερικά
προµηνύµατα τον αναγγέλλουν. Όταν η Επιστήµη θα γνωρίζει, τότε η
Θρησκεία θα µπορεί και ο άνθρωπος θα ενεργεί µε νέα ενέργεια. Η
τέχνη της ζωής και όλες οι τέχνες µόνο µε τη συνεννόηση αυτών
µπορούν να αναγεννη- θούν.
Αλλά εν τω µεταξύ, τι να κάνουµε στην παρηκµασµένη αυτή εποχή,
που µοιάζει µε κατάβαση σε µία άβυσσο, σε απειλητικό λυκόφως, ενώ
η έναρξή της είχε φανεί ως ανάβαση προς τις ελεύθερες κορυφές, στο
λαµπρό γλυκοχάραµα ; “Η πίστη”, είπε ένας µεγάλος γιατρός, “είναι
το θάρρος του πνεύµατος που ρίχνεται προς τα εµπρός, βέβαιο ότι θα
βρει την αλήθεια”. Η πίστη αυτή δεν είναι εχθρός του λογικού, αλλά ο
πυρσός του. Είναι η πίστη του Χριστόφορου Κολόµ- βου και του
Γαλιλαίου που θέλει την απόδειξη και την αντα- πόδειξη —ρτον^πάο ο
τΐρΓον^πάο— και είναι η µόνη δυνατή σήµερα. Για εκείνους που την
έ χα σ α ν α µ ε τ ά κ λ η τ α , κ α ι ε ί ν α ι π ο λυ ά ρ ι θ µ ο ι α υ τ ο ί — δ ι ό τ ι τ ο
παράδειγµα ήρθε εκ των άνω — ο δρόµος είναι εύκολος και εντελώς
χαραγµένος: ν’ ακολουθείς το ρεύµα της ηµέρας, να υφίστασαι την
εποχή σου αντί να παλεύεις εναντίον της, να υποτάσσεσαι στην
αµφιβολία ή στην άρνηση, να παρηγορείσαι για όλες τις ανθρώπινες
δυστυχίες και τους επερχόµενους κατακλυσµούς µ’ ένα περιφρονητικό
χαµόγελο και να σκεπάζεις το βαθύ χάος των πραγµάτων —που µόνο
σ’ αυτό πιστεύουν µ’ ένα απαστρά-
πτον πέπλο, το οποίο στολίζουν µε το ωραίο όνοµα του ιδεώδους,
ενώ συγχρόνως σκέφτονται ότι αυτό δεν είναι παρά µία χρήσιµη
χίµαιρα.
Όσον αφορά εµάς, τα χαµένα φτωχά παιδιά, τα οποία πιστεύουµε
ότι το ιδανικό είναι η µόνη πραγµατικότητα και η µόνη αλήθεια µέσα
σ’ έναν κόσµο µεταβαλλόµενο και φευγαλέο, που πιστεύουµε στην
κύρωση και την εκπλήρωση των υ- ποσχέσεών του, στην ιστορία της
ανθρωπότητας καθώς και στη µέλλουσα ζωή, που γνωρίζουµε ότι η
κύρωση αυτή είναι αναγκαία, ότι είναι η ανταµοιβή της ανθρώπινης
αδελφοσύνης, το λογικό του σύµπαντος και η λογική του Θεού, για
µας που έχουµε αυτήν την πεποίθηση, δεν υπάρχει παρά µία και µόνη
απόφαση να λάβουµε: ας βεβαιώνουµε αυτήν την αλήθεια δίχως φόβο,
κι ας το φωνάζουµε µ’ όλη µας τη δύναµη. Ας ριχτούµε γι’ αυτήν και
µαζί µ’ αυτήν µέσα στην παλαίστρα της δράσης και πάνω από την
τρικυµιώδη αυτή συµπλοκή, ας προσπαθήσουµε να διεισδύσουµε µε τη
σκέψη και την ατοµική µύηση µέσα στο Ναό των αµετακίνητων Ιδεών
για να οπλιστούµε εκεί µε τις άθραυστες Αρχές.
Αυτό επιχείρησα να κάνω σ’ αυτό το βιβλίο, ελπίζοντας ότι κι άλλοι
θα µ’ ακολουθήσουν και θα το κάνουν καλύτερα από µένα.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΡΑΜΑ
Ο ΑΡΙΟΣ ΚΥΚΛΟΣ
Ο Ζωροάστρης ρώτησε τον Ωροµάσδη, το µεγαλύτερο Δηµιουργό: “Ποιος είναι
ο πρώτος άνθρωπος µε τον οποίο συνοµίλησες
Ο Ωροµάσδης αποκρίθηκε: “Είναι ο ωραίος Γίµας, εκείνος που ήταν επικεφαλής
των Γενναίων. Του είπα να επαγρυπνεί πάνω στους κόσµους που µου ανήκουν και
του έδωσα µία χρυσή ροµφαία και µία σπάθη νικηφόρα. Και ο Γίµας προχώρησε στο
δρόµο του ήλιου και ενώθηκε µε τους γενναίους ανθρώπους στον περίφηµο Αϊρυά-
να-Βαέγια, που είναι δήµιουργηµένος αγνός.
Ζενδ-Α βέστα (Βενιδάδ-Σαδέ, 2 Φαργκάρδ)
Ω αγνή, ιερή φωτιά! Καθαρτήριο πυρ! Εσύ που κοιµάσαι µες στο ξύλο και
ανεβαίνεις µε λαµπρές φλόγες πάνω στο βωµό, εσύ είσαι η καρδιά της θυσίας, η
τολµηρή πτήση της προσευχής, η θεία σπίθα η κρυµµένη µέσα σ’ όλα τα πράγµατα
και η ένδοξη ψυχή του ήλιου.
Βεδικός ύµνος

1. Οι ανθρώπινες φυλές και η γένεση της θρησκείας

“ο ουρανος είναι ο πατερας µου , αυτός µε γέννησε. Έχω για


οικογένεια όλο αυτό το ουράνιο περιβάλλον. Η Μητέρα µου είναι η
µεγάλη Γη. Το υψηλότερο µέρος της επιφάνειάς της είναι η µήτρα της.
Εκεί ο Πατέρας γονιµοποιεί τον κόλπο εκείνης που είναι συνάµα
σΰζυγός του και θυγατέρα του”.
Να τι έψελνε, πριν τέσσερις ή πέντε χιλιάδες χρόνια, µπροστά από
ένα χωµατένιο βωµό όπου λαµπύριζε φωτιά από ξερά χορτάρια, ο
βεδικός ποιητής. Μια βαθιά µαντεία, µια µεγαλειώδης συνείδηση
διαπνέει τα παράξενα αυτά λόγια. Περιέχουν το µυστικό της διπλής
καταγωγής της ανθρωπότητας. Ο θείος χαρακτήρας του ανθρώπου
είναι προγενέστερος και ανώτερος από τη γη, ουράνια είναι η
καταγωγή της ψυχής του. Αλλά το σώµα του είναι το προϊόν των
γήινων στοιχείων, γονιµοποιηµένων από µια κοσµική ουσία.
Οι εναγκαλισµοί του Ουρανού και της µεγάλης Μητέρας σηµαίνουν,
στη γλώσσα των µυστηρίων, τις βροχές των ψυχών ή πνευµατικών
µονάδων που έρχονται να γονιµοποιή- σουν τα γήινα σπέρµατα.
Συµβολίζουν τις οργανωτικές αρχές, χωρίς τις οποίες η ύλη δε θα ήταν
παρά µία µάζα αδρανής και διάχυτη. Το υψηλότερο µέρος της γήινης
επιφάνειας, το οποίο ο βεδικός ύµνος ονοµάζει µήτρα της γης, σηµαίνει
τις ηπείρους και τα βουνά, που είναι κοιτίδες των ανθρώπινων φυλών.
Ως προς τον Ουρανό: ο Βαρούνας, ο Ουρανός των Ελλήνων,
παριστάνει την αόρατη τάξη, την υπερφυσική, την αιώνια και τη
νοητική, που περιλαµβάνει όλο το άπειρο του χώρου και του χρόνου.
Στο κεφάλαιο αυτό δε θα εξετάσουµε παρά τη γήινη καταγωγή της
ανθρωπότητας, σύµφωνα µε τις εσωτερικές παραδόσεις που
επιβεβαιώνονται από την αν- θρωπολογική και την εθνολογική
επιστήµη των ηµερών µας.
Οι τέσσερις φυλές που διαµοιράζονται τώρα την υφήλιο προήλθαν
από διαφορετικές χώρες και ζώνες. Οι ήπειροι, που είναι διαδοχικές
δηµιουργίες και αποτέλεσµα βραδείας εξέλιξης της εν δράσει γης,
αναδύθηκαν από τη θάλασσα α- νά µεγάλα χρονικά διαστήµατα, τα
οποία οι αρχαίοι ιερείς των Ινδιών ονόµαζαν µεσοκατακλνσµιαίους
κύκλους. Μέσα σε χιλιετίες κάθε ήπειρος γέννησε το φυτικό και το
ζω ι κό τ η ς β α σ ί λ ε ι ο , τ ο ο π ο ί ο ε π έ σ τ ε ψ ε µ ί α α ν θ ρ ώ π ι ν η φ υ λή
διαφορετικού χρώµατος.
Η αυστραλιανή ήπειρος, που καταβυθίστηκε από τον τε-
λευταίο µεγάλο κατακλυσµό, υπήρξε η κοιτίδα της αρχέγο- νης
ερυθρής φυλής, της οποίας οι Ινδιάνοι της Αµερικής δεν είναι παρά
λείψανα προερχόµενα από τους Τρωγλοδύτες, που κατέφυγαν στην
κορυφή των βουνών όταν βυθιζόταν η χώρα τους. Η Αφρική είναι η
µητέρα της µαύρης φυλής, που οι Έλληνες την ονόµαζαν αιθιοηική. Η
Ασία έφερε στο φως την κίτρινη φυλή, η οποία διατηρείται στους
Κινέζους. Αυτή που ήρθε πιο πρόσφατα, η λευκή φυλή, βγήκε από τα
δάση της Ευρώπης, µέσα από τις θύελλες του Ατλαντικού και τα
χαµόγελα της Μεσογείου. Όλες οι ανθρώπινες φυλές προέρχονται από
αναµείξεις, συνδυασµούς, εκφυλισµούς ή επιλογές των τεσσάρων
µεγάλων αυτών φυλών. Στους προηγούµενους κύκλους, η ερυθρή και η
µαύρη φυλή κυριάρχησαν διαδοχικά µε ισχυρούς πολιτισµούς, των
οποίων ίχνη βρίσκουµε στις κυκλώπειες οικοδοµές καθώς και στην
αρχιτεκτονική του Μεξικού. Οι ναοί των Ινδιών και της Αιγύπτου µάς
αποκαλύπτουν συνοπτικές παραδόσεις και στοιχεία για τους
εξαφανισµένους αυτούς πολιτισµούς. Στο δικό µας κύκλο κυριαρχεί η
λευκή φυλή· και αν υπολογίσουµε την πιθανή αρχαιότητα των Ινδιών
και της Αιγύπτου, θα αναγάγουµε την επικράτησή της σε επτά ή οκτώ
χιλιάδες χρόνια 5 .
Σύµφωνα µε τις βραχµανικές παραδόσεις, ο πολιτισµός εµφανίστηκε
σ τ η γ η π ρ ι ν α π ό 5 0 . 0 0 0 χ ρ ό ν ι α , µ ε τ η ν ε ρ υ θ ρ ή φ υ λή , σ τ η ν
αυστραλιανή ήπειρο, τότε που ολόκληρη η Ευρώπη κι ένα µέρος της
Ασίας βρίσκονταν ακόµη κάτω από το νερό. Οι µυθολογίες αυτές
µιλούν ακόµα για µία προγενέστερη φυλή γιγάντων. Βρέθηκαν µέσα σε
µερικά σπήλαια του Θιβέτ γιγάντιοι ανθρώπινοι σκελετοί, των οποίων
ο σχηµατισµός µοιάζει περισσότερο µε τον πίθηκο παρά µε τον
άνθρωπο. Αυτοί ανάγονται σε µια ανθρωπότητα πρωτόγονη,
ενδιάµεση, που συγγενεύει ακόµα µε τη ζωώδη κατάσταση, τότε που
δεν υπήρχε ούτε έναρθρος λόγος, ούτε κοινωνική οργάνωση, ούτε
θ ρ η σ κ ε ί α . Γι α τ ί α υ τ ά τ α τ ρ ί α π ρ ά γ µ α τ α π ρ ο β ά λ λ ο υ ν π ά ν τ ο τ ε
συγχρόνως —και εκεί βρίσκεται το νόηµα της αξιοσηµείωτης εκείνης
βαρδικής Τριάδας: “Τρία πράγµατα είναι αρχικά σύγχρονα: ο Θεός, το
φως, η ελευθερία”. Με το πρώτο ψέλλισµα του λόγου γεννιέται η
κοινωνία και η αόριστη υποψία µιας θείας τάξης. Είναι το φύσηµα του
Ιεχωβά µέσα στο στόµα του Αδάµ, ο λόγος του Ερµή, ο νόµος του
πρώτου Μανού, η φωτιά του Προµηθέα. Ένας θεός σκιρτά µέσα στο
ανθρώπινο ζωικό βασίλειο.
Η ερυθρή φυλή, όπως είπαµε, κατοικούσε την αυστραλιανή ήπειρο,
η οποία σήµερα είναι βυθισµένη και την οποία ο Πλάτων ονοµάζει
Ατλαντίδα, κατά τις αιγυπτιακές παραδόσεις. Ένας µεγάλος
κατακλυσµός την κατέστρεψε εν µερει και διασκόρπισε το υπόλοιπό
της. Πολλές πολυνησιακές φυλές, καθώς και οι Ινδιάνοι της Βόρειας
Αµερικής και οι Αζτέκοι, τους οποίους ο ΡΐΉΠδΐδεο Ρ ΪΖΗΓΓΟ συνάντησε
στο Μεξικό, είναι οι επιζώντες της αρχαίας ερυθρής φυλής, της οποίας
ο για πάντα χαµένος πολιτισµός είδε µέρες δόξας και ηθικής
λαµπρότητας. Όλοι αυτοί οι φτωχοί καθυστερηµένοι φέρουν µέσα στην
ψυχή τους την αθεράπευτη µελαγχολία των Υερασµένων φυλών, που
πεθαίνουν χωρίς ελπίδα.
Μετά την ερυθρή φυλή κυριάρχησε στην υφήλιο η µαύρη φυλή.
Πρέπει ν’ αναζητήσουµε τον ανώτερο τύπο της όχι στον εκφυλισµένο
νέγρο, αλλά στον Αβυσσηνό και στο Νου- µιδό, στους οποίους
διατηρείται ο τύπος της φυλής αυτής που έφτασε σε ακµή. Οι Μαύροι
κυρίευσαν τα νότια της Ευρώπης σε χρόνους προϊστορικούς και
εκδιώχθηκαν από τους Λευκούς. Η ανάµνησή τους έχει τελείως
σβηστεί από τις λαϊκές µας παραδόσεις. Άφησαν, εντούτοις, δύο
σηµεία ανεξάλειπτα: τη φρίκη του δράκοντα, που υπήρξε το έµβληµα
των βασιλιάδων τους, και την ιδέα ότι ο διάβολος είναι µαύρος. Οι
Μαύροι ανταπέδωσαν την ύβρη στην αντίπαλη φυλή, κάνοντας άσπρο
το διάβολό τους.
Κα τ ά τ ο υ ς χ ρ ό ν ο υ ς τ η ς κ υ ρ ι α ρ χ ί α ς τ ο υ ς , ο ι Μ α ύ ρ ο ι ε ί χα ν
θρησκευτικά κέντρα στην Άνω Αίγυπτο και στις Ινδίες. Οι κυκλώπειες
πόλεις τους περιστοίχιζαν τα βουνά της Αφρικής, του Καυκάσου και
της κεντρικής Ασίας. Η κοινωνική τους οργάνωση συνίστατο σε µία
απόλυτη θεοκρατία. Στην κορυφή, ιερείς, τους οποίους φοβούνταν ως
θεούς· στη βάση, πολυπληθείς φυλές, χωρίς δοµή και αναγνωρισµένη
οικογένεια, και οι σκλάβες γυναίκες. Οι ιερείς αυτοί είχαν βαθιές
γνώσεις, ήξεραν την αρχή της θείας ενότητας του σύµπαντος και τη
λατρεία των άστρων, που εισέδυσε και στους λευκούς λαούς µε το
όνοµα του σαβαϊσµού 6 .
Αλλά µεταξύ της επιστήµης των µαύρων ιερέων και του
χονδροειδούς φετιχισµού των µαζών δεν υπήρχε καθόλου ενδιάµεσο,
κάποιο ιδεολογικό σύστηµα ή υποβλητική µυθολογία. Κατά τα άλλα,
υπήρχε µία αρκετά ικανή τεχνογνωσία, προπάντων η τέχνη του να
χειρίζονται, µε τη µέθοδο της βλητικής, µάζες κολοσσιαίων λίθων και
να λιώνουν τα µέταλα µέσα σε τεράστια καµίνια, όπου έβαζαν να
δουλεύουν τους αιχµαλώτους πολέµου.
Σ’ αυτή τη φυλή, που ήταν ισχυρή χάρη στη φυσική της δύναµη, τη
φλογερή της ενέργεια και την ικανότητά της να αφοσιώνεται σ’ ένα
ορισµένο πράγµα, η θρησκεία υπήρξε, όπως ήταν φυσικό, η βασιλεία
της δύναµης δια του τρόµου. Η Φύση και ο Θεός σχεδόν δεν
εµφανίστηκαν στη συνείδηση των παιδικών αυτών λαών παρά µόνο µε
τη µορφή του δράκοντα, του τροµερού προκατακλυσµιαίου θηρίου,
που οι βασιλείς έβαζαν και το ζωγράφιζαν πάνω στις σηµαίες τους και
που οι ιερείς το σκάλιζαν πάνω στη θυρα των ναών τους.
Αν ο ήλιος της Αφρικής επώασε τη µαύρη φυλή, θα έλεγε κανείς ότι
οι πάγοι του αρκτικού πόλου είδαν την εκκόλαψη της λευκής φυλής.
Είναι οι Υπερβόρειοι, για τους οποίους µιλά η ελληνική µυθολογία. Οι
άνθρωποι αυτοί µε τα ξανθοκόκκινα µαλλιά και τα γαλανά µάτια
ήρθαν από το Βορρά, µέσα από τα δάση που φωτίζονταν από τις
αρκτικές ανταύγειες, συνοδευόµενοι από σκύλους και ταράνδους,
οδηγούµενοι από θαρραλέους αρχηγούς και ωθούµενοι από οραµατι-
ζόµενες γυναίκες. Χρυσά µαλλιά και γαλάζια µάτια —χρώµατα
µοιραία. Η φυλή αυτή έµελλε να επινοήσει τη λατρεία του ήλιου και
της ιερής φωτιάς και να φέρει στον κόσµο τη νοσταλγία του ουρανού.
Άλλοτε µεν θα επαναστατεί εναντίον του, µέχρι του να θέλει να τον
κατακυριεύσει, άλλοτε δε, θα γονατίζει µπρος στη λαµπρότητά του, σε
απόλυτη λατρεία.
Όπως οι άλλες, έτσι και η λευκή φυλή χρειάστηκε να βγει από την
άγρια κατάσταση, προτού λάβει συνείδηση του εαυτού της. Έχει ως
διακριτικά σηµεία: το αίσθηµα της ατοµικής ελευθερίας, τη συνειδητή
ευαισθησία που δηµιουργεί τη δύναµη της συµπάθειας, και την
επικράτηση της διανόησης, η οποία δίνει στη φαντασία έναν
ιδεολογικό και συµβολικό χαρακτήρα. Η ψυχική ευαισθησία έφερε την
αφοσίωση, την προτίµηση του άνδρα για µία µόνο γυναίκα. Από εδώ
προκύπτει η τάση της φυλής αυτής προς τη µονογαµία, τη συζυγι- κή
αρχή και την οικογένεια. Η ανάγκη της ελευθερίας, ενωµένη µε την
ανάγκη της κοινωνικότητας, δηµιούργησε τη φάρα µε την αιρετή αρχή
της. Η ιδανική φαντασία δηµιούργησε τη λατρεία των προγόνων, που
αποτελεί τη ρίζα και το κέντρο της θρησκείας στους λευκούς λαούς.
Το κοινωνικό και το πολιτικό στοιχείο φανερώνονται την ηµέρα που
µερικοί ηµιάγριοι, καταπιεζόµενοι από µία ε-
χθρική πάτριά, συναθροίζονται από ένστικτο και εκλέγουν τον πιο
ισχυρό και τον πιο έξυπνο ανάµεσα τους για να τους υπερασπίσει και
να τους κυβερνήσει. Εκείνη την ηµέρα γεννήθηκε η κοινωνία. Ο
αρχηγός είναι ένας βασιλιάς εν σπέρ- µατι, οι δε σύντροφοί του,
µελλοντικοί ευγενείς. Οι γέροντες, οι οποίοι βουλευονται µεν αλλά
είναι ανίκανοι να βαδίσουν στη µάχη, αποτελούν ήδη ένα είδος
συγκλήτου ή συνέλευσης των πρεσβυτών. Αλλά πώς γεννήθηκε η
θρησκεία; Είπαν ότι γεννήθηκε από το φόβο του πρωτόγονου
ανθρώπου ενώπιον της φύσης. Αλλ’ ο φόβος δεν έχει τίποτα κοινό µε
το σεβασµό και την αγάπη. Δε συνδέει την πράξη µε την ιδέα, το
ορατό µε το αόρατο, τον άνθρωπο µε το Θεό. Όσο ο άνθρωπος έτρεµε
µπροστά στη φύση, δεν ήταν ακόµα άνθρωπος. Έγινε τέτοιος την
ηµέρα που εννόησε το δεσµό που τον συνέδεε µε το παρελθόν και µε
το µέλλον, µε κάτι το ανώτερο και το αγαθοποιό και που λάτρεψε το
µυστηριώδες αυτό άγνωστο. Αλλά πώς λάτρεψε για πρώτη φορά;
Ο Ρ30Γ€ <3’ ΟΠνεί κάνει µία υπόθεση εξόχως πρωτότυπη και
υποβλητική για τον τρόπο µε τον οποίο η λατρεία των προγόνων έτυχε
να εισαχθεί στη λευκή φυλή 7 . Σε µία φιλοπόλεµη φάρα δυο αντίπαλοι
πολεµιστές φιλονικούν. Μανιασµένοι, είναι έτοιµοι να χτυπηθούν,
έ χο υ ν έ ρ θ ε ι ή δ η σ τ α χ έ ρ ι α . Τη σ τ ι γ µ ή α υ τ ή µ ί α γ υ ν α ί κα
αναµαλλιασµένη ρίχνεται µεταξύ τους και τους χωρίζει. Είναι αδελφή
του ενός και σύζυγος του άλλου. Τα µάτια της πετούν φλόγες, η φωνή
της έχει τον τόνο της προσταγής. Φωνάζει, µε λαχανιασµένα και µισο-
κοµµένα λόγια, ότι είδε µέσα στο δάσος τον Πρόγονο της φυλής, τον
άλλοτε νικητή πολέµαρχό της, να της εµφανίζεται. Δε θέλει να
χτυπηθούν µεταξύ τους δύο πολεµιστές αδελφοί, αλλά να ενωθούν
εναντίον του κοινού εχθρού. “Είναι η σκιά του µεγάλου Προγόνου που
το είπε”, φωνάζει η αναστατωµένη γυναίκα. “Μου µίλησε! Τον είδα!”.
Αυτό που λέει το πιστεύει. Επειδή είναι πεπεισµένη, πείθει.
Συγκινηµένοι, έκπληκτοι και σαν καταβεβληµένοι από µία
ακατανίκητη δύναµη, οι συµφιλιωµένοι αντίπαλοι δίνουν τα χέρια και
κοιτάζουν την εµπνευσµένη αυτή γυναίκα ως ένα είδος θεότητας.
Τέτοιες εµπνεύσεις, ακολουθούµενες από ξαφνικές µεταπτώσεις,
πρέπει να συνέβαιναν συχνά και µε ποκίλες µορφές κατά την
προϊστορική ζωή της λευκής φυλής. Στους βάρβαρους λαούς πρώτη η
γυναίκα, µε τη νευρική της ευαισθησία, προαισθάνεται το απόκρυφο
και βεβαιώνει το αόρατο.
Ας δούµε τώρα τις απροσδόκητες και τεράστιες συνέπειες ενός
συµβάντος όµοιου µε εκείνο για το οποίο µιλάµε. Μέσα στη φάρα,
µέσα στην πάτριά, όλος ο κόσµος µιλά για το θαυµαστό γεγονός. Η
βελανιδιά, κάτω από την οποία η εµπνευσµένη γυναίκα είδε την
εµφάνιση, γίνεται ιερό δέντρο. Την οδηγούν πάλι στο δέντρο αυτό και
εκεί, υπό τη µαγνητική επίδραση της σελήνης που τη βυθίζει σε µία
οραµατιστική κατάσταση, εξακολουθεί να προφητεύει εν ονόµατι του
µεγάλου Προγόνου. Σε λίγο αυτή η γυναίκα και άλλες όµοιές της,
όρθιες πάνω στους βράχους, σε ξέφωτα, υπό τη βοή του ανέµου και
του απόµακρου ωκεανού, θα επικαλεστούν τις διάφανες ψυχές των
προγόνων µπροστά στα ασθµαίνοντα πλήθη, τα οποία θα τις δουν —ή
θα νοµίσουν πως τις βλέπουν — να έρχονται, αφού τις έχουν καλέσει
µε µαγικά λόγια, µέσα στην οµίχλη που αιωρείται στις ανταύγειες της
σελήνης. Ο τελευταίος των µεγάλων Κελτών, ο Οσιάν (Οοεππ), θα
επικαλεστεί το Φίγκαλ και τους συντρόφους του µέσα στα πυκνωµένα
σύννεφα. Έτσι λοιπόν, ευθύς στην αρχή της κοινωνικής ζωής,
εγκαθίσταται στη λευκή φυλή η λατρεία των προγόνων. Ο µεγάλος
Πρόγονος γίνεται ο θεός της πάτριάς. Να η αρχή της θρησκείας.
Αλλά δεν τελειώνουµε εδώ. Τριγύρω από την προφήτισσα
µαζεύονται οι γέροντες, που την παρατηρούν στους γεµάτους οράµατα
ύπνους της, στις προφητικές εκστάσεις της, µελετούν τις διάφορες
καταστάσεις της, εξετάζουν τις αποκαλύψεις της, ερµηνεύουν τους
χρησµούς της. Παρατηρούν ότι, όταν αυτή προφητεύει κατά την
οραµατιστική της κατάσταση, το πρόσωπό της αλλάζει, ο λόγος της
γίνεται ρυθµικός και η υψωµένη φωνή της προφέρει τους χρησµούς
ψέλνοντας µε µελωδία που ενέχει σοβαρότητα και επισηµότητα 8 . Έτσι
προέκυψε ο στίχος, η στροφή, η ποίηση και η µουσική, των οποίων η
καταγωγή θεωρείται θεϊκή σ’ όλους τους λαούς της άριας φυλής. Η
ιδέα της αποκάλυψης δεν µπορούσε να γεννηθεί παρά µε την ευκαιρία
γεγονότων τέτοιας τάξης. Από την ίδια αιτία βλέπουµε να πηγάζουν η
θρησκεία και η λατρεία, οι ιερείς και η ποίηση.
Στην Ασία, στο Ιράν και στις Ινδίες, όπου λαοί της λευκής φυλής
ίδρυσαν τους πρώτους άριους πολιτισµούς, αναµειγνυόµενοι µε λαούς
διαφορετικού χρώµατος, οι άνδρες γρήγορα πήραν από τις γυναίκες
την υπεροχή στα ζητήµατα της θρησκευτικής έµπνευσης. Εκεί δε θ’
ακούµε πια να γίνεται
λόγος παρά µόνο για τους σοφούς, τους προφήτες. Η γυναίκα,
αποδιωγµένη, υποταγµένη, δεν είναι πια ιέρεια παρά µόνο στην εστία.
Αλλά στην Ευρώπη, τα ίχνη του πρωτεύοντος ρόλου της γυναίκας
συναντώνται στους λαούς της ίδιας καταγωγής, που έµειναν βάρβαροι
για χιλιάδες χρόνια. Τα ίχνη αυτά διαφαίνονται στη σκανδιναβική
Πυθία, στη Βολούσκα της Έντας, στις δρυΐδισσες των Κελτών, στις
µ ά ν τ ι σ σ ε ς π ο υ α κο λ ο υ θ ο ύ σ α ν τ α γε ρ µ α ν ι κ ά σ τ ρ α τ ε ύ µ α τ α κ α ι
αποφάσιζαν για την ηµέρα της µάχης 9 ,και ακόµη στις Βάκχες της
Θράκης, που διασώζονται στο θρύλο του Ορφέα. Η προϊστορική
Οραµατιζόµενη συνεχίζεται στην Πυθία των Δελφών.
Οι πρώτες προφήτισσες της λευκής φυλής οργανώθηκαν σε
αδελφότητες δρυϊδισσών, υπό την επίβλεψη των µορφωµένων
γερόντων ή των δρυϊδών. Στις αρχές υπήρξαν ευεργετικές. Με τη
διαίσθησή τους, µε τη µαντεία τους, µε τον ενθουσιασµό τους, έδωσαν
µια απέραντη ορµή στη φυλή, η οποία βρισκόταν µόλις στην αρχή του
α γ ώ ν α τ η ς κα τ ά τ ω ν Μ α ύ ρ ω ν — α γ ώ ν α ς ο ο π ο ί ο ς σ ε π ο λ λ έ ς
περιπτώσεις διήρκεσε αιώνες. Αλλά η ταχεία διαφθορά και οι
τεράστιες καταχρήσεις του θεσµού αυτού ήταν αναπόφευκτες. Οι
δρυΐδισσες, αισθανόµενες ότι ήταν κυρίαρχοι των πεπρωµένων των
λαών, θέλησαν να τους εξουσιάσουν πάση θυσία. Και επειδή τους
έλειπε η έµπνευση, προσπάθησαν να κυριαρχήσουν δια του τρόµου.
Απαίτησαν ανθρώπινες θυσίες και τις κατέστησαν το ουσιώδες
στοιχείο της λατρείας τους. Σ’ αυτό τις ευνοούσαν τα ηρωικά ένστικτα
της φυλής τους. Οι Λευκοί ήταν θαρραλέοι· οι πολεµιστές τους
περιφρονούσαν το θάνατο. Με την πρώτη πρόσκληση, προσέρχονταν
µόνοι τους και από παλι- καριά για να ριχτούν στο µαχαίρι των
αιµοβόρων ιερειών. Με ανθρώπινες εκατόµβες, οι ιέρειες έστελναν
τους ζωντανούς κοντά στους νεκρούς ως µεσίτες και πίστευαν ότι
πετύχαιναν έτσι την εύνοια των προγόνων. Η διαρκής αυτή απειλή,
που κρεµόταν πάνω απ’ το κεφάλι των πρώτων αρχηγών, δια στόµατος
των προφητισσών και των δρυϊδών, έγινε στα χέρια τους ένα τροµερό
όπλο επικράτησης.
Ιδού το πρώτο παράδειγµα της διαστροφής που µοιραία υφίστανται
τα πλέον ευγενικά ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, όταν δεν
κυριαρχούνται από µία σοφή εξουσία, όταν δεν οδηγούνται προς το
αγαθό από κάποια ανώτερη συνείδηση. Παραδοµένη στη φιλοδοξία και
το προσωπικό πάθος, η έµπνευση εκφυλίζεται σε πρόληψη, το θάρρος
σε αγριότητα,
η ύψιστη ιδέα της θυσίας σε όργανο τυραννίας, σε ανέντιµη και
σκληρή εκµετάλλευση.
Αλλά η λευκή φυλή δε βρισκόταν τότε παρά στην ορµητική και
τρελή παιδική της ηλικία. Με πάθος αφοσιωµένη στη θυµική σφαίρα,
έµελλε να περάσει πολλές άλλες και πιο αιµατηρές κρίσεις. Είχε
αφυπνιστεί µε τις προσβολές της µαύρης φυλής, η οποία άρχιζε να την
υποτάσσει στα νότια µέρη της Ευρώπης. Αγώνας άνισος στην αρχή. Οι
Λευκοί, ηµιάγριοι, προερχόµενοι από τα δάση τους και τις λιµναίες
κατοικίες τους, δεν είχαν άλλα εφόδια παρά τα τόξα τους, τις λόγχες
τους και τα βέλη τους µε τις πέτρινες αιχµές. Οι Μαύροι είχαν
σ ι δ ε ρ έ ν ι α ό π λ α , µ π ρ ο ύ τ ζι ν ε ς π α ν ο π λ ί ε ς , ό λ α τ α ε φ ό δ ι α ε ν ό ς
τεχνολογικού πολιτισµού και τις κυκλώπειες πόλεις τους. Μετά από τη
συντριπτική ήττα τους κατά την πρώτη σύγκρουση, οι Λευκοί
οδηγήθηκαν στην αιχµαλωσία και άρχισαν να γίνονται µαζικά σκλάβοι
των Μαύρων, οι οποίοι τους ανάγκαζαν να δουλεύουν στο σπάσιµο της
πέτρας και να µεταφέρουν το µετάλλευµα.
Εντούτοις, µερικοί αιχµάλωτοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν
έφεραν στην πατρίδα τους συνήθειες, τέχνες και στοιχεία της
επιστήµης των νικητών τους. Έµαθαν από τους Μαύρους δύο
κεφαλαιώδη πράγµατα: την τήξη των µετάλλων και την ιερή γραφή,
δηλαδή την τέχνη του να καθορίζουν µερικές ιδέες µε µυστηριώδη και
ιερογλυφικά σηµεία, πάνω σε δέρµατα ζώων, πάνω σε πέτρες ή πάνω
στο φλοιό της πασχαλιάς. Το λιωµένο και κατεργασµένο µέταλλο ήταν
το όργανο του πολέµου- η ιερή γραφή υπήρξε η αρχή της επιστήµης
και της θρησκευτικής παράδοσης.
Η πάλη µεταξύ της λευκής και της µαύρης φυλής ήταν αµφίρροπη
για πολλούς αιώνες, από τα Πυρηναία ως τον Καύκασο και από τον
Καύκασο ως τα Ιµαλάια. Η σωτηρία των Λευκών υπήρξαν τα δάση
τους, όπου µπορούσαν να κρύβονται σαν άγρια ζώα, για να εξορµούν
α π ό ’ κ ε ί τ η ν κα τ ά λ λη λη σ τ ι γ µ ή . Π α ί ρ ν ο ν τ α ς θ ά ρ ρ ο ς , έ χο ν τ α ς
συνηθίσει τον πόλεµο, καλύτερα οπλισµένοι από αιώνα σε αιώνα,
πήραν τέλος την εκδίκησή τους, ανέτρεψαν τις πόλεις των Μαύρων,
τους έδιωξαν από τις ακτές της Ευρώπης και κυρίευσαν µε τη σειρά
τους τα βόρεια της Αφρικής και το κέντρο της Ασίας, που το κατείχαν
αιθιοπικοί πληθυσµοί. Η ανάµειξη των δύο φυλών πραγµατοποιήθηκε
µε δύο διαφορετικούς τρόπους: είτε µε ειρηνική αποίκιση, είτε µε
πολεµική κατάκτηση.
Ο ΡηΘγ0 <Γ Οΐϊνεί, ο θαυµαστός αυτός οραµατιστής του
προϊστορικού παρελθόντος της ανθρωπότητας, ξεκινά από αυτήν την
ιδέα, για να παρουσιάσει µία σαφή άποψη για την καταγωγή των
λεγάµενων σηµιτικών λαών και των αρίων λαών. Εκεί όπου οι λευκοί
άποικοι υποτάχτηκαν από τους µαύρους λαούς, παραδεχόµενοι την
κυριαρχία τους και παίρνοντας από τους ιερείς τους τη θρησκευτική
µύηση, εκεί θα σχηµατίστηκαν οι σηµιτικοί λαοί, όπως οι Αιγύπτιοι
πριν το Μηνά, οι Άραβες, οι Φοίνικες, οι Χαλδαίοι, οι Εβραίοι. Οι ά-
ριοι πολιτισµοί, αντίθετα, θα σχηµατίστηκαν εκεί όπου οι Λευκοί θα
είχαν κυριαρχήσει επί των Μαύρων µέσω του πολέµου ή της
κατάκτησης. Τέτοιοι λαοί είναι: οι Ιρανοί, οι Ινδοί, οι Έλληνες, οι
Ετρούσκοι. Ας προσθέσουµε ότι σ’ αυτήν την κατονοµασία των αρίων
λαών περιλαµβάνουµε επίσης κι όλους τους λευκούς λαούς που
έµειναν στη βάρβαρη και νοµαδική κατάσταση κατά την αρχαιότητα.
Τέτοιοι ήταν: οι Σκύθες, οι Γέτες, οι Σαρµάτες, οι Κέλτες και
αργότερα οι Γερµανοί. Έτσι θα εξηγείται η θεµελιώδης
διαφορετικότητα των θρησκειών, όπως και της γραφής, στις δύο
µεγάλες αυτές κατηγορίες εθνών.
Στους Σηµίτες, στους οποίους η διανοητικότητα της µαύρης φυλής
κυριάρχησε αρχικά, παρατηρούµε, υπεράνω της λαϊκής ειδωλολατρίας,
µία τάση προς το µονοθεϊσµό, εφόσον η αρχή της ενότητας του
κρυµµένου θεού, του απόλυτου και άµορφου, υπήρξε ένα από τα
ουσιώδη δόγµατα των ιερέων της µαύρης φυλής και της µυστικής τους
µ ύ η σ η ς . Στ ο υ ς Λ ε υ κο ύ ς , π ο υ ν ί κ η σ α ν ή π α ρ έ µ ε ι ν α ν α µ ι γε ί ς ,
παρατηρούµε αντίθετα την τάση προς τον πολυθεϊσµό, προς τη
µυθολογία, την προσωποποίηση της θεότητας, πράγµα που προέρχεται
από την αγάπη τους για τη φύση και από τη µανιώδη λατρεία τους για
τους προγόνους.
Η κύρια διαφορά µεταξύ του τρόπου γραφής των Σηµιτών και των
Αρίων θα µπορούσε να εξηγηθεί από την ίδια αιτία. Γιατί όλοι οι
σηµιτικοί λαοί γράφουν από τα δεξιά προς τα αριστερά, και γιατί όλοι
οι άριοι λαοί γράφουν από τα αριστερά προς τα δεξιά; Η αιτία, στην
οποία το αποδίδει αυτό ο ΡηΘγ 0 ά’ ΟΚνεΙ, είναι τόσο περίεργη όσο και
π ρ ω τ ό τ υ π η . Αν α κ α λ ε ί µ π ρ ο σ τ ά σ τ α µ ά τ ι α µ α ς έ ν α ν α λ η θ ι ν ό
οραµατισµό του παρελθόντος εκείνου που χάθηκε.
Όλοι γνωρίζουν ότι στους προϊστορικούς εκείνους χρόνους δεν ήταν
καθόλου διαδεδοµένη η γραφή. Η χρήση της
δεν επεκτάθηκε παρά µόνο µε τη φωνητική γραφή ή την τέχνη του
να παριστάνει κανείς µε γράµµατα τον ίδιο τον ήχο των λέξεων. Αλλά
η ιερογλυφική γραφή, ή η τέχνη του να παριστάνει κανείς τα πράγµατα
µε οποιαδήποτε σηµεία, είναι τόσο παλιά όσο και ο ανθρώπινος
πολιτισµός. Και πάντα, κατά τους πρωτόγονους εκείνους χρόνους,
υπήρξε το προνόµιο του κλήρου, θεωρούµενη ως πράγµα ιερό, ως
θρησκευτικό λειτούργηµα, αρχικά δε και ως θεία έµπνευση.
Όταν στο νότιο ηµισφαίριο οι ιερείς της µαύρης ή νότιας φυλής
χάραζαν, πάνω σε δέρµατα ζώων ή πάνω σε πέτρινες πλάκες, τα
µυστηριώδη τους σηµεία, είχαν τη συνήθεια να στρέφονται προς το
νότιο πόλο. Το χέρι τους κατευθυνόταν προς την ανατολή, την πηγή
του φωτός. Έγραφαν λοιπόν απ’ τα δεξιά προς τα αριστερά. Οι ιερείς
της λευκής ή βόρειας φυλής έµαθαν τη γραφή από µαύρους ιερείς και
άρχισαν να γράφουν όπως εκείνοι. Αλλά όταν αναπτύχθηκε µέσα τους
το συναίσθηµα της καταγωγής τους, µαζί µε την εθνική συνείδηση και
την περηφάνια της φυλής, επινόησαν δικά τους σηµεία και αντί να
στρέφονται προς το νότο, κατά τη χώρα των Μαύρων, κοιτούσαν προς
το βορρά, κατά τη χώρα των προγόνων, εξακολουθώντας να γράφουν
προς το µέρος της ανατολής. Τα γράµµατά τους πήγαιναν τότε απ’ τα
αριστερά προς τα δεξιά.
Από ’δώ προκύπτει η διεύθυνση των γραφικών σηµείων των
Κελτών, της ζενδικής, της σανσκριτικής, της ελληνικής, της λατινικής
και όλων των γραφών των αρίων φυλών. Τρέχουν κατά τον ήλιο, πηγή
της επίγειας ζωής, αλλά κοιτάζουν το βορρά, πατρίδα των προγόνων
και πηγή µυστηριώδη των ουράνιων λυκαυγών.
Το σηµιτικό ρεύµα και το άριο ρεύµα —να οι δύο ποταµοί από τους
οποίους προήλθαν όλες οι ιδέες µας, οι µυθολογίες, οι θρησκείες µας,
οι τέχνες, οι επιστήµες και οι φιλοσοφίες µας. Καθένα από τα ρεύµατα
αυτά φέρνει µαζί του µία αντίθετη αντίληψη της ζωής, η δε
συµφιλίωσή τους και η ισορροπία τους θα ήταν η ίδια η αλήθεια. Το
σηµιτικό ρεύµα περιέχει τις απόλυτες και ανώτερες αρχές: την ιδέα της
ενότητας και της παγκοσµιότητας εν ονόµατι µίας υπέρτατης αρχής, η
οποία, στην εφαρµογή της, οδηγεί προς την ενοποίηση της ανθρώπινης
οικογένειας. Το άριο ρεύµα περιέχει την ιδέα της ανιούσας εξέλιξης σ’
όλα τα επίγεια και υπέργεια βασίλεια και, στην εφαρµογή της, οδηγεί
προς την άπειρη ποικι-
λία των αναπτύξεων, εν ονόµατι της πλουσιότητας της φύσης και
των πολλαπλών πόθων της ψυχής.
Το σηµιτικό πνεύµα κατεβαίνει απ’ το θεό στον άνθρωπο* το άριο
πνεύµα ανεβαίνει απ’ τον άνθρωπο στο θεό. Το ένα παριστάνεται από
το δικαιοκρίτη Αρχάγγελο, ο οποίος κατεβαίνει στη γη οπλισµένος µε
τη ροµφαία και τον κεραυνό* το άλλο απ’ τον Προµηθέα, ο οποίος
κρατάει στο χέρι τη φωτιά που άρπαξε από τον ουρανό και µε το
βλέµµα του καταµετρά τον Όλυµπο.
Αυτά τα δύο πνεύµατα τα έχουµε µέσα µας. Σκεφτόµαστε και
ενεργούµε αλληλοδιάδοχα υπό το κράτος του ενός ή του άλλου. Αλλά
είναι µπερδεµένα, δεν είναι ενωµένα µέσα στη διανοητικότητά µας.
Αντιφάσκουν το ένα µε το άλλο και αλ- ληλοπολεµούνται µέσα στα
µύχια αισθήµατά µας και στις λεπτότατες σκέψεις µας, όπως και µέσα
στην κοινωνική µας ζωή και στους θεσµούς µας. Κρυµµένα σε
πολλαπλές µορφές, τις οποίες θα µπορούσαµε να τις συνοψίσουµε µε
τα γενικά ονόµατα πνευµατισµός και νατουραλισµός, κυριαρχούν στις
συζητήσεις και στους αγώνες µας. Ασυµφιλίωτα και ανίκητα και τα
δυο —ποιος θα τα ενώσει;
Και εντούτοις, η προκοπή, η σωτηρία της ανθρωπότητας εξαρτάται
από τη συµφιλίωση και τη σύνθεσή τους. Γι’ αυτό µέσα στο παρόν
βιβλίο, θα θέλαµε ν’ ανέβουµε ως την πηγή των δυο ρευµάτων, ως τη
γέννηση των δυο πνευµάτων. Πέρα από τις συγκρούσεις της ιστορίας,
τους πολέµους των λατρειών, τις αντιφάσεις των ιερών κειµένων, θα
εισέλθουµε µέσα στην ίδια τη συνείδηση των ιδρυτών και των
προφητών, οι οποίοι έδωσαν στις θρησκείες την αρχική τους κίνηση.
Εκείνοι είχαν τη βαθιά διαίσθηση και την άνωθεν έµπνευση, το
ζωντανό φως που δίνει τη γόνιµη δράση. Ναι, η σύνθεση προϋπήρχε σ’
αυτούς. Η θεία ακτίνα ωχρίασε και θάµπωσε στους διαδόχους τους,
α λ λ ά ξα ν α φ α ί ν ε τ α ι κ α ι α κ τ ι ν ο β ο λ ε ί κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο υ , σ ε έ ν α
οποιοδήποτε σηµείο της ιστορίας, ένας προφήτης, ένας ήρωας ή ένας
οραµατιστής ανεβαίνει στην εστία της. Γιατί µόνο από το σηµείο της
αναχώρησης θεωρεί κανείς το τέρµα, από τον ακτινοβόλο ήλιο, το
δρόµο των πλανητών.
Τέτοια είναι η αποκάλυψη µέσα στην ιστορία: συνεχής, βαθµιαία,
πολύµορφη όπως η φύση, αλλά η ίδια στην πηγή της, µία, όπως η
αλήθεια, αµετάθετη, όπως ο θεός.
Ανεβαίνοντας το σηµιτικό ρεύµα, φτάνουµε µε το Μωυσή
στην Αίγυπτο, της οποίας οι ναοί είχαν, κατά το Μανέθωνα, µία
παράδοση 30.000 χρόνων. Ανεβαίνοντας το άριο ρεύµα, φτάνουµε στις
Ινδίες, όπου αναπτύχθηκε ο πρώτος µεγάλος πολιτισµός, αποτέλεσµα
της κατάκτησης της λευκής φυλής. Οι Ινδίες και η Αίγυπτος υπήρξαν
δυο µεγάλες µητέρες θρησκειών. Είχαν το µυστικό της µεγάλης
µύησης. Θα εισέλθουµε στα ιερά τους.
Αλλά οι παραδόσεις τους µας κάνουν ν’ ανεβούµε ακόµα ψηλότερα,
σε µια εποχή προγενέστερη, κατά την οποία τα δυο αντίθετα πνεύµατα,
για τα οποία µιλήσαµε, µας εµφανίζονται ενωµένα µέσα σε µία
αρχέγονη αθωότητα και µία θαυµαστή αρµονία. Είναι η πρωτόγονη
άρια εποχή. Χάρη στις θαυµαστές εργασίες της σύγχρονης επιστήµης,
χάρη στη συγκριτική φιλολογία, µυθολογία και εθνολογία, µας
επιτρέπεται σήµερα να δούµε µε διαύγεια εκείνη την εποχή που
ζωγραφίζεται µέσα στους βεδικοΰς ύµνους, οι οποίοι όµως δεν είναι
παρά µία αντανάκλασή της, µε πατριαρχική απλότητα και µεγαλειώδη
καθαρότητα γραµµών.
Ηλικία ανδρική και σοβαρή, που δε µοιάζει καθόλου µε τη χρυσή
παιδική ηλικία που ονειρεύτηκαν οι ποιητές. Ο πόνος κι ο αγώνας δε
λ ε ί π ο υ ν κα θ ό λ ο υ α π ό α υ τ ή ν , α λ λ ’ ό µ ω ς υ π ά ρ χ ε ι µ έ σ α σ τ ο υ ς
α ν θ ρ ώ π ο υ ς µ ι α ε µ π ι σ τ ο σ ύ ν η , µ ι α δ ύ ν α µ η , µ ι α γ α λή ν η π ο υ η
ανθρωπότητα δεν ξαναβρήκε έκτοτε.
Στις Ινδίες, η σκέψη θα γίνει βαθύτερη, τα αισθήµατα θα
εκλεπτυνθοΰν. Στην Ελλάδα, τα πάθη και οι ιδέες θα περιτυ- λιχτουν
µε το γόητρο της τέχνης και µε το µαγικό φόρεµα της οµορφιάς. Αλλά
καµιά ποίηση δεν υπερβαίνει µερικούς βεδι- κοΰς ύµνους σε ηθική
έξαρση, σε διανοητικό ύψος και πλάτος. Υπάρχει εκεί το αίσθηµα του
θείου µέσα στη φύση, του αόρατου που την περιβάλλει και της
µεγάλης ενότητας που διεισδύει σε όλα.
Πώς γεννήθηκε ένας τέτοιος πολιτισµός; Πώς µία τόσο υψηλή
διανόηση αναπτύχθηκε εν τω µέσω των πολέµων των φυλών και της
πάλης κατά της φύσης; Εδώ σταµατούν οι έρευνες κι οι εικασίες της
σύγχρονης επιστήµης. Αλλά οι θρησκευτικές παραδόσεις των λαών, αν
ερµηνευτούν όσον αφορά την εσωτερική τους έννοια, µας οδηγούν
ακόµη παραπέρα και µας επιτρέπουν να µαντέψουµε ότι η πρώτη
συγκέντρωση του άριου πυρήνα στο Ιράν έγινε έπειτα από κάποια
επιλογή που διενεργήθηκε µέσα στα ίδια τα σπλάχνα της λευκής
φυλής, µε τις οδηγίες ενός κατακτητή νοµοθέτη, ο ο-
ποιος έδωσε στο λαό του µία θρησκεία κι ένα νόµο συµφώνους προς
το πνεύµα της λευκής φυλής.
Πράγµατι, το ιερό βιβλίο των Περσών, η Ζενδ-Αβέστα, µιλά για τον
αρχαίο αυτό νοµοθέτη µε το όνοµα Γίµα· κι ο Ζω- ροάστρης,
ιδρύοντας µία νέα θρησκεία, αναφέρει αυτόν τον πρόδροµο ως τον
πρώτο άνθρωπο µε τον οποίο µίλησε ο Ω- ροµάσδης, ο ζων Θεός,
ακριβώς όπως ο Ιησούς Χριστός αναφέρει το Μωυσή. Ο Πέρσης
ποιητής Φιρδουζης ονοµάζει τον ίδιο νοµοθέτη Δζεµ, κατακτητή των
Μαύρων. Στην ινδική εποποιία, τη Ραµαϊάνα, εµφανίζεται µε το όνοµα
Ράµα, ντυµένος σαν Ινδός βασιλιάς, περιτριγυρισµένος από την αίγλη
ενός προχωρηµένου πολιτισµού. Αλλά διατηρεί κι εκεί τους δυο
διακριτικούς του χαρακτηρισµούς: αυτόν του µεταρρυθµιστή
κατακτητή κι αυτόν του µυηµένου. Στις αιγυπτιακές παραδόσεις, η
εποχή του Ράµα σηµατοδοτείται µε τη βασιλεία του Όσιρι, του κυρίου
του φωτός, η οποία προηγείται της βασιλείας της Τσιδας, της
βασίλισσας των µυστηρίων. Στην Ελλάδα, τέλος, τον αρχαίο ηµίθεο
ήρωα τιµούσαν στο όνοµα του Διονύσου, το οποίο προέρχεται από τη
σανσκριτική λέξη Δέβα-Ναχουσσας, δηλαδή ο θείος µεταρρυθµιστής.
Ο Ορφέας έδωσε µάλιστα το όνοµα αυτό στη θεία Διάνοια, ο δε
ποιητής Νόννος έψαλε την κατάκτηση των Ινδιών από το Διόνυσο,
σύµφωνα µε τις παραδόσεις της Ελευσίνας.
Όπως οι ακτίνες ενός και του αυτου κΰκλου, έτσι κι όλες αυτές οι
π α ρ α δ ό σ ε ι ς φ α ν ε ρ ώ ν ο υ ν έ ν α κο ι ν ό κ έ ν τ ρ ο . Α κο λ ο υ θ ώ ν τ α ς τ η
διεύθυνσή τους µπορούµε να φτάσουµε σ’ αυτό. Τότε, πέρα από τις
Ινδίες των βεδών, πέρα από το Ιράν του Ζωροάστρη, µέσα στη
χαραυγή της λευκής φυλής, βλέπουµε να προβάλλει από τα δάση της
α ρ χα ί α ς Σ κ υ θ ί α ς ο π ρ ώ τ ο ς δ η µ ι ο υ ρ γ ό ς τ η ς ά ρ ι α ς θ ρ η σ κ ε ί α ς ,
εστεµµένος µε τη διπλή του τιάρα, του κατακτητή και του µυηµένου,
κρατώντας στο χέρι του το µυστικό πυρ, την ιερή φωτιά που θα
φωτίσει όλες τις φυλές.
Στο ά’ ΟΗνεί ανήκει η τιµή της επανευρεσης του
προσώπου αυτου 10 . Εκείνος χάραξε το φωτεινό δρόµο που οδηγεί
προς αυτό, κι ακολουθώντας τον θα προσπαθήσω κι εγώ να το
ανακαλέσω στο φως.

2. Η αποστολή του Ράµα


ΤΕΣΣΕΡΙΣ Ή ΠΕΝΤΕ ΧΙΛΙΆΔΕΣ χρόνια προ Χριστού, πυκνά δάση σκέπαζαν
ακόµη την αρχαία Σκυθία, η οποία εκτεινόταν από τον Ατλαντικό
Ωκεανό µέχρι τις πολικές θάλασσες. Οι Μαύροι είχαν ονοµάσει αυτήν
την ήπειρο, που είχαν δει να γεννιέται ως νησί, “η χώρα που βγήκε από
τα κύµατα”. Πόσο διέφερε από το δικό τους έδαφος, το καµένο από
τον ήλιο, η Ευρώπη αυτή µε τις πράσινες ακτές, µε τους οµιχλώδεις
και βαθείς όρµους, µε τα ονειροπόλα ποτάµια της, τις σκοτεινές λίµνες
της και τις καταχνιές τις αιώνια κρεµασµένες πάνω στις πλαγιές των
βουνών της! Μέσα στις ακαλλιέργητες χλοερές πεδιάδες, τις απέραντες
σαν πάµπες, δεν άκουγε κανείς τίποτα σχεδόν παρά τις κραυγές των
θηρίων, τα µουγκρητά των βουβάλων και τον καλπασµό των µεγάλων
αγελών των άγριων αλόγων, που έτρεχαν αδάµαστα, µε τις χαίτες ν’
ανεµίζουν.
Ο λευκός άνθρωπος, ο οποίος κατοικούσε τα δάση αυτά, δεν ήταν
πλέον ο άνθρωπος των σπηλαίων. Μπορούσε ήδη να λέγεται κύριος
της γης του. Είχε επινοήσει το µαχαίρι και το λίθινο πέλεκυ, το τόξο
και το βέλος, τη σφεντόνα και τη θηλιά. Τέλος, είχε βρει δυο
συντρόφους για τον αγώνα του, δυο εξαίρετους φίλους, απαράµιλλους
κι αφοσιωµένους µέχρι θανάτου: το σκύλο και το άλογο. Ο σπιτικός
σκέλος, που είχε γίνει ο πιστός φρουρός του ξΰλινου σπιτιού του, του
είχε παράσχει την ασφάλεια της κατοικίας του. Από την άλλη, µε το να
δαµάσει το άλογο είχε κατακτήσει τη γη κι είχε υποτάξει τα άλλα ζώα,
είχε γίνει ο βασιλιάς του διαστήµατος. Ανε- βασµένοι πάνω σε άγρια
άλογα, οι ξανθοκόκκινοι εκείνοι άνθρωποι τριγύριζαν παντού σαν
αστραπές. Χτυπούσαν την αρκούδα, το λύκο, το βόνασο,
τροµοκρατούσαν τον πάνθηρα και το λιοντάρι που κατοικούσαν τότε
στα δάση µας.
Ο πολιτισµός είχε αρχίσει. Η στοιχειώδης οικογένεια, η φατρία, η
πάτριά, υπήρχαν. Παντού οι Σκύθες, απόγονοι των Υπερβορείων,
έχτιζαν για τους προγόνους τους τεράστια µονολιθικά µνηµεία. Όταν
πέθαινε ένας αρχηγός, έθαβαν µαζί και τα όπλα και το άλογό του, για
να µπορεί, όπως έλεγαν, ο πολεµιστής να καβαλικεύει τα σύννεφα και
να κυνηγά τον πύρινο δράκοντα στον άλλο κόσµο. Από εκεί
προέρχεται το έθιµο της θυσίας του αλόγου, το οποίο παίζει ένα τόσο
µεγάλο ρόλο στις βέδες και στους Σκανδιναβούς. Έτσι, η θρησκεία
άρχιζε µε τη λατρεία των προγόνων.
Οι Σηµίτες βρήκαν τον ένα Θεό, το παγκόσµιο Πνεύµα, µέσα στην
έρηµο, στην κορυφή των βουνών, µέσα στο άπειρο των έναστρων
χώρων. Οι Σκυθες κι οι Κέλτες βρήκαν τους θεούς, τα πολλαπλά
πνεύµατα, στο βάθος των δασών τους. Εκεί άκουσαν φωνές, εκεί
ένιωσαν τις πρώτες φρικιάσεις του Αόρατου και είδαν τα οράµατα του
Υπερπέραν. Να γιατί το θελκτικό ή το τροµακτικό δάσος παρέµεινε
αγαπητό στη λευκή φυλή. Προσελκυόµενη από τη µουσική των φύλλων
και τη µαγεία του φεγγαριού, η φυλή αυτή ξαναγυρίζει πάντοτε στα
δάση, στο πέρασµα των αιώνων, σαν να γυρνά στην πηγή της νεότητάς
της, στο ναό της µεγάλης µητέρας Γης. Εκεί κοιµούνται οι θεοί της, οι
έρωτές της, τα µυστήριό της που χάθηκαν πια.
Α π ό τ ο υ ς π ι ο µ α κ ρ ι ν ο ύ ς χ ρ ό ν ο υ ς , ο ρ α µ α τ ι ζό µ ε ν ε ς γ υ ν α ί κ ε ς
προφήτευαν κάτω από τα δέντρα. Κάθε πάτριά είχε τη µεγάλη της
προφήτισσα, όπως ήταν η Βολούσπα των Σκανδι- ναβών, και µία
αδελφότητα δρυϊδισσών. Αλλά οι γυναίκες αυτές, που στην αρχή
εµπνέονταν ευγενικά, είχαν καταντήσει φιλόδοξες και σκληρές. Οι
καλές προφήτισσες µεταβλήθηκαν σε κακές µάγισσες. Καθιέρωσαν τις
ανθρώπινες θυσίες και το αίµα των ηρώων έτρεχε σαν ποτάµι πάνω
στα δρυϊδι- κά µνηµεία, υπό τον ήχο των απαίσιων ψαλµών των ιερέων
και των επευφηµιών των άγριων Σκυθών.
Μεταξύ των ιερέων αυτών βρισκόταν ένας νέος, στο άνθος της
ηλικίας του, µε το όνοµα Ραµ, που κι αυτός προοριζόταν για την
ιεροσύνη, αλλά του οποίου η στοχαστική ψυχή και το βαθύ πνεύµα
επαναστατούσαν εναντίον της αιµοσταγούς αυτής λατρείας.
Ο νεαρός δρυΐδης ήταν γλυκός και σοβαρός. Είχε δείξει από νωρίς
µία µοναδική ικανότητα στη γνώση των φυτών, των θαυµαστών
αρετών τους, των απεσταγµένων και παρασκευασµένων χυµών τους,
όπως επίσης και στη σπουδή των άστρων και των επιρροών τους.
Φαινόταν πως µάντευε, πως έβλεπε τα µακρινά πράγµατα. Έτσι
απέκτησε πρόωρο κύρος ανάµεσα στους γεροντότερους δρυΐδες.
Ευµενές µεγαλείο πήγαζε από τα λόγια του, από την ύπαρξή του. Η
σοφία του αποτελούσε αντίθεση στην τρέλα των δρυϊδισσών, οι οποίες
ξεφώνιζαν κατάρες και πρόφεραν τους απαίσιους χρησµούς τους µέσα
στους σπασµούς του παραληρήµατος. Οι δρυΐδες τον είχαν αποκαλέσει
“εκείνος που ξέρει”, ο λαός τον είχε ονοµάσει “εµπνευσµένο από την
ειρήνη”.
Εντούτοις, ο Ραµ, που ποθούσε τη θεία γνώση, είχε ταξιδέψει στη
Σκυθία και στις χώρες του νότου. Γοητευµένοι από τις γνώσεις και τη
µετριοφροσύνη του, οι ιερείς των Μαύρων τού µετέδωσαν µέρος των
µυστικών τους γνώσεων. Όταν επανήλθε στη χώρα του βορρά, ο Ραµ
τρόµαξε, βλέποντας ότι η λατρεία των ανθρωποθυσιών απλωνόταν
ολοένα και περισσότερο ανάµεσα στους δικούς του. Είδε σ’ αυτό το
έθιµο την απώλεια της φυλής του. Αλλά πώς να καταπολεµήσει το
έθιµο αυτό, που διαδιδόταν από την αλαζονεία των δρυϊδισσών, τη
φιλοδοξία των δρυϊδών και τη δεισιδαιµονία του λαού; Τότε µία άλλη
µάστιγα έπεσε στους Λευκούς κι ο Ραµ νόµισε πως βλέπει σ’ αυτή µία
τιµωρία του ουρανού για την ιερόσυλη λατρεία. Από τις εισβολές τους
στις χώρες του νότου κι από την επαφή τους µε τους Μαύρους, οι
Λευκοί είχαν αποκοµίσει µία φρικώδη ασθένεια, ένα είδος πανώλης, η
οποία κατέτρωγε τον άνθρωπο µέσα στο αίµα του, στις πηγές της ζωής.
Ολόκληρο το σώµα καλυπτόταν από µαύρες βούλες, η αναπνοή γινόταν
βροµερή, τα µέλη, φουσκωµένα και φαγωµένα από πληγές,
παραµορφώνονταν κι ο άρρωστος ξεψυχούσε µε οξείς πόνους. Η
αναπνοή των ζωντανών και η δυσωδία των πεθαµένων διέδιδαν την
πληγή αυτή. Έτσι λοιπόν οι Λευκοί, τροµαγµένοι, έπεφταν και
ψυχοµαχούσαν κατά χιλιάδες µέσα στα δάση τους, τα εγκαταλειµµένα
και από τα ίδια τα αρπακτικά όρνια. Ο Ραµ θλιµµένος µάταια ζητούσε
ένα µέσο σωτηρίας.
Είχε τη συνήθεια να σκέφτεται κάτω από µια βελανιδιά, σ’ ένα
ξέφωτο. Ένα βράδυ, αφού είχε για πολλή ώρα διαλογιστεί τα δεινά της
φυλής του, κοιµήθηκε στη ρίζα του δέντρου. Μέσα στον ύπνο του τού
φάνηκε ότι µία δυνατή φωνή τον καλούσε µε το όνοµά του και νόµισε
πως ξύπνησε. Τότε είδε µπροστά του έναν άνθρωπο µε µεγαλοπρεπές
παράστηµα, ντυµένο όπως κι αυτός, µε τη λευκή εσθήτα των δρυϊδών.
Κρατούσε ένα ραβδί, τριγύρω από το οποίο ήταν κουλουρια- σµένο
ένα φίδι. Ο Ραµ, έκπληκτος ήθελε να ρωτήσει τον άγνωστο τι σήµαινε
αυτό. Αλλά εκείνος, παίρνοντάς τον απ’ το χέρι, τον βοήθησε να
σηκωθεί και του έδειξε πάνω στο δέντρο, στη ρίζα του οποίου είχε
ξαπλώσει ο Ραµ, ένα πολύ ωραίο κλαδί ιξού. “Ραµ!”, του είπε, “να το
φάρµακο που ζητάς!”. Έπειτα τράβηξε µέσα από τον κόρφο του ένα
µικρό χρυσό κλαδευτήρι, έκοψε µ’ αυτό το κλαδί και του το έδωσε.
Του ψιθύρισε ακόµη µερικές λέξεις για τον τρόπο παρασκευής του ιξού
κι εξαφανίστηκε.
Τότε ο Ραµ ξύπνησε εντελώς κι αισθάνθηκε τον εαυτό του πολύ
δυναµωµένο. Μια εσωτερική φωνή τού έλεγε πως είχε βρει τη
σωτηρία. Δεν παρελειψε να ετοιµάσει τον ιξό κατά τις συµβουλές του
θεϊκού φίλου µε το χρυσό δρεπάνι. Έδωσε σ’ έναν άρρωστο να πιει απ’
αυτό το φάρµακο, που το είχε ετοιµάσει σαν ζεστό ρόφηµα, κι ο
άρρωστος θεραπεύτηκε. Οι θαυµαστές θεραπείες που πραγµατοποίησε
κατ’ αυτόν τον τρόπο έκαναν το Ραµ περίφηµο σ’ όλη τη Σκυθία.
Παντού τον προσκαλούσαν για να τους γιατρέψει. Στους δρυΐδες της
πάτριάς του, που τον συµβουλεύτηκαν, ανακοίνωσε την ανακάλυψή
του, προσθέτοντας ότι αυτή έπρεπε να µείνει το µυστικό της ιερατικής
τάξης, για να της εξασφαλίζει την εξουσία της. Οι µαθητές του Ραµ,
περιοδεύοντας σ’ όλη τη Σκυθία µε κλαδιά ιξού, θεωρούνταν θείοι
απεσταλµένοι, ο δε δάσκαλός τους, ηµίθεος.
Το περιστατικό αυτό υπήρξε η αρχή µιας νέας λατρείας. Από τότε ο
ιξός κατέστη ιερό φυτό. Ο Ραµ καθιέρωσε την ανάµνησή του,
ιδρύοντας τη γιορτή των Νοέλ (Νοοί) ή της νέας σωτηρίας, την όρισε
δε στην αρχή του έτους και την ονόµασε “Νύχτα-Μητέρα” (του νέου
ήλιου) ή “µεγάλη ανακαίνιση”. Ως προς το µυστηριώδες ον, το οποίο ο
Ραµ είδε στο όνειρό του και το οποίο του είχε δείξει τον ιξό, αυτό
ονοµάστηκε στην εσωτερική παράδοση των Λευκών της Ευρώπης
Αέσκ-Χέιλ-Χό- πα, που σηµαίνει “η ελπίδα της σωτηρίας είναι στο
δάσος”. Οι Έλληνες το έκαναν Ασκληπιός, το πνεύµα της ιατρικής,
που κρατά τη µαγική ράβδο µε το σχήµα του κηρυκείου.
Εντούτοις, ο Ραµ, ο “εµπνευσµένος από την ειρήνη” είχε
ευρύτερους σκοπούς. Ήθελε να θεραπεύσει το λαό του από µια ηθική
πληγή, χειρότερη από την πανώλη. Αφού εκλέχθηκε αρχηγός των
ιερέων της πάτριάς του, κοινοποίησε διαταγή σ’ όλες τις αδελφότητες
των δρυϊδών και των δρυϊδισσών, να θέσουν τέρµα στις
ανθρωποθυσίες. Η είδηση αυτή έφτασε µέχρι τον Ωκεανό και οι µεν τη
χαιρέτισαν ως µια χαρµόσυνη έµπνευση, οι δε ως µια προσβλητική
ιεροσυλία. Οι δρυΐ- δισσες, βλέποντας ότι απειλείται η εξουσία τους,
άρχισαν να εκφωνούν τις κατάρες τους εναντίον του τολµηρού και να
εκδίδουν εναντίον του θανατικές καταδίκες. Πολλοί από τους δρυΐδες,
οι οποίοι στις ανθρωποθυσίες έβλεπαν το µόνο µέσο για να
κυριαρχήσουν, πήγαν µε το µέρος τους. Ο Ραµ, ενώ εκθειαζόταν από
µια µεγάλη µερίδα, µπροστά στον πόλεµο του αγώνα, τον κήρυξε,
υψώνοντας ένα νέο σύµβολο.
Κάθε λευκή πάτριά είχε τότε ένα σήµα για συναγερµό, µε τη µορφή
ενός ζώου που συµβόλιζε τις ιδιότητες που τα µέλη της φυλής
θεωρούσαν πιο σηµαντικές. Μεταξύ των αρχηγών, άλλοι κάρφωναν
πάνω στο σκελετό του ξύλινου παλατιού τους γερανούς, αετούς ή
γεράκια, άλλοι κεφαλές αγριόχοιρων ή βουβάλων —αυτό είναι η
αρχική καταγωγή των οικοσήµων. Αλλά το προτιµώµενο έµβληµα των
Σκυθών ήταν ο Ταύρος, που τον ονόµαζαν Θωρ, το σύµβολο της
κτηνώδους δύναµης και της βίας. Στον Ταύρο ο Ραµ αντέταξε τον
Κριό, το θαρραλέο κι ειρηνικό αρχηγό του ποιµνίου, και τον
κατέστησε το σήµα συναγερµού όλων των οπαδών του. Η σηµαία αυτή
υψώθηκε στο κέντρο της Σκυθίας κι έγινε το σύνθηµα µιας γενικής
ταραχής και µιας πραγµατικής επανάστασης των πνευµάτων. Οι λευκοί
λαοί µοιράστηκαν σε δυο στρατόπεδα. Η ίδια η ψυχή της λευκής φυλής
χωριζόταν στα δύο, για να ελευθερωθεί από τη βρυχώµενη κτηνωδία
και ν’ ανεβεί στην πρώτη βαθµίδα του αόρατου ιερού που οδηγεί στη
θεία ανθρωπότητα. “Θάνατος στον Κριό!”, φώναζαν οι οπαδοί του
Θωρ. “Πόλεµος στον Ταύρο!”, φώναζαν οι φίλοι του Ραµ. Τροµερός
πόλεµος επέκειτο.
Μπροστά στο ενδεχόµενο αυτό, ο Ραµ δίστασε. Με το να
εξαπολύσει τον πόλεµο, δεν ήταν σαν να χειροτέρευε το κακό και σαν
να εξανάγκαζε τη φυλή του στην αυτοκαταστοφή; Τότε είδε ένα νέο
όνειρο:
Ο θυελλώδης ουρανός ήταν γεµάτος σκοτεινά σύννεφα που
καβαλίκευαν τα βουνά κι άγγιζαν καθώς έτρεχαν τις σειόµενες
κορυφές των δέντρων. Όρθια πάνω σ’ ένα βράχο, µια γυναίκα µε
ξέπλεΥα µαλλιά ήταν έτοιµη να χτυπήσει έναν υπέροχο πολεµιστή που
κειτόταν δέσµιος µπροστά της. “Εν ονόµατι των προγόνων, σταµάτα!”,
φώναξε ο Ραµ ορµώ- ντας κατά της γυναίκας. Η δρυΐδισσα,
απειλώντας τον αντίπαλο, τού έριξε µια διαπεραστική µατιά, σα
µαχαιριά. Αλλά ο κεραυνός κύλησε µες στα πυκνά σύννεφα και στη
λάµψη µιας αστραπής φανερώθηκε µια λαµπρή µορφή. Το δάσος ω-
χρίασε, η δρυΐδισσα έπεσε σαν κεραυνόπληκτη και, καθώς κόπηκαν τα
δεσµά του αιχµαλώτου, αυτός κοίταξε το φωτεινό γίγαντα µε µια
φοβισµένη κίνηση. Ο Ραµ δεν έτρεµε, γιατί µέσα στα χαρακτηριστικά
του φαντάσµατος αναγνώρισε το θείο ον, που του είχε ήδη µιλήσει
κάτω από τη βελανιδιά. Αυτή τη φορά του φάνηκε ωραιότερο, γιατί
όλο του το σώµα ακτινοβολούσε από φως. Κι ο Ραµ είδε ότι βρισκόταν
µέσα σ’
έναν ανοιχτό ναό, µε πλατείς στόλους. Στη θέση του θυσιαστηρίου
υψωνόταν ένας βωµός. Κοντά εκεί παρέµενε ο πολεµιστής, που τα
µάτια του έδειχναν πάντα το φόβο του θανάτου. Η γυναίκα, πεσµένη
πάνω στις πλάκες, φαινόταν πεθαµένη. Το ουράνιο πνεύµα κρατούσε
στο δεξί του χέρι µια λαµπάδα και στο αριστερό του ένα κύπελλο.
Χαµογέλασε µε ευ- µένεια κι είπε: “Ραµ, είµαι ευχαριστηµένος από
σένα. Τη βλέπεις αυτή τη λαµπάδα; Είναι το ιερό πυρ του θείου
Πνεύµατος. Το βλέπεις αυτό το ποτήρι; Είναι το ποτήρι της Ζωής και
της Αγάπης. Δώσε τη λαµπάδα στον άνδρα και το ποτήρι στη γυναίκα.
Ο Ραµ έκανε όπως τον διέταξε το Πνεύµα. Μόλις η λαµπάδα βρέθηκε
στα χέρια του άνδρα και το κύπελλο στα χέρια της γυναίκας, η φωτιά
άναψε µόνη της πάνω στο βωµό, κι οι δυο τους ακτινοβόλησαν
µεταµορφωµένοι µέσα στη λάµψη της, σαν να ήταν ο θείος κι η θεία
Σύζυγος. Ταυτόχρονα ο ναός µεγάλωσε: οι στύλοι του ανέβηκαν ως
τ ο ν ο υ ρ α ν ό , ο θ ό λ ο ς τ ο υ έ γ ι ν ε τ ο σ τ ε ρ έ ω µ α . Τό τ ε ο Ρ α µ ,
παρασυρµένος απ’ το όνειρό του, είδε τον εαυτό του µεταφερµένο
στην κορυφή ενός βουνού κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Όρθιο κοντά
του, το Πνεύµα τού εξηγούσε το νόηµα των αστερισµών και τον έκανε
να διαβάζει µέσα στα λαµπερά σηµεία του ζωδιακού τα πεπρωµένα της
ανθρωπότητας.
“Θαυµαστό Πνεύµα, ποιος είσαι;”, είπε ο Ραµ. Και το Πνεύµα
αποκρίθηκε: “Με ονοµάζουν Δέβα-Ναχούσσα, θεία Διάνοια. Θα
σκορπίσεις την ακτίνα µου πάνω στη γη, και πάντοτε θα έρχοµαι όταν
µε καλείς. Τώρα συνέχισε το δρόµο σου. Πήγαινε!” —και µε το χέρι
του το Πνεύµα έδειξε την Ανατολή.

3. Η Έξοδος και η Καιάκτηση


ΜΈΣΑ Σ ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ, σαν µέσα σ’ αστραποβόλο φως, ο Ραµ είδε
την αποστολή του και τη µεγάλη µοίρα της φυλής του. Έκτοτε δε
δίστασε πια. Αντί να κηρύξει τον πόλεµο µεταξύ των πατριών της
Ευρώπης, αποφάσισε να παρασύρει τους εκλεκτούς της φυλής του στο
κέντρο της Ασίας.
Ανήγγειλε στους δικούς του ότι θα εγκαθίδρυε τη λατρεία του ιερού
πυρός που θ’ αποτελούσε την ευτυχία των ανθρώπων· ότι οι
ανθρώπινες θυσίες θα καταργούνταν δια παντός· ότι οι πρόγονοι θα
καλούνταν πλέον όχι από αιµοβόρες ιέ-
ρειες, πάνω σ’ άγρια βράχια αποσχάζοντας ανθρώπινο αίµα, αλλά σε
κάθε εστία, από το σύζυγο και τη σύζυγο που θα ενώνονταν στη µία
και την αυτή δέηση, σ’ έναν ύµνο λατρείας, κοντά στη φωτιά που
εξαγνίζει. Ναι, η ορατή φωτιά του βωµού, σύµβολο κι αγωγός του
αόρατου θείου πυρός, θα ένωνε την οικογένεια, την πάτριά, τη φυλή κι
όλους τους λαούς, ως κέντρο του ζώντος Θεού επί της γης. Αλλά για
να µαζευτεί αυτή η συγκοµιδή, έπρεπε να χωριστεί η ήρα από το
σιτάρι, έπρεπε όλοι οι τολµηροί να ετοιµαστούν να εγκαταλείψουν την
Ευρώπη για να κατακτήσουν µια νέα γη, µια παρθένα γη. Εκεί ο Ραµ
θα έδινε το νόµο του· εκεί θα έδινε τη λατρεία του πυρός που
ανανεώνει.
Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή µ’ ενθουσιασµό από ένα λαό νέο και
διψασµένο για περιπέτειες. Φωτιές αναµµένες και διατηρούµενες για
πολλούς µήνες πάνω στα βουνά υπήρξαν το µήνυµα της µαζικής
µετανάστευσης για όλους εκείνους που ήθελαν ν’ ακολουθήσουν τον
Κριό. Η τεράστια µετανάστευση, µε επικεφαλής το µεγάλο αυτό
ποιµένα των λαών, κινήθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς το κέντρο
της Ασίας. Κατά µήκος του Καυκάσου χρειάστηκε να κυριεύσει πολλά
κυκλώπεια φρούρια των Μαύρων. Σε ανάµνηση των νικών αυτών, οι
λευκές αποικίες σκάλισαν αργότερα γιγαντιαίες κεφαλές κριών στους
βράχους του Καυκάσου. Ο Ραµ αποδείχθηκε άξιος της υψηλής του
αποστολής. Εξοµάλυνε τις δυσκολίες, διείσδυε µες στους στοχασµούς,
προέβλεπε το µέλλον, θεράπευε τις ασθένειες, καθησύχαζε όσους
επαναστατούσαν, διήγειρε το θάρρος. Έτσι οι ουράνιες δυνάµεις, που
τις ονοµάζουµε Πρόνοια, ήθελαν την κυριαρχία της βόρειας φυλής επί
της γης κι έριχναν, µέσω του πνεύµατος του Ραµ, φωτεινές ακτίνες
πάνω στο δρόµο της. Η φυλή αυτή είχε ήδη αποκτήσει µια δεύτερη
τάξη εµπνευσµένων, για να την αποσπάσουν από την άγρια
κατάσταση. Αλλά ο Ραµ, που πρώτος αντιλήφθηκε τον κοινωνικό νόµο
σαν έκφραση του θείου νόµου, υπήρξε ο απευθείας και πρώτης τάξης
εµπνευσµένος.
Σ ύ ν α ψ ε φ ι λ ί α µ ε τ ο υ ς Το υ ρ ά ν ι ο υ ς — π α λ ι ά σ κ υ θ ι κ ή φ υ λ ή
διασταυρωµένη µε την κίτρινη, που κατείχε την Άνω Ασία — και τους
παρέσυρε στην κατάκτηση του Ιράν, απ’ όπου έδιωξε εντελώς τους
Μαύρους, γιατί ήθελε το κέντρο της Ασίας να το καταλάβει ένας λαός
που να είναι γνήσιο κοµµάτι της λευκής φυλής και έτσι να καταστεί
εστία φωτός για όλους τους άλλους. Θεµελίωσε εκεί την πόλη Βερ,
πόλη θαυµάσια, όπως
λέει ο Ζωροάστρης. Δίδαξε το όργωµα και τη σπορά της γης,
υπήρξε ο πατέρας του σιταριού και του αµπελιού. Δηµιούργησε τις
κοινωνικές τάξεις σύµφωνα µε τα επαγγέλµατά τους και διαίρεσε το
λαό σε ιερείς, πολεµιστές, γεωργούς και τεχνίτες. Κατ’ αρχάς, οι
τάξεις δεν ήταν καθόλου αντίπαλες. Το κληρονοµικό προνόµιο, πηγή
µίσους και ζηλοτυπίας, δεν εισήχθη παρά αργότερα. Απαγόρευσε τη
δουλεία, όπως και το φόνο, επιβεβαιώνοντας ότι η υποδούλωση
ανθρώπου από άνθρωπο ήταν η πηγή όλων των δεινών. Όσον αφορά τη
φάρα, την αρχέγονη αυτή οµάδα της λευκής φυλής, ο Ραµ τη
διατήρησε όπως ήταν, και της επέτρεψε να εκλέγει τους αρχηγούς και
τους δικαστές της.
Η µεγαλύτερη επιτυχία του Ραµ, το κατεξοχήν εκπολιτιστικό µέσο,
υπήρξε ο καινούριος ρόλος που έδωσε στη γυναίκα. Ως τότε ο άνδρας
δεν είχε γνωρίσει τη γυναίκα παρά µε δύο µορφές: ή ως εξαθλιωµένη
δούλα της καλύβας του, που την ταλαιπωρούσε και την
κακοµεταχειριζόταν κτηνωδώς, ή σαν εκστατική ιέρεια της βελανιδιάς
και του βράχου, της οποίας ζητούσε την εύνοια κι η οποία τον
εξούσιαζε παρά τη θέλησή του, γοητευτική και τροµερή µάγισσα, που
φοβόταν τους χρησµούς της και µπροστά της έτρεµε η προληπτική
ψυχή του. Η ανθρωποθυσία ήταν η εκδίκηση της γυναίκας εναντίον
του άνδρα, όταν βύθιζε το µαχαίρι µες στην καρδιά του άγριου
τυράννου της. Καταργώντας τη φρικιαστική αυτή λατρεία και
υψώνοντας τη γυναίκα ενώπιον του άνδρα στα θεία καθήκοντα της
συζύγου και της µητέρας, ο Ραµ την έκανε ιέρεια της εστίας, φύλακα
του ιερού πυρός, ίση µε το σύζυγο, να επικαλείται µαζί µ’ αυτόν την
ψυχή των Προγόνων.
Όπως όλοι οι µεγάλοι νοµοθέτες, έτσι κι ο Ραµ δεν έκανε τίποτα
άλλο από το ν’ αναπτύξει, οργανώνοντάς τα, τα ανώτερα ένστικτα της
φυλής του. Για να στολίσει και να εξωραΐ- σει τη ζωή, διέταξε ο Ραµ
τέσσερις µεγάλες γιορτές κατ’ έτος. Η πρώτη ήταν η γιορτή της
άνοιξης ή των γεννήσεων. Ήταν αφιερωµένη στην αγάπη του συζύγου
και της συζύγου. Η γιορτή του θέρους ή των συγκοµιδών ανήκε στους
γιους και τις θυγατέρες που πρόσφεραν τα πρωτόλεια της εργασίας
τους στους γονείς. Τη γιορτή του φθινοπώρου τη γιόρταζαν οι πατέρες
και οι µητέρες: αυτοί έδιναν τότε καρπούς στα παιδιά τους, σε ένδειξη
ευχαρίστησης. Η πιο ιερή και µυστηριώδης γιορτή ήταν αυτή των Νοέλ
ή των µεγάλων σπόρων. Ο Ραµ την αφιέρωσε συγχρόνως στα
νεογέννητα παιδιά,
τους καρπούς του έρωτα που συνελήφθησαν την άνοιξη, και στις
ψυχές των νεκρών, στους Προγόνους. Σηµείο συνδέσµου µεταξύ
ορατού κι αοράτου, η θρησκευτική αυτή τελετή ήταν συγχρόνως ο
αποχαιρετισµός προς τις ψυχές που πέταξαν κι ο µυστικός χαιρετισµός
προς εκείνες που επανέρχονται για να ενσαρκωθούν µέσα στις µητέρες
και να ξαναγεννηθουν µέσα στα παιδιά. Κατά την άγια εκείνη νύχτα,
οι αρχαίοι Ά- ριοι µαζεύονταν στα ιερά της Αεριάνα-Βαέγια, όπως
έκαναν άλλοτε µες στα δάση τους. Με φωτιές και µε τραγούδια
γιόρταζαν το αρχίνισµα του γήινου και του ηλιακού έτους, τη
βλάστηση της φύσης µες στην καρδιά του χειµώνα, το σκίρτηµα της
ζωής µες στα βάθη του θανάτου. Έψαλλαν το παγκόσµιο φίληµα του
ουρανοΰ µε τη γη και τη θριαµβευτική γέννηση του νέου Ήλιου από τη
µεγάλη Νυχτα-Μητέρα.
Ο Ραµ συνέδεε έτσι την ανθρώπινη ζωή µε τον κύκλο των εποχών,
µε τις αστρονοµικές περιόδους. Ταυτόχρονα, έκανε ώστε να προβάλλει
το θεϊκό τους νόηµα. Επειδή ίδρυσε τόσο γόνιµους θεσµούς, ο
Ζωροάστρης τον ονοµάζει “αρχηγό των λαών, πολυευτυχισµένο
µονάρχη”. Γι’ αυτό ο Ινδός ποιητής Βαλµίκης, µολονότι µεταφέρει τον
ήρωα σε µια εποχή πολύ µεταγενέστερη και µέσα στην πολυτέλεια
ενός πολιτισµού πιο προχωρηµένου, του διατηρεί όµως τα
χαρακτηριστικά ενός τόσο υψηλοΰ ιδεώδους. “Ο Ράµα, που είχε µάτια
όµοια µε γαλάζιο λωτό”, λέει ο Βαλµίκης, “ήταν ο κυρίαρχος του
κόσµου, ο κύριος της ψυχής του κι η αγάπη των ανθρώπων, ο πατέρας
κι η µητέρα των υπηκόων του. Κατόρθωσε να δέσει όλα τα όντα µε τα
δεσµά του έρωτα”.
Εγκαταστηµένη στο Ιράν, στους πρόποδες των Ιµαλαΐων, η λευκή
φυλή δεν ήταν ακόµα κυρίαρχη του κόσµου. Έπρεπε η
εµπροσθοφυλακή της να εισχωρήσει µέσα στις Ινδίες, στο κέντρο των
Μαύρων, οι οποίοι ήταν οι παλιοί νικητές της ερυθρής και της
κίτρινης φυλής. Η Ζενδ-Αβέστα µιλά γι’ αυτήν την πορεία του Ράµα
κατά των Ινδιών 11 . Η ινδική εποποιία την έκανε αγαπηµένο της θέµα.
Ο Ράµα υπήρξε ο κατα- κτητής της χώρας εκείνης που περικλείει το
Ιµαβάτ, τη χώρα των ελεφάντων, των τίγρεων και των ζαρκαδιών.
Διέταξε την πρώτη επίθεση και διηυθυνε την πρώτη ώθηση της
γιγαντιαί- ας αυτής πάλης, κατά την οποία δυο φυλές διεκδικοΰσαν
χωρίς να το ξέρουν το σκήπτρο του κόσµου. Η ποιητική παράδοση των
Ι ν δ ι ώ ν , υ π ο σ τ η ρ ί ζο ν τ α ς ό τ ι ε ί ν α ι π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο υ π ό θ ε σ η τ ω ν
απόκρυφων παραδόσεων των ναών, παριστάνει την
πάλη αυτή ως αγώνα µεταξύ της λευκής και της µαύρης µαγείας.
Στον πόλεµό του εναντίον των λαών και των βασιλιάδων της χώρας
των Δζαµποϋ, όπως την ονόµαζαν τότε, ο Ραµ ή Ράµα, όπως τον
αποκάλεσαν οι Ανατολίτες, ανέπτυξε µέσα θαυµαστά µεν κατ’
επιφάνεια, διότι είναι ανώτερα των συνηθισµένων ικανοτήτων της
ανθρωπότητας, τα οποία όµως οι µεγάλοι µυηµένοι χρωστούν στη
γνώση και το χειρισµό των απόκρυφων δυνάµεων της φύσης. Σ’ ένα
σηµείο η παράδοση λέει ότι έκανε ν’ αναβρύσουν πηγές από µία
έρηµο· σ’ άλλο, ότι βρήκε απροσδόκητα τροφή, ένα είδος µάννα, του
οποίου δίδαξε τη χρησιµοποίηση· άλλου, ότι έκανε να εξαλειφθεί
κάποια επιδηµία µε τη χρήση ενός φυτοΰ ονοµαζόµενου χοµ (το
άµωµον των Ελλήνων, η περσέα των Αιγυπτίων), απ’ το οποίο
παραγόταν ένας σωτήριος χυµός. Το φυτό αυτό έγινε ιερό µεταξύ των
οπαδών του κι αντικατέστησε τον ιξό της βελανιδιάς, που τον
διατήρησαν οι Κέλτες της Ευρώπης.
Ο Ράµα χρησιµοποιούσε εναντίον των εχθρών του παντός είδους
γόητρα. Οι ιερείς των Μαύρων δε βασίλευαν πια παρά µε την άσκηση
µιας ταπεινής λατρείας. Είχαν τη συνήθεια να τρέφουν µέσα στους
ναούς τους τεράστια φίδια και πτεροδάκτυλους, σπάνια λείψανα των
προκατακλυσµιαίων ζώων. Ανάγκαζαν τον όχλο να λατρεύει τα ζώα
αυτά ως θεούς και τον τροµοκρατούσαν. Στα φίδια αυτά έδιναν ως
τροφή τις σάρκες των αιχµαλώτων. Άλλοτε ο Ράµα εµφανιζόταν
ξαφνικά µέσα στους ναούς αυτους, µε δαδιά, διώχνοντας, τροµάζοντας,
δαµάζοντας τα φίδια και τους ιερείς. Άλλοτε πάλι παρουσιαζόταν στο
εχθρικό στρατόπεδο, εκτεθειµένος κι ανυπεράσπιστος µπροστά σ’
εκείνους που ζητούσαν το θάνατό του, κι έφευγε χωρίς να τολµήσει
κανείς να τον πειράξει. Όταν δε ανακρίνονταν αυτοί που τον είχαν
αφήσει να ξε- φύγει, απαντούσαν ότι µόλις αντίκριζαν το βλέµµα του
είχαν αισθανθεί τον εαυτό τους ν’ απολιθώνεται —ή καλύτερα ότι,
καθώς αυτός µιλούσε, ένα χάλκινο βουνό είχε παρεµβληθεί µεταξύ
αυτών κι εκείνου κι είχαν πάψει να τον βλέπουν. Τέλος, ως κορωνίδα
του έργου του, αποδίδει η επική παράδοση των Ινδιών στο Ράµα την
κατάκτηση της Κεϋλάνης, που ήταν το τελευταίο καταφύγιο του
µαϋρου µάγου Ραβανά. Ο Ράµα έκανε ώστε να βρέξει πάνω στο µάγο
πύρινο χαλάζι, αφού προηγουµένως κατασκεύασε µια γέφυρα πάνω στη
θάλασσα, µε τη βοήθεια µιας στρατιάς πιθήκων. Αυτοί οι πίθηκοι
µοιά-
ζουν πολύ µε κάποιον πρωτόγονο πληθυσµό άγριων δίχειρων, που
παρασΰρθηκαν και ενθουσιάσθηκαν µε αυτόν το µεγάλο γητευτή των
εθνών.

4. Η διαθήκη του ρεγάλου Προγόνου


ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ , µε τη µεγαλοφυΐα του, µε την καλοσύνη του, λένε
τα ιερά βιβλία της Ανατολής, ο Ράµα έγινε ο κύριος των Ινδιών κι ο
πνευµατικός άρχοντας της γης. Οι ιερείς, οι βασιλιάδες και οι λαοί
υποκλίνονταν µπροστά του, όπως µπροστά σ’ έναν ουράνιο ευεργέτη.
Υπό το έµβληµα του Κριού, οι απεσταλµένοι του διέδωσαν µακριά τον
άριο νόµο, ο οποίος κήρυττε την ισότητα των νικητών και των ηττηµέ-
νων, την κατάργηση των ανθρωποθυσιών και της δουλείας, το σεβασµό
της γυναίκας µέσα στην οικιακή εστία, τη λατρεία των προγόνων και
το θεσµό του ιερού πυρός, ορατού συµβόλου του άρρητου Θεού.
Ο Ράµα είχε γεράσει. Τα γένια του είχαν ασπρίσει, αλλά το σφρίγος
δεν είχε εγκαταλείψει το σώµα του κι επάνω στο µέτωπό του έλαµπε η
µεγαλοπρέπεια των αρχιερέων της αλήθειας. Οι βασιλείς κι οι
απεσταλµένοι των λαών του πρόσφε- ραν την υπέρτατη εξουσία.
Ζήτησε ενός έτους προθεσµία για να σκεφτεί κι είδε ξανά ένα όνειρο
— γιατί το πνεύµα που τον ενέπνεε του µιλούσε στη διάρκεια του
ύπνου.
Ξαναείδε τον εαυτό του µέσα στα δάση της νεότητάς του. Ο ίδιος
είχε γίνει και πάλι νέος και φορούσε τη λινή εσθήτα των δρυϊδών.
Ήταν φεγγάρι. Ήταν η άγια νύχτα, η Νυχτα- Μητέρα, κατά την οποία
οι λαοί περιµένουν την αναγέννηση του ηλίου του έτους.
Ο Ράµα βάδιζε κάτω απ’ τις βελανιδιές, προσηλωµένος όπως άλλοτε
στις µυστηριώδεις φωνές του δάσους. Μια ωραία γυναίκα ήρθε προς το
µέρος του. Κρατούσε ένα µεγαλόπρεπο στέµµα. Τα ξανθά της µαλλιά
είχαν το χρώµα του χρυσαφιού, η επιδερµίδα της είχε τη λευκότητα
του χιονιού και τα µάτια της τη βαθιά λάµψη του γαλάζιου ύστερα απ’
την καταιγίδα. Του είπε: “Ήµουν η άγρια Δρυΐδισσα· εξαιτίας σου
έγινα η ακτινοβόλος Σύζυγος. Και τώρα ονοµάζοµαι Σιτά. Είµαι η
γυναίκα που δόξασες, είµαι η λευκή φυλή, είµαι η σύζυγός σου. Ω
κύριέ µου, ω βασιλιά µου! Για µένα δεν πέρασες ποταµούς, δε γήτεψες
λαούς, δε συνέτριψες βασιλιάδες;
Να η ανταµοιβή. Πάρε αυτό το στέµµα από τα χέρια µου, βάλ’ το
πάνω στο κεφάλι σου και βασίλεψε µαζί µου στον κόσµο!”. Ήταν
γονατισµένη, σε στάση ταπεινή κι υποταγµένη, προσφέροντας το
στέµµα της γης. Οι πολύτιµοι λίθοι της πε- τοΰσαν φωτιές, η µέθη του
έρωτα χαµογελούσε µέσα στα µάτια της γυναίκας. Κι η ψυχή του
µεγάλου Ράµα, του ποιµένα των λαών, συγκινήθηκε απ’ αυτό το
θέαµα. Αλλά όµως, όρθιος πάνω στην κορυφή των δασών, ο Δεβα-
Ναχοΰσσας, το πνεύµα του, του φανερώθηκε και του είπε: “Αν βάλεις
αυτό το στέµµα πάνω στο κεφάλι σου, ο θείος Νους θα σ’ εγκατα-
λείψει· δε θα µε ξαναδείς πια. Αν σφίξεις τη γυναίκα αυτή στην
αγκαλιά σου, θα πεθάνει από ευτυχία. Αλλά αν αρνηθείς να την
αποκτήσεις, θα ζήσει ευτυχισµένη κι ελεύθερη πάνω στη γη και το
αόρατο πνεύµα σου θα βασιλεύει πάνω της. Διάλεξε: ή να την
ακούσεις ή να µε ακολουθήσεις”.
Η Σιτά, πάντοτε γονατισµένη, κοίταζε τον κύριο της µε µάτια
σβησµένα από έρωτα, κι ικετευτικά περίµενε την απάντηση. Ο Ράµα
σιώπησε µια στιγµή. Το βλέµµα του, βυθισµένο µες στα µάτια της
Σιτά, µετρούσε την άβυσσο που χωρίζει την πλήρη κατοχή από τον
αιώνιο αποχαιρετισµό. Αλλά καταλαβαίνοντας ότι η υπέρτατη αγάπη
είναι µια υπέρτατη απάρνηση, έβαλε το απελευθερωτικό του χέρι πάνω
στο µέτωπο της λευκής γυναίκας, την ευλόγησε και της είπε: “Χαί- ρε!
Ας είσαι ελεύθερη και µη µε ξεχνάς!”. Αµέσως η γυναίκα
εξαφανίστηκε σαν φάντασµα. Ο βασιλιάς είχε ξαναγίνει γέροντας.
Δάκρυα έβρεχαν τη λευκή του γενειάδα κι από το βάθος των δασών
µια θλιβερή φωνή φώναζε: “Ράµα! Ράµα!”.
Αλλά ο Δέβα-Ναχούσσας, το αστραφτερό Πνεύµα του φωτός,
φώναξε: “Σ’ εµένα!”. Και το θείο Πνεύµα µετέφερε το Ράµα πάνω σ’
ένα βουνό, στα βόρεια του Ιµαβάτ.
Μετά απ’ το όνειρο αυτό, που του υποδείκνυε ότι η αποστολή του
είχε εκπληρωθεί, ο Ράµα συγκέντρωσε όλους τους βασιλείς και τους
απεσταλµένους των λαών και τους είπε: “Δε θέλω την υπέρτατη
εξουσία που µου προσφέρετε. Κρατήστε τα στέµµατά σας και τηρήστε
το νόµο µου. Η αποστολή µου τελείωσε. Αποσύροµαι για πάντα µαζί
µε τους µυηµένους αδελφούς µου πάνω σ’ ένα βουνό της Αεριάνα-
Βαέγια. Από ’κεί θα επαγρυπνώ για σας. Να είστε άγρυπνοι για την
ιερή φωτιά! Αν τύχει και σβηστεί, θα ξαναεµφανιστώ ανάµεσά σας ως
δικαστής κι ως τροµερός εκδικητής!”.
Τότε αποσύρθηκε µε τους δικούς του πάνω στο βουνό Αλ-
µπορί, µεταξύ Βαλκ και Βαµιάν, σ’ ένα αναχωρητήριο, γνωστό µόνο
στους µυηµένους. Εκεί δίδασκε στους µαθητές του ό,τι ήξερε από τα
µυστικά της γης και του µεγάλου Όντος. Εκείνοι πήγαν και µετέφεραν
µακριά, στην Αίγυπτο και µέχρι την Οξιτανία, το ιερό πυρ, σύµβολο
της θείας ενότητας των πραγµάτων, και τα κέρατα του κριού, έµβληµα
της άριας θρησκείας. Τα κέρατα αυτά έγιναν τα σύµβολα της µύησης,
κι αργότερα της κληρικής και της βασιλικής εξουσίας 12 . Από µακριά ο
Ράµα εξακολουθούσε να επαΥρυπνεί πάνω στους λαούς του και στην
αγαπηµένη του λευκή φυλή.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε µε τον κανονισµό
του ηµερολογίου των Αρίων. Σ’ αυτόν οφείλουµε τα σηµεία του
ζωδιακού κύκλου. Αυτό ήταν η διαθήκη του πατριάρχη των µυηµένων.
Βιβλίο παράξενο, γραµµένο µε τους αστέρες, µε ουράνια ιερογλυφικά,
στο δίχως βάθος και δίχως όρια στερέωµα, από τον Παλαιό των
ηµερών της φυλής µας. Καθορίζοντας τα δώδεκα σηµεία του ζωδιακού,
ο Ράµα τούς απέδωσε τριπλό νόηµα: το πρώτο αναφέρεται στις
επιδράσεις του ήλιου κατά τους δώδεκα µήνες του έτους· το δεύτερο
διηγείται κατά κάποιο τρόπο τη δική του ιστορία - το τρίτο υποδείκνυε
τα απόκρυφα µέσα που ο Ράµα χρησιµοποίησε για να φτάσει το σκοπό
του. Να γιατί τα σηµεία αυτά, διαβασµένα µε αντίστροφη σειρά,
έγιναν αργότερα τα µυστικά εµβλήµατα της βαθµιαίας µύησης 13 .
Παρήγγειλε στους δικούς του να αποκρύψουν το θάνατό του και να
ε ξα κο λ ο υ θ ή σ ο υ ν τ ο έ ρ γ ο τ ο υ , δ ι α ι ω ν ί ζο ν τ α ς τ η µ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς
αδερφοσύνη. Επί αιώνες οι λαοί πίστευαν ότι ο Ράµα, φορώντας την
τιάρα του µε τα κέρατα του κριού, ήταν πάντα ζωντανός, πάνω στο
άγιο βουνό του. Στους βεδικούς χρόνους, ο Μέγας Πρόγονος έγινε
Γιάµας, ο κριτής των νεκρών, ο ψυχοποµπός Ερµής των Ινδιών.

5. Η βεδική θρησκεία
ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΉ ΤΟΥ µεγαλοφυΐα, ο µεγάλος µυητής των Αρίων είχε
δηµιουργήσει στο κέντρο της Ασίας, µέσα στο Ιράν, ένα λαό, µία
κοινωνία, ένα στρόβιλο ζωής, που έµελλαν ν’ ακτινοβολήσουν προς
κάθε κατεύθυνση. Οι αποικίες των πρώτων Αρίων εξαπλώθηκαν στην
Ασία και την Ευρώπη φέρνοντας µαζί τους τα ήθη τους, τις λατρείες
τους και τους θε-
ούς τους. Απ’ όλες τις θρησκείες ο κλάδος των Αρίων των Ινδιών
πλησιάζει περισσότερο προς τους αρχικούς Άριους.
Τα ιερά βιβλία των Ινδιών, οι βέδες, έχουν για εµάς τριπλή αξία.
Κατά πρώτον, µας οδηγούν προς την εστία της αρχαίας και αγνής
άριας θρησκείας, της οποίας οι βεδικοί ύµνοι είναι οι λαµπρές ακτίνες.
Μας δίνουν έπειτα το κλειδί των Ινδιών. Τέλος, µας παρουσιάζουν µια
πρώτη αποκρυστάλλωση των ιδεών-µητέρων της εσωτερικής
διδασκαλίας και όλων των αρίων θρησκειών 14 .
Ας περιοριστούµε σε µία σύντοµη επισκόπηση του περιβλήµατος
και του πυρήνα της βεδικής θρησκείας.
Δεν υπάρχει τίποτα απλούστερο και πιο µεγαλειώδες από τη
θρησκεία αυτή, στην οποία µια βαθιά φυσιολατρία αναµειγνύεται µ’
έναν υπερβατικό πνευµατισµό. Προτού ανατεί- λει η ηµέρα, ο άνδρας,
ο αρχηγός της οικογένειας, είναι όρθιος µπροστά απ’ τον πήλινο βωµό,
όπου καίει φωτιά αναµµένη µε δυο κοµµάτια ξύλο. Στο λειτούργηµά
του αυτό, ο ίδιος ο αρχηγός είναι συγχρόνως πατέρας, ιερέας και
βασιλιάς της θυσίας. Ενώ η αυγή προβάλλει, λέει ένας βεδικός
ποιητής, “σα µια γυναίκα που βγαίνει από το λουτρό και που ύφανε το
οµορφότερο πέπλο”, ο αρχηγός απαγγέλλει µία προσευχή, µια
επίκληση προς την Ούσα (την Αυγή), το Σαβί- τρη (τον Ήλιο) και τους
Ασούρες (τα πνεύµατα της ζωής). Η µητέρα και οι γιοι χύνουν το
αφέψηµα της ασκληπιάδας, το σόµα, µέσα στον Αγνή, τη φωτιά. Κι η
φλόγα που ανεβαίνει προς τον ουρανό φέρνει στους αόρατους θεούς
την εξαγνισµένη δέηση, η οποία βγαίνει από τα χείλη του πατριάρχη
και από την καρδιά της οικογένειας.
Η ψυχική κατάσταση του βεδικού ποιητή είναι αποµακρυσµένη
τόσο από την ελληνική αισθησιοκρατία (µιλώ για τις λαϊκές λατρείες
της Ελλάδας, όχι για τη διδασκαλία των Ελλήνων µυστών), που
φαντάζεται τους κοσµικούς θεούς µε ωραία ανθρώπινα σώµατα, όσο κι
από τον ιουδαϊκό µονοθεϊσµό, που λατρεύει τον άµορφο Αιώνιο, τον
πανταχού παρόντα. Για το βεδικό ποιητή, η φύση µοιάζει µε ένα
διαφανές πέπλο, πίσω από το οποίο κινούνται δυνάµεις αστάθµητες
και θεϊκές. Αυτές τις δυνάµεις επικαλείται, αυτές λατρεύει, αυτές
προσωποποιεί, αλλά χωρίς να παραπλανάται από τις µεταφορές του.
ΓΓ αυτόν ο Σαβίτρης δεν είναι τόσο ο ήλιος, όσο ο Βιβασβάτης, η
δηµιουργός δύναµη της ζωής, την οποία αυτός εµψυχώνει κι η οποία
ζωογονεί το ηλιακό σύστηµα. Ο
Ίνδρας, ο θείος πολεµιστής, που διατρέχει τον ουρανό πάνω στο
χρυσό του άρµα, που εξακοντίζει τον κεραυνό και σκίζει τα σύννεφα,
προσωποποιεί τη δύναµη του ίδιου ήλιου µέσα στην ατµοσφαιρική
ζωή, µέσα στη µεγάλη διαφάνεια των αέρων.
Όταν επικαλούνται το Βαρούνα, τον ουρανό των Ελλήνων, το θεό
του απείρου, του φωτεινού ουρανού που περιβάλλει όλα τα πράγµατα,
οι βεδικοί ποιητές ανέρχονται ακόµα υψηλότερα. “Αν ο Ίνδρας
αντιπροσωπεύει την ενεργό και µαχητική ζωή του ουρανού, ο
Βαρούνας παριστάνει την ακίνητη µεγαλειότητά του. Τίποτα δε φτάνει
τη µεγαλοπρέπεια των περιγραφών που κάνουν γι’ αυτόν οι ύµνοι. Ο
ήλιος είναι ο οφθαλµός του, ο ουρανός η φορεσιά του, η θύελλα η
αναπνοή του. Αυτός εγκατέστησε πάνω σ’ ασάλευτα θεµέλια τον
ουρανό και τη γη, κι αυτός τα κρατεί χωρισµένα. Δηµιούργησε το παν
και συντηρεί το παν. Τίποτα δε θα µπορούσε να πειράξει τα έργα του
Βαρούνα. Τίποτα δεν τον διαπερνά· αλλά αυτός τα γνωρίζει όλα και
βλέπει όλα όσα υπάρχουν και θα υπάρχουν. Από τις κορυφές του
ουρανού, όπου εδρεύει µέσα σ’ ένα παλάτι µε χίλιες πόρτες, διακρίνει
τα ίχνη των πουλιών στον αέρα και τα ίχνη των πλοίων πάνω στα
κύµατα. Από ’κεί, από το ύψος του χρυσού και µε χάλκινα θεµέλια
θρόνου του, επιθεωρεί και κρίνει τις ενέργειες των ανθρώπων. Είναι
αυτός που συγκρατεί την τάξη στο σύµπαν και στην κοινωνία. Τιµωρεί
τον ένοχο. Είναι φιλεύσπλαχνος προς τον άνθρωπο που µετανοεί. Έτσι
λοιπόν, προς αυτόν υψώνεται η κραυγή της αγωνίας της τύψης. Μπρος
στην όψη του έρχεται ο αµαρτωλός να ελαφρωθεί από το βάρος του
κρίµατός του. Αλλού η βεδική θρησκεία είναι υµνητική, άλλοτε υψηλά
θεωρητική. Με το Βαρούνα, κατεβαίνει στα βάθη της συνείδησης και
πραγµατοποιεί την έννοια της αγνότητας 15 ”. Ας προσθέσουµε ότι
ανυψώνεται στην καθαρή έννοια ενός µόνου Θεού, ο οποίος διεισδύει
κι εξουσιάζει το µέγα Σύµπαν.
Εντούτοις, οι µεγαλειώδεις αυτές εικόνες, οι οποίες στους ύµνους
κυλούν σε πλατιά κύµατα, σαν ορµητικά ποτάµια, δε µας δίνουν παρά
το περίβληµα των βεδών. Με την έννοια του Αγνή, του θείου πυρός,
προσεγγίζουµε τον πυρήνα της διδασκαλίας, την εσωτερική κι
υ π ε ρ β α τ ι κ ή τ η ς ο υ σ ί α . Π ρ ά γ µ α τ ι , ο Αγ ν ή ς ε ί ν α ι ο κο σ µ ι κό ς
παράγοντας, το κατεξοχήν παγκόσµιο στοιχείο. “Δεν είναι µόνο η
γήινη φωτιά της αστραπής και του ήλιου. Η αληθινή του πατρίδα είναι
ο αόρατος, ο µυ-
στικός ουρανός, έδρα του αιώνιου φωτός και των πρώτων αρχών
όλων των πραγµάτων. Οι γεννήσεις του είναι άπειρες: είτε αναπηδά
µέσα από το ξύλο, όπου κοιµάται όπως το έµβρυο µέσα στη µήτρα,
είτε ορµά ως “γιος των κυµάτων”, µαζί µε τη βροντή, από τις ουράνιες
ακτές, όπου οι Ασβιναίοι, οι ουράνιοι ιππότες, τον παρήγαγαν. Είναι ο
πρεσβυτερος των θεών, αρχιερέας στον ουρανό όπως και επί της γης,
και λειτούργησε µέσα στην έδρα του Βιβασβάτη (του ουρανού ή του
ήλιου) πολύ πριν ο Μαθαρίσβας (η αστραπή) τον µεταφέρει στους
θνητούς, κι ο Αθαρβάνης και οι Αγκίρας, οι παλιοί ιεροθύτες, τον
εγκαταστήσουν εδώ κάτω, ως τον προστάτη, το φιλοξενούµενο και το
φίλο των ανθρώπων. Κύριος και γεννήτορας της θυσίας, ο Αγνής
γίνεται ο κοµιστής όλων των µυστικιστικών θεωριών, των οποίων ο
σκοπός είναι η θρησκεία. Γεννά τους θεούς, οργανώνει τον κόσµο,
παράγει και διατηρεί την παγκόσµια ζωή —µε µία λέξη, είναι
κοσµογονική δύναµη”.
“Το Σόµα είναι το συµπλήρωµα του Αγνή. Στην πραγµατικότητα,
είναι το εκχύλισµα ενός βρασµένου φυτού που χύνεται σπονδή στους
θεούς κατά τη θυσία. Αλλά όπως ο Αγνής, έτσι κι αυτό έχει µια
µυστική ύπαρξη. Η υπέρτατη διαµονή του είναι µέσα στα βάθη του
τρίτου ουρανού, όπου η Σουρί- α, η κόρη του ήλιου, το έχει µαγεµένο.
Εκεί το βρήκε ο Που- σάνης, ο τροφέας θεός. Από εκεί ο Ιέραξ,
σύµβολο της αστραπής, ή και ο ίδιος ο Αγνής, το έκλεψαν από τον
ουράνιο Τοξότη, από το Γανδάρβα, το φύλακά του, και το έφεραν
στους ανθρώπους. Οι θεοί το ήπιαν κι έγιναν αθάνατοι. Οι άνθρωποι
θα γίνουν µε τη σειρά τους, όταν θα το πιουν στη χώρα των µακάρων.
Εν τω µεταξύ, τους δίνει εδώ κάτω το σφρίγος και την πλησµονή των
ηµερών, είναι η αµβροσία και το ύδωρ της νεότητας. Τρέφει, διαπερνά
τα φυτά, ζωογονεί το σπέρµα των ζώων, εµπνέει τον ποιητή και δίνει
την ορµή της προσευχής. Ψυχή του ουρανού και της γης, του Τνδρα
και του Βισνού, σχηµατίζει µαζί µε τον Αγνή ένα αδιαχώριστο ζευγάρι.
Αυτό το ζεύγος άναψε τον ήλιο και τα άστρα”. 16
Η έννοια του Αγνή και του Σόµα περιέχει τα δυο ουσιώδη στοιχεία
του σύµπαντος κατά την εσωτερική διδασκαλία και σύµφωνα µε κάθε
ζωντανή φιλοσοφία. Ο Αγνής είναι το Αιώνιο Άρρεν, ο δηµιουργός
Νους, το αγνό Πνεύµα. Το Σόµα είναι το Αιώνιο Θήλυ, η ψυχή του
κόσµου ή αιθέρια υπόσταση, µήτρα όλων των κόσµων, των ορατών και
αόρατων για τους
οφθαλµούς της σάρκας, και τέλος η φύση ή η λεπτή υλη κατά τις
άπειρες µεταµορφώσεις της 17 . Εποµένως, η τέλεια ένωση των δόο
αυτών όντων αποτελεί το υπέρτατο Ον, την ουσία του Θεού.
Από τις δυο αυτές κεφαλαιώδεις ιδέες προβάλλει µία τρίτη, όχι
λιγότερο γόνιµη. Οι βέδες θεωρουν την κοσµογονική πράξη ως µία
διηνεκή θυσία. Για να παραγάγει κάθε τι που υπάρχει, το υπέρτατο Ον
θυσιάζεται αυτό το ίδιο. Διαµοιράζει τον εαυτό του για να εξέλθει από
την κατάσταση της ενότητάς του. Η θυσία αυτή θεωρείται λοιπόν ως
το ζωτικό σηµείο όλων των λειτουργιών της φύσης. Η ιδέα αυτή που
κα- ταρχάς προκαλεί την έκπληξη, η πολύ βαθιά όταν κανείς τη
σκεφτεί καλά, περιέχει εν σπέρµατι όλη τη θεοσοφική διδασκαλία της
εξέλιξης του Θεού µέσα στον κόσµο, την εσωτερική σύνθεση του
πολυθεϊσµου και του µονοθεϊσµού. Θα γεννήσει τη διονυσιακή
διδασκαλία της πτώσης και της απολύτρωσης των ψυχών, η οποία θα
αναπτυχθεί µε τον Ερµή και τον Ορφέα. Από εκεί θα αναβρύσει η
διδασκαλία περί του θείου Λόγου, την οποία κήρυξε ο Κρίσνας κι η
οποία τελειώ- θηκε µε τον Ιησού Χριστό.
Η θυσία της φωτιάς, µε τις ιεροτελεστίες και τις προσευχές της,
κέντρο αµετάθετο της βεδικής λατρείας, γίνεται έτσι η εικόνα της
µεγάλης αυτής κοσµογονικής πράξης. Οι βέδες αποδίδουν πρωτεύουσα
σηµασία στην προσευχή, στον τύπο της επίκλησης που συνοδεύει τη
θυσία. Γι’ αυτό παριστάνουν την προσευχή ως θεά: τη
Βραχµανασπάτη. Η πίστη στην επι- κλητική και δηµιουργό δύναµη του
ανθρώπινου λόγου, συνο- δευόµενη από την ισχυρή κίνηση της ψυχής
ή από µια έντονη προβολή της θέλησης, είναι η πηγή όλων των
λατρειών κι η λογική της µαγείας στην αιγυπτιακή και τη χαλδαϊκή
διδασκαλία. Για το βεδικό και το βραχµανικό ιερέα, οι Ασουρες, οι
αόρατοι κύριοι, και οι Πιτρίες, οι ψυχές των προγόνων, θεωρούνται
ότι κάθονται πάνω στη χλόη κατά τη διάρκεια της θυσίας,
προσελκυόµενες από τη φωτιά, τους ψαλµους και την προσευχή. Η
γνώση η οποία αναφέρεται στο µέρος αυτό της λατρείας είναι αυτή της
ιεραρχίας των πνευµάτων κάθε τάξης.
Όσον αφορά την αθανασία της ψυχής, οι βέδες τη βεβαιώνουν όσο
το δυνατόν µεγαλόφωνα κι απροκάλυπτα. “Υπάρχει ένα αθάνατο µέρος
του ανθρώπου· αυτό, ω Αγνή, πρέπει να το θερµάνεις µε τις ακτίνες
σου, να το φλογίσεις µε τις
φωτιές σου. Ω Γιαταβέδα, µέσα στο ένδοξο σώµα, το σχηµατισµένο
από σένα, µετάφερέ το στον κόσµο των ευσεβών”. Οι βεδικοί ποιητές
δεν υποδεικνύουν µόνο το πεπρωµένο της ψυχής, ανησυχουν επίσης
και για την καταγωγή της. “Από που γεννήθηκε η ψυχή; Υπάρχουν
ψυχές που έρχονται προς εµάς και φεΰγουν, που φεύγουν και πάλι
έρχονται”. Ιδού αµέσως σε δυο λέξεις η διδασκαλία της
µετενσάρκωσης, η οποία θα παίξει πρωτεύοντα ρόλο στο βραχµανισµό
και το βουδισµό, στους Αιγυπτίους και τους Ορφικούς, στη φιλοσοφία
του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα, το µυστήριο των µυστηρίων, το
άδυτο των άδυτων.
Πώς να µην αναγνωρίσουµε, υστέρα από αυτά, µέσα στις βέδες τις
µεγάλες γραµµές ενός οργανικού θρησκευτικού συστήµατος, µιας
φιλοσοφικής αντίληψης του συµπαντος; Δεν υπάρχει σ’ αυτές η βαθιά
µόνο διαίσθηση των λογικών αληθειών, των προγενέστερων και
ανώτερων από την παρατήρηση, αλλά υπάρχει επιπλέον ενότητα κι
ευρύτητα θεώρησης στην κατανόηση της φύσης, στη διάταξη των
φαινοµένων της. Σαν κρύσταλλο, η συνείδηση του βεδικού ποιητή
αντανακλά τον ήλιο της αιώνιας αλήθειας και µέσα στο λαµπρό αυτό
πρίσµα παίζουν ήδη όλες οι ακτίνες της παγκόσµιας θεοσοφίας. Οι
αρχές της αιώνιας διδασκαλίας είναι µάλιστα πιο ορατές εδώ παρά στα
άλλα ιερατικά βιβλία των Ινδιών και στις άλλες σηµιτικές ή αρχαίες
θρησκείες, εξαιτίας της µοναδικής ελευθεροστοµίας των βεδικών
ποιητών και της διαφάνειας της πρωτόγονης αυτής θρησκείας, της
τόσο υψηλής και τόσο αγνής. Την εποχή εκείνη, η διάκριση µεταξύ
µυστηρίων και λαϊκής λατρείας δεν υπήρχε. Αλλά διαβάζοντας
προσεκτικά τις βέδες, παρατηρούµε ήδη, πίσω από τον πατέρα της
οικογένειας ή το λειτουργό ποιητή των ψαλµών, ένα άλλο πρόσωπο πιο
σπουδαίο: το σοφό, το µυηµένο, από τον οποίο οι άλλοι έλαβαν την
αλήθεια. Βλέπουµε, επίσης, ότι η αλήθεια αυτή µεταβιβάστηκε µέσω
µιας συνεχούς παράδοσης, που ανέρχεται µέχρι τις αρχές της άριας
φυλής.
Ιδού λοιπόν ο άριος λαός ριγµένος στο κατακτητικό κι
εκπολιτιστικό του στάδιο, κατά µήκος του Ινδού ποταµού και του
Γάγγη. Το αόρατο πνεύµα του Ράµα, ο Νους των θείων πραγµάτων, ο
Δεβα-Ναχούσσας βασιλεύει πάνω του. Ο Αγνής, το ιερό πυρ,
κυκλοφορεί µέσα στις φλέβες του. Μία ροδόχρωµη αυγή περιβάλλει
την ηλικία αυτή της νεότητας, της ισχύος, της ενηλικίωσης. Η
οικογένεια συστήθηκε, η γυναίκα
έγινε σεβαστή. Ιέρεια στην οικιακή εστία, συνθέτει κάποτε ή και
ψάλλει η ίδια τους υµνους. “Είθε να ζήσει εκατό φθινόπωρα ο συζυγος
αυτής της γυναίκας!” λέει ένας ποιητής.
Αγαπούν τη ζωή, αλλά πιστεύουν επίσης και στο υπερπέραν. Ο
βασιλιάς κατοικεί σ’ ένα παλάτι πάνω στο λόφο που δεσπόζει στην
περιοχή. Σε καιρό πολέµου ανεβαίνει πάνω σε λαµπρή άµαξα,
ντυµένος µε αστραφτερή πανοπλία, εστεµµένος µε τιάρα - λάµπει σαν
το θεό Ίνδρα.
Αργότερα, όταν οι βραχµάνοι θα εγκαθιδρυσουν την εξουσία τους,
θα δούµε να αναγείρεται, κοντά στο παλάτι του Μαχαραγιά ή του
µεγάλου βασιλιά, η πέτρινη παγόδα, από την οποία θα προέλθουν οι
τέχνες, η ποίηση και το δράµα των θεών, που θα το µιµούνται και θα
το τραγουδούν ιερωµένες χορεύτριες. Επί του παρόντος, υφίστανται
κοινωνικές τάξεις, αλλά χωρίς αυστηρότητα, χωρίς απόλυτο φραγµό. Ο
πολεµιστής είναι ιερέας κι ο ιερέας πολεµιστής, συνηθέστερα δε
ακόλουθος του αρχηγού ή του βασιλιά.
Αλλά να ένα πρόσωπο µε φτωχική όψη, αλλά µε το µέλλον µπροστά
του. Με αχτένιστα µαλλιά και γενειάδα, ηµίγυµνος, σκεπασµένος µε
κόκκινα κουρέλια. Αυτός ο ασκητής, αυτός ο ερηµίτης κατοικεί κοντά
στις ιερές λίµνες, µες στις άγριες ερηµιές, όπου παραδίνεται σε
στοχασµούς και στην ασκητική ζωή. Πότε-πότε έρχεται να νουθετήσει
τον αρχηγό ή το βασιλιά. Συνήθως τον διώχνουν, δεν τον ακοΰν, αλλά
τον σέβονται και τον φοβούνται. Ασκεί ήδη µια φοβερή δύναµη.
Μεταξύ του βασιλιά, που κάθεται πάνω στο χρυσό του αµάξι,
περιτριγυρισµένος από τους πολεµιστές του, και του σχεδόν γυµνου
εκείνου ασκητή, που δεν έχει άλλα όπλα από τη σκέψη του, το λόγο
του και τη µατιά του, θα υπάρξει ένας αγώνας. Κι ο φοβερός νικητής
δε θα είναι ο βασιλιάς - θα είναι ο ερηµίτης, ο αδυνατισµένος ζητιάνος,
γιατί αυτός θα έχει τη γνώση και τη θέληση.
Η ιστορία της πάλης αυτής είναι η ιστορία του βραχµανισµού, όπως
αργότερα θα είναι η ιστορία του βουδισµού, και µέσα σ’ αυτήν
συνοψίζεται περίπου όλη η ιστορία των Ινδιών.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΡΙΣΝΑ
ΟΙ ΙΝΔΙΕΣ ΚΑΙ Η ΒΡΑΧΜΑΝΙΚΗ ΜΥΗΣΗ

Εκείνος που δηµιουργεί αδιάκοπα τους κόσµους είναι τριπλός.


Είναι Βραχµάς, ο Πατέρας· είναι Μάια, η Μητέρα- είναι Βισνούς, ο Γιος· Ουσία,
Υπόσταση και Ζωή. Καθένας περικλείει τους άλλους δυο, και οι τρεις µαζί είναι ένα
µέσα στο Άρρητο.
Βραχµανική διδασκαλία, Ουπανισάδ

Φέρεις µέσα σου έναν υπέροχο χρίλο, που δεν τον ξέρεις. Διότι ο Θεός διαµένει
στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου, αλλά λίγοι ξέρουν να τον βρουν. Ο άνθρωπος που
θυσιάζει τους πόθους του και τα έργα του στο Ον από το οποίο προέρχονται οι αρχές
παντός πράγµατος και από το οποίο σχηµατίστηκε το σόµπαν, επιτυγχάνει µε αυτή
του τη θυσία την τελειότητα. Διότι αυτός που βρίσκει µέσα στον εαυτό του την
ευτυχία του και τη χαρά του, καθώς επίσης και το χρως του, αυτός αποτελεί ένα µε
το Θεό. Λοιπόν, γνώριζέ το, η ψυχή που κατόρθωσε να βρει το Θεό λυτρώθηκε από
την εκ νέου γέννηση κι από το θάνατο, από το γήρας κι από τον πόνο, και πίνει το
νερό της αθανασίας.
Βαγαβαδζίτα

1. Οι ηρωικές Ινδίες - Οι γιοι του ήλιου και οι γιοι της σελήνης

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ της Ινδικής από τους Άριους προήλθε ένας από
τους λαµπρότερους πολιτισµούς που γνώρισε η γη. Ο Γάγγης και οι
παραπόταµοί του είδαν να γεννιούνται µεγάλα βασίλεια και απέραντες
πρωτεύουσες, όπως ήταν η Αϊοδεά, η Αστιναπούρα και η Ινδραπέχτα.
Οι επικές διηγήσεις της Μα- χαµηχαράτα κι οι λαϊκές κοσµογονίες των
Πουρανών, που περικλείουν τις αρχαιότερες ιστορικές παραδόσεις των
Ινδιών, µιλούν µε θαυµασµό για το βασιλικό πλούτο, για το ηρωικό
µεγαλείο και για το ιπποτικό πνεύµα των µακρινών εκείνων εποχών.
Δεν υπάρχει θέαµα πιο υπερήφανο αλλά και πιο ευγενές από έναν
τέτοιο άριο βασιλιά των Ινδιών, όρθιο πάνω στην πολεµική του άµαξα,
ενώ διοικεί στρατιές ελεφάντων, αλόγων και πεζών στρατιωτών. Ένας
βεδικός ιερέας χρίει ως εξής το βασιλιά του µπρος στο συναθροισµένο
πλήθος: “Σε έφερα εν µέσω ηµών. Όλος ο λαός σε θέλει. Ο ουρανός
είναι στερεός* η γη είναι στερεά* τα βουνά αυτά είναι στερεά* είθε κι
ο βασιλιάς των οικογενειών να είναι οµοίως στερεός”.
Σε ένα µεταγενέστερο κώδικα των νόµων, το Μανάβα- Δάρµα-
Σάτρα, διαβάζει κανείς: “Αυτοί οι κύριοι του κόσµου, οι οποίοι µε τον
πόθο τους να ξεκάνει ο ένας τον άλλο αναπτύσσουν όλη τους τη
ζωηρότητα κατά τη µάχη, δίχως να αποστρέψουν ποτέ το πρόσωπο,
αυτοί µετά το θάνατό τους ανεβαίνουν κατευθείαν στον ουρανό”.
Πράγµατι, λέγονται απόγονοι των θεών, νοµίζουν τον εαυτό τους
αντίπαλο εκείνων και είναι έτοιµοι να γίνουν κι αυτοί θεοί. Η υιική
υπακοή, το στρατιωτικό θάρρος, µαζί µε ένα αίσθηµα µεγαλόψυχης
προστασίας εναντίον όλων —ιδού το ιδανικό του ανθρώπου. Όσον
αφορά τη γυναίκα, η ινδική εποποιία, ταπεινή θεραπαινίδα των
Βραχµάνων, δε µας την παρουσιάζει σχεδόν παρά µόνο µε τα
χαρακτηριστικά της πιστής συζύγου. Ούτε οι Έλληνες, ούτε οι λαοί
του βορρά δε φαντάστηκαν ποτέ στα ποιήµατά τους συζύγους τόσο
λεπτές, τόσο ευγενικές, τόσο ενθουσιώδεις, όσο η γεµάτη πάθος Σιτά ή
η τρυφερή Δαµαγιάντι.
Εκείνο που δε µας λέει η ινδική εποποιία είναι το βαθύ µυστήριο
της ανάµειξης των φυλών και η βραδεία εκκόλαψη των θρησκευτικών
ιδεών, οι οποίες επέφεραν τις βαθιές αλλαγές στην κοινωνική
οργάνωση της βεδικής Ινδίας. Οι Άριοι,

κατακτητές που ανήκαν σε µια αµιγή φυλή, βρίσκονταν ενώπιον
φυλών πολύ ανακατεµένων και πολύ κατώτερων, στις οποίες ο κίτρινος
και ο ερυθρός τύπος διασταυρώνονταν πάνω σε µια βάση µαύρη,
ποικίλων αποχρώσεων. Ο ινδικός πολιτισµός µάς φανερώνεται έτσι ως
τεράστιο βουνό, που έχει στη βάση του µια µαύρη φυλή, στις πλευρές
του τους µιγάδες και στην κορυφή του τους καθαρούς Άριους. Επειδή
ο χωρισµός των κοινωνικών τάξεων δεν ήταν αυστηρός κατά την
αρχέγο- νη εποχή, έγιναν µεγάλες αναµείξεις µεταξύ των λαών αυτών.
Η καθαρότητα της κατακτήτριας φυλής αλλοιώθηκε ολοένα και
περισσότερο µε την πάροδο των χρόνων. Αλλά µέχρι τις µέρες µας
παρατηρούµε την επικράτηση του άριου τύπου στις ανώτερες τάξεις
και του µαύρου τύπου στις κατώτερες. Λοιπόν, από τα θολά κατώτερα
στρώµατα της ινδικής κοινωνίας σηκωνόταν πάντοτε, όµοιος προς τα
µιάσµατα της ζούγκλας, τα ανακατεµένα µε τη βρόµα των θηρίων, ένας
κουρνιαχτός παθών, ένα µείγµα χαύνωσης κι αγριότητας. Το πλε-
ονάζον µαύρο αίµα έδωσε στην Ινδία το ιδιαίτερό της χρώµα. Έκανε
τη φυλή αδύναµη και την εκθήλυνε. Το θαύµα είναι ότι, παρ’ όλη αυτή
την ανάµειξη, οι κυρίαρχες ιδέες της λευκής φυλής µπόρεσαν να
διατηρηθούν στην κορυφή του πολιτισµού αυτού, µέσα από τόσες
επαναστάσεις.
Ιδού λοιπόν η εθνική βάση των Ινδιών, καλά προσδιορισµένη: από
το ένα µέρος, το πνεύµα της λευκής φυλής, µε το ηθικό του αίσθηµα
και τους υπέρτατους µεταφυσικούς πόθους του· από το άλλο µέρος, το
πνεύµα της µαύρης φυλής, µε τη σφοδρή ενεργητικότητά του και τη
διαλυτική του δύναµη. Πώς µεταφράζεται το διπλό αυτό πνεύµα στην
αρχαία θρησκευτική παράδοση των Ινδιών; Οι παλιότερες παραδόσεις
µιλούν για µια ηλιακή δυναστεία και µια σεληνιακή δυναστεία. Οι
βασιλείς της ηλιακής δυναστείας ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τον
ήλιο· οι άλλοι θεωρούνταν γιοι της σελήνης.
Ωστόσο, η µυστηριώδης αυτή γλώσσα υποδήλωνε δύο αντίθετες
θρησκευτικές αντιλήψεις και σήµαινε ότι οι δύο αυτές κατηγορίες
βασιλιάδων ακολουθούσαν δύο διαφορετικές λατρείες. Η ηλιακή
θρησκεία απέδιδε στο Θεό του ούµπα- ντος γένος αρσενικό. Γύρω από
την ηλιακή λατρεία συγκεντρωνόταν ό,τι πιο αγνό υπήρχε µέσα στη
βεδική παράδοση: η γνώση του ιερού πυρός και της προσευχής, η
εσωτερική έννοια του Υψίστου Θεού, ο σεβασµός στη γυναίκα, η
λατρεία
των προγόνων, η αιρετή και πατριαρχική βασιλεία. Η σεληνιακή
θρησκεία απέδιδε στη θεότητα θηλυκό γένος, υπό το έµβληµα του
οποίου οι θρησκείες του άριου κύκλου λάτρευαν πάντοτε τη φύση —
και συνήθως την τυφλή, ασυνείδητη φύση, στις βίαιες και τροµερές
εκδηλώσεις της. Η λατρεία αυτή είχε κλίση προς την ειδωλολατρία και
τη µαύρη µαγεία, ευνοούσε την πολυγαµία και την τυραννία, που
στηρίζονταν στα λαϊκά πάθη.
Ο αγώνας µεταξύ των γιων του ήλιου και των γιων της σελήνης,
µεταξύ των Πανδοϊδών και των Καουραβών, αποτελεί το θέµα της
µεγάλης ινδικής εποποιίας, της Μαχαµηχαράτα, η οποία είναι ένα είδος
συνοπτικής άποψης της ιστορίας της άριας Ινδίας, πριν την οριστική
ε γ κα θ ί δ ρ υ σ η τ ο υ β ρ α χ µ α ν ι σ µ ο ύ . Ο α γ ώ ν α ς α υ τ ό ς α φ θ ο ν ε ί σ ε
λυσσώδεις µάχες, σε παράδοξες κι ατέλειωτες περιπέτειες. Κατά τα
µέσα της γιγά- ντιας εποποιίας, οι Καουραβές, οι σεληνογενείς
βασιλιάδες, νικούν! Οι Πανδοΐδες, τα ευγενικά παιδιά του ήλιου, οι
φ ύ λ α κ ε ς τ ω ν α γ ν ώ ν τ ε λ ε τ ώ ν , ε κ θ ρ ο ν ί ζο ν τ α ι κ α ι ε ξο ρ ί ζο ν τ α ι .
Περιπλανώνται εξόριστοι, κρύβονται µες στα δάση, καταφεύγουν
κοντά σε αναχωρητές, φορούν ενδύµατα από φλοιούς δέντρων και
κρατούν ραβδιά ερηµιτών.
Μήπως πρόκειται να θριαµβεύσουν τα ένστικτα του όχλου; Άραγε οι
δυνάµεις του σκότους —που στην ινδική εποποιία παριστάνονται από
τους µαύρους Ραξάσες— θα κατανικήσουν τους φωτεινούς Δέβες; Η
τυραννία θα συντρίψει τους εκλεκτούς κάτω από την πολεµική της
άµαξα και ο κυκλώνας των κακών παθών θα σαρώσει το βεδικό βωµό
και θα σβήσει το ιερό πυρ των προγόνων; Όχι, η Ινδία δε βρίσκεται
παρά στις αρχές της θρησκευτικής της εξέλιξης και είναι προορισµένη
να αναπτύξει το µεταφυσικό και οργανωτικό της πνεύµα µε το θεσµό
του βραχµανισµού. Οι ιερείς µε το όνοµα ηουροχίτες (προορισµένοι για
τη θυσία του πυρός), οι οποίοι βρίσκονταν στην υπηρεσία των
βασιλιάδων και των αρχηγών, είχαν ήδη καταστεί οι σύµβουλοι κι οι
υπουργοί τους. Είχαν µεγάλα πλούτη και σηµαντική επιρροή. Αλλά δε
θα µπορούσαν να δώσουν στην τάξη τους την κυρίαρχη εκείνη ισχύ,
την απρόσβλητη εκείνη θέση τους, που βρίσκεται πάνω και από την
ίδια τη βασιλική εξουσία, χωρίς τη συνδροµή µιας άλλης τάξης
ανθρώπων, η οποία ενσαρκώνει ό,τι πιο πρωτότυπο και πιο βαθύ
διαθέτει το πνεύµα των Ινδιών. Αυτοί είναι οι αναχωρητές.
Από αµνηµονεύτων χρόνων οι ασκητές αυτοί κατοικούσαν σε
ερηµητήρια, στο βάθος των δασών, κοντά τις όχθες των ποταµών ή
µέσα στα βουνά, κοντά στις ιερές λίµνες. Τους έβρισκες άλλοτε
µόνους, άλλοτε συναθροισµένους σε αδελφότητες, αλλά πάντοτε
ενωµένους σε ένα και το αυτό πνεύµα. Στο πρόσωπο των πνευµατικών
αυτών βασιλιάδων αναγνώριζαν οι λαοί τους αληθινούς κυρίους των
Ινδιών. Κληρονόµοι των αρχαίων σοφών, αυτοί µόνο κατείχαν τη
µυστική ερµηνεία των βεδών. Μέσα σ’ αυτούς ζούσε το πνεύµα του
ασκητισµού, της απόκρυφης επιστήµης, των υπερβατικών δυνάµεων.
Για να φτάσουν σε αυτή την επιστήµη και αυτή τη δύναµη,
αντιµετωπίζουν τα πάντα, το ψύχος, το δυνατό ήλιο, τη φρίκη της
ζούγκλας. Ανυπεράσπιστοι µέσα στην ξύλινη καλύβα τους, ζουν
προσευχόµενοι και σκεπτόµενοι. Με τη φωνή, µε το βλέµµα,
προσκαλούν ή αποµακρύνουν τα φίδια, ηµερώνουν τα λιοντάρια και
τις τίγρεις. Ευτυχισµένος εκείνος που πετυχαίνει την ευλογία τους· θα
έχει τους Δέβες φίλους του! Δυστυχία σ’ εκείνον που τους
κακοµεταχειρίζεται ή τους φονεύει· η κατάρα τους, λένε οι ποιητές,
καταδιώκει τον ένοχο µέχρι την τρίτη του ενσάρκωση. Οι βασιλιάδες
τρέµουν µπρος στις απειλές τους και, περίεργο πράγµα, οι ασκητές
αυτοί προξενούν φόβο ακόµη και στους θεούς. Στη Ραµαγιά- να, ο
Βισµαβίτρα, ένας βασιλιάς που έγινε ασκητής, αποκτά τέτοια δύναµη
µε τη σκληραγωγία του και τους στοχασµούς του, που οι θεοί τρέµουν
για την ύπαρξή τους. Τότε ο Τνδρα τού στέλνει την πιο θελκτική από
τις Αψαρές, κι εκείνη έρχεται να λουστεί στη λίµνη µπροστά από την
καλύβα του αγίου. Ο αναχωρητής παρασύρεται από την ουράνια
νύµφη· ένας ή- ρωας γεννιέται από την ένωσή τους κι η ύπαρξη του
σύµπα- ντος εξασφαλίζεται για µερικές χιλιάδες χρόνια. Κάτω από τις
ποιητικές αυτές υπερβολές µαντεύουµε την πραγµατική και ανώτερη
εξουσία των αναχωρητών της λευκής φυλής, οι οποίοι µε µια βαθιά
µαντεία, µε µια έντονη θέληση, κυβερνούν την τρικυµιώδη ψυχή της
Ινδίας από το βάθος των δασών.
Από τον κόλπο της αδελφότητας των αναχωρητών έµελλε να
προέλθει η ιερατική επανάσταση, η οποία κατέστησε τις Ινδίες την πιο
τροµακτική θεοκρατία. Η νίκη της πνευµατικής ισχύος επί της
κοσµικής ισχύος, του αναχωρητή επί του βασιλιά, από την οποία
γεννήθηκε η δύναµη του βραχµανισµού, επήλθε µέσω ενός µεγάλου
µεταρρυθµιστή. Συµφιλιώ-
νοντας τα δυο ανταγωνιζόµενα πνεύµατα, της λευκής και της
µαύρης φυλής, την ηλιακή λατρεία και τη σεληνιακή λατρεία, ο θείος
αυτός άνθρωπος έγινε ο αληθινός δηµιουργός της εθνικής θρησκείας
των Ινδιών. Εκτός αυτού, µε τη διδασκαλία του, το ισχυρό αυτό
πνεύµα έδωσε στον κόσµο µια νέα ιδέα, που είχε τεράστιο αντίκτυπο:
την ιδέα του θείου λόγου ή της θεότητας ενσαρκωµένης και
φανερωµένης µέσω του ανθρώπου. Ο πρώτος αυτός µεσσίας, ο
πρεσβύτερος από τους γιους του θεού, ήταν ο Κρίσνα.
Ο θρύλος του έχει αυτό το πρωτεύον ενδιαφέρον, ότι δηλαδή
συνοψίζει και δραµατοποιεί όλη τη βραχµανική διδασκαλία. Μόνο που
έµεινε σαν σκορπισµένος και µετέωρος µέσα στην παράδοση, για το
λόγο ότι από το ινδικό πνεύµα λείπει απόλυτα η πλαστική δύναµη. Η
συγκεχυµένη και µυθική διήγηση της Βισνού-Πουράνα περιέχει
εντούτοις ιστορικά στοιχεία για τον Κρίσνα, ατοµικού και έντονου
χαρακτήρα. Αφετέρου, η Βαγαβαδζίτα, το θαυµάσιο αυτό κοµµάτι που
έχει παρεµβληθεί µέσα στο µεγάλο ποίηµα της Μαχαµηχαράτα, και που
οι βραχµάνες το θεωρουν ένα από τα ιερότερα βιβλία τους, περιέχει σε
όλη της την καθαρότητα τη διδασκαλία που αποδίδεται σ’ αυτόν.
Διαβάζοντας τα δυο αυτά βιβλία, µου παρουσιάστηκε η µορφή του
µεγάλου θρησκευτικού µυητή των Ινδιών µε την πειθώ των ζωντανών
όντων. Θα διηγηθώ, λοιπόν, την ιστορία του Κρίσνα αντλώντας από
τις δυο αυτές πηγές, από τις οποίες η µεν µία αντιπροσωπεύει τη λαϊκή
παράδοση, η δε άλλη την παράδοση των µυηµένων.

2. Ο βασιλιάς της Μαδούρα


ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ Καλιιούγ, κατά το έτος 3000 π.Χ. (σύµφωνα µε
το σύστηµα χρονολόγησης των βραχµάνων), κατακυρίευσε τον κόσµο
η δίψα του χρυσού και της εξουσίας. Για πολλούς αιώνες, λένε οι
αρχαίοι σοφοί, ο Άγνι, το ουράνιο πυρ που σχηµατίζει το ένδοξο σώµα
των Δεβών και που εξαγνίζει την ψυχή των ανθρώπων, είχε σκορπίσει
πάνω στη γη τις αιθέριες ουσίες του. Αλλά το καυτό φύσηµα της Καλί,
της θεάς του Πόθου και του Θανάτου, που βγαίνει µέσα από τις
αβύσσους της γης σαν φλογισµένη αναπνοή, περνούσε τότε πάνω από
όλες τις καρδιές. Η δικαιοσύνη είχε βασιλεύσει µε τους ευγενείς γιους
του Πανδού, τους ηλιογενείς βασιλιά-
δες, που υπακοΰουν στη φωνή των σοφών. Οι νικητές συγχωρούσαν
τους νικηµένους και τους µεταχειρίζονταν ως ίσους. Αλλά αφότου οι
γιοι του ήλιου είχαν εξολοθρευτεί ή διωχθεί από τους θρόνους τους και
οι λιγοστοί απόγονοί τους κρύβονταν κοντά στους αναχωρητές, η
αδικία, η φιλοδοξία και το µίσος είχαν κυριαρχήσει. Ευµετάβλητοι και
ψεύτικοι, σαν το νυχτερινό άστρο που είχαν διαλέξει για σύµβολο, οι
σεληνο- γενείς βασιλιάδες πολεµούσαν αµείλικτα µεταξύ τους. Ένας,
όµως, είχε κατορθώσει να υποτάξει όλους τους άλλους µε τον τρόµο
και µε µοναδικές µαγγανείες.
Στα βόρεια των Ινδιών, κοντά στις όχθες ενός µεγάλου ποταµού,
έλαµπε µια ισχυρή πόλη. Είχε δώδεκα παγόδες, δέκα παλάτια, εκατό
πύλες µε πύργους. Πολύχρωµες σηµαίες κυµάτιζαν πάνω στα ψηλά της
τείχη, όµοιες µε φτερωτά φίδια. Ήταν η περήφανη Μαδούρα, απόρθητη
όπως το φρούριο του Ίνδρα. Εκεί βασίλευε ο Κάνσα, που είχε
διεστραµµένη καρδιά και ακόρεστη ψυχή. Δεν ανεχόταν γύρω του
παρά µόνο σκλάβους, δε θεωρούσε κτήµα του παρά µόνο ό,τι είχε
καθυποτάξει κι ό,τι κατείχε δεν του φαινόταν τίποτα µπροστά σε ό,τι
του υπολειπόταν να κατακτήσει. Όλοι οι βασιλιάδες που αναγνώριζαν
τις σεληνιακές λατρείες τού είχαν δηλώσει υποταγή. Αλλά ο Κάνσα
σκεπτόταν να υποτάξει ολόκληρη την Ινδία, από τη Λάνκα µέχρι το
Ιµαβάτ.
Για να εκπληρώσει το σχέδιο αυτό, συµµάχησε µε τον Κα- λαγένι,
κυρίαρχο των βουνών Βυνδία, τον ωχρό βασιλιά των Ιαβανών, των
ανθρώπων µε την ωχρή όψη. Ως οπαδός της θεάς Καλί, ο Καλαγένι
είχε παραδοθεί στις σκοτεινές τέχνες της µαύρης µαγείας. Τον
ονόµαζαν φίλο των Ραξάσων ή των νυχτερινών δαιµόνιων και βασιλιά
των φιδιών, διότι χρησιµοποιούσε τα ζώα αυτά για να τροµάζει το λαό
και τους εχθρούς του. Στο βάθος ενός πυκνού δάσους βρισκόταν ο
ναός της θεάς Καλί, σκαµµένος µέσα σ’ ένα βουνό. Ήταν ένα απέραντο
µαύρο σπήλαιο, του οποίου αγνοούσαν το βάθος και του οποίου η
είσοδος φυλασσόταν από κολοσσούς µε κεφαλές ζώων, σκαλισµένους
στο βράχο. Εκεί οδηγούσαν εκείνους που ήθελαν να δηλώσουν
υποταγή στον Καλαγένι, για να αποκτήσουν από αυτόν κάποια µυστική
δύναµη. Παρουσιαζόταν στην είσοδο του ναού, µέσα σ’ ένα πλήθος
από τερατώδη φίδια, τα οποία τυλίγονταν γύρω από το σώµα του και
υπά- κουαν στις προσταγές του σκήπτρου του. Ανάγκαζε τους
υποτελείς του να γονατίζουν µπροστά σ’ αυτά τα ζώα, των οποίων
τα µπλεγµένα κεφάλια έκλιναν πάνω από το δικό του. Ταυτόχρονα
ψιθύριζε µια µυστηριώδη ευχή. Εκείνοι που είχαν εκπληρώσει αυτό το
τυπικό κι είχαν λατρέψει τα φίδια πετύχαιναν, όπως έλεγε ο κόσµος,
άπειρες εύνοιες κι ό,τι ποθούσαν. Αλλά περιέρχονταν αµετάκλητα
στην εξουσία του Καλαγένι. Είτε µακριά του είτε κοντά του
βρίσκονταν, έµεναν δούλοι του. Αν δοκίµαζαν να τον παρακούσουν ή
να του ξεφύγουν, νόµιζαν πως έβλεπαν να ορθώνεται µπροστά τους ο
τροµερός µάγος, τριγυρισµένος από τα ερπετά του, έβλεπαν τον εαυτό
τους τριγυρισµένο από τα κεφάλια τους που σύριζαν και παραλυµένο
από τα γοητευτικά µάτια τους. Ο Κάνσα ζήτησε συµµαχία από τον
Καλαγένι. Ο βασιλιάς των Ιαβανών του υ- ποσχέθηκε το βασίλειο του
κόσµου, υπό τον όρο να παντρευτεί ο Κάνσα την κόρη του.
Περήφανη σαν αντιλόπη και λυγερή σαν φίδι ήταν η κόρη του
µάγου βασιλιά, η όµορφη Νισούµβα, µε τα χρυσά σκουλαρίκια και τα
εβένινα στήθη. Το πρόσωπό της έµοιαζε µ’ ένα σκοτεινό σύννεφο,
χρωµατισµένο µε τις κυανόλευκες ανταύγειες της σελήνης, τα µάτια
της µε δυο αστραπές, το αχόρταγο στόµα της έµοιαζε µε σάρκα
κόκκινου καρπού µε άσπρα κουκούτσια. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν η
ίδια η θεά Κα- λί, η θεά του Πόθου. Αµέσως κυριάρχησε στην καρδιά
του Κάνσα και, φυσώντας πάνω σ’ όλα τα πάθη του, την έκανε ίδιο
αναµµένο καµίνι. Ο Κάνσα είχε το παλάτι του γεµάτο από γυναίκες
όλων των χρωµάτων, αλλά δεν άκουγε παρά µόνο τη Νισοΰµβα.
“Ας αποκτήσω µαζί σου ένα γιο”, της είπε, “και θα τον κάνω
κληρονόµο µου. Τότε θα είµαι ο κύριος της γης και δε θα φοβάµαι πια
κανένα.”
Η Νισοΰµβα όµως δεν αποκτούσε παιδί και θύµωνε γι’ αυτό.
Φθονούσε τις άλλες γυναίκες του Κάνσα, των οποίων οι έρωτες
υπήρξαν γόνιµοι. Έβαζε τον πατέρα της να πολλαπλασιάζει τις θυσίες
προς τη θεά Καλί, αλλά ο κόλπος της έµενε παρ’ όλ’ αυτά στείρος, σαν
καµένη γη. Τότε ο βασιλιάς της Μαδούρα διέταξε να προσφέρουν τη
µεγάλη θυσία του πυρός και να επικαλεστούν όλους τους Δέβες. Οι
γυναίκες του Κάνσα κι ο λαός παρέστησαν στην τελετή, σε µεγάλη
ποµπή. Γο- νατισµένοι µπροστά στη φωτιά, οι ιερείς επικαλέστηκαν µε
τους ψαλµούς τους το µεγάλο Βαρούνα, τον Τνδρα, τους Α- σβιναίους,
τους Μαρούτες. Η βασίλισσα Νισούµβα πλησίασε κι έριξε στη φωτιά
µια φούχτα αρώµατα, µε προκλητική χει-
ρονοµία, προφέροντας κάποια µαγική προσευχή σ’ άγνωστη
γλώσσα. Ο καπνάς έγινε πυκνός, οι φλόγες στροβιλίστηκαν κι οι ιερείς
φώναξαν τροµαγµένοι: “Ω βασίλισσα, δεν είναι οι Δέβες που πέρασαν
πάνω από τη φωτιά, αλλά οι Ραξάσες. Ο κόλπος σου θα µείνει
στείρος”. Ο Κάνσα πλησίασε προς τη φωτιά και µε τη σειρά του είπε
προς τον ιερέα: “Τότε πες µου, από ποια γυναίκα θα γεννηθεί ο κύριος
του κόσµου;” Τη στιγµή εκείνη η Δεβακί, η αδερφή του βασιλιά,
πλησίασε στη φωτιά. Ήταν µια παρθένα µε απλή κι αγνή καρδιά, που
είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια γνέθοντας και υφαί- νοντας και
που ζοΰσε σαν µέσα σ’ όνειρο. Το σώµα της ήταν στη γη, η ψυχή της,
όµως, έµοιαζε να βρίσκεται συνεχώς στον ουρανό. Η Δεβακί γονάτισε
ταπεινά, παρακαλώντας τους Δέβες να δώσουν ένα γιο στον αδερφό
της και την ωραία Νισοΰµβα. Ο ιερέας κοίταζε διαδοχικά τη φωτιά και
την παρθένο. Ξαφνικά φώναξε έκπληκτος: “Ω βασιλιά της Μα- δουρα,
κανένας από τους γιους σου δε θα είναι ο κύριος του κόσµου! Αλλά
αυτός θα γεννηθεί από τον κόλπο αυτής εδώ της αδερφής σου.”
Μεγάλη υπήρξε η ταραχή του Κάνσα κι ο θυµός της Νισοΰµβα στα
λόγια αυτά. Όταν η βασίλισσα βρέθηκε µόνη της µε το βασιλιά, του
είπε:
“Πρέπει η Δεβακί να λείψει αµέσως”.
“Πώς”, αποκρίθηκε ο Κάνσα, “θα έκανα να εξολοθρευτεί η αδερφή
µου; Αν οι Δέβες την προστατεύουν, η εκδίκησή τους θα πέσει πάνω
µου”.
“Τότε”, είπε η Νισοΰµβα µανιασµένα, “ας βασιλεΰσει αυτή στη
θέση µου κι ας φέρει αυτή στον κόσµο εκείνον που θα σε κάνει να
χαθείς επονείδιστα. Αλλά εγώ δε θέλω πια να βασιλεύω µ’ ένα δειλό,
που φοβάται τους Δέβες, και γυρίζω στον πατέρα µου, τον Καλαγένι”.
Τα µάτια της Νισοΰµβα έβγαζαν φωτιές, τα σκουλαρίκια της
κουνιόντουσαν πάνω από το µαΰρο και λαµπερό λαιµό της. Κυλίστηκε
καταγής και το ωραίο της σώµα στριφογΰρι- ζε σαν µανιασµένο φίδι.
Ο Κάνσα, υπό την απειλή ότι θα την έχανε και παρασυρµένος από µια
τροµερή φιληδονία, καταλήφθηκε από φόβο κι ένας καινοΰριος πόθος
τον δάγκασε. “Ε, λοιπόν”, είπε, “η Δεβακί θα εξολοθρευτεί· αλλά µη
µε αφήνεις”.
Αστραπή θριάµβου έλαµψε µέσα στα µάτια της Νισοΰµβα και κΰµα
αίµατος έβαψε το µαΰρο της πρόσωπο. Σηκώθηκε
µεµιάς και αγκάλιασε τον τύραννο που υποχώρησε. Έπειτα,
ψαΰοντας τον µε τα εβένινα στήθη της, τα οποία απέπνεαν αρώµατα
µεθυστικά, κι αγγίζοντας τον µε τα φλογερά χείλη της, µουρµούρισε
µε χαµηλή φωνή: “Θα προσφέρουµε θυσία στην Καλί, τη θεά του
Πόθου και του Θανάτου, κι αυτή θα µας δώσει ένα παιδί, που θα γίνει
ο κύριος του κόσµου!”
Την ίδια νύχτα όµως, ο πουροχίτας, ο αρχηγός των θυσιών, είδε σε
όνειρο το βασιλιά Κάνσα να σέρνει το σπαθί του εναντίον της αδερφής
του. Αµέσως πήγε στην παρθένο Δεβακί, της ανήγγειλε ότι κίνδυνος
θανάτου την απειλούσε και την διέταξε να καταφΰγει δίχως αργοπορία
κοντά στους αναχωρητές. Η Δεβακί, υπό τις οδηγίες του ιερέα του
πυρός, µεταµφιεσµένη σε µοναχή, βγήκε από το παλάτι του Κάνσα κι
εγκατέλειψε την πόλη της Μαδουρα, χωρίς να την αντιλη- φθεί κανείς.
Πρωί-πρωί οι στρατιώτες αναζήτησαν την αδερφή του βασιλιά για να
τη θανατώσουν, αλλά βρήκαν άδειο το δωµάτιό της. Ο βασιλιάς
ρώτησε τους φρουρούς της πόλης. Απάντησαν ότι οι πύλες είχαν µείνει
κλειστές όλη τη νύχτα. Αλλά στον ύπνο τους είχαν δει τα σκοτεινά
τείχη του φρουρίου να σπάζουν από µια ακτίνα φωτός και µια γυναίκα
να βγαίνει µέσα απ’ την πόλη, ακολουθώντας αυτή την ακτίνα. Ο
Κάνσα κατάλαβε ότι κάποια ακατανίκητη δύναµη προστάτευε τη
Δεβακί. Από τότε ο φόβος κυρίευσε την ψυχή του και άρχισε να µισεί
την αδερφή του µε θανάσιµο µίσος.

3. Η παρθένος Δεβακί
ΟΤΑΝ Η ΔΕΒΑΚΊ , ΝΤΥΜΕΝΗµ’ ένα φόρεµα από φλοιό, το οποίο έκρυβε
την οµορφιά της, µπήκε µέσα στις απέραντες ερηµιές των γιγαντιαίων
δασών, ήταν εξαντληµένη από την κούραση και την πείνα. Αλλά µόλις
αισθάνθηκε τη σκιά των θαυµάσιων αυτών δασών και δοκίµασε τους
καρπούς του µάνγκο και δροσίστηκε σε κάποια βρύση, αµέσως
αναζωογονήθηκε σαν λουλούδι που ήταν έτοιµο να µαραθεί. Μπήκε
τότε κάτω από τους τεράστιους θόλους, τους οποίους σχηµάτιζαν
χοντροί κορµοί που τα κλαδιά τους ξαναφυτεύονταν µέσα στη γη,
πολλαπλασιάζοντας µ’ αυτόν τον τρόπο επ’ άπειρον τις αψίδες τους.
Για πολλή ώρα περπάτησε εκεί, προφυλαγµένη από τον ήλιο, σαν
µέσα σε παγόδα σκοτεινή και δίχως έξοδο. Ο βόµ-
βος των µελισσών, οι φωνές των ερωτευµένων παγωνιών, το
τραγούδι της τσίχλας και χιλιάδων άλλων πουλιών την τραβούσαν
πάντοτε όλο και προς τα εµπρός, και συνεχώς τα δέντρα γίνονταν όλο
και πιο πολλά, και το δάσος όλο και πιο βαθύ και πιο µπερδεµένο.
Κορµοί πύκνωναν πίσω από άλλους κορµούς, φυλλώµατα έκαναν
καµάρες πάνω από άλλα φυλλώµατα. Άλλοτε η Δεβακί γλιστρούσε
µέσα σε µονοπάτια από πρασινάδα, όπου εισέδυε το φως του ήλιου κι
όπου κεί- τονταν κορµοί αναποδογυρισµένοι από τη θύελλα. Άλλοτε
πάλι σταµατούσε κάτω από σκιερά δέντρα µάνγκο και ασό- κες, από
τις οποίες κρέµονταν άνθινες γιρλάντες. Ζαρκάδια και πάνθηρες
πηδούσαν µέσα στις λόχµες. Συχνά επίσης, το πέρασµα βουβάλων
έκανε να τρίζουν τα κλαδιά ή κοπάδια από πιθήκους περνούσαν µέσα
από τα φυλλώµατα.
Περπάτησε έτσι όλη τη µέρα. Κατά το βράδυ, καθώς βρισκόταν σ’
ένα δάσος από µπαµπού, διέκρινε το ακίνητο κεφάλι ενός σοφού
ελέφαντα. Ο ελέφαντας κοίταζε την παρθένο µε ύφος έξυπνο και
προστατευτικό και σήκωσε την προβοσκίδα του σαν να ήθελε να τη
χαιρετίσει. Τότε το δάσος φωτίστηκε και η Δεβακί αντίκρισε ένα τοπίο
γεµάτο από βαθιά γαλήνη και ουράνιο και παραδείσιο θέλγητρο.
Μπροστά της εκτεινόταν µια λίµνη µε λωτούς και γαλάζια νούφαρα. Ο
γλαυκός κόλπος της απλωνόταν µέσα στο µεγάλο πυκνό δάσος σαν
άλλος ουρανός. Ντροπαλοί πελαργοί ονειρεύονταν ακίνητοι µέσα στις
όχθες της και δυο ζαρκάδια έπιναν νερό µέσα στα κύµατά της. Στην
άλλη όχθη, κάτω από τη σκιά των φοινίκων, χαµογελούσε το
ερηµητήριο των αναχωρητών. Ένα ρόδινο φως έλουζε τη λίµνη, τα
δάση και την κατοικία των σοφών αγίων. Στον ορίζοντα, η λευκή
κορυφή του όρους Με- ρού δέσποζε στον ωκεανό των δασών. Η πνοή
ενός αόρατου ποταµού ζωογονούσε τα φυτά κι η θρυµµατισµένη βοή
ενός µακρινού καταρράκτη πλανιόταν µέσα στην αύρα σαν θωπεία ή
σαν µελωδία.
Στην όχθη της λίµνης η Δεβακί είδε µια βάρκα. Κοντά της, όρθιος,
ένας άνδρας ώριµης ηλικίας, ένας αναχωρητής, φαινόταν σαν να
περίµενε. Σιωπηλά έκανε νεύµα στην παρθένο να µπει µέσα στη βάρκα
κι αµέσως άρχισε να κωπηλατεί. Ενώ η βαρκούλα ξεκινούσε
χαϊδεύοντας τα νούφαρα, η Δεβακί είδε ένα θηλυκό κύκνο να κολυµπά
πάνω στη λίµνη. Με µια τολµηρή πτήση, ένας αρσενικός κύκνος ήρθε
από ψηλά κι άρχισε να διαγράφει µεγάλους κύκλους γύρω της, έπειτα
κα-
τέβηκε στην επιφάνεια του νερού, κοντά στη σύντροφό του κι όλο
το χιονάτο του φτέρωµα ανατρίχιασε. Σ’ αυτό το θέαµα η Δεβακί
σκίρτησε χωρίς να ξέρει γιατί.
Αλλά η βάρκα είχε ήδη φτάσει στην αντικρινή όχθη κι η παρθένος
µε τα µάτια σαν λωτους βρέθηκε ενώπιον του βασιλιά των
αναχωρητών, του Βασίστα. Καθισµένος πάνω σε δέρµα ζαρκαδιού και
ντυµένος µε δέρµα µαύρης αντιλόπης, είχε το σεβάσµιο ύφος
περισσότερο ενός θεού παρά ενός ανθρώπου. Από εξήντα ετών δεν
τρεφόταν παρά µε άγριους καρπούς. Τα µαλλιά κι η γενειάδα του ήταν
λευκά, όπως οι κορυφές του Ιµαβάτ, το δέρµα του ήταν διαφανές, το
βλέµµα των τεράστιων µατιών του ήταν στραµµένο προς τα µέσα, ε-
ξαιτίας των διαρκών στοχασµών του. Βλέποντας τη Δεβακί σηκώθηκε
και τη χαιρέτησε µ’ αυτές τις λέξεις: “Δεβακί, αδερφή του ένδοξου
Κάνσα, καλώς ήρθες ανάµεσά µας. Οδηγούµενη από το Μαχαδέβα, τον
υπέρτατο κύριο, εγκατέλει- ψες τον κόσµο της αθλιότητας χάριν του
κόσµου της αγαλλίασης. Ιδού εσύ κοντά στους άγιους σοφούς, που
είναι κύριοι των αισθήσεων τους, ευτυχείς για το πεπρωµένο τους και
ποθούν το δρόµο του ουρανού. Από πολύ καιρό σε περιµέναµε, όπως η
νύχτα περιµένει την αυγή. Διότι εµείς είµαστε ο οφθαλµός των Δεβών,
ο προσηλωµένος πάνω στον κόσµο, εµείς που ζούµε µέσα στο
βαθύτατο δάσος. Οι άνθρωποι δε µας βλέπουν, αλλά εµείς βλέπουµε
τους ανθρώπους και παρακολουθούµε τις πράξεις τους. Η σκοτεινή
εποχή του πόθου, του αίµατος και του εγκλήµατος λυµαίνεται τη γη.
Σε διαλέξαµε για το έργο της απελευθέρωσης κι οι Δέβες σε διάλεξαν
δια µέσου ηµών. Διότι µέσα στον κόλπο µιας θνητής γυναίκας θα λάβει
ανθρώπινη µορφή η ακτίνα της θείας λαµπρότητας”.
Εκείνη τη στιγµή οι σοφοί έβγαιναν από το ερηµητήριο για την
εσπερινή τους δέηση. Ο γέροντας Βασίστα τούς πρό- σταξε να
σκύψουν ίσαµε τη γη µπροστά στη Δεβακί. Υποκλί- θηκαν κι ο
Βασίστα είπε: “Αυτή εδώ θα είναι η µητέρα όλων µας, διότι από αυτήν
εδώ θα γεννηθεί το πνεύµα που µέλλει να µας αναγεννήσει”. Έπειτα,
στρεφόµενος προς αυτήν: “Πήγαινε, κόρη µου, οι σοφοί θα σε
οδηγήσουν στη γειτονική λίµνη, όπου διαµένουν οι αδερφές που
µ ε τ α ν ο ο ύ ν . Θ α ζή - σ ε ι ς α ν ά µ ε σ ά τ ο υ ς κ α ι τ α µ υ σ τ ή ρ ι α θ α
εκπληρωθούν”.
Η Δεβακί πήγε να ζήσει στο ερηµητήριο, το περιτριγυρισµένο από
κισσούς, κοντά στις ευσεβείς γυναίκες, οι οποίες
τάιζαν τα εξηµερωµένα ζαρκάδια, παραδοµένες σε καθαρµούς και
προσευχές. Η Δεβακί λάµβανε µέρος στις θυσίες τους. Μια ηλικιωµένη
γυναίκα τής έδινε τις µυστικές οδηγίες. Οι µοναχές είχαν λάβει
διαταγή να την ντύνουν σαν βασίλισσα, µε εκλεκτά κι αρωµατισµένα
υφάσµατα, και να την αφήνουν να περιπλανιέται µόνη της µες στο
δάσος. Και το δάσος, γεµάτο από ευωδιές και φωνές και µυστήρια,
γοήτευε τη νεαρή κόρη. Κάποτε συναντούσε συνοδείες από γέρους
αναχωρη- τές που επέστρεφαν από τον ποταµό. Όταν την έβλεπαν,
γονάτιζαν µπροστά της κι έπειτα ξανάρχιζαν το δρόµο τους.
Μια µέρα, κοντά σε µια βρύση, παρατήρησε ένα νεαρό α- ναχωρητή
να προσεύχεται. Εκείνος σηκώθηκε, καθώς αυτή πλησίαζε, έριξε πάνω
της ένα βλέµµα µελαγχολικό και βαθύ και αποµακρύνθηκε σιωπηλός.
Και οι σοβαρές µορφές των γερόντων, κι η εικόνα των δυο κύκνων, κι
η µατιά του νέου α- ναχωρητή έρχονταν συχνά στα όνειρα της
παρθένου.
Κοντά στην πηγή εκείνη υπήρχε ένα δέντρο πανάρχαιο, µε πλατιά
φυλλώµατα, που οι άγιοι σοφοί το ονόµαζαν “το δέντρο της ζωής”. Στη
Δεβακί άρεσε να κάθεται κάτω από τη σκιά του. Συχνά την έπαιρνε
εκεί ο ύπνος και τότε παράξενα οράµατα την επισκέπτονταν. Φωνές
τραγουδούσαν πίσω από τα φυλλώµατα: “Δόξα σ’ εσένα Δεβακί! Θα
έλθει, στεφανωµένο µε φως, εκείνο το αγνό ρευστό που πηγάζει από
τη µεγά- λη ψυχή και τα αστέρια θα ωχριάσουν µπροστά στη
λαµπρότητά του. Θα έρθει, κι η ζωή θα προκαλέσει το θάνατο και θα
ανανεώσει το αίµα όλων των όντων. Θα έρθει γλυκύτερο από το µέλι
κι από το άµρα18 , αγνότερο από τον άµωµο αµνό κι από το στόµα µιας
παρθένου, κι όλες οι καρδιές θα ενθουσιαστούν από έρωτα. Δόξα,
δόξα, δόξα σ’ εσένα ω Δεβακί!” 19 .
Ήταν οι αναχωρητές; Ήταν οι Δέβες που έψελναν έτσι; Καµιά φορά
τής φαινόταν ότι κάποια µακρινή επίδραση ή µια µυστηριώδης
παρουσία, σαν ένα αόρατο χέρι απλωµένο πάνω της, την ανάγκαζε να
κοιµηθεί. Τότε έπεφτε σ’ έναν ύπνο βαθύ, τερπνό, ανεξήγητο, από τον
οποίο σηκωνόταν συγχυσµένη και ταραγµένη. Έστρεφε το κεφάλι της
σαν να ζητούσε κάποιον, αλλά ποτέ δεν έβλεπε κανένα. Μόνο έβλεπε
κάποτε ρόδα σκορπισµένα πάνω στο κρεβάτι της, που ήταν καµωµένο
από φύλλα, ή ένα στέµµα από λωτούς µέσα στα χέρια της.
Μια µέρα η Δεβακί περιήλθε σε βαθύτερη έκσταση. Ακούσε τότε
µια ουράνια µουσική, που της φαινόταν σαν ωκεανός
από άρπες κι από θείες φωνές. Ξαφνικά ο ουρανός ανοίχτηκε σε
αβύσσους φωτός. Χιλιάδες λαµπρά όντα την κοίταζαν και, µέσα στη
λάµψη µιας αστραφτερής ακτίνας, ο ήλιος των ήλιων, ο Μαχαδέβα, της
παρουσιάστηκε µε ανθρώπινη µορφή. Τότε το πνεύµα των κόσµων τής
έριξε σκιά, έχασε τις αισθήσεις της και, µέσα στη λήθη της γης, µέσα
σε µια άπειρη ευδαιµονία, συνέλαβε το θείο τέκνο 20 .
Όταν εφτά φεγγάρια είχαν διαγράψει τους µαγικούς τους κύκλους
γύρω από το ιερό δάσος, ο αρχηγός των αναχωρητών φώναξε τη
Δεβακί: “Η θέληση των Δεβών εκπληρώθηκε”, της είπε. “Συνέλαβες µε
την αγνότητα της καρδιάς και µε το θείο έρωτα. Παρθένε και µητέρα,
σε χαιρετίζουµε. Ένας γιος θα γεννηθεί από σένα, ο οποίος θα είναι ο
σωτήρας του κόσµου. Αλλά ο αδερφός σου Κάνσα σε αναζητά για να
σε εξο- λοθρεύσει, µαζί µε τον τρυφερό καρπό που φέρεις µες στα
σπλάχνα σου. Πρέπει να του ξεφύγεις. Οι αδερφοί θα σε οδηγήσουν
κοντά στους βοσκούς, που κατοικούν στους πρόπο- δες του όρους
Μερού, κάτω από τους ευωδιαστούς κέδρους, µέσα στον καθαρό αέρα
του Ιµαβάτ. Εκεί θα φέρεις στον κόσµο το θείο γιο σου και θα τον
ονοµάσεις Κρίσνα, που σηµαίνει ιερός. Αλλά θα πρέπει να αγνοεί την
καταγωγή του και τη δική σου· µην του µιλήσεις ποτέ γι’ αυτά.
Πήγαινε χωρίς φόβο, γιατί εµείς επαγρυπνούµε για σένα”.
Κι η Δεβακί πορεύτηκε κοντά στους βοσκούς του όρους Μερού.

4. Η νεανική ηλικία του Κρίσνα


ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ Μερού εκτεινόταν µια δροσερή πεδιάδα,
σπαρµένη µε βοσκές και περιτριγυρισµένη µε απέραντα δάση από
κέδρους, µέσα στα οποία γλιστρούσαν οι καθαρές πνοές του Ιµαβάτ. Σ’
αυτήν την πεδιάδα κατοικούσε ένας πληθυσµός από βοσκούς, µεταξύ
των οποίων βασίλευε ο πατριάρχης Νάνδα, ο φίλος των αναχωρητών.
Εκεί βρήκε η Δεβακί καταφύγιο από τις καταδιώξεις του τυράννου της
Μα- δούρα* κι εκεί, στην κατοικία του Νάνδα, έφερε στο φως το γιο
της Κρίσνα.
Εκτός από το Νάνδα, κανείς άλλος δεν έµαθε ποια ήταν αυτή η ξένη
κι από πού προερχόταν αυτός ο γιος. Οι γυναίκες της χώρας είπαν
µόνο: “Είναι ένα παιδί των Γανδαρβών 21 .
Διότι οι µουσικοί του Ίνδρα πρέπει να έχουν εποπτεύσει τους
έρωτες αυτής της γυναίκας, που µοιάζει µε ουράνια νύµ φη, µε κάποια
Αψαρά”.
Το θαυµαστό παιδί της άγνωστης γυναίκας µεγάλωσε ανάµεσα στα
κοπάδια και τους βοσκούς, υπό την επίβλεψη της µητέρας του. Οι
βοσκοί τον ονόµασαν “ο Ακτινοβόλος”, διότι και µόνο η παρουσία
του, το χαµόγελό του και τα µεγάλα µάτια του είχαν το δώρο να
σκορπίζουν τη χαρά. Ζώα, παιδιά, γυναίκες, άνδρες, όλος ο κόσµος το
αγαπούσε, και φαινόταν ότι κι αυτό αγαπούσε όλο τον κόσµο,
γλυκογελώντας στη µητέρα του, παίζοντας µε τα αρνάκια και µε τα
συνοµήλικό του παιδιά ή µιλώντας µε τους γέρους. Σαν παιδί ο Κρίσνα
ήταν άφοβος, γεµάτος τόλµη και εκπληκτικές πράξεις. Κάποτε τον
συναντούσαν µέσα στα δάση, πεσµένο πάνω στη χλόη. Έσφιγγε στην
αγκαλιά του µικρούς πάνθηρες και τους κρατούσε ανοιχτό το στόµα,
δίχως εκείνοι να τολµούν να τον δαγκώσουν. Έπεφτε, επίσης, σε
ξαφνικές ακινησίες, βαθιές εκστάσεις, παράδοξες θλίψεις. Τότε έµενε
παράµερα και, σοβαρός, απορροφηµένος, κοίταζε χωρίς να
αποκρίνεται. Αλλά περισσότερο απ’ όλα τα πράγµατα κι απ’ όλα τα
όντα, ο Κρίσνα λάτρευε τη νεαρή του µητέρα, την τόσο ωραία, τόσο
ακτινοβόλο, που του µιλούσε για τον ουρανό των Δε- βών, για ηρωικές
µάχες και για θαυµάσια άλλα πράγµατα, που αυτή τα είχε µάθει κοντά
στους αναχωρητές. Κι οι βοσκοί που οδηγούσαν τα κοπάδια τους κάτω
από τους κέδρους του όρους Μερού, έλεγαν: “Ποια είναι αυτή η
µητέρα και ποιος είναι ο γιος της; Αν και ντυµένη σαν τις γυναίκες
µας, όµως µοιάζει µε βασίλισσα. Το θαυµαστό παιδί της ανατράφηκε
µαζί µε τα δικά µας κι όµως δεν τους µοιάζει. Μην είναι κανένα
πνεύµα; Μην είναι κανένας θεός; Οτιδήποτε κι αν είναι, θα µας φέρει
ευτυχία”.
Όταν ο Κρίσνα έγινε δεκαπέντε ετών, ο αρχηγός των ανα- χωρητών
κά λ ε σ ε τ η µ η τ έ ρ α τ ο υ , τ η Δ ε β α κ ί . Μ ι α µ έ ρ α η µ η τ έ ρ α τ ο υ
εξαφανίστηκε, χωρίς να αποχαιρετήσει το παιδί της. Ο Κρίσνα, µη
βλέποντας πια τη µητέρα του, πήγε και βρήκε τον πατριάρχη Νάνδα
και του είπε:
“Πού είναι η µητέρα µου;”
Ο Νάνδα απάντησε σκύβοντας το κεφάλι:
“Παιδί µου, µη µε ρωτάς. Η µητέρα σου έφυγε για ένα µακρινό
ταξίδι. Γύρισε πίσω στη χώρα από την οποία προήλθε και δεν ξέρω
πότε θα ξανάρθει”.
Ο Κρίσνα δεν αποκρίθηκε, αλλά περιήλθε σε ρεµβασµό τόσο βαθύ,
που όλα χα άλλα παιδιά αποµακρύνθηκαν από κοντά του, σαν να τα
έπιασε µεταφυσικός φόβος. Ο Κρίσνα άφησε τους συντρόφους του,
εγκατέλειψε τα παιχνίδια τους και, χαµένος µέσα στις σκέψεις του,
πήγε µόνος του στο όρος Μερου. Περιπλανήθηκε έτσι πολλές
βδοµάδες. Ένα πρωί έφτασε σε µια ψηλή κορυφή, δεντροφυτεµένη,
από την οποία η θέα απλωνόταν πάνω στην οροσειρά του Ιµαβάτ.
Ξαφνικά, αντίκρισε δίπλα του ένα µεγάλο γέροντα, ντυµένο µε το
λευκό φόρεµα του αναχωρητή, όρθιο κάτω από τους πελώριους
κέδρους, µέσα στο πρωινό φως. Φαινόταν εκατό ετών. Η χιο- νόλευκη
γενειάδα του και το φαλακρό του µέτωπο έλαµπαν από µεγαλείο. Το
γεµάτο ζωή παιδί κι ο εκατόχρονος γέροντας αλληλοκοιτάχτηκαν για
πολλή ώρα. Τα µάτια του γέροντα αναπαύονταν µε ευχαρίστηση πάνω
στον Κρίσνα. Αλλά ο Κρίσνα θαµπώθηκε τόσο που τον έβλεπε, ώστε
έµεινε άφωνος από θαυµασµό. Αν και τον έβλεπε για πρώτη φορά, του
φαινόταν γνωστός.
“Ποιον ζητάς;” είπε τέλος ο γέροντας.
“Τη µητέρα µου”.
“Δεν είναι πια εδώ”.
“Που θα την ξαναβρώ;”
“Κοντά σ’ εκείνον που δεν αλλάζει ποτέ”.
“Αλλά πώς να τον βρω αυτόν;”
“Αναζήτησέ τον”.
“Και σένα, θα σε ξαναδώ;”
“Ναι* όταν η κόρη του φιδιού θα σπρώξει το γιο του ταύρου στο
έγκληµα, τότε θα µε ξαναδείς µέσα σε µια πορφυρό- χρωµη αυγή. Τότε
θα σκοτώσεις τον ταύρο και θα συντρίψεις την κεφαλή του φιδιού. Γιε
του Μαχαδέβα, γνώριζε πως εσυ κι εγώ δεν αποτελούµε παρά ένα µ’
αυτόν! Ζήτα τον, ζήτα, ζήτα πάντοτε!”
Κι ο γέροντας άπλωσε τα χέρια σε σηµείο ευλογίας. Έπειτα γύρισε
κι έκανε µερικά βήµατα κάτω από τους ψηλούς κέδρους, προς την
κατεύθυνση του Ιµαβάτ. Ξαφνικά, φάνηκε στον Κρίσνα ότι η
µεγαλοπρεπής µορφή του γινόταν διάφανη, έπειτα ότι τρεµουλιασε κι
εξαφανίστηκε µέσα σ’ ένα φωτεινό κραδασµό. 22
Όταν ο Κρίσνα κατέβηκε πάλι από το όρος Μερου, φαινόταν
µεταµορφωµένος. Μια καινούρια ενεργητικότητα ακτινοβολούσε από
την ύπαρξή του. Συνάθροισε τους συντρό-
φους του και τους είπε: “Πάµε να αγωνιστούµε εναντίον των
ταύρων και των φιδιών· πάµε να υπερασπίσουµε τους καλούς και να
συντρίψουµε τους κακούς”.
Με το τόξο στο χέρι και το σπαθί ζωσµένο, ο Κρίσνα κι οι
σύντροφοί του, τα παιδιά των βοσκών µεταµορφωµένα σε πολεµιστές,
άρχισαν να διαβαίνουν τα δάση, πολεµώντας ενάντια στα άγρια θηρία.
Στα βάθη των δασών άκουγε κανείς τα ουρλιαχτά από τις ύαινες, τα
τσακάλια και τις τίγρεις και τις θριαµβευτικές κραυγές των νέων
µπροστά στα νικηµένα ζώα. Ο Κρίσνα σκότωσε και δάµασε λιοντάρια,
έκανε πολέµους µε βασιλιάδες και απελευθέρωσε καταπιεσµένους
πληθυσµούς. Αλλά η θλίψη έµενε στα βάθη της καρδιά του. Η καρδιά
του δεν είχε παρά ένα µόνο πόθο, βαθύ, µυστικό, ανοµολόγητο: να
ξαναβρεί τη µητέρα του και να ξαναδεί τον ξένο, τον υπέροχο εκείνο
γέροντα. Θυµόταν τα λόγια του. “Δε µου υποσχέ- θηκε ότι θα την
ξανάβλεπα, όταν θα συνέτριβα την κεφαλή του φιδιού; Δε µου είπε ότι
θα ξανάβρισκα τη µητέρα µου κοντά σε εκείνον που ποτέ δεν
αλλάζει;” Αλλά µάταια αγωνίστηκε, νίκησε, σκότωσε· δεν είχε ξαναδεί
ούτε τον υπέροχο γέροντα, ούτε την ακτινοβόλο µητέρα του.
Μια µέρα άκουσε να µιλούν για τον Καλαγένι, το βασιλιά των
φιδιών, και ζήτησε να πολεµήσει µε το πιο τροµερό από τα θηρία του,
παρουσία του µαύρου µάγου. Έλεγαν ότι το ζώο αυτό, γυµνασµένο από
τον Καλαγένι, είχε ήδη καταβροχθίσει εκατοντάδες ανθρώπους κι ότι η
µατιά του πάγωνε από τον τρόµο και τους πιο θαρραλέους. Από το
βάθος του σκοτεινού ναού της Καλί είδε ο Κρίσνα να βγαίνει, µετά
α π ό π ρ ό σ κ λ η σ η τ ο υ Κα λ α γ έ ν ι , έ ν α µ α κ ρ ύ ε ρ π ε τ ό χ ρ ώ µ α τ ο ς
γαλαζοπράσινου. Το φίδι όρθωσε σιγά-σιγά το παχύ του σώµα,
φούσκωσε το κόκκινο λοφίο του και τα διαπεραστικά του µάτια
σπιθοβολούσαν µέσα στο τερατώδες κεφάλι του, το σκεπασµένο από
λαµπερά λέπια.
“Αυτό το φίδι”, είπε ο Καλαγένι, “γνωρίζει πολλά πράγµατα· είναι
ένας δυνατός δαίµονας. Δε θα τα πει παρά µόνο σ’ εκείνον που θα το
σκοτώσει —αλλά το ίδιο σκοτώνει εκείνους που υποκύπτουν. Σε είδε·
σε κοιτάζει, είσαι στην εξουσία του. Δε σου µένει παρά να το
λατρέψεις ή να χαθείς σ’ έναν αγώνα απερίσκεπτο”.
Στα λόγια αυτά ο Κρίσνα αγανάκτησε, γιατί καταλάβαινε ότι η
καρδιά του ήταν σαν κεραυνός. Κοίταξε το φίδι και ρίχτηκε πάνω του,
αρπάζοντάς το από το κεφάλι. Άνθρωπος
και φίδι κατρακύλησαν στα σκαλοπάτια του ναοΰ. Αλλά προτού να
τον περιτυλίξει το φίδι, ο Κρίσνα τού έκοψε το κεφάλι µε το σπαθί του
και, απελευθερωµένος από το σώµα που συστρεφόταν ακόµη, ο νεαρός
νικητής σήκωσε µε θριαµβευτικό ύφος το κεφάλι του φιδιού στο
αριστερό του χέρι. Ωστόσο, το κεφάλι ζούσε ακόµη. Κοίταξε τον
Κρίσνα και του είπε: “Γιατί µε σκότωσες, γιε του Μαχαδέβα;
Πιστεύεις πως θα βρεις την αλήθεια σκοτώνοντας τους ζωντανούς;
Ανόητε, δε θα τη βρεις παρά µε την ίδια σου την αγωνία. Ο θάνατος
είναι µες στη ζωή, η ζωή είναι µες στο θάνατο. Να φοβάσαι την κόρη
του φιδιού και το χυµένο αίµα. Φυλάξου! Φυλάξου!”. Έτσι µιλώντας,
το φίδι ψόφησε. Ο Κρίσνα χαµήλωσε το κεφάλι του και έφυγε γεµάτος
φρίκη. Αλλά ο Καλαγένι είπε: “Δεν έχω καµιά δύναµη πάνω σ’ αυτόν
τον άνθρωπο· µόνο η Καλί θα µπορούσε να τον δαµάσει µε κάποια
µαγγανεία”.
Μετά από ένα µήνα καθαρµών και προσευχών κοντά στις όχθες του
Γάγγη, αφού καθαρίστηκε µέσα στο φως του ήλιου και στη σκέψη του
Μαχαδέβα, ο Κρίσνα επέστρεψε στη γενέθλια χώρα του, κοντά στους
βοσκούς του όρους Μερού.
Το φεγγάρι του φθινοπώρου επεδείκνυε πάνω από τα δάση των
κέδρων το φεγγοβόλο δίσκο του και τη νύχτα ο αέρας αρωµατιζόταν
από την ευωδιά των άγριων κρίνων, µέσα στους οποίους βούιζαν
οληµερίς οι µέλισσες. Καθισµένος κάτω από ένα µεγάλο κέδρο στην
άκρη ενός λιβαδιού, ο Κρίσνα, κουρασµένος από τους µάταιους
αγώνες της γης, ονειρευόταν τις ουράνιες µάχες και το άπειρο του
ουρανού. Όσο περισσότερο σκεφτόταν την ακτινοβόλο µητέρα του και
τον υπέροχο γέροντα, τόσο πιο πολύ του φαίνονταν άξια περιφρόνησης
τα παιδικά του κατορθώµατα και τόσο περισσότερο τα ουράνια
πράγµατα γίνονταν ζωντανά µέσα του. Ένα παρηγορητικό θέλγητρο,
µια θεϊκή ενθύµηση τον πληµµύριζε ολόκληρο. Τότε, ένας ύµνος
ευγνωµοσύνης προς το Μαχαδέβα ανέβηκε από την καρδιά του και
ξεχείλισε από το στόµα του σε µελωδία τερπνή και θεία. Γοητευµένες
από το θαυµάσιο αυτό τραγούδι, οι Γκοπίες, οι θυγατέρες κι οι
γυναίκες των βοσκών, βγήκαν έξω από τα σπίτια τους. Οι πρώτες που
βγήκαν, επειδή συνάντησαν γέροντες των οικογενειών τους στο δρόµο
τους, προσποιήθηκαν ότι έκοβαν λουλούδια και ξαναµπήκαν αµέσως
µ έ σ α . Μ ε ρ ι κ έ ς π λη σ ί α σ α ν π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο φ ω ν ά ζο ν τ α ς : “ Κ ρ ί σ ν α !
Κρίσνα!” —κι έπειτα έφυγαν γρήγορα, ντροπιασµένες. Στη συνέχεια,
παίρνοντας σιγά-σιγά θάρ-
ρος, οι γυναίκες εκείνες περιτριγύρισαν σε µικρές οµάδες τον
Κρίσνα, σαν δειλά και περίεργα ζαρκάδια, σαγηνευµένες από τις
µελωδίες του. Αλλά αυτός, απορροφηµένος στο όνειρο των θεών, δεν
τις έβλεπε. Γοητευµένες ολοένα και περισσότερο από το τραγούδι του,
οι Γκόπιες άρχισαν ν’ ανυποµο- νοΰν που δεν τις πρόσεχε καθόλου. Η
Νιχδαλί, η κόρη του Νάνδα, είχε πέσει µε τα µάτια κλειστά σ’ ένα
είδος έκστασης. Αλλά η Σαρασβάτι, η αδερφή της, πιο τολµηρή,
γλίστρησε κοντά στο γιο της Δεβακί και στριµώχτηκε πλάι του· έπειτα,
µε χαϊδευτική φωνή, του είπε:
“Ω! Κρίσνα, δε βλέπεις πώς σε ακουµε και πώς δεν µπορούµε πια να
κοιµηθούµε µέσα στα σπίτια µας; Οι µελωδίες σου µας γοήτευσαν, ω
λατρευτό παλικάρι! Και να µας, αλυσοδεµένες στη φωνή σου, να µην
µπορούµε πια να κάνουµε χωρίς εσένα”.
“ Ω ! τ ρ α γ ο ύ δ α α κό µ η ” , ε ί π ε µ ι α ά λ λ η ν έ α , “ µ ά θ ε µ α ς ν α
τραγουδούµε!”
“Μάθε µας χορό”, είπε άλλη γυναίκα.
Κι ο Κρίσνα συνήλθε από το όνειρό του κι έριξε πάνω στις Γκοπίες
ευµενή βλέµµατα. Τους απευθύνθηκε µε γλυκά λόγια και, πιάνοντάς
τες από τα χέρια, τις έβαλε να καθίσουν πάνω στη χλόη, στη σκιά των
µεγάλων κέδρων, κάτω από το φως του λαµπρού φεγγαριού. Τότε τους
διηγήθηκε αυτά που είχε δει µέσα του: την ιστορία των θεών και των
ηρώων, τους πολέµους του Τνδρα και τα κατορθώµατα του Ραµ.
Γυναίκες και κορίτσια άκουγαν µαγεµένες. Οι διηγήσεις αυτές διαρ-
κούσαν ως την αυγή. Όταν η ρόδινη αυγή ανέβαινε πίσω από το όρος
Μερού κι οι κοκίλες άρχιζαν να τιτιβίζουν κάτω από τους κέδρους, οι
θυγατέρες κι οι γυναίκες των βοσκών γύριζαν κρυφά στα σπίτια τους.
Α λ λ ά τ η ν ά λ λ η µ έ ρ α , µ ό λ ι ς η µ α γ ι κ ή σ ε λ ή ν η ε µ φ α ν ι ζό τ α ν ,
επέστρεφαν, πιο άπληστες. Ο Κρίσνα, βλέποντας ότι ενθουσιάζονταν
µε τις διηγήσεις του, τις δίδαξε να τραγουδούν µε τη φωνή τους και να
παριστάνουν µε τις κινήσεις τους τις υπέροχες πράξεις των ηρώων και
των θεών. Σε άλλες έδωσε βίνες 23 µε χορδές παλλόµενες σαν ψυχές, σ’
άλλες κύµβαλα ηχηρά σαν τις καρδιές των πολεµιστών και σ’ άλλες
τύµπανα που µιµούνται τη βροντή. Και διαλέγοντας τις οµορφότερες,
τις εµψύχωνε µε τις σκέψεις του. Έτσι, µε τεντωµένα χέρια,
βαδίζοντας σαν να κινούνται µέσα σε θείο όνειρο, οι ιερές χορεύτριες
παρίσταναν το µεγαλείο του Βαρούνα, το θυµό του Τνδρα όταν
φονεύει το
δράκοντα, ή την απελπισία της εγκαταλειµµένης Μάιας. Έτσι οι
πόλεµοι κι η αιώνια δόξα των θεών, που ο Κρίσνα τους είχε δει µέσα
του, έπαιρναν σάρκα µέσα στις κινήσεις των ευτυχισµένων και
µεταµορφωµένων εκείνων γυναικών.
Ένα πρωί οι Γκοπίες είχαν διασκορπιστεί. Οι ήχοι των διαφόρων
οργάνων τους, των τραγουδιστών και γελαστών φωνών τους χάθηκαν
µακριά. Ο Κρίσνα, που είχε µείνει µόνος του κάτω από το µεγάλο
κέδρο, είδε να έρχονται προς αυτόν οι δυο θυγατέρες του Νανδά, η
Σαρασβατί κι η Νιχδα- λί. Κάθισαν στο πλάι του. Η Σαρασβατί του
αγκάλισε τον λαιµό και, καθώς κροτάλιζαν τα βραχιόλια της, του είπε:
“Με το να µας διδάξεις τα τραγούδια και τους ιερούς χορούς, µας
έκανες τις πιο ευτυχισµένες γυναίκες. Αλλά θα γίνουµε οι πιο
δυστυχισµένες, όταν θα µας αφήσεις. Τι θα απογίνουµε όταν δε θα σε
βλέπουµε πια; Ω Κρίσνα! Πάρε µας, την αδερφή µου κι εµένα, θα
είµαστε οι πιστές σου γυναίκες και τα µάτια µας δε θα δοκιµάσουν τη
θλίψη να σε χάσουν”.
Ενώ η Σαρασβατί µιλούσε έτσι, η Νιχδαλί έκλεισε τα βλέφαρα, σαν
να έπεφτε σε έκσταση.
“Νιχδαλί, γιατί κλείνεις τα µάτια σου;” ρώτησε ο Κρίσνα.
“Είναι ζηλιάρα”, αποκρίθηκε η Σαρασβατί γελώντας, “δε θέλει να
βλέπει τα χέρια µου γύρω στο λαιµό σου”.
“Όχι”, απάντησε η Νιχδαλί κατακόκκινη, “κλείνω τα µάτια µου για
να κοιτάξω την εικόνα σου, που είναι χαραγµένη βαθιά µέσα µου.
Κρίσνα, µπορείς να αναχωρήσεις, δε θα σε χάσω ποτέ”.
Ο Κρίσνα είχε έπεσε σε σκέψη. Έλυσε χαµογελώντας τα χέρια της
Σαρασβατί, που ήταν κολληµένα µε περιπάθεια γύρω στο λαιµό του.
Έπειτα κοίταξε διαδοχικά τις δυο γυναίκες και τις αγκάλιασε.
Ακουµπησε το στόµα του πρώτα πάνω στα χείλη της Σαρασβατί κι
έ π ε ι τ α π ά ν ω σ τ α µ ά τ ι α τ η ς Ν ι χδ α λ ί . Μ έ σ α σ ’ α υ τ ά τ α δ υ ο
παρατεταµένα φιλιά, ο νεαρός Κρίσνα φάνηκε ότι βυθοµέτρησε και
γεύτηκε όλες τις επίγειες ηδονές. Ξαφνικά ανατρίχιασε και είπε:
“Είσαι όµορφη, Σαρασβατί! Εσυ, που τα χείλια σου έχουν το άρωµα
του κεχριµπαριού κι όλων των λουλουδιών* είσαι αξιολάτρευτη,
Νιχδαλί, εσυ, που τα βλέφαρά σου σκεπάζουν δυο βαθιά µάτια και που
ξέρεις να κοιτάζεις στο εσωτερικό του εαυτου σου. Σας αγαπώ και τις
δυο. Αλλά πώς θα σας έπαιρνα, αφού η καρδιά µου θα έπρεπε να
µοιραστεί µεταξό
“Α! δε θα αγαπήσει ποτέ!” είπε η Σαρασβατί µε πείσµα.
“Δε θα αγαπήσω παρά µε αιώνια αγάπη”.
“Και χι χρειάζεται για να αγαπήσεις έτσι;” είπε η Νιχδαλί µε
τρυφερότητα.
Ο Κρίσνα είχε σηκωθεί, τα µάτια του σπιθοβολούσαν.
“Για ν’ αγαπήσω µε αιώνιο έρωτα;” είπε. “Χρειάζεται να σβηστεί το
φως της µέρας, να πέσει ο κεραυνός πάνω στην καρδιά µου και να
φύγει έξω, µακριά από µένα η ψυχή µου, ως τα βάθη του ουρανού”.
Ενώ µιλούσε, φάνηκε στα δυο κορίτσια ότι µεγάλωνε ένα µέτρο.
Ξαφνικά τον φοβήθηκαν και γύρισαν σπίτι τους κλαί- γοντας. Ο
Κρίσνα πήρε µόνος του το δρόµο για το όρος Με- ροΰ. Την επόµενη
νύχτα, οι Γκοπίες µαζεύτηκαν για τα παιχνίδια τους, αλλά µάταια
περίµεναν τον κύριό τους. Είχε εξαφανιστεί, χωρίς να τους αφήσει
παρά µόνο µια ουσία, ένα άρωµα από την ύπαρξή του, τα τραγούδια
και τους ιερούς χορούς.

5. Μύηση
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ Κάνσα πληροφορήθηκε ότι η αδερφή του
Δεβακί είχε ζήσει κοντά στους αναχωρητές. Κι επειδή δεν µπόρεσε να
την ανακαλύψει, άρχισε να τους καταδιώκει και να τους κυνηγά σαν
άγρια θηρία. Χρειάστηκε να καταφύγουν στο πιο αποµακρυσµένο κι
άγριο µέρος του δάσους. Τότε ο αρχηγός τους, ο γέροντας Βασίστα, αν
κι εκατοντούτης, πήρε το δρόµο για να πάει να µιλήσει στο βασιλιά
της Μα- δούρα.
Οι φρουροί είδαν µε έκπληξη έναν τυφλό γέροντα, οδηγούµενο από
ένα ζαρκάδι, που το κρατούσε από το σχοινί, να παρουσιάζεται στη
θύρα του παλατιού. Τους έπιασε σεβασµός για το σοφό και τον άφησαν
να περάσει. Ο Βασίστα πλησίασε το θρόνο, όπου καθόταν ο Κάνσα
πλάι στη Νισούµ- βα, και του είπε: “Κάνσα, βασιλιά της Μαδούρα,
δυστυχία σ’ εσένα, ω γιε του ταύρου, που καταδιώκεις τους ερηµίτες
του άγιου δάσους! Δυστυχία σου κι εσένα, θυγατέρα του φιδιού, που
του εµπνέεις το µίσος. Η µέρα της τιµωρίας σας πλησιάζει. Να ξέρετε
πως το παιδί της Δεβακί είναι ζωντανό. Θα έρθει σκεπασµένο µε µια
ανίκητη πανοπλία και θα σε διώξει από το θρόνο σου και θα ριχτείς
στην ατιµία. Τώρα, ας τρέµε-
τε κι ας ζείτε µέσα στο φόβο. Αυτήν την τιµωρία σας ορίζουν οι
Δέβες”.
Οι πολεµιστές, οι φρουροί κι οι υπηρέτες είχαν γονατίσει µπροστά
στον άγιο γέροντα, που βγήκε έξω οδηγούµενος από το ζαρκάδι του,
χωρίς να τολµήσει να τον αγγίξει κανείς. Αλλά από τη µέρα εκείνη, ο
Κάνσα κι η Νισούµβα σκέπτονταν µε τι µέσα θα κατόρθωναν να
αφανιστεί µυστικά ο βασιλιάς των αναχωρητών. Η Δεβακί είχε πεθάνει
και κανένας άλλος, εκτός από το Βασίστα, δεν ήξερε ότι ο Κρίσνα
ήταν γιος της. Ωστόσο, ο θόρυβος των κατορθωµάτων του είχε φτάσει
στ’ αυτιά του βασιλιά. Ο Κάνσα σκέφτηκε: “Έχω ανάγκη από έναν
ισχυρό άνθρωπο να µε υπερασπίσει. Εκείνος που σκότωσε το µεγάλο
φίδι του Καλαγένι δε θα φοβηθεί βέβαια τον αναχωρητή”. Με αυτή τη
σκέψη, ο Κάνσα παρήγγει- λε στον πατριάρχη Νάνδα: “Στείλε µου το
νεαρό ήρωα Κρίσνα, για να τον κάνω οδηγό του αµαξιού µου και
πρώτο µου σύµβουλο” 24 . Ο Νάνδα ανακοίνωσε στον Κρίσνα τη
διαταγή του βασιλιά κι ο Κρίσνα απάντησε: “Θα πάω”. Μόνος του
σκεφτόταν: “Μήπως ο βασιλιάς της Μαδούρα είναι εκείνος που δεν
αλλάζει ποτέ; Απ’ αυτόν θα µάθω τότε πού είναι η µητέρα µου”.
Ο Κάνσα, βλέποντας τη δύναµη, την επιδεξιότητα και την ευφυΐα
του Κρίσνα, ευχαριστήθηκε πολύ από αυτόν και του εµπιστεύθηκε τη
φύλαξη του βασιλείου του. Εντούτοις, η Νισούµβα, βλέποντας τον
ήρωα του όρους Μερού, ένιωσε να σκιρτά η σάρκα της από ένα µιαρό
πόθο και το εύστροφο µυαλό της σχεδίασε ένα σκοτεινό σχέδιο, µε τη
φώτιση της εγκληµατικής της σκέψης. Εν αγνοία του βασιλιά, είπε και
φώναξαν τον οδηγό του αµαξιού στο γυναικωνίτη της. Σαν µάγισσα,
ήξερε την τέχνη να ξανανιώνει στιγµιαία µε δυνατά φίλτρα. Ο γιος της
Δεβακί βρήκε τη Νισούµβα µε τα εβένινα στήθη σχεδόν γυµνή, πάνω
σ’ ένα κρεβάτι µε πορφύρα. Χρυσά βραχιόλια έσφιγγαν τους
αστραγάλους και τα µπράτσα της. Διάδηµα από πολύτιµους λίθους
άστραφτε πάνω στο κεφάλι της. Στα πόδια της έκαιγε ένα χάλκινο
µαγκάλι, από το οποίο έβγαιναν σύννεφα αρωµάτων.
“Κρίσνα”, είπε η κόρη του βασιλιά των φιδιών, “το µέτωπό σου
είναι πιο ήρεµο κι από το χιόνι του Ιµαβάτ κι η καρδιά σου µοιάζει µε
κεραυνό. Μέσα στην αθωότητά σου λαµποκοπάς περισσότερο από τους
βασιλιάδες της γης. Εδώ κανείς δε σε αναγνώρισε· εσύ ο ίδιος αγνοείς
τον εαυτό σου.
Εγώ µόνο ξέρω ποιος είσαι. Οι Δέβες σ’ έκαναν κύριο των
ανθρώπων· εγώ µόνο µπορώ να σε κάνω κύριο του κόσµου. Θέλεις;”
“Αν µε το στόµα σου µιλά ο Μαχαδέβα”, είπε ο Κρίσνα µε σοβαρό
ύφος, “θα µου πεις που είναι η µητέρα µου και που θα βρω το µεγάλο
γέροντα που µου µίλησε κάτω από τους κέδρους του όρους Μερού”.
“Η µητέρα σου;” είπε η Νισουµβα µ’ ένα περιφρονητικό χαµόγελο.
“Βέβαια δε θα είµαι εγώ εκείνη που θα σου το µάθω. Όσον αφορά το
γέροντά σου, εγώ δεν τον γνωρίζω. Ανόητε! Κυνηγάς όνειρα και δε
βλέπεις τους θησαυρούς της γης, που εγώ σου προσφέρω. Υπάρχουν
βασιλιάδες που φορούν το στέµµα και που όµως δεν είναι βασιλιάδες.
Υπάρχουν παιδιά βοσκών που έχουν το βασιλικό αξίωµα πάνω στο
µέτωπό τους και που δεν ξέρουν τη δύναµή τους. Είσαι δυνατός, είσαι
νέος, είσαι όµορφος· οι καρδιές είναι δικές σου. Σκότωσε το βασιλιά
στον ύπνο του και θα σου βάλω το στέµµα πάνω στο κεφάλι και θα
είσαι ο κύριος του κόσµου. Γιατί σε αγαπώ και είσαι προορισµένος για
µένα. Το θέλω! Το προστάζω!”
Καθώς µιλούσε έτσι, η βασίλισσα είχε ανασηκωθεί, επιτακτική,
γόησσα, τροµερή, σαν ωραίο φίδι. Όρθια πάνω στο στρώµα της, έριξε
από τα µαύρα της µάτια µέσα στα διάφανα µάτια του Κρίσνα µια
φλόγα τόσο απαίσια, που εκείνος ανατρίχιασε τροµαγµένος. Μέσα σ’
εκείνο το βλέµµα τού φανερώθηκε η κόλαση. Είδε την άβυσσο του
ναού της Καλί, θεάς του Πόθου και του Θανάτου, και τα φίδια που
συστρέφονταν εκεί µέσα σε διαρκή αγωνία. Τότε, µονοµιάς, τα µάτια
του Κρίσνα φάνηκαν σαν δυο ροµφαίες. Διαπέρασαν τη βασίλισσα από
το ένα µέρος ως το άλλο κι ο ήρωας του όρους Μερού φώναξε: “Είµαι
πιστός στον βασιλιά, που µε πήρε ως υπερασπιστή του* αλλά εσύ
γνώριζε πως θα πεθάνεις!”. Η Νισούµβα έβγαλε διαπεραστική κραυγή
και κυλίστηκε πάνω στο κρεβάτι της, δαγκώνοντας την πορφύρα. Όλη
η τεχνητή νεότητά της είχε σβήσει* είχε γίνει πάλι γριά και γεµάτη
ρυτίδες. Ο Κρίσνα, αφήνοντάς την έξαλλη, αποχώρησε.
Καταδιωκόµενος νύχτα-µέρα από τα λόγια του αναχωρητή, ο
βασιλιάς της Μαδούρα είπε στον οδηγό του αµαξιού του:
“Αφότου ο εχθρός πάτησε το πόδι του µέσα στο ανάκτορό µου, δεν
κοιµάµαι πια ήσυχος πάνω στο θρόνο µου. Ένας καταχθόνιος µάγος,
µε το όνοµα Βασίστα, που ζει µέσα σε κάποιο βαθύ δάσος, ήρθε και
µου έριξε την κατάρα του. Από
τότε δεν αναπνέω πια* ο γέρος δηλητήριασε τις µέρες µου. Αλλά
µαζί µε εσένα, που δε φοβάσαι τίποτα, δεν τον φοβάµαι κι εγώ. Έλα
µαζί µου στο καταραµένο δάσος. Ένας κατάσκοπος, που ξέρει όλα τα
µονοπάτια, θα µας οδηγήσει εκεί. Μόλις δεις το µάγο, τρέξε πάνω του
και χτΰπησέ τον, χωρίς να προφτάσει να σου πει λόγο ή να σου ρίξει
καµιά µατιά. Όταν θα τον έχεις πληγώσει θανάσιµα, ρώτησέ τον που
βρίσκεται ο γιος της αδερφής µου της Δεβακί και ποιο είναι το όνοµά
του. Η ειρήνη του βασιλείου µου εξαρτάται από αυτό το µυστικό”.
“Να είσαι ήσυχος”, αποκρίθηκε ο Κρίσνα. “Δε φοβήθηκα τον
Καλαγένι, ούτε το φίδι της Καλί. Ποιος θα µπορούσε να µε κάνει τώρα
να τρέµω; Όσο δυνατός κι αν είναι αυτός ο άνθρωπος, θα µάθω ό,τι
σου κρύβει”.
Μεταµφιεσµένοι σε κυνηγούς, ο βασιλιάς κι ο οδηγός του έτρεχαν
πάνω σ’ ένα αµάξι µε ορµητικά άλογα και γρήγορες ρόδες. Ο
κατάσκοπος, που είχε εξερευνήσει το δάσος, στεκόταν πίσω τους.
Ήταν η αρχή της εποχής των βροχών. Τα ποτάµια φούσκωναν, πλούσια
βλάστηση σκέπαζε τους δρόµους κι οι λευκές γραµµές των πελαργών
διακρίνονταν ψηλά στα σύννεφα. Όταν πλησίασαν το ιερό δάσος, ο
ορίζοντας σκοτείνιασε, ο ήλιος κρύφτηκε, η ατµόσφαιρα γέµισε από
βαριά οµίχλη. Από το θυελλώδη ουρανό σύννεφα κρέµονταν σαν
σάλπιγγες, πάνω από τις αγριεµένες κορυφές των δέντρων.
“Γιατί”, είπε ο Κρίσνα στο βασιλιά, “ο ήλιος σκοτείνιασε ξαφνικά
και το δάσος γίνεται τόσο µαύρο;”
“Το βλέπω καλά”, είπε ο βασιλιάς της Μαδούρα, “είναι ο Βασίστα,
ο κακός ερηµίτης, που κάνει και σκοτεινιάζει ο ουρανός κι εξαγριώνει
εναντίον µου το καταραµένο δάσος. Αλλά, Κρίσνα, φοβάσαι;”
“Όχι· ν’ αλλάξει ο ουρανός κι η γη ν’ αλλάξει χρώµα, δε φοβάµαι!”
“Τότε, εµπρός!”
Ο Κρίσνα µαστίγωσε τα άλογα και το αµάξι µπήκε κάτω από την
πυκνή σκιά των µπαοµπάπ. Έτρεξε κάποια ώρα µε θαυµαστή ταχύτητα.
Αλλά το δάσος γινόταν ολοένα και πιο άγριο και πιο τροµερό.
Αστραπές φάνηκαν και βροντές αντηχούσαν.
“Ποτέ µου”, είπε ο Κρίσνα, “δεν είδα τον ουρανό τόσο µαύρο, ούτε
τα δέντρα να δέρνονται έτσι. Είναι δυνατός ο µάγος σου!”
“Κρίσνα, φονιά των φιδιών, ηρώα του όρους Μερού, νιώθεις φόβο;”
“Ας τρέµει η γη κι ας σωριαστεί ο ουρανός, δε φοβάµαι!”
“Τότε, τράβα!”
Ξανά ο τολµηρός αµαξηλάτης µαστίγωσε τα άλογα και το αµάξι
ξανάρχισε τον δρόµο του. Τότε η θύελλα έγινε τόσο τροµακτική, ώστε
τα γιγάντια δέντρα λύγισαν. Το ανταριασµένο δάσος µούγκρισε σαν να
ούρλιαζαν χίλιοι δαίµονες. Το αστροπελέκι έπεσε πλάι τους. Ένα
σπασµένο µπαοµπάπ έφραξε τον δρόµο. Τα άλογα σταµάτησαν κι η γη
σείστηκε.
“Λοιπόν, είναι θεός ο εχθρός σου”, είπε ο Κρίσνα, “αφού ο Ίνδρα ο
ίδιος τον προστατεύει”.
“Φτάνουµε στο τέρµα”, είπε ο κατάσκοπος του βασιλιά. “Κοίταξε
αυτήν την καταπράσινη πεδιάδα. Στην άκρη βρίσκεται µια ελεεινή
καλύβα. Εκεί µέσα κατοικεί ο Βασίστα, ο µεγάλος µοναχός, που ταΐζει
τα πουλιά, που τον φοβούνται τα θηρία και τον υπερασπίζει ένα
ζαρκάδι. Αλλά ούτε για ένα στέµµα δε θα κάνω άλλο βήµα προς τα
εµπρός”.
Σε αυτά τα λόγια, ο βασιλιάς της Μαδουρα είχε χλοµιάσει: “Είναι
εκεί; Αλήθεια; Πίσω από αυτά τα δέντρα;” Και πιάνο- ντας σφιχτά τον
Κρίσνα, του ψιθύρισε µε χαµηλή φωνή, ενώ συγχρόνως έτρεµε
σύγκορµος:
“Ο Βασίστα! Ο Βασίστα που συλλογίζεται το θάνατό µου είναι εκεί.
Με βλέπει από το βάθος του καταφυγίου του... Το µάτι του µε
παρακολουθεί... Λυτρωσέ µε από αυτόν!”
“Ναι, µα το Μαχαδέβα”, είπε ο Κρίσνα, κατεβαίνοντας από το
αµάξι και πηδώντας πάνω από τον κορµό του µπαοµπάπ, “θέλω να δω
αυτόν που σε κάνει να τρέµεις έτσι”.
Ο εκατοντούτης µοναχός Βασίστα ζούσε εδώ κι ένα χρόνο µέσα σ’
εκείνη την καλύβα, που ήταν κρυµµένη στο βαθύτερο µέρος του άγιου
δάσους, περιµένοντας το θάνατο. Πριν από το θάνατο του σώµατος
είχε ήδη λυτρωθεί από τη φυλακή του σώµατος. Τα µάτια του είχαν
σβήσει, αλλά έβλεπε µε την ψυχή. Το δέρµα τους µόλις αισθανόταν τη
ζέστη και το κρύο, αλλά το πνεύµα του ζούσε σε τέλεια ενότητα µε το
υπέρτατο πνεύµα. Δεν έβλεπε πια τα πράγµατα του κόσµου αυτού,
π α ρ ά δ ι α µ έ σ ο υ τ ο υ φ ω τ ό ς τ ο υ Β ρ ά χ µ α , π ρ ο σ ε υ χό µ ε ν ο ς κ α ι
σκεπτόµενος αδιάκοπα. Ένας πιστός µαθητής, φεύγοντας από το
ερηµητήριο, του έφερνε όλες τις µέρες το λίγο ρύζι µε το οποίο ζούσε.
Το ζαρκάδι που βοσκούσε από τα χέρια του τον ειδοποιούσε µε τη
φωνή του, όταν πλησίαζαν θηρία. Τό-
τε εκείνος τα αποµάκρυνε, ψιθυρίζοντας κάποιο εξορκισµό και
τείνοντάς τους το ραβδί του από µπαµπού µε τους επτά κόµπους. Όσο
για τους ανθρώπους, όποιοι κι αν ήταν, τους έβλεπε που έρχονταν, µε
το εσωτερικό του βλέµµα, από µεγάλη απόσταση.
Ο Κρίσνα, βαδίζοντας στη σκοτεινή πεδιάδα, βρέθηκε ξαφνικά
µ π ρ ο σ τ ά σ τ ο Β α σ ί σ τ α . Ο β α σ ι λι ά ς τ ω ν α ν α χω ρ η τ ώ ν κα θ ό τ α ν
σταυροπόδι πάνω σε µια ψάθα, έξω από την καλύβα του, σε απόλυτη
ηρεµία. Από τα µάτια του τυφλού ακτινοβολούσε ένα εσωτερικό φως
οραµατιστή. Μόλις τον αντίκρισε ο Κρίσνα, αναγνώρισε τον υπέροχο
γέροντα. Αισθάνθηκε ανέκφραστη χαρά κι ο σεβασµός λύγισε την
ψυχή του. Λησµονώντας το βασιλιά, το αµάξι του και το βασίλειό του,
γονάτισε ενώπιον του αγίου και τον προσκύνησε.
Ο Βασίστα έµοιαζε να τον βλέπει. Γιατί το σώµα του, που ήταν
στηριγµένο στην καλύβα, ορθώθηκε µε κάποιον ελαφρό κλονισµό.
Τέντωσε τα µπράτσα του για να ευλογήσει τον ξένο του και τα χείλη
του ψιθύρισαν την άγια συλλαβή: οµ25 .
Στο µεταξύ, ο βασιλιάς Κάνσα, µην ακούγοντας καµιά φωνή και µη
βλέποντας να επιστρέφει ο οδηγός του, γλίστρησε µε λαθραία βήµατα
µέσα στην πεδιάδα κι έµεινε απολιθωµέ- νος από την έκπληξη, καθώς
είδε τον Κρίσνα γονατισµένο µπροστά στον άγιο αναχωρητή.
Εκείνος έστρεψε πάνω στον Κάνσα τα τυφλά του µάτια και,
υψώνοντας το ραβδί του, είπε:
“Ω βασιλιά της Μαδούρα, έρχεσαι να µε σκοτώσεις. Καλώς όρισες!
Γιατί θα µε λυτρώσεις από την αθλιότητα αυτού του σώµατος. Θέλεις
να µάθεις πού είναι ο γιος της αδερφής σου Δεβακί, ο οποίος θα σε
εκθρονίσει; Να τος, γονατισµέ- νος µπροστά µου και µπροστά στο
Μαχαδέβα· κι είναι ο Κρίσνα, ο ίδιος ο οδηγός σου. Κοίταξε πόσο
είσαι ανόητος και καταραµένος, αφού ο φοβερότερος εχθρός σου είναι
αυτός ο ίδιος. Μου τον έφερες για να του πω ότι είναι το µοιραίο
παιδί. Τρέµε, είσαι χαµένος, γιατί η καταχθόνια ψυχή σου θα είναι
λεία των δαιµόνων”.
Ο Κάνσα άκουγε εµβρόντητος. Δεν τολµούσε να κοιτάξει το
γέροντα κατά πρόσωπο. Ωχρός από τη λύσσα και βλέποντας τον
Κρίσνα πάντοτε γονυπετή, πήρε το τόξο και, τεντώ- νοντάς το µ’ όλη
του τη δύναµη, εκτόξευσε ένα βέλος εναντίον του γιου της Δεβακί.
Αλλά το χέρι του έτρεµε, η σαΐτα παραστράτησε και το βέλος πήγε και
χώθηκε στο στήθος του
Βασίστα, ο οποίος, µε τα χέρια σταυρωµένα, φαινόταν ότι το
περίµενε, σαν να βρισκόταν σε έκσταση.
Μια φωνή βγήκε, µια τροµερή κραυγή, όχι από τα στήθη του
γέροντα, αλλά από του Κρίσνα. Είχε ακούσει το βέλος να σφυρίζει
κοντά στο αυτί του, το είχε δει µέσα στη σάρκα του αγίου και του
φαινόταν ότι είχε χωθεί µέσα στη δική του την καρδιά —τόσο η ψυχή
του, τη στιγµή εκείνη, είχε ταυτιστεί µε την ψυχή του σοφού. Μ’
εκείνο το µυτερό βέλος, όλη η θλίψη του κόσµου διαπέρασε την ψυχή
του Κρίσνα και την ξέσκισε ως τα µύχια της.
Εντούτοις ο Βασίστα, µε το βέλος µέσα στο στήθος, χωρίς ν’
αλλάξει στάση, κινούσε ακόµη τα χείλη. Ψιθύρισε:
“Γιε του Μαχαδέβα, γιατί να βγάλεις αυτήν την κραυγή; Ο φόνος
είναι µάταιος. Το βέλος δεν µπορεί να φτάσει την ψυχή και το θύµα
είναι ο νικητής του δολοφόνου. Θρίαµβος, Κρίσνα, η µοίρα
εκπληρώνεται: επιστρέφω σ’ Εκείνον που δεν αλλάζει ποτέ. Είθε ο
Βράχµα να δεχτεί την ψυχή µου. Αλλά εσΰ, ο εκλεκτός του, ο σωτήρας
του κόσµου, όρθιος! Κρίσνα! Κρίσνα!”
Κι ο Κρίσνα ορθώθηκε, µε το χέρι στο σπαθί του. Ήθελε να στραφεί
κατά του βασιλιά, αλλά ο Κάνσα είχε τραπεί σε φυγή.
Τότε µια λάµψη διέσχισε το µαύρο ουρανό και ο Κρίσνα έπεσε
καταγής, χτυπηµένος από ένα εκθαµβωτικό φως. Ενώ το σώµα του
έµενε αναίσθητο, η ψυχή του, ενωµένη µε την ψυχή του γέροντα µε τη
δύναµη της οµοιοπάθειας, ανέβηκε στο διάστηµα. Η γη µε τους
ποταµούς της, τις θάλασσές της, τις ηπείρους της, εξαφανίστηκε σαν
µια µαύρη σφαίρα, κι οι δυο τους υψώθηκαν στον έβδοµο ουρανό των
Δεβών, προς τον πατέρα των όντων, τον ήλιο των ήλιων, το Μαχαδέβα,
το θείο Νου. Βυθίστηκαν µέσα σ’ έναν ωκεανό φωτός που ανοιγόταν
µπροστά τους. Στο κέντρο, ο Κρίσνα είδε τη Δεβακί, την ακτινοβόλο
µητέρα του, η οποία µ’ ένα άρρητο µειδίαµα του έτεινε τα χέρια, τον
τραβούσε επάνω στο στήθος της. Χιλιάδες Δέβες έρχονταν να
λουστούν µέσα στην αίγλη της παρθένου-µητέρας σαν µέσα σε µια
εστία, όπου καίει δυνατή φωτιά. Κι ο Κρίσνα αισθάνθηκε τον εαυτό
του ν’ απορρο- φάται µέσα σε µια µατιά της Δεβακί γεµάτη αγάπη.
Τότε, από την καρδιά της ακτινοβόλου µητέρας, η ύπαρξή του
ακτινοβόλησε µέσα σ’ όλους τους ουρανούς. Αισθάνθηκε ότι ήταν ο
Υιός, η θεία ψυχή όλων των όντων, ο Λόγος της ζωής, ο δη-
µιουργός Λόγος. Ανώτερος από την παγκόσµια ζωή, εισέδυσε παρ
όλ αυτά µέσα της µε την ουσία του πόνου, µε το πυρ της προσευχής
και µε την ευδαιµονία µιας θεϊκής θυσίας 26 .
Οταν ο Κρίσνα συνήλθε, οι βροντές κυλούσαν ακόµη στον ουρανό,
το δάσος ήταν σκοτεινό και χείµαρροι βροχής έπεφταν πάνω στην
καλύβα. Ενα ζαρκάδι έγλειφε το αίµα πάνω στο σώµα του πληγωµένου
ασκητή. Ο υπέροχος γέροντας δεν ήταν παρά ένα πτώµα. Αλλά ο
Κρίσνα σηκώθηκε σαν ανα- στηµένος εκ νεκρών. Μια άβυσσος τον
χώριζε από τον κόσµο κι από τα µάταια φαινόµενά του. Είχε ζήσει τη
µεγάλη αλήθεια κι είχε κατανοήσει την αποστολή του.
Οσο για το βασιλιά Κάνσα, αυτός, γεµάτος τρόµο, έφυγε πάνω στο
αµάξι του, κυνηγηµένος από τη θύελλα και τα άλογα του αγρίεψαν σαν
να τα µαστίγωναν χίλιοι δαίµονες.

6. Η διδασκαλία των µυηµένων


ο ΚΡΊΣΝΑ ΧΑΙΡΕΤΊΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ αναχωρητές ως ο αναµενόµενος και
προορισµένος διάδοχος του Βασίστα. Τέλεσαν την επικήδεια τελετή
του άγιου γέροντα µέσα στο ιερό δάσος και ο γιος της Δεβακί πήρε το
ραβδί µε τους επτά κόµπους, σηµείο αρχηγίας, αφού εκτέλεσε τη θυσία
του πυρός, παρουσία των γεροντότερων αναχωρητών, εκείνων που
ξέρουν απέξω τις τρεις βέδες. Επειτα ο Κρίσνα αποσΰρθηκε στο όρος
Με- ροό για να µελετήσει εκεί τη διδασκαλία του και την οδό
σωτηρίας των ανθρώπων. Οι µελέτες του κι οι σκληραγωγίες του
δίήρκεσαν επτά χρόνια. Τότε κατάλαβε ότι είχε δαµάσει τη γήινη µε τη
θεία φύση του και ότι είχε επαρκώς ταυτιστεί µε τον ήλιο του
Μαχαδέβα, ώστε ν αξίζει το όνοµα του Υιού του Θεού. Τότε µόνο
κάλεσε κοντά του τους αναχωρητές, τους νέους και τους παλιούς, για
ν α τ ο υ ς α π ο κα λύ ψ ε ι τ η δ ι δ α σ κα λ ί α τ ο υ . Β ρ ή κα ν τ ο ν Κ ρ ί σ ν α
εξαγνισµένο και µεγαλωµένο. Ο ήρωας είχε µεταµορφωθεί σε άγιο.
Δεν είχε χάσει τη δύναµη του λιονταριού, αλλά είχε αποκτήσει τη
γλυκύτητα του περιστεριού. Μεταξύ εκείνων που πρώτοι πρόστρεξαν,
ήταν ο Αρ- ζούνα, απόγονος των ηλιακών βασιλέων, ένας από τους
Παν- δοΐδες, που τους είχαν εκθρονίσει οι Καουραβές ή σεληνογε- νείς
βασιλιάδες. Ο νεαρός Αρζούνα ήταν γεµάτος φωτιά, αλλά κι επιρρεπής
στο να αποθαρρύνεται και να περιέρχεται σε αµφιβολία.
Προσκολλήθηκε µε πάθος στον Κρίσνα.
Καθισµένος κάτω από τους κέδρους του όρους Μερού, απέναντι από
το Ιµαβάτ, ο Κρίσνα άρχισε να µιλά στους µαθητές του για τις
αλήθειες εκείνες που είναι απρόσιτες στους ανθρώπους, που ζουν µέσα
στη δουλεία των αισθήσεων. Τους δίδαξε το δόγµα της αθανασίας της
ψυχής, των διαδοχικών γεννήσεών της και της µυστικής της ένωσης µε
το Θεό.
Το σώµα, έλεγε, είναι περικάλυµµα της ψυχής, η οποία το
χρησιµοποιεί για τη διαµονή της, είναι ένα πράγµα πεπερασµένο· αλλά
η ψυχή που το κατοικεί είναι αόρατη, άυλη, άφθαρτη, αιώνια 27 . Ο
γήινος άνθρωπος είναι τριπλός, όπως η θεότητα την οποία
καθρεφτίζει: νους, ψυχή και σώµα. Αν η ψυχή ενωθεί µε το νου, φτάνει
τη Σάτβα, τη σοφία και την ειρήνη. Αν µένει αβέβαιη µεταξύ του νου
και του σώµατος, κυριαρχείται από τη Ράγα, το πάθος, και γυρίζει από
αντικείµενο σε αντικείµενο, µέσα σ’ ένα µοιραίο κύκλο. Αν αφεθεί στο
σώµα, πέφτει στην Τάµα, τον παραλογισµό, την άγνοια και τον
πρόσκαιρο θάνατο. Να τι µπορεί να παρατηρήσει κάθε άνθρωπος µέσα
στον εαυτό του και γύρω του 28 .
“Αλλά”, ρώτησε ο Αρζουνα, “ποια είναι η τύχη της ψυχής µετά το
θάνατο; Υπακούει πάντοτε στον ίδιο νόµο ή µπορεί να ξεφυγει από
αυτόν;”
“Δεν τον ξεφεύγει ποτέ κι υπακούει σ’ αυτόν πάντοτε”, α-
ποκρίθηκε ο Κρίσνα. “Εδώ είναι το µυστήριο των διαδοχικών
γεννήσεών της. Όπως τα βάθη του ουρανού ξανοίγουν µε τις ακτίνες
των άστρων, έτσι και τα βάθη της ζωής φωτίζονται µε το φως της
αλήθειας αυτής. Όταν το σώµα διαλύεται, όσο χρόνο επικρατεί η
Σάτβα (η σοφία), η ψυχή πετά µέσα στις σφαίρες των αγνών εκείνων
όντων, τα οποία έχουν γνώση του Υψίστου. Όταν το σώµα υφίσταται
αυτή τη διάλυση, ενώ κυριαρχεί η Ράγα (το πάθος), η ψυχή έρχεται εκ
νέου να κατοικήσει µεταξύ εκείνων που είναι προσκολληµένοι στα
πράγµατα της γης. Οµοίως, όταν το σώµα καταστρέφεται, ενώ
επικρατεί η Τάµα (η άγνοια), η ψυχή, αµαυρωµένη από την ύλη,
προσελκύεται εκ νέου από κάποια µήτρα των άλογων όντων” 29 .
“Αυτό είναι σωστό”, είπε ο Αρζούνα. “Αλλά µάθε µας τώρα, τι
απογίνονται στη διαδροµή των αιώνων εκείνοι που ακολούθησαν τη
σοφία και πού πηγαίνουν να κατοικήσουν µετά το θάνατό τους στους
θείους κόσµους;”
“Ο άνθρωπος τον οποίο ο θάνατος συλλαµβάνει µες στην
ευλάβεια”, απάντησε ο Κρίσνα, “αφού χαρεί επί πολλούς
αιώνες τις ανταµοιβές που οφείλονται στις αρετές του, µέσα στις
ανώτερες σφαίρες, επανέρχεται, τέλος, να κατοικήσει εκ νέου µέσα σ’
ένα σώµα κάποιας άγιας και σεβαστής οικογένειας. Αλλά αυτό το είδος
της αναγέννησης σ’ αυτή τη ζωή είναι πολύ δύσκολο να το πετύχει
κανείς. Ο έτσι γεννηµένος εκ νέου άνθρωπος βρίσκεται µε τον ίδιο
βαθµό προσαρµογής κι ανάπτυξης του νου, τον οποίο είχε στο πρώτο
του σώµα, κι αρχίζει ξανά να εργάζεται για να τελειοποιηθεί µέσα σε
ευ- λάβεια” 30 .
“Έτσι”, είπε ο Αρζοΰνα, “και οι αγαθοί είναι υποχρεωµένοι να
ξαναγεννηθουν και να ξαναρχίσουν τη ζωή του σώµατος! Αλλά πες
µας, ω κύριε της ζωής, για εκείνον που ακολουθεί τη σοφία δεν
τελειώνουν ποτέ οι αιώνιες γεννήσεις;”
“Ακουστέ λοιπόν”, είπε ο Κρίσνα, “ένα πολύ µεγάλο και πολύ βαθύ
µυστικό, το ύπατο µυστήριο, το ανώτατο κι αγνό. Για να φτάσεις την
τελειότητα, πρέπει να κατακτήσεις την επιστήµη της ενότητας, που
στέκεται ψηλότερα από τη σοφία· πρέπει να υψωθείς στο θείο ον, το
οποίο είναι πάνω από την ψυχή, πιο πάνω µάλιστα κι από το νου. Το
θείο αυτό ον, ο υπέροχος αυτός φίλος, είναι µέσα στον καθένα µας.
Διότι ο Θεός εδρεύει στο εσωτερικό κάθε ανθρώπου, αλλά λίγοι
γνωρίζουν να τον βρουν. Λοιπόν, να η οδός της σωτηρίας. Αφού θα
έχεις αντιληφθεί το τέλειο ον, το οποίο είναι πιο πάνω από τον κόσµο
και µέσα στον εαυτό σου, αποφάσισε να εγκαταλείψεις τον εχθρό
εκείνο που παίρνει τη µορφή του πόθου. Δαµάζετε τα πάθη σας. Οι
ηδονές τις οποίες προξενούν οι αισθήσεις είναι, ας πούµε, καλούπια
των µελλοντικών πόνων. Μην κάνετε µόνο το καλό, αλλά να είστε και
καλοί. Το αίτιο ας βρίσκεται µέσα στην πράξη κι όχι στους καρπούς
της. Να παραιτείστε από τον καρπό των έργων σας, αλλά κάθε µια από
τις πράξεις σας ας είναι σαν µια προσφορά στο υπέρτατο Ον. Ο
άνθρωπος που θυσιάζει τους πόθους του και τα έργα του στο ον από το
οποίο πηγάζουν οι αρχές όλων των πραγµάτων, και από το οποίο
σ χ η µ α τ ί σ τ η κ ε τ ο σ ύ µ π α ν , π ε τ υ χα ί ν ε ι µ ε α υ τ ή ν τ η θ υ σ ί α τ η ν
τελειότητα. Ενωµένος µ’ αυτό πνευµατικά, φτάνει εκείνη την
πνευµατική σοφία που βρίσκεται πάνω από τη λατρεία των προσφορών
και συναισθάνεται µια θεία ευδαιµονία. Διότι εκείνος που βρίσκει
µέσα του την ευτυχία του, τη χαρά του, και µέσα του επίσης το φως
του, είναι ένα µε το Θεό. Λοιπόν, ξέρετέ το, η ψυχή που βρήκε το Θεό
είναι λυτρωµένη από την αναγέννηση κι από το θά-
νατό, από το γήρας κι από τον πόνο, και πίνει το νερό της
αθανασίας” 31 .
Έτσι ο Κρίσνα εξηγούσε τη διδασκαλία του στους µαθητές του και
µε την εσωτερική παρατήρηση τους ανύψωνε λί- γο-λίγο στις
υπέρτατες αλήθειες, που είχαν αποκαλυφθεί σ’ αυτόν τον ίδιο µε την
αστραπή του οράµατος του. Όταν µιλούσε για το Μαχαδέβα, η φωνή
του γινόταν σοβαρότερη, τα χαρακτηριστικά του φωτίζονταν. Μια
µέρα ο Αρζούνα, γεµάτος περιέργεια και τόλµη, του είπε: “Κάνε µας
να δούµε το Μαχαδέβα στη θεία του µορφή. Τα µάτια µας δεν µπορούν
να τον κοιτάξουν;”
Τότε ο Κρίσνα σηκώθηκε κι άρχισε να µιλά για το ον, το οποίο
αναπνέει µέσα σ’ όλα τα όντα, µ’ εκατό χιλιάδες σχήµατα, µ’ αµέτρητα
µάτια, µε όψεις στραµµένες σ’ όλα τα µέρη και το οποίο, εντούτοις, τα
ξεπερνάει, µε όλο το µεγαλείο του απείρου· το οποίο, µέσα στο
ακίνητο κι απεριόριστο σώµα του, περικλείει το κινούµενο σύµπαν µε
όλες του τις διαιρέσεις. “Αν στους ουρανούς άστραφτε συγχρόνως η
λάµψη χιλίων ήλιων”, είπε ο Κρίσνα, “µόλις που θα έµοιαζε µε τη
λαµπρότητα του µοναδικού Παντοδύναµου”. Ενώ µιλούσε έτσι για το
Μαχαδέβα, από τα µάτια του Κρίσνα πετάχτηκε µια τέτοια ακτίνα,
ώστε οι µαθητές δεν µπόρεσαν να βαστάξουν τη λάµψη και γονάτισαν
στα πόδια του. Τα µαλλιά του Αρζούνα σηκώθηκαν πάνω στο κεφάλι
του και σκύβοντας είπε, ενώνοντας τα χέρια: “Δάσκαλε, τα λόγια σου
µας τροµάζουν και δεν µπορούµε να βαστάξουµε τη θέα του µεγάλου
Όντος, που το επικαλείσαι ενώπιόν µας. Μας κεραυνώνει” 32 .
Ο Κρίσνα επανέλαβε: “Ακούστε τι σας λέει δια του στόµατός µου:
εγώ κι εσείς γεννηθήκαµε πολλές φορές. Οι δικές µου γεννήσεις δεν
είναι γνωστές παρά µόνο σε εµένα, αλλά εσείς δε γνωρίζετε ούτε τις
δικές σας. Αν και δεν είµαι, εκ της φύσης µου, υποκείµενος στη
γέννηση ή το θάνατο και, αν και είµαι κύριος όλων των
δηµιουργηµάτων, εντούτοις, επειδή κυβερνώ τη φύση µου, γίνοµαι
ορατός µέσα από την ίδια µου τη δύναµη. Και όποτε η αρετή
καταρρέει στον κόσµο κι επικρατεί το κακό κι η αδικία, τότε γίνοµαι
ορατός, κι έτσι φανερώνοµαι κατά εποχές, για τη σωτηρία του δικαίου,
την καταστροφή του κακού και την αποκατάσταση της αρετής. Εκείνος
που γνωρίζει αληθινά τη φύση µου και το θείο έργο µου, όταν αφήνει
το σώµα του, δεν ξαναγυρίζει πια σε µια νέα γέννηση, αλλά έρχεται σ’
εµένα” 33 .
Καθώς µιλούσε έτσι ο Κρίσνα, κοίταξε τους µαθητές του µε
γλυκύτητα και καλοσύνη. Ο Αρζούνα φώναξε:
“Κύριε! Είσαι δάσκαλός µας, είσαι γιος του Μαχαδέβα! Το βλέπω
από την αγαθότητά σου, από το άρρητο θέλγητρό σου πιο πολύ, παρά
από την τροµερή σου λάµψη. Οι Δέβες δε σε ζητούν και δε σε ποθούν
µέσα στο ιλιγγιώδες άπειρο, αλλά σε αγαπούν και σε λατρεύουν µε την
ανθρώπινη µορφή. Ούτε η µετάνοια, ούτε οι ελεηµοσύνες, ούτε οι
βέδες, ούτε η θυσία δεν αξίζουν ένα σου µόνο βλέµµα. Είσαι η
αλήθεια. Ο- δήγησέ µας στον αγώνα, στον πόλεµο, στο θάνατο. Όπου
κι αν είναι, θα σε ακολουθήσουµε!”
Χαµογελώντας γοητευµένοι, οι µαθητές στριµώχνονταν γύρω από
τον Κρίσνα λέγοντας: “Πώς δε σε είδαµε νωρίτερα; Ο Μαχαδέβας µιλά
µέσα από σένα”. Εκείνος απάντησε: “Τα µάτια σας δεν ήταν ανοιχτά.
Σας έδωσα το µεγάλο µυστικό. Μην το λέτε παρά µόνο σ’ εκείνους που
µπορούν να το νιώθουν. Είστε οι εκλεκτοί µου* βλέπετε το τέρµα* το
πλήθος δε βλέπει παρά µια άκρη του δρόµου. Και τώρα, πάµε να
διδάξουµε στο λαό την οδό της σωτηρίας”.

6. Η διδασκαλία των µυηµένων


ΑΦΟΎ ΔΊΔΑΞΕ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ πάνω στο όρος Μερού, ο Κρίσνα πήγε
µαζί µ’ αυτούς στις όχθες της Δζαµούνα και του Γάγγη, για να
προσηλυτίσει το λαό. Έµπαινε στις καλύβες και σταµατούσε στις
πόλεις. Το βράδυ, έξω από τα χωριά, το πλήθος µαζευόταν γύρω του.
Εκείνο που δίδασκε προπάντων στο λαό ήταν η φιλανθρωπία προς τον
πλησίον. “Τα κακά µε τα οποία πικραίνουµε τον πλησίον µας”, έλεγε,
“µας παρακολουθούν, όπως η σκιά µας παρακολουθεί το σώµα µας. Τα
έργα τα οποία έχουν ως αρχή την αγάπη του οµοίου µας είναι εκείνα
π ο υ π ρ έ π ε ι ν α ε π ι δ ι ώ κ ε ι ο δ ί κα ι ο ς , γ ι α τ ί α υ τ ά θ α β α ρ ύ ν ο υ ν
περισσότερο στη θεία ζυγαριά. Αν συναναστρέφεσαι τους καλούς, τα
παραδείγµατα που δίνεις θα είναι ανώφελα* µη φοβάσαι να ζεις
µεταξύ των κακών, για να τους φέρεις στην οδό του καλού. Ο ενάρετος
άνθρωπος µοιάζει µε το γιγαντιαίο πλάτανο, του οποίου η ευεργετική
σκιά δίνει στα φυτά που τον περιτριγυρίζουν τη δροσιά της ζωής”.
Κάποτε ο Κρίσνα, του οποίου η ψυχή ξεχείλιζε τώρα από ένα άρωµα
αγάπης, µιλούσε για την αυταπάρνηση και για τη
θυσία, µε φωνή γλυκιά και µε θελκτικές εικόνες: “Όπως η γη
βαστάζει εκείνους που την πατουν και της ξεσχίζουν τα σπλάχνα
οργώνοντάς την, έτσι κι εµείς οφείλουµε ν’ αποδίδουµε το καλό στο
κακό. Ο τίµιος άνθρωπος οφείλει να υπο- κύψει στα χτυπήµατα των
κακών, όπως το δέντρο σάνδανο 34 , το οποίο, όταν το κόβουν,
αρωµατίζει το τσεκούρι που το χτύπησε”.
Όταν οι ηµιµαθείς, οι άπιστοι ή οι αλαζόνες του ζητούσαν να τους
εξηγήσει τη φύση του Θεού, απαντούσε µε αποφθέγµατα όπως τα
ακόλουθα: “Η γνώση του ανθρώπου δεν είναι παρά µαταιότητα· όλες
οι καλές πράξεις του είναι µάταιες, όταν δεν ξέρει να τις αποδώσει στο
Θεό. Εκείνος που είναι ταπεινός στην καρδιά και το πνεύµα, είναι
αγαπηµένος του Θεού· δεν έχει ανάγκη από άλλο πράγµα. Μόνο το
άπειρο και το διάστηµα µπορούν να εννοήσουν το άπειρο· ο Θεός µόνο
µπορεί να εννοήσει το Θεό”.
Δεν ήταν αυτά τα µόνα νέα πράγµατα της διδαχής του. Γοήτευε,
παρέσυρε το πλήθος προπάντων µε ό,τι έλεγε περί του ζώντος Θεού,
του Βισνού. Δίδασκε ότι ο κύριος του σύµπα- ντος είχε ήδη
ενσαρκωθεί περισσότερες από µία φορές µεταξύ των ανθρώπων. Είχε
φανεί διαδοχικά µέσα στους επτά σοφούς, το Βεάσα και το Βασίστα.
Θα φανερωνόταν και πάλι. Αλλά στο Βισνού, σύµφωνα µε τα λεγάµενα
του Κρίσνα, άρεσε µερικές φορές να µιλά δια στόµατος ταπεινών,
µέσω ενός επαίτη, κάποιας γυναίκας που µετανόησε, ενός µικρού
παιδιού. Διηγιόταν στο λαό την παραβολή του φτωχού ψαρά Δούργα,
που είχε συναντήσει ένα µικρό παιδί που πέθαινε από την πείνα, κάτω
από ένα φοίνικα. Ο καλός Δούργα, αν και γονατισµένος από τη
δυστυχία και µε το βάρος µιας πολυµελούς οικογένειας, που δεν ήξερε
πώς να τη θρέψει, αισθάν- θηκε οίκτο για το παιδάκι και το πήρε σπίτι
του. Ο ήλιος είχε βασιλέψει, το φεγγάρι ανέτελλε πάνω από το Γάγγη,
η οικογένεια είχε πει τη βραδινή της προσευχή και το παιδάκι
ψιθύρισε σιγανά: “Ο καρπός του κατάκα καθαρίζει το νερό· έτσι οι
αγαθοεργίες καθαρίζουν την ψυχή. Πάρε τα δίχτυα σου, Δούργα, η
βάρκα σου πλέει πάνω στο Γάγγη”. Ο Δούργα έριξε τα δίχτυα του κι
αυτά λίγο έλειψε να κοπούν από το πλήθος των ψαριών. Το παιδί είχε
εξαφανιστεί. Έτσι, έλεγε ο Κρίσνα, όταν ο άνθρωπος ξεχνά τη δική
του δυστυχία για τη δυστυχία των άλλων, ο Βισνού φανερώνεται και
τον κάνει ευτυχισµένο. Με τέτοια παραδείγµατα ο Κρίσνα κήρυττε τη
λατρεία του Βισνού. Ο καθένας έµενε έκθαµβος, βρίσκοντας το Θεό
τόσο κοντά στην καρδιά του, όταν µιλούσε ο γιος της Δεβακί.
Η φήµη του προφήτη του όρους Μεροΰ διαδόθηκε στην Ινδία. Οι
βοσκοί που τον είχαν δει να µεγαλώνει και που είχαν παραβρεθεί στα
πρώτα του κατορθώµατα δεν µπορούσαν να πιστέψουν ότι το άγιο
αυτό πρόσωπο ήταν ο ορµητικός εκείνος ήρωας που είχαν γνωρίσει. Ο
γέρος Νάνδα είχε πεθάνει. Αλλά οι δυο του κόρες, η Σαρασβατί κι η
Νιχδαλί, ζούσαν ακόµη. Διαφορετική υπήρξε η µοίρα τους. Η
Σαρασβατί, θυµωµένη για την αναχώρηση του Κρίσνα, είχε ζητήσει τη
λήθη στο γάµο. Είχε γίνει σύζυγος ενός ανθρώπου ευγενικής τάξης, ο
οποίος την πήρε για την οµορφιά της. Έπειτα τη χώρισε και την
πούλησε σ’ ένα βαΐσα (έµπορο). Η Σαρασβατί είχε εγκαταλείψει από
περιφρόνηση αυτόν τον άνθρωπο, για να γίνει γυναίκα κακής
διαγωγής. Μια µέρα, απελπισµένη, γεµάτη τύψεις κι αηδία, γύρισε
πίσω στη χώρα της και πήγε να βρει κρυφά την αδερφή της, Νιχδαλί.
Αυτή, έχοντας πάντα στο νου της τον Κρίσνα, σαν να ήταν παρών, δεν
είχε καθόλου παντρευτεί και ζούσε κοντά σε έναν από τους αδερφούς
της ως υπηρέτρια. Όταν η Σαρασβατί τής δι- ηγήθηκε τις ατυχίες της
και τα αίσχη της, η Νιχδαλί τής απάντησε:
“Φτωχή µου αδελφούλα! Σε συγχωρώ, αλλά ο αδερφός µας δε θα σε
συγχωρέσει. Μόνο ο Κρίσνα θα µπορούσε να σε σώσει”.
Μια φλόγα έλαµψε στα σβησµένα µάτια της Σαρασβατί.
“Ο Κρίσνα!” είπε. “Τι απέγινε;”
“Ένας άγιος, ένας µεγάλος προφήτης. Κηρύττει στις όχθες του
Γάγγη”.
“Πάµε να τον βρούµε!” είπε η Σαρασβατί.
Κι οι δυο αδερφές πήραν το δρόµο, η µια µαραµένη από τα πάθη, η
άλλη ευωδιάζοντας από αθωότητα, κι όµως κι οι δυο τους λιωµένες
από τον ίδιο έρωτα.
Ο Κρίσνα έµελλε να διδάξει τη διδασκαλία του στους πολεµιστές
(ξάτρας). Διότι διαδοχικά απευθυνόταν στους βραχ- µάνες, τους
ανθρώπους της στρατιωτικής τάξης και το λαό. Στους βραχµάνες
εξηγούσε, µε την ηρεµία της ώριµης ηλικίας, τις βαθιές αλήθειες της
ε π ι σ τ ή µ η ς - µ π ρ ο σ τ ά σ τ ο υ ς ραγιά ε ξ υ µ ν ο ύ σ ε τ ι ς π ο λ ε µ ι κ έ ς κ ι
οικογενειακές αρετές, µε τη φωτιά της νεότητας- στο λαό µιλούσε µε
την απλότητα της παι-
δικής ηλικίας, για τη φιλανθρωπία, την αυταπάρνηση και την
ελπίδα.
Ο Κρίσνα καθόταν στο τραπέζι, στο σπίτι ενός φηµισµένου
αρχηγού, όταν δυο γυναίκες ζήτησαν να παρουσιαστούν στον προφήτη.
Τις άφησαν να µπουν, γιατί ήταν ντυµένες σαν µοναχές. Η Σαρασβατί
κι η Νιχδαλί πήγαν και γονάτισαν στα πόδια του Κρίσνα. Η Σαρασβατί
φώναξε, πνιγµένη στα δάκρυα:
“Αφότου µας άφησες, πέρασα τη ζωή µου µέσα στην πλάνη και την
αµαρτία· αλλά αν το θέλεις Κρίσνα, µπορείς να µε σώσεις!...”
Η Νιχδαλί πρόσθεσε:
“Ω Κρίσνα, όταν σε είδα άλλοτε, ένιωσα πως θα σε αγαπούσα για
πάντα* τώρα που σε ξαναβρίσκω ένδοξο, ξέρω πως είσαι γιος του
Μαχαδέβα!”
Κι οι δυο αγκάλιασαν τα πόδια του. Οι ραγιά είπαν:
“Γιατί, άγιε σοφέ, αφήνεις αυτές τις γυναίκες του λαού να σε
προσβάλλουν µε τα ανόητα λόγια τους;”
Ο Κρίσνα τους αποκρίθηκε:
“Αφήστε τις να ανοίξουν την καρδιά τους· αξίζουν περισσότερο από
σας. Γιατί αυτή εδώ έχει την πίστη κι εκείνη την αγάπη. Η Σαρασβατί,
η αµαρτωλή, σώθηκε από αυτήν τη στιγµή, γιατί πίστεψε σ’ εµένα· κι
η Νιχδαλί, µε τη σιωπή της, αγάπησε πιο πολύ την αλήθεια παρά εσείς
µε όλες σας τις φωνές. Να ξέρετε, λοιπόν, ότι η ακτινοβόλος µητέρα
µου, που ζει µέσα στον ήλιο του Μαχαδέβα, θα τους διδάξει τα
µυστήρια της αιώνιας αγάπης, όσο χρόνο εσείς θα είστε ακόµα
βυθισµένοι στα σκοτάδια των κατώτερων ζώων”.
Από εκείνη τη µέρα, η Σαρασβατί κι η Νιχδαλί προσκολ- λήθηκαν
στα βήµατα του Κρίσνα και τον ακολούθησαν µαζί µε τους µαθητές
του. Εµπνευσµένες από αυτόν, δίδαξαν τις άλλες γυναίκες.
Ο Κάνσα βασίλευε πάντα στη Μαδούρα. Από το φόνο του γέροντα
Βασίστα, ο βασιλιάς δεν είχε βρει ησυχία πάνω στο θρόνο. Η
προφητεία του αναχωρητή είχε πραγµατοποιηθεί: ο γιος της Δεβακί
ήταν ζωντανός! Ο βασιλιάς τον είχε δει, και µπροστά στη µατιά του
είχε νιώσει να λιώνει η δύναµή του και το βασιλικό του αξίωµα.
Έτρεµε σαν φύλλο για τη ζωή του και συχνά, παρ’ όλους τους
φρουρούς του, γυρνούσε απότοµα, περιµένοντας να δει το νεαρό ήρωα,
τροµερό κι απα- στράπτοντα, όρθιο µπροστά στη θύρα του. Από την
άλλη
πλευρά, η Νισοΰµβα, πάνω στο κρεβάτι της, στο βάθος του
γυναικωνίτη, σκεφτόταν τις εξουσίες που έχασε. Όταν έµαθε ότι ο
Κρίσνα είχε γίνει προφήτης και δίδασκε στις όχθες του Γάγγη, έπεισε
το βασιλιά να στείλει εναντίον του δύναµη στρατιωτών για να τον
φέρουν δεµένο.
Όταν ο Κρίσνα τους είδε, χαµογέλασε και τους είπε: “Ξέρω ποιοι
είστε και γιατί έρχεστε. Είµαι έτοιµος να σας ακολουθήσω κοντά στο
βασιλιά σας· αλλά προηγουµένως αφήστε µε να σας µιλήσω για το
βασιλιά του ουρανού, που είναι ο δικός µου βασιλιάς”. Κι άρχισε να
µιλά για το Μαχαδέβα, την αίγλη του και τις εκδηλώσεις του. Όταν
τελείωσε, οι στρατιώτες παρέδωσαν τα όπλα τους στον Κρίσνα,
λέγοντας: “Δε θα σε πάµε αιχµάλωτο στο βασιλιά µας, αλλά θα σε
ακολουθήσουµε προς το δικό σου βασιλιά”. Κι έµειναν κοντά του.
Όταν ο Κάνσα το έµαθε, τρόµαξε πολύ. Η Νισοΰµβα του είπε:
“Στείλε τους πρώτους του βασιλείου.” Έτσι έγινε. Πήγαν εκείνοι στην
πόλη που δίδασκε ο Κρίσνα. Είχαν υποσχε- θεί να µην τον ακούσουν.
Αλλά όταν είδαν τη λάµψη του βλέµµατός του, το µεγαλείο της
συµπεριφοράς του και το σεβασµό που του έδειχνε το πλήθος, δεν
κρατήθηκαν να µην τον ακούσουν. Ο Κρίσνα τους µίλησε για την
εσωτερική δουλεία εκείνων που κάνουν το κακό και για την ουράνια
ελευθερία εκείνων οι οποίοι κάνουν το καλό. Οι ξατρές γέµισαν από
χαρά κι έκπληξη, γιατί αισθάνθηκαν τον εαυτό τους ελεύθερο από
τεράστιο βάρος. “Αληθινά, είσαι ένας µεγάλος µάγος”, είπαν, “γιατί
είχαµε ορκιστεί να σε οδηγήσουµε στο βασιλιά µε σιδερένιες
αλυσίδες· αλλά είναι αδύνατο να το κάνουµε, γιατί εσΰ µας λύτρωσες
από τις δικές µας”. Γύρισαν στον Κανσά και του είπαν: “Δεν µπορούµε
να σου φέρουµε αυτόν τον άνθρωπο. Είναι ένας µεγάλος προφήτης και
δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς από αυτόν”.
Ο βασιλιάς, βλέποντας ότι όλα αυτά απέβαιναν ανώφελα, είπε και
τριπλασίασαν του φρουρούς του κι έβαλαν σιδερένιες αλυσίδες σ’ όλες
τις θυρες των ανακτόρων του. Μια µέρα, εντούτοις, άκουσε µεγάλο
θόρυβο στην πόλη, φωνές χαράς και θριάµβου. Οι φυλακές ήρθαν και
του είπαν: “Είναι ο Κρίσνα, ο οποίος εισέρχεται θριαµβευτικά στη
Μαδουρα. Ο λαός συντρίβει τις πόρτες, σπάζει τις σιδερένιες
αλυσίδες”. Ο Κάνσα θέλησε να φύγει. Αλλά οι ίδιοι οι φύλακες τον
υποχρέωσαν να µείνει πάνω στο θρόνο.
Πράγµατι, ο Κρίσνα, ακολουθούµενος από τους µαθητές
του κι από µεγάλο αριθµό αναχωρητών, έκανε την είσοδό του στη
σηµαιοστολισµένη Μαδοΰρα, µέσα σε µεγάλο πλήθος κόσµου, που
έµοιαζε µε θάλασσα ταραγµένη από τον άνεµο. Ερχόταν µέσα σε
βροχή από κορδέλες, και λουλούδια. Όλοι τον επευφηµούσαν.
Μπροστά στους ναούς, οι βραχµάνες στέκονταν συναθροισµένοι κάτω
από τις ιερές µπανανιές, για να χαιρετίσουν το γιο της Δεβακί, το
νικητή του φιδιού, τον ή- ρωα του όρους Μερού, αλλά προπάντων τον
προφήτη του Βι- σνού. Ακολουθούµενος από λαµπρή συνοδεία κι ενώ
ο λαός κι οι ξατρές τον χαιρέτιζαν ως ελευθερωτή, ο Κρίσνα
παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλιά και της βασίλισσας.
“Δε βασίλεψες παρά µε τη βία και µε το κακό”, είπε ο Κρίσνα στον
Κάνσα, “κι αξίζεις χίλιους θανάτους, γιατί σκότωσες τον άγιο γέροντα
Βασίστα. Εντούτοις, δε θα πεθάνεις ακόµη. Θέλω να αποδείξω στον
κόσµο πως δε θριαµβεύει κανείς σκοτώνοντας τους νικηµένους
εχθρούς του, αλλά συγχωρώντας τους”.
“Κακέ µάγε!” είπε ο Κάνσα, “µου έκλεψες το στέµµα µου και το
βασίλειό µου. Αποτέλειωσέ µε”.
“Μιλάς σαν ανόητος”, είπε ο Κρίσνα. “Διότι, αν πέθαινες στην
κατάστασή σου αυτή του παραλογισµού, της σκληρότητας και του
εγκλήµατος, θα ήσουν αµετάκλητα χαµένος στην άλλη ζωή. Αν,
αντίθετα, αρχίσεις να κατανοείς την τρέλα σου και να µετανοείς γι’
αυτήν στην παρούσα ζωή, η τιµωρία σου θα είναι µικρότερη στην άλλη
ζωή, και µε τη µεσολάβηση των αγνών πνευµάτων ο Μαχαδέβα θα σε
σώσει µια µέρα”.
Η Νισούµβα, γερµένη στο αυτί του βασιλιά, του ψιθύρισε:
“Ανόητε, επωφελήσου την τρέλα της υπερηφάνειας του. Όσο είναι
κανείς ζωντανός, του µένει η ελπίδα της εκδίκησης”.
Ο Κρίσνα κατάλαβε τι του έλεγε εκείνη, χωρίς να το ακούσει. Της
έριξε αυστηρό βλέµµα γεµάτο οίκτο.
“Α! Δυστυχισµένη! Πάντοτε το δηλητήριό σου. Ξελογιά- στρα,
µαύρη µάγισσα, δεν έχεις πια µέσα στην καρδιά σου παρά το
δηλητήριο των φιδιών. Ξερίζωσέ το, αλλιώς µια µέρα θα είµαι
αναγκασµένος να συντρίψω την κεφαλή σου. Και τώρα, θα πας µε το
βασιλιά σ’ έναν τόπο µετάνοιας, για να εξιλεωθείς για τα κρίµατά σου,
υπό την επαγρύπνηση των βραχµάνων”.
Μετά τα γεγονότα αυτά, ο Κρίσνα, µε τη συγκατάθεση των
αρχόντων του βασιλείου και του λαού, έχρισε τον Αρζούνα,
το µαθητή του, το λαµπρότερο απόγονο της ηλιακής φυλής, βασιλιά
της Μαδούρα. Έδωσε την υπέρτατη εξουσία στους βραχµάνες, οι
οποίοι έγιναν οι παιδαγωγοί των βασιλιάδων. Αυτός ο ίδιος παρέµεινε
α ρ χ η γ ό ς τ ω ν α ν α χω ρ η τ ώ ν , ο ι ο π ο ί ο ι α π ο τ έ λ ε σ α ν τ ο α ν ώ τ α τ ο
συµβούλιο των βραχµάνων. Για να προφυλάξει δε το συµβούλιο αυτό
από τις καταδιώξεις, είπε κι έκτισαν γΓ αυτούς και για το συµβούλιο
µια οχυρωµένη πόλη µέσα στα βουνά, που την υπεράσπιζαν ψηλά τείχη
και εκλεκτός πληθυσµός. Ονοµαζόταν Δβάρκα. Στο κέντρο της πόλης
αυτής βρισκόταν ο ναός των µυηµένων, του οποίου το σπουδαιότερο
διαµέρισµα ήταν κρυµµένο µέσα στη γη 35 .
Εντούτοις, όταν οι βασιλείς της σεληνιακής λατρείας έµαθαν ότι
ένας βασιλιάς της ηλιακής λατρείας είχε ανέβει στο θρόνο της
Μαδούρα κι ότι µ’ αυτόν οι βραχµάνες έµελλαν να γίνουν οι κύριοι
της Ινδίας, σύναψαν µεταξύ τους ισχυρή συµµαχία, για να τον
ανατρέψουν. Ο Αρζούνα, από την άλλη πλευρά, συνάθροισε γύρω του
όλους τους βασιλιάδες του ηλιακού θρησκεύµατος της λευκής, άριας
και βεδικής παράδοσης. Από το βάθος του ναού της Δβάρκα, ο Κρίσνα
τούς παρακολουθούσε, τους διηύθυνε. Οι δυο στρατοί βρίσκονταν
αντιµέτωποι κι η αποφασιστική µάχη επέκειτο. Ωστόσο, ο Αρζούνα,
µην έχοντας πια το δάσκαλό του δίπλα του, αισθανόταν το νου του να
ταράζεται και να αδυνατίζει το θάρρος του. Ένα πρωί, καθώς
ξηµέρωνε, ο Κρίσνα φανερώθηκε µπροστά στη σκηνή του βασιλιά-
µαθητή του.
“Γιατί”, είπε αυστηρά ο δάσκαλος, “δεν άρχισες τη µάχη που θα
κρίνει αν οι γιοι του ήλιου ή οι γιοι της σελήνης θα βασιλέψουν πάνω
στη γη;”
“Χωρίς εσένα δεν µπορώ”, είπε ο Αρζούνα. “Κοίταξε αυτούς τους
δυο αµέτρητους στρατούς κι αυτά τα πλήθη που µέλλεται να
αλληλοσκοτωθούν”.
Από το ύψωµα στο οποίο βρίσκονταν, ο κύριος των πνευµάτων κι ο
βασιλιάς της Μαδούρα παρατήρησαν τους δυο αµέτρητους στρατούς,
παραταγµένους τον ένα απέναντι από τον άλλο. Έβλεπες εκεί να
λάµπουν οι επιχρυσωµένοι θώρακες των αρχηγών. Χιλιάδες πεζοί
στρατιώτες, άλογα κι ελέφαντες περίµεναν το σύνθηµα για την έναρξη
της µάχης. Τη στιγµή εκείνη, ο αρχηγός του εχθρικού στρατού, ο πιο
ηλικιωµένος από τους Καουραβές, σάλπισε µε τη µεγάλη σάλπιγγα,
που ο ήχος της έµοιαζε µε τον µυκηθµό του λιονταριού. Σ’ αυτή τη
βοή ακούστηκαν ξαφνικά, στο απέραντο πε-
δίο της µάχης, τα χλιµινχρίσµατα των αλόγων, ένας ανακατεµένος
θόρυβος όπλων, τυµπάνων και σαλπίγγων, και µεγάλος σάλαγος έγινε.
Ο Αρζουνα δεν είχε πια παρά να ανέβει πάνω στο αµάξι του, που το
έσερναν άσπρα άλογα, και να σφυρίξει µε τη γαλάζια σάλπιγγά του,
για να δώσει το σύνθηµα της µάχης στους γιους του ήλιου. Αλλά να
που ο βασιλιάς πληµµύρισε από ευσπλαχνία, κι είπε καταβεβληµένος:
“Βλέποντας αυτό το πλήθος να πιάνεται στα χέρια, νιώθω να
τρέµουν τα µέλη µου· το στόµα µου στεγνώνει, το σώµα µου τρέµει,
τα µαλλιά µου σηκώνονται πάνω στο κεφάλι µου, το δέρµα µου καίει,
το µυαλό µου στροβιλίζεται. Βλέπω κακούς οιωνούς. Κανένα καλό δεν
µπορεί να βγει από αυτήν τη σφαγή. Τι να τα κάνουµε τα βασίλεια, τις
ηδονές κι αυτή τη ζωή; Αυτοί οι ίδιοι για τους οποίους ποθούµε τα
βασίλεια, τις ηδονές και τις χαρές, είναι όρθιοι εκεί για να χτυπηθούν,
λησµονώντας τη ζωή τους και τα αγαθά τους. Δάσκαλοι, πατέρες, γιοι,
παππούδες, εγγόνια, συγγενείς µέλλεται να αλληλο- σφαγουν. Δεν έχω
καµιά επιθυµία να τους σκοτώσω για να βασιλέψω στους τρεις
κόσµους, και πολύ λιγότερο ακόµη για να βασιλέψω πάνω σ’ αυτή τη
γη. Τι ευχαρίστηση θα δοκίµαζα να σκοτώσω τους εχθρούς µου; Όταν
οι φαύλοι πεθάνουν, η αµαρτία θα πέσει πάνω µας”.
“Πώς σ’ έπιασε”, είπε ο Κρίσνα, “αυτή η κατάρα του φόβου, που
είναι ανάξια του σοφού και πηγή της ατιµίας, κι η οποία µας διώχνει
από τον ουρανό; Μην είσαι θηλυπρεπής. Επάνω!”
Αλλά ο Αρζουνα, καταβεβληµένος κι αποθαρρυµένος, κάθισε
σιωπηλά κι είπε:
“Δε θα πολεµήσω”.
Τότε ο Κρίσνα, ο βασιλιάς των πνευµάτων, είπε µε ελαφρό
χαµόγελο:
“Ω Αρζουνα, σε ονόµασα βασιλιά του υπνου για να είναι πάντα
άγρυπνος ο νους σου. Αλλά το πνεύµα σου αποκοιµήθηκε και το σώµα
σου νίκησε την ψυχή σου. Κλαις για εκείνους που δε θα έπρεπε κανείς
να τους θρηνεί, και τα λόγια σου είναι στερηµένα από σοφία. Οι
µορφωµένοι άνθρωποι δε θρηνούν ούτε για τους ζωντανούς, ούτε για
τους νεκρούς. Εγώ και συ κι αυτοί οι αρχηγοί των ανθρώπων υπήρξαµε
πάντοτε και δε θα πάψουµε ποτέ να υπάρχουµε στο µέλλον. Όπως µέσα
σ’ αυτό το σώµα η ψυχή δοκιµάζει την παιδική ηλικία, τη νεότητα και
τα γηρατειά, έτσι θα τα δοκιµάσει και
µέσα σ’ άλλα σώµατα. Ένας άνθρωπος που γνωρίζει και διακρίνει,
δεν ταράσσεται γι’ αυτό.
’Ύιε του Βαράτα! Υπόµενε τον πόνο και την ηδονή µε την ίδια
ψυχική διάθεση. Εκείνοι, τους οποίους αυτά τα δυο αισθήµατα δεν
τους θίγουν, αξίζουν την αθανασία. Εκείνοι που βλέπουν την
πραγµατική ουσία, αυτοί βλέπουν και την αιώνια αλήθεια, η οποία
κυριαρχεί στο σώµα και την ψυχή. Ξέρε το, λοιπόν, εκείνο που
διαπερνά όλα τα πράγµατα στέκεται ψηλότερα από την καταστροφή.
Κανένας δεν µπορεί να καταστρέψει το Ανεξάντλητο. Όλα αυτά τα
σώµατα δε θα διαρκέσουν, το ξέρεις. Αλλά οι οραµατιστές γνωρίζουν
επίσης ότι η ενσαρκωµένη ψυχή είναι αιώνια, άφθαρτη κι άπει- ρη. Γι’
αυτό, πήγαινε να πολεµήσεις, απόγονε του Βαράτα. Εκείνοι που
νοµίζουν ότι η ψυχή µπορεί να σκοτώσει ή ότι σκοτώνεται, απατώνται
εξίσου. Δε φονεύει, ούτε φονεύεται. Δεν είναι γεννηµένη και δεν
πεθαίνει, και δεν µπορεί να χάσει εκείνη την ύπαρξη που πάντοτε την
είχε. Όπως ένα πρόσωπο πετά τα παλιά του ενδύµατα για να πάρει
καινούρια, έτσι η ενσαρκωµένη ψυχή αποβάλλει το σώµα της για να
πάρει άλλα. Ούτε το σπαθί την κόβει, ούτε η φωτιά την καίει, ούτε το
νερό την υγραίνει, ούτε ο αέρας τη στεγνώνει. Είναι αδιάβροχη και
άφλεκτη. Διαρκής, σταθερή, αιώνια, διαπερνά το παν.
”Δεν πρέπει, λοιπόν, να ανησυχείς ούτε για τη γέννηση ούτε για το
θάνατο, ω Αρζούνα! Γιατί για εκείνον που γεννιέται, ο θάνατος είναι
βέβαιος· και για κείνον που πεθαίνει, η γέννηση. Κοίταξε το καθήκον
σου, δίχως να κλονίζεσαι· γιατί για έναν πολεµιστή δεν υπάρχει τίποτα
καλύτερο από µια δίκαιη µάχη. Ευτυχισµένοι οι πολεµιστές εκείνοι, οι
οποίοι βρίσκουν τη µάχη ως θύρα ανοικτή προς τον ουρανό. Αλλά αν
δε θέλεις να πολεµήσεις στη δίκαιη αυτή µάχη, θα περι- πέσεις σε
αµάρτηµα, εγκαταλείποντας το καθήκον και τη δόξα σου. Όλα τα όντα
θα µιλούν για την αιώνια ατιµία σου, κι η ατιµία είναι χειρότερη από
το θάνατο για εκείνον που ήταν τιµηµένος” 36 .
Στους λόγους αυτούς του δασκάλου, ο Αρζούνα αισθάνθη- κε βαθιά
ντροπή κι ένιωσε να τινάζεται το βασιλικό του αίµα µαζί µε το θάρρος
του. Όρµησε πάνω στο αµάξι του κι έδωσε το σύνθηµα της µάχης. Τότε
ο Κρίσνα αποχαιρέτησε το µαθητή του κι άφησε το πεδίο της µάχης,
γιατί ήταν βέβαιος για τη νίκη των γιων του ήλιου.
Όµως ο Κρίσνα είχε καταλάβει ότι για να κάνει τους ητ- τηµένους
να παραδεχτούν τη θρησκεία του, έπρεπε να καταφέρει πάνω στις
ψυχές τους µία τελευταία νίκη δυσκολότερη από τη νίκη των όπλων.
Όπως ο άγιος Βασίστα είχε πεθάνει τρυπηµένος από ένα βέλος, για να
αποκαλυψει την υπέρτατη αλήθεια στον Κρίσνα, έτσι κι ο Κρίσνα
όφειλε να πεθάνει εκούσια από τα βέλη του θανάσιµου εχθρού του, για
να φυτέψει ως το βάθος της καρδιάς των αντιπάλων του την πίστη που
είχε κηρύξει στους µαθητές του και στον κόσµο.
Ήξερε ότι ο παλιός βασιλιάς της Μαδουρα, αντί να υποβάλλεται σε
µετάνοια, είχε καταφυγει στον πεθερό του τον Καλαγένι, το βασιλιά
των φιδιών. Το µίσος του, που το υποδαύλιζε πάντα η Νισουµβα, τον
έκανε να παρακολουθεί τον Κρίσνα µε κατασκόπους, οι οποίοι
παραµόνευαν την κατάλληλη ώρα για να τον χτυπήσουν. Ο Κρίσνα
καταλάβαινε ότι η αποστολή του είχε τελειώσει κι ότι δεν της έλειπε
για να συµπληρωθεί παρά µόνο η υπέρτατη σφραγίδα της θυσίας. Έτσι,
έπαψε να αποφεύγει και να παραλύει τον εχθρό του µε τη δύναµη της
θέλησής του. Γνώριζε ότι, αν έπαυε να υπερασπίζει τον εαυτό του µε
την απόκρυφη αυτή δύναµη, το χτύπηµα που από καιρό σκεπτόταν, θα
ερχόταν να τον πλήξει κρυφά. Αλλά ο γιος της Δεβακί ήθελε να
πεθάνει µακριά από τους ανθρώπους, µέσα στις ερηµιές του Ιµαβάτ.
Εκεί ένιωθε τον εαυτό του πιο κοντά στην ακτινοβόλο µητέρα του, τον
υπέροχο γέροντα και τον ήλιο του Μαχαδέβα.
Αναχώρησε λοιπόν ο Κρίσνα σε κάποιο ερηµητήριο που βρισκόταν
σ’ έναν άγριο και ερηµωµένο τόπο, στους πρόπο- δες των ψηλών
κορυφών του Ιµαβάτ. Κανένας από τους µαθητές του δεν είχε εννοήσει
το σκοπό του. Μόνο η Σαρασβα- τί κι η Νιχδαλί το διάβασαν µέσα στα
µάτια του δασκάλου, µε τη µαντική δύναµη που ενυπάρχει στη γυναίκα
και στον έρωτα. Όταν η Σαρασβατί κατάλαβε ότι ο Κρίσνα ήθελε να
πεθάνει, ρίχτηκε στα πόδια του, τα αγκάλιασε µε πάθος και φώναξε:
“Δάσκαλε, µη µας αφήνεις!”
Η Νιχδαλί τον κοίταξε και του είπε απλώς:
“Ξέρω που πηγαίνεις. Αν σε αγαπήσαµε, άφησέ µας να σε
ακολουθήσουµε!”
Ο Κρίσνα αποκρίθηκε:
“Στον ουρανό µου τίποτα δεν αρνουνται της αγάπης. Ελά
τε!
Ύστερα από µακρινό ταξίδι, ο προφήτης κι οι άγιες γυναίκες
έφτασαν στις καλύβες, οι οποίες βρίσκονταν γύρω από ένα µεγάλο,
απογυµνωµένο κέδρο, πάνω σε ένα βουνό κιτρινωπό και βραχώδες.
Από το ένα µέρος, τα αιώνια χιόνια του Ιµαβάτ· από το άλλο, µέσα
στο βάθος, δαιδαλώδεις οροσειρές, η πεδιάδα, η Ινδία, χαµένη σαν
όνειρο µέσα σε χρυσή οµίχλη. Σ’ αυτό το ερηµητήριο ζουσαν µερικοί
µοναχοί, που υπόκειντο σε µετάνοια, µε ρούχα από φλοιούς, µε µαλλιά
στριµµένα σαν άχυρα, µε µακριές γενειάδες, µε σώµα καταλερωµένο
από λάσπη και σκόνη, µε µέλη ξηρά από την πνοή του ανέµου και τη
θερµότητα του ήλιου. Μερικοί δεν ήταν παρά ένα πετσί στεγνό πάνω
σ’ έναν αποξηραµένο σκελετό. Βλέποντας το θλιβερό αυτό τόπο, η
Σαρασβατί φώναξε: “Η κατοικηµένη γη είναι µακριά κι ο ουρανός
είναι βουβός. Κύριε, γιατί µας οδήγησες σ’ αυτήν την έρηµο, την ε-
γκαταλελειµµένη από το Θεό κι από τους ανθρώπους;”
“Προσευχήσου”, απάντησε ο Κρίσνα, “αν θέλεις να πλησιάσει η γη
και να σου µιλήσει ο ουρανός”.
“Μαζί σου ο ουρανός είναι πάντοτε παρών”, είπε η Νιχδα- λί, “αλλά
γιατί ο ουρανός θέλει να µας αφήσει;”
“Πρέπει”, είπε ο Κρίσνα, “να πεθάνει ο γιος του Μαχαδέ- βα,
τρυπηµένος από ένα βέλος, για να πιστέψει ο κόσµος στο λόγο του”.
“Εξήγησέ µας αυτό το µυστήριο”.
“Θα το καταλάβετε µετά το θάνατό µου. Ας προσευχηθούµε”.
Επί επτά ηµέρες έκαναν προσευχές και καθαρµούς. Συχνά το
πρόσωπο του Κρίσνα µεταµορφωνόταν και φαινόταν σαν ν’
ακτινοβολεί. Την έβδοµη ηµέρα, κατά τη δύση του ήλιου, οι δυο
γυναίκες είδαν τους τοξότες να ανεβαίνουν προς το ε- ρηµητήριο.
“Να οι τοξότες του Κάνσα που σε γυρευουν”, είπε η Σαρασβατί.
“Δάσκαλε, υπερασπίσου τον εαυτό σου!”
Αλλά ο Κρίσνα, κοντά στον κέδρο, δεν έπαψε την προσευχή του. Οι
τοξότες ήρθαν· παρατήρησαν τις γυναίκες και τους µονάχους. Ήταν
αγροίκοι στρατιώτες, µε πρόσωπα κίτρινα και µαύρα. Βλέποντας την
εκστατική µορφή του αγίου, έµειναν άναυδοι. Στην αρχή προσπάθησαν
να τον βγάλουν από την έκστασή του, απευθυνοντάς του ερωτήσεις,
βρίζοντάς τον και ρίχνοντάς του πέτρες. Αλλά τίποτε δεν µπορούσε να
τον κάνει να βγει από την ακινησία του. Τότε ρίχτηκαν πάνω
του και τον έδεσαν στον κορµό του κέδρου. Ο Κρίσνα τους άφηνε
να ενεργούν, σαν να βρισκόταν σε όνειρο. Έπειτα οι τοξότες, αφού
πήραν κάποια απόσταση, άρχισαν να τον σηµαδεύουν, παρακινώντας ο
ένας τον άλλο. Με το πρώτο βέλος που τον τρΰπησε, ανάβρυσε το αίµα
κι ο Κρίσνα φώναξε: “Βασίστα! Οι γιοι του ήλιου είναι νικητές!”.
Ό τ α ν τ ο δ ε ύ τ ε ρ ο β έ λ ο ς δ ο ν ή θ η κ ε µ ε ς σ τ η σ ά ρ κα τ ο υ , ε ί π ε :
“Ακτινοβόλα µητέρα µου, ας γίνει ώστε εκείνοι που µε αγαπουν να
εισέλθουν µαζί µου µέσα στο φως σου!”. Στο τρίτο, είπε µόνο:
“Μαχαδέβα!”. Κι έπειτα, µε το όνοµα του Βράχµα, παρέδωσε το
πνεύµα.
Ο ήλιος είχε βασιλέψει. Σηκώθηκε µεγάλος αέρας, χιονοθύελλα
κατέβηκε από το Ιµαβάτ κι όρµησε πάνω στη γη. Ο ουρανός
σκοτείνιασε. Μαύρος ανεµοστρόβιλος σάρωσε τα βουνά. Τροµαγµένοι
από ό,τι είχαν κάνει, οι δολοφόνοι τράπηκαν σε φυγή- κι οι δυο
γυναίκες, παγωµένες από το φόβο, κυλίστηκαν λιπόθυµες πάνω στο
έδαφος σαν να έβρεχε πάνω τους αίµα. Το σώµα του Κρίσνα κάηκε από
τους µαθητές του στην άγια πόλη της Δβάρκας. Η Σαρασβατί κι η
Νιχδαλί ρίχτηκαν στην πυρά για να ενωθούν µε το δάσκαλό τους και
το πλήθος νόµισε πως είδε το γιο του Μαχαδέβα να βγαίνει µέσα από
τις φλόγες µ’ ένα φωτεινό σώµα, συµπαρασύροντας τις δυο γυναίκες.
Μετά απ’ αυτό, µεγάλο τµήµα της Ινδίας παραδέχτηκε τη λατρεία
του Βισνου, η οποία συµφιλίωνε τα ηλιακά και τα σεληνιακά
θρησκεύµατα στη θρησκεία του Βράχµα.

8.Ακτινοβολία του ηλιακού λόγου


ΤΈΤΟΙΟΣ ΕΊΝΑΙ ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΊΣΝΑ , ανασυστηµένος κατά το οργανικό του
σύνολο και τοποθετηµένος σε ιστορική προοπτική. Ρίχνει ζωηρό φως
στη γέννηση του βραχµανισµού. Βέβαια, είναι αδύνατο να
αποδείξουµε µε ιστορικά δεδοµένα ότι πίσω από το µύθο του Κρίσνα
κρύβεται ένα πραγµατικό πρόσωπο. Το τριπλό πέπλο που σκεπάζει την
εκκόλαψη όλων των ανατολικών θρησκειών είναι πυκνότερο στην
Ινδία παρά αλλού. Διότι οι βραχµάνες, απόλυτοι κύριοι της ινδικής
κοινωνίας και µοναδικοί κάτοχοι των παραδόσεών της, τις
µεταρρύθµισαν πολλές φορές και τις µετασχηµάτισαν, στο πέρασµα
των αιώνων. Αλλά είναι δίκαιο να προσθέσουµε ότι
διατήρησαν πιστά όλα τα στοιχεία τους, κι ότι, αν η ιερή
διδασκαλία τους αναπτύχθηκε µε την πάροδο των αιώνων, το κέντρο
της όµως ποτέ δε µετατοπίστηκε.
Δε θα µπορούσαµε λοιπόν, όπως το κάνουν οι περισσότεροι από
τους Ευρωπαίους σοφούς, να εξηγήσουµε µια µορφή όπως του Κρίσνα,
λέγοντας: είναι ένα παραµύθι για παιδιά, εφαρµοσµένο σε κάποιο µύθο
του ήλιου, µε µια κάποια φιλοσοφική φαντασία υφασµένη πάνω στο
σύνολο. Δεν ιδρύεται έτσι, πιστεύουµε, µια θρησκεία που διαρκεί
χιλιάδες χρόνια, που γεννά µια θαυµάσια ποίηση και πολλές µεγάλες
φιλοσοφίες, που αντιστέκεται στην τροµερή επίθεση του βουδισµού 37 ,
στις µογγολικές και µωαµεθανικές εισβολές, στην αγγλική κατάκτηση,
κι η οποία, τέλος, διατηρεί µέχρι τη βαθιά παρακµή της τη συναίσθηση
της αχρονολόγητης κι υψηλής καταγωγής της. Όχι* υπάρχει πάντοτε
ένας µεγάλος άνθρωπος στην αρχή ενός µεγάλου θεσµού.
θεωρώντας τον κυρίαρχο ρόλο του προσώπου του Κρίσνα στην
επική και τη θρησκευτική παράδοση, τις ανθρώπινες όψεις του, από τη
µια, κι από την άλλη τη σταθερή συνταυτισή του µε το φανερωµένο
Θεό ή το Βισνοΰ, είµαστε αναγκασµένοι να πιστέψουµε ότι υπήρξε
αυτός ο δηµιουργός της λατρείας του Βισνου, η οποία προσέδωσε στο
βραχµανισµό την αρετή του και το γόητρό του. Είναι λοιπόν λογικό να
παραδεχτούµε ότι, µέσα στο θρησκευτικό και κοινωνικό χάος το οποίο
δηµιούργησε στην πρωτόγονη Ινδία η επιδροµή των φυσιο- κρατικών
και γεµάτων πάθη θρησκευµάτων, φάνηκε ένας φωτεινός
αναµορφωτής, ο οποίος ανανέωσε την αγνή άρια διδασκαλία µε την
ιδέα της Τριάδας και του φανερωµένου θείου Λόγου, ο οποίος
επισφράγισε το έργο του µε τη θυσία της ζωής του κι έδωσε έτσι στην
Ινδία τη θρησκευτική της ψυχή, τον εθνικό της τύπο και την οριστική
της οργάνωση.
Η σηµασία του Κρίσνα θα µας φανεί ακόµη µεγαλύτερη και µε
χαρακτήρα αληθινά παγκόσµιο, αν παρατηρήσουµε ότι η διδασκαλία
του περιέχει δυο µητέρες-ιδέες, δυο οργανωτικές αρχές των θρησκειών
και της εσωτερικής φιλοσοφίας. Εννοώ το οργανικό δόγµα της
αθανασίας της ψυχής ή των προοδευτικών υπάρξεων µέσω της
µετενσάρκωσης, και το αντίστοιχο δόγµα της Τριάδας ή του θείου
Λόγου που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Περιορίστηκα στο να
σηµειώσω παραπάνω 38 τη φιλοσοφική σηµασία της κεντρικής αυτής
έννοιας, η οποία, αν κατανοηθεί καλά, έχει το ζωογονητικό α-
ντίκτυπό της σ’ όλες τις σφαίρες της επιστήµης, της τέχνης και της
ζωής. Οφείλω να περιοριστώ, για να τελειώνουµε, σε µια ιστορική
παρατήρηση.
Η ιδέα ότι ο Θεός, η άπειρη Αλήθεια, Ωραιότητα και Καλοσύνη
αποκαλύπτονται στο συνειδητό άνθρωπο µε µια απολυτρωτική δύναµη,
η οποία αντανακλάται ως τα βάθη του ουρανού µέσα από τη δύναµη
της αγάπης και της θυσίας —η πιο γόνιµη απ’ όλες τις άλλες αυτή ιδέα
— φανερώνεται πρώτη φορά µε τον Κρίσνα. Προσωποποιείται τη
στιγµή κατά την οποία η ανθρωπότητα, βγαίνοντας από την άρια
νεότητά της, πρόκειται να βουτηχτεί ολοένα και περισσότερο στη
λατρεία της ύλης. Ο Κρίσνα τής αποκαλύπτει την ιδέα του θείου
Λόγου· δε θα τον ξεχάσει πια. Η ανθρωπότητα θα έχει τόσο
περισσότερη δίψα για λυτρωτές και γιους του Θεού, όσο θα αισθάνεται
βαθύτερα τον ξεπεσµό της.
Μετά τον Κρίσνα έχουµε ένα είδος δυνατής ακτινοβολίας του
ηλιακού λόγου µέσω των ναών της Ασίας, της Αφρικής και της
Ευρώπης. Στην Περσία, είναι ο Μίθρας, ο συµφιλιωτής του φωτεινού
Ωροµάσδη και του σκοτεινού Αριµάνη. Στην Αίγυπτο, είναι ο 'Ωρος, ο
γιος του Όσιρι και της Ίσι- δας. Στην Ελλάδα, είναι ο Απόλλωνας, ο
θεός του ήλιου και της λύρας· είναι ο Διόνυσος, που ανασταίνει τις
ψυχές. Παντού ο ηλιακός θεός είναι ένας µεσίτης θεός, και το φως
είναι επίσης ο λόγος της ζωής. Άλλωστε, από την ιδέα αυτή δεν
πηγάζει επίσης και η µεσσιανική ιδέα; Όπως κι αν είναι, µε τον
Κρίσνα εισάγεται η ιδέα αυτή στον αρχαίο κόσµο· µε τον Ιησού θα
ακτινοβολήσει σ’ όλη τη γη.
Θα δείξω στη συνέχεια της απόκρυφης αυτής ιστορίας των
θρησκειών πώς το δόγµα της θείας τριαδικότητας συνδέεται µε το
δόγµα της ψυχής και της εξέλιξής της, πώς και γιατί τα δύο αυτά
δόγµατα προϋποθέτουν και συµπληρώνουν το ένα το άλλο. Ας πούµε
εδώ ότι το σηµείο επαφής τους αποτελεί το ζωτικό κέντρο, η φωτεινή
εστία της εσωτερικής διδασκαλίας.
Αν παρατηρήσουµε τις µεγάλες θρησκείες της Ινδίας, της Αιγύπτου,
της Ελλάδας και της Ιουδαίας µόνο εξωτερικά, δε βλέπουµε παρά
ασυµφωνία, προκατάληψη, χάος. Αλλά αν εξετάσουµε σε βάθος τα
σύµβολα, αναζητήσουµε τα µυστήρια και ζητήσουµε τη διδασκαλία-
µητέρα των ιδρυτών και των προφητών, τότε η αρµονία θα έρθει στο
φως. Από δρόµους πολύ διαφορετικούς και συχνά σκολιούς, θα
καταλήξουµε
στο ίδιο σηµείο: τον τρόπο κατά τον οποίο η διείσδυση µέσα στα
απόρρητα µιας από τις θρησκείες αυτές θα σηµαίνει επίσης και
διείσδυση στα απόρρητα των άλλων.
Τότε παρατηρούµε ένα παράδοξο φαινόµενο. Λίγο-λίγο αλλά όλο
και περισσότερο, βλέπουµε να λάµπει η διδασκαλία των µυηµένων στο
κέντρο των θρησκειών, όπως ένας ήλιος που φωτίζει το νεφέλωµά του.
Κάθε θρησκεία εµφανίζεται ως ένας διαφορετικός πλανήτης. Με
καθεµιά από αυτές αλλάζουµε ατµόσφαιρα και ουράνιο
προσανατολισµό. Αλλά πάντοτε ο ίδιος ήλιος µάς φέγγει. Η Ινδία, η
µεγάλη ονειροπό- λος, µας βυθίζει µαζί της µέσα στο όνειρο της
αιωνιότητας. Η Αίγυπτος, µεγαλοπρεπής, αυστηρή όπως ο θάνατος,
µας προσκαλεί στο ταξίδι πέρα από τον τάφο. Η γόησσα Ελλάδα µάς
σέρνει στις µαγικές γιορτές της ζωής και δίνει στα µυστήριό της το
θέλγητρο των µορφών της, των εναλλάξ θελκτικών ή τροµερών, και
της πάντοτε παθιασµένης ψυχής της. Ο Πυθαγόρας, τέλος, διατυπώνει
επιστηµονικά την εσωτερική διδασκαλία, της δίνει την τελειότερη
ίσως έκφραση και την πιο στέρεα απ’ όσες αυτή έλαβε ποτέ* ο Πλάτων
και οι Αλεξανδρινοί δεν υπήρξαν παρά οι εκλαϊκευτές της. Προ ολίγου
ανεβήκαµε ως την πηγή της, µέσα στις ζούγκλες του Γάγγη και στις
ερηµιές των Ιµαλαΐων.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΕΡΜΗΣ
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ
Ω τυφλή ψυχή! Οτιλίσου µε τη λαµπάδα των Μυστηρίων και µέσα στη γήινη
νύχτα θα ανακαλύψεις το φω- τεινό είδωλό σου, την ουράνια ψυχή σου. Ακολούθα
το θεϊκό αυτό οδηγό, κι ας είναι αυτός το Πνεύµα σου. Διότι κρατά το κλειδί των
υπάρξεων σου, των περασµένων και των µελλουσων.
Προσφώνηση προς τους Μυηµόνους (από τη Βίβλο των Νεκρών)
Ακούστε τον εαυτό σας και κοιτάξτε µέσα στο άπειρο του χώρου και του χρόνου.
Εκεί αντηχούν το τραγούδι των άστρων, η φωνή των αριθµών κι η αρµονία των
Σφαιρών.
Κάθε ήλιος είναι µια σκέψη του Θεού και κάθε πλανήτης ένας τρόπος αυτής της
σκέψης. Για να γνωρίσετε τη θεία σκέψη, ω ψυχές, να κατεβαίνετε και να ανεβαίνετε
επίπονα το δρόµο των επτά πλανητών και των επτά θεών τους.
Τι κάνουν τα αστέρια; Τι λένε οι αριθµοί; Τι κυλούν οι Σφαίρες; Ω, ψυχές,
χαµένες ή σωσµένες, λένε, τραγουδούν, κυλούν τα πεπρωµένα σας.
Απόσπασµα (κατά τον Ερµή)

1. Η Σφίγγα
ΣΕ ΑΝΤΊΘΕΣΗ Μ Ε Τ Η Β Α Β ΥΛ Ω Ν Α , τ η σ κο τ ε ι ν ή µ η τ ρ ό π ο λ η τ ο υ δ ε -
σποτισµού, η Αίγυπτος υπήρξε στον αρχαίο κόσµο αληθινή ακρόπολη
τ η ς ι ε ρ ή ς γ ν ώ σ η ς , σ χο λ ε ί ο τ ω ν δ ι α σ η µ ό τ ε ρ ω ν π ρ ο φ η τ ώ ν τ η ς ,
κ α τ α φ ύ γ ι ο κ ι ε ρ γ α σ τ ή ρ ι ο τ ω ν ε υ γε ν έ σ τ ε ρ ω ν π α ρ α δ ό σ ε ω ν τ η ς
ανθρωπότητας. Χάρη σε απέραντες ανασκαφές και σε θαυµάσιες
εργασίες, ο αιγυπτιακός λαός µάς είναι σήµερα καλύτερα γνωστός από
κάθε άλλο πολιτισµό που προη- γήθηκε της Ελλάδας, γιατί µας ανοίγει
ξα ν ά τ η ν ι σ τ ο ρ ί α τ ο υ γ ρ α µ µ έ ν η π ά ν ω σ ε π έ τ ρ ι ν ε ς σ ε λ ί δ ε ς 3 9 .
Καθαρίζουν τα µνηµεία του, εξηγούν τα ιερογλυφικά του· κι εντούτοις
µας µένει ακόµα να διεισδύσουµε µέσα στο βαθύτερο απόρρητο της
σκέψης του. Το άδυτο αυτό είναι η απόκρυφη διδασκαλία των ιερέων
του. Αυτή η διδασκαλία, επιστηµονικά καλλιεργηµένη µέσα στους
ναούς, συνετά καλυµµένη κάτω από το πέπλο των µυστηρίων, µας
δείχνει ταυτόχρονα την ψυχή της Αιγύπτου, το µυστικό της πολιτικής
της και τον πρωτεύοντα ρόλο της στην παγκόσµια ιστορία.
Οι ιστορικοί µας µιλούν για τους Φαραώ µε τον ίδιο τόνο µε τον
οποίο µιλούν για τους τυράννους της Νινευή και της Βαβυλώνας. Γι’
αυτούς, η Αίγυπτος είναι µια µοναρχία ακλόνητη και κατακτητική,
όπως η Ασσυρία, και δε διαφέρει από εκείνη παρά µόνο γιατί διήρκεσε
µερικές χιλιάδες χρόνια περισσότερο. Υποπτεύονται τάχα ότι στην
Ασσυρία η βασιλεία συνέτριψε το ιερατείο για να το κάνει όργανό της,
ενώ, αντίθετα, στην Αίγυπτο ο κλήρος υπέταξε τη βασιλεία και δεν
παραιτήθηκε ποτέ, ακόµη και στις χειρότερες εποχές, από το να
επιβάλλεται στους βασιλιάδες, να καταδιώκει τους τυράννους, να
κυβερνά πάντοτε το έθνος; Κι αυτό εξαιτίας µιας διανοητικής
υπεροχής, µιας βαθιάς και κρυφής σοφίας, που κανένα διδακτικό σώµα
δεν έφτασε ποτέ, σε καµιά χώρα και σε καµιά εποχή; Δυσκολεύοµαι να
το πιστέψω. Γιατί οι ιστορικοί µας, αντί να συµπεράνουν τις
απειράριθµες συνέπειες του ουσιώδους αυτού γεγονότος, µόλις και
µετά βίας το διείδαν και φαίνεται πως δεν αποδίδουν σ’ αυτό καµιά
σηµασία. Δεν είναι, ωστόσο, αναγκαίο να είσαι αρχαιολόγος ή
γλωσσολόγος, για να καταλάβεις ότι το αµείλικτο µίσος µεταξύ
Ασσυρίας και Αιγύπτου προέρχεται από το ότι οι δύο αυτοί λαοί
α ν τ ι π ρ ο σ ώ π ε υ α ν σ τ ο ν κό σ µ ο δ ύ ο α ν τ ί θ ε τ ε ς α ρ χ έ ς , κα ι ό τ ι ο
αιγυπτιακός λαός χρωστά τη µακρά του διάρκεια σε
µια θρησκευτική και επιστηµονική συγκρότηση, ισχυρότερη από
όλες τις επαναστάσεις.
Από την άρια εποχή, κατά τα µέσα της ταραχώδους περιόδου η
οποία επακολούθησε τους βεδικούς χρόνους, µέχρι την περσική
κα τ ά κ τ η σ η κα ι τ η ν α λ ε ξα ν δ ρ ι ν ή ε π ο χ ή , δ η λ α δ ή γ ι α δ ι ά σ τ η µ α
µεγαλύτερο των 5.000 χρόνων, η Αίγυπτος υπήρξε το φρούριο των
υψηλών και αγνών δογµάτων, των οποίων το σύνολο συγκροτεί τη
γνώση των αρχών και τα οποία θα µπορούσαµε να ονοµάσουµε
εσωτερική ορθοδοξία της αρχαιότητας.
Πενήντα δυναστείες έφτασαν να διαδεχτούν η µία την άλλη και ο
Νείλος παρέσυρε µε τις προσχώσεις του ολόκληρες πόλεις· η
φοινικική επιδροµή µπόρεσε να κατακλΰσει τη χώρα και να εκδιωχτεί.
Όµως µέσα στις πληµµυρίδες και τις άµπωτες της ιστορίας, κάτω από
τη φαινοµενική ειδωλολατρία του εξωτερικού της πολυθεϊσµου, η
Αίγυπτος διατήρησε την παλιά βάση της απόκρυφης θεογονίας της και
την ιερατική της οργάνωση. Αντιστάθηκε στους αιώνες όπως η
πυραµίδα της Γκίζας, που είναι µισοχωµένη µέσα στην άµµο, αλλά
όµως άθικτη. Χάρη σ’ αυτή την ακινησία της, σαν της σφίγγας που
φυλάει το µυστικό της, χάρη σ’ αυτή τη γρανιτέ- νια αντίσταση, η
Αίγυπτος κατέστη ο άξονας γύρω από τον οποίο ξετυλίχθηκε η
θρησκευτική σκέψη της ανθρωπότητας, περνώντας από την Ασία στην
Ευρώπη.
Η Ιουδαία, η Ελλάδα, η Ετρουρία —τόσες ζωτικές δυνάµεις που
σχηµάτισαν διαφορετικούς πολιτισµούς— από πού άραγε άντλησαν τις
µητέρες-ιδέες τους, αν όχι από το οργανικό αποταµίευµα της γηραιός
Αιγύπτου; Ο Μωυσής κι ο Ορ- φέας δηµιούργησαν δύο αντίθετες και
τεράστιες θρησκείες, ο ένας µε τον τραχύ µονοθεϊσµό του, ο άλλος µε
τον εκθαµβωτικό πολυθεϊσµό του. Αλλά µέσα σε ποια µήτρα πήρε
µορφή το πνεύµα τους; Πού βρήκε ο ένας τη δύναµη, την ενέργεια, την
τόλµη να µεταπλάσει ένα λαό ηµιάγριο, όπως λιώνουν τον µπρούντζο
στο καµίνι; Κι ο άλλος, πού βρήκε τη µαγεία να κάνει να µιλούν οι
θεοί, σαν κουρντισµένη λύρα, στην ψυχή των γοητευµένων βαρβάρων
του; Στους ναούς του Όσιρι, στις αρχαίες Θήβες, που οι µυηµένοι
ονόµαζαν Πόλη του "Ηλιου ή Ηλιακή Κιβωτό, γιατί περιείχε τη
σύνθεση της θείας γνώσης κι όλα τα µυστικά της µύησης.
Κά θ ε χ ρ ό ν ο , κα τ ά τ ο θ ε ρ ι ν ό η λι ο σ τ ά σ ι ο , ό τ α ν π έ φ τ ο υ ν ο ι
χειµαρρώδεις βροχές της Αβυσσηνίας, ο Νείλος αλλάζει χρώ-
µα και παίρνει εκείνο το χρωµατισµό του αίµατος για τον οποίο
µιλά η Βίβλος. Ο ποταµός φουσκώνει µέχρι τη φθινοπωρινή ισηµερία
και θάβει κάτω από τα κύµατά του το επίπεδο της όχθης του. Αλλά
όρθιοι πάνω στις γρανιτένιες βάσεις τους, κάτω από τον εκτυφλωτικό
ήλιο, οι ναοί οι σκαλισµένοι µέσα στους βράχους, οι νεκροπόλεις, οι
πυλώνες κι οι πυραµίδες αντανακλούν το µεγαλείο των ερειπίων τους
µέσα στο Νείλο, που έχει µεταβληθεί σε θάλασσα. Έτσι το αιγυπτιακό
ιερατείο πέρασε τους αιώνες µε την οργάνωσή του και τα σύµβολά
του, άδυτα της γνώσης του επί µακράν απροσπέλαστα. Μέσα στους
ναούς αυτούς, µέσα σ’ αυτές τις κρυπτές και σ’ αυτές τις πυραµίδες,
φ ι λ ο τ ε χ ν ή θ η κ ε η π ε ρ ί φ η µ η δ ι δ α σ κα λ ί α τ ο υ Α ό γ ο υ - Φ ω τ ό ς , τ ο υ
παγκόσµιου Λόγου, την οποία ο Μωυσής θα περικλείσει στη χρυσή του
Κιβωτό και της οποίας ο Χριστός θα είναι η ζωντανή φλόγα.
Η αλήθεια είναι αµετάθετη στη βάση της· αυτή µόνη επι- ζεί από
όλα, αλλά αλλάζει κατοικίες και σχήµατα και αποκαλύπτεται µε
διαλείψεις. Το “φως του Όσιρι”, που άλλοτε φώτιζε, µέσω των
µυηµένων, τα βάθη της φύσης και τους ουράνιους θόλους, σβήστηκε
για πάντα µέσα στις εγκαταλελειµµέ- νες κρύπτες. Έτσι
πραγµατοποιήθηκε ο λόγος του Ερµή προς τον Ασκληπιό: “Ω
Αίγυπτος! Αίγυπτος! Δε θα αποµείνουν από σένα στις µέλλουσες
γενιές, παρά µόνο µύθοι απίστευτοι, και τίποτα από τα δικά σου δε θα
διαρκέσει, εκτός µόνο από τις λέξεις τις σκαλισµένες πάνω στις
πέτρες”.
Εντούτοις, θα θέλαµε να επιχειρήσουµε να ξαναζωντανέψει µία
ακτίνα του µυστηριώδους αυτού ήλιου των ιερών, ακολουθώντας το
µυστικό δρόµο της αρχαίας αιγυπτιακής µύησης, όσο το επιτρέπει η
εσωτερική διαίσθηση και το φευγαλέο αντιφέγγισµα των εποχών.
Αλλά προτού εισέλθουµε στο ναό, ας ρίξουµε µια µατιά στις
µεγάλες φάσεις που πέρασε η Αίγυπτος πριν από την εποχή των
Ύκσως 40 .
Σχεδόν τόσο παλιός, όσο κι ο σκελετός των ηπείρων µας, ο πρώτος
αιγυπτιακός πολιτισµός ανέρχεται ως την αρχαία ερυθρή φυλή 41 . Η
κολοσσιαία σφίγγα της Γκίζας, κοντά στη µεγάλη πυραµίδα, είναι έργο
του. Από τον καιρό που δεν υπήρχε ακόµη το Δέλτα που σχηµατίστηκε
από τις προσχώσεις του Νείλου, το τερατώδες και συµβολικό ζώο ήταν
ήδη πλαγιασµένο πάνω στο γρανιτένιο λόφο του, µπροστά από τις
οροσειρές της Λιβύης, και κοίταζε τη θάλασσα που έσκα-
γε στα πόδια του, εκεί όπου σήµερα εκτείνεται η άµµος της ερήµου.
Η σφίγγα, αυτό το πρώτο δηµιούργηµα της Αίγυπτου, έγινε το
πρωτεύον σύµβολό της, το διακριτικό της σήµα. Το αρχαιότερο
ανθρώπινο ιερατείο τη σκάλισε ως εικόνα της ήρεµης και φοβερής,
µέσα στο µυστήριό της, φύσης. Μια κεφαλή ανθρώπου προβάλλει από
ένα σώµα ταύρου, που έχει νύχια λιονταριού και διπλώνει τις αετίσιες
φτεροΰγες του στα πλευρά του. Είναι η γήινη Τσιδα, η φύση µέσα στη
ζωντανή ενότητα των βασιλείων της. Γιατί ήδη τα αρχαιότατα αυτά
ιερατεία ήξεραν και δίδασκαν ότι, κατά τη µεγάλη εξέλιξη, η
ανθρώπινη φύση προέρχεται από τη ζωική. Σ’ αυτό το σύµπλεγµα του
ταύρου, του λιονταριού, του αετού και του ανθρώπου περιέχονται
επίσης τα τέσσερα ζώα του οράµατος του Ιεζεκιήλ, τα οποία
παριστάνουν τέσσερα συστατικά στοιχεία του µικρόκοσµου και του
µακρόκοσµου: το νερό,τη γη, τον αέρα και τη φωτιά —η βάση της
απόκρυφης γνώσης. ΓΓ αυτό στους µεταγενέστερους αιώνες, όταν οι
µυηµένοι θα βλέπουν το ιερό ζώο πλαγιασµένο στο κατώφλι των ναών
ή στο βάθος των κρυπτών, θα νιώθουν να ζωντανεύει µέσα τους το
µυστήριο αυτό και θα διπλώνουν σιωπηλά τις φτερούγες του
πνεύµατός τους πάνω στην εσωτερική αλήθεια. Διότι, πριν από τον
Οιδίποδα, θα γνωρίζουν ότι η λύση του αινίγµατος της σφίγγας είναι ο
άνθρωπος, ο µικρόκοσµος, ο θείος παράγοντας που συνοψίζει όλα τα
στοιχεία κι όλες τις δυνάµεις της φύσης.
Η ερυθρή φυλή δεν άφησε, λοιπόν, άλλο µάρτυρα της ύπαρξής της
εκτός από τη σφίγγα της Γκίζας, απόδειξη αναµφισβήτητη ότι αυτή
είχε θέσει κι είχε λύσει κατά το δικό της τρόπο το µεγάλο αίνιγµα.

2. Eρµής
διαδέχτηκε την ερυθρή αυστραλιανή φυλή στην
Η ΜΑΎΡΗ ΦΥΛΗ , Η ΟΠΟΊΑ
κυριαρχία του κόσµου, κατέστησε την Άνω Αίγυπτο το κυριότερο ιερό
της. Το όνοµα του Ερµή-Θωθ, του µυστηριώδους και πρώτου µυητή
της Αιγύπτου στα ιερά δόγµατα, αναφέρεται χωρίς αµφιβολία σε µία
πρώτη και ειρηνική ανάµειξη της λευκής µε τη µαύρη φυλή, στα µέρη
της Αιθιοπίας και της Άνω Αιγύπτου, πολύ πριν από την άρια εποχή.
“Ερµης” είναι όνοµα γενικό, όπως “Μάνου” και “Βούδας”. Σηµαίνει
ταυτόχρονα έναν άνθρωπο, µία κοινωνική τάξη κι ένα θεό. Ως
άνθρωπος, ο Ερµής είναι ο πρώτος, ο µεγάλος µυητής της Αίγυπτου·
ως κοινωνική τάξη, είναι ο κλήρος, θε- µατοφύλακας των απόκρυφων
παραδόσεων· ως θεός, είναι ο πλανήτης Ερµής, εξοµοιωµένος µε τη
σφαίρα του µε µία τάξη πνευµάτων, θείων µυητών. Με µία λέξη, ο
Ερµής προΐστα- ται στην υπέργεια χώρα της ουράνιας µύησης. Στην
πνευµατική οικονοµία του κόσµου, όλα αυτά τα πράγµατα είναι συν-
δεδεµένα µε µυστικές συγγένειες, σαν µε αόρατο νήµα. Το όνοµα του
Ερµή είναι ένα φυλακτό που τα συνοψίζει, ένας µαγικός τόνος που τα
θυµίζει. Από εδώ προκύπτει το γόητρό του.
Οι Έλληνες, µαθητές των Αιγυπτίων, τον αποκάλεσαν Ερµή
Τρισµέγιστο, γιατί θεωρούνταν βασιλιάς, νοµοθέτης και ιερέας.
Εκπροσωπεί µια εποχή κατά την οποία το ιερατείο, οι δικαστές και η
βασιλεία βρίσκονταν ενωµένοι σε ένα και µόνο κυβερνών σώµα. Η
αιγυπτιακή χρονολογία του Μανέ- θωνα ονοµάζει την εποχή αυτή
“βασιλεία των θεών”. Δεν υπήρχαν τότε ούτε πάπυροι, ούτε φωνητική
γραφή· αλλά η ιερή ιδεογραφία υπήρχε ήδη, η γνώση του κλήρου ήταν
γραµµένη µε ιερογλυφικά πάνω στους στόλους και τους τοίχους των
κρυπτών. Σηµαντικά επαυξηµένη, πέρασε αργότερα στις βιβλιοθήκες
των ναών. Οι Αιγύπτιοι απέδιδαν στον Ερµή σαράντα δυο βιβλία που
ανάγονταν στην απόκρυφη γνώση. Το ελληνικό βιβλίο, το γνωστό µε
το όνοµα Ερµής Τρισµέγιστος, περιέχει βέβαια λείψανα αλλοιωµένα,
αλλά απείρως πολύτιµα, της αρχαίας θεολογίας, που είναι όπως το
“γεννηθήτω φως”, από όπου ο Μωυσής και ο Ορφέας πήραν τις πρώτες
τους ακτίνες. Το δόγµα του Πυρός-Στοιχείου και του Λόγου- Φωτός,
που περιέχεται στο Όραµα του Ερµή, θα παραµείνει η κορυφή και το
κέντρο της αιγυπτιακής µύησης.
Θα προσπαθήσουµε αµέσως να ξαναβρουµε την οπτασία αυτή των
δασκάλων, το µυστικό αυτό ρόδο που δεν ανοίγει παρά µόνο µέσα στη
νύχτα του ιερού και στα άδυτα των µεγάλων θρησκειών.
Μερικοί λόγοι του Ερµή, αποτυπώµατα της αρχαίας σοφίας, είναι
κατάλληλοι να µας προετοιµάσουν γι’ αυτό. “Καµιά από τις σκέψεις
µας”, είπε στο µαθητή του Ασκληπιό, “δεν µπορεί να συλλάβει την
έννοια του Θεού, ούτε καµιά γλώσσα θα µπορούσε να τον
προσδιορίσει. Εκείνο που είναι ασώµα-
το, αόρατο, άµορφο δεν µπορούν να το καταλάβουν οι αισθήσεις
µας· εκείνο που είναι αιώνιο δεν µπορεί να µετρηθεί µε το σύντοµο
µέτρο του χρόνου· ο Θεός είναι, λοιπόν, άφρα- στος. Ο Θεός µπορεί,
αλήθεια, να µεταδώσει σε µερικούς εκλεκτούς την ικανότητα να
υψωθούν πάνω από τα φυσικά πράγµατα, για να αντιληφθούν κάποιο
ακτινοβόληµα της υ- περτατής του τελειότητας. Αλλά αυτοί οι
εκλεκτοί δε βρίσκουν καθόλου λέξεις για να µεταφράσουν στην κοινή
γλώσσα το άυλο όραµα, το οποίο τους έκανε να σκιρτήσουν. Μπορούν
να εξηγήσουν στην ανθρωπότητα τις δευτερευουσες αιτίες των
δηµιουργιών, που περνούν κάτω από τα µάτια τους σαν εικόνες της
παγκόσµιας ζωής, αλλά η πρώτη αιτία µένει σκεπασµένη και δε θα
κατορθώσουµε να την εννοήσουµε παρά µόνο περνώντας το θάνατο”.
Έτσι µιλούσε ο Ερµής για τον άγνωστο θεό στα κατώφλια των
κρυπτών. Οι µαθητές που εισχωρούσαν µαζί του µέσα στα βάθη τους
µάθαιναν να τον γνωρίζουν ως ζωντανό ον. 42
Το βιβλίο µιλά για το θάνατο του Ερµή σαν να επρόκειτο για την
αναχώρηση ενός θεού. “Ο Ερµής είδε το σύνολο των πραγµάτων και,
βλέποντάς τα, κατάλαβε. Κι επειδή κατάλαβε, είχε τη δύναµη να
φανερώνει και να αποκαλύπτει. Ό,τι σκέφτηκε, το έγραψε. Ό,τι
έγραψε, το έκρυψε κατά ένα µέρος, σιωπώντας µε σύνεση και συνάµα
µιλώντας, ούτως ώστε όλος ο µελλοντικός κόσµος να αναζητήσει αυτά
τα πράγµατα. Κι έτσι, αφού πρόσταζε τους θεούς, τους αδερφούς του,
να χρησιµεύσουν ως συνοδεία, ανέβηκε στ’ άστρα”.
Μπορεί κανείς το πολύ-πολύ να αποµονώσει την πολιτική ιστορία
των λαών, δεν µπορεί, όµως, να διαχωρίσει τη θρησκευτική τους
ιστορία. Οι θρησκείες της Ασσυρίας, της Αιγύ- πτου, της Ιουδαίας, της
Ελλάδας δε γίνονται κατανοητές παρά µόνο όταν αντιληφθεί κανείς το
σηµείο του συνδέσµου τους µε την αρχαία ινδο-άρια θρησκεία. Αν τις
θεωρήσει κανείς χωριστά, αποτελούν ισάριθµα αινίγµατα και γρίφους·
αν τις θεωρήσει, όµως, µαζί κι από ψηλά, παρουσιάζουν µία υπέροχη
εξέλιξη, στην οποία τα πάντα διευθύνονται κι εξηγούνται αµοιβαία.
Με µια λέξη, η ιστορία µιας µόνο θρησκείας θα είναι πάντοτε στενή,
προληπτική και ψεύτικη· δεν είναι αληθινή παρά µόνο η θρησκευτική
ιστορία της ανθρωπότητας. Σ’ αυτό το ύψος, δεν αισθάνεται κανείς
παρά µόνο τα ρεύµατα που κάνουν το γύρο της υφηλίου.
Ο αιγυπτιακός λαός, ο πιο ανεξάρτητος κι ο πιο κλειστός
από όλους σε εξωτερικές επιδράσεις, δεν µπόρεσε να διαφΰ- γει από
τον παγκόσµιο τούτο νόµο. Πέντε χιλιάδες χρόνια προ Χρίστου, το
φως του Ραµ, το οποίο είχε ανάψει στο Ιράν, ακτινοβόλησε στην
Αίγυπτο κι έγινε ο νόµος του Άµµωνος-Ρα, του ηλιακού θεού των
Δεβών. Αυτός ο θεσµός επέτρεψε στην Αίγυπτο να αντιµετωπίσει
τόσες επαναστάσεις. Ο Μηνάς 43 υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς της
δικαιοσύνης, ο πρώτος φαραώ εκτελεστής του νόµου αυτου. Φρόντισε
να µη στερήσει την Αίγυπτο από την αρχαία θεολογία της, που ήταν
και δική του επίσης. Δε φρόντισε παρά να την επιβεβαιώσει και να την
αναπτύξει, προσθέτοντας σ’ αυτή µία νέα κοινωνική οργάνωση: τον
κλήρο —δηλαδή την παιδεία— ανέθεσε σ’ ένα πρώτο συµβούλιο, τη
δικαιοσύνη σ’ ένα άλλο, την κυβέρνηση και στα δυο· και αντιλήφθηκε
τη βασιλεία ως την αντιπροσωπεία τους, υποταγµένη στον έλεγχό τους.
Στ η β ά σ η τ η ς κο ι ν ω ν ί α ς έ θ ε σ ε τ η σ χ ε τ ι κ ή α ν ε ξα ρ τ η σ ί α τ ω ν
κοινοτήτων. Είναι εκείνο που µπορούµε να ονοµάσουµε κυβέρνηση
των µυηµένων. Είχε ως βάση µία σύνθεση των επιστηµών, των
γνωστών µε το όνοµα Όσιρις (Ο-Σιρ-Ις), ο διανοητικός κύριος. Η
µεγάλη πυραµίδα είναι το σύµβολό της κι ο µαθηµατικός της
γνώµονας. Ο φαραώ, που έπαιρνε το όνοµά του της µύησης από το ναό
—ο οποίος ασκούσε την ιερατική και βασιλική τέχνη επί του θρόνου—
ήταν, λοιπόν, ένα πολύ διαφορετικό πρόσωπο από τον Ασσυριο
δεσπότη, του οποίου η αυθαίρετη δύναµη στηριζόταν στο έγκληµα και
στο αίµα. Ο φαραώ ήταν ο εστεµµένος µύστης ή, τουλάχιστον, ο
µαθητής και το όργανο των µυηµένων. Για αιώνες, οι φαραώ θα
υπερασπίζουν, εναντίον της δεσποτικής Ασίας και της αναρχικής
Ευρώπης, το νόµο του Κριού, ο οποίος αντιπροσώπευε τότε τις αρχές
της δικαιοσύνης και της διεθνούς διαιτησίας.
Κατά το έτος 2200 π.Χ., η Αίγυπτος υπέστη την τροµερότερη κρίση
απ’ όσες µπορεί να περάσει ένας λαός: την κρίση της ξενικής εισβολής
και της υποτέλειας. Η µεγάλη φοινικική επιδροµή ήταν αυτή καθαυτή
συνέχεια του µεγάλου θρησκευτικού σχίσµατος της Ασίας, το οποίο
είχε εξεγείρει τις λαϊκές µάζες, σπέρνοντας τη διχόνοια µέσα στους
ναούς. Οδηγούµενη από τους βασιλείς-ποιµένες, τους Ύκσως, η
εισβολή αυτή απλώθηκε πάνω στο Δέλτα και τη µέση Αίγυπτο. Οι
σχισµατικοί βασιλιάδες έφερναν µαζί τους ένα διεφθαρµένο πολιτισµό,
την ιωνική µαλθακότητα, την πολυτέλεια της Ασίας, τα ήθη του
χαρεµιού και µια χονδροειδή ειδωλολατρία. Η εθνι-
κή υπόσταση της Αίγυπτου διακυβευόταν, η διανοητικότητα της
κινδύνευε, η παγκόσµια αποστολή της απειλούνταν. Αλλά είχε µία
ζω ν τ α ν ή ψ υ χ ή , δ η λ α δ ή έ ν α ο ρ γ α ν ω µ έ ν ο σ ώ µ α µ υ η - µ έ ν ω ν ,
θεµατοφυλάκων της παλιά γνώσης του Ερµή και του Άµµωνος-Ρα. Τι
έπραξε η ψυχή αυτή; Αποσΰρθηκε στα βάθη των ιερών της,
συγκεντρώθηκε στον εαυτό της, για να αντι- σταθεί καλύτερα στον
εχθρό.
Φαινοµενικά, ο κλήρος υπέκυψε στην εισβολή και αναγνώρισε τους
σφετεριστές που έφερναν το νόµο του Ταυρου και τη λατρεία του
βοδιού Άπις 44 . Κρυµµένα, όµως, µέσα στους ναούς, τα δυο συµβούλια
διαφυλαξαν εκεί, ως ιερή παρακαταθήκη, τη γνώση τους, τις
παραδόσεις τους, την αρχαία και αγνή θρησκεία —και µαζί µ’ αυτήν,
την ελπίδα µιας αποκατάστασης της εθνικής δυναστείας. Τότε, εκείνη
την εποχή, οι ιερείς διέδωσαν στο πλήθος το θρύλο της Τσιδας και του
Ό- σιρι, του διαµελισµού του τελευταίου και της προσεχούς ανα-
στάσεώς του µέσω του γιου του Ώρου 45 , ο οποίος θα ξανάβρισκε τα
σκορπισµένα µέλη του, που τα είχε παρασύρει ο Νείλος. Εξήψαν τη
φαντασία του πλήθους µε την ποµπή των δηµόσιων τελετών.
Διατήρησαν την αγάπη του προς την παλιά θρησκεία, παριστάνοντας
σ’ αυτό τις δυστυχίες της θεάς, τους θρήνους της για την απώλεια του
ουράνιου συζυγου της και την ελπίδα που είχε εναποθέσει στο γιο της
Ώρο, το θείο µεσίτη.
Αλλά συγχρόνως οι µυηµένοι έκριναν αναγκαίο να καταστήσουν
απρόσβλητη την εσωτερική αλήθεια, καλυπτοντάς την µε τριπλό
πέπλο. Στη διάδοση της λαϊκής λατρείας της Ίσιδας και του Όσιρι
αντιστοιχεί η εσωτερική και σοφή οργάνωση των µικρών και των
µεγάλων Μυστηρίων. Τα περιστοίχισαν µε φραγµούς ανυπέρβλητους,
µε τροµερούς κίνδυνους. Επινόησαν ηθικές δοκιµασίες, απαίτησαν την
υπόσχεση της σιωπής, η δε ποινή του θανάτου εφαρµοζόταν αυστηρά
εναντίον -των µυηµένων που διέδιδαν και την παραµικρή έστω
λεπτοµέρεια των µυστηρίων. Χάρη σ’ αυτήν την αυστηρή οργάνωση, η
αιγυπτιακή µύηση αναδείχτηκε όχι µόνο σε καταφύγιο της εσωτερικής
διδασκαλίας, αλλά και σε εστία εθνικής ανάστασης και σχολείο των
θρησκειών του µέλλοντος. Ενώ οι εστεµµένοι σφετεριστές βασίλευαν
στη Μέµφιδα, οι Θήβες προετοίµαζαν σιγά-σιγά την αναγέννηση της
χώρας. Από το ναό της πόλης αυτής, από την ηλιακή της κιβωτό, βγήκε
ο σωτήρας της Αίγυπτου, ο Άµωσις, ο οποίος έδιωξε
τ ο υ ς Ύκ σ ω ς , υ σ τ έ ρ α α π ό κ υ ρ ι α ρ χ ί α ε ν ν έ α α ι ώ ν ω ν , κ α ι
αποκατέστησε την αιγυπτιακή επιστήµη και την ανδρική θρησκεία του
Όσιρι στη δίκαιη θέση τους.
Έτσι τα µυστήρια έσωσαν την ψυχή της Αίγυπτου από την ξενική
τυραννία, κι αυτό προς το καλό της ανθρωπότητας. Διότι τόση ήταν
τότε η ισχύς της πειθαρχίας τους, η δύναµη της µύησής τους, ώστε
περιέκλειαν την καλύτερη ηθική ισχύ της Αιγύπτου, την υψηλότερη
διανοητική αριστοκρατία της.
Η αρχαία µύηση στηριζόταν σε µια αντίληψη του ανθρώπου
υγιέστερη και συνάµα ανώτερη από τη δική µας. Εµείς χωρίσαµε την
αγωγή του σώµατος, της ψυχής και του πνεύµατος. Οι φυσικές και
βιολογικές επιστήµες µας, πολύ προχωρηµένες αυτές καθαυτές, δε
λογαριάζουν καθόλου την ψυχή και τη διάχυσή της µέσα στο σόµπαν*
η θρησκεία µας δεν ικανοποιεί διόλου τις ανάγκες της διάνοιας* η
ιατρική δε θέλει να γνωρίζει τίποτα ούτε περί της ψυχής ούτε περί του
πνεύµατος. Ο σύγχρονος άνθρωπος γυρεύει την ηδονή χωρίς την
ευτυχία, την ευτυχία χωρίς τη γνώση και τη γνώση χωρίς τη σοφία. Η
αρχαιότητα δεν παραδεχόταν ότι ήταν δυνατό να χωριστούν αυτά τα
πράγµατα. Σ’ όλα τα πεδία λάµβανε υπόψη την τριπλή φύση του
ανθρώπου. Η µύηση ήταν µία βαθµιαία έλξη όλου του ανθρώπινου
όντος προς τις ιλιγγιώ- δεις κορυφές του πνεύµατος, απ’ όπου µπορεί
κανείς να εξουσιάσει τη ζωή.
“Για να φτάσει την κυριαρχία ο άνθρωπος”, έλεγαν οι σοφοί της
τότε εποχής, “έχει ανάγκη µία ολική αναχώνευση του φυσικού, ηθικού
και διανοητικού του όντος. Αλλά η αναχώνευση αυτή δεν είναι δυνατή
παρά µόνο µε την ταυτόχρονη άσκηση της θέλησης, της διαίσθησης
και του λογικού. Με την πλήρη τους αρµονία ο άνθρωπος µπορεί να
αναπτύξει τις ικανότητές του σε ανυπολόγιστο όριο. Η ψυχή έχει
κοιµισµένες αισθήσεις* η µύηση τις ξυπνά. Με µια βαθιά µελέτη, µε
µια σταθερή επιµέλεια, ο άνθρωπος µπορεί να έρθει σε µία
ενσυνείδητη σχέση µε τις απόκρυφες δυνάµεις του σύµπα- ντος. Με
µία τεράστια προσπάθεια µπορεί να φτάσει στην απευθείας πνευµατική
αντίληψη, να διανοίξει τους δρόµους του υπερπέραν και να γίνει
ικανός να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Τότε µόνο µπορεί να πει ότι
νίκησε τη µοίρα και κατέ- κτησε από εδώ κάτω τη θεία του ελευθερία.
Τότε µόνο ο µυ- ηµένος µπορεί να γίνει µυητής, προφήτης και
θεουργός, δηλαδή οραµατιστής και δηµιουργός ψυχών. Διότι µόνο
εκείνος
που διοικεί τον εαυτό του, µπορεί να διοικήσει και τους άλλους*
µόνο εκείνος που είναι ελεύθερος µπορεί να απελευθερώσει”.
Έτσι σκέπτονταν οι αρχαίοι µυηµένοι. Οι µεγαλύτεροι από αυτούς
ζούσαν και ενεργούσαν σε αρµονία. Η αληθινή µύηση ήταν πολύ
διαφορετικό πράγµα από ένα κούφιο όνειρο κι ακόµη πιο διαφορετικό
από µία απλή επιστηµονική διδασκαλία: ήταν η δηµιουργία µιας ψυχής
αφ’ εαυτής, η εκκόλαψή της σ’ ένα ανώτερο πεδίο, η άνθησή της στο
θείο κόσµο.
Ας µεταφερθούµε στον καιρό του Ραµσή, στην εποχή του Μωυσή
και του Ορφέα, κατά το έτος 1300 π.Χ., κι ας προσπαθήσουµε να
εισδύσουµε στην καρδιά της αιγυπτιακής µύησης. Τα συµβολικά
µνηµεία, τα βιβλία του Ερµή, η εβραϊκή και ελληνική παράδοση 46
επιτρέπουν να κάνουµε να ξαναζήσουν οι ανοδικές φάσεις της και να
σχηµατίσουµε µία ιδέα για την υψηλότερή της αποκάλυψη.

3.Ίστδα - Η µύηση - Οι δοκιµασίες


ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΆ ΤΟΥ ΡΑΜΣΗ , ο αιγυπτιακός πολιτισµός ακτινοβολούσε στον
κολοφώνα της δόξας του. Οι φαραώ της 20ής δυναστείας, µαθητές και
πρόµαχοι των ιερών, υποστήριζαν σαν αληθινοί ήρωες τον αγώνα κατά
της Βαβυλώνας. Οι Αιγύπτιοι τοξότες ενοχλούσαν τους Λίβυους, τους
Νουµιδούς ως το κέντρο της Αφρικής. Στόλος από τετρακόσια
ιστιοφόρα καταδίωκε τη συµµαχία των σχισµατικών ως τις εκβολές
του Ινδού ποταµού. Για να αντισταθούν καλύτερα στις εισβολές της
Ασσυρίας και των συµµάχων της, οι Ραµσήδες είχαν χαράξει
στρατηγικές οδούς µέχρι το Λίβανο κι είχαν κατασκευάσει µια αλυσίδα
από φρούρια µεταξύ της Μαγεδδώ και του Καρκεµίς. Ατέλειωτα
καραβάνια εισέρεαν µέσω της ερήµου από τη Ραδασία ως την
Ελεφάντινη. Τα αρχιτεκτονικά έργα συνεχίζονταν χωρίς διακοπή και
απασχολούσαν τους εργάτες των τριών ηπείρων. Η “αίθουσα των
κιόνων” του ναού στο Καρνάκ, που κάθε στύλος της φτάνει το ύψος
της στήλης της νοπάοπιο, είχε επισκευαστεί* ο ναός της Αβύδου
πλουτιζόταν µε θαυµάσια έργα γλυπτικής κι η κοιλάδα των βασιλιάδων
µε µεγαλοπρεπή µνηµεία. Έχτιζαν στη Βούβαστο, στο Λούξορ, στο
Σπέον Ιµπσαµπούλ. Στις Θήβες ένας πυλώ- νας-τρόπαιο υπενθύµιζε
την άλωση του Καδές. Στη Μέµφιδα,
το Ραµσείο υψωνόταν περιτριγυρισµένο από ένα δάσος οβελίσκων,
αγαλµάτων και γιγαντιαίων µονόλιθων.
Μ έ σ α σ ’ α υ τ ή ν τ η ν π υ ρ ε τ ώ δ η ε ν ε ρ γ η τ ι κό τ η τ α , α υ τ ή ν τ η ν
εκθαµβωτική ζωή, περισσότεροι από ένας ξένοι, φίλοι των µυστηρίων,
ξεκινώντας από τις µακρινές ακτές της Μικρός Ασίας ή από τα βουνά
της Θράκης, έρχονταν στην Αίγυπτο, ελκυόµενοι από τη φήµη των
ναών της! Όταν ο ξένος έφτανε στη Μέµφιδα έµενε κατάπληκτος.
Μνηµεία, θεάµατα, δηµόσιες γιορτές, όλα του έδιναν την εντύπωση
του πλούτου, του µεγαλείου. Μετά την τελετή της βασιλικής στέψης, η
οποία γινόταν στο άδυτο του ιερού, έβλεπε το φαραώ να βγαίνει από
το ναό ενώπιον του πλήθους και να ανεβαίνει στο φορείο του που το
βάσταζαν δώδεκα αξιωµατικοί του επιτελείου του µε βεντάλιες.
Εµπρός του, δώδεκα νεαροί ιερείς κρατούσαν πάνω σε χρυσοκέντητα
µαξιλάρια τα βασιλικά σήµατα: το σκήπτρο του κυρίαρχου, µε την
κεφαλή του κριού, το ξίφος, το τόξο και τα όπλα. ΓΙίσω του ερχόταν ο
οίκος του βασιλιά και τα ιερατικά συµβούλια, ακολουθούµενα από
τους µυηµέ- νους στα µεγάλα και τα µικρά µυστήρια. Οι αρχιερείς
φορούσαν τη λευκή τιάρα και τα κοσµήµατα στο στήθος τους
λαµποκοπούσαν από τη λάµψη των συµβολικών λίθων. Οι α-
ξιωµατοΰχοι του στέµµατος φορούσαν τα παράσηµα του Αµνού, του
Κριού, του Λέοντος, της Μέλισσας, κρεµασµένα σε χοντρές αλυσίδες
θαυµάσια επεξεργασµένες. Οι συντεχνίες έκλειναν την πορεία µε τα
εµβλήµατά τους και τις σηµαίες τους να κυµατίζουν 47 . Το βράδυ,
βάρκες µεγαλόπρεπα στολισµένες µετέφεραν πάνω σε τεχνητές λίµνες
τις βασιλικές ορχήστρες, στη µέση των οποίων διακρίνονταν σε
λατρευτικές στάσεις χορεύτριες και παίκτριες της θεόρβου 48 .
Αλλά εκείνο το οποίο ο ξένος ζητούσε δεν ήταν η καταπληκτική
αυτή ποµπή. Ο πόθος να εισδύσει µέσα στο µυστικό των πραγµάτων, η
δίψα της γνώσης —να τι τον έφερνε από τόσο µακριά. Του είχαν πει
ότι µέσα στα ιερά της Αιγύπτου ζούσαν µάγοι, ιεροφάντες, που
κατείχαν τη θεία γνώση. Κι αυτός επίσης ήθελε να εισέλθει στο
µυστικό των θεών. Είχε ακούσει από έναν ιερέα της χώρας του να µιλά
για τη Βίβλο των Νεκρών, το µυστηριώδη κύλινδρο που έβαζαν κάτω από
το κεφάλι των µουµιών, ως οδοιπορικό εφόδιο, ο οποίος διηγούνταν
υπό συµβολική µορφή το πέραν του τάφου ταξίδι της ψυχής, κατά τους
ιερείς του Άµµωνος-Ρα. Είχε ακολουθήσει µε άπληστη περιέργεια και
µε κάποιον εσωτερικό κλονισµό,
ανάµεικτο µε αµφιβολία, αυτό το µακρινό ταξίδι της ψυχής µετά τη
ζωή, τον καθαρµό της µέσα σ’ ένα φλογερό τόπο, τον εξαγνισµό του
αστρικοΰ της περικαλύµµατος· τη συνάντησή της µε τον κακό πιλότο,
που κάθεται µέσα σε µία βάρκα µε το βλέµµα του στραµµένο άλλου,
και µε τον καλό πιλότο, που σε κοιτάζει καταπρόσωπο· την
παρουσίασή της µπροστά στους σαράντα δυο γήινους δικαστές, τη
δικαίωσή της από το Θωθ· τέλος, την είσοδό της και τη µεταµόρφωσή
της µέσα στο φως του Όσιρι.
Μπορούµε να βγάλουµε συµπεράσµατα για τη δύναµη αυτού του
βιβλίου και για την ολοκληρωτική αναστάτωση που η αιγυπτιακή
µύηση επέφερε στα πνεύµατα, από το ακόλουθο χωρίο της Βίβλου των
Νεκρών: “Αυτό το κεφάλαιο βρέθηκε στην Ερµούπολη, µε µαύρα
γράµµατα, πάνω σε µία πλάκα από αλάβαστρο, στα πόδια του θεού
Θωθ (Ερµή), κατά την εποχή του βασιλιά Μενκαρά, από τον ηγεµόνα
Αστατέφ, όταν αυτός ταξίδευε για να επιθεωρήσει τους ναούς. Έφερε
την πλάκα στο βασιλικό ναό. Ω µεγάλο µυστικό! Δεν είδε πια, δεν
άκου- σε πια, αφότου διάβασε αυτό το αγνό κι άγιο κεφάλαιο, δεν
πλησίασε πια καµιά γυναίκα και δεν έφαγε πια ούτε κρέας ούτε
ψάρι” 49 . Αλλά τι το αληθινό υπήρχε µέσα σ’ αυτές τις συνταρακτικές
διηγήσεις, µέσα στις ιερατικές αυτές εικόνες, πίσω από τις οποίες
ιρίδιζε το τροµερό µυστικό του πέραν του τάφου; “Η Τσιδα κι ο Όσιρις
το ξέρουν”, του έλεγαν.
Αλλά ποιοι ήταν αυτοί οι δυο θεοί, για τους οποίους δε µιλούσαν
παρά µε το δάχτυλο στο στόµα; Για να το µάθει αυτό ο ξένος, έκρουε
τη θύρα του µεγάλου ναού των Θηβών ή της Μέµφιδας.
Υπηρέτες τον οδηγούσαν στη στοά µιας εσωτερικής αυλής, που οι
τεράστιοι στύλοι της έµοιαζαν µε γιγαντιαίους λωτούς, βαστάζοντας
µε τη δύναµή τους και µε την αγνότητά τους την Κιβωτό του Ήλιου, το
ναό του Όσιρι. Ο ιεροφάντης πλησίαζε το νεοφερµένο. Το µεγαλείο
των χαρακτηριστικών του, η ηρεµία του προσώπου του, το µυστήριο
των µαύρων µατιών του, που ήταν απροσπέλαστα αλλά γεµάτα από
εσωτερικό φως, παρείχαν ήδη αφορµή ανησυχίας στον υποψήφιο. Αυτό
το βλέµµα έσκαβε σαν τρυπάνι. Ο ξένος ένιωθε ότι βρισκόταν
απέναντι σε έναν άνθρωπο από τον οποίο θα ήταν αδύνατο να κρύψει
οτιδήποτε. Ο ιερέας του Όσιρι ρωτούσε το νεοφερµένο για τη γενέθλια
πόλη του, για την οικο- γένειά του και για το ναό στον οποίο είχε
διδαχτεί. Αν από
αυτή τη σύντοµη αλλά διορατική εξέταση κρινόταν ανάξιος για τα
µυστήρια, µια σιωπηλή αλλά αµετάκλητη χειρονοµία του έδειχνε τη
θύρα. Αλλά αν ο ιεροφάντης έβρισκε ότι ο υποψήφιος είχε τον
ειλικρινή πόθο της αλήθειας, τον προσκα- λουσε να τον ακολουθήσει.
Περνούσαν στοές, εσωτερικές αυλές, κι έπειτα από µία δίοδο χωρίς
σκεπή, σκαµµένη µέσα στους βράχους και πλαισιωµένη από στήλες και
σφίγγες, έφταναν σ’ ένα µικρό ναό, ο οποίος χρησίµευε ως είσοδος
στις υπόγειες κρύπτες. Η θύρα του ήταν κρυµµένη πίσω από ένα
άγαλµα της Τσιδας σε φυσικό µέγεθος. Η θεά, καθιστή, κρατούσε ένα
βιβλίο κλειστό πάνω στα γόνατά της· η στάση της την έδειχνε
σκεπτόµενη και συνετή. Το πρόσωπό της ήταν σκεπασµένο. Κάτω από
το άγαλµα διάβαζες: “Κανένας θνητός δε σήκωσε το πέπλο µου”.
“Εδώ είναι η θύρα του απόκρυφου ιερού”, έλεγε ο ιεροφάντης.
“Κοίταξε αυτές τις δύο στήλες. Η κόκκινη παριστάνει την ανάβαση
του πνεύµατος προς το φως του Όσιρι* η µαύρη σηµαίνει την
αιχµαλωσία του µέσα στην ύλη, κι αυτή η πτώση µπορεί να φτάσει ως
την εκµηδένιση. Οποιοσδήποτε πλησιάζει τη γνώση µας και τη
διδασκαλία µας, παίζει εδώ τη ζωή του. Την τρέλα ή το θάνατο —να τι
βρίσκει εδώ ο αδύνατος ή ο κακός· οι δυνατοί κι οι καλοί µόνο
βρίσκουν τη ζωή και την αθανασία. Πολλοί απερίσκεπτοι µπήκαν απ’
αυτή τη θύρα και δε βγήκαν από δω ζωντανοί. Είναι µία άβυσσος, η
οποία µόνο τους ατρόµητους ξαναστέλνει στο φως. Σκέ- ψου, λοιπόν,
καλά πάνω σ’ ό,τι θα κάνεις, σκέψου τους κινδύνους που µέλλει να
διατρέξεις και, αν το θάρρος σου δεν µπορεί να αντισταθεί σε κάθε
δοκιµασία, παραιτήσου από την επιχείρηση. Διότι, όταν κλείσει αυτή η
πόρτα πίσω σου, δε θα µπορέσεις πια να οπισθοχωρήσεις”.
Αν ο ξένος επέµενε στη θέλησή του, ο ιεροφάντης τον οδηγούσε εκ
νέου στην εξωτερική αυλή και τον σύστηνε στους υπηρέτες του ναού,
µαζί µε τους οποίους όφειλε να περάσει µια βδοµάδα, υποχρεωµένος
να εκτελεί τις πιο ταπεινές εργασίες, ακούγοντας τους ύµνους και
εκτελώντας τις καθαρτήριες πλύσεις. Του επέβαλλαν απόλυτη σιωπή.
Όταν ερχόταν το βράδυ των δοκιµασιών, δύο νεωκόροι ή βοηθοί
ξαναοδηγούσαν τον υποψήφιο στη θύρα του απόκρυφου ιερού.
Έµπαιναν µέσα σ’ ένα µαύρο προθάλαµο που δεν είχε φανερή έξοδο.
Και στις δύο πλευρές της πένθιµης αυτής αίθουσας, ο ξένος έβλεπε, µε
το φωτισµό λαµπάδων, µία σει-
ρά από αγάλµατα µε σώµατα ανθρώπων και κεφαλές ζώων,
λιονταριών, ταύρων, αρπακτικών όρνεων, φιδιών, που φαίνονταν να
κοιτάζουν το πέρασµά του σαρκαστικά. Στο τέρµα του απαίσιου αυτού
διαδρόµου, τον οποίο περνούσαν χωρίς να βγάλουν λέξη, υπήρχε µία
µούµια κι ένας ανθρώπινος σκελετός, όρθια το ένα απέναντι στο άλλο.
Και µε µια σιωπηλή χειρονοµία, οι δύο νεωκόροι έδειχναν στο δόκιµο
µία τρύπα στον τοίχο αντίκρυ του. Ήταν η είσοδος ενός στενού
διαδρόµου τόσο χαµηλού, που δεν µπορούσες να εισχωρήσεις εκεί
µέσα παρά έρποντας.
“Μπορείς ακόµα ν’ αλλάξεις απόφαση”, έλεγε ο ένας από τους
βοηθούς. “Η θύρα του ιερού δεν κλείστηκε ακόµη. Αν επιµένεις, τότε
οφείλεις να ακολουθήσεις το δρόµο σου από εδώ κι αγύριστα”.
“Μένω”, έλεγε ο δόκιµος συγκεντρώνοντας όλο το θάρρος του.
Του έβαζαν στο χέρι τότε µία µικρή αναµµένη λυχνία. Οι νεωκόροι
γύριζαν πίσω και ξανάκλειναν µε πάταγο τη θύρα του ιερού. Δεν είχε
πια δισταγµούς- έπρεπε να προχωρήσει στο διάδροµο. Μόλις είχε
γλιστρήσει εκεί σερνόµενος στα γόνατά του, µε τη λυχνία στο χέρι, κι
άκουγε µια φωνή να λέει, στο βάθος του υπογείου: “Εδώ χάνονται οι
τρελοί οι οποίοι ορέχτηκαν τη γνώση και τη δύναµη”. Χάρη σε µια
θαυµαστή ενέργεια ακουστικής, ο λόγος αυτός επαναλαµβανόταν επτά
φορές από µακρινή ηχώ. Έπρεπε µολαταύτα να προχωρήσει. Ο
διάδροµος γινόταν πλατύτερος αλλά και κατηφορικός ολοένα και
περισσότερο. Τέλος, ο τολµηρός ταξιδευτής βρισκόταν απέναντι σ’ ένα
χωνί, το οποίο κατέληγε σε µία τρύπα. Μία σιδερένια σκάλα µόλις
διακρινόταν εκεί µέσα- ο δόκιµος διακινδύνευε. Στο τελευταίο
σκαλοπάτι της σκάλας, το φοβισµένο βλέµµα του βυθιζόταν µέσα σ’
ένα τροµακτικό πηγάδι. Η φτωχή του λυχνία, που την έσφιγγε
σπασµωδικά στο τρεµάµενο χέρι του, έριχνε την αµυδρή της λάµψη
µέσα στα απέραντα σκοτάδια. Τι να κάνει; Από πάνω, ο γυρισµός
αδύνατος- από κάτω, η πτώση στο σκοτάδι, η φρικώδης νύχτα. Σ’ αυτή
του την αγωνία διέκρινε µια σχισµάδα στα αριστερά του.
Πιασµένος µε το ένα χέρι από τη σκάλα και ρίχνοντας το φως της
λυχνία µε το άλλο, διέκρινε εκεί στο βάθος σκαλοπάτια. Μια σκάλα!
Ήταν η σωτηρία. Ριχνόταν µέσα εκεί, ανέβαινε, ξέφευγε από την
άβυσσο! Η σκάλα διαπερνούσε το
βράχο σαν τρυπάνι κι ανέβαινε ελικοειδώς. Τέλος, ο υποψήφιος
βρισκόταν µπροστά σ’ ένα µπρούτζινο κιγκλίδωµα, που έβλεπε προς
µία πλατιά στοά, που υποβασταζόταν από µεγάλες Καρυάτιδες. Στα
διάµεσα, πάνω στον τοίχο, έβλεπε κανείς δυο σειρές συµβολικών
τοιχογραφιών. Υπήρχαν έντεκα σε κάθε πλευρά, απαλά φωτισµένες
από κρυστάλλινες λυχνίες, που τις κρατούσαν στα χέρια τους οι
ωραίες Καρυάτιδες.
Ένας µάγος, που λεγόταν παστοφόρος (φύλακας των ιερών
συµβόλων), άνοιγε το κιγκλίδωµα στο δόκιµο µε ένα ευµενές
χαµόγελο. Τον συνέχαιρε γιατί είχε επιτυχώς περάσει την πρώτη
δοκιµασία. Έπειτα, οδηγώντας τον µέσα από τη στοά, του εξηγούσε τις
ιερές εικονογραφίες. Κάτω από καθεµιά από αυτές τις ζωγραφιές,
υπήρχε ένα γράµµα κι ένας αριθµός. Τα είκοσι δύο σύµβολα
παρίσταναν τα πρώτα είκοσι δύο απόρρητα και αποτελούσαν το
αλφάβητο της απόκρυφης γνώσης, δηλαδή τις απόλυτες αρχές, τα
παγκόσµια κλειδιά, τα οποία, εφαρµοζόµενα από τη θέληση, γίνονται η
πηγή κάθε σοφίας και κάθε δύναµης. Οι αρχές αυτές εντυπώνονταν
στη µνήµη δια της αντιστοιχίας τους µε τα γράµµατα της ιερής
γλώσσας και µε τους αριθµούς, οι οποίοι συνδέονταν µε τα γράµµατα
αυτά. Κάθε γράµµα και κάθε αριθµός εκφράζει στη γλώσσα αυτή ένα
τριαδικό νόµο, ο οποίος έχει την αντανάκλασή του µέσα στο θείο
κόσµο, το νοητικό κόσµο και το φυσικό κόσµο. Όπως τα δάχτυλα, όταν
αγγίζουν µία χορδή της λύρας, κάνουν να αντηχήσει µία νότα της
µουσικής κλίµακας και να πάλλονται όλες οι αρµονικές της, έτσι και
το πνεύµα που βλέπει όλες τις δυναµικές ιδιότητες ενός αριθµού και η
φωνή που προφέρει ένα γράµµα µε όλη την επίγνωση της σηµασίας
του, ανακαλούν µια δύναµη, η οποία αντανακλάται στους τρεις
κόσµους.
Έτσι, το γράµµα Α, το οποίο αντιστοιχεί στον αριθµό 1, εκφράζει
στο θείο κόσµο: το απόλυτο Ον, από το οποίο απορρέουν όλα τα άλλα
όντα - στο νοητικό κόσµο: τη µονάδα, πηγή και σύνθεση των αριθµών
στο φυσικό κόσµο: τον άνθρωπο, κορυφή των σχετικών όντων, ο
οποίος, µε την ανάπτυξη των ικανοτήτων του, ανυψώνεται στις
οµόκεντρες σφαίρες του απείρου. Το απόρρητο 1 παριστανόταν, στους
Αιγυπτίους, µε ένα µάγο ασπροντυµένο, που κρατά σκήπτρο στο χέρι
και έχει το µέτωπό του εστεµµένο µε χρυσό στέµµα. Το λευκό ένδυµα
σήµαινε την αγνότητα, το σκήπτρο την εξουσία και το χρυσό στέµµα
το παγκόσµιο φως.
Ο δόκιµος απείχε πολύ από το να εννοήσει όλα τα παράδοξα και τα
νέα που άκουγε. Αλλά άγνωστες προοπτικές δια- νοίγονταν µπροστά
του µε τα λόγια του παστοφόρου, µπροστά στις ωραίες εκείνες
ζωγραφιές, που τον κοίταζαν µε την απαθή σοβαρότητα των θεών.
Πίσω από κάθε µια από αυτές, διέβλεπε, µε αναλαµπές, έναν ειρµό
σκέψεων και εικόνων που ανακαλούνταν αιφνίδια. Υποπτευόταν για
πρώτη φορά το ένδον του κόσµου, µέσα από τη µυστηριώδη αλυσίδα
των αιτιών. Έτσι, από γράµµα σε γράµµα, από αριθµό σε αριθµό, ο
δάσκαλος εξηγούσε στο µαθητή την έννοια των απορρήτων και τον
οδηγούσε από την Ίσιδα την Ουράνια στο άρµα του Όσιρι, από τον
κεραυνοβοληµένο πύργο στο λαµπερό άστρο και, τέλος, στο στέµµα
των µάγων. “Και γνώριζε καλά”, έλεγε ο παστοφόρος, “τι σηµαίνει
αυτό το στέµµα: κάθε θέληση που ενώνεται µε το θεό για να
φανερώσει την αλήθεια και να ασκήσει τη δικαιοσύνη, αρχίζει από
αυτήν εδώ τη ζωή να συµµετέχει στη θεία δύναµη πάνω στα όντα και
τα πράγµατα, πράγµα που αποτελεί την αιώνια ανταµοιβή των
λυ τ ρ ω µ έ ν ω ν π ν ε υ µ ά τ ω ν ” . Α κο ΰ γ ο ν τ α ς τ ο δ ά σ κα λ ο ν α µ ι λ ά , ο
νεοφώτιστος δοκίµαζε ένα µείγµα έκπληξης, φόβου και θαυµασµού.
Ήταν οι πρώτες λάµψεις του ιερού και η αλήθεια που διέβλεπε τού
φαινόταν ως η αυγή µίας θείας ενθύµησης.
Αλλά οι δοκιµασίες δεν είχαν τελειώσει. Όταν έπαυε να µιλά ο
παστοφόρος, άνοιγε µία πόρτα από την οποία έµπαινε κανείς σε µια
άλλη κάµαρα, στενή και µικρή, στην άκρη της οποίας σπιθοβολούσε
ένα φλέγόµενο καµίνι.
“Μα είναι ο θάνατος!” έλεγε ο δόκιµος και κοίταζε τον οδηγό του
ανατριχιάζοντας.
“Παιδί µου”, απαντούσε ο παστοφόρος, “ο θάνατος δεν τροµάζει
παρά µόνο τις αποτυχηµένες φύσεις. Κάποτε πέρασα από αυτή τη
φλόγα σαν από έναν κάµπο µε τριαντάφυλλα”.
Και το κιγκλίδωµα της στοάς των απορρήτων ξανάκλεινε πίσω από
τον υποψήφιο. Πλησιάζοντας στον πύρινο φράκτη, παρατηρούσε ότι το
καµίνι δεν ήταν τίποτε άλλο από µία οφθαλµαπάτη, δηµιουργηµένη
από αραιά συµπλέγµατα ρετσι- νωµένων ξύλων, τα οποία ήταν
βαλµένα σε σχήµα σταυρού πάνω σε κιγκλιδώµατα. Ένα στενό
πέρασµα χαραγµένο στη µέση τού επέτρεπε να περάσει γρήγορα. Τη
δοκιµασία του πυρός διαδεχόταν η δοκιµασία του νερού. Ο υποψήφιος
ήταν υποχρεωµένος να περάσει ένα ακίνητο και µαύρο νερό, υπό
τη λάµψη πυρκαγιάς από νάφθα που έκαιγε πίσω του, στην αίθουσα
της φωτιάς. Μετά από αυτό δυο βοηθοί τον οδηγούσαν,
τροµοκρατηµένο ακόµη, µέσα σ’ ένα σκοτεινό σπήλαιο, όπου δεν
έβλεπε κανείς παρά ένα µαλακό κρεβάτι, που µυ- στηριωδώς
φωτιζόταν από το ηµίφως κάποιας µπρούντζινης λυχνίας. Τον
στέγνωναν, έβρεχαν το σώµα του µε εξαίσια αρώµατα, τον ξανάντυναν
µε λεπτότατα λινά και τον άφηναν µόνο του, αφού του έλεγαν:
“Αναπαύσου και περίµενε τον ιεροφάντη”.
Ο δόκιµος ξάπλωνε τα τσακισµένα από την κούραση µέλη του πάνω
στα πολυτελή σκεπάσµατα του κρεβατιού του. Ύστερα από τις
διάφορες συγκινήσεις του, αυτή η στιγµή της ησυχίας του φαινόταν
γλυκιά. Οι ιερές εικονογραφίες που είχε δει, όλες εκείνες οι παράδοξες
εικόνες, οι σφίγγες, οι Καρυάτιδες ξαναπερνουσαν µπρος από τα µάτια
του. Γιατί, λοιπόν, µία από αυτές τις ζωγραφιές του ερχόταν διαρκώς
στο νου, σαν φρεναπάτη; Ξανάβλεπε επίµονα το απόρρητο X, που το
συµβόλιζαν µε έναν τροχό κρεµασµένο από τον άξονά του µεταξύ δυο
στυλών. Από το ένα µέρος ανεβαίνει ο Ερµανου- βής, το πνεύµα του
Καλού, ωραίος σαν έφηβος· από το άλλο µέρος ο Τυφώνας, το πνεύµα
του Κακού, γκρεµίζεται µε το κεφάλι κάτω µέσα στην άβυσσο. Μεταξύ
των δύο, στην κορυφή του τροχού, κάθεται µία σφίγγα, κρατώντας
σπαθί στα νύχια της.
Το υπόκωφο βούισµα µίας λάγνας µουσικής, που φαινόταν ότι
έβγαινε από το βάθος του σπηλαίου, έκανε να σβήνει αυτή η εικόνα.
"Ηταν απαλοί κι απροσδιόριστοι ήχοι που σου έφερναν µελαγχολική
και βαθιά χαύνωση. Ένα µεταλλικό κουδούνισµα ερχόταν να του
γαργαλήσει τα αυτιά, αναµειγ- µένο µε ελαφρούς ήχους άρπας, µαζί µε
ήχους φλάουτου και διακεκοµµένους αναστεναγµούς, σαν πυρετώδης
αναπνοή. Τυλιγµένος σε ένα πύρινο όνειρο, ο ξένος έκλεινε τα µάτια.
Όταν τα άνοιγε πάλι, έβλεπε λίγα βήµατα µακριά από το κρεβάτι
του ένα πρόσωπο γεµάτο από ζωή και καταχθόνια γοητεία. Μια
γυναίκα της Νουβίας, ντυµένη µε διάφανη, πορφυρή γάζα, µε ένα
περιδέραιο από πολύτιµους λίθους γύρω από το λαιµό της, όµοια µε τις
ιέρειες των µυστηρίων της Μυλίττας, ήταν εκεί όρθια, παρατηρώντας
τον µε πόθο και κρατώντας στο αριστερό της χέρι ένα κύπελλο
στεφανωµένο µε ρόδα. Είχε εκείνο το νουβικό τύπο, του οποίου η
έντονη και ζαλιστική ηδυπάθεια συγκεντρώνει όλες τις δυνάµεις του
θηλυκού ζώου: ζυγωµατικά που προεξέχουν, µεγάλα ρουθούνια,
χείλη χυµώδη σαν καρπός κόκκινος και ζουµερός. Τα µαύρα της µάτια
έλαµπαν µέσα στο σκιόφως.
Ο δόκιµος είχε ήδη αναπηδήσει και έκπληκτος, µη γνωρίζοντας αν
έπρεπε να τρέµει ή να χαίρεται, σταύρωνε από ένστικτο τα χέρια του
πάνω στο στήθος. Αλλά η σκλάβα προχωρούσε µε σιγανά βήµατα και,
χαµηλώνοντας τα µάτια, ψιθύριζε µε σιγανή φωνή: “Με φοβάσαι,
όµορφε ξένε; Σου φέρνω την ανταµοιβή των νικητών, τη λήθη των
πόνων, το ποτήρι της ευτυχίας...”. Ο δόκιµος δίσταζε. Τότε, σαν να
την έπιανε κούραση, η Νουβιανή καθόταν πάνω στο κρεβάτι κι έριχνε
στον ξένο ένα παρακαλεστικό βλέµµα, γεµάτο πόθο. Δυστυχία σ’
αυτόν που τολµούσε να την αντικρίσει, που έγερνε πάνω σ’ εκείνο το
στόµα, που µεθούσε από τα βαριά αρώµατα που ανέβαιναν από τους
µελαχρινούς της ώµους. Από τη στιγµή που είχε αγγίξει εκείνο το χέρι
κι είχε βρέξει τα χείλη του µέσα σ’ εκείνο το κύπελλο, ήταν χαµένος...
Κυλιόταν πάνω στο κρεβάτι µέσα σ’ ένα φλογερό αγκάλιασµα. Αλλά
µε τον άγριο κορεσµό του πόθου, το ποτό που είχε πιει τον βύθιζε σε
βαρύ ύπνο.
Όταν ξυπνούσε, βρισκόταν µόνος του, µέσα στην αγωνία. Ο λύχνος
έριχνε πένθιµο φως πάνω στο ανάστατο κρεβάτι του. Ένας άνθρωπος
στεκόταν όρθιος µπροστά του. Ήταν ο ιεροφάντης, που του έλεγε:
“Υπήρξες νικητής στις πρώτες δοκιµασίες. Νίκησες θριαµβευτικά το
θάνατο, τη φωτιά, το νερό, αλλά δεν µπόρεσες να νικήσεις τον εαυτό
σου. Εσύ που ποθείς τα ύψη του πνεύµατος και της γνώσης υπέκυψες
στον πρώτο πειρασµό των αισθήσεων κι έπεσες µέσα στην άβυσσο της
ύλης. Όποιος ζει δούλος των αισθήσεων, ζει µέσα στα σκοτάδια. Εσύ
προτίµησες τα σκοτάδια από το φως· µείνε, λοιπόν, µέσα στα
σκοτάδια. Σε είχα προειδοποιήσει για τους κινδύνους στους οποίους
εκτίθεσαι. Έσωσες τη ζωή σου, αλλά έχασες την ελευθερία σου. Θα
µείνεις, επί ποινή θανάτου, δούλος του ναού”.
Αν, απεναντίας, ο υποψήφιος είχε αναποδογυρίσει το κύπελλο κι
είχε απωθήσει τον πειρασµό, δώδεκα νεωκόροι, εφοδιασµένοι µε
λαµπάδες, έρχονταν και τον περιτριγύριζαν για να τον οδηγήσουν
θριαµβευτικά στο ιερό της Τσιδας, όπου οι µάγοι, σε ηµικύκλιο κι
ασπροντυµένοι, τον περίµεναν σε απαρτία. Στο βάθος του ναού, που
ήταν λαµπρά φωτισµένος, παρατηρούσε το από χυτό µέταλλο
κολοσσιαίο άγαλµα
της Ίσιδας, που είχε ένα χρυσό τριαντάφυλλο στο στήθος κι ήταν
στεφανωµένη µε ένα διάδηµα µε επτά ακτίνες. Κρατούσε το γιο της
Ώρο στην αγκαλιά της. Μπροστά στη θεά, ο ιεροφάντης, ντυµένος µε
πορφυρά, υποδεχόταν το νεοφερµένο και τον έβαζε να δώσει τους πιο
τροµερούς όρκους σιωπής κι υποταγής. Τότε τον χαιρέτιζε εν ονόµατι
όλης της συνέλευσης ως αδερφό κι ως µελλοντικό µύστη. Μπροστά σ’
αυτους τους σεβάσµιους δασκάλους, ο µαθητής της Τσιδας νόµιζε ότι
βρισκόταν ενώπιον θεών. Έχοντας κάνει υπέρβαση του εαυτού του,
εισερχόταν για πρώτη φορά στη σφαίρα της αλήθειας.
4. Όσιρις - Ο Θάνατος και π Ανάσταση
ΕΝΤΟΎΤΟΙΣ , ΔΕΝ ΕίχΕ ΓΊΝΕΙ ΑΠΟΔΕΚΤΟΣ παρά µόνο στο κατώφλι της. Διότι
τώρα άρχιζαν τα µακρά έτη της σπουδής και της µαθητείας. Προτού
ανυψωθεί στην Τσιδα την Ουράνια, όφειλε να γνωρίσει την επίγεια
Τσιδα, να εκπαιδευτεί στις φυσικές και τις ανθρωπιστικές επιστήµες.
Ο χρόνος του µοιραζόταν αφενός µεταξύ των κατ’ ιδίαν στοχασµών
του µέσα στο κελί του και, αφετέρου, της σπουδής των ιερογλυφικών
µέσα στις αίθουσες και τις αυλές του ναού (που είχε την έκταση
πόλης) και των µαθηµάτων των δασκάλων. Μάθαινε την επιστήµη των
ορυκτών και των φυτών, την ιστορία του ανθρώπου και των λαών, την
ιατρική, την αρχιτεκτονική και την ιερή µουσική. Κατά τη µακρά αυτή
µαθητεία, δεν έπρεπε µόνο να γνωρίζει, αλλά και να γίνεται, να
κερδίζει τη δύναµη µε την αυταπάρνηση.
Οι αρχαίοι σοφοί πίστευαν ότι ο άνθρωπος δεν κατέχει την αλήθεια
παρά µόνο αν αυτή γίνει µέρος του εσωτερικού του όντος, µία
αυτόµατη πράξη της ψυχής. Αλλά σ’ αυτή τη βαθιά εργασία της
αφοµοίωσης, άφηναν το µαθητή µόνο µε τον εαυτό του. Οι δάσκαλοί
του δεν τον βοηθούσαν σε τίποτα και συχνά αυτός παραξενευόταν µε
την ψυχρότητά τους, την αδιαφορία τους. Τον επιτηρούσαν µε
προσοχή, τον υπέβαλλαν σε άκαµπτους κανονισµούς, απαιτούσαν από
αυτόν απόλυτη υπακοή. Αλλά δεν του αποκάλυπταν τίποτα πέραν
µερικών ορίων. Στις ανησυχίες του, στα ερωτήµατά του απαντούσαν:
“Να περιµένεις και να εργάζεσαι”. Τότε του έρχονταν αιφνίδιες
εξεγέρσεις, πικρίες, τροµακτικές υποψίες.
Μήπως είχε γίνει σκλάβος τολµηρών αγυρτών ή µαύρων µάγων, οι
οποίοι υπέταξαν τη θέλησή του για ένα ανόσιο σκοπό; Η αλήθεια
έφευγε, οι θεοί τον εγκατέλειπαν, ήταν µόνος κι αιχµάλωτος του ναού.
Η αλήθεια τού είχε εµφανιστεί µε τη µορφή µίας σφίγγας. Τώρα η
σφίγγα τού έλεγε: “Είµαι η Αµφιβολία”. Και το φτερωτό ζώο, που είχε
κεφάλι απαθούς γυναίκας και νύχια λιονταριού, τον τραβούσε για να
τον ξεσκίσει µέσα στη φλογερή άµµο της ερήµου.
Αλλά αυτούς τους εφιάλτες διαδέχονταν ώρες γαλήνης και θείου
π ρ ο α ι σ θ ή µ α τ ο ς . Κα τ α ν ο ο ύ σ ε τ ό τ ε τ ο σ υ µ β ο λ ι κ ό ν ό η µ α τ ω ν
δοκιµασιών που είχε περάσει όταν εισήλθε στο ναό. Γιατί, αλίµονο, το
σκοτεινό πηγάδι, όπου λίγο έλειψε να πέσει, ήταν λιγότερο µαύρο από
την άβυσσο της αβυθοµέτρητης αλήθειας. Η φωτιά, την οποία είχε
περάσει, ήταν λιγότερο φοβερή από τα πάθη που του έκαιγαν ακόµη τη
σάρκα. Το παγωµένο, σκοτεινό νερό, όπου παραλίγο να βυθιστεί, ήταν
λιγότερο κρύο από την αµφιβολία, µέσα στην οποία το πνεύµα του
βυθιζόταν και πνιγόταν τις δύσκολες ώρες.
Σε µία από τις αίθουσες του ναού, εκτείνονταν σε δύο σειρές
εκείνες οι ίδιες ιερές εικονογραφίες, τις οποίες του είχαν εξηγήσει
µέσα στην κρύπτη, κατά τη νύχτα των δοκιµασιών, και οι οποίες
παρίσταναν τα είκοσι δύο απόρρητα. Τα απόρρητα αυτά, τα οποία
άφηναν να διαβλέπει κανείς στο κατώφλι της απόκρυφης γνώσης, ήταν
αυτές οι ίδιες οι στήλες της θεολογίας. Αλλά έπρεπε να έχει περάσει
όλη τη µύηση για να τις καταλάβει. Από τότε, κανένας από τους
δασκάλους δεν του είχε µιλήσει γι’ αυτές. Του επέτρεπαν µόνο να
περπατά µέσα σ’ αυτήν την αίθουσα και να σκέπτεται πάνω σε αυτά τα
σηµεία.
Περνούσε εκεί ατέλειωτες µοναχικές ώρες. Με αυτές τις εικόνες, τις
αγνές όπως το φως, τις σοβαρές όπως η αιωνιότητα, η αόρατη κι
αψηλάφητη αλήθεια εισχωρούσε σιγά-σι- γά µέσα στην καρδιά του
νεοφώτιστου. Στη βουβή συντροφιά των σιωπηλών εκείνων κι
ανώνυµων θεοτήτων, κάθε µια από τις οποίες φαινόταν ότι προΐσταται
σε µία σφαίρα της ζωής, άρχιζε να δοκιµάζει κάτι το νέο. Στην αρχή,
µία κάθοδος στα βάθη της ύπαρξής του* έπειτα, ένα είδος απόστασης
από τον κόσµο, που τον έκανε να πετά πάνω από τα πράγµατα.
Κάποτε ρωτούσε έναν από τους µάγους: “Θα µου επιτρα- πεί µια
µέρα να µυρίσω το ρόδο της Ίσιδας και να δω το φως του Όσιρι;” Του
αποκρίνονταν: “Αυτό δεν εξαρτάται από ε-
µάς. Η αλήθεια δε δίνεται. Ή τη βρίσκει κανείς µέσα στον εαυτό
του ή δεν τη βρίσκει. Δεν µπορούµε να σε κάνουµε µύστη, πρέπει να
γίνεις τέτοιος από µόνος σου. Ο λωτός φύεται κάτω από το ποτάµι
πολύ καιρό προτού ανοίξει. Μην επισπεύδεις το άνοιγµα του
λουλουδιού. Αν µέλλει να έρθει, θα έρθει στη µέρα του. Να εργάζεσαι
και να προσεύχεσαι”.
Κι ο µαθητής ξαναγύριζε στις σπουδές του, στους στοχασµούς του,
µε θλιµµένη χαρά. Γευόταν το αυστηρό και τερπνό συνάµα θέλγητρο
αυτής της µοναξιάς, µέσα στην οποία φυσά ένα είδος πνοής του όντος
των όντων. Έτσι κυλούσαν οι µήνες, τα χρόνια. Ένιωθε να συντελείται
µέσα του ένας αργός µετασχηµατισµός, µια τέλεια µεταµόρφωση. Τα
πάθη που είχαν πολιορκήσει τη νεότητά του αποµακρύνονταν τώρα
σ α ν σ κ ι έ ς , κα ι ο ι σ κ έ ψ ε ι ς π ο υ τ ο ν π ε ρ ι τ ρ ι γ ύ ρ ι ζα ν τ ώ ρ α τ ο υ
χαµογελούσαν σαν αθάνατες φίλες. Εκείνο που δοκίµαζε µερικές
στιγµές ήταν ο εξαφανισµός του γήινου εγώ του κι η γέννηση ενός
άλλου εγώ, πιο αγνού και πιο αιθέριου. Όταν τον κυρίευε αυτό το
αίσθηµα, του συνέβαινε να γονατίζει µπροστά στα σκαλοπάτια του
κλειστού ιερού. Τότε, δεν υπήρχε πια µέσα του ούτε εξέγερση, ούτε
οποιοσδήποτε πόθος, ούτε λύπη. Δεν υπήρχε παρά µόνο µία πλήρης
εγκατάλειψη της ψυχής στους θεούς, µία τέλεια προσφορά στην
αλήθεια. “Ω Τσιδα”, έλεγε στην προσευχή του, “αφού η ψυχή µου δεν
είναι παρά ένα δάκρυ των µατιών σου, ας πέσει σαν δροσιά πάνω σε
άλλες ψυχές, κι ας αισθανθώ, πεθαίνοντας, το άρωµά τους να
ανεβαίνει προς εσένα. Να ’µαι, έτοιµος για τη θυσία”.
Ύστερα από µια τέτοια δέηση, ο µαθητής, σχεδόν σε έκσταση,
έβλεπε όρθιο κοντά του, σαν οπτασία που βγήκε µέσα από το έδαφος,
τον ιεροφάντη περιτριγυρισµένο από τις θερµές λάµψεις ενός ήλιου
που δύει. Ο δάσκαλος φαινόταν ότι διάβαζε όλες τις σκέψεις του
µαθητή, ότι εισέδυε µέσα σε όλο το δράµα της εσωτερικής του ζωής.
“Παιδί µου”, έλεγε, “πλησιάζει η ώρα που θα σου αποκαλυφθεί η
αλήθεια. Διότι την έχεις ήδη προαισθανθεί, κατεβαίνοντας µέσα στο
βάθος του εαυτού σου και βρίσκοντας εκεί τη θεία ζωή. Πρόκειται να
εισέλθεις στη µεγάλη, την άρρητη κοινωνία των µυηµέ- νων. Γιατί
είσαι άξιος γι’ αυτό, µε την αγνότητα της καρδιάς, την αγάπη της
αλήθειας και τη δύναµη της αυταπάρνησης. Αλλά κανείς δε διαβαίνει
το κατώφλι του Όσιρι χωρίς να περάσει από το θάνατο και την
ανάσταση. Θα σε συνοδεύσου-
µε µέσα στην κρυπτή. Μην έχεις φόβο, γιατί είσαι ήδη ένας από
τους αδελφούς µας”.
Κατά το σούρουπο, οι ιερείς του Όσιρι, κρατώντας λαµπάδες,
συνόδευαν το νέο µύστη σε µία χαµηλή κρυπτή, που υποβασταζόταν
από τέσσερις κίονες, οι οποίοι ήταν τοποθετηµένοι πάνω σε σφίγγες.
Σε µια γωνιά, βρισκόταν µία ανοικτή µαρµάρινη σαρκοφάγος. 50
“Κανένας άνθρωπος”, έλεγε ο ιεροφάντης, “δεν ξεφεύγει από το
θάνατο και κάθε ζώσα ψυχή είναι προορισµένη να αναστηθεί. Ο
µύστης περνά ζωντανός από τον τάφο, για να ει- σέλθει, από αυτήν
εδώ τη ζωή, στο φως του Όσιρι. Πέσε, λοιπόν, µέσα σε αυτό το
φέρετρο και περίµενε το φως. Αυτή τη νύχτα θα διαβείς τη θύρα του
τρόµου και θα φτάσεις στο κατώφλι της κυριαρχίας”.
Ο µύστης ξάπλωνε µέσα στην ανοιχτή σαρκοφάγο, ο ιεροφάντης
άπλωνε το χέρι πάνω του για να τον ευλογήσει και η ακολουθία των
µυηµένων αποµακρυνόταν σιωπηλή από τον τάφο. Μια µικρή λυχνία,
βαλµένη καταγής, φωτίζει ακόµη µε την αµφίβολη λάµψη της τις
τέσσερις σφίγγες που βαστάζουν τις κοντόχοντρες κολόνες της
κρύπτης. Ένας χορός από βαθιές φωνές ακούγεται, σιγανός και
κρυµµένος. Από πού έρχεται; Ο επικήδειος ψαλµός! Εκπνέει. Η λυχνία
ρίχνει µια τελευταία λάµψη, έπειτα σβήνει εντελώς. Ο µύστης είναι
µόνος του µέσα στα σκοτάδια, το ψύχος του τάφου πέφτει πάνω του,
παγώνει όλα του τα µέλη. Περνά βαθµιαία από την οδυνηρή αίσθηση
του θανάτου και πέφτει σε λήθαργο. Η ζωή του παρελαύνει εµπρός του
σε διαδοχικές εικόνες, σαν ένα πράγµα ανύπαρκτο, και η γήινη
συνείδησή του γίνεται ολοένα και περισσότερο αόριστη και διάχυτη.
Αλλά όσο αισθάνεται το σώµα του να διαλύεται, τόσο το αιθέριο, το
ρευστό µέρος της ύπαρξής του ελευθερώνεται. Περιέρχεται σε
έκσταση.
Ποιο είναι το λαµπερό και µακρινό αυτό σηµείο που εµφανίζεται,
αδιόρατο, στο µαύρο βάθος των σκοταδιών; Πλησιάζει, µεγαλώνει,
γίνεται πεντάκτινο αστέρι, που οι ακτίνες του έχουν όλα τα χρώµατα
του ουράνιου τόξου και το οποίο ρίχνει µέσα στα σκοτάδια δέσµες
µαγνητικού φωτός. Τώρα είναι ένας ήλιος, ο οποίος τον προσελκύει
µέσα στη λευκότητα του διάπυρου κέντρου του. Είναι, µήπως, η
µαγεία των δασκάλων που παράγει αυτήν την οπτασία; Είναι το ορατό
που γίνεται αόρατο; Είναι το προοίµιο της ουράνιας αλήθειας, το
φεγγοβόλο άστρο της ελπίδας και της αθανασίας; Εξαφανίζεται -
και στη θέση του ένα µπουµπούκι λουλουδιοΰ έρχεται να ανοίξει
µέσα στη νύχτα, ένα λουλούδι άυλο, αλλά αισθητό και προικισµένο µε
ψυχή. Διότι ανοίγει µπρος του σαν λευκό τριαντάφυλλο, ξεδιπλώνει τα
πέταλά του - και βλέπει αυτός να αναταράζονται τα ζωντανά φύλλα του
και να κοκκινίζει περισσότερο ο βαθυκόκκινος κάλυκάς του.
Είναι το άνθος της Τσιδας, το µυστικό ρόδο της σοφίας, που
περικλείει την αγάπη µέσα στην καρδιά του; Αλλά να που εξατµίζεται
σαν σύννεφο από αρώµατα. Τότε, ο µύστης, εκστατικός, αισθάνεται
τον εαυτό του πληµµυρισµένο από µία θερµή και χαϊδευτική πνοή.
Αφού το σύννεφο πήρε αλλόκοτα σχήµατα, συµπυκνώνεται και παίρνει
µορφή ανθρώπινη. Είναι η µορφή µίας γυναίκας, η Τσιδα του
απόκρυφου ιερού, αλλά νεότερη, χαµογελαστή και φωτεινή. Ένα
διάφανο πέπλο είναι τυλιγµένο γύρω της και το σώµα της λάµπει µέσα
σε αυτό. Στο χέρι της κρατά έναν κύλινδρο παπύρου. Πλησιάζει γλυκά,
γέρνει πάνω στο µύστη, ο οποίος είναι ξαπλωµένος µέσα στον τάφο
του, και του λέει: “Είµαι η αόρατη αδελφή σου, είµαι η θεία ψυχή σου
και τούτο εδώ είναι το βιβλίο της ζωής σου. Περιέχει τις γεµάτες
σελίδες των προηγούµενων υπάρξεών σου και τις λευκές σελίδες των
µελλου- σών ζωών σου. Μια µέρα θα σου τα ξετυλίξω όλα ενώπιον
σου. Με γνωρίζεις τώρα. Φώναξέ µε και θα έρθω!”. Και καθώς µιλά,
µια ακτίνα τρυφερότητας αναβρύζει από τα µάτια της... Ω παρουσία
ενός αγγελικού ειδώλου, άρρητη υπόσχεση του θείου, θαυµάσια
συγχώνευση µέσα στο αψηλάφητο του υπερπέραν!
Α λ λ ά ό λ α θ ρ υ µ µ α τ ί ζο ν τ α ι , η ο π τ α σ ί α ε ξα φ α ν ί ζ ε τ α ι . Έ ν α
ανατριχιαστικό ξέσχισµα, κι ο µύστης νιώθει τον εαυτό του να πέφτει
ορµητικά µέσα στο σώµα του και µέσα σε ένα πτώµα. Επανέρχεται
στην κατάσταση του συνειδητού λήθαργου. Σιδερένια δεσµά
συγκρατούν τα µέλη του, ένα τροµερό βάρος τού πιέζει τον εγκέφαλο.
Ξυπνάει... και µπροστά του στέκεται όρθιος ο ιεροφάντης
συνοδευόµενος από τους µάγους. Τον περιστοιχίζουν, του δίνουν να
πιει ένα τονωτικό, σηκώνεται. “Ιδού συ αναστηµένος”, λέει ο
προφήτης. “Έλα να γιορτάσεις µαζί µας την αγάπη των µυηµένων και
διηγήσου µας το ταξίδι σου µέσα στο φως του Όσιρι. Γιατί εσύ από
τώρα και στο εξής είσαι ένας από τους δικούς µας”.
Ας µεταφερθούµε τώρα, µαζί µε τον ιεροφάντη και τον καινούριο
µυηµένο, πάνω στο αστεροσκοπείο του ναού, στη
γλυκιά αστροφεγγιά της αιγυπτιακής νύχτας. Εκεί ο πρώτος ιερέας
του ναού έκανε στο νέο µύστη τη µεγάλη αποκάλυψη, διηγούµενος το
όραµα του Ερµή. Το όραµα αυτό δεν ήταν γραµµένο πάνω σε κανένα
πάπυρο. Ήταν σηµειωµένο µε συµβολικά σηµεία πάνω στις στήλες της
µυστικής κρυπτής και το γνώριζε µόνο ο προφήτης. Από αρχιερέα σε
αρχιερέα, η εξήγησή του µεταβιβαζόταν προφορικά. “Ακούσε καλά”,
έλεγε ο ιεροφάντης. “Αυτό το όραµα περικλείει την αιώνια ιστορία του
κόσµου και τον κύκλο των πραγµάτων”.

5. Το όραµα του Ερµή


ΜΙΑ ΜΕΡΑ ο ΕΡΜΗΣ ΑΠΟΚΟΙΜΉΘΗΚΕ , αφού είχε στοχαστεί σχετικά µε τη
γένεση του κόσµου. Μια βαριά νάρκωση κυρίευσε το σώµα του. Αλλά
ενώ το σώµα του µούδιαζε, το πνεύµα του ανέβαινε προς το διάστηµα.
Τότε, του φάνηκε ότι ένα άπειρο ον, δίχως ορισµένη µορφή, τον
φώναζε µε το όνοµά του.
“Ποιος είσαι;” είπε τροµαγµένος ο Ερµής.
“Είµαι ο Όσιρις, η υπέρτατη Διάνοια, και µπορώ να σου αποκαλυψω
κάθε πράγµα. Τι ποθείς;”
“Να παρατηρήσω την πηγή των όντων, ω θείε Όσιρι, και να
γνωρίσω το Θεό”.
“Θα ικανοποιηθείς”.
Αµέσως ο Ερµής ένιωσε τον εαυτό του να πληµµυρίζει από ένα
ηδονικό φως. Μέσα στα διαφανή εκείνα κύµατα περνούσαν οι
µαγευτικές µορφές όλων των όντων. Αλλά, ξαφνικά, σκοτάδια
τροµακτικά κατέβηκαν κυµατιστά πάνω του. Ο Ερµής βυθίστηκε µέσα
σε ένα υγρό χάος, γεµάτο από καπνό κι από πένθιµο µυκηθµό. Τότε,
µία φωνή ανέβηκε από την άβυσσο. Ήταν η φωνή του φωτός. Αµέσως
ένα λεπτό φως όρ- µησε από τα υγρά βάθη κι έφτασε ως τα αιθέρια
υψη. Ο Ερµής ανέβηκε µαζί του και είδε τον εαυτό του µέσα στο
διάστηµα. Το χάος διαλυόταν µέσα στην άβυσσο. Χοροί άστρων
διασκορπίζονταν πάνω από το κεφάλι του κι η φωνή του φωτός γέµιζε
το άπειρο.
“Κατάλαβες αυτό που είδες;” είπε ο Όσιρις στον Ερµή, ο οποίος
ήταν απορροφηµένος από το όνειρό του και µετεωριζόταν ανάµεσα στη
γη και τον ουρανό.
“Όχι”, είπε ο Ερµής.
“Ε, λοιπόν, θα το µάθεις. Προ ολίγου είδες αυτό το οποίο
αιώνια υφίσταται. Το φως, που είδες στην αρχή, είναι ο θείος νους,
ο οποίος περιέχει κάθε πράγµα δυνάµει και περικλείει τα πρότυπα
όλων των όντων. Τα σκοτάδια, µέσα στα οποία έπειτα βυθίστηκες,
είναι ο υλικός κόσµος όπου ζουν οι άνθρωποι της γης. Αλλά η φωτιά,
που είδες να βγαίνει από τα βάθη, είναι ο θείος Λόγος. Ο Θεός είναι ο
Πατέρας, ο Λόγος είναι ο Γιος, η ένωσή τους είναι η γη”.
“Τι θαυµάσια αίσθηση ανοίχτηκε µέσα µου!” είπε ο Ερµής. “Δε
βλέπω πια µε τα µάτια του σώµατος, αλλά µε τα µάτια του πνεύµατος.
Πώς γίνεται αυτό;”
“Τέκνο του χώµατος”, απάντησε ο Όσιρις, “αυτό συµβαίνει γιατί ο
Λόγος είναι µέσα σου. Εκείνο το οποίο ακούει, βλέπει, ενεργεί µέσα
σου είναι αυτός ο ίδιος ο Λόγος, το ιερό πυρ, η δηµιουργός λέξη!”
“Αφού είναι έτσι”, είπε ο Ερµής, “κάνε µε να δω τη ζωή των
κόσµων, το δρόµο των ψυχών, από πού έρχεται ο άνθρωπος και πού
επιστρέφει”.
“Ας γίνει κατά την επιθυµία σου”.
Ο Ερµής ξανάγινε βαρύτερος από πέτρα και διέσχισε το διάστηµα
σαν αερόλιθος. Τέλος, είδε τον εαυτό του στην κορυφή ενός όρους.
"Ηταν νύχτα - η γη ήταν ζοφερή και γυµνή - τα µέλη του τού φαίνονταν
βαριά σαν σίδερο.
“Σήκωσε τα µάτια σου και κοίτα”, είπε η φωνή του Όσιρι. Τότε ο
Ερµής είδε ένα θαυµαστό θέαµα. Το άπειρο διάστηµα, ο έναστρος
ουρανός τον περιέβαλλε µε επτά φωτεινές σφαίρες. Με ένα µόνο
βλέµµα, ο Ερµής παρατήρησε τους επτά ουρανούς κατά σειρά πάνω
από το κεφάλι του, σαν επτά σφαίρες διαφανείς και οµόκεντρες, των
οποίων το γεωµετρικό κέντρο το κατείχε αυτός. Η τελευταία σφαίρα
είχε ως ζώνη το γαλαξία. Σε κάθε σφαίρα περιστρεφόταν ένας
πλανήτης, συνοδευόµενος από ένα πνεύµα. Τα πνεύµατα αυτά είχαν
διαφορετικό σχήµα, σηµείο και φως. Ενώ ο Ερµής, θαµπωµένος,
παρατηρούσε τη διάχυτη άνθησή τους και τις µεγαλειώδεις κινήσεις
τους, η φωνή του είπε:
“Να κοιτάς, να ακούς και να καταλαβαίνεις. Βλέπεις τις επτά
σφαίρες όλης της ζωής. Μέσα από αυτές συντελείται η πτώση των
ψυχών και η ανύψωσή τους. Τα επτά πνεύµατα είναι οι επτά ακτίνες
του Λόγου-Φωτός. Καθένα από αυτά κυβερνά µια σφαίρα του
πνεύµατος, µία φάση της ζωής των ψυχών. Το πλησιέστερο είναι το
Πνεύµα της Σελήνης, µε το ανήσυχο χαµόγελο, κι είναι στεφανωµένο
µε ένα ασηµένιο
δρεπάνι. Προΐσταται στις γεννήσεις και τους θανάτους.
Ελευθερώνει τις ψυχές από τα σώµατα και τις ελκύει µέσα στην ακτίνα
του. Πάνω από αυτό, ο ωχρός Ερµής δείχνει το δρόµο στις ψυχές που
κατεβαίνουν ή που ανεβαίνουν, µε το κηρύκειό του, το οποίο περιέχει
τη γνώση. Πιο ψηλά, η λαµπερή Αφροδίτη κρατά τον καθρέφτη του
έρωτα, µέσα στον οποίο οι ψυχές διαδοχικά λησµονουνται κι
αναγνωρίζονται. Πάνω από αυτήν, το Πνεύµα του Ήλιου υψώνει τη
θριαµβευτική λαµπάδα της αιώνιας οµορφιάς. Ακόµα πιο ψηλά, ο Άρης
πάλλει τη ροµφαία της δικαιοσύνης. Θρονιασµένος πάνω στη γαλάζια
σφαίρα, ο Ζευς κρατά το σκήπτρο της υπέρτατης δύναµης, που είναι η
θεία Διάνοια. Στα όρια του κόσµου, κάτω από τα σηµεία του ζωδιακού,
ο Κρόνος κρατά τη σφαίρα της παγκόσµιας σοφίας”. 52
“Βλέπω”, είπε ο Ερµής, “τις επτά ζώνες, οι οποίες περιέχουν τον
ορατό και τον αόρατο κόσµο. Βλέπω τις επτά ακτίνες του Λόγου-
Φωτός, του µοναδικού Θεού. Ο οποίος διαπερνά τις ζώνες και τις
κυβερνά µε αυτές τις ακτίνες. Αλλά, δάσκαλε, πώς συντελείται το
ταξίδι των ανθρώπων µέσω όλων αυτών των κόσµων;”
“Βλέπεις”, είπε ο Όσιρις, “ένα φωτεινό σπόρο που πέφτει από τις
χώρες του γαλαξία στην έβδοµη σφαίρα; Είναι σπέρµατα ψυχών. Ζουν
σαν ελαφροί ατµοί στη σφαίρα του Κρόνου, ευτυχισµένες, δίχως
φροντίδες και χωρίς να γνωρίζουν την ευτυχία τους. Αλλά καθώς
πέφτουν από σφαίρα σε σφαίρα, ντύνονται περικαλύµµατα ολοένα και
βαρύτερα. Σε κάθε ενσάρκωση, αποκτούν µια καινούρια σωµατική
αίσθηση σύµφωνη µε το περιβάλλον που κατοικούν. Η ζωτική τους
ενέργεια αυξάνει, αλλά από τη στιγµή που εισέρχονται σε σώµατα πιο
πυκνά, χάνουν την ενθύµηση της ουράνιας καταγωγής του. Έτσι
συντελείται η πτώση των ψυχών που έρχονται από το θείο αιθέρα.
Ολοένα και περισσότερο αιχµαλωτίζονται από την ύλη. Ολοένα και
περισσότερο µεθάνε από τη ζωή και πέφτουν ορµητικά, σαν πύρινη
βροχή, µε ανατριχίλες φιληδονίας, µέσα από τις σφαίρες του Πόνου,
της Αγάπης και του Θανάτου, ως τη γήινη φυλακή τους, όπου κι εσύ ο
ίδιος στενάζεις, όπου κατακρατείσαι από το πύρινο κέντρο της γης κι
όπου η θεία ζωή σού φαίνεται µάταιο όνειρο”.
“Οι ψυχές µπορούν να πεθάνουν;” ρώτησε ο Ερµής.
“Ναι”, απάντησε η φωνή του Όσιρι, “πολλές χάνονται στη µοιραία
κατάβαση. Η ψυχή είναι κόρη του ουρανού και το
ταξίδι της είναι µία δοκιµασία. Αν, µέσα στον αχαλίνωτο έρωτά της
για την ύλη, χάσει την ανάµνηση της καταγωγής της, η θεία σπίθα, που
ήταν µέσα της και που θα µπορούσε να γίνει πιο λαµπερή και από
αστέρι, ξαναγυρίζει στην αιθέρια σφαίρα, άτοµο δίχως ζωή, κι η ψυχή
αποσυντίθεται µέσα στο στρόβιλο των χονδροειδών στοιχείων”.
Σε αυτά τα λόγια ο Ερµής ανατρίχιασε, γιατί βρυχώµενη θύελλα τον
τύλιξε µε ένα µαύρο σύννεφο. Οι επτά σφαίρες εξαφανίστηκαν µέσα σε
πυκνούς ατµούς. Είδε εκεί ανθρώπινα φάσµατα να βγάζουν παράξενες
φωνές και να τα τραβούν και να τα ξεσχίζουν φαντάσµατα τεράτων και
ζώων, εν µέσω στεναγµών κι ακατονόµαστων βλασφηµιών.
“Τέτοια είναι”, είπε ο Όσιρις, “η µοίρα των ψυχών εκείνων που
είναι αθεράπευτα ταπεινές και κακές. Το µαρτύριό τους δεν τελειώνει
παρά µε την καταστροφή τους, η οποία συνίσταται στην απώλεια κάθε
συνείδησης. Αλλά δες, οι ατµοί διαλύονται, οι επτά σφαίρες
ξαναφαίνονται κάτω από το στερέωµα. Κοίτα από αυτό το µέρος.
Βλέπεις το σµήνος εκείνο των ψυχών που προσπαθούν να ανέβουν
κατά τη σφαίρα της σελήνης; Άλλες µεν ξαναπέφτουν στη γη, σαν
κοπάδια πουλιών που τα δέρνει η θύελλα. Κι άλλες φτάνουν µε µεγάλα
φτεροκοπήµατα στην ανώτερη σφαίρα, η οποία τις παρασύρει κατά την
περιστροφή της. Αφού φτάσουν εκεί, ξαναβλέπουν τα θεία πράγµατα.
Αλλά αυτή τη φορά δεν αρκού- νται µόνο στο να αντανακλούν µέσα
στο όνειρο µιας αδύναµης ευτυχίας. Εµφορούνται από αυτά µε τη
διαύγεια της συνείδησης της φωτισµένης από τον πόνο, µε την
ενέργεια της θέλησης της αποκτηµένης στην πάλη. Γίνονται φωτεινές,
γιατί κατέχουν µέσα τους το θείο και το ακτινοβολούν στις πράξεις
τους.
"Στερέωσε, λοιπόν, την ψυχή σου, ω Ερµή, και γαλήνεψε το
θολωµένο πνεύµα σου, παρατηρώντας τις µακρινές αυτές πτήσεις των
ψυχών, που ανεβαίνουν στις επτά σφαίρες και σκορπίζονται µέσα εκεί
σαν δέσµες από σπίθες. Γιατί και συ µπορείς να τις ακολουθήσεις,
αρκεί να θέλεις να υψωθείς. Κοίταξε πώς πετούν κατά σµήνη και πώς
διαγράφουν θείους χορούς. Κάθε µια τους τάσσεται κάτω από το
αγαπηµένο της πνεύµα. Οι ωραιότερες ζουν µέσα στην ηλιακή σφαίρα,
οι ισχυρότερες ανυψώνονται µέχρι τον Κρόνο. Μερικές ανεβαίνουν
µέχρι τον Πατέρα, µεταξύ των δυνάµεων, δυνάµεις κι αυτές οι ίδιες.
Διότι εκεί που όλα τελειώνουν, όλα αρχίζουν
αιώνια, κι οι επτά σφαίρες λένε όλες µαζί: Σοφία! Αγάπη!
Δικαιοσύνη! Οµορφιά! Λαµπρότητα! Γνώση! Αθανασία!”
***

“Ιδού”, έλεγε ο ιεροφάντης, “τι είδε ο αρχαίος Ερµής και τι µας


µεταβίβασαν οι διάδοχοί του. Οι λόγοι του σοφού είναι σαν τις επτά
νότες της λύρας, που περιέχουν όλη τη µουσική µας µε τους αριθµούς
και τους νόµους του συµπαντος. Το όραµα του Ερµή µοιάζει µε τον
έναστρο ουρανό, που τα αβυθοµέτρητα βάθη του είναι σπαρµένα
αστερισµούς. Για το παιδί, δεν είναι παρά ένας θόλος µε χρυσά
καρφιά, για το σοφό, είναι ο δίχως όρια χώρος, όπου γυρίζουν οι
κόσµοι µε τους ρυθµους τους και τις θαυµάσιες αρµονίες τους. Αυτό
το όραµα περικλείει τους αιώνιους αριθµούς, τα ανακλητικά σηµεία
και τα µαγικά κλειδιά. Όσο περισσότερο θα µάθεις να το εξετάζεις και
να το καταλαβαίνεις, τόσο περισσότερο θα βλέπεις να εκτείνονται τα
όριά του. Διότι αυτός ο οργανικός κόσµος κυβερνά όλους τους
κόσµους”.
Και ο προφήτης του ναού σχολίαζε το ιερό κείµενο. Εξηγούσε ότι η
διδασκαλία του Λόγου-Φωτός παριστάνει τη θεότητα στη στατική
κατάσταση, µέσα στην τέλεια ισορροπία της. Καταδείκνυε την τριπλή
φύση, που είναι συγχρόνως διάνοια, δύναµη και όλη· πνεύµα, ψυχή
και σώµα* φως, λόγος και ζωή. Η ουσία, η εκδήλωση κι η υπόσταση
είναι τρεις όροι που προϋποθέτουν ο ένας τον άλλο. Η ένωσή τους
αποτελεί την κατεξοχήν θεία και νοητική αρχή, το νόµο της τριαδικής
µονάδας, ο οποίος από πάνω ως κάτω διέπει τη δηµιουργία.
Αφού έτσι οδηγούσε το µαθητή του στο ιδανικό κέντρο του
συµπαντος, στη γενετήσια αρχή του όντος, ο δάσκαλος του το
ανέπτυσσε έπειτα µέσα στο χρόνο και στο χώρο, διότι το δεύτερο
µέρος του οράµατος παριστάνει τη θεότητα στη δυναµική της
κατάσταση, δηλαδή στην ενεργό της εξέλιξη. Με άλλα λόγια: το ορατό
και το αόρατο σόµπαν, ο ζων ουρανός.
Οι επτά σφαίρες, που συνάπτονται στους επτά πλανήτες,
συµβόλιζαν επτά αρχές, επτά διαφορετικές καταστάσεις της όλης και
του πνεύµατος, επτά διαφορετικούς κόσµους, που κάθε άνθρωπος και
κάθε ανθρωπότητα είναι υποχρεωµένοι να περάσουν, κατά την εξέλιξή
τους, µέσα σε ένα ηλιακό σύστηµα. Τα επτά πνεύµατα ή οι επτά
κοσµογονικοί θεοί σή-
µαιναν τα ανώτερα και διευθύνοντα πνεύµατα όλων των σφαιρών,
που προήλθαν κι αυτά από την αναπόδραστη εξέλιξη. Κάθε µεγάλος
θεός ήταν, λοιπόν, για έναν αρχαίο µυη- µένο, το σύµβολο και ο
αρχηγός λεγεώνων από πνεύµατα, τα οποία αναπαρήγαν τον τύπο του
σε χίλιες ποικιλίες, και τα οποία µπορούσαν από τη σφαίρα τους να
ασκήσουν µία ενέργεια πάνω στον άνθρωπο και τα επίγεια πράγµατα.
Τα επτά πνεύµατα του οράµατος του Ερµή είναι οι επτά Δέβες της
Ινδίας, οι επτά Αµσχαπάνδες της Περσίας, οι επτά µεγάλοι Άγγελοι της
Χαλδαίας, τα επτά Σεφιρώθ 53 της Καββάλα, οι επτά Αρχάγγελοι της
χριστιανικής Αποκάλυψης. Η µεγάλη επτάδα, η οποία περιβάλλει το
σύµπαν, δεν πάλλεται µόνο µέσα στα επτά χρώµατα του ουράνιου
τόξου, στις επτά νότες της µουσικής κλίµακας - φανερώνεται ακόµη στη
σύσταση του ανθρώπου, ο οποίος είναι τριπλός ως προς την ουσία του,
αλλά επταπλός ως προς την εξέλιξή του 54 .
“Έτσι”, έλεγε τελειώνοντας ο ιεροφάντης, “εισχώρησες ως το
κατώφλι του µεγάλου απόρρητου. Η θεία ζωή σού φανερώθηκε κάτω
από τα φαντάσµατα της πραγµατικότητας. Ο Ερµής σε έκανε να
γνωρίσεις τον αόρατο ουρανό, το φως του Όσιρι, τον κρυµµένο Θεό
του σύµπαντος, που αναπνέει µε εκατοµµύρια ψυχές κι εµψυχώνει µε
αυτές τις πλανώµενες σφαίρες και τα εν έργω σώµατα. Από σένα
εξαρτάται τώρα να κατευθυνθείς προς τα εκεί και να διαλέξεις το
δρόµο σου, για να ανέβεις στο αγνό πνεύµα. Διότι από τώρα ανήκεις
στους αναστηµένους ζωντανούς. Να θυµάσαι ότι υπάρχουν δυο κύρια
κλειδιά της γνώσης. Να το πρώτο: το έξω είναι όπως και το έσω των
πραγµάτων, το µικρό είναι όπως και το µεγάλο, δεν υπάρχει παρά ένας
µόνο νόµος, κι εκείνος ο οποίος εργάζεται είναι Ένας. Τίποτα δεν
είναι µικρό, τίποτα δεν είναι µεγάλο µέσα στη θεία οικονοµία. Να και
το δεύτερο: οι άνθρωποι είναι θεοί θνητοί και οι θεοί είναι άνθρωποι
αθάνατοι. Ευτυχισµένος αυτός που καταλαβαίνει αυτά τα λόγια, γιατί
κατέχει το κλειδί κάθε πράγµατος. Να θυµάσαι ότι ο νόµος του
µυστηρίου καλύπτει τη µεγάλη αλήθεια. Η ολική γνώση δεν µπορεί να
αποκαλυφθεί παρά µόνο στους αδελφούς µας, οι οποίοι πέρασαν τις
ίδιες µε µας δοκιµασίες. Πρέπει να µετράµε την αλήθεια σύµφωνα µε
τα µυαλά, να τη σκεπάζουµε από τους αδύνατους, που θα τους έκανε
τρελούς, να την κρύβουµε από τους κακούς, που δεν µπορούν να
νιώθουν παρά τµήµατά της, τα οποία αυτοί θα χρησιµοποιούσαν
ως όπλα καταστροφής. Κλείσε την µέσα στην καρδιά σου, κι ας
µιλά µε το έργο σου. Η γνώση θα είναι η ισχύς σου, η πίστη το σπαθί
σου κι η σιωπή η άθραυστη πανοπλία σου”.
Οι αποκαλύψεις του προφήτη του Άµµωνος-Ρα, οι οποίες άνοιγαν
στον καινούριο µύστη τόσο αχανείς ορίζοντες ως προς τον εαυτό του
κι ως προς το σΰµπαν, προξενούσαν αναµφίβολα µια βαθιά εντύπωση,
όταν λέγονταν πάνω στο αστεροσκοπείο ενός ναού των Θηβών, µέσα
στην αστρόφεγγη γαλήνη της αιγυπτιακής νύχτας. Οι πυλώνες, οι
στέγες κι οι λευκοί εξώστες των ναών κοιµούνταν κάτω από τα πόδια
του, ανάµεσα στους µαύρους κορµούς των συκιών και των φοινίκων.
Σε απόσταση, µεγάλοι µονόλιθοι, κολοσσιαία αγάλµατα θεών,
κάθονταν σαν αδιάφοροι δικαστές πάνω από τη σιωπηλή λίµνη. Τρεις
πυραµίδες, γεωµετρικές µορφές του τετραγώνου και της ιερής επτάδας,
χάνονταν πέρα στον ορίζοντα, προβάλλοντας τους τριγωνικούς τους
όγκους µέσα στον γκρι- ζωπό αέρα. Τα αστέρια µυρµήγκιαζαν στο
αβυθοµέτρητο στερέωµα. Με τι καινούρια µάτια παρατηρούσε ο
µύστης αυτά τα άστρα, τα οποία του τα περιέγραφαν ως µέλλουσες
κατοικίες!
Όταν, τέλος, η χρυσωµένη βαρκούλα του φεγγαριού πρόβαλλε από
το σκοτεινό καθρέφτη του Νείλου, που χανόταν στον ορίζοντα σαν ένα
µακρύ φίδι, ο νεοφώτιστος νόµιζε πως βλέπει τη βάρκα της Τσιδας, η
οποία πλέει πάνω στο ποτάµι των ψυχών και τις φέρνει προς τον ήλιο
του Όσιρι. Θυµόταν τη Βίβλο των Νεκρών και το νόηµα όλων εκείνων
των συµβόλων αποκαλυπτόταν τώρα στο πνεύµα του. Ύστερα από ό,τι
είχε δει και είχε µάθει, µπορούσε τώρα να φαντάζεται τον εαυτό του
µέσα στο θαµπό βασίλειο του Αµένθι, µυστηριώδες µεσο- βασίλειο
µεταξύ της γήινης και της ουράνιας ζωής, όπου οι πεθαµένοι, στην
αρχή δίχως µάτια και δίχως λαλιά, ξαναβρίσκουν σιγά-σιγά την όραση
και τη φωνή. Κι αυτός επίσης έµελλε να επιχειρήσει το µεγάλο ταξίδι,
το ταξίδι του απείρου, δια µέσου των κόσµων και των υπάρξεων. Ήδη
ο Ερµής τού είχε δώσει άφεση αµαρτιών και τον είχε κρίνει άξιο. Του
είχε πει τη λέξη του µεγάλου αινίγµατος: “Μία µόνη ψυχή, η µεγάλη
ψυχή του Όλου, γέννησε, διαµοιράζοντας τον εαυτό της, όλες τις
ψυχές, οι οποίες σφαδάζουν µέσα στο σύµπαν”.
Οπλισµένος µε το µεγάλο µυστικό, ανέβαινε στη βάρκα της Τσιδας.
Εκείνη αναχωρούσε. Υψωµένος στο αιθέριο διάστηµα, έπλεε µέσα
στους µεταξύ των άστρων χώρους. Ήδη,
οι πλατιές ακτίνες µιας απέραντης αυγής διαπερνούσαν τους
γαλάζιους πέπλους των ουράνιων οριζόντων, ήδη ο χορός των ένδοξων
πνευµάτων, των Αχιµού-Σεκού, τα οποία έχουν φτάσει την αιώνια
ανάπαυση, έψελνε: “Ανάτειλε, Ρα-Ερµακούτη! Ήλιε των πνευµάτων!
Εκείνοι που είναι µέσα στη βάρκα σου, βρίσκονται σε ενθουσιασµό!
Βγάζουν ξεφωνητά µέσα στη µυ- ριόχρονη βάρκα! Ο µεγάλος θείος
κύκλος είναι πληµµυρισµένος από χαρά και δοξάζει τη µεγάλη ιερή
βάρκα! Χαρές γίνονται µέσα στο µυστηριώδη ναΐσκο! Ω! Ανάτειλε,
Άµµων- Ρα-Ερµακούτη! Ήλιε, που δηµιουργείσαι µόνος σου!”. Κι ο
µυηµένος απαντούσε µε αυτά τα περήφανα λόγια: “Έφτασα στη χώρα
της αλήθειας και της δικαίωσης. Ανασταίνοµαι ζωντανός θεός και
ακτινοβολώ µέσα στο χορό των θεών, οι οποίοι κατοικούν τον ουρανό,
γιατί είµαι κι εγώ από τη φυλή τους”.
Τόσο περήφανες σκέψεις, τόσο τολµηρές ελπίδες µπορούσαν να
τριγυρίζουν το πνεύµα του µύστη κατά τη νύχτα που ακολουθούσε τη
µυστική τελετή της ανάστασης. Την επαύριον, στα περάσµατα του
ναού, κάτω από το εκτυφλωτικό φως, αυτή η νύχτα δεν του φαινόταν
πια παρά µόνο ως όνειρο. Αλλά τι αλησµόνητο όνειρο εκείνο το πρώτο
ταξίδι µέσα στο αψηλάφητο και το αόρατο! Διάβαζε και πάλι την
επιγραφή του αγάλµατος της Τσιδας: “Κανένας θνητός δε σήκωσε το
πέπλο µου”. Μία γωνία του πέπλου είχε πάντως σηκωθεί, για να
ξαναπέσει αµέσως έπειτα, κι αυτός είχε ξυπνήσει πάνω στη γη των
τάφων. Α! Πόσο ήταν µακριά από το ονειρεµένο τέρµα! Διότι είναι
µακρύ το ταξίδι πάνω στη µυριόχρο- νη βάρκα! Τουλάχιστον είχε δει
το τέρµα.
Και αν ακόµη το όραµα του άλλου κόσµου δεν υπήρξε παρά ένα
όνειρο, ένα παιδικό σκιαγράφηµα της φαντασίας του, η οποία ήταν
ακόµη ζαλισµένη από τους καπνούς της γης, µπορούσε, όµως, να
αµφιβάλλει για την άλλη εκείνη συνείδηση, που την είχε νιώσει να
ανοίγεται µέσα του µε εκείνο το µυστηριώδες είδωλο, µε το ουράνιο
εκείνο εγώ, το οποίο του είχε εµφανιστεί µε την αστρική οµορφιά του
σαν ζωντανή µορφή και το οποίο του είχε µιλήσει στον ύπνο του;
Ήταν τάχα µία αδελφή ψυχή, ήταν το πνεύµα του ή δεν ήταν παρά µία
αντανάκλαση του εσωτερικού του πνεύµατος, ένα προαίσθηµα της
µέλλουσας ύπαρξής του; Θαύµα και µυστήριο! Ασφαλώς και ήταν
πραγµατικότητα! Και αν αυτή η ψυχή δεν ήταν παρά η δική του, ήταν
όµως αληθινή. Για να την ξανα-
βρει και τι δε θα έκανε! Και εκατοµµύρια χρόνια να ζούσε, δε θα
λησµονούσε τη θεία εκείνη ώρα, κατά την οποία είχε δει το άλλο του
εγώ, το αγνό κι ακτινοβόλο 55 .
Η µύηση είχε τερµατιστεί. Ο µύστης είχε χριστεί ιερέας του Όσιρι.
Αν ήταν Αιγύπτιος, έµενε αφοσιωµένος στο ναό. Αν ήταν ξένος, του
επέτρεπαν κάποτε να επιστρέφει στη χώρα του για να ιδρύσει εκεί µια
λατρεία, να εκπληρώσει µια αποστολή. Αλλά προτού αναχωρήσει,
υποσχόταν επίσηµα, µε έναν τροµερό όρκο, να τηρήσει απόλυτη σιωπή
για τα µυστικά του ναού. Δεν έπρεπε ποτέ του να προδώσει σε κανέναν
ό,τι είδε ή άκουσε, ούτε να φανερώσει τη διδασκαλία του Ό- σιρι,
παρά µόνο υπό τον τριπλό πέπλο των µυθολογικών συµβόλων ή των
µυστηρίων. Αν παραβίαζε αυτό το λόγο, ένας µοιραίος θάνατος θα τον
έβρισκε, αργά ή γρήγορα, όσο µακριά κι αν ήταν. Αλλά η σιωπή
γινόταν η ασπίδα της δύναµής του. Όταν ξαναγύριζε στις ακτές της
Ιωνίας, στην πολυθόρυβη πόλη του, µέσα στις συγκρούσεις των
µανιασµένων παθών, µεταξύ του πλήθους εκείνου των ανθρώπων που
ζουν σαν ανόητοι, αγνοώντας οι µεν τους δε, συχνά ξανασκεπτό- ταν
την Αίγυπτο, τις πυραµίδες, το ναό του Άµµωνος-Ρα. Τότε του
ξαναρχόταν στο νου το όνειρο της κρύπτης. Κι όπως εκεί κάτω ο
λωτός λικνίζεται στα κύµατα του Νείλου, έτσι πάντοτε το λευκό
εκείνο όραµα επέπλεε πάνω από το βορβορώ- δη και ταραγµένο
ποταµό αυτής της ζωής. Σε εκλεκτές ώρες άκουγε τη φωνή του, κι
αυτή ήταν η φωνή του φωτός. Του ξυπνούσε µέσα στην ύπαρξή του µία
εσωτερική µουσική και του έλεγε: “Η ψυχή είναι σκεπασµένο φως.
Όταν την παραµελούµε, θολώνει και σβήνει, αλλά όταν της χύνουµε το
άγιο λάδι της αγάπης, ανάβει σαν αθάνατος λύχνος”.



ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΜΩΥΣΗΣ
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Κανένα ηράγµα δεν υπήρξε απόκρυφο γΤ αυτόν, και κάλυπτε µε έναν πέπλο την
ουσία κάθε πράγµατος που είχε δει.
Λέξεις γραµµένες κάτω από το άγαλµα του Φτάµερ, αρχιερέα της
Μέµφιδας, Μουσείο του Λουβρου
Το δυσκολότερο και το σκοτεινότερο από τα ιερά βιβλία, η Γένεσις, περιέχει τόσα
µυστικά όσες και λέξεις —και κάθε λέξη κρύβει πολλά τέτοια.
Άγιος Ιερώνυµος
Τέκνο του παρελθόντος και γεµάτο από το µέλλον, το βιβλίο αυτό [τα δέκα πρώτα
κεφάλαια της Γένεσης], κληρονόµος όλης της γνώσης των Αιγυπτίων, φέρει συν τοις
άλ- λοις µέσα του τα σπέρµατα των γνώσεων του µέλλοντος. Ό,τι βαθύτερο και πιο
µυστηριώδες έχει η φύση, ό,τι θαύµατα µπορεί να συλλογιστεί ο νους, ό,τι πιο
υπέροχο έχει η διάνοια, όλα αυτά τα περιέχει το βιβλίο αυτό.
Η Εβραϊκή Γλώσσα Αποκατεστηµένη
(Προλεγόµενα)

1. Η µονοθεϊστική παράδοση και οι πατριάρχες της ερήµου
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΕΊΝΑΙ ΤΟΣΟ ΠΑΛΙΑ όσο και η ενσυνείδητη ανθρωπότητα.
Όντας αποτέλεσµα της έµπνευσης, ανάγεται στη νύχτα των χρόνων.
Αρκεί να ρίξει κανείς ένα οξυδερκές βλέµµα µέσα στα ιερά βιβλία του
Ιράν, της Ινδίας και της Αίγυπτου, για να βεβαιωθεί ότι οι µητέρες-
ιδέες της εσωτερικής διδασκαλίας συνιστουν την κρυφή αλλά γεµάτη
από ζωή ουσία τους. Μέσα σε αυτές βρίσκεται η αόρατη ψυχή, η
γενεσιουργός αρχή των µεγάλων εκείνων θρησκειών. Όλοι οι δυνατοί
µυητές παρατήρησαν, σε µία στιγµή της ζωής τους, την ακτινοβολία
της κεντρικής αλήθειας. Αλλά το φως που αποκόµισαν από εκεί
διαθλάσθηκε και χρωµατίστηκε σύµφωνα µε τη µεγαλοφυΐα τους και
την αποστολή τους, σύµφωνα µε τους καιρούς και τους τόπους.
Περάσαµε µέσα από την άρια µύηση µε το Ράµα, τη βραχµανική µε τον
Κρίσνα, αυτήν της Ίσιδας και του Όσιρι µε τους ιερείς των Θηβών. Θα
αρνη- θοΰµε, υστέρα από αυτό, ότι η άυλη ψυχή του ύψιστου Θεού, η
οποία αποτελεί το ουσιώδες δόγµα του µονοθεϊσµού και της ενότητας
της φύσης, δεν υπήρξε γνωστή στους βραχµά- νες και στους ιερείς του
Άµµωνος-Ρα; Αναµφίβολα, εκείνοι δεν έλεγαν ότι ο κόσµος γεννήθηκε
από µία στιγµιαία πράξη, από τη φαντασία µίας θεότητας, όπως οι
πρωτόγονοι θεολόγοι µας. Αλλά, σοφά, βαθµιαία, µε τον τρόπο της
εκπόρευσης και της εξέλιξης, συµπέραναν το ορατό από το αόρατο, το
σύµπαν από τα αβυθοµέτρητα βάθη του Θεού. Η αρσενική και η
θηλυκή δυαδικότητα έβγαιναν από την αρχική µονάδα, η ζωντανή
τριαδικότητα του ανθρώπου και του σύµπαντος από τη δηµιουργό
δυάδα και ούτω καθεξής. Οι ιεροί αριθµοί αποτελούσαν τον αιώνιο
λόγο, το ρυθµό και το όργανο της θεότητας. Παρατηρώντας µε
περισσότερη ή λιγότερη διαύγεια και δύναµη, ανακαλούσαν µέσα στο
πνεύµα του µυηµέ- νου την εσωτερική συναρµ.ογή του κόσµου, µέσω
της δικής του. Έτσι και η νότα που την κάνουµε να βγαίνει από ένα
ποτήρι σκεπασµένο µε άµµο, διαγράφει µέσα εκεί σε µικρή κλίµακα τα
αρµονικά σχήµατα των κραδασµών, οι οποίοι γεµίζουν µε τα ηχητικά
τους κύµατα το απέραντο βασίλειο του αέρα.
Αλλά ο εσωτερικός µονοθεϊσµός της Αιγύπτου δε βγήκε ποτέ έξω από
τα ιερά άδυτα. Η ιερή επιστήµη παρέµεινε
προνόµιο µιας µικρής µειονότητας. Οι εξωτερικοί εχθροί άρχιζαν να
προσβάλλουν την αρχαία αυτή έπαλξη του πολιτισµού. Στην εποχή που
φτάσαµε, στον 12ο αιώνα π.Χ., η Ασία βυθιζόταν στη λατρεία της
ύλης. Ήδη, η Ινδία βάδιζε µε µεγάλα βήµατα προς την παρακµή της.
Ένα ισχυρό κράτος αναπτυσσόταν στις όχθες του Ευφράτη και του
Τίγρη. Η Βαβυλώνα, η κολοσσιαία και τερατώδης αυτή πόλη,
προκαλού- σε τον ίλιγγο στους νοµαδικούς λαούς που περιπλανιόνταν
γύρω της. Οι βασιλιάδες της Ασσυρίας ανακηρύσσονταν µονάρχες των
τεσσάρων ηπείρων του κόσµου και είχαν τη φιλοδοξία να θέσουν τα
όρια του κράτους τους εκεί ακριβώς που τελειώνει η γη. Συνέτριβαν
τους λαούς, τους εκτόπιζαν µαζικά, τους στρατολογούσαν και έριχναν
τους µεν εναντίον των δε. Δεν υπήρχε ούτε διεθνές δίκαιο, ούτε
ανθρώπινος σεβασµός, ούτε θρησκευτικές αρχές. Η αχαλίνωτη
προσωπική φιλοδοξία ήταν ο µόνος νόµος των διαδόχων του Νίνου και
της Σεµίραµις.
Η γνώση των Χαλδαίων ιερέων ήταν βαθιά µεν αλλά πολύ λιγότερο
αγνή, λιγότερο υψηλή και λιγότερο τελεσφόρος από τη γνώση των
Αιγυπτίων ιερέων. Στην Αίγυπτο, η εξουσία πα- ρέµεινε στη γνώση. Το
ιερατείο άσκησε πάντα εκεί µια ρυθµιστική δύναµη επί της βασιλείας.
Οι φαραώ παρέµειναν οι µαθητές του και ποτέ δεν έγιναν µισητοί
δεσπότες, όπως οι βασιλιάδες της Βαβυλώνας. Στη Βαβυλώνα,
αντίθετα, το συ- ντριµµένο ιερατείο δεν υπήρξε ευθύς εξαρχής παρά
όργανο της τυραννίας. Στο ανάγλυφο της Νινευή, βλέπουµε το Νεµ-
ρώδ 56 , κοντόχοντρο γίγαντα, να στραγγαλίζει µε τα µυώδη µπράτσα
του ένα λιονταράκι, που το κρατά σφιγµένο πάνω στο στήθος του.
Εύγλωττο σύµβολο: έτσι οι µονάρχες της Ασσυρίας έπνιξαν τον
ιρανικό λέοντα, τον ηρωικό λαό του Ζα- ρατούστρα, δολοφονώντας
τους αρχιερείς του, σφάζοντας τα συµβούλια των µάγων του,
εξαγοράζοντας τους βασιλιάδες του.
Αν οι σοφοί της Ινδίας και οι ιερείς της Αιγύπτου κατόρθωσαν µε τη
σοφία τους να κάνουν να βασιλεύσει σε ένα βαθµό η Πρόνοια επί της
γης, µπορούµε να πούµε ότι το βασίλειο της Βαβυλώνας υπήρξε το
βασίλειο της Μοίρας, δηλαδή της τυφλής και κτηνώδους ισχύος. Η
Βαβυλώνα κατέστη µε αυτό τον τρόπο το τυραννικό κέντρο της
παγκόσµιας αναρχίας, το ακίνητο µάτι του κοινωνικού κυκλώνα, ο
οποίος περιτύλιγε την Ασία µε τους στροβίλους του· τροµερό µάτι της
Μοίρας, πάντοτε ανοιχτό, που παραµόνευε τα έθνη για να τα
καταβροχθίσει.
Τι µπορούσε να κάνει η Αίγυπτος εναντίον του κατακτητικού
χειµάρρου; Οι Ύκσως είχαν αποτυχει ήδη στο να την καταπιούν.
Αντιστεκόταν γενναία, αλλά αυτό δεν µπορούσε να διαρκέσει για
πάντα. Έξι αιώνες ακόµη, και ο περσικός κυκλώνας, που διαδέχτηκε το
βαβυλωνιακό κυκλώνα, έµελλε να σαρώσει τους ναούς της και τους
φαραώ της. Άλλωστε, η Αίγυπτος, που κατείχε στον ύψιστο βαθµό το
πνεύµα της µύησης και της συντηρητικότητας, δεν είχε ποτέ το πνεύµα
της εξάπλωσης και της προπαγάνδας. Οι συσσωρευµένοι θησαυροί της
γνώσης επρόκειτο να χαθούν; Βέβαια, το µεγαλύτερο µέρος τους
ενταφιάστηκε και όταν ήλθαν οι Αλεξανδρινοί δεν µπόρεσαν να
ξεθάψουν παρά µόνο κοµµάτια. Δύο λαοί αντίθετου πνεύµατος
άναψαν, εντούτοις, τις λαµπάδες τους µέσα στα ιερά τους, λαµπάδες
µε διαφορετικές ακτίνες, από τις οποίες η µία φωτίζει τα βάθη του
ουρανού και η άλλη καταυγάζει και µεταµορφώνει τη γη! Ο Ισραήλ
και η Ελλάδα.
Η σπουδαιότητα του λαού του Ισραήλ για την ιστορία της
ανθρωπότητας προβάλλει µπροστά στα µάτια µας αµέσως, για δύο
λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο Ισραήλ αντιπροσωπεύει σε αυτήν το
µονοθεϊσµό· ο δεύτερος είναι ότι γέννησε το χριστιανισµό. Αλλά ο από
τη θεία Πρόνοια σκοπός της αποστολής του Ισραήλ δε φαίνεται παρά
σε εκείνον που, ανοίγο- ντας τα σύµβολα της Παλαιός και της Καινής
Διαθήκης, παρατηρεί ότι περιέχουν όλη την εσωτερική παράδοση του
παρελθόντος, µολονότι υπό µορφή συνήθως αλλοιωµένη —προπάντων
δε σε ό,τι αφορά την Παλαιό Διαθήκη, από τους πολυάριθµους
συντάκτες και µεταφραστές, οι περισσότεροι από τους οποίους
αγνοούσαν το αρχικό νόηµα. Τότε ο ρόλος του Ισραήλ γίνεται
φανερός. Γιατί ο λαός αυτός αποτελεί έτσι τον αναγκαίο κρίκο µεταξύ
του παλιού και του νέου κύκλου, µεταξύ της Ανατολής και της Δύσης.
Η µονοθεϊστική ιδέα έχει ως συνέπεια την ενοποίηση της
ανθρωπότητας υπό έναν και τον αυτό Θεό και υπό έναν και τον αυτό
νόµο. Αλλά όσο οι θεολόγοι θα έχουν για το Θεό µία παιδική ιδέα κι
όσο οι άνθρωποι της επιστήµης θα τον αγνοούν και θα τον αρνούνται
καθαρά και ξάστερα, η ηθική, η κοινωνική και η θρησκευτική ενότητα
του πλανήτη µας δε θα είναι παρά ευσεβής πόθος ή σκοπός της
θρησκείας και της επιστήµης, οι οποίες αδυνατούν να τον
πραγµατοποιή-
σουν. Απεναντίας, η οργανική αυτή ενότητα εµφανίζεται δυνατή,
όταν αναγνωρίσουµε, εσωτερικά και επιστηµονικά, µέσα στη θεία
αρχή το κλειδί του κόσµου και της ζωής, του ανθρώπου και της
κοινωνίας εν τη εξελίξει τους. Τέλος, ο χριστιανισµός, δηλαδή η
θρησκεία του Χριστού, δεν εµφανίζεται κι αυτός στο ύψος του και µε
την παγκοσµιότητά του, παρά µόνο όταν µας αποκαλύπτει το
ε σ ω τ ε ρ ι κό τ ο υ α π ο τ α µ ί ε υ µ α . Τό τ ε µ ό ν ο π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε τ α ι ω ς η
συνισταµένη όλων όσων προηγήθηκαν αυτού, σαν να περικλείει µέσα
του τις αρχές, το τέλος και το ένδον της ολοκληρωτικής αναγέννησης
της ανθρωπότητας. Μόνο αποκαλύπτοντας σε εµάς τα ύψιστα αυτά
µυστήρια θα γίνει ό,τι αληθώς είναι: δηλαδή η θρησκεία της
επαγγελίας και της τελειότητας, που σηµαίνει η θρησκεία της
παγκόσµιας µύησης.
Ο Μωυσής, που ήταν µυηµένος Αιγύπτιος και ιερέας του Όσιρι,
υπήρξε αναµφισβήτητα ο οργανωτής του µονοθεϊσµού. Με αυτόν, η
αρχή αυτή, ως τότε κρυµµένη κάτω από τον τριπλό πέπλο των
µυστηρίων, βγήκε από τα βάθη του ναού για να µπει στο ρεύµα της
ιστορίας.
Ο Μωυσής είχε την τόλµη να καταστήσει την υψηλότερη αρχή της
µύησης µοναδικό δόγµα µίας εθνικής θρησκείας και είχε τη σύνεση να
µη φανερώσει τις συνέπειές της παρά µόνο σε ένα µικρό αριθµό
µυηµένων, επιβάλλοντάς τη στο πλήθος µε το φόβο. Πάνω σε αυτό το
ζήτηµα, ο προφήτης του Σινά είχε προφανώς µακρινές βλέψεις, οι
οποίες υπερέ- βαιναν κατά πολύ τα πεπρωµένα του λαού του. Η
παγκόσµια θρησκεία της ανθρωπότητας —να η αληθινή αποστολή του
Ισραήλ, την οποία λίγοι Ιουδαίοι κατάλαβαν, εκτός από τους
µεγαλύτερους προφήτες τους. Η αποστολή αυτή, για να εκπληρωθεί,
προϋπέθετε την εξαφάνιση του λαού που την αντιπροσώπευε. Το
ιουδαϊκό έθνος διασκορπίστηκε εκµηδενισµένο. Η ιδέα του Μωυσή και
τ ω ν π ρ ο φ η τ ώ ν έ ζη σ ε κ α ι µ ε γ ά λ ω σ ε . Α φ ο ύ α ν α π τ ύ χ θ η κ ε κ α ι
µεταµορφώθηκε µέσω του χριστιανισµού, και αφού την ξαναπήρε ο
ισλαµισµός, αν και µε κατώτερο τρόπο, έµελλε να επιβληθεί στη
βάρβαρη Δύση και να ξαναγυρίσει στην ίδια την Ασία. Έκτοτε η
ανθρωπότητα µπορεί να κάνει ό,τι θέλει, µπορεί να επαναστατεί, να
παλεύει εναντίον του εαυτού της µε σπασµωδικές κινήσεις, όµως θα
περιστρέφεται γύρω από την κεντρική αυτή ιδέα, όπως το νεφέλωµα
γύρω από τον ήλιο που το οργανώνει. Ιδού το τεράστιο έργο του
Μωυσή.
Γι’ αυτή την επιχείρηση, την πιο κολοσσιαία από την εποχή της
προϊστορικής εξόδου των Αρίων, ο Μωυσής βρήκε ένα έτοιµο ήδη
όργανο µέσα στις φυλές των Εβραίων, και ιδιαίτερα σε εκείνες που
ήταν εγκατεστηµένες στην Αίγυπτο, στην κοιλάδα του Γέσεν, ζώντας
εκεί υπό καθεστώς δουλείας, µε το όνοµα Μπενί-Ισραήλ. Στην ίδρυση
µιας µονοθεϊστικής θρησκείας υπήρξαν επίσης πρόδροµοι οι νοµάδες
κι οι ειρηνικοί εκείνοι βασιλιάδες, τους οποίους η Βίβλος µάς
παρουσιάζει µε τη µορφή του Αβραάµ, του Ισαάκ και του Ιακώβ.
Ας ρίξουµε µια µατιά στους Εβραίους αυτοΰς και στους πατριάρχες
τους. Θα προσπαθήσουµε, έπειτα, να ανασύρουµε τη µορφή του
µεγάλου προφήτη τους από τους αντικατοπτρισµούς της ερήµου κι από
τις σκοτεινές νύχτες του Σινά, όπου βροντά ο κεραυνός του θρυλικού
Ιεχωβά.
Τους γνώριζε ο κόσµος από αιώνες, από χιλιάδες χρόνια, τους
Ιµπρίµ αυτοΰς, τους ακούραστους αυτοΰς νοµάδες, αυτοΰς τους
αιώνιους εξόριστους 57 . Αδερφοί των Αράβων, οι Εβραίοι ήταν, όπως
και όλοι οι Σηµίτες, το προϊόν αρχαίας µίξης της λευκής φυλής µε τη
µαΰρη φυλή. Τους είχαν δει να περνοΰν και να ξαναπερνοΰν στα
βόρεια της Αφρικής, µε το όνοµα Βοδόνοι, αυτοΰς τους δίχως κατοικία
και δίχως κρεβάτι ανθρώπους, και έπειτα να στήνουν τις σκηνές τους
µέσα στις απέραντες ερήµους, µεταξΰ της Ερυθρός Θάλασσας και του
Περσικοΰ Κόλπου, µεταξΰ του Ευφράτη και της Παλαιστίνης.
Αµµωνίτες, Ελαµίτες, Εδωµίτες, έµοιαζαν όλοι µεταξΰ τους, αυτοί οι
πλάνητες. Ως όχηµα είχαν το γαϊδοΰρι ή την καµήλα, ως κατοικία τη
σκηνή· κι ως µόνη περιουσία είχαν κοπάδια που περιπλανιόνταν, όπως
κι αυτοί, και βοσκοΰσαν πάντοτε πάνω σε ξένη γη. Όπως οι πρόγονοί
τους, οι Γκιµπο- ρίµ, όπως οι πρώτοι Κέλτες, έτσι κι οι ανυπότακτοι
αυτοί µι- σοΰσαν την πελεκηµένη πέτρα, την οχυρωµένη πόλη, τη
θητεία και το λίθινο ναό.
Εντοΰτοις, οι τερατώδεις πόλεις της Βαβυλώνας και της Νινευή, µε
τα γιγαντιαία ανάκτορά τους και τα µυστήρια τους και τις κραιπάλες
τους, ασκοΰσαν πάνω στους ηµιάγριους αυτοΰς ακατανίκητη γοητεία.
Προσελκΰονταν µέσα σε αυτές τις πέτρινες φυλακές, αιχµαλωτίζονταν
από τους στρατιώτες των βασιλιάδων της Ασσυρίας, στρατολογοΰνταν
στους στρατοΰς τους και ρίχνονταν καµιά φορά στα όργια της
Βαβυλώνας. Άλλοτε πάλι οι Ισραηλίτες αφήνονταν να παρασυρ- θοΰν
από τις γυναίκες της Μωάβ, τις τολµηρές εκείνες γόησ-
σες, µε το µαύρο δέρµα και τα αστραφτερά µάτια. Τους πα-
ράσερναν στη λατρεία των λίθινων και ξύλινων ειδώλων κι ακόµη και
στη φρικώδη λατρεία του Μολώχ 58 . Αλλά ξαφνικά, η δίψα της ερήµου
τους ξανάπιανε. Έφευγαν. Επιστρέφο- ντας στα τραχιά λαγκάδια, όπου
δεν ακούει κανείς παρά τα µουγκρίσµατα των θηρίων, και µέσα στις
απέραντες πεδιάδες, όπου κανείς οδηγείται µόνο µε το φως των
αστερισµών, κάτω από την ψυχρή µατιά των άστρων αυτών που οι
πρόγονοί τους τα είχαν λατρέψει, ντρέπονταν για τους εαυτούς τους.
Αν τότε ένας πατριάρχης, ένας εµπνευσµένος άνθρωπος, τους µιλούσε
για το µοναδικό Θεό, τον Ελοΐµ, το Σαβαώθ 59 , τον Κύριο των
στρατιών, ο οποίος τα βλέπει όλα και τιµωρεί τον ένοχο, αυτά τα
αιµοχαρή κι άγρια µεγάλα παιδιά έσκυβαν το κεφάλι και, γονατίζοντας
για προσευχή, αφήνονταν να οδηγηθούν σαν πρόβατα.
Και λίγο-λίγο, αυτή η ιδέα του µεγάλου Ελοΐµ, του µόνου, του
παντοδυνάµου Θεού, γέµιζε την ψυχή τους, όπως στο Παδά-Χαρρα το
λυκόφως ισοπεδώνει όλες τις ανωµαλίες του εδάφους µέσα στην
απέραντη γραµµή του ορίζοντα, εξαφανίζοντας τα χρώµατα και τις
αποστάσεις µέσα στη λαµπρή οµοιότητα του στερεώµατος και
µεταβάλλοντας το συµπαν σε έναν όγκο ολοσκότεινο, που τον
επιστεγάζει µία σφαίρα που λαµποκοπά από τα άστρα.
Τι ήταν λοιπόν οι πατριάρχες; Ο Αβραάµ ή ο πατέρας Ο- ράµ ήταν
βασιλιάς της Ουρ, πόλης της Χαλδαίας, κοντά στη Βαβυλώνα. Οι
Ασσυριοι τον παρίσταναν, κατά την παράδοση, καθισµένο πάνω σε ένα
θρόνο, µε ευµενές ύφος 60 . Αυτό το πολύ παλιό πρόσωπο, που πέρασε
στη µυθολογική ιστορία όλων των λαών, αφού και ο Οβίδιος τον
αναφέρει 61 , είναι αυτός ο ίδιος τον οποίο η Βίβλος τον παρουσιάζει να
µεταναστεύει από τη χώρα της Ουρ στη χώρα Χαναάν, σύµφωνα µε τη
φωνή του Αιωνίου.
Ο Αιώνιος τού παρουσιάστηκε και του είπε: “Εγώ είµαι ο Θεός, ο
Παντοκράτωρ· βάδιζε ενώπιον µου και έσο τέλειος... Θα κάµω την
διαθήκη µεταξύ εµού και σου και των απογόνων σου, δια να είναι µία
αιώνια διαθήκη· ώστε να είµαι ο Θεός σου και ο Θεός των µετά σε
απογόνων σου” [Γεν. ις']. Αυτό το χωρίο, µεταφρασµένο στη γλώσσα
του καιρού µας, σηµαίνει ότι ένας πολύ αρχαίος Σηµίτης αρχηγός, µε
το όνοµα Αβραάµ, ο οποίος πιθανώς είχε λάβει τη χαλδαϊκή µύηση,
αισθάνθηκε τον εαυτό του να παρακινείται από την εσωτερι-
κή φωνή, για να οδηγήσει τη φυλή του προς τα δυτικά, και της
επέβαλε τη λατρεία του Ελοΐµ.
Το όνοµα του Ισαάκ, µε το πρώτο συνθετικό Ισ-, ενδεικνύ- ει την
αιγυπτιακή µύηση, ενώ τα ονόµατα του Ιακώβ και του Ιωσήφ αφήνουν
να δει κανείς τη φοινικική καταγωγή τους. Οπωσδήποτε, είναι πιθανό
ότι οι τρεις πατριάρχες υπήρξαν τρεις αρχηγοί διαφορετικών λαών,
που έζησαν σε εποχές που απείχαν χρονικά πολύ µεταξύ τους. Σε µια
εποχή πολύ µεταγενέστερη του Μωυσή, ο ισραηλίτικος θρύλος τούς
συνένωσε σε µία και µόνη οικογένεια. Ο Ισαάκ έγινε γιος του Αβραάµ,
και ο Ιακώβ γιος του Ισαάκ. Ο τρόπος αυτός παράστασης της
διανοητικής πατρότητας µε τη φυσική πατρότητα χρησιµοποιούνταν
πολύ στα αρχαία ιερατεία. Από τη θρυλική αυτή γενεαλογία προκύπτει
ένα σπουδαίο γεγονός: η συνέχιση της µονοθεϊστικής λατρείας µέσω
των µυηµένων πατριαρχών της ερήµου. Το ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν
εσωτερικές ενορµή- σεις, πνευµατικές αποκαλύψεις, υπό µορφή
ονείρων ή ακόµη και οραµάτων σε κατάσταση εγρήγορσης, αυτό δεν
έχει τίποτα αντίθετο µε την εσωτερική γνώση, ούτε µε τον παγκόσµιο
ψυχικό νόµο, ο ποιος διέπει τις ψυχές και τους κόσµους. Τα γεγονότα
αυτά πήραν στη βιβλική αφήγηση την αφελή µορφή επισκέψεων
αγγέλων, που τους φιλοξενούσαν οι πατριάρχες κάτω από τη σκηνή
τους.
Οι πατριάρχες αυτοί είχαν, άραγε, κάποια βαθιά θέαση της
πνευµατικότητας του Θεού και των θρησκευτικών σκοπών της
ανθρωπότητας; Χωρίς αµφιβολία. Κατώτεροι από τους µάγους της
Χαλδαίας ως προς τη θετική επιστήµη, καθώς και από τους Αιγυπτίους
ιερείς, τους υπερέβησαν πιθανώς µε το ηθικό ύψος και την ευρύτητα
εκείνη της ψυχής, που είναι αποτέλεσµα της νοµαδικής κι ελεύθερης
ζωής. Γι’ αυτούς, η υπέρτατη τάξη, που ο Ελοΐµ κάνει να βασιλεύει
µ έ σ α σ τ ο σ ύ µ π α ν , µ ε τ α φ ρ ά ζ ε τ α ι σ τ η ν κο ι ν ω ν ι κ ή τ ά ξ η , σ τ η ν
οικογενειακή λατρεία, στο σεβασµό προς τις συζύγους τους, στην
υπερβολική αγάπη για τους γιους τους, στην προστασία όλης της
φυλής, στη φιλοξενία απέναντι στον ξένο. Με µια λέξη, αυτοί οι
“υψηλοί πατέρες” είναι φυσικοί διαιτητές µεταξύ των οικογενειών και
των φυλών. Η πατριαρχική ράβδος τους είναι σκήπτρο δικαιοσύνης.
Ασκούν θρησκευτική εξουσία και αποπνέουν την πραότητα και την
ειρήνη. Εδώ κι εκεί, κάτω από τον πατριαρχικό θρύλο, βλέπουµε να
διαφαί- νεται η εσωτερική σκέψη. Έτσι, όταν στη Βεθήλ ο Ιακώβ
βλέπει σε όνειρο µία σκάλα, µε τον Ελοΐµ στην κορυφή και τους
αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια της,
αναγνωρίζουµε µέσα σε αυτή τη διήγηση µία λαϊκή µορφή, µία
ιουδαϊκή περίληψη του οράµατος του Ερµή και της θεωρίας της
ανοδικής και καθοδικής εξέλιξης των ψυχών.
Ένα ιστορικό γεγονός υψίστης σηµασίας όσον αφορά την εποχή των
πατριάρχων µάς παρουσιάζεται, τέλος, µέσα σε δυο αποκαλυπτικούς
στίχους. Πρόκειται για τη συνάντηση του Αβραάµ µε ένα µυηµένο
ηγέτη. Αφού πολέµησε τους βασιλιάδες στα Σόδοµα και τα Γόµορρα, ο
Αβραάµ πάει να υποβάλει τα σέβη του στο Μελχισεδέκ. Ο βασιλιάς
αυτός διαµένει στο φρούριο που αργότερα θα γίνει η Ιερουσαλήµ. “Ο
Μελχισεδέκ, βασιλεύς της Σαλήµ, είπε και έφεραν άρτον και οίνον.
Ήταν ιερευς του Ελοΐµ, του Θεού του Υψίστου. Και ηυλόγησε τον
Αβραάµ, λέγων: Ευλογηµένος ας είναι ο Αβραάµ από τον Ελοΐµ, τον Ύψιστο
Θεό, ο οποίος έκτισε τον ουρανό και τη γη” [Γένεσις, XIV, 18 και 19]. Να,
λοιπόν, ένας βασιλιάς της Σαλήµ, που ήταν αρχιερέας του ίδιου θεού
που ήταν και ο Αβραάµ. Ο Αβραάµ του φέρεται σαν σε ανώτερο, σε
δάσκαλο, και µεταλαµβάνει µαζί του µε άρτο και οίνο, στο όνοµα του
Ελοΐµ, πράγµα που στην αρχαία Αίγυπτο ήταν σηµείο µετάληψης
µεταξύ µυηµένων. Υπήρχε, λοιπόν, κάποιος σύνδεσµος αδελφοσύνης
και σηµεία αναγνώρισης, ακόµα και κάποιος κοινός σκοπός µεταξύ
όλων όσων λάτρευαν τον Ελοΐµ, από τα βάθη της Χαλδαίας ως την
Παλαιστίνη, και ίσως µέχρι µερικά ιερά της Αιγύπτου.
Αυτή η µονοθεϊστική οµοσπονδία δεν περίµενε παρά κάποιον να την
οργανώσει. Έτσι, µεταξύ του φτερωτού Ταύρου της Ασσυρίας και της
Σφίγγας της Αιγύπτου, που από µακριά κοιτάζουν την έρηµο, µεταξύ
της καταθλιπτικής τυραννίας, αφενός, και του αδιείσδυτου µυστηρίου
της µύησης, αφετέρου, προχωρούν οι εκλεκτές φυλές των Αβρααµιτών,
των Ια- κωβηλιτών, των Μπενί-Ισραήλ. Αποφεύγουν τις αναίσχυντες
γιορτές της Βαβυλώνας και περνούν, αλλάζοντας δρόµο, µπροστά από
τα όργια της Μωάβ, από τα αίσχη που γίνονται στα Σόδοµα και στα
Γόµορρα και από την τερατώδη λατρεία του Βάαλ. Οι πατριάρχες
φροντίζουν ώστε το καραβάνι να ακολουθεί το χαραγµένο δρόµο της
όασης, ο οποίος έχει ως σηµεία λιγοστές πηγές και λεπτούς φοίνικες.
Σαν µακριά κορδέλα, ο δρόµος χάνεται µέσα στην απεραντοσύνη της
ερήµου, µέσα στους καύσωνες της µέρας, κάτω από την πορφυρά
του ηλιοβασιλέµατος και το µανδύα του λυκόφωτος, στα οποία
κυριαρχεί ο Ελοΐµ. Ούτε τα κοπάδια, ούτε οι γυναίκες, ούτε οι γέροι
δε γνωρίζουν το τέρµα του αιώνιου ταξιδιού. Αλλά προχωρούν µε το
αποφασιστικό και παραπονιάρικο βήµα της καµήλας. Πού πηγαίνουν
έτσι συνέχεια; Οι πατριάρχες το ξέρουν· ο Μωυσής θα τους το πει.
2. Μύηση του Μωυσή στην Αίγυπτο - Η φυγή κοντά στον Ιοθόρ
ο ΡΑΜΣΗΣ Ο Β' ΥΠΗΡΞΕ ένας από τους µεγάλους µονάρχες της Αίγυπτου.
Ο γιος του ονοµαζόταν Μενεφθάς. Κατά την αιγυπτιακή συνήθεια,
εκπαιδεύτηκε από τους ιερείς µέσα στο ναό του Άµµωνος-Ρα, στη
Μέµφιδα, γιατί η βασιλική τέχνη θεωρούνταν τότε κλάδος της
ιερατικής τέχνης. Ο Μανεφθάς ήταν ένας νέος δειλός, περίεργος και
µέτριας διάνοιας. Είχε τυφλό σχεδόν πάθος για τις απόκρυφες
επιστήµες, πράγµα που τον έκανε αργότερα έρµαιο των µάγων και των
αστρολόγων της κατώτερης τάξης. Είχε σύντροφο στις σπουδές του
ένα νέο µε πνεύµα τραχύ και µε χαρακτήρα παράξενο και ακοινώνητο.
Ο Χοζαρσίφ 62 ήταν ξάδελφος του Μανεφθά, γιος της πριγκί- πισσας,
της αδελφής του Ραµσή. Θετός ή φυσικός γιος; Ποτέ δεν έγινε
γνωστό 63 .
Ο Χοζαρσίφ ήταν, προπαντός, το παιδί του ναού, γιατί είχε
µεγαλώσει ανάµεσα στις στήλες του. Ταµένος από τη µητέρα του στην
Τσιδα και τον Όσιρι, εµφανιζόταν από την εφηβική του ηλικία ως
βοηθός ιερέα, κατά τη στέψη του φαραώ, στις ιερατικές ποµπές των
µεγάλων εορτών, µεταφέρο- ντας το άµφιο, το δισκοπότηρο, τα
θυµιατήρια. Έπειτα, στο εσωτερικό του ναού, σοβαρός και
προσεκτικός, άκουγε τις ιερές ορχήστρες, τους ΰµνους και τις διδαχές
των ιερέων. Ο Χοζαρσίφ ήταν µικρού αναστήµατος, είχε ταπεινό και
σκεπτικό ύφος, µέτωπο κριού και µαύρα διαπεραστικά µάτια, µε
αετίσιο βλέµµα και ανησυχαστική βαθύτητα. Τον είχαν επονοµάσει “ο
σιωπηλός”, τόσο ήταν συγκεντρωµένος, σχεδόν πάντοτε βουβός. Συχνά
ψέλλιζε καθώς µιλούσε, σαν να ζητούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις
ή να φοβόταν να πει τη σκέψη του. Φαινόταν δειλός. Έπειτα, ξαφνικά,
σαν χτύπηµα κεραυνοί), κάποια τροµερή ιδέα άστραφτε µέσα σε µια
λέξη
και άφηνε πίσω της αυλακιά αστραπής. Καταλάβαινε τότε κανείς
ότι, αν ποτέ “ο σιωπηλός” ρίχνονταν στη δράση, θα είχε τροµακτική
τολµηρότητα. Ήδη χαραζόταν ανάµεσα στα φρύδια του η µοιραία
πτυχή των ανθρώπων των προορισµένων για τα βαριά καθήκοντα και
πάνω στο µέτωπό του πλανιόταν απειλητικό σύννεφο. Οι γυναίκες
φοβούνταν το µάτι του νεαρού αυτού ιερέα, µάτι αβυθοµέτρητο όπως ο
τάφος, και την όψη του, την απαθή όπως η θυρα του ναού της Ίσι- δας.
Θα έλεγε κανείς ότι προαισθάνονταν έναν εχθρό του γυναικείου φύλου
σε αυτόν το µελλοντικό αντιπρόσωπο του πιο απόλυτου και του πιο
απροσπέλαστου ανδρικού στοιχείου στη θρησκεία.
Εντούτοις, η µητέρα του, η πριγκίπισσα, ονειρευόταν για το γιο της
το θρόνο του φαραώ. Ο Χοζαρσίφ ήταν εξυπνότερος από το Μενεφθά·
µπορούσε, λοιπόν, να ελπίζει σε σφετε- ρισµό του θρόνου µε την
υποστήριξη του ιερατείου. Οι φαραώ, είναι αλήθεια, όριζαν τους
διαδόχους τους µεταξύ των γιων τους. Αλλά κάποτε οι ιερείς
παραβίαζαν την απόφαση του ηγεµόνα µετά το θάνατό του, κι αυτό για
το συµφέρον του κράτους. Περισσότερες από µία φορές, αποµάκρυναν
από το θρόνο τους ανάξιους και τους αδύνατους, για να δώσουν το
σκήπτρο σε κάποιον άλλο βασιλικό µυηµένο. Ήδη, ο Μενεφθά ζήλευε
τον ξάδερφό του· Ο Ραµσής τον παρακολουθούσε και δυσπιστούσε
απέναντι στο σιωπηλό ιερέα.
Μια µέρα, η µητέρα του Χοζαρσίφ συνάντησε το γιο της µέσα στο
Σεραπείο της Μέµφιδας, µία πλατεία απέραντη, σπαρµένη µε
οβελίσκους, µαυσωλεία, µικρούς και µεγάλους ναούς, πυλώνες
τροπαίων. Ήταν ένα είδος υπαίθριου µουσείου της εθνικής δόξας, όπου
έφτανε κανείς από έναν πλατύ δρόµο που είχε 600 σφίγγες. Μπροστά
στη βασιλική µητέρα του ο νεαρός ιερέας υποκλίθηκε ως τη γη και
περίµενε, κατά το έθιµο, να του απευθύνει αυτή το λόγο.
“Πρόκειται να εισδύσεις στα µυστήρια της Ίσιδας και του Όσιρι”,
του είπε εκείνη. “Για πολύ καιρό δε θα σε ξαναδώ πια, παιδί µου.
Αλλά µην ξεχνάς ότι είσαι από το αίµα των φαραώ, κι ότι είµαι η
µητέρα σου. Κοίταξε τριγύρω σου... Αν θέλεις, µια µέρα... όλα αυτά
θα σου ανήκουν!”
Και περιφέροντας το χέρι της, του έδειχνε τους οβελίσκους, τους
ναούς, τη Μέµφιδα κι όλον τον ορίζοντα. Περιφρονητικό χαµόγελο
φάνηκε πάνω στο πρόσωπο του Χοζαρσίφ, το οποίο συνήθως ήταν λείο
και απαθές σαν χάλκινη µορφή.
“Θέλεις, λοιπόν, να κυβερνήσω το λαό αυτό, που λατρεύει θεούς µε
κεφάλια τσακαλιού, ίβιδος 64 και ύαινας; Από όλα αυτά τα είδωλα τι θα
αποµείνει σε µερικούς αιώνες;”. Ο Χο- ζαρσίφ έσκυψε, πήρε µέσα στο
χέρι του µία φούχτα ψιλή άµµο και την άφησε να χυθεί, ανάµεσα από
τα αδύνατα δάχτυλά του, καταγής, µπροστά στα µάτια της έκπληκτης
µητέρας του. “Ό,τι κι απ’ αυτήν”, πρόσθεσε.
“Περιφρονείς, λοιπόν, τη θρησκεία των πατέρων µας και τη γνώση
των ιερέων µας;”
“Απεναντίας! Την ποθώ. Αλλά η πυραµίδα είναι ακίνητη. Πρέπει να
αρχίσει να περπατά. Δε θα γίνω φαραώ. Η πατρίδα µου είναι µακριά
από ’δώ... εκεί κάτω... στην έρηµο!” “Χοζαρσίφ”, είπε η πριγκίπισσα
επιπλήττοντας τον, “γιατί βλαστηµάς; Ένας πύρινος άνεµος σε έφερε
µέσα στα σπλάχνα µου και, το βλέπω καλά, η θύελλα θα σε πάρει! Σ’
έφερα στον κόσµο κι όµως δε σε γνωρίζω. Στο όνοµα του Ό- σιρι,
ποιος είσαι λοιπόν και τι πρόκειται να κάνεις;”
“Μήπως το ξέρω κι εγώ ο ίδιος; Μόνον ο Όσιρις το γνωρίζει. Θα
µου το πει ίσως. Αλλά, µητέρα µου, δος µου την ευχή σου για να µε
προστατεύει η Τσιδα και να µου είναι ευνοϊκή η γη της Αιγύπτου”.
Ο Χοζαρσίφ γονάτισε µπροστά στη µητέρα του, σταύρωσε ευλαβικά
τα χέρια πάνω στο στήθος του κι έγειρε το κεφάλι. Εκείνη έβγαλε από
το µέτωπό της το άνθος του λωτού, που το είχε βάλει κατά το έθιµο
των γυναικών του ναού, του το έδωσε να το µυρίσει και, βλέποντας ότι
η σκέψη του γιου της θα έµενε γι’ αυτήν αιώνιο µυστήριο,
αποµακρύνθηκε ψιθυρίζοντας κάποια προσευχή.
Ο Χοζαρσίφ πέρασε θριαµβευτικά τη µύηση της Τσιδας. Σ’ αυτόν,
που είχε ψυχή χαλύβδινη και σιδερένια θέληση, οι δοκιµασίες φάνηκαν
παιχνίδια. Μυαλό µαθηµατικό και οικουµενικό, ανέπτυξε δύναµη
γίγαντα στην κατανόηση και το χειρισµό των ιερών αριθµών, των
οποίων ο γόνιµος συµβολισµός κι οι εφαρµογές ήταν τότε σχεδόν
άπειρες. Το πνεύµα του, που περιφρονούσε τα πράγµατα που δεν είναι
παρά φαινοµενικά και τα άτοµα που περνούν, δεν ανέπνεε άνετα παρά
µόνο µέσα στις αµετάθετες αρχές. Από εκεί ψηλά, ήσυχα και µε
ασφάλεια, εισχωρούσε και καθυπέτασσε το παν, δίχως να φανερώνει
ούτε πόθο, ούτε εξέγερση, ούτε περιέργεια. Για τους δασκάλους του,
όπως και για τη µητέρα του, ο Χοζαρσίφ είχε παραµείνει αίνιγµα. Τους
τρόµαζε κυρίως το ότι
ήταν ακέραιος και άκαµπτος σαν στοιχειό. Ένιωθαν πως δε θα
µπορούσαν να τον λυγίσουν ούτε να τον κάνουν να παραστρατήσει.
Βάδιζε στον άγνωστο δρόµο του, όπως ένα ουράνιο σώµα τρέχει πάνω
στην αόρατη τροχιά του.
Ο αρχιερέας Μέµβρα αναρωτιόταν ως που θα ανερχόταν η
φιλοδοξία αυτή, η κλεισµένη µέσα στον εαυτό της. Θέλησε να το
µάθει. Μια µέρα, ο Χοζαρσίφ είχε µεταφέρει, µαζί µε άλλους τρεις
ιερείς του Όσιρι, τη χρυσή κιβωτό, η οποία προηγούνταν του αρχιερέα
στις µεγάλες τελετές. Η κιβωτός αυτή περιέκλειε τα µυστικότερα
βιβλία του ναού, τα οποία πραγµατεύονταν τα περί µαγείας και
θεουργίας. Αφού επέστρεψε στο ιερό µαζί µε το Χοζαρσίφ, ο Μεµβρά
του είπε: “Είσαι από βασιλικό αίµα. Η δύναµη και η γνώση σου είναι
ανώτερες από την ηλικία σου. Τι επιθυµείς;”
“Τίποτε άλλο έκτος από αυτό” —και ο Χοζαρσίφ έβαλε το χέρι του
πάνω στην ιερή κιβωτό, που τη σκέπαζαν γεράκια από χρυσάφι, µε τα
λαµπερά φτερά τους.
“Θέλεις, λοιπόν, να γίνεις αρχιερέας του Άµµωνος-Ρα και προφήτης
της Αίγυπτου;”
“Όχι, αλλά θέλω να µάθω ό,τι υπάρχει µέσα σ’ αυτά τα βιβλία”.
“Πώς θα µπορούσες να το µάθεις, αφού κανένας άλλος εκτός από
τον αρχιερέα δεν πρέπει να το ξέρει;”
“Ο Όσιρις µιλά όπως θέλει, όταν θέλει, σ’ όποιον θέλει. Ό,τι
περικλείει αυτή η κιβωτός δεν είναι παρά το νεκρό γράµµα. Αν το
ζωντανό πνεύµα θέλει να µου µιλήσει, θα µου µιλήσει”.
“Τι λογαριάζεις να κάνεις γι’ αυτό;”
“Να περιµένω και να υπακούω”.
Αυτές οι απαντήσεις, όταν τις ανέφεραν στο Ραµσή, αύξησαν τη
δυσπιστία του. Φοβήθηκε µήπως ο Χοζαρσίφ φιλοδοξούσε να
καταλάβει το αξίωµα του φαραώ σε βάρος του γιου του Μενεφθά. Γι’
αυτό, ο φαραώ πρόσταξε να ονοµαστεί ο γιος της αδερφής του
ιερογραµµατέας του ναού του Όσιρι. Η σπουδαία αυτή υπηρεσία
περιλάµβανε τη συµβολική, σε όλες τις µορφές της, την κοσµογραφία
και την αστρονοµία, αλλά τον αποµάκρυνε από το θρόνο. Ο γιος της
πριγκίπισσας αφο- σιώθηκε µε τον ίδιο ζήλο και µε πλήρη υποταγή στα
καθήκοντα του ιερογραµµατέα, στα οποία ανήκε ακόµα και η υπηρεσία
του επιθεωρητή των διαφόρων νοµών ή επαρχιών της Αιγύπτου.
Είχε ο Χοζαρσίφ την περηφάνια που του απέδιδαν; Ναι, αν
παραδεχτούµε ότι από περηφάνια το αιχµάλωτο λιοντάρι σηκώνει το
κεφάλι και κοιτάζει τον ορίζοντα πίσω από τα σίδερα του κλουβιού
του, χωρίς να βλέπει ούτε καν τους διαβάτες που το παρατηρούν µε
περιέργεια. Ναι, αν παραδεχτούµε ότι από περηφάνια ο αετός, που τον
συγκρατεί µια αλυσίδα, ανατριχιάζει µε όλο το φτέρωµά του και µε
τεντωµένο λαιµό, µε ανοιχτά φτερά, κοιτάζει προς τον ήλιο. Όπως
όλοι οι ισχυροί, οι προορισµένοι για κάποιο µεγάλο έργο, έτσι κι ο
Χοζαρσίφ δεν πίστευε τον εαυτό του υποταγµένο στην τυφλή µοίρα.
Αισθανόταν ότι µία µυστηριώδης Πρόνοια αγρυπνούσε από πάνω του
και θα τον οδηγούσε στους σκοπούς της.
Την εποχή που ο Χοζαρσίφ ήταν ιερογραµµατέας, τον έστειλαν για
να επιθεωρήσει το Δέλτα. Οι υποτελείς στην Αίγυπτο Εβραίοι, που
κατοικούσαν τότε στην κοιλάδα του Γέ- σεν, υποβάλλονταν σε
σκληρές αγγαρείες. Ο Ραµσής ένωνε το Πηλούσιο µε την Ηλιούπολη
µε µια σειρά από φρούρια. Όλοι οι νοµοί της Αιγύπτου έπρεπε να
παράσχουν µία εισφορά σε εργάτες για τα γιγαντιαία αυτά έργα.
Ανέθεταν στους Μπενί-Ισραήλ τις πιο βαριές αγγαρείες. Προπάντων
τους χρησιµοποιούσαν για να πελεκάνε τις πέτρες και για να
κατασκευάζουν τούβλα. Ανεξάρτητοι και υπερήφανοι, δεν κάµπτονταν
τόσο εύκολα όσο οι ιθαγενείς από το ραβδί των Αιγυπτίων φρουρών,
αλλά σήκωναν το κεφάλι γογγύζοντας και καµιά φορά ανταπέδιδαν τα
χτυπήµατα. Ο ιερέας του Όσιρι δεν µπόρεσε να µην κυριευτεί από
κάποια µυστική συµπάθεια γι’ αυτούς τους ανθρώπους µε τον
“αλύγιστο λαιµό”, που τους κακοµεταχειρίζονταν, των οποίων οι
Παλαιοί, πιστοί στην αβρααµική παράδοση, λάτρευαν αποκλειστικά το
µοναδικό Θεό· γι’ αυτούς που σέβονταν τους αρχηγούς τους, αλλά που
αντιστέκονταν στο ζυγό και διαµαρτύρονταν κατά της αδικίας.
Μια µέρα, είδε έναν Αιγύπτιο φρουρό να τσακίζει στα χτυπήµατα
κάποιον ανυπεράσπιστο Εβραίο. Η καρδιά του σκίρ- τησε* ρίχτηκε
πάνω στον Αιγύπτιο, του πήρε το όπλο του και τον σκότωσε στη
στιγµή. Αυτή η πράξη, που την εκτέλεσε εν βρασµώ ψυχής, υπήρξε
αποφασιστική για τη ζωή του. Οι ιερείς του Όσιρι που διέπρατταν
φόνο, κρίνονταν αυστηρά από το ιερατικό συνέδριο. Ήδη ο φαραώ
υποπτευόταν ένα σφετεριστή στο πρόσωπο του ανιψιού του. Η ζωή του
ιερογραµµατέα δεν κρεµόταν πια παρά από µια κλωστή. Προτί-
µησε να εξοριστεί και να επιβάλει ο ίδιος στον εαυτό του την
εξιλαστήρια ποινή του. Όλα τον έσπρωχναν προς την αποµόνωση της
ερήµου, προς το άγνωστο αχανές, και ο πόθος του και το προαίσθηµα
της αποστολής του και, περισσότερο από όλα, η εσωτερική εκείνη
φωνή, η µυστηριώδης αλλά ακαταµάχητη, η οποία κάποιες ώρες λέει:
“Πήγαινε, είναι το πεπρωµένο σου!”
Πέρα από την Ερυθρά Θάλασσα και τη σιναϊτική χερσόνησο, στη
χώ ρ α τ η ς Μ α δ ι ά µ , υ π ή ρ χ ε έ ν α ς ν α ό ς π ο υ δ ε ν υ π α γ ό τ α ν σ τ η
δικαιοδοσία του αιγυπτιακού ιερατείου. Το µέρος αυτό εκτεινόταν σαν
πράσινη λωρίδα µεταξύ του Ελαµητικού Κόλπου και της Αραβικής
Ερήµου. Από µακριά, πέρα από τον πορθµό, παρατηρούσε κανείς τους
σκοτεινούς όγκους του Σινά και την απογυµνωµένη του κορυφή.
Περικλεισµένη από την έρηµο και την Ερυθρά Θάλασσα,
προστατευµένη από ένα ηφαιστειακό σύµπλεγµα, η αποµονωµένη
εκείνη χώρα ήταν εξασφαλισµένη από τις επιδροµές. Ο ναός εκείνος
ήταν αφιερωµένος στον Όσιρι, αλλά λάτρευαν επίσης εκεί και τον
ύψιστο Θεό µε το όνοµα Ελοΐµ. Διότι το ιερό αυτό, που ήταν
αιθιοπικής καταγωγής, χρησίµευε ως θρησκευτικό κέντρο στους
Άραβες, τους Σηµίτες και τους ανθρώπους της µαύρης φυλής που
ζητούσαν να µυηθούν.
Έτσι, από αιώνες ήδη, το Σινά και το Χορέβ ήταν το µυστικό
κέντρο µιας µονοθεϊστικής λατρείας. Το γυµνό και άγριο µεγαλείο του
βουνού, που υψωνόταν ολοµόναχο µεταξύ Αιγύπτου και Αραβίας,
ξυπνούσε µέσα στον άνθρωπο την ιδέα του µοναδικού Θεού. Πολλοί
Σηµίτες έρχονταν εκεί σαν προσκυνητές, για να λατρέψουν τον Ελοΐµ.
Πήγαιναν και περνούσαν µερικές µέρες µε νηστεία και προσευχή, µέσα
στις σπηλιές και στα λαγούµια που ήταν σκαµµένα στα σπλάχνα του
Σινά. Προηγουµένως, πήγαιναν να καθαριστούν και να λάβουν οδηγίες
στο ναό της Μαδιάµ. Σε εκείνο τον τόπο κατέφυγε ο Χοζαρσίφ.
Ο µεγάλος ιερέας της Μαδιάµ ή Ραγουήλ ονοµαζόταν τότε Ιοθόρ 65 .
Ήταν άνθρωπος µε µαύρο δέρµα 66 . Ανήκε στον αγνότερο τύπο της
παλιάς αιθιοπικής φυλής, η οποία 4.000 ή 5.000 χρόνια πριν από το
Ραµσή είχε βασιλέψει στην Αίγυπτο και η οποία δεν είχε χάσει τις
παραδόσεις της, που ανέρχονταν στις πιο παλιές φυλές της υφηλίου. 

Ο Ιοθόρ δεν ήταν κάποιος εµπνευσµένος, ούτε άνθρωπος της δράσης,
αλλά ένας µεγάλος σοφός. Κατείχε θησαυρούς γνώσης σωρευµένους
µέσα στη µνήµη του και τις λίθινες βιβλιοθήκες του ναού του. Κι
έπειτα, ήταν ο προστάτης των ανθρώπων της ερήµου, των Λιβΰων,
Αράβων και Σηµιτών νοµάδων. Αυτοί οι αιώνιοι πλάνητες, πάντοτε οι
ίδιοι, µε τον απροσδιόριστο πόθο για το µοναδικό Θεό,
αντιπροσώπευαν κάτι το αµετάθετο µέσα στις εφήµερες λατρείες και
τους υπό κατάρρευση πολιτισµούς. Αισθανόσουν σε αυτούς την
παρουσία, κατά κάποιο τρόπο, του Αιωνίου, την ανάµνηση των
µακρινών εποχών, τη µεγάλη παρακαταθήκη του Ελοΐµ. Ο Ιοθόρ ήταν
ο πνευµατικός πατέρας αυτών των ανυπότακτων, των πλανήτων, των
ελεύθερων. Γνώριζε την ψυχή τους, προαισθανόταν το πεπρωµένο
τους. Όταν ο Χοζαρσίφ ήρθε να του ζητήσει άσυλο, εν ονόµατι του
Όσιρι-Ελοΐµ, τον δέχτηκε µε ανοιχτές αγκάλες. Ίσως µάντεψε αµέσως
σε αυτόν το φυγάδα τον άνθρωπο ο οποίος ήταν προορισµένος να γίνει
ο προφήτης των εξόριστων, ο οδηγός του λαού του Θεού.
Ο Χοζαρσίφ θέλησε να υποβληθεί, κατ’ αρχάς, στους εξαγνισµούς,
τους οποίους ο νόµος των µυηµένων υπέβαλλε στους φονιάδες. Όταν
ένας ιερέας του Όσιρι είχε διαπράξει φόνο, έστω και ακούσιο,
θεωρούταν ότι έχανε το ευεργέτηµα της προκαταβολικής ανάστασής
του “µέσα στο φως του Όσι- ρι”, προνόµιο που το είχε πετύχει µε τις
δοκιµασίες της µύησης και το οποίο τον έτασσε πολύ ψηλότερα από
τους κοινούς ανθρώπους. Για να εξιλεωθεί από το έγκληµά του, για να
ξαναβρεί το εσωτερικό του φως, όφειλε να υποβληθεί σε σκληρότερες
δοκιµασίες, να εκτεθεί ο ίδιος ακόµη µια φορά στο θάνατο. Μετά από
µακρά νηστεία και µε τη βοήθεια µερικών φαρµάκων, βύθιζαν τον
υπόδικο σε ληθαργικό ύπνο. Έπειτα τον απέθεταν σε µια κρύπτη του
ναού. Έµενε εκεί µέρες, κάποτε και βδοµάδες 67 . Κατά το διάστηµα
αυτό, θεωρούνταν ότι ταξίδευε στο υπερπέραν, στο Έρεβος ή στο
µέρος του Αµένθη, όπου αιωρούνται οι ψυχές των νεκρών που δεν
αποσπάστηκαν ακόµη από τη γήινη ατµόσφαιρα. Εκεί, όφειλε να
ζητήσει το θύµα του, να δοκιµάσει τις αγωνίες του, να πετύχει τη
συγγνώµη του και να το βοηθήσει να βρει το δρόµο του φωτός. Τότε
µόνο θεωρούνταν ότι είχε εξιλεωθεί για το φόνο του, τότε µόνο το
αστρικό του σώµα είχε πλυθεί από τις µαύρες κηλίδες, µε τις οποίες το
λέρωναν η δηλητηριασµένη αναπνοή και οι κατάρες του θύµατος.
Αλλά από αυτό το ταξίδι, το πραγµατικό ή φανταστικό, ο ένοχος
µπορούσε κάλλιστα να µην ξαναγυρίσει και συχνά, όταν οι ιερείς
πήγαιναν να ξυπνήσουν τον εξαγνιζόµενο από το λήθαργο του, δεν
έβρισκαν πια παρά ένα πτώµα.
Ο Χοζαρσίφ δε δίστασε να υποστεί τη δοκιµασία αυτή κι άλλες
ακόµη 68 . Με έντονη την ανάµνηση του φόνου που είχε διαπράξει, είχε
καταλάβει τον αµετάθετο χαρακτήρα µερικών νόµων ηθικής τάξης και
τη βαθιά ταραχή την οποία αφήνει στο βάθος της συνείδησης η
παραβίασή τους. Με πλήρη αυταπάρνηση πρόσφερε την ύπαρξή του
ολοκαύτωµα στον Όσιρι, ζητώντας από αυτόν τη δύναµη, αν
επανερχόταν στο γήινο φως, να φανερώσει το νόµο της δικαιοσύνης.
Όταν ο Χοζαρσίφ ξύπνησε από το φοβερό ύπνο, στο υπόγειο του ναού
της Μαδιάµ, ένιωσε τον εαυτό του µεταµορφωµένο άνθρωπο. Το
παρελθόν του ήταν σαν να είχε ξεκολλήσει από αυτόν. Η Αίγυπτος είχε
πάψει να είναι πατρίδα του και ενώπιον του εκτεινόταν, σαν καινούριο
πεδίο δράσης, το άπειρο της ερήµου µε τους περιπλανώµενους νοµάδες
της. Παρατήρησε το όρος του Ελοΐµ στον ορίζοντα και, για πρώτη
φορά, πέρασε µπροστά από τα µάτια του η ιδέα της αποστολής του,
σαν όραµα θύελλας µέσα στα σύννεφα του Σινά: να ζυµώσει µε τις
περιπλανώµενες αυτές φυλές έναν πολεµικό λαό, ο οποίος θα
αντιπροσώπευε το νόµο του υπέρτατου Θεού, µέσα στην ειδωλολατρία
των θρησκευµάτων και την αναρχία των εθνών, ένα λαό που θα έφερνε
στους µελλοντικούς αιώνες την αλήθεια τη σφραγισµένη µέσα στην
κιβωτό της µύησης.
Τη µέρα εκείνη, για να σηµειώσει τη νέα χρονολογία που άρχιζε στη
ζωή του, ο Χοζαρσίφ πήρε το όνοµα Μωυσής, το οποίο σηµαίνει:
“αυτός που σώθηκε”.

3. Το Σεφέρ-Βερεσχίθ
ο ΜΩΥΣΗΣ ΠΗΡΕ ΓΙΑ ΣΥΖΥΓΟ τη Σεπφώρα, τη θυγατέρα του Ιο- θόρ, και
έµεινε πολλά χρόνια κοντά στο σοφό της Μαδιάµ. Χάρη στις
αιθιοπικές και τις χαλδαϊκές παραδόσεις που βρήκε στο ναό του,
µπόρεσε να συµπληρώσει και να ελέγξει ό,τι είχε µάθει στα
αιγυπτιακά ιερά, να απλώσει το βλέµµα του πάνω στους πιο αρχαίους
κύκλους της ανθρωπότητας και να το βυθίσει µέσα στους µακρινούς
ορίζοντες του µέλλοντος. Κοντά στον Ιοθόρ βρήκε δύο βιβλία της
κοσµογονίας, που α- ναφέρονται στη Γένεση: τους Πολέµους του
Ιεχωβά και τις Γενεές του Αδάµ. Βυθίστηκε στη σπουδή τους.
Για το έργο που σχεδίαζε, ο Μωυσής έπρεπε να οπλιστεί. Πριν από
αυτόν, ο Ράµα, ο Κρίσνα, ο Ερµης, ο Ζωροάστρης, ο Φο-Χι, είχαν
δηµιουργήσει θρησκείες για τους λαούς. Ο Μωυσής ήθελε να
δηµιουργήσει ένα λαό για την αιώνια θρησκεία. Για το σχέδιο αυτό, το
τόσο τολµηρό, τόσο νέο, τόσο κολοσσιαίο, χρειαζόταν µία γερή βάση.
Γ Γ α υ τ ό έ γ ρ α ψ ε τ ο Σεψέρ-Βερεσχίθ, τ ο Β ι β λ ί ο τ ω ν Α ρ χ ώ ν ,
συγκεντρωµένη σύνθεση της περασµένης γνώσης και πλαίσιο της
µελλοντικής- κλειδί των µυστηρίων, λαµπάδα των µυηµένων, κέντρο
σύναξης ολόκληρου του έθνους.
Ας προσπαθήσουµε να δούµε τι υπήρξε η Γένεση στο νου του
Μωυσή. Βέβαια, εκεί µέσα ακτινοβολούσε αυτή ένα διαφορετικό φως,
περιλάµβανε κόσµους απείρως διαφορετικούς από τον παιδικό κόσµο
και τη µικρή γη που µας παρουσιάζονται στην ελληνική µετάφραση
των Εβδοµήκοντα ή στη λατινική µετάφραση του Αγίου Ιερώνυµου!
Η βιβλική ερµηνεία του 20ού αιώνα κατέστησε του συρµού την εξής
ιδέα: ότι η Γένεση δεν είναι έργο του Μωυσή, ότι µάλιστα ο προφήτης
αυτός θα µπορούσε κάλλιστα να µην έχει υπάρξει και να µην είναι
παρά ένα πρόσωπο καθαρά θρυλικό, που το δηµιούργησε τέσσερις ή
πέντε αιώνες αργότερα το ιουδαϊκό ιερατείο, για να προσδώσει στον
εαυτό του θεία καταγωγή. Η σύγχρονη κριτική στηρίζει τη γνώµη αυτή
πάνω στο γεγονός ότι η Γένεση αποτελείται από τη συρραφή διαφόρων
κοµµατιών (ελοϊστικών και ιεχωβιστικών) και ότι η τωρινή µορφή της
είναι µεταγενέστερη κατά τετρακόσια τουλάχιστον χρόνια από την
εποχή που οι Ισραηλίτες βγήκαν από την Αίγυπτο.
Το γεγονός που πιστοποιεί η σύγχρονη κριτική, ως προς την εποχή
της σύνταξης των κειµένων που έχουµε, είναι ακριβές- τα
συµπεράσµατα όµως που εξάγει από αυτό είναι αυθαίρετα και
παράλογα. Από το ότι ο ελοϊστής και ο ιεχωβά έγραψαν τετρακόσια
χρόνια µετά την Έξοδο, δεν έπεται ότι αυτοί ήταν οι επινοητές της
Γένεσης και ότι δεν εργάστηκαν πάνω σε ένα προηγούµενο σύγγραµµα,
που το κατανόησαν, ίσως, µε λάθος τρόπο. Από το ότι η Πεντάτευχος
µας δίνει µία θρυλική διήγηση της ζωής του Μωυσή, δεν έπεται επίσης
ότι δεν περιέχει και τίποτα αληθινό. Ο Μωυσής γίνεται ζωντανός, όλο
το τεράστιο έργο του εξηγείται, όταν τον επανατοποθετήσουµε στο
γενέθλιο περιβάλλον του: τον ηλιακό ναό της Μέµφιδας. Τέλος, αυτά
τα βάθη της Γένεσης δεν αποκα-
λύπτονται παρά µόνο υπό το φως των λαµπάδων των παρµένων από
τη µύηση της Τσιδας και του Όσιρι.
Καµιά θρησκεία δεν ιδρύεται χωρίς κάποιο µυητή. Οι Κριτές, οι
Προφήτες, όλη η παράδοση του Ισραήλ, υποδεικνύουν το Μωυσή. Ο
ίδιος ο Ιησούς δε γίνεται νοητός χωρίς εκείνον. Λοιπόν, η Γένεση
περιέχει την ουσία της µωσαϊκής παράδοσης. Οποιαδήποτε
µεταµόρφωση και αν υπέστη η σεβαστή αυτή µούµια, πρέπει να
περιέχει, κάτω από τη σκόνη των αιώνων και τα ιερατικά
περιτυλίγµατα, τη µητέρα-ιδέα, τη ζωντανή σκέψη, τη διαθήκη του
προφήτη του Ισραήλ.
Ο Ισραήλ περιφέρεται γύρω από το Μωυσή τόσο αυτονόητα, τόσο
µοιραία, όσο η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο. Αλλά, µια και τέθηκε
αυτό το θέµα, υπάρχει και ένα άλλο ζήτηµα: το να γνωρίσουµε ποιες
ήταν οι µητέρες-ιδέες της Γένεσης, τι θέλησε να κληροδοτήσει στους
µεταγενέστερους ο Μωυσής µέσα στη µυστική αυτή διαθήκη του
Σεψέρ-Βερεσχίθ.
Το πρόβληµα δεν µπορεί να λυθεί παρά από την εσωτερική µόνο
άποψη και τίθεται έτσι: µε την ιδιότητά του ως Αιγυπτίου µύστη, η
διανοητικότητα του Μωυσή έπρεπε να βρίσκεται στο ύψος της
αιγυπτιακής γνώσης, η οποία παραδεχόταν, όπως και η δική µας, το
αµετάθετο των νόµων του σύ- µπαντος, την ανάπτυξη των κόσµων µε
βαθµιαία εξέλιξη, και η οποία είχε ακόµα, όσον αφορά την ψυχή και
την αόρατη φύση, γνώσεις εκτενείς, ακριβείς, λογικές. Αν τέτοια ήταν
η γνώση του Μωυσή —και πώς δε θα την είχε ο ιερέας του Ό- σιρι;—
πώς να τη συµβιβάσουµε µε τις παιδικές ιδέες της Γένεσης ως προς τη
δηµιουργία του κόσµου και την καταγωγή του ανθρώπου; Αυτή η
ιστορία της δηµιουργίας, η οποία, αν την πάρει κανείς κατά γράµµα,
προκαλεί το γέλιο ενός µαθητή των ηµερών µας, µήπως θα µπορούσε
να κρύβει ένα βαθύ συµβολικό νόηµα; Και δε θα υπήρχε, άραγε,
κάποιο κλειδί για να την ανοίξουµε; Αυτό το νόηµα ποιο να είναι;
Αυτό το κλειδί πού να το βρούµε;
Το κλειδί αυτό βρίσκεται: α) στην αιγυπτιακή συµβολική, β) στη
συµβολική όλων των θρησκειών του παλιού κύκλου και γ) στη
σύνθεση της διδασκαλίας των µυηµένων, όπως αυτή προκύπτει από τη
σύγκριση της εσωτερικής διδαχής, από τις βεδικές Ινδίες µέχρι τους
µυηµένους χριστιανούς των πρώτων αιώνων.
Οι ιερείς της Αιγύπτου, µας λένε οι Έλληνες συγγραφείς, είχαν
τρεις τρόπους για να εκφράζουν τη σκέψη τους. “Ο
πρώτος ήταν καθαρός και απλός, ο δεύτερος συµβολικός και
εικονικός, ο τρίτος ιερός και ιερογλυφικός. Η ίδια λέξη έπαιρνε, κατά
την επιθυµία τους, το κύριο νόηµα, το εικονικό και το υπερβατικό.
Τέτοιο ήταν το πνεύµα της γλώσσας τους. Ο Ηράκλειτος εξέφρασε
εξαίρετα τη διαφορά αυτή, προσδιο- ρίζοντάς τη µε τα
χαρακτηριστικά: οµιλών, σηµαίνων, κρυπτών” 69 .
Στην έκφραση των θεολογικών και κοσµογονικών γνώσεων οι
Αιγύπτιοι ιερείς µεταχειρίστηκαν πάντοτε τον τρίτο τρόπο. Τα
ιερογλυφικά τους είχαν τότε τρεις έννοιες, αντίστοιχες και ξεχωριστές.
Οι δυο τελευταίες δεν ήταν δυνατό να γίνουν κατανοητές δίχως κλειδί.
Αυτός ο αινιγµατικός και συγκεντρωτικός τρόπος γραφής οφειλόταν σε
ένα θεµελιώδες δόγµα της διδασκαλίας του Ερµή, κατά το οποίο ένας
και ο αυτός νόµος διέπει το φυσικό κόσµο, τον ανθρώπινο κόσµο και
το θείο κόσµο. Η γλώσσα αυτή, µε τη θαυµάσια ακριβόλογο συντοµία
της, ήταν ακατάληπτη για το κοινό, αλλά είχε µοναδική ευγλωττία για
το µύστη, γιατί µε τη βοήθεια ενός µόνο σηµείου ανακαλούσε στο νου
τις αρχές, τις αιτίες και τα αποτελέσµατα, που ακτινοβολούν από τη
θεότητα µέσα στην τυφλή φύση, στην ανθρώπινη συνείδηση και στον
κόσµο των αγνών πνευµάτων. Χάρη στη γραφή αυτή, ο µύστης
αγκάλιαζε και τους τρεις κόσµους µε ένα µόνο βλέµµα.
Δεν υπάρχει αµφιβολία, µε δεδοµένη τη µόρφωση του Μωυσή, ότι
αυτός έγραψε τη Γένεση µε αιγυπτιακά ιερογλυφικά, µε τρεις έννοιες,
και εµπιστεύτηκε τα κλειδιά της και την προφορική εξήγησή της στους
διαδόχους του. Όταν στον καιρό του Σολοµώντα µετέγραψαν τη Γένεση
σ ε φ ο ι ν ι κ ι κο ύ ς χα ρ α κ τ ή ρ ε ς , ό τ α ν , µ ε τ ά τ η ν υ π ο δ ο ύ λ ω σ η τ η ς
Βαβυλώνας, ο Έσδρας τη µετέγραψε µε χαρακτήρες αραµαϊκούς-
χαλδαϊ- κούς, το ιουδαϊκό ιερατείο δε χειριζόταν τα κλειδιά αυτά παρά
εντελώς ανεπαρκώς. Όταν, τέλος, ήρθαν οι Έλληνες µεταφραστές της
Βίβλου, δεν είχαν πια παρά κάποια αµυδρή ιδέα για το εσωτερικό
νόηµα των κειµένων. Ο Άγιος Ιερώνυµος, παρά τις σοβαρές προθέσεις
του και το µεγάλο του µυαλό, όταν έκανε τη λατινική µετάφραση
ακολουθώντας το εβραϊκό κείµενο, δεν µπόρεσε να εισχωρήσει µέχρι
το αρχικό νόηµα και, αν το είχε κάνει, θα όφειλε να σιωπήσει.
Όταν λοιπόν διαβάζουµε τη Γένεση στις µεταφράσεις µας, δεν έχουµε
παρά το πρώτο και κατώτερο νόηµά της. Εκούσια ή ακούσια, και οι
ίδιοι οι ερµηνευτές και οι θεολόγοι, δόγµα-
τικοί ή προοδευτικοί, δε βλέπουν το εβραϊκό κείµενο παρά µέσω της
µετάφρασης. Το συγκριτικό και το υπερθετικό νόηµα, που είναι το
βαθύ και αληθινό νόηµα, τους διαφεύγει. Μένει µυστηριωδώς χωµένο
µέσα στο εβραϊκό κείµενο, του οποίου οι ρίζες βυθίζονται στην ιερή
γλώσσα των ναών, την ξαναχυµένη από το Μωυσή· γλώσσα όπου κάθε
φωνήεν και κάθε σύµφωνο έχει µία παγκόσµια έννοια, που σχετίζεται
µε την ακουστική αξία του γράµµατος και την ψυχική κατάσταση του
ανθρώπου που το εκφωνεί. Για τους διαισθητικούς, το βαθύ αυτό
νόηµα ξεπετιέται κάποτε, σαν σπίθα, µέσα από το κείµενο. Για τους
οραµατικους, λάµπει µέσα στη φωνητική συναρµογή των λέξεων, τις
οποίες παραδέχτηκε ή δηµιούργησε ο Μωυσής —µαγικές συλλαβές,
µέσα στις οποίες ο µυη- µένος του Όσιρι έχυσε τη σκέψη του, σαν
ηχηρό µέταλλο µέσα σε ένα τέλειο καλούπι.
Με τη µελέτη της φωνητικής αυτής γραφής, η οποία φέρει τη
σφραγίδα της ιερής γλώσσας των αρχαίων ναών, µε τα κλειδιά τα
οποία µας παρέχει η Καββάλα και εκ των οποίων µερικά ανέρχονται
µέχρι το Μωυσή· τέλος, µε το συγκριτικό εσωτερισµό µάς επιτρέπεται
σήµερα να δούµε και να αποκαταστήσουµε εκ νέου την αληθινή Γένεση.
Έτσι, η σκέψη του Μωυσή θα προβάλει λαµπερή, σαν το χρυσάφι,
µέσα από το χωνευτήρι των αιώνων, µέσα από τις σκουριές µιας
πρωτόγονης θεολογίας και από την τέφρα της αρνητικής κριτικής 70 .
Δύο παραδείγµατα θα χύσουν φως πάνω στο τι ήταν η ιερή γλώσσα
των αρχαίων ναών και πώς τα τρία νοήµατα έχουν αντιστοιχίες µεταξύ
τους στα σύµβολα της Αιγύπτου και στα σύµβολα της Γένεσης.
Πάνω σε ένα πλήθος αιγυπτιακών µνηµείων βλέπουµε µία γυναίκα
εστεµµένη, να κρατά στο ένα της χέρι ένα σταυρό µε λαβή, σύµβολο
της αιώνιας ζωής, και στο άλλο ένα σκήπτρο µε άνθη λωτού, σύµβολο
της µύησης. Είναι η θεά ΙΣΙΣ. Η Τσις, λοιπόν, έχει τρία διαφορετικά
νοήµατα. Στο θετικό, είναι ο τύπος της Γυναίκας και, κατ’ ακολουθίαν,
του παγκόσµιου γυναικείου γένους. Στο συγκριτικό, προσωποποιεί το
σύνολο της γήινης φύσης µε όλες τις αναπαραγωγικές δυνάµεις της.
Στο υπερθετικό, συµβολίζει την ουράνια και αόρατη φύση, το
ιδιαίτερο στοιχείο των ψυχών και των πνευµάτων, το πνευµατικό και
από µόνο του νοητό φως, το οποίο µόνο παρέχει τη µύηση.
Το σύµβολο που αντιστοιχεί στην Τσιδα στο κείµενο της
Γένεσης και στην ιουδαιο-χριστιανική διανοητικότητα είναι η ΕΒΕ, η
Εΰα, η αιώνια γυναίκα. Η Εΰα δεν είναι µόνο η σύζυγος του Αδάµ,
είναι ακόµη η συζυγος του Θεού. Αποτελεί τα τρία τέταρτα της ουσίας
του. Διότι το όνοµα του αιωνίου ΙΕ- ΒΕ, το οποίο κακώς
µετασχηµατίσαµε σε Ιεχωβά και Ιαβέ, συνίσταται από το πρώτο
συνθετικό Ιωτ και από το όνοµα της Ευας. Ο αρχιερέας της
Ιερουσαλήµ απήγγελλε µία φορά το χρόνο το θείο όνοµα, προφέροντας
το γράµµα προς γράµµα. Το πρώτο γράµµα εξέφραζε τη θεία σκέψη 71
και τις θεο- γονικές γνώσεις. Τα τρία γράµµατα του ονόµατος της Ευας
εξέφραζαν τρεις τάξεις της φύσης 72 , τους τρεις κόσµους µέσα στους
οποίους πραγµατοποιείται αυτή η σκέψη και, κατ’ ακολουθίαν, τις
κοσµογονικές, ψυχικές και φυσικές γνώσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε
αυτους 73 . Το Άρρητο περικλείει µέσα στο βαθύ κόλπο του το αιώνιο
άρρεν και το αιώνιο θήλυ. Η αδιάλυτη ένωσή τους αποτελεί τη δύναµή
του και το µυστήριό του. Ιδού εκείνο το οποίο ο Μωυσής, σαν
άσπονδος εχθρός κάθε παράστασης της θεότητας, δεν το έλεγε στο
λαό, αλλά το έγραψε εικονικά στη σύνθεση του θείου ονόµατος,
εξηγώντας το στους µυηµένους. Έτσι, η φύση, κρυµµένη µέσα στην
ιουδαϊκή λατρεία, κρύβεται µέσα στο ίδιο το όνοµα του Θεού. Η
συζυγος του Αδάµ, η περίεργη, η ένοχη και θελκτική γυναίκα, µας
αποκαλύπτει τη βαθιά της συγγένεια µε τη γήινη και θεία Τσιδα, τη
µητέρα των θεών, η οποία παρουσιάζει µέσα στο βαθύ κόλπο της
στροβίλους ψυχών και άστρων.
Άλλο παράδειγµα. Ένα πρόσωπο, το οποίο παίζει µεγάλο ρόλο στην
ιστορία του Αδάµ και της Ευας, είναι ο όφις. Η Γένεση το ονοµάζει
Ναχάς. Λοιπόν, τι σήµαινε το φίδι για τους αρχαίους ναούς; Τα
µυστήρια της Ινδίας, της Αίγυπτου και της Ελλάδας αποκρίνονται µε
µια φωνή: το φίδι σε σχήµα κυκλου σηµαίνει την παγκόσµια ζωή, της
οποία ο µαγικός παράγοντας είναι το αστρικό φως. Με µία έννοια
ακόµη βαθύτερη, Νάχας σηµαίνει τη δύναµη η οποία θέτει σε κίνηση
τη ζωή αυτή, την έλξη κάποιου από τον εαυτό του, µέσα στην οποία ο
ΟοοΓΓγυ 8ΕΪηΐ-ΗϊΐΕΪΓ6 έβλεπε την αιτία της παγκόσµιας βαρύτητας.
Οι Έλληνες την ονόµαζαν έρωτα. Εφαρµόστε τώρα αυτά τα δυο
νοήµατα στην ιστορία του Αδάµ, της Ευας και του φιδιού και θα δείτε
ότι η πτώση του πρώτου ζευγους, το περίφηµο προπατορικό αµάρτηµα,
καθίσταται ξαφνικά η απέραντη έλξη της θείας, της παγκόσµιας φύσης,
µε τα βασίλειά της, τα γένη της και τα είδη της, µέσα στον
τροµακτικό κύκλο της ζωής.
Αυτά τα δυο παραδείγµατα µας επιτρέπουν να ρίξουµε µια πρώτη
µατιά µέσα στα βάθη της µωσαϊκής Γένεσης. Βλέπουµε ήδη τι ήταν η
κοσµογονία για έναν αρχαίο µυηµένο και τι τη διέκρινε από µία
κοσµογονία κατά τη σύγχρονη έννοια.
Για τη σύγχρονη επιστήµη, η κοσµογονία καταντά κοσµογραφία. Σε
αυτήν θα βρούµε την περιγραφή ενός τµήµατος του ορατού σύµπαντος,
µαζί µε µια µελέτη για την αλληλουχία των φυσικών αιτίων και
αποτελεσµάτων σε µία δεδοµένη σφαίρα. Έτσι είναι, παραδείγµατος
χάριν, το κοσµικό σύστηµα του Γ ΕΡ Ι ΕΟΟ , στο οποίο ο σχηµατισµός του
ηλιακού µας συστήµατος συνάγεται από την τωρινή του λειτουργία και
συµπεραίνεται µόνο από την εν κινήσει ύλη, πράγµα το οποίο αποτελεί
καθαρή υπόθεση. Ή η ιστορία της γης, της οποίας τα υπερκείµενα
στρώµατα του εδάφους είναι οι αδιάψευστοι µάρτυρες. Η αρχαία
επιστήµη δεν αγνοούσε την ανάπτυξη αυτή του ορατού σύµπαντος —
και αν είχε για αυτήν γνώσεις λιγότερο ακριβείς από τη σύγχρονη
επιστήµη, όµως είχε διατυπώσει, από διαίσθηση τους γενικούς της
νόµους.
Αλλά για τους σοφούς της Ινδίας και της Αιγύπτου, αυτό δεν ήταν
παρά η εξωτερική όψη του κόσµου, η αντανακλαστική του κίνηση.
Ζητούσαν την εξήγησή του µέσα στην εσωτερική του όψη, στην άµεση
και αρχική του κίνηση. Την έβρισκαν µέσα σε µια άλλη τάξη νόµων, η
οποία αποκαλύπτεται στη διάνοιά µας. Για την αρχαία γνώση, το
απεριόριστο σύµπαν δεν ήταν νεκρή ύλη, που διέπεται από µηχανικούς
νόµους, αλλά ένα όλο ζωντανό, προικισµένο µε νου, µε ψυχή και µε
θέληση. Αυτό το µεγάλο ιερό ζώο είχε αναρίθµητα όργανα, που
αντιστοιχούσαν προς τις άπειρες ιδιότητές του. Όπως στο ανθρώπινο
σώµα οι κινήσεις προέρχονται από την ψυχή που σκέπτεται, από τη
θέληση που ενεργεί, έτσι, κατά την αντίληψη της αρχαίας γνώσης, η
ορατή τάξη του σύµπαντος δεν ήταν παρά η αντανάκλαση µίας
αόρατης τάξης, δηλαδή κοσµογονικών δυνάµεων και πνευµατικών
µονάδων, βασιλείων, γενών και ειδών, τα οποία µε τη διηνεκή τους
εξέλιξη εντός της ύλης, παράγουν την εξέλιξη της ζωής.
Ενώ η σύγχρονη επιστήµη θεωρεί µόνο το εξωτερικό, τη φλούδα
του σύµπαντος, η γνώση των αρχαίων ναών είχε ως σκοπό της να
φανερώσει το εσωτερικό του, να ανακαλύψει
τους κρυφούς µηχανισµούς του. Δε συµπέρανε τη διάνοια από την
ύλη, αλλά την ύλη από τη διάνοια. Δεν έκανε το σόµπαν να γεννιέται
από τον τυφλό χορό των ατόµων, αλλά γεννούσε τα άτοµα από τους
κραδασµούς της παγκόσµιας ψυχής. Με µια λέξη, προχωρούσε κατά
οµόκεντρους κύκλους από το παγκόσµιο στο ατοµικό, από το αόρατο
στο ορατό, από το αγνό πνεύµα στην οργανωµένη υπόσταση, από το
Θεό στον άνθρωπο. Η κατιούσα αυτή τάξη των δυνάµεων και των
ψυχών, αντιστρόφως ανάλογη προς την ανιούσα τάξη της ζωής και των
σωµάτων, ήταν η οντολογία ή η γνώση των νοητών αρχών και
αποτελούσε το θεµέλιο της κοσµογονίας.
Όλες οι µεγάλες µυήσεις της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Ιουδαίας και
της Ελλάδας, οι µυήσεις του Κρίσνα, του Ερµή, του Μωυσή και του
Ορφέα, γνώρισαν, υπό διαφορετικές µορφές, αυτή την τάξη των
αρχών, των δυνάµεων, των ψυχών, των γεννήσεων, οι οποίες
κατεβαίνουν από την πρώτη αιτία: τον άρρητο Πατέρα.
Η κατιούσα τάξη των ενσαρκώσεων είναι ταυτόχρονη µε την
ανιούσα τάξη των ζωών, και µόνο αυτή την καθιστά κατανοητή. Η
εισέλιξη παράγει την εξέλιξη και την εξηγεί. Στην Ελλάδα, οι ναοί των
αρρένων θεών και οι δωρικοί ναοί, αυτοί του Δία και του Απόλλωνα,
προπάντων δε ο ναός των Δελφών, υπήρξαν οι µόνοι που κατείχαν
κατά βάθος την κατιούσα τάξη. Οι ιωνικοί ναοί ή των θηλυκών θεών
δεν τη γνώρισαν παρά µόνο ατελώς. Επειδή όλος ο ελληνικός
πολιτισµός ήταν ιωνικός, η γνώση και η δωρική τάξη αγνοούνταν από
αυτόν ολοένα και περισσότερο. Αλλά δεν είναι λιγότερο
αναµφισβήτητο ότι οι µεγάλοι του µυητές, οι ήρωές του και οι
φιλόσοφοί του, από τον Ορφέα µέχρι τον Πυθαγόρα, από τον
Πυθαγόρα µέχρι τον Πλάτωνα και από αυτόν µέχρι τους
α λ ε ξα ν δ ρ ι ν ο ύ ς , ε ξα ρ τ ώ ν τ α ι α π ό ε κ ε ί ν η τ η ν τ ά ξ η . Ό λ ο ι τ ο υ ς
αναγνώρισαν τον Ερµή ως δάσκαλο.
Ας επανέλθουµε στη Γένεση. Στη σκέψη του Μωυσή, που ήταν και
αυτός ένας άλλος γιος του Ερµή, τα δέκα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης
αποτελούν µία αληθινή οντολογία, κατά την τάξη και την αλληλουχία
των αρχών. Ό,τι αρχίζει, πρέπει να τελειώνει. Η Γένεση διηγείται
ταυτόχρονα την εξέλιξη στο χρόνο και τη δηµιουργία µέσα στην
αιωνιότητα, τη µόνη αξία του Θεού.
Επιφυλάσσοµαι να δώσω στο βιβλίο του Πυθαγόρα µία ζωντανή
εικόνα της θεολογίας και της εσωτερικής κοσµογο-
νιας, µέσα σε ένα πλαίσιο λιγότερο αφηρηµένο από αυτό του
Μωυσή και µάλλον πλησιέστερο στο σύγχρονο πνεύµα. Παρά την
πολυθεϊστική µορφή, παρά την υπερβολική ποικιλία των συµβόλων, το
νόηµα της πυθαγόρειας αυτής κοσµογονίας, σύµφωνα µε την ορφική
µύηση και τα ιερά άδυτα του Απόλλωνα, θα ταυτίζεται κατ’ ουσία µε
την κοσµογονία του προφήτη του Ισραήλ. Στον Πυθαγόρα θα
φωτίζεται κατά κάποιο τρόπο από το φυσικό της συµπλήρωµα, τη
διδασκαλία για την ψυχή και την εξέλιξή της. Τη δίδασκαν στα
ελληνικά ιερά άδυτα µε τα σύµβολα του µυθου της Περσεφόνης. Την
ονόµαζαν επίσης: η επίγεια και ουράνια ιστορία της ψυχής. Η ιστορία
αυτή, που αντιστοιχεί µε ό,τι ο χριστιανισµός ονοµάζει απολύτρωση,
λείπει τελείως από την Παλαιό Διαθήκη. Όχι γιατί ο Μωυσής και οι
προφήτες την αγνοούσαν, αλλά γιατί την έκριναν πολύ υψηλή για τη
λαϊκή διδασκαλία και τη φύλαγαν µόνο για την προφορική παράδοση
των µυηµένων. Η θεία ψυχή δε θα µείνει κρυµµένη για τόσο χρόνο
κάτω από τα ερµητικά σύµβολα του Ισραήλ, παρά µόνο για να προ-
σωποποιηθεί µέσα στην αιθέρια και φωτεινή εµφάνιση του Χρίστου.
Όσον αφορά την κοσµογονία του Μωυσή, αυτή έχει την τραχιά
συντοµία του σηµιτικού πνεύµατος και τη µαθηµατική ακρίβεια του
αιγυπτιακού πνεύµατος. Το ύφος της διήγησης θυµίζει τις εικόνες που
σκεπάζουν το εσωτερικό των τάφων των βασιλιάδων: ίσιες, ψυχρές και
α υ σ τ η ρ έ ς , π ε ρ ι κ λ ε ί ο υ ν µ έ σ α σ τ η σ κ λη ρ ή γ υ µ ν ό τ η τ ά τ ο υ ς έ ν α
αδιείσδυτο µυστήριο. Το σύνολο µάς φέρνει στο νου µία κυκλώπεια
οικοδοµή. Αλλά εδώ κι εκεί, σαν έκρηξη λάβας µεταξύ γιγαντιαίων
όγκων, η σκέψη του Μωυσή ξεπετιέται µε την ορµή της αρχέ- γονης
φωτιάς, ανάµεσα από τους δονούµενους στίχους των µεταφραστών.
Στα πρώτα κεφάλαια, που έχουν απαράµιλλο µεγαλείο, νιώθεις να
διαβαίνει η πνοή του Ελοΐµ, που γυρίζει µία-µία τις βαριές σελίδες του
συµπαντος.
Προτού τα αφήσουµε, ας ρίξουµε ακόµη ένα βλέµµα πάνω σε
µερικά από τα δυνατά αυτά ιερογλυφικά, τα συνθεµέ- να από τον
προφήτη του Σινά. Όπως η θυρα ενός υπόγειου ναού, έτσι το καθένα
από αυτά µας εισάγει σε απόκρυφες αλήθειες, οι οποίες µε τις
ακίνητες λυχνίες τους φωτίζουν τη σειρά των κόσµων και των χρόνων.
Ας προσπαθήσουµε να εισχωρήσουµε εκεί µε τα κλειδιά της µύησης.
Ας δοκιµάσουµε
να δούµε τα παράξενα αυτά σύµβολα, τους τΰπους αυτοΰς τους
µαγικούς µέσα στην ανακλητική τους δύναµη, έτσι όπως τους είδε ο
µυηµένος του Όσιρι, τότε που βγήκε µε πύρινα γράµµατα από το
χωνευτήρι της σκέψης του.
Μέσα σε µια κρυπτή του ναού του Ιοθόρ, ο Μωυσής, καθισµένος
πάνω σε µια σαρκοφάγο, διαλογίζεται. Οι τοίχοι και οι παραστάδες
είναι σκεπασµένοι µε ιερογλυφικά και ζωγραφιές, που παριστάνουν τα
ονόµατα και τις εικόνες των θεών όλων των λαών της γης. Τα σύµβολα
αυτά συνοψίζουν την ιστορία των εξαφανισµένων κύκλων και
προλέγουν τους µελλοντικούς κυκλους. Μία λάµπα πετρελαίου,
τοποθετηµένη καταγής, φωτίζει αµυδρά τα σηµεία αυτά, καθένα από
τα οποία του µιλά τη γλώσσα του. Αλλά, ήδη, δε βλέπει τίποτα πια από
τον εξωτερικό κόσµο. Αναζητά µέσα στον εαυτό του το Λόγο του
βιβλίου του, την εικόνα του έργου του, τη Λέξη η οποία θα είναι
Πράξη. Η λάµπα έσβησε, αλλά µπροστά στο εσωτερικό του µάτι, µέσα
στα σκοτάδια της κρυπτής, λαµποκοπά αυτό το όνοµα: ΙΕΒΕ
Το πρώτο γράµµα I έχει το λευκό χρώµα του φωτός, τα τρία άλλα
λάµπουν σαν παιχνιδιάρικη φωτιά, µέσα στην οποία κυλοΰν όλα τα
χρώµατα του ουράνιου τόξου. Και τι παράξενη ζωή υπάρχει µέσα σε
αυτους τους χαρακτήρες! Στο αρχικό γράµµα ο Μωυσής παρατηρεί την
αρσενική αρχή, τον Όσιρι, το κατεξοχήν δηµιουργό πνεύµα. Στα τρία
άλλα, ΕΒΕ, την αναπαραγωγική ικανότητα, την ουράνια Ίσιδα, η οποία
αποτελεί µέρος της. Έτσι, οι θείες ικανότητες, που περικλείουν
δυνάµει όλους τους κόσµους, εκτυλίσσονται και τακτοποιούνται µέσα
στον κόλπο του Θεού. Με την τέλεια ένωσή τους ο άρρητος Πατέρας
και η Μητέρα σχηµατίζουν το Γιο, το ζώντα Λόγο, ο οποίος δηµιουργεί
το σΰµπαν. Να το µυστήριο των µυστηρίων, κλειστό για τις αισθήσεις,
το οποίο όµως µιλά µε το σηµείο του Αιωνίου, όπως το Πνεύµα µιλά
προς το Πνεύµα. Και το ιερό τετράγραµµα 74 λάµπει µε φως ολοένα πιο
δυνατό. Ο Μωυσής βλέπει να πηδούν µέσα από αυτό, µέσα σε µεγάλες
ακτινοβολίες, οι τρεις κόσµοι, όλα τα βασίλεια της φύσης και η
υπέρτατη τάξη της γνώσης. Τότε το φλογερό του µάτι συγκεντρώνεται
πάνω στο αρσενικό σηµείο του δηµιουργού Πνεύµατος. Εκείνο
επικαλείται, για να µπορέσει να κατέβει µέσα στην τάξη των
δηµιουργιών και να αντλήσει, µέσα στην κυρίαρχη θέληση, τη δύναµη
για να συµπληρώσει τη δική του δηµιουργία, αφού ήδη είδε το έργο
του Αιωνίου.
Και να που µέσα στα σκοτάδια της κρυπτής λάµπει το άλλο θείο
όνοµα: ΕΛΟΪΜ. Για το µυηµένο σηµαίνει: Αυτός —οι Θεοί, ο Θεός των
Θεών 75 .Δεν είναι πια το Ον το διπλωµένο µέσα στον εαυτό του και
µέσα στο Απόλυτο, αλλά ο Κύριος των κόσµων, του οποίου η σκέψη
ανθίζει και γίνεται εκατοµµύρια άστρα, που είναι κινητές σφαίρες των
αιωρουµενων συµπάντων. “Κατ’ αρχάς ο Θεός δηµιούργησε τους
ουρανούς και τη γη”. Αλλά οι ουρανοί αυτοί δεν ήταν στην αρχή παρά
η σκέψη των άνευ ορίων χρόνου και χώρου, που κατοικουνται από το
κενό και τη σιγή. “Και η πνοή του Θεού κινούνταν πάνω από το
πρόσωπο της αβύσσου”. 76
Τι µέλλεται να βγει στην αρχή µέσα από τους κόλπους του; Ένας
ήλιος; Μια γη; Ένα νεφέλωµα; Μία οποιαδήποτε υπόσταση του ορατού
αυτού κόσµου; Όχι. Ό,τι γεννήθηκε πρώτα από αυτόν ήταν το Αουρ, το
Φως. Αλλά το φως αυτό δεν είναι το φυσικό φως. Είναι το νοητό φως,
που γεννήθηκε από το σκίρτηµα της ουράνιας Τσιδας µέσα στα
σπλάχνα του Απείρου· ψυχή παγκόσµια, αστρικό φως, υπόσταση, η
οποία κάνει τις ψυχές και όπου έρχονται αυτές να εκκολαφθούν, όπως
µέσα σε ένα αιθέριο ρευστό· λεπτότατο στοιχείο µέσω του οποίου
µεταβιβάζεται η σκέψη σε απέραντες αποστάσεις· θείο φως,
προγενέστερο και µεταγενέστερο από το φως όλων των ήλιων. Αρχικά
εξαπλώνεται µέσα στο Άπειρο, είναι η ισχυρή εκπνοή του Θεού.
Έπειτα επιστρέφει στον εαυτό του µε µία κίνηση αγάπης, ως βαθιά
εισπνοή του Αιωνίου. Μέσα στα κύµατα του θείου αιθέρα, πάλλονται,
όπως κάτω από διαφανές πέπλο, τα αστρικά σχήµατα των κόσµων και
των όντων. Και όλα αυτά συνοψίζονται για το Μάγο-Οραµα- τιστή,
µέσα στα λόγια που προφέρει και τα οποία αστράφτουν µες στα
σκοτάδια, µε σπινθηροβόλους χαρακτήρες: ΡΟΥΑ ΕΛΟΪΜ ΑΟΥΡΊΊ . “Ας
γεννηθεί φως, και το φως γεννήθηκε”. Η πνοή του Ελοΐµ είναι το φως!
Από τον κόλπο του φωτός αυτού, του αρχέγονου, του άυ- λου,
πηγάζουν οι έξι πρώτες µέρες της δηµιουργίας, δηλαδή τα σπέρµατα,
οι αρχές, οι µορφές, οι ψυχές ζωής κάθε πράγµατος. Είναι το Σύµπαν
δυνάµει εκ των προτέρων και σε αρµονία µε το Πνεύµα. Και ποια είναι
η τελευταία λέξη της Δηµιουργίας, ο τύπος που συνοψίζει το εν δράσει
Ον, ο ζων Λόγος µέσα στον οποίο εµφανίζεται η πρώτη και η
τελευταία σκέψη του απόλυτου Όντος; Είναι: ΑΔΑΜ-ΕΥΑ
Άνδρας-Γυναίκα. Το σύµβολο αυτό δεν παριστάνει διόλου,
όπως διδάσκουν στις εκκλησίες µας και όπως πιστεύουν οι
ερµηνευτές µας, το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος της γης µας, αλλά το Θεό
εν δράσει µέσα στο συµπαν και τον τύπο του ανθρώπινου γένους, την
παγκόσµια ανθρωπότητα δια µέσου όλων των ουρανών. “Ο Θεός
δηµιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του και τον δηµιούργησε
αρσενικό και θηλυκό”. Το θείο αυτό ζεύγος είναι ο παγκόσµιος Λόγος,
µε τον οποίο ο Ιεβέ φανερώνει τη δική του φύση δια µέσου των
κόσµων. Η σφαίρα, την οποία αρχικά κατοικεί και κατανοεί ο Μωυσής
µε την ισχυρή του σκέψη, δεν είναι ο κήπος της Εδέµ, ο θρυλικός
επίγειος παράδεισος, αλλά η δίχως όρια εγκόσµια σφαίρα του
Ζωροάστρη, η ανώτερη γη του Πλάτωνα, η παγκόσµια ουράνια
βασιλεία, η Εδέµ, Αδάµα, υπόσταση και κάθε άλλης γης. Αλλά ποια θα
είναι η εξέλιξη της ανθρωπότητας στο χώρο και το χρόνο; Ο Μωυσής
τη βλέπει σε συµπυκνωµένη µορφή µέσα στην ιστορία της πτώσης.
Στη Γένεση, η ψυχή, η ανθρώπινη ψυχή ονοµάζεται Αΐσχα, που είναι
ένα άλλο όνοµα της Ευας 78 . Η πατρίδα της είναι ο Σαµαΐµ, ο ουρανός.
Ζει εκεί, ευτυχισµένη µέσα στο θείο αιθέρα, αλλά δίχως επίγνωση του
εαυτού της. Χαίρεται τον ουρανό, χωρίς να τον κατανοεί. Διότι, για να
τον καταλάβει, πρέπει να τον έχει λησµονήσει κι έπειτα να τον
ξαναθυµηθεί. Για να τον αγαπήσει, πρέπει να τον έχει χάσει κι έπειτα
να τον επανακτήσει. Δε θα µάθει παρά µόνο µε τα βάσανα, δε θα
εννοήσει παρά µόνο µε την πτώση. Και τι πτώση, πόσο διαφορετικά
βαθιά και τραγική από την πτώση της παιδιάστικης Βίβλου που
διαβάζουµε! Προσελκύεται από τη σκοτεινή άβυσσο, από τον πόθο της
γνώσης —και η Αΐσχα αφήνεται να πέσει... Παύει να είναι η αγνή
ψυχή, που δεν έχει παρά ένα σώµα αστρικό που ζει από το θείο αιθέρα.
Ντύνεται ένα υλικό σώµα και εισέρχεται µέσα στον κύκλο των
γεννήσεων. Και οι ενσαρκώσεις της δεν είναι µία, αλλά εκατό, χίλιες,
µέσα σε σώµατα ολοένα και πιο χονδροειδή, σύµφωνα µε τα εκάστοτε
άστρα στα οποία κατοικεί. Κατεβαίνει από τον ένα κόσµο στον άλλο...
κατεβαίνει και λησµονεί... Ένας µαύρος πέπλος σκεπάζει το εσωτερικό
της µάτι, πνίγεται η θεία συνείδησή της, θολώνει η ανάµνηση του
ουρανού µέσα στο πυκνό ύφασµα της ύλης. Ωχρή, σαν χαµένη ελπίδα,
κάποια αδύνατη ενθύµηση της παλιάς της ευτυχίας λάµπει ακόµα µέσα
της, Από αυτήν τη σπίθα πρέπει να αναγεννηθεί η ίδια! Ναι, η Αΐσχα
ζει ακόµα µέσα σε αυτό το γυµνό ζευγάρι.
που κείτεται ανυπεράσπιστο πάνω σε µια άγρια γη, κάτω από έναν
εχθρικό ουρανό όπου µουγκρίζει ο κεραυνός. Ο χαµένος παράδεισος;
Είναι το άπειρο του σκεπασµένου ουρανού, πίσω της κι εµπρός της!
Ο Μωυσής βλέπει µε αυτόν τον τρόπο τις γεννήσεις του Α- δάµ
µέσα στο σύµπαν 79 . Επισκοπεί, έπειτα, τα πεπρωµένα του ανθρώπου
επί της γης. Βλέπει τους περασµένους κύκλους και τον παρόντα. Μέσα
στη γήινη Αΐσχα, στην ψυχή της ανθρωπότητας, είχε λάµψει άλλοτε η
συνείδηση του Θεού, µε τη φωτιά του Άγνι, στη χώρα του Κους, στις
πλαγιές των Ιµα- λαΐων.
Αλλά να την τώρα, έτοιµη να σβηστεί µέσα στην ειδωλολατρία,
κάτω από καταχθόνια πάθη, υπό την ασσυριακή τυραννία, µεταξύ
λαών και θεών που µάχονται και αλληλοτρώγο- νται. Ο Μωυσής
ορκίζεται στον εαυτό του να την ξυπνήσει, ιδρύοντας τη λατρεία του
Ελοΐµ.
Η ανθρωπότητα, όπως και το κάθε άτοµο χωριστά, έπρεπε να είναι η
εικόνα του Ιεβέ. Αλλά πού να βρει το λαό που θα την ενσαρκώσει και
που θα είναι ο ζων Λόγος της ανθρωπότητας;
Τότε ο Μωυσής, αφού συνέλαβε το Βιβλίο του και το Έργο του και
βυθοµέτρησε τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, κηρύττει τον πόλεµο
κατά της γήινης Εύας, εναντίον της αδύνατης και διεφθαρµένης φύσης.
Για να την κατανικήσει και να την ανορθώσει, επικαλείται το Πνεύµα,
το αρχέγονο και παντοδύναµο πυρ, τον Ιεβέ, στην πηγή του οποίου
ανέβηκε προ ολίγου. Αισθάνεται ότι τα ρευστά του τον καίνε και τον
διαποτίζουν. Το όνοµά του είναι θέληση.
Και µέσα στη µαύρη σιγή της κρύπτης, ακούει ο Μωυσής µία φωνή.
Βγαίνει από τα βάθη της συνείδησής του, πάλλε- ται σαν φως και λέει:
“Πήγαινε στο όρος του Θεού, προς το Χορέβ”.

4. Το όραµα του Σινά


τόσο γυµνός και γεµάτος ρωγµές κάτω
ΈΝΑΣ ΣΚΟΤΕΙΝΌΣ ΟΓΚΟΣ ΓΡΑΝΊΤΗ ,
από την αίγλη του ήλιου, ώστε θα έλεγε κανείς πως ήταν αυλακωµένος
από αστραπές και σκαλισµένος από τον κεραυνό. Είναι η κορυφή του
Σινά, ο θρόνος του Ελοΐµ, όπως λένε τα παιδιά της ερήµου. Μπροστά,
ένα χαµηλότερο
βουνό, τα βράχια του Σερβάλ, που είναι επίσης απόκρηµνο και
άγριο. Μέσα στα σπλάχνα του, µεταλλεία χαλκού και σπηλιές. Μεταξύ
των δυο βουνών, µία κατασκότεινη κοιλάδα, ένα χάος από πέτρες, που
οι Άραβες το ονοµάζουν Χορέβ —το Έρεβ ος του σηµιτικού θρύλου.
Είναι πένθιµη η κοιλάδα αυτή της απελπισίας, όταν πέφτει εκεί η
νύχτα µε τον ίσκιο του Σινά, και πιο πένθιµη ακόµα, όταν το βουνό
σκεπάζεται µε µια κουκούλα από σύννεφα, µέσα από την οποία
ξεφεύγουν απαίσιες λάµψεις. Τότε, ένας τροµερός άνεµος πνέει µέσα
στο στενό µονοπάτι. Λένε ότι εκεί ο Ελοΐµ αναποδογυρίζει όσους
προσπαθούν να παλέψουν µαζί του και τους εκσφενδονίζει µέσα στην
άβυσσο, όπου κατασταλάζει η λαίλαπα της βροχής. Εκεί επίσης, λένε
οι Μαδιανίτες, περιπλανώνται οι κακοποιές σκιές των γιγάντων, των
Ρεφαΐµ, που κάνουν και κυλούν βράχοι πάνω σε εκείνους που
δοκιµάζουν να ανέβουν στον άγιο τόπο. Η λαϊκή παράδοση θέλει
ακόµα το Θεό του Σινά να φανερώνεται µέσα σε αστραφτερή φωτιά,
σαν κεφαλή µέδουσας µε φτερά αετού. Δυστυχία σε εκείνους που
βλέπουν την όψη του. Τον είδες; Πέθανες.
Να τι διηγούνταν τα βράδια οι νοµάδες στις ιστορίες τους, κάτω
από τη σκηνή, όταν κοιµοΰνταν οι καµήλες και οι γυναίκες. Η αλήθεια
είναι ότι µόνο οι τολµηρότεροι από τους µυηµένους του Ιοθόρ
ανέβαιναν στο σπήλαιο του Σερβάλ και περνούσαν συνήθως εκεί
πολλές µέρες µε νηστεία και προσευχή. Σοφοί της Ιουδαίας είχαν βρει
εκεί την έµπνευση. Ήταν ένας χώρος αφιερωµένος από αµνηµονεΰτων
χρόνων στις υπερφυσικές οπτασίες, στα Ελοΐµ ή φωτεινά πνεύµατα.
Κανένας ιερέας, κανένας κυνηγός δε θα συγκατατίθετο να οδηγήσει
εκεί τον προσκυνητή.
Ο Μωυσής είχε ανέβει δίχως φόβο από τη χαράδρα του Χορέβ. Είχε
περάσει µε ατρόµητη καρδιά την κοιλάδα του θανάτου και το
βραχώδες χάος της. Όπως κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, έτσι και η
µύηση έχει τις φάσεις της ταπεινοσύ- νης και της περηφάνιας. Όταν
ανέβαινε τα σκαλιά του άγιου βουνού, ο Μωυσής είχε φτάσει στον
κολοφώνα της περηφάνιας, διότι άγγιζε το κατακόρυφο της
ανθρώπινης δύναµης. Ήδη νόµιζε ότι ένιωθε τον εαυτό του ένα µε το
υπέρτατο Ον. Ο ήλιος, µε το φλογερό πορφυρό χρώµα του, έγερνε
πάνω στον ηφαιστειακό όγκο του Σινά και οι µενεξεδένιοι ίσκιοι
έπεφταν µέσα στις κοιλάδες, όταν ο Μωυσής βρέθηκε µπροστά σε ένα
σπήλαιο, που την είσοδό του την προστάτευε µια
αραιή βλάστηση. Καθώς ετοιµαζόταν να µπει, του φάνηκε σαν να
τυφλώθηκε από ένα ξαφνικό φως που τον περιτύλιξε. Του φάνηκε ότι
το έδαφος έκαιγε από κάτω του και ότι τα βουνά του γρανίτη είχαν
µεταβληθεί σε θάλασσα από φλόγες. Στην είσοδο του σπηλαίου, µία
εκτυφλωτική οπτασία φωτός τον κοίταζε και µε τη ροµφαία του έφραζε
το δρόµο. Ο Μω- υσής έπεσε κεραυνόπληκτος, πρηνής. Όλη του η
περηφάνια είχε θρυµµατιστεί. Το βλέµµα του Αγγέλου τον είχε
διαπερά- σει µε το φως του. Και κατόπιν, µε τη βαθιά εκείνη αίσθηση
τ ω ν π ρ α γ µ ά τ ω ν , η ο π ο ί α δ ι ε γε ί ρ ε τ α ι κ α τ ά τ η ν ο ρ α µ α τ ι σ τ ι κ ή
κατάσταση, είχε καταλάβει ότι το ον εκείνο έµελλε να του επιβάλει
τροµερά πράγµατα. Θα ήθελε να ξεφΰγει από την αποστολή του και να
ξαναµπεί στη γη σαν άθλιο ερπετό.
Αλλά µια φωνή είπε: “Μωυσή! Μωυσή!”
Και αποκρίθηκε αυτός:
“Εδώ είµαι!”
“Μην πλησιάζεις διόλου εδώ. Βγάλε τα υποδήµατα από τα πόδια
σου. Διότι ο τόπος που πατάς είναι άγια γη”.
Ο Μωυσής έκρυψε το πρόσωπό του µέσα στα χέρια του. Φοβόταν
να ξαναδεί τον Άγγελο και να συναντήσει το βλέµµα του. Και ο
Άγγελος του είπε:
“Εσύ που ζητάς τον Ελοΐµ, γιατί τρέµεις µπροστά µου;” “Ποιος
είσαι;”
“Μία ακτίνα του Ελοΐµ, ένας ηλιακός Άγγελος, ένας απεσταλµένος
Εκείνου ο οποίος είναι και θα είναι”.
“Τι προστάζεις;”
“Θα πεις στα παιδιά του Ισραήλ: Ο Αιώνιος, ο Θεός των πατέρων
σας, ο Θεός του Αβραάµ, ο Θεός του Ισαάκ, ο Θεός του Ιακώβ, µε
έστειλε σε σας για να σας τραβήξω από τη χώρα της δουλείας”
“Ποιος είµαι”, είπε ο Μωυσής, “για να τραβήξω τα παιδιά του
Ισραήλ από την Αίγυπτο;”
“Πήγαινε, είπε ο Άγγελος, διότι θα είµαι µαζί σου. Θα βάλω τη
φωτιά του Ελοΐµ µέσα στην καρδιά σου και το λόγο του πάνω στα
χείλη σου. Εδώ και σαράντα χρόνια τον επικαλείσαι. Η φωνή σου
αντήχησε µέχρι αυτόν. Να, σε πιάνω εν ο- νόµατί του. Γιε του Ελοΐµ,
µου ανήκεις για πάντα”.
Και ο Μωυσής, θαρρεµένος, φώναξε:
“Δείξε µου τον Ελοΐµ! Ας δω τη ζωντανή φωτιά του!” Σήκωσε το
κεφάλι, αλλά η πύρινη θάλασσα είχε σβήσει και ο Άγγελος είχε φύγει
σαν αστραπή. Ο ήλιος είχε κατέβει
πίσω από τα σβησµένα ηφαίστεια του Σινά. Νεκρική σιγή πλανιόταν
πάνω στην κοιλάδα του Χορέβ και µία φωνή, που φαινόταν ότι
κυλούσε µέσα στο γαλάζιο αιθέρα και χανόταν στο άπειρο, έλεγε:
“Είµαι ο Ων”.
Ο Μωυσής συνήλθε από το όραµα εξουθενωµένος. Νόµισε προς
στιγµή ότι το σώµα του είχε φαγωθεί από τη φωτιά του αιθέρα. Αλλά
το πνεύµα του ήταν ισχυρότερο. Όταν ξανακα- τέβηκε στο ναό του
Ιοθόρ, ήταν έτοιµος για το έργο του. Η ζωντανή του ιδέα βάδιζε
εµπρός του, όπως ο Άγγελος, ο οπλισµένος µε την πύρινη ροµφαία.

5. Η έξοδος - Η έρηµος - Μαγεία και θεουργία


Tο σχέδιο ΤΟΥ µωυσή ήταν ένα από τα πιο ασυνήθιστα και τα πιο
τολµηρά που συνέλαβε ποτέ ανθρώπου νους. Να αποσπά- σει ένα λαό
από το ζυγό ενός έθνους τόσο ισχυρού, όπως η Αίγυπτος, να τον
οδηγήσει στην κατάκτηση µιας χώρας κατε- χόµενης από πληθυσµούς
εχθρικούς και καλύτερα οπλισµένους, να τον σύρει επί δέκα, είκοσι ή
σαράντα χρόνια µέσα στην έρηµο, να τον σκάσει από τη δίψα, να τον
πεθάνει από την πείνα, να τον κεντρίζει σαν άλογο ορµητικό κάτω από
τα βέλη των Χετταίων και των Αµαληκιτών, που ήταν έτοιµοι να τον
κοµµατιάσουν· να τον αποµονώσει µε τη σκηνή του µαρτυρίου του
Αιωνίου, ανάµεσα στα ειδωλολατρικά αυτά έθνη, να του επιβάλει το
µονοθεϊσµό µε πύρινη ράβδο και να του εµπνεύσει τέτοιο φόβο, τέτοιο
σεβασµό προς το µοναδικό αυτό Θεό, ο οποίος ενσαρκωνόταν µέσα
στη σάρκα του, ώστε να καταστεί αυτός το εθνικό του σύµβολο, ο
σκοπός όλων των φιλοδοξιών του και ο λόγος της ύπαρξής του. Τέτοιο
υπήρξε το ανήκουστο έργο του Μωυσή.
Η έξοδος συµφωνήθηκε και προετοιµάστηκε για πολύ καιρό από τον
προφήτη, τους κυριότερους Ισραηλίτες αρχηγούς και τον Ιοθόρ. Για να
βάλει το σχέδιό του σε δράση, ο Μωυσής επωφελήθηκε της ευκαιρίας
ότι ο Μενεφθάς, ο παλιός σύντροφός του στις σπουδές, ο οποίος είχε
γίνει φαραώ, αναγκάστηκε να αποκρούσει την τροµερή επιδροµή του
βασιλιά των Λιβύων Μερµαγιού. Ο αιγυπτιακός στρατός,
απασχοληµένος ολόκληρος στα δυτικά, δεν µπόρεσε να συγκρα- τήσει
τους Εβραίους και η µαζική µετανάστευση ενεργήθηκε ειρηνικά.
Ιδού, λοιπόν, οι Μπενί-Ισραήλ σε πορεία.
Η µακρά αυτή σειρά των καραβανιών, που µετέφερε τις σκηνές
πάνω στις καµήλες και την οποία ακολουθούσαν µεγάλα κοπάδια,
ετοιµάζεται να παρακάµψει την Ερυθρά Θάλασσα. Δεν είναι ακόµα
παρά µερικές χιλιάδες άνθρωποι. Αργότερα η µετανάστευση θα
µεγαλώσει “από παντός είδους ανθρώπους”, όπως λέει η Βίβλος:
Χαναναίους, Εδωµίτες, Άραβες, Σηµίτες κάθε γένους, που
προσελκΰστηκαν και γοητεύτηκαν από τον προφήτη της ερήµου, ο
οποίος τους καλου- σε από όλες τις γωνίες του ορίζοντα, για να τους
ζυµώσει κατά την αρέσκειά του. Ο πυρήνας του λαού αυτού
αποτελείται από τους Μπενί-Ισραήλ, ανθρώπους έντιµους αλλά
σκληρούς, επίµονους και ανυπότακτους. Οι αρχηγοί τους τους έχουν
διδάξει τη λατρεία του µοναδικού Θεού, η οποία αποτελεί γι’ αυτούς
µία υψηλή πατριαρχική παράδοση. Αλλά µέσα στις πρωτόγονες και
βίαιες αυτές φύσεις, ο µονοθεϊσµός δεν είναι ακόµη παρά µόνο µία
βελτιωµένη και διαλείπουσα συνείδηση. Μόλις ξυπνήσουν τα κακά
τους πάθη, το ένστικτο του πολυθεϊσµού, τόσο φυσικό στον άνθρωπο,
αποκτά εκ νέου υπεροχή. Τότε πέφτουν πάλι στις λαϊκές προλήψεις,
στη µαγγανεία και τα ειδωλολατρικά έργα των γειτονικών πληθυσµών
της Αιγύπτου και της Φοινίκης, που ο Μωυσής µέλλει να τα
καταπολεµήσει µε δρακόντειους νόµους.
Γύρω από τον προφήτη, που διοικεί το λαό αυτό, υπάρχει ένα
πλήθος ιερέων, µε επικεφαλής τον Ααρών, τον εν µυήσει αδερφό του,
και την προφήτισσα Μαρία, η οποία αντιπροσωπεύει ήδη στον Ισραήλ
τη γυναικεία µύηση. Το πλήθος αυτό συγκροτεί το ιερατείο. Μαζί µε
αυτούς, εβδοµήντα αρχηγοί, εκλεκτοί ή µυηµένοι λαϊκοί, συνωθούνται
γύρω από τον προφήτη του Ιεβέ, ο οποίος θα τους εµπιστευτεί τη
µυστική του διδασκαλία και την προφορική του παράδοση, ο οποίος θα
µεταβιβάσει σε αυτούς ένα µέρος της εξουσίας του και θα τους κάνει
κάποτε κοινωνούς των εµπνεύσεων και των βλέψε- ών του.
Στη µέση του πλήθους αυτού µεταφέρουν τη χρυσή κιβωτό. Ο
Μωυσής δανείστηκε την ιδέα αυτή από τους αιγυπτιακούς ναούς, όπου
η κιβωτός χρησίµευε ως άδυτο για τα θε- ουργικά βιβλία. Αλλά έβαλε
και τη µετασχηµάτισαν σύµφωνα µε ένα νέο τύπο, για τα προσωπικά
του σχέδια. Η κιβωτός του Ισραήλ είναι περιστοιχισµένη µε τέσσερα
χρυσά Χερουβείµ παρόµοια µε σφίγγες, και όµοια µε τα τέσσερα
συµβο-
λικά ζώα του οράµατος του Ιεζεκιήλ. Το ένα έχει κεφαλή
λιονταριού, το άλλο κεφαλή ταύρου, το τρίτο κεφαλή αετού και το
τέταρτο κεφαλή ανθρώπου. Εκπροσωπούν τα τέσσερα παγκόσµια
στοιχεία: τη γη, το νερό, τον αέρα και τη φωτιά - όπως και οι τέσσερις
κό σ µ ο ι , π ο υ α ν τ ι π ρ ο σ ω π ε ύ ο ν τ α ι α π ό τ α γ ρ ά µ µ α τ α τ ο υ θ ε ί ο υ
τετραγράµµατος. Τα Χερουβείµ σκεπάζουν µε τις φτερούγες τους το
ιλαστήριο.
Η κιβωτός αυτή θα είναι το όργανο των ηλεκτρικών και φωτεινών
φαινοµένων, τα οποία θα παράγονται µε τη µαγεία του ιερέα του
Όσιρι, φαινοµένων που θα εξογκώσει ο θρύλος και που θα γεννήσουν
τις βιβλικές διηγήσεις. Η χρυσή κιβωτός περικλείει ακόµα το Σεχρέρ-
Βερεσχίθ ή Βιβλίο της Κοσµογονίας, συνταγµένο από το Μωυσή µε
αιγυπτιακά ιερογλυφικά, και το µαγικό ραβδί του προφήτη, το οποίο η
Βίβλος ονοµάζει “ράβδο”. Θα περιέχει ακόµα το βιβλίο της Διαθήκης
ή το νόµο του Σινά. Ο Μωυσής θα ονοµάσει την κιβωτό “θρόνο του
Ελοΐµ”, γιατί µέσα σε αυτήν είναι αποθεµένη η ιερή παράδοση, η
αποστολή του Ισραήλ, η ιδέα του Ιεβέ.
Τι πολιτικό σύστηµα θα δώσει ο Μωυσής στο λαό του; Ως προς
αυτό, θα πρέπει να παραθέσουµε ένα από τα πιο περί- εργα χωρία της
Εξόδου. Το χ ω ρ ί ο α υ τ ό µ α ς φ α ί ν ε τ α ι τ ό σ ο π α - λ ι ό τ ε ρ ο κ α ι
αυθεντικότερο, όσο µας παρουσιάζει την ασθενή πλευρά του Μωυσή,
την τάση του προς την ιερατική υπερηφάνεια και τη θεοκρατική
τυραννία, που την καταστέλλει ο Αιθίοπας µυητής του:
Τψ επαύριον ο Μωυσής κάθισε για να κρίνει το λαό, και ο λαός στεκόταν
µπροστά στο Μωυσή από το πρωί ως το βράδυ. Ο πεθερός του Μωυσή, βλέποντας
ό,τι εκείνος έκανε στο λαό, του είπε:
“Τι είναι αυτό που κάνεις στο λαό; Γιατί εσύ µόνο να κάθεσαι και ο λαός όλος να
στέκεται εµπρός σου από το πρωί ως το βράδυ;”
Και ο Μωυσής αποκρίθηκε στον πεθερό του:
“Γιατί ο λαός έρχεται σε εµένα για να ρωτήσει το Θεό. Όταν έχουν κάποια
υπόθεσή, έρχονται σε µένα. Τότε κρίνω µεταξύ του ενός και του άλλου, και τους
φανερώνω τα προστάγµατα του Θεού και τους νόµους Του”.
Αλλά ο πεθερός του Μωυσή του είπε:
“Δεν κάνεις καλά. Σίγουρα και συ θα καταβληθείς και αυτός ακόµη ο λαός που
είναι µαζί σου · γιατί αυτό είναι πο-
λύ βαρύ για σένα και δε θα µπορέσεις να το κάνεις µόνος σου. Άκονσε λοιπόν τη
φωνή µου: θα σε συµβουλεύσω και ο Θεός θα είναι µαζί σου. Συ µεν να είσαι
ενώπιον του Θεού υπέρ του λαού, για να αναφέρεις τις υποθέσεις στο Θεό. Και
δίδασκέ τους τις εντολές και τους νόµους, και δείχνε το δρόµο στον οποίο πρέπει να
βαδίζουν, και τι πρέπει να πράττουν. Και διάλεξε µεταξύ όλου του λαού άνδρες
άξιους, θεοσεβείς, άνδρες φιλαλήθεις, να µισούν τη φιλαργυρία, και διόρισέ τους
πάνω σε αυτούς ως αρχηγούς χιλιάδων, ως αρχηγούς εκατοντάδων, ως αρχηγούς
πεντηκοντάδων και ως αρχηγούς δεκάδων. Και ας κρίνουν αυτοί το λαό, όλο τον
καιρό■ αλλά θα σου αναφέρουν µεν όλες τις σοβαρές υποθέσεις, όλα δε τα
µικροζητήµατα ας τα κρίνουν αυτοί. Έτσι θα ανακουφιστείς και θα µοιράζονται το
βάρος µαζί σου. Αν το κάνεις αυτό, και ο Θεός σε προστάζει έτσι, τότε θα µπορέσεις
να βαστάξεις και ακόµη αυτός ο λαός θα φτάσει στον τόπο του µε ειρήνη”.
Ο Μωυσής υπάκουσε στους λόγους του πεθερού του και έκανε ό,τι του είπε.*0
Συνάγεται από αυτό το χωρίο ότι στο σύνταγµα του Ισραήλ, το
οποίο ιδρύθηκε από το Μωυσή, η εκτελεστική εξουσία θεωρούνταν
απόρροια της δικαστικής εξουσίας και βρισκόταν υπό τον έλεγχο της
ιερατικής εξουσίας. Τέτοια ήταν η κυβέρνηση που κληροδοτήθηκε από
το Μωυσή στους διαδόχους του κατά τη σοφή συµβουλή του Ιοθόρ.
Παρέµεινε η ίδια στην εποχή των Κριτών, από τον Ιησού του Ναυή ως
το Σαµουήλ, µέχρι το σφετερισµό του Σαούλ. Στην εποχή των
Βασιλέων, το εξευτελισµένο ιερατείο άρχισε να χάνει την αληθινή
παράδοση του Μωυσή, η οποία επέζησε µόνο στους προφήτες.
Το είπαµε ήδη, ο Μωυσής δεν υπήρξε ένας πατριώτης, αλλά ένας
δαµαστής λαών, ο οποίος είχε υπόψη του τα πεπρωµένα όλης της
ανθρωπότητας. Ο Ισραήλ δεν ήταν γι’ αυτόν παρά ένα µέσο. Σκοπός
του ήταν η παγκόσµια θρησκεία - και πέρα από τους νοµάδες, η σκέψη
του πήγαινε στους µέλλοντες καιρούς. Από την έξοδο από την Αίγυπτο
µέχρι το θάνατο του Μωυσή, η ιστορία του Ισραήλ δεν υπήρξε παρά
µία µακρά µονοµαχία µεταξύ του προφήτη και του λαού του.
Ο Μωυσής οδήγησε τις φυλές του Ισραήλ πρώτα στο Σινά, στην
άνυδρη έρηµο, µπροστά από το βουνό που ήταν αφιε-
ρωµένο στον Ελοΐµ από όλους τους Σηµίτες, όπου και αυτός ο ίδιος
είχε την αποκάλυψή του. Εκεί όπου το πνεύµα του Ελοΐµ κυρίεψε τον
προφήτη, ο προφήτης θέλησε να κυριέψει το λαό του και να του βάλει
στο µέτωπο τη σφραγίδα του Ιε- βέ: τις δέκα εντολές, ισχυρή
συγκεφαλαίωση του ηθικού νόµου και συµπλήρωµα της υπερβατικής
αλήθειας, της κλεισµένης µέσα στο ερµητικό βιβλίο της κιβωτού.
Τίποτα τραγικότερο από τον πρώτο αυτό διάλογο µεταξύ του
προφήτη και του λαού του. Εκεί συνέβησαν σκηνές παράδοξες,
αιµατηρές, τροµερές, οι οποίες άφησαν το αποτύπωµα, κατά κάποιο
τρόπο, ζεστού σιδήρου στη οκληραγωγηµέ- νη σάρκα του Ισραήλ.
Κάτω από τις µεγαλοποιήσεις του βιβλικού θρύλου µαντεύουµε την
πιθανή πραγµατικότητα των γεγονότων.
Οι εκλεκτοί των φυλών έχουν κατασκηνώσει στο οροπέδιο του
Φιράν, στην είσοδο µιας άγριας κλεισούρας, που οδηγεί στους βράχους
του Σερβάλ. Η απειλητική κορυφή του Σινά δεσπόζει στο βραχώδες,
ηφαιστειακό και στενό εκείνο µέρος. Ενώπιον ολόκληρης της
συνέλευσης, ο Μωυσής αναγγέλλει επίσηµα ότι θα πορευθεί στο όρος
για να συµβουλευτεί τον Ελοΐµ και ότι θα φέρει από εκεί το νόµο
γραµµένο πάνω σε πέτρινες πλάκες. Προστάζει το λαό να αγρυπνεί και
να νηστεύει, να τον περιµένει σε αγνότητα και προσευχή. Αφήνει τη
φορητή κιβωτό, που τη σκεπάζει το παραπέτασµα της σκηνής του
µαρτυρίου, στη φύλαξη των εβδοµήντα Παλαιών. Έπειτα εξαφανίζεται
µέσα στην κλεισούρα, παίρνοντας µαζί του µόνο τον πιστό του µαθητή
Ιησού του Ναυή.
Οι µέρες περνούν. Ο Μωυσής δεν επιστρέφει. Ο λαός ανησυχεί
στην αρχή, έπειτα µουρµουρίζει: “Γιατί να µας φέρει στη φοβερή αυτή
έρηµο και να µας εκθέσει στα βέλη των Α- µαληκιτών; Ο Μωυσής µάς
υποσχέθηκε να µας οδηγήσει στη χώρα της Χαναάν, όπου τρέχει το
γάλα και το µέλι, και να που εµείς πεθαίνουµε στην έρηµο. Καλύτερα
άξιζε η δουλεία στην Αίγυπτο παρά η άθλια αυτή ζωή. Μακάρι να
είχαµε ακόµα τα πιάτα το κρέας που τρώγαµε εκεί κάτω! Αν ο Θεός
του Μωυσή είναι ο αληθινός θεός, ας το δείξει, ας διασκορπιστούν
όλοι οι εχθροί του και ας µπούµε αµέσως στη γη της επαγγελίας”.
Οι γογγυσµοί αυτοί µεγάλωναν. Μερικοί στασιάζουν, οι αρχηγοί
επεµβαίνουν. Και να που έρχεται ένα πλήθος από γυναίκες, που
κρυφοµιλούν και ψιθυρίζουν µεταξύ τους. Εί-
ναι κοπέλες της Μωάβ, µε µαύρο δέρµα, µε λυγερά σώµατα, µε
πλούσιες καµπύλες, παλλακίδες ή υπηρέτριες µερικών αρχηγών
Εδωµιτών, συµµάχων του Ισραήλ. Θυµούνται ότι υπήρξαν ιέρειες της
Ασταρώθ και ότι πανηγύρισαν τα όργια της θεάς µέσα στα ιερά δάση
της πατρίδας τους. Νιώθουν ότι ήρθε η ώρα να ξαναπάρουν την
εξουσία τους. Έρχονται στολισµένες µε χρυσάφι και µε ανοιχτά
φορέµατα, µε το χαµόγελο στο στόµα, σαν στράτευµα από όµορφα
φίδια που βγαίνουν µέσα από τη γη και κάνουν να ιριδίζουν στον ήλιο
τα κυµατιστά σχήµατά τους, µε τις µεταλλικές αντανακλάσεις.
Αναµειγνύονται µε τους στασιαστές, τους κοιτάζουν µε τα λαµπερά
τους µάτια, τους αγκαλιάζουν µε τα χέρια τους, όπου κροταλίζουν
χάλκινα βραχιόλια, και τους χαϊδεύουν µε τις χρυσές τους φωνές:
“Και στο κάτω-κάτω της γραφής, τι είναι αυτός ο ιερέας της
Αίγυπτου και ο Θεός του; Θα έχει πεθάνει πάνω στο Σι- νά. Οι Ρεφαΐµ
θα τον έριξαν µέσα σε κάποια άβυσσο. Δεν είναι αυτός που θα
οδηγήσει τις φυλές στη Χαναάν. Αλλά ας επικαλεστούν τα παιδιά του
Ισραήλ τους θεούς της Μωάβ: το Βελφεγώρ και την Ασταρώθ! Αυτοί
είναι θεοί που µπορείς και τους βλέπεις και που κάνουν θαύµατα. Θα
σας οδηγήσουν στη χώρα της Χαναάν!”
Οι στασιαστές ακουν τις Μωαβίτισσες, παρακινούν ο ένας τον άλλο
και από το πλήθος βγαίνει αυτή η φωνή: “Ααρών, φτιάξε µας θεούς
που να βαδίζουν µπροστά µας· γιατί, όσον αφορά το Μωυσή, που µας
έκανε να ανεβούµε από τη χώρα της Αίγυπτου, δεν ξέρουµε τι του
συνέβη”. Ο Ααρών µάταια προσπαθεί να καθησυχάσει τον όχλο. Οι
κοπέλες της Μωάβ προσκαλουν Φοίνικες ιερείς, που είχαν έρθει µαζί
µε κάποιο καραβάνι. Αυτοί φέρνουν ένα άγαλµα ξύλινο της Ασταρώθ
και το υψώνουν πάνω σε ένα λίθινο βωµό. Οι στασιαστές
εξαναγκάζουν τον Ααρών, απειλώντας τον µε θάνατο, να χύσει στο
καλουπι το χρυσό µόσχο, µία από τις µορφές του Βελφεγώρ.
Θυσιάζουν ταύρους και τράγους στους ξένους θεούς, αρχίζουν να
πίνουν και να τρώνε και λάγνοι χοροί, που τους σέρνουν οι κοπέλες
από τη Μωάβ, αρχίζουν γύρω από τα είδωλα, υπό τον ήχο των νεβέλ,
των κιννώφ και των κυµβάλων, που τα χτυπούσαν γυναίκες.
Οι εβδοµήντα Παλαιοί, που είχαν εκλεγεί από το Μωυσή για τη
φύλαξη της κιβωτού, µάταια προσπάθησαν να σταµατήσουν αυτήν την
αταξία µε τις επιτιµήσεις τους. Τώρα κά-
θονται καταγής µε το κεφάλι σκεπασµένο µε σάκκο τέφρας 81 .
Στριµωγµένοι γύρω από τη σκηνή του µαρτυρίου της κιβωτού, ακούν
µε ταραχή τις άγριες κραυγές, τα φιλήδονα τραγούδια, τις επικλήσεις
προς τους καταραµένους θεούς, δαίµονες της ασέλγειας και της
σκληρότητας. Βλέπουν µε φρίκη το λαό αυτό σε οργασµό χαράς και
επανάστασης εναντίον του θεού του. Τι θα απογίνει η κιβωτός, το
βιβλίο και ο Ισραήλ, αν ο Μωυσής δεν ξαναγυρίσει;
Όµως ο Μωυσής επιστρέφει. Από τη µακρά του κατάνυξη, από την
αποµόνωσή του πάνω στο όρος του Ελοΐµ, φέρνει το νόµο πάνω σε
λίθινες πλάκες 82 . Καθώς µπήκε στο στρατόπεδο, βλέπει τους χορούς,
τα όργια του λαού του µπροστά στα είδωλα της Ασταρώθ και του
Βελφεγώρ. Στην εµφάνιση του ιερέα του Όσιρι, του προφήτη του
Ελοΐµ, οι χοροί σταµατούν, οι ξένοι ιερείς φεύγουν, οι στασιαστές
διστάζουν. Η οργή βράζει µέσα στα στήθη του Μωυσή σαν παµφάγος
φωτιά. Σπάζει τις πέτρινες πλάκες και νιώθει κανείς πως θα µπορούσε
να τσάκιζε έτσι όλον αυτόν το λαό και ότι ο Θεός τον έχει κυριεύσει.
Ο Ισραήλ τρέµει, αλλά οι στασιαστές έχουν βλέµµατα γεµάτα µίσος,
που τα κρύβουν από φόβο. Μία λέξη, µία κίνηση δισταγµού από
µέρους του αρχηγού-προφήτη και η "Υδρα της ειδωλολατρικής
αναρχίας θα ορθώσει εναντίον του τα χίλια της κεφάλια και θα
σαρώσει κάτω από βροχή λίθων την άγια κιβωτό, τον προφήτη και την
ιδέα του. Αλλά ο Μωυσής είναι εκεί, και πίσω του οι αόρατες δυνάµεις
που τον προστατεύουν. Καταλαβαίνει ότι πρέπει προπαντός να
ανορθώσει την ψυχή των εβδοµήντα εκλεκτών στο δικό του ύψος και
µέσω αυτών, έπειτα, να ανυψώσει όλον το λαό. Επικαλείται τον Ελοΐµ-
Ιεβέ, το άρρεν πνεύµα, το Πυρ-Στοιχείο, από το βάθος του εαυτού του
και από το βάθος του ουρανού.
“Προς εµένα οι εβδοµήντα!” φωνάζει ο Μωυσής “Ας πάρουν την
κιβωτό και ας ανέβουν µαζί µε εµένα στο όρος του Θεού. Όσον αφορά
αυτόν εδώ το λαό, ας περιµένει και ας τρέµει. Πηγαίνω να του φέρω
την κρίση του Ελοΐµ”.
Οι ιερείς σηκώνουν από κάτω από τη σκηνή τη χρυσή κιβωτό,
σκεπασµένη µε τα παραπετάσµατα, και η συνοδεία των εβδοµήντα
εξαφανίζεται µαζί µε τον προφήτη µέσα στα µονοπάτια του Σινά. Δε
γνωρίζει κανείς ποιος τρέµει περισσότερο — οι ιερείς γι’ αυτό που
πρόκειται να δουν ή ο λαός για την τιµωρία, την οποία ο Μωυσής
αφήνει κρεµασµένη
πάνω από το κεφάλι του σαν αόρατο ξίφος. Ω! αν µπορούσαν να
ξεφύγουν από τα τροµερά χέρια αυτού του ιερέα του Όσι- ρι, αυτου
του προφήτη της δυστυχίας, λένε οι στασιαστές. Και βιαστικά, το µισό
στρατόπεδο διπλώνει τις σκηνές, σελώνει τις καµήλες και ετοιµάζεται
να φύγει. Αλλά να που ένα παράξενο λυκόφως, ένας πέπλος από σκόνη
απλώνεται στον ουρανό, ένας κρύος άνεµος φυσά από την Ερυθρά
Θάλασσα, η έρηµος παίρνει χρώµα υπόξανθο και θαµπό και πίσω από
το Σινά µαζεύονται πυκνά σύννεφα. Τέλος, ο ουρανός γίνεται µαύρος.
Πνοές ανέµου φέρνουν κύµατα άµµου και αστραπές κάνουν να
ξεσπουν σε χείµαρρους βροχής οι στρόβιλοι από σύννεφα που
σκεπάζουν το Σινά. Σε λίγο, αστράφτει ο κεραυνός και η βοή του, που
αντηχεί σε όλα τα στόµια των βραχωδών όγκων, ξεσπά πάνω στο
στρατόπεδο, σε διαδοχικές βροντές, µε τροµαχτικό πάταγο. Ο λαός δεν
αµφιβάλλει ότι αυτό είναι ο θυµός του Ελοΐµ, που τον προκάλεσε ο
Μωυσής. Οι κοπέλες από τη Μωάβ εξαφανίζονται. Τα είδωλα
αναποδογυρίζονται, οι αρχηγοί γονατίζουν, τα παιδιά και οι γυναίκες
κρύβονται κάτω από τις κοιλιές των καµήλων. Αυτό διαρκεί ολόκληρο
µερόνυχτο. Ο κεραυνός πέφτει πάνω στις σκηνές, σκοτώνει ανθρώπους
και ζώα και η βροντή µουγκρίζει ακα- τάπαυστα.
Κατά το βράδυ, η θύελλα κοπάζει, τα σύννεφα εξακολουθούν να
καπνίζουν πάνω στο Σινά και ο ουρανός παραµένει µαύρος. Αλλά να,
στην είσοδο του στρατοπέδου εµφανίζονται πάλι οι εβδοµήντα, µε το
Μωυσή επικεφαλής. Και µέσα στην αµυδρή λάµψη του λυκόφωτος, το
πρόσωπο του προφήτη και τα πρόσωπα των εκλεκτών του
ακτινοβολούν από υπερφυσικό φως, σαν να έφερναν πάνω στην όψη
τους την ανταύγεια µιας λαµπρής και υπέροχης οπτασίας. Πάνω στη
χρυσή κιβωτό, πάνω στα χερουβείµ µε τις πύρινες φτερούγες,
µετεωρίζεται µια ηλεκτρική λάµψη, σαν φωσφορίζουσα στήλη.
Μπροστά σε αυτό το εξαιρετικό θέαµα, οι Παλαιοί και ο λαός, άνδρες
και γυναίκες, γονατίζουν από µακριά.
“Ας έρθουν σε µένα εκείνοι που είναι µε το µέρος του Αιωνίου”,
λέει ο Μωυσής.
Τα τρία τέταρτα των αρχηγών του Ισραήλ τάσσονται γύρω από το
Μωυσή. Οι στασιαστές µένουν κρυµµένοι κάτω από τις σκηνές τους.
Τότε, ο προφήτης προχωρεί και προστάζει τους πιστούς του να
περάσουν δια πυρός και σιδήρου τους πρωταίτιους της στάσης και τις
ιέρειες της Ασταρώθ, ώστε να
τρέµει για πάντα ο Ισραήλ ενώπιον του Ελοΐµ και να θυµάται το
νόµο του Σινά και την πρώτη του εντολή: “Εγώ είµαι Κύριος ο Θεός
σου, ο οποίος σε έβγαλα από τη χώρα της Αίγυπτου, από τον οίκο της
δουλείας. Δε θα έχεις κανέναν άλλο θεό, πλην εµού. Δε θα κάνεις
διόλου είδωλα, ούτε κανενός είδους οµοιώµατα των πραγµάτων που
είναι πάνω στους ουρανούς είτε κάτω από τη γη, είτε µέσα στα υδατα
κάτω από τη γη”.
Με αυτό το µείγµα τρόµου και µυστηρίου επέβαλε ο Μω- υσής το
νόµο του και το θρήσκευµά του στο λαό του. Έπρεπε να χαράξει την
ιδέα του Ιεβέ µε πύρινα γράµµατα πάνω στην ψυχή του· και δίχως
αυτά τα αµείλικτα µέσα, ο µονοθεϊσµός ποτέ του δε θα είχε
θριαµβεύσει πάνω στον κατακτητή πολυθεϊσµό της Φοινίκης και της
Βαβυλώνας.
Αλλά τι είχαν δει οι εβδοµήντα πάνω στο Σινά; Το Δευτερονόµιο (λγ'
2) µιλά για µια κολοσσιαία οπτασία, για χιλιάδες αγίων που
εµφανίστηκαν µέσα στην καταιγίδα, πάνω στο Σινά, µέσα στο φως του
Ιεβέ. Οι σοφοί του παλαιού κύκλου, οι αρχαίοι µυηµένοι των Αρίων,
της Ινδίας, της Περσίας και της Αιγύπτου, όλα τα ευγενή παιδιά της
Ασίας, της γης του Θεού, ήρθαν, άραγε, να βοηθήσουν το Μωυσή στο
έργο του και να ασκήσουν αποφασιστική πίεση πάνω στη συνείδηση
των συντρόφων του; Οι πνευµατικές δυνάµεις που αγρυπνούν πάνω
από την ανθρωπότητα είναι πάντοτε παρούσες, αλλά ο πέπλος που µας
χωρίζει από αυτές δε σχίζεται παρά µόνο στις µεγάλες ώρες και για
λίγους εκλεκτούς. Όπως και αν έχει το πράγµα, ο Μωυσής έκανε να
περάσει µέσα στους εβδοµήντα το θείο πυρ και η ενέργεια της δικής
του θέλησης. Αυτοί υπήρξαν ο πρώτος ναός, πριν από το ναό του
Σολοµώντα, ο ζωντανός ναός, ο εν πορεία ναός, η καρδιά του Ισραήλ,
βασιλικό φως του Θεού.
Με τις σκηνές του Σινά, µε τις αθρόες θανατώσεις των στασιαστών,
ο Μωυσής απέκτησε εξουσία πάνω στους νοµάδες Σηµίτες, τους
οποίους κρατούσε κάτω από το σιδερένιο του χέρι. Άλλες, όµως,
ανάλογες σκηνές, ακολουθούµενες από νέα γερά χτυπήµατα, θα
ξανασυνέβησαν, βέβαια, κατά τις προελάσεις και τις υποχωρήσεις,
στην πορεία για τη γη Χαναάν. Όπως ο Μωάµεθ, έτσι και ο Μωυσής
χρειάστηκε να αναπτύξει συγχρόνως τη µεγαλοφυΐα ενός προφήτη,
ενός πολεµιστή κι ενός κοινωνικού οργανωτή. Χρειάστηκε να παλέψει
εναντίον της κούρασης, των συκοφαντιών, των συνωµο-
σιών. Μετά τη λαϊκή στάση, είχε να συντρίψει την περηφάνια των
ιερέων, οι οποίοι ήθελαν να εξισώσουν το ρόλο τους προς το δικό του,
να παρουσιάζονται, όπως εκείνος, ως απευθείας εµπνευσµένοι του
Ιεβέ* ή τις πιο επικίνδυνες ακόµη συνωµοσίες µερικών φιλόδοξων
αρχηγών, όπως οι Κορέ, Δα- τάν και Αβιράµ, που υποδαύλιζαν τη
λαϊκή ανυποταξία, για να ανατρέψουν τον προφήτη και να
ανακηρυξουν ένα βασιλιά, όπως θα το κάνουν αργότερα οι Ισραηλίτες
µε το Σαοΰλ, παρά την αντίσταση του Σαµουήλ. Σ’ αυτήν την πάλη, ο
Μω- υσής επιδεικνύει εναλλαγές αγανάκτησης και οίκτου, πατρικής
τρυφερότητας και µουγκρητών λιονταριού, απέναντι στο λαό που
σφαδάζει κάτω από το σφίξιµο του πνεύµατός του και που, µολαταύτα,
θα τον υποστεί. Βρίσκουµε την ηχώ µέσα στους διαλόγους που η
βιβλική ερµηνεία παρουσιάζει µεταξύ του προφήτη και του Θεού του,
διαλόγους που φαίνεται πως φανερώνουν εκείνο που συνέβαινε στα
βάθη της συνείδησής του.
Στην Πεντάτευχο, ο Μωυσής θριαµβεύει πάνω σε όλα τα εµπόδια, µε
θαύµατα κάτι παραπάνω από απίθανα. Ο Ιεχωβά, που εννοείται ως
θεός προσωπικός, είναι πάντα στη διάθεσή του. Εµφανίζεται πάνω στη
σκηνή του µαρτυρίου µε τη µορφή λαµπρού νέφους, το οποίο
ονοµάζεται “η δόξα του Κυρίου”. Ο Μωυσής µόνο µπορεί να εισέλθει
σε αυτό. Τους βέβηλους που το πλησιάζουν τούς χτυπά ο θάνατος. Η
σκηνή του µαρτυρίου, που περικλείει την κιβωτό, παίζει στη βιβλική
διήγηση το ρόλο µιας γιγαντιαίας ηλεκτρικής συστοιχίας, η οποία, από
τη στιγµή που θα γεµίσει από το πυρ του Ιεχωβά, κατακεραυνώνει
ανθρώπινες µάζες. Οι γιοι του Ααρών, οι διακόσιοι πενήντα οπαδοί
του Κορέ και του Δατάν, τέλος, δεκατέσσερις χιλιάδες άνθρωποι του
λαού (!) φονεύονται µε το χτύπηµά της. Επιπλέον, ο Μωυσής προκαλεί
σε ορισµένη ώρα ένα σεισµό, ο οποίος καταπίνει τους τρεις
στασιαστές αρχηγούς µαζί µε τις σκηνές και τις οικογένειές τους. Η
τελευταία αυτή διήγηση έχει τροµερή και µεγαλειώδη ποίηση. Αλλά
έχει χαρακτήρα υπερβολικό και τόσο πρόδηλα θρυλικό, ώστε θα ήταν
παιδαριώδες να συζητήσουµε για την αλήθειά της. Εκείνο το οποίο
περισσότερο από κάθε τι άλλο δίνει ένα χαρακτήρα εξωτικό σε αυτές
τις διηγήσεις, είναι ο ρόλος του οξύθυµου και κυκλοθυµικού θεού, τον
ο π ο ί ο π α ί ζ ε ι µ έ σ α ε κ ε ί ο Ι ε χω β ά . Ε ί ν α ι π ά ν τ ο τ ε έ τ ο ι µ ο ς ν α
κατακεραυνώσει και να καταστρέψει, ενώ ο Μωυσής αντιπροσωπεύει
τη φιλευσπλα-
χνία και τη σοφία. Μία αντίληψη της θεότητας τόσο παιδική, τόσο
αντιφατική, δεν είναι λιγότερο ξένη στη συνείδηση ενός µυηµένου του
Όσιρι από όσο στη συνείδηση ενός Ιησού.
Και όµως, οι κολοσσιαίες αυτές υπερβολές φαίνεται να προέρχονται
από µερικά φαινόµενα που οφείλονται στις µαγικές δυνάµεις του
Μωυσή και τα οποία έχουν αναλογίες στην παράδοση των αρχαίων
ναών. Είναι εδώ ο κατάλληλος τόπος να πούµε τι µπορούµε να
πιστέψουµε από τα θαύµατα του Μωυσή, όπως τα αποκαλεί ο ίδιος,
υπό το πρίσµα µιας λογικής φιλοσοφίας και των διευκρινισµένων
σηµείων της απόκρυφης γνώσης. Η παραγωγή ηλεκτρικών φαινοµένων,
υπό διάφορες µορφές, µέσω της θέλησης ισχυρών µυηµένων, δεν
αποδίδεται µόνο στο Μωυσή από την αρχαιότητα. Η χαλδαϊκή
παράδοση απέδιδε τέτοια στους µάγους, η δε ελληνική και λατινική
παράδοση σε µερικούς ιερείς του Δία και του Απόλλωνα 83 .
Σ’ αυτές τις περιστάσεις, τα φαινόµενα είναι βεβαίως ηλεκτρικής
φύσης. Αλλά ο ηλεκτρισµός της γήινης ατµόσφαιρας θα τίθετο, τότε,
σε κίνηση από κάποια δύναµη λεπτή και πιο παγκόσµια, που διαχέεται
παντού, και την οποία οι µεγάλοι µύστες θα ήξεραν να την έλκουν, να
τη συγκεντρώνουν και να την εκτοξεύουν. Η δύναµη αυτή ονοµάζεται
αχάσα από τους βραχµάνες, πυρ-στοιχείο από τους µάγους της Χαλδαίας,
µέγας µαγιχός παράγοντας από τους Καβαλιστές του Μεσαίωνα. Από την
άποψη της σύγχρονης επιστήµης, θα µπορούσαµε να την ονοµάσουµε
αιθέρια δύναµη. Μπορεί κανείς είτε να την έλ- ξει απευθείας, είτε να
την επικαλεστεί µε τη βοήθεια αόρατων παραγόντων, ενσυνείδητων ή
ηµισυνειδητών, από τους οποίους είναι πληµµυρισµένη η γήινη
ατµόσφαιρα και τους οποίους γνωρίζει να υποτάσσει η θέληση των
µάγων. Η θεωρία αυτή δεν έχει τίποτα αντίθετο προς µία λογική
αντίληψη του σύµπαντος, και µάλιστα είναι απαραίτητη για να
εξηγηθεί πλήθος φαινοµένων, τα οποία χωρίς αυτήν θα έµεναν
ακατανόητα. Πρέπει να προσθέσουµε µόνο ότι τα φαινόµενα αυτά
διέπονται από αµετάθετους νόµους και είναι πάντοτε ανάλογα µε τη
διανοητική, ηθική και µαγνητική δύναµη του µύστη.
Πράγµα παράλογο και αντιφιλοσοφικό θα ήταν να τεθεί σε κίνηση η
πρώτη αιτία, ο Θεός, από ένα οποιοδήποτε ον, ή η άµεση ενέργεια της
αιτίας αυτής µέσω εκείνου του όντος. Αυτό θα ήταν ίδιο µε έναν
ταυτισµό του ατόµου µε το Θεό. Ο
άνθρωπος δεν ανυψώνεται προς αυτόν παρά σχετικά, µε τη σκέψη ή
µε την προσευχή, µε τη δράση ή µε την έκσταση. Ο Θεός δεν ασκεί
την ενέργειά του στο σύµπαν παρά έµµεσα και ιεραρχικά, µε τους
αιώνιους και αµετάθετους νόµους που εκφράζουν τη σκέψη του, κατά
κάποιο τρόπο, µέσω των µελών της γήινης και της θείας
ανθρωπότητας, οι οποίες τον αντιπροσωπεύουν εν µέρει και κατ’
αναλογία µέσα στο άπειρο του χώρου και του χρόνου.
Με βάση τα παραπάνω, νοµίζουµε τελείως δυνατό το ότι ο Μωυσής,
µε την υποστήριξη πνευµατικών δυνάµεων που τον προστάτευαν και
γνωρίζοντας πλήρως να χειρίζεται την αιθέρια δύναµη, µπόρεσε να
χρησιµοποιήσει την κιβωτό ως δοχείο, ως πυκνωτή για την παραγωγή
ηλεκτρικών φαινοµένων, τα οποία είχαν χαρακτήρα κεραυνοβόλο. Ο
ίδιος, οι ιερείς και οι έµπιστοί του αποµονώνονταν µε λινά ενδύµατα
και µε αρώµατα, που τους προστάτευαν από τις εκκενώσεις του
αιθέριου πυρός. Αλλά αυτά τα φαινόµενα δεν µπορούσαν παρά να είναι
σπάνια και περιορισµένα. Ο ιερατικός θρύλος τα εξόγκωσε. Θα ήταν
αρκετό στο Μωυσή να θανατώσει µερικούς επαναστάτες αρχηγούς ή
µερικούς απειθείς ιερείς µε µία τέτοια εκποµπή ρευστού, για να
τροµοκρατήσει και να τιθασεύσει όλο το λαό.

6. Ο θάνατος του Μωυσή


ΌΤΑΝ Ο ΜΩΥΣΗΣ ΟΔΗΓΗΣΕ το ΛΑΟ ΤΟΥ ως την είσοδο της Χαναάν, ένιωσε
ότι το έργο του είχε εκπληρωθεί. Τι ήταν ο Ιεβέ-Ε- λοΐµ για τον
οραµατιστή του Σινά; Η θεία τάξη, ιδωµένη από πάνω προς τα κάτω,
µέσα σε όλες τις σφαίρες του σύµπαντος και πραγµατοποιούµενη πάνω
στην ορατή γη, κατ’ εικόνα των ουράνιων ιεραρχιών και της αιώνιας
αλήθειας. Όχι, δεν είχε κοιτάξει µάταια την όψη του Αιωνίου, που
αντανακλάται µέσα σε όλους τους κόσµους. Το βιβλίο ήταν µέσα στην
κιβωτό και η κιβωτός φυλασσόταν από έναν ισχυρό λαό· ήταν
ζωντανός ναός του Κυρίου. Η λατρεία του µοναδικού Θεού είχε
ιδρυθεί επί της γης. Το όνοµα του Ιεβέ έλαµπε µε φεγγοβόλα γράµµατα
µέσα στη συνείδηση του Ισραήλ. Οι αιώνες θα µπορούν να κυλούν τα
κύµατά τους µέσα στη µεταβαλλόµενη ψυχή της ανθρωπότητας, αλλά
δε θα σβήσουν πια από αυτήν το όνοµα του Αιωνίου.
Ο Μωυσής, όταν κατάλαβε αυτά τα πράγµατα, επικαλέστηκε τον
Άγγελο του θανάτου. Έβαλε τα χέρια του πάνω στο διάδοχό του, τον
Ιησού του Ναυή, µπροστά στη Σκηνή του Μαρτυρίου, για να περάσει
µέσα του το Πνεύµα του Θεού. Έπειτα ευλόγησε όλη την ανθρωπότητα
µέσω των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και ανέβηκε στο όρος Νεβώ
ακολουθούµενος µόνο από τον Ιησού του Ναυή και από δυο ιερείς.
Ήδη, ο Ααρών είχε “αποδηµήσει στους προγόνους του” και η προ-
φήτισσα Μαριάµ είχε πάρει τον ίδιο δρόµο. Είχε έρθει η σειρά του
Μωυσή.
Ποιες υπήρξαν οι σκέψεις του βαθιά γερασµένου προφήτη, όταν
είδε να εξαφανίζεται το στρατόπεδο του Ισραήλ και ανέβηκε στη
µεγάλη ερηµιά του Ελοΐµ; Τι δοκίµασε, καθώς περιέφερε τα µάτια του
πάνω στη γη της Επαγγελίας, από τη Γαλαάδ ως την Ιεριχώ, την πόλη
των βαΐων; Ένας αληθινός ποιητής 84 , ζωγραφίζοντας αριστοτεχνικά
την κατάσταση αυτή της ψυχής, τον παρουσιάζει να βγάζει αυτή τη
φωνή: “Κύριε, έζησα µέσα στην εξουσία και τη µοναξιά. Άφησέ µε να
κοιµηθώ µέσα στον ύπνο της γης”.
Οι ωραίοι αυτοί στίχοι λένε περισσότερα για την ψυχή του Μωυσή
παρά τα σχόλια µιας εκατοντάδας θεολόγων. Η ψυχή αυτή µοιάζει µε
τη µεγάλη πυραµίδα της Γκίζα, που είναι µονοκόµµατη, γυµνή και
κλειστή απ’ έξω, αλλά η οποία περικλείει τα µεγάλα µυστήρια στο
εσωτερικό της κι έχει στο κέντρο της µία σαρκοφάγο, που ονοµάζεται
από τους µύστες σαρκοφάγος της ανάστασης. Από εκεί, από ένα λοξό
διάδροµο, παρατηρούσαν τον πολικό αστέρα. Έτσι και το αδιείσδυ- το
αυτό πνεύµα παρατηρούσε από το κέντρο του τον τελικό σκοπό των
πραγµάτων.
Ναι, όλοι οι δυνατοί γνώρισαν την αποµόνωση, την οποία
δηµιουργεί το µεγαλείο. Αλλά ο Μωυσής υπήρξε περισσότερο µόνος
από τους άλλους, γιατί η εξουσία του υπήρξε πιο απόλυτη, πιο
υπερβατική. Ο Θεός του υπήρξε το κατεξοχήν άρρεν στοιχείο, το αγνό
πνεύµα. Για να τον χαράξει µέσα στους ανθρώπους, χρειάστηκε να
κηρύξει τον πόλεµο κατά του θηλυκού στοιχείου, κατά της θεάς
φύσης, κατά της Εύας, κατά της αιώνιας γυναίκας, που ζει µέσα στην
ψυχή της γης και στην καρδιά του άνδρα. Χρειάστηκε να την
καταπολεµήσει δίχως διακοπή και δίχως οίκτο, όχι για να την
καταστρέψει, αλλά για να την υποτάξει και να τη δαµάσει. Τι το
περίεργο, αν η Φύση και η Γυναίκα, µεταξύ των οποίων βασιλεύ-
ει κάποια µυστηριώδης συµφωνία, έτρεµαν µπροστά του; Τι το
εκπληκτικό, αν χαίρονταν για την αναχώρησή του και πε- ρίµεναν, για
να σηκώσουν κεφάλι, πότε θα πάψει η σκιά του Μωυσή να ρίχνει πάνω
τους το προαίσθηµα του θανάτου; Τέτοιες υπήρξαν, αναµφίβολα, οι
σκέψεις του Οραµατιστή, ενώ ανέβαινε το άγονο όρος Νεβώ. Οι
άνθρωποι δεν µπορούσαν να τον αγαπήσουν, γιατί αυτός µόνο το Θεό
είχε αγαπήσει. Το έργο του θα ζοΰσε τουλάχιστον; Ο λαός του θα
έµενε πιστός στην αποστολή του;
Α! µοιραία διορατικότητα των ετοιµοθάνατων, δώρο τραγικό των
προφητών, που σηκώνει όλους τους πέπλους την τελευταία ώρα! Όσο
το πνεύµα του Μωυσή αποσπόταν από τη γη, είδε την τροµερή
πραγµατικότητα του µέλλοντος: είδε τις προδοσίες του Ισραήλ, την
αναρχία να σηκώνει κεφάλι, τη βασιλεία να διαδέχεται τους κριτές, τα
εγκλήµατα των βασιλέων να µολύνουν το ναό του Κυρίου, το βιβλίο
του να ακρωτηριάζεται, καθώς δεν το κατανοούσαν· είδε τη σκέψη του
να διαστρεβλώνεται, να εξευτελίζεται από ιερείς, αδαείς ή υποκριτές,
τις αποστασίες των βασιλέων, τη µοιχεία του Ιούδα µε τα
ειδωλολατρικά έθνη, την αγνή παράδοση, την ιερή διδασκαλία να
πνίγονται, και τους προφήτες, τους κατόχους του ζώντος λόγου, να
καταδιώκονται ως τα βάθη της ερήµου.
Καθισµένος µέσα σε µία σπηλιά του όρους Νεβώ, ο Μωυ- σής τα
είδε όλα αυτά στη φαντασία του. Αλλά, ήδη, ο θάνατος άπλωνε τα
φτερά του πάνω στο µέτωπό του και ακου- µπούσε το κρύο του χέρι
πάνω στην καρδιά του. Τότε, η λιονταρίσια εκείνη καρδιά προσπάθησε
να µουγκρίσει ακόµα µία φορά. Οργισµένος εναντίον του λαού του, ο
Μωυσής επικαλέστηκε την εκδίκηση του Ελοΐµ πάνω στη φυλή του
Ιούδα. Σήκωσε το βαρύ του χέρι. Ο Ιησούς του Ναυή κι οι ιερείς που
ήταν κοντά του άκουσαν µε τρόµο αυτές τις λέξεις να προφέρονται
από το στόµα του ετοιµοθάνατου προφήτη:
“Ο Ισραήλ πρόδωσε το Θεό του, ας σκορπιστεί στους τέσσερις
ανέµους του ουρανού!”.
Στο διάστηµα αυτό, ο Ιησούς του Ναυή κι οι ιερείς παρατηρούσαν
έντροµοι το δάσκαλό τους, που δεν έδινε πια σηµεία ζωής. Η
τελευταία του λέξη ήταν µια κατάρα. Είχε λοιπόν ξεψυχήσει µαζί µε
αυτήν; Αλλά ο Μωυσής άνοιξε τα µάτια για τελευταία φορά και τους
είπε:
“Επιστρέψτε στον Ισραήλ. Όταν θα έρθει το πλήρωµα του χρόνου, ο
Αιώνιος θα σας αποστείλει έναν προφήτη, σαν εµέ-
να, από τους αδελφούς σας και θα βάλει τους λόγους του στο στόµα
του, κι ο προφήτης αυτός θα σας πει ό,τι τον προστάζει ο Αιώνιος. Και
θα συµβεί, ώστε ο Αιώνιος να ζητήσει λόγο από όποιον δεν ακούσει τα
λόγια που εκείνος θα σας πει εν ονόµατι του Αιωνίου” (Δευτερονόµιο,
ιη', 18, 19).
Μετά τους προφητικούς αυτούς λόγους, ο Μωυσής παρέδωσε το
πνεύµα. Ο ηλιακός Άγγελος µε την πύρινη ροµφαία, ο οποίος την
πρώτη φορά τού είχε εµφανιστεί πάνω στο Σι- νά, τον περίµενε. Τον
έσυρε µέσα στο βαθύ κόλπο της ουράνιας Τσιδας, µέσα στα κύµατα
του φωτός εκείνου που είναι η Σύζυγος του Θεού. Μακριά από τα
γ ή ι ν α µ έ ρ η , π έ ρ α σ α ν µ έ σ α α π ό κ ύ κ λ ο υ ς ψ υ χώ ν α υ ξά ν ο υ σ α ς
λαµπρότητας. Τέλος, ο Άγγελος Κυρίου τού έδειξε ένα πνεύµα
θαυµάσιας οµορφιάς και ουράνιας γλυκύτητας, αλλά το οποίο είχε
τέτοια ακτινοβολία και τόσο φωτοβόλο αίγλη, ώστε η δική του δεν
ήταν παρά σκιά σε σύγκριση µε εκείνη. Δεν κρατούσε τη ροµφαία της
τιµωρίας, αλλά το βάιο της θυσίας και της νίκης. Ο Μωυσής κατάλαβε
ότι εκείνος θα συµπλήρωνε το έργο του και θα ξανάφερνε τους
ανθρώπους προς τον Πατέρα, µε τη δύναµη του αιώνιου-θήλεος, µε τη
θεία Χάρη και µε την τέλεια Αγάπη.
Τότε, ο Νοµοθέτης γονάτισε µπροστά στο Λυτρωτή, και ο Μωυσής
προσκύνησε τον Ιησού Χριστό.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΟΡΦΕΑΣ
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ
Πώς κινούνται µέσα στο άπειρο σύµηαν, πώς στροβιλίζονται και ψάχνουν η µια
ττιν άλλτι οι αµέτρητες αυτές ψυχές, που αναβρύζουν από τη µεγάλη ψυχή του
κόσµου! Πέψτονν από πλανήτη σε πλανήτη και κλαίνε µέσα στην άβυσσο την
ξεχασµένη πατρίδα... Είναι τα δάκρυά σου, Διόνυσε... Ω, µεγάλο Πνεύµα, τυ θείε
Ελευθερωτή, ξα- ναπάρε τις κόρες σου µέσα στο φτερωτό σου κόλπο.
Ορφικό απόσπασµα
Ευρυδίκη! Ω θείο φως!”, λέει πεθαίνοντας ο Ορφέας. “Ευρυδίκη!”, στενάζουν
σπάζοντας οι επτά χορδές της λύρας του. Και το κεφάλι του, που κυλιέται για πάντα
πάνω στο ποτάµι των καιρών, φωνάζει ακόµα: Ευρυδίκη! Ευρυδίκη!”
Θρύλος του Ορφέα

1. Η προϊστορική Ελλάδα - Οι Βάκχες - Εµφάνιση του Ορφέα


ΣΤΑ ΙΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ , τα οποία κατείχαν την ορφική παράδοση, µια
µυστηριώδης γιορτή τελούνταν κατά την ισηµερία της άνοιξης. Ήταν η
στιγµή που οι νάρκισσοι ξανάνθιζαν κοντά στην πηγή της Κασταλίας.
Οι τρίποδες, οι λύρες του ναού πάλλονταν από µόνες τους κι ο
α ό ρ α τ ο ς θ ε ό ς θ ε ω ρ ο ύ ν τ α ν ό τ ι ξα ν α γ ύ ρ ι ζ ε α π ό τ η χώ ρ α τ ω ν
Υπερβορείων, πάνω σε δίφρο που τον έσερναν κύκνοι. Τότε η µεγάλη
ιέρεια, ντυµένη σαν Μούσα, στεφανωµένη µε δάφνες, µε ιερές
κορδέλες δεµένες στο µέτωπο, έψελνε µόνο µπροστά στους µυηµένους
τη γέννηση του Ορφέα, γιου του Απόλλωνα και µιας ιέρειας του θεού.
Επικαλούνταν την ψυχή του Ορφέα, πατέρα των µυστηρίων,
µελωδικού σωτήρα των ανθρώπων του Ορφέα, του κυρίαρχου, του
αθάνατου και του τριστεφανωµένου —κάτω στον Άδη, πάνω στη γη
και ψηλά στον ουρανό— ο οποίος βάδιζε µε ένα αστέρι στο µέτωπο,
µεταξύ των άστρων και των θεών.
Το µυστικό τραγούδι της ιέρειας των Δελφών υπαινισσόταν ένα από
τα πολυάριθµα απόρρητα που τηρούσαν οι ιερείς του Απόλλωνα και
αγνοούσε ο όχλος. Ο Ορφέας υπήρξε το εµψυχωτικό πνεύµα της ιερής
Ελλάδας, ο αφυπνιστής της θείας ψυχής. Η λύρα του µε τις επτά
χορδές περιλαµβάνει το σύµπαν. Κάθε µια από αυτές αντιστοιχεί σε
µία διάθεση της ανθρώπινης ψυχής, περιέχει το νόµο µιας επιστήµης
και µιας τέχνης. Έχουµε χάσει το κλειδί της πλήρους αρµονίας της,
αλλά οι διάφοροι τρόποι της δεν έπαψαν να ηχούν στα αυτιά µας. Η
θεουργική και η διονυσιακή ώθηση, που ο Ορφέας κατόρθωσε να
µεταδώσει στην Ελλάδα, µεταβιβάστηκε µέσω αυτής σε όλη την
Ευρώπη. Η εποχή µας δεν πιστεύει πια στην οµορφιά της ζωής. Αν,
παρ’ όλ’ αυτά, διατηρεί κάποια βαθιά ανάµνησή της, κάποια µυστική
κι ακατανόητη ελπίδα, αυτό το οφείλει στο θείο εκείνο εµπνευσµένο.
Ας χαιρετίσουµε στο πρόσωπό του το µεγάλο µυητή της Ελλάδας, τον
πρόγονο της Ποίησης και της Μουσικής, µε την έννοια ότι τα δύο αυτά
αποκαλύπτουν την αλήθεια.
Αλλά, προτού αποκαταστήσουµε την ιστορία του Ορφέα από το
βάθος της παράδοσης των ιερών, ας πούµε τι ήταν η Ελλάδα κατά την
εµφάνισή του.
Βρισκόµαστε στον καιρό του Μωυσή, πέντε αιώνες πριν τον Όµηρο
και δεκατρείς αιώνες πριν από το Χριστό. Η Ιν-
δία βυθιζόταν µέσα στην περίοδο του σκότους και δεν παρείχε πια
παρά µόνο τη σκιά της αρχαίας της αίγλης. Η Ασσυρία, η οποία µε την
τυραννία της Βαβυλώνας είχε εξαπολύσει στον κόσµο τη µάστιγα της
αναρχίας, εξακολουθούσε να ποδοπατά την Ασία. Η Αίγυπτος, η πιο
ισχυρή µε τη γνώση των ιερέων της και µε τους φαραώ της,
αντιστεκόταν µε όλες της τις δυνάµεις ενάντια στην παγκόσµια αυτή
αποσύνθεση, αλλά η δράση της σταµατούσε στον Ευφράτη και τη
Μεσόγειο. Ο Ισραήλ είχε υψώσει µέσα στην έρηµο την αρχή του άρρε-
νος θεού και της θείας ενότητας, µε τη βροντερή φωνή του Μωυσή,
αλλά η γη δεν είχε ακούσει ακόµα την ηχώ της.
Η Ελλάδα ήταν βαθιά χωρισµένη µε τη θρησκεία και την πολιτική.
Η ορεινή χερσόνησος που απλώνει τις λεπτότατες γραµµές της µέσα
στη Μεσόγειο και που την περιτριγυρίζουν γιρλάντες από νησιά είχε
κατοικηθεί, πριν από χιλιάδες χρόνια, από ένα παρακλάδι της λευκής
φυλής, συγγενές µε τους πρωτόγονους Γέτες, Σκΰθες και Κέλτες. Η
φυλή αυτή είχε υπο- στεί µίξεις και εκτοπίσεις από όλους τους
γειτονικούς πολιτισµούς. Αποικίες της Ινδίας, της Αίγυπτου και της
Φοινίκης είχαν κατακλυσει τις ακτές της και πολλών ειδών φυλές, µε
διάφορα έθιµα και θεότητες, είχαν κατοικήσει στα ακρογιάλια και τις
πεδιάδες της. Στόλοι περνούσαν µε ανοιχτά πανιά κάτω από τα σκέλη
του Κολοσσού της Ρόδου, ο οποίος στηριζόταν πάνω στους δυο µόλους
του λιµανιού της. Η θάλασσα των Κυκλάδων, όπου µε την ξαστεριά
βλέπει ο ναυτικός κάποιο νησί ή κάποια ακρογιαλιά να προβάλλει στον
ορίζοντα, αυλακωνόταν από τις κόκκινες πλώρες των Φοινίκων και τις
µαύρες πλώρες των πειρατών της Λυδίας. Μετέφεραν µέσα στα κοίλα
καράβια τους όλα τα πλοΰτη της Ασίας και της Αφρικής: φίλντισι, είδη
αγγειοπλαστικής, υφάσµατα της Συρίας, χρυσά βάζα, πορφυρά και
µαργαριτάρια —συχνά δε και γυναίκες που άρπαζαν από κάποια
απόκρηµνη ακτή.
Από αυτές τις διασταυρώσεις των λαών είχε σχηµατιστεί ένα
αρµονικό κι εύκολο γλωσσικό ιδίωµα, µείγµα της αρχαίας κελτικής,
της ζενδικής, της σανσκριτικής και της φοινικικής γλώσσας. Η γλώσσα
αυτή, που ζωγράφιζε το µεγαλείο του Ωκεανού µε το όνοµα του
Ποσειδώνα και τη γαλήνη του γλαυκού θόλου µε το όνοµα του
Ουρανού, µιµούνταν όλες τις φωνές της φύσης, από το τιτίβισµα των
πουλιών ως τον κρότο των σπαθιών και την ταραχή της θύελλας. Ήταν
πολύχρωµη,
όπως η θάλασσα της µε το βαθύ γαλάζιο και το εναλλασσόµενο
ουρανί της, πολύηχη, όπως τα κύµατα που φλοισβίζουν µέσα στους
κόλπους της ή που µουγκρίζουν πάνω στις πολυάριθµες ξέρες της —
πολυφλοισβος θάλασσα, καθώς λέει κι ο Όµηρος.
Μαζί µε τους εµπόρους της ή τους πειρατές της υπήρχαν συχνά και
ιερείς, οι οποίοι τους διηύθυναν και τους πρόσταζαν σαν κύριοι.
Έκρυβαν προσεκτικά µέσα στο πλοίο τους κάποια ξύλινη εικόνα µιας
οποιασδήποτε θεότητας. Η εικόνα ήταν, αναµφίβολα,
χοντροσκαλισµένη και οι ναυτικοί εκείνης της εποχής είχαν γι’ αυτήν
τον ίδιο φετιχισµό, που πολλοί από τους δικούς µας ναυτικούς έχουν
για την Παναγία τους. Αλλά, εντούτοις, οι ιερείς εκείνοι είχαν και
κάποιες γνώσεις, η δε θεότητα, που τη µετέφεραν από το ναό τους σε
ξένες χώρες, αντιπροσώπευε γι’ αυτους µία αντίληψη της φύσης, ένα
σύνολο νόµων, µία πολιτική και θρησκευτική οργάνωση. Διότι τον
καιρό εκείνο όλη η διανοητική ζωή εκπορευόταν από τα ιερά. Στο
Άργος λάτρευαν την Ήρα, στην Αρκαδία την Άρτεµη, στην Πάφο και
την Κόρινθο η φοινικική Αστάρτη είχε γίνει η Αφροδίτη, η γεννηµένη
από τον α- φρό των κυµάτων. Πολλοί µυητές είχαν αναφανεί στην
Αττική. Μία αιγυπτιακή αποικία είχε φέρει στην Ελευσίνα τη λατρεία
της Ίσιδας, υπό τη µορφή της Δήµητρας, µητέρας των θεών. Ο
Ερεχθέας είχε ιδρύσει, µεταξύ του Υµηττού και του Πεντελικοΰ, τη
λατρεία µιας παρθένου θεάς, κόρης του γαλανού ουρανου, που ήταν
προστάτιδα της ελιάς και της σοφίας. Κατά τις εισβολές, µε το πρώτο
σήµα κίνδυνου, ο πληθυσµός κατέφευγε πάνω στην Ακρόπολη και
στριµωχνόταν γύρω από τη θεά, σαν γύρω από µια ζωντανή νίκη.
Πάνω από τις τοπικές θεότητες βασίλευαν µερικοί άρρε- νες και
κοσµογονικοί θεοί. Αλλά, εξορισµένοι πάνω στα ψηλά βουνά και
υποβιβασµένοι, λόγω της λαµπρής ακολουθίας των θηλυκών θεοτήτων,
είχαν µικρή µόνο επιρροή. Ο ηλιακός θεός, ο δελφικός Απόλλωνας 85 ,
υφίστατο ήδη, αλλά δεν έπαιζε ακόµα παρά έναν ασήµαντο ρόλο.
Υπήρχαν ιερείς του Ύψιστου Δία στους πρόποδες των χιονισµένων
κορφών της Τδας, πάνω στα ψηλώµατα της Αρκαδίας και κάτω από τις
βελανιδιές της Δωδώνης. Όµως ο λαός προτιµούσε, αντί για το
µυστηριώδη και παγκόσµιο θεό, τις θεές που παρίσταναν τη φύση στο
µεγαλείο της, το γοητευτικό ή το τροµερό. Τα υπόγεια ρεύµατα της
Αρκαδίας, τα σπήλαια των βουνών που
κατεβαίνουν ως τα σπλάχνα της γης, οι ηφαιστειακές εκρήξεις στα
νησιά του Αιγαίου πελάγους, είχαν κατευθύνει από νωρίς τους
Έλληνες προς τη λατρεία των µυστηριωδών δυνάµεων της γης. Έτσι,
στα ύψη της, όπως και στα βάθη της, τη διαισθάνονταν τη φύση, τη
φοβούνταν, τη σέβονταν. Εντούτοις, επειδή όλες αυτές οι θεότητες δεν
είχαν ούτε κοινωνικό κέντρο, ούτε θρησκευτική σύνθεση, έκαναν
λυσσαλέο πόλεµο η µία εναντίον της άλλης. Οι εχθρικοί ναοί, οι
αντίπαλες πόλεις, οι λαοί, που τους είχε διαιρέσει το τυπικό της
θρησκείας κι η φιλοδοξία των ιερέων και των βασιλιάδων, µισούνταν
µεταξύ τους, ζηλεύονταν και πολεµούσαν σε αιµατηρούς αγώνες.
Αλλά πίσω από την Ελλάδα υπήρχε η άγρια και τραχιά Θράκη. Στα
βόρεια, σειρές από βουνά σκεπασµένα µε γιγα- ντιαίες βελανιδιές και
στεφανωµένα από άγρια βράχια συνεχίζονταν σε κυµατιστές ράχες,
ξετυλίγονταν σε τεράστιες καµπύλες και µπερδεύονταν µεταξύ τους σε
πολύπλοκους όγκους. Οι άνεµοι του Βορρά έδερναν τις δασιές πλαγιές
τους κι ένας ουρανός συνήθως θυελλώδης σάρωνε τις κορυφές τους.
Βοσκοί των κοιλάδων και πολεµιστές των πεδιάδων ανήκαν σ’ αυτή τη
γερή λευκή φυλή, σ’ αυτό το µεγάλο αποταµίευµα των Δωριέων της
Ελλάδας. Φυλή κατεξοχήν αρσενική, η οποία διακρινόταν µεν στην
οµορφιά, µε το έντονο των χαρακτηριστικών και την
αποφασιστικότητα του χαρακτήρα, στην ασχήµια δε µε το τροµαχτικό
και το µεγαλειώδες, που το συναντούµε στις εικόνες των Μεδουσών
και των αρχαίων Γοργόνων.
Όπως όλοι οι αρχαίοι λαοί που πήραν την οργάνωσή τους από τα
µυστήρια, όπως η Αίγυπτος, οι Ισραηλίτες, η Ετρου- ρία, έτσι κι η
Ελλάδα είχε την ιερή της γεωγραφία, όπου κάθε χώρα γινόταν το
σύµβολο ενός τόπου του πνεύµατος καθαρά νοητικού και υπέργειου.
Γιατί η Θράκη 86 θεωρούνταν πάντα από τους Έλληνες η κατεξοχήν
άγια χώρα, η χώρα του φωτός κι η αληθινή πατρίδα των Μουσών;
Επειδή τα ψηλά της βουνά είχαν τα παλιότερα ιερά του Κρόνου, του
Δία και του Ουρανού. Από ’κεί είχαν κατέβει µε µελωδικούς ρυθµούς
η Ποίηση, οι Νόµοι κι οι ιερές Τέχνες. Οι µυθικοί ποιητές της Θράκης
δίνουν µαρτυρίες γι’ αυτά.
Τα ο ν ό µ α τ α τ ο υ Θ ά µ υ ρ η , τ ο υ Λ ί ν ο υ κ α ι τ ο υ Α µ φ ί ω ν α 8 /
αντιστοιχούν, ίσως, σε πραγµατικά πρόσωπα. Αλλά προπαντός
εκπροσωπούν, κατά τη γλώσσα των ναών, ισάριθµα είδη ποί-
ησης. Καθένας από αυτούς καθιερώνει τη νίκη µιας θεολογίας πάνω
σε µια άλλη. Στους ναούς εκείνης της εποχής δεν έγραφαν την ιστορία
παρά µόνο αλληγορικά. Το άτοµο δεν ήταν τίποτα, η διδασκαλία και το
έργο ήταν το παν. Ο Θάµυ- ρης, ο οποίος τραγούδησε τον πόλεµο των
Τιτάνων και τυφλώθηκε από τις Μούσες, αγγέλλει την ήττα της
κοσµογονι- κής ποίησης από νέους τρόπους. Ο Λίνος, ο οποίος
εισήγαγε στην Ελλάδα τα µελαγχολικά τραγούδια της Ασίας και ο
οποίος φονεύτηκε από τον Ηρακλή, προδίδει την εισβολή στη Θράκη
µιας αισθηµατικής ποίησης γεµάτης δάκρυα και φι- ληδονία, την οποία
στην αρχή το ανδρικό πνεύµα των βόρειων Δωριέων την απέκρουσε.
Σηµαίνει συγχρόνως τη νίκη µιας σεληνιακής λατρείας πάνω σε µια
ηλιακή λατρεία. Ο Αµφίων, αντίθετα, που κατά τον αλληγορικό θρύλο
έκανε να κινούνται οι λίθοι µε τα τραγούδια του και που οικοδόµησε
ναούς µε τους ήχους της λύρας του, αντιπροσωπεύει την πλαστική
δύναµη, την οποία άσκησαν πάνω στις τέχνες και σε όλο τον ελληνικό
πολιτισµό 88 η ηλιακή λατρεία κι η ορθόδοξη δωρική ποίηση.
Πολύ διαφορετικό είναι το φως από το οποίο αστράφτει ο Ορφέας!
Λάµπει µέσα στις εποχές µε την προσωπική ακτίνα ενός δηµιουργικού
πνεύµατος, του οποίου η ψυχή, µέσα στα ανδρικά βάθη της, δονήθηκε
από έρωτα για το Αιώνιο Θήλυ, και στο οποίο αποκρίθηκε, στα
βαθύτατα µύχιά του, το Αιώνιο Θήλυ, που ζει και πάλλεται υπό τριπλή
µορφή µέσα στη φύση, την ανθρωπότητα και τον ουρανό. Η λατρεία
των ιερών, η παράδοση των µυηµένων, η φωνή των φιλοσόφων και,
πάνω απ’ όλα, το έργο του, η λογικά συγκροτηµένη Ελλάδα,
µαρτυρούν ότι υπήρξε στην πραγµατικότητα.
Τον καιρό εκείνο η Θράκη ήταν έρµαιο βαθύτατου λυσσώδους
αγώνα. Τα ηλιακά θρησκεύµατα και τα σεληνιακά θρησκεύµατα
αµφισβητούσαν τα µεν την κυριαρχία των δε. Ο πόλεµος αυτός µεταξύ
των οπαδών του ήλιου και της σελήνης δεν ήταν, όπως θα µπορούσε
κανείς να νοµίσει, η µάταιη φιλονικία δύο προλήψεων. Οι δύο αυτές
λατρείες αντιπροσώπευαν δύο θεολογίες, δύο κοσµογονίες, δύο
θρησκείες και δύο κοινωνικές οργανώσεις απόλυτα αντίθετες. Οι
ουράνιες και ηλιακές λατρείες είχαν τους ναούς τους πάνω στα
υψώµατα και τα βουνά, άνδρες ιερείς, νόµους αυστηρούς. Οι
σεληνιακές λατρείες βασίλευαν στα δάση και τις βαθιές κοιλάδες,
είχαν γυναίκες ως ιέρειες και φιλήδονους ύµνους, χρήσιµο-
ποιούσαν χωρίς µέτρο τις απόκρυφες τέχνες και είχαν την όρεξη της
οργιαστικής διέγερσης. Υπήρχε θανάσιµος πόλεµος µεταξύ των ιερέων
του ήλιου και των ιερείων της σελήνης. Αγώνας φυλών, αγώνας
αρχαίος, αναπόφευκτος, φανερός ή κρυφός, αλλά αιώνιος µεταξύ του
ανδρικού στοιχείου και του γυναικείου στοιχείου, µεταξύ του άνδρα
και της γυναίκας, ο οποίος γεµίζει την ιστορία µε τις εναλλαγές του
και µέσα στον οποίο παίζεται το µυστικό των κόσµων. Όπως η τέλεια
συγχώνευση του αρσενικού και του θηλυκού αποτελεί την ίδια την
ουσία και το µυστήριο της θεότητας, έτσι µόνο η ισορροπία των δύο
αυτών αρχών µπορεί να παραγάγει τους µεγάλους πολιτισµούς.
Π α ν τ ο ύ σ τ η Θ ρ ά κ η , ό π ω ς κα ι σ τ η ν Ε λ λ ά δ α , ο ι α ρ σ ε ν ι κο ί ,
κοσµογονικοί και ηλιακοί θεοί ήταν εξορισµένοι πάνω στα ψηλά
βουνά, µέσα στις ερηµιές. Ο λαός προτιµούσε αντί γι’ αυτούς την
ανήσυχη ακολουθία των γυναικείων θεοτήτων, οι οποίες θύµιζαν τα
επικίνδυνα πάθη και τις τυφλές δυνάµεις της φύσης. Οι λατρείες αυτές
έδιναν στην υπέρτατη θεότητα το γυναικείο γένος.
Τροµακτικές καταχρήσεις άρχιζαν να προκύπτουν εξαιτί- ας αυτού
του γεγονότος. Στους Θράκες, οι ιέρειες της σελήνης ή της τριπλής
Εκάτης είχαν αποκτήσει την κυριαρχία, ενστερνιζόµενες την παλιά
λατρεία του Βάκχου και δίνοντας σ’ αυτήν χαρακτήρα αιµατηρό κι
αποτρόπαιο. Σε ένδειξη της νίκης τους, είχαν πάρει την ονοµασία
Βακχίδες, σαν να ήθελαν να δηλώσουν την κυριαρχία τους, την
υπέρτατη βασιλεία της γυναίκας, την επικράτησή της πάνω στον
άνδρα.
Εναλλάξ µάγισσες, γόησσες κι αιµοχαρείς ιέρειες της θυσίας
α ν θ ρ ώ π ι ν ω ν θ υ µ ά τ ω ν ε ί χα ν τ α ι ε ρ ά τ ο υ ς µ έ σ α σ ε ά γ ρ ι ε ς κ ι
αποµακρυσµένες λαγκαδιές. Από ποιο σκοτεινό τάχα θέλγητρο, από
ποια φλογερή περιέργεια άνδρες και γυναίκες προσελκύονταν σ’
εκείνες τις ερηµιές µε την πλούσια και µεγαλειώδη βλάστηση; Γυµνές
µορφές, λάγνοι χοροί στο βάθος ενός δάσους... έπειτα γέλια, µια
µεγάλη κραυγή κι εκατό Βακχίδες ρίχνονταν πάνω στον ξένο για να
τον ξεπαστρέψουν. Έπρεπε να τους ορκιστεί υποταγή και να υποταχτεί
στην τελετουργία τους, αλλιώς να χαθεί. Οι Βακχίδες εξηµέρωναν
πάνθηρες και λιοντάρια, τα οποία παρουσίαζαν στις γιορτές τους. Τη
νύχτα, µε φίδια τυλιγµένα στα µπράτσα, γονάτιζαν µπροστά στην
τ ρ ι π λή Ε κά τ η . Έ π ε ι τ α , χο ρ ε ύ ο ν τ α ς έ ξα λ λ ε ς , ε π ι κα λ ο ύ ν τ α ν τ ο ν
υποχθόνιο Βάκχο, µε το διπλό φύ-
λο και την όψη ταυρου 89 . Αλλά δυστυχία στον ξένο, δυστυχία στον
ιερέα του Δία ή του Απόλλωνα, που θα ερχόταν να τις κατασκοπεύσει.
Τον κοµµάτιαζαν.
Οι πρωτόγονες Βακχίδες υπήρξαν, λοιπόν, οι δρυίδισσες της
Ελλάδας. Πολλοί από τους Θράκες αρχηγούς παρέµειναν πιστοί στις
παλιές αρσενικές λατρείες. Αλλά οι Βακχίδες είχαν παρεισφρήσει
κοντά σε µερικούς βασιλιάδες τους, οι οποίοι στη χλιδή και στις
διαστροφές της Ασίας προσέθεταν και βάρβαρα ήθη. Τους είχαν
πλανέψει µε τη φιληδονία και τους είχαν δαµάσει µε τον τρόµο. Έτσι,
οι θεοί είχαν χωρίσει τη Θράκη σε δυο εχθρικά στρατόπεδα. Αλλά οι
ιερείς του Δία και του Απόλλωνα, πάνω στις έρηµες κορφές τους, που
τις κατοικούσαν µόνο οι κεραυνοί, ολοένα εξασθενούσαν έναντι της
Εκάτης, η οποία κέρδιζε έδαφος µέσα στις ζεστές κοιλάδες κι η οποία
από τα βάθη της άρχιζε να απειλεί τους βωµούς των γιων του φωτός.
Την εποχή εκείνη, είχε φανεί στη Θράκη ένας νέος βασιλικής
καταγωγής και θαυµαστής γοητείας. Έλεγαν ότι ήταν γιος κάποιας
ιέρειας του Απόλλωνα. Η µελωδική του φωνή είχε παράξενο θέλγητρο.
Μιλούσε για τους θεούς µε νέο ρυθµό και φαινόταν εµπνευσµένος. Τα
ξανθά του µαλλιά, η περηφάνια των Δωριέων, έπεφταν σε χρυσά
κύµατα πάνω στους ώµους του, κι η µουσική που έτρεχε από τα χείλη
του έδινε ένα ωραίο µελαγχολικό σχήµα στις γωνίες του στόµατός του.
Τα βαθυγάλανα µάτια του ακτινοβολούσαν από δύναµη, γλυ· κύτητα
και µαγεία. Οι άγριοι Θράκες απέφευγαν το βλέµµα του. Αλλά οι
γυναίκες, οι απορροφηµένες στην τέχνη της µαγείας, έλεγαν πως τα
µάτια εκείνα αναµείγνυαν, µέσα στο γαλάζιο φίλτρο τους, τα βέλη του
ήλιου και τα χάδια της σελήνης. Αυτές οι ίδιες οι Βακχίδες, περίεργες
για την οµορφιά του, τριγυρνούσαν συχνά γύρω του σαν ερωτευµένοι
πάνθηρες, υπερήφανες για τα κατάστικτα δέρµατά τους και
χαµογελούσαν στα ακατάληπτα λόγια του.
Ξαφνικά, ο νέος αυτός, που τον ονόµαζαν γιο του Απόλλωνα,
εξαφανίστηκε.
Έλεγαν ότι πέθανε, ότι κατέβηκε στον Άδη.
Είχε φύγει κρυφά στη Σαµοθράκη και κατόπιν στην Αίγυπτο, όπου
ζήτησε άσυλο από τους ιερείς της Μέµφιδας. Αφού πέρασε τα
Μυστήριό τους, ξαναγύρισε µετά από είκοσι χρόνια, µ’ ένα όνοµα
µύησης που το είχε κατακτήσει µε τις δοκιµασίες του και που το είχε
πάρει από τους δασκάλους του,
ως σηµείο της αποστολής του. Τον αποκαλούσαν τώρα Ορφέ- α ή
Άρφα 90 , το οποίο σηµαίνει: εκείνος που γιατρεύει µε το φως.
Το αρχαιότερο ιερό του Δία υψωνόταν τότε πάνω στο όρος Ροδόπη.
Άλλοτε, οι ιεροφάντες του υπήρξαν µεγάλοι αρχιερείς. Από την
κορυφή του βουνού αυτού, προφυλαγµένοι από τις επιθέσεις, είχαν
βασιλέψει σε ολόκληρη τη Θράκη. Αλλά, από τότε που οι χαµηλές
θεότητες είχαν επικρατήσει, οι οπαδοί τους ήταν ολιγάριθµοι κι ο ναός
τους είχε σχεδόν εγκατα- λειφθεί. Οι ιερείς της Ροδόπης υποδέχτηκαν
το µυηµένο της Αίγυπτου ως σωτήρα. Με τη γνώση του και τον
ενθουσιασµό του ο Ορφέας παρέσυρε το µεγαλύτερο µέρος των
Θρακών, µεταµόρφωσε τελείως τη λατρεία του Βάκχου και δάµασε τις
Βακχίδες. Εντός ολίγου η επίδρασή του εισχώρησε σ’ όλα τα ιερά της
Ελλάδας. Αυτός καθιέρωσε τη βασιλεία του Δία στη Θράκη κι αυτήν
του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου έθεσε τις βάσεις του
Αµφικτυονικού Συνεδρίου, το οποίο κατέστη η κοινωνική ενότητα της
Ελλάδας. Τέλος, µε τη δηµιουργία των Μυστηρίων, διαµόρφωσε τη
θρησκευτική ψυχή της πατρίδας του. Διότι στην κορυφή της µύησης
συγχώνευσε τη θρησκεία του Δία µ’ αυτήν του Διονύσου, µέσα σε µια
παγκόσµια σκέψη. Οι µυηµένοι λάµβαναν από τα διδάγµατά του το
αγνό φως των υπέρτατων αληθειών και το ίδιο αυτό φως έφτανε µέχρι
το λαό, πιο νοθευµένο, αλλά όχι λιγότερο ευεργετικό, κάτω από τον
πέπλο της ποίησης και των µαγευτικών γιορτών.
Έτσι, ο Ορφέας έγινε αρχιερέας της Θράκης, αρχιερέας του
Ολυµπίου Διός και, για τους µυηµένους, ο φανερωτής του ουράνιου
Διονύσου.
2. Ο ναός του Δία
ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ υψώνεται
το όρος Ροδόπη. Το ζώνουν πυκνά
δάση από βαλανιδιές. Βράχοι και κυκλώπειοι λίθοι το στεφανώνουν.
Από χιλιάδες χρόνια, ο τόπος αυτός είναι ιερό όρος. Οι Πελασγοί, οι
Κέλτες, οι Σκύθες και οι Γέ- τες, καταδιώκοντας οι µεν τους δε, ήρθαν
εκεί να προσκυνήσουν διαδοχικά τους διάφορους θεούς τους. Αλλά
τάχα δεν είναι πάντοτε ο ίδιος Θεός τον οποίο αναζητά ο άνθρωπος
όταν ανεβαίνει τόσο ψηλά; Αν όχι, γιατί θα του έκτιζε µε τό-
σους κόπους µια κατοικία στα µέρη του κεραυνού και των ανέµων;
Ένας ναός του Δία υψώνεται τώρα στο κέντρο της ιερής ζώνης, της
ογκώδους και απροσπέλαστης σαν φρούριο. Στην είσοδο, ένα
περιστύλιο µε τέσσερις δωρικούς κίονες προβάλλει τους τεράστιους
στόλους του πάνω από µία σκοτεινή στοά.
Στο µεσουράνηµα, ο ουρανός είναι γαλήνιος, αλλά η θυελ- λά
µουγκρίζει ακόµα πάνω στα βουνά της Θράκης, που ξετυλίγουν µακριά
τις κοιλάδες τους και τις κορυφές τους, σαν µαύρος ωκεανός
συσπασµένος από την καταιγίδα κι αυλακω- µένος από φως. Είναι η
ώρα της θυσίας. Οι ιερείς της Ροδόπης δεν κάνουν άλλη θυσία από τη
θυσία του πυρός. Κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια του ναού κι ανάβουν την
αρωµατισµένη ξύλινη προσφορά µ’ ένα δαυλό του ιερού.
Τέλος, ο αρχιερέας βγαίνει από το ναό. Ντυµένος µε άσπρα λινά,
όπως οι άλλοι, είναι στεφανωµένος µε µυρτιά και κυπαρίσσι. Κρατά
εβένινο σκήπτρο µε φιλντισένια λαβή κι έχει χρυσή ζώνη, πάνω στην
οποία κρύσταλλα ρίχνουν θαµπές φωτιές, σύµβολα µιας µυστηριώδους
βασιλείας. Είναι ο Ορ- φέας.
Οδηγεί από το χέρι ένα µαθητή, παιδί των Δελφών, ο οποίος ωχρός,
τρέµοντας και µαγεµένος, περιµένει τους λόγους του µεγάλου
εµπνευσµένου, µε το ρίγος των µυστηρίων. Ο Ορφέας τον βλέπει και,
για να ενθαρρύνει τον εκλεκτό της καρδιάς του µύστη, αγκαλιάζει
γλυκά τους ώµους του. Τα µάτια του χαµογελούν, αλλά ξαφνικά
αστράφτουν. Κι ενώ από κάτω τους οι ιερείς γυρίζουν γύρω από το
βωµό και ψάλλουν τον ύµνο της φωτιάς, ο Ορφέας, επίσηµα, λέει στον
πο- λυαγαπηµένο του µύστη µυστικά λόγια, τα οποία πέφτουν µέσα
στο βάθος της καρδιάς του σαν θείο ποτό. Λοιπόν, να τα φτερωτά
λόγια του Ορφέα προς το νεαρό µαθητή:
“Διπλώσου ίσαµε το βάθος του εαυτού σου, για να υψωθείς στην
αρχή των πραγµάτων, στη µεγάλη τριάδα που ακτινοβολεί µέσα στον
άχραντο Αιθέρα. Λιώσε το σώµα σου µε τη φωτιά της σκέψης σου,
ξεκόλλησε από την ύλη, όπως η φλόγα ξεφεύγει από το ξύλο που
τρώει.
Τότε το πνεύµα σου θα ορµήσει µέσα στον αγνό αιθέρα των αιώνιων
αιτίων, όπως ο αετός στο θρόνο του Δία.
Θα σου φανερώσω το µυστικό των κόσµων, την ψυχή της φύσης,
την ουσία του Θεού. Ακούσε πρώτα το µεγάλο απόρ-
ρητό. Ένα και µόνο ον βασιλεύει στο βαθύ ουρανό και µέσα στην
άβυσσο της γης: ο βροντερός Ζευς, ο αιθέριος Ζευς. Αυτός είναι η
βαθιά βούληση, το ισχυρό µίσος κι η γλυκιά αγάπη. Βασιλεύει µέσα
στα βάθη της γης και στα ΰψη του έναστρου ουρανού. Είναι πνοή των
πραγµάτων, αδάµαστη φωτιά, αρσενικό και θηλυκό, ένας Βασιλιάς, µία
Εξουσία, ένας Θεός, ένας µεγάλος Κύριος.
Ο Ζευς είναι ο θείος κι η θεία Σύζυγος, Άνδρας και Γυναίκα,
Πατέρας και Μητέρα. Από την ιερή τους ένωση, από τους αιώνιους
γόµους τους, βγαίνουν αδιάκοπα η Φωτιά και το Νερό, η Γη κι ο
Αιθέρας, η Νύχτα κι η Ηµέρα, οι υπερήφανοι Τιτάνες, οι αµετακίνητοι
Θεοί και το σπέρµα των ανθρώπων.
Οι έρωτες του Ουρανου και της Γης δεν είναι γνωστοί στους
β έ β η λ ο υ ς . Τα µ υ σ τ ή ρ ι α τ ο υ Σ υ ζ ύ γ ο υ κ α ι τ η ς Σ υ ζ ύ γ ο υ δ ε ν
αποκαλύπτονται παρά µόνο στους θεϊκούς ανθρώπους. Αλλά εγώ θα
φανερώσω ό,τι είναι αληθινό. Προ ολίγου η βροντή έσειε αυτούς τους
βράχους, ο κεραυνός έπεφτε εκεί σαν ζωντανή φωτιά, σαν φλόγα που
κυλάει, κι οι αντίλαλοι των βουνών µούγκριζαν από χαρά. Αλλά εσύ
έτρεµες, µη γνωρίζοντας από που έρχεται η φωτιά, µήτε που χτυπάει.
Είναι το αρσενικό πυρ, σπόρος του Δία, η δηµιουργός φωτιά! Βγαίνει
από την καρδιά κι απ’ τον εγκέφαλο του Δία, κινείται µέσα σ’ όλα τα
όντα. Όταν πέφτει ο κεραυνός, αυτή εκπηδά από τα δεξιά του. Αλλά
εµείς, οι ιερείς του, ξέρουµε την ουσία της, αποφεύγουµε και καµιά
φορά διευθύνουµε τα βέλη της.
Και τώρα, κοίταξε το στερέωµα. Δες εκείνο το λαµπρό κύκλο των
αστερισµών, πάνω στον οποίο είναι ριγµένη η λεπτή σάρπα του
γαλαξία, σκόνη ήλιων και κόσµων. Δες πώς φεγγοβολά ο Ωρίων, πώς
σπιθοβολοΰν οι Δίδυµοι κι αστράφτει η Λύρα. Είναι το σώµα της θείας
Συζυγου, που γυρίζει µέσα σ’ έναν αρµονικό ίλιγγο, µε τα τραγούδια
του Συζυγου. Κοίτα µε τα µάτια του πνεύµατος και θα δεις το κεφάλι
της ανεστραµµένο, τα χέρια της τεντωµένα και θα ελαφροσηκώσεις
τον πέπλο της το σπαρµένο αστέρια.
Ο Ζευς είναι ο Θείος κι η Θεία Σΰζυγος.
Να το πρώτο µυστήριο.
Αλλά τώρα, παιδί των Δελφών, ετοιµάσου για τη δεύτερη µύηση.
Ανατρίχιασε, κλάψε, χαίρου, λάτρεψε! Διότι το πνεύµα σου µέλλει να
βυθιστεί µέσα στη φλογερή ζώνη, όπου ο
µεγάλος δηµιουργός κάνει την ανάµειξη της ψυχής και του κόσµου,
µέσα στο κύπελλο της ζωής. Ποτισµένα απ’ αυτό το µεθυστικό
κύπελλο, όλα τα όντα ξεχνούν τη θεία διαµονή και κατεβαίνουν µέσα
στην οδυνηρή άβυσσο των γεννήσεων.
Ο Ζευς είναι ο µεγάλος Δηµιουργός. Ο Διόνυσος είναι ο γιος του, ο
φανερωµένος Λόγος του. Ο Διόνυσος, πνεύµα α- κτινοβόλο, ζωντανή
διάνοια, άστραφτε µέσα στα δώµατα του πατέρα του, στο ανάκτορο
του αµετακίνητου Αιθέρα. Μια µέρα που, γερµένος, κοίταζε τις
αβύσσους του ουρανοΰ, ανάµεσα στους αστερισµούς, είδε να
αντανακλάται µέσα στα γαλάζια βάθη η ίδια του η εικόνα, η οποία του
έτεινε τα χέρια. Γοητευµένος από το όµορφο αυτό φάντασµα,
ερωτευµένος µε το είδωλό του, όρµησε να το πιάσει.
Αλλά η εικόνα έφευγε, έφευγε πάντοτε και τον τραβούσε στο βάθος
του γκρεµού. Τέλος, βρέθηκε σε µια σκιερή κι αρωµατισµένη λαγκαδιά
απολαµβάνοντας την αισθησιακή αύρα που του χάιδευε το σώµα.
Μέσα σ’ ένα σπήλαιο αντίκρισε την Περσεφόνη. Η Μαία, η όµορφη
υφάντρα, ύφαινε ένα πέπλο, όπου έβλεπες να κυµατίζουν οι εικόνες
όλων των όντων.
Μπροστά στη θεϊκή παρθένο σταµάτησε βουβός από γοητεία. Τη
στιγµή εκείνη οι υπερήφανοι Τιτάνες κι οι ελεύθερες Τιτανίδες τον
παρατήρησαν. Οι πρώτοι, από ζήλια για την οµορφιά του, οι άλλες
ξεµυαλισµένες από τρελό έρωτα, ρίχτηκαν πάνω του σαν µανιασµένα
στοιχειά και τον κοµµάτιασαν. Έπειτα, αφού µοιράστηκαν τα µέλη
του, τα έβαλαν και τα έβρασαν µέσα στο νερό κι έθαψαν την καρδιά
του. Ο Ζευς κατακεραύνωσε τους Τιτάνες κι η Αθηνά µετέφερε στον
αιθέρα την καρδιά του Διονύσου, κι έγινε αυτή εκεί ένας διάπυρος
ήλιος. Αλλά από τον καπνό του σώµατος του Διονύσου βγήκαν οι
ψυχές των ανθρώπων, που ανεβαίνουν προς τον ουρανό.
Όταν οι ωχρές σκιές θα ξαναενωθούν µε τη λαµπερή καρδιά του
Θεού, τότε θ’ ανάψουν σαν φλόγες, κι ο Διόνυσος ολόκληρος θ’
αναστηθεί, περισσότερο ζωντανός παρά ποτέ, µέσα στα ύψη του
Εµπυρείου.
Να το µυστήριο του θανάτου του Διόνυσου.
Τώρα άκουσε το µυστήριο της ανάστασής του. Οι άνθρωποι είναι η
σάρκα και το αίµα του Διονύσου. Οι δυστυχισµένοι άνθρωποι είναι τα
σκόρπια µέλη του, που γυρεύουν το ένα το άλλο, στριφογυρίζοντας
µέσα στο έγκληµα και το µίσος, την οδύνη και τον έρωτα, περνώντας
από χιλιάδες υπάρξεις. Η πύρινη θερµότητα της γης, η άβυσσος των
Κάτω Δυ-
νάµεων τους τραβά πάντα πιο µπροστά µέσα στο βάραθρο, τους
ξεσχίζει ολοένα και περισσότερο. Αλλά εµείς, οι µυηµέ- νοι, εµείς που
ξέρουµε τι είναι πάνω και τι κάτω, εµείς είµαστε οι σωτήρες των
ψυχών, οι οδηγοί των ανθρώπων. Σαν µαγνήτες τους τραβούµε προς το
µέρος µας, καθώς ελκυόµαστε και εµείς οι ίδιοι από τους θεούς. Έτσι,
µε ουράνιες µαγείες αποκαθιστουµε το ζωντανό σώµα της θεότητας.
Κάνουµε τον ουρανό να κλαίει και τη γη να αγάλλεται και σαν
πολύτιµα διαµαντικά φέρνουµε µέσα στις ψυχές µας τα δάκρυα όλων
των όντων, για να τα µεταβάλουµε σε χαµόγελα. Ο Θεός πεθαίνει µέσα
µας και µέσα µας ξαναγεννιέται”.
Έτσι µίλησε ο Ορφέας. Ο µαθητής των Δελφών γονάτισε µπροστά
στο δάσκαλό του µε σηκωµένα τα χέρια σε στάση ικέτη. Κι ο
αρχιερέας του Δία άπλωσε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του,
απαγγέλλοντας αυτά τα λόγια χειροτονίας: “Είθε ο Ζευς και ο
Διόνυσος, ο τρεις φορές φανερουµενος, κάτω στον Άδη, πάνω στη γη
και ψηλά στον ουρανό, να είναι ευνοϊκός στη νεότητά σου και να
χύσει στην καρδιά σου τη γνώση των θεών”.
Τότε ο µυηµένος αποµακρύνθηκε από το περιστύλιο του ναού και
πήγε κι έριξε κλαδιά αγριοκυδωνιάς µέσα στη φωτιά του βωµού κι
επικαλέστηκε τρεις φορές το βροντερό Δία. Ο αρχιερέας-βασιλιάς είχε
µείνει σκεπτικός κάτω από τη στοά, µε το χέρι στηριγµένο πάνω σε
µια στήλη. Ο µαθητής ξανάρθε προς αυτόν.
“Μελωδικέ Ορφέα”, είπε, “αγαπηµένε γιε των Αθανάτων και γιατρέ
των ψυχών, από τη µέρα που σε άκουσα να ψέλνεις τους ύµνους των
Θεών, στη γιορτή του δελφικού Απόλλωνα, µάγεψες την καρδιά µου
και σε ακολούθησα παντού. Τα τραγούδια σου είναι σαν κρασί που
µεθάει, τα διδάγµατά σου σαν πικρό πιοτό που ελαφρώνει το
κουρασµένο σώµα και χύνει στα µέλη του µια καινούρια δύναµη”.
“Είναι τραχύς ο δρόµος που οδηγεί από εδώ κάτω στους θεούς”,
είπε ο Ορφέας, ο οποίος φαινόταν να αποκρίνεται περισσότερο στις
εσωτερικές φωνές παρά στο µαθητή του. “Ένα ανθισµένο µονοπάτι,
µια απόκρηµνη ανηφοριά, κι έπειτα βράχοι που τους κατοικεί ο
κεραυνός, µε το άπειρο διάστηµα τριγύρω —να η µοίρα του
Οραµατιστή και του Προφήτη πάνω στη γη. Παιδί µου, µείνε στ’
ανθισµένα µονοπάτια του κάµπου και µην ψάχνεις πιο πέρα”.
“Η δίψα µου µεγαλώνει όσο εσυ την κατευνάζεις”, είπε ο νεαρός
µυηµένος. “Με δίδαξες για την ουσία των θεών, αλλά πες µου, µεγάλε
δάσκαλε των µυστηρίων, εµπνευσµένε από το θείο Έρωτα, θα
µπορούσα να τους δω ποτέ;”
“Με τα µάτια του πνεύµατος, ναι”, είπε ο αρχιερέας του Δία, “αλλά
όχι µε τα µάτια του σώµατος. Εσυ, όµως, δεν ξέρεις να βλέπεις παρά
µόνο µε τα τελευταία. Χρειάζεται µα- κρά εργασία και µεγάλη οδύνη,
για να ανοίξεις τα µάτια του εσωτερικού σου”.
“Εσυ µόνο ξέρεις να τα ανοίξεις, Ορφέα! Μαζί σου τι µπορώ να
φοβηθώ;”
“Το θέλεις; Ακούσε λοιπόν! Στη Θεσσαλία, στη µαγεµένη κοιλάδα
των Τεµπών, υψώνεται ένας µυστικός ναός, κλεισµένος για τους
βέβηλους. Εκεί ο Διόνυσος φανερώνεται στους µύστες και τους
οραµατιστές. Μετά από ένα χρόνο σε προσκαλώ στη γιορτή του και θα
σου ανοίξω τα µάτια για το θείο κόσµο, βυθίζοντάς σε σ’ ένα µαγικό
ύπνο. Ως τότε, ας είναι η ζωή σου αγνή κι η ψυχή σου λευκή. Διότι,
γνώριζέ το, το φως των θεών τροµάζει τους αδύνατούς και φονεύει
τους βέβηλους. Έλα στην κατοικία µου. Θα σου δώσω το βιβλίο που
σου χρειάζεται για την προπαρασκευή σου”.
Ο δάσκαλος µπήκε µε το δελφικό µαθητή στο εσωτερικό του ναού
και τον οδήγησε στο µεγάλο κελί που ήταν προορισµένο γι’ αυτόν.
Εκεί έκαιγε µία αιγυπτιακή λυχνία, πάντοτε αναµµένη, που την
κρατούσε ένα φτερωτό πνεύµα από σφυρήλατο σίδηρο. Εκεί ήταν
κλεισµένα µέσα σε κιβώτια από ευωδιαστό κέδρο πολυάριθµοι
κύλινδροι πάπυρου, σκεπασµένοι µε αιγυπτιακά ιερογλυφικά και µε
φοινικικούς χαρακτήρες, καθώς και τα βιβλία τα γραµµένα στην
ελληνική γλώσσα από τον Ορφέα, τα οποία περιλάµβαναν τη µαγική
του γνώση και τη µυστική του διδασκαλία 91 .
Ο δάσκαλος κι ο µαθητής συνοµίλησαν µέσα στο κελί για ένα µέρος
της νύχτας.

3. Διονυσιακή γιορτή στην κοιλάδα των Τεµπών


ΕΊΜΑΣΤΕ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ, στη δροσερή κοιλάδα των Τεµπών. Η άγια νύχτα, η
αφιερωµένη από τον Ορφέα στα µυστήρια του Διονύσου, είχε έρθει.
Οδηγούµενος από έναν υπηρέτη του ναού, ο µαθητής των Δελφών
βάδιζε µέσα σ’ ένα στενό και
βαθύ µονοπάτι, πλαισιωµένο από βράχους απόκρηµνους. Δεν
άκουγες, µέσα στη σκοτεινή νύχτα, παρά µόνο το µουρµούρι- σµα του
ποταµού, ο οποίος έτρεχε ανάµεσα στις πράσινες όχθες του. Τέλος, η
πανσέληνος φάνηκε προβάλλοντας από το βουνό. Ο κίτρινος δίσκος
της βγήκε πίσω από τη µαύρη κόµη των βράχων. Το λεπτό και
µαγνητικό φως της γλίστρησε στα βάθη και ξαφνικά η µαγική κοιλάδα
φάνηκε µέσα σε µια ολύµπια διαύγεια. Προς στιγµήν ξεσκεπάστηκε
ολόκληρη, µε τους χλοερούς µυχούς της, µε τα δάση της από
πασχαλιές και λεύκες, µε τις κρυστάλλινες βρύσες της, τις σπηλιές της
τις σκεπασµένες µε κισσό και το ελικοειδές ποτάµι της, που συνδέει
νησάκια δέντρων ή ρέει κάτω από περιπλεγµένες αναδεντράδες. Ένας
ξανθός ατµός, µία νάρκη αγκάλιαζε τα φυτά. Αναστεναγµοί νυµφών
φαινόταν πως έκαναν να κυµατίζει ο καθρέφτης των πηγών, κι
αόριστοι ήχοι αυλού ξέφευ- γαν µέσα από τα ακίνητα καλάµια. Πάνω
σ’ όλα τα πράγµατα πλανιόταν η σιωπηλή γοητεία της Άρτεµης.
Ο µαθητής των Δελφών περπατούσε σαν να βρισκόταν σε όνειρο.
Σταµατούσε καµιά φορά για να µυρίσει την ευχάριστη ευωδιά του
αγιοκλήµατος ή της πικροδάφνης. Αλλά, η µαγική ξαστεριά δε
διήρκεσε παρά µόνο µια στιγµή. Το φεγγάρι σκεπάστηκε από ένα
σύννεφο. Όλα ξανάγιναν µαύρα, οι βράχοι ξαναπήραν τα απειλητικά
τους σχήµατα και σκόρπια φώτα έλαµψαν από παντού, κάτω από τα
πυκνά δέντρα, κοντά στις όχθες του ποταµού και πέρα στα βάθη της
κοιλάδας.
“Είναι οι µύστες”, είπε ο ηλικιωµένος οδηγός του ναού. “Μπαίνουν
σε πορεία. Κάθε οµάδα έχει το δαδούχο οδηγό της· θα τους
ακολουθήσουµε”.
Οι οδοιπόροι συνάντησαν οµάδες που έβγαιναν από τα άλση κι
έµπαιναν σε πορεία. Είδαν να περνούν πρώτα οι µύστες του νεαρού
Βάκχου, έφηβοι ντυµένοι µε µακριούς χιτώνες από λεπτότατο λινό και
στεφανωµένοι µε δάφνη. Κρατούσαν κύπελλα από σκαλισµένο ξύλο,
σύµβολα του κυπέλλου της ζωής. Έπειτα ήρθαν νέοι υπερήφανοι και
σφριγηλοί. Ονοµάζονταν µύστες του αγωνιστή Ηρακλή —µε κοντούς
χιτώνες, γυµνές κνήµες, µε το δέρµα του λιονταριού ριγµένο ανάµεσα
από τους ώµους και τη µέση, µε στεφάνια ελιάς στο κεφάλι. Έπειτα
ήρθαν οι εµπνευσµένοι, οι µύστες του διαµελισµένου Βάκχου, µε το
ραβδωτό δέρµα του πάνθηρα τυλιγµένο στο σώµα, µε κόκκινες
κορδέλες στα µαλλιά, µε θύρσο στα χέρια.
Περνώντας κοντά από µια σπηλιά, είδαν γονατισµένους καταγής
τους µύστες του Αιδωνέως και του υποχθόνιου Έρωτα. Ήταν άνθρωποι
που έκλαιγαν πεθαµένους συγγενείς ή φίλους. Τραγουδούσαν µε
χαµηλή φωνή: “Αιδωνέα, Αιδωνέα, δώσε µας εκείνους που µας πήρες ή
κάνε µας να κατέβουµε κι εµείς στο βασίλειό σου”. Ο άνεµος χανόταν
µέσα στο σπήλαιο και φαινόταν να συνεχίζεται κάτω από τη γη µαζί µε
γέλια και πένθιµους λυγµούς. Ξαφνικά, ένας µύστης στράφηκε προς το
µαθητή των Δελφών και του είπε: “Διάβηκες το κατώφλι του Αιδωνέα·
δε θα ξαναδείς πια το φως των ζωντανών”. Ένας άλλος τον έψαυσε
περνώντας και του είπε αυτά τα λόγια στο αυτί: “Σκιά, θα είσαι η λεία
της σκιάς. Εσύ που έρχεσαι από τη Νύχτα, ξαναγύρισε στο Έρεβος!”
—κι έφυγε τρέχοντας. Ο µαθητής των Δελφών αισθάνθηκε να παγώνει
από τον τρόµο. Ψιθύρισε στον οδηγό του: “Τι θέλει να πει µε αυτό;”.
Ο υπηρέτης του ναού έκανε ότι δεν άκουσε τίποτα. Είπε µόνο: “Πρέπει
να περάσουµε το γεφύρι. Κανείς δε διαφεύγει το τέρµα”.
Πέρασαν ένα ξύλινο γεφύρι στηµένο πάνω στον Πηνειό.
“Από πού έρχονται”, είπε ο νεοφώτιστος, “αυτές οι παρα-
πονιάρικες φωνές κι αυτή η θρηνητική µελωδία; Ποιες είναι αυτές οι
λευκές σκιές που βαδίζουν σε µακριές σειρές κάτω από τις λεύκες;”
“Είναι γυναίκες που πηγαίνουν να µυηθούν στα µυστήρια του
Διονύσου”.
“Ξέρεις τα ονόµατά τους;”
“Εδώ κανένας δεν ξέρει το όνοµα κανενός και καθένας ξεχνάει το
δικό του. Διότι, όπως στην είσοδο του αγιασµένου χώρου οι µύστες
αφήνουν τα λερωµένα φορέµατά τους, για να λουστούν µέσα στο
ποτάµι και να ντυθούν έπειτα καθαρούς λινούς χιτώνες, έτσι ο καθένας
αφήνει και το όνοµά του για να πάρει ένα άλλο. Για επτά µέρες κι επτά
νύχτες αλλάζει κανείς, περνάει σε µια άλλη ζωή. Κοίταξε όλες αυτές
τις θεωρίες 93 των γυναικών. Δεν πηγαίνουν µαζί σύµφωνα µε τις
οικογένειές τους και τις πατρίδες τους, αλλά ανάλογα µε το θεό που
τις εµπνέει”.
Είδαν να παρελαύνουν νεαρές κοπέλες, στεφανωµένες µε νάρκισσο,
µε γαλάζια πέπλα, που ο οδηγός τις ονόµαζε συντρόφους νύµφες της
Περσεφόνης. Κρατούσαν, σεµνά σφιγµένα στην αγκαλιά τους, δοχεία
µε αρώµατα, υδρίες και αναθηµατικά αγγεία. Έπειτα έρχονταν µε
κόκκινα πέπλα οι µυ-
στικοπαθείς ερωµένες, οι φιλήδονες σύζυγοι κι οι γυναίκες που
επιζητούν την Αφροδίτη. Χώθηκαν µέσα σ’ ένα κατασκό- τεινο δάσος.
Από ’κεί ακόυσαν να βγαίνουν ορµητικές επικλήσεις, αναµειγµένες µε
εκνευριστικούς θρήνους. Ησύχασαν σιγά-σιγά. Έπειτα, ένας περιπαθής
χορός υψώθηκε µέσα από το σκοτεινό άλσος των µυρτιών κι ανέβηκε
προς τον ουρανό µε αργούς παλµούς: “Έρωτα, µας πλήγωσες!
Αφροδίτη, µας τσάκισες τα µέλη µας! Σκεπάσαµε τον κόλπο µας µε
δέρµα ελαφιού, αλλά φέρουµε µέσα στα στήθη µας τη µατωµένη
πορφύρα των πληγών µας. Η καρδιά µας είναι ένα φαγανό χωνευτήρι.
Άλλες πεθαίνουν από φτώχεια, εµάς µας λιώνει ο έρωτας. Κάψε µας,
Έρωτα! Έρωτα! Ή λύτρωσέ µας, Διόνυσε! Διόνυσε!”
Άλλη θεωρία προχώρησε. Αυτές οι γυναίκες ήταν εξολο- κλήρου
ντυµένες µε µαύρο µαλλί, είχαν µακριά πέπλα που σέρνονταν πίσω
τους κι όλες τους ήταν θλιµµένες από κάποιο µεγάλο πένθος. Ο οδηγός
τις ονόµασε κλαίουσες της Περσε- φόνης. Στο µέρος εκείνο βρισκόταν
ένα µαυσωλείο µαρµάρινο, στολισµένο µε κισσό. Γονάτισαν τριγύρω,
έλυσαν τα µαλλιά τους κι έβγαλαν µεγάλες κραυγές. Στη στροφή του
πόθου απάντησαν µε την αντιστροφή του πόνου: “Περσεφόνη”,
έλεγαν, “είσαι νεκρή, σε απήγαγε ο Αιδωνέας, κατέβηκες στο βασίλειο
των νεκρών. Αλλά εµείς, που θρηνούµε τον πολυα- γαπηµένο, εµείς
είµαστε νεκροζώντανες. Ας µην ξαναγεννη- θεί η µέρα. Είθε η γη που
σε σκεπάζει, ω µεγάλη θεά, να µας δώσει τον αιώνιο ύπνο και είθε να
γυρίζει η σκιά µου ενωµένη µε την προσφιλή σκιά! Εισάκουσέ µας,
Περσεφόνη! Περσεφόνη!”
Μπροστά στις παράδοξες αυτές σκηνές, κάτω από το µεταδοτικό
παραλήρηµα των βαθιών αυτών πόνων, ο µαθητής των Δελφών ένιωσε
τον εαυτό του κυριευµένο από χίλια αντίθετα και βασανιστικά
συναισθήµατα. Δεν ήταν πια αυτός ο ίδιος. Οι πόθοι, οι σκέψεις, οι
αγωνίες όλων αυτών των όντων είχαν γίνει δικοί του πόθοι και δικές
του αγωνίες. Η ψυχή του κοµµατιαζόταν για να περάσει µέσα σε χίλια
σώµατα. Μια θανάσιµη αγωνία τον διαπερνούσε. Δεν ήξερε πια αν
ήταν άνθρωπος ή σκιά.
Τότε, ένας µυηµένος µε ψηλό ανάστηµα, που περνούσε από εκεί,
σταµάτησε κι είπε: “Ειρήνη στις θλιµµένες σκιές! Βασανισµένες
γυναίκες, στρέψτε το βλέµµα σας στο φως του Διονύσου. Ο Ορφέας
σάς περιµένει!”
Όλες τον περιτριγύρισαν σιωπηλά, µαδώντας εµπρός του τα
στεφάνια τους από ασφοδέλους, κι εκείνος µε τον θύρσο του τους
έδειξε το δρόµο. Οι γυναίκες πήγαν να πιουν από µια βρύση µέσα σε
ξύλινα κύπελλα. Οι θεωρίες ξανασχηµα- τίστηκαν κι η ακολουθία
ξαναπήρε το δρόµο της. Οι νέες προπορεύονταν. Τραγουδούσαν ένα
θρήνο µ’ αυτήν την επωδό: “Κουνήστε τις παπαρούνες! Πιείτε το νερό
της Λήθης! Δώσε µας το επιθυµητό λουλούδι κι ας ξανανθίσει ο
νάρκισσος για τις αδερφές µας! Περσεφόνη, Περσεφόνη!”
Ο µαθητής βάδισε για πολλή ώρα ακόµη µε τον οδηγό του. Πέρασε
λιβάδια όπου φύτρωνε ο ασφόδελος, περπάτησε κάτω από τον ίσκιο
των λευκών που µουρµούριζαν θλιβερά. Ακούσε πένθιµα τραγούδια,
που γλιστρούσαν µέσα στον αέρα και που δεν ήξερε από πού έρχονταν.
Είδε, κρεµασµένες πάνω σε δέντρα, φρικιαστικές προσωπίδες και
κέρινα οµοιώµατα σαν παιδάκια σπαργανωµένα. Εδώ κι εκεί, βάρκες
περνούσαν το ποτάµι µε ανθρώπους που ήταν σιωπηλοί σαν νεκροί!
Τέλος, η κοιλάδα πλάτυνε, ο ουρανός έγινε καθαρός πάνω στα ψηλά
βουνά και ρόδισε η αυγή. Μακριά, παρατηρούσε κανείς τις σκοτεινές
κλεισούρες της Όσσας, αυλακω- µένες από γκρεµούς όπου σωρεύονται
οι βράχοι, όταν κατρακυλούν. Πιο κοντά, περιτριγυρισµένος από
βουνά, έλαµπε, ψηλά σ’ έναν κατάφυτο λόφο, ο ναός του Διονύσου.
Ήδη ο ήλιος χρύσωνε τις ψηλές κορυφές. Καθώς πλησίαζαν στο
ναό, είδαν να φτάνουν απ’ όλα τα µέρη ακολουθίες µυστών, θεωρίες
γυναικών, οµάδες µυηµένων. Το πλήθος αυτό, που φαινόταν σοβαρό
α λ λ ά π ο υ ε σ ω τ ε ρ ι κ ά τ α ρ α ζό τ α ν α π ό µ ι α α ν ή σ υ χ η α ν α µ ο ν ή ,
συναντήθηκε στους πρόποδες του λόφου κι άρχισε να ανεβαίνει προς
το ιερό. Όλοι χαιρετιόντουσαν σαν φίλοι, κουνώντας τα κλαδιά και
τους θύρσους. Ο οδηγός είχε εξαφανιστεί κι ο µαθητής των Δελφών
βρέθηκε, χωρίς να γνωρίζει πώς, µέσα σε µια οµάδα µυηµένων µε
στιλπνά µαλλιά, που τα είχαν δεµένα µε στεφάνια και µε κορδέλες
διαφόρων χρωµάτων. Δεν τους είχε δει ποτέ του, κι όµως νόµιζε πως
τους αναγνώριζε, µε µια ενθύµηση γεµάτη από ευδαιµονία. Κι εκείνοι,
επίσης, φαίνονταν να τον περιµένουν. Διότι τον χαιρετούσαν σαν
αδερφό και τον συνέχαιραν για την ευτυχή του άφιξη. Παρασυρµένος
από την οµάδα του και σαν να κινούνταν πάνω σε φτερά, ανέβηκε
µέχρι τις υψηλότερες βαθµίδες του ναού. Τη στιγµή εκείνη, µία ακτίνα
εκτυφλωτικού φωτός µπήκε µέσα στα µάτια του. Ήταν
ο ήλιος που ανέτελλε, ο οποίος έριχνε το πρώτο του βέλος µέσα
στην κοιλάδα και πληµµύριζε µε τις λαµπρές του ακτίνες το λαό
εκείνο των µυστών και των µυηµένων, που ήταν µαζεµένοι πάνω στη
σκάλα του ναού και σ’ όλο το λόφο.
Αµέσως ένας χορός έψαλε τον παιάνα. Οι χάλκινες πύλες του ναού
ανοίχθηκαν µόνες τους. Ακολουθούµενος από τον Ερµή κι από το
δαδούχο, εµφανίστηκε ο προφήτης, ο ιεροφάντης, ο Ορφέας. Ο
µαθητής των Δελφών τον αναγνώρισε µε ρίγη χαράς. Ντυµένος µε
πορφυρά, µε τη χρυσελεφάντινη λύρα στο χέρι, ο Ορφέας
ακτινοβολούσε από µια αιώνια νεότητα. Είπε:
“Χαίρετε, όλοι εσείς που ήρθατε για να ξαναγεννηθείτε υστέρα από
τις λύπες της γης και που αναγεννιέστε αυτή τη στιγµή. Ελάτε να
πιείτε το φως του ναού, εσείς που βγαίνετε µέσα από τη νύχτα, µύστες,
γυναίκες, µυηµένοι. Ελάτε να χα- ρείτε, εσείς που έχετε υποφέρει.
Ελάτε να αναπαυθείτε, εσείς που αγωνιστήκατε. Ο ήλιος, τον οποίο
επικαλούµαι πάνω στα κεφάλια σας κι ο οποίος µέλλει να λάµψει µέσα
στις ψυχές σας, δεν είναι ο ήλιος των θνητών. Είναι το αγνό φως του
Διονύσου, ο µεγάλος ήλιος των µυηµένων. Με τα περασµένα σας
βάσανα, µε την προσπάθεια η οποία σας οδηγεί, θα νικήσετε. Και αν
πιστεύετε στα θεϊκά λόγια, έχετε ήδη νικήσει. Διότι, ύστερα από τη
µακρά διαδροµή των σκοτεινών υπάρξεων, θα βγείτε τέλος έξω από
τον οδυνηρό κύκλο των γεννήσεων και όλοι σας θα ξαναβρεθείτε σαν
ένα σώµα, σαν µία ψυχή, µέσα στο φως του Διονύσου!
Η θεία σπίθα που µας οδηγεί πάνω στη γη είναι µέσα µας, γίνεται
λαµπάδα µέσα στο ναό κι αστέρι ψηλά στον ουρανό. Έτσι µεγαλώνει
το φως της Αλήθειας! Ακούστε πώς δονείται η λύρα µε τις επτά
χορδές, η λύρα του Θεού... κάνει τους κόσµους να κινούνται. Ακούστε
καλά! Ας σας διαπεράσει ο ήχος... και θ’ ανοιχτούν τα βάθη των
ουρανών!
Βοήθεια των αδυνάτων, παρηγοριά των πασχόντων, ελπίδα όλων!
Αλλά δυστυχία στους κακούς, τους βέβηλους! Θα πέσουν στα
σκοτάδια. Γιατί µέσα στην έκσταση των µυστηρίων, ο καθένας βλέπει
ως το βάθος της ψυχής του άλλου. Τους κακούς τους χτυπά ο τρόµος,
τους βέβηλους ο θάνατος.
Και τώρα που ο Διόνυσος έλαµψε πάνω σας, επικαλούµαι τον
ουράνιο και τον παντοδύναµο Έρωτα. Ας είναι µέσα στις αγάπες σας,
στα δάκρυά σας, στις χαρές σας. Αγαπάτε, γιατί το παν αγαπά, οι
δαίµονες της αβύσσου κι οι θεοί του αιθέ-
ρα. Αγαπάτε, γιατί το παν αγαπά. Αλλά να αγαπάτε το φως κι όχι τα
σκοτάδια. Σε όλο το ταξίδι να θυµάστε το τέρµα. Όταν οι ψυχές
ξαναγυρίζουν µέσα στο φως, φέρουν σαν αποτρόπαια στίγµατα, πάνω
στο αστρικό σώµα τους, όλα τα σφάλµατα της ζωής τους... Και για να
τα σβήσουν, πρέπει να εξιλεωθούν και να ξαναπάνε πάνω στη γη...
Όµως, οι καθαροί κι οι ισχυροί πηγαίνουν µέσα στον ήλιο του
Διονύσου.
Και τώρα ψάλλετε το Ενοί\”
Ενοί! — φώναξαν οι κήρυκες στις τέσσερις γωνίες του ναού. Ευοί! —
και τα κύµβαλα αντήχησαν. Ενοί! —απάντησε η ένθεη οµήγυρη,
συγκεντρωµένη πάνω στα σκαλοπάτια του ιερού. Κι η κραυγή του
Διονύσου, η ιερή επίκληση προς την αναγέννηση, προς τη ζωή, κύλησε
µέσα στην κοιλάδα, επαναλαµβανόµενη από χίλια στήθη κι από τους
αντίλαλους των βουνών. Κι οι βοσκοί των άγριων φαραγγιών της
Όσσας, ανεβασµένοι ψηλά µε τα κοπάδια τους κατά µήκος των δασών,
κοντά στα σύννεφα, απάντησαν: Ενοί!

4. Επίκληση
Η ΓΙΟΡΤΗ ΕΊΧΕ ΠΕΡΆΣΕΙ ΣΑΝ ΌΝΕΙΡΌ· βράδιαζε. Οι χοροί, τα τραγούδια κι οι
προσευχές είχαν σβήσει µέσα σε µια ρόδινη οµίχλη. Ο Ορφέας κι ο
µαθητής του κατέβηκαν από κάποια υπόγεια στοά κάτω στην ιερή
κρύπτη, η οποία εκτεινόταν ως την καρδιά του βουνού. Μόνο ο
ιεροφάντης επιτρεπόταν να πλησιάζει εκεί. Εκεί ο εµπνευσµένος των
θεών παραδιδόταν στους µοναχικούς στοχασµούς του ή εκτελούσε µαζί
µε τους µύστες του τα υψηλά έργα της µαγείας και της θεουργίας.
Γύρω τους εκτεινόταν ένας χώρος αχανής και γεµάτος σπηλιές. Δύο
δάδες, µπηγµένες στη γη, µόλις φώτιζαν θαµπά τους σχισµένους
τοίχους και τα σκοτεινά βάθη. Σε απόσταση λίγων βηµάτων, µια µαύρη
σχισµάδα ανοιγόταν χάσκοντας µέσα στο έδαφος. Ζεστός αέρας
έβγαινε από κει µέσα και το βάραθρο εκείνο φαινόταν πως κατέβαινε
στα έγκατα της γης. Ένας µικρός βωµός, όπου έκαιγε φωτιά από ξερή
δάφνη, και µια σφίγγα κατείχαν τα άκρα του. Πολύ µακριά, σε
αµέτρητο ύψος, η σπηλιά φωτιζόταν από τον έναστρο ουρανό, από µια
λοξή σχισµή. Η ωχρή αυτή ακτίνα κυανόλευκου φωτός έµοιαζε µε το
µάτι του στερεώµατος, το οποίο βυθιζόταν µέσα σ’ εκείνη την άβυσσο.
“Ήπιες από τις βρύσες του αγίου φωτός”, είπε ο Ορφέας. “Μπήκες
µε αγνή καρδιά µέσα στα άδυτα των µυστηρίων. Ήρθε η επίσηµη ώρα
που θα σε κάνω να εισχωρήσεις ίσαµε τις πηγές της ζωής και του
φωτός. Εκείνοι που δε σήκωσαν τον πυκνό πέπλο που σκεπάζει από τα
µάτια των ανθρώπων τα θαυµαστά αόρατα, αυτοί δεν έγιναν γιοι των
θεών.
Άκου λοιπόν τις αλήθειες που πρέπει να αποσιωπάς από το πλήθος
κι οι οποίες αποτελούν την ισχύ των ιερών αδύτων.
Ο Θεός είναι ένας και πάντοτε αµετάβλητος. Βασιλεύει παντού.
Αλλά οι θεοί είναι αµέτρητοι και διάφοροι, γιατί η θεότητα είναι
αιώνια και άπειρη. Οι πιο µεγάλοι θεοί είναι οι ψυχές των άστρων.
Ήλιοι, άστρα, γαίες, σελήνες, κάθε αστέρι έχει τη δική του ψυχή κι
όλες τους είναι βγαλµένες µέσα από το ουράνιο πυρ του Δία κι από το
α ρ χ έ γ ο ν ο φ ω ς . Η - µ ι σ υ ν ε ι δ η τ ο ί , α π ρ ο σ π έ λ α σ τ ο ι , α µ ε τ ά β λη τ ο ι ,
κυβερνούν το µέγα παν µε τις τακτικές τους κινήσεις. Λοιπόν, κάθε
κινούµενο άστρο σέρνει µέσα στην αιθέρια σφαίρα του φάλαγγες από
ηµίθεους και ψυχές ακτινοβόλους. Αυτοί υπήρξαν άλλοτε άνθρωποι
και, αφού κατέβηκαν τη σκάλα των βασιλείων, ανέβηκαν έπειτα
ένδοξα τους κύκλους, για να βγουν στο τέλος έξω από τον κύκλο των
γεννήσεων. Μέσω αυτών των θεϊκών πνευµάτων ο Θεός αναπνέει,
ενεργεί, εµφανίζεται —και τι λέω; — αυτά είναι η πνοή της ζωντανής
του ψυχής, οι ακτίνες της αιώνιός του συνείδησης. Διοικούν τις
στρατιές των κατώτερων πνευµάτων, τα οποία δίνουν ζωή στα στοιχεία
και διευθύνουν τους κόσµους. Από µακριά, από κοντά, µας κυκλώνουν
και, αν και είναι καµωµένα από θεία ουσία, όµως ντύνονται µορφές
που πάντα αλλάζουν, κατά τους λαούς, τους χρόνους και τους τόπους.
Ο ασεβής που αρνείται τα θεϊκά αυτά πνεύµατα, τα τρέµει· ο
ευσεβής άνθρωπος τα λατρεύει, χωρίς να τα γνωρίζει· ο µυηµένος τα
γνωρίζει, τα προσελκύει και τα βλέπει. Αν αγωνίστηκα για να τους βρω
αυτούς τους θεούς, αν αψήφησα το θάνατο, αν, όπως λένε, κατέβηκα
στον Άδη, όλα αυτά τα έκανα για να δαµάσω τους δαίµονες της
αβύσσου, για να επικαλεστώ τους θεούς, που είναι ψηλά, για την
αγαπηµένη µου Ελλάδα, για να σµίξει ο βαθύς ουρανός µε τη γη και
για να ακούσει η γοητευµένη γη τις θείες φωνές. Η ουράνια οµορφιά
θα ενσαρκωθεί µέσα στη σάρκα των γυναικών, η φωτιά του Δία θα
κυκλοφορήσει µέσα στο αίµα των ηρώων και, πολύ προτού ανεβούν
στα άστρα, οι γιοι των θεών θα ακτινοβο-
λήσουν όπως οι αθάνατοι. Ξέρεις τι είναι η λύρα του Ορφέα; Ο ήχος
των εµπνευσµένων ναών. Έχουν θεούς για χορδές. Στο άκουσµα της
µουσικής τους η Ελλάδα ολόκληρη θα αντηχήσει σαν λύρα, κι αυτό
ακόµη το µάρµαρο θα τραγουδήσει µε λαµπρούς ρυθµούς, µε ουράνιες
αρµονίες.
Και τώρα θα επικαλεστώ τους θεούς µου, για να σου εµφανιστούν
ζωντανοί και να σου δείξουν, µέσα σε µια προφητική οπτασία, το
µυστικό υµέναιο, τον οποίο προετοιµάζω για τον κόσµο και τον οποίο
θα δουν οι µυηµένοι.
Ξάπλωσε κάτω από εκείνον το βράχο. Μη φοβάσαι τίποτα. Ένας
µαγικός ύπνος θα κλείσει τα βλέφαρά σου, θα τρέµεις στην αρχή και
θα δεις τροµερά πράγµατα, αλλά έπειτα ένα ευχάριστο φως, µια
άγνωστη ευδαιµονία θα πληµµυρίσει τις αισθήσεις σου και την ύπαρξή
σου”.
Ο µαθητής είχε µαζευτεί ήδη µέσα στο σηκό που ήταν σκαλισµένος
σε σχήµα κρεβατιού µέσα στο βράχο. Ο Ορφέ- ας έριξε µερικά
αρώµατα πάνω στη φωτιά του βωµού. Έπειτα, πήρε το εβένινο
σκήπτρο του, το οποίο είχε στη λαβή του ένα λαµπερό κρύσταλλο,
πήρε θέση κοντά στη σφίγγα και µε βαθιά φωνή άρχισε την επίκληση:
“Κυβέλη! Κυβέλη! Μεγάλη µητέρα, άκουσέ µε! Πρωτόγονο φως,
φλόγα ευκίνητη, αιθέρια, συ που πάντοτε πηδάς µέσα στους χώρους,
συ που περικλείεις τις απηχήσεις και τις εικόνες όλων των πραγµάτων!
Καλώ τα άλογά σου που αστράφτουν από φως. Ω παγκόσµια ψυχή,
κλώσσα των αβύσσων, ω εσύ, που σπέρνεις τους ήλιους, εσύ που
αφήνεις να σέρνεται µέσα στον αιθέρα ο αστρικός µανδύας σου·
λεπτότατο φως, κρυµµένο, αόρατο στα µάτια της σάρκας. Μεγάλη
µητέρα των κόσµων και των θεών, εσύ που περικλείεις τους αιώνιους
τύπους! Αρχαία Κυβέλη, προς εµένα! Προς εµένα! Εν ονόµατι του
µαγικού µου σκήπτρου, εν ονόµατι της συµφωνίας µου µε τις
Δ υ ν ά µ ε ι ς , ε ν ο ν ό µ α τ ι τ η ς ψ υ χ ή ς τ η ς Ε υ ρ υ δ ί κ η ς ! . . . Σ ε κα λ ώ ,
πολύµορφη Σύζυγε, υπάκουη, εσύ που πάλ- λεσαι µε τη φωτιά του
Αιώνιου Άρρενος. Από τον πιο ψηλό χώρο, από την πιο βαθιά άβυσσο,
από όλα τα µέρη, έλα, σω- ρεύσου, γέµισε αυτό το σπήλαιο µε τα
ρευστά σου. Περίβαλε το γιο των µυστηρίων µε διαµαντένιο φρούριο
και κάνε τον να δει µες στο βαθύ κόλπο σου τα Πνεύµατα της
Αβύσσου, της Γης και του Ουρανού”.
Στα λόγια αυτά, µια υπόγεια βροντή τράνταξε τα βάθη της αβύσσου
κι ολόκληρο το βουνό σείστηκε. Κρύος ιδρώτας πά-
γωσε το σώµα του µαθητή. Δεν έβλεπε πια τον Ορφέα, παρά µέσα
σε καπνούς που πύκνωναν ολοένα και περισσότερο. Μια στιγµή
προσπάθησε να αγωνιστεί εναντίον κάποιας τροµερής δύναµης, η
οποία τον συνέτριβε. Αλλά το µυαλό του καταβυθίστηκε, η θέλησή του
εκµηδενίστηκε. Δοκίµασε τη φρίκη αυτού που πνίγεται, ο οποίος
καταπίνει το νερό µε ανοιχτό το στόµα και του οποίου ο
ανατριχιαστικός σπασµός τελειώνει µέσα στα σκοτάδια του
ασυνειδήτου.
Όταν συνήλθε, η νύχτα βασίλευε γύρω του· µια νύχτα που τη
διαπερνούσε φως κιτρινωπό και γεµάτο σκόνη. Κοίταζε για πολλή
ώρα, χωρίς να βλέπει τίποτα. Πότε-πότε αισθανόταν το δέρµα του να
το αγγίζουν σαν αόρατες νυχτερίδες. Τέλος, αόριστα κάπως, είδε να
κινούνται µέσα σε αυτά τα σκοτάδια τερατώδεις µορφές από
Κενταύρους, ύδρες και γοργόνες. Αλλά το πρώτο πράγµα που
παρατήρησε καθαρά ήταν µια µεγάλη εικόνα γυναίκας που καθόταν
πάνω σε θρόνο. Ήταν τυλιγµένη σε ένα µεγάλο πέπλο, µε πένθιµες
δίπλες, σπαρµένο µε άστρα που τρεµοσβήνουν, και φορούσε στεφάνι
από παπαρούνες. Τα ορθάνοιχτα µάτια της αγρυπνούσαν ακίνητα.
Πλήθη ανθρώπινων σκιών κινούνταν τριγύρω της σαν κουρασµένα
πουλιά και σιγοψιθύριζαν:
“Βασίλισσα των νεκρών, ψυχή της γης, ω Περσεφόνη! Είµαστε
κόρες του ουρανού. Γιατί είµαστε εξόριστες µέσα στο σκοτεινό
βασίλειο; Ω θερίστρια του ουρανού, γιατί έδρεψες τις ψυχές µας, που
πετούσαν άλλοτε τρισευτυχισµένες µες στο φως, ανάµεσα στις
αδερφούλες τους, µέσα στους κάµπους του αιθέρα;”
Η Περσεφόνη αποκρίθηκε: “Έδρεψα το νάρκισσο, µπήκα στη
νυφική παστάδα. Ήπια το θάνατο µαζί µε τη ζωή. Όπως κι εσείς,
στενάζω κι εγώ µες στα σκοτάδια”.
“Πότε θα λυτρωθούµε;”, είπαν στενάζοντας οι ψυχές. “Όταν θα
έρθει ο ουράνιος σύζυγός µου, ο θείος ελευθερωτής”, απάντησε η
Περσεφόνη.
Τότε εµφανίστηκαν τροµερές γυναίκες. Τα µάτια τους ήταν
ποτισµένα µε αίµα, τα κεφάλια τους ήταν στεφανωµένα µε
δηλητηριώδη φυτά. Γύρω από τα χέρια τους κι από τα µι- σόγυµνα
πλευρά τους στριφογύριζαν φίδια, που εκείνες τα χειρίζονταν σαν
µαστίγια.
“Ψυχές φαντάσµατα, αιρετικές!”, έλεγαν µε τις συριστικές φωνές
τους, “µην ακούτε την ανόητη βασίλισσα των νεκρών. Είµαστε οι
ιέρειες της σκοτεινής ζωής, υπηρέτριες των στοι-
χειών και των τεράτων του Κάτω Κόσµου. Βακχίδες πάνω στη γη,
Ερινυες κάτω στα Τάρταρα. Εµείς είµαστε οι παντοτινός βασίλισσες
σας, άτυχες ψυχές. Δε θα βγείτε από τον καταραµένο κύκλο των
γεννήσεων, εµείς θα σας κάνουµε να ξανα- µπείτε εκεί µέσα µε τα
µαστίγιά µας. Ας αγωνιάτε παντοτινά, ανάµεσα από τους κρίκους των
φιδιών µας που κροταλίζουν, µέσα στα δεσµά του πόθου, του µίσους
και της τύψης”.
Και όρµησαν αναµαλλιασµένες πάνω στο κοπάδι των φρενιασµένων
ψυχών, οι οποίες άρχισαν να στριφογυρίζουν µέσα στον αέρα, κάτω
από τα χτυπήµατα των µαστιγίων τους, σαν στρόβιλος από ξερά
φύλλα, στενάζοντας βαθιά. Σ’ αυτό το θέαµα η Περσεφόνη ωχρίασε,
δεν έµοιαζε πια παρά µε ένα φεγγαρίσιο φάντασµα. Ψιθύρισε:
“Ο ουρανός... το... φως... οι θεοί... ένα όνειρο!... ύπνος, ύπνος
αιώνιος!”
Το στέµµα της, που ήταν καµωµένο από παπαρούνες, µαράθηκε, τα
µάτια της έκλεισαν από αγωνία, η βασίλισσα των νεκρών έπεσε σε
λήθαργο πάνω στο θρόνο της, κι έπειτα όλα χάθηκαν µες στα
σκοτάδια.
Η οπτασία µεταβλήθηκε. Ο µαθητής των Δελφών είδε τον εαυτό του
µέσα σε µια θαυµάσια καταπράσινη κοιλάδα. Το βουνό Όλυµπος στο
βάθος. Μπροστά σ’ ένα κατασκότεινο άντρο, κοιµόταν πάνω σ’ ένα
κρεβάτι από λουλούδια η όµορφη Περσεφόνη. Στέµµα από νάρκισσους
αντικαθιστούσε πάνω στα µαλλιά της το στεφάνι από πένθιµες
παπαρούνες κι η αυγή µιας ζωής που αναγεννιέται σκόρπιζε πάνω στα
µάγουλά της χρώµα αµβροσίας. Οι µαύρες πλεξίδες των µαλλιών της
έ π ε φ τ α ν π ά ν ω σ τ ο υ ς ώ µ ο υ ς τ η ς , π ο υ ε ί χα ν α π α σ τ ρ ά π τ ο υ - σ α
λευκότητα, και τα ρόδα του κόλπου της, γλυκά σηκωµένα, φαίνονταν
να καλούν τα φιλιά των ανέµων. Νύµφες χόρευαν πάνω σ’ ένα λιβάδι.
Μικρά άσπρα σύννεφα ταξίδευαν µέσα στο γαλάζιο αιθέρα. Μια λύρα
αντηχούσε µέσα σε κάποιο ναό. Στη χρυσή φωνή της, στους ιερούς
ρυθµους της, ο µαθητής άκουσε την εσώτερη µουσική των πραγµάτων.
Γιατί από τα φύλλα, από τα κύµατα, από τις σπηλιές, έβγαινε µια
µελωδία ασώµατη και τρυφερή. Κι οι µακρινές φωνές των µυηµένων
γυναικών, οι οποίες έσερναν τους χορούς τους πάνω στα βουνά,
έ φ τ α ν α ν σ τ ’ α υ τ ι ά τ ο υ σ α ν δ ι α κ ε κο µ µ έ ν ε ς α ρ µ ο ν ί ε ς . Ά λ λ ε ς ,
ξετρελαµένες, επικαλούνταν το Θεό - κι άλλες νόµιζαν πως τον
βλέπουν, καθώς έπεφταν στις άκρες των δασών µισοπεθαµένες από την
κούραση.
Τέλος, ο γαλάζιος αιθέρας ανοίχτηκε στο µεσουράνηµά του, για να
γεννήσει µεσ’ από τον κόλπο του κάποιο φωτεινό σύννεφο. Σαν πουλί
που ελαφροζυγιάζεται για µια στιγµή κι έπειτα ορµά προς τη γη, έτσι ο
Θεός, που κρατά το θύρσο, κατέβηκε κι ήρθε να σταθεί µπροστά στην
Περσεφόνη. Ήταν ακτινοβόλος, µε λυµένα µαλλιά, µέσα στα µάτια του
περιστρεφόταν το ιερό παραλήρηµα των κόσµων που µέλλεται να
γεννηθούν. Για πολλή ώρα δεν ξεκολλούσε από αυτήν το βλέµµα του.
Έπειτα άπλωσε το θύρσο του πάνω της. Ο θύρσος έψαυσε το στήθος
της· εκείνος τότε άρχισε να χαµογελά. Άγγιξε το µέτωπό της κι εκείνη
άνοιξε τα µάτια, ορθώθηκε σιγά-σιγά και κοίταξε το σύζυγό της.
Εκείνα τα µάτια, γεµάτα ακόµη από τον ύπνο του Ερέβους, άρχισαν να
λάµπουν σαν δυο αστέρια.
“Με αναγνωρίζεις;” είπε ο Θεός.
“Ω Διόνυσε”, είπε η Περσεφόνη, “θείο Πνεύµα, Λόγε του Δία,
ουράνιο φως, που αστράφτεις µε τη µορφή ανθρώπων! Κάθε φορά που
µε ξυπνάς, νοµίζω πως ζω για πρώτη φορά, οι κόσµοι ξαναγεννιουνται
µέσα στη θύµησή µου, το παρελθόν και το µέλλον ξαναγίνονται το
αθάνατο παρόν και νιώθω µέσα στην καρδιά µου να ακτινοβολεί το
συµπαν!”
Ταυτόχρονα, από πάνω από τα βουνά, µέσα σε µια παρυφή από
ασηµωµένα σύννεφα, φάνηκαν οι θεοί, περίεργοι και γερµένοι προς τη
γη.
Κάτω, οµάδες από άνδρες, γυναίκες και παιδιά, βγαλµένοι µεσ’ από
τις κοιλάδες κι από τα σπήλαια, κοίταζαν τους Αθανάτους, µέσα σε µια
ουράνια έκσταση. Φλογεροί ύµνοι ανέβαιναν από τους ναούς, µαζί µε
κύµατα από θυµιάµατα. Μεταξύ ουρανού και γης, ετοιµαζόταν ένας
από εκείνους τους γάµους που κάνουν τις µητέρες να συλλαµβάνουν
ήρωες και θεούς. Ήδη ένα ρόδινο χρώµα είχε απλωθεί πάνω σ’ όλο το
τοπίο, ήδη η βασίλισσα των νεκρών είχε ξαναγίνει η θεία θε- ρίστρια
κι ανέβαινε προς τον ουρανό, µέσα στην αγκαλιά του συζύγου της.
Ένα χρυσοπόρφυρο σύννεφο τους τύλιξε και τα χείλη του Διονύσου
ακούµπησαν πάνω στο στόµα της Περσε- φόνης... Τότε µια απέραντη
κραυγή έρωτα ακούστηκε από τον ουρανό κι από τη γη, λες και η ιερή
ανατριχίλα των θεών, περνώντας πάνω από τη µεγάλη λύρα, ήθελε να
της κόψει όλες τις χορδές και να σκορπίσει τους ήχους της σ’ όλους
τους ανέµους. Συγχρόνως όρµησε από το θείο ζεύγος µια λάµψη, µια
θύελλα εκτυφλωτικού φωτός... Κι όλα εξαφανίστηκαν.
Προς στιγµήν, ο µαθητής του Ορφέα ένιωσε να τον καταπίνει η
πηγή όλων των ζωών, βυθισµένο µέσα στον ήλιο του Όντος. Αλλά, ενώ
καταδυόταν στη διάπυρη εστία του, αναπήδησε από εκεί µε τα ουράνια
φτερά του και σαν αστραπή διέσχισε τους κόσµους, για να φτάσει στα
όριά τους, στον εκστατικό ύπνο του Απείρου.
Όταν οι σωµατικές του αισθήσεις επανήλθαν, ήταν βυθισµένος µέσα
στη µαύρη νύχτα. Μια φωτεινή λύρα έλαµπε µέσα σε εκείνα τα βαθιά
σκοτάδια. Έφευγε, έφευγε κι έγινε αστέρι. Τότε µόνο ο µαθητής
παρατήρησε ότι βρισκόταν στην κρυπτή των επικλήσεων, κι ότι το
φωτεινό εκείνο σηµείο ήταν η µακρινή σχισµή της σπηλιάς, η ανοιχτή
προς το στερέωµα. Μια µεγάλη σκιά στεκόταν όρθια κοντά του.
Αναγνώρισε τον Ορφέα από τις µακριές µπουκλες του κι από το
λαµπερό κρύσταλλο του σκήπτρου του.
“Παιδί των Δελφών, από που έρχεσαι;”, είπε ο ιεροφάντης.
“Ω δάσκαλε των µυηµένων, ουράνιε µάγε, θαυµάσιε Ορφέα, είχα
ένα θείο όνειρο. Μήπως ήταν άραγε κάποια µαγεία, κάποιο δώρο των
θεών; Τι συνέβη λοιπόν; Ο κόσµος άλλαξε; Που είµαι τώρα;”
“Κατέκτησες το στέµµα της µύησης κι έζησες το όνειρό µου, την
αθάνατη Ελλάδα! Αλλά ας βγούµε από εδώ µέσα, γιατί, για να
εκπληρωθεί αυτό, πρέπει εγώ να πεθάνω και να ζήσεις εσύ”.

5. Ο θάνατος του Ορφέα


καθώς τα µαστίγωνε η θύελλα στις
ΤΑ ΔΑΣΗ ΤΩΝ ΒΕΛΑΝΙΔΙΏΝ ΜΟΎΓΚΡΙΖΑΝ,
πλαγιές της Ροδόπης. Ο κεραυνός βροντούσε µε διπλασιασµένα
χτυπήµατα πάνω στους γυµνούς βράχους κι έκανε να τρέµει συθέµελα
ο ναός του Δία. Οι ιερείς του Δία είχαν συναχτεί µέσα σε µια θολωτή
κρύπτη του ιερού. Καθισµένοι πάνω στους µπρούντζινους θρόνους
τους, σχηµάτιζαν ηµικύκλιο. Ο Ορφέας στεκόταν όρθιος στη µέση, σαν
κατηγορούµενος. Ήταν ωχρότερος απ’ ότι συνήθως, αλλά µια βαθιά
φλόγα έβγαινε µεσ’ από τα ήσυχα µάτια του.
Ο γεροντότερος από τους ιερείς ύψωσε τη σοβαρή φωνή του, σαν
φωνή δικαστή:
“Ορφέα, εσύ που σε λένε γιο του Απόλλωνα, σε ονοµάσα-
µε αρχιερέα και βασιλιά, σου δώσαµε το µυστικό σκήπτρο των γιων
του Θεού, βασιλεύεις στη Θράκη µε την ιερατική και τη βασιλική
τέχνη. Ανήγειρες στη χώρα αυτή τους ναούς του Δία και του Απόλλωνα
κι έκανες να λάµψει µέσα στη νύχτα των µυστηρίων ο θείος ήλιος του
Διονύσου. Αλλά το ξέρεις καλά τι µας απειλεί; Εσΰ που γνωρίζεις τα
τροµερά µυστικά, εσύ που περισσότερο από µία φορά µας προείπες το
µέλλον και που από µακριά µίλησες στους µαθητές σου, πα-
ρουσιαζόµενος στο όνειρό τους, αγνοείς τι συµβαίνει γύρω σου. Κατά
την απουσία σου, οι άγριες Βακχίδες, οι καταραµένες ιέρειες,
µαζεύτηκαν στο λαγκάδι της Εκάτης. Με αρχηγό την Αγλαονίκη, τη
µάγισσα της Θεσσαλίας, έπεισαν τους αρχηγούς στις όχθες του Έβρου
να καθιερώσουν εκ νέου τη λατρεία της σκοτεινής Εκάτης, κι απειλούν
να καταστρέφουν τους ναούς των αρσενικών θεών κι όλους τους
βωµούς του Ύ- ψιστου. Ξαναµµένοι από τα φλογερά τους στόµατα,
οδηγούµενοι από τους εµπρηστικούς δαυλούς τους, χίλιοι πολεµιστές
Θράκες στρατοπεδεύουν στους πρόποδες αυτού του βουνού. Και αύριο
θα κάνουν επίθεση κατά του ναού, ερεθισµένοι από την πνοή των
γυναικών αυτών, που είναι ντυµένες µε δέρµατα πανθήρων και διψούν
για το αίµα των αρσενικών. Η Αγλαονίκη, η µεγάλη ιέρεια της
σκοτεινής Εκάτης, τους οδηγεί· είναι η τροµερότερη απ’ όλες τις
µάγισσες, αµείλικτη και λυσσασµένη σαν Ερινύα. Πρέπει να την
ξέρεις! Τι λες γι’ αυτά;”
“Τα ήξερα όλα αυτά”, είπε ο Ορφέας, “κι όλα έπρεπε να συµβούν”.
“Τότε, γιατί δεν έκανες τίποτα για να µας υπερασπιστείς; Η
Αγλαονίκη ορκίστηκε να µας σφάξει πάνω στους βωµούς µας, µπροστά
στο ζωντανό ουρανό που εµείς λατρεύουµε. Αλλά τι θα γίνουν αυτός ο
ναός, οι θησαυροί του, η γνώση σου κι ο ίδιος ο Ζευς, αν εσύ
εγκαταλείψεις το ναό;”
“Δεν είµαι µαζί σας;” απάντησε ο Ορφέας µε γλυκύτητα.
“Ήρθες, αλλά πολύ αργά”, είπε ο γέροντας. “Η Αγλαονίκη οδηγεί
τις Βακχίδες κι οι Βακχίδες οδηγούν τους Θράκες. Μήπως θα τους
αποκρούσεις µε τον κεραυνό του Δία και µε τα βέλη του Απόλλωνα;
Γιατί δεν καλούσες σ’ αυτόν εδώ τον περίβολο τους Θράκες αρχηγούς,
τους πιστούς στο Δία, για να συντρίψουν την επανάσταση;”
“Δεν υπερασπίζει κανείς τους θεούς µε τα όπλα, αλλά µε το λόγο.
Δεν πρέπει να χτυπήσουµε τους αρχηγούς, αλλά τις
Βακχίδες. Θα πάω εγώ µόνος. Να είστε ήσυχοι. Κανένας βέβηλος δε
θα διαβεί αυτόν τον περίβολο. Αύριο θα τελειώσει η βασιλεία των
αιµοχαρών ιερειών. Και ξέρετέ το καλά, εσείς που τρέµετε µπροστά
στην ορδή της Εκάτης, θα νικήσουν οι ουράνιοι και ηλιακοί θεοί. Σ’
εσένα, γέροντα που αµφέβαλες για µένα, αφήνω το σκήπτρο του ιερέα
και το στέµµα του ιεροφάντη”.
“Τι πας να κάνεις;” είπε ο γέροντας τροµαγµένος.
“Πηγαίνω ν’ ανταµώσω τους θεούς... Χαίρετε όλοι σας”.
Ο Ορφέας βγήκε έξω, αφήνοντας τους ιερείς βουβούς πάνω στα
καθίσµατά τους. Μέσα στο ναό βρήκε το µαθητή των Δελφών.
Πιάνοντάς του το χέρι µε δύναµη, του είπε:
“Πηγαίνω στο στρατόπεδο των Θρακών, ακολούθησέ µε”.
Περπατούσαν κάτω απ’ τις βελανιδιές, η θύελλα ήταν µακριά,
ανάµεσα από τα πυκνά κλαδιά λαµποκοπούσαν τα αστέρια.
“Η υπέρτατη ώρα ήρθε για µένα”, είπε ο Ορφέας. “Άλλοι µε
κατάλαβαν, εσύ µε αγάπησες. Ο Έρωτας είναι ο πιο παλιός από τους
θεούς, έτσι λένε οι µυηµένοι. Κρατά το κλειδί όλων των όντων. Έτσι
σ’ έκανα να εισχωρήσεις µέσα στο βάθος των Μυστηρίων. Οι θεοί σού
µίλησαν, τους είδες!... Τώρα, µακριά από τους ανθρώπους, µονάχοι
µας οι δυο, στην ώρα του θανάτου, ο Ορφέας πρέπει ν’ αφήσει στον
αγαπηµένο του µαθητή τη λέξη του πεπρωµένου του, την αθάνατη
κληρονοµιά, την αγνή λαµπάδα της ψυχής του”.
“Δάσκαλε, ακούω κι υπακούω”, είπε ο µαθητής των Δελφών.
“Ας συνεχίσουµε να περπατάµε σ’ αυτό το κατηφορικό µονοπάτι”,
είπε ο Ορφέας. “Η ώρα βιάζει. Θέλω να ξαφνιάσω τους εχθρούς µας.
Ακολουθώντας µε, άκουγε και χάραξε τα λόγια µου µέσα στη µνήµη
σου, αλλά φύλαξέ τα σαν µυστικό”.
“Τυπώνονται µε πύρινα γράµµατα πάνω στην καρδιά µου, οι αιώνες
δε θα τα σβήσουν”.
“Ξέρεις τώρα πως η ψυχή είναι κόρη του ουρανού. Παρακολούθησες
την καταγωγή σου και το τέλος σου, κι αρχίζεις να θυµάσαι. Όταν η
ψυχή κατεβαίνει µέσα στη σάρκα, εξακολουθεί, αν και ασθενικά,
κάπως να δέχεται την άνωθεν επιρροή. Κι η δυνατή αυτή πνοή µάς
έρχεται στην αρχή µέσω των µητέρων µας. Το γάλα του κόρφου τους
τρέφει το σώµα µας, αλλά από την ψυχή τους τρέφεται η ύπαρξή µας,
που α-
γωνιά µέσα στην πνιγηρή φυλακή του σώµατος. Η µητέρα µου ήταν
ιέρεια του Απόλλωνα, οι πρώτες µου αναµνήσεις είναι οι αναµνήσεις
ενός ιερού δάσους, ενός επίσηµου ναού, µιας γυναίκας που µε
κρατούσε στην αγκαλιά της, τυλίγοντάς µε µε τα µαλακά της µαλλιά
σαν µε ζεστό φόρεµα. Τα γήινα αντικείµενα, τα ανθρώπινα πρόσωπα µ’
έκαναν να κυριεύοµαι από έναν τροµερό φόβο. Αλλά, µόλις η µητέρα
µου µ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της, συναντούσα το βλέµµα της, κι αυτό
µε πληµµύριζε µε µια θεία ενθύµηση του ουρανού. Αλλά η ακτίνα αυτή
σβήστηκε µέσα στο πένθιµο χρώµα της γης. Μια µέρα η µητέρα µου
εξαφανίστηκε· είχε πεθάνει. Στερηµένος από τη µατιά της, έχοντας
χάσει τα χάδια της, τρόµαξα µε τη µοναξιά µου. Κάποτε που είδα να
τρέχει το αίµα ενός θύµατος, αµέσως ένιωσα αποστροφή για το ναό
και κατέβηκα κάτω στις σκοτεινές λαγκαδιές.
Οι Βακχίδες εξέπληξαν τα νιάτα µου. Από τότε ακόµη, η Αγλαονίκη
βασίλευε στις φιλήδονες κι άγριες αυτές γυναίκες. Ανδρες και
γυναίκες, όλος ο κόσµος τη φοβόταν. Απέπνεε ένα σκοτεινό πόθο και
τροµοκρατούσε. Αυτή η Θεσσαλή ασκούσε πάνω σ’ όλους όσοι την
πλησίαζαν µια µοιραία έλξη. Με τις τέχνες της υποχθόνιας Εκάτης
προσέλκυε τα νεαρά κορίτσια στο στοιχειωµένο της λαγκάδι και τα
µυούσε στη λατρεία της. Στο µεταξύ, η Αγλαονίκη είχε ρίξει τα µάτια
της πάνω στην Ευρυδίκη. Την είχε πιάσει γι’ αυτήν την παρθένο ένας
διεστραµµένος πόθος, ένας τρελός καταστροφικός έρωτας. Ήθελε να
παρασύρει το κορίτσι εκείνο στη λατρεία των Βακχίδων, να το
δαµάσει, να το παραδώσει στα καταχθόνια πνεύµατα, αφού πρώτα θα
της µάραινε τα νιάτα. Ήδη την είχε περιτυλίξει µε τις πλάνες
υποσχέσεις της, µε τα σκοτεινά µαγικά της τεχνάσµατα.
Τραβηγµένος κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω από ποιο προαίσθηµα, µέσα
στην κοιλάδα της Εκάτης, περπατούσα µια µέρα ανάµεσα στα ψηλά
χόρτα ενός λιβαδιού που ήταν γεµάτο από δηλητηριώδη φυτά. Τριγύρω
βασίλευε η φρίκη των σκοτεινών δασών, όπου σύχναζαν οι Βακχίδες.
Φυσούσαν εκεί µέσα πνοές από αρώµατα όµοιες µε τη θερµή αναπνοή
του πόθου. Παρατήρησα την Ευρυδίκη. Βάδιζε σιγά, δίχως να µε
βλέπει, προς ένα άντρο, σαν γητεµένη από κάποιον αόρατο σκοπό.
Άλλοτε ένα ελαφρύ γέλιο έβγαινε µέσα από το δάσος των Βακχίδων κι
άλλοτε ένας παράξενος αναστεναγµός. Η Ευρυδίκη σταµατούσε
ανατριχιάζοντας, αβέβαιη, κι έπειτα ξα-
νάρχιζε την πορεία της, σαν να την τραβούσε µια µαγική δύναµη.
Οι χρυσές της µποΰκλες κυµάτιζαν πάνω στους λευκούς της ώµους, τα
ναρκισσένια µάτια της κολυµπούσαν µέσα στη µέθη, ενώ περπατούσε
στο στόµα του Άδη. Αλλά εγώ είχα δει τον ουρανό που κοιµόταν µέσα
στο βλέµµα της. “Ευρυδίκη!”, φώναξα πιάνοντάς της το χέρι, “πού
πηγαίνεις;”. Σαν να ξύπνησε από όνειρο, έβγαλε κραυγή φρίκης κι
απελευθέρωσης κι έπεσε πάνω στο στήθος µου. Τότε ήταν που ο θείος
Έρωτας µας δάµασε και µε µια µατιά η Ευρυδίκη κι ο Ορφέας έγιναν
σύζυγοι για πάντα.
Όµως, η Ευρυδίκη, που µ’ είχε αγκαλιάσει σφιχτά, µέσα στη φρίκη
της, µου έδειξε τη σπηλιά µε χειρονοµία τρόµου. Πλησίασα προς τη
σπηλιά κι είδα εκεί να κάθεται µία γυναίκα. Ήταν η Αγλαονίκη. Κοντά
της, ένα µικρό άγαλµα της Εκάτης από κερί, χρωµατισµένο κόκκινο,
άσπρο και µαύρο· κρατούσε ένα µαστίγιο. Η Αγλαονίκη ψιθύριζε
µαγικά λόγια, κάνοντας να γυρίζει το µαγεµένο ροδάνι, και τα µάτια
της, προσηλωµένα στο κενό, φαίνονταν να κατατρώγουν το θύµα της.
Έσπασα το ροδάνι, ζούληξα την Εκάτη κάτω απ’ τα πόδια µου και,
διαπερνώντας τη µάγισσα µε το βλέµµα, της φώναξα: “Στο όνοµα του
Δία, σου απαγορεύω να σκέφτεσαι την Ευρυδίκη και σε απειλώ µε
θάνατο. Γιατί ξέρε το, πως τα παιδιά του Απόλλωνα δε σε φοβούνται”.
Η Αγλαονίκη δαγκώθηκε σαν φίδι, εµβρόντητη από τη χειρονοµία
µου, κι εξαφανίστηκε µέσα στη σπηλιά της, ρίχνοντας πάνω µου
βλέµµα θανάσιµου µίσους.
Οδήγησα την Ευρυδίκη στα περίχωρα του ναού µου. Οι παρθένες
του Έβρου, στεφανωµένες µε υάκινθο, τραγούδησαν γύρω µας:
“Υµένα, Υµέναιε!”. Γνώρισα την ευτυχία.
Μόλις είχε αλλάξει τρεις φορές το φεγγάρι, και µια Βακ- χίδα,
σπρωγµένη από τη Θεσσαλή, παρουσίασε στην Ευρυδίκη ένα ποτήρι
κρασί, το οποίο θα της έδινε, όπως έλεγε, τη γνώση των φίλτρων και
των µαγικών βοτανιών. Η Ευρυδίκη, περίεργη, το ήπιε κι αµέσως
έπεσε κεραυνόπληκτη. Το ποτήρι περιείχε ένα θανατερό φαρµάκι.
Όταν είδα την πυρά να τρώει την Ευρυδίκη, όταν είδα τον τάφο να
καταπίνει τη σποδό της, όταν η τελευταία θύµηση της ζωντανής
µορφής της εξαφανίστηκε, φώναξα: “Πού είναι η ψυχή της;”
Έφυγα απελπισµένος. Περιπλανήθηκα σ’ όλη την Ελλάδα. Ζήτησα
από τους ιερείς της Σαµοθράκης να µου την παρου-
σιάσουν, τη γύρεψα µέσα στα έγκατα της γης, στο ακρωτήριο
Ταίναρο, αλλά µάταια. Τέλος, έφτασα στο άντρο του Τροφω- νίου.
Εκεί µερικοί ιερείς οδηγούν τους θαρραλέους επισκέπτες, µέσ’ από µια
σχισµή, ίσαµε τις πύρινες λίµνες που κοχλάζουν κάτω στο εσωτερικό
της γης, και τους κάνουν να βλέπουν όλα όσα συµβαίνουν εκεί. Στο
δρόµο, ενώ κανείς περπατά, πέφτει σε έκσταση και του ανοίγεται η
δεύτερη όραση. Μόλις αναπνέει κανείς, η φωνή πνίγεται, δεν µπορείς
να µιλήσεις παρά µόνο µε νεύµατα. Άλλοι γυρίζουν πίσω στη µέση του
δρόµου κι άλλοι επιµένουν και πεθαίνουν σκασµένοι. Οι περισσότεροι
από εκείνους που βγαίνουν ζωντανοί, µένουν τρελοί. Αφού είδα εκείνο
που κανένα στόµα δεν πρέπει να επαναλάβει, ανέβηκα πάνω στη
σπηλιά κι έπεσα σ’ ένα βαθύ λήθαργο.
Κατά τη διάρκεια αυτού του ύπνου του θανάτου, µου
παρουσιάστηκε η Ευρυδίκη. Έπλεε µέσα σ’ ένα φωτοστέφανο, ωχρή
σαν αχτίδα φεγγαριού και µου είπε: “Για µένα εσύ αψήφησες τον Άδη
και µε γύρεψες κοντά στους νεκρούς. Να µε, έρχοµαι στο κάλεσµά
σου. Δεν κατοικώ τον κόλπο της γης, αλλά τον τόπο του Ερέβους, το
σκιερό κώνο ανάµεσα στη γη και τη σελήνη. Στροβιλίζοµαι µέσα σ’
αυτό το φωτοστέφανο, κλαίγοντας όπως κι εσύ. Αν θέλεις να µ’
ελευθερώσεις, σώσε την Ελλάδα, δίνοντάς της το φως. Τότε κι εγώ η
ίδια, ξαναβρίσκοντας τα φτερά µου, θ’ ανέβω προς τα άστρα και θα µε
συναντήσεις µέσα στο φως των θεών. Ως τότε, πρέπει να
περιπλανιέµαι µέσα στην ταραγµένη κι οδυνηρή σφαίρα...”. Τρεις
φορές θέλησα να την αδράξω, τρεις φορές έγινε άφαντη µεσ’ από την
αγκαλιά µου, σαν σκιά. Ακόυσα µόνο σαν έναν ήχο χορδής που
κόβεται. Έπειτα µια φωνή αδύνατη σαν πνοή, θλιβερή σαν φίληµα
αποχαιρετισµού, ψιθύρισε: “Ορφέα!”
Σ’ εκείνη τη φωνή ξύπνησα. Αυτό το όνοµα, επειδή µου το απέδωσε
µια ψυχή, είχε αλλάξει την ύπαρξή µου. Ένιωσα να περνάει µέσα µου
η ιερή ανατριχίλα ενός απέραντου πόθου κι η δύναµη ενός
υπεράνθρωπου έρωτα. Η Ευρυδίκη ζωντανή µου είχε δώσει τη µέθη
της ευτυχίας, η Ευρυδίκη νεκρή µ’ έκανε να βρω την Αλήθεια. Από
αγάπη ντύθηκα το λινό φόρεµα, αφοσιωµένος στη µεγάλη µύηση και
την ασκητική ζωή. Από αγάπη εισέδυσα στη µαγεία και ζήτησα τη θεία
γνώση, από αγάπη πέρασα τις σπηλιές της Σαµοθράκης, τα πηγάδια
των πυραµίδων και τους τάφους της Αιγύπτου. Ερεύνησα το
θάνατο για να ζητήσω εκεί µέσα τη ζωή* και πέρα από τη ζωή είδα
τα φωτοστέφανα, τις ψυχές, τις διαφανείς σφαίρες, τον αιθέρα των
θεών. Η γη µου άνοιξε τις αβύσσους της, ο ουρανός τους φεγγοβόλους
ναούς του. Απέσπασα τη γνώση την κρυµµένη κάτω από τις µούµιες.
Οι ιερείς της Τσιδας και του Όσιρι µου παρέδωσαν τα µυστικά τους.
Εκείνοι δεν είχαν παρά µόνο αυτοΰς τους θεούς, εγώ είχα τον Έρωτα!
Μ’ αυτόν µίλησα, τραγούδησα, νίκησα. Μ’ αυτόν συλλάβισα το λόγο
του Ερµή και το λόγο του Ζωροάστρη, µ’ αυτόν πρόφε- ρα το λόγο του
Δία και του Απόλλωνα!
Αλλά ήρθε η ώρα να επιβεβαιώσω την αποστολή µου µε το θάνατό
µου. Ακόµη µια φορά πρέπει να κατέβω στον Άδη, για να ανέβω πάλι
στον ουρανό. Ακούσε, αγαπηµένο µου παιδί: θα φέρεις τη διδασκαλία
µου στο ναό των Δελφών και το νόµο µου στο Αµφικτυονικό Συνέδριο.
Ο Διόνυσος είναι ο ήλιος των µυηµένων, ο Απόλλωνας θα είναι το φως
της Ελλάδας, οι Αµφικτύονες, οι φύλακες της δικαιοσύνης του”.
Ο ιεροφάντης κι ο µαθητής του είχαν φτάσει στο βάθος της
κοιλάδας. Μπροστά τους, ένα άδενδρο µέρος, έπειτα µεγάλοι όγκοι
από σκοτεινά δέντρα, σκηνές κι άνθρωποι πλαγιασµένοι καταγής. Στο
βάθος του δάσους, πυρές που έσβηναν, δάδες που τρεµόσβηναν. Ο
Ορφέας βάδιζε ήσυχα ανάµεσα στους κοιµισµένους Θράκες, που ήταν
κατάκοποι από τα νυχτερινά όργια. Ένας σκοπός, που αγρυπνούσε
ακόµη, του ζήτησε το όνοµά του.
“Είµαι απεσταλµένος του Δία. Φώναξε τους αρχηγούς σου”, του
αποκρίθηκε ο Ορφέας.
“Είναι ιερέας του ναού!” —η κραυγή αυτή του σκοπού διαδίδεται
σ α ν σ η µ ε ί ο κ ι ν δ ύ ν ο υ σ ’ ό λ ο τ ο σ τ ρ α τ ό π ε δ ο . Ο π λ ί ζο ν τ α ι ,
συγκεντρώνονται, τα σπαθιά λαµποκοπούν, οι αρχηγοί προστρέχουν
έκπληκτοι και περιτριγυρίζουν τον αρχιερέα.
“Ποιος είσαι; Τι έρχεσαι να κάνεις εδώ;”
“Είµαι απεσταλµένος του ναού. Εσείς όλοι, βασιλείς, αρχηγοί,
πολεµιστές της Θράκης, παραιτηθείτε από το να συ- γκρουστείτε µε
τους γιους του φωτός κι αναγνωρίστε τη θεότητα του Δία και του
Απόλλωνα. Οι θεοί που είναι ψηλά σάς µιλούν µε το στόµα µου.
Έρχοµαι σαν φίλος, αν µε ακούσετε* ως δικαστής, αν αρνηθείτε να µε
ακούσετε”.
“Μίλησε”, είπαν οι αρχηγοί.
Όρθιος, κάτω από µια µεγάλη φτελιά, ο Ορφέας µίλησε. Είπε για τις
ευεργεσίες των θεών, για το θέλγητρο του ουρά-
νιου φωτός, για την αγνή εκείνη ζωή που πέρασε εκεί ψηλά µε τους
µυηµένους αδελφούς του, κάτω από το µάτι του µεγάλου Ουρανού, και
την οποία ήθελε να τη µεταδώσει σ’ όλους τους ανθρώπους,
υποσχόµενος να κατασιγάσει τις διχόνοιες, να θεραπεύσει τους
αρρώστους, να διδάξει ποιοι είναι οι σπόροι που παράγουν τους
ωραιότερους καρπούς της γης και ποιοι είναι ακόµη πολυτιµότεροι —
αυτοί που παράγουν τους θεϊκούς καρπούς της ζωής: τη χαρά, την
αγάπη, την οµορφιά. Κι ενώ µιλούσε, η σοβαρή και γλυκιά του φωνή
παλ- λόταν όπως οι χορδές µιας λύρας και κατέβαινε ολοένα βαθύτερα
µέσα στην καρδιά των συγκινηµένων Θρακών.
Από το βάθος των δασών, οι Βακχίδες, περίεργες, µε τους πυρσούς
τους στο χέρι, είχαν έρθει επίσης, προσελκυµένες από τη µουσική µιας
ανθρώπινης φωνής. Σχεδόν ηµίγυµνες, µε δέρµατα πανθήρων, ήρθαν
να δείξουν τα µελαχρινά τους στήθη και τις εξαίσιες λαγάνες τους. Στη
λάµψη των νυχτερινών λαµπάδων, τα µάτια τους λαµποκοπούσαν από
λαγνεία και σκληρότητα. Αλλά αφού η φωνή του Ορφέα τις
καθησύχασε λίγο-λίγο, µαζεύτηκαν γύρω του ή κάθισαν στα πόδια του,
σαν άγρια θηρία δαµασµένα. Άλλες πάλι, που τις κατέλαβαν οι τύψεις,
προσήλωναν το µελαγχολικό τους βλέµµα στη γη. Άλλες, τέλος,
άκουγαν σαν µαγεµένες. Κι οι Θράκες, συγκινηµένοι, ψιθύριζαν
µεταξύ τους: “Είναι ένας θεός αυτός που µιλά, είναι ο Απόλλωνας ο
ίδιος, που γοητεύει τις Βακχίδες!”
Όµως από το βάθος του δάσους η Αγλαονίκη κατασκόπευε. Η
µεγάλη ιέρεια της Εκάτης, βλέποντας τους Θράκες ακίνητους και τις
Βακχίδες δαµασµένες από µια µαγεία ισχυρότερη από τη δική της,
αισθάνθηκε τη νίκη του ουρανού επί του Άδη, ένιωσε την καταραµένη
της εξουσία να κατρακυλά µέσα στα σκοτάδια από τα οποία είχε
αναφανεί, υπό την επήρεια του λόγου του θεϊκού γητευτή. Μούγκρισε
και ορµώντας µπροστά στον Ορφέα µε φόρα, βίαια, είπε:
“Ένας θεός λέτε; Κι εγώ σας λέω πως είναι ο Ορφέας, ένας
άνθρωπος σαν κι εσάς, ένας µάγος που σας εξαπατά, ένας τύραννος
που οικειοποιείται τα στέµµατά σας. Ένας θεός λέτε; Ο γιος του
Απόλλωνα; Αυτός; Ο ιερέας; Ο υπερήφανος αρχιερέας; Ριχτείτε πάνω
του! Αν είναι θεός, ας υπερασπίσει τον εαυτό του... Κι αν λέω ψέµατα,
να µε κοµµατιάσετε!”
Την Αγλαονίκη ακολούθησαν µερικοί αρχηγοί ερεθισµέ-
νοι από τις µαγγανείες της και φλογισµένοι από το µίσος της.
Όρµησαν πάνω στον ιεροφάντη. Ο Ορφέας έβγαλε µια µεγάλη κραυγή
κι έπεσε τρυπηµένος από τα σπαθιά τους. Άπλωσε το χέρι προς το
µαθητή του κι είπε: “Πεθαίνω, αλλά οι θεοί είναι ζωντανοί!”. Έπειτα
ξεψύχησε. Γερµένη πάνω στο πτώµα του, η µάγισσα της Θεσσαλίας,
που το πρόσωπό της έµοιαζε τώρα στο πρόσωπο της Τισιφόνης,
παρακολουθούσε µε άγρια χαρά την τελευταία πνοή του προφήτη κι
ετοιµαζόταν να πάρει κάποιο χρησµό από το θύµα της. Αλλά πόσο
τρόµαξε η Θεσσαλή, όταν στην τρεµουλιαστή λάµψη του πυρσού είδε
το νεκρό εκείνο κεφάλι να παίρνει ζωή, όταν είδε κάποια ωχρή
κοκκινάδα να χύνεται πάνω στο πρόσωπο του νεκρού, τα µάτια του να
ξανανοίγουν και να καρφώνεται πάνω της ένα βαθύ, γλυκό και τροµερό
βλέµµα... ενώ συγχρόνως µια παράξενη φωνή —η φωνή του Ορφέα—
έβγαινε µια φορά ακόµη, µέσα από τα χείλη του που έτρεµαν, για να
προφέρει καθαρά τις ίδιες µελωδικές και εκδικήτριες συλλαβές:
“Ευρυδίκη!”
Μπροστά σ’ εκείνο το βλέµµα, µπροστά σ’ εκείνη τη φωνή, η
τ ρ ο µ α γ µ έ ν η ι έ ρ ε ι α ο π ι σ θ ο χ ώ ρ η σ ε κ ρ α υ γ ά ζο ν τ α ς : “ Δ ε ν ε ί ν α ι
πεθαµένος! Θα µε καταδιώκουν για πάντα! Ο Ορφέας... η Ευρυδίκη!”.
Φωνάζοντας αυτές τις λέξεις, η Αγλαονίκη εξαφανίστηκε σαν να
µαστιγωνόταν από εκατό Ερινΰες. Οι Βακ- χίδες, έξαλλες, κι οι
Θράκες, τροµαγµένοι από τη βδελυγµία του εγκλήµατος τους, έφυγαν
µέσα στο σκοτάδι κραυγάζοντας απελπισµένα.
Ο µαθητής έµεινε µόνος κοντά στο σώµα του δασκάλου του. Όταν
µια απαίσια ακτίνα της Εκάτης ήρθε να φωτίσει τα µατωµένα λινά και
την ωχρή όψη του µεγάλου µυητή, του φάνηκε ότι η κοιλάδα, ο
ποταµός, τα βουνά και τα βαθιά δάση στέναζαν σαν µια µεγάλη λύρα.
Το σώµα του Ορφέα κάηκε από τους ιερείς του κι η σποδός του
µεταφέρθηκε σ’ ένα µακρινό ιερό του Απόλλωνα, όπου τιµήθηκε σαν
θεός. Κανένας από τους επαναστάτες δεν τόλµησε να ανέβει στο ναό
της Ροδόπης. Η παράδοση του Ορφέα, η γνώση του και τα µυστήριό
του συνεχίστηκαν εκεί και διαδόθηκαν σ’ όλους τους ναούς του Δία
και του Απόλλωνα. Οι Έλληνες ποιητές έλεγαν ότι ο Απόλλωνας είχε
ζηλέψει τον Ορφέα, γιατί τον επικαλούνταν συχνότερα από αυτόν. Η
αλήθεια είναι ότι, όταν οι ποιητές υµνούσαν τον Απόλλωνα, οι µεγάλοι
µυηµένοι επικαλούνταν την ψυχή του Ορφέα, σαν
σωτήρα και µάντη. Αργότερα οι Θράκες, αφού ασπάστηκαν τη
θρησκεία του Ορφέα, διηγήθηκαν ότι είχε κατέβει στον Άδη, για να
ζητήσει εκεί την ψυχή της συζύγου του και ότι οι Βακχίδες, από ζήλια
για τον αιώνιο έρωτά του, τον είχαν διαµελίσει· αλλά ότι το κεφάλι
του, που το έριξαν στον Έβρο και το παρέσυραν τα άγρια κύµατα,
φώναζε ακόµη: “Ευρυδίκη! Ευρυδίκη!”
Έτσι οι Θράκες ύµνησαν ως προφήτη εκείνον που φόνευ- σαν ως
εγκληµατία και που τους είχε προσηλυτίσει µε το θάνατό του. Έτσι ο
ορφικός λόγος εισχώρησε µυστηριωδώς µέσα στις φλέβες της Ελλάδας
από τους µυστικούς δρόµους των ιερών αδΰτων και της µύησης. Οι
θεοί οµονόησαν στη φωνή του, όπως µέσα στο ναό ένας χορός
µυηµένων στους ήχους µιας αόρατης λύρας. Και η ψυχή του Ορφέα
έγινε η ψυχή της Ελλάδας.
1. Η Ελλάδα κατά τον 6ο ατώνα π.Χ.
Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ ΕΊΧΕ ΠΕΡΆΣΕΙ σαν θείο µετέωρο από το θυελλώδη
ουρανό της Ελλάδας την ώρα που αυτή γεννιόταν. Όταν αυτός
εξαφανίστηκε, τα σκοτάδια την κυρίευσαν ξανά. Μετά από µια σειρά
επαναστάσεις, οι τύραννοι της Θράκης έκαψαν τα βιβλία του,
ανέτρεψαν τους ναούς του, καταδίωξαν τους µαθητές του. Οι Έλληνες
βασιλιάδες και πολλές πόλεις, φροντίζοντας περισσότερο για την
αχαλίνωτη έκλυσή τους παρά για τη δικαιοσύνη, η οποία απορρέει από
τις αγνές διδασκαλίες, τους µιµήθηκαν. Θέλησαν να εξαλείψουν τη
µνήµη του και να καταστρέψουν τα τελευταία της ίχνη· και το έκαναν
τόσο πετυχηµένα, ώστε λίγους αιώνες µετά το θάνατό του, ένα µέρος
της Ελλάδας αµφέβαλλε για την ύπαρξή του. Μάταια οι µυηµένοι
διατήρησαν την παράδοσή του για περισσότερα από χίλια χρόνια.
Μάταια ο Πυθαγόρας κι ο Πλάτωνας µιλούσαν γι’ αυτόν σαν να
επρόκειτο περί ενός θεανθρώπου. Οι σοφιστές κι οι ρήτορες δεν
έβλεπαν πια στο πρόσωπό του παρά µόνο ένα θρύλο, που αναφερόταν
στη γένεση της µουσικής.
Στις µέρες µας ακόµη, οι σοφοί άνθρωποι αρνούνται ορθά κοφτά
την ύπαρξη του Ορφέα. Στηρίζονται κυρίως πάνω στο εξής γεγονός:
ότι ούτε ο Όµηρος ούτε ο Ησίοδος ανέφεραν το όνοµά του. Αλλά η
σιωπή των ποιητών αυτών εξηγείται σαφώς µε την απαγόρευση που οι
τοπικές κυβερνήσεις είχαν εκδώσει κατά του µεγάλου µυητή. Οι
µαθητές του Ορφέα δεν έχαναν ευκαιρία να ανάγουν όλες τις εξουσίες
στην υπέρτατη αρχή του ναού των Δελφών και δεν έπαυαν να
επαναλαµβάνουν ότι όλες οι διαφορές που αναφύονταν µεταξύ των
διαφόρων κρατών της Ελλάδας έπρεπε να υποβάλλονται στο
Αµφικτυονικό Συνέδριο. Τούτο στενοχώρησε τόσο τους δηµαγωγούς,
όσο και τους τυράννους. Ο Όµηρος, που έλαβε πιθανόν τη µύησή του
στο ιερό της Τύρου και του οποίου η µυθολογία είναι η ποιητική
µετάφραση της θεολογίας του Σαγχωνιάθωνος, ο Τωνας Όµηρος
µπορούσε κάλλιστα ν’ αγνοήσει το Δωριέα Ορφέα, του οποίου η
παράδοση κρατούνταν τόσο περισσότερο µυστική, όσο περισσότερο
καταδιωκόταν. Όσον αφορά τον Ησίοδο, που γεννήθηκε κοντά στον
Παρνασσό, αυτός πρέπει να γνώριζε το όνοµα του Ορφέα και τη
διδασκαλία του από το ιερό των Δελφών, αλλά οι µυητές τού επέβαλαν
σιγή —κι έπραξαν εύλογα.
Όµως ο Ορφέας ζοΰσε µέσα στο έργο του, µέσα στους µαθητές του,
ακόµη και µέσα σ’ εκείνους που τον αρνούνταν. Το έργο αυτό ποιο
είναι; Αυτή τη ζωογόνα ψυχή που πρέπει να τη ζητήσουµε; Μήπως
µέσα στη στρατιωτική και άγρια ολιγαρχία της Σπάρτης, όπου η
επιστήµη περιφρονείται, όπου η άγνοια είναι υψωµένη σε σύστηµα κι
όπου απαιτούν την κτηνωδία ως συµπλήρωµα του θάρρους; Μήπως
µέσα στους αδυσώπητους εκείνους πολέµους της Μεσσηνίας, όπου
βλέπουµε τους Σπαρτιάτες να καταδιώκουν ένα γειτονικό λαό µ ε ΧΡ ις
ε ξο λ ο θ ρ ε ύ σ ε ω ς , κ α ι τ ο υ ς Ρ ω µ α ί ο υ ς α υ τ ο ύ ς τ η ς Ε λ λ ά δ α ς ν α
π ρ ο α ν α γ γ έ λ λ ο υ ν τ η ν Τα ρ π η ί α κ α ι τ ι ς µ α τ ω µ έ ν ε ς δ ά φ ν ε ς τ ο υ
Καπιτωλίου, γκρεµίζοντας στην άβυσσο τον ηρωικό Αριστοµένη, τον
υπερασπιστή της πατρίδας του; Μήπως, καλύτερα, µέσα στη θορυβώδη
δηµοκρατία των Αθηνών, την πάντοτε έτοιµη να µεταβληθεί σε
τυραννία; Μήπως στην πραιτοριανή φρουρά του Πεισίστρατου ή στο
εγχειρίδιο του Αρµόδιου και του Αριστογείτονα, το κρυµµένο κάτω
από κλαδί µυρτιάς; Μήπως στις πολυάριθµες πόλεις της Ελλάδας, της
Μεγάλης Ελλάδας και της Μικρός Ασίας, των οποίων η Αθήνα κι η
Σπάρτη µάς παρέχουν τους δυο αντίθετους τύπους; Μήπως, τέλος,
µέσα σ’ όλες εκείνες τις δηµοκρατίες και τις τυραννίδες, τις γεµάτες
φθόνο και συνωµοσίες, που είναι πάντοτε έτοιµες να
αλληλοσπαραχθούν;
Όχι, η ψυχή της Ελλάδας δεν είναι εκεί. Βρίσκεται µέσα στους
ναούς της, στα Μυστήριό της και τους µυηµένους της. Βρίσκεται στο
ιερό του Δία στην Ολυµπία, της Ήρας στο Άργος, της Δήµητρας στην
Ελευσίνα - βασιλεύει στην Αθήνα µε την Αθηνά, ακτινοβολεί στους
Δελφούς µε τον Απόλλωνα, ο οποίος δεσπόζει και διεισδύει µέσα σ’
όλους τους ναούς µε το φως του. Ιδού το κέντρο της ελληνικής ζωής, ο
εγκέφαλος κι η καρδιά της Ελλάδας. Εκεί πηγαίνουν να διδαχτούν οι
ποιητές, οι οποίοι µεταφράζουν στο πλήθος τις ύψιστες αλήθειες µε
ζωντανές εικόνες, κι οι σοφοί, οι οποίοι τις διαδίδουν µε εύστροφη
διαλεκτική.
Το πνεύµα του Ορφέα κυκλοφορεί παντού, όπου πάλλει η αθάνατη
Ελλάδα. Το βρίσκουµε µέσα στους αγώνες της ποίησης και της
γυµναστικής, στους δελφικούς και τους ολυµπιακούς αγώνες, θεσµούς
επιτυχηµένους, που τους επινόησαν οι διάδοχοι του δάσκαλου, για να
πλησιάσουν µεταξύ τους και να συγχωνεύσουν τις δώδεκα ελληνικές
φύλές. Το αγγίζουµε, σχεδόν, στο Αµφικτυονικό Συνέδριο, στη
συνέλευ-
ση αυτή των µεγάλων µυηµένων, δικαστήριο ανώτατο και
διαιτητικό, το οποίο συνερχόταν στους Δελφούς ως µεγάλη εξουσία
δικαιοσύνης και οµόνοιας, στην οποία η Ελλάδα ξα- ναβρήκε την
ενότητά της κατά τις ώρες του ηρωισµού και της αυταπάρνησης 95 .
Εντούτοις η Ελλάδα αυτή του Ορφέα, που είχε ως νου µία αγνή
διδασκαλία φυλαγµένη στους ναούς, ως ψυχή µια πλαστική θρησκεία
και ως σώµα ένα ανώτατο δικαστήριο, συγκεντρωµένο στους Δελφούς,
η Ελλάδα αυτή άρχιζε να καταρρέει από τον 7ο αιώνα. Οι διαταγές των
Δελφών δε γίνονταν πια σεβαστές, διάφοροι παραβίαζαν τα ιερά
εδάφη. Και ο λόγος είναι ότι η φυλή των µεγάλων εµπνευσµένων είχε
ε- κλείψει.
Το διανοητικό και ηθικό επίπεδο των ναών είχε χαµηλώσει, οι ιερείς
καλούνταν στις πολιτικές εξουσίες, αυτά τα ίδια τα Μυστήρια άρχισαν
από τότε να διαφθείρονται. Η γενική όψη της Ελλάδας είχε αλλάξει:
την παλιά ιερατική και παραδοσιακή βασιλεία διαδεχόταν αλλού µεν η
απροκάλυπτη τυραννία, αλλού δε η στρατιωτική αριστοκρατία και
αλλού η αναρχική δηµοκρατία. Οι ναοί δεν είχαν πια τη δύναµη να
προλάβουν την απειλητική διάλυση. Είχαν την ανάγκη ενός νέου
βοηθού. Μία εκλαΐκευση των εσωτερικών δογµάτων είχε γίνει
αναγκαία.
Για να µπορέσει να ζήσει και να ανθίσει σ’ όλη της την αίγλη η
σκέψη του Ορφέα, έπρεπε η γνώση των ναών να περάσει µέσα στις
λαϊκές τάξεις. Γλίστρησε, λοιπόν, µε διάφορες µεταµφιέσεις, µέσα στη
σκέψη των νοµοθετών, στις σχολές των ποιητών και στις στοές των
φιλοσόφων. Αλλά κι αυτοί αι- σθάνθηκαν στη διδασκαλία τους την
ίδια ανάγκη, την οποία ο Ορφέας είχε αναγνωρίσει ως προς τη
θρησκεία, δηλαδή την ανάγκη των δύο διδασκαλιών: µιας ανοικτής και
µιας µυστικής, οι οποίες θα εξέφραζαν µεν την ίδια αλήθεια, αλλά µε
διαφορετικούς βαθµούς αποκάλυψης και υπό µορφές διαφορετικές,
ανάλογα µε την ανάπτυξη των µαθητών. Η εξέλιξη αυτή έδωσε στην
Ελλάδα τους τρεις µεγάλους αιώνες της καλλιτεχνικής δηµιουργίας και
της πνευµατικής αίγλης. Επέτρεψε στην ορφική σκέψη, η οποία είναι
ταυτόχρονα η πρώτη ώθηση κι η ιδανική σύνθεση της Ελλάδας, να
συγκεντρώσει όλο το φως της και να το ακτινοβολήσει πάνω σ’
ολόκληρο τον κόσµο, προτού το πολιτικό της οικοδόµηµα,
υποσκαπτόµενο από τις εσωτερικές διαµάχες, κλονιστεί από τα χτυ-
πήµατα της Μακεδονίας, για να καταρρεύσει, τέλος, κάτω από το
σιδερένιο χέρι της Ρώµης.
Η εξέλιξη αυτή για την οποία µιλάµε είχε πολλούς εργάτες.
Ανέδειξε φυσικούς όπως ο Θαλής, νοµοθέτες όπως ο Σόλων, ποιητές
όπως ο Πίνδαρος, ήρωες όπως ο Επαµεινώνδας. Αλλά είχε έναν
αναγνωρισµένο, ένα µυηµένο πρώτης τάξης, µια διάνοια υπέροχη,
δηµιουργική και ρυθµιστική. Ο Πυθαγόρας είναι ο δάσκαλος της
ιερατικής Ελλάδας. Μεταφράζει, συνεχίζει τη θρησκευτική σκέψη των
προκατόχων του και την εφαρµόζει στην καινούρια εποχή. Αλλά η
µετάφρασή του είναι δηµιουργία. Διότι συναρµόζει τις ορφικές
εµπνεύσεις σ’ ενα τέλειο σύστηµα, παρέχει την επιστηµονική τους
απόδειξη µε τη διδασκαλία του και την ηθική τους απόδειξη µε το
εκπαιδευτήριό του, µε τον πυθαγόρειο σύνδεσµο, που επέζη- σε και
µετά το θάνατό του.
Αν και εµφανίζεται στο πλήρες φως της ιστορίας, εντούτοις ο
Πυθαγόρας έχει παραµείνει πρόσωπο σχεδόν θρυλικό. Ο κύριος λόγος
γι’ αυτό είναι η λυσσώδης καταδίωξη της οποίας υπήρξε θύµα στη
Σικελία, και η οποία στοίχισε τη ζωή σε τόσους πυθαγόρειους. Άλλοι
χάθηκαν κάτω από τα ερείπια της καµένης σχολής τους, άλλοι πέθαναν
από πείνα µέσα σ’ ένα ναό. Η ανάµνηση κι η διδασκαλία του δασκάλου
δε συνεχίστηκαν παρά από τους επιζήσαντες που κατόρθωσαν να
καταφύγουν στην Ελλάδα. Ο Πλάτων µε µεγάλη δυσκολία και σε
υψηλή τιµή προµηθεύτηκε από τον Αρχύτα ένα χειρόγραφο του
δασκάλου, ο οποίος άλλωστε έγραψε την εσωτερική του διδασκαλία
µόνο µε µυστικά σηµεία και υπό συµβολική µορφή. Η αληθινή του
δράση, όπως και όλων των µεταρρυθµιστών, εξασκούνταν µε την
προφορική διδασκαλία. Αλλά η ουσία του συστήµατος υφίσταται µέσα
στους Χρυσούς Στίχους που έγραψε ο µαθητής του Λύσις, στα σχόλια του
Ιεροκλή, στα αποσπάσµατα του Φιλόλαου και του Αρχύτα, καθώς και
στον Τίµαιο του Πλάτωνα, ο οποίος περιέχει την κοσµογονία του
Πυθαγόρα. Τέλος, οι συγγραφείς της αρχαιότητας είναι ποτισµένοι από
το φιλόσοφο της Κρότωνας. Είναι ανεξάντλητοι σε ανέκδοτα, τα οποία
ζωγραφίζουν τη σοφία του, την ωραιότητά του και τη θαυµαστή του
δύναµη επί των ανθρώπων. Οι νεοπλατωνικοί της Αλεξάνδρειας, οι
Γνωστικοί και µέχρι τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας τον
παραθέτουν ως αυθεντία. Πολύτιµες µαρτυρίες, όπου πάλλει πάντοτε
το ισχυρό κύµα του ενθουσιασµού, το οποίο η µεγάλη
προσωπικότητα του Πυθαγόρα µπόρεσε να µεταδώσει στην Ελλάδα
και του οποίου οι τελευταίες δίνες είναι αισθητές οκτώ αιώνες µετά το
θάνατό του.
Ιδωµένη εκ των υστέρων, ανοιγµένη µε τα κλειδιά του συγκριτικού
εσωτερισµού, η διδασκαλία του παρουσιάζει ένα µεγαλοπρεπές
σύνολο, ένα όλο αρµονικό, του οποίου τα µέρη συνδέονται µε µια
θεµελιώδη αντίληψη. Βρίσκουµε εκεί µια λογική αναπαραγωγή της
εσωτερικής διδασκαλίας της Ινδίας και της Αίγυπτου, στην οποία
αυτός έδωσε την ελληνική διαύγεια και απλότητα, προσθέτοντάς της
ένα πιο ενεργό αίσθηµα και µια σαφέστερη ιδέα της ανθρώπινης
ελευθερίας.
Την ίδια εποχή και σε διάφορα σηµεία της οικουµένης, µεγάλοι
αναµορφωτές εκλαΐκευαν ανάλογες διδασκαλίες. Ο Λάο-Τσε στην Κίνα
προερχόταν από τον εσωτερισµό του Φο- Χι. Ο τελευταίος Βούδας, ο
Σακία-Μουνη δίδασκε στις όχθες του Γάγγη. Στην Ιταλία, το
ετρουσκικό ιερατείο έστελνε στη Ρώµη ένα µυηµένο εφοδιασµένο µε
σιβυλλικά βιβλία, το βασιλιά Νουµά, ο οποίος προσπάθησε να
χαλιναγωγήσει µε σοφούς χρησµούς την απειλητική φιλοδοξία της
ρωµαϊκής Συγκλήτου. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι
µεταρρυθµιστές αυτοί εµφανίζονται ταυτόχρονα σε λαούς τόσο
διαφορετικούς. Οι διαφορετικές αποστολές τους συντρέχουν σ’ έναν
κοινό σκοπό. Αποδεικνύουν ότι σε µερικές εποχές ένα και το αυτό
πνευµατικό ρεύµα διατρέχει µυστηριωδώς όλη την ανθρωπότητα. Από
πού έρχεται; Από το θείο εκείνο κόσµο, τον οποίο δεν µπορούµε να
δούµε, αλλά του οποίου οι απεσταλµένοι κι οι µάρτυρες είναι οι
µεγαλοφυΐες κι οι προφήτες.
Ο Πυθαγόρας περιπλανήθηκε όλον τον αρχαίο κόσµο, προτού
εξαγγείλει το λόγο του στην Ελλάδα. Είδε την Αφρική και την Ασία, τη
Μέµφιδα και τη Βαβυλώνα, την πολιτική τους και τη µύησή τους. Η
τρικυµισµένη ζωή του µοιάζει µε πλοίο που το έριξαν στη θάλασσα,
ενώ η θύελλα µαίνεται. Με ανοιχτά πανιά, ακολουθεί το σκοπό του,
δίχως να παραστρατήσει από το δρόµο του, εικόνα της ηρεµίας και της
ισχύος στη µέση της µανίας των στοιχείων. Η διδασκαλία του δίνει την
αίσθηση µιας δροσερής νύχτας, η οποία διαδέχεται την πύρινη λαύρα
µιας φονικής µέρας. Σε κάνει να σκέπτεσαι την οµορφιά του
στερεώµατος, το οποίο ξεδιπλώνει σιγά-σι- γά τα φωσφορίζοντα
αρχιπελάγη του και τις αιθέριες αρµονίες του πάνω από το κεφάλι του
θεατή.
Ας προσπαθήσουµε να βγάλουµε τη ζωή του και τη διδασκαλία του
µέσα από τα σκοτάδια του θρύλου κι από τις προλήψεις της σχολής.

2. Τα χρόνια των ταξιδιών: Σάµος, Μέµφις, Βαβυλώνα


Η ΣΑΜΟΣ ΗΤΑΝ ΚΑΤΑ ΤΙΣ αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. ένα από τα πιο ακµαία
νησιά της Ιωνίας. Ο όρµος του λιµανιού της ανοιγόταν απέναντι από
τα µενεξεδένια βουνά της µαλθακής Μικρός Ασίας, απ’ όπου έρχονταν
όλες οι πολυτέλειες κι όλες οι ασωτίες. Μέσα σ’ έναν πλατύ κόλπο, η
πόλη εκτεινόταν στην πρασινισµένη ακρογιαλιά και απλωνόταν
αµφιθεατρικά πάνω στο λόφο, κοντά σ’ ένα ακρωτήρι που το
στεφάνωνε ο ναός του Ποσειδώνα. Οι κιονοστοιχίες ενός
µεγαλοπρεπούς ανακτόρου δέσποζαν. Εκεί βασίλευε ο τύραννος
Πολυκράτης. Αφού στέρησε από τη Σάµο τις ελευθερίες της, την έφερε
σε επαφή µε τις τέχνες και µε µια ασιατική µεγαλοπρέπεια. Λεσβίες
εταίρες, που αυτός τις είχε καλέσει, είχαν εγκατασταθεί σ’ ένα µέγαρο
γειτονικό µε το δικό του και προσκαλούσαν τους νέους της πόλης σε
γιορτές µε µουσική, χορούς και συµπόσια, όπου τους µάθαιναν τις πιο
εκφυλισµένες ηδονές.
Ο Ανακρέων, µετά από πρόσκληση του Πολυκράτη στη Σάµο,
οδηγήθηκε εκεί, επιβαίνοντας σε τριήρη µε πανιά από πορφύρα και µ’
επιχρυσωµένα κατάρτια. Και ο ποιητής, κρατώντας ασηµένιο σκαλιστό
κύπελλο στο χέρι, έκανε να ακουστούν, µπροστά σ’ εκείνον το ναό του
γλεντιού, οι ωδές του, οι χαϊδευτικές κι αρωµατισµένες σαν βροχή από
τριαντάφυλλα.
Η τύχη του Πολυκράτη είχε γίνει παροιµιώδης σ’ όλη την Ελλάδα.
Είχε φίλο το φαραώ Άµωσι, ο οποίος πολλές φορές του παρήγγειλε να
δυσπιστεί σε µια ευτυχία τόσο συνεχή και προπάντων να µην
παινεύεται γι’ αυτήν. Ο Πολυκράτης, ακολουθώντας τη συµβουλή του
Αιγυπτίου µονάρχη, έριξε το δα- χτυλίδι του στη θάλασσα. “Κάνω
αυτή τη θυσία στους θεούς”, είπε. Την άλλη µέρα, ένας ψαράς έφερε
στον τύραννο το πολύτιµο δαχτυλίδι, που το είχε βρει µέσα στην
κοιλιά ενός ψαριού. Όταν ο φαραώ το έµαθε αυτό, διακήρυξε ότι παύει
τη φιλία του µε τον Πολυκράτη, γιατί µια ευτυχία τόσο ανήκουστη
ασφαλώς θα επέσυρε εναντίον του την εκδίκηση των θεών. Όπως και
να έχει το ανέκδοτο, το τέλος του Πολυκράτη
υπήρξε τραγικό. Ένας από τους σατράπες του τον παρέσυρε σε
κάποια γειτονική επαρχία, τον έκανε να ξεψυχήσει µε βασανιστήρια
και διέταξε να σταυρώσουν το σώµα του σ’ ένα σταυρό πάνω στο όρος
Μυκάλη. Έτσι, οι Σάµιοι µπόρεσαν να δουν, κάποιο αιµατοβαµµένο
ηλιοβασίλεµα, το πτώµα του τυράννου τους σταυρωµένο σ’ ένα
ακρωτήρι, απέναντι από το νησί όποι> εκείνος είχε βασιλευσει µέσα
στη δόξα και τις ηδονές.
Αλλά ας επανέλθουµε στην αρχή της βασιλείας του Πολυκράτη. Μια
ξάστερη νύχτα, κάποιος νέος καθόταν µέσα σ’ ένα δάσος από λυγαριές
µε λαµπερά φύλλα, όχι µακριά από το ναό της Ήρας, που η
πανσέληνος έλουζε τη δωρική του πρόσοψη κι έκανε να προβάλλει η
µυστηριακή του µεγαλοπρέπεια. Από πολλή ώρα, ένας κύλινδρος
πάπυρου, που περιείχε κάποιο τραγούδι του Οµήρου, είχε γλιστρήσει
κάτω στα πόδια του. Οι διαλογισµοί του, που είχαν αρχίσει µε το
λυκόφως, διαρκοΰσαν ακόµη και παρατείνονταν µέσα στη σιγαλιά της
νύχτας. Από ώρα ο ήλιος είχε δύσει, αλλά ο νεαρός ονειροπόλος
νόµιζε ότι βλέπει ακόµα µπροστά στα µάτια του τον πυρποληµένο
δίσκο του. Γιατί η σκέψη του περιπλανιόταν µακριά από τον ορατό
κόσµο.
Ο Πυθαγόρας ήταν ο γιος ενός πλουσίου εµπόρου πολυτίµων λίθων
από τη Σάµο και µιας γυναίκας που ονοµαζόταν Παρθενίδα. Η Πυθία
των Δελφών, την οποία συµβουλεύτηκαν σ’ ένα ταξίδι τους οι
νεόνυµφοι, τους είχε υποσχεθεί “ένα γιο που θα ήταν ωφέλιµος σ’
όλους τους ανθρώπους, σ’ όλους τους καιρούς”. Και ο χρησµός είχε
στείλει τους συζύγους στη Σιδώνα της Φοινίκης, ώστε ο µοιραίος γιος
να µπορέσει να συλληφθεί, να σχηµατιστεί και να δει το φως µακριά
από τις ταραχώδεις επιδράσεις της πατρίδας του. Πριν ακόµη από τη
γέννησή του, οι γονείς του είχαν τάξει ένθερµα το θαυµαστό παιδί στο
φως του Απόλλωνα, κατά τη σελήνη του έρωτα. Το παιδί γεννήθηκε.
Όταν έγινε ενός έτους, η µητέρα του, κατά συµβουλή των ιερέων των
Δελφών, που της είχε δοθεί εκ των προτέρων, το έφερε στο ναό του
Αδωναΐ 96 , σε µια κοιλάδα του Λιβάνου. Εκεί ο αρχιερέας το ευλόγησε.
Έπειτα η οικογένεια ξαναγύρισε στη Σάµο.
Το παιδί της Παρθενίδας ήταν πολύ όµορφο, ήµερο, µετριοπαθές,
γεµάτο από δικαιοσύνη. Μόνο το διανοητικό πάθος έλαµπε µες στα
µάτια του και προσέδιδε στις πράξεις του µια µυστηριώδη ενέργεια. Οι
γονείς του όχι µόνο δεν ε-
µπόδιζαν αλλά κι είχαν ενθαρρύνει την πρώιµη κλίση του προς τη
σπουδή της σοφίας. Είχε ήδη συζητήσει µε τους ιερείς της Σάµου και
µε τους σοφούς, οι οποίοι άρχιζαν τότε να ιδρύουν στην Ιωνία σχολές,
όπου δίδασκαν τις αρχές της Φυσικής. Δεκαοχτώ χρονών είχε
παρακολουθήσει τα µαθήµατα του Ερµοδάµαντα από τη Σάµο· είκοσι
χρονών τα µαθήµατα του Φερεκύδη στη Σύρο* είχε µάλιστα συζητήσει
µε το Θαλή και τον Αναξίµανδρο στη Μίλητο. Οι δάσκαλοι αυτοί τού
είχαν ανοίξει νέους ορίζοντες, αλλά κανείς απ’ αυτούς δεν τον είχε
ικανοποιήσει. Ανάµεσα στις αντιφατικές διδασκαλίες τους, ζητούσε
ενδόµυχα το σύνδεσµο, τη σύνθεση, την ενότητα του µεγάλου Παντός.
Τώρα, ο γιος της Παρθενίδας είχε φτάσει σε µια από τις κρίσεις
εκείνες, κατά τις οποίες ο νους, υπερδιεγερµένος από την αντίφαση
των πραγµάτων, συγκεντρώνει όλες του τις ικανότητες µέσα σε µια
υπέρτατη προσπάθεια να δει το τέρµα, να βρει το δρόµο, ο οποίος
οδηγεί προς τον ήλιο της αλήθειας, προς το κέντρο της ζωής.
Εκείνη τη ζεστή και ξάστερη νύχτα, ο γιος της Παρθενίδας
παρατηρούσε διαδοχικά τη γη, το ναό και τον έναστρο ουρανό. Ήταν
εκεί, κάτω του, τριγύρω του, η Δήµητρα, η γη µητέρα, η φύση µέσα
στην οποία ήθελε να διεισδύσει. Ανέπνεε τις ισχυρές οσµές της, ένιωθε
την ακατανίκητη έλξη, η οποία τον έδενε πάνω στον κόλπο της, αυτόν,
το σκεπτόµενο άτοµο, ως µέρος του εαυτού της αχώριστο. Οι σοφοί
εκείνοι, τους οποίους είχε συµβουλευθεί, του είχαν πει: “Απ’ αυτήν
βγαίνει το παν. Τίποτα δεν προέρχεται από το τίποτα. Η ψυχή
προέρχεται από το νερό, ή από τη φωτιά, ή κι από τα δύο. Η
παραµικρή ποσότητα των στοιχείων δε φεύγει απ’ αυτά παρά µόνο για
να εισέλθει και πάλι µέσα σ’ αυτά. Η αιώνια φύση είναι τυφλή κι
άκαµπτη. Δείξε εγκαρτέρηση στο µοιραίο της νόµο. Η µόνη σου αξία
θα είναι να τον γνωρίσεις και να υποταχθείς σ’ αυτόν”.
Έπειτα παρατηρούσε το στερέωµα και τα πύρινα γράµµατα που
σχηµατίζουν οι αστερισµοί µες στο αβυσσαλέο χάος του χώρου. Αυτά
τα γράµµατα έπρεπε να είχαν ένα νόηµα. Διότι, αφού το απείρως
µικρό, η κίνηση δηλαδή των ατόµων, έχει το λόγο της ύπαρξής του,
πώς δε θα είχε τέτοιο το απείρως µεγάλο, τα εγκατεσπαρµένα άστρα,
των οποίων η ένωση παριστάνει το σώµα του σύµπαντος; Α! ναι,
καθένας απ’ αυτούς τους κόσµους έχει το δικό του νόµο κι όλα µαζί
κινούνται από έναν Αριθµό και µέσα σε µια υπέρτατη αρµονία.
Αλλά ποιος θα µεταφράσει ποτέ το αλφάβητο των αστέρων; Οι
ιερείς της Ήρας τού είχαν πει: “Πριν από τη γη υπήρξε ο ουρανός των
θεών. Η ψυχή σου έρχεται από εκεί. Παρακάλε- σέ τους για να
ξανανεβεί εκεί...”
Οι στοχασµοί του αυτοί διακόπηκαν από ένα φιλήδονο τραγούδι,
που έβγαινε µέσα από κάποιο κήπο, κοντά στις όχθες του Ιµβράσου.
Οι λάγνες φωνές των γυναικών της Λέσβου ενώνονταν παθιασµένα µε
τους ήχους της κιθάρας, νέοι απάντησαν σ’ αυτές µε βακχικά
τραγούδια. Με τις φωνές εκείνες ανακατεύτηκαν ξαφνικά άλλες
διαπεραστικές και πένθιµες κραυγές, που έρχονταν από το λιµάνι.
Ή τ α ν ο ι σ τ α σ ι α σ τ έ ς , τ ο υ ς ο π ο ί ο υ ς ο Π ο λυ κ ρ ά τ η ς δ ι έ τ α ξ ε ν α
επιβιβάσουν σε µια βάρκα, για να τους πουλήσουν ως σκλάβους στην
Ασία. Τους χτυπούσαν µε λουριά που είχαν καρφιά, για να τους
στοιβάζουν κάτω στα κάτεργα. Τα ουρλιαχτά κι οι βλαστήµιες τους
χάθηκαν µέσα στη νύχτα. Έπειτα βασίλεψε πάλι παντού η σιγή.
Ο νέος ένιωσε οδυνηρό ρίγος, το κατέστειλε, όµως, για να
συγκεντρωθεί στον εαυτό του. Το πρόβληµα ορθωνόταν µπροστά του
πιο σπαρακτικό και οξύ. Η γη έλεγε: “Ειµαρµένη!”, ο ουρανός έλεγε:
“Πρόνοια!” κι η ανθρωπότητα, που κυµαίνεται µεταξύ των δύο,
απαντούσε: “Τρέλα! Πόνος! Σκλαβιά!”. Αλλά στα µύχια του εαυτού
του ο µελλοντικός µύστης άκουγε µια ακατανίκητη φωνή, η οποία
απαντούσε στις αλυσίδες της γης και στο φεγγοβόληµα του ουρανού µ’
αυτήν την κραυγή: “Ελευθερία!”. Ποιος, λοιπόν, είχε δίκιο, οι σοφοί,
οι ιερείς, οι τρελοί, οι δυστυχισµένοι ή ο εαυτός του; Α! όλες αυτές οι
φωνές έλεγαν αλήθεια* καθεµιά τους θριάµβευε µέσα στη σφαίρα της,
αλλά καµιά δεν του δικαιολογούσε το λόγο της ύπαρξής της. Οι τρεις
κόσµοι υπήρχαν αµετακίνητοι, όπως ο κόλπος της Δήµητρας, όπως το
φως των άστρων και όπως η ανθρώπινη καρδιά. Αλλά µόνο εκείνος
που θα γνώριζε να βρει τη συµφωνία και το νόµο της ισορροπίας τους,
αυτός θα ήταν αληθινός σοφός, αυτός µόνο θα κατείχε τη θεία γνώση
και θα µπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους. Μέσα στη σύνθεση των
τριών κόσµων ήταν το µυστικό του Κόσµου!
Προφέροντας αυτή τη λέξη, που µόλις την είχε βρει, ο Πυθαγόρας
σηκώθηκε. Το µαγεµένο του βλέµµα καρφώθηκε πάνω στη δωρική
πρόσοψη του ναού. Το αυστηρό οικοδόµηµα φαινόταν µεταµορφωµένο
κάτω από τις αγνές ακτίνες της
Άρτεµης. Νόµισε ότι έβλεπε εκεί την ιδανική εικόνα του κόσµου
και τη λύση του προβλήµατος, που ζητούσε. Γιατί η βάση, οι στύλοι,
το επιστύλιο και το τριγωνικό αέτωµά του παρέστησαν, ξαφνικά, την
τριπλή φύση του ανθρώπου και του συµπαντος, του µικρόκοσµου και
του µακρόκοσµου, ο οποίος επιστέφεται µε τη θεία µονάδα, η οποία
και αυτή είναι µια τριάδα. Ο κόσµος, καθώς κυριαρχούνταν και
διαπερνιό- ταν από το Θεό, σχηµάτιζε:
Την ιερή Τετράδα, απέραντο και αγνό σύµβολο, πηγή της φύσης και
πρότυπο των θεών 97 . Ναι, ήταν εκεί κρυµµένα, µέσα στις γεωµετρικές
αυτές γραµµές, το κλειδί του συµπαντος, η επιστήµη του αριθµού, ο
τριαδικός νόµος, ο οποίος διέπει τη σύσταση των όντων, και ο νόµος
της επτάδας, ο οποίος προΐσταται στην εξέλιξή τους. Και µέσα σε µια
µεγαλοπρεπή οπτασία, ο Πυθαγόρας είδε τους νόµους να κινούνται
κατά το ρυθµό και την αρµονία των ιερών αριθµών. Είδε την
ισορροπία της γης και του ουρανού, της οποίας το δείκτη κατέχει η
ανθρώπινη ελευθερία· τους τρεις κόσµους: το φυσικό, τον ανθρώπινο
και το θείο, που στηρίζονται ο ένας στον άλλο και προσδιορίζονται ο
ένας από τον άλλο και παίζουν το παγκόσµιο δράµα, µε διπλή κίνηση,
κατιούσα και ανιούσα. Μάντεψε τις σφαίρες του αόρατου κόσµου, ο
οποίος περιβάλλει τον ορατό και τον ζωογονεί αδιάκοπα. Αντιλήφθηκε,
τέλος, τον εξαγνισµό και το λυτρωµό του ανθρώπου, από αυτήν εδώ τη
γη, µε την τριπλή µύηση. Τα είδε όλα αυτά, στη ζωή και το έργο του,
µέσα σε µια στιγµιαία και διαυγή φώτιση, µε την αναµφισβήτητη
βεβαιότητα του πνεύµατος, το οποίο νιώθει τον εαυτό του απέναντι
στην Αλήθεια. Ήταν µια αστραπή. Τώρα επρόκειτο να αποδείξει µε το
Λογικό εκείνο που ο καθαρός Νους του είχε συλλάβει µέσα στο
Άπειρο. Και γι’ αυτό χρειαζόταν µια ζωή ανθρώπου, έναν άθλο.
Αλλά πού να βρει τη γνώση για να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο έργο;
Ούτε τα έπη του Οµήρου, ούτε οι σοφοί της Ιωνίας, ούτε οι ναοί της
Ελλάδας επαρκούσαν γι’ αυτό.
Το πνεύµα του Πυθαγόρα, που αιφνίδια είχε βρει φτερά, άρχισε να
βυθίζεται µέσα στο παρελθόν του, µέσα στη γέννησή του, την
τυλιγµένη µε πέπλους, και στο µυστηριώδη έρωτα της µητέρας του.
Κάποια παιδική ανάµνησή του επανήλθε µε οξεία ακρίβεια. Θυµήθηκε
ότι η µητέρα του τον είχε φέρει, σε ηλικία ενός έτους, σε κάποια
κοιλάδα του Λιβάνου, στο ναό του Αδωναΐ. Ξανάδε τον εαυτό του
µικρό παιδάκι,
αγκαλιασµένο στο λαιµό της Παρθενίδας, ανάµεσα σε κολοσσιαία
βουνά, τεράστια δάση, όπου ένας ποταµός έπεφτε σαν καταρράκτης. Η
µητέρα του στεκόταν όρθια σ’ έναν εξώστη που τον σκίαζαν µεγάλα
κέδρα. Μπροστά της, ένας µεγαλοπρεπής ιερέας µε λευκή γενειάδα
χαµογελούσε στη µητέρα και στο παιδί και έλεγε λόγια σοβαρά, που ο
Πυθαγόρας δεν καταλάβαινε. Η µητέρα του του είχε υπενθυµίσει
συχνά τα παράξενα λόγια του ιεροφάντη του Αδωναΐ: “Ω γυναίκα της
Ιωνίας, ο γιος σου θα γίνει µεγάλος µε τη σοφία. Αλλά να θυµάσαι ότι,
ακόµα και αν οι Έλληνες κατέχουν τη γνώση των θεών, όµως η γνώση
του Θεού δε βρίσκεται πια παρά µόνο στην Αίγυπτο”.
Αυτά τα λόγια επανέρχονταν τώρα στο νου του, µαζί µε το µητρικό
µειδίαµα, µε το ωραίο πρόσωπο του γέροντα και µε το µακρινό ήχο
του καταρράκτη, που τον δέσποζε η φωνή του ιερέα, µέσα σ’ ένα
µεγαλοπρεπές τοπίο, σαν όνειρο κάποιας άλλης ζωής. Για πρώτη φορά,
µάντευε το νόηµα του χρησµού. Είχε ακούσει πολύ να µιλούν για τις
τεράστιες γνώσεις των Αιγυπτίων ιερέων και για τα φοβερά µυστήριό
τους, αλλά νόµιζε ότι µπορούσε να τα παραβλέψει. Τώρα είχε
καταλάβει ότι του χρειαζόταν εκείνη η γνώση του Θεού, για να
διεισδύσει στο βάθος της φύσης, και ότι δε θα την έβρισκε παρά µόνο
µέσα στους ναούς της Αιγύπτου. Και ήταν η γλυ- κιά Παρθενίδα, που
µε το µητρικό της ένστικτο τον είχε προπαρασκευάσει γι’ αυτό το
έργο, τον είχε φέρει ως προσφορά στον ύψιστο Θεό! Από τότε πήρε
την απόφαση να µεταβεί στην Αίγυπτο και να φροντίσει να µυηθεί
εκεί.
Ο Πολυκράτης καυχιόταν ότι προστάτευε τόσο τους φιλοσόφους
όσο και τους ποιητές. Προθυµοποιήθηκε, λοιπόν, να δώσει στον
Πυθαγόρα µια συστατική επιστολή προς το φαραώ Άµωσι, ο οποίος
τον παρουσίασε στους ιερείς της Μέµ- φιδας. Εκείνοι δεν τον
δέχτηκαν παρά µε αντίσταση και µε πάρα πολλές δυσκολίες. Οι
Αιγύπτιοι σοφοί δυσπιστούσαν προς τους Έλληνες, γιατί τους
κατηγορούσαν ως ελαφρόµυαλους και ασταθείς. Έκαναν το παν για να
αποθαρρύνουν το νεαρό Σάµιο. Αλλά ο νεοφώτιστος υποτάχθηκε µε
ασάλευτη υποµονή και θάρρος στις αργοπορίες και τις δοκιµασίες που
του επέβαλαν. Ήξερε εκ των προτέρων ότι δε θα έφτανε στη γνώση
παρά µόνο µε την ολοκληρωτική κυριαρχία της θέλησης σε ολόκληρη
την ύπαρξή του. Η µύησή του διήρκεσε είκοσι δύο χρόνια, όταν ήταν
αρχιερέας ο Σώγχις.
Αιηγηθήκαµε, στο κεφάλαιο του Ερµή, τις δοκιµασίες, τους
πειρασµούς, τους τρόπους και τις εκστάσεις του µυηµέ- νου της
Ίσιδας, µέχρι το φαινοµενικό και καταληπτικό θάνατο του υποψηφίου
και την ανάστασή του µέσα στο φως του Όσιρι. Ο Πυθαγόρας πέρασε
όλες εκείνες τις φάσεις, οι οποίες επιτρέπουν να πραγµατοποιείται —
όχι ως µία µάταιη θεωρία, αλλά ως ένα γεγονός που το έζησε κανείς- η
διδασκαλία του Λόγου-Φωτός ή του παγκόσµιου Λόγου, κι αυτή της
ανθρώπινης εξέλιξης µέσα στους επτά πλανητικούς κύκλους. Σε κάθε
βήµα της ιλιγγιώδους αυτής ανάβασης οι δοκιµασίες ανανεώνονταν
τροµερότερες. Εκατό φορές κινδύνευε κανείς εκεί τη ζωή του,
προπάντων αν ήθελε να φτάσει στο χειρισµό των απόκρυφων
δυνάµεων, στην επικίνδυνη πρακτική της µαγείας και της θεουργίας.
Όπως όλοι οι µεγάλοι άνδρες, έτσι κι ο Πυθαγόρας πίστευε στο
αστέρι του. Τίποτε απ’ όσα θα µπορούσαν να τον οδηγήσουν στη
γνώση δεν τον φόβιζε. Κι αυτός ακόµη ο φόβος του θανάτου δεν τον
σταµατούσε, γιατί έβλεπε τη ζωή στο υπερπέραν. Όταν οι Αιγύπτιοι
ιερείς αναγνώρισαν σ’ αυτόν µια δύναµη εξαιρετικής ψυχής και το
απρόσωπο εκείνο πάθος της σοφίας, το οποίο είναι το πιο σπάνιο
πράγµα του κόσµου, του άνοιξαν τους θησαυρούς της πείρας τους.
Κοντά τους µορφώθηκε και πήρε πολλές γνώσεις. Εκεί µπόρεσε να
εµβαθύνει στα ιερά µαθηµατικά, στην επιστήµη των αριθµών ή των
παγκόσµιων αρχών, που τα έκανε κέντρο του συστήµατος του και τα
διατύπωσε µε νέο τρόπο. Η αυστηρότητα της αιγυπτιακής πειθαρχίας
µέσα στους ναούς τον έκανε να γνωρίσει αφετέρου την τεράστια
δύναµη της ανθρώπινης θέλησης, που εξασκείται και προετοιµάζεται
σοφά, και τις άπειρες εφαρµογές της, τόσο στο σώµα όσο και στην
ψυχή. “Η επιστήµη των αριθµών κι η τέχνη της θέλησης είναι τα δυο
κλειδιά της µαγείας”, έλεγαν οι ιερείς της Μέµφιδας. “Αυτά ανοίγουν
όλες τις θύρες του σύµπαντος”.
Στην Αίγυπτο, λοιπόν, απέκτησε ο Πυθαγόρας την ανώτερη εκείνη
εποπτεία που επιτρέπει να παρατηρούµε τις σφαίρες της ζωής και τις
επιστήµες κατά οµόκεντρο τάξη, να κατανοούµε την έλιξη του
πνεύµατος εντός της ύλης, µέσω της παγκόσµιας δηµιουργίας, και την
εξέλιξή του ή την εκ νέου ανάβασή του προς την ενότητα µέσω της
α το µικ ή ς ε κε ί ν ης δ η µ ι ο υρ γ ίας , πο υ ον οµάζ ετ αι αν άπ τ υξ η µια ς
συνείδησης.
Ο Πυθαγόρας είχε φτάσει στην κορυφή του αιγυπτιακού
ιερατείου και σκεπτόταν ίσως να επανελθεί στην Ελλάδα, όταν ο
πόλεµος ενέσκηψε στη λεκάνη του Νείλου µε όλες του τις πληγές,
παρασυροντας το µυηµένο του Όσιρι σ’ ένα νέο στρόβιλο. Από πολύ
καιρό οι δεσπότες της Ασίας µελετούσαν την εξολόθρευση της
Αίγυπτου. Επί αιώνες, οι επανειληµµένες τους επιθέσεις είχαν
αποτύχει µπροστά στη σοφία των αιγυπτιακών θεσµών, της ισχύος του
ιερατείου και της ενεργητικότητας των φαραώ. Αλλά το προαιώνιο
βασίλειο, άσυλο της γνώσης του Ερµή, δεν έµελλε να διαρκέσει
αιωνίως. Ο γιος του νικητή της Βαβυλώνας, ο Καµβυσης, ήρθε να
εφορ- µήσει εναντίον της Αίγυπτου, µε τις αµέτρητες και πειναλέες
σαν ακρίδες στρατιές του, και να θέσει τέρµα στο θεσµό της
φαραωνίας, του οποίου η καταγωγή χανόταν µέσα στη νύχτα του
χρόνου.
Για τους σοφούς, αυτό σήµαινε καταστροφή ολόκληρου του κόσµου.
Ως τότε η Αίγυπτος είχε προφυλάξει την Ευρώπη εναντίον της Ασίας.
Η προστατευτική της επίδραση εκτεινόταν ακόµη σ’ όλη τη λεκάνη της
Μεσογείου, µέσω των ναών της Φοινίκης, της Ελλάδας και της
Ετρουρίας, µε τους οποίους το ανώτατο αιγυπτιακό ιερατείο βρισκόταν
σε διαρκή σχέση. Άπαξ και ανατρεπόταν ο προµαχώνας αυτός, ο
Ταύρος θα ορµούσε µε κατεβασµένο το κεφάλι εναντίον των ακτών της
Ελλάδας.
Ο Πυθαγόρας, λοιπόν, είδε τον Καµβύση να κυριεύει την Αίγυπτο.
Είδε τον Πέρση δεσπότη, άξιο κληρονόµο των εστεµµένων κακούργων
της Νινευή και της Βαβυλώνας, να λεηλατεί τους ναούς της Μέµφιδας
και των Θηβών και να καταστρέφει το ναό του Άµµωνα. Είδε το
φαραώ Ψαµµήνιτο να οδηγείται σιδηροδέσµιος ενώπιον του Καµβύση
και να τοποθετείται πάνω σ’ ένα λοφίσκο, γύρω από τον οποίο
στοίχισαν τους ιερείς, τις αρχοντικές οικογένειες και την Αυλή του
βασιλιά. Είδε τη θυγατέρα του φαραώ ντυµένη µε κουρέλια και
ακολουθούµενη απ’ όλες τις δεσποινίδες της τιµής, ντυµένες όµοια,
και το διάδοχο, µαζί µε δυο χιλιάδες νέους, να οδηγούνται µε
χαλινάρια στο στόµα και καπίστρια στο λαιµό, προτού
αποκεφαλιστούν· το φαραώ Ψαµµήνιτο να καταπνίγει τους ολολυγµούς
του µπροστά σ’ αυτή τη φρικτή σκηνή· και τον άτιµο Καµβύση να
κάθεται πάνω στο θρόνο του, να χορταίνει µε τον πόνο του
συντριµµένου αντιπάλου του. Σκληρό, αλλά διδακτικό µάθηµα της
ιστορίας, µετά τα µαθήµατα της επιστήµης. Τι εικόνα της κτηνώδους
φύσης που ε-
λευθερώνεται µέσα στον άνθρωπο, η οποία καταλήγει σ’ αυτό το
τέρας του δεσποτιοµοΰ, το οποίο συντρίβει το παν κάτω από τα πόδια
του κι επιβάλλει στην ανθρωπότητα τη βασιλεία της πιο αδυσώπητης
µοίρας µε την ειδεχθή του αποθέωση!
Ο Καµβυσης διέταξε και µετέφεραν τον Πυθαγόρα στη Βαβυλώνα
µαζί µ’ ένα µέρος του αιγυπτιακού ιερατείου και τον φυλάκισε εκεί 98 .
Η κολοσσιαία εκείνη πόλη, που ο Αριστοτέλης την παροµοιάζει µε µια
χώ ρ α τ ρ ι γ υ ρ ι σ µ έ ν η α π ό τ ε ί χ η , π α ρ ε ί χ ε τ ό τ ε α π έ ρ α ν τ ο π ε δ ί ο
παρατήρησης. Η αρχαία Βαβέλ, η µεγάλη πόρνη των Εβραίων
προφητών, ήταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά, υστέρα από την
περσική κατά- κτηση, ένα πανδαιµόνιο λαών, γλωσσών, λατρειών και
θρησκειών, στο µέσο των οποίων ο ασιατικός δεσποτισµός ύψωνε τον
ιλιγγιώδη πύργο του. Κατά τις περσικές παραδόσεις, η ίδρυσή της
ανερχόταν ως τη θρυλική Σεµίραµις. Εκείνη, έλεγαν, είχε χτίσει το
τεράστιο τείχος της, που ο περίγυρός του ήταν ογδόντα πέντε
χιλιόµετρα, το Ιµγκούµ-Βελ, πάνω στο οποίο µπορούσαν να τρέξουν
δύο αµάξια µε αντίθετη κατεύθυνση, τους κρεµαστούς κήπους της, τα
ογκώδη παλάτια µε τα πολύχρωµα ανάγλυφα, τους ναούς της, τους
οποίους υποβάσταζαν λίθινοι ελέφαντες κι οι οποίοι είχαν πάνω στις
στέγες τους ποικιλόχρωµους δράκοντες.
Εκεί είχε συνεχιστεί η σειρά των δεσποτών, οι οποίοι είχαν
υποδουλώσει τη Χαλδαία, την Ασσυρία, την Περσία, ένα µέρος της
Ταταρίας, την Ιουδαία, τη Συρία και τη Μικρά Ασία. Εκεί ο
Ναβουχοδονόσορας, ο δολοφόνος των µάγων, είχε σύρει αιχµάλωτο
τον εβραϊκό λαό, ο οποίος εξακολουθούσε να ασκεί τη λατρεία του σε
κάποια γωνιά της απέραντης πόλης, όπου το Λονδίνο θα χωρούσε
τέσσερις φορές. Οι Ιουδαίοι είχαν µάλιστα παράσχει στο Μέγα
Βασιλέα έναν ισχυρό υπουργό στο πρόσωπο του προφήτη Δανιήλ. Επί
του Βαλ- τάσαρ, γιου του Ναβουχοδονόσορα, τα τείχη της γηραιός
Βαβέλ σωριάστηκαν επιτέλους από τα εκδικητικά χτυπήµατα του
Κύρου κι η Βαβυλώνα πέρασε για πολλούς αιώνες στην περσική
κυριαρχία.
Απ’ αυτή τη σειρά των προηγούµενων γεγονότων συνέβαι- νε ώστε,
τη στιγµή που ο Πυθαγόρας ήρθε εκεί, να συνυπάρχουν στο ανώτατο
ιερατείο της Βαβυλώνας τρεις διαφορετικές θρησκείες: οι αρχαίοι
Χαλδαίοι ιερείς, οι απόγονοι της περσικής θρησκείας των µάγων και οι
αριστείς των Ιουδαίων
αιχµαλώτων. Εκείνο που αποδεικνΰει ότι τα διάφορα ιερατεία
συµφωνούσαν µεταξύ τους ως προς το µέρος του εσωτερισµού είναι
ακριβώς ο ρόλος του Δανιήλ, ο οποίος, ενώ διακήρυττε το Θεό του
Μωυσή, όµως έµεινε πρωθυπουργός επί Ναβουχοδονόσορα, επί
Βαλτάσαρ και επί Κύρου.
Ο Πυθαγόρας ασφαλώς θα διεύρυνε τον ορίζοντα του, τον ήδη
αχανή, µε τη µελέτη εκείνων των διδασκαλιών, των θρησκειών και των
λατρειών, των οποίων µερικοί µυηµενοι διατηρούσαν ακόµη τη
σύνθεση. Στη Βαβυλώνα µπόρεσε να εµ- βαθύνει στις γνώσεις των
µάγων, οι οποίοι ήταν κληρονόµοι του Ζωροάστρη. Αν οι Αιγύπτιοι
µόνο ιερείς κατείχαν τα παγκόσµια κλειδιά των ιερών επιστηµών, όµως
οι Περσες µάγοι φηµίζονταν ότι είχαν προαγάγει την πρακτική
µερικών τεχνών. Ισχυρίζονταν ότι µπορούσαν να χειρίζονται τις
απόκρυφες εκείνες δυνάµεις της φύσης, οι οποίες ονοµάζονταν
πολύµορφο πυρ και αστρικό φως. Μέσα στους ναούς τους, έλεγαν,
µέρα µεσηµέρι σκοτείνιαζε, οι λυχνίες άναβαν µόνες τους, έβλεπες ν’
ακτινοβολούν οι θεοί και να µυκάται ο κεραυνός. Οι µάγοι ονόµαζαν
ουράνιο λέοντα αυτό το ασώµα- το πυρ, παράγοντα γενεσιουργό του
ηλεκτρισµού, που ήξεραν να το συµπυκνώνουν ή να το σκορπίζουν
κατά βούληση, και ονόµαζαν όφεις τα ηλεκτρικά ρεύµατα της
ατµόσφαιρας και το µαγνητισµό της γης, τα οποία ισχυρίζονταν ότι τα
δι- ηύθυναν σαν βέλη εναντίον των ανθρώπων. Είχαν κάνει ακόµη µια
ειδική σπουδή της υποβλητικής, ελκτικής και δηµιουργικής δύναµης
του ανθρώπινου λόγου. Μεταχειρίζονταν για την επίκληση των
πνευµάτων τυπικά διαφορετικών βαθµών δανεισµένα από τις
γηραιότερες γλώσσες της γης. Να ποια ψυχική αιτιολογία έφερναν γι’
αυτό: “Μην αλλάζεις τίποτα στα βαρβαρικά ονόµατα της επίκλησης,
γιατί είναι πανθεϊστικά ονόµατα του Θεού, είναι µαγνητισµένα από τις
λατρείες ενός πλήθους κι η δύναµή τους είναι ανέκφραστη” 99 . Οι
επικλήσεις αυτές, τις οποίες ενεργούσαν εν µέσω καθαρµών και
προσευχών, ήταν κατά κύριο λόγο εκείνο που αργότερα ονοµάστηκε
λευκή µαγεία.
Ο Πυθαγόρας, λοιπόν, εισχώρησε κατά το διάστηµα της παραµονής
του στη Βαβυλώνα, στα απόρρητα της αρχαίας µαγείας. Συγχρόνως,
όµως, µέσα σ’ εκείνο το άντρο του δε- σποτισµού, είδε ένα µεγάλο
θέαµα: πάνω στα ερείπια των θρησκειών της Ανατολής που κατέρρεαν,
πάνω από το απο- δεκατισµένο κι εκφυλισµένο ιερατείο τους, µερικοί
ατρόµη-
τοι µυηµένοι, σφιχτοενωµένοι υπεράσπιζαν τη γνώση τους, την
πίστη τους και κατά το δυνατό τη δικαιοσύνη. Αντιµέτωποι µε τους
δεσπότες, όπως ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, πάντοτε έτοιµοι να
καταβροχθιστούν, γοήτευαν και δάµαζαν το άγριο θηρίο της απόλυτης
εξουσίας µε τη διανοητική τους δύναµη και αµφισβητούσαν το έδαφος
του σπιθαµή προς σπιθαµή.
Μετά την αιγυπτιακή και τη χαλδαϊκή του µύηση, το παιδί της
Σάµου ήξερε πολύ περισσότερα απ’ όσα γνώριζαν οι δάσκαλοί του της
φυσικής ή οποιοσδήποτε Έλληνας του καιρού του, ιερέας ή λαϊκός.
Γνώριζε τις αιώνιες αρχές του σύ- µπαντος και τις εφαρµογές τους. Η
φύση τού είχε ανοίξει τις αβύσσους της, τα χονδροειδή
παραπετάσµατα της ύλης είχαν σχιστεί µπροστά στα µάτια του, για να
του δείξουν τις θαυµάσιες σφαίρες της φύσης και της
αποπνευµατωµένης ανθρωπότητας. Μέσα στο ναό της Νιθ-Τσιδας στη
Μέµφιδα, µέσα στο ναό του Βελ στη Βαβυλώνα, είχε µάθει πολλά
µυστικά ως προς το παρελθόν των θρησκειών, την ιστορία των
ηπείρων και των φυλών. Είχε µπορέσει να συγκρίνει τα πλεονεκτήµατα
και τα µειονεκτήµατα του ιουδαϊκού µονοθεϊσµού, του ελληνικού
πολυθεϊσµού, της τριαδικής υπόστασης της θεότητας στην Ινδία και
του περσικού δυϊσµού. Γνώριζε ότι όλες αυτές οι θρησκείες ήταν οι
ακτίνες µίας και µοναδικής αλήθειας, διυλισµένες από διάνοιες
διαφορετικών βαθµών και για διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις.
Κρατούσε το κλειδί, δηλαδή τη σύνθεση όλων αυτών των διδασκαλιών
µε την εσωτερική γνώση. Το βλέµµα του, αναµετρώντας το παρελθόν
και βυθιζόµενο στο µέλλον, µπορούσε να κρίνει το παρόν µε µοναδική
διαύγεια. Η πείρα του έδειχνε την ανθρωπότητα να απειλείται από τις
πιο µεγάλες πληγές, µε την άγνοια των ιερέων, τον υλισµό των σοφών
και την απειθαρχία των δηµοκρατιών. Μέσα σ’ αυτή την παγκόσµια
έκλυση, έβλεπε να µεγαλώνει ο ασιατικός δεσποτισµός, κι από το
µαύρο εκείνο σύννεφο ένας τροµαχτικός κυκλώνας έµελλε να ορ-
µήσει εναντίον της ανυπεράσπιστης Ευρώπης.
Ήταν, λοιπόν, καιρός να επιστρέφει στην Ελλάδα, να εκπληρώσει
εκεί την αποστολή του, ν’ αρχίσει εκεί το έργο του.
Ο Πυθαγόρας έµεινε φυλακισµένος στη Βαβυλώνα δώδεκα χρόνια.
Για να ελευθερωθεί, χρειαζόταν διαταγή του βασιλιά των Περσών.
Ένας συµπατριώτης, ο Δηµοκήδης, γιατρός του βασιλιά, επενέβη για
χάρη του και πέτυχε την ελευ-
θερία του φιλοσόφου. Ο Πυθαγόρας ξαναγύρισε, λοιπόν, στη Σάµο,
υστέρα από απουσία τριάντα τεσσάρων χρόνων. Βρήκε την πατρίδα
του συντριµµένη από ένα σατράπη του Μεγάλου Βασιλέως. Σχολεία
και ναοί είχαν κλείσει. Ποιητές και σοφοί είχαν φύγει σαν κοπάδι
χελιδονιών, εµπρός στον περσικό καισαρισµό. Τουλάχιστον είχε την
παρηγοριά να παραβρεθεί στις τελευταίες στιγµές του πρώτου του
δασκάλου, του Ερµοδάµαντα, και να ξαναβρεί τη µητέρα του, την
Παρθενί- δα, που µόνο αυτή δεν είχε ποτέ της αµφιβάλει για την
επιστροφή του. Γιατί όλοι τον νόµιζαν νεκρό, το ριψοκίνδυνο γιο του
Σάµιου χρυσοχόου. Αλλά αυτή ποτέ δεν είχε αµφιβάλει για το χρησµό
του Απόλλωνα. Καταλάβαινέ ότι, µε το λευκό φόρεµα του Αιγυπτίου
ιερέα, ο γιος της ετοιµαζόταν για µια υψηλή αποστολή. Γνώριζε ότι
από το ναό της Νιθ-Ίσιδας θα έβγαινε ο ευεργετικός δάσκαλος, ο
φωτεινός προφήτης, τον οποίο είχε ονειρευτεί µέσα στο ιερό δάσος
των Δελφών, και τον οποίο ο ιεροφάντης του Αδωναΐ της είχε
υποσχεθεί κάτω από τα κέδρα του Λιβάνου.
Και τώρα ένα πλοίο ελαφρύ µετέφερε πάνω στα γαλανά κύµατα των
Κυκλάδων αυτή τη µητέρα κι αυτό το γιο προς µια νέα εξορία.
Έφευγαν µε όλη τους την περιουσία από την υποδουλωµένη και
χαµένη Σάµο. Ταξίδευαν προς την Ελλάδα. Δεν ήταν ούτε τα
ολυµπιακά στεφάνια, ούτε οι δάφνες του ποιητή που έβαζαν σε
πειρασµό το γιο της Παρθενίδας. Το έργο του ήταν πιο µυστηριώδες
και µεγάλο: να ξυπνήσει την κοιµισµένη ψυχή των θεών µέσα στα
ιερά, να δώσει πάλι δύναµη και γόητρο στο ναό του Απόλλωνα, κι
έπειτα να ιδρύσει κάπου µια σχολή επιστήµης και ζωής, από την οποία
θα προέρχονταν όχι πολιτικοί και σοφιστές, αλλά άνδρες και γυναίκες
µυηµένοι, αληθινές µητέρες και αγνοί ήρωες!

3. Ο ναός των Δελφών - Η απολλώνια γνώση - Θεωρία της µαντείας <- Η


Πυθία Θεοκλέα
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΔΙΑΔΑ ΤΗΣ ΦΩΚΙΔΑΣ ανέβαινε κανείς τους γελαστούς λειµώνες,
οι οποίοι πλαισιώνουν τις όχθες του Πλει- στού και εισερχόταν, µέσα
από ψηλά βουνά, µέσα σ’ ένα δύσβατο φαράγγι. Σε κάθε βήµα το
φαράγγι αυτό γινόταν στενότερο και το τοπίο πιο µεγαλειώδες και πιο
έρηµο. Έφτανε, τέλος, ο οδοιπόρος σ’ ένα σύµπλεγµα απόκρηµνων
βουνών µε
άγριες απότοµες κορυφές. Ήταν µια αληθινή χοάνη ηλεκτρισµού,
που πάνω της ξεσπούσαν συχνές καταιγίδες. Ξαφνικά, στο βάθος της
σκοτεινής κλεισούρας, παρουσιαζόταν σαν φωλιά αετού η πόλη των
Δελφών, πάνω στο βράχο που ήταν περικυκλωµένος από γκρεµούς, κι
όπου δέσποζαν οι δύο κορυφές του Παρνασσού. Από µακριά, έβλεπες
να λαµποκοπούν οι ορειχάλκινες Νίκες, τα χάλκινα άλογα, τα
αµέτρητα χρυσά αγάλµατα, που ήταν τοποθετηµένα σε σειρά, κατά
µήκος της ιεράς οδού, παραταγµένα σαν φρουροί ηρώων και θεών
γύρω από το δωρικό ναό του Φοίβου Απόλλωνα.
Εκεί ήταν ο αγιότερος τόπος της Ελλάδας. Εκεί προφήτευε η Πυθία,
εκεί συνέρχονταν οι Αµφικτύονες, εκεί όλοι οι ελληνικοί λαοί είχαν
αναγέίρει γύρω από το ιερό ναΐσκους, οι οποίοι περιέκλειαν τους
θησαυρούς των αναθηµάτων. Εκεί, θεωρίες αντρών, γυναικών και
παιδιών, που έρχονταν από µακριά, ανέβαιναν τον ιερό δρόµο για να
χαιρετήσουν το θεό του Φωτός. Η θρησκεία είχε καθιερώσει τους
Δελφούς, από αµνηµονεύτων χρόνων, στην ευλάβεια των λαών. Η
κ ε ν τ ρ ι κ ή τ ο υ ς θ έ σ η σ τ η ν Ε λ λ ά δ α , ο β ρ ά χο ς τ ο υ ς , π ο υ ή τ α ν
εξασφαλισµένος από αιφνιδιασµούς κι εποµένως µπορούσε κανείς να
τον υπερασπίσει εύκολα, είχαν συντείνει σ’ αυτό. Ο τόπος ήταν
καµωµένος για να ερεθίζει τη φαντασία, µια κάποια µοναδικότητα του
προσέδωσε το γόητρό του. Μέσα σε µια σπηλιά, πίσω από το ναό,
ανοιγόταν µια χαράδρα, απ’ όπου έβγαιναν ψυχροί ατµοί, οι οποίοι
προκαλούσαν, όπως έλεγαν, την έµπνευση και την έκσταση.
Ο Πλούταρχος διηγείται ότι σε πολύ αποµακρυσµένους χρόνους,
ένας βοσκός, καθώς καθόταν στην άκρη αυτής της χαράδρας, άρχισε
να προφητεύει. Στην αρχή, τον νόµισαν τρελό, αλλά, όταν
πραγµατοποιήθηκαν οι προρρήσεις του, πρόσεξαν το γεγονός. Οι ιερείς
επωφελήθηκαν και αφιέρωσαν τον τόπο στη θεότητα. Από εκεί
προκύπτει ο θεσµός της Πυθίας, την οποία έβαζαν να κάθεται πάνω
από τη χαράδρα, πάνω σε τρίποδα. Οι ατµοί που έβγαιναν από το
βάραθρο τής έφερναν σπασµούς, παράδοξες κρίσεις και της
προκαλούσαν τη δεύτερη εκείνη όραση την οποία παρατηρεί κανείς
στους φηµισµένους υπνοβάτες.
Ο Αισχύλος —του οποίου οι µαρτυρίες έχουν βαρύτητα, γιατί ήταν
γιος ενός ιερέα της Ελευσίνας κι ήταν κι ο ίδιος µυηµένος— µας
πληροφορεί στις Ευµενίδες, δια στόµατος της Πυθίας, ότι οι Δελφοί
ήταν αρχικά αφιερωµένοι στη Γη, έ-
πειτα στη Θέµιδα (τη Δικαιοσύνη), κατόπιν στη Φοίβη (τη µεσίτρια
Σελήνη) και τέλος στον Απόλλωνα, τον ηλιακό Θεό. Καθένα από αυτά
τα ονόµατα αντιπροσωπεύει στη συµβολική των ναών µακρές
περιόδους και περιλαµβάνει αιώνες. Αλλά η δόξα των Δελφών
χρονολογείται από τον Απόλλωνα. Ο Ζευς, έλεγαν οι ποιητές, θέλοντας
να µάθει πού βρίσκεται ο οµφαλός της γης, απόλυσε δύο αετούς από
την ανατολή κι από τη δύση και αυτοί συναντήθηκαν στους Δελφούς.
Από πού, λοιπόν, προέρχεται αυτό το γόητρο, αυτό το παγκόσµιο και
αναµφισβήτητο κύρος, που κατέστησε τον Απόλλωνα τον κα- τεξοχήν
ελληνικό θεό και τον κάνει να διατηρεί και για µας µια ανεξήγητη
αίγλη;
Η ιστορία δε µας δίνει καµιά πληροφορία πάνω σ’ αυτό το σπουδαίο
σηµείο. Ρωτήστε τους ρήτορες, τους ποιητές, τους φιλοσόφους —δε θα
σας δώσουν παρά επιπόλαιες εξηγήσεις. Η αληθινή απάντηση σ’ αυτό
το ζήτηµα παραµένει το µυστικό του ναού. Ας προσπαθήσουµε να
εισδύσουµε σ’ αυτό.
Για την ορφική σκέψη, ο Διόνυσος κι ο Απόλλωνος ήταν δύο
διαφορετικές αποκαλύψεις της ίδιας θεότητας. Ο Διόνυσος
αντιπροσώπευε την εσωτερική αλήθεια, το βάθος και το ένδον των
πραγµάτων, τα οποία είναι ανοιχτά µόνο για τους µυηµένους. Περιείχε
τα µυστήρια της ζωής, τις περασµένες και τις µέλλουσες υπάρξεις, τις
σχέσεις της ψυχής και του σώµατος, του ουρανού και της γης. Ο
Απόλλωνας εκπροσωπούσε την ίδια αλήθεια, εφαρµοσµένη όµως στην
επίγεια ζωή και στην κοινωνική τάξη. Εµπνευστής της ποίησης, της
ιατρικής και των νόµων, ήταν η γνώση µέσω της µαντείας, η
ωραιότητα µέσω της τέχνης, η ειρήνη των λαών µέσω της δικαιοσύνης
κι η αρµονία της ψυχής και του σώµατος µέσω του εξαγνισµού. Με µια
λέξη, για το µυηµένο ο µεν Διόνυσος σή- µαινε ακριβώς το θείο
πνεύµα εν εξελίξει µέσα στο σύµπαν, ο δε Απόλλωνας τη φανέρωση
του θείου πνεύµατος στο γήινο άνθρωπο. Οι ιερείς είχαν κάνει να το
εννοήσει αυτό ο λαός µ’ ένα θρύλο. Του είχαν πει ότι στην εποχή του
Ορφέα ο Βάκχος κι ο Απόλλωνας είχαν φιλονικήσει για τον τρίποδα
των Δελφών. Ο Βάκχος τον είχε παραχωρήσει εκούσια στον αδερφό
του, κι είχε αποσυρθεί πάνω σε µια κορφή του Παρνασσού, όπου οι
Θηβαίες γιόρταζαν τα Μυστήριό του. Στην πραγµατικότητα, οι δυο
µεγάλοι γιοι του Δία µοιράζονταν τη βασιλεία του κόσµου. Ο ένας
βασίλευε στο µυστηριώδες υπερπέραν, ο άλλος στους ζωντανούς.
Ξαναβρίσκουµε, λοιπόν, στο πρόσωπο του Απόλλωνα τον ηλιακό
Λόγο, τον παγκόσµιο Λόγο, το µεγάλο Μεσίτη, το Βισ- νου των
Ινδιών, το Μίθρα των Περσών, τον Ώρο των Αιγυπτίων. Αλλά οι
γηρασµένες ιδέες του ασιατικού εσωτερισµού ντύθηκαν, µέσα στο
θρύλο του Απόλλωνα, µια πλαστική οµορφιά και µια χτυπητή
λαµπρότητα, οι οποίες τις κατέστησαν ικανές να εισχωρήσουν
βαθύτερα στην ανθρώπινη συνείδηση, όπως τα βέλη του Θεού, “φίδια
µε άσπρα φτερά, που εξορµούν από το χρυσό τόξο”, καθώς λέει ο
Αισχύλος.
Ο Απόλλωνος στη Δήλο µέσα από τη βαθιά νύχτα προβάλλει, όλες
οι θεές χαιρετούν τη γέννησή του, περπατάει, πιάνει το τόξο και τη
λύρα, οι βόστρυχοί του παίζουν στον αέρα, η φαρέτρα του αντηχεί
πάνω στους ώµους του, κι η θάλασσα πάλλεται κι ολόκληρο το νησί
αστράφτει µέσα σ’ ένα λουτρό από φλόγες και από χρυσάφι. Είναι η
επιφάνεια του θείου φωτός, που µε τη µεγαλοπρεπή του παρουσία
δηµιουργεί την τάξη, τη λαµπρότητα και την αρµονία, των οποίων η
θαυµάσια ηχώ είναι η ποίηση.
Ο θεός πηγαίνει στους Δελφούς και τρυπά µε τα βέλη του ένα
τερατώδες φίδι, το οποίο ερήµωνε τη χώρα, εξυγιαίνει τον τόπο και
ιδρύει το ναό —εικόνα της νίκης του θείου αυ- του φωτός εναντίον
του σκότους και του κακού. Στις αρχαίες θρησκείες, το φίδι συµβόλιζε
το µοιραίο κύκλο της ζωής και συνάµα το κακό που προέρχεται από
αυτόν. Κι όµως, από τη ζωή αυτή, όταν την κατανοήσουµε και την
κυριαρχήσουµε, αναβρύζει η γνώση. Ο Απόλλωνας, φονιάς του φιδιού,
είναι το σύµβολο του µυηµένου, ο οποίος διεισδύει µέσα στη φύση µε
τη γνώση, τη δαµάζει µε τη θέλησή του και, θραυοντας το µοιραίο
κύκλο της σάρκας, ανεβαίνει ψηλά στην αίγλη του πνεύµατος, ενώ τα
συντριµµένα κοµµάτια της ανθρώπινης κτηνωδίας αγωνιουν κάτω στην
άµµο. Να γιατί ο Απόλλωνας είναι ο κύριος των εξιλασµών, των
εξαγνισµών της ψυχής και του σώµατος. Πιτσιλισµένος από το αίµα
του τέρατος, εξιλεώθηκε, εξαγνίστηκε ο ίδιος, σε µια οκταετή εξορία,
κάτω από τις πικροδάφνες της κοιλάδας των Τεµπών.
Ο Απόλλωνας, παιδαγωγός των ανθρώπων, αγαπά να δια- τρίβει
µεταξύ τους, στις πόλεις, µεταξύ των νέων, στους αγώνες της ποίησης
και της παλαίστρας· αλλά δε µένει εκεί παρά µόνο προσωρινά. Το
φθινόπωρο ξαναγυρίζει στην πατρίδα του, στη χώρα των Υπερβορείων.
Είναι ο µυστηριώδης λαός των φωτεινών και διαφανών ψυχών, οι
οποίες ζουν µέσα
στην αιώνια αυγή µιας τέλειας ευδαιµονίας. Εκεί είναι οι αληθινοί
του ιερείς κι οι αγαπηµένες του ιέρειες. Ζει µαζί τους, σε στενότατη κι
εγκάρδια οικειότητα. Κι όταν θέλει να κάνει στους ανθρώπους ένα
βασιλικό δώρο, τους φέρνει από τη χώρα των Υπερβορείων µια από τις
µεγάλες αυτές φωτεινές ψυχές και την κάνει να γεννηθεί επί της γης,
για να διδάξει και να καταγοητευσει τους θνητούς. Αυτός ο ίδιος
ξανάρχεται στους Δελφούς κάθε άνοιξη, όταν τραγουδούν τους παιάνες
και τους ύµνους. Φτάνει, ορατός µόνο στους µυηµέ- νους, µέσα στην
υπερβόρεια λευκότητά του, πάνω σ’ ένα άρµα που το σέρνουν
µελωδικοί κύκνοι. Ξανάρχεται να κατοικήσει το ιερό, στο οποίο η
Πυθία µεταδίδει τους χρησµούς του και την ακούν οι σοφοί κι οι
ποιητές. Τότε τα αηδόνια κελαηδούν, η πηγή της Κασταλίας παφλάζει
µε ασηµένια κύµατα, οι παλµοί ενός εκθαµβωτικού φωτός και µιας
ουράνιας µουσικής εισχωρούν µέσα στην καρδιά του ανθρώπου και
µέχρι τις φλέβες της φύσης.
Μέσα σ’ αυτό το θρύλο των Υπερβορείων διανοίγεται µε λαµπερές
ακτίνες το εσωτερικό βάθος του µύθου του Απόλλωνα. Η χώρα των
Υπερβορείων είναι το υπερπέραν, το ε- µπύρειο των νικητριών ψυχών,
των οποίων οι αστρικές αύρες φωτίζουν τις ποικιλόχρωµες σφαίρες. Ο
ίδιος ο Απόλλωνας προσωποποιεί το άυλο και νοητό φως, του οποίου ο
ήλιος δεν είναι παρά η φυσική εικόνα, κι από το οποίο πηγάζει κάθε
αλήθεια. Οι θαυµάσιοι κύκνοι που το µεταφέρουν είναι οι ποιητές, τα
θεία πνεύµατα, οι απεσταλµένοι της µεγάλης του ηλιακής ψυχής, οι
οποίοι αφήνουν πίσω τους φρικιάσεις φωτός και µελωδίας. Ο
Υπερβόρειος Απόλλωνας εκπροσωπεί, λοιπόν, την κατάβαση του
ουρανού στη γη, την ενσάρκωση της πνευµατικής οµορφιάς µέσα στο
αίµα και τη σάρκα, την εισροή της υπερβατικής αλήθειας µε την
έµπνευση και τη µαντεία.
Αλλά είναι καιρός να σηκώσουµε το χρυσωµένο παραπέτασµα των
θρύλων και να εισχωρήσουµε µέσα στον ίδιο το ναό. Πώς ασκούνταν
εκεί η µαντεία; Θίγουµε εδώ τα απόρρητα της απολλώνιας γνώσης και
των Μυστηρίων των Δελφών.
Στην αρχαιότητα, ένας βαθύς δεσµός ένωνε τη µαντεία µε τις
ηλιακές λατρείες. Κι αυτό αποτελεί το χρυσό κλειδί όλων εκείνων των
µυστηρίων, των λεγοµένων µαγικών.
Η λατρεία του άριου ανθρώπου τράπηκε, από την πρώτη
α ρχή του πολιτισµού, προς τον ήλιο, που τον θεωρούσε πηγή του
φωτός, της θερµότητας και της ζωής. Αλλά, όταν η σκέψη των σοφών
υψώθηκε από το φαινόµενο στην αιτία, αντι- λήφθηκαν, πίσω από το
αισθητό αυτό πυρ και από το πρώτο αυτό φως, ένα άυλο πυρ κι ένα
νοητό φως. Ταύτισαν το µεν πυρ µε το αρσενικό στοιχείο, µε το
δηµιουργό πνεύµα ή µε τη νοητική ουσία του σύµπαντος, το δε φως µε
το θηλυκό στοιχείο του σύµπαντος, µε τη διαµορφωτική του ψυχή, µε
τ η ν π λ α σ τ ι κ ή τ ο υ υ π ό σ τ α σ η . Η δ ι α ί σ θ η σ η α υ τ ή α ν ά γε τ α ι σ ε
αµνηµόνευτους χρόνους.
Η αντίληψη, για την οποία µιλάω, βρίσκεται στις παλαιό- τερες
µυθολογίες. Κυκλοφορεί µέσα στους βεδικούς ύµνους µε τη µορφή του
Άγ ν ι , τ ο υ π α γ κ ό σ µ ι ο υ π υ ρ ό ς , π ο υ δ ι α π ε ρ ν ά κ ά θ ε π ρ ά γ µ α .
Αναπτύσσεται µέσα στη θρησκεία του Ζωροά- στρη, όπου η λατρεία
του Μίθρα αντιπροσωπεύει το εσωτερικό της µέρος. Ο Μίθρας είναι το
αρσενικό πυρ κι η Μίτρα είναι το θηλυκό φως. Ο Ζωροάστρης το λέει
ρητά: ο Αιώνιος δηµιούργησε µέσω του ζώντος Λόγου το ουράνιο φως,
σπέρµα του Ωροµάζδη, αρχή του υλικού φωτός και του υλικού πυρός.
Για το µυηµένο του Μίθρα, ο ήλιος δεν είναι παρά µια χονδροειδής
αντανάκλαση εκείνου του φωτός. Μέσα στο σκοτεινό του σπήλαιο, του
οποίου ο θόλος είναι ζωγραφισµένος µε αστέρια, επικαλείται τον ήλιο
της χάρης, το πυρ της αγάπης, νικητή του κακού, συµφιλιωτή του
Ωροµάζδη και του Α- ριµάνη, εξαγνιστή και µεσίτη, που κατοικεί στην
ψυχή των αγίων προφητών. Μέσα στις κρύπτες της Αιγύπτου οι
µυηµένοι αναζητούν τον ίδιο αυτό ήλιο στο όνοµα του Όσιρι. Όταν ο
Ερµής ζητά να παρακολουθήσει τη γένεση των πραγµάτων, αισθάνεται
τον εαυτό του στην αρχή να βυθίζεται µέσα στα αιθέρια κύµατα ενός
ηδονικού φωτός, όπου κινούνται όλες οι ζωντανές µορφές. Έπειτα,
βυθισµένος µέσα στα σκοτάδια της πυκνής ύλης, ακούει µια φωνή και
αναγνωρίζει σ’ αυτήν τη φωνή του φωτός. Ταυτόχρονα, µια φωτιά
πετιέται από τα βάθη. Αµέσως το χάος τακτοποιείται και φωτίζεται.
Στη Βίβλο των Νεκρών των Αιγυπτίων, οι ψυχές αρµενίζουν επίπονα προς
αυτό το φως, µέσα στη βάρκα της Τσιδας. Ο Μωυσής υιοθέτησε
πλήρως τη διδασκαλία αυτή στη Γένεση. “Ο Ελοΐµ είπε: Ας γίνει φως —
και το φως δηµιουργήθηκε”. Ώστε η δηµιουργία αυτού του φωτός
προηγείται της δηµιουργίας του ήλιου και των άστρων. Αυτό σηµαίνει
ότι, στην τάξη των αρχών και της κοσµογονίας, το νοητό φως
προηγείται του υλι-
κού φωτός. Οι Έλληνες, που παρουσίασαν υπό ανθρώπινη µορφή
και δραµατοποίησαν τις πιο αφηρηµενες ιδέες, εξέ- φρασαν την ίδια
διδασκαλία στο µύθο του Υπερβόρειου Απόλλωνα.
Το ανθρώπινο πνεύµα έφτασε, λοιπόν, µέσω της εσωτερικής
θεώρησης του σύµπαντος, από την άποψη της ψυχής και της διάνοιας,
στο να αντιληφθεί ένα νοητό φως, ένα αστάθµητο στοιχείο, που
χρησιµεύει ως διάµεσο µεταξύ της ύλης και του πνεύµατος. Θα ήταν
ε ύ κο λ ο ν α α π ο δ ε ί ξο υ µ ε ό τ ι ο ι σ ύ γ χ ρ ο ν ο ι φ υ σ ι κο ί π λ η σ ί α σ α ν
ασυναίσθητα στο ίδιο συµπέρασµα από ένα αντίθετο δρόµο, ενώ
δηλαδή αναζητούσαν τη σύσταση της ύλης, βλέποντας ξεκάθαρα την
αδυναµία τους να την εξηγήσουν από µόνη της.
Ήδη το 16ο αιώνα, ο Παράκελσος, µελετώντας τους χηµικούς
συνδυασµούς και τις µεταµορφώσεις των σωµάτων, είχε φτάσει να
παραδεχτεί έναν παγκόσµιο και απόκρυφο παράγοντα, µέσω του
οποίου ενεργούνται οι εν λόγω συνδυασµοί και µεταµορφώσεις. Οι
φυσικοί του 17ου και του 18ου αιώνα, οι οποίοι αντιλήφθηκαν το
σύµπαν ως µια νεκρή µηχανή, πίστεψαν στο απόλυτο κενό των
ουράνιων χώρων. Αλλά όµως, όταν αναγνωρίστηκε ότι το φως δεν
είναι η εκποµπή µιας ακτινοβόλου ύλης, αλλά είναι ο παλµός ενός
αστάθµητου στοιχείου, χρειάστηκε να παραδεχτούν ότι ο χώρος
ολόκληρος είναι γεµάτος από ένα ρευστό άπειρα λεπτό, το οποίο
διεισδύει µέσα σ’ όλα τα σώµατα και µέσω του οποίου µεταβιβάζονται
τα κύµατα της θερµότητας και του φωτός. Ξα- ναγύριζαν έτσι στις
ιδέες της ελληνικής Φυσικής και της Θεοσοφίας.
Ο Νεύτων, που είχε περάσει όλη του τη ζωή στη σπουδή των
κινήσεων των ουράνιων σωµάτων, προχώρησε παραπέρα. Ονόµασε
αυτόν τον αιθέρα δοπδοπιιπι ϋοΐ, που θα πει εγκέφαλος του Θεού,
δηλαδή το όργανο µε το οποίο η θεία σκέψη ενεργεί µέσα στο άπειρα
µεγάλο, όπως και µέσα στο άπειρα µικρό. Εκφέροντας την ιδέα αυτή,
που του φαινόταν αναγκαία για να εξηγήσει την απλή περιφορά των
άστρων, ο µεγάλος εκείνος φυσικός έπλεε τελείως στο επίπεδο της
εσωτερικής φιλοσοφίας. Τον αιθέρα, τον οποίο η σκέψη του Νεύτωνα
έβρισκε µέσα στους χώρους, ο Παράκελσος τον είχε βρει µέσα στο
βάθος των αλαµπίκων του και τον είχε ονοµάσει αστρικό φως.
Λοιπόν, το ρευστό αυτό, το αστάθµητο αλλά πανταχού πα-
ρόν, που διεισδύει παντού, το λεπτότατο αυτό αλλά απαραίτητο
παράγοντα, το φως αυτό το αόρατο στα µάτια µας, το οποίο όµως
βρίσκεται στο βάθος όλων των σπινθηρισµών και όλων των
φωσφορισµών, όλα αυτά τα διαπίστωσε ένας Γερµανός φυσικός σε µια
σειρά πειραµάτων σοφά εκτελεσµένων. Ο ΚοΐεΗοπό^οΗ είχε
παρατηρήσει ότι υποκείµενα πολύ ευαίσθητα από νευρική άποψη,
τοποθετηµένα µέσα σε τελείως σκοτεινό θάλαµο, απέναντι από ένα
µαγνήτη, έβλεπαν στις δυο άκρες του µαγνήτη ζωηρές ακτίνες
ερυθρού, κίτρινου και κυανού φωτός. Οι ακτίνες αυτές πάλλονταν
κάποτε µε κυµατοειδή κίνηση. Συνέχισε τα πειράµατά του µε παντός
είδους σώµατα, ιδίως µε κρύσταλλα. Γύρω απ’ όλα αυτά τα σώµατα, τα
ευαίσθητα υποκείµενα είδαν εκποµπές φωτός. Γύρω από το κεφάλι
ανθρώπων που βρίσκονταν µέσα στο σκοτεινό θάλαµο είδαν λευκές
ακτίνες, από τα δάχτυλά τους έβγαιναν µικρές φλόγες. Στην πρώτη
φάση του ύπνου τους, οι υπνοβάτες βλέπουν ενίοτε το υπνωτιστή τους
µε τα ίδια αυτά σηµεία. Το καθαρά αστρικό φως δεν παρουσιάζεται
παρά µόνο στην υψηλή έκσταση, αλλά όµως πολώνεται µέσα σ’ όλα τα
σώµα, συνδυάζεται µε όλα τα γήινα ρευστά και παίζει διάφορους
ρόλους στον ηλεκτρισµό, στο γήινο µαγνητισµό και στο ζωικό
µαγνητισµό 100 . Το ενδιαφέρον των πειραµάτων του ΚοίοΗοηδΕοΙι
έγκειται στο ότι µας έκανε να αγγίζουµε τα όρια και το σηµείο της
µετάβασης από τη φυσική όραση στην αστρική όραση, η οποία µπορεί
να οδηγήσει στην πνευµατική όραση. Τα πειράµατα αυτά µας κάνουν
να διακρίνουµε επίσης τις άπειρες εκλεπτύνσεις της αστάθµητης ύλης.
Και κατ’ αυτή την έννοια, τίποτα δε µας εµποδίζει να τη νοήσουµε
τόσο ρευστή, τόσο λεπτεπίλεπτη και διεισδυτική, ώστε να καθίσταται
κατά κάποιο τρόπο οµοιογενής µε το πνεύµα και να του χρησιµεύει ως
τέλειο ένδυµα.
Είδαµε παραπάνω ότι η σύγχρονη φυσική χρειάστηκε ν’
αναγνωρίσει έναν παγκόσµιο αστάθµητο παράγοντα, για να εξηγήσει
τον κόσµο, ότι µάλιστα διαπίστωσε την παρουσία του και ότι έτσι
εισήλθε εκ νέου, δίχως να το γνωρίζει, µέσα στις ιδέες των αρχαίων
θεοσοφιών.
Ας προσπαθήσουµε τώρα να προσδιορίσουµε τη φύση και τη
λειτουργία του κοσµικού αυτού ρευστού, σύµφωνα µε τη φιλοσοφία
του αποκρυφισµού σ’ όλες τις εποχές. Διότι, στην κεφαλαιώδη αυτή
αρχή της κοσµογονίας, ο Ζωροάστρης συµφωνεί µε τον Ηράκλειτο, ο
Πυθαγόρας µε τον Άγιο Παύλο, οι
Καβαλιστές µε τον Παράκελσο. Παντού βασιλεύει η Κυβέλη- Μαία,
η µεγάλη ψυχή του κόσµου, η παλλόµενη και πλαστική υπόσταση, που
τη χειρίζεται κατά βούληση η πνοή του δηµιουργού Πνεύµατος. Οι
αιθέριοι ωκεανοί της χρησιµεύουν ως συνδετική ύλη µεταξύ όλων των
κόσµων. Είναι η µεγάλη µεσίτρια µεταξύ του αόρατου και του ορατού,
µεταξύ του πνεύµατος και της ύλης, µεταξύ του έσω και του έξω σύ-
µπαντος. Συµπυκνωµένη σε τεράστιες µάζες, µέσα στην ατµόσφαιρα,
κάτω απ’ την ενέργεια του ήλιου, ξεσπά σε κεραυνό. Απορροφάται από
τη γη και µέσα εκεί κυκλοφορεί σε µαγνητικά ρεύµατα. Εκλεπτυσµένη
µέσα στο νευρικό σύστηµα του ζώου, µεταβιβάζει τη βούλησή του στα
µέλη και τα ερεθίσµατα στον εγκέφαλο. Ακόµη περισσότερο, αυτό το
λεπτό ρευστό σχηµατίζει ζωντανούς οργανισµούς όµοιους µε τα υλικά
σώµατα, γιατί χρησιµεύει ως υπόσταση στο αστρικό σώµα της ψυχής,
το φωτεινό φόρεµα που υφαίνει αδιάκοπα το πνεύµα για τον εαυτό
του.
Ανάλογα µε τις ψυχές που ντύνει, ανάλογα µε τους κόσµους που
περιτυλίγει, το ρευστό αυτό µεταµορφώνεται, λεπταίνει ή χοντραίνει.
Όχι µόνο δίνει σώµα στο πνεύµα και πνευµατοποιεί την ύλη, αλλά και
αντανακλά, µέσα στον έµψυχο κόλπο του, τα ανθρώπινα πράγµατα, τις
ανθρώπινες θελήσεις και σκέψεις, σ’ ένα διαρκή αντικατοπτρισµό. Η
δύναµη κι η διάρκεια των εικόνων αυτών είναι ανάλογη µε την ένταση
της θέλησης η οποία τις παράγει. Και αλήθεια, δεν υπάρχει άλλο µέσο
για να εξηγήσουµε την υποβολή και την εξ αποστάσεως µεταβίβαση
της σκέψης, αυτήν την αρχή της µαγείας, η οποία σήµερα
διαπιστώθηκε και αναγνωρίστηκε από την επιστήµη 101 . Έτσι, το
παρελθόν των κόσµων σαλεύει µέσα στο αστρικό φως, σε
τρεµουλιαστές εικόνες, και το µέλλον περπατά εκεί µέσα µε τις
ζωντανές ψυχές, τις οποίες το αναπόφευκτο πεπρωµένο αναγκάζει να
κατέβουν µέσα στη σάρκα. Να ποιο είναι το νόηµα του πέπλου της
Τσιδας και του µανδύα της Κυβέλης, µέσα στον οποίο είναι υφασµένα
όλα τα όντα.
Βλέπουµε τώρα ότι η θεοσοφική διδασκαλία του αστρικού φωτός
είναι η ίδια µε τη µυστική διδασκαλία του ηλιακού Λόγου στις
θρησκείες της ανατολής και της Ελλάδας. Βλέπουµε, επίσης, πως η
διδασκαλία αυτή συνδέεται µε τη διδασκαλία της µαντείας. Το αστρικό
φως φανερώνεται εδώ ως παγκόσµιο διάµεσο των φαινοµένων του
οραµατισµού και
της έκστασης και τα εξηγεί. Είναι συγχρόνως το όχηµα το οποίο
µεταβιβάζει τις κινήσεις της σκέψης και ο ζωντανός καθρέφτης µέσα
στον οποίο η ψυχή παρατηρεί τις εικόνες του υλικού και του
πνευµατικού κόσµου. Άπαξ και µεταφερθεί µέσα σ’ αυτό το στοιχείο,
το πνεύµα του οραµατιστή βγαίνει από τις σωµατικές συνθήκες. Το
µέτρο του χώρου και του χρόνου αλλάζει γι’ αυτό. Συµµετέχει κατά
κάποιο τρόπο στην πανταχού παρουσία του παγκόσµιου ρευστού. Η
αδιαφανής ύλη γίνεται διαφανής γι’ αυτό. Κι η ψυχή, απελευθερωµένη
από το σώµα, ανυψωµένη στο δικό της φως, φτάνει, µε την έκσταση,
να διεισδύει στον πνευµατικό κόσµο, να βλέπει τις ψυχές
ξαναντυµένες τα αιθέρια σώµατά τους και να επικοινωνεί µαζί τους.
Όλοι οι παλαιοί µυηµένοι είχαν σαφή ιδέα αυτής της δεύτερης
όρασης ή άµεσης όρασης του πνεύµατος. Μάρτυρας ο Αισχύλος, ο
οποίος παρουσιάζει τη σκιά της Κλυταιµνήστρας να λέει: “Κοίταξε
αυτές τις πληγές· το πνεύµα σου µπορεί να τις δει. Το πνεύµα, όταν
κοιµόµαστε, έχει πιο διαπεραστικά µάτια. Την ηµέρα η όραση των
θνητών δεν περιλαµβάνει ένα αρκετά εκτεταµένο πεδίο”.
Ας προσθέσουµε ότι η θεωρία αυτή της διορατικότητας και της
έκστασης συµφωνεί θαυµάσια µε τα πολυάριθµα πειράµατα που
εκτελέστηκαν επιστηµονικά από σοφούς και γιατρούς του αιώνα µας
πάνω σε ορατικούς υπνοβάτες και διορατικούς κάθε είδους 102 .
Σύµφωνα δε µε τα σύγχρονα αυτά γεγονότα, θα προσπαθήσουµε να
χαρακτηρίσουµε σύντοµα τη διαδοχή των ψυχικών καταστάσεων, από
την απλή διορατικότητα µέχρι την καταληπτική έκσταση.
Η κατάσταση της υπνοβασίας, κι αυτό εξάγεται από χιλιάδες
γεγονότα καλά διαπιστωµένα, είναι µια ψυχική κατάσταση που
διαφέρει τόσο από τον ύπνο όσο και από την εγρήγορση. Αντί να
ελαττώνονται, αντίθετα οι διανοητικές ικανότητες του υπνοβάτη
αυξάνουν κατά τρόπο εκπληκτικό. Η µνήµη του είναι πιο ακριβής, η
φαντασία του πιο ζωηρή, η διάνοιά του πιο έξυπνη. Τέλος, κι εδώ
έγκειται το κεφαλαιώδες γεγονός, αναπτύσσεται µια νέα αίσθηση, η
οποία δεν είναι πια σωµατική αίσθηση, αλλά αίσθηση της ψυχής. Όχι
µόνο οι σκέψεις του υπνωτιστή µεταβιβάζονται σ’ αυτόν, όπως στο
απλό φαινόµενο της υποβολής, το οποίο βρίσκεται ήδη έξω από το
φυσικό επίπεδο, αλλά ακόµη ο υπνοβάτης διαβάζει µέσα στη σκέψη
των παριστάµενων, βλέπει µέσα α-
π<5 τους τοίχους, διεισδύει σε απόσταση εκατοντάδων λευγών,
µέσα σε περιβάλλοντα που ποτέ δεν παραβρέθηκε και µέσα στην
ιδιαίτερη ζωή ανθρώπων τους οποίους δε γνώριζε. Τα µάτια του είναι
κλειστά και δεν µπορούν να δουν τίποτα, αλλά το βλέµµα του βλέπει
µακρύτερα και καλύτερα από τα ανοιχτά µάτια του και φαίνεται να
ταξιδεύει ελεύθερα µέσα στο χώρο 103 .
Με µια λέξη, αν η υπνοβασία είναι µια ανώµαλη κατάσταση από την
άποψη του σώµατος, όµως είναι οµαλή και ανώτερη από την άποψη
του πνεύµατος. Διότι η συνείδηση του υπνοβάτη έγινε βαθύτερη, η
όρασή του έγινε ευρύτερη. Το εγώ παρέµεινε µεν το ίδιο, αλλά πέρασε
σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, όπου το βλέµµα του, ελευθερωµένο από τα
χονδροειδή όργανα του σώµατος, περιβάλλει και διεισδύει σ’ έναν
ε υ ρ ύ τ ε ρ ο ο ρ ί ζο ν τ α 1 0 4 . Π ρ έ π ε ι ν α π α ρ α τ η ρ ή σ ο υ µ ε ό τ ι µ ε ρ ι κο ί
υπνοβάτες, όσο βρίσκονται υπό την επήρεια των χειρονοµιών του
υπνωτιστή, αισθάνονται τον εαυτό τους πληµµυρισµένο από ένα φως
ολοένα και πιο λαµπρό, ενώ το ξύπνηµα τους φαίνεται ως µια οδυνηρή
επιστροφή στα σκοτάδια.
Η υποβολή, η ανάγνωση και ο εξ αποστάσεως οραµατι- σµός είναι
γεγονότα που αποδεικνύουν ήδη την ανεξάρτητη ύπαρξη της ψυχής και
µας µεταφέρουν ψηλότερα από το φυσικό επίπεδο του σύµπαντος,
χωρίς όµως να µας κάνουν να εξέλθουµε τελείως απ’ αυτό. Αλλά η
ορατικότητα έχει άπειρες ποικιλίες και µια κλίµακα διαφόρων
καταστάσεων πολύ πιο εκτεταµένη απ’ αυτήν της εγρήγορσης. Όσο την
ανεβαίνουµε, τόσο τα φαινόµενα γίνονται σπανιότερα και πιο
εξαιρετικά. Δεν παραθέτουµε εδώ παρά µόνο τους κύριους σταθµούς
της. Η ανασκόπηση είναι οραµατισµός των περασµένων συµβάντων, τα
οποία διατηρούνται µέσα στο αστρικό φως και αναζωογονούνται µε τη
συµπάθεια του οραµατιστή. Η καθαυτό µαντεία είναι ένας
οραµατισµός που προβάλλει τα µέλλοντα πράγµατα, είτε µε την
ενδοσκόπηση της σκέψης των ζώ- ντων, η οποία περιέχει εν σπέρµατι
τις µέλλουσες πράξεις, είτε µε την απόκρυφη επίδραση των ανώτερων
πνευµάτων, τα οποία ξεδιπλώνουν το µέλλον σε ζωντανές εικόνες
µπροστά στην ψυχή του διορατικού. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουµε
προβολές σκέψεων µέσα στο αστρικό φως. Τέλος, η έκσταση ορίζεται
ως ένας οραµατισµός του πνευµατικού κόσµου, όπου αγαθά ή κακά
πνεύµατα εµφανίζονται στον ορα- µατιστή µε ανθρώπινη µορφή κι
επικοινωνούν µαζί του. Η
ψυχή φαίνεται πραγµατικά να µεταφέρεται έξω από το σώµα, που το
άφησε σχεδόν η ζωή και που ξυλιάζει µέσα σε µια καταλήψια που
µοιάζει µε το θάνατο. Τίποτα δεν µπορεί ν’ αποδώσει, κατά τις
αφηγήσεις των µεγάλων εκστατικών, την ωραιότητα και τη
λαµπρότητα των οραµάτων αυτών, καθώς και το αίσθηµα της άρρητης
συγχώνευσης µε τη θεία ουσία, το οποίο αναφέρουν ως µια µέθη
φωτός και µουσικής. Μπορεί κανείς ν’ αµφιβάλλει για την
πραγµατικότητα αυτών των οραµατισµών. Αλλά πρέπει να
προσθέσουµε ότι, αφού στη µέση κατάσταση της υπνοβασίας η ψυχή
έχει µια ακριβή αντίληψη των µακρινών τόπων και των απάντων
προσώπων, είναι λογικό να παραδεχθούµε ότι, στην υψηλότερή της
έξαρση, µπορεί να έχει το όραµα µιας πραγµατικότητας ανώτερης και
άυλης.
Κατά την άποψή µας, το έργο του µέλλοντος θα έγκειται στο ν’
αποδώσει στις υπερβατικές ικανότητες της ανθρώπινης ψυχής την αξία
τους και την κοινωνική τους λειτουργία, αναδιοργανώνοντάς τις υπό
τον έλεγχο της επιστήµης και στις βάσεις µιας θρησκείας πραγµατικά
παγκόσµιας, ανοιχτής σ’ όλες τις αλήθειες. Τότε η επιστήµη,
αναγεννηµένη µε την αληθινή πίστη και µε το πνεύµα της
φιλανθρωπίας, θα φτάσει µε ανοιχτά µάτια σ’ εκείνες τις σφαίρες,
όπου περιπλανιέται µε δεµένα µάτια και ψηλαφώντας η θεωρητική
φιλοσοφία. Ναι, η επιστήµη θα γίνει ορατική και απολυτρωτική,
εφόσον θα µεγαλώσει µέσα της η συνείδηση κι η αγάπη της
ανθρωπότητας. Κι ίσως µέσα από τη θύρα του ύπνου και των ονείρων,
όπως έλεγε ο γερο-Όµηρος, η θεία Ψυχή, η εξορισµένη από τον
πολιτισµό µας, κι η οποία κλαίει σιωπηλά κάτω από το πέπλο της, θα
ξαναπάρει στην κατοχή της τους βωµούς της.
Όπως και να έχει το πράγµα, τα φαινόµενα της διορατικότητας, που
παρατηρήθηκαν σ’ όλες τις φάσεις από τους σοφούς και τους γιατρούς
του 19ου αιώνα, ρίχνουν ένα εντελώς νέο φως πάνω στο ρόλο της
µαντείας κατά την αρχαιότητα και σε πλήθος φαινοµένων κατ’
επιφάνεια υπερφυσικών, τα οποία γεµίζουν τα χρονικά όλων των λαών.
Βέβαια, είναι απαραίτητο να κάνουµε τη διάκριση του θρύλου και της
ιστορίας, της παραίσθησης και του αληθινού οραµατισµού. Αλλά η
πειραµατική ψυχολογία των ηµερών µας µάς διδάσκει να µην
απορρίπτουµε συλλήβδην τα γεγονότα, τα οποία βρίσκονται µέσα στις
δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης και
να τα µελετούµε από την άποψη των υπαρχόντων νόµων. Αν η
διορατικότητα είναι ικανότητα της ψυχής, τότε δεν επιτρέπεται πια να
πετούµε καθαρά και ξάστερα τους προφήτες, τους χρησµούς και τις
σίβυλλες µέσα στη σφαίρα της δεισιδαιµονίας. Η µαντεία ήταν γνωστή
κι εφαρµοζόταν από τους αρχαίους ναούς, µε ορισµένες αρχές, για
κο ι ν ω ν ι κό κα ι θ ρ η σ κ ε υ τ ι κό σ κο π ό . Η σ υ γ κ ρ ι τ ι κ ή µ ε λ έ τ η τ ω ν
θρησκειών και των εσωτερικών παραδόσεων αποδεικνυει ότι οι αρχές
αυτές υπήρξαν οι ίδιες παντού, µολονότι η εφαρµογή τους ποίκιλλε
άπειρα. Εκείνο που αφαίρεσε την υπόληψη από τη µαντική τέχνη είναι
ότι η διαφθορά τής έδωσε αφορµή να διαπράξει τις χειρότερες
καταχρήσεις και ότι οι ωραίες εκδηλώσεις της δεν είναι δυνατές παρά
µόνο σε όντα εξαιρετικού µεγαλείου και εξαιρετικής αγνότητας.
Η µαντεία, όπως εξασκούνταν στους Δελφούς, ήταν βασισµένη στις
αρχές τις οποίες προ ολίγου εκθέσαµε, η δε εσωτερική οργάνωση του
ναού αντιστοιχούσε σ’ αυτές. Όπως στους µεγάλους ναούς της
Αίγυπτου, έτσι κι εδώ αποτελούνταν αυτή από µια τέχνη και µια
επιστήµη. Η µεν τέχνη συ- νίστατο στη διείσδυση στο αποµακρυσµένο,
στο παρελθόν και το µέλλον µέσω της διορατικότητας ή της
προφητικής έκστασης· η δε επιστήµη, στον υπολογισµό του µέλλοντος
σύµφωνα µε τους νόµους της παγκόσµια εξέλιξης. Τέχνη κι επιστήµη
εξελέγχονταν αµοιβαία. Για εκείνη την επιστήµη, που ονοµαζόταν
γενεθλιαλογία από τους παλιούς και της οποία η αστρολογία του
Μεσαίωνα δεν είναι παρά ένα απόσπασµα α- τελώς κατανοηµένο, θα
πούµε µόνο τα εξής: ότι προϋπέθετε το σύνολο της εσωτερικής γνώσης
εφαρµοσµένο στο µέλλον των λαών και των ατόµων. Αν και
χρησιµότατη ως προσανατολισµός, όµως παρέµεινε πάντοτε πολύ
προβληµατική στην εφαρµογή. Μόνο τα πρώτης τάξης πνεύµατα
ήξεραν να κάνουν χρήση της. Ο Πυθαγόρας είχε εµβαθύνει σ’ αυτήν,
όταν ήταν στην Αίγυπτο. Στην Ελλάδα την ασκούσαν µε στοιχεία
ατελέστερα και λιγότερο ακριβή. Αντίθετα, η ορατικότητα κι η
προφητεία είχαν προοδεύσει αρκετά.
Γνωρίζουµε ότι η µαντεία εξασκούνταν στους Δελφούς από νέες κι
ηλικιωµένες γυναίκες, που ονοµάζονταν Πυθίες κι έπαιζαν τον
παθητικό ρόλο των ορατικών υπνοβατών. Οι ιερείς διερµήνευαν,
µετέφραζαν, τακτοποιούσαν τους συνήθως συγκεχυµένους χρησµούς
τους, σύµφωνα µε τα δικά τους φώτα. Οι σύγχρονοι ιστορικοί δεν
είδαν σχεδόν στο θεσµό των
Δελφών παρά την εκµετάλλευση της δεισιδαιµονίας µέσω µιας
ευφυούς αγυρτείας. Αλλά εκτός του ότι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι
παραδέχονταν τη µαντική επιστήµη των Δελφών, πολλοί χρησµοί που
αναφέρει ο Ηρόδοτος, όπως ο σχετικός µε τον Κροίσο και τη µάχη της
Σαλαµίνας, µιλούν υπέρ της. Αναµφίβολα, η τέχνη αυτή είχε την αρχή
της, την ακµή και την παρακµή της. Η αγυρτεία κι η διαφθορά
αναµείχθηκαν µ’ αυτήν στο τέλος, κι η απόδειξη, ο βασιλιάς
Κλεοµένης, ο οποίος δωροδόκησε την επικεφαλής των ιερειών των
Δελφών, για να στερήσει από το Δηµάρατο το βασίλειό του. Ο
Πλούταρχος έγραψε µια πραγµατεία, για να ερευνήσει τους λόγους
εξαφάνισης του χρησµού, ενώ ένας τέτοιο εκφυλισµός έγινε αισθητός
ως µια δυστυχία σε ολόκληρη την αρχαία κοινωνία. Σε προηγούµενες
εποχές, η µαντεία καλλιεργήθηκε µε θρησκευτική ειλικρίνεια κι
επιστηµονική βαθύτητα, οι οποίες την ανύψωσαν στο ύψος ενός
αληθινού ιερατείου. Διάβαζε κανείς πάνω στο αέτωµα του πρόναου την
εξής επιγραφή: “Γνώθι σαυτόν”· και µια άλλη πάνω από τη θύρα της
εισόδου: “Όποιος δεν έχει εντελώς καθαρά τα χέρια, να µην πλησιάζει
εδώ”. Τα λόγια αυτά υποδείκνυαν στον προσερχόµενο ότι τα γήινα
πάθη, τα ψεύδη κι οι υποκρισίες δεν έπρεπε να διαβούν το κατώφλι
του ιερού και ότι στο εσωτερικό του βασίλευε η θεία αλήθεια µε µια
φοβερή σοβαρότητα.
Ο Πυθαγόρας δεν ήρθε στους Δελφούς παρά µόνο αφού έκανε την
περιοδεία του σ’ όλους τους ναούς της Ελλάδας. Είχε µείνει κοντά
στον Επιµενίδη, στο ιερό του Ιδαίου Διός, είχε παραστεί στους
Ολυµπιακούς Αγώνες, είχε ηχηθεί των Μυστηρίων της Ελευσίνας, όπου
ο ιεροφάντης τού είχε παραχωρήσει τη θέση του. Παντού τον είχαν
υποδεχτεί ως δάσκαλο. Τον περίµεναν στους Δελφούς. Η µαντική
τέχνη έσβηνε εκεί και ο Πυθαγόρας ήθελε να της αποδώσει τη
βαθύτητά της, την ισχύ και το γόητρό της. Ερχόταν, λοιπόν,
περισσότερο για να διαφωτίσει τους ερµηνευτές του Απόλλωνα, για να
αναζωπυρώσει τον ενθουσιασµό τους και να ξυπνήσει την ε-
νερχητικότητά τους, παρά για να συµβουλευτεί τον Απόλλωνα. Το να
επενεργήσει σε αυτούς ήταν σαν να ενεργούσε πάνω στην ψυχή της
Ελλάδας και να της παρασκεύαζε το µέλλον.
Ευτυχώς, βρήκε στο ναό ένα θαυµάσιο όργανο, που φαινόταν ότι
του το είχε επιφυλάξει κάποιο σχέδιο της Πρόνοιας.
Η νεαρή Θεοκλέα ανήκε στο σύνδεσµο των ιερειών του Α-
πόλλωνα. Καταγόταν από µία από τις οικογένειες εκείνες, στις
οποίες το αξίωµα του ιερέα ήταν κληρονοµικό. Οι µεγάλες εντυπώσεις
του ιερού, οι τελετές της λατρείας, οι παιάνες, οι γιορτές του Πυθίου
και του Υπερβορείου Απόλλωνα είχαν θρέψει την παιδική της ηλικία.
Τη φανταζόµαστε ως µία από εκείνες τις νέες που έχουν έµφυτη κι
ένστικτη αποστροφή προς κάθε τι που έλκει τις άλλες. Δεν αγαπουν
καθόλου τη Δήµητρα και φοβούνται την Αφροδίτη. Διότι η βαριά γήινη
ατµόσφαιρα τις ανησυχεί και ο φυσικός έρωτας, αόριστα ιδωµένος,
τους φαίνεται βιασµός της ψυχής, σαν σπάσιµο της εύθικτης και
παρθενικής τους ύπαρξης. Αντίθετα, είναι παράδοξα ευαίσθητες σε
µυστηριώδη ρεύµατα, σε αστρι- κές επιδράσεις. Όταν το φεγγάρι
φώτιζε τα σκοτεινά άλση της πηγής της Κασταλίας, η Θεοκλέα έβλεπε
να γλιστρούν εκεί µέσα λευκές µορφές. Μέρα µεσηµέρι άκουγε φωνές.
Όταν εκτίθετο στις ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου, ο παλµός τους τη
βύθιζε σ’ ένα είδος έκστασης, όπου άκουγε αόρατους χορούς.
Εντούτοις, ήταν πολύ αδιάφορη στις προλήψεις και τη λαϊκή
ειδωλολατρία της θρησκείας. Τα αγάλµατα την άφηναν αδιάφορη και
αποστρεφόταν τις θυσίες των ζώων. Δε µιλούσε σε κανένα για τις
εµφανίσεις που της τάραζαν τον ύπνο. Αισθανόταν, µε το ένστικτο των
διορατικών, ότι οι ιερείς του Απόλλωνα δεν κατείχαν το ύψιστο φως
που αυτή είχε ανάγκη. Εκείνοι, όµως, είχαν τα µάτια πάνω της, για να
την πείσουν να γίνει Πυθία. Ένιωθε να την προσελκύει ένας κόσµος
ανώτερος, του οποίου δεν είχε το κλειδί. Τι ήταν λοιπόν αυτοί οι θεοί
που την συνέπαιρναν µε πνοές και µε φρι- κιάσεις; Ήθελε να το
γνωρίζει, προτού παραδοθεί σ’ αυτά τα πράγµατα. Διότι οι µεγάλες
ψυχές έχουν ανάγκη να βλέπουν καθαρά, ακόµη και όταν παραδίδονται
στις θείες δυνάµεις.
Από ποιο βαθύ ρίγος, από ποιο µυστηριώδες προαίσθηµα πρέπει να
συνταράχτηκε η ψυχή της Θεοκλέας, όταν αντί- κρυσε για πρώτη φορά
τον Πυθαγόρα και όταν άκουσε την εύγλωττη φωνή του ν’ αντηχεί
ανάµεσα στους στύλους του απολλώνιου ιερού! Ένιωσε την παρουσία
του µυητή που περί- µενε, αναγνώρισε το δάσκαλό της. Ήθελε να
µάθει, θα µάθαινε µέσω αυτού, και τον εσωτερικό εκείνο κόσµο, τον
κόσµο εκείνο που περιέκλειε µέσα της, αυτός θα τον έκανε να µιλήσει!
Αυτός, αφετέρου, θα αναγνώρισε βέβαια στο πρόσωπο της Θεοκλέας,
µε τη σιγουριά και τη διαπεραστικότητα της µατιάς του, τη ζωντανή
και παλλόµενη ψυχή που ζητού-
σε για να γίνει ο διερµηνέας της σκέψης χου µέσα στο ναό και να
χύσει εκεί µέσα ένα νέο πνεύµα. Από το πρώτο βλέµµα που
αντάλλαξαν, από τον πρώτο λόγο που είπαν, ένας δεσµός αόρατος
ένωσε το σοφό Σάµιο µε τη νεαρή ιέρεια, η οποία τον άκουγε δίχως να
βγάλει λέξη, ρουφώντας τα λόγια του µε τα µεγάλα προσεκτικά της
µάτια. Δε γνωρίζω ποιος είπε ότι ο ποιητής κι η λύρα αναγνωρίζονται
µεταξύ τους σ’ ένα βαθύ παλµό, πλησιάζοντας ο ένας τον άλλο. Έτσι
αναγνωρίστηκαν ο Πυθαγόρας κι η Θεοκλέα.
Από την ανατολή του ήλιου, ο Πυθαγόρας άρχιζε µακρές συνοµιλίες
µε τους ιερείς του Απόλλωνα, τους ονοµαζόµενους άγιους και
προφήτες. Ζήτησε να γίνει δεκτή σ’ αυτές κι η νεαρή ιέρεια, για να τη
µυήσει στη µυστική του διδασκαλία και να την προετοιµάσει για το
ρόλο της. Μπόρεσε, λοιπόν, εκείνη να παρακολουθήσει τα µαθήµατα
που έδινε ο δάσκαλος όλες τις µέρες µέσα στο ιερό. Ο Πυθαγόρας
βρισκόταν τότε στην ακµή της ηλικίας του. Φορούσε το λευκό του
χιτώνα, σφιγµένο µε τον αιγυπτιακό τρόπο, και µια κορδέλα από
πορφύρα έζωνε το πλατύ του µέτωπο. Όταν µιλούσε, τα σοβαρά και
αργά µάτια του στηρίζονταν πάνω στο συνοµιλητή του και τον
περιέβαλλαν µε θερµό φως. Ο αέρας γύρω του φαινόταν ελαφρύτερος,
εντελώς πνευµατικός.
Οι συνοµιλίες του Σάµιου σοφού µε τους ανώτερους αντιπροσώπους
της ελληνικής θρησκείας υπήρξαν υψίστης σπου- δαιότητας. Δεν
επρόκειτο µόνο για µαντεία κι έµπνευση, αλλά για το µέλλον της
Ελλάδας και το πεπρωµένο ολόκληρου του κόσµου. Οι γνώσεις, οι
τίτλοι και τα αξιώµατα που είχε αποκτήσει στους ναούς της Μέµφιδας
και της Βαβυλώνας τού έδιναν το µεγαλύτερο κύρος. Είχε το δικαίωµα
να µιλά ως ανώτερος και ως οδηγός στους εµπνευστές της Ελλάδας. Το
έκανε µε την ευγλωττία της µεγαλοφυΐας του, µε τον ενθουσιασµό της
αποστολής του. Για να φωτίσει το νου τους, άρχισε να διηγείται τη
νεότητά του, τους αγώνες του, την αιγυπτιακή του µύηση. Τους µίλησε
για εκείνη την Αίγυπτο, τη µητέρα της Ελλάδας, τη γηραιό όσο και ο
κό σ µ ο ς , π ο υ ε ί ν α ι α µ ε τ α κ ί ν η τ η , σ α ν µ ο ύ µ ι α σ κ ε π α σ µ έ ν η µ ε
ιερογλυφικά στο βάθος των πυραµίδων της, αλλά που κατέχει µέσα
στον τάφο της το µυστικό των λαών, των γλωσσών και των θρησκειών.
Ξετύλιγε µπροστά στα µάτια τους τα µυστήρια της µεγάλης Τσιδας,
της επίγειας και της ουράνιας, της µητέρας των θεών και των
ανθρώπων και, κάνοντάς τους να περάσουν τις δοκιµασίες
του, τους βύθισε µαζί του µέσα στο φως του Όσιρι. Έπειτα, ήρθε η
σειρά της Βαβυλώνας, των Χαλδαίων µάγων, των απόκρυφων
επιστηµών, των σκοτεινών και ογκωδών εκείνων ναών, όπου αυτοί
επικαλούνται το ζωντανό πυρ, µέσα στο οποίο κινούνται οι δαίµονες κι
οι θεοί.
Η Θεοκλέα, καθώς άκουγε τον Πυθαγόρα, δοκίµαζε καταπληκτικά
συναισθήµατα. Ό,τι έλεγε εκείνος χαρασσόταν µε πύρινα σηµάδια
µέσα στο νου της. Αυτά τα πράγµατα της φαίνονταν θαυµαστά,
συγχρόνως και γνωστά. Μαθαίνοντας, νόµιζε ότι ξαναθυµόταν. Οι
λόγοι του δασκάλου την έκαναν να ξεφυλλίζει µέσα στις σελίδες του
σύµπαντος όπως µέσα σ’ ένα βιβλίο. Δεν έβλεπε πια τους θεούς µε τη
µορφή των ανθρώπινων οµοιωµάτων τους, αλλά τους έβλεπε µε τις
ουσίες τους, οι οποίες σχηµατίζουν τα πράγµατα και τα πνεύµατα.
Έρεε, ανέβαινε, κατέβαινε µαζί τους µέσα στο διάστηµα. Κάποτε τής
ερχόταν η φαντασίωση ότι δεν ένιωθε πια τα όρια του σώµατός της και
ότι διαλυόταν µέσα στο άπειρο. Έτσι η φαντασία της εισερχόταν σιγά-
σιγά στον αόρατο κόσµο και τα παλιά του αποτυπώµατα, που τα
έβρισκε µέσα στην ίδια της την ψυχή, της έλεγαν ότι αυτός ο κόσµος
ήταν η αληθινή, η µόνη πραγµατικότητα. Ο άλλος δεν ήταν παρά ένα
φαινόµενο. Αισθανόταν ότι τα εσωτερικά της µάτια θα ανοίγονταν
εντός ολίγου, για να διαβάσουν απευθείας µέσα εκεί.
Απ’ αυτά τα ύψη, ο δάσκαλος την επανέφερε απότοµα στη γη,
διηγούµενος τις δυστυχίες της Αιγύπτου. Αφού είχε αναπτύξει το
µεγαλείο της αιγυπτιακής γνώσης, την παρουσίασε να υποκύπτει κάτω
από την περσική εισβολή. Περιέγραψε τα αίσχη του Καµβύση, τους
λεηλατηµένους ναούς, τα ιερά βιβλία που ρίχτηκαν στη φωτιά, τους
ιερείς του Όσιρι που φονεύτηκαν ή διασκορπίστηκαν. Ζωγράφισε το
τέρας του περσικού δεσποτισµού να συγκεντρώνει κάτω από το
σιδερένιο του χέρι όλη την παλαιά ασιατική βαρβαρότητα, τις
νοµαδικές ηµιάγριες φυλές από το κέντρο της Ασίας και από τα βάθη
της Ινδίας, που δεν περίµεναν παρά µόνο κάποια ευκαιρία για να
ορµήσουν εναντίον της Ευρώπης. Ναι, αυτός ο κυκλώνας, που ολοένα
µεγάλωνε, έµελλε να ξεσπάσει πάνω στην Ελλάδα µε τόση σιγουριά,
όσο είναι βέβαιο ότι ο κεραυνός θα πεταχτεί µέσα από κάποιο σύννεφο
που πυκνώνεται στην ατµόσφαιρα. Άραγε η διαιρεµένη Ελλάδα ήταν
έτοιµη να αντισταθεί στην τροµερή αυτή εισβολή; Ούτε καν την
υποψιαζόταν. Οι λαοί δε διαφεύγουν την ειµαρµένη τους και.
αν δεν αγρυπνούν αδιάκοπα, οι θεοί την επισπεύδουν. Μήπως το
σοφό έθνος του Ερµή, η Αίγυπτος, δεν είχε σωριαστεί έπειτα από έξι
χιλιάδες χρόνια ευδαιµονίας; Αλίµονο, η Ελλάδα, η όµορφη Ιωνία θα
σβήσει ακόµα πιο γρήγορα! Θα έρθει ο καιρός που ο ηλιακός θεός θα
εγκαταλείψει αυτόν το ναό κι οι βάρβαροι θα ανατρέψουν τους λίθους
του κι οι βοσκοί θα φέρουν τα κοπάδια τους να βόσκουν πάνω στα
ερείπια των Δελφών.
Σ’ αυτές τις απαίσιες προφητείες, το πρόσωπο της Θεο- κλέας
άλλαξε και πήρε µια έκφραση τρόµου. Άφησε τον εαυτό της να
γλιστρήσει καταγής και, δένοντας τα χέρια της γύρω από ένα στύλο,
µε τα µάτια απλανή, βυθισµένη µέσα στους στοχασµούς της, έµοιαζε
µε το πνεύµα του Πόνου που έκλαιγε πάνω από τον τάφο της Ελλάδας.
“Αλλά”, συνέχισε ο Πυθαγόρας, “αυτά είναι µυστικά που πρέπει να
ταφούν στο βάθος των ναών. Ο µυηµένος προσελκύει ή απωθεί το
θάνατο κατά βούληση. Σχηµατίζοντας τη µαγική αλυσίδα των
θελήσεων, οι µυηµένοι παρατείνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη ζωή των
λαών. Σε σας απόκειται να επιβραδύνετε τη µοιραία ώρα, στα χέρια
σας είναι να κάνετε να λάµψει η Ελλάδα, από σας εξαρτάται να
κατορθώσετε ν’ ακτινοβολήσει µέσα της ο λόγος του Απόλλωνα. Οι
λαοί είναι ό,τι τους κάνουν οι θεοί τους, αλλά οι θεοί δε φανερώνονται
παρά µόνο σ’ εκείνους που τους επικαλούνται. Τι είναι ο Απόλλων; Ο
λόγος του µόνου Θεού, ο οποίος φανερώνεται αιωνίως µες στον κόσµο.
Η αλήθεια είναι η ψυχή του Θεού, το φως είναι το σώµα του. Οι
σοφοί, οι οραµατιστές, οι προφήτες, αυτοί µόνο το βλέπουν, οι
άνθρωποι δε βλέπουν παρά µόνο τη σκιά του. Τα δοξασµένα πνεύµατα,
που εµείς ονοµάζουµε ήρωες κι ηµίθεους, κατοικούν αυτό το φως,
κατά λεγεώνες, σε αµέτρητες σφαίρες. Να το αληθινό σώµα του
Απόλλωνα, ο ήλιος των µυ- ηµένων, που χωρίς τις ακτίνες του τίποτα
µεγάλο δε γίνεται πάνω στη γη. Όπως ο µαγνήτης τραβάει το σίδερο,
έτσι κι εµείς µε τις σκέψεις µας, µε τις προσευχές µας, µε τις πράξεις
µας, προσελκύουµε τη θεία έµπνευση. Από σας εξαρτάται να
µεταδώσετε στην Ελλάδα το λόγο του Απόλλωνα, κι η Ελλάδα θ’
αστράψει τότε από ένα αθάνατο φως!”
Με τέτοιες οµιλίες ο Πυθαγόρας πέτυχε να δώσει στους ιερείς των
Δελφών συνείδηση της αποστολής τους. Η Θεοκλέα τις απορροφούσε
µε σιωπηλό και συγκεντρωµένο πάθος. Μεταµορφωνόταν εν ριπή
οφθαλµού, υπό την επήρεια της σκέ-
ψης και της θέλησης του δασκάλου, σαν να µαγευόταν σιγά- σιγά.
Όρθια, στη µέση του πλήθους των έκπληκτων γερόντων, ξέπλεκε τα
µαύρα της µαλλιά και τα τίναζε από το κεφάλι της, σαν να ένιωθε εκεί
µέσα να ρέει φωτιά. Ήδη, τα µάτια της ολάνοιχτα και µεταµορφωµένα,
φαίνονταν να παρατηρούν τα ηλιακά και πλανητικά πνεύµατα, µέσα
στις λαµπρές σφαίρες τους και την έντονη ακτινοβολία τους.
Μια µέρα έπεσε από µόνη της σε βαθύ και ορατικό ύπνο. Οι πέντε
προφήτες την περικύκλωσαν, αλλά αυτή έµεινε αναίσθητη στη φωνή
τους, καθώς και στο άγγιγµά τους. Ο Πυθαγόρας πλησίασε κοντά της
και της είπε:
“Σήκω και πήγαινε όπου σε στέλνει η σκέψη µου. Διότι τώρα είσαι
Πυθία!”
Στη φωνή του δασκάλου, ρίγος διέτρεξε όλο το σώµα της και την
έκανε να τιναχτεί µε παρατεταµένη δόνηση. Τα µάτια της ήταν
κλειστά, έβλεπε µέσα της.
“Πού είσαι;”, ρώτησε ο Πυθαγόρας.
“Ανεβαίνω... πάντοτε ανεβαίνω”.
“Και τώρα;”
“Κολυµπώ µέσα στο φως του Ορφέα”.
“Τι βλέπεις µέσα στο µέλλον;”
“Μεγάλους πολέµους... χάλκινους ανθρώπους... λευκές νίκες... Ο
Απόλλων ξανάρχεται να κατοικήσει στο ιερό του, και θα είµαι η φωνή
του! Αλλά εσύ, ο απεσταλµένος του, αλίµονο, αλί! Θα µας αφήσεις και
θα φέρεις το φως του στην Ιταλία”.
Με τα µάτια κλειστά, η οραµατιζόµενη µίλησε πολλή ώρα, µε τη
µουσική, την ασθµαίνουσα, τη ρυθµική φωνή της· έπειτα, ξαφνικά,
µέσα σ’ ένα λυγµό, έπεσε σαν πεθαµένη. Έτσι ο Πυθαγόρας έχυνε τα
αγνά διδάγµατα στον κόλπο της Θεο- κλέας και την κούρδιζε σαν λύρα
για την πνοή των θεών. Αφού εξήρθη σ’ εκείνο το ύψος της έµπνευσης,
έγινε γι’ αυτόν µια λαµπάδα, χάρη στην οποία µπόρεσε αυτός να
εξιχνιάσει το δικό του πεπρωµένο, µπόρεσε να διαπεράσει το πιθανό
µέλλον και να κατευθυνθεί µέσα στις απεριόριστες ζώνες του αοράτου.
Αυτή η σπαρταριστή ανταπόδειξη των αληθειών τις οποίες δίδασκε
κατέπληξε από θαυµασµό τους ιερείς, αφύπνισε τον ενθουσιασµό τους
και αναζωογόνησε την πίστη τους. Ο ναός είχε τώρα µια εµπνευσµένη
Πυθία και ιερείς µυηµένους στις επιστήµες και τις θείες τέχνες. Οι
Δελφοί µπορούσαν να ξαναγίνουν κέντρο ζωής και δράσης.
Ο Πυθαγόρας έµεινε εκεί έναν ολόκληρο χρόνο. Και µόνο αφοΰ
εισήγαγε τους ιερείς µέσα σ’ όλα τα µυστικά της διδασκαλίας του και
αφού µόρφωσε τη Θεοκλέα για το έργο της, αναχώρησε για τη Μεγάλη
Ελλάδα.

4. Ο Δεσµός και π Διδασκαλία - Το Πυθαγόρειο ίδρυµα


Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΚΡΟΤΩΝΑ καταλάµβανε το άκρο του κόλπου του Τάραντα,
κοντά στο ακρωτήριο Λακίνιο, απέναντι στην ανοιχτή θάλασσα. Ήταν,
µαζί µε τη Σΰβαρη, η πιο ακµάζουσα πόλη της µεσηµβρινής Ιταλίας.
Φηµιζόταν για το δωρικό της πολίτευµα, για τους αθλητές της, οι
οποίοι νικούσαν στους Ολυµπιακούς αγώνες, για τους γιατρούς της, οι
οποίοι ήταν αντίπαλοι των Ασκληπιαδών. Οι Συβαρίτες χρωστούν την
αθανασία τους στην πολυτέλεια και τη χλιδή τους. Οι Κροτω- νιάτες
θα ήταν ίσως λησµονηµένοι, παρά τις αρετές τους, εάν δεν είχε τυχει
να προσφέρουν άσυλο στη µεγάλη σχολή της εσωτερικής φιλοσοφίας,
τη γνωστή µε το όνοµα “Πυθαγόρειος αίρεση”, την οποία µπορούµε να
θεωρήσουµε µητέρα της πλατωνικής σχολής και πρόγονο όλων των
ιδεαλιστι- κών σχολών. Όσο ευγενείς και αν είναι οι απόγονοι, ο
πρόγονός τους υπερέχει κατά πολύ. Η πλατωνική σχολή προέρχεται
από µια ατελή µύηση, η σχολή των Στωικών είχε χάσει ήδη την
αληθινή παράδοση. Τα άλλα συστήµατα της αρχαίας και της σύγχρονης
φιλοσοφίας είναι θεωρίες λίγο-πολΰ επιτυχηµένες, ενώ αντίθετα η
διδασκαλία του Πυθαγόρα βασιζόταν σε µια πειραµατική επιστήµη και
συνοδευόταν από µια τέλεια οργάνωση της ζωής.
Όπως τα ερείπια της εξαφανισµένης πόλης, έτσι και τα µυστικά του
δεσµού κι η σκέψη του δασκάλου είναι σήµερα βαθιά θαµµένα κάτω
από τη γη. Ας προσπαθήσουµε, εντούτοις, να τα κάνουµε να
ξαναζήσουν. Θα είναι για µας µια ευκαιρία να εισχωρήσουµε ως την
καρδιά της θεοσοφικής διδασκαλίας, που είναι το άδυτο των
θρησκειών και των φιλοσοφιών, και να σηκώσουµε µια γωνιά του
πέπλου της Τσιδας, µε το φως της διαύγειας του ελληνικού πνεύµατος.
Πολλοί λόγοι έκαναν τον Πυθαγόρα ν’ αποφασίσει να εκλέξει τη
δωρική εκείνη πόλη ως κέντρο δράσης. Ο σκοπός
του δεν ήταν µόνο να διδάξει την εσωτερική διδασκαλία σ’ έναν
κύκλο εκλεκτών µαθητών, αλλά και να εφαρµόσει τις αρχές της στην
εκπαίδευση της νεολαίας και τη ζωή της πολιτείας. Το σχέδιο αυτό
συνεπαγόταν την ίδρυση ενός ιδρύµατος για τη λαϊκή µύηση. Είχε
συγχρόνως ο Πυθαγόρας την απώτερη σκέψη να µετασχηµατίσει λίγο-
λίγο την πολιτική οργάνωση των πόλεων, κατ’ εικόνα του φιλοσοφικού
και θρησκευτικού εκείνου ιδεώδους. Είναι βέβαιο ότι καµιά από τις
δηµοκρατίες της Ελλάδας δε θα ανεχόταν αυτόν το νεωτερισµό. Θα
κατηγορούσαν το φιλόσοφο ότι συνωµοτεί κατά του κράτους. Οι
ελληνικές πόλεις του κόλπου του Τάραντα, λιγότερο υπονοµευµένες
από τη δηµαγωγία, ήταν πιο φιλελεύθερες. Ο Πυθαγόρας δεν έκανε
καθόλου λάθος, ελπίζοντας ότι θα έβρισκε κοντά στη Σύγκλητο του
Κρότωνα ευνοϊκή υποδοχή για τις µεταρρυθµίσεις του. Ας
προσθέσουµε ότι οι βλέψεις του εκτείνονταν πέραν της Ελλάδας.
Μαντεύοντας την εξέλιξη των ιδεών, προέβλεπε την πτώση του
ελληνισµού και σκεπτόταν ν’ αποθέσει µέσα στον ανθρώπινο νου τις
αρχές µιας επιστηµονικής θρησκείας. Ιδρύοντας τη σχολή του στον
κόλπο του Τάραντα, διέδιδε τις εσωτερικές ιδέες στην Ιταλία και
διατηρούσε µέσα στο πολύτιµο βάζο της διδασκαλίας του την
ολοκάθαρη ουσία της ανατολικής σοφίας, για τους λαούς της Δύσης.
Όταν έφτασε στον Κρότωνα, ο οποίος τότε έκλινε προς τη φιλήδονη
ζωή της γειτονικής Σΰβαρης, ο Πυθαγόρας προξένησε εκεί σωστή
αναστάτωση. Ο Πορφύριος και ο Ιάµβλιχος µας περιγράφουν την
πρώτη εµφάνισή του, σαν εµφάνιση περισσότερο ενός µάγου παρά
ενός φιλοσόφου. Μάζεψε τους νέους στο ναό του Απόλλωνα και
κατόρθωσε µε την ευγλωττία του να τους αποσπάσει από την
κραιπάλη. Συνάθροισε τις γυναίκες στο ναό της Ήρας και τις έπεισε να
φέρουν τα χρυσά τους φορέµατα και τα στολίδια στο ναό εκείνο ως
τρόπαια για την ήττα της µαταιότητας και της χλιδής. Περιτύλιγε µε
χάρη την αυστηρότητα των διδαχών του, από τη σοφία του διαχυνόταν
µια µεταδοτική φλόγα. Η ωραιότητα του προσώπου του, η ευγένεια
του ατόµου του, το θέλγητρο της φυσιογνωµίας του και της φωνής του
σε συνέπαιρναν στο τέλος. Οι γυναίκες τον παροµοίαζαν µε το Δία, οι
νέοι µε τον Υπερβό- ρειο Απόλλωνα. Αιχµαλώτιζε και παρέσυρε το
πλήθος, το οποίο έµενε έκπληκτο όταν τον άκουγε, στο ν’ αγαπήσει
την αρετή και την αλήθεια.
Η Σύγκλητος του Κρότωνα ή το Συµβούλιο των Χιλίων ανησύχησε
για την επιρροή του αυτή. Προσκάλεσε επίσηµα τον Πυθαγόρα να
δικαιολογήσει ενώπιον της τη διαγωγή του και τα µέσα που
µεταχειριζόταν για να επιβάλλεται στα πνεύµατα. Τούτο υπήρξε µια
ευκαιρία γι’ αυτόν για να αναπτύξει τις ιδέες του πάνω στην
εκπαίδευση και να καταδείξει ότι, αντί αυτές ν’ απειλούν το δωρικό
πολίτευµα του Κρότωνα, αντίθετα το ενίσχυαν.
Όταν κέρδισε υπέρ του σχεδίου του τους πλουσιότερους πολίτες και
την πλειοψηφία της Συγκλήτου, τους πρότεινε την κατασκευή ενός
ιδρύµατος γι’ αυτόν και τους µαθητές του. Αυτό το αδελφάτο των
λαϊκών µυηµένων θα ζούσε σε κοινόβιο, µέσα σ’ ένα οικοδόµηµα επί
τούτου κατασκευασµένο, χωρίς όµως να χωριστεί από την πολιτική
ζωή. Εκείνοι που άξιζαν ήδη το όνοµα του δασκάλου, θα µπορούσαν
να διδάσκουν τις φυσικές, τις ψυχικές και τις θρησκευτικές επιστήµες.
Όσον αφορά τους νέους, θα γίνονταν δεκτοί στα µαθήµατα των
δασκάλων και στους διάφορους βαθµούς της µύησης, σύµφωνα µε τη
νοηµοσύνη και την καλή τους θέληση, µε τον έλεγχο του αρχηγού του
συνδέσµου. Για ν’ αρχίσουν, θα έπρεπε να υποβληθούν στους
κανονισµούς του κοινοβίου και να περνούν όλη τη µέρα στο ίδρυµα,
υπό την επιτήρηση των δασκάλων. Εκείνοι που θα ήθελαν να
εισέλθουν οριστικά στο σύνδεσµο, θ’ άφηναν την περιουσία τους σ’
έναν επίτροπο, µε πλήρη ελευθερία να την ξαναπάρουν, όταν θα το
επιθυµούσαν. Θα υπήρχε στο ίδρυµα και διαµέρισµα για τις γυναίκες,
µε µύηση παράλληλη µεν, διαφορετική και προσαρµοσµένη στα
καθήκοντα του φύλου τους δε.
Το σχέδιο αυτό έγινε δεκτό µε ενθουσιασµό από τη Σύγκλητο του
Κρότωνα και µετά από λίγα χρόνια είδαν να ανα- γείρεται στα
περίχωρα της πόλης ένα οικοδόµηµα περιστοιχισµένο από πλατιές
στοές και ωραίους κήπους. Οι Κροτω- νιάτες το ονόµασαν “ναό των
Μουσών”. Και πράγµατι, υπήρχε στο κέντρο των κτιρίων εκείνων,
κοντά στη λιτή κατοικία του δασκάλου, ένας ναός αφιερωµένος στις
θεότητες αυτές. Έτσι γεννήθηκε το Πυθαγόρειο ίδρυµα, το οποίο ήταν
συγχρόνως εκπαιδευτήριο, ακαδηµία των επιστηµών και µικρό
πρότυπο άστυ, µ’ επικεφαλής ένα µεγάλο µυηµένο. Με τη θεωρία και
µε την πράξη, µε τις επιστήµες και τις τέχνες ενωµένες, έφτανε σιγά-
σιγά κανείς σ’ εκείνη την επιστήµη των ε-
πιστηµών, σ’ εκείνη τη µαγική αρµονία της ψυχής και του νου προς
το σύµπαν, την οποία οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν το άδυτο της
φιλοσοφίας και της θρησκείας.
Η πυθαγόρεια σχολή έχει για εµάς ύψιστο ενδιαφέρον, γιατί υπήρξε
η πιο αξιοσηµείωτη απόπειρα λαϊκής µύησης. Προκαταβολική σύνθεση
του ελληνισµού και του χριστιανισµού, µπόλιασε τον καρπό της
επιστήµης πάνω στο δέντρο της ζωής. Έκανε γνωστή την εσωτερική
και ζωντανή εκείνη πραγµάτωση της αλήθειας, που µόνο αυτή µπορεί
να δώσει τη βαθιά πίστη. Πραγµατοποίηση εφήµερη µεν αλλά µε
κεφαλαιώδη σπουδαιότητα, γιατί είχε τη γονιµότητα του
παραδείγµατος. Για να πάρουµε µια ιδέα, ας εισχωρήσουµε µέσα στο
Πυθαγόρειο ίδρυµα µαζί µε το νεοφώτιστο και ας παρακολουθήσουµε
βήµα-βήµα τη µύησή του.
π) Οτ δοκιµασίες
ανάµεσα από τα κυπαρίσσια και τις
ΛΑΜΠΟΚΟΠΟΎΣΕ ΠΑΝΩ Σ ’ ΕΝΑ ΛΟΦΟ ,
ελιές, η λευκή κατοικία των µυηµένων αδελφών. Από κάτω, καθώς
περνούσες κατά µήκος της βουνοπλαγιάς, παρατηρούσες τις στοές,
τους κήπους, το γυµνάσιό της. Ο ναός των Μουσών ξεπερνουσε τις
δυο πτέρυγες του οικοδοµήµατος µε την περιφερική του κιονοστοιχία,
η οποία είχε α- έρινη κοµψότητα. Από τον εξώστη των εξωτερικών
κήπων έβλεπες κάτω όλη την πόλη, µε το Πρυτανείο, το λιµάνι της,
την πλατεία της για τις συνελεύσεις. Μακριά, ο κόλπος εκτεινόταν
ανάµεσα από τις µυτερές ακτές και το Ιόνιο πέλαγος έκλεινε τον
ορίζοντα µε τη γαλανή του γραµµή. Κάποτε έβλεπες γυναίκες ντυµένες
µε διάφορα χρώµατα, να βγαίνουν από την αριστερή πτέρυγα και να
κατεβαίνουν σε µακριές σειρές, προς τη θάλασσα, από τη
δεντροστοιχία των κυπαρισσιών. Πήγαιναν να τελέσουν τη λειτουργία
τους στο ναό της Δήµητρας. Επίσης συχνά, από τη δεξιά πτέρυγα,
έβλεπες ν’ ανεβαίνουν άντρες λευκοντυµένοι στο ναό του Απόλλωνα.
Και δεν ήταν το µικρότερο θέλγητρο για τη φαντασία της νεολαίας το
να σκέπτεται ότι η σχολή των µυηµένων ήταν ταγµένη στην προστασία
των δυο αυτών θεοτήτων, η µία από τις οποίες, η Μεγάλη θεά, περιείχε
τα βαθιά µυστήρια της Γυναίκας και της Γης, ενώ η άλλη, ο ηλιακός
θεός, φανέρωνε τα µυστήρια του Άνδρα και του Ουρανού.
Χαµογελούσε, λοιπόν, έξω και πάνω από την πυκνοκατοι- κηµένη
πόλη το µικρό άστυ των εκλεκτών. Η ήρεµη γαλήνη του προσέλκυε τα
ευγενικά ένστικτα της νεότητας, αλλά δεν έβλεπε κανείς τίποτα απ’
όσα συνέβαιναν στο εσωτερικό του, κι ήταν γνωστό ότι δεν ήταν
εύκολο να γίνεις δεκτός εκεί µέσα. Ένας απλός φράκτης χρησίµευε για
την προστασία των κήπων του ιδρύµατος του Πυθαγόρα, ενώ η θύρα
της εισόδου έµενε πάντοτε ανοιχτή τη µέρα. Αλλά υπήρχε εκεί ένα
άγαλµα του Ερµή, που πάνω στο υπόβαθρό του διάβαζε κανείς: “Εκάς
οι βέβηλοι!”. Όλοι σέβονταν αυτή την προσταγή των Μυστηρίων.
Ο Πυθαγόρας ήταν πολύ δύσκολος στην εισαγωγή δοκίµων. Έλεγε
ότι “κάθε ξύλο δεν είναι κατάλληλο για να κάνει έναν Ερµή”. Οι νέοι
που ήθελαν να εισέλθουν στη συντροφιά έπρεπε να περάσουν ένα
διάστηµα δοκιµασίας. Αφού τους παρουσίαζαν οι γονείς τους ή ένας
από τους δασκάλους, τους επιτρεπόταν αρχικά να µπουν στο
Πυθαγόρειο Γυµνάσιο, όπου οι δόκιµοι επιδίδονταν στα παιχνίδια της
ηλικίας τους. Ο νέος παρατηρούσε, µε το πρώτο βλέµµα, ότι το
γυµνάσιο αυτό δεν έµοιαζε µε το γυµνάσιο της πόλης. Καµία δυνατή
κραυγή, καµία θορυβώδης συντροφιά, ούτε η γελοία φλυαρία, ούτε η
µάταια επίδειξη ισχύος των υποψηφίων αθλητών, που προκαλούσαν ο
ένας τον άλλο και επεδείκνυαν τους µυώνες τους· αλλά συντροφιές
νέων που ήταν γλυκοµίλητοι κι ευπαρουσίαστοι και περπατούσαν δυο-
δυο κάτω από τις στοές ή έπαιζαν µέσα στην κονίστρα. Προσκαλούσαν
το δόκιµο µε χάρη και απλότητα, να πάρει µέρος στη συντροφιά τους,
σαν να ήταν ένας από τους δικούς τους, χωρίς να τον καταµετρούν µε
ύποπτο βλέµµα ή µε κακεντρεχές µειδίαµα. Μέσα στην κονίστρα
ασκούνταν στο δρόµο, στο ακόντιο και το δίσκο. Εκτελούσαν επίσης
ψεύτικες µάχες, υπό µορφή δωρικών χορών, αλλά ο Πυθαγόρας είχε
αυστηρά εξοστρακίσει από το ίδρυµά του την πάλη σώµα µε σώµα,
λέγοντας ότι ήταν περιττό, και µάλιστα επικίνδυνο, το να
αναπτύσσεται η υπερηφάνεια και το µίσος µαζί µε τη ρώµη και την
ευκινησία· ότι οι άνθρωποι, που ήταν προορισµένοι να εφαρµόσουν τις
αρετές της φιλίας, δεν έπρεπε ν’ αρχίσουν µε το να ρίχνει κάτω ο ένας
τον άλλο και να κυλιούνται στην άµµο σαν τ’ άγρια θηρία· ότι ένας
αληθινός ήρωας ήξερε να πολεµά µε θάρρος αλλά χωρίς µανία· ότι το
µίσος µάς κάνει κατώτερους από έναν οποιονδήποτε αντίπαλο.
Ο νεοφερµένος άκουγε αυτά τα αξιώµατα του δασκάλου να
επαναλαµβάνονται από τους δόκιµους, που ήταν πολύ περήφανοι που
του µετέδιδαν την πρώιµη σοφία τους. Ταυτόχρονα, τον υποχρέωναν
να εκφράσει τη γνώµη του, να τους αντικρούσει ελεύθερα. Παίρνοντας
θάρρος από τα τέτοια προκαταρκτικά, ο δήθεν απλοϊκός φανέρωνε
µέσα σε λίγο χρόνο εντελώς την αληθινή του φύση. Ευτυχής, γιατί τον
ά- κουγαν και τον θαύµαζαν, ρητόρευε και εκτεινόταν όσο ήθελε. Σ’
αυτό το διάστηµα, οι δάσκαλοι τον παρατηρούσαν από κοντά, χωρίς
ποτέ να τον επιπλήξουν. Ο Πυθαγόρας ερχόταν απροσδόκητα να
παρακολουθήσει τις χειρονοµίες και τα λόγια του. Έδινε ιδιαίτερη
προσοχή στο βάδισµα και το γέλιο των νέων. Το γέλιο, έλεγε,
φ α ν ε ρ ώ ν ε ι τ ο χα ρ α κ τ ή ρ α µ ε α ν α µ φ ι σ β ή τ η τ ο τ ρ ό π ο κα ι κα µ ι ά
προσποίηση δεν µπορεί να οµορφύνει το γέλιο ενός κακού ανθρώπου.
Επίσης, είχε κάνει µια τόσο βαθιά µελέτη της ανθρώπινης
φυσιογνωµίας, ώστε µπορούσε να διαβάσει πάνω σ’ αυτήν το βάθος
της ψυχής 105 . Μ’ αυτές τις λεπτολόγους παρατηρήσεις, ο δάσκαλος
σχηµάτιζε µιαν ακριβή ιδέα για τους µελλοντικούς µαθητές του.
Μετά από µερικούς µήνες έρχονταν οι αποφασιστικές δοκιµασίες.
Ήταν κατά µίµηση της αιγυπτιακής µύησης, αλλά πολύ µετριασµένες
και προσαρµοσµένες στην ελληνική φύση, της οποίας η ευαισθησία δε
θα µπορούσε βέβαια να υποφέρει τους θανάσιµους τρόµους των
κρυπτών της Μέµφιδας και των Θηβών. Έβαζαν τον υποψήφιο
Πυθαγόρειο να περάσει τη νύχτα µέσα σ’ ένα σπήλαιο, στα περίχωρα
της πόλης, όπου ισχυρίζονταν ότι υπήρχαν τέρατα και φαντάσµατα.
Εκείνοι που δεν είχαν τη δύναµη να υποφέρουν τις πένθιµες
εντυπώσεις της µοναξιάς και της νύχτας και που αρνοΰνταν να µπουν
µέσα στη σπηλιά ή έφευγαν προτού ξηµερώσει, κρίνο- νταν πολύ
αδύνατοι για τη µύηση και τελικά αποβάλλονταν.
Η ηθική δοκιµασία ήταν σοβαρότερη. Ξαφνικά, δίχως προετοιµασία,
έκλειναν µια ωραία πρωία τον υποψήφιο µαθητή µέσα σ’ ένα
µελαγχολικό κι έρηµο κελί. Του άφηναν µια πλάκα και τον διέταζαν
ψυχρά να βρει την έννοια ενός πυθαγορείου συµβόλου, παραδείγµατος
χάριν: “Τι σηµαίνει το τρίγωνο το εγγεγραµµένο στον κύκλο;”. Ή
καλύτερα: “Γιατί το δωδεκάεδρο το εγγεγραµµένο στη σφαίρα είναι ο
αριθµός του σύµπαντος;”. Περνούσε δώδεκα ώρες µες στο κελί του, µε
την πλάκα του και το πρόβληµά του, δίχως άλλη συντροφιά παρά ένα
δοχείο νερό και λίγο ξερό ψωµί. Έπειτα,
τον οδηγούσαν σε µια αίθουσα, ενώπιον των συναθροισµένων
δοκίµων. Σ’ αυτήν την περίσταση αυτοί είχαν διαταγή να ειρωνεύονται
αλύπητα το δυστυχισµένο υποψήφιο, ο οποίος, άκεφος και
πεινασµένος, παρουσιαζόταν µπροστά τους ως ένοχος. “Να”, έλεγαν,
“ο καινούριος φιλόσοφος. Πώς είναι εµπνευσµένη η έκφρασή του! Θα
µας διηγηθεί τους στοχασµούς του. Μη µας κρύψεις ό,τι ανακάλυψες.
Θα περάσεις έτσι µε τη σειρά τους όλα τα σύµβολα. Ακόµη ένα µήνα
µε τέτοια δίαιτα, και θα γίνεις µεγάλος σοφός!”
Εκείνη ακριβώς τη στιγµή παρατηρούσε ο δάσκαλος τη στάση και
τη φυσιογνωµία του νέου, µε βαθιά προσοχή. Ο µαθητής, ερεθισµένος
από τη νηστεία, συντριµµένος από τους σαρκασµούς, ταπεινωµένος
γιατί δεν µπόρεσε να λύσει ενα ακατανόητο πρόβληµα, έπρεπε να
καταβάλει µεγάλη προσπάθεια, για να συγκρατείται. Μερικοί έκλαιγαν
από τη λύσσα τους, άλλοι απαντούσαν µε κυνικά λόγια, άλλοι, έξω
φρενών, έσπαζαν µε µανία την πλάκα τους, βρίζοντας ελεεινά τη
σχολή, το δάσκαλο και τους µαθητές του. Ο Πυθαγόρας εµφανιζόταν
τότε κι έλεγε ήρεµα ότι, αφού τόσο κακά υ- πέµειναν τη δοκιµασία του
εγωισµού, τους παρακαλούσε να µην ξανάρθουν πια σ’ ένα σχολείο για
το οποίο είχαν τόσο κακή ιδέα και όπου οι στοιχειώδεις αρετές έπρεπε
να είναι η φιλία και ο σεβασµός των δασκάλων. Ο διωγµένος
υποψήφιος έφευγε ντροπιασµένος και γινόταν κάποτε φοβερός εχθρός
του δεσµού, όπως ο περίφηµος εκείνος Κύλων, που αργότερα εξέγειρε
το λαό εναντίον των Πυθαγορείων κι επέφερε την καταστροφή του
δεσµού. Απεναντίας, εκείνοι που υπέµεναν τις προσβολές µε
σταθερότητα, που απαντούσαν στις προκλήσεις µε ορθές κι ευφυείς
σκέψεις και που δήλωναν ότι θα ήταν έτοιµοι να ξαναρχίσουν εκατό
φορές τη δοκιµασία για να πετύχουν ένα κοµµατάκι της σοφίας, αυτοί
γίνονταν επίσηµα δεκτοί στη µαθητεία και δέχονταν τα ενθουσιώδη
συγχαρητήρια των νέων τους συµµαθητών.
ίϋ) Βαθµός α' - Παρασκευή: Εκπαίδευση της νεολαίας προς καλύτερη ζωή
ΤΌΤΕ που ονοµαζόταν παρασκευή, και που
ΜΟΝΟ ΆΡΧΙΖΕ Η ΜΑΘΗΤΕΊΑ ,
διαρκούσε τουλάχιστον δύο χρόνια και µπορούσε να παραταθεί ως τα
πέντε. Οι µαθητευόµενοι ή ακουστικοί υπο-
βάλλονταν κατά τη διάρκεια των µαθηµάτων στον κανόνα της
απόλυτης σιωπής. Δεν είχαν το δικαίωµα ούτε να φέρουν καµιά
αντίρρηση στους δασκάλους τους, ούτε να συζητήσουν πάνω στη
διδαχή τους. Όφειλαν ν’ ακουνε τα µαθήµατα µε σεβασµό κι έπειτα να
µελετούν για πολλή ώρα µόνοι τους. Για να εντυπώσουν αυτόν τον
κανόνα µέσα στο πνεύµα του νέου ακροατή, του έδειχναν ένα άγαλµα
γυναίκας τυλιγµένης σε µακρύ πέπλο, η οποία είχε βαλµένο το
δάχτυλό της πάνω στο στόµα. Ήταν η Μούσα της σιωπής.
Ο Πυθαγόρας δεν πίστευε ότι οι νέοι ήταν ικανοί να καταλάβουν τη
γένεση και το τέλος των πραγµάτων. Φρονούσε ότι µε το να τους
ασκήσει στη διαλεκτική και τη λογική, προτού της δώσει το νόηµα της
αλήθειας, θα έβγαζε κούφια κεφάλια και φουσκωµένους σοφιστές.
Σκοπό είχε ν’ αναπτύξει προπάντων µέσα στους µαθητές του την
πρωταρχική και ανώτερη ικανότητα του ανθρώπου, τη διαίσθηση. Και
γι’ αυτό δε δίδασκε πράγµατα µυστηριώδη ή δύσκολα. Ξεκινούσε από
τα φυσικά αισθήµατα, από τα πρώτα καθήκοντα του ανθρώπου όταν
έρχεται στη ζωή, και αποδείκνυε τη σχέση τους µε τους παγκόσµιους
νόµους. Και αφού, πρώτα-πρώτα, χάραζε µέσα στους νέους την αγάπη
προς τους γονείς, το µεγάλωνε κατόπιν αυτό το συναίσθηµα,
εξοµοιώνοντας την ιδέα του πατέρα µε αυτήν του Θεού, του µεγάλου
δηµιουργού του σύµπαντος.
“Δεν υπάρχει τίποτα πιο σεβάσµιο”, έλεγε, “από την ιδιότητα του
πατέρα. Ο Όµηρος ονόµασε το Δία βασιλιά των θεών, αλλά για να
δείξει το µεγαλείο του, τον ονόµασε πατέρα των θεών και των
ανθρώπων”. Παροµοίαζε τη µητέρα µε τη γενναιόδωρη κι ευεργετική
φύση. Όπως η ουράνια Κυβέλη παράγει τα άστρα, όπως η Δήµητρα
γεννά τους καρπούς και τα λουλούδια της γης, έτσι κι η µητέρα τρέφει
το παιδί µε όλες τις χαρές. Ο γιος όφειλε, λοιπόν, να τιµά στο
πρόσωπο του πατέρα του και της µητέρας του τους αντιπροσώπους, τα
επίγεια οµοιώµατα των µεγάλων εκείνων θεοτήτων. Αποδει- κνύει
ακόµη ότι η αγάπη που έχει κανείς για την πατρίδα του προέρχεται από
την αγάπη που αισθάνθηκε για τη µητέρα του στην παιδική του ηλικία.
Οι γονείς µάς δίνονται όχι από σύµπτωση, όπως πιστεύει ο πολύς λαός,
αλλά από µια προγενέστερη και ανώτερη τάξη, που ονοµάζεται τύχη ή
ανάγκη.
Υποχρέωναν τους µαθητευόµενους να κάνουν συντροφιά δυο-δυο,
µε πρόσωπα της αρεσκείας τους. Ο νεότερος έπρε-
πε να ζητά από το µεγαλύτερο τις αρετές που και αυτός ο ίδιος
επεδίωκε κι οι δυο σύντροφοι όφειλαν να αλληλοπαρα- κινοΰνται για
καλύτερη ζωή. “Ο φίλος είναι ένας άλλος εαυτός µας. Πρέπει να τον
τιµούµε σαν θεό”, έλεγε ο δάσκαλος. Κι αν ο πυθαγόρειος κανονισµός
επέβαλλε στον ακροατή µα- θητευόµενο απόλυτη υποταγή στους
δασκάλους του, του έδινε όµως πλήρη ελευθερία ως προς τη φιλία.
Καθιστούσε µάλιστα τη φιλία κίνητρο όλων των αρετών, ποίηση της
ζωής, δρόµο του ιδεώδους.
Οι ατοµικές ενέργειες ξυπνούσαν µ’ αυτόν τον τρόπο, η ηθική
γινόταν ζωντανή και ποιητική, ο δε κανονισµός, επειδή γινόταν δεκτός
µε αγάπη, έπαυε να είναι υποχρέωση αναγκαστική και γινόταν η ίδια η
επιβεβαίωση µιας ατοµικότητας. Ο Πυθαγόρας ήθελε η υπακοή να
είναι µια συγκατάθεση. Επιπλέον, η ηθική διδασκαλία προετοίµαζε τη
φιλοσοφική διδασκαλία. Γιατί οι σχέσεις, που οι δάσκαλοι έθεταν
µεταξύ των κοινωνικών καθηκόντων και των αρµονιών του κόσµου,
έκαναν τους µαθητές να προαισθάνονται το νόµο των αναλογιών και
των παγκόσµιων συµφωνιών. Μέσα σ’ αυτό το νόµο εδρεύει η αρχή
των Μυστηρίων, της απόκρυφης διδασκαλίας και όλης της φιλοσοφίας.
Το πνεύµα του µαθητή συνήθιζε, έτσι, να βρίσκει το αποτύπωµα µιας
αόρατης τάξης πάνω στην ορατή πραγµατικότητα. Γενικά αξιώµατα,
σύντοµα παραγγέλµατα, άνοιγαν απόψεις στον ανώτερο εκείνο κόσµο.
Πρωί και βράδυ τα Χρυσά Έπη αντηχούσαν στα αυτιά του µαθητή µε
τους τόνους της λύρας:
Να αποδίδεις στους αθάνατους θεούς την καθιερωµένη λατρεία.
Να φυλάς έπειτα την πίστη σου.
Σ χ ο λ ι ά ζο ν τ α ς α υ τ ό τ ο α ξ ί ω µ α , α π ο δ ε ί κ ν υ α ν ό τ ι ο ι θ ε ο ί ,
διαφορετικοί κατ’ επιφάνεια, ήταν οι ίδιοι κατά βάθος σ’ όλους τους
λαούς, γιατί αντιστοιχούσαν στις ίδιες διανοητικές και θυµικές
ιδιότητες, οι οποίες ενεργούν µέσα σε ολόκληρο το σύµπαν. Ο σοφός,
λοιπόν, µπορούσε να τιµά τους θεούς της πατρίδας του, έχοντας
συγχρόνως για την ουσία τους ιδέα διαφορετική από το πλήθος.
Ανεξιθρησκία για όλες τις λατρείες, ενότητα των λαών µέσα στην
ανθρωπότητα, ενότητα των θρησκειών µέσα στην εσωτερική επιστήµη:
οι νέες αυτές ιδέες ζωγραφίζονταν αόριστα µέσα στο νου του
µαθητευόµε- νου, σαν µεγαλειώδεις θεότητες τις οποίες βλέπει κανείς
µέ-
σα στη λαµπρότητα του ηλιοβασιλέµατος. Κι η χρυσή λύρα συνέχιζε
τα σοβαρά της διδάγµατα:
Να σέβεσαι τη µνήµη των ευεργετών ηρώων, των ηµίθεων πνευµάτων.
Πίσω από τους στίχους αυτούς ο µαθητευόµενος έβλεπε να λάµπει,
καθώς µέσα από ένα πέπλο, η θεία Ψυχή, η ανθρώπινη ψυχή. Ο
ουράνιος δρόµος άστραφτε σαν πύραυλος φωτός. Διότι, µέσα στη
λατρεία των ηρώων και των ηµίθεων, ο µυηµένος έβλεπε το δόγµα της
µέλλουσας ζωής και το µυστήριο της παγκόσµιας εξέλιξης. Δε
φανέρωναν στο µαθη- τευόµενο το µεγάλο αυτό µυστικό, αλλά τον
προετοίµαζαν για να το κατανοήσει, µιλώντας του για µια ιεραρχία
όντων ανώτερων από την ανθρωπότητα, τα οποία ονοµάζονται ήρω- ες
κι ηµίθεοι και τα οποία είναι οι οδηγοί της κι οι προστάτες της.
Πρόσθεταν ότι τα όντα εκείνα χρησίµευαν ως διάµεσα µεταξύ του
ανθρώπου και της θεότητας, ότι µέσω αυτών µπορούσε ο άνθρωπος να
κατορθώσει βαθµιαία να πλησιάσει τη θεότητα, ασκώντας τις ηρωικές
και τις θείες αρετές. “Αλλά πώς να επικοινωνήσουµε µε τα αόρατα
αυτά πνεύµατα; Από που έρχεται η ψυχή; Που πηγαίνει; Και γιατί το
σκοτεινό εκείνο µυστήριο του θανάτου;”. Ο µαθητευόµενος δεν
τολµούσε να διατυπώσει τα ερωτήµατα αυτά, αλλά τα µάντευαν οι
δάσκαλοί του µέσα στο βλέµµα του. Και αντί άλλης απάντησης, του
έδειχναν αγωνιστές πάνω στη γη, αγάλµατα µες στους ναούς και
δοξασµένες ψυχές ψηλά στον ουρανό, “µέσα στο πύρινο φρούριο των
θεών”, όπου είχε φτάσει ο Ηρακλής.
Στα άδυτα των αρχαίων µυστηρίων όλοι οι θεοί ανάγονταν στο
µοναδικό κι υπέρτατο Θεό. Η αποκάλυψη αυτή, όταν την κατανοούσε
κανείς µε όλες της τις συνέπειες, γινόταν το κλειδί του Κόσµου. Και
γι’ αυτό την επιφύλασσαν εξ ολοκλήρου για την καθαυτό µύηση. Ο
µαθητευόµενος δεν ήξερε τίποτα σχετικό. Μόνο τον άφηναν να
διαβλέπει αυτήν την αλήθεια µέσω όσων του έλεγαν περί των
δυνάµεων της Μουσικής και του Αριθµού. Γιατί οι αριθµοί, δίδασκε ο
δάσκαλος, περιέχουν το µυστικό των πραγµάτων, ο δε Θεός είναι η
παγκόσµια αρµονία. Οι επτά ιεροί τρόποι, καµωµένοι πάνω στη βάση
των επτά τόνων του επταχόρδου, αντιστοιχούν στα επτά χρώµατα του
φωτός, στους επτά πλανήτες και στους επτά
τρόπους ύπαρξης, οι οποίοι αναπαράγονται µέσα σ’ όλες τις
σφαίρες της υλικής και της πνευµατικής ζωής, από τη µικρότερη ως τη
µεγαλύτερη. Οι µελωδίες των τρόπων αυτών, όταν εγχέονταν σοφά
µέσα στην ψυχή, έπρεπε να τη ρυθµίζουν και να την καθιστούν
αρκούντως αρµονική, ώστε να δονείται αυτή αρµονικά στην πνοή της
αλήθειας.
Στον καθαρµό αυτό της ψυχής αντιστοιχούσε αναγκαστικά ο
καθαρµός του σώµατος, ο οποίος επιτυγχανόταν µε την υγιεινή και την
αυστηρή πειθαρχία των ηθών. Το να νικάς τα πάθη σου ήταν το πρώτο
καθήκον της µύησης. Εκείνος που δεν κάνει αρµονία την ίδια του την
ύπαρξη δεν µπορεί να στοχαστεί τη θεία αρµονία. Εντούτοις, το
ιδανικό της πυθαγόρειας ζωής δεν είχε τίποτα το κοινό µε την
ασκητική ζωή, γιατί ο γάµος θεωρούνταν σε αυτήν άγιος. Όµως,
συνιστού- σαν την αγνότητα στους µαθητευόµενους και την εγκράτεια
στους µυηµένους, ως δύναµη και τελειοποίηση. “Μην υποχωρείς στη
φιληδονία παρά µόνο όταν θα συγκατατεθεις να γίνεις κατώτερος του
εαυτού σου”, έλεγε ο δάσκαλος. Πρόσθετε ότι η φιληδονία δεν
υφίσταται αυτή καθαυτή και την παρέβαλλε µε “το τραγούδι των
Σειρήνων, οι οποίες, όταν τις πλησιάζει κανείς, εξαφανίζονται και δεν
αφήνουν να βρεις στη θέση τους παρά µόνο σπασµένα κόκαλα και
µατωµένες σάρκες, πάνω σε έναν άγριο βράχο θαλασσοφαγωµένο. Ενώ
η αληθινή χαρά µοιάζει µε τη µελωδία των Μουσών, που αφήνει µες
στην ψυχή µια ουράνια αρµονία”. Ο Πυθαγόρας πίστευε στις αρετές
της µυηµένης γυναίκας, αλλά δυσπιστού- σε πολύ προς τη φυσική
γυναίκα. Σ’ ένα µαθητή που τον ρώτησε πότε θα του επιτρεπόταν να
πλησιάσει γυναίκα, απάντησε ειρωνικά: “Όταν θα κουραστείς από την
ανάπαυσή σου”.
Η πυθαγόρεια µέρα κανονιζόταν κατά τον εξής τρόπο: µόλις ο
φλογερός δίσκος του ήλιου πρόβαλλε από τα κύµατα του Ιονίου
πελάγους και χρύσωνε τους στύλους του ναού των Μουσών, ο οποίος
βρισκόταν πάνω από την κατοικία των µυ- ηµένων, οι νεαροί
Πυθαγόρειοι έψελναν έναν ύµνο στον Απόλλωνα, εκτελώντας ένα
δωρικό χορό, ανδροπρεπούς κα ιερού χαρακτήρα. Μετά τις
επιβεβληµένες πλύσεις, έκαναν έναν περίπατο στο ναό, σιωπώντας.
Κάθε ξύπνηµα είναι µια ανάσταση, η οποία έχει το άνθος της
αθωότητας. Η ψυχή έπρεπε να συγκεντρώνεται στον εαυτό της κατά
την έναρξη της µέρας και να µένει παρθένα για το πρωινό µάθηµα. Στο
ιερό δάσος, µαζεύονταν γύρω από το δάσκαλο ή από τους
ερµηνευτές του και το µάθηµα συνεχιζόταν κάτω από τη δροσιά των
µεγάλων δέντρων ή κάτω από τη σκιά των στοών. Το µεσηµέρι, έκαναν
µια προσευχή στους ήρωες, στα αγαθοποιό πνεύµατα. Η εσωτερική
παράδοση υπέθετε ότι τα αγαθά πνεύµατα προτιµούν να πλησιάζουν τη
γη όσο ακόµη ακτινοβολεί ο ήλιος, ενώ τα κακά πνεύµατα συχνάζουν
στη σκιά και σκορπίζονται µέσα στην ατµόσφαιρα µε τον ερχοµό της
νύχτας. Το λιτό γεύµα του µεσηµεριού αποτελούνταν γενικά από ψωµί,
µέλι κι ελιές. Το απόγευµα ήταν αφιερωµένο στις γυµναστικές
ασκήσεις, έπειτα στη µελέτη, σε στοχασµούς και σε διανοητική
εργασία πάνω στο πρωινό µάθηµα. Μετά τη δύση του ηλίου, έκαναν
µια προσευχή όλοι µαζί, έψελναν έναν ύµνο στους κοσµογονικούς
θεούς, στον Ουράνιο Δία, την Αθηνά Πρόνοια, την Άρτεµη προστάτρια
των νεκρών. Σ’ αυτό το διάστηµα, ο στύρακας, το µάννα ή το λιβάνι
καίγονταν πάνω στο βωµό, στο ύπαιθρο, και ο ύµνος ανα- µειγµένος
µε την ευωδιά, ανέβαινε προς τον ουρανό γλυκά µες στο λυκόφως, ενώ
τα πρώτα αστέρια φαίνονταν στο ω- χρογάλανο στερέωµα. Η µέρα
τέλειωνε µε το δείπνο, µετά από το οποίο ο νεότερος διάβαζε κάτι που
το σχολίαζε ο γερο- ντότερος. Έτσι περνούσε η πυθαγόρεια µέρα,
κρυσταλλένια σαν βρύση, διαφανής σαν ασυννέφιαστη αυγή.
Το έτος ρυθµιζόταν σύµφωνα µε τις µεγάλες αστρονοµικές γιορτές.
Έτσι, η επιστροφή του Υπερβόρειου Απόλλωνα και ο εορτασµός των
Μυστηρίων της Δήµητρας συγκέντρωναν τους µαθητευόµενους και
τους µυηµένους όλων των βαθµών, άντρες και γυναίκες. Έβλεπες εκεί
κο ρ ί τ σ ι α π ο υ έ π α ι ζα ν λύ ρ ε ς α π ό ε λ ε φ α ν τ ό δ ο ν τ ο κα ι γ υ ν α ί κ ε ς
παντρεµένες, µε πέπλους που είχαν το χρώµα της πορφύρας, να
εκτελούν διαδοχικούς χορούς, συνοδευόµενους από τραγούδια, µε τις
αρµονικές κινήσεις της στροφής και της αντιστροφής, τις οποίες
αργότερα µιµήθηκε η τραγωδία. Κατά τις µεγάλες αυτές γιορτές, όπου
η θεότητα φαινόταν σαν να ήταν παρούσα µέσα στη χάρη των µορφών
και των κινήσεων, µέσα στην εντυπωσιακή µελωδία των χορών, ο
µαθητευόµενος είχε ένα κάποιο προαίσθηµα για τις απόκρυφες
δυνάµεις, τους παντοδύναµους νόµους του έµψυχου σύµπαντος, του
απέραντου και διαφανούς ουρανού.
Οι γάµοι και οι επικήδειες ακολουθίες είχαν χαρακτήρα πιο
οικογενειακό, αλλά όχι για τούτο λιγότερο επίσηµο. Έ-
καναν και µια πρωτότυπη τελετή για να εξάπτει τη φαντασία. Όταν
ένας µαθητευόµενος απερχόταν εκούσια από το ίδρυµα για ν’ αρχίσει
ξανά την κοινή ζωή, ή όταν ένας µαθητής είχε προδώσει κάποιο
µυστικό της διδασκαλίας, πράγµα που συνέβη µόνο µια φορά, οι
µυηµένοι του ανήγειραν τάφο µες στον περίβολο, σαν να ήταν νεκρός.
Ο δάσκαλος έλεγε: “Είναι περισσότερο νεκρός από τους νεκρούς, γιατί
ξαναγυ- ρισε στην κακή ζωή. Το σώµα του περπατά ανάµεσα στους
ανθρώπους, αλλά η ψυχή του είναι νεκρή. Ας την κλάψουµε”. Και ο
τάφος αυτός, που αναγειρόταν σε ένα ζωντανό, τον καταδίωκε σαν να
ήταν το ίδιο του το φάντασµα και σαν ένας απαίσιος οιωνός.
ίν) Βαθµός β' - Κάθαρση: Οτ αρτθµοί - Η θεογονία
ΉΤΑΝ ΜΙΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΈΝΗ ΜΕΡΑ , µια “χρυσή µέρα”, όπως έλεγαν οι αρχαίοι,
εκείνη κατά την οποία ο Πυθαγόρας δεχόταν το µαθητευόµενο στην
κατοικία του και τον υποδεχόταν επίσηµα στις τάξεις των µαθητών
του. Ο µαθητής έµπαινε από την αρχή σε συνεχείς και απευθείας
επαφές µε το δάσκαλο. Εισερχόταν στην εσωτερική αυλή της κατοικίας
του, που ήταν προορισµένη για τους έµπιστους του. Από εκεί
προκύπτει η ονοµασία οι έσω, που αντιτίθεται στην οι έξω. Τότε άρχιζε
η αληθινή µύηση.
Η αποκάλυψη αυτή συνίστατο σε µια πλήρη και λελογισµένη
έκθεση της απόκρυφης διδασκαλίας —από τις αρχές της, οι οποίες
περιέχονταν στη µυστηριώδη επιστήµη των αριθµών, ως τις τελευταίες
σ υ ν έ π ε ι ε ς τ η ς π α γ κό σ µ ι α ς ε ξ έ λ ι ξ η ς , τ α π ε π ρ ω µ έ ν α κ α ι τ ο υ ς
υπέρτατους σκοπούς της θείας Ψυχής και της ανθρώπινης ψυχής. Η
επιστήµη αυτή των αριθµών ήταν γνωστή µε διάφορα ονόµατα στους
ναούς της Αίγυπτου και της Ασίας. Κι επειδή παρείχε το κλειδί της
όλης διδασκαλίας, την έκρυβαν επιµελώς από το κοινό. Οι αριθµοί, τα
γράµµατα, τα γεωµετρικά σχήµατα ή οι ανθρώπινες παραστάσεις, που
χρησίµευαν ως σηµεία στην άλγεβρα αυτή του απόκρυφου κόσµου, δεν
κατανοούνταν παρά µόνο από το µυηµένο. Αυτός δεν αποκάλυπτε το
νόηµά τους στους µαθητευόµενους παρά µόνο αφού έπαιρνε απ’
αυτούς την υπόσχεση της σιωπής. Ο Πυθαγόρας διατύπωσε την
επιστήµη αυτή µέσα σ’ ένα βιβλίο που έγραψε ο ίδιος και ονοµαζόταν
Ιερός Λόγος. Το βιβλίο αυτό δε σώθηκε καθόλου στις µέρες µας, αλλά
τα µεταγενέστερα συγγράµµατα των Πυθαγορείων Φιλολάου, Αρχύτα
και Ιεροκλή, οι διάλογοι του Πλάτωνα, οι πραγµατείες του
Αριστοτέλη, του Πορφΰριου, του Ιάµβλιχου µας κάνουν να
γνωρίσουµε τα στοιχεία του και, αν αυτά πα- ρέµειναν µυστήρια για
τους συγχρόνους φιλοσόφους, αυτό προέρχεται από το ότι δεν µπορεί
κανείς να καταλάβει το νόηµά τους και τη σηµασία τους παρά µόνο µε
τη σύγκριση των εσωτερικών διδασκαλιών της Ανατολής.
Ο Πυθαγόρας ονόµαζε τους µαθητές του µαθηµατικούς, γιατί η
ανώτερη διδαχή του άρχιζε µε τη διδασκαλία των αριθµών. Αλλά τα
ιερά αυτά µαθηµατικά ή “επιστήµη των αρχών” ήταν συγχρόνως πιο
υπερβατικά και ζωντανά από τα κοινά µαθηµατικά, τα µόνα που
γνωρίζουν οι δικοί µας επιστήµονες και φιλόσοφοι. Ο ΑΡΙΘΜΟΣ σ’
εκείνα τα µαθηµατικά δε θεωρούνταν µια αφηρηµένη ποσότητα, αλλά
ενυπάρχουσα κι ενεργός αρετή του υπέρτατου ΕΝΟΣ, του Θεού, πηγής
της παγκόσµιας αρµονίας. Η επιστήµη των αριθµών ήταν η επιστήµη
των ζωντανών δυνάµεων, των θείων ικανοτήτων, οι οποίες δρουν µέσα
στους κόσµους και τον άνθρωπο, στο µακρόκοσµο και το
µικρόκοσµο... Ο Πυθαγόρας, λοιπόν, διεισ- δύοντας σ’ αυτούς,
διαχωρίζοντάς τους κι εξηγώντας το ρόλο τους, έκανε ακριβώς µια
θεογονία ή µια λογική θεολογία.
Μια αληθινή θεολογία θα έπρεπε να παρέχει τις αρχές όλων των
επιστηµών. Δε θα είναι αυτή η επιστήµη του Θεού, παρά µόνο αν
αποδεικνύει την ενότητα και την αλληλουχία των επιστηµών της
φύσης. Δεν αξίζει το όνοµά της, παρά µόνο υπό τον όρο να αποτελεί
το όργανο και τη σύνθεση όλων των άλλων. Λοιπόν, να ακριβώς ο
ρόλος που έπαιζε στους αιγυπτιακούς ναούς η γνώση του ιερού λόγου,
που διατυπώθηκε και µε ακρίβεια προσδιορίστηκε από τον Πυθαγόρα,
υπό το όνοµα της επιστήµης των αριθµών. Είχε την αξίωση ότι έδινε
το κλειδί της ύπαρξης, της επιστήµης και της ζωής. Ο µαθητευόµενος,
καθοδηγούµενος από το δάσκαλο, όφειλε να αρχίσει από το να
εξετάζει τις αρχές της ίδιας του της διάνοιας, προτού παρακολουθήσει
τις πολλαπλές εφαρµογές της µέσα στο οµόκεντρο άπειρο των σφαιρών
της εξέλιξης.
Ένας νεότερος ποιητής διαισθάνθηκε αυτή την αλήθεια, όταν µας
παρουσιάζει το Φάουστ να κατεβαίνει κάτω στις Μητέρες, για να
δώσει ζωή στο φάντασµα της Ελένης. Ο Φάουστ αρπάζει το µαγικό
κλειδί, η γη ανοίγει κάτω από τα πό-
δια του, τον πιάνει ίλιγγος, βυθίζεται µέσα στο στενό των χώρων.
Τέλος, φτάνει στις Μητέρες, οι οποίες επαγρυπνοΰν πάνω από τις
πρότυπες µορφές του µεγάλου Παντός και κάνουν να προβάλλουν τα
όντα από τη µήτρα των αρχέτυπων. Οι Μητέρες αυτές είναι οι Αριθµοί
του Πυθαγόρα, οι θείες δυνάµεις του κόσµου. Ο ποιητής µάς µετέδωσε
το ρίγος της δικής του σκέψης µπροστά στο βύθισµα του ήρωά του
µέσα στις αβύσσους του Αβυθοµέτρητου. Για τον αρχαίο µυηµένο,
µέσα στον οποίο η άµεση όραση της διάνοιας ξυπνούσε λίγο- λίγο σαν
µια καινούρια αίσθηση, η εσωτερική αυτή αποκάλυψη έµοιαζε µάλλον
µε µια ανάβαση ψηλά στο διάπυρο ήλιο της Αλήθειας, απ’ όπου
παρατηρούσε αυτός, µέσα στην πλησµονή του Φωτός, τα όντα και τις
µορφές, που προβάλλονταν µέσα στο στρόβιλο των ζωών µε τη
βοήθεια µια ιλιγγιώδους ακτινοβολίας.
Δεν έφτανε, βέβαια, σε µια µέρα στην εσωτερική αυτή κατοχή της
αλήθειας, όπου ο άνθρωπος πραγµατοποιεί την παγκόσµια ζωή µέσω
της συγκέντρωσης των ικανοτήτων του. Χρειάζονταν γι’ αυτό χρόνια
εξάσκησης και η τόσο δύσκολη αρµονία της διάνοιας και της θέλησης.
Προτού χειριστεί κανείς το δηµιουργό λόγο —και πόσο λίγοι το
κατορθώνουν αυτό!— πρέπει να ψελλίσει τον ιερό λόγο γράµµα προς
γράµµα, συλλαβή προς συλλαβή.
Ο Πυθαγόρας είχε τη συνήθεια να κάνει τα µαθήµατά του µέσα στο
ναό των Μουσών. Οι άρχοντες του Κρότωνα είχαν φροντίσει να
κτιστεί ο ναός αυτός, κατά ρητή αίτηση του Πυθαγόρα και σύµφωνα
µε τις υποδείξεις του, πολύ κοντά στην κατοικία του, µέσα σ’ έναν
κλειστό κήπο. Μόνο οι µαθητές του δεύτερου βαθµού εισχωρούσαν
εκεί µαζί µε το δάσκαλο. Στο εσωτερικό του περιφερικού εκείνου ναού
έβλεπες τις εννέα Μούσες µαρµάρινες. Όρθια, στο κέντρο, αγρυπνούσε
η Εστία, τυλιγµένη µ’ ένα πέπλο, επίσηµη και µυστηριώδης. Με το
αριστερό χέρι προστάτευε τη φλόγα µιας εστίας και µε το δεξί έδειχνε
τον ουρανό. Για τους Έλληνες, όπως και για τους Ρωµαίους, η Εστία
είναι ο φύλακας του θεϊκού στοιχείου που ενυπάρχει µέσα σε κάθε
πράγµα. Επειδή είναι συνείδηση του θείου πυρός, έχει το βωµό της
στο ναό των Δελφών, στο Πρυτανείο των Αθηνών, αλλά και στη
µικρότερη εστία. Στο ιερό του Πυθαγόρα συµβόλιζε τη θεία και
κεντρική Επιστήµη ή τη Θεογονία. Γύρω της, οι εσωτερικές Μούσες
έφεραν, εκτός από τα ονόµατά τους της παράδοσης και της µυ-
θολογίας, και το όνοµα των απόκρυφων επιστηµών και των ιερών
τεχνών, των οποίων ήταν προστάτιδες. Η Ουρανία είχε την αστρονοµία
και την αστρολογία, η Πολύµνια την επιστήµη των ψυχών στην άλλη
ζωή και την τέχνη της µαντείας, η Μελποµένη, µε την τραγική της
π ρ ο σ ω π ί δ α , τ η ν ε π ι σ τ ή µ η τ η ς ζω ή ς κα ι τ ο υ θ α ν ά τ ο υ , τ ω ν
µεταµορφώσεων και των αναγεννήσεων. Οι τρεις αυτές ανώτερες
Μούσες αποτελούσαν µαζί την ουράνια κοσµογονία ή φυσική. Η
Καλλιόπη, η Κλειώ και η Ευτέρπη προΐσταντο της επιστήµης του
ανθρώπου ή της ψυχολογίας, µε τις αντίστοιχες τέχνες της: την
ιατρική, τη µαγεία, την ηθική. Η τελευταία οµάδα, Τερψιχόρη, Ερατώ,
Θάλεια, περιλάµβανε τη γήινη φυσική, την επιστήµη των στοιχείων,
των λίθων, των φυτών και των ζώων.
Έτσι, από την πρώτη στιγµή, ο οργανισµός των επιστηµών,
αντιγραµµένος από τον οργανισµό του συµπαντος, εµφανιζόταν στο
µαθητή µέσα στο ζωντανό κύκλο των Μουσών, οι οποίες φωτίζονταν
από τη θεία φλόγα. Αφού οδηγούσε τους µαθητές του στο µικρό αυτό
ιερό, ο Πυθαγόρας άνοιγε το βιβλίο του Λόγου και άρχιζε την
εσωτερική διδαχή του.
“Αυτές οι Μούσες”, έλεγε, “δεν είναι παρά τα γήινα οµοιώµατα των
θείων δυνάµεων, των οποίων την άυλη κι υπέρτατη ωραιότητα
πρόκειται να αντικρίσετε µέσα σας. Όπως αυτές παρατηρούν το Πυρ
της Εστίας, από το οποίο απορρέουν και το οποίο δίνει σ’ αυτά την
κίνηση, το ρυθµό και τη µελωδία, έτσι κι εσείς πρέπει να βυθιστείτε
µέσα στο κεντρικό Πυρ του συµπαντος, µέσα στο θείο Πνεύµα, για να
διαχυθείτε µαζί µ’ αυτό στις ορατές εκδηλώσεις του”. Τότε, µε δυνατό
και τολµηρό χέρι, ο Πυθαγόρας ανέβαζε τους µαθητές του ψηλά στον
κόσµο των µορφών και των πραγµατικοτήτων. Έσβηνε το χρόνο και το
χώρο και τους έκανε να κατέβουν µαζί του µέσα στη µεγάλη Μονάδα,
στην ουσία του αδηµιούργητου Όντος.
Ο Πυθαγόρας ονόµαζε το ον αυτό “το πρώτο Ένα”, το συνθεµένο
από αρµονία, το αρσενικό Πυρ το οποίο διαπερνά το παν, το Πνεύµα
το οποίο κινείται από µόνο του, το Αδιαίρετο και το µέγα Ανεκδήλωτο,
του οποίου τη δηµιουργό σκέψη φανερώνουν οι εφήµεροι κόσµοι· το
Μοναδικό, το Αιώνιο, το Αµετάβλητο, κρυµµένο κάτω από τα
πολλαπλά πράγµατα, τα οποία περνούν κι αλλάζουν.
“Η καθαυτό ουσία διαφεύγει του ανθρώπου”, λέει ο Πυθαγόρειος
Φιλόλαος. “Δε γνωρίζει αυτός παρά τα πράγµατα του
κόσµου αυτού, όπου το πεπερασµένο συνδυάζεται µε το άπειρο. Και
πώς µπορεί να τα γνωρίσει; Μπορεί, γιατί υπάρχει µεταξύ αυτού και
των πραγµάτων µια αρµονία, µια σχέση, ένα κοινό στοιχείο. Και το
στοιχείο αυτό είναι δοσµένο από τον Ένα, ο οποίος δίνει µαζί µε την
ουσία, το µέτρο και τη νοητικότητα. Είναι το κοινό µέτρο µεταξύ του
αντικειµένου και του υποκειµένου, το λογικό των πραγµάτων, µέσω
του οποίου η ψυχή µετέχει στο ύπατο λογικό του Ενός”. 106
Αλλά πώς να το πλησιάσουµε αυτό το ασύλληπτο Ον; Είδε ποτέ του
κανείς τον κύριο του χρόνου, την ψυχή του ήλιου, την πηγή των
διανοιών; Όχι - και µόνο αν γίνεις ένα µε αυτό, εισδύεις στην ουσία
του. Μοιάζει µε µια αόρατη φωτιά, τοποθετηµένη στο κέντρο του
σύµπαντος, της οποίας η ευκίνητη φλόγα κυκλοφορεί µέσα σ’ όλους
τους κόσµους και κινεί την περιφέρεια. Πρόσθετε ότι το έργο της
µύησης ήταν να µας πλησιάσει στο µεγάλο Ον, µε το να µας κάνει να
του µοιάσουµε, γινόµενοι όσο το δυνατό τέλειοι, κυριαρχώντας πάνω
στα πράγµατα µε τη διάνοια, µε το να γινόµαστε µε αυτό τον τρόπο
ενεργητικοί, όπως εκείνο, και όχι παθητικοί, όπως τα πράγµατα. “Η
δική σας ύπαρξη, η ψυχή σας δεν είναι ένας µικρόκοσµος, ένα µικρό
σύµπαν; Ωστόσο, είναι γεµάτη από θύελλες και δυσαρµονίες. Ε,
λοιπόν, πρόκειται να πραγµατοποιήσουµε µέσα της την ενότητα µέσα
στην αρµονία. Τότε και µόνο τότε, ο Θεός θα κατέβει µέσα στη
συνείδησή σας, τότε θα µετάσχετε στη δύναµή του και θα κάνετε τη
συνείδησή σας πέτρα της εστίας, βωµό της Εστίας, θρόνο του Δία!”
Ο Θεός, η αδιαίρετη ουσία, έχει λοιπόν ως αριθµό τη Μονάδα, η
οποία περιέχει το Άπειρο. Ως όνοµα έχει το όνοµα του Πατέρα, του
Δηµιουργού ή του Αιώνιου Άρρενος, και ως σήµα έχει το ζωντανό
Πυρ, σύµβολο του Πνεύµατος, ουσία του Παντός. Να η πρώτη από τις
αρχές.
Αλλά οι θείες ιδιότητες είναι όµοιες µε το µυστικό λωτό, που ο
Αιγύπτιος µυηµένος, πλαγιασµένος στο φέρετρό του, βλέπει να
φυτρώνει µέσα από τη σκοτεινή νύχτα. Στην αρχή, δεν είναι παρά ένα
λαµπερό σηµείο, έπειτα όµως ανοίγει σαν λουλούδι και το διάπυρο
κέντρο του αναπτύσσεται σαν ρόδο φωτός µε χίλια φύλλα. Ο
Πυθαγόρας έλεγε ότι η µεγάλη Μονάδα ενεργεί σαν δηµιουργική
Δυάδα. Από τη στιγµή που ο Θεός εκδηλώνεται, είναι διπλός,
αδιαίρετη ουσία και διαιρετή υπόσταση, αρσενική αρχή, ενεργητική,
εµψυχωτική, και
θηλυκή αρχή, παθητική ή έµψυχη πλαστική ύλη. Η Δυάδα, λοιπόν,
παρίστανε την ένωση του Αιώνιου Άρρενος και του Αιώνιου Θηλυκού
µέσα στο Θεό, δηλαδή την ένωση των δύο θείων ουσιωδών και
αντίστοιχων ιδιοτήτων. Ο Ορφέας είχε εκφράσει ποιητικά αυτή την
ιδέα µε το στίχο: “Ο Ζευς είναι ο θείος κι η θεία Σύζυγος”. Όλοι οι
πολυθεϊσµοί είχαν συνείδηση της ιδέας αυτής διαισθητικά,
παριστάνοντας τη θεότητα άλλοτε µεν µε αρσενική µορφή, άλλοτε δε
µε θηλυκή µορφή.
Και αυτή η ζωντανή, η αιώνια Φύση, η µεγάλη αυτή Σύζυγος του
Θεού, δεν είναι µόνο η γήινη φύση, αλλά κι η ουράνια φύση, η αόρατη
στα µάτια της σάρκας, η Ψυχή του κόσµου, το πρωταρχικό Φως,
εναλλάξ Μαία, Ίσις ή Κυβέλη, η οποία, παλλόµενη πρώτη αυτή υπό
την επήρεια της θείας ώθησης, περικλείει τις ουσίες όλων των ψυχών
και τους πνευµατικούς τύπους όλων των όντων. Είναι έπειτα η
Δήµητρα, η ζωντανή γη και κάθε άλλη γη, µαζί µε τα σώµατα που όλες
τους περικλείουν και όπου οι ψυχές εκείνες έρχονται να ενσαρκωθούν.
Είναι έπειτα η Γυναίκα, σύντροφος του Άνδρα. Στην ανθρωπότητα, η
Γυναίκα αντιπροσωπεύει τη φύση. Η τέλεια εικόνα του Θεού δεν είναι
ο Άνδρας µόνος, αλλά ο Άν- δρας κι η Γυναίκα. Από εκεί, η
ακατανίκητη, µαγική και µοιραία έλξη τους, από εκεί η µέθη του
Έρωτα, µέσα στην οποία παίζεται το όνειρο των άπειρων δηµιουργιών
και µέσα στην οποία υπάρχει το θαµπό προαίσθηµα ότι το Αιώνιο Άρ-
ρεν και το Αιώνιο Θήλυ απολαµβάνουν µια τέλεια ένωση στον κόλπο
του Θεού. “Τιµή, λοιπόν, στη Γυναίκα, επί της γης και στον ουρανό”,
έλεγε ο Πυθαγόρας, µαζί µε όλους τους αρχαίους µυηµένους. “Μας
κάνει να κατανοήσουµε εκείνη τη µεγάλη Γυναίκα, τη Φύση. Ας είναι
η καθαγιασµένη της εικόνα και ας µας βοηθάει να ανεβούµε βαθµιαία
ως τη µεγάλη Ψυχή του Κόσµου, η οποία γεννά, συντηρεί και
ανανεώνει, και µέχρι τη θεία Κυβέλη, η οποία σέρνει το λαό των
ψυχών µέσα στο φωτερό της µανδύα”.
Η Μονάδα παριστάνει την ουσία του Θεού, η Δυάδα τη γεννητική
και αναπαραγωγική ιδιότητά του. Η τελευταία αυτή γεννά τον κόσµο,
ο οποίος είναι η ορατή ανάπτυξη του Θεού στο χώρο και στο χρόνο.
Λοιπόν ο πραγµατικός κόσµος είναι τριπλός. Διότι, όπως ο άνθρωπος
αποτελείται από τρία στοιχεία, ξεχωριστά µεν αλλά συγχωνευµένα το
ένα στο άλλο, δηλαδή το σώµα την ψυχή και το πνεύµα, όµοια και το
σύµπαν είναι διαιρεµένο σε τρεις οµόκεντρες σφαίρες: το
φυσικό κόσµο, τον ανθρώπινο κόσµο και το θείο κόσµο. Η Τριάδα ή
ο νόµος της Τριττΰος είναι λοιπόν ο θεµελιώδης νόµος των πραγµάτων
και το αληθινό κλειδί της ζωής. Διότι συναντάται σ’ όλες τις βαθµίδες
της κλίµακας της ζωής, από τη συγκρότηση του οργανικού κυττάρου,
µ έ σ α σ τ η φ υ σ ι ο λ ο γ ι κ ή σ υ γ κ ρ ό τ η σ η τ ο υ ζω ι κο ύ σ ώ µ α τ ο ς , σ τ η
λειτουργία του αρτηριακού συστήµατος και του εγκεφαλονωτιαίου
συστήµατος, µέχρι την υπερφυσική σύσταση του ανθρώπου και αυτήν
του σύµπαντος και του Θεού. Έτσι φανερώνει αυτός ο νόµος στο
έκθαµβο πνεύµα, ως δια µαγείας, την εσωτερική κατασκευή του
σύµπαντος, δείχνει τις άπειρες αντιστοιχίες του µακρόκοσµου και του
µικρόκοσµου. Ενεργεί όπως ένα φως, το οποίο θα περνούσε µέσα στα
σώµατα για να τα καταστήσει διαφανή, και κάνει ώστε να λάµπουν οι
κόσµοι, µικροί και µεγάλοι σαν ισάριθµοι µαγικοί φανοί. Ας
εξηγήσουµε αυτόν το νόµο µε την ουσιώδη αντιστοιχία του ανθρώπου
και του σύµπαντος.
Ο Πυθαγόρας παραδεχόταν ότι το πνεύµα του ανθρώπου ή ο νους
κρατά από το Θεό την αθάνατη φύση, την αόρατη και απόλυτα
ενεργητική. Διότι το πνεύµα είναι εκείνο που κινείται µε δική του
πρωτοβουλία. Το σώµα το ονόµαζε θνητό του µέρος, διαιρετό και
παθητικό. Είχε τη γνώµη ότι εκείνο που εµείς καλούµε ψυχή είναι µεν
στενά ενωµένο µε το πνεύµα, αλλά είναι σχηµατισµένο από ένα τρίτο
και διάµεσο στοιχείο, το οποίο προέρχεται από το κοσµικό ρευστό. Η
ψυχή λοιπόν µοιάζει µε ένα αιθέριο σώµα, το οποίο υφαίνει και
κατασκευάζει για τον εαυτό του το πνεύµα. Χωρίς το αιθέριο αυτό
σώµα, το υλικό σώµα δε θα µπορούσε να εµψυχωθεί και δε θα ήταν
παρά µια µάζα αδρανής και δίχως ζωή 107 . Η ψυχή έχει µορφή όµοια µε
αυτή του σώµατος που ζωογονεί, ε- πιζεί όµως µετά τη διάλυση ή το
θάνατο του σώµατος. Γίνεται τότε, κατά την έκφραση του Πυθαγόρα,
που την επανέλαβε και ο Πλάτων, το λεπτό άρµα, το οποίο υψώνει το
πνεύµα προς τις θείες σφαίρες ή το αφήνει να ξαναπέσει µέσα στις
σκοτεινές χώρες της ύλης, ανάλογα µε το αν είναι περισσότερο ή
λιγότερο αγαθό ή κακό.
Η συγκρότηση λοιπόν και η εξέλιξη του ανθρώπου
επαναλαµβάνεται σε αύξοντες κύκλους, πάνω σ’ όλη την κλίµακα των
όντων και µέσα σ’ όλες τις σφαίρες. Όπως η ανθρώπινη Ψυχή παλεύει
µεταξύ του πνεύµατος που την έλκει και του σώµατος που τη
συγκρατεί, έτσι κι η ανθρωπότητα εξελίσσε-
ται µεταξύ του φυσικοΰ και του ζωικού αφενός κόσµου, µέσα στον
οποίο βυθίζεται µε τις γήινες ρίζες της, και αφετέρου του θείου
κόσµου των αγνών πνευµάτων, όπου είναι η ουράνια πηγή της και
προς τον οποίο αποβλέπει να ανυψωθεί. Και ό,τι συµβαίνει στην
ανθρωπότητα, συµβαίνει πάνω σ’ όλη τη γη και µέσα σ’ όλα τα ηλιακά
συστήµατα, µε αναλογίες πάντοτε διαφορετικές και µε τρόπους
πάντοτε νέους. Να εκτείνετε τον κύκλο µέχρι το άπειρο και, αν
µπορείτε, να πε- ριλάβετε σε ένα µόνο βλέµµα τους δίχως όρια
κόσµους. Τι θα βρείτε εκεί; Τη δηµιουργό σκέψη, το αστρικό ρευστό
και κόσµους εν εξελίξει: το πνεύµα, την ψυχή και το σώµα της
θεότητας. Σηκώνοντας ένα-ένα πέπλο και βυθοµετρώντας τις ιδιότητες
της ίδιας της θεότητας, θα δείτε εκεί την Τριάδα και τη Δυάδα
τυλιγµένες µέσα στο θαµπό βάθος της Μονάδας, σαν άνθηση άστρων
µέσα στις αβύσσους του απείρου.
Από την παραπάνω σύντοµη έκθεση καταλαβαίνει κανείς την
κεφαλαιώδη σηµασία που απέδιδε ο Πυθαγόρας στο νόµο της τριττύος.
Μπορούµε να πούµε ότι ο νόµος αυτός αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο
της εσωτερικής επιστήµης. Όλοι οι µεγάλοι θρησκευτικοί µυητές είχαν
συνείδηση του νόµου αυτού και όλοι οι θεόσοφοι τον διαισθάνθηκαν.
Ένας χρησµός του Ζωροάστρη λέει: Ο αριθµός τρία βασιλεύει
παντού στο σύµπαν κι η Μονάδα είναι η αρχή του. Η απαράµιλλη αξία
του Πυθαγόρα έγκειται στο ότι τον διατύπωσε µε την καθαρότητα του
ελληνικού πνεύµατος. Τον έκανε κέντρο της θεογονίας του και θεµέλιο
των επιστηµών. Συγκα· λυµµένη ήδη µέσα στα εξωτερικά
συγγράµµατα του Πλάτωνα, εξολοκλήρου όµως ακατανόητη για τους
µεταγενέστερους φιλοσόφους, η αντίληψη αυτή δεν υπήρξε προσιτή
κατά τους νεότερους χρόνους παρά µόνο σε λιγοστούς µυηµένους των
απόκρυφων επιστηµών 108 . Βλέπουµε λοιπόν από τώρα τι ευ- ρεία και
στερεή βάση έδινε ο νόµος της τριττύος στην ταξινόµηση των
επιστηµών, στο οικοδόµηµα της κοσµογονίας και της ψυχολογίας.
Όπως η παγκόσµια τριττύς συγκεντρώνεται µέσα στην ενότητα του
Θεού ή τη Μονάδα, έτσι κι η ανθρώπινη τριττύς συγκεντρώνεται µέσα
στη συνείδηση του εγώ και στη θέληση, η οποία συναθροίζει όλες τις
ικανότητες του σώµατος, της ψυχής και του πνεύµατος στη ζωντανή
της ενότητα. Η ανθρώπινη κι η θεία τριττύς, περιλαµβανοµένη στη
Μονάδα, αποτελεί την ιερή Τετράδα. Αλλά ο άνθρωπος δεν πραγµατο-
ποιεί τη δική του ενότητα παρά µόνο κατά σχετικό τρόπο. Γιατί η
θέλησή του, που ενεργεί πάνω σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, δεν
µπορεί παρ’ όλα αυτά να ενεργήσει ταυτόχρονα και πλήρως µέσα στα
τρία του όργανα, δηλαδή στο ένστικτο, την ψυχή και στο νου. Το
σΰµπαν και ο ίδιος ο Θεός δεν του εµφανίζονται παρά µόνο εναλλάξ
και διαδοχικά, αντανακλώµενοι από τα τρία αυτά κάτοπτρα:
1) 0 Θεός, ιδωµένος µέσα από το ένστικτο και το καλειδοσκόπιο
των αισθήσεων, είναι πολλαπλός και άπειρος, όπως οι εκδηλώσεις
του. Από εδώ προκύπτει ο πολυθεϊσµός, στον οποίον ο αριθµός των
θεών δεν είναι περιορισµένος.
2) Ο Θεός, ιδωµένος µέσα από τη λογική ψυχή, είναι διπλός,
δηλαδή πνεύµα και ύλη. Από αυτό προκύπτει ο δυαδι- σµός του
Ζωροάστρη, των Μανιχαίων και πολλών άλλων θρησκειών.
3) Ιδωµένος καθαρά µέσα από το νου, είναι τριπλός, δηλαδή:
πνεύµα, ψυχή και σώµα, µέσα σε όλες τις εκδηλώσεις του
σ ύ µ π α ν τ ο ς . Ε ν τ ε ύ θ ε ν τ α τ ρ ι α δ ι κά θ ρ η σ κ ε ύ µ α τ α τ η ς Ι ν δ ί α ς
(Βράχµα, Βισνού, Σίβα) κι η ίδια η τριάδα του χριστιανισµού (ο
Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύµα).
4) Νοούµενος από τη θέληση, που τα περιλαµβάνει όλα, ο Θεός
είναι µοναδικός και έχουµε τότε τον ερµητικό µονοθεϊσµό του
Μωυσή σε όλη του την ανθηρότητα. Εδώ δεν υπάρχει πια
προσωποποίηση ούτε ενσάρκωση, βγαίνουµε από το ορατό σύµπαν
και εισερχόµαστε ξανά µέσα στο Άπειρο. Μόνο ο Αιώνιος
βασιλεύει πάνω στον κόσµο, ο οποίος φαίνεται σαν σκόνη. Η
διαφορετικότητα των θρησκειών προέρχεται, λοιπόν, από το
γεγονός, ότι ο άνθρωπος πραγµατοποιεί τη θεότητα µόνο µέσω της
ίδιας του της ύπαρξης, η οποία όµως είναι σχετική και
πεπερασµένη, ενώ ο Θεός πραγµατοποιεί κάθε στιγµή την ενότητα
των τριών κόσµων, µέσα στην αρµονία του σύµπαντος.
Η τελευταία αυτή εφαρµογή πρέπει να έδειχνε, αυτή και µόνο, τη
µαγική κατά κάποιο τρόπο δύναµη του Τετραγράµ- µου στην τάξη των
ιδεών. Όχι µόνο έβρισκες εκεί µέσα τις αρχές των επιστηµών, το νόµο
των όντων και τον τρόπο της εξέλιξής τους, αλλά ακόµη και τη λογική
των διαφόρων θρησκειών και της ανώτερής τους ενότητας. Ήταν
αληθινά το παγκόσµιο κλειδί. Γι’ αυτό και ο ενθουσιασµός µε τον
οποίο ο Λύσις µιλά γι’ αυτό στους Χρυσούς Στίχους· και κατανοούµε
τώρα γιατί οι Πυθαγόρειοι ορκίζονταν σε αυτό το µεγάλο
σύµβολο: Ορκίζοµαι στο όνοµα εκείνου που χάραξε µέσα στις
καρδιές µας την ιερή Τετράδα, απέραντο και αγνό σύµβολο, Πηγή της
Φύσης και πρότυπο των Θεών.
Ο Πυθαγόρας ωθεί ακόµα πιο πέρα τη διδασκαλία των αριθµών.
Καθένας από αυτούς προσδιόριζε µιαν αρχή, ένα νόµο, µία ενεργό
δύναµη του σύµπαντος. Αλλά έλεγε ότι οι ουσιώδεις αρχές
περιέχονταν µέσα στους πρώτους τέσσερις αριθµούς, γιατί,
προσθέτοντας ή πολλαπλασιάζοντάς τους, βρίσκουµε όλους τους
άλλους. Οµοίως κι η άπειρη ποικιλία των όντων που αποτελούν το
σύµπαν παράγεται από τους συνδυασµούς των τριών πρωταρχικών
δυνάµεων: ύλης, ψυχής, πνεύµατος, µε τη δηµιουργό ώθηση της θείας
Μονάδας, που τις αναµειγνύει και τις χωρίζει, τις συναθροίζει και τις
ζωογονεί.
Όπως και άλλοι βασικοί δάσκαλοι της εσωτερικής επιστήµης, έτσι
και ο Πυθαγόρας απέδιδε µεγάλη σπουδαιότητα στους αριθµούς επτά
και δέκα. Το επτά, που είναι το άθροισµα του τρία και του τέσσερα,
σηµαίνει την ένωση του ανθρώπου και της θεότητας. Είναι ο αριθµός
των µυστών, των µεγάλων µυηµένων, κι επειδή εκφράζει την τέλεια
πραγµάτωση σε κάθε πράγµα, µέσα στους επτά βαθµούς, παριστάνει το
νόµο της εξέλιξης. Ο αριθµός δέκα, σχηµατισµένος από το άθροισµα
των τεσσάρων πρώτων αριθµών και περιέχοντας το επτά, είναι ο
κατεξοχήν τέλειος αριθµός, γιατί παριστάνει όλες τις αρχές της
θεότητας εξελιγµένες κι ενωµένες µέσα σε µια νέα µονάδα.
Τελειώνοντας τη διδασκαλία της θεογονίας του, ο Πυθαγόρας
έδειχνε στους µαθητές του τις εννέα Μούσες, οι οποίες
εκπροσωπούσαν τις επιστήµες ανά τρεις, προΐσταντο της τριπλής
τριττύος, που εξελίσσεται σε εννέα κόσµους, και σχηµάτιζαν µαζί µε
την Εστία —τη θεία Επιστήµη και φύλακα του πρωταρχικού Πυρός—
την ιερή Δεκάδα.
ν) Βαθµός γ' - Τελειότητα: Κοσµογονία και ψυχολογία - Η εξέλιξη της ψυχής
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΕΊΧΕ ΠΆΡΕΙ από το δάσκαλο τις αρχές της επιστήµης. Η
πρώτη αυτή µύηση είχε κάνει ώστε να πέσουν τα πυκνά στρώµατα της
ύλης που σκέπαζαν τα µάτια του πνεύµατός του. Σχίζοντας το λαµπρό
πέπλο της µυθολογίας, η µύη-
ση αυτή τον είχε αποσπάσει από τον ορατό κόσµο για να τον ρίξει
βίαια µέσα στα απεριόριστα διαστήµατα και να τον βυθίσει µέσα στον
ήλιο της Διάνοιας, απ’ όπου ακτινοβολεί η Αλήθεια πάνω στους τρεις
κόσµους. Αλλά η επιστήµη των αριθµών δεν ήταν παρά το προοίµιο
της µεγάλης µύησης. Ε- πρόκειτο τώρα, οπλισµένος µε αυτές τις
αρχές, να κατέβει από τα ύψη του Απόλυτου µέσα στα βάθη της φύσης,
για να καταλάβει εκεί τη θεία σκέψη στο σχηµατισµό των πραγµάτων
και στην εξέλιξη της ψυχής µέσα στους κόσµους.
Η εσωτερική κοσµογονία και η ψυχολογία έθιγαν τα µέγιστα
µυστήρια της ζωής, έθιγαν επικίνδυνα και αυστηρά τηρούµενα µυστικά
των απόκρυφων επιστηµών και τεχνών. Έτσι λοιπόν, άρεσε στον
Πυθαγόρα να παραδίδει τα µαθήµατα αυτά µακριά από το βέβηλο φως
της ηµέρας, κατά τη διάρκεια της νύχτας, στην ακροθαλασσιά, πάνω
στους εξώστες του ναού της Δήµητρας, µε το ελαφρό µουρµούρισµα
του κύµατος του Ιονίου πελάγους, που έχει ένα τόσο µελωδικό ρυθµό,
κάτω από τους µακρινούς φωσφορισµούς του έναστρου κόσµου - ή
καλύτερα, µέσα στις κρύπτες του ιερού, όπου αιγυπτιακές λυχνίες
σκορπούσαν ένα ήρεµο και γλυκό φως. Οι µυηµένες γυναίκες
παραβρίσκονταν στις νυχτερινές αυτές συγκεντρώσεις. Καµιά φορά,
ιερείς ή ιέρειες από τους Δελφούς ή από την Ελευσίνα έρχονταν να
επιβεβαιώσουν τα διδάγµατα του δασκάλου µε τη διήγηση των δικών
τους πειραµάτων ή µε το φωτεινό λόγο του οραµατικού ύπνου.
Η υλική κι η πνευµατική εξέλιξη του κόσµου είναι δύο αντίστροφες
κινήσεις, που είναι όµως παράλληλες και συµπίπτουν πάνω σε
ολόκληρη την κλίµακα του όντος. Η µία δεν εξηγείται παρά µέσω της
άλλης και, αν τις δει κανείς µαζί, εξηγούν τον κόσµο. Η υλική εξέλιξη
παριστάνει την εκδήλωση του Θεού στην ύλη για την ψυχή του
κόσµου, η οποία κατεργάζεται την ύλη. Η πνευµατική εξέλιξη
παριστάνει την εξεργασία της συνείδησης µέσα στις ατοµικές µονάδες
και τις προσπάθειές τους να ξαναενωθούν, µέσα στους κύκλους των
ζωών, µε τη βοήθεια του πνεύµατος από το οποίο εκπορεύονται. Το να
βλέπουµε το σύµπαν από φυσική άποψη ή από πνευµατική άποψη δε
σηµαίνει ότι παρατηρούµε ένα διαφορετικό αντικείµενο, αλλά ότι
παρατηρούµε τον κόσµο από δύο αντίθετα άκρα. Από γήινη άποψη, η
λογική εξήγηση του κόσµου πρέπει να αρχίσει µε την υλική εξέλιξη,
γιατί απ’ αυτήν την πλευρά µάς εµφανίζεται ο κόσµος. Αλλά µε το να
µας
κάνει να βλέπουµε την εργασία του παγκόσµιου Πνεύµατος µέσα
στην ύλη και να παρακολουθούµε την ανάπτυξη των ατοµικών
µονάδων µάς οδηγεί ασυναίσθητα στην πνευµατική άποψη και µας
κάνει να περάσουµε από το έξω στο έσω των πραγµάτων, από την
ανάποδη όψη του κόσµου στην καλή του.
Έτσι, τουλάχιστον, προχωρούσε ο Πυθαγόρας, που θεωρούσε το
σ ύ µ π α ν ζω ν τ α ν ό ο ν , ε µ ψ υ χω µ έ ν ο α π ό µ ι α µ ε γ ά λ η ψ υ χ ή κ α ι
διαπερασµένο από µια µεγάλη διάνοια. Το δεύτερο µέρος της
διδασκαλίας του άρχιζε λοιπόν µε την κοσµογονία.
Αν λ α µ β ά ν α µ ε υ π ό ψ η µ α ς τ ι ς δ ι α ι ρ έ σ ε ι ς τ ο υ ο υ ρ α ν ο ύ π ο υ
β ρ ί σ κο υ µ ε σ τ α ε ξ ω τ ε ρ ι κ ά α π ο σ π ά σ µ α τ α τ ω ν Π υ θ α γ ο ρ ε ί ω ν , η
αστρονοµία αυτή θα ήταν όµοια µε την αστρονοµία του Πτολεµαίου,
δηλαδή η γη θα θεωρούνταν ακίνητη και ο ήλιος ότι περιστρέφεται
γύρω της, µαζί µε τους πλανήτες και ολόκληρο τον ουρανό. Αλλά η
ίδια η αρχή της αστρονοµίας αυτής µας πληροφορεί ότι είναι καθαρά
συµβολική. Στο κέντρο του σύµπαντός του ο Πυθαγόρας τοποθετεί το
Πυρ (του οποίου ο ήλιος δεν είναι παρά µια αντανάκλαση). Αλλά σε
όλο τον εσωτερισµό της Ανατολής το Πυρ είναι το αντιπροσωπευτικό
σηµείο του Πνεύµατος, της θείας, της παγκόσµιας Συνείδησης. Εκείνο
που οι φιλόσοφοί µας εκλαµβάνουν γενικά ως φυσική του Πυθαγόρα
και του Πλάτωνα δεν είναι άλλο από µία περιγραφή της απόκρυφης
φιλοσοφίας τους µε εικόνες, φωτεινή για τους µυηµένους, αλλά τόσο
περισσότερο αδιαπέραστη για το κοινό, όσο εκείνοι την έκαναν να
θεωρείται µια απλή φυσική. Ας ζητήσουµε λοιπόν µέσα εκεί ένα είδος
κοσµογραφίας της ζωής των ψυχών και τίποτα άλλο.
Το µέρος κάτω από τη σελήνη παριστάνει τη σφαίρα όπου ασκείται
η γήινη έλξη και ονοµάζεται ο κύκλος των γενεών. Οι µυηµένοι
εννοούσαν µε αυτό ότι η γη είναι για µας το µέρος της σωµατικής
ζωής. Εκεί γίνονται όλες οι πράξεις που συνοδεύουν την ενσάρκωση
και την αποσάρκωση των ψυχών. Η σφαίρα των έξι πλανητών και του
ήλιου ανταποκρίνεται σε κατηγορίες πνευµάτων ανιούσες. Ο Όλυµπος,
ιδωµένος ως µια κυλιόµενη σφαίρα, ονοµάζεται ο ουρανός των
απλανών, γιατί εξοµοιώνεται µε τη σφαίρα των τέλειων ψυχών. Η
παιδιάστικη λοιπόν αυτή αστρονοµία καλύπτει µια αντίληψη του
πνευµατικού Σύµπαντός.
Αλλά όλα µας κάνουν να πιστεύουµε ότι οι αρχαίοι µυηµέ- νοι, και
ιδιαιτέρως ο Πυθαγόρας, είχαν για το φυσικό σύ-
µπαν γνώµες πολΰ περισσότερο ακριβείς. Ο Αριστοτέλης το λέει
θετικά, ότι οι Πυθαγόρειοι πίστευαν στην κίνηση της γης γύρω από
τον ήλιο. Ο Κοπέρνικος βεβαιώνει ότι η ιδέα της περιστροφής της γης
γύρω από τον άξονα της του ήρθε καθώς διάβαζε στον Κικέρωνα ότι
κάποιος Υκήτας από τις Συρακούσες είχε µιλήσει για την ηµερήσια
κίνηση της γης. Στους µαθητές του του τρίτου βαθµού ο Πυθαγόρας
δίδασκε τη διπλή κίνηση της γης. Χωρίς να έχει τα ακριβή µέτρα της
σύγχρονης επιστήµης, ήξερε, όπως κι οι ιερείς της Μέµφι- δας, ότι οι
πλανήτες προέρχονται από τον ήλιο και περιφέρονται γύρω του· ότι τα
άστρα είναι ισάριθµα ηλιακά συστήµατα που κυβερνώνται από τους
ίδιους νόµους όπως και το δικό µας και ότι καθένα από αυτά έχει την
τάξη του µέσα στο άπειρο σύµπαν. Γνώριζε επίσης ότι κάθε ηλιακός
κόσµος αποτελεί ένα µικρό σύµπαν που έχει την αντιστοιχία του στον
πνευµατικό κόσµο, όπως επίσης και στον ιδιαίτερό του ουρανό. Οι
πλανήτες χρησίµευαν για να σηµειώνουν την κλίµακά τους. Αλλά τις
γνώµες αυτές, που θα ανέτρεπαν τη λαϊκή µυθολογία και τις οποίες ο
όχλος θα θεωρούσε ιεροσυλίες, ποτέ δεν τις εµπιστεύτηκαν στην κοινή
γραφή. Δεν τις δίδασκαν παρά µόνο µε τη σφραγίδα του βαθύτερου
µυστικού 109 .
Το ορατό σύµπαν, έλεγε ο Πυθαγόρας, ο ουρανός µε όλους τους
αστέρες του, δεν είναι παρά µια περαστική µορφή της ψυχής του
κό σ µ ο υ , τ η ς µ ε γ ά λ η ς Μ α ί α ς , π ο υ σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ ν ε ι τ η ν ύ λ η τ η
διασκορπισµένη µέσα στα άπειρα διαστήµατα κι έπειτα τη διαλύει και
τη σπέρνει σαν ένα κοσµικό, αστάθµητο ρευστό. Κάθε ηλιακός
στρόβιλος κατέχει κι ένα κοµµάτι απ’ αυτήν την παγκόσµια ψυχή, που
εξελίσσεται µέσα στους κόλπους του επί εκατοµµύρια αιώνες, µε µια
προωθη- τική δύναµη κι ένα ειδικό µέτρο. Όσον αφορά τις δυνάµεις,
τα βασίλεια, τα είδη και τις ζωντανές ψυχές που θα εµφανιστούν
διαδοχικά στα άστρα του µικρού αυτού κόσµου, αυτά όλα έρχονται
από το Θεό, κατεβαίνουν από τον Πατέρα. Με άλλα λόγια εκπηγάζουν
από µία πνευµατική τάξη, ακίνητη και ανώτερη, όπως και από µία
προγενέστερη υλική εξέλιξη, δηλαδή ένα ηλιακό σύστηµα που ήδη
έσβησε. Κάποιες από αυτές τις αόρατες δυνάµεις, οι οποίες είναι
απόλυτα αθάνατες, διευθύνουν το σχηµατισµό του κόσµου αυτού, ενώ
άλλες περιµένουν µέσα στον κοσµικό ύπνο ή στο θείο όνειρο την
εκκόλαψή του, για να εισέλθουν και πάλι στις ορατές γενεές, σύµφωνα
µε την τάξη τους και σύµφωνα µε τον αιώνιο νόµο.
Εν τω µεταξύ, η ηλιακή ψυχή και το κεντρικό της πυρ, που
κινούνται απευθείας από τη µεγάλη Μονάδα, κατεργάζονται την υπό
τήξη ύλη. Οι πλανήτες είναι θυγατέρες του ήλιου. Καθένας από
αυτούς, επεξεργασµένος από τις ελκτικές και περιστροφικές δυνάµεις
τις συµφυείς µε την ύλη, είναι προικισµένος µε µια ηµισυνειδητή
ψυχή, που προέρχεται από την ηλιακή ψυχή κι έχει τον ξεχωριστό του
χαρακτήρα, τον ιδιαίτερό του ρόλο στην εξέλιξη. Επειδή κάθε
πλανήτης είναι µια διαφορετική έκφραση της σκέψης του Θεού κι
επειδή ασκεί µια ειδική λειτουργία µέσα στην πλανητική αλυσίδα, οι
αρχαίοι σοφοί είχαν ταυτίσει τα ονόµατα των πλανητών µε τα ονόµατα
των µεγάλων θεών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τις θείες δυνάµεις που
δρουν στο σύµπαν.
Τα τέσσερα στοιχεία, από τα οποία σχηµατίζονται τα άστρα και όλα
τα όντα, σηµαίνουν τέσσερις διαφορετικούς βαθµούς κατάστασης της
ύλης. Η πρώτη, που είναι η πυκνότερη κι η πιο χονδροειδής, είναι η
πιο ανυπότακτη στο πνεύµα· η τελευταία, που είναι η πιο
ε κ λ ε π τ υ σ µ έ ν η , π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι µ ε γ ά λη σ υ γ γ έ ν ε ι α µ ε α υ τ ό . Η γ η
παριστάνει τη στερεή κατάσταση, το νερό την υγρή κατάσταση, ο
αέρας την αέρια κατάσταση, η φωτιά την αστάθµητη κατάσταση. Το
πέµπτο στοιχείο ή το αιθέριο παριστάνει µια κατάσταση της ύλης τόσο
λεπτεπίλεπτη και γεµάτη από ζωή, ώστε δεν υπάρχει άλλο στοιχείο πιο
ατοµικό, που να µπορεί να εισδύει µέσα στο σύµπαν. Είναι το
αρχέγονο κοσµικό ρευστό, το αστρικό φως ή η ψυχή του κόσµου. Ο
Πυθαγόρας, στη συνέχεια, µιλούσε στους µαθητές του για τις
αναστατώσεις της γης, σύµφωνα µε τις παραδόσεις της Αιγύπτου και
της Ασίας. Ήξερε ότι η υπό τήξη γη περιβαλλόταν στις αρχές από µια
αέρια ατµόσφαιρα, η οποία, αφού υγροποιήθηκε από τη διαδοχική
ψύξη της, είχε σχηµατίσει τις θάλασσες. Κατά τη συνήθειά του,
συνόψιζε µεταφορικά την ιδέα αυτή, λέγοντας ότι οι θάλασσες
γεννήθηκαν από τα δάκρυα του Κρόνου (του κοσµικού χρόνου).
Αλλά να τα βασίλεια που εµφανίζονται και τα αόρατα σπέρµατα που
πλέουν στην αιθέρια αύρα της γης, στροβιλίζονται µέσα στο αέριο
φόρεµά της, έπειτα προσελκύονται στο βαθύ κόλπο των θαλασσών και
πάνω στις πρώτες ανα- δυόµενες ηπείρους. Ο φυτικός και ο ζωικός
κόσµος, οι οποίοι είναι ακόµη ανάµεικτοι, εµφανίζονται σχεδόν
ταυτόχρονα. Η εσωτερική διδασκαλία παραδέχεται το µετασχηµατισµό
των ζωικών ειδών όχι µόνο σύµφωνα µε το δευτερεύοντα νόµο της
επιλογής, αλλά ακόµα και σύµφωνα µε τον πρωτεύοντα νόµο της
εξεργασίας, καθώς και το µετασχηµατισµό της γης από τις ουράνιες
δυνάµεις και όλων των ζωντανών όντων από νοητικες αρχές και
αόρατες δυνάµεις.
Όταν εµφανίζεται πάνω στην υφήλιο ένα νέο είδος, σηµαίνει ότι µια
φυλή ψυχών ανώτερου τύπου ενσαρκώνεται σε κάποια δεδοµένη εποχή
µέσα στους απογόνους του παλαιού είδους, για να το κάνει να ανέβει
µια βαθµίδα, αναχωνεύοντάς το εκ νέου και µεταµορφώνοντάς το κατ’
εικόνα της. Έτσι εξηγεί η εσωτερική διδασκαλία την εµφάνιση του
ανθρώπου πάνω στη γη. Από την άποψη της γήινης εξέλιξης, ο
άνθρωπος είναι ο τελευταίος κλάδος κι η κορωνίδα όλων των
προγενέστερων ειδών. Αλλά αυτή η άποψη µόνο δεν αρκεί για να
εξηγήσει την είσοδο του ανθρώπου στη σκηνή, όπως δε θα ε-
παρκούσε για την εξήγηση της εµφάνισης του πρώτου φυκιού ή του
πρώτου οστρακόδερµου στα βάθη των θαλασσών. Όλες αυτές οι
διαδοχικές δηµιουργίες προϋποθέτουν, όπως κάθε γέννηση, την
εξεργασία της γης από τις αόρατες δυνάµεις που δηµιουργούν τη ζωή.
Η δηµιουργία του ανθρώπου προϋποθέτει το προγενέστερο βασίλειο
µιας ουράνιας ανθρωπότητας, η οποία επιστατεί στην εκκόλαψη της
γήινης ανθρωπότητας και της στέλνει, σαν κύµατα µιας τεράστιας
πληµµυρίδας, νέους χείµαρρους ψυχών. Αυτές ενσαρκώνονται µέσα
στα σπλάχνα της και κάνουν ώστε να φωτίζουν οι πρώτες ακτίνες µιας
θείας ηµέρας µέσα στο ον αυτό, το έκπληκτο, το ορµητικό, το
τολµηρό, το οποίο, µόλις ελευθερώθηκε από τα σκοτάδια της
κτηνώδους κατάστασης, είναι αναγκασµένο να παλεύει µε όλες τις
δυνάµεις της φύσης για να ζήσει.
Ο Πυθαγόρας, έχοντας παρακολουθήσει τις διδασκαλίες των ναών
της Αιγύπτου, είχε ακριβείς γνώσεις όσον αφορά τις µεγάλες
αναστατώσεις της υφηλίου. Η ινδική κι η αιγυπτιακή διδασκαλία
γνώριζαν την ύπαρξη της αρχαίας αυστραλιανής ηπείρου, η οποία είχε
παραγάγει την ερυθρή φυλή κι έναν ισχυρό πολιτισµό (φυλή την οποία
οι Έλληνες ονόµαζαν Άτλαντες). Η διδασκαλία αυτή απέδιδε την
εναλλάξ ανάδυση και καταβύθιση των ηπείρων στη µετάπτωση των
πόλων και παραδεχόταν ότι η ανθρωπότητα είχε περάσει µε αυτόν τον
τ ρ ό π ο έ ξ ι κα τ α κ λυ σ µ ο ύ ς . Κά θ ε δ ι ά µ ε σ ο ς κ ύ κ λ ο ς µ ε τ α ξ ύ τ ω ν
κατακλυσµών συνεπάγεται την κυριαρχία µιας µεγάλης ανθρώπινης
φυλής. Μεταξύ των µερικών εκλείψεων
του πολιτισµού και των ανθρώπινων ικανοτήτων υπάρχει µια γενική
ανιούσα κίνηση.
Να λοιπόν η ανθρωπότητα συγκροτηµένη κι οι φυλές ριγµένες η
καθεµιά στην περίοδό της, ανάµεσα στους κατακλυσµούς της υφηλίου.
Αλλά πάνω σε αυτήν την υφήλιο, την οποία, όταν γεννιόµαστε, την
εκλαµβάνουµε ως την ακίνητη βάση του κόσµου, κι η οποία πλέει και
αυτή παρασυρµένη µέσα στο διάστηµα, πάνω σε αυτές τις ηπείρους
που αναδύονται από τις θάλασσες για να εξαφανιστούν εκ νέου, µέσα
σε αυτούς του λαούς που παρέρχονται, σε αυτούς τους πολιτισµούς
που καταρρέουν, ποιο είναι το µεγάλο, το σπαρακτικό, το αιώνιο
µυστήριο; Είναι το µεγάλο εσωτερικό πρόβληµα, το πρόβληµα καθενός
και όλων µας, είναι το πρόβληµα της ψυχής που ανακαλύπτει µέσα
στον εαυτό της µια άβυσσο από σκοτάδια και από φως, που κοιτάζεται
µε τρόµο και λέει στον εαυτό της: “Δεν είµαι από αυτόν τον κόσµο,
γιατί αυτός δεν αρκεί για να µε εξηγήσει. Δεν έρχοµαι από τη γη και
αλλού πηγαίνω. Αλλά πού;”. Είναι το µυστήριο της Ψυχής που
περικλείει όλα τα άλλα.
Η κοσµογονία του ορατού κόσµου, έλεγε ο Πυθαγόρας, µας οδήγησε
στην ιστορία της γης, και αυτή στο µυστήριο της ανθρώπινης ψυχής.
Με αυτό το τελευταίο, πλησιάζουµε στο ιερό των ιερών, στο άδυτο
των αδύτων. Άπαξ και ξυπνήσει η συνείδησή της, η ψυχή γίνεται για
τον εαυτό της το πιο καταπληκτικό θέαµα. Αλλά αυτή η συνείδηση δεν
είναι παρά η φωτισµένη επιφάνεια της ύπαρξης, µέσα στην οποία
υποπτεύεται αβύσσους σκοτεινές και αβυθοµέτρητες. Μέσα στα
άγνωστα βάθη της, η θεία Ψυχή θωρεί µε µαγεµένο βλέµµα όλες τις
ζωές και όλους τους κόσµους: το παρελθόν, το παρόν, το µέλλον, που
τα ενώνει η Αιωνιότητα. “Γνώρισε τον εαυτό σου και θα γνωρίσεις το
σύµπαν των θεών”. Να το µυστικό των σοφών µυηµένων. Αλλά για να
περάσουµε από τη στενή αυτή θύρα µέσα στο άπειρο του αόρατου
σύµπαντος, ας ξυπνήσουµε µέσα µας την άµεση όραση της
εξαγνισµένης ψυχής και ας οπλιστούµε µε τη λαµπάδα της Διάνοιας,
της επιστήµης των αρχών και των ιερών Αριθµών.
Ο Πυθαγόρας περνούσε έτσι από τη φυσική κοσµογονία στην
πνευµατική κοσµογονία. Μετά την εξέλιξη της γης, διηγούνταν την
εξέλιξη της ψυχής µέσα στους κόσµους. Στους µη µυηµένους, η
διδασκαλία αυτή είναι γνωστή µε το όνοµα µετανάστευση των ψυχών.
Σχετικά µε κανένα άλλο µέρος της
απόκρυφης διδασκαλίας δεν παραλογίστηκαν περισσότερο όσο για
το προκείµενο, τόσο πολύ µάλιστα, ώστε η αρχαία κι η νεότερη
φιλολογία δε γνωρίζουν τη διδασκαλία αυτή παρά από παιδαριώδεις
παραλλαγές. Και ο Πλάτων ακόµη, αυτός που απ’ όλους τους
φιλοσόφους συντέλεσε περισσότερο στο να την εκλαϊκεύσει, έδωσε
σχετικά µε αυτήν µόνο φανταστικές και ενίοτε παράδοξες απόψεις,
είτε γιατί η σύνεσή του, είτε γιατί οι όρκοι του τον είχαν εµποδίσει να
πει όλα όσα γνώριζε. Λίγοι άνθρωποι υποψιάζονται σήµερα ότι η εν
λόγω διδασκαλία ήταν δυνατό να έχει για τους µυηµένους µια
επιστηµονική άποψη, να ανοίγει απεριόριστους ορίζοντες και να δίνει
στην ψυχή θείες παραµυθίες.
Το δόγµα της ανιούσας ζωής της ψυχής µέσα σε σειρά υπάρξεων
είναι το κοινό χαρακτηριστικό των εσωτερικών παραδόσεων κι η
κορωνίδα της θεοσοφίας. Προσθέτω ότι για εµάς έχει κεφαλαιώδη
σηµασία. Διότι ο σηµερινός άνθρωπος απορρίπτει µε ίση περιφρόνηση
τόσο την αφηρηµένη και αόριστη αθανασία της φιλοσοφίας όσο και
τον παιδικό ουρανό της πρωτογενούς θρησκείας. Και εντούτοις, η
ξηρότητα και το χάος του υλισµού τού προξενούν φρίκη. Επιθυµεί
ασυνείδητα την επίγνωση µιας οργανικής αθανασίας, η οποία α-
νταποκρίνεται συγχρόνως και στις απαιτήσεις του λογικού και στις
ακατάλυτες ανάγκες της ψυχής του. Γίνεται κατανοητό, άλλωστε, γιατί
οι µυηµένοι των αρχαίων θρησκειών, αν και είχαν γνώση των αληθειών
αυτών, τις κράτησαν όµως τόσο µυστικές. Οι αλήθειες αυτές είναι
τέτοιας φύσης, ώστε να φέρνουν τον ίλιγγο στα µη αναπτυγµένα
πνεύµατα. Συνδέονται στενά µε τα βαθιά µυστήρια της πνευµατικής
γένεσης, των φύλων και της εν σαρκί γέννησης, απ’ όπου εξαρτώνται
τα πεπρωµένα της µέλλουσας ανθρωπότητας.
Περίµεναν λοιπόν οι µαθητές µε ρίγος τη σπουδαιότατη αυτή ώρα
της εσωτερικής διδασκαλίας. Με το λόγο του Πυθαγόρα, σαν να
µαγεύονταν σιγά-σιγά, η βαριά ύλη φαινόταν να χάνει το βάρος της, τα
πράγµατα της γης γίνονταν διαφανή, τα πράγµατα του ουρανού
γ ί ν ο ν τ α ν ο ρ α τ ά σ τ ο π ν ε ύ µ α . Σ φ α ί ρ ε ς χ ρ υ σ έ ς κ α ι γ α λ ά ζι ε ς ,
αυλακωµένες από φωτερές ουσίες, ξετύλιγαν τους κύκλους τους µέχρι
το άπειρο.
Τότε οι µαθητές, άντρες και γυναίκες, µαζεµένοι γύρω από το
δάσκαλο µέσα σ’ ένα υπόγειο µέρος του ναού της Δήµητρας, που
ονοµαζόταν “κρύπτη της Περσεφόνης”, άκου- γαν µε ρίγος την
ουράνια ιστορία της ψυχής.
Τι είναι η ανθρώπινη ψυχή; Ένα κοµµάτι της µεγάλης ψυχής του
κόσµου, µια σπίθα του θείου πνεύµατος, µια αθάνατη µονάδα. Αλλά αν
το πιθανό µέλλον της διαφαίνεται µέσα στις αβυθοµέτρητες
λαµπρότητες της θείας συνείδησης, η µυστηριώδης όµως εκκόλαψή της
ανάγεται µέχρι την καταγωγή της οργανωµένης ύλης. Για να γίνει ό,τι
είναι στη σηµερινή ανθρωπότητα, χρειάστηκε να περάσει όλα τα
βασίλεια της φύσης, όλη την κλίµακα των όντων, αναπτυσσόµενη
βαθµιαία µέσα σε µια σειρά από απειράριθµες υποστάσεις. Το πνεύµα,
που κατεργάζεται τους κόσµους και συµπυκνώνει την κοσµική ύλη σε
τ ε ρ ά σ τ ι ε ς µ ά ζ ε ς , φ α ν ε ρ ώ ν ε τ α ι µ ε δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ή έ ν τ α σ η κα ι µ ε
συγκέντρωση ολοένα και µεγαλύτερη µέσα στα διαδοχικά βασίλεια της
φύσης. Δύναµη τυφλή και δυσδιάκριτη στο ορυκτό, ατοµικευµένη στο
φυτό, πολωµένη στην αισθητικότητα και το ένστικτο των ζώων, τείνει
πάντοτε προς την ενσυνείδητη µονάδα, κατά τη βραδεία αυτή
εξεργασία. Και η στοιχειώδης µονάδα είναι φανερή ακόµα και στο
κατώτερο ζώο. Το ψυχικό και πνευµατικό στοιχείο υπάρχει λοιπόν σε
όλα τα βασίλεια, αν και στα κατώτερα βασίλεια υφίσταται µόνο σε
κατάσταση απειροελάχιστης ποσότητας.
Οι ψυχές που υπάρχουν σε κατάσταση σπερµάτων µέσα στα
κατώτερα βασίλεια µένουν εκεί, χωρίς να βγουν, για διάστηµα άπειρων
περιόδων, και µόνο µετά από µεγάλες κοσµικές αναστατώσεις περνούν
σ’ ένα ανώτερο βασίλειο, αλλάζοντας πλανήτη. Το µόνο που µπορούν
να κάνουν κατά την περίοδο της ζωής ενός πλανήτη είναι να ανέβουν
µερικά είδη. Πού αρχίζει η µονάδα; Θα ήταν το ίδιο σαν να ρωτούσαµε
να µάθουµε την ώρα κατά την οποία σχηµατίστηκε ένα νεφέλωµα ή
την ώρα που ένας ήλιος φώτισε για πρώτη φορά.
Οπωσδήποτε, εκείνο που αποτελεί την ουσία ενός οποιου- δήποτε
ανθρώπου, χρειάστηκε να εξελιχτεί για εκατοµµύρια χρόνια µέσα σε
µια αλυσίδα από πλανήτες και µέσα στα κατώτερα βασίλεια,
διατηρώντας πάντοτε, µέσα σ’ όλες αυτές τις υποστάσεις, ένα ατοµικό
στοιχείο που ακολουθεί παντού αυτήν την ουσία. Αυτή η αµυδρή αλλά
άφθαρτη ατοµικότητα αποτελεί τη θεία σφραγίδα της µονάδας µέσα
στην οποία ο Θεός θέλει να φανερωθεί µέσω της συνείδησης.
Όσο ανεβαίνουµε τη σειρά των οργανισµών, τόσο η µονάδα
αναπτύσσει τα λανθάνοντα στοιχεία που βρίσκονται µέσα της. Η
πολωµένη δύναµη γίνεται αισθητική, η αισθητικότη-
τα γίνεται ένστικτο, το ένστικτο νόηση. Και όσο ανάβει η
τρεµάµενη λαµπάδα της συνείδησης, η ψυχή αυτή γίνεται ολοένα πιο
ανεξάρτητη από το σώµα, πιο ικανή για να ζήσει µια ελεύθερη ύπαρξη.
Η ρευστή και µη πολωµένη ψυχή των ορυκτών και των φυτών είναι
συνδεδεµένη µε τα στοιχεία της γης. Η ψυχή του ζώου, υπό την ισχυρή
έλξη του γήινου πυρός, διαµένει εκεί µέσα αρκετό καιρό αφότου
άφησε το πτώµα του, έπειτα επανέρχεται στην επιφάνεια της γης, για
να ενσαρκωθεί εκ νέου µέσα στο είδος της, χωρίς ποτέ να µπορεί να
εγκαταλείψει τα χαµηλά στρώµατα του αέρα. Αυτά κατοικούνται από
στοιχειακά ή ψυχές ζώων που έχουν το ρόλο τους στην ατµοσφαιρική
ζωή και που έχουν µια µεγάλη απόκρυφη επιρροή πάνω στον άνθρωπο.
Μόνο η ανθρώπινη ψυχή έρχεται από τον ουρανό και γυρίζει εκεί µετά
το θάνατο.
Αλλά σε ποια εποχή της µακράς κοσµικής ύπαρξής της η στοιχειακή
ζωή γίνεται ανθρώπινη ψυχή; Από ποιο διάπυρο χωνευτήρι, από ποια
αιθέρια φλόγα πέρασε για το σκοπό αυτό; Η µεταµόρφωση δεν έγινε
δυνατή, κατά τη διάρκεια µιας µεσοπλανητικής περιόδου, παρά µόνο
µε τη συνάντηση ανθρώπινων ψυχών —πλήρως ήδη σχηµατισµένων—
οι οποίες ανέπτυξαν µέσα στη στοιχειακή ψυχή το πνευµατικό της
στοιχείο και αποτύπωσαν το θείο πρωτότυπό τους σαν πύρινη
σφραγίδα, µέσα στην πλαστική της ουσία.
Αλλά πόσα ταξίδια, πόσες µετενσαρκώσεις, πόσους πλανητικούς
κύκλους έχει ακόµα να περάσει, για να γίνει η έτσι σχηµατισµένη
ανθρώπινη ψυχή ο άνθρωπος που γνωρίζουµε! Κατά τις εσωτερικές
παραδόσεις των Ινδιών και της Αιγύ- πτου, τα άτοµα που συγκροτούν
την τωρινή ανθρωπότητα είχαν αρχίσει την ανθρώπινή τους υπόσταση
πάνω σε άλλους πλανήτες, όπου η ύλη είναι πολύ λιγότερο πυκνή απ’
ότι στον πλανήτη µας. Το σώµα του ανθρώπου ήταν τότε σχεδόν α-
τµώδες, κι οι ενσαρκώσεις του ελαφρές κι εύκολες. Οι ικανό- τητές
άµεσης πνευµατικής αντίληψης ήταν πολύ δυνατές και πολύ λεπτές σε
εκείνη την πρώτη ανθρώπινη φάση, το λογικό κι η διάνοια, αντίθετα,
βρίσκονταν σε εµβρυακή κατάσταση. Στην κατάσταση αυτή, την κατά
το ήµισυ σωµατική και κατά το ήµισυ πνευµατική, ο άνθρωπος έβλεπε
τα πνεύµατα, τα πάντα ήταν λαµπρότητα και θέλγητρο για τα µάτια
του και µουσική για τα αυτιά του. Άκουγε ακόµη και την αρµονία των
σφαιρών. Δε σκεπτόταν, ούτε διανοούνταν, και µόλις που
επιθυµούσε. Αφηνόταν να ζει, πίνοντας τους ήχους, τις µορφές και
το φως, κολυµπώντας, σαν σε όνειρο, από τη ζωή στο θάνατο και από
το θάνατο στη ζωή.
Να εκείνο που οι Ορφικοί ονόµαζαν ο ουρανός του Κρόνου. Μόνο
µε την ενσάρκωσή του πάνω σε πλανήτες ολοένα πιο πυκνούς
υλοποιήθηκε ο άνθρωπος, κατά τη διδασκαλία του Ερµή. Με την
ενσάρκωσή της σε µια ύλη πυκνότερη, η ανθρωπότητα έχασε την
πνευµατική της αίσθηση, όµως, µε την ολοένα και πιο ισχυρή πάλη της
µε τον εξωτερικό κόσµο, ανέπτυξε ισχυρά το λογικό της, τη διάνοιά
της, τη θέλησή της. Η γη είναι η τελευταία βαθµίδα της κατάβασης
αυτής µέσα στην ύλη, που ο Μωυσής την ονοµάζει έξοδο από τον
παράδεισο, ενώ ο Ορφέας πτώση στον κύκλο που βρίσκεται κάτω από
τη σελήνη. Από εκεί ο άνθρωπος µπορεί να ανέβει εκ νέου, µοχθώντας,
τους κύκλους, σε µια σειρά νέων υπάρξεων και να αποκτήσει εκ νέου
τις πνευµατικές του αισθήσεις µε την ελεύθερη εξάσκηση του νου και
της θέλησής του. Τότε µόνο, λένε οι µαθητές του Ερµή και του Ορφέα,
ο άνθρωπος αποκτά µε τη δράση του τη συνείδηση και την κατοχή του
θείου. Τότε µόνο γίνεται γιος του Θεού. Κι εκείνοι που επί της γης
έφεραν αυτό το όνοµα χρειάστηκε, προτού εµφανιστούν ανάµεσά µας,
να κατέβουν και να ανέβουν ξανά την τροµακτική σπειροειδή κλίµακα.
Τι είναι λοιπόν η ταπεινή ψυχή κατά τη γένεσή της; Μία πνοή που
περνά, ένα σπέρµα που επιπλέει, ένα πουλί ανεµοδαρµένο που
µεταναστεύει από τη µια ζωή στην άλλη. Και όµως, από ναυάγιο σε
ναυάγιο, µέσα σε εκατοµµύρια χρόνια, έγινε κόρη του Θεού και δεν
αναγνωρίζει πια άλλη πατρίδα από τον ουρανό! Να γιατί η ελληνική
ποίηση, η οποία έχει ένα τόσο βαθύ και τόσο φωτεινό συµβολισµό,
παρέβαλε την ψυχή µε το φτερωτό έντοµο, που άλλοτε είναι σκουλήκι,
άλλοτε ουράνια πεταλούδα. Πόσες φορές υπήρξε σκουλήκι και πόσες
πεταλούδα; Δε θα το µάθει ποτέ, αλλά καταλαβαίνει πως έχει φτερά!
Τέτοιο είναι το ιλιγγιώδες παρελθόν της ανθρώπινης ψυχής. Μας
εξηγεί την παρούσα κατάβασή της και µας επιτρέπει να διακρίνουµε το
µέλλον της. Ποια είναι η θέση της θεί- ας ψυχής στη γήινη ζωή; Όσο
λίγο και αν σκεφτούµε, δε θα µπορούσαµε να φανταστούµε θέση πιο
παράδοξη και τραγική. Από τότε που επίπονα ξύπνησε µέσα στον
πυκνό αέρα της γης, η ψυχή σφίχτηκε µέσα στις πτυχές του σώµατος.
Δε ζει,
δεν αναπνέει, δε σκέπτεται παρά µόνο µέσα σε αυτό· κι όµως, αυτό
δεν είναι εκείνη. Όσο η ψυχή αναπτύσσεται, αισθάνεται να µεγαλώνει
µέσα της ένα τρεµάµενο φως, κάποιο πράγµα αόρατο και άυλο, που το
αποκαλεί πνεύµα της, συνείδησή της.
Ναι, ο άνθρωπος έχει την έµφυτη συναίσθηση της τριπλής του
φύσης, γιατί ξεχωρίζει και σ’ αυτήν ακόµα την ένστικτη γλώσσα του
το σώµα από την ψυχή του και την ψυχή του από το πνεύµα του. Αλλά
η αιχµάλωτη και ταλαιπωρηµένη ψυχή αγωνίζεται µεταξύ των δυο
αυτών συντρόφων, σαν ανάµεσα από το σφίξιµο ενός χιλιοδιπλωµένου
φιδιού κι ενός αόρατου πνεύµατος, το οποίο την προσκαλεί, αλλά του
οποίου η παρουσία δε γίνεται αισθητή παρά µόνο από τα
φτεροκοπήµα- τά του και από φευγαλέες λάµψεις. Άλλοτε αυτό το
σώµα την απορροφά σε τέτοιο βαθµό, ώστε εκείνη δε ζει πια παρά µε
τα συναισθήµατά του και µε τα πάθη του. Κυλιέται µαζί του µέσα στα
αιµατηρά όργια της οργής ή µέσα στον πυκνό καπνό των σαρκικών
ηδονών, µέχρις ότου τροµάζει µόνη της για τη βαθιά σιωπή του
αόρατου συντρόφου. Άλλοτε, γοητευµένη από αυτόν, πλανιέται σε
τέτοιο ύψος σκέψης, ώστε ξεχνά την ύπαρξη του σώµατος, µέχρι να
της θυµίσει εκείνο την παρουσία του µε µια τυραννική πρόσκληση.
Κι όµως, µια εσωτερική φωνή τής λέει ότι µεταξύ αυτής και του
αόρατου ξένου αδιάλυτος είναι ο δεσµός, ενώ ο θάνατος θα κόψει την
ένωσή της µε το σώµα. Αλλά κινούµενη συνεχώς µεταξύ των δυο κατά
την αιώνια της πάλη, µάταια ζητά η ψυχή την ευτυχία και την αλήθεια.
Μάταια αναζητά τον εαυτό της µέσα στα συναισθήµατά της που
περνούν, µέσα στις σκέψεις της που φεύγουν, µέσα στον κόσµο που
αλλάζει σαν αντικατοπτρισµός. Μη βρίσκοντας τίποτα το διαρκές,
βασανισµένη, διωγµένη σα φύλλο στον άνεµο, αµφιβάλλει και για τον
εαυτό της και για ένα θείο κόσµο, ο οποίος δεν της αποκαλύπτεται
παρά µόνο µε τον πόνο της και µε την αδυναµία της να τον φτάσει. Η
ανθρώπινη άγνοια είναι γραµµένη µέσα στις αντιφάσεις των δήθεν
σοφών κι η ανθρώπινη θλίψη µέσα στην αβυσσαλέα δίψα του
ανθρώπινου βλέµµατος.
Τέλος, οσηδήποτε κι αν είναι η έκταση των γνώσεών του, η γέννηση
και ο θάνατος κλείνουν τον άνθρωπο µεταξύ δύο µοιραίων ορίων.
Είναι αυτές δύο θύρες σκότους, πέρα από τις οποίες δε βλέπει τίποτα ο
άνθρωπος. Η φλόγα της ζωής
του ανάβει καθώς εισέρχεται από τη µία και σβήνει καθώς βγαίνει
από την άλλη. Θα συνέβαινε άραγε το ίδιο και για την ψυχή; Αν όχι, τι
απογίνεται;
Οι απαντήσεις που έδωσαν οι φιλόσοφοι σε αυτό το σπαρακτικό
π ρ ό β λ η µ α υ π ή ρ ξα ν δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ έ ς . Η α π ά ν τ η σ η τ ω ν µ υ η µ έ ν ω ν
θεοσόφων είναι η ίδια ως προς την ουσία. Είναι σύµφωνη µε το
παγκόσµιο αίσθηµα και µε το κύριο πνεύµα των θρησκειών. Οι
θρησκείες δεν εξέφρασαν την αλήθεια παρά υπό µορφή δεισιδαιµονίας
ή συµβολισµού. Η εσωτερική διδασκαλία ανοίγει απόψεις πολύ πιο
πλατιές κι οι µαρτυρίες της είναι σχετικές µε τους νόµους της
παγκόσµιας εξέλιξης.
Να τι είπαν στον άνθρωπο οι µυηµένοι, που διδάχτηκαν από την
παράδοση και από τα πολυάριθµα πειράµατα της ψυχικής ζωής:
“Εκείνο που σαλεύει µέσα σου, εκείνο που ονοµάζεις ψυχή σου, είναι
ένα αιθέριο είδωλο του σώµατος, που περικλείει µέσα του ένα αθάνατο
πνεύµα”.
Το πνεύµα δηµιουργεί κι υφαίνει, µε την ίδια του την ενέργεια, το
πνευµατικό του σώµα. Ο Πυθαγόρας το αποκαλεί λεπτό άρµα της
ψυχής, γιατί είναι προορισµένο να τη σηκώσει από τη γη µετά το
θάνατο. Αυτό το πνευµατικό σώµα είναι το όργανο του πνεύµατος, το
αισθητικό του περίβληµα, το βουλητικό του εργαλείο και χρησιµεύει
για την εµψύχωση του σώµατος, το οποίο χωρίς αυτό µένει αδρανές.
Στις εµφανίσεις των ετοιµοθάνατων ή των πεθαµένων, το είδωλο αυτό
γίνεται ορατό. Αλλά αυτό προϋποθέτει πάντα µια ειδική νευρική
κατάσταση του οραµατιζόµενου. Η λεπτότητα, η δύναµη, η τελειότητα
του πνευµατικού σώµατος ποικίλλουν ανάλογα µε την ποιότητα του
πνεύµατος το οποίο περικλείει. Και υπάρχουν µεταξύ της ουσίας των
ψυχών, των υφασµένων µέσα στο αστρικό φως αλλά ποτισµένων µε τα
αστάθµητα ρευστά της γης και του ουρανοϋ, διαφορές µεγαλύτερες
από εκείνες που υπάρχουν µεταξύ όλων των γήινων σωµάτων και όλων
των καταστάσεων της σταθµητής ύλης. Το αστρικό αυτό σώµα, αν κι
είναι πολύ λεπτότερο και τελειότερο από το γήινο σώµα, δεν είναι
αθάνατο όπως η µονάδα την οποία περιέχει. Αλλάζει, καθαρίζεται
ανάλογα µε τα περιβάλλοντα τα οποία περνά. Το πνεύµα το
αναχωνεύει, το µεταβάλλει διαρκώς κατ’ εικόνα του, αλλά ποτέ δεν το
αφήνει, και αν το εγκαταλείπει λίγο-λίγο, αυτό συµβαίνει γιατί
ντύνεται ουσίες πιο αιθέριες.
Να τι δίδασκε ο Πυθαγόρας, που δεν µπορούσε να αντιλη- φθεί την
αφηρηµένη πνευµατική οντότητα, τη δίχως µορφή µονάδα. Το πνεύµα
που δρα µέσα στα βάθη των ουρανών, καθώς και πάνω στη γη, πρέπει
να έχει ένα όργανο. Αυτό το όργανο είναι η ζωντανή ψυχή, κτηνώδης ή
υψηλή, σκοτεινή ή ακτινοβόλος, η οποία όµως έχει την ανθρώπινη
µορφή, την εικόνα αυτή του Θεού.
Τι συµβαίνει κατά το θάνατο; Όταν την αγγίζει η αγωνία, η ψυχή
προαισθάνεται γενικά το µελλοντικό της αποχωρισµό από το σώµα.
Ξαναβλέπει ολόκληρη τη γήινη ύπαρξή της σε εικόνες σύντοµες, οι
οποίες γρήγορα διαδέχονται η µία την άλλη κι έχουν τροµακτική
καθαρότητα. Αλλά όταν η εξαντληµένη ζωή σταµατά στον εγκέφαλο,
τότε η ψυχή ταράζεται και χάνει εντελώς τη συνείδησή της. Αν είναι
µια άγια και αγνή ψυχή, οι πνευµατικές αισθήσεις της έχουν ήδη
ξυπνήσει µε τη βαθµιαία απόσπασή της από την ύλη. Η ψυχή αυτή
συναι- σθάνθηκε ήδη την παρουσία ενός άλλου κόσµου πριν ακόµα
πεθάνει, µ’ έναν οποιονδήποτε τρόπο, έστω και µε την ενδοσκόπηση
της ίδιας της της κατάστασης. Με τις σιωπηλές εκλιπαρήσεις, µε τις
µακρινές επικλήσεις, µε τις αµυδρές ακτίνες του αοράτου, η γη έχει
χάσει ήδη τη σταθερότητά της και, όταν η ψυχή ξεφεύγει τέλος από το
κρύο πτώµα, ευτυχισµένη για την απελευθέρωσή της, αισθάνεται ότι
υψώνεται µέσα σ’ ένα µεγάλο φως, προς την πνευµατική οικογένεια
στην οποία ανήκει.
Αλλά δε συµβαίνει το ίδιο µε τον κοινό άνθρωπο, του οποίου η ζωή
µοιράστηκε µεταξύ των υλιστικών ενστίκτων και των ανώτερων
πόθων. Αυτός αφυπνίζεται σε µια κατάσταση ηµισυνείδησης, σαν µέσα
σε µια νάρκη εφιάλτη. Δεν έχει πια ούτε χέρια για να τα τεντώσει,
ούτε φωνή για να φωνάξει, αλλά θυµάται, υποφέρει, υπάρχει µέσα σ’
έναν κύκλο από σκοτάδι και τρόµο. Το µόνο πράγµα που παρατηρεί
εκεί µέσα είναι η παρουσία του πτώµατός του, από το οποίο
αποσπάστηκε µεν, αλλά για το οποίο δοκιµάζει ακόµη µία
ακατανίκητη έλξη. Γιατί µέσα σ’ εκείνο ζούσε, τώρα όµως τι είναι;
Ζητά τον εαυτό του µε τρόµο µέσα στις παγωµένες ίνες του εγκεφάλου
του, µέσα στο πηγµένο αίµα των φλεβών του και δεν το βρίσκει πια.
Είναι πεθαµένος; Είναι ζωντανός; Θα ήθελε να δει, να πιαστεί από
κάποιο πράγµα, αλλά δε βλέπει, δεν πιάνει τίποτα. Τα σκοτάδια τον
περικλείουν, γύρω του, µέσα του, όλα είναι χάος. Δε βλέπει παρά ένα
πράγµα και το
πράγµα αυτό τον έλκει και του προξενεί συνάµα φρίκη... ο απαίσιος
φωσφορισµός του ίδιου του του λειψάνου. Και ο εφιάλτης ξαναρχίζει.
Η κατάσταση αυτή µπορεί να παραταθεί για µήνες ή και χρόνια. Η
διάρκειά της εξαρτάται από τη δύναµη των υλιστικών ενστίκτων της
ψυχής. Αλλά η ψυχή αυτή, καλή ή κακή, καταχθόνια ή ουράνια, θα
λάβει λίγο-λίγο συνείδηση του εαυτού της και της νέας κατάστασής
της. Άπαξ και ελευθερωθεί από το σώµα της, θα ξεφύγει µέσα στις
αβύσσους της γήινης ατµόσφαιρας, της οποίας τα ηλεκτρικά ρεύµατα
τη φέρνουν εδώ κι εκεί. Και αµέσως παρατηρεί τους λίγο-πολύ
όµοιους µε αυτήν ποικιλόµορφους περιπλανώµενους κατοίκους της
ατµόσφαιρας, σαν φευγαλέες λάµψεις µέσα στην πυκνή οµίχλη. Τότε,
αρχίζει ένας ιλιγγιώδης, πεισµατώδης αγώνας της ψυχής, που είναι
ακόµα βεβαρηµένη, για να ανέβει ψηλά, στα ανώτερα στρώµατα του
αέρα, να ελευθερωθεί από την έλξη της γης και να φτάσει, µέσα στον
ουρανό του πλανητικού µας συστήµατος, στον τόπο, που µόνο φίλοι
οδηγοί µπορούν να της δείξουν. Αλλά πριν τους ακούσει και τους δει,
της χρειάζεται συνήθως πολύς χρόνος.
Η φάση αυτή της ζωής πήρε διάφορα ονόµατα στις θρησκείες και
τις µυθολογίες. Ο Μωυσής την αποκαλεί Χορέβ, ο Ορφέας Έρεβος, ο
χριστιανισµός Καθαρτήριο ή πεδιάδα της σκιάς του θανάτου. Οι
Έλληνες µυηµένοι την ταύτιζαν µε το σκιερό κώνο που η γη αφήνει
πάντοτε πίσω της και που φτάνει µέχρι τη σελήνη, και την ονόµαζαν
γι’ αυτό άβυσσο της Εκάτης. Μέσα στο σκοτεινό αυτό πηγάδι
στριφογυρίζουν, κατά τους Ορφικούς και τους Πυθαγόρειους, οι
ψυχές, οι οποίες ζητούν µε απεγνωσµένες προσπάθειες να φτάσουν τον
κύκλο της σελήνης και τις οποίες η σφοδρότητα των ανέµων ρίχνει
κ α τ ά χ ι λι ά δ ε ς π ά ν ω σ τ η γ η . Ο Ό µ η ρ ο ς κ α ι ο Β ι ρ γ ί λι ο ς τ ι ς
παροµοιάζουν µε στροβίλους από φύλλα, µε κοπάδια πουλιών
τρελαµένων από τη θύελλα.
Η σελήνη έπαιζε µεγάλο ρόλο στον αρχαίο εσωτερισµό. Πάνω στην
όψη της τη στραµµένη προς τον ουρανό θεωρούσαν ότι οι ψυχές
καθάριζαν το αστρικό τους σώµα, πριν συ- νεχίσουν την ουράνια
ανάβασή τους. Υπέθεταν επίσης ότι οι ήρωες κι οι µεγαλοφυΐες έµεναν
αρκετό καιρό στην όψη της σελήνης τη στραµµένη προς τη γη, για να
ξαναντυθούν ένα σώµα προσαρµοσµένο στον κόσµο µας, προτού
ενσαρκωθούν ξανά σε αυτόν. Κατά κάποιο τρόπο, απέδιδαν στη
σελήνη τη
δύναµη του να µαγνητίζει την ψυχή για τη γήινη ενσάρκωση και να
την αποµαγνητίζει για τον ουρανό. Γενικά, οι µαρτυρίες αυτές, στις
οποίες οι µυηµένοι έδιναν νόηµα πραγµατικό συνάµα και συµβολικό,
σήµαιναν ότι η ψυχή πρέπει να περάσει από µια διάµεση κατάσταση
καθαρµού και να απαλλαγεί από τις κηλίδες της γης, πριν συνεχίσει το
ταξίδι της.
Αλλά πώς να ζωγραφίσουµε την άφιξη της καθαρής ψυχής στο δικό
της κόσµο; Η γη εξαφανίστηκε σαν όνειρο. Ένας νέος ύπνος, µία
ευχάριστη λιποθυµία περιβάλλει την ψυχή σαν θωπεία. Δε βλέπει πια
παρά τον φτερωτό οδηγό της που τη µεταφέρει µε την ταχύτητα της
αστραπής µέσα στα βάθη του διαστήµατος. Τι να πει κανείς για το
ξύπνηµά της µέσα στις πεδιάδες ενός αιθέριου άστρου, δίχως
στοιχειακή ατµόσφαιρα, όπου τα πάντα, βουνά, λουλούδια, πρασινάδα,
όλα είναι καµωµένα από µια φύση εκλεκτή, ευαίσθητη και οµιλούσα;
Τι να πει κανείς προπάντων για τις φωτεινές αυτές µορφές, άνδρες και
γυναίκες, που την περιτριγυρίζουν σαν µια ιερή ποµπή, για να τη
µυήσουν στο άγιο µυστήριο της νέας ζωής της; Είναι θεοί ή θεές; Όχι,
είναι ψυχές όπως και αυτή. Και το θαυµάσιο είναι ότι η ενδόµυχη
σκέψη τους φαίνεται πάνω στο πρόσωπό τους, ότι η τρυφερότητα, η
αγάπη, ο πόθος ή ο φόβος λαµποκοπούν µέσα στα διαφανή αυτά
σώµατα σε µία κλίµακα φωτεινών χρωµατισµών. Εδώ, σώµατα και
πρόσωπα δεν είναι πια προσωπίδες της ψυχής, αλλά η διάφανη ψυχή
εµφανίζεται µε την αληθινή της µορφή και λάµπει στο ζωηρότατο φως
της αγνής της αλήθειας.
Η ψυχή ξαναβρήκε τη θεία της πατρίδα. Γιατί το µυστικό φως µέσα
στο οποίο λούζεται, το οποίο πηγάζει από τον εαυτό της και
ξαναγυρίζει σε αυτήν µέσα στα χαµόγελα των πο- λυαγαπηµένων
ανδρών και γυναικών, το φως αυτό της ευδαιµονίας... είναι η ψυχή του
κόσµου... κι η ψυχή αισθάνεται µέσα σ’ αυτό την παρουσία του Θεού!
Τώρα δεν έχει πια εµπόδια. Η ψυχή θα αγαπήσει, θα µάθει, θα ζήσει
χωρίς κανένα άλλο περιορισµό παρά µόνο τη δική της ορµή. Ω ευτυχία
παράξενη και θαυµάσια! Αισθάνεται τον εαυτό της ενωµένο µε όλες
τις συντροφικές ψυχές µε βαθιά συγγένεια. Διότι, στη ζωή του
υπερπέραν, εκείνοι που δεν αγαπιούνται, αποφεύγουν ο ένας τον άλλο,
και µόνο εκείνοι που συνεννοούνται µεταξύ τους πηγαίνουν µαζί. Η
ψυχή θα γιορτάσει µαζί τους τα θεία µυστήρια σε ωραιότερους ναούς,
σε τελειότερη κοινωνία. Θα είναι ζωντανά ποιήµατα πάντοτε νέα, των
οποί-
ων κάθε ψυχή θα είναι µία στροφή και όπου καθεµιά θα ξαναζήσει
τη ζωή της µέσα στη ζωή των άλλων. Έπειτα, ανατριχιάζοντας, θα
εξορµήσει µέσα στο ανώτερο φως, στην πρόσκληση των
Απεσταλµένων, των φτερωτών πνευµάτων, εκείνων που καλούνται
θεοί, γιατί ξέφυγαν πια από τον κύκλο των γεννήσεων.
Με οδηγούς τις υπέροχες αυτές διάνοιες, θα προσπαθήσει να
ψελλίσει το µεγάλο ποίηµα του απόκρυφου Λόγου και να καταλάβει
ό,τι µπορέσει από τη συµφωνία του σΰµπαντος. Θα λάβει τα ιεραρχικά
διδάγµατα των κύκλων της θείας Αγάπης, θα δοκιµάσει να δει τις
Ουσίες που σκορπίζουν µέσα στους κόσµους τα εµψυχωτικά Πνεύµατα,
θα θωρήσει τα δοξασµένα πνεύµατα, ζωντανές ακτίνες του Θεού των
θεών και δε θα µπορέσει να υποφέρει την εκτυφλωτική λαµπρότητά
τους, που κάνει και τους ήλιους ακόµα να ωχριοΰν σαν καπνισµένες
λάµπες! Και όταν θα ξαναγυρίσει τροµαγµένη από τα εκθαµβωτικά
αυτά ταξίδια —γιατί ανατριχιάζει µπροστά σε αυτά τα άπειρα— θ’
ακούσει από µακριά την πρόσκληση των προσφιλών φωνών και θα
ξαναπέσει στις χρυσωµένες ακτές του άστρου της, κάτω από το ρόδινο
πέπλο ενός νανουριστικού υπνου, γεµάτου από λευκές µορφές, από
αρώµατα και µελωδία.
Τέ τ ο ι α ε ί ν α ι η ο υ ρ ά ν ι α ζω ή τ η ς ψ υ χ ή ς , τ η ν ο π ο ί α µ ό λ ι ς
αντιλαµβάνεται το πνεύµα που τρέφεται και παχαίνει από τη γη. Τη
ζωή αυτή όµως τη µαντεύουν οι µυηµένοι, τη ζουν οι οραµατιζόµενοι
και την αποδεικνυει ο νόµος των αναλογιών και των παγκόσµιων
συµφωνιών. Οι χονδροειδείς εικόνες µας, η ατελής γλώσσα µας µάταια
προσπαθούν να τη µεταφράσουν, αλλά κάθε ζωντανή ψυχή αισθάνεται
το σπέρµα της ζωής αυτής µέσα στα µυστικά της βάθη. Αν στην
παρούσα κατάσταση µάς είναι αδύνατο να την πραγµατοποιήσουµε,
ωστόσο η φιλοσοφία του απόκρυφου διατυπώνει τις ψυχικές της
συνθήκες.
Η ιδέα των αιθέριων άστρων, που είναι µεν αόρατα για εµάς, αλλά
που αποτελούν µέρος του ηλιακού µας συστήµατος και χρησιµεύουν
ως τόπος διαµονής των µακαρίων ψυχών, βρίσκεται συχνά στα
απόρρητα της εσωτερικής παράδοσης. Ο Πυθαγόρας την αποκαλεί
“αντιστροφή της γης” (αντί- χθων), που φωτίζεται από το κεντρικό
Πυρ, δηλαδή από το θείο φως. Στο τέλος του Φαίδωνα, ο Πλάτωνας
π ε ρ ι γ ρ ά φ ε ι α ν α λυ τ ι κά , α ν κα ι µ ε τ ρ ό π ο π α ρ α µ ο ρ φ ω µ έ ν ο , τ η ν
πνευµατική
αυτή γη. Λέει ότι είναι τόσο ελαφριά όσο ο αέρας, και
περιτριγυρισµένη από µια αιθέρια ατµόσφαιρα.
Στην άλλη ζωή διατηρεί λοιπόν η ψυχή όλη την ατοµικό- τητά της.
Από τη γήινη ύπαρξή της δεν κρατά παρά µόνο τις ευγενείς
αναµνήσεις και αφήνει τις άλλες να περιέλθουν σε εκείνη τη
λησµοσύνη, την οποία οι ποιητές ονόµασαν “κύµατα της Λήθης”.
Ελευθερωµένη από τις κηλίδες της, η ανθρώπινη ψυχή αισθάνεται τη
συνείδησή της ανεστραµµένη. Από τα εκτός του συµπαντος εισήλθε
στα εντός. Η Κυβέλη-Μαία, η ψυχή του κόσµου, την ξαναπήρε µέσα
στον κόλπο της µε µια βαθιά αναπνοή. Εκεί η ψυχή θα συµπληρώσει
το όνειρό της, το όνειρο που κόβεται κάθε λίγο και που αδιάκοπα
ξαναρχίζει πάνω στη γη. Θα το συµπληρώσει ανάλογα µε το µέτρο της
επίγειας προσπάθειάς της και του αποκτηµένου φωτός, αλλά θα το
π λ α τ ύ ν ε ι σ τ ο ε κα τ ο ν τ α π λ ά σ ι ο . Ο ι σ υ ν τ ρ ι µ µ έ - ν ε ς ε λ π ί δ ε ς θ α
ξανανθίσουν µέσα στη χαραυγή της θείας ζωής. Οι θαµπές δύσεις του
ήλιου της γης θα πληµµυρίσουν από φλόγες µέσα σε ολοφώτεινες
µέρες. Ναι, και αν ακόµη µία µόνο ώρα ενθουσιασµού ή αυταπάρνησης
έζησε ο άνθρωπος, αυτός και µόνο ο αγνός τόνος, που ξέφυγε από την
παράτονη κλίµακα της γήινης ζωής του, θα επαναληφθεί στο
υπερπέραν µε θαυµαστές προόδους, µε αιολικές αρµονίες. Οι
φευγαλέες στιγµές ευτυχίας που µας παρέχουν τα θέλγητρα της
µουσικής, οι εκστάσεις του έρωτα ή οι αγαλλιάσεις της φιλανθρωπίας
δεν είναι παρά οι σκορπισµένοι τόνοι µίας συµφωνίας που θα
ακούσουµε τότε.
Πρέπει, άραγε, να πούµε ότι η ζωή αυτή δε θα είναι παρά ένα µακρύ
όνειρο, µια µεγαλειώδης φαντασίωση; Αλλά τι υπάρχει πιο αληθινό
από εκείνο το οποίο η ψυχή αισθάνεται µέσα της και το πραγµατοποιεί
µε τη θεία επικοινωνία της µε άλλες ψυχές; Οι µυηµένοι, που είναι
συνεπείς κι υπερβατικοί ιδεαλιστές, είχαν πάντοτε την ιδέα ότι τα
µόνα πραγµατικά και διαρκή πράγµατα της γης είναι οι εκδηλώσεις της
πνευµατικής Οµορφιάς, της πνευµατικής Αγάπης και της πνευµατικής
Αλήθειας. Επειδή το υπερπέραν δεν µπορεί να έχει άλλο αντικειµενικό
σκοπό από αυτήν την Αλήθεια, αυτή την Ωραιότητα και αυτή την
Αγάπη για εκείνους που τις έκαναν σκοπό της ζωής τους, οι µυηµένοι
είναι πεπεισµένοι ότι ο ουρανός θα είναι πιο αληθινός από τη γη.
Η ουράνια ζωή της ψυχής µπορεί να διαρκέσει εκατοντάδες ή
χιλιάδες χρόνια, ανάλογα µε την τάξη της και την ορ-
µητική της δύναµη. Αλλά µόνο στις πιο τέλειες, τις πιο υπέροχες, σ’
εκείνες που διάβηκαν τον κύκλο των γεννήσεων, σε αυτές µόνο ανήκει
το προνόµιο να την παρατείνουν επ’ αόριστον. Αυτές δεν πέτυχαν µόνο
την προσωρινή ανάπαυση αλλά και την αθάνατη δράση µέσα στην
αλήθεια, δηµιούργησαν τα φτερά τους. Είναι απαραβίαστες, γιατί είναι
το φως· κυβερνούν τους κόσµους, γιατί βλέπουν µέσα σ’ όλα τα
πράγµατα. Όσον αφορά τις άλλες, αυτές οδηγούνται από έναν άκαµπτο
νόµο να µετενσαρκωθούν, για να υποστούν µια νέα δοκιµασία και να
ανέβουν έτσι σε µία ανώτερη βαθµίδα ή και να πέσουν χαµηλότερα, αν
τους απολείπει η δύναµη.
Όπως η γήινη ζωή, έτσι κι η πνευµατική ζωή έχει την αρχή της, το
µεσουράνηµά της και την παρακµή της. Όταν η ζωή αυτή εξαντληθεί, η
ψυχή αισθάνεται τον εαυτό της να καταλαµβάνεται από βαρύτητα,
ίλιγγο και µελαγχολία. Μία ακατανίκητη δύναµη την τραβά εκ νέου
σ τ ο υ ς α γ ώ ν ε ς κα ι τ α β ά σ α ν α τ η ς γ η ς . Ο π ό θ ο ς α υ τ ό ς ε ί ν α ι
αναµειγµένος µε τροµερούς φόβους και µε µια άπειρη θλίψη για την
εγκατάλειψη της θείας ζωής. Αλλά ο καιρός ήρθε, ο νόµος πρέπει να
εκπληρωθεί. Η βαρύτητα αυξάνει, ένα σκοτείνιασµα έγινε µέσα της. Δε
βλέπει πια τις φωτεινές συντροφικές ψυχές παρά σαν µέσα από ένα
πέπλο· και το πέπλο αυτό, ολοένα και πυκνότερο, την κάνει να
προαισθάνεται τον επικείµενο αποχωρισµό. Ακούει τους θλιβερούς
αποχαιρετισµούς τους. Τα δάκρυα των προσφιλών ευτυχισµένων τη
διαπερνούν σαν ουράνια δροσιά, που θα αφήσει µέσα στην καρδιά της
τη φλογερή δίψα µιας άγνωστης ευτυχίας. Τότε, µε επίσηµους όρκους,
υπόσχεται να θυµάται... να θυµάται το φως στον κόσµο του σκότους,
την αλήθεια στον κόσµο της ψευτιάς, την αγάπη στον κόσµο του
µίσους. Η εκ νέου συνάντηση, το αθάνατο στεφάνι, µόνο υπ’ αυτόν τον
όρο θα επιτευχθούν!
Ξυπνά µέσα σε µια πυκνή ατµόσφαιρα. Το αιθέριο άστρο, οι
διαφανείς ψυχές, οι ωκεανοί του φωτός, όλα χάθηκαν. Και να αυτή
πάλι πάνω στη γη, µέσα στην άβυσσο της γέννησης και του θανάτου.
Εντούτοις, δεν έχασε ακόµη την ουράνια ενθύµηση, και ο φτερωτός
οδηγός, που είναι ακόµη ορατός στα µάτια της, της δείχνει τη γυναίκα
που θα είναι η µητέρα της. Αυτή φέρνει µέσα της το σπέρµα ενός
παιδιού. Αλλά το σπέρµα αυτό δε θα ζήσει παρά µόνο αν έρθει το
πνεύµα να το εµψυχώσει. Τότε συντελείται επί εννέα µήνες το πιο α-
διείσδυτο µυστήριο της γήινης ζωής, το µυστήριο της ενσάρ-
κωσης και της µητρότητας. Η µυστηριώδης µείξη ενεργείται αργά-
αργά, σοφά, ένα-ένα όργανο, µία-µία ίνα.
Όσο η ψυχή βυθίζεται µέσα σε αυτό το θερµό άντρο που θορυβεί
και µυρµηγκιάζει, όσο αισθάνεται τον εαυτό της να πιάνεται µέσα στις
πτυχές των χιλιοδιπλωµένων σπλάχνων, τόσο η συνείδηση της θείας
ζωής της εξαλείφεται και σβήνει. Γιατί µεταξύ αυτής και του φωτός
των άνω παρεµβάλλονται τα κύµατα του αίµατος, οι ιστοί της σάρκας
που τη σφίγγουν και τη γεµίζουν σκοτάδι. Τώρα πια, εκείνο το µακρινό
φως δεν είναι παρά µια λάµψη που ολοένα σβήνει. Τέλος, ένας φρικτός
πόνος τη σφίγγει, τη συµπιέζει µέσα σ’ ένα µάγγανο. Ένας αιµατηρός
σπασµός την αποσπά από τη µητρική ψυχή και την καρφώνει µέσα σ’
ένα παλλόµενο σώµα. Το παιδί γεννήθηκε, άθλιο γήινο οµοίωµα, και
φωνάζει από τροµάρα. Αλλά η ουράνια ανάµνηση ήρθε εκ νέου µέσα
στα απόκρυφα βάθη του Ασυνειδήτου. Δε θα ξαναζωντανέψει παρά
µόνο µε τη Γνώση ή µε τον Πόνο, µε την Αγάπη ή µε το Θάνατο!
Ο νόµος της ενσάρκωσης και της αποσάρκωσης µας αποκαλύπτει
λοιπόν το αληθινό νόηµα της ζωής και του θανάτου. Αποτελεί τον
κύριο κόµβο στην εξέλιξη της ψυχής και µας επιτρέπει να την
παρακολουθήσουµε, προς τα εµπρός και προς τα πίσω, ως τα βάθη της
φύσης και του θείου. Διότι αυτός ο νοµός µάς φανερώνει το ρυθµό και
το µέτρο, το λόγο και το σκοπό της αθανασίας της. Από αφηρηµένη ή
φ α ν τ α σ τ ι κ ή , τ η ν κα θ ι σ τ ά ζω ν τ α ν ή κα ι λ ο γ ι κ ή , δ ε ί χ ν ο ν τ α ς τ ι ς
αντιστοιχίες της ζωής και του θανάτου. Η γήινη γέννηση είναι ένας
θάνατος από πνευµατική άποψη, ενώ ο θάνατος µία ουράνια ανάσταση.
Η εναλλαγή των δύο ζωών είναι αναγκαία στην ανάπτυξη της ψυχής
και καθεµιά από αυτές είναι συγχρόνως η συνέπεια κι η εξήγηση της
άλλης. Όποιος ποτίστηκε από τις αλήθειες αυτές, βρίσκεται στην
καρδιά των µυστηρίων, στο κέντρο της µύησης.
Αλλά, θα πει κανείς, τι µας αποδεικνύει τη συνέχεια της ψυχής, της
µονάδας, της πνευµατικής οντότητας µέσα σ’ όλες αυτές τις υπάρξεις,
αφού η ψυχή χάνει διαδοχικά τη θύµησή τους; Και τι σας αποδεικνύει,
θα απαντήσουµε, την ταυτότητα του ατόµου σας κατά την εγρήγορση
και κατά τον ύπνο; Ξυπνάτε κάθε πρωί από µία κατάσταση τόσο
παράδοξη, τόσο ανεξήγητη όσο και ο θάνατος, ανασταίνεστε από το
χάος εκείνο, για να ξαναπέσετε σ’ αυτό, το βράδυ. Ήταν η εκµη-
δένιση; Όχι, γιατί ονειρευτήκατε, και τα όνειρά σας υπήρξαν
γ ι α ε σ ά ς τ ό σ ο π ρ α γ µ α τ ι κ ά , ό σ ο κ ι η π ρ α γ µ α τ ι κό τ η τ α τ η ς
εγρήγορσης. Μία αλλαγή των φυσιολογικών συνθηκών του εγκεφάλου
τροποποίησε τις σχέσεις ψυχής και σώµατος και µετατόπισε την άποψη
της ψυχής σας. Είστε το ίδιο υποκείµενο, αλλά βρίσκεστε µέσα σ’ ένα
άλλο περιβάλλον και ζείτε µία άλλη υπόσταση. Στους υπνωτισµένους,
τους υπνοβάτες και τους ψυχορατικους, ο ύπνος αναπτύσσει νέες
ικανότητες, οι οποίες µας φαίνονται αξιοθαύµαστες, αλλά οι οποίες
είναι οι φυσικές ικανότητες της ψυχής που αποσπάστηκε από το σώµα.
Μόλις ξυπνήσουν, οι ψυχορατικοί αυτοί δε θυµούνται πια τι είδαν, τι
είπαν και τι έκαναν κατά τον ορατικό τους ύπνο. Αλλά αναπολούν, σ’
έναν από τους ύπνους τους, όλα όσα συνέβησαν στον προηγούµενο
ύπνο και προλέγουν, κάποτε µε µαθηµατική ακρίβεια, τι θα συµβεί
στον προσεχή. Έχουν λοιπόν κατά κάποιο τρόπο δυο συνειδήσεις, δυο
εναλλάξ ζωές εξολοκλήρου ξεχωριστές, η καθεµιά από τις οποίες έχει
όµως τη λογική της συνέχεια κι οι οποίες τυλίγονται γύρω από την ίδια
ατοµικότητα, όπως κορδέλες διαφορετικών χρωµάτων γύρω από ένα
αόρατο νήµα.
Εννοώντας κάτι πολύ βαθύ, οι αρχαίοι µυηµένοι ποιητές ονόµασαν
τον ύπνο αδελφό του θανάτου. Γιατί ένας πέπλος λήθης χωρίζει τον
ύπνο από την εγρήγορση, όπως τη γέννηση από το θάνατο. Και καθώς
η γήινη ζωή µας διαιρείται σε δυο µέρη, πάντοτε εναλλασσόµενα, έτσι
κι η ψυχή εναλλάσσεται, µέσα στο άπειρο της κοσµικής εξέλιξής της,
µεταξύ της ενσάρκωσης και της πνευµατικής ζωής, µεταξύ της γης και
του ουρανού. Αυτό το εναλλάξ πέρασµα από το ένα επίπεδο του
σύµπαντος στο άλλο, αυτή η ανατροπή των πόλων της ύπαρξής της δεν
είναι λιγότερο αναγκαία στην ανάπτυξη της ψυχής απ’ ό,τι είναι η
εναλλαγή της εγρήγορσης και του ύπνου στη σωµατική ζωή του
ανθρώπου. Έχουµε ανάγκη από τα κύµατα της Λήθης όταν περνούµε
από τη µια ύπαρξη στην άλλη. Σ’ αυτήν εδώ, ένας σωτήριος πέπλος
µάς κρύβει το παρελθόν και το µέλλον. Αλλά η λήθη δεν είναι
ολοκληρωτική και το φως περνά µέσ’ απ’ το πέπλο. Οι έµφυτες ιδέες
και µόνο αποδεικνύουν µία προηγούµενη ύπαρξη.
Αλλά υπάρχει κάτι ακόµα. Γεννιόµαστε φέροντας µέσα µας έναν
κόσµο αόριστων αναµνήσεων, µυστηριωδών παρορ- µήσεων, θείων
προαισθήσεων. Συµβαίνουν, σε παιδιά γεννηµένα από γλυκούς κι
ήσυχους γονείς, εισβολές άγριων παθών, τις οποίες ο αταβισµός δεν
αρκεί για να εξηγήσει κι οι οποί-
ες προέρχονται από µια προγενέστερη ύπαρξη. Απαντώνται κάποτε
στις πιο ταπεινές ζωές ανεξήγητες κι υπέροχες σταθερότητες σ’ ένα
αίσθηµα, σε µια ιδέα. Δεν προέρχονται άραγε από υποσχέσεις και
όρκους της επουράνιας ζωής; Γιατί η κρυφή ενθύµηση που η ψυχή
διατήρησε από αυτές είναι ισχυρότερη από όλους τους επίγειους
λόγους. Ανάλογα µε το αν η ψυχή προσκολλάται στην ανάµνηση αυτή
ή την εγκαταλείπει, τη βλέπουµε να νικά ή να υποκύπτει. Η αληθινή
πίστη είναι η σιωπηλή πίστη της ψυχής στον εαυτό της.
Καταλαβαίνουµε, από τα λόγια αυτά, γιατί ο Πυθαγόρας, όπως και
όλοι οι θεόσοφοι, θεωρούσε τη σωµατική ζωή µια αναγκαία εξεργασία
της θέλησης και την επουράνια ζωή µια πνευµατική αύξηση και µια
συµπλήρωση.
Ο ι ζω έ ς σ υ ν ε χ ί ζο ν τ α ι κ α ι δ ε µ ο ι ά ζο υ ν µ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς , α λ λ ά
συνάπτονται η^ µία µε την άλλη µε µία ανοικτίρµονα λογική. Αν
καθεµιά από αυτές έχει δικό της νόµο και ιδιαίτερο πεπρωµένο, η
συνέχισή τους, όµως, διέπεται από ένα γενικό νόµο τον οποίο θα
µπορούσαµε να ονοµάσουµε αντανάκλαση των βίων 110 . Κατά το νόµο
αυτό, οι πράξεις µιας ζωής έχουν τη µοιραία αντανάκλασή τους στην
επόµενη. Όχι µόνο ο άνθρωπος θα ξαναγεννηθεί µε τα ένστικτα και τις
ιδιότητες που ανέπτυξε στην προηγουµενή του ενσάρκωση, αλλά και
το ίδιο το είδος της ύπαρξής του θα προσδιοριστεί, κατά µεγάλο
µέρος, από την καλή ή την κακή χρήση της ελευθερίας που έκανε στην
προηγούµενη ζωή του.
Δεν υπάρχει καµία λέξη, καµία πράξη που να µην έχει την ηχώ της
στην αιωνιότητα, λέει µια παροιµία. Κατά την εσωτερική διδασκαλία,
η παροιµία αυτή εφαρµόζεται κατά γράµµα από τη µία ζωή στην άλλη.
Για τον Πυθαγόρα, οι φαινοµενικές αδικίες της µοίρας, οι δυσµορφίες,
οι αθλιότητες, τα χτυπήµατα της τύχης, οι κάθε είδους δυστυχίες
βρίσκουν την εξήγησή τους στο γεγονός ότι κάθε ύπαρξη είναι η
ανταµοιβή ή η τιµωρία της προηγούµενης. Μία εγκληµατική ζωή γεννά
µία ζωή εξιλασµού, µία ατελής ζωή µία ζωή δοκιµασιών. Μία καλή
ζωή προκαθορίζει µία αποστολή, µία ανώτερη ζωή µία δηµιουργική
αποστολή. Η ηθική κύρωση, που εφαρµόζεται µε κάποια φαινοµενική
ατέλεια από την άποψη µίας και µοναδικής ζωής, εφαρµόζεται λοιπόν
µε µία θαυµαστή τελειότητα και µε µία λεπτολόγο δικαιοσύνη στη
σειρά των ζωών. Σε αυτήν τη σειρά µπορεί να υπάρχει πρόοδος προς
την πνευµατικότητα και τη διανόηση, όπως µπορεί να
υπάρχει και οπισθοδρόµηση προς την κτηνωδία και προς την ύλη.
Όσο η ψυχή ανεβαίνει βαθµούς, τόσο αποκτά και µια µεγαλύτερη
ελευθερία στην επιλογή των µετενσαρκώσεών της. Η κατώτερη ψυχή
απλώς υφίσταται τη µετενσάρκωση, η µέ- ση ψυχή επιλέγει µεταξύ
εκείνων που της προσφέρονται, η ανώτερη ψυχή, που επιβάλλει στον
εαυτό της µια αποστολή, την εκλέγει από αφοσίωση. Όσο περισσότερο
είναι εξυψωµένη η ψυχή, τόσο περισσότερο διατηρεί µέσα στις
ενσαρκώσεις της τη σαφή και αναντίρρητη συνείδηση της πνευµατικής
ζωής, που βασιλεύει πέρα από το γήινο ορίζοντά µας, που τον
περιβάλλει σαν µια σφαίρα φωτός και στέλνει τις ακτίνες της µέσα στα
δικά µας σκοτάδια. Ισχυρίζεται µάλιστα η παράδοση ότι οι πρώτης
τάξης µυητές, οι θείοι προφήτες της ανθρωπότητας, θυµούνται τις
προηγούµενες επίγειες ζωές τους. Κατά το θρύλο, ο Γκοτάµα Βούδα
Σάκια-Μούνη είχε ανακαλύψει µέσα στις εκστάσεις του το νήµα των
περασµένων υπάρξεών του, ενώ για τον Πυθαγόρα αναφέρουν ότι
έλεγε πως όφειλε σε µία ειδική εύνοια των θεών το να θυµάται µερικές
από τις προγενέστερες ζωές του.
Είπαµε ότι στη σειρά των ζωών η ψυχή µπορεί να οπισθοδροµήσει ή
να προχωρήσει, ανάλογα µε το αν αφήνεται στην κατώτερή της φύση ή
τη θεία. Από αυτό προκύπτει µία σπουδαία συνέπεια, της οποίας την
αλήθεια κατανόησε πάντα η ανθρώπινη συνείδηση µε µια παράδοξη
ανατριχίλα. Σ’ όλες τις ζωές, η ψυχή έχει να διεξαγάγει αγώνες, να
κάνει επιλογές, να πάρει αποφάσεις. Οι συνέπειες τέτοιων πράξεών
της είναι ανυπολόγιστες. Αλλά στον ανηφορικό δρόµο του καλού, για
όποιον περνά µία σηµαντική σειρά ενσαρκώσεων, πρέπει να υπάρχει
µία ζωή, ένας χρόνος, µία ηµέρα, µία ώρα ίσως, κατά την οποία η
ψυχή, φτασµένη στην πλήρη συνείδηση του καλού και του κακού,
µπορεί να υψωθεί µε µία τελευταία κι υπέρτατη προσπάθεια σε τέτοιο
ύψος, από το οποίο δε θα µπορεί πια να κατέβει και όπου αρχίζει ο
δρόµος των κορυφών. Όµοια και στον κατηφορικό δρόµο του κακού
υπάρχει ένα σηµείο όπου η διεστραµµένη ψυχή µπορεί ακόµα να
γυρίσει πίσω. Αλλά άπαξ και διαβεί αυτό το σηµείο, η πώρωση είναι
πια οριστική. Από ύπαρξη σε ύπαρξη θα κατρακυλήσει ως το βάθος
του σκότους. Θα χάσει τον ανθρωπισµό της. Ο άνθρωπος θα γίνει
δαίµονας, ο δαίµονας ζώο κι η ακατάλυτη µονάδα του θα είναι
αναγκασµένη να ξαναρχίσει την κόπια-
στική, την τροµακτική εξέλιξη µέσα στη σειρά των ανιόντων
βασιλείων και των απειράριθµων υπάρξεων. Να η αληθινή κόλαση,
κατά το νόµο της εξέλιξης. Δεν είναι εξίσου τροµερή και πιο λογική
από την κόλαση των εξωτερικών θρησκειών;
Η ψυχή λοιπόν µπορεί ή ν’ ανέβει ή να κατέβει στη σειρά των ζωών.
Ως προς την επίγεια ανθρωπότητα, η πορεία της ενεργείται κατά το
νόµο µιας ανιούσας προόδου, ο οποίος αποτελεί µέρος της θείας
τάξης. Η αλήθεια αυτή, που νοµίζουµε ότι ανακαλύφθηκε πρόσφατα,
ήταν γνωστή και διδασκόταν στα αρχαία Μυστήρια. “Τα ζώα είναι
συγγενείς του ανθρώπου και ο άνθρωπος είναι συγγενής των θεών”,
έλεγε ο Πυθαγόρας. Ανέπτυσσε φιλοσοφικά εκείνο που επίσης
δίδασκαν τα σύµβολα της Ελευσίνας, την πρόοδο των ανιόντων
βασιλείων, την ανύψωση του φυτικού κόσµου στο ζωικό κόσµο, την
ανύψωση του ζωικού στον ανθρώπινο και τη διαδοχή µέσα στην
ανθρωπότητα φυλών ολοένα και τελειότερων.
Η πρόοδος αυτή δε συντελείται µε οµοιόµορφο τρόπο, αλλά κατά
κύκλους µε ολοένα και µεγαλύτερη διάµετρο, οι οποίοι περιέχονται ο
ένας στον άλλο. Κάθε λαός έχει τη νεότητά του, την ωριµότητά του,
την παρακµή του. Το ίδιο συµβαίνει και µε ολόκληρες φυλές: την
ερυθρή φυλή, τη µαύρη φυλή και τη λευκή φυλή, οι οποίες βασίλεψαν
µε τη σειρά τους στην υφήλιο. Η λευκή φυλή, που βρίσκεται ακόµη σε
πλήρη νεότητα, δεν έφτασε επί των ηµερών µας στην ωριµότητά της.
Στον κολοφώνα της θα αναπτύξει από τα ίδια της τα σπλάχνα µια
τελειοποιηµένη φυλή, µέσα από την επανίδρυση της µύησης και την
πνευµατική επιλογή των γάµων. Έτσι συνεχίζονται οι φυλές, έτσι
προοδεύει η ανθρωπότητα.
Οι αρχαίοι µυηµένοι προχωρούσαν πολύ µακρύτερα τις προβλέψεις
τους από τους σύγχρονους. Παραδέχονταν ότι θα ερχόταν µια στιγµή,
κατά την οποία η µεγάλη µάζα των ατόµων που αποτελούν την τωρινή
ανθρωπότητα θα περνούσε πάνω σε έναν άλλο πλανήτη, για ν’ αρχίσει
εκεί ένα νέο κύκλο. Στη σειρά των κύκλων που συνιστούν την
πλανητική αλυσίδα, ολόκληρη η ανθρωπότητα θα αναπτύξει τις
διανοητικές, πνευµατικές κι υπερβατικές αρχές, τις οποίες οι µεγάλοι
µυηµένοι καλλιέργησαν µέσα στους εαυτούς τους από την παρούσα
ήδη ζωή και θα τις φέρει µε αυτόν τον τρόπο σε µία άνθηση πιο
γενική. Οίκοθεν νοείται ότι µια τέτοια ανάπτυξη δεν περιλαµβάνει
µόνο χιλιάδες αλλά εκατοµµύρια χρό-
νια και θα επιφέρει τέτοιες µεταβολές στην ανθρώπινη κατάσταση,
που δεν µπορούµε να φανταστούµε. Για να τις περιγράφει, ο Πλάτωνας
λέει ότι σ’ εκείνους τους χρόνους οι θεοί θα κατοικούν πραγµατικά
στους ναούς των ανθρώπων.
Είναι λογικό να παραδεχτούµε ότι στην πλανητική αλυσίδα, δηλαδή
στις διαδοχικές εξελίξεις της δικής µας ανθρωπότητας πάνω σε άλλους
πλανήτες, οι ενσαρκώσεις της θα έχουν µία φύση ολοένα πιο αιθέρια,
ώστε να πλησιάσουν ανεπαίσθητα στην καθαρά πνευµατική
κατάσταση, στην όγδοη εκείνη σφαίρα που κείται έξω από τον κύκλο
των γεννήσεων και µε την οποία οι αρχαίοι θεόσοφοι υποδήλωναν τη
θεία κατάσταση. Είναι φυσικό επίσης ότι, επειδή δεν έχουν όλοι την
ίδια ορµή και πολλοί µένουν στο δρόµο ή ξαναπέφτουν, ο αριθµός των
εκλεκτών προχωρεί πάντοτε υφιστάµενος ελάττωση, σε αυτήν την
υπερφυή ανάβαση. Η ανάβαση αυτή έχει τέτοια στοιχεία, ώστε να
προκαλεί τον ίλιγγο στις διά- νοιές µας τις περιορισµένες από τη γη.
Όµως οι ουράνιες διάνοιες την αντικρίζουν χωρίς φόβο, όπως εµείς
κοιτάζουµε µία µόνο ζωή.
Η εξέλιξη των ψυχών, έτσι εννοούµενη, δεν είναι σύµφωνη µε την
ενότητα του Πνεύµατος, αυτή την αρχή των αρχών, µε την οµοιογένεια
της φύσης, αυτόν το νόµο των νόµων, µε τη συνέχεια της κίνησης,
αυτή τη δύναµη των δυνάµεων; Βλέπουµε, µέσα από το πρίσµα της
πνευµατικής ζωής, ότι ένα ηλιακό σύστηµα δεν αποτελεί µόνο έναν
υλικό µηχανισµό, αλλά ένα ζωντανό οργανισµό, µια επουράνια
βασιλεία, όπου οι ψυχές ταξιδεύουν από κόσµο σε κόσµο, όπως η ίδια
η πνοή του Θεού που τις εµψυχώνει.
Ποιος είναι λοιπόν ο τελικός σκοπός του ανθρώπου και της
ανθρωπότητας, κατά την εσωτερική διδασκαλία; Ύστερα από τόσες
ζωές, θανάτους, αναγεννήσεις, γαλήνες και σπαρακτικά ξυπνήµατα,
υπάρχει τέρµα στους µόχθους της Ψυχής; Ναι, λένε οι µυηµένοι. Όταν
η ψυχή θα έχει τελειωτικά νικήσει την ύλη, όταν, αναπτύσσοντας όλες
τις πνευµατικές της ιδιότητες, θα έχει βρει µέσα της την αρχή και το
τέλος κάθε πράγµατος, τότε, επειδή καθίσταται πια περιττή η
ενσάρκωση, η ψυχή θα εισέλθει στη θεία κατάσταση µε την τέλεια
ένωσή της µε τη θεία διάνοια.
Αφού µόλις και µπορούµε να προεικάσουµε την πνευµατική ζωή της
ψυχής µετά από κάθε γήινη ζωή, πώς θα το κατορθώναµε να
φανταστούµε την τέλεια αυτή ζωή που πρόκει-
ται να ακολουθήσει όλη τη σειρά των πνευµατικών της υπάρξεων; Ο
ουρανός αυτός των ουρανών θα είναι εν σχέσει µε τις προγενέστερες
φάσεις ευδαιµονίας ό,τι είναι ο ωκεανός εν σχέσει µε τους ποταµούς.
Για τον Πυθαγόρα, η αποθέωση του ανθρώπου δεν ήταν το βύθισµα
µέσα στο ασυνείδητο, αλλά η δηµιουργική ενεργητικότητα µέσα στην
υπέρτατη συνείδηση. Η ψυχή, µε το να γίνεται καθαρό πνεύµα, δε
χάνει την ατοµικότητά της, αλλά την τελειοποιεί, γιατί ξανασµίγει µε
το αρχέτυπό της µέσα στο Θεό. Θυµάται όλες τις προγενέστερες
υπάρξεις της, που της φαίνονται ισάριθµες βαθµίδες για να φτάσει
στην κορυφή, από την οποία ξεκινά και διεισδύει µέσα στο συµπαν.
Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος δεν είναι πια άνθρωπος, όπως έλεγε
ο Πυθαγόρας, είναι ηµίθεος. Γιατί αντανακλά µέσα σ’ όλη την ύπαρξή
του το άρρητο φως µε το οποίο ο Θεός γεµίζει το άπειρο. Γι’ αυτό, το
να γνωρίζεις είναι ίσο µε το να µπορείς, το να αγαπάς ίσο µε το να
δηµιουργείς, το να υπάρχεις ίσο µε το να ακτινοβολείς την αλήθεια και
την ωραιότητα.
Το τέρµα αυτό είναι οριστικό; Η πνευµατική Αιωνιότητα έχει άλλα
µέτρα από τον ηλιακό χρόνο, αλλά έχει επίσης τους σταθµούς της,
τους κανόνες της και τους κύκλους της. Μόνο που αυτοί υπερβαίνουν
εντελώς τις ανθρώπινες αντιλήψεις. Αλλά ο νόµος των προοδευτικών
αναλογιών στα ανιόντα βασίλεια της φύσης µάς επιτρέπει να
βεβαιώσουµε ότι το πνεύµα το φτασµένο στην υπέρτατη αυτή
κατάσταση δεν µπορεί πια να ξαναγυρίσει προς τα πίσω και ότι, αν οι
ορατοί κόσµοι αλλάζουν και περνούν, όµως ο αόρατος κόσµος, που
είναι ο λόγος της ύπαρξης της ψυχής, η πηγή της κι η εκβολή της και
του οποίου αποτελεί µέρος η θεία Ψυχή, αυτός είναι αθάνατος.
Με αυτές τις φωτεινές απόψεις ο Πυθαγόρας τελείωνε την ιστορία
της θείας Ψυχής. Η τελευταία λέξη είχε ξεψυχήσει πάνω στα χείλη του
σοφού, αλλά το νόηµα της αµετάδοτης αλήθειας έµενε µετέωρο στον
ακίνητο αέρα της κρυπτής. Καθένας νόµιζε ότι είχε τελειώσει το
όνειρο των ζωών και ότι ξυπνούσε µέσα στη µεγάλη ειρήνη, στο γλυκό
ωκεανό της µίας και απεριόριστης ζωής. Οι λυχνίες της νάφθας
φώτιζαν ήρεµα το άγαλµα της Περσεφόνης, που στεκόταν όρθια, µε
µορφή ουράνιας θερίστριας, κι έκαναν να αναβιώσει η συµβολική
ιστορία της µέσα στις ιερές τοιχογραφίες του ναού. Κάποτε, µια
ιέρεια, που περιερχόταν σε έκσταση υπό την ε-
πήρεια της αρµονικής φωνής του Πυθαγόρα, φαινόταν να
ενσαρκώνει σε αυτή της τη στάση και στο ακτινοβόλο πρόσωπό της
την άρρητη ωραιότητα του οράµατος της. Κι οι µαθητές,
κατειληµµένοι από θρησκευτικό ρίγος, κοίταζαν σιωπηλοί. Αλλά, µετά
από λίγο, ο δάσκαλος µε µια κίνηση αργή, σταθερή, ξανάφερνε πάνω
στη γη την εµπνευσµένη ιεροφάντισσα. Σιγά-σιγά τα χαρακτηριστικά
της χαλάρωναν, σωριαζόταν στην αγκαλιά των συντρόφων της κι
έπεφτε σε βαθύ λήθαργο, από τον οποίο ξυπνούσε ζαλισµένη,
λυπηµένη και σαν εξαντληµένη από την πτήση της.
Τότε ανέβαιναν πάλι από την κρυπτή στους κήπους της Δήµητρας,
µε τη δροσιά της αυγής που άρχιζε να ροδίζει πάνω στη θάλασσα, στην
άκρη του έναστρου ουρανου.
νί) Βαθµός δ' - Επτφάνετα: Ο µύστης - Η µυηµένη γυναίκα - Η αγάπη και ο γάµος
ΠΡΟ ΟΛΊΓΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕ µαζί µε τον Πυθαγόρα στην κορυφή της αρχαίας
µύησης. Πάνω σε αυτήν την κορυφή, η γη φαίνεται πνιγµένη από σκιά
σαν ένα αστέρι που τρεµοσβήνει. Από εκεί ανοίγονται οι απόψεις των
άστρων και ξετυλίγεται σαν ένα θαυµάσιο σύνολο η θέα από µεγάλο
ύψος, η επιφάνεια του συµπαντος 111 . Αλλά ο σκοπός της διδαχής δεν
ήταν να απορροφήσει τον άνθρωπο µέσα στη θεωρία ή την έκσταση. Ο
δάσκαλος είχε περπατήσει τους µαθητές του στα αµέτρητα
διαµερίσµατα του κόσµου και τους είχε βυθίσει µέσα στις αβύσσους
του αοράτου. Από αυτό το τροµακτικό ταξίδι οι αληθινά µυηµένοι
έπρεπε να επιστρέφουν πάνω στη γη καλύτεροι, δυνατότεροι και µε
περισσότερη αντοχή για τις δοκιµασίες της ζωής.
Τη µύηση της διάνοιας έπρεπε να ακολουθήσει η µύηση της
θέλησης, η δυσκολότερη από όλες. Διότι τώρα έπρεπε ο µαθητής να
κάνει ώστε να κατέβει η αλήθεια µέσα στα βάθη της ύπαρξής του και
να την κάνει έργο στην πρακτική της ζωής. Για να φτάσει κανείς σε
αυτό το ιδεώδες, έπρεπε, κατά τον Πυθαγόρα, να συγκεντρώνει τρεις
τελειότητες: να πραγµατοποιεί την αλήθεια µέσα στη διάνοια, την
αρετή µέσα στην ψυχή, την αγνότητα µέσα στο σώµα. Μια σοφή
υγιεινή και µετρηµένη εγκράτεια έπρεπε να διατηρούν τη σωµατική
αγνότητα. Αυτή ήταν αναγκαία όχι ως σκοπός, αλλά ως µέσο.
Κάθε σωµατική κατάχρηση αφήνει ένα ίχνος κι ένα είδος κη- λίδας
µέσα στο αστρικό σώµα, το οποίο είναι ο ζωντανός οργανισµός της
ψυχής, και κατά συνέπεια και µέσα στο πνεύµα. Διότι το αστρικό σώµα
συντρέχει σε όλες τις πράξεις του υλικού σώµατος. Αυτό µάλιστα τις
εκτελεί, αφού το υλικό σώµα είναι, χωρίς αυτό, µια αδρανής µάζα.
Πρέπει λοιπόν το σώµα να είναι αγνό, για να είναι και η ψυχή.
Πρέπει έπειτα η ψυχή, φωτιζόµενη αδιάκοπα από τη διάνοια, να
αποκτά το θάρρος, την αυταπάρνηση, την αφοσίωση και την πίστη, µε
µια λέξη την αρετή, και να κάνει την αρετή δεύτερή της φύση, η οποία
να υποκαθιστά την πρώτη. Πρέπει, τέλος, ο νους να φτάνει τη σοφία
µέσω της γνώσης, µε τέτοιο τρόπο ώστε να ξέρει να ξεχωρίζει στο
καθετί το καλό και το κακό και να βλέπει το Θεό τόσο µέσα στο
παραµικρό από τα όντα, όσο και µέσα στο σύνολο των κόσµων.
Σε αυτό το ύψος, ο άνθρωπος γίνεται µύστης και, αν έχει αρκετή
ενεργητικότητα, αποκτά νέες ικανότητες και δυνάµεις. Οι εσωτερικές
αισθήσεις της ψυχής ανοίγονται, η θέληση ακτινοβολεί µέσα στις
άλλες. Ο σωµατικός του µαγνητισµός, ποτισµένος από τα ρευστά της
αστρικής του ψυχής, ηλεκτρισµένος από τη θέλησή του, αποκτά µια
δύναµη που φαίνεται θαυµατουργή. Ενίοτε γιατρεύει τους αρρώστους
µε το άγγιγµα των χεριών του ή και µόνο µε την παρουσία του. Συχνά
διεισδύει στις σκέψεις των ανθρώπων µόνο µε το βλέµµα του. Κάποτε,
στην κατάσταση της εγρήγορσης, βλέπει συµβάντα που λαµβάνουν
χώρα µακριά 112 . Ενεργεί εξ αποστά- σεως µε τη συγκέντρωση της
σ κ έ ψ η ς κα ι τ η ς θ έ λη σ η ς , π ά ν ω σ τ α π ρ ό σ ω π α π ο υ τ ο υ ε ί ν α ι
αφοσιωµένα µε δεσµούς προσωπικής συµπάθειας, και κάνει να
εµφανίζεται σ’ αυτόν εξ απο- στάσεως η εικόνα του, σαν να µπορούσε
το αστρικό του σώµα να µεταφερθεί έξω από το υλικό του σώµα.
Η εµφάνιση των ετοιµοθάνατων ή των νεκρών στους αγαπηµένους
τους είναι ακριβώς το ίδιο φαινόµενο. Με τη διαφορά ότι την
εµφάνιση που ο ετοιµοθάνατος ή η ψυχή του πεθαµένου παράγουν
γενικά από έναν ασυνείδητο πόθο, µέσα στην αγωνία ή το δεύτερο
θάνατο, ο µύστης τον παράγει εντελώς υγιής και µε απόλυτη
συνείδηση. Εν πάση περιπτώ- σει, δεν µπορεί να το πετύχει αυτό παρά
µόνο κατά τον ύπνο του και σχεδόν πάντοτε κατά τη διάρκεια
ληθαργικού ύπνου. Τέλος, ο µύστης νιώθει τον εαυτό του να
περιστοιχίζεται και να προστατεύεται από αόρατα όντα, ανώτερα και
φωτεινά,
τα οποία του δανείζουν τη δύναµή τους και τον βοηθούν στην
αποστολή του.
Σπάνιοι είναι οι µύστες, σπανιότεροι ακόµα εκείνοι που φτάνουν σε
αυτήν την κλίµακα. Η Ελλάδα δε γνώρισε παρά µόνο τρεις τέτοιους:
τον Ορφέα στην αυγή του ελληνισµού, τον Πυθαγόρα στον κολοφώνα
του, τον Απολλώνιο τον Τυα- νέα στην έσχατη κατάπτωσή του. Ο
Ορφέας υπήρξε ο µεγάλος εµπνευσµένος και ο µεγάλος µυητής της
ελληνική θρησκείας, ο Πυθαγόρας ο οργανωτής της εσωτερικής
επιστήµης και της φιλοσοφίας των σχολών, ο Απολλώνιος ο στωικός
ηθικολόγος και ο λαϊκός µάγος της παρακµής. Αλλά µέσα στους τρεις
αυτοΰς, παρά τη διαφορά των βαθµών και µέσα από την ποικιλία των
αποχρώσεων, λάµπει η θεία ακτίνα, το ενθουσιώδες πνεύµα για τη
σωτηρία των ψυχών, η ακαταδάµαστη ενεργητικότητα, ντυµένη µε
πραότητα και µε γαλήνη. Αλλά µην πλησιάζετε πολύ τα µεγάλα αυτά
ήρεµα µέτωπα — καίνε σιωπηλά. Νιώθεις από µέσα τους το καµίνι
µιας θέλησης φλογερής µεν, αλλά πάντοτε συγκρατηµένης.
Ο Πυθαγόρας λοιπόν µας παρουσιάζει ένα µύστη πρώτης τάξης, κι
αυτό µε το επιστηµονικό πνεύµα και το φιλοσοφικό τύπο, που
προσεγγίζει περισσότερο προς το νεότερο πνεύµα. Αλλά ο ίδιος δεν
µπορούσε, ούτε βέβαια είχε την αξίωση, να κάνει τέλειους µύστες τους
µαθητές του. Μια µεγάλη εποχή έχει πάντοτε στην αρχή της ένα
µεγάλο εµπνευστή. Οι µαθητές του κι οι µαθητές των µαθητών του
σχηµατίζουν τη µα- γνητική αλυσίδα και διαδίδουν τη σκέψη του στον
κόσµο. Στον τέταρτο βαθµό της µύησης, ο Πυθαγόρας αρκούνταν
λοιπόν να διδάσκει τις εφαρµογές της διδασκαλίας του στη ζωή. Διότι
η επιφάνεια, η θέα από µεγάλο ύψος, έδινε ένα σύνολο βαθιών και
αναµορφωτικών απόψεων πάνω στα γήινα πράγµατα.
Η αρχή του καλού και του κακού µένει µυστήριο ακατάληπτο για
εκείνον που δεν έλαβε υπόψη του την αρχή και το τέλος των
πραγµάτων. Ηθική που δεν αντικρίζει τα υπέρτατα πεπρωµένα του
ανθρώπου δε θα είναι παρά ωφελιµιστική και πολύ ατελής. Επιπλέον,
η ανθρώπινη ελευθερία δεν υφί- σταται πραγµατικά για εκείνους που
αισθάνονται τον εαυτό τους πάντοτε δούλο των παθών τους, και δεν
υφίσταται δικαιωµατικά για εκείνους που δεν πιστεύουν ούτε στην
ψυχή ούτε στο Θεό και για τους οποίους η ζωή είναι µια λάµψη
ανάµεσα από δύο χάη. Οι πρώτοι ζουν µέσα στη δουλεία της
ψυχής, της αλυσοδεµένης στα πάθη. Οι δεύτεροι, µέσα στη δουλεία
της διάνοιας που περιορίζεται στο φυσικό κόσµο. Δε συµβαίνει όµως
το ίδιο µε το θρησκευτικό άνθρωπο, ούτε µε τον αληθινό φιλόσοφο,
κατά µείζονα δε λόγο µε το µυηµένο θεόσοφο, ο οποίος πραγµατοποιεί
την αλήθεια µέσα στην τριάδα της ύπαρξής του και στην ενότητα της
θέλησής του.
Ο µυηµένος, για να καταλάβει την αρχή του καλού και του κακού,
παρατηρεί τους τρεις κόσµους µε τα µάτια του πνεύµατος. Βλέπει το
φωτερό κόσµο της ύλης και της ζωώδους κατάστασης, όπου κυριαρχεί
η α ν α π ό δ ρ α σ τ η Μ ο ί ρ α . Β λ έ π ε ι τ ο ν κ α τ α σ κό τ ε ι ν ο κό σ µ ο τ ο υ
πνεύµατος, που είναι για εµάς ο αόρατος κόσµος, την άπειρη ιεραρχία
των απελευθερωµένων ψυχών, όπου βασιλεύει ο θείος νόµος κι οι
οποίες είναι αυτές οι ίδιες η Πρόνοια σε δράση. Μεταξύ των δύο
βλέπει σαν σε σκιόφως, την ανθρωπότητα, η οποία µε τη βάση της µεν
βυθίζεται στο φυσικό κόσµο, αλλά που αγγίζει µε τις κορυφές της το
θείο κόσµο. Έχει ως πνεύµα την Ελευθερία.
Γιατί, τη στιγµή που ο άνθρωπος αντιλαµβάνεται την αλήθεια και
την πλάνη, είναι ελεύθερος να εκλέξει: ή να πορευ- θεί µε το µέρος
της Πρόνοιας εκτελώντας την αλήθεια, ή να πέσει στα χέρια του νόµου
της Μοίρας ακολουθώντας την πλάνη. Η πράξη της θέλησης, ενωµένη
µε τη διανοητική πράξη, δεν είναι παρά ένα µαθηµατικό σηµείο, αλλά
από αυτό το σηµείο πηγάζει το πνευµατικό σύµπαν. Κάθε πνεύµα
νιώθει εν µέρει, µε το ένστικτο, εκείνο που ο θεόσοφος
αντιλαµβάνεται εξ ολοκλήρου µε το νου, δηλαδή ότι το Κακό είναι
εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να κατεβαίνει µέσα στο µοιραίο κύκλο
της ύλης και ότι το Καλό είναι εκείνο που τον κάνει να ανεβαίνει προς
το θείο νόµο του πνεύµατος. Το αληθινό του πεπρωµένο είναι να
ανεβαίνει πάντοτε ψηλότερα και µε τη δική του προσπάθεια. Αλλά για
το σκοπό αυτό ο άνθρωπος πρέπει να είναι κι ελεύθερος να κατεβαίνει
στο χαµηλότερο σηµείο. Ο κύκλος της ελευθερίας πλαταίνει µέχρι το
άπειρα µεγάλο όσο ανεβαίνει κανείς, µικραίνει µέχρι το άπειρα µικρό
όσο κατεβαίνει κανείς. Όσο ανεβαίνει κανείς, τόσο πιο ελεύθερος
γίνεται, γιατί όσο εισέρχεται κανείς µέσα στο φως, τόσο και αποκτά
δύναµη για το καλό. Όσο κατεβαίνει κανείς, τόσο περισσότερο γίνεται
σκλάβος. Διότι κάθε πτώση µέσα στο κακό ελαττώνει την κατανόηση
του αληθινού και την ικανότητα του καλού.
Η Μοίρα βασιλεύει λοιπόν πάνω στο παρελθόν, η Ελευθε-
ρία πάνω στο µέλλον, κι η Πρόνοια πάνω και στα δυο, δηλαδή πάνω
στο παρόν που πάντοτε υφίσταται και που µπορούµε να το ονοµάσουµε
Α ι ω ν ι ό τ η τ α 11 3 . Α π ό τ η σ υ ν δ υ α σ µ έ ν η δ ρ ά σ η τ η ς Μ ο ί ρ α ς , τ η ς
Ελευθερίας και της Πρόνοιας εξαρ- τώνται τα αµέτρητα πεπρωµένα, οι
κολάσεις κι οι παράδεισοι των ψυχών. Το κακό, εφόσον είναι
ασυµφωνία προς το θείο νόµο, δεν είναι έργο του Θεού, αλλά έργο του
ανθρώπου, κι έχει µόνο σχετική, φαινοµενική και παροδική ύπαρξη·
και το καλό, αφού είναι συµφωνία µε το θείο νόµο, αυτό µόνο
υφίσταται πραγµατικά κι αιώνια. Ούτε οι ιερείς των Δελφών, ούτε οι
ιερείς της Ελευσίνας, ούτε οι µυηµένοι φιλόσοφοι θέλησαν ποτέ να
αποκαλύψουν τις βαθιές αυτές ιδέες στο λαό, που θα µπορούσε να τις
παρανοήσει και να κάνει κατάχρησή τους. Στα Μυστήρια παρίσταναν
συµβολικά αυτή τη διδασκαλία µε το διαµελισµό του Διονύσου, αλλά
κάλυπταν µε αδιαπέραστο για τους βέβηλους πέπλο εκείνο που
ονόµαζαν πάθη του Θεού.
Ο ι µ ε γ α λ ύ τ ε ρ ε ς θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ έ ς κ α ι φ ι λ ο σ ο φ ι κ έ ς σ υ ζη τ ή σ ε ι ς
περιστρέφονται γύρω από το ζήτηµα της αρχής του καλού και του
κακού. Προ ολίγου είδαµε ότι η εσωτερική διδασκαλία κατέχει το
κλειδί του στα απόρρητό της. Υπάρχει ένα άλλο κεφαλαιώδες ζήτηµα,
από το οποίο εξαρτάται το κοινωνικό και το πολιτικό πρόβληµα: το
ζήτηµα της ανισότητας των συνθηκών ζωής. Το θέαµα του κακού και
του πόνου ενέχει µέσα του κάτι το τροµακτικό. Μπορούµε να
προσθέσουµε ότι η κατανοµή τους, η φαινοµενικά αυθαίρετη και
άδικη, είναι η αρχή όλου του µίσους, όλων των εξεγέρσεων, όλων των
αρνήσεων. Κι εδώ ακόµη η βαθιά διδασκαλία κοµίζει µέσα στα γήινα
σκοτάδια µας το υπέροχο της φως της ειρήνης και της ελπίδας.
Η διαφορά των ψυχών, των συνθηκών, των πεπρωµένων δεν µπορεί
όντως να δικαιολογηθεί µε το πλήθος των υπάρξεων και µε τη θεωρία
της µετενσάρκωσης. Αν ο άνθρωπος γεννιέται για πρώτη φορά σ’
αυτήν εδώ τη ζωή, πώς να εξηγήσουµε τα αναρίθµητα δεινά τα οποία
φαίνονται να πέφτουν κατά τύχη πάνω του; Πώς να παραδεχτούµε ότι
υπάρχει µια αιώνια δικαιοσύνη, αφού άλλοι γεννιούνται υπό όρους που
συνεπάγονται µοιραία τη δυστυχία και την ταπείνωση, ενώ άλλοι
γεννιούνται καλότυχοι και ζουν ευτυχισµένοι; Αλλά, αν είναι αλήθεια
ότι ζήσαµε και άλλες ζωές, ότι θα ζήσουµε και άλλες ακόµη µετά
θάνατον, ότι µέσα σ’ όλες αυ-
τές τις υπάρξεις βασιλεύει ο νόµος της αναδροµής και της
αντανάκλασης — τότε οι διαφορές της ψυχής, των συνθηκών, του
πεπρωµένου, δε θα είναι παρά τα αποτελέσµατα των προηγούµενων
ζωών κι οι πολλαπλές εφαρµογές αυτού του νόµου.
Οι διαφορές των συνθηκών προέρχονται από µια άνιση χρήση της
ελευθερίας κατά τις προηγούµενες ζωές, ενώ οι διανοητικές διαφορές
από το γεγονός ότι οι άνθρωποι που περνούν από τη γη σε µια εποχή
α ν ή κο υ ν σ ε β α θ µ ο ύ ς ε ξ έ λι ξ η ς π ά ρ α π ο λύ δ ι α φ ο ρ ε τ ι κο ύ ς , π ο υ
τάσσονται κλιµακηδόν, από την ηµικτηνωδία των φτωχών φυλών, που
βρίσκονται σε οπισθοδρόµηση, µέχρι τις αγγελικές καταστάσεις των
αγίων και τη θεία βασιλεία της µεγαλοφυΐας. Στην πραγµατικότητα, η
γη µοιάζει µε ένα πλοίο και όλοι εµείς που την κατοικούµε µοιάζουµε
µε ταξιδιώτες που έρχονται από µακρινές χώρες και σκορπίζονται σε
σταθµούς σ’ όλα τα σηµεία του ορίζοντα.
Η διδασκαλία της µετενσάρκωσης δίνει µια αιτιολογία, σύµφωνη µε
τη δικαιοσύνη και την αιώνια λογική, στα πιο τροµακτικά δεινά όπως
και στις πιο ποθητές ευτυχίες. Ο ηλίθιος θα µας φανεί κατανοητός, αν
σκεφτούµε ότι η βλακεία του, της οποίας έχει επίγνωση µέχρι κάποιο
βαθµό και για την οποία υποφέρει, είναι η τιµωρία µιας εγκληµατικής
χρησιµοποίησης της διάνοιάς του σε κάποια άλλη ζωή. Όλες οι
αποχρώσεις των φυσικών ή ηθικών βασάνων, της ευτυχίας ή της
δυστυχίας, στις απειράριθµες ποικιλίες τους, θα µας φανούν σαν
φυσικές και σοφά ταξιθετηµένες βλαστήσεις των ενστίκτων και των
ενεργειών, των σφαλµάτων και των αρετών ενός µακρινού
παρελθόντος, γιατί η ψυχή διατηρεί µέσα στα απόκρυφα βάθη της όλα
όσα συσσωρεύει στις διάφορες υπάρξεις της. Ανάλογα µε την ώρα και
τ η ν ε π ί δ ρ α σ η , τ α π α λ α ι ό σ τ ρ ώ µ α τ α ε µ φ α ν ί ζο ν τ α ι ε κ ν έ ο υ κ ι
εξαφανίζονται, και το πεπρωµένο, δηλαδή τα πνεύµατα που το
διευθύνουν, προσδιορίζουν το είδος της µετενσάρκωσης της ψυχής —
σύµφωνα µε την τάξη της και την ποιότητά της. Ο Λύσις εκφράζει
αυτήν την αλήθεια καλυµµένη στους Χρυσούς Στίχους του:
Θα δεις ότι τα δεινά ηου ψθείρουν τους ανθρώπους είναι ο καρπός τη^ς εκλογής
τους- και ότι οι δυστυχισµένοι αυτοί γυρεύουν µακριά τους τα αγαθά, που την πηγή
τους έχουν οι ίδιοι.
Αντί να εξασθενίζει το αίσθηµα της ανθρώπινης αδελφοσύνης και
αλληλεγγύης, αντίθετα η διδασκαλία αυτή δεν είναι δυνατόν παρά να
το δυναµώνει. Χρωστάµε σ’ όλους βοήθεια, συµπάθεια κι έλεος. Διότι
όλοι είµαστε από την ίδια φυλή, µολονότι έχουµε φτάσει σε
διαφορετικούς βαθµούς. Κάθε βάσανο είναι ιερό, γιατί ο πόνος είναι
το χωνευτήρι των ψυχών. Κάθε συµπάθεια είναι θεία, γιατί µας κάνει
να νιώθουµε, σαν µε µαγνητικό ρευστό, την αόρατη αλυσίδα που
συνδέει όλους τους κόσµους. Η αρετή του πόνου είναι η λογική της
µεγαλο- φυΐας. Ναι, σοφοί και άγιοι, προφήτες και θείοι δηµιουργοί,
αστράφτουν από κάποια πιο συγκινητική οµορφιά για όσους ξέρουν
ότι κι εκείνοι προήλθαν από την παγκόσµια εξέλιξη. Αυτή τη δύναµη
που µας εκπλήσσει, πόσες ζωές, πόσες νίκες χρειάστηκαν για να την
κατακτήσουν; Αυτό το έµφυτο φως της µεγαλοφυΐας, από ποιους τάχα
έρχεται ουρανούς, τους οποίους αυτοί πέρασαν ήδη; Δεν το
γνωρίζουµε. Αλλά οι ζωές αυτές υπήρξαν κι οι ουρανοί εκείνοι
υφίστανται. Δεν απατή- θηκε λοιπόν η συνείδηση των λαών, δεν είπαν
ψέµατα οι προφήτες, όταν ονόµασαν αυτούς τους ανθρώπους γιους του
Θεού, απεσταλµένους του αχανούς ουρανού. Διότι την αποστολή τους
τη θέλησε η αιώνια Αλήθεια, αόρατες λεγεώνες τούς προστατεύουν και
ο ζων Λόγος µιλά µέσα σ’ αυτούς!
Υπάρχει µεταξύ των ανθρώπων µια διαφορά που προέρχεται από
την αρχέγονη ουσία των ατόµων. Υπάρχει µία άλλη, το είπαµε
παραπάνω, η οποία προέρχεται από το βαθµό της πνευµατικής εξέλιξης
στον οποίο έφτασαν. Στην τελευταία αυτή άποψη αναγνωρίζουµε ότι οι
άνθρωποι µπορούν να ενταχθούν σε τέσσερις κλάσεις, οι οποίες
περιλαµβάνουν όλες τις υποδιαιρέσεις και όλες τις αποχρώσεις.
1) Στη µεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, η θέληση ενεργεί
προπάντων µέσα στο σώµα. Μπορούµε να τους ονοµάσουµε
ενστικτικούς. Είναι κατάλληλοι όχι µόνο για τις σηµαντικές
εργασίες, αλλά και για την εξάσκηση και την ανάπτυξη της
διάνοιάς τους στο φυσικό κόσµο, συνεπώς για το εµπόριο και τη
βιοµηχανία.
2) Στη δεύτερη βαθµίδα της ανθρώπινης εξέλιξης, η θέληση και
συνεπώς η συνείδηση εδρεύει µέσα στην ψυχή, δηλαδή στην
αισθητικότητα πάνω στην οποία αντιδρά η διάνοια. Είναι αυτοί οι
θυµικοί ή εµπαθείς. Κατά την ιδιοσυγκρασία τους είναι κατάλληλοι
ν α γ ί ν ο ν τ α ι π ο λ ε µ ι σ τ έ ς , κα λ λι τ έ χ ν ε ς ή π ο ι η τ έ ς . Η µ ε γ ά λη
πλειονότητα των ανθρώπων των γραµµά-
των και των επιστηµόνων είναι απ’ αυτό το είδος. Διότι ζουν µέσα
στις σχετικές ιδέες, τις οποίες τροποποιούν τα πάθη ή τις περιορίζει
ένας περιορισµένος ορίζοντας, χωρίς οι εν λόγω να υψώνονται µέχρι
την καθαρή Ιδέα και την Παγκοσµιότητα.
3) Σε µια τρίτη κλάση ανθρώπων πολύ σπανιότερων, η θέληση έχει
πάρει τη συνήθεια να ενεργεί κυρίως και πάνω απ’ όλα µέσα στην
καθαρή νόηση, να ελευθερώνει τη διάνοια, µέσα στη δική της
λειτουργία, από την τυραννία των παθών και των περιορισµών της
ύλης, πράγµα που δίνει σε όλες τις αντιλήψεις τους χαρακτήρα
καθολικότητας. Είναι αυτοί οι διανοητικοί. Από τους ανθρώπους
αυτούς προέρχονται οι ή- ρωες µάρτυρες της πατρίδας, οι πρώτης
τάξης ποιητές, τέλος και προπαντός οι αληθινοί φιλόσοφοι κι οι
σοφοί, εκείνοι που, κατά τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα, θα
έπρεπε να κυβερνούν την ανθρωπότητα. Στους ανθρώπους αυτούς
δε σβή- στηκε το πάθος, γιατί χωρίς αυτό, τίποτα δε γίνεται.
Αποτελεί αυτό τη φωτιά και τον ηλεκτρισµό µέσα στον ηθικό
κόσµο. Μόνο που στους ανθρώπους αυτούς τα πάθη έχουν γίνει
υπηρέτες της διάνοιας, ενώ στην προηγούµενη κατηγορία η διάνοια
είναι συνηθέστερα υπηρέτρια των παθών.
4) Το υψηλότερο ανθρώπινο ιδανικό πραγµατοποιείται από µια
τέταρτη κλάση ανθρώπων, οι οποίοι, στην κυριαρχία της διάνοιας
πάνω στην ψυχή και το ένστικτο, πρόσθεσαν την κυριαρχία της
θέλησης πάνω σε ολόκληρη την ύπαρξή τους. Με το να
εξουσιάζουν και να ελέγχουν όλες τους τις ικανότητες, ασκούν τη
µεγάλη κυριαρχία. Πραγµατοποίησαν την ενότητα µέσα στην
ανθρώπινη τριάδα. Χάρη στη θαυµάσια αυτή συγκέντρωση, που
µαζεύει όλες τις δυνάµεις της ζωής, η θέλησή τους προβάλλεται
µέσα στους άλλους ανθρώπους και αποκτά µια ισχύ σχεδόν
απεριόριστη, µια µαγεία α- κτινοβόλο και δηµιουργική. Οι
άνθρωποι αυτοί πήραν διάφορα ονόµατα µέσα στην ιστορία. Είναι
οι πρώτιστης τάξης άνθρωποι, οι µύστες, οι µεγάλοι µυηµένοι,
ύψιστες µεγαλο- φυΐες που µεταµορφώνουν την ανθρωπότητα.
Είναι τόσο σπάνιοι, που µπορούµε να τους µετρήσουµε στην
ιστορία. Η Πρόνοια τους σπέρνει µέσα στο χρόνο, σε µεγάλα
διαστήµατα, όπως τα αστέρια στον ουρανό 114 .
Είναι προφανές ότι η τελευταία αυτή κατηγορία ξεφεύγει από κάθε
κανόνα, από κάθε ταξινόµηση. Αλλά η συγκρότηση της ανθρώπινης
κοινωνίας, που δε λαµβάνει υπόψη της τις
τρεις πρώτες κατηγορίες, που δε δίνει στην καθεµιά από αυτές το
φυσιολογικό της ρόλο και τα αναγκαία για την ανάπτυξή του µέσα, µια
τέτοια συγκρότηση δεν είναι παρά εξωτερική και όχι οργανική.
Είναι φανερό ότι σε µια πρωτόγονη εποχή, η οποία ανέρχεται
πιθανόν στους βεδικούς χρόνους, οι βραχµάνοι της Ινδίας θεµελίωσαν
τη διαίρεση της κοινωνίας σε κοινωνικές τάξεις πάνω στη βάση της
τριαδικής αρχής. Αλλά µε τον καιρό, η διαίρεση αυτή, η τόσο δίκαιη
και τόσο γόνιµη, µεταβλήθηκε σε ιερατικό και αριστοκρατικό
προνόµιο. Η αρχή της φυσικής κλίσης και της µύησης παραχώρησε τη
θέση της στην αρχή της κληρονοµικότητας. Οι αποκλεισµένες
κοινωνικές τάξεις κατάντησαν να απολιθωθοΰν κι η αθεράπευτη
παρακµή της Ινδίας επακολούθησε. Η Αίγυπτος, που διατήρησε επί της
βασιλείας όλων των φαραώ, την τριαδική συγκρότηση, µε τις κινητές
και ανοιχτές κοινωνικές της τάξεις — µε την αρχή της µύησης να
εφαρµόζεται στο ιερατείο και την αρχή των εξετάσεων σε όλες τις
πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες— έζησε πέντε ως έξι χιλιάδες
χρόνια, δίχως να αλλάξει πολίτευµα.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η ρευστή ιδιοσυγκρασία της την έκανε να
περάσει γρήγορα από την αριστοκρατία στη δηµοκρατία, και από αυτή
στην τυραννία. Γύρισε µέσα σε αυτόν το φαύλο κύκλο, όπως ένας
άρρωστος που περιπίπτει από τον πυρετό στο λήθαργο, για να
ξαναπέσει στον πυρετό. Ίσως είχε ανάγκη από αυτήν την υπερδιέγερση
για να παραγάγει το ασύγκριτο έργο της: τη µετάφραση της βαθιάς
αλλά σκοτεινής σοφίας της Ανατολής σε µια γλώσσα καθαρή και
παγκόσµια, τη δηµιουργία του Ωραίου µέσω της Τέχνης και την
εγκαθίδρυση της ανοιχτής κι έλλογης επιστήµης ως διαδόχου της
κρυφής και διαισθητικής µύησης. Τη θρησκευτική της, όµως,
οργάνωση και τις υψηλότερές της εµπνεύσεις δεν τις χρωστά γι’ αυτό
λιγότερο στην αρχή της µύησης. Κοινωνικά και πολιτικά µιλώντας,
µπορούµε να πούµε ότι η Ελλάδα έζησε πάντοτε µέσα στο προσωρινό
και το υπερβολικό. Με την ιδιότητά του ως µύστη, ο Πυθαγόρας είχε
εννοήσει, από την κορυφή της µύησης, τις αιώνιες αρχές που διοικούν
την κοινωνία και ακολουθούσε το σχέδιο µιας µεγάλης αναµόρφωσης
σύµφωνα µε αυτές τις αλήθειες. Θα δούµε ευθύς αµέσως πώς αυτός κι
η σχολή του ναυάγησαν µέσα στις θύελλες της δηµοκρατίας.
Από τις αγνές κορυφές της διδασκαλίας, η ζωή των κόσµων
εκτυλίσσεται κατά το ρυθµό της Αιωνιότητας. Εκθαµβωτική
επιφάνεια! Αλλά στις µαγικές ακτίνες του αποκαλυµµένου
στερεώµατος, η γη, η ανθρωπότητα, η ζωή µάς ανοίγουν επίσης τα
µυστικά τους βάθη. Πρέπει να βρίσκουµε το άπειρα µεγάλο µέσα στο
άπειρα µικρό, για να αισθανόµαστε την παρουσία του Θεού. Αυτό
δοκίµαζαν οι µαθητές του Πυθαγόρα, όταν ο δάσκαλος τους έδειχνε,
για να επιστρέφει τη διδασκαλία του, πώς η αιώνια Αλήθεια
φανερώνεται µέσα στην ένωση του Άνδρα και της Γυναίκας, µέσα στο
γάµο. Την οµορφιά των ιερών αριθµών, τους οποίους είχαν ακούσει
και αντικρίσει µέσα στο Άπειρο, επρόκειτο τώρα να τη συναντήσουν
µέσα στην ίδια την καρδιά της ζωής, ενώ ο Θεός ανέτει- λε γι’ αυτούς
µέσα από το µεγάλο µυστήριο των Φύλων και της Αγάπης.
Η αρχαιότητα είχε εννοήσει µια κεφαλαιώδη αλήθεια, που οι
µεταγενέστερες εποχές την παραγνώρισαν πάρα πολύ. Η γυναίκα, για
να εκπληρώσει καλά τα καθήκοντά της, ως σύζυγος και µητέρα,
χρειάζεται µία διδασκαλία, µια ειδική µύηση. Από αυτό προκύπτει η
καθαρά γυναικεία µύηση, δηλαδή αυτή που εξ ολοκλήρου
επιφυλασσόταν ειδικά για τις γυναίκες. Υπήρχε ήδη στην Ινδία, κατά
τους βεδικούς χρόνους, όταν η γυναίκα ήταν ιέρεια στον οικογενειακό
βωµό. Στην Αίγυπτο ανάγεται ως τα µυστήρια της Τσιδας. Ο Ορφέ- ας
την οργάνωσε στην Ελλάδα. Μέχρι την εξάλειψη της ειδωλολατρίας,
τη βλέπουµε να ανθεί µέσα στα διονυσιακά µυστήρια, όπως και στους
ναούς της Ήρας, της Άρτεµης, της Α- θηνάς και της Δήµητρας.
Συνίστατο σε συµβολικούς ψαλ- µούς, σε τελετές, σε νυχτερινές
γιορτές, έπειτα σε µια ειδική διδασκαλία, που την έκαναν ηλικιωµένες
ιέρειες ή ο αρχιερέας, κι η οποία είχε σχέση µε τα πιο ιδιαίτερα
πράγµατα της συζυγικής ζωής. Έδιναν συµβουλές και οδηγίες που
αφορούσαν τις σχέσεις των φύλων και τις εποχές του έτους και του
µήνα, που ευνοούσαν ευτυχείς συλλήψεις. Απέδιδαν πάρα πολύ µεγάλη
σηµασία στη φυσική κι ηθική υγιεινή της γυναίκας κατά την
εγκυµοσύνη της, για να συντελείται κατά τους θείους νόµους το ιερό
έργο, δηλαδή η δηµιουργία του παιδιού.
Με µια λέξη, δίδασκαν την επιστήµη της συζυγικής ζωής και την
τέχνη της µητρότητας. Η τελευταία αυτή εκτεινόταν πολύ πέρα από τη
γέννηση. Μέχρι τα επτά τους χρόνια τα
παιδιά έµεναν στο γυναικωνίτη, όπου ο σύζυγος δεν έµπαινε, µε την
αποκλειστική φροντίδα της µητέρας. Η σοφή αρχαιότητα φρονούσε ότι
το παιδί είναι ένα τρυφερό φυτό που έχει ανάγκη της θερµής µητρικής
ατµόσφαιρας, για να µην πάθει από ατροφία. Ο πατέρας θα το
παραµόρφωνε. Χρειάζεται, για ν’ ανοίξει, τα φιλιά και τα χάδια της
µητέρας - χρειάζεται η ισχυρή, στοργική γυναικεία αγάπη, για να
υπερασπίσει από τις εξωτερικές εισβολές την ψυχή αυτή, που την
τροµάζει η ζωή. Κι επειδή η γυναίκα εκπλήρωνε µε πλήρη συνείδηση
τα υψηλά αυτά καθήκοντα, που θεωρούνταν από την αρχαιότητα θεία,
ήταν η ιέρεια της οικογένειας, η φύλακας του ιερού πυρός, η θεότητα
Εστία της οικογενειακής εστίας. Η γυναικεία µύηση µπορεί λοιπόν να
θεωρηθεί ως η αληθινή αιτία της οµορφιάς της φυλής, της ευρωστίας
των γενεών, της διάρκειας των οικογενειών στην ελληνική και
ρωµαϊκή αρχαιότητα 115 .
Ο Πυθαγόρας, ιδρύοντας ένα ιδιαίτερο τµήµα για τις γυναίκες στη
σχολή του, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να καθαρίσει και να βαθύνει
ακόµα περισσότερο ό,τι υπήρχε από πριν. Οι γυναίκες οι µυηµένες από
αυτόν διδάσκονταν, µαζί µε τους τελετουργικούς ψαλµούς και τα
παραγγέλµατα, τις υπέρτατες αρχές των καθηκόντων τους. Έδινε έτσι
τη συνείδηση του ρόλου τους σε εκείνες που ήταν άξιες γι’ αυτό. Τους
φανέρωνε τις µεταµορφώσεις του έρωτα µέσα στον τέλειο γάµο, που
είναι η αµοιβαία διείσδυση των δύο ψυχών στο ίδιο το κέντρο της
ζωής και της αλήθειας. Ο άντρας, µε την ισχύ του, δεν είναι ο
αντιπρόσωπος της δηµιουργικής αρχής και του δηµιουργού πνεύµατος;
Η γυναίκα, στην έκφραση όλης της δύναµής της, δεν εκπροσωπεί τη
φύση στην πλαστική της δύναµη, στις θαυµάσιες της πραγµατώσεις,
γήινες και θείες; Ε, λοιπόν, αν αυτά τα όντα κατορθώσουν να
διεισδύσουν πλήρως το ένα στο άλλο, σώµα, ψυχή και πνεύµα, θα
σχηµατίσουν τα δυο τους µια µικρογραφία του σύµπαντος.
Αλλά, για να πιστεύει στο Θεό η γυναίκα, έχει ανάγκη να τον
βλέπει να ζει µέσα στον άντρα, και γι’ αυτό χρειάζεται ο άντρας να
είναι µυηµένος. Αυτός µόνο είναι ικανός, µε τη βαθιά του κατανόηση
της ζωής, µε τη δηµιουργική του θέληση, να γονιµοποιήσει τη
γυναικεία ψυχή, να τη µεταµορφώσει µε το θείο ιδεώδες. Και το
ι δ ε ώ δ ε ς α υ τ ό , η γ υ ν α ί κ α π ο υ α γ α π ι έ τ α ι τ ο υ τ ο ξα ν α σ τ έ λν ε ι
πολλαπλασιασµένο µέσα στις παλλόµενες σκέψεις της, στα λεπτότατα
συναισθήµατά της,
στις βαθιές της µαντείες. Του ξαναστέλνει την εικόνα του
µεταµορφωµένη από τον ενθουσιασµό, γίνεται το ιδεώδες του. Διότι το
πραγµατοποιεί µε τη δύναµη του έρωτα µέσα στην ίδια την ψυχή της.
Με αυτήν, εκείνος γίνεται ζωντανός και ορατός, γίνεται σάρκα κι
αίµα. Διότι, αν ο άνδρας δηµιουργεί µε τον πόθο και µε τη θέληση, η
γυναίκα φυσικά και πνευµατικά γεννά µε τον έρωτα.
Στο ρόλο της ως αγαπηµένης, ως συζύγου, ως µητέρας ή ως
εµπνευσµένης, δεν είναι λιγότερο µεγάλη κι είναι ακόµα πιο θεία από
τον άνδρα. Διότι να αγαπάς σηµαίνει να λησµονιέσαι. Η γυναίκα που
λησµονεί τον εαυτό της και που βυθίζεται µέσα στην αγάπη της είναι
πάντοτε υπέροχη. Βρίσκει µέσα σ’ αυτήν την εκµηδένιση, την ουράνια
αναγέννησή της, το φωτοστέφανο της και την αθάνατη ακτινοβολία
της ύπαρξής της.
Ο έρωτας κυριαρχεί στη σύγχρονη φιλολογία από το 18ο αιώνα. Δεν
είναι ο καθαρά αισθησιακός έρωτας που ανάβει µε την οµορφιά του
σώµατος, όπως στους αρχαίους ποιητές. Αλλά δεν είναι ούτε κι η
άνοστη λατρεία ενός αφηρηµένου και συµβατικού ιδανικού, όπως στο
µεσαίωνα. Είναι ο έρωτας, ο αισθησιακός µαζί και ψυχικός, που
ακολασταίνει αφηµένος σε κάθε ελευθερία και σε πλήρη ατοµική
φαντασία. Ως επί το πλείστον, τα δύο φύλα πολεµούνται µεταξύ τους
µέσα σε αυτόν τον ίδιο τον έρωτα. Εξεγέρσεις της γυναίκας εναντίον
του εγωισµού και της κτηνωδίας του άνδρα, περιφρόνηση του άνδρα
για την ψευτιά και τη µαταιότητα της γυναίκας, κραυγές της σάρκας,
αδύναµοι θυµοί των θυµάτων της φιλη- δονίας, των σκλάβων της
ακολασίας. Και µέσα σ’ αυτά, βαθιά πάθη, έλξεις τροµερές και τόσο
περισσότερο ισχυρές, όσο εµποδίζονται από τις κοινωνικές συνθήκες
και τους θεσµούς. Από αυτά προκύπτουν οι έρωτες εκείνοι, οι γεµάτοι
από θύελλες, από ηθικά κατρακυλίσµατα, από τραγικές καταστροφές,
γύρω από τους οποίους περιστρέφονται σχεδόν αποκλειστικά το
σύγχρονο µυθιστόρηµα και το δράµα.
Θα έλεγε κανείς πως ο άνθρωπος, κουρασµένος, µη βρίσκοντας το
Θεό ούτε µέσα στην επιστήµη, ούτε µέσα στη θρησκεία, τον γυρεύει
µε πάθος µέσα στη γυναίκα. Και καλά κάνει. Όµως µόνο µέσα από τη
µύηση των µεγάλων αληθειών θα τον βρει µέσα σε Αυτήν και Αυτή
µέσα σε Αυτόν. Μεταξύ των ψυχών αυτών, που αγνοούνται αµοιβαία
και που αγνοούν κι οι ίδιες τον εαυτό τους, οι οποίες κάποτε
εγκαταλείπονται
ρίχνοντας κατάρες η µία στην άλλη, υπάρχει κατά κάποιο τρόπο µία
απέραντη δίψα να εισδύσει η µία στην άλλη και να βρουν την αδύνατη
ευτυχία µέσα σε αυτή τη συγχώνευση. Με όλες τις πλάνες και τις
υπερβολές που προέρχονται από αυτά, η απεγνωσµένη αυτή αναζήτηση
είναι αναγκαία, βγαίνει µέσα από ένα θεϊκό ασυνείδητο. Και θα είναι
ζωτικό σηµείο για την ανοικοδόµηση του µέλλοντος. Γιατί, όταν ο
άντρας κι η γυναίκα θα έχουν βρει µόνοι τους ο ένας τον άλλο µε το
βαθύ έρωτα και τη µύηση, τότε η συγχώνευσή τους θα είναι η
κατεξοχήν ακτινοβόλα και δηµιουργική δύναµη.
Ο ψυχικός έρωτας, ο έρωτας-πάθος της ψυχής, δεν µπήκε λοιπόν
στη φιλολογία, και µέσω αυτής, στην παγκόσµια συνείδηση, παρά
µόνο πριν λίγο καιρό. Αλλά έχει την πηγή του µέσα στην αρχαία
µύηση. Αν η ελληνική λογοτεχνία µόλις αφήνει να τον υποψιαστούµε,
αυτό οφείλεται στο ότι τέτοιος έρωτας ήταν σπανιότατη εξαίρεση.
Το ύ τ ο π ρ ο έ ρ χ ε τ α ι ε π ί σ η ς κα ι α π ό τ η β α θ ι ά µ υ σ τ ι κό τ η τ α τ ω ν
µυστηρίων. Εντούτοις, η θρησκευτική και φιλοσοφική παράδοση
διατήρησαν τα ίχνη της µυηµένης γυναίκας. Πίσω από την επίσηµη
ποίηση και τη φιλοσοφία εµφανίζονται µερικές γυναικείες µορφές,
µισο- σκεπασµένες µεν αλλά φωτεινές. Γνωρίζουµε ήδη την Πυθία
Θεοκλέα, που ενέπνευσε τον Πυθαγόρα. Αργότερα θα έρθει η ιέρεια
Κόριννα, άξια αντίπαλος του Πίνδαρου, που και αυτός υπήρξε ο πιο
µυηµένος από τους έλληνες λυρικούς. Τέλος, η µυστηριώδης Διοτίµα
εµφανίζεται στο συµπόσιο του Πλάτωνα, για να δώσει την υπέρτατη
αποκάλυψη σχετικά µε τον Έρωτα.
Εκτός από τους εξαιρετικούς αυτούς ρόλους, η Ελληνίδα γυναίκα
άσκησε το αληθινό της λειτούργηµα µέσα στην οικογενειακή εστία και
το γυναικωνίτη. Δική της δηµιουργία υπήρξαν ακριβώς οι ήρωες
εκείνοι, οι καλλιτέχνες εκείνοι κι εκείνοι οι ποιητές, των οποίων
θαυµάζουµε τα τραγούδια, τα µάρµαρα και τις υπέροχες πράξεις. Αυτή
τους συνέλαβε µέσα στο µυστήριο του έρωτα, αυτή τους έπλασε µέσα
στον κόλπο της µε τον πόθο της οµορφιάς, αυτή τους εκκόλαψε,
θερµαίνοντάς τους κάτω από τις µητρικές της φτερούγες.
Ας προσθέσουµε ότι για τον άντρα και για τη γυναίκα, τους αληθινά
µυηµένους, η δηµιουργία του παιδιού έχει νόηµα άπειρα ωραιότερο
και µεγαλύτερη σηµασία από <5,τι έχει για µας. Επειδή ο πατέρας κι η
µητέρα γνωρίζουν ότι η ψυχή του παιδιού προϋπάρχει της γήινης
γέννησής του, η σύλ-
ληψη καθίσταται µια ιερή πράξη, γίνεται πρόσκληση µιας ψυχής
προς ενσάρκωση. Μεταξύ της ψυχής που ενσαρκώνεται και της
µητέρας υπάρχει σχεδόν πάντοτε ένας µεγάλος βαθµός οµοιότητας.
Όπως οι κακές κι οι διεστραµµένες γυναίκες προσελκύουν τα
δαιµονικά πνεύµατα, έτσι οι τρυφερές µητέρες προσελκύουν τα θεϊκά
πνεύµατα. Η αόρατη αυ- τή ψυχή, που την περιµένουµε, που µέλλεται
να έρθει και που έρχεται —µε τόσο µυστήριο αλλά και σιγουριά— δεν
είναι θείο πράγµα; Η γέννησή της, η φυλάκισή της µέσα στη σάρκα θα
είναι οδυνηρό πράγµα. Διότι, αν και µεταξύ αυτής και του ουρανού
που εγκατέλειψε παρεµβάλλεται ένα χονδροειδές παραπέτασµα, αν και
αυτή παύει να θυµάται, δεν υποφέρει λιγότερο γι’ αυτό. Άγιο και θείο
είναι το έργο της µητέρας, που οφείλει να της δηµιουργήσει µια
καινούρια διαµονή, να της γλυκάνει τη φυλακή της και να διευκολύνει
τη δοκιµασία της.
Έτσι, η διδαχή του Πυθαγόρα, που είχε αρχίσει µέσα στα βάθη του
Απόλυτου µε τη θεία τριάδα, τέλειωνε στο κέντρο της ζωής µε την
ανθρώπινη τριάδα. Μέσα στον Πατέρα, µέσα στη Μητέρα και µέσα
στο Παιδί, ήξερε τώρα ο µυηµένος να αναγνωρίζει το Πνεύµα, την
Ψυχή και την Καρδιά του ζωντανού σΰµπαντος. Η τελευταία αυτή
µύηση αποτελούσε γι’ αυτόν το θεµέλιο του κοινωνικού έργου, το
οποίο νοείται στο ύψος και µε όλη την οµορφιά του ιδανικού. Και σε
αυτό το οικοδόµηµα κάθε µυηµένος όφειλε να βάλει την πέτρα του.

5. Η οικογένεια του Πυθαγόρα - Η σχολή και η µοίρα της


Μ Ε ΤΑ Ξ Ύ ΤΩ Ν Γ Υ Ν Α Ι Κ Ώ Ν που παρακολουθούσαν τη διδασκαλία του
Πυθαγόρα υπήρχε και µια κόρη µεγάλης οµορφιάς. Ο πατέρας της,
ένας Κροτωνιάτης, ονοµαζόταν Βροντίνος. Αυτή ονοµαζόταν Θεανώ.
Ο Πυθαγόρας πλησίαζε τότε τα εξήντα. Αλλά η µεγάλη κυριαρχία
των παθών του και µια ζωή αγνή, που ολόκληρη την είχε αφιερώσει
στην αποστολή του, είχαν διατηρήσει άθικτη την ανδρική του δύναµη.
Η νεότητα της ψυχής, η αθάνατη αυτή φλόγα, την οποία ο µεγάλος
µυηµένος αντλεί µέσα από την πνευµατική του ζωή και την τρέφει µε
τις απόκρυφες δυνάµεις της φύσης, έλαµπε µέσα του και καθυπέ-
τασσε τους γύρω του. Ο Έλληνας µάγος δε βρισκόταν στην
παρακµή αλλά στο απόγειο της δύναµής του. Η Θεανώ ένιωσε να
την ελκύει η υπερφυσική σχεδόν λαµπρότητα που ακτινοβολούσε ο
Πυθαγόρας. Σοβαρή και επιφυλακτική, είχε ζητήσει κοντά στο µεγάλο
δάσκαλο την εξήγηση των µυστηρίων που αγαπούσε χωρίς να
καταλαβαίνει. Αλλά, όταν στο φως της αλήθειας και στη γλυκιά
θερµότητα που την περιτύλιγε λίγο-λίγο, αισθάνθηκε την ψυχή της να
ανοίγει µέσα από το βάθος του εαυτού της, όπως το µυστικό ρόδο µε
τα χίλια φύλλα, όταν ένιωσε πως αυτό το άνοιγµα προερχόταν από
εκείνον και από το λόγο του, τότε την συνεπήρε µυστικά για το
δάσκαλό της ένας ενθουσιασµός δίχως όρια και µια παθιασµένη αγάπη.
Ο Πυθαγόρας δεν είχε επιδιώξει να την προσελκύσει. Η συµπάθειά
του έπεφτε σε όλους τους µαθητές του. Δε σκεπτόταν παρά µόνο τη
σχολή του, την Ελλάδα, το µέλλον του κόσµου. Όπως πολλοί από τους
µεγάλους µύστες, είχε και αυτός παραιτηθεί από τη γυναίκα, για να
παραδοθεί στο έργο του. Η µαγεία της θέλησής του, η πνευµατική
κατοχή τόσων ψυχών, που τις είχε µορφώσει και που του έµεναν
αφοσιωµέ- νες όπως σ’ ένα λατρευτό πατέρα, το µυστικό θυµίαµα απ’
όλες αυτές τις ανέκφραστες αγάπες, που ανέβαινε µέχρι αυτόν, και το
εξαίσιο εκείνο άρωµα της ανθρώπινης συµπάθειας που ένωνε τους
πυθαγόρειους αδελφούς, όλα αυτά αντικαθιστούσαν γι’ αυτόν την
ηδονή, την ευτυχία και τον έρωτα.
Αλλά µια µέρα, ενώ διαλογιζόταν µόνος του για το µέλλον της
σχολής του, µέσα στην κρύπτη της Περσεφόνης, είδε να έρχεται σ’
αυτόν, σοβαρή και αποφασιστική, η όµορφη εκείνη παρθένος µε την
οποία ποτέ του δεν είχε µιλήσει ιδιαιτέρως. Γονάτισε µπροστά του και,
δίχως να σηκώσει το κεφάλι της, που το είχε σκυµµένο ίσαµε τη γη,
ικέτεψε το δάσκαλο — αυτόν που όλα τα µπορούσε— να τη λυτρώσει
από έναν αδύνατο και άτυχο έρωτα, που της έλιωνε το σώµα και της
έτρωγε την ψυχή. Ο Πυθαγόρας θέλησε να µάθει το όνοµα εκείνου που
η κοπέλα αγαπούσε. Ύστερα από µακρύ δισταγµό, η Θεανώ του
οµολόγησε ότι ήταν αυτός ο ίδιος, αλλά ότι, επειδή ήταν έτοιµη για
όλα, θα υποτασσόταν στη θέλησή του. Ο Πυθαγόρας δεν απάντησε
τίποτα. Παίρνοντας θάρρος από αυτή τη σιωπή, σήκωσε το κεφάλι της
και του έριξε µια ικετευτική µατιά, µέσα από την οποία έβγαινε το
σφρίγος µιας ζωής και το άρωµα µιας ψυχής που προσφερόταν
ολοκαύτωµα στο δάσκαλο.
Ο σοφός κλονίστηκε. Τις αισθήσεις του ήξερε να τις νικά, τη
φαντασία του την είχε καθυποτάξει, αλλά η αστραπή εκείνης της
ψυχής είχε διαπεράσει τη δική του. Μέσα σ’ αυτήν την παρθένο, την
ωριµασµένη από το πάθος και µεταµορφωµένη από µια σκέψη
απόλυτης αφοσίωσης, είχε βρει τη σύντροφό του κι είχε δει µια
τελειότερη πραγµάτωση του έργου του. Ο Πυθαγόρας σήκωσε την
κόρη µε µια συγκινηµένη χειρονοµία κι η Θεανώ µπόρεσε να διαβάσει
µέσα στα µάτια του δασκάλου ότι τα πεπρωµένα τους είχαν για πάντα
ενωθεί.
Με το γάµο του µε τη Θεανώ, ο Πυθαγόρας έβαλε τη σφραγίδα της
πραγµάτωσης πάνω στο έργο του. Η επικοινωνία, η συγχώνευση των
δύο ζωών υπήρξε πλήρης. Μια µέρα που ρωτούσαν τη σύζυγο του
δασκάλου πόσος καιρός χρειάζεται να περάσει για να είναι καθαρή µια
γυναίκα, µετά τη συνεύρεσή της µε έναν άντρα, εκείνη απάντησε: “Αν
συνουσιαστεί µε τον άντρα της, ευθύς αµέσως είναι αγνή· αν µε
άλλον, ποτέ της δεν είναι”. Πολλές γυναίκες θα απαντήσουν
χαµογελώντας ότι για να πεις τέτοια λόγια πρέπει να είσαι γυναίκα του
Πυθαγόρα και να τον αγαπάς όπως τον αγαπούσε η Θεανώ.
Έχουν δίκιο. Δεν είναι ο γάµος που καθαγιάζει τον έρωτα, αλλά ο
έρωτας που δικαιώνει το γάµο. Η Θεανώ µπήκε τόσο τέλεια στη σκέψη
του συζύγου της, ώστε, µετά το θάνατό του, χρησιµέυσε ως κέντρο του
πυθαγόρειου δεσµού. Ένας Έλληνας συγγραφέας παραθέτει ως
αυθεντία τη γνώµη της πάνω στη διδασκαλία των Αριθµών. Χάρισε
στον Πυθαγόρα δύο γιους: τον Αρίµνηστο και τον Τηλαυγή, και µια
κόρη, τη Δα- µώ. Ο Τηλαυγής αργότερα έγινε δάσκαλος του
Εµπεδοκλή και του µετέδωσε τα µυστικά της διδασκαλίας.
Η οικογένεια του Πυθαγόρα υπήρξε για το δεσµό αληθινό
υπόδειγµα. Ονόµασαν το σπίτι τους “ναό της Δήµητρας” και την αυλή
τους “ναό των Μουσών”. Στις οικογενειακές και θρησκευτικές γιορτές,
η µητέρα έσερνε το χορό των γυναικών κι η Δαµώ το χορό των
κοριτσιών. Η Δαµώ υπήρξε από κάθε άποψη άξια του πατέρα και της
µητέρας της. Ο Πυθαγόρας τής είχε εµπιστευτεί µερικά συγγράµµατα,
µε τη ρητή απαγόρευση να µην τα κάνει γνωστά σε πρόσωπα έξω από
την οικογένειά τους. Μετά το διασκορπισµό των Πυθαγορείων, η Δαµώ
περιήλθε σε έσχατη ένδεια. Της πρόσφεραν ένα µεγάλο ποσό για το
πολύτιµο χειρόγραφό του. Αλλά αυτή, πιστή στη θέληση του πατέρα
της, αρνήθηκε να το παραδώσει.
Ο Πυθαγόρας έζησε τριάντα χρόνια στον Κρότωνα. Μέσα σε είκοσι
χρόνια, ο εξαιρετικός αυτός άνθρωπος είχε αποκτήσει τέτοια εξουσία,
ώστε εκείνοι που τον ονόµαζαν ηµίθεο δε φαίνονταν να υπερβάλλουν.
Η εξουσία αυτή έµοιαζε µε θαύµα· ποτέ κανένας φιλόσοφος δεν
άσκησε παρόµοια. Εκτεινόταν όχι µόνο στη σχολή του Κρότωνα και
στις διακλαδώσεις της στις άλλες πόλεις των ιταλικών παραλίων, αλλά
ακόµη και στην πολιτική όλων εκείνων των µικρών πολιτειών.
Ο Πυθαγόρας ήταν ένας αναµορφωτής µε όλη τη σηµασία του όρου.
Ο Κρότωνας, αχαϊκή αποικία, είχε αριστοκρατικό πολίτευµα. Το
συµβούλιο των χιλίων, συγκροτηµένο από τις µεγάλες οικογένειες,
ασκούσε εκεί τη νοµοθετική εξουσία κι επέβλεπε την εκτελεστική.
Υπήρχαν µεν οι λαϊκές συνελεύσεις, αλλά µε περιορισµένα
δικαιώµατα. Ο Πυθαγόρας, που ήθελε το κράτος να είναι τάξη και
αρµονία, δεν αγαπούσε περισσότερο την ολιγαρχική καταπίεση από το
χάος της δηµαγωγίας. Παραδέχτηκε το δωρικό πολίτευµα όπως το
βρήκε και προσπάθησε απλώς να εισαγάγει µέσα σε αυτό έναν
καινούριο µηχανισµό. Η ιδέα ήταν τολµηρή: να δηµιουργήσει πάνω
από την πολιτική εξουσία µία επιστηµονική εξουσία, που να έχει
βουλευτική και γνωµοδοτική ψήφο στα ζωτικά ζητήµατα κι η οποία να
καταστεί το θεµελιώδες στήριγµα και ο υπέρτατος ρυθµιστής του
κράτους. Πάνω από το συµβούλιο των χιλίων οργάνωσε το συµβούλιο
των τριακοσίων, οι οποίοι εκλέγονταν µεν από το πρώτο, αλλά µόνο
µεταξύ των µυηµένων. Ο αριθµός τους επαρκούσε για το έργο. Ο
Πορφύριος διηγείται ότι δύο χιλιάδες πολίτες του Κρότωνα παράτησαν
τη συνηθισµένη τους ζωή και ενώθηκαν για να ζήσουν µαζί µε τις
γυναίκες τους και τα παιδιά τους, αφού έβαλαν σε κοινό ταµείο τις
περιουσίες τους.
Ο Πυθαγόρας ήθελε λοιπόν επικεφαλής του κράτους µια
επιστηµονική κυβέρνηση, λιγότερο µυστηριώδη αλλά το ίδιο ψηλά
τοποθετηµένη όπως το αιγυπτιακό ιερατείο. Εκείνο που
πραγµατοποίησε για µια στιγµή, παρέµεινε το όνειρο όλων των
µυηµένων που ασχολήθηκαν µε την πολιτική, δηλαδή, το να εισαχθεί η
αρχή της µύησης και των εξετάσεων στην κυβέρνηση του κράτους και
να συµφιλιωθούν, µέσα σε αυτή την ανώτερη σύνθεση, αφενός η
εκλογική ή δηµοκρατι- κή αρχή και, αφετέρου, µια κυβέρνηση
συγκροτηµένη από τους εκλεκτούς του πνεύµατος και της αρετής. Το
συµβούλιο των τριακοσίων αποτέλεσε λοιπόν ένα είδος πολιτικής, επι-
στηµονικής και θρησκευτικής τάξης, του οποίου ο Πυθαγόρας ήταν
ο αναγνωρισµένος αρχηγός. Δεσµεύονταν απέναντι του µε έναν
επίσηµο και τροµερό όρκο για απόλυτη µυστικότητα, όπως και στα
Μυστήρια.
Οι εταιρείες αυτές διαδόθηκαν από τον Κρότωνα, όπου έδρευε η
κεντρική εταιρεία, σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας,
στις οποίες ανέπτυξαν µια ισχυρή πολιτική δράση. Ο πυθαγόρειος
δεσµός έτεινε ακόµα να καταστεί η κεφαλή του κράτους σε ολόκληρη
τ η µ ε σ η µ β ρ ι ν ή Ι τ α λ ί α . Ε ί χ ε δ ι α κ λ α δ ώ σ ε ι ς σ τ ο ν Τά ρ α ν τ α , τ η ν
Ηράκλεια, το Μεταπό- ντιο, το Ρήγιο, την Ιµέρα, την Κατάνη, τις
Αργινούσες, τη Σύβαρη και, κατά τον Αριστόξενο, ως τους
Ετρούσκους. Όσον αφορά την επιρροή του Πυθαγόρα πάνω στις
κυβερνήσεις των µεγάλων και πλούσιων αυτών πόλεων, δε θα
µπορούσαµε σχετικά να φανταστούµε επίδραση υψηλότερη, πιο
φιλελεύθερη και πιο ειρηνευτική. Παντού όπου παρουσιαζόταν, α-
ποκαθιστούσε την τάξη, τη δικαιοσύνη, την οµόνοια. Έπεισε έναν
τύραννο της Σικελίας, µόνο µε την ευγλωττία του, να αρνηθεί κάποια
κακώς αποκτηµένα πλούτη και να παραιτηθεί από µια εξουσία που
σφετερίστηκε. Ως προς τις πόλεις, τις έκανε ανεξάρτητες κι ελεύθερες,
από υποταγµένες που ήταν οι µεν στις δε. Τόσο ευεργετική ήταν η
δράση του, ώστε, όταν πήγαινε στις πόλεις, έλεγαν: “Δεν έρχεται για
να διδάξει, αλλά για να γιατρέψει”.
Η κυρίαρχη επιρροή ενός µεγάλου πνεύµατος κι ενός µεγάλου
χαρακτήρα, η µαγεία αυτή της ψυχής και του πνεύµατος προκαλεί
ζήλια τόσο πιο τροµερή και µίση τόσο πιο βίαια, όσο πιο απρόσβλητη
είναι. Η κυριαρχία του Πυθαγόρα διαρκούσε ήδη από ένα τέταρτο του
αιώνα και ο ακούραστος µύστης πλησίαζε στην ηλικία των ενενήντα
χρόνων, όταν επήλθε η αντίδραση. Η σπίθα πετάχτηκε από τη Σύβαρη,
την αντίπαλη πόλη του Κρότωνα. Έγινε εκεί κάποια λαϊκή εξέγερση
και νικήθηκε η αριστοκρατική µερίδα. Πεντακόσιοι εξόριστοι ζήτησαν
άσυλο από τους Κροτωνιάτες, αλλά οι Συ- βαρίτες απαίτησαν την
παράδοσή τους. Οι άρχοντες του Κρότωνα, επειδή φοβούνταν την οργή
της εχθρικής πόλης, σχεδίαζαν να ικανοποιήσουν το αίτηµά της, όταν
επενέβη ο Πυθαγόρας. Στις επίµονες παρακλήσεις του, αρνήθηκαν να
παραδώσουν τους δυστυχισµένους εκείνους ικέτες σε αδυσώπητους
αντιπάλους. Μετά από αυτήν την άρνηση, η Σύβαρη κήρυξε τον
πόλεµο εναντίον του Κρότωνα. Αλλά ο στρατός
των Κροτωνιατών, που διοικοΰνταν από ένα µαθητή του Πυθαγόρα,
τον περίφηµο αθλητή Μίλωνα, νίκησε κατά κράτος τους Συβαρίτες.
Ακολούθησε η καταστροφή της Σΰβαρης. Η πόλη κυριεύτηκε,
λεηλατήθηκε, καταστράφηκε από τα θεµέλια και µεταβλήθηκε σε
έρηµο. Είναι αδύνατο να παραδεχτούµε ότι ο Πυθαγόρας επιδοκίµασε
τέτοια αντίποινα. Διότι αυτά ήταν τελείως αντίθετα µε τις αρχές του
και µε τις αρχές όλων των µυηµένων. Αλλά ούτε αυτός, ούτε ο
Μίλωνας µπόρεσαν να χαλιναγωγήσουν τα πρωτόγονα πάθη ενός
νικητή στρατού, που τα υποδαύλιζαν παλιές ζήλιες και τα ερέθιζε µια
άδικη προσβολή.
Κάθε εκδίκηση, είτε των ατόµων, είτε των λαών, συνεπάγεται ένα
χτύπηµα προς τιµωρία των αχαλίνωτων παθών. Η Νέµεσις εδώ υπήρξε
τροµερή. Οι συνέπειες έπεσαν πάνω στον Πυθαγόρα και σε όλο το
δεσµό του. Μετά την άλωση της Σύβαρης, ο λαός ζήτησε τη διανοµή
των γαιών. Το δηµοκρατικό κόµµα δεν αρκέστηκε στο ότι την πέτυχε
και πρότει- νε µια µεταβολή του πολιτεύµατος, που αφαιρούσε από το
συµβούλιο των χιλίων τα προνόµιά του και καταργούσε το συµβούλιο
των τριακοσίων. Δε γινόταν παραδεκτή πια παρά µία και µόνη
εξουσία: η καθολική ψηφοφορία. Φυσικά, οι Πυθαγόρειοι που
αποτελούσαν µέρος του συµβουλίου των χιλίων αντιτάχτηκαν σε µια
µεταρρύθµιση αντίθετη µε τις αρχές τους, η οποία υπονόµευε κατά
βάση το έργο του δασκάλου. Οι Πυθαγόρειοι ήταν ήδη το αντικείµενο
του κρυφού εκείνου µίσους που προκαλούν πάντοτε στο λαό το
µυστήριο κι η υπεροχή. Η πολιτική τους στάση σήκωσε εναντίον τους
τη µανία της δηµαγωγίας, ενώ ένα προσωπικό πάθος κατά του
δασκάλου επέφερε την έκρηξή της.
Στη σχολή είχε παρουσιαστεί άλλοτε ένας κάποιος Κύλων. Ο
Πυθαγόρας, που ήταν πολύ αυστηρός στην εισαγωγή των µαθητών, τον
έδιωξε εξαιτίας του βίαιου και αυταρχικού του χαρακτήρα. Ο
διωγµένος αυτός υποψήφιος έγινε εµπαθέστατος αντίπαλος. Όταν η
κοινή γνώµη άρχισε να στρέφεται κατά του Πυθαγόρα, αυτός
οργάνωσε ένα σύλλογο αντίθετο σε αυτόν των Πυθαγορείων, δηλαδή
µια µεγάλη λαϊκή εταιρεία. Κατόρθωσε να παρασύρει µε το µέρος του
τους κυριότερους ηγέτες του λαού και προετοίµασε µέσα σε εκείνες τις
συνεδριάσεις µια επανάσταση, που έπρεπε να αρχίσει µε τη δίωξη των
Πυθαγορείων.
Μπροστά σ’ έναν ταραγµένο όχλο, ο Κύλων ανεβαίνει πά-
νω στο λαϊκό βήµα και διαβάζει κλεµµένα αντίγραφα από το ιερό
β ι β λ ί ο τ ο υ Π υ θ α γ ό ρ α , π ο υ ε ί χ ε τ ί τ λ ο “ Ι ε ρ ό ς Λ ό γ ο ς ” . Τα
παραµορφώνουν, τα διαστρέφουν. Μερικοί ρήτορες προσπαθούν να
υπερασπιστούν τους σιωπηλούς αδελφούς, που σέβονται και αυτά
ακόµα τα ζώα. Τους απαντούν γελώντας πλατιά. Ο Κύλων ανεβαίνει
και ξανανεβαίνει στο βήµα. Αποδει- κνύει ότι η θρησκευτική κατήχηση
των Πυθαγορείων προσβάλλει την ελευθερία. “Και λίγα λέω”,
προσθέτει ο δηµαγωγός. “Τι είναι τάχα αυτός ο δάσκαλος, αυτός ο
δήθεν ηµίθεος, που τον υπακούν τυφλά και που δεν έχει παρά να δώσει
µία και µόνο διαταγή για να φωνάξουν όλοι οι αδελφοί του: Ο
δάσκαλος το είπε! Τι άλλο είναι παρά ο τύραννος του Κρότωνα και ο
χειρότερος µάλιστα από τους τυράννους, ένας κρυφός τύραννος; Από
τι είναι καµωµένη η αδιάλυτη αυτή φιλία που ενώνει όλα τα µέλη των
πυθαγόρειων εταιρειών, από τι άλλο είναι παρά από ακαταδεξία και
περιφρόνηση για το λαό; Έχουν αυτοί οι κύριοι πάντοτε στο στόµα
εκείνα τα λόγια του Οµήρου, πως ο ηγεµόνας πρέπει να είναι ο
ποιµένας του λαού του. Γι’ αυτούς λοιπόν ο λαός δεν είναι παρά ένα
τιποτένιο κοπάδι. Ναι, αυτή η ίδια η ύπαρξη του δεσµού είναι µια
διαρκής συνωµοσία εναντίον των λαϊκών δικαιωµάτων. Όσο δεν
ξεπαστρεύεται, δε θα υπάρχει ελευθερία στον Κρότωνα!”
Ένα µέλος της λαϊκής συνέλευσης, κινηµένο από αίσθηµα
εντιµότητας, φώναξε: “Ας επιτρέψουµε τουλάχιστον στον Πυθαγόρα
και τους Πυθαγόρειους να έρθουν να απολογηθούν στο δικαστήριό
µας, προτού να τους καταδικάσουµε”. Αλλά ο Κύλων απάντησε
αγέρωχα: “Αυτοί οι Πυθαγόρειοι δε σας α- φαίρεσαν το δικαίωµα να
κρίνετε και να αποφασίζετε για τις δηµόσιες υποθέσεις; Με ποιο
δικαίωµα λοιπόν θα ζητούσαν σήµερα να τους ακούσουµε; Αυτοί δε
σας συµβουλεύτηκαν, όταν σας έπαιρναν το δικαίωµα να ασκείτε τη
δικαιοσύνη. Ε, λοιπόν, κι εσείς τώρα χτυπήστε χωρίς να τους
ακούσετε!”. Βροντερές επιδοκιµασίες ήταν η απάντηση στις σοβαρές
α υ τ έ ς κ α τ η γ ο ρ ί ε ς κ α ι τ α π ν ε ύ µ α τ α ε ρ ε θ ί ζο ν τ α ν ο λ ο έ ν α κ α ι
περισσότερο.
Ένα βράδυ, όταν τα σαράντα κυριότερα µέλη του δεσµού ήταν
µαζεµένα στο σπίτι του Μίλωνα, ο δηµαγωγός σύναξε τις ορδές του.
Περικύκλωσαν το σπίτι. Οι Πυθαγ.όρειοι, που είχαν το δάσκαλο
µεταξύ τους, έκλεισαν καλά τις πόρτες. Ο µανιασµένος όχλος έβαλε
φωτιά, που περιέζωσε το κτίριο.
Τριάντα οχτώ Πυθαγόρειοι, οι πρώτοι µαθητές του δασκάλου, το
άνθος του δεσµού, και ο ίδιος ο Πυθαγόρας χάθηκαν, άλλοι µέσα στις
φλόγες της πυρκαγιάς και άλλοι θανατώθηκαν από τον όχλο 116 . Μόνο ο
Άρχιππος και ο Λυσις γλίτωσαν από τη σφαγή. Έτσι πέθανε ο µεγάλος
αυτός σοφός, ο θείος αυτός άνθρωπος, που είχε αποπειραθεί να κάνει
να εισχωρήσει η σοφία µέσα στην κυβέρνηση των ανθρώπων.
Ο φόνος των Πυθαγορείων υπήρξε το σύνθηµα µιας δηµοκρατικής
επανάστασης στον Κρότωνα και στον κόλπο του Τάραντα. Οι πόλεις
της Ιταλίας έδιωξαν τους δυστυχισµένους µαθητές του δάσκαλου. Ο
δεσµός σκορπίστηκε, όµως τα λείψανά του διασπάρθηκαν στη Σικελία
και στην Ελλάδα, µεταδίδοντας παντού το λόγο του δασκάλου. Ο
Λ υ σ ι ς γ ί ν ε τ α ι δ ά σ κα λ ο ς τ ο υ Ε π α µ ε ι ν ώ ν δ α . Κα τ ό π ι ν ν έ ω ν
επαναστάσεων, οι Πυθαγόρειοι µπόρεσαν να ξαναγυρίσουν στην
Ιταλία, υπό τον όρο να µη σχηµατίσουν πια πολιτικό σώµα. Μια
συγκινητική αδελφοσύνη δεν έπαψε να τους ενώνει, θεωρούνταν
µεταξύ τους µία οικογένεια. Έναν από αυτούς, που είχε πέσει σε
φτώχεια κι ήταν άρρωστος, τον περιέθαλψε κάποιος ξενοδόχος. Πριν
πεθάνει, ζωγράφισε πάνω στην πόρτα του σπιτιού µερικά µυστηριώδη
σηµεία κι είπε στον ξενοδόχο του: “Να είσαι ήσυχος, κάποιος από τους
αδελφούς µου θα πληρώσει το χρέος µου”. Ύστερα από ένα χρόνο,
κάποιος ξένος, καθώς περνούσε από το ίδιο ξενοδοχείο, είδε τα σηµεία
κι είπε στον ξενοδόχο: “Είµαι Πυθαγόρειος, ένας αδελφός µου πέθανε
εδώ. Πες µου τι σου χρωστάω γι’ αυτόν”. Ο δεσµός διατηρήθηκε για
διακόσια πενήντα χρόνια. Όσον αφορά τις ιδέες και τις παραδόσεις του
δασκάλου, αυτές ζουν µέχρι τις µέρες µας.
Η αναµορφωτική επίδραση του Πυθαγόρα πάνω στην Ελλάδα
υπήρξε πάρα πολύ µεγάλη. Ασκήθηκε µυστηριωδώς µεν αλλά σταθερά
µέσα στους ναούς, από τους οποίους αυτός είχε περάσει. Τον είδαµε
στους Δελφούς να δίνει µια καινούρια δύναµη στη µαντική επιστήµη,
να εξασφαλίζει την εξουσία των ιερέων και να διαµορφώνει µε την
τέχνη του ένα πρότυπο Πυθίας. Χάρη στην εσωτερική αυτή
µεταρρύθµιση, που ξύπνησε τον ενθουσιασµό µέσα στην ίδια την
καρδιά των ιερέων και µέσα στην ψυχή των µυηµένων, οι Δελφοί
έγιναν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, το ηθικό κέντρο της
Ελλάδας. Το βλέπουµε αυτό καλά κατά τους Μηδικούς πολέµους.
Μόλις τριάντα χρόνια είχαν περάσει από το θάνατο του Πυθαγόρα,
όταν ο κυκλώνας της Ασίας, που ο σοφός Σάµιος είχε προβλέψει, ήρθε
και ξέσπασε πάνω στις ακτές της Ελλάδας. Στον επικό αυτό αγώνα της
Ευρώπης εναντίον της βάρβαρης Ασίας, η Ελλάδα, η οποία
αντιπροσωπεύει την ελευθερία και τον πολιτισµό, έχει πίσω της την
επιστήµη και το πνεύµα του Απόλλωνα. Η πατριωτική και θρησκευτική
πνοή του αίρει και κατασιγάζει τον ανταγωνισµό που τότε γεννιόταν
µεταξύ Σπάρτης και Αθηνών. Αυτός εµπνέει ένα Μιλτιάδη κι ένα
Θεµιστοκλή. Στο Μαραθώνα είναι τόσος ο ενθουσιασµός, ώστε οι
Αθηναίοι νοµίζουν ότι βλέπουν δύο πολεµιστές, λευκούς σαν το φως,
να µάχονται στις τάξεις τους. Άλλοι αναγνωρίζουν σε αυτούς το Θησέα
και τον Έχητο, άλλοι τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Όταν η
επιδροµή του Ξέρ- ξη, δέκα φορές πιο τροµερή από την επιδροµή του
Δαρείου, ξεχειλίζει στις Θερµοπύλες και πληµµυρίζει την Ελλάδα, η
Πυθία είναι εκείνη που, από το ύψος του τρίποδά της, υποδεικνύει τη
σωτηρία στους απεσταλµένους των Αθηνών και βοηθά το Θεµιστοκλή
να νικήσει µε τα πλοία στη Σαλαµίνα. Οι σελίδες του Ηρόδοτου ριγούν
από τα ασθµαίνοντα λόγια της: “Εγκαταλείψτε τα σπίτια και τους
ψηλούς λόφους του ά- στεως, που είναι κτισµένο κυκλικά... η φωτιά
και ο φοβερός Άρης, ανεβασµένος πάνω σε συριακό αµάξι, θα κάνει
ερείπια τους πύργους σας... οι ναοί σαλεύουν, από τους τοίχους τους
στάζει ένας κρύος ιδρώτας, από τη στέγη τους τρέχει µαύρο αίµα...
Βγείτε έξω από το ιερό µου. Ένα ξύλινο τείχος ας γίνει απόρθητο
φρούριο για εσάς. Φύγετε! Γυρίστε τα νώτα σας στους αµέτρητους
πεζούς και στους ιππείς! Ω θεία Σαλαµίνα, πόσο θα είσαι ολέθρια για
τα παιδιά της γυναίκας!” 117
Στη διήγηση του Αισχύλου, η µάχη αρχίζει µε µια κραυγή που
µοιάζει µε τον παιάνα, τον ύµνο του Απόλλωνα: “Σε λίγο, η ηµέρα µε
τα λευκά άλογα σκόρπισε πάνω στον κόσµο το λευκό φως της. Εκείνη
τη στιγµή, µια απέραντη βοή, που ψαλλόταν σαν θείο άσµα, σηκώνεται
µέσα στις στρατιές των Ελλήνων κι οι αντίλαλοι του νησιού τής
απαντούν µε χίλιες βροντερές φωνές”.
Πρέπει µήπως να εκπλαγούµε, γιατί οι Έλληνες, µεθυσµένοι από το
κρασί της νίκης, κατά τη µάχη της Μυκάλης, απέναντι από τη
νικηµένη Ασία, διάλεξαν ως σύνθηµα τη λέξη Ήβη; Ναι, η πνοή του
Απόλλωνα διαπερνά τους εκπληκτικούς αυτούς Μηδικούς πολέµους. Ο
θρησκευτικός ενθουσια-
σµός, που κάνει θαύµατα, παρασύρει τους ζωντανούς και τους
νεκρούς, φωτίζει τα τρόπαια και χρυσώνει τους τάφους. Όλοι οι ναοί
λεηλατήθηκαν, όµως ο ναός των Δελφών έµεινε όρθιος. Ο περσικός
στρατός πλησίαζε για να συλήσει την άγια πόλη. Όλοι έτρεµαν. Αλλά
ο ηλιακός θεός είπε δια στόµατος του αρχιερέα: “Θα υπερασπίσω ο
ίδιος τον εαυτό µου!”. Με διαταγή του ναού εκκενώνεται η πόλη. Οι
κάτοικοι καταφεύγουν σε σπηλιές του Παρνασσού και µόνο οι ιερείς
µένουν στο κατώφλι του ιερού µαζί µε την ιερή φρουρά. Ο περσικός
στρατός εισέρχεται στην πόλη, που ήταν βουβή σαν τάφος. Μόνο τα
αγάλµατα τον κοιτούν καθώς περνά. Μαύρα σύννεφα µαζεύονται στο
βάθος του φαραγγιού, µουγκρίζει η βροντή και πέφτει το αστροπελέκι
πάνω στους επιδροµείς. Δύο τεράστιοι βράχοι κατρακυλούν από την
κορυφή του Παρνασσού κι έρχονται και συντρίβουν ένα µεγάλο αριθµό
Περσών 118 . Συγχρόνως ιαχές βγαίνουν µέσα από το ναό της Α- θηνάς
και φλόγες αναπηδούν από το έδαφος, κάτω από τα βήµατα των
εισβολέων. Μπροστά σε αυτά τα θαύµατα, οι βάρβαροι, τροµαγµένοι,
οπισθοχωρούν, ο στρατός τους τρέπεται σε φυγή τρελαµένος. Ο θεός
υπερασπίστηκε ο ίδιος τον εαυτό του.
Θα συνέβαιναν άραγε αυτά τα θαυµάσια πράγµατα, θα
συντελούνταν αυτές οι νίκες, τις οποίες η ανθρωπότητα λογαριάζει ως
δικές της, αν, τριάντα χρόνια πρωτύτερα, δεν είχε εµφανιστεί ο
Πυθαγόρας µέσα στο δελφικό ιερό, για να ανάψει εκ νέου εκεί µέσα το
ιερό πυρ; Μπορούµε να αµφιβάλλουµε γι’ αυτό.
Ακόµη µια λέξη για την επίδραση του δασκάλου πάνω στη
φιλοσοφία. Πριν από αυτόν, υπήρχαν φυσικοί από το ένα µέρος,
ηθικολόγοι από το άλλο. Ο Πυθαγόρας φρόντισε να µπουν µέσα στην
πλατιά σύνθεσή του η ηθική, η επιστήµη κι η θρησκεία. Η σύνθεση
αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εσωτερική διδασκαλία, της οποίας
προσπαθήσαµε να βρούµε το πλήρες φως µέσα σε αυτήν την ουσία της
πυθαγόρειας φιλοσοφίας. Ο φιλόσοφος του Κρότωνα δεν υπήρξε ο
επινοητής αλλά ο φωτεινός ρυθµιστής των πρωταρχικών αυτών
αληθειών µέσα στην επιστηµονική τάξη. Διαλέξαµε λοιπόν το σύστηµά
του ως το πιο ευνοϊκό πλαίσιο για µια τέλεια έκθεση της διδασκαλίας
των Μυστηρίων και της αληθινής θεοσοφίας.
Εκείνοι που ακολούθησαν µαζί µας το δάσκαλο, θα έχουν
καταλάβει ότι στο βάθος αυτής της διδασκαλίας λάµπει ο ήλιος της
Μίας Αλήθειας. Βρίσκουµε τις σκορπισµένες ακτίνες του µέσα στις
φιλοσοφίες και τις θρησκείες, αλλά εκεί είναι το κέντρο τους. Τι
χρειάζεται για να φτάσουµε εκεί; Η παρατήρηση και το λογικό δεν
αρκουν γι’ αυτό. Χρειάζεται ακόµη, και πάνω από κάθε τι άλλο, η
διαίσθηση. Ο Πυθαγόρας υπήρξε ένας µύστης, ένας µυηµένος πρώτης
τάξης. Κατείχε την απευθείας όραση του πνεύµατος, το κλειδί των
απόκρυφων επιστηµών και του πνευµατικού κόσµου. Αντλούσε λοιπόν
από την πρώτη πηγή της Αλήθειας. Κι επειδή στις υπερβατικές αυτές
ικανότητες της διανοητικής κι εκπνευµατωµέ- νης ψυχής πρόσθετε τη
λεπτολόγο παρατήρηση του φυσικου κόσµου και την αριστοτεχνική
ταξινόµηση των ιδεών από το υψηλό του λογικό, κανείς άλλος βέβαια
δεν ήταν καταλληλότερος από αυτόν για να κατασκευάσει το
οικοδόµηµα της επιστήµης του Κόσµου.
Και να πούµε την αλήθεια, αυτό το οικοδόµηµα ποτέ δεν
καταστράφηκε. Ο Πλάτων, που πήρε από τον Πυθαγόρα όλη τη
µεταφυσική του, το ήξερε πολύ καλά, µολονότι το απέδωσε µε
λιγότερη ακρίβεια και σαφήνεια. Η αλεξανδρινή σχολή κατέλαβε τα
ανώτερα πατώµατά του. Η σύγχρονη επιστήµη πήρε το ισόγειο και του
στερέωσε τα θεµέλια. Πολυάριθµες φιλοσοφικές σχολές και µυστικές ή
θρησκευτικές αιρέσεις κατοίκησαν διάφορα διαµερίσµατά του. Αλλά
καµιά φιλοσοφία δεν περιέλαβε το σύνολό του. Το σύνολο αυτό
προσπαθήσαµε εµείς να το ξαναβρουµε εδώ, µέσα στην αρµονία και
την ενότητά του.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΠΛΑΤΩΝΑΣ
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ
Οι άνθρωποι τον ονόµασαν έτσι τον Έρωτα, γιατί έχει ιρτερά. Οι θεοί τον ονόµασαν
Πτέρωτα, γιατί έχει τη δύναµη να δίνει ψτερά.
Πλάτων, Συµπόσιο
Στον ουρανό, να µαθαίνεις σηµαίνει να βλέπεις Στη γη, σηµαίνει να θυµάσαι.
Ευτυχισµένος όποιος πέρασε τα Μυστήρια. Γνωρίζει την πηγή και το τέλος της ζωής.
(Όλβιος όστις ιδών εκείνα, κοίλαν
είσιν υπό χθόνα· οίδεν µεν βίου... τελευτάν,
οίδεν δε διόσδοτον αρχάν.)
Πίνδαρος

ΑΦΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΜΕ ΝΑ ΚΆΝΟΥΜΕ να ξαναζήσει στο πρόσωπο του


Πυθαγόρα ο πιο µεγάλος από τους µυηµένους της Ελλάδας και µέσω
αυτού η πρωταρχική και παγκόσµια ουσία της θρησκευτικής και
φιλοσοφικής αλήθειας, θα µπορούσαµε να µη µιλήσουµε για τον
Πλάτωνα, που τίποτα άλλο δεν έκανε από το να δώσει σε αυτή την
αλήθεια µια µορφή πιο λαϊκή και φανταχτερή. Αλλά να ποιος είναι
ο λόγος που θα µας κρατήσει για λίγο µπροστά στην ευγενή µορφή
του Αθηναίου φιλοσόφου.
Ναι, βέβαια, υπάρχει µία διδασκαλία, που είναι µητέρα και σύνθεση
των θρησκειών και των φιλοσοφιών. Αναπτύσσεται και βαθαίνει µε το
πέρασµα των αιώνων, η ουσία της όµως και το κέντρο της µένουν τα
ίδια. Συναντήσαµε τις µεγάλες της γραµµές. Αλλά αρκεί αυτό; Όχι·
πρέπει ακόµα να δειχτεί ο από τη θεία πρόνοια λόγος των διαφόρων
µορφών της, κατά τις φυλές και τις εποχές. Πρέπει να επανασυνδεθεί η
αλυσίδα των µεγάλων µυηµένων, που υπήρξαν οι αληθινοί µυητές της
α ν θ ρ ω π ό τ η τ α ς . Τό τ ε η δ ύ ν α µ η τ ο υ κ α θ ε ν ό ς α π ό α υ τ ο ύ ς θ α
πολλαπλασιαστεί µε τη δύναµη όλων των άλλων, ενώ η ενότητα της
αλήθειας θα εµφανιστεί µέσα στην ίδια την ετερότητα της έκφρασής
της.
Όπως κάθε πράγµα, έτσι κι η Ελλάδα είχε την αυγή της, το
µεσουράνηµα και τη δύση της. Αυτός είναι ο νόµος των ηµερών, των
ανθρώπων, των λαών, των κόσµων και των ουρανών. Ο Ορφέας είναι ο
µυηµένος της αυγής του ελληνισµού, ο Πυθαγόρας είναι ο µυηµένος
του λαµπρού µεσηµεριού του, και ο Πλάτωνας είναι αυτός της δύσης.
Είναι το ηλιοβασίλεµα µε το φλογερό πορφυρένιο χρώµα του, που
γίνεται το χρυσορόδινο χρώµα µιας καινούριας αυγής, της αυγής της
ανθρωπότητας. Ο Πλάτωνας ακολουθεί τον Πυθαγόρα, όπως στα
µ υ σ τ ή ρ ι α τ η ς Ε λ ε υ σ ί ν α ς ο δ α δ ο ύ χο ς α κο λ ο υ θ ο ύ σ ε τ ο µ ε γ ά λ ο
ιεροφάντη. Μαζί µε αυτόν θα εισχωρήσουµε, ακόµη µία φορά και από
ένα νέο δρόµο, µέσα από τα στενά του ιερού, µέχρι την καρδιά του
ναού, για να αντικρίσουµε το µεγάλο απόρρητο.
Αλλά, προτού πάµε στην Ελευσίνα, ας ακούσουµε µια στιγµή τον
οδηγό µας, το θείο Πλάτωνα. Ας µας κάνει αυτός ο ίδιος να δούµε το
γενέθλιο ορίζοντά του, ας µας διηγηθεί την ιστορία της ψυχής του και
ας µας οδηγήσει κοντά στον πολυαγαπηµένο του δάσκαλο.
1. Η νεότητα του Πλάτωνα καν ο θάνατος του Σωκράτη
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, την πόλη του Ωραίου και της
Ανθρωπότητας. Το βλέµµα της νεότητάς του δεν έβρισκε πουθενά
περιορισµούς. Η Αττική, ανοιχτή σε όλους τους ανέµους, προχωρεί,
όπως η πλώρη ενός πλοίου, µέσα στο Αιγαίο πέλαγος και κυβερνά σαν
βασίλισσα τον κύκλο των νησιών, που µοιάζουν άσπρες σειρήνες
καθισµένες πάνω στο βαθύ θαλασσί των κυµάτων. Μεγάλωσε στους
πρόποδες της Ακρόπολης, µε την προστασία της Παλλάδας Αθηνάς,
µέσα στην πλατιά εκείνη πεδιάδα, που είναι πλαισιωµένη από µενεξε-
δένια βουνά κι είναι περιτυλιγµένη µε ένα φωτεινό γαλάζιο χρώµα,
ανάµεσα από το Πεντελικό µε τα µαρµαρένια τα σπλάχνα, τον Υµηττό,
το στεφανωµένο µε ευωδιαστά πεύκα, µέσα στα οποία βουίζουν οι
µέλισσες, και τον ήρεµο κόλπο της Ελευσίνας.
Τόσο σκοτεινότερος, ωστόσο, και πιο ταραγµένος υπήρξε ο
πολιτικός ορίζοντας, γύρω από την παιδική ηλικία και τη νεότητα του
Πλάτωνα. Τα χρόνια του αυτά έτυχαν να συµπέσουν µε τον αµείλικτο
εκείνο Πελοποννησιακό πόλεµο, αδελ- φοκτόνο αγώνα µεταξύ
Σπάρτης και Αθηνών, που παρασκεύασε τη διάλυση της Ελλάδας.
Είχαν περάσει οι µεγάλες µέρες των Μηδικών πολέµων, είχαν
βασιλέψει οι ήλιοι της Σαλαµίνας και του Μαραθώνα. Το έτος της
γέννησης του Πλάτωνα (429 π.Χ.) είναι το έτος του θανάτου του
Περικλή, του µεγαλύτερου πολιτικού της Ελλάδας, που ήταν ακέραιος
όσο και ο Αριστείδης, ικανός όσο και ο Θεµιστοκλής, που ήταν ο
τελειότερος αντιπρόσωπος του ελληνικού πολιτισµού και γοήτευε την
πολυθόρυβη εκείνη δηµοκρατία. Φλογερός πατριώτης, που όµως
µπόρεσε να κρατήσει την ηρεµία του ηµίθεου µέσα στις λαϊκές
θύελλες.
Η µητέρα του Πλάτωνα θα διηγηθεί στο γιο της µια σκηνή, στην
οποία είχε βέβαια παραβρεθεί δύο χρόνια πριν από τη γέννηση του
µέλλοντα φιλοσόφου. Οι Σπαρτιάτες είχαν κυριέψει την Αττική, η
Αθήνα, της οποίας απειλούνταν ακόµα κι η ύπαρξη, είχε αγωνιστεί
έναν ολόκληρο χειµώνα κι η ψυχή της άµυνας υπήρξε ο Περικλής. Το
θλιβερό εκείνο έτος µια επιβλητική τελετή είχε γίνει στον Κεραµεικό.
Τα φέρετρα των πολεµιστών που πέθαναν υπέρ της πατρίδας είχαν
τοποθετηθεί πάνω σε νεκρικά άρµατα και συγκεντρώθηκε ο λαός
µπροστά στο µνηµειώδη τάφο, που ήταν προορισµένος
να τους περικλείσει. Το µαυσωλείο εκείνο έµοιαζε να είναι το
µεγαλοπρεπές και απαίσιο σύµβολο του τάφου που η Ελλάδα
έσκαβε για τον εαυτό της, µε τον εγκληµατικό της αγώνα. Σ’ εκείνη
την περίσταση, ο Περικλής εκφώνησε τον ωραιότερο λόγο απ’
όσους µας διαφυλαξε η αρχαιότητα. Ο Θουκυδίδης τον αντέγραψε
πάνω στις χάλκινες πλάκες του και τα εξής λόγια λαµποκοπούσαν
εκεί µέσα, σαν ασπίδα πάνω στο αέτωµα ενός ναού: “Ο τάφος των
ηρώων είναι ολόκληρο το συµπαν και όχι πάνω σε στήλες
φορτωµένες µε ποµπώδεις επιγραφές”. 119 Μέσα σε αυτά τα λόγια δε
ζει η συνείδηση της Ελλάδας και της αθανασίας της;
Αλλά µετά το θάνατο του Περικλή, τι απέµεινε από την αρχαία
Ελλάδα, που ζουσε στους ανθρώπους της δράσης; Στο εσωτερικό της
Αθήνας, οι διχόνοιες µιας δηµαγωγίας που έπνεε τα λοίσθια· στο
εξωτερικό, η εισβολή των Λακεδαιµονίων, που πάντοτε βρισκόταν προ
των πυλών, ο πόλεµος σε ξηρά και θάλασσα και ο χρυσός του βασιλιά
της Περσίας, που κυκλοφορούσε σαν δραστικό δηλητήριο στα χέρια
των δηµαγωγών και των αρχόντων. Ο Αλκιβιάδης είχε αντικαταστήσει
τον Περικλή στη δηµοφιλία. Αυτός ο τύπος της χρυσής νεολαίας των
Αθηνών είχε γίνει ο άνθρωπος της ηµέρας. Ριψοκίνδυνος πολιτικός,
ραδιούργος, γεµάτος γοητεία, οδήγησε γελώντας την πατρίδα του στον
όλεθρό της. Ο Πλάτωνας τον είχε καλά παρατηρήσει, γιατί αργότερα
ψυχογράφησε αριστοτεχνικά αυτό το χαρακτήρα. Παροµοιάζει το
µανιακό πόθο για εξουσία που κατέχει την ψυχή του Αλκιβιάδη µ’ ένα
µεγάλο φτερωτό κηφήνα “γύρω από τον οποίο τα πάθη, στεφανωµένα
µε λουλούδια, αρωµατισµένα µε µυρωδιές, µεθυσµένα από το κρασί
και από τις αχαλίνωτες ηδονές που τα ακολουθουν, έρχονται και
βουίζουν, τρέφοντάς τον, υψώνο- ντάς τον, οπλίζοντάς τον τέλος µε το
κ ε ν τ ρ ί τ η ς φ ι λ ο δ ο ξ ί α ς . Τό τ ε , ο τ ύ ρ α ν ν ο ς α υ τ ό ς τ η ς ψ υ χ ή ς ,
συνοδευόµενος από την τρέλα, κινείται µε µανία. Αν βρει τριγύρω του
σκέψεις κι αισθήµατα τίµια, που θα µπορούσαν ακόµη να
ερυθριάσουν, τα σκοτώνει και τα κυνηγά, έως ότου ξεκαθαρίσει την
ψυχή από κάθε σωφροσύνη και τη γεµίσει µε τη µανία που φέρνει µαζί
του”.
Ο ουρανός λοιπόν των Αθηνών είχε κατά το διάστηµα της νεότητας
του Πλάτωνα αρκετά σκοτεινά χρώµατα. Σε ηλικία είκοσι πέντε ετών,
παρέστη στην εκπόρθηση των Αθηνών από τους Σπαρτιάτες, υστέρα
από την καταστροφική ναυµαχία
στους Αιγός ποταµούς. Έπειτα είδε την είσοδο του Λυσάνδρου στη
γενέτειρα πόλη του. Η είσοδος αυτή σήµανε το τέλος της αθηναϊκής
ανεξαρτησίας. Είδε τα Μακρά Τείχη, που τα είχε κατασκευάσει ο
Θ ε µ ι σ τ ο κ λή ς , ν α γ κ ρ ε µ ί ζο ν τ α ι υ π ό τ ο υ ς ή χο υ ς ε ο ρ τ α σ τ ι κ ή ς
µουσικής και το θριαµβευτή εχθρό να χορεύει κυριολεκτικά πάνω
στα ερείπια της πατρίδας. Κατόπιν ήρθαν οι Τριάκοντα τύραννοι κι
οι προγραφές τους.
Αυτά τα θεάµατα κατέθλιψαν τη νεανική ψυχή του Πλάτωνα, δεν
µπόρεσαν όµως να την ταράξουν. Η ψυχή αυτή ήταν τόσο γλυκιά, τόσο
διαυγής, τόσο ανοιχτή, όσο και ο ουράνιος θόλος πάνω από την
Ακρόπολη. Ο Πλάτων ήταν ένας νέος ψηλού αναστήµατος, µε πλατείς
ώµους, σοβαρός, µαζεµένος, σχεδόν πάντοτε σιωπηλός. Αλλά, όταν
άνοιγε το στόµα του, µία εξαιρετική ευαισθησία, µια θελκτική
γλυκυτητα έβγαινε από τα λόγια του. Σ’ αυτόν δεν υπήρχε τίποτα το
εξέχον, τίποτα το υπερβολικό. Οι ποικίλες ικανότητές του φαίνονταν
σαν συγχωνευµένες µέσα στην ανώτερη αρµονία της ύπαρξής του. Μία
φτερωτή χάρη, µία φυσική µετριοφροσύνη έκρυβε τη σοβαρότητα του
πνεύµατός του, µία τρυφερότητα σχεδόν γυναικεία χρησίµευε για να
καλύπτει τη σταθερότητα του χαρακτήρα του. Σ’ αυτόν, η αρετή
ντυνόταν µ’ ένα χαµόγελο κι η ηδονή µε µια αφελή αγνότητα. Αλλά
εκείνο που αποτελούσε το κυρίαρχο, το εξαιρετικό, το µοναδικό
γνώρισµα της ψυχής αυτής είναι το ότι αυτή, όταν γεννιόταν, φαινόταν
πως είχε κλείσει µια µυστηριώδη συµφωνία µε την Αιωνιότητα.
Ναι, τα αιώνια πράγµατα, αυτά µόνο φαίνονταν ζωντανά στο βάθος
των µεγάλων του µατιών. Τα άλλα περνούσαν από εκεί σαν µάταια
φαινόµενα µέσα σ’ ένα βαθύ καθρέφτη. Πίσω από τις ορατές,
µεταβαλλόµενες και ατελείς µορφές του κόσµου και των όντων, του
παρουσιάζονταν οι αόρατες, οι τέλειες και πάντα ακτινοβόλοι µορφές
των ίδιων αυτών όντων, που τις βλέπει το πνεύµα και που είναι τα
αιώνια πρότυπά τους. Και να γιατί ο νεαρός Πλάτωνας, χωρίς να έχει
ακόµα διατυπώσει τη θεωρία του, χωρίς µάλιστα να γνωρίζει ότι θα
γινόταν φιλόσοφος µια µέρα, είχε ήδη συνείδηση της θείας
πραγµατικότητας του Ιδεώδους και της πανταχού παρουσίας του. Να
γιατί, καθώς έβλεπε να κυµατίζουν οι γυναίκες, τα νεκρικά άρµατα, οι
στρατοί, οι γιορτές και τα πένθη, η µατιά του φαινόταν σαν να κοίταζε
άλλο πράγµα και να έλεγε: “Γιατί κλαίνε και γιατί βγάζουν ξεφωνητά
χαράς; Νοµίζουν πως είναι, και δεν είναι. Γιατί δεν µπορώ να
προσκολ-
ληθώ σ’ ό,τι γεννιέται και πεθαίνει; Γιατί δεν µπορώ να αγαπήσω
παρά µόνο το Αόρατο, το οποίο δε γεννιέται και δεν πεθαίνει ποτέ του,
αλλά υπάρχει πάντοτε;”
Ο Έρωτας κι η Αρµονία, να το βάθος της ψυχής του Πλάτωνα. Αλλά
τι Αρµονία και τι Έρωτας; Ο Έρωτας της αιώνιας Ωραιότητας κι η
Αρµονία που περιβάλλει το σόµπαν. Όσο περισσότερο µια ψυχή είναι
µεγάλη και βαθιά, τόσο περισσότερο καιρό διαθέτει για να γνωρίσει
τον εαυτό της. Ο πρώτος ενθουσιασµός του έπεσε στις τέχνες. Ο
Πλάτων ήταν καλής οικογένειας, γιατί ο πατέρας του ισχυριζόταν ότι
καταγόταν από το βασιλιά Κόδρο κι η µητέρα του από το Σόλω- να. Η
νεότητά του, λοιπόν, υπήρξε η νεότητα ενός πλουσίου Αθηναίου,
περιστοιχισµένη απ’ όλες τις πολυτέλειες και απ’ όλες τις απολαύσεις
µιας εποχής παρακµής. Παραδόθηκε σ’ αυτές χωρίς ακολασία αλλά και
χωρίς σεµνοτυφία. Ζοΰσε τη ζωή των οµοίων του, απολαµβάνοντας
ευγενικά µια καλή κληρονοµιά, περιστοιχισµένος και συντροφευµένος
στα συµπόσιά του από πολυάριθµους φίλους. Μας περιέγραψε τόσο
καλά το πάθος του έρωτα σ’ όλες του τις φάσεις, στο Φαίδρο του, ώστε
σίγουρα θα δοκίµασε την παραφορά του και τις σκληρές διαψεύσεις
του. Ένας µόνο στίχος µάς µένει από αυτόν, τόσο περιπαθής όσο ένας
στίχος της Σαπφοΰς, τόσο φωσφορίζων από φως, όσο µια αστρόφεγγη
νυχτιά πάνω από τη θάλασσα των Κυκλάδων: “Ήθελα να ήµουν
ουρανός, για να είµαι όλο µάτια να σε κοιτάζω”.
Αναζητώντας το υπέρτατο Ωραίο µέσα σ’ όλους τους τρόπους και
όλες τις µορφές της ωραιότητας, καλλιέργησε διαδοχικά τη ζωγραφική,
τη µουσική και την ποίηση. Η ποίηση φαινόταν να ανταποκρίνεται σε
όλες του τις ανάγκες. Σε αυ- τή βρήκε την ικανοποίηση των πόθων
του. Ο Πλάτων είχε µια θαυµαστή ευκολία για όλα τα είδη.
Αισθανόταν µε ίση ένταση την ερωτική και διθυραµβική ποίηση, την
εποποιία, την τραγωδία και αυτήν ακόµα την κωµωδία µε το λεπτότερο
της αττικό άλας. Τι του έλειπε για να γίνει ένας άλλος Σοφοκλής και
να σηκώσει από την επικείµενη παρακµή του το αθηναϊκό θέατρο; Η
φιλοδοξία αυτή τον έβαλε σε πειρασµό, οι φίλοι του τον ενθάρρυναν
σε αυτό. Σε ηλικία είκοσι επτά ετών είχε συνθέσει πολλές τραγωδίες
και σχεδίαζε να παρουσιάσει µία στο διαγωνισµό.
Εκείνη την εποχή, ο Πλάτωνας συνάντησε το Σωκράτη, που
συζητούσε µε τους νέους µέσα στους κήπους της Ακαδη-
µίας. Μιλούσε για το Δίκαιο και το Άδικο, για το Ωραίο, το Αγαθό και
το Αληθινό. Ο ποιητής πλησίασε το φιλόσοφο, τον ακούσε, ξανάρθε
την άλλη µέρα και τις επόµενες µέρες. Μετά από λίγες εβδοµάδες,
καθολική επανάσταση είχε συντελε- στεί στο νου του. Ο
ευτυχισµένος νέος, ο γεµάτος από φαντασιώσεις ποιητής, δεν
αναγνώριζε πια τον εαυτό του. Το ρεύµα των σκέψεών του, ο
σκοπός της ζωής του είχαν αλλάξει. Ένας άλλος Πλάτωνας
γεννιόταν µέσα του, υπό την επήρεια του λόγου του ανθρώπου
εκείνου, που ονόµαζε ο ίδιος τον εαυτό του “µαιευτήρα ψυχών”. Τι
λοιπόν είχε συµβεί; Με ποια µαγγανεία ο διαλεκτικός εκείνος, που
είχε µορφή σατυρου, είχε αποσπάσει από την πολυτέλεια, από τις
φιληδονίες, από την ποίηση τον όµορφο, το φαιδρό Πλάτωνα, για να
τον προσηλυτίσει στη µεγάλη αυταπάρνηση της σοφίας;
Άνθρωπος πολύ απλός, αλλά ένας µεγάλος πρωτοπόρος, εκείνος ο
καλός Σωκράτης. Γιος λιθοξόου, λάξευσε τις τρεις Χάριτες στην
εφηβική του ηλικία, έπειτα πέταξε τη σµίλη, λέγοντας ότι προτιµούσε
να σµιλέψει την ψυχή του παρά το µάρµαρο. Από εκείνη τη στιγµή
αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση της αλήθειας. Τον έβλεπε κανείς
στα γυµναστήρια, στην πλατεία, στο θέατρο να συζητά µε τους νέους,
µε τους καλλιτέχνες, µε τους φιλοσόφους και να ζητά από τον καθένα
από αυτούς το λόγο του πράγµατος που εκείνος βεβαίωνε.
Από κάποια χρόνια, οι σοφιστές είχαν πέσει σα σύννεφα ακριδών
πάνω στην πόλη των Αθηνών. Ο σοφιστής είναι η πλαστογράφηση κι η
ζω ν τ α ν ή ά ρ ν η σ η τ ο υ φ ι λ ο σ ό φ ο υ , ό π ω ς ο δ η µ α γ ω γ ό ς ε ί ν α ι η
πλαστογράφηση του πολιτικού, όπως ο υποκριτής είναι η
πλαστογράφηση του ιερέα και ο µαύρος µάγος η καταχθόνια
πλαστογράφηση του αληθινού µυηµέ- νου. Ο ελληνικός τύπος του
σοφιστή είναι πιο εύστροφος, δηκτικός, αγαπά περισσότερο τη
συζήτηση. Αλλά αυτό το είδος ανήκει σ’ όλους τους παρακµασµένους
πολιτισµούς. Οι σοφιστές πληθαίνουν µέσα εκεί τόσο µοιραία, όσο τα
σκουλήκια σ’ ένα πτώµα σε αποσύνθεση. Είτε ονοµάζονται άθεοι, είτε
µηδενιστές, είτε πεσσιµιστές, οι σοφιστές όλων των καιρών µοιάζουν
µεταξύ τους. Πάντοτε αρνούνται το Θεό και την Ψυχή, δηλαδή την
ύψιστη Αλήθεια και την ύψιστη Ζωή. Οι σοφιστές της εποχής του
Σωκράτη, οι Γοργίες, οι Πρόδικοι, οι Πρωταγόρες, έλεγαν ότι δεν
υπάρχει διαφορά µεταξύ της αλήθειας και της πλάνης. Έβαζαν τα
δυνατά τους για να αποδείξουν αδιάφορο ποια ιδέα και την αντίθετή
της, συγχρό-
νως βεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχει άλλη δικαιοσύνη από τη δύναµη και
άλλη αλήθεια από την υποκειµενική γνώµη. Με αυτά,
ευχαριστηµένοι από τον εαυτό τους, γλεντζέδες, παίρνοντας αδρές
αµοιβές για τα µαθήµατά τους, έσπρωχναν τους νέους στην
ακολασία, τη ραδιουργία και την τυραννία.
Ο Σωκράτης πλησίαζε τους σοφιστές µε την ελκυστική του
γλυκυτητα και τη λεπτή του καλοκαγαθία, σαν ένας ανίδεος που θέλει
να διδαχτεί. Το µάτι του έλαµπε από πνεύµα και από ευµένεια. Έπειτα,
από ερώτηση σε ερώτηση, τους εξανάγκαζε να πουν το αντίθετο από
εκείνο που είχαν ισχυριστεί στην αρχή και να οµολογήσουν µε
περιστροφές ότι δεν ήξεραν ούτε εκείνο ακόµη για το οποίο µιλούσαν.
Ο Σωκράτης αποδείκνυε κατόπιν ότι οι σοφιστές δε γνώριζαν την αιτία
και τα στοιχεία κανενός πράγµατος, αυτοί δα που ισχυρίζονταν ότι
κατείχαν την παγκόσµια γνώση. Και αφού τους ανάγκαζε έτσι να
σιωπήσουν, δε θριάµβευε για τη νίκη του, αλλά ευχαριστούσε
χαµογελώντας τους αντιπάλους του, που τον είχαν διδάξει µε τις
απαντήσεις τους, προσθέτοντας ότι το να γνωρίζει κανείς πως δε
γνωρίζει τίποτα, αυτό είναι η αρχή της αληθινής σοφίας. Τι πίστευε, τι
βεβαίωνε ο ίδιος ο Σωκράτης; Δεν αρνιόταν τους θεούς, τους λάτρευε
όπως κι οι συµπολίτες του, αλλά έλεγε ότι η φύση τους ήταν
αδιείσδυτη και οµολογούσε ότι δεν καταλάβαινε τίποτα από τη φυσική
και τη µεταφυσική που διδασκόταν στα σχολεία. Το σπουδαίο, έλεγε,
ήταν να πιστεύεις στο Δίκαιο και το Αληθινό και να τα εφαρµόζεις στη
ζωή σου. Τα επιχειρήµατα αυτά έπαιρναν µια µεγάλη δύναµη, όταν
λέγονταν από το στόµα του, διότι αυτός ο ίδιος έδινε το σχετικό
παράδειγµα: άψογος πολίτης, ατρόµητος στρατιώτης, ακέραιος
δικαστής, πιστός και αφιλοκερδής φίλος, απόλυτος κύριος όλων των
παθών του.
Έτσι η τακτική της ηθικής αγωγής αλλάζει κατά τις εποχές και τα
περιβάλλοντα. Ο Πυθαγόρας µπροστά στους µυη- µένους µαθητές του
έκανε να πέφτει η ηθική από τα ύψη της κοσµογονίας. Στην Αθήνα,
στην Αγορά, ανάµεσα στους Κλέ- ωνες και τους Γοργίες, ο Σωκράτης
µιλούσε για το έµφυτο αίσθηµα του Δικαίου και του Αληθινού, για να
ανοικοδοµήσει τον κόσµο και τη διασαλευµένη κοινωνική κατάσταση.
Αλλά κι οι δυο τους, ο ένας στην κατιούσα τάξη των αρχών, ο άλλος
στην ανιούσα τάξη, βεβαίωναν την ίδια αλήθεια. Ο Πυθαγόρας
αντιπροσωπεύει τις αρχές και τη µέθοδο της υψηλότερης µύησης, ενώ
ο Σωκράτης εξαγγέλλει τη χρονολογία της
φανερής γνώσης. Για να µην εξέλθει από το ρόλο του εκλαϊ- κευτή,
αρνήθηκε να µυηθεί στα Μυστήρια της Ελευσίνας. Αλλά δεν ένιωθε
και δεν πίστευε για το λόγο αυτό λιγότερο την ολοκληρωτική κι
υπέρτατη αλήθεια που δίδασκαν τα µεγάλα Μυστήρια. Όταν µιλούσε
γι’ αυτήν, ο καλός, ο πνευµατώδης Σωκράτης, άλλαζε όψη, όπως ένας
εµπνευσµένος Φαύνος, που τον κατέχει κάποιος θεός. Τα µάτια του
άναβαν, µία ακτίνα περνούσε πάνω στο φαλακρό του κρανίο και από
το στόµα του έβγαινε κάποιο από εκείνα τα απλά και φωτεινά
αποφθέγµατα, που φωτίζουν το βάθος των πραγµάτων.
Γιατί ο Πλάτωνας γοητεύτηκε κι υποτάχτηκε δίχως αντίσταση σ’
εκείνον τον άνθρωπο; Επειδή, όταν τον είδε, κατάλαβε την υπεροχή
που έχει το Αγαθό πάνω στο Ωραίο. Διότι το Ωραίο δεν πραγµατοποιεί
το Αληθινό παρά µόνο µέσα στον αντικατοπτρισµό της Τέχνης, ενώ το
Αγαθό εκπληρώνεται µέσα στα βάθη των ψυχών. Σπάνια και δυνατή
γοητεία, γιατί οι αισθήσεις δεν παίζουν εκεί κανένα ρόλο. Η θέα ενός
αληθινού δικαίου κάνει να ωχριά µέσα στην ψυχή του Πλάτωνα η
εκθαµβωτική αίγλη της ορατής τέχνης και την αντικαθιστά µε ένα πιο
θεϊκό όνειρο. Ο άνθρωπος εκείνος του έδειξε την κατωτερότητα της
οµορφιάς και της δόξας όπως τις είχαν αντιληφθεί ως τότε, µπροστά
στην οµορφιά και τη δόξα της εν δράσει ψυχής, που προσελκύει µια
για πάντα άλλες ψυχές στην αλήθειά της, ενώ οι επιδείξεις της Τέχνης
δεν πετυχαίνουν παρά µόνο να κάνει να λαµποκοπήσει προς στιγµήν
κάποια απατηλή αλήθεια, κάτω από ένα πλανερό πέπλο. Αυτή η
Οµορφιά, η ακτινοβόλος, η αιώνια, που είναι η “αίγλη του Αληθινού”,
σκότωσε µέσα στην ψυχή του Πλάτωνα τη µεταβαλλόµενη και
απατηλή οµορφιά. Να γιατί ο Πλάτωνας, λησµονώντας κι
εγκαταλείποντας όλα όσα είχε αγαπήσει µέχρι τότε, αφοσιώθηκε στο
Σωκράτη, στο άνθος της νεότητάς του, µε όλη την ποίηση της ψυχής
του. Μεγάλη Νίκη της Αλήθειας εναντίον της Οµορφιάς, νίκη που είχε
ανυπολόγιστες συνέπειες για την ιστορία του ανθρώπινου πνεύµατος.
Εν τω µεταξύ, οι φίλοι του Πλάτωνα περίµεναν να τον δουν να
κάνει την πρώτη του εµφάνιση στην ποίηση πάνω στην τραγική σκηνή.
Τους προσκάλεσε στο σπίτι του σε µεγάλο συµπόσιο και όλοι
παραξενεύτηκαν που ήθελε να δώσει αυτή τη γιορτή εκείνη την ώρα.
Γιατί ήταν έθιµο να µην κάνουν αυτή τη γιορτή παρά µόνο αφού
έπαιρναν το βραβείο και αφού παιζόταν η βραβευµένη τραγωδία. Αλλά
κανείς δεν µπορούσε να αρνηθεί µια πρόσκληση στο σπίτι του
πλούσιου γιου της οικογένειας εκείνης, στην οποία οι Μούσες κι οι
Χά- ριτες συναντιόνταν συντροφευµένες από τον Έρωτα. Το σπίτι του
χρησίµευε από πολύ καιρό ως τόπος συνάντησης των µορφωµένων
νέων της Αθήνας. Ο Πλάτωνας ξόδεψε ολόκληρη περιουσία γι’ αυτό το
συµπόσιο. Έστρωσαν το τραπέζι στον κήπο. Νέοι που κρατούσαν
πυρσούς φώτιζαν τους καλεσµένους. Οι τρεις ωραιότερες εταίρες της
Αθήνας παραβρέθηκαν σ’ εκείνο το τραπέζι. Το συµπόσιο διήρκεσε
όλη τη νύχτα. Τραγούδησαν ύµνους στον Έρωτα και στο Βάκχο. Οι
α υ λή τ ρ ι δ ε ς χό ρ ε ψ α ν τ ο υ ς π ι ο η δ υ π α θ ε ί ς χο ρ ο ύ ς τ ο υ ς . Τέ λ ο ς ,
παρακάλεσαν τον Πλάτωνα να απαγγείλει ο ίδιος έναν από τους
διθυράµβους του. Σηκώθηκε χαµογελώντας κι είπε: “Αυτό το συµπόσιο
σήµερα είναι το τελευταίο που σας κάνω. Από σήµερα απαρνούµαι τις
απολαύσεις της ζωής για να αφο- σιωθώ στη σοφία και να ακολουθήσω
τη διδασκαλία του Σωκράτη. Μάθετέ το όλοι σας: παραιτούµαι ακόµα
και από την ποίηση, γιατί αναγνώρισα την αδυναµία της να εκφράσει
την αλήθεια που εγώ κυνηγώ. Δε θα κάνω πια ούτε ένα στίχο και θα
κάψω µπροστά σας όλους αυτούς που συνέθεσα ως τώρα”.
Μια οµόφωνη κραυγή έκπληξης και διαµαρτυρίας ακούστηκε από
όλα τα µέρη του τραπεζιού, γύρω από το οποίο ήταν πλαγιασµένοι,
πάνω σε πολυτελή ανάκλιντρα, οι ροδοστεφανωµένοι συµποσιαστές.
Από αυτά τα πρόσωπα, τα αναµµένα από το κρασί, από την ευθυµία
και από τις εύθυµες κουβέντες του τραπεζιού, άλλα εξέφραζαν την
έκπληξή τους ενώ άλλα την αγανάκτησή τους. Μεταξύ των λογίων και
των σοφιστών ακούστηκαν γέλια δυσπιστίας και περιφρόνησης.
Κατηγόρησαν τα σχέδια του Πλάτωνα ως τρελά και ως βέβηλα και τον
κάλεσαν να πάρει πίσω όσα είχε πει. Αλλά ο Πλάτωνας επιβεβαίωσε
την απόφασή του µε µια ηρεµία και µια σταθερότητα που δεν
επιδέχονταν αντίρρηση. Τελείωσε λέγοντας: “Ευχαριστώ όλους
εκείνους που είχαν την καλοσύνη να πάρουν µέρος σ’ αυτή την
αποχαιρετιστήρια γιορτή, αλλά δε θα κρατήσω κοντά µου παρά µόνο
εκείνους που θα θελή- σουν να συµµεριστούν την καινούρια µου ζωή.
Οι φίλοι του Σωκράτη θα είναι από δω και στο εξής οι δικοί µου
φίλοι”.
Τα λόγια αυτά έπεσαν όπως η παγωνιά πάνω σ’ έναν ολάνθιστο
κάµπο. Έδωσαν απότοµα στα γελαστά εκείνα πρόσωπα το θλιµµένο και
στενοχωρηµένο ύφος ανθρώπων που πα-
ραβρίσκονται σε µία κηδεία. Οι εταίρες σηκώθηκαν κι είπαν να τις
πάρουν τα φορεία τους, ενώ έριχναν θυµωµένες µατιές στον
οικοδεσπότη. Οι κοµψευόµενοι κι οι σοφιστές έφυγαν µε λόγια
ειρωνικά κι εύθυµα: “Χαίρε, Πλάτωνα! Να ’σαι ευ- τυχής! Θα µας
ξαναδείς! Χαίρε!”. Μόνο δυο σοβαροί νέοι έµειναν κοντά του. Ο
Πλάτωνας πήρε από το χέρι αυτούς τους πιστούς φίλους κι
εγκαταλείποντας εκεί τους µισοάδειους αµφορείς του κρασιού, τα
µαδηµένα ρόδα, τις λύρες και τους αυλούς που ήταν
αναποδογυρισµένοι φύρδην µίγδην πάνω σε ολόγεµα ακόµη ποτήρια,
τους οδήγησε στην εσωτερική αυλή του σπιτιού του. Είδαν εκεί,
σωριασµένους πάνω σ’ ένα µικρό βωµό, µια πυραµίδα από κυλίνδρους
π α π ύ ρ ο υ . Ο π ο ι η τ ή ς π ή ρ ε έ ν α δ α υ λ ό κα ι τ ο υ ς έ β α λ ε φ ω τ ι ά ,
χαµογελώντας και προφέροντας αυτά τα λόγια: “Ήφαιστε, έλα εδώ! Ο
Πλάτωνας έχει την ανάγκη σου”. 120
Όταν η φλόγα σβήστηκε στροβιλιζόµενη στον αέρα, οι δυο φίλοι, µε
δάκρυα στα µάτια, αποχαιρέτησαν σιωπηλά το µέλλοντα δάσκαλό
τους. Αλλά ο Πλάτωνας, όταν έµεινε µόνος, δεν έκλαιγε. Μια ειρήνη,
µια θαυµαστή γαλήνη πληµµύριζε όλη του την ύπαρξη. Σκεπτόταν το
Σωκράτη, τον οποίο θα πήγαινε να δει. Η αυγή που πρόβαλλε θώπευε
τις ταράτσες των σπιτιών, τις κιονοστοιχίες, τα αετώµατα των ναών.
Και σε λίγο, η πρώτη ακτίνα του ήλιου έκανε να σπιθοβολή- σει το
κράνος της Αθηνάς πάνω στην κορυφή της Ακρόπολης.
2. Η µύηση του Πλάτωνα και η πλατωνική φιλοσοφία
ΤΡΊΑ ΧΡΟΝΙΆ ο ΠΛΑΤΩΝ είχε γίνει µαθητής του Σωκράτη, ο
ΑΦΟΤΟΥ
τελευταίος αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Ά- ρειο Πάγο και
πέθανε πίνοντας το κώνειο, περιστοιχισµένος από τους µαθητές του.
Λίγα ιστορικά συµβάντα συζητήθηκαν κατ' επανάληψη τόσο πολύ
όσο αυτό. Όχι λιγότερο, σε λίγα απ’ αυτά παρανοήθηκαν τόσο πολύ οι
αφορµές κι η σηµασία. Είναι δεκτή σήµερα η άποψη ότι ο Άρειος
Πάγος είχε δίκιο, από τη δική του πλευρά, να καταδικάσει το Σωκράτη
ως εχθρό της κρατικής θρησκείας, γιατί ο Σωκράτης, µε το να αρνείται
τους θεούς, κατέστρεφε τις βάσεις της αθηναϊκής δηµοκρατίας.
Θα αποδείξουµε ευθύς αµέσως ότι ο ισχυρισµός αυτός περιέχει δυο
βαθιές πλάνες. Ας θυµηθούµε πρώτα-πρώτα εκεί-
νο που τόλµησε να γράψει ο Βικτόρ Κουζέν, στην εισαγωγή της
Αηολογίας του Σωκράτη, στην ωραία του µετάφραση των έργων του
Πλάτωνα: “Ο Άνυτος, πρέπει να το πούµε, ήταν ένας ευυπόληπτος
πολίτης. Ο Άρειος Πάγος ήταν ένα δικαστήριο µετριοπαθές· και αν
έπρεπε να παραξενευτούµε για κάτι, αυτό θα ήταν ότι ο Σωκράτης
κατηγορήθηκε τόσο αργά και ότι δεν καταδικάστηκε µε µεγαλύτερη
πλειοψηφία”. Ο φιλόσοφος, ο υπουργός της δηµόσια εκπαίδευσης, δεν
είδε ότι, αν είχε δίκιο στην άποψή του, θα έπρεπε να καταδικάσουµε
συγχρόνως και τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, για να δοξάσουµε την
πολιτική του ψεύδους, της βίας και της αυθαιρεσίας. Διότι, αν η
φιλοσοφία καταστρέφει κατ’ ανάγκη τις βάσεις του κοινωνικού
κατεστηµένου, τότε δεν είναι παρά µια ποµπώδης τρέλα. Και, αν η
θρησκεία δεν µπορεί να κρατηθεί παρά µόνο καταπιέζοντας την
αναζήτηση της αλήθειας, τότε δεν είναι παρά µια ολέθρια τυραννία. Ας
προσπαθήσουµε να είµαστε δικαιότεροι απέναντι και στην ελληνική
θρησκεία και στην ελληνική φιλοσοφία.
Υπάρχει ένα κεφαλαιώδες και χτυπητό γεγονός, που διέφυγε στους
περισσότερους από τους σύγχρονους ιστορικούς και φιλοσόφους. Στην
Ελλάδα, οι πολύ σπάνιοι διωγµοί εναντίον των φιλοσόφων ποτέ δεν
προήλθαν από τους ναούς αλλά πάντοτε από τους πολιτικούς. Ο
ελληνικός πολιτισµός δε γνώρισε τον πόλεµο µεταξύ των ιερέων και
των φιλοσόφων, που παίζει ένα τόσο µεγάλο ρόλο στο δικό µας
πολιτισµό, α- φότου καταστράφηκε ο χριστιανικός εσωτερισµός κατά
το δεύτερο αιώνα µετά Χριστόν. Ο Θαλής µπόρεσε ήσυχα να διδάξει
ότι ο κόσµος προέρχεται από το νερό, ο Ηράκλειτος ότι παράγεται από
τη φωτιά, ο Αναξαγόρας µπόρεσε να πει ότι ο ήλιος είναι µια διάπυρη
µάζα και ο Δηµόκριτος να ισχυριστεί ότι όλα προέρχονται από τα
άτοµα. Κανένας ναός δεν ανησύχησε γι’ αυτές τις θεωρίες. Στους
ναούς µέσα τα ήξεραν όλα αυτά και ακόµα περισσότερα. Ήξεραν
ακόµα ότι οι δήθεν φιλόσοφοι που αρνούνταν τους θεούς δεν
µπορούσαν να τους καταστρέψουν στην εθνική συνείδηση και ότι οι
αληθινοί φιλόσοφοι πίστευαν σε αυτούς µε τον τρόπο των µυηµέ- νων
κι έβλεπαν στους θεούς τα σύµβολα των µεγάλων κατηγοριών της
πνευµατικής ιεραρχίας του Θείου που διαπερνά τη Φύση, του Αόρατου
που κυβερνά το Ορατό. Χρησίµευε, λοιπόν, η εσωτερική διδασκαλία
ως σύνδεσµος µεταξύ της αληθινής φιλοσοφίας και της αληθινής
θρησκείας. Να το βα-
θΰ γεγονός, το πρωταρχικό και το τελικό, που εξηγεί τη µυστική τους
συνεννόηση µέσα στον ελληνικό πολιτισµό.
Ποιος λοιπόν κατηγόρησε το Σωκράτη; Οι ιερείς της Ελευσίνας,
που είχαν καταραστεί τους αίτιους του Πελοποννη- σιακοΰ πολέµου,
τινάζοντας τη σκόνη από τους χιτώνες τους προς το µέρος της Δύσης,
δεν εξέφεραν ούτε λέξη εναντίον του. Όσον αφορά το ναό των
Δελφών, αυτός έδωσε για το Σωκράτη την ωραιότερη µαρτυρία που
µπορεί κανείς να δώσει για έναν άνθρωπο. Η Πυθία, όταν τη
συµβουλεύτηκαν ως προς το τι φρονούσε ο Απόλλωνος για το
Σωκράτη, απάντησε: “Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος πιο ελεύθερος,
πιο δίκαιος, πιο συνετός” 121 . Οι δύο κύριες κατηγορίες που εξέφεραν
εναντίον του Σωκράτη, ότι διαφθείρει τους νέους και ότι δεν πιστεύει
στους θεούς, δεν ήταν λοιπόν παρά ένα πρόσχηµα. Ως προς τη δεύτερη
κατηγορία, ο κατηγορούµενος απάντησε θριαµβευτικά στους δικαστές
του: “Πιστεύω στο φιλικό µου δαιµόνιο, λοιπόν κατά µείζονα λόγο
οφείλω να πιστεύω στους θεούς, που είναι τα µεγάλα πνεύµατα του
σύ- µπαντος”. Γιατί, λοιπόν, τότε το αδυσώπητο αυτό µίσος εναντίον
του σοφού; Είχε καταπολεµήσει την αδικία, είχε ξεσκεπάσει την
υποκρισία, είχε δείξει το ψευδές τόσων µάταιων αξιώσεων. Κι οι
άνθρωποι συγχωρούν µεν όλα τα ελαττώµατα και όλους τους
αθεϊσµούς, αλλά δε συγχωρούν εκείνους που τα βγάζουν στο φως. Και
γι’ αυτό ακριβώς οι αληθινοί άθεοι, που συνεδρίαζαν στον Άρειο
Πάγο, έκαναν να πεθάνει ο δίκαιος και ο αθώος, κατηγορώντας τον για
το έγκληµα που εκείνοι διέπρατταν.
Στη θαυµάσια του υπεράσπιση, που µας την αναπαράστη- σε ο
Πλάτωνας, ο Σωκράτης το εξηγεί αυτό το πράγµα ο ίδιος, µε µια
τέλεια απλότητα: “Οι άκαρπες αναζητήσεις µου να βρω ανθρώπους
σώφρονες ανάµεσα στους Αθηναίους προ- κάλεσαν εναντίον µου τόσες
επικίνδυνες έχθρες και από αυτό προέρχονται όλες οι συκοφαντίες που
έχουν διαδοθεί σε βάρος µου. Γιατί όλοι εκείνοι που µε ακούνε
νοµίζουν πως εγώ ξέρω όλα τα πράγµατα, σχετικά µε τα οποία
αποκαλύπτω την άγνοια των άλλων... Ραδιούργοι, δραστήριοι και
πολυάριθµοι, µιλώντας για µένα βάσει συµφωνηµένου σχεδίου και µε
ευγλωττία πολύ ικανή για να παρασύρει, από πολύ καιρό σάς έχουν
γεµίσει τα αυτιά µε τις πιο άτιµες φήµες, κι εξακολουθούν, δίχως να
σταµατήσουν τις συστηµατικές τους συκοφαντίες. Σήµερα µε ενάγουν
ο Μέλητος, ο Άνυτος και ο Λύ-
κων. Ο Μέλητος αντιπροσωπεύει τους ποιητές, ο Άνυτος τους
πολίτικους και τους καλλιτέχνες, ο Λύκων τους ρήτορες”. Ένας
τραγικός ποιητής χωρίς ταλέντο, ένας µοχθηρός και φανατικός
βαθύπλουτος κι ένας ξετσίπωτος δηµαγωγός πέτυχαν να καταδικαστεί
σε θάνατο ο άριστος µέσα στους ανθρώπους. Και ο θάνατος αυτός τον
κατέστησε αθάνατο. Μπόρεσε να πει περήφανα στους δικαστές του:
“Πιστεύω στους θεούς περισσότερο από τον καθένα από τους
κατηγόρους µου. Είναι καιρός να χωριστούµε, εγώ για να πεθάνω κι
εσείς για να ζήσετε. Ποιος από τους δυο µας έχει την καλύτερη τύχη;
Κανείς δεν το ξέρει παρά µόνο ο θεός”. 122
Αντί να διασείσει την αληθινή θρησκεία και τα εθνικά της σύµβολα,
αντίθετα ο Σωκράτης είχε κάνει τα πάντα για να τη στερεώσει. Θα
ήταν το µεγαλύτερο στήριγµα της πατρίδας του, αν η πατρίδα του είχε
µπορέσει να τον καταλάβει. Όπως ο Ιησούς, έτσι και ο Σωκράτης
πέθανε συγχωρώντας τους δηµίους του κι έγινε για όλη την
ανθρωπότητα το υπόδειγµα του µάρτυρα σοφού. Διότι αντιπροσωπεύει
την εγκαθίδρυση της ατοµικής µύησης και της φανερής γνώσης.
Η γαλήνια εικόνα του Σωκράτη να πεθαίνει για την αλήθεια και να
περνά την τελευταία του ώρα σε συζητήσεις µε τους µαθητές του για
την αθανασία της ψυχής, εντυπώθηκε µέσα στην καρδιά του Πλάτωνα
ως το ωραιότερο θέαµα και το αγιότερο µυστήριο. Αυτό υπήρξε η
πρώτη του, η µεγάλη του µύηση. Αργότερα θα σπούδαζε τη φυσική, τη
µεταφυσική και πολλές άλλες επιστήµες, αλλά πάντοτε παρέµεινε
µαθητής του Σωκράτη. Μας κληροδότησε τη ζωντανή του εικόνα,
βάζοντας στο στόµα του δασκάλου του τους θησαυρούς της δικής του
σκέψης. Αυτό το άκρον άωτο της µετριοφροσύνης τον καθιστά ιδεώδη
µαθητή, όπως από την άλλη πλευρά η φωτιά του ενθουσιασµού τον
κάνει τον ποιητή των φιλοσόφων. Μπορεί να γνωρίζουµε ότι ίδρυσε τη
σχολή του µόνο όταν έφτασε σε ηλικία πενήντα χρόνων και ότι πέθανε
σ ε η λι κ ί α ο γ δ ό ν τ α χ ρ ό ν ω ν . Δ ε ν µ π ο ρ ο ύ µ ε µ ο λ α τ α ύ τ α ν α τ ο ν
φανταστούµε παρά µόνο νέο. Διότι η αιώνια νεότητα είναι ο κλήρος
των ψυχών που ενώνουν µαζί µε τη βαθύτητα των σκέψεων και µια
θεία αγαθότητα.
Ο Πλάτωνας είχε πάρει από το Σωκράτη τη µεγάλη ώθηση, το
ενεργητικό και αρσενικό στοιχείο της ζωής του, την πίστη του στη
δικαιοσύνη και την αλήθεια. Τη γνώση και την ουσία των ιδεών του τις
χρωστά στη µύησή του στα Μυστή-
ρια. Η µεγαλοφυΐα του έγκειται στη νέα µορφή, την ποιητική συνάµα
και διαλεκτική, που στάθηκε ικανός να της δώσει. Τη µύηση αυτή
δεν την έλαβε µόνο στην Ελευσίνα. Τη ζήτησε απ’ όλες τις προσιτές
πηγές του αρχαίου κόσµου. Μετά το θάνατο του Σωκράτη άρχισε να
ταξιδεύει. Παρακολούθησε τα µαθήµατα πολλών φιλοσόφων της
Μικράς Ασίας. Από εκεί πήγε στην Αίγυπτο, για να έρθει σε επαφή
µε τους ιερείς της Αιγύπτου, και πέρασε τη µύηση της Τσιδας. Αλλά
δεν έφτασε, όπως ο Πυθαγόρας, στον ανώτερο βαθµό, όπου γίνεται
κανείς µύστης και αποκτά την πραγµατική και την άµεση όραση της
θείας αλήθειας, µαζί µε υπερφυσικές δυνάµεις, ενόσω είναι ακόµα
στη γη. Αυτός σταµάτησε στον τρίτο βαθµό, που συνεπιφέρει την
τέλεια διανοητική διαύγεια µαζί µε τη βασιλεία του νου πάνω στην
ψυχή και το σώµα. Έπειτα πήγε στη µεσηµβρινή Ιταλία, για να
συνδιαλεχτεί µε τους Πυθαγόρειους, επειδή ήξερε πολύ καλά ότι ο
Πυθαγόρας υπήρξε ο πιο µεγάλος από τους Έλληνες σοφούς.
Αγόρασε πανάκριβα ένα χειρόγραφο του δάσκαλου. Άντλησε έτσι
την εσωτερική παράδοση του Πυθαγόρα από την ίδια την πηγή της
και δανείστηκε από το φιλόσοφο εκείνες τις µητέρες-ιδέ- ες και το
σκελετό του συστήµατος του 123 .
Ο Πλάτωνας επανήλθε στην Αθήνα κι ίδρυσε τη σχολή του, που
έµεινε ξακουστή µε το όνοµα Ακαδηµία. Για να συνεχίσει το έργο του
Σωκράτη, έπρεπε να διαδώσει την αλήθεια. Αλλά δεν µπορούσε ο
Πλάτωνας να διδάξει δηµόσια τα πράγµατα που οι Πυθαγόρειοι
κάλυπταν µε τριπλό πέπλο. Οι όρκοι, η σύνεση και αυτός ο ίδιος ο
σκοπός του ακόµα το απαγόρευαν. Βέβαια, µέσα στους Διαλόγους του
βρίσκουµε την εσωτερική διδασκαλία, αλλά κρυµµένη, µετριασµένη,
φορτωµένη µε µία διαλεκτική επιχειρηµάτων σαν µε µία παράξενη
αποσκευή, που και αυτή η ίδια είναι µεταµφιεσµένη σε θρύλο, σε
µύθο, σε παραβολή. Η εσωτερική διδασκαλία δεν παρουσιάζεται πια
εδώ µε το επιβλητικό σύνολο που της έδωσε ο Πυθαγόρας και που
προσπαθήσαµε να αποκαταστήσουµε — οικοδόµηµα θεµελιωµένο
πάνω σε ασάλευτη βάση, του οποίου όλα τα µέλη είναι γερά
συνδεδεµένα— αλλά παρουσιάζεται µε αναλυτικά αποσπάσµατα. Ο
Πλάτωνας, όπως ο Σωκράτης, τοποθετείται στο επίπεδο ακριβώς των
νέων της Αθήνας, των κοσµικών, των ρητόρων και των σοφιστών, τους
πολεµά µε τα ίδια τους τα όπλα. Αλλά η µεγαλοφυΐα του είναι πάντοτε
παρούσα. Κάθε στιγµή σπάζει σαν αετός το δί-
χτυ της διαλεκτικής, για να υψωθεί µε µια τολµηρή πτήση ψηλά
στις υπέρτατες αλήθειες, όπου είναι η πατρίδα του και ο αέρας που τον
τρέφει. Οι διάλογοι αυτοί έχουν ένα θέλγητρο ζωηρό και µοναδικό.
Απολαµβάνεις µέσα εκεί, πλάι στον ενθουσιασµό των Δελφών και της
Ελευσίνας, µια θαυµάσια διαύγεια, το αττικό άλας και τη διαβολιά του
καλοκάγαθου Σωκράτη, τη λεπτή και φτερωτή ειρωνεία του σοφού.
Τίποτα ευκολότερο από το να βρει κανείς µέσα στον Πλάτωνα τα
διάφορα µέρη της εσωτερικής διδασκαλίας και να ανακαλύψει
συγχρόνως τις πηγές από τις οποίες άντλησε. Η θεωρία των ιδεών-
τύπων των πραγµάτων, που εκτίθεται στο Φαίδρο, είναι ένα πόρισµα
της διδασκαλίας των ιερών Αριθµών του Πυθαγόρα 124 . Ο Τίµαιος µας
δίνει µια έκθεση της εσωτερικής κοσµογονίας πολύ συγκεχυµένη και
µπερδεµένη. Ως προς το δόγµα της ψυχής, των µεταναστεύσεών της
και της εξέλιξής της, αυτό διατρέχει ολόκληρο το έργο του Πλάτωνα,
αλλά πουθενά αλλού δε διαφαίνεται τόσο καθαρά όσο στο Συµπόσιο,
στο Φαίδωνα και στο θρύλο του Έρωτα που είναι βαλµένος στο τέλος
αυτού του διαλόγου. Παρατηρούµε την ψυχή κάτω από ένα πέπλο,
αλλά πόσο όµορφη και πόσο συµπαθητική λάµπει µέσα από το πέπλο,
µε τις εξαίσιες µορφές της και µε τη θεϊκή της χάρη!
Είδαµε στο προηγούµενο κεφάλαιο ότι το κλειδί του κόσµου, το
µυστικό της σύστασής του από πάνω ως κάτω βρίσκεται µέσα στην
αρχή των τριών κόσµων, που αντανακλώνται από το µικρόκοσµο και
το µακρόκοσµο στην ανθρώπινη και τη θεία τριάδα. Ο Πυθαγόρας είχε
διατυπώσει και συγκεφαλαιώσει αριστοτεχνικά αυτή τη θεωρία στο
σύµβολο της ιερής Τετράδας. Η διδασκαλία αυτή του ζώντος Λόγου,
του αιωνίου, αποτελούσε το µεγάλο απόρρητο, την πηγή της µαγείας,
τον αδαµάντινο ναό του µυηµένου, το απόρθητο φρούριό του πάνω
από τον ωκεανό των πραγµάτων. Ο Πλάτωνας δεν µπορούσε ούτε κι
ήθελε να φανερώσει αυτό το απόρρητο στη δηµόσια διδασκαλία του.
Πρώτα-πρώτα, ο όρκος των µυστηρίων τού έφραζε το στόµα. Έπειτα,
δε θα το καταλάβαιναν όλοι και το πλήθος θα βεβήλωνε ανάξια το
θεογονικό αυτό µυστήριο που περιέχει τη γένεση των κόσµων.
Χρειαζόταν άλλο πράγµα για να καταπολεµηθεί η διαφθορά των ηθών
κι η παραφορά των πολιτικών παθών. Μαζί µε τη µεγάλη µύηση θα
έκλεινε σε λίγο κι η θύρα του υπερπέραν, η θύρα εκείνη που, άλλωστε,
δεν άνοιγε φωτεινή παρά µόνο στους µεγά-
λους προφήτες, στους σπανιότατους, τους αληθινούς µυηµέ- νους.
Ο Πλάτωνας αντικατέστησε τη διδασκαλία των τριών κόσµων µε
τρεις έννοιες, οι οποίες, σε απουσία της οργανωµένης µύησης, έµειναν
για δύο χιλιάδες χρόνια σαν τρεις δρόµοι ανοιχτοί προς το υπέρτατο
τέρµα. Οι τρεις αυτές έννοιες αναφέρονται εξίσου στον ανθρώπινο και
το θείο κόσµο κι έχουν το πλεονέκτηµα να τους ενώνουν, αν και µε
τρόπο αφη- ρηµένο. Εδώ φαίνεται το εκλαϊκευτικό και δηµιουργικό
πνεύµα του Πλάτωνα. Έριξε χείµαρρους φωτός πάνω στον κόσµο,
τοποθετώντας στην ίδια γραµµή τις ιδέες του Αληθινού, του Ωραίου
και του Αγαθού. Φωτίζοντάς τις, τη µία µε την άλλη, απέδειξε ότι είναι
τρεις ακτίνες που ξεκινούν από την ίδια εστία κι οι οποίες, όταν
ενωθούν, ανασυγκροτούν αυτή την ίδια την εστία, δηλαδή το Θεό:
α) επιδιώκοντας το Αγαθό, δηλαδή το Δίκαιο, αποκαθαί- ρεται η
ψυχή, παρασκευάζεται για να γνωρίσει την Αλήθεια — πρώτος και
απαραίτητος όρος της προόδου της.
β) επιδιώκοντας κι ευρύνοντας την ιδέα του Ωραίου φτάνει στο
διανοητικό Ωραίο, το νοητό εκείνο φως, τη µητέρα των πραγµάτων
που εµψυχώνει τις µορφές, καθώς είναι υπόσταση και όργανο του
Θεού. Καθώς βυθίζεται µέσα στην ψυχή του κόσµου, η ανθρώπινη
ψυχή αισθάνεται να βγάζει φτερά.
γ) επιδιώκοντας την ιδέα του Αληθινού, φτάνει στην αγνή Ουσία,
στις αρχές που περιέχονται µέσα στο αγνό Πνεύµα. Αναγνωρίζει την
αθανασία της µέσω του ταυτισµού της αρχής της µε τη θεία αρχή.
Τελείωση· επιφάνεια της ψυχής.
Ο Πλάτωνας, ανοίγοντας αυτούς τους µεγάλους δρόµους στον
ανθρώπινο νου, προσδιόρισε και δηµιούργησε, έξω από τα στενά
συστήµατα και τις ιδιαίτερες θρησκείες, την κατηγορία του Ιδεώδους,
η οποία έµελλε να αντικαταστήσει για αιώνες —και αντικαθιστά
ακόµη µέχρι τις µέρες µας— την οργανική και πλήρη µύηση. Χάραξε
τους τρεις ιερούς δρόµους που οδηγούν προς το Θεό, όπως η ιερά οδός
των Αθηνών οδηγούσε στην Ελευσίνα από τον Κεραµεικό. Επειδή
εισχωρήσαµε στο εσωτερικό του ναού µαζί µε τον Ερµή, µε τον Ορφέα
και τον Πυθαγόρα, µπορούµε να κρίνουµε καλύτερα γύρω από τη
στερεότητα και την ευθύτητα των πλατιών αυτών δρόµων, που τους
κατασκεύασε ο θείος µηχανικός Πλάτωνας. Η γνώση της µύησης µας
δίνει τη δικαιολογία και το λόγο ύπαρξης του Ιδεαλισµού.
Ο Ιδεαλισµός είναι η τολµηρή βεβαίωση των θείων αληθειών από
την ψυχή, η οποία διερωτάται µέσα στη µοναξιά της και κρίνει γΰρω
από τις ουράνιες πραγµατικότητες µε τις ενδόµυχες ικανότητες της και
µε τις εσωτερικές φωνές της. Η Μύηση είναι η διείσδυση στις ίδιες
αυτές αλήθειες µε την πείρα της ψυχής, µε τον απευθείας οραµατισµό
του πνεύµατος, µε την εσωτερική ανάσταση. Στον ύψιστο βαθµό
τίθεται η ψυχή σε επικοινωνία µε το θείο κόσµο.
Το Ιδεώδες είναι ηθική, ποίηση, φιλοσοφία. Η Μύηση είναι δράση,
οραµατισµός, υπέρτατη παρουσία της Αλήθειας. Το Ιδεώδες είναι το
όνειρο κι η θλίψη για τη θεία πατρίδα, ενώ η Μύηση, ο ναός αυτός των
εκλεκτών, είναι η καθαρή ενθύµησή της, αυτή η ίδια η κατοχή της.
Ο µυηµένος Πλάτωνας, κατασκευάζοντας την κατηγορία του
Ιδεώδους, δηµιούργησε λοιπόν ένα καταφύγιο και άνοιξε το δρόµο της
σωτηρίας σε χιλιάδες ψυχές, που δεν µπορούν σε αυτή τη ζωή να
φτάσουν την απευθείας µύηση, ποθουν, όµως, µε πόνο την αλήθεια. Ο
Πλάτωνας κατέστησε µε αυτόν τον τρόπο τη φιλοσοφία πρόναο ενός
µελλοντικού ιερού άδυτου, προσκαλώντας εκεί µέσα όλους τους
ανθρώπους µε καλή πίστη. Ο ιδεαλισµός των πολυάριθµων τέκνων του,
εθνικών ή χριστιανικών, µας παρουσιάζεται ως αίθουσα αναµονής της
µεγάλης µύησης.
Αυτό µας εξηγεί την πολύ µεγάλη λαϊκότητα και την ακτι- νοβόλο
δύναµη των πλατωνικών ιδεών. Η δύναµη αυτή εδρεύει µέσα στο
εσωτερικό τους βάθος. Να γιατί η Ακαδηµία των Αθηνών, που
ιδρύθηκε από τον Πλάτωνα, διήρκεσε αιώνες και συνεχίστηκε στη
µεγάλη σχολή της Αλεξάνδρειας. Να γιατί οι πρώτοι πατέρες της
Εκκλησίας τίµησαν τον Πλάτωνα, να γιατί ο άγιος Αυγουστίνος πήρε
από αυτόν τα δύο τρίτα της θεολογίας του. Δύο χιλιάδες χρόνια είχαν
περάσει αφότου ο µαθητής του Σωκράτη είχε αφήσει την τελευταία
του πνοή στη σκιά της Ακρόπολης. Πάνω από τον κόσµο είχαν περάσει
ο χριστιανισµός, οι επιδροµές των βαρβάρων, ο Μεσαίωνας. Αλλά η
αρχαιότητα αναγεννιόταν από την τέφρα της. Στη Φλωρεντία, οι
Μέδικοι θέλησαν να ιδρύσουν µια ακαδηµία και κάλεσαν ένα σοφό
Έλληνα, φυγάδα από την Κωνσταντινούπολη, για να την οργανώσει. Τι
όνοµα της έδωσε ο Μαρσίλιος Φικίνος; Την ονόµασε “Πλατωνική
Ακαδηµία”. Ακόµη και σήµερα, που τόσα φιλοσοφικά συστήµατα,
σκαλωµένα το ένα πάνω στο άλλο, σωριάστηκαν συντρίµµια·
σήµερα που η επιστήµη έψαξε την ύλη µέχρι τις τελευταίες της
µεταµορφώσεις και που ξαναβρίσκεται µπροστά στο ανεξήγητο και
το αόρατο· ακόµα λοιπόν και σήµερα ο Πλάτωνας ξανάρχεται προς
εµάς. Πάντοτε απλός και µετριόφρων, αλλά ακτινοβολώντας από
αιώνια νεότητα, µας τείνει το ιερό κλαδί των Μυστηρίων, το
κλωνάρι της µυρτιάς και του κυπαρισσιού, µαζί µε το νάρκισσο: το
λουλούδι της ψυχής που υπόσχεται τη θεία αναγέννηση σε µια νέα
Ελευσίνα.
3. Τα µυστήρια της Ελευσίνας
ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ υπήρξαν στην ελληνική και τη λατινική
αρχαιότητα αντικείµενο ενός ειδικού σεβασµού. Και αυτοί ακόµη οι
συγγραφείς που γελοιοποίησαν τους µύθους δεν τόλµησαν να θίξουν
τη λατρεία “των µεγάλων θεαι- νών”. Το βασίλειό τους, λιγότερο
θορυβώδες από το βασίλειο των Ολυµπίων, αποδείχτηκε πιο
σίγουρο και αποτελεσµατικό. Σε µια παλαιότατη εποχή, κάποια
ελληνική αποικία, που ερχόταν από την Αίγυπτο, είχε µεταφέρει
µέσα στον ήρεµο κόλπο της Ελευσίνας τη λατρεία της µεγάλης
Ίσιδας, µε το όνοµα της Δήµητρας ή της παγκόσµιας µητέρας. Από
την εποχή εκείνη, η Ελευσίνα είχε παραµείνει κέντρο µύησης. Η
Δήµητρα κι η κόρη της Περσεφόνη προΐσταντο στα µικρά και τα
µεγάλα µυστήρια, και από εκεί προέκυπτε το γόητρό τους.
Και αν ο λαός τιµούσε στο πρόσωπο της Δήµητρας τη µητέρα γη και
τη θεά της γεωργίας, όµως οι µυηµένοι έβλεπαν σε αυτήν το ουράνιο
φως, µητέρα των ψυχών και τη θεία Διάνοια, µητέρα των
κοσµογονικών θεών. Η λατρεία της ασκούνταν από ιερείς που ανήκαν
στην παλαιότερη ιερατική οικογένεια της Αττικής. Λέγονταν “γιοι της
Σελήνης”, δηλαδή ότι ήταν εκ γενετής προορισµένοι να χρησιµεύουν
ως µεσίτες µεταξύ Γης και Ουρανού, καθώς προέρχονταν από τη
σφαίρα όπου βρίσκεται η γέφυρα η ριγµένη ανάµεσα σε αυτούς τους
δυο τόπους, η γέφυρα µέσω της οποίας κατεβαίνουν και ξα-
νανεβαίνουν οι ψυχές. Ευθύς εξαρχής, η υπηρεσία τους συνί- στατο
στο “να ψέλνουν, µέσα σε αυτήν εδώ την άβυσσο των δυστυχιών, τις
τέρψεις της ουράνιας διαµονής και να διδάσκουν τα µέσα µε τα οποία
ξαναβρίσκεται ο δρόµος της”. Από αυτό πήραν το όνοµα “Ευµολπίδες”
ή “ψάλτες των ευερ-
γετικών µελωδιών”, οι οποίες αναγεννούν γλυκά τους ανθρώπους. Οι
ιερείς της Ελευσίνας δίδαξαν πάντοτε τη µεγάλη εσωτερική
διδασκαλία την οποία κατείχαν από την Αίγυπτο. Αλλά, µε το
πέρασµα των αιώνων, την έντυσαν µε το θέλγητρο µιας πλαστικής
και γοητευτικής µυθολογίας. Με τέχνη λεπτή και βαθιά, µπόρεσαν
οι γητευτές αυτοί να χρησιµοποιήσουν τα γήινα πάθη για να
εκφράσουν ουράνιες ιδέες. Εκµεταλλεύτηκαν το δέλεαρ των
αισθήσεων, την ποµπή των τελετών, τα θέλγητρα της τέχνης, για να
παρακινήσουν την ψυχή για µια καλύτερη ζωή και να ωθήσουν το
πνεύµα προς την κατανόηση των θείων αληθειών. Πουθενά άλλου
τα µυστήρια δεν εµφανίζονται µε µορφή τόσο ανθρώπινη, τόσο
ζωντανή και τόσο χρωµατισµένη.
Ο µύθος της Δήµητρας και της κόρης της Περσεφόνης αποτελούν
την καρδιά της λατρείας της Ελευσίνας 125 . Σαν λαµπρή ποµπή, όλη η
ελευσινιακή µύηση στρέφεται και εξελίσσεται γύρω από το φωτεινό
αυτό κύκλο. Λοιπόν, στο βαθύτατο νόηµά του, ο µύθος αυτός είναι η
συµβολική αναπαράσταση της ιστορίας της ψυχής, της κατάβασής της
µέσα στην ύλη, των βασάνων της µέσα στα σκοτάδια της λησµοσύνης
κι έπειτα της εκ νέου ανάβασής της και της επιστροφής της στη θεία
ζωή. Με άλλα λόγια, είναι το δράµα της πτώσης και της απολύτρωσης,
µε την ελληνική του µορφή.
Μπορούµε λοιπόν να βεβαιώσουµε, από την άλλη πλευρά, ότι για το
µορφωµένο και το µυηµένο Αθηναίο της εποχής του Πλάτωνα, τα
Μυστήρια της Ελευσίνας παρείχαν το εξηγητικό συµπλήρωµα και τη
φωτεινή αντίθεση των τραγικών παραστάσεων των Αθηνών. Εκεί, στο
θέατρο του Διονύσου, µπροστά στον πολυπληθή και βουερό λαό, οι
τροµερές επωδοί της Μελποµένης υπενθύµιζαν το γήινο άνθρωπο,
τυφλωµένο από τα πάθη του, καταδιωγµένο από τη Νέµεση των
εγκληµάτων του, συντριµµένο από µία αδυσώπητη και συνήθως
ακατανόητη µοίρα. Εκεί αντηχούσαν οι αγώνες του Προµηθέα, οι
κατάρες των Ερινύων, εκεί µούγκριζε η απελπισία του Οιδίποδα κι η
µανία του Ορέστη, εκεί βασίλευαν ο σκοτεινός Τρόµος και ο γοερός
Οίκτος. Ενώ στην Ελευσίνα, µέσα στον περίβολο της Δήµητρας, όλα
καταυγάζονταν. Ο κύκλος των πραγµάτων εκτεινόταν για τους
µυηµένους, οι οποίοι γίνονταν ορατικοί. Η ιστορία της Ψυχής-
Περσεφόνης ήταν για καθεµιά ψυχή µια εκπληκτική αποκάλυψη. Η
ζωή εξηγούνταν σαν ένας εξιλασµός ή σαν µια δοκιµασία. Από το
εδώ µέρος του γήινου παρόντος του και προς το µετά από αυτό
µέρος ανακάλυπτε ο άνθρωπος τις έναστρες ζώνες ενός παρελθόντος κι
ενός θείου µέλλοντος. Ύστερα από την τροµάρα του θανάτου, οι
ελπίδες, οι ανακουφίσεις, οι παραδείσιες χαρές και µέσα στις στοές
του ορθάνοιχτου ναού, τα τραγούδια των ευτυχισµένων και το φως
ενός θαυµαστού υπερπέραν που κατέκλυζε τα πάντα.
Να τι ήταν τα Μυστήρια έναντι της Τραγωδίας: το θείο δράµα της
ψυχής, που συµπλήρωνε κι εξηγούσε το επίγειο δράµα του ανθρώπου.
Τα µικρά Μυστήρια τελούνταν το µήνα Φεβρουάριο 126 στις Άγρες,
χωριό κοντά στην Αθήνα. Οι υποψήφιοι, που είχαν υ- ποστεί µια
προκαταρκτική εξέταση κι είχαν παράσχει αποδείξεις για την
καταγωγή τους, την εκπαίδευση και την εντι- µότητά τους, γίνονταν
δεκτοί στην είσοδο του κλειστού περιβόλου, από τον ιερέα της
Ελευσίνας τον καλούµενο ιεροκήρυκα, ο οποίος παρίστανε τον Ερµή,
φορώντας όπως εκείνος πέτασο και κρατώντας το κηρύκειο. Ήταν ο
οδηγός, ο µεσίτης, ο ερµηνευτής των Μυστηρίων. Οδηγούσε τους
υποψηφίους σ’ ένα µικρό ναό µε ιωνικούς κίονες, αφιερωµένο στην
Κόρη, τη µεγάλη Παρθένο Περσεφόνη. Το χαριτωµένο ιερό της θεάς
κρυβόταν στο βάθος µιας ήσυχης κοιλάδας, στο µέσο ενός ιερού
δάσους, ανάµεσα από πυκνές σµιλακιές και άσπρες λεύκες. Τότε, οι
ιέρειες της Περσεφόνης, οι ιεροφά- ντισσες, έβγαιναν µέσα από το ναό
µε κάτασπρα πέπλα, µε γυµνά µπράτσα, στεφανωµένες µε νάρκισσο.
Τάσσονταν στη σειρά κι έψελναν µια επιβλητική µελωδία κατά το
δωρικό τρόπο. Έλεγαν, δίνοντας ρυθµό στα λόγια τους µε µεγάλες
χειρονοµίες:
“Ω εσείς υποψήφιοι των Μυστηρίων, να που βρίσκεστε στο κατώφλι
της Περσεφόνης. Όλα εκείνα που θα δείτε θα σας καταπλήξουν, θα
µάθετε πως η τωρινή ζωή σας δεν είναι παρά ένα ύφασµα από ψεύτικα
και θολά όνειρα. Ο ύπνος, που σας περιστοιχίζει µε µια ζώνη από
σκοτάδια, παρασέρνει µαζί του τα όνειρά σας και τις µέρες σας µέσα
στην πληµµύρα του, σαν λείψανα που επιπλέουν και που σε µια στιγµή
χάνονται από τα µάτια µας. Αλλά από εκεί εκτείνεται µια ζώνη από
αιώνιο φως. Ας είναι ευνοϊκή η Περσεφόνη και ας σας διδάξει αυτή η
ίδια να διαβείτε το ποτάµι του σκότους και να εισχωρήσετε ίσαµε την
ουράνια Δήµητρα”.
Έπειτα, η ιεροφάντισσα ή προφήτισσα, που ηγούνταν του
χορού, κατέβαινε τρία σκαλιά και πρόφερε την έξης κατάρα, µε φωνή
επίσηµη, µε τροµερό βλέµµα: “Αλλά δυστυχία σε όσους τυχόν
ήρθαν για να βεβηλώσουν τα Μυστήρια! Διότι η θεά θα καταδιώξει
αυτές τις φαύλες καρδιές σε όλη τους τη ζωή και µέσα στο βασίλειο
ακόµη των σκιών δε θα αφήσει τη λεία της!”
Στη συνέχεια περνούσαν πολλές µέρες σε καθαρµούς, νηστείες,
προσευχές και οδηγίες. Το βράδυ της τελευταίας µέρας, οι νεοφώτιστοι
µαζεύονταν στο µυστικότερο µέρος του ιερού αυτού δάσους, για να
παραστούν εκεί στην αρπαγή της Περσεφόνης. Η σκηνή παιζόταν στην
ύπαιθρο από τις ιέρειες του ναού. Το έθιµο αναγόταν σε πολύ µακρινή
εποχή κι η ουσία της παράστασης αυτής, η κυρίαρχη ιδέα, έµεινε
πάντοτε η ίδια, µολονότι η µορφή ποίκιλλε πολύ στο πέρασµα των
αιώνων. Στην εποχή του Πλάτωνα, χάρη στην πρόσφατη ανάπτυξη της
τραγωδίας, η παλιά ιερατική αυστηρότητα είχε υποχωρήσει υπέρ ενός
αισθήµατος πιο ανθρώπινου, πιο εκλεπτυσµένου και το δρώµενο είχε
αποκτήσει µεγαλύτερο πάθος.
Σύµφωνα µε τις οδηγίες του ιεροφάντη, οι ανώνυµοι ποιητές της
Ελευσίνας είχαν κάνει από τη σκηνή αυτή ένα µικρό δράµα, το οποίο
εκτυλισσόταν έτσι περίπου:
(Οι νεοφώτιστοι φτάνουν δυο-δυο σε ένα µέρος άδενδρο. Στο
βάθος, βλέπει κανείς βράχους κι ένα σπήλαιο, περιτριγυρισµένο από
µυρτιές και από µερικές λεύκες. Μπροστά, ένα λιβάδι όπου υπάρχουν
νύµφες πλαγιασµένες γύρω από µια βρύση. Στο βάθος της σπηλιάς
παρατηρεί κανείς την Περσε- φόνη καθισµένη πάνω σε ένα θρόνο.
Γυµνή ως τη µέση, σαν ψυχή. Το κοµψό της στήθος προβάλλει σεµνά
µέσα από ένα φόρεµα τυλιγµένο σα γαλάζιος ατµός γύρω απ’ τα
πλευρά της. Φαίνεται ευτυχισµένη, χωρίς να έχει συνείδηση της
οµορφιάς της, και κεντά ένα µακρύ πέπλο µε ποικιλόχρωµα νήµατα. Η
Δήµητρα, η µητέρα της, στέκεται όρθια κοντά της. Έχει πάνω στο
κεφάλι της το καλάθι και κρατά το σκήπτρο της στο χέρι.)
Ερµής: (ο κήρυκας των Μυστηρίων προς τους παριστάµε- νους) Η
Δήµητρα µας κάνει δύο εξαίρετα δώρα: τους καρπούς, για να µη ζούµε
όπως τα θηρία, και τη µύηση, η οποία δίνει µια γλυκύτερη ελπίδα σ’
εκείνους που µετέχουν σε αυτήν — και για το τέρµα αυτής εδώ της
ζωής και για όλη την
αιωνιότητα. Προσέξτε τα λόγια που θα ακούσετε, τα πράγµατα που
θα δείτε.
Δήµητρα: (µε σοβαρή φωνή) Αγαπηµένη κόρη των θεών, µείνε σε
αυτήν εδώ τη σπηλιά έως ότου γυρίσω και κέντα το πέπλο µου. Ο
ουρανός είναι η πατρίδα σου, το συµπαν σου ανήκει. Βλέπεις τους
θεούς, έρχονται στην πρόσκλησή σου. Αλλά µην ακούσεις καθόλου τη
φωνή του κατεργάρη του Έρωτα, που έχει νόστιµα µάτια και άπιστες
συµβουλές. Φυλάξου, να µη βγεις έξω από τη σπηλιά και να µη
δρέψεις ποτέ σου τα πλάνα λουλούδια της γης. Η συνταρακτική και
ολέθρια ευωδιά τους θα σ’ έκανε να χάσεις το φως του ουρανού και
ακόµα την ενθύµησή του. Ύφανε τον πέπλο µου και ζή- σε
ευτυχισµένη, έως ότου γυρίσω µε τις νύµφες που σε συντρόφευαν.
Τότε, πάνω στο πύρινο άρµα µου, που το σέρνουν φίδια, θα σε
ξαναοδηγήσω µέσα στις λαµπρότητες του αιθέρα, ψηλότερα από το
γαλαξία.
Περσεφόνη: Ναι, µητέρα σεβαστή και φοβερή, σου το υπόσχοµαι, στο
φως αυτό που σε περικυκλώνει και που µου είναι πολυαγαπηµένο, και
ας µε τιµωρήσουν οι θεοί, αν δεν κρατήσω το λόγο µου. (Η Δήµητρα
φεύγει.)
Ο χορός των νυµφών: Ω Περσεφόνη, ω παρθένα, ω αγνή µνηστή του
Ουρανού, που κεντάς την εικόνα των θεών πάνω στο πέπλο σου, είθε
ποτέ σου να µη γνωρίσεις τις µάταιες φαντασιώσεις και τα αµέτρητα
δεινά της γης. Η αιώνια Αλήθεια σού χαµογελά. Ο ουράνιος σύζυγός
σου, ο Διόνυσος, σε περιµένει µέσα στο Εµπύρειο. Κάποτε σου
φανερώνεται µε τη µορφή ενός µακρινού ήλιου, οι ακτίνες του σε
χαϊδεύουν, αναπνέει την πνοή σου και συ πίνεις το φως του.
Προκαταβολικά κατέχετε ο ένας τον άλλο!... Ω παρθένα, ποιος λοιπόν
είναι πιο ευτυχισµένος από σένα;
Περσεφόνη: Πάνω σε αυτό το γαλάζιο πέπλο µε τις ατέλειωτες πτυχές
κεντώ µε το φιλντισένιο µου βελόνι τις αµέτρητες µορφές των όντων
και όλων των πραγµάτων. Τέλειω- σα την ιστορία των θεών, κέντησα
το τροµακτικό Χάος, µε τα εκατό κεφάλια και µε τα χίλια χέρια. Από
εκεί µέσα πρέπει να βγουν τα θνητά όντα. Ποιος λοιπόν τα έκανε να
γεννηθούν; Μου το είπε ο Πατέρας των θεών: ο Έρωτας τα έκανε.
Αλλά δεν τον είδα ποτέ µου και αγνοώ τη µορφή του. Ποιος λοιπόν θα
µου περιγράφει το πρόσωπό του;
Νύµφες: Μην το σκέφτεσαι αυτό. Γιατί αυτό το άσκοπο ερώτηµα;
Περσεφόνη: (σηκώνεται και πετά το πέπλο) Έρωτα, εσύ που είσαι ο
πιο παλιός και µολαταύτα ο πιο νέος από τους θεούς, αστείρευτη πηγή
χαράς και δακρύων —γιατί έτσι µου µίλησαν για σένα— θεέ τροµερέ,
που µόνο εσύ είσαι άγνωστος, µόνο εσύ είσαι αόρατος στους
Αθανάτους, αλλά και ο µόνος ποθητός. Μυστηριώδη Έρωτα, τι
ταραχή, τι ίλιγγος µε πιάνει στο όνοµά σου!
Χορός: Μη ζητάς να µάθεις περισσότερα. Τα επικίνδυνα ερωτήµατα
αφάνισαν ανθρώπους, ακόµη και θεούς.
Περσεφόνη: (προσηλώνει στο κενό τα γεµάτα τρόµο µάτια της) Είναι
µήπως µια ανάµνηση; Είναι ένα φριχτό προαίσθηµα; Το Χάος... οι
άνθρωποι... η άβυσσος των γεννήσεων, η κραυγή των τοκετών, τα
µανιασµένα ξεφωνητά του µίσους και του πολέµου... ο γκρεµός του
θανάτου! Τα ακούω, τα βλέπω όλα αυτά και µε τραβάει αυτή η
άβυσσος, µε συνεπαίρνει, πρέπει να κατέβω µέσα σ’ αυτήν. Ο Έρωτας
µε βυθίζει µέσα εκεί µε τον εµπρηστικό του δαυλό. Α, πάω να πεθάνω!
Μακριά από µένα αυτό το φρικιαστικό όνειρο! (Σκεπάζει το πρόσωπό
της µε τα χέρια της και κλαίει.)
Χορός: Ω θεϊκή Παρθένα, αυτά δεν είναι ακόµη παρά ένα όνειρο,
αλλά αυτό το όνειρο θα έπαιρνε σάρκα και οστά, θα γινόταν η
αναπόφευκτη πραγµατικότητα και ο ουρανός σου θα εξαφανιζόταν σαν
ένα ψεύτικο ενύπνιο, αν υποχωρούσες στον ένοχο πόθο σου. Υπάκουσε
σ’ αυτή µου τη σωτήρια προειδοποίηση: ξαναπάρε το βελόνι σου και
κέντα το πέπλο σου. Ξέχασε τον πονηρό, τον αδιάντροπο, τον
εγκληµατία τον Έρωτα!
Περσεφόνη: (Βγάζει τα χέρια από το πρόσωπό της, που έχει αλλάξει
έκφραση. Χαµογελά µέσα από τα δάκρυά της) Τρελές που είστε!
Απερίσκεπτη που ήµουν! Το θυµάµαι τώρα, το άκουσα να το λένε στα
ολυµπιακά µυστήρια: ο Έρωτας είναι ο οµορφότερος απ’ τους θεούς.
Πάνω σ’ ένα φτερωτό άρµα είναι παρών στις εξελίξεις των αθανάτων,
στην ανάµειξη των πρώτων ουσιών. Αυτός είναι που οδηγεί τους
τολµηρούς ανθρώπους, τους ήρωες από το βάθος του Χάους πάνω στις
κορυφές του Αιθέρα. Τα ξέρει όλα. Όπως το Πυρ- Στοιχείο, έτσι και
αυτός διαπερνά όλους τους κόσµους και κρατά τα κλειδιά της γης και
του ουρανού! Θέλω να τον δω!
Χορός: Δύστυχη! Σταµάτα!
Έρωτας: (Βγαίνει µέσα από το δάσος µε τη µορφή φτερωτού εφήβου)
Με φωνάζεις Περσεφόνη; Να µε.
Περσεφόνη: (Ξανακάθεται) Σε λένε πανούργο, όµως το πρόσωπό σου
είναι η ίδια η αθωότητα. Σε λένε παντοδύναµο και όµως φαίνεσαι ένα
αδύνατο παιδάκι. Σε λένε προδότη, αλλά όσο κοιτάζω τα µάτια σου,
τόσο και ανοίγεται η καρδιά µου, τόσο πιο πολύ σου έχω εµπιστοσύνη,
εύθυµο οµορφόπαιδο! Σε λένε σοφό κι επιδέξιο. Μπορείς να µε
βοηθήσεις να κεντήσω αυτό το πέπλο;
Έρωτας: Ευχαρίστως. Να µε κοντά σου, στα πόδια σου. Τι θαυµάσιο
πέπλο! Φαίνεται ποτισµένο µέσα στο γαλανό χρώµα των µατιών σου.
Τι θαυµάσιες µορφές που κέντησε εδώ µέσα το χέρι σου! Μολαταύτα
λιγότερο όµορφες από τη θεϊκή κεντήστρα, που ποτέ δεν είδε τον
εαυτό της µέσα σε καθρέφτη. (Χαµογελά µε διαβολιά.)
Περσεφόνη: Ν α δ ω τ ο ν ε α υ τ ό µ ο υ ! Θ α ή τ α ν α υ τ ό δ υ ν α τ ό ;
(Κοκκινίζει.) Αλλά, για πες µου, αναγνωρίζεις αυτές τις µορφές;
Έρωτας: Αν τις γνωρίζω! Η ιστορία των θεών. Αλλά γιατί να
σταµατήσεις στο Χάος; Εκεί ακριβώς αρχίζει ο αγώνας. Δε θα υφάνεις
τον πόλεµο των Τιτάνων, τη γέννηση των ανθρώπων και τους έρωτές
τους;
Περσεφόνη: Η γνώση µου σταµατά εδώ κι η µνήµη µου δε µε βοηθά.
Δε θα µε βοηθήσεις να κεντήσω τη συνέχεια;
Έρωτας: (της ρίχνει µια φλογερή µατιά) Ναι, Περσεφόνη, θα σε
βοηθήσω, αλλά υπό έναν όρο. Δηλαδή, πρώτα θα ’ρθεις να δρέψουµε
µαζί στο λιβάδι ένα λουλούδι, το πιο ωραίο απ’ όλα!
Περσεφόνη: (σοβαρά) Η σεβαστή και σοφή µου µητέρα µου το
απαγόρευσε. “Μην ακούσεις τη φωνή του Έρωτα”, µου είπε, “µη
δρέψεις τα άνθη του κάµπου. Αν το κάνεις, θα είσαι η πιο
δυστυχισµένη απ’ τις Αθάνατες!”
Έρωτας: Καταλαβαίνω. Η µητέρα σου δε θέλει να µάθεις τα µυστικά
της γης και του Άδη. Αν µύριζες τα λουλούδια του κάµπου, θα σου
φανερώνονταν τα µυστικά αυτά.
Περσεφόνη: Τα ξέρεις εσύ;
Έρωτας: Όλα. Και το βλέπεις, γι’ αυτό είµαι νέος και πιο ευκίνητος.
Ω κόρη των θεών, έχει η άβυσσος τρόµους και ρίγη, που τα αγνοεί ο
ουρανός. Αλλά δεν καταλαβαίνει τον ουρανό εκείνος που δεν πέρασε
τη γη και τα τάρταρα.
Περσεφόνη: Μπορείς να µε κάνεις να τα καταλάβω;
Έρωτας: Ναι, κοίτα! (Αγγίζει τη γη µε το άκρο του τόξου του κι ένας
µεγάλος νάρκισσος φυτρώνει από εκεί.)
Περσεφόνη: Ω, το θαυµάσιο άνθος! Κάνει να σαλεύει και να φυτρώνει
µες στην καρδιά µου µια θεϊκή ενθύµηση. Καµιά φορά, κοιµισµένη σε
κάποια κορυφή του αγαπηµένου µου άστρου, που το χρυσώνει ένα
αιώνιο ηλιοβασίλεµα, έβλεπα, καθώς ξυπνούσα, να επιπλέει πάνω στην
πορφυρά του ορίζοντα ένα ασηµένιο αστέρι, µέσα στο µαργαριταρένιο
κόλπο του κιτρινοπράσινου ουρανοΰ. Μου φαινόταν τότε πως το
αστέρι εκείνο ήταν ο πυρσός του αθάνατου συζΰγου, υπόσχεση των
θεών, του θείου Διονύσου. Αλλά το αστέρι κατέβαινε, κατέβαινε... και
ο πυρσός σβηνόταν µακριά. Αυτό εδώ το θαυµαστό λουλούδι µοιάζει
µ’ εκείνο το άστρο.
Έρωτας: Εγώ που µεταµορφώνω και που ξαναδένω κάθε πράγµα, εγώ
που το µικρό το κάνω εικόνα του µεγάλου, που κάνω τα βάθη
καθρέφτη τ’ ουρανού, εγώ που αναµειγνύω τον ουρανό και τον Άδη
πάνω στη γη και που επεξεργάζοµαι όλα τα σχήµατα στο βαθύ τον
ωκεανό, εγώ έκανα να ξαναγεννη- θεί το αστέρι σου µέσα απ’ την
άβυσσο µε τη µορφή ενός άνθους, για να µπορέσεις να το αγγίξεις, να
το δρέψεις, να το µυρίσεις.
Χορός: Πρόσεξε µήπως αυτά τα λόγια είναι καµιά παγίδα.
Περσεφόνη: Πώς το λες αυτό το λουλούδι;
Έρωτας: Οι άνθρωποι το ονοµάζουν Νάρκισσο, εγώ το λέω Πόθο.
Δες πώς σε κοιτάζει, πώς γυρίζει προς εσένα. Τα λευκά του πέταλα
ριγούν σαν να ήταν ζωντανά και από τη χρυσή του καρδιά βγαίνει ένα
άρωµα που γεµίζει µε φιληδο- νία όλη την ατµόσφαιρα. Μόλις θα
πλησιάσεις στο πρόσωπό σου το µαγικό αυτό λουλούδι, αµέσως θα
δεις, µέσα σ’ έναν απέραντο και θαυµαστό πίνακα, τα τέρατα της
αβύσσου, τη βαθιά γη και την καρδιά των ανθρώπων. Τίποτα δε θα σου
είναι κρυφό.
Περσεφόνη: Ω θαυµάσιο λουλούδι, µε το µεθυστικό σου άρωµα, η
καρδιά µου λαχταράει, τα δάχτυλά µου καίνε, καθώς σε πιάνουν. Θέλω
να σε µυρίσω, να σε σφίξω πάνω στα χείλη µου, να σ’ ακουµπήσω
πάνω στην καρδιά µου —και αν ακόµα πέθαινα γι’ αυτό!
(Η γη ανοίγεται πλάι της. Μέσα από τη χαίνουσα και µαύρη σχισµή
βλέπει κανείς να προβάλλει αργά, ως τη µέση, ο Πλούτωνας, πάνω σ’
ένα άρµα που το σέρνουν δύο µαύρα άλογα. Αρπάζει την Περσεφόνη,
τη στιγµή που εκείνη κόβει το λουλούδι, και την τραβά µε ορµή προς
το µέρος του. Εκεί-
νη παλεύει µάταια µέσα στα χέρια του και αφήνει µια κραυγή. Αµέσως
το άρµα βυθίζεται και εξαφανίζεται. Το κατρα- κύληµά του σβήνει
µακριά, σαν µια υποχθόνια βροντή. Οι νύµφες σκορπίζονται
στενάζοντας µέσα στο δάσος. Ο Έρωτας φεύγει γελώντας δυνατά.)
Η φωνή της Περσεφόνης: (κάτω απ’ τη γη) Μητέρα µου! Βοήθεια!
Μητέρα µου!
Ερµής: Ω υποψήφιοι των µυστηρίων, που η ζωή σας είναι ακόµη
σκοτεινή από τους καπνούς της κακής ζωής, αυτό που είδατε είναι η
ιστορία σας. Κρατήστε καλά και µελετήστε αυτά τα λόγια του
Εµπεδοκλή: “Η γέννηση είναι µια τροµερή καταστροφή που κάνει να
περνούν οι ζωντανοί µέσα στους πεθαµένους. Άλλοτε ζήσατε την
αληθινή ζωή, κι έπειτα προ- σελκυµένοι από κάποιο θέλγητρο, πέσατε
µέσα στη γήινη άβυσσο, υποδουλωµένοι απ’ το σώµα. Το παρόν σας
δεν είναι παρά ένα µοιραίο όνειρο. Το παρελθόν, το µέλλον, αυτά µόνο
υπάρχουν πραγµατικά. Μάθετε να θυµάστε, µάθετε να προβλέπετε”.
Κατά τη διάρκεια της σκηνής αυτής, είχε πέσει η νύχτα. Οι πένθιµες
λαµπάδες άναβαν ανάµεσα στα µαύρα κυπαρίσσια, γύρω απ’ το ναό, κι
ο ι θ ε α τ έ ς α π ο µ α κ ρ ύ ν ο ν τ α ν σ ι ω π η λ ο ί , α κο λ ο υ θ ο ύ µ ε ν ο ι α π ό τ α
θρηνητικά τραγούδια των ιερο- φαντισσών που φώναζαν: “Περσεφόνη!
Περσεφόνη!”. Τα µικρά µυστήρια είχαν τελειώσει. Οι νεοφώτιστοι
είχαν γίνει µύστες. Θα επέστρεφαν στις συνηθισµένες τους ασχολίες,
όµως το µεγάλο πέπλο των µυστηρίων είχε απλωθεί πάνω στα µάτια
τους. Μεταξύ αυτών και του εξωτερικού κόσµου είχε παρεµβληθεί ένα
σύννεφο. Ταυτόχρονα, κάποιο εσωτερικό µάτι είχε ανοίξει µέσα στο
πνεύµα τους, µε το οποίο αντιλαµβάνονταν αµυδρά έναν άλλο κόσµο,
γεµάτο από ελκυστικές µορφές που κινούνταν µέσα σε αβύσσους
εναλλάξ λαµπρές και σκοτεινές.
Τα µεγάλα Μυστήρια, που αποτελούσαν συνέχεια των µικρών
Μυστηρίων και που ονοµάζονταν και ιερά Όργια, τελούνταν µόνο κάθε
πέντε χρόνια, το µήνα Σεπτέµβριο 127 στην Ελευσίνα. Οι γιορτές αυτές,
εξολοκλήρου συµβολικές, διαρ- κούσαν εννέα µέρες. Την όγδοη µέρα
µοίραζαν στους µύστες τα σύµβολα της µύησης: το θύρσο κι ένα µικρό
κιβώτιο που ονοµαζόταν κίστη κι ήταν περιζωσµένο µε κλαδιά κισσού.
Η κίστη αυτή περιείχε µυστηριώδη αντικείµενα, η κατανόηση των
οποίων θα έδινε το µυστικό της ζωής. Όµως, ήταν επιµελώς
σφραγισµένη. Δεν επιτρεπόταν να την ανοίξει κανείς, παρά µόνο
στο τέλος της µύησης και µπροστά στον ιεροφάντη.
Έπειτα παραδίδονταν .σε µια φρενήρη χαρά, έσειαν τις λαµπάδες,
τις έδινε ο ένας στον άλλο, έβγαζαν εύθυµες κραυγές. Εκείνη τη µέρα,
µια ακολουθία έφερνε από την Αθήνα στην Ελευσίνα το άγαλµα του
Διονύσου, στεφανωµένο µε µυρτιές. Τον έλεγαν Ίακχο. Ο ερχοµός του
στην Ελευσίνα προανήγγελλε τη µεγάλη αναγέννηση. Διότι παρίστανε
το θείο πνεύµα, το οποίο διαπερνά κάθε πράγµα, τον αναγέννησή των
ψυχών, το µεσίτη µεταξύ γης και ουρανού.
Αυτή τη φορά, έµπαιναν µέσα στο ναό από τη µυστική θύ- ρα, για
να περάσουν εκεί την άγια νύχτα ή τη νύχτα της µύησης. Έµπαιναν
στην αρχή κάτω από µια πλατιά στοά που βρισκόταν µέσα στον
εξωτερικό περίβολο. Εκεί ο κήρυκας, µε τροµερές απειλές και µε την
κραυγή: “Εκάς οι βέβηλοι!” αποµάκρυνε τους παρείσακτους που
κατόρθωναν καµιά φορά να γλιστρήσουν µέσα στον περίβολο µαζί µε
τους µύστες. Έβαζε τους µύστες και ορκίζονταν, επί ποινή θανάτου, να
µη φανερώσουν τίποτα απ’ όσα θα έβλεπαν. Πρόσθετε: “Να σας στο
υποχθόνιο κατώφλι της Περσεφόνης. Για να καταλάβετε τη µέλλουσα
ζωή και την τωρινή σας κατάσταση, πρέπει να έχετε περάσει το
βασίλειο του θανάτου —αυτή είναι η δοκιµασία των µυηµένων. Πρέπει
να ξέρεις να αψηφάς τα σκοτάδια για να χαίρεσαι το φως”. Έπειτα
ντύνονταν µε το δέρµα του νεβρού —αυτό συµβόλιζε το σχίσιµο και το
διαµελισµό της ψυχής που βυθίζεται µέσα στη σωµατική ζωή. Κατόπιν
έσβηναν τις λαµπάδες και τις λυχνίες κι έµπαιναν µέσα στον υπόγειο
λαβύρινθο.
Στην αρχή, οι µύστες έψαχναν µέσα στα σκοτάδια. Σε λίγο, άκουγες
θορύβους, µουγκρίσµατα και φοβερές φωνές. Αστραπές συνοδευόµενες
από βροντές αυλάκωναν τα σκοτάδια. Στο φώτισµά τους, αντίκριζες
τροµακτικά οράµατα: άλλοτε ένα τέρας, χίµαιρα ή δράκοντα, άλλοτε
έναν άνθρωπο ξεσχισµένο κάτω από τα πόδια µιας σφίγγας και άλλοτε
ένα ανθρώπινο φάντασµα. Οι εµφανίσεις αυτές ήταν τόσο αιφνίδιες,
ώστε δεν πρόφταινε κανείς να διακρίνει το τέχνασµα που τις
παρήγαγε, ενώ η τέλεια σκοτεινιά που τις διαδεχόταν διπλάσιαζε τη
φρίκη που προκαλούσαν. Ο Πλούταρχος παραλληλίζει τον τρόµο που
προξενούσαν αυτά τα οράµατα µε την κατάσταση ενός ανθρώπου που
κείται ετοιµοθάνατος.
Η πιο αλλόκοτη σκηνή, που πλησίαζε την αληθινή µαγεία,
συνέβαινε µέσα σε µια κρυπτή, όπου ένας Φρΰγιος ιερέας, ντυµένος µε
ασιατικό χιτώνα µε πολλές πτυχές, µε κάθετες γραµµές, κόκκινες και
µαύρες, στεκόταν όρθιος µπροστά σ’ ένα χάλκινο µαγκάλι, που φώτιζε
αµυδρά την αίθουσα µε τη διάλείπουσα λάµψη του. Με µια χειρονοµία
που δεν επιδεχόταν αντίρρηση, ανάγκαζε τους νεοφερµένους να
καθίσουν στην είσοδο κι έριχνε µέσα στο µαγκάλι µεγάλες χούφτες
από ναρκωτικά αρώµατα. Αµέσως η αίθουσα γέµιζε από πυκνούς
στροβίλους καπνού και σε λίγο διέκρινες εκεί µέσα ανάκατες
µεταβαλλόµενες µορφές, ζωικές και ανθρώπινες. Κάποτε ήταν µακριά
φίδια που απέληγαν σε σειρήνες και µπερδεύονταν µεταξύ τους σ’
έ ν α ν α τ έ λ ε ι ω τ ο ε λ ι γ µ ό . Κά π ο τ ε , π ρ ο τ ο µ έ ς ν υ µ φ ώ ν , φ ι λ ή δ ο ν α
λογισµένες, µε τεντωµένα χέρια, µεταβάλλονταν σε νυχτερίδες, και
θελκτικά κεφάλια εφήβων µεταβάλλονταν σε πρόσωπα σκύλων. Και
όλα αυτά τα τέρατα, τα εναλλάξ ωραία κι ειδεχθή, ρευστά, αέρινα,
απατηλά, ανύπαρκτα, που µόλις εµφανίζονταν αµέσως χάνονταν,
στριφογύριζαν, ιρίδιζαν, έφερναν τον ίλιγγο, περιτύλιγαν τους
γοητευµένους µύστες, σαν να ήθελαν να τους φράξουν το δρόµο.
Καµιά φορά, ο ιερέας της Κυβέλης άπλωνε το κοντό ραβδί του στη
µέση των ατµών και το ρευστό της θέλησής του φαινόταν πως
ε π έ β α λ λ ε σ τ ο ν π ο ι κ ι λ ό µ ο ρ φ ο ε κ ε ί ν ο χο ρ ό µ ι α α ν η σ υ χα σ τ ι κ ή
ζωηρότητα. “Περάστε!”, έλεγε ο Φρύγιος. Οι µύστες σηκώνονταν κι
έµπαιναν στον κύκλο. Τότε, οι περισσότεροι απ’ αυτούς αισθάνονταν
σαν να τους έψαυε κάποιος παράξενα. Άλλοι σαν να τους άγγιζαν µε
ορµή αόρατα χέρια και άλλοι σαν να τους έσπρωχναν βίαια καταγής.
Μερικοί οπισθοχωρούσαν από τον τρόµο και γύριζαν στο µέρος απ’
όπου είχαν έρθει. Μόνο οι πιο θαρραλέοι κατόρθωναν και περνούσαν,
µολονότι µπλέκονταν επανειληµµένα σ’ εκείνες τις εµφανίσεις, γιατί
µια σταθερή απόφαση έθετε τέρµα στη µαγγανεία 128 .
Τότε, έφταναν σε µια µεγάλη κυκλική αίθουσα, που φωτιζόταν µε
πένθιµο φως από αραιούς λαµπαδηφόρους. Στο κέντρο, µία και µόνο
στήλη υπάρχει, ένα µπρούτζινο δέντρο, που το µεταλλικό του φύλλωµα
απλώνεται πάνω σε ολόκληρη την οροφή 129 . Μέσα σε αυτό το
φύλλωµα κολλούν χίµαιρες, γοργόνες, άρπυιες, κουκουβάγιες, σφίγγες
και βρικόλακες, οµιλούσες εικόνες όλων των γήινων δεινών, όλων των
δαιµονί-
ων που πέφτουν µε λύσσα πάνω στον άνθρωπο. Τα τέρατα αυτά, καθώς
αναπαράγονται σε λαµπερά µέταλλα, περιτυλί- γονται µέσα στο
φύλλωµα και µοιάζουν από ψηλά να ενεδρεύουν για τη λεία τους.
Κάτω από το δέντρο, σ’ ένα µεγαλοπρεπή θρόνο, κάθεται ο
Πλούτωνας-Αιδωνέας, µε τον πορφυρό µανδύα. Στα πόδια του το
δέρµα νεβρού, στο χέρι του κρατά την τρίαινα, το µέτωπό του είναι
συλλογισµένο.
Πλάι στο βασιλιά του Άδη, που ποτέ του δε γελά, κάθεται η σύζυγός
του, η µεγάλη, η κοµψή Περσεφόνη. Οι µύστες την αναγνωρίζουν από
τα χαρακτηριστικά της ιεροφάντισσας που είχε ήδη παραστήσει τη θεά
στα µικρά Μυστήρια. Είναι πάντοτε όµορφη, ωραιότερη ίσως στη
µελαγχολία της. Όµως, πόσο είναι αλλαγµένη κάτω από το πένθιµο
ρούχο της µε τα ασηµένια δάκρυα και κάτω από το χρυσό της διάδηµα.
Δεν είναι πια η Παρθένα της σπηλιάς· τώρα γνωρίζει τη ζωή του Κάτω
Κόσµου κι υποφέρει. Βασιλεύει πάνω σε κατώτερες δυνάµεις· είναι
βασίλισσα µεταξύ των νεκρών, αλλά είναι ξένη µέσα στο ίδιο της το
βασίλειο. Ένα ωχρό χαµόγελο φωτίζει το πρόσωπό της που είναι
κατηφές από τη σκιά του Άδη. Α, µέσα σ’ αυτό το χαµόγελο υπάρχει η
γνώση του Καλού και του Κακού, το ανέκφραστο θέλγητρο της οδύνης
που βίωσε κανείς, της βουβής οδύνης. Ο πόνος διδάσκει τον οίκτο.
Υποδέχεται µ’ ένα βλέµµα συµπάθειας τους µύστες, που γονατίζουν
και τοποθετούν στα πόδια της στεφάνια από νάρκισσους. Τότε,
αστράφτει µέσα στα µάτια της µια φλόγα που σβήνει, χαµένη ελπίδα,
µακρινή ενθύµηση του ουρανού.
Ξαφνικά, στην άκρη ενός ανηφορικού διαδρόµου, λάµπουν πυρσοί
και µια φωνή κραυγάζει: “Ελάτε, µύστες! Ο Ίακχος ξαναήρθε! Η
Δήµητρα περιµένει την κόρη της! Ευοί!”. Οι ηχηροί αντίλαλοι του
υπογείου επαναλαµβάνουν αυτήν την κραυγή.
Η Περσεφόνη ορθώνεται πάνω στο θρόνο της, σαν να τινάχτηκε
ξυπνώντας από ένα µακρό ύπνο και σαν να τη διαπέρασε µια
αστραποβόλα σκέψη: “Το φως! Η µητέρα µου! ο Τακχος!”. Θέλει να
ορµήσει, αλλά ο Αιδωνέας τη συγκρατεί µε το χέρι του, από την άκρη
του φορέµατος της, και ξαναπέφτει πάνω στο θρόνο της, σαν
πεθαµένη.
Τότε, οι λαµπαδηφόροι εξαφανίζονται απότοµα και µια φωνή
κραυγάζει: “Να πεθάνεις σηµαίνει να ξαναγεννηθείς!”
Αλλά οι µύστες συνωθούνται, από τη στοά των ηρώων και των
ηµίθεων, προς την έξοδο του υπογείου, όπου τους περί-
µένουν ο Ερµής και ο δαδούχος. Τους αφαιρούν το δέρµα της
νεβρού, τους ραντίζουν µε καθαρτήριο νερό, τους ντύνουν µε λινά
ολοκαίνουρια και τους οδηγουν µέσα στον ολο- φώτιστο ναό, όπου
τους υποδέχεται ο ιεροφάντης, ο αρχιερέας της Ελευσίνας,
µεγαλοπρεπής πρεσβύτης, ντυµένος µε πορφυρά.
Και τώρα, ας αφήσουµε να µιλήσει ο Πορφυριος. Να πώς διηγείται
την υπέρτατη µύηση της Ελευσίνας:
“Στεφανωµένοι µε µυρτιές, εισερχόµαστε µαζί µε τους άλλους
µυηµένους στον πρόδοµο του ναού —τυφλοί ακόµη — αλλά ο
ιεροφάντης που βρίσκεται στο εσωτερικό θα µας ανοίξει σε λίγο τα
µάτια. Όµως, πρώτα-πρώτα —γιατί τίποτα δεν πρέπει να κάνουµε µε
βία— λοιπόν πρώτα, ας νιφτούµε µέσα στο αγιασµένο νερό. Διότι µας
παρακαλουν να µπούµε στον ιερό περίβολο µε καθαρά χέρια και µε
αγνή καρδιά. Αφού οδηγηθήκαµε ενώπιον του ιεροφάντη, µας διαβάζει
από ένα λίθινο βιβλίο πράγµατα που δεν πρέπει να ανακοινώσουµε, επί
ποινή θανάτου. Ας πούµε µονάχα ότι αυτά τα πράγµατα
εναρµονίζονται µε τον τόπο και την περίσταση. Θα γελούσατε ίσως µε
αυτά, αν τα ακούγατε έξω απ’ το ναό, όµως, εδώ δε σας πιάνει καµιά
τέτοια επιθυµία, όταν ακούτε τα λόγια του πρεσβύτη (γιατί αυτός είναι
πάντοτε γέροντας) και κοιτάζετε τα σύµβολα 130 που αποκαλύφθηκαν.
Και απέχετε πολύ από το να γελάσετε, όταν η Δήµητρα βεβαιώνει, µε
την ιδιαίτερή της γλώσσα και µε τα σηµεία της, µε ζωηρούς σπιν-
θηρισµούς φωτός, µε σύννεφα σωρευµένα πάνω σε σύννεφα, όταν,
λέω, βεβαιώνει όλα όσα είδαµε και ακούσαµε από το σεβάσµιο ιερέα
της· τότε, επιτέλους, το φως ενός γαλήνιου θαύµατος γεµίζει το ναό.
Βλέπουµε τα αγνά Ηλύσια Πεδία, ακούµε τους χορούς των µακαρίων.
Τότε, ο ιεροφάντης, όχι µόνο µε ένα εξωτερικό φαινόµενο και µε µια
φιλοσοφική εξήγηση, αλλά όντως και πραγµατικά, δηµιουργεί και
αποκαλύπτει όλα τα πράγµατα. Ο Ήλιος δεν είναι παρά ο δαδούχος
του, η Σελήνη είναι ο λειτουργός του κοντά στο βωµό και ο Ερµής
είναι ο µυστικός του κήρυκας. Αλλά εκφωνήθηκε η τελευταία λέξη:
Κογξ Οµ Παξ 131 . Η λειτουργία τελείωσε κι είµαστε πια Επόπτες για
πάντα”.
Τι έλεγε λοιπόν ο µεγάλος ιεροφάντης; Ποια ήταν αυτά τα ιερά
λόγια, αυτή η ύψιστη αποκάλυψη;
Οι µυηµένοι µάθαιναν ότι η θεία Περσεφόνη, που την είχαν δει
µέσα στον τρόµο και τα µαρτύρια του Άδη, ήταν η ει-
κάνα της ανθρώπινης ψυχής, της αλυσοδεµένης στην ύλη σε αυτήν
εδώ τη ζωή ή της παραδοµένης, κατά την άλλη ζωή, σε χίµαιρες και σε
βάσανα ακόµη µεγαλύτερα, αν έζησε δούλη των παθών της. Η γήινη
ζωή της είναι µια εξιλέωση ή µια δοκιµασία προγενέστερων υπάρξεων.
Αλλά η ψυχή µπορεί να εξαγνιστεί µε την πειθαρχία, µπορεί να
θυµηθεί και να προαισθανθεί µε τη συνδυασµένη προσπάθεια της
µύησης, του λογικού και της θέλησης, και να µετάσχει από τα πριν
στις απέραντες αλήθειες, τις οποίες θέλει να κατακτήσει
ολοκληρωτικά µέσα στο άπειρο υπερπέραν. Τότε µόνο η Περσεφό- νη
θα ξαναγίνει η αγνή, η φωτεινή, η άφθαστη Παρθένα, που µοιράζει τον
έρωτα και τη χαρά. Όσον αφορά τη µητέρα της, τη Δήµητρα, αυτή στα
Μυστήρια ήταν το σύµβολο της θείας Διάνοιας και της διανοητικής
αρχής του ανθρώπου, µε την οποία πρέπει να ξανασµίξει η ψυχή για να
φτάσει την τελειότητά της.
Αν πρέπει να πιστέψουµε τον Πλάτωνα, τον Ιάµβλιχο, τον Πρόκλο
και όλους τους αλεξανδρινούς φιλοσόφους, οι εκλεκτοί από τους
µυηµένους έβλεπαν στο εσωτερικό του ναού οράµατα εκστατικού και
θαυµαστού χαρακτήρα. Παρέθεσα τη µαρτυρία του Πορφύριου. Να και
αυτή του Πρόκλου: “Σε όλες τις µυήσεις και τα Μυστήρια, οι θεοί (η
λέξη αυτή σηµαίνει εδώ όλες τις τάξεις των πνευµάτων) δείχνουν
πολλές δικές τους µορφές κι εµφανίζονται µε µια µεγάλη ποικιλία
σχηµάτων. Κάποτε είναι ένα άµορφο φως, κάποτε το φως αυτό
ντύνεται το ανθρώπινο σχήµα, και κάποτε ένα άλλο διαφορετικό
σχήµα”. 132 Να και το χωρίο του Απουληίου: “Πλησίαζα τα όρια του
θανάτου* και όταν σίµωσα το κατώφλι της Περσε- φόνης, ξαναγύρισα
από εκεί, αφού µεταφέρθηκα µέσα σ’ όλα τα στοιχεία (στοιχειακά
πνεύµατα της γης, του νερού, του αέρα και της φωτιάς). Τα βαθιά
µεσάνυχτα, είδα τον ήλιο να αστράφτει µ’ ένα λαµπρό φως, την ίδια
στιγµή που έβλεπα και τους καταχθόνιους θεούς και τους ανώτερους
θεούς. Και πλησιάζοντας, απένειµα σ’ αυτές τις θεότητες το φόρο µιας
ευλαβούς λατρείας”.
Όσο αόριστες και αν είναι αυτές οι µαρτυρίες, όµως φαίνεται ότι
αναφέρονται σε απόκρυφα φαινόµενα. Κατά τη διδασκαλία των
Μυστηρίων, οι εκστατικές οπτασίες του ναού παράγονταν µέσα στο
καθαρότερο από τα στοιχεία, δηλαδή το πνευµατικό φως, που
εξοµοιώνεται µε την ουράνια Τσιδα. Οι χρησµοί του Ζωροάστρη το
ονοµάζουν “η Φύση που µιλά
από µόνη της”, δηλαδή ένα στοιχείο µέσω του οποίου ο µάγος δίνει
µία ορατή και στιγµιαία έκφραση στη σκέψη και που χρησιµεύει
εξίσου ως σώµα και ως ένδυµα των ψυχών, οι οποίες είναι οι
ωραιότερες σκέψεις του Θεού. Γι’ αυτό ο ιεροφάντης, αν είχε τη
δύναµη να παράγει αυτό το φαινόµενο, να φέρνει τους µυηµένους
σε επαφή µε τις ψυχές των ηρώων και των θεών (αγγέλων και
αρχαγγέλων), εξοµοιώνεται εκείνη τη στιγµή µε το Δηµιουργό. Ο
Δαδούχος εξοµοιώνεται µε τον Ήλιο, δηλαδή µε το υπερφυσικό φως
και ο Ερµής µε το θείο λόγο, τον οποίο ερµηνεύει. Οτιδήποτε και αν
συµβαίνει µε αυτά τα οράµατα, το βέβαιο είναι ότι οµόφωνη η
αρχαιότητα αποδέχεται τη γαλήνια έξαρση την οποία παρήγαγαν οι
τελευταίες αποκαλύψεις της Ελευσίνας. Τότε, µία άγνωστη ευτυχία,
µια υπεράνθρωπη ειρήνη κατέβαινε µέσα στην ψυχή των µυηµένων.
Η ζωή φαινόταν νικηµένη, η ψυχή ελευθερωµένη, ο φοβερός κύκλος
των υπάρξεων συµπληρωµένος. Όλοι συναντιόντουσαν σε µια
διαυγέστατη χαρά και µε µια άρρητη βεβαιότητα µέσα στον αγνό
αιθέρα της παγκόσµιας ψυχής.
Ξαναζήσαµε προ ολίγου το δράµα της Ελευσίνας µε το εσωτερικό
και το κρυφό του νόηµα. Υπέδειξα το µίτο που διασχίζει αυτό το
λαβύρινθο, έδειξα τη µεγάλη ενότητα που κυριαρχεί µέσα στον πλούτο
και τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του. Με µία σοφή κι υπέρτατη
αρµονία, ένας στενός δεσµός ένωνε τις διάφορες τελετές µε το θείο
δράµα, το οποίο αποτελούσε το ιδανικό κέντρο, τη φωτεινή εστία των
θρησκευτικών αυτών γιορτών. Έτσι, οι µυηµένοι ταυτίζονταν σιγά-
σ ι γ ά µ ε τ η δ ρ ά σ η . Α π ό α π λ ο ί θ ε α τ έ ς γ ί ν ο ν τ α ν η θ ο π ο ι ο ί κα ι
αναγνώριζαν στο τέλος ότι το δράµα της Περσεφόνης συνέβαινε µέσα
στον εαυτό τους. Και τι έκπληξη, τι χαρά σε αυτήν την ανακάλυψη! Αν
υπέφεραν, αν πάλευαν µαζί µε αυτήν στην παρούσα ζωή, όµως είχαν,
όπως εκείνη, την ελπίδα να ξανα- βρούν τη θεία ευδαιµονία, το φως
της µεγάλης Διάνοιας. Οι λόγοι του ιεροφάντη, οι σκηνές κι οι
αποκαλύψεις του ναού τούς έδιναν µια πρόγευση του γεγονότος αυτού.
Είναι αυτονόητο ότι ο καθένας κατανοούσε αυτά τα πράγµατα
σύµφωνα µε το βαθµό ανάπτυξής του και µε τη διανοητική του
ικανότητα. Διότι, όπως λέει και ο Πλάτωνας, και αυτό αληθεύει για
όλες τις εποχές, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κρατούν το θύρσο και
τη ράβδο, λίγοι όµως από αυτούς είναι εµπνευσµένοι.
Μ ε τ ά τ η ν ε π ο χ ή τ ο υ Α λ ε ξά ν δ ρ ο υ , τ α Ε λ ε υ σ ί ν ι α Μ υ σ τ ή ρ ι α
επηρεάστηκαν οπωσδήποτε από την ειδωλολατρική παρακµή, η
υπέρτατη όµως ουσία τους διατηρήθηκε και τα έσωσε από την
κατάπτωση η οποία προσέβαλε τους άλλους ναούς. Με το βάθος της
ιερής τους διδασκαλίας, µε τη λαµπρότητα της σκηνοθεσίας τους, τα
Μυστήρια αντιστάθηκαν επί τρεις αιώνες έναντι του χριστιανισµού
που εξαπλωνόταν. Συγκέντρωναν τότε τους εκλεκτούς εκείνους, που,
χωρίς να αρνού- νται ότι ο Ιησούς υπήρξε µια εκδήλωση ηρωικής και
θείας τάξης, όµως δεν ήθελαν να λησµονήσουν την παλιά γνώση και
την ιερή διδασκαλία, όπως το έκανε ήδη η Εκκλησία εκείνης της
εποχής. Χρειάστηκε ένα διάταγµα του Θεοδοσίου που πρόσταζε την
κατεδάφιση του ναού της Ελευσίνας, για να τεθεί τέρµα στη
µεγαλειώδη εκείνη λατρεία, µέσα στην οποία η µαγεία της ελληνικής
τέχνης ενσωµάτωνε τα ύψιστα δόγµατα του Ορφέα, του Πυθαγόρα και
του Πλάτωνα.
Σήµερα το άσυλο της Δήµητρας εξαφανίστηκε χωρίς κανένα ίχνος
µέσα στο σιωπηλό κόλπο της Ελευσίνας. Κι η πεταλούδα, το έντοµο
της Ψυχής, που διαβαίνει τις ανοιξιάτικες µέρες το γαλάζιο κόλπο,
µόνο αυτή µας θυµίζει ότι εκεί πέρα, άλλοτε, η µεγάλη εξόριστη, η
ανθρώπινη Ψυχή, επικαλέστηκε τους θεούς και αναγνώρισε την αιώνιό
της πατρίδα.

ΒΙΒΛΙΟ ΟΓΔΟΟ

ΙΗΣΟΥΣ
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Δεν ήλθα να καταλύσω τον Νόµον ή τους Προφήτας, αλλά να τους συµπληρώσω.
Ματθ. ε', 17
Το φως ήτο µέσα εις τον κόσµον, και ο κόσµος µέσω αυτού έγινε· Αλλ’ όµως ο
κόσµος δεν το ανεγνώρισε.
Ιωάν, α', 10
Η παρουσία του Υιού του Ανθρώπου θα είναι όπως η αστραπή, η οποία προβάλλει
από την Ανατολήν και φαίνεται έως εις την Δύσιν.
Ματθ. κδ', 27

1. Η κατάσταση του κόσµου κατά τη γέννηση του Ιησού


είχε έρθει επίσηµα πια· ο ουρανός του πλανήτη ήταν
Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
σκοτεινός και γεµάτος από απαίσια προµηνύ- µατα. Παρά την
προσπάθεια των µυηµένων, ο πολυθεϊσµός δεν είχε καταλήξει στην
Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη, παρά µόνο σε µια καταστροφή
του πολιτισµού. Πλην όµως, αυτό δεν αγγίζει καθόλου την ύψιστη
κοσµογονία του Ορφέ- α, την τόσο λαµπρά τραγουδισµένη, αλλά
και περιορισµένη ήδη από τον Όµηρο. Δεν µπορούµε να
κατηγορήσουµε γι’ αυτό παρά µόνο τη δυσκολία την οποία έχει η
ανθρώπινη φύση να κρατιέται σε ένα ορισµένο διανοητικό ύψος. Για
τα µεγάλα πνεύµατα της αρχαιότητας, οι Θεοί υπήρξαν πάντοτε µια
ποιητική µόνο έκφραση των ιεραρχηµένων δυνάµεων της φύσης, µια
οµιλούσα εικόνα του εσωτερικού της οργανισµού- και
παραδέχονταν επίσης ότι οι Θεοί αυτοί µόνο ως σύµβολα των
κοσµικών και ψυχικών δυνάµεων ζουν ακατάλυτοι µέσα στη
συνείδηση της ανθρωπότητας. Στη σκέψη των µυηµένων, στην
ποικιλία αυτή των θεών ή των δυνάµεων δέσποζε το υπέρτατο Θεόν
ον ή το αγνό Πνεύµα. Ο κύριος σκοπός των ιερών της Μέµφιδος,
των Δελφών, της Ελευσίνας υπήρξε ακριβώς να διδάξουν την
ενότητα αυτή του Θεού µαζί µε τις θεο- σοφικές ιδέες και την ηθική
πειθαρχία, που συνάπτονται προς αυτήν.
Αλλ’ όµως, οι µαθητές του Ορφέα, του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα
απέτυχαν µπροστά στον εγωισµό των πολιτικών, µπροστά στη
φαυλότητα των σοφιστών και τα πάθη του όχλου. Η κοινωνική και
πολιτική αποσύνθεση της Ελλάδας υπήρξε συνέπεια της θρησκευτικής,
ηθικής και διανοητικής της αποσύνθεσης. Σιωπά ο Απόλλωνος, ο
ηλιακός λόγος, που είναι η εκδήλωση του υπέρτατου Θεού και του
υπεργήινου κόσµου µε την οµορφιά, τη δικαιοσύνη και τη µαντεία. Δεν
υπάρχουν πια χρησµοί, δεν υπάρχουν εµπνευσµένοι, δεν υπάρχουν πια
αληθινοί ποιητές. Η Αθηνά-Σοφία και Πρόνοια κρύβεται από το λαό
της, ο οποίος έχει µεταβληθεί σε σατύ- ρους και βεβηλώνει τα
Μυστήρια, υβρίζει τους σοφούς και τους θεούς µέσα από το
διονυσιακό θέατρο και τις αριστοφα- νικές κωµωδίες. Τα ίδια τα
Μυστήρια διαφθείρονται, γιατί αποδέχονται τους συκοφάντες και τις
εταίρες στις γιορτές της Ελευσίνας. Όταν η ψυχή γίνεται πλαδαρή, η
θρησκεία καταντά ειδωλολατρική· όταν η σκέψη γίνεται υλιστική, η
φι-
λοσοφία ξεπέφτει στο σκεπτικισµό. Και έτσι βλέπουµε το Λουκιανό —
µικρόβιο που γεννιέται πάνω στο πτώµα της ειδωλολατρίας— να
κο ρ ο ϊ δ ε ύ ε ι τ ο υ ς µ ΰ θ ο υ ς , α φ ο ύ ή δ η ο Κα ρ ν ε ά - δ η ς ε ί χ ε
παραγνωρίσει την επιστηµονική τους προέλευση.
Προληπτική στη θρησκεία, αγνωστική στη φιλοσοφία, εγωιστική
και διαλυτική στην πολιτική, µεθυσµένη από αναρχία και µοιραία
προορισµένη για την τυραννία —να πώς είχε καταντήσει η θεϊκή
εκείνη Ελλάδα, η οποία µας µετέδωσε την αιγυπτιακή επιστήµη και τα
µυστήρια της Ασίας µε της αθάνατες µορφές της ωραιότητας.
Αν υπήρξε κάποιος που να κατάλαβε τι έλειπε από τον αρχαίο
κόσµο και που να δοκίµασε να τον ανυψώσει µε µια ηρωική και
µεγαλοφυή προσπάθεια, αυτός ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο θρυλικός
αυτός κατακτητής, µυηµένος όπως και ο πατέρας του Φίλιππος στα
µυστήρια της Σαµοθράκης, αποδείχθηκε περισσότερο πνευµατικό παιδί
του Ορφέα παρά µαθητής του Αριστοτέλη.
Αναµφίβολα, ο Αχιλλέας της Μακεδονίας, ο οποίος όρµη- σε µε µια
δράκα Ελλήνων διασχίζοντας την Ασία µέχρι την Ινδία, ονειρεύτηκε
ένα παγκόσµιο βασίλειο, όχι όµως µε τον τρόπο των Καισάρων,
δηλαδή µε την καταπίεση των λαών, µε τη συντριβή της θρησκείας και
της ελεύθερης επιστήµης. Η µεγάλη του ιδέα ήταν η εκ νέου
συµφιλίωση της Ασίας και της Ευρώπης µέσα από µια σύνθεση των
θρησκειών, στηριζό- µενη σε µία επιστηµονική εξουσία. Ωθούµενος
από αυτή τη σκέψη, ο Αλέξανδρος σεβάστηκε την επιστήµη του
Αριστοτέλη, καθώς και την Αθηνά των Αθηνών και τον Ιεχωβά της
Ιερουσαλήµ, όπως επίσης και τον Αιγύπτιο Όσιρι και το Βράχµα των
Ινδών, αναγνωρίζοντας, σαν αληθινός µυηµένος, την ίδια θεότητα και
την ίδια σοφία κάτω από όλα αυτά τα σύµβολα. Ευρύ το όραµα,
υπέροχη η µαντεία του νέου αυτού Διονύσου.
Το σπαθί του Αλεξάνδρου υπήρξε η τελευταία αναλαµπή της
Ελλάδας του Ορφέα. Φώτισε την Ανατολή και τη Δύση. Ο γιος του
Φιλίππου πέθανε µέσα στη µέθη της νίκης και του ονείρου του,
εγκαταλείποντας τα κοµµάτια του κράτους του σε άρπαγες
στρατηγούς. Αλλά η σκέψη του δεν πέθανε µαζί του. Είχε ιδρύσει την
Αλεξάνδρεια, όπου η ανατολική φιλοσοφία, ο ιουδαϊσµός και ο
ελληνισµός έµελλαν να λιώσουν µέσα στο χωνευτήρι του αιγυπτιακού
εσωτερισµού, περιµένοντας τον αναστάσιµο λόγο του Χριστού.
Ενώ τα δίδυµα άστρα της Ελλάδας, ο Απόλλωνας και η Α- θηνά,
έγερναν ωχριώντας προς τη δύση τους, οι λαοί είδαν να ανατέλλει στο
θυελλώδη ουρανό τους ένα απειλητικό σηµάδι: η ρωµαϊκή λύκαινα.
Ποια είναι η προέλευση της Ρώµης; Η συνωµοσία µιας άπληστης
ολιγαρχίας εν ονόµατι της κτηνώδους ισχύος· η καταπίεση του
ανθρώπινου πνεύµατος, της Θρησκείας, τη Επιστήµης και της Τέχνης
µε τη θεοποιηµένη πολιτική δύναµη: µε άλλα λόγια, το αντίθετο της
αλήθειας σύµφωνα µε την οποία µια κυβέρνηση δεν αντλεί τα
δικαιώµατά της παρά µόνο από τις υπέρτατες αρχές της Επιστήµης, της
Δικαιοσύνης και της Οικονοµίας 134 . Όλη η ρωµαϊκή ιστορία δεν είναι
παρά η συνέπεια του συµβολαίου αυτού της αδικίας, µε τη δύναµη του
οποίου οι Συγκλητικοί κήρυξαν τον πόλεµο αρχικά εναντίον της
Ιταλίας και έπειτα εναντίον όλου του ανθρωπίνου γένους. Διάλεξαν
κα λ ά τ ο σ ύ µ β ο λ ό τ ο υ ς ! Η χά λκ ι ν η λύ κα ι ν α π ο υ ο ρ θ ώ ν ε ι τ ο
σταχτόξανθο τρίχωµά της και προβάλλει το κεφάλι της πάνω στο
Καπιτώλιο είναι η εικόνα της κυβέρνησης αυτής, ο δαίµονας που θα
κατέχει µέχρι τέλους τη ρωµαϊκή ψυχή.
Στην Ελλάδα τουλάχιστον σεβάστηκαν πάντοτε τα ιερά των Δελφών
και της Ελευσίνας. Στη Ρώµη καταδίωξαν ευθύς εξαρχής την Επιστήµη
και την Τέχνη. Η απόπειρα του σοφού Νουµά, του Ετρούσκου
µυηµένου, απέτυχε µπροστά στην καχύποπτη φιλοδοξία των
Συγκλητικών. Έφερε µαζί του τα σιβυλλικά βιβλία, τα οποία περιείχαν
ένα µέρος της επιστήµης του Ερµή. Δηµιούργησε δικαστές-διαιτητές
εκλεγόµενους από το λαό· µοίρασε τη γη στο λαό· έχτισε Ναό στην
Κα λή Π ί σ τ η κα ι σ τ ο ν Ι α ν ό , ι ε ρ ό γ ρ α µ µ ο π ο υ σ η µ α ί ν ε ι τ η ν
παγκοσµιότητα του Νόµου* υπέβαλε το δίκαιο του πολέµου στους
Σπονδοφόρους. Ο βασιλιάς Νουµάς, ο οποίος έµεινε αγαπητός στη
µνήµη του λαού —που τον θεωρούσε εµπνευσµένο από κάποιο θείο
πνεύµα— µοιάζει λοιπόν µε µια ιστορική επέµβαση της ιερής
επιστήµης στην κυβέρνηση. Δεν αντιπροσωπεύει διόλου το ρωµαϊκό
πνεύµα, αλλά το πνεύµα της ετρουσκικής µύησης, η οποία ακολουθεί
τις ίδιες αρχές.
Μετά το Νουµά, η ρωµαϊκή Σύγκλητος έκαψε τα σιβυλλι- κά βιβλία,
κατέλυσε την εξουσία την φλαµινίων, κατέστρεψε τους διαιτητικούς
θεσµούς και επανήλθε στο σύστηµά της, στο οποίο η θρησκεία δεν
ήταν παρά ένα όργανο πολιτικής επικράτησης. Η Ρώµη έγινε η ύδρα
που καταβρόχθισε τους
Ααοΰς µαζί µε τους θεούς τους. Τα έθνη της γης υποτάχθηκαν λίγο-
λίγο και ληστεύθηκαν. Η φυλακή του Μαµερτίνου γέµισε από
βασιλιάδες του βορρά και του νότου. Η Ρώµη, επειδή δεν ήθελε άλλου
είδους ιερείς παρά µόνο δούλους και αγύρτες, δολοφονεί στη Γαλατία,
στην Αίγυπτο, στην Ιουδαία και στην Περσία τους τελευταίους
κατόχους της εσωτερικής παράδοσης. Προσποιείται ότι λατρεύει τους
θεούς, αλλά ουσιαστικά δε λατρεύει παρά µόνο τη Λύκαινά της. Και
τώρα, µέσα σε µια αιµατοβαµµένη αυγή, εµφανίζεατι στους λαούς ο
τελευταίος γιος αυτής της λύκαινας, ο οποίος συγκεφαλαιώνει το
πνεύµα της Ρώµης: ο Καίσαρας!
Η Ρώµη απορρόφησε όλους τους λαούς· ο Καίσαρας, η ενσάρκωσή
της, καταβροχθίζει όλες τις εξουσίες. Ο Καίσαρας δε φιλοδοξεί µόνο
να είναι αυτοκράτορας των εθνών, αλλά, ενώνοντας στην κεφαλή του
την τιάρα µε το διάδηµα, επιβάλλει να τον ονοµάζουν Μέγα
Ποντίφικα. Μετά τη µάχη της Θάψου, του ψηφίζουν την ηρωική
αποθέωση. Έπειτα, βάζουν το άγαλµά του µέσα στο ναό του Κουϊρίνου
και εγκαθι- στούν και ένα συµβούλιο ιερουργών, ο οποίοι έφεραν το
όνοµά του: οι Ιουλιανοί Ιερείς. Και κατά µία υπέρτατη ειρωνεία και
µια υπέρτατη λογική των πραγµάτων, ο ίδιος ο Καίσαρας, που έκανε
τον εαυτό του θεό, αρνείται την αθανασία της ψυχής µπροστά σε ένα
πλήθος Συγκλητικών. Αυτό δε σηµαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον άλλος
Θεός από τον Καίσαρα;
Με τους Καίσαρες η Ρώµη, κληρονόµος της Βαβυλώνας, απλώνει το
χέρι της πάνω σε ολόκληρο τον κόσµο. Αλλά τι έγινε το ρωµαϊκό
κράτος; Το ρωµαϊκό κράτος καταστρέφει στο εξωτερικό κάθε οµαδική
ζωή. Στρατιωτική δικτατορία στην Ιταλία, παράνοµες φορολογίες από
µέρους των επάρ- χων και των τελωνών στις επαρχίες. Η κατακτήτρια
Ρώµη είναι εξαπλωµένη σαν βρικόλακας πάνω στο πτώµα των αρχαίων
κοινωνιών.
Τώρα πλέον τα ρωµαϊκά όργια µπορούν να επιδειχθούν στο φως της
µέρας, µε τις βακχικές ατιµίες τους και µε την παρέλαση των
εγκληµάτων τους. Αρχίζουν µε τη φιλήδονη συνάντηση του Μάρκου
Αντώνιου και της Κλεοπάτρας· θα τελειώσουν µε τις ακολασίες της
Μεσσαλίνας και µε τις µανίες του Νέρωνα. Αρχίζουν µε τη λάγνα και
δηµόσια παρωδία των µυστηρίων θα τερµατιστούν µέσα στο ρωµαϊκό
στάδιο, όπου άγρια θηρία θα χιµούν επάνω σε γυµνές παρθένες,
µάρτυρες της πίστης τους, υπό τις επευφηµίες είκοσι χιλιάδων θεατών.
Εν τοΰτοις όµως, ανάµεσα στους λαούς που υπέταξε η Ρώµη υπήρχε
και ένας που ονόµαζε τον εαυτό του “λαό του Θεού” και του οποίου
λαού το πνεύµα ήταν το αντίθετο του ρωµαϊκού. Σε τι τάχα οφείλεται
το ότι ο λαός του Ισραήλ, φθαρµένος από τους εσωτερικούς του
αγώνες, συντριµµένος από σκλαβιά τριακοσίων ετών, είχε όµως
διατηρήσει την ακαταδάµαστη πίστη του; Γιατί ο νικηµένος αυτός
λαός ορθωνόταν απέναντι στην ελληνική παρακµή και στα ρωµαϊκά
όργια σαν προφήτης µε το κεφάλι σκεπασµένο µε ένα σάκκο στάχτης
και µε τα µάτια ν’ αστράφτουν από έναν τροµερό θυµό; Γιατί
τολµούσε να προλέγει την πτώση των αφεντών που του πάταγαν το
λαιµό και να µιλά για έναν, δεν ξέρω ποιον, τελειωτικό θρίαµβο, τη
στιγµή που αυτός ο ίδιος πλησίαζε στην ανεπανόρθωτη καταστροφή
του; Αυτό συνέβαινε γιατί µέσα του ζούσε µια µεγάλη ιδέα που του
την είχε εγχαράξει ο Μω- υσής. Στα χρόνια του Ιησού του Ναυή, οι
δώδεκα φυλές είχαν εγείρει έναν αναµνηστικό λίθο µε την εξής
επιγραφή: “Τούτο είναι µια µαρτυρία µεταξύ µας ότι ο Γιαχβέ είναι ο
µόνος Θεός”.
Πώς και γιατί ο νοµοθέτης του Ισραήλ είχε καταστήσει το
µονοθεϊσµό ακρογωνιαίο λίθο της επιστήµης του, του κοινωνικού του
νόµου και µιας παγκόσµιας θρησκευτικής ιδέας το είδαµε στο
κεφάλαιο για το Μωυσή. Είχε τη µεγαλοφυΐα να αντιληφθεί ότι το
µέλλον της ανθρωπότητας εξαρτάτο από το θρίαµβο αυτής της ιδέας.
Για να τη διαφυλάξει, είχε γράψει ένα ιερογλυφικό Βιβλίο, είχε
κατασκευάσει µια χρυσή Κιβωτό, είχε αναστήσει ένα λαό από τη
νοµαδική σκόνη της ερήµου. Πάνω από αυτούς τους µάρτυρες της
πνευµατικής ιδέας ο Μωυσής κάνει να πλανιέται η φωτιά του ουρανού
και να βροντά ο κεραυνός. Εναντίον τους συνωµότησαν όχι µόνο οι
Μωαβίτες, οι Φιλισταίοι, οι Αµαλικήτες και όλοι οι πληθυσµοί της
Παλαιστίνης, αλλά ακόµη και τα πάθη και η αδυναµία αυτού του ίδιου
του εβραϊκού λαού. Η Βίβλος έπαψε να γίνεται κατανοητή από το
ιερατείο· η Κιβωτός πάρθηκε από τους εχθρούς και εκατοντάδες φορές
ο λαός παραλίγο να λησµονήσει την αποστολή του. Γιατί λοιπόν έµεινε
πιστός σ’ αυτήν, παρ’ όλ’ αυτά; Γιατί η ιδέα του Μωυσή έµεινε
χαραγµένη στο µέτωπο και στην καρδιά του Ισραήλ µε πύρινα
γράµµατα; Σε τι οφείλεται η αποκλειστική αυτή επιµονή, η
µεγαλειώδης αυτή πίστη µέσα στις περιπέτειες µιας τρικυµισµένης
ιστορίας γεµάτης από καταστροφές —πίστη που
προσδίδει στον Ισραήλ µια µοναδική φυσιογνωµία µεταξύ των
διαφόρων εθνών;
Μπορούµε να απαντήσουµε τολµηρά: αυτό οφείλεται στους
προφήτες και στο θεσµό του προφητισµού, ο οποίος α- νέρχετα 1 ,
σύµφωνα µε την προφορική παράδοση, µέχρι το Μωυσή. Ο εβραϊκός
λαός είχε Ναµπί σε όλες τις εποχές της ιστορίας του, µέχρι το
διασκορπισµό του. Όµως ο θεσµός του προφητισµου φανερώνεται για
πρώτη φορά υπό οργανική µορφή στην εποχή του Σαµουήλ. Ο
Σαµουήλ ήταν εκείνος που ίδρυσε τις αδελφότητες εκείνες των
Νεµπιίµ, τις σχολές των προφητών, ως αντίποδα στη βασιλεία που
γεννιόταν και σ’ ένα ιερατείο ήδη εκφυλισµένο. Κατέστησε τους
προφήτες φυλακές της εσωτερικής παράδοσης και της παγκόσµιας
θρησκευτικής σκέψης του Μωυσή ενάντια στους βασιλιάδες, στους
οποίους έµελλε να επικρατήσει η πολιτική ιδέα και ο εθνικός σκοπός.
Μέσα σε αυτές τις αδελφότητες διατηρήθηκαν πράγµατι τα λείψανα
της επιστήµης του Μεσαίωνα, η ιερή µουσική µε τους τρόπους και τις
δυνάµεις της, η απόκρυφη θεραπευτική και, τέλος, η µαντική τέχνη,
την οποία οι µεγάλοι προφήτες ανέπτυξαν µε αριστοτεχνική δύναµη,
ύψος και αυταπάρνηση.
Η µαντεία υπήρχε µε τις πλέον διαφορετικές µορφές και µε τα
πλέον διαφορετικά µέσα σε όλους τους λαούς του αρχαίου κύκλου.
Αλλά ο προφητισµός στο Ισραήλ έχει µια έκταση, µια ανύψωση και
µια εξουσία τέτοια, ώστε µετέχει της υψηλής πνευµατικής και
διανοητικής σφαίρας, όπου ο µονοθεϊσµός συγκρατεί την ανθρώπινη
ψυχή. Η προφητεία — την οποία οι µεν θεολόγοι της κατά γράµµα
ερµηνείας παρουσιάζουν ως την απευθείας επικοινωνία µε έναν
προσωπικό Θεό, η δε φυσιοκρατική φιλοσοφία αρνείται ως καθαρή
πρόληψη— δεν είναι στην πραγµατικότητα παρά η ανώτερη φανέρωση
των παγκόσµιων νόµων του Πνεύµατος.
“Οι γενικές αλήθειες που κυβερνούν τον κόσµο”, λέει ο Έ- βαλντ
στο ωραίο βιβλίο του για τους προφήτες, “µε άλλα λόγια οι σκύψεις
του Θεού, είναι αµετάβλητες και απρόσβλητες, ανεξάρτητες εντελώς
από τις διακυµάνσεις των πραγµάτων, από τη θέληση και από τη
δράση των ανθρώπων. Ο άνθρωπος καλείται εξαρχής να συµµετάσχει
σε αυτές, να τις καταλάβει και να τις µεταφράσει ελεύθερα σε πράξη.
Με αυτό το µέσο τού είναι δυνατόν να φτάσει το δικό του, τον αληθινό
του προορισµό. Αλλά για να διεισδύσει ο Λόγος του
Πνεύµατος µέσα στο σαρκικό άνθρωπο, πρέπει ο άνθρωπος να
συνταραχθεί µέχρι τα µύχια από τις µεγάλες συγκινήσεις της
ιστορίας. Τότε η αιώνια αλήθεια ξεπετιέται από εκεί µέσα σαν µια
γραµµή φωτός. Και γι’ αυτό λέγεται τόσο συχνά στην Παλαιά
Διαθήκη ότι σ Γιαχβέ είναι ζων Θεός. Όταν ο άνθρωπος ακούει τη
θεία πρόσκληση, µια νέα ζωή οικοδο- µείται εντός του, κατά την
οποία δεν αισθάνεται πια τον εαυτό του ολοµόναχο, αλλά σε
επικοινωνία µε το Θεό και µε όλες τις αλήθειες, και κατά την οποία
είναι έτοιµος να βαδίσει από τη µια αλήθεια στην άλλη, µέχρι το
άπειρο. Στη νέα αυτή ζωή, η σκέψη ταυτίζεται µε την παγκόσµια
θέληση. Έχει τη διαυγή άποψη του παρόντος χρόνου και την πλήρη
πίστη για την τελειωτική επιτυχία της θείας ιδέας. Ο άνθρωπος που
δοκιµάζει κάτι τέτοιο είναι προφήτης, δηλαδή αισθάνεται τον εαυτό
τ ο υ ν α ω θ ε ί τ α ι α κά θ ε κ τ α σ τ ο ν α φ α ν ε ρ ω θ ε ί σ τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς
ανθρώπους ως αντιπρόσωπος του Θεού. Η σκέψη του γίνεται όραµα
και η ανώτερη εκείνη δύναµη που κάνει να αναβλύζει η αλήθεια
µέσα από την ψυχή του —κάποτε µάλιστα συνθλίβοντάς την—
αποτελεί το προφητικό στοιχείο. Οι προφητικές εκδηλώσεις
υπήρξαν στην ιστορία τα κεραυνοχτυπήµατα και οι αστραπές της
αλήθειας” 135 .
Να λοιπόν η πηγή απ’ όπου οι γίγαντες εκείνοι που ονοµάζονται
Ηλίας, Ησαΐας, Ιεζεκιήλ, Ιερεµίας άντλησαν τη δύναµή τους. Στο
βάθος των άντρων τους ή µέσα στο ανάκτορο των βασιλέων υπήρξαν
αληθινά οι φρουροί του Αιώνιου και, όπως λέει ο Ελισσαιέ στο
δάσκαλό του Ηλία, υπήρξαν “οι άµαξες και οι ιππείς του Ισραήλ”.
Συχνά προλέγουν µε µια τέλεια διορατικότητα το θάνατο των
βασιλέων, την πτώση των βασιλειών, τις τιµωρίες του Ισραήλ. Κάποτε
επίσης απατώ- νται. Αν και είναι αναµµένη από τον ήλιο της θείας
αλήθειας, εντούτοις η προφητική λαµπάδα τρέµει και θαµπώνει καµιά
φορά στα χέρια τους, µε το φύσηµα των εθνικών παθών. Αλλά ποτέ
τους δε σφάλλουν ως προς τις ηθικές αλήθειες, ως προς την αληθινή
α π ο σ τ ο λ ή τ ο υ Ι σ ρ α ή λ , ω ς π ρ ο ς τ ο ν τ ε λ ε ι ω τ ι κό θ ρ ί α µ β ο τ η ς
δικαιοσύνης µέσα στην ανθρωπότητα. Σαν αληθινοί µυηµένοι,
κηρύττουν την περιφρόνηση της εξωτερικής λατρείας, την κατάργηση
τ ω ν α ι µ α τ η ρ ώ ν θ υ σ ι ώ ν , τ ο ν ε ξα γ ν ι σ µ ό τ η ς ψ υ χ ή ς κα ι τ η
φιλευσπλαχνία. Και εκεί που ο ο- ραµατισµός τους είναι θαυµάσιος
είναι σε ό,τι αφορά την τελική νίκη του µονοθεϊσµού, τον ειρηνευτικό
και απελευθερωτικό ρόλο του για όλους τους λαούς. Οι πιο φρικτές
δυστυχί-
ες που είναι δυνατόν να πλήξουν ένα έθνος —η ξενική εισβολή, ο κατά
µάζες εκτοπισµός στη Βαβυλωνία— δεν µπορούν να σαλέψουν
αυτήν την πίστη.
Ακουστέ τον Ησαΐα κατά την εισβολή του Σεναχερείβ: “Εγώ που
κάνω και γεννουν οι άλλοι, δε θα κάνω να γεννήσει η Σιών; —λέγει ο
Αιώνιος. Εγώ που κάνω και γεννιούνται τα πράγµατα θα την εµποδίσω
να γεννήσει; —λέγει ο Θεός σου. Χαρείτε µαζί µε την Ιερουσαλήµ και
αγάλλεσθε εξαιτίας της, όλοι εσείς που την αγαπάτε- όλοι εσείς που
πενθούσατε γι’ αυτήν, χαρείτε µαζί της µε µεγάλη χαρά. Διότι έτσι
λέγει ο Κύριος. Να, θα κάµω να τρέξει επάνω της η ειρήνη σαν ποτάµι
και η δόξα των εθνών σαν ένας πληµµυρισµένος χείµαρρος - τότε θα
θηλάσετε και θα βασταχθείτε επάνω στα πλευρά της και θα σας
χαϊδέψουν επάνω στα γόνατά της. Θα σας παρηγορήσω όπως µια
µητέρα παρηγορεί το παιδί της και θα παρηγορηθείτε µε την
Ιερουσαλήµ. Βλέποντας τα έργα και τις σκέψεις τους, έρχοµαι να
συνάξω όλα τα έθνη και όλες τις γλώσσες- θα έλθουν και θα δουν τη
δόξα µου” (Ησαΐας, 66, 9- 18). Σχεδόν µόνο σήµερα, και µπροστά στον
τάφο του Χρίστου, το όραµα αυτό αρχίζει να πραγµατοποιείται. Αλλά
ποιος θα µπορούσε να αρνηθεί την προφητική του αλήθεια,
σκεπτόµενος το ρόλο του Ισραήλ στην ιστορία της ανθρωπότητας;
Εξίσου ασάλευτη µε αυτήν την πίστη στη µέλλουσα δόξα του
Ισραήλ, στο ηθικό της µεγαλείο και στη θρησκευτική της
παγκοσµιότητα είναι και η πίστη των προφητών σε ένα Σω- τήρα ή ένα
Μεσαία. Όλοι µιλούν γι’ αυτόν. Ο απαράµιλλος Ησαΐας είναι και τώρα
εκείνος που τον βλέπει πιο καθαρά, που τον ζωγραφίζει µε µεγαλύτερη
δύναµη στην τολµηρή του γλώσσα: “Θα φυτρώσει ένας βλαστός από
τον κορµό του Ιεσ- σαί, ένα κλαδί θα ανεβεί από τις ρίζες του και το
Πνεύµα του Αιωνίου θα τεθεί επάνω του, το Πνεύµα της Σοφίας και
της Συνέσεως, το Πνεύµα της Βουλής και της Δύναµης, το Πνεύµα της
Γνώσης και του Φόβου του Αιωνίου. Θα κρίνει µε δικαιοσύνη τους
µικρούς και θα καταδικάσει µε ευθύτητα, για να υπερασπίσει τους
ταπεινούς της γης- και θα χτυπήσει τη γη µε τη ράβδο και µε το στόµα
του και θα θανατώσει τους ασεβείς µε την πνοή των χειλιών
του” (Ησαΐας, 11, 1-5).
Σ’ αυτήν την οπτασία, η θλιµµένη ψυχή του προφήτη γαληνεύει και
γίνεται διαυγής, όπως ένας θυελλώδης ουρανός µε τους παλµούς µιας
ουράνιας άρπας- και όλες οι καταιγί-
δες φεύγουν. Γιατί τώρα είναι πράγµατι η εικόνα του Γαλιλαίου που
ζωγραφίζεται µπροστά στα µάτια της ψυχής του: “Φύτρωσε σαν
λουλούδι µέσ’ από την ξερή γη, µεγάλωσε δίχως λάµψη. Περιφρονείται
και είναι ο τελευταίος των ανθρώπων, άνθρωπος θλίψεων. Φορτώθηκε
µε τις θλίψεις µας κι εµείς νοµίσαµε ότι χτυπήθηκε από το Θεό. Όµως
αυτός ταλαιπωρήθηκε για τις ανοµίες µας και τραυµατίστηκε για τις
αδικίες µας. Η τιµωρία, η οποία µας φέρνει την ειρήνη, έπεσε πάνω σ’
αυτόν. Και εµείς θεραπευτήκαµε µε τις δικές του πληγές. Τον πιέζουν,
τον βασανίζουν, οδηγήθηκε σαν πρόβατο στη σφαγή και δεν άνοιξε το
στόµα του” (Ησαΐας, 53, 2-8).
Για οκτώ αιώνες, πάνω από τις διχόνοιες και τις εθνικές δυστυχίες,
ο βροντερός λόγος των προφητών έκανε να πλανιέται η ιδέα και η
εικόνα του Μεσσία, άλλοτε ως τροµερού εκδικητή και άλλοτε ως
αγγέλου φιλευσπλαχνίας. Καλλιεργηµένη από την ασσυριακή τυραννία
κατά την εξορία της Βαβυλώνας και στη διάρκεια της περσικής
κυριαρχίας, η µεσσιανική ιδέα ολοένα και µεγάλωνε επί βασιλείας των
Σελευ- κιδών και των Μακκαβαίων. Όταν ήρθε η ρωµαϊκή κυριαρχία
και η βασιλεία του Ηρώδη, ο Μεσαίας ζούσε µέσα σε όλες τις
συνειδήσεις. Και αν οι µεγάλοι προφήτες τον είχαν δει µε τα
χαρακτηριστικά ενός δίκαιου, ενός µάρτυρα, ενός αληθινού υιού του
Θεού, ο λαός όµως, πιστός στην ιουδαϊκή ιδέα, τον φανταζόταν ως ένα
Δαβίδ, ως ένα Σολοµώντα ή ως έναν καινούριο Μακκαβαίο. Αλλά
όποιος κι αν ήταν αυτός ο επανιδρυτής της δόξας του Ισραήλ, όλος ο
κόσµος τον πίστευε, τον περίµενε, τον καλούσε —τέτοια είναι η
δύναµη της προφητικής δράσης.
Έτσι λοιπόν, όπως η ρωµαϊκή ιστορία καταλήγει µοιραία στον
Καίσαρα από το δρόµο του ενστίκτου και µε την καταχθόνια λογική
της Μοίρας, οµοίως και η ιστορία του Ισραήλ οδηγεί ελεύθερα προς το
Χριστό από το συνειδητό δρόµο και µε τη θεία λογική της Πρόνοιας,
που εκδηλώνεται µε τους ορατούς αντιπροσώπους της: τους προφήτες.
Το κακό είναι καταδικασµένο µοιραία στο να αντιφάσκει µε τον εαυτό
του και να καταστρέφεται από µόνο του, γιατί είναι Ψεύτικο· αλλά το
Καλό, παρ’ όλα τα εµπόδια, γεννά το φως και την αρµονία στη διαδοχή
των καιρών, γιατί είναι η γονιµότητα του Αλήθινού. Από το θρίαµβό
της η Ρώµη αποκόµισε µόνο τον καισαρισµό· από το κατρακύληµά του
ο Ισραήλ γέννησε το
Μεσσία, δικαιολογώντας τα ωραία αυτά λόγια ενός σύγχρονου
ποιητή: “Από το ίδιο της το ναυάγιο η Ελπίδα δηµιουργεί το πράγµα
που κοιτάζουµε”.
Κάποια αόριστη προσδοκία κρεµόταν πάνω από τους λαούς. Μέσα
στην υπερεξόγκωση των δεινών της, ολόκληρη η ανθρωπότητα
προαισθανόταν ένα σωτήρα. Για αιώνες οι µυθολογίες ονειρεύονταν
ένα θείο τέκνο. Οι ναοί µιλούσαν γι’ αυτό µυστηριωδώς· οι
αστρολόγοι υπολόγιζαν τον ερχοµό του - οι σίβυλλες, παραληρώντας,
είχαν διακηρύξει την πτώση των εθνικών θεών. Οι µυηµένοι είχαν
αναγγείλει ότι µια µέρα ο κόσµος θα κυβερνηθεί από έναν από τους
δικούς τους, από έναν υιό του Θεού 136 . Η γη περίµενε έναν πνευµατικό
βασιλιά που θα τον καταλάβαιναν οι µικροί, οι ταπεινοί, οι φτωχοί.
Ο µεγάλος Αισχύλος, γιος ιερέα της Ελευσίνας, λίγο έλει- ψε να
φονευθεί από τους Αθηναίους, γιατί τόλµησε να πει σε ένα γεµάτο
θέατρο, δια στόµατος του Προµηθέα του, ότι θα τελείωνε η βασιλεία
του Δία-Ειµαρµένης. Τέσσερις αιώνες αργότερα, υπό τη σκιά του
θρόνου του Αύγουστου, ο γλυκός Βιργίλιος αναγγέλλει µια νέα εποχή
και ονειρεύεται ένα θεϊκό παιδί: “Ήρθε η τελευταία αυτή εποχή που
την προείπε η Σίβυλλα της Κυµαίας. Ξαναρχίζει η µεγάλη τάξη των
εξαντληµένων αιώνων· τώρα ξανάρχεται η Παρθένος και µαζί µε αυτήν
το βασίλειο του Κρόνου· ήδη από το ύψος των ουρανών κατεβαίνει µια
νέα φυλή. Το παιδί αυτό, που η γέννησή του µέλλει να εξαφανίσει τον
αιώνα του σιδήρου και να ξα- ναφέρει τη χρυσή εποχή σε ολόκληρο
τον κόσµο, καταδέξου, ω αγνή Λουκίνη, να το προστατεύσεις- ήδη
βασιλεύει ο δικός σου αδελφός, ο Απόλλων. Ιδές, πάνω στο σαλευµένο
άξονά του που ισορροπείται ο κσόµος· ιδές τη γη, τα πελάγη µέσα
στην απεραντοσύνη τους, τον ουρανό και το βαθύ θόλο του, ολόκληρη
τη φύση, που σκιρτούν µε την ελπίδα του µέλλοντος να έλθει
αιώνος!” 137
Αυτό το παιδί που θα γεννηθεί; Από ποιο θείο κόσµο θα έλθει αυτή
η ψυχή; Με ποια αστραπή αγάπης θα κατέβει σ’ αυτήν εδώ τη γη;
Μέσω ποιας θαυµαστής αγνότητας, ποιας υπεράνθρωπης ενέργειας θα
ενθυµηθεί αυτή η ψυχή τον ουρανό που άφησε πίσω της; Με ποια
προσπάθεια, ακόµη πιο γιγάντια, θα µπορέσει να εκτιναχθεί µέσα σε
αυτόν από το βάθος της γήινης συνείδησης και να παρασύρει µαζί της
την ανθρωπότητα ως εκεί;
Κανείς δεν µπορούσε να το πει, όµως τον περίµεναν. Ο Ηρώδης ο
Μέγας, ο ιδουµαίος άρπαγας, ο προστατευόµενος του Αυγούστου-
Καίσαρα, έπνεε τότε τα λοίσθια στην έπαυλη του, στην Ιεριχώ, υστέρα
από µια πολυδάπανη και αιµατηρή βασιλεία, η οποία είχε σκεπάσει την
Ιουδαία µε µεγαλοπρεπή ανάκτορα και µε ανθρώπινες εκατόµβες.
Ξεψυχούσε από µια φρικτή ασθένεια, από µια αποσύνθεση του
αίµατος, µισητός από όλους, κατατρωγόµενος από λύσσα και από
τύψεις συνειδήσεως, τριγυρισµένος από τα φαντάσµατα των
απειράριθµων θυµάτων του, µεταξύ των οποίων ορθώνονταν η αθώα
σύζυγός του, η ωραία Μαριάννα από την οικογένεια των Μακκαβαίων,
και τρεις από τους γιους του. Οι επτά γυναίκες του χαρεµιού του είχαν
φύγει µπροστά στο βασιλικό εκείνο φάντασµα που, αν και ζοΰσε
ακόµη, µύριζε ήδη θάνατο. Και οι ίδιοι οι φρουροί του τον είχαν
εγκαταλείψει. Απαθής πλάι στον ετοιµοθάνατο, αγρυπνούσε η αδελφή
του η Σαλώµη, το κακό του πνεύµα, η βασική υπεύθυνη για τα πιο
απαίσια ε- γκλήµατά του. Με το διάδηµα στο µέτωπο, µε το στήθος να
αστράφτει από τα διαµαντικά, σε υπερήφανη στάση, παραµόνευε την
τελευταία πνοή του βασιλιά για ν’ αρπάξει µε τη σειρά της την
εξουσία.
Έτσι πέθανε ο τελευταίος βασιλιάς των Εβραίων. Την ίδια στιγµή
γεννιόταν ο µέλλων πνευµατικός βασιλιάς της ανθρωπότητας 138 και οι
σπάνιοι µυηµένοι του Ισραήλ προετοίµαζαν σιωπηρά τη βασιλεία του,
µε βαθιά ταπεινοσύνη και απόλυτη µυστικότητα.
2. Μαρία - Πρώτη ανάπτυξη του Ιησού
ο ιωςουα, τον οποίο ονοµάζουµε Ιησού από το εξελληνισµένο όνοµά του,
γεννήθηκε πιθανόν στη Ναζαρέτ 139 . Και ασφαλώς στην απόµερη
αυτή γωνιά της Γαλιλαίας κύλησε η παιδική του ηλικία και
συντελέστηκε το πρώτο, το µεγαλύτερο από τα χριστιανικά
µυστήρια: η εκκόλαψη της ψυχής του Χριστού. Ήταν γιος της
Μαριάµ —την οποία ονοµάζουµε Μαρία— συζύγου του ξυλουργού
Ιωσήφ, που καταγόταν από µια ευγενή οικογένεια της Γαλιλαίας και
ήταν κατηχηµένη στην αίρεση των Εσσαίων.
Ο θρύλος τύλιξε τη γέννηση του Ιησού µε ένα ύφασµα από
θαύµατα. Αλλά αν ο θρύλος στεγάζει πολλές προλήψεις,
κάποτε όµως κρύβει και ψυχικές αλήθειες, όχι ιδιαίτερα γνωστές,
µια και βρίσκονται υπεράνω της κοινής αντίληψης. Ένα γεγονός
φαίνεται ότι προβάλλει από τη θρυλική ιστορία της Μαρίας και αυτό
είναι: ότι ο Ιησούς υπήρξε ένα παιδί που η επιθυµία της µητέρας του
το είχε τάξει, πριν ακόµα γεννηθεί, σε µια προφητική αποστολή. Το
ίδιο αναφέρουν και για πολλούς ήρωες και προφήτες της Παλαιός
Διαθήκης. Τα παιδιά αυτά που τάζονταν στο Θεό από τη µητέρα τους
ονοµάζονταν Ναζωραίοι. Σχετικά µ’ αυτό είναι ενδιαφέρον να
ξαναδιαβάσουµε την ιστορία του Σαµψών και του Σαµουήλ.
Ένας άγγελος αναγγέλλει στη µητέρα του του Σαµψών ότι θα µείνει
έγκυος, ότι θα γεννήσει ένα γιο, ότι το ξυράφι δε θα περάσει πάνω από
το κεφάλι του, “γιατί το παιδί θα είναι Ναζωραίος ήδη από την κοιλιά
της µητέρας του - και αυτό θα αρχίσει να απελευθερώνει τον Ισραήλ
από τα χέρια των Φι- λισταίων” (Κριταί, ιγ', 3-5). Η µητέρα του
Σαµουήλ, από την άλλη, ζήτησε η ίδια από το Θεό να της χαρίσει ένα
παιδί. “Η Άννα, η σύζυγος του Ελκανά, ήταν στείρα. Προσευχήθηκε
και είπε: Ω, Κύριε των δυνάµεων! Αν χαρίσεις ένα αρσενικό παιδί στη
δούλη σου, θα το δώσω στον Αιώνιο για όλες τις ηµέρες της ζωής του
και δε θα περάσει ξυράφι επάνω στο κεφάλι του... Τότε ο Ελκανά
γνώρισε τη γυναίκα του... Ύστερα από λίγο καιρό η Άννα, αφού
συνέλαβε, γέννησε γιο και τον ονόµασε Σαµουήλ, διότι, είπε, τον
ζήτησα από τον Αιώνιο” (Σαµουήλ, Α', α', 11-20). “Σαµ-ου-ήλ” λοιπόν
σηµαίνει, κατά τις πρώτες σηµιτικές ρίζες, “λαµπρότητα εσωτερική
του Θεού”. Η µητέρα, νιώθοντας τον εαυτό της να φωτίζεται, κατά
κάποιον τρόπο, από το παιδί που κυοφορούσε, το θεώρησε σαν αιθέρια
ουσία του Σωτήρα.
Τα χωρία αυτά έχουν ιδιαίτερη σηµασία, γιατί µας κάνουν να
εισδύουµε στην εσωτερική παράδοση, που ήταν σταθερή και ζωντανή
στον Ισραήλ, και µέσω αυτής να γνωρίζουµε το αληθινό νόηµα του
χριστιανικού θρύλου. Ο Ελκανά, ο σύζυγος, είναι βέβαια ο γήινος
πατέρας του Σαµουήλ ως προς τη σάρκα - αλλά ο Αιώνιος είναι ο
ουράνιος πατέρας του ως προς το Πνεύµα. Η παραστατική γλώσσα του
ιουδαϊκού µονοθεϊσµού περικαλύπτει εδώ το δόγµα της προϋπάρξεως
της ψυχής. Η µυηµένη γυναίκα επικαλείται µια ανώτερη ψυχή, για να
τη δεχτεί µέσα στον κόλπο της και να φέρει στον κόσµο έναν προφήτη.
Το δόγµα αυτό, αρκετά κεκαλυµµένο στους Εβραίους και τελείως απόν
από την επίσηµη λατρεία τους, α-
ποτελοΰσε µέρος της µυστικής παράδοσης των µυηµέων.
Διακρίνεται κυρίως στους προφήτες. Ο Ιερεµίας το επιβεβαιώνει µε
αυτά τα λόγια: “Λοιπόν µου απυθυνθη ο Λόγος του Αιωνίου και µου
είπε: Προτού σε σχηµατίσω µέσα στον κόλπο της µητέρας σου σε
γνώρισα· προτού να βγεις µέσα από τη µήτρα της σε αγίασα και σε
κατέστησα προφήτη εις τα έθνη” (Ιερεµίας, α', 5). Οµοίως ο Ιησούς θα
πει στους σκανδαλισµένους Φαρισαίους: “Αλήθεια, αλήθεια σας λέγω:
πριν γεννηθεί ο Αβραάµ εγώ υπάρχω” (Κατά Ιωάννψ, η', 58).
Απ’ όλα αυτά τι πρέπει να κρατήσουµε για τη Μαρία, τη µητέρα του
Ιησού; Φαίνεται ότι στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες ο Ιησούς
θεωρούνταν γιος της Μαρίας και του Ιωσήφ, αφού ο Ματθαίος µάς
δίνει το γενεαλογικό δέντρο του Ιωσήφ, για να αποδείξει ότι ο Ιησούς
κατάγεται από το Δαβίδ. Αναµφίβολα εκεί, καθώς και σε µερικές
γνωστές αιρέσεις, έβλεπαν στο πρόσωπο του Ιησού ένα γιο που δόθηκε
από τον Αιώνιο µε τον ίδιο τρόπο όπως και ο Σαµουήλ. Αργότερα
όµως, επειδή ο θρύλος ενδιαφερόταν κυρίως να αποδείξει την
υπερφυσική καταγωγή του Χριστού, ύφανε το χρυσοπλούµιστο πέπλο
του: την ιστορία του Ιωσήφ και της Μαρίας, τον Ευαγγελισµό και
έφτασε µέχρι την παιδική ηλικία της Μαρίας µέσα στο ναό 140 .
Αν προσπαθήσουµε να εξαγάγουµε το εσωτερικό νόηµα της
εβραϊκής παράδοσης και του χριστιανικού θρύλου, αυτό θα ήταν το
εξής: η δράση της πρόνοιας ή, για να είµαστε πιο σαφείς, η επιρροή
του πνευµατικού κόσµου, που συντρέχει στη γέννηση οποιουδήποτε
ανθρώπου, είναι περισσότερο δυνατή και πιο ορατή κατά τη γέννηση
όλων των µεγαλοφυών ανθρώπων, των οποίων η εµφάνιση δεν
εξηγείται διόλου µε µόνο το νόµο του φυσικού αταβισµού. Η επιρροή
αυτή φτάνει στη µέγιστη ένταση όταν πρόκειται για έναν από τους
θείους εκείνους προφήτες, οι οποίοι είναι προορισµένοι να αλλάξουν
την όψη του κόσµου. Η ψυχή που επιλέχθηκε για µια θεία αποστολή
έρχεται από κάποιο θείο κόσµο. Έρχεται ελεύθερα, ενσυνείδητα - αλλά
για να εισέλθει στη σκηνή της επίγειας ζωής χρειάζεται ένα εκλεκτό
δοχείο, χρειάζεται η πρόσκληση µιας διαλεχτής µητέρας, η οποία, µε
τη διαγωγή της ηθικής της ύπαρξης, µε τον πόθο της ψυχής της και την
καθαρότητα της ζωής της προαισθάνεται, προσελκύει και ενσαρκώνει
µέσα στο αίµα της και µέσα στη σάρκα της την ψυχή του λυτρωτή, ο
οποίος είναι προορισµένος να καταστεί
στα µάτια των ανθρώπων γιος του Θεού. Τέτοια είναι η βαθιά
αλήθεια την οποία περικαλύπτει η αρχαία ιδέα της Παρ- Θένου-
Μητρός. Το ινδικό πνεύµα την είχε ήδη εκφράσει στο Θρύλο του
Κρίσνα. Τα Ευαγγέλια του Ματθαίου και του Λουκά την απέδωσαν µε
ακόµη πιο θαυµαστή απλότητα και ποίηση.
“Για την ψυχή που έρχεται από τον ουρανό, η γέννηση είναι ένας
θάνατος”, είχε πει ο Εµπεδοκλής, πέντε αιώνες πριν το Χριστό. Όσο
υπέροχο κι αν είναι το πνεύµα, χάνει προσωρινά την ανάµνηση
ολόκληρου του παρελθόντος του, από τη στιγµή που το καταπίνει η
σάρκα. Από τη στιγµή που συλ- λαµβάνεται µέσα στο σύµπλεγµα της
σωµατικής ζωής, η ανάπτυξη της γήινης συνείδησης υποβάλλεται
στους νόµους του κόσµου όπου αυτό ενσαρκώνεται. Περιέρχεται στην
εξουσία των στοιχείων. Όσο υψηλότερη υπήρξε η καταγωγή του, τόσο
µ ε γ α λύ τ ε ρ η θ α ε ί ν α ι η π ρ ο σ π ά θ ε ι ά τ ο υ ν α ξα ν α π ο κ τ ή σ ε ι τ ι ς
κοιµισµένες δυνάµεις του, τις ουράνιες, έµφυτες ιδέες του, και να
λάβει συνείδηση της αποστολής του.
Οι βαθιές και τρυφερές ψυχές έχουν ανάγκη από σιωπή και ειρήνη
για να ανοίξουν. Ο Ιησούς µεγάλωσε µέσα στη γαλήνη της Γαλιλαίας.
Οι πρώτες του εντυπώσεις υπήρξαν γλυκύς, αυστηρές και ήρεµες. Η
γενέθλια κοιλάδα έµοιαζε µε κάποια γωνιά του ουρανού πεσµένη µέσα
σε µια πτυχή βουνού. Η µικρή πόλη της Ναζαρέτ σχεδόν δεν άλλαξε µε
την πάροδο των αιώνων 141 . Τα σπίτια της, που είναι χτισµένα απανωτά
κάτω από το βράχο, µοιάζουν, καθώς λένε οι περιηγητές, µε λευκοΰς
κύβους σπαρµένους µέσα σε ένα δάσος από ροδιές, συκιές και
αµπέλια, που το διασχίζουν σµήνη πε- ριστεριών. Γύρω από αυτή τη
φωλιά της δροσιάς και της πρασινάδας κυκλοφορεί ο ζωογόνος αέρας
των βουνών· πάνω στα υψώµατα διακρίνεται ο ελεύθερος και φωτεινός
ορίζοντας της Γαλιλαίας. Προσθέστε στο µεγαλειώδες αυτό πλαίσιο το
σοβαρό εσωτερικό µιας ευσεβούς και πατριαρχικής οικογένειας.
Η δύναµη της εβραϊκής εκπαίδευσης συνίσταστο πάντα στην
ενότητα του νόµου και της πίστης, καθώς και στην ισχυρή οργάνωση
της οικογένειας, στην οποία κυριαρχούσε η εθνική και θρησκευτική
ιδέα. Το πατρικό σπίτι ήταν για το παιδί ένα είδος ναού. Αντί για τις
γελαστές τοιχογραφίες των φαύνων και των νυµφών που στόλιζαν τον
πρόδοµο των ελληνικών σπιτιών —όπως µπορούσε κανείς να το δει
στη Σέφω-
ρη και στην Τιβεριάδα — δεν έβλεπες µέσα στα εβραϊκά σπίτια παρά
µόνο αποσπάσµατα από το νόµο και τους προφήτες, που οι
αυστηρές τους σειρές απλώνονταν πάνω από τις πόρτες και στους
τοίχους µε χαλδαϊκούς χαρακτήρες. Όµως η ένωση του πατέρα και
της µητέρας µε την αγάπη των παιδιών ζέσταινε και φώτιζε τη
γύµνια αυτού του εσωτερικού µε µια ζωή καθαρά πνευµατική.
Εκεί ο Ιησούς έλαβε την πρώτη του διδασκαλία, εκεί έµαθε πρώτα-
πρώτα, από το στόµα του πατέρα και της µητέρας, να γνωρίζει τις
Γραφές. Από τα πρώτα του χρόνια, η µακρά, παράξενη µοίρα του λαού
του Θεού ξετυλίχτηκε µπροστά στα µάτια του, κατά τις περιοδικές
γιορτές, που τις γιόρταζαν οικογενειακά, µε ανάγνωση, µε ΰµνους και
προσευχή. Στην εορτή της Σκηνοπηγίας, µια καλύβα από κλαδιά
µυρτιάς και ελιάς χτιζόταν µέσα στην αυλή ή πάνω στη στέγη του
σ π ι τ ι ο ύ , σ ε α ν ά µ ν η σ η τ η ς α ρ χα ι ό τ α τ η ς ε π ο χ ή ς τ ω ν ν ο µ ά δ ω ν
πατριαρχών. Άναβαν τότε την επτάφωτη λυχνία, έπειτα άνοιγαν τους
κυλίνδρους του πάπυρου και διάβαζαν τις άγιες ιστορίες. Για την
παιδική ψυχή, ο Αιώνιος ήταν παρών, όχι µόνο µέσα στον έναστρο
ουρανό αλλά ακόµη και µέσα σ’ εκείνη τη λυχνία που αντανακλούσε
τη δόξα του, και µέσα στο λόγο του πατέρα, καθώς και στη σιωπηλή
αγάπη της µητέρας. Έτσι, την παιδική ηλικία του Ιησού τη νανούρισαν
οι µεγάλες ηµέρες του Ισραήλ, ηµέρες χαράς και πένθους, θριάµβου
και εξορίας, αναρίθµητων θλίψεων και αιώνιας ελπίδας. Στα φλογερά
και χτυπητά ερωτήµατα του παιδιού ο πατέρας σιωπούσε. Αλλά η
µητέρα, υψώνοντας κάτω από τα µακριά της βλέφαρα τα µεγάλα µάτια
της ρεµβώδους Συρίας και συναντώντας το ερωτηµατικό βλέµµα του
γιου της, έλεγε: “Ο λόγος του Θεού δε ζει παρά µόνο µέσα στους
προφήτες του. Μια µέρα, οι σοφοί Εσσαίοι, οι ερηµίτες του όρους
Καρ- µήλου και της Νεκρής Θάλασσας, θα σου απαντήσουν”.
Φανταζόµαστε επίσης το µικρό Ιησού να αναµειγνύεται µε τους
συντρόφους του και να τους εξασκεί τη µοναδική εκείνη γοητεία που
δίνει η πρόωρη νοηµοσύνη, ενωµένη µε το αίσθηµα της δικαιοσύνης
κ α ι µ ε τ η ν ε ν ε ρ γ η τ ι κ ή σ υ µ π ά θ ε ι α . Το ν π α ρ α κο λ ο υ θ ο ύ µ ε σ τ η
συναγωγή, όπου εννοούσε να συζητά µε τους Γραµµατείς και τους
Φαρισαίους, όπου και αυτός ο ίδιος έµελλε να ασκήσει τη διαλεκτική
του δεινότητα. Τον βλέπουµε πολύ νωρίς αηδιασµένο από την
ξηρότητα των δασκάλων εκείνων του νόµου, οι οποίοι τυραννούσαν το
γράµ-
µα έως ότου να του αφαιρέσουν εντελώς το πνεύµα. Τον βλέπουµε
επίσης να περνά πλάι από την ειδωλολατρική ζωή, να τη µαντεύει
και να την αγκαλιάζει µε το βλέµµα, να επισκέπτεται την πλούσια
Σέφωρη, πρωτεύουσα της Γαλιλαίος, έδρα του Αντύπα, µε την
α κ ρ ό π ο λη τ η ς ν α δ ε σ π ό ζ ε ι κα ι µ ε τ η φ ρ ο ύ ρ η σ η α π ό τ ο υ ς
µισθάρνους του Ηρώδη, Γαλάτες, Θράκες, βαρβάρους από κάθε
χώρα.
Και ίσως µάλιστα σε ένα από αυτά τα ταξίδια, τα τόσο συχνά στις
εβραϊκές οικογένειες, να πήγε σε κάποια από τις φοινικικές πόλεις,
σωστές ανθρώπινες µυρµηγκιές, που βούιζαν κάτω στην
ακροθαλασσιά. Παρατήρησε από µακριά τους χαµηλούς ναούς µε τις
κοντόχοντρες κολόνες, περιτριγυρισµένους από µαύρα άλση, απ’ όπου
έβγαινε, υπό τον ήχο θρηνητικού αυλού, το τραγούδι των ιερειών της
Αστάρτης. Οι φιλήδονες κραυγές τους, έντονες όπως η λύπη,
προξένησαν µέσα στην έκπληκτη καρδιά του µια παρατεταµένη
ανατριχίλα αγωνίας και οίκτου. Τότε ο γιος της Μαρίας ξαναγύριζε
στα αγαπηµένα του βουνά µε ένα αίσθηµα απελευθέρωσης. Ανέβαινε
πάνω στο βράχο της Ναζαρέτ και ρωτούσε τον απέραντο ορίζοντα της
Γαλιλαίας και της Σαµάρειας. Κοίταζε τον Κάρµηλο, το Γιλβοά, το
Θαβώρ, τα όρη της Συχέµ, παλιούς µάρτυρες των πατριαρχών και των
προφητών. Οι “υψηλοί τόποι” ξεδιπλώνονταν κυκλικά· ορθώνονταν
µέσα στο άπειρο του ουρανού σαν τολµηροί βωµοί που περίµεναν τη
φωτιά και το λιβάνι. Μήπως περίµεναν κάποιον;
Αλλ’ όµως, όσο ισχυρές και αν ήταν οι εντυπώσεις του γύρω
κόσµου στην ψυχή του Ιησού, όλες τους ωχριούσαν µπροστά στην
υπέρτατη, την άφραστη αλήθεια του εσωτερικού του κόσµου. Η
αλήθεια αυτή άνοιγε στα µύχια του εαυτού του σαν ένα φοβερό
λουλούδι που ξεφυτρώνει µέσ’ από σκοτεινά νερά. Αυτό έµοιαζε µε
µια αυξάνουσα διαύγεια που συντελείτο εντός του, όταν ήταν µόνος
του και συγκεντρωνόταν στον εαυτό του. Τότε οι άνθρωποι και τα
πράγµατα, που ήταν κοντά ή µακριά, του παρουσιάζονταν ως διάφανα
στην εσώτερη ουσία τους. Διάβαζε τις σκέψεις, έβλεπε τις ψυχές.
Έπειτα κοιτούσε µέσα στις αναµνήσεις του, σαν µέσα από ανάλαφρο
πέπλο, διάφορα όντα που ήταν θεϊκά ωραία και ακτινοβόλα, γυρµέ- να
επάνω του ή µαζεµένα γύρω από τη λατρεία ενός εκθαµβωτικού φωτός.
Θαυµάσια οράµατα τον επισκέπτονταν στον ύπνο ή παρεµβάλλονταν
µεταξύ αυτού και της πραγµατικότητας, µε έναν αληθινό διχασµό της
συνείδησής του. Στο έπα-
κρο αυτών των εκστάσεων, οι οποίες τον τραβούσαν από ζώνη σε
ζώνη, ωσάν προς άλλους ουρανούς, ένιωθε κάποτε τον εαυτό του να
προσελκυεται από ένα αστραποβόλο φως και έπειτα να βυθίζεται µέσα
σε ένα διάπυρο ήλιο. Κι από αυτές τις εκστάσεις διατηρούσε µια
άρρητη τρυφερότητα και µια µοναδική δύναµη. Πώς βρισκόταν τότε
ξανά συµφιλιωµένος µε ολα τα όντα, εναρµονισµένος µε το συµπαν!
Ποιο ήταν λοιπόν το φως εκείνο, το µυστηριώδες αλλά πιο οικείο
και πιο ζωντανό από το άλλο, που ανέβλυζε από µέσα του για να τον
µεταφέρει στις πιο µακρινές χώρες και που οι πρώτες του ακτίνες τον
είχαν διαπεράσει µέσα από τα µεγάλα µάτια της µητέρας του και τώρα
τον ένωνε µε όλες τις ψυχές µε µυστικούς παλµούς; Δεν ήταν άραγε η
πηγή των ψυχών και των κόσµων;
Την ονόµασε: ο Ουράνιος Πατέρας 142 .
Αυτό το εκ γενετής αίσθηµα της ενότητας µε το Θεό µέσα στο φως
της Αγάπης —να η πρώτη, η µεγάλη αποκάλυψη του Ιησού. Μια
εσωτερική φωνή τού έλεγε να την κλείσει στα κα- τάβαθα του εαυτού
του, αυτή όµως έµελλε να φωτίσει όλη του τη ζωή. Του έδωσε µια
ακατανίκητη πεποίθηση. Τον έκανε πράο και αδάµαστο. Κατέστησε τη
σκέψη του αδαµάντινη ασπίδα και το λόγο του φωτεινή ροµφαία.
Άλλωστε, η µυστικοπαθής αυτή ζωή, η βαθιά κρυµµένη, ενωνόταν
σε αυτόν τον έφηβο µε µια τέλεια διαύγεια ως προς τα αντικείµενα της
πραγµατικής ζωής. Ο Λουκάς µάς τον παρουσιάζει σε ηλικία δώδεκα
ετών “αυξανόµενον εις δύναµιν, εις χάριν και εις σοφίαν”. Η
θρησκευτική συνείδηση υπήρξε στον Ιησού έµφυτο πράγµα, απολύτως
ανεξάρτητο από τον εξωτερικό κόσµο. Η προφητική και µεσσιανική
συνείδησή του δεν µπόρεσε να ξυπνήσει παρά µόνο µε τη σύγκρουση
προς τον εξωτερικό κόσµο, µε το θέαµα της εποχής του και τέλος µε
µια ειδική µύηση και µε µια εσωτερική διεργασία. Τχνη σχετικά
βρίσκονται στα Ευαγγέλια και αλλού.
Η πρώτη µεγάλη συγκίνηση τού ήρθε κατά το πρώτο εκείνο ταξίδι
του στην Ιερουσαλήµ µαζί µε τους γονείς του, για το οποίο µιλάει ο
Λουκάς. Η πόλη αυτή, η υπερηφάνεια του Ισραήλ, είχε γίνει το κέντρο
των εβραϊκών φιλοδοξιών. Οι δυστυχίες της δεν είχαν συντελέσει παρά
στο να διεγείρουν τα πνεύµατα. Θα έλεγε κανείς ότι όσο περισσότεροι
τάφοι συσσωρεύονταν εκεί µέσα, τόσο περισσότερη ελπίδα έβγαινε
από εκεί. Στα χρόνια των Σελευκιδών και των Μακκαβαίων η
Ιερουσαλήµ είχε υποστεί τροµερές πολιορκίες από τον Πο- µπήιο και
τέλος από τον Ηρώδη. Το αίµα είχε τρέξει ποτάµι· οι ρωµαϊκές
λ ε γε ώ ν ε ς ε ί χα ν κα τ α σ φ ά ξ ε ι τ ο λ α ό σ τ ο υ ς δ ρ ό µ ο υ ς · α θ ρ ό ε ς
σταυρώσεις είχαν λερώσει τους λόφους µε καταχθόνιες σκηνές.
Ύστερα από τόσες φρικαλεότητες, υστέρα από την ταπείνωση της
ρωµαϊκής κατοχής, αφού απο- δεκάτισε το Συνέδριο και κατάντησε
τον αρχιερέα να µην είναι πια παρά ένας τρεµάµενος δούλος, ο
Ηρώδης, σαν να ήθελε να ειρωνευτεί, είχε ανοικοδοµήσει το ναό µε
ακόµη µεγαλύτερη µεγαλοπρέπεια από το Σολοµώντα. Μολαταύτα,
η Ιερουσαλήµ εξακολουθούσε να είναι η αγία πόλη. Ο Ησαΐας, τον
οποίο ο Ιησούς διάβαζε κατά προτίµηση, δεν την είχε ονοµάσει
“µνηστή ενώπιον της οποίας θα γονατίσουν οι λαοί”; Είχε πει: “Θα
ονοµάζουν τα τείχη σου Σωτηρία και τις πύλες σου Αίνον! Και τα
έθνη θα βαδίζουν προς το φως που θα υψωθεί επάνω σου!” (Ησαΐας,
60, 3 και 18). Το όνειρο όλων των Εβραίων ήταν να δουν την
Ιερουσαλήµ και το ναό του Ιεχωβά, προπάντων αφότου η Ιουδαία
είχε γίνει ρωµαϊκή επαρχία. Έρχονταν εκεί από την Περαία, από τη
Γαλιλαία, από την Αλεξάνδρεια και τη Βαβυλώνα. Καθ’ οδόν, στην
έρηµο, κάτω απ’ τους φοίνικες, κοντά στα πηγάδια, παντού έψελναν
ψαλµούς, στέναζαν για τους ιερούς περιβόλους του Αιωνίου,
γύρευαν µε τα µάτια τους το λόφο της Σιών.
Ένα παράξενο αίσθηµα καταπίεσης θα κυρίευσε την ψυχή του Ιησού
όταν παρατήρησε, στο πρώτο του ταξίδι, την πόλη µε τα τροµερά της
τείχη, καθισµένη επάνω στο βουνό σαν ένα θλιβερό φρούριο· όταν
είδε το ρωµαϊκό αµφιθέατρο του Ηρώδη στις πύλες της· τον πύργο
Αντωνία να δεσπόζει στο ναό· όταν είδε Ρωµαίους στρατιώτες, µε τη
λόγχη ανά χείρας, να τον φυλάν από ψηλά. Ανέβηκε τα σκαλιά του
ναού και θαύµασε τη λαµπρότητα των µαρµαρένιων στοών του, όπου
περπατούσαν οι Φαρισαίοι ντυµένοι µε πολυτέλεια. Διέσχισε την αυλή
των εθνικών, την αυλή των γυναικών. Πλησίασε µε το πλήθος των
Ισραηλιτών στην πύλη του Νικάνορος και στο κιγκλίδωµα των τριών
πήχεων, πίσω από το οποίο έβλεπε κανείς τους ιερείς µε ιερατικά
ενδύµατα, µαβιά και πορφυρά, ν’ αστράφτουν από χρυσό και
πολύτιµους λίθους, να ιερουργούν µπροστά στο αγιαστήριο, να
θυσιάζουν τράγους και ταύρους και να ραντίζουν το λαό µε το αίµα
τους, προφέροντας κάποια ευλογία. Αυτό δεν έµοιαζε καθόλου µε το
ναό των ονείρων του, ούτε µε τον ουρανό της καρδιάς του.
Έπειτα ξανακατέβηκε στις λαϊκές συνοικές της κάτω πόλης. Είδε
ζητιάνους χλοµούς από την πείνα και µορφές αγωνιώδεις, που
αντανακλούσαν ακόµη τους τελευταίους εµφυλίους πολέµους, τα
µαρτύρια, τις σταυρώσεις. Βγαίνοντας από µια πύλη της πόλης άρχισε
να περιπλανιέται µέσα σ’ εκείνες τις πετρώδεις κοιλάδες, τις
µελαγχολικές χαράδρες, όπου βρίσκονται τα λατοµεία, τα
ιχθυοτροφεία κι οι τάφοι των βασιλιάδων και οι οποίες αποτελούν για
την Ιερουσαλήµ µια νεκρική ζώνη. Εκεί είδε τρελούς να βγαίνουν
µέσα από σπηλιές και να βλαστηµούν εναντίον νεκρών και ζωντανών.
Έπειτα, κατεβαίνοντας από µια πλατιά σκάλα στην κολυµβήθρα του
Σιλωάµ, που ήταν βαθιά σαν δεξαµενή, είδε, στην άκρη ενός
κιτρινωπού νερού, να σέρνονται λεπροί, παραλυτικοί, δυστυχισµένοι,
χτυπηµένοι από κάθε λογής πληγές. Μια ακατανίκητη ανάγκη τον
υποχρέωνε να κοιτάζει βαθιά στα µάτια τους για να πιει από εκεί µέσα
όλο τον πόνο τους. Άλλοι του ζητούσαν βοήθεια, άλλοι ήταν
µελαγχολικοί και χωρίς ελπίδα· άλλοι, αποβλακωµένοι, φαίνονταν ότι
δεν υπέφεραν πλέον. Αλλά πόσος καιρός χρειάστηκε για να
καταντήσουν έτσι;
Τότε ο Ιησούς είπε: “Σε τι χρησιµεύουν αυτός ο ναός, αυτοί οι
ιερείς, αυτοί οι ύµνοι, αυτές οι θυσίες, αφού δεν µπορούν να
γιατρέψουν όλους τούτους τους πόνους;”. Και ξαφνικά, αισθάνθηκε να
εισρέουν µέσα στην καρδιά του οι πόνοι εκείνων των ψυχών, εκείνης
της πόλης, εκείνου του λαού, όλης της ανθρωπότητας, σαν χείµαρρος
φουσκωµένος από ατέλειωτα δάκρυα. Κατάλαβε ότι όλα τέλειωσαν, ότι
έχασε πλέον µια ευτυχία που δεν µπορούσε να τη µεταδώσει και στους
άλλους. Εκείνες οι µατιές, εκείνα τα απελπισµένα βλέµµατα δε θα
έβγαιναν πια από τη µνήµη του. Θλιβερή µνηστή η ανθρώπινη Οδύνη,
βάδιζε πλάι του και του έλεγε: δε θα σε αφήσω πλέον!
Έφυγε κυριευµένος από θλίψη και αγωνία και, ενώ ξανα- γύριζε
στις φωτεινές κορυφές της Γαλιλαίος, µέσ’ από την καρδιά του βγήκε
η βαθιά αυτή κραυγή: Ουράνιε Πατέρα!... Θέλω να µάθω! Θέλω να
γιατρέψω! Θέλω να σώσω!


3. Οι Εσσαίοι - Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής - Ο πειρασµός


ΕΚΕΊΝΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΝΩΡΊΣΕΙ δεν µπορούσε να το µάθει παρά µόνο
κοντά στους Εσσαίους.
Οι Ευαγγελιστές τήρησαν απόλυτη σιγή ως προς τις πράξεις και τις
κινήσεις του Ιησού πριν από τη συνάντησή του µε τον Ιωάννη το
Βαπτιστή, από την οποία, σύµφωνα µ’ αυτούς, κατανόησε κατά
κάποιον τρόπο την αποστολή του. Αµέσως µετά εµφανίζεται στη
Γαλιλαίο µε µια έτοιµη διδασκαλία, µε την πεποίθηση ενός προφήτη
και µε τη συνείδηση ενός Μεσαία. Αλλά όµως είναι προφανές ότι πριν
από την τολµηρή αυτή και προκαθορισµένη έναρξη προηγήθηκε µια
µεγάλη ανάπτυξη και µια αληθινή µύηση. Και δεν είναι λιγότερο
βέβαιο ότι η µύηση αυτή θα συντελούνταν κοντά στη µοναδική
κοινωνία που διατηρούσε τότε, µαζί µε τον Ισραήλ, τις αληθινές
παραδόσεις, σε συνδυασµό µε το είδος της ζωής των προφητών.
Ως προς αυτό δεν υπάρχει καµία αµφιβολία για όσους, επιλέγοντας
ένα κριτήριο υψηλότερο από την πρόληψη του ξερού γράµµατος και τη
µ η χα ν ι κ ή µ α ν ί α τ ο υ ε γ γ ρ ά φ ο υ , τ ο λ µ ο ύ ν ν α α ν α κα λύ ψ ο υ ν τ η ν
αλληλουχία των πραγµάτων µέσω του πνεύµατός τους. Αυτό προβάλλει
όχι µόνο από τη στενή σχέση που υπάρχει µεταξύ της διδασκαλίας του
Ιησού και αυτής των Εσσαίων, αλλά ακόµη και από την ίδια τη σιωπή,
την οποία και ο Ιησούς και οι δικοί του τήρησαν ως προς την αίρεση
αυτή. Γιατί άραγε αυτός, που δήθεν επικρίνει µε απαράµιλλη
ελευθερία όλες τις θρησκευτικές µερίδες του καιρού του, ποτέ του δεν
κατονοµάζει τους Εσσαίους; Γιατί, επίσης, ούτε οι απόστολοι ούτε οι
Ευαγγελιστές δε µιλούν γι’ αυτούς; Φανερά, γιατί θεωρούν τους
Εσσαίους σαν δικούς τους, γιατί είναι ενωµένοι µαζί τους µε τον όρκο
των Μυστηρίων και γιατί η αίρεση εκείνη συγχωνεύθηκε µε την
αίρεση των Χριστιανών.
Το τάγµα των Εσσαίων αποτελούσε την εποχή του Ιησού το
τελευταίο λείψανο των αδελφοτήτων εκείνων των προφητών, τις
οποίες είχε οργανώσει ο Σαµουήλ. Ο δεσποτισµός των κυρίαρχων της
Παλαιστίνης, η ζηλοτυπία ενός φιλόδοξου και δουλοπρεπούς ιερατείου
τούς είχε ωθήσει στην αποµόνωση και τη σιγή. Δεν πάλευαν πια όπως
οι προκάτοχοί τους, αλλά αρκούνταν να διατηρούν την παράδοση.
Είχαν δύο κύρια κέντρα: το ένα στην Αίγυπτο, δίπλα στις όχθες της
Λίµνης Μαρεώτιδας, το άλλος στην Παλαιστίνη, στο Εγκαδί, δίπλα
στην ακτή της Νεκρής Θάλασσας. Το ίδιο το όνοµα “Εσσαίοι”, που το
είχαν πάρει µόνοι τους, προερχόταν από τη συριακή λέξη: Άσαϊα, που
θα πει “γιατροί” ή “θεραπευ-
τές”· κι αυτό γιατί, στα µάτια του απλού λαού, το µόνο γνωστό
επάγγελµά τους ήταν να γιατρεύουν τις ασθένειες, τις φυσικές και τις
ηθικές.
“Μελετούσαν µε µεγάλη προσοχή”, λέει ο Ιώσηπος, “µερικά ιατρικά
συγγράµµατα, τα οποία πραγµατεύονταν τις απόκρυφες αρετές των
φυτών και των ορυκτών” 143 . Μερικοί από αυτούς κατείχαν το δώρο της
προφητείας, όπως ο Μεναχήµ, ο οποίος είχε προαναγγείλει στον
Ηρώδη ότι θα βασίλευε. “Υπηρετούν το Θεό”, λέει ο Φίλωνας, “µε
µεγάλη ευσέβεια, όχι προσφέροντας σε αυτόν θύµατα, αλλά
αγιάζοντας το πνεύµα τους. Αποφεύγουν τις πόλεις και παραδίδονται
στις ειρηνικές τέχνες. Ούτε ένας δούλος δεν υπάρχει σ’ αυτούς. Είναι
όλοι τους ελεύθεροι και εργάζονται ο ένας για τον άλλο”. 144
Οι κανονισµοί του τάγµατος ήταν αυστηροί. Για να µπεις σ’ αυτό,
χρειαζόταν µαθητεία ενός έτους. Αν ο υποψήφιος είχε αρκετές
αποδείξεις εγκράτειας, γινόταν αποδεκτός στις καθαρτήριες πλύσεις,
χωρίς όµως να έρθει σε επαφή µε τους δασκάλους του τάγµατος.
Χρειαζόταν ακόµη δύο χρόνια δοκιµασιών για να γίνει δεκτός στην
αδελφότητα. Ορκίζονταν “µε τροµερούς όρκους” να τηρήσουν τα
καθήκοντα του τάγµατος και να µην προδώσουν κανένα από τα
µυστικά του. Τότε µόνο έπαιρνε κανείς µέρος στα κοινά δείπνα, τα
οποία εορτάζονταν µε µεγάλη επισηµότητα και αποτελούσαν την
εσωτερική λατρεία των Εσσαίων. Θεωρούσαν ιερό το ένδυµα που
φορούσαν στη διάρκεια αυτών των δείπνων, και το έβγαζαν πριν
ξαναρχίσουν την εργασία τους.
Οι αδελφικές αυτές αγάπες, η πρώτη µορφή του Δείπνου που
καθιέρωσε ο Ιησούς, άρχιζαν και τελείωναν µε την προσευχή. Εκεί
διδόταν η πρώτη ερµηνεία των ιερών βιβλίων του Μωυσή και των
προφητών. Αλλά όµως, στην εξήγηση των κειµένων, καθώς και στη
µύηση, υπήρχαν τρία νοήµατα και τρεις βαθµοί. Πολύ λίγοι έφταναν
στον ανώτερο βαθµό. Όλα αυτά µοιάζουν καταπληκτικά µε την
οργάνωση των Πυθαγορείων 145 , είναι όµως βέβαιο ότι αυτή ήταν
σχεδόν η ίδια στους αρχαίους προφήτες, γιατί τη συναντάµε παντού
όπου υπήρξε η µύηση.
Ας προσθέσουµε ότι οι Εσσαίοι δίδασκαν το ουσιώδες δόγµα της
προΰπαρξης της ψυχής, που είναι η συνέπεια και ο λόγος της
αθανασίας της: “Η ψυχή”, έλεγαν, “που κατεβαίνει από τον πλέον
λεπτό αιθέρα και που προσελκύεται µέσα στο σώµα από κάποια
φυσική γοητεία, µένει µέσα εκεί όπως
µέσα σε µια φυλακή. Όταν ελευθερώνεται από τα δεσµά του
σώµατος µετά από µια µακρόχρονη δουλεία, πετά και φεύγει
χαρούµενη”. (Ιώσψιος, Ιουδ. Αρχ. Β, 8).
Σ τ ο τ ά γ µ α τ ω ν Ε σ σ α ί ω ν , ο ι κ α θ α υ τ ό α δ ε λ φ ο ί ζο ύ σ α ν σ ε
κοινοκτηµοσύνη αγαθών και σε αγαµία, σε αποµακρυσµένους τόπους,
καλλιεργώντας τη γη και ανατρέφοντας κάποτε ξένα παιδιά. Όσον
αφορά τους έγγαµους Εσσαίους, αυτοί αποτελούσαν ένα είδος τρίτης
τάξης, που συγγένευε µε και ήταν υποταγµένη στην άλλη. Τους
έβλεπες εδώ κι εκεί να εξα- σκοΰν τις ειρηνικές τέχνες, σιωπηλοί,
γλυκοί και σοβαροί. Υφαντές, ξυλουργοί, αµπελουργοί ή κηπουροί,
ποτέ όµως οπλοποιοί, ούτε έµποροι. Σκορπισµένοι σε µικρές οµάδες
σε όλη την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και µέχρι το βουνό Χορέβ,
παρείχαν στους άλλους την πιο τέλεια φιλοξενία. Έτσι, θα δούµε τον
Ιησού και τους µαθητές του να ταξιδεύουν από πόλη σε πόλη, από
επαρχία σε επαρχία, πάντα βέβαιοι ότι θα έβρισκαν στέγη. “Οι
Εσσαίοι”, λέει ο Ιώσηπος, “ήταν άνθρωποι παραδειγµατικής
ηθικότητας. Έβαζαν τα δυνατά τους για να καταπνίγουν κάθε πάθος
και κάθε κίνηµα θυµού. Πάντα ήταν καλοπροαίρετοι στις σχέσεις τους,
ειρηνικοί και πολύ καλόπιστοι. Ο λόγος τους είχε περισσότερη ισχύ
από όρκο και γι’ αυτό θεωρούσαν τον όρκο στην καθηµερινή τους ζωή
σαν ένα πράγµα περιττό και σαν επιορκία. Προτιµούσαν να υποµένουν
µε θαυµάσια γενναιοψυχία και µε το χαµόγελο στα χείλη τα
σκληρότερα βασανιστήρια, παρά να παραβιάσουν το πιο ασήµαντο
θρησκευτικό παράγγελµα”.
Ο Ιησούς, αδιάφορος προς την εξωτερική ποµπή της λατρείας της
Ιερουσαλήµ, απωθηµένος από τη σκληρότητα των Σαδδουκαίων, από
τη φαρισαϊκή υπερηφάνεια και από το δασκαλισµό και την ξηρότητα
της Συναγωγής, προσελκύθηκε από τους Εσσαίους από µια φυσική
συγγένεια 146 . Ο πρόωρος θάνατος του Ιωσήφ κατέστησε εντελώς
ελεύθερο το γιο της Μαρίας, ο οποίος είχε ήδη ανδρωθεί. Οι αδελφοί
του µπόρεσαν να συνεχίσουν το επάγγελµα του πατέρα του και να
συντηρήσουν την οικογένεια. Η µητέρα του τον άφησε να φύγει κρυφά
για το Εγκαδδί. Όταν έγινε δεκτός σαν αδελφός, και µάλιστα σαν ένας
εκλεκτός, γρήγορα θα απέκτησε πάνω και σ’ αυτούς ακόµη τους
δασκάλους του µια ακατανίκητη επιρροή, µε τις ανώτερές του
ικανότητες, µε τη φλογερή του φιλευσπλαχνία και µε εκείνο το κάτι τι
το θεϊκό που ήταν δια- χυµένο πάνω σε όλη του την ύπαρξη. Αλλά
ταυτόχρονα έλα-
βε από αυτούς εκείνο που µόνο οι Εσσαίοι µπορούσαν να του
δώσουν: την εσωτερική παράδοση των προφητών και, µέσω αυτής, το
δικό του ιστορικό και θρησκευτικό προσανατολισµό.
Κατάλαβε την άβυσσο που χώριζε την επίσηµη εβραϊκή διδασκαλία
από την αρχαία σοφία των µυηµενων, η οποία είναι η αληθινή µητέρα
των θρησκειών αλλά καταδιώκεται πάντα από το Σατανά, δηλαδή από
το πνεύµα του Κακού, το πνεύµα του εγωισµού, του µίσους και της
άρνησης, ενωµένο µε την απόλυτη πολιτική εξουσία και µε την
αγυρτεια του κλήρου. Έµαθε ότι η Γένεση περιείχε, κάτω από τη
σφραγίδα του συµβολισµού της, µια θεογονία και µια κοσµογονία τόσο
αποµακρυσµένες από το γραµµατικό της νόηµα, όσο είναι
αποµακρυσµένη η πιο βαθιά επιστήµη από τον πιο παιδικό µύθο.
Διέκρινε τις ηµέρες του Ελοΐµ πίσω από την αιώνια δηµιουργία για την
εκπόρευση των στοιχείων και το σχηµατισµό των κόσµων· πίσω από
τις γεννήσεις του Αδάµ, τη γέννηση των µετέωρων ψυχών και την
επάνοδό τους στο Θεό, µέσω των προοδευτικών υπάρξεων. Έµεινε
κατάπληκτος από το µεγαλείο της σκέψης του Μωυσή, ο οποίος
θ έ λη σ ε ν α π ρ ο ε τ ο ι µ ά σ ε ι τ η θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ή ε ν ό τ η τ α τ ω ν ε θ ν ώ ν ,
δηµιουργώντας τη λατρεία του µοναδικού Θεού και ενσαρκώνοντας
την ιδέα αυτή µέσα σ’ ένα λαό.
Στη συνέχεια, του µετέδωσαν τη διδασκαλία του θείου Λόγου, την
οποία είχαν ήδη διδάξει ο Κρίσνα στην Ινδία, οι ιερείς του Όσιρι στην
Αίγυπτο, ο Ορφέας και ο Πυθαγόρας στην Ελλάδα, και η οποία ήταν
γνωστή στους προφήτες µε το όνοµα “Μυστήριο του Υιού του
Ανθρώπου και του Υιού του Θεού”.
Σύµφωνα µε τη διδασκαλία αυτή, η υψηλότερη εκδήλωση του Θεού
είναι ο Άνθρωπος, ο οποίος µε τη σύστασή του, µε τη µορφή του, µε τα
όργανα και µε τη διάνοιά του, είναι η εικόνα του παγκόσµιου Όντος
και κατέχει τις ιδιότητές του. Αλλά όµως, στη γήινη εξέλιξη της
ανθρωπότητας, ο Θεός είναι µε αυτόν τον τρόπο διαχυµένος,
κοµµατιασµένος και ακρωτηριασµένος µέσα στην πολλαπλότητα των
ανθρώπων και της ανθρώπινης ατέλειας. Υποφέρει, αναζητά τον εαυτό
του, αγωνίζεται µέσα σ’ αυτήν. Είναι ο Υιός του Ανθρώπου. Ο τέλειος
άνθρωπος, ο Άνθρωπος-Τύπος, που είναι η βαθύτερη σκέψη του Θεού,
µένει κρυµµένος µέσα στην απέραντη άβυσσο του πόθου του και της
δύναµής του. Ωστόσο, σε ορι-
σµένες εποχές, όταν πρόκειται να αποσπαστεί η ανθρωπότητα από
ένα βάραθρο, να περισυλλέγει για να πάει ψηλότερα, τότε ένας
Εκλεκτός ταυτίζεται µε τη θεότητα, την έλκει προς τον εαυτό του µε
τη Δύναµη, τη Σοφία και την Αγάπη και τη φανερώνει πάλι στους
ανθρώπους. Και τότε αυτή, µε την αρετή και την πνοή του Πνεύµατος,
είναι τελείως παρούσα µέσα σ’ αυτόν. Ο Υιός του ανθρώπου γίνεται ο
Υιός του Θεού και ο ζωντανός του λόγος.
Σε άλλες εποχές και σε άλλους λαούς, υπήρξαν ήδη υιοί του Θεού.
Αλλά από το Μωυσή και µετά, κανείς πια τέτοιος δεν αναφάνηκε στον
Ισραήλ. Όλοι οι προφήτες περίµεναν αυτόν το Μεσσία. Οι
Οραµατιστές µάλιστα έλεγαν ότι αυτή τη φορά θα ονοµάζεται Υιός της
Γυναίκας, της ουράνιας Τ- σιδας, του θείου φωτός, που είναι η
Σύζυγος του Θεού, γιατί το φως της Αγάπης θα λαµποκοπούσε µέσα σ’
αυτόν παραπάνω απ’ όλα τα άλλα, µε µια αστραφτερή λάµψη που
όµοιά της δεν είχε ακόµη γνωρίσει η γη.
Τα κ ρ υ φ ά α υ τ ά π ρ ά γ µ α τ α π ο υ ο π α τ ρ ι ά ρ χ η ς τ ω ν Ε σ σ α ί ω ν
αποκάλυπτε στο νεαρό Γαλιλαίο, κοντά στις έρηµες ακρογιαλιές της
Νεκρής Θάλασσας, µέσα στη µοναξιά του Εγκαδδί, του φαίνονταν
θαυµαστά µαζί και γνωστά. Με µοναδική συγκίνηση άκουσε τον
αρχηγό του τάγµατος να του δείχνει και να του σχολιάζει τα λόγια
αυτά, που τα διαβάζουµε ακόµη και σήµερα στο βιβλίο του Ενώχ:
“Από την αρχή, ο Υιός του Ανθρώπου ήταν µέσα στο µυστήριο. Ο
Ύψιστος τον κρατούσε κοντά στη δύναµη του και τον φανέρωσε στους
εκλεκτούς του. Αλλά όµως θα τροµάξουν οι βασιλείς και θα
κατεβάσουν το κεφάλι τους µέχρι τη γη και φόβος θα τους κυριεύσει,
όταν θα δουν τον γιο της γυναίκας πάνω στο θρόνο της δόξας του...
Τότε ο Εκλεκτός θα φωνάξει όλες τις δυνάµεις του ουρανού, όλους
τους αγίους από πάνω και τη δύναµη του Θεού. Τότε τα Χερουβείµ, τα
Σεραφείµ, τα Ορφανείµ, όλοι οι άγγελοι της δύναµης, όλοι οι άγγελοι
του Κυρίου, δηλαδή του Εκλεκτού και της άλλης δύναµης, οι οποίοι
υπηρετούν πάνω στη γη και πάνω από τα νερά, θα υψώσουν τη φωνή
τους” 147 .
Σ’ αυτές τις αποκαλύψεις, τα λόγια των προφητών, που εκατό φορές
τα είχε διαβάσει και τα είχε συλλογιστεί, έλαµ- ψαν τα µάτια του
Ναζωραίου µε νέες λάµψεις, βαθιές και τροµερές, σαν αστραπές τη
νύχτα. Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο Εκλεκτός και πότε θα ερχόταν στον
Ισραήλ;
Ο Ιησούς πέρασε πολλά χρόνια κοντά στους Εσσαίους. Υ-
ποβλήθηκε στην πειθαρχία τους, µελέτησε µαζί τους τα µυστικά της
φύσης και εξασκήθηκε στην απόκρυφη θεραπευτική. Δάµασε
ολοκληρωτικά.τις αισθήσεις του, για να αναπτύξει το πνεύµα του.
Δεν περνούσε µέρα που να µη συλλογιζόταν τα πεπρωµένα της
α ν θ ρ ω π ό τ η τ α ς κα ι ν α µ η δ ι ε ρ ω τ ά τ α ι ο ί δ ι ο ς . Κα ι ή τ α ν
αξιοµνηµόνευτή νύχτα, για το τάγµα των Εσ- σαίων και για το νέο
του µύστη, η νύχτα εκείνη κατά την οποία ο Ιησούς έλαβε, µέσα σε
βαθιά µυστικότητα, την ανώτερη µύηση του τέταρτου βαθµού, τη
µύηση εκείνη που δεν την έδιναν παρά µόνο στην ειδική περίπτωση
µιας προφητικής αποστολής, την οποία ήθελε να αναλάβει ο
αδελφός και την οποία επιβεβαίωναν οι Παλαιοί.
Μαζεύονταν τότε µέσα σε ένα σπήλαιο, που ήταν σκαµµένο στο
εσωτερικό του βουνού σαν µια ευρύχωρη αίθουσα και είχε ένα βωµό
και πέτρινα καθίσµατα. Ο αρχηγός του τάγµατος ήταν εκεί µαζί µε
µερικούς Παλαιούς. Κάποτε, δυο ή τρεις Εσσαίες, προφήτισσες
µυηµένες, γίνονταν επίσης δεκτές στη µυστηριώδη τελετουργία.
Κρατούσαν λαµπάδες και βάγια, χαιρετούσαν το νέο µυηµένο, ντυµένο
µε λευκά λινά, ως “το Σύζυγο και το Βασιλιά”, που τον είχαν
προαισθανθεί και που τον έβλεπαν ίσως για τελευταία φορά! Έπειτα, ο
αρχηγός του τάγµατος, ο οποίος συνήθως ήταν ένας γέρος εκατό
χρόνων (ο Ιώσηπος λέει ότι ο Εσσαίοι ζούσαν πάρα πολύ), του
παρουσίαζε το χρυσό δισκοπότηρο, σύµβολο της υπέρτατης µύησης, το
οποίο περιείχε τον οίνο της αµπέλου του Κυρίου, σύµβολο της θείας
έµπνευσης. Μερικοί έλεγαν ότι ο Μωησής είχε πιει απ’ αυτό µαζί µε
τους εβδοµήντα. Άλλοι µάλιστα ισχυρίζονταν ότι ανερχόταν µέχρι τον
Αβραάµ, ο οποίος έλαβε από τον Μελχισεδέκ την ίδια αυτή µύηση, µε
τα είδη του άρτου και του οίνου (Γένεση, 14, 18).
Ποτέ ο Παλαιός δεν παρουσίαζε το ποτήρι παρά µόνο στον άνθρωπο
εκείνο στον οποίο είχε αναγνωρίσει µε βεβαιότητα τα σηµεία µιας
προφητικής αποστολής. Αλλά την αποστολή αυτή κανένας δεν
µπορούσε να του την προσδιορίσει. Όφειλε να τη βρει µόνος του. Γιατί
αυτός είναι ο νόµος των µυηµένων: τίποτε “εκ των έξω”, όλα “εκ των
έσω”. Από τότε ήταν ελεύθερος, κύριος των πράξεων του,
ελευθερωµένος από το τάγµα, ιεροφάντης αυτός ο ίδιος, παραδοµένος
στον άνεµο του Πνεύµατος, που µπορούσε να τον ρίξει µέσα στο
βάραθρο ή να τον µεταφέρει πάνω στις κορυφές, πάνω από τη ζώνη
των βασάνων και των ιλίγγων.
Όταν, υστέρα από τους ψαλµούς, τις προσευχές και τα µυσταγωγικά
λόγια του Παλαιού, ο Ναζωραίος έπιασε το ποτήρι, µια θαµπή ακτίνα
της αυλής, γλιστρώντας µέσα από µια σχισµάδα του βουνού,
διαπέρασε τρεµουλιάζοντας τις λαµπάδες και τα λευκά φορέµατα των
νεαρών Εσσαίων γυναικών. Και αυτές επίσης τις έπιασε ρίγος, όταν η
ακτίνα έπεσε πάνω στον ωχρό Γαλιλαίο. Γιατί µια µεγάλη θλίψη
φάνηκε πάνω στο ωραίο του πρόσωπο. Το αφηρηµένο του βλέµµα
πήγαινε τάχα προς τους αρρώστους του Σιλωάµ· και µέσα στο βάθος
εκείνου του πόνου, του πάντοτε παρόντος, µήπως διέβλεπε ήδη το
δρόµο του;
Λοιπόν, εκείνο τον καιρό ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κυρηττε στον
Ιορδάνη. Δεν ήταν Εσσαίος, αλλά ένας λαϊκός προφήτης από τη
ρωµαλέα φυλή του Ιούδα. Σπρωγµένος στην έρηµο από µια άγρια
ευσέβεια, είχε διαγάγει εκεί την πιο σκληρή ζωή µέσα σε προσευχές,
νηστείες και σκληραγωγίες. Πάνω στο γυµνό του δέρµα, που το είχε
ψήσει ο ήλιος, φορούσε εν είδει τρίχινου χιτώνα ένα ένδυµα πλεγµένο
από τρίχωµα καµήλας, ως σηµείο της µετάνοιας που ήθελε να επιβάλει
ο ίδιος στον εαυτό του και το λαό του. Διότι ένιωθε βαθιά το
κατάντηµα του Ισραήλ και περίµενε την απολύτρωση. Φανταζόταν,
κατά την ιουδαϊκή ιδέα, ότι ο Μεσαίας θα ερχόταν εντός ολίγου ως
εκπαιδευτής και ως δικαστής· ότι σαν άλλος Μακκαβαίος θα ξεσήκωνε
το λαό, θα έδιωχνε τους Ρωµαίους, θα τιµωρούσε όλους τους ενόχους
και ότι έπειτα θα εισερχόταν θριαµβευτικά στην Ιερουσαλήµ και θα
επανίδρυε το βασίλειο του Ισραήλ πάνω απ’ όλους τους λαούς, εν
ειρήνη και δικαιοσύνη. Ανήγγελλε στα πλήθη την προσεχή έλευση του
Μεσσία και πρόσθετε ότι έπρεπε να παρασκευάζονται γι’ αυτή µε τη
µετάνοια της καρδιάς.
Έχοντας δανειστεί από τους Εσσαίους το έθιµο των καθαρµών και
µεταβάλλοντάς το κατά το δικό του τρόπο, είχε επινοήσει το βάπτισµα
στον Ιορδάνη, ως ένα ορατό σύµβολο, ως µια δηµόσια εκπλήρωση της
εσωτερικής κάθαρσης που απαιτούσε. Η νέα αυτή τελετή, το σφοδρό
αυτό κήρυγµα ενώπιον απειράριθµου όχλου, µέσα στο περιβάλλον της
ερήµου, απέναντι από τα ιερά νερά του Ιορδάνη, ανάµεσα από τα
τραχιά βουνά της Ιουδαίας και της Περαίας, έκανε εντύπωση στη
φαντασία και προσείλκυε τα πλήθη. Θύµιζε τις ένδοξες µέρες των
παλαιών προφητών έδινε στο λαό αυτό που δεν έβρισκαν οι άνθρωποι
στο ναό: τον εσωτερικό συγκλονι-
σµό και, ύστερα απ’ τον τρόµο της µετάνοιας, µια αόριστη κι
υπέρµετρη ελπίδα.
Απ’ όλα τα σηµεία της Παλαιστίνης —και από ακόµη µα- κρυτερα,
µάλιστα— έτρεχαν για να ακούσουν τον άγιο της ερήµου, ο οποίος
ανήγγελλε το Μεσσία. Τα πλήθη, προσελκυ- µένα από τη φωνή του,
έµεναν εκεί κατασκηνωµένα ολόκληρες εβδοµάδες, για να τον ακούν
κάθε µέρα, και δεν ήθελαν πια να φύγουν, περιµένοντας να φανεί ο
Μεσαίας. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν έτοιµοι να πάρουν τα όπλα υπό την
αρχηγία του, για να ξαναρχίσουν τον ιερό πόλεµο. Ο Ηρώδης Αντί- πας
και οι ιερείς είχαν αρχίσει να ανησυχούν από τη λαϊκή αυτή κίνηση.
Άλλωστε, τα σηµεία των καιρών ήταν σοβαρά. Ο Τιβέριος, ηλικίας
εβδοµήντα τεσσάρων ετών, τελείωνε τις ηµέρες του εν µέσω των
ακολασιών της Καπρέας* ο Πόντιος Πιλάτος διπλάσιαζε τις βιαιότητες
εναντίον των Ιουδαίων- στην Αίγυπτο, οι ιερείς είχαν αναγγείλει ότι ο
φοίνικας έµελλε να αναγεννηθεί από την τέφρα του 148 .
Ο Ιησούς, ο οποίος ένιωθε να µεγαλώνει εσωτερικά η προφητική
αποστολή του, αλλά όµως αναζητούσε ακόµα το δρόµο του, ήρθε και
αυτός στην έρηµο του Ιορδάνη, µαζί µε µερικούς Εσσαίους αδερφούς,
που τον ακολουθούσαν ήδη ως δάσκαλο. Θέλησε να δει το Βαπτιστή,
να τον ακούσει και να υποβληθεί στο δηµόσιο βάπτισµα. Επιθυµούσε
να εισέλθει στη σκηνή µε µία πράξη ταπεινοσύνης και σεβασµού
απέναντι στον προφήτη, ο οποίος τολµούσε να υψώνει τη φωνή του
εναντίον των ισχυρών της ηµέρας και να ξυπνά από τον ύπνο της την
ψυχή του Ισραήλ.
Είδε τον τραχύ ασκητή, γεµάτο τρίχες και µακριά µαλλιά, µε το
λιονταρίσιο κεφάλι του οραµατιστή, όρθιο µέσα σ’ έναν ξύλινο
άµβωνα, κάτω από µια χοντροκαµωµένη σκηνή, που ήταν σκεπασµένη
µε κλαριά και µε τοµάρια γιδιών. Τριγύρω του, ανάµεσα από τα λιγνά
δεντράκια της ερήµου, ήταν αµέτρητος όχλος που κατασκήνωνε:
τελώνες, στρατιώτες του Ηρώδη, Σαµαρείτες, λευίτες της Ιερουσαλήµ,
Ιδουµαίοι µε τα κοπάδια τους από πρόβατα, ακόµη και Άραβες, που
εχαν σταµατήσει εκεί µε τις καµήλες τους, τις σκηνές και τα
καραβάνια τους εξαιτίας “της φωνής που βοούσε µέσα στην έρηµο”.
Κι η βροντερή αυτή φωνή κυλούσε πάνω σ’ εκείνα τα πλήθη. Έλεγε:
“Διορθωθείτε, ετοιµάστε το δρόµο του Κυρίου, κάµετε ίσια τα
µονοπάτια του”. Ονόµαζε τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους
“γεννήµατα εχιδνών”. Πρόσθετε
ότι “ο πέλεκυς είναι ήδη βαλµένος στη ρίζα των δέντρων” κι έλεγε για
το Μεσαία: “Εγώ δε σας βαπτίζω παρά µε νερό, αλλά εκείνος θα
σας βαπτίσει µε φωτιά”.
Κατόπιν, κατά τη δΰση του ηλίου, ο Ιησούς είδε τις λαϊκές εκείνες
µάζες να στριµώχνονται κατά το µέρος ενός ορµίσκου, στις όχθες του
Ιορδάνη, και είδε µίσθαρνους του Ηρώδη και άλλους φαυλόβιους να
σκΰβουν τις τραχιές τους ράχες κάτω από το νερό που τους έχυνε ο
Βαπτιστής. Πλησίασε και αυτός. Ο Ιωάννης δε γνώριζε τον Ιησού, δεν
ήξερε τίποτα γι’ αυτόν, αλλά όµως αναγνώρισε τον Εσσαίο από το λινό
του χιτώνα. Τον είδε, χαµένο µέσα στον όχλο, να κατεβαίνει στο νερό
ως τη µέση και να σκύβει ταπεινά για να δεχτεί το ρά- ντισµα. Όταν ο
νεοφώτιστος σηκώθηκε, το τροµερό βλέµµα του άγριου ιεροκήρυκα κι
η µατιά του Γαλιλαίου συναντήθηκαν. Ο άνθρωπος της ερήµου
σκίρτησε υπό την επήρεια της ακτίνας εκείνης, που είχε µια θαυµαστή
πραότητα, και τα λόγια αυτά του ξέφυγαν ακούσια: “Μήπως είσαι συ ο
Μεσσί- ας;” 149 . Ο µυστηριώδης Εσσαίος δεν απάντησε τίποτα, αλλά
γέρνοντας το συλλογισµένο του κεφάλι και σταυρώνοντας τα χέρια του
πάνω στο στήθος του, ζήτησε από το Βαπτιστή την ευλογία του. Ο
Ιωάννης ήξερε ότι η σιγή ήταν ο νόµος των νεοφώτιστων Εσσαίων.
Άπλωσε µε επισηµότητα τα δυο του χέρια. Έπειτα, ο Ναζωραίος
εξαφανίστηκε µαζί µε τους συντρόφους του ανάµεσα στα καλάµια του
ποταµού.
Ο Βαπτιστής τον είδε να φεύγει µε αµφιβολία ανάµεικτη µε µυστική
χαρά και µε βαθιά µελαγχολία. Τι ήταν η γνώση η δική του κι η
προφητική του ελπίδα µπροστά στο φως το οποίο είχε παρατηρήσει
µέσα στα µάτια του Αγνώστου, φως που φαινόταν να φωτίζει όλη του
την ύπαρξη; Α! Αν ο νεαρός και ωραίος Γαλιλαίος ήταν ο Μεσαίας, ο
Ιωάννης είχε δει τη χαρά των ηµερών του! Αλλά ο ρόλος του είχε
τελειώσει κι έµελλε να σωπάσει η φωνή του. Από εκείνη την ηµέρα
άρχισε να κηρύττει µε φωνή περισσότερο βαθιά και πιο συγκινηµέ- νη
πάνω σ’ αυτό το µελαγχολικό θέµα: “Πρέπει αυτός να µεγαλώσει κι
εγώ να µικρύνω”. Άρχισε να νιώθει την κούραση και τη θλίψη των
γερασµένων λιονταριών, που κουράστηκαν πια να µουγκρίζουν και
πλαγιάζουν σιωπηλά για να περιµένουν το θάνατο.
Μήπως ήταν ο Μεσαίας; Το ερώτηµα του Βαπτιστή αντηχούσε
επίσης και µέσα στην ψυχή του Ιησού. Αφότου είχε ανοίξει η
συνείδησή του, είχε βρει το Θεό µέσα στον εαυτό του
κι είχε βρει τη βεβαιότητα της βασιλείας των ουρανών µέσα στην
ακτινοβόλο οµορφιά των οραµατισµών του. Έπειτα, τα ανθρώπινα
βάσανα είχαν ρίξει µέσα στην καρδιά του την τροµερή κραυγή της
αγωνία τους. Οι σοφοί Εσσαίοι τού είχαν διδάξει το µυστικό των
θρησκειών και την επιστήµη των µυστηρίων* του είχαν δείξει την
πνευµατική κατάπτωση της ανθρωπότητας, την προσδοκία της για
ένα σωτήρα. Αλλά όµως, πώς να βρει τη δύναµη να την αποσπάσει
από την άβυσσο; Να που η απευθείας επίκληση του Ιωάννη του
Βαπτιστή έπεφτε µέσα στη σιγή των στοχασµών του σαν τον
κεραυνό του Σινά. Μήπως θα ήταν αυτός ο Μεσσίας;
Ο Ιησούς δεν µπορούσε να απαντήσει σε αυτό το ερώτηµα παρά
µόνο αν συγκεντρωνόταν στα µύχια της ύπαρξής του. Εξ ου και εκείνη
η αποχώρησή του, εκείνη η νηστεία των σαράντα ηµερών, που τη
συνοψίζει ο Ματθαίος υπό τη µορφή ενός συµβολικού θρύλου. Ο
Πειρασµός παριστάνει πράγµατι, στη ζωή του Ιησού, τη µεγάλη εκείνη
κρίση και την υπέρτατη εκείνη όραση της αλήθειας, από την οποία
πρέπει απα- ραιτήτως να περάσουν όλοι οι προφήτες και όλοι οι
θρησκευτικοί µύστες, προτού αρχίσουν το έργο τους.
Πιο ψηλά από το Εγκαδδί, όπου οι Εσσαίοι καλλιεργούσαν το
σουσάµι και τα αµπέλια, ένα απόκρηµνο µονοπάτι οδηγούσε σε µια
σπηλιά, που ανοιγόταν µέσα στο βουνό. Έµπαινε κανείς εκεί από δύο
δωρικούς στύλους, που ήταν σκαλισµένοι µέσα στο βράχο, όµοιοι µε
τους στύλους του Αναχω- ρητηρίου των Αποστόλων στην κοιλάδα του
Ιωσαφάτ. Εκεί έµενε κανείς κρεµασµένος πάνω από την απότοµη
άβυσσο, όπως µέσα σε µια αετοφωλιά. Στο βάθος µιας κλεισούρας
παρατηρούσε κανείς αµπελώνες και κατοικίες ανθρώπων, και
µακρύτερα, τη Νεκρά Θάλασσα, ακίνητη και σταχτιά, και τα
ερηµωµένα βουνά του Μωάβ. Οι Εσσαίοι µεταχειρίζονταν αυτό το
αναχωρητήριο για εκείνους από τους δικούς τους, οι οποίοι ήθελαν να
υποβληθούν στη δοκιµασία της µοναξιάς. Έβρισκε κανείς εκεί πολλά
συγγράµµατα προφητών, δυνα- µωτικά αρώµατα, ξηρά σύκα και λίγο
νερό, που ήταν η µόνη τροφή του ασκητή, ο οποίος ήθελε να
παραδοθεί στους στοχασµούς του. Ο Ιησούς αποσύρθηκε εκεί.
Πρώτα-πρώτα, ξαναείδε µέσα στο νου του όλο το παρελθόν της
ανθρωπότητας. Ζύγισε τη σοβαρότητα της παρούσας ώρας. Η Ρώµη
επικρατούσε και, µαζί µ’ αυτήν, υπερίσχυε εκείνο που οι Πέρσες µάγοι
είχαν ονοµάσει “βασιλεία του Α-
ριµάν” κι οι προφήτες “βασιλεία του Σατανά”, “σηµείο του
Θ η ρ ί ο υ ” , “ α π ο θ έ ω σ η τ ο υ Κ α κ ο ύ ” . Τα σ κ ό τ η κ υ ρ ί ε υ α ν τ η ν
ανθρωπότητα, την ψυχή αυτή της γης. Ο λαός του Ισραήλ είχε λάβει
από το Μωυσή τη βασιλική και ιερατική αποστολή να αντιπροσωπεύει
την αρσενική θρησκεία του Πατρός, του αγνού Πνεύµατος, να τη
διδάξει στα άλλα έθνη και να την κάνει να θριαµβεύσει. Οι βασιλείς
του κι οι ιερείς του είχαν εκπληρώσει αυτήν την αποστολή; Οι
προφήτες, που µόνο αυτοί είχαν λάβει συνείδηση της εν λόγω
αποστολής, απαντούσαν οµοφωνα: Οχι!
Ο Ισραήλ αγωνιούσε κάτω από το σφίξιµο της Ρώµης. Έπρεπε άραγε
να διακινδυνεύσει, για εκατοστή φορά, µια εξέγερση, όπως την
ονειρεύονταν ακόµα οι Φαρισαίοι, µια επανίδρυση της κοσµικής
βασιλείας του Ισραήλ µέσω της δύναµης; Έπρεπε να διακηρύξει τον
εαυτό του γιο του Δαβίδ και να φωνάξει µαζί µε τον Ησαΐα: “Θα
ποδοπατήσω τους λαούς µέσα στο θυµό µου και θα τους συσκοτίσω
µέσα στην αγανάκτησή µου και θα ανατρέψω τη δύναµή τους
καταγής”; Έπρεπε να γίνει ένας άλλος Μακκαβαίος και να κάνει να
τ ο ν ο ν ο µ ά σ ο υ ν α ρ χ ι ε ρ έ α - β α σ ι λι ά ; Ο Ι η σ ο ύ ς µ π ο ρ ο ύ σ ε ν α τ ο
αποπειραθεί. Είχε δει τον όχλο έτοιµο να εξεγερθεί στη φωνή του
Ιωάννη του Βαπτιστή κι η δύναµη που ένιωθε µέσα του ήταν ακόµη
µεγαλύτερη! Αλλά όµως, η βία δικαιολογούσε τη βία; Το σπαθί θα
έβαζε τέλος στη βασιλεία του ξίφους; Αυτό δε θα ισοδυναµούσε µε το
να δώσει νέους πόρους στις δυνάµεις του σκότους, που παραµόνευαν
τη λεία τους στη σκιά;
Δεν έπρεπε µάλλον να κάνει προσιτή αυτή την αλήθεια, η οποία
µέχρι τότε είχε παραµείνει προνόµιο µερικών ιερών αδύτων και
κάποιων σπάνιων µυηµένων, και να ανοίξει προς αυτήν τις καρδιές,
εως ότου να εισδύσει και µέσα στις διάνοιες, µέσω της εσωτερικής
αποκάλυψης και µέσω της επιστήµης; Δηλαδή να κηρύξει τη βασιλεία
των ουρανών στους απλούς, να αντικαταστήσει το βασίλειο του Νόµου
µε το βασίλειο της Χάριτος και να µεταµορφώσει στην ουσία της και
στη βάση της την ανθρωπότητα, αναγεννώντας τις ψυχές;
Αλλά σε ποιον θα απέµενε η νίκη; Στο Σατανά ή στο Θεό; Στο
πνεύµα του Κακού, που βασιλεύει µαζί µε τις φοβερές δυνάµεις της
γης, ή στο θείο πνεύµα, το οποίο βασιλεύει µέσα στις αόρατες
ουράνιες λεγεώνες και που κοιµάται µέσα στην ψυχή του ανθρώπου,
όπως η σπίθα µέσα στην τσακµακόπετρα; Και ποια θα ήταν η τύχη του
προφήτη που θα τολ-
µούσε να σχίσει το παραπέτασµα του ναού για να δείξει το άδειο
του ιερό και να αντιµετωπίσει συγχρόνως τον Ηρώδη και τον Καίσαρα;
Και όµως έπρεπε! Η ενδόµυχη φωνή δεν του έλεγε όπως στον
Ησαΐα: “Πάρε ένα µεγάλο βιβλίο και γράψε πάνω µε µια γραφίδα
ανθρώπου!”. Η φωνή του Αιωνίου φώναζε: “Σή- κω και µίλησε!”.
Επρόκειτο να βρει το ζώντα λόγο, την πίστη που µετακινεί βουνά, τη
δύναµη που σπάζει τα φρούρια.
Ο Ιησούς άρχισε να προσεύχεται µε ζέση. Τότε, τον έπια- σε µια
ανησυχία, µια ταραχή, η οποία ολοένα και µεγάλωνε. Ένιωθε πως
έχανε τη θαυµαστή ευδαιµονία της οποίας είχε τυχει και ότι βυθιζόταν
σε µια σκοτεινή άβυσσο. Ένα µαύρο σύννεφο τον περιτύλιξε. Το
σύννεφο αυτό ήταν γεµάτο από κάθε λογής σκιές. Ξεχώριζε εκεί µέσα
τις µορφές των αδερφών του, των Εσσαίων δασκάλων του, της µητέρας
του. Οι σκιές τού έλεγαν, η µία µετά την άλλη: “Απερίσκεπτε, που
θέλεις το αδύνατο! Δεν ξέρεις τι σε περιµένει! Παραιτήσου!”· η
αόρατη εσωτερική φωνή απαντούσε: “Πρέπει!”. Πάλεψε έτσι επί σειρά
ηµερών και νυκτών, άλλοτε όρθιος, άλλοτε γονατιστός, άλλοτε
πρηνής. Και η άβυσσος µέσα στην οποία κατέβαινε γινόταν ολοένα
βαθύτερη και ολοένα πυκνότερο γινόταν το σύννεφο γύρω του. Είχε
την αίσθηση ότι πλησίαζε προς κάποιο πράγµα τροµακτικό και
ακατονόµαστο.
Τέλος, περιέπεσε σε εκείνη την κατάσταση της οραµατι- κής
έκστασης, που του ήταν οικεία, και κατά την οποία το µύχιο µέρος της
συνείδησης ξυπνά, µπαίνει σε επικοινωνία µε το ζωντανό Πνεύµα των
πραγµάτων και προβάλλει πάνω στο διάφανο πανί του ονείρου τις
εικόνες του παρελθόντος και του µέλλοντος. Ο εξωτερικός κόσµος
εξαφανίζεται, τα µάτια κλείνουν. Ο Οραµατιστής παρατηρεί την
Αλήθεια µε το φως που πληµµυρίζει την ύπαρξή του και που κάνει τη
διάνοιά του πυριφλεγή εστία.
Η βροντή κύλησε* το βουνό σείστηκε ίσαµε τη ρίζα του. Στρόβιλος
ανέµου, προερχόµενος από τα βάθη των χώρων, µετέφερε τον
Οραµατιστή πάνω στην κορυφή του ναού της Ιερουσαλήµ. Στέγες και
οβελίσκοι λαµποκοπούσαν µέσα στον αέρα σαν δάσος από χρυσάφι και
ασήµι. Ύµνοι έβγαιναν µέσα από το Άγιο των Αγίων. Κύµατα
θυµιάµατος ανέβαιναν απ’ όλους τους βωµούς κι έρχονταν και
στροβιλίζονταν µπροστά στα πόδια του Ιησού. Ο λαός µε τα γιορτινά
φορέµατα γέµιζε τις στοές· εξαίσιες γυναίκες έψελναν γι’ αυ-
τόν ύµνους φλογερής αγάπης. Σάλπιγγες ηχούσαν κι εκατό χιλιάδες
φωνές κραύγαζαν: “Δόξα στο Μεσαία! Στο βασιλιά του Ισραήλ!”
“Θα είσαι εσύ αυτός ο βασιλιάς, αν θέλεις να µε λατρέψεις”, είπε
µια φωνή από τα κάτω.
“Ποιος είσαι;”, είπε ο Ιησούς.
Εκ νέου ο άνεµος τον µετέφερε, δια µέσου των χώρων, πάνω στην
κορυφή ενός βουνού. Στα πόδια του απλώνονταν τα βασίλεια της γης
µέσα σε µια χρυσωµένη λάµψη.
“Είµαι ο βασιλιάς των πνευµάτων και ο ηγεµόνας της γης”, είπε η
φωνή από τα κάτω.
“Ξέρω ποιος είσαι”, είπε ο Ιησούς. “Οι µορφές σου είναι αµέτρητες,
το όνοµά σου είναι Σατανάς. Φανερώσου µε τη γήινη µορφή σου”.
Τότε φάνηκε η εικόνα ενός εστεµµένου µονάρχη, θρονιασµένου
πάνω σε ένα σύννεφο. Ένα θαµπό στεφάνι έζωνε το αυτοκρατορικό του
κεφάλι. Η σκοτεινή µορφή του προβαλλόταν σε ένα µατωµένο φωτεινό
κύκλο, το πρόσωπό του ήταν κίτρινο κι η µατιά του σαν τη λάµψη του
τσεκουριού. Είπε:
“Είµαι ο Καίσαρ. Απλώς και µόνο σκύψε και θα σου δώσω όλα αυτά
τα βασίλεια”.
Ο Ιησούς τού είπε:
“Πίσω πειρασµέ! Είναι γραµµένο: Δε θα λατρέψεις παρά µόνο τον
Αιώνιο το Θεό σου”.
Αµέσως η οπτασία χάθηκε.
Όταν ξαναβρέθηκε µόνος του µέσα στο σπήλαιο του Ε- γκαδδί, ο
Ιησούς είπε:
“Με ποιο σηµείο θα νικήσω τις δυνάµεις της γης;
“Με το σηµείο του υιού του Ανθρώπου”, είπε µια φωνή από ψηλά.
“Δείξε µου αυτό το σύµβολο”, είπε ο Ιησούς.
Ένας λαµπρός αστερισµός φάνηκε στον ορίζοντα. Είχε τέσσερα
αστέρια σε σχήµα σταυρού. Ο Γαλιλαίος αναγνώρισε το σηµείο των
παλιών µυήσεων, που ήταν οικείο στην Αίγυπτο και διατηρούνταν από
τους Εσσαίους. Στη νεανική ηλικία του κόσµου, τα παιδιά του Ιάφεθ
το είχαν λατρέψει ως σηµείο του γήινου και του ουράνιου πυρός, ως
σηµείο της Ζωής µε όλες τις τις χαρές και της Αγάπης µε όλα της τα
θαυµάσια. Αργότερα, οι Αιγύπτιοι µυηµένοι είχαν δει στο σηµείο αυτό
το σύµβολο του µεγάλου µυστηρίου, την Τριάδα κυριαρχούµενη από
τη Μονάδα, την εικόνα της θυσίας του άρ-
ρητού Όντος, που κοµµατιάζεται µόνο του για να φανερωθεί στους
κόσµους. Σύµβολο συγχρόνως της ζωής, του θανάτου και της
ανάστασης, σκέπαζε υπόγειες κρυπτές, τάφους και ναούς αµέτρητους.
Ο λαµπρός σταυρός µεγάλωνε και πλησίαζε, σαν να ελκυόταν από την
καρδιά του Οραµατιστή. Τα τέσσερα ζωντανά αστέρια λαµποκοπούσαν
σαν ήλιοι δύναµης και δόξας.
“Ιδού το µαγικό σηµείο της Ζωής και της Αθανασίας”, είπε η
ουράνια φωνή. “Οι άνθρωποι άλλοτε το κατείχαν, τώρα το έχασαν.
Θέλεις να τους το ξαναδώσεις;”
“Θέλω”, είπε ο Ιησούς.
“Τότε κοίταξε! Ιδού η µοίρα σου!”
Απότοµα σβήστηκαν τα τέσσερα άστρα. Έγινε νύχτα. Υποχθόνια
βροντή έσεισε τα βουνά και από το βάθος της Νεκρός Θάλασσας βγήκε
ένα βουνό σκοτεινό, που πάνω στην κορυφή του είχε ένα µαύρο
σταυρό. Άνθρωπος σε µεγάλη αγωνία ήταν καρφωµένος εκεί πάνω.
Ένας δαιµονισµένος λαός σκέπαζε το βουνό και ούρλιαζε µε
καταχθόνιους σαρκασµούς: “Αν είσαι Μεσαίας, σώσε τον εαυτό σου!”.
Ο Οραµα- τιστής τέντωσε τα µάτια του, έπειτα ξανάπεσε προς τα πίσω,
λουσµένος από κρύο ιδρώτα· γιατί ο εσταυρωµένος εκείνος άνθρωπος
ήταν αυτός ο ίδιος... Είχε καταλάβει. Για να νικήσει έπρεπε να
ταυτιστεί µε εκείνο το τροµακτικό είδωλο, που αυτός ο ίδιος είχε
επικαλεστεί και το οποίο είχε τοποθετηθεί µπροστά του σαν απαίσιο
ερωτηµατικό. Μετέωρος µέσα στην αβεβαιότητά του, καθώς µέσα στο
κενό των άπειρων χώρων, ο Ιησούς ένιωθε ταυτόχρονα τα µαρτύρια
του εσταυρωµένου, τις βρισιές των ανθρώπων και τη βαθιά σιγή του
ουρανού.
“Μπορείς να πάρεις το σταυρό ή να τον αποδιώξεις”, είπε η
αγγελική φωνή.
Ήδη η οπτασία τρεµούλιαζε σε µερικά µέρη της και ο σταυρός-
φάντασµα άρχισε να ωχριά µαζί µε το µάρτυρά του, όταν ξαφνικά ο
Ιησούς ξαναείδε κοντά του τους αρρώστους της πηγής του Σιλωάµ και
πίσω τους είδε να έρχεται ένας ολόκληρος λαός απελπισµένων ψυχών,
οι οποίες ψιθύριζαν µε ενωµένα τα χέρια: “Δίχως εσένα είµαστε
χαµένες. Σώσε µας εσύ που ξέρεις και αγαπάς!”. Τότε ο Γαλιλαίος
ορθώθηκε σι- γά-σιγά και, ανοίγοντας τη γεµάτη από αγάπη αγκαλιά
του, φώναξε: “Προς εµένα ο σταυρός! Και ας σωθεί ο κόσµος!”.
Αµέσως ο Ιησούς αισθάνθηκε ένα δεινό ξέσχισµα σε όλα του τα µέλη.
Κι έβγαλε µια τροµερή φωνή... Ταυτόχρονα, το
µαύρο βουνό σωριάστηκε, ο σταυρός εξαφανίστηκε - ένα γλυκό φως,
µια θεία ευδαιµονία πληµµύρισαν τον Οραµατιστη και, µέσα στα
ύψη του γαλάζιου ουρανού, µια θριαµβευτική φωνή διαπέρασε το
άπειρο, λέγοντας: “Ο Σατανάς δεν είναι πια κύριος! Ο Θάνατος
πατήθηκε! Δόξα στον Υιό του Ανθρώπου! Δόξα στον Υιό του Θεού!”
Όταν ο Ιησούς ξύπνησε από αυτήν την οπτασία, τίποτα δεν είχε
αλλάξει τριγύρω του. Ο ήλιος που ανέτελλε χρύσωνε τις πλαγιές της
σπηλιάς του Εγκαδδί - µια δροσιά χλιαρή, σαν τα δάκρυα αγγελικής
αγάπης, µούσκευε τα πονεµένα του πόδια και οµίχλη ανέβαινε από τη
Νεκρά Θάλασσα. Αλλά αυτός δεν ήταν πια ο ίδιος. Ένα οριστικό
συµβάν είχε συντελεστεί µέσα στην άβυσσο της συνειδήσής του. Είχε
λύσει το αίνιγµα της ζωής του, είχε κατακτήσει την ειρήνη και µέσα
του είχε µπει η µεγάλη βεβαιότητα. Από τη συντριβή της γήινης
υπόστασής του, που την είχε καταπατήσει και την είχε ρίξει µες στο
βάραθρο, µια καινούρια συνείδηση είχε ξεφυτρώσει α- κτινοβόλος:
ήξερε ότι είχε γίνει ο Μεσσίας µε µια αµετάκλη- τη πράξη της θέλησής
του.
Ευθύς αµέσως ξανακατέβηκε στο χωριό των Εσσαίων. Έµαθε ότι ο
Ιωάννης ο Βαπτιστής προ ολίγου είχε συλληφθεί από τον Αντίπα κι
είχε φυλακιστεί στο φρούριο του Μακε- ρού. Αντί να τροµάξει απ’
αυτό το προµήνυµα, απεναντίας είδε σε αυτό ένα σηµάδι ότι οι καιροί
ήταν ώριµοι και ότι έπρεπε να δράσει και αυτός µε τη σειρά του.
Ανήγγειλε λοιπόν στους Εσσαίους ότι θα πήγαινε να κηρύξει στη
Γαλιλαίο “το Ευαγγέλιο της βασιλεία των ουρανών”. Αυτό σήµαινε: να
κάνει τα µεγάλα Μυστήρια προσιτά στους απλούς, να τους µεταφράσει
τη διδασκαλία των µυηµένων. Παρόµοια τόλµη δεν είχαν δει οι
άνθρωποι από την εποχή που ο Σακια-Μούνη, ο τελευταίος Βούδας,
κινηµένος από άπειρο οίκτο, είχε κηρύξει στις όχθες του Γάγγη. Η ίδια
υπέροχη συµπάθεια για την ανθρωπότητα εµψύχωνε και τον Ιησού.
Ένωνε σ’ αυτήν ένα εσωτερικό φως, µια δύναµη αγάπης, ένα µεγαλείο
πίστης και µια ενεργητικότητα δράσης που µόνο αυτό χαρακτηρίζουν.
Από τα βάθη του θανάτου, που τον είχε βυθοµετρήσει και τον είχε
γευθει εκ των προτέρων, έφερνε στους αδελφούς του την ελπίδα της
ζωής.


4. Η δηµόσια ζωή του Ιησού - Λαϊκή διδασκαλία και εσωτερική


διδασκαλία - Τα θαύµατα - Οι Απόστολοι και οι γυναίκες
ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ ΩΣ ΤΩΡΑ να διαφωτίσω µε το δικό του το φως το µέρος
εκείνο της ζωής του Ιησού, το οποίο οι Ευαγγελιστές άφησαν
σκοτεινό ή το περιτύλιξαν µε τον πέπλο του θρΰλου. Είπα ήδη µε
ποια µύηση και µε ποια ανάπτυξη της ψυχής και της σκέψης ο
µεγάλος Ναζωραίος έφτασε στη µεσσιανική συνείδηση. Με µία
λέξη, προσπάθησα να αναδηµιουργήσω την εσωτερική γένεση του
Χρίστου. Άπαξ και αναγνωρίστηκε αυτή η γένεση, θα είναι πλέον
ευκολότερο το υπόλοιπο µέρος του έργου µου.
Τη δηµόσια ζωή του Ιησού τη διηγήθηκαν τα Ευαγγέλια. Υπάρχουν
µέσα σ’ αυτές τις διηγήσεις διαφορές, αντιφάσεις, συρραφές. Ο
θρύλος, καλύπτοντας ή υπερβάλλοντας µερικά µυστήρια, εµφανίζεται
και πάλι εδώ κι εκεί. Αλλά όµως, από το σύνολο προκύπτει µία τέτοια
ενότητα σκέψης και δράσης, ένας χαρακτήρας τόσο ισχυρός και τόσο
πρωτότυπος, ώστε αισθανόµαστε ακαταγώνιστα τον εαυτό µας ενώπιον
της πραγµατικότητας και της ζωής. Βεβαίως, δεν αναδηµιουργεί κανείς
τις αµίµητες εκείνες διηγήσεις, οι οποίες µε την παιδική τους
απλότητα ή µε τη συµβολική τους ωραιότητα µας λένε πολλά
περισσότερα απ’ όσα όλου του κόσµου οι πλατειασµοί. Αλλά εκείνο
που µας ενδιαφέρει να κάνουµε σήµερα είναι να διαφωτίσουµε το ρόλο
του Ιησού µε τις εσωτερικές παραδόσεις και αλήθειες και να δείξουµε
το νόηµα και την υπερβατική σηµασία της διπλής του διδασκαλίας.
Ποιας µεγάλης είδησης κοµιστής ήταν ο ένδοξος ήδη Εσ- σαίος, ο
οποίος επέστρεφε από τις όχθες της Νεκρός Θάλασσας στην πατρίδα
του τη Γαλιλαία, για να κηρύξει εκεί το Ευαγγέλιο της Βασιλείας; Με
τι µέσον έµελλε να αλλάξει την όψη του κόσµου; Η σκέψη των
προφητών είχε τελειωθεί µέσα του. Ισχυρός µε τα χαρίσµατα της
ύπαρξής του, ερχόταν να µοιραστεί µαζί µε τους ανθρώπους τη
βασιλεία αυτή των ουρανών, που την είχε κατακτήσει µες στους
λογισµούς του και τους αγώνες του, µέσα στους απέραντους πόνους
του και στις δίχως όρια χαρές του. Ερχόταν να ξεσχίσει το
παραπέτασµα, το οποίο είχε ρίξει πάνω στο υπερπέραν η παλιά
θρησκεία του Μωυσή. Ερχόταν να πει: “Πιστεύετε, αγαπάτε, ενεργείτε
κι η ψυχή των πράξεών σας ας είναι η ελπίδα. Υ-
πάρχει πέρα από αυτήν εδώ τη γη ένας άλλος κόσµος ψυχών, µία ζωή
περισσότερο τέλεια. Τον ξέρω εγώ αυτόν τον κόσµο, από εκεί
έρχοµαι και θα σας οδηγήσω και σας εκεί. Αλλά δεν αρκεί µόνον να
τον ποθείτε. Για να φτάσετε σ’ εκείνην τη ζωή, πρέπει ν’ αρχίσετε
να την πραγµατοποιείτε εδώ κάτω, πρώτα-πρώτα µέσα σας κι έπειτα
µες στην ανθρωπότητα. Με ποιο µέσο; Με την Αγάπη και την
ενεργητική Φιλανθρωπία”.
Κι είδαν λοιπόν οι άνθρωποι να έρχεται ο νεαρός προφήτης στη
Γαλιλαία. Δεν έλεγε ότι ήταν ο Μεσαίας, αλλά συζητούσε σχετικά µε
το Νόµο και τους προφήτες στις συναγωγές. Κήρυττε στις όχθες της
λίµνης Γενησαρέτ, µέσα στις βάρκες των ψαράδων, κοντά στις βρύσες,
µέσα στις δασιές πρασινάδες που αφθονοΰσαν τότε µεταξύ
Καπερναούµ-Βηθ- σαϊδάς και Χοραζίν. Γιάτρευε τους αρρώστους µε
το άγγιγµα των χεριών, µε ένα του βλέµµα, µε µία του προσταγή,
συχνά δε και µόνο µε την παρουσία του. Όχλος τον ακολουθούσε και
π ο λ υ ά ρ ι θ µ ο ι ή δ η µ α θ η τ έ ς π ρ ο σ κ ο λ λ ώ ν τ α ν σ ε α υ τ ό ν . Το υ ς
στρατολογούσε µεταξύ των ανθρώπων του λαού, των ψαράδων, των
τελώνων. Γιατί ήθελε ευθείες και παρθενικές φύσεις, φλογερές και
γεµάτες πίστη —και τους επιβαλλόταν δίχως αντίσταση.
Οδηγούνταν στην εκλογή του από εκείνο το χάρισµα της δεύτερης
όρασης, το οποίο, σ’ όλους τους καιρούς, υπήρξε ίδιον των ανθρώπων
της όρασης, όµως προπάντων των θρησκευτικών µυστών. Του αρκούσε
ένα βλέµµα για να βυθοµε- τρήσει µια ψυχή. Δεν είχε ανάγκη από
άλλες αποδείξεις — και όταν έλεγε: “Ακολούθα µε!”, τον
ακολουθούσαν. Με µια χειρονοµία φώναζε κοντά του τους δειλούς,
τους διατακτικούς και τους έλεγε: “Ελάτε σ’ εµένα κι εσείς που είστε
φορτωµένοι κι εγώ θα σας ελαφρώσω. Ο ζυγός µου είναι βολικός κι
ελαφρύ είναι το φορτίο µου” (Ματθ. ια', 28). Μάντευε τις πιο µυστικές
σκέψεις των ανθρώπων, οι οποίοι, ταραγµένοι, συγχυσµένοι,
αναγνώριζαν το δάσκαλο. Κάποτε, στην απιστία χαιρετούσε την
ευθύτητα. Όταν ο Ναθαναήλ είπε: “Από τη Ναζαρέτ µπορεί να γίνει
τίποτα καλό;”, ο Ιησούς απάντησε: “Να, αλήθεια, ένας Ισραηλίτης που
µέσα του δεν υπάρχει πονηριά” (Ιωάν, α, 46). Από τους οπαδούς του δεν
απαιτούσε ούτε όρκο, ούτε οµολογία πίστης, αλλά µόνο να τον
αγαπούν, να πιστεύουν σ’ αυτόν. Εφάρµοσε την κοινοκτηµοσύνη των
αγαθών όχι ως απόλυτο κανόνα αλλά ως αρχή αδερφοσύνης µεταξύ
των δικών του.
Ο Ιησούς άρχιζε έτσι να πραγµατοποιεί µέσα στη µικρή του οµάδα
τη βασιλεία των ουρανών, την οποία ήθελε να ιδρύσει επί της γης. Η
επί του όρους οµιλία µάς δίνει µια εικόνα της βασιλείας αυτής, η
οποία ήταν ήδη σχηµατισµένη εν σπέρµατι, και συγχρόνως µια
περίληψη της λαϊκής διδασκαλίας του Ιησού.
Στην κορυφή του λόφου κάθεται ο δάσκαλος. Οι µελλοντικοί
µυηµένοι µαζεύονται γύρω του. Πιο κάτω, ο στριµωγµέ- νος λαός
αρπάζει µε απληστία τα λόγια που πέφτουν από το στόµα του. Τι
αγγέλλει ο νέος νοµοδιδάσκαλος; Τη νηστεία; Τη σκληραγωγία; Τη
δηµόσια µετάνοια; Όχι· λέει: “Μακάριοι οι πτωχοί τω πνευµατι, διότι
σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών· καλότυχοι οι λυπηµένοι,
διότι αυτοί θα πα- ρηγορηθουν”. Και αναπτύσσει έπειτα, σε ανιούσα
τάξη, τις τέσσερις δύσκολες αρετές: τη θαυµαστή δύναµη της ταπεινο-
συνης, του οίκτου, της εσωτερικής αγαθότητας της καρδιάς, της πείνας
και της δίψας για τη δικαιοσύνη. Έπειτα έρχονται, ακτινοβολώντας, οι
ενεργητικές και θριαµβευτικές αρετές: η φιλευσπλαχνία, η αγνότητα
της καρδιάς, η µαχόµενη καλοσύνη και τέλος, το µαρτύριο υπέρ της
δικαιοσύνης. “Καλότυχοι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά· διότι
αυτοί θα δουν το Θεό!”. Όπως ο ήχος µιας χρυσής καµπάνας, έτσι τα
λόγια αυτά µισανοίγουν στα µάτια των ακροατών τον ουρανό, ο οποίος
λάµπει γεµάτος αστέρια πάνω από το κεφάλι του δι- δάσκαλου.
Βλέπουν εκεί µέσα τις ταπεινές αρετές, όχι πια σα φτωχές, µαραµένες
γυναίκες, µε τα σταχτιά φορέµατα των αµαρτωλών, αλλά
µεταµορφωµένες σε ευδαίµονες, σε φωτεινές παρθένους, οι οποίες µε
τη λάµψη τους θαµπώνουν το µεγαλείο των κρίνων και τη δόξα του
Σολοµώντα. Με τον αέρα των φοινίκων τους, σκορπούν πάνω στις
διψασµένες αυτές καρδιές τις ευωδίες του ουράνιου βασιλείου.
Και το θαυµαστό είναι ότι η βασιλεία αυτή δε διανοίγεται µέσα στα
απόµακρα του ουρανού αλλά µέσα στο εσωτερικό των ακροατών.
Αλλάζουν µεταξύ τους έκπληκτα βλέµµατα: εκείνοι, οι πτωχοί τω
πνεύµατι, έγιναν ξαφνικά τόσο πλούσιοι! Δυνατότερος από το Μωυσή,
ο µάγος εκείνος της ψυχής τούς χτύπησε στην καρδιά· και µια βρύση
αθάνατη ανέβλυσε από εκεί µέσα. Η λαϊκή του διδασκαλία περιέχεται
σε αυτά τα λόγια: η βασιλεία των ουρανών είναι µέσα σας! Και τώρα
που τους εκθέτει τα αναγκαία µέσα για να φτάσουν σε αυτή την
ανήκουστη ευτυχία, εκείνοι δεν παραξενεύονται πια για τα ε-
ξαιρετικά πράγµατα, τα οποία τους ζητά, δηλαδή να σκοτώνουν τον
πόθο του Κακού, να συγχωρούν τις προσβολές, ν’ αγαπούν τους
εχθρούς τους. Είναι τόσο ορµητικό το ποτάµι της αγάπης που
ξεχειλίζει από την καρδιά του, ώστε τους παρασύρει. Όταν αυτός είναι
παρών, όλα τους φαίνονται εύκολα.
Αυτή η διδασκαλία τι απέραντο νεωτερισµό που έχει, τι µοναδική
τολµηρότητα! Ο Γαλιλαίος προφήτης βάζει την εσωτερική ζωή της
ψυχής ψηλότερα απ’ όλην την εξωτερική πρακτική, θέτει το αόρατο
υπεράνω του ορατού και τη βασιλεία των ουρανών παραπάνω από τα
αγαθά της γης. Προστάζει να εκλέξουµε µεταξύ Θεού και Μαµωνά.
Και τέλος, συνοψίζοντας τη διδασκαλία του, λέει: “Αγαπάτε τον
πλησίον σας, όπως τον εαυτό σας· και να είστε τέλειοι, όπως ο
ουράνιος Πατέρας σας”. Άφηνε να διαβλέπεται έτσι, υπό λαϊκή µορφή,
όλο το βάθος της ηθικής και της επιστήµης. Διότι η ύψιστη εντολή της
µύησης είναι η αναπαραγωγή της θείας τελειότητας µέσα στην
τελειότητα της ψυχής, το δε µυστικό της επιστήµης στέκεται στην
αλυσίδα των οµοιοτήτων και των αντιστοιχιών, η οποία ενώνει, σε
οµόκεντρους κύκλους, το ατοµικό µε το παγκόσµιο, το πεπερασµένο
µε το άπειρο.
Και αφού τέτοια υπήρξε η δηµόσια και καθαρά ηθική διδασκαλία
του Ιησού, είναι φανερό ότι έδωσε, πλάι σε αυτήν, και µια άλλη
ιδιαίτερη διδασκαλία στους µαθητές του, διδασκαλία παράλληλη κι
εξηγητική της πρώτης. Αυτή έδειχνε τα υποκάτω της άλλης κι
εισχωρούσε ως το βάθος των πνευµατικών αληθειών, τις οποίες ο
Ιησούς κατείχε από την εσωτερική παράδοση των Εσσαίων και από τη
δική του πείρα. Επειδή δε η παράδοση αυτή καταπνίγηκε βίαια από
την Εκκλησία από το δεύτερο αιώνα κι έπειτα, οι περισσότεροι
θεολόγοι δε γνωρίζουν πια την αληθινή σηµασία των λόγων του
Χριστού, µε το διπλό και ενίοτε και τριπλό νόηµά της, και δε βλέπουν
µέσα σε αυτούς τους λόγους του παρά µόνο την πρώ- τη ή γραµµατική
έννοιά τους. Για εκείνους, όµως, που εµβάθυναν στη διδασκαλία των
Μυστηρίων στην Ινδία, την Αίγυπτο και την Ελλάδα, η εσωτερική
σκέψη του Χριστού διαπνέει όχι µόνο και τα παραµικρά λόγια του,
αλλά ακόµη και όλες τις πράξεις της ζωής του. Ορατή ήδη µέσα στα
τρία συνοπτικά Ευαγγέλια, διαφαίνεται εντελώς στο Ευαγγέλιο του
Ιωάννη. Και ιδού ένα παράδειγµα που θίγει ένα ουσιώδες σηµείο της
διδασκαλίας του:
Ο Ιησούς είναι περαστικός από την Ιερουσαλήµ. Δεν κη-
ρύττει ακόµα στο ναό, αλλά θεραπεύει τους ασθενείς και διδάσκει στα
σπίτια των φίλων του. Το έργο της αγάπης θα προετοιµάσει το
έδαφος όπου θα πέσει ο καλός ο σπόρος. Ο Νικόδηµος, ένας
µορφωµένος Φαρισαίος, είχε ακούσει να µιλούνε για το νέο
προφήτη. Γεµάτος από περιέργεια, αλλά µη θέλοντας να εκτεθεί
απέναντι στους δικούς του, ζητά µια µυστική συζήτηση µε το
Γαλιλαίο. Ο Ιησούς του την παραχωρεί. Ο Νικόδηµος έρχεται τη
νύχτα στην κατοικία του και του λέει: “Ραββί! Ξέρουµε ότι από το
Θεό ήλθες δάσκαλος, διότι κανείς δεν µπορεί να κάνει αυτά τα
θαύµατα που εσύ κάνεις, αν ο Θεός δεν είναι µαζί του”. Ο Ιησούς
του απαντά: “Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, αν ένας άνθρωπος δεν
γεννηθεί εκ νέου, δεν µπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού”. Ο
Νικόδηµος ρωτά, αν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να ξαναµπεί µέσα
στην κοιλιά της µητέρας του και να γεννηθεί για δεύτερη φορά. Ο
Ιησούς απαντά: “Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, αν ένας άνθρωπος δεν
γεννηθεί από νερό και από Πνεύµα, δεν µπορεί να εισέλθει στη
βασιλεία του Θεού” (Ιωάννη γ', 1-6).
Ο Ιησούς συµβολίζει υπό τη µορφή αυτή την προδήλως συµβολική,
την αρχαία διδασκαλία της αναγέννησης, η οποία ήταν ήδη γνωστή στα
Μυστήρια της Αιγύπτου. Το να αναγεννηθεί κανείς από το νερό και
από το πνεύµα, το να βαπτι- στεί µε νερό και µε φωτιά, σηµαίνει δύο
βαθµούς µύησης, δύο σταθµούς της ενδόµυχης και πνευµατικής
ανάπτυξης του ανθρώπου. Το νερό αντιπροσωπεύει εδώ την αλήθεια, η
οποία γίνεται αντιληπτή νοητικά, δηλαδή κατά τρόπο αφηρηµένο και
γενικό. Καθαρίζει την ψυχή και αναπτύσσει το πνευµατικό της σπέρµα.
Η δια του πνεύµατος αναγέννηση ή το βάπτισµα διά του πυρός (του
ουρανίου) σηµαίνει την αφοµοίωση της αλήθειας αυτής διά της
θέλησης, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνει αυτή το αίµα κι η ζωή, η
ψυχή όλων των πράξεων. Αποτέλεσµα τούτου είναι η πλήρης νίκη του
πνεύµατος πάνω στην ύλη, η απόλυτη κυριαρχία της
πνευµατοποιηµένης ψυχής πάνω στο σώµα το µεταµορφωµένο σε
πειθήνιο όργανο —κυριαρχία η οποία ξυπνά τις κοιµισµένες του
ικανότητες, του ανοίγει την εσωτερική του αίσθηση, του δίνει τη
διαισθητική όραση της αλήθειας και την απευθείας ενέργεια της ψυχής
πάνω στις άλλες ψυχές. Η κατάσταση αυτή ισοδυναµεί µε την ουράνια
κατάσταση, που ο Ιησούς Χριστός την ονοµάζει “βασιλεία του Θεού”.
Λοιπόν, το βάπτισµα µε το νερό ή η νοητική µύ-
ηση είναι µία έναρξη της αναγέννησης· το δε βάπτισµα µε το πνεύµα
είναι µία ολοκληρωτική αναγέννηση, µία µεταµόρφωση της ψυχής
µε τη φωτιά της διάνοιας και της θέλησης και συνεπώς, κατά ένα
ορισµένο µέτρο, µεταµόρφωση και των στοιχείων του σώµατος —µε
µία λέξη: είναι ριζική παλιγγενεσία. Εντεύθεν και η εξαιρετική
δύναµη την οποία δίνει στον άνθρωπο.
Ιδού το γήινο νόηµα της έξοχα θεοσοφικής συζήτησης µεταξύ του
Νικόδηµου και του Ιησού. Υπάρχει κι ένα δεύτερο νόηµα, που θα
µπορούσαµε να το ονοµάσουµε µε δύο λέξεις “εσωτερική διδασκαλία
για τη σύσταση του ανθρώπου”. Κατά τη διδασκαλία αυτή, ο άνθρωπος
είναι τριπλός: σώµα, ψυχή, πνεύµα. Έχει ένα µέρος αθάνατο και
διαιρετό: το σώµα. Η δε ψυχή, η οποία τα συνδέει, µετέχει της φύσης
και των δύο. Είναι ζωντανός οργανισµός κι έχει ένα αιθέριο και
ρευστό σώµα, όµοιο µε το υλικό σώµα, το οποίο, χωρίς αυτό το
αόρατο είδωλο (διπλό), δε θα είχε ούτε ζωή, ούτε κίνηση, ούτε
ε ν ό τ η τ α . Αν ά λ ο γ α δ ε µ ε τ ο α ν ο ά ν θ ρ ω π ο ς υ π α κ ο ύ ε ι σ τ ι ς
παρακελεύσεις του πνεύµατος ή στις προτροπές του σώµατος και
ανάλογα µε το αν προσκολλάται κατά προτίµηση στο ένα ή στο άλλο,
το ρευστό σώµα γίνεται αιθέρας ή παχύρρευστο, ενοποιείται ή
αποσυντίθεται. Συµβαίνει, λοιπόν, ώστε, µετά το φυσικό θάνατο, οι
περισσότεροι άνθρωποι να έχουν να υ- ποστούν ένα δεύτερο θάνατο,
της ψυχής, ο οποίος συνίσταται στο να αποβάλουν τα ακάθαρτα
στοιχεία του αστρικού τους σώµατος και µερικές φορές στο να
υποστούν τη βραδεία αποσύνθεσή του.
Ενώ ο άνθρωπος, ο ολοκληρωτικά αναγεννηµένος, ο οποίος έχει
σχηµατίσει από αυτήν εδώ κάτω τη ζωή το πνευµατικό του σώµα,
αυτός κατέχει τον ουρανό του µέσα του και ορ- µά µέσα στη χώρα που
τον τραβά η συγγένειά του. Λοιπόν, το νερό στον αρχαίο εσωτερισµό
συµβολίζει τη ρευστή ύλη που µεταµορφώνεται άπειρα, όπως η φωτιά
συµβολίζει το ένα και µοναδικό πνεύµα. Ο Χριστός, µιλώντας για την
αναγέννηση µε το νερό και το πνεύµα, υπαινίσσεται αυτή τη διπλή
µεταµόρφωση της πνευµατικής ύπαρξης και του ρευστού
περιβλήµατος, η οποία περιµένει τον άνθρωπο µετά το θάνατό του και
χωρίς την οποία δεν µπορεί να εισέλθει στο βασίλειο των δοξασµένων
ψυχών και των αγνών πνευµάτων. Διότι “εκείνο που είναι γεννηµένο
από τη σάρκα είναι σαρξ (δηλαδή υποδουλωµένο και φθαρτό) κι
εκείνο που είναι γεννηµένο α-
π<5 πνεύµα είναι πνεύµα (δηλαδή ελεύθερο και αθάνατο). Η πνοή
όπου θέλει πνέει και τη βοή της την ακούς· αλλ’ όµως δε γνωρίζεις
από πού προέρχεται και πού πηγαίνει· έτσι έναι ο κάθε γεννηµένος
από το πνεύµα” (Ιωάν, γ', 6-9).
Έτσι µιλά ο Ιησούς µπροστά στο Νικόδηµο, µέσα στη σιγαλιά της
νύχτας της Ιερουσαλήµ. Μία µικρή λυχνία, τοποθετηµένη ανάµεσά
τους, µόλις φωτίζει τις δυσδιάκριτες µορφές των δύο συνοµιλητών και
την κιονοστοιχία της αίθουσας. Αλλά τα µάτια του Γαλιλαίου
δασκάλου λαµποκοπούν από µια µυστηριώδη λάµψη µέσα στο
σκιόφως. Πώς να µην πιστέψεις στην ψυχή, παρατηρώντας τα µάτια
αυτά, τα άλλοτε γλυκά και άλλοτε αστραποβόλα; Ο Φαρισαίος
νοµοδιδάσκαλος είδε να σωριάζεται η γνώση του των κειµένων, αλλά
διαβλέπει έναν καινούριο κόσµο. Είδε την ακτίνα µέσα στο µάτι του
προφήτη, του οποίου τα µακριά ξανθά µαλλιά πέφτουν πάνω στους
ώµους του. Ένιωσε την ισχυρή θερµότητα, η οποία απορρέει από την
ύπαρξή του, να τον ελκύει προς αυτόν. Είδε να εµφανίζονται και να
εξαφανίζονται, σα µαγνητι- κό φωτοστέφανο, τρεις µικρές άσπρες
φλόγες τριγύρω από τα µηλίγγια του και από το µέτωπό του. Και τότε
νόµισε ότι αισθάνθηκε την πνοή του Πνεύµατος να διαβαίνει πάνω από
την καρδιά του. Συγκινηµένος, σιωπηλός, ο Νικόδηµος ξανα- γυρίζει
λαθραία σπίτι του, µες στη βαθιά νύχτα. Θα εξακολουθήσει µεν να ζει
µεταξύ των Φαρισαίων, αλλά στα µύχια της καρδιάς του θα µείνει
πιστός στον Ιησού.
Ας σηµειώσουµε ακόµα ένα κεφαλαιώδες σηµείο αυτής της
διδασκαλίας. Στην υλιστική θεωρία, η ψυχή είναι µία εφήµερη και
τυχαία συνισταµένη των δυνάµεων του σώµατος· στη συνήθη
πνευµατιστική θεωρία, η ψυχή είναι ένα πράγµα αφηρηµένο, δίχως
αντιληπτό δεσµό µε το σώµα· στην εσωτερική διδασκαλία —τη µόνη
λογική— το φυσικό σώµα είναι προϊόν της αδιάκοπης εργασίας της
ψυχής, η οποία ενεργεί πάνω του µε τον όµοιο οργανισµό του
αστρικού σώµατος, ακριβώς όπως το ορατό σύµπαν δεν είναι παρά
ένας δυναµισµός του άπειρου Πνεύµατος. Να γιατί ο Ιησούς παρέχει
αυτή τη θεωρία στο Νικόδηµο ως εξήγηση των θαυµάτων τα οποία
εκτελεί.
Και πράγµατι, µπορεί αυτή να χρησιµέψει ως κλειδί για την
απόκρυφη θεραπευτική, την οποία εφάρµοσε αυτός κι ένας µικρός
αριθµός µυστών και αγίων, προ Χριστού και µετά Χριστόν. Η συνήθης
ιατρική καταπολεµά τα κακά του σώ-
µατος ενεργώντας πάνω στο σώµα. Ο µύστης και ο άγιος, επειδή είναι
εστία πνευµατικής και ρευστής δύναµης, ενεργεί απευθείας πάνω
στην ψυχή του αρρώστου και µε το αστρικό του σώµα πάνω στο
φυσικό σώµα του αρρώστου. Το ίδιο συµβαίνει σε όλες τις
µαγνητικες θεραπείες. Ο Ιησούς ενεργεί µεν µε δυνάµεις οι οποίες
υπάρχουν µέσα σε όλους τους ανθρώπους, αλλ’ όµως ενεργεί σε
υψηλή δόση και µε ισχυρές και συγκεντρωµένες εκποµπές. Εξηγεί
στους Γραµµατείς και τους Φαρισαίους τη δύναµή του να γιατρεύει
τα σώµατα, ως απόδειξη της δύναµης την οποία έχει να συγχωρεί ή
να γιατρεύει την ψυχή, πράγµα που αποτελεί τον ανώτερο σκοπό
του. Η φυσική θεραπεία γίνεται έτσι η ανταπόδειξη µιας ηθικής
θεραπείας, η οποία του επιτρέπει να πει σε ολόκληρο τον άνθρωπο:
“Σήκω και περπάτησε!”
Η σηµερινή επιστήµη θέλει να εξηγήσει το φαινόµενο εκείνο το
οποίο οι αρχαίοι και ο µεσαίωνας ονόµαζαν δαιµονοληψία, ως µία
απλή νευρική διαταραχή. Ανεπαρκής εξήγηση. Ψυχολόγοι, οι οποίοι
αναζητούν να εισδυσουν ακόµη βαθύτερα στο µυστήριο της ψυχής,
βλέπουν σε αυτό το φαινόµενο ένα διχασµό της συνείδησης, µία
εισβολή του λανθάνο- ντος µέρους της. Το ζήτηµα αυτό σχετίζεται µε
το ζήτηµα των διαφόρων πεδίων της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία
ενεργεί άλλοτε µεν πάνω στο ένα και άλλοτε πάνω στο άλλο, και της
οποίας την κινητή ενέργεια τη µελετούµε στις διάφορες υπνοβατικές
καταστάσεις. Επίσης σχετίζεται µε τον υπεραισθητό κόσµο. Όπως και
αν έχει το πράγµα, είναι βέβαιο ότι ο Ιησούς είχε την ικανότητα να
αποκαθιστά την ισορροπία µέσα στα διαταραγµένα σώµατα και να
δίνει στις ψυχές την καλύτερή τους συνείδηση: “Η αληθινή µαγεία”,
είπε ο Πλωτίνος, “είναι η αγάπη και το µίσος είναι το αντίθετό της. Οι
µάγοι ενεργούν µε την αγάπη και το µίσος, µέσω των φίλτρων και των
γοητειών τους”. Η µαγεία του Χριστού υπήρξε η αγάπη στην
υψηλότερή της συνείδηση και στην υπέρτατή της δύναµη.
Πολυάριθµοι µαθητές µετείχαν στην ιδιαίτερη διδασκαλία. Αλλά για
να µπορέσει να διαρκέσει η νέα θρησκεία χρειαζόταν µία οµάδα από
δραστήριους εκλεκτούς, οι οποίοι θα γίνονταν οι στύλοι του
πνευµατικού ναού που ο Ιησούς ήθελε να οικοδοµήσει απέναντι στον
άλλο. Έτσι προέκυψεο θεσµός των Αποστόλων. Δεν τους διάλεξε
µεταξύ των Εσσαίων, διότι είχε ανάγκη από υγιείς και παρθενικές
φύσεις και γιατί ήθε-
λε να φυτέψει τη θρησκεία του µέσα στην καρδιά του λαού.
Τον πυρήνα των αποστόλων τον σχηµάτισαν δυο οµάδες αδελφών,
οι Σίµων-Πέτρος και Ανδρέας, γιοι του Ιωνά, αφενός, και οι Ιωάννης
και Ιάκωβος, γιοι του Ζεβεδαίου, αφετέρου· και οι τέσσερις ψαράδες
στο επάγγελµα και από ευκατάστατες οικογένειες. Στην αρχή, ο Ιησούς
παρουσιάζεται στο σπίτι τους, στην Καπερναούµ, κοντά στην όχθη της
λίµνης Γενησαρέτ, όπου ήταν ο τόπος που ψάρευαν. Εγκαθίσταται και
κηρύττει στο σπίτι τους και προσηλυτίζει ολόκληρη την οικογένεια. Ο
Πέτρος και ο Ιωάννης ξεχωρίζουν στην πρώτη γραµµή και δεσπόζουν
αφ’ υψηλού στους δώδεκα, ως οι δύο κυριότερες µορφές. Ο Πέτρος,
καρδιά ίσια και απλοϊκή, πνεύµα αφελές και περιορισµένο, ρέποντας
εξίσου προς την ελπίδα και την αποθάρρυνση, αλλ’ όµως άνθρωπος
δρά- σεως, ικανός να ηγείται των άλλων µε τον ενεργητικό του
χαρακτήρα και την απόλυτη πίστη του. Ο Ιωάννης, φύση κλειστή και
βαθιά, µε έναν ενθουσιασµό τόσο έντονο, ώστε ο Ιησούς τον φώναζε
“γιο της βροντής”. Εκτός από αυτό, πνεύµα διαισθητικό, ψυχή
φλογερή και σχεδόν πάντοτε συγκεντρωµένη στον εαυτό της, συνήθως
ονειροπόλα και µελαγχολική, µε τροµερές εκρήξεις, µε αποκαλυπτικές
µανίες, αλλά επίσης και µε βάθη τρυφερότητας που οι άλλοι είναι
ανίκανοι να υποπτευθούν και που µόνο ο δάσκαλος τα είδε. Αυτός
µόνος, ο σιωπηλός, ο θεωρητικός, θα καταλάβει την ενδόµυχη σκέψη
του. Θα είναι ο Ευαγγγελιστής της Αγάπης και της θείας Διάνοιας. Ο
κατεξοχήν εσωτεριστής απόστολος.
Οι απόστολοι, πεισµένοι από το λόγο του και από τα έργα του,
κυριαρχηµένοι από τη µεγάλη του διάνοια και περιτυ- λιγµένοι από τη
µαγνητική του ακτινοβολία, ακολουθούσαν το δάσκαλο από χωριό σε
χω ρ ι ό . Τα λ α ϊ κά κ η ρ ύ γ µ α τ α ε ν α λ λ ά σ σ ο ν τ α ν µ ε τ ι ς ι δ ι α ί τ ε ρ ε ς
διδασκαλίες. Λίγο-λίγο τούς άνοιγε τη σκέψη του. Πάντως, όµως,
τηρούσε ακόµη βαθιά σιγή ως προς τον εαυτό του, το ρόλο του και το
µέλλον του. Τους είχε πει ότι πλησίαζε η βασιλεία των ουρανών, ότι
έµελλε να έρθει ο Μεσσίας. Ήδη οι Απόστολοι ψιθύριζαν µεταξύ τους:
“Αυτός είναι!” —και το επαναλάµβαναν στους άλλους. Αλλά αυτός, µε
µια γλυκιά σοβαρότητα, ονόµαζε τον εαυτό του απλά “Γιο του
Ανθρώπου” —έκφραση της οποίας δεν κατανοούσαν ακόµη το
εσωτερικό νόηµα, αλλά η οποία στο στόµα του φαινόταν ότι σήµαινε
εκλεκτός της πάσχουσας ανθρωπότητας. Διότι πρόσθετε: “οι λύκοι
έχουν τις φωλιές
τους, αλλά ο Γιος του Ανθρώπου δεν έχει που να κλίνει την κεφαλή”.
Οι απόστολοι δεν έβλεπαν ακόµα το Μεσαία παρά µόνο σύµφωνα µε
την ιουδαϊκή λαϊκή ιδέα, και µέσα στις αφελείς ελπίδες τους
αντιλαµβάνονταν τη βασιλεία των ουρανών ως πολιτική κυβέρνηση,
της οποίας ο Ιησούς θα ήταν ο εστεµµένος βασιλιάς και αυτοί οι
υπουργοί του. Το να καταπολεµήσει αυτήν την ιδέα, να τη µεταβάλει
άρδην και να φανερώσει στους αποστόλους του τον αληθινό Μεσσία,
την πνευµατική βασιλεία· το να τους µεταδώσει την ΰψιστη εκείνη
αλήθεια, την οποία ονόµαζε Πατέρα, και την υπέρτατη εκείνη δύναµη
που την ονόµαζε Πνεύµα, δΰναµη µυστηριώδη, η οποία ενώνει µαζί
όλες τις ψυχές µε το αόρατο - το να τους δείξει µε το λόγο του, µε τη
ζωή του, µε το θάνατό του, έναν αληθινό Γιο του Θεού· το να τους
αφήσει την πεποίθηση ότι αυτοί και όλοι οι άνθρωποι ήταν αδερφοί
του και ότι µπορούσαν να τον ξανβροΰν αν το ήθελαν* το να µην τους
εγκαταλείψει παρά µόνο αφού άνοιξε στις ελπίδες τους όλο το άπειρο
του ουρανού: ιδού το τεράστιο έργο του Ιησού πάνω στους µαθητές
του. Θα πιστέψουν ή δε θα πιστέψουν; —ιδού το ερώτηµα του
δράµατος το οποίο παίζεται µεταξύ εκείνων και αυτοΰ. Υπάρχει κι ένα
άλλο συνταρακτικό και πιο τροµερό, το οποίο συντελείται στα βάθη
του εαυτού του. Θα έρθουµε σε αυτό εντός ολίγου.
Αλήθεια, αυτήν την ώρα, ένα κύµα χαράς σκεπάζει την τραγική
σκέψη µέσα στη συνείδηση του Χρίστου. Η θυλλα δε φύσηξε ακόµη
πάνω στη λίµνη της Τιβεριάδας. Είµαστε στη γαλιλαϊκή άνοιξη του
Ευαγγελίου, είµαστε στα γλυκοχαράµατα της βασιλείας του Θεού,
είµαστε στο µυστικό γάµο του µυηµένου µε την πνευµατική του
οικογένεια. Αυτή τον ακολουθεί, ταξιδεύει µαζί του, όπως η ακολουθία
των παράνυµ- φων ακολουθεί το νυµφίο της παραβολής. Η οµάδα, που
ολοένα και µεγαλώνει, συνωθείται στα ίχνη του πολυαγαπηµένου
δασκάλου, στις ακρογιαλιές της γαλανής λίµνης, που είναι
περικλεισµένη µέσα στα βουνά της, όπως µέσα σ’ ένα χρυσό ποτήρι. Η
οµάδα αυτή πηγαίνει από τις δροσερές όχθες της Καπερναούµ στους
πυκνούς πορτοκαλεώνες της Βηθσαϊδάς και στην ορεινή Χοραζίν, όπου
συστάδες από σκιερούς φοίνικες δεσπόζουν σε όλη τη θάλασσα της
Γενησαρέτ.
Σε αυτή την ακολουθία του Ιησού οι γυναίκες έχουν µία ξεχωριστή
θέση. Μητέρες ή αδελφές των µαθητών, ντροπα-
λες παρθένες ή µετανοηµένες αµαρτωλές, τον περιτριγυρίζουν σε κάθε
µέρος. Προσεχτικές, πιστές, γεµάτες πάθος, σκορπούν πίσω του,
σαν ανθοδέσµη αγάπης, το αιώνιό τους άρωµα της θλίψης και της
ελπίδας. Σε αυτές δεν έχει ανάγκη να αποδείξει ότι είναι ο Μεσαίας.
Το ν α τ ο ν δ ο υ ν , α υ τ ό α ρ κ ε ί . Η π α ρ ά ξ ε ν η ε υ δ α ι µ ο ν ί α π ο υ
εκπορεύεται από την ατµό- σφαιρά του, αναµειγµένη µε τον τόνο
µίας θείας και ανέκφραστης οδύνης, που αντηχεί στο βάθος της
ύπαρξής του, τις πείθουν ότι αυτός είναι ο γιος του Θεού. Ο Ιησούς
είχε καταπνίξει από νωρίς µέσα του τη φωνή της σάρκας κι είχε
δαµάσει, κατά την παραµονή του κοντά στους Εσσαίους, τη δύναµη
των αισθήσεων. Με αυτό είχε κατακτήσει την κυριαρχία πάνω στις
ψυχές και τη θεία δύναµη της συγγνώµης, που είναι η ηδονή των
αγγέλων. Λέει λοιπόν στην αµαρτωλή που σέρνεται στα πόδια του
µέσα σε ένα κύµα σχηµατισµένο από τα σκόρπια µαλλιά της και από
το χυµένο της µύρο: “Θα της συγχωρεθούν πολλά, γιατί πολύ
αγάπησε”. Υπέροχη λέξη, που περιέχει ολόκληρο λυτρωµό· διότι,
όποιος συγχωρεί, απελευθερώνει.
Ο Χριστός είναι ο ελευθερωτής και ο αποκαταστάτης της γυναίκας,
οτιδήποτε και αν είπαν γι’ αυτήν ο άγιος Παύλος και οι Πατέρες της
Εκκλησίας, οι οποίοι, υποβιβάζοντας τη γυναίκα στο ρόλο της
υπηρέτριας του άντρα, ψεύτισαν τη σκέψη του δασκάλου. Οι βεδικοί
καιροί την είχαν δοξάσει· ο Βούδας δυσπίστησε σε αυτήν· ο Χριστός
την ανυψώνει, δίνο- ντάς της την αποστολή της αγάπης και της
µαντείας. Η µυη- µένη Γυναίκα αντιπροσωπεύει την Ψυχή µέσα στην
Ανθρωπότητα, την Αΐσχα, όπως την είχε ονοµάσει ο Μωυσής, δηλαδή
τη δύναµη της Διαίσθησης, την Ικανότητα που αγαπά και
οραµατίζεται. Η θυελλώδης Μαρία Μαγδαληνή, που ο Ιησούς της είχε
διώξει επτά δαιµόνια, σύµφωνα µε τη βιβλική έκφραση, έγινε η πιο
φλογερή µαθήτριά του. Πρώτη αυτή, κατά τον άγιο Ιωάννη, είδε το
θείο διδάσκαλο, τον πνευµατικό Χριστό, αναστηµένο πάνω στον τάφο
του. Ο θρύλος µε επιµονή θέλησε να δει στο πρόσωπο της γεµάτης
πάθος και πιστής αυτής γυναίκας την πιο µεγάλη λάτρισσα του Ιησού,
τη µυηµένη της καρδιάς. Και δε γελάστηκε. Διότι η ιστορία της
παριστάνει όλη την αναγέννηση της γυναίκας που επιδίωξε ο Ιησούς.
Στο εξοχικό σπίτι της Βηθανίας, µεταξύ της Μάρθας-Μα- ρίας και
της Μαγόαληνής, άρεσε στον Ιησού να ξεκουράζεται
από τους κόπους της αποστολής του και να ετοιµάζεται για τις
υπέρτατες δοκιµασίες. Εκεί σκορπούσε τις γλυκύτερες παρηγοριές του
κι εκεί, µέσα σε τερπνές συζητήσεις, µιλούσε για τα θεία µυστήρια, τα
οποία δεν τολµούσε ακόµα να εµπιστευτεί στους µαθητές του. Κάποτε,
την ώρα που το χρυσάφι του ήλιου που έδυε ωχριούσε, ανάµεσα στα
κλαδιά των λιόδεντρων, την ώρα που ήδη το λυκόφως ανακατεύει και
συγχέει τα λεπτά τους φυλλώµατα, ο Ιησούς γινόταν σκεπτικός. Ένας
πέπλος έπεφτε πάνω στο φωτεινό του πρόσωπο. Συλλογιζόταν τις
δυσκολίες του έργου του, την ασταθή πίστη των αποστόλων, τις
εχθρικές δυνάµεις του κόσµου. Ο Ναός, η Ιερουσαλήµ, η ανθρωπότητα
µε τα εγκλήµατά της και µε τις αχαριστίες της κυλιόντουσαν καταπάνω
του σαν ζωντανό βουνό.
Τα χέρια του, τα απλωµένα προς τον ουρανό, θα ήταν άραγε αρκετά
γερά, για να το κάνουν σκόνη αυτό το βουνό, ή θα έµενε συντριµµένος
κάτω από τον τεράστιο όγκο του; Τότε µιλούσε αόριστα για µια
τροµερή δοκιµασία η οποία τον περίµενε και για το προσεχές του
τέλος. Έκπληκτες από την επισηµότητα της φωνής του, δεν τολµούσαν
οι γυναίκες να τον ρωτήσουν σχετικά. Όση και να ήταν η αµετάβλητη
ηρεµία του Ιησού, αυτές εννούσαν ότι ήδη η ψυχή του ήταν τυλιγµένη
µε το σάβανο µιας άρρητης λύπης, η οποία τον χώριζε από τις χαρές
της γης. Προαισθάνονταν τη µοίρα του προφήτη, αισθάνονταν την
ασάλευτη απόφασή του. Προς τι τα σκοτεινά εκείνα σύννεφα που
σηκώνονταν κατά το µέρος της Ιεουσαλήµ; Γιατί ο καυτερός εκείνος
άνεµος πυρετού και θανάτου, ο οποίος περνούσε πάνω από την καρδιά
τους, όπως πάνω από τους µαραµένους λόφους της Ιουδαίας, που είχαν
όψη πελιδνή και νεκρική; Ένα βράδυ, σαν µυστηριώδες αστέρι, ένα
δάκρυ έλαµψε µέσα στα µάτια του Ιησού. Οι τρεις γυναίκες
ανατρίχιασαν και τα σιωπηλά τους δάκρυα έ- τρεξαν και αυτά µέσα
στη γαλήνη της Βηθανίας. Έκλαιγαν γι’ αυτόν κι εκείνος έκλαιγε για
την ανθρωπότητα.


5. Αγώνας κατά των Φαρισαίων - Η φυγή στην Κατσάρεια - Η


µεταµόρφωση
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΆ ΔΙΗΡΚΕΣΕη γαλιλαϊκή αυτή άνοιξη, κατά την οποία τα
αστραφτερά κρίνα των αγγέλων φαίνονταν ότι άνοιγαν, υπό την
επήρεια του λόγου του Χριστού, µέσα στον αρω-
µατισµένο αέρα, και φαινόταν πως ανέτελλε η αυγή της βασιλείας
των ουρανών πάνω στα προσεκτικά πλήθη. Αλλ’ όµως, σε λίγο
σκοτείνιασε ο ουρανός, που τον διέσχιζαν απαίσιες λάµψεις ως
πρόδροµοι µιας καταστροφής. Ξέσπασε θύελλα πάνω στη µικρή
πνευµατική οικογένεια, όπως µία από τις καταιγίδες εκείνες που
σαρώνουν τη λίµνη της Γενησαρέτ και καταπίνουν, µέσα στη µανία
τους, τις εύθραυστες βάρκες των ψαράδων. Αλλά, αν οι µαθητές
έµειναν κατάπληκτοι γι’ αυτό, ο Ιησούς δεν εξεπλάγη καθόλου —το
περίµενε. Ήταν αδύνατο να µην καταθορυβήσουν τις θρησκευτικές
αρχές των Εβραίων το κήρυγµά του και η αυξανόµενη δηµοτικότητά
του. Ήταν αδύνατο, επίσης, να µην αρχίσει ο ριζικός αγώνας µεταξύ
εκείνων και αυτοΰ. Ακόµα περισσότερο, το φως δεν µπορούσε να
ξεπηδήσει παρά µόνο από αυτή τη σύγκρουση.
Οι Φαρισαίοι αποτελούσαν τον καιρό του Ιησού ένα συµπαγές σώµα
από έξι χιλιάδες ανθρώπους. Η ονοµασία τους Περισίν σήµαινε τους
χωριστούς ή τους εκλεκτούς. Με πατριωτισµό εξηµµένο, συνήθως µεν
ηρωικό, αλλά στενοκέφαλο κι υπερήφανο, αντιπροσώπευαν τη µερίδα
της εθνικής αποκατάστασης. Η ύπαρξή της χρονολογούνταν µόλις από
την εποχή των Μακκαβαίων. Πλάι στη γραπτή παράδοση
π α ρ α δ έ χο ν τ α ν κ α ι µ ί α π ρ ο φ ο ρ ι κ ή π α ρ ά δ ο σ η . Π ί σ τ ε υ α ν σ τ ο υ ς
αγγέλους, στη µέλλουσα ζωή και στην ανάσταση. Αλλά αυτές τις
λάµψεις του εσωτερισµού, που τις κατείχαν από την Περσία, τις
έπνιγαν κάτω από τα σκοτάδια µιας χονδροειδούς και υλιστικής
ερµηνείας. Αυστηροί τηρητές του νόµου, αλλά εξ ολοκλήρου αντίθετοι
στο πνεύµα των προφητών, οι οποίοι έθεταν τη θρησκεία µέσα στην
αγάπη του Θεού και των ανθρώπων, έκαναν ώστε η ευσέβεια να
συνίσταται στους ψαλ- µούς και τις τελετουργίες, στις νηστείες και τις
δηµόσιες µετάνοιες. Τους έβλεπες, τις µεγάλες µέρες, να διασχίζουν
τους δρόµους, µε το πρόσωπο σκεπασµένο µε καπνιά, ξεφωνίζοντας
διάφορες προσευχές µε περίλυπο ύφος και µοιράζοντας ελεηµοσύνες
µε επιδεικτικό τρόπο. Κατά τα άλλα, ζούσαν µέσα στην πολυτέλεια και
κυνηγούσαν µε απληστία τα αξιώµατα και την εξουσία. Αλλά ήταν και
αρχηγοί της δηµοκρατικής µερίδας κι είχαν το λαό στα χέρια τους.
Απεναντίας, οι Σαδδουκαίοι αντιπροσώπευαν την ιερατική και
αριστοκρατική µερίδα. Αποτελούνταν από οικογένειες, οι οποίες
ισχυρίζονταν ότι ασκούσαν την ιεροσύνη µε κληρονοµικό δικαίωµα,
από τον καιρό του Δαβίδ. Συντηρητι-
κοί µέχρι υπερβολής, απέρριπταν την προφορική παράδοση, δεν
παραδέχονταν παρά µόνο το γράµµα του Νόµου και αρ- νούνταν την
ψυχή και τη µέλλουσα ζωή. Οµοίως ειρωνεύονταν τη βασανιστική
τακτική των Φαρισαίων και τις αλλόκοτες δοξασίες τους. Γι’
αυτούς, η θρησκεία συνίστατο µόνο και µόνο στις ιερατικές
τελετές. Είχαν διατηρήσει την ιεροσύνη επί των Σελευκιδών,
συνεννοούµενοι πλήρως µε τους εθνικούς και µάλιστα
εµφορούµενοι από την ελληνική σοφιστική και το χαρίεντα
επικουρισµό. Επί των Μακκαβαίων, οι Φαρισαίοι τούς πήραν την
αρχιεροσύνη. Αλλ’ όµως, στα χρόνια του Ηρώδη και των Ρωµαίων,
οι Σαδδουκαίοι ξαναπήραν τη θέση τους. Ήταν άνθρωποι σκληροί κι
επίµονοι, ιερωµένοι που καλοζούσαν και δεν είχαν παρά µία και
µόνη πίστη —την πίστη για την υπεροχή τους— και µία και µόνη
ιδέα: να διατηρήσουν την εξουσία την οποία κατείχαν παραδοσιακά.
Τι µπορούσε να δει µέσα σ’ αυτή τη θρησκεία ο Ιησούς, ο
µυηµένος, ο κληρονόµος των προφητών, ο οραµατιστής του Εγκαδδί, ο
οποίος αναζητούσε στην κοινωνική τάξη την εικόνα της θείας τάξης,
όπου η µεν δικαιοσύνη βασιλεύει πάνω στη ζωή, η δε γνώση πάνω στη
δικαιοσύνη, η αγάπη κι η σοφία πάνω και στα τρία αυτά µαζί; Στο ναό,
στη θέση της υπέρτατης γνώσης και της µύησης, βρήκε την υλιστική
άγνοια, η οποία έπαιζε τη θρησκεία ως όργανο εξουσίας, µε άλλα
λόγια βρήκε την αυθάδεια των κληρικών. Στις σχολές και τις
συναγωγές, αντί του άρτου της ζωής και της ουράνιας δρόσου που
πέφτει µέσα στις καρδιές, συνάντησε µία ηθική ιδιοτελή, σκεπασµένη
µε κάποια τυπική ευσέβεια, δηλαδή συνάντησε την υποκρισία. Πολύ
µ α κ ρ ι ά , ψ η λ ό τ ε ρ ά τ ο υ ς , σ τ ε κό τ α ν θ ρ ο ν ι α σ µ έ ν ο ς µ έ σ α σ ’ έ ν α
φωτοστέφανο ο παντοδύναµος Καίσαρας, αποθέωση του κακού,
θεοποίηση της ύλης, ο Καίσαρ, ο µόνος θεός του τότε κόσµου, ο µόνος
κύριος που µπορούσε να υπάρξει για τους Σαδδουκαίους και τους
Φαρισαίους, είτε αυτοί τον ήθελαν είτε όχι. Ο Ιησούς, παραλαµ-
βάνοντας, όπως οι προφήτες, µία ιδέα από τον περσικό εσωτερισµό,
είχε τάχα άδικο να ονοµάσει αυτή τη βασιλεία βασιλεία του Σατανά ή
του Αριµάν, δηλαδή κυριαρχία της ύλης πάνω στο πνεύµα, την οποία
αυτός ήθελε να αντικαταστήσει µε την κυριαρχία του πνεύµατος πάνω
στην ύλη; Όπως όλοι οι µεγάλοι µεταρρυθµιστές, έτσι και αυτός
πρόσβαλλε όχι τους ανθρώπους, οι οποίοι µπορούσαν κατ’ εξαίρεση να
είναι άριστοι, αλλά τα δόγµατα και τους θεσµούς, που είναι οι µή-
τρες της πλειοψηφίας. Έπρεπε να ρίξει την πρόκληση και να
κηρύξει τον πόλεµο εναντίον των ισχυρών της ηµέρας.
Ο αγώνας άρχισε στις συναγωγές της Γαλιλαίας, για να συνεχιστεί
κάτω από τις στοές του ναοί) της Ιερουσαλήµ, όπου ο Ιησούς διέτριβε
για καιρό, κηρύττοντας και προκαλώ- ντας τους αντιπάλους. Στον
αγώνα αυτό, όπως και σε όλη του την πορεία, ο Ιησούς ενεργεί µε τον
ανάµεικτο εκείνο τρόπο της σύνεσης και της τόλµης, της στοχαστικής
επιφύλαξης και της ακάθεκτης δράσης, ο οποίος χαρακτήριζε τη
θαυµάσια ισορροπηµένη φύση του. Δεν ανέλαβε καθόλου αυτός την
επίθεση εναντίον των αντιπάλων του, αλλά περίµενε την επίθεσή τους
για να απαντήσει σ' αυτήν.
Η επίθεση δεν άργησε. Διότι, ευθύς σαν άρχισε τη διδαχή του ο
προφήτης, οι Φαρισαίοι τον ζήλεψαν, εξαιτίας των θεραπειών που
ενεργούσε και της δηµοτικότητάς του. Και σε λίγο υποπτεύθηκαν στο
πρόσωπό του τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους. Τότε, τον πλησίασαν µε
εκείνη την ειρωνική προσήνεια, εκείνη την πονηρή µοχθηρία, τη
σκεπασµένη µε υποκριτική γλυκύτητα, η οποία τους ήταν τόσο οικεία.
Σαν σοφοί νοµοδιδάσκαλοι, σαν άνθρωποι σπουδαίοι και αξιωµατού-
χοι, του ζήτησαν το λόγο για τις σχέσεις του µε τους τελώνες και τους
ανθρώπους που διήγαν κακό βίο. Επίσης, γιατί οι µαθητές του
τολµούσαν να κόβουν στάχυα την ηµέρα του Σαββάτου; Τόσες σοβαρές
π α ρ α β ι ά σ ε ι ς τ ω ν δ ι κώ ν τ ο υ ς π α ρ α γ γε λ µ ά τ ω ν ! Ο Ι η σ ο ύ ς τ ο υ ς
αποκρίθηκε µε τη γλυκύτητά του και την ευρύτητα της σκέψης του, µε
λόγια τρυφερότητας και πραότητας. Δοκίµασε πάνω τους το λόγο της
αγάπης. Τους µίλησε για την αγάπη του Θεού, ο οποίος χαίρεται
περισσότερο για έναν αµαρτωλό που µετανόησε παρά για µερικούς
δίκαιους. Τους διηγήθηκε την παραβολή του απολωλότος προβάτου και
τ ο υ ά σ ω τ ο υ υ ι ο ύ . Το υ ς σ τ ρ ί µ ω ξ ε κ α ι σ ι ώ π η σ α ν . Α λ λ ά α φ ο ύ
συµφώνησαν εκ νέου, ξανάρχισαν τις µοµφές τους, κατηγορώντας τον
ότι γιατρεύει αρρώστους το Σάββατο. “Υποκριτές!” —απάντησε ο
Ιησούς µε µια αστραπή αγανάκτησης στα µάτια του. “Εσείς δε βγάζετε
την αλυσίδα από το λαιµό των βοδιών σας για να τα οδηγήσετε στο
πότισµα τη µέρα του Σαββάτου; Και λοιπόν, η θυγατέρα του Αβραάµ
δε θα έπρεπε να ελευθερωθεί αυτή τη µέρα από τις αλυσίδες του
Σατανά;”
Μη γνωρίζοντας πια τι να του πουν, οι Φαρισαίοι τον κατηγόρησαν
ότι βγάζει τα δαιµόνια εν ονόµατι του Βελζεβούλ.
Ο Ιησούς τους απάντησε, τόσο έξυπνα και βαθύγνωµα, ότι ο διάβολος
δε διώχνει ο ίδιος τον εαυτό του και πρόσθεσε ότι το αµάρτηµα
εναντίον του Γιου του Ανθρώπου θα συγχωρε- θεί, αλλ’ όµως όχι
και το αµάρτηµα εναντίον του Αγίου Πνεύµατος, θέλοντας µε αυτά
να πει ότι λίγο λάµβανε υπόψη του τις ύβρεις εναντίον του
προσώπου του, αλλά ότι το να αρνεί- ται κανείς το Καλό και το
Αληθινό, ενώ το είδε µε τα µάτια του, αυτό είναι διανοητική
διαστροφή, το χειρότερο ελάττωµα, το αθεράπευτο κακό. Τα λόγια
αυτά ήταν κήρυξη πολέµου. Τον ονόµαζαν βλάσφηµο! Τους
απαντούσε: “Υποκριτές!”. Τον έλεγαν συνεργάτη του Βελζεβούλ,
τους αποκρινόταν: “Γεννήµατα οχιάς!”. Από εκείνη τη στιγµή, ο
αγώνας ολοένα και δηλητηριαζόταν, ολοένα και µεγάλωνε. Ο
Ιησούς ανέπτυξε εναντίον τους µία πυκνή και δηκτική διαλεκτική.
Ο λόγος του έτσουζε σα µαστίγιο και διαπερνούσε σαν κεντρί. Είχε
αλλάξει τακτική· αντί να αµύνεται, επιτίθετο και απαντούσε στις
κα τ η γ ο ρ ί ε ς µ ε ι σ χ υ ρ ό τ ε ρ ε ς κα τ η γ ο ρ ί ε ς , α ν η λ ε ή ς σ τ ο ρ ι ζι κό
ελάττωµα, την υποκρισία. “Γιατί αθετείτε το νόµο του Θεού
εξαιτίας της παράδοσής σας; Ο Θεός πρόσταζε: τί- µα τον πατέρα
σου και τη µητέρα σου, σεις απέχετε από το να τιµάτε τους γονείς
σας, όταν το χρήµα εισρέει στο Ναό. Δε µεταχειρίζεστε τον Ησαΐα
παρά µόνο µε τα χείλη, είστε θεοφοβούµενοι δίχως καρδιά”.
Ο Ιησούς δεν έπαυε να συγκρατείται, όµως εξυψωνόταν, µεγάλωνε
σε αυτόν τον αγώνα. Και όσο του επιτίθεντο, τόσο βεβαίωνε πιο
µεγαλόφωνα ότι ήταν ο Μεσαίας. Άρχισε να απειλεί το ναό, να
προλέγει τις δυστυχίες του Ισραήλ, να προστρέχει προς τους εθνικούς
και να λέει ότι ο Κύριος θα έστελνε άλλους εργάτες στο αµπέλι του.
Πάνω σε αυτά τα λόγια, οι Φαρισαίοι της Ιερουσαλήµ αναστατώθηκαν.
Και βλέποντας ότι δεν µπορούσαν να του κλείσουν το στόµα, ούτε να
τον αντικρούσουν, άλλαξαν και αυτοί τακτική. Σκύφτηκαν να τον
σύρουν σε παγίδα. Του έστειλαν δικούς τους ανθρώπους, για να τον
κάνουν να πει τίποτα αιρετικά λόγια, που θα επέτρεπαν στο συνέδριο
να τον συλλάβει ως βλάσφηµο, εν ονό- µατι του νόµου του Μωυσή, ή
να τον κάνουν να καταδικαστεί ως επαναστάτης από τη ρωµαϊκή
διοίκηση. Εντεύθεν το επίβουλο ερώτηµα για τη µοιχαλίδα γυναίκα και
για το δηνάριο του Καίσαρα. Ο Ιησούς, εισδύοντας πάντα µέσα στους
σκοπούς των εχθρών του, τους αφόπλισε µε τις απαντήσεις του, σαν
βαθύς ψυχολόγος και σαν επιδέξιος στρατηγός.
Οι Φαρισαίοι, βλέποντας ότι είναι ασύλληπτος, προσπάθησαν να
τον φοβίσουν, ενοχλώντας τον σε κάθε βήµα. Ήδη, το µεγαλύτερο
µέρος του πληθυσµού, υποκινούµενο από αυτούς, άρχισε να τον
αποφεύγει, επειδή έβλεπε ότι δεν ίδρυε τη βασιλεία του Ισραήλ.
Παντού, και στο µικρότερο χωριό, συναντούσε ο Ιησούς πρόσωπα
δόλια και φιλύποπτα, κατασκόπους που τον παρατηρούσαν και άλλα
άτιµα υποκείµενα, βαλµένα για να τον αποθαρρύνουν. Μερικοί ήλθαν
και του είπαν: “Φύγε από εδώ, γιατί ο Ηρώδης (Αντίπας) θέλει να σε
θανατώσει”. Απάντησε υπερήφανα: “Πέστε σε αυτή την αλεπού ότι δεν
είναι δυνατό να συµβεί ένας προφήτης να πεθά- νει έξω από την
Ιερουσαλήµ!”
Εντούτοις, χρειάστηκε να διαβεί πολλές φορές τη θάλασσα της
Τιβεριάδας και να καταφύγει στην ανατολική όχθη για να γλιτώσει από
αυτές τις ενέδρες. Δεν ήταν πια ασφαλής σε κανένα µέρος. Στο µεταξύ,
συνέβη ο θάνατος του Ιωάννη του Βαπτιστή, του οποίου ο Αντίπας είχε
διατάξει και του απέκοψαν το κεφάλι, µέσα στο φρούριο της Μακερού.
Λένε ότι ο Αννίβας, βλέποντας το κεφάλι του αδερφού του Ασδρού-
βα, που τον είχαν σκοτώσει οι Ρωµαίοι, φώναξε: “Τώρα αναγνωρίζω τη
µοίρα της Καρχηδόνας”. Και ο Ιησούς µπόρεσε να ανγνωρίσει τη δική
του µοίρα µέσα στο θάνατο του προδρόµου του. Δεν αµφέβαλλε γι’
αυτήν από την εποχή του οράµατος του στο Εγκαδδί. Δεν είχε αρχίσει
το έργο του παρά µόνο αφού την αποδέχτηκε προκαταβολικά. Κι
εντούτοις, αυτή η είδηση, που την έφεραν οι θλιµµένοι µαθητές του
δασκάλου στην έρηµο, χτύπησε τον Ιησού σαν µία πένθιµη
προειδοποίηση. Φώναξε: “Δεν τον αναγνώρισαν, αλλά του έκαναν ό,τι
θέλησαν. Έτσι και ο Γιος του Ανθρώπου θα υποφέρει από αυτούς”.
Οι δώδεκα µαθητές ανησυχούσαν, ο Ιησούς δίσταζε για το δρόµο
του. Δεν ήθελε να αφήσει να τον πιάσουν, αλλά ήθελε να παραδοθεί
εντελώς εκούσια, αφού πρώτα τερµατιζόταν το έργο του, και να
τελειώσει, σαν προφήτης, την ώρα που ο ίδιος θα διάλεγε. Ο Ιησούς,
έχοντας υποστεί καταδιώξεις ήδη από ενός έτους, συνηθισµένος να
ξεφεύγει τους εχθρούς µε διάφορες πορείες, αποκαρδιωµένος από το
λαό, του οποίου αισθανόταν την ψυχρότητα ύστερα από τις µέρες του
πρώτου ενθουσιασµού, αποφάσισε, ακόµα µία φορά, να φύγει µαζί µε
τους δικούς του.
Όταν έφτασε στο ύψωµα ενός βουνού, µαζί µε τους δώδε-
κα, γύρισε να κοιτάξει για τελευταία φορά την πολυαγαπηµέ- νη του
λίµνη, πάνω στις όχθες της οποίας θέλησε να κάνει να φωτίσει η
αυγή της βασιλείας των ουρανών. Αγκάλιασε µε το βλέµµα του
εκείνες τις πόλεις, που ήταν πλαγιασµένες στην άκρη των κυµάτων
ή που ήταν στοιβαγµένες πάνω στα βουνά, πνιγµένες µέσα στις
καταπράσινες οάσεις τους και κατά- λευκες κάτω από το χρυσωµένο
πέπλο του λυκόφωτος. Η µατιά του πήρε όλα εκείνα τα αγαπηµένα
χωριά, µέσα στα οποία είχε σπείρει το λόγο της ζωής και που τώρα
τον εγκατέ- λειπαν. Προαισθάνθηκε το µέλλον. Με προφητικό
βλέµµα είδε τη µεγαλοπρεπή αυτή χώρα µεταβεβληµένη σε έρηµο,
κάτω από το εκδικητικό χέρι του Ισµαήλ, και τα λόγια τούτα βγήκαν
από το στόµα του, δίχως θυµό αλλά γεµάτα πίκρα και µελαγχολία:
“Δυστυχία σου, Καπερναούµ! Δυστυχία σου, Χο- ραζίν! Δυστυχία
σου Βηθσαϊδά!”. Έπειτα, στρεφόµενος προς τον εθνικό κόσµο, πήρε
µαζί µε τους αποστόλους του το δρόµο που ανεβαίνει την κοιλάδα
του Ιορδάνη, από τα Γάδαρα προς την Καισάρεια του Φιλίππου.
Θλιβερός και µακρύς υπήρξε ο δρόµος της οµάδας, η οποία έφευγε
ανάµεσα από µεγάλους καλαµιώνες και τα έλη του άνω Ιορδάνη, κάτω
από το φλογερό ήλιο της Συρίας. Περνούσαν τη νύχτα κάτω από τη
σκηνή βοσκών βουβαλιών ή στα σπίτια των Εσσαίων που ήταν
εγκατεστηµένοι στις µικρές κωµοπόλεις της αχανούς εκείνης χώρας.
Οι στενοχωρηµένοι µαθητές έσκυβαν το κεφάλι τους. Ο δάσκαλος,
λυπηµένος και σιωπηλός, έµενε βυθισµένος στους συλλογισµούς του.
Σκεπτόταν ότι ήταν αδύνατο, µε τις φοβερές σκευωρίες των αντιπάλων
του, να κάνει να θριαµβεύσει η διδασκαλία του στο λαό δια του
κηρύγµατος. Ο υπέρτατος αγώνας ήταν επικείµενος. Ο Ιησούς είχε
φτάσει σε αδιέξοδο. Πώς να βγει από εκεί µέσα; Αφετέρου, η σκέψη
του µεταφερόταν, µε µία απέραντη µέριµνα, στη διασκορπισµένη
πνευµατική του οικογένεια και προπάντων στους δώδεκα αποστόλους,
οι οποίοι πιστοί και γεµάτοι εµπιστοσύνη είχαν εγκαταλείψει τα πάντα
για να τον ακολουθήσουν, οικογένεια, επάγγελµα, περιουσία - των
οποίων, µολαταύτα, έµελλε να ξεσχιστεί η καρδιά και να διαψευ-
στούν στη µεγάλη ελπίδα που είχαν για το θριαµβευτή Μεσαία.
Μπορούσε να τους εγκαταλείψει µόνους; Η αλήθεια είχε εισχωρήσει
αρκετά µέσα τους; Θα πίστευαν τουλάχιστον σε αυτόν και τη
διδασκαλία του; Ήξεραν ποιος ήταν; Υπό το κράτος αυτής της
φροντίδας, τους ρώτησε µια µέρα:
“Τι λένε οι άνθρωποι πως,είµαι εγώ, ο Γιος του Ανθρώπου;”
Και του απάντησαν: “Άλλοι µεν λενε πως είσαι ο Ιωάννης ο
Βαπτιστής, άλλοι δε, ο Ιερεµίας ή ένας από τους προφήτες”.
“Και σεις ποιος λέτε πως είµαι;”
Τότε, ο Σίµων Πέτρος, παίρνοντας το λόγο, είπε: “Συ, είσαι ο
Χριστός, ο Γιος του Θεού του ζώντος” (Ματθ. ις', 13-16).
Στο στόµα του Πέτρου και για τη σκέψη του Ιησού ολόγος αυτός δε
σήµαινε, όπως το θέλησε αργότερα η Εκκλησία: “Συ είσαι η µοναδική
ενσάρκωση του απόλυτου και παντοδύναµου Όντος, το δεύτερο
πρόσωπο της Τριάδας”, αλλά απλώς σήµαινε: “Συ είσαι ο εκλεκτός του
Ισραήλ που τον ανήγγειλαν οι προφήτες”. Στην ινδική, την αιγυπτιακή
και την ελληνική µύηση, ο όρος Γιος του Θεού σήµαινε µία συνείδηση
ταυτισµένη µε τη θεία αλήθεια, µία θέληση ικανή να φανερώσει αυτήν
την αλήθεια. Κατά τους προφήτες, ο Μεσαίας εκείνος έµελλε να είναι
η µεγαλύτερη από αυτές τις εκδηλώσεις. Θα ήταν ο Γιος του
ανθρώπου, δηλαδή ο Εκλεκτός της γήινης Ανθρωπότητας· και ο Γιος
του Θεού, δηλαδή ο Απεσταλµένος της ουράνιας Ανθρωπότητας, ο
οποίος, ως τέτοιος, θα είχε µέσα του τον Πατέρα ή το Πνεύµα, το
οποίο δΓ Αυτής βασιλεύει πάνω στο σύµπαν.
Σε αυτήν τη διαβεβαίωση της πίστης των αποστόλων από τον
αντιπρόσωπό τους, ο Ιησούς δοκίµασε άπειρη χαρά. Λοιπόν τον είχαν
καταλάβει οι µαθητές του, θα ζούσε µέσα τους, ο σύνδεσµος µεταξύ
ουρανού και γης είχε αποκατασταθεί. Ο Ιησούς είπε στον Πέτρο:
“Καλότυχος είσαι, Σίµωνα, γιε του Ιωνά, γιατί αυτό δεν σου το
φανέρωσε σάρκα κι αίµα, αλλά ο πατέρας µου ο εν τοις ουρανοίς”. Με
αυτήν την απάντηση δίνει ο Ιησούς στον Πέτρο να καταλάβει ότι τον
θεωρεί µυηµέ- νο κατά τον ίδιο τρόπο που ήταν και ο ίδιος, δηλαδή µε
την εσωτερική και βαθιά θεωρία της αλήθειας. Ιδού η αληθινή, η µόνη
αποκάλυψη, ιδού “η πέτρα πάνω στην οποία ο Χριστός θέλει να
οικοδοµήσει την εκκλησία του κι εναντίον της οποίας οι πύλες του
Άδη δεν θα κατισχύσουν”.
Ο Ιησούς δεν υπολογίζει στον απόστολο Πέτρο παρά µόνο εφόσον
αυτός θα έχει αυτή τη διανοητικότητα. Μία στιγµή αργότερα, που ο
Π έ τ ρ ο ς ξα ν α γ ί ν ε τ α ι ο φ υ σ ι κό ς ά ν θ ρ ω π ο ς , ο φ ο β η τ σ ι ά ρ η ς κα ι
περιορισµένης αντίληψης, ο δάσκαλος τον µεταχειρίζεται εντελώς
διαφορετικά. Όταν ο Ιησούς ανήγγειλε στους µαθητές του ότι έµελλε
να θανατωθεί στην
Ιερουσαλήµ, ο Πέτρος άρχισε να διαµαρτύρεται: “Θεός φυ- λάξοι,
Κύριε. Αυτό δε θα σου συµβεί”. Αλλά ο Ιησούς, σαν να έβλεπε ένα
πειρασµό της σάρκας στο κίνηµα αυτό της συµπάθειας, που
δοκίµαζε να του κλονίσει τη µεγάλη του απόφαση, στράφηκε ζωηρά
προς τον απόστολο κι είπε: “Ύπαγε πίσω µου. Σατανά! Σκάνδαλο
µου είσαι, γιατί δε σκέπτεσαι τα πράγµατα του Θεού, αλλά µόνο τα
πράγµατα των ανθρώπων” (Ματθ. ις', 21-23). Κι η επιτακτική
χειρονοµία του δασκάλου έλεγε: “Εµπρός µέσα από την έρηµο!”.
Φοβισµένοι από την επίσηµη φωνή του και από το αυστηρό του
βλέµµα, οι απόστολοι έσκυψαν το κεφάλι σιωπώντας και
ξανάρχισαν το δρόµο τους πάνω στους πετρώδεις λόφους της
Γαλονίτι- δας. Η φυγή αυτή, κατά την οποία ο Ιησούς τραβούσε
τους µαθητές του έξω από το Ισραήλ, έµοιαζε µε µία πορεία προς το
αίνιγµα της µεσσιανικής του µοίρας, της οποίας γΰρευε την
τελευταία λέξη.
Είχαν φτάσει στις πύλες της Καισάρειας. Η πόλη, που είχε γίνει
ειδωλολατρική από την εποχή του Αντίοχου του Μεγάλου, ήταν
προφυλαγµένη µέσα σε µια καταπράσινη όαση, στις πηγές του
Ιορδάνη, κοντά στους πρόποδες των χιονισµένων κορυφών του Ερµών.
Είχε το αµφιθέατρό της και λαµποκοπούσε από πολυτελή ανάκτορα και
από ελληνικούς ναούς. Ο Ιησούς τη διέσχισε και προχώρησε µέχρι το
µέρος όπου ο Ιορδάνης πηγάζει παφλάζοντας, από µια σπηλιά του
βουνού, όπως η ζωή που αναβλύζει από το βαθύ κόλπο της
αµετακίνητης φύσης.
Υπήρχε εκεί ένας µικρός ναός αφιερωµένος στον Πάνα και µέσα
στο σπήλαιο, στις όχθες των πηγών του ποταµού, υπήρχε πλήθος από
στήλες, από µαρµάρινες νύµφες και από ειδωλολατρικές θεότητες. Οι
Εβραίοι απεχθάνονταν αυτά τα σύµβολα της ειδωλολατρίας. Ο Ιησούς
τα κοίταζε δίχως θυµό, µε επιεικές χαµόγελο. Αναγνώρισε σε αυτά τις
ατελείς εικόνες της θείας οµορφιάς, της οποίας αυτός έφερε µέσα στην
ψυχή του τα ακτινοβόλα πρότυπα. Δεν είχε έρθει για να κα- ταραστεί
την ειδωλολατρία, αλλά για να τη µεταµορφώσει. Δεν είχε έρθει για να
ρίξει ανάθεµα στη γη και τις µυστηριώδεις δυνάµεις της, αλλά για να
της δείξει τον ουρανό. Η καρδιά του ήταν αρκετά µεγάλη κι η
διδασκαλία του αρκετά πλατιά, ώστε να περιλάβει όλους τους λαούς
και να πει προς όλα τα θρησκεύµατα: “Σηκώστε το κεφάλι σας και
αναγνωρίστε ότι όλοι σας έχετε τον ίδιο Πατέρα”.
Εντούτοις, βρισκόταν εκεί, στο έσχατο όριο του Ισραήλ, διωγµένος
σαν άγριο θηρίο, σφιγµένος, πνιγµένος ανάµεσα σε δύο κόσµους που
εξίσου τον απωθούσαν. Μπροστά του, ο εθνικός κόσµος, ο οποίος
ακόµα δεν τον εννοούσε και µέσα στον οποίο ο λόγος του σβηνόταν
α ν ί σ χ υ ρ ο ς . Π ί σ ω τ ο υ , ο ε β ρ α ϊ κό ς κό σ µ ο ς , ο λ α ό ς ο ο π ο ί ο ς
λιθοβολούσε τους προφήτες του, έφραζε τα αυτιά του για να µην
α κο ύ ε ι τ ο Μ ε σ σ ί α τ ο υ - η σ υ µ µ ο ρ ί α τ ω ν Φ α ρ ι σ α ί ω ν κα ι τ ω ν
Σαδδουκαίων παραµόνευε τη λεία της. Τι θάρρος υπεράνθρωπο, τι
ανήκουστη ενεργητικότητα χρειαζόταν λοιπόν, για να σπάσουν όλα
αυτά τα εµπόδια, για να εισδύσει, πέρα από την εθνική ειδωλολατρία
κα ι τ η ν ε β ρ α ϊ κ ή σ κ λη ρ ό τ η τ α , ω ς τ η ν κα ρ δ ι ά τ η ς π ά σ χο υ σ α ς
ανθρωπότητας, που την αγαπούσε µε όλη του την ύπαρξη, και να την
κάνει να ακούσει τον αναστάσιµο λόγο του;
Τότε, απότοµα ανατρέχοντας η σκέψη του, πήδησε προς τα πίσω και
κατέβηκε το ρεύµα του Ιορδάνη, του ιερού ποταµού του Ισραήλ.
Πέταξε από το ναό του Πάνα πάνω στο ναό της Ιερουσαλήµ,
κα τ α µ έ τ ρ η σ ε ό λη τ η ν α π ό σ τ α σ η , η ο π ο ί α χώ ρ ι ζ ε τ η ν α ρ χα ί α
ε ι δ ω λ ο λ α τ ρ ί α α π ό τ η ν π α γ κό σ µ ι α σ κ έ ψ η τ ω ν π ρ ο φ η τ ώ ν κ α ι ,
ανεβαίνοντας στη δική της πηγή, όπως ο αετός στη φωλιά του, γύρισε
από τη θλίψη της Καισάρειας στο όραµα του Εγκαδδι. Και να που και
πάλι είδε να προβάλλει µέσα από τη Νεκρά Θάλασσα το τροµερό
εκείνο φάντασµα του σταυρού!... Μήπως είχε έρθει η ώρα της µεγάλης
θυσίας; Όπως όλοι οι άνθρωποι, ο Ιησούς είχε µέσα του δύο
συνειδήσεις. Η µία, η γήινη, τον νανούριζε µε φαντασιώσεις και του
έλεγε: “Ποιος ξέρει; Ισως θα ξεφύγω το πεπρωµένο”. Η άλλη, η θεία,
του επαναλάµβανε αδυσώπητα: “Ο δρόµος της νίκης περνά από την
πύλη της αγωνίας”. Έπερεπε, λοιπόν, στο τέλος να υπακούσει αυτήν
εδώ;
Κατά τις µεγάλες στιγµές της ζωής του, βλέπουµε τον Ιησού να
αποσύρεται στο βουνό για να προσευχηθεί. Μήπως δεν το είπε και ο
σοφός βεδικός: “Η προσευχή συγκρατεί τον ουρανό και τη γη και
κυριαρχεί στους θεούς”. Ο Ιησούς γνώριζε αυτή τη δύναµη των
δυνάµεων. Συνήθως δεν έπαιρνε κανένα σύντροφο µαζί του σε αυτές
τις αναχωρήσεις του, κατά τις οποίες κατέβαινε µέσα στο άδυτο της
συνείδησής του. Όµως, αυτή τη φορά πήρε µαζί του τον Πέτρο και
τους δύο γιους του Ζεβεδαίου, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, πάνω σε
ένα ψηλό βουνό, για να περάσει εκεί τη νύχτα. Ο θρύλος θα πει ότι το
βουνό αυτό ήταν το Θαβώρ. Εκεί έλαβε χώρα µε-
ταξύ του δασκάλου και των τριών περισσότερο µυηµένων µαθητών η
µυστηριώδης εκείνη σκηνή, που τα Ευαγγελία διηγούνται ως
µεταµόρφωση.
Σύµφωνα µε όσα λέει ο Ματθαίος, οι απόστολοι είδαν να
εµφανίζεται µέσα στο διαυγές σκιόφως µιας ανατολίτικης νύχτας η
φωτεινή και σαν διαφανής µορφή του δασκάλου. Είδαν να ακτινοβολεί
το πρόσωπό του σαν ήλιος και τα φορέ- µατά του να γίνονται λαµπερά
όπως το φως, κι έπειτα δυο µορφές να παρουσιάζονται πλάι του, που
αυτοί τις εξέλαβαν σαν το Μωυσή και τον Ηλία. Όταν συνήλθαν,
τρέµοντας από την παράξενη λιποθυµία τους, η οποία τους φαινόταν
σαν ένας βαθύτατος ύπνος και συνάµα µία εντονότατη εγρήγορση,
είδαν το δάσκαλο µονάχο δίπλα τους, ο οποίος τους άγγιζε για να
ξυπνήσουν εντελώς. Ο µεταµορφωµένος Χριστός, τον οποίο είχαν δει
σε αυτό το όνειρο, δεν βγήκε πια από το νου τους (Ματθ. ιζ', 1-8).
Αλλά όµως τι είχε δει ο ίδιος ο Ιησούς, τι είχε περάσει και τι είχε
αισθανθεί κατά το διάστηµα εκείνης της νύχτας, η οποία προηγήθηκε
της αποφασιστικής πράξης του προφητικού του έργου; Μία βαθµιαία
εξαφάνιση των επίγειων πραγµάτων υπό την επήρεια της θέρµης της
προσευχής· µία ανάβαση από σφαίρα σε σφαίρα, πάνω στα φτερά της
έκστασης· σιγά-σιγά του φάνηκε ότι ξανάµπαινε, µέσω της ενδόµυχης
συνείδησής του, σε µία προγενέστερη ύπαρξη, εντελώς πνευµατική και
θεία. Μακριά του, οι ήλιοι, οι κόσµοι, οι γαίες, που είναι στρόβιλοι
των οδυνηρών ενσαρκώσεων. Και µέσα σε µία οµοιογενή ατµόσφαιρα,
µία ρευστή υπόσταση, ένα νοητό φως. Μέσα σε αυτό το φως, λεγεώνες
ουράνιων όντων σχηµατίζουν ένα κινητό θόλο, ένα στερέωµα από
αιθέρια σώµατα, άσπρα σαν το χιόνι, απ’ όπου αναβλυζουν γλυκιές
εκλάµψεις. Και πάνω στο λαµπερό νεφέλωµα, όπου αυτός ο ίδιος
στέκεται όρθιος, έξι άνθρωποι µε ιερατικά ενδύµατα και µε επιβλητικό
παράστηµα σηκώνουν στα ενωµένα χέρια τους ένα Ποτήρι που
λαµποκοπάει. Είναι έξι Μεσσίες, οι οποίοι φανερώθηκαν ήδη πάνω
στη γη. Ο έβδοµος είναι αυτός και το Ποτήρι εκείνο σηµαίνει τη
Θυσία που πρέπει αυτός να εκπληρώσει, µε την ενσάρκωσή του πάνω
σε αυτή τη γη, µε τη σειρά του. Κάτω από το νεφέλωµα µυκάται ο
κεραυνός, µια µαύρη άβυσσος ανοίγεται: ο κύκλος των γεννήσεων, το
βάραθρο της ζωής και του θανάτου, η επίγεια κόλαση. Οι γιοι του
Θεού, µε µια ικετευτική χειρονοµία, υψώνουν το Πο-
τήρι. Ο ακίνητος ουρανός, περιµένει. Ο Ιησούς, σε σηµείο
συγκατάνευσης, απλώνει τα χέρια του σε σχήµα σταυρού, σαν να
ήθελε να αγκαλιάσει τον κόσµο. Τότε, οι γιοι του Θεού πέφτουν
πρηνείς. Στρατιά από αγγέλους-γυναίκες, µε µακριές φτερούγες και
χαµηλωµένα µάτια µεταφέρει το φλόγινο Ποτήρι προς το θόλο του
φωτός. Το ωσαννά αντιλαλεί από τον ένα ουρανό στον άλλο, µελωδικά
άρρητα... Αλλά αυτός, χωρίς καν να το ακούει, βυθίζεται µέσα στο
βάραθρο.
Να τι είχε συµβεί άλλοτε στον κόσµο των Ουσιών, στον κόλπο του
Πατέρα, όπου τελούνται τα µυστήρια της αιώνιας Αγάπης και όπου οι
περιστροφές των άστρων περνούν ελαφρά σαν κύµατα. Ιδού τι είχε
ορκιστεί εκείνος να εκτελέσει, ιδού γιατί είχε γεννηθεί, ιδού γιατί είχε
αγωνιστεί ως εκείνη τη µέρα. Και να που ο µεγάλος εκείνος όρκος τον
ξανάπιανε τώρα στο τέρµα του έργου του, µε την πληρότητα της θείας
συνείδησής του, η οποία του είχε ξαναέρθει µέσα στην έκσταση.
Φοβερός όρκος, τροµακτικό ποτήρι! Έπρεπε να το πιει. Μετά τη
µέθη της έκστασης, ξυπνούσε στα βάθη του βάρα- θρου, στο χείλος
του µαρτυρίου. Δεν υπήρχε πια αµφιβολία, οι καιροί είχαν πληρωθεί.
Ο ουρανός είχε µιλήσει, η γη φώναζε βοήθεια.
Τότε ο Ιησούς, επιστρέφοντας, µε αργές στάσεις κατέβηκε ξανά
στην κοιλάδα του Ιορδάνη και πήρε το δρόµο της Ιερουσαλήµ.
6. Τελευταίο ταξίδι στην Ιερουσαλήµ - Η Επαγγελία - Ο µυστικός
Δείπνος - Η Δίκη - Ο Θάνατος και η Ανάσταση
—η κραυγή αυτή αντηχούσε πίσω από τον
“ ΩΣΑΝΝΑ ΣΤΟ ΓΙΟ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ !”
Ιησού, κατά την είσοδό του στην Ιερουσαλήµ από την ανατολική πύλη,
και τα κλαδιά από βάγια έπεφταν σαν βροχή στα πόδια του. Εκείνοι
που τον υποδέχονταν µε τόσο ενθουσιασµό ήταν οπαδοί του Γαλιλαίου
προφήτη, οι οποίοι είχαν συρρεύσει από τα περίχωρα και από το
εσωτερικό της πόλης γι’ αυτή τη θριαµβευτική υποδοχή. Χαιρετούσαν
τον ελευθερωτή του Ισραήλ, ο οποίος σε λίγο θα στεφόταν βασιλιάς.
Οι δώδεκα απόστολοι που τον συνόδευαν συµµερίζονταν ακόµη αυτή
την επίµονη φαντασίωση, παρ’ όλες
τις ρητές προρρήσεις του Ιησού. Και µόνο αυτός, ο επευφηµούµενος
Μεσαίας, γνώριζε ότι βάδιζε προς το µαρτύριο και ότι οι δικοί του
δε θα εισχωρούσαν µέσα στο άδυτο της σκέψης του παρά µόνον
µετά το θάνατό του. Πρόσφερε τον εαυτό του αποφασιστικά, µε
πλήρη συνείδηση και µε πλήρη θέληση. Εντεύθεν η καρτερία του κι
η γλυκιά του ηρεµία. Ενώ περνούσε κάτω από τον κολοσσιάιο
πυλώνα που είχε διανοι- χτεί µέσα στο βαρύ φρούριο της
Ιερουσαλήµ, οι ιαχές διαχέ- ονταν κάτω από το θόλο και τον
ακολουθούσαν, όπως η φωνή της µοίρας η οποία συλλαµβάνει το
θύµα της: “Ωσαννά στο γιο του Δαβίδ!”
Με αυτή την επίσηµη είσοδο, ο Ιησούς διαδήλωνε δηµοσία στις
θρησκευτικές αρχές της Ιερουσαλήµ ότι αναλάµβανε το ρόλο του
µεσσία, µε όλες του τις συνέπειες. Την άλλη µέρα, εµφανίστηκε στο
ναό, µέσα στην αυλή των Εθνικών, και προχωρώντας προς τους
ζωέµπορους και τους αργυραµοιβούς, που µε τις τοκογλυφικές του
µορφές και µε τον εκκω- φαντικό κτύπο των νοµισµάτων βεβήλωναν
το προαύλιο του άγιου τόπου, τους είπε αυτά τα λόγια του Ησαΐα:
“Είναι γραµµένο, ο οίκος µου θα είναι οίκος προσευχής και σεις τον
καταντάτε φωλιά ληστών”. Οι έµποροι έφυγαν µετακοµίζοντας τα
τραπέζια τους και τους σάκους τους µε τα χρήµατα, από φόβο για τους
οπαδούς του προφήτη, οι οποίοι τον περιστοίχιζαν σαν στέρεο
φρούριο. Αλλά περισσότερο φοβήθηκαν το αστραποβόλο βλέµµα του
και την επιτακτική του χειρονοµία.
Οι ιερείς, καταπτοηµένοι, εξεπλάγησαν γι’ αυτήν την τόλµη κι
έµειναν κατατροµαγµένοι από την τόση δύναµη. Απεσταλµένοι του
συνεδρίου ήρθαν σε αυτόν για να του ζητήσουν το λόγο, µε αυτά τα
λόγια: “Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά;”. Σε αυτή τη σοφιστική τους
ερώτηση, ο Ιησούς, κατά τη συνήθειά του, απάντησε µε µια άλλη
ερώτηση, όχι λιγότερο στενόχωρη για τους αντιπάλους του: “Το
βάπτισµα του Ιωάννη από πού είναι, από τον ουρανό ή από τους
ανθρώπους;”. Αν οι Φαρισαίοι απαντούσαν ότι είναι από τον ουρανό, ο
Ιησούς θα τους έλεγε: “Και τότε γιατί δεν τον πιστέψατε;”. Αν έλεγαν
ότι είναι από τους ανθρώπους, τότε θα είχαν να φοβηθούν το λαό, ο
οποίος θεωρούσε τον Ιωάννη το Βαπτιστή προφήτη. Απάντησαν
λοιπόν: “Δε γνωρίζουµε”. “Κι εγώ”, τους είπε ο Ιησούς, “δε θα σας πω
µε ποια εξουσία τα κάνω αυτά τα πράγµατα”. Αλλά, αφού τους
ανταπέδωσε τα ί-
σα, ανέλαβε την επίθεση και πρόσθεσε: “Αληθινά σας λέω, οι τελώνες
κι οι πόρνες προηγούνται από σας στη βασιλεία του Θεού”. Έπειτα,
τους παροµοίασε, σε µία παραβολή, µε τον κακό αµπελουργό, ο
οποίος σκοτώνει το γιο του οικοδεσπότη, για να πάρει αυτός την
κληρονοµιά του αµπελιού. Και ονόµασε ο Ιησούς τον εαυτό του
ακρογωνιαίο λίθο, ο οποίος θα τους συνέτριβε.
Απ’ αυτές τις πράξεις, απ’ αυτά τα λόγια, βλέπουµε ότι ο Ιησούς,
κατά το τελευταίο του ταξίδι στην πρωτεύουσα του Ισραήλ, θέλησε να
αποκόψει µόνος του κάθε υποχώρησή του. Από πολύ καιρό κατείχαν
από το στόµα του τα δύο µεγάλα κεφάλαια κατηγορίας, τα αναγκαία να
τον καταστρέφουν, τις απειλές του εναντίον του ναού και τη βεβαίωσή
του ότι ήταν ο Μεσσίας. Οι τελευταίες του επιθέσεις εξερέθισαν τους
εχθρούς του. Από εκείνη τη στιγµή, ο θάνατός του, αποφασισµένος
από τις αρχές, δεν ήταν πια παρά ζήτηµα χρόνου.
Ευθύς µόλις έφτασε ο Ιησούς, τα πιο ισχυρά µέλη του Συνεδρίου, οι
Σαδδουκαίοι κι οι Φαρισαίοι, συµφιλιωµένοι στο µίσος τους εναντίον
του, είχαν συνεννοηθεί να εξολοθρεύ- σουν τον “πλάνο του λαού”.
Μόνο που δίσταζαν να τον πιά- σουν δηµόσια, γιατί φοβόντουσαν
λαϊκή εξέγερση. Ήδη πολλές φορές είχε συµβεί στρατιώτες, που τους
είχαν στείλει εναντίον του, να επιστρέφουν άπρακτοι, είτε
προσηλυτισµένοι από το λόγο του ή φοβισµένοι από τις συναθροίσεις
των οπαδών του. Πολλές φορές οι στρατιώτες του ναού τον είχαν δει
να εξαφανίζεται µέσα από τα χέρια τους µε έναν ακατανόητο τρόπο.
Έτσι και ο αυτοκράτορας Δοµιτιανός, γοητευµένος, αφού υπέστη
υποβολή και κατά κάποιο τρόπο αφού τυφλώθηκε από το µάγο τον
οποίο ήθελε να καταδικάσει, είδε να εξαφανίζεται ο Απολλώνιος ο
Τυανεύς, µπροστά στο δικαστήριό του και µέσ’ από τα χέρια των
φρουρών του!
Με αυτόν τον τρόπο, ο αγώνας µεταξύ του Ιησού και των ιερέων
εξακολουθούσε από µέρα σε µέρα, µε αυξανόµενο µίσος από µέρους
τους, από µέρους του δε µε µία ζωηρότητα, µία ορµητικότητα κι έναν
ενθουσιασµό, που εξάπτονταν από τη βεβαιότητα την οποία είχε ο
Ιησούς για τη µοιραία έκβαση αυτού του αγώνα. Ήταν η τελευταία
επίθεση του Ιησού εναντίον των ισχυρών της ηµέρας. Ανέπτυξε στη
διάρκειά της µία εξαιρετική ενεργητικότητα και όλη εκείνη την
ανδρική ισχύ, η οποία ντυνόταν σαν πανοπλία την ύψιστη τρυφερότη-
τα που µπορούµε να την ονοµάσουµε Αιώνιο-Θηλυκό της ψυχής
του. Η φοβερή αυτή µάχη τελείωσε µε τις τροµερές κα- τάρες εναντίον
των κιβδηλοποιών της θρησκείας: “Δυστυχία σας, Γραµµατείς και
Φαρισαίοι, γιατί κλείνετε τη βασιλεία των ουρανών σ’ εκείνους που
θέλουν να µπουν µέσα σε αυτή! Μωροί και τυφλοί, που πληρώνετε τη
δεκάτη και αµελείτε τη δικαιοσύνη, την ευσπαλχνία και την πίστη!
Μοιάζετε µε τους ασπρισµένους τάφους, οι οποίοι απ’ έξω φαίνονται
όµορφοι, αλλά µέσα είναι γεµάτοι από κόκκαλα νεκρών και από κάθε
λογής ακαθαρσίες!”
Αφού ο Ιησούς στιγµάτισε έτσι, στον αιώνα τον άπαντα, τη
θρησκευτική υποκρισία και την ψεύτικη κληρική εξουσία, θεώρησε
τ ε λ ε ι ω µ έ ν ο τ ο ν α γ ώ ν α τ ο υ . Β γ ή κ ε έ ξ ω α π ό τ η ν Ι ε ρ ο υ σ α λή µ ,
ακολουθούµενος από τους µαθητές του, και πήραν µαζί το δρόµο για
το όρος των Ελαιών. Καθώς τον ανέβαιναν, παρατηρούσαν από ψηλά
το ναό του Ηρώδη σε όλη του τη µεγαλοπρέπεια, µε τους εξώστες του,
τις πλατιές στοές του, την επένδυσή του µε λευκό µάρµαρο, που ήταν
στολισµένη µε ίασπι και µε πορφυρά, και το λαµποκόπηµα της στέγης
του, που ήταν στρωµένη µε χρυσάφι και ασήµι. Οι µαθητές,
αποθαρρυµένοι, προαισθανόµενοι κάποια καταστροφή, του είπαν να
κοιτάξει τη λαµπρότητα του οικοδοµήµατος, που ο δάσκαλος το άφηνε
δια παντός. Υπήρχε στον τόνο της οµιλίας τους µία απόχρωση
µελαγχολίας και θλίψης. Γιατί αυτοί είχαν ελπίσει ως την τελευταία
στιγµή, ότι θα εγκαθίσταντο εκεί µέσα ως κριτές του Ισραήλ, γύρω
από το Μεσαία, ο οποίος θα ήταν εστεµµένος αρχιερέας-βασι- λιάς.
Ο Ιησούς γύρισε, µέτρησε το ναό µε τη µατιά του κι είπε: “Τα
βλέπετε όλα αυτά; Λίθος δε θα µείνει επί λίθου” (Ματθ. κδ', 2). Διότι
έκρινε τη διάρκεια του ναού του Ιεχωβά από την ηθική αξία εκείνων οι
οποίοι τον κατείχαν. Καταλάβαινε ότι ο φανατισµός, η µισαλλοδοξία
και το µίσος δεν ήταν ικανά όπλα εναντίον των κριών και των
πελέκεων του Ρωµαίου Καίσαρα. Με το βλέµµα του µυηµένου, που
είχε γίνει περισσότερο διαπεραστικό από τη διορατικότητα εκείνη, την
οποία δίνει η προσέγγιση του θανάτου, έβλεπε την ιουδαϊκή
περηφάνεια, την πολιτική των βασιλιάδων, όλη τέλος την εβραϊκή
ιστορία να καταλήγει µοιραία σε αυτή την καταστροφή. Ο θρίαµβος δε
βρισκόταν εκεί, αλλά ήταν µέσα στη σκέψη των προφητών, µέσα σ’
εκείνη την παγκόσµια θρησκεία,
µέσα σ’ εκείνο τον αόρατο ναό, που µόνο αυτός είχε πλήρη συνείδησή
τους αυτή την ώρα. Όσον αφορά την αρχαία ακρόπολη της Σιών και
το λίθινο ναό, έβλεπε ήδη τον άγγελο της καταστροφής όρθιο
µπροστά στις πύλες του, µε ένα δαυλό στο χέρι.
Ο Ιησούς ήξερε ότι πλησίαζε η ώρα του, αλλά δεν ήθελε να αφήσει
να τον πιάσει ξαφνικά το Συνέδριο, και αποσυρ- θηκε στη Βηθανία. Κι
επειδή είχε µια προτίµηση για το όρος των Ελαιών, ερχόταν εκεί
σχεδόν κάθε µέρα, για να συνοµιλήσει µε τους µαθητές του. Από
εκείνο το ύψος χαίρεται κανείς θαυµάσια θέα. Το µάτι αγκαλιάζει τα
τραχιά βουνά της Ιουδαίας και του Μωάβ, µε τις ασπρογάλανες και τις
µενεξεδιές αποχρώσεις τους. Μακριά παρατηρείς µια άκρη της Νεκρός
Θάλασσας σα µολυβένιο καθρέφτη, απ’ όπου βγαίνουν ατµοί από
θειάφι. Στους πρόποδες του βουνού, απλώνεται η Ιερουσαλήµ, στην
οποία δεσπόζουν ο ναός κι η ακρόπολη της Σιών. Ακόµη και σήµερα,
όταν το λυκόφως κατεβαίνει µέσα στα πένθιµα φαράγγια του Εννώµ
και του Ιωσαφάτ, η πόλη του Δαβίδ και του Χριστού, που
προστατεύεται από τα τέκνα του Ισµαήλ, προβάλλει επιβλητική
ανάµεσα από τις µελαγχολικές αυτές κοιλάδες. Οι θόλοι της, οι
µιναρέδες της συγκρατούν το φως του ουρανού το οποίο σβήνει και
πάντοτε φαίνονται σαν να περιµένουν τους αγγέλους της κρίσης. Εκεί
ο Ιησούς έδωσε στους µαθητές του τις τελευταίες οδηγίες για το
µέλλον της θρησκείας που είχε έρθει να ιδρύσει και για το πεπρωµένο
της ανθρωπότητας, κληροδοτώντας µε αυτόν τον τρόπο σε αυτούς την
επίγεια και τη θεία επαγγελία του, που είναι βαθιά συνδεδεµένη µε την
εσωτερική του διδασκαλία.
Είναι φανερό ότι οι συντάκτες των συνοπτικών Ευαγγελίων δε µας
µεταβίβασαν τις αποκαλυπτικές οµιλίες του Ιησού παρά µε κάποια
σύγχυση, η οποία τις κάνει σχεδόν ανεξήγητες. Το νόηµά τους δεν
αρχίζει να γίνεται καταληπτό παρά µόνο στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη.
Αν ο Ιησούς πίστευε πραγµατικά ότι θα επέστρεφε πάνω σε νεφέλες
λίγα χρόνια µετά το θάνατό του, όπως το παραδέχεται η φυσική
εξήγηση, ή καλύτερα, αν φανταζόταν ότι το τέλος του κόσµου κι η
τελευταία κρίση των ανθρώπων θα γίνονταν υπό αυτή τη µορφή, όπως
το πιστεύει η ορθόδοξη θεολογία, τότε δε θα ήταν παρά ένας
χιµαιρικός φωτισµένος, ένας οπτασιαστής πολύ µέτριος και όχι ο
σοφός µυηµένος, ο υπέροχος οραµατιστής, όπως
τον καταδεικνύει κάθε λέξη της διδασκαλίας του και κάθε βήµα της
ζωής του. Πρόδηλα, σε αυτήν εδώ την περίσταση, περισσότερο από
κάθε άλλη φορά, τα λόγια του πρέπει να εννοηθούν µε το
αλληγορικό τους νόηµα, σύµφωνα µε τον υπερβατικό συµβολισµό
των προφητών. Κι εκείνο από τα τέσσερα Ευαγγέλια, το οποίο µας
µεταβίβασε καλύτερα την εσωτερική διδασκαλία του δασκάλου,
δηλαδή το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αυτό το ίδιο µας επιβάλλει τέτοια
ερµηνεία —η οποία, αλλώστε, είναι τόσο σύµφωνη µε το
παραβολικό πνεύµα του Ιησού— όταν µας αναφέρει αυτά τα λόγια
του δασκάλου: “Θα είχα ακόµη πολλά πράγµατα να σας πω, αλλ’
όµως αυτά ξεπερνούν τις δυνάµεις σας... Σας τα είπα αυτά τα
πράγµατα µε παροιµίες, αλλά έρχεται η ώρα που δε θα σας µιλώ πια
µε παροιµίες, αλλά θα σας πω φανερά για τον Πατέρα µου”.
Η επίσηµη υπόσχεση του Ιησού προς τους αποστόλους αφορά
τέσσερα αντικείµενα, τέσσερις αυξανόµενες σφαίρες της πλανητικής
και κοσµικής ζωής: την ατοµική ψυχική ζωή, την εθνική ζωή του
Ισραήλ, την εξέλιξη και το γήινο τέλος της ανθρωπότητας, τη θεία
εξέλιξή της και το θείο τέλος της. Ας πάρουµε ένα-ένα τα τέσσερα
αυτά αντικείµενα της επαγγελίας, τις τέσσερις αυτές σφαίρες µέσα
στις οποίες ακτινοβολεί η σκέψη του Χριστού πριν από το µαρτύριό
του, σαν ήλιος που δύει και γεµίζει µε τη δόξα του όλη τη γήινη
ατµόσφαιρα µέχρι το ζενίθ, προτού λάµψει σε άλλους κόσµους.
1) Η πρώτη κρίση σηµαίνει τη µετά θάνατον περαιτέρω
µοίρα της ψυχής. Προσδιορίζεται αυτή από την ενδόµυχη
φύση της ψυχής και από τις πράξεις της ζωής της. Εξέθεσα
πιο πάνω το δόγµα αυτό, επ’ ευκαιρία της συζήτησης του
Ιησού µε το Νικόδηµο. Πάνω στο όρος των Ελαιών, λέει
π ρ ο ς τ ο υ ς α π ο σ τ ό λ ο υ ς σ χ ε τ ι κά µ ε α υ τ ό τ ο ζή τ η µ α :
“Προσέχετε µήπως σας βαρύνει ο νους από τη λαιµαργία
και σας φτάσει ξαφνικά εκείνη η µέρα” (Λονκ. κα', 34). Και
ακόµη: “Να είστε έτοιµοι, γιατί ο Γιος του Ανθρώπου
έρχεται την ώρα που εσείς δεν τη στοχάζεστε” (Ματθ. κδ',
44).
2) Η καταστροφή του ναού και το τέλος του Ισραήλ. “Έθνος
θα σηκωθεί εναντίον έθνους... θα παραδοθείτε στους
κυβερνήτες για να βασανιστείτε... Αληθινά, σας λέω δεν θα
περάσει αυτή η γενιά και θα συµβούν όλα αυτά” {Ματθ. κδ',
4-34).
3) Ο επίγειος σκοπός της ανθρωπότητας, ο οποίος δεν
τάσσεται σε ορισµένη εποχή, αλλά στον οποίο πρόκειται να
φτάσει αυτή µέσα από σειρές τελειοποιήσεων βαθµιαίων και
διαδοχικών, είναι η έλευση του κοινωνικού Χριστού ή του θείου
ανθρώπου της γης, δηλαδή η οργάνωση της Αλήθειας, της Δικαιοσύνης
και της Αγάπης µέσα στην ανθρώπινη κοινωνία και, συνεπώς, η
ειρήνευση των λαών. Ο Ησαΐας είχε ήδη προφητέυσει την
αποµακρυσµένη αυτή εποχή, σε µία µεγαλοπρεπή οπτασία που αρχίζει
µε αυτά τα λόγια: “Εγώ, που βλέπω τα έργα τους και τους
διαλογισµούς τους, έρχοµαι να συνάξω όλα τα έθνη και όλες τις
γλώσσες. Θα έρθουν και θα δουν τη δόξα µου και θα στήσω το σηµείο
µου ανάµεσα σε αυτούς κ.τ.λ.” (Ησαΐας ζς", 18-19). Ο Ιησούς,
συµπληρώνοντας αυτή την προφητεία, εξηγεί στους µαθητές του ποιο
θα είναι αυτό το σηµείο. Θα είναι η τέλεια αποκάλυψη των µυστηρίων
ή η έλλειψη του Αγίου Πνεύµατος, το οποίο επίσης το ονοµάζει
Παράκλητο ή “το Πνεύµα της Αλήθειας το οποίο θα σας οδηγήσει προς
κάθε αλήθεια”. “Και θα παρακαλέ- σω τον Πατέρα µου, ο οποίος θα
σας δώσει έναν άλλο Παρηγορητή, για να µένει αιώνια µαζί σας,
δηλαδή το Πνεύµα της Αλήθειας, που δεν µπορεί να το λάβει ο κόσµος
γιατί δεν το γνωρίζει. Εσείς όµως το γνωρίζετε, γιατί κοντά σας µένει
και θα είναι µέσα σας” {Ιωάν, ιδ", 16-17). Οι απόστολοι θα είχαν αυτή
την αποκάλυψη προκαταβολικά, η δε ανθρωπότητα θα την έχει
αργότερα, στη διαδροµή των αιώνων. Αλλ’ όµως κάθε φορά που
συντελείται αυτή µέσα σε µία συνείδηση ή σε µία ανθρώπινη οµάδα,
τις διαπερνά απ’ άκρη σε άκρη και µέχρι βαθέων. “Η παρουσία του
Γιου του Ανθρώπου θα είναι όπως η αστραπή, η οποία προβάλλει από
την ανατολή και φαίνεται ως τη δύση” {Ματθ. κδ", 27). Έτσι, όταν
ανάβει η κεντρική και πνευµατική αλήθεια, φωτίζει όλες τις άλλες και
όλους τους κόσµους.
4) Η τελευταία κρίση σηµαίνει το τέλος της κοσµικής εξέλιξης
της ανθρωπότητας ή την είσοδό της µέσα σε µία τελειωτική
πνευµατική κατάσταση. Είναι εκείνο που ο περσικός
εσωτερισµός το είχε ονοµάσει νίκη του Ωροµάσδη επί του
Αριµάν ή του Πνεύµατος επί της "Υλης. Ο ινδικός
εσωτερισµός το ονόµαζε τέλεια αναρρόφηση της "Υλης από το
Πνεύµα ή τέλος µίας ηµέρας του Βράχµα. "Υστερα από
χιλιάδες κι εκατοµµύρια αιώνων, µέλλει να έρθει µια εποχή,
κατά την οποία, µέσω της σειράς των γεννήσεων και των
αναγεννήσεων, των ενσαρκώσεων και των παλιγγενεσιών, τα
άτοµα τα οποία αποτελούν µία ανθρωπότητα θα εισέλθουν ο-
ριστικά στην πνευµατική κατάσταση, είτε θα εκµηδενιστούν ως
ενσυνείδητες ψυχές από το κακό, δηλαδή από τα ίδια τους τα πάθη,
που τα συµβολίζουν η φωτιά της γεέννης και ο τριγµός των δοντιών.
“Τότε, το σηµείο του Γιου του Ανθρώπου θα φανεί στον ουρανό. Ο
Γιος του Ανθρώπου θα έρθει πάνω στη νεφέλη. Θα στείλει τους
Αγγέλους του µε σάλπιγγας µεγάλη φωνή και θα συνάξει τους
εκλεκτούς του από τους τέσσερις ανέµους” (Ματθ. κδ', 30-31).
Ο Γιος του Ανθρώπου, όρος γενικός, σηµαίνει εδώ την ανθρωπότητα
στο πρόσωπο των τέλειων αντιπροσώπων της, δηλαδή το µικρό αριθµό
εκείνων που ανυψώθηκαν ως την τάξη του Γιου του Θεού. Το σηµείο
του είναι ο Αµνός και ο Σταυρός, δηλαδή η Αγάπη κι η αιώνια Ζωή. Η
Νεφέλη είναι η εικόνα των µυστηρίων, τα οποία γίνονται διαφανή,
καθώς και της λεπτής ύλης, η οποία µεταµορφώνεται από το πνεύµα
της ρευστής υπόστασης, η οποία δεν είναι πλέον πυκνό και σκοτεινό
παραπέτασµα, αλλά ελαφρύ και διαφανές ένδυµα της ψυχής· η οποία
δεν είναι πια χονδροειδές εµπόδιο, αλλά µία έκφραση της αλήθειας,
όχι πια ένα απατηλό φαινόµενο, αλλά αυτή η ίδια η πνευµατική
αλήθεια, ο εσωτερικός κόσµος, που εκδηλώνεται στιγµιαία και
απευθείας. Οι Άγγελοι που συνάζουν τους εκλεκτούς είναι τα
δοξασµένα πνεύµατα, που και αυτά προήλθαν από την ανθρωπότητα. Η
Σάλπιγγα την οποία αυτά χτυπούν, συµβολίζει το ζωντανό λόγο του
Πνεύµατος, που δείχνει τις ψυχές έτσι όπως είναι και καταστρέφει
όλες τις ψευδείς φαινοµενικότητες της ύλης.
Ο Ιησούς, επειδή αισθανόταν τον εαυτό του στις παραµονές του
θανάτου, άνοιξε µε αυτόν τον τρόπο και ξετύλιξε µπροστά στους
έκπληκτους αποστόλους τις υψηλές απόψεις, οι οποίες από τους
αρχαίους ήδη χρόνους είχαν αποτελέσει µέρος της διδασκαλίας των
µυστηρίων, αλλά στις οποίες κάθε ιδρυτής θρησκείας έδωσε πάντοτε
τη µορφή και το χρώµα της προσωπικότητάς του. Για να χαράξει αυτές
τις αλήθειες στο πνεύµα τους και να διευκολύνει τη διάδοσή τους, τις
συνόψισε µέσα σ’ εκείνες τις εικόνες, οι οποίες έχουν εξαιρετική
τολµηρότητα κι εντυπωτική ενέργεια. Η αποκαλυπτική εικόνα, το
σύµβολο που µιλά, ήταν η παγκόσµια γλώσσα των αρχαίων µυηµένων.
Η γλώσσα αυτή είχε µια µεταδοτική ικανότητα και µια δύναµη
συγκέντρωσης και διάρκειας, οι οποίες λείπουν από τους αφηρηµένους
όρους. Ο Ιησούς, χρησιµοποιώντας την,
δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ακολουθήσει το παράδειγµα του
Μωυσή και των προφητών. Ήξερε ότι η Ιδέα δε θα γινόταν
κατανοητή ευθύς αµέσως, αλλά ήθελε να την τυπώσει µε λαµπερά
γράµµατα µέσα στην απλοϊκή ψυχή των δικών του, αφήνοντας στο
χρόνο τη φροντίδα της γονιµοποίησης των δυνάµεων που
περιέχονταν µέσα στο λόγο του. Ο Ιησούς αισθάνεται να αποτελεί
ένα µε όλους τους προφήτες της γης, οι οποίοι είχαν προηγηθεί,
τηλεβόες, όπως και αυτός, της Ζωής και του αιώνιου Λόγου.
Ποτισµένος µε αυτό το αίσθηµα της ενότητας και της αλληλεγγύης
µε την αµετάθετη αλήθεια και µπροστά στους απεριόριστους
εκείνους ορίζοντες µε την αστρική ακτινοβολία, οι οποίοι δεν είναι
ορατοί παρά µόνο από το ύψος των πρώτων Αιτιών, τόλµησε να πει
στους θλιµµένους µαθητές του τα υπερήφανα αυτά λόγια: “Ο
ουρανός κι η γη θα περάσουν, αλλ’ όµως τα λόγια µου δε θα
περάσουν”.
Έτσι περνούσαν τα πρωινά και τα βράδια πάνω στο όρος των
Ελαιών. Μια µέρα που τον έπιασε ένα από τα κινήµατα εκείνα της
συµπάθειας, τα οποία ήταν οικεία στη φλογερή κι ευαίσθητη φύση του
και τον έκαναν να γυρίζει απότοµα από τα πιο υπέροχα ύψη κάτω στα
βάσανα της γης, που τα ένιωθε σαν δικά του, µια τέτοια µέρα έχυσε
µαύρα δάκρυα για την Ιερουσαλήµ, για την άγια πόλη και για το λαό
της, που προαισθανόταν τη φοβερή µοίρα τους. Κι η δική του επίσης
ειµαρµένη πλησίαζε µε γιγάντια βήµατα. Ήδη το Συνέδριο είχε κρίνει
την τύχη του κι είχε αποφασίσει το θάνατό του. Ήδη ο Ιούδας ο
Ισκαριώτης είχε αποφασίσει να παραδώσει το δάσκαλό του. Εκείνο
που τον έκανε να αποφασίσει τη µαύρη αυτή προδοσία δεν ήταν η
αισχρή φιλαργυρία αλλά η φιλοδοξία του και ο πληγωµένος εγωισµός
του.
Ο Ιούδας, ο τύπος του ψυχρού εγωιστή και του απόλυτου θετικιστή,
ανίκανος και για τον ελάχιστο ιδανισµό, είχε γίνει µαθητής του
Χριστού µόνο από κοσµικό υπολογισµό. Λογάριαζε στον επίγειο και
άµεσο θρίαµβο του προφήτη και στο κέρδος που θα έβγαζε από αυτόν.
Δεν είχε τίποτα καταλάβει από τα βαθυστόχαστα εκείνα λόγια του
δασκάλου: “Εκείνοι που θα θελήσουν να κερδίσουν τη ζωή τους, θα
την χάσουν κι εκείνοι που θα θελήσουν να την χάσουν, θα την
κερδίσουν”. Ο Ιησούς, στην απεριόριστη φιλευσπλαχνία του, τον είχε
δεχτεί στους δικούς του, µε την ελπίδα ότι θα άλλαζε φύση. Όταν ο
Ιούδας είδε ότι τα πράγµατα γύρισαν άσηµα, ότι ο Ιη-
σούς ήταν χαµένος και ότι οι µαθητές του θα εκτίθεντο, όταν είδε
πως και αυτός ο ίδιος είχε διαψευστεί σε όλες του τις ελπίδες, τότε η
απογοήτευσή του µεταβλήθηκε σε λύσσα. Ο δύστυχος πρόδωσε
εκείνον, ο οποίος στα µάτια τα δικά του δεν ήταν παρά ένας ψεύτικος
Μεσσίας και από τον οποίο νόµιζε ότι απατήθηκε και αυτός ο ίδιος.
Με το διαπεραστικό του βλέµµα, ο Ιησούς είχε µαντέψει τι συνέβαινε
µέσα στο νου του άπιστου αποστόλου. Αποφάσισε να µην αποφΰγει πια
την ειµαρµένη, της οποία το αδιέξοδο δίχτυ κάθε µέρα γινόταν ολοένα
και στενότερο γύρω του. Ήταν η παραµονή του Πάσχα. Παρήγγειλε
στους µαθητές του να ετοιµάσουν το δείπνο µέσα στην πόλη, στο σπίτι
ενός φίλου. Προαισθανόταν ότι θα ήταν το τελευταίο και γι’ αυτό
ήθελε να του δώσει εξαιρετική επισηµότητα.
Ιδού φτάσαµε στην τελευταία πράξη του µεσσιανικού δράµατος.
Ήταν ανάγκη, για να καταλάβουµε την ψυχή και το έργο του Ιησού
στην πηγή τους, να διαφωτίσουµε από τα µέσα τις δυο πρώτες πράξεις
της ζωής του, δηλαδή τη µύησή του και το δηµόσιο έργο του. Εκεί
µέσα ξετυλίχτηκε το εσωτερικό δράµα της συνείδησής του. Η
τελευταία πράξη της ζωής του ή το δράµα των παθών είναι η λογική
συνέπεια των δύο προηγούµενων. Γνωστό σε όλους, εξηγείται εντελώς
από µόνο του. Γιατί ίδιον του υπέροχου είναι να το να είναι συγχρόνως
απλό, απέραντο και διαυγές. Το δράµα των παθών συντέλεσε πάρα
πολύ στην εδραίωση του Χριστιανισµού. Έκανε κι έχυσαν δάκρυα όλοι
οι άνθρωποι που έχουν καρδιά και προσηλύτισε χιλιάδες ψυχών. Σε
όλες αυτές τις σκηνές, τα Ευαγγέλια έχουν απαράµιλλη ωραιότητα.
Και αυτός ο Ιωάννης κατεβαίνει από τα ύψη του. Η εµπεριστατωµένη
διήγησή του παίρνει εδώ το χρώµα της σπαρακτικής αλήθειας ενός
αυτόπτη µάρτυρα. Ο καθένας µπορεί να ξαναζήσει µέσα του το θείο
δράµα, κανείς όµως δε θα µπορούσε να το ξανα- φτάσει. Οφείλω,
εντούτοις, για να τελειώσω το έργο µου, να συγκεντρώσω τις ακτίνες
της εσωτερικής παράδοσης πάνω στα τρία ουσιώδη γεγονότα µε τα
οποία τερµατίστηκε η ζωή του θείου δασκάλου: το Μυστικό Δείπνο, τη
δίκη του Μεσία και την Ανάσταση. Αν χυθεί φως στα σηµεία αυτά, το
φως αυτό θα πηδήσει και θα απλωθεί προς τα πίσω µεν πάνω σε
ολόκληρο το έργο του Χριστού, προς τα εµπρός δε πάνω σε όλη την
ιστορία του χριστιανισµού.
Οι Δώδεκα, οι οποίοι µαζί µε το δάσκαλο ήταν δεκατρείς,
είχαν µαζευτεί στην αίθουσα ενός σπιτιού της Ιερουσαλήµ. Ο
άγνωστος φίλος, που φιλοξενούσε τον Ιησού, είχε στολίσει το
δωµάτιο µε πολυτελή τάπητα. Κατά το ανατολικό έθιµο, οι µαθητές
και ο δάσκαλος ξάπλωσαν τρεις-τρεις πάνω σε τέσσερα πλατιά
ντιβάνια, που είχαν σχήµα τρίκλινου κι ήταν βαλµένα γύρω από το
τραπέζι. Όταν έφεραν τον πασχαλινό αµνό, τα δοχεία τα γεµάτα
κρασί και το πολύτιµο κύπελλο, το χρυσό ποτήρι που τους δάνεισε
ο άγνωστος φίλος, ο Ιησούς, ο οποίος καθόταν ανάµεσα στον
Ιωάννη και τον Πέτρο, είπε: “Τώρα πολύ πεθύµησα αυτό το πάσχα
να το φάω µαζί σας· διότι σας λέω πως δε θα το φάω πια µαζί σας,
έως ότου να τελεστεί µέσα στη βασιλεία του Θεού” (Λονκ. κβ", 15).
"Υστερα από αυτά τα λόγια, τα πρόσωπα έγιναν κατηφή και ο αέρας
βαρύς. “Ο µαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς” και ο οποίος
µόνος µάντευε τα πάντα, έγειρε σιωπηλά την κεφαλή του πάνω στο
στήθος του δασκάλου. Κατά το έθιµο των Εβραίων, στο γεύµα του
Πάσχα έφαγαν αµίλητοι τα πικρά χόρτα και το χαροσέτ. Τότε ο
Ιησούς πήρε το ψωµί και, αφού ευχαρίστησε, το έκοψε και τους το
έδωσε λέγοντας: “Αυτό είναι το σώµα που δίνεται για σας* κάνετέ
το για να µε θυµάστε”. Οµοίως τους έδωσε το ποτήρι µετά το
φαγητό, λέγο- ντάς τους: “Τούτο το ποτήρι είναι η νέα διαθήκη, µε
το αίµα που χύνεται για σας” (Λονκ. κβ", 19-20).
Τέτοιος είναι ο θεσµός του Δείπνου σε όλη του την απλότητα.
Περικλείει πολλά περισσότερα πράγµατα απ’ όσα κοινώς λέµε και
γνωρίζουµε. Όχι µόνο η συµβολική και µυστη- ριακή αυτή πράξη είναι
το συµπέρασµα κι η συγκεφαλαίωση όλης της διδασκαλίας του
Χριστού, αλλά είναι ακόµα κι η καθιέρωση κι η ανανέωση ενός
αρχαιότατου συµβόλου της µύησης. Στους µυηµένους της Αιγύπτου και
της Χαλδαίας, καθώς και στους προφήτες και τους Εσσαίους, η
αδελφική αγάπη δήλωνε τον πρώτο βαθµό της µύησης. Η µετάληψη µε
τον άρτο, που είναι ο καρπός του σταχυού, σήµαινε τη γνώση των
µυστηρίων της γήινης ζωής και συγχρόνως το µοίρασµα των αγαθών
της γης και συνεπώς την τέλεια ενότητα των εταίρων αδελφών. Στον
ανώτερο βαθµό, η µετάληψη µε το κρασί, που είναι το αίµα του
κλήµατος ποτισµένο από τον ήλιο, σήµαινε το µοίρασµα των ουράνιων
αγαθών, τη συµµετοχή στα πνευµατικά µυστήρια και στη θεία
επιστήµη.
Ο Ιησούς, κληροδοτώντας τα σύµβολα αυτά στους αποστόλους, τα
επέκτεινε. Διότι µέσω αυτών απλώνει την αδελ-
φοσύνη και τη µύηση σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ενώ άλλοτε
αυτές ήταν περιορισµένες σε µερικούς µόνο. Και προσθέτει σε αυτά το
βαθύτερο από τα µυστήρια, τη µεγαλύτερη από τις δυνάµεις: τη θυσία
του. Την κάνει αλυσίδα της αόρατης αλλά άθραυστης αγάπης µεταξύ
αυτού και των δικών του. Αυτή θα δώσει στη δοξασµένη ψυχή του µία
θεία εξουσία πάνω στις καρδιές και πάνω στην καρδιά όλων των
ανθρώπων. Αυτό το κύπελλο της αλήθειας, που ήρθε από τα βάθη των
προφητικών χρόνων, αυτό το χρυσό ποτήρι της µύησης, το οποίο ο
Εσσαίος πρεσβύτης τού είχε παρουσιάσει ο- νοµάζοντάς τον προφήτη,
αυτό το ποτήρι της θείας αγάπης, που του το είχαν προσφέρει οι γιοι
του Θεού µέσα στην έξαρση της υψηλότερής του έκστασης —αυτό το
κύπελλο µέσα στο οποίο βλέπει τώρα να λάµπει το ίδιο του το αίµα —
το δίνει στους πολυαγαπηµένους του µαθητές, µε την ανέκφραστη
τρυφερότητα του υπέρτατου αποχαιρετισµού.
Οι απόστολοι την βλέπουν, άραγε, την καταλαβαίνουν αυτή την
απολυτρωτική σκέψη, η οποία αγκαλιάζει τους κόσµους; Λαµποκοπά
µέσα στο βαθύ και λυπηµένο βλέµµα, το οποίο ο δάσκαλος µεταφέρει
από τον αγαπηµένο µαθητή πάνω σε εκείνον που µέλλει να τον
προδώσει. Όχι, δεν καταλαβαίνουν ακόµη. Αναπνέουν µε δυσφορία,
σαν να βρίσκονται σε κακό όνειρο. Ένας βαρύς και κοκκινωπός ατµός
αιωρεί- ται στον αέρα και αυτοί διερωτώνται: από πού τάχα
προέρχεται η παράξενη ακτινοβολία της κεφαλής του Χριστού; Όταν,
τέλος, ο Ιησούς δηλώνει ότι πρόκειται να περάσει τη νύχτα
προσευχόµενος στον κήπο των Ελαιών και σηκώνεται για να πει: “Ας
πάµε!”, τότε πια δεν αµφιβάλλουν για ό,τι µέλλει να επακολουθήσει.
***
Ο Ιησούς πέρασε τη νύχτα της αγωνίας στη Γεθσηµανή. Από τα
πριν, µε µια τροµακτική διαύγεια, είδε να στενεύει ο καταχθόνιος
κύκλος, ο ποιος επρόκειτο να τον πνίξει. Μέσα στον τρόµο αυτής της
κατάστασης, µέσα στη φρικτή αναµονή, τη στιγµή που επρόκειτο να
πιαστεί από τους εχθρούς του, φρικίασε. Για µια στιγµή η ψυχή του
οπισθοχώρησε ενώπιον των µαρτυρίων που τον περιµένουν. Ιδρώτας
σαν θρόµβοι αίµατος περιέλουσε το µέτωπό του. Έπειτα, όµως, τον
δυνάµωσε η προσευχή. Βοή ανακατεµένων φωνών και
φώτα δαυλών ανάµεσα στα σκοτεινά ελαιόδεντρα και κλαγγή
όπλων. Είναι οι στρατιώτες του Συνεδρίου. Ο Ιούδας, ο οποίος τους
οδηγεί, αγκαλιάζει το δάσκαλό του, για να µπορέσουν αυτοί να
αναγνωρίσουν τον προφήτη. Ο Ιησούς του ανταποδίδει το φίληµα µε
άρρητο οίκτο και του λέει: “Φίλε µου, για ποιο σκοπό είσαι εδώ;”. Η
εντύπωση από αυτή τη γλυκυτητα, από αυτό το αδελφικό φίληµα, το
οποίο δόθηκε σε αντάλλαγµα της πιο πρόστυχης προδοσίας, η
εντύπωση θα είναι τέτοια πάνω σε εκείνη την ψυχή, την τόσο
µολαταύτα σκληρή, ώστε µία στιγµή µετά ο Ιούδας θα πάει να
αυτοκτο- νήσει, από τις τύψεις και από τη φρίκη µπροστά στον ίδιο
του τον εαυτό. Με τα τραχιά τους χέρια οι στρατιώτες έπια- σαν τον
Γαλιλαίο ραββί. Ύστερα από µικρή αντίσταση, οι µαθητές τροµαγµένοι
τράπηκαν σε φυγή, σαν δεµατάκι άχυρα που τα σκορπάει ο άνεµος.
Μόνο ο Ιωάννης και ο Πέτρος µένουν κοντά και θα παρακολουθήσουν
το δάσκαλο στο δικαστήριο, µε σπαραγµένη καρδιά και µε
συντριµµένη ψυχή για τη µοίρα του. Αλλ’ όµως ο Ιησούς ανέκτησε την
ηρεµία του. Από εκείνη τη στιγµή, καµιά διαµαρτυρία πια, κανένα πια
παράπονο δε θα βγει από το στόµα του.
Το Συνέδριο συνήλθε βιαστικά σε γενική συνεδρίαση. Νύχτα,
µεσάνυχτα οδηγούν εκεί τον Ιησού. Διότι το δικαστήριο θέλει να
τελειώνει σύντοµα µε αυτόν τον επικίνδυνο προφήτη. Οι ιεροθύτες, οι
ιερείς µε πορφυρούς, κίτρινους και ιώδεις χιτώνες και µε τα σαρίκια
τους πάνω στο κεφάλι, κάθονται επίσηµα σε ηµικύκλιο. Στο µέσο,
πάνω σε µια έδρα ψηλότερα, είναι θρονιασµένος ο Καϊάφας, ο µεγάλος
αρχιερέας, έχοντας καλυµµένη την κεφαλή του µε το µιγβά. Σε καθένα
από τα άκρα του ηµικυκλίου, πάνω σε δύο µικρά βήµατα, στα οποία
είναι τοποθετηµένο από ένα τραπέζι, στέκονται οι δύο γραµµατείς, ο
ένας για την αθώωση και ο άλλος για την καταδίκη, ο συνήγορος του
Θεού (Ηάνοε^ΐπδ Όεί) και ο συνήγορος του διαβόλου (ΗάνοοΕίπδ
Ο ΙΗ Θ Ο Ι Ϊ ). Ο Ιησούς, απαθής, στέκεται όρθιος στο κέντρο µε το λευκό
του χιτώνα του Εσ- σαίου. Δικαστικοί κλητήρες, οπλισµένοι µε λουριά
και µε σχοινιά, τον περιστοιχίζουν, ξεµπράτσωτοι, µε τη γροθιά στη
µέση και µε µοχθηρό βλέµµα. Δεν υπάρχουν παρά µόνο µάρτυρες
κατηγορίας και ούτε ένας υπερασπιστής. Ο αρχιερέας, ο υπέρτατος
δικαστής, είναι ο κυριότερος κατήγορος. Η δίκη αυτοκαλείται µεν
µέτρο κοινής σωτηρίας εναντίον ενός εγκλήµατος προσβολής της
θρησκείας, αλλά όµως στην πραγ-
µατικότητα είναι η προληπτική εκδίκηση ενός ανήσυχου κληρικού
κατεστηµένου, το οποίο νιώθει ότι απειλείται στην εξουσία του.
Ο Καϊάφας σηκώνεται και καηγορεί τον Ιησού ότι είναι ένας
λαοπλάνος. Μερικοί µάρτυρες, που τους περιµάζεψαν ως έτυχε µέσα
από τον όχλο, κάνουν την κατάθεσή τους, αλλ’ όµως αντιφάσκουν
µεταξύ τους. Τέλος, ένας από αυτούς αναφέρει αυτά τα λόγια, που
θεωρούνταν βλασφηµία και τα οποία ο Ναζωραίος τα είχε πετάξει
περισσότερες από µία φορές κατά πρόσωπο των Φαρισαίων, κάτω από
τη στοά του Σολοµώντα: “Μπορώ να καταστρέψω το ναό και σε τρεις
µέρες να τον ξαναχτίσω”. Ο Ιησούς σιωπά. “Δεν απαντάς;”, του λέει ο
αρχιερέας. Ο Ιησούς, ο οποίος το ξέρει ότι θα καταδικαστεί και
συνεπώς δε θέλει να χάσει µάταια τα λόγια του, εξακολουθεί να σιωπά.
Αλλ’ όµως, και αυτά τα λόγια, ακόµη και αν αποδεικνύο- νταν, δε
θα ήταν αρκετά για να προκαλέσουν µία θανατική καταδίκη.
Χρειάζεται µία οµολογία πιο σοβαρή. Για να την υποκλέψει από τον
κατηγορούµενο ο επιτήδειος Σαδδουκαί- ος Καϊάφας, του απευθύνει
µια ερώτηση τιµής, τη ζωτική ερώτηση γύρω από την αποστολή του.
Διότι συνήθως η µεγαλύτερη επιτηδειότητα συνίσταται στο να
πηγαίνεις κατευθείαν στο ουσιώδες γεγονός: “Αν είσαι ο Μεσσίας, να
µας το πεις!” Ο Ιησούς αποκρίνεται καταρχάς µε αόριστο τρόπο, ο
οποίος φανερώνει πως δε γελάστηκε µε το στρατήγηµα: “Αν σας το πω,
δε θα µε πιστέψετε· και αν σας ρωτήσω, δε θα µου απαντήσετε”.
Ο Καϊάφας, αποτυγχάνοντας µε την πονηριά του ανακρι- τή,
χρησιµοποιεί το δικαίωµα του µεγάλου αρχιερέα και επαναλαµβάνει µε
επισηµότητα: “Σε εξορκίζω εν ονόµατι του Θεού του ζώντος να µας
πεις αν είσαι συ ο Μεσσίας, ο Γιος του Θεού”. Αφού ρωτήθηκε κατ’
αυτόν τον τρόπο ο Ιησούς και κλήθηκε επίσηµα να αρνηθεί ή να
επιβεβαιώσει την αποστολή του ενώπιον του ανώτερου αντιπροσώπου
της θρησκείας του Ισραήλ, δε διστάζει πια. Απαντά ήσυχα: “Εσύ το
είπες· πλην όµως σας λέω πως από τώρα θα δείτε το Γιο του Θεού να
κάθεται δεξιά της Δύναµης και να έρχεται πάνω στις νεφέλες του
ουρανού” (Ματθ. κζ’, 64).
Εκφραζόµενος έτσι, στην προφητική γλώσσα του Δανιήλ και του
βιβλίου του Ενώχ, ο Εσσαίος µυηµένος Ιωσουά δε µιλά προς τον
Καϊάφα ως άτοµο. Ξέρει ότι ο αγνωστικός Σαδ-
δουκαίος είναι ανίκανος να τον εννοήσει. Μιλά λοιπόν προς τον ύπατο
αρχιερέα του Ιεχωβά και µέσω αυτού προς όλους τους µέλλοντες
αρχιερείς, προς όλα τα ιερατεία της γης και τους λέει: “Ύστερα από
την αποστολή µου, η οποία θα επισφραγιστεί µε το θάνατό-µου, η
βασιλεία του άνευ εξήγησης θρησκευτικού Νόµου τερµατίζεται
καταρχήν και κατ’ ουσίαν. Τα Μυστήρια θα φανερωθούν και ο
άνθρωπος θα βλέπει το θείο µέσω των ανθρώπινων. Οι θρησκείες κι
οι λατρείες που δε θα µπορούν να αποδεικνύονται και να
ζωογονούνται η µία µε την άλλη θα είναι δίχως εξουσία”. Ιδού,
σύµφωνα µε τον εσωτερισµό των προφητών και των Εσσαίων, ποια
είναι η έννοια του Γιου που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα. Έτσι
εννοούµενη η απάντηση του Ιησού προς τον αρχιερέα της
Ιερουσαλήµ περιέχει τη θρησκευτική και την επιστηµονική διαθήκη
του Χριστού προς τις θρησκευτικές αρχές της γης, όπως ο θεσµός
του Μυστικού Δείπνου περιέχει τη διαθήκη του της αγάπης και της
µύησης προς τους αποστόλους και τους ανθρώπους.
Περισσότερο από τον Καϊάφα, ο Ιησούς µίλησε στον κόσµο. Αλλ’
όµως ο Σαδδουκαίος, ο οποίος πέτυχε εκείνο που ήθελε, δεν τον
ακούει τώρα πια. Σχίζοντας το από λεπτό λινό φόρεµά του, φωνάζει:
“ Β λ α σ τ ή µ η σ ε ! Τι µ α ς χ ρ ε ι ά ζο ν τ α ι ο ι µ ά ρ τ υ ρ ε ς ; Α κο ύ σ α τ ε τ η
βλασφηµία του! Τι φρονείτε;”. Ένας οµόθυµος και πένθιµος ψίθυρος
του Συνεδρίου απαντά: “Είναι ένοχος θανάτου!”. Και παρευθύς η
χυδαία βρισιά κι η κτηνώδης προσβολή των κατώτερων αποκρίνονται
στην κα- ταδικαστική απόφαση των ανώτερων. Οι στρατιώτες τον
φτύνουν, τον κτυπούν στο πρόσωπο και του φωνάζουν: “Προφήτη!
Μάντεψε ποιος σε χτύπησε!”. Σε αυτό το ξεχείλισµα του πρόστυχου
και άγριου µίσους, το υπέροχο και ωχρό πρόσωπο του µεγάλου
µάρτυρα ξαναπαίρνει τη µαρµάρινη και ο- ραµατιστική του απάθεια.
Υπάρχουν, όπως λένε, αγάλµατα που κλαίνε. Αλλά υπάρχουν επίσης
και πόνοι δίχως δάκρυα και βουβές προσευχές θυµάτων, που
κατατροµάζουν τους δήµιους και τους καταδιώκουν σε όλη τους την
υπόλοιπη ζωή.
Αλλ’ όµως δεν τελείωσαν όλα. Το Συνέδριο µπορεί να απήγγειλε
την ποινή του θανάτου - για να εκτελεστεί, χρειάζεται κοσµική εξουσία
και η έγκριση της ρωµαϊκής αρχής. Η συνοµιλία µε τον Πιλάτο, που
λεπτοµερώς αναφέρει ο Ιωάννης, δεν είναι λιγότερο αξιοσηµείωτη από
τη συνοµιλία µε τον Καϊάφα. Ο περίεργος αυτός διάλογος µεταξύ του
Χρι-
στού και του Ρωµαίου διοικητή, στον οποίο τα βίαια ξεφωνητά των
Εβραίων ιερέων κι οι κραυγές ενός φανατισµένου όχλου κρατουν το
µέρος του χορού της αρχαίας τραγωδίας, έχει την πειθώ της µεγάλης
δραµατικής αλήθειας. Διότι ξεγυµνώνει τις ψυχές των προσώπων και
δείχνει τη σύγκρουση των τριών δυνάµεων οι οποίες παίρνουν µέρος
στο δράµα: του ρωµαϊκού καισαρισµού, του στενοκέφαλου ιουδαϊσµού
και της παγκόσµιας θρησκείας του πνεύµατος, που αντιπροσωπευόταν
από το Χριστό. Ο Πιλάτος, πολύ αδιάφορος για τη θρησκευτική αυτή
έριδα, αλλά και πολύ στενοχωρηµένος για την υπόθεση, γιατί φοβάται
µήπως ο θάνατος του Ιησού έχει ως συνέπεια καµιά λαϊκή εξέγερση,
τον ρωτά µε προφύλαξη και του πετά µια σκάλα σωτηρίας, ελπίζοντας
ότι ο Ιησούς θα επωφεληθεί:
“Είσαι ο βασιλιάς των Εβραίων;”
“Η βασιλεία µου δεν είναι από αυτόν τον κόσµο”.
“Είσαι λοιπόν βασιλιάς;”
“Ναι, είµαι γεννηµένος γι’ αυτό. Και ήρθα στον κόσµο να
µαρτυρήσω για την αλήθεια”.
Ο Πιλάτος δεν καταλαβαίνει αυτή τη βεβαίωση για την πνευµατική
βασιλεία του Ιησού, όπως και ο Καϊάφας δεν κατάλαβε τη θρησκευτική
του διαθήκη. “Τι είναι η αλήθεια;”, ρωτά σηκώνοντας τους ώµους. Κι
η απάντηση αυτή του Ρωµαίου σκεπτικιστή ιππέα φανερώνει την
ψυχική κατάσταση της τότε ειδωλολατρικής κοινωνίας, καθώς και
όλης της εν παρακµή κοινωνίας. Αλλά, µη βλέποντας µολαταύτα στο
πρόσωπο του κατηγορουµένου παρά έναν αθώο ονειροπόλο, προσθέτει:
“Εγώ δε βρίσκω καµιά κατηγορία σε αυτόν”. Και προτείνει στους
Εβραίους να τον απολύσει. Αλλά ο όχλος, που τον κέντριζαν οι ιερείς,
ξεφωνίζει: “Απόλυσέ µας τον Βα- ραββά!”. Τότε ο Πιλάτος, ο οποίος
σιχαίνεται τους Εβραίους, παρέχει στον εαυτό του την ειρωνική
ευχαρίστηση να βάλει να µαστιγώσουν µε ραβδιά το δήθεν βασιλιά
τους. Νοµίζει πως αυτό θα είναι αρκετό για εκείνους τους φανατικούς.
Αλλά εκείνοι γίνονται από αυτό πιο µανιώδεις και φωνάζουν µε
λύσσα: “Σταύρωσέ τον!”
Με όλη αυτή την παραφορά των λαϊκών παθών, ο Πιλάτος
ανθίσταται πάντοτε. Βαρέθηκε πια να είναι σκληρός. Είδε στη ζωή του
να τρέχει τόσο αίµα, έστειλε στο µαρτύριο τόσους επαναστάτες και
άκουσε τόσους γογγυσµούς και τόσες κατάρες, χωρίς να βγει από την
αδιαφορία του. Αλλά ο βου-
βός και στωικός πόνος του Γαλιλαίου προφήτη, µε το πορφυρό
ρούχο και το αγκάθινο στεφάνι, τον συγκλόνισε µε άγνωστο ρίγος.
Μέσα σε έναν παράξενο και φευγαλέο οραµατισµό του πνεύµατος,
άφησε να του ξεφύγει αυτός ο λόγος, δίχως βέβαια να µετρήσει τη
σηµασία του: “Ίδε ο άνθρωπος!”. Ο τραχύς Ρωµαίος σχεδόν
συγκινήθηκε, πρόκειται να απαγγείλει την αθώωση. Οι ιερείς του
Συνεδρίου, που τον κατασκοπεύουν µε οξύ βλέµµα, είδαν αυτή του τη
συγκίνηση και τροµάζουν γι’ αυτό. Νιώθουν να τους ξεφεύγει η λεία
τους. Πονηρά συµφωνούν µεταξύ τους. Κι έπειτα, µε µια φωνή
κραυγάζουν, τεντώνοντας το δεξί τους χέρι και αποστρέφοντας το
κεφάλι µε κίνηση υποκριτικού αποτροπιασµού: “Έκανε τον εαυτό του
γιο του Θεού!”
Όταν ο Πιλάτος άκουσε αυτά τα λόγια, λέει ο Ιωάννης, φοβήθηκε
ακόµη περισσότερο. Φοβήθηκε γιατί; Τι σηµασία µπορούσε να έχει
αυτό το όνοµα για τον άπιστο Ρωµαίο, ο οποίος περιφρονούσε µε όλη
του την καρδιά τους Εβραίους και τη θρησκεία τους και ο οποίος δεν
πίστευε παρά µόνο στην πολιτική θρησκεία της Ρώµης και στον
Καίσαρα; Υπάρχει ένας σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Αν και του απέδιδαν
διάφορες έννοιες, το όνοµα Γιος του Θεού ήταν αρκετά διαδεδοµένο
στον αρχαίο εσωτερισµό, ο δε Πιλάτος, αν και σκεπτικιστής, είχε και
αυτός τις προλήψεις του. Στη Ρώµη, στα µικρά µυστήρια του Μίθρα,
στα οποία µυούνταν οι Ρωµαίοι ιππείς, είχε ακούσει να λένε ότι ένας
γιος του Θεού ήταν ένα είδος διερµηνέα της θεότητας. Και σε
οποίοδήποτε έθνος, σε οποιαδήποτε θρησκεία και αν ανήκε κανείς, το
να θίξει τη ζωή του ήταν µεγάλο έγκληµα. Ο Πιλάτος δεν πίστευε
σχεδόν σε αυτά τα περσικά ονειροπολήµατα, αλλά τον ανησυχούσε
παρόλαυτα, εκείνος ο λόγος και του µεγάλωνε τη στενοχώρια του.
Βλέποντάς το οι Εβραίοι, ρίχνουν µπροστά στον ανθύπατο τη
βαρύτατη κατηγορία: “Αν απολύσεις αυτόν τον άνθρωπο, δεν είσαι
φίλος του Καίσαρα. Γιατί όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά,
κηρύσσεται εναντίον του Καίσαρα... δεν έχουµε άλλο βασιλιά από τον
Καίσαρα”. Ακαταγώνιστο επιχείρηµα. Το να αρνείσαι το Θεό είναι
λίγο, το να σκοτώσεις δεν είναι τίποτα, αλλά το να συνωµοτήσεις
εναντίον του Καίσαρα αυτό είναι το έγκληµα των εγκληµάτων. Ο
Πιλάτος αναγκάζεται να υποκύψει και να απαγγείλει την καταδίκη.
Έτσι, στο τέρµα του δηµόσιου έργου του, ο Ιησούς ξαναβρί-
σκεται απέναντι στον κύριο του κόσµου, τον οποίο καταπολέµησε
έµµεσα ως κρυφό αντίπαλο, σε όλη του τη ζωή. Η σκιά του Καίσαρα
τον στέλνει στο σταυρό. Βαθιά λογική των πραγµάτων: τον παρέδωσαν
µεν οι Εβραίοι, αλλά τον σκοτώνει το ρωµαϊκό φάντασµα, απλώνοντας
το χέρι του. Σκοτώνει το σώµα του, αλλά είναι Αυτός, ο δοξασµένος
Χριστός, ο οποίος µε το µαρτύριό του θα αφαιρέσει για πάντα από τον
Καίσαρα το σφετερισµένο φωτοστέφανο, τη θεία αποθέωση, αυτή την
καταχθόνια βλασφηµία της απόλυτης εξουσίας.
***
Ο Πιλάτος, αφού ένιψε τας χείρας του για το αίµα του αθώου,
πρόφερε τα τροµερά λόγια: “Τον καταδικάζω σε σταύρωση”. Ο
ανυπόµονος όχλος σπεύδει ήδη προς το Γολγοθά.
Ιδού εµείς πάνω στο γυµνό ύψωµα, το γεµάτο ανθρώπινα κόκαλα, το
οποίο δεσπόζει στην Ιερουσαλήµ και το οποίο ονοµάζεται Γκιλγκάλ,
Γολγοθάς ή κρανίου τόπος —απαίσια έρηµος, προορισµένη από αιώνες
για τα φρικώδη µαρτύρια. Το γυµνό βουνό είναι δίχως δέντρα, µόνο
κρεµάλες φυτρώνουν εκεί. Εκεί ο Αλέξανδρος Ιαναίος, ο Εβραίος
βασιλιάς, είχε παραστεί, µε όλο του το χαρέµι, στη θανάτωση
εκατοντάδων αιχµαλώτων. Εκεί ο Βάρος είχε διατάξει να σταυρώσουν
δύο χιλιάδες στασιαστές. Εκεί και ο γλυκός Μεσαίας, αυτός που είχε
προαναγγελθεί από τους προφήτες, έµελλε να υποστεί το φρικώδες
µαρτύριο, που το είχε επινοήσει ο άγριος νους των Φοινίκων και που
το είχε κάνει δεκτό ο αµείλικτος νόµος της Ρώµης.
Το τάγµα των λεγεωνάριων σχηµάτισε ένα µεγάλο κύκλο στην
κορυφή του λόφου. Αποµακρύνει µε σπαθιές τους τελευταίους πιστούς,
οι οποίοι ακολουθούσαν τον κατάδικο. Είναι οι Γαλιλαίες γυναίκες.
Αµίλητες κι απελπισµένες, πέφτουν µπρούµυτα καταγής. Η υπέρτατη
ώρα έφτασε για τον Ιησού. Πρέπει ο υπερασπιστής των φτωχών, των
αδύνατων και των καταπιεσµένων να τερµατίσει το έργο του πάνω στο
άτιµο µαρτύριο, το οποίο επέφύλασσαν µόνο για τους δούλους και
τους ληστές. Πρέπει αυτός που χρίστηκε προφήτης από τους Εσσαίους
να αφήσει να καρφωθεί πάνω στο σταυρό, που τον αποδέχτηκε µέσα
στο όραµά του του Εγκαδδί. Πρέπει ο Γιος του Θεού να πιει το ποτήρι
που το διείδε κατά τη Μεταµόρφωση. Πρέπει να κατέβει ως το βάθος
του Άδη και της επί-
γειας φρίκης. Ο Ιησούς αρνήθηκε το πατροπαράδοτο ποτό, που του
ετοίµασαν οι ευσεβείς γυναίκες της Ιερουσαλήµ και που ήταν
προορισµένο να µουδιάζει τους πόνους όσων βασανίζονταν. Αυτός
θα υποφέρει εκείνες τις αγωνίες µε πλήρη συνείδηση. Ενώ τον
δένουν πάνω στην άτιµη κρεµάλα, ενώ οι σκληρόκαρδοι στρατιώτες
µε µεγάλα χτυπήµατα σφυριών χώνουν τα καρφιά µέσα στα πόδια
εκείνα, που τα είχαν λατρέψει οι δυστυχισµένοι και µέσα σε εκείνα
τα χέρια, τα οποία δεν ήξεραν παρά να ευλογούν, το µαύρο σύννεφο
µιας σπαρακτικής οδύνης τού σβήνει τα µάτια, του πνίγει το λαιµό.
Αλλ’ όµως, µέσα από το βάθος αυτών των σπασµών και αυτών των
κα τ α χ θ ό ν ι ω ν σ κο τ α δ ι ώ ν , η σ υ ν ε ί δ η σ η τ ο υ Σ ω τ ή ρ α , π ά ν τ ο τ ε
ζωντανή, δε βρίσκει παρά µία λέξη για τους δήµιους: “Πατέρα,
συγχώρεσέ τους, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν”.
Αλλά να ο βυθός του ποτηριού: οι ώρες της αγωνίας από το
µεσηµέρι ως το βασίλεµα του ήλιου. Το ηθικό µαρτύριο προστίθεται
και υπερβαίνει το φυσικό µαρτύριο. Ο µυηµένος παραιτήθηκε από τις
εξουσίες του, ο Γιος του θεού πρόκειται να λείψει, δεν αποµένει παρά
µόνο ο πάσχων άνθρωπος. Για µερικές ώρες θα χάσει τον ουρανό του,
για να µπορέσει να καταµετρήσει την άβυσσο της πάσχουσας
ανθρωπότητας. Ο σταυρός στήνεται αργά-αργά, µαζί µε το θύµα του
και την επιγραφή του, που είναι η τελευταία κοροϊδία του ανθύπατου:
Α υ τ ό ς ε ί ν α ι ο β α σ ι λι ά ς τ ω ν Ι ο υ δ α ί ω ν ! Τ ώ ρ α τ ο β λ έ µ µ α τ ο υ
εσταυρωµένου βλέπει να µετεωρίζεται µέσα σε ένα εναγώνιο σύννεφο
η Ιερουσαλήµ, η άγια πόλη, που αυτός θέλησε να τη δοξάσει κι η
οποία του ρίχνει το ανάθεµα. Πού είναι οι µαθητές του; Χάθηκαν. Δεν
ακούει παρά τις ύβρεις των µελών του Συνεδρίου, τα οποία σκέπτονται
πως δεν έχουν πια να φοβηθούν τον προφήτη και θριαµβεύουν µε την
αγωνία του. “Έσωσε τους άλλους”, λένε, “και δεν µπορεί να σώσει τον
εαυτό του!”
Ανάµεσα σε αυτές τις βλαστήµιες, µέσα σε αυτήν την εξα- χρείωση,
ο Ιησούς, µέσα σε έναν τροµακτικό οραµατισµό του µέλλοντος, βλέπει
όλα τα εγκλήµατα τα οποία άνοµοι δυνάστες και φανατικοί παπάδες
πρόκειται να διαπράξουν στο όνοµά του. Θα χρησιµοποιούν το σηµείο
του για να αναθεµατίζουν! Θα σταυρώσουν µε το σταυρό του! Δεν τον
κάνει, λοιπόν, η πένθιµη σιωπή του ουρανού, ο οποίος είναι εκείνη τη
στιγµή σκεπασµένος γι’ αυτόν, αλλά το φως το οποίο χάθηκε
για την ανθρωπότητα, αυτό τον κάνει να βγάλει εκείνη την κραυγή
α π ε λ π ι σ ί α ς : “ Π α τ έ ρ α µ ο υ , γ ι α τ ί µ ε ε γ κα τ έ λ ε ι ψ ε ς ; ” . Τό τ ε η
συνείδηση του Μεσσία, η θέληση ολόκληρης της ζωής του,
προβάλλει σε µια τελευταία λάµψη κι η ψυχή του βγαίνει µε αυτή
την κραυγή: “Τετέλεσται”.
Ω υπέροχε Ναζωραίε, ω θείε Γιε του ανθρώπου, τώρα πια δεν είσαι
εδώ. Με ένα και µόνο φτεροκόπηµα αναµφίβολα η ψυχή σου
ξαναβρήκε, µέσα σε ένα φως περισσότερο απα- στράπτον, τον ουρανό
σου του Εγκαδδί, τον ουρανό σου του όρους Θαβώρ! Είδες το
νικηφόρο λόγο σου να πετά πέρα από τους αιώνες και δε θέλησες άλλη
δόξα παρά τα χέρια και τα βλέµµατα, τα υψωµένα προς εσένα, εκείνων
τους οποίους θεράπευσες και παρηγόρησες... Αλλ’ όµως στην
τελευταία σου κραυγή, που δεν την κατάλαβαν οι φυλακές σου, µια
ανατριχίλα πέρασε από πάνω τους. Οι Ρωµαίοι στρατιώτες στράφηκαν
και, µπροστά στην παράξενη ακτίνα που άφησε το πνεύµα σου πάνω
στην ήρεµη όψη του πτώµατός σου, οι έκπληκτοι δήµιοί σου
αλληλοκοιτάζονται και λένε µεταξύ τους: “Μήπως ήταν Θεός;”
***
Αλήθεια, συµπληρώθηκε το δράµα; Τερµατίστηκε ο φοβερός και
σιωπηλός αγώνας µεταξύ της θείας Αγάπης και του Θανάτου, ο οποίος
εξαπολύθηκε πάνω της µαζί µε τις βασιλεύουσες δυνάµεις της γης;
Πού είναι ο νικητής; Μήπως είναι εκείνοι οι ιερείς που κατεβαίνουν
από το Γολγοθά, ευχαριστηµένοι από τον εαυτό τους, βέβαιοι για την
πράξη τους, αφού είδαν τον προφήτη να ξεψυχά; Ή µήπως είναι ο
ωχρός εσταυρωµένος, ο οποίος ήδη έγινε πελιδνός; Για εκείνες τις
π ι σ τ έ ς γ υ ν α ί κ ε ς , π ο υ ο ι Ρ ω µ α ί ο ι λ ε γε ω ν ά ρ ι ο ι τ ι ς ά φ η σ α ν ν α
πλησιάσουν κι οι οποίες οδύρονται µπροστά στα πόδια του σταυρού,
για τους φοβισµένους µαθητές, οι οποίοι κατέφυγαν µέσα σε µια
σπηλιά της κοιλάδας του Ιωσαφάτ, όλα τέ- λειωσαν. Ο Μεσαίας, ο
οποίος έµελλε να καθίσει πάνω στο θρόνο της Ιερουσαλήµ, χάθηκε
ά θ λι α , µ ε τ ο α τ ι µ ω τ ι κό µ α ρ τ ύ ρ ι ο τ ο υ σ τ α υ ρ ο ύ . Ο δ ά σ κ α λ ο ς
εξαφανίστηκε και µαζί µε αυτόν η ελπίδα, το Ευαγγέλιο, η βασιλεία
του ουρανού.
Μια σκυθρωπή σιγή, µια βαθιά απελπισία πιέζουν τη µικρή
κοινότητα. Και ο ίδιος ο Πέτρος κι ο Ιωάννης είναι καταβεβληµένοι.
Τα βλέπουν όλα γύρω τους µαύρα. Ούτε µια
ακτίνα δε λάµπει πια στην ψυχή τους. Εντούτοις, όπως στα
Μυστήρια της Ελευσίνας ένα εκτυφλωτικό φως διαδεχόταν τα βαθιά
σκοτάδια, έτσι και στα Ευαγγέλια τη βαθιά εκείνη απελπισία τη
διαδέχεται µια χαρά ξαφνική, ακαριαία, απέραντη. Ξεσπά κι εισβάλλει,
όπως το φως τη στιγµή που ανατέλλει ο ήλιος, κι η κραυγή αυτή που
φρικιά από χαρά δια- χέεται σε όλη την Ιουδαία: αναστήθηκε!
Η Μαρία η Μαγδαληνή πρώτη-πρώτη, που περιπλανιόταν γύρω από
τον τάφο, µες στην απελπισία της, αυτή είδε το δάσκαλο και τον
αναγνώρισε από τη φωνή του, η οποία τη φώναζε µε το όνοµά της:
“Μαρία!”. Τρελή από χαρά πέφτει στα πόδια του. Είδε ακόµα τον
Ιησού να την κοιτάζει, να κάνει µια χειρονοµία σαν για να της
απαγορεύσει το άγγιγµα, κι έπειτα είδε να χάνεται απότοµα η µορφή,
αφήνοντας γύρω από τη Μαγδαληνή µια θερµή ατµόσφαιρα και τον
ενθουσιασµό µιας πραγµατικής παρουσίας. Έπειτα συνάντησαν το
Σωτήρα οι άγιες γυναίκες και άκουσαν από το στόµα του να λέει σε
αυτές αυτά τα λόγια: “Πηγαίνετε και πείτε στους αδερφούς µου να
πάνε στη Γαλιλαίο και ότι εκεί θα µε δουν”.
Το ίδιο βράδυ, καθώς οι έντεκα ήταν µαζεµένοι κι ήταν κλειστές οι
πόρτες, είδαν τον Ιησού να µπαίνει. Πήρε τη θέση του ανάµεσά τους,
τους µίλησε γλυκά, ψέγοντάς τους για την απιστία τους. Έπειτα είπε:
“Πορευθείτε σε όλο τον κόσµο και κηρύξτε το Ευαγγέλιο σε όλη τη
κτίση” (Μαρχ. ις', 15). Παράξενο πράγµα: καθώς τον άκουγαν, ήταν
όλοι τους σαν σε όνειρο, είχαν εντελώς ξεχάσει το θάνατό του, τον
πίστευαν για ζωντανό κι ήταν πεπεισµένοι ότι ο δάσκαλος δε θα τους
άφηνε πια. Αλλ’ όµως, τη στιγµή που πήγαιναν να µιλήσουν, τον είδαν
να εξαφανίζεται σαν φως που σβήνει. Η ηχώ της φωνής του σφύριζε
ακόµη µέσα στα αυτιά τους. Οι απόστολοι έκθαµβοι αναζήτησαν τη
θέση του, που είχε µείνει αδειανή. Μια αµυδρή λάµψη αιωρούνταν
εκεί —και ξαφνικά σβήστηκε.
Κατά το Ματθαίο και το Μάρκο, ο Ιησούς ξαναφάνηκε λίγο µετά
πάνω σε ένα βουνό, µπροστά σε πεντακόσιους αδελφούς, που τους
είχαν µαζέψει οι απόστολοι. Φανερώθηκε ακόµη µια φορά στους
έντεκα, ενώ ήταν συναγµένοι. Έπειτα έπαψαν οι εµφανίσεις. Αλλά η
πίστη είχε δηµιουργηθεί, η ώθηση είχε δοθεί, ο χριστιανισµός ζούσε.
Οι απόστολοι, γεµάτοι από την ιερή φωτιά, γιάτρευαν τους αρρώστους
και κήρυτταν το Ευαγγέλιο του δασκάλου τους. 'Υστερα από τρία
χρόνια, ένας νεαρός Φαρισαίος ονόµατι Σαούλ, που διαπνεόταν από
σφοδρό µίσος εναντίον της νέας θρησκείας και ο οποίος καταδίωκε
τους χριστιανούς µε νεανική ζέση, πήγαινε στη Δαµασκό µε πολλοΰς
συντρόφους. Στο δρόµο, είδε ξαφνικά τον εαυτό του να περιτυλίγεται
από µια λάµψη τόσο εκτυφλωτική, ώστε έπεσε καταγής. Τρέµοντας
ολόκληρος, φώναζε: “Ποιος είσαι;”. Και άκουσε µια φωνή να του λέει:
“Είµαι ο Ιησούς, τον οποίο συ καταδιώκεις· θα σου είναι σκληρό να
κλοτσάς πάνω στο κεντρί”. Οι συνοδοί του, τροµαγµένοι όσο και
αυτός, τον σήκωσαν. Είχαν ακούσει τη φωνή χωρίς να βλέπουν τίποτα.
Ο νέος, τυφλωµένος από τη λάµψη, δεν ανέκτησε την όρασή του παρά
µόνο µετά από τρεις µέρες (Πράξ. Αηοστόλ. θ', 1-9). Προσηλυτίστηκε
στην πίστη του Χριστού και ονοµάστηκε Παύλος, ο απόστολος των
Εθνών. Όλοι έκτοτε συµφωνούν ότι, χωρίς αυτή την προσηλύ- τιση, ο
χριστιανισµός, περιορισµένος στην Ιουδαία, δε θα κατακτούσε τη
Δύση.
Τέτοια είναι τα γεγονότα που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη.
Οσοδήποτε και αν προσπαθήσει κανείς να τα περιορίσει στο ελάχιστο
και οποιαδήποτε και αν είναι η θρησκευτική ή η φιλοσοφική ιδέα που
αποδίδει κανείς σε αυτά, είναι αδύνατον να τα θεωρήσουµε καθαρούς
θρύλους και να τους αρνηθούµε την αξία µιας αυθεντικής µαρτυρίας
ως προς την ουσία. Για δεκαοκτώ αιώνες τα κύµατα της αµφιβολίας
και της άρνησης πρόσβαλλαν το βράχο αυτής της µαρτυρίας. Εδώ και
εκατό χρόνια η κριτική έχει ριχτεί εναντίον του µε όλα της τα
µηχανήµατα και µε όλα τα όπλα της. Κατόρθωσε να τον χαράξει σε
µερικά µέρη, αλλά όχι και να τον κουνήσει από τη θέση του.
Τι υπάρχει πίσω από τις οπτασίες των αποστόλων; Οι πρωτόγονοι
θεολόγοι, οι ερµηνευτές του γράµµατος και οι α- γνωστικοί σοφοί
µπορούν να µαλώνουν πάνω σε αυτό το ζήτηµα επ’ άπειρον και να
πολεµούν µέσα στο σκοτάδι. Δε θα αλλάξουν οι µεν τις γνώµες των δε
και δε θα λογικεύονται σε βάθος, εφόσον η θεοσοφία, η οποία είναι η
επιστήµη του Πνεύµατος, δε θα έχει πλατύνει τις αντιλήψεις τους, κι
εφόσον µια ανώτερη πειραµατική ψυχολογία, η οποία είναι η τέχνη
του να αποκαλύπτεις την ψυχή, δε θα τους έχει ανοίξει τα µάτια.
Αλλά και αν τοποθετηθούµε εδώ στην απλή µόνο άποψη του
ευσυνείδητου ιστορικού, δηλαδή στην άποψη της αυθε-
ντικότητας των γεγονότων αυτών ως ψυχικών γεγονότων, υπάρχει ένα
πράγµα για το οποίο δεν µπορούµε να αµφιβάλλουµε. Και αυτό
είναι ότι οι απόστολοι είδαν τις εµφανίσεις και ότι η πίστη τους για
την ανάσταση του Χριστού υπήρξε ασάλευτη. Και αν απορρίψουµε
τη διήγηση του Ιωάννη, καθώς συντάχτηκε τελειωτικά εκατό
περίπου χρόνια µετά το θάνατο του Ιησού, καθώς και τη διήγηση
του Λουκά ως ποιητική µεγαλοποίηση, πάλι µας µενουν οι απλές
και θετικές βεβαιώσεις του Μάρκου και του Ματθαίου, οι οποίες
είναι αυτή η ίδια η πηγή της χριστιανικής παράδοσης και
θρησκείας. Μένει και κάτι άλλο, ακόµη πιο στερεό και ακόµα πιο
αναµφισβήτητο: η µαρτυρία του Παύλου.
Θέλοντας να εξηγήσει στους Κορίνθιους το λόγο της πίστης του και
τη βάση του Ευαγγελίου το οποίο κηρύττει, ο Παύλος απαριθµεί κατά
σειρά έξι διαδοχικές εµφανίσεις του Ιησού: δηλαδή την εµφάνιση στον
Πέτρο, στους έντεκα, στους πεντακόσιους “που οι περισσότεροί τους”,
λέει, “είναι ακόµη ζωντανοί”, στον Ιάκωβο, στους συναθροισµένους
αποστόλους και τέλος τη δική του την οπτασία στο δρόµο της
Δαµασκού (Προς Κορινθ. Α", ιε', 1-9). Ατά τα γεγονότα ανακοινώθηκαν
στον Παύλο από τον ίδιο τον Πέτρο και τον Ιάκωβο, τρία χρόνια µετά
το θάνατο του Ιησού, λίγο µετά τη µεταστροφή του Παύλου, κατά το
πρώτο ταξίδι του στην Ιερουσαλήµ. Τα κατείχε λοιπόν από αυτόπτες
µάρτυρες.
Τέλος, από όλους αυτούς τους οραµατισµούς, ο πιο αναµφισβήτητος
δεν είναι και ο λιγότερο εξαιρετικός. Εννοώ τον οραµατισµό αυτού του
ίδιου του Παύλου. Στις επιστολές του επανέρχεται σε αυτόν αδιάκοπα,
σαν στην πηγή της πίστης του. Με δεδοµένη την προγενέστερη
ψυχολογική κατάσταση του Παύλου και τη φύση του οραµατισµού του,
είναι φανερό ότι ο οραµατισµός αυτός προέρχεται από τα έξω και όχι
από τα µέσα. Είναι χαρακτήρα απροσδόκητου και κεραυνοβόλου,
αλλάζει άρδην την ύπαρξη του Παύλου. Σα βάπτισµα πυρός, τον
ποτίζει από τα πόδια µέχρι την κορυφή, τον ντύνει µε µια άθραυστη
πανοπλία και τον καθιστά, στην όψη του κόσµου, τον ανίκητο ιππότη
του Χριστού. Έτσι, η µαρτυρία του Παύλου έχει διπλή αξία, γιατί
βεβαιώνει το δικό του οραµατισµό και ενισχύει τους οραµατισµούς
των άλλων.
Και αν θέλαµε να αµφιβάλουµε για την ειλικρίνεια παρόµοιων
βεβαιώσεων, τότε θα έπρεπε να απορρίψουµε οµαδικά όλες τις
ιστορικές µαρτυρίες και να παραιτηθούµε από το να
γράφουµε ιστορία. Προσθέστε δε ότι, αν δεν υπάρχει κριτική ιστορία
χωρίς ακριβές ζΰγισµα και χωρίς λογικό ψιλοκο- σκίνισµα όλων των
τεκµηρίων, δεν υπάρχει όµως και φιλοσοφική ιστορία, αν
αρνουµαστε να βγάλουµε συµπεράσµατα σχετικά µε το µεγαλείο
των αιτίων από το µεγαλείο των αποτελεσµάτων. Μπορούµε, µαζί
µε τον Κέλσο, το Στράους και το Ρενάν, να µην αποδώσουµε καµιά
αντικειµενική αξία στην ανάσταση και να τη θεωρήσουµε
φαινόµενο καθαρής φαντασίωσης. Αλλά εν τοιάυτη περιπτώσει,
είµαστε υποχρεωµένοι να θεµελιώσουµε τη µεγαλύτερη
θρησκευτική επανάσταση της ανθρωπότητας πάνω σε µια πλάνη των
αισθήσεων και πάνω σε µια χίµαιρα του µυαλού 150 . Λοιπόν, ας µην
απατώ- µαστε ως προς αυτό: η πίστη στην ανάσταση είναι η βάση
του ιστορικού χριστιανισµού. Δίχως αυτή την επιβεβαίωση της
διδασκαλίας του Ιησού µε ένα καταπληκτικό γεγονός, η θρησκεία
του δε θα είχε ούτε καν αρχίσει.
Το γεγονός αυτό ενήργησε ολοκληρωτική επανάσταση στην ψυχή
των αποστόλων. Από ιουδαϊκή που ήταν, η συνείδησή τους έγινε
χριστιανική. Γι’ αυτούς ο ένδοξος Χριστός είναι ζωντανός, τους
µίλησε, ο ουρανός ανοίχτηκε, το υπερπέραν εισήλθε στο εδώ, η αυγή
της αθανασίας άγγιξε το µέτωπό τους και πυρπόλησε την καρδιά τους
µε φωτιά, η οποία δεν µπορεί πια να σβήσει. Ψηλότερα από το επίγειο
βασίλειο του Ισραήλ που κατέρρεε διέβλεψαν, µε όλη του τη
λαµπρότητα, το ουράνιο και παγκόσµιο βασίλειο. Εντεύθεν η ορµή
τους στον αγώνα, η χαρά τους για το µαρτύριο. Από την ανάσταση του
Ιησού προέρχεται η τεράστια εκείνη ώθηση, η απέραντη εκείνη ελπίδα,
η οποία φέρνει το Ευαγγέλιο σε όλους τους λαούς και µέλλει να
χτυπήσει µε τα κύµατά της και τις τελευταίες ακόµη ακτές της γης. Για
να πετύχει ο χριστιανισµός, χρειάζονταν δύο πράγµατα, όπως λέει ο
Γ Ε Θ ΙΌ ά’ Οΐΐνοί: να θελήσει ο Ιησούς να πεθάνει και να έχει τη
δύναµη να αναστηθεί.
Για να σχηµατίσουµε ορθολογιστική ιδέα για το γεγονός της
ανάστασης, και ακόµα, για να καταλάβουµε τη θρησκευτική και τη
φιλοσοφική σηµασία του, πρέπει να µην ασχοληθούµε παρά µόνο µε το
φαινόµενο των διαδοχικών εµφανίσεων και να αποµακρύνουµε ευθύς
εξαρχής την παράλογη ιδέα της ανάστασης του σώµατος, που είναι µια
από τις µεγαλύτερες πέτρες σκανδάλου του χριστιανικού δόγµατος, το
οποίο πάνω σε αυτό το ζήτηµα, όπως και σε άλλα πολλά, παρέ-
µείνε απόλυτα πρωτόγονο και παιδικό. Η εξαφάνιση του σώ- µατους
τ ο υ Ι η σ ο ύ µ π ο ρ ε ί ν α ε ξ η γ η θ ε ί µ ε φ υ σ ι κ ά α ί τ ι α . Κα ι ε ί ν α ι
αξιοπαρατήρητο ότι τα σώµατα πολλών µεγάλων µυστών
εξαφανίστηκαν χωρίς να µείνει ίχνος τους και µε τρόπο εντελώς επίσης
µυστηριώδη, µεταξύ δε άλλων τα σώµατα του Μωυσή, του Πυθαγόρα
και του Απολλώνιου του Τυανέα, χωρίς να µπορέσει κανείς ποτέ να
µάθει τι είχαν απογίνει. Είναι δυνατόν οι γνωστοί ή άγνωστοι αδελφοί,
οι οποίοι αγρυπνούσαν από πάνω τους, να κατέστρεψαν µε τη φωτιά το
λείψανο του δασκάλου τους, για να το γλιτώσουν από τη βεβήλωση
των εχθρών. Όπως και αν έχει το πράγµα, η επιστηµονική άποψη και
το πνευµατικό µεγαλείο της ανάστασης δε φαίνονται παρά µόνο αν την
αντιληφθουµε µε το εσωτερικό νόηµα.
Στ ο υ ς Α ι γ υ π τ ί ο υ ς , κα θ ώ ς κα ι σ τ ο υ ς Π έ ρ σ ε ς τ η ς µ α ζδ α ϊ κ ή ς
θρησκείας του Ζωροάστρη, προ Χρίστου και µετά Χριστόν, στον
Ισραήλ, καθώς και στους χριστιανούς των δυο πρώτων αιώνων, η
ανάσταση γινόταν νοητή κατά δύο τρόπους: έναν υλικό και παράλογο
και έναν άλλο, πνευµατικό και θεοσοφι- κό. Ο πρώτος τρόπος είναι η
λαϊκή ιδέα, που τελικά την παραδέχτηκε και η Εκκλησία, µετά την
κατάπνιξη της Γνώσης· ο δεύτερος τρόπος είναι η βαθυστόχαστη ιδέα
των µυηµένων..
Σύµφωνα µε την πρώτη έννοια, η ανάσταση σηµαίνει την επάνοδο
στη ζωή του υλικού σώµατος, µε µια λέξη την ανασύσταση του
αποσυνθεµένου ή σκορπισµένου πτώµατος, που φαντάζονταν ότι
έµελλε να συντελεστεί κατά τον ερχοµό του Μεσσία ή κατά την
τελευταία κρίση. Είναι ανώφελο να καταδείξουµε το χονδροειδή
υλισµό και τον παραλογισµό της αντίληψης αυτής. Για το µυηµένο,
ωστόσο, η ανάσταση είχε πολύ διαφορετικό νόηµα. Συνδεόταν µε τη
διδασκαλία της τριαδικής σύστασης του ανθρώπου. Σήµαινε την
κάθαρση και την αναγέννηση του αστρικού σώµατος, του αιθέριου και
ρευστού, το οποίο είναι αυτός ο ίδιος ο οργανισµός της ψυχής και,
κατά κάποιο τρόπο, το περικάλυµµα του πνεύµατος.
Η κάθαρση αυτή µπορεί να συντελεστεί και από αυτήν εδώ κάτω τη
ζωή, µε την εσωτερική εργασία της ψυχής και µε έναν ορισµένο τρόπο
ύπαρξης. Αλλά για τους περισσότερους ανθρώπους δε συντελείται
παρά µόνο µετά το θάνατο —και µόνο για εκείνους, οι οποίοι κατά
οποιονδήποτε τρόπο πόθησαν το δίκαιο και το αληθές. Στον άλλο
κόσµο είναι αδύνατη η υποκρισία. Εκεί οι ψυχές φαίνονται έτσι όπως
είναι πραγ-
µατικά, δείχνονται µοιραία µε τη µορφή και µε το χρώµα της ουσίας
τους, σκοτεινές και σιχαµένες, αν είναι κακές, ακτινο- βόλες και
ωραίες, αν είναι καλές. Τέτοια είναι η διδασκαλία την οποία εκθέτει ο
Παύλος στην προς τους Κορινθίους επιστολή του. Λέει ρητά: “Υπάρχει
ένα ζωικό σώµα κι υπάρχει κι ένα πνευµατικό σώµα” (Κορινθ. Α', ιε',
39-46). Ο Ιησούς το αναφέρει συµβολικά, αλλά µε περισσότερη
βαθύτητα για όποιον ξέρει να διαβάζει ανάµεσα στις γραµµές, στη
µυστική συνοµιλία του µε το Νικόδηµο.
Λοιπόν, όσο περισσότερο πνευµατική είναι η ψυχή, τόσο
µ ε γ α λύ τ ε ρ η θ α ε ί ν α ι η α π ο µ ά κ ρ υ ν σ ή τ η ς ω ς π ρ ο ς τ η γ ή ι ν η
ατµόσφαιρα, τόσο περισσότερο µακριά θα είναι ο κοσµικός τόπος που
την προσελκύει µε το νόµο της συγγένειας και τόσο δυσκολότερη η
φανέρωσή της στους ανθρώπους. Έτσι, οι ανώτερες ψυχές δε
φανερώνονται σχεδόν στον άνθρωπο παρά µόνο κατά την κατάσταση
του βαθέως ύπνου ή της έκστασης. Τότε, επειδή τα µάτια του φυσικού
σώµατος είναι κλειστά, η ψυχή, µισοελευθερωµένη από το σώµα,
βλέπει κάποτε ψυχές. Συµβαίνει, εντούτοις, ένας πολύ µεγάλος
προφήτης, ένας αληθινός Γιος του Θεού να φανερώνεται στους δικούς
του κατά τρόπο αισθητό και στην κατάσταση ακόµη της εγρήγορσης,
για να τους πείσει καλύτερα, κάνοντας εντύπωση στις αισθήσεις τους
και στη φαντασία τους. Σε παρόµοια περίπτωση, η αποσαρκωµένη
ψυχή κατορθώνει να δώσει στιγµιαία στο πνευµατικό της σώµα µια
ορατή εµφάνιση, ενίοτε µάλιστα και απτή, µέσω του ιδιαίτερου
δυναµισµού τον οποίον το πνεύµα ασκεί πάνω στην ύλη, δια της
µεσολάβησης το>ν ηλεκτρικών δυνάµεων της ατµόσφαιρας και των
µαγνητικών δυνάµεων των ζωντανών σωµάτων.
Αυτό συνέβη κατά πάσα πιθανότητα και µε τον Ιησού. Οι
εµφανίσεις που αναφέρονται από την Καινή Διαθήκη υπάγονται
εναλλάξ στη µία ή στην άλλη από τις δύο αυτές κατηγορίες:
πνευµατική οπτασία και εµφάνιση αισθητή. Είναι βέβαιο ότι οι
εµφανίσεις αυτές είχαν για τους αποστόλους το χαρακτήρα µιας
υπέρτατης πραγµατικότητας. Θα µπορούσαν περισσότερο να
αµφιβάλλουν για την ύπαρξη του ουρανού και της γης, παρά για τη
ζωντανή τους επικοινωνία µε τον αναστηµένο Χριστό. Γιατί οι
συγκινητικές αυτές οπτασίες του Σωτήρα ήταν ό,τι πιο ακτινοβόλο
υπήρχε στη ζωή τους και ό,τι βαθύτερο υπήρχε στη συνείδησή τους.
Δεν υπάρχει κάτι το υπερφυσικό, αλλά υπάρχει το άγνωστο της φύσης,
η
απόκρυφη συνέχιση της µέσα στο άπειρο και ο φωσφορισµός του
αόρατου στα όρια του ορατού. Στην τωρινή µας πνευµατική
κατάσταση, δυσκολευόµαστε να πιστέψουµε —ακόµη και να
αντιληφθουµε — την πραγµατικότητα του αψηλάφη- του. Στην
πνευµατική κατάσταση, η ΰλη θα µας φανεί το µη πραγµατικό και
το ανύπαρκτο. Αλλά η σύνθεση της ψυχής και της ύλης, αυτών των
δυο όψεων της µιας υπόστασης, βρίσκεται µέσα στο Πνεύµα. Γιατί,
αν ανέλθουµε στις αιώνιες αρχές, στα τελικά αίτια, θα δούµε ότι οι
έµφυτοι νόµοι της Διάνοιας είναι εκείνοι που εξηγούν το δυναµισµό
της φύσης και ότι η µελέτη της ψυχής δια της πειραµατικής
ψυχολογίας είναι εκείνη η οποία εξηγεί τους νόµους της ζωής.
Η ανάσταση, αν την εννοήσουµε κατά το εσωτερικό νόηµα, όπως
προ ολίγου υπέδειξα, ήταν λοιπόν συνάµα η αναγκαία λύση της ζωής
του Ιησού και ο πρόλογος ο απαραίτητος για την ιστορική εξέλιξη του
χριστιανισµού. Αναγκαία λύση, γιατί ο Ιησούς την είχε χίλιες φορές
αναγγείλει στους µαθητές του. Και αν είχε τη δύναµη να εµφανιστεί σε
αυτούς µετά το θάνατό του µε εκείνη τη θριαµβευτική αίγλη, αυτό
συνέβη χάρη στην αγνότητα και στην έµφυτη δύναµη της ψυχής του,
εκατονταπλασιασµένη από το µεγαλείο της προσπάθειας και του έργου
που συντελέστηκε.
Θεωρηµένο από τα έξω και από γήινη άποψη, το µεσσιανικό δράµα
τελειώνει πάνω στο σταυρό. Αν και καθεαυτό είναι υπέροχο, όµως του
λείπει η εκπλήρωση της επαγγελίας. Θεωρηµένο από τα έσω, από τα
µύχια της συνείδησης του Ιησού και από ουράνια άποψη, έχει τρεις
πράξεις, των οποίων τα κατακόρυφα σηµειώνουν ο Πειρασµός, η
Μεταµόρφωση και η Ανάσταση. Οι τρεις αυτές φάσεις παριστάνουν µε
άλλα λόγια τη Μύηση του Χρίστου, την καθολική Αποκάλυψη και το
Στεφάνωµα του έργου. Αντιστοιχούν αρκετά καλά προς εκείνο που οι
απόστολοι κι οι µυηµένοι χριστιανοί των πρώτων αιώνων ονόµασαν
µυστήρια του Γιου, του Πατρός και του Αγίου Πνεύµατος.
Αναγκαία επίστεψη, έλεγα, της ζωής του Χριστού και πρόλογος
απαραίτητος της ιστορικής εξέλιξης του χριστιανισµού. Το πλοίο, το
ναυπηγηµένο στην ακρογιαλιά, είχε ανάγκη να ριχτεί στον ωκεανό.
Εκτός αυτού, η ανάσταση υπήρξε µια θύρα φωτός ανοιγµένη προς όλο
το εσωτερικό αποταµίευµα του Ιησού. Ας µην παραξενευόµαστε γιατί
οι πρώτοι χριστιανοί θαµπώθηκαν και τυφλώθηκαν, κατά κάποιο τρό-
πο, από την αστραποβόλο εισβολή του και γιατί συνήθως πήραν τη
διδασκαλία του δασκάλου κατά γράµµα και παρεξή- γησαν το νόηµα
των λόγων του. Αλλά σήµερα, που το ανθρώπινο πνεύµα ερεύνησε
τους αιώνες, τις θρησκείες και τις επιστήµες, µαντεύουµε τι εννοούσαν
ένας άγιος Παύλος, ένας άγιος Ιωάννης και ο ίδιος ο Ιησούς µε τα
µυστήρια του Πα- τρός και του Πνεύµατος. Βλέπουµε πώς αυτά
περιέκλειαν ό,τι υψηλότερο και αληθινότερο είχαν γνωρίσει η ψυχική
επιστήµη κι η θεοσοφική διαίσθηση της Ανατολής. Βλέπουµε, επίσης,
τη δύναµη της νέας ανάπτυξης, την οποία ο Χριστός έδωσε στην
αρχαία, την αιώνια αλήθεια µε το µεγαλείο της αγάπης του, µε την
ενέργεια της θέλησής του. Παρατηρούµε, τέλος, τη µεταφυσική και
πρακτική συνάµα πλευρά του χριστιανισµού, η οποία αποτελεί τη
δύναµη και τη ζωτικότητά του.
Οι παλαιοί θεόσοφοι της Ασίας γνώρισαν τις υπερβατικές αλήθειες.
Μάλιστα οι βραχµάνοι βρήκαν το κλειδί της προγενέστερης και
µέλλουσας ζωής, διατυπώνοντας τον οργανικό νόµο της
µετενσάρκωσης και της εναλλαγής των ζωών. Αλλά επιζητώντας να
βυθιστούν στο υπερπέραν και στη θεωρία της Αιωνιότητας,
λησµόµησαν τη γήινη πραγµάτωση: την ατοµική και την κοινωνική
ζωή. Η Ελλάδα, η οποία κατά την αρχέγονη εποχή µυήθηκε σε αυτές
τις αλήθειες, υπό µορφές πιο καλυµµένες και ανθρωποµορφικές,
προσκολλήθηκε µε το ιδιαίτερό της πνεύµα στη φυσική και την επίγεια
ζωή. Αυτό της επέτρεψε να φανερώσει µε δείγµατα τους αθάνατους
νόµους του Ωραίου και να διατυπώσει τις αρχές των πειραµατικών
επιστηµών. Αλλά, µε αυτήν την άποψη, η αντίληψή της του υπερπέραν
στενεύει και σκοτεινιάζει βαθµιαία. Ο Ιησούς, µε την ευρύτητά του
και µε την παγκοσµιότητά του, αγκαλιάζει και τις δύο πλευρές της
ζωής. Στην κυριακάτικη προσευχή, η οποία συνοψίζει τη διδαχή του,
λέει: “Ας έλθει η βασιλεία σου πάνω στη γη, όπως στον ουρανό”.
Λοιπόν η βασιλεία του Θεού επί της γης σηµαίνει την εκπλήρωση
του ηθικού και του κοινωνικού νόµου µε όλον τον πλούτο, µε όλην την
αίγλη του Ωραίου, του Αγαθού και του Αληθινού. Γι’ αυτό, η µαγεία
της διδασκαλίας του, η δύναµη της ανάπτυξης, η κατά κάποιο τρόπο
απεριόριστη, εδρεύουν µέσα στην ενότητα της ηθικής της και της
µεταφυσικής της, µέσα στη φλογερή της πίστη στην αιώνια ζωή και
στην ανάγκη της να την αρχίζουµε από εδώ κάτω αυτή τη ζωή µε τη
δράση, µε την ενεργητική φιλευσπλαχνία. Ο Χριστός είπε στην
ψυχή την καταβεβληµένη από όλα τα βάρη της γης: “Σήκω, γιατί η
πατρίδα σου είναι στον ουρανό. Αλλά για να πιστέψεις σε αυτόν και να
τον φτάσεις, απόδειξέ τον από εδώ κάτω µε το έργο σου και µε την
αγάπη σου!”
7. Η εκπλήρωση της επαγγελίας - Ο ναός
το ΝΑΌ · σε τρεις µέρες θα τον ξανακτίσω”,
“ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΘΑ ΚΑΤΑΛΥΣΩ
είχε πει στους µαθητές του ο γιος της Μαρίας, ο Εσσαίος που χρίστηκε
Γιος του Ανθρώπου, δηλαδή ο πνευµατικός κληρονόµος του λόγου του
Μωυσή, του Ερµή και όλων των παλαιών γιων του Θεού. Αυτήν την
τολµηρή υπόσχεση, αυτόν το λόγο του µυηµένου και του µυητή τον
πραγµατοποίησε; Ναι, αν θεωρήσουµε τις συνέπειες, τις οποίες η
διδασκαλία του Χρίστου, που επιβεβαιώθηκε µε το θάνατό του και µε
την πνευµατική του ανάσταση, είχε για την ανθρωπότητα, και όλες
εκείνες τις οποίες περιέχει η υπόσχεσή του για ένα απεριόριστο
µέλλον. Ο λόγος του κι η θυσία του έβαλαν τα θεµέλια ενός αόρατου
ναού, πιο στέρεου και πιο ακατάλυτου απ’ όλους τους λίθινους ναούς.
Αλλά δε συνεχίζεται και δεν τελειοποείται παρά µόνο στο µέτρο που
εργάζονται γι’ αυτό ο κάθε άνθρωπος και όλοι οι αιώνες.
Ο ναός αυτός ποιος είναι; Είναι ο ναός της αναγεννηµένης
ανθρωπότητας. Είναι ηθικός, κοινωνικός και πνευµατικός.
Ο ηθικός ναός είναι η αναγέννηση της ανθρώπινης ψυχής, η
µεταµόρφωση των ατόµων µε το ανθρώπινο ιδεώδες, υπόδειγµα του
οποίου δόθηκε στην ανθρωπότητα στο πρόσωπο του Ιησού. Η
θαυµάσια αρµονία κι η πληρότητα των αρετών του καθιστούν δύσκολο
τον ορισµό του. Ισορροπηµένο λογικό, µυστικοπαθής διαίσθηση,
ανθρώπινη συµπάθεια, δύναµη του λόγου και της πράξης, η µέχρι
οδύνης ευαισθησία, αγάπη που ξεχειλίζει µέχρι θυσίας, θάρρος µέχρι
θανάτου, τίποτα δεν του έλειψε. Υπήρχε αρκετή ψυχή µέσα σε κάθε
σταγόνα του αίµατός του, ώστε να έχουµε έναν ήρωα. Αλλά µαζί µε
αυτήν και τι θεία γλυκύτητα! Η βαθιά ένωση του ηρωισµού και της
αγάπης, της θέλησης και της διάνοιας του Αιώνιου Αρσενικού και του
Αιώνιου Θηλυκού, τον καθιστούν άνθος του ανθρώπινου ιδεώδους.
Όλη του η ηθική, που έχει ως τελευταία λέξη την δίχως όρια αδελφική
αγάπη και την παγκό-
σµια ανθρώπινη οµόνοια, απορρέει φυσικά από αυτή τη µεγάλη
προσωπικότητα. Η εργασία των δεκαοκτώ αιώνων που πέρασαν µετά
το θάνατό του είχε ως αποτέλεσµα να κατορθώσει να εισχωρήσει αυτό
το ιδεώδες µέσα στη συνείδηση όλων. Γιατί δεν υπάρχει πια σχεδόν
άνθρωπος στον πολιτισµένο κόσµο, ο οποίος να µην έχει κάποια
έννοια αυτού, λιγότερο ή περισσότερο σαφή. Μπορούµε λοιπόν να
βεβαιώσουµε ότι ο ηθικός ναός που θέλησε ο Ιησούς δεν είναι µεν
τελειω- µένος, αλλά είναι θεµελιωµένος πάνω σε αχάλαστες βάσεις
µέσα στη σύγχρονη ανθρωπότητα.
Δε συµβαίνει το ίδιο και µε τον κοινωνικό ναό. Αυτός προϋποθέτει
την εγκαθίδρυση της βασιλείας του Θεού ή του νόµου της θείας
πρόνοιας στους οργανικούς θεσµούς της ανθρωπότητας και
υπολείπεται να οικοδοµηθεί ολόκληρος. Γιατί η ανθρωπότητα ζει
ακόµα στην κατάσταση του πολέµου, υπό το κράτος του νόµου της
Ισχύος και της Ειµαρµένης. Ο νόµος του Χριστού, ο οποίος βασιλεύει
µέσα στην ηθική συνείδηση, δεν πέρασε ακόµα στους θεσµούς.
***
Δεν έθιξα παρά µόνο εν παρόδω τα ζητήµατα της κοινωνικής και της
πολιτικής οργάνωσης στο παρόν βιβλίο, το οποίο αποκλειστικά είναι
προορισµένο να διαφωτίσει το φιλοσοφικό και το θρησκευτικό ζήτηµα
στο κέντρο του µε µερικές από τις ουσιώδεις εσωτερικές αλήθειες και
µε τη ζωή των µεγάλων µυηµένων. Επίσης δε θα ασχοληθώ µε αυτό
ούτε στο παρόν συµπέρασµα. Το εν λόγω ζήτηµα είναι πολύ
εκτεταµένο και πολύ περίπλοκο και ξεφεύγει πάρα πολύ από την αρ-
µοδιότητά µου, ώστε να µην προσπαθήσω ούτε καν να το ορίσω σε
λίγες γραµµές. Δε θα πω παρά τούτο και µόνο. Ο κοινωνικός πόλεµος
υφίσταται καταρχήν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί δεν υπάρχουν
οικονοµικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αρχές, οι οποίες να έχουν
γίνει παραδεκτές απ’ όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Οµοίως τα
ευρωπαϊκά έθνη µεταξύ τους δεν έπαψαν να ζουν στην κατάσταση του
φανερού πολέµου ή της ένοπλης ειρήνης. Διότι δεν τα συνδέει νόµιµα
κάποια οµοσπονδιακή αρχή. Τα συµφέροντά τους, οι κοινοί πόθοι τους
δεν έχουν να προσφύγουν σε καµιά αναγνωρισµένη εξουσία και δε
βρίσκουν κύρωση από κανένα ανώτατο δικαστήριο. Και αν ο νόµος του
Χριστού εισχώρησε µέσα στις
ατοµικές συνειδήσεις, µέχρι ενός σηµείου δε και στην κοινωνική ζωή,
όµως ο ειδωλολατρικός και βάρβαρος νόµος εξακολουθεί να
κυβερνά τους πολιτικούς θεσµούς µας.
Σήµερα η πολιτική εξουσία παντού είναι συντεταγµένη πάνω σε
ανεπαρκείς βάσεις. Διότι από το ένα µέρος απορρέει από το
αποκαλούµενο θείο δικαίωµα των βασιλιάδων, το οποίο δεν είναι
τίποτα άλλο παρά η στρατιωτική δύναµη. Από το άλλο δε µέρος
απορρέει από την καθολική ψηφοφορία, η οποία δεν είναι παρά το
ένστικτο των µαζών ή η αδιάλε- κτη διάνοια. Ένα έθνος δεν είναι µια
ποσότητα ασαφών αξιών ή προστιθέµενων αριθµών, αλλά είναι µια
ζωντανή ύπαρξη συντεθειµένη από όργανα. Εφόσον δε η εθνική αντι-
προσωπία δεν είναι η εικόνα του οργανισµού αυτού, από τα
επαγγελµατικά του σώµατα µέχρι τα διδακτικά του σώµατα, δε θα
υπάρξει εθνική αντιπροσωπία οργανική και διανοητική. Κι εφόσον οι
αντιπρόσωποι όλων των επιστηµονικών σωµάτων και όλων των
χριστιανικών Εκκλησιών δε συνεδριάζουν σε ένα ανώτερο συµβούλιο,
οι κοινωνίες µας θα κυβερ- νώνται από το ένστικτο, από το πάθος και
από την ισχύ και δε θα υπάρξει κοινωνικός ναός.
Από πού προέρχεται λοιπόν το ότι πάνω από την Εκκλησία, η οποία
είναι πολύ µικρή για να τον χωρέσει ολόκληρον, και πιο πάνω από την
πολιτική, η οποία τον αρνείται, και υψηλότερα από την επιστήµη, η
οποία µόλις τον µισοκαταλα- βαίνει, ο Χριστός είναι πιο ζωντανός από
ποτέ; Αυτό οφείλεται στο ότι η υπέροχη ηθική του είναι το πόρισµα
µιας επιστήµης ακόµη πιο υπέροχης. Οφείλεται στο ότι η ανθρωπότητα
µόλις αρχίζει να προαισθάνεται τη σηµασία του έργου του και την
έκταση της επαγγελίας του. Οφείλεται στο ότι, πίσω από αυτόν,
παρατηρούµε, πλάι και πέρα από το Μωυ- σή, όλη την αρχαία
θεοσοφία των µυηµένων της Ινδίας, της Αιγύπτου, της Ελλάδας, της
οποίας ο Χριστός είναι η καταπληκτική επιβεβαίωση. Αρχίζουµε να
κατανοούµε ότι ο Ιησούς στην υψηλότερή του συνείδηση, ότι ο
µεταµορφωµένος Χριστός ανοίγει τη γεµάτη από αγάπη αγκαλιά του
στους αδελφούς του, στους άλλους Μεσσίες, οι οποίοι προηγήθηκαν
αυτού, ακτίνες κι εκείνοι, όπως αυτός, του ζώντος Λόγου- ότι ανοίγει
πλατιά την αγκαλιά του στην ολοκληρωτική Επιστήµη, στη θεία Τέχνη
και στην τέλεια Ζωή.
Αλλά η υπόσχεσή του δεν µπορεί να εκπληρωθεί δίχως τη συνδροµή
όλων των ζωντανών δυνάµεων της ανθρωπότητας.
Δύο κύρια πράγµατα είναι αναγκαία σήµερα για την επιδίωξη του
µεγάλου έργου: αφενός, να ανοιχτεί βαθµηδόν και λί- γο-λίγο η
πειραµατική επιστήµη και η διαισθητική φιλοσοφία στα γεγονότα
της ψυχικής τάξης, στις διανοητικές αρχές και στις πνευµατικές
αλήθειες· αφετέρου, να πλατύνει το χριστιανικό δόγµα στην
κατεύθυνση της παράδοσης και της εσωτερικής επιστήµης, και
συνεπώς να αναδιοργανωθεί η Εκκλησία στη βάση της βαθµιαίας
µύησης. Και αυτό να προέλ- θει από µια ελεύθερη —και γι’ αυτό
ακαταγώνιστη— κίνηση όλων των χριστιανικών Εκκλησιών, οι
οποίες όλες είναι κατά τον ίδιο τρόπο και εξίσου κόρες του
Χριστού. Πρέπει η επιστήµη να γίνει θρησκευτική κι η θρησκεία να
γίνει επιστηµονική. Η διπλή αυτή εξέλιξη, η οποία προετοιµάζεται
ήδη, θα επέφερε τελικά και αναγκαία µια συµφιλίωση της επιστήµης
και της θρησκείας πάνω στο εσωτερικό πεδίο. Το έργο βέβαια δε θα
προχωρήσει δίχως µεγάλες δυσκολίες καταρχάς, αλλ’ όµως από αυτό
εξαρτάται το µέλλον της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Η µεταµόρφωση
του χριστιανισµού κατά την εσωτερική έννοια θα είχε ως συνέπεια
τη µεταµόρφωση του ιουδαϊσµού και του ισλαµισµού, καθώς επίσης
και µια αναγέννηση του βραχµανισµού και του βουδισµού κατά την
ίδια έννοια. Θα παρείχε λοιπόν µια θρησκευτική βάση για την εκ
νέου συµφιλίωση της Ασίας και της Ευρώπης.
Ιδού ο πνευµατικός ναός τον οποίο έχουµε να οικοδοµήσουµε. Ιδού
το στεφάνωµα του έργουµ, το οποίο διαισθητικά αντιλήφθηκε και
θέλησε ο Ιησούς. Ο λόγος του της αγάπης µπορεί να σχηµατίσει τη
µαγνητική αλυσίδα των επιστηµών και των τεχνών, των θρησκειών και
των λαών και να γίνει µε αυτόν τον τρόπο ο παγκόσµιος λόγος;
Σήµερα, ο Χριστός είναι κύριος της υφηλίου µε τις δύο νεαρότερες
και σφριγηλότερες φυλές, οι οποίες είναι ακόµη γεµάτες πίστη. Με τη
Ρωσία, έχει το πόδι του στην Ασία, µε την αγγλοσαξονική φυλή κρατά
το Νέο Κόσµο. Η Ευρώπη είναι γηραιότερη από την Αµερική, αλλά
είναι νεότερη από την Ασία. Εκείνοι που τη νοµίζουν προορισµένη σε
αθεράπευτη παρακµή τη συκοφαντούν. Αλλά, αν εξακολουθήσει να
αλληλοσπαράσσεται αντί να γίνει οµοσπονδία υπό την ώθηση της
µ ό ν η ς ά ξ ι α ς ε ξο υ σ ί α ς , δ η λ α δ ή τ η ς ε π ι σ τ η µ ο ν ι κ ή ς κα ι τ η ς
θρησκευτικής εξουσίας· αν µε το σβήσιµο αυτής της πίστης — η οποία
δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φως του πνεύµατος, θρεµµένο µε την
αγάπη— εξακολουθήσει να προετοι-
µάζει την ηθική και την κοινωνική της αποσύνθεση, τότε ο
πολιτισµός της κινδυνεύει να χαθεί, καταρχήν µε τις κοινωνικές
αναστατώσεις, έπειτα µε την εισβολή των νεαρότερων φυλών. Και θα
αρπάξουν αυτές τη λαµπάδα, την οποία η Ευρώπη θα έχει αφήσει να
της ξεφυγει από τα χέρια της.
Θα είχε όµως να εκπληρώσει έναν ωραιότερο ρόλο. Δηλαδή να
διατηρήσει τη διεύθυνση του κόσµου, τελειώνοντας το κοινωνικό έργο
του Χριστού, διατυπώνοντας την ολοκληρωτική του σκέψη και
στεφανώνοντας µε την Επιστήµη, µε την Τέχνη και µε τη Δικαιοσύνη
τον πνευµατικό ναό του µεγαλύτερου από τους γιους του Θεού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Εισαγωγή
1. Βλ. τις ωραίες εργασίες του Βεηοπη&ηΙ και του Μ^δρετο.
2. Πείραµα του Βείΐ: Κάνουµε ώστε µία ακτίνα φωτός να πέσει σε µια
πλάκα σεληνίου, η οποία την εκπέµπει µία άλλη πλάκα του ίδιου
µετάλλου που βρίσκεται σε απόσταση. Αυτή επικοινωνεί µε µία
βολταϊκή στήλη, στην οποία προσαρµόζεται ένα τηλέφωνο. Τα
λόγια που προ- φέρονται πίσω από την πρώτη πλάκα ακοΰγονται
ευκρι- νώς στο τηλέφωνο που αποτελεί συνέχεια της δεύτερης
πλάκας. Η ακτίνα του φωτός χρησιµέυσε λοιπόν ως τηλεφωνικό
σύρµα. Τα ηχητικά κύµατα µετατράπηκαν σε φωτεινά κύµατα, αυτά
σε ηλεκτρικά κύµατα και αυτά ξα- νάγιναν ηχητικά κύµατα.
3. Β λ . τ ο π ρ ώ τ ο β ι β λ ί ο τ ο υ Ο ε § θ Γ θ \ ν ΐ ΐ ζ π ά ν ω σ τ ο θ έ µ α τ η ς
πνευµατικής υποβολής (δυ§§€δΐϊοπ πιεπίπΐβ).
4. Κΐπ^δίοτά ΜΕΪΐΐΕπά, ΤΗβ ρετ/βεί ιυαγ ο/βηάϊηξ ΟΗτήί, Λονδίνο, 1882
Βιβλίο 1 - Ράµα
5. Η διαίρεση αυτή της ανθρωπότητας σε τέσσερις φυλές διαδοχικές
και πρότυπες ήταν παραδεκτή και από τους παλαιούς ιερείς της
Αιγύπτου. Οι τέσσερις φυλές παρι- στάνονται από τέσσερις µορφές,
διαφορετικών τύπων και χρωµατισµών, στις εικόνες του τάφου του
Σέθω 1ου, στις Θήβες. Η ερυθρή φυλή φέρει το όνοµα Ροτ* η
ασιατική φυλή, µε το κίτρινο χρώµα, το όνοµα Αµού· η αφρι-
κανική φυλή, µε το µαύρο χρώµα, το όνοµα Χαλαζιού* η λιβυκο-
ευρωπαϊκή φυλή, µε το λευκό χρώµα και τα ξανθά µαλλιά, το όνοµα
Ταµαχού (ΕοποππΗηΙ:, ΗίεΙοίτε άε$ ρβηρίβζ ά’ ΟήβηΙ).
6. Βλ. τους Άραβες ιστορικούς, καθώς και τη γενεαλογική ιστορία των
Τατάρων του Αµπούλ-Γκαζί και τον Μωχαµέτ- Μοσχεν, ιστορικό
των Περσών (\νΐ11ΪΗΠΐ ^ποδ, ΑείαΙϊε ΚεεβατοΗβε I. Περί των Τατάρων
και των Περσών).
7. ΗϊεΙοϊτε ρΗοΙοεορΗίφιε άη ξβητβ Ηητηαίη, ΥοΙ. I.
8. Όλοι εκείνοι που είδαν µία αληθινή υπνοβάτισσα κατε- πλάγησαν
από τη µοναδική διανοητική έξαψη η οποία παράγεται κατά τον
ορατικό της ύπνο. Για εκείνους που δεν έτυχε να είναι µάρτυρες σε
παρόµοια φαινόµενα και που θ’ αµφέβαλλαν γι’ αυτά, θα
παραθέσουµε ένα χωρίο του ϋ^νΐά δίΓΗΐΐδδ, τον οποίο βέβαια δεν
µπορούµε να υ- ποπτευθοΰµε για δεισιδαιµονία. Είδε στο σπίτι του
φίλου του γιατρού ^δΐίπβ Κ ΟΓΠΟΓ την περίφηµη “οραµατιζόµε- νη
του ΡΐΌνοτδΓ* και την περιγράφει έτσι: “Λίγο µετά η ο-
ραµατιζόµενη έπεσε σ’ ένα µαγνητικό ύπνο. Είχα έτσι για πρώτη
φορά το θέαµα της θαυµαστής αυτής κατάστασης, και µπορώ να πω,
στην πιο αγνή και στην πιο ωραία εκδήλωσή της. Ήταν ένα
πρόσωπο µε έκφραση πάθους, αλλά µεγαλόπρεπη και τρυφερή, και
σαν πληµµυρισµένο από µία ουράνια ακτινοβολία* γλώσσα καθαρή,
µετρηµένη, επίσηµη, µουσική, ένα είδος απαγγελίας* αφθονία
αισθηµάτων που ξεχείλιζαν και που θα µπορούσε κανείς να
παραβάλει µε σωρούς από σύννεφα, άλλοτε φωτεινά κι άλλοτε
σκοτεινά αισθήµατα τα οποία γλιστρούσαν από πάνω από την ψυχή*
ή ακόµη καλύτερα να τα παραβάλει µε µελαγχολικές και γαλήνιες
αύρες που καταδύονται µες στις χορδές µιας θαυµαστής αιολικής
άρπας" (Μετάφρ. Κ.. Εΐπά^ιι, ΒϊοξταρΚΐβ ξεηεταίε, &Π. Κ ΟΓΠΟΓ ).
9. Βλ. την τελευταία µάχη µεταξύ Αριόβιστου και Καίσαρα στα Σχόλια
του Καίσαρα.
10.Φιλοσοφική ιστορία τον ανθρωπίνου γένους, τόµ. I
11.Είναι εξαιρετικά αξιοσηµείωτο ότι η Ζενδ-Αβέστα, το ιερό βιβλίο των
Περσών, ενώ θεωρεί το Ζωροάστρη ως τον εµπνευσµένο του
Ωροµάσδη, ως τον προφήτη του νόµου του Θεού, τον θέλει
αφετέρου συνεχιστή ενός άλλου προφήτη πολύ παλαιότερου. Κάτω
από το συµβολισµό των αρχαίων ιερών αντιλαµβανόµαστε εδώ το
νήµα της
µεγάλης αποκάλυψης της ανθρωπότητας, που ενώνει µεταξύ τους
τ ο υ ς α λ η θ ι ν ο ύ ς µ ύ σ τ ε ς . " Ι δ ο ύ τ ο σ π ο υ δ α ί ο α υ τ ό χω ρ ί ο : “ Ο
Ζαρατούστρας (Ζωροάστρης) ρώτησε τον Αούρα-Μαζδα (Ορµούζδ,
Ωροµάσδη, Θεό του φωτός): Αούρα-Μάζδα, εσύ ω άγιε κι ιερότατε δηµιουργέ
όλων των ενσώµατων κι αγνότατων όντων, ποιος είναι ο πρώτος άνθρωπος µαζί µε
τον οποίο µίλησες, εσύ που είσαι ο Αούρα-Μάζδα;". Τότε ο Αούρα-Μάζδα
απάντησε: Πρωτοµίλησα µαζί µε τον ωραίο Γίµα, εκείνον που ήταν επικεφαλής
µιας περίφηµης σύναξης, ω αγνέ Ζαρατούστρα. Και του είπα: να επαγρυπνείς πάνω
στους κόσµους που µου ανήκουν κάνε τους γόνιµους µε την ιδιότητά σου ως
προστάτη. Και του έφερα τα όπλα της νίκης εγώ που είµαι ο Αούρα-Μάζδα: µια
χρυσή ροµφαία κι ένα χρυσό σπαθί. Τότε ο Γίµας υψώθηκε ως τ’ αστέρια προς τη
µεσηµβρία, στο δρόµο που ακολουθεί ο ήλιος. Περπάτησε πάνω σ' αυτή τη γη που
την είχε κάνει γόνιµη. Κι αυτή έγινε κατά το ένα τρίτο καλύτερη από πριν. Κι ο
ένδοξος Γίµας κάλεσε τη συνέλευση των πιο ενάρετων ανθρώπων στην περίφηµη
Αερυάνα-Βαέγια, που είναι δηµιουργηµένη αγνή". (Βενιδάδ-Σάδε, 2 Φαργκάδ,
Μετάφραση: Απηιιοάΐ ΟπροΓΓοη)
12.Τα κέρατα του κριού βρίσκονται στο κεφάλι πλήθους προσώπων στα
αιγυπτιακά µνηµεία. Το στόλισµα αυτό των βασιλέων και των
µεγάλων ιερέων είναι το σηµείο της ιερατικής και της βασιλικής
µύησης. Τα δυο κέρατα της παπικής τιάρας προέρχονται από κει.
13.Ιδού πώς τα σηµεία του ζωδιακού παριστάνουν την ιστορία του
Ράµα, κατά τον Ρ^Ετο ά’ Οΐΐνεϋ, τον µεγαλοφυή αυτό στοχαστή που
µπόρεσε να ερµηνεύσει τα σύµβολα του παρελθόντος, σύµφωνα µε
την εσωτερική παράδοση:
1. Ο Κριός, που φεύγει µε την κεφαλή γυρισµένη προς τα πίσω,
φανερώνει την κατάσταση του Ράµα που εγκαταλείπει την πατρίδα
του, µε τα µάτια προσηλωµένα προς τη χώρα την οποία αφήνει.
2. Ο µανιακός Ταύρος αντιτίθεται στην πορεία του, αλλά το µισό του
σώµα που είναι χωµένο µέσα στη λάσπη τον εµποδίζει να εκτελέσει
το σχέδιό του, και λυγίζει στα γόνατά του. Είναι οι Κέλτες που
σηµαίνονται µε το ίδιο τους το σύµβολο, οι οποίοι παρά τις προ-
σπάθειές τους καταλήγουν µε το να υποταχθούν.
3. Οι Δίδυµοι εκφράζουν τη συµµαχία του Ράµα µε τους Τουράνιους.
4. Ο Καρκίνος τους διαλογισµούς του.
5. Ο Λέων τους πολέµους του κατά των εχθρών του.
6. Η φτερωτή Παρθένος τη νίκη.
7. Ο Ζυγός την ισότητα µεταξύ νικητών και ηττηµένων.
8. Ο Σκόρπιός την επανάσταση και την προδοσία.
9. Ο Τοξότης την εκδίκηση την οποία παίρνει.
10.Ο Αιγόκερως.
11.0 Υδροχόος.
12. Οι Ιχθύς αναφέρονται στο ηθικό µέρος της ιστορίας του.
Μπορεί να βρούµε την εξήγηση αυτή του ζωδιακού τόσο τολµηρή
όσο και παράξενη. Εντούτοις, ποτέ κανένας αστρονόµος ή ερµηνευτής
µυθολογιών δεν µας εξήγησε έστω και από µακριά, την καταγωγή είτε
το νόηµα των µυστηριωδών αυτών σηµείων του ουράνιου χάρτη τα
οποία τα παραδέχθηκαν και τα σεβάστηκαν οι λαοί από τις αρχές του
άριου κύκλου. Η υπόθεση του Ρ. ά’ Οΐΐνοί έχει τουλάχιστον την αξία,
ότι ανοίγει στο πνεύµα νέους κι αχανείς ορίζοντες. Είπα ότι τα σηµεία
αυτά, αναγνω- σµένα µε την αντίστροφη σειρά, σήµαιναν αργότερα
στην Ανατολή και στην Ελλάδα τους διαφορετικούς βαθµούς, που
έπρεπε κανείς να περάσει για να φτάσει στην ύψιστη µύηση. Ας
θυµηθούµε µόνο τα πιο γνωστά από τα εµβλήµατα αυτά: Η πτερωτή
Παρθένος σήµαινε την αγνότητα η οποία δίνει τη νίκη. Ο Λέων την
ηθική ισχύ. Οι Δίδυµοι την ένωση ενός ανθρώπου κι ενός θεϊκού
πνεύµατος, που µαζί αποτελούν δύο ακατανίκητους αγωνιστές. Ο
δαµασµένος Ταύρος την επί της φύσης κυριαρχία. Ο Κριός, τον
αστερισµό του πυρός ή του παγκοσµίου Πνεύµατος, που παρέχει την
υπέρτατη µύηση µέσα από τη γνώση της αλήθειας.
14.Οι βραχµάνοι θεωρούν τις βέδες ως τα κατεξοχήν ιερά βιβλία τους.
Βρίσκουν µέσα σ’ αυτά την επιστήµη των επιστηµών. Η ίδια η λέξη
βέδα σηµαίνει γιγνώσκειν. Οι σοφοί της Ευρώπης δίκαια
προσελκύσθηκαν προς τα κείµενα αυτά από κάποια γοητεία.. Στην
αρχή δεν είδαν σ’ αυτά τίποτα περισσότερο από µία πατριαρχική
ποίηση. Έπειτα ανακάλυψαν εκεί µέσα όχι µόνο την αρχή των
µεγάλων ινδοευρωπαϊκών µύθων και των κλασικών µας θεών, αλλά
α κό µ η µ ί α λ α τ ρ ε ί α σ ο φ ά ο ρ γ α ν ω µ έ ν η , έ ν α β α θ ύ σ ύ σ τ η µ α
θρησκευτικό και µεταφυσικό. (Βλ.
Β€γ§ηϊ§π€, Εα τβΐΐξΐοη άβ5 νβάα,Β, καθώς και την ωραία και φωτεινή
εργασία του Αιι^ιΐδΐϋ ΒεγιΗ, Εβ5 τβΙίξΐοη5 άβΐ’ Ιηάβ). Το µέλλον τους
επιφυλάσσει ίσως µία τελευταία έκπληξη, η οποία θα συνίσταται στο
να βρουν µέσα στις βέδες τον ορισµό των απόκρυφων δυνάµεων της
φύσης, τις οποίες η σύγχρονη επιστήµη βρίσκεται στο δρόµο να τις
ανακαλύψει εκ νέου.
15.Α. ΒεπΗ, 1.65 τβΙΐξΐοη5 άβΓ Ιηάβ.
16.ΒεπΗ, 1,65 τβΙίξΐοη5 άβ Γ Ιηάβ.
17.Εκείνο που αποδεικνύει αναµφίβολα ότι το Σόµα παρί- στανε το
απόλυτο θηλυκό στοιχείο είναι ότι οι βραχµά- νες το ταύτισαν
αργότερα µε τη σελήνη. Αλλά η σελήνη συµβολίζει το θηλυκό
στοιχείο σε όλες τις αρχαίες θρησκείες, όπως ο ήλιος συµβολίζει το
αρσενικό στοιχείο.
Βιβλίο 2 - Κρίσνα
18.(Σ.τ.Ε.) Άµρα η αµρίτα: το νέκταρ των θεών του νεοβραχ- µανισµού
και ποτό της αθανασίας. (Δηµητράκου, Μέγα Λεξικό της Ελληνικής
Γλώσσης)
19.Αθάρβα-Βέδα.
20.Μια παρατήρηση είναι απαραίτητη εδώ για το συµβολικό νόηµα του
θρύλου και για την πραγµατική καταγωγή εκείνων, οι οποίοι έφεραν
στην ιστορία το όνοµα του Υιού του Θεού. Κατά τη µυστική
διδασκαλία της Ινδίας, η οποία υπήρξε επίσης η διδασκαλία των
µυηµένων της Αίγυπτου και της Ελλάδας, η ανθρώπινη ψυχή είναι
κόρη του ουρανού, διότι, προτού γεννηθεί επί της γης, απέκτησε µια
σειρά σωµατικών και πνευµατικών υποστάσεων. Ο πατέρας κι η
µητέρα δε γεννουν, λοιπόν, παρά µόνο το σώµα του παιδιού, διότι η
ψ υ χ ή τ ο υ έ ρ χ ε τ α ι α π ό α λ λ ο ύ . Ο π α γ κό σ µ ι ο ς α υ τ ό ς ν ό µ ο ς
επιβάλλεται σε όλους. Οι πιο µεγάλοι προφήτες, κι εκείνοι ακόµα
προς τους οποίους µίλησε ο Θείος Λόγος, δε θα µπορούσαν να
διαφύγουν από αυτό το νόµο. Και πράγµατι, από τη στιγµή που
παραδεχόµαστε την προΰπαρξη της ψυχής, το ζήτηµα να γνωρίζουµε
ποιος ήταν ο πατέρας, γίνεται δευτερεύον. Εκείνο που ενδιαφέρει
να πιστεύουµε είναι, ότι ο προφήτης αυτός έρχεται από ένα θείο
κόσµο. Κι αυτό οι αληθινοί γιοι του Θεού το αποδεικνύουν µε τη
ζωή τους και µε το θάνατό τους. Αλλά οι αρχαίοι µυηµέ- νοι δε
νόµιζαν, ότι έπρεπε να κάνουν γνωστά αυτά τα πράγµατα στο κοινό.
Μερικοί από κείνους που φάνηκαν στον κόσµο ως θείοι
απεσταλµένοι ήταν παιδιά µυηµέ- νων, οι δε µητέρες τους πήγαιναν
συχνά στους ναούς, για να συλλάβουν τους εκλεκτούς.
21.Είναι τα πνεύµατα που σε όλη την ινδική ποίηση θεωρούνται ότι
προΐστανται στους γάµους από έρωτα.
22.Αποτελεί σταθερή δοξασία στους Ινδούς ότι οι µεγάλοι ασκητές
µπορούν να φανερώνονται εξ αποστάσεως, µε ορατό σχήµα, ενώ το
σώµα τους µένει βυθισµένο σε έναν καταληπτικό ύπνο.
23.(Σ.τ.Ε.) Το κατεξοχήν µουσικό όργανο των Ινδιών (Δη- µητράκου,
Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης).
24.Στην αρχαία Ινδία, αυτές οι δύο υπηρεσίες ήταν συχνά ενωµένες. Οι
οδηγοί των αµαξών των βασιλέων ήταν µεγάλα πρόσωπα και
συνήθως υπουργοί των µοναρχών. Σχετικά παραδείγµατα αφθονούν
στην ινδική ποίηση.
25.Στη βραχµανική µύηση, η λέξη αυτή σηµαίνει ο ύψιστος Θεός, ο
Θεός-Πνεύµα. Καθένα από τα γράµµατά της αντιστοιχεί σε µία από
τις θείες ιδιότητες, κοινώς, µε ένα από τα πρόσωπα της Τριάδας.
26.Ο θρύλος του Κρίσνα µάς κάνει να συλλάβουµε, στην ίδια την πηγή
της, την ιδέα της Παρθένου-Μητέρας, του Θεανθρώπου και της
Τριάδας. Στην Ινδία, η ιδέα αυτή εµφανίζεται εξαρχής, µε το
διαφανή συµβολισµό της, µε το βαθύ µεταφυσικό της νόηµα.
Στο Βιβλίο V, κεφ. II, η Βισνού-Πονράνα, αφού διηγή- θηκε τη
σύλληψη του Κρίσνα από τη Δεβακί, προσθέτει: “Κανείς δεν µπορούσε
να κοιτάζει τη Δεβακί, εξαιτίας του φωτός που την περιέβαλλε, κι
εκείνοι που παρατηρούσαν την αίγλη της αισθάνονταν ταραγµένο το
πνεύµα τους· οι θεοί, αόρατοι στους θνητούς, εξυµνούσαν διαρκώς τις
χάρες της, αφότου ο Βισνού είχε κλειστεί µέσα στο άτοµό της.
Έλεγαν: Είσαι εκείνη η Πρακριτή, η άπειρη κι η λεπτή, που άλλοτε έψερε τον
Βραχµά µέσα στους κόλπους της. Υπήρξες έπειτα η θεά του Λόγου, η ενέργεια του
δηµιουργού του σύµπαντος κι η µητέρα των Δεβών. Ω εσύ, ον αιώνιο, που
περιλαµβάνεις στην υπόστασή σου την ουσία όλων των δηµιουργηµάτων, ήσουν η
ίδια µε τη δηµιουργία, ήσουν η θυσία από την οποία προέρχεται ό,τι παράγει η γη.
Είσαι το ξύλο, το οποίο µε
την τριβή τον γεννά τη φωτιά. Όπως η Αδητη, είσαι η µητέρα των θεών όηως η
Δετή, είσαι η µητέρα των Δατνών, των εχθρών των θεών. Είσαι το φως από το
οποίο γεννιέται η µέρα, είσαι η ταπει- νοσύνη, µητέρα της αληθινής σοφίας * είσαι η
πολίτικη των βασιλιάδων, µητέρα της τάξης* είσαι ο πόθος από τον οποίο γεννιέται
ο έρωτας* είσαι η ικανοποίηση από την οποία απορρέει η απάρ- νηση* είσαι η
διάνοια, µητέρα της επιστήµης■ είσαι η υποµονή, µητέρα τον θάρρους* όλο το
στερέωµα και τα αστέρια είναι παιδιά σον από εσένα προέρχονται όλα όσα
υπάρχουν. Κατέβηκες πάνω στη γη για τη σωτηρία του κόσµον. Λυπήσου µας, ω θεά,
και δείξου ευνοϊκή προς το σόµπαν, να είσαι υπερήφανη, γιατί φέρεις τον θεό που
στηρίζει τον κόσµο”.
Το χωρίο αυτό αποδεικνύει ότι οι βραχµάνες ταύτιζαν τη µητέρα
του Κρίσνα µε την παγκόσµια υπόσταση και µε το θηλυκό στοιχείο της
φύσης. Την έκαναν το δεύτερο πρόσωπο της θείας τριάδας, της τριάδας
της πρωταρχικής και µη φανερωµένης. Ο Πατέρας, Νάρα (Αιώνιο
Αρρεν), η Μητέρα, Νάρι (Αιώνιο Θήλυ) και ο Υιός, Βιρά- δι (Λόγος
Δηµιουργός), αυτές είναι οι θείες ιδιότητες. Με άλλα λόγια: το
νοητικό, το πλαστικό και το παραγωγικό στοιχείο.
Κα ι τ α τ ρ ί α µ α ζ ί σ υ ν ι σ τ ο ΰ ν τ η ΠΣΙ Ι ΙΙΓ 2. π Η ΐ υ τ ^ π δ γ ι α ν α
µεταχειριστούµε έναν όρο του Σπινόζα. Ο οργανωµένος κόσµος, το
ζων σόµπαν, η η^Ιπτα ηαΙιιΐΈΐα, είναι το προϊόν του δηµιουργού
λόγου, ο οποίος πάλι φανερώνεται σε τρεις µορφές: Βραχµά, το
Π ν ε ύ µ α , α ν τ ι σ τ ο ι χ ε ί π ρ ο ς τ ο ν θ ε ί ο κό σ µ ο * Β ι σ ν ο ύ , η Ψ υ χ ή ,
αντιστοιχεί στον ανθρώπινο κόσµο* Σίβα, το Σώµα, ανταποκρίνεται
στον φυσικό κόσµο. Στους τρεις αυτούς κόσµους, το αρσενικό στοιχείο
και το θηλυκό στοιχείο (ουσία κι υπόσταση) είναι εξίσου ενεργητικά,
κα ι τ ο Α ι ώ ν ι ο - Θ ή λυ φ α ν ε ρ ώ ν ε τ α ι τ α υ τ ό χ ρ ο ν α σ τ η γ ή ι ν η , τ η ν
ανθρώπινη και τη θεία φύση. Η Τ- σις είναι τριπλή, η Κυβέλη επίσης.
Βλέπουµε, ότι έτσι εννοούµενη, η διπλή τριάδα, αυτή του Θεού κι
αυτή του σύµπαντος, περιέχει τις αρχές και το πλαίσιο µιας θεοδι- κίας
και µιας κοσµογονίας. Είναι δίκαιο να αναγνωρίσουµε, ότι αυτή η
ιδέα-µητέρα προήλθε από την Ινδία. Όλοι οι αρχαίοι ναοί, όλες οι
µεγάλες θρησκείες και πολλές άλλες περίφηµες φιλοσοφίες την
υιοθέτησαν. Την εποχή των αποστόλων και κατά τους πρώτους αιώνες
του χριστιανισµού, οι µυηµένοι χριστιανοί λάτρευαν
το θηλυκό στοιχείο της ορατής κι αοράτου φύσης στο όνοµα του Αγίου
Πνεύµατος, το οποίο παρίσταναν µε ένα περιστέρι, που ήταν το
σύµβολο της γυναικείας δύναµης σ’ όλους τους ναούς της Ασίας και
της Ευρώπης. Μπορεί, έκτοτε, η εκκλησία να έκρυψε και να έχασε
το κλειδί των µυστηρίων της, όµως το νόηµά τους είναι ακόµη
γραµµένο στα σύµβολά της.
27.Η έκθεση της διδασκαλίας αυτής, που αργότερα αποτέ- λεσε το
δόγµα του Πλάτωνα, βρίσκεται στο Ιο βιβλίο της Βαγαβαδζίτα, υπό
µορφή διαλόγου µεταξύ του Κρί- σνα και του Αρζούνα.
28.Βιβλ. XIII ως XVIII της Βαγαβαδζίτα.
29.Όπως παραπάνω, βιβλ. XIV.
30.Όπως παραπάνω, βιβλ. V.
31.Βαγαβαδζίτα.
32.Βλ. τη µεταµόρφωση του Κρίσνα στο βιβλ. XI της Βαγαβαδζίτα.
Μπορούµε να την παραβάλουµε µε τη µεταµόρφωση του Χριστού,
Ματθ. XVII (Βλ."Βιβλίο Όγδοο” του παρόντος).
33.ΒΗαξαναάξίΙα, βιβλ. IV, γαλλική µετάφραση του Επτίΐ Βυτηοπί.
Πρβλ. δοΐιΐο^οΐ οι λνΐΐΐςίηδ.
34.( Σ . τ . Ε . ) Σάνδανον ή σάνταλον: ε υ ώ δ ε ς δ έ ν τ ρ ο τ ω ν Ι ν δ ι ώ ν
(Δηµητράκου, Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης).
35.Η Βισνού-Πουράνα, βιβλ. V, κεφ. XXII και XXX, µιλά µε λόγια
αρκετά σαφή γι’ αυτήν την πόλη: “Ο Κρίσνα αποφάσισε λοιπόν να
κτίσει ένα φρούριο, όπου η φυλή του Ιαδού θα έβρισκε ασφαλές
καταφύγιο, και το οποίο θα ήταν έτσι κτισµένο, ώστε κι ίδιες οι
γυναίκες να µπορούν να το υπερασπίσουν. Η πόλη της Δβάρκα
προστατευόταν από ψηλές επάλξεις, ήταν εξωραϊσµένη µε κήπους
και δεξαµενές, και ήταν τόσο µεγαλοπρεπής, όσο κι η Αµαραβάτι, η
πόλη του Ίνδρα.” Μέσα σ’ αυτήν την πόλη φύτεψε το δέντρο
Ραριγιάτα “που η γλυκιά του µυρωδιά αρωµατίζει σε απόσταση τη
γη. Όλοι εκείνοι που το πλησίαζαν, βρίσκονταν σε θέση να
θυµηθούν την προηγούµενή τους ύπαρξη”. Αυτό το δέντρο είναι,
προφανώς, το σύµβολο της θείας γνώσης και της µύησης, το ίδιο
που ξαναβρίσκουµε στην παράδοση των Χαλδαίων και που από εκεί
πέρασε στην εβραϊκή γένεση.
Μετά το θάνατο του Κρίσνα, η πόλη καταποντίστηκε, το δέντρο
ανέβηκε στον ουρανό, αλλά ο ναός µένει. Αν
όλα αυτά έχουν κάποιο ιστορικό νόηµα, θέλουν να ση- µάνουν, για
εκείνον που γνωρίζει την υπερσυµβολική και συνετή γλώσσα των
Ινδών, ότι ένας τύραννος διέταξε την κατεδάφιση της πόλης κι ότι η
µύηση έγινε ολοένα και πιο κρυφή.
36.Αρχή της Βαγαβαδζίτα.
37.Τ ο µ ε γ α λ ε ί ο τ ο υ Σ ά κ ι α - Μ ο ΰ ν η έ γ κ ε ι τ α ι σ τ η ν υ π έ ρ ο χ η
φιλευσπλαχνία του, στην ηθική µεταρρύθµισή του, και στην
κοινωνική επανάσταση την οποία επέφερε, δια της ανατροπής των
παγιωµένων κοινωνικών τάξεων. Ο Βούδας έδωσε στο γηρασµένο
βραχµανισµό ένα τράνταγµα όµοιο µ’ εκείνο, το οποίο ο
προτεσταντισµός έδωσε στον καθολικισµό πριν από τριακόσια
χρόνια· τον ανάγκασε να ζώσει τη µέση του για τον αγώνα και να
αγωνιστεί. Αλλά ο Σάκια-Μούνη δεν πρόσθεσε τίποτα στην
εσωτερική διδασκαλία των βραχµάνων, µόνο εκλαΐκευσε µερικά της
µέρη. Η ψυχολογία του είναι κατά βάθος η ίδια, αν κι ακολουθεί
διαφορετικό δρόµο. (Βλ. το άρθρο µου για το θρύλο του Βούδα στο
Κ.υνπ€ 065 Ρυπχ-Μοπάυδ. 1 Ιουλίου 1885).
Αν ο Βούδας δεν παρουσιάζεται καθόλου σ’ αυτό το βιβλίο, αυτό
δεν οφείλεται στο ότι παραγνωρίζουµε τη θέση του στην αλυσίδα των
µεγάλων µυηµένων, αλλά στο ειδικό σχέδιο του παρόντος έργου.
Καθένας από τους µεταρρυθµιστές ή τους φιλοσόφους τους οποίους
διαλέξαµε είναι προορισµένος να δείξει τη διδασκαλία των Μυστηρίων
από µια νέα άποψη και σε έναν άλλο σταθµό της εξέλιξής της. Από
αυτήν την άποψη, ο Βούδας χρησιµοποιήθηκε δυο φορές, αφενός µεν
µε τον Πυθαγόρα, δια µέσου του οποίου ανέπτυξα τη διδασκαλία της
µετενσάρκωσης και της εξέλιξης των ψυχών, αφετέρου δε µε τον Ιησού
Χριστό, ο οποίος διέδωσε στη Δύση όπως και στην Ανατολή την
παγκόσµια αδερφοσύνη κι ευσπλαχνία.
Όσον αφορά το, κατά τα άλλα λίαν ενδιαφέρον κι αξιόλογο, βιβλίο
του δΐππείΐ Εδοΐεήε Βηάάηνη, την προέλευση του οποίου µερικά
πρόσωπα αποδίδουν σε δήθεν µύστες που ζουν ήδη στο Θιβέτ, µου
είναι αδύνατο, µέχρι νεότερης πληροφόρησης, να δω σ’ αυτό κάτι άλλο
από ένα πολύ επιδέξιο απάνθισµα του βραχµανισµού και του
βουδισµού, µαζί µε µερικές ιδέες της Καββάλα, του
Παράκελσου και µερικά δεδοµένα της σύγχρονης επιστήµης.
38.Βλ. τη σηµείωση που αναφέρεται στη Δεβακί, επ’ ευκαιρία του
οράµατος του Κρίσνα.
Βιβλίο 3 - Ερµής
39.ΟΙίΕΐηροΙΙϊοη, V Εξ^ρίβ 50Η5 Ιβ$ ΡΗαταοηζ. Βππδοη, Αβξ^ρΐΐ- 5εΚβ
Α11βτ$ίητηβτ. Γορδίπδ, ΟβηΚτηαΙβτ. ΡεπΙ Ρίειτεί, Εβ Ιΐντβ άβ$ τηοτί5.
ΡτΕπεοΐδ ΓοποππεπΙ:, Ηϊ$Ιοηβ άβ$ ρβηρΙβ$ ά’ ΟτΐβηΙ. ΜΕδροτο,
Ηήίοηβ αηεϊβηη άβ5 ρβηρ1β5 άβΓ ΟήβηΙ εΐε.
40.(Σ.τ.Ε.) Ύκσως ( = βασιλείς-ποιµένες): Δυναστεία στην Αίγυπτο (ή
δυο δυναστείες, η 15η και η 16η) σηµιτικές ή σηµιτόφωνες
χαµιτικές, πιθανά από τη Συρία. "Ηταν στην εξουσία, σύµφωνα µε
διαφορετικούς υπολογισµούς, µεταξύ 18ου και 16ου ή 16ου και
14ου αιώνα π.Χ.
41.Σε µια επιγραφή της τέταρτης δυναστείας γίνεται λόγος και για τη
Σφίγγα, ότι πρόκειται για ένα µνηµείο, του οποίου η καταγωγή
χανόταν µέσα στη νύχτα του χρόνου, το οποίο είχε βρεθεί τυχαία
επί της βασιλείας αυτού του ηγεµόνα, χωµένο στην άµµο της
ερήµου κάτω από την οποία ήταν λησµονηµένο για πολλές γενιές
(Βλ. ΡΓ. ΓεηοππΕΠϋ, ΗκΙοήβ ά’ ΟήβηΙ, II 55). Η τέταρτη δυναστεία
µάς φέρνει στο έτος 4.000 π.Χ. Ας κρίνουµε από αυτό σχετικά µε
την αρχαιότητα της Σφίγγας.
42.Η σοφή εσωτερική θεολογία, λέει ο Μ^δρετο, είναι µονοθεϊστική
από τον καιρό της Αρχαίας Αυτοκρατορίας. Η επιβεβαίωση της
θεµελιώδους ενότητας του θείου ό- ντος αναγιγνώσκεται,
εκφρασµένη µε σαφείς λέξεις, στα κείµενα τα οποία ανάγονται σ’
εκείνη την εποχή. Ο Θεός είναι ο µοναδικός Ένας, εκείνος ο οποίος
υφίσταται κατ’ ουσία, ο µόνος ο οποίος ζει εν υποστάσει, ο µόνος
γεννήτορας στον ουρανό κι επί της γης, ο οποίος δεν γεννήθηκε.
Συγχρόνως Πατέρας, Μητέρα και Γιος συλλαµβάνει, γεννά και
υπάρχει διηνεκώς* και τα τρία αυτά πρόσωπα, αντί να διαιρούν την
ενότητα της θείας φύσης, απεναντίας συντρέχουν στην άπειρη
τελειοποίησή της. Τα χαρακτηριστικά της είναι: το άπειρο, η
αιωνιότητα, η ανεξαρτησία, η παντοδύναµη θέληση, η απεριόριστη
καλοσύνη. “Δηµιουργεί τα ίδια του τα µέλη, που
ε ί ν α ι ο ι θ ε ο ί . ” λ έ ν ε τ α α ρ χα ί α κ ε ί µ ε ν α . Κα θ έ ν α ς α π ό τ ο υ ς
δευτερεΰοντες αυτούς θεούς, οι οποίοι θεωρούνται ότι ταυτίζονται
µε τον Ένα Θεό, µπορεί να σχηµατίσει έναν καινούριο τύπο, από
τον οποίο απορρέουν µε τη σειρά τους και µε τον ίδιο τρόπο άλλοι,
κατώτεροι τύποι. (Ηϊ$Ιοηβ αηεϊβηηβ άβε ρβηρΙβ5 ά’ Οτϊβηί).
43.(Σ.τ.Ε.) Μένες, Με'νης ή Μηνάς: ο αρχαιότερος από τους ιστορικά
εξακριβωµένους βασιλείς της Αιγύπτου, που έζη- σε στα µέσα της
4ης χιλιετίας π.Χ. Ίδρυσε τη Μέµφιδα.
44.Άτιις: ο ιερός ταύρος που λατρευόταν ως θεός στην αρχαία Αίγυπτο
και ιδίως στη Μέµφιδα, όπου εκτρεφόταν σε δικό του ναό (Απίειο).
Εικονιζόταν µε τον ηλιακό δίσκο ανάµεσα στα κέρατά του.
45.Ώρος: θεός των αρχαίων Αιγυπτίων. Θεωρείται ότι βασίλευε στον
Άνω Κόσµο, σε αντίθεση µε τον Όσιρι, που βασίλευε στον Κάτω
Κόσµο. Ήταν η προσωποποίηση του ανατέλλοντος ηλίου.
46.Ιάµβλιχου, Περί µυστηρίων λόγος.
47.Βλ. τις τοιχογραφίες των ναών των Θηβών, που τις ανα- παριστά
στο βιβλίο του ο Εγ. ΚεποππΗπΐ, και το κεφάλαιο για την Αίγυπτο
στο βιβλίο ία Μΐεεΐοπ άε$ /ιά/χ του δ^ΐπΐ-Υνεδ ά’ Αΐνογάτο.
48.(Σ.τ.Ε.) θεόρβη: είδος λαούτου.
49.Βίβλος των Νεκρών, κεφ. ΕΧΙΧ.
50.Οι αρχαιολόγοι θεωρούσαν για πολύ καιρό τη σαρκοφάγο της
µεγάλης πυραµίδας της Γκίζα τάφο του βασιλιά Σέσωστρι, όπως
πίστευε και ο Ηρόδοτος, ο οποίος δεν ήταν µυηµένος και στον
οποίο οι Αιγύπτιοι ιερείς δεν εµπιστεύτηκαν παρά µόνο
διασκεδαστικές διηγήσεις και λαϊκούς µύθους. Αλλά οι βασιλιάδες
της Αιγύπτου είχαν αλλού τους τάφους τους. Η εσωτερική και
ιδιόρρυθµη διαρρύθµιση της πυραµίδας δείχνει, ότι πρέπει να
χρησιµοποιούταν για τις τελετές της µύησης και για τις µυστικές
ασκήσεις των ιερέων του 'Οσιρι. Ξαναβρίσκουµε εκεί το φρέαρ της
αλήθειας, το οποίο περιγράψαµε, την ανοδική κλίµακα, την αίθουσα
των απόρρητων... Η λεγάµενη αίθουσα του βασιλιά, η οποία
περιέχει τη σαρκοφάγο, ήταν εκείνη που οδηγούσαν το µύστη την
παραµονή της µεγάλης του µύησης. Οι ίδιοι χώροι υπήρχαν και
στους µεγάλους ναούς της Μέσης και της Άνω Αιγύπτου.
51.Το όραµα του Ερµή βρίσκεται στην πρώτη σειρά των βιβλίων του
Ερµή Τρισµέγιστου. Η αρχαία αιγυπτιακή παράδοση δεν έφτασε σε
ε µ ά ς π α ρ ά υ π ό α λ ε ξα ν δ ρ ι ν ή µ ο ρ φ ή , ε λ α φ ρ ώ ς α λ λ ο ι ω µ έ ν η .
Προσπάθησα να αποκαταστήσω το κεφαλαιώδες αυτό κοµµάτι της
ερµητικής διδασκαλίας στην έννοια της υψηλής µύησης και της
εσωτερικής σύνθεσης την οποία αντιπροσωπεύει.
52.Εννοείται, βεβαίως, ότι οι θεοί αυτοί είχαν άλλα ονόµατα στην
αιγυπτιακή γλώσσα. Αλλά οι επτά κοσµογονικοί θεοί βρίσκουν
αντιστοιχίες σε όλες τις µυθολογίες, µε τις έννοιές τους και τις
ιδιότητές τους. Έχουν την κοινή τους ρίζα στην αρχαία εσωτερική
παράδοση. Η δυτική παράδοση υιοθέτησε τα λατινικά ονόµατα.
53.Υ π ά ρ χ ο υ ν δ έ κ α Σ ε φ ι ρ ώ θ σ τ η ν Κ α β β ά λ α . Τα τ ρ ί α π ρ ώ τ α
παριστάνουν τη θεία τριάδα, τα άλλα επτά την εξέλιξη του
πνεύµατος.
54.Θα δώσουµε εδώ τους αιγυπτιακούς όρους της επταπλής αυτής
σύστασης του ανθρώπου, η οποία συναντιέται ξανά στην Καββάλα.
Χατ, υλικό σώµα, Ανχ, ζωτική δύναµη, Κα, αιθέριο είδωλο (διπλό) ή
αστρικό σώµα, Χάτη, ζωική ψυχή, Μπάι, λογική ψυχή, Χεϊµπί,
πνευµατική ψυχή, Κου, θείο πνεύµα, αντιστοιχούν προς τους
δαίµονες, ήρωες ή ψυχές αγνές των Ελλήνων. Θα βρείτε την
ανάπτυξη αυτών των θεµελιωδών αρχών της εσωτερικής
διδασκαλίας στο Βιβλίο του Ορφέα και προπάντων στο Βιβλίο του
Πυθαγόρα.
55.Στην αιγυπτιακή διδασκαλία, ο άνθρωπος θεωρούνταν ότι δεν είχε
συνείδηση, σε αυτή τη ζωή, παρά µόνο της ζωικής ψυχής και της
λογικής ψυχής, που ονοµάζονταν Χατι και Μπάι. Το ανώτερο µέρος
του όντος του, η πνευµατική ζωή και το θείο πνεύµα, Χεϊµπί και
Κου, υ- φίστανται µέσα του στην κατάσταση του ασυνείδητου
σπέρµατος, και αναπτύσσονται µετά τη ζωή αυτή, όταν και αυτός ο
ίδιος γίνεται ένας Όσιρις.
Βιβλίο 4 - Μωυσής
56.Νεµρώδ: πολύ παλιός, πιθανόν µυθικός, και ισχυρότατος βασιλιάς
της Βαβυλώνας κατά την Αγία Γραφή.
57.Ιµηρίµ σηµαίνει οι από την άλλη µεριά, οι από αντίπε-
ρα, εκείνοι που πέρασαν το ποτάµι. (Ρενάν, Ηήίοίτβ άη ρβορίβ ά’
ΙεταβΙ).
58.(Σ.τ.Ε.) Μολώχ: όνοµα θεότητας των Αµµωνιτών και Μω- αβιτών.
Ονοµάζεται και Βάαλ.
59.(Σ.τ.Ε.) Ελοΐµ: ονοµασία του θεού στα εβραϊκά. Σηµαίνει γενικά τη
θεότητα κι όχι τον ένα και µοναδικό Θεό, όπως το Ιεβέ. Σαβαώθ:
επίσης ονοµασία του θεού στα εβραϊκά.
60.Ρενάν, ΡβηρΙβ ά’ ΙεταβΙ.
61.Κ,εχΐΐ ΑεΗ^οπιεηΪΗδ ρ^ΐοτ ΟιχΙίΕΠίυδ, ϊδηυο δορίΐιηιΐδ 3. ρτΐδεο
ηιιπιοΓαίιΐΓ οη§ΐηο Βοΐο. (Βλ. Μεταµορφώσεις, IV, 212 )
62.Το π ρ ώ τ ο α ι γ υ π τ ι α κ ό ό ν ο µ α τ ο υ Μ ω υ σ ή . ( Μ α ν έ θ ω ν , α -
ναφερόµενος υπό Φίλωνος)
63.Η βιβλική αφήγηση (Έξοδος, II, 1-10) παρουσιάζει το Μωυσή ως
Εβραίο από τη φυλή του Λευί, που τον περιµάζεψε η κόρη του
φαραώ µέσα στα καλάµια του Νείλου, όπου τον είχε αφήσει η
πονηριά της µητέρας του για να συγκινηθεί η πριγκίπισσα και να
σωθεί έτσι το παιδί από µία καταδίωξη όµοια µε εκείνη του Ηρώδη.
Αντίθετα, ο Μανέθων, ο Αιγύπτιος ιερέας στον οποίο χρωστούµε τις
πιο ακριβείς πληροφορίες για τις δυναστείες των φαραώ, πληροφορίες
που επιβεβαιώνονται σήµερα και από τις επιγραφές των µνηµείων, ο
Μανέθων, λοιπόν, βεβαιώνει ότι ο Μωυσής υπήρξε ιερέας του Όσιρι.
Ο Στράβων, ο οποίος είχε τις πληροφορίες του από την ίδια πηγή,
δηλαδή από τους Αιγυπτίους ιερείς, το πιστοποιεί επίσης. Η
αιγυπτιακή πηγή αξίζει, εδώ, περισσότερο από την ιουδαϊκή. Διότι οι
ιερείς της Αίγυπτου δεν είχαν κανένα συµφέρον να κάνουν να
πιστέψουν οι Έλληνες ή οι Ρωµαίοι ότι ο Μωυσής ήταν ένας από τους
δικούς τους, ενώ ο εθνικός εγωισµός των Ιουδαίων τους επέβαλε να
παρουσιάσουν τον ιδρυτή του έθνους τους ως άνθρωπο που κατάγεται
από το αίµα τους. Η βιβλική αφήγηση αναγνωρίζει άλλωστε, ότι ο
Μωυσής είχε ανατραφεί στην Αίγυπτο και είχε σταλεί από την
κυβέρνησή της ως επιθεωρητής των Ιουδαίων του Γέσεν. Εδώ είναι το
σπουδαίο, το κεφαλαιώδες γεγονός που α- ποδεικνΰει το µυστικό
σύνδεσµο µεταξύ της µωσαϊκής λατρείας και της αιγυπτιακής µύησης.
Ο Κλήµης ο Αλε- ξανδρεύς πίστευε ότι ο Μωυσής ήταν βαθιά
µυηµένος
στη γνώση της Αίγυπτου και πράγµατι το έργο του δηµιουργού του
Ισραήλ θα ήταν ακατάληπτο χωρίς αυτόν.
64.(Σ.τ.Ε.) ίβις: είδος πτηνού. Η “Τβις η ιερά” λατρευόταν στην αρχαία
Αίγυπτο, γιατί συνδεόταν µε τις πληµµύρες του Νείλου και γιατί
καταστρέφει τα φίδια (Εγκυκλοπαιδικό και Ερµηνευτικό Λεξικό της
Ελληνικής Γλώσσης Πάπυρος Λαρούς).
65.Έξοδος, γ', 1.
66.Αργότερα (Αριθµοί), µετά την Έξοδο, ο Ααρών και η Μα- ριάµ,
αδερφός και αδερφή του Μωυσή κατά τη Βίβλο, τον µέµφονταν,
γιατί είχε πάρει για σύζυγο γυναίκα αι- θιοπικής φυλής. Ο Ιοθόρ,
πατέρας της Σεπφώρας, ήταν λοιπόν από αυτή τη φυλή.
67.Περιηγητές του αιώνα µας διαπίστωσαν, ότι Ινδοί φακίρηδες
δέχτηκαν να ταφούν, αφού βυθίστηκαν σε ένα καταληπτικό ύπνο,
προσδιορίζοντας την ακριβή µέρα κατά την οποία έπρεπε να τους
ξεθάψουν. Ένας από αυτούς, ύστερα από ενταφιασµό τριών
εβδοµάδων, βρέθηκε ξανά ζωντανός, σώος και υγιής.
68.Οι επτά θυγατέρες του Ιοθόρ για τις οποίες µιλά η Βίβλος (Έξοδος,
β’ , 16-20) έχουν προφανώς συµβολικό νόηµα, όπως όλη αυτή η
διήγηση η οποία µας σώθηκε υπό µορφή θρύλου εντελώς
εκλαϊκευµένου. Είναι κάτι παραπάνω από απίθανο, ο ιερέας ενός
µεγάλου ναού να βάζει τις θυγατέρες του να βόσκουν τα κοπάδια
του, και να καταντά έτσι ένας Αιγύπτιος ιερέας στο ρόλο του
βοσκού. Οι επτά κόρες του Ιοθόρ συµβολίζουν επτά αρετές, τις
οποίες ο µύστης ήταν υποχρεωµένος να κατακτήσει για να ανοίξει
το “φρέαρ της αλήθειας”. Το πηγάδι αυτό ονοµάζεται στην ιστορία
της Άγαρ και του Ισµαήλ “φρέαρ εκείνου που ζει και µε βλέπει”.
69.ΡεΒγ6 (Γ Οΐίνβΐ, Υετ5 άοτε5 άβ ΡγΐΗα,ξοτβ.
70.Αυτός που αληθινά αποκατέστησε την κοσµογονία του Μωυσή είναι
ένας µεγαλοφυής άνδρας, λησµονηµένος σχεδόν σήµερα, αλλά στον
οποίο θα αποδώσει δικαιοσύνη η Γαλλία τη µέρα που η εσωτερική
γνώση, που είναι η ολοκληρωτική και θρησκευτική γνώση, θα
επανιδρυθεί πάνω στις ακατάλυτες βάσεις της.
Ο Ε ΣΙ 6 Γ € ά’ Οΐΐνυΐ δεν µπορούσε να γίνει κατανοητός από τους
συγχρόνους του, γιατί προηγούνταν της εποχής του κατά έναν αιώνα.
Πνεύµα καθολικό, κατείχε εξίσου
τρεις ιδιότητες, η ένωση των οποίων παράγει τις υπερβατικές
διάνοιες: τη διαίσθηση, την ανάλυση και τη σύνθεση. Γεννηµένος στην
πόλη θ3Π§€§ (ΗογηιιΙι) το 1767, επιδόθηκε στη σπουδή των µυστικών
δογµάτων της Ανατολής, αφού είχε ήδη αποκτήσει βαθιά γνώση των
επιστηµών, των φιλοσοφιών και των φιλολογιών της Δύσης. Ο ΟοπΠ
άε Οεθσΐΐπ, µε το βιβλίο του Μοηάβ Ρήτηΐίί/, του άνοιξε τους πρώτους
ορίζοντες προς το συµβολικό νόηµα των µύθων της αρχαιότητας και
την ιερή γλώσσα των ναών. Για να µυηθεί στις διδασκαλίες της
Ανατολής, έµαθε την κινεζική, την σανσκριτική, την αραβική και την
εβραϊκή.
Το 1815 δηµοσίευσε το κύριο βιβλίο του: Γα Γαηξίιβ Ηβύταΐηηε
Κεείϋηββ. Το βιβλίο αυτό περιέχει: 1) µία εισαγωγική πραγµατεία πάνω
στη γένεση του λόγου, 2) µία εβραϊκή γραµµατική στηριγµένη σε νέα
στοιχεία, 3) τις εβραϊκές ρίζες εξετασµένες κατά την ετυµολογία τους,
4) έναν πρόλογο, 5) µία γαλλική και µία αγγλική µετάφραση των 10
πρώτων κεφαλαίων της Γένεσης, τα οποία περιέχουν την κοσµογονία
του Μωυσή. Η µετάφραση αυτή συνοδεύεται από σχόλια µεγίστου
ενδιαφέροντος.
Δε µου είναι δυνατόν εδώ παρά µόνο να συνοψίσω τις αρχές και την
ουσία του αποκαλυπτικού αυτού βιβλίου. Το διαπερνά το βαθύτερο
εσωτερικό πνεύµα και είναι συντεταγµένο κατά την αυστηρότερη
επιστηµονική µέθοδο. Η µέθοδος, την οποία µεταχειρίζεται ο Ρ^Βγο
<Γ Οΐίνεί για να εισχωρήσει στο κρυφό νόηµα του εβραϊκού κειµένου
της Γένεσης, είναι η σύγκριση της εβραϊκής µε την αραβική, τη
συριακή, την αραµαϊκή και τη χαλδαϊκή γλώσσα, υπό το πρίσµα των
αρχικών και παγκοσµίων ριζών, των οποίων παρέχει ένα θαυµάσιο
λεξικό, στηριγµένο σε παραδείγµατα παρµένα από όλες τις γλώσσες —
λεξικό που µπορεί να χρησιµεύσει ως κλειδί για τα ιερά ονόµατα σε
όλους τους λαούς. Από όλα τα εσωτερικά βιβλία τα σχετικά µε την
Παλαιά Διαθήκη, το βιβλίο του Οΐϊνεί δίνει τα πιο ασφαλή κλειδιά.
Παρέχει, επιπλέον, µία φωτεινή έκθεση της ιστορίας της Βίβλου και
τους εµφανείς λόγους για τους οποίους το κρυφό νόηµα χάθηκε και
βαθιά αγνοείται µέχρι των ηµερών µας από την επίσηµη επιστήµη και
θεολογία.
Αφού µίλησα για το βιβλίο αυτό, θα πω µερικές λέ-
ξεις για ένα άλλο έργο, πιο πρόσφατο, το οποίο πηγάζει από εκείνο και
το οποίο, εκτός από την καθεαυτό αξία του, έλαβε και την τιµή να
επαναφέρει την προσοχή µερικών ανεξάρτητων ερευνητών στον
πρώτο εµπνευστή του. Το βιβλίο αυτό είναι Η Αποστολή των Ιουδαίων
(Μήεΐοπ άβ5 ]ηί[$) του δ^ίπΐ-Υνεδ ά’ Αΐνογάτο (1884, ΟεΙπί^π Ιχνγ).
Ο δ^ΐπί-Υνεδ χρωστά τη φιλοσοφική του µύηση στα βιβλία του
ΡηΒγο ά’ Οΐϊνεί;. Η ερµηνεία της Γένεσης είναι κατ’ ουσία αυτή του
βιβλίου Γα Εαπξηβ Ηεδταΐςηβ Ρβ$ϋ- Ιηββ, η µεταφυσική του αυτή των
Χρυσών Επών του Πυθαγόρα (¥βτ5 άοτβ$ άβ ΡγίΚαξοτβ), η φιλοσοφία του για
την ιστορία και το γενικό πλαίσιο του έργου του είναι δανεισµένα από
την Ηήίοϊτβ ΡΚΐΙοεορΗΐηηβ άη Οβητβ Ηητηαΐη. Ξαναπήρε αυτές τις µητέρες-
ιδέες, πρόσθεσε σε αυτές το υλικό του και, κόβοντάς τις όπως του
άρεσε, κατασκεύασε ένα νέο οικοδόµηµα µεγάλου πλούτου, άνισης
αξίας και µε στοιχεία ετερόκλητα. Ο σκοπός του είναι διπλός. Να
αποδείξει ότι η γνώση και η θρησκεία του Μωυσή υπήρξαν η αναγκαία
συνισταµένη των θρησκευτικών κινηµάτων που προηγήθηκαν αυτού
στην Ασία και την Αίγυπτο, πράγµα που ο Επότε ά’ ΟΠνεί είχε ήδη
φέρει στο φως, µέσα στα πρωτότυπα έργα του. Να αποδείξει, έπειτα,
ότι η τριαδική και διαιτητική κυβέρνηση, που συντίθεται από τις τρεις
εξουσίες, οικονοµική, δικαστική και θρησκευτική ή επιστηµονική,
υπήρξε σε όλα τα χρόνια αποτέλεσµα της διδασκαλίας των µυηµένων
και συστατικό µέρος των θρησκειών του παλαιού κύκλου, πριν από την
Ελλάδα. Τέτοια είναι η ιδέα του δ^ΐπΐ-Υνεδ, ιδέα γόνιµη και ιδιαίτερη,
η οποία αξίζει την πιο µεγάλη προσοχή. Την ονοµάζει συναρχία.
Βρίσκει µέσα σε αυτήν τον οργανωτικό κοινωνικό νόµο, τη µοναδική
σωτηρία του µέλλοντος.
Δεν είναι εδώ ο χώρος να εξετάσουµε µέχρι ποιο σηµείο απέδειξε
ιστορικά ο συγγραφέας το θέµα του. Αλλά ο δ^ΐπΐ-Υνοδ δεν αρέσκεται
να παραθέτει τις πηγές του. Πολύ συχνά προχωρεί µε απλές
επιβεβαιώσεις και δε φοβάται τις παρακινδυνευµένες υποθέσεις, όταν
αυτές ευνοούν την ιδέα που έχει εκ των προτέρων συλλάβει. Αλλά το
βιβλίο του, βιβλίο σπάνιας έξαρσης και ευρείας εσωτερικής γνώσης,
αφθονεί σε σελίδες µεγάλης πνοής,
σε µεγαλειώδεις πίνακες, σε βαθιές νέες απόψεις. Οι απόψεις µου
διαφέρουν από τις δικές του σε πολλά σηµεία, και συγκεκριµένα όσον
αφορά την αντίληψη περί του Μωυσή, στον οποίο ο δ^ΐπΐ-Υνοδ έδωσε
κατ’ εµέ διαστάσεις γιγαντιαίες και θρυλικές. Με την ευκαιρία σπεύδω
να αναγνωρίσω την υψηλή αξία του εξαιρετικού αυτού βιβλίου, στο
οποίο πολλά οφείλω. Οποιαδήποτε κι αν είναι η γνώµη την οποία
έχουν για το έργο του δ3ΪπΙ- Υνεδ, αυτό έχει µία αξία µπροστά στην
οποία πρέπει να υποκλίνεται κανείς: την αξία δηλαδή µιας ζωής εξολο-
κλήρου αφιερωµένη σε µια ιδέα. Δείτε και τα βιβλία του Μήήοη άβ$
$οηνβταΐη$ και Ρα Ρταηεβ νταΐβ, όπου ο δ»ΐπΐ- Υνεδ απένειµε δικαιοσύνη,
καίτοι λίγο αργά και κατά κάποιο τρόπο ακούσια, στο δάσκαλό του
ΡεΒγο <Τ Οΐΐνεί.
71.Η ηαίητα ηαίηταη^ του Σπινόζα.
72.Η ηαίητα ηαίηταία του ιδίου.
73.Να πώς ο Ρ Ε Β ΓΟ <Τ Οΐίνεί εξηγεί το όνοµα ΙΕΒΕ: “Το όνοµα αυτό
παρέχει κατά πρώτον το ενδεικτικό σηµείο της ζωής, διπλασιασµένο
και αποτελεί έτσι την ουσιαστικά ζωντανή ρίζα ΕΕ. Η ρίζα αυτή
ποτέ δε χρησιµοποιείται ως όνοµα και είναι η µόνη που
απολαµβάνει αυτό το προνόµιο. Είναι, από τον ίδιο το σχηµατισµό
της, όχι µόνο ένα ρήµα, αλλά ένα µοναδικό ρήµα, του οποίου όλα
τα άλλα είναι παράγωγα. Εδώ, όπως βλέπουµε, και όπως φρόντισα
να το εξηγήσω στη γραµµατική µου, το νοητό σηµείο είναι στο
µέσο της ρίζας της ζωής. Ο Μωυσής, παίρνοντας το κατεξοχήν αυτό
ρήµα για να σχηµατίσει το κύριο όνοµα του όντος των όντων,
προσθέτει σε αυτό το σηµείο της δυναµικής εκδήλωσης και της
αιωνιότητας και πετυχαίνει το ΙΕΒΕ, στο οποίο το δυναµικό ον
βρίσκεται τοποθετηµένο µεταξύ ενός άναρχου παρελθόντος και ενός
ατέρµονου µέλλοντος. Το θαυµάσιο αυτό όνοµα σηµαίνει, λοιπόν,
ακριβώς: αυτός που είναι, αυτός που ήταν, αυτός που θα είναι”.
74.Στην εβραϊκή θρησκεία τέσσερα γράµµατα προερχόµενα από τη
λέξη Ιεχωβά, που εγγράφονταν µέσα σε ένα τρίγωνο.
75.Ελοΐµ είναι πληθυντικός του Ελό, ονόµατος που διδόταν στο
υπέρτατο Ον από τους Εβραίους και τους Χαλδαί- ους, και που και
αυτό το ίδιο παράγεται από τη ρίζα Ελ, η οποία απεικονίζει την
έξαρση, την ισχύ και τη διαχυ-
τική δύναµη, και η οποία σηµαίνει, µε παγκόσµια έννοια, Θεός. Χόα,
δηλαδή Αυτός, είναι στην εβραϊκή, τη χαλδαϊκή, τη συριακή, την
αιθιοπική και την αραβική γλώσσα, ένα από τα ιερά ονόµατα της
θεότητας. (ΡηΒγο ά’ Οΐϊνεί, Εα Εαηξηβ Ηεδταΐ^ηε Κβ5ύΙηίββ).
76.Ρουά Ελοΐµ, η πνοή του Θεού, σηµαίνει εικονικά κίνηση προς τη
διάχυση, προς τη διαστολή. Είναι, κατά ιερογλυφική έννοια, η
δύναµη που αντιτίθεται στη δύναµη του σκότους. Αν η λέξη σκοτάδι
χα ρ α κ τ η ρ ί ζ ε ι µ ί α δ ύ ν α µ η π ο υ σ υ µ π ι έ ζ ε ι , η λ έ ξ η ρ ο υ ά θ α
χαρακτηρίζει µία δύναµη που διαχέεται. Βρίσκει κανείς και στις δυο
το αιώνιο εκείνο σύστηµα των δυο αντίθετων δυνάµεων, τις οποίες
οι σοφοί και οι επιστήµονες όλων των αιώνων, από τον Παρµενίδη
και τον Πυθαγόρα ως τον Καρτέσιο και το Νευτωνα, είδαν µέσα στη
φύση και τις σηµείωσαν µε διαφορετικά ονόµατα (ΡηΒγο <Γ Οΐϊνεί,
όπως παραπάνω).
77.Πνοή-Ελοΐµ-Φως. Τα τρία αυτά ονόµατα είναι η ιερογλυφική
σύνοψη του δεύτερου και του τρίτου στίχου της Γένεσης. Ιδού µε
δικά µας γράµµατα το κείµενο του τρίτου στίχου: Βα-ιαοµερ Ελοΐµ-
ιεχι-αουρ-ιεχι-αονρ. Να η κατά γράµµα µετάφραση που δίνει ο ΡεΘγο
ά’ Οΐΐνοί: “Και είπεν Αυτός, το Ον των Όντων- ας γίνει φως· και
έγινε φως” (στοιχειοποίηση νοητή). Η λέξη ρουά, που σηµαίνει
πνοή, βρίσκεται στο δεύτερο στίχο. Θα παρατηρήσει κανείς ότι η
λέξη αονρ που σηµαίνει φως είναι η λέξη ρονα αντεστραµµένη. Η
θεία πνοή επιστρέφοντας στον εαυτό της δηµιουργεί το νοητό φως.
78.Γένεση, Ζ, 23. Αΐσχα, η ψυχή, ταυτισµένη εδώ µε τη Γυναίκα, είναι η
σύζυγος του Αΐσχ, του Νου, ταυτισµένου µε τον άνδρα. Είναι
παρµένη από αυτόν, αποτελεί το αχώριστο µισό του, τη βουλητική
του ιδιότητα. Η ίδια σχέση υφίσταται µεταξύ Διονύσου και
Περσεφόνης στα ορφικά µυστήρια.
79.Στη σαµαριτική µετάφραση της Βίβλου, στο όνοµα του Αδάµ είναι
ενωµένα τα επίθετα παγκόσµιος, ατελείωτος. Λοιπόν, πρόκειται
ασφαλώς για το ανθρώπινο γένος, για το ανθρώπινο βασίλειο σε
όλους τους ουρανούς.
80.Έξοδος, Θ, 13-24. Η σπουδαιότητα του χωρίου αυτού από την άποψη
της κοινωνικής οργάνωσης του Ισραήλ δίκαια εξήρθη από τον δ^ΐπί-
Υνοδ στο ωραίο του βιβλίο Εα ΜΪ55Ϊοη άβ5
81.Ένδυµα που φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν.
82.Στην αρχαιότητα, τα πράγµατα τα γραµµένα πάνω σε λίθους
θεωρούνταν τα πιο ιερά. Ο ιεροφάντης της Ελευσίνας διάβαζε στους
µυηµένους, από πέτρινες πλάκες, πράγµατα που ορκίζονταν να µην
τα πουν σε κανένα, και τα οποία πουθενά αλλού δε βρίσκονταν
γραµµένα.
83.Δύο φορές, επίθεση κατά του ιερού των Δελφών αποκρούστηκε
κάτω από τις ίδιες περιστάσεις. Το 480 π.Χ. τα στρατεύµατα του
Ξέρξη το πρόσβαλαν και οπισθοχώρησαν τροµαγµένα µπροστά σε
µια θύελλα, που συνοδευόταν από φλόγες που έβγαιναν µέσα από το
έδαφος και από πτώση µεγάλων όγκων λίθου (Ηρόδοτος). Το 279
π.Χ. το ιερό προσεβλήθη ξανά από µία επιδροµή Γαλατών και
Κιµρίων. Τους Δελφούς δεν τους υπεράσπιζε παρά µόνο µικρό
στράτευµα από Φωκείς. Οι βάρβαροι έκαναν έφοδο. Τη στιγµή που
επρόκειτο να εισβάλουν µέσα στο ιερό, θύελλα ξέσπασε και οι
Φωκείς έτρεψαν σε φυγή τους Γαλάτες. (Βλ. την ωραία διήγηση
στην ΗΐζΙοηβ άβ5 ΟαηΙοη του Α. ΤΗϊβΓΓγ, βιβλ. II)
84.ΑΙίτεά άε Υϊ§πγ.
Βιβλίο 5 - Ορφέας
85.Κατά την αρχαία παράδοση των Θρακών, η ποίηση είχε επινοηθεί
από τον Όλεν. Λοιπόν, αυτό το όνοµα σηµαίνει στη φοινικική το
παγκόσµιο Ον. Ο Απόλλωνος έχει την ίδια ρίζα. Ατι-Όλεν σηµαίνει
“παγκόσµιος Πατέρας”. Αρχικά, λάτρευαν στους Δελφούς το
παγκόσµιο Ον υπό το όνοµα του Όλεν. Η λατρεία του Απόλλωνα
εισήχθη από ένα νεωτεριστή ιερέα, µε έµπνευση τη διδασκαλία του
ηλιακού λόγου, που διέτρεχε τότε τα ιερά της Ινδίας και της
Αιγύπτου. Ο µεταρρυθµιστής αυτός ταύτισε τον παγκόσµιο Πατέρα
µε τη διπλή του εκδήλωση: το υπερφυσικό φως και τον ορατό ήλιο.
Αλλά η µεταρρύθµιση αυτή δε βγήκε σχεδόν έξω από τα άδυτα του
ιερού. Ο Ορφέας ήταν αυτός που έδωσε µια καινούρια δύναµη στον
ηλιακό λόγο του Απόλλωνα, αναζωογονώντας και ηλεκτρίζοντάς τον
µε τα µυστήρια του Διονύσου (ΕεΒγο <Τ Οΐΐνοί, ί,€5 νβτ5 άοτβ5 άβ
ΡγΐΗαξοτβ).
86.Θράκη, κατά το ά’ Οΐϊνοί, παράγεται από το φοι-
νικικό Ρακχίβα: ο αιθέριος χώρος ή το στερέωµα. Εκείνο που είναι
βέβαιο, είναι ότι για τους ποιητές και τους µυηµένους της Ελλάδας,
όπως ήταν ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος ή ο Πλάτων, το όνοµα της
Θράκης είχε συµβολικό νόηµα και σήµαινε: η χώρα της αγνής
διδασκαλίας και της ιερής ποίησης η οποία πηγάζει από αυτήν. Η
λέξη αυτή είχε, λοιπόν, για εκείνους ένα φιλοσοφικό κι ιστορικό
νόηµα. Φιλοσοφικά, σήµαινε µια διανοητική σφαίρα· το σύνολο των
διδασκαλιών και των παραδόσεων, οι οποίες παραδέχονται την
προέλευση του κόσµου από µια θεία διάνοια. Ιστορικά, το όνοµα
αυτό θύµιζε τη χώρα και τη φυλή, όπου η δωρική διδασκαλία κι η
ποίηση, αυτό το γερό βλαστάρι του αρχαίου άριου πνεύµατος, είχε
φυτρώσει για πρώτη φορά για να ξανανθίσουν έπειτα στην Ελλάδα
µε το ιερό του Απόλλωνα. Η χρήση του είδους αυτού του
συµβολισµού αποδείχθηκε από τη µεταγενέστερη ιστορία. Στους
Δελφούς υπήρχε µία τάξη των Θρακών ιερέων. Ήταν οι φυλακές της
υψηλής διδασκαλίας. Το αµφικτιονικό συνέδριο το υπεράσπιζε
παλιότερα µία θρακική φρουρά, δηλαδή µία φρουρά µυηµένων
πολεµιστών. Η τυραννία της Σπάρτης κατάργησε την αδιάφθορη
αυτή φάλαγγα και την αντικατέστησε µε τους αργυρώνητους της
κτηνώδους δύναµης. Αργότερα, το ρήµα θρακίζω αναφερόταν
ειρωνικά στους πιστούς των αρχαίων δογµάτων.
87.(Σ.τ.Ε.) Θάµνρις: Θράκας αοιδός, γιος του Φιλάµµωνα, τυφλώθηκε
από τις Μούσες γιατί τις προκάλεσε σε µουσικό αγώνα, όπου
νικήθηκε.
Λίνος: γιος του Απόλλωνα.
Αµφίων: µυθικός αοιδός. Γιος του Δία και της Αντιόπης. Βοήθησε τον
Κάδµο να χτίσει τα τείχη της Θήβας παίζοντας λύρα, υπό τους
ήχους της οποίας οι πέτρες µετακινούνταν και συναρµόζονταν από
µόνες τους.
88.Ο Στράβων βεβαιώνει θετικά, ότι η παλιά ποίηση δεν ήταν παρά η
γλώσσα της αλληγορίας. Ο Διονύσιος ο Αλι- καρνασσεύς το
επιβεβαιώνει κι οµολογεί ότι τα µυστήρια της φύσης κι οι πιο
υπέροχες αντιλήψεις της ηθικής καλύπτονταν από ένα πέπλο.
Λοιπόν, δεν ονοµάστηκε καθόλου µεταφορικά γλώσσα των θεών η
παλιά ποίηση. Το µυστικό και µαγικό εκείνο νόηµα, που αποτελεί τη
δύναµη και το θέλγητρό της, περιέχεται µέσα στο ίδιο
της το όνοµα. Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι η
λέξη ποίηση παράγεται από το ρήµα ποιώ. Ετυµολογία απλή και πολύ
φυσική επιφανειακά, αλλά πολύ λίγο σύµφωνη µε την ιερή γλώσσα
των ναών, απ’ όπου προήρθε η αρχέγονη ποίηση. Είναι λογικότερο να
παραδεχτούµε, µαζί µε το ΕηΒγ€ ά’ Οΐΐνοί, ότι η ποίηση παράγεται
από το φοινικικό χροε (στόµα, φωνή, γλώσσα, οµιλία) και ϊε (ανώτερο
Ον, ον-αρχή, παραστατικά: θεός). Το ετρουσκικό Αβε ή Αβεατ, το
γαλατικό Αβε, το σκανδιναβικό Αεβ, το κοπτικό Οε (Κύριος), το
αιγυπτιακό Όσιρις έχουν την ίδια ρίζα.
89.Ο Βάκχος µε όψη ταύρου βρίσκεται στον 29ο ορφικό ύµνο. Είναι
αποµεινάρι της παλιάς λατρείας, η οποία δεν ανήκει διόλου στην
αγνή διδασκαλία του Ορφέα. Γιατί εκείνος καθάρισε τελείως και
µεταµόρφωσε το λαϊκό Βάκχο σε ουράνιο Διόνυσο, σύµβολο του
θείου πνεύµατος, που εξελίσσεται δια µέσου όλων των βασιλείων
της φύσης. Πράγµα περίεργο, ξαναβρίσκουµε τον καταχθόνιο Βάκχο
των Βακχίδων στο Σατανά µε όψη ταύρου, που τον επικαλούνταν
και τον λάτρευαν οι γόητες του µεσαίωνα, κατά τα νυχτερινά τους
σάββατα. Είναι ο περίφηµος Βαφοµέτ που η Εκκλησία κατηγόρησε
τους Ναΐτες ότι ήταν οπαδοί του, για να τους δυσφηµίσει.
90.Λέξη φοινικική, σύνθετη από το αονρ, φως, και το ροψαι, θεραπεία.
91.Μεταξύ των πολυάριθµων βιβλίων που χάθηκαν, τα οποία οι
ορφικοί συγγραφείς της Ελλάδας απέδιδαν στον Ορφέα, ήταν τα
Αργοναντικά, τα οποία πραγµατεύονταν το ερµητικό µεγάλο έργο- η
Δηµψριάδα, ποίηµα για τη µητέρα των θεών, στο οποίο αντιστοιχούσε
µία Κοσµογονία· τα ιερά άσµατα του Βάκχου ή το αγνό πνεύµα, τα
οποία είχαν ως συµπλήρωµα µία Θεογονία. Δε µιλάµε για τα άλλα
έργα, όπως ο Πέπλος ή το δίχτυ των ψυχών, η τέχνη των µυστηρίων
και των τελετουργιών· το βιβλίο των µετατροπών, χηµεία και
αλχηµεία* οι Κορύβαντες ή τα γήινα µυστήρια κι οι σεισµοί της γης·
η ανεµοσκοπία, επιστήµη της ατµόσφαιρας· µία φυσική και µαγική
βοτανική κ.λ.π.
92.Ο Παυσανίας διηγείται ότι κάθε χρόνο µία θεωρία (πρεσβεία που
έστελναν οι ελληνικές πόλεις για να συµµετά- σχει στις γιορτές της
Ολυµπίας, των Δελφών κι οποιασ-
δήποτε άλλης µεγάλης γιορτής) µετέβαινε από τους Δελφούς στην
κοιλάδα των Τεµπών, για να δρέψει εκεί την ιερή δάφνη. Το
ε ξα ι ρ ε τ ι κ ή ς σ η µ α σ ί α ς α υ τ ό έ θ ι µ ο θ ύ µ ι ζ ε σ τ ο υ ς µ α θ η τ έ ς τ ο υ
Απόλλωνα, ότι συνδέονταν µε την ορφική µύηση κι ότι η πρώτη
έµπνευση του Ορφέα ήταν ο αρχαίος και σφριγηλός εκείνος κορµός,
από τον οποίο ο ναός των Δελφών µάζευε τα πάντοτε νέα και ζωντανά
κλαριά.
Η συγχώνευση αυτή της απολλώνιας και της ορφικής παράδοσης
σηµειώνεται ακόµη και µε άλλον τρόπο στην ιστορία των ναών.
Όντως, η φιλονικία µεταξύ του Απόλλωνα και του Βάκχου για τον
τρίποδα του ναού δεν έχει άλλη έννοια. Ο Βάκχος, λέει ο θρύλος,
παραχώρησε τον τρίποδα στον αδερφό του κι αποσυρθηκε πάνω στον
Παρνασσό. Αυτό σηµαίνει ότι ο Διόνυσος κι η ορφική µύηση
παρέµειναν προνόµιο των µυηµένων, ενώ ο Απόλλωνος έδινε έξω τους
χρησµούς του.
93.(Σ.τ.Ε.) θεωρίες: πρεσβείες που έστελναν οι ελληνικές πόλεις για να
συµµετάσχουν στη λατρεία του θεού.
94.Η κραυγή “ευοί”, η οποία στην πραγµατικότητα απαγγελλόταν
φθόγγο προς φθόγγο, ήταν η ιερή κραυγή όλων των µυηµένων της
Αίγυπτου, της Ιουδαίας, της Φοινίκης, της Μ. Ασίας και της
Ελλάδας. Τα τέσσερα ιερά γράµµατά της, απαγγελλόµενα χωριστά,
παρίσταναν το Θεό στην αιώνια συγχώνευσή του µε τη Φύση,
περιλάµβαναν την ολότητα του Όντος, το ζωντανό Συµπαν. Ιωτ ^ ή
I) σήµαινε τη θεότητα αυτή καθεαυτή, το δηµιουργό νου, το Αιώνιο
Άρρεν, που είναι όλα, παντού και υπε- ράνω όλων. ΕΒΕ παρίστανε
το Αιώνιο Θήλυ, την Ευα, την Τσιδα, τη Φύση, µε όλες τις ορατές κι
αόρατες µορφές της, που γονιµοποιείται από αυτόν. Η υψιστη
µύηση, αυτή των θεουργικών γνώσεων και τεχνών, αντιστοιχούσε
στο γράµµα ^ Μία διαφορετική τάξη γνώσης αντιστοιχούσε σε
καθένα από τα γράµµατα της λέξης Ευα. Όπως ο Μωυσής, έτσι κι ο
Ορφέας φύλαξε τις γνώσεις που αντιστοιχούν στο γράµµα ^ (Ζευς,
^νο, ^ρΐΐοτ) και την ιδέα της ενότητας του Θεού, για τους
µυηµένους του πρώτου βαθµού, ζητώντας συνάµα να κάνει να
ενδιαφερθεί γι’ αυτές ο λαός, µε την ποίηση, µε τις τέχνες και τα
ζωντανά τους σύµβολα. Γι’ αυτό η κραυγή “ευοί” προφερόταν
φανερά στις γιορτές του Διο-
νύσου, όπου γίνονταν δεκτοί, εκτός από τους µυηµένους, κι οι
απλοί υποψήφιοι των µυστηρίων.
Σ’ αυτό καταφαίνεται η διαφορά µεταξύ του έργου του Μωυσή και
του έργου του Ορφέα. Κι οι δυο ξεκινούν από την αιγυπτιακή µύηση
και κατέχουν την ίδια αλήθεια, αλλά την εφαρµόζουν µε αντίθετο
τρόπο. Ο Μωυ- σής αυστηρά δοξολογεί τον Πατέρα, τον αρσενικό
Θεό. Εµπιστεύεται τη φύλαξή του σ’ ένα ακοινώνητο ιερατείο και
υποβάλλει το λαό σε αµείλικτη πειθαρχία, χωρίς να του αποκαλύπτει
τίποτα. Ο Ορφέας, θεϊκά ερωτευµένος µε το Αιώνιο Θηλυκό, µε τη
Φύση, τη δοξολογεί εν ονόµατι του Θεού, ο οποίος τη διαπερνά και
θέλει να την κάνει να λάµψει µέσα στη θεία ανθρωπότητα. Και να
γιατί η κραυγή “ευοί” έγινε η κατεξοχήν ιερή κραυγή σ’ όλα τα
µυστήρια της Ελλάδας.
Βιβλίο 6 - Πυθαγόρας
95.Ο αµφικτυονικός όρκος των εταίρων λαών δίνει µια ιδέα του
µεγαλείου και της κοινωνικής ισχύος του θεσµού αυτού:
“Ορκιζόµαστε να µην καταστρέφουµε ποτέ τις αµφικτυονικές
πόλεις, και να µην υπεξαιρέσουµε ποτέ, είτε εν καιρώ ειρήνης είτε
εν καιρώ πολέµου, τους πόρους τους αναγκαίους για τις ανάγκες
τους. Αν καµιά δύναµη τολµήσει να το επιχειρήσει, θα βαδίσουµε
εναντίον της και θα καταστρέφουµε αυτές τις πόλεις. Αν ασεβείς
αφαιρέσουν τα αναθήµατα του ναού του Απόλλωνα, ορκιζόµαστε ότι
θα χρησιµοποιήσουµε τα πόδια µας, τα χέρια µας, τη φωνή µας κι
όλες µας τις δυνάµεις εναντίον τους κι εναντίον των συνενόχων
τους. Ο αµφι- κτυονικός όρκος των εταίρων λαών δίνει µια ιδέα του
µεγαλείου και της κοινωνικής ισχύος του θεσµού αυτού:
“Ορκιζόµαστε να µην καταστρέφουµε ποτέ τις αµφι- κτυονικές
πόλεις, και να µην υπεξαιρέσουµε ποτέ, είτε εν καιρώ ειρήνης είτε
εν καιρώ πολέµου, τους πόρους τους αναγκαίους για τις ανάγκες
τους. Αν καµιά δύναµη τολµήσει να το επιχειρήσει, θα βαδίσουµε
εναντίον της και θα καταστρέφουµε αυτές τις πόλεις. Αν ασεβείς
αφαιρέσουν τα αναθήµατα του ναού του Απόλλωνα, ορκιζόµαστε ότι
θα χρησιµοποιήσουµε τα πόδια µας, τα χέ-
ρια µας, τη φωνή µας κι όλες µας τις δυνάµεις εναντίον τους κι
εναντίον των συνενόχων τους.
96.(Σ.τ.Ε.) Ένα από τα θεϊκά ονόµατα στην Παλαιά Διαθήκη, το οποίο
σηµαίνει “Κύριέ µου” και µέσω του οποίου δηλωνόταν η σχέση του
πιστού µε το Θεό.
97.Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα.
98.Αυτό το γεγονός το αναφέρει ο Ιάµβλιχος στο έργο του Η Ζωή τον
Πυθαγόρα.
99.Χρησµοί του Ζωροάστρη, συλλεγµένοι στη θεουργία του Πρόκλου.
100.Ο ΚοϊοΙιεηόΕοΗ ονόµασε το ρευστό αυτό όδιο. Το έργο του
µεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Οτο^οτγ: Κβζβατ- εΗβ$ οη
τ η α £ η β Ι Ϊ 5 τ η , β ί β ε ί ή ε ΐ ΐ γ , Κ β α Ι , Ι ϊ ξ Η ί , ε ή β ί α ΐ ΐ ϊ ζα ί ί ο η α η ά
εΗβτηΐεαΙ αΙΙταείΐοη.
101.Βλέπε το ΒηΙΙβίΐη άβ Ια 5οεϊβίβ άβ ΡζγεΗοΙοξΐβ ΡΗγ$ϊοΙοξϊηηβ,
και προπάντων το ωραίο βιβλίο του ΟεΗοτοννΐοζ Ώβ Ια $Ηξξβ5ήοη
ηιβηίαΐβ (Παρίσι 1887).
102.Υπάρχει πάνω στο θέµα αυτό πλούσια βιβλιογραφία, πολύ άνισης
αξίας, τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερµανία και την Αγγλία. Θα
παραθέσουµε εδώ δυο έργα, στα οποία τα ζητήµατα αυτά εκτίθενται
µε επιστηµονικό τρόπο από ανθρώπους αξιόπιστους: α) ΡβίίετΒ οη
αηϊ- τηαΐ τηαξηβΙΪΞτη του λνϊΐΐΐ^πι Οτο^οτγ (Λονδίνο 1850). Ο
θΓ6§οτγ ήταν καθηγητής της Χηµείας στο πανεπιστήµιο του
Εδιµβούργου. Το βιβλίο του αποτελεί βαθιά µελέτη των φαινοµένων
τ ο υ ζω ι κ ο ύ µ α γ ν η τ ι σ µ ο ύ , α π ό τ η ν υ π ο β ο λ ή µ έ χ ρ ι τ ο ν ε ξ
αποστάσεως οραµατισµό και την υπνοβασία, σε υποκείµενα που
παρατήρησε αυτός ο ίδιος, µε επιστηµονική µέθοδο και
λεπτοµερέστατη ακρίβεια. β) Ώΐβ νηγϊΙηοΗβη ΕτζεΗβΐηηηξβη άβτ
τηβηΒεΗΙΐεΗβη ΝαΙητ του ΜςιχϊππΙϊηπ Ροπγ (Λειψία, 1872). Ο
ΡοΠγ, καθηγητής της φιλοσοφίας και της ιατρικής στο
πανεπιστήµιο της Βέρνης, στο βιβλίο του αυτό παρέχει έναν
απέραντο κατάλογο όλων των απόκρυφων φαινοµένων, τα οποία
έ χο υ ν κ ά π ο ι α ι σ τ ο ρ ι κ ή α ξ ί α . Το α ξ ι ο σ η µ ε ί ω τ ο π ά ν ω σ τ η ν
υπνοβασία, τοµ. I, περιέχει είκοσι ιστορίες γυναικών και πέντε
ανδρών υπνοβατών, που τις διηγούνται οι γιατροί οι οποίοι τους
θεράπευαν. Αυτή της υπνοβάτιδος ννοΐποτ, την οποία θεράπευε ο
ίδιος ο συγγραφέας, είναι από τις πιο περίεργες. Δείτε, επίσης, τις
πραγµατείες για το µαγνητισµό των ϋπροΐεΐ, ϋοΐοπζο
και το εξαιρετικά περίεργο βιβλίο ΰίβ 8οΗβήη νοη ΡτβνοζΙ του ^δΐΐηο
ΚΟΓΠΟΓ.
103
104
Πολυάριθµα παραδείγµατα στο βιβλίο του Οτο^οτγ, Επιστολές 16,
17 και 18.
Ο Γερµανός φιλόσοφος δοΐιείΐΐης είχε αναγνωρίσει την κεφαλαιώδη
σπουδαιότητα της υπνοβασίας στο ζήτηµα της αθανασίας της ψυχής.
Παρατηρεί ότι κατά τον ο- ρατικό ύπνο παράγεται µια ανύψωση και
µια σχετική απελευθέρωση της ψυχής, σε σχέση µε το σώµα, τέτοια
που ποτέ δε συµβαίνει στη φυσιολογική κατάσταση. Στους υπνοβάτες
όλα φανερώνουν την ανώτερη συνείδηση, σαν ολόκληρη η ύπαρξή
τους να ήταν συγκεντρωµένη σε µια φωτεινή εστία, η οποία ενώνει το
παρελθόν, το παρόν και το µέλλον. Αντί να χάνουν την ανάµνηση,
αντίθετα το παρελθόν φωτίζεται γι’ αυτοΰς, και το ίδιο το µέλλον
αποκαλύπτεται κάποτε σε µεγάλη ακτίνα. Αν αυτό είναι δυνατό στη
γήινη ζωή, διερωτάται ο δοΙιοΠΐπ^, δεν είναι βέβαιο ότι η πνευµατική
µας προσωπικότητα, η οποία µας ακολουθεί µετά το θάνατο, είναι ήδη
παρούσα µέσα µας από πριν, ότι δεν γεννιέται τότε, αλλά ότι απλά
ελευθερώνεται και φανερώνεται αµέσως µόλις αποδεσµευτεί από τον
εξωτερικό κόσµο µέσω των αισθήσεων. Η µετά θάνατον κατάσταση
είναι, λοιπόν, πιο πραγµατική από τη γήινη κατάσταση. Διότι, σ’ αυτήν
εδώ τη ζωή, το τυχαίο, αναµιγµένο σε όλα, παραλύει µέσα µας το
ουσιώδες. Ο δοΗοΙΗπ^ ονοµάζει απλοΰστατα τη µέλλουσα κατάσταση
ορατικότη- τα. Το πνεύµα ξεφορτωµένο απ’ ό,τι τυχαίο υπάρχει στη
γήινη ζωή, γίνεται πιο ζωντανό κι ισχυρό, ο κακός γίνεται πιο κακός
και ο καλός καλύτερος.
Πρόσφατα, ο ΟΙίΕΐΊγ ϋιι ΡγοΙ υποστήριζε την ίδια άποψη, µε
α φ θ ο ν ί α γε γ ο ν ό τ ω ν κα ι π α ρ α τ η ρ ή σ ε ω ν , σ ’ έ ν α ω ρ α ί ο β ι β λ ί ο :
ΡΗίΙοζορΗϊβ άβτ Μγ$ϋΚ (1886). Ξεκινά από το εξής γεγονός: “Η
συνείδηση του εγώ δεν εξαντλεί το αντικείµενό της. Η ψυχή κι η
συνείδηση δεν είναι δυο ισοδύναµοι όροι - δε σκεπάζει ο ένας τον
άλλο, διότι δεν έχουν την ίδια έκταση. Η σφαίρα της ψυχής ξεπερνά
κατά πολύ τη σφαίρα της συνείδησης”. Υπάρχει, λοιπόν, µέσα µας ένα
λανθάνον εγώ. Αυτό το λανθάνον εγώ, το οποί εκδηλώνεται στον ύπνο
και στο όνειρο, είναι το αληθινό εγώ, υπέργειο κι υπερβατικό, του
οποί-
ου η ύπαρξη προηγήθηκε του γήινου εγώ µας, του ενωµένου µε το
σώµα. Το γήινο εγώ είναι φθαρτό, το υπερβατικό εγώ είναι αθάνατο.
Να γιατί ο Άγιος Παύλος είπε: “Απ’ αυτήν εδώ τη γη βαδίζουµε
προς τον ουρανό”.
105.Ο Ωριγένης ισχυριζόταν ότι ο Πυθαγόρας υπήρξε ο επινοητής της
φυσιογνωµικής.
106.Στα υπερβατικά µαθηµατικά, αποδεικνύεται αλγεβρικά ότι το
Μηδέν πολλαπλασιαζόµενο µε το Άπειρο είναι ίσο µε το Ένα. Το
Μηδέν, στην τάξη των απόλυτων ιδεών, σηµαίνει το απροσδιόριστο
Όν. Το Άπειρο, το Αιώνιο, στη γλώσσα των ναών, παριστανόταν µε
έναν κύκλο ή µε ένα φίδι, ο οποίος δαγκώνει την ουρά του, κι αυτό
σήµαινε το Άπειρο που θέτει σε κίνηση τον ίδιο του τον εαυτό.
Αοιπόν, από τη στιγµή που το Άπειρο προσδιορίζεται, παράγει
όλους τους αριθµούς τους οποίους περιέχει µέσα στη µεγάλη του
µονάδα και τους οποίους κυβερνά µε πλήρη αρµονία.
Τέτοιο είναι το υπερβατικό νόηµα του πρώτου προβλήµατος της
πυθαγόρειας Θεογονίας, ο λόγος που κάνει ώστε η µεγάλη Μονάδα να
περιέχει όλες τις µικρές και όλοι οι αριθµοί να αναβλύζουν από την εν
κινήσει µεγάλη µονάδα.
107.Η διδασκαλία αυτή ταυτίζεται µε αυτήν του µυηµένου αγίου
Παύλου, ο οποίος µιλά για το πνευµατικό σώµα.
108.Στην πρώτη σειρά πρέπει να τοποθετήσουµε το
ά’ Οΐϊνοί (Χρυσά Έτιη του Πυθαγόρα). Η ζωντανή αυτή αντίληψη των
δυνάµεων του σύµπαντος, διαπερνώντας το από πάνω ως κάτω, δεν
έχει καµιά σχέση µε τις κενές θεωρίες των µεταφυσικών, όπως,
παραδείγµατος χάριν, είναι η θεωρία της θέσης, αντίθεσης και
σύνθεσης του Χέγκελ. Αυτά είναι απλά ευφυολογήµατα.
109.Μερικοί παράξενοι ορισµοί, υπό τύπο µεταφοράς, οι οποίοι µας
µεταβιβάστηκαν κι οι οποίοι προέρχονται από την απόκρυφη
διδασκαλία του δασκάλου, αφήνουν να µαντέψουµε, µέσα στο
απόκρυφο νόηµά τους, τη µεγαλειώδη αντίληψη που είχε ο
Πυθαγόρας για τον Κόσµο. Μιλώντας για τους αστερισµούς,
ονόµαζε την Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο χείρες της Ρέας-Κυβέλης.
Αλλά η Ρέα-Κυβέλη σηµαίνει εσωτερικά το κυλιόµενο α- στρικό
φως, τη θεία σύζυγο του παγκόσµιου Πυρός ή του δηµιουργού
Πνεύµατος, το οποίο συγκεντρωµένο
µέσα στα ηλιακά συστήµατα έλκει τις άυλες ουσίες των όντων, τις
συλλαµβάνει και τις κάνει να εισέλθουν στο στρόβιλο των ζωών.
Ονόµαζε επίσης τους πλανήτες κυ- νες της Περσεφόνης. Η παράδοξη
αυτή έκφραση δεν έχει νόηµα παρά µόνο εσωτερικά. Η Περσεφόνη, η
θεά των ψυχών, προΐστατο στην ενσάρκωσή τους µέσα στην ύλη.
Ονόµαζε λοιπόν ο Πυθαγόρας τους πλανήτες Κύ- νες της Περσεφόνης,
γιατί αυτοί φυλάνε και κρατούν τις ενσαρκωµένες ψυχές όπως ο
µυθολογικός Κέρβερος φυλάει τις ψυχές στον Άδη.
10.Ο νόµος αυτός ονοµάζεται Κάρµα από τους βραχµάνες και τους
βουδιστές.
11.Η επιφάνεια, η θέα αφ’ υψηλού, η αυτοψία, η απευθείας όραση, η
θεοφάνεια, η φανέρωση του Θεού, είναι συσχετικές ιδέες και
διαφορετικές εκφράσεις για τη δήλωση της κατάστασης της
τελειότητας στην οποία ο µυηµένος, έχοντας ενώσει την ψυχή του
µε το Θεό, αντικρίζει την ολοκληρωτική αλήθεια.
12.Θα παραθέσουµε δύο περίφηµα γεγονότα αυτού του είδους,
απολύτως αυθεντικά. Το πρώτο συνέβη στην αρχαιότητα. Ήρωάς
του είναι ο διάσηµος φιλόσοφος-µά- γος Απολλώνιος ο Τυανεύς.
Το πρώτο γεγονός: Δεύτερη όραση του Απολλώνιου του Τυανέως.
“Ενώ τα γεγονότα αυτά (η δολοφονία του αυτοκράτορα Δοµιτιανού)
συνέβαιναν στη Ρώµη, ο Απολλώνιος τα έβλεπε στην Έφεσο. Ο
Δοµιτιανός χτυπήθηκε από τον Κλήµεντα κατά το µεσηµέρι. Την ίδια
µέρα, την ίδια στιγµή, ο Απολλώνιος συζητούσε µέσα στους κήπους
που ήταν κοντά στους Ξυστούς. Απότοµα, χαµήλωσε λίγο τη φωνή του,
σαν να τον είχε πιάσει ξαφνική τροµάρα. Συνέχισε την οµιλία του,
αλλά η γλώσσα του δεν είχε τη συνηθισµένη της δύναµη, ακριβώς
όπως συµβαίνει σε εκείνους που µιλούν ενώ σκέπτονται άλλο πράγµα.
Έπειτα σιώπησε, όπως εκείνοι που χάνουν το νήµα της οµιλίας τους,
έριξε προς τη γη τροµερές µατιές, έκανε τρία τέσσερα βήµατα προς τα
εµπρός και φώναξε: “Χτύπα τον τύραννο!” Θα έλεγε κανείς πως
έβλεπε όχι την εικόνα του γεγονότος µέσα σε έναν καθρέφτη αλλά
αυτό το ίδιο το γεγονός. Οι Ε- φέσιοι —γιατί ολόκληρη η Έφεσος
παραβρισκόταν στην οµιλία του Απολλώνιου— έµειναν κατάπληκτοι.
Ο Α-
πολλώνιος σταµάτησε, όπως ένας που ζητά να δει την έκβαση ενός
αµφίβολου συµβάντος. Τέλος, φώναξε: “Πάρτε θάρρος, Εφέσιοι. Ο
τύραννος σκοτώθηκε σήµερα. Και τι λέω σήµερα; Μα την Αθηνά!
Σκοτώθηκε πριν από λίγο, ακριβώς τη στιγµή που διέκοψα.” Οι
Εφέσιοι νόµιζαν ότι ο Απολλώνιος είχε χάσει τα λογικά του. Ήθελαν
πολύ να είχε πει την αλήθεια, αλλά φοβούνταν µήπως ξεφυτρώσει
κανένας κίνδυνος γι’ αυτούς από εκείνη την οµιλία... Αλλά εντός
ολίγου ήρθαν αγγελιοφόροι για να τους αναγγείλουν την καλή είδηση
και να πιστοποιήσουν έτσι υπέρ της γνώσης του Απολλώνιου. Γιατί η
δολοφονία του τυράννου, η µέρα κατά την οποία φονεύτηκε, η ώρα
του µεσηµεριού, ο δράστης του φόνου που τον είχε ενθαρρύνει ο
Απολλώνιος, όλες αυτές οι λεπτοµέρειες βρέθηκαν τελείως σύµφωνες
µε εκείνες τις οποίες οι θεοί του είχαν δείξει τη µέρα που µιλούσε
στους Εφέσιους.” (Φιλόστρατος, Βίος του Απολλώνιου).
Το δεύτερο γεγονός αναφέρεται στο µεγαλύτερο ο- ραµατιστή των
νεότερων χρόνων. Μπορεί κανείς να συζητήσει όσον αφορά την
αντικειµενική πραγµατικότητα των οραµάτων του Σβέντενµποργκ,
αλλά δεν µπορεί να αµφιβάλει για τη δεύτερή του όραση, την οποία
π λή θ ο ς γε γ ο ν ό τ α ε π ι µ α ρ τ υ ρ ο ύ ν . Το ό ρ α µ α τ η ς π υ ρ κα γ ι ά ς τ η ς
Στοκχόλµης, που είδε ο Σβέντενµποργκ από απόσταση τριάντα λευγών,
έκανε πολύ θόρυβο κατά το δεύτερο ή- µισυ του 18ου αιώνα. Ο
περίφηµος Γερµανός φιλόσοφος Καντ φρόντισε να γίνει έρευνα από
ένα φίλο του στο Γκέτεποργκ της Σουηδίας, πόλη όπου συνέβη το
γεγονός, και να τι γράφει σχετικά σε µια φίλη του:
“Το ακόλουθο γεγονός µου φαίνεται πως έχει προπάντων τη
µεγαλύτερη αποδεικτική δύναµη και πως πρέπει να θέσει τέρµα σε
κάθε είδους αµφιβολία. Ήταν στα 1759, όταν ο Σβέντεµποργκ, κατά τα
τέλη του Σεπτέµβρη, ένα Σάββατο στις 4 µ.µ., καθώς επέστρεφε από
την Αγγλία, κατέβηκε στο Γκέτεµποργκ. Ο κ. \νΐΐίϊ- 3πι Ο&δίεΐ τον
προσκάλεσε σπίτι του, µε µια συντροφιά από δεκαπέντε πρόσωπα. Το
βράδυ, στις έξι, ο Σβέντενµποργκ, που είχε βγει µια στιγµή έξω,
ξαναγύρισε στη σάλα κίτρινος και καταταραγµένος κι είπε πως εκείνη
ακριβώς τη στιγµή είχε πιάσει φωτιά στη Στοκχόλµη, στο δπάοΓΠΐ&Ιπι,
και ότι εξαπλωνόταν ορµητική προς
το σπίτι του... Είπε, πως ήδη το σπίτι ενός φίλου του, που τον
ονόµασε µάλιστα, είχε γίνει στάχτη και ότι το σπίτι το δικό του
βρισκόταν σε κίνδυνο. Στις οκτώ, αφού ξαναβγήκε έξω, είπε µε χαρά:
—Δόξα τω Θεώ, η πυρκαγιά σβήστηκε στην τρίτη πόρτα πριν από τη
δική µου. Το ίδιο βράδυ πληροφόρησαν σχετικά το διοικητή. Την
Κυριακή το πρωί, ο Σβέντενµποργκ κλήθηκε από τον προαναφερθέντα
υπάλληλο, ο οποίος τον ρώτησε για το προκείµενο ζήτηµα. Ο
Σβέντενµποργκ περιέγραψε επακριβώς την πυρκαγιά, την αρχή, το
τέλος και τη διάρκειά της. Την ίδια µέρα η είδηση διαδόθηκε σε
ολόκληρη την πόλη, η οποία συγκινήθηκε, πολύ περισσότερο µάλιστα
καθώς ο διοικητής είχε δώσει προσοχή σε αυτήν και γιατί πολλά
πρόσωπα ενδιαφέρονταν για την περιουσία τους και για τους φίλους
τους. Τη Δευτέρα το βράδυ έφτασε στο Γκέτεµποργκ ένας ταχυδρόµος,
τον οποίο οι έµποροι της Στοκχόλµης είχαν απο- στείλει κατά τη
διάρκεια της πυρκαγιάς. Στις επιστολές περιγραφόταν η πυρκαγιά
ακριβώς όµοια µε τον παραπάνω τρόπο. Τι µπορεί κανείς να αντιτάξει
ενάντια στην αυθεντικότητα του γεγονότος αυτου; Ο φίλος που µου
έγραψε τα εξέτασε όλα αυτά, όχι µόνο στη Στοκχόλµη, αλλά και στο
ίδιο το Γκέτεµποργκ, πριν από δυο περίπου µήνες. Γνωρίζει εκεί καλά
τα πιο αξιόλογα σπίτια και µπόρεσε να πληροφορηθεί σε µια ολόκληρη
πόλη, µέσα στην οποία ζουν ακόµη οι περισσότεροι από τους αυτόπτες
µάρτυρες, λαµβάνοντας υπόψη το µικρό χρονικό διάστηµα (9 χρόνια)
που πέρασε από το 1759” (Επιστολή προς τη δεσποινίδα ΟΗπτΙοΐΐο
<3ε ΚποΜοΙι, που παρατίθεται στο βιβλίο του Μ^ΐΐο, Υΐβ άβ
Ξιυβάβηύοτξ).
113.Η ιδέα αυτή προβάλλει λογικά από την ανθρώπινη και τη θεία
τριάδα, από την τριάδα του µικρόκοσµου και του µακρόκοσµου, την
οποία εκθέσαµε στα προηγούµενα κεφάλαια. Η µεταφυσική
συσχέτιση της Μοίρας, της Ελευθερίας και της Πρόνοιας
αναπτύχθηκε θαυµάσια από το Εζιότο εΓ Οΐΐνοί, στα σχόλια του στα
Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα.
114.Η ταξιθέτηση αυτή των ανθρώπων αντιστοιχεί στους τέσσερις
βαθµούς της πυθαγόρειας µύησης —και αποτελεί τη βάση όλων των
µυήσεων, µέχρι αυτή των πρώ-
τ ω ν µ α σ ό ν ω ν , π ο υ κ α τ ε ί χα ν κ ά π ο ι α ψ ί χο υ λ α τ η ς ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ς
διδασκαλίας (Βλ. ΡηΒγο <Τ Οΐΐνοί, Ρβ5 νβτ$ άοτβΒ άβ ΡγΐΗαξοτβ).
15.Ο Μοντεσκιέ και ο Μισελέ είναι οι µόνοι σχεδόν συγγραφείς που
τόνισαν την αρετή των ελληνίδων συζύγων. Ούτε ο ένας, ούτε ο-
άλλος δεν είπαν την αιτία που υποδεικνύω εδώ.
16.Έτσι παραδέχεται ο Διογένης ο Λαέρτιος ότι συνέβη ο θάνατος του
Πυθαγόρα. Κατά το Δικαίαρχο, που τον παραθέτει ο Πορφύριος, ο
δάσκαλος γλίτωσε δήθεν από τη σφαγή µαζί µε τον Άρχιππο και το
Λύσι. Αλλά πε- ριπλανήθηκε από πόλη σε πόλη, µέχρι το
Μεταπόντιο, όπου τον άφησαν να πεθάνει από πείνα µέσα στο ναό
των Μουσών. Οι κάτοικοι του Μεταποντίου ισχυρίζονταν, αντίθετα,
ότι ο σοφός που αυτοί τον περιέθαλψαν, πέθανε από φυσικό θάνατο
µέσα στην πόλη τους. Έδειξαν στον Κικέρωνα το σπίτι του, την
έδρα και τον τάφο του. Είναι αξιοσηµείωτο, ότι πολύ καιρό µετά το
θάνατο του δασκάλου οι πόλεις που είχαν καταδιώξει περισσότερο
τον Πυθαγόρα, από την εποχή της δηµοκρατικής αλλαγής, αυτές
διεκδίκησαν την τιµή, ότι τον φιλοξένησαν και τον έσωσαν. Οι
πόλεις του κόλπου του Τά- ραντα µάλωναν ποια είχε τα λείψανα του
φιλοσόφου, µε την ίδια επιµονή µε την οποία οι πόλεις της Ιωνίας
διεκδικούσαν την τιµή να είναι η γενέτειρα του Οµήρου. Βλ. γι’
αυτά τα αµφισβητούµενα γεγονότα το ευσυνείδητο βιβλίο του
ΟΗπΐ^ποί, ΡγίΗαξοτβ βί Ια ΡΚΐΙοΒορΗΐβ ΡγΐΗαξοτΐβηηβ.
17.Στη γλώσσα των ναών, ο όρος γιος της γυναίκας δήλωνε τον
κατώτερο βαθµό της µύησης, γιατί η γυναίκα σή- µαινε εδώ τη
φύση. Στην ανώτερη βαθµίδα υπήρχαν οι γιοι του άνδρα ή µυηµένοι
του πνεύµατος και της ψυχής, οι γιοι των θεών ή µυηµένοι των
κοσµογονικών επιστηµών κι οι γιοι του Θεού ή µυηµένοι στην
υπέρτατη επιστήµη. Η Πυθία ονοµάζει τους Πέρσες “γιους της
γυναίκα”ς, προσδιορίζοντάς τους µε το χαρακτήρα της θρησκείας
τους. Αν αυτά τα λόγια τα πάρουµε κατά γράµµα, δε θα είχαν
κανένα νόηµα.
18.“Το βλέπει κανείς ακόµη στον περίβολο της Αθηνάς” (Ηρόδοτος, 39).
Η γαλατική εισβολή, που συνέβη διακόσια χρόνια αργότερα,
αποκρούστηκε µε ανάλογο τρό-
πο. Και τότε επίσης προκαλείται µια θύελλα και ο κεραυνός πέφτει
επανειληµµένα πάνω στους Γαλάτες, το έδαφος τρέµει κάτω από τα
πόδια τους. Βλέπουν υπερφυσικές εµφανίσεις και ο ναός του
Απόλλωνα σώζεται. Τα γεγονότα αυτά φαίνονται να αποδεικνυουν ότι
οι ιερείς των Δελφών κατείχαν τη γνώση του κοσµικού πυ- ρός κι
ήξεραν να χειρίζονται τον ηλεκτρισµό µε τις απόκρυφες δυνάµεις,
όπως οι Χαλδαίοι µάγοι (Βλ. ΑπίΒηάο ΤΗΐεΓΓγ, ΗύΙοίτβ άβ5 ΟαηΙοΪ5, I,
246).
Βιβλίο 9 - Πλάτωνας
119.(Σ.τ.Μ.) ’Άνδρών γαρ επιφανών πάσα γη τάφος, και ου στηλών
µόνον εν τη οικεία σηµαίνει επιγραφή...” II, 43.
120.Απόσπασµα από τα Άηαντα του Πλάτωνα, που διατηρήθηκε µε τον
τίτλο: “Ο Πλάτων καίων τα ποιήµατά του”.
121.Ξενοφώντος, Σωκράτους Απολογία.
122.Πλάτωνα, Απολογία Σωκράτους.
123.“ Ε κ ε ί ν ο π ο υ ο Ο ρ φ έ α ς κ α τ έ σ τ η σ ε γ ν ω σ τ ό µ ε σ κ ο τ ε ι ν έ ς
αλληγορίες”, λέει ο Πρόκλος, “ο Πυθαγόρας το δίδαξε, αφού πρώτα
µυήθηκε στα ορφικά µυστήρια, ο δε Πλάτων είχε πλήρη γνώση
αυτοΰ από τα ορφικά και τα πυθαγόρεια συγγράµµατα.” Η γνώµη
αυτή της αλεξανδρινής σχολής πάνω στη συγγένεια των πλατωνικών
ιδεών επιβεβαιώνεται καθ’ ολοκληρίαν από τη συγκριτική µελέτη
των ορφικών και πυθαγόρειων παραδόσεων αφενός, και των
συγγραµµάτων του Πλάτωνα αφετέρου. Η συγγένεια αυτή, που
τηρούταν µυστική για αιώνες, δεν ανακαλύφτηκε παρά µόνο από
τους αλεξανδρινούς φιλοσόφους, γιατί αυτοί υπήρξαν οι πρώτοι που
έφεραν στη δηµοσιότητα το εσωτερικό νόηµα του Μυστηρίου.
124.Η διδασκαλία αυτή εκτίθεται στο προηγούµενο κεφάλαιο.
125.Βλ. τον οµηρικό ύµνο προς τη Δήµητρα.
126.(Σ.τ.Μ.) Ανθεστηριώνα.
127.(Σ.τ.Μ.) Βοηδροµιώνα.
128.Η σύγχρονη επιστήµη δε θα έβλεπε σε αυτά τα γεγονότα παρά
α π λ έ ς π α ρ α ι σ θ ή σ ε ι ς ή υ π ο β ο λ έ ς . Η ε π ι σ τ ή µ η τ ο υ α ρ χα ί ο υ
εσωτερισµού απέδιδε σε αυτό το είδος των φαινοµένων, που
παράγονταν συχνά στα Μυστήρια, α-
ξία υποκειµενική συνάµα και αντικειµενική. Πίστευε στην ύπαρξη
στοιχειωδών πνευµάτων, τα οποία δεν είχαν ατοµικευµενη ψυχή
ούτε λογικά, κι ήταν ηµισυνει- δητά, και τα οποία γεµίζουν τη γήινη
ατµόσφαιρα κι είναι, κατά κάποιο τρόπο, οι ψυχές των στοιχείων. Η
µαγεία, που είναι η θέληση βαλµένη σε ενέργεια κατά το χειρισµό
των απόκρυφων δυνάµεων, τα καθιστά κάποτε ορατά. ΓΓ αυτά µιλά
ο Ηράκλειτος όταν λέει: “Η φύση, σ’ όλα τα µέρη, είναι γεµάτη από
δαίµονες.” Ο Πλάτωνας τα ονοµάζει “δαίµονες των στοιχείων”, ο
Παράκελ- σος “στοιχειακά”. Σύµφωνα µε τον τελευταίο, γιατρό-
θεόσοφο του 16ου αιώνα, τα στοιχειακά αυτά έλκονται από τη
µαγνητική ατµόσφαιρα του ανθρώπου, ηλεκτρίζονται µέσα σ’ αυτή
και τότε είναι ικανά να ντυθούν όλες τις µορφές που µπορεί κανείς
να φανταστεί. Όσο περισσότερο είναι ο άνθρωπος παραδοµένος στα
πάθη του, τόσο περισσότερο γίνεται λεία τους, χωρίς να το
υποψιάζεται. Μόνο ο µάγος τα δαµάζει και τα χρησιµοποιεί. Όµως,
αποτελούν µια σφαίρα από απατηλές φαντασιώσεις και από τρέλες,
που πρέπει ο µάγος να την κυριαρχήσει και να τη διαβεί κατά την
είσοδό του στον απόκρυφο κόσµο. Ο ΒπΙιυογ τα ονοµάζει φύλακα
του κατωφλιού, στο περίεργο µυθιστόρηµά του Ζαηοηΐ.
129.Είναι το δέντρο των ονείρων που µνηµονεύει ο Βιργίλιος στην
κατάβαση του Αινεία στον Άδη, στο 4ο βιβλίο της Αινειάδας. Αυτό
αναπαράγει τις κυριότερες σκηνές των Μυστηρίων της Ελευσίνας,
µε ποιητικές υπερβολές.
130.Τα αντικείµενα από χρυσό, που περιέχονταν στην κίστη ήταν: το
πευκόµηλο (σύµβολο της γονιµότητας, της γέννησης), το ελικοειδές
φίδι (παγκόσµια εξέλιξη της ψυχής: πτώση µέσα στην ύλη και
απολύτρωση µε το πνεύµα), το αυγό (που θυµίζει τη σφαίρα ή τη
θεία τελειότητα, που είναι ο σκοπός του ανθρώπου.)
131.Οι µυστηριώδεις αυτές λέξεις δεν έχουν καµιά σηµασία στην
ελληνική. Αυτό αποδεικνύει, εν πάση περιπτώσει, ότι είναι πολύ
αρχαίες και προέρχονται από την Ανατολή. Ο \νΐ1ίθΓά δίνει σ’ αυτές
σανσκριτική καταγωγή. Το Κογξ προέρχεται πιθανά από το Κάνσα,
που σηµαίνει το αντικείµενο του βαθύτατου πόθου. Το Οµ από το
Ονµ, ψυχή του Βράχµα και το Παξ από το Πάσα, στροφή, αλλαγή,
κύκλος. Λοιπόν η ύψιστη ευλογία του ιεροφάντη
της Ελευσίνας σήµαινε: Είθε να εκπληρωθούν οι πόθοι σου,
ξαναγύρισε στην παγκόσµια ψυχή!
132. Πρόκλου, Σχόλια εις Πολιτείαν Πλάτωνος.
Βτβλίο 8 - Ιησούς
133.Η εργασία που έχει συντελεστεί τα τελευταία εκατό χρόνια από την
κριτική σχετικά µε τη ζωή του Ιησού είναι βέβαια µία από τις
σηµαντικότερες εργασίες της εποχής αυτής. Βρίσκει κανείς µία
πλήρη σύνοψή της στη φωτεινή περίληψη την οποία έκανε σχετικά ο
(Όΐεύοηηαηβ ά β 5 8εΐβηεβ$ τβΙΪ£Ϊβη$β5, Ε ΐ ε Η ΐ υ π ό ο Γ ^ Ο Γ, τ ο µ . Ζ',
κεφάλαιο “Ιησούς”). Η ωραία αυτή µελέτη µας δίνει όλο το
ιστορικό του ζητήµατος και δείχνει µε ακρίβεια την τωρινή του
θέση. Θα υπενθυµίσω εδώ απλώς τις δυο κυριότερες φάσεις που
πέρασε το ζήτηµα, µε το Στράους και το Ρενάν, για να προσδιορίσω
καλύτερα τη νέα άποψη, στην οποία τοποθετήθηκα εγώ.
Ο Στράους, προερχόµενος από τη φιλοσοφική σχολή Χέγκελ και
ανήκοντας στην κριτική και ιστορική σχολή του Μπάουερ,
προσπάθησε, χωρίς να αρνείται την ύπαρξη του Ιησού, να αποδείξει
ότι η ζωή του, όπως µας τη διηγούνται τα Ευαγγέλια, είναι ένας µύθος,
ένας θρύλος δηµιουργηµένος από τη λαϊκή φαντασία, για τις ανάγκες
του Χριστιανισµού που µόλις είχε γεννηθεί και σύµφωνα µε τις
προφητείες της Παλαιός Διαθήκης. Η άποψή του, καθαρά αρνητική,
την οποία υπερασπίζει µε µια εξαιρετική ευφυΐα και µια βαθιά
πολυµάθεια, είναι µεν αληθινή σε µερικές λεπτοµέρειες, είναι όµως
απολύτως αστήρικτη στο σύνολο και στα ουσιώδη σηµεία της. Εκτός
αυτού, παρουσιάζει τη σοβαρή έλλειψη ότι δεν εξηγεί ούτε το
χαρακτήρα του Ιησού, ούτε τη γέννηση του Χριστιανισµού. Η ζωή του
Ιησού του Στράους είναι ένα πλανητικό σύστηµα δίχως ήλιο. Πρέπει
παρ’ όλ’ αυτά να της αποδώσουµε µια σηµαντική αξία: ότι δηλαδή
µετέφερε το πρόβληµα από τη σφαίρα της δογµατικής θεολογίας στη
σφαίρα της κριτικής των κειµένων και της ιστορίας.
Η ζωή του Ιησού του Ρενάν χρωστά τη λαµπρή της τύχη στα
ανώτερα αισθητικά και φιλολογικά προσόντα,
αλλά ακόµη και στο θάρρος του συγγραφέα, ο οποίος πρώτος τόλµησε
να εξετάσει τη ζωή του Χριστού ως πρόβληµα ανθρώπινης
ψυχολογίας. Το έλυσε; Μετά την καταπληκτική επιτυχία του
βιβλίου, η γενική γνώµη της σοβαρής κριτικής υπήρξε ότι δεν το
έλυσε. Ο Ιησούς του Ρενάν αρχίζει την πορεία του ως γλυκύς ονει-
ροπόλος, ως ενθουσιώδης και αφελής ηθικολόγος* και το τελειώνει
ω ς β ί α ι ο ς θ α υ µ α τ ο π ο ι ό ς , ο ο π ο ί ο ς έ χα σ ε τ η ν α ί σ θ η σ η τ η ς
πραγµατικότητας. “Με όλες τις προφυλάξεις του ιστορικού”, λέει ο
δ3.0ΕΐΐθΓ, “έχουµε ανώ- πιόν µας την πορεία ενός υγιούς πνεύµατος
προς την τρέλα. Ο Χριστός του Ρενάν κυµαίνεται µεταξύ των
υ π ο λ ο γ ι σ µ ώ ν τ ο υ φ ι λ ό δ ο ξο υ κα ι τ ω ν ο ν ε ι ρ ο π ο λη µ ά τ ω ν τ ο υ
φωτισµένου”. Το γεγονός είναι ότι γίνεται ο Μεσαίας χωρίς να το
θέλει και σχεδόν χωρίς να το ξέρει. Δεν αφήνει να του προσδώσουν
αυτό το όνοοµα παρά µόνο για να είναι αρεστός στους αποστόλους
και στο λαϊκό πόθο. Και βεβαίως, µε µια τόσο ασθενή πίστη ένας
αληθινός προφήτης δε δηµιουργεί µια νέα θρησκεία και δεν αλλάζει
την ψυχή της γης. Η ζωή του Ιησού του Ρενάν είναι ένα πλανητικό
σ ύ σ τ η µ α φ ω τ ι ζό µ ε ν ο α π ό έ ν α ν ω χ ρ ό ή λ ι ο , δ ί χω ς ζω ο γ ό ν ο
µαγνητισµό και δίχως δηµιουργική θερµότητα.
Πώς ο Ιησούς έγινε Μεσσίας; Ιδού το πρωταρχικό ερώτηµα, το
ουσιώδες για την κατανόηση του Χριστού. Και ακριβώς εµπρός σε
αυτό το ζήτηµα ο Ρενάν δίστασε και λοξοδρόµησε. Ο ΤΗοοάοτ Κοίτη
κατανόησε ότι έπρεπε να το αντιµετωπίσει ευθαρσώς (ϋα5 ίβύβη ]β$η,
Ζυρίχη 1875, γ' έκδοση). Ο δικός του βίος του Ιησού είναι ο πλέον
αξιοσηµείωτος από όσους γράφτηκαν µετά το βιβλίο του Ρενάν.
Διαφωτίζει το ζήτηµα µε όλο το φως που µπορεί να βγάλει κανείς από
τα κείµενα και από την ιστορία, ερµηνεύοντάς τα εξωτερικά. Αλλά το
πρόβληµα δεν είναι από εκείνα που µπορεί κανείς να λύσει χωρίς τη
βοήθεια της διαίσθησης και της εσωτερικής παράδοσης.
Με αυτό το εσωτερικό φως, που είναι η µύχια λαµπάδα όλων των
θρησκειών και η κεντρική αλήθεια κάθε γόνιµης φιλοσοφίας,
προσπάθησα να ανασυστήσω το βίο του Ιησού στις βασικές του
γραµµές, λαµβάνο- ντας υπ’ όψιν µου όλη την προγενέστερη εργασία
της ι-
στορική κριτικής, η οποία ξεκαθάρισε το έδαφος. Δεν έχω ανάγκη να
καθορίσω εδώ τι εννοώ µε την εσωτερική άποψη, η οποία είναι η
σύνθεση της Επιστήµης και της Θρησκείας. Ολόκληρο αυτό το
βιβλίο είναι η ανάπτυξή της. Θα προσθέσω απλώς, ως προς ό,τι
αφορά την ιστορική και σχετική αξία των Ευαγγελίων, ότι πήρα
τους τρεις συνοπτικούς (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά) ως βάση, και
τον Ιωάννη ως το άδυτο της εσωτερικής διδασκαλίας του Χριστού,
ενώ συγχρόνως παραδέχοµαι τη µεταγενέστερη σύνταξη και τη
συµβολική τάση του Ευαγγελίου αυτού.
Τα τέσσερα Ευαγγέλια, που πρέπει κανείς να τα ελέγχει και να τα
διορθώνει το ένα µέσω του άλλου, είναι µεν εξίσου αυθεντικά, αλλά
σε διαφορετικούς βαθµούς. Το κατά Ματθαίον και το κατά Μάρκον
είναι πολύτιµα ευαγγέλια του γράµµατος και των γεγονότων εκεί
βρίσκονται οι δηµόσιες πράξεις και οι δηµόσιοι λόγοι. Ο γλυκός
Λουκάς αφήνει να διακρίνουµε το νόηµα των µυστηρίων υπό τον
ποιητικό πέπλο του θρύλου - είναι το Ευαγγέλιο της Ψυχής, της
Γυναίκας και της Αγάπης. Ο άγιος Ιωάννης µας αποκαλύπτει τα
µ υ σ τ ή ρ ι α α υ τ ά . Β ρ ί σ κο υ µ ε σ ε α υ τ ό ν τ ο β ά θ ο ς κά τ ω α π ό τ η
διδασκαλία, τη µυστική διδαχή, το νόηµα της επαγγελίας, το
εσωτερικό αποταµίευµα. Καλά λοιπόν το ονόµασε ο Κλήµης ο
Αλεξανδρεύς, ένας από τους σπάνιους Χριστιανούς επισκόπους, οι
οποίοι κατείχαν το κλειδί του παγκόσµιου εσωτερισµού. Ευαγγέλιο του
Πνεύµατος. Ο Ιωάννης έχει µια βαθιά άποψη των υπερβατικών
αληθειών που αποκάλυψε ο Δάσκαλος και έναν ισχυρό τρόπο να τις
συγκεφαλαιώνει. Γι’ αυτό έχει ως σύµβολο τον Αετό, που τα φτερά του
διασχίζουν τα διαστήµατα και του οπίου το λαµπερό µάτι τα κατακτά.
134.Η άποψη αυτή, εκ διαµέτρου αντίθετη προς την εµπειρική σχολή
του Αριστοτέλη και του Μοντεσκιέ, υπήρξε ακριβώς η άποψη των
µεγάλων µυηµένων, των Αιγυπτίων ιερέων, καθώς και του Μωυσή
και του Πυθαγόρα. Σηµειώθηκε και διατυπώθηκε µε πολύ δυναµικά
σε ένα έργο, το οποίο παραθέσαµε παραπάνω: Η Αποστολή των
Ιουδαίων του δΗΪπΐ-Υνοδ. Βλ. το αξιοσηµείωτο κεφάλαιο σχετικά µε
την ίδρυση της Ρώµης.
135.Ε\νίΐ1ά, Όίβ ΡτορΚβΙβη, Εισαγωγή.
136.Αυτό είναι το εσωτερικό νόηµα του ωραίου θρύλου των βασιλέων
µάγων, που έρχονται από τα βάθη της Ανατολής να προσκυνήσουν
το παιδί της Βηθλεέµ.
137.υΐύπιζ Οππαοεΐ νεπίΐ ^πι οΗτπιίηΐδ Ηεΐίΐδ,
Μ3£ΠΠδ 30 ΐηΐ6£ΓΟ δΟΟεΙοΓΠΠΙ ΠΗδΟΐΙΙΓ οτάο.
^3ΓΠ Γοάΐΐ 01 νίτ^Ο, ΓΟάοΠΠΐ 531ΠΓΠΪ3. Γ€§ηα;
^ητ ηονπ ρτο^οηΐοδ εοείο άεπήηίΐπτ Η Ι ΙΟ .
Τπ πιοάο ηΕδεεηΐΐ ρποτο, ηπο ίειτβΕ ρτίπιππι Οοδΐηοΐ, αε Ιοίο δπτ^οΐ
§οηδ & ΠΓ €£ πιππάο,
ΟαδίΕ, ί^νε, ί,πεΐπΕ; Ιπαδ ^πι γο^πηΙ Αροΐΐο.
Αδρΐεο εοηνοχο ππΙηπΙοπι ροηάοτο πιππάππη, ΤοΓΓΗδηπε, Ιταείπδηυο
πι^τΐδ, εοοίυπιηυο ρτοΓαπάππι; Αδρΐεο νοπίπτο ΙηοΙεπιπγ υΐ οπιηϊ^
δοοείο.
Βιργιλίου Βουκολικά Δ'.
138.Ο Ηρώδης πέθανε το 4 π.Χ. Οι υπολογισµοί της κριτικής
συµφωνουν γενικώς σήµερα στο να ανάγουν τη γέννηση του Ιησού
σ’ εκείνη τη χρονολογία (Βλ. Κοΐπι, Όα$ Ββύβη ]β5ΐι).
139.Δε θα ήταν καθόλου αδύνατον να γεννήθηκε ο Ιησούς στη Βηθλεέµ
κατά τυχαία σύµπτωση. Αλλά η παράδοση αυτή φαίνεται να
αποτελεί µέρος του κύκλου των µεταγενέστερων θρύλων σχετικά µε
την Αγία Οικογένεια και την παιδική ηλικία του Χριστού.
140.Απόκρυφον Ευαγγέλιον της Μαρίας και της παιδικής ηλικίας του
Σωτήρος, δηµοσιευµένο από τον Τ ΐδεΙιεπ- άοτίΤ.
141.Όλοι θυµούνται τις αριστοτεχνικές περιγραφές της Γαλιλαίος από
το Ρενάν στο βιβλίο του Βίος τον Ιησού, και τις όχι λιγότερο
αξιοσηµείωτες του Ε. ΜεΙεΠΐοτ όο νο- §Π0 στο νογα,ξβ βη 5 γτίβ βί βη
ΡαΙβ5ίΐηβ.
142.Τα µυστικά χρονικά όλων των εποχών καταδεικνύουν ότι κάποιες
ηθικές ή πνευµατικές αλήθειες ανώτερης τάξης έγιναν αντιληπτές
από µερικές εκλεκτές ψυχές, χωρίς τη βοήθεια της λογικής, µε την
εσωτερική θεωρία και υπό µορφή οράµατος. Αυτό είναι ένα ψυχικό
φαινόµενο που δεν το γνωρίζει ακόµα καλά η σύγχρονη επιστήµη,
είναι όµως γεγονός αναµφισβήτητο. Η Κατερίνα ντε Σιέν, κόρη ενός
φτωχού βαφέα, είχε από τεσσάρων ετών εξαιρετικά αξιοσηµείωτους
οραµατισµούς (Βλ. τη βιογραφία της από την Αλβάνα Μηνιάτη, εκδ.
ΡΐδοΗΒ&εΗει·). Ο Σβέντενµποργκ, άνθρωπος της επιστή-
µης, µε γαλήνιο πνεύµα, παρατηρητής και λογικός, άρχισε, σε
ηλικία σαράντα ετών και ενώ ήταν απόλυτα υγιής, να έχει οράµατα
που δε σχετίζονταν καθόλου µε την προηγούµενη ζωή του (Βιογραφία
του Σβέντεν- µποργκ από το Μάτερ, εκδ. Ρ ΟΓΓΪΠ ). Δεν έχω την αξίωση
να θέσω τα φαινόµενα αυτά στην ίδια ακριβώς σειρά µε εκείνα που
συνέβησαν µέσα στη συνείδηση του Ιησού. Απλώς θέλω να
π ι σ τ ο π ο ι ή σ ω τ η ν π α γ κο σ µ ι ό τ η τ α µ ι α ς ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ς α ν τ ί λ η ψ η ς ,
ανεξάρτητης από τις σωµατικές αισθήσεις.
143
144
145
Ιωσήπου, Πόλεµοι των Εβραίων, Β' και Αρχαιολογία 13, 5-9 & 18, 1-5.
Φίλωνα, Περί θεωρητικής ζωής.
146
Κοινά σηµεία µεταξύ των Εσσαίων και των Πυθαγορείων: Η
προσευχή κατά την ανατολή του ηλίου. Τα λινά ενδύµατα. Οι
αδελφικές αγάπες, η ετήσια µαθητεία, οι τρεις βαθµοί µυήσεως, η
οργάνωση του τάγµατος και η κοινότητα των αγαθών, τα οποία τα
δ ι α χ ε ι ρ ί ζο ν τ α ν ε π ί τ ρ ο π ο ι . Ο ν ό µ ο ς τ η ς σ ι ω π ή ς , ο ό ρ κο ς τ ω ν
Μυστηρίων, η διαίρεση της διδασκαλίας σε τρία µέρη: α) Επιστήµη
των παγκοσµίων αρχών ή θεογονία, εκείνο που ο Φίλω- νας ονοµάζει
λογική, β) η φυσική ή η κοσµογονία, γ) η ηθική, δηλαδή ό,τι αφορά
τον άνθρωπο. Σε αυτήν την επιστήµη αφιερώνονταν ειδικά οι
θεραπευτές.
147
Κοινά σηµεία µεταξύ της διδασκαλίας των Εσσαίων και αυτής του
Ιησού: Η αγάπη του διπλανού, προτασσόµενη σαν το πρώτο καθήκον,
η απαγόρευση του όρκου προς πιστοποίηση ης αλήθειας, η απέχθεια
προς το ψέµα, η ταπεινοφροσύνη, ο θεσµός του Δείπνου, παρµένος από
τις αδελφικές αγάπες των Εσσαίων, αλλά µε νέο νόηµα, το νόηµα της
θυσίας.
148
149
Βιβλίο του Ενώχ, Κεφ. 48 και 61. Το χωρίο αυτό καταδεικνύει ότι η
διδασκαλία του Λόγου και της Τριάδας, η οποία βρίσκεται στο
Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Υπήρχε δίπλα στο Ισραήλ πολύ πριν από τον
Ιησού και προερχόταν µέσα από το βάθος του εσωτερικού προφητι-
σµού. Στο βιβλίο του Ενώχ, ο Κύριος των πνευµάτων παριστάνει τον
Πατέρα. Ο Εκλεκτός τον Υιό και η άλλη δύναµη το Άγιο Πνεύµα.
Τάκιτος, Χρονικά, ΣΤ' 28, 31.
Γνωρίζουµε ότι, σύµφωνα µε τα Ευαγγέλια, ο Ιωάννης
αναγνώρισε αµέσως τον Ιησού ως το Μεσσία και τον βάπτισε ως
τέτοιον. Πάνω σε αυτό το σηµείο η διήγησή µου είναι αντιφατική.
Διότι αργότερα ο Ιωάννης, όταν ήταν αιχµάλωτος του Αντίπα στη
Μακερού, ρωτούσε τον Ιησού : “Εσύ είσαι εκείνος που µέλλει να έρθει
ή άλλον να περιµένουµε (Ματθ. ια', 3) Η όψιµη αυτή αµφιβολία
αποδεικνυει ότι ο Ιωάννης µπορεί να είχε µεν υποπτευθεί το Μεσσία
στο πρόσωπο του Ιησού, αλλά δεν ήταν πεπεισµένος γι’ αυτό. Αλλά οι
πρώτοι συντάκτες των Ευαγγελίων, επειδή ήταν Εβραίοι, ήθελαν να
παρουσιάζουν τον Ιησού να λαµβάνει την αποστολή του και το χρίσµα
του από τον Ιωάννη το Βαπτιστή, ο οποίος ήταν Ιουδαίος και λαϊκός
προφήτης.
150 Ο Στράους είπε: “Το γεγονός της ανάστασης δεν µπορεί να εξηγηθεί

παρά µόνο ως µια τσαρλατανιά της παγκόσµιας ιστορίας (οϊπ


ννεΙίΙιϊδΙοηδοΙιεΓ ΗιιπιΒιΐδ)”. Η λέξη είναι µάλλον κυνική παρά
ευφυής και δεν εξηγεί βεβαίως τους οραµατισµούς των αποστόλων
και του Παύλου.

You might also like