Professional Documents
Culture Documents
ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ, ΠΑΤΡΑ 2019
ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ, ΠΑΤΡΑ 2019
ΠΑΤΡΑ, 2019
Η
αιωνιότητα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας δεν
χρειάζεται κανένα επιχείρημα, για να καταδειχθεί.
Δυόμιση χιλιάδες χρόνια ζωντανής της παρουσίας εί-
ναι αρκετά, για να πείσουν τον καθένα για την ξεχωριστή της
αξία, αφού το πέρασμα των καιρών τίποτε δεν κατόρθωσε
να της αφαιρέσει από την μεγαλοσύνη και την παγκοσμιό-
τητα των ιδεών της, που την βαραίνουν. Ακόμη και σήμερα
άλλωστε οι παρεμβάσεις ορισμένων ανθρώπων του θεάτρου
στα κείμενα της με τις ποικίλες διασκευές τους δεν έχουν
ευτυχώς σταθεί ικανές να την καταστρέψουν.
Η μοναδικότητα ωστόσο της αρχαίας ελληνικής τραγω-
δίας δεν οφείλεται μόνο στον δυναμισμό των δημιουργιών
της. Βασικό ρόλο στην ανάπτυξή της διαδραμάτισε και η
Αθήνα, κυρίως του Ε΄ αιώνα π.Χ., που με το δημοκρατικό
της πολίτευμα, μέσα στο πλαίσιο βέβαια του κοινωνικού
συστήματος της δουλοκτησίας, επέτρεψε να φανερωθούν σε
όλα τα είδη του έντεχνου λόγου οι συγκρούσεις των ιδεών,
οι θέσεις και οι αντιθέσεις των κάθε λογής κοσμοθεωριών
και οι αναζητήσεις των ανικανοποίητων στοχαστών της.
Οι τραγικοί ποιητές του Ε΄ αιώνα και στις περιπτώσεις
εκείνες, που ιδεολογικά δεν αποδέχονταν το δημοκρατικό
πολίτευμα, δεν μπορούσαν να μη παίρνουν υπόψη τους τις
αξιώσεις των καιρών τους, που πολλές από αυτές είχαν άμε-
ση σχέση με την κοινωνική ζωή, με την ατομική και ομαδική
ηθική και με τη διαπάλη ανάμεσα στις παληές αρχές και στα
νέα προβλήματα, που έμεναν άλυτα ακόμη. Το βάθος, η λε-
|9
πτότητα και ο πλούτος των σκέψεων των τραγικών, που είχαν
εξωτερικευθεί με την ομορφιά της καλλιτεχνικής έκφρασης
τους, άνοιγαν για όλους τους Έλληνες και πιο πολύ για τους
Αθηναίους τον δρόμο, που χρειάζονταν, προκειμένου να φτά-
σουν στη λύτρωση, η οποία πάντα καταξιώνει την Τέχνη.
Ενώ στην αρχαϊκή περίοδο χαρακτηριστική υπήρξε η
ανάπτυξη της λυρικής ποίησης σε όλες τις μορφές της, η
άνθηση της τραγωδίας πρόσφερε στην κλασσική εποχή ένα
32
| Στον δίκαιο λαό θα φτάσεις
απ’ όλους τους ανθρώπους και στον φιλόξενο,
στους Γάβιους, που ούτε αλέτρι ούτε ξυνάρι
ούτε δικέλλι σκάβει τη γη τους,
αλλά από μόνα σπαρμένα τα χωράφια
πλούσια στους θνητούς προσφέρουν ζωή (21).
Ε
|47
Ο Αισχύλος και οι σύγχρονοί του τραγικοί είχαν καταρ-
γήσει τα όρια, που έβαζε η Τέχνη του καιρού τους για τις
θεατρικές αποδόσεις, χρησιμοποιούσαν τον κόθορνο, για να
γιγαντώνει τον ήρωα, και τη μάσκα, για να τον γενικεύει.
Δεν ήσαν επομένως μόνο οι ιδέες τους τολμηρές, αλλά και
οι τρόποι, με τους οποίους τις εξέφραζαν, χτίζοντας τη δρά-
ση τους πάνω στη σκηνή με τον απαράμιλλο λόγο όχι ενός
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΛΑΖΑΡΗΣ
|53
και το ηρωικό είναι αρχαϊκά στοιχεία, ενώ θεωρούσε το πανούργο,
το φινετσάτο και το να μιλάς με γνωμικά, ότι είναι ξένα με
την τραγωδία. Οπότε εξαιτίας της υπερβολής των προσώπων
του διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. 6. Στη «Νιόβη»
για παράδειγμα η Νιόβη, μέχρι το τρίτο μέρος του δράματος
κάθεται στον τάφο των παιδιών της χωρίς να μιλάει, έχοντας
καλυμμένο το πρόσωπο· το ίδιο και ο Αχιλλέας καλυμμένος στα
«Λύτρα του Έκτορα», δεν μιλάει καθόλου παρά μόνο στην αρχή
ανταποκρινόμενος με λίγες κουβέντες σε έναν διάλογο με τον
Ερμή. 7. Γι’ αυτό στα έργα που σύνθεσε ο ίδιος μπορούν να
56
|
|57
ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
Πρόλογος (1-127)
Πάροδος (128-192)
Ἐπεισόδιον αʹ (193-396)
Στάσιμον αʹ (397-435)
Ἐπεισόδιον βʹ (436-525)
Στάσιμον βʹ (526-560)
Ἐπεισόδιον γʹ (561-886)
Στάσιμον γʹ (887-906)
Ἔξοδος (907-1093)
58
|
|59
ΚΡΑΤΟΣ
Εδώ, στα σύνορα του κόσμου φτάσαμε,
εδώ, στη μακρινή Σκυθία2, σε μια απάνθρωπη ερημιά.
Ήφαιστε3, ασχολήσου τώρα με ό,τι σε διέταξε ο Πατέρας.
Αυτόν εδώ τον άνθρωπο πάνω στα βράχια,
που κρέμονται στην άβυσσο, πρέπει να δέσεις,
με αλυσίδες ατσάλινες, να μη μπορεί να λυθεί.
Γιατί το δικό σου λουλούδι, τη σπίθα όλων των τεχνών,
αυτός το ’κλεψε και στους ανθρώπους το χάρισε.
Μεγάλη η αμαρτία του και στους θεούς θα δώσει λόγο.
Να μάθει να δέχεται και να αγαπά την εξουσία του Δία4
και να σταματήσει τη μανία του να κάνει καλό στους ανθρώπους.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Εσείς οι δύο, Κράτος5 και Βία6, τη διαταγή του Δία
την εκτελέσατε και τίποτα δεν σας εμποδίζει να φύγετε.
Εγώ όμως; εδώ στα ψηλά, στα χιονισμένα φαράγγια, πώς να
δέσω με το στανιό θεό και συγγενή μου; Δεν το βαστά η ψυχή
μου. Μα πρέπει να γίνει. Θα σφίξω την καρδιά μου.
Είναι βαρύ να παρακούς τα λόγια του πατέρα.
Προμηθέα, μεγαλόψυχε, παιδί της ορθόβουλης Θέμιδας7, εδώ
ψηλά στην ερημιά, ενάντια στη δική σου και στη δική μου θέληση
|61
θα σε καρφώσω
και ούτε φωνή, ούτε κανενός ανθρώπου την όψη δε θα βλέπεις,
µα απ’ του ήλιου τη φωτιά ψημένος τ’ άνθος της όψης σου θ’
αλλάξεις και τη νύχτα την πολύχρωμη θα λαχταράς να φτάσει,
το φως για να σκεπάσει ώσπου να βγει ο ήλιος και την πρωινή
δροσιά και πάλι να σκορπίσει.
Κι έτσι κάποιο θα ’χεις κακό να τυραννιέσαι πάντα,
χωρίς να βρίσκεται κανείς να σε γλυτώσει.
ΚΡ.
Λοιπόν, τι περιμένεις; Τι είναι αυτή η ανώφελη λύπη σου;
Γιατί δεν μισείς και συ αυτόν που είναι μισητός στους θεούς;
Αυτός εδώ δεν είναι που δώρισε τη φωτιά, τη δική σου φωτιά, στους
θνητούς;
ΗΦ.
Είναι δύσκολο να είσαι συγγενής και φίλος.
ΚΡ.
Συμφωνώ. Αλλά πώς είναι δυνατόν να παρακούς τις διαταγές
του Πατέρα; Δε φοβάσαι;
ΗΦ.
Ήσουν και θα είσαι σκληρός και κακία γεμάτος.
62
| ΚΡ.
Τα κλάματα γι’ αυτόν δεν ωφελούν. Και συ, με όσα δεν οφελούν,
μάταια μην κουράζεσαι.
ΗΦ.
Αχ τέχνη μου, πόσο μου είσαι μισητή.
ΚΡ.
Γιατί μισητή; Γι’ αυτά που τώρα υποφέρεις, είναι φανερό, ότι δεν
είσαι εσύ υπεύθυνος, ούτε η τέχνη σου.
ΚΡ.
Όλα είναι βαριά εκτός κι αν είσαι των θεών αφέντης: γιατί
κανένας, εκτός από τον Δία δεν είναι ελεύθερος.
ΗΦ.
Το ξέρω και δε διαφωνώ.
ΚΡ.
Και τότε γιατί δεν τον δένεις; Δες τον με τις αλυσίδες.
Να μην σε δει να αργείς ο Δίας.
ΗΦ.
Έτοιμες είναι οι αλυσίδες.
ΚΡ.
Βάλτες στα χέρια και δέστες δυνατά, χτύπα πιο πολύ,
στον βράχο κάρφωσέ τον.
ΗΦ.
Τελειώνω, όπου να ’ναι.
ΚΡ.
Χτύπα κι άλλο, σφίγγε, μη χαλαρώνεις τα δεσμά.
Είναι ικανός να σου ξεφύγει κάτω από δύσκολες συνθήκες. |63
ΗΦ.
Αυτό το χέρι καρφώθηκε. Είναι αδύνατον να ελευθερωθεί.
ΚΡ.
Και στ’ άλλο βάλε γερό χαλκά, να μάθει με τον Δία να μη τα
βάζει.
ΚΡ.
Την μέγγενη τη γερή βάλε τώρα, με ατσάλινα καρφιά: γερά να
την αλυσοδέσεις γύρω από το στήθος.
ΗΦ.
Αχ, Προμηθέα, κλαίω για τα βάσανά σου.
ΚΡ.
Ακόμα διστάζεις; Υποφέρεις για κάποιον που είναι εχθρός του
Δία;
Εύχομαι για τα δικά σου βάσανα ποτέ μην κλάψεις.
ΗΦ.
Μα δεν βλέπεις; Δεν είναι ανυπόφορο ένα τέτοιο θέαμα;
ΚΡ.
Βλέπω. Θα πάρει αυτά που του αξίζουν. Πέρνα τώρα γύρω από
τις μασχάλες του κι άλλες αλυσίδες.
ΗΦ.
Το κάνω γιατί πρέπει. Σταμάτα όμως να μου δίνεις, διαταγές.
ΚΡ.
64
| Και θα σε διατάζω και θα σε χουγιάζω.
Πιο κάτω τώρα, στα σκέλια πέρασε τις αλυσίδες.
ΗΦ.
Ωραία τέλειωσε κι αυτό. Δεν χρειαζόταν πολύ κόπο.
ΚΡ.
Είναι χαλαρά τα καρφιά, χτύπα κι άλλο, γιατί θα είναι αυστηρός
αυτός που θα σε κρίνει για τούτο το έργο.
ΚΡ.
Εσύ κάνε τον μαλακό. Για τη δική μου αδιαντροπιά και τη
σκληρότητα μη σε νοιάζει.
ΗΦ.
Πάμε τώρα. Αλυσοδεμένο είναι ΄όλο το κορμί του.
(Φεύγει ο Ήφαιστος)
ΠΡ.
Θεϊκέ αιθέρα και γρήγοροι φτερωτοί ανέμοι,
και σεις πηγές των ποταμών και των κυμάτων της θάλασσας
αμέτρητο γέλιο και μάνα ολονών Γη και συ που όλα τα βλέπεις
Ήλιε,
δείτε τι παθαίνω εγώ, αν και θεός, από θεούς.
|65
Κοιτάξτε από πόσα βάσανα χτυπημένος χιλιάδες χρόνια θα
παλέψω.
Ήταν αυτός, ο νέος αφέντης των ευλογημένων, ήταν αυτός που
σχεδίασε για μένα αυτές τις αλυσίδες, που δεν μου ταιριάζουν.
Ωιμέ, για τις τωρινές και για τις μελλούμενες συμφορές μου
στενάζω.Πότε θα τελειώσουν αυτά τα βάσανα;
Μα τι λέω; Εγώ προβλέπω κάθε πράγμα και το μέλλον είναι
ξεκάθαρο: άλλο κακό αναπάντεχο δεν θα ’ρθει.
Τώρα όμως για τη δική μου τύχη δεν μπορώ ούτε να φωνάξω,
ούτε να σωπάσω.
Γιατί για να χαρίσω τα δώρα μου στους ανθρώπους
έμπλεξα ο ταλαίπωρος με αυτές τις συμφορές.
Τη φωτιά εγώ την έκλεψα βάζοντάς την σε κούφιο ξύλο
και δάσκαλο την έκανα για κάθε τέχνη για τους ανθρώπους:
Έλαμψε γι’ αυτούς μια ζωή σωτήρια, πλούτο ο κόσμος γέμισε.
Και τώρα, γι’ αυτό το φταίξιμο πρέπει να πληρώσω,
εδώ αλυσοδεμένος, κρεμασμένος στο ξάγνατο.
Πω πω, τι αχός είναι αυτός; Ποια περίεργη μυρωδιά με χτυπά;
Θεικιά μήπως είναι ή ανθρώπινη ή και τα δυο μαζί;
Ήρθε ‹κάποιος› εδώ στα πέρατα της γης
τα βάσανά μου για να δει;
Ή μήπως για κάτι άλλο;
Με βλέπετε ταλαίπωρο θεό δεσμώτη, του Δία εχθρός
και μισημένο όλων των άλλων θεών που τον ακολουθούν,
επειδή τους θνητούς πολύ αγάπησα.
ΠΑΡΟΔΟΣ
(Μπαίνει ο χορός των Ωκεανίδων8 πάνω σε φτερωτό άρμα)
ΠΡ.
Αχ, αχ,
εσείς κόρες της πολύτεκνης Τηθύος9,
παιδιά του Ωκεανού, πατέρα των θεών και της φύσης
που με ακοίμητο ρέμα νερού όλη τη γη περιβάλλει,
κοιτάξτε με, δείτε με τι αλυσίδες είμαι καρφωμένος
σ΄ αυτό εδώ το φαράγγι. Πάνω σε βράχο ψηλό
θλιβερή φρουρά θα κρατήσω.
ΠΡ.
Μακάρι κάτω από τη γη, εκεί,
στον Άδη, των νεκρών καταφύγιο,
στον απέραντο τον Τάρταρο10 να με είχε ρίξει,
με αλυσίδες άρρηκτες για να µην χαίρονταν τουλάχιστο
ή θεός ή όποιος άλλος στα πάθη µου.
|67
Μα τώρα, ένα παιχνίδι είμαι του ανέμου:
το μαρτύριό μου είναι χαρά για τους εχθρούς μου
ΠΡ.
Όμως, έννοια του, κι αν βασανίζομαι δεμένος με τις αλυσίδες
τις σκληρές, μια μέρα θα έχει την ανάγκη μου.
Τη νέα απόφαση, θέλει δε θέλει, από μένα θα μάθει των θεών ο
κυβερνήτης, να του πω μια καινούργια βουλή,
πως θα χάσει και εξουσία και θρόνο.
Με λόγια γλυκά και πειστικά δε θα με ξεγελάσει
Τις απειλές του δεν θα φοβηθώ τη νέα απόφαση να πω:
τις αλυσίδες τις σκληρές πρώτα θα σπάσει
και θα πληρώσει ακριβά γι’ αυτές τις προσβολές.
ΠΡ.
Το ξέρω, ότι είναι σκληρός
68
| και στα χέρια του έχει το δίκιο.
Όμως, θα μαλακώσει κάποτε η οργή του
όταν αυτά που λέω, θα τον τσακίσουν.
Και θάρθει σε μένα που τον περιμένω ανυπόμονα, ανυπόμονος
και ο ίδιος φιλία ξανά να μου ζητήσει.
ΧΟ.
Όλα να μας τα εξηγήσεις:
για ποια αιτία σ’ έπιασε ο Δίας και τώρα σε βασανίζει, άτιμα
και πικρά;
Εξήγησέ μας, εάν δεν σε βλάπτει να μιλάς γι’ αυτά.
ΠΡ.
Και να τα λέω πονάω, κι όταν σωπαίνω πονάω πάλι. Από παντού
κακά και μαύρα.
Ξαφνικά, γεννήθηκε ανάμεσα στους θεούς έχθρα σκληρή και
ρίχνονταν ο ένας ενάντια στον άλλον: άλλοι ζητούσανε να ρίξουν
απ’ τον θρόνο τον Κρόνο και να πάρει ο Δίας την εξουσία,
κι άλλοι το αντίθετο προσπαθούσαν, να µη γίνει ποτέ του ο Δίας
των θεών αρχηγός.
Τότε εγώ με τις καλύτερες συμβουλές προσπάθησα να πείσω
τους Τιτάνες,
τους γιους της Γης12 και τ’ Ουρανού, αλλά δεν τα κατάφερα:
γιατί περιφρονώντας τους γλυκούς τους τρόπους, στου λογισµού
τους την αποκοτιά, νομίζαν
χωρίς κόπο με τη δύναμή τους να νικήσουν.
Η μάνα µου, Θέµις και Γαία –μια μορφή με πολλά ονόματα–
πολλές φορές μου τόχε προφητέψει, πως τίποτα δεν είναι να γίνει
µε τη βία,
μα με το δόλο όποιοι μπορέσουν θα νικήσουν.
Κι όταν εγώ τους τα ‘λεγα και τα εξηγούσα σημασία δεν μου
δίνανε καμιά.
|69
Το πιο καλό λοιπόν που ‘χα να κάνω τότε, ήταν να πάω µε τη
μάνα μου μαζί με τη μεριά του Δία. Έτσι το ‘θελε ο θεός.
Χάρη στις δικές μου συμβουλές η μαύρη άβυσσος, του Τάρταρου
η κρυψώνα, τώρα σκεπάζει τον Κρόνο τον παμπάλαιο µε τους
συμμάχους του.
Κι όμως ενώ τέτοια καλά είδε από µένα
ο τύραννος των θεών, µε αντάμειψε με τούτα εδώ τα βάσανα.
Γιατί αυτό είναι το κακό της τυραννίας στους φίλους να μην έχει
ΧΟ.
Προμηθέα, έχει σκληρή καρδιά και από πέτρα καμωμένη, όποιος
δε συμμερίζεται τα βάσανά σου.
Μακάρι να μην τα έβλεπα.
Πονάει η καρδιά μου.
ΠΡ.
Αλήθεια, θέαμα ελεεινό είμαι για τους φίλους μου.
70
| ΧΟ.
Όμως για πες μου. Μήπως προχώρησες πιο πέρα ακόμη;
ΠΡ.
Τους έμαθα τον θάνατο να μην έχουν μπροστά στα μάτια τους.
ΧΟ.
Ποιο φάρμακο ανακάλυψες για την αρρώστια αυτή;
ΧΟ.
Δώρο πολύτιμο χάρισες στους θνητούς.
ΠΡ.
Και τη φωτιά τους έδωσα μετά.
ΧΟ.
Τη λαμπερή φωτιά οι εφήμεροι την έχουν τώρα;
ΠΡ.
Ναι. Και απ’ τη φωτιά θα μάθουνε τέχνες πολλές.
ΧΟ.
Γι’ αυτό λοιπόν ο Δίας…
ΠΡ.
...με τυρρανάει και σε ησυχία δε μ’ αφήνει.
ΧΟ.
Δεν υπάρχει τέλος για τα βάσανά σου;
ΠΡ.
Μονάχα όταν το κρίνει εκείνος.
ΧΟ.
|71
Πώς θα το κρίνει; Τι ελπίδες έχεις; Δεν το βλέπεις
πως αμάρτησες; κι ότι αμάρτησες ούτε σε µένα
καρδιά μού κάνει να το λέω, και σε πονάει και σένα. Μα ας τ’
αφήσουμε τώρα αυτά και κοίτα να βρεις τρόπο απ’ τα δεσμά να
γλιτώσεις.
ΠΡ.
Όποιος απ’ τη συμφορά βρίσκεται μακριά
ΧΟ.
Μόνες μας ήρθαμε, Προμηθέα, στο κάλεσμά σου.
Και με πόδι ελαφρύ την γοργοκίνητη
αφήνουμε άμαξα και μέσα
από το φωτεινό αιθέρα, όπου πετάνε τα πουλιά,
θα κατέβουμε στη γη, να, εδώ ανάμεσα στα βράχια, τα βάσανά
σου για ν’ ακούσουμε, όλα, μέχρι τέλους.
ΩΚΕΑΝΟΣ
Έφτασα επιτέλους, Προμηθέα.
Δρόμο έκανα μακρύ μέχρι να έρθω, πάνω σ’ αυτό το πουλί με
72
| τα γρήγορα φτερά, με σκέψη και χωρίς χαλινάρια κυβερνώντας.
Γι’ αυτό που σου συμβαίνει θέλω να ξέρεις, ότι υποφέρω μαζί
σου.
Είμαστε από την ίδια γενιά και γι’ αυτό, πιστεύω, ότι πρέπει να
σου συμπαρασταθώ.
Αλλά αφήνοντας στην άκρη την συγγένεια, δεν θα βάλω κανέναν
άλλον σε καλύτερη μοίρα από σένα.
Είναι αλήθεια και το γνωρίζεις
πως δεν λέω γλυκόλογα για να περάσει η ώρα.
Έλα, πες µου, τι πρέπει να κάνω για σένα.
ΠΡ.
Α, τι συμβαίνει; Και συ εδώ;
Ήρθες τα βάσανά μου για να δεις;
Πως τόλμησες να αφήσεις τα νερά που φέρνουν τ’ όνομά σου
και τις θαλασσινές βραχοσκέπαστες σπηλιές σου, για ναρθεις
μέχρι εδώ, σ’ αυτή τη γη, του σίδηρου πατρίδα; Ήρθες για να
δεις αλήθεια τα βάσανά μου και την μοίρα μου να συμπονέσεις;
Να, δες τι θέαμα είμαι εγώ, ο φίλος του Δία, εγώ που τον βοήθησε
να γίνει κυβερνήτης! Κοίτα με πόσα βάσανα παιδεύομαι από τον
Δία τον ίδιον.
ΩΚ.
Σε βλέπω, Προμηθέα, και θέλω
να σου δώσω την καλύτερη συμβουλή. Αν και είσαι πάνσοφος
τον εαυτό σου γνώρισε και προσαρμόσου στους νέους τους
κανόνες γιατί καινούργιος είναι αυτός ο βασιληάς, που ηγεμονεύει
τώρα μέσα στους θεούς.
Τραχιά είναι τα λόγια σου κι άλλα μην πεις.
Γρήγορα θα τ’ ακούσει ο Δίας, όσο κι αν ψηλά είναι ο θρόνος του.
Αυτά που τώρα τραβάς απ’ την οργή του
παιχνίδι θα σου φαίνονται αύριο.
Ταλαίπωρε, άφησε την οργή σου,
και κοίτα μονάχα πώς θα γλυτώσεις απ’ αυτές τις συμφορές.
Ίσως να σου φαίνονται λόγια ξεπερασμένα αυτά που σου μιλώ,
όμως, να, η ανταμοιβή ποια είναι της γλώσσας,
|73
που τα μεγάλα τα λόγια ξέρει.
Ωστόσο συ ποτέ σου υπάκουος, στα βάσανα δεν λυγίζεις,
µα ζητάς κι άλλα να προσθέσεις
στα τωρινά. Άκουσε τις συμβουλές µου,
και μην περπατάς ξυπόλητος πάνω στα καρφιά,
αφού το βλέπεις πως είναι σκληρός και υπερόπτης ο νέος
μονάρχης χωρίς να δίνει σε κανέναν λογαριασμό.
Τώρα εγώ πηγαίνω και θα δω αν υπάρχει τρόπος
ΠΡ.
Σε ζηλεύω που βρίσκεσαι έξω από κάθε αιτία,
ενώ σε όλα έλαβες μέρος.
Άσε με όμως τώρα. Έγνοια σου.
Τη γνώμη βέβαια του Δία δεν αλλάζεις, γιατί εύκολα δεν πείθεται.
Μονάχα κοίταξε µην πάθεις κι ο ίδιος τίποτε κακό μ’ αυτόν που
πήρες τον δρόμο.
ΩΚ.
Είσαι, από τη φύση σου, ικανός να σκέφτεσαι τους άλλους παρά
τον εαυτό σου. Το δείχνουν οι πράξεις σου, κι όχι μόνο τα λόγια
σου. Όμως εγώ θέλω να φύγω· το θέλω και μή ζητάς να με
εμποδίσεις. Είναι καύχημα, ένα μεγάλο καύχημα για μένα, αν ο
Δίας, μου κάνει αυτή τη χάρη.
ΠΡ.
Για τα λόγια αυτά σ’ ευγνωμονώ και δεν θα ξεχάσω ποτέ, που
νοιάζεσαι για μένα.
Όμως μάταια θα κουραστείς και δεν θα μ’ ωφελήσεις.
Κάθισε ήσυχος λοιπόν και μείνε έξω απ’ όλα αυτά.
Γιατί αν εγώ υποφέρω, ποτέ µου
74
| δε θα ‘θελα εξαιτίας µου και άλλοι να υποφέρουν.
Όχι, µου φτάνει τ’ αδελφού µου του Άτλαντα
η μοίρα, που στους τόπους της Εσπερίας
στέκεται στηρίζοντας στις πλάτες του την κολόνα
τ’ ουρανού και της γης - βάρος αβάσταχτο.
Κι ακόμα είδα και πόνεσα της Γαίας το παιδί
που ‘χε για σπίτι του τις σπηλιές της Κιλικίας,
τον Τυφώνα14,
τέρας φριχτό, να τον δαμάζει η βία. Είχε
αντισταθεί σ’ όλους τους θεούς,
ΩΚ.
Μα δεν το ξέρεις Προμηθέα, ότι τα λόγια μπορούν να γιατρέψουν
την οργή; |75
ΠΡ.
Αν κάποιος την κατάλληλη στιγμή την καρδιά μαλακώσει, και
σκληρά δεν την πιέσει εκεί που την πονά.
ΩΚ.
Νοιάζομαι για σένα και δεν φοβάμαι, μα να καταλάβω δεν μπορώ
γιατί να είναι επιζήμιο αυτό. Μάθε με να το ξέρω.
ΩΚ.
Άσε µε να αρρωστήσω από αυτό το κακό. Κάποιες φορές είναι
καλύτερο έξυπνος να είσαι μα να φαίνεσαι ανόητος.
ΠΡ.
Δικό µου θα φανεί, ότι είναι αυτό το λάθος.
ΩΚ.
Τα λόγια σου με στέλνουνε εκεί απ’ όπου ήρθα.
ΠΡ.
Μη σε κάνει εχθρό η λύπη σου για μένα.
ΩΚ.
Αυτού που τώρα ανέβηκε στον παντοδύναμο τον θρόνο;
ΠΡ.
Απ’ αυτόν φυλάξου, μην οργιστεί καμμιά φορά μαζί σου.
ΩΚ.
Η συμφορά σου με διδάσκει, Προμηθέα.
ΠΡ.
76
| Φύγε, φρόντισε τον εαυτό σου, και μην αλλάζεις γνώμη.
ΩΚ.
Αφού φωνάζεις, φεύγω. Το τετράποδο πουλί θα σηκώσει
στον πλατύ ουρανό τα φτερά του. Και ευτυχισμένο ύστερα τα
γόνατα θα λυγίσει στον στάβλο για να ξεκουραστεί.
(Φεύγει ο Ωκεανός)
[στρ. γ΄]
Ως τώρα έναν μονάχα γνώρισα
άλλον θεόν, να υποτάσσεται, δεμένος
78
|
ΧΟ.
Σκληρή είναι η τιμωρία σου. Τώρα το μυαλό σου είναι ταραγμένο
και παραδέρνει. Σαν τον κακό γιατρό που αρρώστησε χάνεις το
θάρρος σου. Και τώρα δεν ξέρεις πια να βρεις για σένα ποιό
φάρμακο θα σε γιατρέψει.
ΠΡ.
Θα ξαφνιαστείς πολύ και τ’ άλλα αν ακούσεις,
τί τέχνες επινόησα και μηχανές!
Το πιο σπουδαίο είναι αυτό: φάρμακα δεν είχανε
να διώχνουν τις αρρώστιες, ούτε απ’ αυτά που τρώγονται
ούτε απ’ αυτά που αλείφονται, και μαραινόταν.
Έτσι δίχως γιατρικά, ώσπου εγώ πάλι
τους έμαθα φάρμακα πώς να φτιάχνουν
την κάθε αρρώστια τους µ’ αυτά να θεραπεύουν.
Εγώ πάλι ξεχώρισα τους τρόπους της μαντείας
κι έκρινα πρώτος, απ’ τα όνειρα ποια πρέπει
να βγουν αληθινά, και τους έμαθα να ξεδιαλύνουν
τα λόγια με νόημα σκοτεινό
και τα συναπαντήματα του δρόμου.
Κι ακόμα τα πετάγματα των άγριων πουλιών
του όρισα, ποιά ευχάριστα και ποιά δυσάρεστα είναι.
80
| Πόλεμο θα έχουμε, αν πάνε δυο δυο
κι αν όλα μαζί, δεν θα ’χουμε μόνο έχθρες,
μα η φιλία θ’ απλωθεί κι η ειρήνη θα βασιλέψει.
Τους έδειξα ακόμη και τι λογής τα σπλάχνα πρέπει να ‘ναι,
τι χρώμα να ’χουν, για ν’ αρέσουν στους θεούς.
Τους έμαθα το μέλλον να ξεχωρίζουν
Από το πώς καίγονται τα κρέατα, και πώς η ωμοπλάτη
και οι φλόγες της φωτιάς τους έμαθα τι θέλουν να μας πουν.
Με μάτια ανοιχτά δεν έβλεπαν καθόλου.
Όλα αυτά εγώ τους τα έμαθα.
ΧΟ.
Όμως εσύ τώρα μη σκέφτεσαι των ανθρώπων το καλό. Δεν είναι
η στιγμή. Με τη δική σου δυστυχία ασχολήσου. Έχω ελπίδες ότι
σύντομα θα σπάσεις τα δεσμά σου
και υπόδουλος δεν θα ’σαι πια στον Δία
ΠΡ.
Η Μοίρα που αποφασίζει το πεπρωμένο δεν όρισε πώς θα συμβεί
αυτό. Θα λυγίσω από χίλια βάσανα προτού λυθώ από τις αλυσίδες
αυτές. H τέχνη μου είναι αδύναμη μπροστά στην ανάγκη.
ΧΟ.
Και ποιος είναι αυτός που κρατάει το τιμόνι της ανάγκης;
ΠΡ.
Οι Μοίρες οι τρεις κι οι Ερινύες, που δεν ξεχνούν.
ΧΟ.
|81
Από αυτές πιο αδύναμος είναι ο Δίας;
ΠΡ.
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον.
ΧΟ.
Και τι έχει αποφασίσει το πεπρωμένο για τον Δία; Ότι πρέπει να
κυβερνά αιώνια;
ΧΟ.
Μεγάλο θα μυστικό είναι έτσι που μας το κρύβεις.
ΠΡ.
Ας αλλάξουμε κουβέντα. Δεν είναι η στιγμή
να μιλήσουμε γι’ αυτό. Πρέπει, όσο γίνεται, να μείνει μυστικό.
Μόνο έτσι, φυλάγοντάς το κρυμμένο, από τις ανάρμοστες τις
αλυσίδες και τα βάσανα θα γλυτώσω.
82
|
[αντ. α΄]
Είναι γλυκό
να περνάς μια πολύχρονη ζωή
με ελπίδες τολμηρές
και να γεμίζει φως η καρδιά και ωραίες σκέψεις.
Σε βλέπω και φρίττω να σε σπαράζουν αμέτρητα βάσανα.
Δε φοβάσαι τον Δία κι αποφασίζεις μόνο σου;
Μεγάλη τιμή πρόσφερες στους θνητούς, Προμηθέα.
[στρ. β΄]
Ποιά χάρη, αγαπημένε, πλήρωσε τη χάρη σου; Πώς θα αμυνθείς;
Τι βοήθεια να σου δώσουν αυτές οι εφήμερες υπάρξεις;
Ανήμπορες, σαν τα φαντάσματα του ονείρου, μια ράτσα τυφλή,
το γένος των ανθρώπων, που προχωράει ανίκανη να δει το φως:
Την αρμονία και την τάξη του Δία δεν μπορούν
οι αποφάσεις των θνητών να παραβούνε.
|83
[αντ. β΄]
Τα έμαθα, όλα αυτά, βλέποντας
τη δυστυχία σου, Προμηθέα.
Θυμάσαι πόσο διαφορετικό ήταν το τραγούδι μας;
Τότε, στα λουτρά, στο νυφικό κρεβάτι, τραγουδούσαμε για την
αδερφή μας την Ησιόνη, όταν φόρτωναν τα προικιά, και την
οδηγούσες, ευτυχισμένη που παντρεύτηκε, στο κρεβάτι σου.
[στρ. α΄]
Και από έναν κέρινο αυλό αντηχεί ο ήχος
που ύπνο φέρνει. Αλίμονο µου πού με οδηγούν πάλι, αυτές οι
ατελείωτες περιπλανήσεις;
Σε τι µε βρήκες να ‘φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τι, και µε τέτοιες
συμφορές µ’ αλυσοδένεις,
οϊμέ, κι έτσι µε τυραννάς;
84
| Κάψε µε με τον κεραυνό σου, με χώμα σκέπασέ με,
Δώσε με τροφή στου πόντου τα θεριά·
Μην περιφρονήσεις, βασιληά, τις ικεσίες μου.
Φτάνει πια με τούτη την περιπλάνηση, κουράστηκα.
Κι ούτε ξέρω πώς μπορώ από τούτα τα βάσανα να ξεφύγω.
ΠΡ.
Όλα θα σου τα πω, όσα λαχταράς να μάθεις,
µε λόγια απλά και καθαρά, δίχως αινίγματα. Με λόγια απλά θα
σου μιλήσω,
όπως είναι σωστό να μιλούν οι φίλοι μεταξύ τους. Έχεις μπροστά
σου αυτόν που χάρισε τη φωτιά στους θνητούς. Ο Προμηθέας
|85
είμαι.
ΙΩ
Ταλαίπωρε Προμηθέα, τόσο καλό κι αν είδαν οι άνθρωποι από
σένα!
Γιατί με τέτοιες συμφορές να τιμωρείσαι;
ΙΩ
Δε θα μου κάνεις τη χάρη να μου πεις;
ΠΡ.
Τι θέλεις, πες μου. Όλα θα τα μάθεις
ΙΩ
Ποιος σε αλυσόδεσε στο φαράγγι;
ΠΡ.
Του Δία είναι η διαταγή και του Ήφαιστου το χέρι.
ΙΩ
Ποια κρίματα με τέτοιες συμφορές πληρώνεις;
ΠΡ.
Είναι αρκετά αυτά που σου έχω πει.
ΙΩ
Πες μου, ο παραδαρμός ο δικός μου, πότε θα έχει τελειωμό;
ΠΡ.
Καλύτερα θα ‘τανε για σε αυτό να μη το μάθεις
86
| ΙΩ
Μη μου το κρύβεις ό,τι είναι γραφτό να πάθω.
ΠΡ.
Δεν θα σου αρνηθώ αυτή τη χάρη.
ΙΩ
Τότε γιατί αργείς; Και δε μου λες τα πάντα;
ΙΩ
Μην νοιάζεσαι. Θα είναι ευχάριστο για μένα να ξέρω.
ΠΡ.
Αφού επιμένεις, πρέπει να στο πω… Άκου λοιπόν.
ΧΟ.
Όχι, όχι τώρα. Δώσε και σε μένα μερτικό από τη χάρη πρώτα
να ακούσουμε απ’ την ίδια να µας πει για τη συμφορά και τις
ολέθριες τύχες της, κι όσ’ άλλα πια της μέλλονται, από σένα ας
τα μάθει.
ΠΡ.
Ιώ, να την κάνεις τη χάρη που σου ζητούν,
μια που είναι μάλιστα και του πατέρα σου αδερφές,
γιατί και να κλάψει κανείς και να θρηνήσει τη μοίρα του,
όταν θα βρει δάκρυα από κείνους πού τον ακούνε, ο κόπος του
δεν πάει χαμένος.
ΙΩ.
Δεν ξέρω πώς μπορώ να σας αρνηθώ.
Ένα προς ένα, καθαρά, θα ακούσετε όλα όσα ζητάτε από μένα,
αν και µε ντροπή θα λέω τη θεόσταλτη µου συμφορά και της
μορφής µου την αλλαγή -αυτό πώς µε βρήκε, την άθλια!
Συχνά τη νύχτα στο παρθενικό µου κρεβάτι μού ερχόταν του
|87
ύπνου τα φαντάσματα και µε λόγια απατηλά μού μιλούσαν:
«Εσύ τόσο τυχερή και ευτυχισμένη κοπέλα, γιατί μένεις παρθένα,
ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη; Γιατί έχει ο Δίας χτυπηθεί
απ’ της επιθυμιάς το βέλος, και θέλει να κάνει έρωτα μαζί σου.
Μα µην απορρίψεις του Δία το κρεβάτι, αλλά πήγαινε στης
Λέρνας τα πλούσια λιβάδια, στου πατέρα σου τα βοσκοτόπια,
για να χορτάσει πόθο του Δία το µάτι.»
Τέτοια όνειρα µε τάραζαν όλες τις νύχτες τη δύστυχη,
ΧΟ.
Αχ! Αχ! Σταμάτα, όχι!
Ποτέ δεν πίστευα
παράξενα τέτοια πράματα
να φτάσουνε στ’ αυτιά μου
κι έτσι ανυπόφορες συμφορές, φρίκες και καταστροφές µε μυτερή
βουκέντρα να µου πληγώσουν τη ψυχή.
Τα πάθη σου είδα και τρόμαξα. ω μοίρα, μοίρα, αλλοίμονό µου!
ΧΟ.
Λέγε, όλα φανέρωσέ τα. Είναι στους αρρώστους καλό να ξέρουν
από πριν, τι τους περιμένει.
ΠΡ.
Εύκολα πριν έγινε αυτό που µου ζητήσατε, γιατί θέλατε πρώτα
ν’ ακούσετε απ’ αυτήν τα τόσα βάσανά της. Ακούτε τώρα και τα
υπόλοιπα, όσα πρέπει από την Ήρα η κόρη αυτή να δοκιμάσει.
Και συ, Ιώ, του Ινάχου κόρη, βάλ’ τα καλά µες στο μυαλό σου τα
λόγια τούτα, τους δρόμους σου για να γνωρίζεις.
Πρώτ’ απ’ εδώ προς την ανατολή φύγε και θα προχωρήσεις
γραμμή σε χέρσα χωράφια και γρήγορα στους νομάδες Σκύθες
θα φτάσεις,
που ’χουν για σπίτια, στέγες πλεχτές ψηλά πάνω σ’ αμάξια, και
τόξα θα δεις στους ώμους τους πάντα να κρεμάνε.
Κοντά τους να μη πας μα την ακτή να βρεις.
Και με θαλασσόβρεχτα ποδάρια πέρνα από τα βράχια της
ακρογιαλιάς και βγες από τη χώρα.
Έπειτα κατά το αριστερό σου χέρι οι σιδεράδες
Χάλυβες κατοικούν, που πρέπει ν’ αποφύγεις, γιατ’ είναι άγριοι
πολύ και εχθρικοί στους ξένους.
Ύστερα στον Υβριστή –όνομα και πράμα– θα φτάσεις ποταμό.
Μην τον περάσεις, γιατί εύκολα δεν περνιέται παρ’ όταν έρθεις
|89
στου Καυκάσου αυτό το μέρος, του πιο ψηλού βουνού, που ο
ποταμός ξεχύνει προς τα κάτω την ορμή του, κι αφού περάσεις
τις κορυφές που με τ’ άστρα γειτονεύουν, τον δρόμο πάρε για
τον νότο. Τις αντρομάχες Αμαζόνες20 εκεί θα δεις. Αυτές μια
μέρα θα κατοικήσουν τη Θεµίσκυρα, τριγύρω απ’ τον ποταμό
Θερµώδοντα, το άγριο σαγόνι του Σαλμυδηστού μέσα στη
θάλασσα, εχθρού των ναυτών και μητριά για τα καράβια.
Αυτές πρόθυμα θα σ’ οδηγήσουν και στον Κιµµέριο πορθμό θα
ΙΩ
Αχ, αχ αλλοίμονό μου.
ΠΡ.
Πάλι αναστενάζεις και βογκάς! Και τι θα κάνεις
όταν σου πω και τ’ άλλα βάσανα που θα πάθεις;
ΧΟ.
Κι άλλα βάσανα γι’ αυτήν θα πεις;
ΠΡ.
Ολόκληρο άγριο πέλαγος μαύρης φουρτούνας.
ΙΩ
Τότε τι κέρδος έχω να ζω; Καλύτερα δεν θάταν να πέσω τώρα κιόλας
90
| απ’ αυτόν εδώ τον άγριο βράχο;
και βροντοχτηπημένη να απαλλαγώ από όλα τα βάσανά μου;
Καλύτερα να πεθάνω μια και καλή παρά να υποφέρω κάθε μέρα με
τέτοιον πόνο.
ΠΡ.
Τα δικά μου βάσανα μπορείς ν’ αντέξεις, γιατί η μοίρα μου δεν λέει
να πεθάνω. Γιατί αλήθεια είναι, ο θάνατος τα βάσανα τελειώνει.
Δεν βλέπω μπροστά μου κανένα τέλος στα πάθη µου, πριν πέσει
ο Δίας από τον θρόνο.
ΠΡ.
Θα χαιρόσουνα, νομίζω, να δεις μια τέτοια τύχη.
ΙΩ
Πώς όχι, αφού εξαιτίας του Δία υποφέρω;
ΠΡ.
Μπορείς λοιπόν να χαίρεσαι γιατί αυτό θα γίνει.
ΙΩ
Και από ποιόν άλλον τύραννο τα σκήπτρα του θα χάσει;
ΠΡ.
Από τον εαυτό του, με τις ανόητές του αποφάσεις.
ΙΩ
Με ποιόν τρόπο; Πες μου, αν δεν βλάφτει.
ΠΡ.
Θα παντρευτεί μια γυναίκα και θα μετανιώσει πικρά γι’ αυτό.
ΙΩ
Με θεά ή με θνητή; Μίλα, αν μπορείς.
ΠΡ.
|91
Τι σημασία έχει; Δε μπορώ να σου το πω.
ΙΩ
Μήπως η γυναίκα του τον διώξει απ’ τον θρόνο;
ΠΡ.
Θα κάνει γιο πιο δυνατό απ’ τον πατέρα του!.
ΠΡ.
Όχι, απ’ τις αλυσίδες αυτές πρώτα αν δεν λυθώ.
ΙΩ
Και ποιος θα σε λύσει, αν ο Δίας δεν το θέλει;
ΠΡ.
Δικού σου απογόνου μακρυνού χρέος θα είναι.
ΙΩ
Μα τι λες; Πώς δικό μου παιδί θα σε ελευθερώσει από τα βάσανά
σου;
ΠΡ.
Στην τρίτη τη γενιά θα γίνει, ύστερα από άλλες δέκα.
ΙΩ
Αυτούς σου τώρα τους χρησμούς δεν τους καταλαβαίνω.
ΠΡ.
Καλύτερα, τις συμφορές τις άλλες να μη μάθεις.
ΙΩ
92
| Τη χάρη που μού έταξες μην μου την πάρεις πίσω.
ΠΡ.
Υπάρχουν δυο ιστορίες. Μόνο τη μια θα σου χαρίσω.
ΙΩ
Ποιές; Εξήγησε μου και γω θ’ αποφασίσω.
ΠΡ.
Σ’ αφήνω, διάλεξε, τί θες. Τα βάσανα τα άλλα, τα μεγάλα
ή ποιος θα λύσει εμένα;
ΠΡ.
Αφού το θέλετε πολύ δεν θα σου το αρνηθώ. Όλα θα σας τα πω
όσα λαχταράτε ν’ ακούσετε και πρώτα εσένα τους πολυπλάνητούς
σου, Ιώ, θα πω τους δρόμους, και γράφ’ τους καλά στο νου σου.
Αφού θα περάσεις το ρέμα πού χωρίζει τις δυο ηπείρους, προς
την λαμπρή ανατολή θα πας, εκεί όπου βγαίνουν του ήλιου οι
ακτίνες. Θα περάσεις της θάλασσας τα κύματα τα βουερά και
θα φτάσεις στους κάμπους τους Γοργόνειους της Κισθήνης, όπου
κατοικούν οι Φορκίδες, οι τρεις μακροζώητες κόρες
με τη μορφή του κύκνου και μ’ ένα δόντι, µ’ ένα μονάχα µάτι και
για τις τρεις τους, που του ήλιου τις αχτίνες, ούτε της νύχτας το
φεγγάρι, ποτέ δε βλέπουν. Εκεί κοντά είναι και οι μισητές απ’
τους θνητούς, τρεις αδερφές τους, οι Γοργόνες, με τα φτερά και
τις φιδίσιες πλεξούδες που όποιος τις δει δεν έχει πια ζωή.
Στο λέω, για να προσέχεις.
Μα άκουσε κι άλλο φοβερό θέαµα ακόμη, γιατί και απ’ τα άγρια
σκυλιά του Δία, τους Γρύπες, µε τα κοφτερά σαγόνια, πρέπει να
φυλαχτείς κι απ’ τον στρατό των μονόφθαλμων καβαλάρηδων,
των Αριµάσπων, που στις όχθες του χρυσοφόρου ποταμού
Πλούτωνα κάθονται γύρω. Σ’ αυτούς µην πας κοντά. Μετά θα
φτάσεις σε χώρα μακρινή µαύρων ανθρώπων που ζουν εκεί που
|93
ο ήλιος βγαίνει, στο ποτάμι κοντά που Αιθίοπα το λένε.
Αυτού τις όχθες ακολούθησε και τράβα ώσπου να βρεις τον
καταρράχτη, όπου τα ήρεμα καλόπιοτα νερά του κατεβάζει ο
Νείλος από τα Βύβλινα όρη. Μαζί θα φτάσετε στην τρίγωνη γη
όπου την μακρυνή την αποικία
εσύ κι οι γιοι σου είναι γραφτό, Ιώ, να χτίσετε.
Από όλα αυτά, αν κάτι δεν είναι καθαρό, εάν δεν το κατάλαβες,
ζήτα μου να στο εξηγήσω.
ΧΟ.
Αν μένει ακόμα κάτι απ’ την καταστροφική την περιπλάνηση, ή
έχεις αφήσει τίποτε να πεις ακόμη, λέγε.
Μα αν τα είπες όλα, τη χάρη που υποσχέθηκες,
τώρα θα μας την κάνεις. Θυμάσαι ποιά.
ΠΡ.
Όλη την πορεία της ως το τέλος την έχει ακούσει αυτή, µα για να
δει πως μάταια δεν μιλάω, γρήγορα θα πω κι όσα είχε περάσει
πριν έρθει εδώ, δίνοντας τούτο απόδειξη για τ’ άλλα που είπα.
Και για να μην λέω πολλά λόγια αμέσως θα πω για τον στερνό
παραδαρμό σου.
Λοιπόν, αφού έφτασες στων Μολοσσών τη χώρα και στη Δωδώνη
με τα ψηλά βουνά, όπου βρίσκεται του Δία του Θεσπρωτού το
μαντείο και ο θρόνος, θαύμα απίστευτο είδες, οι δρύες να σου
μιλούν με λόγια καθαρά κι όχι µ’ αινίγματα και είπαν πως θα
γίνεις γυναίκα του Δία
- σού αγγίζει την καρδιά τίποτ’ απ’ όλα τούτα;
Εκεί τον ένιωσες τον πόθο τον μεγάλο και περπατώντας
γιαλό γιαλό στον πλατύ της Ρέας κόλπο φτάνεις, απ’ όπου πίσω
γύρισες σε νέες φουρτούνες.
Το πέλαγος αυτό μια μέρα, να το ξέρεις,
Ιόνιο θα το πουν, για να θυμίζει την πορεία σου στον κόσμο όλο.
Αυτά να έχεις ως σημάδια, πως βλέπει κάτι περισσότερο κι απ’
94
| το φανερό εμένα ο νους µου.
Τώρα για σας κι αυτήν μαζί θα πω όσα μένουν
γυρνώντας πίσω στων λόγων τα παλιά τα χνάρια.
Υπάρχει μια πόλη, η Κάνωβος, στην άκρη της γης,
στου Νείλου απάνω τις εκβολές.
Εδώ σε φέρνει πάλι ο Δίας στα λογικά σου µε χέρι ατρόμητο
αγγίζοντάς σε - µε επαφή µόνο.
Έτσι μαύρο γιο απ’ τον Δία θε να γεννήσεις, τον Έπαφο, που
όση γη ποτίζει ο Νείλος ο πλατύς θα εξουσιάσει. Κι απ’ αυτόν
πέμπτη γενιά οι πενήντα κόρες στο Άργος θα ’ρθούνε μια μέρα
(Η Ιω φεύγει τρέχοντας.)
[αντ.]
Ποτέ, ποτέ αθάνατες Μοίρες
δεν πρόκειται να δείτε
να πέφτω εγώ στου Δία το κρεβάτι
μα ούτε ποτέ θα ετοιμαστώ για γάμο με κάποιον από τους γιους
του Ουρανού.
Φοβάμαι να βλέπω την Ιώ, που τους άντρες δεν τους θέλει,
την παρθενιά της στον Δία να χαρίζει.
Είναι σκληρή η Ήρα και θα την βασανίσει
[επωδός]
Για μένα, θέλω γάμο με τους ομοίους μου, γάμο χωρίς φόβο·
Και να μη δω κάποιον από τους ισχυρούς θεούς
96
| να ρίχνει πάνω μου το βλέμμα του,
που να αποφύγω δεν μπορώ.
Είναι ένας ακαταμάχητος πόλεμος, ένας δρόμος χωρίς σωτηρία.
Τί θ’ απογίνω, δεν ξέρω.
Δεν βλέπω πώς θα μπορέσω να ξεφύγω από του Δία τη βουλή;
ΧΟ.
Αυτό, που σου χρειάζεται το κακομελετάς του Δία.
ΠΡ.
Θα γίνει αυτό που λέω, αυτό που επιθυμώ.
|97
ΧΟ.
Και πρέπει να περιμένουμε, ότι κάποιος θα διαφεντέψει τον Δία;
ΠΡ.
Ναι. Και βάσανα χειρότερα απ’ τα δικά μου ο Δίας θα ’χει.
ΠΡ.
Τί να φοβάμαι, αφού δεν γίνεται να πεθάνω;
ΧΟ.
Κι αν σε μαρτύρια φρικτότερα θελήσει να σε ρίξει;
ΠΡ.
Ας το κάνει. Τώρα πια όλα τα περιμένω.
ΧΟ.
Είναι σοφοί, όσοι µπρος στην Αδράστεια σκύβουν.
ΠΡ.
Σκύψε λοιπόν, προσκύνα, χάιδευε πάντα εκείνον
που εξουσιάζει. Εγώ για ένα μηδενικό τον λογαριάζω. Ας κυβερνά
κι ας κάνει του κεφαλιού του, όσος καιρός του μένει ακόμα
γιατί δε θα ‘ναι για πολύ των θεών αφέντης.
Μα να, βλέπω τώρα αυτόν του Δία τον αγγελιοφόρο,
του νέου του τυράννου τον πρόθυμο υπηρέτη,
που κάποιο βέβαια καινούριο μήνυμα θα μας φέρνει.
98
| ΕΡΜΗΣ
Σε σένα μιλάω τον σοφό, που ‘σαι γεμάτος πίκρα,
που στους θεούς αμάρτησες και πήγες να δώσεις
στους ανθρώπους τιμές, της φωτιάς λέω τον κλέφτη.
Διαταγή στέλνει ο πατέρας να φανερώσεις
αυτούς τους γάμους, που καυχιέσαι πως θα γίνουν
τάχα αφορμή εκείνος το θρόνο του να χάσει.
Κι αυτά, όχι µ’ αινίγματα, απλά και καθαρά να πεις.
Και μη µε βάλεις να κάνω διπλούς δρόμους, γιατί βέβαια βλέπεις
πως με τέτοια δεν μαλακώνει ο Δίας.
ΕΡ.
Αυθάδειες όμοιες με τις προηγούμενες! Μα κοίτα σε τι λιμάνι σε
φέρανε οι συμφορές σου ναυαγό.
ΠΡ.
Μ’ αυτή σου τη λατρεία που ‘χεις, να το ξέρεις,
εγώ ποτέ δε θ’ άλλαζα τη συμφορά µου
και βέβαια καλύτερα σ’ αυτόν τον βράχο σκλάβος
παρά να ’µαι μαντατοφόρος πιστός του πατέρα Δία.
Έτσι είναι δίκαιο να βρίζονται κείνοι που βρίζουν.
ΕΡ.
Καμαρώνεις μου φαίνεται για τα τωρινά σου βάσανα. |99
ΠΡ.
Καμαρώνω; Να καμαρώνω έτσι θα ήθελα πολύ
και όλοι οι εχθροί μου. Και σένα μαζί τους σε βάζω.
ΕΡ.
Μην ρίχνεις το φταίξιμο γι αυτά σε μένα.
ΕΡ.
Απ’ αυτά που ακούω καταλαβαίνω, ότι είσαι τρελός.
ΠΡ.
Αν είναι τρέλα το μίσος στους εχθρούς, είμαι τρελός.
ΕΡ.
Πολύ θα υποφέραμε, αν είχες εσύ εξουσία
ΠΡ.
Αλλοίμονο!
ΕΡ.
Αυτή τη λέξη ο Δίας δεν την ξέρει.
ΠΡ.
Ο χρόνος όμως που γερνά όλα μας τα μαθαίνει.
ΕΡ.
Ωστόσο εσύ δεν έμαθες φρόνιμος να είσαι.
ΠΡ.
100
| Και βέβαια. Άλλωστε δεν θα μιλούσα με έναν υπηρέτη.
ΕΡ.
Φαίνεται δεν θα πεις ό,τι ζητά ο πατέρας.
ΠΡ.
Μα βέβαια, χάρη του χρωστώ και πρέπει να του την ξεπληρώσω!
ΕΡ.
Με κοροϊδεύεις, σαν να ‘µουνα παιδί.
ΕΡ.
Σκέψου από την κατάσταση πώς να ωφεληθείς.
ΠΡ.
Τόχω ήδη σκεφτεί και έχω αποφασίσει.
ΕΡ.
Τόλμησε, τρελέ, τόλμησε
να δεις με καθαρή ματιά τα βάσανά σου.
ΠΡ.
Μάταια με ενοχλείς. Είναι σαν να μιλάς στα κύματα της
θάλασσας.
Και μην πιστέψεις πως εγώ θα φοβηθώ τις αποφάσεις του
Δία και θα γίνω δειλός σαν γυναικούλα. Όχι, δεν θα τον
παρακαλέσω αυτόν που μισώ τόσο πολύ, με απλωμένα χέρια,
|101
όπως οι ικέτιδες, για να με λευτερώσει από αυτές τις αλυσίδες.
Όχι, ποτέ δεν θα το κάνω.
ΕΡ.
Μου φαίνεται ότι πολύ και μάταια έχω μιλήσει.
Εσύ δεν μαλακώνεις, δεν γλυκαίνεις από τις ικεσίες μου.
Είσαι σαν το πουλάρι που μόλις δαμάστηκε δαγκώνει το
χαλινάρι και χτυπιέται και μάχεται ενάντια στα γκέμια.
ΧΟ.
102
| Μας φαίνεται πως ο Ερμής σωστά μιλάει.
Την υπεροψία σού λέει, να παρατήσεις,
η υποχώρηση είναι σύνεση και σοφία.
Υπάκουσε. Να κάνει λάθος ο σοφός είναι ντροπή μεγάλη.
ΠΡ.
Τις απειλές του τις γνώριζα καλά.
Παράξενο δεν είναι
τον εχθρό ο εχθρός να βλάφτει.
ΕΡ.
Αυτά που ακούω είναι λόγια νου σαλεμένου.
Δεν φανερώνουν οι ευχές μεγάλη παραφροσύνη;
Όλα αυτά που κάνει είναι τρελά.
Κι εσείς γυναίκες, που υποφέρετε από τις δυστυχίες του,
φύγετε το γρηγορότερο από δω,
και μην τον συμπονάτε. Αλλού να πάτε, να μην σας πάρει το
μυαλό
η ανελέητη βροντή του κεραυνού.
ΧΟ.
Άλλο συμβούλεψέ με. Πες μου κάτι διαφορετικό, για να με πείσεις.
Ανυπόφορα είναι όσα μου έχεις αραδιάσει.
Με βάζεις αισχρή να γίνω;
Θέλω να υποφέρω μαζί του για όσο χρειαστεί.
Τους προδότες έμαθα να τους μισώ.
|103
Δεν υπάρχει στον κόσμο μεγαλύτερο κακό από την προδοσία.
ΕΡ.
Να θυμηθείτε αυτά που σας προλέγω:
Την τύχη σας να μην κατηγορείτε για όποια συμφορά σάς βρει.
Μην πείτε ποτέ, ότι θα φταίει ο Δίας που πέσατε σε συμφορές.
Όχι, εσείς θα φταίτε οι ίδιες.
Να ξέρετε καλά τούτο: τίποτα δεν θα γίνει ύπουλα μα ούτε και
ΠΡ.
Με έργα και όχι με λόγια
τρέμει η γη, σειέται το σύμπαν όλο
μαζί με τη βροντή κι από τα έγκατα βουή κι ανεβαίνει,
πύρινες αστραπές τον ουρανό φωτίζουν
και σίφουνες στριφογυρίζουν τον κουρναχτό.
Οι άνεμοι βίαια χτυπιούνται σε μάχη φοβερή
κι ο ουρανός ταράζεται και σμίγει με τη θάλασσα.
Είναι τα χτυπήματα του Δία ενάντιά μου. Πασχίζει με κάθε τρόπο
να με φοβερίξει. Νάτος, είναι εδώ…
Ω εσύ σεβαστή μου Μητέρα,
και συ Ουρανέ, που τα πάντα τυλίγεις με φως, με βλέπετε, πόσο
άδικα υποφέρω!
104
|
108
| εἰς τὸ μνῆμα δὲ φοιτῶντες ὅσοις ἐν τραγωιδίαις ἦν ὁ βίος ἐνήγιζόν
τε καὶ τὰ δράματα ὑπεκρίνοντο. 12. Ἀθηναῖοι δὲ τοσοῦτον
ἠγάπησαν Αἰσχύλον ὡς ψηφίσασθαι μετὰ ‹τὸν› θάνατον αὐτοῦ
τὸν βουλόμενον διδάσκειν τὰ Αἰσχύλου χορὸν λαμβάνειν. 13. ἐβίω
δὲ ἔτη ξγ΄, ἐν οἷς ἐποίησεν δράματα ο΄ καὶ ἐπὶ τούτοις σατυρικὰ
ἀμφὶ τὰ ε΄. νίκας δὲ τὰς πάσας εἴληφε τρεισκαίδεκα· οὐκ ὀλίγας
δὲ μετὰ τελευτὴν νίκας ἀπηνέγκατο.
14. πρῶτος Αἰσχύλος πάθεσι γεννικωτάτοις τὴν τραγωιδίαν
ηὔξησεν τήν τε σκηνὴν ἐκόσμησεν καὶ τὴν ὄψιν τῶν θεωμένων
κατέπληξεν τῆι λαμπρότητι, γραφαῖς καὶ μηχαναῖς, βωμοῖς τε καὶ
|109
110
|
|111
112
|
ΗΦ.
Κράτος Βία τε, σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς
ἔχει τέλος δὴ κοὐδὲν ἐμποδὼν ἔτι.
ἐγὼ δ’ ἄτολμός εἰμι συγγενῆ θεὸν
δῆσαι βίᾳ φάραγγι πρὸς δυσχειμέρῳ· 15
πάντως δ’ ἀνάγκη τῶνδέ μοι τόλμαν σχεθεῖν.
εὐωριάζειν γὰρ πατρὸς λόγους βαρύ.
τῆς ὀρθοβούλου Θέμιδος αἰπυμῆτα παῖ,
ἄκοντά σ’ ἄκων δυσλύτοις χαλκεύμασιν
προσπασσαλεύσω τῷδ’ ἀπανθρώπῳ πάγῳ, 20
ἵν’ οὔτε φωνὴν οὔτε του μορφὴν βροτῶν
ὄψῃ, σταθευτὸς δ’ ἡλίου φοίβῃ φλογὶ
χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος· ἀσμένῳ δέ σοι
ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος,
|113
πάχνην θ’ ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν· 25
αἰεὶ δὲ τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ
τρύσει σ’, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω.
τοιαῦτ’ ἀπηύρω τοῦ φιλανθρώπου τρόπου·
θεὸς θεῶν γὰρ οὐχ ὑποπτήσσων χόλον
βροτοῖσι τιμὰς ὤπασας πέρα δίκης· 30
ἀνθ’ ὧν ἀτερπῆ τήνδε φρουρήσεις πέτραν
ὀρθοστάδην, ἄυπνος, οὐ κάμπτων γόνυ·
ΚΡ.
εἶεν, τί μέλλεις καὶ κατοικτίζῃ μάτην;
τί τὸν θεοῖς ἔχθιστον οὐ στυγεῖς θεόν,
ὅστις τὸ σὸν θνητοῖσι προὔδωκεν γέρας;
ΗΦ.
τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἥ θ’ ὁμιλία.
ΚΡ.
ξύμφημ’· ἀνηκουστεῖν δὲ τῶν πατρὸς λόγων 40
οἷόν τε πῶς; οὐ τοῦτο δειμαίνεις πλέον;
ΗΦ.
αἰεί γε δὴ νηλὴς σὺ καὶ θράσους πλέως.
ΚΡ.
ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι· σὺ δὲ
τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην.
ΗΦ.
ὦ πολλὰ μισηθεῖσα χειρωναξία. 45
114
| ΚΡ.
τί νιν στυγεῖς; πόνων γὰρ ὡς ἁπλῷ λόγῳ
τῶν νῦν παρόντων οὐδὲν αἰτία τέχνη.
ΗΦ.
ἔμπας τις αὐτὴν ἄλλος ὤφελεν λαχεῖν.
ΚΡ.
ἅπαντ’ ἐπαχθῆ πλὴν θεοῖσι κοιρανεῖν·
ἐλεύθερος γὰρ οὔτίς ἐστι πλὴν Διός. 50
ΚΡ.
οὔκουν ἐπείξῃ τῷδε δεσμὰ περιβαλεῖν,
ὡς μή σ’ ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ;
ΗΦ.
καὶ δὴ πρόχειρα ψάλια δέρκεσθαι πάρα.
ΚΡ.
βαλών νιν ἀμφὶ χερσὶν ἐγκρατεῖ σθένει 55
ῥαιστῆρι θεῖνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις.
ΗΦ.
περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὔργον τόδε.
ΚΡ.
ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε, μηδαμῇ χάλα·
δεινὸς γὰρ εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρον.
ΗΦ.
ἄραρεν ἥδε γ’ ὠλένη δυσεκλύτως. 60
ΚΡ.
καὶ τήνδε νῦν πόρπασον ἀσφαλῶς, ἵνα
μάθῃ σοφιστὴς ὢν Διὸς νωθέστερος. |115
ΗΦ.
πλὴν τοῦδ’ ἂν οὐδεὶς ἐνδίκως μέμψαιτό μοι.
ΚΡ.
ἀδαμαντίνου νῦν σφηνὸς αὐθάδη γνάθον
στέρνων διαμπὰξ πασσάλευ’ ἐρρωμένως. 65
ΚΡ.
σὺ δ’ αὖ κατοκνεῖς τῶν Διός τ’ ἐχθρῶν ὕπερ
στένεις· ὅπως μὴ σαυτὸν οἰκτιεῖς ποτε.
ΗΦ.
ὁρᾷς θέαμα δυσθέατον ὄμμασιν;
ΚΡ.
ὁρῶ κυροῦντα τόνδε τῶν ἐπαξίων. 70
ἀλλ’ ἀμφὶ πλευραῖς μασχαλιστῆρας βάλε.
ΗΦ.
δρᾶν ταῦτ’ ἀνάγκη· μηδὲν ἐγκέλευ’ ἄγαν.
ΚΡ.
ἦ μὴν κελεύσω κἀπιθωύξω γε πρός.
χώρει κάτω, σκέλη δὲ κίρκωσον βίᾳ.
ΗΦ.
καὶ δὴ πέπρακται τοὔργον οὐ μακρῷ πόνῳ. 75
ΚΡ.
ἐρρωμένως νῦν θεῖνε διατόρους πέδας.
ὡς οὑπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς.
116
| ΗΦ.
ὅμοια μορφῇ γλῶσσά σου γηρύεται.
ΚΡ.
σὺ μαλθακίζου, τὴν δ’ ἐμὴν αὐθαδίαν
ὀργῆς τε τραχυτῆτα μὴ ‘πίπλησσέ μοι. 80
ΗΦ.
στείχωμεν. ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ’ ἔχει.
ΠΡ.
ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαί
ποταμῶν τε πηγαί, ποντίων τε κυμάτων
ἀνήριθμον γέλασμα, παμμῆτωρ τε γῆ, 90
καὶ τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου καλῶ·
ἴδεσθέ μ’ οἷα πρὸς θεῶν πάσχω θεός.
δέρχθηθ’ οἵαις αἰκείαισιν
διακναιόμενος τὸν μυριέτη
χρόνον ἀθλεύσω· 95
τοιόνδ’ ὁ νέος ταγὸς μακάρων
ἐξηῦρ’ ἐπ’ ἐμοὶ δεσμὸν ἀεικῆ.
φεῦ φεῦ· τὸ παρὸν τό τ’ ἐπερχόμενον
πῆμα στενάχω. ποι ποτε μόχθων
χρὴ τέρματα τῶνδ’ ἐπιτεῖλαι; 100
καίτοι τί φημί; πάντα προυξεπίσταμαι
σκεθρῶς τὰ μέλλοντ’, οὐδέ μοι ποταίνιον
πῆμ’ οὐδὲν ἥξει. τὴν πεπρωμένην δὲ χρὴ
αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷιστα, γιγνώσκονθ’ ὅτι
τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ’ ἀδήριτον σθένος.
ἀλλ’ οὔτε σιγᾶν οὔτε μὴ σιγᾶν τύχας
105 |117
οἷόν τέ μοι τάσδ’ ἐστί. θνητοῖς γὰρ γέρα
πορὼν ἀνάγκαις ταῖσδ’ ἐνέζευγμαι τάλας·
ναρθηκοπλήρωτον δὲ θηρῶμαι πυρὸς
πηγὴν κλοπαίαν, ἣ διδάσκαλος τέχνης 110
πάσης βροτοῖς πέφηνε καὶ μέγας πόρος.
τοιῶνδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω
ὑπαίθριος δεσμοῖς πεπασσαλευμένος.
ἆ ἆ. ἔα ἔα· τίς ἀχώ, τίς ὀδμὰ
Πάροδος (128-192)
ΧΟΡΟΣ
[στρ. α΄ ]
μηδὲν φοβη-
θῇς· φιλία γὰρ ἃδε τά-
ξις πτερύγων θοαῖς ἁμίλ-
λαις προσέβα τόνδε πάγον, πατρῴας 130
μόγις παρειποῦσα φρένας·
κραιπνοφόροι δέ μ’ ἔπεμψαν αὖραι.
κτύπου γὰρ ἀ-
χὼ χάλυβος διῇξεν ἄν-
τρων μυχόν, ἐκ δ’ ἔπληξέ μου
118
| τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ·
σύθην δ’ ἀπέδιλος ὄχῳι πτερωτῷι. 135
ΠΡ.
αἰαῖ αἰαῖ,
τῆς πολυτέκνου Τηθύος ἔκγονα,
τοῦ περὶ πᾶσάν θ’ εἱλισσομένου
χθόν’ ἀκοιμήτῳ ῥεύματι παῖδες
πατρὸς Ὠκεανοῦ, 140
δέρχθητ’, ἐσίδεσθ’ οἵῳ δεσμῷ
ΠΡ.
εἰ γάρ μ’ ὑπὸ γῆν νέρθεν θ’ Αἵδου
τοῦ νεκροδέγμονος εἰς ἀπέραντον
Τάρταρον ἧκεν,
δεσμοῖς ἀλύτοις ἀγρίως πελάσας, 155
ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ’ ἐπεγάθει·
νῦν δ’ αἰθέριον κίνυγμ’ ὁ τάλας
ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα.
ΠΡ.
οἶδ’ ὅτι τραχὺς καὶ παρ’ ἑαυτῷ τὸ δίκαιον ἔχων
(Ζεύς· ἀλλ’) ἔμπας ‹δ’›, οἲω μαλακογνώμων
120
| ἔσται ποθ’, ὅταν ταύτῃ ῥαισθῆι·
τὴν δ’ ἀτέραμνον στορέσας ὀργὴν 190
εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα
σπεύδων σπεύδοντί ποθ’ ἥξει.
Ἐπεισόδειον α΄ (193-396)
ΧΟ.
πάντ’ ἐκκάλυψον καὶ γέγων’ ἥμν λόγον,
ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ’ αἰτιάματι
οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται· 195
ΠΡ.
ἀλγεινὰ μέν μοι καὶ λέγειν ἐστὶν τάδε,
ἄλγος δὲ σιγᾶν· πανταχῇ δὲ δύσποτμα.
ἐπεὶ τάχιστ’ ἤρξαντο δαίμονες χόλου
στάσις τ’ ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, 200
οἱ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον,
ὡς Ζεὺς ἀνάσσοι δῆθεν, οἱ δὲ τοὔμπαλιν
σπεύδοντες, ὡς Ζεὺς μήποτ’ ἄρξειεν θεῶν,
ἐνταῦθ’ ἐγὼ τὰ λῷστα βουλεύων πιθεῖν
Τιτᾶνας, Οὐρανοῦ τε καὶ Χθονὸς τέκνα, 205
οὐκ ἠδυνήθην· αἱμύλας δὲ μηχανὰς
ἀτιμάσαντες καρτεροῖς φρονήμασιν
ὤοντ’ ἀμοχθεὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν·
ἐμοὶ δὲ μήτηρ οὐχ ἅπαξ μόνον Θέμις
καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία, 210
τὸ μέλλον ἧ κρανοῖτο προυτεθεσπίκει,
ὡς οὐ κατ’ ἰσχὺν οὐδὲ πρὸς τὸ καρτερὸν
χρείη, δόλῳ δέ, τοὺς ὑπερσχόντας κρατεῖν.
τοιαῦτ’ ἐμοῦ λόγοισιν ἐξηγουμένου
οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι τὸ πᾶν. 215
κράτιστα δή μοι τῶν παρεστώτων τότε
ἐφαίνετ’ εἶναι προσλαβόντα μητέρα
ἑκόνθ’ ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν·
ἐμαῖς δὲ βουλαῖς Ταρτάρου μελαμβαθὴς
κευθμὼν καλύπτει τὸν παλαιγενῆ Κρόνον
αὐτοῖσι συμμάχοισι. τοιάδ’ ἐξ ἐμοῦ
220 |121
ὁ τῶν θεῶν τύραννος ὠφελημένος
κακῆσι ποιναῖς ταῖσδέ μ’ ἐξημείψατο.
ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι
νόσημα, τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι. 225
ὃ δ’ οὖν ἐρωτᾶτ’, αἰτίαν καθ’ ἥντινα
αἰκίζεταί με, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ.
ὅπως τάχιστα τὸν πατρῷον ἐς θρόνον
καθέζετ’, εὐθὺς δαίμοσιν νέμει γέρα
ΧΟ.
σιδηρόφρων τοι κἀκ πέτρας εἰργασμένος
ὅστις, Προμηθεῦ, σοῖσιν οὐ συνασχαλᾷ
μόχθοις· ἐγὼ γὰρ οὔτ’ ἂν εἰσιδεῖν τάδε
ἔχρῃζον εἰσιδοῦσά τ’ ἠλγύνθην κέαρ. 245
ΠΡ.
καὶ μὴν φίλοις ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ.
ΧΟ.
μή πού τι προύβης τῶνδε καὶ περαιτέρω;
ΠΡ.
θνητούς γ’ ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον.
122
| ΧΟ.
τὸ ποῖον εὑρὼν τῆσδε φάρμακον νόσου;
ΠΡ.
τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα. 250
ΧΟ.
μέγ’ ὠφέλημα τοῦτ’ ἐδωρήσω βροτοῖς.
ΧΟ.
καὶ νῦν φλογωπὸν πῦρ ἔχουσ’ ἐφήμεροι;
ΠΡ.
ἀφ’ οὗ γε πολλὰς ἐκμαθήσονται τέχνας.
ΧΟ.
τοιοῖσδε δή σε Ζεὺς ἐπ’ αἰτιάμασιν. 255
ΠΡ.
αἰκίζεταί γε κοὐδαμῇ χαλᾷ κακῶν.
ΧΟ.
οὐδ’ ἔστιν ἄθλου τέρμα σοι προκείμενον;
ΠΡ.
οὐκ ἄλλο γ’ οὐδέν, πλὴν ὅταν κείνῳ δοκῇ.
ΧΟ.
δόξει δὲ πῶς; τίς ἐλπίς; οὐχ ὁρᾷς ὅτι
ἥμαρτες; ὡς δ’ ἥμαρτες οὔτ’ ἐμοὶ λέγειν 260
καθ’ ἡδονὴν σοί τ’ ἄλγος. ἀλλὰ ταῦτα μὲν
μεθῶμεν, ἄθλου δ’ ἔκλυσιν ζήτει τινά.
ΠΡ.
|123
ἐλαφρὸν ὅστις πημάτων ἔξω πόδα
ἔχει παραινεῖν νουθετεῖν τε τόν κακῶς
πράσσοντ’. εὖ δὲ ταῦτα πάντ’ ἠπιστάμην· 265
ἑκὼν ἑκὼν ἥμαρτον, οὐκ ἀρνήσομαι.
θνητοῖς ἀρήγων αὐτὸς ηὑρόμην πόνους·
οὐ μήν τι ποιναῖς γ’ ᾠόμην τοίαισί με
κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις πεδαρσίοις,
τυχόντ’ ἐρήμου τοῦδ’ ἀγείτονος πάγου. 270
ΧΟ.
οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώυξας
τοῦτο, Προμηθεῦ· καὶ νῦν ἐλαφρῷ
ποδὶ κραιπνόσυτον θᾶκον προλιποῦσ’
αἰθέρα θ’ ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν, 280
ὀκριοέσσῃ χθονὶ τῇδε πελῶ·
τοὺς σοὺς δὲ πόνους
χρῄζω διὰ παντὸς ἀκοῦσαι.
ΩΚΕΑΝΟΣ
ἥκω δολιχῆς τέρμα κελεύθου
διαμειψάμενος πρὸς σέ, Προμηθεῦ, 285
τὸν πτερυγωκῆ τόνδ’ οἰωνὸν
γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων.
ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσθι, συναλγῶ.
τό τε γάρ με, δοκῶ, ξυγγενὲς οὕτως
ἐπαναγκάζει, 290
χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ
μείζονα μοῖραν νείμαιμ’ ἢ σοί.
124
| γνώσῃ δὲ τάδ’ ὡς ἔτυμ’, οὐδὲ μάτην
χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι· φέρε γὰρ
σήμαιν’ ὅ τι χρή σοι ξυμπράσσειν. 295
οὐ γάρ ποτ’ ἐρεῖς ὡς Ὠκεανοῦ
φίλος ἐστὶ βεβαιότερός σοι.
ΠΡ.
ἔα. τί χρῆμα; καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν
ἥκεις ἐπόπτης; πῶς ἐτόλμησας, λιπὼν
ἐπώνυμόν τε ῥεῦμα καὶ πετρηρεφῆ 300
ΩΚ.
ὁρῶ, Προμηθεῦ, καὶ παραινέσαι γέ σοι
θέλω τὰ λῷστα, καίπερ ὄντι ποικίλῳ.
γίγνωσκε σαυτὸν καὶ μεθάρμοσαι τρόπους
νέους· νέος γὰρ καὶ τύραννος ἐν θεοῖς. 310
εἰ δ’ ὧδε τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους
ῥίψεις, τάχ’ ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω
θακῶν κλύοι Ζεύς, ὥστέ σοι τὸν νῦν ὄχλον
παρόντα μόχθων παιδιὰν εἶναι δοκεῖν.
ἀλλ’, ὦ ταλαίπωρ’, ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες, 315
ζήτει δὲ τῶνδε πημάτων ἀπαλλαγάς.
ἀρχαῖ’ ἴσως σοι φαίνομαι λέγειν τάδε·
τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου
γλώσσης, Προμηθεῦ, τἀπίχειρα γίγνεται.
σὺ δ’ οὐδέπω ταπεινὸς οὐδ’ εἴκεις κακοῖς, 320
πρὸς τοῖς παροῦσι δ’ ἄλλα προσλαβεῖν θέλεις.
οὔκουν ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ
πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῖς, ὁρῶν ὅτι
τραχὺς μόναρχος οὐδ’ ὑπεύθυνος κρατεῖ.
καὶ νῦν ἐγὼ μὲν εἶμι καὶ πειράσομαι
ἐὰν δύνωμαι τῶνδέ σ’ ἐκλῦσαι πόνων·
325 |125
σὺ δ’ ἡσύχαζε μηδ’ ἄγαν λαβροστόμει.
ἢ οὐκ οἶσθ’ ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων ὅτι
γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται;
ΠΡ.
ζηλῶ σ’ ὁθούνεκ’ ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς, 330
πάντων μετασχὼν καὶ τετολμηκὼς ἐμοί.
καὶ νῦν ἔασον μηδέ σοι μελησάτω·
ΩΚ.
πολλῷ γ’ ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς 335
ἢ σαυτόν· ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι.
ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς ἀντισπάσῃς·
αὐχῶ γάρ, αὐχῶ, τήνδε δωρειὰν ἐμοὶ
δώσειν Δί’, ὥστε τῶνδέ σ’ ἐκλῦσαι πόνων.
ΠΡ.
τὰ μέν σ’ ἐπαινῶ κοὐ τι μη λήξω ποτέ. 340
προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις· ἀτὰρ
μηδὲν πόνει· μάτην γὰρ οὐδὲν ὠφελῶν
ἐμοὶ πονήσεις, εἴ τι καὶ πονεῖν θέλεις.
ἀλλ’ ἡσύχαζε σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων·
ἐγὼ γὰρ οὒ, κεἰ δυστυχῶ, τοῦδ’ οὒνεκα 345
θέλοιμ’ ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν.
οὐ δῆτ’, ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τύχαι
τείρουσ’ Ἄτλαντος, ὃς πρὸς ἑσπέρους τόπους
ἕστηκε κίον’ οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς
ὤμοις ἐρείδων, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον. 350
τὸν γηγενῆ τε Κιλικίων οἰκήτορα
ἄντρων ἰδὼν ὤκτιρα, δάϊον τέρας,
ἑκατογκάρανον πρὸς βίαν χειρούμενον,
Τυφῶνα θοῦρον. †πᾶσιν ὃς ἀντέστη† θεοῖς,
126
| σμερδνῆσι γαμφηλῆσι συρίζων φόβον,
ἐξ ὀμμάτων δ’ ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας,
355
ΩΚ.
οὔκουν, Προμηθεῦ, τοῦτο γιγνώσκεις, ὅτι
ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι;
ΠΡ.
ἐάν τις ἐν καιρῷ γε μαλθάσσῃ κέαρ
καὶ μὴ σφριγῶντα θυμὸν ἰσχναίνῃ βίᾳ. 380
ΩΚ.
ἐν τῷ προθυμεῖσθαι δὲ καὶ τολμᾶν τίνα
ὁρᾷς ἐνοῦσαν ζημίαν; δίδασκέ με.
ΠΡ.
μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ’ εὐηθίαν. |127
ΩΚ.
ἔα με τῇδε τῇ νόσῳ νοσεῖν, ἐπεὶ
κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ φρονεῖν δοκεῖν. 385
ΠΡ.
ἐμὸν δοκήσει τἀμπλάκημ’ εἶναι τόδε.
ΠΡ.
μὴ γάρ σε θρῆνος οὑμὸς εἰς ἔχθραν βάλῃ.
ΩΚ.
ἦ τῷ νέον θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας;
ΠΡ.
τούτου φυλάσσου μή ποτ’ ἀχθεσθῇ κέαρ. 390
ΩΚ.
ἡ σή, Προμηθεῦ, ξυμφορὰ διδάσκαλος.
ΠΡ.
στέλλου, κομίζου, σῷζε τὸν παρόντα νοῦν.
ΩΚ.
ὁρμωμένῳ μοι τόνδ’ ἐθώυξας λόγον·
λευρὸν γὰρ οἷμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς
τετρασκελὴς οἰωνός· ἄσμενος δέ τἂν 395
σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι κάμψειεν γόνυ.
[στρ. β΄]
Κολχίδος τε γᾶς ἔνοικοι 415
παρθένοι, μάχας ἄτρεστοι,
καὶ Σκύθης ὅμιλος, οἳ γᾶς
ἔσχατον τόπον ἀμφὶ Μαι-
ῶτιν ἔχουσι λίμναν,
[ἀντ. β΄]
Ἀραβίας τ’ ἄρειον ἄνθος, 420
ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα
Καυκάσου πέλας νέμονται,
δάιος στρατός, ὀξυπρῴ-
ροισι βρέμων ἐν αἰχμαῖς.
[στρ. γ΄]
μόνον δὴ πρόσθεν ἄλλον ἐν πόνοις
δαμέντ’ ἀκαμαντοδέτοις
425 |129
Τιτᾶνα λύμαις ἐσειδόμαν, θεὸν
Ἄτλαντος ὑπέροχον σθένος κραταιὸν
‹ὃς γᾶν› οὐράνιόν τε πόλον
νώτοις ὑποστενάζει. 430
[ἀντ. γ΄]
‹Προμηθεῠ, σὰς δὲ γᾶ στὲνει τύχας.›
βοᾷ δὲ ‹πόνοις ἄμα› πόντιος κλύδων
Ἐπεισόδειον β΄ (436-525)
ΠΡ.
μήτοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ’ αὐθαδίᾳ
σιγᾶν με· συννοίᾳ δὲ δάπτομαι κέαρ,
ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον.
καίτοι θεοῖσι τοῖς νέοις τούτοις γέρα
τίς ἄλλος ἢ ‘γὼ παντελῶς διώρισεν; 440
ἀλλ’ αὐτὰ σιγῶ. καὶ γὰρ εἰδυίαισιν ἂν
ὑμῖν λέγοιμι· τἀν βροτοῖς δὲ πήματα
ἀκούσαθ’, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν
ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους.
λέξω δέ, μέμψιν οὔτιν’ ἀνθρώποις ἔχων, 445
ἀλλ’ ὧν δέδωκ’ εὔνοιαν ἐξηγούμενος.
οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην,
κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ’ ὀνειράτων
ἀλίγκιοι μορφῆσι τὸν μακρὸν βίον
ἔφυρον εἰκῇ πάντα, κοὔτε πλινθυφεῖς 450
δόμους προσείλους ἦσαν, οὐ ξυλουργίαν.
κατώρυχες δ’ ἔναιον ὥστ’ ἀήσυροι
μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις.
ἦν δ’ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ
130
| οὔτ’ ἀνθεμώδους ἦρος οὔτε καρπίμου
θέρους βέβαιον, ἀλλ’ ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν
455
ΧΟ.
πέπονθας αἰκὲς πῆμ’ ἀποσφαλεὶς φρενῶν
πλάνῃ, κακὸς δ’ ἰατρὸς ὥς τις ἐς νόσον
πεσὼν ἀθυμεῖς καὶ σεαυτὸν οὐκ ἔχεις
εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος. 475
ΠΡ.
τὰ λοιπά μου κλύουσα θαυμάσῃ πλέον,
οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην.
τὸ μὲν μέγιστον, εἴ τις ἐς νόσον πέσοι,
οὐκ ἦν ἀλέξημ’ οὐδέν, οὔτε βρώσιμον,
οὐ χριστόν, οὐδὲ πιστόν, ἀλλὰ φαρμάκων 480
χρείᾳ κατεσκέλλοντο, πρίν γ’ ἐγώ σφισιν
ἔδειξα κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων,
αἷς τὰς ἁπάσας ἐξαμύνονται νόσους.
τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα,
κἄκρινα πρῶτος ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ 485
ὕπαρ γενέσθαι, κληδόνας τε δυσκρίτους
ἐγνώρισ’ αὐτοῖς ἐνοδίους τε συμβόλους.
γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς
|131
διώρισ’, οἵτινές τε δεξιοὶ φύσιν
εὐωνύμους τε, καὶ δίαιταν ἥντινα 490
ἔχουσ’ ἕκαστοι, καὶ πρὸς ἀλλήλους τίνες
ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ ξυνεδρίαι.
σπλάγχνων τε λειότητα, καὶ χροιὰν τίνα
ἔχουσ’ ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν
χολή, λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν· 495
κνίσῃ τε κῶλα ξυγκαλυπτὰ καὶ μακρὰν
ΧΟ.
μή νυν βροτοὺς μὲν ὠφέλει καιροῦ πέρα,
σαυτοῦ δ’ ἀκήδει δυστυχοῦντος· ὡς ἐγὼ
εὔελπίς εἰμι τῶνδέ σ’ ἐκ δεσμῶν ἔτι
λυθέντα μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διός. 510
ΠΡ.
οὐ ταῦτα ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος
κρᾶναι πέπρωται, μυρίαις δὲ πημοναῖς
δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω·
τέχνη δ’ ἀνάγκης ἀσθενεστέρα μακρῷ.
ΧΟ.
τίς οὖν ἀνάγκης ἐστὶν οἰακοστρόφος; 515
132
| ΠΡ.
Μοῖραι τρίμορφοι μνήμονές τ’ Ἐρινύες.
ΧΟ.
τούτων ἄρα Ζεύς ἐστιν ἀσθενέστερος;
ΠΡ.
οὔκουν ἂν ἐκφύγοι γε τὴν πεπρωμένην.
ΠΡ.
τοῦτ’ οὐκέτ’ ἂν πύθοιο· μηδὲ λιπάρει. 520
ΧΟ.
ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις.
ΠΡ.
ἄλλου λόγου μέμνησθε· τόνδε δ’ οὐδαμῶς
καιρὸς γεγωνεῖν, ἀλλὰ συγκαλυπτέος
ὅσον μάλιστα· τόνδε γὰρ σῴζων ἐγὼ
δεσμοὺς ἀεικεῖς καὶ δύας ἐκφυγγάνω. 525
[ἀντ. α΄]
ἡδύ τι θαρσαλέαις
τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, φαναῖς
|133
θυμὸν ἀλδαίνουσαν ἐν εὐφροσύναις·
φρίσσω δέ σε δερκομένα 540
μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον < >
Ζῆνα γὰρ οὐ τρομέων
ἰδίᾳ γνώμᾳ σέβῃ θνατοὺς ἄγαν, Προμηθεῦ.
[στρ. β΄]
φέρε, πῶς χάρις ἁ χάρις, ὦ φίλος
[ἀντ. β΄]
ἔμαθον τάδε σὰς προσιδοῦσ’ ὀλο-
ὰς τύχας, Προμηθεῦ.
τὸ διαμφίδιον δέ μοι μέλος προσέπτα 555
τόδ’ ἐκεῖνό θ’ ὅ τ’ ἀμφὶ λουτρὰ καὶ
λέχος σὸν ὑμεναίουν
ἰότατι γάμων, ὅτε τὰν ὁμοπάτριον ἕδνοις
ἄγαγες Ἡσιόναν πιθὼν δάμαρτα κοινόλεκτρον. 560
[στρ. α΄]
ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ
ἀχέτας ὑπνοδόταν νόμον. 575
ΠΡ.
πῶς δ’ οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης
τῆς Ἰναχείας, ἣ Διὸς θάλπει κέαρ 590
ἔρωτι, καὶ νῦν τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους
Ἥρᾳ στυγητὸς πρὸς βίαν γυμνάζεται;
ΠΡ.
λέξω τορῶς σοι πᾶν ὅπερ χρῄζεις μαθεῖν,
οὐκ ἐμπλέκων αἰνίγματ’, ἀλλ’ ἁπλῷ λόγῳ, 610
ὥσπερ δίκαιον πρὸς φίλους οἴγειν στόμα.
πυρὸς βροτοῖς δοτῆρ’ ὁρᾷς Προμηθέα.
ΙΩ.
ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς,
τλῆμον Προμηθεῦ, τοῦ δίκην πάσχεις τάδε;
ΠΡ.
ἁρμοῖ πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους. 615
ΙΩ.
οὔκουν πόροις ἂν τήνδε δωρειὰν ἐμοί;
ΠΡ.
λέγ’ ἥντιν’ αἰτεῖ· πᾶν γὰρ ἂν πύθοιό μου.
ΙΩ.
σήμηνον ὅστις ἐν φάραγγί σ’ ὤχμασεν.
ΠΡ.
βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ.
136
| ΙΩ.
ποινὰς δὲ ποίων ἀμπλακημάτων τίνεις; 620
ΠΡ.
τοσοῦτον ἀρκῶ σοι σαφηνίσας μόνον.
ΙΩ.
καὶ πρός γε τούτοις τέρμα τῆς ἐμῆς πλάνης
δεῖξον, τίς ἔσται τῇ ταλαιπώρῳ χρόνος.
ΙΩ.
μήτοι με κρύψῃς τοῦθ’ ὅπερ μέλλω παθεῖν. 625
ΠΡ.
ἀλλ’ οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος.
ΙΩ.
τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν;
ΠΡ.
φθόνος μὲν οὐδείς, σὰς δ’ ὀκνῶ θράξαι φρένας.
ΙΩ.
μή μου προκήδου μᾶσσον ὧν ἐμοὶ γλυκύ.
ΠΡ.
ἐπεὶ προθυμῇ, χρὴ λέγειν· ἄκουε δή. 630
ΧΟ.
μήπω γε, μοῖραν δ’ ἡδονῆς κἀμοὶ πόρε·
τὴν τῆσδε πρῶτον ἱστορήσωμεν νόσον,
αὐτῆς λεγούσης τὰς πολυφθόρους τύχας·
τὰ λοιπὰ δ’ ἄθλων σοῦ διδαχθήτω πάρα.
ΠΡ.
σὸν ἔργον, Ἰοῖ, ταῖσδ’ ὑπουργῆσαι χάριν, 635
|137
ἄλλως τε πάντως καὶ κασιγνήταις πατρός.
ὡς τἀποκλαῦσαι κἀποδύρασθαι τύχας
ἐνταῦθ’, ὅπου μέλλοι τις οἴσεσθαι δάκρυ
πρὸς τῶν κλυόντων, ἀξίαν τριβὴν ἔχει.
ΙΩ.
οὐκ οἶδ’ ὅπως ὑμῖν ἀπιστῆσαί με χρή, 640
σαφεῖ δὲ μύθῳ πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε
ΧΟ.
ἔα ἔα, ἄπεχε, φεῦ·
οὔποθ’ ‹ὧδ› οὔποτ’ ηὔχουν ξένους
μολεῖσθαι λόγους ἐς ἀκοὰν ἐμάν,
οὐδ’ ὧδε δυσθέατα καὶ δύσοιστα 690
†πήματα λύματα δείματ’
ἀμφήκει κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν†.
ἰὼ {ἰὼ} μοῖρα μοῖρα·
πέφρικ’ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς. 695
ΠΡ.
πρώι γε στενάζεις καὶ φόβου πλέα τις εἶ.
ἐπίσχες ἔστ’ ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προσμάθηις.
ΧΟ.
λέγ’, ἐκδίδασκε· τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ
τὸ λοιπὸν ἄλγος προυξεπίστασθαι τορῶς.
|139
ΠΡ.
τὴν πρίν γε χρείαν ἠνύσασθ’ ἐμοῦ πάρα 700
κούφως· μαθεῖν γὰρ τῆσδε πρῶτ’ ἐχρήιζετε
τὸν ἀμφ’ ἑαυτῆς ἆθλον ἐξηγουμένης·
τὰ λοιπὰ νῦν ἀκούσαθ’, οἷα χρὴ πάθη
τλῆναι πρὸς Ἥρας τήνδε τὴν νεάνιδα.
σύ τ’, Ἰνάχειον σπέρμα, τοὺς ἐμοὺς λόγους 705
ΠΡ.
σὺ δ’ αὖ κέκραγας κἀναμυχθίζῃ· τί που
δράσεις, ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά;
ΧΟ.
ἦ γάρ τι λοιπὸν τῇδε πημάτων ἐρεῖς; 745
ΠΡ.
δυσχείμερόν γε πέλαγος ἀτηρᾶς δύης.
ΙΩ.
τί δῆτ’ ἐμοὶ ζῆν κέρδος, ἀλλ’ οὐκ ἐν τάχει
ἔρριψ’ ἐμαυτὴν τῆσδ’ ἀπὸ στύφλου πέτρας,
ὅπως πέδοι σκήψασα τῶν πάντων πόνων
ἀπηλλάγην; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν 750
ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς.
ΠΡ.
ἦ δυσπετῶς ἂν τοὺς ἐμοὺς ἄθλους φέροις,
ὅτῳ θανεῖν μέν ἐστιν οὐ πεπρωμένον·
αὕτη γὰρ ἦν ἂν πημάτων ἀπαλλαγή·
νῦν δ’ οὐδέν ἐστι τέρμά μοι προκείμενον 755
μόχθων, πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος.
ΙΩ.
|141
ἦ γάρ ποτ’ ἔστιν ἐκπεσεῖν ἀρχῆς Δία;
ΠΡ.
ἥδοι’ ἄν, οἶμαι, τήνδ’ ἰδοῦσα συμφοράν.
ΙΩ.
πῶς δ’ οὐκ ἄν, ἥτις ἐκ Διὸς πάσχω κακῶς;
ΙΩ.
πρὸς τοῦ τύραννα σκῆπτρα συληθήσεται;
ΠΡ.
πρὸς αὐτὸς αὐτοῦ κενοφρόνων βουλευμάτων.
ΙΩ.
ποίῳ τρόπῳ; σήμηνον, εἰ μή τις βλάβη.
ΠΡ.
γαμεῖ γάμον τοιοῦτον, ὧ ποτ’ ἀσχαλεῖ.
ΙΩ.
θέορτον, ἢ βρότειον; εἰ ῥητόν, φράσον. 765
ΠΡ.
τί δ’ ὅντιν’; οὐ γὰρ ῥητὸν αὐδᾶσθαι τόδε.
ΙΩ.
ἦ πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται θρόνων;
ΠΡ.
142
| ἣ τέξεταί γε παῖδα φέρτερον πατρός.
ΙΩ.
οὐδ’ ἔστιν αὐτῷ τῆσδ’ ἀποστροφὴ τύχης;
ΠΡ.
οὐ δῆτα, πλὴν ἔγωγ’ ἂν ἐκ δεσμῶν λυθείς. 770
ΙΩ.
τίς οὖν ὁ λύσων ἐστὶν ἄκοντος Διός;
ΙΩ.
πῶς εἶπας; ἦ ‘μὸς παῖς σ’ ἀπαλλάξει κακῶν;
ΠΡ.
τρίτος γε γένναν πρὸς δέκ’ ἄλλησιν γοναῖς.
ΙΩ.
ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία. 775
ΠΡ.
καὶ μηδὲ σαυτῆς γ’ ἐκμαθεῖν ζήτει πόνους.
ΙΩ.
μή μοι προτείνων κέρδος εἶτ’ ἀποστέρει.
ΠΡ.
δυοῖν λόγοιν σε θατέρῳ δωρήσομαι.
ΙΩ.
ποίοιν; πρόδειξον, αἵρεσίν τ’ ἐμοὶ δίδου.
ΠΡ.
δίδωμ’· ἑλοῦ γάρ· ἢ πόνων τὰ λοιπά σοι 780
φράσω σαφηνῶς, ἢ τὸν ἐκλύσοντ’ ἐμέ. |143
ΧΟ.
τούτων σὺ τὴν μὲν τῇδε, τὴν δ’ ἐμοὶ χάριν
θέσθαι θέλησον, μηδ’ ἀτιμάσῃς λόγου.
καὶ τῇδε μὲν γέγωνε τὴν λοιπὴν πλάνην,
ἐμοὶ δὲ τὸν λύσοντα. τοῦτο γὰρ ποθῶ. 785
ΠΡ.
ἐπεὶ προθυμεῖσθ’, οὐκ ἐναντιώσομαι
ΧΟ.
εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ἢ παρειμένον
ἔχεις γεγωνεῖν τῆς πολυφθόρου πλάνης, 820
ΠΡ.
τὸ πᾶν πορείας ἥδε τέρμ’ ἀκήκοεν.
ὅπως δ’ ἂν εἰδῇ μὴ μάτην κλύουσά μου,
ἃ πρὶν μολεῖν δεῦρ’ ἐκμεμόχθηκεν φράσω, 825
τεκμήριον τοῦτ’ αὐτὸ δοὺς μύθων ἐμῶν.
ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων,
πρὸς αὐτὸ δ’ εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων.
ἐπεὶ γὰρ ἦλθες πρὸς Μολοσσὰ γάπεδα,
τὴν αἰπύνωτόν τ’ ἀμφὶ Δωδώνην, ἵνα 830
μαντεῖα θᾶκός τ’ ἐστὶ Θεσπρωτοῦ Διός,
τέρας τ’ ἄπιστον, αἱ προσήγοροι δρύες,
ὑφ’ ὧν σὺ λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως
προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ
μέλλουσ’ ἔσεσθαι -τῶνδε προσσαίνει σέ τι;- 835
ἐντεῦθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν
κέλευθον ἦξας πρὸς μέγαν κόλπον Ῥέας,
ἀφ’ οὗ παλιμπλάγκτοισι χειμάζῃ δρόμοις.
χρόνον δὲ τὸν μέλλοντα πόντιος μυχός,
σαφῶς ἐπίστασ’, Ἰόνιος κεκλήσεται, 840
τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς.
σημεῖά σοι τάδ’ ἐστὶ τῆς ἐμῆς φρενός,
ὡς δέρκεται πλέον τι τοῦ πεφασμένου.
τὰ λοιπὰ δ’ ὑμῖν τῇδέ τ’ ἐς κοινὸν φράσω,
ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος.
ἔστιν πόλις Κάνωβος ἐσχάτη χθονός,
845 |145
Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι·
ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα
ἐπαφῶν ἀταρβεῖ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον·
ἐπώνυμον δὲ τῶν Διὸς γεννημάτων 850
τέξεις κελαινὸν Ἔπαφον, ὃς καρπώσεται
ὅσην πλατύρρους Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα.
πέμπτη δ’ ἀπ’ αὐτοῦ γέννα πεντηκοντάπαις
πάλιν πρὸς Ἄργος οὐχ ἑκοῦσ’ ἐλεύσεται
ΙΩ.
ἐλελεῦ, ἐλελεῦ·
ὑπό μ’ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς
146
| μανίαι θάλπουσ’ οἴστρου δ’ ἄρδις
χρίει μ’ ἄπυρος. 880
κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει,
τροχοδινεῖται δ’ ὄμμαθ’ ἑλίγδην,
ἔξω δὲ δρόμου φέρομαι λύσσης
πνεύματι μάργῳ, γλώσσης ἀκρατής,
θολεροὶ δὲ λόγοι παίουσ’ εἰκῇ 885
στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης.
[ἀντ. α΄]
μήποτε μήποτέ μ’, ὦ Μοῖραι
‹U– – –›, λεχέων Διὸς εὐνά- 895
τειραν ἴδοισθε πέλουσαν.
μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ τινὶ τῶν ἐξ οὐρανοῦ·
ταρβῶ γὰρ ἀστεργάνορα παρθενίαν
εἰσορῶσ’ Ἰοῦς ἀμαλαπτομέναν
δυσπλάνοις Ἥρας ἀλατείαις πόνων. 900
[ἐπῳδός]
ἐμοὶ δ’, ὁπόθι ὅτε μὲν ὁμαλὸς ὁ γάμος,
ἄφοβος δὲ μὴ
κρεισσόνων θεῶν ἔρῳ
μ’ ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι.
ἀπόλεμος ὅδε γ’ ὁ πόλεμος, ἄπορα πόριμος· οὐδ’
ἔχω τίς ἂν γενοίμαν· 905
τὰν Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶ
μῆτιν ὅπα φύγοιμ’ ἄν.
|147
Ἔξοδος (907-1093)
ΠΡ.
ἦ μὴν ἔτι Ζεύς, καίπερ αὐθάδης φρονῶν,
ἔσται ταπεινός, οἷον ἐξαρτύεται
γάμον γαμεῖν, ὃς αὐτὸν ἐκ τυραννίδος
θρόνων τ’ ἄιστον ἐκβαλεῖ. πατρὸς δ’ ἀρὰ 910
Κρόνου τότ’ ἤδη παντελῶς κρανθήσεται,
ΧΟ.
σύ θην ἃ χρῄζεις, ταῦτ’ ἐπιγλωσσᾷ Διός.
ΠΡ.
ἅπερ τελεῖται, πρὸς δ’ ἃ βούλομαι λέγω.
ΧΟ.
καὶ προσδοκᾶν χρὴ δεσπόσειν Ζηνός τινα; 930
148
| ΠΡ.
καὶ τῶνδέ γ’ ἕξει δυσλοφωτέρους πόνους.
ΧΟ.
πῶς οὐχὶ ταρβεῖς τοιάδ’ ἐκρίπτων ἔπη;
ΠΡ.
τί δ’ ἂν φοβοίμην ὧ θανεῖν οὐ μόρσιμον;
ΠΡ.
ὁ δ’ οὖν ποείτω· πάντα προσδοκητά μοι. 935
ΧΟ.
οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί.
ΠΡ.
σέβου, προσεύχου, θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεί·
ἐμοὶ δ’ ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει.
δράτω, κρατείτω τόνδε τὸν βραχὺν χρόνον
ὅπως θέλει· δαρὸν γὰρ οὐκ ἄρξει θεοῖς. 940
ἀλλ’ εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν,
τὸν τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονον·
πάντως τι καινὸν ἀγγελῶν ἐλήλυθεν.
ΕΡΜΗΣ
σὲ τὸν σοφιστήν, τὸν πικρῶς ὑπέρπικρον,
τὸν ἐξαμαρτόντ’ εἰς θεοὺς ἐφημέροις 945
πορόντα τιμάς, τὸν πυρὸς κλέπτην λέγω·
πατὴρ ἄνωγέ σ’ οὕστινας κομπεῖς γάμους
αὐδᾶν, πρὸς ὧν ἐκεῖνος ἐκπίπτει κράτους·
καὶ ταῦτα μέντοι μηδὲν αἰνικτηρίως,
ἀλλ’ αὔθ’ ἕκαστα φράζε. μηδ’ ἐμοί διπλᾶς 950
ὁδούς Προμηθεῦ προσβάλῃς· ὁρᾷς δ’ ὅτι
Ζεὺς τοῖς τοιούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται.
|149
ΠΡ.
σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως
ὁ μῦθός ἐστιν, ὡς θεῶν ὑπηρέτου.
νέον νέοι κρατεῖτε καὶ δοκεῖτε δὴ 955
ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ’. οὐκ ἐκ τῶνδ’ ἐγὼ
δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην;
τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ’ ἐπόψομαι
ΕΡ.
τοιοῖσδε μέντοι καὶ πρὶν αὐθαδίσμασιν
ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας. 965
ΠΡ.
τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν,
σαφῶς ἐπίστασ’, οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ’ ἐγώ.
ΕΡ.
κρεῖσσον γὰρ οἶμαι τῇδε λατρεύειν πέτρᾳ
ἢ πατρὶ φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον.
ΠΡ.
οὕτως ὑβρίζειν τοὺς ὑβρίζοντας χρεών. 970
ΕΡ.
χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασιν.
ΠΡ.
χλιδῶ χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ
150
| ἐχθροὺς ἴδοιμι· καὶ σὲ δ’ ἐν τούτοις λέγω.
ΕΡ.
ἦ κἀμὲ γάρ τι ξυμφοραῖς ἐπαιτιᾷ;
ΠΡ.
ἁπλῷ λόγῳ τοὺς πάντας ἐχθαίρω θεούς, 975
ὅσοι παθόντες εὖ κακοῦσί μ’ ἐκδίκως.
ΠΡ.
νοσοῖμ’ ἄν, εἰ νόσημα τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν.
ΕΡ.
εἴης φορητὸς οὐκ ἄν, εἰ πράσσοις καλῶς.
ΠΡ.
ὤμοι. 980
ΕΡ.
τόδε Ζεὺς τοὔπος οὐκ ἐπίσταται. [980α]
ΠΡ.
ἀλλ’ ἐκδιδάσκει πάνθ’ ὁ γηράσκων χρόνος.
ΕΡ.
καὶ μὴν σύ γ’ οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι.
ΠΡ.
σὲ γὰρ προσηύδων οὐκ ἂν ὄνθ’ ὑπηρέτην.
ΕΡ.
ἐρεῖν ἔοικας οὐδὲν ὧν χρῄζει πατήρ.
ΠΡ.
|151
καὶ μὴν ὀφείλων γ’ ἂν τίνοιμ’ αὐτῷ χάριν. 985
ΕΡ.
ἐκερτόμησας δῆθεν ὥσ‹τε› παῖδά με.
ΠΡ.
οὐ γὰρ σὺ παῖς τε κἄτι τοῦδ’ ἀνούστερος,
εἰ προσδοκᾷς ἐμοῦ τι πεύσεσθαι πάρα;
ΕΡ.
ὅρα νυν εἴ σοι ταῦτ’ ἀρωγὰ φαίνεται.
ΠΡ.
ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβούλευται τάδε.
ΕΡ.
Τόλμησον ὦ μάταιε, τόλμησόν ποτε
πρὸς τὰς παρούσας πημονὰς ὀρθῶς φρονεῖν. 1000
ΠΡ.
ὀχλεῖς μάτην με κῦμ’ ὅπως παρηγορῶν.
εἰσελθέτω σε μήποθ’ ὡς ἐγὼ Διὸς
γνώμην φοβηθεὶς θηλύνους γενήσομαι
καὶ λιπαρήσω τὸν μέγα στυγούμενον
γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν χερῶν 1005
λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε· τοῦ παντὸς δέω.
152
| ΕΡ.
λέγων ἔοικα πολλὰ καὶ μάτην ἐρεῖν·
τέγγῃ γὰρ οὐδὲν οὐδὲ μαλθάσσῃ λιταῖς
ἐμαῖς, δακὼν δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς
πῶλος βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ. 1010
ἀτὰρ σφοδρύνῃ γ’ ἀσθενεῖ σοφίσματι·
αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι μὴ καλῶς
αὐτὴ κατ’ αὑτὴν οὐδενὸς μεῖζον σθένει.
σκέψαι δ’, ἐὰν μὴ τοῖς ἐμοῖς πεισθῇς λόγοις,
ΧΟ.
ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς οὐκ ἄκαιρα φαίνεται
λέγειν· ἄνωγε γάρ σε τὴν αὐθαδίαν
μεθέντ’ ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν.
πείθου· σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν. |153
ΠΡ.
εἰδότι τοί μοι τάσδ’ ἀγγελίας ὅδ’ ἐθώυξεν· 1040
πάσχειν δὲ κακῶς ἐχθρὸν ὑπ’ ἐχθρῶν οὐδὲν ἀεικές.
πρὸς ταῦτ’ ἐπ’ ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης
βόστρυχος, αἰθὴρ δ’ ἐρεθιζέσθω
βροντῇ σφακέλῳ τ’ ἀγρίων ἀνέμων, 1045
χθόνα δ’ ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις
πνεῦμα κραδαίνοι,
ΕΡ.
τοιάδε μέντοι τῶν φρενοπλήκτων
βουλεύματ’ ἔπη τ’ ἔστιν ἀκοῦσαι. 1055
τί γὰρ ἐλλείπει μὴ <οὐ> παραπαίειν
ἡ τοῦδ’ εὐχή; τί χαλᾷ μανιῶν;
ἀλλ’ οὖν ὑμεῖς γ’ αἱ πημοσύναις
συγκάμνουσαι ταῖς τοῦδε τόπων
μετά ποι χωρεῖτ’ ἐκ τῶνδε θοῶς, 1060
μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώσῃ
βροντῆς μύκημ’ ἀτέραμνον.
ΧΟ.
ἄλλο τι φώνει καὶ παραμυθοῦ μ’
ὅτι καὶ πείσεις· οὐ γὰρ δή που
τοῦτό γε τλητὸν παρέσυρας ἔπος. 1065
πῶς με κελεύεις κακότητ’ ἀσκεῖν;
μετὰ τοῦδ’ ὅ τι χρὴ πάσχειν ἐθέλω·
τοὺς προδότας γὰρ μισεῖν ἔμαθον,
κοὐκ ἔστι νόσος
ῆσδ’ ἥντιν’ ἀπέπτυσα μᾶλλον. 1070
154
| ΕΡ.
ἀλλ’ οὖν μέμνησθ’ γ’ ἐγὼ προλέγω,
μηδὲ πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι μέμψησθε τύχην,
μηδέ ποτ’ εἴπηθ’ ὡς Ζεὺς ὑμᾶς
εἰς ἀπρόοπτον πῆμ’ εἰσέβαλεν·
μὴ δῆτ’, αὐταί δ’ ὑμᾶς αὐτάς· 1075
εἰδυῖαι γὰρ κοὐκ ἐξαίφνης οὐδὲ λαθραίως
εἰς ἀπέραντον δίκτυον ἄτης
ἐμπλεχθήσεσθ’ ὑπ’ ἀνοίας.
|155
Δίκη: μία από τις Ώρες. Κατά τον Ησίοδο στη Θεογονία
του ήταν κόρη του πατέρα των θεών και των ανθρώπων Δία
(9) Τηθύς: Ήταν μία από τις Τιτανίδες, κόρη του Ουρα-
νού και της Γαίας που πήρε ως σύζυγο τον αδελφό της Ωκε-
ανό, από τον οποίο γέννησε τρεις χιλιάδες ποτάμιους θεούς,
μεταξύ των οποίων ήταν ο Αχελώος και ο Ασωπός και ισά-
ριθμες θεότητες, τις Ωκεανίδες. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή
του μύθου η Τηθύς ήταν μητέρα του Φόρκυνος, του Κρόνου
και της Ρέας, η οποία και της εμπιστεύθηκε την ανατροφή
(16) Άτλας: κατά τον Ησίοδο, ήταν γιος τού Ιαπετού και
της Ωκεανίδας Κλυμένης. Είχε αδελφούς τον Προμηθέα, τον
Επιμηθέα και τον Μενοίτιο, τους γνωστούς «Ιαπετίδες».
168
|
Κεντρική Διάθεση
Εκδόσεις Διαπολιτισμός Πλ. Γεωργίου Α΄ 27, Πάτρα. Τηλ.: 2610-271116,
copy27@otenet.gr, www.diapolitismos.net
Συμμετρία Α.Ε. Τσαλαβούτα 3 Περιστέρι, Αθήνα, τηλ.: 2111041900