You are on page 1of 25

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΑΝΤΩΝΑΡΑΣ

Υαλοποιία και υαλουργία στο ρωμαϊκό


και παλαιοχριστιανικό κόσμο.
Υαλουργική δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη

ΑΝΑΤΥΠΟ

ΜΕΡΟΣ Α' ΜΕΛΕΤΕΣ

ΤΟΜΟΣ 57 (2002)

ΑΘΗΝΑ2010
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Χ. ΑΝΤΩΝΑΡΑΣ

ΥΑΛΟΠΟΙΙΑ ΚΑΙ ΥΑΛΟΥΡΓΙΑ ΣΤΟ ΡΩΜΑϊκο ΚΑΙ


ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ.

ΥΑΛΟΥΡΓΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Εργαστήρια υαλοποιίας και υαλουργίας

Η παρασκευή γυαλιού από τις πρώτες ύλες (υαλοποιία) και η κατασκευή αντικειμένων από έτοιμο γυα­
λί (υαλουργία) αποτελούσαν δύο διακριτές διαδικασίες της αρχαίας 1 και μεσαιωνικής υαλουργίας,
που ελάμβαναν χώρα σε διαφορετικές περιοχές και χρονικές στιγμές. Έτσι, γυαλί που δημιουργήθηκε στην
Ανατολή, στη συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Αίγυπτο, διαμορφωμένο σε υαλοπλινθώματα, μεταφερό­
ταν και πωλούνταν σε απομακρυσμένες δυτικές επαρχίες, όπου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πολύ καιρό
αργότερα, ανάλογα με τις ανάγκες και τις προθέσεις του υαλουργού που το αγόραζε.
Κατά τη ρωμα'ίκή και την παλαιοχριστιανική περίοδο η πρωτογενής παρασκευή γυαλιού, δηλαδή η δη­
μιουργία γυαλιού από τη συσσωμάτωση των πρώτων υλών, φαίνεται ότι συντελούνταν σε ορισμένα μόνον
εργαστήρια, ιδιαίτερης κατασκευής και λειτουργίας2, που μέχρι στιγμής έχουν αποκαλυφθεί μόνο στην
ανατολική Μεσόγειο, στο Ισραήλ3 και στην Αίγυπτο 4 (Σχέδ. 1). Ωστόσο, φυσικο-χημικές αναλύσεις που
διενεργήθηκαν δείχνουν ότι το γυαλί που παραγόταν στα εργαστήρια της Αιγύπτου δεν εξαγόταν. Αντίθε­
τα, τα συροπαλαιστινιακά εργαστήρια ήταν αποκλειστικά αυτά που τροφοδοτούσαν την αγορά της αυτο­
κρατορίας με έτοιμο γυαλί 5 .
Τα εργαστήρια υαλουργίας που ασχολούνταν με τη δευτερογενή παραγωγή, τη μορφοποίηση δηλαδή
αντικειμένων με αναθερμασμένο γυαλί που είχε παραχθεί σε κάποιο άλλο εργαστήριο, ήταν μικρές μονά­
δες, συνήθως εγκατεστημένες στην περίμετρο των πόλεων, προκειμένου να αποφεύγονται ο κίνδυνος πυρ­
καγιάς αλλά και η όχληση των περιοίκων 6 (Εικ. 1). Ωστόσο, συχνά χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγασή τους
και εγκαταλελειμμένοι δημόσιοι χώροι και κτίρια, ενώ φαίνεται ότι και γύρω από στρατόπεδα λειτουργού­
σαν εργαστήρια που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του στρατού. Έχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι οι υαλουργοί
συχνά δραστηριοποιούνταν σε άμεση γειτνίαση ή μοιραζόμενοι τους χώρους τους με άλλους τεχνίτες, που
επίσης χρειάζονταν κλιβάνους για την παραγωγή τους, όπως οι μεταλλουργοί και οι κεραμείς.
Τα υαλουργικά εργαστήρια διαμόρφωσης αντικειμένων, κρίνοντας από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα,
τα λαογραφικά παράλληλα σύγχρονων παραδοσιακών εργαστηρίων 7 και τις αρχαίες απεικονίσεις, ήταν πο-

1. Διαδικασία γνωστή ήδη από το 140 αι. πΧ., όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα του ναυαγίου στο Ulu Βυτυη. Βλ Nicholson -
Jackson - Τωιι 1997, σ. 143-153.
2. Εξαιρετικά διαφωτιστική για τον τρόπο λειτουργίας των εργαστηρίων ήταν η ανασκαφή του Bet Eli'ezer. Βλ. Gorin-Rosen
2000, σ. 52-54.
3. Beth She'arirn, βλ Bήll1967, σ. 88-95. Bet Eli'ezer, βλ Gorin-Rosen 1995, σ. 42-43. Απολλωνία, βλ. Gorin-Rosen 2000, σ. 54-55.
4. Στην περιοχή του Wadi Natrun (θέσεις Beni Salama, Wadi Natrun και Zakik), βλ. Nenna - Picon - Vichy 2000, σ. 99-102.
Στις ακτές της Μαρεωικής λίμνης (Taposiris Magna και Philoxenite), βλ Nenna - Picon - Vichy 2000, σ. 102-104.
5. Foy - Nenna 2001, σ. 37. 237
6. Πιτσάκης 1971, σ. λη'-λθΌ Hakim 2001, σ. 7, σημ. 38.
7. Nenna 2003, σ. 52-59.
/

«
Ζ

.. .. .
.*' . . . . .~ • • • •
., ... ~

Σχε'δ .
1. Κλίβανος υaλoπoίη-
238
σης Bet Eli'ezer (Gorin-Ro-
sen 2000, σ. 53, εlκ. 3-4).
Εικ. 1. Παράσταση υαλουρ­
γείου από τον κώδΙΚα του
1023,
Hrabanus MaillUS, De Univer-
50, Μονή Monre Casino (αριθ.
132) (Α. νοη Saldern, Glas,
Antikebis]ugendstil, DieSam-
m1ung im Museum fUr Kunsr
und Gewerbe Hamburg, 1995,
σ.9).

;1 ,," ~
\a:tu-~1.ω:u:' 'fuc'2)U1..rU1.f'fλα/Ι~
~rtudhu:-.ln~~1feiϊi ~ιι.,Γ
• _ >; ~ (~f~uf conαj~:- ~brφn

;...

λύ απλές κατασκευές (Σχέδ. 2). Στο δίσκο πήλινων λύχνων, των μέσων ή του β' μισού του 10υ αιώνα, που χ

βρέθηκαν στην κροατική Asseria-Benkoνac 8 και στην ιταλική Voghenza κοντά στη Φερράρα9 , σώζεται η
παράσταση θολωτού υαλουργικού κλιβάνου. Μπροστά από το τοξωτό άνοιγμά του κάθεται ο υαλουργός,
<
ο οποίος φυσά με τη βοήθεια κάννης ένα αγγείο, ενώ δεύτερος υαλουργός, στο βάθος μπροστά σε δεύτε­
::::C<:
ρο άνοιγμα που πιθανώς συμβολίζει το χώρο ανόπτησης, ελέγχει κάποιο αντικείμενο σηκώνοντάς το ψηλά

κόντρα στο φως για να εντοπίσει πιθανές ρηγματώσεις (Σχέδ. 2). Τη μορφή των υαλουργικών κλιβάνων, «r-
:.<:~

επίσης, διακρίνουν οι μελετητές και σε αιγυπτιακό πήλινο ειδώλιο Έρωτα του 10υ-20υ αι. μ.χ. lΟ . ο θεός εμφα­ <
σ'"
νίζεται μπροστά από ψηλή τριώροφη κωνική κατασκευή, κρατώντας στο χέρι του μακριά ράβδο (Εικ. 2). ;L. ",·1
._ r:ι

Ο κλίβανος, μικρή κυκλική ή πεταλόσχημη κατασκευή, εξωτ. διαμ. 0,90-1,20 μ., αποτελούσε το μόνο -<~
;Ξ (!;'
απαραίτητο στοιχείο για τη λειτουργία ενός εργαστηρίου (Εικ. 3). Κατασκευαζόταν από πλίνθους, λίθους
""
;;::c
και κονίαμα, με πάχος τοιχωμάτων 0,30 μ. περίπου. Ο χώρος καύσης, που συχνά ήταν εν μέρει υπόγειος,
σ ",1
είχε το άνοιγμά του προσανατολισμένο προς την είσοδο του εργαστηρίου, ώστε να αξιοποιεί την πνοή του
""'.-ς
αέρα, απαραίτητη για την ταχύτερη και ευκολότερη άνοδο της θερμοκρασίας. Ανάλογη διευθέτηση παρα­ ~l :.....

τηρείται σε παραδείγματα πρωτόγονων εργαστηρίων του 200ύ αιώνα στο Αφγανιστάν και στην Αίγυπτο lΙ
.
Ξυλεία ήταν το καύσιμο που χρησιμοποιούνταν ακόμη και σε περιπτώσεις που ήταν διαθέσιμα άλλης μορ­
φής καύσιμα, όπως ο λιθάνθρακας12.
Στο επιθυμητό ύψος στην εσωτερική περίμετρο του κλιβάνου δημιουργούνταν παχύ περιχείλωμα, το
οποίο ανακρατούσε το πήλινο αγγείο-χωνευτήρι, στο οποίο έλιωνε το προς διαμόρφωση γυαλί. Ενδεχο­
μένως, σε κάποιες περιπτώσεις το χωνευτήρι πατούσε πάνω σε κάποια πήλινη εσχάρα. Ως χωνευτήρια
- "'-

συνήθως χρησιμοποιούνταν ανοικτού σχήματος οικιακά σκεύη με επίπεδη βάση, τα οποία επενδύονταν με
παχύ στρώμα πηλού προκειμένου να αντέξουν τη μακρά έκθεση σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Έχουν
αποκαλυφθεί, επίσης, και κεραμικά αγγεία που εξαρχής φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν για τη συγκεκρι- c;:
- ?"
CC
«
«
>--::-

8. Abramic 1959, σ. 149-151.


9. Baldoni 1987, σ. 22-29.
10. Price 1988, σ. 317-319. 239
11. Reut 1973. Henein 1974. Σύμφωνα με τη Stern 1999, σ. 472, σημ. 184.
12. Gaitz5ch 1999, σ. 135.
I'jjfj. 2. ΠήλιΥΟΙ λΎXVoι μΕ
απεικόνιση υαλουργείου
(Srern 1995, ο. 40, εικ. 27).

Εικ. 2. Ειδώλιο Έρωτα, μπρο­


aτά από υαλουργικό κλίβα­
νο (Srern 1995, ο. 22, εικ. 5).

Εικ. 3. Υαλουργικός κλίβα­


νος, Λουλουδιές Κίτρους (Αγ­
γέλκου 2002, ο. 66).

μένη χρήση, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις αναφέρεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί ως χωνευτήρια λίθινα
αγγεία. Παρότι οι διαστάσεις των σωζόμενων παραδειγμάτωνποικίλλουν αρκετά, η διάμετρος των χειλέ­
ων τους φαίνεται να μην ξεπερνούσετα 0,25-0,30 και το ύψος τους τα 0,15 μ.Β.
Το τμήμα του κλιβάνου που φιλοξενούσε το τήγμα θεωρείται ότι καλυπτόταν από χαμηλό σχετικά
θόλο, που εγκλώβιζε τη θερμοκρασία και, λόγω σχήματος, την αντανακλούσε πίσω στο χωνευτήρι, μεγι­
στοποιώντας την απόδοση της ακριβής σχετικά καύσιμης ύλης. Ο τεχνίτης είχε πρόσβαση σε αυτό μέσω
μικρού τοξωτού ανοίγματος που ανοιγόταν στο πλάγιο τοίχωμα, στο ύψος της έδρασης ή του χείλους του
χωνευτηριού, ανάλογα με τον τρόπο στήριξής του. Από το άνοιγμα αυτό ο υαλουργός γέμιζε το χωνευτήρι,
-<
Ζ ήλεγχε την κατάσταση του τήγματος, κυρίως όμως μπορούσε να έχει εύκολη και άνετη πρόσβαση για την
κάννη του, προκειμένου να κάνει την αρχική λήψη της μάζας του γυαλιού, καθώς επίσης και να επαναθερ­
Ζ μαίνει το υπό διαμόρφωση αγγείο του. Σε επαφή με τον κλίβανο, μπροστά στο άνοιγμα ή δίπλα του, υπήρ­
<
χε λεία, μαρμάρινη συνήθως, επιφάνεια που την χρησιμοποιούσαν για τον κυλινδισμό των αγγείων. Οι κλί­
χ
βανοι, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών, καταπονούνταν γρήγορα και είχαν μικρή διάρκεια χρήσης, χρειά­
-<
ζονταν συνεχείς μικροεπιδιορθώσεις και πιθανώς κάθε χρόνο γκρεμίζονταν και χτίζονταν από την αρχή.

240
13. Price - Cool 1991, ο. 24-25. Sternini 1995, ο. 73-82, όπου και αναλυτική βιβλιογραφία. Van Geesbergen 1999, ο. 112-113.
Το γυαλί προερχόταν εν μέρει από υαλοπλινθώματα αγορασμένα από το εμπόριο και εν μέρει από ανα­
κύκλωση θραυσμάτων προερχόμενων από τη γύρω περιοχή14. Η ανακύκλωση θραυσμάτων στην παραγωγή
αγγείων δεν αξιοποιήθηκε στους προρωμα'ίκούς χρόνους και φαίνεται ότι αναπτύχθηκε παράλληλα με την
τεχνική της ελεύθερης εμφύσησης, πρωτογνωρίζοντας διάδοση στους χρόνους των Φλαβίων (69-96 μχ.)15.
Τα γυάλινα αγγεία, αμέσως μετά την κατασκευή τους, έπρεπε να ψυχθούν σταδιακά, προκειμένου να
απελευθερωθούν οι εσωτερικές τάσεις που δημιουργήθηκαν κατά την κατεργασία τους, καθώς και λόγω
της συστολής σε διαφορετικό χρόνο της εξωτερικής επιφάνειας και του εσωτερικού των τοιχωμάτων τους,
ώστε να μη σπάσουν. Η διαδικασία αυτή, γνωστή ως ανόπτηση, απαιτούσε 18-20 ώρες και συνήθως τα
αγγεία αφήνονταν σε μικρό χώρο, εφαπτόμενο με τον κλίβανο, του οποίου την ακτινοβολούσα θερμότητα
και αξιοποιούσε 16 . Η ανόπτηση προ'ίόντων μικρού μεγέθους, όπως χάντρες και μικρά μυροδοχεία, είναι
πιθανόν να συντελούνταν αφήνοντάς τα μέσα σε στρώμα ζεστής τέφρας, όπως προκύπτει από παρατήρη­
ση παραδοσιακών εργαστηρίων του 200ύ αιώνα, της ανατολικής Μεσογείου και της Αφρικής.
Το μικρό μέγεθος των εργαστηρίων υπαγορευόταν καταρχάς από την καθαρά οικονομική παράμετρο,
δηλαδή την επάρκεια ενός μόνον τεχνίτη να καλύπτει την τοπική ζήτηση. Επιπλέον, το ότι για κάθε τεχνί­
τη απαιτούνταν και ένα ακόμη άνοιγμα στο θάλαμο όπτησης του κλιβάνου, γεγονός που θα κατέβαζε την
c
ήδη δύσκολα και δαπανηρά αποκτώμενη θερμοκρασία, συνέτεινε στη μορφή των μικρών κλιβάνων και των
εργαστηριών αντίστοιχα, με ένα μόνον τεχνίτη ενεργό κάθε φορά. Ωστόσο, αν και σπάνια, είναι γνωστά και
εργαστήρια στα οποία λειτουργούσαν πολλοί κλίβανοι ταυτόχρονα 17 .
Ο όγκος των καταλοίπων από την εργαστηριακή δραστηριότητα των υαλουργείων είναι μικρός, λόγω
της συνεχούς ανακύκλωσης (Εικ. 4). Βασικά χαρακτηριστικά κατάλοιπα αποτελούν οι σταγονόσχημες
δοκιμές ρευστότητας. Ο υαλουργός καθημερινά, πριν αρχίσει την εμφύσηση αγγείων, διαπιστώνει την από­
χρωση και τη ρευστότητα του τήγματος λαμβάνοντας μικρή ποσότητα ρευστού γυαλιού και αφήνοντάς την
να παραμορφωθεί από το βάρος της σχηματίζοντας σταγονόσχημη ίνα, η οποία καταλήγει στο δάπεδο,
όπου και πολύ συχνά παραμένει για πάντα. Εκτός από τα επιμήκη αυτά τμήματα γυαλιού, συχνά σώζονται c
και άλλα, που φέρουν ίχνη λαβίδων ή έχουν αποτυπωμένο επάνω τους το ανάγλυφο του εδάφους ή άλλης

αδρής επιφάνειας στην οποία ακούμπησαν όσο ακόμη ήταν θερμά και εύπλαστα. Επιπλέον, χαρακτηριστι­
κά κατάλοιπα αποτελούν τα ημικυκλικά ή, συνηθέστερα, δακτυλιόσχημα θραύσματα, αποξέσματα της υα­ _ '7'

λουργικής κάννης. Σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις κατά τις οποίες το χείλος των παραγόμενων αγγεί­ <~
:L ~'

ων κοβόταν και υφίστατο επεξεργασία εν ψυχρώ μετά την ανόπτηση, ανευρίσκεται το πλεόνασμα αυτό -
'.....)

:L
~
~
--.,
~1
γυαλιού, το οποίο είναι κολουροκωνικού σχήματος18 και παρέχει επιπρόσθετες πληροφορίες, όπως, για πα­ :_ ~,}

<~
ράδειγμα, τη διάμετρο του χείλους των αγγείων 19 (Εικ. 5). ~ ~s:
Άλλο χαρακτηριστικό εύρημα αποτελούν τα κεραμικά αγγεία ανοικτού σχήματος που διατηρούν
στρώμα γυαλιού, κυρίως στο εσωτερικό τους, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως χωνευτήρια. Κεραμικά αγγεία
C' ,...-1
με κατάλοιπα γυαλιού αποτελούν αποκλειστικά κατάλοιπο υαλουργείου, σε αντίθεση με τις πλίνθους και ~...,.-'

;.1 ::
τα κεραμικά αγγεία με κατάλοιπα υαλοποίησης, που είναι εξίσου πιθανόν να αποτελούσαν υπολείμματα
μεταλλουργικής δραστηριότητας.
Ακόμη, χαρακτηριστικό εύρημα υαλουργείων αποτελούν τα κατάλοιπα υαλοπλινθωμάτων καθώς και
οι σωροί θραυσμάτων γυαλιού που προορίζονταν για ανακύκλωση. Τα θραύσματα αυτά εν μέρει προέρ­
χονταν από αγγεία που θρυμματίστηκαν κατά τη χρήση τους και πωλήθηκαν προς ανακύκλωση και εν
μέρει από το πλενόνασμα γυαλιού που αποκόπτετο από τα κατασκευαζόμενα προ·ίόντα κατά τη φάση απο­
κοπής από την κάννη και ολοκλήρωσής τους.
Τα αναγκαία εργαλεία είναι πολύ λίγα. Το μόνο που συνδέεται αποκλειστικά με υαλουργείο είναι η

~>-
C .:)
14. Πλίνιος, Φυσική Ιστορία XXXVI, 199. Martialis, Epigrαmmαtα Ι, 41, Statius, Silvαe Ι, ΥΙ. Cαlendαe Decembris 74. Βλ. «
Trowbridge 1930, σ. 106-107.
15. Stern 1999, σ. 451.
16. Ό.π., σ. 454-455.
17. Όπως σε εργαστήριο του 50υ αιώνα στο Gradishte κοντά στο Gabrovo Βουλγαρίας, όπου λειτουργούσαν έξι κλίβανοι
ταυτόχρονα οργανωμένοι σε δύο λειτουργικές τριάδες, βλ. Kojcheva 1990, σ. 37-46. 241
18. Γούναρης 1995-2000, σ. 326, εικ. 4.
19. Παράβαλε σχετικά Foy - Nenna 2001, σ. 40-44. Price 1998, σ. 336.
Εικ. 4. Υαλουργικά κατάλοι­
πα, Παλατιανό-Ίωρο.

κάννη, η κενή δηλαδή εσωτερικά σιδερένια ράβδος, μέσω της οποίας μεταφέρεταιαπό το ένα άκρο της η
πνοή του υαλουργού στο εσωτερικό της μάζας γυαλιού που ήταν κολλημένη στο άλλο άκρο της, διαμορ­
φώνοντας έτσι το υπό κατασκευή αγγείο. Τα υπόλοιπα μετάλλινα εργαλεία (λαβίδες, ενδεχομένωςψαλίδια
και συμπαγής ράβδος) χρησιμοποιούντανσε διάφορες εργαστηριακέςδραστηριότητεςκαι δεν μπορούν να
αποτελέσουν αποχρώσα ένδειξη κατεργασίας γυαλιού2Ο •
Οι μήτρες, λίθινες και πήλινες, αποτελούν πολύ σπάνιο εύρημα. Σχεδόν αποκλειστικά σώζονται τε­
τράγωνες μήτρες που διαμόρφωναντους πυθμένες αγγείων μεταφοράς 21.
Για τα υαλουργεία, όπως και για τις άλλες εργαστηριακές εγκαταστάσεις που απαιτούσαν χρήση
ανοικτού πυρός, γενικά ίσχυε ο κανόνας να χωροθετούνταιεκτός των τειχών ή σε άμεση γειτνίαση με αυτά,
αφενός διότι εκεί υπήρχε κενός χώρος και αφετέρου διότι έτσι ελαχιστοποιούντανο κίνδυνος μετάδοσης
πυρκαγιάς σε περίπτωση ατυχήματος, ενώ μειωνόταν η καθημερινή όχληση των περιοίκων. Ο Κωνσταντί­
νος Αρμενόπουλος το 140 αιώνα, που θεωρείται ότι μεταφέρει χωρία του Ιουλιανού της Ασκαλώνος ο
οποίος έγραφε πριν από την αραβική κατάκτηση της Παλαιστίνης το 636, αναφέρει ότι τα εργαστήρια
υαλουργίας δεν πρέπει να βρίσκονται μέσα στις πόλεις και εάν υπάρξει ανάγκη να λειτουργήσουν εντός
των τειχών θα πρέπει αυτό να γίνεται σε ακατοίκητα, απομακρυσμένα σημεία, λόγω του μεγάλου κινδύνου
πυρκαγιάς και για να μην προκληθεί βλάβη στην υγεία των περιοίκων 22 • Τη δραστηριοποίηση όμως των υα­
λουργών σε διάφορα σημεία των πόλεων φανερώνουν, εκτός από τα ανασκαφικά ευρήματα, και οι σωζό­
μενες επιγραφές. Από αυτές είναι γνωστό ότι οδοί, πύλες και περιοχές πόλεων είχαν ονομαστεί από την
ομάδα των υαλουργών που δραστηριοποιούνταν σε άμεση γειτνίαση με αυτές. Στη Ρώμη είναι γνωστές από
επιγραφές η οδός ή συνοικία των υαλουργών (Vicus νitrarius), καθώς και η στοά η μεταξύ των υαλουργών
(Porticus inter νitrarios?3. Από επιγραφή αντίστοιχα είναι γνωστό ότι και στο Puteoli υπήρχε περιοχή που
ονομαζόταν λόφος ή πλαγιά των υαλουργών (CLiνus νitrarius)24.

/-1 Τα υαλουργεία στη Θεσσαλονίκη


-<

Στη Θεσσαλονίκη έχουν αποκαλυφθεί εργαστηριακές εγκαταστάσεις (Σχέδ. 3) της ρωμα'ίκής και της
πρωτοβυζαντινής περιόδου στις παρακάτω περιοχές:
Ζ

20. Bezborodov - Abdurazakov 1964, σ. 64-65. Lang - Ρήce 1975, σποράδην. Auth 1975, σ. 167. Sternini 1995, σ. 83-95. Foy -
Nenna 2001, σ. 76,77 αριθ. 59-60.
21. Foy - Nenna 2001, σ. 51.
22. Εξάβιβλος 2,4,19.
242
23. Trowbridge 1930, σ. 131, σημ. 38-40.
24. Ό.π., σ. 132, σημ. 42.
Εικ. 5. Υαλουργικά κατά­
λOlπα, ΦίλΙΠΠOl (Γοόναρης
1995-2000, σ. 326, εJK. 4).

Σε αστικούς δημόσιους χώρους που, χάνοντας την αρχική τους χρήση και λειτουργία, καταλήφθηκαν από
ιδιώτες βιοτέχνες, όπως η αρχαία αγορά 25 και το μεγάλο λουτρό κάτω από τη βασιλική της Αχειροποιήτου 26 .
Κατά μήκος των ανατολικών 27 και των δυτικών 28 τειχών.
Εκτός των τειχών, στην ανατολική29 και στη δυτική30 νεκρόπολη.

25. Στο χώρο της αρχαίας αγοράς, πριν από την ίδρυσή της, δραστηριοποιούνταν εργαστήρια κεραμικής από τα τέλη του 30υ αι.
πΧ και μέχρι και τον 10 αι. μΧ Βλ Βαλαβανίδου 2001, σ. 119-123. Μπόλη - Σκιαδαρέσης 2001, σ. 91. Αδάμ-Βελένη 2003, σ. 146.
Κατά τον 50 αι. μ.χ., και ίσως ήδη από τα τέλη του 40υ, εποχή κατά την οποία η αγορά απώλεσε εν μέρει το δημόσιο χαρα­
κτήρα της, στο χώρο της αναπτύχθηκε ποικίλη εργαστηριακή δραστηριότητα κεραμέων, μεταλλουργών, βαφέων νημάτων και γνα­ <=
=.L
φέων, καθώς και κατεργασίας οστέινων αντικειμένων, που διατηρήθηκε και στον 60 αιώνα. Βλ. Vitti 1996, σ. 102-103. Επίσης,
Βαλαβανίδου 2001, σ. 123, 127-129.
Τέλος, με την περιοχή της αγοράς θα πρέπει να σχετίζεται και ο γνωστός από εmγραφή σύλλογος των πορφυροβάφων, που
χαρακτηρίζεται ό τής σκτωκαιδεκάτης, για να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους συλλόγους πορφυροβάφων της πόλης, αλλά και για v~
:L: .-.1
,....
-~

να τονιστεί παράλληλα ο χώρος δραστηριότητάς του. Βλ. IG Χ.2, αριθ. 291. Σχολιασμός της επιγραφής γίνεται από τον Robert ,,]
-<-'"
1937, σ. 535, σημ. 3. Vitti 1996, σ. 78-79.
:ΣCD
26. Μπακιρτζής 1983, σ. 310-329, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία. ,...,
~I;
27. Στη βόρεια στοά του Γαλεριανού συγκροτήματος λειτουργούσε εκτεταμένο εργαστηριακό συγκρότημα με εργαστήριο μεταλ­ 1"-1-<
λουργίας, κεραμικών μητρών και πορφυροβαφείο. Όλα τα συνευρήματα παραπέμπουν σε υστεροελληνιστική χρονολόγηση, 20ς-10ς C' ~~

αι. π.χ. έως τον 10 αι. μ.Χ. Βλ. Καραμπέρη - Χριστοδουλίδου - Κα·ίάφα 1996, σ. 534. Στην οδό Κ. Παλαιολόγου 18 αποκαλύφθηκε '--ο::
v.Jf-;
πιθανό κεραμικό εργαστήριο αγγείων του 30υ αι. μ.χ. Βλ Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαίδου,ΑΔ 38 (1983), Χρονικά, σ. 281-289.
-ι::Ι:
28. Διάφοροι κλίβανοι, που συνδέονται με τη δραστηριότητα κεραμέων, έχουν βρεθεί στην περιοχή σε σωστικές ανασκαφές. -Ι-
-,....
Για ρωμα·ίκό κεραμικό κλίβανο στην οδό Ειρήνης δίπλα στο τείχος, βλ. Α. Βαβρίτσας,ΑΔ
ντινούς κεραμικούς κλιβάνους, στον πύργο
27(1972), Χρονικά, σ. 505. Για δύο βυζα­
Αναγλύφου και στο φρούριο Βαρδαρίου, βλ Μαρκή 1982, σ. 139, σχέδ. 1, εικ. 7 και
I"-~

-
;::1"-
v
-
..,-
Θεοχαρίδου 1985-1986, σ. 99, σημ. 10, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Επίσης, Δεσποίνη 1982, σ. 81-82, εικ. 15-16, πίν. 14. <:
:< ,,]
29. Εργαστηριακοί κλίβανοι των αυτοκρατορικών χρόνων, πιθανώς κεραμικών αντικειμένων, αποκαλύφθηκαν στο οικόπεδο
?""<
του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, βλ Δ. Ναλπάντης, ΑΔ 43 (1988), Χρονικά, σ. 381 και 44 (1989), Χρονικά, σ. 346. Σε ανα­
σκαφή στο χώρο της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα εργαστηρίου με μήτρες τροχήλατων λύχνων που
χρονολογούνται στον 30-40 αι. μ.Χ. Βλ Φ. Πέτσας,ΑΔ 21 (1966), Χρονικά, σ. 334-339, πίν. 345-359. Από το ανατολικό νεκροτα­
φείο, ενδεχομένως επίσης από την ανασκαφή του οικοπέδου της Θεολογικής Σχολής, προέρχεται μήτρα λύχνου, που χρονολογεί­
ται στα τέλη του 40υ αιώνα, βλ Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Τέχνη 1986, σ. 22, αριθ. 7.
30. Εργαστηριακοί, πιθανώς κεραμικοί, κλίβανοι των αυτοκρατορικών χρόνων αποκαλύφθηκαν στο οικόπεδο στη συμβολή
των οδών Κολωνιάρη, Γαλανάκη και Παπαθανασίου, βλ Δ. Ναλπάντης, ΑΔ 42 (1987), Χρονικά, σ. 403-406. Εργαστήριο κεραμι­
κής, πιθανώς πλινθοποιίας, αποκαλύφθηκε στην οδό Μοναστηρίου 93 και ενδεχομένως αποτελεί παράδειγμα των εργαστηρίων που
αναπτύσσονταν δυτικά των τειχών στον «Κεραμήσιο κάμπο», ονομασία που συναντάται στον 70 αιώνα στο 50 θαύμα του δεύτε­
ρου βιβλίου των θαυμάτων του αγίου Δημητρίου. Βλ Θεοχαρίδου 1985-1986, σ. 99, για την ανασκαφή Δ. Μακροπούλου, ΑΔ 43
(1988), Χρονικά, σ. 379-380. Κατά τον 40 και 50 αιώνα, λόγω της ποικιλίας των σφραγισμάτων των πλίνθων που αποκαλύφθηκαν
σε μνημεία, θεωρείται ότι δραστηριοποιούνταν περισσότερα πλινθοποιεία ταυτόχρονα. Βλ. Vickers 1973, σ. 285-294 και Θεοχαρί­ 243
δου 1985-1986, σ. 109. Ακόμη, δύο κλίβανοι απροσδιόριστης χρήσης αποκαλύφθηκαν σε ανασκαφή στο οικιστικό συγκρότημα
Αξιός το 2004. Ευχαριστώ την ανασκαφέα Ε. Λαμπροθανάση, για την παροχή των σΧΕτικών σΤΟΙΧΕίων.
Σχέδ. 3. Χάρτης ιστορικού κέντρου Θεσσαλονίκης με σημασμένα τα σημεία εύρεσης των υαλουργικών καταλοίπων.

Εργαστήρια που δεν επιβάρυναν ιδιαίτερα τον περιβάλλοντα χώρο και δεν αποτελούσαν κίνδυνο για
την υγεία και την ασφάλεια των περιοίκων, λόγω της χρήσης πυρός, λειτουργούσαν, όπως φαίνεται, και σε

Ζ
άλλα σημεία της πόλης, όπως υποδεικνύουν ανασκαφικά ευρήματα από την πόλ η 31. Τα κτίρια που φιλοξε­
νούσαν τα υαλουργεία αλλά και τα εργαστήρια κατεργασίας άλλων υλικών ήταν πρόχειρες κατασκευές,
Ζ από ευτελή φθαρτά υλικά, που σε κάποιες περιπτώσεις αξιοποιούσαν τοίχους αρχαιότερων κτηρίων που
<: είχαν εγκαταλειφθεί και μόνον εν μέρει αποτελούσαν νέες κατασκευές. Το γεγονός αυτό καθιστά δύσκο­
χ
λο τον εντοπισμό τους και αυτό που συνήθως διασαφηνίζει τη χρήση τέτοιων κατασκευών είναι τα κινητά
ευρήματα-κατάλοιπα της παραγωγής ή οι κτιστές κατασκευές, όπως Π.χ. κλίβανοι και δεξαμενές. Ιδιαίτε-

244
31. Αδημοσίευτες ανασκαφές, τα ευρήματα των οποίων φυλάσσονται στο ΜΒΠ.
ρα τα εργαστήρια κατεργασίας γυαλιού δεν εντοπίζονται εύκολα, διότι καθώς το γυαλί ανακυκλωνόταν,
μικρές ποσότητές του παρέμεναν επιτόπου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα εργαστήρια κεραμικής και
μεταλλουργίας, όπου ο μεγάλος όγκος σκάρτων αγγείων και σκωριών εκκαμίνευσης αποτελούν αδιάσει­
στο μάρτυρα της εργαστηριακής δραστηριότητας. Ακόμη και οι ίδιοι οι κλίβανοι, καθώς ήταν κατασκευές
μικρού μεγέθους και προορισμένοι για βραχεία μόνο χρήση, συνήθως εξαιρετικά καταπονημένοι από τις
υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονταν κατά την όπτηση του γυαλιού, σπάνια διατηρούνται αρκετά
ώστε να είναι σαφής η μορφή και λειτουργία τους.
Στη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή δεν έχει εντοπιστεί ο ίδιος ο χώρος κάποιου υαλουργικού εργα­
στηρίου ρωμα'ίκών χρόνων, τουλάχιστον με αδιάσειστα στοιχεία, όπως η ύπαρξη κλιβάνου με κατάλοιπα γυα­
λιού ή, έστω, ο μεγάλος όγκος καταλοίπων επεξεργασίας γυαλιού σε κάποιο χώρο με χαρακτηριστικά εργα­
στηριακής εγκατάστασης. Υπάρχουν, ωστόσο, αποχρώσες ενδείξεις που καθιστούν βέβαιη τη λειτουργία του­
λάχιστον τριών εργαστηρίων στην πόλη, ιδίως κατά τον 40 και τον 50 αιώνα. Τα κινητά αυτά εργαστηριακά
κατάλοιπα έχουν αποκαλυφθεί αποσπασματικά και άλλα σχετίζονται με τους χώρους των νεκροταφείων όπου
δραστηριοποιούνταν διάφοροι βιοτέχνες, όπως η περιοχή της ανατολικής νεκρόπολης όπου ανεγέρθηκε η
Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, ενώ άλλα με αστικούς δημόσιους χώρους, που στους χρόνους της ύστερης αρχαι­
c
ότητας έχασαν την αρχική τους λειτουργία και καταλήφθηκαν από μικροβιοτέχνες διαφόρων ειδικοτήτων,
όπως το μεγάλο λουτρό πάνω από το οποίο ιδρύθηκε η βασιλική της Αχειροποιήτου και η αρχαία αγορά.
Αντίστοιχα με τη Θεσσαλονίκη, σε πολλές πόλεις της ρωμα'ίκής αυτοκρατορίας έχει αποδειχθεί ανα­ ()

σκαφικά ότι οι υαλουργοί, όπως και οι υπόλοιποι ιδιώτες βιοτέχνες, καταλάμβαναν και αξιοποιούσαν κάθε
ελεύθερο χώρο στον οποίο μπορούσαν να φιλοξενηθούν οι δραστηριότητές τους. <
Αντίστοιχα με το λουτρό κάτω από την Αχειροποίητο, εγκαταλελεψμένα και μισοερειπωμένα, μεγάλα, δημό­
σια ως επί το πλείστον, κτίρια στο κέντρο πόλεων32 χρησιμοποιήθηκαν στους χρόνους της ύστερης αρχαιό­
τητας στη Ρώ μη 33, στα δαλματικά Σάλωνα34 , στην Ερμούπολη Μεγίστη της Αιγύπτου35 , στη Λυών 36 , στην χ

Augst/Kaiseraugst της Ελβετίας37, στη Felix Romuliana-Gamzigrad της Σερβίας38, στη βουλγαρική Novae 39 , ο

στους Φιλίππους40, στους Δελφού ς 41, στην Ολυμπία42 , στη Ρόδ0 43 , στη Σά μ0 44, και στην Κω 45 .
Συνοικία με εργαστήρια αντίστοιχη αυτής που δημιουργήθηκε στον εγκαταλελειμμένο χώρο της αρ­
χαίας αγοράς της Θεσσαλονίκης φαίνεται ότι αποτελούσε κάτι αρκετά συνηθισμένο και αντίστοιχα υπήρ­
χε στους υστερορωμα'ίκούς χρόνους και στους Σόλους στην Κύπρ046, στη γαλλική Villeneuve-les-Mague-
:<;;
v v
-<
10ne47 , στην Κολωνία 48 , στο Leicester49 , στην Κόρινθ0 5Ο , στη Σαμάρια 51 , στις σλοβενικές Emona-Ljublja- ο<
;:,:;~
:_ ~J
<~
)Ξ ,χ

c-
~~
32. Van Geesbergen 1999, σ. 107. C' "..,.:1

33. Sternini 1989, σ. 105-114. :--<


vJ t--
34. Auth 1975, σ. 147. <.Ι;
35. Bimson - Freestone 1987. Sternini 1995, σ. 144. - ~

36. Α trαvers le veπe 1989, σ. 47-49. Foy et αl. 1989, σ. 58-59. Sternini 1995, σ. 181-182.
37. Sternini 1995, σ. 193-194.
~

"
?"
ο;:
-
r,

38. Ljubinkovic 1983, σ. 181-182. <;-.


<'(;Λj
39. Τέσσερις διαφορετικές εγκαταστάσεις ανασκάφηκαν στα ρωμα'ίκά ερείπια της πόλης, Biernacki et αl. 1976, σ. 158, εικ. 41,
r<
42. Olczak 1978, σ. 127-137. Biernacki et αl. 1991, σ. 110. Olczak 1998, σ. 13. Dyczek 1998, σ. 99-104. >-' ~

40. Γούναρης - Βελένης 1996, σ. 730-731. Γούναρης 1995-2000, σ. 323-331, 351, εικ. 2-4, 6. Skordara - Gounaris - Maniatis -«
;:,:;
2002, σ. 321-326. Γούναρης 2002, σ. 28. Ι:
41. Πετρίδης 2002, σ. 90. ::Ξ~
42. Schauer 2001-2002, σ. 42. Κλίβανος υαλουργίας ρωμα'ίκών χρόνων εντοπίστηκε σε ανασκαφή κοντά στις θέρμες Λεωνιδαίου. o~
43. Τριανταφυλλίδης 2002, σ. 49, 50, εικ. 12. ,,-.... ,-...
'..,..Jv
44. Isler 1969, σ. 227, πίν. 98.6, εύρημα από το Ηραίο Σάμου, που χρονολογείται περί τα μέσα του 60υ αιώνα. «
45. Μπρούσκαρη 2002, σ. 135-141. -<-<
46. Young 1993, σ. 40, σημ. 7.
47. Foy et αl. 1991, σ. 67. Sternini 1995, σ. 155.
48. Sternini 1995, σ. 158.
49. Price - Coo11991, σ. 24. 245
50. Wiseman 1969, σ. 105-106.
51. StErnini 1995, σ. 179-180.
na52 και ptuj53. Ήδη από νωρίτερα είχαν δημιουργηθεί συνοικίες με εργαστήρια στην Aix-en-Provence και
στην Autun Augostodunum 54 στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο 55 .
Ακόμη, εργαστήρια υαλουργίας εμφανίζονται στην περιοχή των τειχών, μέσα και έξω από αυτά, στη
Μασσαλία 56 , στην Κολωνία 57 και στους Τρεβή ρους 58.
Τέλος, εργαστήρια υαλουργίας εμφανίζονται σε μικρά πολίσματα και μεμονωμένες αγροικίες στη γαλ­
λική Vieηηe 59 , στο γερμανικό Hambach 6o, στο Jalame 61 στο Ισραήλ, στις Λουλουδιέ ς62, στο Ί ωρο 63, στη
Βρύση Ποντοκώ μης64, στην Κνωσό 65 και, ίσως, στην Τάρρα 66 και στη Χίο 67 .
Μια ακόμη κατηγορία χώρων δραστηριοποίησης των εργαστηρίων υαλουργίας, τουλάχιστον για τις
βορειοδυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, αποτελούν οι βιοτεχνικές ζώνες που αναπτύσσονταν γύρω
από τις στρατιωτικές βάσεις. Έχει γίνει γνωστό ότι ο στρατός εμπλεκόταν στη διακίνηση αλλά και στην
παραγωγή γυαλιού. Τα ευρήματα φανερώνουν ότι τα θραύσματα γυαλιού συλλέγονταν ενδελεχώς, με προ­
φανή σκοπό την ανακύκλωση. Παρότι δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί αν οι ίδιοι οι στρατιώτες ασχολούνταν
με την υαλουργία ή απλώς επέβλεπαν πολίτες απασχολούμενους από το στρατό, θεωρείται βέβαιο ότι ο
ρωμα·ίκός στρατός δραστηριοποιούνταν και σε αυτό τον τομέα 68 .
Αναλυτικά τα εργαστηριακά ευρήματα από τη Θεσσαλονίκη, είναι τα ακόλουθα:

Χώρος ανατολικά της Αχειροποιήτου (Οικ. Σ. Γεωργιάδη)

Στο χώρο της βασιλικής της Αχειροποιήτου των μέσων του 50υ αιώνα προϋπήρχε ρωμα·ίκό λουτρό 69 ,
που αποκαλύφθηκε κάτω και γύρω από τη βασιλική70. Έχουν εντοπιστεί τρεις επάλληλες φάσεις δαπέδων
του 71 , που χρονολογούνται μεταξύ του β' μισού του 20υ και του α' μισού του 40υ αιώνα 72 . Μετά την ανέ­
γερση της βασιλικής παρέμεινε σε χρήση το ανατολικό και το βόρειο τμήμα του λουτρού 73 . Κατά την ανα­
σκαφή οικοπέδου ανατολικά της αψίδας του ναού το 196674 αποκαλύφθηκαν τα λείψανα του λουτρού.
Μεταξύ των κινητών ευρημάτων της ανασκαφής εκείνης συμπεριλαμβάνονται εργαστηριακά κατάλοιπα
και τμήματα υαλουργικού κλιβάνου και πήλινου χωνευτηριού, που περιγράφονται παρακάτω και μαρτυ­
ρούν τη δραστηριότητα κάποιου υαλουργείου στην περιοχή.
1. Κατάλοιπα του ίδιου του κλιβάνου (Εικ. 6-8): πρόκειται για μάζες πηλού με έντονα ίχνη καύσης,
που κάποιες από τις επιφάνειές τους καλύπτονται από στρώμα λιωμένου γυαλιού. Από αυτές προκύπτει

52. Plesniear-Gec 1983, σ. 73-74.


53. Lazar 2003, σ. 221.
54. Sternini 1995, σ. 146-148.
55. Price 1998, σ. 341-342.
56. Sternini 1995, σ. 152.
57. Follmann-Schulz 1991, σ. 35. Sternini 1995, σ. 158.
58. Goethert-Polaschek 1977, σ. 6, σημ. 44. Sternini 1995, σ. 163.
59. Foy et αΙ 1991, σ. 64. Sternini 1995, σ. 155.
60. Sternini 1995, σ. 161. Gaitzsch 1999, σ. 125-149. Για την τυπολογία των παραγόμενων αγγείων, βλ. Follmann-Schulz 2001.
Για τη σύσταση του παραγόμενου γυαλιού, βλ. Wedepohl - Gaitzsch - Follmann-Schulz 2001.
61. Weinberg 1988.
62. Μαρκή 1996, ιδιαίτερα σ. 239-243. Μαρκή 2002, σ. 65-66. Αγγέλκου 2002, σ. 65-67.
63. Αντωνάρας - Αναγνωστοπούλου-Χατζηπολυχρόνη 2002, σ. 118, εικ. 14.
-t:
Ζ
64. Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη,ΑΕΜΘ 14 (2000), σ. 620. Επίσης, Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη,ΑΔ 37 (1982), Χρονικά, σ. 298.
65. Price 1992, σ. 458-459. Carington-Smith 1982, σ. 269.
66. Buechner 1960.
Ζ
<:: 67. Ballance et αl. 1989, σ. 124-125.
68. Price 1998, σ. 333, όπου παρατίθενται αναλυτικά παραδείγματα από το Ηνωμένο Βασίλειο.
69. Μπακιρτζής 1983, σ. 325-326.
< 70. Φ. Πέτσας, ΑΔ 22 (1967), Χρονικά, σ. 393-396, πίν. 299-300. Σ. Πελεκανίδης, ΑΔ 17 (1961/1962), Χρονικά, σ. 252-253.
Μπακιρτζής 1983, σ. 310-329, ιδιαίτερα σ. 321. Ξυγγόπουλος 1941/1952, σ. 472-487.
71. Μπακιρτζής 1983, σ. 323.
246 72. Ασημακοπούλου-Ατζακά 1998, σ. 127,227-228, σημ. 129.
73. Μπακιρτζής 1983, σ. 324.
74. Φ. Πέτσας,ΑΔ 22 (1967), Χρονικά, σ. 393-396, πίν. 299-300.
Εικ. 6-8. Υαλουργικά κατάλοιπα, εργαστήριο ανατολικά της
Αχειροποιήτου (Οικ. Σ. Γεωργιάδη).

ότι ο κλίβανος ήταν κυκλικού σχήματος και ότι το περιχείλωμά του ή η βάση έδρασης του χωνευτηριού είχε
εσωτερική διάμετρο περί τα 0,30-0,40 μ.
2. Θραύσματα του χωνευτηριού (Σχέδ. 4, Εικ. 9-11). Πρόκειται για ανοικτό κεραμικό αγγείο, περί­
που ημισφαιρικό (διαμ. χείλους 13, σωζ. ύψ. 3,5, πάχ. 0,6 εκ.). Το αγγείο περιβάλλεται εξωτερικά από -<
στρώμα ερυθρού πηλού (πάχ. 1,5 εκ. κοντά στη βάση του αγγείου και 3,5 εκ. στο ύψος του χείλους του), -:::
που ξεπερνά σε ύψος το εσωτερικό αγγείο και δημιουργεί υπερυψωμένο, έξω νεύον χείλος. Το αγγείο και =.L
το στρώμα πηλού καλύπτονται από λεπτό (πάχ. 0,1 εκ.) στρώμα αχνοπράσινου γυαλιού. Εξωτερικά η :;:~
κατασκευή έχει ενισχυθεί σε δεύτερη φάση, όπως φανερώνει το στρώμα πρασινωπού γυαλιού που υπάρχει
'/
-<' '"
e;,-t:
μεταξύ των δύο στρωμάτων πηλού, με λεπτότερο (πάχ. 0,7 εκ.) στρώμα γκρίζου πηλού, το οποίο επίσης ~ ~)
>- ;..·1
φέρει εξωτερικά λεπτό, ομοιόχρωμο στρώμα γυαλιού 75 . Το πήλινο περιχείλωμα του χωνευτηριού περιμε­ <~

τρικά ήταν υπερυψωμένο, εκτός από το τμήμα που πιθανώς ήταν στραμμένο προς το άνοιγμα του κλιβά­ ~ω
,...,
νου, όπου ήταν επίπεδο προκειμένου να διευκολύνεται ο υαλουργός στη λήψη του ημίρρέυστου γυαλιού. ~:I:
r-<
3. Σιδερένια σπάτουλα (Εικ. 6 δεξιά), που παρότι δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των σιδερένιων εργα­ C' ;:.-,1
i-<
λείων που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο οι υαλουργοί, όπως η κάννη, οι τανάλιες και V-.J .t-'

ενδεχομένως και το ψαλίδι, το γεγονός ότι βρέθηκε μαζί με τα υαλουργικά κατάλοιπα καθιστά πιθανή τη <:Ι:

χρήση της στο εργαστήρι0 76 •


4. Μαζί με τα παραπάνω βρέθηκε και κωνική βάση αγγείου, που ανήκει σε τύπο του 40υ-50υ αιώνα 77
(Εικ. 6, Σχέδ. 5ε).
Ο χρόνος λειτουργίας του εργαστηρίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, καθώς τα αρχαιο­
λογικά δεδομένα της ανασκαφής δεν είναι επακριβώς γνωστά. Είναι πιθανόν να λειτούργησε κατά τον 50
αιώνα, λίγο πριν από την ανέγερση της βασιλικής, αξιοποιώντας έναν προσωρινά εγκαταλελειμμένο χώρο
του λουτρού, ή κατά τη διάρκεια της ανοικοδόμησής της, καλύπτοντας παροδικά τις ανάγκες του εργοτα­
ξίου. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η περίπτωση να μεταφέρθηκαν και να απορρίφθηκαν τα '"'
-ι::-. -
ευρήματα από κάποιον άλλο, κοντινό σε κάθε περίπτωση, χώρο στο σημείο αποκάλυψής τους. - >-
σ::ι
<<'
-:::-t:
>->-
75. Ως χωνευτήρια, εκτός από τα κατασκευασμένα για αυτό τον σκοπό χονδροειδή χειροποίητα αγγεία, φαίνεται ότι συχνά
χρησιμοποιούνταν αγγεία οικιακής χρήσης. Για σχετικά παραδείγματα, βλ. Price - Coo11991, σ. 24-25. Sternini 1995, σ. 73-82. Van
Geesbergen 1999, σ. 112-113. 247
76. Για τα διάφορα, μετάλλινα και ξύλινα, εργαλεία ενός υαλουργείου, βλ. Sternini 1995, σ. 83-87.
77. θεσσαλονίκη, Ιστορία και Τίχνη 1986, σ. 59, αρι8. 4.
Σχέδ. 4, Εικ. 9-11. Θραύ­
σματα από το χωνευτήρι ερ­
γαστηρίου ανατολικά της
Αχειροποιήτου(OIΚ. Σ. Γεωρ­
γιάδη).

Ο
\D W·
β

γ δ

-<
Ζ

-<

Σχέδ. 5. Σχεδιαστική απο­


κατάσταση αγγείων ανασκα­ ε στ
248
φής εργαστηρίου Θεολογι­
κής Σχολής.
Αρχαία αγορά

Οι ανασκαφές που ξεκίνησαν για την εκσκαφή των θεμελίων του Δικαστικού μεγάρου της πόλης και
έφεραν στο φως την αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης78, από πολύ νωρίς αποκάλυψαν ότι το σημείο, αφού
έπαψε να λειτουργεί ως επίσημος δημόσιος χώρος, καταλήφθηκε από διάφορους βιοτέχνες που δραστη­
ριοποιήθηκαν εκεί κατά τον 50 και 60 αιώνα, ενδεχομένως ήδη και από τον 40 αιώνα 79 .
Τα πρώτα κινητά ευρήματα που συνδέονται με τη δραστηριότητα υαλουργικού εργαστηρίου στην
περιοχή αποκαλύφθηκαν στο χώρο της αρχαίας αγοράς ήδη από τις ανασκαφές του 1962.
1. Μάζα ερυθρού πηλού που έχει υποστεί παρατεταμένη έκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες, στην οποία
είναι κολλημένα υαλοθραύσματα αχνοπράσινου γυαλιού. Πρόκειται, πιθανώς, για τμήμα του κλιβάνου
(Εικ. 12).
2. Τριγωνικό απόκομμα γυαλιού, το οποίο βρέθηκε μαζί με το παραπάνω, ίδιας απόχρωσης και υφής,
που πιθανώς αποτελεί δοκιμή ρευστότητας της υπό επεξεργασία μάζας γυαλιού.

Κατά τις ανασκαφές του 1966 αποκαλύφθηκαν και άλλα κατάλοιπα υαλουργικής δραστηριότητας:
1. Πήλινα θραύσματα με στρώματα και συσσωματώσεις λαδοπράσινου γυαλιού πάνω στις επιφάνει­
ές τους που, κατά πάσα πιθανότητα, αποτελούσαν τμήματα του κλιβάνου (Εικ. 13, 14).
2. Δακρυόσχημες δοκιμές ρευστότητας από το ίδιο λαδοπράσινο γυαλί (Εικ. 13).
3. Επίπεδη, ωοειδής μάζα λαδοπράσινου γυαλιού (Εικ. 15). Στις αδρές επιφάνειές της έχει αποτυπωθεί
το ανάγλυφο της επιφάνειας του εδάφους στην οποία ακούμπησε ενόσω ακόμη ήταν θερμή και εύπλαστη.
Αποκαλύφθηκαν επίσης παραμορφωμένα τμήματα αποχρωματισμένων και πρασινωπών γυάλινων
αγγείων, προερχόμενα από τον ίδιο χώρο, για τα οποία όμως αφ' ενός δεν υπάρχει καμία στρωματογρα­
φική ένδειξη και αφ' ετέρου η παραμόρφωσή τους μοιάζει πιθανότερο να οφείλεται στην έκθεσή τους σε
υψηλή θερμοκρασία κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς, από τις τόσο συχνές στη Θεσσαλονίκη έως τις αρχές του
200ύ αιώνα. Τα αγγεία που έχουν εκ των υστέρων βρεθεί σε πυρά και έχουν παραμορφωθεί έχουν συχνά <

μια χαρακτηριστική θαμπάδα, οι επιφάνειές τους είναι αδρές και διατηρούν αποτυπώματα από την επιφά­
νεια στην οποία ακουμπούσαν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς. Αντίθετα, τα παραμορφωμένα κατά την
παραγωγή, σκάρτα, αγγεία έχουν λεία και διαυγή τοιχώματα. Επίσης, είναι σε κάποιο ποσοστό ημιτελή και
συνήθως ο λόγος απόρριψής τους είναι ιδιαίτερα εμφανής, όπως π.χ. κακοσχηματισμένα χείλη ή βάση. c<
~ ?-1
Από τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960, χωρίς ιδιαίτερες ανασκαφικές ενδείξεις, προέρχεται :_ ;..-1
-<ω
ακόμη ένα εύρημα που πιθανώς συνδέεται με την υαλουργική παραγωγή (Εικ. 16). Πρόκειται για λίθινη, :2 (i)
σχεδόν τετράγωνη (8χ8,5χ2 εκ.) μήτρα. Στην αδρά σκαλισμένη επιφάνειά της, που ορίζεται περιμετρικά '-; :r:
,-"

:::..,
από υπερυψωμένο περιχείλωμα, έχει παρασταθεί, σχεδόν σχηματικά, κεφαλή ζώου κατ' ενώπιον. Πιθανώς,
πρόκειται για κεφαλή λύκου ή αλεπούς. Το κεφάλι βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το περιχείλωμα,
περίπου 0,2 εκ. ψηλότερα από τον κάμπο που το περιβάλλει. Οι πλάγιες πλευρές της, στα σημεία που δεν είναι

σπασμένες και άπεργες, διατηρούν μια κλίση που δείχνει ότι η διακοσμημένη επιφάνεια της μήτρας ήταν κατά
τι μεγαλύτερη τής πίσω επίπεδης επιφάνειάς της. Το σχήμα και το μέγεθος της μήτρας είναι απολύτως συ­
γκρίσιμα με αντίστοιχα ευρημάτων από υαλουργικά εργαστήρια της δυτική ς80, κυρίως, αλλά και της ανα­
τολική ς 81 ρωμα'ίκής αυτοκρατορίας. Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι σχετικό θέμα δεν έχει σωθεί σε πυθ­
μένα γυάλινου αγγείου και ότι και ο ίδιος ο τρόπος απόδοσης του θέματος, λόγω του τρόπου εγχάραξής
του, δεν είναι ο προσφορότερος για να αναπαραχθεί σε γυαλί 82 .

ι""'. :......
'-"~

78. Πέτσας 1968, σ. 156-161. Πέτσας 1966-1967, σ. 295 Κ.ε., αριθ. 55-57. Αδάμ-Βελένη Κ.ά. 1996, σ. 501, όπου και αναλυτική ~>"'
βιβλιογραφία.
Ο ':)
«
79. Βλ. Vitti 1996, σ. 102-103. Επίσης, Βαλαβανίδου 2001, σ. 123, 127-129. <r:<
>,>-
80. Για αντίστοιχα παραδείγματα πήλινων και λίθινων μητρών, βλ.: Γαλλία, Foy - Nenna 2001, σ. 51, 82-83. Ελβετία, Rίitti
1991, σ. 150-152, εικ. 103. Γερμανία, Sternini 1995, σ. 90-91, εικ. 129-130, 134.
81. Για αντίστοιχα παραδείγματα πήλινων και λίθινων μητρών, βλ.: Ρουμανία, Baluta 1981, σ. 111-114, εικ. 1-2. Τουρκία, Akat-
Firatli - Kocabaii 1984, σ. 55, πίν. 16, εικ. 45. 249
82. Για παραδείγματα απλούστερα γεωμετρικά αλλά και πιο σύνθετα με παραστάσεις ανθρώπινων μορφών, ζώα και επιγρα­
ψέs, βλ. Foy - Nenna 2001, σ. 118-120, όπου και σχετική αναλυτική βιβλιογραφία.
Εικ. 12-15. Υαλουργικά κα­
τάλοιπα, αρχωα αγορά.

Σχετικά με τη χρονολόγηση των καταλοίπων του εργαστηρίου υαλουργίας, δεν παρέχεται κανένα
άλλο ιδιαίτερο στοιχείο πέραν του γενικότερου χρονικού πλαισίου, τέλη 40υ-αρχές 60υ αιώνα, εποχή στην
οποία εντάσσεται η βιοτεχνική δραστηριοποίηση στο χώρο.

Οικόπεδο Θεολογικής Σχολής

Κατά την ανασκαφή του 1965, που προηγήθηκε της οικοδόμησης του κτιρίου της Θεολογικής Σχολής του
ΑΠΘ, αποκαλύφθηκε, μεταξύ και πάνω από τάφους, κτίριο που χαρακτηρίστηκε από τον ανασκαφέα ως
«αποθήκη». Στο κτίριο αναγνωρίστηκαν διαδοχικές οικοδομικές φάσεις. Χρονολογήθηκε στους πρώτους βυ­
ζαντινούς χρόνους 83, τουλάχιστον εν μέρει, καθώς οι τοίχοι του εδράζονταν σε τάφους, στην πλειονότητά
τους των χρόνων της Τετραρχίας, και σε λιγότερους νεότερους, περίπου των χρόνων του Ιουστινιανού 84 .
~-I
Στους τοίχους του βρέθηκαν εντοιχισμένες μήτρες λύχνων 85 , που χρονολογούνται μεταξύ του β' μισού
«
«
Ζ

83. Φ. Πέτσας,ΑΔ 21 (1966), Χρονικά, σ. 334-339, πίν. 345-359, ιδιαίτερα σ. 338-339, πίν. 347β.
Ζ
« 84. 'Ο.π., σ. 337.
85. 'Ο.π., πίν. 356α, γ, ε. Τα θέματα των μητρών έχουν τα ανάλογά τους στην παραγωγή των αθηνα'ίκών εργαστηρίων. Βλ.
χ

Perlzweig 1961, σ. 115, αριθ. 715-718, ιδίως 717, πίν. 16, σ. 132-133, αριθ. 1044-1046, πίν. 22, σ. 152, αριθ. 1788-1809, πίν. 31, σ. 160,
<
αριθ. 2047, πίν. 34, του 40υ αιώνα, πίν. 51, τύπος χείλους αριθ. 22.
Στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού φυλάσσεται και αδημοσίευτο υλικό από την ίδια ανασκαφή. Πρόκειται για μήτρα επί­
σης παρεμφερή με τα προ'ίόντα των αττικών εργαστηρίων του 30υ-40υ αιώνα, πρβλ. Perlzweig 1961, σ. 136-137, αριθ. 1181-1182,
250 που χρονολογούνται στο β' μισό του 30υ και στο α' μισό του 40υ αιώνα.
Επίσης, μήτρα λύχνου, που δημοσιεύθηκε στο Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Τέχνη 1986, σ. 22, αριθ. 7, χρονολογήθηκε στα τέλη
του 40υ αιώνα και αναφέρεται ως εύρημα του ανατολικού νεκροταφείου, ενδεχομένως προέρχεται από την ίδια ανασκαφή.
,:=;,

Εικ. 16. Λίθινη μήτρα, αρχαία


αγορά. c'

Ζ
<

του 30υ και του τέλους του 40υ αιώνα, γεγονός που μαζί με το είδος των υπόλοιπων κεραμικών αγγείων
και σωλήνων που βρέθηκαν εκεί οδήγησε στην άποψη ότι επρόκειτο για κτίριο επαγγελματικής χρήσης, χ

κοντά στο οποίο θα πρέπει να βρισκόταν εργαστήριο παραγωγής λύχνων.


Από τον ίδιο ανασκαφικό χώρο προέρχονται επίσης και κινητά ευρήματα, εργαστηριακά κατάλοιπα
<
υαλουργικής δραστηριότητας:
1. Συσσωματώσεις πηλού με αχνοπράσινο γυαλί, που η μία επιφάνειά τους φέρει επάλληλες στρώσεις
~z
γυαλιού και είναι γεμάτη αιχμηρά εξογκώματα (Εικ. 17,18). Οι άλλες επιφάνειες είναι λείες, πλήρως κα­ « r,
~~

λυμμένες από γυαλί που έχει κυλήσει και έχει φτάσει μέχρι το σημείο που σήμερα ορίζεται ως κάτω επι­ ~ .-c
<
',-, '''-.

φάνεια. Αυτή στην αρχική τους θέση θα πρέπει να ήταν εσωτερική επιφάνεια ή σε επαφή με κάποιο λίθο ;L ~1
:_ ;..,..Ί

ή κονίαμα που δεν επέτρεψε στο ρευστό γυαλί να έρθει σε επαφή μαζί της. <:;....;
~ Q:.
2. Δοκιμές ρευστότητας και αποκόμματα αχνοπράσινου γυαλιού, παραμορφωμένα από την εν θερμώ ~

'-') :r:
επαφή τους με το έδαφος (Εικ. 17). "-

3. Πλεόνασμα αποχρωματισμένου,ελαφρώς πρασινωπού γυαλιού (Εικ. 19). Πρόκειται, δηλαδή, για το


ακραίο τμήμα του υπό παραγωγή αγγείου, που βρισκόταν σε επαφή με την υαλουργική κάννη. Το τμήμα

αυτό αποκόπτεται όταν διαμορφώνεται το χείλος του αγγείου. Είναι βραχύ, με παχιά τοιχώματα' το ένα
άκρο του είναι κυλινδρικό, στη διάμετρο της κάννης, ενώ στην άλλη του πλευρά, όπου βρισκόταν το χείλος
του αγγείου, φαρδαίνει δημιουργώντας κώνο.
4. Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν και θραύσματα διαφόρων αγγείων, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν συγκε­
ντρωμένα εκεί υπό μορφή θραυσμάτων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για ανακύκλωση. Αρκετά από
αυτά αναγνωρίζονται ως προ'ίόντα του όψιμου 40υ και 50υ αιώνα. Μεγάλος αριθμός λαδοπράσινων θραυ­ <<J
~
σμάτων, αδιάγνωστων στη σημερινή κατάσταση διατήρησής τους, προέρχεται από σώματα ακόσμητων :r:
<~
καμπύλων αγγείων.
Εκτός των αδιάγνωστων, μπορούν να διακριβωθούν οι παρακάτω κατηγορίες αγγείων: o~
~>"
α. Δεκάδες βάσεις ποτηριών με κωνική βάση και ψηλό στέλεχος, σε διάφορες αποχρώσεις του φυσικά χρω­ () Ο
ματισμένου πρασινωπού ή γαλαζωπού γυαλιού και σε ποικίλες διαστάσεις (Εικ. 20, Σχέδ. 5α). Σε ελάχιστες «
«
περιπτώσεις έχουν αποκαλυφθεί και μικρές λαβές, σε θραύσματα σώματος ή και αποκολλημένες, που πιθα­ >->-
νώς συνδέονται με τα αγγεία του τύπου αυτού ή με τους σκύφους που περιγράφονται στην κατηγορία «β»86.

251
86. Isings 1957, σ. 139-140, τύπος αριθ. 111. Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, σ. 285, αριθ. 299.
Εικ. 17-19. Υαλουργικά κατάλοιπα εργαστηρίου Θεολογικής Σχολής.

Ζ
<:

252
Εικ. 20-24. Θραύσματα πιθανών προϊόντων εργαmπρίου Θεολογικής Σχολής.
β. Εξίσου πολυάριθμα είναι και τα θραύσματα πρασινωπών ημισφαιρικών ή και βαθύτερων σκύφων,
με χαρακτηριστικό κατακόρυφο άπεργο χείλος87 (Εικ. 21, Σχέδ. 5β).
γ. Αρκετές, ακόμη, είναι οι επίπεδες ή αποστρογγυλεμένες βάσεις στενών κυλινδρικών αγγείων, οι
οποίες ανήκουν στον τύπο των λυχνιών με χαμηλό κωνικό ή κυλινδρικό σώμα που στενεύει και καταλήγει
σε επιμήκη, κενή εσωτερικά, κυλινδρική βά ση 88, γνωστών στις πηγές ως ουριάχων 89 (Εικ. 23, Σχέδ. 5γ).
δ. Μεταξύ των θραυσμάτων εντοπίζονται και κομβιόσχημες συμπαγείς βάσεις κωνικού αγγείου, πιθα­
νώς λυχνίας (Εικ. 22, Σχέδ. 5δ).
ε. Επίσης, αναγνωρίζονται και λαδοπράσινα θραύσματα, βάσεων κυρίως, που κατά πάσα πιθανότη­
τα ανήκουν σε αγγεία με ωοειδές σώμα, κοντό λαιμό, χοανόσχημο χείλος και λειασμένο με πυράκτωση χεί­
λος90 (Σχέδ. 5ε).
στ. Τέλος, μπορούν να αναγνωριστούν και θραύσματα χοανόσχημων χειλέων αγγείων ενός τύπου που
χρονολογείται στον 40 και 50 αιώνα91 (Σχέδ. 5στ).
Αξίζει να τονιστεί το ότι τα αγγεία των κατηγοριών α-γ και πιθανώς και δ χρησιμοποιούνταν ως
λυχνίες, γεγονός που συνδυάζεται πολύ καλά με τις μήτρες πήλινων λύχνων που αποκαλύφθηκαν στο
χώρο, καθώς επίσης και με τη γειτνίαση του εργαστηρίου με την εκτεταμένη ανατολική νεκρόπολη της
πόλης, όπου θα γινόταν ευρεία χρήση λυχνιών.

Αρκετά είναι τα στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούνσχετικά με τη χρονολόγησητου εργαστηρίου:


α. Οι τάφοι του σημείου εκείνου χρονολογούνται κυρίως στους χρόνους της Τετραρχίας και μέχρι
περίπου τους χρόνους του Ιουστινιανού.
β. Οι εντοιχισμένεςστο κτίριο μήτρες λύχνων χρονολογούνταιαπό το β' μισό του 30υ έως τα τέλη του
40υ αιώνα.
γ. Τα ανευρεθέντα επιτόπου θραύσματα αγγείων, που πιθανώς προορίζοντανγια ανακύκλωση, χρο­
νολογούνταιμετά τον 40 και ιδίως στον 50-60 αιώνα.
δ. Το γεγονός ότι μαζί με υαλοθραύσματα βρέθηκε και τεσσαρακοντανούμμιοτου Αναστασίου Α'
(Εικ. 24).
Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η περίοδος λειτουργίας του εργαστηρίου υαλουργίας, αν λειτουργούσε
ταυτόχρονα με αυτό της κατασκευής λύχνων, ορίζεται από τις μήτρες των λύχνων μεταξύ του β' μισού του ::~
~~
30υ και του τέλους του 40υ αιώνα. Εάν όμως πρόκειται για μεταγενέστερη χρήση του ίδιου ή γειτονικού 0<
~ γ-Ί
χώρου, σύμφωνα και με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, πιθανότερη περίοδος λειτουργίας του εργαστηρίου κα­ :_ ~-1

θίστανται οι μετά την Τετραρχία χρόνοι, που ο χώρος χρησιμοποιείται έντονα για ταφές, και ιδίως ο 50ς <"-'
::Ξ (i)
ή το α' μισό του 60υ αιώνα, όπως φανερώνουν τα υαλουργικά κατάλοιπα και η νομισματική μαρτυρία. Τα ~
'-.,..-) ..,..:
:::..~

θραύσματα αγγείων που αποκαλύφθηκαν στο χώρο καθιστούν πιθανή την υπόθεση το υαλουργείο να
Ο v-..1
παρήγε λυχνίες, όπως άλλωστε θα ήταν και αναμενόμενο για ένα εργαστήριο που λειτουργούσε μέσα στο ~~

χώρο ενός νεκροταφείου.


:.-1;:

Τα ευρήματα των υαλουργείων της Θεσσαλονίκης δεν επιτρέπουν τον ακριβέστερο προσδιορισμό των
παραγόμενων προ"ίόντων, εκτός ίσως από την περίπτωση του εργαστηρίου στο οικόπεδο της Θεολογικής
Σχολής. Εκεί, λόγω του μεγάλου αριθμού παρεμφερών αγγείων που ανευρέθηκαν, τα οποία, ακόμη και αν
προορίζονταν για ανακύκλωση, η σχετική ομοιομορφία τους μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι στο εργα­
στήριο κατασκευάζονταν λυχνίες, και ενδεχομένως σε τρεις τύπους: του ποτηριού με κωνική βάση και
ψηλό κυλινδρικό στέλεχος, του ημισφαιρικού σκύφου, άωτου και, ενδεχομένως, με λαβές, και του κυλιν­
δρικού ποτηριού με κωνική ή κυλινδρική απόληξη.
,-,
_J
-
;:....

:::>-
,::; ο
«
<C<
>" >-
87. Isings 1957, σ. 113-114, τύπος αριθ. 96α.
88. Για ολοκληρωμένα παραδείγματα, βλ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002, σ. 285, αριθ. 298.
89. Trowbrigde 1930, σ. 174, 190, 191, όπου και αναφορές σε παλαιοχριστιανικά κείμενα στα οποία απαντά ο όρος.
253
90. Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Τέχνη 1986, σ. 59, αριθ. 4.
91. Isings 1957, σ. 122-123, τύπo~ αριθ. 104.
Το γενικό συμπέρασμα που μπορεί να διατυπωθεί είναι ότι τα μέχρι τώρα ευρήματα υαλουργικής δραστη­
ριότητας στη Θεσσαλονίκη επικεντρώνονται στην περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, στους χρόνους γύρω
και μετά τον 40 αιώνα. Το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και με την εικόνα των ίδιων των γυάλινων αντικει­
μένων που έχουν αποκαλυφθεί σε ανασκαφές της πόλης. Από αυτό προκύπτει ότι κατά τον 10 και τις
αρχές του 20υ μεταχριστιανικού αιώνα τα γυάλινα αγγεία ήταν σχετικά πολυάριθμα και αρκετά από αυτά
ήταν μάλλον επείσακτα, καθώς ανήκουν σε γνωστούς τύπους υαλουργικών κέντρων της Ιταλίας και της
ανατολικής Μεσογείου. Η εικόνα που αποκαλύπτεται σχετικά με τη διάδοση και την τοπική παραγωγή
γυάλινων αγγείων στη Θεσσαλονίκη συμφωνεί με τα γενικότερα συμπεράσματα των μελετητών της ιστο­
ρίας του γυαλιού, που καταλήγουν στο ότι η κατεργασία του γνώρισε μεγάλη διάδοση ήδη από τον 10 αι.
μ.χ. Την εποχή εκείνη η θέση της Θεσσαλονίκης στο πολιτικό προσκήνιο και γενικά στο εμπόριο ισχυρο­
ποιήθηκε και η πόλη γνώρισε αύξηση του πληθυσμού της92 και απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα 93 . Το
γεγονός, λοιπόν, της απουσίας στοιχείων σχετικών με τη λειτουργία τοπικών εργαστηρίων υαλουργίας
κατά το 20 και 30 αιώνα πιθανώς είναι αποτέλεσμα της αποσπασματικότητας και της χωροτακτικής τυχαι­
ότητας που χαρακτηρίζουν τις σωστικές ανασκαφές από τις οποίες προκύπτουν τα εν λόγω δεδομένα.
Τέλος, από τον 30 αιώνα και εξής ο απόλυτος αριθμός των γυάλινων αγγείων στην πόλη αυξήθηκε κατά
πολύ και ο αριθμός των κατηγοριών απλών χρηστικών αγγείων, που δύσκολα θα μεταφέρονταν από
μακριά προς πώληση, πολλαπλασιάστηκε. Από την περίοδο αυτή και μετά εμφανίζονται τα πρώτα στοι­
χεία δραστηριότητας υαλουργείων στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που σχετίζεται με την πληθυσμιακή και
οικονομική ανάπτυξη της πόλης, η οποία την εποχή αυτή κατέχει εξέχουσα θέση στο πολιτικό και εμπορι­
κό προσκήνιο της αυτοκρατορίας.

Α.ΧΑ.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α travers le νeπe 1989 D. Foy - G. Sennequier, Α travers le veπe du Moyen Age α lα Renαissance, Rouen 1989.
Abramic 1959 Μ. Abramic, Eine romische Lampe mit Darstellung des G!asb!asens, Bonne
Jαhrbίίcher 159 (1959), σ. 149-151.
Akat - Firat!i - Kocaba~ 1984 Υ. Akat - Ν. Firat!i - Η. Kocaba~, Catalogue ο/ Glass ίπ the Ηίίseyίn Kocaba~
Collection, Istanbu! 1984.
Auth 1975 S. Auth, Roman G!ass, στο C.W. CΙairmont, Excavations at Salona, Yugoslavia
(1969-1972), Park Ridge 1975, σ. 145-175.
Ba!doni 1987 D. Ba!doni, Una lucerna romana con raffigurazione di officina vetraria: Alcune
considerazioni sulla !avorazione de! vetro soffiato nell'antichita, Joumal ο/
Glass Studies 29 (1987), σ. 22-29.
Ballance et α!. 1989 Μ. Ballance - J. Boardman - S. Corbet - S. Hood, Excavations ίη Chios 1952-
1955, Byzantine Emporίo, Oxford 1989.
Ba!uta 1978 C. Ba!uta, Considerations sur !a production et !a diffusion du verre dans !a
Dacie Superieure, Annales du 7eme Congres de lΆssοcίαtίοn Intemationale pour
l'histoire du νeπe, Liege 1978, σ. 97-109.
Ba!uta 1981 C. Ba!uta, Fond de mou!e romain pour !a fabrication de bouteilles carrees
trouve a Αρυ!υm (Dacie), AnnA1HV 8 (1981), σ. 97-109.
Bezborodov - Abdurazakov 1964 Μ.Α Bezborodov - ΑΑ Abdurazakov, New!y Excavated G!assworks ίη the
USSR, 3rd-14th centuries ΑΩ., Joumal ο/ Glass Studies 6 (1964), σ. 64-69.
>< Biernacki et α!. 1976 Α Biernacki et αΙ, Novae-Sector Zachodni, 1975,Archeologia (Warszawa) 27
« (1976), σ. 137-170.

254 92. Βουτυράς 1997, σ. 81. Σβέρκος 2001, σ. 99


93. Είναι γνωστές οι κοινότητες ρωμαίων «συμπραγματευομένων», βλ. Ριζάκης 1983 και Βελένης1996' Εβραίων, βλ. Nigdelis
1994' άλλων ξένων, βλ. Robert 1974, κυρίως από τη Μικρά Ασία στη θεσσαλονίκη. Βλ. Σβέρκος 2001, σ. 99, σημ. 23.
Biernacki et αl. 1991 Α. Biernacki et αl., Novae-Sector Zachodni, 1998, Archeologίa (Warszawa) 41
(1991), σ. 106-111.
Bimson - Freestone 1987 Μ. Bimson - 1. Freestone, The Discovery of an Islamic Glassmakjng Site ίη
Middle Egypt,Annales du 10eme Congres de IΆssοcίαtίοn Internationale pour
l'histoire du verre 10 (1987), σ. 237-243.
Βτίll 1967 R. ΒτίΙΙ, Α Great Slab from Ancient Galilee, Archaeology 20 (1967), σ. 88-95.
Buechner 1960 T.S. Buechner, The Glass from Tarrha, Hesperia 29 (1960), σ. 109-117.
Carington-Smith 1982 J. Carington-Smith, Α Roman Chamber Tomb οη the South-East Slopes of
Monasteriaki KephaJa, Knossos, BSA 77 (1982), σ. 255-293.
Dyczek 1998 Ρ. Dyczek, Α Glass Atelier from Sector ιν Novae, στο G. νοη Bίίlow - Α. Milceva
(επιμ.), Der Limes απ der Unteren Donau νοπ Diokletian bis Heraklios, Vortriίge der
InteInatίonalen Konlerenz Sviitov, Bulgarίen 1-5 September 1998, Sofia 1999, σ. 99-104.
Follmann-Schulz 1991 Α.Β. Follmann-Schulz, Fours de verriers romains dans la province de Germanie
Inferieure, Atelias de verriers de l'antiquite α lα periode preindLtstrielle, Actes des
4emes Rencontres de IΆ.F.Α. V., 24-25 novembre 1989, Rouen 1991, σ. 35-40.
Follman-Schulz 2001 Α.Β. Follmann-Schulz, Die Produkte der Glasshίitten ίη hambacher Forst,
AnnAIHV 14 (2001), σ. 61-67.
Foy et αl. 1991 D. Foy et αl., Ateliers de verriers de l'Antiquite et du haut Moyen A.ge en France,
στο Foy - Sennequier (επιμ.) 1991, σ. 55-69.
Foy - Sennequier (επιμ.) 1991 D. Foy - G. Sennequier (επιμ.), Ateliers de verriers de ΙΆηtίquίte et du haut Moyen
A.ge en France, Ateliers de verriers de l'antiquite α lα perίode preindustrielle, Actes :L:

des 4emes Rencontres de IΆ.F.Α. V., 24-25 novembre 1989, Rouen 1991. Ζ

Foy - Nenna 2001 <


D. Foy - M.D. Nenna, Tout leu tout sable. Mille ans de verre antique dans le Midi
de lα France, Musee dΉίstoίre de Marseille, Aix-En-Provence 2001.
Foy (επιμ.) 2003 D. Foy (επιμ.), Cceur de verre, Productίon et diffusion du verre antique (κατάλογος
χ
έκθεσης), Musee gallo-romain de Lyon-Fouvriere, 19-12-2003125-4-2004, Gollion:
Infolio/Rhone le Departement, 2003.
Gaitzsch 1999 W. Gaitzsch, Spiίtromische Glashiίtten im Hambacher Forst. Die Werkstatt des <
ECVA-Produzenten, στο Polfe (επιμ.) 1999, σ. 125-149. ::.L
Goethert-Polaschek 1977 Κ. Goethert-Polaschek, Katalog da romischen Gliίsa des Rheinischen
Landesmuseums Trier, Trieren Grabungen und Forschungen no. ΙΧ, Mainz am ~~
:L;:'
Rhein 1977
c::;..-'
Gorin-Rosen 2000 Υ. Gorin-Rosen, The Ancient Glass Industry ίη Israel, Summary of the Finds
and New Discoveries, στο Nenna (επιμ.) 2000, σ. 49-63.
_
..:ι::. ;,-1
,)

<-
Hakim 2001 B.S. Hakim, Julian of Ascalon's Treatise of Construction and Design Rules from
Sixth-Century Palestine, Joumal ΟΙ Society ΟΙ Architectural Historίans 60/1,
March 2001, σ. 4-25.
Henein 1974 Ν.Η. Henein, Le verre soufjlee en Egypte, Cairo 1974.
Isings 1957 cl. Isings, Roman Glass from Dated Finds, Groningen/Djakarta 1957.
Isler 1969 Η.Ρ. Isler, Heraion νοη Samos: Eine frίihbyzantinischeZisterne,AM 84 (1969),
σ.202-230.
Kojcheva 1990 Κ. Kojcheva, Ranovizantijska st'klarska rabotilnica, Arheologίja Sofia 32/4 (1990),
σ.36-46.
Kordas (επιμ.) 2002 G. Kordas (επιμ.), 1st Intemational Conlerence. Hyalos, Vitrum, Glass. Histoιy,
Technology and Conservation ΟΙ Glass and Vitreous Materials ίπ the Hellenic
World, Athens 2002.
Lang - Price 1975 J. Lang - J. Price, Ιron Tubes from a Late Roman Glassmaking Site at Merida
(Badajoz, ίη Spain), JAS 2 (1975), σ. 289-296.
Lazar 2003 1. Lazar, Rimsko steklo Lovenje, Ljubljana 2003.
- r
Ljubinkovic 1983 Μ. Ljubinkovic, Aspects de la verrerie medievale d'influence byzantine en
Serbie, Annales du geme Congres de IΆssοcίαtίοn Internationales pour IΉίstoίre
du Verre, 1983, σ. 181-193.
Nenna (επιμ.) 2000 M.D. Nenna (επιμ.), La route du verre, Ateliers primaires et secondaires du second
millenaire αν. J. C. αιι Moyen Age, Lyon: Maison de l'Orient Mediterraneen-Jean
Pouilloux, 2000. 255
Nenna 2003 M.D. Nenna, Les ateliers traditionnels d'aujourd'hui: des modeles pour
l'arcMologie?, στο Foy (επιμ.) 2003, σ. 52-59.
Nenna - Picon - Vichy 2000 M.D. Nenna - Μ. Picon - Μ. Vichy, Ateliers primaires et secondaires en Egypte
a l'epoque greco-romaine, στο Nenna (επιμ.) 2000, σ. 97-112.
Nicholson - Jackson - Trott 1997 Ρ.Τ. Nicholson - C.M. Jackson - ΚΜ. Trott, The Ulu Burun Glass Ingots,
Cylindrical Vessels and Egyptian Glass, ΙΕΑ 83 (1997), σ. 143-153.
Nigdelis 1994 Ρ.Μ. Nigdelis, Synagoge(n) and Gemeinde der Juden ίη Thessaloniki: Fragen
aufgrund einer jϋdίschen Grabinschrift der Keiserzeit, ΖΡΕ 102 (1994), σ. 297-306.
Olczak 1978 J. Olczak, «Piec szklarski», στο Novae-Sector zachodni 1974, Czesc Ι, 1978,
σ. 127-137.
Olczak 1998 J. Olczak, Produkcja szkta w rzymskim ί wczesnobizantyjskim Novae, Torun 1998.
Perlzweig 1961 J. Perlzweig, The Athenian Agora, νπ, Lamps oJ the Roman Period, Princeton,
N.J.1961.
Plesnicar-Gec 1983 L. Plesnicar-Gec, Starokrs-canski Center v Emoni, Ljubljana 1983.
Polfe (επιμ.) 1999 Μ. Polfe (επιμ.), Artisanat et productions artisanales en mίlieu rural dans les
provinces du Nord-Ouest de l'empire romain. Actes du colloque organise α
Erpeldange (Luxembourg) les 4 et 5 mars 1999 ραΓ lα Seminaire d'Etudes
Anciennes du Centre Universitaire de Luxembourg et Instumentum, Montagnac 1999.
Price 1988 J. Price, Αη Egyptian Terracotta Group Showing Eros beside a Glass Furnace
The Antiquaries Iournal 68 (1988), σ. 317-319.
Price 1992 J. Price, Hellenistic ad Roman Glass, στο Sackett et αΙ (επιμ.) 1992, σ. 415-490.
Price - Cool 1991 J. Price - Η.Ε.Μ. Cool, The Evidence for the Production of Glass ίη Roman
Britain, στο Foy - Sennequier (επιμ.) 1991, σ. 23-30.
Reut 1973 Μ. Reut, Le verre souffle de Herat, Studia IΓαπίcα 2.1 (1973), σ. 96-112.
Robert 1937 Ε. Robert, itudes Anatoliennes, Paris 1937.
Robert 1974 L. Robert, Les inscriptions de Thessalonique, RPh 48 (1974), σ. 242-243.
Rϋttί 1991 Β. Rϋttί, Die rdmischen Gliiser aus Augst und Kaiseraugst. Foschungen ίη Augst
13/1-2, Augst 1991.
Sackett et αΙ (επιμ.) 1992 Ι.Η. Sackett et αΙ (επιμ.), Knossos: From Greek CΊty [ο Romαn Colony. Excαvations
at the Unexplored Mansion Π, London 1992.
Schauer 2001-2002 C. Schauer, Γυάλινα αγγεία από την Ολυμπία, στο ΣΓ Διεθνές Συνέδριο
Πελοποννησιακών Σπουδών, Τρίπολη 24-29 Σεπτεμβρίου 2000, τ. Ν-Β',
Αθήνα 2001-2002, σ. 33-48.
Skordara - Gounaris - Μ. Skordara - G. Gounaris - Υ. Maniatis, Analysis of Glass of the Early
Maniatis 2002 Christian Period from the Workshop and Settlement of Philippoi, Northern
Greece: Preliminary Results, στο Kordas (επιμ.) 2002, σ. 321-326.
Stern 1995 Ε.Μ. Stern, The Toledo Museum oJ Art. Roman Mold-blown Glass. The First
through the SΊXth Centuries, Rome 1995.
Stern 1999 Ε.Μ. Stern, Roman Glassblowing ίη a Cultural Context, ΑΙΑ 103/3 (1999),
σ.441-484.
Sternini 1989 Μ. Sternini, Α Glassworkshop ίη Rome (IV-V cent. AD), Kdlner Iahrbuch fi1.r
Vor- und Friίhgeschichte 22 (1989), σ. 105-114.
Sternini 1995 Μ. Sternini, La Jenice di sabbia, Storia e tecnologia del vetro antico, Bari 1995.
Trowbridge 1930 M.L. Trowbridge, Philologicαl Studies ίπ Ancient Glass, University of Illinois
Studies ίη Language and Literature, ν. 13, nos 3-4, Urbana, Illinois 1930.
Van Geesbergen 1999 D. van Geesbergen, Les ateliers de verriers dans le Nord de la Gaule et en
Rhenanie (1er-4e siecle apres J.-C.), στο Polfe (επιμ.) 1999, σ. 105-124.
Vickers 1973 Μ. Vickers, Fifth Century Brickstamps from Thessaloniki, BSA 68 (1973),
σ.285-294.
νίιιί 1996 Μ. Vitti, Η πολεοδομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης. Από την ίδρυσή της έως τον
Γαλέριο, Αθήνα 1996.
Wedepohl - Gaitzsch - ΚΗ. Wedepohl - W. Gaitzsch - Α.Β. Follmann-Schulz, Glassmaking and
Follmann-Schulz 2001 GlassworIάngin Six Roman Factories ίn the Hambach Forest, Germany,AnnAIHV
14 (2001), σ. 56-61.
Weinberg 1988 G.D. Weinberg (επιμ.), Excαvations at Ialame: Site oJ α Glass Factoιy ίπ Late
Roman Palestine, Columbia, Missouri 1988.
256 Wiseman 1969 J. Wiseman, Excavations ίη Corinth, The Gymnasium Area, 1967-1968, Hesperίa
38 (1969), σ. 64-106.
Young 1993 S. Young, Α Preview of Seventh-Century Glass from the Kourion Basilica,
Cyprus, Joumαl ο[ Glαss Studies 35 (1993), σ. 39-47.

Α γγέλκου 2002 Ε. Αγγέλκου, Χωροθέτηση παραγωγικών και εργαστηριακών δραστηριοτήτων


στο επισκοπικό συγκρότημα των Λουλουδιών Πιερίας, στο Αρχαιολογικά
τεκμήρια βιοτεχνικών εγκαταστάσεων κατά τη βυζαντινή εποχή, 50ς-150ς
αιώνας, Ειδικό θέμα 220υ Συμπόσιου Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής
Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 17-19 Μαίου 2002, Αθήνα 2002, σ. 61-72.
Αδάμ-Βελένη Κ.ά. 1996 Π. Αδάμ-Βελένη - Π. Γεωργάκη - Η. Ζωγράφου - Β. Καλάβρια - Κ. Μπόλη­
Γ. Σκιαδαρέσης, Αρχαία αγορά Θεσσαλονίκης, Η στρωματογραφία και τα
κινητά ευρήματα,ΑΕΜΘ 10Β (1996), σ. 501-531.
Αδάμ Βελένη (επιμ.) 2001 Π. Αδάμ-Βελένη (επιμ.),ΑρχαίαΑγορά Θεσσαλονίκης, 1. Πρακτικά διημερίδας
για τις εργασίες των ετών 1989-1999, Θεσσαλονίκη 2001.
Αδάμ- Βελένη 2003 Π. Αδάμ-Βελένη, Θεσσαλονίκη: Ιστορία και πολεοδομία, στο Γραμμένος (επιμ.)
2003, σ. 121-162.
Αντωνάρας - Αναγνωστοπούλου­ Α. Αντωνάρας - Η. Αναγνωστοπούλου-Χατζηπολυχρόνη, Γυάλινα ευρήματα
Χατζηπολυχρόνη 2002 από το Αρχαίο Ίωρο, στο Kordas (επιμ.) 2002, σ. 113-122.
Ασημακοπούλου-Ατζακά 1998 Π. Ασημακοπούλου- Ατζακά, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών
δαπέδων της Ελλάδος, 111. Μακεδονία Θράκη, 1. Τα ψηφιδωτά δάπεδα της
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1998.
Βαλαβανίδου 2001 Α. Βαλαβανίδου, Εργαστηριακές χρήσεις στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς
Θεσσαλονίκης, στο Αδάμ-Βελένη (επιμ.) 2001, σ. 119-130. Ζ

Βελένης 1996 Γ. Βελένης, Συμπραγματευόμενοι Ρωμαίοι σε μια νέα επιγραφή της Θεσσαλονίκης,
Τεκμήρια 2 (1996), σ. 8-15.
Βουτυράς 1997 Ε. Βουτυράς, Η Θεσσαλονίκη στην εποχή της Ρωμαιοκρατίας, στο Χασιώτης (επιμ.)
1997, σ. 78-87.
Γούναρης 1995-2000 Γ. Γούναρης, Πανεπιστημιακή ανασκαφή Φιλίππων 1997-1999, Εγνατία 5
(1995-2000), σ. 323-356.
Γούναρης 2002 Γ. Γούναρης, Πανεπιστημιακή ανασκαφή Φιλίππων. Εγκαταστάσεις υαλουργείου,
στο 220 Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, =.L.
Αθήνα 17-19 Μαίου 2002, Αθήνα 2002, σ. 28.
Γούναρης - Βελένης 1996 Γ. Γούναρης - Γ. Βελένης, Πανεπιστημιακή ανασκαφή Φιλίππων 1988-1996,
ΑΕΜΘ 10Β (1996), σ. 719-731.
Γραμμένος (επιμ.) 2003 Δ. Γραμμένος (επιμ.),Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη (κατάλογος έκθεσης), Θεσσαλονίκη,
2003.
Δεσποίνη 1982 Αικ. Δεσποίνη, Κεραμεικοί κλίβανοι Σίνδου,ΑΕ 1982, σ. 61-84, πίν. 1-14. C:.:
::..
Θέμελης (επιμ.) 2002 Π. Θέμελης (επιμ.), Το γυαλί από την αρχαιότητα έως σήμερα, Β' συνέδριο
::: rJ
Μαργαριτών Μυλοποτάμου Ρεθύμνης Κρήτης, Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, 26-28
Σεπτεμβρίου 1997, Αθήνα 2002.
Θεοχαρίδου 1985-1986 Κ. Θεοχαρίδου, Συμβολή στη μελέτη της παραγωγής οικοδομικών κεραμικών
προ"ίόντων στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια, ΔΧΑΕ ΙΓ' (1985-1986),
σ.97-111.
Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Τέχνη Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Τέχνη (κατάλογος έκθεσης), Θεσσαλονίκη, Λευκός
1986 Πύργος, Αθήνα 1986.
Καραμπέρη - Χριστοδουλίδου - Μ. Καραμπέρη - Ε. Χριστοδουλίδου - Α. Κα'ίάφα, Το ανασκαφικό έργο στο -::..
Καίάφα 1996 Γαλεριανό συγκρότημα, ΑΕΜΘ 10Β (1996), σ. 533-544.
Μαρκή 1982 Ε. Μαρκή, Συμπληρωματικά στοιχεία για το φούρνο Βαρδαρίου, Μακεδονικά
ΚΒ' (1982), σ. 133-153.
Μαρκή 1996 Ε. Μαρκή, Συμπεράσματα από τις ανασκαφές της 9ης Εφορείας Βυζαντινών
Αρχαιοτήτων στη Βόρεια Πύδνα, ΑΕΜΘ 10Α (1996), σ. 239-258.
Μαρκή 2002 Ε. Μαρκή, Χωροθέτηση παραγωγικών και εργαστηριακών δραστηριοτήτων
στο επισκοπικό συγκρότημα των Λουλουδιών Πιερίας, στο 220 Συμπόσιο
Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Πρόγραμμα και
περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων, Αθήνα 17-19 Μαίου 2002, Αθήνα
2002, Ο. 65-66.
Μπακιρτζής 1983 Χ. Μπακιρτζής, Ρωμα"ίκός λουτρών και η Αχειροποίητος της Θεσσαλονίκης,
257
Αφιέρωμα στη μνήμη Στυλιανού Πελεκανίδη, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 310-329.
Μπ:όλη - Σl<ιαδαρέσηζ 2001 Α. Μπόλη - Γ. Σκιαδαρέσηζ, Η στρωματογραφία στη Νότια πτέρυγα, στο
Αδάμ-Βελένη (επιμ.) 2001, σ. 87-104.
Μπρούσκαρη 2002 Ε. Μπρούσκαρη, Παλαιοχριστιανικό εργαστήριο υαλουργίας στην Κω: Μία
πρώτη παρουσίαση, στο Θέμελης (επιμ.) 2002, σ. 135-141.
Ξυγγόπουλος 1941/1952 Α. Ξυγγόπουλος, Περί την Αχειροποίητον Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά Β'
(1941/1952), σ. 472-487.
Παπανικόλα-Μπακιρτζή 2002 Δ. Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Καθημερινή ζωή στο Bυζάvι:ιo (κατάλογος έκθεσης),
Θεσσαλονίκη, Λευκός Πύργος, Οκτώβριος 2001-lανουάριος 2002, Αθήνα 2002.
Πετρίδης 2002 Π. Πετρίδης, Βιοτεχνικές εγκαταστάσεις της πρώιμης βυζαντινής περιόδου
στους Δελφούς, στο 220 Συμπόσιο Bυζαvι:ινής και Mεταβυζαvι:ινής ΑρχαιολοΥίας
και Τέχνης, Πρόγραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων, Αθήνα
17-19 Μαιου 2002, Αθήνα 2002, σ. 90-91.
Πέτσας 1966-1967 Φ. Πέτσας, Χρονικά Αρχαιολογικά, Μακεδονικά Ζ' (1966-1967), σ. 277-368.
Πέτσας 1968 Φ. Πέτσας, Η αγορά της Θεσσαλονίκης,ΑΑΑ 1 (1968), σ. 156-161.
Πιτσάκης (επιμ.) 1971 κ.Γ. Πιτσάκης (επιμ.), Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου, Πρόχειρον Νόμων ή
εξάβιβλος, Αθήνα - Δωδώνη 1971.
Ριζάκης 1983 Α. Ριζάκης, Η κοινότητα των «συμπραγματευομένων Ρωμαίων» της Θεσσαλονίκης
και η ρωμα'ίκή οικονομική διείσδυση στη Μακεδονία,Αρχαία Μακεδονία 4 (1983),
σ.511-521.
Σβέρκος 2001 Η.κ. Σβέρκος, Η Θεσσαλονίκη υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων, Θεσσαλονικέων
Πόλις 4 (2001), σ. 91-102.
Τριανταφυλλίδης 2002 Π. Τριανταφυλλίδης, Ενδείξεις και εργαστήρια υαλοτεχνικής παραγωγής στη
Ρόδο από τους προ'ίστορικούς έως και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, στο
Θέμελης (επιμ.) 2002, σ. 41-55.
Χασιώτης (επιμ.) 1997 Ι. Χασιώτης (επιμ.), Τοις αγαθοίς βασιλεύουσα. Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Πολιτισμός,
Θεσσαλονίκη 1997.

Ζ
<.
χ

258
Summary
. . . . .· • • "· ,. • • • • • • • • 4 ,, ~ " "' ιι •• " •••••

GLASSMAΚINGAND GLASSWORΚINGΙΝ ΤΗΕ ROMAN


AND EARLY CHRISTIAN WORLD.
GLASSWORΚINGACTIVITY ΙΝ THESSALONIΚI

T he making of glass from raw materials (glassmaking), and the making of objects from readymade glass
(glassworking), presented two distinct processes ίη ancient and medieval glassworking, which took place
at different locations and times. During the Roman and Early Byzantine periods, primary glass production
appears to have taken place only ίη certain workshops with specific construction and operation, examples
of which have to date been uncovered only ίη Israel and Egypt.
Glassworking workshops, which were occupied ίη secondary production, viZ. the creation of objects
from reheated glass produced ίη another workshop, were small production units normally established οη
the perimeter of cities to avoid the hazard of fires as well as the disturbance of neighbours. However,
abandoned public spaces and buildings were often used to house them, and it appears that such workshops
operated around army camps to serve the needs of the military. It has also been observed that
glassworkers were frequently active ίη the immediate vicinity of, or shared their quarters with, other
artisans who also required production furnaces, such as metalworkers and potters.
Glassworking workshops were very simple constructions whose only requisite furnishing was a
furnace, ίη which the glass was heated ίη a crucible; ίη connection with this an annealing oven is often
found as well. Sometimes the marble surface for marvering is also found. Molds or actual glassblowing
pipes have been discovered only ίη rare cases. The glass came partly from glass chunks purchased
commercially and partly from the recycling of cullets coming from the surrounding area. Due to
continuous recycling, the volume of remainders from the workshop activity of glassworkers was small,
consisting chiefly of test droplets, cracked-off pieces of glass or glass cullets, moils, and excess.
Excavation evidence from Thessaloniki documents the activity of glassworkers ίη this city. Though
there is ηο immovable evidence that would show the exact arrangement of glassworks, they nevertheless
provide sufficient indications to make it certain that there were at least three workshops operating ίη the
city during the 4th, 5th, and 6th centuries. These movable workshop remains have been found ίη piecemeal
form; some were connected with the city's cemeteries, where various artisans were active, like a point ίη
the Eastern cemetery where the University of Thessaloniki's Theological School was built, and others with
public urban spaces which ίη Late Antiquity lost their original function and were taken over by various
specialties of craftsmen-artisans, such as the large bath complex atop part of which the basilica of
Acheiropoiitos was built, or the Ancient Agora.
Ιη the area of the bath complex east of Acheiropoiitos were uncovered workshop remains, parts of a
glassworking furnace and a clay crucible, an iron spatula and a fragment of a vase of the 4th-5th century.
The period during which the workshop was ίη operation cannot be determined with precision, since the
archaeological data from the excavation are not accurately known. It is probable that it operated during
the 5th century, a period slightly before the construction of the basilica, making use of the temporarily
abandoned space ίη the baths, or ίη the mid-5th century, during the building phase, temporarily meeting
the needs of the construction project. However, one cannot exclude the possibility that the finds were
transported and dumped at the point where they were discovered from some other site that would ίη any
case have been nearby.
Ιη Thessaloniki's Ancient Agora area, among other remains from artisans' establishments, there were
also discovered remains from glassworking activity. These included parts of a furnace, cracked-off pieces
259
of glass, and test droplets from the mass of glass that was being worked. As regards the dating of these
also discovered l'emains fΙΌn1 glassworking activity. These included parts of a furnace, cracked-off pieces
of glass, and test droplets from the mass of glass that was being worked. As regards the dating of these
glassworking factory remains, there is πο particular eνidence beyond the general chronological framework
of the late 4th Ιο early 6th century, a period when craftsmen were actiνe ίπ this area.
Ιπ the area excaνated for the construction of the Uniνersity of Thessaloniki's Theological School,
among and atop graνes there was discoνered an Early Byzantine building for professional use near which
ίι appears there was a workshop for production of clay lamps. Remains of glassworking actiνity haνe also
come from the same excaνation site: parts of a furnace, test droplets, deformed glass cullets, and wasters.
Based οπ the finds, this glassworking workshop produced mainly lamps. The likely period of the
workshop's operation is fixed between the second half of the 3rd and the first half of the 6th century, with
the most likely period of operation ίπ the 5th or first half of the 6th century, as both the glassworking
remains and the numismatic eνidence reνeal.

ANASTASSIOS CH. ANTONARAS

260

You might also like