You are on page 1of 1262

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

Ενδεικτική επιλογή αποσπασμάτων

Σολομών Βασιλιάς
του Ισραήλ
ΝΑΟΣ ΤΟΥ
ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ

Θεσσαλονίκη 2020
2
3

Περιεχόμενα

Βίβλος γενέσεως...............................................................................................................3
Σολομώντας......................................................................................................................5
Ναός του Σολομώντα........................................................................................................5
Όμηρος-Σολομών..............................................................................................................6
Σολομών. Από τη Βικιπαίδεια, Βασιλιάς του Ισραήλ................................................................8
Ναός του Σολομώντα..............................................................................................................10
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα.......................................................................................12
Χρονολογική ταξινόμηση....................................................................................................1193
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ................................................................................................................1246

Βίβλος γενέσεως

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 1

Ματθ. 1,1 Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ


Ἀβραάμ.

Ματθ. 1,1 Βιβλίον της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού,


απογόνου κατά το ανθρώπινον του βασιλέως Δαυΐδ, ο
οποίος πάλιν υπήρξεν απόγονος του πατριάρχου
Αβραάμ.

Ματθ. 1,2 Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν


4

Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς


ἀδελφοὺς αὐτοῦ,

Ματθ. 1,2 Διότι ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ δε


εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδαν
και τους αδελφούς αυτού.

Ματθ. 1,3 Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς
Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ δὲ
ἐγέννησε τὸν Ἀράμ,

Ματθ. 1,3 Ο Ιούδας δε εγέννησε από την νύμφην αυτού Θάμαρ


τους διδύμους Φαρές και Ζαρά, ο Φαρές δε εγέννησε
τον Εσρώμ, ο Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ.

Ματθ. 1,4 Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ


ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν
Σαλμών,

Ματθ. 1,4 Ο Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ δε


εγέννησε τον Ναασσών, ο Ναασσών δε εγέννησε τον
Σαλμών.

Ματθ. 1,5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ῥαχάβ, Βοὸζ δὲ


ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε
τὸν Ἰεσσαί,

Ματθ. 1,5 Ο Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ από την τέως


αμαρτωλήν Ραχάβ, ο Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ από
την Μωαβίτιδα Ρούθ, ο Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί.

Ματθ. 1,6 Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα. Δαυΐδ δὲ


5

ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶνα ἐκ τῆς τοῦ


Οὐρίου,

Σολομώντας

Ναός του Σολομώντα


6

Όμηρος-Σολομών

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 116, subsec. 3, line 1

...τῆς τετάρτης ἐπεκτείνει. ἐπὶ δὲ τοῦ Ἰωρὰμ ἀνελήφθη μὲν Ἠλίας,


ἤρξατο δὲ προφητεύειν Ἐλισσαῖος υἱὸς Σαφὰτ ἔτη ἕξ, ὢν ἐτῶν τες-
σαράκοντα. εἶτα Ὀχοζίας ἐβασίλευσεν ἔτος ἕν, ἐπὶ τούτου ἔτι προ-
φητεύει Ἐλισσαῖος καὶ σὺν αὐτῷ Ἀβδαδωναῖος. μετὰ τοῦτον ἡ
μήτηρ Ὀζίου Γοθολία βασιλεύει ἔτη ὀκτώ, κατακτείνασα τὰ τέκνα
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς· ἐκ γὰρ τοῦ γένους ἦν Ἀχαάβ. ἡ δὲ ἀδελφὴ
Ὀζίου Ἰωσαβαία ἐξέκλεψε τὸν υἱὸν Ὀζίου Ἰωὰν καὶ τούτῳ περιέθηκεν
ὕστερον τὴν βασιλείαν. ἐπὶ τῆς Γοθολίας ταύτης ἔτι ὁ Ἐλισσαῖος
προφητεύει, μεθ' ἣν βασιλεύει, ὡς προεῖπον, Ἰωὰς ὁ περισωθεὶς ὑπὸ
Ἰωσαβαίας τῆς Ἰωδαὲ τοῦ ἀρχιερέως γυναικός, καὶ τὰ πάντα γίνεται
ἔτη τεσσαράκοντα. συνάγεται οὖν ἀπὸ Σολομῶνος ἐπὶ Ἐλισσαίου
τοῦ προφήτου τελευτὴν ἔτη, ὡς μέν τινές φασιν, ἑκατὸν εʹ, ὡς δὲ
ἕτεροι, ἑκατὸν δύο, ὡς δὲ ἡ προκειμένη δηλοῖ χρονογραφία, ἀπὸ
βασιλείας τῆς Σολομῶνος ἔτη ἑκατὸν ὀγδοήκοντα ἕν.
 Ἀπὸ δὲ τῶν Τρωϊκῶν ἐπὶ τὴν Ὁμήρου γένεσιν κατὰ μὲν Φιλόχορον ἑκατὸν
ὀγδοήκοντα ἔτη γίνεται ὕστερον τῆς Ἰωνικῆς ἀποικίας·
Ἀρίσταρχος δὲ ἐν τοῖς Ἀρχιλοχείοις ὑπομνήμασι κατὰ τὴν Ἰωνικὴν  
ἀποικίαν φησὶ φέρεσθαι αὐτόν, ἣ ἐγένετο μετὰ ἑκατὸν τεσσαράκοντα
ἔτη τῶν Τρωϊκῶν. Ἀπολλόδωρος δὲ μετὰ ἔτη ἑκατὸν τῆς Ἰωνικῆς
ἀποικίας Ἀγησιλάου τοῦ Δορυσσαίου Λακεδαιμονίων βασιλεύοντος,
ὥστε ἐπιβαλεῖν αὐτῷ Λυκοῦργον τὸν νομοθέτην ἔτι νέον ὄντα.
7

Βικιπαίδεια. Σολομών (εβρ. εβραϊκά: ‫)שְֹׁלמ ֹה‬, γιος του Δαβίδ (5ο τέκνο)
και της Βηρσαβεέ, 3ος Βασιλιάς του Ισραήλ, ανέβηκε στο θρόνο του
Ισραήλ το 972 π.Χ. και βασίλεψε επί 40 χρόνια [2]. Ο δε προφήτης Νάθαν,
στον οποίο εμπιστεύθηκε την ανατροφή του ο Δαυίδ, τον ονόμασε
Ιεδιδία («Ιδεδί», Ο'Rahlfs · «Ιεδδεδί», Ο'Brenton · εβρ. Γεντιτζέ, που σημαίνει
«Αγαπητός του Ιαχβέ»). (Βασ.Β' 12:25).

«Νενίκηκά σε Σολομών». Η ιστορική φράση του Ιουστινιανού


όταν αντίκρισε την Αγία Σοφία στα εγκαίνια...Στις 27
Δεκεμβρίου του 537 τελέστηκαν τα θυρανοίξια της Αγιάς
Σοφιάς....
8

Σολομών. Από τη Βικιπαίδεια, Βασιλιάς του Ισραήλ

Περίοδος-972 - 932 π.Χ.Προκάτοχος-Δαβίδ Διάδοχος-Ιεροβοάμ Α΄


Γέννηση-Ιερουσαλήμ Θάνατος-Ιερουσαλήμ. Πατέρας-Δαβίδ Μητέρα-
Βηρσαβεέ
Σολομών (εβρ. εβραϊκά: ‫)שְֹׁלמ ֹה‬, γιος του Δαβίδ (5ο τέκνο) και της
Βηρσαβεέ[1], 3ος Βασιλιάς του Ισραήλ, ανέβηκε στο θρόνο του Ισραήλ το
972 π.Χ. και βασίλεψε επί 40 χρόνια. Ο δε προφήτης Νάθαν, στον οποίο
εμπιστεύθηκε την ανατροφή του ο Δαυίδ, τον ονόμασε Ιεδιδία («Ιδεδί»,
Ο'Rahlfs · «Ιεδδεδί», Ο'Brenton · εβρ. Γεντιτζέ, που σημαίνει «Αγαπητός του
Ιαχβέ»). (Βασ.Β' 12:25)...
Βίος
Ο Σολομών έλαβε επιμελημένη ανατροφή. Όταν ο πρωτότοκος
Αβεσσαλώμ επαναστάτησε και φονεύθηκε, ο Δαυίδ κατά το τέλος της
βασιλείας του όρισε τον Ιεδιδία διάδοχο ονομάζοντάς τον Σολομώντα
(εβρ. Σ΄λομό, που σημαίνει «Ειρηνικός»). Ο Σολομών αφού
αποκατέστησε γρήγορα την τάξη, την οποία είχε διασαλεύσει η ανταρσία
του μεγαλύτερου αδελφού, οργάνωσε το κράτος του με συγκεντρωτική
διοίκηση, απολυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης και βασική στρατηγική
τη σύναψη συμμαχιών και εμπορικών συμφωνιών. Συνεργαζόμενος με
τους Φοίνικες, συγκρότησε μεγάλο εμπορικό στόλο. Είχε εκτεταμένες
εμπορικές συναλλαγές με μακρινές χώρες, αποκομίζοντας τεράστια
πλούτη. Στη συνέχεια ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με την Αίγυπτο.
Παντρεύτηκε μάλιστα την κόρη του Φαραώ. Το όνομά της δεν το
μνημονεύει η Βίβλος. Είναι όμως γνωστό ότι πήρε ως προίκα την πόλη
Γεζέρ, που είχε καταλάβει ο Φαραώ από τους Χαναναίους. [4]
Η Αγία Γραφή μας λέει οτι κάποτε ο Σολομών είδε σε ενύπνιο τον Γιαχβέ
ο οποίος τον ρώτησε τι θα προτιμούσε να του χαρίσει, δόξα πλούτη ή
σοφία. Ο Σολομών ζήτησε σοφία. Ο Θεός, ικανοποιημένος για την
επιλογή του, του χάρισε και τα τρία, πλούτη από το εμπόριο, δόξα από
τους λαούς της εποχής του αλλά και πολλή σοφία. Δείγμα της σοφίας του
αποτελεί η απόδοση δικαιοσύνης στην περίφημη δίκη των δύο γυναικών
που διεκδικούσαν το ίδιο παιδί. Η απόφασή του να διαμελιστεί το παιδί,
είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί η αληθινή του μητέρα.[5]
9

Το έργο
Με τα πλούτη που συγκέντρωσε ο Σολομών εκτέλεσε πλήθος έργων
όπως συγκοινωνιακά και καλλωπισμού. Ανήγειρε μεγαλοπρεπή
οικοδομήματα, όπως τα εντυπωσιακά ανάκτορα, όπου διέμενε με
πρωτοφανή χλιδή, μαζί με συζύγους και ερωμένες (κατά την παράδοση
έφθαναν τις χίλιες), καθώς και τον περίφημο ναό της Ιερουσαλήμ στον
λόφο Μωριά, όπου μετέφερε την Κιβωτό της Διαθήκης.[4] Φρόντισε για
την ανοικοδόμηση πολλών πόλεων όπως της πυρποληθείσας Γεζέρ, της
Μεγιδδώ αλλά και της Ιερουσαλήμ.
Προς χάριν των αλλοεθνών παλλακίδων του έχτισε και ειδωλολατρικούς
ναούς στην κορυφή του Όρους των Ελαιών που είχε ονομαστεί και Όρος
του Σκανδάλου, επειδή ο ίδιος ο Σολομών τέλεσε εκεί θυσίες σε θεούς
ειδωλολατρών. Οι οποίες, καθώς και η πολιτική ανεξιθρησκίας και η
περιποίηση προς τους ξένους, όπως φαίνεται απέβλεπαν στην ανάπτυξη
του εμπορίου και στην προαγωγή των συμφερόντων του κράτους του. Η
φήμη του είχε φτάσει στα πέρατα του κόσμου. Είναι περίφημη η
επίσκεψη στο παλάτι του της Βασίλισσας της Αραβίας Σαβά με πολύ
μεγάλη συνοδεία, κατά την οποία αντάλλαξαν ακριβά δώρα, υφάσματα,
πολύτιμες πέτρες, χρυσάφι κι αρώματα.[5][6]
Η βαριά όμως φορολογία και οι αγγαρείες που επέβαλε για την εκτέλεση
των μεγάλων έργων, προκάλεσαν την αγανάκτηση του λαού του κατά τα
τελευταία χρόνια της βασιλείας του. Εκδηλώθηκαν τότε σημαντικές
εξεγέρσεις. Η κατάληξη ήταν, μετά τον θάνατό του, το κραταιό ιουδαϊκό
κράτος να διασπαστεί, να παρακμάσει και τελικά να καταρρεύσει.
Θάνατος
Η βασιλεία του διακόπηκε με τον θάνατό του το 931 π.X. και τον
διαδέχθηκε ο γιος του Ροβοάμ. (Βασ. 11,43-44)[6]
Η Αγία Γραφή αναφέρει ότι ο Σολομών διακρινόταν για σοφία, μεγάλη
σύνεση και μόρφωση. Σ' αυτόν αποδίδονται 3.000 παραβολές και 5.000
ωδές. Επίσης,του ανήκει η πατρότητα των έργων «Εκκλησιαστής»[7],
«Άσμα Ασμάτων»[8] και «Παροιμίες»[9] που αποτελούν πηγή πληροφοριών
για τη ζωή και το έργο του.
Πηγές

«ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' ΚΕΦ. 1-5». users.sch.gr.


Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2019.
10

Α΄ ΒΑΣΙΛΕΩΝ (ή ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ΄) 1, Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή


Διαθήκη) (TGV) | The Bible App.
«ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β' ΚΕΦ. 6-12». users.sch.gr.
Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2019.
«ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑΣ». www.orthodoxoiorizontes.mysch.gr.
Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2019.
«ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' ΚΕΦ. 1-5». users.sch.gr.
Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2019.
«ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Γ' ΚΕΦ. 6-11». users.sch.gr.
Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2019.
«ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ». users.sch.gr. Ανακτήθηκε
στις 13 Νοεμβρίου 2019.
«ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ». users.sch.gr. Ανακτήθηκε
στις 13 Νοεμβρίου 2019.
«ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ». users.sch.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου
2019.

Ναός του Σολομώντα


Από τη Βικιπαίδεια, Ο Ναός του Σολομώντα ή Ναός της Ιερουσαλήμ
βρισκόταν στο σημερινό Har HaBayit (όρος του Ναού), στην παλιά πόλη
της Ιερουσαλήμ.
Ο πρώτος Ναός
Ο «πρώτος Ναός» χτίστηκε από τον Σολομώντα τον 10ο αιώνα π.Χ. (955
π.Χ.) και αποτέλεσε το κέντρο λατρείας του αρχαίου Ιουδαϊσμού. Ο
Σολομών θα ήταν αυτός, που σύμφωνα με εντολή του Θεού, θα
ανοικοδομούσε τον πρώτο ναό. Ο πρώτος Ναός του Σολομώντα
καταστράφηκε από τους Βαβυλώνιους το 587 π.Χ.
Ο δεύτερος Ναός
Ο «δεύτερος Ναός» ανοικοδομήθηκε το 516 ή 537 π.Χ. από τον
κυβερνήτη Ζοροβάβελ, μετά από διάταγμα που εξέδωσε ο Κύρος ο
Μέγας.
Η ανοικοδόμηση του Ναού από τον Ηρώδη
11

Ο Ναός ανοικοδομήθηκε το 20 π.Χ. από τον Ηρώδη, ενώ και αυτός


καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ.
Σχεδιασμός του Ναού
Το εσωτερικό του Ναού σχεδιασμένο με τρισδιάστατο υπολογιστικό
μοντέλο.
Ο Ναός του Σολομώντα κατασκευάστηκε σύμφωνα με ακριβή σχέδια που
ο Θεός έδωσε στον Δαβίδ. Ο Δαβίδ ήλπιζε να τον οικοδομήσει, αλλά ο
Θεός του είπε πως ο γιος του θα ήταν αυτός που θα ολοκλήρωνε τον
Ναό. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του ο Δαβίδ άρχισε την
συγκέντρωση των οικοδομικών υλικών και πολύτιμων μετάλλων που θα
απαιτούνταν για την οικοδόμηση του Ναού. Ο Ναός θα εξυπηρετούσε ως
τόπος λατρείας του Γιαχβέ και ως μόνιμη στέγη για την Κιβωτό της
Διαθήκης.
Ο πρώτος Ναός κατασκευάστηκε με τη βοήθεια μελών και από τις 12
φυλές του Ισραήλ, αφού όλες οι φυλές ήταν ενωμένες κάτω από την
ηγεμονία του Δαβίδ και του Σολομώντα. Ο δεύτερος Ναός οικοδομήθηκε
από μέλη της φυλής του Ιούδα και μόνο.
Κόστος του Ναού
Αργότερα, ο Δαβίδ αγόρασε το αλώνι του Ορνά(ν) του Ιεβουσαίου στο
Όρος Μοριά για να χτιστεί εκεί ο ναός. (2Σα 24:24, 25· 1Χρ 21:24, 25) Ο
Δαβίδ συγκέντρωσε 100.000 τάλαντα χρυσάφι, 1.000.000 τάλαντα ασήμι
και υπεράφθονο χαλκό και σίδερο, εκτός του ότι συνεισέφερε από την
προσωπική του περιουσία 3.000 τάλαντα χρυσάφι και 7.000 τάλαντα
ασήμι. Επίσης, έλαβε ως συνεισφορές από τους άρχοντες χρυσάφι αξίας
5.000 ταλάντων και 10.000 δαρεικούς και ασήμι αξίας 10.000 ταλάντων,
καθώς και πολύ σίδερο και χαλκό. (1Χρ 22:14· 29:3-7) Η συνολική αξία
των 108.000 ταλάντων χρυσού και των 10.000 χρυσών δαρεικών και του
1.017.000 ταλάντων ασημιού θα έφτανε με σημερινές τιμές τα
48.337.047.000€. Ο γιος του ο Σολομών δεν δαπάνησε όλο αυτό το ποσό
στην οικοδόμηση του ναού. Ό,τι περίσσεψε το έβαλε στο
θησαυροφυλάκιο του ναού.—1Βα 7:51· 2Χρ 5:1.
Γενικές παραπομπές
Telushkin, Joseph, "The Temple". Εβραϊκή Λογοτεχνία (Jewish Virtual
Library)
Απόκρυφη σύνθεση του Ναού του Σολομώντα.
12

Nat, Arnold vander, "Ο Ναός της Ιερουσαλήμ".


Resources Biblical History Jerusalem, The First Temple Project of the
Dinur Center for Research in Jewish History, The Hebrew University of
Jerusalem.
Jewish Encyclopedia Temple of Solomon.
Roland De Vaux (tr. John McHugh), Αρχαίο Ισραήλ: Η ζωή και οι
παραδόσεις του (NY, McGraw-Hill, 1961).
Benjamin Mazar, Το Όρος του Κυρίου (Doubleday, NY, 1975) ISBN 0-
385-04843-2.
Hamblin, William and David Seely, Ναός του Σολομώντα: Μύθοι και
Ιστορία (Thames and Hudson, 2007) ISBN 0-500-25133-9
Δημητροκάλλης, Γεώργιος, Τα περί δήθεν χρήσεως παριανού μαρμάρου
κατά την ανοικοδόμησιν του Ναού του Σολομώντος, "Επετηρίς Εταιρείας
Βυζαντινών Σπουδών", τόμ. ΜΘ' (1994-98), σελ. 115-119.

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα


Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Matthaeum Ch. 1, sec. 6, line 2

         Ἰούδας δὲ ἐγέννησεν τὸν Φάρες καὶ


τὸν Ζάρα ἐκ τῆς Θαμάρ, Φάρες δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑσρώμ,
Ἑσρὼμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀράμ,
         Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησεν
τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ναασσών,
Ναασσὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαλμών,
         Σαλμὼν δὲ ἐγέν-
νησεν τὸν Βόες ἐκ τῆς Ῥαχάβ, Βόες δὲ ἐγέννησεν τὸν
Ἰωβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ, Ἰωβὴδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰεσσαί,
Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησεν τὸν Δαυὶδ τὸν βασιλέα.
 Δαυὶδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σολομῶνα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου,
Σολομὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοὰμ δὲ ἐγέν-
νησεν τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀσάφ,
         Ἀσὰφ
δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησεν τὸν
Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ὀζίαν,
         Ὀζίας δὲ
ἐγέννησεν τὸν Ἰωαθάμ, Ἰωαθὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀχάζ,
Ἀχὰζ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑζεκίαν,
13

         Ἑζεκίας δὲ ἐγέννησεν τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀμώς,


Ἀμὼς δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσίαν,

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Matthaeum Ch. 6, sec. 29, line 1

         ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ


ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς  
ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά·
οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
         τίς δὲ ἐξ ὑμῶν
μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν
ἕνα;
         καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ
κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνουσιν· οὐ κοπιῶσιν οὐδὲ νήθου-
σιν·
         λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ
δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.
         εἰ δὲ τὸν
χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον
βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον
ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
         μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, Τί
φάγωμεν; ἤ, Τί πίωμεν; ἤ, Τί περιβαλώμεθα;

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Matthaeum Ch. 12, sec. 42, line 4

δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου.


ὥσπερ γὰρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς
ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.
ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς
γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν· ὅτι μετενόησαν
εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε.
         βασί-
λισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς
ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν· ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων
τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον
Σολομῶνος ὧδε.
      
 Ὅταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ
ἀνθρώπου, διέρχεται δι' ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυ-  
σιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει.
         τότε λέγει, Εἰς τὸν οἶκόν μου
ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα
σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον.

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Matthaeum Ch. 12, sec. 42, line 5
14

ὥσπερ γὰρ ἦν Ἰωνᾶς ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς


ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.
ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς
γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν· ὅτι μετενόησαν
εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε.
         βασί-
λισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς
ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν· ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων
τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον
Σολομῶνος ὧδε.
      
 Ὅταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ
ἀνθρώπου, διέρχεται δι' ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυ-  
σιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει.
         τότε λέγει, Εἰς τὸν οἶκόν μου
ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα
σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον.

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Lucam Ch. 11, sec. 31, line 4

θεοῦ καὶ φυλάσσοντες.


      
 Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν, Ἡ
Γενεὰ αὕτη Γενεὰ πονηρά ἐστιν· σημεῖον ζητεῖ, καὶ
σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ.  
καθὼς γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς τοῖς Νινευίταις σημεῖον,
οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τῇ γενεᾷ ταύτῃ.
βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῶν
ἀνδρῶν τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτούς· ὅτι
ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν
Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε.
         ἄνδρες
Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς
ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν· ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ
κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε.
      
 Οὐδεὶς λύχνον ἅψας εἰς κρύπτην τίθησιν [οὐδὲ ὑπὸ
τὸν μόδιον] ἀλλ' ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευ-
όμενοι τὸ φῶς βλέπωσιν.

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Lucam Ch. 12, sec. 27, line 2

         κατανοήσατε τοὺς κόρα-


κας ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστιν
ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ θεὸς τρέφει αὐτούς· πόσῳ
μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν.
15

         τίς δὲ ἐξ
ὑμῶν μεριμνῶν δύναται ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ προσθεῖναι
πῆχυν;
         εἰ οὖν οὐδὲ ἐλάχιστον δύνασθε, τί περὶ τῶν
λοιπῶν μεριμνᾶτε;
         κατανοήσατε τὰ κρίνα πῶς αὐ-
ξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν
ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.
εἰ δὲ ἐν ἀγρῷ τὸν χόρτον ὄντα σήμερον καὶ αὔριον
εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως ἀμφιάζει, πόσῳ
μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι.
         καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί
φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε·
         ταῦτα
γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἐπιζητοῦσιν· ὑμῶν δὲ ὁ
πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων.

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Joannem Ch. 10, sec. 23, line 2

 Σχίσμα πάλιν ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς


λόγους τούτους.
         ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν, Δαι-
μόνιον ἔχει καὶ μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε;
         ἄλλοι
ἔλεγον, Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν δαιμονιζομένου·
μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοῖξαι;  
 Ἐγένετο τότε τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις·
χειμὼν ἦν,
         καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ
ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶνος.
         ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν
οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ, Ἕως πότε τὴν ψυχὴν
ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ.
ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύ-
ετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός
μου ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ·

Καινή Δαθήκη. , Acta apostolorum Ch. 3, sec. 11, line 3

         καὶ εἶδεν πᾶς ὁ λαὸς αὐτὸν περιπατοῦντα καὶ αἰνοῦντα τὸν
θεόν,          ἐπεγίνωσκον δὲ αὐτὸν ὅτι αὐτὸς ἦν ὁ πρὸς τὴν
ἐλεημοσύνην καθήμενος ἐπὶ τῇ Ὡραίᾳ Πύλῃ τοῦ ἱεροῦ,
καὶ ἐπλήσθησαν θάμβους καὶ ἐκστάσεως ἐπὶ τῷ συμβε-
βηκότι αὐτῷ.
      
 Κρατοῦντος δὲ αὐτοῦ τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην
συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτοὺς ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ
καλουμένῃ Σολομῶντος ἔκθαμβοι.
16

         ἰδὼν δὲ ὁ Πέτρος


ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν, Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, τί
θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει
ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσιν τοῦ περιπατεῖν αὐτόν;
         ὁ
θεὸς Ἀβραὰμ καὶ [ὁ θεὸς] Ἰσαὰκ καὶ [ὁ θεὸς] Ἰακώβ,
ὁ θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐδόξασεν τὸν παῖδα αὐτοῦ
Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε κατὰ
πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν·

Καινή Δαθήκη. , Acta apostolorum Ch. 5, sec. 12, line 3

         ἔπεσεν δὲ παραχρῆμα


πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ
οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες
ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς.
         καὶ ἐγένετο φόβος  
μέγας ἐφ' ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς
ἀκούοντας ταῦτα.
      
 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα
καὶ τέρατα πολλὰ ἐν τῷ λαῷ· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν
ἅπαντες ἐν τῇ Στοᾷ Σολομῶντος.
         τῶν δὲ λοιπῶν
οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ' ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς
ὁ λαός·
         μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ
κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν,
         ὥστε καὶ
εἰς τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ
κλιναρίων καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν
ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν.

Καινή Δαθήκη. , Acta apostolorum Ch. 7, sec. 47, line 1

 Ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἦν τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἐν


τῇ ἐρήμῳ, καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι
αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει,
         ἣν καὶ εἰσήγαγον
διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐν τῇ κατα-
σχέσει τῶν ἐθνῶν ὧν ἐξῶσεν ὁ θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν
πατέρων ἡμῶν ἕως τῶν ἡμερῶν Δαυίδ,
         ὃς εὗρεν χάριν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ
οἴκῳ Ἰακώβ.
         Σολομῶν δὲ οἰκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.  
ἀλλ' οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις κατοικεῖ· καθὼς
ὁ προφήτης λέγει,
 Ὁ οὐρανός μοι θρόνος,
17

  ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου·


 ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει κύριος,
  ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;
 οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησεν ταῦτα πάντα;
 Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι καρδίαις καὶ τοῖς
ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς
οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris. 2543 + 2570)


P. 130, line 8

σφηλῶ, ἐπὶ μέλλοντος, ἀντὶ τοῦ σφαλῶ.


 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς σχι συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ἰῶτα γράφεται· οἷον· σχίζω· σχίζα· σχίδαξ, τὸ κόμμα  
τοῦ ξύλου, καὶ κλίνεται σχίδακος· σχῖνος, φυτόν· καὶ τὰ
λοιπά.
 Πλὴν τοῦ σχῆμα· σχηματίζω· σχηματισμός· καὶ σχή-
σω, ἀντὶ τοῦ κρατήσω, ἐπὶ μέλλοντος.
 Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς σο συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ο μικροῦ γράφεται· οἷον· σοβαρὸς, ὁ κενόδοξος· σοβαρότης,
ἡ κενοδοξία· σολοικίζω· σολοικισμός· Σόδομα, τόπος· Σοδο-
μίτης ἀνήρ· Σόλυμα, τόπος· Σολομὼν, Σολομῶντος· σο-
ρὸς, θηλυκὸν, ὁ τάφος· σοφός· Σόφιλος, Σοφοκλῆς, καὶ
Σοφονίας, κύριον· σόλος, ὁ δίσκος· καὶ τὰ λοιπά.
 Πλὴν τοῦ σώζω· σωτήρ· σώτειρα, θηλυκόν· σῶστρον·
σώφρων· σωφρονῶ· σωφροσύνη· σῶμα· σωμασκίας, ὁ
κατάσαρκος· σωλὴν, σωλῆνος, τὸ σωληνάριον· Σωκρά-
της, Σωσίπατρος, Σώπατρος, Σωσθένης, καὶ Σώζων,  
κύρια· καὶ Σωσίκλης· Σωσάννα, θηλυκόν· σῶος, ὁ ὑγιής·
σωρὸς, τὸ πλῆθος· σωρεύω· σωρεία· Σώμανα, τόπος, ὅθεν
καὶ Σωμανῖτις γυνή· καὶ Σῶκος, ὁ Ἑρμῆς.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris. 2543 + 2570)


P. 191, line 15

 Τὰ δὲ περιττοσυλλάβως διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφον-


ται, καὶ ἐπὶ τῆς εὐθείας καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς· οἷον· γέλως,
γέλωτος· ἔρως, ἔρωτος· νέπως, νέπωτος· ἥρως, ἥρωος·
Μίνως, Μίνωος· καὶ τὰ λοιπά. Ὡσαύτως καὶ τὰ προ-
παροξύτονα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται· οἷον· Μενέλεως·
Νικόλεως· καὶ τὰ ὅμοια.
 Τὰ εἰς ων ὀνόματα ἀρσενικὰ, βαρύτονα, ὀξύτονά τε καὶ
προπαροξύτονα, διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται· οἷον· Μέ-
μνων· Ἀγαμέμνων· μείζων· ἐλάττων· κοιτών· ξενών· παρ-
θενών· Ξενοφῶν· Σολομῶν. Σὺν τούτοις καὶ τὰ Ἑβραϊκὰ
καὶ μονόκλιτα· οἷον· Σαμψών· Ἀαρών· Γαδών· καὶ τὰ
ὅμοια· καὶ τὰ θηλυκά· τρυγών· χελιδών· καὶ τὰ λοιπά.
18

 Τὰ εἰς οψ ὀνόματα, διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφονται· οἷον·


Πέλοψ· μέροψ· σκόλοψ· οἶνοψ· ἔποψ· καὶ τὰ ὅμοια.  
 Πλὴν τοῦ Κύκλωψ· ἑλίκωψ· ἄωψ· μύωψ· παρά-
βλωψ· καὶ τὰ ὅμοια. Σὺν τούτοις καὶ μώλωψ· κώνωψ·
ὕδρωψ· νυκτάλωψ. Ἔτι καὶ τὰ μονοσύλλαβα· θὼψ, ὁ
κόλαξ· κλὼψ, ὁ κλέπτης· ῥὼψ, ὁ θάμνος· ὢψ, ὁ ὀφθαλ-
μός· ὂψ, ἡ φωνὴ, μικρόν· κέρωψ· καὶ τὰ ὅμοια.
 Τὰ εἰς ωρ ὀνόματα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφονται·

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris. 2543 + 2570)


P. 194, line 5

 Αἱ διὰ τοῦ ωτος γενικαὶ μεγαλογραφοῦνται· ἱδρὼς,


ἱδρῶτος· ἀγνὼς, ὁ ἄγνωστος, ἀγνῶτος.
 Πλὴν τῶν μετοχῶν· τοῦ τετυφότος· πεποιηκότος. Καὶ
ἀπὸ τούτων μεγαλογραφοῦνται μόνα, τὸ γεγῶτος, ἑστῶτος,
καὶ τεθνεῶτος.
 Τὰ εἰς ων βαρύτονα ὀνόματα, διὰ τοῦ ντ κλινόμενα,  
μικρὸν ἔχει τὸ ο ἐπὶ τῆς γενικῆς· οἷον· λέων, λέοντος· δρά-
κων, δράκοντος· θεράπων, θεράποντος· καὶ τὰ ὅμοια.
 Τὰ δὲ περισπώμενα, διὰ τοῦ ω μεγάλου κλίνονται· οἷον·
Ξενοφῶν, Ξενοφῶντος· Κτησιφῶν, Κτησιφῶντος· Σολο-
μῶν, Σολομῶντος· καὶ ἕτερα. Καὶ τὰ μετοχικὰ, καὶ
περισπώμενα· βοῶντος, γελῶντος· δρῶντος· καὶ τὰ
ὅμοια.
 Οἱ δὲ μετοχικοὶ δεύτεροι ἀόριστοι διὰ τοῦ ο μικροῦ
γράφονται· τυπόντος· λιβόντος· πλακόντος· καὶ τὰ λοιπά.
Σὺν τούτοις καὶ τὸ δόντος· γνόντος· σχόντος· ἁλόντος·
ἁμαρτόντος· ἀλῶντος δὲ, τοῦ πλανῶντος, μεγάλου.
 Τὰ εἰς ων βαρύτονα, εἰ μέν εἰσι τριγενῆ, διὰ τοῦ ο μι-
κροῦ κλίνονται· οἷον· ὁ γείτων, ἡ γείτων, καὶ τὸ γεῖτον, καὶ
κλίνεται γείτονος. Ὡσαύτως καὶ μείζονος· μείονος· σώ-
φρονος· καλλίονος· καὶ τὰ ὅμοια. Ὡσαύτως καὶ ἀπὸ

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris. 2543 + 2570)


P. 198, line 5

νος· Μέμνονος· πέπονος· πνεύμονος· πρίονος· στήμονος· τέ-


κτονος, τέρμονος.
 Τὰ ἐπὶ τέλους ἔχοντα τὸν τόνον εἰς ων ὀνομάτων, εἰ μέν
εἰσι περιεκτικὰ, διὰ τοῦ ω μεγάλου κλίνονται· οἷον· ξενὼν,
ξενῶνος· ἀνδρῶν, ἀνδρῶνος· παρθενῶν, παρθενῶνος· πε-
ριέχει γὰρ ὁ ξενῶν τοὺς ξένους, ὁ ἀνδρὼν τοὺς ἄνδρας, ὁ  
παρθενὼν τὰς παρθένους· οὕτω καὶ δαφνὼν, δαφνῶνος· κοι-
τὼν, κοιτῶνος· νυμφῶνος· ἱππῶνος· φυτῶνος· καὶ τὰ ὅμοια.
 Καὶ ὅσα δὲ περισπῶνται ἐπ' εὐθείας ὡς ἀπὸ συναιρέ-
σεως, διὰ τοῦ ω μεγάλου κλίνονται· οἷον· Ποσειδῶν, Πο-
σειδῶνος· Σολομῶν, Σολομῶνος· ἐκ τοῦ Σολομάων γὰρ καὶ
19

τοῦ Ποσειδάων· οὕτω καὶ Ξενοφῶντος· Ἀγλαοφῶντος·


Κτησιφῶντος· ταῦτα δὲ διὰ τοῦ ντ κλίνονται.
 Ὡσαύτως καὶ τὰ μηνῶν ὀνόματα διὰ τοῦ ω μεγάλου
κλίνονται· οἷον· Ἑκατομβαιὼν, Ἑκατομβαιῶνος· Μαιμα-
κτηριῶνος· Ἐλαφηβολιῶνος· Θαργηλιῶνος· καὶ τὰ ὅμοια.
 Τὰ δὲ εἰς δων ὀξύτονα διὰ τοῦ μικροῦ κλίνονται· οἷον·
Μακεδὼν, Μακεδόνος· Μυρμιδόνος· Σαρπηδόνος·

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris. 2543 + 2570)


P. 199, line 10

 Ἀλλὰ φέρε κἀνταῦθα πάσας ἐνθήσομέν σοι τὰς γενικὰς,


χωρὶς τῶν γραφεισῶν περιεκτικῶν, καὶ τῶν λοιπῶν.
 Ὅρα γοῦν τὰς διὰ τοῦ ω μεγάλου· ἀγῶνος· ἀγκῶνος·
αὐλῶνος· ἀῤῥαβῶνος· ἀπατρῶνος· ἀνθερεῶνος· ἀφεδρῶ-
νος· αἰῶνος· δρυμῶνος· Ἑλικῶνος· Ἠλεκτρυῶνος, τοῦ
ἡλίου· ἀλεκτρυῶνος, ὀρνέου ὄνομα· θημῶνος· κυκεῶνος·
Κολοφῶνος· Καλυδῶνος· Κιθαιρῶνος· κλαυθμῶνος· κε-
νεῶνος· λεγεῶνος· λυμεῶνος· λαμεῶνος· Μαραθῶνος·
μελεδῶνος, θηλυκόν· πυλῶνος· πλαταμῶνος· Σολομῶ-
νος· Συμεῶνος· Τυφῶνος· ταῶνος· τελαμῶνος· καὶ χαρα-
δρεῶνος.
 Ὅρα καὶ τὰς διὰ τοῦ ο μικροῦ γενικάς· ἡγεμόνος· θαλα-  
μόνος· κανόνος· Παφλαγόνος· Στρυμόνος· ἀλεκτρυόνος·
καὶ τὰ ὅμοια.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία. Book 69, Ch. 14, sec. 2, line 3

πλῆθος καὶ τὴν ἀπόγνωσιν αὐτῶν ὁρῶν· ἀπολαμβάνων δ' ὡς ἑκά-


στους πλήθει τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν ὑπάρχων, καὶ τροφῆς ἀπείρ-
γων καὶ κατακλείων, ἠδυνήθη βραδύτερον μὲν ἀκινδυνότερον δὲ κα-
τατρῖψαι καὶ ἐκτρυχῶσαι καὶ ἐκκόψαι αὐτούς. ὀλίγοι γοῦν κομιδῇ
περιεγένοντο. καὶ φρούρια μὲν αὐτῶν πεντήκοντα τά γε ἀξιολογώ-
τατα, κῶμαι δὲ ἐνακόσιαι καὶ ὀγδοήκοντα καὶ πέντε ὀνομαστόταται
κατεσκάφησαν, ἄνδρες δὲ ὀκτὼ καὶ πεντήκοντα μυριάδες ἐσφάγησαν  
ἔν τε ταῖς καταδρομαῖς καὶ ταῖς μάχαις (τῶν τε γὰρ λιμῷ καὶ νόσῳ
καὶ πυρὶ φθαρέντων τὸ πλῆθος ἀνεξερεύνητον ἦν), ὥστε πᾶσαν
ὀλίγου δεῖν τὴν Ἰουδαίαν ἐρημωθῆναι, καθάπερ που καὶ πρὸ τοῦ
πολέμου αὐτοῖς προεδείχθη· τὸ γὰρ μνημεῖον τοῦ Σολομῶντος, ὃν
ἐν τοῖς σεβασμίοις οὗτοι ἄγουσιν, ἀπὸ ταὐτομάτου διελύθη τε καὶ
συνέπεσε, καὶ λύκοι ὕαιναί τε πολλαὶ ἐς τὰς πόλεις αὐτῶν ἐσέπιπτον
ὠρυόμεναι. πολλοὶ μέντοι ἐν τῷ πολέμῳ τούτῳ καὶ τῶν Ῥωμαίων
ἀπώλοντο· διὸ καὶ ὁ Ἁδριανὸς γράφων πρὸς τὴν βουλὴν οὐκ ἐχρή-
σατο τῷ προοιμίῳ τῷ συνήθει τοῖς αὐτοκράτορσιν, ὅτι “εἰ αὐτοί
τε καὶ οἱ παῖδες ὑμῶν ὑγιαίνετε, εὖ ἂν ἔχοι· ἐγὼ καὶ τὰ στρατεύ-
ματα ὑγιαίνομεν”.
 τὸν δὲ Σεουῆρον ἐς Βιθυνίαν ἔπεμψεν, ὅπλων μὲν οὐδέν, ἄρ-
20

χοντος δὲ καὶ ἐπιστάτου καὶ δικαίου καὶ φρονίμου καὶ ἀξίωμα


ἔχοντος δεομένην· ἃ πάντα ἐν ἐκείνῳ ἦν. καὶ ὁ μὲν διήγαγε καὶ

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία. (Xiphilini epitome) Dindorf-Stephanus p. S249,


line 20

στους πλήθει τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν ὑπάρχων, καὶ τροφῆς ἀπείρ-
γων καὶ κατακλείων, ἠδυνήθη βραδύτερον μὲν ἀκινδυνότερον δὲ κατα-
τρῖψαι καὶ ἐκτρυχῶσαι καὶ ἐκκόψαι αὐτούς. ὀλίγοι δ' οὖν κομιδῇ
περιεγένοντο. καὶ φρούρια μὲν αὐτῶν πεντήκοντα τά γε ἀξιολογώ-
τατα, κῶμαι δὲ ἐνακόσιαι καὶ ὀγδοήκοντα καὶ πέντε ὀνομαστόταται
κατεστράφησαν, ἄνδρες δὲ ὀκτὼ καὶ πεντήκοντα μυριάδες ἐσφάγησαν
ἔν τε ταῖς καταδρομαῖς καὶ ταῖς μάχαις (τῶν τε γὰρ λιμῷ καὶ νόσῳ
καὶ πυρὶ φθαρέντων τὸ πλῆθος ἀνεξερεύνητον ἦν), ὥστε πᾶσαν ὀλί-
γου δεῖν τὴν Ἰουδαίαν ἐρημωθῆναι, καθάπερ που καὶ πρὸ τοῦ πολέ-
μου αὐτοῖς προεδείχθη· τὸ γὰρ μνημεῖον τοῦ Σολομῶντος, ὃν ἐν
τοῖς σεβασμίοις οὗτοι ἄγουσιν, ἀπὸ ταὐτομάτου διελύθη τε καὶ συνέ-
πεσε, καὶ λύκοι ὕαιναί τε πολλαὶ ἐς τὰς πόλεις αὐτῶν ἐσέπιπτον
ὠρυόμεναι. πολλοὶ μέντοι ἐν τῷ πολέμῳ τούτῳ καὶ τῶν Ῥωμαίων
ἀπώλοντο· διὸ καὶ ὁ Ἀδριανὸς γράφων πρὸς τὴν βουλὴν οὐκ ἐχρή-
σατο τῷ προοιμίῳ τῷ συνήθει τοῖς αὐτοκράτορσιν, ὅτι “εἰ αὐτοί τε
καὶ οἱ παῖδες ὑμῶν ὑγιαίνετε, εὖ ἂν ἔχοι· ἐγὼ καὶ τὰ στρατεύματα
ὑγιαίνομεν.” τὸν δὲ Σεβῆρον ἐς Βιθυνίαν ἔπεμψεν, ὅπλων μὲν οὐ-
δέν, ἄρχοντος δὲ καὶ ἐπιστάτου καὶ δικαίου καὶ φρονίμου καὶ ἀξίωμα
ἔχοντος δεομένην· ἃ πάντα ἐκείνῳ ἦν. καὶ ὁ μὲν διήγαγε

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 5, Ch. 362, line 5

..., ὃν καὶ ζήσαντα Ἰαχώβην προσηγόρευσαν, σημαίνει


δὲ ἀδοξίαν τὸ ὄνομα, διὰ τὴν προσπεσοῦσαν δύσκλειαν τότε τῷ
στρατῷ.
 Ἦρξε δὲ πρῶτος Ἠλὶς Ἰθαμάρου τῆς ἑτέρου τῶν Ἀαρῶνος
υἱῶν οἰκίας· ἡ γὰρ Ἐλεαζάρου οἰκία τὸ πρῶτον ἱερᾶτο παῖς παρὰ
πατρὸς ἐπιδεχόμενοι τὴν τιμήν, ἐκεῖνός τε Φινεέσῃ τῷ παιδὶ αὐ-
τοῦ παραδίδωσι, μεθ' ὃν Ἀβιεζέρης υἱὸς ὢν αὐτοῦ τὴν τιμὴν παρα-
λαβὼν παιδὶ αὐτοῦ Βόκκι τοὔνομα αὐτὴν κατέλιπε, παρ' οὗ διε-
δέξατο Ὄζις υἱὸς ὤν, μεθ' ὃν Ἠλὶς ἔσχε τὴν ἱερωσύνην, περὶ οὗ
νῦν ὁ λόγος, καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ' ἐκείνου μέχρι τῶν κατὰ τὴν τοῦ
Σολομῶνος βασιλείαν καιρῶν. τότε δὲ οἱ Ἐλεαζάρου πάλιν αὐτὴν
ἀπέλαβον.  

Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇ ἕκτῃ τῶν Ἰωσήπου ἱστοριῶν


τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας.

 αʹ. Φθορὰ Παλαιστίνων καὶ τῆς γῆς αὐτῶν ἐξ ὀργῆς τοῦ θεοῦ
διὰ τὴν αἰχμαλωτευθεῖσαν ὑπ' αὐτῶν κιβωτόν, καὶ τίνα τρόπον ἀπέ-
πεμψαν αὐτὴν τοῖς Ἑβραίοις.
21

 βʹ. στρατεία Παλαιστίνων ἐπ' αὐτοὺς καὶ νίκη Ἑβραίων Σα-


μουήλου στρατηγοῦντος αὐτῶν τοῦ προφήτου.
 γʹ. ὡς Σαμουῆλος διὰ τὸ γῆρας ἀσθενὴς ὢν τὰ πράγματα διοι-
κεῖν τοῖς παισὶν αὐτοῦ ἐνεχείρισεν.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. p, line 23

 ϛʹ. ὡς τοῖς πέριξ ἔθνεσι στρατεύσας Δαυίδης καὶ χειρωσάμενος


φόρον ἐπέταξεν αὑτῷ τελεῖν.
 ζʹ. ἡ γενομένη πρὸς Δαμασκηνοὺς Δαυίδῃ μάχη καὶ νίκη.
 ηʹ. πῶς ἐπὶ τοὺς Μεσοποταμίους στρατεύσας ἐκράτησεν αὐτῶν.
 θʹ. ὅτι τῶν περὶ τὴν οἰκίαν αὐτῷ στασιασάντων ὑπὸ τοῦ παι-
δὸς ἐξεβλήθη τῆς ἀρχῆς εἰς τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου.
 ιʹ. ὡς στρατεύσας Ἀψάλωμος ἐπὶ τὸν πατέρα Δαυίδην ἀπώλετο
σὺν τῷ στρατῷ.  
 ιαʹ. πῶς εἰς τὴν βασιλείαν πάλιν κατῆλθε καὶ ζήσας εὐδαιμόνως
ἔτι περιὼν Σολόμωνα τὸν υἱὸν ἀπέδειξε βασιλέα.
 ιβʹ. τελευτὴ Δαυίδου καταλιπόντος τῷ παιδὶ πολλὴν ὕλην ἀρ-
γύρου τε καὶ χρυσοῦ καὶ λιθίας εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ.
  περιέχει ἡ βίβλος χρόνον ἐτῶν τεσσαράκοντα.
 Συνέβη δὲ ταύτην γενέσθαι τὴν μάχην καθ' ἣν ἡμέραν
καὶ Δαυίδης τοὺς Ἀμαληκίτας νικήσας εἰς Σίκελλαν ὑπέστρεψεν.
ἤδη δὲ αὐτοῦ δύο ἡμέρας ἔχοντος ἐν τῇ Σικέλλα τῇ τρίτῃ παραγίνε-
ται διασωθεὶς ἐκ τῆς μάχης τῆς πρὸς Παλαιστίνους ὁ τὸν Σαοῦλον
ἀνελὼν τήν τε ἐσθῆτα περιερρηγμένος καὶ τὴν κεφαλὴν τέφρᾳ περι-
χεάμενος. καὶ προσκυνήσας αὐτὸν πυνθανομένῳ, πόθεν ἥκοι τοιοῦ-
τος, ἀπὸ τῆς τῶν Ἰσραηλιτῶν μάχης ἔλεγε· γενέσθαι δ' ἀτυχὲς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 70, line 4

τοὺς Χαναναίους ἐκβαλεῖν ἐξ Ἱεροσολύμων ἐδυνήθησαν οἱ Ἰσραηλῖ-


ται, μέχρις ὁ Δαυίδης αὐτοὺς ἐξεπολιόρκησεν, ἔτη πεντακόσια καὶ
δέκα καὶ πέντε.
 Ποιήσομαι δὲ καὶ μνήμην Ὀρόνα πλουσίου μὲν ἀνδρὸς τῶν
Ἰεβουσαίων, οὐκ ἀναιρεθέντος δὲ ἐν τῇ Ἱεροσολύμων πολιορκίᾳ ὑπὸ
Δαυίδου διὰ τὴν πρὸς τοὺς Ἑβραίους εὔνοιαν αὐτοῦ καί τινα καὶ
χάριν καὶ σπουδὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην τὸν βασιλέα, ἣν μικρὸν
ὕστερον εὐκαιρότερον σημανῶ. ἔγημε δὲ καὶ ἄλλας γυναῖκας πρὸς
ταῖς οὔσαις αὐτῷ Δαυίδης καὶ παλλακὰς ἔσχεν. ἐποιήσατο δὲ καὶ
παῖδας ἐννέα τὸν ἀριθμόν, οὓς προσηγόρευσεν Ἀμασέ, Ἀμνου, Σεβάν,  
Νάθαν, Σολομῶνα, Ἰεβαρῆ, Ἐλιήν, Φαλναγέην, Ναφήν, Ἰεναέ, Ἐλι-
φαλέ, ἔτι δὲ καὶ θυγατέρα Θαμάραν. τούτων οἱ μὲν ἐννέα ἐξ εὐ-
γενίδων ἦσαν γεγονότες, οὓς δὲ τελευταίους εἰρήκαμεν δύο ἐκ τῶν
παλλακίδων. Θαμάρα δὲ ὁμομήτριος Ἀψαλώμῳ ἦν.
 Γνόντες δ' οἱ Παλαιστῖνοι τὸν Δαυίδην βασιλέα ὑπὸ τῶν
Ἑβραίων ἀποδεδειγμένον στρατεύουσιν ἐπ' αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα·
καὶ καταλαβόμενοι τὴν κοιλάδα τῶν Γιγάντων καλουμένην, τόπος δέ
ἐστιν οὐ πόρρω τῆς πόλεως, ἐν αὐτῇ στρατοπεδεύονται. ὁ δὲ τῶν
22

Ἰουδαίων βασιλεύς, οὐδὲν γὰρ ἄνευ προφητείας καὶ τοῦ κελεῦσαι τὸν
θεὸν καὶ περὶ τῶν ἐσομένων λαβεῖν ἐγγυητὴν ἐκεῖνον ἑαυτῷ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 93, line 4

...θεοῦ πρὸς ἅπαντ' αὐτῷ συνεργοῦ παρόντος, εἶχεν ἤδη περὶ τὴν
τοῦ ναοῦ κατασκευὴν προθυμότερον. τοῦ θεοῦ δὲ κατ' ἐκείνην τὴν  
νύκτα τῷ Νάθᾳ φανέντος καὶ φράσαι κελεύσαντος τῷ Δαυίδῃ, ὡς
τὴν μὲν προαίρεσιν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἀποδέχεται, μηδενὸς
μὲν πρότερον εἰς νοῦν βαλομένου ναὸν αὐτῷ κατασκευάσαι. τούτου
δὲ ταύτην τὴν διάνοιαν λαβόντος· οὐκ ἐπιτρέπειν δὲ πολλοὺς πο-
λέμους ἠγωνισμένῳ καὶ φόνῳ τῶν ἐχθρῶν μεμιασμένῳ ποιῆσαι
ναὸν αὐτῷ. μετὰ μέντοι γε τὸν θάνατον αὐτοῦ γηράσαντος καὶ
μακρὸν ἀνύσαντος βίον γενήσεσθαι τὸν ναὸν ὑπὸ τοῦ παιδὸς τοῦ
μετ' αὐτὸν τὴν βασιλείαν παραληψομένου κληθησομένου δὲ Σολο-
μῶνος, οὗ προστήσεσθαι καὶ προνοήσειν ὡς πατὴρ υἱοῦ κατεπ-
ηγγέλλετο, τὴν μὲν βασιλείαν τέκνων ἐγγόνοις φυλάξων καὶ παρα-
δώσων, αὐτὸν δὲ τιμωρήσων, ἂν ἁμαρτὼν τύχῃ, νόσῳ καὶ γῆς
ἀφορίᾳ. μαθὼν ταῦτα παρὰ τοῦ προφήτου Δαυίδης καὶ περιχαρὴς
γενόμενος ἐπὶ τῷ τοῖς ἐγγόνοις αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν διαμένουσαν ἐγνω-
κέναι βεβαίως καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ λαμπρὸν ἐσόμενον καὶ περιβόη-
τον πρὸς τὴν κιβωτὸν παραγίνεται, καὶ πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον ἤρξατο
προσκυνεῖν καὶ περὶ πάντων εὐχαριστεῖν τῷ θεῷ, ὧν τε αὐτῷ παρ-
έσχηκεν ἤδη ἐκ ταπεινοῦ καὶ ποιμένος εἰς τηλικοῦτο μέγεθος ἡγε-
μονίας τε καὶ δόξης ἀναγαγών, ὧν τε τοῖς ἐγγόνοις αὐτοῦ καθυπ-
έσχετο, τῆς προνοίας, ἣν Ἑβραίων καὶ τῆς τούτων ἐλευθερίας

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 106, line 3

τε χρυσᾶς φαρέτρας καὶ τὰς πανοπλίας, ἃς οἱ τοῦ Ἀδάδου σω-


ματοφύλακες ἐφόρουν, ἀνέθηκε τῷ θεῷ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἃς ὕστερον
ὁ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεὺς Σούσακος στρατεύσας ἐπὶ τὸν υἱωνὸν
αὐτοῦ Ῥοβόαμον ἔλαβε καὶ πολὺν ἄλλον ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ἐξεφό-
ρησε πλοῦτον· ταῦτα μὲν ὅταν ἔλθωμεν ἐπὶ τὸν οἰκεῖον αὐτῶν  
τόπον δηλώσομεν. ὁ δὲ τῶν Ἑβραίων βασιλεὺς τοῦ θεοῦ συμ-
πνέοντος αὐτῷ καὶ τοὺς πολέμους συγκατορθοῦντος καὶ ταῖς καλ-
λίσταις τῶν Ἀνδραζάρου πόλεων ἐπεστράτευσε Βατταίᾳ καὶ Μά-
χωνι, καὶ λαβὼν αὐτὰς κατὰ κράτος διήρπασε. χρυσὸς δ' ἐν αὐ-
ταῖς εὑρέθη πάμπολυς καὶ ἄργυρος ἔτι δὲ καὶ χαλκός, ὃν τοῦ
χρυσοῦ κρείττον' ἔλεγον, ἐξ οὗ καὶ Σολόμων τὸ μέγα σκεῦος θά-
λασσαν δὲ καλούμενον ἐποίησε καὶ τοὺς καλλίστους ἐκείνους λου-
τῆρας, ὅτε τῷ θεῷ τὸν ναὸν κατεσκεύασεν.
 Ὡς δὲ ὁ τῆς Ἀμάθης βασιλεὺς τὰ περὶ τὸν Ἀνδράζαρον
ἐπύθετο καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ διεφθαρμένην ἤκουσε, δείσας περὶ
αὑτῷ καὶ τὸν Δαυίδην πρὶν ἐπ' αὐτὸν ἔλθοι φιλίᾳ καὶ πίστει
γνοὺς ἐνδήσασθαι, πέμπει πρὸς αὐτὸν Ἀδώραμον υἱὸν αὐτοῦ καὶ
περὶ τοῦ τὸν Ἀνδράζαρον ἐχθρὸν ὄντ' αὐτῷ πολεμῆσαι χάριν ἔχειν
ὁμολογῶν, καὶ συμμαχίαν πρὸς αὐτὸν καὶ φιλίαν ποιούμενος.
23

ἔπεμψε δ' αὐτῷ καὶ δῶρα σκεύη τῆς ἀρχαίας κατασκευῆς χρύσεα
καὶ ἀργύρεα καὶ χάλκεα. Δαυίδης δὲ ποιησάμενος τὴν συμμαχίαν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία.


Book 7, Ch. 158, line 7

παραθεῖναι πολλὴν ἐπὶ τῷ παραλόγῳ τοῖς τε συγγενέσι καὶ τοῖς


οἰκέταις ἔκπληξιν παρεῖχεν, ὅτι μηδὲν τούτων ἐπὶ νοσοῦντι τῷ
παιδὶ ποιήσας πάνθ' ὁμοῦ τετελευτηκότος ἔπραττε. τήν τε αἰτίαν,
δεηθέντες ἐπιτρέψαι πρῶτον αὐτοῖς πυθέσθαι, παρεκάλουν [εἰπεῖν]
τῶν γεγενημένων. ὁ δὲ ἀμαθεῖς εἰπὼν αὐτοὺς ἐδίδασκεν, ὡς ἔτι
μὲν ζῶντος τοῦ παιδὸς ἔχων ἐλπίδα σωτηρίας αὐτοῦ δεόντως πάντ'
ἐποίει τὸν θεὸν ἡγούμενος τούτοις εὐμενῆ καταστήσειν, ἀποθανόν-  
τος δ' οὐκέτι χρείαν εἶναι λύπης ματαίας. ταῦτ' εἰπόντος ἐπῄνεσαν
τὴν σοφίαν καὶ τὴν διάνοιαν τοῦ βασιλέως. συνελθὼν δὲ τῇ γυ-
ναικὶ Βεεθσαβῇ ἔγκυον αὐτὴν ἐποίησε, καὶ γεννησαμένης ἄρρεν παι-
δίον Σολόμωνα τοῦτον προσηγόρευσεν, οὕτως Νάθα τοῦ προφήτου
κελεύσαντος.
 Ἰώαβος δὲ τῇ πολιορκίᾳ τοὺς Ἀμμανίτας ἰσχυρῶς ἐκάκου
τῶν τε ὑδάτων αὐτοὺς ἀποτεμνόμενος καὶ τῆς τῶν ἄλλων εὐπορίας,
ὡς πάνυ ταλαιπωρεῖν ἐνδείᾳ ποτοῦ καὶ τροφῆς. ἐξ ὀλίγου γὰρ
φρέατος ἤρτηντο καὶ ταμείας ὡς μὴ τελέως αὐτοὺς ἐπιλιπεῖν τὴν
πηγὴν δαψιλέστερον χρωμένους. γράφει δὴ τῷ βασιλεῖ ταῦτα
δηλῶν καὶ παρακαλῶν αὐτὸν ἐπὶ τὴν αἵρεσιν τῆς πόλεως ἐλθεῖν,
ἵνα τὴν νίκην αὐτὸς ἐπιγραφῇ. ταῦτα Ἰωάβου γράψαντος ἀπο-
δεξάμενος αὐτὸν τῆς εὐνοίας καὶ τῆς πίστεως ὁ βασιλεὺς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 190, line 3

οὕτως ἔχειν ὥστ' εὐθὺς ἰδεῖν κατελθόντα. καὶ ὁ μὲν τοῦτο τοῦ
πατρὸς κελεύσαντος ἐξέκλινε τὴν ὄψιν αὐτοῦ καὶ διετέλει τῆς παρὰ
τῶν οἰκείων θεραπείας τυγχάνων. οὐκ ἐπιβέβλαπτο δ' εἰς τὸ κάλ-
λος ὑπό τε τῆς λύπης καὶ τοῦ μὴ τυγχάνειν τῆς προσηκούσης ἐπι-
μελείας υἱῷ βασιλέως, ἀλλ' ἔτι γὰρ ἐξεῖχε καὶ διέπρεπε πᾶν τῷ
τε εἴδει καὶ τῷ μεγέθει τοῦ σώματος καὶ τοὺς ἐν πολλῇ τρυφῇ
διαιτωμένους ὑπερέβαλλε. τοσοῦτον μέντοι γε ἦν τὸ βάθος τῆς
κόμης, ὡς μόλις αὐτὴν ἡμέραις ἀποκείρειν ὀκτὼ σταθμὸν ἕλκουσαν
σίκλους διακοσίους· οὗτοι δ' εἰσὶ πέντε μναῖ. διέτριψε μέντοι γε
ἐν Ἱεροσολύμοις ἔτη δύο τριῶν μὲν ἀρρένων πατὴρ γενόμενος μιᾶς
δὲ θυγατρὸς τὴν μορφὴν ἀρίστης, ἣν ὁ Σολόμωνος υἱὸς Ῥοβόαμος
ὕστερον λαμβάνει, καὶ γίνεται παιδίον ἐξ αὐτῆς Ἀβίας ὄνομα.
πέμψας δ' αὐτὸς Ἀψάλωμος πρὸς Ἰώαβον ἐδεῖτ' αὐτοῦ τελέως
καταπραῧναι τὸν πατέρα καὶ δεηθῆναι, ὅπως αὐτῷ συγχωρήσῃ πρὸς
αὐτὸν ἐλθόντι θεάσασθαί τε καὶ προσειπεῖν. καταμελήσαντος δὲ
24

Ἰωάβου τῶν ἰδίων τινὰς ἀποστείλας τὴν ὁμοροῦσαν αὐτῷ χώραν


ἐπυρπόλησεν. ὁ δὲ τὸ πραχθὲν μαθὼν ἧκε πρὸς τὸν Ἀψάλωμον
ἐγκαλῶν τε αὐτῷ καὶ τὴν αἰτίαν πυνθανόμενος. ὁ δέ “στρατήγημα
τοῦτ', εἶπεν, εὗρον ἀγαγεῖν σε πρὸς ἡμᾶς δυνάμενον ἀμελοῦντα

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 244, line 2

δρον κατασπῶσι τὸν νεκρόν· καὶ τὸν μὲν εἰς χάσμα βαθὺ καὶ
ἀχανὲς ῥίψαντες ἐπιβάλλουσιν αὐτῷ λίθους, ὥστε ἀναπληρωθῆναι
καὶ τὸ σχῆμα τάφου καὶ μέγεθος λαβεῖν, σημήνας δὲ ἀνακλητικὸν
ὁ Ἰώαβος ἐπέσχε τοῦ διώκειν τοὺς οἰκείους στρατιώτας τὴν τῶν
πολεμίων δύναμιν φειδόμενος τῶν ὁμοφύλων.
 Ἔστησε δ' Ἀψάλωμος ἐν τῇ κοιλάδι τῇ βασιλικῇ στήλην
λίθου μαρμαρίνου δύο σταδίους ἀπέχουσαν Ἱεροσολύμων, ἣν προς-
ηγόρευσεν ἰδίαν χεῖρα λέγων, ὡς καὶ τῶν τέκνων αὐτοῦ διαφθαρέντων
ἐν τῇ στήλῃ μενεῖ τὸ ὄνομα· τέκνα γὰρ ἦν αὐτῷ τρία μὲν ἄρρενα,
θυγάτηρ δὲ μία Θωμάρα τοὔνομα, ὡς προειρήκαμεν. συνοικησά-
σης δ' αὐτῆς τῷ Σολόμωνος υἱῷ Ῥοβοάμῳ γίνεται παῖς ὁ διαδε-
ξάμενος τὴν βασιλείαν Ἀβίας. καὶ περὶ μὲν τούτων ἐν ὑστέροις
οἰκειότερον τῇ ἱστορίᾳ δηλώσομεν. μετὰ δὲ τὴν Ἀψαλώμου τελευ-
τὴν ὁ μὲν λαὸς εἰς τὰ οἰκεῖα διεσπάρη.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 337, line 1

δας καὶ δέκα. ἐκ τούτων ἀπέδειξε λατόμους μὲν τοὺς ὀκτακισμυ-


ρίους, τὸ δ' ἄλλο πλῆθος παραφέρειν τοὺς λίθους, τρισχιλίους δὲ  
καὶ πεντακοσίους τοῖς ἐργαζομένοις ἐξ αὐτῶν ἐπέστησεν. ἡτοίμασε
δὲ καὶ πολὺν σίδηρον καὶ χαλκὸν εἰς τὰ ἔργα καὶ ξύλα κέδρινα
πολλὰ καὶ παμμεγεθέστατα, Τυρίων αὐτῷ ταῦτα πεμπόντων καὶ
Σιδωνίων· ἐπεστάλκει γὰρ αὐτοῖς τὴν τῶν ξύλων χορηγίαν. πρός
τε τοὺς φίλους ἔλεγε ταῦτα παρασκευάζεσθαι νῦν, ἵνα τῷ μέλλοντι
παιδὶ βασιλεύειν μετ' αὐτὸν ἑτοίμην τὴν ὕλην τῆς οἰκοδομίας κα-
ταλείπῃ καὶ μὴ τότε συμπορίζῃ νέος ὢν καὶ τῶν τοιούτων ἄπειρος
διὰ τὴν ἡλικίαν, ἀλλ' ἔχων παρακειμένην ἐπιτελῇ τὸ ἔργον.
 Καλέσας δὲ τὸν παῖδα Σολόμωνα κατασκευάσαι τῷ θεῷ
ναὸν αὐτὸν ἐκέλευε διαδεξάμενον τὴν βασιλείαν λέγων, ὡς αὐτὸν
βουλόμενον κωλύσειεν ὁ θεὸς αἵματι καὶ πολέμοις πεφυραμένον,
προείποι δ' ὅτι Σολόμων οἰκοδομήσει αὐτῷ παῖς νεώτατος καὶ
τοῦτο κληθησόμενος τοὔνομα, οὗ προνοήσειν μὲν αὐτὸς ὡς πα-
τὴρ ἐπηγγέλλετο, τὴν δ' Ἑβραίων χώραν εὐδαίμονα καταστήσειν
ἐπ' αὐτοῦ τοῖς τε ἄλλοις ἀγαθοῖς καὶ δὴ καὶ τῷ μεγίστῳ πάν-
των εἰρήνῃ καὶ πολέμων ἀπαλλαγῇ καὶ στάσεων ἐμφυλίων. σὺ
τοίνυν ἐπεὶ καὶ πρὸ τῆς γενέσεως ἀπεδείχθης βασιλεὺς ὑπὸ τοῦ
θεοῦ πειρῶ τά τε ἄλλα γίνεσθαι τῆς τούτου προνοίας ἄξιος εὐσε-
βὴς ὢν καὶ δίκαιος καὶ ἀνδρεῖος, καὶ τὰς ἐντολὰς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 348, line 2


25

Ἰώαβον καὶ τὸν ἀρχιερέα Ἀβιάθαρον, μόνοι δ' ἀντέπραττον ὁ ἀρχιε-


ρεὺς Σάδωκος καὶ ὁ προφήτης Νάθας καὶ Βαναίας ὁ ἐπὶ τῶν
σωματοφυλάκων καὶ Σιμούεις ὁ Δαυίδου φίλος καὶ πάντες οἱ ἀν-
δρειότατοι. τοῦ δὲ Ἀδωνία παρασκευασαμένου δεῖπνον ἔξω τῆς
πόλεως παρὰ τὴν πηγὴν τὴν ἐν τῷ βασιλικῷ παραδείσῳ καὶ πάν-
τας καλέσαντος τοὺς ἀδελφοὺς χωρὶς Σολόμωνος, παραλαβόντος δὲ
καὶ τὸν στρατηγὸν Ἰώαβον καὶ Ἀβιάθαρον καὶ τοὺς ἄρχοντας τῆς
Ἰούδα φυλῆς, οὔτε δὲ Σάδωκον τὸν ἀρχιερέα καὶ Νάθαν τὸν προ-
φήτην καὶ τὸν ἐπὶ τῶν σωματοφυλάκων Βαναίαν καὶ πάντας τοὺς
ἐκ τῆς ἐναντίας αἱρέσεως καλέσαντος ἐπὶ τὴν ἑστίασιν, τοῦτο πρὸς
τὴν Σολόμωνος κατεμήνυσε μητέρα Βερσάβην Νάθας ὁ προφήτης,
ὡς Ἀδωνίας βασιλεῦσαι βούλεται, συνεβούλευέ τε σώζειν αὑτὴν καὶ
τὸν παῖδα Σολόμωνα, εἴπερ Ἀδωνίας τὴν ἀρχὴν ἤδη παραλάβοι,  
καὶ περὶ τούτου πυθέσθαι τοῦ βασιλέως. ταῦτα δὲ τῷ βασιλεῖ
διαλεγομένης ὁ προφήτης εἰσελεύσεσθαι καὶ αὐτὸς ἔφησε καὶ τοῖς
λόγοις αὐτῆς ἐπιμαρτυρήσειν. ἡ δὲ Βερσάβη πεισθεῖσα τῷ Νάθᾳ
πάρεισι πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ προσκυνήσασα καὶ λόγον αἰτησα-
μένη πάντ' αὐτῷ [καθὼς] ὁ προφήτης ὑπέθετο διεξέρχεται τό τε
δεῖπνον τὸ Ἀδωνία καὶ τοὺς ὑπ' αὐτοῦ κεκλημένους Ἀβιάθαρον
τὸν ἀρχιερέα καὶ Ἰώαβον τὸν ἄρχοντα καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ χωρὶς
Σολόμωνος καὶ τῶν ἀναγκαίων αὐτοῦ φίλων μηνύσασα·

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 350, line 7

καὶ περὶ τούτου πυθέσθαι τοῦ βασιλέως. ταῦτα δὲ τῷ βασιλεῖ


διαλεγομένης ὁ προφήτης εἰσελεύσεσθαι καὶ αὐτὸς ἔφησε καὶ τοῖς
λόγοις αὐτῆς ἐπιμαρτυρήσειν. ἡ δὲ Βερσάβη πεισθεῖσα τῷ Νάθᾳ
πάρεισι πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ προσκυνήσασα καὶ λόγον αἰτησα-
μένη πάντ' αὐτῷ [καθὼς] ὁ προφήτης ὑπέθετο διεξέρχεται τό τε
δεῖπνον τὸ Ἀδωνία καὶ τοὺς ὑπ' αὐτοῦ κεκλημένους Ἀβιάθαρον
τὸν ἀρχιερέα καὶ Ἰώαβον τὸν ἄρχοντα καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ χωρὶς
Σολόμωνος καὶ τῶν ἀναγκαίων αὐτοῦ φίλων μηνύσασα· ἔλεγέ τε
πάντα τὸν λαὸν ἀφορᾶν, τίνα χειροτονήσει βασιλέα, παρεκάλει τε
κατὰ νοῦν ἔχειν, ὡς μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ βασιλεύσας αὐτήν
τε καὶ Σολόμωνα τὸν υἱὸν αὐτῆς ἀναιρήσει.
 Διαλεγομένης δὲ ἔτι τῆς γυναικὸς ἤγγειλαν οἱ τοῦ δωμα-
τίου προεστῶτες, ὅτι βούλεται Νάθας ἰδεῖν αὐτόν. τοῦ δὲ βασι-
λέως ἐκδέξασθαι κελεύσαντος εἰσελθών, εἰ τήμερον ἀποδείξειε τὸν
Ἀδωνίαν βασιλέα καὶ παραδοίη τὴν ἀρχὴν ἐπυνθάνετο· λαμπρὸν
γὰρ αὐτὸν ποιήσαντα δεῖπνον κεκληκέναι τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ πάντας
χωρὶς Σολόμωνος καὶ τὸν στρατηγὸν Ἰώαβον, οἳ μετὰ κρότου καὶ
παιδιᾶς εὐωχούμενοι πολλῆς αἰώνιον αὐτῷ συνεύχονται τὴν ἡγε-
μονίαν· ἐκάλεσε δὲ οὔτε ἐμὲ οὔτε τὸν ἀρχιερέα Σάδωκον οὔτε Βα-
ναίαν τὸν ἐπὶ τῶν σωματοφυλάκων· δίκαιον δ' εἶναι ταῦτα

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 353, line 5


26

γὰρ αὐτὸν ποιήσαντα δεῖπνον κεκληκέναι τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ πάντας


χωρὶς Σολόμωνος καὶ τὸν στρατηγὸν Ἰώαβον, οἳ μετὰ κρότου καὶ
παιδιᾶς εὐωχούμενοι πολλῆς αἰώνιον αὐτῷ συνεύχονται τὴν ἡγε-
μονίαν· ἐκάλεσε δὲ οὔτε ἐμὲ οὔτε τὸν ἀρχιερέα Σάδωκον οὔτε Βα-
ναίαν τὸν ἐπὶ τῶν σωματοφυλάκων· δίκαιον δ' εἶναι ταῦτα γινώ-
σκειν ἅπαντας, εἰ κατὰ τὴν σὴν γνώμην ἐγένετο.” ταῦτα τοῦ Νάθα
φήσαντος ὁ βασιλεὺς ἐκέλευσε καλέσαι τὴν Βερσάβην πρὸς αὑτόν·  
ἐκπεπηδήκει γὰρ ἐκ τοῦ δωματίου τοῦ προφήτου παραγενομένου.
τῆς δὲ γυναικὸς ἐλθούσης, “ὄμνυμί σοι, φησί, τὸν μέγιστον θεόν,
ἦ μὴν τὸν υἱόν σου Σολόμωνα βασιλεύσειν, ὡς καὶ πρότερον ὤμοσα,
καὶ τοῦτον ἐπὶ τοὐμοῦ καθιεῖσθαι θρόνου· καὶ τοῦτο ἔσται τή-
μερον.” προσκυνησάσης δ' αὐτὸν τῆς γυναικὸς καὶ μακρὸν εὐξα-
μένης αὐτῷ βίον Σάδωκον μεταπέμπεται τὸν ἀρχιερέα καὶ Βαναίαν
τὸν ἐπὶ τῶν σωματοφυλάκων, καὶ παραγενομένοις κελεύει παρα-
λαβεῖν Νάθαν τὸν προφήτην καὶ τοὺς περὶ τὴν αὐλὴν ὁπλίτας καὶ
ἀναβιβάσαντας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολόμωνα ἐπὶ τὴν βασιλικὴν ἡμίο-
νον ἔξω τῆς πόλεως ἀγαγεῖν ἐπὶ πηγὴν τὴν λεγομένην Γειὼν καὶ
περιχρίσαντας τὸ ἅγιον ἔλαιον ἀποδεῖξαι βασιλέα· τοῦτο δὲ ποιῆ-
σαι προσέταξε Σάδωκον τὸν ἀρχιερέα καὶ Νάθαν τὸν προφήτην.
ἀκολουθοῦντάς τε προσέταξε διὰ μέσης τῆς πόλεως τοῖς κέρασιν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 357, line 3

νον ἔξω τῆς πόλεως ἀγαγεῖν ἐπὶ πηγὴν τὴν λεγομένην Γειὼν καὶ
περιχρίσαντας τὸ ἅγιον ἔλαιον ἀποδεῖξαι βασιλέα· τοῦτο δὲ ποιῆ-
σαι προσέταξε Σάδωκον τὸν ἀρχιερέα καὶ Νάθαν τὸν προφήτην.
ἀκολουθοῦντάς τε προσέταξε διὰ μέσης τῆς πόλεως τοῖς κέρασιν
ἐπισαλπίζοντας βοᾶν εἰς αἰῶνα Σολόμωνα τὸν βασιλέα καθίσαι ἐπὶ
τοῦ βασιλικοῦ θρόνου, ἵνα γνῷ πᾶς ὁ λαὸς ἀποδεδειγμένον αὐτὸν
ὑπὸ τοῦ πατρὸς βασιλέα, Σολόμωνι δ' ἐντετάλθαι περὶ τῆς ἀρχῆς,
ἵνα εὐσεβῶς καὶ δικαίως προστῇ τοῦ τε Ἑβραίων ἔθνους παντὸς
καὶ τῆς Ἰούδα φυλῆς. Βαναία δὲ εὐξαμένου τὸν θεὸν Σολόμωνι
εὐμενῆ γενέσθαι μηδὲ μικρὸν διαλιπόντες ἀναβιβάζουσιν ἐπὶ τὴν
ἡμίονον τὸν Σολόμωνα, καὶ προαγαγόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν
πηγὴν καὶ τῷ ἐλαίῳ χρίσαντες εἰσήγαγον εἰς τὴν πόλιν ἐπευφη-
μοῦντες καὶ τὴν βασιλείαν αὐτῷ γενέσθαι πολυχρόνιον εὐχόμενοι,
καὶ παραγαγόντες εἰς τὸν οἶκον τὸν βασιλικὸν καθίζουσιν αὐτὸν
ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐπ' εὐωχίαν εὐθὺς ἐτράπη καὶ
ἑορτὴν χορεύων καὶ αὐλοῖς τερπόμενος, ὡς ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν
ὀργάνων ἅπασαν περιηχεῖσθαι τὴν γῆν καὶ τὸν ἀέρα.  
 Ὡς δ' ᾔσθοντο τῆς βοῆς Ἀδωνίας τε καὶ οἱ παρόντες ἐπὶ
τὸ δεῖπνον ἐταράχθησαν, ὅ τε στρατηγὸς Ἰώαβος ἔλεγεν οὐκ ἀρέ-
σκεσθαι τοῖς ἤχοις οὐδὲ τῇ σάλπιγγι. παρακειμένου δὲ τοῦ δείπνου
καὶ μηδενὸς γευομένου πάντων δ' ἐπ' ἐννοίας ὑπαρχόντων, εἰς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 360, line 2


27

καὶ παραγαγόντες εἰς τὸν οἶκον τὸν βασιλικὸν καθίζουσιν αὐτὸν


ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐπ' εὐωχίαν εὐθὺς ἐτράπη καὶ
ἑορτὴν χορεύων καὶ αὐλοῖς τερπόμενος, ὡς ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν
ὀργάνων ἅπασαν περιηχεῖσθαι τὴν γῆν καὶ τὸν ἀέρα.  
 Ὡς δ' ᾔσθοντο τῆς βοῆς Ἀδωνίας τε καὶ οἱ παρόντες ἐπὶ
τὸ δεῖπνον ἐταράχθησαν, ὅ τε στρατηγὸς Ἰώαβος ἔλεγεν οὐκ ἀρέ-
σκεσθαι τοῖς ἤχοις οὐδὲ τῇ σάλπιγγι. παρακειμένου δὲ τοῦ δείπνου
καὶ μηδενὸς γευομένου πάντων δ' ἐπ' ἐννοίας ὑπαρχόντων, εἰς-
τρέχει πρὸς αὐτοὺς ὁ τοῦ ἀρχιερέως Ἀβιαθάρου παῖς Ἰωνάθης.
τοῦ δ' Ἀδωνία θεασαμένου τὸν νεανίαν ἡδέως καὶ προσειπόντος
ἀγαθῶν ἄγγελον, ἐδήλου πάντ' αὐτοῖς τὰ περὶ τὸν Σολόμωνα καὶ
τὴν Δαυίδου τοῦ βασιλέως γνώμην· ἀναπηδήσαντες δ' ἐκ τοῦ συμ-
ποσίου ὅ τε Ἀδωνίας καὶ οἱ κεκλημένοι πάντες ἔφυγον πρὸς ἑαυ-
τοὺς ἕκαστοι. φοβηθεὶς δ' Ἀδωνίας τὸν βασιλέα περὶ τῶν γεγο-
νότων ἱκέτης γίνεται τοῦ θεοῦ καὶ τῶν τοῦ θυσιαστηρίου κεράτων
ἃ δὴ προεῖχεν ἐλλαβόμενος δηλοῦται τοῦτο Σολόμωνι πεποιηκὼς
καὶ πίστεις ἀξιῶν παρ' αὐτοῦ λαβεῖν, ὥστε μὴ μνησικακῆσαι μηδ'
ἐργάσασθαι δεινὸν αὐτὸν μηδέν. ὁ δὲ ἡμέρως πάνυ καὶ σωφρόνως
τῆς μὲν τότε ἁμαρτίας αὐτὸν ἀφῆκεν ἀθῷον, εἰπὼν δέ, εἰ ληφθείη
τι πάλιν καινοποιῶν, ἑαυτῷ αἴτιον τῆς τιμωρίας ἔσεσθαι, πέμ-
ψας ἀνίστησιν αὐτὸν ἀπὸ τῆς ἱκεσίας·

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 369, line 1

ταῖς τῶν ἱερέων ἐφημερίσιν ἐπὶ ἡμέρας ὀκτώ. τοὺς δ' ἀπογόνους
τοὺς Μωυσέος ἐτίμησεν· ἐποίησε γὰρ αὐτοὺς φύλακας τῶν θησαυ-
ρῶν τοῦ θεοῦ καὶ τῶν ἀναθημάτων, ἃ συνέβη τοὺς βασιλεῖς ἀνα-
θεῖναι· διέταξε δὲ πᾶσι τοῖς ἐκ τῆς Ληουίτιδος φυλῆς καὶ τοῖς
ἱερεῦσι δουλεύειν κατὰ νύκτα καὶ ἡμέραν τῷ θεῷ, καθὼς αὐτοῖς
ἐπέστειλε Μωυσῆς.
 Μετὰ ταῦτα διεμέρισε τὴν στρατιὰν εἰς δώδεκα μοίρας
σὺν ἡγεμόσι καὶ ἑκατοντάρχοις καὶ ταξιάρχαις. εἶχεν δ' ἑκάστη
τῶν μοιρῶν δισμυρίους καὶ τετρακισχιλίους, ὧν ἐκέλευσε προσε-
δρεύειν κατὰ τριάκονθ' ἡμέρας ἀπὸ τῆς πρώτης ἕως τῆς ὑστάτης
Σολόμωνι τῷ βασιλεῖ σὺν τοῖς χιλιάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις. κατέ-
στησε δὲ καὶ ἄρχοντα ἑκάστης μοίρας ὃν ἀγαθὸν ᾔδει καὶ δίκαιον,  
ἐπιτρόπους τε τῶν θησαυρῶν καὶ κωμῶν καὶ ἀγρῶν ἄλλους καὶ
κτηνῶν, ὧν οὐκ ἀναγκαῖον ἡγησάμην μνησθῆναι τῶν ὀνομάτων.
 Ὡς δ' ἕκαστα τούτων κατὰ τὸν προειρημένον διέταξε τρό-
πον, εἰς ἐκκλησίαν συγκαλέσας τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἑβραίων καὶ τοὺς
φυλάρχους καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῶν διαιρέσεων καὶ τοὺς ἐπὶ πάσης
πράξεως ἢ κτήσεως τοῦ βασιλέως τεταγμένους, στὰς ἐφ' ὑψηλο-
τάτου βήματος ὁ βασιλεὺς ἔλεξε πρὸς τὸ πλῆθος· “ἀδελφοὶ καὶ
ὁμοεθνεῖς, γινώσκειν ὑμᾶς βούλομαι, ὅτι ναὸν οἰκοδομῆσαι τῷ θεῷ
διανοηθεὶς χρυσόν τε πολὺν παρεσκευασάμην καὶ ἀργύρου
28

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 372, line 6

ὁμοεθνεῖς, γινώσκειν ὑμᾶς βούλομαι, ὅτι ναὸν οἰκοδομῆσαι τῷ θεῷ


διανοηθεὶς χρυσόν τε πολὺν παρεσκευασάμην καὶ ἀργύρου ταλάν-
των μυριάδας δέκα, ὁ δὲ θεὸς ἐκώλυσέ με διὰ τοῦ προφήτου Νάθα
διά τε τοὺς ὑπὲρ ὑμῶν πολέμους καὶ τῷ φόνῳ τῶν ἐχθρῶν μεμιάν-
θαι τὴν δεξιάν, τὸν δὲ υἱὸν ἐκέλευσε τὸν διαδεξόμενον τὴν βασι-
λείαν κατασκευάσαι τὸν ναὸν αὐτῷ. νῦν οὖν ἐπεὶ καὶ τῷ προγόνῳ
ἡμῶν Ἰακώβῳ δυοκαίδεκα παίδων γενομένων ἴστε τὸν Ἰούδαν ἀπο-
δειχθέντα βασιλέα, καὶ ἐμὲ τῶν ἀδελφῶν ἓξ ὄντων προκριθέντα
καὶ τὴν ἡγεμονίαν λαβόντα παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ μηδένα τούτων δυς-
χεράναντα, οὕτως ἀξιῶ κἀγὼ τοὺς ἐμαυτοῦ παῖδας μὴ στασιάζειν
πρὸς ἀλλήλους Σολόμωνος τὴν βασιλείαν παρειληφότος, ἀλλ' ἐπι-
σταμένους ὡς ὁ θεὸς αὐτὸν ἐξελέξατο φέρειν ἡδέως αὐτὸν δεσπό-
την. οὐ δεινὸν γὰρ θεοῦ θέλοντος οὐδ' ἀλλοτρίῳ κρατοῦντι δου-
λεύειν, χαίρειν δ' ἐπ' ἀδελφῷ ταύτης τυχόντι τῆς τιμῆς προσῆκεν
ὡς κοινωνοῦντας αὐτῆς. εὔχομαι δὴ τὰς ὑποσχέσεις τοῦ θεοῦ παρ-
ελθεῖν εἰς τέλος καὶ τὴν εὐδαιμονίαν ταύτην ἀνὰ πᾶσαν τὴν χώραν
σπαρῆναι καὶ τὸν ἅπαντα ταύτῃ παραμεῖναι χρόνον, ἣν αὐτὸς ἐπηγ-
γείλατο παρέξειν ἐπὶ Σολόμωνος βασιλέως. ἔσται δὲ ταῦτα βέβαια
καὶ καλὸν ἕξει πέρας, ἂν εὐσεβῆ καὶ δίκαιον αὑτὸν καὶ φύλακα  
τῶν πατρίων παρέχῃς νόμων, ὦ τέκνον· εἰ δὲ μή, τὰ χείρω προς-
δοκάτω ταῦτα παραβαίνων.”

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 381, line 2

δὲ μύρια τάλαντα, καὶ σιδήρου μυριάδας ταλάντων πολλάς· καὶ εἴ


τινι λίθος ἦν πολυτελὴς ἐκόμισε καὶ παρέδωκεν εἰς τοὺς θησαυ-
ρούς, ὧν ἐπετρόπευεν ὁ Μωυσέος ἔκγονος Ἴαλος.  
 Ἐπὶ τούτοις ἥσθη τε ὁ λαὸς ἅπας καὶ Δαυίδης τὴν σπου-
δὴν καὶ τὴν φιλοτιμίαν τῶν ἀρχόντων καὶ ἱερέων καὶ τῶν ἄλλων
ἁπάντων ὁρῶν τὸν θεὸν εὐλογεῖν ἤρξατο μεγάλῃ βοῇ πατέρα τε
καὶ γένεσιν τῶν ὅλων ἀποκαλῶν καὶ δημιουργὸν ἀνθρωπίνων καὶ
θείων, οἷς αὑτὸν ἐκόσμησε, προστάτην τε καὶ κηδεμόνα γένους τῶν
Ἑβραίων καὶ τῆς τούτων εὐδαιμονίας ἧς τε αὐτῷ βασιλείας ἔδωκεν.
ἐπὶ τούτοις εὐξάμενος τῷ τε παντὶ λαῷ τὰ ἀγαθὰ καὶ τῷ παιδὶ
Σολόμωνι διάνοιαν ὑγιῆ καὶ δικαίαν καὶ πᾶσι τοῖς τῆς ἀρετῆς
μέρεσιν ἐρρωμένην ἐκέλευσε καὶ τὸ πλῆθος εὐλογεῖν τὸν θεόν. καὶ
οἱ μὲν πεσόντες ἐπὶ τὴν γῆν προσεκύνησαν, εὐχαρίστησαν δὲ καὶ
Δαυίδῃ περὶ πάντων ὧν αὐτοῦ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος ἀπέ-
λαυσαν. τῇ δ' ἐπιούσῃ θυσίας τῷ θεῷ παρέστησαν μόσχους χι-
λίους καὶ κριοὺς τοσούτους καὶ χιλίους ἀμνούς, οὓς ὡλοκαύτωσαν·
ἔθυσαν δὲ καὶ τὰς εἰρηνικὰς θυσίας πολλὰς μυριάδας ἱερείων κατα-
σφάξαντες. καὶ δι' ὅλης τῆς ἡμέρας ἑώρτασεν ὁ βασιλεὺς σὺν
παντὶ τῷ λαῷ, καὶ Σολόμωνα δεύτερον ἔχρισαν τῷ ἐλαίῳ καὶ ἀπέ-
δειξαν αὐτὸν βασιλέα καὶ Σάδωκον ἀρχιερέα τῆς πληθύος ἁπάσης.
εἴς τε τὸ βασίλειον ἀγαγόντες Σολόμωνα καὶ καθίσαντες αὐτὸν ἐπὶ
29

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 392, line 1

ὡς οὐκ ἄλλος τις, ἐν δὲ τοῖς ὑπὲρ τῶν ὑπηκόων ἀγῶσι πρῶτος ἐπὶ
τοὺς κινδύνους ὥρμα, τῷ πονεῖν καὶ μάχεσθαι παρακελευόμενος τοὺς
στρατιώτας ἐπὶ τὰς παρατάξεις ἀλλ' οὐχὶ τῷ προστάττειν ὡς δε-
σπότης, νοῆσαί τε καὶ συνιδεῖν καὶ περὶ τῶν μελλόντων καὶ τῆς
τῶν ἐνεστηκότων οἰκονομίας ἱκανώτατος, σώφρων ἐπιεικὴς χρηστὸς
πρὸς τοὺς ἐν συμφοραῖς ὑπάρχοντας δίκαιος φιλάνθρωπος, ἃ μόνοις
δικαιότατα βασιλεῦσιν εἶναι προσῆκε, μηδὲν ὅλως παρὰ τοσοῦτο
μέγεθος ἐξουσίας ἁμαρτὼν ἢ τὸ περὶ τὴν Οὐρία γυναῖκα. κατέλιπε
δὲ καὶ πλοῦτον ὅσον οὐκ ἄλλος βασιλεὺς οὔθ' Ἑβραίων οὔτ' ἄλλων
ἐθνῶν.  
 Ἔθαψε δὲ αὐτὸν ὁ παῖς Σολόμων ἐν Ἱεροσολύμοις δια-
πρεπῶς τοῖς τε ἄλλοις οἷς περὶ κηδείαν νομίζεται βασιλικὴν ἅπασι
καὶ δὴ καὶ πλοῦτον αὐτῷ πολὺν καὶ ἄφθονον συνεκήδευσεν, ὧν
τὴν ὑπερβολὴν τεκμήραιτ' ἄν τις ῥᾳδίως ἐκ τοῦ λεχθησομένου· μετὰ
γὰρ χρόνον ἐτῶν χιλίων καὶ τριακοσίων Ὑρκανὸς ὁ ἀρχιερεὺς πολι-
ορκούμενος ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ Εὐσεβοῦς ἐπικληθέντος υἱοῦ δὲ Δη-
μητρίου, βουλόμενος χρήματ' αὐτῷ δοῦναι ὑπὲρ τοῦ λῦσαι τὴν
πολιορκίαν καὶ τὴν στρατιὰν ἀπαγαγεῖν καὶ ἀλλαχόθεν οὐκ εὐπο-
ρῶν, ἀνοίξας ἕνα οἶκον τῶν ἐν τῷ Δαυίδου μνήματι καὶ βαστάσας
τρισχίλια τάλαντα μέρος ἔδωκεν Ἀντιόχῳ καὶ διέλυσεν οὕτως τὴν
πολιορκίαν, καθὼς καὶ ἐν ἄλλοις δεδηλώκαμεν. μετὰ δὲ τοῦτο ἐτῶν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. p, line 3

Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇ ὀγδόῃ τῶν Ἰωσήπου ἱστοριῶν τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας.

 αʹ. Ὡς Σολόμων τὴν βασιλείαν παραλαβὼν τοὺς ἐχθροὺς ἀνεῖλε.


 βʹ. περὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ καὶ συνέσεως καὶ τοῦ πλούτου.
 γʹ. ὅτι πρῶτος τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν ᾠκοδόμησεν.
 δʹ. ὡς τελευτήσαντος Σολόμωνος ὁ λαὸς ἀποστὰς τοῦ παιδὸς
αὐτοῦ Ῥοβοάμου τῶν δέκα φυλῶν τῶν ὑπηκόων τινὰ Ἱεροβόαμον
ἀπέδειξε βασιλέα, τῶν δὲ δύο φυλῶν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐβασίλευσεν.
 εʹ. ὡς Ἴσακος Αἰγυπτίων βασιλεὺς στρατευσάμενος ἐπὶ τὰ Ἱερο-
σόλυμα καὶ κατασχὼν τὴν πόλιν τὸν πλοῦτον αὐτῆς εἰς Αἴγυπτον
μετήνεγκε.
 ϛʹ. στρατεία Ἱεροβοάμου τοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν βασιλέως ἐπὶ τὸν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. p, line 6

πολλῶν διαγενομένων πάλιν ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης ἕτερον ἀνοίξας οἶκον


ἀνείλετο χρήματα πολλά. ταῖς μέντοι γε θήκαις τῶν βασιλέων
οὐδεὶς αὐτῶν ἐπέτυχεν· ἦσαν γὰρ ὑπὸ τὴν γῆν μηχανικῶς κεκηδευ-
30

μέναι πρὸς τὸ μὴ φανεραὶ εἶναι τοῖς εἰς τὸ μνῆμα εἰσιοῦσιν. ἀλλὰ


περὶ μὲν τούτων ἡμῖν τοσοῦτον ἀπόχρη δεδηλῶσθαι.  

Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇ ὀγδόῃ τῶν Ἰωσήπου ἱστοριῶν


τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας.

 αʹ. Ὡς Σολόμων τὴν βασιλείαν παραλαβὼν τοὺς ἐχθροὺς ἀνεῖλε.


 βʹ. περὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ καὶ συνέσεως καὶ τοῦ πλούτου.
 γʹ. ὅτι πρῶτος τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν ᾠκοδόμησεν.
 δʹ. ὡς τελευτήσαντος Σολόμωνος ὁ λαὸς ἀποστὰς τοῦ παιδὸς
αὐτοῦ Ῥοβοάμου τῶν δέκα φυλῶν τῶν ὑπηκόων τινὰ Ἱεροβόαμον
ἀπέδειξε βασιλέα, τῶν δὲ δύο φυλῶν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐβασίλευσεν.
 εʹ. ὡς Ἴσακος Αἰγυπτίων βασιλεὺς στρατευσάμενος ἐπὶ τὰ Ἱερο-
σόλυμα καὶ κατασχὼν τὴν πόλιν τὸν πλοῦτον αὐτῆς εἰς Αἴγυπτον μετήνεγκε.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 2, line 1

 ιʹ. ὡς Ἄδαδος Δαμασκοῦ καὶ Συρίας βασιλεὺς δὶς ἐπ' Ἄχαβον


στρατευσάμενος ἡττήθη.  
 ιαʹ. Ἀμμανιτῶν καὶ Μωαβιτῶν στρατευσαμένων ἐπ' Ἰωσαφάτην
τὸν Ἱεροσολύμων βασιλέα ἧττα.
 ιβʹ. ὡς Ἄχαβος ἐπὶ Σύρους στρατευσάμενος ἡττήθη τῇ μάχῃ καὶ
αὐτὸς ἀπώλετο.
  περιέχει ἡ βίβλος αὕτη ἔτη ἑκατὸν ἑξήκοντα καὶ τρία.
 Περὶ μὲν οὖν Δαυίδου καὶ τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ καὶ ὅσων
ἀγαθῶν αἴτιος γενόμενος τοῖς ὁμοφύλοις πολέμους τε καὶ μάχας
ὅσας κατορθώσας γηραιὸς ἐτελεύτησεν, ἐν τῇ πρὸ ταύτης βίβλῳ
δεδηλώκαμεν. Σολόμωνος δὲ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ νέου τὴν ἡλικίαν
ἔτι ὄντος τὴν βασιλείαν παραλαβόντος, ὃν ἔτι ζῶν ἀπέφηνε τοῦ
λαοῦ δεσπότην κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ βούλησιν, καθίσαντος ἐπὶ τὸν
θρόνον ὁ μὲν πᾶς ὄχλος ἐπευφήμησεν, οἷον εἰκὸς ἐπ' ἀρχομένῳ
βασιλεῖ, τελευτῆσαι καλῶς αὐτῷ τὰ πράγματα καὶ πρὸς γῆρας
ἀφικέσθαι λιπαρὸν καὶ πανεύδαιμον τὴν ἡγεμονίαν.
 Ἀδωνίας δέ, ὃς καὶ τοῦ πατρὸς ἔτι ζῶντος ἐπεχείρησε τὴν
ἀρχὴν κατασχεῖν, παρελθὼν πρὸς τὴν τοῦ βασιλέως μητέρα Βερσά-
βην καὶ φιλοφρόνως αὐτὴν ἀσπασάμενος, πυθομένης εἰ καὶ διὰ
χρείαν τινὰ πρὸς αὐτὴν ἀφῖκται καὶ δηλοῦν κελευούσης ὡς ἡδέως
παρεξομένης ἤρξατο λέγειν, ὅτι γινώσκει μὲν τὴν βασιλείαν καὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 4, line 3

λαοῦ δεσπότην κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ βούλησιν, καθίσαντος ἐπὶ τὸν
θρόνον ὁ μὲν πᾶς ὄχλος ἐπευφήμησεν, οἷον εἰκὸς ἐπ' ἀρχομένῳ
βασιλεῖ, τελευτῆσαι καλῶς αὐτῷ τὰ πράγματα καὶ πρὸς γῆρας
ἀφικέσθαι λιπαρὸν καὶ πανεύδαιμον τὴν ἡγεμονίαν.
 Ἀδωνίας δέ, ὃς καὶ τοῦ πατρὸς ἔτι ζῶντος ἐπεχείρησε τὴν
ἀρχὴν κατασχεῖν, παρελθὼν πρὸς τὴν τοῦ βασιλέως μητέρα Βερσά-
βην καὶ φιλοφρόνως αὐτὴν ἀσπασάμενος, πυθομένης εἰ καὶ διὰ
31

χρείαν τινὰ πρὸς αὐτὴν ἀφῖκται καὶ δηλοῦν κελευούσης ὡς ἡδέως


παρεξομένης ἤρξατο λέγειν, ὅτι γινώσκει μὲν τὴν βασιλείαν καὶ
αὐτὴ καὶ διὰ τὴν ἡλικίαν καὶ διὰ τὴν τοῦ πλήθους προαίρεσιν
οὖσαν αὐτοῦ, μεταβάσης δὲ πρὸς Σολόμωνα τὸν υἱὸν αὐτῆς κατὰ
τὴν τοῦ θεοῦ γνώμην στέργει καὶ ἀγαπᾷ τὴν ὑπ' αὐτῷ δουλείαν  
καὶ τοῖς παροῦσιν [ἥδεται πράγμασιν]. ἐδεῖτο δ' οὖν διακονῆσαι
πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτῷ καὶ πεῖσαι δοῦναι τὴν τῷ πατρὶ συγκοι-
μωμένην πρὸς γάμον αὐτῷ Ἀβισάκην· οὐ γὰρ πλησιάσαι τὸν πα-
τέρα διὰ τὸ γῆρας αὐτῇ, μένειν δ' ἔτι παρθένον. ἡ δὲ Βερσάβη
καὶ διακονήσειν σπουδαίως ὑπέσχετο καὶ καταπράξεσθαι τὸν γάμον
δι' ἀμφότερα, τοῦ τε βασιλέως αὐτῷ χαρίσασθαί τι βουλησομένου
καὶ δεησομένης αὐτῆς λιπαρῶς. καὶ ὁ μὲν εὔελπις ἀπαλλάττεται
περὶ τοῦ γάμου, ἡ δὲ τοῦ Σολόμωνος μήτηρ εὐθὺς ὥρμησεν ἐπὶ
τὸν υἱὸν διαλεξομένη περὶ ὧν Ἀδωνίᾳ δεηθέντι κατεπηγγείλατο.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 6, line 5

αὐτὴ καὶ διὰ τὴν ἡλικίαν καὶ διὰ τὴν τοῦ πλήθους προαίρεσιν
οὖσαν αὐτοῦ, μεταβάσης δὲ πρὸς Σολόμωνα τὸν υἱὸν αὐτῆς κατὰ
τὴν τοῦ θεοῦ γνώμην στέργει καὶ ἀγαπᾷ τὴν ὑπ' αὐτῷ δουλείαν  
καὶ τοῖς παροῦσιν [ἥδεται πράγμασιν]. ἐδεῖτο δ' οὖν διακονῆσαι
πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτῷ καὶ πεῖσαι δοῦναι τὴν τῷ πατρὶ συγκοι-
μωμένην πρὸς γάμον αὐτῷ Ἀβισάκην· οὐ γὰρ πλησιάσαι τὸν πα-
τέρα διὰ τὸ γῆρας αὐτῇ, μένειν δ' ἔτι παρθένον. ἡ δὲ Βερσάβη
καὶ διακονήσειν σπουδαίως ὑπέσχετο καὶ καταπράξεσθαι τὸν γάμον
δι' ἀμφότερα, τοῦ τε βασιλέως αὐτῷ χαρίσασθαί τι βουλησομένου
καὶ δεησομένης αὐτῆς λιπαρῶς. καὶ ὁ μὲν εὔελπις ἀπαλλάττεται
περὶ τοῦ γάμου, ἡ δὲ τοῦ Σολόμωνος μήτηρ εὐθὺς ὥρμησεν ἐπὶ
τὸν υἱὸν διαλεξομένη περὶ ὧν Ἀδωνίᾳ δεηθέντι κατεπηγγείλατο.
καὶ προϋπαντήσαντος αὐτῇ τοῦ παιδὸς καὶ περιπλακέντος, ἐπεὶ
παρήγαγεν εἰς τὸν οἶκον, οὗ συνέβαινεν αὐτῷ κεῖσθαι τὸν βασιλικὸν
θρόνον, καθίσας ἐκέλευσεν ἕτερον ἐκ δεξιῶν τεθῆναι τῇ μητρί.
καθεσθεῖσα δ' ἡ Βερσάβη “μίαν, εἶπεν, ὦ παῖ, χάριν αἰτουμένῃ
κατάνευσον καὶ μηδὲν ἐξ ἀρνήσεως δύσκολον μηδὲ σκυθρωπὸν ἀπερ-
γάσῃ.” τοῦ δὲ Σολόμωνος προστάττειν κελεύοντος, πάντα γὰρ ὅσιον
εἶναι μητρὶ παρέχειν, καί τι προσμεμψαμένου τὴν ἀρχήν, ὅτι μὴ
μετ' ἐλπίδος ἤδη βεβαίας τοῦ τυχεῖν ὧν ἀξιοῖ ποιεῖται τοὺς λόγους
ἀλλ' ἄρνησιν ὑφορωμένη, δοῦναι τὴν παρθένον αὐτὸν Ἀβισάκην

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 13, line 3

Ἰθαμάρου οἶκος διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν, καθὼς καὶ τῷ Ἀβια-


θάρου πάππῳ προεῖπεν ὁ θεὸς Ἠλεί, μετέβη δ' εἰς τὸ Φιναάσου
γένος πρὸς Σάδωκον. οἱ δὲ ἰδιωτεύσαντες ἐκ τοῦ Φιναάσου γένους
καθ' ὃν καιρὸν εἰς τὸν Ἰθαμάρου οἶκον ἡ ἀρχιερωσύνη μετῆλθεν
Ἠλεὶ πρώτου ταύτην παραλαβόντος ἦσαν οὗτοι· ὁ τοῦ ἀρχιερέως
Ἰησοῦ υἱὸς Βοκίας, τούτου δὲ Ἰώθαμος, Ἰωθάμου δὲ Μαραίωθος,
Μαραιώθου δὲ Ἀροφαῖος, Ἀροφαίου δὲ Ἀχίτωβος, Ἀχιτώβου δὲ
Σάδωκος, ὃς πρῶτος ἐπὶ Δαυίδου τοῦ βασιλέως ἀρχιερεὺς ἐγένετο.
 Ἰώαβος δὲ ὁ στρατηγὸς τὴν ἀναίρεσιν ἀκούσας Ἀδωνία
32

περιδεὴς ἐγένετο, φίλος γὰρ ἦν αὐτῷ μᾶλλον ἢ τῷ βασιλεῖ Σολό-


μωνι, καὶ κίνδυνον ἐκ τούτου διὰ τὴν πρὸς ἐκεῖνον εὔνοιαν οὐκ
ἀλόγως ὑποπτεύων καταφεύγει μὲν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ἀσφάλειαν
δὲ ἐνόμιζεν αὑτῷ ποριεῖν ἐκ τῆς πρὸς τὸν θεὸν εὐσεβείας τοῦ βασι-  
λέως. ὁ δὲ ἀπαγγειλάντων αὐτῷ τινων τὴν Ἰωάβου γνώμην πέμ-
ψας Βαναίαν ἐκέλευσεν ἀναστήσαντα ἄγειν ἐπὶ τὸ δικαστήριον ὡς
ἀπολογησόμενον. Ἰώαβος δὲ οὐκ ἔφη καταλείψειν τὸ ἱερόν, ἀλλ'
αὐτοῦ τεθνήξεσθαι μᾶλλον ἢ ἐν ἑτέρῳ χωρίῳ. Βαναίου δὲ τὴν
ἀπόκρισιν αὐτοῦ τῷ βασιλεῖ δηλώσαντος προσέταξεν ὁ Σολόμων
ἐκεῖ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀποτεμεῖν, καθὼς βούλεται, καὶ ταύτην
λαβεῖν τὴν δίκην ὑπὲρ τῶν δύο στρατηγῶν,

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 15, line 2

Σάδωκος, ὃς πρῶτος ἐπὶ Δαυίδου τοῦ βασιλέως ἀρχιερεὺς ἐγένετο.


 Ἰώαβος δὲ ὁ στρατηγὸς τὴν ἀναίρεσιν ἀκούσας Ἀδωνία
περιδεὴς ἐγένετο, φίλος γὰρ ἦν αὐτῷ μᾶλλον ἢ τῷ βασιλεῖ Σολό-
μωνι, καὶ κίνδυνον ἐκ τούτου διὰ τὴν πρὸς ἐκεῖνον εὔνοιαν οὐκ
ἀλόγως ὑποπτεύων καταφεύγει μὲν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ἀσφάλειαν
δὲ ἐνόμιζεν αὑτῷ ποριεῖν ἐκ τῆς πρὸς τὸν θεὸν εὐσεβείας τοῦ βασι-  
λέως. ὁ δὲ ἀπαγγειλάντων αὐτῷ τινων τὴν Ἰωάβου γνώμην πέμ-
ψας Βαναίαν ἐκέλευσεν ἀναστήσαντα ἄγειν ἐπὶ τὸ δικαστήριον ὡς
ἀπολογησόμενον. Ἰώαβος δὲ οὐκ ἔφη καταλείψειν τὸ ἱερόν, ἀλλ'
αὐτοῦ τεθνήξεσθαι μᾶλλον ἢ ἐν ἑτέρῳ χωρίῳ. Βαναίου δὲ τὴν
ἀπόκρισιν αὐτοῦ τῷ βασιλεῖ δηλώσαντος προσέταξεν ὁ Σολόμων
ἐκεῖ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀποτεμεῖν, καθὼς βούλεται, καὶ ταύτην
λαβεῖν τὴν δίκην ὑπὲρ τῶν δύο στρατηγῶν, οὓς ὁ Ἰώαβος ἀνοσίως
ἀπέκτεινε, θάψαι δ' αὐτοῦ τὸ σῶμα, ὅπως τὰ μὲν ἁμαρτήματα
μηδέποτε καταλείπῃ τὸ γένος τὸ ἐκείνου, τῆς δὲ Ἰωάβου τελευτῆς
αὐτός τε καὶ ὁ πατὴρ ἀθῷοι τυγχάνωσι. καὶ Βαναίας μὲν τὰ κε-
λευσθέντα ποιήσας αὐτὸς ἀποδείκνυται στρατηγὸς πάσης τῆς δυνά-
μεως, Σάδωκον δὲ ποιεῖ μόνον ἀρχιερέα ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν Ἀβια-
θάρου τόπον, ὃν μετεστήσατο.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 18, line 2

μηδέποτε καταλείπῃ τὸ γένος τὸ ἐκείνου, τῆς δὲ Ἰωάβου τελευτῆς


αὐτός τε καὶ ὁ πατὴρ ἀθῷοι τυγχάνωσι. καὶ Βαναίας μὲν τὰ κε-
λευσθέντα ποιήσας αὐτὸς ἀποδείκνυται στρατηγὸς πάσης τῆς δυνά-
μεως, Σάδωκον δὲ ποιεῖ μόνον ἀρχιερέα ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν Ἀβια-
θάρου τόπον, ὃν μετεστήσατο.
 Σουμουίσῳ δὲ προσέταξεν οἰκίαν οἰκοδομήσαντι μένειν ἐν
Ἱεροσολύμοις αὐτῷ προσεδρεύοντι καὶ μὴ διαβαίνειν τὸν χειμάρρουν
Κεδρῶνα ἔχειν ἐξουσίαν, παρακούσαντι δὲ τούτων θάνατον ἔσεσθαι
τὸ πρόστιμον. τῷ δὲ μεγέθει τῆς ἀπειλῆς καὶ ὅρκους αὐτῷ προς-
ηνάγκασε ποιήσασθαι. Σουμούισος δὲ χαίρειν οἷς προσέταξεν αὐτῷ
Σολόμων φήσας καὶ ταῦτα ποιήσειν προσομόσας καταλιπὼν τὴν
πατρίδα τὴν διατριβὴν ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐποιεῖτο. διελθόντων
33

δὲ τριῶν ἐτῶν ἀκούσας δύο δούλους ἀποδράντας αὐτὸν ἐν Γίττῃ


τυγχάνοντας ὥρμησεν ἐπὶ τοὺς οἰκέτας. ἐπανελθόντος δὲ μετ' αὐ-  
τῶν ὁ βασιλεὺς αἰσθόμενος, ὡς καὶ τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ καταφρονή-
σαντος καὶ τὸ μεῖζον τῶν ὅρκων τοῦ θεοῦ μηδεμίαν ποιησαμένου
φροντίδα, χαλεπῶς εἶχε καὶ καλέσας αὐτόν “οὐ σύ, φησίν, ὤμοσας
μὴ καταλείψειν ἐμὲ μηδ' ἐξελεύσεσθαί ποτ' ἐκ ταύτης τῆς πόλεως
εἰς ἄλλην; οὔκουν ἀποδράσῃ τὴν τῆς ἐπιορκίας δίκην,

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 21, line 1

φροντίδα, χαλεπῶς εἶχε καὶ καλέσας αὐτόν “οὐ σύ, φησίν, ὤμοσας
μὴ καταλείψειν ἐμὲ μηδ' ἐξελεύσεσθαί ποτ' ἐκ ταύτης τῆς πόλεως
εἰς ἄλλην; οὔκουν ἀποδράσῃ τὴν τῆς ἐπιορκίας δίκην, ἀλλὰ καὶ
ταύτης καὶ ὧν τὸν πατέρα μου παρὰ τὴν φυγὴν ὕβρισας τιμωρή-
σομαί σε πονηρὸν γενόμενον, ἵνα γνῷς ὅτι κερδαίνουσι μὲν οὐδὲν
οἱ κακοὶ μὴ παρ' αὐτὰ τἀδικήματα κολασθέντες, ἀλλὰ παντὶ τῷ
χρόνῳ ᾧ νομίζουσιν ἀδεεῖς εἶναι μηδὲν πεπονθότες αὔξεται καὶ
γίνεται μείζων ἡ κόλασις αὐτοῖς ἧς ἂν παραυτίκα πλημμελήσαντες
ἔδοσαν.” καὶ Σουμούισον μὲν κελευσθεὶς Βαναίας ἀπέκτεινεν.
 Ἤδη δὲ τὴν βασιλείαν βεβαίως ἔχων Σολόμων καὶ τῶν
ἐχθρῶν κεκολασμένων ἄγεται τὴν Φαραώθου τοῦ τῶν Αἰγυπτίων
βασιλέως θυγατέρα· καὶ κατασκευάσας τὰ τείχη [τῶν] Ἱεροσολύμων
πολλῷ μείζω καὶ ὀχυρώτερα τῶν πρόσθεν ὄντων διεῖπε τὰ πράγ-
ματα λοιπὸν ἐπὶ πολλῆς εἰρήνης μηδ' ὑπὸ τῆς νεότητος πρός τε
δικαιοσύνην καὶ φυλακὴν τῶν νόμων καὶ μνήμην ὧν ὁ πατὴρ τε-
λευτῶν ἐπέστειλε βλαπτόμενος, ἀλλὰ πάνθ' ὅσα οἱ τοῖς χρόνοις
προβεβηκότες καὶ πρὸς τὸ φρονεῖν ἀκμάζοντες μετὰ πολλῆς ἀκρι-
βείας ἐπιτελῶν. ἔγνω δ' εἰς Γιβρῶνα παραγενόμενος ἐπὶ τοῦ χαλ-
κέου θυσιαστηρίου τοῦ κατασκευασθέντος ὑπὸ Μουσείου θῦσαι τῷ
θεῷ καὶ χίλια τὸν ἀριθμὸν ὡλοκαύτωσεν ἱερεῖα. τοῦτο δὲ ποιήσας

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 23, line 1

πολλῷ μείζω καὶ ὀχυρώτερα τῶν πρόσθεν ὄντων διεῖπε τὰ πράγ-


ματα λοιπὸν ἐπὶ πολλῆς εἰρήνης μηδ' ὑπὸ τῆς νεότητος πρός τε
δικαιοσύνην καὶ φυλακὴν τῶν νόμων καὶ μνήμην ὧν ὁ πατὴρ τε-
λευτῶν ἐπέστειλε βλαπτόμενος, ἀλλὰ πάνθ' ὅσα οἱ τοῖς χρόνοις
προβεβηκότες καὶ πρὸς τὸ φρονεῖν ἀκμάζοντες μετὰ πολλῆς ἀκρι-
βείας ἐπιτελῶν. ἔγνω δ' εἰς Γιβρῶνα παραγενόμενος ἐπὶ τοῦ χαλ-
κέου θυσιαστηρίου τοῦ κατασκευασθέντος ὑπὸ Μουσείου θῦσαι τῷ
θεῷ καὶ χίλια τὸν ἀριθμὸν ὡλοκαύτωσεν ἱερεῖα. τοῦτο δὲ ποιήσας
μεγάλως ἔδοξε τὸν θεὸν τετιμηκέναι· φανεὶς γὰρ αὐτῷ κατὰ τοὺς
ὕπνους ἐκείνης τῆς νυκτὸς ἐκέλευσεν αἱρεῖσθαι, τίνας ἀντὶ τῆς εὐσε-  
βείας παράσχῃ δωρεὰς αὐτῷ. Σολόμων δὲ τὰ κάλλιστα καὶ μέγιστα
καὶ θεῷ παρασχεῖν ἥδιστα καὶ λαβεῖν ἀνθρώπῳ συμφορώτατα τὸν
θεὸν ᾔτησεν· οὐ γὰρ χρυσὸν οὐδ' ἄργυρον οὐδὲ τὸν ἄλλον πλοῦτον
ὡς ἄνθρωπος καὶ νέος ἠξίωσεν αὑτῷ προσγενέσθαι, ταῦτα γὰρ
σχεδὸν νενόμισται παρὰ τοῖς πλείστοις μόνα σπουδῆς ἄξια καὶ θεοῦ
34

δῶρα εἶναι, ἀλλὰ “δός μοι φησί, δέσποτα, νοῦν ὑγιῆ καὶ φρόνησιν
ἀγαθήν, οἷς ἂν τὸν λαὸν τἀληθῆ καὶ τὰ δίκαια λαβὼν κρίνοιμι.”
τούτοις ἥσθη τοῖς αἰτήμασιν ὁ θεὸς καὶ τά τε ἄλλα πάνθ' ὧν
οὐκ ἐμνήσθη παρὰ τὴν ἐκλογὴν δώσειν ἐπηγγείλατο πλοῦτον δόξαν
νίκην πολεμίων, καὶ πρὸ πάντων σύνεσιν καὶ σοφίαν οἵαν οὐκ ἄλλος
τις ἀνθρώπων ἔσχεν οὔτε βασιλέων οὔτ' ἰδιωτῶν, φυλάξειν τε καὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 25, line 1

ὡς ἄνθρωπος καὶ νέος ἠξίωσεν αὑτῷ προσγενέσθαι, ταῦτα γὰρ


σχεδὸν νενόμισται παρὰ τοῖς πλείστοις μόνα σπουδῆς ἄξια καὶ θεοῦ
δῶρα εἶναι, ἀλλὰ “δός μοι φησί, δέσποτα, νοῦν ὑγιῆ καὶ φρόνησιν
ἀγαθήν, οἷς ἂν τὸν λαὸν τἀληθῆ καὶ τὰ δίκαια λαβὼν κρίνοιμι.”
τούτοις ἥσθη τοῖς αἰτήμασιν ὁ θεὸς καὶ τά τε ἄλλα πάνθ' ὧν
οὐκ ἐμνήσθη παρὰ τὴν ἐκλογὴν δώσειν ἐπηγγείλατο πλοῦτον δόξαν
νίκην πολεμίων, καὶ πρὸ πάντων σύνεσιν καὶ σοφίαν οἵαν οὐκ ἄλλος
τις ἀνθρώπων ἔσχεν οὔτε βασιλέων οὔτ' ἰδιωτῶν, φυλάξειν τε καὶ
τοῖς ἐκγόνοις αὐτοῦ τὴν βασιλείαν ἐπὶ πλεῖστον ὑπισχνεῖτο χρόνον,
ἂν δίκαιός τε ὢν διαμένῃ καὶ πειθόμενος αὐτῷ καὶ τὸν πατέρα
μιμούμενος ἐν οἷς ἦν ἄριστος. ταῦτα τοῦ θεοῦ Σολόμων ἀκούσας
ἀνεπήδησεν εὐθὺς ἐκ τῆς κοίτης καὶ προσκυνήσας αὐτὸν ὑπέστρε-
ψεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ πρὸ τῆς σκηνῆς μεγάλας ἐπιτελέσας θυ-
σίας κατευωχεῖ τοὺς Ἰουδαίους ἅπαντας.
 Ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κρίσις ἐπ' αὐτὸν ἤχθη δυσχερής,
ἧς τὸ τέλος εὑρεῖν ἦν ἐπίπονον· τὸ δὲ πρᾶγμα περὶ οὗ συνέβαινεν
εἶναι τὴν δίκην ἀναγκαῖον ἡγησάμην δηλῶσαι, ἵνα τοῖς ἐντυγχάνουσι
τό τε δύσκολον τῆς κρίσεως γνώριμον ὑπάρξῃ, καὶ τοιούτων μεταξὺ
πραγμάτων γενόμενοι λάβωσιν ὥσπερ ἐξ εἰκόνος τῆς τοῦ βασιλέως
ἀγχινοίας τὸ ῥᾳδίως ἀποφαίνεσθαι περὶ τῶν ζητουμένων δυνηθῆ-
ναι. δύο γυναῖκες ἑταῖραι τὸν βίον ἧκον ἐπ' αὐτόν,

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 35, line 4

τὰς ἑκατέρων φωνὰς ἀπὸ τῆς ἀληθείας γεγενημένας τῇ μὲν ἀνα-


κραγούσῃ τὸ παιδίον προσέκρινε, μητέρα γὰρ αὐτὴν ἀληθῶς εἶναι,
τῆς δὲ ἄλλης κατέγνω πονηρίαν τό τε ἴδιον ἀποκτεινάσης καὶ τὸ  
τῆς φίλης σπουδαζούσης ἀπολλύμενον θεάσασθαι. τοῦτο μέγα
δεῖγμα καὶ τεκμήριον τῆς τοῦ βασιλέως φρονήσεως καὶ σοφίας ἐνό-
μιζε τὸ πλῆθος, κἀξ ἐκείνης τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας ὡς θείαν ἔχοντι
διάνοιαν αὐτῷ προσεῖχον.
 Στρατηγοὶ δ' αὐτῷ καὶ ἡγεμόνες ἦσαν τῆς χώρας ἁπάσης
οἵδε· τῆς μὲν Ἐφραίμου κληρουχίας Οὔρης· ἐπὶ δὲ τῆς Βιθιέμες
τοπαρχίας ἦν Διόκληρος· τὴν δὲ τῶν Δώρων καὶ τὴν παραλίαν
Ἀβινάδαβος εἶχεν ὑπ' αὐτῷ γεγαμηκὼς τὴν Σολόμωνος θυγατέρα·
τὸ δὲ μέγα πεδίον ἦν ὑπὸ Βαναίᾳ τῷ Ἀχίλου παιδί, προσεπῆρχε
δὲ καὶ τῆς ἄχρι Ἰορδάνου πάσης· τὴν δὲ Γαλαδῖτιν καὶ Γαυλανῖτιν
ἕως τοῦ Λιβάνου ὄρους καὶ πόλεις ἑξήκοντα μεγάλας καὶ ὀχυρω-
τάτας ἔχων ὑφ' αὑτὸν Γαβάρης διεῖπεν· Ἀχινάδαβος δὲ τῆς Γαλι-
35

λαίας ὅλης ἄχρι Σιδῶνος ἐπετρόπευε συνοικῶν καὶ αὐτὸς θυγατρὶ


Σολόμωνος Βασίμα τοὔνομα· τὴν δὲ περὶ Ἀκὴν παραλίαν εἶχε
Βανακάτης· Σαφάτης δὲ τὸ Ἰταβύριον ὄρος καὶ Καρμήλιον καὶ τὴν
κάτω Γαλιλαίαν ἄχρι τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου χώραν ἐπὶ τούτῳ
πᾶσαν ἐπετέτραπτο· Σουμούις δὲ τὴν τῆς Βενιαμίδος κληρουχίαν
ἐγκεχείριστο· Γαβάρης δὲ εἶχε τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώραν·

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 37, line 1

 Στρατηγοὶ δ' αὐτῷ καὶ ἡγεμόνες ἦσαν τῆς χώρας ἁπάσης


οἵδε· τῆς μὲν Ἐφραίμου κληρουχίας Οὔρης· ἐπὶ δὲ τῆς Βιθιέμες
τοπαρχίας ἦν Διόκληρος· τὴν δὲ τῶν Δώρων καὶ τὴν παραλίαν
Ἀβινάδαβος εἶχεν ὑπ' αὐτῷ γεγαμηκὼς τὴν Σολόμωνος θυγατέρα·
τὸ δὲ μέγα πεδίον ἦν ὑπὸ Βαναίᾳ τῷ Ἀχίλου παιδί, προσεπῆρχε
δὲ καὶ τῆς ἄχρι Ἰορδάνου πάσης· τὴν δὲ Γαλαδῖτιν καὶ Γαυλανῖτιν
ἕως τοῦ Λιβάνου ὄρους καὶ πόλεις ἑξήκοντα μεγάλας καὶ ὀχυρω-
τάτας ἔχων ὑφ' αὑτὸν Γαβάρης διεῖπεν· Ἀχινάδαβος δὲ τῆς Γαλι-
λαίας ὅλης ἄχρι Σιδῶνος ἐπετρόπευε συνοικῶν καὶ αὐτὸς θυγατρὶ
Σολόμωνος Βασίμα τοὔνομα· τὴν δὲ περὶ Ἀκὴν παραλίαν εἶχε
Βανακάτης· Σαφάτης δὲ τὸ Ἰταβύριον ὄρος καὶ Καρμήλιον καὶ τὴν
κάτω Γαλιλαίαν ἄχρι τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνου χώραν ἐπὶ τούτῳ
πᾶσαν ἐπετέτραπτο· Σουμούις δὲ τὴν τῆς Βενιαμίδος κληρουχίαν
ἐγκεχείριστο· Γαβάρης δὲ εἶχε τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώραν· ἐπὶ
δὲ τούτων εἷς πάλιν ἄρχων ἀποδέδεικτο. θαυμαστὴν δ' ἐπίδοσιν  
ἔλαβεν ὅ τε τῶν Ἑβραίων λαὸς καὶ ἡ Ἰούδα φυλὴ πρὸς γεωργίαν
τραπέντων καὶ τὴν τῆς γῆς ἐπιμέλειαν· εἰρήνης γὰρ ἀπολαύοντες
καὶ πολέμοις καὶ ταραχαῖς μὴ περισπώμενοι καὶ προσέτι τῆς πο-
θεινοτάτης ἐλευθερίας ἀκρατῶς ἐμφορούμενοι πρὸς τῷ συναύξειν
ἕκαστος τὰ οἰκεῖα καὶ ποιεῖν ἄξια πλείονος ὑπῆρχεν.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 41, line 2

ἕκαστος τὰ οἰκεῖα καὶ ποιεῖν ἄξια πλείονος ὑπῆρχεν.


 Ἦσαν δὲ καὶ ἕτεροι τῷ βασιλεῖ ἡγεμόνες, οἳ τῆς τε Σύρων
γῆς καὶ τῶν ἀλλοφύλων ἥτις ἦν ἀπ' Εὐφράτου ποταμοῦ διήκουσα
μέχρι τῆς Αἰγυπτίων ἐπῆρχον ἐκλέγοντες αὐτῷ φόρους παρὰ τῶν
ἐθνῶν. συνετέλουν δὲ καὶ τῇ τραπέζῃ καθ' ἡμέραν καὶ τῷ δείπνῳ
τοῦ βασιλέως σεμιδάλεως μὲν κόρους τριάκοντα, ἀλεύρου δὲ ξʹ, σιτι-
στοὺς δὲ βόας δέκα καὶ νομάδας βόας εἴκοσι, σιτιστοὺς δὲ ἄρνας
ἑκατόν. ταῦτα πάντα πάρεξ τῶν ἀπ' ἄγρας ἐλάφων λέγω καὶ βου-
βάλων καὶ τῶν πετεινῶν καὶ ἰχθύων ἐκομίζετο καθ' ἡμέραν βασι-
λεῖ παρὰ τῶν ἀλλοφύλων. τοσοῦτον δὲ πλῆθος ἦν ἁρμάτων Σολό-
μωνι, ὡς τέσσαρας εἶναι μυριάδας φατνῶν τῶν ὑποζευγνυμένων
ἵππων· χωρὶς δὲ τούτων ἦσαν ἱππεῖς δισχίλιοι καὶ μύριοι, ὧν οἱ
μὲν ἡμίσεις τῷ βασιλεῖ προσήδρευον ἐν Ἱεροσολύμοις, οἱ δὲ λοιποὶ
κατὰ τὰς βασιλικὰς διεσπαρμένοι κώμας ἐν αὐταῖς κατέμενον. ὁ δ'
αὐτὸς ἡγεμὼν ὁ τὴν τοῦ βασιλέως δαπάνην πεπιστευμένος καὶ τοῖς
ἵπποις ἐχορήγει τὰ ἐπιτήδεια συγκομίζων εἰς ὃν ὁ βασιλεὺς διέ-
36

τριβε τόπον.
 Τοσαύτη δ' ἦν ἣν ὁ θεὸς παρέσχε Σολόμωνι φρόνησιν καὶ
σοφίαν, ὡς τούς τε ἀρχαίους ὑπερβάλλειν ἀνθρώπους καὶ μηδὲ τοὺς
Αἰγυπτίους, οἳ πάντων συνέσει διενεγκεῖν λέγονται, συγκρινομένους

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 42, line 1

βάλων καὶ τῶν πετεινῶν καὶ ἰχθύων ἐκομίζετο καθ' ἡμέραν βασι-
λεῖ παρὰ τῶν ἀλλοφύλων. τοσοῦτον δὲ πλῆθος ἦν ἁρμάτων Σολό-
μωνι, ὡς τέσσαρας εἶναι μυριάδας φατνῶν τῶν ὑποζευγνυμένων
ἵππων· χωρὶς δὲ τούτων ἦσαν ἱππεῖς δισχίλιοι καὶ μύριοι, ὧν οἱ
μὲν ἡμίσεις τῷ βασιλεῖ προσήδρευον ἐν Ἱεροσολύμοις, οἱ δὲ λοιποὶ
κατὰ τὰς βασιλικὰς διεσπαρμένοι κώμας ἐν αὐταῖς κατέμενον. ὁ δ'
αὐτὸς ἡγεμὼν ὁ τὴν τοῦ βασιλέως δαπάνην πεπιστευμένος καὶ τοῖς
ἵπποις ἐχορήγει τὰ ἐπιτήδεια συγκομίζων εἰς ὃν ὁ βασιλεὺς διέ-
τριβε τόπον.
 Τοσαύτη δ' ἦν ἣν ὁ θεὸς παρέσχε Σολόμωνι φρόνησιν καὶ
σοφίαν, ὡς τούς τε ἀρχαίους ὑπερβάλλειν ἀνθρώπους καὶ μηδὲ τοὺς
Αἰγυπτίους, οἳ πάντων συνέσει διενεγκεῖν λέγονται, συγκρινομένους
λείπεσθαι παρ' ὀλίγον, ἀλλὰ πλεῖστον ἀφεστηκότας τῆς τοῦ βασιλέως
φρονήσεως ἐλέγχεσθαι. ὑπερῆρε δὲ καὶ διήνεγκε σοφίᾳ καὶ τῶν κατὰ  
τὸν αὐτὸν καιρὸν δόξαν ἐχόντων παρὰ τοῖς Ἑβραίοις ἐπὶ δεινότητι,
ὧν οὐ παρελεύσομαι τὰ ὀνόματα· ἦσαν δὲ Ἄθανος καὶ Αἱμανὸς
καὶ Χάλκεος καὶ Δάρδανος υἱοὶ Ἡμάωνος. συνετάξατο δὲ καὶ βι-
βλία περὶ ᾠδῶν καὶ μελῶν πέντε πρὸς τοῖς χιλίοις καὶ παραβολῶν
καὶ εἰκόνων βίβλους τρισχιλίας· καθ' ἕκαστον γὰρ εἶδος δένδρου
παραβολὴν εἶπεν ἀπὸ ὑσσώπου ἕως κέδρου, τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 47, line 2

αὐταῖς ἰδιωμάτων ἄκραν ἐπεδείξατο. παρέσχε δ' αὐτῷ μαθεῖν ὁ


θεὸς καὶ τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων τέχνην εἰς ὠφέλειαν καὶ θερα-
πείαν τοῖς ἀνθρώποις· ἐπῳδάς τε συνταξάμενος αἷς παρηγορεῖται
τὰ νοσήματα καὶ τρόπους ἐξορκώσεων κατέλιπεν, οἷς οἱ ἐνδούμενοι
τὰ δαιμόνια ὡς μηκέτ' ἐπανελθεῖν ἐκδιώξουσι. καὶ αὕτη μέχρι νῦν
παρ' ἡμῖν ἡ θεραπεία πλεῖστον ἰσχύει· ἱστόρησα γάρ τινα Ἐλεά-
ζαρον τῶν ὁμοφύλων Οὐεσπασιανοῦ παρόντος καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ
καὶ χιλιάρχων καὶ ἄλλου στρατιωτικοῦ πλήθους ὑπὸ τῶν δαιμο-
νίων λαμβανομένους ἀπολύοντα τούτων. ὁ δὲ τρόπος τῆς θερα-
πείας τοιοῦτος ἦν· προσφέρων ταῖς ῥισὶ τοῦ δαιμονιζομένου τὸν
δακτύλιον ἔχοντα ὑπὸ τῇ σφραγῖδι ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολόμων
ἔπειτα ἐξεῖλκεν ὀσφρομένῳ διὰ τῶν μυκτήρων τὸ δαιμόνιον, καὶ
πεσόντος εὐθὺς τἀνθρώπου μηκέτ' εἰς αὐτὸν ἐπανήξειν ὥρκου, Σολό-  
μωνός τε μεμνημένος καὶ τὰς ἐπῳδὰς ἃς συνέθηκεν ἐκεῖνος ἐπιλέγων.
βουλόμενος δὲ πεῖσαι καὶ παραστῆσαι τοῖς παρατυγχάνουσιν ὁ Ἐλεά-
ζαρος, ὅτι ταύτην ἔχει τὴν ἰσχύν, ἐτίθει μικρὸν ἔμπροσθεν ἤτοι ποτή-
ριον πλῆρες ὕδατος ἢ ποδόνιπτρον καὶ τῷ δαιμονίῳ προσέταττεν
ἐξιὸν τἀνθρώπου ταῦτα ἀνατρέψαι καὶ παρασχεῖν ἐπιγνῶναι τοῖς
37

ὁρῶσιν, ὅτι καταλέλοιπε τὸν ἄνθρωπον. γινομένου δὲ τούτου σαφὴς


ἡ Σολόμωνος καθίστατο σύνεσις καὶ σοφία δι' ἣν, ἵνα γνῶσιν ἅπαν-
τες αὐτοῦ τὸ μεγαλεῖον τῆς φύσεως καὶ τὸ θεοφιλὲς καὶ λάθῃ μη

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 49, line 2

πείας τοιοῦτος ἦν· προσφέρων ταῖς ῥισὶ τοῦ δαιμονιζομένου τὸν


δακτύλιον ἔχοντα ὑπὸ τῇ σφραγῖδι ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολόμων
ἔπειτα ἐξεῖλκεν ὀσφρομένῳ διὰ τῶν μυκτήρων τὸ δαιμόνιον, καὶ
πεσόντος εὐθὺς τἀνθρώπου μηκέτ' εἰς αὐτὸν ἐπανήξειν ὥρκου, Σολό-  
μωνός τε μεμνημένος καὶ τὰς ἐπῳδὰς ἃς συνέθηκεν ἐκεῖνος ἐπιλέγων.
βουλόμενος δὲ πεῖσαι καὶ παραστῆσαι τοῖς παρατυγχάνουσιν ὁ Ἐλεά-
ζαρος, ὅτι ταύτην ἔχει τὴν ἰσχύν, ἐτίθει μικρὸν ἔμπροσθεν ἤτοι ποτή-
ριον πλῆρες ὕδατος ἢ ποδόνιπτρον καὶ τῷ δαιμονίῳ προσέταττεν
ἐξιὸν τἀνθρώπου ταῦτα ἀνατρέψαι καὶ παρασχεῖν ἐπιγνῶναι τοῖς
ὁρῶσιν, ὅτι καταλέλοιπε τὸν ἄνθρωπον. γινομένου δὲ τούτου σαφὴς
ἡ Σολόμωνος καθίστατο σύνεσις καὶ σοφία δι' ἣν, ἵνα γνῶσιν ἅπαν-
τες αὐτοῦ τὸ μεγαλεῖον τῆς φύσεως καὶ τὸ θεοφιλὲς καὶ λάθῃ μη-
δένα τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον ἡ τοῦ βασιλέως περὶ πᾶν εἶδος ἀρετῆς
ὑπερβολή, περὶ τούτων εἰπεῖν προήχθημεν.
 Ὁ δὲ τῶν Τυρίων βασιλεὺς Εἴρωμος ἀκούσας ὅτι Σολόμων
τὴν τοῦ πατρὸς διεδέξατο βασιλείαν ὑπερήσθη, φίλος γὰρ ἐτύγχανε
τῷ Δαυίδῃ, καὶ πέμψας πρὸς αὐτὸν ἠσπάζετό τε καὶ συνέχαιρεν
ἐπὶ τοῖς παροῦσιν ἀγαθοῖς. ἀποστέλλει δὲ πρὸς αὐτὸν Σολόμων
γράμματα δηλοῦντα τάδε· “βασιλεὺς Σολόμων Εἱρώμῳ βασιλεῖ.
ἴσθι μου τὸν πατέρα βουληθέντα κατασκευάσαι τῷ θεῷ ναὸν ὑπὸ
τῶν πολέμων καὶ τῶν συνεχῶν στρατειῶν κεκωλυμένον·

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 53, line 2

τῶν πολέμων καὶ τῶν συνεχῶν στρατειῶν κεκωλυμένον· οὐ γὰρ


ἐπαύσατο πρότερον τοὺς ἐχθροὺς καταστρεφόμενος πρὶν ἢ πάντας
αὐτοὺς φόρων ὑποτελεῖς πεποιηκέναι. ἐγὼ δὲ χάριν οἶδα τῷ θεῷ
τῆς παρούσης εἰρήνης καὶ διὰ ταύτην εὐσχολῶν οἰκοδομῆσαι τῷ
θεῷ βούλομαι τὸν οἶκον· καὶ γὰρ ὑπ' ἐμοῦ τοῦτον ἔσεσθαι τῷ
πατρί μου προεῖπεν ὁ θεός. διὸ παρακαλῶ σε συμπέμψαι τινὰς
τοῖς ἐμοῖς εἰς Λίβανον τὸ ὄρος κόψοντας ξύλα· πρὸς γὰρ τομὴν
ὕλης ἐπιστημονέστερον ἔχουσι τῶν ἡμετέρων οἱ Σιδώνιοι. μισθὸν
δ' ὃν ἂν ὁρίσῃς ἐγὼ τοῖς ὑλουργοῖς παρέξω.”
 Ἀναγνοὺς δὲ τὴν ἐπιστολὴν Εἵρωμος καὶ τοῖς ἐπεσταλμέ-  
νοις ἡσθεὶς ἀντιγράφει τῷ Σολόμωνι· “βασιλεὺς Εἵρωμος βασιλεῖ
Σολόμωνι. τὸν μὲν θεὸν εὐλογεῖν ἄξιον, ὅτι σοι τὴν πατρῴαν
παρέδωκεν ἡγεμονίαν ἀνδρὶ σοφῷ καὶ πᾶσαν ἀρετὴν ἔχοντι, ἐγὼ
δὲ τούτοις ἡδόμενος ἅπαντα ὑπουργήσω τὰ ἐπεσταλμένα· τεμὼν
γὰρ ξύλα πολλὰ καὶ μεγάλα κέδρου τε καὶ κυπαρίσσου διὰ τῶν
38

ἐμῶν καταπέμψω ἐπὶ θάλασσαν καὶ κελεύσω τοὺς ἐμοὺς σχεδίαν


πηξαμένους εἰς ὃν ἂν βουληθῇς τόπον τῆς σαυτοῦ χώρας πλεύσαν-
τας ἀποθέσθαι· ἔπειθ' οἱ σοὶ διακομίσουσιν εἰς Ἱεροσόλυμα. ὅπως
δὲ καὶ σὺ παράσχῃς ἡμῖν ἀντὶ τούτων σῖτον, οὗ διὰ τὸ νῆσον οἰκεῖν
δεόμεθα, φρόντισον.”

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 53, line 3

ἐπαύσατο πρότερον τοὺς ἐχθροὺς καταστρεφόμενος πρὶν ἢ πάντας


αὐτοὺς φόρων ὑποτελεῖς πεποιηκέναι. ἐγὼ δὲ χάριν οἶδα τῷ θεῷ
τῆς παρούσης εἰρήνης καὶ διὰ ταύτην εὐσχολῶν οἰκοδομῆσαι τῷ
θεῷ βούλομαι τὸν οἶκον· καὶ γὰρ ὑπ' ἐμοῦ τοῦτον ἔσεσθαι τῷ
πατρί μου προεῖπεν ὁ θεός. διὸ παρακαλῶ σε συμπέμψαι τινὰς
τοῖς ἐμοῖς εἰς Λίβανον τὸ ὄρος κόψοντας ξύλα· πρὸς γὰρ τομὴν
ὕλης ἐπιστημονέστερον ἔχουσι τῶν ἡμετέρων οἱ Σιδώνιοι. μισθὸν
δ' ὃν ἂν ὁρίσῃς ἐγὼ τοῖς ὑλουργοῖς παρέξω.”
 Ἀναγνοὺς δὲ τὴν ἐπιστολὴν Εἵρωμος καὶ τοῖς ἐπεσταλμέ-  
νοις ἡσθεὶς ἀντιγράφει τῷ Σολόμωνι· “βασιλεὺς Εἵρωμος βασιλεῖ
Σολόμωνι. τὸν μὲν θεὸν εὐλογεῖν ἄξιον, ὅτι σοι τὴν πατρῴαν
παρέδωκεν ἡγεμονίαν ἀνδρὶ σοφῷ καὶ πᾶσαν ἀρετὴν ἔχοντι, ἐγὼ
δὲ τούτοις ἡδόμενος ἅπαντα ὑπουργήσω τὰ ἐπεσταλμένα· τεμὼν
γὰρ ξύλα πολλὰ καὶ μεγάλα κέδρου τε καὶ κυπαρίσσου διὰ τῶν
ἐμῶν καταπέμψω ἐπὶ θάλασσαν καὶ κελεύσω τοὺς ἐμοὺς σχεδίαν
πηξαμένους εἰς ὃν ἂν βουληθῇς τόπον τῆς σαυτοῦ χώρας πλεύσαν-
τας ἀποθέσθαι· ἔπειθ' οἱ σοὶ διακομίσουσιν εἰς Ἱεροσόλυμα. ὅπως
δὲ καὶ σὺ παράσχῃς ἡμῖν ἀντὶ τούτων σῖτον, οὗ διὰ τὸ νῆσον οἰκεῖν
δεόμεθα, φρόντισον.”

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 57, line 1

τῶν ἐπὶ τοῦ Τυρίων γραμματοφυλακείου δημοσίων εὕροι συμφω-


νοῦντα τοῖς εἰρημένοις ὑφ' ἡμῶν τὰ παρ' ἐκείνοις. ταῦτα μὲν οὖν
διεξῆλθον βουλόμενος γνῶναι τοὺς ἐντευξομένους, ὅτι μηδὲν μᾶλλον
ἔξω τῆς ἀληθείας λέγομεν, μηδὲ πιθανοῖς τισι καὶ πρὸς ἀπάτην
καὶ τέρψιν ἐπαγωγοῖς τὴν ἱστορίαν διαλαμβάνοντες τὴν μὲν ἐξέτασιν
φεύγειν πειρώμεθα, πιστεύεσθαι δ' εὐθὺς ἀξιοῦμεν, οὐδὲ συγκε-
χωρημένον ἡμῖν κατεξανισταμένοις τοῦ πρέποντος τῇ πραγματείᾳ
ἀθῴοις ὑπάρχειν, ἀλλὰ μηδεμιᾶς ἀποδοχῆς τυγχάνειν παρακαλοῦν-
τες, ἂν μὴ μετὰ ἀποδείξεως καὶ τεκμηρίων ἰσχυρῶν ἐμφανίζειν
δυνώμεθα τὴν ἀλήθειαν.
 Ὁ δὲ βασιλεὺς Σολόμων ὡς ἐκομίσθη τὰ παρὰ Τυρίων
βασιλέως γράμματα τήν τε προθυμίαν αὐτοῦ καὶ τὴν εὔνοιαν ἐπῄ-
νεσε καὶ οἷς ἠξίωσε τούτοις αὐτὸν ἠμείψατο, σίτου μὲν αὐτῷ κατ'  
ἔτος πέμψας δισμυρίους κόρους καὶ τοσούτους ἐλαίου βάτους, ὁ δὲ
βάτος δύναται ξέστας ἑβδομήκοντα δύο· τὸ δ' αὐτὸ μέτρον καὶ οἴνου
παρεῖχεν. ἡ μὲν οὖν Εἱρώμου φιλία καὶ Σολόμωνος ἀπὸ τούτων
ἔτι μᾶλλον ηὔξησε καὶ διαμένειν ὤμοσαν εἰς ἅπαν. ὁ δὲ βασιλεὺς
ἐπέταξε παντὶ τῷ λαῷ φόρον ἐργάτας τρισμυρίους, οἷς ἄπονον τὴν
39

ἐργασίαν κατέστησε μερίσας αὐτὴν συνετῶς· μυρίους γὰρ ἐποίησε


κόπτοντας ἐπὶ μῆνα ἕνα ἐν Λιβάνῳ ὄρει δύο μῆνας ἀναπαύεσθαι
παραγινομένους ἐπὶ τὰ οἰκεῖα, μέχρις οὗ πάλιν οἱ δισμύριοι τὴν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 61, line 1

συνέβαινε τοῖς πρώτοις μυρίοις διὰ τετάρτου μηνὸς ἀπαντᾶν ἐπὶ


τὸ ἔργον. ἐγεγόνει δ' ἐπίτροπος τοῦ φόρου τούτου Ἀδώραμος.
ἦσαν δ' ἐκ τῶν παροίκων οὓς Δαυίδης καταλελοίπει τῶν μὲν παρα-
κομιζόντων τὴν λιθίαν καὶ τὴν ἄλλην ὕλην ἑπτὰ μυριάδες, τῶν δὲ
λατομούντων ὀκτάκις μύριοι, τούτων δ' ἐπιστάται τρισχίλιοι καὶ
τριακόσιοι. προστετάχει δὲ λίθους μὲν αὐτοῖς τέμνειν μεγάλους
εἰς τοὺς τοῦ ναοῦ θεμελίους, ἁρμόσαντας δὲ πρῶτον καὶ συνδή-
σαντας ἐν τῷ ὄρει κατακομίζειν οὕτως εἰς τὴν πόλιν. ἐγίνετο δὲ
ταῦτ' οὐ παρὰ τῶν οἰκοδόμων τῶν ἐγχωρίων μόνον, ἀλλὰ καὶ ὧν
ὁ Εἵρωμος ἔπεμψε τεχνιτῶν.
 Τῆς δ' οἰκοδομίας τοῦ ναοῦ Σολόμων ἤρξατο τέταρ-
τον ἔτος ἤδη τῆς βασιλείας ἔχων μηνὶ δευτέρῳ, ὃν Μακεδόνες μὲν
Ἀρτεμίσιον καλοῦσιν Ἑβραῖοι δὲ Ἰάρ, μετὰ ἔτη πεντακόσια καὶ ἐνε-  
νήκοντα καὶ δύο τῆς ἀπ' Αἰγύπτου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξόδου, μετὰ
δὲ χίλια καὶ εἴκοσι ἔτη τῆς Ἁβράμου εἰς τὴν Χαναναίαν ἐκ τῆς
Μεσοποταμίας ἀφίξεως, ἀπὸ δὲ τῆς ἐπομβρίας μετὰ χίλια καὶ τε-
τρακόσια καὶ τεσσαράκοντα· ἀπὸ δὲ τοῦ πρώτου γεννηθέντος Ἀδά-
μου ἕως οὗ τὸν ναὸν ᾠκοδόμησε Σολόμων διεληλύθει τὰ πάντα
ἔτη τρισχίλια καὶ ἑκατὸν δύο. καθ' ὃν δὲ ὁ ναὸς ἤρξατο οἰκοδο-
μεῖσθαι χρόνον, κατ' ἐκεῖνον ἔτος ἤδη τῆς ἐν Τύρῳ βασιλείας ἑν-
δέκατον ἐνειστήκει Εἱρώμῳ, τῆς δὲ οἰκήσεως εἰς τὴν οἰκοδομίαν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 76, line 1

τοῦ ἀδύτου, τῇ δὲ κατὰ βορέαν, αἱ δ' ἄλλαι πτέρυγες αὑταῖς συν-


άπτουσαι τεθείσῃ μεταξὺ αὐτῶν τῇ κιβωτῷ σκέπη τυγχάνωσι. τὰς
δὲ Χερουβεῖς οὐδεὶς ὁποῖαί τινές εἰσιν εἰπεῖν οὐδ' εἰκάσαι δύνα-
ται. κατέστρωσε δὲ καὶ τοῦ ναοῦ τὸ ἔδαφος ἐλάσμασι χρυσοῦ,
ἐπέθηκε δὲ καὶ τῷ πυλῶνι τοῦ ναοῦ θύρας πρὸς τὸ ὕψος τοῦ τοί-
χου συμμεμετρημένας εὖρος ἐχούσας πηχῶν εἴκοσι, καὶ ταύτας κατε-  
κόλλησε χρυσῷ. συνελόντι δ' εἰπεῖν οὐδὲν εἴασε τοῦ ναοῦ μέρος
οὔτε ἔξωθεν οὔτε ἔνδοθεν, ὃ μὴ χρυσὸς ἦν. κατεπέτασε δὲ καὶ
ταύτας τὰς θύρας ὁμοίως ταῖς ἐνδοτέρω καταπετάσμασιν. ἡ δὲ τοῦ
προναΐου πύλη τούτων οὐδὲν εἶχε.
 Μεταπέμπεται δ' ἐκ Τύρου Σολόμων παρὰ Εἱρώμου τεχνί-
την Χείρωμον ὄνομα μητρὸς μὲν ὄντα Νεφθαλίτιδος τὸ γένος, ἐκ
γὰρ ταύτης ὑπῆρχε τῆς φυλῆς, πατρὸς δὲ Οὐρίου γένος Ἰσραηλίτου.
οὗτος ἅπαντος μὲν ἐπιστημόνως εἶχεν ἔργου, μάλιστα δὲ τεχνίτης
ἦν χρυσὸν ἐργάζεσθαι καὶ ἄργυρον καὶ χαλκόν, ὑφ' οὗ δὴ καὶ πάντα
κατὰ τὴν τοῦ βασιλέως βούλησιν τὰ περὶ τὸν ναὸν ἐμηχανήθη. κατ-
40

εσκεύασε δὲ ὁ Χείρωμος οὗτος καὶ στύλους δύο χαλκοῦς ἔσωθεν τὸ


πάχος τεσσάρων δακτύλων. ἦν δὲ τὸ μὲν ὕψος τοῖς κίοσιν ὀκτω-
καίδεκα πήχεων, ἡ δὲ περίμετρος δέκα καὶ δύο πηχῶν· χωνευτὸν
δ' ἐφ' ἑκατέρᾳ κεφαλῇ κρίνον ἐφειστήκει τὸ ὕψος ἐπὶ πέντε πήχεις
ἐγηγερμένον, ᾧ περιέκειτο δίκτυον ἐλάτῃ χαλκέᾳ περιπεπλεγμένον

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 95, line 1

μεγάλου βωμοῦ πῦρ ἐπὶ τὸν μικρὸν βωμὸν τὸν ἐν τῷ ναῷ πεντα-
κισμύρια. στολὰς δὲ ἱερατικὰς τοῖς ἀρχιερεῦσι σὺν ποδήρεσιν ἐπω-
μίσι καὶ λογίῳ καὶ λίθοις χιλίας· ἡ δὲ στεφάνη, εἰς ἣν τὸν θεὸν
Μωυσῆς ἔγραψε, μία ἦν καὶ διέμεινεν ἄχρι τῆσδε τῆς ἡμέρας·
τὰς δὲ ἱερατικὰς στολὰς ἐκ βύσσου κατεσκεύασε καὶ ζώνας πορ-
φυρᾶς εἰς ἕκαστον μυρίας. καὶ σαλπίγγων κατὰ Μωυσέος ἐντολὴν
μυριάδας εἴκοσι, καὶ στολῶν τοῖς ὑμνῳδοῖς Ληουιτῶν ἐκ βύσσου μυ-  
ριάδας εἴκοσι· καὶ τὰ ὄργανα τὰ μουσικὰ καὶ πρὸς τὴν ὑμνῳδίαν
ἐξηυρημένα, ἃ καλεῖται νάβλας καὶ κινύρας, ἐξ ἠλέκτρου κατεσκεύασε
τετρακισμύρια.
 Ταῦτα πάντα ὁ Σολόμων εἰς τὴν τοῦ θεοῦ τιμὴν πολυτελῶς
καὶ μεγαλοπρεπῶς κατεσκεύασε μηδενὸς φεισάμενος ἀλλὰ πάσῃ φιλο-
τιμίᾳ περὶ τὸν τοῦ ναοῦ κόσμον χρησάμενος, ἃ καὶ κατέθηκεν ἐν τοῖς
θησαυροῖς τοῦ θεοῦ. περιέβαλε δὲ τοῦ ναοῦ κύκλῳ γείσιον μὲν κατὰ
τὴν ἐπιχώριον γλῶτταν τριγχὸν δὲ παρ' Ἕλλησι λεγόμενον εἰς τρεῖς
πήχεις ἀναγαγὼν τὸ ὕψος, εἴρξοντα μὲν τοὺς πολλοὺς τῆς εἰς τὸ ἱε-
ρὸν εἰσόδου, μόνοις δὲ ἀνειμένην αὐτὴν τοῖς ἱερεῦσι σημανοῦντα.
τούτου δ' ἔξωθεν ἱερὸν ᾠκοδόμησεν· ἐν τετραγώνου σχήματι στοὰς
ἐγείρας μεγάλας καὶ πλατείας καὶ πύλαις ὑψηλαῖς ἀνεῳγμένας, ὧν
ἑκάστη πρὸς ἕκαστον τῶν ἀνέμων τέτραπτο χρυσέαις κλειομένη θύραις.
εἰς τοῦτο τοῦ λαοῦ πάντες οἱ διαφέροντες ἁγνείᾳ καὶ παρατηρήσει

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 99, line 2

μεῖζον, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ τῆς ὄψεως, τὸ τούτων ἔξωθεν ἱερόν· μεγάλας


γὰρ ἐγχώσας φάραγγας, ἃς διὰ βάθος ἄπειρον οὐδὲ ἀπόνως ἐννεύ-
σαντας ἦν ἰδεῖν, καὶ ἀναβιβάσας εἰς τετρακοσίους πήχεις τὸ ὕψος
ἰσοπέδους τῇ κορυφῇ τοῦ ὄρους ἐφ' ἧς ὁ ναὸς ᾠκοδόμητο κατε-
σκεύασε· καὶ διὰ τοῦτο ὕπαιθρον ὂν τὸ ἔξωθεν ἱερὸν ἴσον ὑπῆρχε
τῷ ναῷ. περιλαμβάνει δ' αὐτὸ καὶ στοαῖς διπλαῖς μὲν τὴν κατα-
σκευήν, λίθου δ' αὐτοφυοῦς τὸ ὕψος κίοσιν ἐπερηρεισμέναις· ὀροφαὶ
δ' αὐταῖς ἦσαν ἐκ κέδρου φατνώμασιν ἀνεξεσμέναι. τὰς δὲ θύρας
τῷ ἱερῷ τούτῳ πάσας ἐπέστησεν ἐξ ἀργύρου.
 Τὰ μὲν οὖν ἔργα ταῦτα καὶ τὰ μεγέθη καὶ κάλλη τῶν  
τε οἰκοδομημάτων καὶ τῶν εἰς τὸν ναὸν ἀναθημάτων Σολόμων ὁ
βασιλεὺς ἐν ἔτεσιν ἑπτὰ συντελέσας καὶ πλούτου καὶ προθυμίας
ἐπίδειξιν ποιησάμενος, ὡς ἄν τις ἰδὼν ἐνόμισεν ὡς ἐν τῷ παντὶ
κατασκευασθῆναι χρόνῳ ταῦτα ἐν οὕτως ὀλίγῳ πρὸς τὸ μέγεθος
συγκρινόμενα τοῦ ναοῦ συμπερασθῆναι, γράψας τοῖς ἡγεμόσι καὶ
τοῖς πρεσβυτέροις τῶν Ἑβραίων ἐκέλευσεν ἅπαντα τὸν λαὸν συνα-
γαγεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα ὀψόμενόν τε τὸν ναὸν καὶ μετακομιοῦντα
41

τὴν τοῦ θεοῦ κιβωτὸν εἰς αὐτόν. καὶ περιαγγελθείσης τῆς εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα πᾶσιν ἀφίξεως ἑβδόμῳ μηνὶ μόλις συνίασιν, ὑπὸ μὲν
τῶν ἐπιχωρίων Ἀθύρει, ὑπὸ δὲ τῶν Μακεδόνων Ὑπερβερεταίῳ λεγο-
μένῳ. συνέδραμε δ' εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον καὶ ὁ τῆς σκηνοπηγίας

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 107, line 2

τὰς ἱερουργίας καὶ τὴν τῶν θυσιῶν πολυτέλειαν. τὰ δὲ λοιπὰ σκεύη


πάντα συναλίσας ἔνδον εἰς τὸν ναὸν κατέθετο.
 Ἐπεὶ δὲ πάντα διακοσμήσαντες οἱ ἱερεῖς τὰ περὶ τὴν κιβω-
τὸν ἐξῆλθον, ἄφνω πίλημα νεφέλης οὐ σκληρὸν οὐδ' οἷον ὥρᾳ χειμῶ-
νος ὑετοῦ γέμον ἵσταται κεχυμένον δὲ καὶ κεκραμένον εἰς τὸν ναὸν
εἰσερρύη, καὶ ταῖς μὲν ὄψεσι τῶν ἱερέων ὡς μὴ καθορᾶν ἀλλήλους
ἐπεσκότει, ταῖς δὲ διανοίαις ταῖς ἁπάντων φαντασίαν καὶ δόξαν
παρεῖχεν ὡς τοῦ θεοῦ κατεληλυθότος εἰς τὸ ἱερὸν καὶ κατεσκηνωκό-
τος ἡδέως ἐν αὐτῷ. καὶ οἱ μὲν ἐπὶ ταύτης εἶχον αὑτοὺς τῆς ἐννοίας
ὁ δὲ βασιλεὺς Σολόμων ἐξεγερθείς, ἔτυχε γὰρ καθεζόμενος, ἐποιήσατο
λόγους πρὸς τὸν θεόν, οὓς τῇ θείᾳ φύσει πρέποντας ὑπελάμβανε
καὶ καλῶς εἶχεν αὐτῷ λέγειν· “σοὶ γάρ, εἶπεν, οἶκον μὲν αἰώνιον, ὦ
δέσποτα, καὶ ἄξιον αὑτῷ εἰργάσω γεγονότα τὸν οὐρανὸν οἴδαμεν καὶ
ἀέρα καὶ γῆν καὶ θάλασσαν, δι' ὧν ἁπάντων οὐδὲ τούτοις ἀρκού-
μενος κεχώρηκας, τοῦτον δέ σοι κατεσκεύακα τὸν ναὸν ἐπώνυμον, ὡς
ἂν ἀπ' αὐτοῦ σοι τὰς εὐχὰς θύοντες καὶ καλλιεροῦντες ἀναπέμπωμεν  
εἰς τὸν ἀέρα καὶ πεπεισμένοι διατελοίημεν, ὅτι πάρει καὶ μακρὰν
οὐκ ἀφέστηκας [οὐδὲ σαυτῶ]· τῷ μὲν γὰρ πάντ' ἐφορᾶν καὶ πάντ'
ἀκούειν οὐδὲ νῦν ὅπου σοι θέμις οἰκῶν ἀπολείπεις τοῦ πᾶσιν ἔγγι-
στα εἶναι, μᾶλλον δ' ἑκάστῳ καὶ βουλευομένῳ καὶ διὰ νυκτὸς καὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 124, line 5

ὡς μόσχους μὲν καταθῦσαι μυρίους καὶ δισχιλίους, προβάτων δὲ


μυριάδας δώδεκα. τὸν μὲν γὰρ ναὸν τότε πρῶτον ἔγευσεν ἱερουρ-
γημάτων καὶ κατευωχήθησαν ἐν αὐτῷ πάντες σὺν γυναιξὶν Ἑβραῖοι
καὶ τέκνοις, ἔτι δὲ καὶ τὴν σκηνοπηγίαν καλουμένην ἑορτὴν πρὸ τοῦ
ναοῦ λαμπρῶς καὶ μεγαλοπρεπῶς ἐπὶ δὶς ἑπτὰ ἡμέρας ἤγαγεν ὁ
βασιλεὺς σὺν ἅπαντι τῷ λαῷ κατευωχούμενος.
 Ἐπεὶ δ' εἶχεν αὐτοῖς ἀποχρώντως ταῦτα καὶ μηδὲν ἐνέδει
τῇ περὶ τὸν θεὸν εὐσεβείᾳ πρὸς αὑτοὺς ἕκαστος τοῦ βασιλέως ἀπολύ-
σαντος ἀπῄεσαν εὐχαριστήσαντες τῷ βασιλεῖ τῆς τε περὶ αὐτοὺς
προνοίας καὶ ὧν ἐπεδείξατο ἔργων, καὶ εὐξάμενοι τῷ θεῷ παρασχεῖν
αὐτοῖς εἰς πολὺν χρόνον Σολόμωνα βασιλέα τὴν πορείαν ἐποιοῦντο
μετὰ χαρᾶς καὶ παιδιᾶς ὕμνους εἰς τὸν θεὸν ᾄδοντες, ὡς ὑπὸ τῆς
ἡδονῆς ἀπόνως τὴν ὁδὸν τὴν ἐπὶ τὰ οἰκεῖα πάντας ἀνύσαι. καὶ οἱ
μὲν τὴν κιβωτὸν εἰς τὸν ναὸν εἰσαγαγόντες καὶ τὸ μέγεθος καὶ τὸ κάλ-
λος ἱστορήσαντες αὐτοῦ καὶ θυσιῶν ἐπ' αὐτῷ μεγάλων καὶ ἑορτῶν
μεταλαβόντες εἰς τὰς αὑτῶν ἕκαστοι πόλεις ὑπέστρεψαν. ὄναρ δ'
ἐπιφανὲν τῷ βασιλεῖ κατὰ τοὺς ὕπνους ἐσήμαινεν αὐτῷ τῆς εὐχῆς
ἐπήκοον τὸν θεὸν γεγονέναι, καὶ ὅτι φυλάξει τε τὸν ναὸν καὶ διὰ
42

παντὸς ἐν αὐτῷ μενεῖ τῶν ἐκγόνων αὐτοῦ καὶ αὐτοῦ καὶ τῆς ἁπάσης
πληθύος τὰ δίκαια ποιούσης, αὐτόν τε πρῶτον ἐμμένοντα ταῖς τοῦ
πατρὸς ὑποθήκαις ἔλεγεν εἰς ὕψος καὶ μέγεθος εὐδαιμονίας ἀνοίσειν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 141, line 1

ὑποφυγὴν καὶ σκέπην εἶναι τοῖς σώμασιν. ἐν κεφαλαίῳ δ' εἰπεῖν


τὴν ὅλην οἰκοδομίαν ἐκ λίθου λευκοῦ καὶ κέδρου καὶ χρυσοῦ καὶ
ἀργύρου πᾶσαν ἐποιήσατο τοὺς ὀρόφους καὶ τοὺς τοίχους τοῖς ἐγ-
κλειομένοις χρυσῷ λίθοις διανθίσας τὸν αὐτὸν τρόπον, ὡς καὶ τὸν
τοῦ θεοῦ ναὸν τούτοις κατηγλάισεν. εἰργάσατο δὲ καὶ ἐξ ἐλέφαντος
θρόνον παμμεγεθέστατον ἐν κατασκευῇ βήματος ἔχοντα μὲν ἓξ βαθ-
μούς, ἑκάστῳ δὲ τούτων ἐξ ἑκατέρου μέρους δύο λέοντες ἐφειστήκεσαν
τοσούτων ἄνωθεν ἄλλων παρεστώτων. τὸ δ' ἐνήλατον τοῦ θρόνου
χεῖρες ἦσαν δεχόμεναι τὸν βασιλέα, ἀνακέκλιτο δ' εἰς μόσχου προτο-
μὴν τὰ κατόπιν αὐτοῦ βλέποντος, χρυσῷ δὲ ἅπας ἦν δεδεμένος.
 Ταῦτα Σολόμων εἰκοσαετίᾳ κατασκευάσας, ἐπεὶ πολὺν μὲν
αὐτῷ χρυσὸν πλείω δ' ἄργυρον ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς Εἴρωμος εἰς
τὴν οἰκοδομίαν συνήνεγκεν ἔτι δὲ καὶ ξύλα κέδρου καὶ πίτυος, ἀντε-
δωρήσατο καὶ αὐτὸς μεγάλαις δωρεαῖς τὸν Εἴρωμον σῖτόν τε κατ'
ἔτος πέμπων αὐτῷ καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον, ὧν μάλιστα διὰ τὸ νῆσον
οἰκεῖν, ὡς καὶ προειρήκαμεν ἤδη, χρῄζων διετέλει. πρὸς τούτοις δὲ  
καὶ πόλεις αὐτῷ τῆς Γαλιλαίας εἴκοσι μὲν τὸν ἀριθμὸν οὐ πόρρω
δὲ τῆς Τύρου κειμένας ἐχαρίσατο, ἃς ἐπελθὼν καὶ κατανοήσας
Εἴρωμος καὶ δυσαρεστήσας τῇ δωρεᾷ πέμψας πρὸς Σολόμωνα μὴ
δεῖσθαι τῶν πόλεων ἔλεγε κἄκτοτε προσηγορεύθησαν Χαβαλὼν γῆ·
μεθερμηνευόμενον δὲ τὸ χάβαλον κατὰ Φοινίκων γλῶτταν οὐκ ἀρέσκον

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 142, line 4

χεῖρες ἦσαν δεχόμεναι τὸν βασιλέα, ἀνακέκλιτο δ' εἰς μόσχου προτο-
μὴν τὰ κατόπιν αὐτοῦ βλέποντος, χρυσῷ δὲ ἅπας ἦν δεδεμένος.
 Ταῦτα Σολόμων εἰκοσαετίᾳ κατασκευάσας, ἐπεὶ πολὺν μὲν
αὐτῷ χρυσὸν πλείω δ' ἄργυρον ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς Εἴρωμος εἰς
τὴν οἰκοδομίαν συνήνεγκεν ἔτι δὲ καὶ ξύλα κέδρου καὶ πίτυος, ἀντε-
δωρήσατο καὶ αὐτὸς μεγάλαις δωρεαῖς τὸν Εἴρωμον σῖτόν τε κατ'
ἔτος πέμπων αὐτῷ καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον, ὧν μάλιστα διὰ τὸ νῆσον
οἰκεῖν, ὡς καὶ προειρήκαμεν ἤδη, χρῄζων διετέλει. πρὸς τούτοις δὲ  
καὶ πόλεις αὐτῷ τῆς Γαλιλαίας εἴκοσι μὲν τὸν ἀριθμὸν οὐ πόρρω
δὲ τῆς Τύρου κειμένας ἐχαρίσατο, ἃς ἐπελθὼν καὶ κατανοήσας
Εἴρωμος καὶ δυσαρεστήσας τῇ δωρεᾷ πέμψας πρὸς Σολόμωνα μὴ
δεῖσθαι τῶν πόλεων ἔλεγε κἄκτοτε προσηγορεύθησαν Χαβαλὼν γῆ·
μεθερμηνευόμενον δὲ τὸ χάβαλον κατὰ Φοινίκων γλῶτταν οὐκ ἀρέσκον
σημαίνει. καὶ σοφίσματα δὲ καὶ λόγους αἰνιγματώδεις διεπέμψατο
πρὸς Σολόμωνα ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς παρακαλῶν, ὅπως αὐτῷ
σαφηνίσῃ τούτους καὶ τῆς ἀπορίας τῶν ἐν αὐτοῖς ζητουμένων ἀπαλ-
λάξῃ. τὸν δὲ δεινὸν ὄντα καὶ συνετὸν οὐδὲν τούτων παρῆλθεν, ἀλλὰ
πάντα νικήσας τῷ λογισμῷ καὶ μαθὼν αὐτῶν τὴν διάνοιαν ἐφώτισε.
43

 Μέμνηται τούτων τῶν δύο βασιλέων καὶ Μένανδρος ὁ μεταφρά-


σας ἀπὸ τῆς Φοινίκων διαλέκτου τὰ Τυρίων ἀρχεῖα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν φωνὴν λέγων
οὕτως·

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 143, line 2

τὴν οἰκοδομίαν συνήνεγκεν ἔτι δὲ καὶ ξύλα κέδρου καὶ πίτυος, ἀντε-
δωρήσατο καὶ αὐτὸς μεγάλαις δωρεαῖς τὸν Εἴρωμον σῖτόν τε κατ'
ἔτος πέμπων αὐτῷ καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον, ὧν μάλιστα διὰ τὸ νῆσον
οἰκεῖν, ὡς καὶ προειρήκαμεν ἤδη, χρῄζων διετέλει. πρὸς τούτοις δὲ  
καὶ πόλεις αὐτῷ τῆς Γαλιλαίας εἴκοσι μὲν τὸν ἀριθμὸν οὐ πόρρω
δὲ τῆς Τύρου κειμένας ἐχαρίσατο, ἃς ἐπελθὼν καὶ κατανοήσας
Εἴρωμος καὶ δυσαρεστήσας τῇ δωρεᾷ πέμψας πρὸς Σολόμωνα μὴ
δεῖσθαι τῶν πόλεων ἔλεγε κἄκτοτε προσηγορεύθησαν Χαβαλὼν γῆ·
μεθερμηνευόμενον δὲ τὸ χάβαλον κατὰ Φοινίκων γλῶτταν οὐκ ἀρέσκον
σημαίνει. καὶ σοφίσματα δὲ καὶ λόγους αἰνιγματώδεις διεπέμψατο
πρὸς Σολόμωνα ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς παρακαλῶν, ὅπως αὐτῷ
σαφηνίσῃ τούτους καὶ τῆς ἀπορίας τῶν ἐν αὐτοῖς ζητουμένων ἀπαλ-
λάξῃ. τὸν δὲ δεινὸν ὄντα καὶ συνετὸν οὐδὲν τούτων παρῆλθεν, ἀλλὰ
πάντα νικήσας τῷ λογισμῷ καὶ μαθὼν αὐτῶν τὴν διάνοιαν ἐφώτισε.
 Μέμνηται τούτων τῶν δύο βασιλέων καὶ Μένανδρος ὁ μεταφρά-
σας ἀπὸ τῆς Φοινίκων διαλέκτου τὰ Τυρίων ἀρχεῖα εἰς τὴν Ἑλληνι-
κὴν φωνὴν λέγων οὕτως· “τελευτήσαντος δὲ Ἀβιβάλου διεδέξατο τὴν
βασιλείαν παρ' αὐτοῦ υἱὸς Εἴρωμος, ὃς βιώσας ἔτη πεντηκοντατρία
ἐβασίλευσε τριάκοντα καὶ τέσσαρα. οὗτος ἔχωσε τὸ Εὐρύχωρον τόν
τε χρυσοῦν κίονα τὸν ἐν τοῖς τοῦ Διὸς ἀνέθηκεν· ἔτι [τε] ὕλην ξύλων
ἀπελθὼν ἔκοψεν ἀπὸ τοῦ ὄρους τοῦ λεγομένου Λιβάνου εἰς τὰς τῶν  

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 147, line 1

κὴν φωνὴν λέγων οὕτως· “τελευτήσαντος δὲ Ἀβιβάλου διεδέξατο τὴν


βασιλείαν παρ' αὐτοῦ υἱὸς Εἴρωμος, ὃς βιώσας ἔτη πεντηκοντατρία
ἐβασίλευσε τριάκοντα καὶ τέσσαρα. οὗτος ἔχωσε τὸ Εὐρύχωρον τόν
τε χρυσοῦν κίονα τὸν ἐν τοῖς τοῦ Διὸς ἀνέθηκεν· ἔτι [τε] ὕλην ξύλων
ἀπελθὼν ἔκοψεν ἀπὸ τοῦ ὄρους τοῦ λεγομένου Λιβάνου εἰς τὰς τῶν  
ἱερῶν στέγας· καθελών τε τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ καὶ ναὸν ᾠκοδόμησε τοῦ
Ἡρακλέους καὶ τῆς Ἀστάρτης, πρῶτός τε τοῦ Ἡρακλέους ἔγερσιν
ἐποιήσατο ἐν τῷ Περιτίῳ μηνί· τοῖς τε Ἰτυκαίοις ἐπεστρατεύσατο
μὴ ἀποδιδοῦσι τοὺς φόρους καὶ ὑποτάξας πάλιν αὑτῷ ἀνέστρεψεν.
ἐπὶ τούτου ἦν Ἀβδήμονος παῖς νεώτερος, ὃς ἀεὶ ἐνίκα τὰ προβλή-
ματα, ἃ ἐπέτασσε Σολόμων ὁ Ἱεροσολύμων βασιλεύς.” μνημονεύει δὲ
καὶ Δῖος λέγων οὕτως· “Ἀβιβάλου τελευτήσαντος ὁ υἱὸς αὐτοῦ Εἴ-
ρωμος ἐβασίλευσεν. οὗτος τὰ πρὸς ἀνατολὰς μέρη τῆς πόλεως προς-
έχωσε καὶ μεῖζον τὸ ἄστυ ἐποίησε καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν
καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐγχώσας τὸν μεταξὺ τόπον συνῆψε τῇ πόλει καὶ
χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν· ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτό-
μησε πρὸς τὴν τῶν ἱερῶν κατασκευήν. τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσο-
λύμων Σολόμωνα πέμψαι φησὶ πρὸς Εἴρωμον αἰνίγματα καὶ παρ'  
44

αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦντα, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα διακρῖναι τῷ λύσαντι


χρήματα ἀποτίνειν. ὁμολογήσαντα δὲ τὸν Εἴρωμον καὶ μὴ δυνη

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 148, line 2

μὴ ἀποδιδοῦσι τοὺς φόρους καὶ ὑποτάξας πάλιν αὑτῷ ἀνέστρεψεν.


ἐπὶ τούτου ἦν Ἀβδήμονος παῖς νεώτερος, ὃς ἀεὶ ἐνίκα τὰ προβλή-
ματα, ἃ ἐπέτασσε Σολόμων ὁ Ἱεροσολύμων βασιλεύς.” μνημονεύει δὲ
καὶ Δῖος λέγων οὕτως· “Ἀβιβάλου τελευτήσαντος ὁ υἱὸς αὐτοῦ Εἴ-
ρωμος ἐβασίλευσεν. οὗτος τὰ πρὸς ἀνατολὰς μέρη τῆς πόλεως προς-
έχωσε καὶ μεῖζον τὸ ἄστυ ἐποίησε καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν
καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐγχώσας τὸν μεταξὺ τόπον συνῆψε τῇ πόλει καὶ
χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν· ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτό-
μησε πρὸς τὴν τῶν ἱερῶν κατασκευήν. τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσο-
λύμων Σολόμωνα πέμψαι φησὶ πρὸς Εἴρωμον αἰνίγματα καὶ παρ'  
αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦντα, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα διακρῖναι τῷ λύσαντι
χρήματα ἀποτίνειν. ὁμολογήσαντα δὲ τὸν Εἴρωμον καὶ μὴ δυνη-
θέντα λῦσαι τὰ αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον
ἀναλῶσαι· εἶτα δὲ Ἀβδήμονά τινα Τύριον ἄνδρα τὰ προτεθέντα
λῦσαι καὶ αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν, ἃ μὴ λύσαντα τὸν Σολόμωνα
πολλὰ τῷ Εἰρώμῳ προσαποτῖσαι χρήματα.” καὶ Δῖος μὲν οὕτως
εἴρηκεν.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 149, line 4

έχωσε καὶ μεῖζον τὸ ἄστυ ἐποίησε καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν
καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐγχώσας τὸν μεταξὺ τόπον συνῆψε τῇ πόλει καὶ
χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν· ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτό-
μησε πρὸς τὴν τῶν ἱερῶν κατασκευήν. τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσο-
λύμων Σολόμωνα πέμψαι φησὶ πρὸς Εἴρωμον αἰνίγματα καὶ παρ'  
αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦντα, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα διακρῖναι τῷ λύσαντι
χρήματα ἀποτίνειν. ὁμολογήσαντα δὲ τὸν Εἴρωμον καὶ μὴ δυνη-
θέντα λῦσαι τὰ αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον
ἀναλῶσαι· εἶτα δὲ Ἀβδήμονά τινα Τύριον ἄνδρα τὰ προτεθέντα
λῦσαι καὶ αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν, ἃ μὴ λύσαντα τὸν Σολόμωνα
πολλὰ τῷ Εἰρώμῳ προσαποτῖσαι χρήματα.” καὶ Δῖος μὲν οὕτως
εἴρηκεν.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 152, line 1

εἴρηκεν.
 Ἐπεὶ δ' ἑώρα τὰ τῶν Ἱεροσολύμων τείχη ὁ βασιλεὺς
πύργων πρὸς ἀσφάλειαν δεόμενα καὶ τῆς ἄλλης ὀχυρότητος, πρὸς
γὰρ τἀξίωμα τῆς πόλεως ἡγεῖτο δεῖν καὶ τοὺς περιβόλους εἶναι,
ταῦτά τε προσεπεσκεύαζε καὶ πύργοις αὐτὰ μεγάλοις προσεξῇρεν.
ᾠκοδόμησε δὲ καὶ πόλεις ταῖς βαρυτάταις ἐναρίθμους Ἄσωρόν τε
καὶ Μαγέδω, τὴν τρίτην δὲ Γάζαρα, ἣν τῆς Παλαιστίνων χώρας
45

ὑπάρχουσαν Φαραώνης ὁ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεὺς στρατευσάμενος


καὶ πολιορκήσας αἱρεῖ κατὰ κράτος· ἀποκτείνας δὲ πάντας τοὺς
ἐνοικοῦντας αὐτὴν κατέσκαψεν, εἶτα δωρεὰν ἔδωκεν τῇ θυγατρὶ Σολό-
μωνι γεγαμημένῃ. διὸ καὶ ἀνήγειρεν αὐτὴν ὁ βασιλεὺς οὖσαν ὀχυρὰν
φύσει καὶ πρὸς πολέμους καὶ τὰς τῶν καιρῶν μεταβολὰς χρησίμην
εἶναι δυναμένην. οὐ πόρρω δ' αὐτῆς ἄλλας ᾠκοδόμησε δύο πό-
λεις· Βητχώρα τῇ ἑτέρᾳ ὄνομα ἦν, ἡ δ' ἑτέρα Βελὲθ ἐκαλεῖτο.
προσκατεσκεύασε δὲ ταύταις καὶ ἄλλας εἰς ἀπόλαυσιν καὶ τρυφὴν  
ἐπιτηδείως ἐχούσας τῇ τε τῶν ἀέρων εὐκρασίᾳ καὶ τοῖς ὡραίοις
εὐφυεῖς καὶ νάμασιν ὑδάτων ἐνδρόσους. ἐμβαλὼν δὲ καὶ εἰς τὴν ἔρημον
τῆς ἐπάνω Συρίας καὶ κατασχὼν αὐτὴν ἔκτισεν ἐκεῖ πόλιν μεγίστην δύο
μὲν ἡμερῶν [ὁδὸν] ἀπὸ τῆς ἄνω Συρίας διεστῶσαν, ἀπὸ δ' Εὐφράτου
μιᾶς, ἀπὸ δὲ τῆς μεγάλης Βαβυλῶνος ἓξ ἡμερῶν ἦν τὸ μῆκος.
Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 155, line 1

εὐφυεῖς καὶ νάμασιν ὑδάτων ἐνδρόσους. ἐμβαλὼν δὲ καὶ εἰς τὴν ἔρημον
τῆς ἐπάνω Συρίας καὶ κατασχὼν αὐτὴν ἔκτισεν ἐκεῖ πόλιν μεγίστην δύο
μὲν ἡμερῶν [ὁδὸν] ἀπὸ τῆς ἄνω Συρίας διεστῶσαν, ἀπὸ δ' Εὐφράτου
μιᾶς, ἀπὸ δὲ τῆς μεγάλης Βαβυλῶνος ἓξ ἡμερῶν ἦν τὸ μῆκος. αἴτιον
δὲ τοῦ τὴν πόλιν οὕτως ἀπὸ τῶν οἰκουμένων μερῶν τῆς Συρίας
ἀπῳκίσθαι τὸ κατωτέρω μὲν μηδαμοῦ τῆς γῆς ὕδωρ εἶναι, πηγὰς
δ' ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ μόνον εὑρεθῆναι καὶ φρέατα. ταύτην οὖν
τὴν πόλιν οἰκοδομήσας καὶ τείχεσιν ὀχυρωτάτοις περιβαλὼν Θαδά-
μοραν ὠνόμασε καὶ τοῦτ' ἔτι νῦν καλεῖται παρὰ τοῖς Σύροις, οἱ δ'
Ἕλληνες αὐτὴν προσαγορεύουσι Πάλμυραν.
 Σολόμων μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς ταῦτα κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν
πράττων διετέλει. πρὸς δὲ τοὺς ἐπιζητήσαντας, ὅτι πάντες οἱ Αἰ-
γυπτίων βασιλεῖς ἀπὸ Μιναίου τοῦ Μέμφιν οἰκοδομήσαντος, ὃς
ἔτεσι πολλοῖς ἔμπροσθεν ἐγένετο τοῦ πάππου ἡμῶν Ἁβράμου, μέχρι
Σολόμωνος πλειόνων ἐτῶν τριακοσίων καὶ χιλίων μεταξὺ διεληλυθό-
των Φαραῶθαι ἐκλήθησαν ἀπὸ τοῦ μετ' αὐτοὺς ἐν τοῖς μεταξὺ
χρόνοις ἄρξαντος βασιλέως Φαραώθου τὴν προσηγορίαν λαβόντες,
ἀναγκαῖον ἡγησάμην εἰπεῖν, ἵνα τὴν ἄγνοιαν αὐτῶν ἀφέλω καὶ ποιήσω
τοῦ ὀνόματος φανερὰν τὴν αἰτίαν, ὅτι Φαραὼ κατ' Αἰγυπτίους βασι-
λέα σημαίνει. οἶμαι δ' αὐτοὺς ἐκπαίδων ἄλλοις χρωμένους ὀνόμασιν  
ἐπειδὰν βασιλεῖς γένωνται τὸ σημαῖνον αὐτῶν τὴν ἐξουσίαν κατὰ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 159, line 3

τὴν προσηγορίαν αὐτοῖς θεμένης ἀλλ' οὐχ οἷς ὑπὸ τῶν πατέρων
ἐκλήθησαν τούτοις ἐπιμένοντες. νομίζω δὲ καὶ Ἡρόδοτον τὸν Ἁλι-
καρνασέα διὰ τοῦτο μετὰ Μιναίαν τὸν οἰκοδομήσαντα Μέμφιν τριά-
κοντα καὶ τριακοσίους βασιλεῖς Αἰγυπτίων γενέσθαι λέγοντα μὴ
δηλῶσαι αὐτῶν τὰ ὀνόματα, ὅτι κοινῶς Φαραῶθ' ἐκαλοῦντο· καὶ
γὰρ μετὰ τὴν τούτων τελευτὴν γυναικὸς βασιλευσάσης λέγει τοὔνομα
Νικαύλην καλῶν δηλῶν, ὡς τῶν μὲν ἀρρένων βασιλέων τὴν αὐτὴν
προσηγορίαν ἔχειν δυναμένων, τῆς δὲ γυναικὸς οὐκέτι κοινωνεῖν
ἐκείνης, καὶ διὰ τοῦτ' εἶπεν αὐτῆς τὸ φύσει δεῆσαν ὄνομα. ἐγὼ
46

δὲ καὶ ἐν τοῖς ἐπιχωρίοις ἡμῶν βιβλίοις εὗρον, ὅτι μετὰ Φαραώθην


τὸν Σολόμωνος πενθερὸν οὐκέτ' οὐδεὶς τοῦτο τὸ ὄνομα βασιλεὺς
Αἰγυπτίων ἐκλήθη, καὶ ὅτι ὕστερον ἧκε πρὸς Σολόμωνα ἡ προειρη-
μένη γυνὴ βασιλεύουσα τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Αἰθιοπίας. περὶ
μὲν οὖν ταύτης μετ' οὐ πολὺ δηλώσομεν· νῦν δὲ τούτων ἐπεμνή-
σθην, ἵνα παραστήσω τὰ ἡμέτερα βιβλία καὶ τὰ παρ' Αἰγυπτίοις
περὶ πολλῶν ὁμολογοῦντα.
 Ὁ δὲ βασιλεὺς Σολόμων τοὺς ἔτι τῶν Χαναναίων οὐχ ὑπα-
κούοντας, οἳ ἐν τῷ Λιβάνῳ διέτριβον ὄρει καὶ μέχρι πόλεως Ἀμάθης,  
ὑποχειρίους ποιησάμενος φόρον αὐτοῖς προσέταξε καὶ πρὸς τὸ
θητεύειν αὐτῷ καὶ τὰς οἰκετικὰς χρείας ἐκτελεῖν καὶ πρὸς γεωργίαν
κατ' ἔτος ἐξ αὐτῶν ἐπελέγετο. τῶν γὰρ Ἑβραίων οὐδεὶς ἐδούλευεν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 165, line 3

Γάβελος οὐ πόρρω Ἰλάνεως πόλεως, ἣ νῦν Βερενίκη καλεῖται· αὕτη


γὰρ ἡ χώρα τὸ πρὶν Ἰουδαίων ἦν. ἔτυχε δὲ καὶ τῆς ἁρμοζούσης εἰς
τὰς ναῦς δωρεᾶς παρ' Εἰρώμου τοῦ Τυρίων βασιλέως· ἄνδρας γὰρ
αὐτῷ κυβερνήτας καὶ τῶν θαλασσίων ἐπιστήμονας ἔπεμψεν ἱκανούς,
οἷς ἐκέλευσε πλεύσαντας μετὰ τῶν ἰδίων οἰκονόμων εἰς τὴν πάλαι
μὲν Σώφειραν νῦν δὲ χρυσῆν γῆν καλουμένην, τῆς Ἰνδικῆς ἐστιν
αὕτη, χρυσὸν αὐτῷ κομίσαι. καὶ συναθροίσαντες ὡς τετρακόσια
τάλαντα πάλιν ἀνεχώρησαν πρὸς τὸν βασιλέα.  
 Τὴν δὲ τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Αἰθιοπίας τότε βασιλεύουσαν
γυναῖκα σοφίᾳ διαπεπονημένην καὶ τἆλλα θαυμαστὴν ἀκούουσαν τὴν
Σολόμωνος ἀρετὴν καὶ φρόνησιν ἐπιθυμία τῆς ὄψεως αὐτοῦ ἐκ τῶν
ὁσημέραι περὶ τῶν ἐκεῖ λεγομένων πρὸς αὐτὸν ἤγαγε· πεισθῆναι
γὰρ ὑπὸ τῆς πείρας ἀλλ' οὐχ ὑπὸ τῆς ἀκοῆς, ἣν εἰκός ἐστι καὶ
ψευδεῖ δόξῃ συγκατατίθεσθαι καὶ μεταπεῖσαι πάλιν, ὅλη γὰρ ἐπὶ
τοῖς ἀπαγγέλλουσι κεῖται, θέλουσα πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν διέγνω, μά-
λιστα καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ βουλομένη λαβεῖν πεῖραν αὐτὴ προ-
τείνασα καὶ λῦσαι τὸ ἄπορον τῆς διανοίας δεηθεῖσα ἧκεν εἰς Ἱερο-
σόλυμα μετὰ πολλῆς δόξης καὶ πλούτου παρασκευῆς· ἐπηγάγετο γὰρ
καμήλους χρυσίου μεστὰς καὶ ἀρωμάτων ποικίλων καὶ λίθων πο-
λυτελῶν. ὡς δ' ἀφικομένην αὐτὴν ἡδέως ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο.
τά τε ἄλλα περὶ αὐτὴν φιλότιμος ἦν καὶ τὰ προβαλλόμενα

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 168, line 1

γὰρ ὑπὸ τῆς πείρας ἀλλ' οὐχ ὑπὸ τῆς ἀκοῆς, ἣν εἰκός ἐστι καὶ
ψευδεῖ δόξῃ συγκατατίθεσθαι καὶ μεταπεῖσαι πάλιν, ὅλη γὰρ ἐπὶ
τοῖς ἀπαγγέλλουσι κεῖται, θέλουσα πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν διέγνω, μά-
λιστα καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ βουλομένη λαβεῖν πεῖραν αὐτὴ προ-
τείνασα καὶ λῦσαι τὸ ἄπορον τῆς διανοίας δεηθεῖσα ἧκεν εἰς Ἱερο-
σόλυμα μετὰ πολλῆς δόξης καὶ πλούτου παρασκευῆς· ἐπηγάγετο γὰρ
καμήλους χρυσίου μεστὰς καὶ ἀρωμάτων ποικίλων καὶ λίθων πο-
λυτελῶν. ὡς δ' ἀφικομένην αὐτὴν ἡδέως ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο.
τά τε ἄλλα περὶ αὐτὴν φιλότιμος ἦν καὶ τὰ προβαλλόμενα σοφί-
σματα ῥᾳδίως τῇ συνέσει καταλαμβανόμενος θᾶττον ἢ προσεδόκα
47

τις ἐπελύετο. ἡ δ' ἐξεπλήσσετο μὲν καὶ τὴν σοφίαν τοῦ Σολόμωνος
οὕτως ὑπερβάλλουσαν αὐτὴν καὶ τῆς ἀκουομένης τῇ πείρᾳ κρείττω
καταμαθοῦσα, μάλιστα δ' ἐθαύμαζε τὰ βασίλεια τοῦ τε κάλλους
καὶ τοῦ μεγέθους οὐχ ἧττον δὲ τῆς διατάξεως τῶν οἰκοδομημάτων·
καὶ γὰρ ἐν ταύτῃ πολλὴν τοῦ βασιλέως καθεώρα φρόνησιν. ὑπερεξ-
έπληττε δ' αὐτὴν ὅ τε οἶκος ὁ δρυμὼν ἐπικαλούμενος Λιβάνου
καὶ ἡ τῶν καθ' ἡμέραν δείπνων πολυτέλεια καὶ τὰ τῆς παρασκευῆς
αὐτοῦ καὶ διακονίας ἥ τε τῶν ὑπηρετούντων ἐσθὴς καὶ τὸ μετ' ἐπι-
στήμης αὐτῶν περὶ τὴν διακονίαν εὐπρεπές, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ αἱ
καθ' ἡμέραν ἐπιτελούμεναι τῷ θεῷ θυσίαι καὶ τὸ τῶν ἱερέων
Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 175, line 1

των ἱστόρηκα. καὶ μακάριόν τε τὸν Ἑβραίων λαὸν εἶναι κρίνω δού-
λους τε τοὺς σοὺς καὶ φίλους, οἳ καθ' ἡμέραν τῆς σῆς ἀπολαύουσιν
ὄψεως καὶ τῆς σῆς σοφίας ἀκροώμενοι διατελοῦσιν. εὐλογήσειεν ἄν
τις τὸν θεὸν ἀγαπήσαντα τήνδε τὴν χώραν καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ κατοι-
κοῦντας οὕτως, ὥστε σὲ ποιῆσαι βασιλέα.”
 Παραστήσασα δὲ καὶ διὰ τῶν λόγων, πῶς αὐτὴν διέθηκεν
ὁ βασιλεύς, ἔτι καὶ ταῖς δωρεαῖς τὴν διάνοιαν αὐτῆς ἐποίησε φανε-
ράν· εἴκοσι μὲν γὰρ αὐτῷ τάλαντα ἔδωκε χρυσίου ἀρωμάτων τε
πλῆθος ἀσυλλόγιστον καὶ λίθον πολυτελῆ· λέγουσι δ' ὅτι καὶ τὴν
τοῦ ὀποβαλσάμου ῥίζαν, ἣν ἔτι νῦν ἡμῶν ἡ χώρα φέρει, δούσης
ταύτης τῆς γυναικὸς ἔχομεν. ἀντεδωρήσατο δ' αὐτὴν καὶ Σολόμων  
πολλοῖς ἀγαθοῖς καὶ μάλισθ' ὧν κατ' ἐπιθυμίαν ἐξελέξατο· οὐ-
δὲν γὰρ ἦν, ὅ τι δεηθείσῃ λαβεῖν οὐ παρέσχεν, ἀλλ' ἑτοιμότερον ὧν
αὐτὸς κατὰ τὴν οἰκείαν ἐχαρίζετο προαίρεσιν ἅπερ ἐκείνη τυχεῖν
ἠξίου προϊέμενος τὴν μεγαλοφροσύνην ἐπεδείκνυτο. καὶ ἡ μὲν τῶν
Αἰγυπτίων καὶ τῆς Αἰθιοπίας βασίλισσα ὧν προειρήκαμεν τυχοῦσα
καὶ μεταδοῦσα πάλιν τῷ βασιλεῖ τῶν παρ' αὐτῆς εἰς τὴν οἰκείαν
ὑπέστρεψε.
 Κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν κομισθέντων ἀπὸ τῆς
χρυσῆς καλουμένης γῆς λίθου πολυτελοῦς τῷ βασιλεῖ καὶ ξύλων
πευκίνων, τοῖς ξύλοις εἰς ὑποστήριγμα τοῦ τε ναοῦ καὶ τῶν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 182, line 2

τὰ πρὸς τὴν ἑστίασιν ὡς ἔνι μάλιστα φιλοτεχνῶν κατεσκεύασε καὶ


τὴν ἄλλην τῶν σκευῶν δαψίλειαν χρυσέαν ἅπασαν ἐμηχανήσατο·
οὐδὲν γὰρ ἦν ὅ τις ἀργύρῳ ἐπίπρασκεν ἢ πάλιν ἐωνεῖτο, ἀλλὰ
πολλαὶ γὰρ ἦσαν ναῦς, ἃς ὁ βασιλεὺς ἐν τῇ Ταρσικῇ λεγομένῃ
θαλάττῃ καταστήσας παραγαγεῖν εἰς τὰ ἐνδοτέρω τῶν ἐθνῶν παν-
τοίαν ἐμπορίαν προσέταξεν, ὧν ἐξεμπολουμένων ἄργυρός τε καὶ
χρυσὸς ἐκομίζετο τῷ βασιλεῖ καὶ πολὺς ἐλέφας Αἰθίοπές τε καὶ
πίθηκοι. τὸν δὲ πλοῦν ἀπιοῦσαί τε καὶ ἐπανερχόμεναι τρισὶν
ἔτεσιν ἤνυον.
 Φήμη δὲ λαμπρὰ πᾶσαν ἐν κύκλῳ τὴν χώραν περιήρχετο
διαβοῶσα τὴν Σολόμωνος ἀρετὴν καὶ σοφίαν, ὡς τούς τε πανταχοῦ
βασιλεῖς ἐπιθυμεῖν εἰς ὄψιν αὐτῷ παραγενέσθαι τοῖς λεγομένοις
δι' ὑπερβολὴν ἀπιστοῦντας, καὶ δωρεαῖς μεγάλαις προσεμφανίζειν
48

τὴν περὶ αὐτὸν σπουδήν· ἔπεμπον γὰρ αὐτῷ σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀρ-
γυρᾶ καὶ ἁλουργεῖς ἐσθῆτας καὶ ἀρωμάτων γένη πολλὰ καὶ ἵππους
καὶ ἅρματα καὶ τῶν ἀχθοφόρων ἡμιόνων ὅσους καὶ ῥώμῃ καὶ κάλλει
τὴν τοῦ βασιλέως ὄψιν εὖ διαθήσειν ἐπελέγοντο, ὥστε τοῖς οὖσιν
αὐτῷ πρότερον ἅρμασι καὶ ἵπποις ἐκ τῶν πεμπομένων προσθέντα
ποιῆσαι τὸν μὲν τῶν ἁρμάτων ἀριθμὸν τετρακοσίοις περισσότερον,
ἦν γὰρ αὐτῷ πρότερον χίλια, τὸν δὲ τῶν ἵππων δισχιλίοις, ὑπῆρ-
χον γὰρ αὐτῷ δισμύριοι ἵπποι. ἤσκηντο δ' οὗτοι πρὸς εὐμορφίαν  

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 193, line 2

τὴν τῶν ἀφροδισίων ἀκρασίαν οὐ ταῖς ἐπιχωρίαις μόνον ἠρέσκετο,


πολλὰς δὲ καὶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων ἐθνῶν γήμας Σιδωνίας καὶ Τυρίας
καὶ Ἀμμανίτιδας καὶ Ἰδουμαίας παρέβη μὲν τοὺς Μωσήους νόμους,
ὃς ἀπηγόρευσε συνοικεῖν ταῖς οὐχ ὁμοφύλοις, τοὺς δ' ἐκείνων ἤρξατο
θρησκεύειν θεοὺς ταῖς γυναιξὶ καὶ τῷ πρὸς αὐτὰς ἔρωτι χαριζό-
μενος, τοῦτ' αὐτὸ ὑπιδομένου τοῦ νομοθέτου προειπόντος μὴ γαμεῖν
τὰς ἀλλοτριοχώρους, ἵνα μὴ τοῖς ξένοις ἐπιπλακέντες ἔθεσι τῶν
πατρίων ἀποστῶσι, μηδὲ τοὺς ἐκείνων σέβωνται θεοὺς παρέντες
τιμᾶν τὸν ἴδιον. ἀλλὰ τούτων μὲν κατημέλησεν ὑπενεχθεὶς εἰς
ἡδονὴν ἀλόγιστον Σολόμων, ἀγαγόμενος δὲ γυναῖκας ἀρχόντων καὶ
διασήμων θυγατέρας ἑπτακοσίας τὸν ἀριθμὸν καὶ παλλακὰς τρια-
κοσίας, πρὸς δὲ ταύταις καὶ τὴν τοῦ βασιλέως τῶν Αἰγυπτίων
θυγατέρα, εὐθὺς μὲν ἐκρατεῖτο πρὸς αὐτῶν, ὥστε μιμεῖσθαι τὰ παρ'
ἐκείναις, καὶ τῆς εὐνοίας καὶ φιλοστοργίας ἠναγκάζετο παρέχειν
αὐταῖς δεῖγμα τὸ βιοῦν ὡς αὐταῖς πάτριον ἦν· προβαινούσης δὲ  
τῆς ἡλικίας καὶ τοῦ λογισμοῦ διὰ τὸν χρόνον ἀσθενοῦντος ἀντέχειν
πρὸς τὴν μνήμην τῶν ἐπιχωρίων ἐπιτηδευμάτων ἔτι μᾶλλον τοῦ
μὲν ἰδίου θεοῦ κατωλιγώρησε, τοὺς δὲ τῶν γάμων τῶν ἐπεισάκτων
τιμῶν διετέλει. καὶ πρὸ τούτων δὲ ἁμαρτεῖν αὐτὸν ἔτυχε καὶ σφα-
λῆναι περὶ τὴν φυλακὴν τῶν νομίμων, ὅτε τὰ τῶν χαλκῶν βοῶν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 199, line 1

μιμεῖσθαι παραινέσαντος ἀκλεῶς ἀπέθανεν. ἧκεν οὖν εὐθὺς ὁ προ-


φήτης ὑπὸ θεοῦ πεμφθεὶς οὔτε λανθάνειν αὐτὸν ἐπὶ τοῖς παρανο-
μήμασι λέγων οὔτ' ἐπὶ πολὺ χαιρήσειν τοῖς πραττομένοις ἀπειλῶν,
ἀλλὰ ζῶντος μὲν οὐκ ἀφαιρεθήσεσθαι τὴν βασιλείαν ἐπεὶ τῷ πατρὶ
Δαυίδῃ τὸ θεῖον ὑπέσχετο διάδοχον αὐτὸν ποιήσειν ἐκείνου, τελευτή-
σαντος δὲ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ταῦτα διαθήσειν οὐχ ἅπαντα μὲν τὸν
λαὸν ἀποστήσας αὐτοῦ, δέκα δὲ φυλὰς παραδοὺς αὐτοῦ τῷ δούλῳ,
δύο δὲ μόνας καταλιπὼν τῷ υἱωνῷ τῷ Δαυίδου δι' αὐτὸν ἐκεῖνον,
ὅτι τὸν θεὸν ἠγάπησε, καὶ διὰ τὴν πόλιν Ἱεροσόλυμα, ἐν ᾗ ναὸν
ἔχειν ἠβουλήθη.
 Ταῦτ' ἀκούσας Σολόμων ἤλγησε καὶ σφοδρῶς συνεχύθη
πάντων αὐτῷ σχεδὸν τῶν ἀγαθῶν ἐφ' οἷς ζηλωτὸς ἦν εἰς μετα-
βολὴν ἐρχομένων πονηράν. οὐ πολὺς δὲ διῆλθε χρόνος ἀφ' οὗ  
κατήγγειλεν ὁ προφήτης αὐτῷ τὰ συμβησόμενα καὶ πολέμιον εὐθὺς
49

ἐπ' αὐτὸν ἤγειρεν ὁ θεὸς Ἄδερον μὲν ὄνομα τὴν δ' αἰτίαν τῆς
ἔχθρας λαβόντα τοιαύτην· παῖς οὗτος ἦν Ἰδουμαῖος γένος ἐκ βασιλι-
κῶν σπερμάτων. καταστρεψαμένου δὲ τὴν Ἰδουμαίαν Ἰωάβου τοῦ
Δαυίδου στρατηγοῦ καὶ πάντας τοὺς ἐν ἀκμῇ καὶ φέρειν ὅπλα
δυναμένους διαφθείραντος μησὶν ἕξ, φυγὼν ἧκε πρὸς Φαραῶνα
τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα. ὁ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν δεξάμενος οἶκόν
τε αὐτῷ δίδωσι καὶ χώραν εἰς διατροφὴν καὶ γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 203, line 2

δυναμένους διαφθείραντος μησὶν ἕξ, φυγὼν ἧκε πρὸς Φαραῶνα


τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα. ὁ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν δεξάμενος οἶκόν
τε αὐτῷ δίδωσι καὶ χώραν εἰς διατροφὴν καὶ γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ
λίαν ἠγάπα, ὡς καὶ τῆς αὑτοῦ γυναικὸς αὐτῷ δοῦναι πρὸς γάμον
τὴν ἀδελφὴν ὄνομα Θαφίνην, ἐξ ἧς αὐτῷ υἱὸς γενόμενος τοῖς τοῦ
βασιλέως παισὶ συνετράφη. ἀκούσας οὖν τὸν Δαυίδου θάνατον ἐν
Αἰγύπτῳ καὶ τὸν Ἰωάβου προσελθὼν ἐδεῖτο τοῦ Φαραῶνος ἐπι-
τρέπειν αὐτῷ βαδίζειν εἰς τὴν πατρίδα. τοῦ δὲ βασιλέως ἀνα-
κρίναντος, τίνος ἐνδεὴς ὢν ἢ τί παθὼν ἐσπούδακε καταλιπεῖν αὐτόν,
ἐνοχλῶν πολλάκις καὶ παρακαλῶν τότε μὲν οὐκ ἀφείθη· κατ' ἐκεῖ-
νον δὲ τὸν καιρόν, καθ' ὃν ἤδη Σολόμωνι τὰ πράγματα κακῶς
ἔχειν ἤρχετο διὰ τὰς προειρημένας παρανομίας καὶ τὴν ὀργὴν τὴν
ἐπ' αὐτοῖς τοῦ θεοῦ, συγχωρήσαντος τοῦ Φαραῶνος ὁ Ἄδερος ἧκεν
εἰς τὴν Ἰδουμαίαν· καὶ μὴ δυνηθεὶς αὐτὴν ἀποστῆσαι τοῦ Σολό-
μωνος, κατείχετο γὰρ φρουραῖς πολλαῖς καὶ οὐκ ἦν ἐλεύθερος δι'
αὐτὰς οὐδ' ἐπ' ἀδείας ὁ νεωτερισμός, ἄρας ἐκεῖθεν εἰς τὴν Συρίαν  
ἀφίκετο. συμβαλὼν δὲ ἐκεῖ τινι Ῥάζῳ μὲν τοὔνομα τὸν δὲ τῆς
Σωφηνῆς ἀποδεδρακότι βασιλέα Ἀδραάζαρον δεσπότην ὄντα καὶ
λῃστεύοντι τὴν χώραν εἰς φιλίαν αὐτῷ συνάψας ἔχοντι περὶ αὑτὸν
στῖφος λῃστρικὸν ἀναβαίνει, καὶ κατασχὼν τὴν ἐκεῖ Συρίαν βασι-
λεὺς αὐτῆς ἀποδείκνυται καὶ κατατρέχων τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν γῆν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 203, line 6

τὴν ἀδελφὴν ὄνομα Θαφίνην, ἐξ ἧς αὐτῷ υἱὸς γενόμενος τοῖς τοῦ


βασιλέως παισὶ συνετράφη. ἀκούσας οὖν τὸν Δαυίδου θάνατον ἐν
Αἰγύπτῳ καὶ τὸν Ἰωάβου προσελθὼν ἐδεῖτο τοῦ Φαραῶνος ἐπι-
τρέπειν αὐτῷ βαδίζειν εἰς τὴν πατρίδα. τοῦ δὲ βασιλέως ἀνα-
κρίναντος, τίνος ἐνδεὴς ὢν ἢ τί παθὼν ἐσπούδακε καταλιπεῖν αὐτόν,
ἐνοχλῶν πολλάκις καὶ παρακαλῶν τότε μὲν οὐκ ἀφείθη· κατ' ἐκεῖ-
νον δὲ τὸν καιρόν, καθ' ὃν ἤδη Σολόμωνι τὰ πράγματα κακῶς
ἔχειν ἤρχετο διὰ τὰς προειρημένας παρανομίας καὶ τὴν ὀργὴν τὴν
ἐπ' αὐτοῖς τοῦ θεοῦ, συγχωρήσαντος τοῦ Φαραῶνος ὁ Ἄδερος ἧκεν
εἰς τὴν Ἰδουμαίαν· καὶ μὴ δυνηθεὶς αὐτὴν ἀποστῆσαι τοῦ Σολό-
μωνος, κατείχετο γὰρ φρουραῖς πολλαῖς καὶ οὐκ ἦν ἐλεύθερος δι'
αὐτὰς οὐδ' ἐπ' ἀδείας ὁ νεωτερισμός, ἄρας ἐκεῖθεν εἰς τὴν Συρίαν  
ἀφίκετο. συμβαλὼν δὲ ἐκεῖ τινι Ῥάζῳ μὲν τοὔνομα τὸν δὲ τῆς
Σωφηνῆς ἀποδεδρακότι βασιλέα Ἀδραάζαρον δεσπότην ὄντα καὶ
50

λῃστεύοντι τὴν χώραν εἰς φιλίαν αὐτῷ συνάψας ἔχοντι περὶ αὑτὸν
στῖφος λῃστρικὸν ἀναβαίνει, καὶ κατασχὼν τὴν ἐκεῖ Συρίαν βασι-
λεὺς αὐτῆς ἀποδείκνυται καὶ κατατρέχων τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν γῆν
ἐποίει κακῶς καὶ διήρπαζε Σολόμωνος ζῶντος ἔτι. καὶ ταῦτα μὲν
ἐκ τοῦ Ἀδέρου συνέβαινε πάσχειν τοῖς Ἑβραίοις.
 Ἐπιτίθεται δὲ Σολόμωνι καὶ τῶν ὁμοφύλων τις Ἱεροβόα-
μος υἱὸς Ναβαταίου κατὰ προφητείαν πάλαι γενομένην αὐτῷ τοῖς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 207, line 4

μηρὸν Σολόμων ὄντα τὸ φρόνημα τῆς τῶν τειχῶν οἰκοδομίας ἐπι-


μελητὴν κατέστησεν, ὅτε τοῖς Ἱεροσολύμοις τὸν κύκλον περιέβαλεν.
οὕτως δὲ τῶν ἔργων προενόησεν, ὥστε ὁ βασιλεὺς αὐτὸν ἀπεδέξατο
καὶ γέρας αὐτῷ στρατηγίαν ἐπὶ τῆς Ἰωσήπου φυλῆς ἔδωκεν. ἀπερ-
χομένῳ δὲ τῷ Ἱεροβοάμῳ κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐκ τῶν Ἱεροσο-
λύμων συνεβόλησε προφήτης ἐκ πόλεως μὲν Σιλὼ Ἀχίας δὲ ὄνομα.
καὶ προσαγορεύσας αὐτὸν ἀπήγαγεν ἐκ τῆς ὁδοῦ μικρὸν ἀπονεύσας
εἴς τι χωρίον, εἰς ὃ παρῆν μηδὲ εἷς ἄλλος. σχίσας δὲ εἰς δώδεκα
φάρση τὸ ἱμάτιον, ὅπερ ἦν αὐτὸς περιβεβλημένος, ἐκέλευσε τὸν
Ἱεροβόαμον λαβεῖν τὰ δέκα προσειπών, ὅτι ταῦτα ὁ θεὸς βούλε-
ται καὶ σχίσας τὴν Σολόμωνος ἀρχὴν τῷ παιδὶ μὲν τῷ τούτου διὰ
τὴν πρὸς Δαυίδην γεγενημένην ὁμολογίαν αὐτῷ μίαν φυλὴν καὶ
τὴν ἑξῆς αὐτῇ δίδωσι, σοὶ δὲ τὰς δέκα Σολόμωνος εἰς αὐτὸν ἐξα-
μαρτόντος καὶ ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς ἐκείνων θεοῖς αὑτὸν ἐκδεδω-  
κότος. εἰδὼς οὖν τὴν αἰτίαν δι' ἣν μετατίθησι τὴν αὑτοῦ γνώμην
ἀπὸ Σολόμωνος ὁ θεὸς δίκαιος εἶναι πειρῶ καὶ φύλαττε τὰ νόμιμα,
προκειμένου σοι τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πρὸς τὸν θεὸν τιμῆς ἄθλου
μεγίστου τῶν ἁπάντων, γενήσεσθαι τηλικούτῳ ἡλίκον οἶσθα Δαυ-
ίδην γενόμενον.”

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 210, line 4

προκειμένου σοι τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πρὸς τὸν θεὸν τιμῆς ἄθλου
μεγίστου τῶν ἁπάντων, γενήσεσθαι τηλικούτῳ ἡλίκον οἶσθα Δαυ-
ίδην γενόμενον.”
 Ἐπαρθεὶς οὖν τοῖς τοῦ προφήτου λόγοις Ἱεροβόαμος φύσει
θερμὸς ἂν νεανίας καὶ μεγάλων ἐπιθυμητὴς πραγμάτων οὐκ ἠρέ-
μει. γενόμενος δ' ἐν τῇ στρατηγίᾳ καὶ μεμνημένος τῶν ὑπὸ Ἀχία
δεδηλωμένων εὐθὺς ἀναπείθειν ἐπεχείρει τὸν λαὸν ἀφίστασθαι
Σολόμωνος καὶ κινεῖν καὶ παράγειν εἰς αὑτὸν τὴν ἡγεμονίαν. μαθὼν
δὲ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβολὴν Σολόμων ἐζήτει συλλαβὼν
αὐτὸν ἀνελεῖν. φθάσας δὲ γνῶναι τοῦτο Ἱεροβόαμος πρὸς Ἴσακον
φεύγει τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα, καὶ μέχρι τῆς Σολόμωνος τελευτῆς
ἐκεῖ μείνας τό τε μηδὲν ὑπ' αὐτοῦ παθεῖν ἐκέρδησε καὶ τὸ τῇ
51

βασιλείᾳ φυλαχθῆναι. ἀποθνήσκει δὲ Σολόμων ἤδη γηραιὸς ὢν


βασιλεύσας μὲν ὀγδοήκοντα ἔτη, ζήσας δὲ ἐνενήκοντα καὶ τέσσαρα·
θάπτεται δὲ ἐν Ἱεροσολύμοις ἅπαντας ὑπερβαλὼν εὐδαιμονίᾳ τε
καὶ πλούτῳ καὶ φρονήσει τοὺς βασιλεύσαντας, εἰ μὴ ὅσα γε πρὸς
τὸ γῆρας ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀπατηθεὶς παρηνόμησε· περὶ ὧν καὶ
τῶν δι' αὐτὰς κακῶν συμπεσόντων Ἑβραίοις εὐκαιρότερον ἕξομεν
διασαφῆσαι.
 Μετὰ δὲ τὴν Σολόμωνος τελευτὴν διαδεξαμένου τοῦ
παιδὸς αὐτοῦ τὴν βασιλείαν Ῥοβοάμου, ὃς ἐκ γυναικὸς Ἀμμανίτι
δος ὑπῆρχεν αὐτῷ γεγονὼς Νοομᾶς τοὔνομα, πέμψαντες εὐθὺς εἰς  
τὴν Αἴγυπτον οἱ τῶν ὄχλων ἄρχοντες ἐκάλουν τὸν Ἱεροβόαμον.
ἀφικομένου δὲ πρὸς αὐτοὺς εἰς Σίκιμα πόλιν καὶ Ῥοβόαμος εἰς
αὐτὴν παραγίνεται· δέδοκτο γὰρ αὐτὸν ἐκεῖσε συνελθοῦσι τοῖς Ἰσρα-
ηλίταις ἀποδεῖξαι βασιλέα. προσελθόντες οὖν οἵ τε ἄρχοντες αὐτῷ
τοῦ λαοῦ καὶ Ἱεροβόαμος παρεκάλουν λέγοντες ἀνεῖναί τι τῆς δου-
λείας αὐτοῖς καὶ γενέσθαι χρηστότερον τοῦ πατρός· βαρὺν γὰρ ὑπ'
ἐκείνῳ ζυγὸν αὐτοὺς ὑπενεγκεῖν· εὐνούστεροι δὲ ἔσεσθαι πρὸς αὐτὸν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 222, line 1

οὕτως δ' ἔσχον πικρῶς καὶ τὴν ὀργὴν ἐτήρησαν, ὡς πέμψαντος


αὐτοῦ τὸν ἐπὶ τῶν φόρων Ἀδώραμον, ἵνα καταπραΰνῃ καὶ συγ-
γνόντας τοῖς εἰρημένοις, εἴ τι προπετὲς καὶ δύσκολον ἦν ἐν αὐτοῖς,
ποιήσῃ μαλακωτέρους, οὐχ ὑπέμειναν, ἀλλὰ βάλλοντες αὐτὸν λίθοις
ἀπέκτειναν. ταῦτ' ἰδὼν Ῥοβόαμος καὶ νομίσας αὑτὸν βεβλῆσθαι
τοῖς λίθοις, οἷς τὸν ὑπηρέτην ἀπέκτεινεν αὐτοῦ τὸ πλῆθος, δείσας
μὴ καὶ ἔργῳ πάθῃ τὸ δεινὸν ἐπιβὰς εὐθὺς ἐπὶ ἅρματος ἔφυγεν
εἰς Ἱεροσόλυμα. καὶ ἡ μὲν Ἰούδα φυλὴ καὶ ἡ Βενιαμίδος χειροτο-
νοῦσιν αὐτὸν βασιλέα, τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος ἀπ' ἐκείνης τῆς ἡμέρας
τῶν Δαυίδου παίδων ἀποστὰν τὸν Ἱεροβόαμον ἀπέδειξε τῶν πραγ-
μάτων κύριον. Ῥοβόαμος δὲ ὁ Σολόμωνος παῖς ἐκκλησίαν ποιή-  
σας τῶν δύο φυλῶν, ἃς εἶχεν ὑπηκόους, οἷός τε ἦν λαβὰν ὀκτωκαί-
δεκα παρ' αὐτῶν στρατοῦ μυριάδας ἐπιλέκτους ἐξελθεῖν ἐπὶ τὸν
Ἱεροβόαμον καὶ τὸν λαόν, ὅπως πολεμήσας ἀναγκάσῃ δουλεύειν
αὐτῷ. κωλυθεὶς δ' ὑπὸ τοῦ θεοῦ διὰ τοῦ προφήτου ποιήσασθαι
τὴν στρατείαν, οὐ γὰρ εἶναι δίκαιον τοὺς ὁμοφύλους πολεμεῖν οὗτος
ἔλεγε καὶ ταῦτα κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ προαίρεσιν τῆς τοῦ πλήθους
ἀποστάσεως γεγενημένης, οὐκέτ' ἐξῆλθε. διηγήσομαι δὲ πρῶτον
ὅσα Ἱεροβόαμος ὁ τῶν Ἰσραηλιτῶν βασιλεὺς ἔπραξεν, εἶτα δὲ τού-
των ἐχόμενα τὰ ὑπὸ Ῥοβοάμου τοῦ τῶν δύο φυλῶν βασιλέως γε-
γενημένα δηλώσομεν·

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 246, line 1

σίας πολλὰς καὶ μεγάλας ῥαγείη καὶ πέσοι διὰ βάρος τῶν ἐπενη-
νεγμένων. ἐδήλου δ' αὐτῷ καὶ τὸν θάνατον τοῦ τὰ σημεῖα [ταῦτα]
προειρηκότος ὡς ὑπὸ λέοντος ἀπώλετο· οὕτως οὐδὲ ἓν οὔτ' εἶχεν
οὔτ' ἐφθέγξατο προφήτου.” ταῦτα εἰπὼν πείθει τὸν βασιλέα καὶ
52

τὴν διάνοιαν αὐτοῦ τελέως ἀποστρέψας ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν
ὁσίων ἔργων καὶ δικαίων ἐπὶ τὰς ἀσεβεῖς πράξεις παρώρμησεν.
οὕτως δ' ἐξύβρισεν εἰς τὸ θεῖον καὶ παρηνόμησεν, ὡς οὐδὲν ἄλλο  
καθ' ἡμέραν ζητεῖν ἢ τί καινὸν καὶ μιαρώτερον τῶν ἤδη τετολμη-
μένων ἐργάσηται. καὶ τὰ μὲν περὶ Ἱεροβόαμον ἐπὶ τοῦ παρόντος
ἐν τούτοις ἡμῖν δεδηλώσθω.
 Ὁ δὲ Σολόμωνος υἱὸς Ῥοβόαμος ὁ τῶν δύο φυλῶν βασι-
λεύς, ὡς προειρήκαμεν, ᾠκοδόμησε πόλεις ὀχυράς τε καὶ μεγάλας
Βηθλεὲμ καὶ Ἠταμὲ καὶ Θεκωὲ καὶ Βηθσοὺρ καὶ Σωχὼ καὶ Ὀδολ-
λὰμ καὶ Εἰπὰν καὶ Μάρισαν καὶ τὴν Ζιφὰ καὶ Ἀδωραὶμ καὶ Λά-
χεις καὶ Ἀζηκὰ καὶ Σαρὰμ καὶ Ἠλὼμ καὶ Χεβρῶνα. ταύτας μὲν
ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φυλῇ [καὶ κληρουχίᾳ] πρώτας ᾠκοδόμησε, κατεσκεύασε
δὲ καὶ ἄλλας μεγάλας ἐν τῇ Βενιαμίδι κληρουχίᾳ, καὶ τειχίσας φρου-
ράς τε κατέστησεν ἐν ἁπάσαις καὶ ἡγεμόνας σῖτόν τε πολὺν καὶ
οἶνον καὶ ἔλαιον τά τε ἄλλα πρὸς διατροφὴν ἐν ἑκάστῃ τῶν πό-
λεων δαψιλῶς ἀπέθετο, πρὸς δὲ τούτοις θυρεοὺς καὶ σιρομάστας
εἰς πολλὰς μυριάδας. συνῆλθον δὲ οἱ παρὰ πᾶσι τοῖς Ἰσραηλίταις

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 259, line 3

γενομένους περὶ αὐτὸν ἀσεβεῖς καὶ συγχέοντας τὰ νόμιμα. κατιδὼν


δ' αὐτοὺς ὁ θεὸς οὕτω διακειμένους καὶ τὰς ἁμαρτίας ἀνθομολο-
γουμένους οὐκ ἀπολέσειν αὐτοὺς εἶπε πρὸς τὸν προφήτην, ποιήσειν
μέντοι γε τοῖς Αἰγυπτίοις ὑποχειρίους, ἵνα μάθωσι πότερον ἀν-
θρώπῳ δουλεύειν ἐστὶν ἀπονώτερον ἢ θεῷ. παραλαβὼν δὲ Ἴσωκος
ἀμαχητὶ τὴν πόλιν δεξαμένου Ῥοβοάμου διὰ τὸν φόβον οὐκ ἐνέμεινε
ταῖς γενομέναις συνθήκαις, ἀλλ' ἐσύλησε τὸ ἱερὸν καὶ τοὺς θησαυ-
ροὺς ἐξεκένωσε τοῦ θεοῦ καὶ τοὺς βασιλικοὺς χρυσοῦ καὶ ἀργύρου
μυριάδας ἀναριθμήτους βαστάσας καὶ μηδὲν ὅλως ὑπολιπών. πε-
ριεῖλε δὲ καὶ τοὺς χρυσοῦς θυρεοὺς καὶ τὰς ἀσπίδας, ἃς κατεσκεύασε
Σολόμων ὁ βασιλεύς, οὐκ εἴασε δὲ οὐδὲ τὰς χρυσᾶς φαρέτρας, ἃς
ἀνέθηκε Δαυίδης τῷ θεῷ λαβὼν παρὰ τοῦ τῆς Σωφηνῆς βασιλέως,
καὶ τοῦτο ποιήσας ἀνέστρεψεν εἰς τὰ οἰκεῖα. μέμνηται δὲ ταύτης
τῆς στρατείας καὶ ὁ Ἁλικαρνασεὺς Ἡρόδοτος περὶ μόνον τὸ τοῦ
βασιλέως πλανηθεὶς ὄνομα, καὶ ὅτι ἄλλοις τε πολλοῖς ἐπῆλθεν
ἔθνεσι καὶ τὴν Παλαιστίνην Συρίαν ἐδουλώσατο λαβὼν ἀμαχητὶ  
τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐν αὐτῇ. φανερὸν δ' ἐστίν, ὅτι τὸ ἡμέτερον
ἔθνος βούλεται δηλοῦν κεχειρωμένον ὑπὸ τοῦ Αἰγυπτίου· ἐπάγει
γάρ, ὅτι στήλας κατέλιπεν ἐν τῇ τῶν ἀμαχητὶ παραδόντων ἑαυτοὺς
αἰδοῖα γυναικῶν ἐγγράψας· Ῥοβόαμος δ' αὐτῷ παρέδωκεν ὁ ἡμέ-
τερος βασιλεὺς ἀμαχητὶ τὴν πόλιν. φησὶ δὲ καὶ Αἰθίοπας

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 278, line 4

ἔχει. ἀλλ' οὐκ οἶμαι καὶ ταύτης αὐτὸν ἀπολαύσειν ἐπὶ πλείονα
χρόνον, ἀλλὰ δοὺς καὶ τοῦ παρεληλυθότος δίκην τῷ θεῷ παύσεται
τῆς παρανομίας καὶ τῶν ὕβρεων, ἃς οὐ διαλέλοιπεν εἰς αὐτὸν ὑβρί-
ζων καὶ ταὐτὰ ποιεῖν ὑμᾶς ἀναπεπεικώς, οἳ μηδὲν ἀδικηθέντες
53

ὑπὸ τοῦ πατρός, ἀλλ' ὅτι μὴ πρὸς ἡδονὴν ἐκκλησιάζων ὡμίλησεν


ἀνθρώπων πονηρῶν συμβουλίᾳ πεισθείς, ἐγκατελίπετε τῷ δοκεῖν
ὑπ' ὀργῆς ἐκεῖνον, ταῖς δ' ἀληθείαις αὑτοὺς ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ
τῶν ἐκείνου νόμων ἀπεσπάσατε. καίτοι συνεγνωκέναι καλῶς εἶχεν
ὑμᾶς οὐ λόγων μόνον δυσκόλων ἀνδρὶ νέῳ καὶ δημαγωγίας ἀπείρῳ,  
ἀλλ' εἰ καὶ πρός τι δυσχερὲς ἡ νεότης αὐτὸν καὶ ἡ ἀμαθία τῶν
πραττομένων ἐξῆγεν ἔργον, διά τε Σολόμωνα τὸν πατέρα καὶ τὰς
εὐεργεσίας τὰς ἐκείνου· παραίτησιν γὰρ εἶναι δεῖ τῆς τῶν ἐγγόνων
ἁμαρτίας τὰς τῶν πατέρων εὐποιίας. ὑμεῖς δ' οὐδὲν τούτων ἐλο-
γίσασθε οὔτε τότ' οὔτε νῦν, ἀλλ' ἧκε στρατὸς ἐφ' ἡμᾶς τοσοῦτος·
τίνι καὶ πεπιστευκὼς περὶ τῆς νίκης; ἦ ταῖς χρυσαῖς δαμάλεσι καὶ
τοῖς ἐπὶ τῶν ὀρῶν βωμοῖς, ἃ δείγματα τῆς ἀσεβείας ἐστὶν ὑμῶν
ἀλλ' οὐχὶ τῆς θρησκείας; ἢ τὸ πλῆθος ὑμᾶς εὐέλπιδας ἀπεργά-
ζεται τὴν ἡμετέραν στρατιὰν ὑπερβάλλον; ἀλλ' οὐδ' ἥτις ἰσχὺς
μυριάδων στρατοῦ μετ' ἀδικημάτων πολεμοῦντος· ἐν γὰρ μόνῳ τῷ
δικαίῳ καὶ πρὸς τὸ θεῖον εὐσεβεῖ τὴν βεβαιοτάτην ἐλπίδα τοῦ
κρατεῖν τῶν ἐναντίων ἀποκεῖσθαι συμβέβηκεν,

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 287, line 1

ρωτάτας ἑλόντες κατὰ κράτος, τήν τε Βηθήλην καὶ τὴν τοπαρχίαν


αὐτῆς καὶ τὴν Ἰσανὰν καὶ τὴν τοπαρχίαν αὐτῆς. καὶ Ἱεροβόαμος
μὲν οὐκέτι μετὰ ταύτην τὴν ἧτταν ἴσχυσεν ἐφ' ὅσον Ἀβίας περιῆν
χρόνον. τελευτᾷ δ' οὗτος ὀλίγον τῇ νίκῃ χρόνον ἐπιζήσας ἔτη βασι-
λεύσας τρία, καὶ θάπτεται μὲν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταῖς προγονικαῖς
θήκαις, ἀπολείπει δὲ υἱοὺς μὲν δύο καὶ εἴκοσι θυγατέρας δὲ ἓξ
καὶ δέκα. πάντας τούτους ἐκ γυναικῶν δεκατεσσάρων ἐτεκνώσατο.
διεδέξατο δ' αὐτοῦ τὴν βασιλείαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Ἄσανος· καὶ ἡ μή-
τηρ τοῦ νεανίσκου Μαχαία τοὔνομα. τούτου κρατοῦντος εἰρήνης
ἀπέλαυεν ἡ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπὶ ἔτη δέκα.
 Καὶ τὰ μὲν περὶ Ἀβίαν τὸν Ῥοβοάμου τοῦ Σολόμωνος
οὕτως παρειλήφαμεν. ἐτελεύτησε δὲ καὶ Ἱεροβόαμος ὁ τῶν δέκα
φυλῶν βασιλεὺς ἄρξας ἔτη δύο καὶ εἴκοσι. διαδέχεται δ' αὐτὸν ὁ
παῖς Νάβαδος δευτέρου ἔτους ἤδη τῆς βασιλείας Ἀσάνου διεληλυ-
θότος. ἦρξε δὲ ὁ τοῦ Ἱεροβοάμου παῖς ἔτη δύο τῷ πατρὶ τὴν
ἀσέβειαν καὶ τὴν πονηρίαν ἐμφερὴς ὤν. ἐν δὲ τούτοις τοῖς δυσὶν
ἔτεσι στρατευσάμενος ἐπὶ Γαβαθῶνα πόλιν Παλαιστίνων οὖσαν
πολιορκίᾳ λαβεῖν αὐτὴν προσέμενεν· ἐπιβουλευθεὶς δ' ἐκεῖ ὑπὸ  
φίλου τινὸς Βασάνου ὄνομα Σειδοῦ δὲ παιδὸς ἀποθνήσκει, ὃς μετὰ
τὴν τελευτὴν αὐτοῦ τὴν βασιλείαν παραλαβὼν ἅπαν τὸ Ἱεροβοάμου
γένος διέφθειρε. καὶ συνέβη κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ προφητείαν τοὺς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 9, Ch. 196, line 6

ἀπολλυμένους καὶ αὑτοὺς αἰχμαλωτισθέντας· κεκομίσθαι γὰρ εἰς


Ἱεροσόλυμα τούτῳ τῷ τρόπῳ, καθὼς ἄν τις τῶν πολεμίων τινὰ
54

ζωγρήσας ἤγαγεν. τῷ δὲ βασιλεῖ ταῦτ' ὀργὴν ἐκίνησε καὶ προσέ-


ταξεν ἡσυχίαν ἄγειν τὸν προφήτην ἀπειλήσας αὐτὸν κολάσειν, ἂν
πολυπραγμονῇ. καὶ ὁ μὲν ἡσυχάζειν εἶπεν, οὐκ ἀμελήσειν δὲ ὧν
ἐπικεχείρηκε νεωτερίζων τὸν θεὸν προύλεγεν. Ἀμασίας δὲ κατέχειν
ἑαυτὸν ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις οὐ δυνάμενος, ἃς παρὰ τοῦ θεοῦ λαβὼν
εἰς αὐτὸν ἐξύβριζεν, ἀλλὰ φρονηματισθεὶς ἔγραψεν Ἰωάσῳ τῷ τῶν
Ἰσραηλιτῶν βασιλεῖ κελεύων ὑπακούειν αὐτῷ σὺν ἅπαντι τῷ λαῷ,
ὡς καὶ πρότερον ὑπήκουσε τοῖς προγόνοις αὐτοῦ Δαυίδῃ καὶ Σολό-
μωνι, ἢ μὴ βουλόμενον εὐγνωμονεῖν εἰδέναι πολέμῳ περὶ τῆς ἀρ-
χῆς διακριθησόμενον. ἀντέγραψε δ' ὁ Ἰώασος τάδε· “βασιλεὺς
Ἰώασος βασιλεῖ Ἀμασίᾳ. ἦν ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει κυπάρισσος παμ-
μεγέθης καὶ ἄκανος. αὕτη πρὸς τὴν κυπάρισσον ἔπεμψε μνηστευο-
μένη τὴν θυγατέρα αὐτῆς πρὸς γάμον τῷ παιδί. μεταξὺ ταῦτα
λέγουσαν θηρίον τι παρερχόμενον κατεπάτησε τὴν ἄκανον. τοῦτο
οὖν ἔσται σοι παράδειγμα τοῦ μὴ μειζόνων ἐφίεσθαι, μηδ' ὅτι τὴν
πρὸς Ἀμαληκίτας μάχην εὐτύχησας ἐπὶ ταύτῃ γαυρούμενος σαυτῷ
καὶ τῇ βασιλείᾳ σου κινδύνους ἐπισπῶ.”

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 9, Ch. 272, line 2

ἄρνας διακοσίους, τῷ πλήθει δὲ πρὸς εὐωχίαν ἐχαρίσατο βοῦς μὲν


ἑξακοσίους τὰ δὲ λοιπὰ θρέμματα τρισχίλια· καὶ πάντα μὲν οἱ
ἱερεῖς ἀκολούθως ἐποίησαν τῷ νόμῳ. τούτοις δ' ὁ βασιλεὺς ἡδό-
μενος εὐωχεῖτο μετὰ τοῦ λαοῦ τῷ θεῷ χάριν ἔχειν ὁμολογῶν. ἐν-
στάσης δὲ τῆς τῶν ἀζύμων ἑορτῆς θύσαντες τὴν λεγομένην φάσκα
τὰς ἄλλας τὸ λοιπὸν θυσίας ἐπετέλουν ἐπὶ ἡμέρας ἑπτά. τῷ δὲ
πλήθει πάρεξ ὧν ἐκαλλιέρησαν αὐτοὶ ταύρους μὲν δισχιλίους θρέμ-
ματα δὲ ἑπτακισχίλια ὁ βασιλεὺς ἐχαρίσατο. τὸ δ' αὐτὸ καὶ οἱ
ἡγεμόνες ἐποίησαν· χιλίους μὲν γὰρ ταύρους ἔδοσαν αὐτοῖς θρέμ-
ματα δὲ χίλια καὶ τεσσαράκοντα. καὶ τοῦτον τὸν τρόπον ἀπὸ Σολό-
μωνος τοῦ βασιλέως οὐκ ἀχθεῖσα ἡ ἑορτὴ τότε πρῶτον λαμπρῶς
καὶ φιλοτίμως ἐπετελέσθη. ὡς δὲ τὰ περὶ τὴν ἑορτὴν αὐτοῖς πέρας
εἶχεν, ἐξελθόντες εἰς τὴν χώραν ἥγνισαν αὐτήν· καὶ τὴν πόλιν δὲ
παντὸς ἐκάθηραν μιάσματος εἰδώλων, τάς τε καθημερινὰς θυσίας
ὁ βασιλεὺς ἐκ τῶν ἰδίων ἐπιτελεῖσθαι διέταξε κατὰ τὸν νόμον, καὶ
τοῖς ἱερεῦσι καὶ Ληουίταις τὰς δεκάτας ὥρισε παρὰ τοῦ πλήθους
δίδοσθαι καὶ τὰς ἀπαρχὰς τῶν καρπῶν, ἵν' ἀεὶ τῇ θρησκείᾳ παρα-
μένωσι καὶ τῆς θεραπείας ὦσιν ἀχώριστοι τοῦ θεοῦ. καὶ τὸ μὲν
πλῆθος συνεισέφερε παντοδαπὸν καρπὸν τοῖς ἱερεῦσι καὶ Λευίταις,
ἀποθήκας δὲ καὶ ταμιεῖα τούτων ὁ βασιλεὺς κατασκευάσας ἑκάστῳ
διένειμε τῶν ἱερέων καὶ Ληουιτῶν καὶ παισὶν αὐτῶν καὶ γυναιξί·

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 10, Ch. 145, line 4

ταίου βασιλέως, ἔτη δὲ πάντες βασιλεύσαντες πεντακόσια καὶ δεκα-


τέσσαρα καὶ μῆνας ἓξ καὶ ἡμέρας δέκα, ἐξ ὧν εἴκοσι τὴν ἀρχὴν
κατέσχεν ὁ πρῶτος αὐτῶν βασιλεὺς Σαοῦλος οὐκ ἐκ τῆς αὐτῆς φυ-
λῆς ὑπάρχων.
 Ὁ δὲ Βαβυλώνιος πέμπει τὸν αὑτοῦ στρατηγὸν Ναβουζαρ-
55

δάνην εἰς Ἱεροσόλυμα συλήσοντα τὸν ναόν, προστάξας ἅμα καὶ


καταπρῆσαι αὐτόν τε καὶ τὰ βασίλεια τήν τε πόλιν εἰς ἔδαφος
καθελεῖν καὶ τὸν λαὸν εἰς τὴν Βαβυλωνίαν μεταστῆσαι. ὃς γενό-
μενος ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς Σαχχίου βασιλείας
συλᾷ τε τὸν ναὸν καὶ βαστάζει τὰ σκεύη τοῦ θεοῦ χρυσᾶ τε καὶ
ἀργυρᾶ καὶ δὴ καὶ τὸν μέγαν λουτῆρα, ὃν Σολόμων ἀνέθηκεν, ἔτι
γε μὴν τοὺς στύλους τοὺς χαλκοῦς καὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν τάς τε
χρυσᾶς τραπέζας καὶ τὰς λυχνίας. βαστάσας δὴ ταῦτα ἀνῆψε τὸν
ναὸν μηνὶ πέμπτῳ τῇ νουμηνίᾳ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς Σαχχίου βασι-
λείας, ὀκτωκαιδεκάτῳ δὲ τῆς Ναβουχοδονοσόρου· ἐνέπρησε δὲ καὶ
τὰ βασίλεια καὶ τὴν πόλιν κατέστρεψεν. ἐνεπρήσθη δὲ ὁ ναὸς
μετὰ τετρακόσια ἔτη καὶ ἑβδομήκοντα καὶ μῆνας ἓξ καὶ δέκα ἡμέ-  
ρας, ἀφ' οὗ κατεσκευάσθη· τῇ δ' ἐξ Αἰγύπτου μεταναστάσει τοῦ
λαοῦ τότε ἦν ἔτη χίλια ἑξηκονταδύο μῆνες ἓξ ἡμέραι δέκα· τῷ δὲ
κατακλυσμῷ μέχρι τῆς τοῦ ναοῦ πορθήσεως χρόνος ἦν ὁ πᾶς ἐτῶν
χιλίων ἐνακοσίων πεντηκονταεπτὰ μηνῶν ἓξ ἡμερῶν δέκα· ἐξ οὗ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 10, Ch. 152, line 2

πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Σαλάβαθα πόλιν τῆς Συρίας. ὁ δὲ βασιλεὺς


τοῦ μὲν ἀρχιερέως καὶ τῶν ἡγεμόνων ἐκέλευσεν ἐκεῖ τὰς κεφαλὰς
ἀποτεμεῖν, αὐτὸς δὲ πάντας τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τὸν Σαχχίαν
εἰς Βαβυλῶνα δέσμιον ἐπήγετο καὶ Ἰωσάδακον τὸν ἀρχιερέα ὄντα
υἱὸν Σαραία τοῦ ἀρχιερέως, ὃν ἀπέκτεινεν ὁ Βαβυλώνιος ἐν Ἀρι-
βαθᾶ πόλει τῆς Συρίας, ὡς καὶ πρότερον ἡμῖν δεδήλωται.
 Ἐπεὶ δὲ τὸ γένος διεξήλθομεν τὸ τῶν βασιλέων καὶ τίνες
ἦσαν δεδηλώκαμεν καὶ τοὺς χρόνους αὐτῶν, ἀναγκαῖον ἡγησάμην
καὶ τῶν ἀρχιερέων εἰπεῖν τὰ ὀνόματα καὶ τίνες ἦσαν οἱ τὴν ἀρχιε-  
ρωσύνην καταδείξαντες ἐπὶ τοῖς βασιλεῦσι. πρῶτος μὲν οὖν Σά-
δωκος ἀρχιερεὺς ἐγένετο τοῦ ναοῦ, ὃν Σολόμων ᾠκοδόμησε· μετ'
αὐτὸν δ' ὁ υἱὸς Ἀχιμᾶς διαδέχεται τὴν τιμὴν καὶ μετὰ Ἀχιμᾶν
Ἀζαρίας, τούτου δὲ Ἰώραμος, τοῦ δὲ Ἰωράμου Ἴως, μετ' αὐτὸν δὲ
Ἀξιώραμος, τοῦ δὲ Ἀξιωράμου Φιδέας, τοῦ δὲ Φιδέα Σουδαίας,
τοῦ δὲ Σουδαία Ἰουῆλος, τοῦ δὲ Ἰώθαμος, Ἰωθάμου δὲ Οὐρίας,
Οὐρία δὲ Νηρίας, Νηρία δὲ Ὠδαίας, τοῦ δὲ Σαλοῦμος, Σαλούμου
δὲ Ἐλκίας, Ἐλκία δ' Ἄζαρος, τοῦ δὲ Ἰωσάδακος ὁ αἰχμαλωτισθεὶς
εἰς Βαβυλῶνα. οὗτοι πάντες παῖς παρὰ πατρὸς διεδέξαντο τὴν
ἀρχιερωσύνην.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 15, Ch. 386, line 1

δεύσας ἐμαυτῷ μᾶλλον ἢ καὶ πᾶσιν ὑμῖν τὸ ἀνεπηρέαστον, οἶμαι


σὺν τῇ τοῦ θεοῦ βουλήσει πρὸς εὐδαιμονίαν ὅσον οὐ πρότερον
ἀγηοχέναι τὸ Ἰουδαίων ἔθνος. τὰ μὲν οὖν κατὰ μέρος ἐξεργασθέντα
περὶ τὴν χώραν καὶ πόλεις ὅσας ἐν αὐτῇ καὶ τοῖς ἐπικτήτοις ἐγεί-
ραντες κόσμῳ τῷ καλλίστῳ τὸ γένος ἡμῶν ηὐξήσαμεν, περίεργά μοι  
δοκεῖ λέγειν εἰδόσιν. τὸ δὲ τῆς ἐπιχειρήσεως, ᾗ νῦν ἐπιχειρεῖν ἐπι-
βάλλομαι, παντὸς εὐσεβέστατον καὶ κάλλιστον ἐφ' ἡμῶν γενέσθαι
56

νῦν ἐκφανῶ· τὸν γὰρ ναὸν τοῦτον ᾠκοδόμησαν μὲν τῷ μεγίστῳ θεῷ
πατέρες ἡμέτεροι μετὰ τὴν ἐκ Βαβυλῶνος ἐπάνοδον, ἐνδεῖ δ' αὐτῷ
πρὸς τὸ μέγεθος εἰς ὕψος ἑξήκοντα πήχεις· τοσοῦτον γὰρ ὑπερεῖχεν
ὁ πρῶτος ἐκεῖνος, ὃν Σολομῶν ἀνῳκοδόμησεν. καὶ μηδεὶς ἀμέλειαν
εὐσεβείας τῶν πατέρων καταγνώτω· γέγονεν γὰρ οὐ παρ' ἐκείνους
ἐλάττων ὁ ναός, ἀλλὰ ταῦτα καὶ Κῦρος καὶ Δαρεῖος ὁ Ὑστάσπου
τὰ μέτρα τῆς δομήσεως ἔδοσαν, οἷς ἐκεῖνοι καὶ τοῖς ἀπογόνοις δου-
λεύσαντες καὶ μετ' ἐκείνους Μακεδόσιν οὐκ ἔσχον εὐκαιρίαν τὸ πρῶ-
τον τῆς εὐσεβείας ἀρχέτυπον εἰς ταὐτὸν ἀναγαγεῖν μέγεθος. ἐπειδὴ
δὲ νῦν ἐγὼ μὲν ἄρχω θεοῦ βουλήσει, περίεστιν δὲ καὶ μῆκος εἰρήνης
καὶ κτῆσις χρημάτων καὶ μέγεθος προσόδων, τὸ δὲ μέγιστον φίλοι
καὶ δι' εὐνοίας οἱ πάντων ὡς ἔπος εἰπεῖν κρατοῦντες Ῥωμαῖοι,
πειράσομαι τὸ παρημελημένον ἀνάγκῃ καὶ δουλείᾳ τοῦ πρότερον
χρόνου διορθούμενος τελείαν ἀποδοῦναι τῷ θεῷ τὴν ἀνθ' ὧν ἔτυχον

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 15, Ch. 398, line 2

ἄνθη ἁλουργέσιν, κίονας δὲ ἐνυφασμένους. καθύπερθε δ' αὐτῶν


ὑπὸ τοῖς τριχώμασιν ἄμπελος διετέτατο χρυσῆ τοὺς βότρυας ἀπαιω-
ρουμένους ἔχουσα, θαῦμα καὶ τοῦ μεγέθους καὶ τῆς τέχνης τοῖς
ἰδοῦσιν, οἷον ἐν πολυτελείᾳ τῆς ὕλης τὸ κατασκευασθὲν ἦν. περι-
ελάμβανεν δὲ καὶ στοαῖς μεγίσταις τὸν ναὸν ἅπαντα πρὸς τὴν ἀνα-  
λογίαν ἐπιτηδεύων καὶ τὰς δαπάνας τῶν πρὶν ὑπερβαλλόμενος, ὡς
οὐκ ἄλλος τις δοκεῖ ἐπικεκοσμηκέναι τὸν ναόν. ἄμφω δ' ἦσαν μετὰ
τοῦ τείχους, αὐτὸ δὲ τὸ τεῖχος ἔργον μέγιστον ἀνθρώποις ἀκου-
σθῆναι. λόφος ἦν πετρώδης ἀνάντης ἠρέμα πρὸς τοῖς ἑῴοις μέρεσιν
τῆς πόλεως ὑπτιούμενος ἐπὶ τὴν κορυφὴν ἄκραν. τοῦτον ὁ πρῶ-
τος ἡμῶν βασιλεὺς Σολομῶν κατ' ἐπιφροσύνην μεγάλαις ἐργασίαις
ἀπετείχιζεν τὰ περὶ τὴν ἄκραν ἄνωθεν, ἀπετείχιζεν δὲ κάτωθεν
ἀπὸ τῆς ῥίζης ἀρχόμενος, ἣν βαθεῖα περιθεῖ φάραγξ ἠλιβάτοις
πέτραις μολίβδῳ δεδεμέναις πρὸς ἀλλήλας, ἀπολαμβάνων αἰεί τι
τῆς ἔσω χώρας καὶ προβαίνων εἰς βάθος, ὥστ' ἄπειρον εἶναι τό τε
μέγεθος τῆς δομῆς καὶ τὸ ὕψος τετραγώνου γεγενημένης, ὡς τὰ μὲν
μεγέθη τῶν λίθων ἀπὸ μετώπου κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ὁρᾶσθαι,
τὰ δ' ἐντὸς σιδήρῳ διησφαλισμένα συνέχειν τὰς ἁρμογὰς ἀκινήτους
τῷ παντὶ χρόνῳ. τῆς δ' ἐργασίας οὕτω συναπτούσης εἰς ἄκρον τὸν
λόφον ἀπεργασάμενος αὐτοῦ τὴν κορυφὴν καὶ τὰ κοῖλα τῶν περὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 16, Ch. 182, line 1

ἔξω καὶ τὰς ἐν τῇ βασιλείᾳ χρώμενος, ἀκηκοὼς ἔτι τάχιον ὡς Ὑρκα-


νὸς ὁ πρὸ αὐτοῦ βασιλεὺς ἀνοίξας τὸν Δαυίδου τάφον ἀργυρίου
λάβοι τρισχίλια τάλαντα κειμένων πολὺ πλειόνων ἔτι καὶ δυναμέ-
νων εἰς ἅπαν ἐπαρκέσαι ταῖς χορηγίαις, ἐκ πλείονος μὲν δι' ἐννοίας
εἶχεν τὴν ἐπιχείρησιν, ἐν δὲ τῷ τότε νυκτὸς ἀνοίξας τὸν τάφον εἰς-
έρχεται πραγματευσάμενος ἥκιστα μὲν τῇ πόλει φανερὸς εἶναι, παρ-
ειληφὼς δὲ τοὺς πιστοτάτους τῶν φίλων. ἀποθέσιμα μὲν οὖν
χρήματα καθάπερ Ὑρκανὸς οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ χρυσοῦν καὶ κει-
57

μηλίων πολύν, ὃν ἀνείλετο πάντα. σπουδὴν δ' εἶχεν ἐπιμελεστέ-


ραν ποιούμενος τὴν ἔρευναν ἐνδοτέρω τε χωρεῖν καὶ κατὰ τὰς θή-
κας, ἐν αἷς ἦν τοῦ Δαυΐδου καὶ τοῦ Σολομῶνος τὰ σώματα. καὶ
δύο μὲν αὐτῷ τῶν δορυφόρων διεφθάρησαν φλογὸς ἔνδοθεν εἰσιοῦ-
σιν ἀπαντώσης, ὡς ἐλέγετο, περίφοβος δ' αὐτὸς ἐξῄει, καὶ τοῦ δέους
ἱλαστήριον μνῆμα λευκῆς πέτρας ἐπὶ τῷ στομίῳ κατεσκευάσατο πο-
λυτελὲς τῇ δαπάνῃ. τούτου καὶ Νικόλαος ὁ κατ' αὐτὸν ἱστοριο-
γράφος μέμνηται τοῦ κατασκευάσματος, οὐ μὴν ὅτι καὶ κατῆλθεν,
οὐκ εὐπρεπῆ τὴν πρᾶξιν ἐπιστάμενος. διατελεῖ δὲ καὶ τἆλλα τοῦτον  
τὸν τρόπον χρώμενος τῇ γραφῇ· ζῶντι γὰρ ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ σὺν
αὐτῷ κεχαρισμένως ἐκείνῳ καὶ καθ' ὑπηρεσίαν ἀνέγραφεν, μόνων
ἁπτόμενος τῶν εὔκλειαν αὐτῷ φερόντων, πολλὰ δὲ καὶ τῶν ἐμφα-
νῶς ἀδίκων ἀντικατασκευάζων καὶ μετὰ πάσης σπουδῆς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 20, Ch. 221, line 4

ἀργήσαντας τοὺς τεχνίτας ὑπὲρ μυρίους καὶ ὀκτακισχιλίους ὄντας


καὶ μισθοφορίας ἐνδεεῖς ἐσομένους διὰ τὸ τὴν τροφὴν ἐκ τῆς κατὰ
τὸ ἱερὸν ἐργασίας πορίζεσθαι, καὶ χρήματα μὲν ἀπόθετα διὰ τὸν
ἐκ Ῥωμαίων φόβον ἔχειν οὐ θέλων, προνοούμενος δὲ τῶν τεχνιτῶν
καὶ εἰς τούτους ἀναλοῦν τοὺς θησαυροὺς βουλόμενος, καὶ γὰρ εἰ
μίαν τις ὥραν τῆς ἡμέρας ἐργάσαιτο, τὸν μισθὸν ὑπὲρ ταύτης
εὐθέως ἐλάμβανεν, ἔπειθον τὸν βασιλέα τὴν ἀνατολικὴν στοὰν ἀνε-
γεῖραι. ἦν δὲ ἡ στοὰ τοῦ μὲν ἔξωθεν ἱεροῦ, κειμένη δ' ἐν φάραγγι
βαθείᾳ τετρακοσίων πηχῶν τοὺς τοίχους ἔχουσα ἐκ λίθου τετρα-
γώνου κατεσκεύαστο καὶ λευκοῦ πάνυ, τὸ μὲν μῆκος ἑκάστου λίθου
πήχεις εἴκοσι, τὸ δὲ ὕψος ἕξ, ἔργον Σολόμωνος τοῦ βασιλέως πρώ-
του δειμαμένου τὸ σύμπαν ἱερόν. ὁ βασιλεὺς δ', ἐπεπίστευτο γὰρ
ὑπὸ Κλαυδίου Καίσαρος τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ ἱεροῦ, λογισάμενος
παντὸς μὲν ἔργου τὴν καθαίρεσιν εἶναι ῥᾳδίαν δυσχερῆ δὲ τὴν κατα-
σκευήν, ἐπὶ δὲ τῆς στοᾶς ταύτης καὶ μᾶλλον, χρόνου τε γὰρ καὶ
πολλῶν χρημάτων εἰς τοὖργον δεήσειν, ἠρνήσατο μὲν περὶ τούτου
δεομένοις, καταστορέσαι δὲ λευκῷ λίθῳ τὴν πόλιν οὐκ ἐκώλυσεν.
Ἰησοῦν δὲ τὸν τοῦ Γαμαλιήλου τὴν ἀρχιερωσύνην ἀφελόμενος ἔδωκεν
αὐτὴν Ματθίᾳ τῷ Θεοφίλου, καθ' ὃν καὶ ὁ πρὸς Ῥωμαίους πόλεμος
Ἰουδαίοις ἔλαβε τὴν ἀρχήν.
 

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 20, Ch. 228, line 3

Ἀαρῶνα τὸν Μωυσέως ἀδελφὸν ἀρχιερατεῦσαι τῷ θεῷ, τελευτήσαν-


τος δὲ ἐκείνου διαδέξασθαι τοὺς παῖδας εὐθὺς κἀπ' ἐκείνων τοῖς
ἐγγόνοις αὐτῶν διαμεῖναι τὴν τιμὴν ἅπασιν. ὅθεν καὶ πάτριόν ἐστι
μηδένα τοῦ θεοῦ τὴν ἀρχιερωσύνην λαμβάνειν ἢ τὸν ἐξ αἵματος
τοῦ Ἀαρῶνος, ἑτέρου δὲ γένους οὐδ' ἂν βασιλεὺς ὢν τύχῃ τεύξεται
τῆς ἀρχιερωσύνης. ἐγένοντο οὖν πάντες τὸν ἀριθμὸν ἀπὸ Ἀαρῶνος,
ὡς ἔφαμεν, τοῦ πρώτου γενομένου μέχρι Φανάσου τοῦ κατὰ τὸν
πόλεμον ὑπὸ τῶν στασιαστῶν ἀρχιερέως ἀναδειχθέντος ὀγδοήκοντα
τρεῖς. ἐκ τούτων κατὰ τὴν ἔρημον ἐπὶ τῶν Μωυσέως χρόνων τῆς
58

σκηνῆς ἑστώσης, ἣν Μωυσῆς τῷ θεῷ κατεσκεύασεν, μέχρι τῆς εἰς


Ἰουδαίαν ἀφίξεως, ἔνθα Σολόμων ὁ βασιλεὺς τῷ θεῷ τὸν ναὸν
ἤγειρεν, ἀρχιεράτευσαν δεκατρεῖς. τὸ γὰρ πρῶτον ἕως τοῦ βίου
τελευτῆς τὰς ἀρχιερωσύνας εἶχον, ὕστερον δὲ καὶ παρὰ ζώντων διε-
δέχοντο. οἱ τοίνυν δεκατρεῖς οὗτοι τῶν δύο παίδων Ἀαρῶνος ὄντες
ἔγγονοι κατὰ διαδοχὴν τὴν τιμὴν παρελάμβανον. ἐγένετο δὲ αὐτῶν
ἀριστοκρατικὴ μὲν ἡ πρώτη πολιτεία, μετὰ ταύτην δὲ μοναρχία,
βασιλέων δὲ τρίτη. γίνεται δὲ τῶν ἐτῶν ἀριθμὸς ὧν ἦρξαν οἱ
δεκατρεῖς ἀφ' ἧς ἡμέρας οἱ πατέρες ἡμῶν ἐξέλιπον Αἴγυπτον Μωυ-
σέως ἄγοντος μέχρι τῆς τοῦ ναοῦ κατασκευῆς, ὃν Σολόμων ὁ βασι-
λεὺς ἐν Ἱεροσολύμοις ἀνήγειρεν, ἔτη δώδεκα πρὸς τοῖς ἑξακοσίοις.
 Μετὰ δὲ τοὺς δεκατρεῖς ἀρχιερέας ἐκείνους οἱ δέκα καὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 20, Ch. 231, line 2

ἤγειρεν, ἀρχιεράτευσαν δεκατρεῖς. τὸ γὰρ πρῶτον ἕως τοῦ βίου


τελευτῆς τὰς ἀρχιερωσύνας εἶχον, ὕστερον δὲ καὶ παρὰ ζώντων διε-
δέχοντο. οἱ τοίνυν δεκατρεῖς οὗτοι τῶν δύο παίδων Ἀαρῶνος ὄντες
ἔγγονοι κατὰ διαδοχὴν τὴν τιμὴν παρελάμβανον. ἐγένετο δὲ αὐτῶν
ἀριστοκρατικὴ μὲν ἡ πρώτη πολιτεία, μετὰ ταύτην δὲ μοναρχία,
βασιλέων δὲ τρίτη. γίνεται δὲ τῶν ἐτῶν ἀριθμὸς ὧν ἦρξαν οἱ
δεκατρεῖς ἀφ' ἧς ἡμέρας οἱ πατέρες ἡμῶν ἐξέλιπον Αἴγυπτον Μωυ-
σέως ἄγοντος μέχρι τῆς τοῦ ναοῦ κατασκευῆς, ὃν Σολόμων ὁ βασι-
λεὺς ἐν Ἱεροσολύμοις ἀνήγειρεν, ἔτη δώδεκα πρὸς τοῖς ἑξακοσίοις.
 Μετὰ δὲ τοὺς δεκατρεῖς ἀρχιερέας ἐκείνους οἱ δέκα καὶ
ὀκτὼ τὴν ἀρχιερωσύνην ἔσχον ἀπὸ Σολόμωνος βασιλέως ἐν Ἱερο-
σολύμοις αὐτὴν διαδεξάμενοι, μέχρι οὗ Ναβουχοδονόσορος ὁ τῶν  
Βαβυλωνίων βασιλεὺς ἐπιστρατεύσας τῇ πόλει τὸν μὲν ναὸν ἐνέ-
πρησεν, τὸ δὲ ἔθνος ἡμῶν εἰς Βαβυλῶνα μετήνεγκεν καὶ τὸν ἀρ-
χιερέα Ἰωσαδάκην αἰχμάλωτον ἔλαβεν. τούτων χρόνος τῆς ἱερω-
σύνης τετρακοσίων ἑξηκονταὲξ ἐτῶν ἐστι μηνῶν ἓξ ἡμερῶν δέκα
ἤδη βασιλευομένων Ἰουδαίων. μετὰ δὲ χρόνον ἐτῶν ἁλώσεως ἑβ-
δομήκοντα τῆς ὑπὸ Βαβυλωνίων γενομένης Κῦρος ὁ Περσῶν βασι-
λεὺς ἀπέλυσεν τοὺς ἐκ Βαβυλῶνος Ἰουδαίους ἐπὶ τὴν οἰκείαν γῆν
πάλιν καὶ συνεχώρησεν τὸν ναὸν ἀνεγεῖραι. τότε δὴ τῶν ὑποστρε-
ψάντων αἰχμαλώτων Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ἰωσεδὲκ εἷς ὢν

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


Book 1, sec. 108, line 2

ἔτεσι χιλίοις. ὑπὲρ ὧν δ' ὁ Μάνεθως οὐκ ἐκ τῶν παρ' Αἰγυπ-


τίοις γραμμάτων, ἀλλ' ὡς αὐτὸς ὡμολόγηκεν ἐκ τῶν ἀδεσπότως
μυθολογουμένων προστέθεικεν, ὕστερον ἐξελέγξω κατὰ μέρος ἀπο-
δεικνὺς τὴν ἀπίθανον αὐτοῦ ψευδολογίαν.
 Βούλομαι τοίνυν ἀπὸ τούτων ἤδη μετελθεῖν ἐπὶ τὰ παρὰ  
τοῖς Φοίνιξιν ἀναγεγραμμένα περὶ τοῦ γένους ἡμῶν καὶ τὰς ἐξ ἐκεί-
59

νων μαρτυρίας παρασχεῖν. ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλ-


λων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ γεγραμμένα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπι-
μελῶς περὶ τῶν παρ' αὐτοῖς γενομένων καὶ πρὸς ἀλλήλους πρα-
χθέντων μνήμης ἀξίων. ἐν οἷς γέγραπται, ὅτι ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις
ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶττον ἑκατὸν
τεσσαρακοντατρισὶν καὶ μησὶν ὀκτὼ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχη-
δόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ' ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατα-
σκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν· Εἴρωμος γὰρ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς φίλος
ἦν τοῦ βασιλέως ἡμῶν Σολομῶνος πατρικὴν πρὸς αὐτὸν φιλίαν
διαδεδεγμένος. οὗτος οὖν συμφιλοτιμούμενος εἰς τὴν τοῦ κατα-
σκευάσματος τῷ Σολομῶνι λαμπρότητα χρυσίου μὲν εἴκοσι καὶ ἑκα-
τὸν ἔδωκε τάλαντα, τεμὼν δὲ καλλίστην ὕλην ἐκ τοῦ ὄρους, ὃ κα-
λεῖται Λίβανος, εἰς τὸν ὄροφον ἀπέστειλεν. ἀντεδωρήσατο δὲ αὐτῷ
ὁ Σολομὼν ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ δὴ καὶ χώραν τῆς Γαλιλαίας ἐν
τῇ Χαβουλῶν λεγομένῃ. μάλιστα δὲ αὐτοὺς εἰς φιλίαν ἡ τῆς σο

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


Book 1, sec. 110, line 2

νων μαρτυρίας παρασχεῖν. ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλ-


λων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ γεγραμμένα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπι-
μελῶς περὶ τῶν παρ' αὐτοῖς γενομένων καὶ πρὸς ἀλλήλους πρα-
χθέντων μνήμης ἀξίων. ἐν οἷς γέγραπται, ὅτι ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις
ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶττον ἑκατὸν
τεσσαρακοντατρισὶν καὶ μησὶν ὀκτὼ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχη-
δόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ' ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατα-
σκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν· Εἴρωμος γὰρ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς φίλος
ἦν τοῦ βασιλέως ἡμῶν Σολομῶνος πατρικὴν πρὸς αὐτὸν φιλίαν
διαδεδεγμένος. οὗτος οὖν συμφιλοτιμούμενος εἰς τὴν τοῦ κατα-
σκευάσματος τῷ Σολομῶνι λαμπρότητα χρυσίου μὲν εἴκοσι καὶ ἑκα-
τὸν ἔδωκε τάλαντα, τεμὼν δὲ καλλίστην ὕλην ἐκ τοῦ ὄρους, ὃ κα-
λεῖται Λίβανος, εἰς τὸν ὄροφον ἀπέστειλεν. ἀντεδωρήσατο δὲ αὐτῷ
ὁ Σολομὼν ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ δὴ καὶ χώραν τῆς Γαλιλαίας ἐν
τῇ Χαβουλῶν λεγομένῃ. μάλιστα δὲ αὐτοὺς εἰς φιλίαν ἡ τῆς σο-
φίας συνῆγεν ἐπιθυμία· προβλήματα γὰρ ἀλλήλοις ἀνταπέστελλον  
λύειν κελεύοντες, καὶ κρείττων ἐν τούτοις ἦν ὁ Σολομὼν καὶ τἆλλα
σοφώτερος. σώζονται δὲ μέχρι νῦν παρὰ τοῖς Τυρίοις πολλαὶ τῶν
ἐπιστολῶν, ἃς ἐκεῖνοι πρὸς ἀλλήλους ἔγραψαν. ὅτι δ' οὐ λόγος
ἐστὶν ὑπ' ἐμοῦ συγκείμενος ὁ περὶ τῶν παρὰ τοῖς Τυρίοις γραμ

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate) Book 1, sec. 114,


line 1

ἐπιστολῶν, ἃς ἐκεῖνοι πρὸς ἀλλήλους ἔγραψαν. ὅτι δ' οὐ λόγος


ἐστὶν ὑπ' ἐμοῦ συγκείμενος ὁ περὶ τῶν παρὰ τοῖς Τυρίοις γραμ-
μάτων, παραθήσομαι μάρτυρα Δῖον ἄνδρα περὶ τὴν Φοινικικὴν
ἱστορίαν ἀκριβῆ γεγονέναι πεπιστευμένον. οὗτος τοίνυν ἐν ταῖς
60

περὶ Φοινίκων ἱστορίαις γράφει τὸν τρόπον τοῦτον· “Ἀβιβάλου


τελευτήσαντος ὁ υἱὸς αὐτοῦ Εἴρωμος ἐβασίλευσεν. οὗτος τὰ πρὸς
ἀνατολὰς μέρη τῆς πόλεως προσέχωσεν καὶ μεῖζον τὸ ἄστυ ἐποίη-
σεν καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐν νήσῳ χώσας
τὸν μεταξὺ τόπον συνῆψε τῇ πόλει καὶ χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκό-
σμησεν, ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτόμησεν πρὸς τὴν τῶν
ἱερῶν κατασκευήν. τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσολύμων Σολομῶνα
πέμψαι φασὶ πρὸς τὸν Εἴρωμον αἰνίγματα καὶ παρ' αὐτοῦ λαβεῖν
ἀξιοῦν, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα διακρῖναι τῷ λύσαντι χρήματα ἀπο-
τίνειν. ὁμολογήσαντα δὲ τὸν Εἴρωμον καὶ μὴ δυνηθέντα λῦσαι τὰ
αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον ἀναλῶσαι. εἶτα
δὲ Ἀβδήμουνόν τινα Τύριον ἄνδρα τά τε προτεθέντα λῦσαι καὶ
αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν, ἃ μὴ λύσαντα τὸν Σολομῶνα πολλὰ τῷ Εἰ-
ρώμῳ προσαποτῖσαι χρήματα.” Δῖος μὲν οὕτω περὶ τῶν προειρη-
μένων ἡμῖν μεμαρτύρηκεν.  
 Ἀλλὰ πρὸς τούτῳ παραθήσομαι καὶ Μένανδρον τὸν Ἐφέ-
σιον. γέγραφεν δὲ οὗτος τὰς ἐφ' ἑκάστου τῶν βασιλέων πρά

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


Book 1, sec. 121, line 1

λου διεδέξατο τὴν βασιλείαν αὐτοῦ ὁ υἱὸς Εἴρωμος, ὃς βιώσας


ἔτη νγʹ ἐβασίλευσεν ἔτη λδʹ. οὗτος ἔχωσε τὸν Εὐρύχωρον τόν
τε χρυσοῦν κίονα τὸν ἐν τοῖς τοῦ Διὸς ἀνέθηκεν, ἐπί τε ὕλην
ξύλων ἀπελθὼν ἔκοψεν ἀπὸ τοῦ λεγομένου Λιβάνου ὄρους κέδρινα
ξύλα εἰς τὰς τῶν ἱερῶν στέγας, καθελών τε τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ καὶ
ναοὺς ᾠκοδόμησεν τό τε τοῦ Ἡρακλέους καὶ τῆς Ἀστάρτης, πρῶ-
τόν τε τοῦ Ἡρακλέους ἔγερσιν ἐποιήσατο ἐν τῷ Περιτίῳ μηνί, τοῖς
τε Ἰτυκαίοις ἐπεστρατεύσατο μὴ ἀποδιδοῦσι τοὺς φόρους· οὓς καὶ
ὑποτάξας ἑαυτῷ πάλιν ἀνέστρεψεν. ἐπὶ τούτου ἦν Ἀβδήμουνος  
παῖς νεώτερος, ὃς ἀεὶ ἐνίκα τὰ προβλήματα, ἃ ἐπέταττε Σολο-
μὼν ὁ Ἱεροσολύμων βασιλεύς.” ψηφίζεται δὲ ὁ χρόνος ἀπὸ τού-
του τοῦ βασιλέως ἄχρι Καρχηδόνος κτίσεως οὕτως· τελευτήσαντος
Εἰρώμου διεδέξατο τὴν βασιλείαν Βαλβάζερος υἱός, ὃς βιώσας ἔτη
μγʹ ἐβασίλευσεν ἔτη ιζʹ. μετὰ τοῦτον Ἀβδάσταρτος υἱὸς βιώσας
ἔτη λθʹ ἐβασίλευσεν ἔτη θʹ. τοῦτον οἱ τῆς τροφοῦ αὐτοῦ υἱοὶ
τέσσαρες ἐπιβουλεύσαντες ἀπώλεσαν, ὧν ὁ πρεσβύτερος ἐβασίλευ-
σεν Μεθουσάσταρτος ὁ Λεαστάρτου, ὃς βιώσας ἔτη νδʹ ἐβασί-
λευσεν ἔτη ιβʹ. μετὰ τοῦτον ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἀσθάρυμος βιώσας
ἔτη νηʹ ἐβασίλευσεν ἔτη θʹ. οὗτος ἀπώλετο ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ
Φέλλητος, ὃς λαβὼν τὴν βασιλείαν ἦρξεν μῆνας ηʹ βιώσας ἔτη νʹ.
τοῦτον ἀνεῖλεν Εἰθώβαλος ὁ τῆς Ἀστάρτης ἱερεύς,

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate) Book 2, sec. 12,


line 6

γυπτίων, ἦν Ἡλιοπολίτης, ὃς πατρίοις ἔθεσι κατηγγυημένος αἰ-


θρίους προσευχὰς ἀνῆγεν εἰς οἵους εἶχεν ἥλιος περιβόλους, πρὸς
61

ἀφηλιώτην δὲ πάσας ἀπέστρεφεν· ὧδε γὰρ καὶ Ἡλίου κεῖται πόλις.


ἀντὶ δὲ ὀβελῶν ἔστησε κίονας, ὑφ' οἷς ἦν ἐκτύπωμα σκάφη, σκιὰ
δ' ἀνδρὸς ἐπ' αὐτὴν διακειμένη, ὡς ὅτι ἐν αἰθέρι τοῦτον ἀεὶ τὸν
δρόμον ἡλίῳ συμπεριπολεῖ.” τοιαύτη μέν τις ἡ θαυμαστὴ τοῦ
γραμματικοῦ φράσις· τὸ δὲ ψεῦσμα λόγων οὐ δεόμενον, ἀλλ' ἐκ
τῶν ἔργων περιφανές· οὔτε γὰρ αὐτὸς Μωσῆς, ὅτε τὴν πρώτην
σκηνὴν τῷ θεῷ κατεσκεύασεν, οὐθὲν ἐκτύπωμα τοιοῦτον εἰς αὐτὴν
ἐνέθηκεν οὐδὲ ποιεῖν τοῖς ἔπειτα προσέταξεν, ὅ τε μετὰ ταῦτα
κατασκευάσας τὸν ναὸν τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις Σολομὼν πάσης ἀπέ-
σχετο τοιαύτης περιεργίας οἵαν συμπέπλεκεν Ἀπίων. ἀκοῦσαι δέ
φησι τῶν πρεσβυτέρων, ὅτι Μωσῆς ἦν Ἡλιοπολίτης, δῆλον ὅτι
νεώτερος μὲν ὢν αὐτός, ἐκείνοις δὲ πιστεύσας τοῖς διὰ τὴν ἡλικίαν
ἐπισταμένοις αὐτὸν καὶ συγγενομένοις. καὶ περὶ μὲν Ὁμήρου τοῦ  
ποιητοῦ γραμματικὸς ὢν αὐτὸς οὐκ ἂν ἔχοι, τίς αὐτοῦ πατρίς ἐστι,
διαβεβαιωσάμενος εἰπεῖν οὐδὲ περὶ Πυθαγόρου μόνον οὐκ ἐχθὲς
καὶ πρῴην γεγονότος, περὶ δὲ Μωσέως τοσούτῳ πλήθει προάγον-
τος ἐκείνους ἐτῶν οὕτως ἀποφαίνεται ῥᾳδίως πιστεύων ἀκοῇ πρες-
βυτέρων, ὡς δῆλός ἐστι καταψευσάμενος. τὰ δὲ δὴ τῶν χρόνων,
ἐν οἷς φησι τὸν Μωσῆν ἐξαγαγεῖν τοὺς λεπρῶντας καὶ τυφλοὺς

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


Book 2, sec. 19, line 1

πρὸ ἐτῶν χιλίων ἑπτακοσίων, Μόλων δὲ καὶ ἄλλοι τινὲς ὡς αὐτοῖς


ἔδοξεν. ὁ δέ γε πάντων πιστότατος Ἀπίων ὡρίσατο τὴν ἔξοδον
ἀκριβῶς κατὰ τὴν ἑβδόμην ὀλυμπιάδα καὶ ταύτης ἔτος εἶναι πρῶ-
τον, ἐν ᾧ, φησί, Καρχηδόνα Φοίνικες ἔκτισαν. τοῦτο δὲ πάντως
προσέθηκε τὸ Καρχηδόνα τεκμήριον οἰόμενος αὑτῷ γενέσθαι τῆς
ἀληθείας ἐναργέστατον, οὐ συνῆκε δὲ καθ' ἑαυτοῦ τὸν ἔλεγχον ἐπι-
σπώμενος. εἰ γὰρ περὶ τῆς ἀπιστίας πιστεύειν δεῖ ταῖς Φοινίκων
ἀναγραφαῖς, ἐν ἐκείναις Εἴρωμος ὁ βασιλεὺς γέγραπται πρεσβύτερος
τῆς Καρχηδόνος κτίσεως ἔτεσι πλείοσι πρὸς τοῖς πεντήκοντα καὶ
ἑκατόν, περὶ οὗ τὰς πίστεις ἀνωτέρω παρέσχον ἐκ τῶν Φοινίκων
ἀναγραφῶν, ὅτι Σολομῶνι τῷ τὸν ναὸν οἰκοδομησαμένῳ τὸν ἐν
Ἱεροσολύμοις φίλος ἦν Εἴρωμος καὶ πολλὰ συνεβάλετο πρὸς τὴν
τοῦ ναοῦ κατασκευήν. αὐτὸς δὲ ὁ Σολομὼν ᾠκοδόμησε τὸν ναὸν
μετὰ τὸ ἐξελθεῖν ἐξ Αἰγύπτου τοὺς Ἰουδαίους δώδεκα καὶ ἑξακο-
σίοις ἔτεσιν ὕστερον. τὸν δὲ ἀριθμὸν τῶν ἐλαθέντων τὸν αὐτὸν
Λυσιμάχῳ σχεδιάσας, ἕνδεκα γὰρ αὐτοὺς εἶναί φησι μυριάδας, θαυ-
μαστήν τινα καὶ πιθανὴν ἀποδίδωσιν αἰτίαν, ἀφ' ἧς φησι τὸ
σάββατον ὠνομάσθαι. “ὁδεύσαντες γάρ, φησίν, ἓξ ἡμερῶν ὁδὸν
βουβῶνας ἔσχον καὶ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τῇ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ ἀνε-
παύσαντο σωθέντες εἰς τὴν χώραν τὴν νῦν Ἰουδαίαν λεγομένην καὶ
ἐκάλεσαν τὴν ἡμέραν σάββατον σώζοντες τὴν Αἰγυπτίων γλῶτταν·  

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


Book 2, sec. 132, line 4
62

...γὰρ οὐ προσῆκεν τὴν Ἀπίωνος ἀπαιδευσίαν, ὃς οὔτε τὰς Ἀθηναίων


τύχας οὔτε τὰς Λακεδαιμονίων ἐνενόησεν, ὧν τοὺς μὲν ἀνδρειοτάτους
εἶναι, τοὺς δὲ εὐσεβεστάτους τῶν Ἑλλήνων ἅπαντες λέγουσιν. ἐῶ
βασιλέας τοὺς ἐπ' εὐσεβείᾳ διαβοηθέντας [ὧν ἕνα Κροῖσον], οἵαις
ἐχρήσαντο συμφοραῖς βίου· ἐῶ τὴν καταπρησθεῖσαν Ἀθηναίων
ἀκρόπολιν, τὸν ἐν Ἐφέσῳ ναόν, τὸν ἐν Δελφοῖς, ἄλλους μυρίους,
καὶ οὐδεὶς ὠνείδισεν ταῦτα τοῖς παθοῦσιν, ἀλλὰ τοῖς δράσασιν.
καινὸς δὲ κατήγορος ἡμῶν Ἀπίων ηὑρέθη τῶν ἰδίων αὐτοῦ περὶ
τὴν Αἴγυπτον κακῶν ἐκλαθόμενος, ἀλλὰ Σέσωστρις αὐτὸν ὁ μυθευό-
μενος Αἰγύπτου βασιλεὺς ἐτύφλωσεν· ἡμεῖς δὲ τοὺς ἡμετέρους οὐκ
ἂν εἴποιμεν βασιλέας Δαυίδην καὶ Σολομῶνα πολλὰ χειρωσαμένους
ἔθνη. τούτους μὲν οὖν παραλίπωμεν· τὰ δὲ γνώριμα πᾶσιν Ἀπίων  
ἠγνόηκεν, ὅτι Περσῶν καὶ μετ' ἐκείνους ἡγουμένων τῆς Ἀσίας Μα-
κεδόνων Αἰγύπτιοι μὲν ἐδούλευον ἀνδραπόδων οὐδὲν διαφέροντες,
ἡμεῖς δὲ ὄντες ἐλεύθεροι προσέτι καὶ τῶν πέριξ πόλεων ἤρχομεν
ἔτη σχεδὸν εἴκοσί που καὶ ρʹ μέχρι Μάγνου Πομπηίου, καὶ πάν-
των ἐκπολεμηθέντων πρὸς Ῥωμαίων τῶν πανταχοῦ βασιλέων μόνοι
διὰ πίστιν οἱ παρ' ἡμῖν σύμμαχοι καὶ φίλοι διεφυλάχθησαν.
 Ἀλλὰ θαυμαστοὺς ἄνδρας οὐ παρεσχήκαμεν οἷον τεχνῶν
τινων εὑρετὰς ἢ σοφίᾳ διαφέροντας. καὶ καταριθμεῖ Σωκράτην
καὶ Ζήνωνα καὶ Κλεάνθην καὶ τοιούτους τινάς.

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 5, sec. 137, line 4

κάμπτει πρὸς δύσιν· ἡ δ' ἑτέρα μοῖρα τῆς στρατιᾶς κατὰ τὸν Ἱπ-
πικὸν προσαγορευθέντα πύργον τειχίζεται διεστῶσα τῆς πόλεως
ὁμοίως δύο σταδίους. τὸ μέντοι δέκατον τάγμα κατὰ χώραν ἐπὶ
τοῦ Ἐλαιῶν ὄρους ἔμενε.
 Τρισὶ δ' ὠχυρωμένη τείχεσιν ἡ πόλις καθ' ἣν μὴ ταῖς
ἀβάτοις φάραγξι κεκύκλωτο, ταύτῃ γὰρ εἷς ἦν περίβολος, αὐτὴ μὲν
ὑπὲρ δύο λόφων ἀντιπρόσωπος ἔκτιστο μέσῃ φάραγγι διῃρημένων,
εἰς ἣν ἐπάλληλοι κατέληγον αἱ οἰκίαι. τῶν δὲ λόφων ὁ μὲν τὴν
ἄνω πόλιν ἔχων ὑψηλότερός τε πολλῷ καὶ τὸ μῆκος ἰθύτερος ἦν·
διὰ γοῦν τὴν ὀχυρότητα φρούριον μὲν ὑπὸ Δαυίδου τοῦ βασιλέως
ἐκαλεῖτο, πατὴρ Σολομῶνος ἦν οὗτος τοῦ τὸν πρῶτον ναὸν κτί-
σαντος, ἡ ἄνω δὲ ἀγορὰ πρὸς ἡμῶν· ἅτερος δὲ ὁ καλούμενος Ἄκρα
καὶ τὴν κάτω πόλιν ὑφεστὼς ἀμφίκυρτος. τούτου δ' ἄντικρυς τρίτος  
ἦν λόφος, ταπεινότερός τε φύσει τῆς Ἄκρας καὶ πλατείᾳ φάραγγι
διειργόμενος ἄλλῃ πρότερον. αὖθίς γε μὴν καθ' οὓς οἱ Ἀσαμω-
ναῖοι χρόνους ἐβασίλευον τήν τε φάραγγα ἔχωσαν συνάψαι βουλό-
μενοι τῷ ἱερῷ τὴν πόλιν καὶ τῆς Ἄκρας κατεργασάμενοι τὸ ὕψος
ἐποίησαν χθαμαλώτερον, ὡς ὑπερφαίνοιτο καὶ ταύτῃ τὸ ἱερόν. ἡ
δὲ τῶν τυροποιῶν προσαγορευομένη φάραγξ,

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 5, sec. 143, line 2

μενοι τῷ ἱερῷ τὴν πόλιν καὶ τῆς Ἄκρας κατεργασάμενοι τὸ ὕψος


ἐποίησαν χθαμαλώτερον, ὡς ὑπερφαίνοιτο καὶ ταύτῃ τὸ ἱερόν. ἡ
63

δὲ τῶν τυροποιῶν προσαγορευομένη φάραγξ, ἣν ἔφαμεν τόν τε τῆς


ἄνω πόλεως καὶ τὸν κάτω λόφον διαστέλλειν, καθήκει μέχρι Σι-
λωᾶς· οὕτω γὰρ τὴν πηγὴν γλυκεῖάν τε καὶ πολλὴν οὖσαν ἐκαλοῦμεν.
ἔξωθεν δ' οἱ τῆς πόλεως δύο λόφοι βαθείαις φάραγξιν περιείχοντο,
καὶ διὰ τοὺς ἑκατέρωθεν κρημνοὺς προσιτὸν οὐδαμόθεν ἦν.
 Τῶν δὲ τριῶν τειχῶν τὸ μὲν ἀρχαῖον διά τε τὰς φάραγγας
καὶ τὸν ὑπὲρ τούτων λόφον, ἐφ' οὗ κατεσκεύαστο, δυσάλωτον ἦν·
πρὸς δὲ τῷ πλεονεκτήματι τοῦ τόπου καὶ καρτερῶς ἐδεδόμητο,
Δαυίδου τε καὶ Σολομῶνος, ἔτι δὲ τῶν μεταξὺ τούτων βασιλέων
φιλοτιμηθέντων περὶ τὸ ἔργον. ἀρχόμενον δὲ κατὰ βορρᾶν ἀπὸ
τοῦ Ἱππικοῦ καλουμένου πύργου καὶ διατεῖνον ἐπὶ τὸν ξυστόν,
ἔπειτα τῇ βουλῇ συνάπτον ἐπὶ τὴν ἑσπέριον τοῦ ἱεροῦ στοὰν ἀπηρ-
τίζετο. κατὰ θάτερα δὲ πρὸς δύσιν, ἀπὸ ταὐτοῦ μὲν ἀρχόμενον,
διὰ δὲ τοῦ Βησοῦ καλουμένου χώρου κατατεῖνον ἐπὶ τὴν Ἐσσηνῶν
πύλην, κἄπειτα πρὸς νότον ὑπὲρ τὴν Σιλωὰν ἐπιστρέφον πηγήν,
ἔνθεν τε πάλιν ἐκκλίνον πρὸς ἀνατολὴν ἐπὶ τὴν Σολομῶνος κολυμ-
βήθραν καὶ διῆκον μέχρι χώρου τινός, ὃν καλοῦσιν Ὀφλάς, τῇ πρὸς  
ἀνατολὴν στοᾷ τοῦ ἱεροῦ συνῆπτε. τὸ δὲ δεύτερον τὴν μὲν ἀρχὴν
ἀπὸ πύλης εἶχεν, ἣν Γενὰθ ἐκάλουν τοῦ πρώτου τείχους οὖσαν,

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 5, sec. 185, line 1

καὶ πολλοὶ περὶ τὰ νάματα πύργοι πελειάδων ἡμέρων. ἀλλὰ γὰρ


οὔθ' ἑρμηνεῦσαι δυνατὸν ἀξίως τὰ βασίλεια, καὶ φέρει βάσανον
ἡ μνήμη τὰς τοῦ λῃστρικοῦ πυρὸς δαπάνας ἀναφέρουσα· οὐ γὰρ
ταῦτα Ῥωμαῖοι κατέφλεξαν, ἀλλ' ὑπὸ τῶν ἔνδον ἐπιβούλων, ὡς
προειρήκαμεν, ἐν ἀρχῇ τῆς ἀποστάσεως ἀπὸ μὲν τῆς Ἀντωνίας  
ἤρξατο τὸ πῦρ, μετέβη δ' ἐπὶ τὰ βασίλεια καὶ τῶν τριῶν πύργων
τὰς στέγας ἐπενεμήθη.
 Τὸ δ' ἱερὸν ἵδρυτο μέν, ὥσπερ ἔφην, ἐπὶ λόφου καρ-
τεροῦ, κατ' ἀρχὰς δὲ μόλις ἐξήρκει τὸ ἀνωτάτω χθαμαλὸν αὐτοῦ
τῷ τε ναῷ καὶ τῷ βωμῷ· τὰ γὰρ πέριξ ἀπόκρημνος ἦν καὶ κατ-
άντης. τοῦ δὲ βασιλέως Σολομῶνος, ὃς δὴ καὶ τὸν ναὸν ἔκτισεν,
τὸ κατ' ἀνατολὰς μέρος ἐκτειχίσαντος, ἐπετέθη μία στοὰ τῷ χώ-
ματι· καὶ κατά γε τὰ λοιπὰ μέρη γυμνὸς ὁ ναὸς ἦν. τοῖς δ' ἑξῆς
αἰῶσιν ἀεί τι τοῦ λαοῦ προσχωννύντος ἀνισούμενος ὁ λόφος ηὐρύ-
νετο. διακόψαντες δὲ καὶ τὸ προσάρκτιον τεῖχος τοσοῦτον προς-
ελάμβανον ὅσον ὕστερον ἐπεῖχεν ὁ τοῦ παντὸς ἱεροῦ περίβολος.
τειχίσαντες δ' ἐκ ῥίζης τριχῆ κυκλόθεν τὸν λόφον καὶ μεῖζον ἐλ-
πίδος ἐκπονήσαντες ἔργον, εἰς ὃ μακροὶ μὲν ἐξαναλώθησαν αἰῶνες
αὐτοῖς καὶ οἱ ἱεροὶ δὲ θησαυροὶ πάντες, οὓς ἀνεπίμπλασαν οἱ παρὰ
τῆς οἰκουμένης δασμοὶ πεμπόμενοι τῷ θεῷ, τούς τε ἄνω περι-
βόλους καὶ τὸ κάτω ἱερὸν ἀμφεδείμαντο.

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 6, sec. 269, line 2
σαρος ἀνεχώρουν, καὶ τοὺς ἔξωθεν οὐδεὶς ὑφάπτειν ἐκώλυεν. ὁ μὲν
οὖν ναὸς οὕτως ἄκοντος Καίσαρος ἐμπίπραται.
 Πολλὰ δ' ἄν τις ἐπολοφυράμενος ἔργῳ πάντων ὧν ὄψει
64

καὶ ἀκοῇ παρειλήφαμεν θαυμασιωτάτῳ κατασκευῆς τε ἕνεκα καὶ


μεγέθους ἔτι τε τῆς καθ' ἕκαστον πολυτελείας καὶ τῆς περὶ τὰ
ἅγια δόξης, μεγίστην λάβοι παραμυθίαν τὴν εἱμαρμένην ἄφυκτον
οὖσαν ὥσπερ ἐμψύχοις οὕτω καὶ ἔργοις καὶ τόποις. θαυμάσαι δ'
ἄν τις ἐν αὐτῇ τῆς περιόδου τὴν ἀκρίβειαν· καὶ μῆνα γοῦν, ὡς
ἔφην, καὶ ἡμέραν ἐτήρησεν τὴν αὐτήν, ἐν ᾗ πρότερον ὑπὸ Βαβυ-
λωνίων ὁ ναὸς ἐνεπρήσθη. καὶ ἀπὸ μὲν τῆς πρώτης αὐτοῦ κτίσεως,
ἣν κατεβάλετο Σολομὼν ὁ βασιλεύς; μέχρι τῆς νῦν ἀναιρέσεως, ἣ
γέγονεν ἔτει δευτέρῳ τῆς Οὐεσπασιανοῦ ἡγεμονίας, ἔτη συνάγεται
χίλια ἑκατὸν τριάκοντα, πρὸς δὲ μῆνες ἑπτὰ καὶ πεντεκαίδεκα ἡμέ-
ραι· ἀπὸ δὲ τῆς ὕστερον, ἣν ἔτει δευτέρῳ Κύρου βασιλεύοντος
ἐποιήσατο Ἀγγαῖος, ἔτη μέχρι τῆς ὑπὸ Οὐεσπασιανοῦ ἁλώσεως
τριακονταεννέα πρὸς ἑξακοσίοις καὶ ἡμέραι τεσσαρακονταπέντε.
 Καιομένου δὲ τοῦ ναοῦ τῶν μὲν προσπιπτόντων ἦν ἁρ-
παγή, φόνος δὲ τῶν καταλαμβανομένων μυρίος καὶ οὔτε ἡλικίας ἦν
ἔλεος οὔτ' ἐντροπὴ σεμνότητος, ἀλλὰ καὶ παιδία καὶ γέροντες καὶ
βέβηλοι καὶ ἱερεῖς ὁμοίως ἀνῃροῦντο, καὶ πᾶν γένος ἐπεξῄει περι-
σχὼν ὁ πόλεμος, ὁμοῦ τούς τε ἱκετεύοντας καὶ τοὺς ἀμυνομένους.  

Εβδομήκοντα. , Regnorum ii (Samuelis ii in textu Masoretico)


Ch. 8, sec. 7, line 5

         καὶ παραγίνεται Συρία Δαμασκοῦ βοηθῆσαι τῷ Αδρααζαρ


βασιλεῖ Σουβα, καὶ ἐπάταξεν Δαυιδ ἐν τῷ Σύρῳ εἴκοσι δύο χιλι-
άδας ἀνδρῶν.
         καὶ ἔθετο Δαυιδ φρουρὰν ἐν Συρίᾳ τῇ κατὰ Δαμα-
σκόν, καὶ ἐγένετο ὁ Σύρος τῷ Δαυιδ εἰς δούλους φέροντας ξένια.
καὶ ἔσωσεν κύριος τὸν Δαυιδ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύετο.  –  
         καὶ
ἔλαβεν Δαυιδ τοὺς χλιδῶνας τοὺς χρυσοῦς, οἳ ἦσαν ἐπὶ τῶν παί-
δων τῶν Αδρααζαρ βασιλέως Σουβα, καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ εἰς Ιερου-
σαλημ· καὶ ἔλαβεν αὐτὰ Σουσακιμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐν τῷ ἀνα-
βῆναι αὐτὸν εἰς Ιερουσαλημ ἐν ἡμέραις Ροβοαμ υἱοῦ Σολομῶντος.
καὶ ἐκ τῆς Μασβακ ἐκ τῶν ἐκλεκτῶν πόλεων τοῦ Αδρααζαρ ἔλα-
βεν ὁ βασιλεὺς Δαυιδ χαλκὸν πολὺν σφόδρα· ἐν αὐτῷ ἐποίησεν
Σαλωμων τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν καὶ τοὺς στύλους καὶ τοὺς
λουτῆρας καὶ πάντα τὰ σκεύη.  –           καὶ ἤκουσεν Θοου ὁ βασιλεὺς
Ημαθ ὅτι ἐπάταξεν Δαυιδ πᾶσαν τὴν δύναμιν Αδρααζαρ,
         καὶ ἀπέστειλεν Θοου Ιεδδουραν τὸν υἱὸν αὐτοῦ πρὸς βασιλέα Δαυιδ
ἐρωτῆσαι αὐτὸν τὰ εἰς εἰρήνην καὶ εὐλογῆσαι αὐτὸν ὑπὲρ οὗ ἐπο-
λέμησεν τὸν Αδρααζαρ καὶ ἐπάταξεν αὐτόν, ὅτι ἀντικείμενος ἦν τῷ

Εβδομήκοντα. , Psalmi Salomonis Psalm t, sec. 1, line 1

καὶ ἐπιδεξάσθω ἡ ψυχὴ ὑμῶν παιδείαν.


ἐγγύς ἐστιν εὑρεῖν αὐτήν.
ἴδετε ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν ὅτι ὀλίγον ἐκοπίασα
65

καὶ εὗρον ἐμαυτῷ πολλὴν ἀνάπαυσιν.


μετάσχετε παιδείας ἐν πολλῷ ἀριθμῷ ἀργυρίου  
καὶ πολὺν χρυσὸν κτήσασθε ἐν αὐτῇ.
εὐφρανθείη ἡ ψυχὴ ὑμῶν ἐν τῷ ἐλέει αὐτοῦ,
καὶ μὴ αἰσχυνθείητε ἐν αἰνέσει αὐτοῦ.
ἐργάζεσθε τὸ ἔργον ὑμῶν πρὸ καιροῦ,
καὶ δώσει τὸν μισθὸν ὑμῶν ἐν καιρῷ αὐτοῦ.  
  

ΨΑΛΜΟΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

Ἐβόησα πρὸς κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με εἰς τέλος,


πρὸς τὸν θεὸν ἐν τῷ ἐπιθέσθαι ἁμαρτωλούς·
ἐξάπινα ἠκούσθη κραυγὴ πολέμου ἐνώπιόν μου·
εἶπα Ἐπακούσεταί μου, ὅτι ἐπλήσθην δικαιοσύνης.
ἐλογισάμην ἐν καρδίᾳ μου ὅτι ἐπλήσθην δικαιοσύνης
ἐν τῷ εὐθηνῆσαί με καὶ πολλὴν γενέσθαι ἐν τέκνοις.
ὁ πλοῦτος αὐτῶν διεδόθη εἰς πᾶσαν τὴν γῆν
καὶ ἡ δόξα αὐτῶν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
ὑψώθησαν ἕως τῶν ἄστρων,
εἶπαν Οὐ μὴ πέσωσιν·

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 9, sub Ch. 78, sec. 4, line 2

γωγίας διὰ τὸ ἔκλυτον τῆς τῶν πολλῶν πίστεως. Λέγει μὲν


γὰρ διὰ Ἡσαΐου «ἐγκατελίπετε τὸν κύριον καὶ παρωργίσατε
τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.» Λέγει δὲ καὶ διὰ Ἱερεμίου· «ἐξέστη ὁ
οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ἔφριξεν ἐπὶ πλείω ἡ γῆ· ὅτι δύο καὶ
πονηρὰ ἐποίησεν ὁ λαὸς οὗτος· ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος
ζῶντος, καὶ ὤρυξαν λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσον-
ται συσχεῖν ὕδωρ.» Καὶ πάλιν διὰ τοῦ αὐτοῦ· «ἁμαρτίαν
ἥμαρτεν Ἱερουσαλήμ· διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο· πάντες
οἱ δοξάζοντες αὐτὴν ἠτίμασαν αὐτήν, ὅτι εἶδον ἀσχημοσύνην
αὐτῆς.» Τὸ δὲ αὐστηρὸν τοῦ ἐλέγχου καὶ ἐπιπληκτικὸν διὰ
Σολομῶντος παραμυθούμενος λέγει αἰνιττόμενος κατὰ τὸ
παρασιωπώμενον τὸ φιλότεκνον τῆς παιδαγωγίας· «υἱέ μου,
μὴ ὀλιγώρει παιδείας κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ' αὐτοῦ ἐλεγχό-
μενος· ὃν γὰρ ἀγαπᾷ κύριος, παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα
υἱόν, ὃν παραδέχεται», ὅτι «ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἐκκλίνει
ἐλεγμόν.» Ἀκολούθως τοίνυν «ἐλεγχέτω με δίκαιος» ἡ γραφὴ
λέγει «καὶ παιδευσάτω με, ἔλαιον δὲ ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω
τὴν κεφαλήν μου».
 Φρένωσις δέ ἐστι ψόγος φρενῶν ἐμποιητικός. Οὐδὲ τούτου  
ἀπέσχηται τοῦ τρόπου τῆς παιδαγωγίας, ἀλλὰ διὰ Ἱερεμίου
φησίν· «ἕως τίνος κεκράξομαι καὶ οὐκ εἰσακούσονται; ἰδοὺ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 9, subCh. 82, sec. 1, line 2


66

ἐστὶ πηγή, ἀγαθοῦ δέ γε τὸ σῴζειν· «ἔλεος δὲ κυρίου ἐπὶ


πᾶσαν σάρκα· ἐλέγχων καὶ παιδεύων καὶ διδάσκων ὡς ποιμὴν  
τὸ ποίμνιον αὐτοῦ. Τοὺς ἐκδεχομένους παιδείαν ἐλεᾷ καὶ τοὺς
κατασπουδάζοντας εἰς κόλλησιν αὐτῷ»· καὶ ταύτῃ τῇ ἀγωγῇ
»ἑξακοσίας χιλιάδας πεζῶν, τοὺς ἐπισυναχθέντας ἐν ᾗ ἔσχον
σκληροκαρδίᾳ, μαστιγῶν, ἐλεῶν, τύπτων, ἰώμενος, ἐν οἰκτιρμῷ
καὶ παιδείᾳ διεφύλαξεν». «Κατὰ γὰρ τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ,
οὕτως καὶ ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ.» Καλὸν μὲν γὰρ τὸ μὴ ἁμαρτεῖν,
ἀγαθὸν δὲ καὶ τὸ ἁμαρτόντα μετανοεῖν, ὥσπερ ἄριστον τὸ
ὑγιαίνειν ἀεί, καλὸν δὲ καὶ τὸ ἀνασφῆλαι τῆς νόσου. Ταύτῃ
τοι καὶ διὰ Σολομῶντος παραγγέλλεται· «σὺ μὲν ῥάβδῳ πάτα-
ξον τὸν υἱόν, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ῥῦσαι.» Καὶ
πάλιν· «μὴ ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύων, εὔθυναι δὲ αὐτὸν ῥάβδῳ,
οὐ γὰρ θανεῖται.» Ἔλεγχος γὰρ καὶ ἐπίπληξις, ὥσπερ οὖν καὶ
τοὔνομα αἰνίττεται, αὗται πληγαὶ ψυχῆς εἰσι, σωφρονίζουσαι
τὰς ἁμαρτίας καὶ θάνατον ἀπείργουσαι, εἰς δὲ τὴν σωφροσύ-
νην ἄγουσαι τοὺς εἰς ἀκολασίαν ὑποφερομένους. Ταύτῃ τοι
καὶ Πλάτων τὴν μεγίστην τῆς ἐπανορθώσεως δύναμιν καὶ τὴν
κυριωτάτην κάθαρσιν τὸν ἔλεγχον εἰδὼς ἀκολούθως τῷ λόγῳ
τὸν τὰ μέγιστα ἀκάθαρτον ὄντα ἀπαίδευτόν τε καὶ αἰσχρὸν
γεγονέναι διὰ τὸ ἀνέλεγκτον εἶναι βούλεται, ᾗ καθαρώτατον

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 10, subCh. 90, sec. 1, line 2

διάνοια ἡ συμβουλευτικὴ προτρεπτικὴ γίνεται καὶ πῶς ἔχουσα


ἀποτρεπτική. Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ ἐγκωμιαστικὸν πῶς μὲν
ἔχον ψεκτικὸν γίνεται, πῶς δὲ ἔχον ἐπαινετικόν· περὶ ἃ κατα-
γίνεται μάλιστα ὁ παιδαγωγὸς ὁ δίκαιος ὁ τοῦ ἡμετέρου
συμφέροντος ἐστοχασμένος. Ἀλλὰ γὰρ τὸ μὲν ψεκτικὸν καὶ
ἀποτρεπτικὸν εἶδος ὑποδέδεικται ἡμῖν ἤδη πρότερον, νῦν δὲ
αὖ τὸ προτρεπτικὸν καὶ ἐπαινετικὸν μεταχειριστέον καὶ καθά-
περ ἐπὶ ζυγοῦ τὰς ἰσοστασίους ἀντισηκώσωμεν τοῦ δικαίου
πλάστιγγας.
 Τῇ μὲν οὖν ἐπὶ τὰ συμφέροντα προτροπῇ ὁ παιδαγωγὸς διὰ
Σολομῶντος ὧδέ πως χρῆται· «ἐγὼ ὑμᾶς, ἄνθρωποι, παρα-
καλῶ καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων· ἐπακούσατέ
μου, σεμνὰ γὰρ ἐρῶ» καὶ τὰ ἑξῆς. Συμβουλεύει δὲ τὰ  
σωτήρια, ὅτι ἡ συμβουλὴ πρὸς αἵρεσίν ἐστι καὶ φυγὴν ἐπι-
τήδειος, καθάπερ ποιεῖ διὰ τοῦ Δαβὶδ λέγων «μακάριος ἀνὴρ
ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ
ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν· ἀλλ' ἢ ἐν τῷ
νόμῳ κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ». Τῆς δὲ συμβουλίας μέρη τρία,
τὸ μὲν ἐκ τῶν παρεληλυθότων χρόνων λαμβάνον τὰ παρα-
δείγματα, οἷον τί ἔπαθον οἱ Ἑβραῖοι τῷ χρυσῷ εἰδωλολατρή-
σαντες ἐν μόσχῳ, καὶ τί ἔπαθον ἐκπορνεύσαντες καὶ τὰ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 10, subCh. 91, sec. 3, line 2

των εἶναι συμφανὲς διὰ πάσης θεραπείας χωροῦντα τὸν


67

κύριον εἰς σωτηρίαν ἐκκαλεῖσθαι τὴν ἀνθρωπότητα. Τῇ δὲ


παραμυθίᾳ παρηγορεῖ τὰ ἁμαρτήματα, μειῶν μὲν τὴν ἐπιθυ-
μίαν, ἅμα δὲ καὶ ἐλπίδα ἐνδιδοὺς εἰς σωτηρίαν. Φησὶ γὰρ δι'
Ἰεζεκιήλ· «ἐὰν ἐπιστραφῆτε ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ εἴπητε
πάτερ, ἀκούσομαι ὑμῶν ὥσπερ λαοῦ ἁγίου.» Καὶ πάλιν λέγει·  
»δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ
ἀναπαύσω ὑμᾶς» καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις, ἃ αὐτοπροσωπεῖ ὁ
κύριος. Σαφέστατα δὲ ἐπὶ τὴν ἀγαθωσύνην καλεῖ διὰ Σολο-
μῶντος λέγων· «μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρεν σοφίαν, καὶ
θνητός, ὃς εὗρεν φρόνησιν.» Τὸ γὰρ ἀγαθὸν τῷ ζητοῦντι
εὑρίσκεται καὶ ὁρᾶσθαι τῷ εὑρόντι φιλεῖ. Ναὶ μὴν καὶ δι'
Ἱερεμίου τὴν φρόνησιν ἐξηγεῖται, «μακάριοί ἐσμεν, Ἰσραήλ»,
λέγων, «ὅτι τὰ ἀρεστὰ τῷ θεῷ γνωστὰ ἡμῖν ἐστι», γνωστὰ δὲ
διὰ τοῦ λόγου, δι' ὃν μακάριοι καὶ φρόνιμοι. Φρόνησις γὰρ ἡ
γνῶσις διὰ τοῦ αὐτοῦ προφήτου μηνύεται λέγοντος «ἄκουε,
Ἰσραήλ, ἐντολὰς ζωῆς, ἐνωτίσασθε γνῶναι φρόνησιν». Διὰ δὲ
Μωσέως ἔτι καὶ προσυπισχνεῖται δωρεὰν διὰ τὴν ὑπάρχουσαν
φιλανθρωπίαν τοῖς σπεύδουσιν εἰς σωτηρίαν.

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 10, subCh. 94, sec. 3, line 2

αὔξονται τῷ ἐπαίνῳ·        ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα


       δένδρον ὣς ἀέξεται.
Καί μοι δοκεῖ συνεὶς τοῦτο ὁ Σάμιος παραγγέλλειν Πυθαγόρας·
  δειλὰ μὲν ἐκπρήξας ἐπιπλήσσεο, χρηστὰ δὲ τέρπου.
Τὸ δὲ ἐπιπλήσσειν καὶ νουθετεῖν καλεῖται, τὸ δὲ ἐτυμολογεῖ-
ται ἡ νουθέτησις νοῦ ἐνθεματισμός, ὡς εἶναι τὸ ἐπιπληκτικὸν
εἶδος νοῦ περιποιητικόν. Ἀλλὰ γὰρ μυρίαι ὅσαι προσεξεύ-
ρηνται παραγγελίαι εἰς κτῆσιν ἀγαθῶν καὶ φυγὴν κακῶν·
»τοῖς γὰρ ἀσεβέσιν οὐκ ἔστιν εἰρήνη, λέγει κύριος.» Διὰ
τοῦτο φυλάττεσθαι τοῖς νηπίοις διὰ Σολομῶντος παραγγέλλει·
»υἱέ, μὴ πλανήσωσί σε ἁμαρτωλοί, μηδὲ πορευθῇς μετ' αὐτῶν
ὁδούς, μηδὲ πορευθῇς, ἐὰν παρακαλέσωσίν σε λέγοντες· ἐλθὲ
μεθ' ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος ἀθῴου, κρύψωμεν δὲ εἰς γῆν
ἄνδρα δίκαιον ἀδίκως, ἀφανίσωμεν αὐτὸν ὥσπερ Ἅιδης
ζῶντα.» Τοῦτο μὲν οὖν καὶ περὶ τοῦ κυριακοῦ προφητεύεται
πάθους· ὑποτίθεται δὲ καὶ δι' Ἰεζεκιὴλ ἡ ζωὴ τὰς ἐντολάς·  
»ἡ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα ἀποθανεῖται. Ὁ δὲ ἄνθρωπος ὃς
ἔσται δίκαιος, ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην, οὐκ ἐπὶ τῶν ὀρέων
φάγεται, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ οὐκ ἔθετο ἐπὶ τὰ ἐνθυ-
μήματα οἴκου Ἰσραήλ, καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ οὐ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 2, Ch. 10bis, subCh. 102, sec. 5, line 4

τὰ ἐκτός, διὰ μὲν τὸ σῶμα τὰ ἐκτὸς πορίζεσθαι συμβουλεύει, διοικεῖν


δὲ τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ, παιδαγωγεῖ δὲ τὴν ψυχήν, «μὴ μεριμνᾶτε»
λέγων «τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύ-
σησθε· ἡ γὰρ ψυχὴ πλείων ἐστὶ τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ
ἐνδύματος.» Καὶ τῆς διδασκαλίας ἐναργὲς ὑπόδειγμα ἐπιφέρει.
68

»Κατανοήσατε τοὺς κόρακας, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν,


οἷς οὐκ ἔστι ταμιεῖον καὶ ἀποθήκη, καὶ ὁ θεὸς τρέφει αὐτούς. Οὐχ
ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πτηνῶν;» Καὶ ταῦτα μὲν περὶ τροφῆς· ὁμοίως
δὲ καὶ περὶ ἐσθῆτος παρεγγυᾷ, ἣ τῶν τρίτων μετείληφε, τῶν ἐκτός,
»κατανοήσατε» λέγων «τὰ κρίνα πῶς οὔτε νήθει οὔτε ὑφαίνει,
λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὐδὲ Σολομὼν περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.» Σφόδρα
δὲ ἐπὶ πλούτῳ ἐκόμα ὁ Σολομὼν ὁ βασιλεύς.       
 Τί οὖν ὡραιότερον καὶ εὐανθέστερον ἀνθέων; Τί δὲ ἐπιτερπές-
τερον κρίνων [ἢ μύρων] ἢ ῥόδων; «Εἰ δὲ τὸν χόρτον σήμερον ἐν  
ἀγρῷ ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως
ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι. Καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε
τί φάγητε ἢ τί πίητε.» Ἐνταῦθα τὸ «τί» μόριον τὴν ποικιλίαν
τῆς τροφῆς ἐκβέβληκε, σημαίνεται γὰρ ἐκ τῆς γραφῆς τοῦτο· μὴ
μεριμνᾶτε ποῖα φάγητε ἢ ποῖα πίητε· πλεονεξία γὰρ καὶ τρυφὴ
μεριμνᾶν ταῦτα· τὸ δὲ φαγεῖν μόνον ψιλῶς νοούμενον ἀνάγκης

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 2, Ch. 12, subCh. 129, sec. 2, line 3

      
 Ἔστω οὖν ἐπὶ μὲν καρποῖς τῶν χειρῶν ὑμῶν κόσμος ἅγιος, εὐμε-
τάδοτος κοινωνία καὶ ἔργα οἰκουρίας. «Ὁ γὰρ διδοὺς πτωχῷ
δανείζει θεῷ», καὶ «χεῖρες ἀνδρείων πλουτίζουσιν.» Ἀνδρείους τοὺς
καταφρονοῦντας χρημάτων καὶ περὶ τὰς μεταδόσεις εὐκόλους εἴρηκεν.
Ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν ἡ ἄοκνος πρὸς εὐποιίαν ἑτοιμότης ἐπιφαινέσθω
καὶ ἡ πρὸς δικαιοσύνην ὁδοιπορία. Καθετῆρες δὲ καὶ περιδέραια
αἰδὼς καὶ σωφροσύνη εἰσίν. Τοιούτους ὅρμους χρυσοχοεῖ ὁ θεός.
»Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρεν σοφίαν, καὶ θνητός, ὃς εἶδεν φρόνησιν»,
διὰ Σολομῶντος τὸ πνεῦμα λέγει, «κρεῖσσον γὰρ αὐτὴν ἐμπορευ-
θῆναι ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς, τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων
πολυτελῶν.» Αὕτη γὰρ ἡ ἀληθινὴ εὐκοσμία. Τὰ δὲ ὦτα αὐταῖς
παρὰ φύσιν μὴ τιτράσθω εἰς ἀπάρτησιν ἐλλοβίων καὶ πλάστρων·
οὔτε γὰρ θέμις βιάζεσθαι τὴν φύσιν, παρ' ὃ βεβούληται, οὔτε μὴν  
ἄλλος ἀμείνων ἂν εἴη τῶν ὤτων κόσμος εἰς τοὺς κατὰ φύσιν τῆς
ἀκοῆς καταβαίνων πόρους κατηχήσεως ἀληθοῦς. Ὀφθαλμοὶ δὲ
ὑπαληλιμμένοι λόγῳ καὶ ὦτα εἰς αἴσθησιν διατετρημένα θείων
ἀκουστὴν καὶ ἁγίων ἐπόπτην παρασκευάζουσιν δεικνύντος ὡς
ἀληθῶς τοῦ λόγου τὸ κάλλος τὸ ἀληθινόν, «ὃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν
οὐδὲ οὖς ἤκουσε» πρότερον.  

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 3, Ch. 11, subCh. 67, sec. 3, line 6

τοῖς οἰκουρικοῖς [τοῖς ἰδίοις] ἔργοις κοσμουμένας φαίνεσθαι


τὰς κατὰ θεὸν πολιτευομένας. Κάλλιστον γὰρ ἔργον γυνὴ
οἰκουρὸς αὑτήν τε καὶ τὸν ἄνδρα τοῖς ἰδίοις περιβάλλουσα
κοσμήμασι, δι' ὧν ἀγάλλονται πάντες, οἱ μὲν παῖδες ἐπὶ
τῇ μητρί, ὁ δὲ ἀνὴρ ἐπὶ τῇ γυναικί, αὕτη δὲ ἐπὶ τούτοις,
69

πάντες δὲ ἐπὶ τῷ θεῷ. Συλλήβδην γοῦν


     ταμιεῖον ἀρετῆς ἐστιν ἀνδρεία γυνή,
ἥτις «σῖτα ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγεν, θεσμοὶ δὲ ἐλεημοσύνης
ἐπὶ τῇ γλώσσῃ αὐτῆς», ἥτις «τὸ στόμα αὐτῆς διήνοιξεν  
σοφῶς καὶ ἐννόμως, ἧς τὰ τέκνα ἐμακάρισαν ἀνιστάμενα»,
ὡς διὰ Σολομῶντος λέγει ὁ ἅγιος λόγος, «ὁ δὲ ἀνὴρ
αὐτῆς ἐνεκωμίασεν. Γυνὴ γὰρ εὐσεβὴς εὐλογεῖται, φόβον
δὲ κυρίου αὐτὴ αἰνείτω.» Καὶ πάλιν· «Γυνὴ ἀνδρεία
στέφανος τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς.»

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 3, Ch. 11, subCh. 71, sec. 4, line 2

ὁ μὲν ἀπόστολος βοᾷ, ἡμεῖς δὲ ἀναζωπυροῦμεν τὰ πάθη


καὶ οὐκ αἰσχυνόμεθα. Αἳ μὲν αὐτῶν «μαστίχην ἐντρα-
γοῦσαι», περιιοῦσαι, σεσήρασι τοῖς παριοῦσιν, αἳ δὲ τὰς
κεφαλάς, ὡς μὴ δακτύλους ἔχουσαι, ταῖς ὑπ' αὐτῶν
φερομέναις περόναις σκαλεύουσαι θρύπτονται, καὶ ταύτας
ἢ χελώνης ἢ ἐλέφαντος ἤ τινος ἄλλου ζῴου νεκροῦ πεποιη-
μένας πολυπραγμονοῦσιν· ἄλλαι δὲ καθάπερ ἐξανθήματά
τινα ἔχουσαι πρὸς εὐπρέπειαν τῶν ὁρώντων εὐανθέσι
περιχρίστοις κοσμούμεναι σπιλοῦσι τὰ πρόσωπα τὰ
αὑτῶν. «Ἄφρονα» τὴν τοιαύτην καὶ «θρασεῖαν γυ-
ναῖκα» διὰ Σολομῶντος λέγει, «ἣ οὐκ ἐπίσταται αἰσχύνην·
ἐκάθισεν ἐπὶ θύραις τοῦ ἑαυτῆς οἴκου ἐπὶ δίφρου, ἐμφανῶς
προσκαλουμένη τοὺς παριόντας ὁδόν, τοὺς εὐθύνοντας τὰς
ἑαυτῶν τροχιάς», διὰ τοῦ σχήματος αὐτῆς καὶ τοῦ βίου
παντὸς δηλονότι λέγουσα· «Τίς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος;
ἐκκλινάτω πρός με. Ἐνδεέσι δὲ φρονήσεως» παρακελεύεται
»λέγουσα· ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε καὶ ὕδατος κλο-
πῆς γλυκεροῦ», τὴν ἐπίκλοπον ταύτην Ἀφροδίτην λέγει.
 Ἐντεῦθεν ὠφελημένος ὁ Βοιώτιος Πίνδαρος «γλυκύ
τι» φησὶν «κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος».

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 1, sec. 1, subsec. 3, line 2

εἰ μὲν τὸ πρότερον, τίς ἡ τῶν γραμμάτων χρεία; εἰ δὲ τὸ ἕτερον,


ἤτοι τοῖς σπουδαίοις ἢ τοῖς μή; γελοῖον μεντἂν εἴη τὴν τῶν σπου-
δαίων ἀποδοκιμάζοντα γραφὴν τοὺς μὴ τοιούτους ἀποδέχεσθαι συν-
τάττοντας. ἀλλ' ἄρα Θεοπόμπῳ μὲν καὶ Τιμαίῳ μύθους καὶ βλασφη-
μίας συντάττουσιν, πρὸς δὲ καὶ Ἐπικούρῳ ἀθεότητος κατάρχοντι, ἔτι
δὲ Ἱππώνακτι καὶ Ἀρχιλόχῳ αἰσχρῶς οὕτως ἐπιτρεπτέον γράφειν,
τὸν δὲ τὴν ἀλήθειαν κηρύσσοντα κωλυτέον τοῖς ὕστερον ἀνθρώποις
ὠφέλειαν ἀπολιπεῖν; καλὸν δ' οἶμαι καὶ παῖδας ἀγαθοὺς τοῖς ἔπειτα
καταλείπειν. οἱ μέν γε παῖδες σωμάτων, ψυχῆς δὲ ἔγγονοι οἱ λόγοι.
αὐτίκα πατέρας τοὺς κατηχήσαντάς φαμεν, κοινωνικὸν δὲ ἡ σοφία
καὶ φιλάνθρωπον. λέγει γοῦν ὁ Σολομών· «υἱέ, ἐὰν δεξάμενος ῥῆσιν
ἐντολῆς ἐμῆς κρύψῃς παρὰ σεαυτῷ ὑπακούσεται σοφίας τὸ οὖς σου.»
70

σπειρόμενον τὸν λόγον κρύπτεσθαι μηνύει καθάπερ ἐν γῇ τῇ τοῦ


μανθάνοντος ψυχῇ, καὶ αὕτη πνευματικὴ φυτεία. διὸ καὶ ἐπιφέρει·
»καὶ παραβαλεῖς καρδίαν σου εἰς σύνεσιν, παραβαλεῖς δὲ αὐτὴν εἰς
νουθέτησιν τῷ υἱῷ σου.» ψυχὴ γάρ, οἶμαι, ψυχῇ καὶ πνεῦμα πνεύ-
ματι συναπτόμενα κατὰ τὴν τοῦ λόγου σπορὰν αὔξει τὸ καταβληθὲν
καὶ ζωογονεῖ· υἱὸς δὲ πᾶς ὁ παιδευόμενος καθ' ὑπακοὴν τοῦ παι-  
δεύοντος. «υἱέ,» φησίν, «ἐμῶν θεσμῶν μὴ ἐπιλανθάνου.» εἰ δὲ μὴ
πάντων ἡ γνῶσις, ὄνος λύρας, ᾗ φασιν οἱ παροιμιαζόμενοι, τοῖς πολ-
λοῖς τὰ συγγράμματα. ὕες γοῦν «βορβόρῳ ἥδονται» μᾶλλον ἢ καθαρῷ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 1, sec. 10, subsec. 2, line 1

τὴν ἀμοιβὴν περιιστάμενος, οὐχὶ τῇ κοσμικῇ ἐνέχεται συνηθείᾳ· δεῖ


δὲ ὡς οἷόν τε τὸν κύριον μιμεῖσθαι. οὗτος δ' ἂν εἴη ὁ τῷ θελήματι
τοῦ θεοῦ ἐξυπηρετῶν, δωρεὰν λαβών, δωρεὰν διδούς. μισθὸν ἀξιό-
λογον ἀπολαμβάνων τὴν πολιτείαν αὐτήν· «οὐκ εἰσελεύσεται δὲ εἰς
τὰ ἅγια μίσθωμα πόρνης» φησίν. ἀπείρηται γοῦν προσφέρειν τῷ  
θυσιαστηρίῳ «ἄλλαγμα κυνός»· ὅτῳ δὲ ἀπήμβλυται κακῇ τροφῇ τε
καὶ διδασκαλίᾳ «τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα» πρὸς τὸ οἰκεῖον φῶς, βαδιζέτω
ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ἐγγράφως τὰ ἄγραφα δηλοῦσαν· «οἱ διψῶντες,
πορεύεσθε ἐφ' ὕδωρ», Ἡσαΐας λέγει, καὶ «πῖνε τὸ ὕδωρ ἀπὸ σῶν
ἀγγείων», ὁ Σολομὼν παραινεῖ. ἐν γοῦν τοῖς Νόμοις ὁ ἐξ Ἑβραίων
φιλόσοφος Πλάτων κελεύει τοὺς γεωργοὺς μὴ ἐπαρδεῦσαι μηδὲ λαμ-
βάνειν ὕδωρ παρ' ἑτέρων. ἐὰν μὴ πρότερον ὀρύξαντες παρ' αὑτοῖς
ἄχρι τῆς παρθενίου καλουμένης ἄνυδρον εὕρωσι τὴν γῆν. ἀπορίᾳ
γὰρ ἐπαρκεῖν [οὐ] δίκαιον, ἀργίαν δὲ ἐφοδιάζειν οὐ καλόν· ᾗ καὶ φορτίον
συνεπιτιθέναι μὲν εὔλογον, συγκαθαιρεῖν δὲ οὐ προσήκειν ὁ Πυθαγό-
ρας ἔλεγεν. συνεξάπτει δὲ ἡ γραφὴ τὸ ζώπυρον τῆς ψυχῆς καὶ συν-
τείνει τὸ οἰκεῖον ὄμμα πρὸς θεωρίαν, τάχα μέν τι καὶ ἐντιθεῖσα,
οἷον ὁ ἐγκεντρίζων γεωργός, τὸ δὲ ἐνυπάρχον ἀνακινοῦσα. «πολλοὶ
γὰρ ἐν ἡμῖν» κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον «ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι, καὶ
κοιμῶνται ἱκανοί. εἰ δὲ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα.»

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 5, sec. 28, subsec. 4, line 1

Ἕλλησιν ἀναγκαία φιλοσοφία, νυνὶ δὲ χρησίμη πρὸς θεοσέβειαν γίνεται,


προπαιδεία τις οὖσα τοῖς τὴν πίστιν δι' ἀποδείξεως καρπουμένοις,
ὅτι «ὁ πούς σου» φησὶν «οὐ μὴ προσκόψῃ,» ἐπὶ τὴν πρόνοιαν τὰ
καλὰ ἀναφέροντος, ἐάν τε Ἑλληνικὰ ᾖ ἐάν τε ἡμέτερα. πάντων μὲν
γὰρ αἴτιος τῶν καλῶν ὁ θεός, ἀλλὰ τῶν μὲν κατὰ προηγούμενον ὡς
τῆς τε διαθήκης τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς νέας, τῶν δὲ κατ' ἐπακολού-  
θημα ὡς τῆς φιλοσοφίας. τάχα δὲ καὶ προηγουμένως τοῖς Ἕλλησιν
ἐδόθη τότε πρὶν ἢ τὸν κύριον καλέσαι καὶ τοὺς Ἕλληνας· ἐπαιδαγώγει
γὰρ καὶ αὐτὴ τὸ Ἑλληνικὸν ὡς ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους εἰς Χριστόν.
προπαρασκευάζει τοίνυν ἡ φιλοσοφία προοδοποιοῦσα τὸν ὑπὸ Χριστοῦ
τεκειούμενον. αὐτίκα «τὴν σοφίαν» ὁ Σολομὼν «περιχαράκωσον»
φησίν, «καὶ ὑπερυψώσει σε· στεφάνῳ δὲ τρυφῆς ὑπερασπίσει σε,»
ἐπεὶ καὶ σὺ τῷ θριγκῷ ὑπεροχυρώσας αὐτὴν διὰ φιλοσοφίας καὶ πολυ-
71

τελείας ὀρθῆς ἀνεπίβατον τοῖς σοφισταῖς τηρήσαις. μία μὲν οὖν ἡ τῆς
ἀληθείας ὁδός, ἀλλ' εἰς αὐτὴν καθάπερ εἰς ἀέναον ποταμὸν ἐκρέουσι
τὰ ῥεῖθρα ἄλλα ἄλλοθεν. ἐνθέως οὖν ἄρα εἴρηται· «ἄκουε, υἱέ μου,
καὶ δέξαι ἐμοὺς λόγους,» φησίν, «ἵνα σοι γένωνται πολλαὶ ὁδοὶ βίου·
ὁδοὺς γὰρ σοφίας διδάσκω σε, ὅπως μὴ ἐκλίπωσίν σε αἱ πηγαί,» αἱ
τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς. οὐ δὴ μόνον ἑνός τινος δικαίου ὁδοὺς
πλείονας σωτηρίους κατέλεξεν, ἐπιφέρει δὲ ἄλλας πολλῶν πολλὰς
δικαίων ὁδοὺς μηνύων ὧδέ πως· «αἱ δὲ ὁδοὶ τῶν δικαίων ὁμοίως

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 6, sec. 35, subsec. 5, line 1

νατόν φαμεν, οὕτως συνιέναι τὰ ἐν τῇ πίστει λεγόμενα οὐχ οἷόν τε


μὴ μαθόντα ὁμολογοῦμεν. τὰ μὲν γὰρ εὖ λεγόμενα προσίεσθαι, τὰ
δὲ ἀλλότρια μὴ προσίεσθαι οὐχ ἁπλῶς ἡ πίστις, ἀλλ' ἡ περὶ τὴν
μάθησιν πίστις ἐμποιεῖ. εἰ δ' ἡ ἄγνοια ἀπαιδευσία τε ἅμα καὶ ἀμαθία.
τὴν ἐπιστήμην τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων ἐντίθησιν ἡ διδασκαλία.
ἀλλ' ὡς ἐν πενίᾳ βίου ὀρθῶς ἔστι βιοῦν, οὕτω δὲ καὶ ἐν περιουσίᾳ
ἔξεστιν, καὶ ῥᾷον ἅμα καὶ θᾶττον σὺν τῇ προπαιδείᾳ θηρᾶσαι ἄν
τινα τὴν ἀρετὴν ὁμολογοῦμεν οὐδὲ δίχα τούτων ἀθήρατον οὖσαν,
πλὴν καὶ τότε τοῖς μεμαθηκόσι καὶ «τὰ αἰσθητήρια συγγεγυμνα-
σμένοις». «μῖσος μὲν γάρ», φησὶν ὁ Σολομών, «ἐγείρει νεῖκος, ὁδοὺς
δὲ ζωῆς φυλάσσει παιδεία,» ὡς μὴ ἀπατηθῆναι, ὡς μὴ κλαπῆναι
πρὸς τῶν ἐπὶ βλάβῃ τῶν ἀκροωμένων κακοτεχνίαν ἠσκηκότων. «παι-
δεία δὲ ἀνεξέλεγκτος πλανᾶται,» φησίν, καὶ χρὴ μετιέναι τὸ ἐλεγκτι-
κὸν εἶδος ἕνεκα τοῦ τὰς δόξας τὰς ἀπατηλὰς διακρούεσθαι τῶν
σοφιστῶν.

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 19, sec. 95, subsec. 1, line 1

φοις. ὁ μὲν οὖν θεσπέσιος ἀπόστολος ἐφ' ἡμῶν γράφει· «βλέπομεν


γὰρ νῦν ὡς δι' ἐσόπτρου», κατ' ἀνάκλασιν ἐπ' αὐτοῦ ἑαυτοὺς γινώ-
σκοντες κἀκ τοῦ ἐν ἡμῖν θείου τὸ ποιητικὸν αἴτιον ὡς οἷόν τε
συνθεωροῦντες· «εἶδες γάρ», φησί, «τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν θεόν
σου.» τὸν σωτῆρα οἶμαι θεὸν εἰρῆσθαι ἡμῖν τὰ νῦν· μετὰ δὲ τὴν
τῆς σαρκὸς ἀπόθεσιν «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον», τότε ἤδη ὁριστι-  
κῶς καὶ καταληπτικῶς, ὅταν καθαρὰ ἡ καρδία γένηται. καὶ κατ'
ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ' Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες
διορῶσι τὸν θεόν· τοιαῦται γὰρ αἱ κατ' ἀδυναμίαν φαντασίαι ἀλη-
θείας, ὡς φαντασία καθορᾷ τὰ ἐν τοῖς ὕδασιν ὁρώμενα καὶ τὰ διὰ
τῶν διαφανῶν καὶ διαυγῶν σωμάτων. καλῶς οὖν ὁ Σολομὼν «ὁ
σπείρων» φησὶ «δικαιοσύνην ἐργάζεται πίστιν. εἰσὶ δὲ οἱ τὰ ἴδια
σπείροντες οἳ πλείονα ποιοῦσιν.» καὶ πάλιν· «ἐπιμελοῦ τῶν ἐν τῷ
πεδίῳ χλωρῶν καὶ κερεῖς πόαν, καὶ συνάγαγε χόρτον ὥριμον, ἵνα
ἔχῃς πρόβατα εἰς ἱματισμόν.» ὁρᾷς ὅπως καὶ τῆς ἔξωθεν σκέπης τε
καὶ φυλακῆς φροντιστέον. «γνωστῶς δὲ ἐπιγνώσῃ ψυχὰς ποιμνίου
σου.» «ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου
ποιῶσιν, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος», «τῆς ἀκρο-
72

βυστίας τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλασσούσης» κατὰ τὸν ἀπόστο-


λον καὶ πρὸ τοῦ νόμου καὶ πρὸ τῆς παρουσίας. οἱονεὶ δὲ σύγκρισιν
ποιούμενος ὁ λόγος τῶν ἀπὸ φιλοσοφίας πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 113, subsec. 1, line 2

ἕως τοῦ Σαμουὴλ γίνεται ἔτη τετρακόσια ἑξήκοντα τρία μῆνες ἑπτά.
ἔπειτα διὰ τῆς πρώτης βίβλου τῶν Βασιλειῶν τοῦ Σαοὺλ ἔτη εἴκοσι,
ἐπεὶ ἀνακαινισθεὶς ἐβασίλευσε. μετὰ δὲ τὴν τελευτὴν Σαοὺλ βασιλεύει
Δαβὶδ τὸ δεύτερον ἐν Χεβρὼν ὁ τοῦ Ἰεσσαὶ ἐκ φυλῆς Ἰούδα ἔτη
τεσσαράκοντα, ὡς περιέχει ἡ δευτέρα τῶν Βασιλειῶν, καὶ ἦν ἀρχιε-
ρεὺς Ἀβιάθαρ ὁ τοῦ Ἀβιμέλεχ ἐκ συγγενείας Ἠλί, προφητεύουσι δὲ
Γὰδ καὶ Νάθαν ἐπ' αὐτοῦ. γίνονται οὖν ἀπὸ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἕως
παρέλαβε τὴν βασιλείαν Δαβίδ, ὡς μέν τινες, ἔτη τετρακόσια πεντή-
κοντα, ὡς δὲ ἡ προκειμένη δείκνυσι χρονογραφία, συνάγονται ἔτη
πεντακόσια εἴκοσι τρία μῆνες ἑπτὰ εἰς τὴν τοῦ Δαβὶδ τελευτήν. καὶ
μετὰ ταῦτα ἐβασίλευσε Σολομὼν υἱὸς Δαβὶδ ἔτη τεσσαράκοντα. διαμένει  
ἐπὶ τούτου Νάθαν προφητεύων, ὃς καὶ παρεκάλει αὐτὸν περὶ τῆς
τοῦ ναοῦ οἰκοδομῆς· ὁμοίως καὶ Ἀχίας ἐκ Σηλὼμ προφητεύει, ἦσαν
δὲ καὶ οἱ βασιλεῖς ἄμφω, ὅ τε Δαβὶδ ὅ τε Σολομών, προφῆται. Σαδὼκ
δὲ ὁ ἀρχιερεὺς πρῶτος ἐν τῷ ναῷ, ὃν ᾠκοδόμησε Σολομών, ἱεράτευσεν,
ὄγδοος ὢν ἀπὸ Ἀαρὼν τοῦ πρώτου ἀρχιερέως. γίνονται οὖν ἀπὸ
Μωυσέως ἐπὶ τὴν Σολομῶνος ἡλικίαν, ὡς μέν τινές φασιν, ἔτη πεν-
τακόσια ἐνενήκοντα πέντε, ὡς δὲ ἕτεροι, πεντακόσια ἑβδομήκοντα ἕξ.
εἰ δέ τις τοῖς ἀπὸ Ἰησοῦ μέχρι Δαβὶδ τετρακοσίοις πεντήκοντα ἔτεσι
συγκαταριθμήσαι τὰ τῆς Μωυσέως στρατηγίας τεσσαράκοντα καὶ τὰ
ἄλλα τὰ ὀγδοήκοντα ἔτη, ἃ γεγόνει ὁ Μωυσῆς πρὸ τοῦ τὴν ἔξοδον

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 114, subsec. 3, line 1

ἄλλα τὰ ὀγδοήκοντα ἔτη, ἃ γεγόνει ὁ Μωυσῆς πρὸ τοῦ τὴν ἔξοδον


τοῖς Ἑβραίοις ἀπὸ Αἰγύπτου γεγονέναι, προσθείη τε τούτοις τὰ τῆς
βασιλείας τῆς Δαβὶδ τεσσαράκοντα ἔτη, συνάξει ἔτη τὰ πάντα ἑξα-
κόσια δέκα. ἀκριβέστερον δὲ ἡ καθ' ἡμᾶς χρονογραφία πρόεισιν, εἰ
τοῖς πεντακοσίοις εἴκοσι καὶ τρισὶ καὶ μησὶν ἑπτὰ μέχρι τῆς Δαβὶδ
τελευτῆς προσθείη τις τά τε τοῦ Μωυσέως ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη τά τε
τοῦ Σολομῶνος τεσσαράκοντα· συνάξει γὰρ τὰ πάντα ἐπὶ τὴν Σολο-
μῶνος τελευτὴν ἔτη ἑξακόσια ὀγδοήκοντα τρία μῆνας ἑπτά. Εἴραμος
τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Σολομῶνι δίδωσι καθ' οὓς χρόνους μετὰ τὴν
Τροίας ἅλωσιν Μενελάῳ εἰς Φοινίκην ἄφιξις, ὥς φησι Μένανδρος ὁ
Περγαμηνὸς καὶ Λαῖτος ἐν τοῖς Φοινικικοῖς. μετὰ δὲ Σολομῶνα
βασιλεύει Ῥοβοὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη ἑπτακαίδεκα, καὶ ἦν ἀρχιερεὺς
Ἀβιμέλεχ ὁ τοῦ Σαδώκ. ἐπὶ τούτου μερισθείσης τῆς βασιλείας ἐν
Σαμαρείᾳ βασιλεύει Ἱεροβοὰμ ἐκ φυλῆς Ἐφραῒμ ὁ δοῦλος Σολομῶνος,
73

προφητεύει δὲ ἔτι Ἀχίας ὁ Σηλωνίτης καὶ Σαμαίας υἱὸς Αἰλαμὶ καὶ


ὁ ἐξ Ἰούδα ἀπελθὼν ἐπὶ Ἱεροβοὰμ καὶ προφητεύσας ἐπὶ τοῦ θυσια-
στηρίου. μετὰ τοῦτον βασιλεύει Ἀβιοὺμ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη [εἴκοσι]
τρία, καὶ ὁμοίως ὁ τούτου υἱὸς Ἄσα μαʹ· οὗτος ἐπὶ γήρως ἐποδάγρησε,  
προφητεύει δὲ ἐπ' αὐτοῦ Ἰοὺ υἱὸς Ἀνανίου. μετὰ τοῦτον βασιλεύει
Ἰωσαφὰτ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη κεʹ· ἐπὶ τούτου προφητεύουσιν Ἠλίας ὁ
Θεσβίτης καὶ Μιχαίας υἱὸς Ἰεβλᾶ καὶ Ἀβδίας υἱὸς Ἀνανίου.

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 116, subsec. 3, line 1

...τῆς τετάρτης ἐπεκτείνει. ἐπὶ δὲ τοῦ Ἰωρὰμ ἀνελήφθη μὲν Ἠλίας,


ἤρξατο δὲ προφητεύειν Ἐλισσαῖος υἱὸς Σαφὰτ ἔτη ἕξ, ὢν ἐτῶν τες-
σαράκοντα. εἶτα Ὀχοζίας ἐβασίλευσεν ἔτος ἕν, ἐπὶ τούτου ἔτι προ-
φητεύει Ἐλισσαῖος καὶ σὺν αὐτῷ Ἀβδαδωναῖος. μετὰ τοῦτον ἡ
μήτηρ Ὀζίου Γοθολία βασιλεύει ἔτη ὀκτώ, κατακτείνασα τὰ τέκνα
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς· ἐκ γὰρ τοῦ γένους ἦν Ἀχαάβ. ἡ δὲ ἀδελφὴ
Ὀζίου Ἰωσαβαία ἐξέκλεψε τὸν υἱὸν Ὀζίου Ἰωὰν καὶ τούτῳ περιέθηκεν
ὕστερον τὴν βασιλείαν. ἐπὶ τῆς Γοθολίας ταύτης ἔτι ὁ Ἐλισσαῖος
προφητεύει, μεθ' ἣν βασιλεύει, ὡς προεῖπον, Ἰωὰς ὁ περισωθεὶς ὑπὸ
Ἰωσαβαίας τῆς Ἰωδαὲ τοῦ ἀρχιερέως γυναικός, καὶ τὰ πάντα γίνεται
ἔτη τεσσαράκοντα. συνάγεται οὖν ἀπὸ Σολομῶνος ἐπὶ Ἐλισσαίου
τοῦ προφήτου τελευτὴν ἔτη, ὡς μέν τινές φασιν, ἑκατὸν εʹ, ὡς δὲ
ἕτεροι, ἑκατὸν δύο, ὡς δὲ ἡ προκειμένη δηλοῖ χρονογραφία, ἀπὸ
βασιλείας τῆς Σολομῶνος ἔτη ἑκατὸν ὀγδοήκοντα ἕν.
 Ἀπὸ δὲ τῶν Τρωϊκῶν ἐπὶ τὴν Ὁμήρου γένεσιν κατὰ μὲν Φιλόχορον ἑκατὸν
ὀγδοήκοντα ἔτη γίνεται ὕστερον τῆς Ἰωνικῆς ἀποικίας·
Ἀρίσταρχος δὲ ἐν τοῖς Ἀρχιλοχείοις ὑπομνήμασι κατὰ τὴν Ἰωνικὴν  
ἀποικίαν φησὶ φέρεσθαι αὐτόν, ἣ ἐγένετο μετὰ ἑκατὸν τεσσαράκοντα
ἔτη τῶν Τρωϊκῶν. Ἀπολλόδωρος δὲ μετὰ ἔτη ἑκατὸν τῆς Ἰωνικῆς
ἀποικίας Ἀγησιλάου τοῦ Δορυσσαίου Λακεδαιμονίων βασιλεύοντος,
ὥστε ἐπιβαλεῖν αὐτῷ Λυκοῦργον τὸν νομοθέτην ἔτι νέον ὄντα.

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 117, subsec. 6, line 3

ἀποικίαν φησὶ φέρεσθαι αὐτόν, ἣ ἐγένετο μετὰ ἑκατὸν τεσσαράκοντα


ἔτη τῶν Τρωϊκῶν. Ἀπολλόδωρος δὲ μετὰ ἔτη ἑκατὸν τῆς Ἰωνικῆς
ἀποικίας Ἀγησιλάου τοῦ Δορυσσαίου Λακεδαιμονίων βασιλεύοντος,
ὥστε ἐπιβαλεῖν αὐτῷ Λυκοῦργον τὸν νομοθέτην ἔτι νέον ὄντα.
Εὐθυμένης δὲ ἐν τοῖς Χρονικοῖς συνακμάσαντα Ἡσιόδῳ ἐπὶ Ἀκάστου
ἐν Χίῳ γενέσθαι περὶ τὸ διακοσιοστὸν ἔτος ὕστερον τῆς Ἰλίου ἁλώ-
σεως. ταύτης δέ ἐστι τῆς δόξης καὶ Ἀρχέμαχος ἐν Εὐβοϊκῶν τρίτῳ·
ὡς εἶναι αὐτόν τε καὶ τὸν Ἡσίοδον καὶ Ἐλισσαίου τοῦ προφήτου
νεωτέρους. κἂν ἕπεσθαί τις βουληθῇ τῷ γραμματικῷ Κράτητι καὶ
λέγῃ περὶ τὴν Ἡρακλειδῶν κάθοδον Ὅμηρον γεγονέναι μετὰ ἔτη
ὀγδοήκοντα τῆς Ἰλίου ἁλώσεως, εὑρεθήσεται πάλιν Σολομῶνος
μεταγενέστερος, ἐφ' οὗ ἡ Μενελάου εἰς Φοινίκην ἄφιξις, ὡς προεί-
ρηται. Ἐρατοσθένης δὲ μετὰ τὸ ἑκατοστὸν ἔτος τῆς Ἰλίου ἁλώσεως
74

τὴν Ὁμήρου ἡλικίαν φέρει. ναὶ μὴν Θεόπομπος μὲν ἐν τῇ τεσσαρα-


κοστῇ τρίτῃ τῶν Φιλιππικῶν μετὰ ἔτη πεντακόσια τῶν ἐπὶ Ἰλίῳ
στρατευσάντων γεγονέναι τὸν Ὅμηρον ἱστορεῖ. Εὐφορίων δὲ ἐν τῷ
περὶ Ἀλευαδῶν κατὰ Γύγην αὐτὸν τίθησι γεγονέναι, ὃς βασιλεύειν
ἤρξατο ἀπὸ τῆς ὀκτωκαιδεκάτης ὀλυμπιάδος, ὃν καί φησι πρῶτον
ὠνομάσθαι τύραννον. Σωσίβιος δὲ ὁ Λάκων ἐν χρόνων ἀναγραφῇ
κατὰ τὸ ὄγδοον ἔτος τῆς Χαρίλλου τοῦ Πολυδέκτου βασιλείας Ὅμηρον
φέρει. βασιλεύει μὲν οὖν Χάριλλος ἔτη ἑξήκοντα τέσσαρα, μεθ' ὃν

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 119, subsec. 5, line 2

Ἰσραὴλ εἰς Βαβυλῶνα ἀπήχθη Σαλμανασάρ τε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀς-


συρίων μετῴκισε τοὺς ἐν Σαμαρείᾳ εἰς Μήδους καὶ Βαβυλῶνα. πάλιν
τὸν Ἄχαζ διαδέχεται Ὠσηὲ ἐπὶ ἔτη ὀκτώ, εἶτα Ἐζεκίας ἐπὶ ἔτη
εἴκοσι ἐννέα. τούτῳ δι' ὁσιότητα πρὸς τῷ τέλει τοῦ βίου γενομένῳ
διὰ Ἡσαΐου δωρεῖται ὁ θεὸς ἄλλα ἔτη βιῶσαι πεντεκαίδεκα δι' ἀνα-
ποδισμοῦ ἡλίου. μέχρι τούτου διατείνουσι προφητεύοντες Ἡσαΐας
καὶ Ὠσηὲ καὶ Μιχαίας. λέγονται δὲ οὗτοι μετὰ τὴν Λυκούργου τοῦ
νομοθέτου Λακεδαιμονίων ἡλικίαν γεγονέναι· Διευχίδας γὰρ ἐν τε-
τάρτῳ Μεγαρικῶν περὶ τὸ διακοσιοστὸν ἐνενηκοστὸν ἔτος ὕστερον
τῆς Ἰλίου ἁλώσεως τὴν ἀκμὴν Λυκούργου φέρει· Ἡσαΐας δὲ ἀπὸ τῆς
Σολομῶντος βασιλείας, ἐφ' οὗ Μενέλεως εἰς Φοινίκην γενόμενος
ἐδείχθη, τριακοσιοστῷ ἔτει προφητεύων ἔτι φαίνεται Μιχαίας τε σὺν
αὐτῷ καὶ Ὠσηὲ καὶ Ἰωὴλ ὁ τοῦ Βαθουήλ. μετὰ δὲ Ἐζεκίαν ὁ υἱὸς
αὐτοῦ Μανασσῆς βασιλεύει ἔτη πεντήκοντα πέντε, ἔπειτα ὁ τούτου
υἱὸς Ἀμὼς ἔτη δύο, μεθ' ὃν Ἰωσίας ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ νομικώτατος ἔτη
τριάκοντα καὶ ἕν. οὗτος ἐπέθηκε τὰ κῶλα τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τὰ
κῶλα τῶν εἰδώλων, καθὼς ἐν τῷ Λευιτικῷ γέγραπται. ἐπὶ τούτου  
ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει τὸ πάσχα ἤχθη, ἐξ οὗ † ἀπὸ Σαμουήλ, μήτε ἐν
τῷ μεταξὺ χρόνῳ τελεσθέν. τότε καὶ Χελκίας ὁ ἱερεὺς ὁ τοῦ προ-
φήτου Ἱερεμίου πατὴρ περιτυχὼν τῷ τοῦ νόμου βιβλίῳ ἐν τῷ
ἱερῷ ἀποκειμένῳ ἀναγνοὺς ἐτελεύτησεν. ἐπὶ τούτου προφητεύει

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 130, subsec. 2, line 2

κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ὀγδόης καὶ τεσσαρακοστῆς ὀλυμπιάδος


προφητεύσαντες πρεσβύτεροι εἶναι Πυθαγόρου τοῦ κατὰ τὴν δευτέραν
καὶ ἑξηκοστὴν ὀλυμπιάδα φερομένου καὶ τοῦ πρεσβυτάτου τῶν παρ'
Ἕλλησι σοφῶν Θαλοῦ περὶ τὴν πεντηκοστὴν ὀλυμπιάδα γενομένου.
συνεχρόνισαν δὲ οἱ συγκαταλεγέντες σοφοὶ τῷ Θαλεῖ, ὥς φησιν
Ἄνδρων ἐν τῷ Τρίποδι. Ἡράκλειτος γὰρ μεταγενέστερος ὢν Πυθα-
γόρου μέμνηται αὐτοῦ ἐν τῷ συγγράμματι. ὅθεν ἀναμφιλέκτως τῆς
τῶν προειρημένων προφητῶν ἡλικίας σὺν καὶ τοῖς ἑπτὰ λεγομένοις
σοφοῖς προγενεστέρα ἂν εἴη ἡ ὀλυμπιὰς ἡ πρώτη, ἣ καὶ ὑστέρα τῶν
Ἰλιακῶν δείκνυται ἔτεσι τετρακοσίοις ἑπτά. ῥᾴδιον τοίνυν συνιδεῖν
Σολομῶνα τὸν κατὰ Μενέλαον γενόμενον (ὃ δὲ κατὰ τὰ Ἰλιακὰ ἦν)
πολλοῖς ἔτεσι πρεσβύτερον τῶν παρ' Ἕλλησι σοφῶν. τούτου δ' αὖ
ὁπόσοις ἔτεσι Μωυσῆς προτερεῖ, ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ἡμῖν δεδήλωται.
75

Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Πολυΐστωρ ἐπικληθεὶς ἐν τῷ περὶ Ἰουδαίων συγ-


γράμματι ἀνέγραψέν τινας ἐπιστολὰς Σολομῶνος μὲν πρός τε Οὐάφρην
τὸν Αἰγύπτου βασιλέα πρός τε τὸν Φοινίκης Τυρίων τάς τε αὐτῶν
πρὸς Σολομῶντα, καθ' ἃς δείκνυται ὁ μὲν Οὐάφρης ὀκτὼ μυριάδας
ἀνδρῶν Αἰγυπτίων ἀπεσταλκέναι αὐτῷ εἰς οἰκοδομὴν τοῦ νεώ, ἅτε-
ρος δὲ τὰς ἴσας σὺν ἀρχιτέκτονι Τυρίῳ ἐκ μητρὸς Ἰουδαίας ἐκ τῆς
φυλῆς Δαβίδ, ὡς ἐκεῖ γέγραπται, Ὑπέρων τοὔνομα.  
 

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 2, sec. 7, subsec. 1, line 3

καὶ ἀειδεῖς περὶ τοῦ ὄντος ἐννοίας· οὐ γὰρ ἐν γνόφῳ ἢ τόπῳ ὁ θεός,
ἀλλ' ὑπεράνω καὶ τόπου καὶ χρόνου καὶ τῆς τῶν γεγονότων ἰδιό-
τητος. διὸ οὐδ' ἐν μέρει καταγίνεταί ποτε ἅτε περιέχων οὐ
περιεχόμενος ἢ κατὰ ὁρισμόν τινα ἢ κατὰ ἀποτομήν. «ποῖον γὰρ
οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι;» λέγει κύριος· ἀλλ' οὐδὲ ἑαυτῷ ᾠκοδόμησεν
ἀχώρητος ὤν, κἂν «ὁ οὐρανὸς θρόνος» αὐτοῦ λέγηται, οὐδ' οὕτω
περιέχεται, ἐπαναπαύεται δὲ τερπόμενος τῇ δημιουργίᾳ. δῆλον οὖν
ἡμῖν ἐπικεκρύφθαι τὴν ἀλήθειαν, ᾗ καὶ ἐξ ἑνὸς παραδείγματος ἤδη
δέδεικται, μικρὸν δ' ὕστερον καὶ διὰ πλειόνων παραστήσομεν. πῶς
δ' οὐχὶ ἀποδοχῆς ἄξιοι οἵ τε μαθεῖν ἐθέλοντες οἵ τε δυνάμενοι κατὰ
τὸν Σολομῶντα «γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους
φρονήσεως δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην
ἀληθῆ» (ὡς οὔσης καὶ ἑτέρας τῆς μὴ κατὰ τὴν ἀλήθειαν διδασκο-
μένης πρὸς τῶν νόμων τῶν Ἑλληνικῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν φιλο-
σόφων) «καὶ κρίματα», φησίν, «εὐθῦναι,» οὐ τὰ δικαστικά, ἀλλὰ
τὸ κριτήριον τὸ ἐν ἡμῖν ὑγιὲς καὶ ἀπλανὲς ἔχειν δεῖν μηνύει, «ἵνα
δῷ ἀκάκοις πανουργίαν, παιδὶ δὲ νέῳ αἴσθησίν τε καὶ ἔννοιαν.
τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφός», ὁ ὑπακούειν ταῖς ἐντολαῖς πεπεισμένος,
»σοφώτερος ἔσται» κατὰ τὴν γνῶσιν, «ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτή-
σεται νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ῥήσεις τε σοφῶν
καὶ αἰνίγματα.» οὐ γὰρ κιβδήλους οἱ ἔπιπνοι ἐκ θεοῦ λόγους

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 5, sec. 22, subsec. 3, line 1

ἂν τούτου εὐγενέστερος, οὗ μόνος πατὴρ ὁ θεός; φέρε δὴ καὶ Πλά-


τωνα τοῖς αὐτοῖς ἐπιβάλλοντα παραστησώμεθα δόγμασιν· πλούσιον
μὲν τὸν σοφὸν εἴρηκεν ἐν τῷ Φαίδρῳ, «ὦ φίλε Πὰν» λέγων «καὶ
ὅσοι ἄλλοι τῇδε θεοί, δοίητέ μοι καλῷ γενέσθαι τἄνδοθεν· ἔξωθεν
δὲ ὅσα ἔχω, τοῖς ἐντὸς εἶναί μοι φίλα· πλούσιον δὲ νομίζοιμι τὸν
σοφόν.» καταμεμφόμενος δὲ ὁ Ἀθηναῖος ξένος τῶν οἰομένων πλου-
σίους εἶναι τοὺς πολλὰ κεκτημένους χρήματα ὧδε λέγει· «πλουσίους
δ' αὖ σφόδρα εἶναι καὶ ἀγαθοὺς ἀδύνατον, οὕς γε δὴ πλουσίους οἱ
πολλοὶ καταλέγουσι· λέγουσι δὲ τοὺς κεκτημένους ἐν ὀλίγοις τῶν
ἀνθρώπων πλείστου νομίσματος ἄξια κτήματα, ἃ καὶ κακός τις κέ-
κτηται.» «τοῦ πιστοῦ ὅλος ὁ κόσμος τῶν χρημάτων,» ὁ Σολομὼν
λέγει, «τοῦ δὲ ἀπίστου οὐδὲ ὀβολός.» πειστέον οὖν πολλῷ μᾶλλον τῇ
γραφῇ λεγούσῃ θᾶττον «κάμηλον διὰ τρυπήματος βελόνης» διελεύσεσθαι
76

ἢ πλούσιον φιλοσοφεῖν· μακαρίζει δ' ἔμπαλιν τοὺς πένητας, ὡς συνῆκεν


Πλάτων λέγων· «πενίαν δὲ ἡγητέον οὐ τὸ τὴν οὐσίαν ἐλάττω ποιεῖν,
ἀλλὰ τὸ τὴν ἀπληστίαν πλείω.» οὐ γάρ ποτε ἡ ὀλιγοχρηματία,
ἀλλ' ἡ ἀπληστία, ἧς φροῦδος ὁ ἀγαθὸς ὢν καὶ πλούσιός γ' ἂν εἴη. ἐν
τε τῷ Ἀλκιβιάδῃ «δουλοπρεπὲς» μὲν τὴν κακίαν προσαγορεύει, «ἐλευ-
θεροπρεπὲς» δὲ τὴν ἀρετήν. «ἄρατε», φησίν, «ἀφ' ὑμῶν τὸν βαρὺν
ζυγὸν καὶ λάβετε τὸν πρᾶον,» ἡ γραφή φησι, καθάπερ καὶ οἱ ποιηταὶ
»δούλειον» καλοῦσι «ζυγόν». καὶ τὸ «ἐπράθητε ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν»

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 5, sec. 24, subsec. 1, line 1

πολέμῳ τῶν μισθοφόρων εἰσὶν πάμπολλοι, ὧν πλεῖστοι γίνονται


θρασεῖς καὶ ἄδικοι ὑβρισταί τε καὶ ἄφρονες, ἐκτὸς δή τινων μάλα
ὀλίγων. εἰ δὴ ταῦτα ὀρθῶς λέγεται, πᾶς νομοθέτης, οὗ καὶ σμικρὸν
ὄφελος, παρὰ τὴν μεγίστην ἀρετὴν ἀποβλέπων μάλιστα θήσεται τοὺς
νόμους.» αὕτη δέ ἐστι πιστότης, ἧς κατὰ πάντα καιρὸν χρῄζομεν
ἔν τε εἰρήνῃ καὶ παντὶ πολέμῳ κἀν τῷ ἄλλῳ σύμπαντι βίῳ. συλλα-
βοῦσα γὰρ ἔοικε τὰς ἄλλας περιέχειν. «τὸ δὲ ἄριστον οὔθ' ὁ πόλεμος
οὔτε ἡ στάσις· ἀπευκτὸν γὰρ τὸ δεηθῆναι τούτων, εἰρήνη δὲ πρὸς
ἀλλήλους ἅμα καὶ φιλοφροσύνη τὸ κράτιστον.» ἐκ δὴ τούτων κατα-
φαίνεται μεγίστη μὲν εὐχὴ τὸ εἰρήνην ἔχειν κατὰ Πλάτωνα, μεγίστη
δὲ ἀρετῶν μήτηρ ἡ πίστις. εἰκότως οὖν εἴρηται παρὰ τῷ Σολομῶντι
»σοφία ἐν στόματι πιστῶν», ἐπεὶ καὶ Ξενοκράτης ἐν τῷ Περὶ φρονή-
σεως τὴν σοφίαν ἐπιστήμην τῶν πρώτων αἰτίων καὶ τῆς νοητῆς
οὐσίας εἶναί φησι, τὴν φρόνησιν ἡγούμενος διττήν, τὴν μὲν πρακτι-
κήν, τὴν δὲ θεωρητικήν, ἣν δὴ σοφίαν ὑπάρχειν ἀνθρωπίνην. διόπερ
ἡ μὲν σοφία φρόνησις, οὐ μὴν πᾶσα φρόνησις σοφία. δέδεικται δὲ
τῆς τῶν ὅλων ἀρχῆς ἐπιστήμη πιστή, ἀλλ' οὐκ ἀπόδειξις εἶναι. καὶ
γὰρ ἄτοπον, τοὺς μὲν Πυθαγόρου τοῦ Σαμίου ζηλωτὰς τῶν ζητου-
μένων τὰς ἀποδείξεις παραιτουμένους τὸ «αὐτὸς ἔφα» πίστιν ἡγεῖ-
σθαι καὶ ταύτῃ ἀρκεῖσθαι μόνῃ τῇ φωνῇ πρὸς τὴν βεβαίωσιν ὧν
ἀκηκόασι, «τοὺς δὲ τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονας», ἀπιστεῖν ἐπιχειροῦντας  

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 5, sec. 24, subsec. 5, line 2

τῆς τῶν ὅλων ἀρχῆς ἐπιστήμη πιστή, ἀλλ' οὐκ ἀπόδειξις εἶναι. καὶ
γὰρ ἄτοπον, τοὺς μὲν Πυθαγόρου τοῦ Σαμίου ζηλωτὰς τῶν ζητου-
μένων τὰς ἀποδείξεις παραιτουμένους τὸ «αὐτὸς ἔφα» πίστιν ἡγεῖ-
σθαι καὶ ταύτῃ ἀρκεῖσθαι μόνῃ τῇ φωνῇ πρὸς τὴν βεβαίωσιν ὧν
ἀκηκόασι, «τοὺς δὲ τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονας», ἀπιστεῖν ἐπιχειροῦντας  
ἀξιοπίστῳ διδασκάλῳ, τῷ μόνῳ σωτῆρι θεῷ, βασάνους τῶν λεγο-
μένων ἀπαιτεῖν παρ' αὐτοῦ. ὃ δὲ «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»
λέγει. καὶ τίς οὗτος; Ἐπίχαρμος εἰπάτω·
  νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει, τἄλλα κωφὰ καὶ τυφλά.
»ἀπίστους» εἶναί τινας ἐπιστύφων Ἡράκλειτός φησιν, «ἀκοῦσαι οὐκ
ἐπιστάμενοι οὐδ' εἰπεῖν,» ὠφεληθεὶς δήπουθεν παρὰ Σολομῶντος,
»ἐὰν ἀγαπήσῃς ἀκούειν, ἐκδέξῃ, καὶ ἐὰν κλίνῃς τὸ οὖς σου, σοφὸς ἔσῃ.»
 »Κύριε, τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;» Ἡσαΐας φησίν. «ἡ
77

μὲν γὰρ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος θεοῦ,» φησὶν ὁ


ἀπόστολος. «πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ
πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;
πῶς δὲ κηρύξωσιν, ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι
οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά.» ὁρᾷς πῶς ἀνάγει τὴν
πίστιν δι' ἀκοῆς καὶ τῆς τῶν ἀποστόλων κηρύξεως ἐπὶ τὸ ῥῆμα
κυρίου καὶ τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ; οὐδέπω συνίεμεν ἀπόδειξιν εἶναι τὸ
ῥῆμα κυρίου; ὥσπερ οὖν τὸ σφαιρίζειν οὐκ ἐκ τοῦ κατὰ τέχνην

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 15, sec. 70, subsec. 4, line 4

Ἕλλησι σοφῶν τὸ «ἕπου θεῷ» ἀπεφθέγξατο. «οἱ δὲ εὐσεβεῖς» φησὶν


Ἡσαΐας «συνετὰ ἐβουλεύσαντο.» βουλὴ δέ ἐστι ζήτησις περὶ τοῦ
πῶς ἂν ἐν τοῖς παροῦσι πράγμασιν ὀρθῶς διεξάγοιμεν, εὐβουλία δὲ
φρόνησις πρὸς τὰ βουλεύματα. τί δέ; οὐχὶ καὶ ὁ θεὸς μετὰ τὴν ἐπὶ
τῷ Κάιν συγγνώμην ἀκολούθως οὐ πολλῷ ὕστερον τὸν μετανοή-
σαντα Ἐνὼχ εἰσάγει δηλῶν ὅτι συγγνώμη μετάνοιαν πέφυκε γεννᾶν;
ἡ συγγνώμη δὲ οὐ κατὰ ἄφεσιν, ἀλλὰ κατὰ ἴασιν συνίσταται. τὸ δ'
αὐτὸ γίνεται κἀν τῇ κατὰ τὸν Ἀαρὼν τοῦ λαοῦ μοσχοποιίᾳ. ἐντεῦ-
θέν τις τῶν παρ' Ἕλλησι σοφῶν «συγγνώμη τιμωρίας κρείσσων»
ἀπεφθέγξατο, ὥσπερ ἀμέλει καὶ τὸ «ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα» ἀπὸ τῆς
Σολομῶντος φωνῆς λεγούσης· «υἱέ, ἐὰν ἐγγυήσῃ σὸν φίλον, παρα-
δώσεις σὴν χεῖρα ἐχθρῷ· παγὶς γὰρ ἀνδρὶ ἰσχυρὰ τὰ ἴδια χείλη, καὶ
ἁλίσκεται ῥήμασιν ἰδίου στόματος.» μυστικώτερον δὲ ἤδη τὸ «γνῶθι
σαυτὸν» ἐκεῖθεν εἴληπται· «εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν θεόν
σου.» ταύτῃ που «ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης καρδίας
καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·» ἐν ταύταις λέγει ταῖς ἐντολαῖς
ὅλον τὸν νόμον καὶ τοὺς προφήτας κρέμασθαί τε καὶ ἐξηρτῆσθαι.
συνᾴδει τούτοις κἀκεῖνα· «ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ
πληρωθῇ. αὕτη δέ ἐστιν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους  
καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς·» «ἐλεήμων γὰρ καὶ οἰκτίρμων ὁ κύριος,» καὶ
»χρηστὸς κύριος τοῖς σύμπασι.» σαφέστερον δὲ τὸ «γνῶθι σαυτὸν»

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 4, Ch. 3, sec. 9, subsec. 3, line 1

ἐπιστήμην λέγω, ἐπεὶ μὴ διαφέρει ζωή· κοινὸν γὰρ τῇ φύσει τῇ  


θνητῇ, τουτέστι τῷ ἀνθρώπῳ, πρὸς τὸ ἀθανασίας κατηξιωμένον τὸ
ζῆν, ἕξιν θεωρίας τε καὶ ἐγκρατείας θατέρου διαφέροντος. ᾗ μοι
δοκεῖ καὶ Πυθαγόρας σοφὸν μὲν εἶναι τὸν θεὸν λέγειν μόνον (ἐπεὶ
καὶ ὁ ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῇ γράφει· «εἰς ὑπα-
κοὴν πίστεως εἰς πάντα τὰ ἔθνη γνωρισθέντος, μόνῳ σοφῷ θεῷ
διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»), ἑαυτὸν δὲ διὰ φιλίαν τὴν πρὸς τὸν θεὸν φιλό-
σοφον. «διελέγετο» γοῦν «Μωυσεῖ», φησίν, «ὁ θεὸς ὡς φίλος φίλῳ.»
τὸ μὲν οὖν ἀληθὲς τῷ θεῷ σαφές. αὐτίκα τὴν ἀλήθειαν γεννᾷ, ὁ
γνωστικὸς δὲ ἀληθείας ἐρᾷ. «ἴσθι», φησί, «πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ
ὀκνηρέ, καὶ μελίττης γενοῦ μαθητής,» ὁ Σολομὼν λέγει· εἰ γὰρ ἑκά-
στου τῆς οἰκείας φύσεως ἔργον ἓν καὶ βοὸς ὁμοίως καὶ ἵππου καὶ
78

κυνός, τί ἂν φήσαιμεν τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἔργον τὸ οἰκεῖον; ἔοικεν


δ' οἶμαι, κενταύρῳ, Θετταλικῷ πλάσματι, ἐκ λογικοῦ καὶ ἀλόγου
συγκείμενος, ψυχῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ τὸ μὲν σῶμα γῆν τε ἐργάζεται
καὶ σπεύδει εἰς γῆν, τέταται δὲ ἡ ψυχὴ πρὸς τὸν θεόν, ἥ γε διὰ
φιλοσοφίας τῆς ἀληθοῦς παιδευομένη πρὸς τοὺς ἄνω σπεύδειν συγ-
γενεῖς, ἀποστραφεῖσα τῶν τοῦ σώματος ἐπιθυμιῶν πρός τε ταύταις
πόνου τε καὶ φόβου· καίτοι πρὸς ἀγαθοῦ καὶ τὴν ὑπομονὴν καὶ τὸν
φόβον ἐδείξαμεν. εἰ γὰρ «διὰ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας,» ὡς οἱ
κατατρέχοντες τοῦ νόμου φασί, «καὶ «ἄχρι νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 5, Ch. 3, sec. 18, subsec. 5, line 4

ἐνδελέχιζε.» καὶ πάλιν· «σοφοὶ κρύψουσιν αἴσθησιν·» ἐνέχυρον γὰρ


τῆς ἀληθείας τὴν ἀπόδειξιν ἀπαιτοῦσιν οἱ πολλοὶ οὐκ ἀρκούμενοι
ψιλῇ τῇ ἐκ πίστεως σωτηρίᾳ.  
  ἀλλὰ κακοῖς μὲν κάρτα πέλει κρατέουσιν ἀπιστεῖν·
  ὡς δὲ παρ' ἡμετέρης κέλεται πιστώματα Μούσης,
  γνῶθι διατμηθέντος ἐνὶ σπλάγχνοισι λόγοιο.
τοῖς μὲν γὰρ κακοῖς τοῦτο σύνηθες, φησὶν ὁ Ἐμπεδοκλῆς, τὸ ἐθέλειν
κρατεῖν τῶν ἀληθῶν διὰ τοῦ ἀπιστεῖν. ὅτι δέ ἐστι τὰ ἡμέτερα ἔν-
δοξα καὶ πιστεύεσθαι ἄξια, γνώσονται Ἕλληνες τοῦ λόγου μᾶλλον
ἐξεταζομένου διὰ τῶν ἑπομένων· τῷ γὰρ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἐκδιδα-
σκόμεθα. ὅτι «ἀποκρίνου» φησὶν ὁ Σολομὼν «τῷ μωρῷ ἐκ τῆς
μωρίας αὐτοῦ.» διὸ καὶ τοῖς τὴν σοφίαν αἰτοῦσι τὴν παρ' αὐτοῖς
ὀρεκτέον τὰ οἰκεῖα, ὡς ἂν ῥᾷστα διὰ τῶν ἰδίων εἰς πίστιν ἀληθείας
εἰκότως ἀφίκοιντο· «τοῖς γὰρ πᾶσι πάντα ἐγενόμην,» λέγει, «ἵνα τοὺς
πάντας κερδήσω,» ἐπεὶ καὶ τῆς θείας χάριτος ὁ ὑετὸς ἐπὶ δικαίους
καὶ ἀδίκους καταπέμπεται· «ἢ Ἰουδαίων μόνων ἐστὶν ὁ θεός; οὐχὶ
καὶ ἐθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν, εἴπερ εἷς ὁ θεός», ὁ γενναῖος κέκραγεν
ἀπόστολος.

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 5, Ch. 11, sec. 72, subsec. 1, line 1

νοήσει τοῦ παντοκράτορος ἁμῇ γέ πῃ προσάγοιμεν ἄν, οὐχ ὅ ἐστιν,


ὃ δὲ μή ἐστι γνωρίσαντες· σχῆμα δὲ καὶ κίνησιν ἢ στάσιν ἢ θρόνον
ἢ τόπον ἢ δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ τοῦ τῶν ὅλων πατρὸς οὐδ' ὅλως ἐν-
νοητέον, καίτοι καὶ ταῦτα γέγραπται· ἀλλ' ὃ βούλεται δηλοῦν αὐτῶν
ἕκαστον, κατὰ τὸν οἰκεῖον ἐπιδειχθήσεται τόπον. οὔκουν ἐν τόπῳ
τὸ πρῶτον αἴτιον, ἀλλ' ὑπεράνω καὶ τόπου καὶ χρόνου καὶ ὀνόματος
καὶ νοήσεως. διὰ τοῦτο καὶ ὁ Μωυσῆς φησιν «ἐμφάνισόν μοι σαυ-
τόν», ἐναργέστατα αἰνισσόμενος μὴ εἶναι διδακτὸν πρὸς ἀνθρώπων
μηδὲ ῥητὸν τὸν θεόν, ἀλλ' ἢ μόνῃ τῇ παρ' αὐτοῦ δυνάμει γνωστόν.
ἡ μὲν γὰρ ζήτησις ἀειδὴς καὶ ἀόρατος, ἡ χάρις δὲ τῆς γνώσεως παρ'
αὐτοῦ διὰ τοῦ υἱοῦ. σαφέστατα δὲ ὁ Σολομὼν μαρτυρήσει ἡμῖν ὧδέ
πως λέγων· «φρόνησις ἀνθρώπου οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί, θεὸς δὲ δίδωσί
μοι σοφίαν· ἅγια δὲ ἐπίσταμαι.» αὐτίκα τὴν φρόνησιν θείαν ἀλλη-
γορῶν ὁ Μωυσῆς «ξύλον ζωῆς» ὠνόμασεν ἐν τῷ παραδείσῳ πε-
φυτευμένον, ὃς δὴ παράδεισος καὶ κόσμος εἶναι δύναται, ἐν ᾧ πέφυ-  
κεν τὰ ἐκ δημιουργίας ἅπαντα. ἐν τούτῳ καὶ ὁ λόγος ἤνθησέν τε
79

καὶ ἐκαρποφόρησεν σὰρξ γενόμενος καὶ τοὺς γευσαμένους τῆς χρηστό-


τητος αὐτοῦ ἐζωοποίησεν, ἐπεὶ μηδὲ ἄνευ τοῦ ξύλου εἰς γνῶσιν ἡμῖν
ἀφῖκται· ἐκρεμάσθη γὰρ ἡ ζωὴ ἡμῶν εἰς πίστιν ἡμῶν. καὶ ὅ γε
Σολομὼν πάλιν φησίν· «δένδρον ἀθανασίας ἐστὶ τοῖς ἀντεχομένοις
αὐτῆς.» διὰ τοῦτο λέγει· «ἰδοὺ δίδωμι πρὸ προσώπου σου τὴν ζωὴν

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 6, Ch. 7, sec. 60, subsec. 1, line 4

ἀγρίαις συνεπνίξαντο βοτάναις, καθάπερ οἱ Φαρισαῖοι ἐξετράπησαν


τοῦ νόμου ἀνθρωπίνας παρεισάγοντες διδασκαλίας, τούτων οὐχ ὁ
διδάσκαλος αἴτιος, ἀλλ' οἱ παρακούειν προῃρημένοι. οἱ πεισθέντες
δὲ αὐτῶν τῇ τε τοῦ κυρίου παρουσίᾳ καὶ τῇ τῶν γραφῶν σαφηνείᾳ
ἐν ἐπιγνώσει γίνονται τοῦ νόμου, καθάπερ καὶ οἱ ἀπὸ φιλοσοφίας
διὰ τῆς τοῦ κυρίου διδασκαλίας ἐν ἐπιγνώσει τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας
καθίστανται. «τὰ λόγια γὰρ κυρίου λόγια ἁγνά, ἀργύριον πεπυρω-
μένον δοκίμιον, τῇ γῇ κεκαθαρισμένον ἑπταπλασίως.» ἤτοι ὡς ἄρ-  
γυρος πολλάκις ἀποκαθαρθεὶς εἰς δοκίμιον καθίσταται ὁ δίκαιος,
νόμισμα κυρίου γενόμενος καὶ χάραγμα βασιλικὸν ἀναδεξάμενος, ἤ,
ἐπεὶ καὶ Σολομὼν λέγει «γλῶσσαν δικαίου ἄργυρον πεπυρωμένον»,
τὴν δεδοκιμασμένην καὶ σοφὴν διδασκαλίαν ἐπαινετὴν καὶ ἀποδεκτὴν
τυγχάνει μηνύων, ὅταν ἐκκεκαθαρμένη πλουσίως τυγχάνῃ τῇ γῇ,
τουτέστιν ὅταν πολυτρόπως ἡ γνωστικὴ ψυχὴ ἁγιάζηται κατὰ τὴν
ἀποχὴν τῶν γεωδῶν πυρώσεων. ἁγνίζεται δὲ καὶ τὸ σῶμα, ἐν ᾧ
οἰκεῖ, ἐξιδιοποιούμενον εἰς εἰλικρίνειαν ἁγίου νεώ· ὁ δὲ ἐν τῷ σώ-
ματι καθαρισμὸς τῆς ψυχῆς [πρώτης] πρῶτος οὗτός ἐστιν, ἡ ἀποχὴ
τῶν κακῶν, ἥν τινες τελείωσιν ἡγοῦνται, καὶ ἔστιν ἁπλῶς τοῦ
κοινοῦ πιστοῦ, Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος, ἡ τελείωσις αὕτη· τοῦ δὲ
γνωστικοῦ μετὰ τὴν ἄλλοις νομιζομένην τελείωσιν ἡ δικαιοσύνη εἰς
ἐνέργειαν εὐποιίας προβαίνει· καὶ ὅτῳ δὴ ἡ ἐπίτασις τῆς δικαιοσύνης

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 6, Ch. 11, sec. 93, subsec. 4, line 2

μὴ γὰρ εἶναι διδακτὴν τῆς ἀληθείας, ἐκεῖνα λεκτέον, πρῶτον μέν,


ὅτι καὶ περὶ τὰ μέγιστα τῶν ὄντων πταίουσιν οὗτοι, τουτέστι τὴν
προαίρεσιν τοῦ νοῦ. «οἱ γὰρ φυλάσσοντες», φησίν, «ὁσίως τὰ ὅσια
ὁσιωθήσονται, καὶ οἱ διδαχθέντες αὐτὰ εὑρήσουσιν ἀπολογίαν.» ὁ
γνωστικὸς γὰρ μόνος εὐλόγως πάντα ὁσίως πράξει τὰ πρακτέα, ὡς
μεμάθηκεν κατὰ τὴν τοῦ κυρίου διδασκαλίαν δι' ἀνθρώπων παρα-
λαβών. πάλιν τε αὖ ἀκούειν ἔξεστιν· «ἐν γὰρ χειρὶ αὐτοῦ», τουτέστι
τῇ δυνάμει καὶ σοφίᾳ, «καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ λόγοι ἡμῶν πᾶσά τε φρό-
νησις καὶ ἐργατειῶν ἐπιστήμη.» «οὐθὲν γὰρ ἀγαπᾷ ὁ θεὸς εἰ μὴ
τὸν σοφίᾳ συνοικοῦντα.» ἔπειτα δὲ οὐκ ἀνέγνωσαν τὸ πρὸς τοῦ
Σολομῶντος εἰρημένον. περὶ γὰρ νεὼς κατασκευῆς διαλαβὼν ἄντι-
κρύς φησιν· «τεχνῖτις δὲ σοφία κατεσκεύασεν· ἡ δὲ σή, πάτερ, δια-
κυβερνᾷ πρόνοια.» καὶ πῶς οὐκ ἄλογον τεκτονικῆς καὶ ναυπηγικῆς  
χεῖρον νομίζειν φιλοσοφίαν; τάχα που καὶ ὁ κύριος τὸ πλῆθος ἐκεῖνο
τῶν ἐπὶ τῆς πόας κατακλιθέντων καταντικρὺ τῆς Τιβεριάδος τοῖς
80

ἰχθύσι τοῖς δυσὶ καὶ τοῖς εʹ τοῖς κριθίνοις διέθρεψεν ἄρτοις, αἰνις-
σόμενος τὴν προπαιδείαν Ἑλλήνων τε καὶ Ἰουδαίων πρὸ τοῦ θείου
πυροῦ τῆς κατὰ τὸν νόμον γεωργουμένης τροφῆς· προπετεστέρα γὰρ
εἰς ὥραν θέρους τοῦ πυροῦ μᾶλλον ἡ κριθή. τὴν δὲ ἀνὰ τὸν κλύ-
δωνα τὸν ἐθνικὸν γεννωμένην τε καὶ φερομένην φιλοσοφίαν Ἑλλη-
νικὴν οἱ ἰχθύες ἐμήνυον, εἰς διατροφὴν ἐκτενῆ τοῖς ἔτι χαμαὶ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 6, Ch. 14, sec. 110, subsec. 1, line 1

τὰ πάθη ὁ πιστὸς ἡμῖν μέτεισιν ἐπὶ τὴν βελτίονα τῆς προτέρας


μονῆς, μεγίστην κόλασιν ἐπιφερόμενος τὸ ἰδίωμα τῆς μετανοίας ὧν
ἐξήμαρτεν μετὰ τὸ βάπτισμα. ἀνιᾶται γοῦν ἔτι μᾶλλον ἤτοι μηδέπω
ἢ καὶ μηδ' ὅλως τυγχάνων ὧν ἄλλους ὁρᾷ μετειληφότας. πρὸς δὲ
καὶ ἐπαισχύνεται τοῖς πλημμεληθεῖσιν αὐτῷ, αἳ δὴ μέγισται κολάσεις
εἰσὶ τῷ πιστῷ. ἀγαθὴ γὰρ ἡ τοῦ θεοῦ δικαιοσύνη καὶ δικαία ἐστὶν
ἡ ἀγαθότης αὐτοῦ. κἂν παύσωνται ἄρα που αἱ τιμωρίαι κατὰ τὴν
ἀποπλήρωσιν τῆς ἐκτίσεως καὶ τῆς ἑκάστου ἀποκαθάρσεως, μεγίστην
ἔχουσι παραμένουσαν λύπην οἱ τῆς ἄλλης ἄξιοι εὑρεθέντες αὐλῆς τὴν
ἐπὶ τῷ μὴ συνεῖναι τοῖς διὰ δικαιοσύνην δοξασθεῖσιν.  
 Αὐτίκα ὁ Σολομὼν σοφὸν καλῶν τὸν γνωστικὸν περὶ τῶν θαυ-
μαζόντων αὐτοῦ τὸ ἀξίωμα τῆς μονῆς τάδε φησίν· «ὄψονται γὰρ
τελευτὴν σοφοῦ καὶ οὐ νοήσουσι, τί ἐβουλεύσατο περὶ αὐτοῦ καὶ εἰς
τί ἠσφαλίσατο αὐτὸν ὁ κύριος·» ἐπί τε τῆς δόξης «ἐροῦσιν» αὐτοῦ·
»οὗτος ἦν ὃν ἔσχομέν ποτε εἰς γέλωτα καὶ εἰς παραβολὴν ὀνειδισμοῦ,
οἱ ἄφρονες· τὸν βίον αὐτοῦ ἐλογισάμεθα μανίαν καὶ τὴν τελευτὴν
αὐτοῦ ἄτιμον· πῶς κατελογίσθη ἐν υἱοῖς θεοῦ καὶ ἐν ἁγίοις ὁ κλῆ-
ρος αὐτοῦ ἐστιν;» οὐ μόνον τοίνυν ὁ πιστός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐθνικὸς
δικαιότατα κρίνεται. ἐπειδὴ γὰρ ᾔδει ὁ θεός, ἅτε προγνώστης ὤν,
μὴ πιστεύσοντα τοῦτον, οὐδὲν ἧττον, ὅπως τήν γε καθ' ἑαυτὸν ἀνα-
δέξηται τελείωσιν, ἔδωκεν μὲν φιλοσοφίαν αὐτῷ, ἀλλὰ πρὸ τῆς

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 6, Ch. 14, sec. 114, subsec. 1, line 2

νοήμασι σεμνοῖς καὶ λόγοις ἁγνοῖς καὶ τοῖς δικαίοις ἔργοις. οὕτως
δύναμιν λαβοῦσα κυριακὴν ἡ ψυχὴ μελετᾷ εἶναι θεός, κακὸν μὲν
οὐδὲν ἄλλο πλὴν ἀγνοίας εἶναι νομίζουσα καὶ τῆς μὴ κατὰ τὸν
ὀρθὸν λόγον ἐνεργείας, ἀεὶ δὲ εὐχαριστοῦσα ἐπὶ πᾶσι τῷ θεῷ δι'  
ἀκοῆς δικαίας καὶ ἀναγνώσεως θείας, διὰ ζητήσεως ἀληθοῦς, διὰ
προσφορᾶς ἁγίας, δι' εὐχῆς μακαρίας, αἰνοῦσα, ὑμνοῦσα, εὐλογοῦσα,
ψάλλουσα· οὐ διορίζεταί ποτε τοῦ θεοῦ κατ' οὐδένα καιρὸν ἡ τοιάδε
ψυχή. εἰκότως οὖν εἴρηται· «καὶ οἱ πεποιθότες ἐπ' αὐτῷ συνήσουσιν
ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ.» ὁρᾷς οἷα
περὶ τῶν γνωστικῶν διαλέγεται ἡ σοφία. ἀναλόγως ἄρα καὶ αἱ μοναὶ
ποικίλαι κατ' ἀξίαν τῶν πιστευσάντων. αὐτίκα ὁ Σολομών· «δοθή-
σεται γὰρ αὐτῷ τῆς πίστεως ἡ χάρις ἐκλεκτὴ καὶ κλῆρος ἐν ναῷ
κυρίου θυμηρέστερος.» τὸ συγκριτικὸν γὰρ δείκνυσι μὲν τὰ ὑποβε-
βηκότα ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ, ὅς ἐστιν ἡ πᾶσα ἐκκλησία, ἀπολείπει
δὲ ἐννοεῖν καὶ τὸ ὑπερθετικόν, ἔνθα ὁ κύριός ἐστιν. ταύτας ἐκλεκτὰς
81

οὔσας τὰς τρεῖς μονὰς οἱ ἐν τῷ εὐαγγελίῳ ἀριθμοὶ αἰνίσσονται, ὁ


τριάκοντα καὶ ὁ ἑξήκοντα καὶ ὁ ἑκατόν. καὶ ἡ μὲν τελεία κληρο-
νομία τῶν «εἰς ἄνδρα τέλειον» ἀφικνουμένων κατ' εἰκόνα τοῦ κυ-
ρίου, ἡ δὲ ὁμοίωσις οὐχ, ὥς τινες, ἡ κατὰ τὸ σχῆμα τὸ ἀνθρώπειον
(ἄθεος γὰρ ἥδε ἡ ἐπιφορά) οὐδὲ μὴν ἡ κατ' ἀρετήν, ἡ πρὸς τὸ πρῶ-
τον αἴτιον· ἀσεβὴς γὰρ καὶ ἥδε ἡ ἔκδοσις, τὴν αὐτὴν ἀρετὴν εἶναι

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 6, Ch. 15, sec. 120, subsec. 3, line 1

μοῦ ἀπαθοῦς καὶ ἀμολύντου. εἶδος τοῦτο γνωστικῆς διδασκαλίας,


διαθρεῖν τὰ πράγματα δυναμένης, ἀμέλει καὶ ἐπὶ ἡμέρων δένδρων
τοῦτο μάλιστα χρησιμεύει τὸ εἶδος.
 Δύναται δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου λεγόμενος ἐγκεντρισμὸς εἰς
τὴν καλλιέλαιον γίγνεσθαι, τὸν Χριστὸν αὐτόν, τῆς ἀνημέρου καὶ
ἀπίστου φύσεως καταφυτευομένης εἰς Χριστόν, τουτέστι τῶν εἰς
Χριστὸν πιστευόντων· ἄμεινον δὲ τὴν ἑκάστου πίστιν ἐν αὐτῇ ἐγκεν-
τρίζεσθαι τῇ ψυχῇ. καὶ γὰρ τὸ ἅγιον πνεῦμα ταύτῃ πως μεταφυ-
τεύεται διανενεμημένον κατὰ τὴν ἑκάστου περιγραφὴν ἀπεριγράφως.
περὶ δὲ τῆς γνώσεως ὁ Σολομὼν διαλεγόμενος τάδε φησί· «λαμπρὰ
καὶ ἀμάραντός ἐστιν ἡ σοφία καὶ εὐχερῶς θεωρεῖται ὑπὸ τῶν ἀγα-
πώντων αὐτήν· φθάνει τοὺς ἐπιθυμοῦντας προγνωσθῆναι. ὁ ὀρ-
θρίσας ἐπ' αὐτὴν οὐ κοπιάσει· τὸ γὰρ ἐνθυμηθῆναι περὶ αὐτῆς
φρονήσεως τελειότης, καὶ ὁ ἀγρυπνήσας δι' αὐτὴν ταχέως ἀμέριμνος
ἔσται· ὅτι τοὺς ἀξίους αὐτῆς αὕτη περιέρχεται ζητοῦσα» («οὐ γὰρ
πάντων ἡ γνῶσις») «καὶ ἐν ταῖς τρίβοις φαντάζεται αὐτοῖς εὐ-
μενῶς·» τρίβοι δὲ ἡ τοῦ βίου διεξαγωγὴ καὶ ἡ κατὰ τὰς διαθήκας
πολυειδία. αὐτίκα ἐπιφέρει· «καὶ ἐν πάσῃ ἐπινοίᾳ ὑπαντᾷ αὐτοῖς»,
ποικίλως θεωρουμένη, διὰ πάσης δηλονότι παιδείας. εἶτα ἐπιλέγει,
τὴν τελειωτικὴν ἀγάπην παρατιθέμενος, διὰ λόγου συλλογιστικοῦ καὶ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 6, Ch. 16, sec. 138, subsec. 4, line 1

ἀναπαύλης δὲ ἡμεῖς οἱ σαρκοφοροῦντες δεόμεθα. ἡ ἑβδόμη τοίνυν


ἡμέρα ἀνάπαυσις κηρύσσεται, ἀποχῇ κακῶν ἑτοιμάζουσα τὴν ἀρχέ-  
γονον ἡμέραν τὴν τῷ ὄντι ἀνάπαυσιν ἡμῶν, ἣ δὴ καὶ πρώτη τῷ
ὄντι φωτὸς γένεσις, ἐν ᾧ τὰ πάντα συνθεωρεῖται καὶ πάντα κλη-
ρονομεῖται. ἐκ ταύτης τῆς ἡμέρας ἡ πρώτη σοφία καὶ ἡ γνῶσις
ἡμῖν ἐλλάμπεται· τὸ γὰρ φῶς τῆς ἀληθείας φῶς ἀληθές, ἄσκιον,
ἀμερῶς μεριζόμενον πνεῦμα κυρίου εἰς τοὺς διὰ πίστεως ἡγιασμένους,
λαμπτῆρος ἐπέχον τάξιν εἰς τὴν τῶν ὄντων ἐπίγνωσιν. ἀκολου-
θοῦντες οὖν αὐτῷ δι' ὅλου τοῦ βίου ἀπαθεῖς καθιστάμεθα, τὸ δέ
ἐστιν ἀναπαύσασθαι. διὸ καὶ Σολομὼν πρὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ
πάντων τῶν ὄντων τῷ παντοκράτορι γεγονέναι τὴν σοφίαν λέγει,
ἧς ἡ μέθεξις (ἡ κατὰ δύναμιν, οὐ κατ' οὐσίαν λέγω) θείων καὶ
ἀνθρωπίνων καταληπτικῶς ἐπιστήμονα εἶναι διδάσκει. ἐνταῦθα
γενομένους ἐν παρέργῳ καὶ ταῦτα ὑπομνηστέον, ἐπεὶ περὶ ἑβδομάδος
καὶ ὀγδοάδος ὁ λόγος παρεισῆλθε· κινδυνεύει γὰρ ἡ μὲν ὀγδοὰς ἑβ-
δομὰς εἶναι κυρίως, ἑξὰς δὲ ἡ ἑβδομὰς κατά γε τὸ ἐμφανές, καὶ ἣ
82

μὲν κυρίως εἶναι σάββατον, ἐργάτις δὲ ἡ ἑβδομάς· ἥ τε γὰρ κοσμο-


γονία ἐν ἓξ περαιοῦται ἡμέραις, ἥ τε ἀπὸ τροπῶν ἐπὶ τροπὰς κίνησις
τοῦ ἡλίου ἐν ἓξ συντελεῖται μησί, καθ' ἣν πῇ μὲν φυλλορροεῖ, πῇ
δὲ βλαστάνει τὰ φυτὰ καὶ αἱ τῶν σπερμάτων γίνονται τελειώσεις.

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 6, Ch. 16, sec. 146, subsec. 2, line 5

κατὰ τὴν δι' αὐτοῦ γνῶσιν παραδιδομένην τὴν θείαν ἑστίασιν εὐω-
χηθῶμεν. ἡμέρα γὰρ εἴρηται ὁ φωτίζων τὰ ἐπικεκρυμμένα λόγος
καὶ δι' οὗ εἰς φῶς καὶ γένεσιν ἕκαστον τῶν κτισμάτων παρῆλθεν.
καὶ ὅλως ἡ δεκάλογος διὰ τοῦ ἰῶτα στοιχείου τὸ ὄνομα τὸ μακάριον
δηλοῖ, λόγον ὄντα τὸν Ἰησοῦν παριστῶσα.
 Ὁ δὲ πέμπτος ἑξῆς ἐστι λόγος περὶ τιμῆς πατρὸς καὶ μητρός.  
πατέρα δὲ καὶ κύριον τὸν θεὸν λέγει σαφῶς. διὸ καὶ τοὺς ἐπιγνόν-
τας αὐτὸν υἱοὺς ἀναγορεύει καὶ θεούς. κύριος οὖν καὶ πατὴρ ὁ
κτίστης πάντων, μήτηρ δὲ οὐχ, ὥς τινες, ἡ οὐσία ἐξ ἧς γεγόναμεν,
οὐδ', ὡς ἕτεροι ἐκδεδώκασιν, ἡ ἐκκλησία, ἀλλ' ἡ θεία γνῶσις καὶ ἡ
σοφία, ὥς φησι Σολομών, μητέρα δικαίων ἀνακαλῶν τὴν σοφίαν.
καὶ ἔστι δι' αὑτὴν αἱρετή. πᾶν τε αὖ τὸ καλὸν καὶ σεμνὸν παρὰ
τοῦ θεοῦ δι' υἱοῦ γιγνώσκεται.
 Ἕπεται τούτῳ ὁ περὶ μοιχείας λόγος. μοιχεία δ' ἐστίν, ἐάν τις
καταλιπὼν τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ ἀληθῆ γνῶσιν καὶ τὴν περὶ θεοῦ
διάληψιν ἐπὶ τὴν μὴ προσήκουσαν ἔρχηται ψευδῆ δόξαν, ἤτοι θεο-
ποιῶν τι τῶν γενητῶν ἢ καὶ ἀνειδωλοποιῶν τι τῶν μὴ ὄντων εἰς
ὑπέρβασιν, μᾶλλον δὲ ἔκβασιν γνώσεως. ἀλλοτρία δὲ τοῦ γνωστικοῦ
ἡ ψευδὴς δόξα ὥσπερ ἡ ἀληθὴς οἰκεία τε καὶ σύζυγος. διόπερ καὶ
ὁ γενναῖος ἀπόστολος ἕν τι τῶν τῆς πορνείας εἰδῶν τὴν εἰδωλο-
λατρείαν καλεῖ ἀκολούθως τῷ προφήτῃ λέγοντι·

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 7, Ch. 16, sec. 105, subsec. 1, line 1

τῆς γνώσεως ἔργῳ τε καὶ λόγῳ. διὸ καὶ ἐπήγαγεν· «ἀλλ' οὐκ ἐν
πᾶσιν αὐτοῖς ηὐδόκησεν.» τίς οὗτος; ὁ εἰπών· «τί με λέγετε «κύριε»
καὶ οὐ ποιεῖτε τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου;» τουτέστι τὴν διδασκαλίαν
τοῦ σωτῆρος, ἥτις ἐστὶ βρῶμα ἡμῶν πνευματικὸν καὶ πόμα δίψαν
οὐκ ἐπιστάμενον, «ὕδωρ ζωῆς» γνωστικῆς. ναί, φασίν, ἡ γνῶσις
εἴρηται φυσιοῦν. πρὸς οὕς φαμεν· τάχα μὲν ἡ δοκοῦσα γνῶσις φυ-  
σιοῦν λέγεται, εἴ τις τετυφῶσθαι τὴν λέξιν ἑρμηνεύειν ὑπολάβοι· εἰ
δέ, ὅπερ καὶ μᾶλλον, τὸ μεγαλείως τε καὶ ἀληθῶς φρονεῖν μηνύει ἡ
τοῦ ἀποστόλου φωνή, λέλυται μὲν τὸ ἠπορημένον· ἑπόμενοι δ' οὖν
ταῖς γραφαῖς κυρώσωμεν τὸ εἰρημένον.
 »Ἡ σοφία», φησὶν ὁ Σολομών, «ἐνεφυσίωσεν τὰ ἑαυτῆς τέκνα.»
οὐ δήπου γὰρ τῦφον ἐνεποίησεν ὁ κύριος τοῖς μειρακίοις κατὰ τὴν
διδασκαλίαν, ἀλλὰ τὸ ἐπὶ τῇ ἀληθείᾳ πεποιθέναι, καὶ εἶναι μεγαλό-
φρονα ἐν γνώσει τῇ διὰ τῶν γραφῶν παραδιδομένῃ ὑπεροπτικόν
τε τῶν εἰς ἁμαρτίαν ὑποσυρόντων παρασκευάζει, ὃ σημαίνει ἡ «ἐνε-
φυσίωσε» λέξις, μεγαλοπρέπειαν τῆς σοφίας τοῖς κατὰ τὴν μάθησιν
τέκνοις ἐμφυτευσάσης δι' ὧν διδάσκει. αὐτίκα φησὶν ὁ ἀπόστολος· «καὶ
83

γνώσομαι οὐ τὸν λόγον τῶν πεφυσιωμένων, ἀλλὰ τὴν δύναμιν», εἰ


μεγαλοφρόνως (ὅπερ ἐστὶν ἀληθῶς· ἀληθείας δὲ μεῖζον οὐδὲν) τὰς
γραφὰς συνίετε. ἐνταῦθα γὰρ ἡ δύναμις τῶν πεφυσιωμένων τέκνων
τῆς σοφίας. οἷον, εἴσομαι, φησίν, εἰ δικαίως ἐπὶ τῇ γνώσει

Κλήμης Αλεξανδρινός. Eclogae propheticae Ch. 53, sec. 3, line 1

καταφυγή μου.» τὴν ποίησιν οὖν τῶν χειρῶν αὐτοῦ αὐτὸ τὸ στε-
ρέωμα ἀναγγέλλει, τοῦτ' ἔστιν δείκνυσι καὶ φαίνει τὴν ποίησιν τῶν
ἀγγέλων αὐτοῦ· ἀναγγέλλει γὰρ καὶ δείκνυσιν οὓς ἐποίησεν.
 »Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ ἐρεύγεται ῥῆμα.» ὡς οἱ οὐρανοὶ πολλαχῶς,
οὕτως καὶ ἡ ἡμέρα. ῥῆμα δὲ ὁ κύριος, καὶ ὁ αὐτὸς δὲ ἡμέρα πολλαχῇ
εἴρηται. «καὶ νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει γνῶσιν.» ὁ διάβολος ᾔδει ἐλευ-  
σόμενον τὸν κύριον, εἰ δὲ ὁ Ἰησοῦς αὐτὸς εἴη, οὐκ ἠπίστατο· διὸ
καὶ ἐπείραζεν αὐτόν, ἵνα γνῷ· † εἰ δυνατός ἐστιν, ἐᾶν φησι· «καὶ
ἀπέστη ἀπ' αὐτοῦ εἰς καιρόν», τουτέστιν ἀνεβάλλετο τὴν εὕρεσιν εἰς
τὴν ἀνάστασιν. ᾔδει γὰρ τοῦτον εἶναι τὸν κύριον τὸν ἀναστησό-
μενον. ὁμοίως καὶ οἱ δαίμονες, ἐπεὶ καὶ Σολομῶνα ὑπώπτευσαν
εἶναι τὸν κύριον, ἔγνωσαν δὲ μὴ εἶναι, ἁμαρτόντος αὐτοῦ. «νὺξ
νυκτί·» πάντες οἱ δαίμονες ἔγνωσαν ὅτι κύριος ἦν ὁ ἀναστὰς μετὰ
τὸ πάθος. ἤδη δὲ καὶ Ἐνώχ φησιν τοὺς παραβάντας ἀγγέλους διδάξαι
τοὺς ἀνθρώπους ἀστρονομίαν καὶ μαντικὴν καὶ τὰς ἄλλας τέχνας.
 »Οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ λόγοι, ὧν οὐκ ἀκούονται αἱ φωναὶ αὐτῶν»,
οὔτε τῶν ἡμερῶν οὔτε τῶν νυκτῶν. «εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν
ὁ φθόγγος αὐτῶν.» μετήνεγκεν τὸν λόγον ἐπὶ μόνους τοὺς ἁγίους,
οὓς οὐρανούς τε εἴρηκεν καὶ ἡμέρας.

Κλήμης Αλεξανδρινός. Fragmenta Fragment 36, line 5

codex Lawra 184 B. 64 (10. Jahrh.) f. 41v nach von der Goltz, Eine
textkritische Arbeit des 10. bez. 6. Jahrhunderts, TU NF II 4 S. 48.
 »Ὃ λύει τὸν Ἰησοῦν.» οὕτως ὁ Εἰρηναῖος ἐν τῷ τρίτῳ κατὰ
τὰς αἱρέσεις λόγῳ καὶ Ὠριγένης σαφῶς ἐν τῷ ηʹ τόμῳ τῶν εἰς τὴν
πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ἐξηγητικῶν καὶ Κλήμης ὁ Στρωματεὺς ἐν τῷ
Περὶ τοῦ πάσχα λόγῳ.
 Nikephoros von Konstantinopel, Antirrhesis gegen Konstantinos
Kopronymos, unter den am Schlusse des 3. Buchs angehängten Väter-
citaten, veröff. von N. le Nourry, Apparatus ad bibl. patrum I. Col. 1334.
 Κλήμεντος πρεσβυτέρου Ἀλεξανδρείας ἐκ τοῦ Κατὰ ἰουδαϊζόντων.
 Σολομὼν ὁ τοῦ Δαβὶδ παῖς ἐν ταῖς Βασιλείαις ἐπιγραφομέναις
τὴν τοῦ ἀληθινοῦ νεὼ κατασκευὴν συνεὶς οὐ μόνον ἐπουράνιον εἶναι
καὶ πνευματικήν, ἤδη δὲ καὶ εἰς τὴν σάρκα διαφέρειν, ἣν ἔμελλεν
οἰκοδομεῖν ὁ τοῦ Δαβὶδ υἱός τε καὶ κύριος εἴς τε τὴν αὑτοῦ παρου-
σίαν, ἔνθα καθιδρύεσθαι καθάπερ τι ἄγαλμα ἔμψυχον διεγνώκει, εἴς
τε τὴν κατὰ σύνοδον πίστεως ἐγειρομένην ἐκκλησίαν, κατὰ λέξιν
λέγει· «εἰ ἀληθῶς ἄρα κατοικήσει θεὸς μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς,»
κατοικεῖ δὲ ἐπὶ τῆς γῆς, σάρκα περιβαλλόμενος, καὶ μετὰ ἀνθρώπων
αὐτῷ κατοίκησις γίνεται ἐν τῆ κατὰ τοὺς δικαίους συνθέσει τε καὶ  
84

ἁρμονίᾳ, νεὼν ἅγιον ἐργαζομένω τε καὶ ἀνιστάντι. γῆ γὰρ οἱ δίκαιοι,


τὴν γῆν ἔτι περικείμενοι καὶ [γῆ] ὡς πρὸς τὸ μέγεθος παραβαλλό

Nicolaus Hist., Fragmenta Fragment 93, line 15

γυρίου λάβοι τρισχίλια τάλαντα, κειμένων πολὺ πλειό-


νων ἔτι, καὶ δυναμένων εἰς ἅπαν ἐπαρκέσαι ταῖς χο-
ρηγίαις, ἐκ πλείονος μὲν δι' ἐννοίας εἶχε τὴν ἐπιχείρησιν,
ἐν δὲ τῷ τότε, νυκτὸς ἀνοίξας τὸν τάφον εἰσέρχεται,
πραγματευσάμενος ἥκιστα μὲν ἐν τῇ πόλει φανερὸς εἶ-
ναι, παρειληφὼς δὲ τοὺς πιστοτάτους τῶν φίλων. Ἀπο-
θέσιμα μὲν οὖν χρήματα, καθάπερ Ὑρκανὸς, οὐχ εὗρε,
κόσμον δὲ χρυσοῦ καὶ κειμηλίων πολὺν, ὃν ἀνείλετο
πάντα. Σπουδὴν δ' εἶχεν, ἐπιμελεστέραν ποιούμενος
τὴν ἔρευναν, ἐνδοτέρω τε χωρεῖν, καὶ κατὰ τὰς θήκας,
ἐν αἷς ἦν τοῦ Δαυΐδου καὶ τοῦ Σολομῶνος τὰ σώματα.
Καὶ δύο μὲν αὐτῷ τῶν δορυφόρων διεφθάρησαν, φλογὸς
ἔνδοθεν εἰσιοῦσιν ἀπαντώσης, ὡς ἐλέγετο· περίφοβος
δ' αὐτὸς ἐξῄει, καὶ τοῦ δέους ἱλαστήριον μνῆμα λευκῆς
πέτρας ἐπὶ τῷ στομίῳ κατεσκευάσατο, πολυτελὲς τῇ
δαπάνῃ. Τούτου καὶ Νικόλαος, ὁ κατ' αὐτὸν ἱστο-
ριογράφος, μέμνηται τοῦ κατασκευάσματος, οὐ μὴν
ὅτι κατῆλθεν, οὐκ εὐπρεπῆ τὴν πρᾶξιν ἐπιστάμενος.
Διατελεῖ δὲ καὶ τὰ ἄλλα τοῦτον τὸν τρόπον χρώμενος τῇ
γραφῇ. Ζῶν τε γὰρ ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ συνὼν αὐτῷ,
κεχαρισμένως ἐκείνῳ καὶ καθ' ὑπηρεσίαν ἀνέγραφε, μό

Rhetorica Anonyma, Περὶ ποιητικῶν τρόπων Vol. 3, p. 212, line 29

 ιηʹ. ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΙΣ.

 Ἀνταπόδοσις δέ ἐστιν ἡ τῶν ἐν τῇ παραβολῇ εἰρη-


μένων προσδιασάφησις καὶ εὐκρίνεια δεικνύουσα κατὰ
σύγκρισιν τόν τε σκοπὸν καὶ τὴν τῆς παραβολῆς χρείαν,
καὶ ἔτι διέγερσιν καὶ μίμησιν, οἷον ἐκείνου τοῦ Σο-
λομῶντος, μίμησαι τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρὲ νεανία.  
ἐλεγκτικῶς γὰρ παροξύνει δεικνὺς ἡττώμενον τοῦ μύρ-
μηκος καὶ πρὸς τὸν ὅμοιον ἐνάγων ζῆλον, καὶ τὸ ποιη-
τικὸν αὐτοῦ ἀλλ' οὐ τὴν φύσιν ζηλοῦν ἐγκελευόμενος.

ιθʹ. ΑΝΤΟΝΟΜΑΣΙΑ.

 Ἀντονομασία ἐστὶ λόγος δι' ἐπιθέτων ἢ τῶν ὁμοίων


αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ κύριον δηλῶν, ὃ ποιοῦμεν, ὅταν
δύο ἢ καὶ πλειόνων ἡμῖν ἐγνωσμένων ἀνθρώπων καὶ
85

τὰ κύρια ὀνόματα ἐχόντων τὰ αὐτὰ βουληθῶμεν ἑνὸς


τούτων μνήμην ποιήσασθαι πρὸς ἕτερόν τινα, μὴ τὸ
κύριον ὄνομα λέγωμεν διὰ τὴν ὁμωνυμίαν, ἀλλ' ἐκ τῶν

Xenocrates Phil., Testimonia, doctrina et fragmenta Fragment 259, line 1

πολλοῦ δεήσομεν ἀλλήλους κατεσθίειν καὶ θηρίων βίον ζῆν·


φοβησόμεθα γὰρ τὰ αἰσχρὰ καὶ τιμήσομεν ἐπὶ τῷ καλῷ
δικαιοσύνην, θεοὺς ἄρχοντας ἀγαθοὺς καὶ δαίμονας ἔχειν
τοῦ βίου φύλακας ἡγούμενοι καὶ τὸν ὑπὲρ γῆς καὶ ὑπὸ
γῆν χρυσὸν ἀρετῆς ἀντάξιον μὴ τιθέμενοι καὶ ποιοῦντες
ἑκουσίως διὰ τὸν λόγον, ᾗ φησι Ξενοκράτης, ἃ νῦν ἄκον-
τες διὰ τὸν νόμον.  
Ξενοκράτης ὁ φιλόσοφος ἐρωτηθείς τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ
φιλοσοφίας ἔφη· τὸ τὰ ὑπὸ τῶν νόμων προστεταγμένα
ἑκουσίως ποιεῖν.
εἰκότως οὖν εἴρηται παρὰ τῷ Σολομῶντι σοφία ἐν στόματι
πιστῶν, ἐπεὶ καὶ Ξενοκράτης ἐν τῷ Περὶ Φρονήσεως τὴν
σοφίαν ἐπιστήμην τῶν πρώτων αἰτίων καὶ τῆς νοητῆς
οὐσίας εἶναί φησι, τὴν φρόνησιν ἡγούμενος διττήν, τὴν μὲν
πρακτικήν, τὴν δὲ θεωρητικήν, ἣν δὴ σοφίαν ὑπάρχειν
ἀνθρωπίνην. διόπερ ἡ μὲν σοφία φρόνησις, οὐ μὴν πᾶσα
φρόνησις σοφία.
Ὁμοίως δὲ καὶ ἐν τοῖς περὶ φιλοσοφίας διώρισται αὐτὸ
μὲν τὸ ζῶον ἐξ αὐτῆς τῆς τοῦ ἑνὸς ἰδέας εἶναι καὶ τοῦ
πρώτου μήκους καὶ πλάτους καὶ βάθους, τὰς δ' ἄλλας
ὁμοιοτρόπως. τὴν γὰρ ἀσώματον φύσιν τοῦ μὲν συνεχοῦς

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 34, sec. 1, line 3

κάτας αὐτῷ προσενέγκαντα Ἀβραὰμ εὐλόγησεν, οὕτως τὸν αἰώ-


νιον αὐτοῦ ἱερέα καὶ κύριον ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος καλού-
μενον, ὁ θεὸς τῶν ἐν ἀκροβυστίᾳ γενήσεσθαι ἐδήλου· καὶ τοὺς
ἐν περιτομῇ προσιόντας αὐτῷ τοῦτ' ἔστι πιστεύοντας αὐτῷ
καὶ τὰς εὐλογίας παρ' αὐτοῦ ζητοῦντας, καὶ αὐτοὺς προσδέξεται
καὶ εὐλογήσει. καὶ ὅτι ταπεινὸς ἔσται πρῶτον ἄνθρωπος, εἶτα
ὑψωθήσεται, τὰ ἐπὶ τέλει τοῦ ψαλμοῦ δηλοῖ. Ἐκ χειμάρρου γὰρ
ἐν ὁδῷ πίεται, καὶ ἅμα· Διὰ τοῦτο ὑψώσει κεφαλήν.
 Ἔτι δὲ καὶ πρὸς τὸ πεῖσαι ὑμᾶς ὅτι τῶν γραφῶν
οὐδὲν συνήκατε, καὶ ἄλλου ψαλμοῦ τῷ Δαυεὶδ ὑπὸ τοῦ ἁγίου
πνεύματος εἰρημένου ἀναμνήσομαι, ὃν εἰς Σολομῶνα, τὸν γε-
νόμενον καὶ αὐτὸν βασιλέα ὑμῶν, εἰρῆσθαι λέγετε· εἰς δὲ τὸν
Χριστὸν ἡμῶν καὶ αὐτὸς εἴρηται. ὑμεῖς δὲ ἀπὸ τῶν ὁμωνύμων
λέξεων ἑαυτοὺς ἐξαπατᾶτε. ὅπου γὰρ ὁ νόμος τοῦ κυρίου ἄμω-
μος εἴρηται, οὐχὶ τὸν μετ' ἐκεῖνον μέλλοντα ἀλλὰ τὸν διὰ Μωυ-
σέως ἐξηγεῖσθε, τοῦ θεοῦ βοῶντος καινὸν νόμον καὶ καινὴν
διαθήκην διαθήσεσθαι.
         καὶ ὅπου λέλεκται· Ὁ θεός, τὸ κρίμα
86

σου τῷ βασιλεῖ δός, ἐπειδὴ βασιλεὺς Σολομὼν γέγονεν, εἰς


αὐτὸν τὸν ψαλμὸν εἰρῆσθαί φατε, τῶν λόγων τοῦ ψαλμοῦ
διαρρήδην κηρυσσόντων εἰς τὸν αἰώνιον βασιλέα, τοῦτ' ἔστιν

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 34, sec. 7, line 2

         ἔσται τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογη-


μένον εἰς τοὺς αἰῶνας· πρὸ τοῦ ἡλίου διαμένει. καὶ ἐνευλογη-
θήσονται ἐν αὐτῷ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς· πάντα τὰ ἔθνη μα-
καριοῦσιν αὐτόν. εὐλογητὸς κύριος, ὁ θεὸς Ἰσραήλ, ὁ ποιῶν
θαυμάσια μόνος, καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ
εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· καὶ πληρωθήσεται
τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ. γένοιτο, γένοιτο. καὶ ἐπὶ τέλει
τοῦ ψαλμοῦ τούτου, οὗ ἔφην, γέγραπται· Ἐξέλιπον οἱ ὕμνοι
Δαυείδ, υἱοῦ Ἰεσσαί.
         καὶ ὅτι μὲν βασιλεὺς ἐγένετο
καὶ μέγας ὁ Σολομών, ἐφ' οὗ ὁ οἶκος Ἰερουσαλὴμ ἐπικληθεὶς
ἀνῳκοδομήθη, ἐπίσταμαι. ὅτι δὲ οὐδὲν τῶν ἐν τῷ  
ψαλμῷ εἰρημένων συνέβη αὐτῷ, φαίνεται. οὔτε γὰρ πάντες οἱ
βασιλεῖς προσεκύνησαν αὐτῷ, οὔτε μέχρι τῶν περάτων τῆς οἰκου-
μένης ἐβασίλευσεν, οὔτε οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πε-
σόντες χοῦν ἔλειξαν.

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 36, sec. 2, line 7

καὶ λίθος κέκληται, καὶ ἔνδοξος μετὰ τὴν πρώτην αὐτοῦ πα-
ρουσίαν, ἐν ᾗ παθητὸς φαίνεσθαι κεκήρυκτο, ἐλευσόμενος καὶ  
κριτὴς πάντων λοιπὸν καὶ αἰώνιος βασιλεὺς καὶ ἱερεὺς γενησό-
μενος· εἰ οὗτος δέ ἐστι περὶ οὗ ταῦτα προεφητεύθη, ἀπόδειξον.
 Κἀγώ· Ὡς βούλει, ὦ Τρύφων, ἐλεύσομαι πρὸς ἃς βούλει
ταύτας ἀποδείξεις ἐν τῷ ἁρμόζοντι τόπῳ, ἔφην· τὰ νῦν δὲ συγχω-
ρήσεις μοι πρῶτον ἐπιμνησθῆναι ὧνπερ βούλομαι προφητειῶν,
εἰς ἐπίδειξιν ὅτι καὶ θεὸς καὶ κύριος τῶν δυνάμεων ὁ Χριστὸς
καὶ Ἰακὼβ καλεῖται ἐν παραβολῇ ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος, καὶ
οἱ παρ' ὑμῖν ἐξηγηταί, ὡς θεὸς βοᾷ, ἀνόητοί εἰσι, μὴ εἰς τὸν
Χριστὸν εἰρῆσθαι λέγοντες ἀλλ' εἰς Σολομῶνα, ὅτε εἰσέφερε
τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου εἰς τὸν ναὸν ὃν ᾠκοδόμησεν.
         ἔστι
δὲ ψαλμὸς τοῦ Δαυεὶδ οὗτος· Τοῦ κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα
αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. αὐτὸς
ἐπὶ θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτήν, καὶ ἐπὶ ποταμῶν ἡτοίμασεν
αὐτήν. τίς. ἀναβήσεται εἰς τὸ ὄρος τοῦ κυρίου, ἢ τίς στήσεται
ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ; ἀθῷος χερσὶ καὶ καθαρὸς τῇ

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 36, sec. 5, line 2


87

παρὰ κυρίου καὶ ἐλεημοσύνην παρὰ θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ. αὕτη


ἡ Γενεὰ ζητούντων τὸν κύριον, ζητούντων τὸ πρόσωπον τοῦ
θεοῦ Ἰακώβ. ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε,
πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. τίς ἐστιν
οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; κύριος κραταιὸς καὶ δυνατὸς ἐν
πολέμῳ. ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι
αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. τίς ἐστιν οὗτος
ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ
βασιλεὺς τῆς δόξης.
         κύριος οὖν τῶν δυνάμεων ὅτι οὐκ ἔστιν
ὁ Σολομὼν ἀποδέδεικται· ἀλλὰ ὁ ἡμέτερος Χριστὸς ὅτε ἐκ
νεκρῶν ἀνέστη καὶ ἀνέβαινεν εἰς τὸν οὐρανόν, κελεύονται οἱ
ἐν τοῖς οὐρανοῖς ταχθέντες ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἄρχοντες ἀνοῖξαι τὰς
πύλας τῶν οὐρανῶν, ἵνα εἰσέλθῃ οὗτος ὅς ἐστι βασιλεὺς τῆς
δόξης, καὶ ἀναβὰς καθίσῃ ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρός, ἕως ἂν θῇ τοὺς
ἐχθροὺς ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὡς διὰ τοῦ ἄλλου ψαλμοῦ
δεδήλωται.

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 36, sec. 6, line 7

πύλας τῶν οὐρανῶν, ἵνα εἰσέλθῃ οὗτος ὅς ἐστι βασιλεὺς τῆς


δόξης, καὶ ἀναβὰς καθίσῃ ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρός, ἕως ἂν θῇ τοὺς
ἐχθροὺς ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὡς διὰ τοῦ ἄλλου ψαλμοῦ
δεδήλωται.
         ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἐν οὐρανῷ ἄρχοντες ἑώρων ἀειδῆ  
καὶ ἄτιμον τὸ εἶδος καὶ ἄδοξον ἔχοντα αὐτόν, οὐ γνω-
ρίζοντες αὐτόν, ἐπυνθάνοντο· Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς
δόξης; καὶ ἀποκρίνεται αὐτοῖς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἢ ἀπὸ προ-
σώπου τοῦ πατρὸς ἢ ἀπὸ τοῦ ἰδίου· Κύριος τῶν δυνάμεων,
αὐτὸς οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. ὅτι γὰρ οὔτε περὶ
Σολομῶνος, ἐνδόξου οὕτω βασιλέως ὄντος, οὔτε περὶ τῆς σκη-
νῆς τοῦ μαρτυρίου τῶν ἐφεστώτων ταῖς πύλαις τοῦ ναοῦ τῶν
Ἰεροσολύμων ἐτόλμησεν ἄν τις εἰπεῖν· Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασι-
λεὺς τῆς δόξης; πᾶς ὁστισοῦν ὁμολογήσει.
 Καὶ ἐν διαψάλματι τεσσαρακοστοῦ ἕκτου ψαλμοῦ,
ἔφην, εἰς τὸν Χριστὸν οὕτως εἴρηται· Ἀνέβη ὁ θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ,
κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος. ψάλατε τῷ θεῷ ἡμῶν, ψάλατε· ψά-
λατε τῷ βασιλεῖ ἡμῶν, ψάλατε. ὅτι βασιλεὺς πάσης τῆς γῆς ὁ
θεός, ψάλατε συνετῶς. ἐβασίλευσεν ὁ θεὸς ἐπὶ τὰ ἔθνη, ὁ θεὸς
κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῦ. ἄρχοντες λαῶν συνήχθησαν
μετὰ τοῦ θεοῦ Ἀβραάμ, ὅτι τοῦ θεοῦ οἱ κραταιοὶ τῆς γῆς σφόδρα
Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 61, sec. 3, line 4

ὁποῖον καὶ ἐφ' ἡμῶν γινόμενον ὁρῶμεν; λόγον γάρ τινα προ-
βάλλοντες, λόγον γεννῶμεν, οὐ κατὰ ἀποτομήν, ὡς ἐλαττωθῆ-
ναι τὸν ἐν ἡμῖν λόγον, προβαλλόμενοι. καὶ ὁποῖον
ἐπὶ πυρὸς ὁρῶμεν ἄλλο γινόμενον, οὐκ ἐλαττουμένου ἐκείνου
ἐξ οὗ ἡ ἄναψις γέγονεν, ἀλλὰ τοῦ αὐτοῦ μένοντος, καὶ τὸ ἐξ
88

αὐτοῦ ἀναφθὲν καὶ αὐτὸ ὂν φαίνεται, οὐκ ἐλαττῶσαν ἐκεῖνο ἐξ


οὗ ἀνήφθη.
         μαρτυρήσει δέ μοι ὁ λόγος τῆς σοφίας, αὐτὸς
ὢν οὗτος ὁ θεὸς ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων γεννηθείς, καὶ λόγος
καὶ σοφία καὶ δύναμις καὶ δόξα τοῦ γεννήσαντος ὑπάρχων, καὶ
διὰ Σολομῶνος φήσαντος ταῦτα· Ἐὰν ἀναγγείλω ὑμῖν τὰ καθ'
ἡμέραν γινόμενα, μνημονεύσω τὰ ἐξ αἰῶνος ἀριθμῆσαι. κύριος
ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ. πρὸ τοῦ αἰῶνος
ἐθεμελίωσέ με ἐν ἀρχῇ, πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι καὶ πρὸ τοῦ
τὰς ἀβύσσους ποιῆσαι, πρὸ τοῦ τὰς πηγὰς προελθεῖν τῶν ὑδά-
των, πρὸ τοῦ τὰ ὄρη ἑδρασθῆναι· πρὸ δὲ πάντων τῶν βουνῶν  
γεννᾷ με.
            ὁ θεὸς ἐποίησε χώραν καὶ ἀοίκητον καὶ ἄκρα οἰ-
κούμενα ὑπ' οὐρανόν. ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπα-
ρήμην αὐτῷ· καὶ ὅτε ἀφώριζε τὸν αὐτοῦ θρόνον ἐπ' ἀνέμων,
ἡνίκα ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ ἄνω νέφη καὶ ὡς ἀσφαλεῖς ἐποίει πηγὰς

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 62, sec. 4, line 3

         εἰσὶ δὲ οἱ λόγοι οὗτοι· Καὶ εἶπεν  


ὁ θεός· Ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν τοῦ γινώσκειν
καλὸν καὶ πονηρόν. οὐκοῦν εἰπὼν Ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, καὶ ἀριθμὸν
τῶν ἀλλήλοις συνόντων, καὶ τὸ ἐλάχιστον δύο μεμήνυκεν. οὐ
γὰρ ὅπερ ἡ παρ' ὑμῖν λεγομένη αἵρεσις δογματίζει φαίην ἂν
ἐγὼ ἀληθὲς εἶναι, ἢ οἱ ἐκείνης διδάσκαλοι ἀποδεῖξαι δύνανται
ὅτι ἀγγέλοις ἔλεγεν ἢ ὅτι ἀγγέλων ποίημα ἦν τὸ σῶμα τὸ ἀν-
θρώπειον.
         ἀλλὰ τοῦτο τὸ τῷ ὄντι ἀπὸ τοῦ πατρὸς προβληθὲν
γέννημα πρὸ πάντων τῶν ποιημάτων συνῆν τῷ πατρί, καὶ τούτῳ
ὁ πατὴρ προσομιλεῖ, ὡς ὁ λόγος διὰ τοῦ Σολομῶνος ἐδήλωσεν,
ὅτι καὶ ἀρχὴ πρὸ πάντων τῶν ποιημάτων τοῦτ' αὐτὸ καὶ γέννημα
ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐγεγέννητο, ὃ σοφία διὰ Σολομῶνος καλεῖται, καὶ δι'
ἀποκαλύψεως τῆς γεγενημένης Ἰησοῦ τῷ τοῦ Ναυῆ τοῦτο αὐτὸ
εἰπόντος. ἵνα δὲ καὶ ἐκ τούτων φανερὸν ὑμῖν γένηται ὃ λέγω,
ἀκούσατε καὶ τῶν ἀπὸ τοῦ βιβλίου Ἰησοῦ.
         ἔστι
δὲ ταῦτα· Καὶ ἐγένετο ὡς ἦν Ἰησοῦς ἐν Ἰεριχώ, ἀναβλέψας τοῖς
ὀφθαλμοῖς ὁρᾷ ἄνθρωπον ἑστηκότα κατέναντι αὐτοῦ. καὶ προσελ-
θὼν ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἡμέτερος εἶ ἢ τῶν ὑπεναντίων;
καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐγὼ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως κυρίου, νῦν παρα

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 62, sec. 4, line 5

καλὸν καὶ πονηρόν. οὐκοῦν εἰπὼν Ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, καὶ ἀριθμὸν


τῶν ἀλλήλοις συνόντων, καὶ τὸ ἐλάχιστον δύο μεμήνυκεν. οὐ
γὰρ ὅπερ ἡ παρ' ὑμῖν λεγομένη αἵρεσις δογματίζει φαίην ἂν
ἐγὼ ἀληθὲς εἶναι, ἢ οἱ ἐκείνης διδάσκαλοι ἀποδεῖξαι δύνανται
89

ὅτι ἀγγέλοις ἔλεγεν ἢ ὅτι ἀγγέλων ποίημα ἦν τὸ σῶμα τὸ ἀν-


θρώπειον.
         ἀλλὰ τοῦτο τὸ τῷ ὄντι ἀπὸ τοῦ πατρὸς προβληθὲν
γέννημα πρὸ πάντων τῶν ποιημάτων συνῆν τῷ πατρί, καὶ τούτῳ
ὁ πατὴρ προσομιλεῖ, ὡς ὁ λόγος διὰ τοῦ Σολομῶνος ἐδήλωσεν,
ὅτι καὶ ἀρχὴ πρὸ πάντων τῶν ποιημάτων τοῦτ' αὐτὸ καὶ γέννημα
ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐγεγέννητο, ὃ σοφία διὰ Σολομῶνος καλεῖται, καὶ δι'
ἀποκαλύψεως τῆς γεγενημένης Ἰησοῦ τῷ τοῦ Ναυῆ τοῦτο αὐτὸ
εἰπόντος. ἵνα δὲ καὶ ἐκ τούτων φανερὸν ὑμῖν γένηται ὃ λέγω,
ἀκούσατε καὶ τῶν ἀπὸ τοῦ βιβλίου Ἰησοῦ.
         ἔστι
δὲ ταῦτα· Καὶ ἐγένετο ὡς ἦν Ἰησοῦς ἐν Ἰεριχώ, ἀναβλέψας τοῖς
ὀφθαλμοῖς ὁρᾷ ἄνθρωπον ἑστηκότα κατέναντι αὐτοῦ. καὶ προσελ-
θὼν ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἡμέτερος εἶ ἢ τῶν ὑπεναντίων;
καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἐγὼ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως κυρίου, νῦν παρα-
γέγονα. καὶ Ἰησοῦς ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 64, sec. 5, line 3

τιμὴ βασιλέως κρίσιν ἀγαπᾷ. σὺ ἡτοίμασας εὐθύτητας, κρίσιν


καὶ δικαιοσύνην ἐν Ἰακὼβ σὺ ἐποίησας. ὑψοῦτε κύριον τὸν
θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ,
ὅτι ἅγιός ἐστι. Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ,
καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ· ἐπεκα-
λοῦντο τὸν κύριον, καὶ αὐτὸς εἰσήκουεν αὐτῶν. ἐν στύλῳ νε-
φέλης ἐλάλει πρὸς αὐτούς, ὅτι ἐφύλασσον τὰ μαρτύρια αὐτοῦ,
καὶ τὰ προστάγματα αὐτοῦ ἃ ἔδωκεν αὐτοῖς.
         καὶ ἐν ἄλλοις,
τοῖς καὶ αὐτοῖς προανιστορημένοις, διὰ τοῦ Δαυεὶδ λεχθεῖσι
λόγοις, οὓς εἰς Σολομῶνα ἀνοήτως φάσκετε εἰρῆσθαι, ἐπιγε-
γραμμένους εἰς Σολομῶνα, ἐξ ὧν καὶ τὸ ὅτι εἰς Σολομῶνα οὐκ
εἴρηνται ἀποδείκνυται, καὶ ὅτι οὗτος καὶ πρὸ τοῦ ἡλίου ἦν, καὶ
οἱ ἀπὸ τοῦ λαοῦ ὑμῶν σωζόμενοι δι' αὐτοῦ σωθήσονται.

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 85, sec. 1, line 4

διὰ βουλὴν θεοῦ τέτοκε, καὶ ἡ γυνὴ τοῦ ἁγίου πατριάρχου


Ἀβραάμ, καὶ Ἐλισάβετ ἡ τὸν βαπτιστὴν Ἰωάννην τεκοῦσα, καὶ
ἄλλαι τινὲς ὁμοίως. ὥστε οὐκ ἀδύνατον ὑπολαμβάνειν δεῖ ὑμᾶς
πάντα δύνασθαι τὸν θεὸν ὅσα βούλεται. καὶ μάλιστα, ἐπειδὴ
ἐπεπροφήτευτο μέλλειν γίνεσθαι, μὴ παραγράφειν ἢ παρεξη-
γεῖσθαι τολμᾶτε τὰς προφητείας, ἐπεὶ ἑαυτοὺς μόνους ἀδικήσετε,
τὸν δὲ θεὸν οὐ βλάψετε.
 Καὶ γὰρ τὴν προφητείαν τὴν λέγουσαν· Ἄρατε πύλας,
οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, ἵνα εἰσέλθῃ ὁ
βασιλεὺς τῆς δόξης, ὁμοίως εἰς τὸν Ἑζεκίαν τολμῶσί τινες ἐξ  
90

ὑμῶν ἐξηγεῖσθαι εἰρῆσθαι, ἄλλοι δὲ εἰς Σολομῶνα. οὐ δὲ εἰς


τοῦτον οὐδὲ εἰς ἐκεῖνον οὔτε εἰς ἄλλον ἁπλῶς λεγόμενον ὑμῶν
βασιλέα δυνατὸν ἀποδειχθῆναι εἰρῆσθαι, εἰς δὲ μόνον τοῦτον
τὸν ἡμέτερον Χριστόν, τὸν ἀειδῆ καὶ ἄτιμον φανέντα,
ὡς Ἠσαίας ἔφη καὶ Δαυεὶδ καὶ πᾶσαι αἱ γραφαί, ὅς ἐστι κύριος
τῶν δυνάμεων διὰ τὸ θέλημα τοῦ δόντος αὐτῷ πατρός, ὃς καὶ
ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καὶ ἀνῆλθεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς καὶ ὁ ψαλ-
μὸς καὶ αἱ ἄλλαι γραφαὶ ἐδήλουν, καὶ κύριον αὐτὸν τῶν δυνά-
μεων κατήγγελλον, ὡς καὶ νῦν ἐκ τῶν ὑπ' ὄψιν γινομένων ῥᾷον
ὑμᾶς πεισθῆναι, ἐὰν θέλητε.

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 87, sec. 4, line 5

ριθμημένας τοῦ πνεύματος δυνάμεις οὐχ ὡς ἐνδεοῦς αὐτοῦ τού-  


των ὄντος φησὶν ὁ λόγος ἐπεληλυθέναι ἐπ' αὐτόν, ἀλλ' ὡς ἐπ'
ἐκεῖνον ἀνάπαυσιν μελλουσῶν ποιεῖσθαι, τοῦτ' ἔστιν ἐπ' αὐτοῦ
πέρας ποιεῖσθαι, τοῦ μηκέτι ἐν τῷ γένει ὑμῶν κατὰ τὸ παλαιὸν
ἔθος προφήτας γενήσεσθαι, ὅπερ καὶ ὄψει ὑμῖν ἰδεῖν ἔστι· μετ'
ἐκεῖνον γὰρ οὐδεὶς ὅλως προφήτης παρ' ὑμῖν γεγένηται.
         καὶ
ὅτι οἱ παρ' ὑμῖν προφῆται, ἕκαστος μίαν τινὰ ἢ καὶ δευτέραν
δύναμιν παρὰ τοῦ θεοῦ λαμβάνοντες, ταῦτα ἐποίουν καὶ ἐλά-
λουν ἃ καὶ ἡμεῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν ἐμάθομεν, κατανοήσατε καὶ
τὰ ὑπ' ἐμοῦ λεγόμενα. σοφίας μὲν γὰρ πνεῦμα Σολομῶν ἔσχε,
συνέσεως δὲ καὶ βουλῆς Δανιήλ, ἰσχύος δὲ καὶ εὐσεβείας Μωυ-
σῆς, καὶ Ἠλίας φόβου, καὶ γνώσεως Ἠσαίας· καὶ οἱ ἄλλοι
αὖ ὁμοίως ἢ μίαν ἕκαστος ἢ ἐναλλὰξ ἄλλην τινὰ μετ'
ἄλλης δυνάμεως ἔσχον, οἷον καὶ Ἰερεμίας καὶ οἱ δώδεκα καὶ
Δαυεὶδ καὶ οἱ ἄλλοι ἁπλῶς ὅσοι γεγόνασι παρ' ὑμῖν προφῆται.
ἀνεπαύσατο οὖν, τοῦτ' ἔστιν ἐπαύσατο, ἐλθόντος ἐκείνου, μεθ'
ὅν, τῆς οἰκονομίας ταύτης τῆς ἐν ἀνθρώποις αὐτοῦ γενομένης
χρόνοις, παύσασθαι ἔδει αὐτὰ ἀφ' ὑμῶν, καὶ ἐν τούτῳ ἀνά-
παυσιν λαβόντα πάλιν, ὡς ἐπεπροφήτευτο γενήσεσθαι δόματα,
ἃ ἀπὸ τῆς χάριτος τῆς δυνάμεως τοῦ πνεύματος ἐκείνου τοῖς

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 126, sec. 1, line 5

κηρύσσων καὶ διὰ τούτου ὅτι πάντες οἱ δι' αὐτοῦ τῷ πατρὶ


προσφεύγοντες εὐλογημένος Ἰσραήλ ἐστιν. ὑμεῖς δέ, μηδὲν
τούτων νενοηκότες μηδὲ νοεῖν παρασκευαζόμενοι, ἐπειδὴ κατὰ
τὸ σαρκικὸν σπέρμα τοῦ Ἰακὼβ τέκνα ἐστέ, πάντως σωθήσεσθαι
προσδοκᾶτε. ἀλλ' ὅτι καὶ ἐν τούτοις ἑαυτοὺς πλανᾶτε, ἀποδέ-
δεικταί μοι ἐν πολλοῖς.
 Τίς δ' ἐστὶν οὗτος, ὃς καὶ ἄγγελος μεγάλης βουλῆς
ποτε, καὶ ἀνὴρ διὰ Ἰεζεκιήλ, καὶ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου διὰ Δανιήλ,
καὶ παιδίον διὰ Ἠσαίου, καὶ Χριστὸς καὶ θεὸς προσκυνητὸς
διὰ Δαυείδ, καὶ Χριστὸς καὶ λίθος διὰ πολλῶν, καὶ σοφία διὰ
Σολομῶνος, καὶ Ἰωσὴφ καὶ Ἰούδας καὶ ἄστρον διὰ Μωυσέως,
καὶ ἀνατολὴ διὰ Ζαχαρίου, καὶ παθητὸς καὶ Ἰακὼβ καὶ Ἰσραὴλ
91

πάλιν διὰ Ἠσαίου, καὶ ῥάβδος καὶ ἄνθος καὶ λίθος ἀκρογω-
νιαῖος κέκληται καὶ υἱὸς θεοῦ, εἰ ἐγνώκειτε, ὦ Τρύφων, ἔφην,
οὐκ ἂν ἐβλασφημεῖτε εἰς αὐτὸν ἤδη καὶ παραγενόμενον καὶ
γεννηθέντα καὶ παθόντα καὶ ἀναβάντα εἰς τὸν οὐρανόν·  
ὃς καὶ πάλιν παρέσται, καὶ τότε κόψονται ὑμῶν αἱ δώδεκα
φυλαί.

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 127, sec. 3, line 7

μοῖς οὐδὲ ὠσὶν ἀλλὰ δυνάμει ἀλέκτῳ· καὶ πάντα ἐφορᾷ καὶ
πάντα γινώσκει, καὶ οὐδεὶς ἡμῶν λέληθεν αὐτόν· οὔτε κινού-
μενος, ὁ τόπῳ τε ἀχώρητος καὶ τῷ κόσμῳ ὅλῳ, ὅς γε ἦν καὶ
πρὶν τὸν κόσμον γενέσθαι.
         πῶς ἂν οὖν οὗτος ἢ λαλήσειε
πρός τινα ἢ ὀφθείη τινὶ ἢ ἐν ἐλαχίστῳ μέρει γῆς φανείη, ὁπότε
γε οὐδὲ τὴν δόξαν τοῦ παρ' αὐτοῦ πεμφθέντος ἴσχυεν ὁ λαὸς
ἰδεῖν ἐν Σινᾶ, οὐδ' αὐτὸς Μωυσῆς ἴσχυσεν εἰσελθεῖν εἰς τὴν
σκηνήν, ἣν ἐποίησεν, εἰ μὲν ἐπληρώθη τῆς παρὰ τοῦ θεοῦ δόξης,
οὐδὲ μὴν ὁ ἱερεὺς ὑπέμεινε κατενώπιον τοῦ ναοῦ στῆναι, ὅτε τὴν
κιβωτὸν Σολομὼν εἰσεκόμισεν εἰς τὸν οἶκον τὸν ἐν Ἰερουσαλήμ,
ὃν αὐτὸς ὁ Σολομὼν ᾠκοδομήκει;
         οὔτε οὖν Ἀβραὰμ οὔτε Ἰσαὰκ οὔτε Ἰακὼβ οὔτε ἄλλος ἀνθρώπων εἶδε τὸν
πατέρα καὶ   ἄρρητον κύριον τῶν πάντων ἁπλῶς καὶ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ,
ἀλλ' ἐκεῖνον τὸν κατὰ βουλὴν τὴν ἐκείνου καὶ θεὸν ὄντα, υἱὸν
αὐτοῦ, καὶ ἄγγελον ἐκ τοῦ ὑπηρετεῖν τῇ γνώμῃ αὐτοῦ· ὃν καὶ
ἄνθρωπον γεννηθῆναι διὰ τῆς παρθένου βεβούληται, ὃς καὶ
πῦρ ποτε γέγονε τῇ πρὸς Μωυσέα ὁμιλίᾳ τῇ ἀπὸ τῆς βάτου.

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 127, sec. 3, line 8

πάντα γινώσκει, καὶ οὐδεὶς ἡμῶν λέληθεν αὐτόν· οὔτε κινού-


μενος, ὁ τόπῳ τε ἀχώρητος καὶ τῷ κόσμῳ ὅλῳ, ὅς γε ἦν καὶ
πρὶν τὸν κόσμον γενέσθαι.
         πῶς ἂν οὖν οὗτος ἢ λαλήσειε
πρός τινα ἢ ὀφθείη τινὶ ἢ ἐν ἐλαχίστῳ μέρει γῆς φανείη, ὁπότε
γε οὐδὲ τὴν δόξαν τοῦ παρ' αὐτοῦ πεμφθέντος ἴσχυεν ὁ λαὸς
ἰδεῖν ἐν Σινᾶ, οὐδ' αὐτὸς Μωυσῆς ἴσχυσεν εἰσελθεῖν εἰς τὴν
σκηνήν, ἣν ἐποίησεν, εἰ μὲν ἐπληρώθη τῆς παρὰ τοῦ θεοῦ δόξης,
οὐδὲ μὴν ὁ ἱερεὺς ὑπέμεινε κατενώπιον τοῦ ναοῦ στῆναι, ὅτε τὴν
κιβωτὸν Σολομὼν εἰσεκόμισεν εἰς τὸν οἶκον τὸν ἐν Ἰερουσαλήμ,
ὃν αὐτὸς ὁ Σολομὼν ᾠκοδομήκει;
         οὔτε οὖν Ἀβραὰμ οὔτε
Ἰσαὰκ οὔτε Ἰακὼβ οὔτε ἄλλος ἀνθρώπων εἶδε τὸν πατέρα καὶ  
ἄρρητον κύριον τῶν πάντων ἁπλῶς καὶ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ,
ἀλλ' ἐκεῖνον τὸν κατὰ βουλὴν τὴν ἐκείνου καὶ θεὸν ὄντα, υἱὸν
αὐτοῦ, καὶ ἄγγελον ἐκ τοῦ ὑπηρετεῖν τῇ γνώμῃ αὐτοῦ· ὃν καὶ
ἄνθρωπον γεννηθῆναι διὰ τῆς παρθένου βεβούληται, ὃς καὶ
πῦρ ποτε γέγονε τῇ πρὸς Μωυσέα ὁμιλίᾳ τῇ ἀπὸ
92

τῆς βάτου.

Ιουστίνος Μάρτυρ. , Quaestiones et responsiones ad orthodoxos


Morel p. 423, sec. D, line 6

Ἀπόκρισις.

 Πολλὰ μὲν εὕρηται καὶ ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν ἰαματικὰ τῶν


σωματικῶν νοσημάτων, καὶ ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως μέν,
οὐδεὶς δὲ τῶν ἔξωθεν τῆς εὐσεβείας εἶχε τὴν κατάληψιν ἰα-
τρικὴν [τῶν ψυχῶν].

Ιουστίνος Μάρτυρ. , Quaestiones et responsiones ad orthodoxos


Morel p. 461, sec. D, line 6

καὶ ἐπιδεκτικοὶ νοημάτων τυγχάνοντες, ἐν δὲ τῷ γήρᾳ εἰς τὸ


ἐναντίον μεταβαλλόμενοι γίνονται περὶ τὸ νοεῖν ἀργοί· ἔστι
δὲ τοῦτο σημεῖον τοῦ τὴν εὐκρασίαν τε καὶ δυσκρασίαν εἶναι
αἰτίαν τῆς τοιαύτης μετοχῆς. Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λίαν μεγα-
λοκέφαλοι, λεγόμενοι βαρυκέφαλοι, διὰ τὸ μὴ σώζειν σύμμε-
τρον ἀναλογίαν πρὸς τὰ ἄλλα μέρη τοῦ σώματος δι' ὑπερβολὴν
μικρότητος ἢ μεγέθους, καὶ αὐτοὶ ἀνεπιτήδειοί εἰσι τοῦ δύνα-
σθαι εἶναι γεννητικοί τε καὶ ἐπιδεκτικοὶ νοημάτων. Γίνονται
δὲ καὶ ἄλλοι πρὸς τὴν κατάληψιν τῶν τῇ φύσει συνεστώτων
πραγμάτων ὀξεῖς τε καὶ ἕτοιμοι, καὶ ἀπὸ τῆς θείας χάριτος,
ὡς τὸ Ὁ κύριος ἔδωκε τῷ Σολομῶντι πλάτος καρδίας, ὡς
τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης· καὶ ὡς τὸ
Οἷς δέδοται μὲν διὰ πνεύματος λόγος σοφίας, ἄλλοις δὲ
λόγος γνώσεως.

Cornelius Alexander Polyhist., Fragmenta Fragment 18, line 2t

ΕΥΠΟΛΕΜΟΥ, περὶ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος.

 Cap. 30: Εὐπόλεμος δέ φησιν ἔν τινι περὶ τῆς


Ἠλίου προφητείας, Μωσῆν προφητεῦσαι ἔτη μʹ· εἶτα
Ἰησοῦν τὸν τοῦ Ναυῆ υἱὸν ἔτη λʹ, βιῶσαι δ' αὐτὸν ἔτη
ριʹ, πῆξαί τε τὴν ἱερὰν σκηνὴν ἐν Σηλοῖ. Μετὰ δὲ ταῦτα
προφήτην γενέσθαι Σαμουήλ. Εἶτα δὲ τοῦ Θεοῦ βουλή-
σει ὑπὸ Σαμουὴλ Σαοῦλον βασιλέα αἱρεθῆναι, ἄρξαντα
δὲ ἔτη καʹ τελευτῆσαι. Εἶτα Δαβὶδ τὸν τούτου υἱὸν
δυναστεῦσαι, ὃν καταστρέψασθαι Σύρους τοὺς παρὰ
τὸν Εὐφράτην οἰκοῦντας ποταμὸν, καὶ τὴν Κομμαγηνὴν,
καὶ τοὺς ἐν Γαλαδηνῇ Ἀσσυρίους καὶ Φοίνικας.
93

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinensia Ch. 130, sec. 135, line 3

ξας καὶ ὀλίγον ἀποξηράνας, δίδου ἡμιμόδιον καστρίσιον ἑσπέ-


ρας καὶ ἡμιμόδιον ἕωθεν, ἵνα καθ' ἡμέραν μόδιον καστρίσιον
ἐσθίῃ τὸ κτῆνος. ἐὰν οὖν ᾖ κάτισχνον τὸ κτῆνος, φάγεται τὰ
προγεγραμμένα ἡμέρας ἑξῆς κʹ καὶ αʹ· εἰ δὲ μή, ιεʹ ἢ ζʹ. ἐν  
αἷς δὲ ἡμέραις τρώγει, μὴ ἐξερχέσθω ἐκ τῆς ἱπποστασίας, ἀλλ'
ἐκεῖ πινέτω. οἱ δὲ Σύροι προσβάλλουσι τῇ μίξει ταύτῃ στρο-
βίλων ξέ. αʹ, σταφίδων ξέ. αʹ, διδοῦσι δὲ ἐπὶ ἡμέραις ἑπτὰ
ἑστῶτι ἐν ἱπποστασίᾳ σκοτεινῇ, κατάξηρον ἐχούσῃ τὸ ἔδαφος
 Βοήθημα πρὸς πάθη διάφορα καὶ πρὸς τὸ σκιὰς
ἐκ τῶν στάβλων διῶξαι διὰ πείρας. μαγνήτου λίθου
γο αʹ, Σολομωνιακοῦ λίθου γο βʹ, πάνακος γο αʹ, ἀσφάλτου
γο ϛʹ, θείου γο αʹ, πευκεδανίου γο ἕξ, μίξας ἐν ταὐτῷ ῥη-
τίνῃ [καὶ] τερεβινθίνῃ, ἀναλάμβανε καὶ χρῶ.
 Εὐμήλου πρὸς ναυτιασμόν. | ναυτιασμὸν καὶ τὸν
περὶ τὰ σιτία πλάδον παύει μελάνθιον λελειωμένον ὡς δύο
κύαθοι, μιγέντες μετὰ ἐλαίου ξέ. γʹ καὶ οἴνου ξέ. αʹ, καὶ δι-
δόμενον. ἢ σκορόδου κεφαλὴν μίαν λειώσας μετὰ οἴνου ἡμί-
νης μιᾶς διὰ κέρατος δίδου.

Nemesius Theol., De natura hominis Sec. 2, line 515

νώμενα δέδεικται θνητά· διὰ γὰρ τοῦτο γεννᾷ καὶ γεννᾶ-


ται, ἵνα τῶν φθαρτῶν διαμείνῃ τὸ γένος· ἀνάγκη καὶ
τοῦτον ἢ θνητὴν εἶναι λέγειν τὴν ψυχὴν ἐξ ἀλληλογονίας
γινομένην, ἢ μὴ κατὰ διαδοχὴν ἐξ ἀλλήλων γεννᾶσθαι τὰς
ψυχάς. τὸ γὰρ ἐπὶ τῶν ἐκ μοιχείας γεννωμένων τῷ τῆς
προνοίας λόγῳ καταλείπομεν, ἀγνώστῳ παρ' ἡμῖν ὄντι. εἰ  
δέ τι δεῖ καὶ τῆς προνοίας καταστοχάσασθαι, πάντως
οἶδεν τὸ τικτόμενον ἢ τῷ βίῳ ἢ ἑαυτῷ χρήσιμον ἐσόμενον
καὶ διὰ τοῦτο συγχωρεῖ τὴν ἐμψύχωσιν γίνεσθαι. ἱκανὸν
δὲ τεκμήριον τούτου λαμβάνομεν τὸν ἐκ τῆς Οὐρίου
καὶ τοῦ Δαυὶδ γεννηθέντα Σολομῶνα.
             ἑξῆς
ἐπισκεψώμεθα καὶ τὴν δόξαν τῶν Μανιχαίων ἣν ἔχουσι
περὶ τῆς ψυχῆς. φασὶ μὲν γὰρ αὐτὴν ἀθάνατον καὶ ἀσώ-
ματον, μίαν δὲ μόνην εἶναι τὴν τῶν πάντων ψυχὴν κα-
τακερματιζομένην καὶ κατατεμνομένην εἰς τὰ καθ' ἕκαστα
σώματα ἄψυχά τε καὶ ἔμψυχα· καὶ τὰ μὲν πλείονος αὐ-  
τῆς μετέχειν, τὰ δὲ ἐλάττονος· πλείονος μὲν τὰ ἔμψυχα,
ἐλάττονος δὲ τὰ ἄψυχα, πολλῷ δὲ πλείονος τὰ οὐράνια·
ὡς τῆς καθόλου ψυχῆς μέρη τὰς καθ' ἕκαστον εἶναι ψυ-
χάς. καὶ εἰ μὲν ἀμερίστως μερίζεσθαι ταύτην ἔφασκον,

Aristobulus Judaeus Phil., Fragmenta P. 2, line 89


94

γένεσις, ἐν ᾧ τὰ πάντα συνθεωρεῖ-


ται. μεταφέροιτο δ' ἂν τὸ αὐτὸ καὶ
ἐπὶ τῆς σοφίας· τὸ γὰρ πᾶν φῶς
ἐστιν ἐξ αὐτῆς. καί τινες εἰρήκασι
τῶν ἐκ τῆς αἱρέσεως ὄντες τῆς
ἐκ τοῦ Περιπάτου λαμπτῆρος αὐτὴν
ἔχειν τάξιν· ἀκολουθοῦντες γὰρ
αὐτῇ συνεχῶς ἀτάραχοι καταστή-
σονται δι' ὅλου τοῦ βίου. σαφέστε-
ρον δὲ καὶ κάλλιον τῶν ἡμετέρων
προγόνων τις εἶπε Σολομῶν αὐτὴν
πρὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς ὑπάρχειν· τὸ
δὴ σύμφωνόν ἐστι τῷ προειρη-
μένῳ. τὸ δὲ διασαφούμενον διὰ
τῆς νομοθεσίας ἀποπεπαυκέναι τὸν
θεὸν ἐν αὐτῇ, τοῦτο οὐχ, ὥς τινες
ὑπολαμβάνουσι, μηκέτι ποιεῖν τι
τὸν θεὸν καθέστηκεν, ἀλλ' ἐπὶ τῷ
καταπεπαυκέναι τὴν τάξιν αὐτῶν
οὕτως εἰς πάντα τὸν χρόνον τετα-
χέναι. σημαίνει γὰρ ὡς ἐν ἓξ

Aristobulus Judaeus Phil., Fragmenta P. 2c, line 24

πάντα κληρονομεῖται. ἐκ ταύτης τῆς


ἡμέρας ἡ πρώτη σοφία καὶ ἡ γνῶσις
ἡμῖν ἐλλάμπεται· τὸ γὰρ φῶς τῆς
ἀληθείας φῶς ἀληθές, ἄσκιον, ἀμερῶς
μεριζόμενον πνεῦμα κυρίου εἰς τοὺς
διὰ πίστεως ἡγιασμένους, λαμπτῆρος
ἐπέχον τάξιν εἰς τὴν τῶν ὄντων
ἐπίγνωσιν. ἀκολουθοῦντες οὖν αὐτῷ
δι' ὅλου τοῦ βίου ἀπαθεῖς καθιστάμεθα,
τὸ δέ ἐστιν ἀναπαύσασθαι. διὸ καὶ
Σολομὼν πρὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ
πάντων τῶν ὄντων τῷ παντοκράτορι
γεγονέναι τὴν σοφίαν λέγει, ἧς ἡ
μέθεξις (ἡ κατὰ δύναμιν, οὐ κατ'
οὐσίαν λέγω) θείων καὶ ἀνθρωπίνων
καταληπτικῶς ἐπιστήμονα εἶναι δι-
δάσκει.  
 Ἀλλὰ καὶ τὴν ἑβδόμην ἱερὰν οὐ
μόνον οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ
Ἕλληνες ἴσασι, καθ' ἣν ὁ πᾶς
κόσμος κυκλεῖται τῶν ζωογονου

Assumptio Mosis, Fragmenta P. frag e, line 2


95

βολῆς κόσμου εἶναί με τῆς διαθή-


κης αὐτοῦ μεσίτην.«  
 ἐν βίβλῳ δὲ ἀναλήψεως Μωσέως Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος διαλεγόμενος
τῷ διαβόλῳ λέγει «ἀπὸ γὰρ πνεύματος ἁγίου αὐτοῦ πάντες ἐκτίσθημεν« καὶ
πάλιν λέγει «ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ ἐξῆλθε τὸ πνεῦμα αὐτοῦ, καὶ ὁ κόσμος
ἐγένετο«· ἴσον ἐστὶ τοῦτο τοῦ «πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο».
 τῷ παιδίῳ οἱ γονεῖς ἔθεντο ὄνομά τι, ἐκαλεῖτο δὲ Ἰωακείμ. ἔσχεν δὲ καὶ
τρίτον ὄνομα ἐν οὐρανῷ μετὰ τὴν ἀνάληψιν, ὥς φασιν οἱ μύσται, Μελχί.
φασὶ δὲ οἱ μύσται λόγῳ μόνῳ ἀνελεῖν τὸν Αἰγύπτιον.  
καὶ ἐν βίβλῳ λόγων μυστικῶν Μωσέως αὐτὸς Μωσῆς προεῖπε περὶ τοῦ
Δαυὶδ καὶ Σολομῶντος. περὶ οὗ Σολομῶντος οὕτω προεῖπε «καὶ διαδοχεύ-
σει ἐπ' αὐτὸν ὁ θεὸς σοφίαν καὶ δικαιοσύνην καὶ ἐπιστήμην πλήρη, αὐτὸς
οἰκοδομήσει τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ« καὶ τὰ ἑξῆς.
 εἰκότως ἄρα καὶ τὸν Μωυσέα ἀναλαμβανόμενον διττὸν εἶδεν Ἰησοῦς ὁ τοῦ
Ναυῆ, καὶ τὸν μὲν μετ' ἀγγέλων, τὸν δὲ ἐπὶ τὰ ὄρη περὶ τὰς φάραγγας κηδείας
ἀξιούμενον. εἶδεν δὲ Ἰησοῦς τὴν θέαν ταύτην κάτω πνεύματι ἐπαρθεὶς σὺν καὶ
τῷ Χαλέβ, ἀλλ' οὐχ ὁμοίως ἄμφω θεῶνται, ἀλλ' ὃ μὲν καὶ θᾶττον κατῆλθεν,
πολὺ τὸ βρῖθον ἐπαγόμενος, ὃ δὲ ἐπικατελθὼν ὕστερον τὴν δόξαν διηγεῖτο ἣν
ἐθεᾶτο, διαθρῆσαι δυνηθεὶς μᾶλλον θατέρου, ἅτε καὶ καθαρώτερος γενόμενος,
δηλούσης, οἶμαι, τῆς ἱστορίας μὴ πάντων εἶναι τὴν γνῶσιν, ἐπεὶ οἳ μὲν τὸ
σῶμα τῶν γραφῶν, τὰς λέξεις καὶ τὰ ὀνόματα, καθάπερ τὸ σῶμα

Κλήμης Ρωμανός. Homiliae [Sp.] Homily 11, Ch. 33, sec. 2, line 1

ἴσα τῇ εὐποιίᾳ εὑρεθῇ, καὶ ἡμεῖς ἐναισχυνθῆναι ἔχομεν, αὐτοὶ δὲ διὰ


πλάνην τὰ καθ' αὑτῶν ποιήσαντες ἀπολέσθαι. τὸ δὲ αἰσχυνθῆναι κατὰ
τοῦτο εἴρηκα ὅτι μὴ πλεῖον ἐποιήσαμεν αὐτῶν, ὧν καὶ πλεῖον ἐγνώκα-
μεν. εἰ δὲ αἰσχυνθῆναι ἔστιν τὴν εὐποιίαν αὐτοῖς ἴσην δείξαντας καὶ
οὐ πλεῖον, πόσῳ γε μᾶλλον, ἐὰν αὐτῶν τῆς εὐποιίας τὸ ἧττον δείξω-
μεν; ὅτι δὲ ὄντως ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ταῖς τῶν πεπλανημένων εὐποιίαις
αἱ τῶν ἀλήθειαν ἐγνωκότων ἰσάζονται πράξεις, αὐτὸς ἡμᾶς ὁ ἀψευδὴς
ἐδίδαξεν προφήτης, εἰπὼν πρὸς μὲν τοὺς ἀμελοῦντας ἐλθεῖν καὶ ἐπακούειν
αὐτοῦ· «Βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ
αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολο-
μῶνος· καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε, καὶ οὐ πιστεύετε». πρὸς δὲ τοὺς
ἐν τῷ λαῷ μὴ θέλοντας μετανοῆσαι ἐπὶ τῷ κηρύγματι αὐτοῦ εἶπεν· «Ἄνδρες
Νινευῖται ἐγερθήσονται μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦ-
σιν αὐτήν, ὅτι ἀκούσαντες μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ· καὶ ἰδοὺ
πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε, καὶ οὐδεὶς πιστεύει». καὶ οὕτως πρὸς πᾶσαν ἀσέ-
βειαν αὐτῶν ἀντιπαραθεὶς τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν πεποιηκότας εἰς κατάκρισιν
τῶν ἐν θεοσεβείᾳ μηδὲ τὸ ἴσον καλὸν τοῖς πεπλανημένοις πεποιηκότων,
τοὺς ἔχοντας λογισμὸν ἐνουθέτει μὴ μόνον ἴσα τοῖς ἔθνεσιν τὰ καλὰ
[ἴσως] ποιεῖν, ἀλλὰ τὸ πλεῖον. ὁ δὲ λόγος μοι ἐρρύη, πρόφασιν λαβὼν
ἐκ τοῦ δεῖν φυλάσσειν τὴν ἄφεδρον καὶ ἀπὸ κοινωνίας βαπτίζεσθαι, μὴ
ἀρνεῖσθαι τὴν τοιαύτην ἁγνείαν, κἂν οἱ πεπλανημένοι αὐτὴν πράττωσιν,

Κλήμης Ρωμανός. Epistulae de virginitate [Sp.]


96

Book 2, Ch. 12, sec. 1, line 1

γὰρ οἱ τηλικοῦτοι ἄνδρες διὰ γυ-  


ναικῶν ἑάλωσαν, πῶς ἡμεῖς οἱ
ἀνίσχυες μετὰ τῆς ἑαυτῶν πτώ-
σεως διαπορευόμενοι καὶ ἐν μέσῳ
παγίδων διαβαίνοντες ἐκφευ-
ξώμεθα;
      
 Ὁμοίως καὶ ὁ Ἀμνὼν
διὰ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ Θήμαρ
ἀνῃρέθη κακῶς.  
 Ὡσαύτως καὶ ὁ Σολομὼν
ἔχων σοφίαν καὶ φρόνησιν καὶ
χῦμα καρδίας καὶ πλοῦτον καὶ
δόξαν πολλὴν ὑπὲρ πάντας ἀν-
θρώπους, καὶ οὗτος διὰ γυναικῶν
ἀπώλετο καὶ ἀποστάτης ἐγένετο
ἀπὸ κυρίου διὰ γυναῖκας.
      

Κλήμης Ρωμανός. Pseudo-Clementina (epitome altera auctore Symeone


Metaphrasta) [Sp.] Sec. 22, line 4

ἐπληροφόρει, τίνος ἕνεκεν οὐκ ἀφύπνισέ με, ὅπως ἀκροατὴς τῶν αὐτοῦ γένω-
μαι λόγων, καὶ τούτου αἰτίαν τὸν ἐκ τοῦ πλοῦ σκυλμὸν ἐποιεῖτο· ἐκεῖνον γὰρ
πεφθῆναί μοι θέλων ἡσυχάζειν ἀφῆκεν. ὁπότ' ἂν γὰρ ἡ ψυχὴ, φησὶ, περὶ
τὸ λεῖπον ἀσχολῆται τῷ σώματι, εἴτε τινὶ συμφορᾷ συνέχηται, οὐ μετὰ πολ-
λῆς εἴωθε προσέχειν ἀκριβείας τοῖς λεγομένοις. τούτου δὲ ἕνεκεν οὐ βού-
λομαι διαλέγεσθαι τοῖς ἢ λύπῃ κατεχομένοις, ἢ ἀμέτρως ὀργιζομένοις, ἢ τὸ
σῶμα πεπονηκόσιν, ἢ βιωτικαῖς φροντίσιν ἢ ἑτέρῳ πάθει τινὶ διενοχλουμένοις.
 Καὶ μὴ λεγέτω τις, ὅτι οὐ χρὴ παραμυθίας καὶ νουθεσίας
λόγους προσάγειν τοῖς φαῦλόν τι πράττουσι. φημὶ γὰρ, ὡς εἰ μὲν ἀνύει τις,
προςφερέτω· εἰ δὲ μὴ, τῷ καιρῷ τέως παραχωρείτω. καιρὸς γὰρ, ὡς Σολο-
μῶντι δοκεῖ, παντὶ πράγματι. διὸ χρὴ τοὺς τὴν ψυχὴν ῥωννῦντας λόγους  
πρὸ τῆς κακώσεως τοῖς ἀνθρώποις ἐπάγειν, ἵνα εἴ ποτέ τι φαῦλον ἐπέλθοι,
προωπλισμένος ὁ νοῦς ὀρθῷ τῷ λογισμῷ δυνηθείη τὸ ἐπενεχθὲν ὑποστῆναι.
ὅθεν, ὦ φίλε Κλήμη, εἴγε τὰ τῷ θεῷ διαφέροντα γνῶναι θέλεις, παρὰ τοῦ
κυρίου καὶ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ διδάσκοντος ἄνθρω-
πον γνῶσιν, παρὰ τούτου μόνου μαθεῖν ἔχεις, ὅτι μόνος οἶδεν ἀλήθειαν.
τῶν γὰρ ἄλλων εἴ τις ἐπίσταταί τι, παρὰ τούτου ἢ τῶν τούτου μαθητῶν
λαβὼν ἔχει.

Evangelium Bartholomaei, Fragmenta evangelii Bartholomaei Fragment 4, sec. 21,


line 2

τὸν Βελειὰρ εἰς τὸν τράχηλον.


 Καὶ δρομαίως ἐπελθὼν ὁ Βαρθολομαῖος ἐπά[τη|σεν εἰς τὸν τράχηλον
αὐτοῦ καὶ ἐτρόμαξεν ὁ Βελειάρ.
97

 Καὶ φοβηθεὶς ὁ Βαρθολομαῖος ἔφυγε καὶ λέγει· Ἰησοῦ κύριε, δός μοι
κράσπεδον ἐκ τῶν ἱματίων σου | ἵνα τολμήσω ἐγγίσαι αὐτόν.
 Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτῷ· οὐ δύνῃ σὺ λαβεῖν κράσπεδον ἐκ τῶν ἱματίων
μου, οὐ γάρ εἰσιν τὰ ἱμάτι[ά | μου] ταῦτα ἃ ἐφόρουν πρὸ τοῦ σταυρωθῆναι.
 Λέγει ὁ Βαρθολομαῖος· δέδοικα, κύριε, μὴ ὡς οὐκ ἐφείσατο τῶν ἀγγέλων
σου κἀμὲ ἂν καταπίεται.  
 Λέγει | αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· οὐχὶ λόγῳ τῷ ἐμῷ πᾶν | ἐγέγονεν καὶ τῇ διανοίᾳ
τοῦ πατρός | μ]ου; τὰ πνεύματα τῷ Σολομῶνι ὑπετά|γη]σαν, σὺ οὖν λόγῳ τῷ
ἐμῷ κελευόμενος | ἄ]πελθε καὶ ἐρώτησον αὐτὸν ἃ βούλῃ. |
 Ὁ δὲ Βαρθολομαῖος ποιήσας τὸν τύπον | τ]οῦ σταυροῦ καὶ εὐχήσας τῷ
Ἰησοῦ πανταχόθεν | π]ῦρ ἀνήφθη ὥστε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ | πυ]ρῆ̣ναι.
 Λέγει ὁ Ἰησοῦς τῷ Βαρθολομαίῳ· καθὼς | εἶπ]όν σοι, πάτησον τὸν τράχη-
λον | αὐτο]ῦ ὥσπερ ἐρωτᾶν αὐτὸν τίς ἐστιν ἡ δύνα|μ]ις αὐτοῦ.
 Καὶ ἀπελθὼν ὁ Βαρθολομαῖος | ἐπ]άτησεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ, | ἦν] γὰρ
κρυπτόμενον ἕως τῶν ἀκοῶν,

Fragmenta Alchemica, Λαβύρινθος ἥνπερ Σολομὼν ἐτεκτήνατο (e cod. Venet.


Marc. 299, fol. 102v) Vol. 2, p. 39, line 12t

ἐπὶ ὥρας ϛʹ ἢ θʹ. Καὶ εἶθ' οὕτως ἐκβαλὼν, εὑρήσεις αὐτὰ βωλο-
ποιηθέντα σιδηροειδῆ. Τοῦτο λείωσον εἰς χρυσὸν μετὰ ὕδατος πολ-
λάκις· ὅσον γὰρ λειώσεις αὐτὰ, τοσοῦτον ξανθὰ γίνονται. Τὸ γὰρ
θεῖον ἄπυρον τὰ φευκτὰ ἄφευκτα ποιεῖ.
 Περὶ κινναβάρεως.  – Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡ ἀνάκαμψις τῆς
κινναβάρεως διὰ νιτρελαίου γίνεται, καὶ οὕτως χωνεύεται μετὰ πυρᾶς
λεπτῆς, ὡς ἐπινοεῖς.
 Ἄλλως περὶ κινναβάρεως.  – Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡ μαγνησία
ἡ ὑελουργικὴ ταύτη ἐστὶν ἡ τῆς Ἀσίας, δι' ἧς ὁ ὕελος τὰς βαφὰς
δέχεται, καὶ ὁ ἰνδικὸς σίδηρος γίνεται, καὶ τὰ θαυμάσια ξίφη.  

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΗΝΠΕΡ ΣΟΛΟΜΩΝ ΕΤΕΚΤΗΝΑΤΟ.

Εἴ τινα λαβύρινθον ἀκούεις, ξένε,


ἥνπερ Σολομὼν ἐκ νοὸς ἐκτυπώσας,
λίθοις ἐτεκτόνησε τορνοσυνθέτοις,
τούτου θέσιν σχῆμά τε καὶ ποικιλίαν
γραμμαῖς ἀμυδραῖς εἰκονίζων πρὸς λόγον,
ὁρῶν τὸ λοιπὸν τὰς ἑλίξεις μυρίας
ἔσωθεν ἔξω, σφαιρικοὺς ἀναδρόμους,
ἐκεῖθεν ἔνθεν κυκλικῶς ἐστραμμένους,  

Fragmenta Alchemica, Λαβύρινθος ἥνπερ Σολομὼν ἐτεκτήνατο (e cod. Venet.


Marc. 299, fol. 102v) Vol. 2, p. 39, line 14

λάκις· ὅσον γὰρ λειώσεις αὐτὰ, τοσοῦτον ξανθὰ γίνονται. Τὸ γὰρ


98

θεῖον ἄπυρον τὰ φευκτὰ ἄφευκτα ποιεῖ.


 Περὶ κινναβάρεως.  – Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡ ἀνάκαμψις τῆς
κινναβάρεως διὰ νιτρελαίου γίνεται, καὶ οὕτως χωνεύεται μετὰ πυρᾶς
λεπτῆς, ὡς ἐπινοεῖς.
 Ἄλλως περὶ κινναβάρεως.  – Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡ μαγνησία
ἡ ὑελουργικὴ ταύτη ἐστὶν ἡ τῆς Ἀσίας, δι' ἧς ὁ ὕελος τὰς βαφὰς
δέχεται, καὶ ὁ ἰνδικὸς σίδηρος γίνεται, καὶ τὰ θαυμάσια ξίφη.  

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΗΝΠΕΡ ΣΟΛΟΜΩΝ ΕΤΕΚΤΗΝΑΤΟ.

Εἴ τινα λαβύρινθον ἀκούεις, ξένε,


ἥνπερ Σολομὼν ἐκ νοὸς ἐκτυπώσας,
λίθοις ἐτεκτόνησε τορνοσυνθέτοις,
τούτου θέσιν σχῆμά τε καὶ ποικιλίαν
γραμμαῖς ἀμυδραῖς εἰκονίζων πρὸς λόγον,
ὁρῶν τὸ λοιπὸν τὰς ἑλίξεις μυρίας
ἔσωθεν ἔξω, σφαιρικοὺς ἀναδρόμους,
ἐκεῖθεν ἔνθεν κυκλικῶς ἐστραμμένους,  
τὸν τοῦ βίου μάνθανε κυκλικὸν δρόμον,
ὄλισθον ἐμφαίνοντα τῶν συντριμμάτων,
ἐκ τῶν κυκλικῶν σφαιρικῶν κυλισμάτων
ἑλίσσεται κατ' ἴσχνος συνθέτοις στρόφοις,

Fragmenta Alchemica, Ποίησις ἀργύρου (e cod. Venet. Marc. 299, fol. 194v)
Vol. 2, p. 390, line 4

μοῖραν αʹ· καὶ ἑνώσας διάλυε πυρί. Ἔπειτα λύων κασσιτέρου μοίρας
εʹ, ἀπὸ τούτου βάλε τοῦ συνθέματος μοῖραν μίαν· καὶ ὄψῃ αὐτὴν τὴν
φύσιν τοῦ ἀργύρου.
 ΕΤΕΡΩΣ. Λαβὼν ὑδράργυρον δυτικὸν καὶ ὑδράργυρον ἀνατολικὸν,
ἐπίσης τρίψον καὶ βάλε εἰς ὕελον, καὶ ἕψει ἑπτάκις· τὸ δὲ ἀναβαίνει
ὡσεὶ κρύσταλλος. Εἶτα τρίψον αὐτὸ μετὰ λευκοῦ τῶν ὠῶν, καὶ αὖθις
ἕψει, καὶ ἀναβαίνει ὡσεὶ κρύσταλλος. Εἶτα τοῦτο λαβὼν, ποίει ἀπαιωρῶν  
ἐν τῷ σκεύει τοῦ ὄξους ὡς τὸ ἄνω ῥηθέν· καὶ στάζει κάτω τὸ ὕδωρ·
ἐν ᾧ βαλὼν τὰ λευκὰ, ἔνθαψον αὐτὸ φιλοσόφως ὑέλῳ εἰς κόπρον ἡμέρας
μʹ, ἄχρις ἂν ὅλον γένηται ὕδωρ.
 Τοῦτο Σολομῶντος Ἰουδαίου ἐκ τῶν ἱερῶν τοῦ ἡλίου.  

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΕΙΧΑΛΚΟΥ

 Λαβὼν τουτίαν ἀλεξανδρινὴν καὶ τάρταρον καὶ κουκάλευρον,


καὶ κόπρον, καὶ σύκα, καὶ σταφίδας, χύνε τὸ χάλκωμα, καὶ ῥεϊτεράριζε
του πολλάκις με νέαν ἰατρείαν, καὶ γίνεται ὁ χαλκὸς ὡς χρυσός.
 Καὶ κρόκον βάλε καὶ κορκουμὰν, καὶ μέλι, καὶ ἄλλα κίτρινα·
νόει κρόκους ὠῶν καὶ χολὴν βοὸς κιτρίνου ξηράν.  
99

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 25, sec. 2, line 5

 Ὁ Νάζαρχος ὁ βασιλεὺς τῆς Πελαγονίας ἤκουσεν ὅτι


οἱ Κουμάνοι ἐπέρασαν καὶ ἔρχουνται εἰς τὴν Μακεδονίαν, ἔ-
καμεν μίαν πονηρὴ βουλήν, ὡς τὸ θέλετε ἀκούσειν· οὑκάποτες
ἔρχετον ἀπὸ τὴν Περσίαν εἰς τὸ ταξίδιν καὶ ἐδιάβη ἐπὶ τὴν
Μακεδονίαν καὶ ἐφίλεψέ τον ὁ Φίλιππος ὁ βασιλεὺς καὶ μὲ τι-
μὴν καὶ δῶρα πολλὰ τὸν ἐπροβόδισεν.
         Ὁ Νάζαρχος εἶδεν τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ ἐτοξεύτην εἰς τὴν καρδίαν του τὸν ἔρω-
τα τῆς Ὀλυμπιάδος τὴν ἐμορφάδαν. Καὶ εἶχεν τὴν ἀγάπην κρυμ-
μένην εἰς τὴν καρδίαν του καὶ οὐδὲν ἐγρύκα ὁ ἄθλιος τοῦ
Σολομοῦ τοὺς λόγους. Ὁ Σολομῶν ὁ πανφρόνιμος εἶπεν· “Ἄν-
θρωπε, ἀρέσει σε ἡ ἐμορφάδα τῆς ἐδικῆς σου ἀγάπης, τὸ δὲ
τῆς ξένης γυναικὸς ἀπόφευγε, νὰ μηδὲν πάθης, ἃ ἔπραττες.”
Ἔμασεν τοῦ φουσάτον του, δώδεκα χιλιάδες, καὶ ὑπῆγεν
πρὸς τὸν Φίλιππον τὸν βασιλέα. Καὶ ἐσέβην εἰς τὸ κάστρον,
τοὺς Φιλίππους, καὶ ἤλεγεν ὅτι· “Εἰς βοήθειά σου ἦλθα,” ὅ-
λο μὲ δόλον. Καὶ ἐκοίταξε μὴν ἀδράξη τὴν Ὀλυμπιάδα. Ὁ Φί-
λιππος, ὁποὺ τὸν εἶδεν, ἐχάρηκεν χάρην μεγάλην. Ἦλθαν μαντατοφόροι ἀ-
πὸ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἐμολόγησάν του, ὅτι ἐγύρισε καὶ ἔρ-
χεται ἀπὸ τὸν πόλεμον.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 28, sec. 2, line 4

χέρια τὰ ἐδικά μου. Καὶ τώρα τί λέγετε, τὸ πῶς νὰ ποιήσωμεν;


Συντύχετε, ἄρχοντες καὶ αὐθεντάδες.”
 Τότες τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀρχὴ ἐσηκώθην ὁ πανφρόνι-
μος ὁ Φιλόνης καὶ εἶπεν· “Ὦ βασιλέα Ἀλέξανδρε, πᾶσα ἄνθρω-  
πος πρέπει νέους τοῦ ταξιδίου εἰς τὸν βασιλέα νὰ εἶναι κον-
τά του καὶ οἱ γέροντες εἰς τὴν βουλὴν τοῦ βασιλέως νὰ μηδὲ
λείπουν.”
         Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν· “Οἱ γέροντες πολὺ εἶναι
τιμημένοι, ἀμὴ εἶναι ὀλιγόχρονοι.” Αὐτοῦ ἤστεκεν ὁ πρωτο-
στράτορας ὁ Λευκούσης καὶ εἶπεν· “Ἀλέξανδρε βασιλέα, ὁ Σο-
λομῶν καὶ ὑψηλότατος καὶ πανφρονιμώτατος βασιλεὺς εἶπεν, εἰς
τὰ χαρτία του γράφουν, ὅτι τὸ βασίλειον μὲ πολλοὺς ἀνθρώ-
πους καὶ στρατίαν θέλει νὰ ἔναι. Καὶ ὁ βασιλεὺς ὁποὺ δὲν ἔ-
χει βουλατόρους ἀξίους, αὐτὸς ἔναι δίκαιο νὰ καθῆ· θέλεις
καὶ ἐσὺ νὰ βουλευτῆς μὲ τὸν κόσμον ὅλον.”
         Καὶ αὐτοῦ στέ-
κοντας ὁ Ἀντίοχος ὁ μέγας πρωτοστράτορας εἶπεν· “Ἀλέξαν-
δρε, τοὺς γέροντας παραδιαβασμένους μὲ τὸν βασιλέα νὰ τρέχουν
καὶ νὰ μηδὲν λείπουν ἀπὸ τὴν βασιλείαν σου. Τὸ δὲ οἱ νέοι νὰ
100

στρατεύουν εἰς τὸ ταξίδιν, ὅτι ἔχουν θάρρος εἰς τὴ νεότητάν


τους καὶ ὅταν γεράσουν νὰ εἶναι ἀναπαϊμένοι.”

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 42, sec. 2, line 5

καὶ ἐκαβαλλίκευαν Φράγκικα φαρία καὶ χιλιάδες δύο κορίτζια


ἔμορφα μὲ στεφάνους χρυσοὺς εἰς τὰ κεφάλια τους· καὶ ἡ φορε-
σιά τους βελούτη ἔμορφη ὀξύα χρυσορράντιστη καὶ τὰ φαριά τους
κουβέρτες ἀργυροδιάχρυσες καὶ ἕτερες ἀρχόντισσες χιλιάδες
σαράντα ὅλοι καβαλλαραῖοι ἐβαστοῦσαν καὶ εἰς τὰ χέρια τους
κλαρία ἀπὸ δάφνη ὅλα πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν.
         Καὶ τοῦ
θεοῦ ὁ ἱερεὺς τῶν Ἑλλήνων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ μὲ
τόρτζες ἀναμμένες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν. Ἐξέβησαν
εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπα-
νωφόρι τοῦ Σολομῶντος, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἐπάρειν ὁ βασιλεὺς ὁ
Ναβουχοδονόσωρ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δώδεκα σταγόνια μὲ πο-
λυτίμητα λιθαρόπουλα ὁποὺ τὰ εἶχεν βάλει ὁ Σολομῶν εἰς
τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων.
         Καὶ τὸ στέμμα τοῦ
Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία ὁποὺ ἔφεγγαν τὴν νύκταν καὶ πα-  
ρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὄπου ἦσαν οἱ μῆνες γραμμέ-
νοι, μέσα εἰς ταῦτα τὰ λιθάρια ἕτερα λιθαρόπουλα δώδεκα ἀπὸ
λειχαντήρι καὶ οἱ ἀετοὶ γραμμένοι εἰς τὰ λιθαρόπουλα.
 Ἔβγαναν καὶ τὸ στέμμαν τῆς βασίλισσας, ὅπου ἦτον μὲ

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 49, sec. 5, line 3

βασιλεῖς, καὶ τοὺς πρωτοκαβαλλαραίους εἰς βοήθειαν ἤφεραν νὰ τὸν


βοηθήσουν. Καὶ ἦλθεν εἰς τὸν τόπον τῆς Φρυγίας καὶ ἐκούρσευσεν
τὸν τόπον τῆς Τρωάδας ὅλον.
         Τότες τὸν καιρὸν ἐκεῖνον πρωτο-
καβαλλαραῖοι τῆς Τρώας ἔπεσαν ἀπὸ ἀκονητὰ σπαθία τῶν Ἑλλήνων
καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὁμοίως ἔπεσαν ἀνδρειωμένοι· ἔπεσαν θαυμα-
στοὶ καὶ περιφούμιστοι χρυσοπτερνιστηράτοι διὰ μία γυναῖκαν ἐ-
σκοτώθησαν.
         Ὁ Ἀδὰμ ὁ προπάππους μας διὰ τὴν γυναῖκαν ἐξόρι-
στος ἐγίνη ὀκ τὴν τρυφὴν τοῦ παραδείσου. Ὁ Σαψὼν ὁ θαυμαστὸς καὶ
ἀνδρειωμένος διὰ γυναῖκα κακὴν ἐχάθη. Ὁ Σολομῶν ὁ θαυμαστὸς καὶ
φρόνιμος εἰς τὸν κόσμον ὅλον τὸν Ἀτάνην τὸν βασιλέαν ἀκολούθη-  
σεν διὰ κακὴν γυναῖκα.
101

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 50, sec. 9, line 6

 Ὁ Τάρειος τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐδέκτηκε καὶ


ἀνάγνωσάν τη· καὶ ἐγέμισε θυμὸν καὶ χολὴν μέγαν καὶ πρὸς τοὺς
ἀποκρισαρίους ὀποὺ ἦσαν ἐκεῖ εἶπεν· “Δείξετέ μου πόσων χρο-
νῶν παιδὶ ἔναι ὁ Ἀλέξανδρος καὶ πόσον φουσάτον ἔχει μὲ τοῦ
λόγου του;”
         Καὶ αὐτοὶ τὸν ἀπεκρίθηκαν καὶ εἶπαν του· “Θέ-
λει εἶσται τώρα χρονῶν τριάντα τὴν σήμερον, ὄμορφος καὶ ἀνδρει-
ωμένος πολλά· τὸ χέριν του εἰς τὸ δόσιμον ἔναι πολὺ καὶ ὁ λόγος
του στερκτὸς εἶναι πάντοτε.” Καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴν τὴν φρόνεσίν του
ἐγρύκησεν ὁ βασιλεύς· ἔχει φουσάτον μὲ τὸν ἐμαυτόν του
πεντακόσιες χιλιάδες. Ὁ φρόνιμος ὁ Σολομῶν εἰς τὰ χαρτία του
ἔλεγεν· “Τὸ γέλασμα τοῦ στόματος καὶ τὸ περπάτημά του, δείχνο-
με τὴν βασιλεία σου, ὅτι βασιλικὸν ἔχει ὁ Ἀλέξανδρος.”
         Ὁ Τάρειος τὸν
εἶδεν κατὰ νοῦ του καὶ εἶπεν· “Μὰ τὴν ἀλήθειαν εἶναι βασιλικὰ
αὐτούνα τὰ σημάδια· ἀμὴ οὐδὲν πιστεύω νὰ εἶναι ἀληθινά.” Ὅρι-
σεν ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἐπὶ τὰ μέρη ὅλα νὰ μαζώνουνται, ὄπου οὑ-  
κάποτες οἱ γλῶσσες ὅλες ἐποίησαν τὴν πυργοποιίαν καὶ αὐτοῦ
οὑκάποτες τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐμοιράσθησαν ὅλες οἱ γλῶσσες.
Καὶ αὐτοῦ ὁ Τάρειος ὅρισεν νὰ μαζωθοῦν τὰ φουσάτα του καὶ αὐτὸς
ἔγραψεν ἐπιστολὴν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον· “

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 52, sec. 2, line 3

Περὶ ὅταν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸν προφήτην Ἱερεμία.

 Ὁ Ἀλέξανδρος ὡς εἶδεν τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, εἶπεν


τοὺς ἄρχοντές του ὅτι· “Ἐτοῦτον εἶδα εἰς τὸν ὕπνον μου καὶ
μετ' αὐτὴν τὴν φορεσίαν μοῦ ἐφάνην·” καὶ ἔτζι ἐπέζευσεν ἀπὸ τὸ
ἄλογόν του καὶ ἐπροσκύνησέ τον ἕως τὴν γῆν. Ὁ προφήτης Ἱερε-
μίας τὸν ἐθυμιάτισεν μὲ σμύρνον καὶ λίβανον ὡς ἄξιον βασιλέαν
καὶ εὐλόγησέν τον καὶ ἀπὸ τὸ χέριν τὸν ἐπίασεν καὶ ἐσέβεσέν
τον εἰς τὴν Ἰερουσαλήμ.
         Καὶ ἐσέβασέ τον εἰς τὴν ἐκκλησίαν
τὴν ἐδική μας καὶ ἐπροσκύνησε εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τὴν Σιών.
Καὶ ὁμολόγησέν του τὸ πῶς τὴν ἔκτισεν ὁ Σολομῶν ὁ βασιλεύς·
καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ἐρώτησεν· “Δεῖξε μου, ποιουνοῦ θεοῦ εἶστε
ἐσεῖς;”
102

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 57, sec. 2, line 6

μουν νὰ ἐσυντυχαίναμάν τους καὶ ἐγὼ ἔπεσα χειρότερος καὶ τώ-


ρα τὴν ζωὴν τὴν ἐδική μου ἔχασα! Καὶ ἐγὼ οὐράνιος θεὸς ἐπο-
νομαζόμουν καὶ τώρα ἐκατήντησα χειρότερος ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ
τοὺς βασιλεῖς τοὺς μικρότερους ἦλθεν καὶ ἐχάλασεν καὶ ἐτζά-
κισεν τὸ βασίλειον τὸ ἐδικόν μου!
         Ὦ ἐγὼ ὁ ἄτυχος ὁ Τάρειος,
ἡ τιμή μου ἡ πρώτη εἰς ἀγαθὸν ἤρχετον καὶ τώρα μὲ ἐγέλασεν τὸ
ῥιζικόν μου καὶ ἐφάνηκέ μου ὥσπερ τῆς ὀχέντρας τὸ φαρμάκι! Ἀ-
μὴ καλὰ λέγει ὁ λόγος ὅτι ‘ὅποιος ἅνθρωπος μὲ ἀδικία ἐπαίρ-
νει καὶ χαίρεται, ὕστερα πληρώνει μὲ θλῖψιν καὶ δάκρυα πολλά·’
εἶπε καὶ ὁ Σολομῶν ὁ φρόνιμος εἰς τὲς παροιμίες του, ὀποὺ ‘ἡ
χαρὰ ἔρχεται ὕστερα εἰς μεγάλην θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν.’
Καὶ ἐγὼ πολλὰ ξένα πράγματα καὶ αὐθέντες μὲ χαρὰν μεγάλην ἠ-
πῆρα· τώρα πληρώνω τὴν ἀντιμοιβὴν μὲ πολλὰ δάκρυα. Ἀμὴ κάλ-
λιον τὸ ἔχω ν' ἀποθάνω εἰς τὸν πόλεμον τῶν Μακεδόνων πάρεξ ὁ-
ποὺ ζῶ ἄτυχα.”  
 Κάποιον ἀρχοντόπουλο τοῦ Ταρείου ἀπὸ τοὺς
Πέρσες, ὀνόματι Ἄβυσσος, ὅταν εἶδε τὸν Τάρειον, ἐλυπήθην πολ-
λὰ καὶ εἶπε τοῦ Ταρείου· “Βασιλεῦ Τάρειε, ἐγὼ ἂν ἠμπορῶ
νὰ φονέψω τὸν Ἀλέξανδρον, τί νὰ μὲ ποιήσης;” Ὁ Τάρειος
τὸν ἀπεκρίθην· “Ὦ ἠγαπημένε μου Ἄβυσσε,

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 67, sec. 1, line 4

Περὶ ὅταν ἐσέβην ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸ κάστρον.

 {Ἀλέξανδρος ἐκάθισεν εἰς τὸ σελλὶν τὸ χρυσομάργαρον


τοῦ Ταρείου τοῦ βασιλέως.} Ὁ Ἀλέξανδρος εἰς πολύτιμα φο-  
ρέματα ἐντύθην καὶ εἰς τὸ κεφάλιν του ἔβαλεν τὸ στέμμα τοῦ Σο-
λομῶντος τοῦ βασιλέως. Ἀλέξανδρος ἐκάθισεν εἰς τὸ σελλὶν τὸ χρυσομάρ-
γαρον τοῦ Ταρείου τοῦ βασιλέως.
         Αὐτοῦ ἦλθαν οἱ Πέρσηδες
καὶ τῆς Μακεδονίας τὸ φουσάτον καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Ἀλέξανδρον
καὶ εὐφήμισάν τον· “Πολλὰ τὰ ἔτη τὸν μέγαν βασιλέαν τοῦ κόσμου
ὁλονοῦ καὶ τῆς Περσίας, τὸν Ἀλέξανδρον.”
         Καὶ ὅρισεν καὶ ἤ-
φερεν ὁ Τάρειος τὴν θυγατέραν του τὴν Ῥωξάνδρα. Καὶ ὁ Τάρειος
ὡσὰν εἶδε τὴν θυγατέραν του τὴν Ῥωξάνδρα, ἐὰν καὶ λαβωμένος ἦ-
τον, ἦλθεν εἰς χαρὰν ἐκ τὴν πολλὴν θλῖψιν, ὁποὺ εἶχεν, καὶ τὰ
ὀμμάτιά του ἐγέμισαν δάκρυα καὶ ἐπεριλάμπωσεν πρὸς τὴν καρδίαν
103

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 78, sec. 6, line 4

πῶς, ὁποὺ εἶσθε εἰς ξένον τόπον καὶ συντυχαίνετε ῥωμαϊκά{ν}”.


Καὶ αὐτοὶ τὸν ἀπεκρίθησαν· Ἐμεῖς ἀπὸ πολλοὺς χρόνους ἐμάθαμεν ὅτι θέλεις
ἐλθεῖν ἡ βασιλεία σου ἐδῶ. Ὁ Ἡράκλειος ὁ βασιλεὺ καὶ πρωτοκαβαλλάρης
μὲ τὴν βασίλισσαν τὴν Μίριδαν καὶ αὐτὸς ἦτον βασιλεὺς τῶν Ἑλ-
λήνων τῶν Μακεδόνων, ὁποὺ ἑλληνικὰ λέγεται στρατηγία, καὶ ὅ-
λον μὲ τὸν δίκαιον ἐβασίλευεν. Καὶ ὕστερα ἀρχίρισαν νὰ πορνεύ-
ουν, νὰ μοιχεύουν, νὰ φονεύουν, νὰ ποιοῦσιν φαρμακίαν καὶ φιορκίαν.
         Καὶ
ἔμασεν τοὺς φρονίμους ἀνθρώπους καὶ εἶπεν· “Κάλλιον ἔναι νὰ ζῆ
τινὰς εἰς ἔρημον τόνπον, περὶ εἰς τὰ βάρη τοῦ κόσμου· καὶ καλὰ
εἶπεν καὶ ὁ Σολομὼν εἰς τὲς παροιμίες του· ‘Κάλλιον ἔναι τοῦ
ἀνθρώπου νὰ κείτεται ἀπὸ μεγάλην ἀνάγκην, περὶ νὰ ἔχη τὰ βάρη
τοῦ ἀνθρώπου’.
 Ὁ Ἡράκλειος ἔκαμεν χίλια χοντρὰ καράβια καὶ ὀρθώθην·
καὶ ἐδιάλεξεν εἰς τὸ βασίλειόν του ἀνθρώπους καλοὺς μὲ τὲς φα-
μελίες τους, καὶ ἐσέβη μὲ τὴν βασίλισσαν τὴν Σιμέραν καὶ ἐξέ-
βην ἐκ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον. Καὶ ἐσὺ εἶδες, Ἀλέξανδρε,
τοὺς δύο στύλους τοὺς χρυσοὺς καὶ τὰ παλάτιά του· αὐτοῦ ἐσκά-  
λωσε καὶ ἔζησε χρόνους πολλοὺς καὶ καλούς, καὶ ἀπόθαναν οἱ δυὸ
εἰς τὸν μακαρισμένον τόπον. ‘Αἰωνία του ἡ μνήμη!‘

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 125, sec. 12, line 13

τὴν ἀγάπην τὴν πολλήν, ὁποὺ εἶχε πρὸς αὖτον, οὐδὲν τὸν ἤθελε
πιστεύσει ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι τὸν ἀγάπα πολλά. Πάλιν ἐβουλεύτην
νὰ δείξη τὸν Πτολομαῖον, ἀμὴ ἐδοκήνθη καὶ εἶπεν πρὸς τὸν ἐ-
μαυτόν του· “Ἂν σκοτώσουν τὸν ἀδελφόν μου, σκοτώσει θέλουν καὶ
ἐμέναν ἀντάμα”. Καὶ πάντοτες ἐμάλωνεν τὸν Βρυονούσην καὶ ἀ-
τὸς οὐδὲν τὸν ἤκουεν. Ἀμὴ καλὰ λέγει ἡ παραβολή· “Τοῦ ἀγνώ-
στου τοῦ ἀνθρώπου ὁ θεὸς οὐδὲν μετέχει, ὅτι ἔχει δόλον εἰς τὴν
καρδίαν του, καὶ εἰς τὴν ἀγαθὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου ὁ θεὸς κα-
τοικεῖ, ὥσπερ καὶ ὁ δαίμονας εἰς τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον κατοι-
κεῖ”. Ὥσπερ ἡ πονηρὴ γυναίκα ἐπαρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ θεοῦ, ἐ-
ξορίσθησαν τὴν τρυφὴν τοῦ παραδείσου. Ὁ Σολομὼν ὁ φρόνιμος
εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁ μέγας βασιλέας ἀπὸ πονηρὴν καὶ κακὴν γυ-
ναῖκα ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν φρόνεσίν του. Ὁ Σαψών, ὁποὺ ἦτον ὁ
δυνατώτερος εἰς τὴν γῆν ὅλην, ἀπὸ πονηρὴν γυναῖκα ἐχάθη. Ὁ
Ἰωσὴφ ὁ πάνκαλος ἀπὸ δολωμένην καὶ πονηρὴν γυναῖκαν ἐφυλακώ-
θη πολλά. Καὶ αὐτοῦ τὸν μέγαν Ἀλέξανδρον τὸν βασιλέα ἀπὸ κά-
μωμα γυναικὸς ἔρχεται ὁ θάνατος. Εἰς μίαν ἡμέραν ὁ Ἀλέξανδρος
ἐποίησεν φιλία μεγάλη τοὺς βασιλεῖς καὶ τῆς στρατείας ὁλονῆς.
104

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 25, sec. 2, line 4

 Ἀνάζαρχος ὁ βασιλεὺς τῆς Πελαγονίας ἤκουσεν ὅ-


τι οἱ Κουμάνοι ἐπέρασαν καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἐ-
ποίησεν μίαν πονηρὰν βουλήν, ὡς τὸ θέλετε ἀκούσειν· οὑκάποτες
ἔρχετον ἀπὸ τὴν Περσίαν ἐκ τὸ ταξίδιν καὶ ἐδιέβην ἀπὲ τὴν Μα-
κεδονίαν καὶ ἐφιλοτίμησέ τον πολλὰ ὁ Φίλιππος καὶ μὲ τιμὴν
καὶ δῶρα τὸν ἐδώρησεν καὶ ἐπροβόδισέν τον.
         Ὁ Ἀνάζαρχος εἶ-
δε τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ ἐτοξεύθην εἰς τὴν καρδίαν εἰς τὸν ἔρωτα
τῆς Ὀλυμπιάδος καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν. Καὶ οὐδὲν ἐγρύκαν ὁ
ἄθλιος τοῦ Σολομῶν τὰ λόγια. Ὁ Σολομῶν ὁ παμφρόνιμος εἶπεν·
“Νέε, ἂς εἶσαι εἰς τὴν εὐμορφάδαν τῆς ἰδικῆς σου ἀγάπης, τὸ δὲ
τῆς ξένης γυναικὸς ἀπόφευγε, νὰ μηδὲν πάθης, ἄπρακτα.”
Ἔμασεν τὸ φουσάτον του, χιλιάδες δώδεκα, καὶ ὑπάγει πρὸς τὸν
Φίλιππον τὸν βασιλέαν. Καὶ ἐσέβην εἰς τὸ κάστρον, τοὺς Φιλίπ-
πους, καὶ ἔλεγεν ὅτι· “Εἰς βοήθειά σου ἦλθα.” Καὶ αὐτὸς ἦτον
μὲ δόλον καὶ ἐκοίταζεν μήνα δράξη τὴν Ὀλυμπιάδα. Ὁ Φίλιππος,
ὁποὺ τὸν εἶδεν, ἐχάρηκεν χαρὰν μεγάλην. Ἦλθαν μαντατοφόροι ἀ-
πὲ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ὁμολόγησάν του συχαρίκια, ὅτι ἐγύρισεν
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὲ τὸν πόλεμον.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 28, sec. 2, line 4

Περὶ τὸ πῶς ἀπεκρίθηκαν οἱ βοηβοντάδες.

 Τότε ἤρχισαν οἱ βοηβόντες καὶ οἱ ἄρχοντες νὰ συντυ-


χαίνουν. Ἀρχὴ ἐσύντυχεν ὁ πανφρόνιμος ὁ Φιλόνης καὶ εἶπεν·  
“Ὦ βασιλέα Ἀλέξανδρε, οἱ νέοι πρέπουν εἰς τὸ ταξίδιν νὰ εἶ-
ναι κοντά σου καὶ οἱ γέροντες εἰς τὴν βουλὴν τῆς βασιλείας
σου νὰ μηδὲν λείπουν, ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πεπειραμένοι.”
         Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν· “Οἱ γέροντες πολλὰ εἶναι τιμημένοι, ἀμὴ εἶ-
ναι ὀλιγοχρόνιοι.” Αὐτοῦ ἐστέκετον ὁ πρωτοστράτορας ὁ Λευκού-
σης καὶ εἶπεν· “Ἀλέξανδρε βασιλέα, ὁ Σολομῶν ὁ ὑψηλότατος
καὶ πανφρόνιμος βασιλεὺς εἶπεν, εἰς τὰ χαρτία του γράφουν, ὅ-
τι τὸ βασίλειον μὲ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στρατίαν θέλει
νὰ ἔνι. Καὶ ὁ βασιλεὺς ὁποὺ οὐδὲν ἔχει βουλατόρους, ἄξιον ἀ-
τός του ἔνι μὲ δίκαιον νὰ χαθῆ· καὶ θέλεις καὶ ἐσὺ νὰ βουληθῆς μὲ τὸν κόσμον
ὅλον.”
         Καὶ αὐτοῦ στέκοντας ὁ Ἀντίοχος ὁ μέγας πρωτοστράτορας εἶπεν. “Ἀ-
λέξανδρε βασιλέα, τοὺς γέροντας πρέπει παραδιαβασμὸν μὲ τὸν
105

βασιλέα νὰ τρέχουν καὶ νὰ μηδὲν λείπουν ἀπὲ τὴν βασιλείαν σου.


Τὸ δὲ οἱ νέοι νὰ στρατεύουν εἰς τὰ ταξίδια, ὅτι ἔχουν θάρρος
εἰς τὴν νεότητάν τους καὶ ὅταν γεράσουν νὰ εἶναι ἀναπαϊμέ

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 40, sec. 6, line 5

ὅτι· “Οἱ θεοί τους ἂν ἦσαν ἀληθινοί, οὐδὲν ἤθελαν καεῖ, ἀμὴ ἤ-
θελαν διαφεντευθῆν.” Καὶ πάλιν μὲ λύπην καὶ χαρὰν εἶπε λόγον·
“Τὰ ἄρματα τῶν Μακεδόνων ἐκοκκίνησαν ἐκ τὸ αἷμα τῶν Ἀθηναίων
ἀπὸ τὴν ὑψηλοφροσύνην καὶ λωλίαν, ὁποὺ εἶχαν, καὶ οὐχὶ ἀπ' ἐμέ-
να.”
         Καὶ ὁ Διογένης ὁ φιλόσοφος εἶπεν· “Ἂν οὐδὲν τζακίσης
τὸ κεφάλιν τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἐμυαλὸν οὐδὲν τὸν τρώγεις· ἔτζι
τοὺς ἔδωσα καὶ ἐγὼ βουλὴν νὰ σὲ προσκυνήσουν καὶ οὐδὲν μὲν ἤ-
κουσαν καὶ ἐτζάκισαν τὸ κεφάλιν τους· ἀμὴ καὶ ἡ παροιμία τοῦ
Σολομῶντος καλὰ εἶπεν· ‘Παίδευε τὸν ἄγνωστον διὰ νὰ σὲ καλοβλέ-
πη’.” Τότε ἡ Ἀθήνα ἔκλαυσε πικρῶς καὶ τότε ἀνακατώθησαν οἱ βα-
σιλεῖς ὅλοι τῶν νήσων τῆς Σικελίας καὶ Λακεδαιμονίας καὶ τῆς Κρήτης τῆς Λα-
κεταρτάριας καὶ ὁλουνοῦ τοῦ Μορέως ὡς ἤκουσαν τὸν ἐπαρμὸν τῆς Ἀθήνας καὶ τοῦ
λαοῦ τοῦ ὡραιοτάτου τὴν ἀνάλωσιν. Καὶ ἐποίησαν θρῆνον μέγαν·
καὶ ὡς ἤκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τοὺς λόγους τούτους, εἶπεν· “Ἂν
οὐδὲν τζακίσης τὸ κυβέρτιν, τὸ μέλι οὐδὲν τρώγεις.”

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 42, sec. 2, line 4

εἰς τὰ κεφάλια ἐβαστοῦσαν στεφάνους εὔμορφους καὶ ἐκαβαλλί-


κευαν φαρία Φράγκικα καὶ δύο χιλιάδες κορίτζια μὲ στεφάνια
χρυσᾶ εἰς τὰ κεφάλια· καὶ ἡ φορεσία τους ἦταν βελοῦδον εὔμορ-
φον ὀξύα χρυσορράντιστα καὶ τὰ φαρία τους κουβερτιασμένα ἀργυροδιάχρυσα καὶ
οἱ σέλλες ἀργυροδιάχρυσες καὶ ἕτεροι ἄρχοντες χιλιάδες σαράντα ὅλοι καβαλ-
λαραῖοι ἐβαστοῦσαν καὶ εἰς τὰ χέρια τους κλαρέα ἀπὸ δάφνη ὅλα
πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν.
         Καὶ τοῦ θεοῦ ὁ ἱερεὺς τῶν Ἑλλήνων
μὲ σαράντα δύο χιλιάδες γέροντες καὶ μὲ λαμπάδες ἀναμμένες εἰς
τὰ χέρια ἐβαστοῦσαν καὶ ἐξέβησαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλεξάν-
δρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπανωφόρι τοῦ Σολομῶντος, ὁποὺ τὸ
εἶχεν ἐπάρει ὁ βασιλεὺς ὁ Ναβουχοδονόσωρ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
καὶ δώδεκα σταγόνια ἀπὸ πολυτίμητα λιθάρια ὁποὺ τὰ εἶχεν βά-
λει ὁ Σολομῶν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων.
Καὶ τὸ στέμμαν τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία ὁποὺ ἔφεγγαν τὴν  
νύκταν καὶ παρεκάτω εἶχαν λιθαρόπουλα δώδεκα ἀπὸ ἀχαντήλη,
ὁποὺ ἦσαν οἱ μῆνες γραμμένοι, μέσα εἰς αὐτὰ τὰ λιθαρόπουλα καὶ
ἀετοὶ γεγραμμένοι εἰς τὰ λιθαρόπουλα.
         Ἔβγαλαν καὶ τὸ στέμ-
106

μαν τῆς βασίλισσας τῆς Σιβύλλας, ὁποὺ ἦτον γεγραμμένον μὲ τέ-


τοιαν τέχνην, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν. Ἔβγαλαν καὶ φαρὶν εὔμορ

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 42, sec. 2, line 7

φον ὀξύα χρυσορράντιστα καὶ τὰ φαρία τους κουβερτιασμένα ἀργυροδιάχρυσα καὶ


οἱ σέλλες ἀργυροδιάχρυσες καὶ ἕτεροι ἄρχοντες χιλιάδες σαράντα ὅλοι καβαλ-
λαραῖοι ἐβαστοῦσαν καὶ εἰς τὰ χέρια τους κλαρέα ἀπὸ δάφνη ὅλα
πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν.
         Καὶ τοῦ θεοῦ ὁ ἱερεὺς τῶν Ἑλλήνων
μὲ σαράντα δύο χιλιάδες γέροντες καὶ μὲ λαμπάδες ἀναμμένες εἰς
τὰ χέρια ἐβαστοῦσαν καὶ ἐξέβησαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλεξάν-
δρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπανωφόρι τοῦ Σολομῶντος, ὁποὺ τὸ
εἶχεν ἐπάρει ὁ βασιλεὺς ὁ Ναβουχοδονόσωρ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
καὶ δώδεκα σταγόνια ἀπὸ πολυτίμητα λιθάρια ὁποὺ τὰ εἶχεν βά-
λει ὁ Σολομῶν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων.
Καὶ τὸ στέμμαν τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία ὁποὺ ἔφεγγαν τὴν  
νύκταν καὶ παρεκάτω εἶχαν λιθαρόπουλα δώδεκα ἀπὸ ἀχαντήλη,
ὁποὺ ἦσαν οἱ μῆνες γραμμένοι, μέσα εἰς αὐτὰ τὰ λιθαρόπουλα καὶ
ἀετοὶ γεγραμμένοι εἰς τὰ λιθαρόπουλα.
         Ἔβγαλαν καὶ τὸ στέμ-
μαν τῆς βασίλισσας τῆς Σιβύλλας, ὁποὺ ἦτον γεγραμμένον μὲ τέ-
τοιαν τέχνην, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν. Ἔβγαλαν καὶ φαρὶν εὔμορ-
φον γριβὶν μὲ τοῦ κορκόδειλου τὸ σκέπασμα· καὶ ἡ σέλλα του ἦ-
τον μὲ πολυτίμητον λιθάριν, τὸ ἀδαμάντινον.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 50, sec. 9, line 5

σάτον τῶν Μακεδόνων εἶναι λέοντες· ἀμὴ ἔβλεπε τὴν ζωήν σου μὴ
τὴν χάσης.”
 Ὁ Τάρειος τὴν ἐπιστολῆν τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐδέχθηκέν
την καὶ ἐγέμισεν χολὴν καὶ θυμὸν μέγαν καὶ πρὸς τοὺς ἀποκρι-
σαραίους ὁποὺ ἦσαν ἐκεῖ εἶπεν· “Δείξετέ μου πόσων χρονῶν νὰ
ἔνι τώρα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ πόσον φουσάτον ἔχει τώρα μὲ τοῦ λόγου του;”
         “Θέ-
λει γένει τώρα τριάντα, τοῦ εἶπαν, εὔμορφος καὶ ἀνδρειωμένος πολλὰ καὶ ὁ
λόγος του στερκτὸς ἔνι πάντοτε πολλά.” Καὶ τὴν φρόνησιν ἀπὸ
τὴν ἐπιστολὴν ἐγρύκησεν ὁ βασιλεύς· ἔχει καὶ φουσάτον μὲ τὸν
ἐμαυτόν του πεντακοσίες χιλιάδες. Ὁ φρόνιμος ὁ Σολομῶν εἰς
τὰ χαρτία του ἔλεγεν· “Τὸ γέλασμά του καὶ τὸ περπάτημα, δείχνο-
μεν τὴν βασιλείαν σου, ὅτι τὸ ἔχει βασιλικὸν ὁ Ἀλέξανδρος.”
Ὁ Τάρειος ὡς ἤκουσεν κατὰ νοῦν του, εἶπεν· “Μὰ τὴν ἀλήθειαν εἶ-
ναι βασιλικὰ αὐτὰ τὰ σημάδια· ἀμὴ οὐδὲν πιστεύω νὰ εἶναι ἀλη-
θινά.” Ὅρισεν ἐπὶ τὸν τόπον του καὶ ἐπὶ τὰ μέρη ὅλα νὰ μαζω-  
107

χθοῦν τὰ φουσάτα, ὁποὺ ὁκάποτες οἱ γλῶσσες ἐποίησαν τὴν πυρ-


γοποιίαν, καὶ αὐτοῦ ὁκάποτες εἰς καιρὸν ἐμερίσθησαν οἱ γλῶς-
σες.
         Καὶ αὐτοῦ ὁ Τάρειος ὅρισεν νὰ συναχθοῦσιν ὅλοι καὶ
αὐτοῦ ἔγραψεν ἐπιστολὴν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν Αἴγυ

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 52, sec. 2, line 3

δῆλες εἰς ἀπάντησιν τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ ἐθυμιάτισάν τον.  


 Ἀλέξανδρος ὡσὰν εἶδεν τὸν προφήτην Ἰερεμίαν, εἶπε
πρὸς τοὺς ἄρχοντες· “Τοῦτον εἶδα εἰς τὸν ὕπνον μου καὶ μὲ ταύ-
την τὴν φορεσίαν μοῦ ἐφάνη·” καὶ ἔτζι ἐπέζευσεν ἀπὸ τὸ ἄλογόν
του καὶ ἐπροσκύνησέν τον ἕως εἰς τὴν γῆν. Ὁ προφήτης Ἱερεμί-
ας τὸν ἐθυμιάτισε μὲ σμύρνον καὶ λίβανον ὡς ἄξιον βασιλέων καὶ
εὐλόγησέν τον καὶ ἀπὸ τὸ χέριν τὸν ἐπίασεν καὶ ἐσέβησαν εἰς
τὴν Ἱερουσαλήμ.
         Καὶ ὑπῆγεν τον εἰς τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἰδι-
κήν του καὶ ἐπροσκύνησαν εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, εἰς τὴν ἁγίαν
Σιών. Καὶ ὁμολόγησέν τον πῶς τὴν ἔκτισεν ὁ Σολομῶν. Ὁ Ἀλέξαν-
δρος τὸν ἐρώτησεν· “Δείξετέ μου, ποῖον θεὸν πιστεύετε ἐσεῖς;”
Ὁ προφήτης τὸν ἀπεκρίθην· “Ἔνα θεὸν ἡμεῖς πιστεύομεν καὶ
ὁμολογοῦμεν, ὁποὺ ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ ὅλους ὁ-
ρᾷ καὶ αὐτὸν ὀμμάτιν οὐδὲν τὸν εἶδεν καὶ οὗς οὐκ ἤκουσεν καὶ
εἰς καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἐσέβη.”

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 57, sec. 2, line 5

ἐμαυτόν μου μὲ ἐπιγείους ἀνθρώπους οὐδὲν ἐκαταδεχόμουν νὰ συν-


τυχαίνω μετ' αὐτουνοὺς καὶ τώρα ἔπεσα χειρότερα ἀπὸ ὅλους καὶ
τὴν ζωὴν τὴν ἰδικήν μου ἔχασα! Καὶ ἐγὼ οὐρανοῦ θεὸς ἐπωνομαζό-
μουν καὶ τώρα ἐκατήντησα χειρότερος ἄνθρωπος καὶ ἕνας βασιλεὺς
ἀπὸ ὅλους μικρότερος ἦλθεν καὶ ἐχάλασεν καὶ ἐξοίκισε τὸ βασί-
λειόν μου!
         Ἐγὼ ὁ ἄτυχος ὁ Τάρειος, ἡ τιμή μου ἡ πρώτην εἰς
ἀγαθὸν μοῦ ἔρχεται καὶ τώρα μὲ ἐγέλασεν τὸ ἐριζικόν μου καὶ ἐ-
φάνη μου ὥσπερ τῆς ὄχεντρας τὸ φαρμάκιν! Ἀμὴ καλὰ λέγει ὁ λόγος
ὅτι ‘ὅποιος ἄνθρωπος μὲ ἀδικίαν ἐπαίρνει καὶ χαίρεται, ὕστερα
μὲ δάκρυα πληρώνει καὶ μὲ θλῖψιν·’ εἶπε καὶ ὁ Σολομῶν ὁ φρόνι-
μος εἰς τὲς παροιμίες του, ὅτι ‘ἡ χαρὰ ἡ πολλὴ ὕστερα γίνεται
θλῖψις καὶ στενοχωρία.’
         Καὶ ἐγὼ ξένα πράγματα καὶ αὐθέντες
μὲ χαρὰν μεγάλην ἐπῆρα καὶ τώρα πολλὰ πληρώνω τὴν ἀνταμοιβὴν
μὲ πολλὰ δάκρυα. Ἀμὴ κάλλιον τὸ εἶχα νὰ ἀποθάνω εἰς τὸν πόλε-
μον τῶν Μακεδόνων παρὰ ὁποὺ ζῶ ἄτυχα.”
108

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 67, sec. 1, line 2

Μακεδόνας καὶ ἤφεραν ἀργυροδιάχρυσον ἁμάξιν νὰ τὸν βάλουν νὰ τὸν ὑπάγουν


εἰς τὸν τόπον του.
         Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος αὐτός του τὸν ἐβάστα-
σεν ἔνα δοξόβολον καὶ εἶπε του· “Βασιλικὴν τιμὴν σοῦ ἔκαμα καί,
ἂν ζήσης, πλέον τιμὴν σὲ θέλω κάμει, εἰ δὲ καὶ ἂν ἀποθάνης, μὲ
μεγάλην τιμὴν βασιλικὴν θέλω σὲ θάψει.” Καὶ ἔτζι τὸν ὑπῆγαν εἰς
τὸ παλάτιν καὶ ἀπόθησάν τον εἰς τὸ χρυσὸν κρεββάτιν του.

Περὶ ὅταν ἐσέβη ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸ κάστρον.

 Ὁ Ἀλέξανδρος πολυτίμητα φορέματα ἐνδύθη καὶ εἰς τὸ  


κεφάλιν του ἔβαλε τὸ στέμμα τοῦ βασιλέως Σολομῶντος καὶ ἐκάθι-
σεν εἰς τὸ σελλὶν τὸ χρυσομάργαρον τοῦ Ταρείου τοῦ βασιλέως.
 Καὶ αὐτοῦ ἦλθαν ὅλοι οἱ Πέρσηδες καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν
Ἀλέξανδρον καὶ εὐφήμισάν τον· “Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ βασιλέως τοῦ
μεγάλου Ἀλεξάνδρου, υἱοῦ Φιλίππου.”
         Τότε ὁ Τάρειος ὅρισε
καὶ ἤφεραν τὴν θυγατέραν του, τὴν Ῥωξάνδραν, ἐὰν καὶ λαβωμένος
ἦτον, ἦλθεν εἰς χαρὰν ἐκ τὴν πολλήν του τὴν θλῖψιν, ὁποὺ εἶχεν,
καὶ τὰ ὀμμάτιά του ἐγέμισαν δάκρυα καὶ ἐπεριλάμπωσέ την καὶ ἐ-
φίλησέ την ὁλόκαρδα καὶ εἶπεν·

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 78, sec. 6, line 4

         “Ἐμεῖς ἀπὸ πολ-


λοὺς χρόνους ἐμάθαμέν το ὅτι θέλει ἐλθεῖ ἡ βασιλεία σου ἐδῶ.
Ὁ Ἡράκλειος ὁ βασιλεὺς καὶ πρωτοκαβαλλάρης μὲ τὴν βασίλισσαν
τὴν Σιμίραν καὶ αὐτὸς ἦτον βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων τῶν Μακεδό-
νων, ὁποὺ ἑλληνικὰ λέγονται στρατηγία, καὶ ὅλο μὲ τὸ δίκαιον
ἐβασίλευσεν. Καὶ ὕστερα ἀρχίνισαν νὰ πορνεύουν καὶ νὰ μοιχεύ-
ουν, νὰ ποιοῦσιν μαλακίαν καὶ φιορκίαν.
         Καὶ ἔμασε τοὺς
φρονίμους ἀνθρώπους καὶ εἶπε· “Κάλλιον νὰ ζῆ τινὰς εἰς τὴν ἔ-
ρημον, περὶ εἰς τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου”· καὶ καλὰ εἶπε καὶ ὁ
Σολομὼν εἰς τὲς παροιμίες του· “Κάλλιον ἔνι νὰ κείτεται ἅνθρω-
πος ἀπὸ μεγάλην θλῖψιν, περὶ νὰ ἔχη τὰ βαρέα τῶν ἀνθρώπων”.
         Ὁ Ἡράκλειος ἔκαμε χίλια χοντρὰ κάτεργα καὶ ὀρθώθη·
καὶ ἐδιάλεξεν εἰς τὸ βασίλειόν τους ἀνθρώπους καλοὺς μὲ τὲς
φαμελίες τους, καὶ μὲ τὴν βασίλισσαν τὴν Σιμίραν καὶ ἐξέβησαν
ἐκ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον. Καὶ ἐσὺ εἶδες, Ἀλέξανδρε, τοὺς στύ-
λους τοὺς χρυσοὺς καὶ τὰ παλάτιά του· αὐτοῦ ἐσκάλωσεν καὶ ἔζη-  
σε χρόνους πολλοὺς καὶ καλούς, καὶ ἀπέθανε εἰς τὸν εὐλογημέ-
109

νον τόπον. ‘Αἰωνία τους ἡ μνήμη!‘

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 125, sec. 12, line 13

Καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ἀγάπην, ὁποὺ εἶχεν οὐδὲν τὸν ἤθελεν πιστεύ-
σει ὁ Ἀλέξανδρος, ὅτι τὸν ἀγάπαν πολλά. Καὶ ἐβουλήθη νὰ τὸ ὁ-
μολογήση τοῦ Πτολομαίου, ἀμὴ ἐδοκήθη καὶ εἶπε πρὸς τὸν νοῦν
του· “Ἂν σκοτώσουν τὸν ἀδελφόν μου, σκοτώσει θέλουν καὶ ἐμένα
ἀντάμα”. Καὶ τότεσον ἤρχισεν δυνατὰ καὶ ἐμάλωνε τὸν Βρυονούσην
καὶ αὐτὸς οὐδὲν τὸν ἤκουσεν. Καλὰ λέγει ἡ παραβολή· “Ὁ θεὸς
τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀγνώστου οὐδὲν κατοικεῖ, ὅτι ἔχει δόλον εἰς
τὴν καρδίαν του. Ἀμὴ εἰς τὴν ἀγαθὴν καρδίαν ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ
θεός, ὥσπερ καὶ ὁ δαίμονας εἰς τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὰς καρδί-
ας”. Ὥσπερ γὰρ ἡ πονηρὴ καὶ κακὴ γυνὴ ἐπαρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ
θεοῦ καὶ ἐξορίστηκαν ἐκ τὸν παράδεισον. Ὁ Σολομὼν ὁ φρόνιμος
ἐκ τοὺς ἀνθρώπους πάντας ὁ μέγας βασιλέας ἀπὸ πονηρὴν κακὴν
γυναῖκαν ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν φρόνεσίν του. Ὁ Σαμψών, ὁποὺ ἦτον
δυνατώτερος εἰς τὴν γῆν ὅλην, ἀπὸ πονηρίαν κακῆς γυναικὸς ἐχά-
θη. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ πάγκαλος ἀπὸ δολωμένην κακὴν γυναῖκαν ἐφυλακώ-
θηκεν πολλά. Καὶ αὐτοῦ τὸν μέγαν βασιλέα τὸν Ἀλέξανδρον ἀπὸ
κάμωμαν κακῆς γυναικὸς ἐθανατώθηκεν. Μίαν ἡμέραν ἐποίησεν ὁ
Ἀλέξανδρος τῶν μεγιστάνων μεγάλην φιλίαν καὶ ὁλονῶν τῶν στρα-
τιώτων.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 49, line 18

ζονταν. Τότε καὶ ὁ ναὸς ὁ μέγας τοῦ Ἀπόλλωνος ὁ ὡραῖος ἐκεῖ-


νος, ὅπου ἦσαν οἱ θεοὶ τῶν Ἑλλήνων, ἅψαν καὶ ἐκάηκαν μὲ ὅλους
τοὺς θεούς. Καὶ εἶπεν· «Ἐὰν ἦσαν ἀληθινοὶ οἱ θεοὶ τῶν Ἑλλήνων,
ἀπαντηθῆν ἤθελαν ἀπὸ τὴν ἱστίαν, ὅτι νὰ μηδὲν καγοῦν». Καὶ
ἐσύντυχεν καὶ εἶπεν μετὰ χαρᾶς καὶ μὲ θλίψη· «Σήμερον τῶν
Μακεδόνων τὰ ἄρματα ἐκοκκίνισαν ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων τὸ αἷμα
καὶ οὐδὲν ἔναι ἀπὸ ἐμένα τὸ πταίσιμον, ἀμὴ ἀπὸ τὴν ἀναγνωσίαν
τους τὸ ἔπαθαν». Καὶ αὐτοῦ ὁ Διογένης ὁ φιλόσοφος καὶ εἶπεν·
»Ἐὰν οὐδὲν πάθη ὁ ἄνθρωπος, οὐδὲν ἠμπορεῖ νὰ μάθη, ἀμὴ καλὰ
λέγει ὁ λόγος ‘τσάκισε τοῦ ἀνθρώπου τὸ κεφάλι καὶ τότε νὰ πεί-
θεται’· ὅμως καλὰ λέγει ὁ Σολομὼν ‘δίδου σοφοῦ ἀφορμὴ καὶ
σοφώτερος ἔσται’». Τότε ἡ Ἀθήνα ἐτρόμαξεν, τότε ἡ Θήβα
ἐθρήνησεν, τότε τὰ νησία ὅλα ἤκουσαν καὶ ἐτρόμαξαν καὶ τὰ βα-
σίλεια τῆς Δύσης ἐθρήνησαν, τῆς Σακελίας καὶ τῆς Λακιδαιμο-
νίας, καὶ ἔπεσαν εἰς φόβον μέγαν καὶ εἰς λογισμόν, τὸ τί νὰ ποιή-
σουν. Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν· «Τὸ κεφάλιν ἂν οὐδὲν τὸ τσακίσης,
τὸν ὁμυαλὸν οὐδὲν ἠμπορεῖς νὰ τὸν φάγης».
 Καὶ ἀπ' αὐτοῦ ὄρθωσεν νὰ ὑπάγη πρὸς τῆς Ῥώμης τὸ βα-
110

σίλειον. Καὶ ἐμέτρησεν τὸ φουσάτο του καὶ εὗρεν τετρακόσιες


χιλιάδες ἀρματωμένους καὶ ἐκίνησεν πρὸς τὴν Ῥώμην.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 51, line 10

καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν ἔμορφα, καλά. Οἱ ἄρχοντες τῆς Ῥώμης  


ὄρθωσαν τέσσαρες χιλιάδες ἀρχοντόπουλα μὲ χρυσὰ στεφάνια εἰς
τὰ κεφάλια τους, ὅλα εἰς φαρία ἔμορφα, εἰς συναπάντησι[ν] τοῦ
Ἀλεξάνδρου καὶ δύο χιλιάδες κορίτσια ἐκλεκτά, ὅλα μὲ στεφάνια
χρυσὰ καὶ εἰς φαρία καλά· καὶ τὰ ἄλογά τους σκεπασμένα μὲ
ὁλόχρυσα σκεπάσματα ἔμορφα. Καὶ ἄλλες σαράντα χιλιάδες ἄν-
θρωποι ὅλοι μὲ δάφνες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν καβαλλα-
ραῖοι πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν. Καὶ τοῦ θεοῦ οἱ ἱερεῖς τῶν Ἑλλή-
νων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ τόρτζες ἀναμμένες ἐβαστοῦσαν
εἰς τὰ χέρια τους. Καὶ ὅλοι ἐξῆλθαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλε-
ξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπανωφόρι τοῦ Σολομῶντος,
ὁποὺ εἶχεν πάρει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ·
καὶ δώδεκα σταγόνια πολυτίμητα λιθαρόπουλα, ὁποὺ τὰ εἶχεν
βάλει ὁ Σολομὼν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων·
καὶ τὸ στέμμα τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία, ὁποὺ ἔφεγγαν
τὴν νύκταν, καὶ παρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὁποὺ ἦσαν
οἱ μῆνες γραμμένοι εἰς αὐτά, καὶ ἄλλα δώδεκα λιθαρόπουλα ἀπὸ
ἀχαντίλι· καὶ ἡ ἀντιγραφὴ εἰς τὰ λιθαρόπουλα. Ἤφεραν καὶ τὸ
στέμμαν τῆς βασίλισσας τῆς Σοβιλίας, ὁποὺ ἦτον τέτοιαν τέχνη,
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν. Ἤφεράν του καὶ γριβὶν φαρὶν ἔμορφον
μὲ τοῦ κροκονδείλου τὸ σκέπασμα μὲ τὰ πολυτίμητα λιθαρόπου

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 51, line 13

Ἀλεξάνδρου καὶ δύο χιλιάδες κορίτσια ἐκλεκτά, ὅλα μὲ στεφάνια


χρυσὰ καὶ εἰς φαρία καλά· καὶ τὰ ἄλογά τους σκεπασμένα μὲ
ὁλόχρυσα σκεπάσματα ἔμορφα. Καὶ ἄλλες σαράντα χιλιάδες ἄν-
θρωποι ὅλοι μὲ δάφνες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν καβαλλα-
ραῖοι πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν. Καὶ τοῦ θεοῦ οἱ ἱερεῖς τῶν Ἑλλή-
νων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ τόρτζες ἀναμμένες ἐβαστοῦσαν
εἰς τὰ χέρια τους. Καὶ ὅλοι ἐξῆλθαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλε-
ξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπανωφόρι τοῦ Σολομῶντος,
ὁποὺ εἶχεν πάρει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ·
καὶ δώδεκα σταγόνια πολυτίμητα λιθαρόπουλα, ὁποὺ τὰ εἶχεν
βάλει ὁ Σολομὼν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων·
καὶ τὸ στέμμα τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία, ὁποὺ ἔφεγγαν
τὴν νύκταν, καὶ παρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὁποὺ ἦσαν
οἱ μῆνες γραμμένοι εἰς αὐτά, καὶ ἄλλα δώδεκα λιθαρόπουλα ἀπὸ
ἀχαντίλι· καὶ ἡ ἀντιγραφὴ εἰς τὰ λιθαρόπουλα. Ἤφεραν καὶ τὸ
στέμμαν τῆς βασίλισσας τῆς Σοβιλίας, ὁποὺ ἦτον τέτοιαν τέχνη,
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν. Ἤφεράν του καὶ γριβὶν φαρὶν ἔμορφον
μὲ τοῦ κροκονδείλου τὸ σκέπασμα μὲ τὰ πολυτίμητα λιθαρόπου-
111

λα. Ἤφεράν του καὶ τὰ ἄρματα τοῦ Πριάμου, ὁποὺ ἦσαν βασιλι-
κὰ καὶ εἶχαν τα ἐπάρει εἰς τὴν Τρωάδα. Ἠφέρασιν καὶ κοντάρια
ἀλεφάντινα ἐγκοσμισμένα καὶ ἕτερα στέμματα ἑπτά. Ἤφεράν του

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 51, line 14

χρυσὰ καὶ εἰς φαρία καλά· καὶ τὰ ἄλογά τους σκεπασμένα μὲ


ὁλόχρυσα σκεπάσματα ἔμορφα. Καὶ ἄλλες σαράντα χιλιάδες ἄν-
θρωποι ὅλοι μὲ δάφνες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν καβαλλα-
ραῖοι πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν. Καὶ τοῦ θεοῦ οἱ ἱερεῖς τῶν Ἑλλή-
νων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ τόρτζες ἀναμμένες ἐβαστοῦσαν
εἰς τὰ χέρια τους. Καὶ ὅλοι ἐξῆλθαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλε-
ξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπανωφόρι τοῦ Σολομῶντος,
ὁποὺ εἶχεν πάρει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ·
καὶ δώδεκα σταγόνια πολυτίμητα λιθαρόπουλα, ὁποὺ τὰ εἶχεν
βάλει ὁ Σολομὼν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων·
καὶ τὸ στέμμα τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία, ὁποὺ ἔφεγγαν
τὴν νύκταν, καὶ παρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὁποὺ ἦσαν
οἱ μῆνες γραμμένοι εἰς αὐτά, καὶ ἄλλα δώδεκα λιθαρόπουλα ἀπὸ
ἀχαντίλι· καὶ ἡ ἀντιγραφὴ εἰς τὰ λιθαρόπουλα. Ἤφεραν καὶ τὸ
στέμμαν τῆς βασίλισσας τῆς Σοβιλίας, ὁποὺ ἦτον τέτοιαν τέχνη,
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν. Ἤφεράν του καὶ γριβὶν φαρὶν ἔμορφον
μὲ τοῦ κροκονδείλου τὸ σκέπασμα μὲ τὰ πολυτίμητα λιθαρόπου-
λα. Ἤφεράν του καὶ τὰ ἄρματα τοῦ Πριάμου, ὁποὺ ἦσαν βασιλι-
κὰ καὶ εἶχαν τα ἐπάρει εἰς τὴν Τρωάδα. Ἠφέρασιν καὶ κοντάρια
ἀλεφάντινα ἐγκοσμισμένα καὶ ἕτερα στέμματα ἑπτά. Ἤφεράν του
σκουτάριν τοῦ Ταρκιανοῦ τοῦ βασιλέως, ὁποὺ ἦτον τοῦ βασιλέως

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 57, line 23

Ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς ὁ Μενέλαος τὴν ἅρπαξιν τῆς συμβίου


αὐτοῦ, ἔμασεν τὸ φουσάτο του καὶ ἔστειλεν ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς
ὅλους τῶν Ἑλλήνων τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Λαττωνίας καὶ τῆς
Ἀτταλείας· καὶ ἐσύναξαν οἱ βασιλεῖς ὅλοι τὰ φουσάτα τους καὶ
ἦλθαν εἰς βοήθειάν του εἰς τὸν τόπον τῆς Φρυγγίας καὶ ἐκούρ-
σευσεν καὶ ἐχάλασεν τὸν τόπον τῆς Τρωάδος. Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ
οἱ πρωτοκαβαλλαραῖοι τῆς Τρωάδος ἐσκοτώθησαν ἀπὸ τὸ χέρι
τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας διὰ μίαν γυναῖκα μαγαρι-
σμένη. Ὁ προπάππους μας Ἀδὰμ διὰ γυναῖκα ἐξεβλήθη τῆς
τρυφῆς τοῦ παραδείσου. Ὁ Σαμψὼν ὁ θαυμαστὸς καὶ ἀνδρειω-
μένος διὰ γυναῖκα κακὴ ἐχάθη. Ὁ Σολομὼν ὁ θαυμαστὸς καὶ [f. 36r] παμ-
φρόνιμος τῆς οἰκουμένης ὅλης διὰ γυναῖκα τὸν Ἀδάνην
ἀκολούθησε τὸν βασιλέα καὶ ἐξέπεσεν. Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰς τὴν
περιφούμιστον Τρωάδα οἱ ἀνδρειωμένοι ἔπεσαν διὰ μίαν γυναῖκα·
112

καὶ τὸ ὕστερον ἐποίησαν σκευὴν δολερὰν καὶ ἠπῆραν τὸ κάστρον


τὴν Τρωάδα, ὡς γράφει τὸ βιβλίον τοῦ Ὅμηρος. Τῷ καιρῷ ἐκεί-
νῳ ἦλθαν οἱ Τρωαδίτες καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Ἀλέξανδρον μὲ
τιμὴν μεγάλην καὶ μὲ δῶρα πολλά. Ἤφεράν του καὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ  
Ἀχιλλέως τὸ σκουτάρι· ἦτον πετσωμένο μὲ τὸ πετσὶ τοῦ λέοντος
καὶ ἦτον στορισμένον τὸ πρόσωπόν του ὥσπερ τὸ φέγγος εἰς τὸν
οὐρανόν, οὕτως ἔλαμπεν, καὶ ὥσπερ τοῦ παγωνίου τὰ πτερά,

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 64, line 9

τοῦ Ἀλεξάνδρου ἠπῆρε καὶ ὅρισεν καὶ ἀνάγνωσάν την καὶ ἐπλήσθη
θυμὸν μέγαν καὶ πρὸς τοὺς ἀποκρισιαραίους εἶπεν ὁποὺ ἦσαν  
ἐκεῖ· «Δείξετέ μου πόσων χρονῶν ἔναι τῷ καιρῷ ἐτούτῳ ὁ Ἀλέ-
ξανδρος καὶ πόσον φουσάτον ἔχει μὲ τὸν Φιλόνη καὶ μὲ τὸν ἐ-
μαυτόν του, πῶς ἐγροικήσετε»; Καὶ αὐτοὶ τὸν ἀποκρίθησαν·
»Εἶστεν θέλει τριάντα χρονῶν τὴν σήμερον ἡμέραν καὶ ἔναι
ἔμορφος καὶ ἀνδρειωμένος πάμπολλα καὶ ἔχει τὸ χέρι του νὰ δωρῆ
τὴν ἅπασαν ἡμέρα καὶ ὁ λόγος του ἔναι στερκτὸς καὶ ἀληθινὸς
καὶ μὲ τὴν φρόνεσίν του βασιλεύει καὶ ἔχει καὶ φουσάτο ἕως πεντα-
κόσιες χιλιάδες· τόσον ἐδυνήθημαν καὶ ἀγροικήσαμεν. Ὁ Σολο-
μὼν ὁ φρόνιμος εἰς τὰ χαρτία του ἔλεγεν· τοῦ στόματος τὸ γέ-
λασμα καὶ τὸ περπάτημά του ἔχει βασιλικὸν ὁ Ἀλέξανδρος.
Οὕτως ὁμολογοῦμεν τὴν βασιλείαν σου». Ὁ Δάρειος ἔβαλεν κατὰ
νοῦ του καὶ εἶπεν ὅτι αὐτὰ τὰ σημάδια βασιλικὰ εἶναι, ἀμὴ φαί-
νεταί μου οὐδὲν ἔναι οὕτως. Ὁ βασιλεὺς ὁ Δάρειος ὅρισεν καὶ
ἔγραψαν χαρτία εἰς ὅλον τὸν τόπον, εἰς ὅλα τὰ μέρη του νὰ συνα-
χθοῦν ὅλα του τὰ φουσάτα, ὅπου ὁκάποτε οἱ γλῶσσες ἀρχέρισαν
νὰ κτίζουν τὴν πυργοποιΐαν καὶ αὐτοῦ ὅρισεν ὁ μεγαλοδύναμος
θεὸς καὶ ἐμοίρασεν τὲς γλῶσσες ὅλες καὶ ἐχωρίσθησαν ἐπὶ τὴν
οἰκουμένην ὅλην· καὶ αὐτοῦ ἐσυνάχθησαν τὰ φουσάτα τοῦ Δαρείου.
Καὶ ἔγραψεν ἐπιστολὴν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 67, line 2

δες ἐνδύθησαν στολὴν τῶν ἱερέων καὶ δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι μὲ


κερία καὶ λαμπάδες καὶ κανδῆλες καὶ θυμιατοὺς ἐσυναπάντησαν
τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἐθυμίασάν τον. Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ὡς εἶδεν
τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, εἶπεν τῶν ἀρχόντων του ὅτι ἐτοῦτον τὸν
ἄνθρωπον εἶδα εἰς τὸν ὕπνον μου μὲ αὐτὴν τὴν φορεσίαν· καὶ εὐθὺς
ἐπέζευσεν καὶ ἐπροσκύνησέν τον ἕως ἐδάφου[ς] τῆς γῆς. Καὶ ὁ
προφήτης Ἱερεμίας τὸν ἐθυμίασεν μὲ σμύρνον καὶ λίβανον ὡς
ἄξιον βασιλέα καὶ εὐλόγησέν τον καὶ ἀπὸ τὸ χέρι τὸν ἐπίασεν
καὶ ἐσέβασέν τον εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ὑπῆγεν τον [f. 38v]  
εἰς τὴν ἁγίαν ἐκκλησίαν τὴν μεγάλην καὶ ἐπροσκύνησεν τὰ ἅγια
τῶν ἁγίων καὶ ἔδειξέν του τὸ πῶς τὴν ἔκτισεν ὁ Σολομὼν ὁ βα-
σιλεύς. Ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ἐρώτησεν· «Δεῖξε μου ποίου θεοῦ
113

εἶστεν ἐσεῖς». Ὁ προφήτης τὸν εἶπεν· «Ἐμεῖς ἕνα θεὸν πιστεύο-


μεν καὶ ὁμολογοῦμεν, ὁποὺ ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ
ὅλους ὁρᾶ καὶ αὐτὸν ὀφθαλμὸς οὐδὲν εἶδεν, οὐδὲ ὠτίον τὸν ἤκου-
σεν καὶ εἰς καρδίαν ἀνθρώπου ἐσέβην». Ὁ Ἀλέξανδρος ἐθαύμα-
σεν καὶ εἶπεν ὅτι ἀληθῶς ἐσεῖς ὑψίστου θεοῦ αἰχμάλωτοι καὶ δοῦλοι·
καὶ πιστεύω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν σήμερον ἡμέραν αὐτὸν τὸν θεὸν
καὶ προσκυνῶ καὶ ὑμνῶ καὶ ὁμολογῶ καὶ χαρίζω τὸ δῶρον καὶ τὸ
λιζάτο, ὁποὺ ἤθελα πάρει ἀπὸ ἐσᾶς, ὡσὰν τὸ ἠπῆρα ἀπ' ὅλες
τὲς γλῶσσες, δίδω τὸν θεόν σας νὰ ἔναι θεός μου νυκτὸς

Ignatius Scr. Eccl., Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior)


[Sp.] Epistle 3, Ch. 3, sec. 4, line 1

τοὺς ἁγίους πρεσβυτέρους οὐ πρὸς τὴν φαινομένην ἀφορῶντας νεότητα, ἀλλὰ


πρὸς τὴν ἐν θεῷ φρόνησιν· ἐπείπερ οὐχ οἱ πολυχρόνιοί εἰσι σοφοί,
οὐδὲ οἱ γέροντες ἐπίστανται σύνεσιν, ἀλλὰ πνεῦμά ἐστιν ἐν
βροτοῖς.
         Δανιὴλ μὲν γὰρ ὁ σοφὸς δωδεκαετὴς γέγονε κάτοχος
τῷ θείῳ πνεύματι καὶ τοὺς μάτην τὴν πολιὰν φέροντας πρεσβύ-
τας συκοφάντας καὶ ἐπιθυμητὰς ἀλλοτρίου κάλλους ἀπήλεγξε.
Σαμουὴλ δέ, παιδάριον ὢν μικρόν, τὸν ἐνενηκονταετῆ Ἡλεὶ διελέγ-
χει τοῦ θεοῦ προτετιμηκότα τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας. ὡσαύτως καὶ
Ἱερεμίας ἀκούει πρὸς τοῦ θεοῦ· Μὴ λέγε, ὅτι νεώτερός εἰμι.  
Σολομὼν δὲ καὶ Ἰωσίας, ὁ μὲν δωδεκαετὴς βασιλεύσας τὴν
φοβερὰν ἐκείνην καὶ δυσερμήνευτον ἐπὶ ταῖς γυναιξὶν κρίσιν ἕνεκα
τῶν παιδίων ἐποιήσατο, ὁ δὲ ὀκταετὴς ἄρξας τοὺς βωμοὺς καὶ
τὰ τεμένη κατερρίπου καὶ τὰ ἄλση κατεπίμπρα (δαίμοσι γὰρ ἦν,
ἀλλ' οὐ θεῷ ἀνακείμενα) καὶ τοὺς ψευδιερεῖς κατασφάττει ὡσὰν
φθορέας καὶ ἀπατεῶνας ἀνθρώπων, ἀλλ' οὐ θειότητος λατρευτάς.
τοιγαροῦν οὐ τὸ νέον εὐκαταφρόνητον, ὅταν θεῷ ἀνακείμενον
ᾖ, ἀλλὰ τὸ τὴν γνώμην μοχθηρόν, κἂν πεπαλαιωμένον ᾖ ἡμερῶν
κακῶν.

Ignatius Scr. Eccl., Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior)


[Sp.] Epistle 13, Ch. 3, sec. 3, line 2

ἀσελγαίνοντας εἴασεν ἀτιμωρήτους.


 Δανιὴλ δὲ ὁ σοφὸς νέος ὢν ἔκρινεν ὠμογέροντάς τινας,
δείξας ἐξώλεις αὐτοὺς καὶ οὐ πρεσβυτέρους εἶναι καὶ τῷ γένει
Ἰουδαίους ὄντας τῷ τρόπῳ Χαναναίους ὑπάρχειν.
         καὶ Ἱερε-  
μίας διὰ τὸ νέον παραιτούμενος τὴν ἐγχειριζομένην αὐτῷ πρὸς
τοῦ θεοῦ προφητείαν ἀκούει· Μὴ λέγε, ὅτι νεώτερός εἰμι, διότι
πρὸς πάντας, οὓς ἐὰν ἐξαποστελῶ σε, πορεύσῃ καὶ κατὰ πάντα,
ὅσα ἂν ἐντείλωμαί σοι, λαλήσεις, ὅτι μετά σου ἐγώ εἰμι.
         Σο-
114

λομὼν δὲ ὁ σοφὸς δυοκαίδεκα τυγχάνων ἐτῶν συνῆκε τὸ μέγα


τῆς ἀγνωσίας τῶν γυναικῶν ἐπὶ τοῖς σφετέροις τέκνοις ζήτημα,
ὡς πάντα τὸν λαὸν ἐκστῆναι ἐπὶ τῇ τοσαύτῃ τοῦ παιδὸς σοφίᾳ
καὶ φοβηθῆναι οὐχ ὡς μειράκιον, ἀλλ' ὡς τέλειον ἄνδρα.
         τὰ
δὲ αἰνίγματα τῆς Αἰθιόπων βασιλίδος, φορὰν ἔχοντα ὥσπερ τὰ
τοῦ Νείλου ῥεύματα, οὕτως ἐπελύσατο, ὡς ἔξω ἑαυτῆς γενέσθαι
τὴν οὕτως σοφήν.

Melito Apol., Fragmenta Fragment 3, sec. 1, line 20

ἀριθμὸν καὶ ὁποῖα τὴν τάξιν εἶεν, ἐσπούδασα τὸ τοιοῦτο


πρᾶξαι, ἐπιστάμενός σου τὸ σπουδαῖον περὶ τὴν πίστιν
καὶ φιλομαθὲς περὶ τὸν λόγον ὅτι τε μάλιστα πάντων πόθῳ
τῷ πρὸς τὸν θεὸν ταῦτα προκρίνεις, περὶ τῆς αἰωνίου σωτη-
ρίας ἀγωνιζόμενος. Ἀνελθὼν οὖν εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ
ἕως τοῦ τόπου γενόμενος ἔνθα ἐκηρύχθη καὶ ἐπράχθη, καὶ
ἀκριβῶς μαθὼν τὰ τῆς παλαιᾶς διαθήκης βιβλία, ὑποτάξας
ἔπεμψά σοι· ὧν ἐστι τὰ ὀνόματα· Μωυσέως πέντε,  
Γένεσις Ἔξοδος Ἀριθμοὶ Λευιτικὸν Δευτερονόμιον, Ἰησοῦς
Ναυῆ, Κριταί, Ῥούθ, Βασιλειῶν τέσσαρα, Παραλειπομένων
δύο, Ψαλμῶν Δαυίδ, Σολομῶνος Παροιμίαι ἡ καὶ Σοφία,
Ἐκκλησιαστής, Ἆισμα Ἀισμάτων, Ἰώβ, Προφητῶν
Ἡσαΐου, Ἱερεμίου, τῶν δώδεκα ἐν μονοβίβλῳ, Δανιὴλ,
Ἰεζεκιήλ, Ἔσδρας· ἐξ ὧν καὶ τὰς ἐκλογὰς ἐποιησάμην,
εἰς ἓξ βιβλία διελών.»

Menander Hist., Fragmenta Fragment 1, line 21

εὐρύχωρον τόν τε χρυσοῦν κίονα τὸν ἐν τοῖς τοῦ Διὸς


ἀνέθηκεν, ἔτι τε ὕλην ξύλων ἀπελθὼν ἔκοψεν ἀπὸ τοῦ
λεγομένου ὄρους Λιβάνου, κέδρινα ξύλα εἰς τὰς τῶν
ἱερῶν στέγας, καθελών τε τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ καινοὺς ᾠκο-
δόμησε, τό τε τοῦ Ἡρακλέους καὶ τῆς Ἀστάρτης τέ-
μενος ἀνιέρευσεν, καὶ τὸ μὲν τοῦ Ἡρακλέους πρῶτον
ἐποιήσατο ἐν τῷ Περιτίῳ μηνὶ, εἶτα τὸ τῆς Ἀστάρτης,
ὁπότε Τιτυοῖς ἐπεστράτευσε μὴ ἀποδιδοῦσι τοὺς φόρους,
οὓς καὶ ὑποτάξας ἑαυτῷ πάλιν ἀνέστρεψεν. Ἐπὶ τούτου
δέ τις ἦν Ἀβδήμονος παῖς νεώτερος, ὃς ἐνίκα τὰ προβλή-
ματα, ἃ ἐπέτασσε Σολομὼν ὁ Ἱεροσολύμων βασιλεύς.»
Ψηφίζεται δὲ ὁ χρόνος ἀπὸ τούτου τοῦ βασιλέως ἄχρι
τῆς Καρχηδόνος κτίσεως οὕτως· «Τελευτήσαντος Εἱ-
ρώμου διεδέξατο τὴν βασιλείαν Βαλεάζαρος ὁ υἱὸς, ὃς
βιώσας ἔτη τεσσαράκοντα τρία ἐβασίλευσεν ἔτη ἑπτά.
Μετὰ τοῦτον Ἀβδάστρατος ὁ αὐτοῦ υἱὸς βιώσας ἔτη
εἴκοσι ἐννέα ἐβασίλευσεν ἔτη ἐννέα. Τοῦτον οἱ τῆς τρο-
φοῦ αὐτοῦ υἱοὶ τέσσαρες ἐπιβουλεύσαντες ἀπώλεσαν,
ὧν ὁ πρεσβύτερος ἐβασίλευσεν ἔτη δώδεκα. Μεθ' οὓς
115

Ἄσταρτος ὁ Δελαιαστάρτου, ὃς βιώσας ἔτη πεντήκοντα


τέσσαρα ἐβασίλευσεν ἔτη δώδεκα.

Σιβυλικοί χρησμοί. Oracula Sec. 1, line 376

Ἰσραὴλ δώσει μυσαροῖς ἐνὶ χείλεσι τούτῳ.


εἰς δὲ τὸ βρῶμα χολὴν καὶ εἰς ποτὸν ὄξος ἄκρατον
δυσσεβέως δώσουσι κακῷ βεβολημένοι οἴστρῳ
στήθεα καὶ κραδίην, ἀτὰρ ὄμμασιν οὐκ ἐσορῶντες  
τυφλότεροι σπαλάκων, φοβερώτεροι ἑρπυστήρων
θηρῶν ἰοβόλων, βαρέι πεπεδημένοι ὕπνῳ.
ἀλλ' ὅταν ἐκπετάσῃ χεῖρας καὶ πάντα μετρήσῃ
καὶ στέφανον φορέσῃ τὸν ἀκάνθινον ἠδέ τε πλευράν
νύξωσιν καλάμοισιν, ὅτου χάριν ἐν τρισὶν ὥραις
νὺξ ἔσται σκοτόεσσα πελώριος ἤματι μέσσῳ
καὶ τότε δὴ ναὸς Σολομώνιος ἀνθρώποισιν
σῆμα μέγ' ἐκελέσει, ὁπόταν Ἀιδωνέος οἶκον
βήσεται ἀγγέλλων ἐπαναστασίην τεθνεῶσιν.
αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃ τρισὶν ἤμασιν ἐς φάος αὖτις
καὶ δείξῃ θνητοῖσι τύπον καὶ πάντα διδάξῃ,
ἐν νεφέλαις ἐπιβὰς εἰς οὐρανοῦ οἶκον ὁδεύσει
καλλείψας κόσμῳ εὐαγγελίης διάθημα.
τοῦ καὶ ἐπωνυμίῃ βλαστὸς νέος ἀνθήσειεν
ἐξ ἐθνῶν Μεγάλοιο νόμῳ καθοδηγηθέντων.
ἀλλά γε καὶ μετὰ ταῦτα σοφοὶ καθοδηγοὶ ἔσονται,
καὶ τότε δὴ παῦσις ἔσται μετέπειτα προφητῶν.

Σιβυλικοί χρησμοί. Oracula Sec. 1, line 393

τοῦ καὶ ἐπωνυμίῃ βλαστὸς νέος ἀνθήσειεν


ἐξ ἐθνῶν Μεγάλοιο νόμῳ καθοδηγηθέντων.
ἀλλά γε καὶ μετὰ ταῦτα σοφοὶ καθοδηγοὶ ἔσονται,
καὶ τότε δὴ παῦσις ἔσται μετέπειτα προφητῶν.
 ἔνθεν ὅταν Ἑβραῖοι τὸ κακὸν θέρος ἀμήσωνται,
πολλὸν δ' αὖ χρυσόν τε καὶ ἄργυρον ἐξαλαπάξει
Ῥωμαῖος βασιλεύς. μετὰ δ' αὖ βασιληίδες ἄλλαι
συνεχέως ἔσσονται ἀπολλυμένων βασιλειῶν
καὶ θλίψουσι βροτούς. μέγα δ' ἔσσεται ἀνδράσι κείνοις  
πτῶμ', ὁπόταν ἄρξωνθ' ὑπερηφανίης ἀδίκοιο.
ἀλλ' ὁπόταν ναὸς Σολομώνιος ἐν χθονὶ δίᾳ
καππέσεται βληθεὶς ὑπ' ἀνδρῶν βαρβαροφώνων
χαλκεοθωρήκων, Ἑβραῖοι δ' ἀπὸ γῆς ἐλάσονται
πλαζόμενοι κεραϊζόμενοι, πολλὴν δέ τοι αἶραν
ἐν σίτῳ μίξουσι, κακὴ στάσις ἔσται ἅπασιν
ἀνδράσιν· αἱ δὲ πόλεις ὑβριζόμεναι παρ' ἕκαστα
ἀλλήλας κλαύσουσιν, ἐπεὶ κακὸν ἤλιτον ἔργον
δεξάμεναι μεγάλοιο θεοῦ χόλον ἐν κόλποισιν.  
 Ἦμος δὴ κατέπαυσε θεὸς πολυπάνσοφον ᾠδήν,
116

πολλὰ λιταζομένης, καί μοι πάλιν ἐν στήθεσσιν


ἔνθετο θεσπεσίων ἐπέων πολυγηθέα φωνήν.

Σιβυλικοί χρησμοί. Oracula Sec. 3, line 167

καὶ πᾶσαι γενεαὶ Τιτάνων ἠδὲ Κρόνοιο


κάτθανον. αὐτὰρ ἔπειτα χρόνου περιτελλομένοιο
Αἰγύπτου βασίλειον ἐγείρατο, εἶτα τὸ Περσῶν
Μήδων Αἰθιόπων τε καὶ Ἀσσυρίης Βαβυλῶνος,
εἶτα Μακηδονίων, πάλιν Αἰγύπτου, τότε Ῥώμης.
 καὶ τότε μοι μεγάλοιο θεοῦ φάτις ἐν στήθεσσιν  
ἵστατο καί μ' ἐκέλευσε προφητεῦσαι κατὰ πᾶσαν
γαῖαν καὶ βασιλεῦσι τά τ' ἐσσόμεν' ἐν φρεσὶ θεῖναι.
καί μοι τοῦτο θεὸς πρῶτον νόῳ ἐγγυάλιξεν,
ὅσσαι ἀνθρώπων βασιληίδες ἠγερέθονται.
 οἶκος μὲν γὰρ πρώτιστος Σολομώνιος ἄρξει
Φοίνικές τ', Ἀσίης ἐπιβήτορες ἠδὲ καὶ ἄλλων
νήσων, Παμφύλων τε γένος Περσῶν τε Φρυγῶν τε,
Καρῶν καὶ Μυσῶν Λυδῶν τε γένος πολυχρύσων.
 αὐτὰρ ἔπειθ' Ἕλληνες ὑπερφίαλοι καὶ ἄναγνοι·
ἄλλο Μακηδονίης ἔθνος μέγα ποικίλον ἄρξει,
οἳ φοβερὸν πολέμοιο νέφος ἥξουσι βροτοῖσιν.
ἀλλά μιν οὐράνιος θεὸς ἐκ βυθοῦ ἐξαλαπάξει.
 αὐτὰρ ἔπειτ' ἄλλης βασιληίδος ἔσσεται ἀρχή
λευκὴ καὶ πολύκρανος ἀφ' ἑσπερίοιο θαλάσσης,
ἣ πολλῆς γαίης ἄρξει, πολλοὺς δὲ σαλεύσει,

Σιβυλικοί χρησμοί. Oracula Sec. 3, line 214

κλεψίγαμοι καὶ πάντα κακοί, καὶ οὐκέτι θνητοῖς


ἄμπαυσις πολέμοιο. Φρύγες δ' ἔκπαγλοι ὀλοῦνται
πάντες καὶ Τροίῃ κακὸν ἔσσεται ἤματι κείνῳ.  
αὐτίκα καὶ Πέρσῃσι καὶ Ἀσσυρίοις κακὸν ἥξει
πάσῃ τ' Αἰγύπτῳ Λιβύῃ τ' ἠδ' Αἰθιόπεσσιν
Καρσί τε Παμφύλοις τε κακὸν μετακινηθῆναι
καὶ πάντεσσι βροτοῖσι. τί δὴ καθ' ἓν ἐξαγορεύω;
 ἀλλ' ὁπόταν τὰ πρῶτα τέλος λάβῃ, αὐτίκα δ' ἔσται
δεύτερ' ἐπ' ἀνθρώπους. καί τοι πρώτιστα βοήσω.
ἀνδράσιν εὐσεβέσιν ἥξει κακόν, οἳ περὶ ναόν
οἰκείουσι μέγαν Σολομώνιον οἵ τε δικαίων
ἀνδρῶν ἔκγονοί εἰσιν· ὁμῶς καὶ τῶνδε βοήσω
φῦλον καὶ γενεὴν πατέρων καὶ δῆμον ἁπάντων
πάντα περιφραδέως, βροτὲ ποικιλόμητι, δολόφρον.
 ἔστι πόλις ..... κατὰ χθονὸς Οὒρ Χαλδαίων,
ἐξ ἧς δὴ γένος ἐστὶ δικαιοτάτων ἀνθρώπων,
οἷσιν ἀεὶ βουλή τ' ἀγαθὴ καλά τ' ἔργα μέμηλεν.
οὔτε γὰρ ἠελίου κύκλιον δρόμον οὔτε σελήνης
οὔτε πελώρια ἔργα μεριμνῶσιν κατὰ γαίης  
117

οὔτε βάθος χαροποῖο θαλάσσης Ὠκεανοῖο,


οὐ πταρμῶν σημεῖ', οἰωνοπόλων τε πετεεινά,

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 2, sec. 10, line 17

 Ἔχων οὖν ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ λόγον ἐνδιάθετον ἐν τοῖς ἰδίοις


σπλάγχνοις ἐγέννησεν αὐτὸν μετὰ τῆς ἑαυτοῦ σοφίας ἐξερευξά-
μενος πρὸ τῶν ὅλων. τοῦτον τὸν λόγον ἔσχεν ὑπουργὸν τῶν ὑπ'
αὐτοῦ γεγενημένων, καὶ δι' αὐτοῦ τὰ πάντα πεποίηκεν. οὗτος
λέγεται ἀρχή, ὅτι ἄρχει καὶ κυριεύει πάντων τῶν δι' αὐτοῦ δεδη-
μιουργημένων. οὗτος οὖν, ὢν πνεῦμα θεοῦ καὶ ἀρχὴ καὶ σοφία
καὶ δύναμις ὑψίστου, κατήρχετο εἰς τοὺς προφήτας καὶ δι'  
αὐτῶν ἐλάλει τὰ περὶ τῆς ποιήσεως τοῦ κόσμου καὶ τῶν λοιπῶν
ἁπάντων. οὐ γὰρ ἦσαν οἱ προφῆται ὅτε ὁ κόσμος ἐγίνετο, ἀλλ' ἡ
σοφία ἡ τοῦ θεοῦ ἡ ἐν αὐτῷ οὖσα καὶ ὁ λόγος ὁ ἅγιος αὐτοῦ ὁ ἀεὶ
συμπαρὼν αὐτῷ. διὸ δὴ καὶ διὰ Σολομῶνος προφήτου οὕτως λέγει·
“Ἡνίκα δ' ἡτοίμασεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὡς
ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ' αὐτῷ ἁρμόζουσα.”
Μωσῆς δὲ ὁ καὶ Σολομῶνος πρὸ πολλῶν ἐτῶν γενόμενος, μᾶλλον δὲ
ὁ λόγος ὁ τοῦ θεοῦ ὡς δι' ὀργάνου δι' αὐτοῦ φησιν· “Ἐν ἀρχῇ
ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.” πρῶτον ἀρχὴν καὶ
ποίησιν ὠνόμασεν, εἶθ' οὕτως τὸν θεὸν συνέστησεν· οὐ γὰρ ἀργῶς
χρὴ καὶ ἐπὶ κενῷ θεὸν ὀνομάζειν. προῄδει γὰρ ἡ θεία σοφία μέλλειν
φλυαρεῖν τινας καὶ πληθὺν θεῶν ὀνομάζειν τῶν οὐκ ὄντων. ὅπως
οὖν ὁ τῷ ὄντι θεὸς διὰ ἔργων νοηθῇ, καὶ ὅτι ἐν τῷ λόγῳ αὐτοῦ ὁ θεὸς
πεποίηκεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς, ἔφη· “

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 2, sec. 10, line 20

αὐτοῦ γεγενημένων, καὶ δι' αὐτοῦ τὰ πάντα πεποίηκεν. οὗτος


λέγεται ἀρχή, ὅτι ἄρχει καὶ κυριεύει πάντων τῶν δι' αὐτοῦ δεδη-
μιουργημένων. οὗτος οὖν, ὢν πνεῦμα θεοῦ καὶ ἀρχὴ καὶ σοφία
καὶ δύναμις ὑψίστου, κατήρχετο εἰς τοὺς προφήτας καὶ δι'  
αὐτῶν ἐλάλει τὰ περὶ τῆς ποιήσεως τοῦ κόσμου καὶ τῶν λοιπῶν
ἁπάντων. οὐ γὰρ ἦσαν οἱ προφῆται ὅτε ὁ κόσμος ἐγίνετο, ἀλλ' ἡ
σοφία ἡ τοῦ θεοῦ ἡ ἐν αὐτῷ οὖσα καὶ ὁ λόγος ὁ ἅγιος αὐτοῦ ὁ ἀεὶ
συμπαρὼν αὐτῷ. διὸ δὴ καὶ διὰ Σολομῶνος προφήτου οὕτως λέγει·
“Ἡνίκα δ' ἡτοίμασεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὡς
ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ' αὐτῷ ἁρμόζουσα.”
Μωσῆς δὲ ὁ καὶ Σολομῶνος πρὸ πολλῶν ἐτῶν γενόμενος, μᾶλλον δὲ
ὁ λόγος ὁ τοῦ θεοῦ ὡς δι' ὀργάνου δι' αὐτοῦ φησιν· “Ἐν ἀρχῇ
ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.” πρῶτον ἀρχὴν καὶ
ποίησιν ὠνόμασεν, εἶθ' οὕτως τὸν θεὸν συνέστησεν· οὐ γὰρ ἀργῶς
χρὴ καὶ ἐπὶ κενῷ θεὸν ὀνομάζειν. προῄδει γὰρ ἡ θεία σοφία μέλλειν
φλυαρεῖν τινας καὶ πληθὺν θεῶν ὀνομάζειν τῶν οὐκ ὄντων. ὅπως
οὖν ὁ τῷ ὄντι θεὸς διὰ ἔργων νοηθῇ, καὶ ὅτι ἐν τῷ λόγῳ αὐτοῦ ὁ θεὸς
πεποίηκεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς, ἔφη· “Ἐν
118

ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.” εἶτα εἰπὼν τὴν
ποίησιν αὐτῶν δηλοῖ ἡμῖν· “Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύας-
τος καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα θεοῦ ἐπεφέρετο

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 2, sec. 35, line 8

ὁ δικαιοπραγῶν ἐκφύγῃ τὰς αἰωνίους κολάσεις καὶ καταξιωθῇ τῆς


αἰωνίου ζωῆς παρὰ τοῦ θεοῦ.
      
Ὁ μὲν οὖν θεῖος νόμος οὐ μόνον κωλύει τὸ εἰδώλοις προσκυνεῖν,
ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχείοις, ἡλίῳ σελήνῃ ἢ τοῖς λοιποῖς ἄστροις,
ἀλλ' οὔτε τῷ οὐρανῷ οὔτε γῇ οὔτε θαλάσσῃ ἢ πηγαῖς ἢ ποταμοῖς
θρησκεύειν· ἀλλ' ἢ μόνῳ τῷ ὄντως θεῷ καὶ ποιητῇ τῶν ὅλων χρὴ
λατρεύειν ἐν ὁσιότητι καρδίας καὶ εἰλικρινεῖ γνώμῃ. διό φησιν ὁ
ἅγιος νόμος· “Οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδο-
μαρτυρήσεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου.”
ὁμοίως καὶ οἱ προφῆται. Σολομὼν μὲν οὖν καὶ τὸ δι' ἐννεύματος μὴ
ἁμαρτάνειν διδάσκει ἡμᾶς, λέγων· “Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτω-
σαν, τὰ δὲ βλέφαρά σου νευέτω δίκαια.”
 Καὶ Ὠσηὲ δὲ καὶ αὐτὸς προφήτης περὶ μοναρχίας θεοῦ λέγει·
“Οὗτος ὁ θεὸς ὑμῶν ὁ στερεῶν τὸν οὐρανὸν καὶ κτίζων τὴν γῆν, οὗ
αἱ χεῖρες κατέδειξαν πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐ
παρέδειξεν ὑμῖν αὐτὰ τοῦ ὀπίσω αὐτῶν πορεύεσθαι.” Ἠσαΐας δὲ
καὶ αὐτός φησιν· “Οὕτως λέγει κύριος ὁ θεός, ὁ στερεώσας τὸν
οὐρανὸν καὶ θεμελιώσας τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ, καὶ δίδους πνοὴν
τῷ λαῷ τῷ ἐπ' αὐτῆς καὶ πνεῦμα τοῖς πατοῦσιν αὐτήν. οὗτος κύριος
ὁ θεὸς ὑμῶν.” καὶ πάλιν δι' αὐτοῦ· “

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 2, sec. 38, line 12

καὶ αὐτοὶ ἀκόλουθα τοῖς προφήταις εἶπον. περὶ μὲν οὖν ἐκπυρώσεως
Μαλαχίας ὁ προφήτης προείρηκεν· “Ἰδοὺ ἡμέρα ἔρχεται κυρίου
ὡς κλίβανος καιόμενος, καὶ ἀνάψει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς.” καὶ
Ἠσαΐας· “Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγ-
καταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι.”
 Τοίνυν Σίβυλλα καὶ οἱ λοιποὶ προφῆται, ἀλλὰ μὴν καὶ οἱ ποιηταὶ
καὶ φιλόσοφοι καὶ αὐτοὶ δεδηλώκασιν περὶ δικαιοσύνης καὶ κρίσεως
καὶ κολάσεως· ἔτι μὴν καὶ περὶ προνοίας, ὅτι φροντίζει ὁ θεὸς οὐ
μόνον περὶ τῶν ζώντων ἡμῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τεθνεώτων, καίπερ
ἄκοντες ἔφασαν· ἠλέγχοντο γὰρ ὑπὸ τῆς ἀληθείας. καὶ τῶν μὲν
προφητῶν Σολομὼν περὶ τῶν τεθνηκότων εἶπεν· “Ἔσται ἴασις ταῖς
σαρξὶν καὶ ἐπιμέλεια τῶν ὀστέων.” τὸ δ' αὐτὸ καὶ Δαυίδ· “Ἀγαλ-
λιάσεται ὀστᾶ τεταπεινωμένα.” τούτοις ἀκόλουθα εἴρηκεν καὶ
Τιμοκλῆς, λέγων·
        Τεθνεῶσιν ἔλεος ἐπιεικὴς θεός.
καὶ περὶ πλήθους οὖν θεῶν οἱ συγγραφεῖς εἰπόντες καθῆλθον εἰς
μοναρχίαν, καὶ περὶ ἀπρονοησίας λέγοντες εἶπον περὶ προνοίας καὶ
περὶ ἀκρισίας φάσκοντες ὡμολόγησαν ἔσεσθαι κρίσιν, καὶ οἱ μετὰ  
119

θάνατον ἀρνούμενοι εἶναι αἴσθησιν ὡμολόγησαν. Ὅμηρος μὲν οὖν


εἰπών·

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 13, line 4

ὑμῶν ἐκτενῶς, ὅπως ἐλεήσῃ ὑμᾶς, καὶ ἐξαλείψει τὰ ἁμαρτήματα


ὑμῶν.” ὁμοίως καὶ ἕτερος Ζαχαρίας· “Τάδε λέγει κύριος παντο-
κράτωρ· Κρίμα ἀληθείας κρίνετε, καὶ ἔλεος καὶ οἰκτιρμὸν ποιεῖτε
ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, καὶ χήραν καὶ ὀρφανὸν καὶ προσή-
λυτον μὴ καταδυναστεύσητε, καὶ κακίαν ἕκαστος μὴ μνησικακείτω
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, λέγει κύριος παντοκράτωρ.”
      
Καὶ περὶ σεμνότητος οὐ μόνον διδάσκει ἡμᾶς ὁ ἅγιος λόγος τὸ μὴ
ἁμαρτάνειν ἔργῳ, ἀλλὰ καὶ μέχρις ἐννοίας, τὸ μηδὲ τῇ καρδίᾳ  
ἐννοηθῆναι περί τινος κακοῦ, ἢ θεασάμενον τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀλλοτρίαν
γυναῖκα ἐπιθυμῆσαι. Σολομὼν μὲν οὖν, ὁ βασιλεὺς καὶ προφήτης
γενόμενος, ἔφη· “Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν, τὰ δὲ βλέφαρά
σου νευέτω δίκαια· ὀρθὰς ποίει τροχιὰς σοῖς ποσίν.” ἡ δὲ εὐαγγέλιος
φωνὴ ἐπιτατικώτερον διδάσκει περὶ ἁγνείας λέγουσα· “Πᾶς ὁ ἰδὼν
γυναῖκα ἀλλοτρίαν πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. καὶ ὁ γαμῶν”, φησίν, “ἀπολελυμένην ἀπὸ
ἀνδρὸς μοιχεύει, καὶ ὃς ἀπολύει γυναῖκα παρεκτὸς λόγου πορνείας
ποιεῖ αὐτὴν μοιχευθῆναι.” ἔτι ὁ Σολομών φησιν· “Ἀποδήσει τις
πῦρ ἐν ἱματίῳ, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ οὐ κατακαύσει; ἢ περιπατήσει τις
ἐπ' ἀνθράκων πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; οὕτως ὁ
εἰσπορευόμενος πρὸς γυναῖκα ὕπανδρον οὐκ ἀθῳωθήσεται.”  

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 13, line 11

Καὶ περὶ σεμνότητος οὐ μόνον διδάσκει ἡμᾶς ὁ ἅγιος λόγος τὸ μὴ


ἁμαρτάνειν ἔργῳ, ἀλλὰ καὶ μέχρις ἐννοίας, τὸ μηδὲ τῇ καρδίᾳ  
ἐννοηθῆναι περί τινος κακοῦ, ἢ θεασάμενον τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀλλοτρίαν
γυναῖκα ἐπιθυμῆσαι. Σολομὼν μὲν οὖν, ὁ βασιλεὺς καὶ προφήτης
γενόμενος, ἔφη· “Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν, τὰ δὲ βλέφαρά
σου νευέτω δίκαια· ὀρθὰς ποίει τροχιὰς σοῖς ποσίν.” ἡ δὲ εὐαγγέλιος
φωνὴ ἐπιτατικώτερον διδάσκει περὶ ἁγνείας λέγουσα· “Πᾶς ὁ ἰδὼν
γυναῖκα ἀλλοτρίαν πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. καὶ ὁ γαμῶν”, φησίν, “ἀπολελυμένην ἀπὸ
ἀνδρὸς μοιχεύει, καὶ ὃς ἀπολύει γυναῖκα παρεκτὸς λόγου πορνείας
ποιεῖ αὐτὴν μοιχευθῆναι.” ἔτι ὁ Σολομών φησιν· “Ἀποδήσει τις
πῦρ ἐν ἱματίῳ, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ οὐ κατακαύσει; ἢ περιπατήσει τις
ἐπ' ἀνθράκων πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; οὕτως ὁ
εἰσπορευόμενος πρὸς γυναῖκα ὕπανδρον οὐκ ἀθῳωθήσεται.”
      

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 21, line 11

Μαναιθὼς δὲ ὁ κατ' Αἰγυπτίους πολλὰ φλυαρήσας, ἔτι μὴν καὶ


120

βλάσφημα εἰπὼν εἴς τε Μωσέα καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ Ἑβραίους, ὡς


δῆθεν διὰ λέπραν ἐκβληθέντας ἐκ τῆς Αἰγύπτου, οὐχ εὗρεν τὸ
ἀκριβὲς τῶν χρόνων εἰπεῖν. ποιμένας μὲν γὰρ αὐτοὺς εἰπὼν καὶ
πολεμίους Αἰγυπτίων, τὸ μὲν ποιμένας ἄκων εἶπεν, ἐλεγχόμενος
ὑπὸ τῆς ἀληθείας· ἦσαν γὰρ ὄντως ποιμένες οἱ προπάτορες ἡμῶν,
οἱ παροικήσαντες ἐν Αἰγύπτῳ, ἀλλ' οὐ λεπροί. παραγενόμενοι γὰρ
εἰς τὴν γῆν τὴν καλουμένην Ἰουδαίαν, ἔνθα καὶ μεταξὺ κατῴκησαν,
δηλοῦται ᾧ τρόπῳ οἱ ἱερεῖς αὐτῶν διὰ προστάγματος θεοῦ προς-
καρτεροῦντες τῷ ναῷ, τότε ἐθεράπευον πᾶσαν νόσον ὥστε καὶ
λεπρῶντας καὶ πάντα μῶμον ἰῶντο. ναὸν ᾠκοδόμησεν Σολομὼν ὁ
βασιλεὺς τῆς Ἰουδαίας.
 Περὶ δὲ τοῦ πεπλανῆσθαι τὸν Μαναιθὼ περὶ τῶν χρόνων ἐκ τῶν
ὑπ' αὐτοῦ εἰρημένων δῆλόν ἐστιν· ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ βασιλέως τοῦ
ἐκβαλόντος αὐτούς, Φαραὼ τοὔνομα. οὐκέτι γὰρ αὐτῶν ἐβασίλευσεν·
καταδιώξας γὰρ Ἑβραίους μετὰ τοῦ στρατεύματος κατεποντίσθη εἰς
τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν. ἔτι μὴν καὶ οὓς ἔφη ποιμένας πεπολεμηκέναι
τοὺς Αἰγυπτίους ψεύδεται· πρὸ ἐτῶν γὰρ λϟγʹ ἐξῆλθον ἐκ τῆς
Αἰγύπτου καὶ ᾤκησαν ἔκτοτε τὴν χώραν, τὴν ἔτι καὶ νῦν καλουμένην
Ἰουδαίαν, πρὸ τοῦ καὶ Δαναὸν εἰς Ἄργος ἀφικέσθαι. ὅτι δὲ τοῦτον

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 22, line 2

Ἰουδαίαν, πρὸ τοῦ καὶ Δαναὸν εἰς Ἄργος ἀφικέσθαι. ὅτι δὲ τοῦτον
ἀρχαιότερον ἡγοῦνται τῶν λοιπῶν κατὰ Ἕλληνας οἱ πλείους, σαφές
ἐστιν.
 Ὥστε ὁ Μαναιθὼς δύο τάξεις ἄκων τῆς ἀληθείας μεμήνυκεν
ἡμῖν διὰ τῶν αὐτοῦ γραμμάτων, πρῶτον μὲν ποιμένας αὐτοὺς
ὁμολογήσας, δεύτερον εἰπὼν καὶ τὸ ἐξεληλυθέναι αὐτοὺς ἐκ γῆς
Αἰγύπτου· ὥστε καὶ ἐκ τούτων τῶν ἀναγραφῶν δείκνυσθαι προγενέ-
στερον εἶναι τὸν Μωσῆν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἐνακοσίους ἢ καὶ χιλίους
ἐνιαυτοὺς πρὸ τοῦ Ἰλιακοῦ πολέμου.  
Ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ ναοῦ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἐν Ἰουδαίᾳ, ὃν
ᾠκοδόμησεν ὁ βασιλεὺς Σολομὼν μετὰ ἔτη πεντακόσια ἑξήκοντα
ἓξ τῆς Αἰγύπτου ἐξοδίας τῶν Ἰουδαίων, παρὰ Τυρίοις ἀναγέγραπται
ὡς ὁ ναὸς ᾠκοδόμηται, καὶ ἐν τοῖς ἀρχείοις αὐτῶν πεφύλακται τὰ
γράμματα, ἐν αἷς ἀναγραφαῖς εὑρίσκεται γεγονὼς ὁ ναὸς πρὸ τοῦ
τοὺς Τυρίους τὴν Καρχηδόνα κτίσαι θᾶττον ἔτεσιν ἑκατὸν τεσσαρά-
κοντα τρισίν, μησὶν ὀκτώ· (ἀνεγράφη ὑπὸ Ἱερώμου τοὔνομα
βασιλέως Τυρίων, υἱοῦ δὲ Ἀβειβάλου, διὰ τὸ ἐκ πατρικῆς συνηθείας
τὸν Ἱέρωμον γεγενῆσθαι φίλον τοῦ Σολομῶνος, ἅμα καὶ διὰ τὴν
ὑπερβάλλουσαν σοφίαν, ἣν ἔσχεν ὁ Σολομών. ἐν γὰρ προβλήμασιν
ἀλλήλους συνεχῶς ἐγύμναζον· τεκμήριον δὲ τούτου, καὶ ἀντίγραφα
ἐπιστολῶν αὐτῶν φασιν μέχρι τοῦ δεῦρο παρὰ τοῖς Τυρίοις πεφυλαγ

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 22, line 9

...εἶναι τὸν Μωσῆν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἐνακοσίους ἢ καὶ χιλίους
121

ἐνιαυτοὺς πρὸ τοῦ Ἰλιακοῦ πολέμου.  


Ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ ναοῦ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἐν Ἰουδαίᾳ, ὃν
ᾠκοδόμησεν ὁ βασιλεὺς Σολομὼν μετὰ ἔτη πεντακόσια ἑξήκοντα
ἓξ τῆς Αἰγύπτου ἐξοδίας τῶν Ἰουδαίων, παρὰ Τυρίοις ἀναγέγραπται
ὡς ὁ ναὸς ᾠκοδόμηται, καὶ ἐν τοῖς ἀρχείοις αὐτῶν πεφύλακται τὰ
γράμματα, ἐν αἷς ἀναγραφαῖς εὑρίσκεται γεγονὼς ὁ ναὸς πρὸ τοῦ
τοὺς Τυρίους τὴν Καρχηδόνα κτίσαι θᾶττον ἔτεσιν ἑκατὸν τεσσαρά-
κοντα τρισίν, μησὶν ὀκτώ· (ἀνεγράφη ὑπὸ Ἱερώμου τοὔνομα
βασιλέως Τυρίων, υἱοῦ δὲ Ἀβειβάλου, διὰ τὸ ἐκ πατρικῆς συνηθείας
τὸν Ἱέρωμον γεγενῆσθαι φίλον τοῦ Σολομῶνος, ἅμα καὶ διὰ τὴν
ὑπερβάλλουσαν σοφίαν, ἣν ἔσχεν ὁ Σολομών. ἐν γὰρ προβλήμασιν
ἀλλήλους συνεχῶς ἐγύμναζον· τεκμήριον δὲ τούτου, καὶ ἀντίγραφα
ἐπιστολῶν αὐτῶν φασιν μέχρι τοῦ δεῦρο παρὰ τοῖς Τυρίοις πεφυλαγ-
μένα· γράμματά τε ἀλλήλοις διέπεμπον.)  – καθὼς μέμνηται Μέναν-
δρος ὁ Ἐφέσιος, ἱστορῶν περὶ τῆς Τυρίων βασιλείας, λέγων οὕτως·
“Τελευτήσαντος γὰρ Ἀβειβάλου” βασιλέως Τυρίων “διεδέξατο τὴν
βασιλείαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Ἱέρωμος, ὃς βιώσας ἔτη πεντήκοντα τρία
ἐβασίλευσεν ἔτη τριάκοντα τέσσαρα. τοῦτον δὲ διεδέξατο Βαλεά-
ζωρος, βιώσας ἔτη μγʹ, ὃς ἐβασίλευσεν ἔτη ιζʹ. μετὰ τοῦτον
Ἀβδάστρατος, ὃς βιώσας ἔτη κθʹ ἐβασίλευσεν ἔτη θʹ.

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 25, line 5

Ἀμμανῖται ἐκράτησαν αὐτῶν ἔτεσιν ιηʹ. εἶτα Ἰεφθάε ἔκρινεν αὐτοὺς


ἔτεσιν ἕξ, Ἐσβὼν ἔτεσιν ζʹ, Αἰλὼν ἔτεσιν ιʹ, Ἀβδὼν ἔτεσιν ηʹ.
ἔπειτα ἀλλόφυλοι ἐκράτησαν αὐτῶν ἔτεσιν μʹ. εἶτα Σαμψὼν ἔκρινεν
αὐτοὺς ἔτεσιν κʹ. ἔπειτα εἰρήνη ἐν αὐτοῖς ἐγένετο ἔτεσιν μʹ. εἶτα
Σαμηρὰ ἔκρινεν αὐτοὺς ἐνιαυτόν, Ἠλὶς ἔτεσιν κʹ, Σαμουὴλ ἔτεσιν ιβʹ.
      
Μετὰ δὲ τοὺς κριτὰς ἐγένοντο βασιλεῖς ἐν αὐτοῖς, πρῶτος
ὀνόματι Σαούλ, ὃς ἐβασίλευσεν ἔτη κʹ, ἔπειτα Δαυὶδ ὁ πρόγονος
ἡμῶν ἔτη μʹ. γίνεται οὖν μέχρι τῆς τοῦ Δαυὶδ βασιλείας τὰ πάντα
ἔτη υϟηʹ.
 Μετὰ δὲ τούτους ἐβασιλεύει Σολομών, ὁ καὶ τὸν ναὸν τὸν ἐν
Ἱεροσολύμοις κατὰ βουλὴν θεοῦ πρῶτος οἰκοδομήσας, δι' ἐτῶν μʹ,
μετὰ δὲ τοῦτον Ῥοβοὰμ ἔτεσιν ιζʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἀβίας ἔτεσιν ζʹ,
καὶ μετὰ τοῦτον Ἀσὰ ἔτεσιν μαʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἰωσαφὰτ ἔτεσιν
κεʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἰωρὰμ ἔτη ηʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ὀχοζίας ἐνιαυτόν,
καὶ μετὰ τοῦτον Γοθολία ἔτεσιν ἕξ, μετὰ δὲ ταύτην Ἰωὰς ἔτεσιν
μʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἀμεσίας ἔτεσιν λθʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ὀζίας
ἔτεσιν νβʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἰωαθὰμ ἔτεσιν ιϛʹ, μετὰ δὲ τοῦτον
Ἄχαζ ἔτεσιν ιζʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἐζεκίας ἔτεσιν κθʹ, μετὰ δὲ
τοῦτον Μανασσὴς ἔτεσιν νεʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἀμὼς ἔτεσιν βʹ, μετὰ
δὲ τοῦτον Ἰωσίας ἔτεσιν λαʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ὠχὰς μῆνας γʹ, μετὰ

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 25, line 22


122

ἔτεσιν νβʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἰωαθὰμ ἔτεσιν ιϛʹ, μετὰ δὲ τοῦτον


Ἄχαζ ἔτεσιν ιζʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἐζεκίας ἔτεσιν κθʹ, μετὰ δὲ
τοῦτον Μανασσὴς ἔτεσιν νεʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἀμὼς ἔτεσιν βʹ, μετὰ
δὲ τοῦτον Ἰωσίας ἔτεσιν λαʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ὠχὰς μῆνας γʹ, μετὰ
δὲ τοῦτον Ἰωακεὶμ ἔτη ιαʹ, ἔπειτα Ἰωακεὶμ ἕτερος μῆνας γʹ ἡμέρας
ιʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Σεδεκίας ἔτη ιαʹ. μετὰ δὲ τούτους τοὺς βασιλεῖς,
διαμένοντος τοῦ λαοῦ ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν καὶ μὴ μετανοοῦντος,
κατὰ προφητείαν Ἰερεμίου ἀνέβη εἰς τὴν Ἰουδαίαν βασιλεὺς Βαβυ-
λῶνος, ὄνομα Ναβουχοδονόσορ. οὗτος μετῴκησεν τὸν λαὸν τῶν
Ἰουδαίων εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὸν ναὸν κατέστρεψεν, ὃν ᾠκοδομήκει
Σολομών. ἐν δὲ τῇ μετοικεσίᾳ Βαβυλῶνος, ὁ λαὸς ἐποίησεν ἔτη οʹ.  
γίνεται οὖν μέχρι τῆς παροικεσίας ἐν γῇ Βαβυλῶνος τὰ πάντα ἔτη
δϡνδʹ μῆνες ϛʹ ἡμέραι ιʹ.
 Ὃν τρόπον δὲ ὁ θεὸς προεῖπεν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου τὸν
λαὸν αἰχμαλωτισθῆναι εἰς Βαβυλῶνα, οὕτως προεσήμανεν καὶ τὸ
πάλιν ἐπανελθεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν αὐτῶν μετὰ οʹ ἔτη. τελειου-
μένων οὖν οʹ ἐτῶν γίνεται Κύρος βασιλεὺς Περσῶν, ὃς κατὰ τὴν
προφητείαν Ἰερεμίου δευτέρῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐκήρυξεν
κελεύων δι' ἐγγράφων τοὺς Ἰουδαίους πάντας, τοὺς ὄντας ἐν τῇ
βασιλείᾳ αὐτοῦ ἐπιστρέφειν εἰς τὴν ἑαυτῶν χώραν καὶ τῷ θεῷ
ἀνοικοδομεῖν τὸν ναόν, ὃν καθῃρήκει βασιλεὺς Βαβυλῶνος

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 28, line 8

αὐτοκράτορος Οὐήρου, οὗ προειρήκαμεν, ὁ πᾶς χρόνος συνάγεται


ἔτη ψμαʹ.
      
Ἀπὸ δὲ καταβολῆς κόσμου ὁ πᾶς χρόνος κεφαλαιωδῶς οὕτως
κατάγεται. ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἕως κατακλυσμοῦ ἐγένοντο ἔτη
͵βσμβʹ. ἀπὸ δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τεκνογονίας Ἀβραὰμ τοῦ
προπάτορος ἡμῶν ἔτη ͵αλϛʹ. ἀπὸ δὲ Ἰσαὰκ τοῦ παιδὸς Ἀβραὰμ ἕως
οὗ ὁ λαὸς σὺν Μωσῇ ἐν τῇ ἐρήμῳ διέτριβεν ἔτη χξʹ. ἀπὸ δὲ τῆς
Μωσέως τελευτῆς, ἀρχῆς Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ, μέχρι τελευτῆς Δαυὶδ
τοῦ πατριάρχου ἔτη υϟηʹ. ἀπὸ δὲ τῆς τελευτῆς Δαυίδ, βασιλείας δὲ
Σολομῶνος, μέχρι τῆς παροικίας τοῦ λαοῦ ἐν γῇ Βαβυλῶνος ἔτη
φιηʹ μῆνες ϛʹ ἡμέραι ιʹ. ἀπὸ δὲ τῆς Κύρου ἀρχῆς μέχρι αὐτοκρά-
τορος Αὐρηλίου Οὐήρου τελευτῆς ἔτη ψμαʹ. Ὁμοῦ ἀπὸ κτίσεως  
κόσμου συνάγονται τὰ πάντα ἔτη ͵εχϟεʹ καὶ οἱ ἐπιτρέχοντες μῆνες
καὶ ἡμέραι.

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (Dorothei recensio)


P. 39, line 19

ἀναγνῷς, συγκεχυμένα τὰ πάντα εὑρήσεις. Οὐ μόνον δὲ


ταῦτα τὰ προφητικά, ἀλλὰ καὶ αἱ βασιλεῖαι τούτῳ τῷ τρόπῳ
ἐγράφησαν ἐν τῷ ἱερῷ κατὰ μέρος ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Σαοὺλ
τὰ ἕως τοῦ Σαοὺλ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Δαβὶδ τὸ ἕως
Δαβίδ. Ὁμοίως καὶ τὰ ἑκάστου βασιλέως τὰ κατὰ τὸν
123

ἴδιον καιρὸν ἐγράφοντο. Ὁμοίως ἔγραφον καὶ ἐν τοῖς


σκρινίοις τῶν βασιλέων, ἃς καλοῦμεν παραλειπομένας. Τὴν
δὲ Πεντάτευχον ὁ Μωϋσὴς ἔγραψεν ἱστορίαν προγεγονότων
καὶ γινομένων καὶ ἐσομένων. Ἰησοῦς πάλιν τὴν ἰδίαν βίβλον·
τοὺς κριτὰς πάλιν ἐν τῷ ἱερῷ ἤγουν ἐν τῇ σκηνῇ, ὁμοίως
καὶ τὴν Ῥούθ. Σολομὼν πάλιν τὰ ἴδια ἔγραψε, τάς τε
παροιμίας καὶ τὰ ᾄσματα καὶ τὸν Ἐκκλησιαστήν, σοφίας
χάριν εἰληφὼς παρὰ θεοῦ, καὶ πάντα ἄνθρωπον νουθετῶν
σοφῶς ἀναστρέφεσθαι ἐν τῷδε τῷ βίῳ· προφητείας γὰρ χάριν
οὐκ εἰλήφει. Ὅσους οὖν ηὕρομεν προφήτας ἀξιωθέντας  
εἰπεῖν περὶ τοῦ δεσπότου Χριστοῦ ἐτάξαμεν. Ἔτι δὲ γρά-
φωμεν καὶ περὶ τῶν ἄλλων τεσσάρων προφητῶν, ὅσα ἠξιώ-
θησαν εἰπεῖν περὶ τῆς κατὰ τὸν δεσπότην Χριστὸν οἰκονομίας,
ἐν ᾗ ἀφορᾷ πᾶς ὁ σκοπὸς τῆς θείας γραφῆς. Προφέρωμεν
τοίνυν πρῶτον τὸν μεγαλοφωνότατον Ἡσαΐαν ὃς καὶ τύπῳ
καὶ λόγῳ ἠξιώθη ἰδεῖν καὶ προειπεῖν περὶ τοῦ κατὰ Χριστὸν

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (Dorothei recensio)


P. 42, line 19

παρεκαθέζοντο τῷ Σιλωάμ. Ὅταν οὖν ηὔχοντο σὺν τῷ


Ἡσαΐᾳ οἱ Ἰουδαῖοι, ἐξήρχετο τὸ ὕδωρ· διὸ ἕως τῆς σήμερον
αἰφνιδίως ἐξέρχεται, ἵνα δειχθῇ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον.
Καὶ ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἡσαΐου τοῦτο γέγονε, μνήμης χάριν καὶ
ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων πλησίον αὐτὸν τὸν Σιλωὰμ ἔθαψαν
ἐπιμελῶς καὶ ἐνδόξως, ἵνα διὰ τῶν ὁσίων αὐτοῦ προσευχῶν
καὶ μετὰ θάνατον αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχωσι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ
ὕδατος, ὅτι καὶ χρησμὸς ἐδόθη αὐτῷ περὶ αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι
οὕτως. Ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενος τοῦ τάφου τῶν βασιλέων,
ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
νότον. Σολομῶν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαβὶδ δια-
γράψας κατὰ ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γα-
βαὼν μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσιν. Ἐποίησε δὲ
ταύτην σκολιάν, σύνθετον, ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἡ εἴσο-
δος ἕως τῆς σήμερον τοῖς πολλοῖς ἀγνοουμένη τῶν ἱερέων
καὶ ὅλῳ τῷ λαῷ. Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν τὸ χρυ-
σίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ ἔδειξεν  
Ἐζεκίας τὸ μυστήριον Δαβὶδ καὶ Σολομῶντος τοῖς ἔθνεσι καὶ
ἐμίανεν ὀστᾶ τῶν προπατόρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς
ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς ἐχ

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


P. 70, line 8

πίνουσιν; καὶ ἔχοντες τὴν πόλιν παρεκαθέζοντο τῷ Σιλωάμ.


Ἐὰν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι ἤρχοντο, ἐξήρχετο ὕδωρ· ἐὰν δὲ ἀλ-
λόφυλοι, οὔ. Διὸ ἕως σήμερον αἰφνιδίως ἐξέρχεται, ἵνα  
124

δειχθῇ τὸ μυστήριον. Καὶ ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἡσαΐου τοῦτο


γέγονε, μνήμης χάριν καὶ ὁ λαὸς πλησίον αὐτὸν ἐπιμελῶς
ἔθαψε καὶ ἐνδόξως, ἵνα δι' εὐχῶν αὐτοῦ καὶ μετὰ θάνατον
αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχωσι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὕδατος, ὅτι καὶ
χρησμὸς ἐδόθη αὐτοῖς περὶ αὐτοῦ.
 Ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενα τοῦ τάφου τῶν βασιλέων
ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν ἱερέων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς νότον.
Σολομὼν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαυὶδ διαγράψαντος
κατ' ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γαβαὼν
μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσι. Καὶ ἐποίησε σκολιάν,
σύνθεσιν ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἕως τῆς σήμερον τοῖς πολ-
λοῖς ἀγνοουμένη, ὅλου δὲ τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς
τὸ χρυσίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ
ὁ Ἐζεκίας ἔδειξε τοῖς ἔθνεσι τὸ μυστήριον Δαυὶδ καὶ Σο-
λομῶντος καὶ ἐμίανεν ὀστᾶ τόπου πατέρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο
ὁ θεὸς ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς  
ἐχθροῖς αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον αὐτὸν ἐποίησεν ὁ θεὸς ἀπὸ
τῆς ἡμέρας ἐκείνης.

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


P. 91col1, line 17

ὅτι ἐποίησε τὴν ἁμαρτίαν.


Καὶ ὑπέστρεψε πενθῶν καὶ
ὡς ἀνεῖλε τὸν ἄνδρα αὐτῆς,
ἔπεμψε κύριος ἐλέγξαι αὐτόν·
καὶ αὐτὸς πάνυ γηράσας
ἀπέθανε καὶ ἐτάφη εἰς τὴν
γῆν αὐτοῦ.  
 ιηʹ. Ἀχία ἀπὸ Σηλώμ,
ὅπου ἦν ἡ σκηνὴ τὸ παλαιὸν
ἐκ πόλεως Ἠλί. Οὗτος εἶπε
περὶ Σολομών, ὅτι προσκρού-  
σει κυρίῳ· καὶ ἤλεγξε τὸν
Ἱεροβοάμ, ὅτι δόλῳ πορεύ-
σεται μετὰ κυρίου· εἶδε ζεῦγος
βοῶν πατοῦν τὸν λαὸν καὶ
κατὰ τῶν ἱερέων ἐπιτρέχον·
προεῖπε καὶ τῷ Σολομῶντι, ὅτι
αἱ γυναῖκες αὐτὸν ἐκστήσουσι
καὶ πᾶν τὸ γένος αὐτοῦ· καὶ
ἀπέθανε καὶ ἐτάφη σύνεγγυς

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


P. 92col1, line 6
125

 ιηʹ. Ἀχία ἀπὸ Σηλώμ,


ὅπου ἦν ἡ σκηνὴ τὸ παλαιὸν
ἐκ πόλεως Ἠλί. Οὗτος εἶπε
περὶ Σολομών, ὅτι προσκρού-  
σει κυρίῳ· καὶ ἤλεγξε τὸν
Ἱεροβοάμ, ὅτι δόλῳ πορεύ-
σεται μετὰ κυρίου· εἶδε ζεῦγος
βοῶν πατοῦν τὸν λαὸν καὶ
κατὰ τῶν ἱερέων ἐπιτρέχον·
προεῖπε καὶ τῷ Σολομῶντι, ὅτι
αἱ γυναῖκες αὐτὸν ἐκστήσουσι
καὶ πᾶν τὸ γένος αὐτοῦ· καὶ
ἀπέθανε καὶ ἐτάφη σύνεγγυς
τῆς δρυὸς Σηλώμ.  
 Ναθὰν ὁ προφήτης τοῦ
Δαυὶδ ἐκ φυλῆς ἱερωσύνης
ἦν. Ἐγεννήθη δὲ ἐν Γαβαῷ
καὶ αὐτὸς ἐδίδαξε τὸν Δαυὶδ
νόμον κυρίου· καὶ γνοὺς ὅτι  
ἐν Βηρσαβεὲ παραβήσεται ὁ

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


P. 92col2, line 13

κας· ὅτι γυναῖκες ἐκστήσουσι


καὶ διαστρέψουσιν αὐτὸν ἀπὸ
κυρίου καὶ ἅπαν τὸ γένος
αὐτοῦ· καὶ περὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ
εἶπεν, ὅτι δόλῳ πορεύσεται
μετὰ κυρίου καὶ μετὰ Ἰς-
ραήλ· εἶδε ζεῦγος βοῶν
θηλείων καταπατοῦν τὸν λαὸν
καὶ κατὰ τῶν ἱερέων ἐπι-
τρέχον· καὶ ὅτι παραβήσεται
Σολομὼν τὸν νόμον τοῦ
ὑψίστου· ταῦτα προεῖπεν Ἠλεὶ
πρὸς τοὺς υἱοὺς αὐτοὺς ἱερα-
τεῦσαι. Καὶ οὗτος ὁ προ-
φήτης αὐτὸς ἀπέθανεν ἐν
γήρει βαθυτάτῳ οὐκ ἀγαθῶς.  
 ιθʹ. Ἰωὰδ ἐκ τῆς Σαμαρείμ. Οὗτός ἐστιν, ὃν ἐπάταξεν
ὁ λέων καὶ ἀπέθανεν, ὅτε ἤλεγξε τὸν Ἱεροβοὰμ ἐπὶ ταῖς
δαμάλεσι· καὶ ἐτάφη ἐν Βεθὴλ σύνεγγυς τοῦ ψευδοπροφήτου
τοῦ πλανήσαντος αὐτόν.

Tatianus Apol., Oratio ad Graecos Ch. 37, sec. 1, line 8


126

κοντα. Βηρωσσὸς δέ ἐστιν ἀνὴρ ἱκανώτατος· καὶ τούτου τεκμήριον,


Ἰόβας Περὶ Ἀσσυρίων γράφων παρὰ Βηρωσσοῦ φησι μεμαθηκέναι
τὴν ἱστορίαν· εἰσὶ δὲ αὐτῷ βίβλοι Περὶ Ἀσσυρίων δύο.
 Μετὰ δὲ τοὺς Χαλδαίους τὰ Φοινίκων οὕτως
ἔχει. γεγόνασι παρ' αὐτοῖς ἄνδρες τρεῖς, Θεόδοτος Ὑψικράτης
Μῶχος· τούτων τὰς βίβλους εἰς Ἑλληνίδα κατέταξεν φωνὴν  
Λαῖτος ὁ καὶ τοὺς βίους τῶν φιλοσόφων ἐπ' ἀκριβὲς πραγμα-
τευσάμενος. ἐν δὴ ταῖς τῶν προειρημένων ἱστορίαις δηλοῦται
κατὰ τίνα τῶν βασιλέων Εὐρώπης ἁρπαγὴ γέγονεν Μενελάου
τε εἰς τὴν Φοινίκην ἄφιξις καὶ τὰ περὶ Χείραμον, ὅστις Σολο-
μῶνι τῷ Ἰουδαίων βασιλεῖ πρὸς γάμον δοὺς τὴν ἑαυτοῦ θυγα-
τέρα καὶ ξύλων παντοδαπῶν ὕλην εἰς τὴν τοῦ ναοῦ κατα-
σκευὴν ἐδωρήσατο. καὶ Μένανδρος δὲ ὁ Περγαμηνὸς περὶ τῶν
αὐτῶν τὴν ἀναγραφὴν ἐποιήσατο. τοῦ δὲ Χειράμου ὁ χρόνος
ἤδη που τοῖς Ἰλιακοῖς ἐγγίζει· Σολομὼν          δὲ ὁ κατὰ Χείραμον
πολὺ κατώτερός ἐστι τῆς Μωυσέως ἡλικίας.

Tatianus Apol., Oratio ad Graecos Ch. 37, sec. 1, line 12

ἔχει. γεγόνασι παρ' αὐτοῖς ἄνδρες τρεῖς, Θεόδοτος Ὑψικράτης


Μῶχος· τούτων τὰς βίβλους εἰς Ἑλληνίδα κατέταξεν φωνὴν  
Λαῖτος ὁ καὶ τοὺς βίους τῶν φιλοσόφων ἐπ' ἀκριβὲς πραγμα-
τευσάμενος. ἐν δὴ ταῖς τῶν προειρημένων ἱστορίαις δηλοῦται
κατὰ τίνα τῶν βασιλέων Εὐρώπης ἁρπαγὴ γέγονεν Μενελάου
τε εἰς τὴν Φοινίκην ἄφιξις καὶ τὰ περὶ Χείραμον, ὅστις Σολο-
μῶνι τῷ Ἰουδαίων βασιλεῖ πρὸς γάμον δοὺς τὴν ἑαυτοῦ θυγα-
τέρα καὶ ξύλων παντοδαπῶν ὕλην εἰς τὴν τοῦ ναοῦ κατα-
σκευὴν ἐδωρήσατο. καὶ Μένανδρος δὲ ὁ Περγαμηνὸς περὶ τῶν
αὐτῶν τὴν ἀναγραφὴν ἐποιήσατο. τοῦ δὲ Χειράμου ὁ χρόνος
ἤδη που τοῖς Ἰλιακοῖς ἐγγίζει· Σολομὼν
         δὲ ὁ κατὰ Χείραμον
πολὺ κατώτερός ἐστι τῆς Μωυσέως ἡλικίας.
 Αἰγυπτίων δέ εἰσιν ἀκριβεῖς χρόνων ἀναγραφαί,
καὶ τῶν κατ' αὐτοὺς γραμμάτων ἑρμηνεύς ἐστι Πτολεμαῖος,
οὐχ ὁ βασιλεύς, ἱερεὺς δὲ Μένδητος. οὗτος τὰς τῶν βασιλέων
πράξεις ἐκτιθέμενος κατ' Ἄμωσιν Αἰγύπτου βασιλέα γεγονέναι
Ἰουδαίοις φησὶ τὴν ἐξ Αἰγύπτου πορείαν εἰς ἅπερ ἤθελον
χωρία, Μωυσέως ἡγουμένου. λέγει δὲ οὕτως· ὁ δὲ Ἄμωσις ἐγέ-
νετο κατ' Ἴναχον βασιλέα. μετὰ δὲ τοῦτον Ἀπίων ὁ γραμ-
ματικὸς ἀνὴρ δοκιμώτατος, ἐν τῇ τετάρτῃ τῶν Αἰγυπτιακῶν

Fragmenta Anonyma (PsVTGr), Fragmenta P. g, line 2

ταῦτα φάγονται Ἀσσύριοι.»  


 Λέγεται Ζαχαρίαν τὸν ἡγούμενον τῆς ἐν Γεράροις μοναχικῆς συνοικίας
Ἑβραίᾳ καὶ παλαιᾷ περιτυχεῖν γραφῇ, οὐ τῶν ἐκκλησιαζομένων. ἐδήλου δὲ
127

ὡς, ἡνίκα Ζαχαρίαν τὸν προφήτην ἀνεῖλεν ὁ Ἰωὰς ὁ τῆς Ἰουδαίας βασιλεύς,
οὐκ εἰς μακρὰν περὶ τὸν οἶκον ἐχρήσατο χαλεπῇ συμφορᾷ. ἑβδόμῃ γὰρ
ἡμέρᾳ τῆς ἀναιρέσεως τοῦ προφήτου ἐξαπίνης αὐτῷ μάλα κεχαρισμένος ὁ
παῖς ἀπολώλει. συμβαλὼν δὲ κατὰ θεομηνίαν τοιούτῳ παθήματι περιπεσεῖν,
ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ τὸ μειράκιον ἔθαψεν, ἀπολογούμενος ταύτῃ ὑπὲρ ὧν
εἰς αὐτὸν ἥμαρτε. καὶ τὰ μὲν ὧδε ἔγνων.
 Καὶ ἄνθρωπός τις ἐν τῷ Ἰσραὴλ πλούσιός τε καὶ ἀνελεήμων ἐλθὼν πρός τινα
τῶν διδασκάλων καὶ ἀναπτύξας τὴν σοφίαν Σολομῶντος εὗρεν εὐθύς· ὁ ἐλεῶν
πτωχὸν θεῷ δανείζει. καὶ εἰς ἑαυτὸν γενόμενος καὶ κατανυγεὶς ἀπελθὼν
πέπρακε πάντα καὶ διένειμε πτωχοῖς μηδὲν ἑαυτῷ καταλείψας πλὴν νομισμά-
των δύο. καὶ πτωχεύσας πάνυ καὶ ὑπὸ μηδενὸς ἐκ θείας δοκιμασίας ἐλεούμενος  
ὕστερον ἐν ἑαυτῷ λέγει μικροψυχήσας· ἀπελεύσομαι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ
διακρινοῦμαι τῷ θεῷ μου, ὅτι ἐπλάνησέ με διασκορπίσαι τὰ ὑπάρχοντά μου.
πορευομένου δὲ αὐτοῦ εἶδεν ἄνδρας δύο μαχομένους πρὸς ἀλλήλους εὑρόντας
λίθον τίμιον, καί φησι πρὸς αὐτούς· ἵνα τί, ἀδελφοί, μάχεσθε; δότε μοι αὐτὸν
καὶ λάβετε νομίσματα δύο. τῶν δὲ μετὰ χαρᾶς τοῦτον παρασχόντων (οὐ γὰρ
ᾔδεσαν τοῦ λίθου τὸ ὑπέρτιμον), ἀπῆλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ τὸν λίθον ἐπιφερό-
μενος, καὶ δείξας αὐτὸν χρυσοχόῳ παραχρῆμα τὸν λίθον ἐκεῖνος ἰδὼν ἀναστὰς

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Contra Galilaeos P. 203, line 7

 Ἀλλ' ὁ τῆς πολιτείας θεσμὸς καὶ τύπος τῶν δικαστηρίων,


ἡ δὲ περὶ τὰς πόλεις οἰκονομία καὶ ... τὸ κάλλος, ἡ δὲ ἐν τοῖς
μαθήμασιν ἐπίδοσις, ἡ δὲ ἐν ταῖς ἐλευθερίοις τέχναις ἄσκησις  
οὐχ Ἑβραίων μὲν ἦν ἀθλία καὶ βαρβαρική; καίτοι βούλεται ὁ
μοχθηρὸς Εὐσέβιος εἶναί τινα καὶ παρ' αὐτοῖς ἑξάμετρα, καὶ
φιλοτιμεῖται λογικὴν εἶναι πραγματείαν παρὰ τοῖς Ἑβραίοις, ἧς
τοὔνομα ἀκήκοε παρὰ τοῖς Ἕλλησι. ποῖον ἰατρικῆς εἶδος ἀνε-
φάνη παρὰ τοῖς Ἑβραίοις, ὥσπερ ἐν Ἕλλησι τῆς Ἱπποκράτους
καί τινων ἄλλων μετ' ἐκεῖνον αἱρέσεων; ὁ σοφώτατος Σολο-
μῶν παρόμοιός ἐστι τῷ παρ' Ἕλλησι Φωκυλίδῃ ἢ Θεόγνιδι ἢ
Ἰσοκράτει; πόθεν; εἰ γοῦν παραβάλοις τὰς Ἰσοκράτους παραι-
νέσεις ταῖς ἐκείνου παροιμίαις, εὕροις ἂν, εὖ οἶδα, τὸν τοῦ
Θεοδώρου κρείττονα τοῦ σοφωτάτου βασιλέως. ἀλλ' ἐκεῖνος,
φασὶ, καὶ περὶ θεουργίαν ἤσκητο. τί οὖν; οὐχὶ καὶ ὁ Σολομῶν
οὗτος τοῖς ἡμετέροις ἐλάτρευσε θεοῖς, ὑπὸ τῆς γυναικὸς, ὡς  
λέγουσιν, ἐξαπατηθείς; ὢ μέγεθος ἀρετῆς. ὦ σοφίας πλοῦτος.
οὐ περιγέγονεν ἡδονῆς, καὶ γυναικὸς λόγοι τοῦτον παρήγαγον.
εἴπερ οὖν ὑπὸ γυναικὸς ἠπατήθη, τοῦτον σοφὸν μὴ λέγετε. εἰ
δὲ πεπιστεύκατε [εἶναι] σοφὸν, μή τοι παρὰ γυναικὸς αὐτὸν
ἐξηπατῆσθαι νομίζετε, κρίσει δὲ οἰκείᾳ καὶ συνέσει καὶ τῇ

Martyrium Pionii, Martyrium Pionii presbyteri et sodalium


Ch. 4, sec. 6, line 2

         ἀκούω γὰρ ὅτι ἐπὶ τοῖς αὐτομολοῦσιν ὡς


ἐπιγελῶντες καὶ ἐπιχαίροντες παίγνιον ἡγεῖσθε τὸ ἐκείνων ἀστόχημα
128

ὅτι ἑκόντες ἐπιθύουσιν.


         ἔδει δὲ ὑμᾶς μέν, ὦ Ἕλληνες, πείθεσθαι
τῷ διδασκάλῳ ὑμῶν Ὁμήρῳ, ὃς συμβουλεύει μὴ ὅσιον εἶναι ἐπὶ τοῖς
ἀποθνήσκουσι καυχᾶσθαι.
         ὑμῖν δέ, ὦ Ἰουδαῖοι, Μωϋσῆς κελεύει·
Ἐὰν ἴδῃς τὸ ὑποζύγιον τοῦ ἐχθροῦ σου πεπτωκὸς ὑπὸ τὸν γόμον,
οὐ παρελεύσῃ ἀλλὰ ἀνιστῶν ἀναστήσεις αὐτό.
         ὁμοίως
καὶ Σολομῶντι ἔδει ὑμᾶς πείθεσθαι· Ἐὰν πέσῃ ὁ ἐχθρός σου,
φησί, μὴ ἐπιχαρῇς, ἐν δὲ τῷ ὑποσκελίσματι αὐτοῦ μὴ
ἐπαίρου.
 Ἐγὼ γὰρ τῷ ἐμῷ διδασκάλῳ πειθόμενος ἀποθνήσκειν αἱροῦμαι
μᾶλλον ἢ παραβαίνειν τοὺς λόγους αὐτοῦ, καὶ ἀγωνίζομαι μὴ ἀλλάξαι
ἃ πρῶτον ἔμαθον, ἔπειτα καὶ ἐδίδαξα.

Γρηγόριος Νύσσης. Ad Simplicium de fide Vol. 3,1, p. 63, line 6

γενὴς θεός· καὶ γὰρ καὶ λόγος ὢν σὰρξ ἐγένετο καὶ θεὸς
ὢν ἄνθρωπος ἐγένετο καὶ ἀσώματος ὢν σῶμα ἐγένετο
καὶ ἔτι πρὸς τούτοις καὶ ἁμαρτία καὶ κατάρα καὶ λίθος καὶ
ἀξίνη καὶ ἄρτος καὶ πρόβατον καὶ ὁδὸς καὶ θύρα καὶ πέτρα
καὶ πολλὰ τοιαῦτα ἐγένετο οὐδὲν τούτων τῇ φύσει ὤν,  
ἀλλὰ δι' ἡμᾶς κατ' οἰκονομίαν γενόμενος. ὥςπερ οὖν λόγος
ὢν δι' ἡμᾶς ἐγένετο σὰρξ καὶ θεὸς ὢν ἄνθρωπος ἐγένετο,
οὕτω καὶ κτίστης ὢν δι' ἡμᾶς κτίσις ἐγένετο· κτιστὴ γὰρ
ἡ σάρξ. ὡς οὖν εἶπε διὰ τοῦ προφήτου ὅτι Οὕτως λέγει
κύριος ὁ πλάσας με ἐκ κοιλίας δοῦλον αὐτοῦ, οὕτως εἶπε
καὶ διὰ τοῦ Σολομῶντος τὸ Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν
αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ· πᾶσα γὰρ ἡ κτίσις δουλεύει, καθώς
φησιν ὁ ἀπόστολος. οὐκοῦν καὶ ὁ ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς παρθένου
πλασθεὶς κατὰ τὸν λόγον τοῦ προφήτου ὁ δοῦλός ἐστιν, οὐχ
ὁ κύριος, τουτέστιν ὁ κατὰ σάρκα ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ὁ θεὸς
ἐφανερώθη, καὶ ἐνταῦθα ὁ κτισθεὶς εἰς ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ οὐχ
ὁ θεός ἐστιν ἀλλ' ὁ ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ἡμῖν ὁ θεὸς ἐφανερώθη
ἐπὶ τῷ τὴν καταφθαρεῖσαν ὁδὸν τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας
πάλιν ἀνανεώσασθαι. ὥστε ἐπειδὴ δύο περὶ Χριστοῦ γινώ-
σκομεν, τὸ μὲν θεῖον τὸ δὲ ἀνθρώπινον (ἐν μὲν τῇ φύσει τὸ
θεῖον, ἐν δὲ τῇ οἰκονομίᾳ τὸ κατὰ ἄνθρωπον), ἀκολούθως

Γρηγόριος Νύσσης. Ad Simplicium de fide Vol. 3,1, p. 63, line 20

ὁ κύριος, τουτέστιν ὁ κατὰ σάρκα ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ὁ θεὸς


ἐφανερώθη, καὶ ἐνταῦθα ὁ κτισθεὶς εἰς ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ οὐχ
ὁ θεός ἐστιν ἀλλ' ὁ ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ἡμῖν ὁ θεὸς ἐφανερώθη
ἐπὶ τῷ τὴν καταφθαρεῖσαν ὁδὸν τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας
πάλιν ἀνανεώσασθαι. ὥστε ἐπειδὴ δύο περὶ Χριστοῦ γινώ-
σκομεν, τὸ μὲν θεῖον τὸ δὲ ἀνθρώπινον (ἐν μὲν τῇ φύσει τὸ
θεῖον, ἐν δὲ τῇ οἰκονομίᾳ τὸ κατὰ ἄνθρωπον), ἀκολούθως
129

τὸ μὲν ἀΐδιον τῇ θεότητι προσμαρτυροῦμεν, τὸ δὲ κτιστὸν


τῇ ἀνθρωπίνῃ λογιζόμεθα φύσει. ὡς γὰρ κατὰ τὸν προ-
φήτην ἐν τῇ κοιλίᾳ ἐπλάσθη δοῦλος, οὕτως καὶ κατὰ τὸν
Σολομῶντα διὰ τῆς δουλικῆς ταύτης κτίσεως ἐν σαρκὶ
ἐφανερώθη.
 Ὅταν δὲ λέγωσιν ὅτι εἰ ἦν, οὐκ ἐγεννήθη, καὶ εἰ ἐγεν-
νήθη, οὐκ ἦν, διδαχθήτωσαν ὅτι οὐ χρὴ τὰ τῆς σαρκικῆς
γεννήσεως ἰδιώματα ἐφαρμόζειν τῇ θείᾳ φύσει. σώματα μὲν
γὰρ μὴ ὄντα γεννᾶται, ὁ δὲ θεὸς τὰ μὴ ὄντα εἶναι ποιεῖ, οὐκ
αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος γίνεται. διὸ καὶ ὁ Παῦλος ἀπαύγασμα
δόξης αὐτὸν ὀνομάζει, ἵνα διδαχθῶμεν ὅτι, ὥσπερ τὸ ἐκ  
τοῦ λύχνου φῶς καὶ ἐκ τῆς φύσεώς ἐστι τοῦ ἀπαυγάζοντος
καὶ μετ' ἐκείνου ἐστίν (ὁμοῦ τε γὰρ ἐξεφάνη ὁ λύχνος καὶ
τὸ φῶς τὸ ἐξ αὐτοῦ συνεξέλαμψεν), οὕτω κελεύει καὶ ἐν

Γρηγόριος Νύσσης. De mortuis non esse dolendum


Vol. 9, p. 59, line 18

σπουδαζομένοις ἐπιπλατύνεσθαι. τί γὰρ κοινὸν ἔχει πρὸς τὸ


τῆς τροφῆς χρήσιμον ὁ διάγλυφος ἄργυρος χρυσῷ καὶ λίθοις
ἐπανθιζόμενος; ἢ τίνος χάριν ἐπεδεήθη τὸ ἱμάτιον τοῦ
χρυσοῦ νήματος καὶ τῆς εὐανθοῦς πορφυρίδος καὶ τῆς ὑφαν-
τικῆς ζωγραφίας, δι' ἧς πόλεμοι καὶ θῆρες καὶ τὰ τοιαῦτα
τοῖς χιτῶσί τε καὶ τοῖς ἐπενδύμασι παρὰ τῶν ὑφαινόντων
ἐνζωγραφοῦνται, οἷς συμμαχοῦσα ἡ τῆς πλεονεξίας ἐνεφύη
νόσος; ἵνα γὰρ ἐπιτύχωσι τῆς πρὸς ταῦτα παρασκευῆς καὶ
δυνάμεως, τὰς τῶν ἐπιθυμουμένων ὕλας παρὰ τῆς πλεονεξίας
πορίζονται. ἡ δὲ πλεονεξία τῇ ἀπληστίᾳ τὴν εἴσοδον ἤνοιξεν,
ἥτις ἐστὶ κατὰ τὸν Σολομῶνα ὁ τετρημένος πίθος ἀεὶ τοῖς
ἐπαντλοῦσι λείπων καὶ κενὸς εὑρισκόμενος. οὐκοῦν οὐ τὸ
σῶμα τὰς τῶν κακῶν ἀφορμὰς ἀλλ' ἡ προαίρεσις ἐμποιεῖ
τὸν σκοπὸν τῆς χρείας εἰς τὴν τῶν ἀτόπων ἐπιθυμίαν
ἐκτρέπουσα.

Γρηγόριος Νύσσης. Oratio consolatoria in Pulcheriam Vol. 9, p. 467, line 5

φόβοι, ἐλπίδες καὶ ἐπιθυμίαι. ταῦτά ἐστι καὶ τὰ τοιαῦτα, οἷς


κατὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν συμπεπλέγμεθα. τί οὖν κακὸν
πέπονθεν ἡ τοσούτων ἀπαλλαγεῖσα τυράννων; ἕκαστον γὰρ
πάθος, ὅταν ἐπικρατῇ τῆς ψυχῆς, τύραννος ἡμῶν γίνεται
τοὺς λογισμοὺς δουλωσάμενος. ἢ λυπεῖ ἡμᾶς, ὅτι μὴ
κατεπονήθη διὰ ὠδίνων, ὅτι μὴ συνετρίβη διὰ φροντίδων  
παιδοτροφίας, ὅτι μὴ τὰς ὁμοίας ἀλγηδόνας ἐδέξατο, ἃς
ἐπ' αὐτῆς οἱ γεγεννηκότες ὑπέμειναν; ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα
μακαρισμῶν οὐκ ὀδυρμῶν ἐστιν ἄξια. τὸ γὰρ ἐν μηδενὶ
γενέσθαι κακῷ κρεῖττον ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἐστίν.
οὕτως καὶ ὁ σοφὸς Σολομὼν ἐν τῇ ἰδίᾳ γραφῇ μακαρίζει πρὸ
τοῦ περιόντος τὸν κατοιχόμενον καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ θρήνου
καὶ οἰμωγῆς ἀξίαν τὴν ἐν σαρκὶ διαγωγὴν εἶναί φησιν.
130

καίτοι γε ἀμφότεροι λαμπροὶ κατὰ τὴν βασιλείαν ὑπάρχοντες,


πάντων κατ' ἐξουσίαν τῶν κατὰ τὸν βίον ἡδέων μετέχοντες,
οὐδὲν πρὸς τὴν παροῦσαν ἀπόλαυσιν ἐπεκλίθησαν, ἀλλὰ τῶν
ἀπορρήτων ἀγαθῶν τῶν ἐν τῇ ἀσωμάτῳ ζωῇ προκειμένων
τὴν ἐπιθυμίαν ἔχοντες συμφορὰν ἐποιοῦντο τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν.
ἤκουσα πολλαχῇ τοῦ Δαβὶδ ἐν ταῖς ἱεραῖς ψαλμῳδίαις ἔξω
γενέσθαι τῆς τοιαύτης ἀνάγκης ἐπιθυμοῦντος, ἐν οἷς φησι
νῦν μέν, ὅτι Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 315, line 3

ΟΜΙΛΙΑ Γʹ

 Τί μετὰ τοῦτο ἡμᾶς ἡ ἐκκλησιαστικὴ διδάσκει φωνή,


καιρὸς ἂν εἴη διερευνήσασθαι. μεμαθήκαμεν ἐν πρώτοις,
ἃ μεμαθήκαμεν, ὅτι ὁ πᾶσαν ἐκκλησιάζων τὴν κτίσιν καὶ τὰ
ἀπολωλότα ζητῶν καὶ τὰ πεπλανημένα συναθροίζων εἰς ἕν,
οὗτος ἐπισκέπτεται τὸν ἐπίγειον βίον. ἐπίγειον γάρ ἐστι τὸ
ὑπουράνιον, ὅπερ ὁ λόγος τὸ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ὀνομάζει, ἐν ᾧ  
κατακρατεῖ ἡ ἀπάτη καὶ ἡ ματαιότης καὶ τὸ ἀνύπαρκτον.
ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ μεμαθήκαμεν ἐξηγήσει τὸ ἐκ προσώπου
τοῦ Σολομῶντος γίνεσθαι τὴν κατηγορίαν τῆς ἀπολαυστικῆς
τε καὶ ἐμπαθοῦς διαθέσεως, ὡς ἂν ἡμῖν ἀξιόπιστος γένοιτο
ἡ τῶν τοιούτων ἀθέτησις, τοῦ κατὰ πᾶσαν ἐξουσίαν τὸ
πρὸς ἡδονὴν εἰς ἀπόλαυσιν ἔχοντος καὶ πάντα τὰ δοκοῦντα
παρὰ τοῖς ἀνθρώποις σπουδάζεσθαι ἀντ' οὐδενὸς διαπτύοντος.
 Τί τοίνυν κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἐπὶ τοῦ παρόντος ἐκ τρίτου
μανθάνομεν; ὃ πάντων μάλιστα οἶμαι κατάλληλον εἶναι
τοῖς ἐκκλησιάζουσι μάθημα, λέγω δὲ τὴν περὶ τῶν μὴ κατὰ
λόγον γεγενημένων ἐξομολόγησιν, ἣ τὸ τῆς αἰσχύνης
ἐμποιεῖ τῇ ψυχῇ πάθος διὰ τῆς τῶν ἀτόπων ἐξαγορεύσεως.
ἔοικε γὰρ μέγα τι καὶ ἰσχυρὸν πρὸς τὴν τῆς ἁμαρτίας

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8)


Vol. 5, p. 318, line 15

καθῆκεν ἑαυτὸν ἑκουσίως πρὸς τὴν τῶν τοιούτων ἀπόλαυσιν,


ὥστε δι' ἀκριβείας τὰ αἰσθητήρια ἑαυτοῦ καὶ διὰ τῶν
ἐναντίων γυμνάσαι, προκείσθω κατ' ἐξουσίαν τῷ βουλομένῳ,
ἐφ' ὅπερ ἂν ἐθέλῃ τὸν στοχασμὸν ἄγειν. εἰ δέ τις λέγοι
τῷ ὄντι γεγενῆσθαι αὐτὸν ἐν τῇ τῶν ἡδέων πείρᾳ, οὕτως
ὑπολαμβάνομεν. καθάπερ γὰρ οἱ ἐπὶ τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης
δυόμενοι καὶ διερευνῶντες ἐν τῷ πυθμένι τοῦ ὕδατος, εἴ
πού τινα μαργαρίτην εὕροιεν ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον τῶν ἐν βυθῷ
τικτομένων, οἷς ἡδονὴν μὲν οὐδεμίαν ἡ ὑπὸ τὸ ὕδωρ ταλαιπω-
ρία φέρει, ἡ δὲ τοῦ κέρδους ἐλπὶς βυθίους ἐποίησεν, οὕτως εἰ
131

γέγονεν ὁ Σολομὼν ἐν τούτοις πάντως ὥσπερ τις τῶν κατὰ


θάλασσαν πορφυρευόντων ἔδωκεν ἑαυτὸν τῇ τρυφῇ ὑποβρύ-
χιον, οὐκ ἐφ' ᾧτε καταπλησθῆναι τῆς θαλαττίας ἅλμης,
ἅλμην δὲ λέγω τὴν ἡδονήν, ἀλλὰ τοῦ ζητῆσαί τι τῇ διανοίᾳ
χρήσιμον ἐν τῷ τοιούτῳ βυθῷ. χρήσιμον δ' ἂν εἴη διὰ
τῶν τοιούτων εὑρισκόμενον, κατά γε τὸν ἐμὸν στοχα-
σμόν, ἢ τὸ ἀμβλῦναι τὰς τοῦ σώματος ὁρμὰς διὰ τοῦ  
προθεῖναι κατ' ἐξουσίαν ὃ βούλεται· πρὸς γὰρ τὸ κωλυόμενον
φιλονεικοτέρας ἀεὶ τὰς κινήσεις ἡ φύσις ἔχει· ἤτοι τοῦ
ἀξιοπίστου χάριν ἐν τούτοις γίνεται ὁ διδάσκαλος,

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 398, line 9

περιλήψεως. ταῦτα δὲ οὐκ ἂν ἄλλως γένοιτο ἡμῖν καταφανῆ


τὰ νοήματα μὴ τῆς λέξεως πρότερον διὰ τῆς γραφῆς νοηθείσης,  
ὥστε γενέσθαι δῆλον ἡμῖν, ἐπὶ τίνος οἶδεν ὁ θεόπνευστος
λόγος τῇ φωνῇ κεχρῆσθαι τῆς περιλήψεως. ὁ μὲν οὖν μέγας
Δαβὶδ διὰ ψαλμῳδίας ἡμῖν ἐμβοᾷ λέγων· Κυκλώσατε Σιὼν
καὶ περιλάβετε αὐτήν, αὐτὸς δὲ οὗτος ὁ Σολομών, ὅτε τὴν
ἐνδιάθετον ἐποίει συζυγίαν τοῦ ἐρωτικῶς πρὸς τὴν Σοφίαν
διατεθέντος, τά τε ἄλλα φησί, δι' ὧν γίνεται ἡμῖν ἡ πρὸς
τὴν ἀρετὴν συνάφεια, καὶ τοῦτο ἐπάγει· Τίμησον αὐτήν, ἵνα
σε περιλάβῃ. εἰ οὖν Δαβὶδ μὲν τὴν Σιὼν ἡμᾶς περιλαμβάνειν
διακελεύεται, Σολομὼν δὲ τοὺς τετιμηκότας τὴν Σοφίαν παρ'
αὐτῆς εἶπε περιλαμβάνεσθαι, τάχα τῆς προσηκούσης ἐννοίας
οὐχ ἁμαρτάνομεν μαθόντες τὸ πρᾶγμα, οὗ εὔκαιρός ἐστιν ἡ
περίληψις. τὸ γὰρ Σιὼν ὄρος ἐστὶ τῆς Ἱεροσολύμων Ἄκρας
ὑπερφαινόμενον. ὁ οὖν ταύτην σε περιλαμβάνειν προτρεπό-
μενος τῇ ὑψηλῇ πολιτείᾳ συμφυῆναι παρακελεύεται, ὥστε
εἰς αὐτὴν φθάσαι τῶν ἀρετῶν τὴν ἀκρόπολιν, ἣν τῷ ὀνόματι
Σιὼν παραδηλοῖ δι' αἰνίγματος· ὁ δὲ τῇ σοφίᾳ σε συνοικίζων  
τὴν παρ' ἐκείνης ἐσομένην περίληψίν σοι εὐαγγελίζεται.
οὐκοῦν καιρός ἐστι τὴν Σιὼν περιλαμβάνειν καὶ ὑπὸ τῆς
Σοφίας περιλαμβάνεσθαι, τοῦ μὲν ὀνόματος Σιὼν τὸ ὑψηλὸν...

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium


Book 1, Ch. 1, sec. 365, line 7

μονοῦντα τὸ τῶν αἰώνων πρεσβύτερον καὶ ἀνιόντα ἐπὶ τὴν


τῶν ὄντων ἀρχὴν ἐν μηδενὶ στῆναι τῷ λογισμῷ δυνηθῆναι,
ἀεὶ τοῦ ζητουμένου ὑπεκπροθέοντος καὶ μηδεμίαν στάσιν
τῇ πολυπραγμοσύνῃ τῆς διανοίας ὑποδεικνύοντος.
 Σαφὴς δὲ ὁ λόγος καὶ τῷ μετρίως ἐπεσκεμμένῳ τὴν
τῶν ὄντων φύσιν, ὅτι τῇ μὲν θείᾳ τε καὶ μακαρίᾳ ζωῇ τὸ  
παραμετρούμενόν ἐστιν οὐδέν. οὐ γὰρ ἐκείνη ἐν χρόνῳ,
ἀλλ' ἐξ ἐκείνης ὁ χρόνος· ἡ δὲ κτίσις ἀπό τινος ὁμολο-
γουμένης πάντως ἀρχῆς ἐπὶ τὸν ἴδιον σκοπὸν διὰ τῶν χρο-
νικῶν διαστημάτων ὁδεύουσα φέρεται, ὡς ταύτης μὲν δυ-
νατὸν εἶναι, καθώς φησί που ὁ Σολομών, ἀρχὴν καὶ τέλος
132

καὶ μεσότητα διασκοπῆσαι, διὰ τῶν χρονικῶν τμημάτων


τὴν ἀκολουθίαν τῶν κατ' αὐτὴν σημειούμενον. ἡ δὲ ὑπερ-
κειμένη τε καὶ μακαρία ζωὴ ἅτε μηδενὸς συμπαροδεύοντος
αὐτῇ διαστήματος τὸ διαμετροῦν καὶ διαλαμβάνον οὐκ ἔχει.
τὰ μὲν γὰρ γεγονότα πάντα τοῖς ἰδίοις μέτροις ἐμπεριγε-
γραμμένα κατὰ τὸ ἀρέσαν τῇ σοφίᾳ τοῦ κτίσαντος οἷόν
τινι ὅρῳ τῷ προσήκοντι μέτρῳ ὡς πρὸς τὴν τοῦ παντὸς
εὐαρμοστίαν ἐμπεριείληπται. καὶ διὰ τοῦτο κἂν τῇ ἀσθενείᾳ
τῶν ἀνθρωπίνων λογισμῶν ἀνέφικτος ᾖ ἡ τῶν ἐν τῇ
κτίσει θεωρουμένων ἔφοδος, ἀλλ' οὖν τὸ πεπερατῶσθαι τὰ

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium Book 3, Ch. 1, sec. 46, line 2

τὸ ἑνωθὲν ἐξ ἀμφοτέρων τῷ λόγῳ προτίθησι, τοῦ τε


οἴκου λέγω καὶ τῆς σοφίας τῆς οἰκοδομησάσης τὸν
οἶκον, τουτέστιν ἔκ τε τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ ἐκ τῆς
ἀνακραθείσης τῷ ἀνθρώπῳ θεότητος, ἑκατέρῳ δὲ τού-
των ἐφαρμόζει τὰς καταλλήλους τε καὶ πρεπούσας φωνάς,
καθὼς ἔστιν ἰδεῖν καὶ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις γινόμενον, ἐν οἷς
ὁ λόγος κατὰ τὸ πρόσφορον τῷ ὑποκειμένῳ διεξαγόμενος
διὰ μὲν τῆς ὑψηλοτέρας τε καὶ θεοπρεποῦς σημασίας τὸ
θεῖον ἐνδείκνυται, διὰ δὲ τῆς χαμαιζήλου τε καὶ ταπεινῆς
τὸ ἀνθρώπινον. οὕτως ἔστιν ἰδεῖν καὶ ἐν τῷ μέρει τούτῳ
προφητικῶς τὸν Σολομῶντα κινούμενον καὶ ὅλον παραδε-
δωκότα τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον. λέγει γὰρ πρότερον
μὲν τὴν προαιώνιον τῆς σοφίας δύναμίν τε καὶ ἐνέργειαν, ἐν
οἷς τῷ εὐαγγελιστῇ τρόπον τινὰ καὶ ἐπ' αὐτῶν τῶν ῥημά-
των συμφέρεται. ὡς γὰρ ἐκεῖνος τῇ περιληπτικῇ φωνῇ πάν-
των αὐτὸν αἴτιον καὶ δημιουργὸν ἀνεκήρυξεν, οὕτως ὁ Σολο-
μὼν παρ' αὐτοῦ γεγενῆσθαι τὰ καθέκαστον λέγει τὰ ἐν τῷ
παντὶ ἀριθμούμενα. φησὶ γὰρ ὅτι ὁ θεὸς τῇ σοφίᾳ ἐθε-
μελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς ἐν φρονήσει καὶ  
ὅσα τούτοις κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἕπεται τῆς αὐτῆς ἐχόμενα
διανοίας. καὶ ὡς ἂν μὴ δοκοίη τὴν δωρεὰν τῆς ἐν ἀν

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 16, line 15

τέλειον ἀναδραμὼν τῇ ψυχῇ ἀπωθεῖται μὲν τὸν φόβον (ἀν-


δραποδώδης γὰρ ἡ τοιαύτη διάθεσις, τὸ μὴ δι' ἀγάπης
παραμένειν τῷ κυριεύοντι, ἀλλὰ τῷ τῶν μαστίγων φόβῳ
μὴ δραπετεύειν), ὑπερορᾷ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν μισθῶν, ὡς
ἂν μὴ δοκοίη τὸν μισθὸν ποιεῖσθαι προτιμότερον τοῦ δω-
ρουμένου τὸ κέρδος· ἀγαπᾷ δὲ ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ
ψυχῆς καὶ δυνάμεως οὐκ ἄλλο τι τῶν παρ' αὐτοῦ γινο-
133

μένων, ἀλλ' αὐτὸν ἐκεῖνον ὅς ἐστι τῶν ἀγαθῶν ἡ πηγή.


ταύτην τοίνυν ὁ καλῶν ἡμᾶς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μετουσίαν
νομοθετεῖ ταῖς τῶν ἀκουόντων ψυχαῖς τὴν διάθεσιν. ὁ δὲ
βεβαιῶν τὴν νομοθεσίαν ταύτην ἐστὶ Σολομῶν, οὗ ἡ σοφία
κατὰ τὴν θείαν μαρτυρίαν μέτρον οὐκ ἔχει, πᾶσιν ἐπ' ἴσης
τοῖς τε προγεγονόσι καὶ τοῖς ἐσομένοις ἀσύγκριτος οὖσα
καὶ ἀπαράθετος, ὃν ἔλαθε τῶν ὄντων οὐδέν. ἆρά με τοῦτον
οἴει λέγειν τὸν ἐκ τῆς Βηρσαβεὲ Σολομῶντα, τὸν ἐπὶ τοῦ
ὄρους ἀνενεγκόντα τὴν χιλιόμβην, τὸν ἐκ τῆς Σιδωνίας συμβόλῳ  
πρὸς τὴν ἁμαρτίαν χρησάμενον; ἀλλὰ Σολομῶν διὰ τούτου
σημαίνεται ἄλλος· ὁ καὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ
τὸ κατὰ σάρκα γενόμενος, ᾧ ὄνομα εἰρήνη, ὁ ἀληθινὸς τοῦ
Ἰσραὴλ βασιλεύς, ὁ οἰκοδόμος τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ, ὁ πάντων
ἐμπεριειληφὼς τὴν γνῶσιν, οὗ ἀόριστος ἡ σοφία, μᾶλλον δὲ

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 42, line 12

  

Λόγος βʹ

  Μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ,


  ὡς σκηνώματα κηδάρ, ὡς δέρρεις Σολομών.
  Μὴ βλέψητέ με ὅτι ἐγώ εἰμι μεμελανωμένη,
  ὅτι παρέβλεψέ με ὁ ἥλιος·
  υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί,
  ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν·
  ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα.
  Ἀπάγγειλόν μοι, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου,  
  ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ κοιτάζεις ἐν μεσημβρίᾳ,
  μήποτε γένωμαι ὡς περιβαλλομένη ἐπ' ἀγέλαις
  ἑταίρων σου.

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 45, line 19

παρὰ τὸ παράγγελμα τοῦ νόμου θνησιμαίου νοήματος ἤ


τινος τῶν ἀκαθάρτων ἐνθυμίων ἁψάμενοι ἀθέατοι τῶν ἐντὸς
τῆς σκηνῆς θαυμάτων ἀποκλεισθῶμεν. οὐ γὰρ παραδέχεται
τῶν τοιούτων τὴν εἴσοδον ὁ τοῦ πνεύματος νόμος, ἐὰν
μή τις πλύνῃ τὸ τῆς συνειδήσεως ἑαυτοῦ ἱμάτιον κατὰ
τὸ Μωϋσέως παράγγελμα ὁ νεκρᾶς τινος καὶ βδελυκτῆς
ἐννοίας ἁψάμενος.
 Ἄγει δὲ τὸν λόγον ἡ ἀκολουθία τῶν προεξητασμένων
πρὸς τὴν θεωρίαν τῶν παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὰς νεάνιδας
εἰρημένων. ἔστι δὲ ταῦτα· Μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες
Ἰερουσαλήμ, ὡς σκηνώματα κηδάρ, ὡς δέρρεις Σολομών.
134

καλῶς ἡ διδάσκαλος ἀφ' ὧν ἔδει ταῖς μαθητευομέναις ψυχαῖς  


ἄρχεται ποιεῖσθαι τῶν ἀγαθῶν τὴν ὑφήγησιν· αἱ μὲν γὰρ
προθύμως ἔχουσι, δι' ὧν ἐπαγγέλλονται, παντὸς ἀνθρωπίνου
λόγου, ὃν οἶνον τροπικῶς ὀνομάζουσι, προτιμοτέραν ποιεῖσθαι
τὴν ἐκ τῶν λογικῶν αὐτῆς μαζῶν ἀπορρέουσαν χάριν οὕτως
εἰποῦσαι τῷ ῥήματι ὅτι Ἀγαπήσωμεν μαστούς σου ὑπὲρ
οἶνον, ἐπειδὴ σὲ ἡ εὐθύτης ἠγάπησεν, ἡ δὲ προσθήκην ποιεῖ
ταῖς μαθητευομέναις τοῦ περὶ αὑτὴν θαύματος, ὡς ἂν
μᾶλλον μάθοιμεν τὴν ἀμέτρητον τοῦ νυμφίου φιλανθρωπίαν
τοῦ διὰ τῆς ἀγάπης ἐπιβάλλοντος τῇ ἀγαπηθείσῃ τὸ κάλλος·

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 48, line 1

ἐμαυτὴν οὐ λαμπρὰν οὖσαν τὸ κατ' ἀρχὰς ἀλλὰ μέλαιναν.


τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος περὶ ἐμέ, τὸ σκοτεινὸν καὶ ζοφῶδες,
ὁ προλαβὼν βίος ἐποίησεν. ἀλλ' ὅμως ἐκεῖνο οὖσα τοῦτό εἰμι.
μετεσκευάσθη γὰρ τὸ ὁμοίωμα τοῦ σκότους εἰς κάλλους
μορφήν. καὶ ὑμεῖς τοίνυν, ὦ θυγατέρες Ἰερουσαλήμ,
ἀναβλέψατε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν Ἰερουσαλήμ. κἂν
σκηνώματα τοῦ κηδὰρ ἦτε διὰ τοῦ ἐνοικῆσαι ὑμῖν τὸν
ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους (σκοτασμὸς γὰρ ἡ τοῦ
κηδὰρ λέξις διερμηνεύεται), δέρρεις τοῦ Σολομῶντος γενή-
σεσθε, τουτέστι ναὸς τοῦ βασιλέως ἔσεσθε ἐνοικήσαντος ὑμῖν  
τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. Σολομὼν δὲ ὁ εἰρηνικός ἐστιν,
ὁ τῇ εἰρήνῃ ἐπώνυμος. δέρρεις γὰρ Σολομῶντος ἀπὸ μέρους
πᾶσαν τὴν βασιλικὴν σκηνὴν κατωνόμασεν. τούτοις μοι
δοκεῖ τοῖς νοήμασιν ὁ μέγας Παῦλος προσεχέστερον ἐν
τῷ πρὸς Ῥωμαίους φιλοχωρῆσαι λόγῳ, ἐν οἷς συνίστησι
τοῦ θεοῦ τὴν περὶ ἡμᾶς ἀγάπην, ὅτι ἁμαρτωλοὺς ὄντας
ἡμᾶς καὶ μέλανας φωτοειδεῖς τε καὶ ἐρασμίους διὰ τοῦ
ἐπιλάμψαι τὴν χάριν ἐποίησεν. ὥσπερ γὰρ ἐν νυκτὶ πάντα
τῷ ἐπικρατοῦντι συμμελαίνεται ζόφῳ, κἂν λαμπρὰ κατὰ
φύσιν ὄντα τύχῃ, φωτὸς δὲ ἐπιλαβόντος οὐ παραμένει τοῖς
ἐν τῷ ζόφῳ σκοτισθεῖσιν ἡ πρὸς τὸ σκότος ὁμοίωσις,

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 50, line 3

καὶ Ἱεροσολυμῖται οἱ Βαβυλώνιοι καὶ παρθένος ἡ πόρνη


καὶ λαμπροὶ οἱ Αἰθίοπες καὶ Τύρος ἡ ἄνω πόλις· οὕτω καὶ
ἐνταῦθα τὰς θυγατέρας Ἰερουσαλὴμ προθυμοποιεῖται ἡ
νύμφη συνιστῶσα τοῦ νυμφίου τὴν ἀγαθότητα, ὅτι κἂν
μέλαινάν τινα λάβῃ ψυχήν, τῇ πρὸς ἑαυτὸν κοινωνίᾳ καλὴν
ἀπεργάζεται, κἄν τις σκήνωμα ᾖ κηδάρ, φωτὸς οἰκητήριον
135

γίνεται τοῦ ἀληθινοῦ Σολομῶντος, τουτέστι τοῦ εἰρηνικοῦ  


βασιλέως ἐν αὐτῇ κατοικήσαντος. διὰ τοῦτό φησι Μέλαινά
εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ἵνα πρὸς ἐμὲ βλέπουσαι
καὶ ὑμεῖς γένησθε δέρρεις Σολομῶντος, κἂν σκηνώματα
ἦτε κηδάρ.
 Εἶτα ἐπάγει τοῖς εἰρημένοις τὰ ἐφεξῆς, δι' ὧν ἀναγκαίως
ἀσφαλίζεται τὴν τῶν μαθητευομένων διάνοιαν μὴ τῷ
δημιουργῷ τὴν αἰτίαν τοῦ σκοτεινοῦ εἴδους ἀνατιθέναι
ἀλλὰ τὴν ἑκάστου προαίρεσιν τοῦ τοιούτου εἴδους τὰς ἀρχὰς
καταβάλλεσθαι. Μὴ βλέψητε γὰρ πρός με, φησίν, ὅτι ἐγώ
εἰμι μεμελανωμένη. οὐ τοιαύτη γέγονα παρὰ τὴν πρώτην·
οὐδὲ γὰρ εἰκὸς ἦν ταῖς φωτειναῖς τοῦ θεοῦ χερσὶ πλασσομένην
σκοτεινῷ τινι καὶ μέλανι περιχρωσθῆναι τῷ εἴδει.

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 202, line 10

τὴν εἰρήνην διὰ τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά; τίς δὲ  


τοιοῦτος οἰκοδόμος ναοῦ ὁ τοὺς θεμελίους μὲν αὐτοῦ τιθεὶς
ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς ἁγίοις, τουτέστιν ἐν τοῖς προφήταις
τε καὶ τοῖς ἀποστόλοις, ἐποικοδομῶν δέ, καθώς φησιν
ὁ ἀπόστολος, Ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν
τοὺς ζῶντάς τε καὶ ἐμψύχους λίθους τοὺς δι' ἑαυτῶν πρὸς τὴν
τῶν τοίχων ἁρμονίαν κατὰ τὸν προφητικὸν λόγον κυλιομένους,
ὥστε συναρμοσθέντας ἐν τῇ ἑνότητι τῆς πίστεως καὶ τῷ
συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης αὐξῆσαι δι' ἑαυτῶν τὸν ναὸν τὸν
ἅγιον εἰς τὸ γενέσθαι κατοικητήριον θεοῦ ἐν πνεύματι;
ὅτι δὲ καὶ τῇ σοφίᾳ τῇ ἑαυτοῦ ὁ Σολομὼν τὴν ἀληθινὴν
μηνύει σοφίαν, οὐδεὶς ἂν ἀντείποι πρός τε τὴν ἱστορίαν καὶ
πρὸς τὴν ἀλήθειαν βλέπων· μαρτυρεῖται μὲν γὰρ ὑπὸ τῆς
ἱστορίας ἐκεῖνος, ὅτι παρῆλθε τοὺς τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας
ὅρους πάντων τὴν γνῶσιν ἐν τῷ πλάτει τῆς καρδίας χωρήσας,
ὡς καὶ τοὺς προλαβόντας παραδραμεῖν καὶ τοῖς ἐφεξῆς
γενέσθαι ἀνέφικτος, ὁ δὲ κύριος κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν
αὐτό, ὅπερ ἐστὶν ἀλήθειά τε καὶ σοφία καὶ δύναμις, οὐσίᾳ  
ἐστίν. διὰ τοῦτο τοῦ Δαβὶδ εἰπόντος ὅτι Πάντα ἐν σοφίᾳ
ἐγένετο, ἑρμηνεύων τὸν προφήτην ὁ θεῖος ἀπόστολος Ἐν
αὐτῷ ἐκτίσθαι τὰ πάντα λέγει, ὡς τοῦτον τοῦ προφήτου

Γρηγόριος Νύσσης. De creatione hominis sermo alter (recensio C) [Sp.]


P. 41a, line 1

ἠτονηκὼς ὑπὸ κατάγνωσιν πάντως, διότι ἐκεῖνο μὲν οὐ συμβάλλεται


τῷ τῆς λογικῆς ἀξιωθέντι ἀρχῆς, τοῦτο δὲ ἀναγκαῖον καὶ ὀφειλόμενον.
 Ὁ δὲ οἰκονομήσας ταῦτα γραφῆναι κύριος καὶ τὴν
μικρὰν ἡμῶν καὶ ἀσθενῆ γλῶσσαν παρασκευάσας μέχρι  
τοσούτου ὑμῖν ὁμιλῆσαι, ὁ διὰ τῆς ἀσθενοῦς ἡμῶν διανοίας ἱκανοὺς
ὑμῖν θησαυροὺς ἐν τοῖς βραχέσιν ἀποσκιάσμασι τῆς ἀληθείας ἐγκα-
τασπείρας δῴη ὑμῖν διὰ τῶν μικρῶν τὰ μεγάλα, διὰ τῶν ὀλίγων
σπερμάτων τὸ τέλειον τῆς γνώσεως καὶ ἡμῖν μὲν τῆς προαιρέσεως
136

τὸν μισθὸν ἐντελῆ, ὑμῖν δὲ τῆς ἀπολαύσεως τῶν θείων λόγων καρπὸν
πεπληρωμένον· ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν.  
 Ὁ μὲν σοφὸς Σολομὼν οὐκ ἐν πειθοῖς σοφίας λόγοις ἀλλ' ἐν διδα-
κτοῖς πνεύματος ἁγίου σοφισθείς, ἐν τοῖς ἀρτίως ἡμῖν ἀνεγνωσμένοις
ἀποσεμνύνων τὸν ἄνθρωπον ἐβόα λέγων· Μέγα ἄνθρωπος καὶ τίμιον
ἀνὴρ ἐλεήμων. ἐγὼ δὲ ματαίως ἄρα κατ' ἐμαυτὸν ἐσκόπουν, ἅ τε
εἶχον ἐν τῇ ἐμαυτοῦ διανοίᾳ καὶ ἃ παρὰ τῆς γραφῆς δεδιδαγμένος
ἤμην περὶ τοῦ ἀνθρώπου. ἐλογιζόμην γὰρ ὅτι πῶς μέγα ἄνθρωπος,
τὸ ἐπίκηρον ζῷον τὸ μυρίοις πάθεσιν ὑποκείμενον, τὸ ἐκ γενετῆς
εἰς γῆρας μυρίων κακῶν ἑσμὸν ἐξαντλοῦν, περὶ οὗ καὶ τῇ γραφῇ
λέλεκται· Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ;
καὶ ὁ μὲν ψαλμῳδὸς καταφρονεῖ τούτου ὡς εὐτελοῦς ζῴου,
ἡ δὲ παροιμία ἀποσεμνύνει ὡς μέγα τι τὸν ἄνθρωπον. ἀλλά

Γρηγόριος Νύσσης. Testimonia adversus Judaeos [Sp.] Vol. 46, p. 208, line 28

Γʹ. Περὶ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ τῆς ἐκ Παρθένου.

 Ἡσαΐας, «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ


τέξεται υἱὸν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐ[μ]μα-
νουήλ·» ὃ ἑρμηνεύεται, Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός· «Καὶ
πρὶν ἐπιγνῶναι πατέρα, ἢ μητέρα, λήψεται δύνα-
μιν Δαμασκοῦ, καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔδεται.»
Καὶ Σολομὼν προφητικῶς, «Παῖς ἤμην εὐφυὴς,
ψυχῆς τε ἔλαχον ἀγαθῆς· μᾶλλον δὲ ἀγαθὸς ὢν,
ἦλθον εἰς σῶμα ἀμίαντον.» (Τίς οὖν πρὸ γεννή-
σεως ἦν ἀγαθός; καὶ τίς ἦλθεν εἰς σῶμα ἀμίαντον;)
Ἡσαΐας, «Καὶ θελήσουσιν εἰ ἐγενήθησαν πυρίκαυ-
στοι, ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν,
οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ
ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, Θαυμαστὸς,
Σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρὸς, ἐξουσιαστὴς, Ἄρχον εἰ-
ρήνης, Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.» Καὶ πάλιν,
»Ἰδοὺ ἡ δάμαλις τέτοκε, καὶ οὐ τέτοκε.»

Γρηγόριος Νύσσης. Testimonia adversus Judaeos [Sp.] Vol. 46, p. 232, line 37

μα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου, καὶ τὸ


Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ' ἐμοῦ, καὶ
Πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με.» Καὶ πάλιν,
»Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός σου;» Ἰὼβ,
»Πνεῦμα θεῖον τὸ ποιῆσάν με.» Καὶ πάλιν, «Πνεῦ-
μά ἐστιν ἐν βροτοῖς, πνοὴ δὲ Παντοκράτορός ἐστιν ἡ
137

διδάσκουσά με.» Καὶ πάλιν, «Ζῇ Κύριος, ὃς


οὕτω με κέκρικε, καὶ ὁ Παντοκράτωρ, ὁ πικράνας
μου τὴν ψυχήν. Πνεῦμα δὲ θεῖον τὸ περιόν μοι ἐν
ῥισί.» Ζαχαρίας, «Ἐγώ εἰμι ἐν ὑμῖν, καὶ
τὸ Πνεῦμά μου ἐφέστηκεν ἐν μέσῳ ὑμῶν.» Σολομὼν,
»Πνεῦμα Κυρίου πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην.»  
Ἡσαΐας· «Παρώξυναν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ
ἐστράφη αὐτοῖς εἰς ἔχθραν.  – Ὁ οἶκος τοῦ Ἰακὼβ
παρώξυναν τὸ Πνεῦμα Κυρίου.» Ἰωήλ· «Καὶ ἔσται
ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός
μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα,» δηλαδὴ τὴν πιστεύουσαν, «καὶ
ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν, καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν,»
καὶ τὰ ἑξῆς. Ἡσαΐας· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμὲ, οὗ
εἵνεκεν ἔχρισέ με,» καὶ, «Ἐπαναπαύσεται ἐπ' αὐ-
τὸν ἑπτὰ πνεύματα.» Καὶ, «Κατέβη Πνεῦμα Κυρίου,

Γρηγόριος Νύσσης. De opificio hominis


P. 197, line 16

γὰρ οὐκ ἄδηλον τοῖς διορατικωτέροις, τί τὸ πᾶν


ἐκεῖνο, οὗ καρπὸς ἡ ζωὴ, καὶ πάλιν, τί τὸ ἐπίμικτον
τοῦτο, οὗ πέρας ὁ θάνατος. Ὁ γὰρ τοῦ παντὸς τὴν
ἀπόλαυσιν ἀφθόνως προθεὶς, λόγῳ τινὶ πάντως καὶ
προμηθείᾳ τῆς τῶν ἐπικοίνων μετουσίας ἀπείργει
τὸν ἄνθρωπον. Καί μοι δοκεῖ τὸν μέγαν Δαβὶδ, καὶ
τὸν σοφὸν Σολομῶντα διδασκάλους τῆς τοῦ λόγου τού-
του παραλαβεῖν ἐξηγήσεως. Ἀμφότεροι γὰρ τῆς συγ-
κεχωρημένης τρυφῆς μίαν ἡγοῦνται τὴν χάριν, αὐτὸ
τὸ ὄντως ἀγαθὸν, ὃ δὴ καὶ πᾶν ἐστιν ἀγαθόν. Δαβὶδ
μὲν λέγων, «Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου·» Σολομὼν δὲ
τὴν σοφίαν αὐτὴν, ἥτις ἐστὶν ὁ Κύριος, ξύλον ζωῆς
ὀνομάζων. Οὐκοῦν ταὐτόν ἐστι τῷ τῆς ζωῆς ξύλῳ τὸ
πᾶν ξύλον, οὗ τὴν βρῶσιν τῷ κατὰ Θεὸν πλασθέντι ὁ
λόγος δίδωσιν. Ἀντιδιαιρεῖται δὲ τῷ ξύλῳ τούτῳ
ἕτερον ξύλον, οὗ ἡ βρῶσις καλοῦ καὶ κακοῦ γνῶσίς
ἐστιν, οὐκ ἰδιαζόντως ἑκάτερον τῶν κατὰ τὸ ἐναντίον
σημαινομένων ἐν μέρει καρποφοροῦντος· ἀλλά τινα
συγκεχυμένον καὶ σύμμικτον καρπὸν ἐξανθοῦντος
ταῖς ἐναντίαις συγκεκραμένον ποιότησιν, οὗ κωλύει
μὲν τὴν βρῶσιν ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς,

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 7, Ch. 12, sec. 4, line 4

ἀγένητον τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων οὐσίαν, ἄμικτον οὖσαν καὶ ἐπέκεινα πάσης
καταλήψεως, δευτέραν οὐσίαν καὶ θείαν δύναμιν, ἀρχὴν τῶν γενητῶν ἁπάν-
138

των πρώτην τε ὑποστᾶσαν κἀκ τοῦ πρώτου αἰτίου γεγενημένην, εἰσάγουσι,


λόγον καὶ σοφίαν καὶ θεοῦ δύναμιν αὐτὴν προσαγορεύοντες. τοῦτο δὲ πρῶ-
τος διδάσκει λέγων Ἰώβ· 8“Ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ τόπος ἐστὶ
τῆς ἐπιστήμης; οὐκ οἶδε βροτὸς ὁδὸν αὐτῆς οὐδὲ μὴν εὑρέθη ἐν ἀνθρώποις,
ἀκηκόαμεν δὲ αὐτῆς τὸ κλέος. ὁ κύριος συνέστησεν αὐτῆς τὴν ὁδόν, αὐτὸς δὲ
οἶδε τὸν τόπον αὐτῆς.” καὶ ὁ Δαβὶδ δέ που ἐν ψαλμῳδίαις, ἑτέρῳ προσει-
πὼν τὴν σοφίαν ὀνόματι, φησί· 8“Τῷ λόγῳ κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν,”
τὸν τῶν ἁπάντων δημιουργικὸν λόγον θεοῦ τοῦτον ἀνευφημήσας τὸν τρόπον·
οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ὁ τούτου παῖς Σολομῶν ὧδέ πη ἐξ αὐτῆς προσωποποιεῖ τῆς
σοφίας λέγων· 8“Ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλὴν καὶ γνῶσιν, καὶ ἔννοιαν
ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι
δικαιοσύνην.” οἷς ἐπιλέγει ἑξῆς· 8“Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ  
εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με, ἐν ἀρχῇ πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι
καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους γενέσθαι, πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων
βουνῶν γεννᾷ με, ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὡς ἀσφαλεῖς
ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν, ἤμην σὺν αὐτῷ ἁρμόζουσα. ἐγὼ ἤμην ᾗ προς-
έχαιρε καθ' ἡμέραν, ηὐφραινόμην δὲ ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ,
ὅτε ηὐφραίνετο τὴν οἰκουμένην συντελέσας.” ταῦτα Σολομῶν ἐν Πα-
ροιμίαις. καὶ ταῦτα δέ πη ἐξ αὐτοῦ λέγεται τοῦ προσώπου

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων.


Book 7, Ch. 14, sec. 1, line 5

τὸ ὅλον ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἐγγράμμου μουσικῆς συνηχήσῃ, τὰς τῶν ἐναντίων ἀπει-
λὰς πειθοῖ τῇ συνῳδῷ μεσιτεύοντός τε καὶ διαιτῶντος.”
 Ταῦτα ὁ Φίλων. καὶ Ἀριστόβουλος δὲ ἄλλος Ἑβραίων σοφὸς ἀνήρ,
κατὰ τὴν τῶν Πτολεμαίων ἀκμάσας ἡγεμονίαν, κυροῖ τὸ δόγμα ὡς πάτριον,
αὐτῷ Πτολεμαίῳ τὴν τῶν ἱερῶν νόμων προσφωνῶν ἑρμηνείαν, ἐν ᾗ τάδε
φησί·
        “Μεταφέροιτο δ' ἂν τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῆς σοφίας· τὸ γὰρ πᾶν φῶς ἐστιν
ἐξ αὐτῆς. διὸ καί τινες εἰρήκασι τῶν ἐκ τῆς αἱρέσεως ὄντες τοῦ Περιπάτου
λαμπτῆρος αὐτὴν ἔχειν τάξιν. ἀκολουθοῦντες γὰρ αὐτῇ συνεχῶς, ἀτάραχοι
καταστήσονται δι' ὅλου τοῦ βίου. σαφέστερον δὲ καὶ κάλλιον τῶν ἡμετέρων
προγόνων τις εἶπε Σολομῶν, πρὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς αὐτὴν ὑπάρχειν· τὸ δὲ
σύμφωνόν ἐστι τῷ προειρημένῳ.”
 Ταῦτα μὲν οὖν καὶ τὰ τοιαῦτα περὶ τοῦδε καὶ παῖδες Ἑβραίων πεφιλο-
σοφήκασιν. ἆρ' οὖν οὐχ οὗτος λόγων εἴη ἂν ὁ θεοπρεπέστατος, δυνάμει  
θεοῦ λογικῇ καὶ πανσόφῳ, μᾶλλον δὲ αὐτῇ σοφίᾳ καὶ αὐτῷ θεοῦ λόγῳ
τὴν ἀρχὴν ἀνατιθεὶς τῆς τοῦ παντὸς συστάσεως ἢ τοῖς ἀψύχοις καὶ ἀλόγοις
στοιχείοις; ἀλλὰ γὰρ τοιαῦτα παρ' Ἑβραίοις καὶ τὰ περὶ τῆς τῶν ὅλων
ἀρχῆς. σκεψώμεθα δὲ καὶ ἃ περὶ τῆς τῶν λογικῶν συστάσεως, τῶν μετὰ
τὴν πρώτην ἀρχήν, ἐκδιδάσκουσι.

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. Pin, sec. 1, line 37

λʹ. Ἐζεκιήλου περὶ τοῦ αὐτοῦ


λαʹ. Εὐπολέμου περὶ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος καὶ περὶ Ἱεροσολύμων  
λβʹ. Σολομῶνος ἐπιστολὴ πρὸς Οὐαφρῆν τὸν τῶν Αἰγυπτίων βασιλέα
139

λγʹ. Οὐαφρέους ἐπιστολὴ πρὸς Σολομῶνα βασιλέα


λδʹ. Σολομῶνος ἐπιστολὴ πρὸς Σούρωνα βασιλέα Φοινίκης
λεʹ. Σούρωνος ἐπιστολὴ πρὸς Σολομῶνα
λϛʹ. Θεοφίλου περὶ Σολομῶνος
λζʹ. Εὐπολέμου περὶ τοῦ αὐτοῦ
ληʹ. Τιμοχάρους περὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τῶν περὶ Ἀντιόχου τῆς αὐτῆς γραφῆς
λθʹ. Τοῦ τῆς Συρίας σχοινομέτρου περὶ τῆς αὐτῆς
μʹ. Φίλωνος περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις ὑδάτων μαʹ.

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. 33, sec. 1, line 1t

 Ἅμα τῷ ἀναγνῶναι τὴν παρὰ σοῦ ἐπιστολὴν σφόδρα ἐχάρην καὶ λαμ-
πρὰν ἡμέραν ἤγαγον ἐγώ τε καὶ ἡ δύναμίς μου πᾶσα ἐπὶ τῷ παρειλη-
φέναι σε τὴν βασιλείαν παρὰ χρηστοῦ ἀνδρὸς καὶ δεδοκιμασμένου ὑπὸ τηλι-
κούτου θεοῦ. περὶ δὲ ὧν γράφεις μοι, περὶ τῶν κατὰ τοὺς λαοὺς τοὺς παρ'
ἡμῖν, ἀπέσταλκά σοι μυριάδας ὀκτώ, ὧν καὶ τὰ πλήθη ἐξ ὧν εἰσι διασεσάφηκά
σοι· ἐκ μὲν τοῦ Σεβριθίτου νομοῦ μυρίους, ἐκ δὲ τοῦ Μενδησίου καὶ Σεβεννύ-
του δισμυρίους· Βουσιρίτου, Λεοντοπολίτου καὶ Ἀθριβίτου ἀνὰ μυρίους. φρόν-
τισον δὲ καὶ τὰ δέοντα αὐτοῖς καὶ τὰ ἄλλα, ὅπως εὐτακτῇ, καὶ ἵνα ἀποκατα-
σταθῶσιν εἰς τὴν ἰδίαν, ὡς ἂν ἀπὸ τῆς χρείας γενόμενοι.”

λδʹ. ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΟΛΟΜΩΝΟΣ

8“Βασιλεὺς Σολομῶν Σούρωνι τῷ βασιλεῖ Τύρου καὶ Σιδῶνος


καὶ Φοινίκης φίλῳ πατρικῷ χαίρειν

 Γίνωσκέ με παρειληφότα τὴν βασιλείαν παρὰ Δαβὶδ τοῦ πατρὸς διὰ τοῦ
θεοῦ τοῦ μεγίστου, ἐπιτεταχότος μοι οἰκοδομῆσαι ἱερὸν τῷ θεῷ, ὃς τὸν οὐ-
ρανὸν καὶ τὴν γῆν ἔκτισεν, ἅμα δὲ καὶ σοὶ γράψαι ἀποστεῖλαί μοι τῶν παρὰ
σοῦ λαῶν, οἳ συμπαραστήσονται ἡμῖν μέχρι τοῦ ἐπιτελέσαι τὴν τοῦ θεοῦ
χρείαν, καθότι μοι ἐπιτέτακται. γέγραφα δὲ καὶ εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ Σαμα-
ρεῖτιν καὶ Μωαβῖτιν καὶ Ἀμμανῖτιν καὶ Γαλαδῖτιν χορηγεῖσθαι αὐτοῖς τὰ δέοντα  
ἐκ τῆς χώρας, κατὰ μῆνα κόρους σίτου μυρίους· ὁ δὲ κόρος ἐστὶν ἀρταβῶν ἕξ·
καὶ οἴνου κόρους μυρίους· ὁ δὲ κόρος τοῦ οἴνου ἐστὶ μέτρα δέκα. τὸ δὲ ἔλαιον
καὶ τὰ ἄλλα χορηγηθήσεται αὐτοῖς ἐκ τῆς Ἰουδαίας, ἱερεῖα δὲ εἰς κρεωφαγίαν

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. 34, sec. 4, line 1


140

 Εὐλογητὸς ὁ θεός, ὃς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἔκτισεν, ὃς εἵλετο ἄνθρωπον
χρηστὸν ἐκ χρηστοῦ ἀνδρός· ἅμα τῷ ἀναγνῶναι τὴν παρὰ σοῦ ἐπιστολὴν
σφόδρα ἐχάρην καὶ εὐλόγησα τὸν θεὸν ἐπὶ τῷ παρειληφέναι σὲ τὴν βασιλείαν.
 περὶ δὲ ὧν γράφεις μοι, περὶ τῶν κατὰ τοὺς λαοὺς τοὺς παρ' ἡμῖν, ἀπέσταλκά
σοι Τυρίων καὶ Φοινίκων ὀκτακισμυρίους καὶ ἀρχιτέκτονά σοι ἀπέσταλκα
ἄνθρωπον Τύριον, ἐκ μητρὸς Ἰουδαίας, ἐκ τῆς φυλῆς τῆς Δαβίδ. ὑπὲρ ὧν
ἂν αὐτὸν ἐρωτήσῃς τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν πάντων κατ' ἀρχιτεκτονίαν, ὑφηγή-
σεταί σοι καὶ ποιήσει. περὶ δὲ τῶν δεόντων καὶ ἀποστελλομένων σοι παίδων
καλῶς ποιήσεις ἐπιστείλας τοῖς κατὰ τόπον ἐπάρχοις, ὅπως χορηγῆται τὰ
δέοντα.
 Διελθὼν δὲ Σολομῶν, ἔχων τοὺς πατρικοὺς φίλους, ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ τοῦ
Λιβάνου μετὰ τῶν Σιδωνίων καὶ Τυρίων, μετήνεγκε τὰ ξύλα τὰ προκεκομ-
μένα ὑπὸ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Ἰόππην, ἐκεῖθεν δὲ πεζῇ
εἰς Ἱεροσόλυμα. καὶ ἄρξασθαι οἰκοδομεῖν τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ, ὄντα ἐτῶν τρις-
καίδεκα, ἐργάζεσθαι δὲ τὰ ἔθνη τὰ προειρημένα καὶ φυλὰς δώδεκα τῶν Ἰου-  
δαίων καὶ παρέχειν ταῖς ἑκκαίδεκα μυριάσι τὰ δέοντα πάντα, κατὰ μῆνα φυλὴν
μίαν. θεμελιῶσαί τε τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ, μῆκος πηχῶν ξʹ, πλάτος πηχῶν ξʹ,
τὸ δὲ πλάτος τῆς οἰκοδομῆς καὶ τῶν θεμελίων πηχῶν ιʹ· οὕτω γὰρ αὐτῷ
προστάξαι Νάθαν τὸν προφήτην τοῦ θεοῦ. οἰκοδομεῖν δὲ ἐναλλὰξ δόμον
λίθινον καὶ ἔνδεσμον κυπαρίσσινον, πελεκίνοις χαλκοῖς ταλαντιαίοις καταλαμ-
βάνοντα[ς] τοὺς δύο δόμους. οὕτω δ' αὐτὸν οἰκοδομήσαντα ξυλῶσαι ἔσωθεν

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 10, Ch. 11, sec. 11, line 3

τεύσαντος ἐπὶ Φοίνικας καὶ Ἰουδαίους, ἅτινα διὰ τῶν καθ' ἡμᾶς προφητῶν ἴσμεν
κεκηρυγμένα, γεγονότα μὲν πολὺ τῆς Μωσέως ἡλικίας κατώτερα, πρὸ δὲ τῆς
Περσῶν ἡγεμονίας ἔτεσιν ἑβδομήκοντα. Βηρωσσὸς δέ ἐστιν ἀνὴρ ἱκανώ-
τατος· καὶ τούτου τεκμήριον Ἰόβας, ὃς Περὶ Ἀσσυρίων 8γράφων παρὰ Βηρως-
σοῦ φησι μεμαθηκέναι τὴν ἱστορίαν· εἰσὶ δ' αὐτῷ βίβλοι Περὶ Ἀσσυρίων 8δύο.  
 Μετὰ δὲ τοὺς Χαλδαίους τὰ Φοινίκων οὕτως ἔχει· γεγόνασι παρ' αὐτοῖς
ἄνδρες τρεῖς, Θεόδοτος, Ὑψικράτης, Μῶχος. τούτων τὰς βίβλους εἰς Ἑλληνίδα
κατέταξε φωνὴν Λαῖτος, ὁ καὶ τοὺς βίους τῶν φιλοσόφων ἐπ' ἀκριβὲς πραγμα-
τευσάμενος. ἐν δὴ ταῖς τῶν προειρημένων ἱστορίαις δηλοῦται, κατὰ τίνα
τῶν βασιλέων Εὐρώπης ἁρπαγὴ γέγονεν[αι], Μενελάου τε εἰς τὴν Φοινίκην
ἄφιξις καὶ τὰ περὶ Εἴραμον, ὅστις Σολομῶνι τῷ Ἰουδαίων βασιλεῖ πρὸς γάμον
δοὺς τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα καὶ ξύλων παντοδαπῶν ὕλην εἰς τὴν τοῦ νεὼ κατα-
σκευὴν ἐδωρήσατο. καὶ Μένανδρος δὲ ὁ Περγαμηνὸς περὶ τῶν αὐτῶν τὴν
ἀναγραφὴν ἐποιήσατο. τοῦ δὲ Εἰράμου ὁ χρόνος ἤδη που τοῖς Ἰλιακοῖς ἐγγίζει·
Σολομῶν δὲ ὁ κατ' Εἴραμον πολὺ κατώτερός ἐστι τῆς Μωσέως ἡλικίας.
 Αἰγυπτίων δέ εἰσιν ἀκριβεῖς χρόνων ἀναγραφαί. καὶ τῶν κατ' αὐτοὺς
γραμμάτων ἑρμηνεὺς Πτολεμαῖος (οὐχ ὁ βασιλεύς, ἱερεὺς δὲ Μένδητος), οὗτος
τὰς τῶν βασιλέων πράξεις ἐκτιθέμενος κατὰ Ἄμωσιν Αἰγύπτου βασιλέα γε-
γονέναι Ἰουδαίοις φησὶ τὴν ἐξ Αἰγύπτου πορείαν εἰς ἅπερ ἤθελον χωρία, Μω-
σέως ἡγουμένου. λέγει δὲ οὕτως· ‘Ὁ δὲ Ἄμωσις ἐγένετο κατὰ Ἴναχον
τὸν βασιλέα’. μετὰ δὲ τοῦτον Ἀπίων ὁ γραμματικός, ἀνὴρ δοκιμώτατος, ἐν τῇ
141

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 10, Ch. 14, sec. 4, line 4

λʹ· εἶθ', ὥς φησιν ἡ γραφή, ἐκράτησαν ἀλλόφυλοι ἔτεσιν ὀκτώ. ἔπειτα Γο-
θονιὴλ ἔτεσι πεντήκοντα. μεθ' ὃν Ἐγλώμ, βασιλεὺς Μωάβ, ἔτη ιηʹ. μεθ'
ὃν Ἀὼδ ἔτη πʹ. μεθ' ὃν πάλιν ἀλλόφυλοι ἔτη κʹ. ἔπειτα Δεββώρα καὶ Βαρὰκ
ἔτη μʹ· ἔπειτα Μαδιηναῖοι ἔτη ζʹ· ἔπειτα Γεδεὼν ἔτη μʹ· Ἀβιμέλεχ ἔτη
τρία· Θωλὰ κγʹ· Ἰαεὶρ κβʹ· Ἀμμανῖται ιηʹ· Ἰεφθάε ἔτη ϛʹ· Ἐσβὼν ἔτη ζʹ·
Αἰαλὼν ἔτη ιʹ· Λαβδὼν ἔτη ηʹ· ἀλλόφυλοι ἔτη μʹ· Σαμψὼν ἔτη κʹ· ἔπειτα
Ἠλεὶ ἱερεύς, ὡς τὸ Ἑβραϊκόν, ἔτη μʹ· περὶ ὃν συμβαίνει τὴν Ἰλίου καταν-
τᾶν ἅλωσιν. μετὰ δὲ Ἠλεὶ τὸν ἱερέα ἡγεῖται τοῦ λαοῦ Σαμουήλ. μεθ'
ὃν πρῶτος αὐτῶν βασιλεύει Σαοὺλ ἔτεσι μʹ· ἔπειτα Δαβὶδ ἔτεσι μʹ· ἔπειτα
Σολομῶν ἔτεσι μʹ· ὃς καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν ἐδείματο πρῶτος.
μετὰ δὲ Σολομῶνα βασιλεύει Ῥοβοὰμ ἔτη ιζʹ· Ἀβιὰ ἔτη γʹ· Ἄσα ἔτη
μαʹ· Ἰωσαφὰθ ἔτη κεʹ· Ἰωρὰμ ἔτη ηʹ· Ὀχοζίας ἔτος αʹ· Γοθολιὰ
ἔτη ζʹ· Ἰωὰς ἔτη μʹ· Ἀμασίας ἔτη κθʹ· Ὀζίας ἔτη νβʹ· καθ' ὃν
προφητεύουσιν Ὠσηέ, Ἀμώς, Ἡσαΐας, Ἰωνᾶς· μετὰ δὲ Ὀζίαν βασι-
λεύει Ἰωάθαμ ἔτη ιϛʹ· μεθ' ὃν Ἄχαζ ἔτη ιϛʹ· κατὰ τοῦτον ἡ πρώτη  
Ὀλυμπιὰς ἤχθη, ἣν ἐνίκα στάδιον Κόροιβος Ἠλεῖος· διαδέχεται
δὲ τὸν Ἄχαζ Ἐζεκίας ἔτεσι κθʹ· καθ' ὃν Ῥωμύλος Ῥώμην ἔκτισε καὶ ἐβασί-
λευσε. μετὰ δὲ Ἐζεκίαν βασιλεύει Μανασσῆς ἔτη νεʹ· ἔπειτα Ἀμὼν ἔτη βʹ·
ἔπειτα Ἰωσίας ἔτη λαʹ· καθ' ὃν προφητεύουσιν Ἱερεμίας, Βαρούχ, Ὀλδᾶ
καὶ ἄλλοι προφῆται· ἔπειτα Ἰωάχαζ μῆνας τρεῖς· μεθ' ὃν Ἰωακεὶμ ἔτη
ιαʹ· μεθ' ὃν πάντων ὕστατος Σεδεκίας ἔτη ιβʹ· κατὰ τοῦτον πολιορκηθείσης

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 11, Ch. 4, sec. 6, line 4

τῶν ὅλων αἴτιον ὑποστησάμενος κοσμογονίαν τε καὶ ἀνθρωπογονίαν ὑπο-


γράψας. εἶθ' οὕτως ἀπὸ τῶν καθόλου ἐπὶ τὰ κατὰ μέρος προελθὼν
τῷ λόγῳ καὶ διὰ τῆς τῶν παλαιῶν ἀνδρῶν μνήμης εἰς τὸν τῆς ἐκείνων ἀρε-
τῆς τε καὶ θεοσεβείας ζῆλον τοὺς φοιτητὰς παρορμήσας, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ
αὐτὸς αὐθέντης νόμων εὐσεβῶν τῶν πρὸς αὐτοῦ τεθέντων ἀποφανθείς,
κατὰ πάντα δῆλος ἂν εἴη τοῦ φιλοθέου τρόπου διὰ τῆς τῶν ἠθῶν ἐπιμελείας
πρόνοιαν πεποιημένος, ὥσπερ οὖν καὶ τοῦτο προλαβὼν ὁ λόγος ἐν τοῖς
πρόσθεν φανερὸν κατεστήσατο. μακρὸν δ' ἂν εἴη καὶ τοὺς ἑξῆς μετὰ
Μωσέα προφήτας τούς τε τούτων προτρεπτικοὺς μὲν ἀρετῆς, ἀποτρεπτι-
κοὺς δὲ κακίας ἁπάσης λόγους ἐν τῷδε καταβάλλεσθαι. τί δ' εἴ σοι τοῦ
σοφωτάτου Σολομῶνος τὰς ἠθικὰς παραφέροιμι διδασκαλίας, αἷς καὶ οἰ-
κείων λόγων ἀνέθηκε σύγγραμμα, 8Παροιμίας ἐπονομάσας, ἐπιτόμους
γνώμας ἀποφθέγμασιν ἐοικυίας ὑποθέσει περιλαβὼν μιᾷ; καὶ τὸν μὲν
ἠθικὸν τρόπον ταύτη πη παῖδες Ἑβραίων ἐκ παλαιῶν πρὶν ἢ καὶ τὰ πρῶτα
στοιχεῖα μαθεῖν Ἕλληνας, αὐτοί τε ἐπαιδεύοντο καὶ τοῖς προσιοῦσι τῆς
αὐτῆς ἀφθόνως ἐκοινώνουν παιδείας.  

ϛʹ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡ' ΕΒΡΑΙΟΙΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ

 Καὶ τὸν λογικὸν δὲ τρόπον τῆς Ἑβραίων φιλοσοφίας οὐ, καθάπερ


142

Ἕλλησι φίλον, δεινότητι σοφισμάτων καὶ λογισμοῖς πρὸς ἀπάτην τετεχνα-


σμένοις δεῖν ᾤοντο μετιέναι, καταλήψει δὲ αὐτῆς ἀληθείας, ἣν ὑπὸ θείου

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 12, Ch. 18, sec. 6, line 1

ὀρθῶς εἰθίσθαι ὑπὸ τῶν προσηκόντων ἐθῶν, αὕτη ἔσθ' ἡ συμφωνία ξύμπασα
μὲν ἀρετή, τὸ δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας τεθραμμένον αὐτῆς ὀρθῶς, ὥστε
μισεῖν μὲν ἃ χρὴ μισεῖν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς μέχρι τέλους, στέργειν δὲ ἃ χρὴ στέρ-
γειν, τοῦτ' αὐτὸ ἀποτεμὼν τῷ λόγῳ καὶ παιδείαν προσαγορεύων κατά γε τὴν
ἐμὴν ὀρθῶς ἂν προσαγορεύοις.”
 Ταῦτα ὁ Πλάτων. προλαβὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δαβὶδ ἐν ψαλμῳδίαις, μισεῖν
ἃ δεῖ μισεῖν καὶ στέργειν διδάσκων ἃ δεῖ στέργειν, τάδε φησί· 8“Δεῦτε
τέκνα ἀκούσατέ μου, φόβον κυρίου διδάξω ὑμᾶς. τίς ἐστιν ἄνθρωπος ὁ θέλων
ζωήν, ἀγαπῶν ἡμέρας ἰδεῖν ἀγαθάς; παῦσον τὴν γλῶσσάν σου ἀπὸ κακοῦ
καὶ χείλη σου τοῦ μὴ λαλῆσαι δόλον. ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον
ἀγαθόν· ζήτησον εἰρήνην καὶ δίωξον αὐτήν.” καὶ ὁ Σολομῶν ὁμοίως·  
8“Ἀκούσατε,” φησί, 8“παῖδες παιδείαν πατρός. δῶρον γὰρ ἀγαθὸν δωροῦμαι
ὑμῖν· τῶν ἐμῶν νόμων μὴ ἐπιλανθάνεσθε·” καὶ πάλιν· 8“Κτῆσαι σοφίαν,
κτῆσαι σύνεσιν μὴ ἐπιλάθῃ·” καί· 8“Εἶπον τὴν σοφίαν σὴν ἀδελφὴν εἶναι,
τὴν δὲ φρόνησιν γνώριμον περιποίησαι σεαυτῷ·” καί· 8“Ὁδοὺς ἀσεβῶν μὴ
ἐπέλθῃς μηδὲ ζηλώσῃς ὁδοὺς παρανόμων.” μυρία δ' ἂν εὕροις ἄλλα
τοιαῦτα ἐν τοῖς Ἑβραίων γράμμασι παιδευτικὰ πρὸς εὐσεβείας καὶ ἀρετῆς
ἀνάληψιν, νέοις ὁμοῦ καὶ τελείοις τὴν ἡλικίαν προσήκοντα.

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 12, Ch. 25, sec. 2, line 9

εἴη γεωργήματα καὶ πᾶσα ἡ δίαιτα.”


 Καὶ Μωσῆς δὲ προλαβὼν μὴ δεῖν τοὺς ἱερέας οἴνου ἀπογεύεσθαι κατὰ
τὸν τῆς ἱερουργίας καιρὸν νομοθετεῖ φάσκων· 8“Καὶ ἐλάλησε κύριος τῷ
Ἀαρὼν λέγων· Οἶνον καὶ σίκερα οὐ πίεσθε σὺ καὶ οἱ υἱοί σου μετὰ σοῦ,
ἡνίκα ἂν εἰσπορεύησθε εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου ἢ προσπορευομένων
ὑμῶν πρὸς τὸ θυσιαστήριον, καὶ οὐ μὴ ἀποθάνητε· νόμιμον αἰώνιον εἰς τὰς
γενεὰς ὑμῶν.” ὁ δὲ αὐτὸς καὶ τοῖς εὐχὴν εὐχομένοις νομοθετεῖ λέγων·
8“Ἀνὴρ ἢ γυνή, ὃς ἂν μεγάλως εὔξηται εὐχὴν ἀφαγνίσασθαι ἁγνείαν κυρίῳ,
ἀπὸ οἴνου καὶ σίκερα ἁγνισθήσεται· καὶ ὄξος ἐξ οἴνου, καὶ ὄξος ἐκ σίκερα
οὐ πίεται.” ἀλλὰ καὶ Σολομῶν τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς δικαστὰς εἴργει
τῆς χρήσεως λέγων· 8“Μετὰ βουλῆς πάντα ποίει, μετὰ βουλῆς οἰνοπότει. οἱ
δυνάσται θυμώδεις εἰσίν, οἶνον μὴ πινέτωσαν, ἵνα μὴ πιόντες ἐπιλάθωνται
τῆς σοφίας καὶ τῶν πόνων.” καὶ ὁ ἀπόστολος δὲ νόσων ἕνεκα ἐπιτρέπει
Τιμοθέῳ λέγων· 8“Ὀλίγῳ οἴνῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς
σου ἀσθενείας.”

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 12, Ch. 34, sec. 1, line 1

ἄρχων μετ' ἐκείνου τε ὠφέλιμός ἐστιν, ὁ δὲ μήτε ἑωρακὼς εἴη ποτὲ ὀρθῶς αὐτὴν  
ἑαυτῇ κοινωνοῦσαν μετ' ἄρχοντος, ἀεὶ δὲ ἄναρχον ἢ μετὰ κακῶν ἀρχόντων
ξυνοῦσαν· οἰόμεθα δή ποτε τοὺς τοιούτους θεωροὺς τῶν τοιούτων κοινωνιῶν
χρηστόν τι ψέξειν ἢ ἐπαινεῖσθαι;
143

 Πῶς δ' ἄν;”


 Οὐ δὴ χρὴ καὶ παρ' ἡμῖν εἴ τινες φαίνοιντο δίχα προστάτου καὶ ἄρχον-
τος ἢ μετὰ κακῶν ἀρχόντων δρῶντες κακά, ψέγειν τὸ πᾶν ἡμῶν διδασκα-
λεῖον, μᾶλλον δὲ ἀπὸ τῶν ὀρθῶς μετιόντων τὸ θεοσεβὲς πολίτευμα θαυμάζειν.

λδʹ. ΟΠΩΣ Ο ΠΛΑΤΩΝ ΜΕΤΕΒΑΛΕΝ ΕΠΙ ΤΟ


ΕΛΛΗΝΙΚΩΤΕΡΟΝ ΤΑ ΕΝ ΠΑΡΟΙΜΙΑΙΣ ΛΟΓΙΑ

 Ἐν ταῖς 8Παροιμίας Σολομῶνος συντόμως φερομένου τοῦ 8“Μνήμη


δικαίων μετ' ἐγκωμίων, ὄνομα δὲ ἀσεβῶν σβέννυται” καὶ πάλιν εἰρημένου
τοῦ 8“Μὴ μακαρίσῃς ἄνδρα πρὸ τελευτῆς αὐτοῦ,” ἐπάκουσον ὅπως τὴν
διάνοιαν ἑρμηνεύει λέγων ὁ Πλάτων ἐν τῷ ἑβδόμῳ τῶν 8Νόμων·
 “Τῶν πολιτῶν ὁπόσοι τέλος ἔχοιεν τοῦ βίου κατὰ σώματα ἢ κατὰ ψυχὰς
ἔργα ἐξειργασμένοι καλὰ καὶ ἐπίπονα καὶ τοῖς νόμοις εὐπειθεῖς γεγονότες,
ἐγκωμίων αὐτοὺς τυγχάνειν πρέπον ἂν εἴη.

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 12, Ch. 35, sec. 1, line 1

λεʹ. ΠΕΡΙ ΠΛΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΝΙΑΣ

        “Πλοῦτον δὲ καὶ πενίαν μή μοι δῷς” τοῦ Σολομῶνος φήσαντος ἐν


8Παροιμίαις ὁ Πλάτων ἐν γʹ 8Πολιτείας φησίν·
        “Ἕτερα δή, ὡς ἔοικε, τοῖς φύλαξιν εἰρήκαμεν, ἃ παντὶ τρόπῳ φυλακτέον
ὅπως μή ποτε αὐτοὺς λήσῃ εἰς τὴν πόλιν παραδύντα. Τὰ ποῖα ταῦτα; Πλοῦ-
τός τε, ἦν δ' ἐγώ, καὶ πενία· ὡς τοῦ μὲν τρυφὴν καὶ ἀργίαν καὶ νεωτερισμὸν
ἐμποιοῦντος, τῆς δ' ἀνελευθερίαν καὶ κακοεργίαν πρὸς τῷ νεωτερισμῷ.”
 [Κακοεργία δέ ἐστι πᾶσα πρᾶξις ἄτιμος.]

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 13, Ch. 12, sec. 11, line 2

καὶ ἐγκρατείας καὶ τῶν λοιπῶν ἀγαθῶν τῶν κατὰ ἀλήθειαν.”


 Τούτοις ἑξῆς μεθ' ἕτερα ἐπιλέγει·
        “Ἐχομένως δ' ἐστὶν ὡς ὁ θεός, ὃς τὸν ὅλον κόσμον κατεσκεύακε,
καὶ δέδωκεν ἀνάπαυσιν ἡμῖν, διὰ τὸ κακόπαθον εἶναι πᾶσι τὴν βιοτήν, ἑβδό-
μην ἡμέραν, ἣ δὴ καὶ πρώτη φυσικῶς ἂν λέγοιτο φωτὸς γένεσις, ἐν ᾧ τὰ
πάντα συνθεωρεῖται. μεταφέροιτο δ' ἂν τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῆς σοφίας·
τὸ γὰρ πᾶν φῶς ἐστιν ἐξ αὐτῆς. καί τινες εἰρήκασι τῶν ἐκ τῆς αἱρέσεως ὄντες
τῆς ἐκ τοῦ Περιπάτου λαμπτῆρος αὐτὴν ἔχειν τάξιν· ἀκολουθοῦντες γὰρ
αὐτῇ συνεχῶς ἀτάραχοι καταστήσονται δι' ὅλου τοῦ βίου. σαφέστερον δὲ
καὶ κάλλιον τῶν ἡμετέρων προγόνων τις εἶπε Σολομῶν αὐτὴν πρὸ οὐρανοῦ
καὶ γῆς ὑπάρχειν· τὸ δὴ σύμφωνόν ἐστι τῷ προειρημένῳ. τὸ δὲ διασαφού-  
μενον διὰ τῆς νομοθεσίας ἀποπεπαυκέναι τὸν θεὸν ἐν αὐτῇ, τοῦτο οὐχ, ὥς τινες
ὑπολαμβάνουσι, μηκέτι ποιεῖν τι τὸν θεὸν καθέστηκεν, ἀλλ' ἐπὶ τῷ κατα-
πεπαυκέναι τὴν τάξιν αὐτῶν οὕτως εἰς πάντα τὸν χρόνον τεταχέναι. ση-
144

μαίνει γὰρ ὡς ἐν ἓξ ἡμέραις ἐποίησε τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα
τὰ ἐν αὐτοῖς, ἵνα τοὺς χρόνους δηλώσῃ καὶ τὴν τάξιν προείπῃ τί τίνος προ-
τερεῖ. τάξας γάρ, οὕτως αὐτὰ συνέχει καὶ μεταποιεῖ. διασεσάφηκε δ' ἡμῖν
αὐτὴν ἔννομον ἕνεκεν σημείου τοῦ περὶ ἡμᾶς ἑβδόμου λόγου καθεστῶτος, ἐν
ᾧ γνῶσιν ἔχομεν ἀνθρωπίνων καὶ θείων πραγμάτων. δι' ἑβδομάδων δὲ καὶ
πᾶς ὁ κόσμος κυκλεῖται τῶν ζῳογονουμένων καὶ τῶν φυομένων ἁπάντων·

Ευσέβιος. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 1, Ch. 2, sec. 14, line 5

ὅτι δὴ αὐτοῖς ῥήμασι καὶ ἐπὶ τῷδέ φησιν ἡ γραφή «ὡς δὲ εἶδεν
κύριος ὅτι προσάγει ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν κύριος ἐκ τοῦ βάτου
λέγων, Μωυσῆ Μωυσῆ· ὁ δὲ εἶπεν, τί ἐστιν; καὶ εἶπεν, μὴ ἐγγίσῃς
ὧδε· λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ
σὺ ἕστηκας ἐπ' αὐτοῦ γῆ ἁγία ἐστίν. καὶ εἶπεν αὐτῷ, ἐγώ εἰμι ὁ
θεὸς τοῦ πατρός σου, θεὸς Ἀβραὰμ καὶ θεὸς Ἰσαὰκ καὶ θεὸς
Ἰακώβ». καὶ ὅτι γέ ἐστιν οὐσία τις προκόσμιος ζῶσα καὶ
ὑφεστῶσα, ἡ τῷ πατρὶ καὶ θεῷ τῶν ὅλων εἰς τὴν τῶν γενητῶν
ἁπάντων δημιουργίαν ὑπηρετησαμένη, λόγος θεοῦ καὶ σοφία
χρηματίζουσα, πρὸς ταῖς τεθειμέναις ἀποδείξεσιν ἔτι καὶ αὐτῆς
ἐξ ἰδίου προσώπου τῆς σοφίας ἐπακοῦσαι πάρεστιν, διὰ Σολομῶνος
λευκότατα ὧδέ πως τὰ περὶ αὐτῆς μυσταγωγούσης· «ἐγὼ ἡ
σοφία κατεσκήνωσα βουλήν, καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκα-
λεσάμην. δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται
γράφουσι δικαιοσύνην· δι' ἐμοῦ μεγιστᾶνες μεγαλύνονται, καὶ
τύραννοι δι' ἐμοῦ κρατοῦσι γῆς»· οἷς ἐπιλέγει· «κύριος ἔκτισέν
με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμε-
λίωσέν με· ἐν ἀρχῇ πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν
τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων
βουνῶν γεννᾷ με. ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν,

Ευσέβιος. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 6, Ch. 13, sec. 6, line 3

εἰρῆσθαι, μνημονεύει τῶν τε παρὰ τοῖς πολλοῖς δογμάτων,


τὰ Ἑλλήνων ὁμοῦ καὶ τὰ βαρβάρων ἀναπτύσσων
         καὶ
ἔτι τὰς τῶν αἱρεσιαρχῶν ψευδοδοξίας εὐθύνων, ἱστορίαν
τε πολλὴν ἐξαπλοῖ, ὑπόθεσιν ἡμῖν πολυμαθοῦς παρέχων
παιδείας. τούτοις ἅπασιν καταμίγνυσιν καὶ τὰ φιλοσόφων
δόγματα, ὅθεν εἰκότως κατάλληλον τῇ ὑποθέσει καὶ τὴν
προγραφὴν τῶν Στρωματέων πεποίηται.
         κέχρηται δ'
ἐν αὐτοῖς καὶ ταῖς ἀπὸ τῶν ἀντιλεγομένων γραφῶν μαρτυ-
ρίαις, τῆς τε λεγομένης Σολομῶνος Σοφίας καὶ τῆς Ἰησοῦ
τοῦ Σιρὰχ καὶ τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς τῆς τε
Βαρναβᾶ καὶ Κλήμεντος καὶ Ἰούδα,
         μνημονεύει τε
145

τοῦ πρὸς Ἕλληνας Τατιανοῦ λόγου καὶ Κασσιανοῦ ὡς καὶ


αὐτοῦ χρονογραφίαν πεποιημένου, ἔτι μὴν Φίλωνος καὶ
Ἀριστοβούλου Ἰωσήπου τε καὶ Δημητρίου καὶ Εὐπολέμου,
Ἰουδαίων συγγραφέων, ὡς ἂν τούτων ἁπάντων ἐγγράφως
πρεσβύτερον τῆς παρ' Ἕλλησιν ἀρχαιογονίας Μωυσέα
τε καὶ τὸ Ἰουδαίων γένος ἀποδειξάντων.

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 7, line 2

θρόνον σου».
 Σολομῶν παῖς μὲν ὢν τοῦ Δαβὶδ καὶ τῆς βασιλείας διάδοχος
πέφηνεν ὁμολογουμένως, οὗτος δὲ καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν τῷ
θεῷ πρῶτος ἐδείματο, καὶ τοῦτον εἰκὸς ὑπολήψεσθαι τοὺς ἐκ περι-
τομῆς τὸν προφητευόμενον εἶναι. οὓς ἐπιστῆσαι καλόν, εἰ οἷοί τε
εἶεν ἐπὶ Σολομῶνα ἀνάγειν τὸν χρησμὸν φάσκοντα· «καὶ ἀνορθώσω
τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα», καὶ αὖθις μεθ' ὅρκου διατάσεως
ὀμωμοκέναι τὸν θεὸν ἐν τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ, ὡς ἄρα ἔσται ὁ θρόνος
τοῦ προφητευομένου ὡς ὁ ἥλιος καὶ αἱ ἡμέραι τοῦ οὐρανοῦ.
         εἰ γὰρ
δή τις τοὺς χρόνους ἐξετάσειεν τῆς τοῦ Σολομῶνος βασιλείας, τες-
σαράκοντα ἔτη, οὐ πλείονα, εὑρήσει· εἰ δὲ καὶ τῶν διαδόχων αὐτοῦ
συνάξοι, οὐδὲ ἐφ' ὅλοις πεντακοσίοις ἔτεσιν εὕροι ἂν τοὺς πάντας
διαγενομένους.
         ἀλλ' ἔστω τοὺς αὐτοὺς καὶ μέχρι τῆς ὑστάτης ὑπὸ
Ῥωμαίων πολιορκίας τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους διαρκέσαι νομίζεσθαι· τί
οὖν τοῦτο πρὸς τὴν προφητείαν, «εἰς τὸν αἰῶνα» καὶ «ὡς τὸν ἥλιον»
καὶ «ὡς τὰς ἡμέρας τοῦ οὐρανοῦ» διαμενεῖν τὸν θρόνον αὐτοῦ θε-
σπίζουσαν; τὸ δὲ «καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα καὶ αὐτὸς ἔσται
μοι εἰς υἱὸν» πῶς ἂν τῷ Σολομῶνι ἁρμόσειεν, ὅτε διαρρήδην ἡ κατ'
αὐτὸν ἱστορία ἀλλότρια καὶ ἀπῳκισμένα τῆς τοῦ θεοῦ εἰσποιήσεως

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 8, line 6

         εἰ γὰρ δή τις τοὺς χρόνους ἐξετάσειεν τῆς τοῦ Σολομῶνος βασιλείας, τες-
σαράκοντα ἔτη, οὐ πλείονα, εὑρήσει· εἰ δὲ καὶ τῶν διαδόχων αὐτοῦ
συνάξοι, οὐδὲ ἐφ' ὅλοις πεντακοσίοις ἔτεσιν εὕροι ἂν τοὺς πάντας
διαγενομένους.
         ἀλλ' ἔστω τοὺς αὐτοὺς καὶ μέχρι τῆς ὑστάτης ὑπὸ
Ῥωμαίων πολιορκίας τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους διαρκέσαι νομίζεσθαι· τί
οὖν τοῦτο πρὸς τὴν προφητείαν, «εἰς τὸν αἰῶνα» καὶ «ὡς τὸν ἥλιον»
καὶ «ὡς τὰς ἡμέρας τοῦ οὐρανοῦ» διαμενεῖν τὸν θρόνον αὐτοῦ θε-
σπίζουσαν; τὸ δὲ «καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα καὶ αὐτὸς ἔσται
μοι εἰς υἱὸν» πῶς ἂν τῷ Σολομῶνι ἁρμόσειεν, ὅτε διαρρήδην ἡ κατ'
αὐτὸν ἱστορία ἀλλότρια καὶ ἀπῳκισμένα τῆς τοῦ θεοῦ εἰσποιήσεως
περὶ αὐτοῦ διδάσκει;
         ἄκουε δ' οὖν οἵαν κατηγορίαν αὐτοῦ κατα-
λέγει· «καὶ Σολομῶν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβεν γυναῖκας ἀλλοτρίας
πολλάς, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ, Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, καὶ
Ἰδουμαίας, Σύρας, Χετταίας καὶ Ἀμορραίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖ-
146

πεν κύριος ὁ θεὸς τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ οὐκ εἰσελεύσεσθαι εἰς αὐτάς»,  
καὶ ἐπιφέρει τούτοις· «καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ εὐθεῖα μετὰ
κυρίου τοῦ θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 9, line 2

         ἀλλ' ἔστω τοὺς αὐτοὺς καὶ μέχρι τῆς ὑστάτης ὑπὸ
Ῥωμαίων πολιορκίας τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους διαρκέσαι νομίζεσθαι· τί
οὖν τοῦτο πρὸς τὴν προφητείαν, «εἰς τὸν αἰῶνα» καὶ «ὡς τὸν ἥλιον»
καὶ «ὡς τὰς ἡμέρας τοῦ οὐρανοῦ» διαμενεῖν τὸν θρόνον αὐτοῦ θε-
σπίζουσαν; τὸ δὲ «καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα καὶ αὐτὸς ἔσται
μοι εἰς υἱὸν» πῶς ἂν τῷ Σολομῶνι ἁρμόσειεν, ὅτε διαρρήδην ἡ κατ'
αὐτὸν ἱστορία ἀλλότρια καὶ ἀπῳκισμένα τῆς τοῦ θεοῦ εἰσποιήσεως
περὶ αὐτοῦ διδάσκει;
         ἄκουε δ' οὖν οἵαν κατηγορίαν αὐτοῦ κατα-
λέγει· «καὶ Σολομῶν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβεν γυναῖκας ἀλλοτρίας
πολλάς, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ, Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, καὶ
Ἰδουμαίας, Σύρας, Χετταίας καὶ Ἀμορραίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖ-
πεν κύριος ὁ θεὸς τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ οὐκ εἰσελεύσεσθαι εἰς αὐτάς»,  
καὶ ἐπιφέρει τούτοις· «καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ εὐθεῖα μετὰ
κυρίου τοῦ θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,
καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρτης, βδελύγματος Σιδωνίων,
καὶ ὀπίσω τοῦ βασιλέως αὐτῶν, εἰδώλου υἱῶν Ἀμμών· καὶ ἐποίησεν
Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου»,

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 8, Ch. 1, sec. 30, line 2

σεται, ὅτε φαίνονται ἀπὸ τῶν χρόνων τῆς τοῦ Ἰακὼβ τελευτῆς ὅλοις
ἔτεσιν ἐγγύς που χιλίοις οὐκ ἐκ μόνης τῆς Ἰούδα φυλῆς προαχθέντες,
ἀλλ' ἄλλοτε ἐξ ἄλλης, μέχρι τῶν Δαβὶδ χρόνων; εἰ δὲ μετὰ τοὺς
τοσούτους ὁ Δαβὶδ οἵ τε ἐκ τῆς τούτου διαδοχῆς βασιλεύσαντες τοῦ
Ἰουδαίων ἔθνους ἐκ φυλῆς γεγόνασιν Ἰούδα, ἀλλὰ χρή σε εἰδέναι
ὅτι οὐδὲ ὅλοις πεντακοσίοις ἔτεσιν διήρκεσαν, οὔτοι τοῦ παντὸς
ἔθνους βασιλεύσαντες ἀλλὰ μόνων φυλῶν τριῶν, καὶ οὐδὲ ὅλων τού-
των, καθ' οὓς ἕτεροί τινες ἐτύγχανον τοῦ πλείονος ἔθνους καὶ ὅλων
γε ἐννέα φυλῶν τὴν βασιλείαν διέποντες.
         μετὰ γὰρ τὴν τοῦ Σολο-
μῶνος τελευτὴν διαιρεθέντος τοῦ παντὸς ἔθνους, ἐξ Ἰούδα τοῦ Δαβὶδ
διάδοχοι τριῶν, ὡς ἔφην, οὐδ' ὅλων φυλῶν ἐπὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐβα-
σίλευον μέχρι τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλωσίας.
         κατ' αὐτοὺς δὲ τού-
τους ἐπὶ τῆς Σαμαρείας οὕτω καλουμένης πόλεως τῶν ἐννέα φυλῶν
ἡγούμενοι οὐκ ἐξ Ἰούδα ἀλλ' ἐξ ἑτέρων φυλῶν ἕτεροι διετέλεσαν,
ὧν πρῶτος ἦν Ἱεροβοὰμ ἐκ φυλῆς Ἐφραΐμ, καὶ οἱ καθεξῆς μετὰ
τοῦτον, ὡς μηδ' ἐν τοῖς μεταξὺ χρόνοις τοῖς ἀπὸ Δαβὶδ ἐπὶ τὴν
εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλωσίαν τοὺς ἐκ φυλῆς Ἰούδα τοῦ παντὸς ἔθνους
ἡγήσασθαι.
147

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica


Book 10, Ch. 1, sec. 9, line 3

λωσαν τὸ σκήνωμα τοῦ ὀνόματός σου.» ταῦτα μὲν ὁ ἑβδομηκοστὸς


τρίτος ψαλμός.
         καὶ ὁ ἑβδομηκοστὸς δὲ ὄγδοος, τοῦ Ἀσὰφ καὶ αὐτὸς
τυγχάνων, τάδε περιέχει· «ὁ θεός, εἰσήλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονο-
μίαν σου, ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ἔθεντο Ἱερουσαλὴμ ὡς
ὀπωροφυλάκιον· ἔθεντο τὰ θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς
πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τὰς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς
γῆς».
         τούτων δὲ τὰ μὲν πρῶτα, λέγω δὲ τὰ ἀπὸ τοῦ ἑβδομηκοστοῦ
τρίτου ψαλμοῦ, εἴρητο βασιλεύοντος ἔτι τοῦ Δαβίδ, πρὸ τοῦ τὸν ναὸν  
ὑπὸ Σολομῶνος κατασκευασθῆναι· τέλους δὲ ἔτυχεν οὐκ ἄλλοτε ἢ
πρῶτον μὲν ἐπὶ τῆς Βαβυλωνίων πολιορκίας, δεύτερον δὲ ἐπὶ τοῦ
Ῥωμαϊκοῦ πρὸς Ἰουδαίους πολέμου.
         ἕκαστα γὰρ τῶν εἰρημένων
ἐπληροῦτο ἐπί τε τῆς πρώτης καὶ δευτέρας τοῦ ἱεροῦ κατασκαφῆς,
προγνωσθέντα καὶ ἀναφωνηθέντα ἐν τοῖς εἰρημένοις ψαλμοῖς ὑπὸ
τοῦ Ἀσάφ· τὰ δὲ δεύτερα, τὰ ἀπὸ τοῦ ἑβδομηκοστοῦ ὀγδόου, ἐπλη-
ροῦτο κατὰ τοὺς Ἀντιόχου χρόνους τοῦ κληθέντος Ἐπιφανοῦς, ὃς
τῆς Συρίας βασιλεύσας ὑπάγεται μὲν τὰ Ἱεροσόλυμα μιαίνει δὲ τὸν
ναὸν καὶ καθαιρεῖ τὸ θυσιαστήριον, ἔπειτα τοὺς Ἰουδαίους ἑλληνίζειν
ἐπαναγκάζων, πλείστους ὅσους αὐτῶν ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας ὑπὲρ

Ευσέβιος. Contra Marcellum Book 1, Ch. 2, sec. 25, line 3

 σκότους γὰρ ὄντος πρότερον διὰ τὴν τῆς θεοσεβείας


 ἄγνοιαν, τῆς δὲ ἡμέρας φαίνεσθαι μελλούσης («ἐγὼ» γάρ «εἰμι»
 φησὶν «ἡ ἡμέρα») εἰκότως τὸν ἀστέρα ἑωσφόρον ὀνομάζει.
καὶ ἐν ἑτέρῳ τόπῳ φησὶν
 ἐπειδὴ [τὴν] μετὰ τὴν τῆς σαρκὸς ἀνάληψιν Χριστός τε
 καὶ Ἰησοῦς κηρύττεται, ζωή τε καὶ ὁδὸς καὶ ἡμέρα.
καὶ αὖθις προϊὼν τοῦ ἀποστόλου τίθησιν τὸ
 »ἡ δὲ ἡμετέρα Ἱερουσαλὴμ ἄνω ἐστίν».
καὶ τί με δεῖ μηκύνειν, παρὸν τῷ βουλομένῳ ἐκ τῶν εἰρημένων τὰ
παραπλήσια ἐκ τοῦ παντὸς συγγράμματος ἀναλέγεσθαι καὶ τὸ εὐχερὲς  
τοῦ ἀνδρὸς ἐποπτεύειν. ἐξ ἧς εὐχερείας ἀκούσει αὐτοῦ τὸν Σολομῶνα
προφήτην ἀποκαλοῦντος πολλάκις καὶ τὰς Παροιμίας προφητείας
ὀνομάζοντος· ὥσπερ οὖν ἐν οἷς φησιν
 τούτου γὰρ χάριν ὁ ἁγιώτατος προφήτης Σολομὼν «δέξασθαί
 τε στροφὰς λόγων» ἔφη, καὶ πάλιν «ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα»
τὴν παροιμίαν προφητείαν ὀνομάζει, καὶ αὖθις

Ευσέβιος. Contra Marcellum Book 1, Ch. 2, sec. 26, line 2


148

καὶ ἐν ἑτέρῳ τόπῳ φησὶν


 ἐπειδὴ [τὴν] μετὰ τὴν τῆς σαρκὸς ἀνάληψιν Χριστός τε
 καὶ Ἰησοῦς κηρύττεται, ζωή τε καὶ ὁδὸς καὶ ἡμέρα.
καὶ αὖθις προϊὼν τοῦ ἀποστόλου τίθησιν τὸ
 »ἡ δὲ ἡμετέρα Ἱερουσαλὴμ ἄνω ἐστίν».
καὶ τί με δεῖ μηκύνειν, παρὸν τῷ βουλομένῳ ἐκ τῶν εἰρημένων τὰ
παραπλήσια ἐκ τοῦ παντὸς συγγράμματος ἀναλέγεσθαι καὶ τὸ εὐχερὲς  
τοῦ ἀνδρὸς ἐποπτεύειν. ἐξ ἧς εὐχερείας ἀκούσει αὐτοῦ τὸν Σολομῶνα
προφήτην ἀποκαλοῦντος πολλάκις καὶ τὰς Παροιμίας προφητείας
ὀνομάζοντος· ὥσπερ οὖν ἐν οἷς φησιν
 τούτου γὰρ χάριν ὁ ἁγιώτατος προφήτης Σολομὼν «δέξασθαί
 τε στροφὰς λόγων» ἔφη, καὶ πάλιν «ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα»
τὴν παροιμίαν προφητείαν ὀνομάζει, καὶ αὖθις
 διό μοι δοκεῖ ὁ σοφώτατος οὗτος προφήτης καὶ τὰ
 πρῶτα ῥήματα τῆς προφητείας παροιμιωδῶς εἰρηκέναι.
καὶ δεύτερον δὲ καὶ τρίτον καὶ πολλάκις, ὡς ἔφην, τοῦτο ποιεῖ, ἀγνοῶν
ὅτι «διαιρέσεις χαρισμάτων εἰσὶν» εἰ καὶ τὸ «αὐτὸ πνεῦμα», καὶ ἄλλῳ
μὲν «δίδοται λόγος σοφίας» κατὰ τὸν ἀπόστολον, «ἄλλῳ λόγος γνώσεως
κατὰ τὸ αὐτὸ πνεῦμα, ἑτέρῳ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι, ἄλλῳ προ-
φητεία». διόπερ ὁ Σολομὼν σοφίας μὲν εἰληφὼς χάρισμα μεμαρτύρηται
»καὶ ἔδωκεν γὰρ κύριος τῷ Σολομῶνι σοφίαν», ὡς ἡ γραφή φησιν,

Ευσέβιος. Contra Marcellum


Book 1, Ch. 3, sec. 11, line 5

μενος αὐτοῦ τὴν ἄνοιαν τῆς πολλῆς καὶ ἀκαίρου φιλοτιμίας, ᾗ κέχρη-
ται ὁ ἀνήρ, τῶν μὲν Ἑλληνικῶν λόγων ἐπιδεικτικῶς, τῶν δὲ θείων
ἀμνημόνως. οὐ γὰρ ἄν ποτε εἰς τοσαύτην ἐξέπιπτε φλυαρίαν, εἰ
τῶν ἀποστολικῶν ἐμέμνητο παραγγελμάτων, δι' ὧν παραινεῖ χρῆναι
»τὰ ὑπὸ τοῦ θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν» λαλεῖν «οὐκ ἐν διδακτοῖς
ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ' ἐν διδακτοῖς πνεύματος, πνευματικὰ
πνευματικοῖς συγκρίνοντας», οὐδὲ νοήσας ὅπως ἐλέχθη τὸ «ψυχικὸς
ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος τοῦ θεοῦ, μωρία γὰρ αὐτῷ
ἐστίν, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται». ταῦτα
δὲ ἀγνοήσας τοὺς Ἑλλήνων σοφοὺς ὑπέλαβεν γνῶσιν ἐσχηκέναι τῆς
ὑπὸ τοῦ θεοῦ τῷ Σολομῶνι χαρισθείσης σοφίας καὶ γνόντας ζηλῶ-
σαι τὸ προφητικόν, ὡς αὐτός φησιν, γράμμα. καὶ πῶς οἷοί τ' ἦσαν
γνῶναι τὰ θεῖα καὶ ζηλῶσαι οἱ ψυχικοὶ καὶ οὐκ εἰδότες «πνευματικὰ
πνευματικοῖς» συγκρίνειν, τοῦ θείου ἀποστόλου ἀποφηναμένου ψυχι-
κὸν ἄνθρωπον μὴ δέχεσθαι «τὰ τοῦ πνεύματος τοῦ θεοῦ»; τοῦ δ'
αὐτοῦ φήσαντος μὴ δύνασθαι γνῶναι τὸν ψυχικὸν τὰ πνευματικά,
»ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται», ἀντιδοξάζων ὁ γενναῖος τῷ ἀπο-
στόλῳ φάσκει τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ Σολομῶνι γεγραφέναι τοὺς
τὰς Ἑλληνικὰς παροιμίας πεποιημένους. λέγει δ' οὖν ἐπὶ λέξεως
149

 ἐπειδὴ ταῖς τοῦ σοφωτάτου Σολομῶνος Παροιμίαις ἐντυ-


 χόντες καὶ γνόντες δι' αὐτῶν ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐκ τοῦ προχείρου

Ευσέβιος. Contra Marcellum


Book 1, Ch. 3, sec. 13, line 7

κὸν ἄνθρωπον μὴ δέχεσθαι «τὰ τοῦ πνεύματος τοῦ θεοῦ»; τοῦ δ'
αὐτοῦ φήσαντος μὴ δύνασθαι γνῶναι τὸν ψυχικὸν τὰ πνευματικά,
»ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται», ἀντιδοξάζων ὁ γενναῖος τῷ ἀπο-
στόλῳ φάσκει τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ Σολομῶνι γεγραφέναι τοὺς
τὰς Ἑλληνικὰς παροιμίας πεποιημένους. λέγει δ' οὖν ἐπὶ λέξεως
 ἐπειδὴ ταῖς τοῦ σοφωτάτου Σολομῶνος Παροιμίαις ἐντυ-
 χόντες καὶ γνόντες δι' αὐτῶν ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐκ τοῦ προχείρου
 σαφῶς τῶν ἐν αὐταῖς εἰρημένων μαθεῖν, καὶ αὐτοὶ ζηλῶσαι τὸ προ-
 φητικὸν βουληθέντες γράμμα τὸν αὐτὸν ἐκείνῳ γεγράφασι τρόπον.
σκέψαι δὲ καὶ ἄλλως ἐξ αὐτῶν τῶν παραθέσεων ὅσον τῆς ἀληθείας
διήμαρτεν, εἰπὼν τοὺς παρ' Ἕλλησιν τὸν αὐτὸν τῷ Σολομῶνι γεγρα-
φέναι τρόπον. ὁ μὲν γὰρ Σολομὼν θεοδωρήτῳ σοφίᾳ κινούμενος
πᾶσαν αὐτοῦ τὴν γραφὴν ἐπ' ὠφελείᾳ καὶ σωτηρίᾳ ψυχῶν τῷ τῆς
θεοσεβείας ἀνετίθει λόγῳ, γυμνασίου δ' ἕνεκεν τῆς τῶν ἐντυγχανόν-
των διανοίας σκοτεινοῖς ἐχρῆτο προβλήμασιν καὶ λόγων στροφαῖς
καὶ φωναῖς δι' αἰνιγμάτων προενηνεγμέναις. καὶ τοῦτο δ' ἐν ἀρχῇ
τῆς βίβλου μαρτύρεται λέγων «τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος
ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται, νοήσει τε παραβολὴν  
σκοτεινῶν λόγων, ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα», καὶ πάλιν «δέ-
ξασθαι στροφὰς λόγων». ἃ δὴ καὶ οὕτως ἔχοντα ἐκ τῶν ἐμφερο-
μένων τῇ βίβλῳ καταμαθεῖν ῥᾴδιον, ἄλλως οὐ δυναμένων νοηθῆναι

Ευσέβιος. Contra Marcellum


Book 1, Ch. 3, sec. 14, line 1

αὐτοῦ φήσαντος μὴ δύνασθαι γνῶναι τὸν ψυχικὸν τὰ πνευματικά,


»ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται», ἀντιδοξάζων ὁ γενναῖος τῷ ἀπο-
στόλῳ φάσκει τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ Σολομῶνι γεγραφέναι τοὺς
τὰς Ἑλληνικὰς παροιμίας πεποιημένους. λέγει δ' οὖν ἐπὶ λέξεως
 ἐπειδὴ ταῖς τοῦ σοφωτάτου Σολομῶνος Παροιμίαις ἐντυ-
 χόντες καὶ γνόντες δι' αὐτῶν ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐκ τοῦ προχείρου
 σαφῶς τῶν ἐν αὐταῖς εἰρημένων μαθεῖν, καὶ αὐτοὶ ζηλῶσαι τὸ προ-
 φητικὸν βουληθέντες γράμμα τὸν αὐτὸν ἐκείνῳ γεγράφασι τρόπον.
σκέψαι δὲ καὶ ἄλλως ἐξ αὐτῶν τῶν παραθέσεων ὅσον τῆς ἀληθείας
διήμαρτεν, εἰπὼν τοὺς παρ' Ἕλλησιν τὸν αὐτὸν τῷ Σολομῶνι γεγρα-
φέναι τρόπον. ὁ μὲν γὰρ Σολομὼν θεοδωρήτῳ σοφίᾳ κινούμενος
πᾶσαν αὐτοῦ τὴν γραφὴν ἐπ' ὠφελείᾳ καὶ σωτηρίᾳ ψυχῶν τῷ τῆς
θεοσεβείας ἀνετίθει λόγῳ, γυμνασίου δ' ἕνεκεν τῆς τῶν ἐντυγχανόν-
των διανοίας σκοτεινοῖς ἐχρῆτο προβλήμασιν καὶ λόγων στροφαῖς
150

καὶ φωναῖς δι' αἰνιγμάτων προενηνεγμέναις. καὶ τοῦτο δ' ἐν ἀρχῇ


τῆς βίβλου μαρτύρεται λέγων «τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος
ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται, νοήσει τε παραβολὴν  
σκοτεινῶν λόγων, ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα», καὶ πάλιν «δέ-
ξασθαι στροφὰς λόγων». ἃ δὴ καὶ οὕτως ἔχοντα ἐκ τῶν ἐμφερο-
μένων τῇ βίβλῳ καταμαθεῖν ῥᾴδιον, ἄλλως οὐ δυναμένων νοηθῆναι
ἢ διιόντων ἡμῶν ἐκ τῆς προχείρου λέξεως ἐπὶ τὸν ἐξ αὐτῆς

Ευσέβιος. De ecclesiastica theologia


Book 1, Ch. 20, sec. 81, line 1

τμηθεὶς «ἄνευ χειρῶν» καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς ἀποκαθιστάμενος εἰς ὄρος


ὑψηλὸν ἑωρᾶτο, τοῦ μὲν ὄρους τὴν προΰπαρξιν τῆς θεότητος αὐτοῦ
σημαίνοντος, τοῦ δὲ λίθου τὴν ἀνθρωπότητα.
 καʹ. καὶ δικαιοσύνην δὲ αὐτὸν ἐκάλουν ὡς ὁ λέγων «τίς ἐξή-
γειρεν ἀπὸ ἀνατολῶν δικαιοσύνην;»
 κβʹ. καὶ ἥλιον δικαιοσύνης ὡς ὁ εἰπὼν «τοῖς δὲ φοβουμένοις
με ἀνατελεῖ ἥλιος δικαιοσύνης, καὶ ἴασις ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτοῦ.»
καὶ ἄλλος «δύσεται» φησὶν «ὁ ἥλιος ἐπὶ τοὺς προφήτας» «τοὺς πλα-
νῶντας τὸν λαόν μου»· οὐ γὰρ δὴ ταῦτα τῷ αἰσθητῷ ἐφαρμόζοι ἂν
ἡλίῳ, ἀλλ' οὐδὲ τῷ ἐνσάρκῳ λόγῳ.  
 κγʹ. καὶ σοφίαν δὲ αὐτὸν ὀνομάζει Σολομὼν ἐν Παροιμίαις
λέγων «ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον, καὶ ὑπήρεισεν στύλους
ἑπτὰ» καὶ τὰ ἑξῆς. καὶ ὅτι προκόσμιος ἦν ἡ σοφία ζῶσα καὶ ὑφε-
στῶσα, αὐτὸς ἐδίδασκεν ἐκ προσώπου αὐτῆς ταύτας προέμενος τὰς
φωνὰς «ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλήν, καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν
ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην», εἶθ' ἑξῆς ἐπιλέγων «δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύ-
ουσιν καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην, δι' ἐμοῦ μεγιστᾶνες
μεγαλύνονται, καὶ τύραννοι δι' ἐμοῦ κρατοῦσιν».
 κδʹ. ἀλλὰ καὶ ξύλον ζωῆς καὶ κύριον αὐτὸν Σολομὼν ἀπεκάλει
λέγων «ξύλον ζωῆς ἐστιν πᾶσιν τοῖς ἀντεχομένοις αὐτῆς, καὶ τοῖς

Ευσέβιος. Onomasticon P. 34, line 20

τοῦ ὄρους Θαβὼρ ἐπὶ νότου ὡς ἀπὸ σημείων δʹ.


 Ἄφεκ (I Sam 29, 1). πλησίον Ἀενδὼρ τῆς Ἰεζραέλ, ἔνθα ὁ πόλε-
μος συνέστη τῷ Σαούλ.
 Ἀρμά (I Sam 30, 26. 30). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυὶδ «τῶν σκύλων».
 Ἀθάχ (I Sam 30, 26. 30). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυὶδ «τῶν σκύλων».
 Ἀμμά (II Sam 2, 24). «ὁδὸς ἔρημος Γαβαών».
 Ἀεθθὰν Ἀδασαί (II Sam 24, 6). Σʹ τὴν κατωτέραν ὁδόν.
 Ἁλὼν Ὀρνᾶ (II Sam 24, 16). αὕτη ἐστὶν Ἱερουσαλήμ.
 Ἀσσούρ (I Kön 9, 15). ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ πόλις, ἣν ᾠκοδόμησε
Σολομών.
 Ἀβελμαελαί (I Kön 4, 12). πόλις ἑνὸς τῶν ἀρχόντων Σολομών,
ὅθεν Ἐλισσαῖος. κώμη νῦν ἐστιν ἐν τῷ Αὐλῶνι, Σκυθοπόλεως διε-
στῶσα σημείοις ιʹ, ἣ νῦν καλεῖται Βηθμαελά. ἔστι δὲ καὶ Ἀβελμεὰ
κατιόντων ἀπὸ Νέας πόλεως εἰς Σκυθόπολιν.
 Αὐωθιαείρ (I Kön 4, 13). πόλις ἑνὸς ἄρχοντος Σολομών.
151

 Ἀϊλάθ (I Kön 9, 26). «ἐπὶ τοῦ χείλους τῆς ἐσχάτης θαλάσσης ἐν


γῇ Ἐδώμ». κεῖται καὶ ἀνωτέρω Ἀϊλάς.
 Ἀϊλώθ (II Kön 14, 22). ταύτην ᾠκοδόμησεν Ἀζαρίας.
 Ἀϊνδά (I Kön 15, 20). ταύτην ἐπάταξεν Ἀσά.  

Ευσέβιος. Onomasticon
P. 34, line 24

 Ἀθάχ (I Sam 30, 26. 30). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυὶδ «τῶν σκύλων».
 Ἀμμά (II Sam 2, 24). «ὁδὸς ἔρημος Γαβαών».
 Ἀεθθὰν Ἀδασαί (II Sam 24, 6). Σʹ τὴν κατωτέραν ὁδόν.
 Ἁλὼν Ὀρνᾶ (II Sam 24, 16). αὕτη ἐστὶν Ἱερουσαλήμ.
 Ἀσσούρ (I Kön 9, 15). ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ πόλις, ἣν ᾠκοδόμησε
Σολομών.
 Ἀβελμαελαί (I Kön 4, 12). πόλις ἑνὸς τῶν ἀρχόντων Σολομών,
ὅθεν Ἐλισσαῖος. κώμη νῦν ἐστιν ἐν τῷ Αὐλῶνι, Σκυθοπόλεως διε-
στῶσα σημείοις ιʹ, ἣ νῦν καλεῖται Βηθμαελά. ἔστι δὲ καὶ Ἀβελμεὰ
κατιόντων ἀπὸ Νέας πόλεως εἰς Σκυθόπολιν.
 Αὐωθιαείρ (I Kön 4, 13). πόλις ἑνὸς ἄρχοντος Σολομών.
 Ἀϊλάθ (I Kön 9, 26). «ἐπὶ τοῦ χείλους τῆς ἐσχάτης θαλάσσης ἐν
γῇ Ἐδώμ». κεῖται καὶ ἀνωτέρω Ἀϊλάς.
 Ἀϊλώθ (II Kön 14, 22). ταύτην ᾠκοδόμησεν Ἀζαρίας.
 Ἀϊνδά (I Kön 15, 20). ταύτην ἐπάταξεν Ἀσά.  
 ἈΣιὼν βαβαὶ (I Kön 22, 49) ἡ καὶ ἈΣιὼν γαβέρ. ἔνθα «συνετρί-
βησαν αἱ νῆες» Ἰωσαφάτ. αὕτη λέγεται εἶναι Αἰσία ἡ παρὰ τὴν Ἀϊλὰ
πλησίον τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης.
 Ἀλαέ, Ἀβώρ, Γωζάν (II Kön 17, 6). ἐν χώρᾳ Μήδων ποταμοί,
ὧν ἐν τοῖς ὄρεσιν ἀπῳκίσθη ὁ Ἰσραήλ.
 

Ευσέβιος. Onomasticon P. 90, line 9

γεται, ἀπέχουσα Ἐλευθεροπόλεως σημείοις ζʹ. Ἀμβακοὺμ τοῦ προ-


φήτου τὸ μνῆμα πλησίον δείκνυται.  
 Ἐλμωνί (I Sam 21, 2). τόπος. τὶς ἑρμηνεύεται. Ἀʹ Θʹ τόνδε τινά.
 Ἐσθαμά (I Sam 30, 26. 28). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυίδ.
 Ἐλώθ (II Kön 14, 22). ταύτην ᾠκοδόμησεν Ἀζαρίας βασιλεύς.
 Ἐμάθ (II Kön 14, 25). ἐν Ἡσαΐᾳ. πόλις Δαμασκοῦ, ἣν ἐπολιόρ-
κησε βασιλεὺς Ἀσσυρίων. μέμνηται αὐτῆς καὶ Ζαχαρίας. κεῖται καὶ
ἐν τῷ Ἱεζεκιήλ. καὶ ἐν τῷ Ἀμὼς Ἐμὰς Ῥεββά, ὅ ἐστιν Ἐμὰθ ἡ
μεγάλη. κεῖται καὶ ἀνωτέρω. καὶ μήποτε αὕτη ἐστὶν ἡ Ἐπιφάνεια
ἡ πλησίον Ἐμέσης.
 Ἔσερ (II Kön 15, 29). πόλις ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών.
 Ἐναχεὶμ (Micha 1, 10) ἢ Ἐνβαχείν. Μιχαίας. Ἀʹ Σʹ ἐν κλαυθμῷ.
 Ἐναραβά (II Sam 2, 29?). Ἀʹ ἐν ὁμαλῇ, Σʹ ἐν πεδινῇ.
 Ἐλκεσέ (Nahum 1, 1). ὅθεν ἦν Ναοὺμ ὁ Ἐλκεσαῖος.
 Ἐμακείμ (Jer 49, 4). Ἀʹ Σʹ τῶν κοιλάδων.
152

Ἀπὸ τῶν Εὐαγγελίων.

 Ἐμμαοῦς (Luc 24, 13). ὅθεν ἦν Κλεώπας ὁ ἐν τῷ κατὰ Λουκᾶν


Εὐαγγελίῳ. αὕτη ἐστὶν ἡ νῦν Νικόπολις τῆς Παλαιστίνης ἐπίσημος
πόλις.
 Ἐφραΐμ (Joh 11, 54). «ἐγγὺς τῆς ἐρήμου», ἔνθα ἦλθεν ὁ Χριστὸς
»μετὰ τῶν μαθητῶν». κεῖται καὶ ἀνωτέρω Ἐφρών.  

Ευσέβιος. Onomasticon P. 150, line 17

Συχὲμ ἐν τῷ ὄρει Ἐφραΐμ, πόλις φυγαδευτηρίου.


 Σενναάρ (Gen 14, 1). ὅθεν ἦν Ἀμαρφὰλ ὁ πολεμήσας τοὺς ἀμφὶ
τὴν Σόδομα.
 Σόδομα (Gen 14, 2). πόλις ἀσεβῶν ἀνδρῶν, ἀφανισθεῖσα περὶ
τὴν νεκρὰν θάλασσαν.
 Σεβωείμ (Gen 14, 2). πόλις ἀσεβῶν περὶ τὴν Σοδομῖτιν ἀφα-
νισθεῖσα.
 Σωφειρά (Gen 10, 30). «ὄρος ἀνατολῶν» πρὸς τῇ Ἰνδικῇ, παρ'
ᾧ κατῴκησαν υἱοὶ Ἰεκτὰν υἱοῦ Ἐβέρ, οὕς φησιν Ἰώσιππος «ἀπὸ
Κωφῆνος ποταμοῦ τῆς τε Ἰνδικῆς καὶ τῆς πρὸς αὐτῇ Σηρίας» κα-
τασχεῖν. ἐντεῦθεν δὲ καὶ τῷ Σολομῶνι ἡ ναῦς καὶ τὸν φόρτον διὰ
τριετοῦς ἐκόμιζεν χρόνου.
 Σοορά (Gen 14, 2). πόλις τῆς περιχώρου Σοδόμων, ἣ καὶ Σιγὼρ
ὀνομάζεται καὶ Ζοορά.
 Σαυῆ (Gen 14, 5). πόλις ἀρχαία, ἐν ᾗ ᾤκουν οἱ Ἀμορραῖοι, ἔθνος,
ὑπὲρ τὴν Σοδομῖτιν. οὓς ἀνεῖλε Χοδολλαγόμωρ.
 Σηείρ (Gen 14, 6). ὄρος γῆς Ἐδώμ, ἔνθα ᾤκει Ἡσαῦ, ἐν τῇ
Γεβαληνῇ, ἀπὸ Ἡσαῦ κληθεῖσα· τετρίχωτο γάρ, ὅλος δασὺς ὤν, τρι-  
χωτὸς δὲ ἑρμηνεύεται Σηείρ. λέγει δὲ ἡ γραφὴ ὅτι καὶ πρὸ τοῦ
Ἡσαῦ ὁ οἰκῶν τὸν τόπον Χορραῖος Σηεὶρ ἐκαλεῖτο, ὃν ἀνεῖλε Χοδολ-
λαγόμωρ. μέμνηται τῆς Σηεὶρ καὶ Ἡσαΐας ἐν ὁράσει «τῆς Ἰδουμαίας».

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam


Book 2, sec. 24, line 42

τιοι καὶ Αἰθίοπες καὶ οἱ τὴν Συήνην οἰκοῦντες, ἀνθ' οὗ καὶ Σαβὰ οἱ 8λοιποὶ
ἑρμηνευταὶ ἐκδεδώκασιν. ὁ δὲ 8Σύμμαχος· ἔδωκά φησιν ἐξιλασμόν σου Αἴγυπ-
τον καὶ Αἰθιοπίαν καὶ Σαβὰ ἀντὶ σοῦ. ⌈οὕτω γὰρ παρ' ἐμοὶ γέγονας
τίμιος καὶ οὕτως ἐναντίον μου ἐδοξάσθης, καὶ οὕτως ἠγάπησά σε,
ὡς καὶ μέχρι τῶν ἐσχατιῶν γῆς φθάσαι τὴν διὰ σοῦ πᾶσιν ἀνθρώποις προξενου-
μένην κατὰ θεὸν σωτηρίαν· καὶ ὡς αὐτοὺς τοὺς πάντων ἀνθρώπων δεισιδαι-
μονεστάτους Αἰγυπτίους τῆς διὰ σοῦ κλήσεως καταξιωθῆναι. διὰ μὲν οὖν τῶν
Αἰγυπτίων πάντας ᾐνίξατο τοὺς δεισιδαίμονας καὶ εἰδωλολάτρας, διὰ δὲ τῆς
Αἰθιοπίας καὶ Συήνης τοὺς μέχρι τῶν ἐσχατιῶν τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης
οἰκοῦντας. ἐὰν δὲ ἡ καὶ Σαβὰ μνημονεύεται, ἰστέον ὥς ἐστι Σαβαϊτῶν ἔθνος,
ὅθεν «βασίλισσα Σαβὰ« ἐπεδήμει κατὰ τοὺς Σολομῶντος χρόνους.⌉ τούτους  
153

μὲν οὖν ἀντὶ σοῦ φησιν ἢ ὑπὲρ σοῦ πάντας οἰκείους ἐκτησάμην, τοὺς δὲ σὲ
πολεμοῦντας διὰ τὸν ὑπὸ σοῦ καταγγελλόμενον λόγον ἀπωλείᾳ παραδώσω.
 Διόπερ θαρσεῖν σοι παρακελεύομαι ὡς ἂν ἐμοῦ διὰ παντὸς συνόντος
σοι, καὶ τὰ σπέρματα δέ, ἃ καθ' ὅλης τῆς οἰκουμένης ἔσπειρας, ⌈πολλὰ τέκνα
κατὰ θεὸν γεννήσας συνάξω εἰς «τὴν ἐπουράνιόν μου πόλιν» μετεώρους αὐτοὺς
ἀναλαβὼν δι' ἀέρος ὥσπερ πτηνοῖς ἀνέμοις ὑποκουφιζομένους, λέγω δὲ ἀγγελικαῖς
δυνάμεσι.⌉ καὶ τοὺς μὲν ἀπὸ βορρᾶ παραλήψομαι, τοὺς δὲ ἀπὸ λιβός, ἢ κατὰ
τοὺς 8λοιποὺς ἑρμηνευτάς· ἀπὸ νότου· ⌈ἐγὼ γὰρ αὐτοῖς τοῦτο ποιεῖν προστάξω
διὰ τὸ ἐμοὺς εἶναι υἱοὺς καὶ θυγατέρας ἐμὰς τοὺς δι' ὑμῶν σπαρέντας καὶ

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam Book 2, sec. 28, line 128

θήσουσι δεδεμένοι χειροπέδαις. ⌈Αἴγυπτον δέ φησι κεκοπιακέναι


διὰ τῆς εἰδωλολάτρου πλάνης, ὁπηνίκα τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν δαί-
μοσι πονηροῖς καταδεδούλωτο· πλὴν ἀλλ' ὅμως διαναπαύεσθαι τοῦ κόπου
τὴν Αἴγυπτον ἐπαγγέλλεται δι' αὐτῆς πᾶν τὸ τῶν εἰδωλολατρῶν γένος αἰνιτ-
τόμενος.⌉ καὶ ἡ ἐμπορία δέ φησιν Αἰθιόπων καὶ οἱ Σαβαεὶμ ἄν-
δρες ὑψηλοὶ ἐπὶ σὲ τὸν προφητευόμενον βασιλέα διαβήσονται καὶ σοὶ
ἔσονται δοῦλοι, ⌈δι' ὧν σημαίνειν ἔοικε βάρβαρά τινα καὶ ἀνήμερα καὶ ἐν
τοῖς ἐξωτάτω τῆς γῆς οἰκοῦντα ἔθνη, ἃ δὴ δουλεύσειν τῷ Χριστῷ θεσπίζει.
διὸ ἐπιλέγει· ὀπίσω σου ἀκολουθήσουσι δεδεμένοι χειροπέδαις⌉
καὶ προσκυνήσουσί σοι. Σαβὰ δὲ ἔθνος ἐστὶν Αἰθιοπικόν, ὅθεν «βασίλισσα
Σαβὰ» παραγέγονε «τῆς σοφίας Σολομῶντος ἀκουσομένη». ἀλλὰ καὶ τούτοις
τέλος ἀγαθὸν ὑπισχνεῖται τὸ προσκυνήσειν τῷ προφητευομένῳ καὶ τὸ προς-
εύξασθαι ἐν αὐτῷ, ἐπειδήπερ ὁ θεὸς ἐν αὐτῷ ἦν καὶ διὰ τὸν ἐνοικοῦντα ἐν
αὐτῷ θεὸν καὶ αὐτὸς θεὸς ἦν.
 

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 893, line 48

διαφωνεῖν· ἑκάτερος γὰρ οἰκείῳ λογισμῷ τὴν ἔκθεσιν


πεποίηται τῆς γραφῆς, ὁ μὲν ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἀρ-
ξάμενος διὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ παρ' αὐτῷ λόγου, ὃν
οὐ καιρὸς νῦν ἑρμηνεύειν· ὁ δὲ καὶ τὸν Ἀβραὰμ ὑπερ-
βὰς ἐπί τε τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ἀνελθών· καὶ μηδὲ
μέχρι τούτου στὰς, τὸν πάντα δὲ λόγον ἐπὶ τὸν Θεὸν
ἀναρτήσας, διὰ τῆς ἐν Χριστῷ παλιγγενεσίας μυστή-
ριον ἀναβιβάζει.

Γʹ.

Πῶς ὁ μὲν Ματθαῖος ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ καὶ Σολομῶ-


  νος διαδόχων ἐπὶ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσὴφ τὰ γένη
  κατάγει· ὁ δὲ Λουκᾶς ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Νάθαν
  παίδων ἐπὶ Ἡλὶ καὶ Ἰωσὴφ, ἐναντίως γενεα-
  λογῶν τῷ Ματθαίῳ.
154

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 896, line 20

λεμος, καὶ ἦν τῶν διαιτησόντων αὐτοῖς χρεία· νῦν


δὲ ὅτε, τοῦ Ματθαίου διαβεβαιωσαμένου, ὁ Λουκᾶς οὑ
διατείνεται, δόξαν δὲ παρὰ τοῖς πολλοῖς νενομισμένην
τίθησιν, οὐ τὴν παρ' αὐτῷ κρατοῦσαν, οἶμαι μηδε-
μίαν ὑπολείπεσθαι ζήτησιν.
 βʹ. Διαφόρων γὰρ παρὰ Ἰουδαίοις ὑπολήψεων περὶ
τοῦ Χριστοῦ κεκρατημένων, καὶ πάντων μὲν συμφώ-
νως ἐπὶ τὸν Δαβὶδ ἀναγόντων, διὰ τὰς πρὸς τὸν Δαβὶδ
τοῦ Θεοῦ ἐπαγγελίας, ἤδη δὲ τῶν μὲν ἀπὸ Δαβὶδ καὶ
Σολομῶνος καὶ τοῦ βασιλικοῦ γένους πειθομένων ἔσε-
σθαι τὸν Χριστὸν, τῶν δὲ ταύτην μὲν φευγόντων τὴν
δόξαν, διὰ τὸ πλείστην ἐμφέρεσθαι τῶν βεβασιλευκό-
των κατηγορίαν, διά τε τὸ ἐκκήρυκτον ὑπὸ τοῦ προ-
φήτου Ἱερεμίου γεγονέναι τὸν Ἰεχονίαν, καὶ διὰ τὸ
εἰρῆσθαι μὴ ἀναστήσεσθαι ἐξ αὐτοῦ σπέρμα καθήμενον
ἐπὶ θρόνου Δαβὶδ, διὰ δὲ οὖν ταῦτα, ἑτέραν ὁδευόν-
των, καὶ ἀπὸ μὲν Δαβὶδ ὁμολογούντων, οὐ μὴν διὰ Σο-
λομῶνος, ἀλλὰ διὰ Νάθαν, ὃς ἦν τοῦ Δαβὶδ παῖς (φα-
σὶ δὲ τὸν Νάθαν καὶ προφητεῦσαι κατὰ τὰ ἐν ταῖς
Βασιλείαις φερόμενα, ἀπό τε τοῦ Νάθαν διαδό

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 897, line 41

Θεοῦ, λαὸς Γομόῤῥας·» ὡς αὖ πάλιν ἐξ ὧν ἤμελλεν


υἱοὶ Ἀβραὰμ γίγνεσθαι· οἱ γοῦν ἐξ ἐθνῶν εἰς τὸν
Χριστὸν τοῦ Θεοῦ πεπιστευκότες, κατὰ σάρκα πατέ-
ρων ἀλλοφύλων φύντες, υἱοὶ γεγόναμεν Ἀβραὰμ,
Χριστοῦ γενόμενοι παῖδες καὶ τῶν Χριστοῦ μαθη-
τῶν· ὥστε καὶ δευτέραν ἡμᾶς ἐπιγράφεσθαι γένους
διαδοχὴν πολὺ κρείττονα τῆς κατὰ σάρκα διὰ τὴν κα-
τὰ Χριστὸν ἀναγέννησιν.
 εʹ. Εἰκότως τοιγαροῦν καὶ ὁ Λουκᾶς, ἅτε τὴν ἀνα-
γέννησιν ἱστορῶν, οὐ τὴν αὐτὴν ὁδεύει τῷ Ματθαίῳ,
οὐ τοῦ Σολομῶνος καὶ τῆς τοῦ Οὐρίου, οὐ τῆς Θά-
μαρ, οὐ τῆς Ῥοὺθ, οὐ τοῦ Ἰεχονίου καὶ τῶν μεταξὺ
διαβεβλημένων ἀνδρῶν τὴν παράθεσιν πεποίηται,
ἀλλὰ δι' ἑτέρων ἀνεπιλήπτων ἄνεισι, καὶ δὴ καὶ ἐκ
τοῦ προφήτου Νάθαν ἀναγεγεννημένον εἰσάγει· καὶ
ὁ μὲν παρὰ τῷ Ματθαίῳ κατὰ σάρκα γεγεννημένος,
υἱὸς ἦν Ἀβραὰμ ἐντεῦθεν γενεαλογούμενος, ἐπειδή-
περ τῷ Ἀβραὰμ πρώτῳ ἡ ἐπαγγελία δέδοτο τῆς τῶν
ἐθνῶν εὐλογίας, οὐκ ἄλλως ἢ διὰ τοῦ ἐκ σπέρματος
155

αὐτοῦ προελευσομένου γενησομένης· ὁ δὲ ἐν Θεῷ ἀνα-


γεγεννημένος, ἑτέρους πατέρας τοὺς κατὰ Θεὸν

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 900, line 18

σίς τε καὶ ἐπιμιξία τῶν τε ἱερατικῶν ὡς οἷόν τε καὶ


τῶν βασιλικῶν· ἵνα δειχθῇ δικαίως ὁ Χριστὸς ἱερεύς
τε καὶ βασιλεὺς γενόμενος· ὥσπερ τινὸς ἀπειθοῦντος
ἢ ἑτέραν ἐσχηκότος ἐλπίδα· ὅτι Χριστὸς ἀΐδιος μὲν
ἀρχιερεὺς Πατρὸς, τὰς ἡμετέρας πρὸς αὐτὸν εὐχὰς
ἀναφέρων, βασιλεὺς δ' ὑπερκόσμιος, οὓς ἠλευθέρωσε
νέμων τῷ Πνεύματι, συνεργὸς εἰς τὴν διακόσμησιν
τῶν ὅλων γενόμενος· καίτοι ἀγνοεῖν αὐτοὺς οὐκ
ἐχρῆν ὡς ἑκατέρα τῶν κατηριθμημένων τάξις τὸ τοῦ
Δαβίδ ἐστι γένος ἡ τοῦ Ἰούδα φυλὴ βασιλική· εἰ γὰρ
προφήτης ὁ Νάθαν, ἀλλ' ὅμως καὶ Σολομῶν ὅ τε τού-
των πατὴρ ἑκατέρου· ἐκ πολλῶν δὲ φυλῶν ἐγένοντο
προφῆται, ἱερεῖς δὲ οὐ δεῖνες τῶν δώδεκα φυλῶν,
μόνοι δὲ Λευῗται· μάτην ἄρα πέπλασται τὸ ἐψευσμέ-
νον· μὴ δὴ κρατοίη τοιοῦτος λόγος ἐν Ἐκκλησίᾳ Χρι-
στοῦ καὶ Θεοῦ πατέρων ἀκριβοῦς ἀληθείας, ὅτι ψεῦ-
δος σύγκειται εἰς αἶνον καὶ δοξολογίαν Χριστοῦ.
 βʹ. Ἵνα οὖν καὶ τοῦτο μὲν τοῦ εἰρηκότος ἐλέγξω-
μεν τὴν ἀμαθίαν, παύσωμεν δὲ τοῦ μηδένα ὑπ'
ἀγνοίας σκανδαλισθῆναι, τὴν ἀληθῆ τῶν γεγονότων
ἱστορίαν ἐκθήσομαι. Ἐπειδὴ γὰρ τὰ ὀνόματα τῶν

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 900, line 42

σεως σαφὴς, τὴν μέλλουσαν ἐπαγγελίαν ἀναστάσει


ἐμιμοῦντο θνητῇ, ἵνα ἀνέκλειπτον τὸ ὄνομα μείνῃ τοῦ
μετηλλαχότος· ἐπεὶ οὖν οἱ τῇ γενεαλογίᾳ ταύτῃ
ἐμφερόμενοι, οἱ μὲν διεδέξαντο παῖς πατέρα γνησίως,
οἱ δὲ ἑτέροις μὲν ἐγεννήθησαν, ἑτέροις δὲ προς-
ετέθησαν κλήσει, ἀμφοτέρων γέγονεν ἡ μνήμη καὶ
τῶν γεγεννηκότων καὶ τῶν ὡς γεγεννηκότων· οὕ-
τως οὐδέτερον τῶν Εὐαγγελίων ψεύδεται καὶ φύ-
σιν ἀριθμοῦν καὶ νόμον· ἐπεπλάκη γὰρ ἀλλή-
λοις τὰ γένη τά τε ἀπὸ Σολομῶνος καὶ τοῦ Νά-  
θαν, ἀναστάσεσιν ἀτέκνων καὶ δευτερογαμίαις καὶ
ἀναστάσει σπερμάτων· ὡς δικαίως τοὺς αὐτοὺς ἄλλοτε
ἄλλων νομίζεσθαι· τῶν μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν
δὲ ὑπαρχόντων· καὶ ἀμφοτέρας τὰς διηγήσεις κυρίως
ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως μὲν, ἀλλ'
ἀκριβῶς κατελθεῖν. Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν
ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν διηγήσομαι. Ἡ κατὰ φύ-
σιν γένεσις ἔστι Ματθαίου· ἡ κατὰ νόμον ἀνάστασις
156

γένους, ἔστιν ἡ τοῦ Λουκᾶ· Ματθὰν ὁ ἀπὸ Σολομῶ-


νος, ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ· Ματθὰν ἀποθανόντος, Μελχὶ

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 901, line 10

λοις τὰ γένη τά τε ἀπὸ Σολομῶνος καὶ τοῦ Νά-  


θαν, ἀναστάσεσιν ἀτέκνων καὶ δευτερογαμίαις καὶ
ἀναστάσει σπερμάτων· ὡς δικαίως τοὺς αὐτοὺς ἄλλοτε
ἄλλων νομίζεσθαι· τῶν μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν
δὲ ὑπαρχόντων· καὶ ἀμφοτέρας τὰς διηγήσεις κυρίως
ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως μὲν, ἀλλ'
ἀκριβῶς κατελθεῖν. Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν
ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν διηγήσομαι. Ἡ κατὰ φύ-
σιν γένεσις ἔστι Ματθαίου· ἡ κατὰ νόμον ἀνάστασις
γένους, ἔστιν ἡ τοῦ Λουκᾶ· Ματθὰν ὁ ἀπὸ Σολομῶ-
νος, ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ· Ματθὰν ἀποθανόντος, Μελχὶ
ὁ ἀπὸ Νάθαν ἐκ τῆς αὐτῆς γυναικὸς ἐγέννησε τὸν
Ἡλί· ὁμομήτριοι ἄρα ἀδελφοὶ, Ἡλὶ καὶ Ἰακώβ·
Ἡλὶ ἀτέκνου ἀποθανόντος, ὁ Ἰακὼβ ἀνέστησεν αὐτῷ
σπέρμα, γεννήσας τὸν Ἰωσὴφ, κατὰ φύσιν μὲν
ἑαυτῷ, κατὰ νόμον δὲ τῷ Ἡλί· οὕτως ἀμφοτέρων
υἱὸς Ἰωσήφ.

Εʹ.

Διὰ τί ὁ Ματθαῖος τοῦ Ἀβραὰμ προτάττει τὸν  Δαβὶδ ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ γενεαλογίᾳ
φήσας·  Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 901, line 30

 Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβὶδ,  υἱοῦ Ἀβραάμ.


 αʹ. Ἐπειδὴ πρώτῳ καὶ μόνῳ τῷ Δαβὶδ μεθ' ὅρκου
διαβεβαιώσεως, ἐξ αὐτοῦ κατὰ σάρκα φῦναι ὁ Χρι-
στὸς ἐθεσπίζετο· γέγραπται οὖν· «Ἐκ καρποῦ τῆς
κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τὸν θρόνον σου.» Καὶ
πάλιν· «Διεθέμην διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου·
ὤμοσα Δαβὶδ τῷ δούλῳ μου· ἕως τοῦ αἰῶνες ἑτοι-
μάσω τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ
γενεὰν τὸν θρόνον σου.» Καὶ τὰ μὲν τῆς ἐπαγγελίας
τοῦ προφητευομένου, τοιαῦτα ἦν· τοῦ δὲ Σολομῶνος
τῆς βασιλείας οὐκ ἄδηλος ὁ χρόνος· λέγεται δὲ οὖν
ἐπὶ μόνοις ἔτεσι τεσσαράκοντα βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν
Ἰσραήλ· πῶς οὖν γένοιτ' ἂν ἀληθὲς εἰς αὐτὸν ἀνα-
φερόμενον· «Ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς
τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ τῆς ἐξ αὐτοῦ
διαδοχῆς εἰρῆσθαι ταῦτα, οὐκ ἀγνοητέον ὅτι μέ-
χρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας, καὶ ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς
157

βασιλείας διήρκησε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ


τὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ καταστάντος.

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 901, line 38

μάσω τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ


γενεὰν τὸν θρόνον σου.» Καὶ τὰ μὲν τῆς ἐπαγγελίας
τοῦ προφητευομένου, τοιαῦτα ἦν· τοῦ δὲ Σολομῶνος
τῆς βασιλείας οὐκ ἄδηλος ὁ χρόνος· λέγεται δὲ οὖν
ἐπὶ μόνοις ἔτεσι τεσσαράκοντα βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν
Ἰσραήλ· πῶς οὖν γένοιτ' ἂν ἀληθὲς εἰς αὐτὸν ἀνα-
φερόμενον· «Ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς
τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ τῆς ἐξ αὐτοῦ
διαδοχῆς εἰρῆσθαι ταῦτα, οὐκ ἀγνοητέον ὅτι μέ-
χρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας, καὶ ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς
βασιλείας διήρκησε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ
τὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Θέα δὲ ὡς καὶ
τοῦτο προσέθηκεν ἡ προφητεία περὶ τοῦ θεσπιζομένου
φήσασα· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα· καὶ αὐτὸς
ἔσται μοι εἰς υἱόν.» Καὶ ἐν ἑτέρῳ πάλιν· «Αὐτὸς
ἐπικαλέσεταί με· Πατήρ μου εἶ σύ· κἀγὼ πρωτότο-
κον θήσομαι αὐτόν·» ὅπερ ἀνοίκειον γένοιτ' ἂν Σο-
λομῶνι.
 βʹ. Παραθετέον δὲ τὰ περὶ αὐτοῦ ἐν Βασιλείαις ἱστο-
ρούμενα ἐν τούτοις· «Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἦν

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 901, line 46

διαδοχῆς εἰρῆσθαι ταῦτα, οὐκ ἀγνοητέον ὅτι μέ-


χρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας, καὶ ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς
βασιλείας διήρκησε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ
τὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Θέα δὲ ὡς καὶ
τοῦτο προσέθηκεν ἡ προφητεία περὶ τοῦ θεσπιζομένου
φήσασα· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα· καὶ αὐτὸς
ἔσται μοι εἰς υἱόν.» Καὶ ἐν ἑτέρῳ πάλιν· «Αὐτὸς
ἐπικαλέσεταί με· Πατήρ μου εἶ σύ· κἀγὼ πρωτότο-
κον θήσομαι αὐτόν·» ὅπερ ἀνοίκειον γένοιτ' ἂν Σο-
λομῶνι.
 βʹ. Παραθετέον δὲ τὰ περὶ αὐτοῦ ἐν Βασιλείαις ἱστο-
ρούμενα ἐν τούτοις· «Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἦν
φιλογύνης· καὶ ἔλαβε γυναῖκας ἀλλοτρίας πολλάς·
καὶ τὴν θυγατέρα Φαραὼ, Μωαβίτιδας, καὶ Ἀμμα-
νίτιδας, καὶ Ἰδουμαίας, Σύρας, Χετταίας, καὶ Ἀμοῤ-  
ῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν ὧν ἀπεῖπεν Κύριος ὁ Θεὸς τοῖς
υἱοῖς Ἰσραήλ· Οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς αὐτούς.» Οἷς ἐπι-
φέρει· «Καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία μετὰ
158

Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ Πα-


τρὸς αὐτοῦ.» Καὶ μετὰ βραχύ· «Τότε ᾠκοδόμησε Σο

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 968, line 37

δούλῳ μου, ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τὸ σπέρμα


σου.» Καὶ ἐν Παραλειπομένοις· «Καὶ ἔσται ὅταν
πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου, καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν
πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ,
ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασι-
λείαν αὐτοῦ· αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον· καὶ ἀνορ-
θώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα· ἐγὼ ἔσο-
μαι αὐτῷ εἰς Πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν.»
Τὰ ὅμοια τούτοις καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Βασιλειῶν
φέρεται· ἀλλ' ἐκεῖνα μὲν κἂν ἑλκυσθείη ἐπὶ τὸν Σο-
λομῶνα, τὰ δ' ἐν χερσὶν ὅτι μηδεμίαν ἔχει κοινότητα
πρὸς Σολομῶνα, ὧδ' ἄν τις καταμάθοι. Μετὰ τὴν Σο-
λομῶνος τελευτὴν, πολλοῖς ὕστερον χρόνοις προφη-
τεύων Ἡσαΐας, τοιάδε περὶ τοῦ γενησομένου ἐκ σπέρ-
ματος Δαυῒδ προκηρύττει· «Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ
τῆς ῥίζης Ἰεσσαί· (πατὴρ δὲ ἦν οὗτος τοῦ Δαυῒδ)
καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται· καὶ ἔσται ἡ ῥίζα
τοῦ Ἰεσσαὶ, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ'
αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι.» Καὶ περὶ τοῦ ἐπηγγελμένου
δὲ τῷ Δαυῒδ θρόνου ὧδε θεσπίζει· «Παιδίον ἐγεννήθη
ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum


Vol. 22, p. 969, line 20

ἐφαρμόσαιεν Σολομῶνι, ἀκριβοῦς ἐξετάσεως τυγχά-


νοντα· σαφῶς γὰρ ὁ χρησμὸς δηλοῖ, ὅτι μετὰ τὸν
θάνατον τοῦ Δαβὶδ ἀναστήσεται ὁ θεσπιζόμενος. Σο-
λομὼν δὲ, ζῶντος ἔτι τοῦ Δαβὶδ, νεύματι αὐτοῦ καὶ
γνώμῃ διάδοχος τῆς βασιλείας· λέγεται γοῦν ἐπὶ μό-
νοις ἔτεσι τεσσαράκοντα βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ·
πῶς οὖν εἰς αὐτὸν ἐπιφέροιτο τὸ, «Ἀνορθῶσαι τὸν
θρόνον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ
τῆς ἐξ αὐτοῦ διαδοχῆς εἰρῆσθαι αὐτὰ, οὐκ ἀγνοητέον
ὅτι μέχρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς βασι-
λείας διήρκεσε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ τὸν
θρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Πῶς δ'
ἂν τῷ φιλογυναίῳ, καὶ οὗ οὐκ ἦν ἡ καρδία τελεία
μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, ἐφαρμόσῃς τὰ τοῦ ὅρκου,
καὶ τό· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς
ἔσται μοι εἰς υἱόν;» Ἀλλὰ γὰρ ἄντικρυς Σολομῶνος
μὲν ἀλλότρια ταῦτα· ἀνάγοιντο δ' ἂν ἐπὶ Χριστὸν, ὃς
159

ἐκ σπέρματος Δαβὶδ ἀναστὰς, οἶκον τῷ Θεῷ οὐκ ἐξ


ἀψύχων λίθων, οὐδ' ἐν γωνίᾳ καὶ μέρει γῆς, ἀλλὰ καθ'
ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum


Vol. 22, p. 969, line 26

πῶς οὖν εἰς αὐτὸν ἐπιφέροιτο τὸ, «Ἀνορθῶσαι τὸν


θρόνον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ
τῆς ἐξ αὐτοῦ διαδοχῆς εἰρῆσθαι αὐτὰ, οὐκ ἀγνοητέον
ὅτι μέχρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς βασι-
λείας διήρκεσε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ τὸν
θρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Πῶς δ'
ἂν τῷ φιλογυναίῳ, καὶ οὗ οὐκ ἦν ἡ καρδία τελεία
μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, ἐφαρμόσῃς τὰ τοῦ ὅρκου,
καὶ τό· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς
ἔσται μοι εἰς υἱόν;» Ἀλλὰ γὰρ ἄντικρυς Σολομῶνος
μὲν ἀλλότρια ταῦτα· ἀνάγοιντο δ' ἂν ἐπὶ Χριστὸν, ὃς
ἐκ σπέρματος Δαβὶδ ἀναστὰς, οἶκον τῷ Θεῷ οὐκ ἐξ
ἀψύχων λίθων, οὐδ' ἐν γωνίᾳ καὶ μέρει γῆς, ἀλλὰ καθ'
ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ἐκ ζών-
των καὶ νοερῶν λίθων συνεστήσατο τὴν θεοπρεπῆ αὐ-
τοῦ Ἐκκλησίαν·

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς.


Vol. 23, p. 789, line 38

μήτε κατ' αὐτοῦ, μήτε τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ. Διὸ κα-


ταχέονται αἰσχύνην καὶ ἐντρέπονται πρὸς τὸ μηκέτι
μηδὲν τολμᾷν διαβολῆς ἄξιον ἐπικαλεῖν. Καὶ ταῦτα
πάντα ἔργῳ πληροῦται συμφώνως τῇ φασκούσῃ διὰ
τῶν προκειμένων προφητείᾳ· «Ὅταν αἰσχυνθῶσι καὶ
ἐντραπῶσιν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι.» Τότε γὰρ,
φησὶν, ὅταν οἱ ἐχθροὶ καταισχύνωνται, ἐγὼ ψαλῶ σοι,
καὶ ἐξομολογήσομαί σοι τῷ ἐμαυτοῦ Πατρί. Ἔτι δὲ
καὶ «ἡ γλῶσσά μου ὅλην τὴν ἡμέραν μελητήσει τὴν
δικαιοσύνην σου.»

ΕΙΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΟΑʹ.

 »Ὁ Θεὸς, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δός.» Οἱ λοιποὶ


τοῦ «Σολομῶντος» ἡρμήνευσαν. Ἔστι δὲ καὶ ἕτερος
τοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς ᾠδαῖς τῶν ἀναβαθμῶν, οὗ ἡ ἀρχή·
»Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκο-
πίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες αὐτόν.» Ἐν οἷς ἔοικεν ὁ Σο-
λομὼν ἐπὶ τῇ κατασκευῇ τοῦ οἴκου, ὃν ἤγειρεν ἐν
Ἱεροσολύμοις, πρῶτος αὐτὸς οἰκοδομήσας τὸ αὐτόθι
160

ἱερὸν, τὴν ᾠδὴν πεποιῆσθαι, διδάσκουσαν μόνα τὰ


τοῦ Θεοῦ οἰκοδομήματα διαιωνίζειν· τὰ γὰρ ἀνθρώ-
πινα καιρῷ συνίστασθαι·

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 789, line 40

μηδὲν τολμᾷν διαβολῆς ἄξιον ἐπικαλεῖν. Καὶ ταῦτα


πάντα ἔργῳ πληροῦται συμφώνως τῇ φασκούσῃ διὰ
τῶν προκειμένων προφητείᾳ· «Ὅταν αἰσχυνθῶσι καὶ
ἐντραπῶσιν οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι.» Τότε γὰρ,
φησὶν, ὅταν οἱ ἐχθροὶ καταισχύνωνται, ἐγὼ ψαλῶ σοι,
καὶ ἐξομολογήσομαί σοι τῷ ἐμαυτοῦ Πατρί. Ἔτι δὲ
καὶ «ἡ γλῶσσά μου ὅλην τὴν ἡμέραν μελητήσει τὴν
δικαιοσύνην σου.»

ΕΙΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΟΑʹ.

 »Ὁ Θεὸς, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δός.» Οἱ λοιποὶ


τοῦ «Σολομῶντος» ἡρμήνευσαν. Ἔστι δὲ καὶ ἕτερος
τοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς ᾠδαῖς τῶν ἀναβαθμῶν, οὗ ἡ ἀρχή·
»Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκο-
πίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες αὐτόν.» Ἐν οἷς ἔοικεν ὁ Σο-
λομὼν ἐπὶ τῇ κατασκευῇ τοῦ οἴκου, ὃν ἤγειρεν ἐν
Ἱεροσολύμοις, πρῶτος αὐτὸς οἰκοδομήσας τὸ αὐτόθι
ἱερὸν, τὴν ᾠδὴν πεποιῆσθαι, διδάσκουσαν μόνα τὰ
τοῦ Θεοῦ οἰκοδομήματα διαιωνίζειν· τὰ γὰρ ἀνθρώ-
πινα καιρῷ συνίστασθαι· ὃ δὴ καὶ ἀπέβη ἐπὶ τῆς
αὐτοῦ οἰκοδομῆς· οὐκ εἰς μακρὸν γοῦν ὁ ὑπ' αὐτοῦ
κατασκευασθεὶς νεὼς ὑπὸ Βαβυλωνίων κατελύθη. Ἡ

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς.


Vol. 23, p. 793, line 23

Οἶδε δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Σολομὼν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ,


σοφίαν ὀνομάζων αὐτὸν, ἐν οἷς ἐξ αὐτοῦ προσώπου
ἐν Παροιμίαις τάδε φησίν· «Ἐγὼ ἡ Σοφία κατ-
εσκήνωσα βουλὴν, καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκα-
λεσάμην. Δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι·» καὶ ἑξῆς·
»Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα
αὐτοῦ. Πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με, πρὸ τοῦ ὄρη
ἑδρασθῆναι· πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με.»
Γέννημα τοίνυν τοῦ Θεοῦ ἡ σοφία καὶ ὁ Υἱὸς αὐτοῦ
ὁ Μονογενής· καὶ περὶ αὐτοῦ τὴν παροῦσαν εὐχὴν
161

ἀναπέμπει ὁ Σολομὼν φάσκων· «Ὁ Θεὸς, τὸ κρίμα


σου τῷ βασιλεῖ δὸς,» δῆλον δ' ὅτι τῷ Μονογενεῖ
Λόγῳ σου. Ἐπειδὴ γὰρ ἔκρινας αὐτὸν ἐπὶ γῆς ὀφθῆ-
ναι, ἵνα μὴ μόνον τῶν κατ' οὐρανῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν
ἐπὶ γῆς βασιλεύῃ, τοῦτο τὸ κρίμα ἤδη ποτὲ ἐπὶ πέρας
ἀγέσθω· καὶ τὴν δικαιοσύνην δὲ τὴν σὴν τῷ υἱῷ τοῦ
βασιλέως δὸς, ὁ Θεός· υἱοῦ βασιλέως ἐνταῦθα τοῦ κατὰ
σάρκα νοουμένου ἐκ σπέρματος Δαυῒδ, ὃν αὐτὸς ἑαυτῷ
ὁ προὼν τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐξ ἁγίου Πνεύματος καὶ
τῆς ἁγίας Παρθένου συνεστήσατο· ὃν καὶ ἐν Παροι

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς.


Vol. 23, p. 1124, line 29

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΩΥΣΕΩΣ. ΠΘʹ.

 Κύριε, καταφυγὴ ἐγενήθης ἡμῖν ἐν γενεᾷ καὶ


γενεᾷ, Πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι καὶ πλασθῆναι
τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος
ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ εἶ, ὁ Θεός. Δόγμα παιδεύει ὁ λό-
γος, διδάσκων τὸ μὲν Θεῖον διαρκὲς ὑπάρχειν καὶ ἀί-
διον. Ὁ γὰρ εἰπὼν, Θεὸς ἐγώ εἰμι ὁ ὢν, ἀεὶ ὢν, καὶ
ὁ αὐτὸς ὢν, καὶ εἰς τοὺς ἀπείρους αἰῶνας διαμέ-
νων, οὔποτε μεταβάλλει τὴν αὑτοῦ φύσιν. Ἡμεῖς
δὲ, κατὰ καιροὺς παριόντες εἰς τὸν βίον, χειμάῤῥου
τρόπον ἀποῤῥέομεν· ἐπεὶ καὶ κατὰ τὸν Σολομῶνα,
Γενεὰ πορεύεται, καὶ Γενεὰ ἔρχεται, καὶ τὰ ἀν-
θρώπινα πράγματα δὲ οὐδὲ πώποτε ἐν ταὐτῷ μένει,
ἄλλοτε δ' ἄλλως μεταβάλλει. Ὁ δὲ διαρκὴς καθ'
ἑκάστην γενεὰν Κύριος τῶν εἰς αὐτὸν ἐλπιζόντων
καταφυγὴ γίνεται. Πρὸ μὲν γὰρ τοῦ κατακλυσμοῦ
Ἐνὼχ, καὶ εἴ τις ἄλλος τῆς τότε γενεᾶς, καταφυγὴν
αὐτὸν ἔσχηκεν· ἀπολλυμένου δὲ τοῦ τῶν ἀνθρώπων
γένους ἐν τῷ κατακλυσμῷ, πάλιν Νῶε καταφυγὴν
αὐτὸν, ἀλλ' οὔ τινα ἕτερον ἐκτήσατο. Καὶ μετὰ ταῦτα
πάλιν ὁ Λὼτ ἐκ τῆς Σοδομιτῶν γενεᾶς, Ἀβραάμ τε

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 1128, line 40

ἐπὶ τοῦ παρόντος τὸ Ἀδωναῒ ἡρμήνευται εἰς τὸν


Κύριον, τοῦ τετραγράμμου ὀνόματος, ὃ τὴν ἀπόῤῥη-
τον τοῦ Θεοῦ θεολογίαν σημαίνει, μὴ κειμένου κατὰ
τὴν παροῦσαν λέξιν, ἀλλὰ τοῦ δεσπότου μάλιστα εὐ-
καίρως ὠνομασμένου, εἰς παράστασιν τοῦ κήδεσθαι
αὐτὸν καὶ φροντίζειν τῶν αὑτοῦ οἰκετῶν, ὧν καὶ κα-
ταφυγὴ τυγχάνει. Καὶ ὅρα μήποτε ἐπὶ τὸν Θεὸν Λό-
162

γον ἀναφέρεται ἡ παροῦσα διδασκαλία· οὐδὲ γὰρ


μακρὰν ἀπᾴδει ἡ ἐνταῦθα φήσασα λέξις· Πρὸ τοῦ
ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν
οἰκουμένην σὺ εἶ, ὁ Θεός· τῆς παρὰ Σολομῶνι ἐκ
προσώπου τῆς σοφίας φασκούσης, Πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν
γεννᾷ με· δι' ὧν
ἔοικεν αἰνίττεσθαι τὰς ἀσωμάτους καὶ ἀγγελικὰς δυνάμεις, ὧν προϋπάρχειν τὸν τοῦ
Θεοῦ Λόγον καὶ τὴν
σοφίαν τοῦ Θεοῦ, αὕτη ἡ σοφία διδάσκει.
 Μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν· καὶ
εἶπας, Ἐπιστρέψατε, οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὅτι
χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθὲς,
ἥτις διῆλθε, καὶ φυλακὴ ἐν νυκτί. Τὰ ἐξουδενώ-
ματα αὐτῶν, ἔτη ἔσονται. Τὸ πρωῒ ὡς ἡ χλόη παρ-
έλθοι, τὸ πρωῒ ἀνθήσαι καὶ παρέλθοι, τὸ ἑσπέ-
ρας ἀποπέσοι, σκληρυνθείη καὶ ξηρανθείη· ὅτι

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 1133, line 39

καὶ ἀτελευτήτους αἰῶνας διαρκοῦντος. Διόπερ ἕτερόν


μοι δοκεῖ νοῦν ὑποβάλλειν ἡ παροῦσα προσευχὴ, δι-
δάσκουσα τὸν λαὸν λέγειν· Ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλ-
μοῖς σου ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθὲς, ἥτις διῆλθε, καὶ
φυλακὴ ἐν νυκτί. Τὰ γοῦν σεμνὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ,
ἐν οἷς τὸ πᾶν ἔθνος αὐτῶν ἤκμασέ τε καὶ ἤνθησεν ἐν
ἡμέραις, ὥσπερ καὶ φωτὶ γέγονε, ταῦτ' ἦν τὰ χίλια
ἔτη. Ἐπὶ μόνοις γὰρ χιλίοις ἔτεσι συνέστηκε καὶ διήρ-
κεσε τὰ τῆς ἐν τόπῳ λατρείας· ἃ δὴ καὶ ἀριθμεῖται
τοῦτον τὸν τρόπον. Ἀπὸ μὲν τῆς πρώτης τοῦ ἱεροῦ
κατασκευῆς καὶ τῶν Σολομῶνος χρόνων μέχρι τῆς
ὑπὸ Βαβυλωνίων πολιορκίας ἔτη συνάγεται υλβʹ· με-
τὰ δὲ ταῦτα εἰς ἔρημον περιστάντος τοῦ τόπου, αὖθις
Ἰησοῦς καὶ Ζοροβάβελ, ὁ τοῦ Σαλαθιὴλ, κατὰ τὸ δεύ-
τερον ἔτος Δαρείου τοῦ Πέρσου ἀνανεοῦσι τὸν οἶκον·
ἐξ ἐκείνου τε καὶ ἐπὶ τὸ πεντεκαιδέκατον ἔτος Τιβε-
ρίου Καίσαρος ἔτη συνάγεται φμηʹ· ὥστε εἶναι τὰ
πάντα ϡπʹ. Διέμεινέ τε χειμαζομένη καὶ ἀστατοῦσα
ἡ πόλις μετὰ τὴν κατὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιβου-
λὴν αὐτῶν ἑτέροις

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 24, p. 20, line 12

βυλῶνι, ἀγαθὰς ἐλπίδας δι' ὧν κλαίουσι σπείροντες,


θεριοῦσιν ἀγαλλίασιν· ἀντὶ δακρύων ἅπερ ἔσχον
ἀγαπώμενοι, δεξόμενοι τὴν τῆς ἐπανόδου χαράν· καὶ
εἰ τότε βραχύ τι σπέρμα θεοσεβείας ἐφύλαττον, ἀλλὰ
τὰς ἑαυτῶν ἐκεῖ ψυχὰς γεωργήσαντες, πολλοὺς ἐπαν-
ιόντες οἴσουσι τοὺς καρπούς. Μέχρι τῆς ζʹ ᾠδῆς τὰ
περὶ τῶν ἐκ περιτομῆς αἰχμαλώτων προεθεσπίσθη.
163

ΨΑΛΜΟΣ ΡΚϛʹ.

 Κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν καὶ τοὺς ἑρμηνεύσαντας ἅπαν-


τας, ἡ παροῦσα νῦν ᾠδὴ Σολομῶντός ἐστιν (ὥσπερ
ἄλλοι ἄλλων εἰσὶν ἐπιγεγραμμένοι ψαλμοὶ) προφητι-
κῶς ὑπ' αὐτοῦ λεχθεῖσα ὁπηνίκα τὸν ναὸν κατεσκεύαζε·
τῶν γὰρ Ἰουδαίων μεγαλοφρονούντων ἐπὶ τῷ τῆς
κατασκευῆς ὀχυρῷ, θείῳ Πνεύματι συνορῶν τὴν
ἐσχάτην ἐρημίαν αὐτοῦ, καὶ τὴν ὑπὸ τοῦ Κυρίου
μέλλουσαν Ἐκκλησίαν καθ' ὅλης οἰκοδομεῖσθαι τῆς
οἰκουμένης, ἀντιπαρατιθεὶς τῇ παρ' αὐτοῦ κατασκευῇ
τοῦ ναοῦ, ἐκείνην τε προκρίνει καὶ ὑπεράγαται, τὴν
τότε παρουσίαν ἐλέγχων ὡς πρόσκαιρον καὶ μηδὲ
πρὸς βραχὺ συνισταμένην ἄνευ Θεοῦ φυλακῆς

Επιφάνιος. Ancoratus Ch. 43, sec. 2, line 3

λέγων «ἠράσθην τοῦ κάλλους αὐτῆς καὶ νύμφην ἠγαγόμην ἐμαυτῷ»,


καὶ Ἰὼβ οἶδε σοφίαν καί φησιν «ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ
τόπος ἐστὶ τῆς φρονήσεως;» καί «σοφία τοῦ πένητός ἐστιν ἐξουδενω-
μένη» καί «αὐτὸς τῆς σοφίας ἐστὶ διορθωτής» καί «σοφία πατρὸς ὁ
μονογενής».
 Τί οὖν λέγομεν; εἰ σοφία πατήρ ἐστι καὶ ὁ υἱὸς δὲ κατὰ τὸν
ἐκείνων νοῦν οὐ προῆλθεν ἐξ αὐτοῦ, Λόγος καὶ θεὸς ὢν καὶ σοφία
ὤν, ἄρα ὁ πατὴρ λείπεται σοφίας ἐν ἑαυτῷ. πῶς οὖν «θεῷ μόνῳ
σοφῷ ἀοράτῳ» καὶ ταῦτα πάντα ἐστὶν ἀκατάληπτα καὶ ἄπειρα
ἀνθρώποις; ἔδωκεν ὁ θεὸς σοφίαν τῷ Σολομῶντι καὶ ἐνέπλησε σοφίας
τὸν Βεσελεὴλ καί «σοφοὶ ἄνθρωποι κρύπτουσιν αἰσχύνην». καὶ περὶ
σοφίας πολλὰ ἔστι λέγειν. ἐκείνη δὲ ἡ σοφία τοῦ πατρὸς μονοειδής
ἐστι, μὴ ἔχουσα ἀντιπαράθεσιν ἄλλην. ὅμως δὲ εἰ καὶ περὶ αὐτῆς ἦν
ὁ λόγος ᾀδόμενος, οὔτε συντίθεμαι οὔτε ἀποτάσσομαι, θεῷ δὲ συγ-
χωρῶ τὸ εἰδέναι· βεβιασμένως δὲ ὁρῶ ἀντιπαράθετα τὰ λεγόμενα.
»ἔκτισε», γάρ φησιν, «ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰ-
ῶνος ἐθεμελίωσέ με· πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με». πῶς οὖν
τὸ γεννώμενον θεμελιοῦται; πῶς δὲ τὸ κτιζόμενον γεννᾶται; εἰ γὰρ
κτιστόν, οὐ γεννητὸν ὄντως. ἡμεῖς γὰρ ἃ γεννῶμεν οὐ κτίζομεν
καὶ ἃ κτίζομεν οὐ γεννῶμεν·

Επιφάνιος. Ancoratus Ch. 59, sec. 4, line 10

λους εὐλόγως σώματα ἐκάλεσαν σὺν ψυχαῖς, ἵνα δείξῃ τὴν χρῆσιν
τῶν σωμάτων. ἐξῆλθε δὲ Νῶε ἐκ τῆς κιβωτοῦ γεννήσας τὸν Σὴμ
τὸν Χὰμ τὸν Ἰάφεθ. Σὴμ δὲ γεννᾷ τὸν Ἀρφαξάδ, Ἀρφαξὰδ γεννᾷ  
τὸν Καϊνάν, Καϊνὰν τὸν Σάλα, Σάλα τὸν Ἔβερ, Ἔβερ τὸν Φαλέκ,
Φαλὲκ τὸν Ῥαγαῦ, Ῥαγαῦ τὸν Σερούχ, Σεροὺχ τὸν Ναχώρ, Ναχὼρ
τὸν Θάρρα, Θάρρα τὸν Ἀβραάμ, Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ τὸν Ἰακώβ,
Ἰακὼβ τὸν Ἰούδαν, Ἰούδας τὸν Φαρές, Φαρὲς τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ
τὸν Ἀράμ, Ἀρὰμ τὸν Ἀμιναδάμ, Ἀμιναδὰμ τὸν Ναασώμ, Ναασὼμ
164

τὸν Σαλμών, Σαλμὼν τὸν Βοόζ, Βοὸζ τὸν Ἰωβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ,
Ἰωβὴδ τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ τὸν Δαυὶδ τὸν βασιλέα, Δαυὶδ τὸν Σολο-
μῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, Σολομῶν τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοὰμ τὸν Ἀβιά,
Ἀβιὰ τὸν Ἀσάφ, Ἀσὰφ τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ
τὸν Ὀχοζίαν, Ὀχοζίας τὸν Ἰωάς, Ἰωὰς τὸν Ἀμεσίαν, Ἀμεσίας τὸν
Ὀζίαν, τὸν κληθέντα Ἀζαρίαν, Ὀζίας τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ τὸν Ἄχαζ,
Ἄχαζ τὸν Ἐζεκίαν, Ἐζεκίας τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς τὸν Ἀμώς, Ἀμὼς
τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας τὸν Ἰεχονίαν, Ἰεχονίας πάλιν τὸν Σαλαθιήλ,
Σαλαθιὴλ τὸν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ τὸν Ἐλια-
κείμ, Ἐλιακεὶμ τὸν Ἀσώρ, Ἀσὼρ τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ τὸν Ἀχείμ,
Ἀχεὶμ τὸν Ἐλιούδ, Ἐλιοὺδ τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ τὸν Ματθίαν,
Ματθίας τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ τὸν Ἰωσήφ.
 Ἰωσὴφ γέρων ὢν καὶ χῆρος μετὰ τὸ λαβεῖν πρώτην γυ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 188, line 25

λος ὧδέ πως λέγων ὅτι «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὐ βάρβαρος, οὐ Σκύθης,
οὐχ Ἕλλην, οὐκ Ἰουδαῖος, ἀλλὰ καινὴ κτίσις», ἐπειδὴ ἐξ ὑπαρχῆς,
ὅτε ἔκτιστο ἡ κτίσις, καινὴ οὖσα οὐδέν τι διαφορώτερον ἔσχεν
ὄνομα. συνῳδὰ δὲ τούτοις πάλιν ἐν ἑτέρῳ τόπῳ λέγει οὕτως «ὀφει-
λέτης εἰμὶ Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις», ἵνα
δείξῃ σοφοὺς μὲν τοὺς Ἰουδαίους, ἀνοήτους δὲ τοὺς Σκύθας. καί
φησιν «ὀφειλέτης εἰμί» . ἐντεῦθεν τὸ πᾶν γένος τοῦ Ἰσραὴλ
Ἰουδαῖοι ἐκαλοῦντο ἀπὸ χρόνου τοῦ Δαυὶδ καὶ διήρκεσεν ἐπωνύμως
καλούμενον Ἰσραηλιτῶν τε καὶ Ἰουδαίων [ἔχον τὴν ἐπίκλησιν] τὸ
πᾶν γένος τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Δαυὶδ καὶ τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ Σολομῶντος καὶ υἱοῦ τοῦ Σολομῶντος, φημὶ δὲ τοῦ Ῥοβοὰμ
τοῦ μετὰ τὸν Σολομῶντα βασιλεύσαντος ἐν Ἱερουσαλήμ. ἵνα δὲ μὴ
ἐν παρεξόδῳ γένωμαι, παρερχόμενος τὰ κατὰ τὴν τῶν Ἰουδαίων  
θρῃσκείαν καὶ μὴ ὑποσημαινόμενος τῆς κατ' αὐτοὺς δόξης τὴν ὑπό-
θεσιν ὀλίγα ἀπὸ πολλῶν παραθήσομαι. πᾶσι γὰρ ὡς εἰπεῖν φανε-
ρώτατα ὑπάρχει τὰ κατὰ τοὺς Ἰουδαίους. διὸ οὐ πάνυ κάματον
ἀναδέξομαι περὶ ταύτης τῆς ὑποθέσεως κατὰ τὸ λιπτότατον διηγή-
σασθαι, ἀλλ' ὅμως ἦν ἀναγκαῖον ὀλίγα ἀπὸ πολλῶν ἐνταῦθα παρα-
θέσθαι.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 193, line 26

καὶ ἐν Χριστῷ ἀληθινῶς πληροῦσθαι.


 Ἕως τούτου μοι λελέχθω περὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. καὶ γὰρ ὀλίγων
ἐμνημόνευσα εἰς τὸ μὴ τὸ πᾶν αὐτῶν παρασιωπῆσαι, ἀλλὰ ἐν μέρει
ὑποδεῖξαι. πᾶσι γὰρ ὡς εἰπεῖν πρόδηλός ἐστιν ἡ κατ' αὐτοὺς ὑπόθεσις
καὶ ὁ πρὸς αὐτοὺς ἔλεγχος. ἐδείξαμεν δὲ καὶ τὴν ἀρχήν, πόθεν ἔσχον τὴν
εἰσαγωγήν, ὅτι ἐξ ἀρχῆς ἐκ τῆς τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ πατριάρχου θεοσεβείας
Ἀβράμιοι καλοῦνται οἱ θεοσεβεῖς διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς ἐκ σπέρματος
αὐτοῦ, ἀπὸ δὲ τοῦ ἐκγόνου αὐτοῦ, φημὶ δὲ Ἰακὼβ τοῦ καὶ Ἰσραήλ,
Ἰσραηλῖται· ἐξ ἡμερῶν δὲ Δαυὶδ τοῦ βασιλεύσαντος ἐκ φυλῆς Ἰούδα
165

ἐκαλοῦντο Ἰουδαῖοί τε καὶ Ἰσραηλῖται πᾶσαι αἱ δώδεκα φυλαὶ καὶ


ἕως Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ καὶ ἕως τοῦ Ῥοβοάμ, υἱοῦ Σολο-
μῶντος, ἐκγόνου δὲ τοῦ Δαυίδ. καὶ κατὰ ἐπιτίμησιν θεοῦ καὶ ἀνα-
ξιότητα τοῦ Ῥοβοὰμ ἐσχίσθησαν αἱ δεκαδύο φυλαὶ καὶ γεγόνασι δύο
ἥμισυ μετὰ τοῦ Ἰούδα τουτέστι μετὰ Ῥοβοὰμ καὶ ἐννέα ἥμισυ μετὰ
Ἱεροβοάμ. ἐκαλοῦντο δὲ αἱ ἐννέα ἥμισυ Ἰσραηλῖταί τε καὶ Ἰσραήλ,  
βασιλευόμεναι ὑπὸ τοῦ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ ἐν Σαμαρείᾳ· αἱ δὲ δύο
ἥμισυ εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι ἐκαλοῦντο, βασιλευόμεναι ὑπὸ Ῥοβοὰμ
υἱοῦ Σολομῶντος. καὶ γεγόνασι πάλιν διαδοχαὶ βασιλέων· Ῥοβοὰμ
γεννᾷ τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ γεννᾷ τὸν Ἀσά, Ἀσὰ γεννᾷ τὸν Ἰωσαφάτ,
Ἰωσαφὰτ γεννᾷ τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ γεννᾷ τὸν Ὀχοζίαν, Ὀχοζίας γεννᾷ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 43, line 16

ἡσυχῆ βαίνουσα, ὡς σαφῶς ἔστιν ἰδεῖν ἀπὸ τοῦ προφητικοῦ λόγου.


ἐγκαλῶν γὰρ ὁ προφήτης τοῖς τὰ δεινὰ περιεργαζομένοις καὶ πολύ-
φημα ἐπινοοῦσιν εἰς ἑαυτῶν ἀπάτην ἔλεγεν «διὰ τὸ μὴ θέλειν ὑμᾶς
τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωὰμ τὸ πορευόμενον ἡσυχῆ, ἀνάγει ἐφ' ὑμᾶς κύριος
τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ, τὸν βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων». ὕδωρ γὰρ Σι-
λωὰμ ἐστὶν διδασκαλία τοῦ ἀπεσταλμένου. τίς δ' ἂν εἴη οὗτος ἀλλ'
ἢ ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς, ὁ ἀπὸ τοῦ θεοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀπεσταλ-
μένος; ἡσυχῆ δὲ διὰ τὸ μηδὲν κενόφωνον μηδὲ ἐπίπλαστον , ἀλλὰ
ἐν ἀληθείᾳ τὴν ἁγίαν αὐτοῦ νύμφην, τὴν παρ' αὐτῷ περιστερὰν
καλουμένην διὰ τὸ ἄκακον καὶ ἥμερον καὶ καθαρώτατον τοῦ ζῴου
ἐν τοῖς ᾄσμασι τοῦ Σολομῶνος. καὶ ἔστι θαυμάσαι ὡς τὰς μὲν
ἄλλας μὴ οὔσας αὐτοῦ, ἐπὶ δὲ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἑαυτὰς κεκληκυίας,
παλλακίδας ὠνόμασε καὶ βασιλίσσας διὰ τὸ βασιλεῦον ὄνομα, ὃ ἑκά-
στη Χριστὸν ἐπιγραφομένη ἑαυτῇ σεμνύνεται. ἀλλ' εἰ καὶ ὀγδοήκοντά
εἰσι παλλακαί, αἵτινές εἰσιν αἱ αἱρέσεις, ἔπειτα δὲ νεάνιδες ὧν οὐκ
ἔστιν ἀριθμός, φησί «μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου» τουτέστιν
αὐτὴ ἡ ἁγία νύμφη καὶ καθολικὴ ἐκκλησία· περιστερὰ μὲν ὡς ἔφην
διὰ τὸ ἥμερον καὶ ἄκακον καὶ καθαρὸν τοῦ ζῴου, τελεία δὲ διὰ τὸ
τὴν τελείαν ἐκ θεοῦ λαβεῖν χάριν καὶ γνῶσιν παρ' αὐτοῦ τοῦ σωτῆ-
ρος διὰ πνεύματος ἁγίου. αὐτὸς οὖν ὁ νυμφίος, ὁ ἀπεσταλμένος

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 100, line 1

πλείω βαπτίσματα ἐδογμάτισεν.


 4. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὸν νόμον ἀποβάλλει καὶ πάν-
τας προφήτας, λέγων ἐκ τοῦ ἄρχοντος τοῦ τὸν κόσμον πεποιηκότος
τοὺς τοιούτους πεπροφητευκέναι. Χριστὸν δὲ λέγει ἄνωθεν ἀπὸ
τοῦ ἀοράτου καὶ ἀκατονομάστου πατρὸς καταβεβηκέναι ἐπὶ σωτηρίᾳ
τῶν ψυχῶν καὶ ἐπὶ ἐλέγχῳ τοῦ θεοῦ τῶν Ἰουδαίων καὶ νόμου καὶ
προφητῶν καὶ τῶν τοιούτων. καὶ ἄχρι Ἅιδου καταβεβηκέναι τὸν
κύριον, ἵνα σώσῃ τοὺς περὶ Κάϊν καὶ Κορὲ καὶ Δαθὰν καὶ Ἀβειρών,
Ἠσαῦ τε καὶ πάντα τὰ ἔθνη τὰ μὴ ἐγνωκότα τὸν θεὸν τῶν Ἰου-
δαίων· τοὺς δὲ περὶ Ἄβελ καὶ Ἐνὼχ καὶ Νῶε καὶ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ  
καὶ Ἰακὼβ καὶ Μωυσέα, Δαυίδ τε καὶ Σολομῶντα ἐκεῖ καταλελοιπέναι,
διότι ἐπέγνωσαν, φησί, τὸν θεὸν τῶν Ἰουδαίων, ὄντα ποιητὴν καὶ
166

κτιστήν, καὶ τὰ καθήκοντα αὐτοῦ πεποιήκασι καὶ οὐχὶ τῷ θεῷ τῷ


ἀοράτῳ ἑαυτοὺς προσανέθεντο. δίδωσι καὶ ἐπιτροπὴν γυναιξὶ
βάπτισμα διδόναι. παρ' αὐτοῖς γὰρ πάντα χλεύης ἔμπλεα καὶ οὐδὲν
ἕτερον, ὁπότε καὶ τὰ μυστήρια ἐνώπιον κατηχουμένων ἐπιτελεῖν τολ-
μῶσιν. ἀνάστασιν δὲ ὡς εἶπον οὗτος λέγει οὐχὶ σωμάτων, ἀλλὰ
ψυχῶν καὶ σωτηρίαν ταύταις ὁρίζεται, οὐχὶ τοῖς σώμασιν. καὶ με-
ταγγισμοὺς ὁμοίως τῶν ψυχῶν καὶ μετενσωματώσεις ἀπὸ σωμάτων
εἰς σώματα φάσκει.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 16, line 12

θέντος δὲ Βουδδᾶ κατὰ τὴν τῶν Ἀσσυρίων γλῶτταν, ὃς καὶ αὐτὸς δοῦλος
ὑπῆρχε Σκυθιανοῦ τινος. ἀπὸ τῆς Σαρακηνίας ὁρμωμένου, κατὰ δὲ τὰ
τέρματα τῆς Παλαιστίνης τουτέστιν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, ἀνατραφέντος. οὗτος
ὁ Σκυθιανὸς ἐν τοῖς προειρημένοις τόποις παιδευθεὶς τὴν Ἑλλήνων
γλῶσσαν καὶ τὴν τῶν γραμμάτων αὐτῶν παιδείαν δεινός τε γέγονε περὶ
τὰ μάταια τοῦ κόσμου φρονήματα. ἀεὶ δὲ στελλόμενος τὴν πορείαν ἐπὶ
τὴν τῶν Ἰνδῶν χώραν πραγματείας χάριν πολλὴν ἐμπορίαν ἐποιεῖτο. ὅθεν
πολλὰ κτησάμενος ἐν τῷ κόσμῳ καὶ διὰ τῆς Θηβαΐδος διιών, ὅρμοι
γὰρ τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης διάφοροι, ἐπὶ τὰ στόμια τῆς Ῥωμανίας
διακεκριμένοι, ὁ μὲν εἷς ἐπὶ τὴν Αἰλᾶν, ἥτις ἐστὶν ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ
Αἰλῶν· ἔνθα που ἡ ναῦς Σολομῶντος διὰ τριῶν ἐτῶν ἐρχομένη ἔφερε  
χρυσὸν καὶ ὀδόντας ἐλεφαντίνους, ἀρώματά τε καὶ ταῶνας καὶ τὰ ἄλλα,
ὁ δὲ ἕτερος ὅρμος ἐπὶ τὸ Κάστρον τοῦ Κλύσματος, ἄλλος δὲ ἀνωτάτω
ἐπὶ τὴν Βερνίκην καλουμένην, δι' ἧς Βερνίκης καλουμένης ἐπὶ τὴν Θηβαΐδα
φέρονται, καὶ τὰ ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς ἐρχόμενα εἴδη ἐκεῖσε τῇ Θηβαΐδι
διαχύνεται ἢ ἐπὶ τὴν Ἀλεξανδρέων διὰ τοῦ Χρυσορρόᾳ ποταμοῦ, Νείλου
δέ φημι, τοῦ καὶ Γεὼν ἐν ταῖς γραφαῖς λεγομένου, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τῶν
Αἰγυπτίων γῆν καὶ ἐπὶ τὸ Πηλούσιον φέρεται· καὶ οὕτως εἰς τὰς ἄλλας
πατρίδας διὰ θαλάσσης διερχόμενοι οἱ ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς ἐπὶ τὴν Ῥω-
μανίαν ἐμπορεύονται.

Επιφάνιος. De prophetarum vita et obitu (recensio prior) [Sp.] P. 5, line 3

ἀνεῖλε Δαυὶδ Οὐρίαν τὸν ἄνδρα τῆς Βηρσαβεέ, ἀπέστειλεν


ὁ θεὸς τὸν Ναθὰν καὶ ἤλεγξε τὸν Δαυὶδ περὶ τῆς ἁμαρτίας
αὐτοῦ. Καὶ ἐφοβήθη Δαυὶδ τὸν κύριον, ὅτι ἠλέγχθη ὃ
ἐποίησε· καὶ ἔγνω Δαυίδ, ὅτι πνεῦμα θεοῦ ἅγιον ἐπὶ Να-
θὰν τὸν προφήτην ἐστί· καὶ ἐτίμησεν αὐτὸν ὡς ὅσιον
θεοῦ· καὶ αὐτὸς πάνυ γηράσας ἀπέθανε· καὶ ἐτάφη ἐν Γα-
βὰθ ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ.
 βʹ. Ἀχίας δὲ ὁ Σηλωνίτης· οὗτος ἦν ἀπὸ Σηλὼμ ἐκ  
φυλῆς Ἰούδα, ὅπου ἦν ἡ σκηνὴ τῆς κιβωτοῦ τὸ παλαιόν·
ἐκ πόλεως Ἀρμαθαὶμ Ἠλεὶ τοῦ ἱερέως. Οὗτος ὁ προφήτης
εἶπε περὶ Σολομῶν τοῦ υἱοῦ Δαυίδ, ὅτι προσκρούσει τῷ
θεῷ· οὗτος ἤλεγξε καὶ τὸν Ἱεροβοάμ, ὅτι ἐὰν βασιλεύσῃ,
δόλῳ πορεύσεται μετὰ κυρίου· εἶδε γὰρ ὀπτασίαν ζεῦγος
βοῶν καταπατοῦν τὸν λαὸν καὶ κατὰ τῶν ἱερέων ἐπιτρέχον·
167

καὶ προσεῖπε τῷ Σολομῶν, ὅτι γυναῖκες αὐτὸν ἐκστήσουσιν


ἀπὸ τοῦ κυρίου. Καὶ τῷ Ἱεροβοὰμ εἶπεν, ὅτι διὰ τῶν δύο
δαμάλεών σου προσκρούσεις τῷ κυρίῳ, καὶ εἰς δουλείαν
ἔσται τὸ γένος σου. Ἀπέθανε δὲ Ἀχίας καὶ ἐτάφη σύνεγγυς
τῆς δρυὸς τῆς οὔσης ἐν Σηλώμ.

Επιφάνιος. De prophetarum vita et obitu (recensio prior) [Sp.] P. 9, line 6

παρεκαθέζοντο τῷ Σιλωάμ· ὁπότε οὖν οἱ Ἰουδαῖοι ἤρχοντο,


ἀντλεῖν ἐξήρχετο αὐτοῖς ὕδωρ καὶ ὑδρεύοντο, οἱ δὲ ἀλλόφυ-
λοι οὐχ εὕρισκον. Ἔφευγε γὰρ τὸ ὕδωρ. Διὸ καὶ ἕως τῆς
σήμερον αἰφνιδίως ἐξέρχεται, ἵνα δειχθῇ τὸ μυστήριον. Καὶ
ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἡσαΐου τοῦτο γέγονε, μνήμης χάριν καὶ ὁ  
λαὸς πλησίον αὐτὸν ἐπιμελῶς ἔθαψαν ἐνδόξως, ἵνα διὰ τῶν
εὐχῶν αὐτοῦ ἕως τέλους ἔχουσι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὕδατος.
Καὶ χρησμὸς γὰρ ἐδόθη αὐτοῖς περὶ αὐτοῦ. Ἔστι δὲ ὁ
τάφος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου ἐχόμενα τοῦ τάφου τῶν βασι-
λέων ὀπίσω τοῦ τάφου τῶν ἱερέων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
νότον. Σολομῶν γὰρ οἰκοδομῶν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐποίησε
τοὺς τάφους τῶν βασιλέων τοῦ Δαυὶδ διαγράψαντος αὐτούς·
ἔστι δὲ κατ' ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥ τις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ
Γαβαὼθ μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους κʹ. Καὶ ἐποίησε
σκολιὰν συνθετὴν ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἕως σήμερον τοῖς
πολλοῖς ἀγνοουμένη.
 ηʹ. Ἱερεμίας ὁ προφήτης ἦν ἐξ Ἀναθὼθ καὶ ἐν Τάφναις
Αἰγύπτου λιθοβοληθεὶς ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐτελεύτησε. Κεῖται
δὲ ἐν τόπῳ τῆς οἰκήσεως Φαραώ, ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἐδόξα-
σαν αὐτὸν εὐεργετηθέντες ὑπ' αὐτοῦ. Ἀσπίδες γὰρ καὶ τῶν
ὑδάτων οἱ θῆρες, οὓς καλοῦσιν οἱ Αἰγύπτιοι Νεφώθ, Ἕλ

Επιφάνιος. De mensuris et ponderibus Line 119

μίαι Σολομῶντος, Ἐκκλησιαστής, ᾎσμα ᾈσμάτων. Εἶτα ἄλλη πεντάτευ-


χος τὰ καλούμενα Γραφεῖα, παρά τισι δὲ Ἁγιόγραφα λεγόμενα, ἅτινά ἐστιν
οὕτως· Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ βίβλος, Κριτῶν μετὰ τῆς Ῥούθ, Παραλειπομένων
πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, Βασιλειῶν πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, Βασιλειῶν
τρίτη μετὰ τῆς τετάρτης. Αὕτη τρίτη πεντάτευχος. Ἄλλη πεντάτευχος τὸ
δωδεκαπρόφητον, Ἡσαΐας, Ἱερεμίας, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ. Καὶ εἶτα ἐπλη-
ρώθη ἡ προφητικὴ πεντάτευχος. Ἔμειναν δὲ ἄλλαι δύο, αἵτινές εἰσι
τοῦ Ἔσδρα, δύο εἰς μίαν λογιζόμεναι, καὶ ἡ ἄλλη βίβλος ἡ τῆς
Ἐσθήρ. Καὶ ἐκπληρώθησαν αἱ εἴκοσι δύο βίβλοι κατὰ τὸν ἀριθμὸν
τῶν εἴκοσι δύο στοιχείων παρ' Ἑβραίοις. Αἱ γὰρ στιχήρεις δύο βίβλοι, ἥ
τε τοῦ Σολομῶντος, ἡ Πανάρετος λεγομένη, καὶ ἡ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ υἱοῦ Σει-
ράχ, ἐκγόνου δὲ τοῦ Ἰησοῦ, (ὁ γὰρ πάππος αὐτοῦ Ἰησοῦς ἐκαλεῖτο), τοῦ
καὶ τὴν σοφίαν ἑβραϊστὶ γράψαντος, ἣν ὁ ἔκγονος αὐτοῦ Ἰησοῦς ἑρμηνεύ-
σας ἑλληνιστὶ ἔγραψε. Καὶ αὗται χρήσιμοι μέν εἰσι καὶ ὠφέλιμοι, ἀλλ' εἰς
ἀριθμὸν τῶν ῥητῶν οὐκ ἀναφέρονται. Διὸ οὐδὲ ἐν τῷ ἀαρὼν ἐνετέθησαν,
τουτέστιν ἐν τῇ τῆς διαθήκης κιβωτῷ.
168

 Ἀλλὰ καὶ ἔτι τοῦτό σε μὴ παρέλθῃ, ὦ φιλόκαλε, ὅτι καὶ τὸ Ψαλτή-


ριον διεῖλον εἰς πέντε βιβλία οἱ Ἑβραῖοι, ὥστε εἶναι καὶ αὐτὸ ἄλλην πεν-
τάτευχον. Ἀπὸ γὰρ πρώτου ψαλμοῦ ἄχρι τεσσαρακοστοῦ μίαν ἐλογίσαν-
το βίβλον ἀπὸ δὲ τεσσαρακοστοῦ πρώτου ἄχρι τοῦ ἑβδομηκοστοῦ πρώ-
του δευτέραν ἡγήσαντο· ἀπὸ ἑβδομηκοστοῦ δευτέρου ἕως ὀγδοηκοστοῦ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 23, sec. 1, line 2

τῆς Ὁμηρικῆς δέλτου τὸ θαῦμα, οὓς κοινωνία συμφορῶν


ἐγνώρισε, καὶ τὸ καλῶς ἅρμα ἐλαύνειν μεριζομένους ἐν
ταὐτῷ ἡνίας καὶ μάστιγας.
 Ἀλλὰ γὰρ ἔλαθον ἐμαυτὸν εἰς τοὺς ἐμοὺς ὑπαχθεὶς
ἐπαίνους, ὁ μηδὲ παρ' ἑτέρου ποτὲ τοῦτο δεξάμενος· καὶ
θαυμαστὸν οὐδέν, εἰ κἀνταῦθα τῆς ἐκείνου φιλίας τι παραπ-
έλαυσα, ὥσπερ ζῶντος εἰς ἀρετήν, οὕτω μεταστάντος εἰς
εὐφημίαν. Ἀλλ' ἐπὶ τὴν νύσσαν ἐπαναγέσθω πάλιν ἡμῖν ὁ
λόγος.
 Τίς μὲν οὕτω πολιὸς ἦν τὴν σύνεσιν καὶ πρὸ
τῆς πολιᾶς; ἐπειδὴ τούτῳ καὶ Σολομῶν τὸ γῆρας ὁρίζε-
ται. Τίς δὲ οὕτως αἰδέσιμος ἢ παλαιοῖς ἢ νέοις, μὴ ὅτι
τῶν κατὰ τὸν αὐτὸν ἡμῖν χρόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν πλεῖστον
προειληφότων; Τίς μὲν ἧττον ἐδεῖτο λόγων διὰ τὸν τρό-
πον; Τίς δὲ μᾶλλον μετέσχε λόγου καὶ μετὰ τοῦ τρόπου;
Ποῖον μὲν εἶδος οὐκ ἐπῆλθε παιδεύσεως; Μᾶλλον δέ,
ποῖον οὐ μεθ' ὑπερβολῆς ὡς μόνον;

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 26, sec. 3, line 3

διάσκεψιν· ὡς δὲ κἀν τοῖς πολεμικοῖς ἔχει· στρατιώτης,


ταξίαρχος, στρατηγός. Αὕτη ἡ τάξις ἀρίστη καὶ λυσιτελες-
τάτη τοῖς ἀρχομένοις.
         Τὸ δ' ἡμέτερον πολλοῦ ἂν ἦν
ἄξιον, εἰ οὕτως εἶχε. Νῦν δὲ κινδυνεύει τὸ πάντων ἁγιώ-
τατον τάγμα τῶν παρ' ἡμῖν πάντων εἶναι καταγελαστότα-
τον. Οὐ γὰρ ἐξ ἀρετῆς μᾶλλον ἢ κακουργίας ἡ προεδρία,
οὐδὲ τῶν ἀξιωτέρων ἀλλὰ τῶν δυνατωτέρων οἱ θρόνοι.
 Σαμουὴλ ἐν προφήταις, ὁ τὰ ἔμπροσθεν βλέπων·
ἀλλὰ καὶ Σαούλ, ὁ ἀπόβλητος. Ῥοβοὰμ ἐν βασιλεῦσι, ὁ
Σολομῶντος· ἀλλὰ καὶ Ἱεροβοάμ, ὁ δοῦλος καὶ ἀποστά-
της. Καὶ ἰατρὸς μὲν οὐδεὶς οὐδὲ ζωγράφος, ὅστις οὐ φύσεις
ἀρρωστημάτων ἐσκέψατο πρότερον, ἢ πολλὰ χρώματα συνε-
κέρασεν ἢ ἐμόρφωσεν· ὁ δὲ πρόεδρος εὑρίσκεται ῥᾳδίως
μὴ πονηθείς, καὶ πρόσφατος τὴν ἀξίαν, ὁμοῦ τε σπαρεὶς
καὶ ἀναδοθείς, ὡς ὁ μῦθος ποιεῖ τοὺς Γίγαντας.
169

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 42, sec. 2, line 3

λύσιν ζητεῖν, αὐτὸς δὲ καθεύδειν· ἀλλά τι καὶ βοηθεῖν καὶ


παρ' ἑαυτοῦ συνεισφέρειν ᾤετο δεῖν.
 Τί γὰρ εἶναι τῆς συμφορᾶς ταύτης ἀνιαρότερον,
ὑπὲρ δὲ τοῦ κοινοῦ χρῆναι μᾶλλον σπουδάζειν τὸν ἄνω
βλέποντα; Ἑνὸς μὲν γὰρ εὖ πράττοντος ἢ κακῶς, οὐδὲν τῷ
κοινῷ τοῦτο ἐπισημαίνειν· τοῦ κοινοῦ δὲ οὕτως ἢ ἐκείνως
ἔχοντος, καὶ τὸν καθ' ἕκαστον ὁμοίως ἔχειν πᾶσαν εἶναι
ἀνάγκην.
         Ταῦτ' οὖν ἐννοῶν καὶ σκοπῶν ἐκεῖνος, ὁ τοῦ
κοινοῦ κηδεμὼν καὶ προστάτης, ἐπειδὴ σὴς ὀστέων καρδία
αἰσθητική, ὡς Σολομῶντι καὶ τῇ ἀληθείᾳ δοκεῖ· καὶ τὸ μὲν  
ἀνάλγητον εὔθυμον, τὸ δὲ συμπαθὲς λυπηρόν· καὶ τῆξις
καρδίας ἔμμονος λογισμός·
Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in
Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 64, sec. 6, line 7

θαύματος ἀγαπώμενα· καὶ τοὺς ἐπὶ τῆς σκηνῆς θαυμάζοι,


ὡς ἡδεῖς τε καὶ φιλανθρώπους, ὅτι τοῖς δήμοις χαρίζονται
καὶ κινοῦσι γέλωτα τοῖς ἐπὶ κόρρης ῥαπίσμασι καὶ ψοφή-
μασι.
         Καίτοι κἂν εἰ τοῦτο ζητοίημεν, τίς μὲν οὕτως
ἡδὺς ἐν ταῖς συνουσίαις, ὅσα ἐμὲ γινώσκειν τὸν μάλιστα
ἐκείνου πεπειραμένον; Τίς διηγήσασθαι χαριέστερος; Τίς
μὲν σκῶψαι παιδευτικῶς, τίς δὲ καθάψασθαι ἁπαλῶς; Καὶ
μήτε τὴν ἐπιτίμησιν θράσος ποιῆσαι μήτε τὴν ἄνεσιν ἔκλυ-
σιν, ἀλλ' ἀμφοτέρων τὴν ἀμετρίαν φυγεῖν, ἀμφοτέροις σὺν
λόγῳ καὶ καιρῷ χρώμενον, κατὰ τοὺς Σολομῶντος νόμους,
παντὶ πράγματι καιρὸν διατάξαντος.  
 Ἀλλὰ τί ταῦτα πρὸς τὴν ἐν λόγοις τοῦ ἀνδρὸς
ἀρετὴν καὶ τὸ τῆς διδασκαλίας κράτος τὰ πέρατα οἰκειού-
μενον; Ἔτι περὶ τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους στρεφόμεθα, τῆς
ἄκρας ἀπολειπόμενοι· ἔτι πορθμὸν διαπερῶμεν, ἀφέντες τὸ
μέγα καὶ βαθὺ πέλαγος.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 73, sec. 3, line 1

καὶ μετὰ τὴν γέννησιν εὐθὺς ἱερός, καὶ χρίων βασιλέας καὶ
ἱερέας διὰ τοῦ κέρατος.
         Οὗτος δέ, οὐκ ἐκ βρέφους Θεῷ
καθιερωμένος ἀπὸ μήτρας καὶ μετὰ τῆς διπλοΐδος ἐπιδε-  
δομένος τῷ βήματι καὶ βλέπων τὰ ἐπουράνια καὶ χριστὸς
Κυρίου ἦν καὶ χρίστης τῶν τελειουμένων ἐκ Πνεύματος.
 Δαβὶδ ἐν βασιλεῦσιν ἀοίδιμος, οὗ πολλαὶ μὲν ἱστοροῦν-
ται κατὰ τῶν ἐχθρῶν νῖκαι καὶ τρόπαια, ἡ πρᾳότης δὲ τὸ
ἐπισημότατον, καὶ πρὸ τῆς βασιλείας ἡ τῆς κινύρας δύνα-
170

μις, καὶ πονηροῦ πνεύματος κατεπᾴδουσα.


 Σολομῶν πλάτος καρδίας ᾐτήσατο παρὰ Θεοῦ καὶ
τετύχηκεν, ἐπὶ πλεῖστον προελθὼν σοφίας καὶ θεωρίας,
ὥστε γενέσθαι τῶν καθ' ἑαυτὸν ἁπάντων εὐδοκιμώτατος.
 Ὁ δέ, τοῦ μὲν τῷ πρᾴῳ, τοῦ δὲ τῇ σοφίᾳ κατὰ τὸν
ἐμὸν λόγον, οὐδὲν ἢ μικρῷ λείπεται· ὥστε καὶ βασιλέων
θράσος δαιμονώντων καταμαλάσσειν· καὶ μὴ βασίλισσαν
νότου μόνον, ἢ τὸν δεῖνα, κατὰ κλέος τῆς αὐτοῦ σοφίας
ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀπαντᾶν, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς
πέρασι τὴν ἐκείνου σοφίαν γνωρίζεσθαι. Καὶ τὰ ἑξῆς
παρήσω τοῦ Σολομῶντος· πᾶσι δὲ δῆλα, κἂν ἡμεῖς φειδώ-
μεθα.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In laudem sororis Gorgoniae (orat. 8)


Vol. 35, p. 797, line 39

εκτήσατο. Οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ τὸν τοῦ σώματος


καρπὸν, τὰ τέκνα λέγω, καὶ τέκνα τέκνων, καρπὸν
τοῦ πνεύματος ἐποιήσατο, γένος ὅλον καὶ οἰκίαν ὅλην
ἀντὶ μιᾶς ψυχῆς Θεῷ καθαγνίσασα, καὶ ποιήσασα
γάμον ἐπαινετὸν διὰ τῆς ἐν γάμῳ εὐαρεστήσεως,
καὶ τῆς καλῆς ἐντεῦθεν καρποφορίας· ἑαυτὴν μὲν,
ἕως ἔζη, ὑπόδειγμα καλοῦ παντὸς τοῖς ἐξ ἑαυτῆς
προστήσασα· ἐπεὶ δὲ προσεκλήθη, τὸ θέλημα τῷ
οἴκῳ μετ' αὐτὴν ἐγκαταλιποῦσα σιωπῶσαν παραί-
νεσιν.
 Θʹ. Ὁ μὲν δὴ θεῖος Σολομὼν ἐν τῇ παιδαγωγικῇ
σοφίᾳ, ταῖς Παροιμίαις λέγω, ἐπαινεῖ καὶ οἰκου-
ρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν, καὶ ἀντιτίθησι τῇ ἔξω
περιπλανωμένῃ, καὶ ἀκρατήτῳ, καὶ ἀτίμῳ, καὶ
τιμίων ψυχὰς ἀγρευούσῃ ἐν πορνικοῖς καὶ σχήμασι
καὶ ὀνόμασι, τὴν ἔσω καλῶς ἀναστρεφομένην, καὶ
ἀνδριζομένην τὰ γυναικὸς, πρὸς ἄτρακτον μὲν
ἀεὶ τὰς χεῖρας ἐρείδουσαν, καὶ δισσὰς τῷ ἀνδρὶ
χλαίνας παρασκευάζουσαν· ὠνουμένην δὲ κατὰ
καιρὸν γεώργιον, σιτηγοῦσαν δὲ καλῶς τοῖς οἰκέταις,
πλήρει δὲ τραπέζῃ τοὺς φίλους δεξιουμένην,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In patrem tacentem (orat. 16) Vol. 35, p. 937, line 17

 Γʹ. Κρείσσων ἐμοὶ εὐμορφία θεωρουμένη τῆς


ἐν λόγῳ ζωγραφουμένης· καὶ πλοῦτος, ὃν αἱ
χεῖρες ἔχουσιν, ἢ ὃν οἱ ὄνειροι πλάττουσιν· καὶ σοφία,
οὐχ ἡ τῷ λόγῳ λαμπρυνομένη, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν
ἔργων ἐλεγχομένη. Σύνεσις γὰρ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς
ποιοῦσιν αὐτὴν, φησὶν, ἀλλ' οὐ τοῖς κηρύττουσιν·
171

ταύτης δὲ βάσανος ἀκριβεστάτη τῆς σοφίας χρόνος,


καὶ στέφανος ὄντως γῆρας καυχήσεως. Εἰ γὰρ οὐ
χρὴ μακαρίζειν πρὸ τελευτῆς ἄνθρωπον, ὡς Σολο-
μῶντι κἀμοὶ δοκεῖ, καὶ ἄδηλον ὃ παρὰ τῆς ἐπιούσης
τεχθήσεται, πολλὰς στροφὰς ἐχούσης ἡμῶν τῆς κάτω
ζωῆς, καὶ τοῦ τῆς ταπεινώσεως σώματος ἄνω καὶ
κάτω κινουμένου καὶ μεταπίπτοντος· πῶς οὐχὶ
καὶ ὁ τὸ πολὺ τοῦ βίου κενώσας ἀμέμπτως, καὶ
οἷον ἤδη πρὸς λιμέσιν ὢν τοῦ κοινοῦ τῆς ζωῆς πελά-
γους, τοῦ πολὺν ἔχοντος ἔτι τὸν πλοῦν ἀσφαλέστερος,
καὶ διὰ τοῦτο μακαριώτερος;

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in patrem (orat. 18) Vol. 35, p. 993, line 49

νους τοῖς ἀπανθήσασιν· οἷς τὸ μὲν ἄχρι τῆς


χρείας ἐπαρκεῖν, οὐ λύσιν τῆς συμφορᾶς, ἀλλ' ὑπό-
μνησιν ἔχειν ἐνόμιζεν· τὸ δὲ ἐλευθεριώτερον εὖ
ποιεῖν, τοῦτο εἶναι τιμῆς βεβαίας καὶ παραμυθίας
τελεωτάτης. Καὶ τῶν μὲν τῇ οἰκωφελείᾳ προεχου-
σῶν, τῶν δὲ τῇ εὐσεβείᾳ (καὶ γὰρ χαλεπὸν ἀμφο-
τέρων ἐπιτυχεῖν), ἀμφοτέροις ἁπάσας νικήσασα, καὶ
τῷ περὶ ἑκάτερον ἄκρῳ, καὶ τῷ μόνη τὰ δύο συν-
αγαγεῖν. Οὕτω μὲν τὸν οἶκον συναύξουσα ταῖς ἑαυ-
τῆς ἐπιμελείαις καὶ περινοίαις, κατὰ τοὺς Σολο-
μῶντος περὶ τῆς ἀνδρείας γυναικὸς ὅρους καὶ νό-  
μους, ὡς εὐσεβεῖν οὐκ εἰδυῖα· οὕτω δὲ προσκειμένη
Θεῷ καὶ τοῖς θείοις, ὡς οἰκουρίας πλεῖστον ἀπ-
έχουσα· καὶ οὐδὲν ὑπὸ τοῦ ἑτέρου παραβλαπτο-
μένη πρὸς θάτερον, ἀμφότερα δὲ δι' ἀλλήλων κρα-
τύνουσα.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in patrem (orat. 18)


Vol. 35, p. 1008, line 41

τερος; τίς δὲ τὰ οἴκοι φιλοσοφώτερος, ἐπειδὴ καὶ


οἶκον ἐμέρισεν αὐτῷ, καὶ κτῆσιν σύμμετρον, ὁ πάντα
καλῶς καὶ ποικίλως οἰκονομῶν Θεός; Τίς δὲ πένησι, τῷ
ἀτιμωτάτῳ μέρει τῆς ὁμοτίμου φύσεως, ἢ τὴν ψυχὴν
συμπαθέστερος, ἢ τὴν χεῖρα δαψιλέστερος; τῷ ὄντι γὰρ
ὡς οἰκονόμος ἀλλοτρίων διενοεῖτο περὶ τῶν ἰδίων, ἐπι-
κουφίζων τὴν πενίαν εἰς δύναμιν, καὶ δαπανώμενος, οὐ
τοῖς περιττοῖς μόνον, ἀλλὰ δὴ καὶ τοῖς ἀναγκαίοις,
ἥπερ δὴ σαφεστάτη φιλοπτωχίας ἀπόδειξις, καὶ δι-
δοὺς μερίδα, οὐ τοῖς ἑπτὰ μόνον, κατὰ τὴν τοῦ Σο-
λομῶντος νομοθεσίαν, ἀλλ' εἰ προσέλθοι καὶ ὄγδοος,
μηδὲ ἐνταῦθα μικρολογούμενος, ἀλλ' ἥδιον ἀποκτώ-
μενος, ἢ κτωμένους ἄλλους γινώσκομεν· ἀναιρῶν
σύνδεσμον καὶ χειροτονίαν (ὅπερ ἐμοὶ δύναται μι-
172

κρολογίαν καὶ δοκιμασίαν τοῦ ληψομένου, ὅστις τε


ἄξιος, καὶ ὅστις οὔ), καὶ ῥῆμα γογγυσμοῦ μετὰ τῆς
ἐπιδόσεως. Ὅπερ πάσχουσιν οἱ πολλοὶ, διδόντες μὲν,
τὸ δὲ προθύμως οὐ προστιθέντες· ὃ τοῦ παρέχειν
μεῖζόν ἐστι καὶ τελεώτερον.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in patrem (orat. 18) Vol. 35, p. 1009, line
22

γαλοψύχῳ προσῆν καὶ τὸ ἀφιλότιμον. Ὅσον δὲ καὶ


οἷον, δηλώσων ἔρχομαι· Τὰ μὲν γὰρ χρήματα κοινὰ,
καὶ ἡ προθυμία τοῦ παρέχειν, αὐτῷ τε καὶ τῇ ὁμο-
ζύγῳ πρὸς τὸ κάλλιστον ἁμιλλωμένοις· τῆς ἐπιδόσεως
δὲ τὸ πλεῖστον τῇ ἐκείνης χειρὶ παρῆκεν, ὡς ἀρίστης
οἰκονόμου τῶν τοιούτων καὶ πιστοτάτης. Τίνος δὴ
γυναικὸς λέγω, καὶ οἵας, ᾗ μηδὲ τὸ Ἀτλαντικὸν πέ-
λαγος, ἢ εἴ τι ἄλλο τῶν μεγίστων, ἤρκεσεν ἂν ἀπαν-
τλούμενον; τοσοῦτος ἔρως τοῦ παρέχειν αὐτῇ, καὶ οὕ-
τως ἄμετρος· ἣ τὴν Σολομώντειον βδέλλαν εἰς τοὐναν-
τίον ἐζήλωσε, τῇ περὶ τὸ κρεῖττον ἀπληστίᾳ τὴν
εἰς τὸ χεῖρον νικήσασα, καὶ κόρον οὐκ ἔχουσα
τῆς περὶ τὸ εὖ ποιεῖν προθυμίας· ἣ μὴ ὅτι γε τὴν
οὐσίαν ἅπασαν, ὅση τε ἦν αὐτοῖς, καὶ ὅση προς-
εγένετο, μικροτέραν ἡγεῖτο τῆς οἰκείας ἐφέσεως·
ἀλλὰ καὶ ἑαυτὴν καὶ τοὺς παῖδας ἑτοίμως ἀπέδοτο ἂν,
εἴ πως ἐνῆν, ὃ καὶ πολλάκις αὐτῆς λεγούσης ἤκουσα,
ὥστε ἐκδαπανηθῆναι τοῖς πένησι. Ταύτῃ τὰς ἡνίας
ὅλας ἐπαφῆκε τῆς ἐπιδόσεως.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In laudem Athanasii (orat. 21)


Vol. 35, p. 1085, line 14

 Γʹ. Ταῦτα ὀλίγοις μὲν ἐφιλοσοφήθη, καὶ τῶν νῦν,


καὶ τῶν πάλαι (ὀλίγοι γὰρ οἱ τοῦ Θεοῦ, εἰ καὶ πάντες
πλάσματα), νομοθέταις, στρατηγοῖς, ἱερεῦσι, προφή-
ταις, εὐαγγελισταῖς, ἀποστόλοις, ποιμέσι, διδασκά-
λοις, καὶ παντὶ πνευματικῷ πληρώματι καὶ συ-
στήματι, ἐν δὲ τοῖς πᾶσι, καὶ τῷ νῦν ἐπαινουμένῳ.
Τίνας δὴ λέγω τούτους; Οἷον τὸν Ἐνὼχ ἐκεῖνον, τὸν
Νῶε, τὸν Ἀβραὰμ, τὸν Ἰσαὰκ, τὸν Ἰακὼβ, τοὺς
δώδεκα πατριάρχας, τὸν Μωϋσέα, τὸν Ἀαρὼν,
τὸν Ἰησοῦν, τοὺς Κριτὰς, τὸν Σαμουὴλ, τὸν Δαβὶδ,
τὸν Σολομῶντα μέχρι τινὸς, τὸν Ἡλίαν, τὸν Ἐλις-
σαῖον, τοὺς πρὸ τῆς αἰχμαλωσίας προφήτας, τοὺς με-
τὰ τὴν αἰχμαλωσίαν· καὶ τὰ τελευταῖα δὴ ταῦτα
τῇ τάξει, καὶ πρῶτα τῇ ἀληθείᾳ, ὅσα περὶ τὴν
Χριστοῦ σάρκωσιν, ἤτοι πρόσληψιν, τὸν πρὸ τοῦ φω-
173

τὸς λύχνον, τὴν πρὸ τοῦ Λόγου φωνὴν, τὸν πρὸ τοῦ
Μεσίτου μεσίτην, μεσίτην Παλαιᾶς διαθήκης καὶ
Νέας, Ἰωάννην τὸν πάνυ, τοὺς Χριστοῦ μαθητὰς,
τοὺς μετὰ Χριστὸν, ἢ λαοῦ προκαθεσθέντας, ἢ διὰ λό-
γου φανερωθέντας, ἢ διὰ σημείων γνωρισθέντας,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sancta lumina (orat. 39) Vol. 36, p. 345, line 15

σπουδαστότερον)· ἀλλὰ πρὸς τῷ φεύγειν τὴν


κακίαν, καὶ τὴν ἀρετὴν ἐργάζονται, ὅλον τὸν
Χριστὸν, ἢ ὅτι μάλιστα, ἑαυτοῖς εἰσοικίσαντες, ὥστε
μηδενὶ κενῷ τὴν πονηρὰν δύναμιν ὁμιλήσασαν, ἑαυ-
τῆς πάλιν πληρῶσαι, καὶ γενέσθαι τὰ ἔσχατα χεί-
ρονα τῶν πρώτων, διὰ τὸ τῆς καταδρομῆς σφο-
δρότερον, καὶ τὸ τῆς φρουρᾶς ἀσφαλέστερον καὶ δυς-
αλωτότερον. Ὅταν δὲ πάσῃ φυλακῇ τηρήσαντες
τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν, καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ δια-
θέμενοι, καὶ νεώσαντες ἑαυτοῖς νεώματα, καὶ σπεί-
ραντες εἰς δικαιοσύνην, ὡς Σολομῶντι, καὶ Δαβὶδ,
καὶ Ἱερεμίᾳ δοκεῖ, φωτίσωμεν ἑαυτοῖς φῶς γνώσεως·
τηνικαῦτα λαλῶμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τὴν
ἀποκεκρυμμένην, καὶ τοῖς ἄλλοις ἐκλάμπωμεν. Τέως
δὲ καθαιρώμεθα καὶ προτελώμεθα τῷ Λόγῳ, ἵν'
ὅτι μάλιστα αὐτοὺς ἡμᾶς εὐεργετῶμεν, θεοειδεῖς ἐρ-
γαζόμενοι, καὶ ἥκοντα τὸν Λόγον ὑποδεχόμενοι· οὐ
μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ κρατοῦντες, καὶ τοῖς ἄλλοις προ-
φαίνοντες.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sanctum baptisma (orat. 40) Vol. 36, p. 376, line 34

Ἡσαΐαν, καὶ τῷ πρωῒ ληφθῆναι λυσιτελέ-


στερον.
 ΙΔʹ. Σπεῖρε μὲν ὅτε καιρὸς, καὶ συγκό-
μιζε, καὶ λύε τὰς ἀποθήκας, ὅτε τούτου και-
ρὸς, καὶ φύτευε καθ' ὥραν, καὶ κειρέσθω σοι βότρυς
ὥριμος, καὶ ἀνάγου θαῤῥήσας ἔαρι, καὶ ἄνελκε τὴν
ναῦν, πάλιν ἀρχομένου χειμῶνος, καὶ τῆς θαλάσσης
ἀγριουμένης. Καὶ πολέμου καιρὸς ἔστω σοι, καὶ εἰ-
ρήνης, καὶ γάμου, καὶ τῶν οὐ γάμου, καὶ φιλίας,
καὶ διαστάσεως, ἂν ταύτης δεήσῃ, καὶ παντὸς ὅλως
πράγματος, εἴ τι τῷ Σολομῶντι πειστέον. Πει-
στέον δέ· καὶ γὰρ ὠφέλιμος ἡ παραίνεσις. Ἀεὶ
δὲ τὴν σωτηρίαν ἐργάζου, καὶ πᾶς ἔστω σοι καιρὸς
τοῦ βαπτίσματος ὅρος. Ἐὰν ἀεὶ τὸ σήμερον παρα-
τρέχων, ἐπιτηρῇς τὸ εἰς αὔριον, λανθάνεις ταῖς
κατὰ μικρὸν ἀναβολαῖς ὑπὸ τοῦ Πονηροῦ κλεπτόμε-
νος, ὥσπερ ἐκείνου τρόπος. Ἐμοὶ δὸς τὸ παρὸν,
Θεῷ τὸ μέλλον· ἐμοὶ τὴν νεότητα, Θεῷ τὸ γῆρας·
ἐμοὶ τὰς ἡδονὰς, ἐκείνῳ τὴν ἀχρηστίαν. Ὅσος ὁ
174

περὶ σὲ κίνδυνος! ὅσα τὰ παρ' ἐλπίδα συμπτώ-


ματα! Ἢ πόλεμος παρανάλωσεν, ἢ σεισμὸς συν

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sanctum baptisma (orat. 40) Vol. 36, p. 392, line 17

 ΚΔʹ. Τοιγαροῦν, ἐπειδὴ τούτων ἠκούσατε τῶν φω-


νῶν, Προσέλθετε πρὸς αὐτὸν καὶ φωτίσθητε, καὶ
τὰ πρόσωπα ὑμῶν οὐ μὴ καταισχυνθῇ, διαμαρ-
τόντα τῆς χάριτος. Καὶ δέξασθε τὸν φωτισμὸν ἕως
καιρὸς, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταδιώξῃ, καὶ κατα-
λάβῃ χωρίσασα τοῦ φωτίσματος· Ἔρχεται νὺξ, ὅτε
οὐδεὶς δύναται ἐργάσασθαι, μετὰ τὴν ἐνθένδε
ἀπαλλαγήν. Ἐκείνη Δαβὶδ ἡ φωνή· αὕτη τοῦ ἀλη-
θινοῦ φωτὸς, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον
ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Οἴεσθε δὲ καὶ τὸν
Σολομῶντα πικρῶς ὑμῖν ὀνειδίζειν τοῖς ἀργοτέροις ἢ
νωθεστέροις· Ἕως πότε, ὀκνηρὲ, κατάπεισαι,
λέγοντα; Πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἀναστήσῃ; Τὸ καὶ τὸ
σκήπτῃ, καὶ προφασίζῃ προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις.
Μένω τὰ Φῶτα· τὸ Πάσχα μοι τιμιώτερον· τὴν Πεν-
τηκοστὴν ἐκδέξομαι· Χριστῷ συμφωτισθῆναι βέλτιον·
Χριστῷ συναναστῆναι κατὰ τὴν ἀναστάσιμον ἡμέ-
ραν· τοῦ Πνεύματος τιμῆσαι τὴν ἐπιφάνειαν. Εἶτα
τί; Ἥξει τὸ τέλος ἐξαίφνης ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ οὐ προσδο-
κᾷς, καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκεις· εἶτα παραγίνεταί
σοι, ὥσπερ κακὸς ὁδοιπόρος, ἡ πενία τῆς χάριτος,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina dogmatica P. 473, line 7

(Πολλαὶ γὰρ τελέθουσι παρέγγραπτοι κακότητες),


Δέχνυσο τοῦτον ἐμεῖο τὸν ἔγκριτον, ὦ φίλ', ἀριθμόν.
Ἱστορικαὶ μὲν ἔασι βίβλοι δυοκαίδεκα πᾶσαι
 Τῆς ἀρχαιοτέρης Ἑβραϊκῆς σοφίης.  
Πρωτίστη, Γένεσις, εἶτ' Ἔξοδος, Λευιτικόν τε.
 Ἔπειτ' Ἀριθμοί. Εἶτα Δεύτερος Νόμος.
 Ἔπειτ' Ἰησοῦς, καὶ Κριταί. Ῥοὺθ ὀγδόη.
Ἡ δ' ἐνάτη δεκάτη τε βίβλοι, Πράξεις βασιλήων,
 Καὶ Παραλειπόμεναι. Ἔσχατον Ἔσδραν ἔχεις.
 Αἱ δὲ στιχηραὶ πέντε, ὧν πρῶτός γ' Ἰώβ·
 Ἔπειτα Δαυΐδ· εἶτα τρεῖς Σολομωντίαι·
 Ἐκκλησιαστὴς, ᾌσμα καὶ Παροιμίαι.
 Καὶ πένθ' ὁμοίως Πνεύματος προφητικοῦ.
 Μίαν μέν εἰσιν ἐς γραφὴν οἱ δώδεκα·
 Ὠσηὲ κ' Ἀμὼς, καὶ Μιχαίας ὁ τρίτος·
 Ἔπειτ' Ἰωὴλ, εἶτ' Ἰωνᾶς, Ἀβδίας,
 Ναούμ τε, Ἀββακούμ τε, καὶ Σοφονίας,
 Ἀγγαῖος, εἶτα Ζαχαρίας, Μαλαχίας.
 Μία μὲν οἵδε. Δευτέρα δ' Ἡσαΐας.
175

 Ἔπειθ' ὁ κληθεὶς Ἱερεμίας ἐκ βρέφους.


 Εἶτ' Ἰεζεκιὴλ, καὶ Δανιήλου χάρις.
Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina dogmatica P. 481, line 8

ΙΗʹ. Περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ γενεαλογίας.

Ματθαῖος πόθεν, εἰπὲ, μέγας, Λουκᾶς τε φέριστος,  


Τὴν μὲν ὅγ', αὐτὰρ ὁ τήνδε βίβλοις ἐνέθηκε γενέθλην,
Αἳ Χριστὸν κατάγουσιν ἀφ' αἵματος ἀρχεγόνοιο;
Πῶς δ' ὁ μὲν ἐν πλεόνεσσιν, ὅδ' ἐν παύροισιν ἔληξεν;
Ἐς Δαυῒδ μὲν ἄνακτα γένους ῥόος ἀμφοτέροισιν
Ἄτμητος· μετέπειτα ῥέει δίχα, ὑστάτιον δὲ
Συμφέρεθ' ὡς ἐπὶ πόντον ἀπείρονα Χριστὸν ὁδεύων.
Ὧδέ κεν ἀθρήσειας, ἐμῷ δ' ἐπιπείθεο μύθῳ·
Δαυῖδαι, Σολομών τε, Νάθαν τ' ἔσαν, ὧν ὁ μὲν εἷλκεν
Ὥς τε ῥόον μεγάλου ποταμοῦ, βασιλήϊον αἷμα·
Αὐτὰρ ὅγ' εὐαγέων τε φαεινοτάτων θ' ἱερήων.
Χριστὸς δ' ἀμφότερ' ἔσκεν, ἄναξ μέγας, ἀρχιερεύς τε.
Τοὔνεκα Ματθαῖος μὲν ἐγράψατο πνεύματι θείῳ
Τοὺς Σολομωντιάδας, Λουκᾶς δ' ἐς Νάθαν ὄρουσεν.
Ἐκ δὲ δύω γενεῶν, τῆς μὲν πλέον, ἐξ ἑτέρης δὲ
Παυρότερον τὸ ῥέεθρον ἐπελθέμεν· οὐ μέγα θαῦμα.
Οὐ μὲν παυρότερον· γενεῶν δ' οὐκ ἴσον ἀριθμόν.
Ὧδε τὰ πρῶτα κέασθεν, ἔπειτα δὲ εἰς ἓν ἄγερθεν.
Φράζε δὲ καὶ τόδε μοι, πατέρων δύο πῶς ποτ' Ἰωσήφ.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina dogmatica P. 482, line 12

Παυρότερον τὸ ῥέεθρον ἐπελθέμεν· οὐ μέγα θαῦμα.


Οὐ μὲν παυρότερον· γενεῶν δ' οὐκ ἴσον ἀριθμόν.
Ὧδε τὰ πρῶτα κέασθεν, ἔπειτα δὲ εἰς ἓν ἄγερθεν.
Φράζε δὲ καὶ τόδε μοι, πατέρων δύο πῶς ποτ' Ἰωσήφ.
Τέθμιον ἦν Μωσῆος, ἐπὴν ἄσπερμος ὄληται
Ἑβραῖος, κάσιν ἤ τιν' ὀλωλότος, ἤ τινα πηῶν
Ἐγγύθεν, αἶψα δάμαρτα φίλην καὶ κτῆσιν ἔχοντα,
Σπερμαίνειν φθιμένῳ τε γόνον καὶ οἶκον ἀέξειν,
Ὄφρα κε μὴ νώνυμος ἐν ἀνθρώποισιν ὄληται.
Τοὔνεκα κρυπτὸν ὕπερθε Θεοῦ βροτέου τόδ' ἀνεῦρον.
Ματθὰν ἐκ Σολομῶνος ἄγων γένος, ἠγάγετ' Ἐσθάν.  
Τοῦ δ' ἄρ' ἀποφθιμένοιο, Ναθείδης οὔνομα Μελχί.
Καὶ τῷ μὲν Ἰακὼβ, τῷ δ' Ἡλεὶ γείνατο παῖδας.
Ἡλεὶ δὲ φθιμένοιο, ἐπεὶ γόνον οὔτιν' ἔλειπεν,
Αἶψα δόμον τε λέχος τε Ἰακὼβ οὐχ ὁμόπατρος
Δέξατο, καὶ τέκεν υἱὸν ἀδελφεῷ ἐσθλὸν Ἰωσήφ.
Οὕτω τοῦ μὲν ἔην, τῷ δ' ἔγραφε θεσμὸς Ἰωσήφ.
 Εὐαγγελιστῶν δ' ὃς μὲν εἶπε τὴν φύσιν,
 Ματθαῖος, ὃς δ' ἔγραψε Λουκᾶς τὸν νόμον.
 Παῦσαι διοχλῶν τὴν καλὴν συμφωνίαν.
Πῶς Δαυῒδ ἐς ἄνακτα φέρει Θεὸς,
176

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina dogmatica P. 487, line 8

Τοῦ δ' ἄπο, Σαλαθιὴλ, Ζοροβάβελ, Ῥησὰ, Ἰωνὰν,


Ἰούδας, Ὠσώκ, Σεμεεί τ' αὖ, Ματθίας τε,
Καὶ Μαὰθ, Ναγγαὶ, καὶ Ἐσλείμ· τοῦ δ' ἄπο Ναοὺμ,  
Ἀμὼς, Ματθαθίας, καὶ Ἰωσὴφ, ἠδὲ Ἰανναί·
Μελχὶ, καὶ Λευὶ, καὶ Ματθὰν, Ἡλεὶ, Ἰωσήφ.
 Λουκᾶς μὲν οὕτω. Πῶς δὲ Ματθαῖος μέγας;
 Ἐξ Ἀβραὰμ μὲν μέχρι Δαυῒδ, ὡς ἔφην.
 Ἔνθεν δὲ Λουκᾶ τὴν ἱερατικὴν παρεὶς
 Σπορὰν, τίθησι τοῦ γένους ἀνακτόρων.
 Εἰσὶν δ' ὅσοι τε καὶ τίνες, λελέξεται.
Δαυίδης, Σολομὼν, Ῥοβοὰμ, Ἀβίας τε, Ἀσά τε.
Τοῦ δ' Ἰωσαφὰτ ἔσκεν. Ὁ δ' ἕβδομος ἦεν Ἰωράμ.
Ὀζίας, ἠδ' Ἰωάθαμ, ἠδ' Ἄχαζ, Ἐζεκίας τε,
Καὶ Μανασῆ, καὶ Ἀμὼς, Ἰωσίας. Αὐτὰρ ἔπειτα
Ἰεχονίας, ἁλωτὸν ὃν ἤγαγον ἐς Βαβυλῶνα·
Σαλαθιὴλ, Ζοροβάβελ, Ἀβιοὺδ, ἠδ' Ἐλιακεὶμ,
Ἀζώρ. Τοῦδε, Σαδώκ. Τοῦ δ' Ἀχίν. Τοῦ δ' Ἐλιούδα.
Τοῦδ' Ἐλιέζερ ἔην. Τοῦ, Ματθάν.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Carmina moralia P. 546, line 11

Νῶε μέγας. Ἀβραὰμ δὲ πατὴρ πτολίων τε καὶ ἐθνῶν,


Καὶ θυσίην Χριστῷ παραβώμιον υἷα πεδήσας.
Μωσῆς ἤγαγε λαὸν ἀπ' Αἰγύπτοιο βαρείης
Θαύμασι σὺν μεγάλοισι, νόμον δ' ὑπεδέξατο πλαξὶν
Ὑψόθε λαϊνέῃσι, Θεὸν δ' εἰσέδρακεν ἄντην.
Πιστὸς ἐνὶ προτέροισι θυηπόλος ἔσκεν Ἀαρών.
Μήνης δ' ἠελίου τε δρόμον σχέθεν ἠῢς Ἰησοῦς,
Μακρότερον δηίοισι φόνον καὶ κήδεα τεύχων.
Καὶ σὺ, μάκαρ, χριστοῖσι φέρων κέρας, ἁγνὲ Σαμουὴλ,
Δαβὶδ ἐν βασιλεῦσιν ἀοίδιμος ἦεν ἅπασι,
Καὶ Σολομὼν σοφίης πρῶτον κλέος. Οὐδὲ προφητῶν
Λήσομαι. Ἡλίαν δὲ πρὸς οὐρανὸν ἥρπασεν ἅρμα.
Τίς δὲ νόμοιο μέσον καὶ πνεύματος οὐχὶ τέθηπε
Φωτὸς Ἰωάννην ἐριηχέα πρόδρομον ἄκρου;  
Τίς δὲ δυωδεκάδα κλεινῶν μετέπειτα μαθητῶν;
Τίς Παύλοιο μένος μεγαλήτορος οὐρανοφοίτου,
Ἄλλους θ' οἳ γεγάασι, καὶ οἳ νῦν εἰσὶν ἄριστοι,
Ἕρμα λόγου, κόσμου τε κλέος, λαοῦ τε θέμεθλα;
Τοὺς πάντας μερόπεσσι γάμος καὶ Χριστὸς ἔδωκεν.
 Οὐδὲ μὲν οὐδὲ γυναῖκες ἐπ' εὐσεβίῃ κομόωσαι,

Αθανάσιος θεολόγος. De incarnatione verbi Ch. 35, sec. 7, line 11

Πᾶσα δὲ γραφὴ πεπλήρωται διελέγχουσα τὴν Ἰουδαίων


177

ἀπιστίαν. Τίς γὰρ πώποτε τῶν ἐν ταῖς θείαις γραφαῖς


ἱστορηθέντων δικαίων, καὶ ἁγίων προφητῶν, καὶ πατριαρχῶν,
ἐκ παρθένου μόνης ἔσχε τὴν τοῦ σώματος γένεσιν; ἢ τίς
γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς αὐτάρκης γέγονε πρὸς σύστασιν
ἀνθρώπων; οὐκ Ἄβελ μὲν ἐξ Ἀδὰμ γέγονεν, Ἐνὼχ δὲ ἐκ
τοῦ Ἰάρεδ, Νῶε ἐκ Λαμέχ, καὶ Ἀβραὰμ μὲν ἐκ Θάρρα,
Ἰσαὰκ δὲ ἐξ Ἀβραάμ, καὶ Ἰακὼβ ἐξ Ἰσαάκ; οὐχὶ Ἰούδας
ἐξ Ἰακώβ, καὶ Μωϋσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐξ Ἀβραάμ; οὐ
Σαμουὴλ τοῦ Ἑλκανᾶ γέγονεν, οὐ Δαβὶδ τοῦ Ἰεσσαί, οὐ
Σολομὼν τοῦ Δαβίδ, οὐκ Ἐζεκίας τοῦ Ἄχαζ, οὐκ Ἰωσίας
τοῦ Ἀμώς, οὐχ Ἡσαΐας τοῦ Ἀμώς, οὐχ Ἱερεμίας τοῦ
Χελκίου, οὐκ Ἰεζεκιὴλ τοῦ Βουζί; οὐχ ἕκαστος ἔσχε τὸν
πατέρα τῆς γενέσεως ἀρχηγόν; τίς οὖν ὁ ἐκ παρθένου
μόνης γεγονώς; ὅτι καὶ λίαν ἐμέλησε τῷ προφήτῃ περὶ
τῆς τούτου σημασίας.
 Τίνος δὲ τῆς γενέσεως προέδραμεν ἀστὴρ ἐν οὐρανοῖς,
καὶ τὸν γεννηθέντα ἐσήμανε τῇ οἰκουμένῃ; Μωϋσῆς μὲν
γὰρ γεννώμενος ἐκρύπτετο ὑπὸ τῶν γονέων· Δαβὶδ δὲ
οὐδὲ τοῖς ἐκ γειτόνων ἠκούσθη, ὅπουγε οὐδὲ ὁ μέγας Σα-  
μουὴλ αὐτὸν ἐγίνωσκεν, ἀλλ' ἐπυνθάνετο,

Αθανάσιος θεολόγος. De incarnatione verbi Ch. 39, sec. 4, line 2

Ἰερουσαλήμ, ἕως Χριστοῦ ἡγουμένου.»          Ἴσως ἐπὶ τοῖς


ἄλλοις κἂν προφάσεις εὑρίσκειν δύνανται, καὶ εἰς μέλλοντα
χρόνον ἀναβάλλεσθαι τὰ γεγραμμένα. Τί δὲ πρὸς ταῦτα
λέγειν ἢ ὅλως ἀντωπῆσαι δύνανται; ὅπουγε καὶ ὁ
Χριστὸς σημαίνεται, καὶ ὁ χριόμενος οὐκ ἄνθρωπος
ἁπλῶς ἀλλ' Ἅγιος ἁγίων εἶναι καταγγέλλεται, καὶ ἕως τῆς
παρουσίας αὐτοῦ Ἰερουσαλὴμ συνίσταται, καὶ λοιπὸν
παύεται προφήτης καὶ ὅρασις ἐν τῷ Ἰσραήλ.
         Ἐχρίσθη πάλαι Δαβίδ, καὶ Σολομών, καὶ Ἐζεκίας, ἀλλὰ καὶ πάλιν
Ἰερουσαλὴμ καὶ ὁ τόπος συνειστήκει, καὶ προφῆται
προεφήτευον, Γάδ, καὶ Ἀσάφ, καὶ Νάθαν, καὶ μετ' αὐτοὺς
Ἡσαΐας, καὶ Ὠσῆε, καὶ Ἀμώς, καὶ ἄλλοι. Ἔπειτα καὶ
αὐτοὶ οἱ χρισθέντες ἄνθρωποι ἅγιοι ἐκλήθησαν, καὶ οὐχ
ἅγιοι ἁγίων.
         Ἀλλ' ἐὰν τὴν αἰχμαλωσίαν προβάλλωνται,
καὶ δι' αὐτὴν μὴ εἶναι λέγωσι τὴν Ἰερουσαλήμ, τί καὶ περὶ  
τῶν προφητῶν ἂν εἴποιεν; καὶ γὰρ πάλαι καταβαίνοντος
τοῦ λαοῦ εἰς Βαβυλῶνα, ἦσαν ἐκεῖ Δανιὴλ καὶ Ἱερεμίας·
προεφήτευον δὲ Ἰεζεκιὴλ καὶ Ἀγγαῖος καὶ Ζαχαρίας.

Αθανάσιος θεολόγος. In illud: Profecti in pagum invenietis pullum alligatum [Sp.]


Ch. 1, sec. 2, line 2

ἀκρίβειαν ἀπαιτούμεθα, ὀφείλομεν


178

ἁγνεύειν ἑαυτούς, μέλλοντες τῶν τοι-


ούτων φρικτῶν μετέχειν μυστηρίων;  

Τοῦ Ἀθανασίου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, εἰς τό· »πορεύεσθε εἰς τὴν


κατέναντι κώμην καὶ εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον.»

»Οἱ τὰ ἐπίγεια φρονήσαντες» καὶ τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοῦ κατα-


φρονήσαντες καὶ ἐν τῷ βίῳ τούτῳ μοχθήσαντες, οὗτοι πρὸ τῆς τῶν
ἀγαθῶν εὑρέσεως ἐν ἀγνοίᾳ διέτριβον.
         οἶμαι γὰρ καὶ τὸν σοφώτατον
Σολομῶντα διὰ τοῦτο λέγειν, ὅτι «καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ  
ἀπολέσαι.»
         τουτέστιν ἥμαρτες· ἡσύχασον. εἰ γὰρ καί ποτε ἐν ἀγνοίᾳ
διατρίβων ἀπώλειαν τῇ σεαυτοῦ ψυχῇ περιεποιήσω, ἀλλὰ καιρὸς γέγονε
τοῦ ζητῆσαι ἡμᾶς ταύτην.
         ὡς καὶ ὁ κύριος καὶ σωτὴρ ἡμῶν Ἰησοῦς
ὁ χριστὸς ἐν εὐαγγελίοις διδάσκει λέγων· «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε.» καὶ
πότε δὲ ταύτην εὑρήσωμεν ἢ νῦν ὅτε ὁ κύριος παρὼν ἔλυσεν ἡμᾶς ἐκ
τῶν τοῦ διαβόλου δεσμῶν;

Αθανάσιος θεολόγος. Homilia in illud: Euntem autem illo [Sp.]


Ch. 4, sec. 5, line 4

ἔχειν;»
         τίς δὲ καὶ ἡ τοσαύτη ὑδαρότης, ὥστε βαδίζοντος ὄνου μὴ
θέλειν ἐπιβαίνειν χαμαί, ἀλλ' ἐπὶ ἱματίων; ταῦτα δὲ ἐκδιῃτημένων
ἐστὶ καὶ τρυφώντων.
         ἆρα καὶ ὁ Ἰησοῦς τρυφῇ ἐσχόλαζεν, ἵνα μὴ  
βουληθῇ ἐποχουμένου αὐτοῦ χαμαὶ πατεῖν τὴν ὄνον; ἀγαπητοί, οὐκ
ἔστι τρυφώντων τὸ διδασκάλιον.
         ἀλλ' οὐδὲ τῶν πώποτέ τις ἱστόρηται
τοῦτο ποιήσας, οὐδὲ γὰρ ὁ παρ' Ἕλλησι Ναβουχοδονόσορ τοῦτο
πεποίηκεν· οὐδὲ ὁ τοῦτον διαδεξάμενος Βαλτάσαρ· οὔτε μὴν ὁ μέγας
Σολομών, ὅτε ἦν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.
         προειρήκαμεν γάρ, ὅτι
ἐγίνωσκε, ‘πῶς χρήσηται τῷ πλούτῳ, πῶς πενίαν ἐνέγκῃ’ καὶ τὰ
ἑξῆς.
         αὐτοῦ γάρ ἐστιν ἀκοῦσαι λέγοντος· «κύριε, μή μοι δῷς πλοῦτον
μηδὲ πενίαν, ἀλλὰ μέτρησόν μοι τὰ δέοντα καὶ τὰ αὐτάρκη.»
         σοφίας
δὲ μᾶλλον ἐπεμελεῖτο. διὸ βοᾷ καὶ λέγει· «εἱλόμην αὐτὴν ἔχειν ἀντὶ»
χρυσίου καὶ ἀργυρίου, «ὑπὲρ ὑγίειαν καὶ εὐμορφίαν ἠγάπησα αὐτήν.»
πόθεν δὲ καὶ τοσαῦτα ἱμάτια τοῖς μαθηταῖς, ὥστε ἀπὸ Βηθανίας ἕως
εἰσέλθῃ εἰς Ἱεροσόλυμα ὑποστρωννύναι τῇ ὄνῳ βαδιζούσῃ;

Αθανάσιος θεολόγος. Dialogus Athanasii et Zacchaei [Sp.] Sec. 99, line 3


179

πλὴν αὐτοῦ;  ἀθανάσιος: Διὰ τὸ ἀπαράλλακτον τῆς οὐσίας· διὰ τὸ ταὐτὸν τῆς  
δόξης, διὰ τὸ ἀμεσίτευτον τῆς δυνάμεως· διὰ γὰρ τοῦτο κύριος ὁ θεός,
κύριος εἷς ἐστιν· ὅτι ἓν τὸ θέλημα· μία ἐξουσία· ἓν τὸ κράτος· οὐδὲ
γὰρ ἄλλο βούλεται ὁ πατήρ, καὶ ἄλλο ὁ υἱός· εἰ δὲ θέλεις καὶ πλειόνων
μυστηρίων, ἀνάγνωθι τὸν ἑβδομηκοστὸν πρῶτον ψαλμὸν τοῦ Δαυὶδ μετὰ
φόβου θεοῦ καὶ ἀληθείας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς· τάχα γὰρ ἐν τῇ
συναγωγῇ ὑμῶν ἀντὶ ᾠδῶν τερπουσῶν τὴν ἀκοήν, ταῦτα ἀναγινώσκετε:
 ζακχαίος εἶπε: Τί γὰρ λέγει ὁ ψαλμὸς περὶ τοῦ χριστοῦ σου;
 ἀθανάσιος: Ἀνάγνωθι καὶ εὑρήσεις:
 ζακχαίος εἶπεν: Ἀνέγνων καὶ εὗρον ὅτι περὶ Σολομῶνος λέγει:
 ἀθανάσιος: 8Ὁ θεός, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δός· τίς λέγει;
 ζακχαίος εἶπεν: Ὁ Δαυὶδ ἀξιοῖ τὸν κύριον ἵνα τὸ κρίνειν καλῶς δῷ τῷ
υἱῷ αὐτοῦ, τοῦτ' ἔστιν τῷ Σολομῶντι:
 ἀθανάσιος: 8Καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως;
 ζακχαίος εἶπε: Τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως, λέγει· τῷ ἐμῷ υἱῷ· ἡ βασιλεία
γὰρ ἦν Δαυὶδ ὅτε ηὔχετο τῷ θεῷ, ἵνα τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ δῷ τῷ
Σολομῶντι αὐτὸς ὁ θεός:
 ἀθανάσιος: Ἀκολούθησον αὐτῷ μετὰ φόβου θεοῦ. 8ἀναλαβέτω  
τὰ ὄρη εἰρήνην τῷ λαῷ καὶ οἱ βουνοὶ δικαιοσύνην· κρινεῖ τοὺς πτωχοὺς
τοῦ λαοῦ. καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων, καὶ ταπεινώσει συκοφάντην:

Αθανάσιος θεολόγος. De morbo et valetudine (fragmenta) P. 8, line 5

πορεύεται. καὶ τῆς μὲν ὁράσεως αὐτῆς σύμβολον οἱ ὀφθαλμοί, ὡς ὁ


ἅγιος ἔφη Δαβίδ· «Οἱ ὀφθαλμοί μου διαπαντὸς πρὸς τὸν κύριον».
τῆς δὲ ἀκοῆς· «Προσέθηκέν μοι ὠτίον ἀκούειν», καὶ ὁ κύριος· «Ὁ
ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». τῆς δὲ ὀσφρήσεως· «Εἰς ὀσμὴν μύρων
σου δραμούμεθα». τῆς δὲ γεύσεως· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε, ὅτι χρηστὸς  
ὁ κύριος». καί· «Τὸ στόμα μου ἤνοιξα καὶ εἵλκυσα πνεῦμα». καί·
»Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις». τῆς ἁφῆς· «Ὁ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ
χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς».
 Ἔστι τις μετὰ ταύτας καὶ ἑτέρα ἕκτη αἴσθησις, καθ' ἣν τῶν
ἀναφῶν ἐφαπτόμεθα οἱ ἐφάπτεσθαι δυνάμενοι, περὶ ἧς εἶπεν Σολομῶν.
καὶ θείαν αἴσθησιν εὑρήσεις, ἥτις καὶ ἐν κατανύξει καρδίας πολλάκις
πέφυκεν γίνεσθαι.  

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 40, line 2

γενέσεως διηγούμενός φησι· Καὶ πᾶν χλωρὸν


ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ πάντα
χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι· οὐ γὰρ ἔβρεξεν
ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργά-
ζεσθαι τὴν γῆν· καὶ ἐν μὲν τῷ Δευτερονομίῳ· Ὅτε
διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη. Ὁ δὲ Κύριος διὰ μὲν
ἑαυτοῦ ἔλεγεν· Εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν,
ὅτι εἶπον· Πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέρα, ὅτι ὁ Πα-
τὴρ μείζων μοῦ ἐστι· καὶ νῦν προείρηκα ὑμῖν,  
180

πρὶν γενέσθαι, ἵνα, ὅταν γένηται, πιστεύσητε·


περὶ δὲ τῆς κτίσεως διὰ Σολομῶνός φησι· Πρὸ τοῦ
τὴν γῆν ποιῆσαι, καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους
ποιῆσαι, καὶ πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν
ὑδάτων, καὶ πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάν-
των τῶν βουνῶν γεννᾷ με· καὶ, Πρὶν Ἀβραὰμ
γενέσθαι, ἐγώ εἰμι. Περὶ δὲ Ἱερεμίου λέγει·
Πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ, ἐπίσταμαί σε.
Καὶ ὁ μὲν Δαβὶδ ψάλλει· Κύριε, καταφυγὴ ἐγενή-
θης ἡμῖν ἐν γενεᾷ καὶ γενεᾷ. Πρὸ τοῦ ὄρη γενη-
θῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν οἰκουμέ-
νην, ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος σὺ

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos


Vol. 26, p. 153, line 18

ἐκάλει δοῦλον, λέγουσα τῷ πατρί· Τὸν δοῦλόν σου


Σολομῶνα· εἶτα καὶ Νάθαν ὁ προφήτης, εἰσελ-
θὼν, τὰ αὐτὰ ἐκείνῃ ἔλεγε τῷ Δαβὶδ, ὅτι Σολομῶνα
τὸν δοῦλόν σου· καὶ οὐκ ἔμελεν αὐτοῖς τὸν
υἱὸν εἰπεῖν δοῦλον. Ἀκούων γὰρ κἀκεῖνος ἐπεγίνω-
σκε τὴν φύσιν, καὶ οὗτοι δὲ λέγοντες οὕτως, οὐκ
ἠγνόουν τὸ γνήσιον. Κληρονόμον γοῦν ἠξίουν αὐτὸν
τοῦ πατρὸς γενέσθαι, ὃν ὡς δοῦλον ἐκάλουν· ἦν γὰρ
υἱὸς τῇ φύσει τοῦ Δαβίδ.
 Ὥσπερ τοίνυν ἀναγινώσκοντες ταῦτα διανοούμε-
θα καλῶς· καὶ ἀκούοντες δοῦλον τὸν Σολομῶνα, οὐ
νομίζομεν αὐτὸν εἶναι δοῦλον, ἀλλὰ φύσει καὶ γνή-
σιον υἱόν· οὕτως ἐὰν καὶ περὶ τοῦ Σωτῆρος τοῦ ἀλη-
θῶς ὁμολογουμένου Υἱοῦ, καὶ φύσει Λόγου ὄντος λέ-
γωσιν οἱ ἅγιοι· Πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι
αὐτόν· ἢ αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ ἐὰν λέγῃ· Κύριος ἔ-
κτισέ με· καὶ, Ἐγὼ δοῦλος σὸς, καὶ υἱὸς τῆς παι-
δίσκης σου· καὶ ὅσα τοιαῦτα· μὴ διὰ τοῦτο ἀρνεί-
σθωσάν τινες τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ ἰδιότητα·
ἀλλ', ὡς ἐπὶ Σολομῶνος καὶ τοῦ Δαβὶδ, διανοείσθωσαν
ὀρθῶς περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ.

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 153, line 27

 Ὥσπερ τοίνυν ἀναγινώσκοντες ταῦτα διανοούμε-


θα καλῶς· καὶ ἀκούοντες δοῦλον τὸν Σολομῶνα, οὐ
νομίζομεν αὐτὸν εἶναι δοῦλον, ἀλλὰ φύσει καὶ γνή-
σιον υἱόν· οὕτως ἐὰν καὶ περὶ τοῦ Σωτῆρος τοῦ ἀλη-
θῶς ὁμολογουμένου Υἱοῦ, καὶ φύσει Λόγου ὄντος λέ-
γωσιν οἱ ἅγιοι· Πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι
αὐτόν· ἢ αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ ἐὰν λέγῃ· Κύριος ἔ-
κτισέ με· καὶ, Ἐγὼ δοῦλος σὸς, καὶ υἱὸς τῆς παι-
181

δίσκης σου· καὶ ὅσα τοιαῦτα· μὴ διὰ τοῦτο ἀρνεί-


σθωσάν τινες τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ ἰδιότητα·
ἀλλ', ὡς ἐπὶ Σολομῶνος καὶ τοῦ Δαβὶδ, διανοείσθωσαν
ὀρθῶς περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπεὶ, εἰ ἀκούον-
τες Σολομῶνα δοῦλον, ὁμολογοῦσιν υἱὸν, πῶς οὐ
πολλάκις ἀπολωλέναι δίκαιοί εἰσιν, ὅτι τὴν αὐτὴν
ἐπὶ τοῦ Κυρίου διάνοιαν οὐ σώζουσιν; ἀλλ' ὅταν μὲν
ἀκούωσι γέννημα, καὶ Λόγον, καὶ Σοφίαν, βιά-
ζονται παρερμηνεύειν καὶ ἀρνεῖσθαι τὴν φύσει καὶ
γνησίαν γέννησιν τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ· ἀκού-
οντες δὲ ποιήματος φωνὰς καὶ λέξεις, εὐθὺς εἰς
τὸ νομίζειν φύσει ποίημα τὸν Υἱὸν καταφέρονται,
καὶ ἀρνοῦνται τὸν Λόγον· καίτοι δυνάμενοι, διὰ τὸ

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 153, line 29
νομίζομεν αὐτὸν εἶναι δοῦλον, ἀλλὰ φύσει καὶ γνή-
σιον υἱόν· οὕτως ἐὰν καὶ περὶ τοῦ Σωτῆρος τοῦ ἀλη-
θῶς ὁμολογουμένου Υἱοῦ, καὶ φύσει Λόγου ὄντος λέ-
γωσιν οἱ ἅγιοι· Πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι
αὐτόν· ἢ αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ ἐὰν λέγῃ· Κύριος ἔ-
κτισέ με· καὶ, Ἐγὼ δοῦλος σὸς, καὶ υἱὸς τῆς παι-
δίσκης σου· καὶ ὅσα τοιαῦτα· μὴ διὰ τοῦτο ἀρνεί-
σθωσάν τινες τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ ἰδιότητα·
ἀλλ', ὡς ἐπὶ Σολομῶνος καὶ τοῦ Δαβὶδ, διανοείσθωσαν
ὀρθῶς περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Ἐπεὶ, εἰ ἀκούον-
τες Σολομῶνα δοῦλον, ὁμολογοῦσιν υἱὸν, πῶς οὐ
πολλάκις ἀπολωλέναι δίκαιοί εἰσιν, ὅτι τὴν αὐτὴν
ἐπὶ τοῦ Κυρίου διάνοιαν οὐ σώζουσιν; ἀλλ' ὅταν μὲν
ἀκούωσι γέννημα, καὶ Λόγον, καὶ Σοφίαν, βιά-
ζονται παρερμηνεύειν καὶ ἀρνεῖσθαι τὴν φύσει καὶ
γνησίαν γέννησιν τὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς τοῦ Υἱοῦ· ἀκού-
οντες δὲ ποιήματος φωνὰς καὶ λέξεις, εὐθὺς εἰς
τὸ νομίζειν φύσει ποίημα τὸν Υἱὸν καταφέρονται,
καὶ ἀρνοῦνται τὸν Λόγον· καίτοι δυνάμενοι, διὰ τὸ
γεγενῆσθαι αὐτὸν ἄνθρωπον, πάσας τὰς τοιαύ-
τας λέξεις ἐπιῤῥίπτειν ἐπὶ τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ.

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos


Vol. 26, p. 156, line 3

τας λέξεις ἐπιῤῥίπτειν ἐπὶ τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ.


Πῶς οὖν καὶ οὗτοι οὐ βδελυκτοὶ παρὰ τῷ Κυρίῳ
δείκνυνται, δισσὰ στάθμια παρ' ἑαυτοῖς ἔχοντες, καὶ
τῷ μὲν ἐκεῖνα λογιζόμενοι, τῷ δὲ τὸν Κύριον
βλασφημοῦντες; Ἀλλ' ἴσως τὸ μὲν, δοῦλος, ὡς κατὰ
διάθεσιν λεγόμενον συντίθενται· τὸ δὲ, τῷ ποιή-
σαντι, κατέχουσιν, ὡς μέγα τι βοήθημα τῆς αἱρέσεως
182

αὐτῶν. Ἔστι δὲ αὐτοῖς καὶ τοῦτο κάλαμος τεθλασμέ-  


νος τὸ ἔρεισμα· καταγνώσονται γὰρ εὐθὺς ἑαυτῶν, εἰ
μάθοιεν τὸ τῆς Γραφῆς ἰδίωμα. Καὶ γὰρ ὥσπερ δοῦ-
λος λέγεται ὁ Σολομὼν, καίπερ ὢν υἱός· οὕτως,
ἵνα τὰ ἐν τοῖς προτέροις εἰρημένα πάλιν εἴπωμεν, εἰ
καὶ ποιουμένους καὶ κτιζομένους καὶ γινομένους τοὺς
ἐξ ἑαυτῶν φυομένους υἱοὺς λέγοιεν οἱ γονεῖς, οὐ-
δὲν ἧττον οὐκ ἀρνοῦνται τὴν φύσιν. Ὁ γοῦν Ἐζεχίας,
ὡς ἐν τῷ Ἡσαΐᾳ γέγραπται, εὐχόμενος ἔλεγεν· Ἀπὸ
γὰρ τῆς σήμερον παιδία ποιήσω, ἂ ἀναγγελοῦσι τὴν
δικαιοσύνην σου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου. Καὶ αὐτὸς
μὲν ἔλεγε, ποιήσω· ὁ δὲ προφήτης ἔν τε αὐτῷ τῷ βι-
βλίῳ, καὶ τῇ τετάρτῃ τῶν Βασιλειῶν οὕτω φησί·
Καὶ οἱ υἱοί σου, οἳ ἐξελεύσονται ἐκ σοῦ. Ἀντὶ

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 157, line 5

Τούτων δὲ πάλιν οὕτως ὄντων, φανερὰ πᾶσιν ἀπόδει-


ξις, ὡς ἡ λέξις ἡ λέγουσα, τῷ ποιήσαντι αὐτὸν, οὐκ
εἰς ὄνησίν ἐστι τῇ αἱρέσει αὐτῶν, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς κα-
τάγνωσιν. Δέδεικται γὰρ ὅτι ἡ τοῦ, ἐποίησε, λέξις,
καὶ ἐπὶ τῶν γνησίων καὶ φύσει τέκνων ἐν τῇ θείᾳ
κεῖται Γραφῇ· ὅθεν τοῦ Κυρίου ἀποδεικνυμένου  
φύσει καὶ γνησίου Υἱοῦ, Λόγου, καὶ Σοφίας τοῦ Πα-
τρὸς, κἂν λέγηται ἐπ' αὐτοῦ τὸ, ἐποίησεν, ἢ τὸ,
ἐγένετο. οὐχ ὡς ποιήματος ὄντος αὐτοῦ λέγε-
ται, ἀλλ' ἀδιαφόρως τῇ λέξει χρῶνται οἱ ἅγιοι, ὡς
ἐπὶ τοῦ Σολομῶνος, καὶ τῶν Ἐζεχίου τέκνων. Καὶ
γὰρ καὶ αὐτῶν γεννησάντων ἐξ ἑαυτῶν, γέγραπται·
ἐποίησα, καὶ, ἐκτησάμην, καὶ, ἐγένετο. Οὐκ-
οῦν τὰ τοιαῦτα λεξείδια πολλάκις προφασισάμενοι
οἱ θεομάχοι, ὀφείλουσι κἂν ὀψέ ποτε ἐκ τῶν εἰρημέ-
νων ἀποθέσθαι τὴν ἀσεβῆ φρόνησιν, καὶ φρονῆσαι περὶ
τοῦ Κυρίου ὅτι Υἱός ἐστιν ἀληθινὸς, Λόγος καὶ
Σοφία τοῦ Πατρὸς, οὐ ποίημα, οὐ κτίσμα. Εἰ γὰρ
ποίημά ἐστιν ὁ Υἱὸς, ἐν ποίῳ ἆρα λόγῳ καὶ ἐν
ποίᾳ σοφίᾳ γέγονεν αὐτός; Πάντα γὰρ τὰ ποιήματα
διὰ τοῦ Λόγου καὶ τῆς Σοφίας γέγονε,

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos


Vol. 26, p. 157, line 25

ποίᾳ σοφίᾳ γέγονεν αὐτός; Πάντα γὰρ τὰ ποιήματα


διὰ τοῦ Λόγου καὶ τῆς Σοφίας γέγονε, καθὼς γέγρα-
πται· Πάντα ἐν Σοφίᾳ ἐποίησας· καὶ, Πάντα δι'
αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν.
Εἰ δὲ αὐτός ἐστιν ὁ Λόγος καὶ ἡ Σοφία, ἐν ᾗ πάν-
183

τα γίνεται, οὐκ ἄρα τῶν ποιουμένων ἐστὶν,


οὐδὲ ὅλως τῶν γενητῶν, ἀλλὰ τοῦ Πατρὸς γέννημα.
 Σκοπεῖτε γὰρ ὁπόσον ἔχει πτῶμα τὸ λέ-
γειν ποίημα τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον. Λέγει που Σολο-
μὼν ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ, ὅτι Σύμπαν τὸ ποίημα
ἄξει ὁ Θεὸς εἰς κρίσιν, ἐν παντὶ παρεωρωμέ-
νῳ, ἐὰν ἀγαθὸν, καὶ ἐὰν πονηρόν. Οὐκοῦν εἰ
ποίημά ἐστιν ὁ Λόγος, ἀχθήσεται καθ' ὑμᾶς
καὶ αὐτὸς εἰς κρίσιν; Καὶ ποῦ λοιπὸν ἡ κρίσις, κρι-
νομένου τοῦ κριτοῦ; τίς δὲ τοῖς μὲν δικαίοις τὰς
εὐλογίας δώσει, τοῖς δὲ ἀναξίοις τὰς ἐπιτιμίας,
ἑστηκότος τοῦ Κυρίου καθ' ὑμᾶς μετὰ πάντων ἐν
κρίσει; Ποίῳ δὲ καὶ νόμῳ κριθήσεται αὐτὸς ὁ νομο-
θέτης; Ταῦτα τῶν ποιημάτων ἴδιά ἐστι, τὸ κρίνε-
σθαι, τὸ παρὰ τοῦ Υἱοῦ εὐλογεῖσθαι καὶ ἐπι

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 252, line 32

λέγων· Τίς ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε; καί· Τίς


ὁμοιωθήσεται τῷ Κυρίῳ ἐν υἱοῖς Θεοῦ; Ὁ δὲ Βα-
ρούχ· Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτε-
ρος πρὸς αὐτόν. Ὁ μὲν γὰρ κτίζει, τὰ δὲ κτίζεται·
καὶ ὁ μὲν τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας ἴδιός ἐστι Λόγος καὶ
Σοφία· τὰ δὲ γενόμενα, οὐκ ὄντα πρότερον, δι'
αὐτοῦ τοῦ Λόγου πεποίηται.
 Τὸ ἄρα πολυθρύλλητον παρ' ὑμῶν εἰρημένον,
Κτίσμα ἐστὶν ὁ Υἱὸς, οὐκ ἔστιν ἀληθὲς, ἀλλ' ὑμῶν
φαντασία μόνη, καὶ κατηγορεῖσθε παρὰ τοῦ Σο-
λομῶνος, ὅτι πολλάκις αὐτοῦ κατεψεύσασθε. Οὐ γὰρ
εἴρηκεν αὐτὸν κτίσμα, ἀλλὰ γέννημα καὶ σοφίαν
Θεοῦ, λέγων· Ὁ Θεὸς τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν
γῆν· καί· Ἡ Σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον. Καὶ
αὐτὸ δὲ τὸ ῥητὸν ἐξεταζόμενον ἐλέγχει τὴν δυς-
σέβειαν ὑμῶν· γέγραπται γάρ· Κύριος ἔκτισέ με
ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ. Οὐκοῦν εἰ πρὸ
πάντων ἐστὶν αὐτὸς, λέγει δὲ, ἔκτισέ με, οὐχ ἵνα
ποιήσω τὰ ἔργα, ἀλλ' εἰς τὰ ἔργα· ἢ δεύτερόν ἐστιν
αὐτοῦ τὸ ἔκτισεν, ἢ φανήσεται δεύτερος αὐτὸς τῶν
ἔργων, εὑρίσκων αὐτὰ κτιζόμενος ἤδη πρὸ αὐτοῦ

Αθανάσιος θεολόγος. Argumentum in Psalmos [Sp.] Vol. 27, p. 56, line 54

καὶ τοὺς προφήτας ἀνῄρουν, διελέγχοντας αὐτῶν τὰς


δυσσεβείας, καὶ τούτων ἕνεκα τὸ πρῶτον τῇ τῶν
Ἀσσυρίων παρεδόθησαν αἰχμαλωσίᾳ· μετὰ δὲ ταῦτά
τινα τῶν προφητῶν, περὶ τῆς συναγωγῆς αὐτῶν
ἐσπουδακότα, μετά γε τῶν λοιπῶν καὶ τὴν βίβλον τῶν
Ψαλμῶν συναγηοχέναι· οὐκ ἀθρόως εὑρόντα τοὺς
πάντας, ἀλλὰ κατὰ διαφόρους χρόνους· κατατάττειν
δὲ ἐν πρώτοις τοὺς πρώτους εὑρισκομένους· διὸ μηδὲ
184

τοῦ Δαυῒδ ἐφεξῆς εὑρίσκεσθαι τοὺς πάντας, ἐν δὲ τῷ


μεταξὺ καὶ τῶν υἱῶν Κορὲ, καὶ τοῦ Ἀσὰφ, καὶ Σολο-
μῶντος, καὶ Μωσέως, Αἰθάμ τε τοῦ Ἰσραηλίτου, καὶ
Αἰμὰν, καὶ πάλιν τοῦ Δαυῒδ, εὑρίσκεσθαι ἀναμὶξ ἐν  
τῇ βίβλῳ τεταγμένους· οὐ καθ' οὓς ἐλέχθησαν χρό-
νους, ἀλλὰ καθ' οὓς εὕραντο. Τὸ δ' αὐτὸ εὕροις γε-
γενημένον καὶ ἐν ταῖς τῶν προφητῶν περικοπαῖς.
 Τοὺς δὲ μετὰ τὸν πρῶτον καὶ δωδέκατον ἀνεπιγρά-
φους ψαλμοὺς, καὶ τοὺς ἐπιγραφὴν ἔχοντας, οὐ δη-
λοῦντας τίνος εἰσὶν, ἐκείνων εἶναι παῖδες Ἑβραίων
φασὶ, ὧν τοὔνομα φέρεται ἐν ταῖς τῶν ἀνεπιγράφων
προτεταγμέναις. Τὸν δὲ πρῶτον καὶ δεύτερον, ἕνα
ὄντας ἄμφω, τοῦ Δαυῒδ ὑπάρχειν ἡγοῦμαι, διὰ τὸ πάν

Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 396, line 48

 Μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν.


Ἐντεῦθεν ἡ ἐξομολόγησις. Ἀξιοῖ δὲ ἀφ' ὧν πάντα
τὰ ἔθνη εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐκάλεσε, καὶ αὐτὸς
ἐπιστραφῆναι. Σὺ εἶπας, φησὶν, ὦ Δέσποτα· Ἐπι-
στρέψατε, υἱοὶ ἐπιστρέφοντες, καὶ ἰάσομαι τὰ συν-
τρίμματα ὑμῶν. Ἐπειδὴ τοίνυν ἐπεστρέψαμεν, μὴ
ἀποστρέψῃς ἡμᾶς εἰς ταπείνωσιν.
 Ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε. Τὸν
καιρὸν τῆς ἐν νόμῳ λατρείας φησὶ, καθ' ὃν μάλιστα
ἐπιτελεσθέντος τοῦ θείου ναοῦ ἤνθησεν. Ἀπὸ γὰρ
Σολομῶντος τοῦ τὸν οἶκον ἐγείραντος μέχρι τῆς πο-
λιορκίας τῆς μετὰ τὸν τίμιον γενομένης σταυρὸν εἰς
τοῦτο συντείνει ἔτη χίλια. Ἀλλὰ ταῦτα, φησὶ, τὰ χί-
λια ἔτη μία ἡμέρα λογισθείη ἐνώπιόν σου· μᾶλλον
μὲν οὖν μικρὸν ἡμέρας μόριον. Εἰκότως δὲ νυκτὶ
παρεικάζει τὸν πρὸ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σωτῆρος και-
ρόν· ἅτε ὡς ἐν ἀωρίᾳ καὶ συγχύσει πάντων ἀνθρώ-
πων ὄντων, διὰ τὸ μήπω αὐτοῖς ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον
τῆς δικαιοσύνης.  
 
Αθανάσιος θεολόγος. Testimonia e scriptura (de communi essentia patris et filii et
spiritus sancti) [Sp.] Vol. 28, p. 64, line 6

Πρὸς τοὺς λέγοντας τὸν Υἱὸν μὴ εἶναι τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς, ὅτι μία ἐξουσία καὶ
δύνα-μις, καὶ βασιλεία, καὶ θεότης τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ.

 Λέγει ὁ προφήτης· «Ἐξαίφνης ἥξει εἰς τὸν  


ναὸν ἑαυτοῦ ὁ Κύριος, ὃν ὑμεῖς ζητεῖτε, καὶ ὁ ἄγγε-
λος τῆς διαθήκης, ὃν ὑμεῖς θέλετε·» Θεοῦ οὖν ὁ
ναὸς, καὶ λέγει ἑαυτοῦ εἶναι τὸν ναὸν, ὡς μὴ νομι-
σθῆναι ἑτέραν εἶναι τοῦ Πατρὸς τὴν δεσποτείαν, καὶ
ἑτέραν τοῦ Υἱοῦ τὴν βασιλείαν. Τὸν ναὸν τοῦ Πατρὸς,
185

ὃν ἀνέθηκεν ὁ Σολομὼν τῷ Θεῷ, τοῦτον ναὸν τοῦ


Υἱοῦ καλεῖ ὁ προφήτης· «Ἐξαίφνης ἥξει εἰς τὸν
ναὸν ἑαυτοῦ ὁ Κύριος.» Διὰ τοῦτο ὁ Σωτὴρ λέγει·
»Ἐκβάλετε ταῦτα ἐντεῦθεν, καὶ μὴ ποιεῖτε τὸν
οἶκον τοῦ Πατρός μου οἶκον ἐμπορίου·» αὐτὸς λέ-
γει· «Ἐκβάλετε ταῦτα ἐντεῦθεν· ὁ γὰρ οἶκός μου
οἶκος προσευχῆς κληθήσεται. Ὁ οἶκος, φησὶ, τοῦ
Πατρός μου καὶ οἶκός μου.»

Αθανάσιος θεολόγος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol. 28, p. 373, line 15t

ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ ἄγγελος, ὅτι οὐκ ἄνθρωπος ἦν,


ἀλλὰ παρὰ τὰ τοῦ Θεοῦ ἀπεστάλη εἰς βοήθειαν αὐ-
τῶν τε καὶ τῆς Σάῤῥας. Γηράσας δὲ ὁ Τωβὶτ, παρήγ-
γειλε τῷ υἱῷ αὐτοῦ Τωβίᾳ ἀπελθεῖν εἰς τὴν Μηδίαν,
διὰ τὴν ἐσομένην καταστροφὴν τῆς Νινευῒ κατὰ τὸ
ῥῆμα Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. Καὶ ἐκλιπὼν, ἀπέθανεν
ἐτῶν ρνηʹ. Ὁ δὲ υἱὸς αὐτοῦ Τωβίας ἀπελθὼν εἰς τὴν
Μηδίαν, καὶ θάψας τοὺς πενθεροὺς ἑαυτοῦ, καὶ
ἀκούσας περὶ τῆς καταστροφῆς τῆς Νινευῒ, ἀπέθανεν
ἐτῶν ρζʹ.

Βιβλίον Σοφίας Σολομῶντος.

 Σοφία Σολομῶντος καλεῖται τὸ βιβλίον. Καὶ


γὰρ καὶ τοῦτο, φασὶ, Σολομών ἐστιν ὁ γράψας. Ἔστι
δὲ ἐν αὐτῷ διδασκαλία δικαιοσύνης, καὶ τὸ γνωρίζειν
τούς τε φαύλους ἄνδρας καὶ τοὺς σπουδαίους, καὶ
προφητεία περὶ Χριστοῦ· καὶ ὅτι πολλῷ πόνῳ καὶ
πόθῳ κατορθοῦται σοφία· ἔτι δὲ καὶ φυσιολογία με-
ρική· καὶ κατὰ εἰδώλων, καὶ τῶν αὐτὰ γλυφόντων,
καὶ ἐν αὐτοῖς ἐλπιζόντων, καὶ λατρευόντων, καὶ ὕμνος
σὺν ἐξομολογήσει τῶν γεγενημένων τοῖς Ἰσραηλί-
ταις θαυμασίων ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν παρὰ

Αθανάσιος θεολόγος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol. 28, p. 432, line 14

 Τὰ μὲν οὖν ἀντιλεγόμενα τῆς Παλαιᾶς προεί-


πομεν μὲν καὶ πρότερον, ὥς ἐστι Σοφία Σολομῶν-
τος, καὶ Σοφία Ἰησοῦ υἱοῦ Συρὰχ, καὶ Ἐσθὴρ, καὶ
Ἰουδὶθ, καὶ Τωβίτ· σὺν ἐκείνοις δὲ καὶ ταῦτα ἠ-
ρίθμηνται· Μακκαβαϊκὰ βιβλία δʹ, Πτολεμαϊκὰ,
Ψαλμοὶ καὶ ᾨδὴ Σολομῶντος, Σωσάννα. Ταῦτα τὰ
ἀντιλεγόμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
186

Τὰ δὲ ἀπόκρυφα πάλιν τῆς Παλαιᾶς διαθήκης


ταῦτα.

 Ἐνὼχ, Πατριάρχαι, Προσευχὴ Ἰωσὴφ, Δια-


θήκη Μωϋσέως, Ἀνάληψις Μωϋσέως, Ἀβραὰμ,
Ἐλδὰδ καὶ Μωδὰδ, Ἡλίου προφήτου, Σοφονίου προ-
φήτου, Ζαχαρίου πατρὸς Ἰωάννου, Βαροὺχ, Ἀμβα-
κοὺμ, Ἐζεχιὴλ, καὶ Δανιὴλ ψευδεπίγραφα.

Τῆς Νέας πάλιν διαθήκης ἀντιλεγόμενα ταῦτα.

  

Αθανάσιος θεολόγος. Disputatio contra Arium [Sp.] Vol. 28, p. 456, line 33

οὐρανός; Ἄρ. εἶπε· Καὶ πάνυ. Ἀθ. εἶπεν· Οὐκοῦν


ὁ Υἱός ἐστι κατὰ σὲ, καὶ ἡ γῆ δὲ καὶ ἡ θάλασσα θυγα-
τέρες κατὰ σέ. Ἄρ. εἶπε· Μὴ γένοιτο! ἕνα ἐποίη-
σεν ὁ Θεὸς Υἱὸν μόνον. Ἀθ. εἶπε· Δοκεῖ σοι πάντα τῷ
αὐτῷ ὅρῳ τῆς γεννήσεως μονογενῆ τυγχάνειν, ναὶ
ἢ οὔ; Ἄρ. εἶπεν· Οὕτως ἔχει. Ἀθ. εἶπεν· Οὐκοῦν εἰ
ἐποιήθη ὡς καὶ τὰ λοιπὰ δημιουργήματα ὁ Υἱὸς, πῶς
Υἱός ἐστι τοῦ Θεοῦ; Ἄρ. εἶπε· Παρακαλῶ σε, σὺ
πῶς νοεῖς τὸ, «Κύριος ἔκτισέ με;»
 Ἀθ. εἶπε· Πέπεισο· οὐκ ἄν σοι ἀπεκρινάμην·
ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀκροωμένους ἐρῶ. Σολομὼν, δίκαιος
ὢν, καὶ σοφίας πληρωθεὶς, κατηξιώθη ἐν παραβολῇ
προσημᾶναι τὴν κτίσιν τοῦ ναοῦ, τουτέστι τοῦ σώ-
ματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὡς αὐτὸς ὁ Κύριός φησι
τοῖς Ἰουδαίοις· «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρι-
σὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. Τοῦτο δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ
ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ,» ὥς φησιν ὁ Ἰωάννης. Ἀλλὰ
μὴν καὶ Σολομὼν παῤῥησιέστερον ἔφη περὶ αὐτῶν
τούτων διαλαβὼν οὕτως· «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ
οἶκον, καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά.

Αθανάσιος θεολόγος. De sancta trinitate (dialogi 1, 3, 5) [Sp.]


Vol. 28, p. 1124, line 32

δὲ τῆς ὑποστάσεως. Ἀνόμ. Τί λέγεις οὐκ οἶδα· σα-


φέστερον εἰπέ. Ὀρθ. Τοῦ τέκτονος τὸ βάθρον ἔχει
τὴν εἰκόνα τῆς τέχνης· ἐὰν γὰρ ἴδω βάθρον, οἶδα,
ὅτι ὑπὸ τέκτονος ἐγένετο· κἂν ἴδω πλοῖον, οἶδα, ὅτι
ὑπὸ ναυπηγοῦ ἐστι τὸ ἔργον, τοῦ ἐργασαμένου εἰκὼν
καὶ δόξα τῆς τέχνης· οὐ μὴν καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑπο-
στάσεως. Οὐ γὰρ τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἐργασαμένου
ἔχει τὸ βάθρον ἢ τὸ πλοῖον· ὁ μὲν γάρ ἐστιν ἄνθρωπος
187

τῇ ὑποστάσει, τὸ δὲ βάθρον ἢ τὸ πλοῖον οὔ. Οὕτω καὶ


ὁ ἄνθρωπος τοῦ θεμένου αὐτὸν Θεοῦ εἰκὼν καὶ δόξα
ἐστί. Καὶ γὰρ κατὰ τὸν ἅγιον Σολομῶνα· «Ἀνα-
λόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται καὶ δοξάζεται
ἐκ τοῦ γεγονότος·» οὐ μὴν χαρακτήρ ἐστι τῆς ὑπο-
στάσεως τοῦ πεποιηκότος, ἀλλ' ἢ ἄρα τῆς ἐνεργείας.
Ὁ δὲ Υἱὸς χαρακτὴρ ἐνυπόστατος. Λέγει γάρ· «Ὁ
ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν Πατέρα μου·» οὐδεὶς δὲ,
ἑωρακὼς ἄνθρωπον, εἶδε τὸν Πατέρα. Ἀνόμ. Ποῦ
γέγραπται, ὅτι χαρακτήρ ἐστι τῆς ὑποστάσεως ὁ
Υἱός; Ὀρθ. Παρὰ τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ ἐν τῇ πρὸς
Ἑβραίους. Ἀνόμ. Οὐκ ἐκκλησιάζεται; Ὀρθ. Ἀφ' οὗ
κατηγγέλη τὸ Εὐαγγέλιον Χριστοῦ,

Αθανάσιος θεολόγος. De sancta trinitate (dialogi 1, 3, 5) [Sp.]


Vol. 28, p. 1241, line 22

γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου.» Μακεδ. Ὁ Υἱὸς


οὖν ἐστιν ὁ Ἰησοῦς τοῦ Πνεύματος. Ὀρθ. Ἡ γένεσις,
εἶπεν, οὐχὶ ἡ γέννησις· ἓν λέγει, οὐχὶ δύο. Μακεδ.
Ἀλλ' ὁ ἄγγελος εἶπε· «Τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ
Πνεύματός ἐστιν ἁγίου.» Ὀρθ. Πρῶτον γένεσιν ἄκου-
σον τοῦ ναοῦ, καὶ τότε γέννησιν. Καὶ γὰρ καὶ οἱ
ἄνθρωποι πρῶτον γιγνόμεθα δημιουργικῶς, εἶθ' οὕ-
τως γεννώμεθα καταχρηστικῶς· «Υἱοὺς» γὰρ «ἐγέν-
νησα, καὶ ὕψωσα,» γέγραπται, οὐ φυσικῶς δηλον-
ότι, ἀλλὰ καταχρηστικῶς. Μακεδ. Πῶς εἶπεν ὁ Σο-
λομών· «Ἡ Σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον;» Ὀρθ.
Τοῦτο γάρ ἐστιν ὃ λέγω, ὅτι πάντα τὰ ἔργα τοῦ
Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματός
ἐστι· καὶ διὰ τοῦτο ποτὲ τοῦ Πατρὸς λέγεται, ποτὲ
τοῦ Υἱοῦ, ποτὲ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀμέλει λέγει
Παῦλος ὁ ἅγιος ἀπόστολος· «Ὅτε δὲ ηὐδόκησεν ὁ
Θεὸς, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου, ἀποκα-
λύψαι τὸν Υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί·» καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς
λέγει· «Παῦλος δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, κλητὸς Ἀπό-
στολος, ἀφωρισμένος εἰς Εὐαγγέλιον Θεοῦ.» Μακεδ.
Τί τοῦτο ποιεῖ; Ὀρθ. Βούλομαί σοι δεῖξαι, ὅτι ποτὲ

Βασίλειος θεολόγος Epistulae Epistle 8, sec. 11, line 26

παρὸν Πατρὶ καὶ Υἱῷ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τί δ' ἂν εἴποις


καὶ περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ὅταν ἐκλείψωμεν
καὶ εἰς τὸν χοῦν ἡμῶν ἐπιστρέψωμεν; Γῆ γάρ ἐσμεν καὶ
εἰς τὴν γῆν ἀπελευσόμεθα καὶ ἀποστελεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον καὶ κτίσει ἡμᾶς καὶ ἀνακαινίσει τὸ πρόσωπον τῆς
γῆς. Ἣν γὰρ Παῦλος ὁ ἅγιος ἐξανάστασιν εἴρηκε ταύτην
Δαβὶδ ἀνακαινισμὸν προσηγόρευσεν. Ἀκούσωμεν δὲ πάλιν
188

τοῦ ἁρπαγέντος ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Τί φησιν; «Ὅτι ναὸς


τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστε». Πᾶς δὲ ναὸς Θεοῦ ναός.
Εἰ δὲ ναός ἐσμεν τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, Θεὸς τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον. Λέγει δὲ καὶ ναὸς Σολομῶντος, ἀλλ' ὡς κατα-
σκευάσαντος. Εἰ δὲ οὕτως ἐσμὲν ναοὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύμα-
τος, Θεὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· «Ὁ γὰρ πάντα κατασκευάσας
Θεός»· εἰ δὲ ὡς προσκυνουμένου καὶ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν,
ὁμολογήσομεν αὐτὸ εἶναι Θεόν. «Κυρίῳ γὰρ τῷ Θεῷ σου
προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις». Εἰ δὲ τὴν Θεὸς
φωνὴν παραιτοῖντο, μανθανέτωσαν τίνος ἐστὶ σημαντικὸν
τὸ ὄνομα τοῦτο. Παρὰ γὰρ τὸ τεθεικέναι τὰ πάντα ἢ
θεᾶσθαι Θεὸς ὀνομάζεται. Εἰ τοίνυν Θεὸς εἴρηται παρὰ
τὸ τεθεικέναι ἢ θεᾶσθαι τὰ πάντα, τὸ δὲ Πνεῦμα πάντα
γινώσκει τὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς τὸ πνεῦμα τὸ ἐν ἡμῖν τὰ

Βασίλειος θεολόγος Epistulae Epistle 8, sec. 12, line 42

οὐδ' ἀκοὴν ψόφων τε καὶ φωνῶν, οὐδ' ὄσφρησιν ἀτμῶν


εὐωδῶν τε καὶ δυσωδῶν, οὐδὲ γεῦσιν χυμῶν καὶ χυλῶν,
οὐδ' ἁφὴν μαλακῶν καὶ σκληρῶν, ἢ θερμῶν καὶ ψυχρῶν.  
Οὐδὲ τὸν νοῦν ἐπιβάλλειν τοῖς νοητοῖς διδάξοι τις ἄν.
Καὶ ὥσπερ, εἴ τι πάθοιεν αὗται, ἐπιμελείας μόνον προς-
δέονται καὶ τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν εὐκόλως ἀποπληροῦσιν,
οὕτως καὶ ὁ νοῦς σαρκὶ συνδεθεὶς καὶ τῶν ἐκ ταύτης
φαντασιῶν πληρωθεὶς πίστεως δεῖται καὶ πολιτείας ὀρθῆς,
αἵτινες καταρτίζουσι τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡσεὶ ἐλάφου καὶ
ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ αὐτὸν ἱστῶσιν. Τοῦτό τοι αὐτὸ καὶ ὁ σοφὸς
παρεγγυᾷ Σολομῶν καὶ ποτὲ μὲν ἡμῖν προφέρει τὸν ἀνε-
παίσχυντον ἐργάτην τὸν μύρμηκα καὶ δι' αὐτοῦ τὴν πρακ-
τικὴν ὁδὸν ἡμῖν ὑπογράφει, ποτὲ δὲ τὸ τῆς σοφῆς
μελίττης κηρόπλαστον ὄργανον καὶ δι' αὐτῆς τὴν φυσικὴν
θεωρίαν αἰνίττεται ἐν ᾗ καὶ ὁ περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος
ἐγκέκραται λόγος, εἴπερ ἐκ καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως
ὁ γενεσιουργὸς θεωρεῖται. Ἀλλ' εὐχαριστήσαντες Πατρὶ
καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι πέρας ἐπιθῶμεν τῷ γράμματι,
ἐπειδὴ πᾶν μέτρον ἄριστον, καὶ ἡ παροιμία φησίν.

Βασίλειος θεολόγος Homiliae super Psalmos Vol. 29, p. 305, line 39

ἔχεται ὑψηλῆς καὶ θεολογίας. Ὥστε ὁ ψαλμὸς


λόγος ἐστὶ μουσικὸς, ὅταν εὐρύθμως κατὰ τοὺς ἁρ-
μονικοὺς λόγους πρὸς τὸ ὄργανον κρούηται· ᾠδὴ δὲ
φωνὴ ἐμμελὴς ἀποδιδομένη ἐναρμονίως, χωρὶς τῆς
συνηχήσεως τοῦ ὀργάνου. Ἐνταῦθα τοίνυν, ἐπειδὴ
ἐπιγέγραπται, Ψαλμὸς ᾠδῆς, ἡγούμεθα τὴν ἀκό-
λουθον πρᾶξιν τῇ θεωρίᾳ τὸν λόγον αἰνίσσεσθαι. Οὗ-
τος δὲ ὁ ψαλμὸς τῆς ᾠδῆς, κατὰ τὴν ἐπιγραφὴν, τοῦ
ἐγκαινισμοῦ τοῦ οἴκου περιέχει τινὰς λόγους. Καὶ
189

ἔοικε κατὰ μὲν τὸ σωματικὸν, ἐπὶ τῶν χρόνων τοῦ


Σολομῶντος, ἀνεγερθέντος τοῦ περιβοήτου ναοῦ,
ὁ λόγος διεξοδεύεσθαι, πρὸς τὸ ψαλτήριον μελῳδούμε-
νος· κατὰ δὲ τὸ νοητὸν, τὴν ἐνσωμάτωσιν τοῦ Θεοῦ
Λόγου σημαίνειν, καὶ τὸν ἐγκαινισμὸν τοῦ και-
νῶς καὶ παραδόξως αὐτοῦ κατασκευασθέντος οἴκου,  
τὴν ἐπιγραφὴν δηλοῦν. Πολλὰ γὰρ εὕρομεν ἐν τῷ
ψαλμῷ τούτῳ ἐκ προσώπου τοῦ Κυρίου ἀπαγγελλό-
μενα. Ἢ τάχα οἶκον νοῆσαι προσήκει τὴν οἰκοδο-
μουμένην ὑπὸ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν· καθὼς καὶ ὁ
Παῦλος ἐν τῇ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολῇ γράφει· Ἵνα
εἰδῇς πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις

Βασίλειος θεολόγος Adversus Eunomium (libri 5) Vol. 29, p. 704, line 26

αρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ, ὁ Θεὸς, οὐκ ἄλλην αἰτῶν,


ἀλλὰ τὴν οὖσαν καθαρθῆναι δηλονότι. Εἴρηται δὲ καὶ
καινὴ κτίσις, οὐχ ὡς ἄλλης κτίσεως γενομένης, ἀλλὰ
τῶν φωτιζομένων ἐπὶ βελτίοσιν ἔργοις κατασκευα-
ζομένων. Εἰ εἰς ἔργα τὸν Υἱὸν ὁ Πατὴρ ἔκτισεν, οὐ
δι' αὐτὸν, ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα αὐτὸν ἔκτισεν. Τὸ δὲ δι'
ἕτερον καὶ οὐ δι' αὐτὸ γινόμενον, ἢ μέρος ἐκεί-
νου δι' ὃ ἐγένετο, ἢ ἧττον αὐτοῦ. Ἔσται οὖν ἢ μέρος
ὁ Σωτὴρ τῆς κτίσεως, ἢ ἥττων τῆς κτίσεως. Ἀνάγ-
κη οὖν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ νοεῖν. Εἴποι
δ' ἄν τις καὶ τὸν Σολομῶντα περὶ τῆς σοφίας ἐκείνης
εἰρηκέναι ταῦτα, ἧς καὶ ὁ Ἀπόστολος μέμνη-
ται εἰπών· Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ
οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν. Ἄλ-
λως τε καὶ οὐδὲ προφήτης ὁ εἰπὼν, ἀλλὰ Παροιμια-
στής. Αἱ δὲ παροιμίαι εἰκόνες ἑτέρων, οὐκ αὐτὰ τὰ
λεγόμενα. Εἰ ὁ Θεὸς Υἱὸς ἦν ὁ λέγων, Κύριος ἔκτισέ
με, μᾶλλον ἂν εἶπεν, ὁ Πατὴρ ἔκτισέ με. Οὐδαμοῦ
γὰρ αὐτὸν Κύριον ἑαυτοῦ, ἀεὶ δὲ Πατέρα ἐκάλει.
Ληπτέον οὖν τὸ μὲν, ἐγέννησεν, ἐπὶ τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ,
τὸ δὲ, ἔκτισεν, ἐπὶ τοῦ τὴν μορφὴν τοῦ δούλου

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum


Vol. 31, p. 388, line 23

ὑποθήκας περιέχουσα τῶν πρακτέων· ὁ δὲ Ἐκ-


κλησιαστὴς φυσιολογίας ἅπτεται, καὶ ἀποκαλύπτει
ἡμῖν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τὴν ματαιότητα· ὥστε
μὴ ἡγεῖσθαι περισπούδαστα εἶναι τὰ παρερχόμενα,
μηδὲ τοῖς ματαίοις προσαναλίσκειν τῆς ψυχῆς τὰς
φροντίδας. Τὸ δὲ ᾎσμα τῶν ᾀσμάτων τὸν τρόπον
ὑποδείκνυσι τῆς τελειώσεως τῶν ψυχῶν. Περιέχει γὰρ
συμφωνίαν νύμφης καὶ νυμφίου· τουτέστι, ψυχῆς
190

οἰκείωσιν πρὸς τὸν Θεὸν Λόγον. Ἀλλ' ἐπὶ τὸ προκεί-


μενον ἐπανέλθωμεν.
 Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δαβὶδ, ὃς ἐβασίλ-
ευσεν ἐν Ἰσραήλ. Τὸ τῶν παροιμιῶν ὄνομα ἐπὶ
τῶν δημωδεστέρων λόγων παρὰ τοῖς ἔξωθεν τέτακται,
καὶ ἐπὶ τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς λαλουμένων, ὡς τὰ πολλά·
οἶμος γὰρ παρ' αὐτοῖς ἡ ὁδὸς ὀνομάζεται, ὅθεν καὶ
τὴν παροιμίαν ὡρίζοντο, ῥῆμα παρόδιον τετριμ-
μένον ἐν τῇ χρήσει τῶν πολλῶν, καὶ ἀπὸ ὀλίγων ἐπὶ
πλείονα ὅμοια μεταληφθῆναι δυνάμενον.

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum


Vol. 31, p. 389, line 11

προσθέν σου· καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός


σοι· καὶ πάλιν· Ἔδωκεν ὁ Κύριος σοφίαν καὶ φρό-
νησιν τῷ Σαλωμὼν πολλὴν σφόδρα, καὶ χύμα
καρδίας ὡς ἡ ἅμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν. Καὶ
ἐπληθύνθη ἡ σοφία Σαλωμὼν ὑπὲρ τὴν φρόνη-
σιν πάντων ἀρχαίων ἀνθρώπων, καὶ ὑπὲρ πάντας
φρονίμους Αἰγύπτου. Οὕτως ἀναγκαία ἡ τοῦ ὀνό-
ματος προσθήκη· Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δα-
βίδ. Πρόσκειται καὶ ὁ πατὴρ, ὥστε σε γνῶναι, ὅτι
σοφὸς ἦν ὁ Σολομὼν ἐκ σοφοῦ καὶ προφήτου πατρὸς,
ἐκ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα πεπαιδευμένος, καὶ
οὐχὶ κλήρῳ τὴν ἀρχὴν λαχὼν, οὐδ' εἰς οὐδὲν
αὐτῷ προσήκουσαν τὴν βασιλείαν εἰσβιασάμενος, ἀλλὰ
κρίσει δικαίᾳ πατρὸς, καὶ ψήφῳ Θεοῦ τὰ πατρῷα
σκῆπτρα παραλαβών. Οὗτος βασιλεὺς ἐγένετο τῆς
Ἱερουσαλήμ. Οὐδὲ τοῦτο ἀργόν· μάλιστα μὲν
πρὸς τὴν τῶν ὁμωνυμιῶν διάκρισιν, ἔπειτα δὲ καὶ
διὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ πολυθρυλλήτου ναοῦ· ἵνα
γνωρίσῃς αὐτοῦ τὸν δημιουργὸν, καὶ πάσης τῆς κατὰ
τὴν πόλιν οἰκονομίας καὶ τῶν θεσμῶν καὶ τῆς

Βασίλειος θεολόγος De humilitate Vol. 31, p. 528, line 8

τὸ τῆς ὑπεροχῆς ἀξίωμα ψηφίσαιτο αὐτῷ· καὶ ἐν-


ταῦθα δὴ, καθάπερ ὑπερβάλλοντες τὴν ἀνθρώπειον
φύσιν, μόνον τὴν οὐκ ἐπὶ νεφελῶν ἱδρῦσθαι νο-  
μίζουσι, πάτημα τοὺς ὑποκειμένους ἀνθρώπους ἡγού-
μενοι, καὶ κατὰ τῶν τὴν ἀξίαν δεδωκότων αὐτοῖς ἐπαι-
ρόμενοι, καὶ δι' ὧν εἶναι δοκοῦσί τινες, κατὰ τούτων
ἀλαζονευόμενοι· πρᾶγμα πλῆρες ἀνοίας ὑπομένοντες,
ὀνείρου σαθροτέραν ἔχοντες δόξαν, καὶ ματαιοτέραν φα-
σμάτων νυκτερινῶν περιβεβλημένοι λαμπρότητα, νεύ-
ματι δήμου συνισταμένην, καὶ νεύματι διαλυομένην.
Οἷος ἦν ὁ παράφρων ἐκεῖνος, ὁ τοῦ Σολομῶντος υἱὸς,
ὁ νέος τὴν ἡλικίαν, καὶ τὰς φρένας νεώτερος, ὁ τῷ
δήμῳ ζητοῦντι πραοτέραν ἡγεμονίαν ἀπειλήσας χα-
191

λεπωτέραν, καὶ διὰ τῆς ἀπειλῆς ἀπολέσας τὴν βασι-


λείαν, δι' ἧς προσεδόκησε βασιλικώτερος ὀφθήσεσθαι,
διὰ ταύτης καθαιρεθεὶς ἧς εἶχεν ἀξίας. Θρασύνει δὲ
ἄνθρωπον καὶ χειρῶν δύναμις, καὶ τάχος ποδῶν, καὶ
σώματος εὐμορφία· νόσων παραναλώματα, καὶ χρό-
νου δαπανήματα· καὶ οὐκ αἰσθάνεται, ὅτι Πᾶσα
σὰρξ χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου, ὡς ἄν-
θος χόρτου.

Μαρκέλλος θεολόγος. Fragmenta Fragment 47, line 4

ἀδύνατον ἦν ἑτέρως γνῶναι τὸν θεόν, διὰ τοῦ ἰδίου λόγου εἰδέναι αὐτὸν τοὺς
ἀνθρώπους διδάσκει, ὥστε ἐσφάλη μὲν κἀκεῖνος μὴ τὸν πατέρα καὶ τὸν τούτου
λόγον ἀκριβῶς γνούς.
 καὶ μανθανέτω τοίνυν θεοῦ λόγον ἐληλυθέναι, οὐ λόγον
καταχρηστικῶς ὀνομασθέντα, ὡς αὐτοί φασιν, ἀλλ' ἀληθῆ ὄντα λόγον.
 οὐ καταχρηστικῶς λόγος ὀνομασθείς, κἂν διαρραγῶσιν
οἱ ἑτεροδιδασκαλοῦντες ψευδόμενοι, ἀλλὰ κυρίως τε καὶ ἀληθῶς ὑπάρχων λόγος.
  τῶν δὲ διδασκόντων αὐτοὺς ὥσπερ αἰδουμένων
μεμνῆσθαι τοῦ λόγου, ὃν οὕτω πᾶσαι αἱ θεῖαι κηρύττουσιν γραφαί. Δαυὶδ μὲν
γὰρ περὶ αὐτοῦ λέγει «τῷ λόγῳ κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν», αὖθίς τε ὁ
αὐτὸς «ἐξαπέστειλεν τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτούς». Σολομὼν δὲ «ζητή-
σουσίν με κακοί, καὶ οὐχ εὑρήσουσιν. ἐμίσησαν γὰρ σοφίαν, τὸν δὲ λόγον κυρίου
οὐ προείλοντο». Ἡσαΐας τε «ἐκ γὰρ Σιὼν ἐξελεύσεται» ἔφη «νόμος, καὶ λόγος
κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ». καὶ αὖθις Ἱερεμίας «ᾐσχύνθησαν σοφοὶ» φησὶν «καὶ
ἐπτοήθησαν καὶ ἑάλωσαν, ὅτι τὸν λόγον κυρίου ἀπεδοκίμασαν». καὶ Ὡσηὲ δὲ ὁ
προφήτης «ἐμίσησαν» ἔφη «ἐν πύλαις ἐλέγχοντα, καὶ λόγον ὅσιον ἐβδελύξαντο».
Μιχαίας τε ὁμοίως καὶ αὐτὸς περὶ τοῦ λόγου μνημονεύων «ἐκ Σιὼν» ἔφη «ἐξε-
λεύσεται νόμος, καὶ λόγος κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ».
 οὐκοῦν πρὸ μὲν τοῦ κατελθεῖν καὶ διὰ τῆς παρθένου τεχθῆναι
λόγος ἦν μόνον. ἐπεὶ τί ἕτερον ἦν πρὸ τοῦ τὴν ἀνθρωπίνην ἀναλαβεῖν σάρκα τὸ
κατελθὸν «ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν», ὡς καὶ αὐτὸς γέγραφεν,

Μαρκέλλος θεολόγος. Fragmenta Fragment 60, line 6

 οὐ γὰρ δὴ ἑτέρας ἑτοιμασίας, οἷον ὕλης ἢ ἄλλης τινὸς ἀνθρω-


πίνης, ὁ θεὸς ἐδεῖτο πρὸς κατασκευήν, ἀλλὰ ταύτης τῆς ἐν τῇ αὐτοῦ διανοίᾳ
ἑτοιμασίας. ἐπεὶ οὖν ἀδύνατον ἦν χωρὶς λόγου καὶ τῆς προσούσης τῷ λόγῳ  
σοφίας ἐννοῆσαι περὶ τῆς τοῦ οὐρανοῦ κατασκευῆς τὸν θεόν, εἰκότως ἔφη «ἡνίκα
ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ».
 πρὸ γὰρ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι ἦν ὁ λόγος ἐν τῷ πατρί. ὅτε
δὲ ὁ παντοκράτωρ θεὸς πάντα τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ποιῆσαι προέθετο,
ἐνεργείας ἡ τοῦ κόσμου γένεσις ἐδεῖτο δραστικῆς· καὶ διὰ τοῦτο, μηδενὸς ὄντος
ἑτέρου πλὴν θεοῦ (πάντα γὰρ ὁμολογεῖται ὑπ' αὐτοῦ γεγενῆσθαι), τότε ὁ λόγος
προελθὼν ἐγίνετο τοῦ κόσμου ποιητής, ὁ καὶ πρότερον ἔνδον νοητῶς ἑτοιμάζων
αὐτόν, ὡς διδάσκει ἡμᾶς ὁ προφήτης Σολομὼν «ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν»
λέγων «συμπαρήμην αὐτῷ» καὶ «ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν, ἡνίκα
192

ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ' αὐτῷ ἁρμόζουσα· ἐγὼ ἤμην ᾗ προς-
έχαιρεν»· ἔχαιρεν γὰρ εἰκότως ὁ πατὴρ μετὰ σοφίας καὶ δυνάμεως διὰ τοῦ λόγου
πάντα ποιῶν.

Μαρκέλλος θεολόγος. Fragmenta Fragment 123, line 1

νυνὶ δὲ πιστεύω ταῖς θείαις γραφαῖς, ὅτι εἷς θεός, καὶ ὁ τούτου λόγος προῆλθεν
μὲν τοῦ πατρός, ἵνα «πάντα δι' αὐτοῦ» γένηται μετὰ δὲ τὸν καιρὸν τῆς κρίσεως
καὶ τὴν τῶν ἁπάντων διόρθωσιν καὶ τὸν ἀφανισμὸν τῆς ἀντικειμένης ἁπάσης
ἐνεργείας «τότε αὐτὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα» «θεῷ καὶ
πατρί», ἵν' οὕτως ᾖ ἐν τῷ θεῷ ὁ λόγος, ὥσπερ καὶ πρότερον ἦν πρὸ τοῦ τὸν
κόσμον εἶναι. οὐδενὸς γὰρ ὄντος πρότερον ἢ θεοῦ μόνου, πάντων δὲ διὰ τοῦ
λόγου γίγνεσθαι μελλόντων, προῆλθεν ὁ λόγος δραστικῇ ἐνεργείᾳ, ὁ λόγος οὗτος
τοῦ πατρὸς ὤν.
 οὗτός ἐστιν περὶ οὗ ὁ Παῦλος ἔφη «τοῦ προορισθέντος
υἱοῦ θεοῦ».
 τούτου γὰρ χάριν ὁ ἁγιώτατος προφήτης Σολομὼν «δέξασθαί
τε στροφὰς λόγων» ἔφη, καὶ πάλιν «ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα».
 διό μοι δοκεῖ ὁ σοφώτατος οὗτος προφήτης καὶ τὰ πρῶτα
ῥήματα τῆς προφητείας παροιμιωδῶς εἰρηκέναι.
 οὐδὲν γὰρ ἄτοπον, οἶμαι, ἐν τῷ παρόντι ὀλίγον τῶν
ἔξωθεν ὑπομνῆσαί σε παροιμιῶν.

Ωριγένης. Contra Celsum Book 1, sec. 48, line 30

μένους. Ἐγὼ γὰρ οὐχ ὑπολαμβάνω τὸν αἰσθητὸν οὐρανὸν


ἀνεῷχθαι⌋ καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀνοιγνύμενον διῃρῆσθαι,
⌊ἵνα ἀναγράψῃ τὸ τοιοῦτον Ἰεζεκιήλ. Μή ποτ' οὖν καὶ ἐπὶ
τοῦ σωτῆρος τὸν φρονίμως ἀκούοντα τῶν εὐαγγελίων τὸ
ὅμοιον ἐκδεκτέον, κἂν προσκόπτῃ τὸ τοιοῦτον τοῖς ἁπλους-
τέροις, οἳ διὰ πολλὴν ἁπλότητα κινοῦσι τὸν κόσμον, σχίζοντες
τὸ τηλικοῦτον σῶμα ἡνωμένον τοῦ παντὸς οὐρανοῦ.
 Ὁ δὲ βαθύτερον τὸ τοιοῦτον ἐξετάζων ἐρεῖ ὅτι οὔσης, ὡς
ἡ γραφὴ ὠνόμασε, θείας τινὸς γενικῆς αἰσθήσεως, ἣν μόνος
ὁ μακάριος εὑρίσκει ἤδη κατὰ τὸ λεγόμενον καὶ παρὰ τῷ  
Σολομῶντι· «Ὅτι αἴσθησιν θείαν εὑρήσεις», καὶ ὄντων
εἰδῶν ταύτης τῆς αἰσθήσεως, ὁράσεως πεφυκυίας βλέπειν τὰ
κρείττονα⌋ σωμάτων πράγματα, ⌊ἐν οἷς δηλοῦται τὰ χερουβὶμ
ἢ τὰ σεραφίμ, καὶ ἀκοῆς ἀντιλαμβανομένης φωνῶν οὐχὶ ἐν
ἀέρι τὴν οὐσίαν ἐχουσῶν, καὶ γεύσεως χρωμένης ἄρτῳ
ζῶντι καὶ ἐξ οὐρανοῦ καταβεβηκότι καὶ ζωὴν διδόντι τῷ
κόσμῳ, οὕτω δὲ καὶ ὀσφρήσεως ὀσφραινομένης τοιῶνδε,
καθὸ «Χριστοῦ εὐωδία» λέγει εἶναι «τῷ θεῷ» Παῦλος,
καὶ ἁφῆς, καθ' ἣν Ἰωάννης φησὶ ταῖς χερσὶν ἐψηλαφηκέναι
»περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς»· οἱ μακάριοι προφῆται τὴν
θείαν αἴσθησιν εὑρόντες καὶ βλέποντες θείως⌋ καὶ ἀκούοντες

Ωριγένης. Contra Celsum Book 3, sec. 45, line 9


193

τως, κἂν ἰδιῶταί τινες ὦσι καὶ ἀμαθεῖς, λέγουσιν – , ἕτερα δὲ


πολλῷ ἐλάττονα καὶ ἀποτρεπτικὰ τοῦ ἀσκεῖν σοφίαν.
 Ὅτι δὲ βούλεται ἡμᾶς εἶναι σοφοὺς ὁ λόγος, δεικτέον
καὶ ἀπὸ τῶν παλαιῶν καὶ ἰουδαϊκῶν γραμμάτων, οἷς καὶ
ἡμεῖς χρώμεθα· οὐχ ἧττον δὲ καὶ ἀπὸ τῶν μετὰ τὸν Ἰησοῦν
γραφέντων καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις θείων εἶναι πεπιστευ-
μένων. Ἀναγέγραπται δὴ ἐν πεντηκοστῷ ψαλμῷ Δαυὶδ ἐν
τῇ πρὸς θεὸν εὐχῇ λέγων· «Τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς
σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.» Καὶ εἴ τις γε ἐντύχοι τοῖς
ψαλμοῖς, εὕροι ἂν πολλῶν καὶ σοφῶν δογμάτων πλήρη τὴν
βίβλον. Καὶ Σολομὼν δέ, ἐπεὶ σοφίαν ᾔτησεν, ἀπεδέχθη·
καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἔστιν ἐν τοῖς συγγράμμασι
θεωρῆσαι, μεγάλην ἔχοντα ἐν βραχυλογίᾳ περίνοιαν· ἐν οἷς
ἂν εὕροις πολλὰ ἐγκώμια τῆς σοφίας καὶ προτρεπτικὰ περὶ
τοῦ σοφίαν δεῖν ἀναλαβεῖν. Καὶ οὕτω γε σοφὸς ἦν Σολομών,
ὥστε τὴν βασιλίδα Σαβά, ἀκούσασαν αὐτοῦ «τὸ ὄνομα»
»καὶ τὸ ὄνομα κυρίου», ἐλθεῖν «πειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγ-
μασιν». Ἥτις «καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα, ὅσα ἦν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ Σολομὼν πάντας τοὺς
λόγους αὐτῆς· οὐκ ἦν λόγος παρεωραμένος ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως, ὃν οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῇ. Καὶ εἶδε βασίλισσα Σαβὰ

Ωριγένης. Contra Celsum Book 3, sec. 45, line 13

ἡμεῖς χρώμεθα· οὐχ ἧττον δὲ καὶ ἀπὸ τῶν μετὰ τὸν Ἰησοῦν
γραφέντων καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις θείων εἶναι πεπιστευ-
μένων. Ἀναγέγραπται δὴ ἐν πεντηκοστῷ ψαλμῷ Δαυὶδ ἐν
τῇ πρὸς θεὸν εὐχῇ λέγων· «Τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς
σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.» Καὶ εἴ τις γε ἐντύχοι τοῖς
ψαλμοῖς, εὕροι ἂν πολλῶν καὶ σοφῶν δογμάτων πλήρη τὴν
βίβλον. Καὶ Σολομὼν δέ, ἐπεὶ σοφίαν ᾔτησεν, ἀπεδέχθη·
καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἔστιν ἐν τοῖς συγγράμμασι
θεωρῆσαι, μεγάλην ἔχοντα ἐν βραχυλογίᾳ περίνοιαν· ἐν οἷς
ἂν εὕροις πολλὰ ἐγκώμια τῆς σοφίας καὶ προτρεπτικὰ περὶ
τοῦ σοφίαν δεῖν ἀναλαβεῖν. Καὶ οὕτω γε σοφὸς ἦν Σολομών,
ὥστε τὴν βασιλίδα Σαβά, ἀκούσασαν αὐτοῦ «τὸ ὄνομα»
»καὶ τὸ ὄνομα κυρίου», ἐλθεῖν «πειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγ-
μασιν». Ἥτις «καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα, ὅσα ἦν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ Σολομὼν πάντας τοὺς
λόγους αὐτῆς· οὐκ ἦν λόγος παρεωραμένος ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως, ὃν οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῇ. Καὶ εἶδε βασίλισσα Σαβὰ
πᾶσαν φρόνησιν Σολομὼν» καὶ τὰ κατ' αὐτόν· «Καὶ ἐξ
αὑτῆς ἐγένετο. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· ἀληθὴς ὁ λόγος,
ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου περὶ σοῦ καὶ περὶ τῆς φρονήσεώς
σου· καὶ οὐκ ἐπίστευσα τοῖς λαλοῦσί μοι, ἕως ὅτε παρε

Ωριγένης. Contra Celsum Book 3, sec. 45, line 17


194

σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.» Καὶ εἴ τις γε ἐντύχοι τοῖς


ψαλμοῖς, εὕροι ἂν πολλῶν καὶ σοφῶν δογμάτων πλήρη τὴν
βίβλον. Καὶ Σολομὼν δέ, ἐπεὶ σοφίαν ᾔτησεν, ἀπεδέχθη·
καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἔστιν ἐν τοῖς συγγράμμασι
θεωρῆσαι, μεγάλην ἔχοντα ἐν βραχυλογίᾳ περίνοιαν· ἐν οἷς
ἂν εὕροις πολλὰ ἐγκώμια τῆς σοφίας καὶ προτρεπτικὰ περὶ
τοῦ σοφίαν δεῖν ἀναλαβεῖν. Καὶ οὕτω γε σοφὸς ἦν Σολομών,
ὥστε τὴν βασιλίδα Σαβά, ἀκούσασαν αὐτοῦ «τὸ ὄνομα»
»καὶ τὸ ὄνομα κυρίου», ἐλθεῖν «πειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγ-
μασιν». Ἥτις «καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα, ὅσα ἦν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ Σολομὼν πάντας τοὺς
λόγους αὐτῆς· οὐκ ἦν λόγος παρεωραμένος ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως, ὃν οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῇ. Καὶ εἶδε βασίλισσα Σαβὰ
πᾶσαν φρόνησιν Σολομὼν» καὶ τὰ κατ' αὐτόν· «Καὶ ἐξ
αὑτῆς ἐγένετο. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· ἀληθὴς ὁ λόγος,
ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου περὶ σοῦ καὶ περὶ τῆς φρονήσεώς
σου· καὶ οὐκ ἐπίστευσα τοῖς λαλοῦσί μοι, ἕως ὅτε παρε-
γενόμην καὶ ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί μου· καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστι  
καθὼς ἀπήγγειλάν μοι τὸ ἥμισυ. Προστέθεικας σοφίαν καὶ
ἀγαθὰ πρὸς αὐτὰ ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἀκοήν, ἣν ἤκουσα.»
Γέγραπται δὴ περὶ τοῦ αὐτοῦ ὅτι «Καὶ ἔδωκε κύριος

Ωριγένης. Contra Celsum Book 3, sec. 54, line 10

καὶ ψευδόμενος λέγει.


 Ὁμολογοῦμεν δὲ πάντας ἐθέλειν παιδεῦσαι τῷ τοῦ
θεοῦ, κἂν μὴ βούληται Κέλσος, λόγῳ, ὥστε καὶ μειρακίοις
μεταδιδόναι τῆς ἁρμοζούσης αὐτοῖς προτροπῆς καὶ οἰκότριψιν
ὑποδεικνύναι, πῶς ἐλεύθερον ἀναλαβόντες φρόνημα ἐξευγε-
νισθεῖεν ὑπὸ τοῦ λόγου. Οἱ δὲ παρ' ἡμῖν πρεσβεύοντες τὸν
χριστιανισμὸν ἱκανῶς φασιν ὀφειλέται εἶναι «Ἕλλησι καὶ
βαρβάροις, σοφοῖς καὶ ἀνοήτοις»· οὐ γὰρ ἀρνοῦνται τὸ
καὶ ἀνοήτων δεῖν τὰς ψυχὰς θεραπεύειν, ἵν' ὅση δύναμις  
ἀποτιθέμενοι τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τὸ συνετώτερον σπεύδωσιν,
ἀκούοντες καὶ Σολομῶντος λέγοντος· «Οἱ δὲ ἄφρονες
ἔνθεσθε καρδίαν» καί· «Ὅς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος,
ἐκκλινάτω πρός με, ἐνδεέσι δὲ φρενῶν παρακελεύομαι
λέγουσα ἡ σοφία»· «Ἔλθετε, φάγετε τὸν ἐμὸν ἄρτον καὶ
πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν· ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα
ζήσητε, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν». Εἴποιμι δ'
ἂν καὶ ταῦτα διὰ τὰ ἐκκείμενα πρὸς τὸν Κέλσου λόγον·
ἆρα οἱ φιλοσοφοῦντες οὐ προκαλοῦνται μειράκια ἐπὶ τὴν
ἀκρόασιν; Καὶ τοὺς ἀπὸ κακίστου βίου νέους οὐ παρακα-
λοῦσιν ἐπὶ τὰ βελτίονα; Τί δὲ τοὺς οἰκότριβας οὐ βούλονται
φιλοσοφεῖν;

Ωριγένης. Contra Celsum Book 4, sec. 12, line 3


195

ὑπὸ τῶν τὰ φοινικικὰ πραγματευσαμένων· καὶ ὁ βουλόμενός


γε ἀναγνώτω τὰ Φλαυΐου Ἰωσήπου περὶ τῆς Ἰουδαίων
ἀρχαιότητος δύο βιβλία, ἵνα γνῷ, τίνα τρόπον ἀρχαιότερος
ἦν Μωϋσῆς τῶν κατὰ χρόνων μακρὰς περιόδους κατακλυς-
μοὺς καὶ ἐκπυρώσεις φησάντων γίνεσθαι ἐν τῷ κόσμῳ·
ὧν παρακηκοέναι λέγει ὁ Κέλσος Ἰουδαίους καὶ Χριστιανοὺς
καὶ μὴ νοήσαντας τὰ περὶ ἐκπυρώσεως εἰρηκέναι ὅτι ὁ
θεὸς καταβήσεται δίκην βασανιστοῦ πῦρ φέρων.
 Πότερον μὲν οὖν εἰσι περίοδοι καὶ κατὰ περιόδους
κατακλυσμοὶ ἢ ἐκπυρώσεις, ἢ μὴ εἰσί, καὶ εἰ ἐπίσταται καὶ
ταῦθ' ὁ λόγος, ἐν πολλοῖς μὲν καὶ ἐν οἷς δὲ Σολομών φησι·  
»Τί τὸ γεγονός; Αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τί τὸ πεποιη-
μένον; Αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον» καὶ τὰ ἑξῆς, οὐ τοῦ
παρόντος ἐστὶ καιροῦ λέγειν. Ἀρκεῖ γὰρ μόνον ἐπισημειώ-
σασθαι ὅτι ἀρχαιότατοι ἄνδρες γενόμενοι Μωϋσῆς καί τινες
τῶν προφητῶν οὐ παρ' ἑτέρων εἰλήφασι τὰ περὶ τῆς τοῦ
κόσμου ἐκπυρώσεως ἀλλ' εἰ χρὴ ἐπιστήσαντα τοῖς χρόνοις
εἰπεῖν, μᾶλλον τούτων ἕτεροι παρακούσαντες καὶ μὴ ἀκρι-
βώσαντες τὰ ὑπὸ τούτων λεγόμενα ἀνέπλασαν κατὰ περιόδους
ταυτότητας καὶ ἀπαραλλάκτους τοῖς ἰδίως ποιοῖς καὶ τοῖς
συμβεβηκόσιν αὐτοῖς.

Ωριγένης. Contra Celsum Book 7, sec. 34, line 34

 Ἀλλὰ καὶ ἐπὰν λέγῃ ὁ σωτὴρ ἡμῶν· «Ὁ ἔχων ὦτα


ἀκούειν ἀκουέτω», καὶ ὁ τυχὼν συνίησι περὶ θειοτέρων
ταῦτα λέγεσθαι ὤτων. Κἂν λέγηται «λόγος κυρίου»
γεγονέναι ἐν χειρὶ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου ἢ ἄλλου τινός,
ἢ νόμος «ἐν χειρὶ» Μωϋσέως, ἢ ὅτι «Ταῖς χερσί μου
ἐζήτησα τὸν θεὸν καὶ οὐκ ἠπατήθην», οὐχ οὕτως ἐστί τις
ἀνόητος, ὡς μὴ ἐκλαμβάνειν χεῖράς τινας εἶναι τροπικῶς
καλουμένας, περὶ ὧν καὶ Ἰωάννης λέγει· «Αἱ χεῖρες ἡμῶν
ἐψηλάφησαν περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς.» Εἰ δὲ καὶ περὶ
τῆς κρείττονος αἰσθήσεως καὶ οὐ σωματικῆς βούλει ἀπὸ τῶν
ἱερῶν γραμμάτων μαθεῖν, ἄκουσον Σολομῶντος ἐν ταῖς
Παροιμίαις λέγοντος· «Αἴσθησιν θείαν εὑρήσεις.»
 Οὐ χρεία τοίνυν ἡμῖν ὡς οὕτω ζητοῦσι τὸν θεὸν
ἀπιέναι, ὅπου ἡμᾶς πέμπει ὁ Κέλσος, εἰς Τροφωνίου καὶ
εἰς Ἀμφιάρεω καὶ εἰς Μόψου, ἔνθα φησὶν ἀνθρωποειδεῖς
θεωρεῖσθαι θεοὺς καί, ὡς λέγει Κέλσος, οὐ ψευδομένους
ἀλλὰ καὶ ἐναργεῖς. Ἴσμεν γὰρ ἡμεῖς τούτους δαίμονας
ὄντας, τρεφομένους κνίσσαις καὶ αἵμασι καὶ ταῖς ἀπὸ τῶν
θυσιῶν ἀναθυμιάσεσι, καὶ οὕτω παρακατεχομένους ἐν τοῖς
ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν κατασκευασθεῖσι δεσμωτηρίοις·
ἅτινα ἱερὰ θεῶν Ἕλληνες νενομίκασιν, ἀλλ' ἡμεῖς

Ωριγένης. De principiis Book 3, Ch. 1, sec. 19, line 3


196

θέλειν τὰ κρείττονα. τρίτον δὲ ἐροῦσιν ὅτι τῶν μέσων ἐστὶ τὸ


θέλειν τὰ καλὰ καὶ τὸ τρέχειν ἐπὶ τὰ καλά, καὶ οὔτε ἀστεῖον οὔτε
φαῦλον. λεκτέον δὲ πρὸς τοῦτο ὅτι εἰ τὸ θέλειν τὰ καλὰ καὶ τὸ
τρέχειν ἐπὶ τὰ καλὰ μέσον ἐστί, καὶ τὸ ἐναντίον αὐτῷ μέσον ἐστί,
τουτέστι τὸ θέλειν τὰ κακὰ καὶ τὸ τρέχειν ἐπὶ τὰ κακά. οὐχὶ δέ γε
μέσον ἐστὶ τὸ θέλειν τὰ κακὰ καὶ τρέχειν ἐπὶ τὰ κακά· οὐκ ἄρα
μέσον τὸ θέλειν τὰ καλὰ καὶ τρέχειν ἐπὶ τὰ καλά.
 Τοιαύτην τοίνυν ἀπολογίαν ἡγοῦμαι δύνασθαι ἡμᾶς πορί-
ζειν πρὸς τὸ “ἄρ' οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ
ἐλεοῦντος θεοῦ”. φησὶν ἐν τῇ βίβλῳ τῶν ψαλμῶν ὁ Σολομῶν (αὐ-
τοῦ γάρ ἐστιν ἡ ᾠδὴ τῶν ἀναβαθμῶν, ἐξ ἧς παραθησόμεθα τὰ ῥητά)·  
“ἐὰν μὴ κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδο-
μοῦντες αὐτόν· ἐὰν μὴ κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν
ὁ φυλάσσων”, οὐκ ἀποτρέπων ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ οἰκοδομεῖν οὐδὲ διδά-
σκων μὴ ἀγρυπνεῖν εἰς τὸ φρουρεῖν ἡμῶν τὴν ἐν τῇ ψυχῇ πόλιν,
ἀλλὰ παριστὰς ὅτι τὰ χωρὶς θεοῦ οἰκοδομούμενα καὶ τὰ μὴ τυγχά-
νοντα τῆς ἀπὸ τούτου φυλακῆς, μάτην οἰκοδομεῖται καὶ ἀνηνύτως
τηρεῖται, εὐλόγως ἂν ἐπιγραφησομένου κυρίου τῆς οἰκοδομῆς τοῦ
θεοῦ καὶ ἄρχοντος τῆς φρουρᾶς τῆς πόλεως τοῦ τῶν ὅλων δεσπότου.
ὥσπερ οὖν εἰ λέγοιμεν· οὐ τοῦ οἰκοδομοῦντος ἀλλὰ τοῦ θεοῦ ἔργον

Ωριγένης. Commentarii in evangelium Joannis (lib. 1, 2, 4, 5, 6, 10, 13)


Book 6, Ch. 1, sec. 4, line 2

ὑπερεχούσῃ πάντα νοῦν εἰρήνῃ χρωμένη ἡ ψυχή, πάσης


ταραχῆς ἀλλοτριουμένη καὶ οὐδαμῶς κυματουμένη.
 Ταῦτα δή μοι δοκοῦσιν ἀκριβῶς κατανενοηκότες οἱ τοῦ
προφητικοῦ πνεύματος ὑπηρέται καὶ οἱ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγ-
ματος διάκονοι ἀξίους ἑαυτοὺς παρειληφέναι τοῦ λαβεῖν τὴν
ἐν κρυπτῷ εἰρήνην ἀπὸ τοῦ αἰεὶ τοῖς ἀξίοις διδόντος αὐτήν,
τοῦ εἰρηκότος· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν
δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν εἰρήνην κἀγὼ δίδωμι
εἰρήνην.»
         Ἐπισκόπησον δὲ μήποτε τοιοῦτόν τι αἰνίττεται
ἡ περὶ τὸν Δαβὶδ καὶ Σολομῶντα περὶ τοῦ ναοῦ ἱστορία.
Δαβὶδ μὲν γὰρ πολέμους κυρίου πολεμῶν καὶ πρὸς πλείονας
ἱστάμενος ἐχθροὺς ἑαυτοῦ καὶ τοῦ Ἰσραήλ, θέλων οἰκοδομῆσαι
ναὸν τῷ θεῷ, ὑπὸ τοῦ θεοῦ διὰ τοῦ Ναθὰν κωλύεται λέγοντος
πρὸς αὐτόν· «Οὐκ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον, ὅτι ἀνὴρ αἱμάτων
σύ.»
         Σολομῶν δὲ ὄναρ τὸν θεὸν ἰδὼν καὶ ὄναρ τὴν σοφίαν
λαβών – ἐτηρεῖτο γὰρ τὸ ὕπαρ τῷ λέγοντι «Ἰδοὺ πλεῖον
Σολομῶντος ὧδε» – ἐν βαθυτάτῃ γενόμενος εἰρήνῃ, ὡς
ἀναπαύεσθαι τότε ἕκαστον ὑποκάτω τῆς ἀμπέλου αὐτοῦ καὶ
ὑποκάτω τῆς συκῆς αὐτοῦ, καὶ τῆς κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοῦ
197

Ωριγένης. Commentarii in evangelium Joannis (lib. 1, 2, 4, 5, 6, 10, 13)


Book 13, Ch. 12, sec. 78, line 4

τῷ θεῷ, οὗ μέμνηται Μωσῆς ἐν τῷ Δευτερονομίῳ οὕτως


λέγων· «Καὶ ἐνετείλατο Μωσῆς τῷ λαῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ  
ἐκείνῃ λέγων· Οὗτοι στήσονται εὐλογεῖν τὸν λαὸν ἐν ὄρει
Γαριζεὶν διαβάντες τὸν Ἰορδάνην· Συμεών, Λευΐ, Ἰούδας,
Ἰσσάχαρ, Ἰωσὴφ καὶ Βενιαμείν· καὶ οὗτοι στήσονται ἐπὶ τῆς
κατάρας ἐν ὄρει Γαιβάλ· Ῥουβήν, Γὰδ καὶ Ἀσήρ, Ζαβουλών,
Δὰν καὶ Νεφθαλείμ.»
         Οἱ δὲ Ἰουδαῖοι τὸ Σιὼν θεῖόν τι
νενομικότες καὶ οἰκεῖον τοῦ θεοῦ ἐκεῖνον οἴονται εἶναι τὸν
ἐκλελεγμένον ὑπὸ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων τόπον, καὶ διὰ
τοῦτο ἐν αὐτῷ ᾠκοδομῆσθαι τὸν ναὸν ὑπὸ τοῦ Σολομῶνος
λέγουσιν καὶ πᾶσαν τὴν λευϊτικὴν καὶ ἱερατικὴν λατρείαν
ἐκεῖ ἐπιτελεῖσθαι.
         Ἀκολούθως δὲ ταύταις ἑκάτερον
ἔθνος ταῖς ὑπολήψεσιν νενόμικεν τοὺς πατέρας ἐν τῷδε ἢ
τῷδε ὄρει προσκεκυνηκέναι τῷ θεῷ.
 Καὶ εἴ ποτε δὲ μέχρι τοῦ δεῦρο συγκαταβαίνοιεν
ἀλλήλοις εἰς λόγον Σαμαρεῖς καὶ Ἰουδαῖοι, ἑκάτερος πρὸς τὸν
λοιπὸν ἐπαπορήσει, καὶ ἐρεῖ γε ὁ Σαμαρεὺς τῷ Ἰουδαίῳ τὸν
τῆς ἐνθάδε ἀναγεγραμμένον γυναικὸς λόγον· «Οἱ πατέρες
ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν», δεικνὺς τὸ Γαριζείν,

Ωριγένης. De oratione Ch. 29, sec. 6, line 4

γοῦν πλουτῶν “ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει” κινδύνου ἀπήλλα-
κται τοῦ ὡς ἐπὶ τούτοις ἐν τῷ ὑπεραίρεσθαι ἁμαρτάνειν, ἀλλὰ δεῖται
σκόλοπος τοῦ σατανᾶ κολαφίζοντος αὐτὸν, “ἵνα μὴ” ὑπεραίρηται. κἂν
συνειδῇ τις ἑαυτῷ τὰ κρείττονα καὶ ἀναπτερωθῇ ἀπὸ τῶν κακῶν,
ἀναγινωσκέτω τὸ εἰρημένον ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Παραλειπομένων
περὶ Ἐζεκίου, ὅστις πεπτωκέναι λέγεται “ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς καρδίας
αὐτοῦ.”
 εἰ δὲ, ἐπεὶ μὴ πλείονα περὶ τοῦ πένητος εἰρήκαμεν, καταφρο-
νεῖ τις, ὡς μὴ πειρασμοῦ τοῦ περὶ τῆς πενίας, ἴστω ὅτι ὁ ἐπιβου-
λεύων ἐπιβουλεύει ὑπὲρ “τοῦ καταβαλεῖν πτωχὸν καὶ πένητα,” καὶ
μάλιστα ἐπεὶ κατὰ τὸν Σολομῶντα. “ὁ πτωχὸς οὐχ ὑφίσταται ἀπει-
λήν.” τί δὲ δεῖ λέγειν, ὅσοι διὰ τὸν σωματικὸν πλοῦτον, μὴ καλῶς
αὐτὸν οἰκονομήσαντες, τὴν μετὰ τοῦ ἐν τῷ εὐαγγελίῳ πλουσίου χώραν
ἐν τῇ κολάσει εἰλήφασι, καὶ ὅσοι ἀγεννῶς τὴν πενίαν φέροντες, δου-
λοπρεπέστερον καὶ ταπεινότερον ἢ κατὰ τὰ ἐν τοῖς “ἁγίοις” πρέποντα
ἀναστρεφόμενοι, τῆς ἐπουρανίου ἐλπίδος ἀποπεπτώκασιν; οὐδὲ οἱ
μεταξὺ δὲ τούτων καθ' ἑκάτερον, πλοῦτον καὶ πενίαν, τοῦ κατὰ τὴν
σύμμετρον κτῆσιν ἁμαρτάνειν πάντως εἰσὶν ἀπηλλαγμένοι.
 ἀλλὰ ὑγιαίνων τῷ σώματι καὶ εὐεκτῶν ἔξω παντὸς πειρας-
198

μοῦ κατ' αὐτὸ τὸ ὑγιαίνειν καὶ εὐεκτεῖν ὑπολαμβάνει τυγχάνειν· καὶ


τίνων ἄλλων ἢ τῶν εὐεκτούντων καὶ ὑγιαινόντων ἐστὶν ἁμάρτημα

Ωριγένης. Fragmenta in Jeremiam (in catenis) Fragment 13, line 2

ἀληθείας τὰ δόγματα, «ἀργύριον» λόγον σωτήριον, «λίθους τιμίους»


οἰκοδομίαν ἐξ ἀρετῶν· εἰ δὲ κακῶς, ἐποικοδομῶν τῷ Ἰησοῦ πονηρά,
λέγω «ξύλα, χόρτον, καλάμην», πῶς οὐκ ἀσεβεῖ; ἐφ' ὃν ἔρχεται τὸ
οὐαί, ὁ οἰκοδομῶν οἰκίαν αὐτοῦ οὐ μετὰ δικαιοσύνης. ὁ
ποιῶν ὑψηλὸν οἰκοδόμημα, οὐ κατὰ λόγον δὲ θεοῦ καὶ ἀλήθειαν,
οὐκ ἐν κρίματι ὑπερῷα ποιεῖ. ἀναλόγως νόει καὶ τοὺς διδάσκον-
τας ἢ ἀλήθειαν ἢ «ψευδώνυμον γνῶσιν». οἷον Παῦλος μὲν οἰκίαν
τὴν ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ μετὰ δικαιοσύνης, ὑπερῷα δὲ Τιμό-
θεον καὶ Λουκᾶν καὶ τοὺς τοιούτους ἐν κρίματι.  
 Εἴποις δ' ἂν καὶ περὶ τῶν ψευδοδιδασκάλων ἀκολούθως
τοῖς πρόσθεν εἰρῆσθαι. ὡς γάρ φησιν ὁ Σολομῶν· «ὁ ἐνεργῶν
θησαυρίσματα γλώσσῃ ψευδεῖ μάταια διώκει, καὶ ἐλεύσεται εἰς παγίδα
θανάτου». οἱ γὰρ τοιοῦτοι οἰκοδομοῦσιν ἑαυτοῖς οἰκίας ὀνόματι
ἐκκλησίας, ἥτις ἐστὶ «πονηρευομένων», πρὸς οὓς λέγεται μετ' εἰ-
ρωνείας· ᾠκοδόμησας σεαυτῷ οἶκον σύμμετρον, ὑπερῷα ῥι-
πιστά· ἐν οἷς ᾠήθησαν ἀναψυχὴν ᾠκοδομηκέναι. διὰ δὲ τῶν θυ-
ρίδων οἴει πεφωτικέναι φωτὶ γνώσεως τὰ οἰκοδομήματά σου, καὶ
ἀσήπτοις ξύλοις εἰς τὴν οἰκοδομὴν τῆς οἰκίας κεχρῆσθαι, καὶ χρίεις
διὰ μίλτου μιμούμενος τὸ αἷμα Χριστοῦ. ἀλλ' οὐ βασιλεύσεις,
εἰ καὶ παρωξύνθης ἐν κέδρῳ τοῦ πατρός σου. κέδρος ὁ πα-
τὴρ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, δένδρον τι ὑψηλόν, ὑπερήφανον, ἀντικείμενον,

Ωριγένης. Fragmenta in Jeremiam (in catenis) Fragment 30, line 2

αὐτοῦ, ἐὰν μὴ πάθωσιν οἱ δύο βασιλεῖς ἃ δεῖ παθεῖν ὑπὲρ τῆς


τῶν πεπονθότων κακῶς ἐκδικήσεως. μὴ πάντως δὲ ἐπὶ τὸν διά-
βολον ἢ τὸν ἀντίχριστον ἐκλάβῃς τὸν λόγον· ἐν ἐμοὶ γὰρ ἀναιρε-
θήτω «συντριβόμενος ὁ σατανᾶς ὑπὸ τοὺς πόδας μου ἐν τάχει». ὅταν
δὲ ἀνέλῃ τοὺς δύο τούτους καὶ τοὺς μεταξύ, ἀποκαταστήσει τὸν
Ἰσραὴλ εἰς τὴν νομὴν αὐτοῦ· ὅτε καὶ νεμήσεται ἐν τῷ Καρ-  
μήλῳ καὶ τῇ Βασὰν καὶ ἐν ὄρει Ἐφραῒμ καὶ ἐν Γαλαάδ. το-
σούτων τόπων ὄντων τῆς Ἰουδαίας καὶ τῆς γῆς τῆς κληρονομου-
μένης, ταῦτα μόνον ὠνόμασεν.
 Σφύραν τὴν Βαβυλῶνα καλεῖ, ταῖς ἰδίαις πλεονεξίαις
τοὺς ἐπὶ γῆς κατατρίψασαν. ὅτε δὲ τὸν θεῖον νεὼν ὁ Σολομὼν
κατεσκεύαζεν, ἐν ἐπαίνῳ τῶν Βασιλειῶν ἡ τρίτη φησὶν ὅτι «σφύρα
καὶ πέλεκυς οὐκ ἠκούσθη ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ θεοῦ». οἶκος δὲ ἡ ἐκ-
κλησία θεοῦ, ἐν ᾗ μὴ δεῖ ἀκούεσθαι σφύρα. ἔστι δὲ σφύρα πάσης
τῆς γῆς ὁ διάβολος, καὶ ἔστιν ὁ μὴ φροντίζων αὐτῆς οἱονεί τις ὕλη
τυπτομένη παρ' αὐτῆς καὶ μὴ πάσχουσα. «ἰδοὺ» γάρ φησιν «ἀνὴρ
ἑστηκὼς ἐπὶ τείχους ἀδαμαντίνου, καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ ἀδάμας»·
ὅστις ἀδάμας ὑπ' οὐδεμιᾶς συντρίβεται σφύρας. κἂν ἐφεστήκῃ γοῦν
199

ὁ διάβολος ἡ σφύρα, καὶ ὑποκείμενος ᾖ δράκων «ὥσπερ ἄκμων ἀνή-


λατος», οὐδὲν ὁ ἐν τῇ χειρὶ κυρίου καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην αὐτοῦ
ἀδάμας πείσεται. τεῖχος γὰρ ὁ ἅγιος ἀδαμάντινον, καὶ ἐν χερσὶ

Ωριγένης. Fragmenta in Jeremiam (in catenis) Fragment 48, line 19

ὡς, ἐὰν μὴ ποιήσῃ χρόνον αὐτάρκη πράττων ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἃ


δεῖ, οὐκ ἐπάνεισιν ἐπὶ τὴν Ἱερουσαλήμ. ἐκβάλλεται δέ τις ἁμαρτά-
νων, κἂν μὴ ὑπὸ ἀνθρώπων ἐκβληθῇ. δεῖ δὲ αὐτὸν ἔξω γεγονότα
μὴ ἀμελεῖν τοῦ οἰκοδομεῖν οἰκίαν καὶ φυτεύειν παραδείσους.
ταῦτα γὰρ μὴ ποιῶν μηδὲ πληρώσας τὸν συμβολικὸν ἀριθμὸν «τῶν
ἐτῶν τῶν ἑβδομήκοντα» σαββάτου καὶ ἀναπαύσεως ὄντα, οὐκ
ἐπάνεισι κοινωνήσων τῇ ἐκκλησίᾳ, μένει δὲ καταδεδικασμένος ἔξω
εἶναι τῆς Ἱερουσαλήμ. τί δέ ἐστι τὸ λαβεῖν γυναῖκας, ἐδή-
λωσεν ὁ περὶ τῆς σοφίας εἰπών· «ταύτην ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέ-
σθαι ἐμαυτῷ, καὶ ἐραστὴς ἐγενόμην τοῦ κάλλους αὐτῆς». δεῖ δὲ
ταύτης ἐρᾶν, ὥσπερ ἐν Παροιμίαις Σολομὼν εἰσηγήσατο φήσας· «ἐρά-
σθητι αὐτῆς, καὶ τηρήσει σε», καὶ «περιχαράκωσον αὐτήν, καὶ ὑψώσει
σε». καὶ ἄλλας δὲ νόει παρὰ τὴν σοφίαν γυναῖκας τὰς λοιπὰς ἀρετάς.
οὕτω γὰρ ἐξέσται πολλὰς γυναῖκας λαβεῖν· ἐξ ὧν δεῖ τεκνοποι-  
εῖν, ἀπὸ σοφίας λόγον σοφίας ὡς ἂν καὶ ἄλλους οἰκοδομήσῃς, ἀπὸ
σωφροσύνης ἔργα σωφροσύνης ἵνα σώφρονας ποιήσῃς βίῳ καὶ λόγῳ,
ἀπὸ δικαιοσύνης ἔργα δικαιοσύνης ἐν κοινωνίᾳ καὶ συναλλάγμασιν.
ἀλλὰ καὶ δικαίους διδάσκων τεκνοποιήσεις ἀπὸ δικαιοσύνης, υἱοὺς
δὲ ποιήσας ἀπὸ τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρας, υἱοὺς μὲν τὰ θεῖα
νοήματα καὶ τὰ δόγματα, θυγατέρας δὲ τὰς πράξεις.

Ωριγένης. Fragmenta in Lamentationes (in catenis) Fragment 13, line 4

νώσεως αὐτῆς (ἣν τεταπείνωται ἁμαρτοῦσα καὶ τὸ ἀνάστημα καὶ


τὸ ἐγηγερμένον, ὃ πρότερον εἶχεν ἐν θεοσεβείᾳ ὑπάρχουσα, κατα-
λιποῦσα), ἔτι δὲ καὶ τῆς πολλῆς δουλείας αὐτῆς, ἣν δεδούλωτο
ὑποτεταγμένη τοῖς πάθεσιν. μετοικισθεῖσα δὲ ἐν ἔθνεσιν ἱδρύνθη,
ἔνθα εὑρεῖν ἀνάπαυσιν οὐ δεδύνηται, πάντων τῶν ἐχθρῶν κα-
ταδιωκόντων αὐτὴν καὶ καταλαβόντων καὶ κατακεκρατηκό-
των, αὐτῆς γενομένης παρὰ τοῖς ἔθνεσιν οἳ ἔθλιβον αὐτήν.
 Ὁ πρὸς τὸ ῥητὸν νοῦς οὗτός ἐστιν· τοῦ νόμου λέγοντος· «τρὶς
τοῦ ἐνιαυτοῦ ὀφθήσεται πᾶν ἀρσενικόν σου ἐνώπιον κυρίου τοῦ
θεοῦ σου», ἔσπευδον οἱ ἀπὸ τοῦ λαοῦ, μετὰ τὸ οἰκοδομηθῆναι τὸν
ναὸν ἐν Σιὼν ἀπὸ τοῦ χρόνου Σολομῶντος, ἐπιτελεῖν τὸ προστε-
ταγμένον. καὶ κύκλῳ τῆς Ἱερουσαλὴμ τυγχανουσῶν τῶν πόλεων
τῆς Ἰουδαίας, πάντοθεν ὁδοὶ ἦσαν φέρουσαι ἐπὶ τὴν Σιών. ταύτας
οὖν ὁ προφήτης διὰ τὴν αἰχμαλωσίαν φησὶ πενθεῖν σκυθρωπα-
ζούσας καὶ ἐν πάσῃ ἐρημίᾳ ὑπαρχούσας † καὶ ἐν ἐκείνοις τοῖς καιροῖς,
ὅτε πολλὴ εὐφροσύνη καὶ ἱλαρότης ἦν ἐν αὐτοῖς, σπευδόντων ἐπὶ
ἑορτὴν τῶν ἁπανταχόθεν Ἰουδαίων ἐπὶ τὸ Σιὼν ὄρος. πολλῶν δὲ
οὐσῶν τῶν πυλῶν τῶν οἰκοδομηθεισῶν ἐν Σιὼν ἐκ πάντων τῶν
κλιμάτων, φησὶν ὁ λόγος πάσας ἠφανίσθαι, καὶ τοὺς ἱερεῖς
200

στενάζειν, δηλονότι τὰ ἱερατικὰ ἔργα τὰ κατὰ τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς


ἄλλας ἡμέρας οὐ δυναμένους ἐπιτελεῖν, ἤτοι τῷ ᾐχμαλωτίσθαι ἢ

Ωριγένης. Fragmenta in librum primum Regnorum (in catenis) Fragment 19, line 6

 Οὐκ ἀδικοῦνται δὲ συναιρούμενοι τῷ ἐν ἀρχῇ οἱ ἐξ ἐκείνου τὸ


εἶναι λαχόντες. ὅθεν γὰρ ἔσχον τὸ εἶναι, ἐντεῦθεν τὸ μὴ εἶναι
ἔχοντες, εἰ δέ τινος ἀγαθοῦ δι' ἑαυτοὺς ἦσαν ἄξιοι, ὕστερον τοῦτο
κομιζόμενοι.}
 Ζητεῖται πῶς ὁ Δαβὶδ τῷ Σεμεῒ συγχωρήσας παρακελεύεται τῷ
Σολομῶντι ἀνελεῖν αὐτὸν ὁ ἀμνησίκακος καὶ πρᾶος, ἀλλὰ καὶ τὸν
Ἰωὰβ συγκαμόντα αὐτῷ. τί δήποτ' οὖν ταῦτα οὕτως ᾠκονομήθη;
σοφὸς ὢν ὁ Δαβὶδ ἠπίστατο ὅτι οὔτε τὸν Σεμεῒ Σολομῶν ἐάσει ζῆν
δέει τῆς ἐπαναστάσεως, ὡς γὰρ ἀπὸ βασιλικοῦ ἀξιώματος μέλλει
περὶ τῆς βασιλείας μάχεσθαι τῷ Σολομῶντι, οὔτε τὸν Ἰωάβ, ὡς
ἐκτὸς τῆς τοῦ Δαβὶδ γνώμης εἰς βασιλέα τὸν υἱὸν τοῦ Δαβὶδ καταστή-
σαντα, ὡς ἀνελόντα τοίνυν καὶ τὸν Ἀβεννήρ, συγκαμόντα δὲ τῷ
πατρὶ ἐν πολλοῖς πολέμοις καὶ κατορθώσαντα. ταῦτα προϊδὼν ὁ
Δαβὶδ προλαβὼν διατάττει τῷ Σολομῶντι ποιῆσαι, ἃ καὶ ἀφ' ἑαυ-  
τοῦ Σολομῶν πάντως ἐποίει, ἵν' ὅταν ἀναιρεθῶσιν ὑπ' αὐτοῦ (τουτ-
έστι τοῦ Σολομῶντος) οἱ προειρημένοι, συγγνώμην σχῇ ὁ Σολομῶν
ὡς πατρικὸν βούλημα πληρώσας καὶ οὐκ αὐτὸς ἀφ' ἑαυτοῦ κατ' αὐ-
τῶν κινηθείς.
 Καὶ ἐπιστρέψας φησὶν ἐκοιμήθη. καὶ ἐπέστρεψεν ὁ ἄγ-
γελος κυρίου ἐκ δευτέρου καὶ ἥψατο αὐτοῦ. τάχα δυνάμεων

Ωριγένης. Homiliae in Lucam Homily 2, p. 16, line 3

ὅταν λέγῃ περί τινων· «ὧν ὁ ἔπαινος


οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐκ τοῦ
θεοῦ».
 Οἱ γὰρ ἄνθρωποι
οὐκ οἴδασι κατ' ἀξίαν ἐπαινεῖν,
 μόνος δὲ ὁ θεὸς οἶδεν ἀξίως καὶ
ἐπαινέσαι τὸν ἐπαινετὸν καὶ τοῦ
ψεκτοῦ τὴν κρίσιν ἀξίως ποιῆσαι.  
 Ἀναγκαίως πρόσκειται τό· «ἦσαν
δίκαιοι ἐνώπιον τοῦ θεοῦ».
 Πρὸς ὃ προκαλεῖται καὶ ὁ Σολομῶν·
»προνοοῦ καλά», λέγων, «ἐνώπιον
κυρίου καὶ ἀνθρώπων». Ἴδωμεν δὲ
τῶν μακαρίων τούτων τὸν ἔπαινον·
»πορευόμενοι ἐν ταῖς ἐντολαῖς», φησί,
»καὶ δικαιώμασι τοῦ κυρίου». Ὅταν
μὲν κρίνωμεν περὶ τῶν ἑτέρων κα-
λῶς, «ἐν δικαιώμασι κυρίου» πο-
201

ρευόμεθα, ὅταν δὲ ποιῶμεν τάδε


ἢ τάδε, «ἐν ἐντολαῖς θεοῦ»

Ωριγένης. Homiliae in Lucam Homily 28, p. 162, line 25

τὴν Θάμαρ, οὐ νομίμως τῷ πενθερῷ


συνελθοῦσαν, τὴν Μωαβίτιδα Ῥούθ,
τὴν Ῥαχάβ, ἣν οὐδὲ οἴδαμεν,
 καὶ τὴν
τοῦ Οὐρίου.
 Ἐπειδὴ γὰρ ἤρχετο λαβεῖν τὰς
ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ «τὸν
μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρ-
τίαν ἐποίει» ὁ θεός, διὰ τοῦτο κατα-
βαίνων ἀνέλαβε τὰ ἁμαρτωλὰ πρός-
ωπα καὶ γεννᾶται διὰ Σολομῶν-
τος, οὗ ἀναγέγραπται τὰ ἁμαρτή-  
ματα, καὶ Ῥοβοάμ, οὗ ἐν ταῖς Βα-
σιλείαις λέγεται τὰ πταίσματα, καὶ
τῶν λοιπῶν, ὧν οἱ πολλοὶ ἐποίησαν
»τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου». Οὗτος
δὲ ἀναβιβάζει ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ
βαπτίσματος, καὶ τῇ γενεαλογίᾳ ἀνα-
βαίνει οὐ διὰ Σολομῶντος, ἀλλὰ διὰ
Ναθὰν τοῦ ἐλέγξαντος τὸν πατέρα
ἐπὶ τῇ γενέσει Σολομῶντος καὶ τῇ

Ωριγένης. Homiliae in Lucam Homily 28, p. 163, line 7

βαίνων ἀνέλαβε τὰ ἁμαρτωλὰ πρός-


ωπα καὶ γεννᾶται διὰ Σολομῶν-
τος, οὗ ἀναγέγραπται τὰ ἁμαρτή-  
ματα, καὶ Ῥοβοάμ, οὗ ἐν ταῖς Βα-
σιλείαις λέγεται τὰ πταίσματα, καὶ
τῶν λοιπῶν, ὧν οἱ πολλοὶ ἐποίησαν
»τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου». Οὗτος
δὲ ἀναβιβάζει ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ
βαπτίσματος, καὶ τῇ γενεαλογίᾳ ἀνα-
βαίνει οὐ διὰ Σολομῶντος, ἀλλὰ διὰ
Ναθὰν τοῦ ἐλέγξαντος τὸν πατέρα
ἐπὶ τῇ γενέσει Σολομῶντος καὶ τῇ
τοῦ Οὐρίου ἀναιρέσει. Κἀκεῖ μὲν ἀεὶ
τὰ τῆς γεννήσεως ὀνομάζεται, ἐν-
ταῦθα δὲ τὰ τῆς γεννήσεως σεσιώ-
πηται.
 »Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ,
Ἰσαὰκ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ
202

δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς


ἀδελφοὺς αὐτοῦ, Ἰούδας δὲ ἐγέν

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 1-27) Ch. 1, sec. 20, line 18

τοῦτο λέγειν, ὅτι οὐδεμία ἱστορία γέγονεν, ἐπεί τις οὐ


γέγονε· καὶ οὐδεμία νομοθεσία κατὰ τὸ ῥητὸν τηρητέα
ἐστὶν, ἐπεί τις κατὰ τὴν λέξιν ἄλογος τυγχάνει ἢ ἀδύνατος·
ἢ ὅτι τὰ περὶ τοῦ σωτῆρος γεγραμμένα κατὰ τὸ αἰσθητὸν
οὐκ ἀληθεύεται· ἢ ὅτι οὐδεμίαν νομοθεσίαν αὐτοῦ καὶ
ἐντολὴν φυλακτέον· λεκτέον ὅτι σαφῶς ἡμῖν παρίσταται
περί τινων τὸ τῆς ἱστορίας εἶναι ἀληθές· ὡς ὅτι Ἀβραὰμ
ἐν τῷ διπλῷ σπηλαίῳ ἐτάφη ἐν Χεβρὼν, καὶ Ἰσαὰκ, καὶ
Ἰακὼβ καὶ ἑκάστου τούτων μία γυνή· καὶ ὅτι Σίκιμα
μερὶς δέδοται τῷ Ἰωσὴφ, καὶ Ἱερουσαλὴμ μητρόπολίς ἐστι
τῆς Ἰουδαίας, ἐν ᾗ ᾠκοδόμητο ὑπὸ Σολομῶντος ναὸς θεοῦ,
καὶ ἄλλα μυρία. πολλῷ γὰρ πλείονά ἐστι τὰ κατὰ τὴν
ἱστορίαν ἀληθευόμενα τῶν προσυφανθέντων γυμνῶν πνευ-
ματικῶν. πάλιν τε αὖ τίς οὐκ ἂν εἴποι τὴν λέγουσαν
ἐντολήν· Τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, ἵνα εὖ γένηταί
σοι· χωρὶς πάσης ἀναγωγῆς χρησίμην τυγχάνειν καὶ
τηρητέαν γε, καὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου χρησαμένου
αὐτῇ αὐτολεξεί; τί δὲ δεῖ λέγειν περὶ τοῦ· Οὐ φονεύσεις·
οὐ μοιχεύσεις· οὐ κλέψεις· οὐ ψευδομαρτυρήσεις; καὶ
πάλιν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ ἐντολαί εἰσι γεγραμμέναι οὐ
ζητούμεναι, πότερον αὐτὰς κατὰ τὴν λέξιν τηρητέον ἢ οὔ·

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 1-27) Ch. 18, sec. 16, line 14

τὸν Ἰησοῦν γραφέντων καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις θείων εἶναι


πεπιστευμένων. ἀναγέγραπται δὴ ἐν πεντηκοστῷ ψαλμῷ
Δαυὶδ ἐν τῇ πρὸς θεὸν εὐχῇ λέγων· Τὰ ἄδηλα καὶ τὰ
κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. καὶ εἴ τίς γε ἐν-
τύχοι τοῖς ψαλμοῖς, εὕροι ἂν πολλῶν καὶ σοφῶν δογμάτων
πλήρη τὴν βίβλον. καὶ Σολομὼν δὲ, ἐπεὶ σοφίαν ᾔτησεν,
ἀπεδέχθη· καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἔστιν ἐν τοῖς
συγγράμμασι θεωρῆσαι, μεγάλην ἔχοντα ἐν βραχυλογίᾳ
περίνοιαν· ἐν οἷς ἂν εὕροις πολλὰ ἐγκώμια τῆς σοφίας καὶ
προτρεπτικὰ περὶ τοῦ σοφίαν δεῖν ἀναλαβεῖν. καὶ οὕτω
γε σοφὸς ἦν Σολομὼν, ὥστε τὴν βασιλίδα Σαβὰ ἀκούσασαν
αὐτοῦ τὸ ὄνομα καὶ τὸ ὄνομα κυρίου ἐλθεῖν πειράσαι αὐτὸν
ἐν αἰνίγμασιν. ἥτις καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα ὅσα ἦν ἐν
τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ Σολομὼν πάντας
τοὺς λόγους αὐτῆς· οὐκ ἦν λόγος παρεωραμένος ὑπὸ τοῦ
203

βασιλέως, ὃν οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῇ. καὶ εἶδε βασίλισσα


Σαβὰ πᾶσαν φρόνησιν Σολομὼν, καὶ τὰ κατ' αὐτόν· καὶ
ἐξ ἑαυτῆς ἐγένετο. καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· ἀληθὴς ὁ
λόγος ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου περὶ σοῦ καὶ περὶ τῆς
φρονήσεώς σου· καὶ οὐκ ἐπίστευσα τοῖς λαλοῦσί μοι,
ἕως ὅτε παρεγενόμην καὶ ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί μου. καὶ

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 1-27) Ch. 18, sec. 16, line 30

Σαβὰ πᾶσαν φρόνησιν Σολομὼν, καὶ τὰ κατ' αὐτόν· καὶ


ἐξ ἑαυτῆς ἐγένετο. καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· ἀληθὴς ὁ
λόγος ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου περὶ σοῦ καὶ περὶ τῆς
φρονήσεώς σου· καὶ οὐκ ἐπίστευσα τοῖς λαλοῦσί μοι,
ἕως ὅτε παρεγενόμην καὶ ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί μου. καὶ
ἰδοὺ οὐκ ἔστι καθὼς ἀπήγγειλάν μοι τὸ ἥμισυ. προστέ-
θεικας σοφίαν καὶ ἀγαθὰ πρὸς αὐτὰ ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἀκοὴν
ἣν ἤκουσα. γέγραπται δὴ περὶ τοῦ αὐτοῦ ὅτι Καὶ ἔδωκε
κύριος φρόνησιν τῷ Σολομὼν καὶ σοφίαν πολλὴν σφόδρα  
καὶ χύμα καρδίας ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν. καὶ
ἐπληθύνθη σοφία ἐν Σολομὼν σφόδρα ὑπὲρ τὴν φρόνησιν
πάντων ἀρχαίων καὶ ὑπὲρ πάντας φρονίμους Αἰγύπτου.
καὶ ἐσοφίσατο ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους· καὶ τὰ ἑξῆς. οὕτω
δὲ βούλεται σοφοὺς εἶναι ἐν τοῖς πιστεύουσιν ὁ λόγος,
ὥστε ὑπὲρ τοῦ γυμνάσαι τὴν σύνεσιν τῶν ἀκουόντων τὰ
μὲν ἐν αἰνίγμασι, τὰ δὲ ἐν τοῖς καλουμένοις σκοτεινοῖς
λόγοις λελαληκέναι, τὰ δὲ διὰ παραβολῶν, καὶ ἄλλα διὰ
προβλημάτων. καί φησί γέ τις τῶν προφητῶν, ὁ Ὡσηὲ,
ἐπὶ τέλει τῶν λόγων αὐτοῦ· Τίς σοφὸς καὶ συνήσει ταῦτα;
ἢ συνετὸς καὶ ἐπιγνώσεται αὐτά; Δανιὴλ δὲ καὶ οἱ μετ'
αὐτοῦ αἰχμαλωτισθέντες τοσοῦτον προέκοψαν καὶ ἐν τοῖς

Ωριγένης. In Jesu Nave homiliae xxvi (fragmenta e catenis)


P. 440, line 26

τῶν ἐκλεκτῶν, ὑπὲρ πάντας δὲ τοῦ Χριστοῦ.  


 »Καὶ ἐξεκκλησιάσθη πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν Σηλὼ» καὶ
τὰ ἑξῆς. Οὐχ ὡς ἐν τῇ συνηθείᾳ συντυχικὸς ὁ κλῆρος, οὕτως ἐν τῇ
Γραφῇ, ὅτε λέγει «κλῆρον Θεοῦ» καὶ «κλῆρον ἀποπομπαίου». Καὶ Μωϋ-
σῆς δὲ κατὰ κλήρους τὴν πρὸ Ἰορδάνου γῆν καὶ Ἰησοῦς τὴν μετὰ  
τοῦτον διένειμεν. Ὃς καί φησι· «βαλῶ κλῆρον καὶ ἐξοίσω ἐνώπιον
Κυρίου τὸν κλῆρον». Οὐκοῦν οὐ συντυχικῶς. Λαγχάνει γὰρ ἡ φυλὴ
»Βενιαμὶν» πρώτη, ὅπου ἦν «Ἱερουσαλήμ», καὶ ἐφεξῆς αἱ λοιπαί. Ἐν
204

αἷς αἱ τρεῖς τῶν παιδισκῶν τοῦ Ἰακὼβ τελευταῖαι λαγχάνουσιν. Καὶ


ἐν ἄλλοις δὲ «Δὰν» τελευταῖος εὑρίσκεται.
 Καὶ Σολομὼν δέ φησιν ἐν Παροιμίαις· «ἀντιλογίας παύει κλῆ-
ρος»· οὐδὲ «ἐν δυνάσταις» ἀντιλογίαν εἶναί φησι παρόντος κλήρου.
Καὶ ἐθνικοὶ δὲ χρῶνται κλήροις, ἀλλ' οὐχ ὁμοίως, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἰωνᾶ  
οἱ συμπλέοντες. Καὶ ἐν τῇ καινῇ δὲ τοὺς Ἀποστόλους εὑρήσεις κλή-
ροις ἀντ' Ἰούδα τὸν Ματθίαν προβάλλοντας, τῆς εὐχῆς ἐπὶ τοῦτον
ἐνεγκούσης τὸν κλῆρον. Εὑρήσεις δὲ τοῦτον καὶ ἐπὶ Χριστοῦ φθα-
νόντα καὶ τὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῶν σωζομένων μυστήρια. Λέγεται
γὰρ πρὸς Ἐφεσίους περὶ Χριστοῦ· «ἐν ᾧ καὶ ἐκληρώθημεν προορι-
σθέντες κατὰ πρόθεσιν τοῦ τὰ πάντα ἐνεργοῦντος κατὰ τὴν βούλησιν  
τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς εἰς ἔπαινον δόξης αὐτοῦ τοὺς

Ωριγένης. Libri x in Canticum canticorum (fragmenta) P. 141, line 29

αὐτῆς μοι μητρὸς ὄντες υἱοί»· «τῆς ἐλευθέρας» φημί· οἱ μὲν εἰς  
»τὸ κατ' ἐκλογὴν χάριτος λεῖμμα» ἀναλαμβανόμενοι, ἐγὼ δὲ «τὴν» κατὰ
»τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ διαθήκην» λαβοῦσα καὶ «ἐξ ἐπαγγελίας ἀνα-
γεννωμένη». Οὐ πρότερον δὲ ταύτην «ἔθεντο φυλάκισσαν», εἶτα «ἐμα-
χέσαντο»· «μαχεσάμενοι» δὲ πρῶτον ἐπιτήδειαν ἐποίησαν τοῦ τεθῆναι
»ἐν ἀμπελῶσιν εἰς φυλακήν». Μωυσῆς δὲ οὗτος καὶ οἱ προφῆται, ὧν  
ἕκαστος «ἀγρὸς ἦν πλήρης, ὃν εὐλόγησε Κύριος» καὶ «ἀμπελών»· ἐν οἷς
τις γενόμενος καὶ τὴν προτέραν ἕξιν ἑαυτοῦ μὴ τηρῶν ὡς «ἐκ Σοδό-
μων» ὑπάρχουσαν «ἀμπελῶνα» τῷ παρόντι κέχρηται λόγῳ.  
 Τὸ πολυθρύλητον δὲ παρ'
Ἕλλησιν ἐπίφθεγμα προείληπται παραδοθὲν τῷ σοφῷ Σολομῶνι,
τό· «γνῶθι σαυτόν». Καθ' ἣν ἀπειλεῖται νῦν ἡ ψυχὴ παρὰ τοῦ
ἐράστου καὶ νυμφίου, εἰ μὴ τὸ δοθὲν αὐτῇ «κατ' εἰκόνα Θεοῦ» φυ-  
λάξει κάλλος, τὴν ἔνδοθεν ἐκβολὴν καὶ τὸ ἐν ἐσχάτοις τετάχθαι
»τοὺς σκαιοὺς ἐρίφους» «ποιμαίνουσαν». «Ποιμανεῖς» δὲ αὐτοὺς «ἐπὶ
τοῖς τῶν ποιμένων σκηνώμασι», ποτὲ μὲν τοῦδε, ποτὲ δὲ ἐκείνου, οἷα
δή τις ἀλῆτις, μέχρι παιδευθεῖσα τῇ πείρᾳ πρὸς τὴν σεαυτῆς ἐπι-
στρέψειας γνῶσιν. Ἁρμόσει δὲ καὶ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ὁ λόγος. Γι-  
νώσκει δέ τις ἑαυτὸν εἰδώς, εἰ ἀγαθὴν ἢ φαύλην ἔχει διάθεσιν καὶ
εἰ πολὺ τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπὶ τὴν ἀρετὴν ἀπολείπεται ἢ «τοῖς ἔμπροσθεν
ἐπεκτείνεται τῶν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος»· εἰ δὲ καὶ μήπω ἔλαβεν

Ωριγένης. Commentariorum series in evangelium Matthaei (Mt. 22.34-27.63)


P. 98, line 14

ψευδῆ διδάγματα καὶ δόγματα.  


ὡς δὲ Χριστοῦ, ἀληθοῦς λόγου,
προφῆται, καὶ Ἀντιχρίστου, ὄντος
ψευδοῦς λόγου, ψευδοπροφῆται.  
ὅπου γὰρ τὸ κατὰ
τὴν οἰκονομίαν τοῦ πάθους πτῶμα
πεσόντος τοῦ Ἰησοῦ, ἵνα τοὺς
πεσόντας στήσῃ, συναχθήσονται
205

οὐχ οἱ τυχόντες, ἀλλ' οἱ πτεροφυοῦν-


τες μαθηταὶ καὶ κατὰ τὸν Σολο-
μῶνα κατασκευάσαντες πτέ-
ρυγας ὡς ἀετοὶ μεγαλοφυῶς καὶ
βασιλικῶς,
πρὸς τὸ πάθος Χριστοῦ πεπι-
στευκότες· διὸ οὐ γῦπες, οὐ
κόρακες, ἀλλὰ τὸ μὴ νεκρο-
βόρον ζῷον.  
οἷς λεκτέον κατὰ τὸ
ῥητόν, ὅτι ὡς ἀπὸ τοῦ πολλοῦ τῆς
ἐκπυρώσεως καπνοῦ ἢ ἀπὸ τοῦ μη-
κέτι τρέφεσθαι τοῖς ἀναθυμιάμασιν

Ωριγένης. Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 10-11)


Book 10, sec. 3, line 31

τὴν ἀνομίαν λογισμοὶ βληθῶσιν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς


καὶ καταναλωθῇ τὰ χείρονα καὶ τούτων γινομένων εἰς
συναίσθησιν ἔλθωσιν οἱ παραδεξάμενοι τοὺς υἱοὺς τοῦ
πονηροῦ λόγους, τότε ἓν γενόμενοι ἡλιακὸν φῶς οἱ δίκαιοι
λάμψουσιν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. Τίνι δὲ
λάμψουσιν ἢ τοῖς ὑποδεεστέροις ἀπολαύσουσι τοῦ φωτὸς
αὐτῶν, ἀνάλογον τῷ νῦν λάμπειν τὸν ἥλιον τοῖς ἐπὶ γῆς; Οὐ
γὰρ δήπου ἑαυτοῖς λάμψουσι. Μήποτε δὲ καὶ τὸ «λαμψάτω
τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων» ἀπογράψασθαι  
δυνατόν ἐστιν «ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας» κατὰ τὸ
εἰρημένον τῷ Σολομῶντι τριχῶς, ὥστε καὶ νῦν λάμπειν τὸ
φῶς τῶν Ἰησοῦ μαθητῶν ἔμπροσθεν τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων
καὶ μετὰ τὴν ἔξοδον πρὸ τῆς ἀναστάσεως καὶ μετὰ τὴν
ἀνάστασιν, ἕως ἂν καταντήσωσιν οἱ πάντες «εἰς ἄνδρα
τέλειον» καὶ γένωνται πάντες εἷς ἥλιος· τότε λάμψουσιν
ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν.
 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ
κεκρυμμένῳ ἐν τῷ ἀγρῷ, ὃν εὑρὼν ἄνθρωπος ἔκρυψεν
(13, 44).
 Τὰς μὲν προτέρας παραβολὰς τοῖς ὄχλοις εἶπε· ταύτην
δὲ καὶ τὰς ἑξῆς αὐτῆς δύο, οὐ παραβολὰς ἀλλ' ὁμοιώσεις

Ωριγένης. Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 10-11)


Book 10, sec. 17, line 3

νον – ἕως γὰρ πάσης τῆς γῆς ἔδραμεν ὁ λόγος αὐτοῦ,  –  


ὄψεται ὅτι Ἰησοῦς ἐν μὲν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι τιμὴν οὐκ εἶχε,
παρὰ δὲ τοῖς ξένοις «τῶν διαθηκῶν» τιμᾶται, τοῖς ἔθνεσι.
Τίνα δὲ διδάσκων ἔλεγεν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, οὐκ
206

ἀναγεγράφασιν οἱ εὐαγγελισταί, ἀλλ' ὅτι τηλικαῦτα καὶ


τοιαῦτα ἦν, ὥστε ἐκπλήττεσθαι πάντας· καὶ εἰκὸς ὅτι
ὑπὲρ γραφὴν ἦν τὰ εἰρημένα. Πλὴν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν
ἐδίδασκεν, οὐ σχιζόμενος ἀπ' αὐτῆς οὐδὲ ἀθετῶν αὐτήν.
 Τὸ δὲ τούτῳ πόθεν ἡ σοφία αὕτη; πλείονα σαφῶς
ἐμφαίνει καὶ ἐξαίρετον σοφίαν τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ, ἀξίαν
τοῦ «καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε». Καὶ δυνάμεις
μείζους ἐποίει τῶν ἐν Ἠλίᾳ καὶ ἐν Ἐλισσαίῳ καὶ ἔτι
πρότερον ἐν Μωσῇ καὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἔλεγον δὲ οἱ
θαυμάζοντες, οὐκ εἰδότες αὐτὸν παρθένου υἱόν, οὐδὲ πις-
τεύοντες, εἰ καὶ ἐλέγετο, ἀλλ' ὑπολαμβάνοντες εἶναι Ἰωσὴφ
τοῦ τέκτονος· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Καὶ
ὅλην γε τὴν φαινομένην αὐτοῦ ἐγγυτάτω συγγένειαν ἐξευτελί-
ζοντες ἔφασκον τὸ οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ  
καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ
Ἰούδας; Καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς
εἰσιν; Ὤιοντο οὖν αὐτὸν εἶναι Ἰωσὴφ καὶ Μαρίας υἱόν.

Ωριγένης. Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 12, Ch. 6, line 24

φεῖν, ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω λέλεκται ἐν τῷ «ἤδη ἡμέρας τρεῖς παραμένουσί


μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσιν». ἀλλὰ κἂν τοῦτο συμβῇ, μὴ βουλόμενος
ἡμᾶς «νήστεις ἀπολῦσαι, μήποτε ἐκλυθῶμεν ἐν τῇ ὁδῷ», εὐχαριστεῖ ἐπὶ
τοῖς παρὰ τοῖς μαθηταῖς ἄρτοις καὶ ποιεῖ ἡμῖν περισσεῦσαι ἀπὸ τῶν ἑπτὰ
(ὡς ἀποδεδώκαμεν) ἄρτων τὰς ἑπτὰ σπυρίδας. ἔτι δὲ καὶ τοῦτο τηρη-
τέον (διὰ τοὺς οἰομένους μὴ πάνυ τι τὴν θεότητα παρίστασθαι τοῦ σωτῆ-
ρος ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου), ὅτι [τὸ] διαλογιζομένων ἐν ἑαυτοῖς
τῶν μαθητῶν καὶ λεγόντων ἄρτους μὴ ἔχειν τὸ γνῶναι τοὺς διαλογισμοὺς
τὸν Ἰησοῦν καὶ εἰπεῖν· τί διαλογίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς, ὀλιγόπιστοι,
ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβετε, οὐκ ἀνθρώπινον ἦν· «μονώτατος» γὰρ γινώ-
σκει τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων (ὡς ὁ Σολομῶν ἐν τῇ τρίτῃ τῶν Βασι-
λειῶν φησιν) ὁ κύριος. ἐπεὶ δὲ τοῦ Ἰησοῦ εἰπόντος· προσέχετε ἀπὸ τῆς
ζύμης, συνῆκαν οἱ μαθηταὶ ὅτι οὐκ εἶπε προσέχειν ἀπὸ τῶν
ἄρτων, ἀλλ' ἀπὸ τῆς διδαχῆς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδ-
δουκαίων, ἐπιστήσεις εἰ, ὅπου ποτ' ἂν ζύμη ὀνομασθῇ, εἰς διδαχὴν τρο-
πολογεῖται, εἴτε ἐν νόμῳ εἴτε καὶ ἐν ταῖς μετὰ τὸν νόμον γραφαῖς. οὕτω
δὲ μήποτε ζύμη οὐ προσφέρεται ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον· οὐ γὰρ δεῖ τὰς
εὐχὰς τρόπον ἔχειν διδασκαλίας, ἀλλ' εἶναι αὐτὸ μόνον αἰτήσεις ἀγαθῶν
ἀπὸ τοῦ θεοῦ. ζητήσαι δ' ἄν τις διὰ τὰ ἀποδεδομένα περὶ τῶν μαθητῶν  
ἐλθόντων εἰς τὸ πέραν, εἰ δύναταί τις ἐλθὼν εἰς τὸ πέραν ὀνειδί-
ζεσθαι ὡς ὀλιγόπιστος καὶ ὡς οὐδέπω νοῶν οὐδὲ μνημονεύων τῶν ὑπὸ

Ωριγένης. Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 16, Ch. 20, line 49

εἰπεῖν εἰς τὸν τόπον.


207

καὶ πρῶτον μὲν λεκτέον τί τὸ


ἱερὸν τοῦ θεοῦ, ὅπερ ὁμολογῶν
ὁ θεὸς εἶπεν ἐν τῷ προφήτῃ·
ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς
κληθήσεται. ἀνάλογον μὲν οὖν τῇ
κατὰ σάρκα περιτομῇ καὶ ταῖς σωμα-
τικαῖς τοῦ νόμου ἑορταῖς καὶ θυσίαις
ἱερὸν ἐνομίζετο τοῦ θεοῦ εἶναι
τὸ ἐκ λίθων ἀναισθήτων κατασκεύ-
ασμα οἰκοδομηθὲν ὑπὸ Σολομῶντος
πρῶτον καὶ ἀνοικοδομηθὲν ἔτι ὑπὸ
Ἔσδρα, πλὴν μετὰ τὴν τοῦ σωτῆρος
οἰκονομίαν ὑπὸ Ῥωμαίων καθαιρε-  
θέν. καὶ οἶκος ἐκεῖνος ὑπελαμβά-
νετο εἶναι εὐχῆς, οὗ καθαιρεθέντος
ἀναγκαῖον Ἰουδαίους, ὡς μηκέτι
ἔχοντας οἶκον προσευχῆς, λέγειν
μηκέτι ἔχειν τὸ ἐξαίρετον τῆς ἐπι-
σκοπῆς τοῦ θεοῦ,
ὃ ἔχειν ᾤοντο παρὰ τὸ ἐν τῷ οἴκῳ

Ωριγένης. Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 17, Ch. 24, line 23

ἕνα δὲ εἶδε τὸν οὐκ ἐνδεδυμένον


ἔνδυμα γάμου, εἰς ἓν γένος ἢ
εἶδος ἀναφέρων τοὺς τὴν πρὸ τῆς
πίστεως κακίαν τηρήσαντας καὶ μὴ
ἀποδυσαμένους αὐτήν. καὶ μέμφεταί
γε τῷ τοιούτῳ, ὡς κακῶς ποιήσαντι
κατὰ τὸ τετολμηκέναι εἰσελθεῖν εἰς
τοὺς τοιούτους γάμους μὴ ἀναλα-
βόντι τὸ τοῦ γάμου ἔνδυμα, τὸ
ὕφασμα τῆς ἀρετῆς, τὸ λαμπρὸν
ἱμάτιον, περὶ οὗ Σολομῶν ἐν Ἐκκλη-
σιαστῇ ἐνετείλατο λέγων· «ἐν παντὶ
καιρῷ ἔστωσαν τὰ ἱμάτιά σου λευκά».
φιμοῦται δὲ ὁ τολμήσας εἰσελθεῖν
χωρὶς ἐνδύματος γάμου εἰς τὸν
λαμπρὸν τοῦτον γάμον  
καὶ οὐ δύναται λέγειν· ὅστις ὡς
ἄξιος κολάσεως καὶ κρίσεως
καταδικάζεται ὑπὸ τοῦ εἰπόντος τοῖς
διακόνοις (ἄλλοις παρὰ τὰ ἄνω
στρατεύματα), ἵνα δήσαντες

Ωριγένης. Commentarium in evangelium Matthaei (lib. 12-17)


Book 17, Ch. 32, line 237
208

μενος «οἶκός» ἐστι «τοῦ ὑπολυ-


θέντος ὑπόδημα», ἐμπτυόμενος «εἰς
πρόσωπον» καὶ ὑπολυόμενος «τὸ ἓν
ὑπόδημα».
 Καὶ τρίτην δὲ τοιαύτην ὑπό-
νοιαν εἰς τὸν τόπον ἐξεδεξάμεθα,
ἣν διὰ βραχέων ἐροῦμεν. γυνὴ μὲν
ἡ σοφία εἴρηται διὰ τὸ «ταύτην
ἐζήτησα νύμφην ἀγαγέσθαι ἐμαυτῷ»,
ἣν καὶ ἐρᾶν δεῖ κατὰ τὸν
εἰπόντα Σολομῶνα· «ἐράσθητι αὐ-
τῆς, καὶ τηρήσει σε», ἀνὴρ δὲ αὐτῆς
ὁ σοφός. ἐὰν οὖν ὁ σοφὸς μὴ γεννή-
σας τινὰς ἐκ τῆς σοφίας ἀπαλλαγῇ
τοῦ βίου, ὁ κατοικήσας μετ' αὐτοῦ
ἀδελφὸς καὶ ἐν τοῖς αὐτοῖς ἀνα-
παυσάμενος λόγοις πρεσβευέτω τῶν
αὐτῶν, ἵνα γεννηθῇ ἐκ τῆς σοφίας ὁ
κλέος περιποιήσων τῷ ἀπαλλαγέντι
τῆς συμβιώσεως τῷ τὸν καρπὸν  
παραστῆσαι. εἰ δὲ μὴ βούλοιτο

Ωριγένης. Epistula ad Gregorium Thaumaturgum (e Philocalia)


Sec. 3, line 13

παραλαμβανόμενα, οἷς Αἰγύπτιοι μὲν οὐκ εἰς δέον ἐχρῶντο,


Ἑβραῖοι δὲ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ σοφίαν εἰς θεοσέβειαν ἐχρή-
σαντο; οἶδεν μέντοι ἡ θεία γραφή τισι πρὸς κακοῦ γεγονέναι
τὸ ἀπὸ τῆς γῆς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς Αἴγυπτον καταβεβη-
κέναι· αἰνισσομένη, ὅτι τισὶ πρὸς κακοῦ γίνεται τὸ παροι-
κῆσαι τοῖς Αἰγυπτίοις, τουτέστι τοῖς τοῦ κόσμου μαθήμασι,
μετὰ τὸ ἐντραφῆναι τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ καὶ τῇ Ἰσραηλιτικῇ
εἰς αὐτὸν θεραπείᾳ. Ἄδερ γοῦν ὁ Ἰδουμαῖος, ὅσον μὲν ἐν
τῇ γῇ τοῦ Ἰσραὴλ ἦν, μὴ γευόμενος τῶν Αἰγυπτίων ἄρτων,
εἴδωλα οὐ κατεσκεύαζεν· ὅτε δὲ ἀποδρὰς τὸν σοφὸν Σολο-
μῶντα κατέβη εἰς Αἴγυπτον, ὡς ἀποδρὰς ἀπὸ τῆς τοῦ θεοῦ
σοφίας συγγενὴς γέγονε τῷ Φαραὼ, γήμας τὴν ἀδελφὴν τῆς
γυναικὸς αὐτοῦ καὶ τεκνοποιῶν τὸν τρεφόμενον μεταξὺ τῶν
παίδων τοῦ Φαραώ. διόπερ, εἰ καὶ ἐπανελήλυθεν εἰς τὴν
γῆν Ἰσραὴλ, ἐπὶ τῷ διασχίσαι τὸν λαὸν τοῦ θεοῦ ἐπανελή-
λυθεν, καὶ ποιῆσαι αὐτοὺς εἰπεῖν ἐπὶ τῇ χρυσῇ δαμάλει·
οὗτοί εἰσιν οἱ θεοί σου, Ἰσραὴλ, οἱ ἀναγαγόντες
σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου. κἀγὼ δὲ τῇ πείρᾳ μαθὼν εἴποιμ'
ἄν σοι, ὅτι σπάνιος μὲν ὁ τὰ χρήσιμα τῆς Αἰγύπτου λαβὼν
καὶ ἐξελθὼν ταύτης καὶ κατασκευάσας τὰ πρὸς τὴν λατρείαν
τοῦ θεοῦ· πολὺς δὲ ὁ τοῦ Ἰδουμαίου Ἄδερ ἀδελφός.
209

Ωριγένης. Fragmenta ex commentariis in epistulam i ad Corinthios (in catenis)


Sec. 8, line 11
           

[Ὠριγένους]

 Δύναμιν ἐλάβομεν ἀπὸ τοῦ πιστεύειν εἰς Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρωμένον· καὶ
ὅσον λείπομεν ἐν τῇ πίστει ταύτῃ, τοσοῦτον λειπόμεθα ἐν τῇ δυνάμει τοῦ ἔχειν
ἐν ἑαυτοῖς τὰ ἀπὸ τοῦ θεοῦ. εἰ δὲ θέλετε νοῆσαι τί ἐστιν ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν
σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω, νοήσατέ μοι πάνυ γενναῖον ἐν τοῖς
αἱρετικοῖς λόγοις, φέρε εἰπεῖν Μαρκίωνα ἢ Βασιλείδην, καὶ οὕτω μετὰ δυνάμεως
ζητοῦντα ὑπὲρ τῶν αἱρετικῶν λόγων ὥστε μὴ τὸν τυχόντα δύνασθαι αὐτῷ  
ἀντιστῆναι· εἶτα νοήσατέ τινα ἱκανὸν κατὰ τὴν ἀλήθειαν λέγοντα 8ὃς καὶ
ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, καὶ δεικνύντα πάντα ἐκεῖνα μωρίαν ἐφ'
οἷς ἐπεποίθει ὁ ἠπατημένος. ἐκείνων οὖν τὴν σοφίαν ἀπόλλυσιν, οὐ τῶν
ὄντως σοφῶν, Ἠσαΐου, Ἱερεμίου ἢ Σολομῶντος· τὴν δοκοῦσαν ἀπόλλυσι
σοφίαν, οὐ τὴν ἀληθῆ.
 Πῶς δὲ καὶ Ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν
θεόν; ἡ σοφία τοῦ θεοῦ ἐν νόμῳ καὶ προφήταις ἐστίν· ὁ κόσμος οὐκ ἔγνω
ἐν νόμῳ καὶ προφήταις κηρυσσόμενον τὸν Χριστόν. διὰ τοῦτο 8ἐπὶ συντελείᾳ
τῶν αἰώνων ἔπεμψεν Ἰησοῦν Χριστὸν σταυρωθησόμενον ὑπὲρ τοῦ γένους
τῶν ἀνθρώπων, ἵνα τῇ μωρίᾳ τοῦ κηρύγματος πιστεύσωσιν οἱ πιστεύσαντες εἰς
Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρωμένον.
 Προσέθηκε δὲ τῷ Οὐ πολλοὶ σοφοὶ τὸ κατὰ σάρκα, εἰδὼς ὅτι τῶν σοφῶν
εἰσὶ διαφοραί, καὶ οἱ μέν εἰσι σοφοὶ κατὰ σάρκα οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα· καὶ κατὰ
σάρκα εἰσὶ σοφοὶ οἱ λεξείδια μόνα μεμελετηκότες καὶ καλλωπίζοντες ὅ τι

Ωριγένης. Fragmenta ex commentariis in epistulam i ad Corinthios (in catenis)


Sec. 15, line 29

τοῦτο γὰρ κἀμοὶ λέγει, ἵνα μὴ ἀμεριμνῶν ἐποικοδομῶ, εἰδὼς ὅτι τὸ ἔργον ὃ
ἐποικοδομῶ ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ αὐτὸ δοκιμάσει ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. φρον-
τίζω δὲ μήποτε ἐποικοδομῶν ξύλα χόρτον καλάμην ἐποικοδομήσω. ἐὰν γὰρ
προσαγάγω ψυχὰς ἀκρίτως τῇ ἐκκλησίᾳ φαύλας, προσήγαγον τῷ καλῷ
θεμελίῳ Χριστῷ Ἰησοῦ ξύλα, ἄλλους χόρτον, καὶ ἄλλους καλάμην· ὥσπερ
πάλιν ἐάν τινες διαλάμψωσιν ἐκ τῆς οἰκοδομῆς, καὶ τοσοῦτον διαλάμ-
ψωσιν ὥστε εὑρεθῆναί τινας ἀνάλογον τοῖς γεγραμμένοις περὶ τῆς Ἱερου-
σαλὴμ καὶ τοῦ ναοῦ 8λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ 8λίθους κρυστάλλου καὶ λίθους
8σαπφείρου
καὶ λίθους ὅσους ὠνόμασεν ἐκεῖ, δῆλον ὅτι ἐπῳκοδόμησα τῷ θεμελίῳ
λίθους τιμίους. καὶ ἐπειδὴ δεῖ τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ καὶ τὴν οἰκοδομὴν
καὶ χρυσίον ἔχειν ὥσπερ ὁ ναὸς ὃν Σολομὼν ᾠκοδόμησεν σύμβολον ναοῦ
ἔχοντος χρυσὸν καὶ ἄργυρον πολύν, ἐὰν ἄλλος τις ἔλθῃ ἐποικοδομούμενος
τιμιώτερος ἀργυρίου εὑρεθείη ἂν χρυσός. εὐλαβοῦμαι δὲ ἐγὼ μή ποτε δι'
ἐμοῦ ξύλον εἰσέλθῃ καὶ χόρτος καὶ καλάμη, καὶ ὁ 8ταλαίπωρος ἐγὼ (κἂν ἄλλως
κριθῶ ἄξιος σωτηρίας· ἐπεὶ γέγραπται αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ
πυρός) οὕτως σωθῶ ὡς αἴτιος γενόμενος, τῷ μὴ κεχωρηκέναι τὴν χάριν
μηδὲ καλῶς ᾠκοδομηκέναι, τοῦ τὴν οἰκοδομὴν πεπληρωκέναι ξύλων, χόρτου,
210

καλάμης, ὅπερ οὐ βούλεται ὁ λόγος τοῦ θεοῦ· τὸ γὰρ ἔργον ὁποῖόν ἐστιν
ἑκάστου τὸ πῦρ δοκιμάσει.

Ωριγένης. Selecta in Jesu Nave (fragmenta e catenis) Vol. 12, p. 824, line 19

Θεὸν, μαχομένην τῇ πλάνῃ τῶν Ἱεριχουντίων, νι-


κῶσαν δὲ τὴν παράδοξον νίκην καὶ θαύματος γέ-
μουσαν.
 Οὕτως ἐποίησεν Ὁζάν. Ἐκ τούτου δείκνυται ὡς
οὐκ Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, ἀλλ' ἕτερός τις μετὰ πολλὰς
γενεὰς ταῦτα συνέγραψε. Καὶ ἀληθὲς μὲν νοηθὲν, οὐκ
ἐναντίον δὲ οἷς πρότερον εἰρήκαμεν. Ἔγραψε γὰρ ὁ
Ἰησοῦς τὰ ἐπ' αὐτοῦ γεγονότα, ἢ ἀποκαλυφθέντα,
ὥσπερ καὶ Μωϋσῆς τὰ κατὰ τοὺς ἐπ' αὐτοῦ χρόνους.
Μετὰ δὲ ταῦτα τοῦ ναοῦ οἰκοδομηθέντος ἤδη ὑπὸ τοῦ
σοφοῦ Σολομῶντος, καὶ τοῦ λαοῦ ὑποκλίναντος εἰς
πολλὴν ἀσέβειαν, καὶ τοῦ Θεοῦ τὸν ναὸν ἔρημον κα-
ταλιπόντος ὡς μόλις εὑρεθῆναι τὸ Δευτερονόμιον ἐῤ-
ῥιμμένον ὡς ἔτυχε· διά τοι τοῦτο τοῦ λαοῦ τὴν Βαβυ-
λωνικὴν αἰχμαλωσίαν ὑποστάντος, Ἔσδρας νομικώτα-
τος ὢν, καὶ ἀποστομίζων πᾶσαν τὴν Παλαιὰν Διαθή-
κην, ἔγραψε τὸν νόμον, καὶ ἕτερά τινα τὰ γεγονότα
καὶ ἀποκαλυφθέντα. Ταῦτα πάλαι μὲν προεῤῥέθη,
μετὰ δὲ ταῦτα γέγονε. Τοιοῦτόν ἐστι δήπου καὶ οὗ
νῦν ἐμνημονεύσαμεν.

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis)


Vol. 12, p. 1125, line 1

τὴν κραυγὴν οἱ κεκραγότες πρὸς Θεὸν ἐπακούονται,


πλὴν εἰ μὴ κατ' οἰκονομίαν καταλείποιντο ὑπὲρ τοῦ
μείζονας στεφάνους ἐν μείζοσιν ἀγῶσιν ἀπενέγκα-
σθαι, ὥσπερ ἐν τῷ Ἀμβακοὺμ εἴρηται· «Ἕως τίνος,
Κύριε, κεκράξομαι, καὶ οὐ μὴ εἰσακούσῃ; Βοήσομαι
πρὸς σὲ ἀδικούμενος, καὶ οὐ σώσεις με; Ἵνα τί δέ
μοι ἔδειξας κόπους καὶ πόνους, ἐπιβλέπειν ἐπὶ τα-
λαιπωρίαν καὶ ἀσέβειαν;» Ταύτην δὲ τὴν κραυγὴν
ἐν μεγάλοις δόγμασιν ἀεὶ διεξοδεύει καὶ ὁ Σωτήρ·
οὕτω δὲ ἕστηκεν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἀεὶ κεκραγὼς, ὡς  
καὶ παρὰ τῷ Σολομῶντι ἡ σοφία, ἥτις ἡ αὐτὴ ὑπάρ-
χει τῷ Λόγῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ὑπόστασιν, καλοῦσα
μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἐπὶ κρατῆρα, λέγουσα·
»Ὅς ἐστιν ὑμῶν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρὸς μέ· ἐν-
δεέσι δὲ φρενῶν παρακελεύομαι λέγουσα· Ἔλθετε,
φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων, καὶ πίετε οἶνον ὃν κεκέρακα
ὑμῖν.» Ἡ φωνὴ τοιγαροῦν τοῦ κατὰ τὸν ψαλμὸν λέ-
γοντος ἐπιτεταμένη πρὸς Κύριον ἐπακούεται, οὐκ ἄλ-
211

λοθέν ποθεν ἢ ἐκ τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου, τουτέστιν ἐξ


οὐρανοῦ, ἐπεὶ καὶ ἐν ἄλλοις λέγεται· «Ἐπακούσεται
αὐτοῦ ἐξ οὐρανοῦ ἁγίου αὐτοῦ.» Καὶ ἐξ ὕψους ἀκούει,

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis)


Vol. 12, p. 1284, line 27

πρὸς αὐτοὺς ὁ Θεός. Καὶ διὰ τῶν προφητῶν, ὅτε ὁ


λαὸς ἦν τοῦ Θεοῦ, οὐκ ἐσιώπα. Καὶ μὴ νομίσωμεν
ἔξωθεν ἡμῖν λαλεῖν τὸν Θεόν· ἀλλὰ γὰρ τὰ ἀναβαί-
νοντα ἡμῶν ἐπὶ τὴν καρδίαν ἅγια ἐκεῖνά ἐστιν ἃ λα-
λεῖ ἡμῖν ὁ Θεός. Οὕτως ἄκουε τοῦ, Ἐλάλησεν ὁ Θεὸς
πρὸς τὸν δεῖνα. Ὅτι δὲ τοῦθ' οὕτως ἔχει, ἄκουε τῆς
Γραφῆς αὐτῆς μαρτυρούσης· «Μακάριος ἀνὴρ οὗ
ἐστιν ἀντίληψις αὐτοῦ παρὰ σοῦ, Κύριε, ἀναβάσεις
εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ.» Ἔχομεν ἄλλην ἀκοὴν
ἀκούουσαν λόγου Θεοῦ. Θεία ἐστὶν ἡ αἴσθησις ἐκείνη
ἡ οὕτω παρὰ Σολομῶντι ὀνομαζομένη, ἡ ἀκούουσα
λόγου Θεοῦ, ἀνακεκραμένη αὐτῷ καὶ ἡνωμένη. «Ὁ
Θεὸς οὖν μου, φησὶν, μὴ παρασιωπήσῃς ἀπ' ἐμοῦ,
καὶ ὁμοιωθήσομαι, φησὶν, τοῖς καταβαίνουσιν εἰς
λάκκον.» Οὐδένα τῶν ἁγίων οἴδαμεν λάκκον ὀρύξαν-
τα· ἀλλ' εἴποτε ἅγιος χρείαν ἔσχεν ὕδατος, φρέαρ
ὤρυξε. Καὶ Σολομὼν ἐντέλλεται ἀπὸ φρεάτων πίνειν·
ὁ δὲ προφήτης ἀπειλεῖ τοῖς πίνουσιν ἐκ λάκκου,
λέγων ὡς ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ· «Ἐμὲ ἐγκατέλιπον
πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους
συντετριμμένους. Μήποτε οὖν παρασιωπήσῃς ἀπ'
μηδ' ἐπινυστάξαι τοῖς βλεφάροις.
 Ὁδὸν ἀδικίας ἀπόστησον ἀπ' ἐμοῦ, καὶ τῷ
νόμῳ σου ἐλέησόν με, κ. τ. ἑ. Οὐκ ἐμὲ, φησὶν,
ἀπόστησον ἀπὸ ὁδοῦ ἀδικίας, ἀλλ' αὐτὴν ἀπ' ἐμοῦ,
ὡς ἐνυπάρχουσαν ἤδη· καὶ δεομένην μὲν ἡμῶν πρὸς
ἐξέλασιν, μάλιστα δὲ τῆς ἐκ Θεοῦ βοηθείας, ὡς ἂν
ἐλεηθῶμεν νόμῳ Θεοῦ· ὅμοιον δὲ τῷ λέγειν ἰατρῷ·
Ἰατρικῆς λόγῳ πρὸς ὑγίειάν με κόμισον, κἂν το-
μῆς δέῃ καὶ καύσεως, κἂν ἑτέρου τινὸς τῶν ἐπι-
σταμένων λυπεῖν. Τούτου δὲ τοῦ νόμου οὐδὲ ἀρχή

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis) Vol. 12, p. 1604, line 53

μελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, κ. τ. ἑ. Ταύτῃ δὲ


τῇ ἀληθείᾳ ἡ γῆ τεθεμελίωται. Ἐπὶ τούτῳ γὰρ τῷ
ἀκρογωνιαίῳ λίθῳ καταβεβλημένῳ θεμελίῳ οἰκοδο-
μοῦνται πάντες οἱ ἐκ γῆς σωζόμενοι· ὅθεν καὶ δια-
212

μένει ἡ γῆ ἀῤῥαγῆ καὶ ἀσφαλῆ κρηπῖδα καὶ θεμέλιον


ἔχουσα. Ἀλλὰ καὶ φωτίσασα ἡ ἀλήθεια ἡμέραν ἣν
ἐποίησε, Θεοῦ ἐπιλάμψαντος αὐτῇ, ἐν τῇ αὐτῇ διατά-
ξει μένει, οὐκ ἀλλασσομένη.
 Ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σὰ, κ. τ. ἑ. Εἰ τὰ
σύμπαντα δοῦλα τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐν ταῖς Παροιμίαις
Σολομὼν περὶ τοῦ μύρμηκός φησιν· «Ἐκεῖνος,
γεωργίου μὴ ὑπάρχοντος, μηδὲ τὸν ἀναγκάζοντα
ἔχων, μηδὲ ὑπὸ δεσποτείαν ὢν, ἑτοιμάζεται θέρους
τὴν τροφήν.» Ὁ Θεὸς λέγεται δεσπότης διττῶς, ἢ ὡς
δημιουργὸς, ἢ ὡς γινωσκόμενος. Διὸ καὶ Παῦλος  
γράφει· «Ἐξελευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδου-
λώθητε τῷ Θεῷ,» δηλονότι κατ' ἀρετὴν καὶ γνῶσιν.
»Ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμὸν, τὸ δὲ τέλος
ζωὴν αἰώνιον.» Εἰ δὲ τοιούτου τέλους ἄμοιρός ἐστιν ὁ
μύρμηξ, δηλονότι καὶ ταύτης τῆς δουλείας. Καλῶς
οὖν λέγεται ὁ μύρμηξ μὴ εἶναι ὑπὸ δεσποτείαν, κατὰ

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis) Vol. 12, p. 1609, line 12

τῆς δικαιοσύνης σου, κ. τ. ἑ. Τὸ ἀμετάθετον τοῦ


σκοποῦ ὅρκον ὠνόμασεν.
 Τοῦ αὐτοῦ. Τί ποιεῖ ἐνθάδε τὸ «ὤμοσα» ζητη-
τέον. «Διέθετο διαθήκην πρὸς τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐ-
τοῦ.» Καὶ ταύτην τὴν διαθήκην πρὸς τοὺς ἐκλεκτοὺς
αὐτοῦ διαθεμένου τοῦ Θεοῦ ὁ πιστεύων παρεδέξατο,
καὶ οἱονεὶ ὅρκοις μεταξὺ τοῦ Θεοῦ ἐποιήσατο παρα-
δεξάμενος αὐτοῦ τὴν διαθήκην, ὥστε στῆσαι καὶ φυ-
λάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ. Ἵστημι
δὲ, φησὶν, αὐτὰ τῇ ἐμῇ ψυχῇ· καὶ ὅταν αὐτὰ στήσω,
γίνεται ἐκεῖνο τὸ εἰρημένον παρὰ τῷ Σολομῶντι ἐν
Παροιμίαις· «Λογισμοὶ δικαίων κρίματα.» Ἐκεῖνα
»τὰ κρίματά» ἐστι «τῆς δικαιοσύνης» τοῦ Θεοῦ·
τότε δὲ γενόμενα, ὅτε ὤμοσα καὶ ἔστησα αὐτὰ ἐν
ἐμαυτῷ. Τὸ δὲ «στῆσαι» ἐνταῦθα τὸ βεβαίως ὁρίσαι
δηλοῖ· καὶ τὸ «ὀμόσαι» τουτέστι τὸ ἀμεταθέτως
τοῦτο προθέσθαι, καὶ ἀπαράβατον φυλάττειν τὸ ἔργον
τοῦ ὅρκου μετὰ βεβαιώσεως προελέσθαι.
 
Ωριγένης. Fragmenta ex commentariis in Proverbia Vol. 13, p. 17, line 33t

νίαν. Ὄργανον δὲ τούτων πάντων περιεκτικὸν ἡ τοῦ


σοφοῦ ἐν Χριστῷ ψυχή.
 Τοῦ αὐτοῦ. Ὁ μὲν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀν-
θρώπων ἢ τῶν ἀγγέλων λαλῶν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχων,
οὐκ ἔστιν εὔηχον κύμβαλον.
 Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον, κ. τ. ἑ. Εἰ
213

τὸ φῶς τοῦ Κυρίου κατὰ τὸν Σολομῶντα ἡ πνοὴ


ἀνθρώπων ἐστὶ, πᾶσα λογικὴ φύσις ἀναπνέουσα
τοῦτο τὸ φῶς αἰνεσάτω τὸν Κύριον.  

ΕΚ ΤΩΝ ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΑΡΟΙΜΙΑΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ.

ΚΕΦ. Αʹ.

 Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δαυΐδ. Υἱὸς Δαυῒδ


καὶ ὁ Σωτὴρ λέγεται. Οὗτος εἰρηνικὸς ἡμῶν Σωτὴρ
ὁ γενόμενος ἐκ σπέρματος Δαυῒδ, τὸ κατὰ σάρκα,
ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραήλ. Διὸ καὶ ἐπεγράφη τὴν ὑπὲρ
ἀνθρώπων οἰκονομίαν τελῶν· Οὗτός ἐστιν ὁ βασι-
λεὺς τῶν Ἰουδαίων. Ἰουδαῖοί εἰσιν, ὁ Ἰσραὴλ, ὧν
εἰρηνικὸς Σωτὴρ βασιλεύει ὡς διορατικῶν, ἐὰν ὦσιν
ἀληθῶς Ἰσραήλ. Οὐ γὰρ ὅσοι σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ,
πάντως καὶ τέκνα, τῷ μὴ ποιεῖν τὰ ἔργα τοῦ

Ωριγένης. Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) Vol. 17, p. 181, line 50

γοητεῦσαι, οὐ περὶ τὴν οἰκείαν φύσιν, ἀλλὰ περὶ τὴν


τῶν ἀκουόντων ἀφροσύνην· κατὰ δὲ διάνοιαν ἡ κα-
κία ζητεῖ τὸ πρόσωπον ἡμῶν καταισχῦναι, διὰ τῶν
κειριῶν καὶ τῆς κλίνης, καὶ τῶν ἀμφιτάπων, καὶ τοῦ
κρόκου, καὶ τοῦ κινναμώμου· ἅπερ κακὰ καὶ διάφορα
πάθη σημαίνει ἡδονῶν παρὰ τοῖς ἐφευρεταῖς τῶν
κακῶν γινόμενα.
 Τὸ δι' ἡμερῶν πολλῶν ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐ-
τοῦ πάνυ πνευματικῶς ἐνατενίσας τῇ οἰκονομίᾳ ὁ Παῦ-
λος, ἔσχατον ἐχθρὸν λέγει καταργεῖσθαι τὸν θάνατον·
ὃν καὶ ἄνδρα εἶναι τῆς πονηρίας Σολομῶν προδιέ-
γραψε· τὸν ὡς βαλαντίον ἀργυρίου λαβόντα ἐν τῇ
χειρὶ αὑτοῦ τὴν ἀνθρωπότητα, εἰ καὶ αὖθις ἐν τῷ
ἁμαρτάνειν οὐ πάρεστι προβλέπειν τὸν τοῦ Θεοῦ φό-
βον· διότι κήδεται ἀνεχόμενος τοῦ γένους τῶν ἀν-
θρώπων· ἐπεὶ εἰ μὴ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον προέβλεπε,
ῥυζηδὸν πάντας ἂν ἀπώλετο.

Ωριγένης. Scholia in Canticum canticorum Vol. 17, p. 256, line 59


καὶ οἱ προφῆται, ὧν ἕκαστος ἀγρὸς ἦν πλήρης, ὃν
εὐλόγησε Κύριος· .. καὶ ἀμπελὼν ἐν οἷς τις γενόμενος,
καὶ τὴν προτέραν ἕξιν ἑαυτοῦ μὴ τηρῶν ὡς ἐκ
Σοδόμων ὑπάρχουσαν ἀμπελῶνα, τῷ παρόντι κέχρη-
ται λόγῳ.
Ἐὰν μὴ γνῷς σεαυτὴν ἡ καλὴ ἐν γυναιξὶν,
  ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων σου, καὶ
  ποίμαινε τὰς ἐρίφους σου ἐπὶ σκηνώμασι τῶν
  ποιμένων.
 Τὸ πολυθρύλλητον δὲ παρ' Ἕλλησιν ἐπίφθεγμα
214

προείληπται παραδοθὲν τῷ σοφῷ Σολομῶντι, τὸ  


Γνῶθι σαυτόν· καθ' ἣν ἀπειλεῖται νῦν ἡ ψυχὴ παρὰ
τοῦ ἐράστου καὶ νυμφίου, εἰ μὴ τὸ δοθὲν αὐτῇ κατ'
εἰκόνα Θεοῦ φυλάξει κάλλος, τὴν ἔνδοθεν ἐκβολὴν, καὶ
τὸ ἐν ἐσχάτοις τετάχθαι, τοὺς σκαιοὺς ἐρίφους ποι-
μαίνουσα. Ποιμανεῖς δὲ αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς τῶν ποιμέ-
νων σκηνώμασιν, ποτὲ μὲν τοῦδε, ποτὲ δὲ ἐκείνου
οἷα δή τις ἀλῆτις· μέχρι παιδευθεῖσα τῇ πείρᾳ πρὸς
τὴν σεαυτῆς ἐπιστρέψειας γνῶσιν· ἁρμόσει δὲ καὶ
πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν ὁ λόγος· γινώσκει δέ τις ἑαυτὸν,
εἰδὼς, εἰ ἀγαθὴν ἢ φαύλην ἔχει διάθεσιν· καὶ πολὺ

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 2, line 97

ἐμπορίης δόμον ἁγνὸν ἐμοῦ τελέσητε τοκῆος·


εὐχῆς γὰρ τόδε δῶμα. καὶ ἐμνήσαντο μαθηταί,
ὅττι θεοπνεύστῳ κεχαραγμένον ἔπλετο βίβλῳ·
ζῆλος ἐμὲ ζαθέοιο τεοῦ καταδαίνυται οἴκου.
καί οἱ ἀπειλήτειραν ἀνήρυγε λαὸς ἰωήν·
ποῖα παρ' Ἑβραίοις ἑτερότροπα σήματα δείξεις,
ὅττι σὺ ταῦτα τέλεσσας; ἁμιλλητῆρι δὲ λαῷ
θαμβαλέην ἄγνωστον ἄναξ ἠρεύγετο φωνήν·
λύσατε τοῦτο μέλαθρον, ἐγὼ δέ μιν αὐτὸς ἐγείρω
ἤμασιν ἐν τρισσοῖσιν. ἐπεφθέγξαντο δὲ λαοί·
ὃν Σολομὼν ποίησε λίθων ἑτερόχροϊ κόσμῳ
εἰς δολιχὴν βαλβῖδα παλινδίνητον ὑφαίνων
ἓξ καὶ τεσσαράκοντα φιλοκτίστων ἐνιαυτῶν,
κτίσμασιν ὁπλοτέροισι παλίλλυτον οἶκον ἐγείρεις
τοσσατίην μετὰ νύσσαν ἐπὶ τριτάτης δρόμον ἠοῦς;  
κεῖνος νηὸν ἔειπεν ἑοῦ χροός, ὅν τινι θεσμῷ
φρικτῷ Χριστὸς ἔμελλεν ἐπὶ τρίτον ἦμαρ ἐγείρειν.
ἀλλ' ὅτε δὴ μετὰ κόλπον ἀνοστήτοιο βερέθρου
νόστιμος ἐξ Ἀίδαο παλινζώῳ τινὶ πότμῳ
ἀρχαίην παλίνορσος ἑὴν ἀνεδύσατο τιμὴν
οὐρανίην, τότε μῦθον ἀνεμνήσαντο μαθηταί,

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 10, line 79

καὶ πολέες φθέγξαντο πολυφλοίσβῳ τινὶ μύθῳ·


φθεγγόμενον βαλίῃσιν ἐάσατε τοῦτον ἀέλλαις·
δαιμόνιον μεθέπει καὶ μαίνεται· ἄφρονα τοῦτον
λείπετε· μαινομένου τί σπεύδετε μῦθον ἀκούειν;
ἄλλοι δ' ἀντιάχησαν ὁμοζήλων ἀπὸ λαιμῶν·
οὐ τάδε μαινομένοιο σαόφρονα χεύματα μύθων·
ἄφρονος οὐ πέλε ταῦτα. μὴ ἀχλυόεις ποτὲ δαίμων
ὀφθαλμοὺς ἀλαοῖο δυνήσεται αὐτὸς ἀνοῖξαι;
καὶ πάλιν ἦμαρ ἔην πανδήμιον, ᾧ ἔνι λαοὶ
215

μνημοσύνην τελέεσκον ἐτήσιον, ἐξότε νηοῦ


ἕδρανα δωμήσας Σολομῶν εὐκίονι τέχνῃ
θεσπεσίης ἀρχαῖον ἐκαίνισε θεσμὸν ἑορτῆς·
καὶ τότε παχνήεσσα παρίστατο χείματος ὥρη.
Ἰησοῦς δ' ἱεροῖο διέστιχεν ἔνδοθι νηοῦ,
θέσκελον αἰθούσης πολυδαίδαλον οὖδας ὁδεύων,
ἀρχεγόνου Σολομῶντος ἐπώνυμον. αἰνομανεῖς δὲ
Ἑβραῖοι στεφανηδὸν ὁμόζυγες εἰν ἑνὶ χώρῳ
Χριστὸν ἐκυκλώσαντο καὶ ἔννεπον ἄφρονι μύθῳ·  
ἡμείων τέο μέχρις ὑποκλέπτεις φρένα μύθοις;
εἰ σὺ Χριστὸς ἵκανες ἐτήτυμος, ἀμφαδὸν ἡμῖν
ἀγρομένοις ἀγόρευε· τί καὶ τεὸν οὔνομα κεύθεις;

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 10, line 84

οὐ τάδε μαινομένοιο σαόφρονα χεύματα μύθων·


ἄφρονος οὐ πέλε ταῦτα. μὴ ἀχλυόεις ποτὲ δαίμων
ὀφθαλμοὺς ἀλαοῖο δυνήσεται αὐτὸς ἀνοῖξαι;
καὶ πάλιν ἦμαρ ἔην πανδήμιον, ᾧ ἔνι λαοὶ
μνημοσύνην τελέεσκον ἐτήσιον, ἐξότε νηοῦ
ἕδρανα δωμήσας Σολομῶν εὐκίονι τέχνῃ
θεσπεσίης ἀρχαῖον ἐκαίνισε θεσμὸν ἑορτῆς·
καὶ τότε παχνήεσσα παρίστατο χείματος ὥρη.
Ἰησοῦς δ' ἱεροῖο διέστιχεν ἔνδοθι νηοῦ,
θέσκελον αἰθούσης πολυδαίδαλον οὖδας ὁδεύων,
ἀρχεγόνου Σολομῶντος ἐπώνυμον. αἰνομανεῖς δὲ
Ἑβραῖοι στεφανηδὸν ὁμόζυγες εἰν ἑνὶ χώρῳ
Χριστὸν ἐκυκλώσαντο καὶ ἔννεπον ἄφρονι μύθῳ·  
ἡμείων τέο μέχρις ὑποκλέπτεις φρένα μύθοις;
εἰ σὺ Χριστὸς ἵκανες ἐτήτυμος, ἀμφαδὸν ἡμῖν
ἀγρομένοις ἀγόρευε· τί καὶ τεὸν οὔνομα κεύθεις;
Ἰησοῦς δ' ἅμα πᾶσιν ἀνίαχε· πολλάκις ὑμῖν,
πολλάκις αὐτὸς ἔλεξα, καὶ οὐ πιστεύετε μύθῳ·

Σαλαμίνιος Ερμίας. Ιστορία εκκλησιαστική.


Book Pref, Ch. 1, sec. 10, line 3

τὰ τῶν ἀρχομένων διατάττειν πράγματα, δικάζοντά τε καὶ ἃ χρὴ γράφοντα,


ἰδίᾳ τε καὶ κοινῇ τὰ πρακτέα διασκοποῦντα· νύκτωρ δὲ τὰς βίβλους περι-  
έπειν. διακονεῖν δέ σοι λόγος πρὸς τὴν τούτων εἴδησιν λύχνον ἐκ μηχανῆς
τινος αὐτομάτως τῇ θρυαλλίδι ἐπιχέοντα τὸ ἔλαιον, ὡς ἂν μηδὲ εἷς τῶν περὶ
τὰ βασίλεια ἐν τοῖς σοῖς πόνοις ταλαιπωρεῖν ἀναγκάζηται καὶ τὴν φύσιν βιά-
ζηται πρὸς τὸν ὕπνον μαχόμενος· οὕτω τις φιλάνθρωπος καὶ πρᾶος καὶ
πρὸς τοὺς πέλας καὶ πρὸς πάντας ὑπάρχεις, τὸν οὐράνιον βασιλέα τὸν σὸν
προστάτην μιμούμενος, ᾧ φίλον ἐστὶν ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους ὕειν καὶ τὸν
ἥλιον ἀνατέλλειν καὶ τἆλλα ἀφθόνως παρέχειν. ὑπὸ γοῦν πολυμαθείας,
ὡς εἰκός, ἀκούω σε καὶ λίθων εἰδέναι φύσεις καὶ δυνάμεις ῥιζῶν καὶ ἐνερ-
216

γείας ἰαμάτων, οὐχ ἧττον ἢ Σολομὼν ὁ Δαβὶδ ὁ σοφώτατος. μᾶλλον δὲ κἀ-


κείνου πλεονεκτεῖς ταῖς ἀρεταῖς· ὁ μὲν γὰρ δοῦλος γενόμενος τῶν ἡδονῶν
οὐ μέχρι τέλους τὴν εὐσέβειαν διεφύλαξε τὴν αἰτίαν τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς
σοφίας αὐτῷ γενομένην· σὺ δέ, ὦ κράτιστε, τὸν ἐγκρατῆ λογισμὸν ἀντιτάξας
τῇ ῥᾳστώνῃ, εἰκότως νομίζῃ μὴ μόνον ἀνθρώπων αὐτοκράτωρ εἶναι, ἀλλὰ
καὶ τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. εἰ δὲ δεῖ καὶ ταῦτα λέγειν,
πυνθάνομαί σε καὶ παντὸς ὄψου καὶ ποτοῦ τὴν ἐπιθυμίαν νικᾶν, καὶ μήτε
σῦκα γλυκερά, ποιητικῶς εἰπεῖν, μήτ' ἄλλο τι τῶν ὡραίων ἑλεῖν σε δύνασθαι,
πλὴν ὅσον ἐπιψαῦσαι καὶ μόνον ἀπογεύσασθαι, πρότερον εὐλογήσαντα τὸν
πάντων δημιουργόν. δίψους δὲ καὶ πνίγους καὶ ῥίγους κρατεῖν ἐθισθεὶς ἐν
ταῖς καθ' ἡμέραν ἀσκήσεσι, φύσιν ἔχειν νομίζῃ τὴν ἐγκράτειαν.

Σαλαμίνιος Ερμίας. Ιστορία εκκλησιαστική.


Book 6, Ch. 31, sec. 6, line 5

παρὰ τὸν φράσαι δυνάμενον. οἰκοῦσι δὲ ἐν τοῖς Κελλίοις ὅσοι τῆς φιλοσο-
φίας εἰς ἄκρον ἐληλύθασι καὶ σφᾶς ἄγειν δύνανται καὶ μόνοι διατρίβειν δι'
ἡσυχίαν χωρισθέντες τῶν ἄλλων. τάδε μὲν ἡμῖν ὡς ἐν βραχεῖ περὶ Σκή-
τεως εἰρήσθω καὶ τῶν ἐνθάδε φιλοσοφούντων· εἰ γὰρ τὸ καθέκαστον τῆς
αὐτῶν ἀγωγῆς διεξελθεῖν πειραθείην, μηκυνομένην ἴσως τὴν γραφὴν μωμή-
σαιτό τις. ἰδίαν γὰρ συστησάμενοι πολιτείαν, ἔργα καὶ ἤθη καὶ γυμνάσια καὶ
δίαιταν καὶ καιρὸν ἑκάστῃ ἡλικίᾳ κατὰ τὸ εἰκὸς διένειμαν. καὶ Ῥινοκό-
ρουρα δὲ οὐκ ἐπεισάκτοις ἀλλ' οἴκοθεν ἀνδράσιν ἀγαθοῖς ἐξ ἐκείνου διέπρε-
πεν· ὧν δὲ ἐνθάδε φιλοσοφεῖν ἐπυθόμην, ἀρίστους ἔγνων τόν τε Μέλανα τὸν  
κατ' ἐκεῖνο καιροῦ τὴν ἐκκλησίαν ἐπιτροπεύοντα, καὶ Διονύσιον ὃς πρὸς
βορέαν τῆς πόλεως ἐν ἐρημίᾳ τὸ φροντιστήριον εἶχε, καὶ Σολομῶνα τὸν
Μέλανος ἀδελφὸν καὶ τῆς ἐπισκοπῆς διάδοχον. λέγεται δέ, ἡνίκα προς-
τέτακτο τοὺς κατὰ πόλιν ἱερέας ἐναντίως Ἀρείῳ φρονοῦντας ἀπελαύνεσθαι,
καταλαβεῖν Μέλανα τοὺς ἐπ' αὐτὸν ἐλθόντας τοὺς λύχνους τῆς ἐκκλησίας
παρασκευαζόμενον, οἷά γε ὑπηρέτην ἔσχατον, ἐπὶ ῥυπῶντι ἱματίῳ ὑπὸ τοῦ
ἐλαίου τὴν ζώνην ἔχοντα καὶ τὰς θρυαλλίδας ἐπιφερόμενον. ἐρωτηθέντα
δὲ περὶ τοῦ ἐπισκόπου εἰπεῖν ὡς «ἐνθάδε ἐστί, καὶ μηνύσω τοῦτον»· αὐτίκα
δὲ τοὺς ἄνδρας οἷά γε ἐξ ὁδοῦ κεκμηκότας εἰς τὸ ἐπισκοπικὸν καταγώγιον
ὁδηγῆσαι, καὶ τράπεζαν παραθεῖναι, καὶ ἐκ τῶν ὄντων ἑστιᾶσαι· μετὰ
δὲ τὴν ἑστίασιν νιψάμενον τὰς χεῖρας (διηκονεῖτο γὰρ τοῖς ἑστιωμένοις)
ἑαυτὸν προσαγγεῖλαι· τοὺς δὲ τὸν ἄνδρα θαυμάσαντας ὁμολογῆσαι μὲν

Σαλαμίνιος Ερμίας. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 6, Ch. 31, sec. 10, line 1

παρασκευαζόμενον, οἷά γε ὑπηρέτην ἔσχατον, ἐπὶ ῥυπῶντι ἱματίῳ ὑπὸ τοῦ


ἐλαίου τὴν ζώνην ἔχοντα καὶ τὰς θρυαλλίδας ἐπιφερόμενον. ἐρωτηθέντα
δὲ περὶ τοῦ ἐπισκόπου εἰπεῖν ὡς «ἐνθάδε ἐστί, καὶ μηνύσω τοῦτον»· αὐτίκα
δὲ τοὺς ἄνδρας οἷά γε ἐξ ὁδοῦ κεκμηκότας εἰς τὸ ἐπισκοπικὸν καταγώγιον
ὁδηγῆσαι, καὶ τράπεζαν παραθεῖναι, καὶ ἐκ τῶν ὄντων ἑστιᾶσαι· μετὰ
δὲ τὴν ἑστίασιν νιψάμενον τὰς χεῖρας (διηκονεῖτο γὰρ τοῖς ἑστιωμένοις)
ἑαυτὸν προσαγγεῖλαι· τοὺς δὲ τὸν ἄνδρα θαυμάσαντας ὁμολογῆσαι μὲν
ἐφ' ᾧ ἐληλύθεισαν, αἰδοῖ δὲ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐξουσίαν δοῦναι φυγῆς· τὸν
δὲ φάναι ὡς «οὐκ ἂν προοίμην ταὐτὰ τοῖς ὁμοδόξοις ἱερεῦσιν μὴ ὑπομεῖναι»,
217

ἀλλ' ἑκοντὶ ἑλέσθαι εἰς τὴν ὑπερορίαν ἐλθεῖν. πᾶσαν δέ, οἷά γε ἐκ νέου
φιλοσοφήσας, μοναχικὴν ἀρετὴν ἐξησκεῖτο. ὁ δὲ Σολομὼν ἀπὸ ἐμπόρου
εἰς μοναχὸν μεταβαλών, οὐδὲ αὐτὸς ὀλίγον ἀπώνατο τῆς ἔνθεν ὠφελείας·
ὑπὸ διδασκάλῳ γὰρ τῷ ἀδελφῷ καὶ τοῖς τῇδε φιλοσοφοῦσιν ἐπιμελῶς
παιδευθεὶς καὶ περὶ τὸ θεῖον ὅτι μάλιστα προθύμως ἐσπούδαζε καὶ πρὸς
τοὺς πέλας ἀγαθὸς ἐτύγχανεν. ἡ μὲν Ῥινοκορούρων ἐκκλησία τοιούτων
ἐξ ἀρχῆς ἡγεμόνων ἐπιτυχοῦσα οὐ διέλιπεν ἐξ ἐκείνου μέχρι καὶ εἰς ἡμᾶς
καὶ εἰσέτι νῦν τοῖς ἐκείνων χρωμένη θεσμοῖς καὶ ἀγαθοὺς ἄνδρας φέρουσα·
κοινὴ δέ ἐστι τοῖς αὐτόθι κληρικοῖς οἴκησίς τε καὶ τράπεζα καὶ τἆλλα
πάντα.
 

Σαλαμίνιος Ερμίας. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 8, Ch. 1, sec. 12, line 5

καὶ ποικίλος, ὡς τοὺς ἀγνοοῦντας ἀπιστεῖν, εἰ σωφρονεῖν δύναιτο τοσοῦτον


τρυφῶν. τὸ δὲ ἦθος ἦν χαρίεις καὶ ἡδὺς ἐν ταῖς συνουσίαις, καὶ διὰ ταῦτα
καὶ τοῖς ἐπισκόποις τῆς καθόλου ἐκκλησίας καὶ τοῖς ἐν ἀρχαῖς καὶ λόγῳ
καταθύμιος ἦν. σκώπτειν δὲ σὺν χάριτι καὶ σκωμμάτων ἀνέχεσθαι καὶ
ἑκάτερον ἀπεχθείας ἐκτὸς ὑπομένειν κομψῶς τε σὺν τάχει πρὸς τὰς ἐρωτή-
σεις ἀπαντᾶν εὖ μάλα ἐπιτηδείως εἶχεν. ἐρωτηθεὶς οὖν ὅτου ἕνεκα δεύτερον  
λούοιτο τῆς ἡμέρας ἐπίσκοπος ὤν «ὅτι μὴ τρίτον», ἔφη, «φθάνω.» ἐπεὶ
δὲ λευκῇ ἐσθῆτι διετέλει χρώμενος, ἐπέσκωψέ τις αὐτῷ τῶν ἀπὸ τῆς καθ-
όλου ἐκκλησίας· ὁ δὲ πρὸς αὐτόν «οὐκοῦν εἰπέ, ποῦ εἴρηται ἐσθῆτα μέλαιναν
χρῆναι ἀμφιέννυσθαι»· τοῦ δὲ ἀπορήσαντος ὑπολαβὼν ἔφη· «σὺ μὲν οὐκ ἂν
τοῦτο ἐπιδεῖξαι δυνήσῃ· ἐμοὶ δὲ καὶ Σολομῶν ὁ σοφώτατος «ἔστωσάν σου
τὰ ἱμάτια ἀεὶ λευκά» παραινεῖ λέγων, καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς λευχείμων ἐν
τοῖς εὐαγγελίοις φαινόμενος Μωσῆν τε καὶ Ἠλίαν τοιούτους τοῖς ἀποστό-
λοις ἐπιδεικνύς.» οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκεῖνο τῶν εἰρημένων Σισιννίῳ χάριεν
οἶμαι. ἐνεδήμει μὲν γὰρ τῇ Κωνσταντινουπόλει Λεόντιος ὁ παρὰ Γαλάταις
Ἀγκύρας ἐπίσκοπος· ἐκκλησίας δὲ τῶν ἐκεῖσε Ναυατιανῶν ἀφῃρημένης ἧκε
πρὸς αὐτὸν ἀπολαβεῖν ταύτην δεόμενος. ἐπεὶ δὲ οὐκ ἀπεδίδου, ἐλοιδόρει
δὲ τοὺς Ναυατιανοὺς ὡς οὐκ ἀξίους ἐκκλησιάζειν, μετάνοιαν καὶ τὴν ἐκ
θεοῦ φιλανθρωπίαν ἀναιρεῖν αὐτοὺς λέγων, «ἀλλὰ μήν», ἔφη Σισίννιος,
»οὐδεὶς οὕτως ὡς ἐγὼ μετανοεῖ.» ἐρομένου δὲ Λεοντίου τίνα τρόπον

Σωκράτης σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 3, Ch. 20, line 10

Ὡς καὶ Ἰουδαίους ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὸ θύειν προετρέψατο, καὶ περὶ τῆς τῶν
Ἱεροσολύμων τελείας ἀνατροπῆς.

 Καὶ κατ' ἄλλον δὲ τρόπον ὁ βασιλεὺς τοὺς Χριστιανοὺς βλάπ-


τειν σπουδάζων τὴν οἰκείαν δεισιδαιμονίαν ἐξήλεγχε. Φιλοθύτης  
γὰρ ὢν, οὐ μόνον αὐτὸς τῷ αἵματι ἔχαιρεν, ἀλλ' εἰ μὴ καὶ ἄλλοι
τοῦτο ποιῶσι, ζημίαν ἐνόμιζεν. Ἐπειδὴ δὲ ὀλίγους τοὺς τοιούτους
ἐφεύρισκεν, Ἰουδαίους μεταπέμπεται· καὶ παρ' αὐτῶν ἐπυνθάνετο,
τοῦ χάριν, τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου κελεύσαντος θύειν, ἀπέχονται.
Τῶν δὲ μὴ ἀλλαχοῦ φησάντων δύνασθαι τοῦτο ποιεῖν, εἰ μὴ μόνον
ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, κελεύει τάχος κτίζεσθαι τὸν Σολομῶνος
218

ναόν. Καὶ αὐτὸς ἐπὶ Πέρσας ἤλαυνε. Ἰουδαῖοι δὲ καιροῦ δράξας-


θαι πάλαι ἐπιθυμοῦντες, ἐν ᾧ τὸ ἱερὸν αὐτοῖς πρὸς τὸ θύειν ἀνοικο-
δομηθήσεται, τότε σπουδαῖοι μὲν πρὸς τὸ ἔργον ἐγίνοντο· φοβεροὺς
δὲ τοῖς Χριστιανοῖς ἐπεδείκνυσαν ἑαυτοὺς, ἠλαζονεύοντό τε κατ'
αὐτῶν, ἐπαπειλοῦντες τοσαῦτα ποιήσειν, ὅσα αὐτοὶ παρὰ Ῥωμαίων
πάλαι πεπόνθασι. Τοῦ δὲ βασιλέως ἐκ δημοσίων τὴν δαπάνην
παρασχεθῆναι κελεύσαντος, εὐτρέπιστο πάντα, ξύλα καὶ λίθοι, καὶ
πλίνθος ὀπτὴ, καὶ πηλὸς, καὶ ἄσβεστος, καὶ τὰ ἄλλα ὅσα πρὸς
οἰκοδομὴν ἐπιτήδεια γίνεται. Τότε δὴ Κύριλλος ὁ τῶν Ἱεροσολύ-
μων ἐπίσκοπος τὸ τοῦ προφήτου Δανιὴλ κατὰ νοῦν ἐλάμβανεν,

Σωκράτης σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 6, Ch. 17, line 27

Ἀλεξάνδρειαν ἔφυγε· τοῦτο δὲ καὶ οἱ ἄλλοι ἐποίουν ἐπίσκοποι,


πλὴν ὀλίγων οἳ τὰ Ἰωάννου ἠσπάζοντο· καὶ πάντες εἰς τὰ ἑαυτῶν
φυγῇ ἀπεχώρησαν. Τούτων οὕτω γενομένων, ἐν καταγνώσει μὲν
τοῖς πᾶσιν ὁ Θεόφιλος ἦν· ηὔξησε δὲ τὸ κατ' αὐτοῦ μῖσος τὸ
αὖθις αὐτὸν μηδὲν ὑποστειλάμενον τὰ Ὠριγένους ἀσκεῖσθαι βιβλία.
Ἐρωτηθεὶς οὖν ὑπό τινος, ‘πῶς ἃ ἀπεκήρυξε, ταῦτα ἀσπάζεται
πάλιν, ταῦτα ἀπεκρίνατο· ‘Τὰ Ὠριγένους ἔοικε βιβλία λειμῶνι
πάντων ἀνθέων· εἴ τι οὖν ἐν αὐτοῖς ἐφεύρω καλὸν, τοῦτο δρέπο-
μαι· εἰ δέ τι μοι ἀκανθῶδες φανείη, τοῦτο ὡς κεντοῦν ὑπερβαίνω.’
Τοιαῦτα Θεόφιλος ἀπεκρίνατο, μὴ λογισάμενος τὸ τοῦ σοφοῦ Σολο-
μῶντος, ὅτι ‘λόγοι σοφῶν ὡς τὰ βούκεντρα,’ καὶ οὐκ ὀφείλουσι
λακτίζειν πρὸς αὐτοὺς οἱ ὑπὸ τῶν θεωρημάτων κεντούμενοι. Διὰ
ταῦτα μὲν δὴ ἐν καταγνώσει παρὰ πᾶσιν ὁ Θεόφιλος ἦν. Διό-
σκορος δὲ, εἷς τῶν Μακρῶν, ὁ τῆς Ἑρμουπόλεως ἐπίσκοπος, ὀλίγον
ὕστερον μετὰ τὴν Θεοφίλου φυγὴν ἐτελεύτησε· καὶ ταφῆς ἠξιώθη
λαμπρᾶς, ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῷ ἐν τῇ Δρυῒ κηδευθεὶς, ἔνθα διὰ Ἰωάν-
νην γέγονεν ἡ σύνοδος. Ἰωάννης δὲ ταῖς διδασκαλίαις ἐσχόλαζε,
καὶ χειροτονεῖ Σαραπίωνα τῆς ἐν Θρᾴκῃ Ἡρακλείας ἐπίσκοπον, δι'  
ὃν τὸ κατ' αὐτοῦ μῖσος ἐγήγερτο· μετ' οὐ πολὺ δὲ ταῦτα ἐπισυνέβη
γενέσθαι.

Σωκράτης σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 6, Ch. 22, line 19

ἐκέχρητο· τρυφῶν τε ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, καὶ δὶς τῆς ἡμέρας ἐν


λουτροῖς δημοσίοις λουόμενος διετέλει. Καὶ ποτὲ ἐρομένου αὐτὸν
τινὸς, ‘τοῦ χάριν ἐπίσκοπος ὢν δὶς λούοιτο τῆς ἡμέρας,’ ‘Ἐπειδὴ
τρίτον οὐ φθάνει,’ ἀπεκρίνατο. Ἄλλοτε δὲ Ἀρσάκιον τὸν ἐπί-
σκοπον κατὰ τιμὴν ὁρῶν, ἠρωτήθη ὑπό τινος τῶν περὶ Ἀρσάκιον,
’διὰ τί ἀνοίκειον ἐπισκόπῳ ἐσθῆτα φοροίη, καὶ ποῦ γέγραπται λευκὰ
τὸν ἱερωμένον ἀμφιέννυσθαι.’ Ὁ δὲ, ‘Σὺ πρότερον,’ ἔφη, ‘εἰπὲ
ποῦ γέγραπται μέλαιναν ἐσθῆτα φορεῖν τὸν ἐπίσκοπον.’ Τοῦ δὲ
ἐρωτήσαντος ἐν ἀπόρῳ γενομένου πρὸς τὴν ἀντερώτησιν, ἀπήγαγεν
ὁ Σισίννιος· ‘Ἀλλὰ σὺ μὲν οὐκ ἂν,’ ἔφη, ‘δεῖξαι δυνήσῃ, ὡς δεῖ
τὸν ἱερωμένον μέλανα ἀμφιέννυσθαι· ἐμοὶ δὲ καὶ ὁ Σολομὼν παρῄ-
νεσε λέγων, “Ἔστωσάν σοι ἱμάτια λευκά·” καὶ ὁ Σωτὴρ ἐν τοῖς
εὐαγγελίοις λευκῇ φαίνεται ἐσθῆτι χρησάμενος· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ
Μωϋσῆν καὶ Ἡλίαν λευκοφοροῦντας τοῖς ἀποστόλοις ἔδειξεν.’
219

Ταῦτα δὴ καὶ ἄλλα πολλὰ ἑτοίμως εἰπὼν τὰ μέγιστα ἐπὶ τῶν


παρόντων ἐθαυμάσθη. Λεοντίου δὲ τοῦ Ἀγκύρας τῆς ἐν τῇ μικρᾷ
Γαλατίᾳ ἐπισκόπου Ναυατιανῶν ἐκκλησίαν ἀφαιρουμένου, καὶ τῇ
Κωνσταντινουπόλει ἐπιδημοῦντος, ὁ Σισίννιος ἐλθὼν παρ' αὐτὸν
παρεκάλει ἀποδοῦναι τὴν ἐκκλησίαν. Ὁ δὲ θερμῶς ἀπήντησε καὶ
φησὶ πρὸς αὐτόν· ‘Ὑμεῖς,’ φησὶν, ‘οἱ Ναυατιανοὶ οὐκ ὀφείλετε
ἐκκλησίας ἔχειν, τὴν μετάνοιαν ἀναιροῦντες καὶ τὴν φιλανθρωπίαν

Philostorgius Scr. Eccl., Ιστορία εκκλησιαστική. (fragmenta ap. Photium)


Book 3, fragment 4, line 6

 Ὅτι φησὶν ὡς ὁ Κωνστάντιος γνοὺς Ἀθανάσιον τὸν Ἀλεξαν-


δρείας θρόνον ἀναλαβεῖν, ἐκεῖνον μὲν ἐλαύνει τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀν-
τιχειροτονηθῆναι δὲ γνώμην ἀποφαίνει Γεώργιον τὸν ἐκ Καππαδο-
κίας. ὁ δὲ Ἀθανάσιος δείσας καὶ τὰς ἀπειλὰς καὶ τὸν ἐξ ἐπιβουλῆς
θάνατον, πρὸς τὸν ἑσπέριον ἀφικνεῖται πάλιν βασιλέα.
 Ὅτι Κωνστάντιόν φησι διαπρεσβεύσασθαι πρὸς τοὺς πάλαι
μὲν 8Σαβαίους, νῦν δὲ 8Ὁμηρίτας καλουμένους. ἔστι δὲ τὸ ἔθνος τῶν
8ἐκ Χεττούρας τῷ Ἀβραὰμ γενομένων. τὴν δὲ χώραν μεγάλην τε
Ἀραβίαν καλεῖσθαι καὶ εὐδαίμονα πρὸς τῶν Ἑλλήνων· καθήκειν δὲ
ἐπὶ τὸν ἐξωτάτω Ὠκεανόν· ἧς μητρόπολις ἡ Σαβά· ἐξ ἧς καὶ ἡ βα-
σιλὶς ὡς τὸν Σολομῶντα παραγεγόνει. 8ἐμπερίτομον δὲ τὸ ἔθνος  
κατὰ τὴν ὀγδόην περιτεμνόμενον ἡμέραν· καὶ 8θύουσιν ἡλίῳ καὶ σε-
λήνῃ καὶ δαίμοσιν ἐπιχωρίοις. οὐκ ὀλίγον δὲ πλῆθος καὶ Ἰουδαίων
αὐτοῖς ἀναπέφυρται.
 Πρὸς τούτους οὖν διαπρεσβεύεται Κωνστάντιος, ἐπὶ τὴν 8εὐσέβειαν
σκοπὸν ποιούμενος αὐτοὺς μεταθέσθαι· 8δώροις τε οὖν μεγαλοπρεπέσι
καὶ πλήθει τὸν καθηγούμενον 8τοῦ ἔθνους οἰκειώσασθαι διενοεῖτο,
κἀκεῖθεν αὐτοῦ καὶ τὰ τῆς εὐσεβείας σπέρματα χώραν εὑρεῖν ἐναπο-
θέσθαι. ἀξιοῖ δὲ καὶ παρασχεῖν ἐκκλησίαν τοῖς ἐκεῖσε τῶν Ῥωμαίων
ἀφικνουμένοις ἀνοικοδομήσασθαι, καὶ εἴ τι ἄλλο τῶν αὐτοχθόνων
ἐπὶ τὴν εὐσέβειαν ἀποκλίνοιεν. ἐδίδου δὲ φέρειν φιλοτίμως

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 3, Ch. 1, sec. 5, line 2

καὶ τὴν ἀσχολίαν τῶν πρατηρίων· οἱ μὲν αὐτοὶ συναλλάττοντες, οἱ δὲ


κεχηνότες εἰς τὰ ἀλλότρια καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φιλονεικοῦντας
ἱστοροῦντες, ὅπως τὰ ἀλλήλων ἐπευωνίζουσιν.
         Ἀλλὰ μετάθετέ μοι
τὸν πόθον ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν· καταλείψατε τὴν φιλαργυρίαν, τὴν ἀγό-
ραιον, τὴν μαινάδα. Ἀποστράφητε αὐτὴν ὡς ἄκοσμον ἑταιρίδα προσγε-
λῶσαν τῷ πλήθει, ταῖς ἀλλοτρίαις ὕλαις καλλωπιζομένην καὶ τοῖς ἄνθεσι
τοῦ φαρμακοπώλου. Ἐράσθητε ταύτης τῆς θείας καὶ σώφρονος ἐσταλ-
μένης κοσμίως, σεμνὸν καὶ ἀμετεώριστον βλεπούσης.
         Οὕτως γὰρ
Σολομὼν ἐν τῇ παροιμιακῇ βίβλῳ φησίν· Μὴ ἐγκαταλείπῃς αὐτὴν
καὶ ἀνθέξεται σου. Ἐράσθητι αὐτῆς καὶ τηρήσει σε. Μὴ
παρέλθῃς καταφρονήσας μηδὲ τὰ παρ' ἡμῖν ἐπὶ τῆς τραπέζης ταύτης
220

προκείμενα διὰ τοῦτο αὐτὰ νομίσῃς ἄτιμα, ἐπειδὴ προῖκά σε ἔξεστιν τὴν
κτῆσιν περιποιήσασθαι· ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἐπιθύμησον, ὅτι οὐ καθήμεθα
κάπηλοι ζυγὸν ἢ τρυτάνην μεταφέροντες· ἓν δὲ κέρδος ζητοῦμεν, τὴν τοῦ
μαθητοῦ σωτηρίαν.  

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 4, Ch. 1, sec. 3, line 1

καὶ ἐναντίως ἔχουσαι πρὸς ἀλλήλας. Ἡ μὲν γάρ ἐστιν τοῦ ἔξωθεν συρφε-
τοῦ, πολὺ συνάγουσα τοῦ μαμωνᾶ τὸ ἀργύριον καὶ τὴν ἄλλην καπηλείαν
ἐφελκομένη, τὴν ἀγοραῖόν τε καὶ ἀνελεύθερον· ἡ δὲ τῆς ἁγίας καὶ
ἀληθοῦς θρησκείας, οἰκείωσιν τὴν πρὸς Θεὸν καὶ τοῦ κεκαθαρμένου βίου
τὴν ἀρετὴν ἐκπαιδεύουσα.
         Ἐπειδὴ δὲ πολλοὶ προτιμῶντες τὴν ἐκ τῆς
ματαιότητος τρυφὴν καὶ ἀσχολίαν ἀπελείφθησαν τοῦ κατὰ τὴν ἐκκλησίαν
συλλόγου, φέρε, τὴν μωρὰν καὶ βλάπτουσαν τέρψιν λόγῳ τῶν ψυχῶν
ἀπελάσωμεν, ὥσπερ τινὰ φρενῖτιν ἐν τῷ γελᾶν καὶ παίζειν τὸν θάνατον
ἄγουσαν.
         Ἐν καιρῷ δ' ἂν τὸν Σολομῶντα ζηλώσαιμι τῆς τοῦ λόγου
μεταχειρήσεως. Καὶ γὰρ ἐκεῖνος συμβουλεύων τοῖς νέοις ἀσφαλῶς
ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν παγίδων τῆς ἀκολασίας τηρεῖν, ἵνα δραστήριον καὶ
ἐνεργῆ τὴν ἑαυτοῦ νουθεσίαν ἐργάσηται, προσωποποιεῖ τὴν ἀκολασίαν
εἰς γυναῖκα κατεγνωσμένην· πᾶσαν δὲ τὴν κακίαν αὐτῆς στηλιτεύων
οὕτως μίσους ἀξίαν ἀποφαίνει τοῖς δελεαζομένοις.
         Διὸ κἀγὼ τὴν
ματαιότητα τῆς ἀνθρωπικῆς ἑορτῆς ὑποδείξας τῷ λόγῳ πειράσομαι τοὺς
ἐραστὰς ἐκείνης ἀποστῆσαι τῆς πεπλανημένης σπουδῆς.
 Ἑορτῆς τοίνυν πανδήμου οὗτος ὁ θεσμὸς καὶ ὁ νόμος· πρῶτον
μὲν φανερὸν σκοπὸν εἶναι τῆς πανηγύρεως, ἔπειτα κοινὴν εἶναι πάντων

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 5, Ch. 1, sec. 2, line 4

 Καλὴ συνωρὶς τῶν δύο τούτων ἡμερῶν τοῖς χριστιανοῖς καὶ


φιλοπόνοις τυγχάνει, τοῦ σαββάτου καὶ τῆς κυριακῆς λέγω, ἣν καθ'
ἑκάστην ἑβδομάδα ὁ χρόνος ἀνακυκλῶν περιφέρει. Ὡς γὰρ μητέρες ἢ
τροφοὶ τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸν λαὸν ἀθροίζουσι καὶ τοὺς ἱερέας παιδευτὰς
προκαθίζουσιν· δημαγωγοῦσι δὲ καὶ τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς διδασκάλους
εἰς τὴν τῶν ψυχῶν ἐπιμέλειαν. Ἐμοὶ τοίνυν ἔτι τῆς χθιζῆς ἡμέρας ὁ
λόγος ἐνηχεῖ καὶ ἐγκάθηται τῇ μνήμῃ τὰ πονηθέντα.
         Βλέπω τὸν
σταυρὸν διὰ τῆς προφητείας παρὰ Ἡσαΐου πηγνύμενον καὶ τὰ ἱμάτια
τοῦ Κυρίου ὡς τὰ τοῦ ληνοβάτου κεχρωσμένα τῷ αἵματι, καὶ τὸν Σωτῆρα
τὸν μισθὸν πρόχειρον ἐπὶ τῆς δεξιᾶς φέροντα. Καὶ τὸν Σολομῶντα
θεωρῶ τὰ ζυγὰ ἡμῖν καὶ τοὺς σταθμοὺς ἀκριβοῦντα εἰς δύναμιν. Καὶ
τοῦ εὐαγγελίου τὸν χρεωφειλέτην οἰκτείρω, μὴ μεταδοῦντα τῷ ὁμοδούλῳ
τῆς φιλανθρωπίας, ἧς παρὰ τοῦ δεσπότου μετέλαβεν, ἀλλ' ἐκ τῆς ἀβουλίας
καὶ τῆς σκληρότητος τὴν ἰδίαν συμφορὰν ἀνανεωσάμενον.
         Τούτοις
γὰρ τοῖς κεφαλοίοις κατὰ τὴν παρελθοῦσαν ἐκάμομεν, ὡς ἴστε πάντες
221

οἱ οὐκ ἐν παρέργῳ τὴν ἀκρόασιν θέμενοι.


 Σήμερον δὲ πάλιν ἡμῖν πολλὰ μὲν καὶ καλὰ πάντα, ὅσα ἐπὶ τῆς
τραπέζης τῆς ὁρωμένης τὸ Πνεῦμα κατέθετο.

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 10, Ch. 17, sec. 1, line 3

λαοῦ μνησθεὶς Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν σῶν


ἱκετῶν, οἷς ὤμοσας κατὰ σεαυτοῦ πληθῦναι τὸ σπέρμα
αὐτῶν ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
         Μεγάλη ἡ ὀργὴ καὶ ὁ θυμὸς
ἀπαραίτητος· ἀλλ' ὁ σοφὸς καὶ εὐμήχανος ἱκέτης τὰ προσωπεῖα περι-
θέμενος τῶν ἁγίων καὶ τὰς πολίας τῶν γερόντων διὰ τῆς μνήμης τῷ Θεῷ
ὑπορρίψας ἔσβεσεν ὡς φλόγα τὴν τιμωρίαν, πατρικῷ ἐλαίῳ τῶν μανέντων
υἱῶν θεραπεύσας τὰ τραύματα.  
 Καταλιπὼν τὴν Μωσαϊκὴν βίβλον ἐπὶ τὰς βίβλους τῶν Βασιλέων
μετάβηθι. Ὄψει γὰρ κἀκεῖ παῖδα φειδοῦς ἀξιούμενον, διότι γέννημα ἦν
φιλοθέου πατρός. Σολομὼν δέ ἐστιν οὗτος ὁ πολυθρύλητος· ὅς, ἐπειδὴ
προϊόντος τοῦ χρόνου οὐκ ἦν τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ, δοῦλος δὲ μᾶλλον
καὶ ἀκρατέστερος σωμεραστής, διὰ δὲ τὴν ἀπροσεξίαν τοῦ βίου μετέβαλεν
καὶ τὴν πατρῴαν εὐσέβειαν, εἴδωλα μορφώσας τὰ τοῦ νόμου προσκόμ-
ματα·
         φησὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός· Διαρρήσων διαρρήξω τὴν
βασιλείαν σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου· πλὴν ἐν ταῖς
ἡμέραις σου οὐ ποιήσω ταῦτα διὰ Δαβὶδ τὸν πατέρα σου·
ἐκ χειρὸς τοῦ υἱοῦ σου λήψομαι αὐτήν. Ταῦτα ἡμᾶς ἡ ἱστορία
παιδεύει· διδάσκει καὶ ἡ ᾠδὴ τῶν ψαλμῶν τὰ ὅμοια· Νεώτερος ἤμην·
καὶ γὰρ ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 26, sec. 5, line 6

ἐγκλήματα; Γέγραπται δὲ καὶ ἐν τῷ Ἰώβ· Πλοῦτος συναγό-


μενος ἀδίκως ἐξεμεθήσεται ἐκ κοιλίας αὐτοῦ. Τίς ἀπο-
τάξεται τῇ τοῦ κόσμου ματαιότητι καὶ συντάξεται τῇ τοῦ θεοῦ
ἀγάπῃ λέγων· Συντάσσομαι τῷ Χριστῷ; Τίς εἴπῃ μετὰ Παύλου·
Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Τίς ἐρρῶσθαι
πᾶσιν εἰπὼν ἀκολουθήσει τῷ Χριστῷ; Κύριε, τίς παροι-
κήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου καὶ τίς κατασκηνώσει ἐν
ὄρει ἁγίῳ σου; Ἴδωμεν δὲ πρῶτον καθ' ἱστορίαν τί τὸ σκή-
νωμα καὶ τί τὸ ὄρος. Σκήνωμα τοῦ θεοῦ ἐκαλεῖτο ἡ σκηνὴ τοῦ
μαρτυρίου ἣν ἔπηξεν ὁ Μωυσῆς, ὄρος δὲ θεοῦ ὁ ναὸς ὃν ᾠκοδό-  
μησεν ὁ Σολομῶν. Καὶ ὅτι σκήνωμα τοῦ θεοῦ ἐλέγετο ἡ Μωσαϊκὴ
σκηνὴ ὡς οἶκος θεοῦ καὶ ναός, γέγραπται ἐν τῇ πρώτῃ τῶν
Βασιλειῶν· Καὶ εἰσῆλθον Ἑλκανᾶ καὶ Ἄννα εἰς τὸν οἶκον
κυρίου ἐν Σηλών, καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἦν μετ'
αὐτῶν. Καὶ μὴν ὁ ναὸς καὶ ὁ οἶκος οὐδέπω ᾠκοδόμητο, ἡ σκηνὴ
δὲ Μωυσέως ἦν ἐν τῇ Σηλώμ. Καὶ πάλιν· Καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευ-
δεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ, ναὸν δὲ θεοῦ λέγων τὴν σκηνήν,
ὥστε σκηνὴ κυρίου ἐλέχθη εἶναι ἡ σκηνὴ ὡς οἶκος θεοῦ καὶ ναός.
222

Ὅτι δὲ ὄρος ἐλέγετο ὁ τοῦ κυρίου ναὸς ὃν ἔκτισε Σολομών, γέ-


γραπται· Δεῦτε καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος τοῦ κυρίου
καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ Ἰακώβ. Καὶ ταῦτα μὲν ἡ

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 26, sec. 8, line 2

ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν. Διὰ τί σκηνή; Διὰ τὸν


εἰπόντα· Ἰδοὺ ἐγὼ ἔρχομαι καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ
σου, λέγει κύριος. Διὸ καὶ ἡ ἐκκλησία σκηνὴ ἣν ἔπηξεν ὁ
κύριος καὶ οὐκ ἄνθρωπος, καὶ ὡς παροικίαν τὸν κόσμον
ἀσπάζεται καὶ ὡσεὶ σκηνὴ τόποις ἐκ τόπων ἐν τοῖς διωγ-
μοῖς μετανίσταται. Διὰ τί; Διὰ τὸν εἰπόντα· Ἐὰν διώκωσιν
ὑμᾶς, ἐκ τῆς πόλεως ταύτης φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην.
Ἀλλὰ τόπους ἀλλάσσει, τοὺς δὲ τρόπους φυλάσσει· ἀπὸ πόλεως
εἰς πόλιν φεύγει, ἀπὸ εὐσεβείας εἰς ἀσέβειαν οὐ καταφεύγει.
Ὥσπερ οὖν ἡ τοῦ Μωυσέως σκηνὴ ὧδε κἀκεῖ μετήγετο
καὶ πολλῶν τόπων πάροικος ἐγίνετο, ὁ δὲ τοῦ Σολομῶντος
ναὸς ἐν ὄρει θεμελιωθεὶς εἰς ἕνα τόπον εἱστήκει, ἀσάλευτος
καὶ ἀδόνητος ἕως ἦν ναὸς θεοῦ, οὕτω καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐν παροικίᾳ διάγουσα παροίκους ποιεῖ τοὺς
εὐσεβεῖς, ἡ δὲ ἄνω ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς
οὐκ ἔχει παροίκους ἐκεῖ, ἀλλὰ κατοίκους τοὺς θεοφιλεῖς. Ἐκεῖ
οὐκ εἰσὶ πάροικοι· οὐδὲ γὰρ διωγμὸς ἐκεῖ. Εἷς πολίτης ἐκεῖ
ὡς πάροικος ἐστασίασε, καὶ ἐρρίφη ὡς ξένος καὶ ἀλλότριος
θεοῦ, καὶ σὺν αὐτῷ οἱ αὐτῷ ἑπόμενοι δαίμονες· Ἐκεῖθεν ἔρριψέ
σε τὰ Χερουβίμ, ἔλεγε περὶ τοῦ διαβόλου ὁ Ἰεζεκιήλ. Ἐπεὶ
οὖν ἡ ὧδε ἐκκλησία ὡς σκηνή ἐστιν ἐν παροικίᾳ, ἡ δὲ ἄνω

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 26, sec. 12, line 11

κεῖν, ὁ καιρὸς λέγειν οὐ συγχωρεῖ.] Ἐπεὶ οὖν ἠρώτησεν ὁ  


μακάριος Δαυὶδ τίς ὁ παροικῶν ἐν τῷ σκηνώματι καὶ τίς ὁ ἐν
τῷ ὄρει κατασκηνῶν, ἀκούει λέγοντος τοῦ ἁγίου πνεύματος·
Ἠρώτησας, ὦ μακάριε προφῆτα, τίς ὁ ἄξιος πάροικος καὶ κάτοι-
κος; Μάθε ὁποῖος ὀφείλει εἶναι· γράφω σοι τὸν ἄνδρα τῷ λόγῳ,
ἵνα εὕρῃς ὃν ζητεῖς· Πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος
δικαιοσύνην. Καὶ τίς οὗτος; Ὁ τὴν ἄμωμον τοῦ θεοῦ ὁδὸν
ὁδεύων· Ὁ θεός μου, ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ. Ὁ μῶμον ἁμαρ-
τίας μὴ ἔχων. Καὶ ὅτι μῶμος ἡ ἁμαρτία, λέγει ἡ γραφὴ περὶ τοῦ
ψεύδους· Πονηρὸς μῶμος ἐν ἀνθρώπῳ τὸ ψεῦδος. Μῶ-
μος καὶ ἡ πορνεία· οὕτως ἐλέγετο πρὸς τὸν Σολομῶντα τῇ πράξει
μεθύοντα· Καὶ ἔδωκας μῶμον ἐν τῇ δόξῃ σου, καὶ τὰ τοιαῦτα.
Πορευόμενος ἄμωμος. Ὥσπερ δὲ ὁ μῶμον καὶ σπῖλον ἔχων
223

ἐν τῇ ὄψει ἐγγὺς βασιλέως ἢ ἄρχοντος οὐκ ἔρχεται, οὕτως ὁ κλέπ-


της ἢ ὁ ψευδόμενος ἐγγίσαι θεῷ οὐ δύναται. Διὰ τί; Ἐπειδὴ
Καθαρὸς ὁ ὀφθαλμὸς αὐτοῦ τοῦ μὴ ὁρᾶν πονηρά, καὶ
Οὐ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν
σου. Πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος δικαιο-
σύνην. Ἔκκλινον γὰρ ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν.
Καὶ τίς ὁ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην; Τίς ὁ λαλῶν ἀλήθειαν
μετὰ τοῦ πλησίον; Ὃς τῇ καρδίᾳ ἐστὶ καθαρός. Ὁ μὴ δολώσας

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 27, sec. 21, line 1

θάνατον. Καὶ οὐκ ὤμοσεν ἐπὶ δόλῳ τῷ πλησίον αὐτοῦ,


τοῦτο λογισάμενος· εἰ τέκνα ἀθετήσαντα πατέρων ὅρκους ὑπὸ
θεοῦ ἐξεδόθησαν τῇ ἀπωλείᾳ, τί ἂν ὑπομείνω ἐγὼ τολμήσας
ἐπιορκῆσαι; Εἰ οὖν μετὰ ἑξακόσια ἔτη ὁ θεὸς ἐδικαίωσε καὶ
ἐξεδίκησε τὸν ὅρκον, καὶ ἄλλων ὀμοσάντων ἄλλοι ἀνατρέψαντες
ἐτιμωρήθησαν, τί ἂν ὑπομείνωμεν οἱ ὀμνύοντες καὶ ἐπιορκοῦντες;
Ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀθετῶν· τὸ
ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ. Καὶ τοῦτο ἐποίη-
σεν ὁ Δαυίδ, οὐ τοκίζων τὸ ἀργύριον, ἀλλ' ἐξ ἑαυτοῦ τὸν ναὸν
τοῦ θεοῦ κτίζων. Αὐτὸς γὰρ ἔδωκε τὰ χρήματα τῆς οἰκοδομῆς
τοῦ ναοῦ τῷ Σολομῶντι. Καὶ δῶρα ἐπ' ἀθῴοις οὐκ
ἔλαβεν. Καὶ τοῦτο ὁ Δαυὶδ ἐποίησεν. Ὅτε γὰρ αὐτῷ τὴν ἅλωνα
καὶ τοὺς βόας προσήνεγκεν ὁ Ὀρνᾶ, ἵνα ἐν μὲν τῇ ἅλωνι τὸν
ναὸν οἰκοδομήσῃ, εἰς δὲ ὁλοκαύτωσιν τὰ ζεύγη τῶν βοῶν ἀνε-
νέγκῃ, οὐ κατεδέξατο ὁ Δαυὶδ τὰ δῶρα, ἀλλ' ἔδωκε τὰς ὑπὲρ
αὐτῶν τιμὰς εἰπών· Οὐ μὴ λάβω παρά σου τὰ σὰ δωρεὰν τοῦ  
προσενέγκαι τῷ κυρίῳ. Οὐκ ἐπεθύμησεν ὡς ὁ ... Ναβουθέ, ἵνα
κῆπον λαχάνων ποιήσῃ τὸν ἀμπελῶνα. Ὁ ποιῶν ταῦτα
οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Ὅθεν ποιήσας ταῦτα ὁ
Δαυὶδ καὶ εὐθηνούμενος ταῖς ἀρεταῖς ἔλεγεν· Ἐγὼ εἶπον ἐν τῇ
εὐθηνίᾳ μου·

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad Theodorum lapsum (lib. 2) (= Epistula ad Theodorum


monachum) Sect 2, ln 16

ποτὲ γυναικὸς ἀλλοτρίας, καὶ οὐκ ἔστη μέχρι τούτου, ἀλλ'


εἰργάσατο μὲν μοιχείαν διὰ τὴν ἐπιθυμίαν, εἰργάσατο δὲ καὶ
φόνον διὰ τὴν μοιχείαν, ἀλλ' οὐκ ἐπειδὴ τηλικαύτας ἔλαβεν
δύο πληγάς, ἤδη καὶ τρίτην ἑαυτῷ δοῦναι ἐπεχείρησεν, ἀλλ'
εὐθέως πρὸς τὸν ἰατρὸν ἀπέτρεχεν, καὶ τὰ φάρμακα ἐπετίθει.
Ποῖα ταῦτα; νηστείαν, δάκρυα, θρήνους, εὐχὰς συνεχεῖς, τὸ
τὴν ἁμαρτίαν πολλάκις ἀναγγέλλειν· καὶ οὕτως διὰ τούτων
ἵλεων κατέστησεν αὐτὸν εἴς τε τὴν προτέραν ἐπανῆλθεν
ἀξίαν, ὥστε μετὰ μοιχείαν καὶ φόνον ἐπισκιάσαι πως δυνηθῆ-
ναι τὴν τοῦ παιδὸς εἰδωλολατρείαν τὴν τοῦ πατρὸς μνήμην. Ὁ
γὰρ υἱός, ὁ τούτου Σολομὼν ἦν ὄνομα αὐτῷ, διὰ τῆς αὐτῆς
224

ἑάλω παγίδος ἧσπερ καὶ ὁ πατήρ, καὶ γυναιξὶ χαριζόμενος


ἀπέστη τοῦ πατρῴου θεοῦ. Ὅρα πόσον κακὸν τὸ μὴ κρατεῖν
ἡδονῆς, ἀλλὰ τὴν τῆς φύσεως ἀνατρέπειν ἀρχήν, καὶ ἄνδρα
ὄντα γυναικῶν εἶναι δοῦλον. Αὐτὸν δὴ τοῦτον τὸν Σολομῶντα
δίκαιον ὄντα πᾶσαν ἀφαιρεθῆναι τὴν βασιλείαν, διὰ δὲ τὴν
τοῦ πατρὸς εὐδοκίμησιν τὸ τῆς ἀρχῆς ἕκτον μέρος ἀφῆκεν
ἔχειν ὁ θεός.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Contra eos qui subintroductas habent virgines


Sect 13, ln 4

εἰπεῖν, ὁδὸν ψυχαγωγίας καὶ τέρψεως ἑαυτῷ τέμνων·


ἐπειδὴ δὲ μικρὸν ἐκεῖθεν ἀνήνεγκε, καὶ καθάπερ ἐξ ἀβύς-
σου τινὸς ζοφερᾶς ἀναβλέψαι πρὸς τὸ τῆς φιλοσοφίας
ἴσχυσε φῶς, τὸ τηνικαῦτα τὴν ὑψηλὴν ἐκείνην καὶ τῶν
οὐρανῶν ἀξίαν ἀφῆκε φωνὴν, «Ματαιότης ματαιοτήτων,
λέγων, τὰ πάντα ματαιότης.»
 Ταύτην καὶ ὑμεῖς, καὶ ταύτης ὑψηλοτέραν, ἂν
ἐθέλητε, ψῆφον οἴσετε περὶ τῆς ἀκαίρου ταύτης ἡδονῆς, ἂν
μικρὸν ἑαυτοὺς τῆς πονηρᾶς ἀποστήσητε συνηθείας. Καί-
τοι γε ὁ Σολομὼν ἐν τοῖς ἄνω γενόμενος χρόνοις οὐδὲ
πολλὴν ἀπῃτεῖτο φιλοσοφίας ἀκρίβειαν· οὔτε γὰρ τρυφᾶν  
ὁ παλαιὸς ἐκώλυσε νόμος, οὔτε τῶν ἄλλων ἀπολαύσεων
ἀπολαύειν περιττὸν ἔφησεν εἶναι καὶ μάταιον· ἀλλ' ὅμως
καὶ οὕτω τῶν πραγμάτων ἐχόντων, ἠδυνήθη συνιδεῖν τὸ ἐν
αὐτοῖς ἀνόνητον, καὶ πολλὴν αὐτῶν καταγνῶναι ματαιό-
τητα. Ἡμεῖς δὲ ἐπὶ μείζονα καλούμεθα πολιτείαν, καὶ
πρὸς ὑψηλοτέραν ἀναβαίνομεν κορυφὴν καὶ πρὸς μείζονα
ἀπεδυσάμεθα σκάμματα. Καὶ τί γὰρ ἕτερον ἀλλ' ἢ κατὰ
τὰς ἄνω δυνάμεις τὰς νοερὰς καὶ ἀσωμάτους ἐκείνας
πολιτεύεσθαι κελευόμεθα;

Ιωάννης Χρυσόστομος. De virginitate Sect 46, ln 21

Καὶ ὁ μακάριος δὲ Παῦλος «Ἀδάμ», φησίν, «οὐκ ἠπατήθη,


ἡ δὲ γυνὴ ἐξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε.» Πῶς οὖν
βοηθὸς ἡ τῷ θανάτῳ τὸν ἄνδρα ὑποτάξασα; Πῶς βοηθὸς δι'
ἧς οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δὲ πάντες οἱ τὴν γῆν οἰκοῦντες
τότε ἅμα θηρίοις καὶ πετεινοῖς καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασι ζῴοις
κατακλυσθέντες ἀπώλοντο; Οὐχ αὕτη τὸν δίκαιον Ἰὼβ
ἔμελλεν ἀπολλύναι, εἰ μὴ σφόδρα ἦν ἐκεῖνος ἀνήρ; Οὐκ
αὐτὴ τὸν Σαμψὼν ἀπώλεσεν; Οὐ τὸ πᾶν Ἑβραίων γένος
τελεσθῆναι τῷ Βεελφεγὼρ καὶ ταῖς συγγενικαῖς κατακοπῆναι
χερσὶ παρεσκεύασε; Τὸν δὲ Ἀχαὰβ τίς μάλιστα τῷ διαβόλῳ
παρέδωκε καὶ πρὸ τούτου τὸν Σολομῶντα μετὰ τὴν πολλὴν
ἐκείνην σοφίαν καὶ εὐδοκίμησιν; Οὐ μέχρι καὶ νῦν πολλὰ
225

τοὺς ἄνδρας τοὺς ἑαυτῶν ἀναπείθουσι προσκρούειν τῷ Θεῷ;


Οὐ διὰ τοῦτό φησιν ὁ σοφὸς ἐκεῖνος ἀνήρ· «Μικρὰ πᾶσα
κακία πρὸς κακίαν γυναικός»;
 Πῶς οὖν, φησίν, εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· «Ποιήσωμεν αὐτῷ
βοηθὸν ὅμοιον αὐτῷ»; Οὐδὲ γὰρ ψεύδεται ὁ Θεός. Οὐδὲ ἐγὼ
τοῦτο ἂν εἴποιμι, ἄπαγε, ἀλλ' ἐγένετο μὲν ἐπὶ τούτῳ καὶ διὰ
τοῦτο οὐκ ἠθέλησε δὲ μεῖναι ἐπὶ τῆς οἰκείας ἀξίας, καθάπερ  
οὖν οὐδὲ ὁ ταύτης ἀνήρ. Καὶ γὰρ ἐκεῖνον ὁ Θεὸς ἐποίησε κατ'
εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν· «Ποιήσωμεν», γάρ φησιν, «ἄνθρωπον

Ιωάννης Χρυσόστομος. De Lazaro (homiliae 1-7) Vol 48, pg 1038, ln 25

οὐ κτῆνος, οὐκ ἄλλο τι τῶν ἔξω τῆς κιβωτοῦ διεσώθη·


οὐρανὸν ἔβλεπε μόνον· ὑπὸ τῆς ἀθυμίας ἐτυραννεῖτο,
κατείχετο ὑπὸ τῆς ὀδύνης, ἔπιεν οἶνον, ἔδωκεν ἑαυ-
τὸν τῷ ὕπνῳ, ἵνα παραμυθήσηται τὸ ἕλκος τῆς ἀθυ-
μίας. Ἔκειτο δὲ ἐπὶ τῆς κλίνης, καθάπερ ἰατρῷ τῷ
ὕπνῳ ἑαυτὸν ἐκδοὺς, λήθην ἐργαζόμενος τῇ διανοίᾳ
τῶν γεγενημένων, οἷα εἰκὸς γεγηρακότα, καὶ οἶνον
πιόντα, καὶ ὕπνῳ κατεχόμενον. Δεῖ γὰρ ὑπὲρ τοῦ
δικαίου ἀπολογήσασθαι, ὅτι οὐκ ἦν μέθης οὐδὲ πά-
θους ἐπιθυμία τὸ γινόμενον, ἀλλὰ δι' ἀμφοτέρων ἰᾶτο
τὸ ἕλκος. Τοῦτο γὰρ καὶ ὁ Σολομὼν ἔλεγε· Δότε οἶ-
νον τοῖς ἐν λύπῃ, καὶ μέθην τοῖς ἐν ὀδύναις.
 Διὰ τοῦτο πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα ἐν
τοῖς ἐπικηδείοις, ὅταν τις παιδίον ἢ γυναῖκα ἀπο-
βάλῃ, ἐπειδὴ τὸ πάθος τυραννεῖ, ἐπειδὴ ἀθυμία περι-
γίνεται, ἐπειδὴ κρατεῖ τὸ συνειδὸς, λαμβάνει φίλους
εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἑαυτοῦ, καὶ συμπόσιον δαψιλὲς
ποιεῖ, καὶ οἶνος ἄκρατος δίδοται τῷ λυπουμένῳ, ἵνα
παραμυθήσηται τὸ ἕλκος. Τοῦτο ἔπαθε καὶ ὁ γέρων
ἐκεῖνος τότε.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1-21)


Vol 49, pg 44, ln 62

ἔχοντα τὴν ἐν οἴνῳ λαβόντες, οὐκ ᾔσθοντο τῆς αὐτῆς


εὐφροσύνης.
 ηʹ. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τοῦ ὕπνου γινόμενον ἴδοι τις ἄν. Οὐ
γὰρ ἁπαλὴ στρωμνὴ, οὐδὲ ἀργυρένδετος κλίνη, οὐδὲ
ἡσυχία κατὰ τὸ δωμάτιον γινομένη, οὐδὲ ἄλλο τῶν τοιού-
των οὐδὲν τὸν ὕπνον γλυκὺν καὶ προσηνῆ ποιεῖν εἴωθεν,
ὡς τὸ πονεῖσθαι καὶ κάμνειν καὶ δεομένους ὕπνου σφό-
δρα καὶ νυστάζοντας κατακλίνεσθαι· καὶ τοῦτο αὐτὸ
μαρτυρεῖ μὲν καὶ ἡ τῶν πραγμάτων πεῖρα, μαρτυρεῖ δὲ
καὶ πρὸ τῆς τῶν πραγμάτων πείρας καὶ ἡ τῶν Γραφῶν
ἀπόφασις. Ὁ γὰρ τῇ τρυφῇ συναναστραφεὶς Σολομὼν αὐ-
τὸ τοῦτο δηλῶσαι βουλόμενος ἔλεγεν· Ἡδὺς ὕπνος τῷ δού-
λῳ, ἄν τε ὀλίγον ἄν τε πολὺ φάγῃ. Τίνος ἕνεκεν προς-
226

έθηκεν, Ἄν τε ὀλίγον, ἄν τε πολὺ φάγῃ; Ἀμφότερα  


ταῦτα ἀγρυπνίαν ἐμποιεῖν εἴωθεν, ἔνδεια καὶ ἀδηφα-
γία· ἡ μὲν τὸ σῶμα ξηραίνουσα, καὶ κερατοποιοῦσα
τὰ βλέφαρα, καὶ οὐκ ἀφιεῖσα καταστέλλεσθαι· ἡ δὲ τὸ
πνεῦμα στενοχωροῦσα, καὶ ἀποθλίβουσα, καὶ πολλὰς
παρέχουσα τὰς ὀδύνας. Ἀλλ' ὅμως τοσαύτη ἐστὶν ἡ τῶν
πόνων παραμυθία, ὡς εἰ καὶ ταῦτα ἀμφότερα προσγέ-
νοιτο, δύνασθαι τὸν οἰκέτην καθεύδειν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1-21)


Vol 49, pg 118, ln 37

θεν ἡμῶν προενόησεν ὁ Θεὸς, διὰ μὲν τοῦ κάλλους τῶν


στοιχείων εἰς τὴν αὐτοῦ θεογνωσίαν ἡμᾶς ἄγων, διὰ δὲ
τῆς ἀσθενείας οὐκ ἀφιεὶς εἰς τὴν ἐκείνων καταπεσεῖν λα-
τρείαν;
 ϛʹ. Ὑπὲρ δὴ τούτων ἁπάντων δοξάσωμεν αὐτὸν τὸν κη-
δεμόνα ἡμῶν, μὴ διὰ ῥημάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ διὰ πρα-
γμάτων, καὶ πολιτείαν ἀρίστην ἐπιδειξώμεθα, τήν τ' ἄλ-
λην καὶ τὴν περὶ τοὺς ὅρκους ἐγκράτειαν λέγω. Οὐ γὰρ
δὴ πᾶν ἁμάρτημα τὴν αὐτὴν φέρει κόλασιν, ἀλλὰ τὰ εὐ-
κατόρθωτα μείζονα ἡμῖν ἐπάγει τὴν τιμωρίαν· ὅπερ οὖν
καὶ ὁ Σολομὼν αἰνιττόμενος ἔλεγεν· Οὐ θαυμαστὸν, ἐὰν
ἁλῷ τις κλέπτων· κλέπτει γὰρ ἵνα τὴν ψυχὴν αὐ-
τοῦ ἐμπλήσῃ πεινῶσαν· ὁ δὲ μοιχὸς δι' ἔνδειαν
φρενῶν ἀπώλειαν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ περιποιεῖται. Ὃ
δὲ λέγει τοιοῦτόν ἐστι· Δεινὸν μὲν καὶ ὁ κλέπτης, ἀλλ'
οὐχ οὕτω δεινὸν ὡς ὁ μοιχός· ἐκεῖνος μὲν γὰρ εἰ καὶ
ψυχρὰν αἰτίαν, ἀλλ' ὅμως ἔχει προβαλέσθαι τὴν ἀπὸ τῆς
πενίας ἀνάγκην· οὗτος δὲ, οὐδεμιᾶς ἀνάγκης αὐτὸν βια-
ζομένης, ὑπὸ ἀνοίας μόνης εἰς τὸ βάραθρον καταπίπτει
τῆς ἁμαρτίας. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ὀμνυόντων ἔστιν εἰ-
πεῖν· οὐδὲ γὰρ οὗτοί τινα πρόφασιν ἔχουσι προβαλέσθαι,

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1-21)


Vol 49, pg 155, ln 13

καὶ δάκρυα ἀντὶ γέλωτος ἀτάκτου, καὶ ῥήματα φιλοσο-


φία, ἔχοντα ἀντὶ ῥημάτων αἰσχρῶν, καὶ ἐκκλησία γέγο-
νεν ἡμῖν ἡ πόλις ἅπασα, τῶν ἐργαστηρίων ἀποκεκλεισμέ-
νων, καὶ πάντων ἐν ταῖς πανδήμοις ταύταις διημερευόν-
των λιταῖς, καὶ τὸν Θεὸν μιᾷ καὶ κοινῇ φωνῇ μετὰ
πολλῆς καλούντων τῆς προθυμίας. Ποῖος ταῦτα λόγος
ἀνύσαι ποτὲ ἴσχυσε; ποία παραίνεσις; τίς συμβουλή;
πόσον χρόνου μῆκος;
 βʹ. Διὰ ταῦτα εὐχαριστῶμεν, καὶ μὴ ἀποδυσπετῶμεν μηδὲ
δυσχεραίνωμεν. Ὅτι γὰρ καλὸν ὁ φόβος, ἐδίδαξε μὲν καὶ
τὰ εἰρημένα· ἄκουσον δὲ καὶ Σολομῶντος περὶ αὐτοῦ φι-
λοσοφοῦντος οὕτως, Σολομῶντος τοῦ πάσῃ συντραφέντος
227

τρυφῇ καὶ πολλῆς ἀπολαύσαντος ἀδείας. Τί οὖν ἐκεῖνός


φησιν; Ἀγαθὸν πορευθῆναι εἰς οἶκον πένθους, ἢ πο-
ρευθῆναι εἰς οἶκον γέλωτος. Τί λέγεις, εἰπέ μοι; Ὅπου
θρῆνος, καὶ δάκρυα, καὶ οἰμωγαὶ, καὶ ὀδύνη, καὶ ἀθυμία
τοσαύτη, βέλτιον ἀπελθεῖν μᾶλλον, ἢ ὅπου χορεῖαι, καὶ
κύμβαλα, καὶ γέλως, καὶ τρυφὴ, καὶ ἀδηφαγία, καὶ μέθη;
Ναὶ, φησί. Τίνος ἕνεκεν, εἰπέ μοι, καὶ διὰ τί;

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1-21)


Vol 49, pg 155, ln 14

φία, ἔχοντα ἀντὶ ῥημάτων αἰσχρῶν, καὶ ἐκκλησία γέγο-


νεν ἡμῖν ἡ πόλις ἅπασα, τῶν ἐργαστηρίων ἀποκεκλεισμέ-
νων, καὶ πάντων ἐν ταῖς πανδήμοις ταύταις διημερευόν-
των λιταῖς, καὶ τὸν Θεὸν μιᾷ καὶ κοινῇ φωνῇ μετὰ
πολλῆς καλούντων τῆς προθυμίας. Ποῖος ταῦτα λόγος
ἀνύσαι ποτὲ ἴσχυσε; ποία παραίνεσις; τίς συμβουλή;
πόσον χρόνου μῆκος;
 βʹ. Διὰ ταῦτα εὐχαριστῶμεν, καὶ μὴ ἀποδυσπετῶμεν μηδὲ
δυσχεραίνωμεν. Ὅτι γὰρ καλὸν ὁ φόβος, ἐδίδαξε μὲν καὶ
τὰ εἰρημένα· ἄκουσον δὲ καὶ Σολομῶντος περὶ αὐτοῦ φι-
λοσοφοῦντος οὕτως, Σολομῶντος τοῦ πάσῃ συντραφέντος
τρυφῇ καὶ πολλῆς ἀπολαύσαντος ἀδείας. Τί οὖν ἐκεῖνός
φησιν; Ἀγαθὸν πορευθῆναι εἰς οἶκον πένθους, ἢ πο-
ρευθῆναι εἰς οἶκον γέλωτος. Τί λέγεις, εἰπέ μοι; Ὅπου
θρῆνος, καὶ δάκρυα, καὶ οἰμωγαὶ, καὶ ὀδύνη, καὶ ἀθυμία
τοσαύτη, βέλτιον ἀπελθεῖν μᾶλλον, ἢ ὅπου χορεῖαι, καὶ
κύμβαλα, καὶ γέλως, καὶ τρυφὴ, καὶ ἀδηφαγία, καὶ μέθη;
Ναὶ, φησί. Τίνος ἕνεκεν, εἰπέ μοι, καὶ διὰ τί; Ὅτι
ἐκεῖθεν μὲν παροινία, ἐντεῦθεν δὲ σωφροσύνη τίκτεται·
κἂν ἀπέλθῃ τις εἰς εὐπορωτέρου συμπόσιον, οὐκέτι μετὰ
τῆς αὐτῆς ἡδονῆς ὄψεται τὴν οἰκίαν, ἀλλ' ἀηδῶς μὲν πρὸς

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1-21)


Vol 49, pg 177, ln 36

στάμνος ἡ χρυσῆ, τὰ μεγάλα σύμβολα τῆς τοῦ Θεοῦ


προνοίας τῆς περὶ τὸ γένος ἐκεῖνο, ἔνθα χρησμοὶ ἄνωθεν
συνεχεῖς ἐφέροντο, ἔνθα προφῆται ἔνθεοι ἐγένοντο, ἔνθα
οὐκ ἀνθρωπίνης τέχνης, ἀλλὰ τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἡ
διατύπωσις ἔργον ἐγίνετο, ἔνθα πολλῷ πάντοθεν οἱ τοῖ-
χοι κατελάμποντο χρυσίῳ, καὶ πρὸς πᾶσαν ὑπερβολὴν
καὶ ὕλης πολυτέλεια καὶ τέχνης ἀκρίβεια συνελθοῦσαι
μόνον τοιοῦτον ἐπὶ τῆς γῆς ἔδειξαν ναὸν τότε· μᾶλλον δὲ
οὐ τέχνης ἀκρίβεια μόνον, ἀλλὰ καὶ Θεοῦ σοφία τῆς οἰ-
κοδομῆς συνεφήψατο ἐκείνης. Οὐ γὰρ οἴκοθεν, οὐδὲ παρ'
ἑαυτοῦ, ἀλλὰ παρὰ τοῦ Θεοῦ πάντα μαθὼν ὁ Σολομὼν,
καὶ τὴν ὑπογραφὴν ἐκ τῶν οὐρανῶν κατενεγκὼν, οὕτως
αὐτὸν διεχάραξε καὶ ἀνέστησεν. Ἀλλ' ὅμως ὁ καλὸς οὗτος
228

καὶ θαυμαστὸς ναὸς καὶ ἅγιος, τῶν χρωμένων αὐτῷ


διαφθαρέντων, οὕτως ἠτιμώθη καὶ κατεφρονήθη, καὶ
γέγονε βέβηλος, ὡς πρό γε τῆς ἁλώσεως σπήλαιον αὐτὸν
καλεῖσθαι λῃστῶν, καὶ σπήλαιον ὑαίνης· μετὰ δὲ ταῦτα
βαρβαρικαῖς καὶ ἀκαθάρτοις καὶ βεβήλοις παραδοθῆναι
χερσί. Βούλει καὶ περὶ πόλεων τὸ αὐτὸ τοῦτο μαθεῖν;

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad eos qui scandalizati sunt Ch. 4, sec. 15, line 2

         Τί οὖν, εἰπέ μοι; διαβαλοῦμεν τὸν ἥλιον διὰ


τοῦτο; Ἄπαγε· ἀλλὰ τοὺς λογισμοὺς ἡσυχάζειν ἀφέντες
καὶ τὸν τούτων θόρυβον, ἐπιληψώμεθα τῆς πέτρας ἐκείνης,
καὶ τῆς ῥήσεως τῆς λεγούσης· «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα
ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν», ἐπεὶ καὶ αὐτὰ ἃ
ἀπηριθμησάμην νῦν, καλὰ λίαν καὶ χρηστά. Ἀλλ', ὅπερ  
ἔμπροσθεν εἶπον, ἐπὶ τὴν ῥῆσιν ἐκείνην ἐπανιέναι χρὴ
διαπαντὸς καὶ λέγειν· «Ἰδοὺ πάντα ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς
καλὰ λίαν».
 Ἀλλὰ τὸ τρυφᾶν καὶ γελᾶν καὶ ἐν ἡδονῇ εἶναι,
καλόν; Οὐκοῦν ἄκουσον Σολομῶντος, τοῦ πᾶν εἶδος
τρυφῆς ἐπελθόντος, λέγοντος· «Ἀγαθὸν πορευθῆναι εἰς
οἶκον πένθους ἢ πορευθῆναι εἰς οἶκον πότου.» Ἀλλὰ
νὺξ φαῦλον; δεῖ γὰρ ἐκ τῶν ἐναντίων μεταχειρίσασθαι τὸν
λόγον.

Ιωάννης Χρυσόστομος. In laudem conceptionis sancti Joannis Baptistae [Sp.] (fort.


sub auctore Proclo) Vol 50, pg 788, ln 54

ὁ τοῦ ἀέρος ἡνίοχος, ὁ τοῦ μάννα τραπεζοποιὸς, ὁ


τοῦ Θεοῦ νομοθέτης, ὁ τὰς πλάκας τὰς ἱερὰς δεξά-
μενος, ὁ πρῶτος εἰσηγητὴς τῶν συμφερόντων τῷ
βίῳ, οὗτος ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος σκηνὴν τῷ
λαῷ Ἰσραὴλ κατεσκεύασε, καθ' ὃν ἐν τῷ ὄρει παρὰ
Θεοῦ ἐδιδάχθη τύπον. Καὶ πάντα μὲν ἅγιά τε καὶ
ἱερὰ τὰ καθ' ἕκαστον ἐποίησεν, ὅσα τῷ περισχοινί-
σματι κατὰ τὸ ἐντὸς περιείληπτο· τὸ δὲ ἐνδότατον
τούτοις ἄδυτόν τε καὶ ἀνεπίβατον ἦν, Ἅγιον ἁγίων   
λεγόμενον. Τούτῳ τῷ παραδείγματι τῆς σκηνῆς καὶ
Σολομὼν ᾠκοδόμησε ναὸν, οὐχὶ τῇ πολυτελείᾳ τῆς
ὕλης μόνον, οὐδὲ τῇ ποικιλίᾳ τῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ
τῷ σχήματι τῆς οἰκοδομῆς πάντας τοὺς ἐπὶ γῆς
ναοὺς ἀποκρύπτοντα· ὥστε αὐτοὺς μηδέποτε εἰς ἐπι-
θυμίαν ἐλθεῖν τῶν παρὰ Αἰγυπτίοις. Καὶ ποιεῖ τὸν
ναὸν πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ κόσμου παντὸς, τοῦ τε
αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ. Καθάπερ γάρ ἐστι γῆ καὶ
οὐρανὸς, καὶ μέσον διάφραγμα τὸ στερέωμα τοῦτο·
οὕτω κἀκεῖνον ἐκέλευσε γενέσθαι ὁ Θεὸς, καὶ εἰς δύο
229

διατεμὼν τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ καταπέτασμα ἀφεὶς


μέσον, τὸ μὲν ἔξω τοῦ καταπετάσματος πᾶσι συνεχώ

Ιωάννης Χρυσόστομος. Expositiones in Psalmos Vol 55, pg 363, ln 2

χώρας ἐπανελθόντες, ἐρείπιον δὲ καταλαβόντες τὴν


πόλιν, καὶ τὰ τείχη μετὰ τῶν πύργων ἐῤῥιμμένα χα-
μαὶ ἐπεχείρουν ἐγείρειν, πολλοὶ δὲ πολλαχόθεν ἐπιτι-
θέμενοι διεκώλυον τὸ ἔργον, φθονοῦντες τῇ τῶν Ἰου-
δαίων εὐημερίᾳ, καὶ δεδοικότες αὐτῶν τὴν εὐπρα-
γίαν· εἶτα τούτων γινομένων ὁ χρόνος ἐτρίβετο, καὶ
τοσοῦτος ἐτρίβη χρόνος, ὡς ὑπὲρ τὰ τεσσαράκοντα
ἔτη ἀναλωθῆναι ἐν τῇ τοῦ ναοῦ οἰκοδομῇ· ὅπερ οὖν
καὶ οἱ Ἰουδαῖοι δηλοῦντες ἔλεγον· Τεσσαράκοντα
καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος· οὐ περὶ  
τῆς προτέρας λέγοντες οἰκοδομῆς τῆς τοῦ Σολομῶν-
τος, ἀλλὰ περὶ ταύτης τῆς ὕστερον, τῆς μετὰ τὴν
τῶν Περσῶν ἀπαλλαγήν. Ἐπεὶ οὖν πολὺς ἐτρίβετο
χρόνος, καὶ τοῦ ναοῦ καὶ τῆς πόλεως καὶ τῶν τειχῶν
οἰκοδομουμένων (ἡ γὰρ τῆς πόλεως οἰκοδομία καὶ
πολλῷ πλείονα ἀνάλωσε), παιδεύων αὐτοὺς πάλιν ἐπὶ
τὸν Θεὸν καταφεύγειν ὁ Προφήτης, ταῦτα διεξέρχεται,
δεικνὺς ὅτι πάντα εἰκῇ καὶ μάτην γίνεται, ἐὰν μὴ
τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ῥοπὴν ἐπισπάσωνται. Οὐ γὰρ δὴ
μόνον τὸ αἰχμαλωσίας ἀπαλλαγῆναι, ἀλλὰ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) Vol 57, pg 41, ln 39

τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἐμνήσθη, οὐκ ἐμνήσθη


καὶ τῆς καθόδου τῆς εἰς Αἴγυπτον; Ὅτι ἐκείνους μὲν
οὐκέτι ἐδεδοίκεσαν, τούτους δὲ ἔτρεμον ἔτι· καὶ τὸ
μὲν ἀρχαῖον ἦν, τὸ δὲ νεαρὸν καὶ ἄρτι γεγενημένον·
κἀκεῖ μὲν οὐ δι' ἁμαρτήματα κατηνέχθησαν, ἐνταῦθα
δὲ διὰ παρανομίας ἀπηνέχθησαν. Εἰ δέ τις καὶ τῶν
ὀνομάτων αὐτῶν τὰς ἑρμηνείας μεταβαλεῖν ἐπι-
χειρήσειε, πολλὴν εὑρήσει καὶ ἐντεῦθεν τὴν θεωρίαν
οὖσαν, καὶ μεγάλα πρὸς τὴν Καινὴν συντελοῦσαν
Διαθήκην· οἷον, ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ, ἀπὸ τοῦ Ἰακὼβ,
ἀπὸ τοῦ Σολομῶνος, ἀπὸ τοῦ Ζοροβάβελ· οὐ γὰρ
ἁπλῶς ταῦτα αὐτοῖς ἐπετίθετο τὰ ὀνόματα. Ἀλλ' ἵνα
μὴ δόξωμεν πολὺ μῆκος ποιοῦντες ἐνοχλεῖν, ταῦτα
παρέντες ἐπὶ τὰ κατεπείγοντα ἴωμεν. Εἰπὼν τοίνυν
τοὺς προγόνους ἅπαντας, καὶ τελευτήσας εἰς τὸν
Ἰωσὴφ, οὐκ ἔστη μέχρι τούτου, ἀλλὰ προσέθηκεν·
Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας· δεικνὺς ὅτι δι' ἐκείνην
230

καὶ τοῦτον ἐγενεαλόγησεν. Εἶτα ἵνα μὴ ἀκούσας


Ἄνδρα Μαρίας, τῷ κοινῷ νομίσῃς τετέχθαι τῆς φύ-
σεως νόμῳ, σκόπει πῶς αὐτὸ διορθοῦται τῇ ἐπ-
αγωγῇ. Ἤκουσας, φησὶν, ἄνδρα, ἤκουσας μητέρα,

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90)


Vol 57, pg 445, ln 13

καὶ τρόμῳ κατέχεται· μετὰ δὲ τὸ θέατρον, ἢ ἀποτέθνη-


κεν ἀπὸ τῆς ἀθυμίας, ἢ χαίρει πάλιν ἀμέτρως· ὅπερ
λύπης ἐστὶ χαλεπώτερον. Ὅτι γὰρ ἡδονὴ λύπης οὐκ
ἔλαττόν ἐστι κακὸν, δῆλον ἀφ' ὧν τὴν ψυχὴν διατίθησι·
καὶ γὰρ καὶ κούφην ποιεῖ καὶ μετέωρον καὶ ἀνεπτερω-
μένην. Καὶ τοῦτο καὶ ἀπὸ τῶν προτέρων ἀνδρῶν ἔστιν
ἰδεῖν. Πότε γοῦν καλὸς ἦν ὁ Δαυΐδ; ὅτε ἔχαιρεν, ἢ ὅτε
ἐν στενοχωρίᾳ ἦν; Πότε τῶν Ἰουδαίων ὁ δῆμος; ὅτε
ἔστενον καὶ τὸν Θεὸν ἐκάλουν, ἢ ὅτε ἔχαιρον ἐπὶ τῆς
ἐρήμου, καὶ τὸν μόσχον προσεκύνουν; Διὸ καὶ ὁ Σολο-
μὼν, ὁ μάλιστα πάντων εἰδὼς τί ποτέ ἐστιν ἡδονὴ, φη-   
σίν· Ἀγαθὸν πορευθῆναι εἰς οἶκον πένθους, ἢ εἰς
οἶκον γέλωτος. Διὸ καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς μὲν μακαρί-
ζει λέγων, Μακάριοι οἱ πενθοῦντες· τοὺς δὲ ταλανίζειν
Οὐαὶ γὰρ ὑμῖν, οἱ γελῶντες, ὅτι κλαύσετε. Καὶ
μάλα εἰκότως. Ἐν μὲν γὰρ τρυφῇ χαυνοτέρα ἐστὶν ἡ
ψυχὴ καὶ μαλακωτέρα· ἐν δὲ πένθει συνέσταλται καὶ
σωφρονεῖ, καὶ τοῦ τῶν παθῶν ἐσμοῦ παντὸς ἀπήλλα-
κται, καὶ ὑψηλοτέρα γίνεται καὶ ἰσχυροτέρα. Ταῦτ' οὖν
ἅπαντα εἰδότες, φεύγωμεν τὴν παρὰ τῶν πολλῶν δόξαν
καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς ἡδονὴν, ἵνα τῆς ὄντως δόξης καὶ μενούσης

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)


Vol 60, pg 135, ln 57

ἡμῶν. Ὁρᾷς, ὅτι ἐκεῖ τόπος ἅγιός ἐστιν, ἔνθα ἂν ᾖ


ὁ Θεός; Διὰ τοῦτο καὶ, Ἐν τῇ ἐρήμῳ, εἶπεν, ἵνα
τόπον τόπῳ συγκρίνῃ. Εἶτα ἡ εὐεργεσία. Καὶ εἰς-
ήγαγον, φησὶ, διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ
Ἰησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει τῶν ἐθνῶν, ὧν ἔξωσεν ὁ
Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν ἕως τῶν
ἡμερῶν Δαυῒδ, ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ
ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ. ᾘτή-
σατο οἰκοδομεῖν ὁ Δαυῒδ, καὶ οὐ λαμβάνει ὁ μέ-
γας, ὁ θαυμαστός· ἀλλ' οἰκοδομεῖ ὁ ἀπεῤῥιμμένος ὁ
Σολομῶν. Διὰ τοῦτό φησι· Σολομῶν δὲ ᾠκοδόμησεν
231

αὐτῷ οἶκον· ἀλλ' οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιή-


τοις ναοῖς κατοικεῖ. Ἐδείχθη μὲν τοῦτο καὶ διὰ τῶν
ἤδη λεχθέντων· δείκνυται δὲ καὶ διὰ φωνῆς προφη-
τικῆς· καὶ ὅπως, ἄκουε τῶν ἑξῆς· Καθὼς καὶ ὁ προ-
φήτης λέγει· Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου. Καὶ ποῖον οἶκον οἰκοδο-
μήσετέ μοι, λέγει Κύριος; ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύ-
σεώς μού ἐστιν; οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα   
πάντα; Μὴ θαυμάζετε, φησὶν, εἰ τοὺς παραιτουμέ-
νους αὐτοῦ τὴν βασιλείαν ὁ Χριστὸς εὐεργετεῖ,

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)


Vol 60, pg 137, ln 35

χον ναόν. Ἄρα καὶ τὸν τύπον αὐτὸν αὐτὸς ὁ ἄγγελος


ἔδωκεν. Ἕως τῶν ἡμερῶν, φησὶ, Δαυΐδ. Ὥστε οὐκ
ἦν ναὸς ἄχρι τότε· καίτοι καὶ τὰ ἔθνη ἐξέωστο, περὶ
ὧν φησιν· Ὧν ἔξωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν
πατέρων ἡμῶν. Τοῦτο δὲ εἶπε, δεικνὺς πάλιν, ὅτι
οὐκ ἦν τότε ναός. Τί λέγω; τοσαῦτα θαύματα, καὶ
οὐδαμοῦ ναός; Οὕτω καὶ πρώτη ἡ σκηνὴ, καὶ οὐδα-
μοῦ ναός. Καὶ ᾔτησε εὑρεῖν χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
ᾜτησε, καὶ οὐκ ᾠκοδόμησεν· οὕτως οὐκ ἦν μέγα τι ὁ
ναὸς, εἰ καὶ ἐνόμισάν τινες μέγαν εἶναι τὸν Σολο-
μῶντα τῷ τὸν ναὸν οἰκοδομῆσαι, οἳ διὰ τοῦτο καὶ
τοῦ πατρὸς αὐτὸν προετίθεσαν. Ὅτι δὲ οὐχὶ βελτίων
ἦν τοῦ πατρὸς, ἀλλ' οὐδὲ ἴσος, μόνον δὲ ἀπὸ τῆς τῶν
πολλῶν ὑπολήψεως, δῆλον αὐτὸ ἐποίησεν ἐπαγαγών·
Ἀλλ' οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατ-
οικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης φησίν· Ὁ οὐρανός μοι
θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου. Οὐδὲ
γὰρ ταῦτα ἄξια Θεοῦ, εἴ γε ποιήματά ἐστιν, εἴ γε
τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἔργα. Ὅρα, πῶς αὐτοὺς κατὰ μι-
κρὸν ἀνάγει. Δείκνυσι γὰρ διὰ τοῦ προφήτου, ὅτι
οὐδὲ ταῦτα Θεοῦ ἄξια λέγειν. Καὶ τίνος ἕνεκεν, φη

Ιωάννης Χρυσόστομος. Fragmenta in Jeremiam (in catenis)


Vol 64, pg 1037, ln 19

ἔσπενδον, καὶ τὸ θυμίαμα ἐπέβαλλον τῷ πυρὶ, καὶ


τὰς Ἀφὼθ, κρατῆρας λέγει, οἵ εἰσιν οἱ ποτηρο-
πλύται, καὶ τὰς Μασμαρὼθ, τοὺς ῥαντιστῆρας
232

λέγει τοῦ αἵματος, καὶ τοὺς κυάθους, τὰ μικρὰ


ξέστια λέγει, ἐν οἷς ἐλάμβανον τῶν μεγάλων ἀγγείων
τὸν οἶνον.
 Καὶ τῶν στύλων τῶν δύο, καὶ τῆς θαλάς-
σης, ὧν ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς Σολομὼν εἰς οἶκον
Κυρίου.
 Εὔδηλον ὡς προτιθέναι ταῦτα· φαίνεται γὰρ ἤδη
ὑπὸ τῶν ἀπογόνων τοῦ Σολομῶνος ἐπαρθέντα, ὥστε
καὶ ἐπὶ λιθίνης βάσεως ἑστάναι τὸν λουτῆρα, ὃν δὴ
θάλασσαν προσηγόρευσεν ἡ Γραφή.  

Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.]


Vol 56, pg 348, ln 32

τον, καὶ ἐγὼ ὁ ποιμὴν ἐκακοποίησα, καὶ οὗτοι τὸ


ποίμνιον τί ἐποίησαν; Γενέσθω ἡ χεὶρ ἐν ἐμοὶ,
καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου. Ἐπαύσατο ἡ τι-
μωρία. Καὶ κελεύεται ὁ Δαυῒδ θῦσαι [l. στῆσαι] θυ-
σιαστήριον ἐν τῇ ἅλῳ Ὀρνία, καὶ θῦσαι· καὶ
ἐποίησεν οὕτως. Ὀρνίας υἱὸς Δαυῒδ ἑστιᾷ τοὺς περὶ
Ἰωὰβ καὶ Ἀβιάθαρ, ὡς βασιλεύσων. Εἰσέρχεται ἡ
Βηρσαβεὲ κατὰ συμβουλὴν Νάθαν τοῦ προφήτου, καὶ
ἀπαγγέλλει τῷ Δαυΐδ· μεταξὺ δὲ λαλούσης ἐκείνης
εἰσῆλθε καὶ ὁ Νάθαν, κατασκευάσαντες ὥστε βα-
σιλεῦσαι τὸν Σολομῶνα. Ἐξῆλθον ἐπιβιβάσαντες τὸν
Σολομῶνα τῇ ἡμιόνῳ τῇ βασιλικῇ. Τότε ὁ προφήτης
Νάθαν καὶ ὁ ἱερεὺς Σαδδοὺκ ἀπῆλθον εἰς τὴν Γιὼν,
καὶ ἔχρισαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Ζήτω ὁ βασιλεύς. Ἐλ-
θὼν ὁ υἱὸς Ἰωνάθαν ἀπήγγειλε τῷ Ὀρνίᾳ ταῦτα
ἑστιωμένῳ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι ἔφυγον, ὁ δὲ Ὀρνίας
κατέφυγεν εἰς τὸ θυσιαστήριον, δεδοικὼς τὸν Σο-
λομῶνα. Τότε ἐξάγει αὐτὸν ἐκεῖθεν, καὶ ἐλθὼν προς-
εκύνησε τῷ βασιλεῖ. Μέλλων τελευτᾷν ὁ Δαυῒδ, παρ-
αινεῖ τῷ Σολομῶντι, ὥστε φυλάττειν τοῦ Θεοῦ τὸν
νόμον· οὕτω γὰρ τεύξεσθαι αὐτῷ τῶν ἐπαγγελιῶν

Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol 56, pg 349, ln 18

δὲ Σαδδοὺκ τὸν ἱερέα ἀντὶ τοῦ Ἀβιάθαρ κατέστησεν


ἱερέα. Δίδωσι δὲ ὁ Σολομῶν πρόσταγμα τῷ Σεμεεὶ,
ὥστε ἐν τῇ πόλει μένειν διόλου· εἰ δέ ποτε ἐξέλθοι,
οὐκ ἀτιμωρητὶ τοῦτο ποιήσειν, ἀλλὰ θανάτου ὑπο-
στήσεσθαι ζημίαν. Ἀπώλοντο αὐτῷ δοῦλοι· ὁ δὲ ἐπι-
λαθόμενος τοῦ προστάγματος, ἐξῆλθε ζητήσειν, καὶ
μαθὼν ὁ Σολομῶν ἀνεῖλεν αὐτόν. Περὶ τῆς σοφίας
Σολομῶντος διήγησις, περὶ τῆς εἰρήνης τῆς ἐπ' αὐ-
233

τοῦ, περὶ τῆς πολυτελείας τῆς τοῦ ἀρίστου, καὶ περὶ


ἁρμάτων, περὶ τῶν ἵππων, περὶ παντὸς τοῦ πλού-
του. Αἰτεῖ Σολομῶν σοφίαν παρὰ τοῦ Θεοῦ. Τότε
κρίνει ταῖς γυναιξὶ ταῖς ὑπὲρ τοῦ παιδίου προσελ-
θούσαις αὐτῷ. Πάλιν περὶ τῆς σοφίας Σολομῶντος
λόγος, περὶ τῆς πολυτελείας τῆς τραπέζης αὐτοῦ,
καὶ τίνες ἐλειτούργουν ταύτην αὐτῷ τὴν λειτουργίαν.
Ἀποστέλλει πρὸς Χειρὰμ τὸν βασιλέα Τύρου, τοὺς
δρυοτόμους αἰτῶν ἐπὶ μισθῷ· ὃ δὴ παρέσχεν. Ἐν-
ταῦθα ἔγκειται τῶν ἐργαζομένων ὁ ἀριθμὸς, καὶ τῆς
ἑτοιμασθείσης εἰς τὸν ναὸν ὕλης τὸ πλῆθος. Εἶτα ἡ
οἰκοδομὴ τοῦ ναοῦ. Εὔχεται ὁ Σολομῶν ἐν τῷ ναῷ,
καὶ θύει, καὶ ἐγκαινίζει τὸν οἶκον.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol 56, pg 357, ln 45

Παραλειπόμενα βιβλίον βʹ.

 Ἐν τῇ δευτέρᾳ βίβλῳ τῶν Παραλειπομένων παρά-


γονται πράξεις βασιλέων. Εἰσὶ δὲ οἱ ταύτας ἀναγρά-
ψαντες οἱ κατὰ καιροὺς ὄντες προφῆται. Ὑπὲρ δὲ τοῦ
γινώσκειν ἐκ μέρους τοὺς συγγράψαντας, σημειωτέον
οὗτος (l. ὅτι) μὲν πράξεις ἔγκεινται ἐνταῦθα πάντων
τῶν βασιλέων Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα· ἤτοι αἱ παραλει-
φθεῖσαι τῆς ἱστορίας τῶν βασιλέων. Οἱ δὲ τὰς ἁπά-
σας αὐτῶν πράξεις ἱστορήσαντες, εἰσὶν οὗτοι· τὰ περὶ
τοῦ Δαυῒδ ἔγραψε Σαμουὴλ, καὶ Ναθὰν καὶ Γὰδ οἱ
προφῆται· τὰ περὶ Σολομῶντος, Ναθὰν καὶ Ἀχίας
προφῆται· τὰ περὶ Ἱεροβοὰμ, Σαμέας καὶ Ἀδδὼ
προφῆται· τὰ περὶ Ἀβιὰ, Ἀδδὼ ὁ προφήτης. Τὰ περὶ
Ἀσὰ, ἐν τῷ βιβλίῳ λόγων περὶ τῶν βασιλέων Ἰούδα·
τὰ περὶ Ἰωσαφὰτ, Ἰοὺ ὁ προφήτης, τοῦ Ἀναμὴ, ὃς
κατέγραψε βιβλίον λόγων τῶν βασιλέων Ἰσραήλ. Τὰ
περὶ Ἰωὰς, ἐπὶ τὴν γραφὴν τῶν βασιλέων. Τὰ περὶ
Ἀμεσία. ἐπὶ βιβλίου βασιλέων Ἰούδα καὶ Ἰσραήλ. Τὰ
περὶ Ὀζίου, Ἰεσίας (sic) ὁ προφήτης. Τὰ περὶ Ἰω-
θὰμ, ἐπὶ βιβλίου βασιλέων Ἰούδα καὶ Ἰσραήλ. Τὰ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In decollationem sancti Joannis [Sp.]


Vol 59, pg 486, ln 16

τις ἐκφράσειε τὴν τῶν γυναικῶν ἐκείνων ἀκόλαστον πο-


νηρίαν; Ἐμοὶ μὲν δοκεῖ μηδὲν εἶναι ἐν κόσμῳ θηρίον ἐφ-
άμιλλον γυναικὸς πονηρᾶς. Ἀλλὰ νῦν ἐμοὶ περὶ πονη-
234

ρᾶς ὁ λόγος, οὐ περὶ ἀγαθῆς καὶ σώφρονος. Οἶδα γὰρ


πολλὰς εὐσχήμονας καὶ ἀγαθὰς, ὧν με δεῖ μνημονεῦ-
σαι τὸν βίον πρὸς οἰκοδομὴν καὶ ἔρωτα τῶν καλῶν. Οὐ-   
δὲν τοίνυν θηρίον ἐν κόσμῳ ἐφάμιλλον γυναικὸς πονηρᾶς.
Τί λέοντος δεινότερον ἐν τετραπόδοις; Ἀλλ' οὐδέν. Τί
δὲ ὠμότερον δράκοντος ἐν ἑρπετοῖς; Ἀλλ' οὐδέν. Πλὴν
καὶ λέων καὶ δράκων ἐν τῷ κακῷ ἐλάττω τυγχάνουσι
Καὶ μαρτυρεῖ μου τῷ λόγῳ ὁ σοφώτατος Σολομὼν, λέ-
γων· Συνοικῆσαι λέοντι καὶ δράκοντι εὐδόκησα, ἢ
μετὰ γυναικὸς πονηρᾶς καὶ γλωσσώδους. Καὶ ἵνα μὴ
νομίσῃς τὸν προφήτην εἰρωνείᾳ εἰρηκέναι, ἐξ αὐτῶν τῶν
πραγμάτων κατάμαθε ἀκριβῶς. Τὸν Δανιὴλ ἐν τῷ λάκκῳ
οἱ λέοντες ᾐδέσθησαν, τὸν δὲ δίκαιον Ναβουθαὶ Ἰεζάβελ
ἐφόνευσε· τὸ κῆτος τὸν Ἰωνᾶν ἐν τῇ κοιλίᾳ ἐφύλαξε, Δα-
λιλὰ δὲ τὸν Σαμψὼν ξυρήσασα καὶ δήσασα, τοῖς ἀλλοφύ-
λοις παρέδωκε· δράκοντες καὶ ἀσπίδες καὶ κεράσται τὸν
Ἰωάννην ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐτρόμασαν, Ἡρωδιὰς δὲ αὐτὸν ἐν
ἀρίστῳ ἀπέτεμεν· οἱ κόρακες τὸν Ἠλίαν ἐν τῷ ὄρει δι

Ιωάννης Χρυσόστομος. In synaxim incorporalium [Sp.]


Sect 3, ln 11

 Τοιαῦτα μὲν ὁ τῶν ἀγγέλων χορὸς τὴν ἡμετέραν εὐζωΐαν


προσορώμενος. Εἰκότως δὲ καὶ ἡμεῖς τοὺς ἀγαπῶντας γεραί-
ρομεν καὶ τοὺς ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν δεσπότην πρεσβεύοντας.
Ἢ οὐκ ἀκήκοας τοῦ προφήτου Δανιὴλ πῶς εἰσφέρει τὸν
ἀρχάγγελον Μιχαὴλ τῷ τῶν Περσῶν ἐφόρῳ δια-
πληκτιζόμενον ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἰσραηλιτῶν;
Ὁ μὲν γὰρ δουλεύειν τοῖς Πέρσαις τὸν λαὸν ἠνάγκαζεν,
ὁ δὲ λῦσαι τῆς αἰχμαλωσίας ἐσπούδαζε. Καὶ νικᾷ Μιχαὴλ  
τὸν ἀντίπαλον· καὶ τὸν Εὐφράτην Ἰουδαῖοι διαβάντες
τὴν πατρῴαν πάλιν ἑστίαν κατέλαβον καὶ τὸν ἐμπρησθέντα
Σολομῶντος ναὸν ἀνενέωσαν, ἐν ἔτεσιν ἓξ καὶ τεσσαρά-
κοντα τοῦ ἔργου παρατείναντος· ποτὲ μὲν γὰρ ὑπὸ τῶν
πλησιοχώρων εἰργόμενοι, ποτὲ δὲ τοὺς εἴργοντας ἀνακόπτοντες
τέλος τῆς ἐπιθυμίας ἐκράτησαν, Νεεμίου τὸ πέρας αὐτοῖς
τῆς οἰκοδομῆς ἀνύσαντος. Ἔνθεν ὁρμώμενοι πρὸς τὸν
κύριον ἔλεγον· «Τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς
οὗτος· καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν;» Ταῦτα
μὲν τὰ ἐπὶ τῆς παλαιᾶς· τὰ δὲ τῆς νέας διαθήκης μείζονα. Τῷ
γὰρ παντὶ χρόνῳ τῆς οἰκονομίας ἐλειτούργησαν ἄγγελοι·
συλληφθέντα καὶ τεχθέντα τὸν Χριστὸν κατεμήνυσαν ἄγγε-
λοι, βαπτισθέντι καὶ θαυματουργήσαντι διηκόνησαν ἄγγε
235

Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Vidi dominum (homiliae 1-6)


Homily 3, sec. 1, line 59

διὰ τῶν ῥημάτων τούτων, φησίν, ἀποκλείετε τὰς θύρας


αὐτῷ. Καὶ οὐκ εἶπεν· Ὅταν πάντα ποιήσητε, ἀχρεῖοί ἐστε,
ἀλλ'· «Ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἀχρεῖοί ἐσμεν.» Εἰπέ, μὴ
φοβηθῇς, οὐ γὰρ ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς σῆς φέρω τὴν
ψῆφον ἐγώ. Ἂν γὰρ σὺ σαυτὸν εἴπῃς ἀχρεῖον, ἐγώ σε ὡς
χρήσιμον στεφανῶ. Οὕτω καὶ ἀλλαχοῦ φησιν· «Λέγε σὺ
τὰς ἀνομίας σου πρῶτος, ἵνα δικαιωθῇς.» Ἐπὶ μὲν γὰρ
τῶν ἔξωθεν δικαστηρίων μετὰ τὴν κατηγορίαν τοῦ
ἁμαρτάνοντος θάνατος· ἐπὶ δὲ τοῦ θείου δικαστηρίου μετὰ
τὴν κατηγορίαν τῶν ἁμαρτημάτων στέφανος. Διὸ καὶ ὁ
Σολομῶν ἔλεγε· «Μὴ δικαίου σεαυτὸν ἐνώπιον Κυρίου.»
 Ἀλλ' οὐδενὸς τούτων ἤκουσεν ὁ Ὀζίας, ἀλλ'
ἐπεισῆλθεν εἰς τὸν ναὸν καὶ θυμιᾶν ἐβούλετο καὶ τοῦ
ἱερέως κωλύοντος οὐκ ἠνείχετο. Τί οὖν ὁ Θεός;
Ἐπαφῆκεν αὐτῷ λέπραν κατὰ τοῦ μετώπου, τὴν
ἀναίσχυντον κολάζων ὄψιν καὶ παιδεύων αὐτὸν ὅτι θεῖόν
ἐστι τὸ δικαστήριον καὶ οὐ πρὸς ἀνθρώπους ὁ πόλεμος
ἦν. Καὶ τὰ μὲν κατὰ τὸν Ὀζίαν ταῦτα. Φέρε δὴ οὖν
ἄνωθεν τὴν ἱστορίαν αὐτὴν ἐπέλθωμεν.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 101a, line 5

 Ἡ Χριστοῦ δόξα μετὰ τὸ πάθος ὑμνεῖται. τύπος δὲ ὁ Σολομὼν καὶ ἡ τῆς


ἐκείνου βασιλείας εἰρήνη καὶ ἡ τοῦ δικαίου προστασία καὶ τὸ τῆς σοφίας
ἔνδοξον καὶ ἡ παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμή, ὑπὲρ δὲ τὸν τύπον τὸ μέχρι
συντελείας διαμένειν τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως καὶ τὴν εἰρήνην αὐτοῦ καὶ τὸν
καρπὸν αὐτοῦ διαφανέστατον γίνεσθαι. ταῦτα γὰρ οὐδαμῶς ἥρμοσε Σολομῶνι  
τῷ βραχὺν μὲν διαγενομένῳ χρόνον, ἐσχηκότι δὲ καὶ τοὺς ἐναντιουμένους,
καρπὸν δὲ οὐδένα ἐξ αὐτοῦ καταλιπόντι ἀλλ' ἕνα παῖδα καὶ τοῦτον οὐ
διαφυλάξαντα τὴν παραδοθεῖσαν αὐτῷ βασιλείαν· Χριστοῦ δὲ τὸ διενεκὲς καὶ
ἀσάλευτον κράτος καὶ καρπὸς ἐπιφανέστατος οἱ πιστεύσαντες· τελεώτερα δ'
ἐν αὐτῷ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ τυπικῶς ἐπὶ τοῦ Σολομῶνος πεφθακότα γενέσθαι ἃ
καθ' ἕκαστον ἐπιὼν ὁ λόγος ἐξηγήσεται.
 Ὁ θεός, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δὸς καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ
βασιλέως κρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τὸν πτωχόν σου ἐν κρίσει.
 Καὶ βασιλεύς ἐστι καὶ υἱὸς βασιλέως τοῦ Δαυὶδ ὁ δεσπότης

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 163, line 9

Ps 95,6
236

 Γινωσκέσθω θεὸς ὃν ἡμεῖς σέβομεν, ὁ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν δόξαν ἔχων
ὑπερουράνιον, ᾧ καλλονὴ πάρεστιν, ᾧ δύναμις καὶ σεμνότης ἐν ἀπορρήτῳ·
κατὰ τὴν ἀσώματον δηλαδὴ καὶ θείαν ὑπεροχήν, ἐπεὶ τά γε σωματικὰ ναῶν
μεγέθη καὶ κάλλη τεχνικαῖς ἀκριβείαις καὶ πλούτου πολυτελείαις ἐπιτετή-
δευται καὶ τοῖς ἔθνεσι περὶ δαίμονας. ἐν Ἰσραὴλ δέ, εἰ καὶ ταῦτα προσῆν,
κατὰ τύπον τῶν ἀοράτων ἀπ' ἀρχῆς ἐγεγόνει καὶ διὰ Μωσέως εἴρηται καὶ
τοῖς ἀοράτοις παραχωρεῖ, μάλιστα μὲν νῦν ἐπὶ τοῦ παρόντος εὐαγγελισμοῦ
ὅτε ἡ πνευματικὴ ζητεῖται καὶ θεωρεῖται σεμνότης, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸ
παλαιὸν παρά γε τοῖς συνετοῖς ὡς καὶ παρὰ τῷ Σολομῶνι μέγιστον μὲν καὶ
πολυτελέστατον ὡς ἂν μεγίστῳ ὄντι τῷ θεῷ φήσαντι ναὸν οἰκοδομεῖν, λέγοντι
δὲ ὅτι τὴν θεοῦ δόξαν οὐδὲ ὁ οὐρανὸς χωρεῖν δύναται.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis)


Fragment 215, line 4

Ps 118,10

 Ἀκύλας φησὶ Μὴ ἀγνοηματίσῃς με [πρὸς ὅπερ ἐροῦμεν]. ἐπιθυμίᾳ τῇ περὶ


τὸν νόμον χρώμενος δέδοικε τὴν ἀσυνεσίαν ἣ πολλοῖς τὴν σπουδὴν εἰς
τοὐναντίον περιίστησιν. καὶ ἐν οἷς δοκοῦσι κατορθοῦν, ἐσφάλησαν κατὰ τὸ
λεγόμενον παρὰ Σολομῶνι Ἔστιν ὁδὸς ἣ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθῆ εἶναι,
τὰ δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ᾅδου.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis)


Fragment 255, line 2

τὴν πάντων ὁ Δανιὴλ προφητεύει, οὐ μόνον ἀρχικήν τινος οὐδὲ ἑνὸς τὴν
ἀρχὴν ἀλλὰ κοινὴν ὑπὲρ τῶν ἀρίστων καὶ θεοσεβεστάτων, δι' ὧν ἡ βασιλεία
Δαυὶδ ἀνορθοῦται χάριτι τοῦ Χριστοῦ ὃς τοῖς δώδεκα ἔδωκεν ἀποστόλοις τὸ
ἐπὶ δώδεκα θρόνοις καθεζομένους κρίνειν τὸν Ἰσραήλ.  

Ps 124,3

 Ἀλλ' οὔτε πονηροῖς δαίμοσιν ἐάσει διαφθείρεσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ὑπηκόους,


ἀλλ' ὀλίγον πονήσαντας ὑπὸ τούτων τοὺς ἀγαθοὺς ἐλευθερώσει δουλείας
βλαβερᾶς οὐ τολμώσης ἐπελθεῖν τοῖς ὑπὸ θεοῦ ἀρχομένοις.

Ps 126,1.2

 Σαλομῶν ἐπιγράφεται τῷ ᾄσματι, διότι τὸν ναὸν ᾠκοδόμησε. σημαίνει δὲ


τὸν ἀληθῆ Σολόμωνα κύριον ἡμῶν, αἴτιον τῆς ἀληθινῆς καὶ εἰρηνικῆς
οἰκοδομίας. διὸ καὶ θεοποίητος ἡ οἰκοδομία αὕτη δηλοῦται καὶ ἡ φυλακὴ
βέβαιος ἐν τῷ φυλάττεσθαι κατὰ θεόν· καὶ τοῦτο εἰκότως ὅτι διέπεσον εἰς
μάταιον αἱ δι' ἀνθρώπων οἰκοδομίαι καὶ φρουραὶ καὶ ἀγρυπνίαι φρουρούντων
ἐν νυκτὶ καὶ τὸ δι' ἡμέρας ἐπιμελὲς καὶ ἐπίπονον. διὸ καὶ προεισῆλθε τὰ
237

ἀνθρώπεια τοιαῦτα ὄντα, ἵνα ἐπιγνωσθείη τὰ θεῖα μόνα δὴ τὸ βέβαιον καὶ


ἀμετάστατον ἔχοντα, ὥσπερ καὶ δικαιοσύνη προσῆλθε διὰ νόμου, ἵν' ἡ θεοῦ
δικαιοσύνη μετ' αὐτὸν ὀφθείη τὸ γνήσιον καὶ τὸ μόνον ἀληθινὸν ἔχουσα καὶ
ζωή γε ἀληθὴς μετὰ τὴν ἐν σκιᾷ καὶ ἐν εἰκόνι.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis)


Fragment 260, line 1

Ps 131,6

 Οὐ προεννοήσαντι τῷ Δαυὶδ ἐκ τοῦ πράγματος αὐτοῦ καταφανὴς ὁ τόπος


ἐγένετο. διὸ καὶ Ἠκούσαμεν καὶ εὕρομεν λέγει, ὅτι πρόσταγμα θεοῦ τὴν
ἅλωνα ὑπέδειξε τὴν Ὀρνᾶ ἐφ' ἧς τὸ θυσιαστήριον ᾠκοδόμησε πρὸς ἀποτροπὴν
τοῦ φθείροντος θανάτου τὴν Ἑβραίων γενεάν. ὑπεραγαπήσας τε τὴν εὕρεσιν
ὡς ἂν τὸ πάλαι ποθούμενον ἐγνωκώς, χαίρει τῷ πράγματι καὶ τὴν ἐνταῦθα
προσκύνησιν ἀγαπᾷ. ἔνθα δὴ καὶ θεοῦ φησιν ἐπιδημίαν γενέσθαι, διότι καὶ
ἐκφανὴς ἡ θεοῦ δόξα διὰ τῆς τοῦ ἀγγέλου παρουσίας ἐγένετο.  

Ps 131,8

 Ὁμοίως, φησί, τὸν καιρὸν προλέγει τὸν ἐπὶ Σολόμωνος· ἐν ᾧ μετάγεται


ἡ κιβωτὸς ἀπὸ τῆς σκηνῆς καὶ εἰς τὸν ναὸν ἵδρυται, θεία τε ἐπεφαίνετο δόξα
καὶ νεφέλης ἐμπίπλα τὸν οἶκον.

Ps 131,9

 Ταῦτα, φησίν, ὁρῶμεν ἐπὶ Σολόμωνος γεγενῆσθαι κατὰ τοὺς Δαυὶδ λόγους.

Ps 131,10

 Πρὸς γὰρ Δαυὶδ τὸ εὐμενές. εἰ καὶ εἰς τοὺς μετ' αὐτὸν ἡ εὐεργεσία ὥσπερ
καὶ ἄντικρυς λέγεται πρὸς τὸν Σολόμωνα διὰ τὸν Δαυὶδ μὴ ἀποπεσεῖσθαι
πάντῃ τῆς βασιλείας αὐτόν, καὶ δὴ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους διαβέβηκεν ἦ διὰ
τὸν Δαυὶδ φειδώ, ὥσπερ καὶ πρὸς τὸν Ἐζεκίαν λέγεται Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς
πόλεως ταύτης διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis)


Fragment 261, line 1

ἅλωνα ὑπέδειξε τὴν Ὀρνᾶ ἐφ' ἧς τὸ θυσιαστήριον ᾠκοδόμησε πρὸς ἀποτροπὴν


τοῦ φθείροντος θανάτου τὴν Ἑβραίων γενεάν. ὑπεραγαπήσας τε τὴν εὕρεσιν
ὡς ἂν τὸ πάλαι ποθούμενον ἐγνωκώς, χαίρει τῷ πράγματι καὶ τὴν ἐνταῦθα
238

προσκύνησιν ἀγαπᾷ. ἔνθα δὴ καὶ θεοῦ φησιν ἐπιδημίαν γενέσθαι, διότι καὶ
ἐκφανὴς ἡ θεοῦ δόξα διὰ τῆς τοῦ ἀγγέλου παρουσίας ἐγένετο.  

Ps 131,8

 Ὁμοίως, φησί, τὸν καιρὸν προλέγει τὸν ἐπὶ Σολόμωνος· ἐν ᾧ μετάγεται


ἡ κιβωτὸς ἀπὸ τῆς σκηνῆς καὶ εἰς τὸν ναὸν ἵδρυται, θεία τε ἐπεφαίνετο δόξα
καὶ νεφέλης ἐμπίπλα τὸν οἶκον.

Ps 131,9

 Ταῦτα, φησίν, ὁρῶμεν ἐπὶ Σολόμωνος γεγενῆσθαι κατὰ τοὺς Δαυὶδ λόγους.

Ps 131,10

 Πρὸς γὰρ Δαυὶδ τὸ εὐμενές. εἰ καὶ εἰς τοὺς μετ' αὐτὸν ἡ εὐεργεσία ὥσπερ
καὶ ἄντικρυς λέγεται πρὸς τὸν Σολόμωνα διὰ τὸν Δαυὶδ μὴ ἀποπεσεῖσθαι
πάντῃ τῆς βασιλείας αὐτόν, καὶ δὴ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους διαβέβηκεν ἦ διὰ
τὸν Δαυὶδ φειδώ, ὥσπερ καὶ πρὸς τὸν Ἐζεκίαν λέγεται Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς
πόλεως ταύτης διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 262, line 2

Ps 131,8

 Ὁμοίως, φησί, τὸν καιρὸν προλέγει τὸν ἐπὶ Σολόμωνος· ἐν ᾧ μετάγεται


ἡ κιβωτὸς ἀπὸ τῆς σκηνῆς καὶ εἰς τὸν ναὸν ἵδρυται, θεία τε ἐπεφαίνετο δόξα
καὶ νεφέλης ἐμπίπλα τὸν οἶκον.

Ps 131,9

 Ταῦτα, φησίν, ὁρῶμεν ἐπὶ Σολόμωνος γεγενῆσθαι κατὰ τοὺς Δαυὶδ λόγους.

Ps 131,10

 Πρὸς γὰρ Δαυὶδ τὸ εὐμενές. εἰ καὶ εἰς τοὺς μετ' αὐτὸν ἡ εὐεργεσία ὥσπερ
καὶ ἄντικρυς λέγεται πρὸς τὸν Σολόμωνα διὰ τὸν Δαυὶδ μὴ ἀποπεσεῖσθαι
πάντῃ τῆς βασιλείας αὐτόν, καὶ δὴ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους διαβέβηκεν ἦ διὰ
τὸν Δαυὶδ φειδώ, ὥσπερ καὶ πρὸς τὸν Ἐζεκίαν λέγεται Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς
πόλεως ταύτης διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου.
239

Ps 131,15 – 17

 Ταῖς προτέραις καὶ βραχείαις δωρεαῖς τὴν μεγίστην ἐπιφέρει τὴν ἁπασῶν
ἐκείνων περισωστικήν. τροφῆς γὰρ εὐπορίαν ἔδωκεν ἐξ ἀρχῆς ἣν Θήραν
καλεῖ, σίτησιν δὲ ἕτερος ἑρμηνεύει. καὶ τοὺς οἰκήτορας ἀνενδεεῖς καταστήσειν
ἐπαγγέλλεται, περί τε ἱερέων καὶ ὁσίων βουλὴν πεποίηται σῴζεσθαί τε
αὐτοὺς καὶ τοῖς ὕμνοις τοῖς ἱεροῖς προσεδρεύειν. τούτων δὲ ἁπάντων ἤδη  
διεφθαρμένων καὶ μήτε τῶν τῆς γῆς ἀγαθῶν ἀπολαύειν δυναμένου τοῦ ἔθνους

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 274, line 6

Ps 136,5

 Οὐ χρήσομαι, φησίν, ἑτέρᾳ γῇ καθάπερ σοί, ὦ Ἱερουσαλήμ, οὐδ' ἐν ἴσῳ


θήσω τὴν ἀκάθαρτον τῇ καθαρᾷ οὐδὲ τὸ βέβηλον τῷ ἱερῷ παραπλήσιον
λογιοῦμαι, ἀλλά μοι καὶ ἐκτὸς ὄντι τῆς σῆς διατριβῆς ὁ σὸς ἐγγίσεται πόθος·
καὶ ὁπότε τούτου μετασταίην, μετασταίη μου δύναμις ἅπασα. διά τοι τοῦτο καὶ
τὰς εὐχὰς πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀφορῶντες ἐποιοῦντο καὶ τὸ δυνατὸν τῶν
εὐχῶν ἔνθα ἐκομίζοντο κατὰ τὰς Σολόμωνος αἰτήσεις καὶ τὰς θείας
ἐπαγγελίας, ὥσπερ ἡμῖν τὴν πρὸς τὴν οὐράνιον Ἱερουσαλὴμ ἀφορᾶν
ἀναγκαῖον.

Ps 136,6a

 Οὐδὲ γὰρ τὸ τῶν λόγων ὄργανον ἐρρῶσθαι δίκαιον, ὁπότε μὴ εἰς ἃ δεῖ  
παραλαμβάνοιτο. διὸ καὶ τὴν ζωὴν ἅπασαν οἱ μακάριοι ἄνδρες τῇ περὶ τοὺς
ὕμνους ἀνετίθεσαν φροντίδι λέγοντες Ἄισω τῷ κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ
τῷ θεῷ μου ἕως ὑπάρχω. τίμιος δὲ καὶ ἡ πόλις αὐτοῖς διὰ τὴν ἐν αὐτῇ
καθεστηκυῖαν λατρείαν θεοῦ, ὥσπερ καὶ προείρηται τὸ Ἕνεκα τοῦ οἴκου τοῦ
θεοῦ μου ἐξεζήτησα ἀγαθά σοι.

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (1-4) Codex p. 3, line 24

στι παραστατικόν· [γ]υνὴ γὰρ καὶ


βασιλὶς καὶ πόρρω [κ]αθεστῶσα καὶ
διὰ ξένων τοπαρ[χι]ῶν διαβαί-
νειν μέλλουσα π[άν]τα ταῦτα ὑ-
περιδοῦσα τῆς τοῦ Σ[ο]λομῶνος
σοφίας ἔσπευσεν εἶναι κατήκοος,
τῶν Ἰουδαίων ἐγγὺ̣[ς] ἐχόντων
τὸν παιδευτὴν κα[ὶ μ]ηδὲν ἐ-
θελόντων ἐξ αὐτ[οῦ] ὠφεληθῆ-
ναι καίτοι πλεῖον [ἔ]χοντος Σο-
λομῶνος. ἐκεῖνος [μ]ὲν γὰρ ἐ-
ξ αὐτοῦ σοφισθεὶς ὠφ[έ]λει, ὁ δὲ ς(ωτ)ὴρ
πρὸς τῇ ἀπὸ τῶν λ[όγω]ν ὠφε-
λίᾳ καὶ σημείων κα[ὶ τερας]τίων
240

ἐπεδείκνυτο θαυμ[ατουργ]ί̣αν ἱ-
κανὴν μεταπείθ̣[ειν το]ὺς σφό-
δρα ἀπιστοτάτου[ς· νεκρῶ]ν γὰρ
ἀναστάσεις, τυφλ[ῶν ἀναβ]λέψεις,
λεπρῶν καθαρισμ[οὶ καὶ συ]νό-
λως “πάσης νόσου κ[αὶ] μ[αλ]ακίας” ἴ-
ασις παρ' αὐτοῦ ἐπετ[ε]λεῖτο.

Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 2.1-7) [Sp.] Ch. 7, sec. 3,10, line 10

μενον ἐνεκαινίζετο;  
 ἀλλὰ καὶ μεῖζον καὶ ἀναγκαιότερον τὸ ἁγιάσαι τοῦ δημιουργῆσαι εἰδυῖα
ἡ γραφὴ περὶ τοῦ ἀπολέσαντος τὸν ἁγιασμὸν ἐλεεινοῦ Ἰούδα εἶπεν·
  “καλὸν ἦν αὐτῷ, εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,”
ἐπειδή, φησίν, ἁπάντων ἀσυμφορώτατον ἔπραξεν καὶ τὸν δεσπότην ἀντ' οὐδε-
νὸς κακοῦ ἀπέδοτο καὶ τὴν ζωὴν ἀργυρίων ἠλλάξατο. καὶ δὴ καὶ περὶ τῆς ἐν
τῇ ἀρρήτῳ οἰκονομίᾳ δουλικῆς μορφῆς, περὶ ἧς λέγει Ἰωάννης μέν·
  “καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο,”
Παῦλος δέ·
  “ἑαυτὸν ἐκένωσεν, μορφὴν δούλου λαβών,”
ὁ μὲν Σολομὼν εἶπεν·
  “ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον”
ὁ δὲ Ματθαῖος διὰ τὸ ταὐτὸν τῆς θεϊκῆς φύσεως καὶ ἐνεργείας ἐξέθετο ὡδί·
  “τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν· μνηστευθείσης τῆς μη-
  τρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτούς, εὑρέθη ἐν
  γαστρὶ ἔχουσα ἐκ πνεύματος ἁγίου.”

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 5, line 2

οἴς[εις τὸ]ν κ[ύ]να οὐδὲ μίσθωμα πόρνης εἰς οἶκον Κυρίου Θεοῦ
ς[ο]υ.» Τού̣[το]υ γὰρ φυλαττομένου, οὐκ ἔστιν Χαναναῖος ἐν
οἴκῳ Κυρίου παντοκράτορος ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ καταυγαζομένῃ
ὑπὸ τοῦ ἡλίου τῆς [δ]ικαιοσύνης, τοῦ φωτὸς τ[ο]ῦ ἀληθινοῦ, τοῦ
Μονογενοῦ[ς] Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
 Τ̣[έλο]ς ἀπειληφότος τοῦ εἰς σαφ[ή]νειαν προκειμένο[υ
προφή]του Ζαχαρ[ίου], καὶ ἡμεῖς καταπαύομεν τῆς συντάξε[ω]ς
τῶν ε[ἰς] αὐτὸν ὑπομνημ[ά]των.  
 1, lab ῥήματα ἐκκλησιαστοῦ υ(ἱο)ῦ Δα(υὶ)δ
βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν Ἰερουσαλήμ.
 ὁ Σολομὼν οὗτος | ὁ ἐκκλησιάζων καὶ τοιαῦτα λέγων, ἃ ἁρ-
μόζει ἐκκλησίᾳ εἰπεῖν, τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν. γέγονε |
δὲ μετὰ τὸν Σαούλ, οὗ ἡ βασιλεία διεβλήθη καὶ περιεγράφη.
 τ[οῦ “βασιλ]έως” τούτου τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν | ὁ Σο-
λομὼν κατὰ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. διττῶς γὰρ “υἱ[οί” τι]νές
εἰσίν τινων, “κατὰ | σάρκα” καὶ διαδοχὴν κα[ὶ] κατὰ παίδευ-
σιν. Παῦλος γοῦν [λέ]γων ὅτι “διὰ τοῦ εὐαγγε|λίου ἐγέννησα
ὑμᾶς”, ‘π(ατ)ή[ρ] εἰμι ὑμῶν’, “κἂν γὰρ μυρίους ἔχητε παιδαγω-
241

γούς, ἀλλ' οὐ πολ|λοὺς πατέρας· διὰ γὰρ τοῦ [ε]ὐαγγελίου ἐγὼ


ὑμᾶς ἐγέννης[α”.
 ὁ] Δα(υὶ)δ οὖν ἀμφοτέρως π(ατ)ήρ | ἦν τοῦ Σολομῶνος·

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 5, line 4

Μονογενοῦ[ς] Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.


 Τ̣[έλο]ς ἀπειληφότος τοῦ εἰς σαφ[ή]νειαν προκειμένο[υ
προφή]του Ζαχαρ[ίου], καὶ ἡμεῖς καταπαύομεν τῆς συντάξε[ω]ς
τῶν ε[ἰς] αὐτὸν ὑπομνημ[ά]των.  
 1, lab ῥήματα ἐκκλησιαστοῦ υ(ἱο)ῦ Δα(υὶ)δ
βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν Ἰερουσαλήμ.
 ὁ Σολομὼν οὗτος | ὁ ἐκκλησιάζων καὶ τοιαῦτα λέγων, ἃ ἁρ-
μόζει ἐκκλησίᾳ εἰπεῖν, τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν. γέγονε |
δὲ μετὰ τὸν Σαούλ, οὗ ἡ βασιλεία διεβλήθη καὶ περιεγράφη.
 τ[οῦ “βασιλ]έως” τούτου τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν | ὁ Σο-
λομὼν κατὰ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. διττῶς γὰρ “υἱ[οί” τι]νές
εἰσίν τινων, “κατὰ | σάρκα” καὶ διαδοχὴν κα[ὶ] κατὰ παίδευ-
σιν. Παῦλος γοῦν [λέ]γων ὅτι “διὰ τοῦ εὐαγγε|λίου ἐγέννησα
ὑμᾶς”, ‘π(ατ)ή[ρ] εἰμι ὑμῶν’, “κἂν γὰρ μυρίους ἔχητε παιδαγω-
γούς, ἀλλ' οὐ πολ|λοὺς πατέρας· διὰ γὰρ τοῦ [ε]ὐαγγελίου ἐγὼ
ὑμᾶς ἐγέννης[α”.
 ὁ] Δα(υὶ)δ οὖν ἀμφοτέρως π(ατ)ήρ | ἦν τοῦ Σολομῶνος· καὶ
“κατὰ σάρκα” – ἐξ αὐτοῦ γὰρ ἔσκε[ν τὴν δ]ιαδοχήν, “Δα(υὶ)δ δὲ
ἐγέν|νησεν τὸν Σολομών” – , ἀλλὰ καὶ κατὰ παίδευσιν ἦν αὐτοῦ
π(ατ)ή[ρ· “ς]οφὸς” γάρ, εἰ καί τις ἄλλος, | καὶ αὐτὸ [το]ῦτο  
θεόσοφος ἦν ὁ Δα(υί)δ. λέγει γοῦν· “τὰ ἄδηλα καὶ τ[ὰ κ]ρύ

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 5, line 8

 ὁ Σολομὼν οὗτος | ὁ ἐκκλησιάζων καὶ τοιαῦτα λέγων, ἃ ἁρ-


μόζει ἐκκλησίᾳ εἰπεῖν, τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν. γέγονε |
δὲ μετὰ τὸν Σαούλ, οὗ ἡ βασιλεία διεβλήθη καὶ περιεγράφη.
 τ[οῦ “βασιλ]έως” τούτου τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν | ὁ Σο-
λομὼν κατὰ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. διττῶς γὰρ “υἱ[οί” τι]νές
εἰσίν τινων, “κατὰ | σάρκα” καὶ διαδοχὴν κα[ὶ] κατὰ παίδευ-
σιν. Παῦλος γοῦν [λέ]γων ὅτι “διὰ τοῦ εὐαγγε|λίου ἐγέννησα
ὑμᾶς”, ‘π(ατ)ή[ρ] εἰμι ὑμῶν’, “κἂν γὰρ μυρίους ἔχητε παιδαγω-
γούς, ἀλλ' οὐ πολ|λοὺς πατέρας· διὰ γὰρ τοῦ [ε]ὐαγγελίου ἐγὼ
ὑμᾶς ἐγέννης[α”.
 ὁ] Δα(υὶ)δ οὖν ἀμφοτέρως π(ατ)ήρ | ἦν τοῦ Σολομῶνος· καὶ
“κατὰ σάρκα” – ἐξ αὐτοῦ γὰρ ἔσκε[ν τὴν δ]ιαδοχήν, “Δα(υὶ)δ δὲ
ἐγέν|νησεν τὸν Σολομών” – , ἀλλὰ καὶ κατὰ παίδευσιν ἦν αὐτοῦ
π(ατ)ή[ρ· “ς]οφὸς” γάρ, εἰ καί τις ἄλλος, | καὶ αὐτὸ [το]ῦτο  
θεόσοφος ἦν ὁ Δα(υί)δ. λέγει γοῦν· “τὰ ἄδηλα καὶ τ[ὰ κ]ρύ-
φια τῆς σο[φ]ίας σου | ἐδήλω[ς]άς μοι.” καὶ εἴ τις λέγοι·
’θρασύτερον ἁπάντων λ̣έ̣γ̣[ει] ἑ[α]υτὸν ἐπαινῶν, οὐ π̣[ά]ν|-
τως ἐς[τὶ]ν τοιοῦτος’, ἀκούω ὅτι καὶ ὁ θ(εὸ)ς λέγει· “εὗρον
242

Δα(υὶ)δ τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα κατὰ τὴν | καρδ[ία]ν̣ μου, ὅ[ς]
ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου”. ὁ π̣ο̣[ιη]τ̣ὴς δὲ “τῶν θελημά-
των” | τοῦ θ(εο)ῦ οἷον “π̣[ας]ῶ̣ν” τῶν ἀρετῶν “σοφός”, εἰ καί

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8)


Codex p. 41, line 5

λῶν | καὶ “ποιμένων” καὶ “προβάτων” καὶ τῶν λοιπῶν λέγει ὅτι
καὶ τὰ ἄλλα πρὸς τέρψιν | καὶ ἡδονὴν παρέλαβον καὶ “ἐποίησα
ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας”, χορὸν συνεστη|σάμην ἐξ “ᾀδόντων” ἀνδρῶν
καὶ “ᾀδουσῶν” γυναικῶν καὶ ἔτι “οἰνοχόους καὶ οἰνο|χόας”.
τ[α]ῦτα “ἐντρυφήματά” ἐστιν τῶν “ἀν(θρώπ)ων”, τῶν “υἱῶν τοῦ
ἀν(θρώπ)ο[υ]”, “ἐκείνων” τῶν “υἱῶν” | τῶν μὴ ὄντων “θεῶν”.
“ἐκείνους” γὰρ “θεοὺς εἶπεν, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ θ(εο)ῦ ἐ-
γένετο”. οὗτοι | δὲ “ὡς ἄν(θρωπ)οι ἀποθνῄσκοντες” {οντες}  
ὄντες τὰ κινοῦντα καὶ ἐγείροντα τέρψιν καὶ ἡδο|νὴν κοινὴν
καὶ “ἀνθρωπίνην” ἐσπούδασαν ἔχειν.
 ἐὰν κατὰ τὸν [Σ]ολομῶνα οὖν | ᾖ τὰ [ἀ]παγγελλόμενα, “ᾄ-
δοντας καὶ ᾀδούσας πεποίηκεν”. εἰσὶν δὲ ἐπαινετῶς “ᾄδοντες |
καὶ ᾄδουσαι” ἁρμονίως καὶ συμφώνως. “νεανίσκοι καὶ παρθένοι,
πρ[εσβύ]τεροι μετὰ νεω|τέρων αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα κ(υρίο)υ”.
“πρεσβύτεροι μετὰ [ν]εωτέρ[ων, ν]ε[α]νίσκοι καὶ παρ|θένοι”·
ἴδε οἱ “ᾄδοντες” καὶ αἱ “ᾄδουσαι” ἐκείνας τὰς “ᾠδὰς” τὰς
“πνευ[ματικὰ]ς”, περὶ ὧν ὁ μα|κάριος ἀπόστολος γράφει· “ᾄ-
δοντες καὶ ψάλλοντες ᾠδαῖς π[νευμα]τικαῖς”. καὶ | ὥσπερ οἱ
χοροδιδάσκαλοι ἱστᾶσιν ἕκαστον καὶ ἑκάστην τῶν χορ[ευό]ν̣-
των καὶ | [χο]ρευουσῶν ἐν τόπῳ τινὶ καὶ βαθμῷ, ἵν' οὕτως ἡ
κρᾶσις τῆς ἁρμονίας τῶν | [φ]θ̣όγγ̣ων γένωνται, οὕτω καὶ οἱ

Δίδυμος Καίκος. Fragmenta in Psalmos (e commentario altero)


Fragment 748, line 1

γέγονε γὰρ σοφία τοῖς σοφοῖς, δικαιοσύνη τοῖς δικαιουμένοις, ἁγιασμὸς καὶ
ἀπολύτρωσις τοῖς ἁγιαζομένοις καὶ ἀπολυτρουμένοις. οὐκ ἐνταῦθα μόνον ἅγιος
τοῦ Ἰσραὴλ ὁ θεὸς εἴρηται ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ Παρωξύνατε τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ,
δῆλον ὅτι οἱ ἁμαρτάνοντες.  
 Λυτροῦται ἡ λογικὴ ψυχή, λύτρον δεδωκότος τοῦ Ἰησοῦ ὑπὲρ αὐτῆς τὴν
ἑαυτοῦ ψυχὴν καὶ αὐτὴν δηλονότι λογικὴν οὖσαν. ὅνπερ γὰρ τρόπον
λυτρούμενος τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων σῶμα ὁμοούσιον αὐτὸς ὑπὲρ αὐτῶν
δέδωκεν, οὕτως λυτρούμενος λογικὰς ψυχὰς λογικὴν ψυχὴν ὑπὲρ αὐτῶν
ἔθηκεν.
Ps 71 arg
 Οὗτος ὁ ψαλμὸς οὐ διενέγκοι τῷ πατρὶ τοῦ Ῥοβοὰμ Σολομῶνι ἀλλὰ τῷ
πνευματικῷ οὕτω καλουμένῳ διὰ τὴν τοῦ ὀνόματος μετάληψιν· ἑρμηνεύεται
γὰρ Ἑλλήνων φωνῇ εἰρηνικός. τίς δὲ οὗτος ὑπάρχει ἢ ὁ λέγων Ἰησοῦς
243

Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν; περὶ τούτου ὁ θεολόγος γράφει Αὐτὸς γάρ
ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, καὶ τὸ Εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ
εἰρήνην τοῖς ἐγγύς, λύσας τὴν ἔχθραν τὴν διαιροῦσαν Ἕλληνας ἀπὸ τῶν
Ἑβραίων ὥστε μίαν ποίμνην καὶ ἕνα λαὸν ἐξ ἐθνῶν καὶ Ἰουδαίων
συστῆναι. οὕτως εἰρηνικὸς δεικνύμενος διὰ τῶν ἔργων ὧν ἐτέλεσεν ἐκ τοῦ
Δαυίδ ἐστιν ὁ κατὰ σάρκα γεννηθεὶς ἐκ παρθένου. γέγραπται γοῦν περὶ
αὐτοῦ Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δαυίδ.
Ps 71,2

Δίδυμος Καίκος. Fragmenta in Psalmos (e commentario altero) Fragment 1053, line


3

πλούτου συγκειμένου ἐκ παντὸς λόγου καὶ πάσης γνώσεως καὶ ἔργων ἀγαθῶν.
ὅθεν καὶ τὸ ἐπάγγελμα τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ παρατείνει ἐπὶ τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος. τοιαύτας αἱ μαῖαι οἰκίας ἑαυταῖς ᾠκοδόμησαν φοβηθεῖσαι τὸν κύριον,
ἵνα μὴ ἄοικοι τὴν ἐρημίαν πλανώμεναι κατὰ τὸν Ἠσαῦ τυγχάνωσιν ἀλλ'
οἰκῶσι κατὰ τὸν ἄπλαστον Ἰακὼβ οἰκίαν.
 [Ἄλλοι δὲ καὶ κατὰ τὸ ῥητὸν ἐξειλήφασι τὰ προκείμενα.]
Ps 111,5b
 Οὐκ ἀνθρωπίνους δὲ τοὺς λόγους ἡγητέον εἶναι. οὓς γὰρ πιστεύονται
οἰκονομεῖν λόγους, καὶ αὐτῶν πως λέγονται. προτέταχε γοῦν ἧς ἔτυχε
προφητείας θεόθεν τις τὸ Λόγοι Ἀμὼς οἳ ἐγένοντο ἐπὶ ἀκκάρων, καὶ Σολομὼν
δὲ ἀπογυμνῶν τὸ πρᾶγμα Οἱ ἐμοὶ λόγοι, φησίν, εἴρηνται ὑπὸ θεοῦ. ἀμέλει καὶ
τὸ θεῖον εὐαγγέλιον ὁτὲ μὲν τοῦ δεδωκότος ὁτὲ δὲ τῶν διακονούντων
χρηματίζει, ἀπὸ μὲν τῶν διακονούντων ὅταν λέγῃ Παῦλος Τὸ εὐαγγέλιόν μου,
ἀπὸ δὲ τοῦ ἐγχειρίσαντος ὅταν πάλιν Παῦλος λέγῃ Καθὼς δεδοκιμάσμεθα
ὑπὸ θεοῦ πιστευθῆναι τὸ εὐαγγέλιον, καὶ Ὅτι ἀφωρισμένοι εἰς εὐαγγέλιον
θεοῦ· καὶ οὐ θαυμαστόν. αὐτὸ γὰρ τὸ ἅγιον πνεῦμα τὸ πληροῦν τῶν θείων  
τοὺς ἱεροὺς ἄνδρας ὁτὲ μὲν θεοῦ ὁτὲ δὲ τῶν ἐχόντων λέγεται, ὡς ἐν τῷ
Ἐπαναπέπαυται τὸ πνεῦμα Ἠλιοῦ, καὶ Ἐν πνεύματι καὶ δυνάμει Ἠλιοῦ.
Ps 111,8b

Δίδυμος Καίκος. Fragmenta in Psalmos (e commentario altero)


Fragment 1057, line 5

δυσσέβειαν οἵαν τροφὴν δηλητήριον ψυχικαῖς δυνάμεσί τισι τὰ ἄθεα δόγματα


κατελέαινον οἷα ὀδοῦσι καὶ μύλαις μεταμελούμενοι· ἐφ' οἷς κακῶς ἐτράφησαν
αὐτὰς ἐκείνας τὰς τῆς ψυχῆς δυνάμεις δι' ὧν ἔτεμνον καὶ ἐλέαινον τὴν
χειρίστην τροφήν, βρύξουσι σφοδρῶς αὐτῶν καθικνούμενοι, μεμφόμενοι ἑαυτοὺς
ἐφ' οἷς πράξαντες συνεσχέθησαν τῇ φλεγούσῃ τιμωρίᾳ.
Ps 112,1b
 Ἀπολύτως εἰρημένον τὸ Παῖδες οὐκ ἐπιτρέπει νομίσαι ἀντὶ δούλων εἰρῆσθαι
τοὺς παῖδας· ἁπλῶς γὰρ καὶ χωρὶς προσθήκης οἱ νέοι παῖδες καλοῦνται. οἱ δὲ
δοῦλοι παῖδές τινων· ὡς γὰρ δοῦλος, οὕτω καὶ τὸ παῖς πρὸς τὸν δεσπότην
ἔχει τὴν ἀναφοράν. πολλαχοῦ γοῦν ἔστιν ἰδεῖν παῖδας Δαυὶδ καὶ παῖδας
Σολομῶντος καὶ ἑτέρων πλειόνων τοὺς δούλους αὐτῶν καλουμένους. εἰ δὲ ἴσον
δύναται τὸ Αἰνεῖτε, παῖδες, τῷ Αἰνεῖτε, υἱοί, καὶ αὐτὸς ἐπίστησον. δύναται γὰρ
244

ἀκολουθίαν ἔχειν τοῦ λόγου διαστελλομένου, ὅτι δούλων ἐστὶ τὸ φοβεῖσθαι τὸν
θεόν, υἱῶν δὲ τὸ δοξάζειν αὐτὸν διὰ τὸ ὑμνεῖν· φησὶ γὰρ ὁ θεὸς Υἱὸς δοξάζει
πατέρα καὶ δοῦλος φοβεῖται τὸν κύριον αὐτοῦ· καὶ εἰ κύριός εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν
ὁ φόβος μου; καὶ εἰ πατήρ εἰμι, ποῦ ἐστιν ἡ δόξα μου;
Ps 112,3.4

Δίδυμος Καίκος. Fragmenta in Psalmos (e commentario altero)


Fragment 1167, line 7

 Ἡ δὲ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν εἰρήνη ἡ μετὰ θείας χάριτος διδομένη ὑπὸ


θεοῦ πατρὸς καὶ κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπάρξεται παντὶ καὶ μόνῳ νοῦν ἔχοντι
χρηματίζοντι Ἰσραήλ, ἐπευχομένου τοῦ ὑμνοῦντος.  
Ps 126 arg
 Ὀγδόη τῶν ἀναβαθμῶν ᾠδή· αἰνιττόμενος τὰ μυστήρια τῆς ἐν ὀγδοάδι
ἀναστάσεως τοῦ κυρίου τῷ Σολομῶν ἀναγέγραπται, τῷ ἐκ σπέρματος
Δαυὶδ κατὰ σάρκα γεγενημένῳ εἰρηνικῷ ἀληθῶς ὄντι. αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ
εἰρήνη ἡμῶν τῶν σῳζομένων, φάσκων Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν. τὰ
κατάλυσιν παντὸς ἐχθροῦ καὶ πολεμίου εἰρηνι ειν καὶ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ
θεμελιοῦντι καὶ οἰκοδομοῦντι, οὗ τὸ σύμβολον φέρων ὁ ἐκ τοῦ Δαυὶδ γεννηθεὶς
Σολομῶν, πολλῆς εἰρήνης γενομένης ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ, τὸν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ
ναὸν τοῦ θεοῦ ᾠκοδόμησεν.
Ps 126,1

Δίδυμος Καίκος. Fragmenta in Proverbia Vol. 39, p. 1621, line 28t

ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΟΥ ΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΑΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΕΞΗΓΗΣΕΩΝ.


EX DIDYMI IN RPOVEPBIA SALOMONIS COMMENTAPIIS.

 
Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 2.8-27) [Sp.]
Vol. 39, p. 705, line 12

σιτέρινον ἐν χειρὶ Ζοροβάβελ. Ἑπτὰ οὗτοι ὀφθαλμοὶ


Κυρίου εἰσὶν, οἱ ἐπιβλέποντες ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν.»
Οἱ οὖν τὴν πᾶσαν κτίσιν ἐφορῶντες ἑπτὰ ὀφθαλμοὶ,
οἱ προλεχθέντες παράδοξοι χρηματισμοὶ τοῦ ἁγίου
Πνεύματός εἰσιν. Κασσιτέρινον δὲ λίθον εἶπεν, ἐπειδὴ
ἐν τῷ κασσιτέρῳ τὰ πεπονθότα σκεύη, σιδηρᾶ τε καὶ
χαλκᾶ, θεραπεύεται καὶ ἀναπληροῦται, καὶ ἑνωτικός
ἐστιν ὁ κασσίτερος. Φασὶ δέ τινες, ὅτι σὺν τέχνῃ
καὶ διακρίνει ἐν τῇ χώνῃ ἀπὸ τοῦ χρυσοῦ,
ἢ ἀργύρου, ἢ χαλκοῦ τὸ δόκιμον καὶ ἀδόκιμον. Ἐγᾦ-
μαι, ὡς καὶ τὸ ὑπὸ Σολομῶνος ὁμοίως ἐν ἀποῤ-
ῥήτῳ λεχθὲν, «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον,
καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτὰ,» παραδηλοῦν ἐφίεται
τὸ τῇ Παρθένῳ εὐαγγελισθὲν ὑπὸ τοῦ Γαβριήλ·
»Πνεῦμα ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ σέ·» ὅπερ καὶ λει-
245

τουργεῖν αὐτῷ τοὺς ἀγγέλους δηλοῖ· καὶ ὡς τῶν ὅλων


ὑποστάτης ἐστὶ, καὶ τὰς ζωὰς ἀῤῥήτῳ φωταγωγίᾳ
περιλάμπει τὸ θεϊκὸν Πνεῦμα, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ
τῷ Υἱῷ, μετὰ ἀφράστου ἑνώσεως καὶ συμπνοίας.
Ἀξιοῦσθαι οὖν αὐτοῦ τοὺς φωτιζομένους παιδεύων
ἡμᾶς ὁ Ἀπόστολος, Γαλάταις ἐχάραξε γράμματα

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 7, Ch. 2, line 19

Χριστοῦ αὐτοῦ· νομίζοντες ὅτι δυνατόν ἐστι Πατρὶ φιλιω-


θῆναι, χωρὶς τῆς εἰς τὸν Υἱὸν εὐσεβείας· ἀγνοοῦντες ὅτι οὐ-
δεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ διὰ τοῦ Υἱοῦ, τοῦ λέγον-
τος, Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· καὶ, Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός. Ὁ τοίνυν τὴν
ὁδὸν παραιτούμενος τὴν ἀπάγουσαν πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ ὁ τὴν
θύραν ἀρνούμενος, πῶς τῆς πρὸς τὸν Θεὸν εἰσόδου καταξιω-
θήσεται; ἀντιλέγοντες δὲ καὶ τοῖς ἐν ὀγδοηκοστῷ ὀγδόῳ ψαλμῷ
γεγραμμένοις, τὸ, Αὐτὸς ἐπικαλέσεταί με, Πατήρ μου εἶ σὺ,
Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου. Κἀγὼ πρωτότο-
κον θήσομαι αὐτὸν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς. Εἰ
γὰρ ταῦτα πρὸς τὸν Δαβὶδ ἢ Σολομῶντα, ἢ καί τινα τῶν καθ-
εξῆς εἰρῆσθαι βιάζοιντο, δειξάτωσαν, πῶς ὁ θρόνος τούτου
τοῦ προφητευομένου παρ' αὐτοῖς, ἔστιν ὡς αἱ ἡμέραι τοῦ οὐρα-
νοῦ, καὶ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς ἡ σελήνη κατ-
ηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα. Πῶς δὲ καὶ οὐ δυσωποῦνται τὸ γε-
γραμμένον, Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε; καὶ τὸ,
Συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ καὶ πρὸ τῆς σελήνης, γενεὰς γενεῶν;
ἅπερ ἐπ' ἄνθρωπον ἀναφέρειν, πάσης ἀγνωμοσύνης ἀνάπλεων
καὶ μεστόν.

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 15, Ch. 15, line 10

τοῦντας καὶ τυφλοὺς ἀναβλέποντας μὴ γενομένης τῆς ἰάσεως.


 Καὶ πάλιν φησὶν ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος
ἐπὶ πάντα λεγόμενον θεὸν ἢ σέβασμα. ἐπὶ πάντα δὲ θεόν·
μέλλει δῆθεν τὰ εἴδωλα μισεῖν ὁ ἀντίχριστος. ὥστε αὐτὸν εἰς
τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ καθίσαι. ποῖον ἄρα ναόν; τὸν καταλε-
λυμένον τῶν Ἰουδαίων φησίν. μὴ γένοιτο γὰρ τοῦτον ἐν ᾧ
ἐσμέν. διὰ τί τοῦτο λέγομεν; ἵνα μὴ νομιζώμεθα χαρίζεσθαι
ἑαυτοῖς. εἰ γὰρ ὡς Χριστὸς πρὸς Ἰουδαίους ἔρχεται καὶ ὑπὸ
Ἰουδαίων προσκυνεῖσθαι βούλεται, ἵνα αὐτοὺς μειζόνως ἀπα-
τήσῃ, περισπούδαστον ποιεῖται τὸν ναόν, ὑποψίαν διδούς,
ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ ἐκ γένους Δαβὶδ ὁ τὸν ὑπὸ Σολομῶνος ναὸν
κατασκευασθέντα μέλλων οἰκοδομεῖν.
 Ἔρχεται δὲ ὁ Ἀντίχριστος τότε, ὅταν ἐν τῷ ναῷ τῶν
Ἰουδαίων λίθος ἐπὶ λίθον μὴ μείνῃ κατὰ τὴν τοῦ σωτῆρος
ἀπόφασιν. ὅταν γὰρ ἢ διὰ τὴν παλαιότητα πτῶσις ἢ προφάσει  
οἰκοδομῆς κατάλυσις ἢ ἔκ τινων ἑτέρων παρακολουθήσασα
καθέλῃ πάντας τοὺς λίθους, οὐ λέγω τοῦ περιβόλου τοῦ ἔξω-
246

θεν, ἀλλὰ τοῦ ναοῦ τοῦ ἔνδοθεν, ἔνθα τὰ χερουβὶμ ἦν, τότε
ἔρχεται ἐκεῖνος ἐν πᾶσι σημείοις καὶ τέρασι ψεύδους, κατεπαι-
ρόμενος εἰδώλων ἁπάντων, τὰ πρῶτα μὲν φιλανθρωπίαν ὑπο-
κρινόμενος, ὕστερον δὲ τὸ ἀπότομον ἐνδεικνύμενος,

Κύριλλος. Catechesis ad illuminandos 2 (exemplar alterum)


Vol. 33, p. 417, line 44

Οἱ ἄρχοντες παρεκάλουν φαγεῖν ἄρτον, καὶ οὐκ ἐπεί-


θετο· εἰς ἑβδόμην ὁλόκληρον ἡμέραν παρέτεινε τὴν
νηστείαν. Βασιλεῖς οὕτως ἐξομολογοῦνται, σὺ ὁ ἰδιώ-
της οὐκ ὀφείλεις ἐξομολογεῖσθαι; Καὶ μετὰ τὴν τοῦ
Ἀβεσσαλὼμ ἐπανάστασιν, πολλῶν οὐσῶν ὁδῶν τῆς
φυγῆς, διὰ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν φεύγει, μονονουχὶ
τὸν Λυτρωτὴν ἐπικαλούμενος. Καταρωμένου αὐτὸν
τοῦ Σεμεῒ, λέγει· Ἄφετε αὐτὸν, ὅπως ἐπίδῃ ὁ
Θεὸς ἐπὶ τὴν ταπείνωσίν μου.
 ΙΓʹ. Βλέπεις, ὅτι καλὸν τὸ ἐξομολογήσασθαι; βλέ-
πεις, ὅτι ἔστι σωτηρία; Καὶ Σολομῶν ἐκπέπτωκεν·
ἀλλά φησιν, τί καὶ λέγει· Ὕστερον ἐγὼ μετενόησα.
Καὶ ὁ Ἀχαὰβ γέγονε παρανομώτατος, εἰδωλολάτρης,
ἐξαίσιος, ὁ προφητοκτόνος, ὁ ἀλλότριος τῆς εὐσεβείας,
ἀλλοτρίων ἀγρῶν ἐπιθυμητής. Ἀλλ' ὅτε τὸν Ναβου-
θαὶ ἀπέκτεινεν, ἐλθόντος Ἠλίου τοῦ προφήτου, καὶ
μόνον ἐπαπειλήσαντος, περιεβάλετο σάκκον, καὶ ἔῤ-
ῥηξε τὰ ἱμάτια· καὶ τί φησιν ὁ φιλάνθρωπος Θεός;

Παλλάδιος. Dialogus de vita Joannis Chrysostomi


P. 94, line 14

τικὸν ἐχρησίμευσέ ποτε τῇ ἐκκλησίᾳ· τοῖς δὲ περιχωρίοις τῶν


εὐλαβῶν ἐπισκόπων ἀεὶ ἀντιπράττων, ὡς ἅτε μεγίστης ὢν
πόλεως, καὶ ἔχων τοὺς ἄρχοντας ἐπ' ἐξουσίας, τὸ πρᾶγμα
ἐκαπήλευεν· ἐπιβουλεύων δὲ ταῖς σεμναῖς χειροτονίαις, ὑπεις-
ήρχετο τῇ τῶν τρόπων δεινότητι τοὺς κατὰ καιρὸν ἐπισκόπους
(ὡς ἂν εἴποι τις) καὶ ἄκοντας κατασπῶν ἐπὶ τὰς ἀνεμοφθόρους
ἄγων χειροτονίας. δεινὸν γὰρ ἡ κολακεία, κατὰ τὸν κωμικὸν
Μένανδρον, μετὰ δυστροπίας συγκεκλωσμένη, καθὼς λέγει·
“Χαλεπόν, Παμφίλη, ἐλευθέρᾳ γυναικὶ πρὸς πόρνην μάχεσθαι.
πλείονα οἶδεν, πλείονα κακουργεῖ, αἰσχύνεται οὐδένα, κολακεύει
μᾶλλον”· κατὰ δὲ τὸν σοφὸν Σολομῶντα, “Λόγοι κερκώπων
μαλακοί, αὐτοὶ δὲ τύπτουσιν εἰς ταμεῖα κοιλίας.” σωφροσύνης
μὲν γὰρ τῆς κατὰ τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς οὐ μόνον ξένος, ἀλλὰ
καὶ ἐχθρός, καθάπερ γὺψ μύρου, καθέστηκεν, ὡς κρατεῖν αὐτοῦ
φήμην καὶ τῆς κατὰ Σόδομα κακομανίας. νόμων γὰρ καὶ μέτρων
καὶ τειχῶν κειμένων παρὰ τῆς φύσεως ἐπὶ ταῖς ἡδοναῖς, ὥς
φασιν οἱ πολλοί, πατήσας μὲν τὸ τεῖχος, συντρίψας δὲ τὸ
μέτρον, ἐνυβρίσας δὲ τὸν νόμον, ταύτην ἀπεκύησε τὴν ὑπό-
247

ληψιν, τῶν γοήτων καὶ ἡνιόχων καὶ τῶν τὰ παλαιὰ δι' ἀσχήμου
κινήσεως μετ' ἐκστροφῆς σκέλους δεικνυόντων προΐστασθαι καὶ
συνεστιᾶσθαι. γόησι μὲν γὰρ συναγωνίζεσθαι καὶ φιλικῶς συμ

Αμφιλόχιος. Iambi ad Seleucum


Line 274

λευιτικὸν δὲ τὴν μέσην βίβλον ἔχει,


μεθ' ἣν ἀριθμούς, εἶτα δευτερονόμιον.
τούτοις Ἰησοῦν προστίθει καὶ τοὺς κριτάς,
ἔπειτα τὴν Ῥοὺθ βασιλειῶν τε τέσσαρας
βίβλους, παραλειπομένων δέ γε ξυνωρίδα.
Ἔσδρας ἐπ' αὐταῖς πρῶτος, εἶθ' ὁ δεύτερος.
ἑξῆς στιχηρὰς πέντε σοι βίβλους ἐρῶ·
στεφθέντος ἄθλοις ποικίλων παθῶν Ἰὼβ
ψαλμῶν τε βίβλον, ἐμμελὲς ψυχῶν ἄκος,
τρεῖς δ' αὖ Σολομῶντος τοῦ σοφοῦ, παροιμίας,
ἐκκλησιαστὴν ᾆσμά τε τῶν ᾀσμάτων.
ταύταις προφήτας προστίθει τοὺς δώδεκα,
Ὠσηὲ πρῶτον, εἶτ' Ἀμὼς τὸν δεύτερον,
Μιχαίαν, Ἰωήλ, Ἀβδίαν καὶ τὸν τύπον  
Ἰωνᾶν αὐτοῦ τοῦ τριημέρου πάθους,
Ναοὺμ μετ' αὐτούς, Ἀββακούμ, εἶτ' εἴνατον
Σοφονίαν, Ἀγγαῖόν τε καὶ Ζαχαρίαν
διώνυμόν τε ἄγγελον Μαλαχίαν.
μεθ' οὓς προφήτας μάνθανε τοὺς τέσσαρας,
παρρησιαστὴν τὸν μέγαν Ἠσαίαν

Αμφιλόχιος. Oratio in mesopentecosten [Sp.] Line 168

τὴν πίστιν. Ἔστι δὲ πάντως εἰπεῖν τινα· Καταψηφίζει τῶν τυφλῶν,


πιστοὶ ἦσαν οἱ ἄνδρες. Οὐχί, ἀλλὰ μόνον ἤκουσαν, Ὁ κύριος
παροδεύει, ἐβόησαν λέγοντες· Ἐλέησον ἡμᾶς, κύριε, υἱὲ Δαβίδ.
Πῶς τοίνυν ἁμαρτωλοὶ οἱ ταύτην τὴν φωνὴν βοήσαντες; Ἄκουε
ὁ ἀντιλέγων· διὰ ταύτην τὴν φωνὴν ἣν πρώτην ἔρρηξαν, καὶ τὴν  
ὑπέρθεσιν ὁ κύριος τῆς ἰάσεως ἐποιήσατο, ἐπειδὴ παρακαλοῦν-
τες ἔλεγον· Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαβίδ. Ποῖος υἱὸς Δαβὶδ τοσαύτην
δύναμιν παρέχει ἢ τοσαύτας θαυματουργίας; Ὡραῖος ὁ Ἀβες-
σαλώμ, ἀλλὰ πατροκτόνος ἐφάνη· ποθητὸς ὁ Ἀμνών, ἀλλὰ τὴν
ἰδίαν ἀδελφὴν διέφθειρεν· σοφὸς ὁ Σολομών, ἀλλ' εἰς τὸ τέλος
ὠλίσθησεν. Ἐπεὶ οὖν ὡς υἱῷ Δαβὶδ προσῆλθον καὶ οὐχὶ θεὸν
κραταῖον δοκοῦντες αὐτὸν καὶ ἐπιστήμονα ἰατρόν, οὐχὶ δὲ ἔνδο-
ξον θεόν, βοώντων τῶν τυφλῶν Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαβίδ, οὐκ
248

ἔδωκεν αὐτοῖς ἀπόκρισιν, ἵνα τὴν πίστιν αὐτῶν προκόψαι πα-


ρασκευάσῃ. Διὸ τὴν ὑπέρθεσιν οἱ τυφλοὶ δεξάμενοι κατὰ ψυχὴν
ἐφωτίσθησαν, καὶ μετ' ὀλίγον ὡς εἶδεν ὁ κύριος ὅτι κατὰ ψυχὴν
ἐφωτίσθησαν καὶ ἐδέξαντο τὸν φωστῆρα τῆς πίστεως, ἐπερωτᾷ ὁ
κύριος λέγων αὐτοῖς· Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; Τί οὖν
οἱ τυφλοὶ προκόψαντές φασιν; Ναί, κύριε. Οὐκέτι εἶπον Ναί, υἱὲ
Δαβίδ, ἀλλὰ Ναί, κύριε. Ὑπεμνήσθησαν τῆς ἀναβολῆς,

Ιππολυτος. Fragmenta in Psalmos [Sp.] Fragment 3, line 46

διαφόρους χρόνους· κα-


τατάττειν δὲ ἐν πρώ-
τοις τοὺς πρώτους εὑ-
ρισκομένους. διὸ μηδὲ
τοῦ Δαυῒδ ἐφεξῆς εὑρί-  
σκεσθαι τοὺς πάντας,
ἐν δὲ τῷ μεταξὺ καὶ
τῶν υἱῶν Κορέ, καὶ
τοῦ Ἀσάφ, καὶ Σολο-
μῶντος, καὶ Μωσέως,
Αἰθάμ τε τοῦ Ἰσραη-
λίτου, καὶ Αἰμάν, καὶ
πάλιν τοῦ Δαυΐδ, εὑρί-
σκεσθαι ἀναμὶξ ἐν τῇ
βίβλῳ τεταγμένους· οὐ
καθ' οὓς ἐλέχθησαν
χρόνους, ἀλλὰ καθ' οὓς
εὕραντο. τὸ δ' αὐτὸ εὕ-
ροις γεγενημένον καὶ
ἐν ταῖς τῶν προφητῶν

Ιππολυτος. Fragmenta in Psalmos [Sp.] Fragment 7, line 12

τῆς ἐπιγραφῆς αὕτη. ἐπειδὴ πλεῖστοι τῶν ἐξ ἐθνῶν εἰς Χριστὸν


πεπιστευκότων οἴονται τὴν βίβλον ταύτην τοῦ Δαυῒδ ὑπάρχειν, ἐπι-
γράφουσί τε αὐτὴν Ψαλμοὶ τοῦ Δαυῒδ, λεκτέον τὰ εἰς ἡμᾶς ἐληλυθότα
περὶ αὐτῆς. Ἑβραῖοι ἐπέγραψαν τὴν βίβλον Σέφρα Θελείμ, ἐν δὲ ταῖς
πράξεσι τῶν ἀποστόλων “βίβλος ψαλμῶν” εἶναι λέγεται. ἔχει δὲ ἡ
λέξις οὕτως “ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ ψαλμῶν”. ὄνομα δὲ ἐν τῇ ἐπι-
γραφῇ τοῦ βιβλίου οὐ κεῖται ἐνταῦθα, ἡ δὲ αἰτία τὸ μὴ ἑνὸς λόγους
ἀναγεγράφθαι ἐπὶ τοῦτο, ἀλλὰ πλειόνων συνειλέχθαι, τοῦ Ἔσδρα, ὡς
αἱ παραδόσεις φασίν, μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν συναγαγόντος ψαλμοὺς
πλειόνων εἰς ἓν ἢ καὶ λόγους οὐ πάντως ὄντας ψαλμούς. προτέτακται
γοῦν ἐπὶ μὲν τινῶν τὸ Δαυῒδ ὄνομα, ἐπὶ δὲ ἑτέρων τὸ Σολομῶν καὶ
ἐπὶ ἄλλων τοῦ Ἀσάφ. εἰσὶ δὲ καὶ τοῦ Ἰδιθούμ τινες καὶ παρὰ τού-
τους ἄλλοι τῶν υἱῶν Κορέ, ὡς καὶ Μωσέως. τῶν οὖν τοσούτων ἐπὶ
τὸ αὐτὸ συναχθέντες οἱ λόγοι οὐκ ἂν ὑπὸ τοῦ εἰδότος λέγοιντο μόνου
τοῦ Δαυΐδ. ζητητέον δὲ περὶ τῶν ἀνεπιγράφων, τίνος αὐτοὺς χρὴ
249

ὑπονοεῖν. διὰ τί γὰρ κἂν ἡ ἁπλουστάτη ἐπιγραφὴ οὐ πρόκειται αὐτῶν,


ἥτις οὕτως ἔχει “Τοῦ Δαυῒδ ψαλμὸς” ἢ “Τοῦ Δαυῒδ” χωρὶς πάσης
προσθήκης; ὑπενοήσαμεν δέ, ὅπου αὕτη μόνη ἐπιγραφή ἐστιν, ὅτι οὔτε
ψαλμός ἐστι τὸ λεγόμενον οὔτε ᾠδή, ἀλλὰ λόγος τις ἐξ ἁγίου πνεύ-
ματος ὠφελείας ἕνεκεν τῆς τοῦ δυναμένου συνιέναι ἀναγεγραμμένος.
 Ἦλθε δὲ εἰς ἐμὲ Ἑβραίου τινὸς παράδοσις περὶ τῶν τελευταίων.

Ιππολυτος. Fragmenta in Proverbia Fragment 27, line 7

λιμῷ· ἀλλ' οὐκ ἤνεγκε τὴν εὐτυχίαν, εἰς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐξυβρίσασα.
... “οἰκέτις δὲ ἐκβαλοῦσα τὴν ἑαυτῆς δέσποιναν”, ἦ ἡ ἐξ ἐθνῶν ἐκ-
κλησία, ἣ δούλη οὖσα καὶ ξένη τῶν ἐπαγγελιῶν, τὴν εὐγενίδα καὶ
κυρίαν συναγωγὴν “ἐκβαλοῦσα” γέγονε κυρία καὶ νύμφη Χριστοῦ.

Ἱππολύτου.

 Διὰ πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος “σείεται ἡ σύμπασα


γῆ, τὸ δὲ τέταρτον οὐ δύναται φέρειν”. ἦλθε γὰρ τὸ μὲν πρῶτον
διὰ νόμου διδάσκων, δεύτερον διὰ προφητῶν τὰ μέλλοντα προκηρύτ-  
των, τρίτον δὲ διὰ τοῦ εὐαγγελίου, ἑαυτὸν φανερῶς ἐπιδεικνύς· τέταρ-
τον “κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν” ἐρχόμενος, οὗ τὴν δόξαν σύμπασα
κτίσις οὐ μὴ βαστάξῃ. ἵνα οὖν διδάξῃ ἡμᾶς ὁ μακάριος Σολομὼν τὸ
προκείμενον, ἐπήνεγκε λέγων “ἐὰν οἰκέτης βασιλεύσῃ, καὶ ἄφρων
πλησθῇ σιτίων καὶ παιδίσκη ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν, καὶ γυνὴ
μισητὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ”.

Ἱππολύτου.

 Τίνες “οἱ χοιρογρύλλιοι”, ἀλλ' ἢ ἡμεῖς, οἳ ἐοίκαμέν ποτε χοίροις,


ἐν πάσῃ ῥυπαρίᾳ τοῦ κόσμου ἀναστρεφόμενοι· νυνὶ δὲ πιστεύσαντες
Χριστῷ ἐποικοδομοῦμεν “τοὺς ἑαυτῶν οἴκους” ἐπὶ τὴν ἁγίαν σάρκα
Χριστοῦ ὡς ἐπὶ “πέτραν.”

Ιππολυτος. Fragmentum in Ezechielem Vol. 10, p. 632, line 36

Τοῦ ἁγίου Ἱππολύτου ἐπισκόπου Ῥώμης.

 Οὐ μάτην bis ἀληθινὸν πατέρα.


 = De antichristo LV. S. 36, 16 – 37, 3.  
 Πόσος ἐστὶ τὸ μέγεθος ὁ Σολομώντιος ναός; τὸ μὲν
μῆκος ἑξήκοντα πηχῶν, τὸ δὲ εὖρος κʹ. Ἐτέτραπτο
δὲ οὐ πρὸς ἕω, ἵνα οἱ προσευχόμενοι μὴ τὸν ἥλιον
ἀνίσχοντα προσκυνῶσιν, ἀλλὰ τὸν τοῦ ἡλίου Δεσπότην.
Θαυμαζέτω δὲ μηδεὶς, εἰ τῆς Γραφῆς μʹ πηχῶν εἰρη-
250

κυίας τὸ μῆκος, ἑξήκοντα εἶπον ἐγώ. Μετ' ὀλίγα γὰρ


καὶ τῶν ἄλλων κʹ ἐπιμέμνηται τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων,
ἃ καὶ Δαβὴρ ὀνομάζει. Οὐκοῦν τὰ μὲν ἅγια μʹ πη-
χῶν ἦν· τὰ δὲ Ἅγια τῶν ἁγίων ἄλλων κʹ. Ὁ δὲ Ἰώ-
σηππος διόροφον τὸν ναὸν γεγενῆσθαι λέγει, καὶ πᾶν
τὸ ὕψος ρκʹ πηχῶν εἶναι.

Ιππολυτος. Fragmentum in Ezechielem Vol. 10, p. 632, line 48

δὲ οὐ πρὸς ἕω, ἵνα οἱ προσευχόμενοι μὴ τὸν ἥλιον


ἀνίσχοντα προσκυνῶσιν, ἀλλὰ τὸν τοῦ ἡλίου Δεσπότην.
Θαυμαζέτω δὲ μηδεὶς, εἰ τῆς Γραφῆς μʹ πηχῶν εἰρη-
κυίας τὸ μῆκος, ἑξήκοντα εἶπον ἐγώ. Μετ' ὀλίγα γὰρ
καὶ τῶν ἄλλων κʹ ἐπιμέμνηται τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων,
ἃ καὶ Δαβὴρ ὀνομάζει. Οὐκοῦν τὰ μὲν ἅγια μʹ πη-
χῶν ἦν· τὰ δὲ Ἅγια τῶν ἁγίων ἄλλων κʹ. Ὁ δὲ Ἰώ-
σηππος διόροφον τὸν ναὸν γεγενῆσθαι λέγει, καὶ πᾶν
τὸ ὕψος ρκʹ πηχῶν εἶναι. Οὕτω γὰρ καὶ ἡ τῶν Πα-
ραλειπομένων βίβλος δεδήλωκε, λέγουσα· Καὶ ἤρξατο
Σολομὼν τοῦ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ.
Μῆκος πηχῶν ἡ διαμέτρησις ἡ πρώτη ξʹ, καὶ εὖ-  
ρος πηχῶν κʹ, καὶ ὕψος ρκʹ, καὶ κατεχρύσωσεν
αὐτὸν ἔσωθεν χρυσίῳ καθαρῷ.  

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 27, sec. 1, line 2

         Στέλεχος γὰρ ξύλου τὸν σταυρὸν


ἐδήλωσεν, ᾧ φρουρεῖται ἡ ἐκκλησία, σμύρναν καὶ λίβανον
τὸν ἐνταφιασμὸν ἐν ᾧ καυχᾶται· ταῦτα γὰρ τὰ εὐώδη θυμιά-
ματα τῆς ἐκκλησίας. Ἀλλά, μετὰ πάντα, φησί· Κονιορτῶν  
μυρεψοῦ. Συναγόμενα γὰρ τὰ πάθη ἀπὸ τῆς γεννήσεως
αὐτοῦ μέχρι τῆς ἀναστάσεως πάντα εὐωδιάζει. Μυρεψὸν δὲ τὸ
εὐαγγέλιον ὠνόμασεν· ἐν ἐκείνῳ γὰρ ἀπόκεινται πάντα τὰ
εὐώδη μυστήρια. Διὰ τοῦτο λέγει· Σμύρναν καὶ λίβανον
ἀπὸ πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ.
 Εἶτά φησιν· Ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σολο-
μῶν, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ
δυνατῶν Ἰσραήλ, ἕκαστος ῥομφαίαν ἐπὶ τὸν
μηρὸν αὐτοῦ βαστάζων. Κλίνη τοῦ Σολομῶντος οὐκ
ἄλλη τρανὴ ἐκηρύττετο, ἀλλ' ἢ ὁ Χριστός. Ὃν γὰρ τρόπον ἐκ
πολλοῦ κόπου τίς καὶ καμάτου ἐπιστρέψας ἐπὶ κλίνης ἑαυτὸν
ἐπιρρίπτει τῶν καμάτων ἀποσοβῆσαι καὶ ἀναπαύσασθαι, οὕτω
καὶ ἡμεῖς ἐπιστρέψαντες ἐκ τῆς τοῦ κόσμου ματαιότητος καὶ
τῆς τούτου πλάνης, τόν τε κόπον τῶν ἁμαρτημάτων ὡς φορτίον
ἐπὶ τὸν ὦμον ἐγκείμενον ἀπορρίψαντες, ἀνεπαυσάμεθα μυστι-
κῶς ἐν τῇ κλίνῃ ταύτῃ, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστὸς ὁ λέγων· «Δεῦτε
πάντες οἱ κοπιῶντες πρός με, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
251

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 168, line 11

κρῶν τε καὶ μεγάλων διὰ στόματος φερόμενα καὶ καθ' ἑκάστην


ᾀδόμενα καὶ μελετώμενα καὶ μνημονευόμενα πλείω τῶν ἄλλων
προφητῶν καὶ γραφῶν.
  Δεύτερος Ἑβραίων ἐβασίλευσε Σολομῶν υἱὸς Δαβὶδ ἔτη
μʹ.  ὁμοῦ ͵δφϛʹ.
αʹ, βʹ.
Σολομῶν τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν οἰκοδομεῖν ἤρξατο, ἔχων
ἑβδομήκοντα χιλιάδας ἁρμάτων αἰρόντων ἆρσιν καὶ ὀγδοήκον-
τα χιλιάδας λατομῶν ἐν τῷ ὄρει, ὃν καὶ συνετέλεσεν ἔτεσιν ὀκτώ.
Καὶ συνάγεται ὁ πᾶς χρόνος ἀπὸ παʹ Μωϋσέως, καθ' ὃ ἡ
ἐξ Αἰγύπτου πορεία γέγονεν, ἐπὶ Σολομῶντα καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς
τοῦ ἱεροῦ κατασκευῆς εἰς ἔτη χλʹ.
γʹ, δʹ, εʹ, ϛʹ, ζʹ, ηʹ.
Οὐαφρῆς βασιλεύων τῆς Αἰγύπτου ἀπέστειλε Σολομῶντι εἰς
βοήθειαν τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις μυριάδας ηʹ,
καθὼς ἱστορεῖ Εὐπόλεμος.
θʹ, ιʹ.
Σολομῶν ἐκβαλὼν τὸν Ἀβιάθαρ τῆς ἀρχιερωσύνης καθίστη-
σι τὸν Βαρούχ, ὄντα ἐκ τοῖ γένους Ἐλεαζάρου.
ιαʹ, ιβʹ, ιγʹ, ιδʹ.  
Τυρίων ἐβασίλευσε Θείραμος, οὗ τὴν θυγατέρα ἔγημε Σο

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 168, line 14

  Δεύτερος Ἑβραίων ἐβασίλευσε Σολομῶν υἱὸς Δαβὶδ ἔτη


μʹ.  ὁμοῦ ͵δφϛʹ.
αʹ, βʹ.
Σολομῶν τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν οἰκοδομεῖν ἤρξατο, ἔχων
ἑβδομήκοντα χιλιάδας ἁρμάτων αἰρόντων ἆρσιν καὶ ὀγδοήκον-
τα χιλιάδας λατομῶν ἐν τῷ ὄρει, ὃν καὶ συνετέλεσεν ἔτεσιν ὀκτώ.
Καὶ συνάγεται ὁ πᾶς χρόνος ἀπὸ παʹ Μωϋσέως, καθ' ὃ ἡ
ἐξ Αἰγύπτου πορεία γέγονεν, ἐπὶ Σολομῶντα καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς
τοῦ ἱεροῦ κατασκευῆς εἰς ἔτη χλʹ.
γʹ, δʹ, εʹ, ϛʹ, ζʹ, ηʹ.
Οὐαφρῆς βασιλεύων τῆς Αἰγύπτου ἀπέστειλε Σολομῶντι εἰς
βοήθειαν τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις μυριάδας ηʹ,
καθὼς ἱστορεῖ Εὐπόλεμος.
θʹ, ιʹ.
Σολομῶν ἐκβαλὼν τὸν Ἀβιάθαρ τῆς ἀρχιερωσύνης καθίστη-
σι τὸν Βαρούχ, ὄντα ἐκ τοῖ γένους Ἐλεαζάρου.
ιαʹ, ιβʹ, ιγʹ, ιδʹ.  
Τυρίων ἐβασίλευσε Θείραμος, οὗ τὴν θυγατέρα ἔγημε Σο-
λομῶν, καθὼς ἱστορεῖ Τατιανός.
ιεʹ.
Ἑβραίων ἀρχιερεὺς Ἀαρών. προεφήτευε Σαδώκ, Νάθαν, καὶ
252

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 169, line 9

ιαʹ, ιβʹ, ιγʹ, ιδʹ.  


Τυρίων ἐβασίλευσε Θείραμος, οὗ τὴν θυγατέρα ἔγημε Σο-
λομῶν, καθὼς ἱστορεῖ Τατιανός.
ιεʹ.
Ἑβραίων ἀρχιερεὺς Ἀαρών. προεφήτευε Σαδώκ, Νάθαν, καὶ
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης καὶ Σαμαίας υἱὸς Ἐμβλὰς καὶ ὁ Ἀδόχ. Νάθαν
προφητεύων εἶπεν, Τί ὅτι οὐκ ἐγνώρισας τῷ δούλῳ σου τίς κα-
θήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως.
ιϛʹ, ιζʹ.
Σολομῶν μετὰ τὸ οἰκοδομῆσαι αὐτὸν τὸν οἶκον κυρίου καὶ
ὀφθῆναι αὐτῷ δὶς τὸν θεὸν ἔκτισε πόλεις ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ Ἀσούδ,
Μαγδῶ, Γαζέρ, Βεθωρὼν τὴν ἄνω, Βαλαδάθ, ἔτι μὴν καὶ Θα-
μνὼρ ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ νῦν λεγομένῃ Παλμύρᾳ. πολλὰ δὲ καὶ
θαυμαστὰ ἔργα ποιήσας ἐν καιρῷ γήρους αὐτοῦ τὸ πονηρὸν ἔπρα-
ξεν, καὶ παρώργισε τὸν κύριον ἐπὶ τῷ ἀπατηθῆναι αὐτὸν ἀπὸ τῆς
Ἱερισόης, καὶ ᾠκοδόμησε τὰ ὑψηλὰ τῷ Χαμῶς εἰδώλῳ Μωὰβ
καὶ τῷ Μελχὼμ προσοχθίσματι, τουτέστιν εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμ-
μών, καὶ τῇ Ἀστάρτῃ, βδελύγματι Σιδωνίων.  

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 170, line 4

Μαγδῶ, Γαζέρ, Βεθωρὼν τὴν ἄνω, Βαλαδάθ, ἔτι μὴν καὶ Θα-
μνὼρ ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ νῦν λεγομένῃ Παλμύρᾳ. πολλὰ δὲ καὶ
θαυμαστὰ ἔργα ποιήσας ἐν καιρῷ γήρους αὐτοῦ τὸ πονηρὸν ἔπρα-
ξεν, καὶ παρώργισε τὸν κύριον ἐπὶ τῷ ἀπατηθῆναι αὐτὸν ἀπὸ τῆς
Ἱερισόης, καὶ ᾠκοδόμησε τὰ ὑψηλὰ τῷ Χαμῶς εἰδώλῳ Μωὰβ
καὶ τῷ Μελχὼμ προσοχθίσματι, τουτέστιν εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμ-
μών, καὶ τῇ Ἀστάρτῃ, βδελύγματι Σιδωνίων.  
ιηʹ, ιθʹ, κʹ, καʹ, κβʹ, κγʹ, κδʹ, κεʹ, κϛʹ, κζʹ, κηʹ, κθʹ, λʹ, λαʹ,
λβʹ, λγʹ.
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεθέσπισε τῷ Ἱεροβοὰμ δούλῳ Σολο-
μῶνος περὶ τοῦ μέλλειν αὐτὸν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ βα-
σιλεύειν.
λδʹ, λεʹ, λϛʹ, λζʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει Σολομῶν ἠθέλησεν ἀνελεῖν τὸν Ἱεροβοάμ. ὁ
δὲ γνοὺς ἀπέδρασε πρὸς Σουσακὶμ βασιλέα Αἰγύπτου. καὶ ἦν
ἐκεῖ ἕως οὗ ἀπέθανεν Σολομῶν, καὶ ἔλαβεν Ἱεροβοὰμ τὴν θυ-
γατέρα Σουσακὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
ληʹ.
Σολομῶν προφητεύων εἶπεν, Ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι
δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν· ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν. ἐπαγ-
γέλλεται γνῶσιν ἔχειν θεοῦ, καὶ παῖδα κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 170, line 7


253

ξεν, καὶ παρώργισε τὸν κύριον ἐπὶ τῷ ἀπατηθῆναι αὐτὸν ἀπὸ τῆς
Ἱερισόης, καὶ ᾠκοδόμησε τὰ ὑψηλὰ τῷ Χαμῶς εἰδώλῳ Μωὰβ
καὶ τῷ Μελχὼμ προσοχθίσματι, τουτέστιν εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμ-
μών, καὶ τῇ Ἀστάρτῃ, βδελύγματι Σιδωνίων.  
ιηʹ, ιθʹ, κʹ, καʹ, κβʹ, κγʹ, κδʹ, κεʹ, κϛʹ, κζʹ, κηʹ, κθʹ, λʹ, λαʹ,
λβʹ, λγʹ.
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεθέσπισε τῷ Ἱεροβοὰμ δούλῳ Σολο-
μῶνος περὶ τοῦ μέλλειν αὐτὸν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ βα-
σιλεύειν.
λδʹ, λεʹ, λϛʹ, λζʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει Σολομῶν ἠθέλησεν ἀνελεῖν τὸν Ἱεροβοάμ. ὁ
δὲ γνοὺς ἀπέδρασε πρὸς Σουσακὶμ βασιλέα Αἰγύπτου. καὶ ἦν
ἐκεῖ ἕως οὗ ἀπέθανεν Σολομῶν, καὶ ἔλαβεν Ἱεροβοὰμ τὴν θυ-
γατέρα Σουσακὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
ληʹ.
Σολομῶν προφητεύων εἶπεν, Ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι
δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν· ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν. ἐπαγ-
γέλλεται γνῶσιν ἔχειν θεοῦ, καὶ παῖδα κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει.
λθʹ, μʹ.
Μετὰ τελευτὴν Σολομῶνος, στασιάσαντος τοῦ Ἰουδαίων
ἔθνους, καὶ τῆς βασιλείας αὐτῶν διαιρεθείσης, ἐν Σαμαρείᾳ δέ

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 170, line 9

καὶ τῷ Μελχὼμ προσοχθίσματι, τουτέστιν εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμ-


μών, καὶ τῇ Ἀστάρτῃ, βδελύγματι Σιδωνίων.  
ιηʹ, ιθʹ, κʹ, καʹ, κβʹ, κγʹ, κδʹ, κεʹ, κϛʹ, κζʹ, κηʹ, κθʹ, λʹ, λαʹ,
λβʹ, λγʹ.
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεθέσπισε τῷ Ἱεροβοὰμ δούλῳ Σολο-
μῶνος περὶ τοῦ μέλλειν αὐτὸν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ βα-
σιλεύειν.
λδʹ, λεʹ, λϛʹ, λζʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει Σολομῶν ἠθέλησεν ἀνελεῖν τὸν Ἱεροβοάμ. ὁ
δὲ γνοὺς ἀπέδρασε πρὸς Σουσακὶμ βασιλέα Αἰγύπτου. καὶ ἦν
ἐκεῖ ἕως οὗ ἀπέθανεν Σολομῶν, καὶ ἔλαβεν Ἱεροβοὰμ τὴν θυ-
γατέρα Σουσακὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
ληʹ.
Σολομῶν προφητεύων εἶπεν, Ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι
δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν· ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν. ἐπαγ-
γέλλεται γνῶσιν ἔχειν θεοῦ, καὶ παῖδα κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει.
λθʹ, μʹ.
Μετὰ τελευτὴν Σολομῶνος, στασιάσαντος τοῦ Ἰουδαίων
ἔθνους, καὶ τῆς βασιλείας αὐτῶν διαιρεθείσης, ἐν Σαμαρείᾳ δέ-
κα φυλῶν ἡγεῖται τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναδάβ, δοῦλος
ὢν Σολομῶνος, ἐκ φυλῆς Ἐφραΐμ, ἔτη κβʹ.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 171, line 8


254

ὢν Σολομῶνος, ἐκ φυλῆς Ἐφραΐμ, ἔτη κβʹ.


Ἰούδα δὲ καὶ Βενιαμὶν ἐν Ἱερουσαλὴμ βασιλεύει Ῥοβοὰμ
υἱὸς Σολομῶντος, αἷς ἐπώνυμον Ἰουδαία, διὰ τὸ ἐκ φυλῆς Ἰού-  
δα κρατεῖν τοὺς βασιλεῖς· ὅθεν καὶ τὸ πᾶν ἔθνος τὴν τῶν Ἰου-
δαίων εἴληφεν ἐπωνυμίαν.
Ἱεροβοὰμ πρῶτος βασιλεύει ἐπὶ Ἰσραὴλ ἔτη κβʹ.
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεφήτευεν, ὅστις ἱμάτιον καινὸν φο-
ρῶν, ἀπαντήσας τῷ Ἱεροβοὰμ ἐξιόντι ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ διέῤῥηξεν
τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἰς τμήματα ιβʹ, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Λάβε σε-
αυτῷ δέκα τμήματα, ὅτι διέῤῥηξε κύριος τὴν βασιλείαν ἐκ χειρὸς
Σολομῶνος. καὶ ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραὴλ τῶν δέκα φυλῶν ἐν
Βεθὴλ καὶ ἐν Σαμαρείᾳ καὶ τῶν πέριξ, οἳ καὶ Ἰσραὴλ ἐκλήθησαν.
βʹ, γʹ, δʹ, εʹ, ϛʹ.
Προφητεύει Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης καὶ Σαμαίας υἱὸς Βαλαμεί.
ζʹ.
Ἱεροβοὰμ ἑβδόμῳ ἔτει τῆς αὐτοῦ βασιλείας παρώργισε τὸν
κύριον ἐπὶ εἰδωλολατρείᾳ· ποιήσας γὰρ δαμάλεις χρυσᾶς δύο τὴν
μὲν μίαν ἔθηκεν εἰς Βεθήλ, τὴν δὲ ἑτέραν εἰς Δάν. καὶ κατέ-
στησεν ἱερεῖς ἐκ τῶν υἱῶν Λευί· Ποιήσατε ἑορτὴν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
ἐν Βεθήλ. ἀναβὰς ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ἐπεποιήκει ὑψηλόν.  
παρεφάνη αὐτῷ προφήτης παραγενόμενος ἐξ Ἰούδα λέγων, Θυσια

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 173, line 3

ἠθέλησεν ὁ προφήτης. καὶ οὐδ' οὕτως ἐπεστράφη πρὸς κύριον,


ἀλλὰ μᾶλλον τοῖς εἰδώλοις προσανεῖχεν, καὶ πᾶς ὁ βουλόμενος
ἐπλήρου τὴν χεῖρα τούτου, καὶ ἐγίνετο ἱερεὺς τῶν ὑψηλῶν. καὶ
τοῦ παιδὸς δὲ αὐτοῦ ἀῤῥωστήσαντος ἀπέστειλε τὴν γυναῖκα αὐ-
τοῦ ἄνω πρὸς Ἀχίαν τὸν Σιλωνίτην προφήτην· καὶ ἤκουσεν παρ'
αὐτοῦ, Τεθνήξεται ὁ υἱός σου, καὶ ἐξολοθρευθήσεται τοῦ Ἱερο-
βοὰμ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον, καὶ τοὺς ἐν τῷ ἀγρῷ τεθνηκότας
αὐτοῦ καταφάγεται τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.  
ηʹ, θʹ, ιʹ, ιαʹ, ιβʹ, ιγʹ, ιδʹ, ιεʹ, ιϛʹ, ιζʹ, ιηʹ, ιθʹ,
κʹ, καʹ, κβʹ.
Ῥοβοὰμ υἱὸς Σολομῶντος ἐκ φυλῆς Ἰούδα μαʹ [ἑνὸς καθε-
τὸς] ἐνιαυτῶν βασιλεὺς τρίτος τοῦ Ἰούδα ἔτη ιζʹ.
ὁμοῦ ͵δφκγʹ.
αʹ, βʹ, γʹ, δʹ.
Προεφήτευσε Σαμαίας.
εʹ, ϛʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει Ῥοβοὰμ βασιλέως Ἰούδα Σουσακὶμ βασιλεὺς
Αἰγύπτου παραλαβὼν Λίβυας καὶ Αἰθίοπας καὶ Τρωγλοδύ-
τας, ἀναβὰς εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐσύλησε τὸν ναόν, λαβὼν τοὺς ἐν
αὐτῷ θησαυροὺς καὶ τοὺς θησαυροὺς Ῥοβοὰμ καὶ τὰ δόρατα τὰ
χρυσᾶ, ἃ ἔλαβεν Δαβὶδ ἐκ χειρὸς τῶν παίδων Ἀδρωζαὰρ βασι

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 201, line 7


255

Ὡσηὲ υἱὸν Δαλὴ βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ δέσμιον λαβὼν ἀπῆλθεν.


ἐβασιλεύθησαν δὲ ἐν Σαμαρείᾳ ἔτεσιν διακοσίοις ἑξήκοντα τρισί.
μετῳκίσθησαν δὲ αἱ δέκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐκ τῆς Ἰουδαίας ἀφ'
οὗ μὲν οἱ πρόγονοι αὐτῶν ἐξῆλθον ἐξ Αἰγύπτου μετὰ ἔτη ϡλβʹ,  
ἀφ' οὗ δὲ τὴν χώραν Σαμαρείας κατέσχον στρατηγήσαντος αὐ-
τῶν Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ, εἰσὶν ἔτη ωϙβʹ, ἀφ' οὗ δὲ ἀποστάντες Ῥο-
βοὰμ τοῦ ἐκγόνου Δαβὶδ ἐβασιλεύθησαν ὑπὸ Ἱεροβοὰμ δούλου
γενομένου Σολομῶνος, εἰσὶν ἔτη σξβʹ καὶ μῆνες ζʹ, ἅτινα συν-
τρέχει ἤγουν καταλήγει εἰς τὸ τέταρτον ἔτος Ἐζεκίου βασιλέως
Ἰούδα, καθ' ὃ καὶ τὸ πάσχα σεσημείωται γεγενῆσθαι λαμπρῶς
καὶ φιλοτίμως ἀπὸ Σολομῶνος. οἳ καὶ μετοικισθέντες εἰς Σα-
μάρειαν Χουθέοι ἐκλήθησαν, τὴν τῆς χώρας ἐν ᾗ κατῳκίσθη-
σαν προσηγορίαν λαβόντες, διὰ τὸ ἐκ τῆς Χουθὰς οὕτω καλου-
μένης χώρας τότε μετατεθῆναι. ἔστι δὲ αὕτη ἡ Χουθὰς χώρα
ἐν τῇ Περσίδι καὶ ποταμὸς τοῦτο ἔχων ὄνομα. καὶ μετοικισθέν-
τες εἰς Σαμάρειαν ἕκαστος κατ' ἔθνος ἴδιον εἶχε θεόν. ὕστερον
δὲ Σαμαρεῖς ἐκλήθησαν, τὴν τῆς χώρας ἐν ᾗ κατῳκίσθησαν
προσηγορίαν λαβόντες.
Τούτῳ τῷ ἔτει Σίβυλλα ἡ Ἐρυθραία ἐν Αἰγύπτῳ ἐγνω-
ρίζετο.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 241, line 14

γέλιον Ἰεχωνίαν ὀνομάζει, ὅστις τρίμηνον ἐβασίλευσεν.


Μετὰ Ἰεχωνίαν τὸν καὶ Ἰωακεὶμ ἐβασίλευσεν Ἰεχωνίας ἔκ-
γονος Ἰωσίου μῆνας γʹ. ὁμοῦ ͵δωϙδʹ καὶ μῆνας γʹ.
Ἐπὶ τούτου πάλιν ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ τρίτῳ μηνὶ τῆς
βασιλείας αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἦλθεν ἡ πόλις ἐν περιοχῇ.
καὶ ἐξῆλθεν Ἰεχωνίας αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ παῖδες αὐ-
τοῦ πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος, καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς Ναβουχο-
δονόσορ τῷ ἐνάτῳ ἔτει τῆς αὐτοῦ βασιλείας. καὶ εἰσῆλθεν εἰς
τὴν πόλιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων, καὶ ἐξήνεγκεν τοὺς θησαυ-
ροὺς τοῦ τε ναοῦ καὶ τοῦ βασιλέως, καὶ συνέκοψεν τὰ σκεύη ἃ
ἐποίησεν Σολομῶν, καὶ ἀπῴκισεν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πάντας
τοὺς ἄρχοντας καὶ πάντας τοὺς δυνατοὺς ἰσχύϊ καὶ ὅλον τὸν λαὸν
ιζʹ χιλιάδας αἰχμαλώτους καὶ πάντα τέκτονα καὶ τὸν συγκλείον-
τα, καὶ οὐχ ὑπελείφθησαν πλὴν πενομένων τοῦ λαοῦ τῆς γῆς, ἐν
οἷς καὶ αὐτὸν τὸν Ἰεχωνίαν μετῴκισεν εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὴν
μητέρα καὶ τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τοὺς εὐνούχους. ἔλαβεν ἑτέ-
ραν κεφαλῖδα βιβλίου Ἱερεμίας, καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Βαρούχ,
καὶ ἦν γεγραμμένα αὐτῇ πάντα ἅπερ ἦν κατὰ Ἰεχωνία. καὶ ἐβα-
σίλευσεν μετ' αὐτὸν Σεδεκίας ὁ καὶ Ματθανίας, υἱὸς αὐτοῦ,
ἔτη ιαʹ.  ὁμοῦ ͵δϡεʹ καὶ μῆνας ϛʹ  

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 403, line 17

νδʹ. Φιλήμων.
νεʹ. Ἐπαφρᾶς.
256

νϛʹ. Δημᾶς, ὧντινων καὶ αὐτῶν εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα Παῦ-
λος ἐπεμνήσθη.
Τοὺς δὲ λοιποὺς ιδʹ εὑρίσκεις ἅμα Παύλῳ συνανειλημμέ-
νους μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ κυρίου.
Ἀπὸ Ἀδὰμ ἐπὶ τὸν κατακλυσμὸν ἔτη ͵βσξβʹ.
Ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπὶ τὴν ἔξοδον ἔτη ͵αφοεʹ.
Ἀπὸ τῆς διὰ Μωϋσέως ἐξ Αἰγύπτου πορείας ἐπὶ τὴν πρώ-
την οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ, ἥτις ἀρχὴν ἔλαβε μετὰ τὸ τρίτον ἔτος
Σολομῶνος, ἔτη χιδʹ.
Ἀπὸ τετάρτου ἔτους Σολομῶνος, ἤγουν τῆς πρώτης ἐπι-
σκευῆς τοῦ ναοῦ ἐπὶ Κῦρον βασιλέα Περσῶν ἔτη υπʹ καὶ μῆ-
νες γʹ.
Ἀπὸ Κύρου βασιλέως Περσῶν ἐπὶ Ἀλέξανδρον Μακεδόνα
ἔτη σμηʹ καὶ μῆνες θʹ.
Ἀπὸ Ἀλεξάνδρου Μακεδόνος ἕως τοῦ παρόντος ιεʹ ἔτους  
Τιβερίου Καίσαρος καὶ τὴν καταρχὴν τοῦ σωτηρίου κηρύγματος,
ἣ γέγονε κατὰ τὸ παρὸν ἔτος ιεʹ, ἔτη τνϛʹ.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 403, line 18

νεʹ. Ἐπαφρᾶς.
νϛʹ. Δημᾶς, ὧντινων καὶ αὐτῶν εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα Παῦ-
λος ἐπεμνήσθη.
Τοὺς δὲ λοιποὺς ιδʹ εὑρίσκεις ἅμα Παύλῳ συνανειλημμέ-
νους μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ κυρίου.
Ἀπὸ Ἀδὰμ ἐπὶ τὸν κατακλυσμὸν ἔτη ͵βσξβʹ.
Ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπὶ τὴν ἔξοδον ἔτη ͵αφοεʹ.
Ἀπὸ τῆς διὰ Μωϋσέως ἐξ Αἰγύπτου πορείας ἐπὶ τὴν πρώ-
την οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ, ἥτις ἀρχὴν ἔλαβε μετὰ τὸ τρίτον ἔτος
Σολομῶνος, ἔτη χιδʹ.
Ἀπὸ τετάρτου ἔτους Σολομῶνος, ἤγουν τῆς πρώτης ἐπι-
σκευῆς τοῦ ναοῦ ἐπὶ Κῦρον βασιλέα Περσῶν ἔτη υπʹ καὶ μῆ-
νες γʹ.
Ἀπὸ Κύρου βασιλέως Περσῶν ἐπὶ Ἀλέξανδρον Μακεδόνα
ἔτη σμηʹ καὶ μῆνες θʹ.
Ἀπὸ Ἀλεξάνδρου Μακεδόνος ἕως τοῦ παρόντος ιεʹ ἔτους  
Τιβερίου Καίσαρος καὶ τὴν καταρχὴν τοῦ σωτηρίου κηρύγματος,
ἣ γέγονε κατὰ τὸ παρὸν ἔτος ιεʹ, ἔτη τνϛʹ.
Ὁμοῦ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τοῦ παρόντος ἔτους πεντεκαιδεκάτου
Τιβερίου Καίσαρος, ἤγουν τῆς εἰκάδος καὶ αὐτῆς τοῦ μαρτίου
μηνός, ἔτη ͵εφλζʹ πλήρη.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale


P. 462, line 13

τοῦ πάσχα ἑορτῇ πάντες συνεληλυθότες ἐτύγχανον, ὥσπερ ἐν εἱρ-


κτῇ συγκλεισθέντες. ἔδει γὰρ ἔδει τοὺς ἐν ἡμέρᾳ τοῦ πάσχα τῷ
σωτῆρι ἐπιβεβουλευκότας μὴ ἄλλοτε τὰ ἐπίχειρα ὧν ἐτόλμησαν
257

παθεῖν, τοῦ σωτῆρος θεοῦ ἐκδεδωκότος αὐτούς.


Ὁ δὲ Τίτος θριαμβεύσας τὴν νίκην ἀνῆλθεν ἐπὶ τὴν Ῥώ-
μην. Οὐεσπασιανὸς δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκ τῆς Ἰουδαϊκῆς πραίδας
ἔκτισεν ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς Συρίας καὶ τὰ μεγάλα Χε-
ρουβεὶμ ταῖς πύλαις τῆς πόλεως ἐκεῖ ἔπηξεν, καὶ τὰ Χερουβεὶμ
τὰ χαλκᾶ, ἃ ηὗρεν Τίτος ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ Σολομῶ-
νος πεπηγμένα· ὅτε γὰρ τὸν ναὸν ἔστρεψεν, ἀφείλατο αὐτὰ καὶ
ἤνεγκεν αὐτὰ ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ σὺν τοῖς Σεραφεὶμ θριαμ-
βεύων τὴν κατὰ Ἰουδαίων γενομένην ἐπὶ τῆς αὐτοῦ βασιλείας νί-
κην, στήσας ἄνω στήλην χαλκῆν εἰς τιμὴν τῆς σελήνης μετὰ τες-
σάρων ταύρων προσεχόντων ἐπὶ Ἱερουσαλήμ. νυκτὸς γὰρ αὐ-
τὴν παρέλαβεν λαμπούσης τῆς σελήνης, καὶ διὰ τοῦτο τὴν στή-
λην ἔστησεν. ἔκτισε δὲ καὶ τὸ θέατρον Δάφνης ἐπιγράψας ἐν
αὐτῷ EX PRAEDA IVDAEAE. ἦν δὲ πρώην ὁ τοῦ αὐτοῦ
θεάτρου τόπος συναγωγὴ Ἰουδαίων, καὶ πρὸς ὕβριν αὐτῶν τὴν  
συναγωγὴν αὐτῶν λύσας θέατρον ἐποίησε, στήσας ἑαυτοῦ ἄγαλ-
μα μαρμάρινον, ὅπερ ἕως νῦν ἐκεῖσε ἵσταται.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 463, line 14

ἀναλήψεως τοῦ κυρίου, δευτέρῳ ἔτει Οὐεσπασιανοῦ, οἱ Ἰου-


δαίων ἡγεμόνες τέλεον ἐπαύσαντο, τῆς ἐσχάτης αὐτοὺς ἁλώσεως
καταλαβούσης.
Συνάγεται ὁ πᾶς χρόνος ἐπὶ τὸ δεύτερον ἔτος Οὐεσπασια-
νοῦ καὶ τὴν ὑστάτην ἅλωσιν Ἱεροσολύμων, ἀπὸ μὲν πεντεκαιδεκά-
του ἔτους καὶ αὐτοῦ Τιβερίου Καίσαρος καὶ τοῦ σωτηρίου κηρύ-
γματος ἀρχῆς εἰς ἔτη τεσσαράκοντα δύο, ἀπὸ δὲ ἕκτου ἔτους Δα-
ρείου τοῦ Ὑστάσπου, καθ' ὃ δευτέρας οἰκοδομῆς ἔτυχεν ὁ ναός,
ἤγουν ἀπὸ δευτέρου ἔτους καὶ αὐτοῦ ξγʹ Ὀλυμπιάδος, ἐπὶ τὸ παρὸν
δεύτερον ἔτος Οὐεσπασιανοῦ εἰς ἔτη φϙζʹ, ἀπὸ δὲ τῆς πρώτης
ἐπισκευῆς αὐτοῦ τῆς ἐπὶ Σολομῶνος γενομένης εἰς ἔτη ͵αργʹ.
Ἰνδ. ιγʹ. γʹ. ὑπ. Οὐεσπασιανοῦ Αὐγούστου τὸ βʹ καὶ Νερουᾶ.
Ἰώσηππος ἱστορεῖ ἐν τῷ πέμπτῳ λόγῳ τῆς ἁλώσεως ὅτι
ἔτους τρίτου Οὐεσπασιανοῦ ἡ ἅλωσις τῶν Ἰουδαίων γέγονεν, ὡς
μετὰ μʹ ἔτη τῆς γενομένης παρ' αὐτῶν τόλμης κατὰ τοῦ Ἰησοῦ·
ἐν ᾧ χρόνῳ, φησί, καὶ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ κυρίου καὶ ἐπί-
σκοπον Ἱεροσολύμων γενόμενον ὑπ' αὐτῶν κρημνισθῆναι καὶ ὑπ'
αὐτῶν ἀναιρεθῆναι λιθοβοληθέντα.  
Κομμαγηνοὶ καὶ Σαμοσατεῖς ἐντεῦθεν τοὺς ἑαυτῶν ἀρι-
θμοῦσι χρόνους.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 526, line 12

στιανῶν πίστεως στρατεύσας ὑπηγάγετο τῇ εὐχῇ τὴν νίκην.


διὸ καὶ κυριακὰ πρὸς ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν κατὰ τόπους εἰς τι-
μὴν τοῦ ἐπὶ πάντων σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν πεποίηκεν.
Εἰσὶν τὰ ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἐπὶ τὴν εἰκοσαετη-
ρίδα Κωνσταντίνου Αὐγούστου ἔτη οὕτως
258

Ἀπὸ γενέσεως Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ ͵βσξβʹ.


Ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπὶ Ἀβραὰμ ͵αοʹ.
Ἀπὸ γεννήσεως Ἀβραὰμ ἕως πʹ ἔτους Μωϋσέως φεʹ.
Ἀπὸ παʹ ἔτους Μωϋσέως, ἤγουν τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσρα-
ήλ, ἕως γʹ ἔτους τοῦ Λαβδών, ἐν ᾧ τὸ Ἴλιον ἥλω, υδʹ.
Ἀπὸ δʹ ἔτους τοῦ Λαβδὼν ἐπὶ τὸ βʹ ἔτος Σολομῶνος, καθ'
ὃ ἤρξατο ἡ πρώτη κατασκευὴ τοῦ ἱεροῦ, σκϛʹ.
Ἀπὸ αʹ ἔτους Σολομῶνος ἕως νʹ ἔτους τοῦ Ὀζίου, ἤγουν
τὴν πρώτην Ὀλυμπιάδα, σξδʹ.
Ἀπὸ ἀρχῆς τῆς πρώτης Ὀλυμπιάδος ἕως ϛʹ ἔτους Δαρείου
τοῦ Ὑστάσπου, καθ' ὃ συνετελέσθη ἡ δευτέρα τοῦ ἱεροῦ οἰκοδο-
μή, σμηʹ.
Ἀπὸ ζʹ ἔτους καὶ αὐτοῦ τοῦ λεχθέντος Δαρείου ἕως ιεʹ
ἔτους Τιβερίου, ἤγουν τοῦ σωτηρίου βαπτίσματος, φνζʹ.  
Ἀπὸ ιϛʹ ἔτους Τιβερίου, ἤγουν βʹ ἔτους καὶ αὐτοῦ σβʹ
Ὀλυμπιάδος, ἕως τῆς εἰκοσαετηρίδος Κωνσταντίνου τοῦ με

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 526, line 14

μὴν τοῦ ἐπὶ πάντων σωτῆρος Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν πεποίηκεν.
Εἰσὶν τὰ ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἐπὶ τὴν εἰκοσαετη-
ρίδα Κωνσταντίνου Αὐγούστου ἔτη οὕτως
Ἀπὸ γενέσεως Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ ͵βσξβʹ.
Ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπὶ Ἀβραὰμ ͵αοʹ.
Ἀπὸ γεννήσεως Ἀβραὰμ ἕως πʹ ἔτους Μωϋσέως φεʹ.
Ἀπὸ παʹ ἔτους Μωϋσέως, ἤγουν τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσρα-
ήλ, ἕως γʹ ἔτους τοῦ Λαβδών, ἐν ᾧ τὸ Ἴλιον ἥλω, υδʹ.
Ἀπὸ δʹ ἔτους τοῦ Λαβδὼν ἐπὶ τὸ βʹ ἔτος Σολομῶνος, καθ'
ὃ ἤρξατο ἡ πρώτη κατασκευὴ τοῦ ἱεροῦ, σκϛʹ.
Ἀπὸ αʹ ἔτους Σολομῶνος ἕως νʹ ἔτους τοῦ Ὀζίου, ἤγουν
τὴν πρώτην Ὀλυμπιάδα, σξδʹ.
Ἀπὸ ἀρχῆς τῆς πρώτης Ὀλυμπιάδος ἕως ϛʹ ἔτους Δαρείου
τοῦ Ὑστάσπου, καθ' ὃ συνετελέσθη ἡ δευτέρα τοῦ ἱεροῦ οἰκοδο-
μή, σμηʹ.
Ἀπὸ ζʹ ἔτους καὶ αὐτοῦ τοῦ λεχθέντος Δαρείου ἕως ιεʹ
ἔτους Τιβερίου, ἤγουν τοῦ σωτηρίου βαπτίσματος, φνζʹ.  
Ἀπὸ ιϛʹ ἔτους Τιβερίου, ἤγουν βʹ ἔτους καὶ αὐτοῦ σβʹ
Ὀλυμπιάδος, ἕως τῆς εἰκοσαετηρίδος Κωνσταντίνου τοῦ με-
γάλου βασιλέως καὶ βʹ ἔτους σοϛʹ Ὀλυμπιάδος ςϙζʹ.
Ὁμοῦ ἀπὸ γενέσεως κόσμου ἕως τῆς εἰκοσαετηρίδος Κων

Aelius Dius Hist., Fragmenta Fragment 2, line 14

τὴν Φοινικικὴν ἱστορίαν ἀκριβῆ γεγονέναι πεπιστευμέ-


νον. Οὗτος τοίνυν ἐν ταῖς Περὶ Φοινίκων ἱστορίαις γρά-
φει τὸν τρόπον τοῦτον· «Ἀβιβάλου τελευτήσαντος,
ὁ υἱὸς αὐτοῦ Εἵρωμος ἐβασίλευσεν. Οὗτος τὰ πρὸς
259

ἀνατολὰς μέρη τῆς πόλεως προσέχωσε, καὶ μεῖζον τὸ


ἄστυ πεποίηκε, καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν
καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐν νήσῳ, χώσας τὸν μεταξὺ τόπον, συν-
ῆψε τῇ πόλει, καὶ χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν·
ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτόμησε πρὸς τὴν τῶν
ναῶν κατασκευήν. Τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσολύμων
Σολομῶνα πέμψαι φασὶ πρὸς τὸν Εἵρωμον αἰνίγματα
καὶ παρ' αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦν, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα
διακρῖναι τῷ λύσαντι χρήματα ἀποτίνειν. Ὁμολο-
γήσαντα δὲ τὸν Εἵρωμον καὶ μὴ δυνηθέντα λῦσαι τὰ
αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον
ἀναλῶσαι. Εἶτα δὴ Ἀβδήμονόν τινα Τύριον ἄνδρα τὰ
προτεθέντα λῦσαι, καὶ αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν· ἃ μὴ
λύσαντα τὸν Σολομῶνα πολλὰ τῷ Εἱρώμῳ προσαπο-
τῖσαι χρήματα.» Δῖος μὲν οὕτω περὶ τῶν προειρη-
μένων ἡμῖν μεμαρτύρηκεν.  

Aelius Dius Hist., Fragmenta Fragment 2, line 21

ῆψε τῇ πόλει, καὶ χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν·


ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτόμησε πρὸς τὴν τῶν
ναῶν κατασκευήν. Τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσολύμων
Σολομῶνα πέμψαι φασὶ πρὸς τὸν Εἵρωμον αἰνίγματα
καὶ παρ' αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦν, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα
διακρῖναι τῷ λύσαντι χρήματα ἀποτίνειν. Ὁμολο-
γήσαντα δὲ τὸν Εἵρωμον καὶ μὴ δυνηθέντα λῦσαι τὰ
αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον
ἀναλῶσαι. Εἶτα δὴ Ἀβδήμονόν τινα Τύριον ἄνδρα τὰ
προτεθέντα λῦσαι, καὶ αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν· ἃ μὴ
λύσαντα τὸν Σολομῶνα πολλὰ τῷ Εἱρώμῳ προσαπο-
τῖσαι χρήματα.» Δῖος μὲν οὕτω περὶ τῶν προειρη-
μένων ἡμῖν μεμαρτύρηκεν.  

Laetus Hist., Fragmenta Fragment 1, line 10

ΦΟΙΝΙΚΙΚΑ.

 Tatianus Or. adv. Gr. c. 58:


Μετὰ δὲ τὰ Χαλδαίων τὰ Φοι-
νίκων οὕτως ἔχει. Γεγόνασι παρ' αὐτοῖς τρεῖς ἄνδρες,
Θεόδοτος, Ὑψικράτης, Μῶχος. Τούτων τὰς βίβλους
εἰς Ἑλληνίδα κατέταξε φωνὴν Λαῖτος, ὁ καὶ τοὺς
βίους τῶν φιλοσόφων ἐπ' ἀκριβὲς πραγματευσάμενος.
Ἐν δὴ ταῖς τῶν προειρημένων δηλοῦται ἱστορίαις κατὰ
τίνα τῶν βασιλέων Εὐρώπης ἁρπαγὴν γεγονέναι, Με-  
260

λάου τε εἰς τὴν Φοινίκην ἄφιξιν καὶ τὰ περὶ Εἴραμον,


ὅστις Σολομῶνι τῷ Ἰουδαίων βασιλεῖ πρὸς γάμον δοὺς
τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα καὶ ξύλων παντοδαπῶν ὕλην εἰς
τὴν τοῦ νεὼ κατασκευὴν ἐδωρήσατο. Καὶ Μένανδρος
δὲ ὁ Περγαμηνὸς περὶ τῶν αὐτῶν τὴν ἀναγραφὴν ἐποιή-
σατο.

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1545, line 20

 {Γρηγορίου Νύσσης.} Διὰ τῶν ἐνταῦθα γε-


γραμμένων νυμφοστολεῖταί πως ἡ ψυχὴ πρὸς τὴν
ἄϋλόν τε καὶ πνευματικὴν τοῦ Θεοῦ συζυγίαν· καὶ
δεῖται λευχειμονούντων ἀκροατῶν ἀμιάντοις νοήμα-
σιν, ὡς ἐντὸς γενέσθαι τοῦ ἀκηράτου νυμφῶνος. Καὶ
ἡ προγραφὴ γὰρ ἡμᾶς ἐπὶ τοῦτο προτρέπεται.
Ὡς γὰρ τὸ Ἅγιον τῶν ἁγίων ὑπερῆρται τῇ ἁγιότητι,
οὔτω τὸ νῦν ᾆσμα ὑπεραίρει τά τε τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ
Μωϋσέως καὶ τῶν λοιπῶν προφητῶν· ἐν ἐπιθαλα-
μίου δὲ τρόπῳ τὴν πρὸς τὸ Θεῖον ἀνάκρασιν τῆς ἀν-
θρωπίνης ὑφηγεῖται ψυχῆς· διὰ ταῦτα ὁ Σολομὼν,
ἐμφαίνων διὰ τῶν γαμηλίων ῥημάτων, τήν τε ἄφατον
ἐπιθυμίαν τὴν ὀφειλομένην Θεῷ (μείζων πάσης ὀρέ-
ξεως ἡ γαμικὴ), καὶ τὴν εἰς ἄκρον ἀπάθειαν· τοσοῦ-
τον γὰρ δεῖ καθαρεύειν τὸν κολλώμενον τῷ Θεῷ, ὡς
τὰς ἐμπαθεῖς ὁρμὰς ἀπαθείας ὑπόθεσιν τίθεσθαι.
Τάξει δὲ προῆλθεν ὁ Σολομὼν τοιαύτῃ παιδεύων· τῇ  
γὰρ ἔτι νεαζούσῃ ψυχῇ παροιμίας ὑποθέμενος, κε-
λεύει τῆς σοφίας ἐρᾷν· διὸ καὶ, Υἱέ μου, λέγει πυκνῶς,
καὶ μανιάκην ὡς νέῳ καὶ στέφανον ἐπαγγέλλεται·
καὶ πρὸς τὸ τέλος τὴν ἀνδρείαν ἐπαινεῖ γυναῖκα·

Προκόπιος. Catena in Ecclesiasten (e cod. Marc. gr. 22) Ch. 1, sec. 1, line 7

βασιλέως ἐστὶν Ἰσραήλ, ὁ δὲ αὐτὸς καὶ υἱός ἐστι τοῦ θεοῦ,


καὶ αὐτὸς ἄρα Ἐκκλησιαστὴς ὀνομάζεται, καὶ μανθάνομεν
ὡς ἐπ' αὐτὸν ἡ τῶν παρόντων ῥημάτων ἀναφέρεται
δύναμις.
 Ῥήματα Ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαβίδ, βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν
Ἱερουσαλήμ.
 {Διδύμου.} Προσεκτικὸν ποιεῖ τὸν ἀκούοντα. Οὐ γὰρ
ἰδιώτου ἢ τοῦ τυχόντος οἱ λόγοι. Τὰ μὲν γὰρ ἠθικὰ
διδάσκων ἑαυτοῦ παροιμίας λέγει, φυσικὰ δὲ παραδιδοὺς
οὐκέτι Σολομῶντος ἀλλ' Ἐκκλησιαστοῦ φησιν. Οὐ γὰρ ᾗ
Σολομὼν ἁπλῶς καὶ ἄνθρωπος, ἀλλ' ᾗ σοφὸς καὶ θεοῦ
διάκονος ταῦτα προφέρεται. Αὐτοῦ γοὖν ἐστιν εἰπόντος
ἀκοῦσαι· οἱ ἐμοὶ λόγοι ὑπὸ θεοῦ εἴρηνται, καθάπερ ἀπο-  
στόλων καὶ προφητῶν. Ἀλλὰ καὶ ὃν ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὰ
261

ῥήματα λαλεῖ τοῦ θεοῦ. Λαλεῖ δὲ βασιλεύων οὐκ αἰσθητῶς


ἀλλὰ νοητῶς τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ διορῶντος νοῦ τὰ παρὰ θεοῦ
λαλούμενα ῥήματα. Βασιλεύει δὲ οὐκ ἐν τόπῳ ψιλῷ, ἀλλ' ἐν
Ἱερουσαλήμ, τῇ τῆς εἰρήνης ὁράσει.
 {Νείλου.} Ἐκκλησιαστὴν ἑαυτὸν ἐκάλεσεν ὁ Σολομών, ὡς
πάντας ἀνθρώπους ἐκκλησιάζων καὶ δεσμεύων εἰς ὁμό-
νοιαν, καὶ ἐν κοινῷ τὴν φυσικὴν παραδιδοὺς θεωρίαν.

Προκόπιος. Catena in Ecclesiasten (e cod. Marc. gr. 22) Ch. 1, sec. 1, line 15

διδάσκων ἑαυτοῦ παροιμίας λέγει, φυσικὰ δὲ παραδιδοὺς


οὐκέτι Σολομῶντος ἀλλ' Ἐκκλησιαστοῦ φησιν. Οὐ γὰρ ᾗ
Σολομὼν ἁπλῶς καὶ ἄνθρωπος, ἀλλ' ᾗ σοφὸς καὶ θεοῦ
διάκονος ταῦτα προφέρεται. Αὐτοῦ γοὖν ἐστιν εἰπόντος
ἀκοῦσαι· οἱ ἐμοὶ λόγοι ὑπὸ θεοῦ εἴρηνται, καθάπερ ἀπο-  
στόλων καὶ προφητῶν. Ἀλλὰ καὶ ὃν ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὰ
ῥήματα λαλεῖ τοῦ θεοῦ. Λαλεῖ δὲ βασιλεύων οὐκ αἰσθητῶς
ἀλλὰ νοητῶς τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ διορῶντος νοῦ τὰ παρὰ θεοῦ
λαλούμενα ῥήματα. Βασιλεύει δὲ οὐκ ἐν τόπῳ ψιλῷ, ἀλλ' ἐν
Ἱερουσαλήμ, τῇ τῆς εἰρήνης ὁράσει.
 {Νείλου.} Ἐκκλησιαστὴν ἑαυτὸν ἐκάλεσεν ὁ Σολομών, ὡς
πάντας ἀνθρώπους ἐκκλησιάζων καὶ δεσμεύων εἰς ὁμό-
νοιαν, καὶ ἐν κοινῷ τὴν φυσικὴν παραδιδοὺς θεωρίαν.
 {Διονυσίου.} Οὕτω καὶ Ματθαῖος υἱὸν Δαβὶδ ὀνομάζει τὸν
κύριον.
 Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ Ἐκκλησιαστής, τὰ πάντα
ματαιότης.  
 {Διδύμου.} Καλὰ λίαν· ὡς. δὲ πρὸς τὸν θεὸν πάντα
ματαιότης, τὰ δὲ ὁρώμενα ματαιότης ματαιοτήτων. Καὶ
Δαβὶδ δέ· πλὴν τὰ σύμπαντα ματαιότης, φησί, πᾶς ἄνθρωπος
ζῶν. Εἰ δὲ ὁ ζῶν ἄνθρωπος ματαιότης, ὁ μὴ ζῶν

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2016, line 51

ἀπόστολοι ὅτι Σαμάρεια δέδεκται τὸν Λόγον. Τὴν δὲ


πρὶν ὕβριν αὐτῶν ὁ προφήτης παρέδωκεν, ὅπως τῶν
ἐξ Ἰούδα κατεθρασύνοντο, ἀσθένειαν μὲν ἐκείνοις,
ἑαυτοῖς δὲ μαρτυροῦντες ἰσχύν. Τινὲς δὲ οὕτως, ὡς
οἱ νῦν τῇ Ἱερουσαλὴμ ἐπερχόμενοι τὴν μὲν Σαμά-
ρειαν οἰκοῦντες, Ἰσραὴλ δὲ χρηματίζοντες καὶ λαὸς
Ἐφραῒμ, διὰ τὸ βασιλευθῆναι ὑπὸ τῶν ἐκ φυλῆς
Ἐφραῒμ, χλευάζοντες Ἱερουσαλὴμ, πλίνθοις αὐτὴν
ἔλεγον οἰκοδομεῖσθαι, τὰ ἑαυτῶν κρείττω ποιήσειν
ἐπαγγελλόμενοι. Καὶ ἀντὶ τοῦ ναοῦ, ὃν ᾠκοδόμησεν
Σολομῶν, πύργον ἑαυτοῖς ἠξίουν κατασκευάσασθαι
ὅμοια τοῖς ἐν Χαλάνῃ διανοούμενοι. Κακεῖνοι γὰρ
262

ἔλεγον, Δεῦτε, πλινθεύσωμεν ἑαυτοῖς πλίνθους, καὶ


ὀπτήσωμεν αὐτὰς πυρί.» Καὶ πάλιν· «Δεῦτε, οἰκοδο-
μήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύργον, οὗ ἡ κεφαλὴ ἔσται  
ἕως τοῦ οὐρανοῦ.» Ἐκ τίνων δὲ ὁ πύργος ἑξῆς ἐμώ-
ρανεν, ὁ Θεὸς σοφίας τοῦ κόσμου ψιλὴν καὶ σμικρὰν
δοκούσης ἔχειν γλυκύτητα; Τοιαῦτα γὰρ καὶ κατὰ
ταύτην ἐπωνυμίαν ἐστὶ τὰ συκόμορα. Οἱ δὲ τοιοῦτοι,
καὶ κέδροι καθ' ἑτέραν ἐπίνοιαν χρηματίζουσιν ἐπὶ
τῇ ψευδωνύμῳ ἐπαιρόμενοι γνώσει, σκληρά τε ἤθη

Astrampsychus Magus Onir., Sortes Sec. 56, line t

α οὐ λαμβάνεις κομιᾶτον
β ἀποκαθίστασαι εἰς τὸν τόπον
γ συναλλάξας ἑτέρῳ κερδήσεις
δ ἕξεις ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ φίλου
ε οὐ πωλῇ. οὐ συμφέρει σοι
ϛ μένεις ὀλίγον χρόνον ὅπου ὑπάγεις
ζ λαμβάνεις ὀψώνιον βραδέως
η ἀπολήψῃ τὴν παραθήκην
θ οὐ ποιεῖ ὁ ἀδελφὸς εἰς τὴν ἐγχείρησιν
ι ἐὰν θῇς παραβόλιον, ἀπολεῖται

νϛ Σολομών

α δίδεις τοὺς λόγους μεθ' ὕβρεως


β οὐκ ἔρχεται ὁ ἀπόδημος ἄρτι
γ ἀποδίδεις ὃ ὀφείλεις ἐξ ἀλλοτρίων
δ οὐ δύνῃ νῦν δανείσασθαι. σιώπα
ε τίκτει καὶ κινδυνεύει
ϛ κινῇ ἐκ τοῦ τόπου ἐπὶ τὸ κρεῖττον
ζ ἔχεις βλαβῆναι, ὀλίγον δέ
η οὐ γαμεῖς ἄρτι. περίμεινον δέ
θ οὐκ ἀγοράζεις τὸ προκείμενον
ι εὐτυχήσεις ἐπὶ τὰ ἔσχατα  

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 1, line 21

τὰ νοερὰ ἴχνη αὑτοῦ, τουτέστι τὴν θεότητα.


 Μετὰ ἀγγέλων ἄγγελος ἐγένετο, μετὰ ἀρχαγγέλων ἀρχάγγελος, μετὰ
θρόνων θρόνος, μετὰ ἐξουσιῶν ἐξουσία, ἕως καταβάσεως αὐτοῦ· καὶ ἦλθεν  
εἰς τὴν μήτραν τῆς ἁγίας παρθένου Μαρίας, ὅπως σώσῃ τὸ πεπλανη-
μένον γένος τῶν ἀνθρώπων, «καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν
ἐν ἡμῖν». ἐκ τούτου οὖν ἀγνοοῦντες αὐτὸν οἱ ἄνωθεν κατελθόντες, ἔλε-
γον· «τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης»; εἶτα τὸ ἅγιον Πνεῦμα
λέγει· «Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης».  
 Δευτέρα φύσις τοῦ λέοντος. ὅταν καθεύδῃ ὁ λέων ἐν τῷ σπηλαίῳ,
263

ἀγρυπνοῦσιν αὐτοῦ οἱ ὀφθαλμοί· ἀνεῳγμένοι γάρ εἰσι. καὶ ἐν τοῖς


Ἄισμασιν ὁ Σολομὼν μαρτυρεῖ λέγων· «ἐγὼ καθεύδω, καὶ ἡ καρδία
μου ἀγρυπνεῖ».  
 Οὕτω καὶ τὸ μὲν σῶμα τοῦ Κυρίου μου καθεύδει ἐπὶ τοῦ σταυροῦ,
ἡ δὲ θεότης αὐτοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς ἀγρυπνεῖ· «οὐ γὰρ
νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ».
 Τρίτη φύσις τοῦ λέοντος. ὅταν ἡ λέαινα γεννᾷ τὸν σκύμνον,
νεκρὸν αὐτὸν γεννᾷ, καὶ περιτηρεῖ τὸ τέκνον, ἕως οὗ ὁ πατὴρ ἐλθὼν  
τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἐμφυσήσει αὐτῷ εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ ἐγερεῖ αὐτόν.
 Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ παντοκράτωρ, ὁ Πατὴρ τῶν ὅλων, τῇ
τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξήγειρε τὸν πρωτότοκον υἱὸν αὑτοῦ τὸν πρὸ πάσης κτίσεως,
τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ τῶν νεκρῶν, [ὅπως σώσῃ τὸ πεπλα

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 12, line 1

Περὶ μύρμηκος.

 Ὁ Σολομὼν ἐλάλησεν ἐν ταῖς Παροιμίαις· «ἴσθι πρὸς τὸν μύρμηκα,


ὦ ὀκνηρέ». ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τοῦ μύρμηκος, ὅτι τρεῖς φύσεις ἔχει.  
 Πρώτη αὐτοῦ φύσις αὕτη· ὅταν στοιχηδὸν περιπατῶσιν, ἕκαστος τὸν
κόκκον ἐν τῷ στόματι βαστάζει, καὶ οἱ κενοί, οἱ μηδὲν ἔχοντες, οὐ λέγουσι
τοῖς γεγομωμένοις· δότε ἡμῖν ἐκ τῶν κόκκων ὑμῶν, οὐδὲ ἁρπάζουσι βίᾳ,
ἀλλ' ἀπέρχονται καὶ ἑαυτοῖς συλλέγουσι.  
 Ταῦτα δὲ ἐπὶ τῶν φρονίμων παρθένων καὶ τῶν μωρῶν ἐστιν εὑρεῖν
τὰ ῥήματα. [καλῶς οὖν ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τοῦ μύρμηκος].
 Δευτέρα φύσις τοῦ μύρμηκος. ὅταν ἀποταμιεύηται τὸν σῖτον εἰς τὴν  
γῆν, διχοτομεῖ τοὺς κόκκους εἰς δύο, μήποτε, χειμῶνος γενομένου, βραχῶσι
καὶ ἀναθάλωσιν οἱ κόκκοι, καὶ λιμοκτονηθῶσι.

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 15, line 13

εἰς ἑαυτήν, καὶ φυσᾶται παντελῶς· καὶ νομίζοντα τὰ πετεινὰ ὅτι τέθνηκε,
κατασκηνοῦσιν ἐπάνω αὐτῆς τοῦ φαγεῖν αὐτήν, καὶ οὕτως, ἀναστᾶσα, ἁρ-
πάζει αὐτὰ καὶ κατεσθίει.  
 Οὕτω καὶ ὁ διάβολος δόλιός ἐστι παντελῶς καὶ αἱ πράξεις αὐτοῦ·
ὁ θέλων μεταλαβεῖν τῶν σαρκῶν αὐτοῦ, ἀποθνήσκει. αἱ σάρκες γὰρ αὐτοῦ
εἰσιν αὗται· πορνεῖαι, φιλαργυρίαι, ἡδοναί, φόνοι.
 Ἐκ τούτου καὶ ὁ Ἡρώδης παρεπλησίασε τῇ ἀλώπεκι, καὶ ὁ γραμ-
ματεὺς ἀκούσας παρὰ τοῦ Σωτῆρος· «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις». καὶ ἐν τοῖς Ἄισμασιν ὁ Σολο-
μὼν λέγει· «πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικράς, ἀφανιζούσας τοὺς ἀμπελῶ-  
νας». καὶ ὁ Δαυὶδ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς λέγει· «μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται»,
264

καὶ τὰ ἑξῆς.

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 17, line 1

 Παμποίκιλός ἐστιν ἡ νοερὰ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ ἐν τῷ Ψαλμῷ


εἴρηται· «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ
περιβεβλημένη πεποικιλμένη», [ἥτις ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία].  
 [Παμποίκιλός ἐστιν ὁ Χριστός, αὐτὸς ὢν παρθενία, ἐγκράτεια, ἐλεη-
μοσύνη, πίστις, ἀρετή, ὁμόνοια, εἰρήνη, μακροθυμία, ἀλλὰ καὶ ἐχθρός
ἐστι τοῦ ἀποστάτου δράκοντος, τοῦ ἐν τῷ ὕδατι].
 Οὐδὲν οὖν ἀσκόπως, ὡς εἴρηται, περὶ πετεινῶν καὶ θηρίων ἐλάλησαν
αἱ θεῖαι Γραφαί.
 Καλῶς οὖν ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τοῦ πάνθηρος.

Περὶ ἀσπιδοχελώνης.

 Ὁ Σολομὼν ἐν ταῖς Παροιμίαις παραινεῖ λέγων· «μὴ πρόσεχε φαύλῃ


γυναικί· μέλι γὰρ ἀποστάζει ἀπὸ χειλέων γυναικὸς πόρνης, ἣ πρὸς καιρὸν
λιπαίνει σὸν φάρυγγα, ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὑρήσεις καὶ
ἠκονημένον μᾶλλον μαχαίρας διστόμου. τῆς γὰρ ἀφροσύνης οἱ πόδες  
κατάγουσι τοὺς χρωμένους αὐτῇ μετὰ θάνατον εἰς τὸν Ἅιδην».
 Ἔστι κῆτος ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀσπιδοχελώνη λεγόμενον, δύο φύσεις ἔχον.
 Πρώτη αὐτοῦ φύσις αὕτη· ἐὰν πεινάσῃ, ἀνοίγει αὑτοῦ τὸ στόμα,
καὶ πᾶσα εὐωδία ἀρωμάτων ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐξέρχεται, καὶ ὀσφραί-
νονται οἱ μικροὶ ἰχθύες, καὶ στοιβάζονται εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ κατα-  
πίνει αὐτούς· τοὺς δὲ μεγάλους καὶ τελείους ἰχθύας οὐχ εὑρίσκω ἐγγί-
ζοντας τῷ κήτει.

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 8, line 1

 HILPQ 3. Ἐγὼ δὲ Σολομῶν ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἀνα-


κρίνας τὸ παιδάριον εἶπον αὐτῷ· «οὐχὶ ὑπὲρ πάντας
τοὺς τεχνίτας τοὺς ἐργαζομένους ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ
σὲ ἠγάπησα καὶ ἐπεδίδουν σοι ἐν διπλῷ τὸν μισθὸν  
καὶ τὰ σιτία· καὶ πῶς ἐφ' ἑκάστην ἡμέραν λεπτύνῃ;» 4. τὸ δὲ
παιδίον εἶπεν· «δέομαί σου, βασιλεῦ, ἄκουσόν μου τὰ συμβάντα
μοι. μετὰ τὸ ἀπολυθῆναι ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἔργου τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ
μετὰ ἡλίου δυσμὰς ἐν τῷ ἀναπαύεσθαί με, ἔρχεται πονηρὸν
δαιμόνιον καὶ ἀφαιρεῖ ἀπ' ἐμοῦ τὸ ἥμισυ τοῦ μισθοῦ μου
καὶ τὸ ἥμισυ τῶν σιτίων μου, καὶ λαμβάνει μου τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ
θηλάζει μου τὸν ἀντίχειρον. καὶ ἰδοὺ θλιβομένης μου τῆς

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 10, line 7
265

καὶ τὸ ἥμισυ τῶν σιτίων μου, καὶ λαμβάνει μου τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ
θηλάζει μου τὸν ἀντίχειρον. καὶ ἰδοὺ θλιβομένης μου τῆς
ψυχῆς τὸ σῶμα μου λεπτύνεται καθ' ἑκάστην ἡμέραν.»
 5. Καὶ ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν εἰσῆλθον εἰς  
τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ καὶ ἐδεήθην ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς ἐξομολο-
γούμενος αὐτῷ νύκτα καὶ ἡμέραν ὅπως παραδοθῇ ὁ δαίμων
εἰς τὰς χεῖράς μου καὶ ἐξουσιάσω αὐτόν. 6. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ
προσεύχεσθαί με πρὸς τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἐδόθη
μοι παρὰ κυρίου Σαβαὼθ διὰ Μιχαὴλ τοῦ ἀρχαγγέλου δακτυ-
λίδιον ἔχον σφραγῖδα γλυφῆς λίθου τιμίου· 7. καὶ εἶπέ μοι·
»λάβε, Σολομῶν υἱὸς Δαυείδ, δῶρον ὃ ἀπέστειλέ σοι κύριος ὁ
θεὸς ὁ ὕψιστος Σαβαώθ, καὶ συγκλείσεις πάντα τὰ δαιμόνια
τά τε θηλυκὰ καὶ ἀρσενικὰ καὶ δι' αὐτῶν οἰκοδομήσεις
τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ τὴν σφραγῖδα ταύτην σε φέρειν τοῦ
θεοῦ.»  
 8. Καὶ περιχαρὴς γενόμενος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον τὸν θεὸν
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· καὶ τῇ ἐπαύριον ἐκέλευσα ἐλθεῖν πρός
με τὸ παιδίον καὶ ἀπέδωκα αὐτῷ τὴν σφραγῖδα, 9. καὶ εἶπον
αὐτῷ· «ἐν ᾗ ἂν ὥρᾳ ἐπιστῇ σοι τὸ δαιμόνιον ῥῖψον τὸ δακτυλί-
διον τοῦτο εἰς τὸ στῆθος τοῦ δαίμονος λέγων αὐτῷ· «δεῦρο
καλεῖ σε ὁ Σολομῶν,» καὶ δρομαίως παραγίνου πρός με μηδὲν

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 12, line 11

χαλεπὸν δαιμόνιον ὡς πῦρ φλεγόμενον ὥστε λαβεῖν κατὰ τὸ


σύνηθες τὸν μισθὸν τοῦ παιδαρίου. 11. τὸ δὲ παιδάριον κατὰ
τὸ ῥηθὲν αὐτῷ παρὰ τοῦ Σολομῶντος ἔρριψε τὸ δακτυλίδιον
ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ δαίμονος λέγων αὐτῷ· «δεῦρο καλεῖ σε ὁ
Σολομῶν,» καὶ ἀπῄει δρομαίως πρὸς τὸν Σολομῶντα. 12. ὁ δὲ
δαίμων ἐκραύγασε λέγων τῷ παιδαρίῳ· «τί τοῦτο ἐποίησας;
λάβε τὸ δακτυλίδιον καὶ ἐπίδος αὐτὸ πρὸς Σολομῶντα, κἀγώ
σοι δώσω τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον πάσης τῆς γῆς· μόνον μή
με ἀπαγάγῃς πρὸς Σολομῶντα.» 13. καὶ εἶπεν αὐτῷ τὸ παι-
δάριον· «ζῇ κύριος ὁ θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, οὐ μή σε ἀνέξομαι ἐὰν
μὴ ἀπαγάγω σε πρὸς Σολομῶντα.» 14. καὶ ἦλθε τὸ παιδάριον
καὶ εἶπε τῷ Σολομῶντι· «βασιλεῦ Σολομῶν, ἤγαγόν σοι τὸν  
δαίμονα καθὼς ἐνετείλω μοι, καὶ ἰδοὺ στήκει πρὸ τῶν πυλῶν
ἔξω δεδεμένος καὶ κράζων μεγάλῃ τῇ φωνῇ διδόναι μοι τὸ ἀρ-
γύριον καὶ τὸ χρυσίον πάσης τῆς γῆς τοῦ μή με ἀπαγαγεῖν αὐ-
τὸν πρὸς σέ.»
 II. Καὶ ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἀναστὰς ἀπὸ τοῦ θρό-
νου μου εἶδον τὸν δαίμονα φρίσσοντα καὶ τρέμοντα καὶ εἶπον
αὐτῷ· «τίς εἶ σύ, ⌈καὶ τίς ἡ κλῆσίς σου;⌉« ὁ δαίμων εἶπεν· «Ὀρνίας
καλοῦμαι.» 2. καὶ εἶπον αὐτῷ· «λέγε μοι ἐν ποίῳ ζῳδίῳ κεῖ-
σαι.» καὶ ἀποκριθεὶς ὁ δαίμων λέγει· «Ὑδροχόῳ·
266

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 12, line 12

σύνηθες τὸν μισθὸν τοῦ παιδαρίου. 11. τὸ δὲ παιδάριον κατὰ


τὸ ῥηθὲν αὐτῷ παρὰ τοῦ Σολομῶντος ἔρριψε τὸ δακτυλίδιον
ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ δαίμονος λέγων αὐτῷ· «δεῦρο καλεῖ σε ὁ
Σολομῶν,» καὶ ἀπῄει δρομαίως πρὸς τὸν Σολομῶντα. 12. ὁ δὲ
δαίμων ἐκραύγασε λέγων τῷ παιδαρίῳ· «τί τοῦτο ἐποίησας;
λάβε τὸ δακτυλίδιον καὶ ἐπίδος αὐτὸ πρὸς Σολομῶντα, κἀγώ
σοι δώσω τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον πάσης τῆς γῆς· μόνον μή
με ἀπαγάγῃς πρὸς Σολομῶντα.» 13. καὶ εἶπεν αὐτῷ τὸ παι-
δάριον· «ζῇ κύριος ὁ θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, οὐ μή σε ἀνέξομαι ἐὰν
μὴ ἀπαγάγω σε πρὸς Σολομῶντα.» 14. καὶ ἦλθε τὸ παιδάριον
καὶ εἶπε τῷ Σολομῶντι· «βασιλεῦ Σολομῶν, ἤγαγόν σοι τὸν  
δαίμονα καθὼς ἐνετείλω μοι, καὶ ἰδοὺ στήκει πρὸ τῶν πυλῶν
ἔξω δεδεμένος καὶ κράζων μεγάλῃ τῇ φωνῇ διδόναι μοι τὸ ἀρ-
γύριον καὶ τὸ χρυσίον πάσης τῆς γῆς τοῦ μή με ἀπαγαγεῖν αὐ-
τὸν πρὸς σέ.»
 II. Καὶ ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἀναστὰς ἀπὸ τοῦ θρό-
νου μου εἶδον τὸν δαίμονα φρίσσοντα καὶ τρέμοντα καὶ εἶπον
αὐτῷ· «τίς εἶ σύ, ⌈καὶ τίς ἡ κλῆσίς σου;⌉« ὁ δαίμων εἶπεν· «Ὀρνίας
καλοῦμαι.» 2. καὶ εἶπον αὐτῷ· «λέγε μοι ἐν ποίῳ ζῳδίῳ κεῖ-
σαι.» καὶ ἀποκριθεὶς ὁ δαίμων λέγει· «Ὑδροχόῳ· καὶ τοὺς ἐν  
Ὑδροχόῳ κειμένους δι' ἐπιθυμίαν τῶν γυναίων ἐπὶ τὴν Παρθέ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 25, line 3

νοις εὑρίσκομαι.» 11. καὶ λέγω αὐτῷ· «οὐδὲν ἕτερον παρά σου,
Ἀσμοδαῖε;» καὶ εἶπέ μοι· «ἐπίσταται ἡ δύναμις τοῦ θεοῦ τοῦ διὰ
τῆς αὐτοῦ σφραγῖδος δεσμεύσαντός με ἀλύτοις δεσμοῖς ὅτι ἅπερ
σοι εἶπον ἀληθῆ εἰσιν. ἀξιῶ δέ σε, βασιλεῦ Σολομῶν, μή με
κατακρίνῃς εἰς ὕδωρ.» 12. ἐγὼ δὲ μειδιάσας εἶπον· «ζῇ κύριος ὁ
θεὸς τῶν πατέρων μου σίδηρα ἔχεις φορέσαι καὶ πηλὸν ποιή-
σεις εἰς ὅλην τὴν σκευὴν τοῦ ναοῦ ἀνατρίβων τὴν χορηγίαν τῆς κώ-
μης.» καὶ ἐκέλευσα γενέσθαι ὑδρίας δέκα καὶ περιχώννυσθαι αὐτόν.  
καὶ δεινῶς στενάξας ὁ δαίμων τὰ κελευσθέντα αὐτὸν κατειρ-
γάζετο. τοῦτο δὲ ἐποίησε διότι καὶ τὸ προγνωστικὸν εἶχεν ὁ
Ἀσμοδαῖος. 13. καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν ἐγὼ Σολομῶν τὸν δόντα
μοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην· τὸ δὲ ἧπαρ τοῦ ἰχθύος καὶ τὴν χολὴν
μετὰ κλάσματος ⌈στύρακος λευκοῦ ὑπέκαιον τὸν Ἀσμοδαῖον⌉ διὰ
τὸ εἶναι αὐτὸν δυνατόν, καὶ κατηργεῖτο αὐτοῦ ἡ φωνὴ ⌈καὶ
πλήρης ὀδοὺς πικρίας.⌉
 VI. Καὶ ἐκέλευσα πάλιν παραστῆναι ἔμπροσθέν μου τὸν
Βεελζεβοὺλ καὶ προσκαθίσας ἔδοξέ μοι ἐπερωτῆσαι αὐτόν· «διὰ
τί σὺ μόνος ἄρχων τῶν δαιμόνων;» 2. ὁ δὲ λέγει μοι· «διὰ
τὸ μόνον με ὑπολειφθῆναι τῶν οὐρανίων ἀγγέλων. ἐγὼ γὰρ
267

ἤμην ἐν πρώτοις οὐράνιος ἄγγελος ὁ προσαγορευόμενος Βεελζε-


βούλ. 3. καὶ μετ' ἐμοῦ δεύτερος ⌈ἄθεος ὃν ἐπέταμε⌉ ὁ θεός, καὶ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 46, line 13

πᾶσαν μὲν ἀλήθειαν εἴπωσι· τὰ δὲ διὰ πυρὸς ποιήσουσιν ἀναλω-


θῆναι τὴν μέλλουσαν ὕλην τῶν ξύλων ὑπό σου συνάγεσθαι εἰς
οἰκοδομὴν ἐν τῷ ναῷ.» 6. καὶ ὡς ταῦτα ἐλάλησεν ὁ δαίμων,
ἰδοὺ τὸ πνεῦμα ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐξελθὸν ἐνέπρησε τὸν
δρυμῶνα τοῦ Λιβάνου καὶ ἐνεπύρισε πάντα τὰ ξύλα ἅπερ εἰς τὸν
ναὸν τοῦ θεοῦ ἐθέμην. 7. καὶ εἶδον ἐγὼ Σολομῶν ὃ πεποίηκε
τὸ πνεῦμα καὶ ἐθαύμασα, καὶ δοξάσας τὸν θεὸν ἠρώτησα τὸν
δαίμονα τὸν δρακοντοειδῆ λέγων· «εἰπέ μοι ποίῳ ἀγγέλῳ καταργῇ
σύ.» ὁ δέ μοι ἔφη· «τῷ μεγάλῳ ἀγγέλῳ τῷ ἐν τῷ δευτέρῳ
οὐρανῷ καθεζομένῳ τῷ καλουμένῳ Ἑβραϊστὶ Βαζαζάθ.» 8. κἀγὼ
Σολομῶν ἀκούσας ταῦτα καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ
κατέκρινα μάρμαρα πρίζειν εἰς οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ.
 XV. καὶ εὐλογήσας τὸν θεὸν ἐκέλευσα παρεῖναί μοι ἕτερον
δαίμονα. καὶ ἦλθε πρὸ προσώπου μου ἕτερον πνεῦμα ὡς γύνη
μὲν τὸ εἶδος ἔχον, εἰς δὲ τοὺς ὤμους ἑτέρας δύο κεφαλὰς σὺν
χερσίν. 2. καὶ ἠρώτησα αὐτήν· «λέγε μοι σὺ τίς εἶ.» ἔφη δέ
μοι· «ἐγώ εἰμι Ἐνήψιγος, ἥτις καὶ μυριώνυμος καλοῦμαι.» 3. καὶ
εἶπον αὐτῇ· «ἐν ποίῳ ἀγγέλῳ καταργῇ σύ;» ἡ δέ μοι ἔφη· «τί
ζητεῖς; τί χρήζεις; ἐγὼ μὲν μεταβάλλομαι ὡς θεὰ λεγομένη, καὶ
μεταβάλλομαι πάλιν καὶ γίνομαι ἕτερον εἶδος ἔχουσα. 4. καὶ μὴ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 60, line 6

ἀνθρώπων τῶν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ᾠκοδόμουν τὸν ναὸν


τοῦ θεοῦ, καὶ ἡ βασιλεία μου ἦν εὐθύνουσα. 2. καὶ ἤρχοντο
πάντες οἱ βασιλεῖς πρός με θεωρῆσαι τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ ὃν
ᾠκοδόμουν, καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐκόμιζον πρός με, χαλκόν  
τε καὶ σίδηρον καὶ μόλυβδον καὶ ξύλα προσέφερον εἰς τὴν
κατασκευὴν τοῦ ναοῦ. 3. ἐν οἷς καὶ ἡ Σάβα βασίλισσα Νότου
γόης ὑπάρχουσα πολλῇ τῇ φρονήσει ἦλθε καὶ προσεκύνησεν ἐνώ-
πιόν μου.
 XX. Καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν τεχνιτῶν γηραιὸς ἔρριψεν αὐτὸν ἐνώ-
πιόν μου λέγων· «βασιλεῦ Σολομῶν υἱὸς Δαυείδ, ἐλέησόν με τὸ
γέρας.» καὶ εἶπον αὐτῷ· «λέγε, γέρον, ὃ θέλεις.» 2. ὁ δὲ ἔφη·
»δέομαί σου, βασιλεῦ. υἱὸν ἔχω μονογενῆ, καὶ οὗτος καθ' ἑκά-
στην ὕβρεις ἐπάγει μοι χαλεπάς, ἔτυπτέ μου γὰρ τὸ πρόσωπον
καὶ τὴν κεφαλήν, ὅτι θάνατον πικρὸν ἐπαγγέλει μοι ποιῆσαι.
268

τούτου χάριν προσῆλθον ἵνα ἐκδικήσῃς μοι.» 3. ἐγὼ δὲ ταῦτα


ἀκούσας ἐκέλευσα ἀγαγεῖν ἐμοὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ. τούτου δὲ ἐλ-
θόντος εἶπον αὐτῷ· «οὕτως ἔχεις;» 4. ὁ δὲ ἔφη· «ἕως ἀπο-
νοίας ἐμπέπλησμαι, βασιλεῦ, ὥστε τὸν γεννήτορά μου παλάμῃ
τινάξαι. ἵλεώς μοι γενοῦ, ὦ βασιλεῦ· ἀθέμιτον γὰρ ἀκοῦσαι τοι-  
αύτην παραβολὴν καὶ ταλαιπορίαν.» 5. ἐγὼ οὖν Σολομῶν τοῦ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 61, line 1

πιόν μου λέγων· «βασιλεῦ Σολομῶν υἱὸς Δαυείδ, ἐλέησόν με τὸ


γέρας.» καὶ εἶπον αὐτῷ· «λέγε, γέρον, ὃ θέλεις.» 2. ὁ δὲ ἔφη·
»δέομαί σου, βασιλεῦ. υἱὸν ἔχω μονογενῆ, καὶ οὗτος καθ' ἑκά-
στην ὕβρεις ἐπάγει μοι χαλεπάς, ἔτυπτέ μου γὰρ τὸ πρόσωπον
καὶ τὴν κεφαλήν, ὅτι θάνατον πικρὸν ἐπαγγέλει μοι ποιῆσαι.
τούτου χάριν προσῆλθον ἵνα ἐκδικήσῃς μοι.» 3. ἐγὼ δὲ ταῦτα
ἀκούσας ἐκέλευσα ἀγαγεῖν ἐμοὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ. τούτου δὲ ἐλ-
θόντος εἶπον αὐτῷ· «οὕτως ἔχεις;» 4. ὁ δὲ ἔφη· «ἕως ἀπο-
νοίας ἐμπέπλησμαι, βασιλεῦ, ὥστε τὸν γεννήτορά μου παλάμῃ
τινάξαι. ἵλεώς μοι γενοῦ, ὦ βασιλεῦ· ἀθέμιτον γὰρ ἀκοῦσαι τοι-  
αύτην παραβολὴν καὶ ταλαιπορίαν.» 5. ἐγὼ οὖν Σολομῶν τοῦ
νέου ἀκούσας παρεκάλουν τὸν πρεσβύτην εἰς ἔννοιαν ἐλθεῖν. ὁ
δὲ οὐκ ἤθελεν ἀλλ' εἶπε· «θανατωσάτω αὐτόν.
 6. Καὶ θεωρῶν τὸν δαίμονα Ὀρνίαν γελάσαντα ἐγὼ ἐθυμώ-
θην λίαν ἐν τῷ γελάσαι αὐτὸν ἐνώπιόν μου, καὶ τοῦτον μεταστή-
σας ἐκέλευσα τὸν Ὀρνίαν ἐλθεῖν καὶ εἶπον αὐτῷ· «κατηραμένε, ἐμὲ
προσεγέλασας;» 7. ὁ δὲ ἔφη· «δέομαί σου, βασιλεῦ· οὐ διὰ σὲ
ἐγέλασα, ἀλλὰ διὰ τὸν δύστηνον γέροντα καὶ τὸν ἄθλιον νέον,
τὸν τούτου υἱόν· ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας τεθνήξεται, καὶ ἰδοὺ
ὁ γέρων βούλεται αὐτὸν κακῶς ἀνελεῖν.» 8. καὶ ἐγὼ εἶπον· «ἢ
ἀληθῶς οὕτως ἔχει;» ὁ δαίμων εἶπε· «ναί, βασιλεῦ.» 9.

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 63, line 8

οὐρανῷ ἐπιτελοῦντα, οὕτως καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, αἱ γὰρ ἀρχαὶ καὶ
ἐξουσίαι καὶ δυνάμεις ἄνω ἵπτανται καὶ τῆς εἰσόδου τοῦ οὐ-
ρανοῦ ἀξιοῦνται. 16. ἡμεῖς δὲ οἱ δαίμονες ἀτονοῦμεν μὴ ἔχοντες  
βάσιν ⌈ἀναβάσεως ἢ⌉ ἀναπαύσεως, καὶ ἐκπίπτομεν ὥσπερ φύλλα
ἀπὸ τῶν δένδρων καὶ δοκοῦσιν οἱ θεωροῦντες ἄνθρωποι ὅτι
ἀστέρες εἰσὶν οἱ πίπτοντες ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ. 17. οὐχ οὕτως
ἐστί, βασιλεῦ, ἀλλὰ πίπτομεν διὰ τὴν ἀσθένειαν ἡμῶν καὶ ἐν
τῷ μηδαμόθεν ἔχειν ἀντίληψιν καταπίπτομεν ὡς ἀστραπαὶ ἐπὶ
τὴν γῆν, καὶ πόλεις καταφλέγομεν καὶ ἀγροὺς ἐμπυρίζομεν. οἱ
δὲ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ τεθεμελιωμένοι εἰσὶν ἐν τῷ στερεώματι.»
18. καὶ ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἐκέλευσα τὸν δαίμονα τη-
ρεῖσθαι ἕως ἡμερῶν πέντε.
269

 19. Μετὰ δὲ τὰς πέντε ἡμέρας μετακαλεσάμενος τὸν γέροντα.


οὐκ ἤθελεν ἐλθεῖν. εἶτα ἐλθών, εἶδα αὐτὸν τεθλιμμένον καὶ
πενθοῦντα. 20. καὶ εἶπον αὐτῷ· «ποῦ ἐστιν ὁ υἱός σου, γέρον;»
ὁ δὲ ἔφη· «ἄπαις ἐγενόμην, ὦ βασιλεῦ, καὶ ἀνέλπιστος τάφῳ
υἱοῦ παραφυλάττω.» 21. ἐγὼ δὲ Σολομῶν ἀκούσας ταῦτα καὶ
γνοὺς ὅτι ἀληθῆ εἰσι τὰ παρὰ τοῦ δαίμονος λαληθέντα μοι
ἐδόξασα τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.  
 XXI. Καὶ Σάβα ἡ βασίλισσα Νότου ἐθαύμασα καὶ εἶδε τὸν
ναὸν ὃν ᾠκοδόμουν καὶ ἔδωκε μυρίους σίγλους χαλκοῦς.

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 72, line 12

ὁ δὲ ἔφη· ⌈«ἐν τῇ ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐγὼ ἐσκλήρυνα τὴν


καρδίαν Φαραὼ καὶ ἀνεπτέρωσα αὐτοῦ τὴν καρδίαν καὶ τῶν
θεραπόντων αὐτοῦ. 6. καὶ ἐποίησα αὐτοὺς ἵνα καταδιώξωσιν
ὀπίσω τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ, καὶ συνηκολούθησε Φαραὼ καὶ πάντες
οἱ Αἰγύπτιοι. τότε ἐγὼ παρήμην ἐκεῖ καὶ συνηκολουθήσαμεν,
καὶ ἀνήλθομεν ἅπαντες ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ. 7. καὶ ἐγένετο
ἡνίκα διεπέρασαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ,⌉ ἐπαναστραφὲν τὸ ὕδωρ ἐκάλυψε
πᾶσαν τὴν παρεμβολὴν τῶν Αἰγυπτίων· τότε εὑρέθην ἐγὼ ἐκεῖ
καὶ συνεκαλύφθην ἐν τῷ ὕδατι ⌈καὶ ἔμεινα ἐν τῇ θαλάσσῃ
τηρούμενος⌉ ὑποκάτω τοῦ κίονος ⌈μέχρι ἀνῆλθεν Ἐφιππᾶς.»
8. κἀγὼ δὲ Σολομῶν ὥρκισα αὐτὸν βαστάζειν τὸν κίονα ἕως
τῆς συντελείας. 9. καὶ σὺν θεῷ ἐκόσμησα τὸν ναὸν αὐτοῦ ἐν
πάσῃ εὐπρεπείᾳ. καὶ ἤμην χαίρων καὶ δοξάζων αὐτόν.⌉  
 XXVI. Ἔλαβον δὲ γυναῖκας ἀπὸ πάσης χώρας καὶ βασιλείας,
ὧν οὐκ ἦν ἀριθμός. καὶ ἐπορεύθην πρὸς τῶν Ἰεβουσαίων βασιλέα
καὶ εἶδον γυναῖκα ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτῶν καὶ ἠγάπησα αὐτὴν
σφόδρα, καὶ ἠθέλησα αὐτὴν μίξαι σὺν ταῖς γυναιξί μου. 2. καὶ
εἶπον πρὸς τοὺς ἱερεῖς αὐτῶν· «δότε μοι τὴν Σουμανίτην ταύ-
την, ὅτι ἠγάπησα αὐτὴν σφόδρα.» καὶ εἶπον πρός με· «εἰ
ἠγάπησας τὴν θυγατέρα ἡμῶν, προσκύνησον τοὺς θεοὺς ἡμῶν,
τὸν μέγαν Ῥαφὰν καὶ Μολόχ, καὶ λάβε αὐτήν.» 3. ἐγὼ δὲ οὐκ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 77, line 9

μοὶ καὶ ὁρῶ τὴν ἀποκεκρυμμένην σοφίαν σου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ


εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.» 5. ταῦτα τοίνυν εὐξαμένου φωνῆς  
ἤκουσεν λεγούσης· «Σολομῶν, Σολομῶν, κύριος ὁ θεός σου ἐρεῖ·
»ἄρξαι κτίζειν μου οἶκον εἰς ὄνομα τῆς ἐπουρανίου μου Σιών.»«
καὶ ἤρξατο οἰκοδομεῖν τὴν Σιών.
 8. Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἔφη μετὰ κλαυθμοῦ· «δέομαί σου,
βασιλεῦ Σολομῶν, ἵνα μή με κατακαύσῃς ὑπὸ τῆς σφραγῖδος,
καὶ ὑπόσχομαί σοι ἐν ὅρκῳ ὅτι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ὄντος προς-
φέρω σοι πάντα τὰ δαιμόνια καὶ παραδώσω σοι ταῦτα ὑποχει-
ρίους δι' ἑνὸς ἑκάστου σημείων καὶ τῶν δυνατῶν καὶ τῶν δυνα-
μένων καὶ τῶν ἐξουσιαζόντων.» καὶ εἶπον ἐγὼ Σολομῶν· «εἰ
τοῦτο ποιήσεις, ἔσῃ ἐλεύθερος.» 9. καὶ λέγει μοι· «λάμβανε
270

ἐρίφους μελανοὺς ἀγεννήτους εἰς ἀριθμὸν ποσουμένων ναʹ, καὶ


ἔνεγκέ μοι μάχαιραν καινὴν τρίκωλον μελανοκέρατον, καὶ ἐκδεί-
ραντες τὰς ἐρίφους.» 10. εἶτα προσέταξεν ἐναχθῆναι αἷμαν ἀν-
θρώπινον τοῦ δευθῆναι τὰ δέρματα καὶ ἔρραψεν αὐτὰ ἀνὰ δύο
φύλλων καὶ ἔρρυψεν αὐτὰ ἐν τριῳδίῳ, καὶ εὗρεν γεγραμμένον
ἑνὸς ἑκάστου ὄνομα ἰδιοχείρως ἐν τοῖς δερματίοις καὶ τὸ ση-  
μεῖον αὐτοῦ καὶ τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ καὶ τὴν δεσποτείαν αὐτοῦ
οὕτως·

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 83, line 19

σῶμα γυναικὸς εὐχρώτου, κτήμας δὲ ἡμιόνου. 3. ἐλθούσης δὲ


αὐτῆς ἔφην αὐτὴν λέγων· «σὺ τίς εἶ;» ἡ δὲ ἔφη μοι· «ἐγὼ Ὀνοσκε-
λοῦ καλοῦμαι, πνεῦμα σεσωματοποιημένον. φωλεύω δὲ ἐπὶ τῆς
γῆς· σπήλαιον οἰκῶ ἔνθα χρυσίον κεῖται. 4. ἔχω δὲ πολυποίκι-
λον τρόπον· ποτὲ μὲν ἀνθρώπους πνίγω ὡς δι' ἀγχόνης, ποτὲ
δὲ ἀπὸ τῆς φύσεως ⌈ἐπιεγκόνων⌉ σκολιάζω αὐτούς. 5. πλεῖστά
μοι οἰκητήρια· πολλάκις δὲ καὶ συγγίνομαι τοῖς ἀνθρώποις ὡς
γυναῖκάν με εἶναι, πρὸ δὲ τῶν ἄλλων τοὺς μελιχροῦς, οὗτοι
γὰρ καὶ συναστροί μού εἰσιν· καὶ γὰρ τὸ ἄστρο μου οὗτοι λάθρα
καὶ φανερῶς προσκυνοῦσιν.» 6. ἐπηρώτησα δὲ αὐτὴν ἐγὼ Σολο-
μῶν· «πόθεν γεννᾶσαι;» ἡ δὲ ἔφη· «ἀπὸ φωνῆς βηρσαβεὲ ἱππι-
κῆς χρηματικῆς.»  
 7. Καὶ κατέκλεισα αὐτὴν ὑποκάτωθεν τεσσάρων λίθων με-
γάλων. ἡ δὲ ἐβόησεν· «ἔξελέ με, ἔξελέ με, καὶ ἐνεγκῶ σοι τρά-
πεζαν μετὰ φιάλου καὶ κύλικος, ἥντινα λαβὼν ἐπικρούσας μετὰ
ἱμάσθλης πάντα προσφέρει σοι τὰ ὑποτεταγμένα βρωτὰ καὶ
ποτά.» 8. καὶ κελεύσας ἀχθῆναι αὐτὴν, ἤνεγκέ μοι τράπεζαν
λιθίνην ἐκ λίθου ἰάσπιδος· μῆκος αὐτῆς ὡς πηχῶν τεσσάρων
καὶ πλάτος πηχῶν τεσσάρων, ἔχουσα καὶ ἐν τοῖς κέρασιν μυρμη-
κολέοντας τέσσαρας λαλοῦντας ἀντ' ἐμοῦ ὅσα ἤθελον. 9. καὶ
δὴ κελεύσας ὁμοῦ καὶ τὴν τράπεζαν ἐναχθῆναι ἐπεζήτουν καὶ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 84, line 14

ἱμάσθλης πάντα προσφέρει σοι τὰ ὑποτεταγμένα βρωτὰ καὶ


ποτά.» 8. καὶ κελεύσας ἀχθῆναι αὐτὴν, ἤνεγκέ μοι τράπεζαν
λιθίνην ἐκ λίθου ἰάσπιδος· μῆκος αὐτῆς ὡς πηχῶν τεσσάρων
καὶ πλάτος πηχῶν τεσσάρων, ἔχουσα καὶ ἐν τοῖς κέρασιν μυρμη-
κολέοντας τέσσαρας λαλοῦντας ἀντ' ἐμοῦ ὅσα ἤθελον. 9. καὶ
δὴ κελεύσας ὁμοῦ καὶ τὴν τράπεζαν ἐναχθῆναι ἐπεζήτουν καὶ
τὴν κύλικαν, μέντοι καὶ λίθον λυχνίτην κύλικος, καὶ περιέχον
σχῆμα ἐπιδέδωκεν, καὶ ἡ μὲν τράπεζα ὅσα βρωτά, ἡ δὲ κύλιξ
ὅσα ποτὰ παρεῖχεν ἐπιζητούμενα.
 XII. Ἀνεζήτησα γὰρ ἐκ τῆς σφραγῖδος τὸ Παλτιὲλ Τζαμάλ,
καὶ εὐθέως παραστὰς ἔφη μοι· «Σολομῶν, υἱὲ Δαυείδ, τί ἐκ-
271

πειράζεις τοὺς δούλους σου καὶ τὰς δούλας σου; ἡμεῖς πάντες
ἕως καιροῦ σου καὶ δουλεύειν καὶ ὑπείκειν καθυποσχόμεθα καὶ
τὰ ὀνόματα ἡμῶν ⌈ἔχειν⌉ ἐν ἀσφαλείᾳ ἐγράψαμεν καὶ τὰς δυνά-
μεις ἀνηγγείλαμεν ἁπάσας. 2. ὅντινα προστάσσεις, τὸ κελευό-
μενον ἐκπληρεῖν προθυμότατα. καὶ δεόμεθά σου ἵνα μὴ ἐάσῃς
ἡμᾶς ἀπελθεῖν εἰς πέλαγος ἀχανές.»
 3. Ἐγὼ δέ φησιν αὐτὸν εἰ ἔστιν ἀνάστασις τῶν τεθνεότων.  
καὶ ἐφώνησεν φωνὴν μεγάλην λέγων· «ἔστιν, ἔστιν, μὰ τὸν
ἰσχυρὸν θεὸν καὶ ζῶντα. καὶ ἡμεῖς γὰρ οἴη

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 86, line 18

κοινοῖς καὶ ἀφελεστέροις, ἵνα μὴ ὁ θησαυρὸς ἐκλείπῃ τοῖς οἰκου-


μένοις. 3. οὐδεὶς γὰρ ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τῆς σήμερον ἡμᾶς ἐδου-
λώσατο, καὶ μὴ παραχωρίσῃς ἡμᾶς θνητοῖς σώμασιν πειθαρχεῖν.
4. ὁ γὰρ Ἐζεκείας, ὦ βασιλεῦ, πολλὰ μὲν καὶ πατροπαράδοτα
κατακαύσει καὶ ἄλλα πολλὰ μὲν ἀφανίσει βιβλία, καὶ τὴν οἰκου-
μένην στηρίξει καὶ τὰ περιττὰ διακόψει.
 5. Ἐγὼ δὲ Σολομῶν ἀκούσας εἶπον αὐτόν· «ἐξορκίζω σε εἰς
τὸν θρόνον τοῦ θεοῦ τὸ ἀσάλευτον καὶ εἰς τὸ ὄρνεον τὸ περι-
πετόμενον ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἵνα με εἴπῃς ἐν ποίῳ ἀγ-
γέλῳ οἱ πάντες καταργεῖσθε.» 6. καὶ εἶπέν μοι· «βασιλεῦ Σολο-
μῶν, ἡμεῖς πάντες ὑπὸ τοῦ θεοῦ δυνάμει καταργούμεθα καὶ ἐν
τῷ ὀνόματι Ἀγλά, ἀλλ' ἐπειδὴ τῇ σφραγῖδι κατεδεσμεύσας ἡμᾶς
σὺ μόνος, ὑποτασσόμεθα μέχρι τινός. 7. ἐλεύσονται γὰρ ἡμέραι
ἐν αἷς πολλὰ δεηθήσῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἱκετεύομέν σοι ὅπως ἐν
ταῖς ἑξῆς γενεαῖς ἕξομεν σημεῖον τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπο-
δείξομεν τοῦτο Ἐζεκείᾳ τῷ βασιλεῖ ὅπως δειχθῇ καὶ πλατυνθῇ
εἰς τὴν οἰκουμένην ἣν δώσομεν αὐτῷ διαθήκην καινήν. 8. καὶ
ταύτην, ἐν ᾗ ἀληθινῶς τὰ ὀνόματα ἡμῶν ἐχαράξαμεν, κατακαύ-
σει ἄνευ ἑνὸς μόνου ἥτις φυλαχθήσεται καὶ ἐν τῇ προσδοκου-  
μένῃ τοῦ θεοῦ παρουσίᾳ πάλιν διαπλατυνθήσεται. 9. ἡ δὲ παρ'
ἡμῶν δοθεῖσα τῷ Ἐζεκείᾳ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ παραδοθήσεται

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 87, line 5

ἐν αἷς πολλὰ δεηθήσῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἱκετεύομέν σοι ὅπως ἐν


ταῖς ἑξῆς γενεαῖς ἕξομεν σημεῖον τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπο-
δείξομεν τοῦτο Ἐζεκείᾳ τῷ βασιλεῖ ὅπως δειχθῇ καὶ πλατυνθῇ
εἰς τὴν οἰκουμένην ἣν δώσομεν αὐτῷ διαθήκην καινήν. 8. καὶ
ταύτην, ἐν ᾗ ἀληθινῶς τὰ ὀνόματα ἡμῶν ἐχαράξαμεν, κατακαύ-
σει ἄνευ ἑνὸς μόνου ἥτις φυλαχθήσεται καὶ ἐν τῇ προσδοκου-  
μένῃ τοῦ θεοῦ παρουσίᾳ πάλιν διαπλατυνθήσεται. 9. ἡ δὲ παρ'
ἡμῶν δοθεῖσα τῷ Ἐζεκείᾳ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ παραδοθήσεται
καὶ ὡς μέγα τι κειμήλιον παρὰ τοῖς σοφοῖς φυλαχθήσεται,
ἥντινα ὡς παίγνιον καὶ ἀπάτην ἐκδώσομεν ἐν τῷ κόσμῳ.
272

 10. Ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἐδεήθην τοῦ θεοῦ καὶ


εἶπον· «θεὲ πατέρων, Ἀδωνάϊ μέγας, ὁ τὴν σοφίαν τῳ δούλῳ
σου χαρισάμενος, ἀποκάλυψόν μοι τί δεῖ ποιῆσαι.» 11. καὶ ἦλθεν
φωνὴ λέγουσα· «Σολομῶν, Σολομῶν, ἔασον γραμμάτιον τῷ Ἐζε-
κείᾳ τῇ σφραγῖδι ταύτῃ ἐκσφραγισάμενος.» 12. καὶ καθίσας
ἔγραψα· «τῷ Ἐζεκείᾳ τῷ μέλλοντι βασιλεῖ· Σολομῶν βασιλεύς.
υἱὸς Δαυείδ, ἀπέστειλά σοι τάδε. λάβε ἐκ τοῦ Παλτιὲλ Τζαμὰλ
διαθήκην ἣν δώσει σοι καὶ τῷ κόσμῳ παντὶ καταπλούτισον·
τὴν δὲ ἐμὴν παραδοὺς πυρὶ πλὴν ἑνὸς ἥτις καὶ ἐν λαϊνέοις ἐν-
τυπωθήσεται γράμμασιν ἕως ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς θελήσαιεν.»
 13. Ταῦτα γράψας παρέδωκα τῷ Τζαμάλ, καὶ πάλιν

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 87, line 8

εἰς τὴν οἰκουμένην ἣν δώσομεν αὐτῷ διαθήκην καινήν. 8. καὶ


ταύτην, ἐν ᾗ ἀληθινῶς τὰ ὀνόματα ἡμῶν ἐχαράξαμεν, κατακαύ-
σει ἄνευ ἑνὸς μόνου ἥτις φυλαχθήσεται καὶ ἐν τῇ προσδοκου-  
μένῃ τοῦ θεοῦ παρουσίᾳ πάλιν διαπλατυνθήσεται. 9. ἡ δὲ παρ'
ἡμῶν δοθεῖσα τῷ Ἐζεκείᾳ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ παραδοθήσεται
καὶ ὡς μέγα τι κειμήλιον παρὰ τοῖς σοφοῖς φυλαχθήσεται,
ἥντινα ὡς παίγνιον καὶ ἀπάτην ἐκδώσομεν ἐν τῷ κόσμῳ.
 10. Ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἐδεήθην τοῦ θεοῦ καὶ
εἶπον· «θεὲ πατέρων, Ἀδωνάϊ μέγας, ὁ τὴν σοφίαν τῳ δούλῳ
σου χαρισάμενος, ἀποκάλυψόν μοι τί δεῖ ποιῆσαι.» 11. καὶ ἦλθεν
φωνὴ λέγουσα· «Σολομῶν, Σολομῶν, ἔασον γραμμάτιον τῷ Ἐζε-
κείᾳ τῇ σφραγῖδι ταύτῃ ἐκσφραγισάμενος.» 12. καὶ καθίσας
ἔγραψα· «τῷ Ἐζεκείᾳ τῷ μέλλοντι βασιλεῖ· Σολομῶν βασιλεύς.
υἱὸς Δαυείδ, ἀπέστειλά σοι τάδε. λάβε ἐκ τοῦ Παλτιὲλ Τζαμὰλ
διαθήκην ἣν δώσει σοι καὶ τῷ κόσμῳ παντὶ καταπλούτισον·
τὴν δὲ ἐμὴν παραδοὺς πυρὶ πλὴν ἑνὸς ἥτις καὶ ἐν λαϊνέοις ἐν-
τυπωθήσεται γράμμασιν ἕως ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς θελήσαιεν.»
 13. Ταῦτα γράψας παρέδωκα τῷ Τζαμάλ, καὶ πάλιν ἠρώ-
τησα αὐτὸν εἰ ἔστιν καλὸν τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυ-
μάτιστον ἐν τῷ κόσμῳ ἐᾶσαι πλοῦτον. καὶ εἶπέν μοι· «ἓν μό-
νον ἔασον δι' οἰκείας γραφῆς σου τῇ μέσῃ τῆς γῆς γράμμασιν

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 87, line 10

σει ἄνευ ἑνὸς μόνου ἥτις φυλαχθήσεται καὶ ἐν τῇ προσδοκου-  


μένῃ τοῦ θεοῦ παρουσίᾳ πάλιν διαπλατυνθήσεται. 9. ἡ δὲ παρ'
ἡμῶν δοθεῖσα τῷ Ἐζεκείᾳ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ παραδοθήσεται
καὶ ὡς μέγα τι κειμήλιον παρὰ τοῖς σοφοῖς φυλαχθήσεται,
ἥντινα ὡς παίγνιον καὶ ἀπάτην ἐκδώσομεν ἐν τῷ κόσμῳ.
 10. Ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἐδεήθην τοῦ θεοῦ καὶ
εἶπον· «θεὲ πατέρων, Ἀδωνάϊ μέγας, ὁ τὴν σοφίαν τῳ δούλῳ
σου χαρισάμενος, ἀποκάλυψόν μοι τί δεῖ ποιῆσαι.» 11. καὶ ἦλθεν
273

φωνὴ λέγουσα· «Σολομῶν, Σολομῶν, ἔασον γραμμάτιον τῷ Ἐζε-


κείᾳ τῇ σφραγῖδι ταύτῃ ἐκσφραγισάμενος.» 12. καὶ καθίσας
ἔγραψα· «τῷ Ἐζεκείᾳ τῷ μέλλοντι βασιλεῖ· Σολομῶν βασιλεύς.
υἱὸς Δαυείδ, ἀπέστειλά σοι τάδε. λάβε ἐκ τοῦ Παλτιὲλ Τζαμὰλ
διαθήκην ἣν δώσει σοι καὶ τῷ κόσμῳ παντὶ καταπλούτισον·
τὴν δὲ ἐμὴν παραδοὺς πυρὶ πλὴν ἑνὸς ἥτις καὶ ἐν λαϊνέοις ἐν-
τυπωθήσεται γράμμασιν ἕως ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς θελήσαιεν.»
 13. Ταῦτα γράψας παρέδωκα τῷ Τζαμάλ, καὶ πάλιν ἠρώ-
τησα αὐτὸν εἰ ἔστιν καλὸν τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυ-
μάτιστον ἐν τῷ κόσμῳ ἐᾶσαι πλοῦτον. καὶ εἶπέν μοι· «ἓν μό-
νον ἔασον δι' οἰκείας γραφῆς σου τῇ μέσῃ τῆς γῆς γράμμασιν
ἀσημάντοις.» 14. καὶ δὴ καθίσας ἔγραψα χαλδαϊκοῖς γράμμασιν
χερσὶν οἰκείαις τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυμάτιστον

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 87, line 26

τησα αὐτὸν εἰ ἔστιν καλὸν τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυ-


μάτιστον ἐν τῷ κόσμῳ ἐᾶσαι πλοῦτον. καὶ εἶπέν μοι· «ἓν μό-
νον ἔασον δι' οἰκείας γραφῆς σου τῇ μέσῃ τῆς γῆς γράμμασιν
ἀσημάντοις.» 14. καὶ δὴ καθίσας ἔγραψα χαλδαϊκοῖς γράμμασιν
χερσὶν οἰκείαις τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυμάτιστον
ἐᾶσαι πλοῦτον, παραδοὺς μόνην τὴν Παλαιστίνην, ὡς, ὁπόταν
φανήσεται, οὐ μόνον κεκτημένον ἀλλὰ καὶ ἅπαντα κόσμον ὀνήσῃ
ὑγιαινὰ καὶ πλουτοποιὰ χαρίσματα παρέχη ἑκάστοτε, ἐπεὶ οὐρα-
νόθεν ταῦτα κατέβησαν χερσὶν Ὑψίστου, μεγάλων κυδῶν κατέ-
χουσι παλάμην, τοῦτο καὶ ἐπιδοῦσί μοι.
 15. Ὧδε ἐγὼ Σολομῶν. εἰς δὲ τὸ ἑξῆς θεὸς ἰσχυρός, Ὕψι-
στος Σαβαώθ· ἀμήν.  

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Ὁ Σολομῶν υἱὸς Δαυεὶδ ἐγένετο ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου γυναι-


κός· ἐγένετο δὲ οὕτως. ἐσκέψατο Δαυεὶδ ὁ βασιλεὺς τὴν τοῦ
Οὐρίου γυναῖκα ἐν τῷ βαλανείῳ γυμνήν. καὶ ἐμβατεύσας ὁ Σα-
τανᾶς εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἔρωτα ἐπιθυμίας, ἐμοίχευσεν αὐτήν.
2. καὶ οὐ μόνον τὸ τῆς μοιχείας ἔργον εἰργάσατο, ἀλλὰ καὶ
φονεῦσαι προήχθη τὸν Οὐρίαν τὸν ἄνδρα τῆς μοιχευθείσης ὁ
ἀγαπητὸς τοῦ θεοῦ, ὁ μέγας προφήτης, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ θεοῦ, ὁ
μέγιστος τοῖς πᾶσιν, ὁ τῆς ψαλμωδίας καλλωπισμός, ὁ τῆς πα

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 88, line 1t

νον ἔασον δι' οἰκείας γραφῆς σου τῇ μέσῃ τῆς γῆς γράμμασιν
ἀσημάντοις.» 14. καὶ δὴ καθίσας ἔγραψα χαλδαϊκοῖς γράμμασιν
χερσὶν οἰκείαις τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυμάτιστον
274

ἐᾶσαι πλοῦτον, παραδοὺς μόνην τὴν Παλαιστίνην, ὡς, ὁπόταν


φανήσεται, οὐ μόνον κεκτημένον ἀλλὰ καὶ ἅπαντα κόσμον ὀνήσῃ
ὑγιαινὰ καὶ πλουτοποιὰ χαρίσματα παρέχη ἑκάστοτε, ἐπεὶ οὐρα-
νόθεν ταῦτα κατέβησαν χερσὶν Ὑψίστου, μεγάλων κυδῶν κατέ-
χουσι παλάμην, τοῦτο καὶ ἐπιδοῦσί μοι.
 15. Ὧδε ἐγὼ Σολομῶν. εἰς δὲ τὸ ἑξῆς θεὸς ἰσχυρός, Ὕψι-
στος Σαβαώθ· ἀμήν.  

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Ὁ Σολομῶν υἱὸς Δαυεὶδ ἐγένετο ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου γυναι-


κός· ἐγένετο δὲ οὕτως. ἐσκέψατο Δαυεὶδ ὁ βασιλεὺς τὴν τοῦ
Οὐρίου γυναῖκα ἐν τῷ βαλανείῳ γυμνήν. καὶ ἐμβατεύσας ὁ Σα-
τανᾶς εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἔρωτα ἐπιθυμίας, ἐμοίχευσεν αὐτήν.
2. καὶ οὐ μόνον τὸ τῆς μοιχείας ἔργον εἰργάσατο, ἀλλὰ καὶ
φονεῦσαι προήχθη τὸν Οὐρίαν τὸν ἄνδρα τῆς μοιχευθείσης ὁ
ἀγαπητὸς τοῦ θεοῦ, ὁ μέγας προφήτης, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ θεοῦ, ὁ
μέγιστος τοῖς πᾶσιν, ὁ τῆς ψαλμωδίας καλλωπισμός, ὁ τῆς πα-
λαιᾶς καὶ νέας διαθήκης σημειοφόρος, ὁ μεγαλώνυμος θεοπάτωρ.
ἠπατήθη γὰρ παρὰ τοῦ Βελίαρ καὶ ἀρχεκάκου ἔχθρου·

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 88, line 2

ἀσημάντοις.» 14. καὶ δὴ καθίσας ἔγραψα χαλδαϊκοῖς γράμμασιν


χερσὶν οἰκείαις τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυμάτιστον
ἐᾶσαι πλοῦτον, παραδοὺς μόνην τὴν Παλαιστίνην, ὡς, ὁπόταν
φανήσεται, οὐ μόνον κεκτημένον ἀλλὰ καὶ ἅπαντα κόσμον ὀνήσῃ
ὑγιαινὰ καὶ πλουτοποιὰ χαρίσματα παρέχη ἑκάστοτε, ἐπεὶ οὐρα-
νόθεν ταῦτα κατέβησαν χερσὶν Ὑψίστου, μεγάλων κυδῶν κατέ-
χουσι παλάμην, τοῦτο καὶ ἐπιδοῦσί μοι.
 15. Ὧδε ἐγὼ Σολομῶν. εἰς δὲ τὸ ἑξῆς θεὸς ἰσχυρός, Ὕψιστος Σαβαώθ· ἀμήν.  

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Ὁ Σολομῶν υἱὸς Δαυεὶδ ἐγένετο ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου γυναι-


κός· ἐγένετο δὲ οὕτως. ἐσκέψατο Δαυεὶδ ὁ βασιλεὺς τὴν τοῦ
Οὐρίου γυναῖκα ἐν τῷ βαλανείῳ γυμνήν. καὶ ἐμβατεύσας ὁ Σα-
τανᾶς εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἔρωτα ἐπιθυμίας, ἐμοίχευσεν αὐτήν.
2. καὶ οὐ μόνον τὸ τῆς μοιχείας ἔργον εἰργάσατο, ἀλλὰ καὶ
φονεῦσαι προήχθη τὸν Οὐρίαν τὸν ἄνδρα τῆς μοιχευθείσης ὁ
ἀγαπητὸς τοῦ θεοῦ, ὁ μέγας προφήτης, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ θεοῦ, ὁ
μέγιστος τοῖς πᾶσιν, ὁ τῆς ψαλμωδίας καλλωπισμός, ὁ τῆς πα-
λαιᾶς καὶ νέας διαθήκης σημειοφόρος, ὁ μεγαλώνυμος θεοπάτωρ.
ἠπατήθη γὰρ παρὰ τοῦ Βελίαρ καὶ ἀρχεκάκου ἔχθρου· ἠπατήθη
γὰρ ὡς ὁ πρωτόπλαστος ἐκεῖνος Ἀδάμ. 3. ἐφονεύθη δὲ Οὐρίας
275

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 89, line 20

δίκη αὕτη;» 10. ὁ δὲ Νάθαν παραβολικῶς ἔλεγε· «δεσπότην ἔχω


τὸν δεσπόζοντά με, καὶ κέκτηται ἀμνάδας ἑκατόν· καὶ εὐφραίνε-
ται μετ' αὐτῶν. ἐγὼ δὲ κέκτημαι ἀμνάδα μίαν. καὶ ἔλαβεν
αὐτὴν ἀπ' ἐμοῦ ὁ τὰς ἑκατὸν ἔχων καὶ κατέφαγεν αὐτήν.»
11. τότε ἔγνω ὁ Δαυεὶδ τὸ σκευασθὲν αὐτῷ δράμα καὶ ἀναστὰς
ἐκ τῆς κλίνης αὐτοῦ στενάξας πικρῶς μετὰ δακρύων ἔλεγεν·
»ἐγώ εἰμι ὁ ταῦτα διαπραξάμενος.» καὶ ἤρξατο κατανυκτικῶς
λέγειν τὸν πεντηκοστὸν ψαλμόν, καὶ ὁ Νάθαν πρὸς αὐτόν. καὶ
ἀφείλατο λοιπὸν κύριος ὁ θεὸς τὸ ἁμάρτημα.
 12. Ἔτεκε Δαυεὶδ τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου. καὶ
ἔλαβε τὴν βασιλείαν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαυεὶδ καὶ ἦν ἐληλακῶς
εἰς ἄκρον σοφίας καὶ φρονήσεως· καὶ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας
αὐτοῦ κατήντησε μέχρι καὶ τῆς θείας σαρκώσεως τοῦ κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπεί ἐστι καὶ αὐτὸς ἐκ φυλῆς, μᾶλλον δὲ
ἐξ ὀσφύος τοῦ θεοπάτορος Δαυεὶδ ἵνα καὶ ἡ προφητικὴ ῥῆσις
πληρωθῇ ἡ λέγουσα· «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα οὐδὲ ἡγού-
μενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως οὗ ἔλθη ὃ ἀπόκειται.»
13. ἡ σοφία δὲ Σολομῶντος ὁμοία ἦν τῇ σοφίᾳ τοῦ πρώτου
ἐκείνου ἀνθρώπου Ἀδάμ. ἐπαιδεύθη ταύτην τὴν σοφίαν τὴν
μὲν παρὰ τοῦ θαυμασίου Σιράχ, τὴν δὲ παρὰ τῆς ἄνω προνοίας.

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 89, line 28

ἀφείλατο λοιπὸν κύριος ὁ θεὸς τὸ ἁμάρτημα.


 12. Ἔτεκε Δαυεὶδ τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου. καὶ
ἔλαβε τὴν βασιλείαν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαυεὶδ καὶ ἦν ἐληλακῶς
εἰς ἄκρον σοφίας καὶ φρονήσεως· καὶ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας
αὐτοῦ κατήντησε μέχρι καὶ τῆς θείας σαρκώσεως τοῦ κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπεί ἐστι καὶ αὐτὸς ἐκ φυλῆς, μᾶλλον δὲ
ἐξ ὀσφύος τοῦ θεοπάτορος Δαυεὶδ ἵνα καὶ ἡ προφητικὴ ῥῆσις
πληρωθῇ ἡ λέγουσα· «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα οὐδὲ ἡγού-
μενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως οὗ ἔλθη ὃ ἀπόκειται.»
13. ἡ σοφία δὲ Σολομῶντος ὁμοία ἦν τῇ σοφίᾳ τοῦ πρώτου
ἐκείνου ἀνθρώπου Ἀδάμ. ἐπαιδεύθη ταύτην τὴν σοφίαν τὴν
μὲν παρὰ τοῦ θαυμασίου Σιράχ, τὴν δὲ παρὰ τῆς ἄνω προνοίας.
τούτου δὲ τὴν σοφίαν ἐμφαίνων ὁ κύριος ἐν τοῖς εὐαγγελίοις
ἔλεγεν, ὅτι «οὐδὲ σοφίαν Σολομῶντος ὑψηλοτέραν οἴμαι τῶν
ἄλλων,» ταύτην κρίνας ὥσπερ δῆτα καὶ ἦν.  
 II. Ταύτῃ τῇ σοφίᾳ θαρρήσας ὁ θαυμάσιος Σολομῶν ἐβου-
λήθη ἀνεγεῖραι οἶκον κυρίῳ τῷ θεῷ περικαλλῆ καὶ κρείττω
πάντων τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. ἐγένετο δὲ καὶ
ἀνηγείρετο ὁ οἶκος κυρίου τοῦ θεοῦ θελήσει καὶ σοφίᾳ καὶ δη-
μιουργίᾳ θεοῦ διὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς τούτου
276

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 89, line 32

εἰς ἄκρον σοφίας καὶ φρονήσεως· καὶ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας


αὐτοῦ κατήντησε μέχρι καὶ τῆς θείας σαρκώσεως τοῦ κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπεί ἐστι καὶ αὐτὸς ἐκ φυλῆς, μᾶλλον δὲ
ἐξ ὀσφύος τοῦ θεοπάτορος Δαυεὶδ ἵνα καὶ ἡ προφητικὴ ῥῆσις
πληρωθῇ ἡ λέγουσα· «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα οὐδὲ ἡγού-
μενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως οὗ ἔλθη ὃ ἀπόκειται.»
13. ἡ σοφία δὲ Σολομῶντος ὁμοία ἦν τῇ σοφίᾳ τοῦ πρώτου
ἐκείνου ἀνθρώπου Ἀδάμ. ἐπαιδεύθη ταύτην τὴν σοφίαν τὴν
μὲν παρὰ τοῦ θαυμασίου Σιράχ, τὴν δὲ παρὰ τῆς ἄνω προνοίας.
τούτου δὲ τὴν σοφίαν ἐμφαίνων ὁ κύριος ἐν τοῖς εὐαγγελίοις
ἔλεγεν, ὅτι «οὐδὲ σοφίαν Σολομῶντος ὑψηλοτέραν οἴμαι τῶν
ἄλλων,» ταύτην κρίνας ὥσπερ δῆτα καὶ ἦν.  
 II. Ταύτῃ τῇ σοφίᾳ θαρρήσας ὁ θαυμάσιος Σολομῶν ἐβου-
λήθη ἀνεγεῖραι οἶκον κυρίῳ τῷ θεῷ περικαλλῆ καὶ κρείττω
πάντων τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. ἐγένετο δὲ καὶ
ἀνηγείρετο ὁ οἶκος κυρίου τοῦ θεοῦ θελήσει καὶ σοφίᾳ καὶ δη-
μιουργίᾳ θεοῦ διὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς τούτου προθυ-
μίας. ἀνήγειρε τοίνυν μετὰ μεγάλης εὐπρεπείας τὸν τοιοῦτον
ναὸν αὐτός τε καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ. 2. ἔσχε δὲ ἕνα ἀπὸ τῶν
παίδων αὐτοῦ ποθεινότατον παρὰ πάντας, τὰ γὰρ σιτία καὶ τὰς
τροφὰς καὶ τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸ διπλοῦν παρεῖχεν αὐτῷ.

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 90, line 20

ὁ τοιοῦτος παῖς ἀηδὴς τῇ ὄψει καὶ τὸ πρόσωπον ἀκαλλώπιστος,


καὶ ἐλυπεῖτο βλέπων αὐτὸν οὕτως ἔχοντα ὁ Σολομῶν. 3. ἐν
μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν φησι πρὸς αὐτόν· «πῶς οὕτως ἀηδὴς ἔχεις;
τί σε τῶν παρόντων λυπεῖ; μὴ οὐ λαμβάνεις τὰ πάντα διπλᾶ
παρ' ἐμοῦ;» 4. καὶ ὁ παῖς φησι πρὸς τὸν βασιλέα· «τὰ μὲν σιτία,
δέσποτα βασιλεῦ, ἅπερ μοι παρέχεις πάντα καταναλίσκω. οὐκ
εὐφραίνει δὲ ἀπὸ τούτων οὐδέν, καταλαμβάνει γὰρ ἐπ' ἐμὲ διὰ
τῆς νυκτὸς δαιμόνιον πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον καὶ ὑποπιάζει καὶ
ἐκθλίβει τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου μοῦ. καὶ ἀπεργάζεται τὴν
ὄψιν μου τοιαύτην οἵαν ὁρᾷς ἀηδῆ καὶ σκυθρωπήν.»
 5. Ἀκούσας δὲ τὸ ῥῆμα τοῦτο ὁ Σολομῶν ἐποίησεν ὑπὲρ
τούτου ἔντευξιν καὶ παράκλησιν πρὸς κύριον τὸν θεόν. 6. καὶ
ἀπεστάλη πρὸς αὐτὸν Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος μετὰ σφραγῖδος
χαλκοῦ δακτυλίου, καὶ δέδωκε τὴν τοιαύτην σφραγῖδα πρὸς τὸν
Σολομῶντα. 7. καί φησι· «ἐπίδος τῷ παιδὶ τὴν τοιαύτην σφρα-
γῖδα καὶ κατεχέτω ταύτην ἐν τῇ κλίνῃ αὐτοῦ, καὶ ὁπόταν ἔλθῃ
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος, κρουσάτω τοῦτον μετὰ τῆς σφραγῖδος
ἐπὶ τὸ στῆθος, καὶ δήσας ἀγαγέτω τοῦτον πρὸς σέ· μέλλεις γὰρ
277

ὑποτάξαι πᾶν δαιμόνιον μετ' αὐτοῦ καὶ τῆς σφραγῖδος τοῦ θεοῦ,
καὶ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ μετὰ τοῦ πλήθους τῶν δαι-
μόνων σὺν τοῖς ἀνθρώποις.» 8. λαβὼν δὲ ὁ Σολομῶν τὴν

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 90, line 30

 5. Ἀκούσας δὲ τὸ ῥῆμα τοῦτο ὁ Σολομῶν ἐποίησεν ὑπὲρ


τούτου ἔντευξιν καὶ παράκλησιν πρὸς κύριον τὸν θεόν. 6. καὶ
ἀπεστάλη πρὸς αὐτὸν Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος μετὰ σφραγῖδος
χαλκοῦ δακτυλίου, καὶ δέδωκε τὴν τοιαύτην σφραγῖδα πρὸς τὸν
Σολομῶντα. 7. καί φησι· «ἐπίδος τῷ παιδὶ τὴν τοιαύτην σφρα-
γῖδα καὶ κατεχέτω ταύτην ἐν τῇ κλίνῃ αὐτοῦ, καὶ ὁπόταν ἔλθῃ
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος, κρουσάτω τοῦτον μετὰ τῆς σφραγῖδος
ἐπὶ τὸ στῆθος, καὶ δήσας ἀγαγέτω τοῦτον πρὸς σέ· μέλλεις γὰρ
ὑποτάξαι πᾶν δαιμόνιον μετ' αὐτοῦ καὶ τῆς σφραγῖδος τοῦ θεοῦ,
καὶ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ μετὰ τοῦ πλήθους τῶν δαι-
μόνων σὺν τοῖς ἀνθρώποις.» 8. λαβὼν δὲ ὁ Σολομῶν τὴν
σφραγῖδα καὶ εὐχαριστήσας τῷ ἁγίῳ θεῷ, ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ ὁ
ἄγγελος. 9. καὶ προσκαλεσάμενος τὸν παῖδα δέδωκε τὴν σφρα-
γῖδα, 10. ἀναγγείλας τὸ προσταχθὲν παρὰ τοῦ ἀγγέλου. 11. λα-
βὼν δὲ ὁ παῖς τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ, ἑσπέρας γενομένης ἀνε-  
κλίθη εἰς τὴν κοίτην αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸ εἰθισμένον παραγέγονε
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος. 12. καὶ ἀθρόον ὁ παῖς παίει τὸν ἐχθρὸν
κατὰ τῆς καρδίας μετὰ τῆς τοῦ θεοῦ σφραγῖδος. 13. ὁ δὲ
σατανᾶς ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ ἐβόησεν· «οἴμοι, οἴμοι, πῶς καταδου-
λοῦμαι βασιλεῖ Σολομῶντι;» καὶ δήσας τοῦτον εἰσήγαγε πρὸς
τὸν βασιλέα Σολομῶντα.

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 91, line 5

καὶ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ μετὰ τοῦ πλήθους τῶν δαι-
μόνων σὺν τοῖς ἀνθρώποις.» 8. λαβὼν δὲ ὁ Σολομῶν τὴν
σφραγῖδα καὶ εὐχαριστήσας τῷ ἁγίῳ θεῷ, ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ ὁ
ἄγγελος. 9. καὶ προσκαλεσάμενος τὸν παῖδα δέδωκε τὴν σφρα-
γῖδα, 10. ἀναγγείλας τὸ προσταχθὲν παρὰ τοῦ ἀγγέλου. 11. λα-
βὼν δὲ ὁ παῖς τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ, ἑσπέρας γενομένης ἀνε-  
κλίθη εἰς τὴν κοίτην αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸ εἰθισμένον παραγέγονε
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος. 12. καὶ ἀθρόον ὁ παῖς παίει τὸν ἐχθρὸν
κατὰ τῆς καρδίας μετὰ τῆς τοῦ θεοῦ σφραγῖδος. 13. ὁ δὲ
σατανᾶς ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ ἐβόησεν· «οἴμοι, οἴμοι, πῶς καταδου-
λοῦμαι βασιλεῖ Σολομῶντι;» καὶ δήσας τοῦτον εἰσήγαγε πρὸς
τὸν βασιλέα Σολομῶντα.
 III. Καὶ θεασάμενος αὐτόν φησι· «εἰπὲ ἡμῖν, πονηρὸν πνεῦμα
καὶ ἀκάθαρτον, τίς ἐστιν ἡ κλῆσίς σου καὶ τίς σου ἡ ἐργασία.»
καὶ ὁ διάβολος ἔφη τῷ βασιλεῖ· «Ὀρνίας καλοῦμαι. ἡ δὲ ἐργασία
μου εἰς πάντα ἐπιτήδεια.» 2. καὶ λέγει ὁ βασιλεύς· «τίς ὁ κατ-
αργῶν τὴν δύναμίν σου ἄγγελος;» καὶ ὁ διάβολος· «ὑπὸ τοῦ
278

μεγάλου ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καταργοῦμαι αὐτός τε καὶ ἡ ἐμὴ


δύναμις.» 3. καὶ ὁ βασιλεύς φησι· «δύνασαι ποιῆσαί τι εἰς τὸν
ναὸν κυρίου καὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν αὐτοῦ χρησιμόν;» καὶ ὁ διά-
βολος· «δύναμαι μετὰ τῆς σφραγῖδος ταύτης ἐπισυνάξαι πᾶν δαι

Testamentum Salomonis, Conspectus titulorum P. 99, line 2

Titulus Codicis MS I

 (Διαθήκη τοῦ) Σολομῶντος υἱοῦ Δαυείδ, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν


Ἱερουσαλήμ, καὶ περὶ τῶν δαιμόνων οὓς ἐκράτησε, καὶ τίνες εἰ-
σὶν αἱ ἐξουσίαι δοθεῖσαι αὐτῷ ὑπὸ θεοῦ κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ
παρὰ τίνων ἀγγέλων καταργοῦνται οἱ δαίμονες, καὶ τὰ ἔργα τοῦ
ναοῦ ἃ ὑπερβαλλόντως πεποίηκεν.

Titulus Codicis MS H

 Διήγησις περὶ τῆς διαθήκης Σολομῶντος καὶ περὶ τῆς ἐλεύ-


σεως τῶν δαιμόνων καὶ περὶ τῆς τοῦ ναοῦ οἰκοδομῆς.  

Benedictio Codicum MSS HIPQ

 Εὐλογητὸς εἶ, κύριε ὁ Θεός, ὁ δοὺς τῷ Σολομῶντι τὴν ἐξου-


σίαν ταύτην. σοὶ δόξα καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Titulus Codicum MSS VW

 Διαθήκη τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος μετὰ τῶν παραλλήλων


αὐτῆς ὀνομάτων ἅτινα ὡς μυστήρια ὑπὸ τοῦ Ἐζεκίου μετὰ τὸ
ἀποθανεῖν τὸν Δαυεὶδ τὸν βασιλέαν ἐφυλάχθησαν.

Subscriptio Codicis MS V

 Τέλος τῆς διαθήκης τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος υἱοῦ Δαβίδ,


ὅπερ ἐγράφη μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Δα(βὶ)δ τὸν βασιλέαν ὃς ἐφυ-
λάχθη ὑπὸ Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως. ἐγράφη παρ' ἐμοῦ Ἰω(ἀννου)
ἰατροῦ τοῦ αρο(?)· ἐν ἔτει ͵ϛϡμθʹ (ἰνδικτιόνος) δʹ ἐν μηνὶ Δε

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 106, line 33
279

τὴν κλίνην του· καὶ ἰδοῦ ἔφθασεν καὶ ὁ διάβολος κατὰ τὴν συν-
ήθειαν ὁποῦ εἶχεν διὰ νὰ περικυκλώσῃ τὸ παιδίον. καὶ εἶχεν
τὴν ἔννοιαν κατὰ τὴν παραγγελίαν ὁποῦ τοῦ εἶπεν ὁ αὐθέντης
του ὁ Σολομῶν καὶ ἐβούλλωσεν τὸν διάβολον ἐπὶ τὸ στῆθος
μὲ τὴν βοῦλλαν τοῦ θεοῦ. 13. ὁ δὲ σατανᾶς ἐβόησε φωνῇ με-
γάλῃ καὶ εἶπεν· «οὐαί μοι τῷ ἀθλίῳ, πῶς ἐκαταδουλώθην καὶ
ἔγινα ὑπόδουλος ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος». καὶ παρευθὺς ἐσηκώθη
τὸ παιδίον ἀπὸ τὴν κλίνην του καὶ ἔδεσεν τὸν διάβολον καὶ τὸν
ὑπῆγεν ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως.
 III. Καὶ ὡς τὸν εἶδεν ὁ Σολομῶν ἐθαύμασεν καὶ εὐχαρίστησεν
Κύριον τὸν θεόν, καὶ εἶπεν ὁ Σολομῶν πρὸς τὸ διάβολον· «εἰπέ  
μοι, πνεῦμα πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον, τί σοῦ ἐστιν ὄνομα καὶ
τίς σου ἡ ἐργασία πρὶν μή σε τιμωρήσω εἰς τὸν τόπον τῆς
γεέννης;» 2. καὶ ὁ δαίμων εἶπεν· «τὸ ὄνομά μου καλοῦμαι Ὀρ-
νίας καὶ εἶμαι ὑπὸ ἀέρος τελώνιον καὶ ἡ ἐργασία μου εἶναι αὕτη·
σκανδαλίζω τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰς καρδίας των καὶ ἁμαρτά-
νουν καὶ λησμονοῦν τὸν ἐπουράνιον θεόν. καὶ πότε ὡσὰν γυ-
ναῖκα ἐμόρφη φαντάζομαι εἰς τὸν ὕπνον τους καὶ ἁμαρτάνουν
καὶ πότε ὡσὰν σκύλος γίνομαι καὶ πότε ὡσὰν γάϊδαρος καὶ πότε
ὡσὰν ἀετὸς μετὰ πτέρα γίνομαι, καὶ πότε ὡσὰν λεοντάριν μὲ

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 107, line 14

σκανδαλίζω τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰς καρδίας των καὶ ἁμαρτά-


νουν καὶ λησμονοῦν τὸν ἐπουράνιον θεόν. καὶ πότε ὡσὰν γυ-
ναῖκα ἐμόρφη φαντάζομαι εἰς τὸν ὕπνον τους καὶ ἁμαρτάνουν
καὶ πότε ὡσὰν σκύλος γίνομαι καὶ πότε ὡσὰν γάϊδαρος καὶ πότε
ὡσὰν ἀετὸς μετὰ πτέρα γίνομαι, καὶ πότε ὡσὰν λεοντάριν μὲ
ἄλλους δαίμονας γινόμεσθεν, καὶ πότε ἄλλων λογιῶν φαντασίες
φανταζόμεσθεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. καὶ ὅποτε ἰδοῦμεν τὸν
ἀρχάγγελον Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριὴλ μᾶς ἐπιτιμοῦν μὲ τὴν δύ-
ναμιν τοῦ θεοῦ, καταργιζόμεσθεν». 3. καὶ ταῦτα ἀκούσας ὁ βα-
σιλεὺς Σολομῶν ἐδόξασε τὸν θεὸν καὶ ἐπικαλέσθηκεν τοὺς
ἀρχαγγέλους τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ. καὶ εὐθὺς ἐφάνηκαν
οἱ ἀρχάγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἁλυσιδέσαντες τὸν Ὀρνίαν
τὸν σατανᾶν μὲ τὸ τάγμα του ὅλον ὅρισάν τους οἱ ἀρχάγγελοι
ὅτι νὰ ὑπάγουν ἀπὸ ἄκρον τῆς γῆς ἕως ἄκρον καὶ ἀπὸ θαλάς-
σης νὰ κουβαλήσουν μάρμαρα βαρύτατα. καὶ πάλιν ὡσὰν ἦλθαν
οἱ δαίμονες ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὑπηρεσίαν τοὺς ἔβαλεν πάλιν ὁ βα-
σιλεὺς καὶ ἔκοπταν μάρμαρα καὶ σίδερον διὰ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ
ναοῦ τοῦ θεοῦ.

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 107, line 32

ναοῦ τοῦ θεοῦ.  IV. Καὶ πάλιν ὁ βασιλεὺς ἔκραξεν ἐκεῖνο τὸ ἐκλεκτὸν παι-
δίον καὶ εἶπεν του· «ἔπαρε, τέκνον, τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ καὶ
280

τὸν Ὀρνίαν τὸν σατανᾶν καὶ ὑπάγετε κατὰ τοὺς ἐρήμους τόπους
καὶ ὅπου ἂν εὕρετε δαίμονας μὲ τὸ τάγμα του νὰ τοὺς βουλλώ-
σετε ὅλους καὶ νὰ τοὺς φέρετε ἐδῶ εἰς ἡμᾶς». 2. καὶ ἐπῆρεν τὸ
παιδίον τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ καὶ τὸν Ὀρνίαν τὸν Σατανᾶν
καὶ ὑπῆγεν κατὰ τοὺς ἐρήμους τόπους καὶ ἐκεῖ ηὗραν τὸν ἄρ-
χοντα τῶν δαιμόνων τὸν Βεελζεβοὺλ καὶ λέγει ὁ Ὀρνίας ὁ σα-
τανᾶς πρὸς τὸν Βεελζεβοὺλ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ
λέγει· «καλεῖ σε ὁ βασιλεὺς Σολομῶν μὲ τὸν ὁρισμὸν τοῦ θεοῦ
τοῦ σαβαώθ». 3. καὶ λέγει ὁ Βεελζεβούλ· «καὶ ποῖος εἶναι αὐτὸς
ὁ Σολομῶν ὁποῦ λέγεις;» καὶ τὸ παιδίον παρευθὺς ἔριξεν τὴν  
σφραγῖδα καὶ ἐκόλλησεν εἰς τὸν Βεελζεβούλ, καὶ εὐθὺς ἐσηκώθη
μετὰ βίας μὲ ἕξι χιλιάδες δαιμόνια καὶ ἐπῆγαν ἔμπροσθεν τοὺ
βασιλέως Σολομῶντος καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν ὅλοι οἱ δαίμονες
καὶ ὁ βασιλεὺς εὐχαρίστησεν τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς
ὁποῦ τὸν ἠξίωσεν τοιαύτης χάριτος καὶ τιμῆς καὶ τὸν ἐπροσκυ-
νούσαν οἱ δαίμονες. 4. καὶ ἐπαράστησεν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν
τὸν Βεελζεβοὺλ τὸν σατανᾶν μὲ τὸ τάγμα του ὅλον σιδεροδε-
μένους καὶ βουλλωμένους ὅλους μὲ τοῦ θεοῦ τὸ ὄνομα. εἶτα

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290)
P. 109, line 27

 V. Λοιπὸν ἐκεῖ εἰς τὸ κτίσιμον ὁποῦ ἔκτιζαν οἱ μαϊστόροι


καὶ οἱ δαίμονες ἐργάζουνταν, ἕνας ἀπὸ τοὺς μαϊστόρους ἦλθεν
εἰς φιλονεικίαν μὲ τὸν υἱὸν αὐτοῦ. ὁ δὲ πατέρας τοῦ παιδίου
ἐπῆγεν εἰς τὸν βασιλέαν μετὰ πολλῶν δακρύων καὶ ἐγκάλεσεν
τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸ πῶς τὸν ἀτίμησεν καὶ τὸν ὕβρισεν καὶ ἔλεγεν
πρὸς τὸν Σολομῶντα· «βασιλεῦ πολυχρονημένε, θανάτωσαι
τὸν υἱόν μου ὅτι ἐμένα τὸν πατέρα του μὲ ἀσχήμισεν καὶ μὲ
ὕβρισεν καὶ μὲ ἀτίμησεν. καὶ ἐὰν δὲν τὸν θανατώσῃς ἐγὼ πλέον
δὲν βάνω τὸ χέριν μου νὰ δουλεύσω εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ».
Καὶ ἰδοὺ μετὰ ὥραν ἱκανὴν ἐπῆγεν ὁ υἱὸς τοῦ μαΐστορος εἰς τὸν
βασιλέαν Σολομῶντα καὶ ἐγκάλειε τὸν πατέρα του. 2. καὶ δια-
λογιζόμενος ὁ βασιλεὺς καὶ ἀπορῶντας τί ἀπόκρισιν νὰ δώσῃ
καὶ τοὺς δύο νὰ τοὺς εἰρηνεύσῃ ἐστράφη εἰς τὸν ναὸν καὶ ἔβλε-
πεν καὶ εἶδεν τὸν Ὀρνίαν τὸν διάβολον καὶ δὲν ἐργάζατον νὰ
δουλεύῃ ὡσὰν καὶ τοὺς ἄλλους δαίμονας, μόνον ἔστεκεν καὶ ἐγέ-
λαν. καὶ λέγει ὁ βασιλεὺς πρὸς τοὺς δύο τὸν πατέρα καὶ τὸν  
υἱὸν ὁποῦ ἐκρένουνταν· «ἀναχωρήσατε ὀλίγον ἀπ' ἐμοῦ». καὶ
οὕτως ἀνεχώρησαν καὶ οἱ δύο καὶ τότες ὁ βασιλεὺς ἔστειλεν
ἐκεῖνο τὸ ἐκλεκτὸν παιδίον νὰ φέρῃ τὸν Ὀρνίαν τὸν σατανᾶν
μὲ τοὺς ἄλλους δαίμονας καὶ νὰ τοὺς φέρῃ ἔμπροσθέν του. καὶ
ἐπῆγεν τὸ παιδίον καὶ τοὺς ἤφερεν. 3. καὶ λέγει ὁ Σολομῶν

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


281

Monasterii sancti Saba 290) P. 110, line 5

βασιλέαν Σολομῶντα καὶ ἐγκάλειε τὸν πατέρα του. 2. καὶ δια-


λογιζόμενος ὁ βασιλεὺς καὶ ἀπορῶντας τί ἀπόκρισιν νὰ δώσῃ
καὶ τοὺς δύο νὰ τοὺς εἰρηνεύσῃ ἐστράφη εἰς τὸν ναὸν καὶ ἔβλε-
πεν καὶ εἶδεν τὸν Ὀρνίαν τὸν διάβολον καὶ δὲν ἐργάζατον νὰ
δουλεύῃ ὡσὰν καὶ τοὺς ἄλλους δαίμονας, μόνον ἔστεκεν καὶ ἐγέ-
λαν. καὶ λέγει ὁ βασιλεὺς πρὸς τοὺς δύο τὸν πατέρα καὶ τὸν  
υἱὸν ὁποῦ ἐκρένουνταν· «ἀναχωρήσατε ὀλίγον ἀπ' ἐμοῦ». καὶ
οὕτως ἀνεχώρησαν καὶ οἱ δύο καὶ τότες ὁ βασιλεὺς ἔστειλεν
ἐκεῖνο τὸ ἐκλεκτὸν παιδίον νὰ φέρῃ τὸν Ὀρνίαν τὸν σατανᾶν
μὲ τοὺς ἄλλους δαίμονας καὶ νὰ τοὺς φέρῃ ἔμπροσθέν του. καὶ
ἐπῆγεν τὸ παιδίον καὶ τοὺς ἤφερεν. 3. καὶ λέγει ὁ Σολομῶν
πρὸς τὸν Ὀρνίαν· «ὦ πνεῦμα ἀκάθαρτον δαιμόνιον, διὰ τί γελᾷς
τὴν βασιλείαν μου καὶ τὴν κρίσιν μου καὶ τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ
ὁποῦ οἰκοδομῶ»; 4. καὶ ὁ Ὀρνίας ὁ διάβολος ἔλεγεν πρὸς τὸν
βασιλέαν· «οὐχί, δέσποτα βασιλεῦ, σοφώτατε καὶ δικαιότατε, οὔτε
τὴν κρίσιν σου ἐγέλασα ποτέ μου, οὔτε τὴν βασιλείαν σου, οὔτε
τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ ὁποῦ οἰκοδομᾷς, ἀλλὰ αὐτουνοὺς τοὺς δύο
ἀθλίους ὁποῦ ἦλθαν καὶ κρίνουνται εἰς τὴν βασιλείαν σου αὐτὸν
τὸν γέροντα μὲ τὸν υἱόν του ὁποῦ μαλώνουν καὶ φιλονεικοῦν
καὶ ὑβρίζουνται. ἀκόμη νὰ μὴν περάσουν τρεῖς ἡμέρες καὶ αὐ-
τουνοῦ τοῦ γέροντος ὁ υἱὸς μέλλει νὰ ἀποθάνῃ». 5.

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 110, line 22

τὸν γέροντα μὲ τὸν υἱόν του ὁποῦ μαλώνουν καὶ φιλονεικοῦν


καὶ ὑβρίζουνται. ἀκόμη νὰ μὴν περάσουν τρεῖς ἡμέρες καὶ αὐ-
τουνοῦ τοῦ γέροντος ὁ υἱὸς μέλλει νὰ ἀποθάνῃ». 5. ταῦτα
ἀκούσας ὁ βασιλεὺς παρὰ τοῦ Ὀρνίου τοῦ εἶπεν· «σύρε ἐργάζου
εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ μετὰ σπουδῆς καὶ εἰρήνης». καὶ ἀπῆλθεν
ὁ Ὀρνίας καὶ ἐργάζετον μετὰ φόβου καὶ τρόμου εἰς τὸν ναὸν
τοῦ θεοῦ. καὶ πάλιν ὁ βασιλεὺς ἐκάλεσεν τοὺς δύο κρινομένους
τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν ὁποῦ ἐφιλονεικοῦσαν καὶ ἐμάλωναν καὶ
τοὺς ἔδωσεν διορίαν νὰ ἀναμείνουν ἡμέρας πέντε καὶ οὕτως νὰ
κάμῃ τὴν κρίσιν τους. καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμεν ὁ Σολομῶν διὰ τὸν
λόγον ὁποῦ τοῦ εἶπεν ὁ Ὀρνίας ὅτι νὰ μὴν περάσουν τρεῖς ἡμέ-
ρες καὶ νὰ ἀποθάνῃ ὁ υἱὸς τοῦ γέροντος.
 6. Καὶ ὡσὰν ἐπέρασαν αἱ πέντε ἡμέρες ἦλθεν ὁ πατὴρ τοῦ
παιδίου ἐκείνου εἰς τὸν Σολομῶντα καὶ μετὰ δακρύων καὶ
ὀδυρόμενος ἔλεγεν· «βασιλεῦ πολυχρονημένε, ἀπόθανεν ὁ υἱός μου
καὶ πλέον δὲν θέλω ἰδεῖν αὐτόν». λέγει του ὁ βασιλεύς· «καὶ
πότε ἀπόθανεν ὁ υἱός σου, γέροντά μου»; λέγει του ὁ μαΐστορας·
»ἀφότης ἐδικαστήκαμεν καὶ ἐμαλώσαμεν δὲν ἐπέρασαν τρεῖς ἡμέ-
ρες καὶ ἀπόθανεν». λέγει τοῦ ὁ βασιλεύς· «ἄπελθε, γέροντά μου,
εἰς τὸν καλὸν καὶ δόξαζε τὸν θεόν, καὶ ὁ κύριος νὰ σοῦ δώσῃ
282

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 112, line 1

μεγάλου εἰς τὴν γῆν, οὕτῳ καὶ ἡμεῖς πέφτομεν ὑπὸ θεοῦ ῥοπῆς
καὶ δὲν δυνάμεσθεν διὰ νὰ σταθοῦμεν. καὶ βλέποντάς μας οἱ
ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι εἶναι ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ χυνόμενοι καὶ
μᾶς δοξάζουν οἱ ἄνθρωποι καὶ λέγουν ὅτι αἰχμάλοτος ἐλευθε-
ρώθη, καὶ ὁ θεὸς νὰ τὸν γλυτώσῃ». 11. ὁ βασιλεὺς Σολομῶν
ἔλεγεν πρὸς τὸν Ὀρνίαν· «αἱ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ ἀστέρες χύνουνται
ποτὲ κάτω;» καὶ ὁ δαίμων ἔλεγεν· «οὐχί, δέσποτα, αἱ γὰρ ἀστέρες
ἀνατέλουν καὶ βασιλεύουν καὶ περιπατοῦν μαζὶ μὲ τὸν οὐρανὸν
καὶ εἶνε ἀσάλευτοι καὶ στερομένοι ὡσὰν τὸν ἥλιον καὶ τὴν σε-
λήνην ἕως τὸν μέλλοντα αἰῶνα».  
 12. Ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεὺς Σολομῶν εὐχαρίστησεν τὸν
θεὸν καὶ πάλιν ὅρισεν τὸν Ὀρνίαν νὰ δουλεύῃ εἰς τὸν ναὸν τοῦ
θεοῦ μὲ τοὺς ἄλλους δαίμονας.
 VI. Καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ ἡ σοφὴ Σιβύλλα
ἦλθαν καὶ αὐτὴ μετ' αὐτοὺς νὰ ἰδοῦν τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ καὶ
ἐπήγασι καὶ κανίσκια μεγάλα τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. καὶ
ἤφεραν οἰκοδομὴν διὰ τὸν ναὸν τὴν ἁγίαν Σιών, καὶ πολυτελῆ
καὶ ἀξιόλογον ὕλην καὶ σκεύη πολλὰ καὶ πολύτιμα καὶ τὰ
ἀφιέρωσαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ.
 VII. Καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων τῆς Ἀραβίας ἔστειλεν
ἐπιστολὴν εἰς τὸν βασιλέαν Σολομῶντα καὶ ἔγραφεν οὕτως·

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 113, line 18

σφραγῖδα τοῦ θεοῦ καλούτσικα καὶ οὕτως βάλε τὸν ἀσκὸν ὁποῦ
ἔχει τὸν δαίμονα ἀπάνω εἰς τὸν γοργοκάμηλον καὶ νὰ τὸν φέρῃς
ἐδῶ εἰς ἡμᾶς».
 3. Καὶ ἀπῆλθεν τὸ παιδίον εἰς τὸν βασιλέαν τῆς Ἀραβίας
καὶ ἔκαμεν ὡς καθὼς τοῦ ἐπαρήγγειλεν ὁ Σολομῶν. καὶ ἔτζι
ἤφερεν τὸ παιδίον βουλλωμένον τὸν ἀσκὸν εἰς τὸν βασιλέαν.
καὶ εἰς τὴν στράταν ὁποῦ ἤρχετον τὸ παιδίον μετὰ τοῦ δαίμονος
ἔλεγεν ὁ δαίμων· «δέομαι, ὦ παιδίον, μήν με ὑπάγῃς εἰς τὸν βα-
σιλέαν καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δείξω ποῦ εἶναι ὁ πράσινος ὁ λίθος καὶ
τὸ χρυσίον τὸ τιμημένον καὶ κεκρυμμένον». καὶ τὸ παιδίον ἔλε-
γεν πρὸς τὸν δαίμονα· «εἰς τὸν βασιλέαν τὸν Σολομῶντα καὶ
εἴ τι ὁρίσῃ ἐκεῖνος, ἂς ποιήσῃ». 4. καὶ ὡς ἦλθαν ἔμπροσθεν
εἰς τὸν βασιλέαν εὐθὺς ἔπεσεν ὁ ἀσκὸς κάτω ἀπὸ τὸ καμήλιον
καὶ ἐκυλίετον ἄνω καὶ κάτω. καὶ πάντες ὅσοι ἦσαν ἐκεῖ ἐθαύ-
μασαν. καὶ ἔλυσεν τὸ παιδίον τὸν ἀσκὸν καὶ εὐθὺς ἐβγῆκεν ὁ
δαίμων ἔξω. 5. καὶ ἐβούλλωσεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὸ στῆθος
καὶ τὸν τράχηλον καὶ ἔδεσεν αὐτὸν καὶ ἔλεγεν ὁ βασιλεύς· «πῶς
ὀνομάζεσαι;» καὶ ὁ δαίμων εἶπεν· «Ἐφίππας τὸ ὄνομά μου κα-
λοῦμαι». 6. λέγει ὁ βασιλεύς· «τί εἶναι ἡ ἐργασία σου ἡ μιαρά;»
καὶ ὁ δαίμων εἶπεν· «ἡ ἐργασία μου εἶναι εἰς μύρια κακὰ ποιή-
ματα. καὶ παρακαλῶ σε, ὦ βασιλεῦ, νὰ μήν με ἐπιτιμήσῃς μὲ
283

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 117, line 14

μαρα καὶ ἐκουβαλοῦσαν καὶ ἀσβέστην εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ.
 X. Καὶ εὐφημίσθη ὁ βασιλεὺς Σολομῶν καὶ πάντες οἱ βασι-
λεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ μεγιστάνοι ὅλοι τους τὸν ἐπροσκυ-
νοῦσαν ὡς βασιλέαν καὶ τιμημένον ἀπὸ ὅλους τοὺς βασιλεῖς τῆς
γῆς καὶ τὸν εἶχαν εἰς μεγάλην φήμην εἰς ὅλον τὸν κόσμον καὶ
ἐθαύμαζαν ὅλοι τους καὶ εὐχαριστοῦσαν καὶ ἐδόξαζαν τὸν θεὸν
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ὁποῦ τὸν ἔδωσεν τοιαύτην ἐξουσίαν καὶ
ὅρισεν ὅλους τοὺς δαίμονας τῆς γῆς καὶ τοῦ ἀέρος καὶ τῆς θα-
λάσσης καὶ τῶν καταχθονίων. 2. καὶ μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τοῦ
ναοῦ τοῦ θεοῦ ἐμάζωξεν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ὅλα τὰ δαιμόνια
καὶ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ ἐπαράστησεν ἔμπροσθέν του ἀμέτρη-
τον πλῆθος δαιμόνων καὶ ὅρισεν νὰ ἔλθουν ἄνθρωποι τεχνίτες
καὶ καλοὶ ὁποῦ ἐδούλευαν τὰ χαλκώματα καὶ ὅρισεν ὁ βασιλεὺς
νὰ φτειάσουν ἀγγεῖα χαλκωματένια. καὶ τότες ἐπίασεν καὶ τὰ
ἔκαμεν παρόμοια ὡσὰν πιθάρια κάδους τρανοὺς καὶ μὲ τοῦ θεοῦ
τὸ ὄνομα ὅρισεν ὁ βασιλεὺς ὅλους τοὺς δαίμονας καὶ ἐσέβησαν
μέσα εἰς ἐκεῖνα τὰ ἀγγεῖα τὰ χαλκωματένια. καὶ τότες ἐπίασεν
ὁ βασιλεὺς ἀτός του καὶ τοὺς ἐσφάλισεν καὶ ἐβούλλωσεν τὰ ἀγ-
γεῖα μὲ τὴν βοῦλλαν τοῦ θεοῦ. καὶ ἤταν αἱ βοῦλλες ἀργυρὲς καὶ
ἤταν οἱ δαίμονες μέσα. καὶ πλέον δὲν ἐτολμοῦσαν διὰ νὰ ἔβ

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 118, line 27

ὀνομαζομένην ἁγίαν Σιὼν ἐστάθη καὶ ἔκαμεν προσευχὴν εἰς τὸν


θεὸν μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίας καὶ νηστεύων καὶ ἀγρυπνιζόμενος
καὶ παρακαλῶν διὰ τὰ ἁγιάσῃ τὸν ναὸν ὁποῦ ἔκτισεν. καὶ ἤκου-
σεν ὁ θεὸς τὴν δέησιν τοῦ Σολομῶντος καὶ ἐφάνη ὁ θεὸς καὶ
εἶπεν του ὅτι· «ἤκουσα τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς σου καὶ ἡγίασα
τὸν ναὸν ἐτοῦτον καὶ ὑπάρχοντα χερουβὶμ καὶ τὰ σεραφὶμ καὶ
τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ οἱ θρόνοι καὶ αἱ κυριότητες ὄπισθεν τοῦ θυ-
σιαστηρίου τοῦ ναοῦ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν». τό τε κάλλος τοῦ
ναοῦ ἐκείνου οὔτε ἔγινεν εἰς τὴν γῆν οὔτε θέλει γένῃ εἰς τὸν
αἰῶνα.
 XI. Καὶ ἐπέρασαν ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Σολομῶντος τοῦ
υἱοῦ Δαυεὶδ ἕως τοῦ Σεδεκίου τοῦ βασιλέως τῆς Ἱερουσαλὴμ χρό-
νοι 425. καὶ εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἦτον καὶ ὁ προφήτης Ἰερε-
μίας ἱερεὺς τοῦ θεοῦ τοῦ ὑψίστου μὲ τὸν Βαροὺχ καὶ τὸν Ἀβι-
μέλεχ, καὶ ἦσαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ ἐκεῖνον ὁποῦ ἔκαμεν ὁ
βασιλεὺς Σολομῶν καὶ ἔκαμναν προσευχὲς καὶ δεήσεις πρὸς τὸν
θεὸν καὶ ὑμνοῦσαν καὶ ἐδοξολογοῦσαν τὸν θεὸν νύκταν καὶ ἡμέ-  
ραν. 2. ὅμως βλέποντας ὁ θεὸς τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ τὴν σκλη-
ροκαρδίαν τοῦ Σεδεκίου τοῦ βασιλέως εἶπεν τὸν Ἰερεμίαν τὸν
284

προφήτην ὅτι νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν ναὸν καὶ πάρῃ τὰ ἅγια σκεύη
τοῦ ναοῦ καὶ νὰ παραδώσῃ τὴν γῆν. καὶ τότες ὁ προφήτης

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 119, line 23

τὴν Βαβυλῶνα καὶ ἐπαρέλαβε τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκούρσευσεν


αὐτὴν καὶ τότες ἐκάει τὸ σκέπασμα τοῦ ναοῦ ὁποῦ ἔκτισεν ὁ
βασιλεὺς Σολομῶν ὁποῦ τὸν εἶχεν σκεπασμένον τὸν ναὸν ὅλον μὲ
ἁγνὸν μάλαμα, καὶ καίοντας ἔτρεχεν τὸ μάλαμα ὡσὰν ποτάμι
μεγάλον. καὶ τὸν Σεδεκίαν τὸν βασιλέαν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔκοψεν
τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ παιδία του ἔμπροσθεν εἰς τ' ἀμμάτιά
του καὶ αὐτὸν τὸν ἐτύφλωσεν καὶ τὸν ἐπῆρεν αἰχμάλωτον μὲ
τὸν λαὸν ὅλον τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Βαβυλῶνα. 4. οἱ δὲ Χαλ-
δαῖοι ὁποῦ ἐκούρσευσαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ κουρσεύοντας ηὕραν
ἐκεῖνα τὰ ἀγγεῖα τὰ χαλκωματένια ὁποῦ εἶχεν ὁ βασιλεὺς Σολο-
μῶν τοὺς δαίμονας σφαλισμένους καὶ βουλλωμένους μὲ τὴν σφρα-
γῖδα ὁποῦ τοῦ ἔστειλεν ὁ θεὸς ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μετὰ τοῦ ἀρχ-
αγγέλου Μιχαήλ. καὶ βλέποντας οἱ Χαλδαῖοι τὲς βοῦλλες τὲς
χρυσὲς καὶ τὰ ἀγγεῖα ἐκεῖνα τὰ χαλκωματένια ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν
γῆν χωσμένα, καὶ ἐφαίνουνταν ὡσὰν πηγάδια βουλλωμένα ἐθάρ-
ρεψαν οἱ Χαλδαῖοι ὅτι εἶναι θησαυρὸς κεκρυμμένος καὶ ἐπῆγαν
καὶ ἐξεβούλλωσαν ἀπὸ ἐκεῖνα τὲς βοῦλλες τὲς χρυσὲς καὶ τὲς
ἐξεβούλλωσαν καὶ ἔφυγον οἱ δαίμονες ἀπὸ ἐκεῖ πάλιν καὶ ἐπῆγαν
πάλιν εἰς τὲς πρῶτες ὀργισμένες κατοικίες καὶ πάλιν πειράζουν
τοὺς ἀνθρώπους.
 
Μιχαήλ Ψελλός.Χρονογραφία Ch. 3, sec. 14, line 2

ταῦτα πρῶτα μὲν περιττότερος περὶ τὰ θειότερα τῶν ζητη-  


μάτων ἐγένετο, αἰτίας καὶ λόγους ἀνερευνώμενος οὓς οὐκ
ἄν τις ἐξ ἐπιστήμης εὕροι, εἰ μὴ στραφείη πρὸς νοῦν
κἀκεῖθεν ἀμέσως τὴν τῶν κεκρυμμένων δήλωσιν δέξαιτο·
ἀλλ' οὗτος οὐδὲ πάνυ τὰ κάτω φιλοσοφήσας, ἀλλ' οὐδὲ φιλο-
σόφοις περὶ τούτων διαλεγόμενος, εἰ μὴ ὅσον αὐτοῖς ἐκ τῶν
τοῦ Ἀριστοτέλους προθύρων κατεβιάσθη τὸ ὄνομα, περὶ τῶν
βαθυτέρων καὶ νῷ μόνῳ ληπτῶν, ὥς τις τῶν καθ' ἡμᾶς εἶπε
σοφῶν, διεσκέπτετο.
Πρῶτος μὲν οὖν αὐτῷ τῆς εὐσεβείας τρόπος
ἐπενοήθη· ἔπειτα δὲ καὶ τῷ Σολομῶντι ἐκείνῳ τῷ πάνυ τῆς
τοῦ πολυθρυλλήτου ναοῦ βασκαίνων οἰκοδομῆς, ζηλοτυπῶν
δὲ καὶ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸν ἐπὶ τῷ μεγάλῳ τεμένει
καὶ ἐπωνύμῳ τῆς θείας καὶ ἀρρήτου Σοφίας, ἀντανοικοδο-
μεῖν ὥσπερ καὶ ἀνθιδρύειν ναὸν τῇ Θεομήτορι ἐπεχείρησεν·
ἐφ' ᾧ δὴ τὰ πολλὰ ἐκείνῳ διημαρτήθη, καὶ ὁ τῆς εὐσεβείας
αὐτῷ σκοπὸς ἀφορμὴ τοῦ κακῶς ποιεῖν καὶ τῶν πολλῶν
ἐκείνων ἀδικημάτων ἐγένετο· προσετίθη γὰρ ἀεὶ ταῖς ἐπὶ
τοῦτο δαπάναις, καὶ τῶν ἡμερῶν ἑκάστῃ πλέον τι τῶν
ἔργων συνηρανίζετο· καὶ ὁ μὲν μέτρον ὁρίζων τῷ πράγματι
μετὰ τῶν ἐχθίστων ἐτάττετο, ὁ δὲ ὑπερβολὰς ἀνευρίσκων
285

Μιχαήλ Ψελλός. Orationes panegyricae Oration 8, line 113

κὼς καὶ αὐτὸς ἑαυτοῦ τὰ πάνδεινα καταψηφισάμενος, μέ-


χρι τούτου σκυθρωπάζει καὶ ἀπολέγεται τὴν ζωήν, μέχρι  
τοῦ παραχθῆναι καὶ ὀφθήσεσθαι τῷ προσώπῳ σου, τὸ δ'
ἀπ' ἐκείνου μεταπίπτει τούτῳ τὸ ὄστρακον, ὅ φασι, καὶ ὁ
πρὸ μικροῦ δεδρακρυμένος, ὁ κατηφής, σκιρτῶν γεγηθὼς
ὡς ἀναβεβιωκὼς περίεισι. καί σου τὴν φιλανθρωπίαν θαυ-
μάζων καὶ ἀμειβόμενος εἰκονουργεῖν προθυμεῖται· καὶ στή-
λην τις ἤδη κατασκευάσας σοι ἐπέγραψε τὸν μειλίχιον.
 Τοιγαροῦν οὐκέτι μόνος ἐπ' ἀγχινοίᾳ καὶ γνώσει θαυμα-
σθήσεται Σολομὼν οὐδ' ἐπὶ πραότητι Δαυὶδ διαβοηθήσε-
ται· ἔχουσι γὰρ ἤδη σὲ τὸν ἀνθάμιλλον μηδὲ βραχὺ τοῖς
ἐξαιρέτοις τούτων λειπόμενον.
 Ἀλλ', ὦ πολιοῦχε σκηπτοῦχε καὶ ἀπαράμιλλε, δέχοιο τὸν
ἐμὸν λόγον, εἰ καὶ τῆς ἀξίας πολὺ λειπόμενον, ἀλλ' οὖν γε
τὴς εὐνοίας καὶ προθυμίας μηδὲν ἐνδέοντα, καὶ ὄναιο τῶν
πρὸς θεὸν ἐλπίδων. “ἔντειναί τε καὶ κατευοδοῦ καὶ βασί-
λευε”, πάντα τιθεὶς ὑπὸ πόδας ἐχθρὸν καὶ πολέμιον, μηδὲν
τῶν δεινῶν ὑφορώμενος, μηδὲν τὸν τῆς ἐναντίας μοίρας
διανοούμενος· ἐν γὰρ τῷ ἐλέει πεποιθὼς τοῦ ὑψίστου οὐ
σαλευθήση ποτέ.  

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula psychologica, Θεολογικά. , daemonologica


P. 107, line 2

μεριστῶν φύσεων καὶ τῶν μὲν οὖσαν εἰκόνα καὶ ἄγαλμα καὶ ἀφομοίωμα,
τῶν δὲ παράδειγμα; μάτην γὰρ ἐν αὐτῇ γένοιντο ἢ γεγόνασιν αἱ παρὰ τοῦ
πατρὸς ἐμφάσεις, πάντῃ ἀλογωθείσῃ καὶ ἀποδενδρωθείσῃ κατὰ τὸν
θαυμάσιον Πλωτῖνον.
 Οὐ δεῖ οὖν, κάλλιστέ μοι βασιλέων Ἀνδρόνικε, ἀνίπτοις χερσὶν ὅ φασι
τὰ Πλάτωνος βιβλία μεταχειρίζεσθαι μηδὲ μὴ πρότερον τοὺς τῆς
γλώττης ὀχετοὺς λεάναντας ἀποστοματίζειν τι τῶν ἐκείνου ἢ ἐκ τοῦ
παρατυχόντος φθέγγεσθαι. τοῦ γὰρ Ἀριστοτέλους τὴν δεινότητα τῆς
οἰκείας φιλοσοφίας προβεβλημένου, οὗτος τὰς ἀλληγορίας καὶ τὰς  
ἐμφάσεις προβάλλεται. τῶν γὰρ Μωσαϊκῶν βιβλίων μετεσχηκὼς καὶ
ὅσα τῷ Σολομῶντι πεποίηται, ἐκεῖθεν καὶ τὸ ἐμφατικὸν σχῆμα τοῦ λόγου
διαμεμελέτηκεν.

Τοῦ αὐτοῦ· τίνος χάριν τριμερῆ τὴν ψυχὴν οἱ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀριστο-
τέλην εἰρήκασι

 Δύο σοι τὰ ἠπορημένα καὶ ἄμφω γενναῖα καὶ τὸ βάθος τῆς σῆς ψυχῆς
ἑρμηνεύοντα. ζητεῖς γὰρ ὅτου χάριν τριμερῆ τὴν ψυχὴν οἱ περὶ Πλάτωνα
καὶ Ἀριστοτέλην εἰρήκασιν, ὄντων αὐτῇ καὶ ἑτέρων μερῶν· καὶ εἰ οὕτω
καλεῖν βούλονται, διὰ τί μὴ τριδύναμον μᾶλλον αὐτήν, ἀλλὰ τριμερῆ
286

προσηγορεύκασιν· εἰ γὰρ ἀμερὴς αὐτῆς ἡ φύσις, πῶς εἰς μέρη ταύτην οἱ


φιλόσοφοι διῃρήκασι; καὶ σὺ μὲν οὕτως ἠπόρηκας, ἡμεῖς δὲ τὸ δεύτερόν
σοι τῶν ἐζητημένων πρότερον ὂν καλῶς διηκριβηκότες ὕστερον ἐπὶ τὸ

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula psychologica, Θεολογικά. , daemonologica


P. 164, line 10

[De Gillo]

 Ἡ δέ γε Γιλλώ, τοῦτο δὴ τὸ ἀρχαῖον καὶ πολυθρύλλητον ὄνομα, οὔτε


δαίμων τίς ἐστιν οὔτε ἄνθρωπος ἀθρόον εἰς ὠμότητα θηρίου μετενεχθείς·
ἀπείρηται γὰρ πᾶσι φιλοσόφοις τῶν φύσεων ἡ μετάβασις, καὶ οὔτε
θηρίον ποτ' ἂν ἐξανθρωπισθείη οὔτε μὴν ἄνθρωπος εἰς θῆρα μετενεχθείη,
ἀλλ' οὔτε εἰς δαίμονα οὔτε εἰς ἄγγελον. ὀνόματα δὲ δαιμόνων καὶ δυνάμεις
αὐτῶν πολλάς τε καὶ ἐν πολλοῖς γνοὺς οὔτε παρὰ τοῖς λογίοις οὔτε παρὰ
ταῖς ἀγυρτικαῖς βίβλοις τοῦ Πορφυρίου τῇ Γιλλῷ ἐντετύχηκα. ἀπόκρυφον
δέ μοι βιβλίον Ἑβραϊκὸν τοῦτο τὸ ὄνομα προσέπλασεν. ὁ δὲ τὸ βιβλίον
γράψας τὸν Σολομῶντα ποιεῖται ὑπόθεσιν, κἀκεῖνον εἰσάγει ὥσπερ ἐν
δράματι τὰ τῶν δαιμόνων ὀνόματα καὶ τὰς πράξεις ἀγγέλλοντα. ἔστι
γοῦν παρ' αὐτῷ ἡ Γιλλὼ δύναμίς τις πρὸς τὰς γενέσεις καὶ τὰς οὐσίας
ἀντίθετος. αὕτη γοῦν τά τε κυοφορούμενα, φησίν, ἀναιρεῖ καὶ ὁπόσα τῆς
μήτρας διολισθήσοι, καὶ χρόνος αὐτῇ τῆς ἀναιρέσεως ἐνιαύσιος ὥρισται·
εἶτα δὴ δεσμεῖ αὐτὴν ἡ Ἀδράστεια.
 Ἀλλ' ἥ γε τήμερον ἐπέχουσα δόξα τοῖς γραϊδίοις τὴν δύναμιν ταύτην
παρέχεται· πτεροῖ γοῦν τὰς παρηβηκυίας καὶ ἀφανῶς εἰσοικίζει τοῖς
βρέφεσιν· εἶτα θηλάζειν ποιεῖ ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν ἐν τοῖς βρέφεσιν
ἀπορροφᾶν ὥσπερ ὑγρότητα. τὰ γοῦν συντακέντα τῶν νεογνῶν Γιλλόβρωτα
αἱ περὶ τὴν λεχὼ ὀνομάζουσιν. ἔστι δὲ καὶ τοῦτο πάθος σώμασιν οἰκεῖον

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 7, line 3

 Ἡ μὲν οὖν δόξα τῶν περὶ Λεύκιππον τοιαύτη, ἣν δὴ καὶ μᾶλλον ὡς


ἀνυπόστατον καὶ κενὴν καὶ ὁ μέγας διαπτύει Βασίλειος. ἀλλ' οὗτος μὲν
διαπτύσας οὐκ ἤλεγξεν, ἐπεὶ μηδὲ σκοπὸς αὐτῷ διελέγξαι τοὺς οὕτω
φιλοσοφήσαντας· Ἀριστοτέλης δὲ ὁ φιλόσοφος ὅλην αὐτοῖς τὴν δόξαν
κατέσεισεν, ἀποδείξεσιν ἀρραγέσι κατὰ ταύτης χρησάμενος. ἡμῖν δὲ
οὐ νῦν περὶ τούτων, ἀλλὰ περὶ τῆς τῶν ῥητῶν ἐξηγήσεως, ἣν δὴ καὶ ὡς
ἐνῆν ὑμῖν παραθέμενοι, τὸν περὶ τῶν δογμάτων ἔλεγχον ἐς καιρὸν ἄλλον
ἀναβεβλήμεθα.

κηʹ. Εἰς τὸ παροιμιακὸν ῥητὸν τὸ ‘ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καὶ


ὑπήρεισε στύλοις ἑπτά’

 Ἔγραψε μὲν ὁ Σολομῶν κατὰ τὴν ἐν τοῖς Βασιλείοις εὑρισκομένην


ῥῆσιν ‘ἀπὸ τῆς κέδρου’ φησίν, ἀρξάμενος ‘μέχρι τῆς ὑσσώπου τῆς
287

ἐξερχομένης ἐκ τοῦ τοίχου’, τοσοῦτον τοῖς φυσικοῖς προσεταλαιπώρησε  


δόγμασιν· ἃ δ' αὐτῷ καταλέλειπται βιβλία τέσσαρα τυγχάνει τὸν ἀριθμόν,
ὧν τὸ μὲν Ἐκκλησιαστής, τὸ δὲ Σοφία, τὸ δὲ Παροιμίαι, τὸ δὲ Ἆισμα
ᾀσμάτων ἐπιγραφὴν ἔχουσι· τοῖς γὰρ ἄλλοις αὐτοῦ συγγράμμασι προς-
ομιλήσας Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς, ἐπεὶ τὴν φύσιν εἶδεν ὑπερφωνήσαντα καὶ
μέχρι τῶν ἀρρήτων προενηνεγμένα, ἐκεῖνα πυρὶ καταναλώσας, ταῦτα δὴ
τοῖς ἐπιγενομένοις κατέλιπε.

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 7, line 18

ᾀσμάτων ἐπιγραφὴν ἔχουσι· τοῖς γὰρ ἄλλοις αὐτοῦ συγγράμμασι προς-


ομιλήσας Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς, ἐπεὶ τὴν φύσιν εἶδεν ὑπερφωνήσαντα καὶ
μέχρι τῶν ἀρρήτων προενηνεγμένα, ἐκεῖνα πυρὶ καταναλώσας, ταῦτα δὴ
τοῖς ἐπιγενομένοις κατέλιπε.
 Τὸ μὲν οὖν τῆς Σοφίας βιβλίον ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως τὴν ἐπιγραφὴν
ἑρμηνεύει· αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ διασαφῶν ὅπως αὐτῷ παρὰ τοῦ θεοῦ ἡ τῆς
σοφίας ἐπωχετεύθη πηγή. τὸ δὲ τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ καὶ τὸ τῶν Παροιμιῶν
καὶ τὸ τοῦ Ἄισματος τῶν ᾀσμάτων πολὺ τὸ κεκρυμμένον ἔχει καὶ δυσερ-
μήνευτον. ὅσον δ' οὖν πρὸς τὸν παρόντα λόγον ἀρκεῖ, ὁ μὲν Ἐκκλησιαστὴς
μεσότης ἐστὶ δύο λαῶν, τοῦ τε ἀπὸ τῆς περιτομῆς φημι καὶ τοῦ ἐξ
ἐθνῶν, οἷς ὁ ἐν σκιαῖς Σολομῶν, ‘ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος’, ὁ τὰ διεστῶτα
συναγαγών, μίαν ἐργασάμενος ἐκκλησίαν, αὐτὸς δὴ πρῶτος ἀνέστηκεν
ἐκκλησιάζων καὶ τὰ εἰκότα τοῖς ἐκκλησιασθεῖσιν ὑποτιθείς. τὸ δέ γε
Ἆισμα τῶν ᾀσμάτων ἡ τελευταία τοῖς ἀνιοῦσι πρὸς θεὸν πέφυκε βαθμίς,
ἐν ᾗ τῷ τοῦ ἐραστοῦ κάλλει καὶ ἐρωμένου ἡ ποθοῦσα καὶ ποθουμένη
καταστραφθεῖσα ψυχὴ τὸν νοητὸν ᾄδει παιᾶνα, ἢ μᾶλλον ὡς ἐν γαμηλίῳ
διασκευῇ τὸν θεῖον ἐπιθαλάμιον, ὃς δὴ κατὰ τὴν παρ' ἡμῖν φιλοσοφίαν
καὶ ‘τέχνη τεχνῶν’ ἐστι ‘καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν’, καὶ μᾶλλόν γε ᾆσμα
ᾀσμάτων, οὐχ ὡς μόνον ὑπερεκπῖπτον τὰ τῇδε ᾄσματα, ἀλλ' ὡς καὶ ταῖς
λοιπαῖς θείαις ᾠδαῖς τὸ προσῆκον μέλος παρέχον καὶ τὸν ῥυθμόν.

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 7, line 38

τες, τοσοῦτον τῆς Στωϊκῆς μεγαληγορίας παραλλάττοντες ὅσον ἐκεῖνοι


μὲν σαφῶς δὴ καὶ ἀσυμβόλως τὰ τῶν παραινέσεων διετίθουν συγγράμ-
ματα, αἱ δὲ Παροιμίαι, τῷ πλαγίῳ τῶν λέξεων καὶ ταῖς ἐμφαντικαῖς
φάσεσι τὴν ὠφελοῦσαν διάνοιαν ὑποκρύπτοντες, ἅμα τε τὰ τῶν ἀκρο-
ωμένων ἤθη ἐς τὸ σωφρονέστερον καταστέλλουσι καὶ τοὺς δοκιμωτέρους
ὁμιλητὰς πρὸς τὸ τῆς ἀσαφείας βάθος διερεθίζουσιν. ἐντεῦθεν γὰρ καὶ
Παροιμίαι κατωνομάσθησαν, οἷον παρὰ τὸν προκείμενον οἶμον διεξοδεύ-
σεις, ὅπερ ἐστὶ λόγος αἰνίγματι ὅμοιος καὶ πλήρης ἐμφάσεως, πλαγίως
καὶ ἐκ περιόδου ὑποδεικνὺς τὴν ἀλήθειαν.  
 Ἡ μὲν οὖν διαίρεσις τῶν συγγραμμάτων τοῦ Σολομῶντος ἥδε· διελό-
μενος δὲ οὕτως ταῦτα ἀπὸ μὲν τοῦ πλείστου, ἐν μὲν τῷ Ἄισματι θεολόγος
ἐστίν, ἐν δὲ τῷ Ἐκκλησιαστῇ φυσιολόγος καὶ ἐν ταῖς Παροιμίαις παιδαγω-
γὸς ἀτεχνῶς ἐστι σωφρονιστής, τὸν δὲ ‘ἐν ἡμῖν παῖδα’, ἤτοι τὴν ἄλογον
καὶ νηπιώδη ψυχήν, τῇ τοῦ νοῦ ἡγεμονίᾳ ὑποτιθεὶς καὶ σωφρονίζων
τούτου τὸ ἄτακτον. ἔστι δὲ ὅπῃ τῇ μὲν φυσιολογίᾳ θεολογικὰ ἐγκατα-
288

μίγνυσι δόγματα, τῇ δὲ θεολογίᾳ φυσικὰ θεωρήματα, ὣς δὲ καὶ ταῖς

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 8, line 3

Τὰ λειπόμενα τῆς προηγησαμένης ἐξηγήσεως

 Κατὰ τὴν τοῦ Σολομῶντος ἐν Παροιμίαις παραίνεσιν αὐτὰ δὴ τὰ τοῦ


Σολομῶντος ῥητὰ ὡς ἐνῆν ἡμῖν ἑρμηνεύσαντες, ἐν τριτταῖς διανοίαις
ταῦτα ὑμῖν ἀνεπτύξαμεν. ἐπειδὴ γὰρ τὸ μέν ἐστι σωματικὸν ἡμῶν, τὸ
δὲ ψυχικόν, τὸ δὲ νοερόν, κατὰ ταῦτα δεῖ καὶ τοὺς θείους ἀπαγγέλλειν
χρησμούς, νοερῶς φημι, ψυχι[κῶς] καὶ σωματικῶς. ἐπεὶ οὖν καὶ ἡμεῖς
οὕτω τὸν τῆς σοφίας οἶκον καὶ τοὺς ἑπτὰ στύλους ἀποδεδώκαμεν, φέρε
δὴ καὶ τὰ θύματα κατὰ τὰς ἀναπεπταμένας ἐννοίας ὑφηγησώμεθα.
 Καὶ πρότερον τῇ προτέρᾳ ἐννοίᾳ κατὰ τὸν λόγον αὐτὰ προσαρμοσώμεθα.
ἐλέγομεν οὖν ἐκεῖσε, κατὰ πρώτην ἐπιβολὴν τὸν ἠθικὸν ὑφηγούμενοι
λόγον, σοφίαν ἡγεῖσθαι τὴν ἐπιστημονικὴν ἕξιν, ἥτις ἐκ διαφόρων τοῦ νοῦ
συλλεγεῖσα θεωρημάτων ἐφίδρυται τῇ ψυχῇ. αὕτη τοιγαροῦν ἡ σοφία τὴν
κτησαμένην φύσιν ὡς οἶκον οἰκοδομήσασα,

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 8a, line 58

κεράσματος. ‘ἄφρονες’ δ' ἂν εἶεν καὶ ‘φρενῶν ἐνδεεῖς’ οἱ τὴν φρόνησιν


τελεώτατοι, οὐ ταύτην φημὶ τὴν πολιτικὴν καὶ ἐν μετοχῇ πραγμάτων
κειμένην καὶ ἀγχινοίας, ἀλλὰ τὴν ὑπερκειμένην ταύτην, ἥτις δὴ νοῦς
ἄκρατος καὶ ἀκήρατος οὖσα καθ' ὑπέρβασιν τῆς τοιᾶσδε φρονήσεως
ἀφροσύνη κατονομάζεται. οὕτω γὰρ οἱ ἀκριβέστατοι τῶν θεολόγων τὰς
ὑπερκειμένας ἕξεις κατονομάζουσι. καθ' ὃν δὴ λόγον καὶ ‘μωρίαν’
φαμὲν ‘τοῦ κηρύγματος’, καὶ ὅτι ‘τὸ μωρὸν τοῦ θεοῦ φρονιμώτερον τῶν
ἀνθρώπων ἐστίν’· τὸν γὰρ ὑπερκείμενον τῆς οἰκονομίας νοῦν ἀπὸ τῶν
στερήσεων τῆς κάτω φρονήσεως ὁ θεῖος ἑρμηνεύει ἀπόστολος. οὕτω γὰρ
ὁ μέγας Διονύσιος ἐν ἐπιστολῇ τὸν τόπον ἡρμήνευκεν, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ
Σολομῶν ἀλλαχοῦ, ‘ἀφρονέστατός εἰμι πάντων ἀνθρώπων καὶ φρόνησις  
ἀνθρώπου οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί’, συνῳδὰ φθεγγόμενος τῷ πατρί· ‘ἡ γλῶσσά
μου’ γάρ φησι ‘κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου’. ὥσπερ γὰρ ὁ κάλαμος
ἰδίας ἐστερημένος κινήσεως τῇ χειρὶ τοῦ κινοῦντος πρὸς τὸ ἐκείνου
μετάγεται βούλημα, οὕτω δὴ καὶ ἡ τοῦ Δαυὶδ γλῶττά τε καὶ ψυχὴ ὑπὸ
τῆς θείας μόνης ἐνεργουμένη χάριτος ἐκινεῖτό τε καὶ ἐφθέγγετο, ὥστε
δι' ὃ ἦν πάντων ἀνδρῶν ἀφρονέστατος, διὰ τοῦτο πάντων ἦν συνετώτατος.
 Ἐπεὶ οὖν τῇ ἐπιστημονικῇ ἕξει τὰ θύματα προσηρμόσαμεν, φέρε δὴ
καὶ τῇ κρείττονι, μᾶλλον δὲ τῇ ὑπερτελεῖ καὶ πρώτῃ σοφίᾳ καταλλήλως
αὐτὰ συμβιβάσωμεν. ἐπεὶ γὰρ ὁ ἐνυπόστατος τοῦ πατρὸς λόγος τὸν τῇδε
κόσμον ὡς οἶκον ἐδημιούργησεν, καὶ τὸν μὲν οὐρανὸν ἀτελεύτητον ὥσπερ

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 32, line 29


289

Ἰεζεκιὴλ ‘ἐξαίροντι πνεύματι’ ἀπεικάζει τὸν Βαβυλώνιον ‘ἀπὸ βορέα’


ἐρχόμενον πτέρυγάς τε αὐτῷ περιτίθησι καὶ συριγμὸν ἐν ταῖς πτέρυξι
καὶ ῥοῖζόν τινα περὶ τὴν κίνησιν φοβερώτατον, καὶ Ἡσαΐας δὲ αὐτὸν
τοῦτον γίγαντι ἀπεικάζει καὶ τοὺς καταχθονίους πάντας ἐκπεπλῆχθαι,
ὅτε πρὸς αὐτοὺς ἧκε τῷ θανάτῳ λυθείς, ὅτι μετὰ τούτων ἐγένετο κατενε-
χθεὶς τῆς ἐπάρσεως. οὕτω τοιγαροῦν σύμπασαν εὑρήσεις τὴν Ἑβραΐδα
διάλεκτον οὐκ ἐστενοχωρημένην τοῖς ῥήμασιν, ἀλλὰ καὶ μάλα διαχεομένην
καὶ κατὰ πλουσίαν πλατυνομένην ταῖς ὑποκειμέναις τῶν ὑποθέσεων.
 Καὶ μάλιστά γε οἱ ταύτην ἐξακριβώσαντες πλείονα τὸν ὄγκον τοῖς
συντάγμασιν ἑαυτῶν συνεισήνεγκαν. ὧν δὴ τὰ πρῶτα τὸν ἐκ Δαυὶδ
Σολομῶντα αὐτὸς τίθημι· εἰ γὰρ καὶ μὴ ἠκρίβωσα τὴν διάλεκτον,
ἀλλ' ἀπό γε τῶν Ἑξαπλῶν καί τινων ῥηματίων ἑτέρων Ἑβραϊκῶς συγκει-
μένων ἔγνων ὅπως τὰ Σολομῶντος τῶν λοιπῶν ὑπερέχει. τούτου δή φημι
καὶ τὸν παρὰ τῷ Ἰὼβ διάλογον ἀξιοσπούδαστον εἶναι πόνημα. ὥσπερ γὰρ
τὰ κάλλιστα τῶν ἀγαλμάτων καὶ ὁπόσα δὴ εἰς ἦθος ἐρρύθμισται τὴν τοῦ
Φειδίου χεῖρα ἢ Πολυκλείτου τέχνην κατηγορεῖ, οὕτω δὴ καὶ τῶν
συγγραμμάτων τὰ ἀνθηρότατα τὴν Σολομώντειον εὐθὺς παρεισάγει
τέχνην καὶ δύναμιν. καὶ ὥσπερ οὐκ ἄν με διαλάθοι λόγος Λυσιακός,
ἀλλ' ἡ χάρις καὶ ἡ σαφήνεια πρὸς τὴν γνῶσιν ἐνέγκοι τοῦ ῥήτορος, οὕτω
δή με οὐ διαφεύξεται Σολομῶντος μελέτημα, ἀλλ' ἡ τῶν λόγων ἠχὼ καὶ
ὁ τροπικὸς χαρακτήρ, τό τε τῶν διηγημάτων οἷον κρημνῶδές τε καὶ

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 29-49l2

 ἀλλ' ὡς ἐν σχήματί τινι σεμνῷ νυμφοστολίας.


 σοφῶς γὰρ ὑποτίθησι τὸν μὲν Χριστὸν νυμφίον,
 νύμφην δὲ πάλιν τὴν ψυχὴν ἐρῶσαν τοῦ νυμφίου
 καὶ πτερουμένην ἔρωτι τῷ τούτου κατὰ κράτος  
 καὶ πρὸς ἐκείνου τὰς μονὰς ἀνιπταμένην τάχα.
 ἔχει δ' ἐμφάσεις καί τινας περὶ τῆς ἐκκλησίας.
  Ἀλλ' ἀπαρξώμεθα λοιπὸν σύν γε θεῷ τῶν λόγων.
 φησὶν ἡ νύμφη παρευθὺς πρὸς τοὺς ἀγγέλους τάδε,
 οὓς θυγατέρας τῆς Σιὼν ἐκάλεσεν ὁ λόγος·
μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ὡς σκηνώματα Κηδάρ,
ὡς δέρρεις Σολομῶντος [1, 5].
  Ταῦθ' ὁμιλεῖ τὸ πρώτιστον ἡ νύμφη τοῖς ἀγγέλοις·
 χρὴ γὰρ αὐτὰ τὰ ῥήματα τῆς νύμφης προτιθέναι
 καὶ μηδαμῶς στιχοπλοκεῖν ταῦτα καὶ μεταλλάττειν.
  Ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, φησίν, ὦ θυγατέρες
 τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ τῆς σεβασμιωτάτης.
 ὁμοῦ γὰρ ἔγωγε καλὴ καὶ μέλαινα τυγχάνω·
 μέλαινα μὲν ὡς τοῦ Κηδὰρ σκήνωμα πρὶν φανεῖσα,
 φημὶ δ' ἐκ παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τῆς πρώτης
 (ὁ γὰρ Κηδὰρ ὁ ζοφερὸς λέγεται καὶ σκοτώδης),
 καλὴ δὲ πάλιν πέφυκα νυνὶ τῇ μετανοίᾳ,
290

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 53, line 272

 τὸν δόντα πρὶν τοῖς μαθηταῖς ὡς κλῆρον τὴν εἰρήνην·


 Ἑλληνιστὶ γὰρ Σολομῶν εἰρηνικὸς καλεῖται.
 ἐν τῇ γραφῇ δ' οὐχ εὕρηνται ψαλμοὶ τοῦ Σολομῶντος·
 οὗτοι γὰρ ἂν ἐτέθειντο τῶν ἄλλων τελευταῖοι,
 ἢ πάντως ἂν ἐνέκειντο τῷ Τετραβασιλείῳ,
 εἰ δ' οὖν, ἀλλ' ἐνεφέροντο ταῖς Παραλειπομέναις·
 ἢ μέρος ἄν τι τῆς γραφῆς ἐμέμνητο καὶ τούτων.
 φησὶ γὰρ οὕτω τῆς γραφῆς τῆς ἱερᾶς τὸ ῥῆμα·
 ’ᾠδαὶ πεντακισχίλιαι τοῦ Σολομῶντος ἦσαν,
 παραβολαὶ δ' ἐκτὸς αὐτῶν ἦσαν ἐν τρισχιλίαις’·
 ψαλμὸς δ' οὐ μεμνημόνευται πώποτε Σολομῶντος.
 ὁ δ' Ἰδιθοὺμ σὺν τοῖς λοιποῖς τοῖς ἐπιγεγραμμένοις
 ἐκ τοῦ Δαυὶδ κατέστησαν χοράρχαι πρὸς τὸ ψάλλειν,
 καὶ νῦν μὲν ἔψαλλον κοινῶς εἰς μίαν συμφωνίαν,
 νῦν δ' ἀνετίθετο ψαλμὸς ἑκάστῳ χοροψάλτῃ·
 λαμβάνων δ' οὗτος ἐκ Δαυὶδ ἰδίως ἐμελῴδει
 τοῖς χορευταῖς τοῖς ὑπ' αὐτὸν τοῦ μέλους προκατάρχων.
 λαβόντες τοίνυν οἱ ψαλμοὶ τῶν ἀρχῳδῶν τὰς κλήσεις
 ἔσχον αὐτὰς ἐπιγραφὰς ὡς ὑπ' αὐτῶν ψαλέντες.
 καὶ δῆλον {ὡς} ἀπὸ τῆς γραφῆς τῶν Παραλειπομένων·
 ’ἐν’ γὰρ ‘χειρὶ’ φησὶν ‘Ἀσὰφ’ τὴν ᾠδὴν ταύτην ᾖσαν.

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 54, line 817

  Ὁ δὲ Ἰωναδὰβ υἱὸς ἐστί τις χοραψάλτης,


 ὃς δὴ τὸν ἑβδομηκοστὸν ᾖσε ψαλμὸν τῷ λόγῳ,
 ’ὑπὲρ τῶν πρώτως’ δέ φησιν ‘ἐξαιχμαλωτισθέντων’.
 ὁ Ναβουχοδονόσορ γὰρ ὁ τῆς Περσίδος ἄναξ
 τρισσάκις ᾐχμαλώτευσε τὴν χώραν Ἰουδαίας·
 ἐνταῦθα γοῦν προϊστορεῖ τὴν ἅλωσιν τὴν πρώτην.
Εἰς τὸν οαʹ, ‘ὁ θεός, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δός’
  Ὅτι Χριστὸς βασιλεύει
  καὶ προσκαλεῖται τὰ ἔθνη.
  Τὸν νῦν παρόντα γέγραφεν ὑπὲρ τοῦ Σολομῶντος,
 οἶμαι τοῦ καθ' ἡμᾶς, Χριστοῦ τοῦ εἰρηνικωτάτου.
 εἰρηνικὸς γὰρ λέγεται πᾶς Σολομῶν ἀξίως,
 καὶ τίς εἰρηνικώτερος τοῦ θεανθρώπου λόγου
 τοῦ πᾶν ἐκ γῆς ἐξάραντος δάκρυον φιλανθρώπως;
 φησὶ γάρ, ‘καταβήσεται ὡς ὑετὸς εἰς πόκον’.  
Εἰς τὸν οβʹ ψαλμόν, ‘ὡς ἀγαθὸς ὁ θεὸς τῷ Ἰσραήλ’
  Ἐπ' ἀσεβῶν εὐπραγίᾳ,
  μακροθυμίᾳ δεσπότου,
  νοῦς ἀσθενῶν ταῦτα λέγει.
  Τοὺς προγραφέντας τῶν ψαλμῶν ᾖσε Δαυὶδ ὁ θεῖος
291

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 5, sec. 4, line 14

ηγορεύετο. Ἀδελφοὶ δ' ἦσαν καὶ τὰ σώματα πρότερον καὶ


τότε τὴν γνώμην· εἰς ταὐτὸ γὰρ ἅπαντες συνεφρόνησαν,
ἀποκτεῖναί τε τὸν αὐτοκράτορα καὶ τῶν βασιλικῶν ἐπι-
λήψεσθαι σκήπτρων. Συνυπήγοντο δὲ αὐτοῖς καὶ ἕτεροι
τῶν εὐγενῶν, οἵ τε Ἀντίοχοι γένους ὄντες περιφανοῦς καὶ
οἱ Ἐξαζηνοὶ καλούμενοι, ὅ τε Δούκας καὶ ὁ Ὑαλέας,
ἄνδρες ἐκθυμότατοι τῶν πώποτε γεγενημένων πρὸς μάχας,
πρὸς δὲ καὶ Νικήτας ὁ Κασταμονίτης καὶ Κουρτίκιός τις
καὶ ὁ Βασιλάκιος Γεώργιος. Οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν τοῦ στρα-
τιωτικοῦ καταλόγου πρωτεύοντες, τῆς δέ γε συγκλήτου ὁ
Σολομῶν Ἰωάννης. Ὃν διὰ πλούτου περιουσίαν καὶ γένους
λαμπρότητα βασιλέα χρίσειν ὁ Μιχαὴλ ὁ καὶ κορυφαῖος
τῆς τετρακτύος τῶν Ἀνεμάδων σχηματιζόμενος ἐπηγγέλ-
λετο. Ὁ δὲ Σολομῶν οὗτος τῆς συγκλήτου λογάδος τὰ
πρῶτα φέρων οὐ μόνον τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν συνεξηπα-
τημένων αὐτῷ βραχύτατος μὲν ἦν τὴν ἡλικίαν, κουφότατος
δὲ τὴν γνώμην. Ἀριστοτελικῶν τε καὶ Πλατωνικῶν μαθη-
μάτων ᾤετο εἰς ἄκρον ἐληλυθέναι· οὐ μὴν εὖ ἧκε τῆς
φιλοσόφου εἰδήσεως, ἀλλ' ὅμως ἐτετύφωτο διὰ περιουσίαν  
κουφότητος.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 5, sec. 4, line 17

λήψεσθαι σκήπτρων. Συνυπήγοντο δὲ αὐτοῖς καὶ ἕτεροι


τῶν εὐγενῶν, οἵ τε Ἀντίοχοι γένους ὄντες περιφανοῦς καὶ
οἱ Ἐξαζηνοὶ καλούμενοι, ὅ τε Δούκας καὶ ὁ Ὑαλέας,
ἄνδρες ἐκθυμότατοι τῶν πώποτε γεγενημένων πρὸς μάχας,
πρὸς δὲ καὶ Νικήτας ὁ Κασταμονίτης καὶ Κουρτίκιός τις
καὶ ὁ Βασιλάκιος Γεώργιος. Οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν τοῦ στρα-
τιωτικοῦ καταλόγου πρωτεύοντες, τῆς δέ γε συγκλήτου ὁ
Σολομῶν Ἰωάννης. Ὃν διὰ πλούτου περιουσίαν καὶ γένους
λαμπρότητα βασιλέα χρίσειν ὁ Μιχαὴλ ὁ καὶ κορυφαῖος
τῆς τετρακτύος τῶν Ἀνεμάδων σχηματιζόμενος ἐπηγγέλ-
λετο. Ὁ δὲ Σολομῶν οὗτος τῆς συγκλήτου λογάδος τὰ
πρῶτα φέρων οὐ μόνον τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν συνεξηπα-
τημένων αὐτῷ βραχύτατος μὲν ἦν τὴν ἡλικίαν, κουφότατος
δὲ τὴν γνώμην. Ἀριστοτελικῶν τε καὶ Πλατωνικῶν μαθη-
μάτων ᾤετο εἰς ἄκρον ἐληλυθέναι· οὐ μὴν εὖ ἧκε τῆς
φιλοσόφου εἰδήσεως, ἀλλ' ὅμως ἐτετύφωτο διὰ περιουσίαν  
κουφότητος.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 6, sec. 5, line 2

Ὁμολογήσαντες δὲ ἅπαντα καὶ μηδὲ τὸν φόνον ἐπικρύ-


ψαντες, ἐπεὶ οἱ στρατιῶται τοῦτον μεμελετηκέναι ἐγνώσθη-
292

σαν καὶ μᾶλλον ὁ Ἀνεμᾶς Μιχαήλ, ὁ καὶ τῆς βουλῆς κορυ-


φαῖος, ὁ καὶ κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος φόνιον πνέων,
ἅπαντας περιορίσας καὶ τὰς σφῶν ἐδήμευσε περιουσίας. Ὁ
μέντοι οἶκος τοῦ Σολομῶντος περιφανὴς ὢν ἐδόθη πρὸς
τὴν Αὔγουσταν· ἐκείνη δέ, ὁποία περὶ τὰ τοιαῦτα, οἶκτον
λαβοῦσα τῆς τοῦ Σολομῶντος ὁμευνέτιδος, ἀπεχαρίσατο
τοῦτον αὐτῇ μηδὲ τὸ τυχὸν ἐκεῖθεν ἀφελομένη.
         Τὸν
μέντοι Σολομῶντα ἔμφρουρον εἶχεν ἡ Σῳζόπολις· τὸν δὲ  
Ἀνεμᾶν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ὡς πρωταιτίους καὶ τὴν ἐν χρῷ
κουρὰν τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ πώγωνος ψιλώσας διὰ μέσης
πομπεῦσαι τῆς ἀγορᾶς παρεκελεύσατο, εἶτα ἐξορυχθῆναι
τοὺς ὀφθαλμούς. Παραλαβόντες οὖν τούτους οἱ σκηνικοὶ
καὶ σάκκους περιβαλόντες, τὰς δὲ κεφαλὰς ἐντοσθίοις βοῶν
καὶ προβάτων ταινίας δίκην κοσμήσαντες, ἐν βουσὶν ἀναγα-
γόντες καὶ ἐγκαθίσαντες οὐ περιβάδην, ἀλλὰ κατὰ θατέραν
πλευρὰν τούτους διὰ τῆς βασιλικῆς ἦγον αὐλίδος. Ῥαβδοῦ-
χοι ἔμπροσθεν τούτων ἐφαλλόμενοι καὶ ᾀσμάτιόν τι γελοῖον
καὶ κατάλληλον τῇ πομπῇ προσᾴδοντες ἀνεβόων,

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 15, Ch. 7, sec. 4, line 13

ναὸν ἐφευρηκὼς μεγέθει μέγιστον ἐπ' ὀνόματι τοῦ


μεγάλου τῶν ἀποστόλων Παύλου, ἐνταῦθα πόλιν ἑτέραν ἐν
τῇ βασιλίδι πόλει ἐδείματο. Αὐτὸς μὲν γὰρ ὁ ναὸς ἐπ' ἀ-
κροτάτῳ τῆσδε τῆς πόλεως ἕστηκεν οἷον ἀκρόπολις. Ἡ δὲ
νέα πόλις ἑκατέρωθεν γέγραπται εἰς σταδίους, ὁπόσους ἂν
εἴπῃ τις, κατά τε πλάτος καὶ μῆκος. Κύκλῳ δὲ ταύτης
ἑστᾶσιν οἰκήματα πυκνά, κατοικίαι πενήτων καί, τὸ δὴ
φιλανθρωπότερον, ἀνθρώπων λελωβημένων ἐνδιαιτήματα.
Ἔστι γὰρ ἰδεῖν τούτους κατ' ἄνδρα ἕκαστον ἐπερχόμενον,
ὅπου μὲν τυφλούς, ὅπου δὲ καὶ χωλούς, ὅπου δέ τι καὶ
ἄλλο κακὸν ἔχοντας. Τὴν στοὰν Σολομῶντος ἂν εἶπες ἰδὼν
μεστὴν ἀνθρώπων πεπηρωμένων τὰ μέλη καὶ ὅλα τὰ
σώματα.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 15, Ch. 7, sec. 8, line 5

τοὺς ὀρφανοὺς καὶ ἀποστρατεύτους φιλανθρωπία τοῦ αὐτο-


κράτορος· ὅθεν καὶ τοὔνομα ἐπεκράτησε τὸ ἀπὸ τῆς τῶν
ὀρφανῶν προμηθείας. Σέκρετα γὰρ ἐπὶ τούτοις πᾶσι καὶ
λογοπραγίαι τῶν προνοουμένων κατὰ τὰ τῶν πενήτων κτή-
ματα καὶ χρυσόβουλλοι λόγοι ἐπιβραβεύοντες τοῖς τρεφο-
μένοις τὸ ἀναφαίρετον.
         Τῷ δὲ ναῷ τοῦ μεγαλοκήρυκος
Παύλου κλῆρος μέγας κατείλεκτο καὶ πολὺς καὶ φώτων
δαψίλεια. Καὶ παραγενόμενος εἰς τουτονὶ τὸν νεὼν ἴδοις
ἂν χοροὺς ἑκατέρωθεν ἀντᾴδοντας. Κατέταξε γὰρ τῷ τῶν
ἀποστόλων νεῷ ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας κατὰ τὸν Σολομῶντα.
293

Ἐπιμελὲς γὰρ καὶ τὸ τῶν διακονισσῶν πεποίηκεν ἔργον.


Πολλὴν δὲ φροντίδα καὶ τῶν ἐπιξενουμένων Ἰβηρίδων
μοναχῶν ἐπεποίητο θύραν ἐκ θύρας ἀμειβουσῶν τὸ πρότε-
ρον, ἐπὰν εἰς τὴν Κωνσταντίνου ἐπιδημήσαιεν· ἀλλὰ καὶ
ταύταις ἡ κηδεμονία τοὐμοῦ πατρὸς ἀνεδείματο φροντιστή-
ριον μέγιστον τάς τε τροφὰς καὶ τὰς προσηκούσας ἐσθῆτας
διοικονομησαμένου. Ὁ μὲν οὖν Ἀλέξανδρος ἐκεῖνος ὁ
Μακεδὼν αὐχείτω μὲν ἐπὶ τῇ κατ' Αἴγυπτον Ἀλεξανδρείᾳ,
ἐπὶ τῇ κατὰ Μήδους Βουκεφάλῃ, ἐπὶ τῇ κατ' Αἰθιοπίαν

Θεόδωρος Στουδίτης. Homilia in nativitatem Mariae (olim sub auctore Joanne


Damasceno) Vol. 96, p. 692, line 45

ωδιάζουσα, ἧς ὁ ὀσφρανθεὶς Κύριος ἐπανεπαύσατο,


καὶ δι' ἧς ἀνθήσας τὴν εὐωδίαν τοῦ κόσμου ἀπ-
εμάρανε. Χαῖρε, μῆλον εὐωδιάζον, ὁ στειροφυὴς καρ-
πὸς, καὶ ὡραιόθεος, ἡ λέγουσα ἐν ᾌσμασιν, Ἐν
μήλοις με στοιβάσατε, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης
ἐγώ εἰμι. Ἧς δρεψαμένης τὴν καθαρότητα Χριστὸς,
εἱστιάσατο εὐοδμίαν ἄχραντον τῷ κόσμῳ διαπνέου-
σαν. Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ
κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος· ἡδύπνους ῥοδωνία
τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπο-
ρίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν
ἀποκρύπτουσαν. Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφι-
κῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα,
ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν
ἐμφέρειαν, ἐφ' ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα,
ὡς ὁ Λόγος. Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα
κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διά-
δοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν ᾌσμασι· Νάρδος
μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ. Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρ-
θενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν
ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν ᾌσμα

Θεόδωρος Στουδίτης. Homilia in nativitatem Mariae (olim sub auctore Joanne


Damasceno) Vol. 96, p. 696, line 31

στοιχεῖον τῆς θείας ἀπειρίας, οὗ ὁ ἄπειρος, ποδιαίᾳ


γαστρὶ περιεχόμενος, καὶ ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὰ πέ-
ρατα. Χαῖρε, Θεοτόκε κυρίως καὶ ἀληθῶς, τὸ πρὸς
Θεὸν ἀνθρώποις φρικτὸν συναπτήριον, δι' ἧς τὰ οὐ-
ράνια τοῖς ἐπὶ γῆς ἥνωνται, Θεῷ τὰ ἀνθρώπου,
καὶ ἀνθρώπῳ τὰ Θεοῦ ἀντανίσχουσα. Χαῖρε, πα-
στὰς, ἡ παρθενίας ἐγερθεῖσα κάλλεσι, τῷ λέγοντι
ἐν ᾌσμασιν· Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή
μου νύμφη. Οὗ πρὸς σάρκα συναφείας ἐκεῖνα
ἐπάγεται· Ἐξέλθετε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ
294

Σολομὼν, ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν


ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ,
καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης τῆς καρδίας αὐτοῦ.
Χαῖρε, ἀμνὰς, ἡ ἄτεξ κατὰ γαμικὴν σύνοδον,
καὶ τοκὰς κατὰ θείαν σύλληψιν. Ἐξ ἧς ὁ ἀμνὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ἐπεδή-
μησε. Χαῖρε, νεφέλη φωτὸς, ἡ ἐν ἐρήμῳ τοῦ βίου
πρεσβευτικῶς τὸν νέον Ἰσραὴλ σκιάζουσα· ἀφ' ἧς
τὰ τῆς χάριτος διατάγματα ἤκουσται, ἐξ ἧς ὁ τῆς
δικαιοσύνης ἥλιος ἀνατέταλκε μαρμαρυγαῖς ἀφθαρ-
σίας καταφαιδρύνων τὰ σύμπαντα.

Θεόδωρος Στουδίτης. Epistulae Epistle 34, line 84

μοιχείαν καὶ μοιχοζευξίαν καὶ μοιχοσυνδρομίαν οἰκονομίαν θεοῦ


καὶ ἁγίων.  
 Καὶ ἀλλοίως οὐκ ἔστιν· οὐ γὰρ προσωποληψία παρὰ τῷ θεῷ, ὡς
ὑποδεικνύουσιν οἱ μοιχειανοί, μὴ ἐφίσης τοὺς νόμους αὐτοῦ κεῖσθαι
ἐπὶ πᾶσιν, ἀλλ' ἐπὶ τῶν βασιλέων, ὥς φησιν, ὑποχωρεῖν καὶ καινο-
τομεῖσθαι. καὶ ποῦ τὸ τῶν βασιλέων εὐαγγέλιον; ἀλλ' ὄντως ἠσεβή-
κασι λίαν, μὴ συνιέντες ὅτι θεὸς πρόσωπον ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει,
καθὰ ἔφη ὁ ἱερὸς ἀπόστολος, μηδ' ὅτι ὁ αὐτὸς δι' ἑνὸς τῶν
προφητῶν, ταλανίζων αὐτούς, λέγει, ὑμεῖς οὐκ ἐφυλάξατε τὰς ὁδούς
μου, ἀλλ' ἐλαμβάνετε πρόσωπα ἐν νόμῳ. οὐχὶ θεὸς εἷς ἔκτισεν ὑμᾶς;
οὐχὶ πατὴρ εἷς πάντων ὑμῶν; γράφει δὲ καὶ Σολομὼν τάδε· ἀκούσατε
οὖν, βασιλεῖς, καὶ σύνετε. καὶ μεθ' ἕτερα· ὅτι ὑπηρέται ὄντες τῆς τοῦ
ὑψίστου βασιλείας οὐκ ἐκρίνατε ὀρθῶς οὐδὲ ἐφυλάξατε νόμον οὐδὲ
κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θεοῦ ἐπορεύθητε. φρικτῶς καὶ ταχέως ἐπιστή-
σεται ὑμῖν, ὅτι κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται. οὐ γὰρ
ὑποστελεῖται πρόσωπον ὁ πάντων δεσπότης. πάλιν δὲ ὅτι καὶ ὅλον
τὸ εὐαγγέλιον διὰ τῶν φθασάντων παρανομιῶν ἠθετήκασιν, ὦ ἱερὰ
καὶ θεία κορυφή, ἐπεὶ καὶ ἓν ἀνόμημα ἀρκεῖ τὸν καθόλου νόμον
ἀνατρέψαι· πᾶσαι γὰρ ἀλλήλων ἔχονται, φησὶν ὁ Μέγας Βασίλειος,
αἱ ἐντολαί, ὡς ἐν τῇ λύσει τῆς μιᾶς καὶ τὰς λοιπὰς ἐξ ἀνάγκης
συγκαταλύεσθαι, οὐκ ἐξ ἑαυτοῦ τοῦτο, ἀλλ' ἐκ τοῦ φθεγγομένου ἐν

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 1, poem 154, line 11

Χρυσῆν θεωρῶ τὴν Ἐδὲμ τῆς εἰκόνος,


Ἐν ᾗ τὰ φυτὰ τεχνικῶς ἡρμοσμένα
Δοκοῦσι κυκλοῦν τῆς Ἐδὲμ τὸν ἐργάτην.
Εἰ δ' οὐχὶ καὶ ζέφυρος ἐμπνεῖ τοῖς κλάδοις,
Θαυμαστὸν οὐδέν· οὐδὲ γὰρ ὅλως δέον
Τούτους κινεῖσθαι καὶ κτυπεῖν τὸν δεσπότην
Ὑποψιθυρίζοντα μυστικωτέρως,
Ὅπου γε καὶ ῥοῦν ἀργυροῦν οἶμαι βλέπειν
Ἐκ τῆς πρὸς αὐτὸν συστολῆς πεπηγμένον.
295

Μὴ τοῦτον ἰδὼν τὸν Παράδεισον πάλαι


Τὸν νοῦν φυτουργεῖ Σολομὼν τῶν ᾀσμάτων;  
Νύμφη γὰρ ἥδε καὶ καλὴ καὶ παρθένος
Ἐρῶσα θερμῶς τοῦ παρ' αὐτῇ νυμφίου.
Εἴ που δὲ καὶ μέλιτταν ἀθρῆσαι θέλεις,
Ἢ καὶ προφήτην ἐξ ἐρήμου τρυγόνα,
Ἢ μυστικοὺς τέττιγας, ἢ κύκνων γένη,
Σκόπει, θεατὰ, τοὺς παρεστῶτας πέριξ,
Οἳ τὰς νοητὰς ὀργανώσαντες λύρας
Περιλαλοῦσι τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 79, line 90

Ὦ καὶ σιωπὴ, κόσμε τῶν θηλυτέρων,


Οἵῳ τελευτῆς ἐγκαλύπτεσθε σκότει!
Ὁ πλοῦτος ἀργὸς, ἀσθενὴς ἡ λαμπρότης,
Ἡ δόξα καπνὸς, ἐν κενοῖς αἱ φροντίδες,
Ὁ χρυσὸς οὐδὲν, οὐδὲ γὰρ ἔχει στάσιν·
Ὁ πέπλος αἰσχρὸς, οὐδὲ γὰρ παραμένει·
Οἱ μάργαροι χνοῦς, οἱ λίθοι, λίθοι μόνον·  
Ὁ δ' ἄργυρος ῥοῦς καὶ πεπηγὼς καὶ τρέχων·
Ὅπου γε ῥευστὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον βλέπω,
Δι' ὃν παρήχθη τῆς ὕλης τὰ φάσματα·
Πλὴν ἡ φιλεργὸς, ἣν Σολομῶν σεμνύνει,
Καθάπερ εἰκὸς ἀῤῥενόφρονα κρίνων,
Ἄρτι καθεύδει τῶνδε τῶν λίθων μέσον,
Εἰς ἀναχωκὴν τῶν προλαβόντων πόνων·
Μετὰ δὲ μικρὸν καὶ πνοῆς ἕξει δρόσον
Τοῖς ὀστέοις ἴαμα καὶ τῷ σαρκίῳ·
Σὺ δὲ βλέπων, βέλτιστε, σωφρόνως ἔχε
Καὶ τὴν γυναῖκα τήνδε τὴν πρὶν ὀλβίαν,
Καὶ νῦν ταπεινὴν καὶ μεμαγμένην κόνιν
Εὔχου προελθεῖν εἶς τρυφῆς θείας τόπους,

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 101, line 44

Πῶς ἂν πρᾴως ἔγωγε δυναίμην στέγειν


Στυγὸς πονηρᾶς ὑπεραλγῦνον θράσος,
Ἣ σής τίς ἐστιν ἐμφυεὶς τοῖς ὀστέοις;
Ἥλιε, τὸ πρόσωπον ἐμφάνιζέ μοι·
Σὺ γὰρ ἔαρ γόνιμον ἐλπίδων γίνῃ,
Εἴπερ φυσικὴν εὐτυχεῖς τὴν αἰθρίαν,
Τρισήλιον φῶς μυστικῶς δεδεγμένος,
Καὶ τὸν βαρὺν χειμῶνα τῆς ἀθυμίας
Ὡς ἐξ ὑπαρχῆς εὐμενῶς κούφισέ μοι·
Τὸ γὰρ ἱλαρὸν τῆς σοφῆς σου καρδίας
Τοῦ Σολομῶντος ἔσχεν ἡ κλῆσις μόνη.

Τῇ θεομήτορι.
296

Γνώρισον ἡμῖν τὴν παρὰ φύσιν ζέσιν,


Εἰ μηκέτι θλίβοι σε ῥαγεῖσα πρᾴως,
Ὦ τῆς ἐμῆς φῶς ἡμεραυγὲς καρδίας·
Σὺ μὲν γὰρ ἀλγεῖς ἀπὸ λαβῆς μετρίας,  
Ἣν ἂν χρόνου τέρποντος ὀξύτης λύοι,
Τῆς ὑπὲρ ἡμῶν ὑπονυττούσης τύχης,
Ὡς ἂν ἀγαθὴ μὴ παραδράμῃ φύσις·
Ἐγὼ δ' ἐμαυτὸν μυστικῇ ζέσει φλέγω,
Δροσισμὲ καὶ ζέφυρε καὶ νέκταρ χύδην,

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 3, poem 61, line 174

Ταῖς σαῖς πεπανθεὶς, Αὐσονάρχα, λαμπάσιν·


Οὐκοῦν ὁ μὲν σὸς καὶ σπορεὺς καὶ δεσπότης,
Ὁ νοῦς ὁ γοργὸς, ὁ βραβεὺς τῶν πραγμάτων,  
Ἡ γλῶσσα τῆς γῆς, ἡ στολὶς τῶν κτισμάτων,
Ὁ τῶν λόγων θάλαμος ὁ στεφηφόρος,
Τὸ τοῦ κράτους ἔσοπτρον, αὐτὸ τὸ κράτος,
Αὐτοκράτωρ γένοιτο γῆς θᾶττον πάσης,
Ἢ χριστὸς Ἀλέξανδρον οὐκ ἔχει νέον,
ᾯ τὴν κορυφὴν Μακεδὼν ἅπας κλίνει;
Σὺ δ' ἂν κατ' αὐτὸν εὑρεθῇς ὢν τὴν φύσιν,
Ἰδοὺ βασιλεὺς καὶ Σολομῶντος πλέον,
Καὶ λεῖπον οὐδὲν εἰς θεόσδοτον χάριν.
Νυνὶ δὲ Σιὼν εἰΣιὼν τὴν δευτέραν,
Ὡς καὶ βασιλεὺς Ἰσραὴλ τοῦ δευτέρου,
Ἐκ τῶν παλαιῶν εὐλογοῦ σπουδασμάτων,
Καὶ τῶν παρ' ἡμῖν εὐκτικῶν ἀπαργμάτων·
Κἂν ἀγρὸς οὖν ἔχῃ σε, κἂν πόλις βλέπῃ,
Εἴης παρ' ἀμφοῖν ὑπερευλογημένος·
Κἂν εἰσπορευθῇς, κἂν ἐπ' ἐχθροὺς ἐξίῃς,
Τούτους ἴδοις ἅπαντας εὐθὺς ἐν πέδαις,
Λείχοντας οἰκτρῶς τῶν ποδῶν σου τὴν κόνιν·

Ευάγριος σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική. P. 121, line 27

άψαι, οὐκ ἴσχυσε δὲ πρὸς διαφόρους γνώμας τῶν μερῶν


ἀποκριθέντων. Ὅστις Ἀθανάσιος μετὰ ταῦτα συνοδικὰς
ἐπιστολὰς διαπεμπόμενος Παλλαδίῳ τῷ μετὰ Πέτρον
ἐπισκοπήσαντι τὴν Ἀντιόχου, τὰ παραπλήσια πέπραχε
περὶ τῆς ἐν Καλχηδόνι συνόδου. Ταὐτὸ δὲ τοῦτο καὶ
Ἰωάννης ὁ μετὰ Ἀθανάσιον τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ θρόνον
διαδεξάμενος. Καὶ Παλλαδίου τελευτήσαντος τοῦ ἐν
Ἀντιοχείᾳ προέδρου, καὶ Φλαβιανοῦ τὸν ἐκείνου θρόνον
297

διαδεξαμένου, πέμπεται πρὸς αὐτοῦ κατὰ τὴν Ἀλεξάν-


δρειαν Σολομὼν Ἀντιοχείας πρεσβύτερος, συνοδικά τε
κομίζων καὶ ἀμοιβαίους συλλαβὰς ζητῶν Ἰωάννου πρὸς
Φλαβιανόν. Καὶ μετὰ Ἰωάννην δὲ ἕτερος Ἰωάννης τὸν
Ἀλεξανδρείας διαδέχεται θρόνον. Καὶ ταῦτα μὲν οὕτω
προὐκεχωρήκει μέχρι τινῶν τῶν Ἀναστασίου χρόνων.
Εὐφήμιον γὰρ αὐτὸς ἐκβεβλήκει· ἅπερ ἠνάγκασμαι καθ'
εἱρμὸν συνάψαι σαφηνείας τε καὶ εὐμαθείας ἕνεκα.  
 24. Ὁ δὲ Ζήνων Ἰλλοῦ γνώμῃ καὶ τὸν Ἁρμάτον
ἀναιρεῖ συγγενῆ Βερίνης τῆς βασιλίδος· ὃν καὶ κατα-
πεμφθέντα πρὸς Βασιλίσκου δώροις ὁ Ζήνων ἁλίσκει, καὶ
σύμμαχον αὐτὸν ἀντὶ πολεμίου ποιεῖται, καὶ Βασιλίσκον

Ευάγριος σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική. P. 167, line 29

πάμπολύ τι χρῆμα καθειστήκει, ἅτε Γιζερίχου τὸ ἐν


Ῥώμῃ σεσυληκότος παλάτιον, ἅπερ ἔμπροσθέν μοι δε-
διήγηται, ἡνίκα Εὐδοξία ἡ Βαλεντινιανοῦ γυνὴ τῶν
ἑσπερίων ἄρξαντος Ῥωμαίων, ὑπὸ Μαξίμου τόν τε
ἄνδρα ἀποβαλοῦσα καὶ ἐς τὴν σωφροσύνην ὑβρισθεῖσα,
τὸν Γιζέριχον μετεπέμψατο προδώσειν τὴν πόλιν ὑπο-
σχομένη· ὅτε καὶ τὴν Ῥώμην ἐμπρήσας τὴν Εὐδοξίαν
ἅμα ταῖς θυγατράσι κατὰ τὰ Βανδίλων ἤγαγεν ἤθη.
Τότε σεσυλήκει σὺν τοῖς ἄλλοις κειμηλίοις ὅσα ὁ Οὐ-
εσπασιανοῦ παῖς Τίτος τὰ Ἱεροσόλυμα ἀνδραποδίσας ἐς
Ῥώμην ἤγαγεν, ἀναθήματα Σολομῶνος τυγχάνοντα τὸν
θεὸν ἐξοσιουμένου. Ἅπερ Ἰουστινιανὸς πρὸς τιμῆς
Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν αὖθις ἐς Ἱεροσόλυμα πέπομφε,  
τὸ θεῖον ὡς πρέπον γεραίρων, ὥσπερ καὶ πρότερον
ἀνετέθησαν. Τότε φησὶ τὸν Γελίμερα ὁ Προκόπιος ἐπὶ
γῆς ἐρριμμένον ἀνὰ τὸν ἱππόδρομον ἀντικρὺ τῆς βασιλέως
ἕδρας, ἔνθα καθῆστο τὰ δρώμενα θεώμενος Ἰουστινιανός,
ἐπειπεῖν τὸ θεῖον λόγιον τῇ σφετέρᾳ γλώσσῃ· Ματαιότης
ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.

Φλάβιος Ιουστινιανός. Novellae P. 342, line 10

κώδικα διατάξεσι κεῖται, τὴν ὁρίζουσαν τὸ τοῖς παισὶ  


καταλιμπανόμενον κρατεῖν ἐπί τε τῆς εὐδαίμονος ταύ-
της πόλεως ἔν τε ταῖς ἐπαρχίαις μετὰ δύο μῆνας τῆς
ἐμφανίσεως, καθάπερ εἰπόντες ἔφθημεν· διότι γενο-
μένων ἡμῖν ἰσοτύπων διατάξεων περὶ τοῦ μέτρου τῆς
ἐνστάσεως τῶν παίδων, τῆς μὲν τῇ Ἑλλήνων φωνῇ
γεγραμμένης διὰ τὸ τῷ πλήθει κατάλληλον, τῆς δὲ
τῇ Ῥωμαίων ἥπερ ἐστὶ καὶ κυριωτάτη διὰ τὸ τῆς πο-
λιτείας σχῆμα, ἡ μὲν καλάνδας Μαρτίας ἔχει, γρα-
φεῖσα μὲν τότε, οὐκ ἐμφανισθεῖσα δὲ τηνικαῦτα εὐθύς,
ἡ δὲ τῇ Ῥωμαίων φωνῇ γεγραμμένη πρὸς Σολομῶντα
298

τὸν ἐνδοξότατον τῶν ἐν Ἄφροις ἱερῶν ἡγούμενον


πραιτωρίων καλάνδας Ἀπριλλίας προσγεγραμμένας
ἔχει· διόπερ οὐδὲ ἡ τῇ Ἐλλάδι φωνῇ γραφεῖσα
γέγονε παραχρῆμα καταφανής, ἕως καὶ ἡ τῇ Ῥω-
μαίων συντεθεῖσα γλώττῃ γέγονέ τε καὶ ἐξεπέμφθη,
ἀμέλει δὲ καὶ ἡ πρὸς τοὺς ἐνταῦθα ἐνδοξοτάτους ἐπ-
άρχους τῶν ἱερῶν ἡμῶν πραιτωρίων γεγραμμένη (φα-
μὲν δὴ τὴν Ἑλληνίδα) κατὰ τὸν Μάιον μῆνα ἐνεφα-
νίσθη τε τῷ αὐτῶν δικαστηρίῳ καὶ ἐξεπέμφθη.

Chronographiae Anonymae,Χρονογραφία brevis (e cod. Coislin. 193)


P. 220, line 14

Ἐσσεβὼν ἔτη ἑπτά.


Αἰλὼν ἔτη δέκα.
Ἀδὼν ἔτη ὀκτώ.
Ἀλλοφύλων ἔτη τεσσαράκοντα.
Σαμψὼν ἔτη εἴκοσι.
Ἀναρχίας καὶ εἰρήνης ἔτη τεσσαράκοντα.
Ἠλεὶ ἔτη εἴκοσι.
Σαμουὴλ ἔτη εἴκοσι.
Σαοὺλ ἔτη τεσσαράκοντα.
Δαυὶδ ἔτη τεσσαράκοντα.
Σολομὼν ἔτη τεσσαράκοντα.
Ῥοβοὰμ ἔτη δεκαεπτά.
Ἀβιὰ ἔτη τρία.
Ἀσὰ ἔτη τεσσαράκοντα ἕν.

Gennadius I Scr. Eccl., Fragmenta in epistulam ad Romanos (in catenis)


P. 371, line 3

μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον· καὶ πέπονθά


τι σχέτλιον καὶ ὄντως ἐλεεινὸν τῇ εὐεργεσίᾳ βλαβεὶς καὶ τῷ πρὸς ζωὴν
δοθέντι μοι βοηθήματι, τούτῳ τὸ ζῆν ἀπολέσας. ἡ γὰρ ἁμαρτία
ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέν με
καὶ δι' αὐτῆς ἀπέκτεινεν· ἔχουσα γὰρ διὰ τῆς ἐντολῆς πρόφασιν
ἡ κατάρατος ἁμαρτία καὶ δυνατωτέρα τῷ ὅπλῳ τῷ ἐμῷ γενομένη, δι'
αὐτοῦ με τούτου παρακρουσαμένη κατέσφαξεν. δίεισιν μέντοι περὶ τῆς
ἁμαρτίας ὡς ζώσης τε καὶ ὑφεστηκυίας καὶ σοφιζομένης τὸν ἄνθρωπον  
κατὰ τὸ τῆς θείας ἔθος γραφῆς· οὕτω γοῦν καὶ τὴν δικαιοσύνην προς-
ωποποιῶν ὁ μακάριος εἰσάγει Δαυὶδ λέγων· δικαιοσύνη ἐνώ-
πιον αὐτοῦ προπορεύσεται, καὶ πάλιν ὁ Σολομὼν τὴν σοφίαν,
καὶ ὅλως ἐν τοῖς θείοις λογίοις πολὺ τὸ τοιοῦτον ἰδίωμα.

Röm 7,12
299

 Ὥστε, φησίν, ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία


καὶ δικαία καὶ ἀγαθή. ὁ μὲν σύνδεσμος ἁπλῶς ἐνταῦθα προσέρ-
ριπται, νόμον δὲ καὶ ἐντολὴν ταὐτὸν ἀμφοτέρως ὠνόμασεν. ἁγίαν
μέντοι τὴν ἐντολὴν εἶπεν ὡς τῆς ἁμαρτίας ἀπάγουσαν καὶ διϊστῶσάν τε
καὶ ἀφορίζουσαν τοῦ κακοῦ, δικαίαν δὲ ὡς μετὰ τοῦ δικαίου τιμῶσάν
τε ὑπακούοντας καὶ κολάζουσαν παρακούοντας, ἀγαθὴν δὲ ὡς
ὁδηγοῦσαν τε πρὸς τὸ ἀγαθὸν καὶ δι' ἀγαθότητα δοθεῖσαν θεοῦ.

Ησύχιος. In sanctum Andream (homilia 7) Sec. 7, line 20

νος Πέτρος.» Ἰδοὺ πρὸ τῆς ὁμολογίας τὸν μισθὸν ἔχεις καὶ
πρὶν ἐργάσῃ τὸν ἀμπελῶνα τὸ δηνάριον ἔλαβες, πρὶν ἀνάψῃς τὸν
βωμὸν τὴν θυσίαν προσδέδεξαι, πρὶν κηρύξῃς ἐστεφανώθης, πρὶν
εὐαγγελίσῃ τὸ τῆς θεολογίας σοι βραβεῖον ὑπήντησεν. Αἴτιος  
δὲ αὐτοῦ τούτου ὁ Ἀνδρέας ἐγένετο καὶ τούτου χάριν ὁ Μαθθαῖος
προσέθηκεν· «Καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», καίτοι ἦν
ἅπαξ εἰρηκώς· «Εἶδεν δύο ἀδελφούς», ἀλλ' ὅμως ἰδοὺ νῦν ἀνα-
λαμβάνει καὶ δεύτερον, εὐεργέτην κηρύξαι τὸν Ἀνδρέαν τοῦ
Πέτρου βουλόμενος. Διὰ τοῦτό φησιν· «Σίμωνα τὸν λεγόμενον
Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», τὸν πληρώσαντα τὴν
ἐντολὴν ἣν ἐν Παροιμίαις ὁ Σολομὼν προϋπέγραψεν· «Ἀδελφοὶ
ἐν ἀνάγκαις ἔστωσαν χρήσιμοι», ἐν τοῖς ἄγαν συμφέρουσιν, ἐν
τοῖς λίαν σπουδαίοις, ἐν τοῖς σφόδρα κατεπείγουσιν· τοῦτο γὰρ
ὡς ἀναγκαίας καὶ ἀπαραιτήτους αἰτίας ἡ σοφία ἐκάλεσεν· «Ἀδελ-
φοὶ δὲ ἐν ἀνάγκαις ἔστωσαν χρήσιμοι.» Οὐ τοίνυν παρεῖδεν ὁ
Ἀνδρέας τὸν Πέτρον κατεπειγούσης τῆς κλήσεως· ἀκήκοας γὰρ
ὅπως πρὸς αὐτὸν ἔλεγεν· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν τὸν λεγό-
μενον Χριστόν.» Δράμε, Πέτρε, φησίν, πρὶν προλάβωσι Πέ-
τροι, πρὶν ἄλλοι τῶν πρωτείων ἐπιλάβωνται· οὗτος γὰρ ὅθεν
θέλει στρατολογεῖ, οὗτός ἐστιν ὁ ἀπὸ «τῶν ὁδῶν καὶ φραγμῶν»
ἀθροίζων, ὁ πόρνους καὶ τελῶνας σφραγίζων.

Ησύχιος. In sanctum Antonium (homilia 8) Sec. 7, line 1

ἐκέκτητο ταπείνωσιν καὶ φιλοσοφίας ἀρχὴν τὴν σωφροσύνην


τὴν διὰ Χριστοῦ ἔθετο. Δεῦρο καὶ τοῦτον ἐκ τῆς τοῦ Ἰὼβ ἱστορίας
ἐνδύσωμεν τῇ κεφαλῇ τοῦ δικαίου τὸν στέφανον· «Ἄν-
θρωπος γὰρ ἦν ἐν χώρᾳ τῇ» κατ' Αἴγυπτον, ὄνομα Ἀντώνιος,
»ἄνθρωπος ἄμεμπτος, ἀληθινός, θεοσεβής, δίκαιος, ἀπεχόμενος
ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος» καὶ «ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος
εὐγενὴς τῶν ἀφ' ἡλίου ἀνατολῶν.» Ἡλίου ποίου;  – Τοῦ τῆς
δικαιοσύνης· ἐκείνου γὰρ ἀνατολαὶ ὑπῆρχον οἱ ἀπόστολοι, ὧν
τὴν συγγένειαν Ἀντώνιος εἶχε· ἡ περιβολὴ τῆς εὐγενείας τοῦ
πνεύματος καλείσθω.
 Καὶ Σολομών τι περὶ τοῦ δικαίου τούτου καὶ αὐτὸς παροι-
μιάσασθαι δύναται· «Μέγα ἄνθρωπος καὶ τίμιον ἀνὴρ ἐλεήμων,
ἄνδρα δὲ πιστὸν ἔργον εὑρεῖν.» Εὕραμεν τοίνυν, εὕραμεν ἡμεῖς
300

τὸν τῷ σοφῷ ζητούμενον, ἀλλ' ὁ μὲν ἔλεγεν ἄνδρα πιστὸν εὑρεῖν,


Παῦλος δὲ οὐχ οὕτως. Ἀλλὰ τί φησιν;  –  «Οἳ διὰ πίστεως κατη-
γωνίσαντο βασιλείας», Ἀντώνιον καὶ τοὺς ἐκείνου ζηλωτὰς
αἰνιττόμενος· οὗτος γὰρ τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου, δόξαν, τιμήν
τε καὶ πλοῦτον ὑπερφρονῶν κατεπάλαισεν, «ἐπέτυχεν ἐπαγγε-
λιῶν» τοῦ μέλλοντος, «ἔφραξε στόματα λεόντων» τῶν ἡδο-  
νῶν, «ἔφυγε τὰ στόματα μαχαίρας» τὴν ἔξωθεν σοφίαν, «ἐνε-
δυναμώθη ἀπὸ ἀσθενείας» τῆς ἀκρατείας, «ἐγενήθη ἰσχυρὸς ἐν

Βασίλειος εκκλησαστικός. Sermones xli P. 408, line 17

σησας ἀνομίαν, διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ


Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετ-
όχους σου. Καὶ πάλιν· Εὗρον Δαυῒδ τὸν δοῦλόν
μου, ἐν ἐλαίῳ ἁγίῳ μου ἔχρισα αὐτόν. Καθὼς
καὶ αὐτὸς ὁ Σωτὴρ περὶ ἑαυτοῦ διὰ τοῦ προφήτου
Ἡσαΐου φησί· Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμὲ, οὗ ἕνεκεν
ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπ-
έσταλκέ με· κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν. Καὶ πάλιν τὰ περὶ τῆς διαθήκης, ἧς
ἐμνημόνευσεν ἐν τῇ
ἀρχῇ τῆς δεήσεως αὐτοῦ ὁ Δανιὴλ, ἐπαναλαμβάνων ὁ ἄγγελός φησι· Καὶ γνώσῃ, καὶ
συνήσεις ἀπὸ
ἐξόδου λόγου σου τοῦ ἀποκριθῆναι. Τουτέστιν, ἵνα μάθῃς τὴν περὶ τῆς Καινῆς
διαθήκης ἀκρίβειαν,
καὶ ἑτέρους διδάξεις. Εἶτα τοὺς χρόνους αὐτῷ ἀκριβῶς παραδίδωσι. Τῆς γὰρ ὑπὸ τοῦ
Σολομῶντος οἰκο-
δομηθείσης Ἱερουσαλὴμ καθαιρεθείσης ὑπὸ τοῦ Ναβουζαρδὰν τοῦ ἀρχιμαγείρου τοῦ
βασιλέως τῶν Χαλ-
δαίων, κατὰ τὴν Ἱερεμίου τοῦ προφήτου διήγησιν, καὶ μελλούσης πάλιν
οἰκοδομεῖσθαι μετὰ τὰ οʹ ἔτη
τῆς αἰχμαλωσίας, κατὰ τὴν αὐτοῦ τοῦ Ἱερεμίου προφητείαν, φησὶν ὁ ἄγγελος· Καὶ
τοῦ οἰκοδομηθῆ-
ναι Ἱερουσαλήμ· τουτέστι, μετὰ τὸ οἰκοδομηθῆναι Ἱερουσαλὴμ ἕως Χριστοῦ
ἡγουμένου ἑβδομάδες ζʹ
καὶ ἑβδομάδες ξβʹ.
 γʹ. Ἑξήκοντα ἐννέα οὖν ἑβδομάδες ἐτῶν εἰπὼν ὁ
ἄγγελος εἰς τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀνάληψιν, καὶ ἑτέραν
μίαν ἑβδομάδα παρέχων εἰς μετάνοιαν τοῖς Ἰουδαίοις·
ὅπως ἰδόντες τὰ σημεῖα, καὶ τὰ τέρατα μετὰ τὴν
ἀνάστασιν, κἂν οὕτως πιστεύσωσιν.

Βασίλειος εκκλησαστικός. Sermones xli P. 409, line 14

Κρανίου τόπον, ἐν ᾧ ἔτεκέ τις γυνὴ παιδίον ἔχον


κέρατα· ἀφ' οὗ συμβόλου ἔφασάν τινες βασιλικὸν
οἶκον ἐν τῷ τόπῳ ἔσεσθαι, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἐκεῖ γὰρ τοῦ Κυρίου καταξιώσαντος σταυρωθῆναι,
καὶ ταφῆναι, καὶ ἀναστῆναι τῷ καλουμένῳ Γολ-
γοθᾷ· ἐκεῖ καὶ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθιδρύθη ἐκ-
κλησία, ἐπωνύμως, τὰ σωτήρια τοῦ Κυρίου πάθη
301

φέρουσα μέχρι νῦν· τοῦ σταυροῦ δὴ λέγω καὶ τῆς


ἀναστάσεως. Κατὰ δὲ τὰς τῶν Ἰουδαίων παραδόσεις,
ὥς φασι, τὸ κρανίον τοῦ Ἀδὰμ ἐκεῖσε εὑρεθῆ-
ναι· καὶ τοῦτο διεγνωκέναι τὸν Σολομῶντα διὰ
τῆς ὑπερβαλλούσης αὐτῷ σοφίας. Τούτου χάριν,
φασὶ, καὶ Κρανίου τόπος ἐκλήθη ὁ τόπος ἐκεῖνος. Τὸ
δὲ, Οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα, καὶ περίτειχος·
τὴν τοῦ ναοῦ πλατεῖαν, καὶ τὸ τεῖχος τῆς καλουμένης
Αἰλίας, ὃ ᾠκοδόμησεν Αἴλιος Τίτος ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ,
μετὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ οἰκοδομηθέντος ναοῦ
καὶ τοῦ τείχους μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν, ὃ ᾠκοδόμη-
σαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐν ἔτεσιν ρʹ. Ὅπερ καθεῖλεν
Οὐεσπασιανὸς ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἁλώσεως κατὰ τὴν
Ἰωσήπου συγγραφήν. Τὸ δὲ, Καὶ ἐκκενωθήσονται

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Job P. 213, line 5

24, 21 καὶ γύναιον οὐκ ἠλέησαν.


 τὸ διὰ τὴν φύσιν ἐπικουρίας δεόμενον.
24, 22 θυμῷ δὲ κατέστρεψαν ἀδυνάτους.
 οὐκ ἔκ τινος αἰτίας εὐλόγου, ἀλλὰ ψυχῆς ἀλόγῳ κινήματι τῷ θυ-
μῷ χρώμενος κατέστρεψε καὶ εἰς παντελῆ περιέστησεν ἀπορίαν τοὺς
ἀδυνάτους καὶ ἀνεπικουρήτους.  
24, 22 ἀναστὰς τοιγαροῦν οὐ μὴ πιστεύσει κατὰ τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς.
 διὰ ταῦτα οὖν ὁ ἀσεβὴς καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀνιστάμενος οὐ πι-
στεύσει εἰ ζήσεται, ἀλλὰ μενεῖ δεδοικὼς καὶ περίφοβος ὤν. οὐδὲν
γάρ ἐστι φόβος εἰ μὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ
βοηθημάτων, ὡς ὁ σοφὸς ὡρίσατο Σολομών.
24, 23 μαλακισθεὶς δὲ μὴ ἐλπιζέτω ὑγιασθῆναι, ἀλλὰ πεσεῖται νόσῳ.
 συμβαίνουσι γὰρ πολλάκις καὶ διὰ ἁμαρτίας αἱ τῶν σωμάτων νό-
σοι. τὸ δὲ μὴ ἐλπιζέτω ἀντὶ τοῦ· δύσελπίς ἐστιν ὑπὸ τῆς ἰδί-
ας συνειδήσεως βαλλόμενος. πεσεῖται δὲ ὑπὸ τῆς νόσου δηλονότι
πληγείς.
24, 24 πολλοὺς γὰρ ἐκάκωσε τὸ ὕψωμα αὐτοῦ.
 διὰ τοῦτο πεσεῖται, ἐπειδὴ ὑψωθεὶς πολλοὺς ἐκάκωσεν.
24, 24 ἐμαράνθη ὥσπερ μαλάχη ἐν καύματι ἢ ὥσπερ στάχυς ἀπὸ κα-
λάμης αὐτομάτως ἀποπεσών.

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Ecclesiasten


Vol. 93, p. 477, line 36

ΟΛΥΜΠΙΟΔΩΡΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΝ.


Ὑπόθεσις τοῦ πρώτου κεφαλαίου.
302

 Τῶν ὄντων τὴν γνῶσιν ἀψευδῆ δεξάμενος ὑπὸ Θεοῦ


Σολομὼν, ὁ τοῦ Δαβὶδ υἱὸς, οὐ μόνον κατὰ σάρκα,
ἀλλὰ κατ' ἀρετὴν, τριχῆ τὰ ὄντα διεῖλεν· εἰς ἠθικὰ,
καὶ φυσικὰ, καὶ νοητά. Καὶ τὰ μὲν ἠθικὰ διὰ τῶν
Παροιμιῶν παρέδωκε· τὰ δὲ φυσικὰ διὰ τῶν τοῦ
Ἐκκλησιαστοῦ· τὰ δὲ νοητὰ, διὰ τοῦ ᾌσματος
τῶν ᾀσμάτων. Ἔστι δὲ εὑρεῖν κατεσπαρμένην διδα-
σκαλίαν ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ περὶ ἠθικῶν· καὶ ἐν
ταῖς Παροιμίαις, περὶ φυσικῶν· πλὴν αἱ πραγμα-
τεῖαι ἰδικῶς ἀφωρισμέναι τυγχάνουσι. Τὸ δὲ Ἆσμα
τῶν ᾀσμάτων ὅλον δι' ὅλου περὶ νοητῶν διαλέγεται,  
καὶ πρὸς ἀλληγορίαν βλέπει.

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Ecclesiasten


Vol. 93, p. 480, line 4

Παροιμιῶν παρέδωκε· τὰ δὲ φυσικὰ διὰ τῶν τοῦ


Ἐκκλησιαστοῦ· τὰ δὲ νοητὰ, διὰ τοῦ ᾌσματος
τῶν ᾀσμάτων. Ἔστι δὲ εὑρεῖν κατεσπαρμένην διδα-
σκαλίαν ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ περὶ ἠθικῶν· καὶ ἐν
ταῖς Παροιμίαις, περὶ φυσικῶν· πλὴν αἱ πραγμα-
τεῖαι ἰδικῶς ἀφωρισμέναι τυγχάνουσι. Τὸ δὲ Ἆσμα
τῶν ᾀσμάτων ὅλον δι' ὅλου περὶ νοητῶν διαλέγεται,  
καὶ πρὸς ἀλληγορίαν βλέπει. Πλὴν καὶ ἐν τῷ Ἐκ-
κλησιαστῇ, καὶ ἐν ταῖς Παροιμίαις ὁμοίως ἔστιν εὑ-
ρεῖν περὶ νοητῶν πραγμάτων. Ἐκκλησιαστὴν δὲ
ἑαυτὸν ἐκάλεσεν ὁ Σολομὼν, ὡς πάντας ἀνθρώπους
ἐκκλησιάζων, καὶ δεσμεύων εἰς ὁμόνοιαν, καὶ ἐν
κοινῷ παραδιδοὺς τὴν φυσικὴν θεωρίαν. Ἰστέον δὲ
καὶ τοῦτο, ὡς ὁ σοφὸς Ἐκκλησιαστὴς ποτὲ μὲν ἐξ
οἰκείου προσώπου τὸν λόγον φέρει, ποτὲ δὲ ἐκ προς-
ώπου τοῦ περὶ τόνδε τὸν κόσμον ἐπτοημένου. Καὶ
ταῦτα μὲν ὡς ἐν προθεωρίᾳ. Τὸ δὲ πρῶτον κεφά-
λαιον περιέχει τάδε· Γένος τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ φησι,
καὶ ἀξίωμα, καὶ πόλιν, ἐν ᾗ τὸ βασίλειον ἵδρυτο.

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 143, line 9

λησιν ἐθαυμάζετο πρῶτος Θέμις ὀνόματι· ἐξηῦρε γὰρ οὗτος τρα-


γικὰς μελῳδίας καὶ ἐξέθετο πρῶτος δράματα. καὶ μετὰ τοῦτο  
Μίνως, καὶ μετὰ Μίνωα Αὐλέας τραγικοὺς χοροὺς δραμάτων
συνεγράψατο. καὶ λοιπὸν τὸν μετὰ ταῦτα χρόνον ἐξ αὐτῶν
Εὐριπίδης εὑρὼν πολλὰς ἱστορίας δραμάτων συνεγράψατο.
 Καὶ λοιπὸν ἐβασίλευσε Δαβὶδ ὁ τοῦ Ἰεσσαὶ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ
ἔτη τεσσαράκοντα καὶ μῆνας δύο· ὅστις ἀνενέωσε τὴν πρῴην πό-
λιν λεγομένην Σαλὴμ καὶ μετὰ Ἰεβοῦν, μετακαλέσας αὐτὴν Ἱε-
ρουσαλήμ.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Δαβὶδ ἔτη ͵δψνεʹ. =4755
303

 Μετὰ δὲ Δαβὶδ ἐβασίλευσε Σολομών, υἱὸς Δαβίδ, ἔτη μʹ.


ὅστις ἔκτισε τὸ ἱερὸν ἐν Ἱεροσολύμοις, πήξας τὰ Χερουβὶμ καὶ
Σεραφὶμ ἐν αὐτῷ τῷ ναῷ χαλκᾶ· ὃς ἐνήρξατο πρῶτος κτίζειν
Ἰουδαίοις ἱερά· οὐκ εἶχον γάρ. ἔκτισε δὲ καὶ ἐν τῷ λιμίτῳ πό-
λιν, ἣν ἐκάλεσε Παλμοῖραν διὰ τὸ πάλαι μοῖραν γενέσθαι τὴν
κώμην τῷ Γολιὰθ τῷ παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ φονευθέντι.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Σολομῶντος ἔτη ͵δψϟεʹ.
 Καὶ μετὰ τὴν βασιλείαν Σολομῶντος ἐβασίλευσαν ἄλλοι·
ἐν οἷς ἐβασίλευσεν Ἀχαάβ, βασιλεὺς Ἰουδαίων. ἐπὶ δὲ τῆς αὐ-
τοῦ βασιλείας ἦν ὁ προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης, ὅστις ἀνε-
λήφθη.

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 143, line 15

ἔτη τεσσαράκοντα καὶ μῆνας δύο· ὅστις ἀνενέωσε τὴν πρῴην πό-
λιν λεγομένην Σαλὴμ καὶ μετὰ Ἰεβοῦν, μετακαλέσας αὐτὴν Ἱε-
ρουσαλήμ.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Δαβὶδ ἔτη ͵δψνεʹ.
 Μετὰ δὲ Δαβὶδ ἐβασίλευσε Σολομών, υἱὸς Δαβίδ, ἔτη μʹ.
ὅστις ἔκτισε τὸ ἱερὸν ἐν Ἱεροσολύμοις, πήξας τὰ Χερουβὶμ καὶ
Σεραφὶμ ἐν αὐτῷ τῷ ναῷ χαλκᾶ· ὃς ἐνήρξατο πρῶτος κτίζειν
Ἰουδαίοις ἱερά· οὐκ εἶχον γάρ. ἔκτισε δὲ καὶ ἐν τῷ λιμίτῳ πό-
λιν, ἣν ἐκάλεσε Παλμοῖραν διὰ τὸ πάλαι μοῖραν γενέσθαι τὴν
κώμην τῷ Γολιὰθ τῷ παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ φονευθέντι.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Σολομῶντος ἔτη ͵δψϟεʹ.
 Καὶ μετὰ τὴν βασιλείαν Σολομῶντος ἐβασίλευσαν ἄλλοι·
ἐν οἷς ἐβασίλευσεν Ἀχαάβ, βασιλεὺς Ἰουδαίων. ἐπὶ δὲ τῆς αὐ-
τοῦ βασιλείας ἦν ὁ προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης, ὅστις ἀνε-
λήφθη.
 Ἐβασίλευσαν δὲ καὶ ἕτεροι ἕως Ἐζεκίου· ἐν οἷς χρόνοις
ἤκμαζεν ὁ σοφὸς Ὅμηρος ὁ ποιητὴς ὁ συγγραψάμενος τὸν πόλε-
μον τῶν Τρώων καὶ Δαναῶν.  
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Ἐζεκίου, βασιλέως Ἰουδαίων, ἔτη
͵εσξϛʹ. ἦν δὲ τότε ἐπὶ Ἐζεκίου προφήτης τις τῶν Ἰουδαίων
Ἠσαΐας.

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 143, line 16

λιν λεγομένην Σαλὴμ καὶ μετὰ Ἰεβοῦν, μετακαλέσας αὐτὴν Ἱε-


ρουσαλήμ.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Δαβὶδ ἔτη ͵δψνεʹ.
 Μετὰ δὲ Δαβὶδ ἐβασίλευσε Σολομών, υἱὸς Δαβίδ, ἔτη μʹ.
ὅστις ἔκτισε τὸ ἱερὸν ἐν Ἱεροσολύμοις, πήξας τὰ Χερουβὶμ καὶ
Σεραφὶμ ἐν αὐτῷ τῷ ναῷ χαλκᾶ· ὃς ἐνήρξατο πρῶτος κτίζειν
Ἰουδαίοις ἱερά· οὐκ εἶχον γάρ. ἔκτισε δὲ καὶ ἐν τῷ λιμίτῳ πό-
λιν, ἣν ἐκάλεσε Παλμοῖραν διὰ τὸ πάλαι μοῖραν γενέσθαι τὴν
κώμην τῷ Γολιὰθ τῷ παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ φονευθέντι.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Σολομῶντος ἔτη ͵δψϟεʹ.
304

 Καὶ μετὰ τὴν βασιλείαν Σολομῶντος ἐβασίλευσαν ἄλλοι·


ἐν οἷς ἐβασίλευσεν Ἀχαάβ, βασιλεὺς Ἰουδαίων. ἐπὶ δὲ τῆς αὐ-
τοῦ βασιλείας ἦν ὁ προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης, ὅστις ἀνε-
λήφθη.
 Ἐβασίλευσαν δὲ καὶ ἕτεροι ἕως Ἐζεκίου· ἐν οἷς χρόνοις
ἤκμαζεν ὁ σοφὸς Ὅμηρος ὁ ποιητὴς ὁ συγγραψάμενος τὸν πόλε-
μον τῶν Τρώων καὶ Δαναῶν.  
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Ἐζεκίου, βασιλέως Ἰουδαίων, ἔτη
͵εσξϛʹ. ἦν δὲ τότε ἐπὶ Ἐζεκίου προφήτης τις τῶν Ἰουδαίων
Ἠσαΐας.

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 206, line 23

το δὲ γνόντες οἱ τῆς Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι, ἐξάψεις ἐποίησαν


πρὸς χάριν τοῦ Πτολεμαίου, νομίσαντες τεθνάναι τὸν Ἀντίοχον,
ἑαυτοὺς παρατιθέμενοι. ὁ δὲ Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανὴς συνάξας πλῆ-
θος, ἐπέῤῥιψε τῷ Πτολεμαίῳ καὶ ἐφόνευσεν αὐτὸν κόψας καὶ τὰ
πλήθη αὐτοῦ. καὶ γνοὺς περὶ τῶν Ἰουδαίων τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ
τί πέπραχαν κατ' αὐτοῦ, ὡς συγχαρέντες τῇ αὐτοῦ ἥττῃ, ὡπλί-
σατο κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ· καὶ πολιορκήσας αὐτὴν ἐπολέμησε
καὶ παρέλαβεν αὐτὴν καὶ κατέσφαξε πάντας· τὸν δὲ Ἐλεάζαρ τὸν
ἀρχιερέα τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς Μακκαβεῖς ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀγαγὼν
κολάσας ἐφόνευσε. καὶ καθεῖλε τὴν ἀρχιερωσύνην τῆς Ἰουδαίας,
καὶ τὸ ἱερόν, Σολομῶντος ὄντα, τῶν Ἰουδαίων ἐποίησε Διὸς  
Ὀλυμπίου καὶ Ἀθηνᾶς, μιάνας τὸν οἶκον χοιρείοις κρέασι, καὶ
ἐκώλυσε τοὺς Ἰουδαίους τῆς πατρῴας θρησκείας καὶ ἑλληνίζειν
αὐτοὺς ἐβιάζετο ἐπὶ ἔτη τρία.
 Καὶ τελευτᾷ ὁ αὐτὸς Ἀντίοχος, καὶ ἐβασίλευσεν ὁ αὐτοῦ υἱὸς
Ἀντίοχος ὁ Γλαυκὸς ὁ λεγόμενος Ἱέραξ ἔτη δύο.
 Καὶ μετ' αὐτὸν ἐβασίλευσεν ὁ Δημητριανὸς ὁ Σελεύκου ἔτη
ηʹ. καὶ ἐλθὼν ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ Ἰούδας τις ὀνόματι, Ἰου-
δαῖος τῷ ἔθνει, ἐδυσώπησε Δημητριανὸν τὸν βασιλέα παρακα-
λέσας αὐτόν, καὶ παρέσχεν αὐτῷ τὸ ἱερὸν καὶ τὰ λείψανα τῶν
Μακκαβαίων. καὶ ἔθαψαν αὐτὰ ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ ἐν τῷ

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 261, line 3

χίας τῆς Ἰουδαίας ἀπώλεσεν ὁ Τίτος. ὁ δὲ σοφὸς Εὐσέβιος ὁ


Παμφίλου συνεγράψατο οὕτως, ὅτι ἐν τῇ ἑορτῇ αὐτῶν τὸν
Χριστὸν ἐσταύρωσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐν τῇ αὐτῇ ἑορτῇ πάντες
ἀπώλοντο, τοῦ σωτηρὸς ἐκδεδωκότος αὐτούς. τρεῖς δὲ μετὰ ταύ-
της πορθήσεις εἰσὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, καθὼς ὁ σοφώτατος Εὐσέ-
βιος συνεγράψατο.
 Ὁ δὲ Τίτος θριαμβεύσας τὴν νίκην ἀπῆλθεν ἐπὶ τὴν Ῥώμην·
Οὐεσπασιανὸς δὲ ἐκ τῆς Ἰουδαϊκῆς πραίδας ἔκτισεν ἐν τῇ Ἀντιο-  
χείᾳ τῇ μεγάλῃ τὰ λεγόμενα Χερουβὶμ πρὸ τῆς πύλης τῆς πόλεως.
ἐκεῖ γὰρ ἔπηξε τὰ Χερουβὶμ τὰ χαλκᾶ ἃ εὗρε Τίτος ὁ αὐτοῦ υἱὸς ἐν
τῷ ναῷ Σολομῶντος πεπηγμένα, καὶ ὅτε τὸν ναὸν ἔστρεψεν, ἀφεί-
305

λατο αὐτὰ ἐκεῖθεν καὶ ἐν Ἀντιοχείᾳ αὐτὰ ἤνεγκε σὺν τοῖς Σεραφίμ,
θριαμβεύων τὴν κατὰ Ἰουδαίων γενομένην νίκην ἐπὶ τῆς αὐτοῦ βα-
σιλείας, [στήσας ἄνω στήλην χαλκῆν] εἰς τιμὴν τῇ σελήνῃ μετὰ τες-
σάρων ταύρων προσεχόντων ἐπὶ τὴν Ἱερουσαλήμ· νυκτὸς γὰρ αὐτὴν
παρέλαβε λαμπούσης τῆς σελήνης. ἔκτισε δὲ καὶ τὸ θέατρον Δάφνης
ἐπιγράψας ἐν αὐτῷ, Ἐξ πραίδα Ἰουδαία. ἦν δὲ πρῴην ὁ τοῦ αὐ-
τοῦ θεάτρου τόπος συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων· καὶ πρὸς ὕβριν αὐ-
τῶν τὴν συναγωγὴν αὐτῶν λύσας ἐποίησε θέατρον, στήσας ἑαυ-
τῷ ἄγαλμα μαρμάρινον ἐκεῖ, ὅπερ ἕως τῆς νῦν ἵσταται.

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 426, line 12

τὴν λεγομένην Πάλμυραν καὶ τὰς ἐκκλησίας καὶ τὰ δημόσια,


κελεύσας καὶ ἀριθμὸν στρατιωτῶν μετὰ τῶν λιμιτανέων καθέ-
ζεσθαι ἐκεῖ καὶ τὸν δοῦκα Ἐμίσσης πρὸς τὸ φυλάττεσθαι τὰ
Ῥωμαϊκὰ καὶ Ἱεροσόλυμα. ἡ δὲ Πάλμυρα πρῴην μὲν μεγάλη
ὑπῆρχεν, ἐπειδὴ ὁ Δαβὶδ ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ πρὸ τοῦ κτισθῆ-
ναι πόλιν ἐμονομάχησε μετὰ τοῦ Γολιὰθ ὡπλισμένου ὄντος.
ὅστις Γολιὰθ λίθῳ λαβὼν ἔπεσε, καὶ δραμὼν ὁ Δαβὶδ ἀπεκεφά-
λισεν αὐτὸν εἰς ὃ ἐπεφέρετο ὁ Γολιὰθ ξίφος, καὶ τὴν κεφαλὴν
αὐτοῦ λαβὼν κατέσχεν ἐπὶ ἡμέρας, καὶ εἶθ' οὕτως ἐν Ἱεροσολύ-
μοις εἰσήγαγεν αὐτὴν μετὰ νίκης ἔμπροσθεν αὑτοῦ εἰς κοντὸν
βασταζομένην. διὰ τοῦτο Σολομὼν ὁ βασιλεὺς ὑπὲρ τῆς νί-
κης τοῦ αὑτοῖ πατρὸς Δαβὶδ ἐποίησεν αὐτὴν πόλιν μεγάλην, ἐπι-
θεὶς αὐτῇ τὸ ὄνομα Πάλμυραν, ὡς γενομένην μοῖραν τῷ Γο-
λιάθ. τὸ δὲ πρῴην ἐφύλαττεν ἡ αὐτὴ πόλις καὶ τὰ Ἱεροσόλυ-
μα, ὅθεν καὶ Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Περσῶν δι' αὐτῆς
παρελθὼν πρώτην αὐτὴν παρέλαβε πολλῷ κόπῳ· ἐφοβεῖτο
γὰρ ὄπισθεν αὐτὴν ἐᾶσαι· πλῆθος γὰρ στρατιωτῶν Ἰουδαίων
ἐκάθητο ἐκεῖ· ἥντινα παραλαβὼν καύσας ἔστρεψε, καὶ οὕτως
τὴν Ἱερουσαλὴμ παρέλαβεν.

Ρωμανός μελωδός. , Cantica Hymn 30, sec. 7, line 8

 λέγων· «Οὐκ ἔστι Θεὸς    οὐδὲ κριτὴς


  ὁ Κύριος τῶν βροτῶν·    διὰ τοῦτο εὐωχοῦμαι,
  ἐντρυφῶ, σκιρτῶ καὶ οὐ βοῶ·    Ἐλέησον Κύριε.»
Ῥύπον εἰ εἶχεν κηλῖδος    ὁ Λάζαρος τοῖς πταίσμασι
  μικρὸν πρὸς ἔτασιν, οὕτω    προσκαίρως ἔνθεν κρίνεται,
 ἕως ὅτου ἀνῃρέθη  
  ἡ ἁμαρτία    τοῖς πόνοις τοῦ σώματος νῦν,    ὡς ἐν πυρί.
Οὐδείς ἐστι γὰρ ἀναμάρτητος,    εἰ μὴ μόνος Κύριος·
  ὅθεν ὁ ἐλάχιστος    μετὰ φειδοῦς κριθήσεται,
δυνάσται λαῶν δὲ ἐτασθῶσι δυνατῶς,
  ὡς ἔφη τὸ πρὶν ἐν παροιμίαις Σολομών·
 οὗτοι γὰρ γενήσονται    βρῶμα πυρός
  οἱ ἀμελοῦντες Θεοῦ    καὶ δικαίου ἀποστάντες·
  δι' ὧν ἡμᾶς ῥυσάμενος    ἐλέησον, Κύριε.
306

Ὡς ἐκ πολλῆς ἀσθενείας    ὀχλούμενος ὁ ὅσιος,


  δεχόμενος τὰς ὀδύνας    εἰκότως ταῦτα ἔφησεν·
 »Πρώην μὲν ἐν τοῖς ἀρχαίοις
  Ἰὼβ πτωχεύσας,    ἐγκαρτερῶν ἐν τῇ πληγῇ    ἐρρύσθη αὐτῆς·
ἐγὼ δὲ τὸν θάνατον ἕτοιμον    ὁρῶ ἐναντίον μου·
  διὸ μὴ παρίδῃς με,    ἀλλὰ δέξαι τὸ πνεῦμά μου,
ὅτι κατελείφθην ὑπὸ πάντων ὡς νεκρός·

Ρωμανός μελωδός. , Cantica Hymn 54, sec. 21, line 5

τὸ κάλλος τὸ ἐκ τούτων    τὸ ἔνδοξον    πλήρης ἦν σαπρίας·


  ὁ δὲ τόπος ὁ ἐκλάμπων    φαιδρότητα    φόβον νῦν ἠπείλει·
ἀπήστραπτέ ποτε    τὸ φῶς ἐκ τοῦ κάλλους,
  ἀπεδίωκε νυνὶ    πῦρ τοὺς ὁρῶντας·
 μόνη δὲ ἡμῖν    ἠλπίζετο σωτηρία
  ἥτις παρέχει    ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Ἀεὶ γὰρ πάντες οἱ πιστοὶ    Θεῷ οἱ πεποιθότες    ἐλπίζουσιν εἰκότως
  κρειττόνων ἀξιοῦσθαι·    τοιαῦτα γὰρ τὰ τοῦ Θεοῦ.
 Ἂν γάρ τις ἀπίδῃ    πρὸς τὴν Ἰερουσαλὴμ
  καὶ τὸν ναὸν τὸν μέγιστον
ὃν Σολομὼν ἐκεῖνος    ὁ πάνσοφος    χρόνῳ μακροτάτῳ
  ἀνεγείρας καὶ κοσμήσας    ἐποίκιλε    πλούτῳ ἀπεράντῳ,  
ὅπως καταβληθεὶς    εἰς ὕβριν ἐδόθη
  καὶ μένει ἐκπεσὼν    καὶ οὐκ ἀνέστη,
 ἴδοι ἂν αὐτῆς    τὴν χάριν τῆς ἐκκλησίας
  ἥτις παρέχει    ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Λαὸς μὲν ὁ τοῦ Ἰσραὴλ    ναοῦ ἀποστερεῖται·    ἡμεῖς δὲ ἀντ' ἐκείνου
  Ἀνάστασιν ἁγίαν    καὶ τὴν Σιὼν ἔχομεν νῦν,
 ἥνπερ Κωνσταντῖνος    καὶ Ἑλένη ἡ πιστὴ   τῷ κόσμῳ ἐδωρήσαντο
μετὰ διακοσίους    πεντήκοντα    χρόνους τοῦ πτωθῆναι.

Ρωμανός μελωδός. , Cantica genuina Hymn 57, proem-strophe strop, sec. 8, line 1

Οὕτως τὸν Κάϊν ἠρέθισεν    ὁ πολέμιος    ἀνελεῖν τὸν συναίμονα


 λέγων αὐτῷ ὅτι γίνεται
 μόνος γῆς κληροῦχος    μετὰ θάνατον τοῦ Ἄβελ·    καὶ πιστεύσας ἐφόνευσε.
τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν Κάϊν πλανήσας ὁ δόλιος    τοὺς ἁγίους οὐκ ἔλαθε·
 δεικνὺς ἀξίαν καὶ τιμωρίαν    ἐγνώσθη ὁ πανοῦργος,
 ὅτι πρῶτον κολακεύει    καὶ μετέπειτα κολάζει.
τούτου τὰς παγίδας    γνόντες, ἀθλοφόροι,    ἐφύγετε τὰ θήρατρα·
 Χριστοῦ δὲ τοῖς ῥήμασι    καλῶς ἀγρευόμενοι
|:στεφάνων ἐτύχετε.:|
Ὕμνησεν πᾶσα ἡ ἤπειρος    καὶ ἡ θάλασσα    Σολομῶντος τὴν σύνεσιν·
 ἀλλ' ὁ πανοῦργος διάβολος
 ἤμβλυνε τὰς φρένας    τοῦ σοφοῦ διὰ λαγνείας,    καὶ εἰδώλοις ἐσπείσατο·  
ἀλλ' ἐκεῖ δυναστεύσας ἐνταῦθα ἠσθένησε·    τότ' ἰσχύσας νῦν δ' ἔπεσε·
 τὸν Σολομῶντα ὡς ῥαθυμοῦντα    κατέσχεν ὑπουργοῦντα·
 τοὺς ἁγίους δὲ ἐφεῦρε    φροντιστὰς τῆς εὐσεβείας·
ἄνακτα δουλώσας,    δυνάστας πατήσας    πτωχῶν ποσὶ πεπάτηται.
307

 πτωχεύει ὡς ἀεὶ πτωχός·    ὑμεῖς δὲ ὡς πλούσιοι


|:στεφάνων ἐτύχετε.:|
Ῥέπειν τοὺς πάντας ἐδίδαξεν    πρὸς τὰ εἴδωλα,    βασιλεῖς τε καὶ ἄρχοντας,

Μάξιμος θεολόγος. Quaestiones ad Thalassium Sec. 48, line 36

θεωρίαν ἀγαλλιάσεως πρὸς τὸν σὸν τῆς εὐωχίας ἄφραστον


τόπον ἐλθεῖν ἀξιωθέντες, συνηχήσωμεν τοῖς ἐκεῖσε πνευμα-
τικῶς ἑορτάζουσιν, τὴν τῶν ἀλαλήτων γνῶσιν ἀσιγήτοις νοῦ
φωναῖς ἀναμέλποντες. Καί μοι σύγγνωθι, Χριστέ, καὶ ἵλαθι
διὰ τὴν τῶν ἀξίων σου δούλων ἐπιταγὴν κατατολμῶντι τῶν
ὑπὲρ δύναμιν, καὶ φώτισον πρὸς τὴν τῶν προκειμένων
θεωρίαν τὴν ἀφώτιστόν μου διάνοιαν, ἵνα πλέον δοξασθῇς,  
τυφλοῖς τὸ βλέπειν διδοὺς καὶ μογιλάλοις τρανὴν τὴν
γλῶσσαν ποιούμενος.
 Οἶμαι τοίνυν ὅτι, ὥσπερ ἕως τινὸς Χριστοῦ τοῦ θεοῦ
τύπος ὑπῆρχεν ὁ Σολομῶν, οὕτως καὶ Ὀζίας ἕως τινὸς
τύπος ἦν τοῦ σωτῆρος. Ἰσχὺν γὰρ θεοῦ πρὸς τὴν ἑλλάδα
φωνὴν μεταφερόμενον σημαίνει Ὀζίου τὸ ὄνομα, ἰσχὺς δὲ
φυσικὴ καὶ δύναμις ἐνυπόστατος τοῦ θεοῦ καὶ πατρὸς ὁ
κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ εἰς κεφαλὴν γωνίας
γενόμενος λίθος, λέγω δὲ τῆς ἐκκλησίας. Ὡς γὰρ ἡ γωνία
δύο τοίχων ποιεῖται δι' ἑαυτῆς πρὸς ἀλλήλους συνάφειαν,
οὕτως ἡ τοῦ θεοῦ ἐκκλησία τῶν δύο λαῶν, τοῦ τε ἐξ
ἐθνῶν καὶ τοῦ ἐξ Ἰουδαίων, ἕνωσις γίνεται, τὸν Χριστὸν
ἔχουσα σύνδεσμον, τὸν οἰκοδομοῦντα τοὺς πύργους ἔν τε
Ἱερουσαλήμ, τὴν ὅρασιν λέγω τῆς εἰρήνης, τοὺς θείους

Μάξιμος θεολόγος. Quaestiones ad Thalassium Sec. 59, line 277

αἰτίαν τῆς τῶν κινουμένων κινήσεως, δέχεται πέρας ὁ


δρόμος. Ἐκζητῶν οὖν τὸ ἑαυτοῦ τέλος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν
ἀρχὴν καταντᾷ, φυσικῶς ἐν τῷ τέλει τυγχάνουσαν· ἧς
ἀπολιπὼν τὴν ζήτησιν, τὴν αὐτῆς, ὡς τέλους φύσει,  
μετῆλθεν ἐκζήτησιν. Οὐ γὰρ ἦν αὐτῆς διαφυγεῖν τὴν περι-
γραφήν, πανταχόθεν αὐτὸν περιϊσταμένην καὶ τὴν αὐτοῦ
περιορίζουσαν κίνησιν. Οὐκ ἦν οὖν ζητῆσαι τὴν ἀρχήν, ὡς
ἔφην, ὀπίσω γεγενημένην, ἀλλ' ἐκζητῆσαι τὸ τέλος ἐμπρὸς
ὑπάρχον, ἵνα γνῷ διὰ τοῦ τέλους τὴν ἀπολειφθεῖσαν
ἀρχήν, ἐπειδὴ μὴ ἔγνω τὸ τέλος ἐκ τῆς ἀρχῆς. Καὶ τοῦτο
τυχὸν ὁ σοφὸς μυσταγωγῶν Σολομών φησιν· τί τὸ γεγενη-
μένον, αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τί τὸ πεποιημένον, αὐτὸ
τὸ ποιηθησόμενον, ὡσανεὶ σαφῶς τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ τέλους
δεικνύς. Οὐκέτι γὰρ μετὰ τὴν παράβασιν δείκνυται τὸ
τέλος ἐκ τῆς ἀρχῆς, ἀλλ' ἡ ἀρχὴ ἐκ τοῦ τέλους, οὐδὲ ζητεῖ
τις τοὺς τῆς ἀρχῆς λόγους, ἀλλ' ἐκζητεῖ τοὺς πρὸς τὸ τέλος
τοὺς κινουμένους ἀπάγοντας.
308

Μάξιμος θεολόγος. Quaestiones et dubia Sec. 114, line 11

 Ἐκ τοῦ αὐτοῦ· καὶ τοῦτο εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἤδη
ὑμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι.
 Καιρὸν λέγει τὸν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος καὶ ὅτι
δεῖ πιστεύσαντας καὶ δικαιωθέντας πρὸς φυλακὴν τῆς ἐκ
πίστεως καὶ χάριτος δικαιώσεως τῶν ἀρετῶν ἐκθύμως
ἀντέχεσθαι καὶ κοιμωμένους διὰ τῆς ἀπραξίας τῶν ἐντολῶν
καὶ πρὸς τὰ πνευματικὰ καὶ θεῖα τὸν νοῦν ἔχοντας
ἀνενέργητον ἐξεγερθῆναι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐγρήγορον ἔχειν
τὸν νοῦν πρὸς τὰ οὐράνια καὶ νοητὰ κάλλη, πᾶσαν
αἴσθησιν πρὸς τὰ αἰσθητὰ κατακοιμήσαντας, ἵνα ἐξῇ ἡμῖν
κατὰ τὸν Σολομῶντα λέγειν «ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου
ἀγρυπνεῖ».
 Ἐκ τοῦ αὐτοῦ· εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, τί καὶ
βαπτίζονται ὑπὲρ αὐτῶν;
 Ἐπειδὴ περὶ τῶν νεκρῶν σωμάτων λέγει – ταῦτα γάρ
ἐστιν τὰ πίπτοντα καὶ ἀνιστάμενα – βαπτιζόμεθα δὲ ὑπὲρ
τῆς τούτων ἀναστάσεως – τὸ γὰρ βάπτισμα τύπον φέρει
τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως· ἡ γὰρ κατάδυσις καὶ
ἀνάδυσις τοῦτο δηλοῖ – , ὁ Απόστολος τοὺς ἐνδυάζοντας
περὶ τῆς ἀναστάσεως ἐπιστομίζων ἔφη· «τί καὶ βαπτίζονται
ὑπὲρ αὐτῶν;» Ὁ γὰρ τὸν τύπον ἐνταῦθα τῆς ταφῆς καὶ τῆς

Μάξιμος θεολόγος. Scholia in Ecclesiasten (in catenis: catena trium patrum)


Sec. 1, line 3

ἠθικῇ φιλοσοφίᾳ πρὸς τοῦτον παιδαγωγήσας ἡμᾶς εἰσαγω-


γικῶς, ἐπὶ ὑψηλοτέραν λοιπὸν διδασκαλίαν ἀνάγει, ἐκπαι-
δεύων ἡμᾶς διὰ τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ καὶ φυσικῶς, ὡς τὴν
τῶν ὄντων γνῶσιν ἐκ θεοῦ δεξάμενος ἀψευδῆ. Ἐξ αὐτῆς
γὰρ τῆς τῶν πραγμάτων φύσεως καταγγέλλει τὸ μάταιον
τῆς περὶ ταῦτα σχέσεως ἡμῶν, ὥστε ταύτης καταργηθείσης
ἀνεπικωλύτως προκόπτειν τὴν πρὸς τὸ κυρίως καλὸν ἔφε-
σιν ἡμῶν, καί φησιν ὡς ἐν ἐπιγραφῇ·  
 1. Ῥήματα Ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαυΐδ, βασιλέως Ἰσραὴλ
ἐν Ἱερουσαλήμ.
 Ἤγουν, τάδε λέγει Σολομῶν, ὁ τοῦ βασιλεύσαντος τῶν
Ἰσραηλιτῶν ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ προφήτου Δαυῒδ παῖς,
ἁπάσῃ τῇ τοῦ θεοῦ ἐκκλησίᾳ, πάντως τῇ τῶν πιστῶν
χορείᾳ.

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 1, Ch. 8, line 13

τοῦ δὲ Χριστοῦ κεφαλὴ ὁ ἐπὶ πάντων Θεὸς καὶ Πατὴρ


309

αὐτοῦ. Μετὰ οὖν τὸν παντοκράτορα Θεὸν ἡμῶν καὶ


Πατέρα, τοῦ τε ἐνεστῶτος καὶ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος
Κύριον, πάσης τε πνοῆς καὶ δυνάμεως δημιουργόν, καὶ τὸν
ἠγαπημένον αὐτοῦ Υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν,
δι' οὗ ἡ δόξα τῷ Θεῷ, φοβήθητί σου τὸν ἄνδρα, ὦ γύναι,
καὶ ἐντράπηθι αὐτόν, ἀρέσκουσα μόνῳ αὐτῷ, ὑπάρχουσα
αὐτῷ εὐάρεστος ἐν ταῖς διακονίαις αὐτοῦ, ἵνα καὶ ἐπὶ
σοὶ μακαρισθῇ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς Σοφίας τῆς λεγούσης διὰ
Σολομῶντος τάδε·
 »Γυναῖκα δὲ ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; Τιμιωτέρα δέ
ἐστιν λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη, θαρσεῖ ἐπ' αὐτῇ ἡ καρδία
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη σκύλων οὐκ ἀπορήσει· ἐνεργεῖ
γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ κατὰ πάντα τὸν βίον. Μυρευομένη
ἔριον καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστα ταῖς χερσὶν αὐτῆς,
ἐγένετο ὡς ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν συνάγουσα αὐτῷ
τὸν βίον. Καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκεν βρώματα
τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις· θεωρήσασα γεώργιον
ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν τῶν χειρῶν αὐτῆς ἐφύτευσεν
κτῆμα. Ἀναζωσαμένη τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισεν τοὺς

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 2, Ch. 1, line 20

Κυρίῳ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως». Καὶ πάλιν· «Ἐκ τῶν λόγων


σου δικαιωθήσῃ, καὶ ἐκ τῶν λόγων σου κατακριθήσῃ.»
Ἔστω οὖν, εἰ δυνατόν, πεπαιδευμένος· εἰ δὲ καὶ ἀγράμ-
ματος, ἀλλ' οὖν ἔμπειρος τοῦ λόγου, καθήκων τῇ ἡλικίᾳ.
 Εἰ δὲ καὶ ἐν παροικίᾳ μικρᾷ ὑπαρχούσῃ που προβε-
βηκὼς τῷ χρόνῳ μὴ εὑρίσκηται μεμαρτυρημένος καὶ σοφὸς  
εἰς ἐπισκοπὴν κατασταθῆναι, νέος δὲ ᾖ ἐκεῖ, μεμαρτυρημένος
ὑπὸ τῶν συνόντων αὐτῷ ὡς ἄξιος ἐπισκοπῆς, διὰ τῆς
νεότητος ἐν πραότητι καὶ εὐταξίᾳ γῆρας ἐπιδεικνύμενος,
δοκιμασθείς, εἰ ὑπὸ τῶν πάντων οὕτως μαρτυρεῖται, καθι-
στάσθω ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ Σολομὼν δωδεκαετὴς τοῦ
Ἰσραὴλ ἐβασίλευσεν, καὶ Ἰωσίας ἐν δικαιοσύνῃ ὀκτὼ
ἐτῶν ἐβασίλευσεν, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰωὰς ἑπτὰ ἐτῶν ἦρξεν
τοῦ λαοῦ.
 Ὥστε εἰ καὶ νέος, ἀλλὰ πρᾶος ὑπαρχέτω δεῖλός τε
καὶ ἡσύχιος, ὅτι λέγει διὰ τοῦ Ἡσαΐου Κύριος ὁ Θεός·
»Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ' ἢ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἡσύχιον
καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους διαπαντός;» Ὁμοίως
καὶ ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ οὕτως· «Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι
αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.» Ἔστω δὲ καὶ ἐλεήμων,
ὅτι πάλιν εἴρηται· «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


310

Ariano) Book 2, Ch. 22, line 28

πέντε ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ


αὐτοῦ Ἐψιβά. Καὶ ἐποίησεν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
Κυρίου καὶ οὐκ ἀπέστρεψεν ἀπὸ τῶν βδελυγμάτων τῶν  
ἐθνῶν ὧν ἐξωλόθρευσεν Κύριος ἀπὸ προσώπου τῶν υἱῶν
Ἰσραήλ· καὶ ἐπέστρεψεν Μανασσῆς καὶ ᾠκοδόμησεν τὰ
ὑψηλά, ἃ κατέσπασεν Ἐζεκίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ ἔστησεν
στήλας τῇ Βάαλ καὶ ἀνέστησεν θυσιαστήριον τῇ Βάαλ, καὶ
ἐποίησεν ἄλση, καθὼς ἐποίησεν Ἀχαὰβ βασιλεὺς Ἰσραήλ·
καὶ ἐποίησεν θυσιαστήρια πάσῃ τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ ᾠκοδόμησεν θυσιαστήριον ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν ᾧ εἶπεν
Κύριος πρὸς Δαυὶδ καὶ πρὸς Σολομῶνα τὸν υἱὸν αὐτοῦ
λέγων, ὅτι ἐν αὐτῷ θήσω τὸ ὄνομά μου. Καὶ ἔστησεν
Μανασσῆς θυσιαστήρια, καὶ ἐν αὐτοῖς ἐδούλευσεν τῇ Βάαλ,
καὶ εἶπεν· Ἔσται τὸ ὄνομά μου εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ᾠκο-
δόμησε θυσιαστήρια ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου
τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ· καὶ αὐτὸς διῆγεν τὰ τέκνα αὐτοῦ
ἐν πυρὶ ἐν Γὲ Βενεννόμ, καὶ ἐκληδονίζετο καὶ ἐφαρμακεύετο
καὶ ἐποίησεν ἐγγαστριμύθους καὶ ἐπαοιδοὺς καὶ γνώστας
καὶ θεραφείν, καὶ ἐπλήθυνεν τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν
ὀφθαλμοῖς Κυρίου τοῦ παροργίσαι αὐτόν.
 Καὶ ἔθηκεν τὸν χωνευτὸν καὶ τὸν γλυπτὸν τοῦ ἄλσους,

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 2, Ch. 53, line 9

ἀξιοῦσθαι παρὰ Θεῷ ἢ ψόγων, ὅτι Θεοῦ ἔπαινος ζωὴ αἰώνιος


ἀνθρώποις, ὥσπερ οὖν καὶ ὁ ψόγος θάνατος. ἀΐδιος.  
 Διὸ γίνεσθε δίκαιοι κριταί, εἰρηνοποιοί, ἀόργητοι·
»Ὁ ὀργιζόμενος γὰρ εἰκῆ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἔνοχος ἔσται
τῇ κρίσει.» Εἰ δὲ καὶ συμβῇ ἐξ ἐνεργείας τινὸς
ὀργισθῆναι ὑμᾶς κατά τινος, ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῇ
ὀργῇ ὑμῶν. «Ὀργίζεσθε γάρ, φησὶν ὁ Δαυίδ, καὶ μὴ
ἁμαρτάνετε.» Τοῦτ' ἔστιν ταχέως διαλλάσσεσθε, ὅπως
μὴ ἡ ἐπίμονος ὀργὴ μνησικακία γένηται καὶ ἁμαρτίαν
ἀπεργάσηται· «Ψυχαὶ γὰρ μνησικάκων εἰς θάνατον»,
φησὶν ὁ Σολομών. Λέγει δὲ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ
σωτὴρ Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις· «Ἐὰν προσφέρῃς
τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐκεῖ μνησθῇς, ὅτι ὁ
ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου
ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι
τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου
ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου.» Δῶρον δέ ἐστιν Θεῷ ἡ
ἑκάστου προσευχὴ καὶ εὐχαριστία· ἐὰν οὖν ἔχῃς τι κατὰ
τοῦ ἀδελφοῦ σου ἢ αὐτὸς ἔχῃ τι κατὰ σοῦ, οὔτε αἱ προσευ-
χαί σου εἰσακουσθήσονται οὔτε αἱ εὐχαριστίαι σου προς-
δεχθήσονται διὰ τὴν ὑποκειμένην ὀργήν.
311

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 4, Ch. pin, line 17

χήρας καὶ τοὺς ὀρφανούς.


ϛʹ. Τίνων αἱ καρποφορίαι δεκταὶ καὶ τίνων ἄδεκτοι.
ζʹ. Ὅτι αἱ τῶν ἀναξίων καρποφορίαι, ἕως ἂν ὦσι τοιοῦτοι, οὐ μόνον
οὐκ ἐξιλεοῦνται Θεόν, ἀλλ' ἐκ τῶν ἐναντίων κινοῦσιν αὐτὸν πρὸς
ἀγανάκτησιν.
ηʹ. Ὅτι βέλτιον ἐκ κόπου ἰδίου παρέχειν χήραις, κἂν ᾖ τὰ διδόμενα
εὐτελῆ καὶ ὀλίγα, ἢ τὰ πολλὰ τῶν ἀσεβῶν, κἂν πολλὰ καὶ μεγάλα
τυγχάνῃ· βέλτιον γὰρ λιμῷ διαφθαρῆναι ἢ παρὰ ἀσεβῶν συνεισφο-
ρὰν δέξασθαι.
θʹ. Ὅτι χρὴ προτρέπεσθαι τὸν λαὸν ὑπὸ τοῦ ἱερέως εὐποιεῖν τοὺς
πένητας, ὡς καὶ Σολομὼν ὁ σοφός.
ιʹ. Διάταξις, ἵν' ἐάν τις τῶν ἀσεβῶν βίᾳ προσρίψῃ χρήματα τοῖς
ἱερεῦσιν, εἰς ξύλα καὶ ἀνθρακιὰν ἀναλώσωσι ταῦτα, ἀλλὰ μὴ εἰς
διατροφάς.
ιαʹ. Περὶ γονέων καὶ τέκνων.
ιβʹ. Περὶ οἰκετῶν καὶ δεσποτῶν.
ιγʹ. Ἐν τίσιν ὑποτάσσεσθαι χρὴ τοῖς κοσμικοῖς ἄρχουσιν.
ιδʹ. Περὶ παρθένων.  
 Ὀρφανοῦ δέ τινος γενομένου χριστιανοῦ ἤτοι παιδὸς
ἢ παρθένου, καλὸν μέν, ἵνα τις τῶν ἀδελφῶν οὐκ ἔχων
τέκνον προσλαβόμενος τοῦτο ἔχῃ εἰς παιδὸς τόπον, τὴν δὲ

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 4, Ch. 14, line 4

ἢ ὡς ἀδελφὸν διὰ τὴν τῆς πίστεως κοινωνίαν.


 Πάσῃ βασιλείᾳ καὶ ἀρχῇ ὑποτάγητε ἐν οἷς ἀρέσκει
Θεῷ, ὡς Θεοῦ διακόνοις καὶ τῶν ἀσεβῶν τιμωροῖς· πάντα
φόβον τὸν ὀφειλόμενον αὐτοῖς ἀποπληρώσατε, πᾶσαν εἰσφο-
ράν, πᾶν τέλος, πᾶσαν τιμήν, δόσιν, κῆνσον. Θεοῦ γὰρ
τοῦτο διάταγμα, μηδενὶ μηδὲν χρεωστεῖν, εἰ μὴ τὸ τῆς
φιλίας σύμβολον, ὃ ὁ Θεὸς διετάξατο διὰ Χριστοῦ.
 Περὶ δὲ παρθενίας ἐντολὴν οὐκ ἐλάβομεν, τῇ δὲ
τῶν βουλομένων ἐξουσίᾳ τοῦτο ἐπιτρέπομεν ὡς εὐχήν, ἐκεῖνο
μόνον αὐτοῖς παραινοῦντες, μὴ προχείρως τι ἐπαγγείλασθαι,
ἐπείπερ ὁ Σολομών φησιν· «Ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαι, ἢ
τὸ εὔξασθαι καὶ μὴ ἀποδοῦναι.» Ἡ παρθένος οὖν αὕτη
ἔστω ἁγία σώματι καὶ ψυχῇ, ὡς ναὸς Θεοῦ, ὡς οἶκος
Χριστοῦ, ὡς Πνεύματος ἁγίου καταγώγιον. Δεῖ γὰρ τὴν
ἐπαγγειλαμένην, ἄξια τῆς ἐπαγγελίας ἔργα διαπρασσομένην,
δεικνύειν τὸ ἐπάγγελμα αὐτῆς, ὅτι ἔστιν ἀληθὲς καὶ διὰ
σχολὴν εὐσεβείας, οὐ κατὰ διαβολὴν γάμου γινόμενον.
312

Ἔστω δὲ μὴ ῥεμβὰς μηδὲ ἀκαιροπεριπάτητος, μὴ δίγνω-  


μος, ἀλλὰ σεμνή, ἐγκρατής, σώφρων, ἁγνή, φεύγουσα τὰς
τῶν πολλῶν συντυχίας καὶ μάλιστα τὰς τῶν ἀσέμνων.  

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 5, Ch. 20, line 62

ὑπὲρ αὐτοῦ ᾠδὴν λέγων· «Ὠιδὴ ὑπὲρ τοῦ ἀγαπητοῦ.»


Καὶ ἐπιφέρων εἰς πρόσωπον αὐτοῦ ἔφασκεν· «Περίζωσαι
τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατέ, τῇ ὡραιότητί
σου καὶ τῷ κάλλει σου, καὶ ἔντεινον καὶ κατευοδοῦ καὶ
βασίλευε ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητος καὶ δικαιοσύνης,
καὶ ὁδηγήσει σε θαυμαστῶς ἡ δεξιά σου· τὰ βέλη σου
ἠκονημένα, δυνατέ, ἐν καρδίᾳ τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέως  
λαοὶ ὑποκάτω σου πεσοῦνται· διὰ τοῦτο ἔχρισέν σε, ὁ
Θεός, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους
σου.»
 Περὶ αὐτοῦ καὶ ὁ Σολομὼν ἔλεγεν ὡς ἐκ προσώπου
αὐτοῦ· «Κύριος ἔκτισέν με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα
αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέν με, ἐν ἀρχῇ πρὸ τοῦ τὴν
γῆν ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων,
πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ
με.» Καὶ πάλιν· «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον.»
Περὶ αὐτοῦ καὶ Ἡσαΐας ἔλεγεν· «Ἐξελεύσεται ῥάβδος
ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται.»
Καὶ· «Ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν
ἐθνῶν, ἐπ' αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν.» Ζαχαρίας δέ· «Ἰδοὺ ὁ
βασιλεύς σου ἔρχεται σοι δίκαιος καὶ σῴζων, αὐτὸς πρᾶος

Λεόντιος. In mesopentecosten (homilia 10) Line 105

ἢ τῷ δεσπότῃ Χριστῷ τῷ τὰ σύμπαντα ἐν τῇ χειρὶ


βαστάζοντι;
Ἀλλ' ἐροῦσιν εὐθέως οἱ φιλοδαίμονες Ἰουδαῖοι· «Τί οὖν;
Σολομὼν οὐκ ἐδεσπότευσε τῶν δαιμόνων;
Οὐχὶ πάντας ὑφ' ἓν ὡς ἕνα συνέκλεισεν;
Οὐχὶ ἰουδαΐζουσι χαρακτῆρσι τούτους ἐπέδησεν;
Οὐχὶ ἄχρι τῆς σήμερον τοῦτον δεδοίκασιν;»
Ἀλλ' ὦ Ἰουδαῖοι πεταλοράπται, μαγγανοδαίμονες, μάτην
ταῦτα προβάλλεσθε· μόνος γὰρ ὁ δεσπότης Χριστὸς κρα-
ταιῶς τὸν ἰσχυρὸν ἔδησε καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ διήρπασεν.
Σολομὼν γὰρ οὐ μόνον οὐκ ἐδεσπότευσε τῶν δαιμόνων
βασιλικῶς, ἀλλὰ καὶ ὑπ' αὐτῶν ἐδεσποτεύθη πρὸς τῷ τέλει
διαφθαρείς. Ἀγαπήσας γὰρ τὸν τῆς πολυγαμίας ἔρωτα τῇ
τοῦ διαβόλου μαστροπότητι δελεασθείς, καὶ εἰς ἀγέλην
γυναικῶν ἀλλοφύλων ὡς ἵππος θηλυμανὴς ἐπιχρεμετίσας,
313

ἐρρύπωσε τὸν τῆς θεογνωσίας θάλαμον. Καταλιπὼν γὰρ


τὸν θεὸν τῶν πατέρων αὐτοῦ, ᾦ καὶ τὸν ναὸν ἐδείματο,  
εἰδώλοις σπήλαια κατεσκεύαζεν.

Λεόντιος. In mesopentecosten (homilia 10) Line 484

ἀσεβῶν τὴν ψυχήν μου καὶ μετὰ ἀνδρῶν αἱμάτων τὴν ζωήν
μου, ὧν ἐν χερσὶν αἱ ἀνομίαι· ἡ δεξιὰ αὐτῶν ἐπλήσθη
δώρων. Εἰ μὴ γὰρ μισθὸν ὁ Ἡρῴδης παρὰ Ἰουδαίων
ἐλάμβανεν, οὐκ ἂν τὸ φάσγανον τῆς παρανομίας ὤξυνεν,
Ἰάκωβον ἀνεῖλε μαχαίρᾳ, Πέτρον δυσὶν ἁλύσεσι συνέδησε
βουλόμενος αὐτὸν μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν τῷ λαῷ.
Ὦ πάσχα Ἰουδαϊκόν, ἀεὶ μεταξὺ αἱμάτων ἀθῴων μιγνύμε-  
νον. Τὸν δεσπότην Χριστὸν πρὸ τοῦ πάσχα ἐσταύρωσαν,
τὸν μαθητὴν αὐτοῦ Πέτρον μετὰ τὸ πάσχα ἀνελεῖν ἐβούλον-
το. Ὦ πάσχα ἄναγνον, ὦ συναγωγὴ αἱματοποσίας φίλη.
Καλῶς ὁ Σολομὼν ἐκ πολλῶν τῶν χρόνων τὴν τῶν Ἰου-
δαίων συναγωγὴν «βδέλλαν» προσηγόρευσεν. Διὰ τί; Ὡς
ἀλλοτρίων αἱμάτων ἑλκύστριαν.

Λεόντιος. In transfigurationem (homilia 14) (olim sub nomine Joannis Chrysostomi)


Line 44

ἐκεῖ εἴκοσι βόες νομάδες,


 ἐνταῦθα δὲ μάρτυρες ἀναρίθμητοι ψυχὰς καὶ σώματα
 εὐεργετοῦσιν·
ἐκεῖ ἔλαφοι ἐξοχῆς κεράτων ποικιλλόμενοι,
 ἐνταῦθα προφῆται πνευματικὰ πνευματικοῖς συγκρίνοντες·
ἐκεῖ δορκάδες τοξεύματι τὸ ἧπαρ πληττόμεναι,
 ἐνταῦθα ἀπόστολοι θείοις γράμμασι τὴν οἰκουμένην φωτί-
 ζοντες·
ἐκεῖ ὄρνεις ἀλόγως πτερυσσόμεναι,
 ἐνταῦθα λαὸς εὐσεβὴς πνευματικῶς σκιρτῶντες·
ἐκεῖ ἑκατὸν ἄλογα πρόβατα τὸν οἶκον Σολομῶνος μόνον
εὐφραίνοντα,
 ἐνταῦθα δὲ τὸ λογικὸν ἡμῶν πρόβατον Χριστός, παν-
 ταχοῦ γῆς μεριζόμενον καὶ μηδαμῶς μείωσιν δεχόμενον.  
 Ἤκουες ἀρτίως αὐτοῦ τοῦ λογικοῦ προβάτου Χριστοῦ
λέγοντος πρὸς τοὺς ἀποστόλους τοῦ κυριακοῦ πάθους τὸν
καιρόν, ὅπως ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους πάθος μὴ ὑπο-
μείνωσιν. Τί γάρ φησιν ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος; Καθὼς
ἀρτίως ἤκουες· Τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθη-
ταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀνελθεῖν καὶ
πολλὰ παθεῖν παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ
314

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 25b, line 8

βρῶσις τοῦ ὑπεκρεύσαντός ἐστιν ἀναπλήρωσις καὶ εἰς ἀφεδρῶνα χωρεῖ


καὶ φθοράν· καὶ ἀμήχανον ἄφθαρτον διαμένειν τὸν αἰσθητῆς βρώσεως ἐν
μετουσίᾳ γινόμενον.  
 Ἢ ξύλον μὲν ζωῆς ἡ μετοχὴ τοῦ θεοῦ, δι' ἧς καὶ οἱ ἄγγελοι τρέφονται, δι' ἧς τὴν
ἀφθαρσίαν λαμβάνειν ἠμέλλομεν· ἔδει γὰρ ἡμᾶς πρῶτον ἀδιακρίτως ὑποταγῆναι τῷ
νόμῳ τοῦ θεοῦ, ἕως εἰς τελείαν ἕξιν τῆς ἀρετῆς ἤλθομεν, καὶ οὕτως δῶρον παρὰ θεοῦ λα-
βεῖν τὴν διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ, ὅπερ ἐστὶ ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ κα-
κόν. Οὐκ ἀσφαλὴς γὰρ τῷ ἀρτιπαγεῖ ἡ διάκρισις τῶν λογισμῶν καὶ τὸ ἀντιρρητικὸν
διὰ τὸ ἐμπαθῆ ἔτι καὶ ἡδυπαθῆ ἔχειν τὸν λογισμόν. Ξύλον μὲν οὖν ζωῆς φημι τὴν ἐκ
θεοῦ δεδομένην ἐντολήν – ξύλον γὰρ ζωῆς ἐστιν ἡ δικαιοσύνη πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις
αὐτῆς. Καὶ ηὐλόγηται ξύλον, δι' οὗ δικαιοσύνη πεφύτευται, φησὶ Σολομών – ξύλον δὲ
γνώσεως τὴν διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ. Ἔδει οὖν τὸν Ἀδὰμ διὰ τῆς ἀδιακρίτου
ὑπακοῆς ἑνωθῆναι θεῷ καὶ πλουτῆσαι τῇ ἑνώσει τὴν θέωσιν ἐν καιρῷ, ὅτε ὁ φύσει θεὸς
ηὐδόκει, καὶ πάντων τὴν ἀληθῆ γνῶσίν τε καὶ διάκρισιν καὶ τὴν ἀπέραντον ζωήν.
Ἔδει δὲ ἀπόπειραν γενέσθαι τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς. Δίδωσι τοίνυν ἐντολὴν ὁ θεός, μὴ
γεύσασθαι τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως, μὴ πιστεῦσαι τῇ ἰδίᾳ διακρίσει μηδὲ φαγεῖν ἀπὸ
ξύλου τινὸς ἔχοντος φυσικὴν ἐνέργειαν ἐμποιητικὴν τῆς ἐπιγνώσεως ἑαυτοῦ ἤτοι τῆς
ἰδίας φύσεως. Προσβαλόντος οὖν τοῦ πονηροῦ διὰ τοῦ ὄφεως καὶ εἰπόντος· «ἔσεσθε ὡς
θεοὶ γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν», ἐὰν φάγητε, ἐπίστευσε τῇ ἰδίᾳ διακρίσει, καὶ
ἔδοξεν αὐτῷ καλὸν ἡ θέωσις καὶ ἡ γνῶσις.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 85, line 20

ἀνατολὴν εἰς προσκύνησιν· πᾶν γὰρ καλὸν τῷ θεῷ ἀναθετέον, ἐξ οὗ πᾶν


ἀγαθὸν ἀγαθύνεται. Φησὶ δὲ καὶ ὁ θεῖος Δαυίδ· «Αἱ βασιλεῖαι τῆς γῆς,
ᾄσατε τῷ θεῷ, ψάλατε τῷ κυρίῳ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ
οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολάς». Ἔτι δέ φησιν ἡ γραφή· «Ἐφύτευσεν ὁ θεὸς
παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς· ἔνθα τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασεν,
ἔθετο», ὃν παραβάντα τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξώρισεν ἀπέναντί τε
τοῦ παραδείσου κατῴκισεν, ἐκ δυσμῶν δηλαδή. Τὴν οὖν ἀρχαίαν πατρί-
δα ἐπιζητοῦντες καὶ πρὸς αὐτὴν ἀτενίζοντες τῷ θεῷ προσκυνοῦμεν. Καὶ ἡ
σκηνὴ δὲ ἡ Μωσαϊκὴ κατὰ ἀνατολὰς εἶχε τὸ καταπέτασμα καὶ τὸ ἱλαστή-
ριον. Καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ὡς τιμιωτέρα ἐξ ἀνατολῶν παρενέβαλε. Καὶ
ἐν τῷ περιωνύμῳ δὲ τοῦ Σολομῶντος ναῷ ἡ τοῦ κυρίου πύλη κατὰ
ἀνατολὰς διέκειτο. Ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ κύριος σταυρούμενος ἐπὶ δυσμὰς
ἑώρα, καὶ οὕτω προσκυνοῦμεν πρὸς αὐτὸν ἀτενίζοντες. Καὶ ἀναλαμβα-  
νόμενος πρὸς ἀνατολὰς ἀνεφέρετο, καὶ οὕτως αὐτῷ οἱ ἀπόστολοι προς-
εκύνησαν, καὶ οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσαντο αὐτὸν πορευόμε-
νον εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς αὐτὸς ὁ κύριος ἔφησεν· «Ὥσπερ ἡ ἀστραπὴ
ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φθάνει ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται ἡ παρουσία
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Αὐτὸν οὖν ἐκδεχόμενοι ἐπὶ ἀνατολὰς προσκυ-
νοῦμεν. Ἄγραφος δέ ἐστιν ἡ παράδοσις αὕτη τῶν ἀποστόλων· πολλὰ
γὰρ ἀγράφως ἡμῖν παρέδωκαν.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 87, line 19

καιρῷ ἐκ Δαυιδικῆς ῥίζης ἐβλάστησε διὰ τὰς πρὸς αὐτὸν γενομένας ἐπαγ-
315

γελίας. «Ὤμοσε γὰρ κύριος», φησί, «τῷ Δαυὶδ ἀλήθειαν, καὶ οὐ μὴ ἀθε-
τήσει αὐτόν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τοῦ θρόνου σου»,
καὶ πάλιν· «Ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ Δαυὶδ ψεύσομαι. Τὸ
σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μένει· καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον
μου καὶ ὡς ἡ σελήνη κατηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ
πιστός,» καὶ Ἡσαΐας· «Ἐξανατελεῖ ῥάβδος ἐξ Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς
ῥίζης ἀναβήσεται».  
 Ὅτι μὲν οὖν ὁ Ἰωσὴφ ἐκ Δαυιδικοῦ φύλου κατάγεται, ὁ Ματθαῖος καὶ
Λουκᾶς, οἱ ἱερώτατοι εὐαγγελισταί, διαρρήδην ὑπέδειξαν, ἀλλ' ὁ μὲν
Ματθαῖος ἐκ Δαυὶδ διὰ Σολομῶντος κατάγει τὸν Ἰωσήφ, ὁ δὲ Λουκᾶς διὰ
Νάθαν. Τῆς δὲ ἁγίας παρθένου τὴν γέννησιν καὶ ἀμφότεροι παρεσιώπη-
σαν.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 87, line 35

αὐτῷ μαρτυρεῖ τὸ θεῖον εὐαγγέλιον), οὐκ ἂν παρανόμως τὴν ἁγίαν παρ-


θένον πρὸς μνηστείαν ἠγάγετο, εἰ μὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ σκήπτρου κατήγετο.
Δείξας τοίνυν τὸ τοῦ Ἰωσὴφ καταγώγιον ἠρκέσθη.
 Χρὴ δὲ καὶ τοῦτο εἰδέναι, ὡς νόμος ἦν ἀγόνου ἀνδρὸς τελευτῶντος τὸν
τούτου ἀδελφὸν τὴν τοῦ τετελευτηκότος γαμετὴν πρὸς γάμον ἄγεσθαι καὶ
ἐγείρειν σπέρμα τῷ ἀδελφῷ. Τὸ οὖν τικτόμενον κατὰ φύσιν μὲν τοῦ
δευτέρου ἤτοι τοῦ γεγεννηκότος ἦν, κατὰ δὲ νόμον τοῦ τελευτήσαντος.
 Ἐκ τῆς σειρᾶς τοίνυν τοῦ Νάθαν τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ Λευὶ ἐγέννησε τὸν
Μελχὶ καὶ τὸν Πάνθηρα· ὁ Πάνθηρ ἐγέννησε τὸν Βαρπάνθηρα οὕτως
ἐπικληθέντα. Οὗτος ὁ Βαρπάνθηρ ἐγέννησε τὸν Ἰωακείμ, Ἰωακεὶμ ἐγέν-
νησε τὴν ἁγίαν θεοτόκον. Ἐκ δὲ τῆς σειρᾶς Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ
Ματθὰν ἔσχε γυναῖκα, ἐξ ἧς ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ
Ματθὰν Μελχὶ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Νάθαν, ὁ υἱὸς Λευί, ἀδελφὸς δὲ τοῦ
Πάνθηρος, ἔγημε τὴν γυναῖκα τοῦ Ματθάν, μητέρα δὲ τοῦ Ἰακώβ, καὶ ἐξ
αὐτῆς ἔσχε τὸν Ἡλί. Ἐγένοντο οὖν ἀδελφοὶ ὁμομήτριοι Ἰακὼβ καὶ Ἡλί,
ὁ μὲν Ἰακὼβ ἐκ τῆς φυλῆς Σολομῶντος, ὁ δὲ Ἡλὶ ἐκ φυλῆς Νάθαν.
Ἐτελεύτησε δὲ ὁ Ἡλί, ὁ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Νάθαν ἄπαις· καὶ ἔλαβεν
Ἰακώβ, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Σολομῶντος, τὴν γυναῖκα αὐτοῦ  
καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰωσήφ. Ὁ οὖν Ἰωσὴφ φύσει μέν ἐστιν υἱὸς Ἰακὼβ ἐκ
τοῦ καταγωγίου τοῦ Σολομῶντος, κατὰ δὲ νόμον Ἡλὶ τοῦ ἐκ Νάθαν.
 

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Sec. 1,20, line 2

γίνεται. Οὐ τὴν σάρκα φημὶ τοῦ σαρκωθέντος υἱοῦ


τοῦ θεοῦ· ἐκείνη γὰρ τῇ καθ' ὑπόστασιν ἑνώσει καὶ
μεθέξει τῆς θείας φύσεως ἀτρέπτως θεὸς ἐχρημάτισεν,
οὐκ ἐνεργείᾳ χρισθεῖσα θεοῦ ὥσπερ τῶν προφητῶν
ἕκαστος, παρουσίᾳ δὲ ὅλου τοῦ χρίοντος. Ὅτι δὲ τῇ
θεώσει θεοὶ καὶ οἱ ἅγιοι, «ὁ θεός», φησίν, «ἔστη ἐν
συναγωγῇ θεῶν, ἐν μέσῳ δὲ θεοὺς διακρινεῖ», ὅταν
ἵσταται θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν τὰς ἀξίας διαιρῶν, ὡς
ἑρμηνεύων φησὶν ὁ θεολόγος Γρηγόριος.  Τῷ Δαυὶδ ἐπηγγείλατο ὁ θεὸς
316

οἰκοδομῆσαι αὐτῷ ναὸν διὰ τοῦ ἰδίου υἱοῦ Σολομῶντος καὶ κατασκευάσαι οἶκον
ἀναπαύσεως. Τοῦτον Σολομὼν ᾠκοδόμησε καὶ ἐποίησε χερουβίμ, ὥς φησιν ἡ βίβλος
τῶν Βασιλειῶν, καὶ περιέσχε τὰ χερουβὶμ χρυσίῳ
καὶ πάντας τοὺς τοίχους κύκλῳ κολαπτοὺς ἐνέγλυ-
ψεν ἐν γραφίδι χερουβὶμ καὶ φοίνικας τῷ ἐσωτέρῳ
καὶ τῷ ἐξωτέρῳ – οὐκ εἶπεν ἐκ πλαγίων, ἀλλὰ  
»κύκλῳ» – ἀλλὰ καὶ βόας καὶ λέοντας καὶ ῥοΐσκους.
Οὐ πολλῷ τιμιώτερον πάντας τοὺς τοίχους τοῦ
οἴκου κυρίου κοσμῆσαι ἁγίων μορφαῖς καὶ ἐξεικονί-
σμασιν ἤπερ ἀλόγων καὶ δένδρων;

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Sec. 1,20, line 3

τοῦ θεοῦ· ἐκείνη γὰρ τῇ καθ' ὑπόστασιν ἑνώσει καὶ


μεθέξει τῆς θείας φύσεως ἀτρέπτως θεὸς ἐχρημάτισεν,
οὐκ ἐνεργείᾳ χρισθεῖσα θεοῦ ὥσπερ τῶν προφητῶν
ἕκαστος, παρουσίᾳ δὲ ὅλου τοῦ χρίοντος. Ὅτι δὲ τῇ
θεώσει θεοὶ καὶ οἱ ἅγιοι, «ὁ θεός», φησίν, «ἔστη ἐν
συναγωγῇ θεῶν, ἐν μέσῳ δὲ θεοὺς διακρινεῖ», ὅταν
ἵσταται θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν τὰς ἀξίας διαιρῶν, ὡς
ἑρμηνεύων φησὶν ὁ θεολόγος Γρηγόριος.
 Τῷ Δαυὶδ ἐπηγγείλατο ὁ θεὸς οἰκοδομῆσαι
αὐτῷ ναὸν διὰ τοῦ ἰδίου υἱοῦ Σολομῶντος καὶ κατα-
σκευάσαι οἶκον ἀναπαύσεως. Τοῦτον Σολομὼν ᾠκο-
δόμησε καὶ ἐποίησε χερουβίμ, ὥς φησιν ἡ βίβλος
τῶν Βασιλειῶν, καὶ περιέσχε τὰ χερουβὶμ χρυσίῳ
καὶ πάντας τοὺς τοίχους κύκλῳ κολαπτοὺς ἐνέγλυ-
ψεν ἐν γραφίδι χερουβὶμ καὶ φοίνικας τῷ ἐσωτέρῳ
καὶ τῷ ἐξωτέρῳ – οὐκ εἶπεν ἐκ πλαγίων, ἀλλὰ  
»κύκλῳ» – ἀλλὰ καὶ βόας καὶ λέοντας καὶ ῥοΐσκους.
Οὐ πολλῷ τιμιώτερον πάντας τοὺς τοίχους τοῦ
οἴκου κυρίου κοσμῆσαι ἁγίων μορφαῖς καὶ ἐξεικονί-
σμασιν ἤπερ ἀλόγων καὶ δένδρων; Ποῦ ὁ διαγορεύ-
ων νόμος· «Οὐ ποιήσεις πᾶν ὁμοίωμα;»

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Sec. 2,15, line 17

τῶν παθῶν τὸ σέβας περιαιρείτω. Εἰ γὰρ κληρονόμοι θεοῦ


καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ καὶ τῆς θείας δόξης καὶ βασιλείας
κοινωνοὶ ἔσονται, πῶς οὐχὶ καὶ τῆς ἐπὶ γῆς δόξης συμμέτοχοι
γένωνται οἱ φίλοι Χριστοῦ; «Οὐ λέγω ὑμᾶς δούλους», φησὶν
ὁ θεός, «ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε.» Τῆς οὖν δεδομένης αὐτοῖς παρὰ
τῆς ἐκκλησίας τιμῆς στερήσωμεν αὐτούς; Ὢ θρασείας χειρός.
Ὢ τολμηρᾶς γνώμης ἀνταιρούσης θεῷ καὶ τοῖς αὐτοῦ ἀντι-
πραττούσης προστάγμασιν. Οὐ προσκυνεῖς εἰκόνι, μηδὲ τῷ
υἱῷ τοῦ θεοῦ προσκύνει, «ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ ἀοράτου θεοῦ»
317

ζῶσα καὶ χαρακτὴρ ἀπαράλλακτος.


 Ὁ ναός, ὃν ὁ Σολομὼν ᾠκοδόμησεν, ἀλόγων αἵμα-
σιν ἐνεκαινίσθη καὶ ἀλόγων εἰκόσιν ἐκαλλωπίσθη, λε-
όντων καὶ βοῶν καὶ φοινίκων καὶ ῥοΐσκων. Νῦν δὲ
Χριστοῦ αἵματι ἡ ἐκκλησία ἐγκαινίζεται καὶ τῶν  
ἁγίων αὐτοῦ καὶ τῇ Χριστοῦ εἰκόνι καὶ τῶν ἁγίων
αὐτοῦ καλλωπίζεται. Ἢ πάσης ὕλης προσκύνησιν
ἄνελε ἢ μὴ καινοτόμει «μηδὲ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ
ἔθεντο οἱ πατέρες σου», οὐ τὰ πρὸ τῆς ἐνσάρκου παρ-
ουσίας Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν λέγω, ἀλλὰ τὰ μετὰ
τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ. Περὶ γὰρ τῶν ἐν τῇ παλαιᾷ
παραδόσεων μεμφόμενος ὁ θεός φησιν·

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Sec. 1,56=2,52, line 31

τως ἂν καὶ τοὺς αὐτοῦ δούλους τιμᾶν ἔμελλες. Καὶ εἰ ἀκάθαρτά


εἰσι τῶν δικαίων τὰ ὀστᾶ, πῶς μετὰ τιμῆς πάσης μετεκομί-
σθησαν τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσὴφ ἐξ Αἰγύπτου; Πῶς
νεκρὸς ἄνθρωπος ἁψάμενος τῶν ὀστέων Ἐλισσαίου εὐθέως
ἀνέστη; Εἰ δὲ δι' ὀστέων θαυματουργεῖ ὁ θεός, εὔδηλον,
ὅτι δύναται καὶ δι' εἰκόνων καὶ λίθων καὶ ἑτέρων πολλῶν,
καθὼς καὶ ἐπὶ Ἐλισσαιὲ ἐγένετο, ὃς ἔδωκε τὴν ἰδίαν ῥάβδον
τῷ ἑαυτοῦ παιδὶ καὶ εἶπε δι' αὐτῆς πορευθέντα ἀναστῆσαι
τὸν παῖδα τῆς Σωμανίτιδος. Καὶ Μωσῆς ῥάβδῳ τὸν Φαραὼ
ἐκόλασε καὶ θάλασσαν ἔσχισε καὶ ὕδωρ ἐγλύκανε καὶ πέτραν
ἔρρηξε καὶ ὕδωρ ἐξήγαγε. Καὶ Σολομών φησιν· «Ηὐλόγηται
ξύλον, δι' οὗ γίνεται σωτηρία.» Καὶ Ἐλισσαιὲ ξύλον ἐν
Ἰορδάνῃ ἀπορρίψας σίδηρον ἀνήγαγε· καὶ «ξύλον ζωῆς»
καὶ «φυτὸν Σαβὲκ» ἤγουν συγχωρήσεως. Καὶ Μωσῆς ξύλῳ
ὄφιν ὕψωσε καὶ λαὸν ἐζωοποίησε· ξύλῳ βλαστήσαντι ἐν τῇ
σκηνῇ τὴν ἱερατείαν ἐκύρωσεν. Ἀλλ' ἴσως ἐρεῖς μοι, ὁ Ἰου-
δαῖος, ὅτι τὰ ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου ἅπαντα ὁ θεὸς  
γενέσθαι προσέταξε τῷ Μωσῇ· κἀγώ σοι λέγω, ὅτι πολλὰ
καὶ ποικίλα πράγματα ὁ Σολομὼν ἐν τῷ ναῷ γλυπτὰ καὶ
χωνευτὰ πεποίηκεν, ἅπερ οὐδὲ ὁ θεὸς αὐτῷ ποιῆσαι προσέ-
ταξεν οὐδὲ ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ταῦτα ἐκέκτητο οὔτε

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 95, p. 1168, line 10

 Εἰ εὑρίσκομεν ὄφεις ὄφεων δεινοτέρους, δῆλον ὅτι  


καὶ πάθη παθῶν ἐστι χαλεπώτερα, καὶ δαιμόνων
πονηρῶν ἕτεροι πονηρότεροι καὶ πικρότεροι ὑπάρ-
χουσι δαίμονες, καὶ φαύλων φαυλότεροι.
 Τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ῥᾳδίως διὰ τῆς ἁμαρ-
τίας φονευομένης ὑπὸ τῶν δελεαζόντων ἀκαθάρτων
δαιμόνων, εὐστόχως εἶπεν ὁ λέξας, ὅτι ἀγρεύομαι
318

ὥσπερ λέων εἰς σφαγήν.


 Τῇ φύσει τὸ ἀγαθὸν ἄνω φέρον ὑπάρχει, τὸ δὲ κα-
κὸν πρὸς τὰ κάτω καθέλκει τὸν κεχρημένον· ὥς που
καὶ ὁ Σολομὼν ἐφράσατο, ὅτι «Οἱ πόδες τῆς ἀφρο-
σύνης τοὺς χρωμένους αὐτῇ εἰς ἅδην κατάγου-
σιν.»
 Βαβυλὼν ποτὲ μὲν ὁ διάβολος λέγεται, ποτὲ δὲ ἡ
ψυχὴ ἀνθρώπου συγκεχυμένη ἐκ πειρασμῶν χαλε-
πῶν, ποτὲ δὲ ὁ κόσμος δι' αὐτὴν ἐν αὐτῷ πολιτευο-
μένην σύγχυσιν, καὶ χλεύην, καὶ ἀπάτην

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 95, p. 1252, line 14

ΤΙΤΛ. ΜΒʹ.  – Περὶ ἀδίκων αἰτήσεων· καὶ ὅτι


τὰς ἀδίκους αἰτήσεις, οὐ χρὴ πρὸς πέρας ἄγειν,
κἂν μήτηρ τύχῃ ἡ τὴν αἴτησιν ποιουμένη.
 »Ἐτέθη θρόνος τῇ μητρὶ τοῦ βασιλέως, καὶ ἐκ
δεξιῶν αὐτοῦ ἐκάθισε, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Αἴτησιν μίαν
μικρὰν ἐγὼ αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ
πρόσωπόν μου. Καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ βασιλεύς· Αἴτησαι,
μήτηρ ἐμὴ, ὅτι οὐκ ἀποστρέψω σε. Δοθήτω δὴ Ἀβι-
σὰκ ἡ Σουναμῖτις Ὀρνίᾳ [Al. Ἀδονίᾳ 3σρνψη pro
3'δνψη] τῷ ἀδελφῷ σου εἰς γυναῖκα. Καὶ ἀπεκρίθη
Σολομὼν ὁ βασιλεὺς, καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτοῦ· Καὶ
ἵνα τί αἰτῇ τὴν Ἀβισὰκ τῷ Ὀρνίᾳ εἰς γυναῖκα; Καὶ
αἴτησαι αὐτῷ τὴν βασιλείαν· ὅτι οὗτος ὁ ἀδελφός
μου μείζων ὑπὲρ ἐμὲ, καὶ αὐτῷ Ἀβιαθὰρ ὁ ἱερεὺς,
καὶ αὐτῷ Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐα ὁ ἀρχιστράτηγος ἑταῖ-
ρος αὐτοῦ. Καὶ ὤμοσεν ὁ βασιλεὺς Σολομὼν κατὰ τοῦ
Κυρίου, λέγων· Τάδε ποιῆσαί μοι ὁ Θεὸς, καὶ τάδε
προσθείη, ὅτι κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐλάλησεν Ὀρ-
νίας τὸν λόγον τοῦτον. Καὶ νῦν ζῇ Κύριος, ὃς ἡτοί-
μασε, καὶ ἔθετό με ἐπὶ τὸν θρόνον Δαβὶδ τοῦ πατρός
μου, ὅτι σήμερον θανατωθήσεται Ὀρνίας.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 95, p. 1252, line 19

μικρὰν ἐγὼ αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ


πρόσωπόν μου. Καὶ εἶπεν αὐτῇ ὁ βασιλεύς· Αἴτησαι,
μήτηρ ἐμὴ, ὅτι οὐκ ἀποστρέψω σε. Δοθήτω δὴ Ἀβι-
σὰκ ἡ Σουναμῖτις Ὀρνίᾳ [Al. Ἀδονίᾳ 3σρνψη pro
3'δνψη] τῷ ἀδελφῷ σου εἰς γυναῖκα. Καὶ ἀπεκρίθη
Σολομὼν ὁ βασιλεὺς, καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτοῦ· Καὶ
ἵνα τί αἰτῇ τὴν Ἀβισὰκ τῷ Ὀρνίᾳ εἰς γυναῖκα; Καὶ
αἴτησαι αὐτῷ τὴν βασιλείαν· ὅτι οὗτος ὁ ἀδελφός
μου μείζων ὑπὲρ ἐμὲ, καὶ αὐτῷ Ἀβιαθὰρ ὁ ἱερεὺς,
319

καὶ αὐτῷ Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐα ὁ ἀρχιστράτηγος ἑταῖ-


ρος αὐτοῦ. Καὶ ὤμοσεν ὁ βασιλεὺς Σολομὼν κατὰ τοῦ
Κυρίου, λέγων· Τάδε ποιῆσαί μοι ὁ Θεὸς, καὶ τάδε
προσθείη, ὅτι κατὰ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἐλάλησεν Ὀρ-
νίας τὸν λόγον τοῦτον. Καὶ νῦν ζῇ Κύριος, ὃς ἡτοί-
μασε, καὶ ἔθετό με ἐπὶ τὸν θρόνον Δαβὶδ τοῦ πατρός
μου, ὅτι σήμερον θανατωθήσεται Ὀρνίας. Καὶ ἐξ-
απέστειλεν, καὶ ἀνεῖλεν αὐτὸν, καὶ ἀπέθανεν Ὀρνίας
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.»

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 95, p. 1320, line 5

λῆς αὐτοῦ, καὶ ἀπέστη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἀπ' αὐτοῦ.


Καὶ εἶπε Δαλιδά· Ἀλλόφυλοι ἐπὶ σὲ, Σαμψὼν, καὶ
ἐξυπνίσθη ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ, καὶ εἶπεν, Ἐξελεύ-
σομαι ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ, καὶ ἐκτιναχθήσομαι· καὶ
αὐτὸς οὐκ ἔγνω ὅτι Κύριος ἀπέστη ἀπ' αὐτοῦ. Καὶ  
ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι, καὶ ἐξώρυξαν τοὺς
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ κατήνεγκαν αὐτὸν εἰς Γάζαν
Καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις χαλκαῖς, καὶ ἦν ἀλήθων
ἐν οἴκῳ τῆς φυλακῆς»
 »Ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ γήρους Σολομὼν, καὶ οὐκ
ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελείως μετὰ Κυρίου, καθὼς ἡ
καρδία Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. Καὶ ἐξέκλιναν αἱ
γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω
θεῶν αὐτῶν. Τότε ᾠκοδόμησε Σολομὼν ὑψηλὸν τῷ
Χαμῶς εἰδώλῳ Μωὰβ, καὶ τῷ βασιλεῖ τῶν υἱῶν
Ἄμμων, καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων· καὶ
οὕτως ἐποίησε πάσαις ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ ταῖς
ἀλλοτρίαις· καὶ ἐθυμίων, καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις
αὐτῶν.»

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 95, p. 1325, line 9

νίας οὐδεμίαν ὑπερβολὴν καταλείπουσαι. Ταῦτα μὲν


πῶς σιωπήσω; πῶς δὲ κατ' ἀξίαν ὀδύρωμαι; Οἶνος  
ἡμῖν τῶν ψυχῶν τούτων τὴν ζημίαν ἐποίησεν· οἶνος
τὸ παρὰ Θεοῦ δῶρον εἰς παραμυθίαν τῆς ἀσθενείας
δεδομένον τοῖς σωφρονοῦσιν, ὅπλον δὲ νῦν γενόμενον
ἀκολασίας τοῖς ἀσελγαίνουσιν.
 Οὐδὲν τοίνυν ἐφάμιλλον γυναικὸς πονηρᾶς. Τί
λέοντος δεινότερον ἐν τετράποσιν; οὐδέν. Τί δὲ ὠμό-
τερον δράκοντος ἐν ἑρπετοῖς; ἀλλ' οὐδέν· πλὴν γυ-
ναικὸς πονηρᾶς. Καὶ λέων, καὶ δράκων ἐλάττω τυγ-
χάνουσι. Μαρτυρεῖ μοι τῷ λόγῳ ὁ σοφώτατος Σολομὼν
λέγων· Συνοικῆσαι λέοντι ἢ δράκοντι εὐδόκησαι,
320

ἢ συνοικῆσαι μετὰ γυναικὸς πονηρᾶς καὶ γλωσσώδους.


Καὶ ἵνα μὴ νομίσῃς τὸν προφήτην εἰρωνείαν εἰρηκέ-
ναι, ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων κατάμαθε ἀκριβῶς· τὸν
Δανιὴλ οἱ λέοντες ᾐδέσθησαν, τὸν δὲ δίκαιον Ναβου-
θὴν Ἰεζάβελ ἐφόνευσε. Τὸ κῆτος τὸν Ἰωνᾶν ἐν τῇ
κοιλίᾳ ἐφύλαξεν, Δαλιδὰ δὲ τὸν Σαμψὼν ξυρήσασα
τοῖς ἀλλοφύλοις παρέδωκεν.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod.
Vol. 95, p. 1388, line 46

 »Κτῆμα τίμιον ἀνὴρ καθαρός.»


 »Αἰδεῖσθαι πρόσωπον ἐν κρίσει, οὐ καλόν.»
 »Ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, ἐν τῷ συν-
ιεῖν καὶ γινώσκειν τὸν Κύριον, καὶ ποιεῖν κρῖμα καὶ
δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῆς γῆς.»
 »Εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα Ἰσραήλ· Ἀποκρίθητε
κατ' ἐμοῦ ἐνώπιον Κυρίου· μόσχον τίνος εἴληφα, ἢ
ὄνον, ἢ καταδυναστεύσας ὑμᾶς. Ἀποκρίθητε κατ'
ἐμοῦ. Καὶ εἶπαν πρὸς Σαμουήλ· Οὐκ ἠδίκησας ἡμᾶς,
οὐδὲ εἴληφας ἐκ χειρὸς ἡμῶν οὐδέν.»
 »Εἶπε Κύριος πρὸς Σολομών· Ἀνθ' ὧν ᾐτήσω
παρ' ἐμοῦ τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶ οὐκ ᾐτήσω ἑαυτῷ
ἡμέρας πολλὰς, οὐδὲ πλοῦτον, οὐδὲ ψυχὰς ἐχθρῶν
σου, ἀλλ' ᾐτήσω ἑαυτῷ σύνεσιν τοῦ εἰσακούειν κρῖμα·
ἰδοὺ δέδωκά σοι καρδίαν φρονίμην καὶ σοφήν. Ὡς  
σὺ οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου, καὶ μετὰ σὲ οὐκ
ἔσται.»
 »Εἶπε ταῖς γυναιξὶν ὁ βασιλεὺς Σολομών·

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sermo in annuntiationem Mariae [Sp.] Vol. 96, p. 652, line
34

ται δήμιοι. Χαῖρε, ὅτι γεγέννηκας βρέφος, οὗτινος


ἕνεκα νεογενῆ καὶ μιμηλόφωνα βρέφη, μεληδὸν
ἀναλίσκονται. Χαῖρε, ὅτι γεγέννηκας βρέφος, οὗ
ἕνεκα Ῥαχὴλ ποταμηδὸν δακρύουσα, βαρύγχητον
ἐκπέμπει μέλος. Χαῖρε, ὅτι γεγέννηκας βρέφος, τὸ
ὀκταήμερον περιτεμνόμενον κατὰ τὸν Μωϋσέως νό-
μον. Χαῖρε, ὅτι γεγέννηκας βρέφος, τὸ τὸν νόμον ἐν
321

πλαξὶ λαξεῦσαν, καὶ ὑπὸ νόμον γενόμενον, καὶ νόμον


ἐκπληροῦν. Χαῖρε, ὅτι γεγέννηκας βρέφος, ὅπερ ἐν
τῇ συμπληρώσει τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν ἐν τῷ
Σολομωντείῳ προσήνεγκας ναῷ. Χαῖρε, ὅτι γεγέν-
νηκας βρέφος, νηπιοφανὲς, ὅπερ ὁ πολιοφανὴς ἱερεὺς
Συμεὼν ἰδὼν, ἀπολύεσθαι ἔσπευδε. Χαῖρε, ὅτι γεγέν-
νηκας βρέφος, τὸ ὑπὸ τῆς προφήτιδος καὶ χήρας
Ἄννης, ἐναντίον παντὸς λαοῦ κυριολογηθέν.
 Χαῖρε, κεχαριτωμένη, χαῖρε δι' ἧς ἡμῖν ἐπέφαινεν
ὁ πρὸ πάντων βουνῶν γεννηθεὶς, Θεὸς, φημὶ, ὁ παντ-
εξούσιος. Χαῖρε, δι' ἧς ἡμῖν ὁ ὑπερκόσμιος ἐπέφανεν,
ὁ κόσμον ἄκοσμον κοσμήσας, καὶ κτίσιν ἄκτιστον
κτίσας.

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 58, line 18

φύσει ἢ νόμῳ – φύσει μὲν γνησίου σπέρματος διαδοχῇ, νόμῳ δὲ


ἑτέρου παιδοποιουμένου εἰς ὄνομα τελευτήσαντος ἀδελφοῦ ἀτέκ-
νου· (ὅτι γὰρ οὐδέπω αὐτοῖς δέδοτο ἐλπὶς ἀναστάσεως σαφής,
τὴν μέλλουσαν ἐπαγγελίαν ἀναστάσει ἐμιμοῦντο θνητῇ, ἵνα
ἀνέκλειπτον τὸ ὄνομα μείνῃ τοῦ μετηλλαχότος) – ἐπεὶ οὖν οἱ τῇ
γενεαλογίᾳ ταύτῃ ἐμφερόμενοι οἱ μὲν διεδέξαντο παῖς πατέρα
γνησίως, οἱ δὲ ἑτέροις μὲν ἐγεννήθησαν, ἑτέροις δὲ προσετέ-
θησαν κλήσει, ἀμφοτέρων γέγονεν ἡ μνήμη, καὶ τῶν γεγεννη-
κότων καὶ τῶν ὡς γεγεννηκότων. οὕτως οὐδέτερον τῶν εὐαγγε-
λίων ψεύδεται, καὶ φύσιν ἀριθμοῦν καὶ νόμον. ἐπεπλάκη γὰρ
ἀλλήλοις τὰ γένη τό τε ἀπὸ τοῦ Σολομῶνος καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ Νάθαν
ἀναστάσεσιν ἀτέκνων καὶ δευτερογαμίαις καὶ ἀναστάσει σπερ-
μάτων, ὡς δικαίως τοὺς αὐτοὺς ἄλλοτε ἄλλων νομίζεσθαι, τῶν
μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν δὲ ὑπαρχόντων, καὶ ἀμφοτέρας
τὰς διηγήσεις κυρίως ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως
μέν, ἀλλ' ἀκριβῶς κατελθεῖν.  
 Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν
διηγήσομαι. ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ διὰ Σολομῶνος τὰς γενεὰς καταριθ-
μουμένοις τρίτος ἀπὸ τέλους εὑρίσκεται Ματθάν, ὃς ἐγέννησε
τὸν Ἰακὼβ τοῦ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα· ἀπὸ δὲ Νάθαν τοῦ Δαβὶδ
κατὰ Λουκᾶν ὁμοίως τρίτος ἀπὸ τέλους Μελχί· [οὗ υἱὸς ὁ

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 59, line 2

θησαν κλήσει, ἀμφοτέρων γέγονεν ἡ μνήμη, καὶ τῶν γεγεννη-


κότων καὶ τῶν ὡς γεγεννηκότων. οὕτως οὐδέτερον τῶν εὐαγγε-
λίων ψεύδεται, καὶ φύσιν ἀριθμοῦν καὶ νόμον. ἐπεπλάκη γὰρ
ἀλλήλοις τὰ γένη τό τε ἀπὸ τοῦ Σολομῶνος καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ Νάθαν
ἀναστάσεσιν ἀτέκνων καὶ δευτερογαμίαις καὶ ἀναστάσει σπερ-
μάτων, ὡς δικαίως τοὺς αὐτοὺς ἄλλοτε ἄλλων νομίζεσθαι, τῶν
μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν δὲ ὑπαρχόντων, καὶ ἀμφοτέρας
τὰς διηγήσεις κυρίως ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως
μέν, ἀλλ' ἀκριβῶς κατελθεῖν.  
322

 Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν


διηγήσομαι. ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ διὰ Σολομῶνος τὰς γενεὰς καταριθ-
μουμένοις τρίτος ἀπὸ τέλους εὑρίσκεται Ματθάν, ὃς ἐγέννησε
τὸν Ἰακὼβ τοῦ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα· ἀπὸ δὲ Νάθαν τοῦ Δαβὶδ
κατὰ Λουκᾶν ὁμοίως τρίτος ἀπὸ τέλους Μελχί· [οὗ υἱὸς ὁ Ἡλὶ
ὁ τοῦ Ἰωσὴφ πατήρ] Ἰωσὴφ γὰρ υἱὸς Ἡλὶ τοῦ Μελχί. σκοποῦ
τοίνυν ἡμῖν κειμένου τοῦ Ἰωσήφ, ἀποδεικτέον, πῶς ἑκάτερος
αὐτοῦ πατὴρ ἱστορεῖται ὅ τε Ἰακὼβ ὁ ἀπὸ Σολομῶνος καὶ Ἡλὶ
ὁ ἀπὸ τοῦ Νάθαν, [ἑκάτερος κατάγοντες γένος] ὅπως τε [πρότερον
οὗτοι δή, ὅ τε Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἡλί, δύο ἀδελφοί, καὶ πρό γε, πῶς]
οἱ τούτων πατέρες Ματθὰν καὶ Μελχὶ διαφόρων ὄντες γενῶν τοῦ
Ἰωσὴφ ἀναφαίνονται πάπποι.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 116, line 8

αὐτοῦ πρὸς τοὺς τρεῖς οὐκ ἦλθεν. ἀλλὰ καὶ Βανέας υἱὸς Ἰωάβ,
ἀδελφοῦ τοῦ Δαβίδ, δυνατὸς ὢν παρεβάλλετο τοῖς τρισίν, οὐ
μέντοι γέγονε τῆς ἰσχύος αὐτῶν. ἦσαν δὲ ὀνομαστοὶ καὶ δυνατοὶ  
ἕτεροι λζʹ, ὧν ἦρχεν Ἀσσαήλ. ῥομφαία δὲ ἡ σπάθη ἐστί, καὶ
οὐ τὸ δόρυ, ὥς τινες οἴονται, καθὼς Δαβὶδ πρὸς τὸν ἀλλόφυλον
λέγει “σὺ ἔρχῃ πρός με ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν δόρατι καὶ ἐν ἀσπίδι,
κἀγὼ πορεύσομαι πρὸς σὲ ἐν ὀνόματι κυρίου θεοῦ Σαβαώθ.” ὁ
δὲ ἐτῶν οʹ τελευτᾷ Δαβίδ, ἑπτὰ ἔτη βασιλεύσας τοῦ Ἰούδα καὶ
μῆνας ἕξ, τριάκοντα δύο δὲ καὶ μῆνας ἓξ ἐπὶ πᾶσαν φυλήν. ἦν
δέ, ὅτε ἐβασίλευσεν, ἐτῶν τριάκοντα.
 Ὅτι Σολομῶν καὶ πρὸ τοῦ οἰκοδομῆσαι αὐτὸν τὸν ναὸν ἐν
τοῖς ὑψηλοῖς ἐθυμία, καὶ πᾶς ὁ λαός. τὰ δὲ μέγιστα τῶν παρα-
πτωμάτων αὐτοῦ μετὰ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ γέγονεν.
 Ὅτι ἐποίησε τὸν βασίλειον θρόνον αὐτοῦ ἐλεφάντινον, ἐκ
μὲν τῶν ὄπισθεν ἔχοντα προτομὰς δύο μόσχων, καὶ δύο λεόντων
εἰς τὰ παρ' ἑκάτερα πλησίον τοῦ θρόνου. ἐποίησε δὲ καὶ βαθμοὺς ἕξ,
εἰς ὕψος ἐξαίροντας τὸν θρόνον, καὶ ἐν ἑκάστῳ βαθμῷ ὡσαύτως
λέοντας ἐστηλωμένους, ὥστε εἶναι τοὺς πάντας λέοντας τῶν μὲν
ἀναβάθμων δώδεκα, τοὺς δὲ πλησίον τοῦ θρόνου δύο. λέγει δὲ
Ἰώσηπος καὶ ἐν τούτῳ ἀνομῆσαι αὐτὸν καὶ παραβῆναι τοὺς ὑπὸ
θεοῦ δοθέντας τῷ Μωϋσῇ καὶ τῷ λαῷ νόμους· οὐδὲ γὰρ ὄψεως

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 116, line 21

 Ὅτι ἐποίησε τὸν βασίλειον θρόνον αὐτοῦ ἐλεφάντινον, ἐκ


μὲν τῶν ὄπισθεν ἔχοντα προτομὰς δύο μόσχων, καὶ δύο λεόντων
εἰς τὰ παρ' ἑκάτερα πλησίον τοῦ θρόνου. ἐποίησε δὲ καὶ βαθμοὺς ἕξ,
εἰς ὕψος ἐξαίροντας τὸν θρόνον, καὶ ἐν ἑκάστῳ βαθμῷ ὡσαύτως
λέοντας ἐστηλωμένους, ὥστε εἶναι τοὺς πάντας λέοντας τῶν μὲν
ἀναβάθμων δώδεκα, τοὺς δὲ πλησίον τοῦ θρόνου δύο. λέγει δὲ
Ἰώσηπος καὶ ἐν τούτῳ ἀνομῆσαι αὐτὸν καὶ παραβῆναι τοὺς ὑπὸ
θεοῦ δοθέντας τῷ Μωϋσῇ καὶ τῷ λαῷ νόμους· οὐδὲ γὰρ ὄψεως
ἕνεκεν ἐπετράπησαν ζῳοπλαστεῖν ἢ σκιαγραφίαις προσέχειν. διὰ
τὸ ἀσεβῆσαι δὲ Σολομῶντα λαμβάνει Ἱεροβοὰμ τὰς δέκα φυλάς.
323

Ῥοβοὰμ δὲ τῷ υἱῷ Σολομῶντος καταλιμπάνονται φυλαὶ δύο, ἡ  


τοῦ Ἰούδα καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν· ἡ γὰρ Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ κληρου-
χίᾳ τῆς Βενιαμίτιδος φυλῆς κεῖται, καὶ διὰ τοῦτο συνήφθη τῇ
φυλῇ Ἰούδα.
 Ὅτι τὰ πρῶτα παραπτώματα ἱστορεῖ ἡ γραφὴ Σολομῶντος
καὶ τὰ κατορθώματα, ἀλλ' οὐχ ὡς παραπτώματα, ἐπεὶ φαίνεται
καὶ πρὸ τῆς κτίσεως τοῦ ναοῦ καὶ μετὰ τὴν κτίσιν, ἔτι νέος ὤν,
ἐν τοῖς ὑψηλοῖς θύων καὶ θυμιῶν καὶ γυναῖκας ἀλλοφύλους ἔχων
παρανόμως. τέως δὲ ἐν πρώτοις ἡ ἱστορία τῆς γραφῆς οὐκ ἐγκα-
λεῖ αὐτῷ, οὐχ ὡς μὴ πράξαντος κακῶς τὰ πράγματα διηγουμένη.
καὶ αὖθις οὐ πάντα τὰ ἐν τῷ ναῷ εὐαγῶς ἔπλασεν.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 117, line 18

λεῖ αὐτῷ, οὐχ ὡς μὴ πράξαντος κακῶς τὰ πράγματα διηγουμένη.


καὶ αὖθις οὐ πάντα τὰ ἐν τῷ ναῷ εὐαγῶς ἔπλασεν.
 Ὅτι δὶς ὤφθη ὁ θεὸς τῷ Σολομῶντι, κατ' ἐπίτασιν ἀσφα-
λιζόμενος αὐτὸν ἀπέχεσθαι τῶν παρανόμων. ὁ δὲ Ἰώσηπος καὶ
διὰ τοῦτο ἀκλεῶς τεθνάναι αὐτὸν λέγει, διὰ τὸ καὶ λέοντας καὶ
βόας μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνομημάτων εἰς ὑψηλὴν θεωρίαν ἀναπλά-
σαι αὐτόν. ὁ γὰρ θεὸς οὐδὲ ὄψεως ἕνεκεν καὶ θεωρίας παραχω-
ρεῖ ταῦτα διὰ τοῦ νόμου γίνεσθαι.
 Ὅτι Ἀθίας ὁ Σιλωνίτης προφήτης ὤν, συναντήσας Ἱερο-
βοὰμ τῷ δούλῳ Σολομῶντος, ὃ ἐφόρει καινὸν ἱμάτιον διαρρήξας
εἰς φάρση δώδεκα δέδωκεν αὐτῷ δέκα ῥήγματα, εἰπών “σοὶ δίδω-
σιν ὁ θεὸς τὰς δέκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ διὰ τὰς ἀνομίας Σολομῶν-
τος· ὅμως μετὰ θάνατον αὐτοῦ λήψῃ αὐτάς.”  
 Ὅτι Σολομῶν ἐζήτησε τὸν Ἱεροβοὰμ ἀποκτεῖναι ὑπονοήσας
αὐτόν. ὁ δὲ γνοὺς ἀνεχώρησε πρὸς Σουσακεὶμ βασιλέα Αἰγύπτου,
καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς τοῦ κυρίου αὐτοῦ Σολομῶντος. ἔλαβε
δὲ τὴν θυγατέρα Σουσακεὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
 Ὅτι ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸς τέσσαρας εἶχε περιβόλους, καὶ
εἰς μὲν τὸν ἐξωτάτω εἰσελθεῖν ἐπετέτραπτο πᾶσι καὶ τοῖς ἀλλοφύ-
λοις, γυναιξὶ δὲ ἐμμηνίοις μόναις ἀπείρητο παριέναι. εἰς δὲ τὸν

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 118, line 1

διὰ τοῦτο ἀκλεῶς τεθνάναι αὐτὸν λέγει, διὰ τὸ καὶ λέοντας καὶ
βόας μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνομημάτων εἰς ὑψηλὴν θεωρίαν ἀναπλά-
σαι αὐτόν. ὁ γὰρ θεὸς οὐδὲ ὄψεως ἕνεκεν καὶ θεωρίας παραχω-
ρεῖ ταῦτα διὰ τοῦ νόμου γίνεσθαι.
 Ὅτι Ἀθίας ὁ Σιλωνίτης προφήτης ὤν, συναντήσας Ἱερο-
βοὰμ τῷ δούλῳ Σολομῶντος, ὃ ἐφόρει καινὸν ἱμάτιον διαρρήξας
εἰς φάρση δώδεκα δέδωκεν αὐτῷ δέκα ῥήγματα, εἰπών “σοὶ δίδω-
σιν ὁ θεὸς τὰς δέκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ διὰ τὰς ἀνομίας Σολομῶν-
τος· ὅμως μετὰ θάνατον αὐτοῦ λήψῃ αὐτάς.”  
 Ὅτι Σολομῶν ἐζήτησε τὸν Ἱεροβοὰμ ἀποκτεῖναι ὑπονοήσας
324

αὐτόν. ὁ δὲ γνοὺς ἀνεχώρησε πρὸς Σουσακεὶμ βασιλέα Αἰγύπτου,


καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς τοῦ κυρίου αὐτοῦ Σολομῶντος. ἔλαβε
δὲ τὴν θυγατέρα Σουσακεὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
 Ὅτι ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸς τέσσαρας εἶχε περιβόλους, καὶ
εἰς μὲν τὸν ἐξωτάτω εἰσελθεῖν ἐπετέτραπτο πᾶσι καὶ τοῖς ἀλλοφύ-
λοις, γυναιξὶ δὲ ἐμμηνίοις μόναις ἀπείρητο παριέναι. εἰς δὲ τὸν
δεύτερον Ἰουδαῖοι πάντες εἰσῄεσαν, καὶ αἱ τούτων γυναῖκες καθα-
ραὶ ἀπὸ παντὸς μιάσματος. εἰς δὲ τὸν τρίτον οἱ ἄρρενες τῶν Ἰου-
δαίων, εἰς δὲ τὸν τέταρτον οἱ ἱερεῖς μόνοι. εἰς δὲ τὸν ναὸν καὶ
ἐπὶ τὸν βωμὸν οἱ ἄμωμοι ἱερεῖς, στολὰς ἱερατικὰς ἐνδεδυμένοι.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 118, line 14

δὲ τὴν θυγατέρα Σουσακεὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.


 Ὅτι ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸς τέσσαρας εἶχε περιβόλους, καὶ
εἰς μὲν τὸν ἐξωτάτω εἰσελθεῖν ἐπετέτραπτο πᾶσι καὶ τοῖς ἀλλοφύ-
λοις, γυναιξὶ δὲ ἐμμηνίοις μόναις ἀπείρητο παριέναι. εἰς δὲ τὸν
δεύτερον Ἰουδαῖοι πάντες εἰσῄεσαν, καὶ αἱ τούτων γυναῖκες καθα-
ραὶ ἀπὸ παντὸς μιάσματος. εἰς δὲ τὸν τρίτον οἱ ἄρρενες τῶν Ἰου-
δαίων, εἰς δὲ τὸν τέταρτον οἱ ἱερεῖς μόνοι. εἰς δὲ τὸν ναὸν καὶ
ἐπὶ τὸν βωμὸν οἱ ἄμωμοι ἱερεῖς, στολὰς ἱερατικὰς ἐνδεδυμένοι.
εἰς δὲ τὸ ἄδυτον ὁ ἀρχιερεὺς μόνος, τὴν οἰκείαν στολὴν περιβεβλη-
μένος, ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ.
 Ὅτι ἐν γήρᾳ αὐτοῦ Σολομῶν ἐξώκειλεν ἀπὸ τοῦ θεοῦ, τῶν
γυναικῶν αὐτοῦ εἴδωλα ἀνατιθουσῶν· ὁ γὰρ ἑτέρων ἀνατιθέντων
ἐφιεὶς αὐτὸς ἱδρύεται δυνάμει. καὶ διὰ τοῦτο ἐδόθη αὐτῷ Σατὰν
ὁ Ἄδερ.
 Ὅτι Ἱεροβοὰμ δοῦλος ἦν Σολομῶντος, υἱὸς γυναικὸς πόρ-
νης, ἐβασίλευσε δὲ τοῦ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ. καὶ συμβαλὼν
πόλεμον τῷ Ἀβίᾳ ἡττήθη, καὶ ἔπεσον τοῦ Ἰσραὴλ χιλιάδες φʹ.
 Ὅτι ἐν τῷ τρίτῳ ἔτει τῆς βασιλείας Γοθολίας Ἰηοῦ ἀνεῖλε
τὸν Ἰορὰμ καὶ τὸν Ὀχοζίαν καὶ τοὺς υἱοὺς Ἀχαὰβ καὶ τὴν Ἰε-
ζάβελ.  

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 119, line 10

ζάβελ.  
 Ὅτι Ἄχαζ υἱὸς Ὀζίου, πατὴρ δὲ Ἐζεκίου, βασιλεὺς Ἰούδα,
συνέκοψε τὰ συγκλείσματα τῶν μεχονώθ. ἦσαν δὲ λέοντες καὶ
βόες καὶ Χερουβίμ. ἔστι δὲ ὁ μεχονὼθ λουτήρ. τοὺς βόας
τοὺς χαλκοῦς τοὺς βαστάζοντας τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν, οὓς
παρανόμως ἀνεπλάσατο Σολομῶν. καὶ ἔθηκε τὴν θάλασσαν ἐπὶ
βάσει λιθίνῃ. τὰ δὲ λοιπὰ ἐγράφησαν ἔμπροσθεν.
 Καὶ ἐκ τῶν Παραλειπομένων τινά. αἱ Παραλειπόμεναι τὰ
λείποντα πολλάκις λέγουσι καὶ τὰ ὄντα παραλιμπάνουσι, πολλάκις
δὲ καὶ ὅλην ἔννοιαν ἀλλοιοῦσιν. ἐν γὰρ τῷ λέγειν ὅτι Ἀσᾶ ἐποίησε
τὸ εὐθὲς ἐνώπιον κυρίου ὡς Δαβὶδ καὶ Σολομῶν ὁ πατὴρ αὐτοῦ,
ἀλλοιοῖ τὸν νοῦν· τὰ γὰρ περὶ τοῦ Σολομῶντος πεφανέρωται.
325

ἐπάταξε δὲ ἐν Ἰσραὴλ καὶ Ἱεροβοὰμ Ἀσᾶ μετὰ φυλῆς Βενιαμὶν


καὶ Ἰούδα πεντακοσίας χιλιάδας ἀνδρῶν πολεμιστῶν. καὶ οὐκέτι
ᾖρε κεφαλὴν κατὰ Ἰούδα Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναβάτ.
 Ὅτι ἀδελφαὶ Δαβὶδ Σαρουΐα καὶ Ἀβιγαία, καὶ τῇ μὲν Σα-
ρουΐᾳ υἱοὶ Ἀβεσᾶ καὶ Ἰωὰβ καὶ Ἀσσαήλ, τῇ δὲ Ἀβιγαίᾳ υἱὸς
Ἀμεσᾶ. οὗτος οὐκ ἔφθασε πρὸς τοὺς τρεῖς δυνάστας τοῦ
Δαβίδ.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 123, line 21

σέως ἐντολῶν, ὃς προεῖπεν, ἐὰν ἐξαριθμηθῇ τὸ πλῆθος, ὑπὲρ


ἑκάστης κεφαλῆς αὐτῷ τῷ θεῷ τελέσειεν ἡμίσικλον, προσέταξεν
Ἰωὰβ πορευθέντι πάντα τὸν ὄχλον ἐξαριθμῆσαι, καὶ διὰ τοῦτο
ἀπώλοντο χιλιάδες ἑβδομήκοντα τοῦ λαοῦ, ἕως οὗ θυσίας εἰρηνι-
κὰς ἐπενέγκας Δαβὶδ κατεπράϋνε τὸ θεῖον. συνέβη δὲ ἐπ' ἐκεῖνον
τὸν τόπον τελεσθῆναι τὰς θυσίας, ἐν ᾧ καὶ Ἀβραὰμ τὸν υἱὸν
αὐτοῦ Ἰσαὰκ ἀνήνεγκεν εἰς ὁλοκάρπωσιν.
 Ὅτι τὰ περὶ τὸν ναὸν Δαβὶδ ἡτοίμασεν ἅπαντα, ἐκωλύθη
δὲ κτίσαι αὐτὸν διὰ τὸ μεμιάνθαι τῇ δεξιᾷ χειρὶ τῷ συχνοτέρῳ
τῶν ἐχθρῶν φόνῳ. τρισχίλια δὲ τάλαντα χρυσίου κατέλιπεν εἰς
τὴν τοῦ ναοῦ κτίσιν τῷ Σολομῶντι.
 Ὅτι συνετάξατο Σολομῶν βιβλία περὶ ᾠδῶν καὶ μελῶν πεν-
τακισχίλια, καὶ παραβολῶν καὶ εἰκόνων βίβλους τρισχιλίας· καθ'  
ἕκαστον γὰρ εἶδος δένδρου παραβολὴν εἶπε, καὶ περὶ κτηνῶν καὶ
τῶν ἐπιγείων ζῴων ἁπάντων καὶ τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἀερίων.
παρέσχε δὲ αὐτῷ μαθεῖν ὁ θεὸς καὶ τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων τέχνην
εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων, ἐπῳδὰς δὲ συντάξαι ἐν αἷς παρηγο-
ρεῖται τὰ νοσήματα. καὶ τρόπους ἐξορκώσεων κατέλιπεν, οἷς ἐν-
δούμενα τὰ δαιμόνια, ὡς μηκέτι ἐπανελθεῖν, ἐκδιώκονται. καὶ
αὐτὴ παρ' ἡμῖν νῦν ἡ θεραπεία πλεῖστον ἰσχύει. ἱστόρησα γάρ,
φησὶν Ἰώσηπος, Ἐλεάζαρόν τινα, τῶν ὁμοφύλων Οὐεσπασιανοῦ,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 157, line 12

νου καὶ “ἡμάρτηκα τῷ κυρίῳ μου” φήσαντος, φησὶν ὁ προφή-


της “οὐ μὴ ἀποθάνῃς, πλὴν παροργίζων παρώργισας ἐν τοῖς
ὑπεναντίοις τὸν κύριον.” καὶ πρῶτον μέντοι τὸ μοιχαλίδιον παι-
δίον ἐπάταξεν ὁ θεός, ἔπειτα καὶ τὴν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἐπανάστασιν
κατ' αὐτοῦ παραδηλῶν φησί “καὶ νῦν οὐκ ἐξαρθήσεται ῥομφαία
ἐκ τοῦ οἴκου σου.” εἰκότως οὖν ἔλεγε “παιδεύων ἐπαίδευσέ με ὁ
κύριος, τῷ δὲ θανάτῳ οὐ παρέδωκέ με.” καὶ γὰρ παντοδαπαῖς
αὐτόν, οἷα δὴ πάνσοφος ἰατρός, παιδείαις ὑπέβαλεν ὁ θεὸς μετὰ
τὴν ὁμολογίαν τῆς ἁμαρτίας. ὁ οὖν μακάριος Δαβὶδ πρὸ τῆς
τελευτῆς αὐτοῦ καλέσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα εἶπεν αὐτῷ
“Σολομῶν τέκνον μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ οἰκοδομῆσαι
οἶκον κυρίῳ τῷ θεῷ. καὶ ἐγένετο λόγος κυρίου ἐπ' ἐμοί, λέγων
’αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας καὶ πολέμους ἐποίησας μεγάλους. οὐκ
326

οἰκοδομήσεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. ἰδοὺ υἱὸς τίκτεταί σοι, καὶ


ἀναπαύσω αὐτὸν ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ, ὅτι Σολομῶν
ὄνομα αὐτῷ. οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου.’ καὶ
νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ τὴν πτωχείαν μου
ἡτοίμασα εἰς οἶκον κυρίου χρυσίου τάλαντα χιλιάδας ἑκατὸν καὶ
ἀργυρίου τάλαντα χιλίας χιλιάδας, καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον οὗ
οὐκ ἔστιν ἀριθμός· καὶ πρὸς ταῦτα πρόσθες εἰς οἰκοδομὴν ναοῦ  

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 158, line 12

λεύσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα πάλιν εἶπεν αὐτῷ ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ “ἰδοὺ ἡτοίμασα εἰς οἶκον τοῦ θεοῦ μου χρυσίον ἀργύριον
χαλκὸν σίδηρον καὶ πάντα λίθον τίμιον καὶ λίθους τιμίους πολυ-
τελεῖς καὶ ποικίλους. καὶ πρὸς τούτοις δίδωμι, ἐκτὸς ὧν ἡτοί-
μασα εἰς οἶκον τὸν ἅγιον, χρυσίου τοῦ ἐξ Ὠφεὶρ τάλαντα τρισχί-
λια, καὶ ἑπτακισχίλια τάλαντα ἀργυρίου δοκίμου, τοῦ ἐξαλει-
φθῆναι ἐν αὐτοῖς τοῖς τοίχοις τοῦ ἱεροῦ.” οἱ δὲ ἄρχοντες τῶν
υἱῶν Ἰσραὴλ ἔδωκαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου τοῦ θεοῦ χρυσίου
τάλαντα ἑπτακισχίλια καὶ ἀργύριον καὶ λίθους τιμίους καὶ χαλκὸν
ἄπειρον. καὶ εὐλογήσας τὸν λαὸν ὁ Δαβὶδ καὶ ἀποστείλας εἶπεν
αὖθις τῷ υἱῷ αὐτοῦ “καὶ νῦν, Σολομῶν, γνῶθι τὸν θεὸν τῶν
πατέρων σου, καὶ δούλευσον αὐτῷ ἐν καρδίᾳ τελείᾳ καὶ ψυχῇ
θελούσῃ, ὅτι καρδίας πάσας ἐτάζει κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα
γινώσκει. καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτόν, εὑρεθήσεταί σοι· καὶ ἐὰν
καταλείψῃς αὐτόν, καταλείψει σε εἰς τέλος.” καὶ ἔδωκε Δαβὶδ
Σολομῶντι τῷ υἱῷ αὐτοῦ τὸ παράδειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς καὶ τῶν
Χερουβὶμ τῶν διαπεπετασμένων ταῖς πτέρυξι καὶ σκιαζόντων ἐπὶ
τῆς κιβωτοῦ διαθήκης κυρίου. πάντα ἐν γραφῇ χειρὸς κυρίου
δέδωκε Δαβὶδ Σολομῶντι τῷ υἱῷ αὐτοῦ, λέγων “ἴσχυε καὶ ἀν-
δρίζου, ὅτι κύριος ὁ θεός μου μετά σου.”
 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησε Δαβὶδ πλούτῳ καὶ δόξῃ καὶ

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 161, line 2

ἄγγελος τοῦ θεοῦ ἑστηκὼς παρὰ τὴν ἅλωνα Ὀρνᾶ τοῦ Γεβους-
σαίου. Δαβὶδ δὲ ἐβόα “ἰδοὺ ἐγὼ ἠδίκησα· γενέσθω ἡ χείρ σου
ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου.” καὶ παρακληθεὶς ὁ
κύριος συνέσχε τὴν θραῦσιν τὴν κατὰ Ἰσραήλ.
 Ὅτι πρεσβύτερος γενόμενος ὁ Δαβὶδ τοῖς ἱματίοις οὐκ ἐθερ-
μαίνετο, καὶ ἤνεγκαν νεάνιδα παρθένον Ἀβισὰκ τὴν Σωμανῖτιν,
καὶ ἦν αὐτὸν περιθάλπουσα ἐπὶ τῆς κοίτης, καὶ ὁ βασιλεὺς οὐκ
ἔγνω αὐτήν. Ἀδωνίας δὲ υἱὸς Δαβὶδ ἐπαιρόμενος ἐκράτει τῆς
βασιλείας. καὶ εἰσῆλθεν Βηρσαβεὲ πρὸς Δαβίδ, καὶ προσκυνή-  
σασα εἶπε “κύριε βασιλεῦ, ὤμοσάς μοι ἐν κυρίῳ θεῷ σου ὅτι Σο-
λομῶν ὁ υἱός μου βασιλεύσει μετ' ἐμέ. καὶ ἰδοὺ νῦν Ἀδωνίας
327

ἐβασίλευσε, καὶ σὺ οὐκ ἔγνως.” ταῦτα ἀκούσας Δαβίδ, ἀθροί-


σας τοὺς προφήτας καὶ ἱερεῖς, χρίει Σολομῶντα καὶ καθίζει ἐπὶ
τοῦ θρόνου αὐτοῦ. ᾠκοδόμησε δὲ Δαβὶδ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ
ἐπὶ τῆς ἀκρωρείας Ἱερουσαλὴμ τὴν Σιών, σκηνὴν ἐν αὐτῇ τῷ θεῷ
πηξάμενος, ἐν ᾗ τὴν κιβωτὸν ἀπέθετο. ἐπὶ τούτου παρ' Ἕλλησιν
Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος ἐγνωρίζοντο.
 Τῷ δὲ ͵δυοʹ ἔτει Σολομῶν ἐβασίλευσε δωδεκαετὴς ὤν, καὶ
κρατεῖ ἔτη μʹ. εἶχε δὲ γυναῖκας Ἰσραηλίτιδας καὶ ἐθνικὰς ἑπτα-
κοσίας καὶ παλλακὰς τριακοσίας. ἕνα δὲ μόνον ἄρρενα υἱὸν ἔσχε
τὸν Ῥοβοάμ, καὶ τοῦτον ἐξ ἀλλοφύλης Ναάβας τῆς Ἀμανίτιδος,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 162, line 20

σαν. καὶ ἐπληθύνθη ἐν αὐτῷ ἡ φρόνησις ὑπὲρ πάντας ἀρχαίους


καὶ ὑπὲρ πάντας φρονίμους Αἰγύπτου. ἔρχονται πρὸς αὐτὸν γυ-
ναῖκες δύο δικασθῆναι, καὶ εἶπεν ἡ μία “ἐγὼ καὶ ἡ γυνὴ αὕτη
οἰκοῦμεν ἐν οἴκῳ ἑνί. καὶ ἐγὼ μὲν ἔτεκον, καὶ μετὰ τρίτην αὕτη.
ταύτης τὸ παιδίον τέθνηκεν, ἐπεὶ τὴν νύκτα ἐπεκοιμήθη αὐτῷ.
καὶ ἰδοὺ ἀναστᾶσα ἔλαβε τὸ ἐμὸν παιδίον ἐκ τῆς ἀγκάλης μου
ὑπνούσης, καὶ τέθεικε τὸ ἑαυτῆς τεθνηκός· ἐμοῦ δὲ τὸ πρωῒ ἀνα-
στάσης θηλάσαι αὐτό, εὑρέθη τὸ τεθνηκός. καὶ καταμαθοῦσα
εἶδον ὡς οὐκ ἔστι τὸ παιδίον μου.” καὶ εἶπεν ἡ ἑτέρα “οὐχί,
ἀλλὰ σόν ἐστι τὸ τεθνηκός, ἐμὸν δὲ τὸ ζῶν.” καὶ εἶπε Σολομῶν “διχοτομήσατε
ἀμφότερα τὰ βρέφη, καὶ δότε ἀμφοτέραις ταῖς γυναιξὶν ἀπὸ τῶν δύο παιδίων.” καὶ
εἶπεν ἡ γυνὴ ἡ μήτηρ
τοῦ ζῶντος “μή, κύριε, ἀλλὰ δότε αὐτῇ τὸ παιδίον τὸ ζῶν, καὶ
μὴ ἀποθάνῃ.” ἡ δὲ ἑτέρα εἶπε “μήτε αὐτῇ μήτε ἐμοὶ ἔστω·  
διέλετε αὐτό.” καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεύς “δότε τὸ παιδίον τὸ
ζῶν τῇ μὴ θελησάσῃ γυναικὶ ἀποθανεῖν αὐτό, ὅτι αὐτῆς ἐστὶ
τέκνον.”
 Ὅτι ἐλάλησε Σολομῶν περὶ τῶν ξύλων τῶν ἀπὸ τῆς κέδρου
τοῦ Λιβάνου καὶ ἕως τῆς ὑσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τεί-
χους, καὶ περὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν
καὶ τῶν ἰχθύων, τὰς δυνάμεις καὶ τὰς ἐνεργείας αὐτῶν,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum


Vol. 1, p. 163, line 4

στάσης θηλάσαι αὐτό, εὑρέθη τὸ τεθνηκός. καὶ καταμαθοῦσα


εἶδον ὡς οὐκ ἔστι τὸ παιδίον μου.” καὶ εἶπεν ἡ ἑτέρα “οὐχί,
ἀλλὰ σόν ἐστι τὸ τεθνηκός, ἐμὸν δὲ τὸ ζῶν.” καὶ εἶπε Σολο-
μῶν “διχοτομήσατε ἀμφότερα τὰ βρέφη, καὶ δότε ἀμφοτέραις
ταῖς γυναιξὶν ἀπὸ τῶν δύο παιδίων.” καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ ἡ μήτηρ
τοῦ ζῶντος “μή, κύριε, ἀλλὰ δότε αὐτῇ τὸ παιδίον τὸ ζῶν, καὶ
μὴ ἀποθάνῃ.” ἡ δὲ ἑτέρα εἶπε “μήτε αὐτῇ μήτε ἐμοὶ ἔστω·  
διέλετε αὐτό.” καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεύς “δότε τὸ παιδίον τὸ
328

ζῶν τῇ μὴ θελησάσῃ γυναικὶ ἀποθανεῖν αὐτό, ὅτι αὐτῆς ἐστὶ


τέκνον.”
 Ὅτι ἐλάλησε Σολομῶν περὶ τῶν ξύλων τῶν ἀπὸ τῆς κέδρου
τοῦ Λιβάνου καὶ ἕως τῆς ὑσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τεί-
χους, καὶ περὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν
καὶ τῶν ἰχθύων, τὰς δυνάμεις καὶ τὰς ἐνεργείας αὐτῶν, καθὼς
Ἰώσηπος μαρτυρεῖ. ἀλλὰ καὶ ἐπῳδὰς καὶ ἐξορκισμοὺς κατὰ δαι-
μόνων ἐπενόησεν, αἷς χρώμενοί τινες Ἰουδαῖοι τούτους ἐξήλαυ-
νον· δακτύλιον γὰρ ἔχοντά τινα σφραγῖδα καὶ ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέ-
δειξε Σολομῶν, ἐν ῥινὶ ὑποθέντες ὀσφραίνεσθαι τὸν πάσχοντα
παρεσκεύαζον, ὧν τῇ δυνάμει εὐθὺς τὸ δαιμόνιον ἐξέλκεσθαι.
σημεῖον δὲ τούτου ἦν ποτήριον μεστὸν ὕδατος ἢ ἕτερόν τι ἀγγεῖον,
ὃ πάντως συνέτριβε φεῦγον τὸ δαιμόνιον.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 163, line 11

διέλετε αὐτό.” καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεύς “δότε τὸ παιδίον τὸ


ζῶν τῇ μὴ θελησάσῃ γυναικὶ ἀποθανεῖν αὐτό, ὅτι αὐτῆς ἐστὶ
τέκνον.”
 Ὅτι ἐλάλησε Σολομῶν περὶ τῶν ξύλων τῶν ἀπὸ τῆς κέδρου
τοῦ Λιβάνου καὶ ἕως τῆς ὑσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τεί-
χους, καὶ περὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν
καὶ τῶν ἰχθύων, τὰς δυνάμεις καὶ τὰς ἐνεργείας αὐτῶν, καθὼς
Ἰώσηπος μαρτυρεῖ. ἀλλὰ καὶ ἐπῳδὰς καὶ ἐξορκισμοὺς κατὰ δαι-
μόνων ἐπενόησεν, αἷς χρώμενοί τινες Ἰουδαῖοι τούτους ἐξήλαυ-
νον· δακτύλιον γὰρ ἔχοντά τινα σφραγῖδα καὶ ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέ-
δειξε Σολομῶν, ἐν ῥινὶ ὑποθέντες ὀσφραίνεσθαι τὸν πάσχοντα
παρεσκεύαζον, ὧν τῇ δυνάμει εὐθὺς τὸ δαιμόνιον ἐξέλκεσθαι.
σημεῖον δὲ τούτου ἦν ποτήριον μεστὸν ὕδατος ἢ ἕτερόν τι ἀγγεῖον,
ὃ πάντως συνέτριβε φεῦγον τὸ δαιμόνιον.
 Μετὰ γοῦν τὸ συντελέσαι τὸν οἶκον κυρίου Σολομῶν ἐνε-
καίνισεν αὐτόν, θύσας μόσχους χιλιάδας κβʹ καὶ πρόβατα χιλιά-
δας ρκʹ, καὶ ἐποίησε μεγάλην ἑορτὴν ἡμέρας ἑπτά. τῇ δὲ ὀγδόῃ
ἡμέρᾳ εὐλογήσας τὸν λαὸν ἐξαπέστειλε. καὶ μετὰ τὸ προσεύξα-
σθαι αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ ναοῦ ὤφθη αὐτῷ ὁ κύριος λέ-
γων “ἤκουσα τῆς φωνῆς τῆς προσευχῆς σου, καὶ ἡγίακα τὸν οἶκον
τοῦτον ὃν ᾠκοδόμησας, τοῦ θέσθαι τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ εἰς τὸν

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 165, line 3

ἓξ ἥμισυ, δυσάλωτον πάντοθεν ταύτην κατεσκεύασε. περικλεί-


σας γὰρ αὐτὴν τρισὶ τείχεσι καὶ φάραγξιν ἀπερρωγυίαις, κατάρ-
ρυτον ὕδασιν ὅλην ἐποίησεν, ὥστε ἐκ τῆς ἀπορροίας τοὺς κήπους
αὐτῶν ἀρδεύεσθαι. σὺν τούτοις ἐποίησε θυρεοὺς χρυσοῦς ἐλατοὺς
ὀκτακοσίους μεγάλους καὶ δόρατα τριακόσια καὶ ἕτερα ὅπλα χρυσᾶ
πλεῖστα. καὶ μέντοι καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ οἱ λουτῆρες χρυσᾶ
πάντα ὑπῆρχον, καὶ οὐκ ἦν ἀργύριον λογιζόμενον ἐν ταῖς ἡμέραις
αὐτοῦ. ὅτι ναῦς αὐτοῦ ἐπορεύετο εἰς Θαρσεῖς καὶ διὰ χρόνων  
329

τριῶν ἤρχετο, φέρουσα χρυσίον πολὺ καὶ ἀργύριον καὶ λίθους


τορευτοὺς καὶ ὀδόντας ἐλεφάντων καὶ πιθήκους. καὶ ἔδωκε Σο-
λομῶν τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον ἐν Ἱερουσαλὴμ ὡς λίθους,
καὶ τὰς κέδρους ὡς συκαμίνους εἰς πλῆθος. τὸ δέ γε ἄριστον
αὐτοῦ ἦν καθ' ἡμέραν κόροι σεμιδάλεως λʹ (ὁ δὲ κόρος ἐποίει
μόδια λʹ) καὶ κόροι ἀλεύρου κεκοπανισμένου ξʹ, μόσχοι ἐκλεκτοὶ
δέκα, βόες νομάδες ὀκτὼ καὶ πρόβατα ἑκατόν, ἐκτὸς ἐλάφων καὶ
ὀρνίθων ἐκλεκτῶν καὶ σιτευτῶν. περὶ δέ γε τῆς πολλῆς φρονή-
σεως αὐτοῦ καὶ σοφίας, ἧς εἴληφε παρὰ θεοῦ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ
δίς, ἄκουσον τί πάλιν ὁ θεός φησι πρὸς αὐτόν “ἰδού, δέδωκά σοι
καρδίαν φρονίμην καὶ σοφήν· ὡς σύ, οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου,
καὶ μετά σε οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός σοι. καὶ πλοῦτον καὶ δόξαν
καὶ χρήματα δώσω σοι.” καὶ τοῦτο δηλοῦσα ἡ γραφὴ ἐπάγει

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 166, line 1

λέγουσα “ἔδωκε κύριος φρόνησιν τῷ Σολομῶντι, καὶ σοφίαν πολ-


λὴν σφόδρα, καὶ χύμα καρδίας ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὴν θάλας-
σαν.” εἰκότως οὖν ἐκ παραλλήλου καὶ τῶν πάλαι γεγενημένων
ἀρίστων σοφῶν ἐμνήσθη, καὶ τοὺς Αἰγυπτίους προστέθεικεν ὡς
δοκοῦντας παρὰ πᾶσιν εἶναι σοφούς τε καὶ φρονίμους. καὶ γὰρ
ὡς Ἕλληνες ἱστοροῦσι, καὶ Φερεκύδης ὁ Σύριος καὶ Πυθαγόρας
ὁ Σάμιος καὶ Ἀναξαγόρας ὁ Κλαζομένιος καὶ Πλάτων ὁ Ἀθηναῖος
πρὸς τούτους ἐξεδήμησαν, θεολογίαν καὶ φυσιολογίαν ἀκριβεστέ-
ραν μαθήσεσθαι παρ' αὐτῶν ἐλπίσαντες. καὶ δὴ καὶ περὶ τοῦ
Μωϋσέως διεξιὼν ὁ θεῖος λόγος ἔφη ὅτι ἐπαιδεύθη ἐν πάσῃ σοφίᾳ  
Αἰγυπτίων. τούτους, φησίν, ἅπαντας ὁ Σολομῶν ἀπέκρυψεν
ἅτε θεόθεν τῆς σοφίας τὸ δῶρον δεξάμενος. ὅθεν ἐπήγαγε “καὶ
ἐσοφίσατο ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους, καὶ ἐλάλησε τρισχιλίας παρα-
βολάς, καὶ ἦσαν αἱ ᾠδαὶ αὐτοῦ πεντακισχίλιαι, καὶ ἐλάλησε περὶ
τῶν ξύλων τῶν ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ ἕως τῆς
ὑσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τοίχου, καὶ ἐλάλησε περὶ τῶν
κτηνῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν καὶ περὶ τῶν ἰχθύων.”
ἀφ' ὧν οἱ τῶν Ἑλλήνων ἰατροσοφισταὶ σφετερισάμενοι καὶ τὰς
ἀφορμὰς εἰληφότες τὰς οἰκείας συνεστήσαντο τέχνας. ταύτας
ἀφανεῖς ἐποίησεν Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 166, line 12

ἅτε θεόθεν τῆς σοφίας τὸ δῶρον δεξάμενος. ὅθεν ἐπήγαγε “καὶ


ἐσοφίσατο ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους, καὶ ἐλάλησε τρισχιλίας παρα-
βολάς, καὶ ἦσαν αἱ ᾠδαὶ αὐτοῦ πεντακισχίλιαι, καὶ ἐλάλησε περὶ
τῶν ξύλων τῶν ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ ἕως τῆς
ὑσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τοίχου, καὶ ἐλάλησε περὶ τῶν
κτηνῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν καὶ περὶ τῶν ἰχθύων.”
ἀφ' ὧν οἱ τῶν Ἑλλήνων ἰατροσοφισταὶ σφετερισάμενοι καὶ τὰς
ἀφορμὰς εἰληφότες τὰς οἰκείας συνεστήσαντο τέχνας. ταύτας
ἀφανεῖς ἐποίησεν Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς, ἐπειδὴ τὰς θεραπείας τῶν
νοσημάτων ἔνθεν κομιζόμενος ὁ λαὸς περιώρα τὰς ἰάσεις αἰτεῖν
330

παρὰ θεοῦ. καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομῶν ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς


τῆς γῆς πλούτῳ καὶ φρονήσει· καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς ἐζήτουν
ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ
παρεγίνοντο φέροντες ἕκαστος κατ' ἐνιαυτὸν τὰ δῶρα αὐτῶν,
σκεύη χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν καὶ ἡδύσματα καὶ ἵππους καὶ ἡμιό-
νους. καὶ ἦσαν αὐτοῦ χίλια τετρακόσια ἅρματα, καὶ ἵπποι θή-
λειαι τοκάδες χιλιάδες τεσσαράκοντα, καὶ ἵπποι εἰς ἅρματα χι-
λιάδες δώδεκα. καὶ ἦν ἡγούμενος τῶν βασιλέων πάντων ἀπὸ τοῦ
ποταμοῦ Εὐφράτου ἕως γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἕως τῶν ὁρίων

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 167, line 23

γεῖσαν πάνυ ἔκ τε τῶν αὐτοῦ καὶ τῶν περὶ αὐτὸν καὶ ἐξ ἑαυτῆς
γενομένων εἰπεῖν “ἀληθὴς ὁ λόγος ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου, καὶ
οὐκ ἔστι τὸ ἥμισυ καθὼς ἀπηγγέλη μοι· πλείονα γὰρ ἑώρακα ὑπὲρ
ἃ ἤκουσα. μακάριαι γοῦν αἱ γυναῖκες καὶ οἱ παῖδές σου, οἱ
παρεστηκότες οὗτοι ἐνώπιόν σου καὶ ἀκούοντες τοὺς λόγους τῆς
φρονήσεώς σου.” καὶ δοῦσα αὐτῷ χρυσίου τάλαντα ἑκατὸν εἴκοσι
καὶ ἡδύσματα πολλὰ καὶ λίθους τιμίους καὶ δὴ καὶ τὴν τοῦ ὀπο-
βαλσάμου ῥίζαν, ἀφ' οὗ ἡ Παλαιστίνη τοῦτο γεώργιον ἔσχεν,
ὥς φησιν Ἰώσηπος, ὑπέστρεψεν εἰς τὴν γῆν αὐτῆς ὑπερεκπλητ-
τομένη λίαν. περὶ ἧς καὶ ὁ κύριος ἔφη “βασίλισσα νότου ἦλθεν
ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἰδεῖν τὴν σοφίαν Σολομῶντος.” πρὸς  
ὃν μέντοι καὶ Σιρὰχ ὁ σοφώτατος ἔλεγε “Σολομῶν, ἐσοφίσθης ἐν
νεότητί σου, καὶ ἐνεπλήσθης ὡς ποταμὸς συνέσεως. γῆν ἐπεκά-
λυψεν ἡ σοφία σου, καὶ ἐνέπλησας ἐν παραβολαῖς αἰνιγμάτων.
εἰς νήσους πόρρω καὶ μακρὰς χώρας ἀφίκετό σου τὸ μνημόσυνον,
καὶ ἠγαπήθης ἐν τῇ εἰρήνῃ σου, ἣν κατέπαυσεν ὁ θεὸς κυκλόθεν.
καὶ ᾠδαῖς καὶ παροιμίαις καὶ παραβολαῖς ἐθαυμαστώθης. καὶ
συνήγαγες ὡς κασσίτερον τὸ χρυσίον, καὶ ὡς μόλιβδον ἐπλήθυ-
νας ἄργυρον. ἀλλὰ παρέκλινας τὰς λαγόνας σου γυναιξί, καὶ
ἐνεξουσιάσθης ἐν τῷ σώματί σου, καὶ ἔδωκας μῶμον ἐν τῇ δόξῃ
σου, καὶ ἐβεβήλωσας τὸ σπέρμα σου, ἐπαγαγεῖν ὀργὴν ἐπὶ τὰ

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 169, line 20

μοι, καί γε κτήσεις βουκολίου καὶ ποιμνίου ἐγένοντό μοι πολλαί,


ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ. καί
γε σοφία μου ἐστάθη μοι. καὶ πᾶν ὃ ἂν ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου,
οὐκ ἀφεῖλον ἀπ' αὐτῶν, καὶ οὐκ ἐπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου
ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης.” καὶ γὰρ πολλῆς εἰρήνης καὶ πολυολ-
βίας ἀδείας τε καὶ τρυφῆς ἀπέλαυσεν· ἀλλ' ὕστερον εἰς πικρίαν
ἡ σπατάλη καὶ ἡ ἡδονὴ γέγονεν αὐτῷ, καὶ ὑπόθεσις ἀκολασίας.
ὅθεν φησίν “ἐμίσησα σύμπασαν τὴν ζωήν μου καὶ πάντα τὸν
μόχθον μου, ὅτι πάντα ματαιότης. εὗρον γὰρ πικρότερον ὑπὲρ
τὸν θάνατον τὴν γυναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα καὶ σαγήνη καρ-
δίας.” ταῦτά τοί φησι “καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἦν φιλογύ-
ναιος, καὶ ἦσαν αὐτῷ ἄρχουσαι ἑπτακόσιαι καὶ παλλακαὶ τρια-
331

κόσιαι. καὶ ἔλαβε γυναῖκας Μωαβίτιδας καὶ Ἀμανίτιδας, Σύρας


καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας καὶ Ἀμορραίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν ὧν
ἀπεῖπε κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. καὶ ἐγένετο ἐν καιρῷ γήρως  
αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία μετὰ κυρίου θεοῦ αὐτοῦ καθὼς καὶ
ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι
γυναῖκες τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. καὶ τότε ᾠκο-
δόμησε Σολομῶν ναὸν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωάβ, καὶ τῇ Ἀστάρτῃ
βδελύγματι Σιδονίων, καὶ τῷ Μελχὼμ προσοχθίσματι υἱῶν Ἀμών.”
ἡ μὲν οὖν Ἀστάρτη ἐστὶν ἡ παρ' Ἕλλησιν Ἀφροδίτη λεγομένη, ὁ

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum


Vol. 1, p. 170, line 19

αὐτῶν. καὶ ἐποίησε Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου, καὶ


οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω κυρίου ὡς Δαβὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. καὶ ὠργί-
σθη κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινεν ἡ καρδία αὐτοῦ ἀπὸ κυ-
ρίου θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ
μὴ πορεύεσθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τὸ παράπαν. καὶ εἶπε κύριος
πρὸς αὐτόν “ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξάς μου τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ
προστάγματα ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν βασι-
λείαν ἐκ χειρός σου, καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου· πλὴν ἐν
ταῖς ἡμέραις σοῦ τοῦτο οὐ ποιήσω, διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν μου
καὶ πατέρα σου, καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν μου, ἣν ἐξελεξά-
μην. καὶ ἤγειρε κύριος τῷ Σολομῶντι Σατὰν Ἄδερ τὸν Ἰδου-
μαῖον καὶ τὸν Ἐδρααζὰρ βασιλέα Σουβᾶ, καὶ ἦσαν τῷ Ἰσραὴλ
Σατὰν πάσας τὰς ἡμέρας Σολομῶντος. καὶ ἀπέθανε Σολομῶν
ἐτῶν ογʹ, καὶ ἐτάφη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.” ἐφ' οὗ ἦν Ὅμη-
ρος καὶ Ἡσίοδος.  
 Θαυμάσειε δ' ἄν τις καὶ μάλα εἰκότως, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ
θειοτάτου Μωϋσέως, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦδε τοῦ σοφωτάτου Σολο-
μῶντος, πῶς ἑκάτερος αὐτῶν τοσαύτης πάλαι θείας δόξης καὶ
προμηθείας ἀξιωθεὶς ὕστερον ὁ μὲν εἰς ἀγανάκτησιν καὶ λύπην
τὸν θεὸν κινήσας τῆς ἐπαγγελίας ἐξέπεσεν, ὁ δὲ εἰς ὀργὴν καὶ θυ-
μὸν ἐγείρας αὐτὸν τούς τε προειργασμένους ἀρίστους πόνους

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 170, line 21

σθη κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινεν ἡ καρδία αὐτοῦ ἀπὸ κυ-
ρίου θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ
μὴ πορεύεσθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τὸ παράπαν. καὶ εἶπε κύριος
πρὸς αὐτόν “ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξάς μου τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ
προστάγματα ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν βασι-
λείαν ἐκ χειρός σου, καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου· πλὴν ἐν
332

ταῖς ἡμέραις σοῦ τοῦτο οὐ ποιήσω, διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν μου
καὶ πατέρα σου, καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν μου, ἣν ἐξελεξά-
μην. καὶ ἤγειρε κύριος τῷ Σολομῶντι Σατὰν Ἄδερ τὸν Ἰδου-
μαῖον καὶ τὸν Ἐδρααζὰρ βασιλέα Σουβᾶ, καὶ ἦσαν τῷ Ἰσραὴλ
Σατὰν πάσας τὰς ἡμέρας Σολομῶντος. καὶ ἀπέθανε Σολομῶν
ἐτῶν ογʹ, καὶ ἐτάφη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.” ἐφ' οὗ ἦν Ὅμη-
ρος καὶ Ἡσίοδος.  
 Θαυμάσειε δ' ἄν τις καὶ μάλα εἰκότως, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ
θειοτάτου Μωϋσέως, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦδε τοῦ σοφωτάτου Σολο-
μῶντος, πῶς ἑκάτερος αὐτῶν τοσαύτης πάλαι θείας δόξης καὶ
προμηθείας ἀξιωθεὶς ὕστερον ὁ μὲν εἰς ἀγανάκτησιν καὶ λύπην
τὸν θεὸν κινήσας τῆς ἐπαγγελίας ἐξέπεσεν, ὁ δὲ εἰς ὀργὴν καὶ θυ-
μὸν ἐγείρας αὐτὸν τούς τε προειργασμένους ἀρίστους πόνους ἄρ-
δην ἐζημίωτο καὶ τὴν ψυχὴν προσαπώλεσε. ποῦ γὰρ ἡ τοιαύτη
πρὸς θεὸν οἰκείωσις καὶ παρρησία καὶ οἱ τοσοῦτοι καὶ τηλικοῦτοι

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 172, line 5

εἰς εἰδωλομανίαν ἐκπεπτωκότος, ὡς σαφῶς δεδήλωται. τῷ ὄντι


γὰρ οὐδὲν ὄφελος, ἐναρξάμενον πνεύματι σαρκὶ ἐπιτελέσαι. ἕως
μὲν γὰρ ἀπήλαυε Σολομῶν τῆς ἄνωθεν προμηθείας, ἐν εἰρήνῃ
καὶ γαλήνῃ διῆγε, πάντας ἔχων ὑποκειμένους, καθὼς προείρηται,
καὶ δασμὸν κομίζοντας ὅτι μάλιστα· ἐπειδὴ δὲ ταύτης ἐγυμνώθη,
τοῖς δυσμενέσιν εὐεπιχείρητος γέγονεν. ἀληθῶς ὄντως φοβερὸν τὸ
ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας θεοῦ ζῶντος. ὥσπερ γὰρ ὁ ἔλεος ἄρρητος,  
οὕτω καὶ ἡ κόλασις ἀνυπόστατος. ὅτι δὲ τοῖς εἰδώλοις ἐλάτρευσε,
καταλείψας τὸν ὄντως ὄντα θεὸν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαβίδ, εὔδη-
λον ἐξ ὧν καὶ Ἀχίας ὁ προφήτης ἔφη πρὸς τὸν Ἰεροβοάμ. “τάδε
λέγει κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ῥήσσω τὴν βασιλείαν ἐκ χειρὸς Σολομῶν-
τος, καὶ δώσω σοι τὰ δέκα σκῆπτρα, καὶ δύο σκῆπτρα δώσω
αὐτῷ διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν μου καὶ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν μου,
ἣν ἐξελεξάμην ἐκ πασῶν τῶν φυλῶν Ἰσραήλ, ἀνθ' ὧν ἐγκατέλιπέ
με, καὶ ἐδούλευσε τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδονίων, καὶ τῷ
Χαμὼς εἰδώλῳ Μωάβ, καὶ τῷ Μελχὼμ προσοχθίσματι υἱῶν
Ἀμών, καὶ γυναῖκας ἀλλοτρίας πολλάς. καὶ ἔτι ἔλαβε τὴν
θυγατέρα Φαραὼ ἐκ τῶν ἐθνῶν ὧν ἀπεῖπε κύριος τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ, οὐκ εἰσελεύσεσθε ἐν αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται
εἰς ὑμᾶς, ἵνα μὴ ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω τῶν εἰδώλων
αὐτῶν. καὶ ἔκλιναν αὐτοῦ τὴν καρδίαν ἐν καιρῷ γήρως αὐτοῦ
ὀπίσω τῶν θεῶν αὐτῶν. καὶ ᾠκοδόμησεν ὑψηλὸν τῷ Χαμὼς

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 173, line 6

τρίαις, αἳ ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ὠργίσθη


κύριος τῷ Σολομῶντι, καὶ εἶπεν· ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξας τὰ
προστάγματά μου ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν
βασιλείαν σου ἐκ χειρός σου, καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου· πλὴν
ἐν ταῖς ἡμέραις σου οὐ ποιήσω ταῦτα, οὐδὲ ὅλην τὴν βασιλείαν  
333

λήψομαι. σκῆπτρον ἓν δώσω σοι διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν μου καὶ
διὰ τὴν βασιλείαν ἣν ἐξελεξάμην.”
 Ἀποθανόντι δὲ τῷ Δαβὶδ ἐποίησε Σολομῶν μνημεῖον παρὰ
τῷ Σιλωὰμ ἀντρῶδες διὰ βάθους, πρὸς τὸ μὴ ὁρᾶσθαι μεμη-
χανημένον. συγκατώρυξε δὲ τῷ πατρὶ καὶ χρυσίου πολλὰς μυ-
ριάδας, ὡς Ἰώσηπός φησιν. ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ὁ Σολομῶν ἀποθα-
νὼν ἐτάφη. φασὶ δὲ καὶ Ὑρκανὸν ὕστερον τὸν ἱερέα, τῆς πό-
λεως πολιορκουμένης, ἀνοῖξαι τὸ μνημεῖον καὶ χρυσοῦ τρισχίλια
τάλαντα ἐκεῖθεν ἐκφορῆσαι. ἀλλὰ καὶ Ἡρώδην μετ' αὐτὸν ἀνοῖξαι
μὲν τὸν τάφον, χρήματα δὲ μὴ εὑρεῖν· κόσμον δὲ χρυσοῦν καὶ
κειμήλια πάμπολλα τοῦτον ἀνελέσθαι ἱστοροῦσι, πειραθέντα δὲ
καὶ ἐνδοτέρω χωρεῖν πυρὶ ἐπισχεθῆναι.
 Ἀποθανόντος δὲ τοῦ Σολομῶντος Ῥοβοὰμ τὴν βασιλείαν
διαδέχεται. καὶ αὐτὸς ἀπῆλθεν εἰς Σίκιμα, ὅτι ἐκεῖ πᾶς Ἰσραὴλ
ἀπῄεσαν τοῦ βασιλεῦσαι αὐτόν· καὶ ἐλάλησεν ὁ λαὸς πρὸς Ῥοβοάμ
’ὁ πατήρ σου ἐβάρυνε τὸν κλοιὸν ἡμῶν, καὶ σὺ νῦν κούφισον,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 188, line 13

τούτους εἰσέτι Σαμαρείτας ἀπὸ τῆς χώρας προσαγορεύουσι· διὸ


καὶ ἀλλόκοτοι τὰς προαιρέσεις, διὰ δὲ τὴν τοῦ νόμου διδασκαλίαν
βραχεῖαν ἔχουσι θεοσεβείας ἔμφασιν· οὐδὲ γὰρ τῆς δεκαλόγου
πλεῖον παραλαβεῖν ἠξιώθησαν.
 Ἐνταῦθα τῆς Ἰσραηλιτικῆς βασιλείας οἱ χρόνοι κατέληξαν
εἰς ἔτη τριακόσια τρία καὶ μῆνας ἑπτά, ἀρξάμενοι μὲν ἀπὸ Ἰερο-
βοὰμ τοῦ Ναβάτ, καταλήξαντες δὲ εἰς Ὠσηὲ τὸν τοῦ Ἰλᾶ καὶ
τὴν ὑπὸ Σαλμανασσὰρ τοῦ Ἰσραὴλ μετοικεσίαν ἀπὸ Σαμαρείας εἰς
Μήδους. ἤκμαζε δὲ καὶ ἡ προκειμένη τῶν ἐκ Δαβὶδ βασιλεία,
τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ τοῦ δεκάτου τῆς τοῦ Σαοὺλ ἔχουσα μοναρχίας,
καταλήξασα δὲ ἐπὶ τὸν Ῥοβοὰμ τὸν τοῦ Σολομῶντος. Ἀβία δια-
δεξάμενος τὴν τοῦ πατρὸς ἀρχὴν βασιλεύει ἔτη τρία ἐν Ἱερουσα-
λήμ. Ἀσᾶ ἔτη μαʹ· οὗτος ἤδη γηραιὸς ὢν ἀρθριτικῷ τοὺς πόδας
ἤλγησε πάθει. Ἰωσάφατ μετὰ τοῦτον ἔτη κεʹ· ἐπὶ τούτου προε-
φήτευσε Μιχαίας καὶ Ἀβδίας καὶ Ἐλεάζαρ καὶ Ἀνανίας. Ἰωρὰμ
τὸν πατέρα Ἰωσάφατ διαδεξάμενος ἔτη ηʹ.
 Ἐν Σαμαρείᾳ Γοθολία ἡ θυγάτηρ Ζαμβρῆ τοῦ βασιλέως
Ἰσραὴλ ἔτη ηʹ. αὕτη πασῶν ἀσεβεστάτη γενομένη γυναικῶν πάν-
τας ἀναιρεῖ τοὺς Ὀχοζίου παῖδας, Ἀχαὰβ τῷ Ἰσραηλίτῃ βασιλεῖ
τιμωρουμένη· ἐδόκει γὰρ ἐκ τοῦ γένους εἶναι τούτου. Ἰωσαβὶδ
δὲ ἡ τοῦ Ὀζίου ἀδελφή, γυνὴ τοῦ ἀρχιερέως Ἰωδαέ,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 190, line 19

γὰρ τῶν Ἀσσυρίων οὗτος βασιλεὺς ὑπὸ τὴν ἡγεμονίαν Μήδων


ὢν Ἀσσυρίων βασιλεὺς κατέστη. ὁ τοίνυν Ἐζεκίας τῷ ιεʹ ἔτει
τῆς βασιλείας αὐτοῦ νοσήσας πρὸς θάνατον προσθήκην ζωῆς ἔλαβε
διὰ Ἠσαΐου ἐτῶν ιεʹ. καὶ πιστοῦται ταῦτα διὰ τοῦ παραδόξου
σημείου τῆς ἐπανόδου ἡλίου, τῆς φυσικῆς κινήσεως δέκα βαθμοὺς
ἀναποδισάσης ἤγουν δέκα ὥρας καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην, ὡς
334

εἶναι τὴν ἡμέραν ἐκείνην μόνην χωρὶς τῆς ἰδίας νυκτὸς ὡρῶν κβʹ.
οὗτος καὶ σωφροσύνην ἀσκῶν ἀπὸ τῆς νόσου ἀναστὰς ηὔξατο παι-
δοποιῆσαι. οὗτος τὸν ὄφιν ὃν ἐκρέμασε Μωϋσῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ,
καθεῖλε καὶ ἐχώνευσεν, ὅτι αὐτῷ ἐθυμία ὁ λαός. ἀλλὰ καὶ βι-
βλίον Σολομῶντος, ἰαματήριον παντὸς πάθους ἐγκεκολαμμένον,
ἐξέκαυσε καὶ ἠφάνισε, τάς τε περὶ τῶν παραβολῶν καὶ ᾠδῶν, ἐν
αἷς περὶ τῶν φυτῶν καὶ παντοίων ζῴων φυσιολογία, χερσαίων
πετεινῶν τε καὶ νηκτῶν, καὶ ἰαμάτων πάθους παντός, γραφείσας
αὐτῷ, ἀφ' ὧν καὶ οἱ τῶν Ἑλλήνων ἰατροσοφισταὶ σφετερισάμε-  
νοι καὶ τὰς ἀφορμὰς εἰληφότες τὰς ἰδίας συνεστήσαντο τέχνας.
ταῦτα τοίνυν τὰ βιβλία Ἐζεκίας κατακαύσας ἀφανῆ ἐποίησεν, ὡς
λέλεκται, ἐπειδὴ τὰς θεραπείας τῶν νοσημάτων ἔνθεν κομιζόμενος
ὁ λαὸς περιώρα τὰς ἰάσεις αἰτεῖν παρὰ θεοῦ. ἐν ταύταις ταῖς
ἡμέραις τοῦ Ἐζεκίου ἀνέβη Σεναχηρεὶμ ὁ διάδοχος Σαλμανασάρ·

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 193, line 5

δαίμονος ἐν τῷ θυμιάματι τούτῳ. καὶ ὑποστρέφει μετὰ τοῦ παι-


δὸς καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ πρὸς τὸν πατέρα Τωβήτ· οὗ τοὺς
ὀφθαλμοὺς ὁ παῖς τῇ χολῇ τοῦ ἰχθύος ἐπιχρίσας, καὶ παρευθὺ
Τωβὴτ ἀναβλέψαντος ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ ἄγγελος, ὅτι οὐκ ἄν-
θρωπός ἐστιν, ἀλλὰ παρὰ θεοῦ ἀπεστάλη πρὸς βοήθειαν αὐτοῖς
τε καὶ τῇ κόρῃ Σάρρᾳ διὰ τὴν αὐτῶν εὐσέβειαν, λέγων πρὸς αὐ-  
τούς ‘μυστήριον βασιλέως κρύπτειν καλόν, τὰ δὲ ἔργα τοῦ κυρίου
ἀνυμνεῖν ἐνδόξως.’
 Ἐπὶ τούτου καὶ ἄνθρωπός τις ἐγνωρίζετο ἐν τῷ Ἰσραὴλ
πλούσιος καὶ ἀνελεήμων, ὃς ἐλθὼν πρός τινα τῶν διδασκάλων καὶ
ἀναπτύξας τὴν σοφίαν Σολομῶντος εὗρεν εὐθύς “ὁ ἐλεῶν πτωχὸν
δανείζει θεῷ.” καὶ εἰς ἑαυτὸν γενόμενος καὶ κατανυγεὶς ἀπελθὼν
πέπρακε πάντα καὶ διένειμε πτωχοῖς, μηδὲν ἑαυτῷ καταλείψας
πλὴν νομισμάτων δύο. καὶ πτωχεύσας πάνυ καὶ ὑπὸ μηδενὸς ἐκ
θείας δοκιμασίας ἐλεούμενος ὕστερον ἐν ἑαυτῷ λέγει μικροψυχή-
σας “ἀπελεύσομαι ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ διακρινοῦμαι τῷ θεῷ μου
ὅτι ἐπλάνησέ με διασκορπίσαι τὰ ὑπάρχοντά μου.’ πορευομένου
δὲ αὐτοῦ, εἶδεν ἄνδρας δύο μαχομένους πρὸς ἀλλήλους, εὑρόντας
λίθον τίμιον. καὶ φησὶ πρὸς αὐτούς “ἵνα τί, ἀδελφοί, μάχε-
σθε; δότε μοι αὐτόν, καὶ λάβετε νομίσματα δύο.” τῶν δὲ μετὰ
χαρᾶς τοῦτον παρασχόντων (οὐ γὰρ ᾔδεσαν τοῦ λίθου τὸ

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 200, line 14

ἀνθρώπου, τὸν θεὸν ἄνθρωπον ὁρῶν δι' αὐτοῦ προφήτης τοῦ


Ἰσραὴλ κατέστη, καὶ τῶν ἐσομένων τὴν γνῶσιν ἐντεῦθεν μεμυστα-
γώγηται.
 Μετὰ δὲ Ἰωακεὶμ ἐβασίλευσεν Ἰεχονίας υἱὸς αὐτοῦ, ὁ καὶ
Ἰωακείμ, διὰ προστάγματος Ναβουχοδονόσορ. καὶ ἐποίησε τὸ
πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου. καὶ περὶ τοὺς φόρους ἀγνωμονήσαντος
αὐτοῦ ἦλθεν αὖθις Ναβουχοδονόσορ εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ,
335

καὶ ἐπολιόρκει αὐτήν. πρὸς ὃν Ἰεχονίας ἐξῆλθε σὺν μητρὶ καὶ


τέκνοις καὶ τοῖς ἄρχουσιν αὐτοῦ. καὶ εἰσῆλθον οἱ μεγιστᾶνες
Ναβουχοδονόσορ εἰς τὴν πόλιν; καὶ ἐξήνεγκαν τοὺς θησαυροὺς
κυρίου καὶ τοῦ βασιλέως καὶ τὰ χρυσᾶ σκεύη ἃ ἐποίησε Σολομῶν
ἐν ναῷ κυρίου. τὸν δὲ Σεδεκίαν ἀντὶ Ἰεχονίου καταστήσας, ἀπῴ-
κισεν Ἰεχονίαν εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄρχοντας
αὐτοῦ, βασιλεύσαντα μῆνας τρεῖς. περὶ οὗ πάλιν Ἱερεμίας ἔλεγεν
“ἠτιμώθη Ἰεχονίας ὡς σκεῦος οὗ οὐκ ἔστιν χρεία, ὅτι ἀπερρίφη
καὶ ἐξεβλήθη εἰς γῆν, ἣν οὐκ ᾔδει, λέγει κύριος. γῆ, γῆ, ἄκου-
σον λόγον κυρίου, γράψον τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐκκήρυκτον ἄνθρω-
πον, ὅτι οὐ μὴ αὐξηθῇ ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἀνὴρ καθήμενος
ἐπὶ θρόνου Δαβίδ, ἄρχων ἔτι ἐν τῷ Ἰούδᾳ.” μετὰ δὲ Ἰεχονίαν
ἐβασίλευσεν Σεδεκίας, πατράδελφος αὐτοῦ,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 254, line 7

πατρῴοις ἔθεσι. τούτων τῶν εὐχῶν καὶ Ζοροβάβελ ὁ τοῦ Σαλα-


θιὴλ ἀκουστὴς καὶ σύμβουλος γεγονὼς ὕστερον ἀνέμνησε, συνή-
θης ὤν. καὶ γὰρ ἀπεστάλη μὲν καὶ πρῶτον ὁ λαός, καὶ τῶν
θεμελίων τοῦ ναοῦ ὑποβληθέντων ἐπαύθη ἡ οἰκοδομὴ ἐκ διαβολῆς  
τῶν προσοίκων Σαμαρειτῶν. καὶ ἦσαν ἐν τῷ αὐτῷ σχήματι χρό-
νους μαʹ ἕως τοῦ δευτέρου ἔτους Δαρείου. εἶτα πληροῦται ὁ ναὸς
ἐπὶ ἓξ χρόνοις δι' ὑπομνήσεως καὶ χειρῶν Ζοροβάβελ καὶ Ἰησοῦ
τοῦ Ἰωσεδέκ, ἤγουν ἐν μζʹ ὅλοις ἐνιαυτοῖς ἀπὸ τοῦ πρώτου ἔτους
Κύρου. διὸ καὶ εἴρηται παρὰ τῶν Ἰουδαίων πρὸς τὸν κύριον “ἐν
μϛʹ ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς
αὐτόν;” ὁ γὰρ Σολομῶν ἐν ἑπτὰ ἔτεσι κατεσκεύασεν αὐτόν. ἦσαν
δὲ οἱ ὑποστρέψαντες ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας Βαβυλῶνος χιλιάδες
κδʹ καὶ τξʹ, δοῦλοι δὲ ἑπτακισχίλιοι λζʹ.
 Ἡ δὲ τοῦ Ζοροβάβελ ὑπόμνησις τοιαύτη ἦν. τρεῖς σωμα-
τοφύλακες τοῦ βασιλέως εἰς ἑαυτοὺς διαλεχθέντες εἶπον “λαλήσω-
μεν τῷ βασιλεῖ ζητήματα, ἕκαστος περὶ τοῦ τί ἐστιν ἰσχυρότερον
ἐν τῷ κόσμῳ, ὃ νικᾷ πάντα· καὶ οἷος ἂν εὑρεθῇ νικήσας, τιμη-
θήσεται παρὰ τοῦ βασιλέως.” ὁ πρῶτος εἶπεν “ἰσχυρότερος ὁ
οἶνος, καὶ νικᾷ πάντα.” ὁ δεύτερος εἶπε “νικᾷ ὁ βασιλεύς, τὸ
βούλεσθαι ἔχων τῇ δυνάμει σύνδρομον.” ὁ τρίτος ὁ καὶ Ζορο-
βάβελ εἶπε “νικᾷ ἡ γυνή, καὶ ὑπὲρ πάντα ἡ ἀλήθεια.”

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 387, line 19

ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἔθνη. αὐτὸς οἰκοδομήσει τὴν πόλιν μου, καὶ


τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ μου ἐπιστρέψει.” περὶ ἧς οἰκοδομῆς
καὶ Ἀγγαῖος φάσκει “τῷ δευτέρῳ ἔτει ἐπὶ Δαρείου ἐλάλησε κύριος
πρός με, λέγων εἶπον δὴ πρὸς Ζοροβάβελ καὶ πρὸς Ἰησοῦν τὸν
ἱερέα καὶ πρὸς πάντας τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ, λέγων τίς ἐξ
ὑμῶν ὃς οἶδε τὸν οἶκον τοῦτον ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ τῇ ἔμπροσθεν;
καὶ πῶς νῦν βλέπετε αὐτὸν ὡς οὐχ ὑπάρχοντα ἐνώπιον ὑμῶν; καὶ
336

νῦν κατίσχυε, Ζοροβάβελ καὶ Ἰησοῦ καὶ πᾶς ὁ λαός, καὶ οἰκοδο-
μήσατε τὸν οἶκον. καὶ εὐδοκήσω ἐν αὐτῷ, καὶ ἔσται ἡ δόξα τοῦ
οἴκου τούτου ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν πρώτην, λέγει κύριος.” ὥσπερ
τοίνυν Σολομῶν τῆς πρώτης οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ γέγονε δομήτωρ,
οὕτω Ζοροβάβελ τῆς δευτέρας καὶ ἐσχάτης. φησὶ γὰρ Ζαχαρίας
“αἱ χεῖρες Ζοροβάβελ ἐθεμελίωσαν τὸν οἶκον τοῦτον, καὶ αἱ χεῖρες
αὐτοῦ ἐπιτελέσουσιν αὐτόν.” εἰ μὲν οὖν ἔμελλε πάλιν ἀναστήσε-
σθαι, εἶπεν ἂν ὁ προφήτης, καὶ ἔσται ἡ δόξα τοῦ οἴκου τούτου
ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὰ ἔμπροσθεν. τῷ δὲ εἰπεῖν “ὑπὲρ τὴν πρώτην”  
τὴν δευτέραν ἐσχάτην ὑπέφηνε καὶ τελευταίαν. ὡς γὰρ οὐκ ἔστι
τῆς πρώτης προτέρα, οὕτως οὐδὲ τῆς ἐσχάτης ἐσχατωτέρα. ὥστε
οὖν εἰ μὲν εἶπεν “ἡ δευτέρα ὑπὲρ τὴν πρώτην,” εἰκὸς ἦν καὶ τρί-
την οἰκοδομὴν προσδοκᾶν· εἰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσχάτην ἐκάλεσε,
τελευταίαν ἐκείνην οἰκοδομὴν προφανῶς τῆς τε πόλεως καὶ τοῦ

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 424, line 9

ρίου· ἐπειδὴ γὰρ σκληροὶ γεγόνασι κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ θεοῦ, διὰ
τοῦτο παρεδόθησαν εἰς χεῖρας Κύρου τοῦ Πέρσου. τὸ δὲ καὶ
τοὺς λευκοὺς ἵππους, τουτέστι τοὺς Μακεδόνας, κατόπισθεν τῶν  
μελάνων πορεύεσθαι σημαίνει ὡς καὶ οἱ Μακεδόνες τὴν Περσῶν
βασιλείαν χειρώσονται. τὸ δὲ τοὺς ψαροὺς ἐπὶ νότον ἔρχεσθαι
δηλοῖ ὡς ἔμελλον Ῥωμαῖοι στρατεύειν κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ· ἐν
γὰρ τῷ νότῳ κεῖται ἡ πόλις. τὸ δὲ προσταχθέντας αὐτοὺς περιο-
δεῦσαι τὴν γῆν διδάσκει πάλιν ὡς διὰ τοῦ θεοῦ πᾶσα βασιλεία
συνίσταται.
 Γίνονται οὖν ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἐσχάτης ἁλώσεως Ἱε-
ρουσαλὴμ ἔτη ͵εσξβʹ, ἀπὸ δὲ τῆς πρώτης οἰκοδομῆς τοῦ Σολομων-
τείου ναοῦ καὶ τῆς πόλεως ἔτη ͵απηʹ, ἀπὸ δὲ τῆς δευτέρας οἰκο-
δομῆς ἔτη φϞϛʹ, ἀπὸ δὲ τῆς κατὰ Ἀντίοχον πολιορκίας σμηʹ,
ἀπὸ δὲ τῆς ἀναλήψεως Χριστοῦ ἕως τῆς ὑπὸ Τίτου ἁλώσεως
ἔτη μβʹ.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 438, line 3

θηράσας ᾠκοδόμησε πόλιν, καὶ μετωνόμασεν αὐτὴν Ἀδριανοῦ


θήρας ἐν τοῖς μιτάτοις. ὡσαύτως καὶ ἑτέραν πόλιν ἐν Θρᾴκῃ,
προσαγορεύσας αὐτὴν Ἀδριανούπολιν, καὶ ναὸν ἐν Κυζίκῳ. ἐφ'
οὗ στασιασάντων τῶν Ἰουδαίων καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν
οἰκοδομῆσαι βουληθέντων, ὀργίζεται κατ' αὐτῶν σφόδρα, καὶ
πολέμου γενομένου μεταξὺ ἀνεῖλεν ἐξ αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ μυριά-
δας νηʹ. καὶ τὰ μὲν παλαιὰ λείψανα τῆς πόλεως καὶ τοῦ ναοῦ
κατερειπώσας κτίζει νέαν Ἱερουσαλήμ, ἣν δὴ καὶ Αἰλίαν προση-  
γόρευσε. καὶ στήσας τὸ ἑαυτοῦ εἴδωλον ἐν τῷ ναῷ, οἰκεῖν Ἕλ-
ληνας ἐν τῇ πόλει προσέταξε. σημεῖον δὲ γέγονε τῆς ἁλώσεως
αὐτοῦ ὡς τὸ τοῦ Σολομῶντος σημεῖον αὐτόματον διαλυθῆναι.
Σίμηλον δέ τινα ἔν τε φρονήσει καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ ἀρεταῖς πολλαῖς
κεκοσμημένον πάνυ ἐτίμα, καὶ ἐν μεγάλῃ ἀρχῇ κατέστησεν αὐτόν·
337

ἀλλ' ἐπ' ὀλίγον τῆς ἀρχῆς κρατήσας ἀπέστη αὐτῆς, καὶ ἐν ἀγρῷ
ἑπτὰ ἔτη διατρίψας ἐτελεύτησεν, ἐπιγραφῆναι προστάξας ἐν τῷ
μνημείῳ αὐτοῦ “Σίμηλος ἐνταῦθα κατάκειται βιώσας μὲν ἔτη ..,
ζήσας δὲ ἑπτά.” οὗτος Ἀδριανὸς χρέων ὀφειλὰς τῶν ὑπ' αὐτὸν
πόλεων καὶ πολιτῶν τῷ δημοσίῳ λόγῳ ἀνηκούσας ἀπέκοψε, καύ-
σας τοὺς χάρτας. Νίκαιάν τε καὶ Νικομήδειαν σεισμῷ πτωθεί-
σας ἀνεκτήσατο. ἐπὶ τούτου Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος κατὰ πασῶν
αἱρέσεων ἠνδρίζετο· ὡς γάρ φησι Κλήμης ὁ στρωματεύς,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 447, line 19

κατέλαβεν. ἀνελθὼν δὲ εἰς Ἱεροσόλυμα ὡς ἐξηγητὴς καὶ λόγιος


προετρέπετο ἀπὸ τοῦ ἱερατίου ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας εἰπεῖν· πρεσβύτε-
ρος γὰρ προϋπῆρχε. καὶ πολλὰ καταναγκασθεὶς ὑπὸ τῶν ἱερέων,
ἀναστὰς καὶ τοῦτο μόνον τὸ ῥητὸν εἰπών “τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν
ὁ θεός, ἵνα τί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις
τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου;” πτύξας τὸ βιβλίον ἐκάθισε
μετὰ κλαυθμοῦ καὶ δακρύων, πάντων ὁμοῦ συγκλαιόντων αὐτῷ.
εἰσὶ δὲ καὶ ἕτερα τὰ περὶ αὐτοῦ λεγόμενά τε καὶ ᾀδόμενα διὰ τὸ
πλῆθος τῆς γνώσεως αὐτοῦ καὶ συντάξεως τῶν βιβλίων· ὅθεν καὶ
συντακτικὸς ὠνομάσθη διὰ τὸ πολλὰ πεποιηκέναι βιβλία, μὴ
ἀκούων, ὡς ἔοικε, τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος λέγοντος “υἱέ, φύ-
λασσε τοῦ μὴ ποιεῖν βιβλία πολλά, καὶ μὴ σπεῦδε ἐπὶ στόματί
σου, καὶ καρδία σου μὴ ταχυνάτω τοῦ ἐξενεγκεῖν λόγον ἀπὸ προς-
ώπου τοῦ θεοῦ, ὅτι ὁ θεὸς ἐν οὐρανῷ ἄνω καὶ σὺ ἐπὶ τῆς γῆς
κάτω. διὰ τοῦτο ἔστωσαν οἱ λόγοι σου ὀλίγοι· εἰσὶ γὰρ λόγοι  
πολλοὶ πληθύνοντες ματαιότητος. καὶ μὴ γίνου δίκαιος πολύ·
ἔστι γὰρ δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαιοσύνῃ αὐτοῦ. καὶ μὴ σο-
φίζου περισσά, μή ποτε ἀσεβήσῃς.” ταύτας τοίνυν παραγραψά-
μενος τὰς ἱερὰς παραινέσεις καὶ παραγκωνισάμενος, οὐδὲ τοῦ θε-
σπεσίου προσέσχε Παύλου τῇ ἐννοίᾳ τε καὶ συνέσει ἐν τοῖς συν-
τάγμασιν. ὁ γὰρ τρισμακάριος Παῦλος ἐν παρασκευῇ λόγων παν

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 487, line 16

σφραγίσαι ἁμαρτίαν καὶ τοῦ ἀπαλεῖψαι ἀδικίαν, καὶ τοῦ ἀγαγεῖν


δικαιοσύνην αἰώνιον καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ τοῦ χρῖσαι
ἅγιον ἁγίων. καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις, ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ
ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερουσαλὴμ ἕως Χριστοῦ ἡγου-
μένου ἑβδομάδες ζʹ καὶ ἑβδομάδες ξβʹ.’ καὶ πρὸς μὲν τοῖς ἄλλοις
ἴσως προφασιζόμενοι εἰς μέλλοντα χρόνον ἀναβάλλεσθε τὰ γε-
γραμμένα· τί δὲ πρὸς ταῦτα λέγειν ἢ ὅλως ἀντωπῆσαι δύνασθε,
ὅπου γε καὶ ὁ χρίων δηλοῦται καὶ ὁ χριόμενος οὐκ ἄνθρωπος ἀλλ'
ἅγιος ἁγίων καταγγέλλεται, καὶ ἕως τῆς παρουσίας αὐτοῦ Ἱερου-
σαλὴμ συνίστατο, καὶ λοιπὸν ἅπας προφήτης πέπαυται καὶ ὅρασις
ἐν τῷ Ἰσραήλ; ἐχρίσθη μέντοι πάλαι Δαβὶδ καὶ Σολομῶν καὶ
Ἐζεκίας· ἀλλ' Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ τόπος συνειστήκει καὶ προφῆ-
338

ται προεφήτευον. ἄλλως δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ χρισθέντες ἅγιοι ἄν-


θρωποι καὶ οὐχ ἅγιοι ἁγίων ἐκλήθησαν. πότε δὲ καὶ προφήτης
ἐπαύσατο καὶ ὅρασις ἀπὸ τοῦ Ἰσραήλ, εἰ μὴ νῦν, ὅτε ὁ προφη-
τευόμενος καὶ ὁ ἅγιος ἁγίων ὁ Χριστὸς παρεγένετο. σημεῖον οὖν
ὄντως μέγα πρόδηλον καὶ γνώρισμα τοῦ θεοῦ λόγου καὶ τῆς αὐ-
τοῦ παρουσίας τὸ μηκέτι τὴν Ἱερουσαλὴμ ἑστάναι μήτε προφήτην  
ἐνεργηθῆναι μήτε ὅρασιν ἀποκαλύπτεσθαι τούτοις. καὶ εἰκότως·
ἐλθόντος γὰρ τοῦ σημαινομένου καὶ προφητευομένου τίς ἡ χρεία
τῶν σημαινόντων καὶ προφητευόντων;

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 579, line 15

τὸ κολακεύειν καὶ κολακεύεσθαι, καὶ μήτε ἀλαζονικὸν εἶναι μήτε


κόλακα, ἀλλ' ἀμφοτέρων τῶν κακῶν τούτων κολάζειν τὴν ἀμε-
τρίαν, καὶ ἐλεύθερον εἶναι, μήτε εἰς αὐθάδειαν ἀποκλίνοντα
μήτε εἰς δουλοπρέπειαν καταπίπτοντα. πρὸς μὲν γὰρ χρηστοὺς
ταπεινὸν ὑπάρχειν χρή, πρὸς δὲ θρασεῖς ὕψηλον, ἐπείπερ οἱ μὲν
ἀρετὴν εἶναι τὴν ἐπιείκειαν ἡγοῦνται, οἱ δὲ ἀνδρίαν τὴν θρασύ-
τητα. κἀκείνοις μὲν τὴν ταπεινοφροσύνην δέον προσφέρειν, τού-
τοις δὲ τὴν ἀνδρίαν σβεννύουσαν αὐτῶν τὴν ἀπὸ τῆς θρασύτητος
δόξαν, ἵνα τοὺς μὲν ὠφελήσῃ, τῶν δὲ ταπεινώσῃ τὸ φρόνημα.”
ὅπερ οὖν καὶ ὁ μέγας Βασίλειος δηλῶν ἔφη τὸ τοῦ σοφωτάτου
Σολομῶντος “καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι,” εἰδέναι χρὴ ὅτι καὶ
ταπεινότητος καὶ ἐξουσίας, καὶ ἐλέγχου καὶ παρακλήσεως, καὶ
φειδοῦς καὶ παρρησίας, καὶ χρηστότητος καὶ ἀποτομίας, καὶ
ἁπαξαπλῶς καιρός ἐστι παντὸς πράγματος ἴδιος, ὥστε ποτὲ μὲν
τὰ τῆς ταπεινότητος δεικνύειν καὶ μιμεῖσθαι ἐν ταπεινώσει τὰ παι-
δία κατὰ τὴν κυριακὴν φωνήν, ποτὲ δὲ τῇ ἐξουσίᾳ κεχρῆσθαι,
ἣν ἔδωκεν ὁ κύριος εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν, ὅταν ἡ
χρεία ἐπιζητῇ τὴν παρρησίαν, καὶ ἐν καιρῷ μὲν παρακλήσεως τὸ
χρηστὸν ἐνδείκνυσθαι, ἐν καιρῷ δὲ ἀποτομίας τὸν ζῆλον ἐμφαί-  
νειν, καὶ ἐφ' ἑκάστου τῶν ἄλλων ὁμοίως τὸν ἔκκριτον καὶ δίκαιον

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 746, line 13

ρησαν αἱ τεσσαράκοντα χιλιάδες. παρέλαβον δὲ καὶ τὴν Δαμα-


σκὸν καὶ τὰς χώρας τῆς Φοινίκης, καὶ οἰκίζονται ἐκεῖ. εἶτα στρα-
τεύονται κατ' Αἰγύπτου, καὶ λαβόντες καὶ αὐτὴν κατοικοῦσιν ἐν
αὐτῇ.
 Τῷ κϛʹ ἔτει στρατεύει Οὔμαρος κατὰ Παλαιστίνης, καὶ
παραλαμβάνει λόγοις τὴν ἁγίαν πόλιν Σωφρονίου πατριάρχου ὄν-
τος. εἰσελθὼν δὲ Οὔμαρος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν τριχίνοις ἐκ κα-
μήλου ἐνδύμασιν ἠμφιεσμένος ἐρρυπωμένοις, ὑπόκρισίν τε Σατα-
νικὴν ἐνδεικνύμενος, τὸν ναὸν ἐζήτει τῶν Ἰουδαίων, ὃν ᾠκοδόμησε
Σολομῶν, προσκυνητήριον ποιῆσαι τῆς αὐτοῦ βλασφημίας. τοῦ-
τον ἰδὼν Σωφρόνιος ἔφη “ἐπ' ἀληθείας τοῦτό ἐστι τὸ βδέλυγμα
τῆς ἐρημώσεως, ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ,” πολλοῖς τε δάκρυσι τοὺς
Χριστιανοὺς ἀπωδύρετο. παρεκάλεσεν οὖν αὐτὸν λαβεῖν σινδόνα
339

καὶ ἐνδύσασθαι· ὁ δὲ οὐκ ἠνέσχετο. μόγις οὖν ἐπείσθη, καὶ


πλυνθέντων τῶν αὐτοῦ πάλιν ἀπέστρεψε τὰ τοῦ πατριάρχου. ἐν
τούτοις ἀπεβίω Σωφρόνιος, πολλὰ κατὰ Ἡρακλείου καὶ τῶν ὁμο-
φρόνων αὐτοῦ Σεργίου καὶ Πύρρου τῶν μονοθελητῶν ἀγωνισάμε-
νος. τούτῳ τῷ ἔτει ἀπολύει Οὔμαρος τὸν Ἰὰδ εἰς Συρίαν, καὶ
ὑπέταξε πᾶσαν τοῖς Σαρακηνοῖς.  

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus P. 220, line 15

στρατεύματα ἐπαγόμενος ᾔει ἐς τὰ περὶ Κωνσταντίναν.


20. Ὅτι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας πόλεμος Ῥωμαίοις καὶ Ἀβάροις
συνεκροτήθη, μηδεμιᾶς δυνάμεως Ῥωμαϊκῆς κατὰ τὴν πρὸς Δαλ-
ματίᾳ γέφυραν ἐπιφανείσης καίτοι σαθρότατα ἔχουσαν. ἀλλὰ γὰρ
καὶ ὁ Ἀψὶχ καὶ τὸ κατ' αὐτὸν Ἀβαρικὸν αὐτοῦ ἐφεδρεύοντες
πρότερον τοσαύτην καταφρόνησιν ἐπεδείξαντο κατὰ Ῥωμαίων,
ὥστε μετενεχθῆναι σφᾶς κατὰ δὴ τὴν ἑτέραν γέφυραν ἄλλην τε
δύναμιν προστεθῆναι τῇ δυνάμει Βαϊανοῦ. πιεζομένων τοιγαροῦν
τῶν ἐν τῷ Σιρμίῳ λιμῷ μεγίστῳ ἤδη τε ἁπτομένων ἀθεμίτων
τροφῶν τῷ ἐστερῆσθαι τῶν ἀναγκαίων καὶ γεγεφυρῶσθαι τὴν διά-
βασιν τοῦ Σάου, καὶ Σολομῶνος τοῦ τηνικαῦτα προεστῶτος τοῦ
Σιρμίου ἐκμελέστατά πως διατελοῦντος καὶ μηδὲν ὁτιοῦν στρατη-
γίας ἐχόμενον ἐπιδεικνυμένου, πρός γε καὶ τῶν τῆς πόλεως ἀπει-
ρηκότων τοῖς χαλεποῖς ὀλοφυρομένων τε καὶ ὡς τὰς ἐσχάτας ἐλ-
πίδας ἐξωλισθηκότων καταμεμφομένων τε τοῖς Ῥωμαίων ἡγεμόσι,
Θεόγνιδός τε αὐτοῦ ὀλιγοχειρίαν νοσοῦντος· ὡς ταῦτα Τιβέριος ὁ
βασιλεὺς κατέμαθεν, αἱρετώτερον ἡγησάμενος μὴ συναιχμαλωτισθῆ-
ναι τῇ πόλει τῶν οἰκητόρων τὸν ὅμιλον, ἐν γράμμασι κελεύει
Θεόγνιδι καταλῦσαι τὸν πόλεμον ἐπὶ σπονδαῖς ὥστε ὑπεξελθεῖν
παμπληθεὶ τοὺς τῇδε οἰκοῦντας μηδὲν ἐπιφερομένους τῶν οἰκείων
ἢ μόνον τὸ ζῆν καὶ παρασχὸν οὕτω περιβόλαιον ἕν. καὶ δὴ συνέ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 56, line 26

προσέταξεν αὐτὸν ὡς τοῦ θεοῦ πρὸς ἅπαντ' αὐτῷ συνεργοῦ παρ-


όντος, εἶχεν ἤδη περὶ τὴν τοῦ ναοῦ κατασκευὴν προθυμότερον.
τοῦ θεοῦ δὲ κατ' ἐκείνην τὴν νύκτα τῷ προφήτῃ φανέντος, εἰπεῖν
τῷ Δαυίδῃ, ὡς τὴν μὲν προαίρεσιν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἀπο-
δέχεται, μηδενὸς πρότερον εἰς νοῦν βαλομένου ναὸν αὐτῷ κατα-
σκευάσαι, τοῦ δὲ ταύτην τὴν διάνοιαν λαβόντος, οὐκ ἐπιτρέπειν
δὲ πολλοὺς πολέμους ἠγωνισμένῳ καὶ φόνῳ τῶν ἐχθρῶν με-
μιασμένῳ ποιῆσαι ναὸν αὐτῷ· μετὰ μέντοι γε θάνατον αὐτοῦ γηρά-
σαντος καὶ μακρὸν ἀνύσαντος βίον, ἔσεσθαι τὸν ναὸν ὑπὸ τοῦ
340

παιδὸς τοῦ μετ' αὐτὸν τὴν βασιλείαν παραληψομένου, κληθησο-


μένου δὲ Σολόμωνος, οὗ προστήσεσθαι καὶ προνοεῖν ὡς πατὴρ
υἱοῦ κατεπήγγελτο, τὴν μὲν βασιλείαν τέκνων ἐκγόνοις φυλάξων †,
ἂν δ' ἁμαρτὼν τύχῃ, νόσῳ καὶ γῆς ἀφορίᾳ· μαθὼν ταῦτα παρὰ
τοῦ προφήτου Δαυίδης, περιχαρὴς γενόμενος ἐπὶ τῷ τοῖς ἐκγόνοις
αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν διαμένουσαν ἐγνωκέναι βεβαίως, καὶ τὸν οἶκον
αὐτοῦ λαμπρὸν ἐσόμενον καὶ περιβόητον, πρὸς τὴν κιβωτὸν παρα-
γίνεται καὶ πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον ἤρξατο προσκυνεῖν καὶ περὶ
πάντων εὐχαριστεῖν τῷ θεῷ, ὧν τε αὐτῷ παρέσχηκεν ἐκ ταπεινοῦ
καὶ ποιμένος εἰς τηλικοῦτον μέγεθος ἡγεμονίας τε καὶ δόξης ἀνα-
γαγών, ὧν τε τοῖς ἐκγόνοις αὐτοῦ καθυπέσχετο. ταῦτα εἰπὼν καὶ
τὸν θεὸν ὑμνήσας ἀπηλλάσσετο.  

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 61, line 26

παραινέσαντος, ἀκλεῶς ἀπέθανεν. ἧκεν οὖν ὁ προφήτης ὑπὸ τοῦ


θεοῦ πεμφθείς, οὔτε λανθάνειν αὐτὸν ἐπὶ τοῖς παρανομήμασι
λέγων οὔτ' ἐπὶ πολὺ χαιρήσειν τοῖς πραττομένοις ἀπειλῶν, ἀλλὰ
ζῶντος μὲν οὐκ ἀφαιρεθήσεσθαι τὴν βασιλείαν, ἐπεὶ Δαυίδῃ τὸ
θεῖον ὑπέσχετο διάδοχον αὐτὸν ποιήσειν ἐκείνου, τελευτήσαντος
δὲ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ταῦτα διαθήσειν, οὐχ ἅπαντα μὲν τὸν λαὸν
ἀποστήσας αὐτοῦ, ιʹ δὲ μόνας φύλας παραδοὺς αὐτοῦ τῷ δούλῳ,
δύο καταλιπὼν τῷ υἱωνῷ τοῦ Δαυίδου, δι' αὐτὸν ἐκεῖνον, ὅτι
τὸν θεὸν ἠγάπησεν, καὶ διὰ τὴν πόλιν Ἱεροσόλυμα, ἐν ᾗ ναὸν ἔχειν
ἐβουλήθη.
Ταῦτ' ἀκούσας Σολομὼν ἤλγησεν καὶ σφοδρῶς συνεχύθη, πάν-
των αὐτῷ σχεδὸν τῶν ἀγαθῶν, ἐφ' οἷς ζηλωτὸς ἦν, εἰς μεταβολὴν
ἐρχομένων πονηράν. οὐ πολὺς δὲ διῆλθε χρόνος ἀφ' οὗ κατήγγει-
λεν ὁ προφήτης αὐτῷ τὰ συμβησόμενα, καὶ πολέμιον ἐπ' αὐτὸν
εὐθὺς ἤγειρεν ὁ θεός, Ἄδερον μὲν ὄνομα, τὴν δ' αἰτίαν τῆς ἔχ-
θρας λαβόντα τοιαύτην. παῖς οὗτος ἦν, Ἰδουμαῖος γένος, ἐκ βα-
σιλικῶν σπερμάτων. καταστρεψαμένου δὲ τὴν Ἰδουμαίαν Ἰωάβου  
τοῦ Δαυίδου στρατηγοῦ καὶ πάντας τοὺς ἐν ἀκμῇ καὶ φέρειν ὅπλα
δυναμένους διαφθείραντος μησὶν ἕξ, φυγὼν ἧκε πρὸς Φαραὼ τῶν
Αἰγυπτίων βασιλέα. ὁ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν ὑποδεξάμενος οἶκόν
τε αὐτῷ δίδωσι καὶ χώραν εἰς διατροφὴν καὶ γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 62, line 12

δυναμένους διαφθείραντος μησὶν ἕξ, φυγὼν ἧκε πρὸς Φαραὼ τῶν


Αἰγυπτίων βασιλέα. ὁ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν ὑποδεξάμενος οἶκόν
τε αὐτῷ δίδωσι καὶ χώραν εἰς διατροφὴν καὶ γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ
λίαν ἠγάπα, ὡς καὶ τῆς γυναικὸς αὐτῷ δοῦναι πρὸς γάμον τὴν
ἀδελφήν, ὄνομα Θαφίνην, ἐξ ἧς υἱὸς γεννᾶται αὐτῷ καὶ τοῖς τοῦ
341

βασιλέως παισὶ συνανετράφη. ἀκούσας οὖν τὸν Δαυίδου θάνατον


ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τὸν Ἰωάβου, προσελθὼν ἐδεῖτο τοῦ Φαραῶνος
ἐπιτρέπειν αὐτῷ βαδίζειν εἰς τὴν πατρίδα. τοῦ δὲ βασιλέως ἀνα-
κρίναντος, τίνος ἐνδεὴς ὢν ἢ τί παθὼν ἐσπούδακε καταλιπεῖν αὐ-
τόν, τότε μὲν οὐκ ἀφείθη, ὕστερον δὲ καθ' ὃν ἤδη καιρὸν Σολο-
μῶνι τὰ πράγματα κακῶς εἶχε διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας καὶ
παρανομίας καὶ τὴν ὀργὴν τὴν ἐπ' αὐτοῖς, τοῦ θεοῦ συγχωρήσαν-
τος τῷ Φαραῷ Ἄδερος ἧκεν εἰς τὴν Ἰδουμαίαν. ὃς τῆς Συρίας
βασιλεύσας κατέτρεχε τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν χώραν· ἐπιτίθεται δὲ
Σολομῶνι καὶ τῶν ὁμοφύλων τις Ἱεροβοάμος υἱὸς Ναβαταίου.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 62, line 16

ἀδελφήν, ὄνομα Θαφίνην, ἐξ ἧς υἱὸς γεννᾶται αὐτῷ καὶ τοῖς τοῦ


βασιλέως παισὶ συνανετράφη. ἀκούσας οὖν τὸν Δαυίδου θάνατον
ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τὸν Ἰωάβου, προσελθὼν ἐδεῖτο τοῦ Φαραῶνος
ἐπιτρέπειν αὐτῷ βαδίζειν εἰς τὴν πατρίδα. τοῦ δὲ βασιλέως ἀνα-
κρίναντος, τίνος ἐνδεὴς ὢν ἢ τί παθὼν ἐσπούδακε καταλιπεῖν αὐ-
τόν, τότε μὲν οὐκ ἀφείθη, ὕστερον δὲ καθ' ὃν ἤδη καιρὸν Σολο-
μῶνι τὰ πράγματα κακῶς εἶχε διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας καὶ
παρανομίας καὶ τὴν ὀργὴν τὴν ἐπ' αὐτοῖς, τοῦ θεοῦ συγχωρήσαν-
τος τῷ Φαραῷ Ἄδερος ἧκεν εἰς τὴν Ἰδουμαίαν. ὃς τῆς Συρίας
βασιλεύσας κατέτρεχε τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν χώραν· ἐπιτίθεται δὲ
Σολομῶνι καὶ τῶν ὁμοφύλων τις Ἱεροβοάμος υἱὸς Ναβαταίου.
 ΖΗΤΕΙ ΕΝ ΤΩΙ ΠΕΡΙ ἘΠΙΒΟΥΛΗΣ.
27. Ὅτι Ἱεροβοάμος κατασκευάσας βασίλειον ἐν Σικίμῳ πό-
λει, ἐν ταύτῃ τὴν δίαιταν εἶχε· κατεσκεύασε δὲ καὶ ἐν Φανουὴλ
πόλει λεγομένῃ. μετ' οὐ πολὺ δὲ τῆς σκηνοπηγίας ἑορτῆς ἐνί-
στασθαι μελλούσης, λογισάμενος, ὡς ἐὰν ἐπιτρέψῃ τῷ πλήθει
προσκυνῆσαι τὸν θεὸν εἰς Ἱεροσόλυμα πορευθέντι καὶ ἐκεῖ τὴν
ἑορτὴν διαγαγεῖν, μετανοῆσαν ἴσως καὶ δελεασθὲν ὑπὸ τοῦ ναοῦ
καὶ τῆς θρησκείας τῆς ἐν αὐτῷ τοῦ θεοῦ καταλείψει μὲν αὐτὸν
προσχωρήσει δὲ τῷ πρώτῳ βασιλεῖ, καὶ κινδυνεύσει τούτου γενο-
μένου τὴν ψυχὴν ἀποβαλεῖν, ἐπιτεχνᾶταί τι τοιοῦτον.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 63, line 24

πολλὰς καὶ μεγάλας ῥαγείη καὶ πέσοι διὰ βάρος τῶν ἐπενηνεγμέ-
νων. ἐδήλου δ' αὐτῷ καὶ τὸν θάνατον τοῦ τὰ σημεῖα ταῦτα προ-
ειρηκότος, ὡς ὑπὸ λέοντος ἀπόλοιτο· οὕτως οὐδὲν οὔτ' εἶχεν οὔτ'
ἐφθέγξατο προφήτου. ταῦτ' εἰπὼν πείθει τὸν βασιλέα καὶ τὴν
διάνοιαν αὐτοῦ τελέως ἀποστρέψας ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν θείων
ἔργων καὶ δικαίων ἐπὶ τὰς ἀσεβεῖς πράξεις παρώρμησεν. οὕτω
δ' ἐξύβρισεν εἰς τὸ θεῖον καὶ παρηνόμησεν ὡς οὐδὲν ἄλλο καθ'
ἡμέραν ζητεῖν ἢ τί καινὸν καὶ μιαρώτερον τῶν ἤδη τετολμημένων
342

ἐργάσηται.
29. Ὅτι συνῆλθον οἱ παρὰ πᾶσι τοῖς Ἰσραηλίταις ἱερεῖς πρὸς
Ῥοβόαμον, τὸν υἱὸν Σολομῶνος, τὸν βασιλέα τῶν δύο φυλῶν, καὶ
ὅσοι Λευῖται καὶ εἴ τινες ἄλλοι τοῦ πλήθους ἦσαν ἀγαθοὶ καὶ
δίκαιοι, κατέλειπον τὰς αὑτῶν πόλεις, ἵνα θρησκεύσωσιν ἐν Ἱεροσο-
λύμοις τὸν θεόν· οὐ γὰρ ἡδέως εἶχον προσκυνεῖν ἀναγκαζόμενοι
τὰς δαμάλεις, ἃς Ἱεροβοάμος κατεσκεύασεν.
30. Ὅτι Ἱεροβοάμος ὁ βασιλεύων τῶν δέκα φυλῶν οὐ διέλει-
πεν εἰς τὸν θεὸν ἐξυβρίζων, ἀλλὰ καθ' ἡμέραν ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν
βωμοὺς ἀνιστὰς καὶ ἱερεῖς ἐκ τοῦ πλήθους ἀποδεικνὺς διετέλει.
Ταῦτα δ' ἔμελλεν οὐκ εἰς μακρὰν τὰ ἀσεβήματα καὶ τὴν ὑπὲρ  
αὐτῶν δίκην εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλὴν καὶ πάσης αὐτοῦ τῆς δωρεᾶς
τρέψειν τὸ θεῖον. κάμνοντος δ' αὐτῷ κατ' ἐκεῖνον καιρὸν τοῦ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 140, line 21

ὡς ἐξηγητὴς καὶ λόγιος προετρέπετο ἀπὸ τοῦ ἱερατείου ἐπὶ τῆς


ἐκκλησίας εἰπεῖν (πρεσβύτερος γὰρ προϋπῆρχεν) καὶ πολλὰ κατ-
αναγκασθεὶς ὑπὸ τῶν ἱερέων, ἀναστὰς καὶ τοῦτο μόνον τὸ ῥητὸν
εἰπών “τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ θεός· ἵνα τί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δι-
καιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός
σου” πτύξας τὸ βιβλίον ἐκάθισε μετὰ κλαυθμοῦ δακρύων, πάντων
ὁμοῦ συγκλαιόντων αὐτῷ.
Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ περὶ αὐτοῦ λεγόμενά τε καὶ ᾀδόμενα
διὰ τὸ πλῆθος τῆς γνώσεως αὐτοῦ καὶ συντάξεως τῶν βιβλίων,
ὅθεν καὶ Συντακτικὸς ὠνομάσθη διὰ τὸ πεποιηκέναι πολλὰ βιβλία,
μὴ ἀκούων, ὡς ἔοικε, τοῦ Σολομῶντος λέγοντος “υἱέ, φύλαξαι τοῦ
ποιῆσαι βιβλία πολλά” καὶ “μὴ σπεῦδε ἐπὶ στόματί σου, καὶ καρ-
δία σου μὴ ταχυνάτω τοῦ ἐξενεγκεῖν λόγον ἀπὸ προσώπου τοῦ
θεοῦ, ὅτι ὁ θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω, καὶ σὺ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω.
διὰ τοῦτο ἔστωσαν οἱ λόγοι σου ὀλίγοι· εἰσὶ γὰρ λόγοι πολλοὶ
πληθύνοντες ματαιότητα” καὶ “μὴ γίνου δίκαιος πολύ· ἔστι γὰρ
δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ” καὶ “μὴ σοφίζου περισσά,
μήποτε ἀσεβήσῃς.” ταῦτα πάντα παραγκωνισάμενος παρεσφάλη
τοῦ πρέποντος.  

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De administrando imperio


Ch. 19, line 10

Τρίτος ἀρχηγὸς Ἀράβων, Οὔμαρ.

Ὁ αὐτὸς οὖν Οὔμαρ ἐπεστράτευσε κατὰ τῆς Παλαιστίνης, καὶ


παρακαθίσας ἐν αὐτῇ ἐπολιόρκησεν τὴν Ἱερουσαλὴμ διετῆ χρόνον,
καὶ παρέλαβεν αὐτὴν δόλῳ. Σωφρόνιος γάρ, ὁ Ἱεροσολύμων ἐπίσκοπος,
θείῳ κινούμενος ζήλῳ καὶ ἀγχινοίᾳ διαπρέπων, λόγον ἔλαβεν παρ'
αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν ἐκκλησιῶν τῆς πάσης Παλαιστίνης ἀσφαλέστατον, ὥστε
ἀκαθαιρέτους μεῖναι τὰς ἐκκλησίας καὶ ἀπορθήτους. Τοῦτον ἰδὼν ὁ
Σωφρόνιος ἔφη· «Ἐπ' ἀληθείας τοῦτό ἐστιν τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώ-
343

σεως, τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ.» Οὗτος
τὸν ναὸν ἐζήτησεν τῶν Ἰουδαίων, ὃν ᾠκοδόμησε Σολομών, πρὸς τὸ ποιῆσαι
αὐτὸν προσκυνητήριον τῆς αὐτοῦ βλασφημίας.

Τέταρτος Ἀράβων ἀρχηγός, Οὐθμάν.

Οὗτος λαμβάνει τὴν Ἀφρικὴν πολέμῳ, καὶ στοιχήσας φόρους


μετὰ τῶν Ἄφρων ὑπέστρεψεν. Τούτου στρατηγὸς χρηματίζει Μαυίας,
ὁ παραλύσας τὸν κολοσσὸν Ῥόδου καὶ πορθήσας Κύπρον τὴν νῆσον
καὶ πάσας τὰς πόλεις αὐτῆς. Οὗτος παραλαμβάνει καὶ νῆσον τὴν Ἄραδον,
καὶ τὴν πόλιν αὐτῆς ἐνέπρησεν, καὶ τὴν νῆσον ἀοίκητον κατέστησεν
ἕως τοῦ νῦν. Οὗτος τὴν νῆσον Ῥόδον καταλαβὼν καθεῖλε τὸν ἐν αὐτῇ
κολοσσὸν μετὰ χίλια τξʹ ἔτη τῆς αὐτοῦ ἱδρύσεως, ὃν Ἰουδαῖός τις
ἔμπορος ὠνησάμενος Ἐδεσσηνός, ϡʹ καμήλους ἐφόρτωσεν αὐτοῦ τὸν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 455, line 1

Ἄκουε, υἱὲ, λόγους πατρός σου, Σολομῶν σοι παρακε-


λεύεται· παρὰ πολλῶν γὰρ ἀκούσεις τὰ δέοντα, ἀλλ' οὐ φύ-
σει τῆς ἀρετῆς εἰσοίσεις διδάγματα, εἰ μὴ παρὰ πατρὸς ἀ-
κούσαις τὰ ἄριστα. γνησίους γὰρ παρ' αὐτοῦ καὶ ἀληθεῖς τῷ
ὄντι τοὺς λόγους ὑποδεξάμενος, ὥσπερ τινὰ κλῆρον ἕξεις πα-
τρῷον, τὴν σωτηρίαν ἀεὶ προξενοῦντά σοι· οἱ μὲν γὰρ ἐξ
ἄλλων κατὰ χάριν λεγόμενοι τῆς ἀληθείας πολλάκις ἐναποδέ-  
ονται· οἱ δὲ ἐκ πατρικῆς ψυχῆς μετὰ τῆς ἀληθείας ἀφι-
κνούμενοι πολλὴν χαρίζονται τοῖς υἱοῖς διαπαντὸς τὴν ὠφέ-
λειαν. ἄκουε τοίνυν, υἱὲ, παρὰ πατρὸς, ἃ μὴ καλόν ἐστιν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 510, line 20

ιβʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, τῶν δεσποτῶν ἀπιόντων λούσα-


 σθαι ἐν βλαχέρναις.
ιγʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν ἐπὶ παγανῇ κυριακῇ, ἢ ἐν
 ἄλλῃ κοινῇ ἡμέρᾳ, μελλόντων τῶν δεσποτῶν ἀπιέναι
 εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους εἴτε εἰς ἕτερον ναὸν εὔ-
 ξασθαι.
ιδʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν ἐπὶ χειροτονίᾳ πατριάρχου Κων-
 σταντινουπόλεως.
ιεʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, δοχῆς γινομένης ἐν τῷ μεγάλῳ
 τρικλίνῳ τῆς μανναύρας, τῶν δεσποτῶν καθεζομένων
 ἐπὶ τοῦ Σολομωντείου θρόνου. περὶ τῆς δοχῆς τῆς γε-
 νομένης ἐν τῷ αὐτῷ τρικλίνῳ ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ
 Ῥωμανοῦ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ τῶν παρὰ τοῦ Ἀμεριμνῆ
 ἀπὸ Ταρσοῦ ἐλθόντων πρέσβεων περὶ τοῦ ἀλλαγίου καὶ  
 τῆς εἰρήνης, μηνὶ Μαΐῳ λαʹ, ἡμέρᾳ αʹ, ἰνδικτίωνι δʹ.
344

 ἐν ᾧ καὶ περὶ τῆς τῶν Ἱσπανῶν δοχῆς καὶ περὶ τοῦ
 γεγονότος τότε ἱπποδρομίου. ὡσαύτως καὶ περὶ τῆς ἑορ-
 τῆς τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως καὶ τῆς τοῦ Δε-
 λεμίκη δοχῆς. ἔτι τῆς ἡγεμόνος καὶ τῆς ἀρχοντίσης
 Ἔλγας τῶν Ῥῶς. ὁποίως ταῦτα πάντα ἐτελέσθησαν.
ιϛʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, προερχομένων τῶν ἀρχόντων

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 566, line 14t

ΚΕΦ. ιεʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, δοχῆς γενομένης ἐν τῷ μεγάλῳ τρικλίνῳ


τῆς μανναύρας, τῶν δεσποτῶν καθεζομένων ἐπὶ τοῦ Σολομων-
τείου θρόνου.

Ἰστέον, ὅτι, δοχῆς μελλούσης γίνεσθαι ἐν τῇ μανναύρᾳ,


οὐκ ἀνοίγει τὸ παλάτιον πρὸς τὸ πρωῒ στῆναι τὴν καθημε-
ρινὴν προέλευσιν, ἀλλὰ προέρχεται πᾶσα ἡ σύγκλητος πρωῒ
ἐν τῇ μανναύρᾳ, καὶ ἀλλάσσει ἐκεῖσε τὰ ἀλλάξιμα. καὶ πε-
ρὶ πλήρωμα τῆς δευτέρας ὥρας, ὅτε πάντα ἑτοιμασθῶσιν,
εἰσέρχονται οἱ πραιπόσιτοι καὶ οἱ τοῦ κουβουκλείου πάντες  
διὰ τῆς τοῦ Κυρίου ἐκκλησίας, καὶ περιβαλλόμενοι οἱ δεσπό-
ται τὰ διβητήσια καὶ τὰ χρυσοπερίκλειστα σαγία, ἐξέρχονται
διὰ τῶν διαβατικῶν τῶν ἁγίων μʹ καὶ τοῦ σίγματος, δηρι-
γευόμενοι ὑπό τε τοῦ κουβουκλείου καὶ τῶν μαγλαβιτῶν καὶ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 58, line 3

 Σεροὺχ δὲ γενόμενος ἐτῶν ρλʹ ἐγέννησε τὸν Ναχὼρ καὶ


μετὰ τοῦτο ἔζησεν ἔτη ςʹ καὶ ἀπέθανε ζήσας τὰ πάντα ἔτη τλʹ.
ὃς πρῶτος ἤρξατο τοῦ Ἑλληνικοῦ δόγματος διὰ τοὺς πάλαι
γενομένους πολεμιστὰς ἢ ἡγεμόνας ἢ πράξαντάς τι ἀνδρεῖον
ἀρετῆς καὶ μνήμης ἄξιον, οὓς καὶ ἀνδριᾶσι στηλῶν ἐτίμησεν
ὡς ἀγαθόν τι πεπραχότας. οἱ δὲ μετὰ ταῦτα ἄνθρωποι
ἀγνοοῦντες τὴν τῶν προγόνων γνώμην, ὅτι ὡς προπάτορας
καὶ ἀγαθῶν πραγμάτων ἐπινοητὰς ἐτίμησαν μνήμης καὶ  
μόνον χάριν, ὡς θεοὺς οὐρανίους ἐτίμων καὶ ἔθυον αὐτοῖς
καὶ οὐχ ὡς ἀνθρώπους θνητοὺς γενομένους. ὧν τὴν ἀσέ-
βειαν Σολομὼν στηλιτεύων φάσκει· τὸν πρὸ ὀλίγου τιμη-
θέντα ἄνθρωπον νῦν εἰς σέβασμα ἐλογίσαντο.
 Σαφέστερον δὲ καὶ διεξοδικώτερον τὴν παράνοιαν τού-
των καὶ ἀθεΐαν διελέγχων ὁ μέγας Ἀθανάσιος τοιάδε φησίν·
σαθρᾶς τοίνυν τῆς τοιαύτης αὐτῶν διανοίας φαινομένης,
ἀνάγκη τὴν ἀλήθειαν διαλάμπειν τῆς ἐκκλησιαστικῆς δια-
γνώσεως. οὔτε γὰρ τὸ κακὸν παρὰ θεοῦ οὔτε ἐν θεῷ, οὔτε
μὴν οὐσία τίς ἐστιν, ἀλλ' ἄνθρωποι κατὰ στέρησιν τῆς τοῦ
345

καλοῦ φαντασίας ἐπινοεῖν ἤρξαντο καὶ ἅμα πλάττειν τὰ οὐκ


ὄντα καὶ ἅπερ ἐβούλοντο. ὥσπερ γὰρ ἄν τις ἡλίου φαίνοντος
καμμύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑαυτῷ σκότος ἐπινοεῖ καὶ λοιπὸν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4)


P. 104, line 19

ἐσχάτην ἄνοιαν, μᾶλλον δὲ τἀληθέστερον εἰπεῖν κτηνωδίαν


τε καὶ δυσσέβειαν. εἰκότως οὖν περὶ τῶν τοιούτων ὁ μὲν
ἀπόστολος ἔλεγεν· ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν,
καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία. φάσκοντες εἶναι
σοφοὶ ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου
θεοῦ ἐν ὁμοιώματι φθαρτοῦ ἀνθρώπου. διὸ καὶ παρέδωκεν
αὐτοὺς ὁ θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς
ἀδόκιμον νοῦν καὶ εἰς πάθη ἀτιμίας. οἵ τινες μετήλλαξαν
τὴν ἀλήθειαν τοῦ θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ
ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς
εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀμήν. ὁ δὲ Σολομὼν ὡσαύτως ἔφη· μά-
ταιοι μὲν γὰρ πάντες ἄνθρωποι φύσει, οἷς πάρεστιν ἀγνω-
σία θεοῦ. καί· σποδὸς ἡ καρδία αὐτῶν καὶ γῆς εὐτελεστέρα
ἡ ἐλπὶς αὐτῶν, ὅτι ἠγνόησαν τὸν ποιήσαντα αὐτοὺς καὶ τὸν
ἐμπνεύσαντα αὐτοῖς ψυχὴν νοερὰν καὶ τὸν ἐμφυσήσαντα αὐ-
τοῖς πνεῦμα ζωτικόν.  

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 136, line 22

αὐτοῦ καὶ ποιήσει ἀδικίαν πᾶσαι αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ ἃς


ἐποίησεν οὐ μὴ μνησθῶσιν. ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ αὐτοῦ ἀποθα-
νεῖται. καί· δικαιοσύνη δικαίου οὐ μὴ ἐξελεῖται αὐτὸν ἐν
ᾗ ἂν ἡμέρᾳ πλανηθῇ. ὅρα γὰρ ὅπως οὔτε τὰ ἐν τοσούτοις
ἔτεσιν αὐτοῦ πλεῖστα καὶ διάφορα καὶ ὑπὲρ λόγον ἀριστεύ-
ματα καὶ αἱ συνεχεῖς μετὰ ταῦτα δεήσεις καὶ ἱκετηρίαι τὸν
θεὸν ἐδυσώπησαν, οὔτε μὴν ἡ προλαβοῦσα τηλικαύτη καὶ
τοσαύτη δόξα τε καὶ οἰκείωσις καὶ προσεδρεία εἰς οἶκτον
καὶ συγγνώμην τοῦ σφάλματος ἐπισπάσασθαι τὸν θεὸν τηνι-
καῦτα δεδύνηνται διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ἀξιώματος εὔδηλον
ὅτι κατὰ τὸν Σολομῶντα. φησὶ γάρ· κρίσις ἀπότομος ἐν
τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται. καί· τοῖς κραταιοῖς ἰσχυρὰ ἐφίσταται  
ἔρευνα. διδάσκει δέ γε διὰ τούτων ἡμᾶς ὁ θεός, ὡς τοὺς
ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ, καὶ τοῖς ἄλλοις
ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι μακροθυμῶν τοῖς ἁγίοις
ταύτης οὐ μεταδίδωσι τῆς συγγνώμης. ὅθεν ὁ μὲν Σολομὼν
αὖθίς φησιν· ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους,
346

δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται. ὁ δὲ κύριος· ᾧ μὲν γὰρ


ὀλίγον ἐδόθη, φησίν, ὀλίγον καὶ ἀπαιτήσουσι παρ' αὐτοῦ,
ᾧ δὲ πολὺ ἐδόθη, πολὺ καὶ ἀπαιτήσουσι παρ' αὐτοῦ. οὐ-
κοῦν εὔκαιρον ὄντως εἰπεῖν ἐνταῦθα· ὢ βάθος πλούτου

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 186, line 16

γενόμενος. φησὶ γὰρ ὀνειδίζων αὐτὸν ὁ θεὸς διὰ Νάθαν


πάλιν οὕτως· ἐγὼ ἔχρισά σε εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ
ἐρρυσάμην σε ἐκ χειρὸς Σαοὺλ καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον
τοῦ κυρίου σου καὶ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, καὶ εἰ
μικρόν ἐστιν, καὶ προσθήσω σοι κατὰ ταῦτα. καὶ τί ὅτι
οὐκ ἐφύλαξας τὴν ἐντολήν μου. τότε ἀκούσονται οἱ εὐημε-
ροῦντες νῦν καὶ τὰς ἐντολὰς κυρίου μὴ φυλάξαντες· ἀμήν,
λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. πορεύεσθε εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώ-
τερον. καὶ ταῦτα μὲν οὕτως.
 Ὁ οὖν μακάριος Δαυὶδ πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ καλέσας
τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα εἶπεν αὐτῷ· Σολομών, τέκνον
μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ
ὀνόματι κυρίου τοῦ θεοῦ, καὶ ἐγένετο λόγος κυρίου ἐπ' ἐμὲ
λέγων· αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας καὶ πολέμους ἐποίησας
μεγάλους, οὐκ οἰκοδομήσεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. ἰδοὺ
υἱὸς τίκτεταί σοι, καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἀπὸ πάντων τῶν
ἐχθρῶν αὐτοῦ τῶν ὄντων κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα
αὐτῷ, καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου. καὶ
νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ τὴν πτωχείαν  
μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον κυρίου χρυσίου τάλαντα χιλιάδας ρʹ
καὶ ἀργυρίου τάλαντα χιλίας χιλιάδας καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 187, line 22

λειφθῆναι ἐν αὐτοῖς τοὺς τοίχους τοῦ ἱεροῦ. οἱ δὲ ἄρχον-


τες τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἔδωκαν εἰς τὰ ἔργα οἴκου κυρίου τοῦ
θεοῦ χρυσίου τάλαντα ἑπτακισχίλια καὶ ἀργύριον καὶ λίθους
τιμίους καὶ χαλκὸν ἄπειρον. καὶ εὐλογήσας τὸν λαὸν ὁ
Δαυὶδ καὶ ἀποστείλας εἶπεν αὖθις τῷ υἱῷ αὐτοῦ· καὶ νῦν,
Σολομών, γνῶθι τὸν θεὸν τῶν πατέρων σου καὶ δούλευε
αὐτῷ ἐν καρδίᾳ τελείᾳ καὶ ψυχῇ θελούσῃ, ὅτι καρδίας
πάσας ἐτάζει κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώσκει. καὶ
ἐὰν ζητήσῃς αὐτόν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ ἐὰν κατα-
λείψῃς αὐτόν, καταλείψει σε εἰς τέλος. καὶ ἔδωκε Δαυὶδ
Σολομὼν τῷ υἱῷ αὐτοῦ τὸ παράδειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς
καὶ τῶν χερουβὶμ τῶν διαπεπετασμένων ταῖς πτέρυξι καὶ
σκιαζόντων ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ διαθήκης κυρίου, πάντα ἐν  
γραφῇ χειρὸς κυρίου δέδωκε Δαυὶδ Σολομὼν τῷ υἱῷ αὐτοῦ
λέγων· ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι κύριος ὁ θεός μου μετά σου.
καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησε Δαυὶδ ἐν γήρει καλῷ καὶ πλήρης
347

ἡμερῶν, πλούτῳ καὶ δόξῃ καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. φησὶ γάρ·
καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαούλ, καὶ ἔρχονται
ἄνδρες τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρὼν καὶ χρίουσι τὸν Δαυὶδ ἐκεῖ
τοῦ βασιλεύειν ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰούδα. καὶ πάλιν· ἔρχονται
πάντες οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραὴλ πρὸς τὸν Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 189, line 3

τὸ μὴ φαίνεσθαι καὶ τὴν Σολομώντειον δηλοῦν σοφίαν


τε καὶ πολυτέλειαν, ἐν ᾧ δὴ καὶ συγκατώρυξε τῷ πατρὶ
πολλὰς μυριάδας ταλάντων χρυσίου, καθώς φησιν Ἰώσηπος.
καὶ δῆλον ἐκ τῶν ὕστερον γενομένων. ὁ γάρτοι ἀρχιερεὺς
Ὑρκανὸς πολιορκουμένης τῆς πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ
Δημητρίου παιδὸς ἀνοίξας τὸ μνῆμα τάλαντα τρισχίλια ἐκεῖ-
θεν ἐξεφόρησεν. μεθ' ὃν Ἡρώδης γνοὺς ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο
πεποίηκεν, ἤνοιξε καὶ αὐτὸς τὸν τάφον, καὶ χρήματα μὲν  
οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ χρύσεον καὶ κειμήλια πάμπολλα ἀνεί-
λατο. πειραθέντος δὲ αὐτοῦ ἐνδοτέρω χωρεῖν, οὗ τὰ σώ-
ματα Δαυίδ τε καὶ Σολομῶντος ἐτέθησαν, πῦρ ἐξελθὸν δύο
τῶν δορυφόρων αὐτοῦ διέφθειρεν.

[γʹ. Περὶ Σολομῶντος.]

 Μετὰ δὲ τὸν Δαυὶδ ἐβασίλευσε Σολομὼν υἱὸς αὐτοῦ


ἔτη μʹ. ὃς τὴν πανθαύμαστον καὶ θεόσδοτόν τε καὶ ὑπὲρ
ἄνθρωπον σοφίαν ὁ θαυμάσιος ὄντως δεξάμενος, καὶ ἐν τῷ
υʹ καὶ μʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἐν τῷ τετάρτῳ
ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν τῷ πρώτῳ μηνὶ Νισάν, ὑπάρ-
χων ἐτῶν λγʹ συνήγαγεν ἐργάτας χιλιάδας πʹ καὶ λατόμους
χιλιάδας οʹ ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει καὶ ἐπιστάτας ͵γχʹ προ-
στησάμενος ἀπήρξατο τῆς οἰκοδομῆς ἐν ὄρει,

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 194, line 4

θεῷ προσκυνήσας διεπέτασε τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν


λέγων· κύριε ὁ θεὸς Ἰσραήλ, οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι θεὸς ἐν
οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ ἑξῆς. καὶ ὡς συνετέλεσε προς-
ευχόμενος, κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε τὰ
ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς θυσίας, καὶ δόξα κυρίου ἐπλήρωσε
τὸν οἶκον. καὶ πάντες οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐθεώρουν τὸ πῦρ,  
καὶ ἡ δόξα κυρίου ἐπὶ τὸν οἶκον, καὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον
εἰς τὴν γῆν ἐπὶ τὸ λιθόστρωτον προσκυνοῦντες καὶ αἰνοῦν-
τες κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
348

καὶ τότε Σολομὼν ἐνεκαίνισε τὸν οἶκον θύσας μόσχους χι-


λιάδας κβʹ καὶ πρόβατα χιλιάδας ρκʹ καὶ ποιήσας ἑορτὴν
μεγάλην, καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ' αὐτοῦ ἐν τῷ ναῷ ἐσθίων καὶ
πίνων καὶ εὐφραινόμενος ἐνώπιον κυρίου ἡμέρας ζʹ. τῇ
δὲ ηʹ ἡμέρᾳ εὐλογήσας τὸν λαὸν ἐξαπέστειλεν. καὶ μετὰ
τὸ προσεύξασθαι αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ ναοῦ ὤφθη
αὐτῷ κύριος λέγων· ἤκουσα τῆς φωνῆς τῆς προσευχῆς σου
καὶ ἡγίακα τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ᾠκοδόμησας, τοῦ θέσθαι
τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἔσονται οἱ ὀφθαλ-
μοί μου ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία μου πάσας τὰς ἡμέρας. καὶ σὺ
ἐὰν πορευθῇς ἐνώπιόν μου, καθὼς ἐπορεύθη Δαυὶδ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 195, line 4

τέκνα ὑμῶν ἀπ' ἐμοῦ καὶ μὴ φυλάξητε τὰς ἐντολάς μου


καὶ πορευθῆτε καὶ δουλεύσητε θεοῖς ἑτέροις καὶ προσκυνή-
σητε αὐτοῖς, καὶ ἐξαρῶ τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα
αὐτῷ, καὶ τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ἡγίασα τῷ ὀνόματί μου,
ἀπορρίψω ἐκ προσώπου μου. καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφα-
νισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς τὰ ἔθνη πάντα, καὶ ὁ οἶκος
οὗτος ὁ ὑψηλὸς καὶ μέγας ἔσται πᾶς ὁ διαπορευόμενος δι'  
αὐτοῦ ἐκστήσεται καὶ συριεῖ, καὶ ἐροῦσιν· ἀνθ' ὧν ἐγκατέ-
λιπον κύριον τὸν θεὸν αὐτῶν καὶ ἀντελάβοντο θεῶν ἀλλο-
τρίων, διὰ τοῦτο ἐπήγαγε κύριος τὴν κακίαν ταύτην.
 Τὸν μέντοι ναὸν ὁ Σολομὼν μέσον τῆς πόλεως δειμά-
μενος κατὰ νότον τετραμμένον τὰ ὀπίσθια πρὸς βορρᾶν
ἔχοντα λιθίνῳ περιβόλῳ τοῦτον συνέκλεισεν. τὴν δὲ πόλιν
μεγίστην καὶ περικαλλῆ καταρτίσας καὶ ἐκ λίθων λευκῶν
πᾶσαν καταστρώσας καὶ τὸ περίμετρον αὐτῆς ποιήσας ἀπὸ
τεῖχος εἰς τεῖχος μεταξὺ τὸ διάστημα ἔχουσαν στάδια μʹ
γινόμενα μίλια ἓξ ἥμισυ δυσάλωτον πάντοθεν ταύτην κατ-
εσκεύασεν. περικλείσας γὰρ αὐτὴν τρισὶ τείχεσι καὶ φάραγξιν
ἀπερρωγυΐαις κατάρρυτον ὕδασιν ὅλην ἐποίησεν, ὥστε ἐκ
τῆς ἀπορροίας τοὺς κήπους αὐτῶν ἀρδεύεσθαι. ἔκειτο γὰρ
ἡ πόλις ἐπὶ μετεώρου καὶ τραχέος τόπου, ἐν ᾗ καὶ ὑπῆρχε

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 195, line 18

πᾶσαν καταστρώσας καὶ τὸ περίμετρον αὐτῆς ποιήσας ἀπὸ


τεῖχος εἰς τεῖχος μεταξὺ τὸ διάστημα ἔχουσαν στάδια μʹ
γινόμενα μίλια ἓξ ἥμισυ δυσάλωτον πάντοθεν ταύτην κατ-
εσκεύασεν. περικλείσας γὰρ αὐτὴν τρισὶ τείχεσι καὶ φάραγξιν
ἀπερρωγυΐαις κατάρρυτον ὕδασιν ὅλην ἐποίησεν, ὥστε ἐκ
τῆς ἀπορροίας τοὺς κήπους αὐτῶν ἀρδεύεσθαι. ἔκειτο γὰρ
ἡ πόλις ἐπὶ μετεώρου καὶ τραχέος τόπου, ἐν ᾗ καὶ ὑπῆρχε
πηγή τις πολύρρυτος ἀεννάως ἐπιρρέουσα, πολλὰ δὲ καὶ
ἄλλα ὕδατα ἔβρυον ἐν αὐτῇ πότιμα καὶ ἀδιάλειπτα. ὁ δέ
349

γε λαμπρὸς καὶ περιώνυμος ναὸς ἐκεῖνος ἀξιάγαστος ἦν


ὄντως ἀληθῶς καὶ περίδοξος πάνυ καὶ τῆς Σολομῶντος
σοφίας ἐναργέστατος κήρυξ, μᾶλλον δὲ τῆς τοῦ προστεταχό-
τος γενεσιουργοῦ πάντων θεοῦ καὶ συνεργήσαντος. οὐ γὰρ
γέγονε τοιοῦτος πώποτε ναὸς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅθεν καὶ Ἰου-
δαῖοι ἐπὶ τῇ μεγαλουργίᾳ τούτου καὶ πολυολβίᾳ σεμνυνό-  
μενοι καὶ μέγα φρονοῦντες καὶ ἐναβρυνόμενοι ἔλεγον· ναὸς
κυρίου, ναὸς κυρίου, ναὸς κυρίου. καὶ γὰρ ὁ διαταξάμενος
θεὸς ἐκέλευσεν αὐτὸν μετὰ φιλοτιμίας γενέσθαι πολλῆς,
ἐπειδὴ κἀκεῖνοι τοῖς σωματικοῖς μᾶλλον ἐφείλκοντο καὶ ἐπε-
σπῶντο. καὶ οὐκ ἐν τούτῳ μόνον σεμνὸς ἦν, ἀλλὰ καὶ ἐν
τῷ εἷς εἶναι καὶ μόνος ἐν τῷ κόσμῳ. οἱ γὰρ ἀπὸ τῶν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 196, line 17

περάτων τῆς γῆς ἐκεῖσε ἤρχοντο καὶ μάλιστα μετὰ τοὺς


μετέπειτα χρόνους. καὶ τοῦτο δηλῶν ὁ Λουκᾶς ἐν ταῖς
πράξεσιν ἔλεγεν· ἦσαν ἐκεῖ Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖ-
ται καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν Ἰουδαίαν τε καὶ
Καππαδοκίαν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν Φρυγίαν τε καὶ Παμ-
φυλίαν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρή-
νην. οἱ οὖν πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκεῖ συνήγοντο καὶ
πολυθρύλλητον ἄγαν καὶ διαβόητον ἐτύγχανε τοῦ ναοῦ τὸ
ὄνομα, κἂν διαφόρως κατελύθη καὶ πάλιν ᾠκοδομήθη μέχρι
τῆς ἐσχάτης αὐτοῦ καταπτώσεως. καὶ ἁπλῶς ὅσα ἡ Σολο-
μῶντος κατεσκεύασε σοφία τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζεκιὴλ ὦπται σα-
φῶς μετὰ τὴν καταστροφὴν τῆς πόλεως καὶ τοῦ ναοῦ καὶ
τὴν εἰς Βαβυλῶνα τοῦ λαοῦ αἰχμαλωσίαν.
 Ὁ τοίνυν Σολομὼν ποιήσας ἐλεφάντινον θρόνον ἐκ με-
γάλων ὀδόντων ἔχοντα βαθμοὺς ϛʹ καὶ προτομὰς μόσχων
ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτοῦ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ λέοντας ιβʹ ἑστη-
κότας παρὰ τὰς χεῖρας καὶ ἄλλους ιβʹ λέοντας ἑστῶτας ἐπὶ
τῶν ἓξ ἀναβαθμῶν ἑκατέρωθεν περιεχρύσωσεν αὐτὸν χρυσίῳ
δοκίμῳ, ὅπερ οὐ γέγονεν οὕτω πάσῃ βασιλείᾳ πώποτε. ἐφ'
ᾧ καθεζόμενος μετὰ λαμπρᾶς καὶ πολυτελοῦς ἐσθῆτος

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 196, line 20

ται καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν Ἰουδαίαν τε καὶ


Καππαδοκίαν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν Φρυγίαν τε καὶ Παμ-
φυλίαν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρή-
νην. οἱ οὖν πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκεῖ συνήγοντο καὶ
πολυθρύλλητον ἄγαν καὶ διαβόητον ἐτύγχανε τοῦ ναοῦ τὸ
ὄνομα, κἂν διαφόρως κατελύθη καὶ πάλιν ᾠκοδομήθη μέχρι
τῆς ἐσχάτης αὐτοῦ καταπτώσεως. καὶ ἁπλῶς ὅσα ἡ Σολο-
μῶντος κατεσκεύασε σοφία τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζεκιὴλ ὦπται σα-
φῶς μετὰ τὴν καταστροφὴν τῆς πόλεως καὶ τοῦ ναοῦ καὶ
τὴν εἰς Βαβυλῶνα τοῦ λαοῦ αἰχμαλωσίαν.
350

 Ὁ τοίνυν Σολομὼν ποιήσας ἐλεφάντινον θρόνον ἐκ με-


γάλων ὀδόντων ἔχοντα βαθμοὺς ϛʹ καὶ προτομὰς μόσχων
ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτοῦ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ λέοντας ιβʹ ἑστη-
κότας παρὰ τὰς χεῖρας καὶ ἄλλους ιβʹ λέοντας ἑστῶτας ἐπὶ
τῶν ἓξ ἀναβαθμῶν ἑκατέρωθεν περιεχρύσωσεν αὐτὸν χρυσίῳ
δοκίμῳ, ὅπερ οὐ γέγονεν οὕτω πάσῃ βασιλείᾳ πώποτε. ἐφ'
ᾧ καθεζόμενος μετὰ λαμπρᾶς καὶ πολυτελοῦς ἐσθῆτος ὁ  
θαυμάσιος καὶ πάνσοφος ἀνὴρ ἐκεῖνος τὰς τοῦ θείου πνεύ-
ματος χάριτας διηγόρευεν. διό φησιν ὁ κύριος· οὐδὲ Σολο-
μὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων,
ὑπεμφαίνων ὡς ὑπέρτερος ἦν καὶ περιφανέστερος τῶν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 197, line 3

τὴν εἰς Βαβυλῶνα τοῦ λαοῦ αἰχμαλωσίαν.


 Ὁ τοίνυν Σολομὼν ποιήσας ἐλεφάντινον θρόνον ἐκ με-
γάλων ὀδόντων ἔχοντα βαθμοὺς ϛʹ καὶ προτομὰς μόσχων
ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτοῦ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ λέοντας ιβʹ ἑστη-
κότας παρὰ τὰς χεῖρας καὶ ἄλλους ιβʹ λέοντας ἑστῶτας ἐπὶ
τῶν ἓξ ἀναβαθμῶν ἑκατέρωθεν περιεχρύσωσεν αὐτὸν χρυσίῳ
δοκίμῳ, ὅπερ οὐ γέγονεν οὕτω πάσῃ βασιλείᾳ πώποτε. ἐφ'
ᾧ καθεζόμενος μετὰ λαμπρᾶς καὶ πολυτελοῦς ἐσθῆτος ὁ  
θαυμάσιος καὶ πάνσοφος ἀνὴρ ἐκεῖνος τὰς τοῦ θείου πνεύ-
ματος χάριτας διηγόρευεν. διό φησιν ὁ κύριος· οὐδὲ Σολο-
μὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων,
ὑπεμφαίνων ὡς ὑπέρτερος ἦν καὶ περιφανέστερος τῶν βασι-
λέων πάντων ἐπί τε πλούτῳ καὶ δόξῃ. καὶ σὺν τούτοις
ἐποίησε θυρεοὺς χρυσοῦς ἐλατοὺς ωʹ μεγάλους καὶ δόρατα
τʹ καὶ ἕτερα ὅπλα χρυσᾶ πλεῖστα, καὶ μέντοι καὶ τὰ σκεύη
τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ οἱ λουτῆρες χρυσᾶ πάντα ὑπῆρχον, καὶ
οὐκ ἦν ἀργύριον λογιζόμενον ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ, ὅτι ναῦς
αὐτῷ ἐπορεύετο εἰς Θαρσεῖς καὶ διὰ χρόνων τριῶν ἤρχετο
φέρουσα χρυσίον πολὺ καὶ ἀργύριον καὶ λίθους τορευτοὺς
καὶ ὀδόντας ἐλεφάντων καὶ πιθήκους. καὶ ἔδωκε Σολομὼν
τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον ἐν Ἱερουσαλὴμ ὡς λίθους καὶ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 199, line 23

τεινῶν τε καὶ νηκτῶν καὶ ἰαμάτων πάθους παντὸς γραφεί-


σας αὐτῷ, ἀφ' ὧν οἱ τῶν Ἑλλήνων ἰατροσοφισταὶ σφετερι-
σάμενοι καὶ τὰς ἀφορμὰς εἰληφότες, ἀφανεῖς ἐποίησεν
Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς, ἐπειδὴ τὰς θεραπείας τῶν νοσημάτων
ἔνθεν κομιζόμενος ὁ λαὸς περιώρα τὰς ἰάσεις αἰτεῖν παρὰ
θεῷ. καὶ μέντοι καὶ Ἰώσηπος τούτου πολλῶν μέμνηται
πονημάτων ἐγγράφως πεποιημένων, ὡς ὅτι καὶ ἐπῳδὰς κατὰ
δαιμόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπενόησεν, αἷς, φησίν, οἶδα χρώ-
μενον Ἐλεάζαρ τὸν Ἰουδαῖον ἐπὶ Οὐεσπασιανοῦ καὶ Τίτου
351

δακτύλιον τιθέντα ἐν τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχοντος ἐν σφραγῖδι


ῥίζαν ἔχοντα, ἐξ ὧν ὁ Σολομὼν ὑπέδειξεν, καὶ ὀσφραινό-  
μενον τὸ δαιμόνιον εὐθὺς ἐξέλκεσθαι, σημείου ὑπὸ τοῦ
Ἐλεαζάρου τιθεμένου ποτηρίου μεστοῦ ὕδατος ἢ ποδονιπτῆ-
ρος, ὃ καὶ συνέτριβε τὸ δαιμόνιον φεῦγον.
 Καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς
γῆς πλούτῳ καὶ φρονήσει, καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς ἐζήτουν
ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ
παρεγένοντο φέροντες ἕκαστος κατ' ἐνιαυτὸν τὰ δῶρα αὐτῶν,
σκεύη χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν καὶ ἡδύσματα καὶ ἵππους καὶ
ἡμιόνους. καὶ ἦσαν αὐτῷ χίλια τετρακόσια ἅρματα καὶ ἵπ-
ποι θήλειαι τοκάδες χιλιάδες μʹ καὶ ἵπποι εἰς ἅρματα

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 200, line 4

ἔνθεν κομιζόμενος ὁ λαὸς περιώρα τὰς ἰάσεις αἰτεῖν παρὰ


θεῷ. καὶ μέντοι καὶ Ἰώσηπος τούτου πολλῶν μέμνηται
πονημάτων ἐγγράφως πεποιημένων, ὡς ὅτι καὶ ἐπῳδὰς κατὰ
δαιμόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπενόησεν, αἷς, φησίν, οἶδα χρώ-
μενον Ἐλεάζαρ τὸν Ἰουδαῖον ἐπὶ Οὐεσπασιανοῦ καὶ Τίτου
δακτύλιον τιθέντα ἐν τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχοντος ἐν σφραγῖδι
ῥίζαν ἔχοντα, ἐξ ὧν ὁ Σολομὼν ὑπέδειξεν, καὶ ὀσφραινό-  
μενον τὸ δαιμόνιον εὐθὺς ἐξέλκεσθαι, σημείου ὑπὸ τοῦ
Ἐλεαζάρου τιθεμένου ποτηρίου μεστοῦ ὕδατος ἢ ποδονιπτῆ-
ρος, ὃ καὶ συνέτριβε τὸ δαιμόνιον φεῦγον.
 Καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς
γῆς πλούτῳ καὶ φρονήσει, καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς ἐζήτουν
ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ
παρεγένοντο φέροντες ἕκαστος κατ' ἐνιαυτὸν τὰ δῶρα αὐτῶν,
σκεύη χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν καὶ ἡδύσματα καὶ ἵππους καὶ
ἡμιόνους. καὶ ἦσαν αὐτῷ χίλια τετρακόσια ἅρματα καὶ ἵπ-
ποι θήλειαι τοκάδες χιλιάδες μʹ καὶ ἵπποι εἰς ἅρματα χιλιά-
δες ιβʹ. καὶ ἦν ἡγούμενος τῶν βασιλέων πάντων ἀπὸ τοῦ
ποταμοῦ Εὐφράτου ἕως γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἕως ὁρίων Αἰ-
γύπτου. καὶ βασίλισσα Σαβά, ἥτις ἐλέγετο Σίβυλλα παρ'
Ἕλλησιν, ἀκούσασα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἦλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 204, line 9

 Καὶ γὰρ πολλῆς εἰρήνης καὶ πολυολβίας ἀδείας τε καὶ  


τρυφῆς ἀπήλαυσεν. ἀλλ' ὕστερον εἰς πικρίαν ἡ σπατάλη καὶ
ἡ ἡδονὴ γέγονεν αὐτῷ καὶ ἀκολασίας ὑπόθεσις. ὅθεν φησίν·
ἐμίσησα σύμπασαν τὴν ζωὴν καὶ πάντα τὸν μόχθον μου, ὅτι
πάντα ματαιότης. ἐξ ἧς προφάσεως καὶ παρατροπῆς ὁ γεν-
νάδας οἴμοι πρὸς τὴν ἀσέβειαν ἐξώκειλεν. ὅπερ οὖν καὶ
αὐτὸς δηλῶν αὖθις διὰ τοῦ πρὸς γυναῖκας ὀλίσθου ἐπήγαγε
φάσκων· εὗρον πικρότερον ὑπὲρ τὸν θάνατον σὺν τὴν γυ-
352

ναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα καὶ σαγήνη καρδίας. ταύτῃ τοί


φησιν· καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἦσαν
αὐτῷ ἄρχουσαι ψʹ καὶ παλλακαὶ τʹ. καὶ ἔλαβε γυναῖκας
Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, Σύρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας
καὶ Ἀμορραίας ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖπε κύριος τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ. καὶ ἐγένετο ἐν καιρῷ γήρως αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ
καρδία αὐτοῦ μετὰ κυρίου θεοῦ αὐτοῦ καθὼς ἡ καρδία
Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι γυ-
ναῖκες τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. καὶ τότε
ᾠκοδόμησε Σολομὼν ναὸν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ καὶ τῇ
Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ οὕτως ἐποίησε ταῖς ἀλ-
λοτρίαις αὐτοῦ γυναιξὶ πάσαις, αἵτινες ἐθυμίων καὶ ἔθυον

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 204, line 17

φάσκων· εὗρον πικρότερον ὑπὲρ τὸν θάνατον σὺν τὴν γυ-


ναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα καὶ σαγήνη καρδίας. ταύτῃ τοί
φησιν· καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἦσαν
αὐτῷ ἄρχουσαι ψʹ καὶ παλλακαὶ τʹ. καὶ ἔλαβε γυναῖκας
Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, Σύρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας
καὶ Ἀμορραίας ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖπε κύριος τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ. καὶ ἐγένετο ἐν καιρῷ γήρως αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ
καρδία αὐτοῦ μετὰ κυρίου θεοῦ αὐτοῦ καθὼς ἡ καρδία
Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι γυ-
ναῖκες τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. καὶ τότε
ᾠκοδόμησε Σολομὼν ναὸν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ καὶ τῇ
Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ οὕτως ἐποίησε ταῖς ἀλ-
λοτρίαις αὐτοῦ γυναιξὶ πάσαις, αἵτινες ἐθυμίων καὶ ἔθυον
τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ἐποίησε Σολομὼν τὸ πονηρὸν
ἐνώπιον κυρίου καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω κυρίου ὡς Δαυὶδ
ὁ πατὴρ αὐτοῦ. καὶ ὠργίσθη κύριος ἐπὶ Σολομών, ὅτι
ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ κυρίου θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ
ὀφθέντος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ μὴ πορεύεσθαι
ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τὸ παράπαν. καὶ εἶπε κύριος πρὸς
αὐτόν· ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξάς μου τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ  
προστάγματα ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 204, line 20

αὐτῷ ἄρχουσαι ψʹ καὶ παλλακαὶ τʹ. καὶ ἔλαβε γυναῖκας


Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, Σύρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας
καὶ Ἀμορραίας ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖπε κύριος τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ. καὶ ἐγένετο ἐν καιρῷ γήρως αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ
καρδία αὐτοῦ μετὰ κυρίου θεοῦ αὐτοῦ καθὼς ἡ καρδία
Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι γυ-
ναῖκες τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. καὶ τότε
ᾠκοδόμησε Σολομὼν ναὸν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ καὶ τῇ
Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ οὕτως ἐποίησε ταῖς ἀλ-
λοτρίαις αὐτοῦ γυναιξὶ πάσαις, αἵτινες ἐθυμίων καὶ ἔθυον
353

τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ἐποίησε Σολομὼν τὸ πονηρὸν


ἐνώπιον κυρίου καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω κυρίου ὡς Δαυὶδ
ὁ πατὴρ αὐτοῦ. καὶ ὠργίσθη κύριος ἐπὶ Σολομών, ὅτι
ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ κυρίου θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ
ὀφθέντος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ μὴ πορεύεσθαι
ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τὸ παράπαν. καὶ εἶπε κύριος πρὸς
αὐτόν· ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξάς μου τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ  
προστάγματα ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν
βασιλείαν ἐκ χειρός σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου.
πλὴν ἐν ταῖς ἡμέραις σου τοῦτο οὐ ποιήσω διὰ Δαυὶδ τὸν
δοῦλόν μου καὶ πατέρα σου καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4)


P. 205, line 5

ἐνώπιον κυρίου καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω κυρίου ὡς Δαυὶδ


ὁ πατὴρ αὐτοῦ. καὶ ὠργίσθη κύριος ἐπὶ Σολομών, ὅτι
ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ κυρίου θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ
ὀφθέντος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ μὴ πορεύεσθαι
ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τὸ παράπαν. καὶ εἶπε κύριος πρὸς
αὐτόν· ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξάς μου τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ  
προστάγματα ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν
βασιλείαν ἐκ χειρός σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου.
πλὴν ἐν ταῖς ἡμέραις σου τοῦτο οὐ ποιήσω διὰ Δαυὶδ τὸν
δοῦλόν μου καὶ πατέρα σου καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν
μου, ἣν ἐξελεξάμην. καὶ ἤγειρε κύριος τῷ Σολομὼν σατὰν
Ἄδερ τὸν Ἰδουμαῖον καὶ τὸν Ἀδρααζὰρ βασιλέα Σουβά, καὶ
ἦσαν τῷ Ἰσραὴλ σατὰν πάσας τὰς ἡμέρας Σολομῶντος. καὶ
ἀπέθανε Σολομὼν ἐτῶν ογʹ καὶ ἐτάφη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
ἐφ' οὗ ἦν Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος οἱ σοφοὶ παρ' Ἕλλησιν.
 Ἐντεῦθεν τοίνυν, Θεοδώρητός φησιν, ἐδιδάχθημεν ὅσον
ὀνίνησιν ἡ τῶν προγόνων εὐσέβεια. ἀνέχεται γὰρ καὶ πο-
νηρῶν ὁ φιλάνθρωπος κύριος τῆς τῶν κατοιχομένων ἀρετῆς
μεμνημένος. πλὴν οὖν ἐδρέψατο μερικῶς καὶ τοὺς τῆς
ἀσεβείας καρποὺς ἐνδίκως παρὰ τῆς θείας δίκης. ἕως μὲν
γὰρ τῆς ἄνωθεν ἀπήλαυε προμηθείας, ἐν εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 206, line 2

ἀσεβείας καρποὺς ἐνδίκως παρὰ τῆς θείας δίκης. ἕως μὲν


γὰρ τῆς ἄνωθεν ἀπήλαυε προμηθείας, ἐν εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ
διῆγε πάντας ἔχων ὑποκειμένους, καὶ δασμὸν κομίζοντας ὅτι
μάλιστα. ἐπειδὴ δὲ ταύτης ἐγυμνώθη, τοῖς δυσμενέσιν εὐ-
επιχείρητος γέγονεν. ἀληθῶς ὄντως φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν
εἰς χεῖρας θεοῦ ζῶντος. ὥσπερ γὰρ ὁ ἔλεος ἄρρητος, οὕτω
354

ἡ κόλασις ἀνυπόστατος. ὅτι δὲ τοῖς εἰδώλοις ἐλάτρευσε


καταλείψας τὸν ὄντως ὄντα θεὸν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαυίδ,
εὔδηλον ἐξ ὧν καὶ Ἀχίας ὁ προφήτης ἔφη πρὸς τὸν Ἱερο-  
βοὰμ οὕτως· τάδε λέγει κύριος. ἰδοὺ ἐγὼ ῥήσσω τὴν βασι-
λείαν ἐκ χειρὸς Σολομῶντος καὶ δώσω σοι τὰ δέκα σκῆπτρα,
καὶ δύο σκῆπτρα δώσω αὐτῷ διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου
καὶ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν μου, ἣν ἐξελεξάμην ἐμαυτῷ ἐκ
πασῶν φυλῶν Ἰσραήλ, ἀνθ' ὧν ἐγκατέλιπέ με καὶ ἐδούλευσε
τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων καὶ τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ
Μωὰβ καὶ τῷ Μελχὸμ προσοχθίσματι υἱῶν Ἀμμών. ἡ μὲν
οὖν Ἀστάρτη ἐστὶν ἡ παρ' Ἕλλησιν Ἀφροδίτη λεγομένη, ἐκ
τοῦ ἄστρου τὴν ἐπωνυμίαν πεποιηκότες· αὐτῆς γὰρ εἶναι
τὸν ἑωσφόρον μυθολογοῦσιν. ὁ δὲ Χαμὼς θεὸς ἦν Τυρίων.
τὸ δέ· Μελχὸμ προσοχθίσματι, εἴδωλον ἦν καὶ τοῦτο. προς-
οχθίσματα γὰρ καὶ βδελύγματα τὰ εἴδωλα προσαγορεύειν εἴω

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 212, line 15

[δʹ. Περὶ Ῥοβοάμ.]

 Μετὰ δὲ Σολομῶντα ἐβασίλευσε Ῥοβοὰμ ὁ ἐκ τοσούτων


γυναικῶν υἱὸς αὐτοῦ ἔτη ιζʹ, ἐφ' οὗ καὶ διῃρέθη ἡ βασι-
λεία εἰς δύο. καταλείψας γὰρ τὴν βουλὴν τῶν πρεσβυτέρων
καὶ κατὰ τὴν συμβουλὴν τῶν συνεκτραφέντων καὶ παρεστη-
κότων αὐτῷ παιδαρίων λαλήσας τῷ λαῷ σκληρά, ἀπέστη ὁ
Ἰσραὴλ ἀπ' αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθεν. καὶ αἱ μὲν δύο φυλαὶ
Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν ἔμειναν μετ' αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, αἱ
δὲ ἄλλαι δέκα ἀπῆλθον ἐν Σαμαρείᾳ καὶ ἐβασίλευσαν ἐπ'
αὐτῶν Ἱεροβοὰμ τὸν δοῦλον Σολομῶντος. κἀντεῦθεν αἱ
μὲν δύο φυλαὶ προσηγορεύθησαν Ἰούδα διὰ τὴν μεγάλην
καὶ βασιλικὴν φυλὴν Ἰούδα, αἱ δὲ λοιπαὶ δέκα Ἰσραὴλ καὶ
Ἐφραῒμ διά τε τὸ πλῆθος καὶ διὰ τὸ τὸν Ἱεροβοὰμ ἐκ τῆς
φυλῆς Ἐφραῒμ τυγχάνειν υἱοῦ Ἰωσήφ. καὶ ἐποίησε Ῥοβοὰμ
υἱὸς Σολομῶντος τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου ὡς ὁ πατὴρ
αὐτοῦ καὶ ἀπέθανεν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ. ἐφ' οὗ
Σουσακὶμ ὁ Αἰγύπτου βασιλεὺς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἑλὼν ἀφεί-
λατο τὰ ἐν τῷ ναῷ καὶ ἐν τοῖς βασιλείοις χρήματα καὶ τὰ χρυσᾶ
δόρατα καὶ τοὺς χρυσοῦς θυρεούς, ἀνθ' ὧν ἐγένοντο χαλκοῖ.  

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 245, line 25

[κβʹ. Περὶ Ἰεχονίου.]

 Μετὰ δὲ Ἰωακεὶμ ἐβασίλευσεν Ἰεχονίας υἱὸς αὐτοῦ, ὁ


καὶ Ἰωακείμ, διὰ προστάγματος Ναβουχοδονόσωρ καὶ ἐποί-
ησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου. καὶ περὶ τοὺς φόρους
ἀγνωμονήσαντος αὐτοῦ, ἦλθεν αὖθις Ναβουχοδονόσωρ εἰς
Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπολιόρκει ταύτην· πρὸς ὃν Ἰεχονίας ἐξελ-
θὼν σὺν μητρὶ καὶ τέκνοις καὶ τοῖς ἄρχουσιν αὐτοῦ, εἰσῆλ-
355

θον οἱ μεγιστάνες Ναβουχοδονόσωρ εἰς τὴν πόλιν καὶ ἐξή-


νεγκαν τοὺς θησαυροὺς κυρίου καὶ τοῦ βασιλέως καὶ τὰ
χρυσᾶ σκεύη πάντα, ἃ ἐποίησε Σολομὼν ἐν ναῷ κυρίου.
τὸν δὲ Σεδεκίαν ἀντὶ Ἰεχονίου καταστήσας ἀπῴκισεν Ἰεχο-  
νίαν εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄρχοντας
αὐτοῦ βασιλεύσαντα μῆνας τρεῖς. περὶ οὗ πάλιν Ἱερεμίας
ἔλεγεν· ἠτιμώθη Ἰεχονίας ὡς σκεῦος οὗ οὐκ ἔστι χρεία
αὐτοῦ, ὅτι ἀπερρίφη καὶ ἐξεβλήθη εἰς γῆν, ἣν οὐκ ᾔδει,
λέγει κύριος. γῆ, γῆ, ἄκουσον λόγον κυρίου. γράψον τὸν
ἄνδρα τοῦτον ἐκκήρυκτον ἄνθρωπον, ὅτι οὐ μὴ αὐξηθῇ ἐκ
τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἀνὴρ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ
ἄρχων ἔτι ἐν τῷ Ἰούδα.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 251, line 14

Ὠσηέ, Ἀμώς, Ἡσαΐας, Ἰωνᾶς, ἐπὶ δὲ Ἰωσίου καὶ τῶν μετ'


αὐτὸν Ἱερεμίας, Σοφονίας, Ὀλδά, Βαρούχ, ἐπὶ δὲ Σεδεκίου
πάλιν Ἱερεμίας καὶ Ἀμβακούμ. μετὰ δὲ τὴν αἰχμαλωσίαν
ἐπὶ Ἰησοῦ τοῦ ἱερέως Ἰωσεδὲκ προφητεύουσιν Ἀγγαῖος καὶ
Ζαχαρίας τελευταῖοι προφῆται γενόμενοι. Δανιὴλ γὰρ καὶ
Ἰεζεκιὴλ ἐν τῇ αἰχμαλωσίᾳ προεφήτευσαν ἐν Βαβυλῶνι.

[Βιβλίον Εʹ.] [αʹ. Περὶ Ἱεροβοάμ.]

 Μετὰ δὲ τὴν διαίρεσιν τῶν δέκα σκήπτρων ἐβασίλευσεν


Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναβὰτ ἐκ φυλῆς Ἐφραΐμ, ὁ δοῦλος Σολο-
μῶντος καὶ ἀποστάτης τοῦ ἀποστατήσαντος Ἰσραὴλ ἐν Σα-
μαρείᾳ καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου, καὶ ἐπά-
ταξεν αὐτὸν ὁ θεός, καὶ ἀπέθανεν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ
βασιλεύσας ἔτη μβʹ. ποιήσας γὰρ δαμάλεις χρυσᾶς δύο καὶ
τὴν μὲν στήσας ἐν Βεθήλ, τὴν δὲ ἐν Δάν, ἔφη πρὸς τὸν
λαόν· ἱκανούσθω ὑμῖν ἀναβαίνειν ἐν Ἱερουσαλήμ. ἰδοὺ οἱ
θεοί σου, Ἰσραήλ, οἱ ἀναγαγόντες σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου. καὶ
ἔξωσε τὸν Ἰσραὴλ ἐξόπισθεν κυρίου καὶ ἐξήμαρτεν αὐτοὺς  
ἁμαρτίαν μεγάλην, καὶ ἐπορεύθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν πάσῃ
ἁμαρτίᾳ Ἱεροβοὰμ καὶ ἐλάτρευσαν καὶ προσεκύνησαν τοῖς
ματαίοις, ἕως οὗ μετέστησεν αὐτοὺς κύριος ἀπὸ προσώπου

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 389, line 4

ποιήσω τῷ ἀμπελῶνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῷ; διότι ἔμεινα


ἵνα ποιήσῃ σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας. καί· ἔμεινα ἵνα
ποιήσῃ κρίσιν, ἐποίησε δὲ ἀνομίαν καὶ οὐ δικαιοσύνην, ἀλλὰ
κραυγήν. ποίας δὲ ἀκάνθας λέγει καὶ ποίαν ἀνομίαν καὶ
κραυγήν; ἦ δῆλον ὅτι ἅσπερ ἐστεφανώσατε αὐτὸν ἐπὶ τοῦ
πάθους ἀνόμως κράζοντες· ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν.
ὡς καὶ διὰ Ἱερεμίου περὶ τῆς θεομάχου καὶ μιαρᾶς ὑμῶν  
356

συναγωγῆς πάλιν φησίν· ἐγένετο ἡ κληρονομία μου ἐμοὶ ὡς


λέων ἐν δρυμῷ, ἔδωκεν ἐπ' ἐμὲ τὴν φωνὴν αὐτῆς, καὶ διὰ
τοῦτο ἐμίσησα αὐτήν. ἣν δὴ βέβηλον συναγωγὴν καὶ θεήλα-
τον ὡς τοῦτο δράσασαν καὶ Σολομὼν θριαμβεύων φάσκει·
ἐξέλθετε, θυγατέρες Σιών, καὶ ἴδετε ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστε-
φάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ.
μητέρα μὲν αὐτοῦ λέγει κατὰ σάρκα τὴν τῶν Ἰουδαίων
συναγωγήν. σὰρξ γάρ μου, φησίν, ἐξ αὐτῶν. ἡμέραν δὲ
νυμφεύσεως αὐτοῦ δηλοῖ, καθ' ἣν ὁ μὲν τὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκ-
κλησίαν ἐνυμφεύσατο, ἡ δὲ πεφενακισμένη καὶ ματαιόφρων
ἐκείνη συναγωγὴ στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν
αὐτοῦ θεῖσα καὶ ὡς ἐπευφραινομένη καὶ ἐμπαίζουσα αὐτὸν
ἔλεγεν· χαῖρε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. πρὸς οὓς ἀποτει-
νόμενος Ἡσαΐας πληκτικώτερον ἔφη· ἐν τίνι ἐνετρυφήσατε

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 433, line 24

εἰς χεῖρας Κύρου τοῦ Πέρσου. τὸ δὲ καὶ τοὺς λευκοὺς


ἵππους, τοῦτ' ἔστι τοὺς Μακεδόνας, κατόπισθεν τῶν μελα-
νῶν πορεύεσθαι σημαίνει, ὡς καὶ οἱ Μακεδόνες τὴν Περ-
σῶν βασιλείαν χειρώσονται, τὸ δὲ τοὺς ψαροὺς ἐπὶ νότον
ἔρχεσθαι δηλοῖ, ὡς ἔμελλον Ῥωμαῖοι στρατεύειν κατὰ τῆς
Ἱερουσαλήμ· ἐν γὰρ τῷ νότῳ κεῖται ἡ πόλις. τὸ δὲ προς-
ταχθέντας αὐτοὺς περιοδεῦσαι τὴν γῆν διδάσκει πάλιν, ὡς
διὰ τοῦ θεοῦ πᾶσα βασιλεία συνίσταται.
 Γίνονται οὖν ἀπὸ μὲν τοῦ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἐσχάτης
ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔτη ͵εσξβʹ, ἀπὸ δὲ τῆς πρώ-
της οἰκοδομῆς τοῦ Σολομωντείου ναοῦ καὶ τῆς πόλεως
͵απηʹ, ἀπὸ δὲ τῆς δευτέρας οἰκοδομῆς φϞϛʹ, ἀπὸ δὲ τῆς
κατὰ Ἀντίοχον πολιορκίας σμηʹ, ἀπὸ δὲ τῆς ἀναλήψεως
Χριστοῦ μβʹ.  
 Ὁ τοίνυν πολυμαθὴς Εὐσέβιος ἐν τοῖς χρονικοῖς κανόσι
περὶ τῶν Ἀντιόχων καὶ Σελεύκων καὶ Πτολεμαίων τε καὶ
τῶν μετὰ τὴν ἐκ Βαβυλῶνος ἐπάνοδον καθηγησαμένων ἀρ-
χιερέων διεξιὼν ἐν ἐπιτομῇ τοιάδε φησίν· ὁ οὖν Ἀλέξαν-
δρος ὁ τῶν Μακεδόνων βασιλεὺς ἕκτον ἄγων ἔτος τῆς βα-
σιλείας Δαρεῖον τὸν Ἀρσάμου χειρωσάμενος καθεῖλε τὴν
Περσῶν δυναστείαν διαρκέσασαν ἀπὸ Κύρου μέχρι Δαρείου

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 495, line 10

καὶ τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων. καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις ἀπὸ  
ἐξόδου λόγων τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερου-
σαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ζʹ καὶ ἑβδομάδες
ξβʹ. καὶ πρὸς μὲν τοῖς ἄλλοις ἴσως προφασιζόμενοι εἰς
μέλλοντα χρόνον ἀναβάλλεσθε τὰ γεγραμμένα. τί δὲ πρὸς
ταῦτα λέγειν ἢ ὅλως ἀντωπῆσαι δύνασθε; ὅπου γε καὶ ὁ
χριστὸς δηλοῦται καὶ ὁ χριόμενος οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλ' ἅγιος
357

ἁγίων εἶναι καταγγέλλεται. καὶ ἕως τῆς παρουσίας αὐτοῦ


Ἱερουσαλὴμ συνίσταται, καὶ λοιπὸν ἅπας προφήτης παύεται
καὶ ὅρασις ἐν τῷ Ἰσραήλ. ἐχρίσθη μέντοι πάλαι Δαυὶδ καὶ
Σολομὼν καὶ Ἐζεκίας· ἀλλ' Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ τόπος συν-
εστήκει, καὶ προφῆται προεφήτευον, ἄλλως δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ
χρισθέντες ἅγιοι ἄνθρωποι καὶ οὐχ ἅγιοι ἁγίων ἐκλήθησαν.
πότε δὲ καὶ προφήτης ἐπαύσατο καὶ ὅρασις ἀπὸ τοῦ Ἰσραήλ,
εἰ μὴ νῦν, ὅτε ὁ προφητευόμενος καὶ ἅγιος τῶν ἁγίων
Χριστὸς παρεγένετο; σημεῖον οὖν ὄντως μέγα πρόδηλον καὶ
γνώρισμα τοῦ θεοῦ λόγου καὶ τῆς αὐτοῦ παρουσίας τὸ μη-
κέτι τὴν Ἱερουσαλὴμ ἑστάναι μήτε προφήτην ἐγερθῆναι μήτε
ὅρασιν ἀποκαλύπτεσθαι τούτοις. καὶ εἰκότως· ἐλθόντος γὰρ
τοῦ σημαινομένου καὶ προφητευομένου, τίς ἡ χρεία τῶν ση-
μαινόντων καὶ προφητευόντων; διὰ γὰρ τοῦτο προεφήτευον,

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 784, line 16

 Διὸ δὴ καὶ ἀνοηταίνων κατεφλυάρει πᾶσαν εἰκονικὴν


ἀναστήλωσιν ἀπόβλητον εἶναι τῇ θείᾳ γραφῇ καὶ λίαν ἀγνώ-
ριστον. τί οὖν πρὸς ταῦτα φήσειέ τις; ὅτι σοφία μωροῦ
ἀδιεξέταστοι λόγοι, καί· ὁ μωρὸς μωρὰ λαλήσει. ἀμαθὴς γὰρ
σφόδρα καὶ ληρώδης ὑπάρχων οὐκ ᾔδει πάντως τὰ χρυσό-
τευκτα ἐκεῖνα χερουβίμ, ἅπερ ὁ ἱεροφάντης Μωϋσῆς θεοῦ
προστεταχότος ἐτεκτήνατο, καὶ ἡ παλαιὰ καὶ ἔννομος σκηνὴ
καθύπερθεν τῆς κιβωτοῦ ἔφερεν, ἃ δὴ οὐ παρὰ Ἰουδαίοις
μόνον δεδόξαστο, ἀλλὰ καὶ τῆς χάριτος ὁ κήρυξ χερουβὶμ
δόξης ἀποκαλεῖ σαφῶς ἤτοι τὰ δεδοξασμένα. ἔτι μὴν καὶ
ὅσα ἡ Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία, τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζεκιὴλ
ὦπται, καὶ εἴ τι τοιοῦτον κατὰ τὰς ἱερὰς βίβλους ἱστόρηται
καὶ τετίμηται, ἅπερ οὐ πέφρικεν ὁ βέβηλος ἐν εἰδώλων μοίρᾳ
θεῖναι, ὡς ἀθετεῖν μᾶλλον ἢ προσίεσθαι τὰς θεοπνεύστους
γραφὰς προελόμενος· ἐξ ὧν λοιπὸν καὶ Ἰουδαίων ἀπιστό-
τερος καὶ ἀγνωμονέστερος εἰκότως νομισθείη σὺν τοῖς ὁμό-
φροσιν αὐτοῦ. ἄξια γὰρ ὡς ἀληθῶς τῆς ἑαυτῶν βδελυρίας
ἀπιστίας τε καὶ ἀλογίας φρονήσαντες καὶ ἐκφωνήσαντες. καὶ
γὰρ τῷ Χριστῷ κἀνταῦθα προφανῶς ἀπομάχονται, ὃς λαβὼν  
ὀθόνην λαμπρὰν καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον καὶ ὑπέρκαλον
Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 804, line 8

μάστιξι πολυειδέσι καὶ πολυτρόποις καὶ δειναῖς τιμωρίαις


παραδοὺς ἐξώρισε μὴ πειθομένους παντελῶς μήτε τῇ θω-
πείᾳ μήτε μὴν τῇ ἀπειλῇ καὶ κακοδοξίᾳ τοῦ φένακος καὶ
ἀλάστορος.  
 Γίνονται οὖν ἀπὸ μὲν τοῦ Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ
ἔτη ͵βσμβʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς πυργοποιΐας φκεʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς πυργοποιΐας ἕως τοῦ Ἁβραὰμ υκεʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἁβραὰμ ἕως τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
358

ἐξ Αἰγύπτου υλʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς ἐξόδου ἕως τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Σολομων-
τείου ναοῦ ψνζʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ ἕως τῆς αἰχμαλωσίας
τοῦ Ἰσραὴλ υκεʹ.
  Ὁμοῦ ἔτη ͵δωπʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς αἰχμαλωσίας ἕως Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακε-
δόνος τιηʹ.
 

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 185, line 33

ἀποθανεῖται·» καὶ «δικαιοσύνη δικαίου οὐ μὴ ἐξ-


ελεῖται αὐτὸν ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ πλανηθῇ.» Ὅρα γὰρ
ὅπως οὔτε τὰ ἐν τοσούτοις ἔτεσι τοῦ Μωϋσέως πλεῖ-
στα καὶ διάφορα καὶ ὑπὲρ λόγον ἀριστεύματα καὶ αἱ
συνεχεῖς μετὰ ταῦτα δεήσεις καὶ ἱκετηρίαι τὸν
Θεὸν ἐδυσώπησαν· οὔτε μὴν ἡ προλαβοῦσα τηλι-
καύτη καὶ τοσαύτη δόξα τε καὶ οἰκείωσις καὶ προς-
εδρία εἰς οἶκτον καὶ συγγνώμην τοῦ σφάλματος
ἐπισπάσασθαι τὸν Θεὸν τηνικαῦτα δεδύνηται διὰ τὸ
μέγεθος τοῦ ἀξιώματος. Εὔδηλον ὅτι κατὰ τὸν Σολο-
μῶντα «κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνε-
ται.» καὶ «τοῖς κραταιοῖς ἰσχυρὰ ἐφίσταται
ἔρευνα.» (9) Διδάσκει δέ γε διὰ τούτων ἡμᾶς ὁ Θεὸς
ὡς τοὺς ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ,
97 καὶ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι
μακροθυμῶν, τοῖς ἁγίοις (20a) ταύτης οὐ μεταδίδωσι
τῆς συγγνώμης· Ὅθεν ὁ μὲν Σολομὼν αὖθίς φησιν·
»Ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος σύγγνωστός ἐστιν ἐλέους,
δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται·» ὁ δὲ Κύριος·

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 185, line 39

καύτη καὶ τοσαύτη δόξα τε καὶ οἰκείωσις καὶ προς-


εδρία εἰς οἶκτον καὶ συγγνώμην τοῦ σφάλματος
ἐπισπάσασθαι τὸν Θεὸν τηνικαῦτα δεδύνηται διὰ τὸ
μέγεθος τοῦ ἀξιώματος. Εὔδηλον ὅτι κατὰ τὸν Σολο-
μῶντα «κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνε-
ται.» καὶ «τοῖς κραταιοῖς ἰσχυρὰ ἐφίσταται
ἔρευνα.» (9) Διδάσκει δέ γε διὰ τούτων ἡμᾶς ὁ Θεὸς
ὡς τοὺς ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ,
97 καὶ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι
μακροθυμῶν, τοῖς ἁγίοις (20a) ταύτης οὐ μεταδίδωσι
359

τῆς συγγνώμης· Ὅθεν ὁ μὲν Σολομὼν αὖθίς φησιν·


»Ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος σύγγνωστός ἐστιν ἐλέους,
δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται·» ὁ δὲ Κύριος·
»ᾯ μὲν γὰρ ὀλίγον ἐδόθη, φησὶν, ὀλίγον ἀπαιτή-
σουσι παρ' αὐτοῦ· ᾧ δὲ πολὺ, πολὺ καὶ ἀπαιτήσουσι
παρ' αὐτοῦ.»  – Οὐκοῦν εὔκαιρον εἰπεῖν· «Ὦ
βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ· ὡς
ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι
αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! «Καὶ, «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς
χεῖρας Θεοῦ ζῶντος.» Καὶ «Φοβερὸν τὸ, πρόσωπον Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά.»
Διότι «Κατὰ
τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ, οὕτως καὶ πολὺς ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ.» «Ἔλεος γὰρ καὶ ὀργὴ παρ'
αὐτοῦ,»

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 236, line 41

χειρὸς Σαοὺλ, καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον τοῦ κυρίου


σου,  – καὶ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, καὶ εἰ μι-
κρόν ἐστι, προσθήσω σοι καὶ πάντα ταῦτα. Καὶ τί
ὅτι οὐκ ἐφύλαξας τὴν ἐντολήν μου;» Τότε γοῦν
ἀκούσονται καὶ οἱ εὐημεροῦντες νῦν καὶ τὰς ἐντολὰς
Κυρίου μὴ φυλάττοντες· «Ἀμὴν, λέγω ὑμῖν, οὐκ
οἶδα ὑμᾶς, πορεύεσθε εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον τὸ
ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.»
(Καὶ ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον παρεκβατικῶς εἴρηται.)
(15) Ὁ δὲ μακάριος Δαυῒδ πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ
καλέσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα, εἶπεν αὐτῷ·
»Σολομὼν, τέκνον μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ
οἰκοδομῆσαι οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγένετο λό-
γος Κυρίου ἐπ' ἐμὲ λέγων· «Αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας
καὶ πολέμους ἐποίησας μεγάλους καὶ οὐκ οἰκοδομή-
σεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. Ἰδοὺ, υἱὸς τίκτεταί σοι,
καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἐκ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ
τῶν ὄντων 132 κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα αὐτῷ.
Καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου.»
»Καὶ νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ
πτωχείαν μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον Κυρίου (31b)

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 236, line 42

σου,  – καὶ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, καὶ εἰ μι-


κρόν ἐστι, προσθήσω σοι καὶ πάντα ταῦτα. Καὶ τί
ὅτι οὐκ ἐφύλαξας τὴν ἐντολήν μου;» Τότε γοῦν
ἀκούσονται καὶ οἱ εὐημεροῦντες νῦν καὶ τὰς ἐντολὰς
Κυρίου μὴ φυλάττοντες· «Ἀμὴν, λέγω ὑμῖν, οὐκ
οἶδα ὑμᾶς, πορεύεσθε εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον τὸ
360

ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.»


(Καὶ ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον παρεκβατικῶς εἴρηται.)
(15) Ὁ δὲ μακάριος Δαυῒδ πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ
καλέσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα, εἶπεν αὐτῷ·
»Σολομὼν, τέκνον μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ
οἰκοδομῆσαι οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγένετο λό-
γος Κυρίου ἐπ' ἐμὲ λέγων· «Αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας
καὶ πολέμους ἐποίησας μεγάλους καὶ οὐκ οἰκοδομή-
σεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. Ἰδοὺ, υἱὸς τίκτεταί σοι,
καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἐκ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ
τῶν ὄντων 132 κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα αὐτῷ.
Καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου.»
»Καὶ νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ
πτωχείαν μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον Κυρίου (31b)
χρυσίου τάλαντα χιλιάδας ρʹ, καὶ ἀργυρίου τάλαν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 236, line 48

ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.»


(Καὶ ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον παρεκβατικῶς εἴρηται.)
(15) Ὁ δὲ μακάριος Δαυῒδ πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ
καλέσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα, εἶπεν αὐτῷ·
»Σολομὼν, τέκνον μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ
οἰκοδομῆσαι οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγένετο λό-
γος Κυρίου ἐπ' ἐμὲ λέγων· «Αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας
καὶ πολέμους ἐποίησας μεγάλους καὶ οὐκ οἰκοδομή-
σεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. Ἰδοὺ, υἱὸς τίκτεταί σοι,
καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἐκ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ
τῶν ὄντων 132 κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα αὐτῷ.
Καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου.»
»Καὶ νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ
πτωχείαν μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον Κυρίου (31b)
χρυσίου τάλαντα χιλιάδας ρʹ, καὶ ἀργυρίου τάλαν-
τα χιλίας χιλιάδας, καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον, οὗ οὐκ  
ἔστιν ἀριθμός. Καὶ πρὸς ταῦτα πρόσθες εἰς οἰκοδο-
μὴν ναοῦ Κυρίου.»  – »Καὶ ὁ Δαυῒδ πρεσβύτης
καὶ πλήρης ἡμερῶν. Καὶ βασιλεύσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ
Σολομῶντα» πάλιν εἶπε πρὸς αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ· «Ἰδοὺ ἡτοίμασα εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 17

καὶ ποικίλους, καὶ πάντα λίθον τίμιον, καὶ πρὸς τού-


τοις δέδωκα ἐκτὸς ὧν ἡτοίμασα εἰς τὸν οἶκον τὸν
361

ἅγιον τάλαντα τρισχίλια τοῦ ἐκ Σουφὴρ καὶ ἑπτά-


κις χίλια τάλαντα ἀργύρου δοκίμου ἐξαλειφῆναι ἐν
αὐτοῖς τοὺς τοίχους τοῦ ἱεροῦ.» Οἱ δὲ ἄρχοντες τῶν
υἱῶν Ἰσραὴλ ἔδωκαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ
χρυσίου τάλαντα ἑπτάκις χίλια, καὶ ἀργύριον, καὶ
λίθους τιμίους, καὶ χαλκὸν ἄπειρον. Καὶ εὐλογή-
σας τὸν λαὸν ὁ Δαυῒδ καὶ ἀποστείλας, αὖθις τὸν υἱὸν
αὐτοῦ προσκαλεσάμενος λέγει· «Καὶ νῦν, τέκνον
Σολομὼν, γνῶθι τὸν Θεὸν τῶν πατέρων σου καὶ δού-
λευε αὐτῷ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ψυχῇ ζεούσῃ, ὅτι καρ-
δίας πάσας ἐτάζει Κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώ-
σκει· καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὸν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ
ἐὰν καταλείψῃς αὐτὸν, εἰς τέλος καταλείψεταί σε.»
– »Καὶ ἔδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, παρά-
δειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς καὶ τῶν Χερουβὶμ τῶν
διαπετασμένων ταῖς πτέρυξιν σκιαζόντων ἐπὶ τῆς
κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου, πάντα ἐν γραφῇ Κυρίου
δέδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, λέγων
»Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός μου μετὰ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 22

υἱῶν Ἰσραὴλ ἔδωκαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ


χρυσίου τάλαντα ἑπτάκις χίλια, καὶ ἀργύριον, καὶ
λίθους τιμίους, καὶ χαλκὸν ἄπειρον. Καὶ εὐλογή-
σας τὸν λαὸν ὁ Δαυῒδ καὶ ἀποστείλας, αὖθις τὸν υἱὸν
αὐτοῦ προσκαλεσάμενος λέγει· «Καὶ νῦν, τέκνον
Σολομὼν, γνῶθι τὸν Θεὸν τῶν πατέρων σου καὶ δού-
λευε αὐτῷ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ψυχῇ ζεούσῃ, ὅτι καρ-
δίας πάσας ἐτάζει Κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώ-
σκει· καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὸν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ
ἐὰν καταλείψῃς αὐτὸν, εἰς τέλος καταλείψεταί σε.»
– »Καὶ ἔδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, παρά-
δειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς καὶ τῶν Χερουβὶμ τῶν
διαπετασμένων ταῖς πτέρυξιν σκιαζόντων ἐπὶ τῆς
κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου, πάντα ἐν γραφῇ Κυρίου
δέδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, λέγων
»Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός μου μετὰ
σοῦ.»  – »Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησε Δαυῒδ ἐν
γήρει καλῷ καὶ πλήρης ἡμερῶν, πλούτῳ, καὶ δόξῃ,»
καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. Φησὶ γάρ· «Καὶ ἐγένετο
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαοὺλ, καὶ ἔρχονται ἄνδρες
τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρὼν, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 26
362

αὐτοῦ προσκαλεσάμενος λέγει· «Καὶ νῦν, τέκνον


Σολομὼν, γνῶθι τὸν Θεὸν τῶν πατέρων σου καὶ δού-
λευε αὐτῷ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ψυχῇ ζεούσῃ, ὅτι καρ-
δίας πάσας ἐτάζει Κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώ-
σκει· καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὸν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ
ἐὰν καταλείψῃς αὐτὸν, εἰς τέλος καταλείψεταί σε.»
– »Καὶ ἔδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, παρά-
δειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς καὶ τῶν Χερουβὶμ τῶν
διαπετασμένων ταῖς πτέρυξιν σκιαζόντων ἐπὶ τῆς
κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου, πάντα ἐν γραφῇ Κυρίου
δέδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, λέγων
»Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός μου μετὰ
σοῦ.»  – »Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησε Δαυῒδ ἐν
γήρει καλῷ καὶ πλήρης ἡμερῶν, πλούτῳ, καὶ δόξῃ,»
καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. Φησὶ γάρ· «Καὶ ἐγένετο
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαοὺλ, καὶ ἔρχονται ἄνδρες
τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρὼν, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς βα-
σιλέα ἐπὶ πάντα τὸν Ἰσραὴλ,» ὃς ἦν ἐτῶν λʹ ἐν
τῷ βασιλεύειν αὐτὸν, καὶ ἐβασίλευσεν 133 ἔτη μʹ.
Ἀλλὰ τῆς μὲν βασιλικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξι-
ώθη· τὰ δὲ τοῦ λαοῦ, ἀναγόρευσις, καθὼς ἡ ἱστορία

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 40

καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. Φησὶ γάρ· «Καὶ ἐγένετο


μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαοὺλ, καὶ ἔρχονται ἄνδρες
τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρὼν, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς βα-
σιλέα ἐπὶ πάντα τὸν Ἰσραὴλ,» ὃς ἦν ἐτῶν λʹ ἐν
τῷ βασιλεύειν αὐτὸν, καὶ ἐβασίλευσεν 133 ἔτη μʹ.
Ἀλλὰ τῆς μὲν βασιλικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξι-
ώθη· τὰ δὲ τοῦ λαοῦ, ἀναγόρευσις, καθὼς ἡ ἱστορία
χρίσεις διαφόρους ὠνόμασε. (17) Τελευτήσας τοί-
νυν ἐτάφη ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸ μέγιστον
μνῆμα, ὃ κατεσκεύασεν ὁ σοφώτατος αὐτοῦ υἱὸς Σο-
λομὼν ἀντρῶδες ἔχον τὸ σχῆμα διὰ βάθους με-
μηχανημένον πρὸς τὸ μὴ φαίνεσθαι, τὴν Σολομώντιον
δηλοῦν σοφίαν καὶ πολυτέλειαν, ἐν ᾧ δὴ καὶ συγκατ-
ώρυξε τῷ πατρὶ πολλὰς μυριάδας ταλάντων χρυ-
σίου, καθώς φησι Ἰώσηπος, ὃ καὶ δῆλον ἐκ τῶν εἰς
ὕστερον γενομένων. Ὁ γάρ τοι ἀρχιερεὺς Ὑρκανὸς,
πολιορκουμένης τῆς πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ
Δημητρίου παιδὸς, ἀνοίξας τὸ μνῆμα τάλαντα τρις-
χίλια ἐκεῖθεν ἐξεφόρησεν· μεθ' ὃν Ἡρώδης, γνοὺς
ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε καὶ αὐτὸς τὸν
τάφον καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ
363

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 244, line 34

χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν λέγων· «Κύριε, ὁ Θεὸς


Ἰσραὴλ, οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι Θεὸς ἐν οὐρανῷ καὶ
ἐπὶ γῆς,» καὶ τὰ ἑξῆς τῆς εὐχῆς. «Καὶ ὡς
συνετέλεσεν εὐχόμενος, κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ κατέφαγε (33a) τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς
θυσίας, καὶ δόξα Κυρίου ἐπλήρωσε τὸν οἶκον.»
Καὶ πάντες υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐθεώρουν τὸ πῦρ· καὶ
ἡ δόξα Κυρίου ἐπὶ 137 τὸν οἶκον, καὶ ἔπεσαν ἐπὶ
πρόσωπον εἰς τὴν γῆν ἐπὶ τὸ λιθόστρωτον προσκυ-
νοῦντες καὶ αἰνοῦντες Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθὸς, ὅτι εἰς
τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. (16) Καὶ τότε Σολομὼν
ἐνεκαίνισε τὸν ναὸν, θύσας μόσχων χιλιάδας κβʹ καὶ
προβάτων χιλιάδας ρκʹ, ποιήσας ἑορτὴν μεγάλην.
Καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ' αὐτοῦ ἐν τῷ ναῷ ἐσθίων καὶ
πίνων καὶ εὐφραινόμενος ἐνώπιον Κυρίου ἡμέρας
ζʹ, τῇ δὲ ηʹ ἡμέρᾳ, εὐλογήσας τὸν λαὸν ἀπέστειλε.»
(17) Καὶ μετὰ τὸ προσεύξασθαι αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ
ναοῦ καὶ τοῦ λαοῦ, ὤφθη αὐτῷ ὁ Κύριος λέγων·
»Ἤκουσα τῆς φωνῆς τῆς προσευχῆς σου καὶ ἡγίακα
τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ᾠκοδόμησας τοῦ θέσθαι τὸ
ὄνομά μου ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 245, line 15

ἔδωκα αὐτῷ, καὶ τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ἡγίασα ἐν


ὀνόματί μου, ἀποῤῥίψω ἀπὸ προσώπου μου. Καὶ
ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς τὰ
ἔθνη πάντα· καὶ ὁ οἶκος οὗτος ὁ ὑψηλὸς καὶ μέ-
γας, ἔσται πᾶς ὁ διαπορευόμενος δι' αὐτοῦ, ἐκστή-
σεται καὶ συριεῖ, καὶ ἐροῦσιν· «Ἀνθ' ὧν ἐγκατέ-
λιπον Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν καὶ ἀντελάβοντο θεῶν
ἀλλοτρίων, διὰ τοῦτο ἐπήγαγε Κύριος τὴν κακίαν
ταύτην.»
(18) Τὸν μέντοι ναὸν ὁ Σολομὼν μέσον τῆς πό-
λεως δειμάμενος κατὰ νῶτον τετραμμένον καὶ τὰ
ὄπισθεν πρὸς βοῤῥᾶν ἔχοντα, λιθίνῳ περιβόλῳ
τοῦτον συνέκλεισε. (19) Τὴν δὲ πόλιν μεγίστην
καὶ περικαλλῆ καταρτίσας ἐκ λίθων λευκῶν καὶ
ὅλην καταστρώσας 138 καὶ τὸ περίμετρον αὐτῆς
ποιήσας ἀπὸ τείχους εἰς τεῖχος, μεταξὺ τὸ διάστημα
ἔχουσαν στάδια μʹ, μίλια ἓξ ἥμισυ, δυσάλωτον
ταύτην πάντοθεν κατεσκεύασε. Περιτειχίσας γὰρ
αὐτὴν τρισὶ τείχεσι καὶ φάραγξιν ἀπεῤῥογυίαις
κατάῤῥυτον ὕδασιν ὅλην ἐποίησεν, ὥστε ἐκ τῆς
364

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 245, line 32

ἔχουσαν στάδια μʹ, μίλια ἓξ ἥμισυ, δυσάλωτον


ταύτην πάντοθεν κατεσκεύασε. Περιτειχίσας γὰρ
αὐτὴν τρισὶ τείχεσι καὶ φάραγξιν ἀπεῤῥογυίαις
κατάῤῥυτον ὕδασιν ὅλην ἐποίησεν, ὥστε ἐκ τῆς
ἀποῤῥοίας τοὺς κήπους αὐτῶν καταρδεύεσθαι·
(ἔκειτο γὰρ ἡ πόλις ἐπὶ μετεώρου καὶ τραχέως
τόπου, ἐν ᾧ ὑπῆρχε πηγή τις πολύῤῥυτος ἀεννάως
ἐπιῤῥέουσα. Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ὕδατα ἔβρυον ἐν
αὐτῇ πότιμα [καὶ] ἀδιάλειπτα). (20) Ὁ δέ γε λαμ-
πρὸς καὶ περιώνυμος ναὸς ἐκεῖνος, ἀξιάγαστος ὢν
ἀληθῶς καὶ περίδοξος πάνυ καὶ τῆς Σολομῶντος
σοφίας ἐνάρετος κήρυξ, μᾶλλον δὲ τοῦ προστετα-
χότος γενεσιουργοῦ πάντων Θεοῦ καὶ συνεργήσαν-
τος. Οὐ γὰρ γέγονε τοιοῦτος ναὸς ἐπὶ τῆς γῆς,
ὅθεν καὶ Ἰουδαῖοι ἐπὶ τῇ μεγαλουργίᾳ τούτου καὶ
πολυολβίᾳ σεμνυνόμενοι ἔλεγον· «Ναὸς Κυρίου,
ναὸς Κυρίου, ναὸς Κυρίου.» Καὶ γὰρ ὁ διαταξάμε-
νος ἐκέλευσεν αὐτὸν μετὰ φιλοτιμίας γενέσθαι πολ-
λῆς, ἐπειδὴ κἀκεῖνοι τοῖς σωματικοῖς μᾶλλον ἐφείλ-
κοντο καὶ ἐφέποντο. Καὶ οὐκ ἐν τούτοις μόνον
σεμνὸς ἦν, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ εἶναι καὶ μόνον ἐν τῷ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 248, line 2

χρόνους· καὶ τοῦτο δηλῶν ὁ Λουκᾶς ἐν ταῖς Πράξε-


σιν ἔλεγεν. «Ἦσαν ἐκεῖ Πάρθοι, καὶ Μῆδοι, καὶ
Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες Μεσοποταμίαν,
Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν
Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ
τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην.» Οἱ οὖν
πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκεῖ συνήγοντο, καὶ πο-
λυθρύλλητον ἄγαν καὶ διαβόητον ἐτύγχανε τοῦ ναοῦ
τὸ ὄνομα. Κἂν διαφόρως κατελύθη, καὶ πάλιν  
ᾠκοδομήθη μέχρι τῆς ἐσχάτης αὐτοῦ καταπτώσεως.
Καὶ ἁπλῶς ὅσα ἡ Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία,
τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζεκιὴλ ὦπται σαφῶς μετὰ τὴν καταστροφὴν τῆς πόλεως καὶ τοῦ ναοῦ,
τὴν εἰς Βαβυ-
λῶνα τοῦ λαοῦ αἰχμαλωσίαν.
(21) Ὁ τοίνυν Σολομὼν ποιήσας ἐλεφάντινον
θρόνον ἐκ μεγάλων ὀδόντων, ἔχοντα σταθμοὺς ϛʹ καὶ
365

προτομὰς μόσχων ἐκ τῶν 139 ὀπίσω αὐτοῦ ἔνθεν καὶ


ἔνθεν καὶ λέοντας ιβʹ παρὰ τὰς χεῖρας ἑστηκότας, καὶ
ἄλλους ιβʹ λέοντας ἑστῶτας ἐπὶ τῶν ἔξω ἀναβαθμῶν
(ἑκατέρωθεν περιεχρύσωσεν αὐτοὺς χρυσίῳ δοκίμῳ,
ὅπερ «οὐ γέγονεν οὕτω πάσῃ βασιλείᾳ» πώποτε,
ἐφ' ᾧ καθεζόμενος μετὰ λαμπρᾶς καὶ πολυτελοῦς

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 248, line 5

Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν


Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ
τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην.» Οἱ οὖν
πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκεῖ συνήγοντο, καὶ πο-
λυθρύλλητον ἄγαν καὶ διαβόητον ἐτύγχανε τοῦ ναοῦ
τὸ ὄνομα. Κἂν διαφόρως κατελύθη, καὶ πάλιν  
ᾠκοδομήθη μέχρι τῆς ἐσχάτης αὐτοῦ καταπτώσεως.
Καὶ ἁπλῶς ὅσα ἡ Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία,
τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζεκιὴλ ὦπται σαφῶς μετὰ τὴν καταστροφὴν τῆς πόλεως καὶ τοῦ ναοῦ,
τὴν εἰς Βαβυ-
λῶνα τοῦ λαοῦ αἰχμαλωσίαν.
(21) Ὁ τοίνυν Σολομὼν ποιήσας ἐλεφάντινον
θρόνον ἐκ μεγάλων ὀδόντων, ἔχοντα σταθμοὺς ϛʹ καὶ
προτομὰς μόσχων ἐκ τῶν 139 ὀπίσω αὐτοῦ ἔνθεν καὶ
ἔνθεν καὶ λέοντας ιβʹ παρὰ τὰς χεῖρας ἑστηκότας, καὶ
ἄλλους ιβʹ λέοντας ἑστῶτας ἐπὶ τῶν ἔξω ἀναβαθμῶν
(ἑκατέρωθεν περιεχρύσωσεν αὐτοὺς χρυσίῳ δοκίμῳ,
ὅπερ «οὐ γέγονεν οὕτω πάσῃ βασιλείᾳ» πώποτε,
ἐφ' ᾧ καθεζόμενος μετὰ λαμπρᾶς καὶ πολυτελοῦς
ἐσθῆτος ὁ θαυμάσιος καὶ πάνσοφος ἀνὴρ ἐκεῖνος,
τὰς τοῦ θείου Πνεύματος χάριτας διηγόρευσεν. Διό
φησιν ὁ Κύριος· «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 249, line 25

πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων.» (3) Τούτους, φησὶν, ἅπαν-


τας ὁ Σολομὼν ἀπέκρυψεν, ἅτε θεόθεν τῆς σοφίας τὰ
δῶρα δεξάμενος, ὅθεν ἐπήγαγεν· «Καὶ ἐσοφίσθη
ὑπὲρ πάντα ἄνθρωπον, καὶ ἐλάλησε τρισχιλίας πα-
ραβολὰς, καὶ ἦσαν αἱ ᾠδαὶ αὐτοῦ εʹ, καὶ ἐλάλησε
περὶ τῶν ξύλων, ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ
καὶ ἕως τῆς ὑσσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τοίχου. Καὶ ἐλάλησε περὶ τῶν
κτηνῶν, καὶ περὶ
τῶν ἑρπετῶν, καὶ περὶ τῶν πετεινῶν, καὶ περὶ τῶν ἰχθύων.»
(4) (Τὴν δὲ τούτων ἀπόλαυσιν ὁ πολυΐστωρ
366

Εὐσέβιος οὕτως ἔφη· «Τὰς γάρ τοι βίβλους τοῦ


Σολομῶντος τὰς περὶ τῶν Παραβολῶν 141 καὶ
ᾨδῶν, ἐν αἷς περὶ τῶν φυτῶν καὶ παντοίων ζώων
φυσιολογήσας, χερσαίων, πετεινῶν, καὶ πνικτῶν
καὶ ἰαμάτων πάθους παντὸς γραφείσας αὐτῷ) ἀφ'
ὧν οἱ τῶν Ἑλλήνων ἰατροσοφισταὶ σφετερισάμε-
νοι καὶ τὰς ἀφορμὰς εἰληφότες [τὰς οἰκείας
συνεστήσαντο τέχνας· ταύτας], ἀφανεῖς ἐποίησεν
Ἐζεκίας ὁ βασιλεὺς, ἐπειδὴ τὰς θεραπείας τῶν
νοσημάτων ἔνθεν κομιζόμενος ὁ λαὸς, περιώρα τὰς
ἰάσεις αὐτῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ.» (Καὶ μέντοι καὶ
Ἰώσηπος τούτων πολλῶν μέμνηται πονημάτων

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 249, line 40

νοι καὶ τὰς ἀφορμὰς εἰληφότες [τὰς οἰκείας


συνεστήσαντο τέχνας· ταύτας], ἀφανεῖς ἐποίησεν
Ἐζεκίας ὁ βασιλεὺς, ἐπειδὴ τὰς θεραπείας τῶν
νοσημάτων ἔνθεν κομιζόμενος ὁ λαὸς, περιώρα τὰς
ἰάσεις αὐτῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ.» (Καὶ μέντοι καὶ
Ἰώσηπος τούτων πολλῶν μέμνηται πονημάτων ἐγ-
γράφως πεποιημένων, ὡς ὅτι καὶ ἐπῳδὰς κατὰ δαι-
μόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπενόησεν, αἷς φησιν δια-
χρώμενον Ἐλεάζαρον τὸν Ἰουδαῖον ἐπὶ Οὐεσπασιανοῦ
καὶ Τίτου δακτύλιον τιθεὶς ἐν τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχον-
τος ἐν σφραγίδι ῥίζαν ἔχοντα, ἐξ ὧν Σολομὼν ὑπέ-
δειξε· καὶ ὀσφραινόμενον τὸ δαιμόνιον εὐθὺς ἐξέλκεσθαι, σημείου ὑπὸ τοῦ
Ἐλεαζάρου τιθεμένου ποτηρίου
μεστοῦ ὕδατος ἢ ποδονιπτῆρος, ὃ καὶ συνέτριβε τὸ δαιμόνιον φεῦγον.)
(5) Καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν ὑπὲρ πάντας τοὺς
βασιλεῖς τῆς γῆς πλούτῳ καὶ φρονήσει. Καὶ πάντες
οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐζήτουν ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐ-
τοῦ καὶ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ. Καὶ παρεγένοντο
φέροντες ἑκάστοτε κατ' ἐνιαυτὸν τὰ δῶρα αὐτῶν,
σκεύη χρυσᾶ, καὶ ἱματισμοὺς, καὶ ἡδύσματα καὶ ἵπ-
πους, καὶ ἡμιόνους· καὶ ἦσαν αὐτῷ ͵ατʹ ἅρματα καὶ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 256, line 12

δία.» Ταύτῃ τοί φησιν· «Καὶ ὁ βασιλεὺς


ἦν φιλογύναιος· καὶ ἦσαν αὐτῷ ἄρχουσαι ψʹ καὶ
παλλακαὶ τʹ, καὶ ἔλαβε γυναῖκας Μωαβίτιδας καὶ
Ἀμμωνίτιδας. Σύρας, Ἰδουμαίας, Χετταίας καὶ
Ἀμοῤῥαίας ἐκ τῶν ἐθνῶν ὧν ἀπεῖπε Κύριος τοῖς
υἱοῖς Ἰσραήλ.»  – »Καὶ ἐγένετο ἐν καιρῷ γήρως
αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ μετὰ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ καθὼς ἡ καρδία Δαυῒδ τοῦ πατρὸς
367

αὐτοῦ. Καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι γυναῖκες τὴν


καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. Καὶ τότε ᾠκο-
δόμησε Σολομὼν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ – καὶ
τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ οὕτως ἐποίησε
ταῖς ἀλλοτρίαις γυναιξὶν αὐτοῦ πάσαις, αἵ (τινες)
ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. Καὶ ἐποίησε
Σολομὼν τὸ πονηρὸν 145 ἐνώπιον Κυρίου (καὶ) οὐκ
ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου (καθ)ὼς Δαυῒδ ὁ πατὴρ αὐ-
τοῦ. Καὶ ὠργίσθη Κύριος ἐπὶ Σολομὼν, ὅτι ἐξέκλινε
καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέν-
τος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ – μὴ πορεύε-
σθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων» παράπαν. Καὶ εἶπε
Κύριος πρὸς αὐτόν·

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 256, line 16

Ἀμοῤῥαίας ἐκ τῶν ἐθνῶν ὧν ἀπεῖπε Κύριος τοῖς


υἱοῖς Ἰσραήλ.»  – »Καὶ ἐγένετο ἐν καιρῷ γήρως
αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ μετὰ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ καθὼς ἡ καρδία Δαυῒδ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ. Καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι γυναῖκες τὴν
καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. Καὶ τότε ᾠκο-
δόμησε Σολομὼν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ – καὶ
τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ οὕτως ἐποίησε
ταῖς ἀλλοτρίαις γυναιξὶν αὐτοῦ πάσαις, αἵ (τινες)
ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. Καὶ ἐποίησε
Σολομὼν τὸ πονηρὸν 145 ἐνώπιον Κυρίου (καὶ) οὐκ
ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου (καθ)ὼς Δαυῒδ ὁ πατὴρ αὐ-
τοῦ. Καὶ ὠργίσθη Κύριος ἐπὶ Σολομὼν, ὅτι ἐξέκλινε
καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέν-
τος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ – μὴ πορεύε-
σθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων» παράπαν. Καὶ εἶπε
Κύριος πρὸς αὐτόν· «Ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξας
τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα, ἃ ἐνετειλάμην
σοι, διαῤῥήσσων διαῤῥήξω τὴν βασιλείαν σου ἐκ τῶν
χειρῶν σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου. Πλὴν
(35b) ἐν ταῖς ἡμέραις σου τοῦτο οὐ ποιήσω διὰ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 256, line 18

αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ μετὰ Κυρίου


τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ καθὼς ἡ καρδία Δαυῒδ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ. Καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι γυναῖκες τὴν
καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. Καὶ τότε ᾠκο-
δόμησε Σολομὼν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ – καὶ
τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ οὕτως ἐποίησε
368

ταῖς ἀλλοτρίαις γυναιξὶν αὐτοῦ πάσαις, αἵ (τινες)


ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. Καὶ ἐποίησε
Σολομὼν τὸ πονηρὸν 145 ἐνώπιον Κυρίου (καὶ) οὐκ
ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου (καθ)ὼς Δαυῒδ ὁ πατὴρ αὐ-
τοῦ. Καὶ ὠργίσθη Κύριος ἐπὶ Σολομὼν, ὅτι ἐξέκλινε
καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέν-
τος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ – μὴ πορεύε-
σθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων» παράπαν. Καὶ εἶπε
Κύριος πρὸς αὐτόν· «Ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξας
τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα, ἃ ἐνετειλάμην
σοι, διαῤῥήσσων διαῤῥήξω τὴν βασιλείαν σου ἐκ τῶν
χειρῶν σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου. Πλὴν
(35b) ἐν ταῖς ἡμέραις σου τοῦτο οὐ ποιήσω διὰ
Δαυῒδ τὸν δοῦλόν μου καὶ πατέρα σου, καὶ διὰ Ἱε-
ρουσαλὴμ τὴν πόλιν (μου) ἣν ἐξελεξάμην.» Καὶ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 256, line 50

μηθείας, ἐν εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ διῆγε, πάντας ἔχων


ὑποκειμένους καὶ δασμὸν κομίζοντας ὅτι μάλιστα.
Ἐπειδὴ δὲ ταύτης ἐγυμνώθη, τοῖς δυσμενέσιν ἐπι-
χείρητος γέγονε· ἀληθῶς ὄντως «φοβερὸν τὸ
ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος.» Ὥσπερ γὰρ
ἔλεος αὐτοῦ ἄῤῥητος, οὕτω καὶ ἡ κόλασις ἀνυπόστα-
τος. Ὅτι δὲ τοῖς εἰδώλοις ἐλάτρευσε καταλείψας τὸν
ὄντως ὄντα Θεὸν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαυῒδ, [εὔδηλον]
ἐξ ὧν καὶ Ἀχίας ὁ προφήτης φησὶ πρὸς τὸν Ἰε-
ροβοὰμ (οὕτως)· «Τάδε λέγει Κύριος· Ἰδοὺ ἐγὼ
ῥήσσω τὴν βασιλείαν Σολομῶντος, καὶ δώσω σοι  
τὰ ιʹ σκῆπτρα· καὶ δύο σκῆπτρα δώσω αὐτῷ διὰ
Δαυῒδ τὸν δοῦλόν μου καὶ Ἱερουσαλὴμ τὴν 146 πό-
λιν μου, ἣν ἐξελεξάμην ἐκ πασῶν φυλῶν Ἰσραὴλ,
ἀνθ' ὧν ἐγκατέλειπέ με καὶ ἐδούλευσε τῇ Ἀστάρτῃ,
βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ τῷ Χαμὼς, εἰδώλῳ Μωὰβ,
καὶ τῷ Μελχὼμ, προσοχθίσματι υἱῶν Ἀμών.»
(7) Ἡ μὲν οὖν Ἀστάρτη ἐστὶν ἡ παρ' Ἕλλησιν
Ἀφροδίτη λεγομένη (ἐκ τοῦ ἄστρου τὴν ἐπωνυμίαν
πεποιηκόσιν· αὐτῆς γὰρ εἶναι τὸν Ἑωσφόρον μυ-
θολογοῦσιν). Ὁ δὲ Χαμὼς θεὸς ἦν Τυρίων.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 264, line 29

τῷ λαῷ σκληρὰ, ἀπέστη ὁ Ἰσραὴλ ἀπ' αὐτοῦ καὶ


369

ἀπῆλθε. Καὶ αἱ μὲν βʹ φυλαὶ, Ἰούδας καὶ Βενιαμὶν,


ἔμειναν μετ' αὐτοῦ ἐν Ἰερουσαλὴμ, αἱ δὲ 151 λοι-
παὶ δέκα ἀπῆλθον ἐν Σαμαρίᾳ καὶ ἐβασίλευσαν ἐπ'
αὐτοὺς Ἱεροβοὰμ, τὸν δοῦλον Σολομῶντος. Κἀντεῦ-
θεν αἱ δύο φυλαὶ προσηγορεύθησαν Ἰούδας διὰ τὴν
μεγάλην βασιλικὴν φυλὴν Ἰούδα, αἱ δὲ λοιπαὶ ιʹ
Ἰσραὴλ καὶ Ἐφραῒμ, διά τε τὸ πλῆθος καὶ διὰ τὸ
τὸν Ἱεροβοὰμ ἐκ τῆς φυλῆς Ἐφραῒμ τυγχάνειν,
υἱοῦ Ἰωσήφ.
(2) Καὶ ἐποίησε Ῥοβοὰμ, υἱὸς Σολομῶντος, τὸ
πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου ὡς ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ
ἀπέθανεν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ. (3) Ἐφ' οὗ Σου-
σακεὶμ ὁ Αἰγυπτίων βασιλεὺς τὴν Ἱερουσαλὴμ
ἑλὼν, ἀφείλατο τὰ ἐν τῷ ναῷ καὶ ἐν τοῖς βασιλείοις
χρήματα, καὶ χρυσᾶ δόρατα, καὶ τοὺς χρυσοῦς
θυρεοὺς, ἀνθ' ὧν ἐγένοντο χαλκοῖ.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 305, line 13

Καὶ αἱ μὲν ιʹ φυλαὶ καθιστῶσιν ἐφ' ἑαυτῶν τὸν


Ἱεροβοὰμ, τὸν τοῦ Ναβὰτ καὶ Σαρίρας, γυναικὸς
ἑταίρας, υἱὸν, ἐκ φυλῆς ὁρμώμενον τῆς Ἐφραῒμ,
βασιλέα, παραμένουσι δὲ τῷ Ῥοβοὰμ ἡ τοῦ Ἰούδα
καὶ Βενιαμὶν φυλή. Ἐξ ἐκείνου διαιρεθεὶς ὁ λαὸς, 181 ἴδιον ἕκαστον μέρος καὶ τὸ
ὄνομα καὶ τὸν
τῆς βασιλείας οἶκον ἐκέκτητο. καθὼς καὶ ἀνωτέρω εἰρήκαμεν.
ΞΘʹ. Ἀρχὴ τῶν ἐν Σαμαρείᾳ βασιλέων.
Ἀρχὴ τῆς βασιλείας Ἱεροβοάμ. Μετὰ δὲ τὴν
διαίρεσιν τῶν ιʹ σκήπτρων, ἐβασίλευσεν Ἱεροβοὰμ,
ὡς εἴρηται, υἱὸς Ναβὰτ, ἐκ φυλῆς Ἐφραῒμ, ὁ δοῦλος
Σολομῶντος καὶ ἀποστάτης, ἀποστήσαντος τοῦ
Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ· καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐν-
ώπιον Κυρίου, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ὁ Θεὸς, καὶ ἀπ-
έθανεν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ, βασιλεύσας ἔτη
μβʹ. (2) Ποιήσας γὰρ δαμάλεις χρυσᾶς βʹ καὶ τὴν
μὲν στήσας ἐν Βαιθὴλ, τὴν δὲ ἐν Δὰν, ἔφη πρὸς τὸν
λαόν· «Ἱκανούσθω ὑμῖν ἀναβαίνειν εἰς Ἱερουσα-
λήμ· ἰδοὺ οἱ θεοί σου, Ἰσραὴλ, οἱ ἀναγαγόντες σε
ἐκ γῆς Αἰγύπτου·» καὶ ἐξήμαρτεν αὐτοῖς ἁμαρτίαν
μεγάλην, καὶ ἐπορεύθησαν υἱοὶ Ἰσραὴλ
370

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 464, line 3

δομῆς καὶ Ἀγγαῖος φάσκει· «Τῷ δευτέρῳ ἔτει


ἐπὶ Δαρείου – ἐλάλησε Κύριος – πρός με λέγων· Εἰπὸν
δὴ πρὸς Ζοροβάβελ, καὶ πρὸς Ἰησοῦν τὸν ἱερέα,
καὶ πρὸς πάντας τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ λέγων·
Τίς ἐξ ὑμῶν, ὃς εἶδε τὸν οἶκον τοῦτον ἐν τῇ δόξῃ
αὐτοῦ τῇ ἔμπροσθεν; καὶ πῶς νῦν βλέπετε αὐτὸν
ὡς οὐχ ὑπάρχοντα ἐνώπιον ὑμῶν; Καὶ νῦν κατί-
σχυε, Ζοροβάβελ, καὶ Ἰησοῦ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς, καὶ  
οἰκοδομήσατε τὸν οἶκον, καὶ εὐδοκήσω ἐν αὐτῷ» –  
»καὶ ἔσται ἡ δόξα τοῦ οἴκου τούτου ἡ ἐσχάτη
ὑπὲρ τὴν πρώτην, λέγει Κύριος.» Ὥσπερ τοίνυν Σολομὼν τῆς πρώτης τοῦ ναοῦ
οἰκοδομῆς γέγονε
δομήτωρ, οὕτω καὶ «Ζοροβάβελ ἐθεμελίωσε τὸν οἶκον τοῦτον· καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ
ἐπιτελέσουσιν αὐ-
τόν.» Εἰ μὲν οὖν ἔμελλε πάλιν ἀναστήσεσθαι, εἶπεν ἂν ὁ προφήτης· «Καὶ ἔσται ἡ
δόξα τοῦ οἴκου τού-
του (79a) ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν ἔμπροσθεν.» Τῷ δὲ εἰπεῖν «ὑπὲρ τὴν πρώτην,» τὴν
δευτέραν ἐσχάτην
ὑπέφηνε καὶ τελευταίαν. Ὡς γὰρ οὐκ ἔστι τῆς πρώτης προτέρα, οὕτως οὐδὲ τῆς
ἐσχάτης ἐσχατωτέρα·
ὥστε οὖν, εἰ μὲν εἶπεν· «Ἡ δευτέρα ὑπὲρ τὴν πρώτην, εἰκὸς ἦν» τρίτην οἰκοδομὴν
προσδοκᾷν· εἰ δὲ
τὴν δευτέραν ἐσχάτην ἐκάλεσε, (τὴν) τελευταίαν ἐκείνην οἰκοδομὴν προφανῶς τῆς
πόλεως καὶ τοῦ ναοῦ παρεδήλωσε.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 732, line 6

ἀμφοτέρων τῶν κακῶν τούτων κολάζειν τὴν ἀμετρίαν


καὶ ἐλεύθερον εἶναι, μήτε εἰς δουλοπρέπειαν κατα-
πίπτοντα. Πρὸς μὲν γὰρ χρηστοὺς ταπεινὸν ὑπάρ-
χειν χρὴ, πρὸς δὲ θρασεῖς ὑψηλόν· ἐπείπερ οἱ μὲν
ἀρετὴν εἶναι τὴν ἐπιείκειαν ἡγοῦνται, οἱ δὲ ἀνδρείαν  
τὴν θρασύτητα, ἐκείνοις μὲν τὴν ταπεινοφροσύνην
δέον προσφέρειν, τούτοις δὲ τὴν ἀνδρείαν σβεννύου-
σαν αὐτῶν τὴν ἀπὸ θρασύτητος δόξαν, ἵνα τοὺς μὲν
ὠφελήσῃ, τῶν δὲ ταπεινώσῃ τὸ φρόνημα.»
(12) Ὅπερ οὖν καὶ ὁ μέγας Βασίλειος δηλῶν
ἔλεγε· «Τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος φήσαντος·
»Καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι,» εἰδέναι χρὴ, ὅτι
καὶ ταπεινότητος, καὶ ἐξουσίας, καὶ ἐλέγχου, καὶ
παρακλήσεως, καὶ φειδοῦς, καὶ παῤῥησίας, καὶ
χρηστότητος, καὶ ἀποτομίας, καὶ ἅπαξ ἁπλῶς παν-
371

τὸς πράγματος καιρός ἐστιν ἴδιος, ὥστε ποτὲ μὲν


τὰ τῆς ταπεινότητος δεικνύειν καὶ μιμεῖσθαι τῇ τα-
πεινώσει τὰ παιδία κατὰ τὴν Κυριακὴν φωνὴν,
ποτὲ δὲ τῇ ἐξουσίᾳ κεχρῆσθαι «ἣν ἔδωκεν ὁ Θεὸς
εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν,» ὅταν ἡ χρεία
ἐπιζητῇ τὴν παῤῥησίαν·

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 808, line 29

σει πάντα ληϊσάμενος καὶ Γελίμερον κρατήσας


ἀνήγαγεν ἐν τῇ πόλει μετὰ πλούτου πολλοῦ καὶ
ἐθριάμβευσεν 549 ἐν τῷ Ἱππικῷ ὑπατείαν ποιή-
σας ἐν τῇ πόλει, ὥστε Ἰουστινιανὸν ἐν μὲν τῷ
ἑνὶ μέρει τοῦ νομίσματος ἑαυτὸν ἐγχαράξαι, ἐν δὲ
τῷ ἑτέρῳ Βελισάριος ἔνοπλον καὶ ἐπιγράψαι «Βελι-
σάριος ἡ δόξα τῶν Ῥωμαίων.»
(12) Ἀλλ' οἷα τὰ τοῦ φθόνου ἐν μεγάλῃ εὐδαι-
μονίᾳ εἰώθει ποιεῖν, ὤδινε καὶ εἰς Βελισάριον. Δια-
βληθεὶς γὰρ μετέστη τῆς ἀρχῆς καὶ τῆς δόξης καὶ
Σολομὼν ἀντ' αὐτοῦ στρατηγὸς ἐπέμφθη, ὃς τὰ
κτηθέντα παρὰ Βελισαρίου φυλάξασθαι μὴ δυνη-
θεὶς, τοῖς Οὐανδάλοις πάντα παρεχώρησεν.
(13) Οὗτος γὰρ ὁ [Γελίμερ] Βελισάριον εἰς ὄρος ἐκ-
φεύγων, ὡς εἴρηται, ὀχυρὸν ἔθνους τῶν Μαυρουσίων
παρ' αὐτοῖς δὲ οὔτε ἄρτος, οὔτε οἶνος, οὔτε ἔλαιον
γεωργεῖται, ἀλλὰ κριθὰς καὶ ὀλύρας ὡς ἄλογα ζῶα
ἑφθὰ σιτίζονται. Γράφει οὖν πρὸς Φαρὰν Γελίμερ,
ὃν Βελισάριος κατέλιπε φυλάσσοντα αὐτὸν, πεμφθῆναι
αὐτῷ ἄρτον, καὶ σπόγγον, καὶ κιθάραν.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 989, line 24

Γραφῇ καὶ λίαν ἀγνώριστον. Τί οὖν πρὸς ταῦτα


φήσειέν τις; Ὅτι σοφίας Θεοῦ «ἀδιεξέταστοι
λόγοι,» καὶ «ὁ μωρὸς μωρὰ λαλήσει·» ἀμαθὴς
γὰρ σφόδρα καὶ ληρώδης ὑπάρχων οὐκ ᾔδει πάν-
τως τὰ χρυσότευκτα ἐκεῖνα Χερουβὶμ, ἅπερ ὁ ἱερο-
φάντης Μωϋσῆς Θεοῦ προστεταχότος ἐτεκτήνατο καὶ
ἡ 687 παλαιὰ καὶ ἔννομος σκηνὴ καθύπερθε τῆς
κιβωτοῦ ἔφερεν, ἃ δὴ οὐ παρὰ Ἰουδαίοις μόνον δε-
δόξασται, ἀλλὰ καὶ τῆς χάριτος ὁ κήρυξ Χερουβὶμ
δόξης ἀποκαλεῖ σαφῶς ἤτοι τὰ δεδοξασμένα· ἔτι
γε μὴν καὶ ὅσα ἡ Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία
καὶ τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζεκιὴλ ὦπται καὶ εἴ τι τοιοῦ-
τον κατὰ τὰς ἱερὰς Βίβλους ἱστόρηται καὶ τετί-
μηται, ἅπερ οὐκ ἔφριξεν ὁ βέβηλος ἐν εἰδώλων
372

μοίρᾳ θεῖναι, ὡς ἀθετεῖν μᾶλλον ἢ προσίεσθαι


τὰς θείας Γραφὰς προελόμενος, ἐξ ὧν λοιπὸν καὶ
Ἰουδαίων ἀπιστότερος καὶ ἀγνωμονέστερος εἰκότως
νομισθείη σὺν τοῖς ὁμόφροσιν αὐτοῦ· ἄξια γὰρ
τῆς ἑαυτῶν βδελυρίας, ἀπιστίας τε καὶ ἀλογίας
φρονήσαντες καὶ ἐκφωνήσαντες.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 204, line 12

παρεσιώπησεν, ἡ δὲ ἄγραφος συνήθεια τοῦ μὲν Ἰησοῦ κζʹ, τῶν δὲ πρες-


βυτέρων ιηʹ παρέδωκε· καὶ οὕτω σχεδὸν πάντες ὁμοφωνοῦσιν. Εὐσέβιος
δὲ μόνος ὁ Καισαρεὺς τὰ τῶν πρεσβυτέρων οὐ παρέλαβεν, ὁ δὲ Ἀφρικανὸς
ἔτη λʹ αὐτοῖς ἀπένειμεν, ᾧ πλεῖστα κατεγκαλεῖ ὁ Εὐσέβιος ὡς μεγάλα,
φησί, διαμαρτόντι καὶ τολμηροτάτῳ πράγματι ἐπικεχειρηκότι, πρὸς τού-
τοις ἄλλα οʹ ἔτη, τὰ μʹ μὲν τὰ τῆς ἀναρχίας, λʹ δὲ τὰ τῆς εἰρήνης οἴκοθεν
παρεμβαλόντι, τὰ ὅλα ρʹ. ἀλλ' ὁ μὲν Ἀφρικανὸς περὶ τούτων ὡς διαφω-
νουμένων ἐν τέλει τοῦ εʹ λόγου καθομολογεῖ.
 Ὁ δὲ Εὐσέβιος τὰ παρὰ τῷ θείῳ ἀποστόλῳ ἐν ταῖς πράξεσι τῶν κριτῶν
ἔτη υνʹ συστῆσαι βουληθεὶς συνεχρήσατο τούτων τισί, διαπορεῖ μέντοι
λέγων τὰ μετὰ τὴν Μωυσέως τελευτὴν ἄλλως κεῖσθαι μέχρι Σολομῶνος
καὶ τῆς τοῦ ἱεροῦ ἐπισκευῆς ἐν τῷ γʹ τῶν βασιλειῶν. λέγει γάρ· καὶ
ἐγενήθη ἐν τῷ υμʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῆς ἀπ' Αἰγύπτου ἤρξατο οἰκοδομεῖν
Σολομὼν τὸν ναόν. τὸ δὲ Ἑβραϊκόν· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ υʹ καὶ πʹ ἔτει. ταῦ-
τα δέ, φησίν, οἱ τῶν Ἰουδαίων διδάσκαλοι ἀκριβῶς συνάγεσθαι ἔλεγον
μόνης τῆς τῶν ἐξ Ἰσραὴλ κριτῶν χρονοκρατίας ἀριθμουμένης καὶ μὴ λο-
γιζομένης ἰδίως τῆς τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλὰ τῆς τῶν κριτῶν συννοουμένης·
ὅπερ οὐ συνᾴδει τῇ ἱερᾷ τῶν κριτῶν βίβλῳ. τόν γε μὴν ἱερὸν ἀπόστολόν
φησιν υνʹ ἔτη τῶν κριτῶν οὐκ ἀκριβολογούμενον εἰπεῖν, ἀλλ' ἐκδοχῇ κοινο-
τέρᾳ. ἐὰν οὖν κατὰ τὸν ἀπόστολον τὰ τῶν κριτῶν υνʹ ἔτη καὶ τὰ ἐπὶ τῆς
ἐρήμου μʹ ἔτη Μωυσέως Ἰησοῦ τε κζʹ καὶ τῶν μετὰ Ἰησοῦν πρεσβυτέρων

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 204, line 24

ἐγενήθη ἐν τῷ υμʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῆς ἀπ' Αἰγύπτου ἤρξατο οἰκοδομεῖν
Σολομὼν τὸν ναόν. τὸ δὲ Ἑβραϊκόν· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ υʹ καὶ πʹ ἔτει. ταῦ-
τα δέ, φησίν, οἱ τῶν Ἰουδαίων διδάσκαλοι ἀκριβῶς συνάγεσθαι ἔλεγον
μόνης τῆς τῶν ἐξ Ἰσραὴλ κριτῶν χρονοκρατίας ἀριθμουμένης καὶ μὴ λο-
γιζομένης ἰδίως τῆς τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλὰ τῆς τῶν κριτῶν συννοουμένης·
ὅπερ οὐ συνᾴδει τῇ ἱερᾷ τῶν κριτῶν βίβλῳ. τόν γε μὴν ἱερὸν ἀπόστολόν
φησιν υνʹ ἔτη τῶν κριτῶν οὐκ ἀκριβολογούμενον εἰπεῖν, ἀλλ' ἐκδοχῇ κοινο-
τέρᾳ. ἐὰν οὖν κατὰ τὸν ἀπόστολον τὰ τῶν κριτῶν υνʹ ἔτη καὶ τὰ ἐπὶ τῆς
ἐρήμου μʹ ἔτη Μωυσέως Ἰησοῦ τε κζʹ καὶ τῶν μετὰ Ἰησοῦν πρεσβυτέρων
ιηʹ, καὶ ἔτι Ἡλεὶ τοῦ ἱερέως κʹ, Σαμουὴλ κʹ καὶ Σαοὺλ μʹ, Δαβίδ τε μʹ
373

καὶ Σολομῶνος δʹ συναριθμήσωμεν, ἔσται ὁ πᾶς ἀπὸ τῆς ἐξόδου χρόνος


ἐπὶ τὴν τοῦ ναοῦ κατασκευὴν ἐτῶν χνθʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον χʹ καὶ κατὰ
Ἀφρικανὸν ὑπὲρ τὰ ψμʹ. καθ' ἕκαστον δὲ τῶν τριῶν τούτων ἀριθμὸν αἵ
τε ἐκ φυλῆς Ἰούδα αἵ τε ἐκ φυλῆς Λευὶ διαγενόμεναι γενεαὶ ἢ καὶ μεριζό-
μεναι ἀπίθανον ἕξουσι τὴν παιδοποιίαν. ἀπὸ γὰρ Ἀβραὰμ ἕως Δαβὶδ γε-
νεαὶ ιδʹ. τούτων θʹ ἦν ἐπὶ Μωυσέως ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθ' ἣν ἐγνωρίζετο
Ναασσὼν υἱὸς Ἀμιναδὰμ ἄρχων φυλῆς Ἰούδα, οὗ τὴν ἀδελφὴν Ἐλισάβετ
Ἀαρὼν ἀρχιερεὺς ἔγημεν· ὃς ἐν τῇ ἐρήμῳ τελευτᾷ. ἀπὸ Ναασσὼν δὲ ἕως  
Δαβὶδ γενεαὶ εʹ οὕτως· Σαλμὼν υἱὸς Ναασσών, ὃς ἠγάγετο Ῥαὰβ τὴν
πόρνην ἐπὶ Ἰησοῦ, ἐγέννησε τὸν Βοόζ, Βοὸζ δὲ τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ,
Ὠβὴδ δὲ τὸν Ἰεσσαὶ καὶ Ἰεσσαὶ τὸν Δαβίδ· πῶς οὖν δυνατὸν τὰς ἀπὸ

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 205, line 15

νας ἀπὸ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἐν χʹ ἔτεσιν ἕως Δαβίδ; ἔσται γὰρ ἕκαστος ρκʹ
ἐτῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς παιδοποιίας, ἵνα τὰ χʹ τυχὸν ἐπ' ἴσης μερίσωμεν.
οὐ μόνον δὲ αἱ ἐξ Ἰούδα εʹ γενεαὶ ἀπὸ Ναασσὼν ἕως Δαβὶδ κολοβῶσαι
τοὺς χρόνους τῶν υνʹ ἐτῶν ἀναγκάζουσιν, ἀλλὰ καὶ οἱ τῶν κατὰ τοὺς αὐ-
τοὺς χρόνους ἀρχιερατευσάντων ϛʹ ἀπὸ Ἐλεαζάρου τοῦ ἱερέως καὶ Ἰησοῦ
ἕως τοῦ Σαμουὴλ χρόνοι ἥττονες ὀφείλοντες εἶναι. μετὰ γὰρ τὸν Ἀαρὼν καὶ
Ἐλεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ Φινεὲς ἀρχιεράτευσε, μεθ' ὃν Ἀβιούδ, εἶτα Μοχθεὶ
καὶ Ὀζεὶ καὶ Ἡλεὶ καὶ Ἀχιτώβ. ὥστε ἐκ πάντων δείκνυσθαι, φησίν, ἀναγ-
καῖον τὸ ὑπεξαιρεῖν τὰς τοῦ Ἰσραὴλ δουλείας, ἤτοι τὰς τῶν ἀλλοφύλων
ρκʹ, ἵνα καὶ αἱ γενεαὶ προσφόρως καὶ τὰ υμʹ ἔτη ἀπὸ τῆς ἐξόδου ἐπὶ τὴν
τοῦ ναοῦ κατασκευὴν καὶ Σολομῶνα, κατὰ τὴν τρίτην τῶν βασιλειῶν, συν-
αντήσωσιν. ἐγὼ δὲ τῷ θείῳ Παύλῳ καὶ τῇ βίβλῳ τῶν κριτῶν ἕπομαι.
 Τὰ κατὰ Ἀφρικανὸν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τέλους τῶν κριτῶν καὶ ἀρχῆς Ἡλεὶ
τοῦ ἱερέως ἔτη ͵δςϙβʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον τὸν Παμφίλου ͵δμδʹ, κατὰ δὲ
τὴν ἀκριβῆ καὶ εὐαγγελικὴν παράδοσιν καὶ τόδε τὸ χρονογράφιον ͵δτνβʹ.
τὰ δὲ υνʹ ἔτη τῶν κριτῶν κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον ἀπὸ τοῦ ͵γϡβʹ ἔτους
τοῦ κόσμου ἐπὶ τὸ πρῶτον ἔτος Ἡλεὶ πληροῦται, ἑνὸς ἔτους ὑπολειπομέ-
νου, ὅπερ Ἀφρικανὸς τὸν Σεμείγαρ λέγει κρατῆσαι τὸν Ἰσραὴλ τῆς γρα-
φῆς οὐκ εἰπούσης χρόνον.
 Ἡλεὶ ἱερεὺς ἡγήσατο τοῦ Ἰσραὴλ ἔτη κʹ κατὰ τοὺς οʹ, κατὰ δὲ τὸ
Ἑβραϊκόν, ᾧ καὶ Εὐσέβιος ἠκολούθησεν, ἔτη μʹ,

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 212, line 8

δοῦς τῆς ἐκείνου θυγατρὸς μετὰ τὰ Τρωικὰ ἔτεσιν ρλγʹ. ἐκαλεῖτο δὲ πρὸ
τούτου Ὀριγώ.
 Τρίτοι ἐθαλασσοκράτησαν Θρᾷκες ἔτη οθʹ.  
 Θρᾷκες ἀπὸ Στρυμῶνος διαβάντες κατέσχον τὴν νῦν Βιθυνίαν, τότε δὲ
Βεβρυκίαν καλουμένην.
 Θρᾷκες ἐθαλασσοκράτουν.
 Τέταρτοι ἐθαλασσοκράτησαν Ῥόδιοι, κατὰ δέ τινας πέμπτοι, ἔτη κγʹ.
 Κατὰ δέ τινας Ὅμηρος ἤκμαζε.
 Φρύγες πέμπτοι ἐθαλασσοκράτησαν ἔτη κεʹ, κατὰ δέ τινας ϛʹ.
374

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ

 Σολομὼν υἱὸς Δαβὶδ ἐβασίλευσε τοῦ Ἰσραὴλ ἔτη μʹ. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵δυοʹ.
 Αὐτὸς τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ πρῶτον ναὸν ᾠκοδόμησε τῷ βʹ ἔτει τῆς βασι-
λείας αὐτοῦ, ἔνθα ὁ Δαβὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν Σιὼν ἐπήξατο, σὺν αὐτῷ
καὶ βασιλικοὺς οἴκους ἐκπρεπῶς δειμάμενος· πάντας τε τοὺς πλησιοχώ-
ρους βασιλεῖς δωροφόρους ἐκτήσατο.
 Οὗτος ἐν σοφίᾳ θείᾳ καὶ ἀνθρωπίνῃ πλούτῳ τε καὶ δόξῃ πάντας τοὺς πρὸ
αὐτοῦ ὑπερῆρε, μέγας καὶ θεοφιλὴς ἐν νεότητι φανεὶς ἕως τοῦ παρατρα-
πῆναι εἰς γυναικομανίαν. οὗ τὴν σοφίαν βασίλισσα νότου πόρρωθεν ἦλθεν
ἀκοῦσαι, καὶ πολλοῖς προβλήμασι καὶ αἰνίγμασι τοῦτον πειράσασα πάν-
των ηὗρεν ἀνώτερον· ὅθεν καὶ τὴν νομικὴν πολιτείαν ἐξ αὐτοῦ μαθοῦσα

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 213, line 1

καὶ βασιλικοὺς οἴκους ἐκπρεπῶς δειμάμενος· πάντας τε τοὺς πλησιοχώ-


ρους βασιλεῖς δωροφόρους ἐκτήσατο.
 Οὗτος ἐν σοφίᾳ θείᾳ καὶ ἀνθρωπίνῃ πλούτῳ τε καὶ δόξῃ πάντας τοὺς πρὸ
αὐτοῦ ὑπερῆρε, μέγας καὶ θεοφιλὴς ἐν νεότητι φανεὶς ἕως τοῦ παρατρα-
πῆναι εἰς γυναικομανίαν. οὗ τὴν σοφίαν βασίλισσα νότου πόρρωθεν ἦλθεν
ἀκοῦσαι, καὶ πολλοῖς προβλήμασι καὶ αἰνίγμασι τοῦτον πειράσασα πάν-
των ηὗρεν ἀνώτερον· ὅθεν καὶ τὴν νομικὴν πολιτείαν ἐξ αὐτοῦ μαθοῦσα
τὸν ὑπ' αὐτῇ συνετῶς ἐξεπαίδευσε λαόν.
 Ἐπ' αὐτοῦ προεφήτευον Νάθαν καὶ Ἀχιὰς ὁ Σιλωνίτης Σαμμαίας τε
καὶ Ἀδδὼ καὶ Σαδώκ.  
 Σολομὼν τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ ναὸν ἀρξάμενος κτίζειν ἀπὸ δευτέρου ἔτους
τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ὅπερ ἦν ιδʹ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, ἐν ζʹ ἔτεσιν ἐτελείωσεν
ὀγδόῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, κʹ δὲ ἔτει τῆς ζωῆς αὐτοῦ. εἰσὶν οὖν
ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως ηʹ ἔτους αὐτοῦ ἔτη ͵δυοηʹ, κατὰ δὲ τὸν Ἀφρικανὸν
͵δυνζʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον ͵δροʹ.
 Ἐκ δὲ τῶν θείων γραφῶν ἔξεστι καταμαθεῖν τῷ βουλομένῳ τὴν τοῦ
ἡμετέρου λόγου ἀκρίβειαν.
 Ἑβραίων ἀρχιερεὺς ηʹ ἀπὸ Ἀαρὼν Σαδὼκ ἐγνωρίζετο κατὰ τὸν Εὐσέβιον,
κατὰ δὲ τὸν ἀκριβῆ λόγον ιαʹ ἐστὶν ὁ Σαδὼκ ἀπὸ Ἀαρὼν οὕτως· αʹ Ἀαρών,
βʹ Ἐλεάζαρ, γʹ Φινεές, δʹ Ἀβιούδ, εʹ Βοχεί, ϛʹ Ὀζεί, ζʹ Ἡλεί, ηʹ Ἀχι-
τώβ, θʹ Σαμουήλ, ιʹ Ἀβιάθαρ, ιαʹ Σαδώκ.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή.


P. 213, line 20

βʹ Ἐλεάζαρ, γʹ Φινεές, δʹ Ἀβιούδ, εʹ Βοχεί, ϛʹ Ὀζεί, ζʹ Ἡλεί, ηʹ Ἀχι-


τώβ, θʹ Σαμουήλ, ιʹ Ἀβιάθαρ, ιαʹ Σαδώκ.
 Ὁ Τυρίων βασιλεὺς ἀπέστειλε Σολομῶνι πρὸς βοήθειαν τῆς οἰκοδομῆς
τοῦ ναοῦ μυριάδας ἀνδρῶν ηʹ.
375

 Σιράμου τοῦ Τυρίων βασιλέως θυγατέρα ἔγημε ὁ Σολομών, ὡς Τατια-


νὸς ἱστορεῖ.

Ἰωσήππου ἐκ τῆς Φοινίκων μαρτυρίας περὶ τῆς


Τυρίων βασιλείας καὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ

 Ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλλων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ


γραφέντα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπιμελῶς, ἐν οἷς γέγραπται ὅτι ὁ ἐν
Ἱεροσολύμοις ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶτ-
τον ρμγʹ καὶ μησὶν ηʹ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχηδόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ'
ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατασκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν. Σίρωμος
γὰρ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς φίλος ἦν τοῦ βασιλέως ἡμῶν Σολομῶνος, πα-
τρικὴν φιλίαν πρὸς αὐτὸν διαδεξάμενος. οὗτος οὖν συμφιλοτιμούμενος εἰς
τὴν τοῦ κατασκευάσματος τῷ Σολομῶνι λαμπρότητα χρυσίου μὲν κʹ καὶ
ρʹ ἔδωκε τάλαντα, τεμὼν δὲ καλλίστην ὕλην ἐκ τοῦ ὄρους, ὃ καλεῖται
Λίβανος, εἰς τὸν ὄροφον ἀπέστειλεν. ἀντεδωρήσατο δὲ αὐτῷ ὁ Σολομὼν  
ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ διττὰ καὶ χώραν τῆς Γαλιλαίας ἐν τῇ Χαβόλῳ λε-
γομένῃ. μάλιστα δ' αὐτοὺς εἰς φιλίαν ἡ τῆς σοφίας συνήγαγεν ἐπιθυμία.
προβλήματα γὰρ ἀλλήλοις ἀντέστελλον λύειν κελεύοντες, καὶ κρείττων

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή.


P. 213, line 23

τοῦ ναοῦ μυριάδας ἀνδρῶν ηʹ.


 Σιράμου τοῦ Τυρίων βασιλέως θυγατέρα ἔγημε ὁ Σολομών, ὡς Τατια-
νὸς ἱστορεῖ.

Ἰωσήππου ἐκ τῆς Φοινίκων μαρτυρίας περὶ τῆς


Τυρίων βασιλείας καὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ

 Ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλλων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ


γραφέντα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπιμελῶς, ἐν οἷς γέγραπται ὅτι ὁ ἐν
Ἱεροσολύμοις ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶτ-
τον ρμγʹ καὶ μησὶν ηʹ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχηδόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ'
ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατασκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν. Σίρωμος
γὰρ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς φίλος ἦν τοῦ βασιλέως ἡμῶν Σολομῶνος, πα-
τρικὴν φιλίαν πρὸς αὐτὸν διαδεξάμενος. οὗτος οὖν συμφιλοτιμούμενος εἰς
τὴν τοῦ κατασκευάσματος τῷ Σολομῶνι λαμπρότητα χρυσίου μὲν κʹ καὶ
ρʹ ἔδωκε τάλαντα, τεμὼν δὲ καλλίστην ὕλην ἐκ τοῦ ὄρους, ὃ καλεῖται
Λίβανος, εἰς τὸν ὄροφον ἀπέστειλεν. ἀντεδωρήσατο δὲ αὐτῷ ὁ Σολομὼν  
ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ διττὰ καὶ χώραν τῆς Γαλιλαίας ἐν τῇ Χαβόλῳ λε-
γομένῃ. μάλιστα δ' αὐτοὺς εἰς φιλίαν ἡ τῆς σοφίας συνήγαγεν ἐπιθυμία.
προβλήματα γὰρ ἀλλήλοις ἀντέστελλον λύειν κελεύοντες, καὶ κρείττων
ἐν τούτοις ἦν ὁ Σολομὼν καὶ τὰ ἄλλα σοφώτερος.
376

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 214, line 16

ἐκεῖνοι πρὸς ἀλλήλους ἔγραφον. ὅτι δὲ οὐ λόγος ἐστὶν ὑπ' ἐμοῦ συγκείμε-
νος ὁ περὶ τῶν παρὰ τοῖς Τυρίοις γραμμάτων, παραθήσομαι μάρτυρα
δεξιὸν ἄνδρα περὶ τὴν Φοινικικὴν ἱστορίαν ἀκριβῆ γεγονέναι πεπιστευμέ-
νον Δίωνα.
 Οὗτος τοίνυν ἐν ταῖς περὶ Φοινίκων ἱστορίαις γράφει τὸν τρόπον τοῦτον.
Ἀβιβάλου τελευτήσαντος υἱὸς αὐτοῦ Σίρωμος ἐβασίλευσεν. οὗτος τὰ πρὸς
ἀνατολὰς μέρη τῆς πόλεως προσέχωσε καὶ μεῖζον τὸ ἄστυ ἐποίησε καὶ
τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐν ἴσῳ χώσας τὸν μεταξὺ τό-
πον συνῆψε τῇ πόλει καὶ χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν. ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν
Λίβανον ὑλοτόμησε πρὸς τὴν τῶν ἱερῶν κατασκευήν. τὸν δὲ τυραννοῦντα
Ἱεροσολύμων Σολομῶνα πέμψαι φασὶ πρὸς τὸν Σίρωμον αἰνίγματα καὶ παρ'
αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦν· τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα διακρῖναι τῷ λύσαντι χρήματα
ἀποτείνειν. ὁμολογήσαντα δὲ τὸν Σίρωμον καὶ μὴ δυνηθέντα λῦσαι τὰ αἰ-
νίγματα, πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον ἀναλῶσαι. εἶτα δι' Ἀβδάμο-
νόν τινα Τύριον ἄνδρα τά τε προτεθέντα λῦσαι καὶ αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν,
ἃ μὴ λύσαντα τὸν Σολομῶνα πολλὰ τῷ Σιρώμῳ προσαποτῖσαι χρήματα.
 Δίων μὲν οὕτως περὶ τῶν προειρημένων ἡμῖν μεμαρτύρηκεν. ἀλλὰ πρὸς
τοῦτο παραθήσομεν καὶ Μένανδρον τὸν Ἐφέσιον. γέγραφε δ' οὗτος τὰς
ἐφ' ἑκάστου τῶν βασιλέων πράξεις τὰς παρὰ τοῖς Ἕλλησι καὶ βαρβάροις
γενομένας, ὅς φησι περὶ Σιρώμου· τελευτήσαντος δὲ Ἀβιβάλου διεδέξατο
τὴν βασιλείαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Σίρωμος, ὃς βιώσας ἔτη νγʹ ἐβασίλευσεν λδʹ.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 215, line 11

 Σίρωμος ἔτη λδʹ. Βααλβάζερος υἱὸς ἔτη ιζʹ. Ἀβδάσταρτος υἱὸς ἐβασί-
λευσεν ἔτη θʹ. τοῦτον οἱ τῆς τροφοῦ αὐτοῦ τρεῖς παῖδες ἀνεῖλον· καὶ ἐβα-
σίλευσεν ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν· μεθ' ὃν Ἄσταρτος Ἐλεαστάρτου ιβʹ.
μεθ' ὃν Ἀσθάρυμος ἀδελφὸς αὐτοῦ ἔτη θʹ. ὃν ἀδελφὸς Φέλλης ἀνελὼν μῆ-
νας ηʹ ἐβασίλευσε. τοῦτον Εἰθόβαλος ὁ τῆς Ἀστάρτης βασιλεὺς κτείνας
ἐβασίλευσεν ἔτη λβʹ. μεθ' ὃν Βαλέζερος υἱὸς ἔτη ηʹ. τούτου Μέτηνος υἱὸς
ἔτη κεʹ. μεθ' ὃν Μυγδαλίων Φυσμανοῦν ἔτη μζʹ. τούτου ἔτει ζʹ ἡ ἀδελφὴ
αὐτοῦ Καρθάγενα φυγοῦσα ἐν Λιβύῃ πόλιν ἔκτισε Καρθάγεναν τὴν καὶ
Καρχηδόνα. ἔτει ιβʹ τῆς Σιρώμου βασιλείας ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸς ᾠκοδο-
μήθη. γίνονται ἔτη ἀπὸ τούτου ἕως Καρχηδόνος οἰκοδομῆς ρμγʹ, μῆνες ηʹ.
 Σολομὼν ἐλάτρευσε τῇ Ἀστάρτῃ, καταλείψας τὸν θεὸν καὶ τῷ Χαμὼς
βδελύγματι Μωαβιτῶν καὶ τῷ Μολὼχ Ἀμανιτῶν, γυναιξὶν ἐθνικαῖς ἀπα-
τηθείς. εἶχε γὰρ ἑπτακοσίας γαμετὰς Ἰσραηλίτιδάς τε καὶ ἐθνικάς, τρι-
ακοσίας δὲ παλλακάς. πάσας δὲ τὰς ἐθνικὰς παρὰ τὴν θείαν ἐντολὴν ἠγά-
γετο. ἕνα δὲ μόνον ἔσχεν ἄρσενα, καὶ τοῦτον ἐξ ἀλλοφύλου Ναάμας τῆς
Ἀμανίτιδος ἀνάξιον τῆς ἀρχῆς.
 Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεφήτευσε τῷ Ἱεροβωὰμ ὅτι βασιλεύσει τῶν ιʹ
φυλῶν, ὅπερ ἀκούσας Σολομὼν ἐζήτει ἀνελεῖν τὸν Ἱεροβωάμ. ὁ δὲ προς-
377

φυγὼν τῷ Σουσακεὶμ βασιλεῖ Αἰγύπτου γαμβρὸς αὐτοῦ γίνεται ἐπὶ θυ-


γατρί, καὶ μετὰ θάνατον Σολομῶντος κρατεῖ τῶν αὐτῶν ιʹ φυλῶν.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 215, line 18

Καρχηδόνα. ἔτει ιβʹ τῆς Σιρώμου βασιλείας ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸς ᾠκοδο-


μήθη. γίνονται ἔτη ἀπὸ τούτου ἕως Καρχηδόνος οἰκοδομῆς ρμγʹ, μῆνες ηʹ.
 Σολομὼν ἐλάτρευσε τῇ Ἀστάρτῃ, καταλείψας τὸν θεὸν καὶ τῷ Χαμὼς
βδελύγματι Μωαβιτῶν καὶ τῷ Μολὼχ Ἀμανιτῶν, γυναιξὶν ἐθνικαῖς ἀπα-
τηθείς. εἶχε γὰρ ἑπτακοσίας γαμετὰς Ἰσραηλίτιδάς τε καὶ ἐθνικάς, τρι-
ακοσίας δὲ παλλακάς. πάσας δὲ τὰς ἐθνικὰς παρὰ τὴν θείαν ἐντολὴν ἠγά-
γετο. ἕνα δὲ μόνον ἔσχεν ἄρσενα, καὶ τοῦτον ἐξ ἀλλοφύλου Ναάμας τῆς
Ἀμανίτιδος ἀνάξιον τῆς ἀρχῆς.
 Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεφήτευσε τῷ Ἱεροβωὰμ ὅτι βασιλεύσει τῶν ιʹ
φυλῶν, ὅπερ ἀκούσας Σολομὼν ἐζήτει ἀνελεῖν τὸν Ἱεροβωάμ. ὁ δὲ προς-
φυγὼν τῷ Σουσακεὶμ βασιλεῖ Αἰγύπτου γαμβρὸς αὐτοῦ γίνεται ἐπὶ θυ-
γατρί, καὶ μετὰ θάνατον Σολομῶντος κρατεῖ τῶν αὐτῶν ιʹ φυλῶν.
 Τῷ ͵δφζʹ ἔτει τοῦ κόσμου Σολομὼν ἐτελεύτησε, καὶ ἐσχίσθη ἡ βασιλεία
τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς δύο κατὰ τὴν θείαν ἀπόφασιν τὴν ἐξενεχθεῖσαν κατὰ
Σολομῶντος καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πρὸς Ἱεροβωὰμ δι' Ἀχία τοῦ Σιλωνίτου.
καὶ ἐβασίλευσε Ῥοβωὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ τῶν δύο φυλῶν, τοῦ
τε Ἰούδα καὶ τοῦ Βενιαμίν· αἱ δὲ ἄλλαι ιʹ φυλαὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐβασίλευσαν
ἑαυταῖς ἐν Σαμαρείᾳ τὸν Ἱεροβωὰμ δοῦλον Σολομῶντος, καὶ ἔμειναν οὕτω
διῃρημέναι αἱ δύο βασιλεῖαι ἕως τῆς εἰς Χαλδαίους αἰχμαλωσίας.  

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 215, line 23

ακοσίας δὲ παλλακάς. πάσας δὲ τὰς ἐθνικὰς παρὰ τὴν θείαν ἐντολὴν ἠγά-
γετο. ἕνα δὲ μόνον ἔσχεν ἄρσενα, καὶ τοῦτον ἐξ ἀλλοφύλου Ναάμας τῆς
Ἀμανίτιδος ἀνάξιον τῆς ἀρχῆς.
 Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεφήτευσε τῷ Ἱεροβωὰμ ὅτι βασιλεύσει τῶν ιʹ
φυλῶν, ὅπερ ἀκούσας Σολομὼν ἐζήτει ἀνελεῖν τὸν Ἱεροβωάμ. ὁ δὲ προς-
φυγὼν τῷ Σουσακεὶμ βασιλεῖ Αἰγύπτου γαμβρὸς αὐτοῦ γίνεται ἐπὶ θυ-
γατρί, καὶ μετὰ θάνατον Σολομῶντος κρατεῖ τῶν αὐτῶν ιʹ φυλῶν.
 Τῷ ͵δφζʹ ἔτει τοῦ κόσμου Σολομὼν ἐτελεύτησε, καὶ ἐσχίσθη ἡ βασιλεία
τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς δύο κατὰ τὴν θείαν ἀπόφασιν τὴν ἐξενεχθεῖσαν κατὰ
Σολομῶντος καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πρὸς Ἱεροβωὰμ δι' Ἀχία τοῦ Σιλωνίτου.
καὶ ἐβασίλευσε Ῥοβωὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ τῶν δύο φυλῶν, τοῦ
τε Ἰούδα καὶ τοῦ Βενιαμίν· αἱ δὲ ἄλλαι ιʹ φυλαὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐβασίλευσαν
ἑαυταῖς ἐν Σαμαρείᾳ τὸν Ἱεροβωὰμ δοῦλον Σολομῶντος, καὶ ἔμειναν οὕτω
διῃρημέναι αἱ δύο βασιλεῖαι ἕως τῆς εἰς Χαλδαίους αἰχμαλωσίας.  

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 219, line 2

͵δψμζʹ.  Οἱ Λακεδαιμονίων βασιλεῖς καὶ οἱ Κορινθίων ἕως τοῦδε τοῦ χρόνου
διήρκεσαν ἔτεσι τνʹ, μεθ' οὓς ἐνιαύσιοι πρυτάνεις, ὡς μὲν τινές, ἐπὶ Αἰ-
378

σχύλου ἄρχοντος καὶ τῆς πρώτης ὀλυμπιάδος, ὡς δὲ ἕτεροι, μετὰ ταῦτα,


ὡς πρόκειται.

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ
Βασιλέων Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν ἔτη

 Ὧν πρῶτος ἐβασίλευσε Ῥοβωὰμ υἱὸς Σολομῶντος ἔτη ιζʹ. τοῦ δὲ κό-
σμου ἦν ἔτος ͵δφιʹ.  
 Ῥοβωὰμ υἱὸς Ναάμας τῆς Ἀμανίτιδος μόνος ἄρσην ἐγένετο παῖς τῷ
Σολομῶντι ἐκ χιλίων γυναικῶν, καὶ αὐτὸς ἀνάξιος τῆς βασιλείας ὡς ἀλ-
λοφύλου γέννημα μητρός. τούτῳ πολεμῶν ὁ Ἱεροβωὰμ οὐκ ἐπαύετο, αὐ-
τός τε σὺν τῷ Ἰούδα τοῖς εἰδώλοις προσέσχε καὶ τελευτᾷ βασιλεύσας ἔτη
ιζʹ.
 Τῷ εʹ ἔτει Ῥοβωὰμ υἱοῦ Σολομῶν, τοῦ δὲ κόσμου ͵δφιζʹ, ἀνέβη Σου-
σακεὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔλαβε πάντας τοὺς θη-
σαυροὺς οἴκου κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ πάντα
τὰ ὅπλα τὰ χρυσᾶ.
 Ὁ Ἀβιὰ πολεμῶν τῷ Ἱεροβωὰμ ἀπέκτεινε τοῦ Ἰσραὴλ μυριάδας νʹ.
 Τοῦ Ἰούδα ἐβασίλευσε βʹ Ἀβιὰ υἱὸς Ῥοβωὰμ ἔτη γʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν
ἔτος ͵δφκζʹ.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 219, line 6

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ Βασιλέων Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν ἔτη

 Ὧν πρῶτος ἐβασίλευσε Ῥοβωὰμ υἱὸς Σολομῶντος ἔτη ιζʹ. τοῦ δὲ κό-
σμου ἦν ἔτος ͵δφιʹ.  
 Ῥοβωὰμ υἱὸς Ναάμας τῆς Ἀμανίτιδος μόνος ἄρσην ἐγένετο παῖς τῷ
Σολομῶντι ἐκ χιλίων γυναικῶν, καὶ αὐτὸς ἀνάξιος τῆς βασιλείας ὡς ἀλ-
λοφύλου γέννημα μητρός. τούτῳ πολεμῶν ὁ Ἱεροβωὰμ οὐκ ἐπαύετο, αὐ-
τός τε σὺν τῷ Ἰούδα τοῖς εἰδώλοις προσέσχε καὶ τελευτᾷ βασιλεύσας ἔτη
ιζʹ.
 Τῷ εʹ ἔτει Ῥοβωὰμ υἱοῦ Σολομῶν, τοῦ δὲ κόσμου ͵δφιζʹ, ἀνέβη Σου-
σακεὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔλαβε πάντας τοὺς θη-
σαυροὺς οἴκου κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ πάντα
τὰ ὅπλα τὰ χρυσᾶ.
 Ὁ Ἀβιὰ πολεμῶν τῷ Ἱεροβωὰμ ἀπέκτεινε τοῦ Ἰσραὴλ μυριάδας νʹ.
 Τοῦ Ἰούδα ἐβασίλευσε βʹ Ἀβιὰ υἱὸς Ῥοβωὰμ ἔτη γʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν
ἔτος ͵δφκζʹ.
 Τοῦ Ἰούδα γʹ ἐβασίλευσεν Ἀσὰ υἱὸς Ἀβιὰ ἔτη μαʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν
ἔτος ͵δφλʹ.
 Οὗτος ἀποστὰς τῆς πατρικῆς ἀσεβείας τὰ εἴδωλα καθεῖλε καὶ τὰ ἄλση
ἐξέκοψε, τὴν ἑαυτοῦ τε μητέρα ἔπαυσε τοῦ εἰδωλομανεῖν.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 221, line 16


379

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ Βασιλέων Ἰσραὴλ δέκα σκήπτρων ἔτη

 Ὧν πρῶτος ἐβασίλευσεν Ἱεροβωὰμ ἐν Σαμαρείᾳ ἔτη κβʹ. τοῦ δὲ κόσμου


ἦν ἔτος ͵δφιγʹ.
 Ἱεροβωὰμ δοῦλος μὲν ἦν Σολομῶντος, πόρνης δὲ υἱός. τούτῳ ἐγένοντο
υἱοὶ κηʹ καὶ θυγατέρες ξʹ.
 Προεφήτευον ὁ οἰκῶν ἐν Βαιθὴλ καὶ ὁ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου εὑρὼν αὐτόν,
ὁ ἐξ Ἰούδα προφήτης ἐλθών, θύοντα ταῖς χρυσαῖς δαμάλεσι, καὶ προφη-
τεύσας αὐτῷ περὶ Ἰωσίου ἐξ οἴκου Δαβὶδ τεχθησομένου βασιλέως καὶ
ἀναιρήσοντος τοὺς τῶν εἰδώλων ἱερεῖς ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὅπερ ἐρράγη,
ἐν ᾧ Ἱεροβωὰμ ἐπέθυε· συλλαβεῖν δὲ αὐτὸν προστάξας τὴν χεῖρα ξηραίνε-
ται, καὶ δεηθεὶς τοῦ προφήτου θεραπεύεται. ὁ δὲ προφήτης ἐπανιὼν ὑπὸ  
τοῦ λέοντος διεφθάρη, ὅτι μετέσχε τροφῆς παρὰ τῷ ἄλλῳ προφήτῃ τῷ ἐν
Βαιθήλ, ἀπατηθεὶς ὑπ' αὐτοῦ, ὃν καὶ ἐφύλαξεν ὁ θήρ, ἕως ἐλθὼν ὁ ἀπα-
τήσας αὐτὸν παρελθεῖν τὴν θείαν ἐντολὴν ἔθαψεν αὐτόν. τὰς δύο χρυσᾶς

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 236, line 13

 Ἄχαζ συντυχὼν τῷ Θεγλαφαλασὰρ ἐν Δαμασκῷ θυσιαστήριόν τι εἰδω-


λικὸν εἶδε. τούτου λαβὼν τὰ μέτρα ἀπέστειλεν εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς
Οὐρίαν τὸν ἀρχιερέα, κελεύσας ὅμοιον αὐτοῦ ποιῆσαι, ἐφ' ᾧ τοῖς θεοῖς
Σύρων ἔθυεν ὑποστρέψας· τὸν δὲ ναὸν τοῦ θεοῦ ἔκλεισεν.
 Ἔτι προεφήτευον Ἡσαΐας, Ὠσηέ, Μιχαίας.
 Τοῦ Ἰούδα ιγʹ ἐβασίλευσεν Ἐζεκίας ἔτη κθʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος
͵δψξϛʹ.
 Ἐζεκίας υἱὸς Ἄχαζ καὶ Ῥαβουνᾶ τῆς θυγατρὸς Ζαχαρίου πάντων
εὐσεβέστερος γέγονε τῶν πρὸ αὐτοῦ βασιλευσάντων ἐν Ἱερουσαλὴμ μετὰ
τὸν Δαβίδ. οὗτος τὰ εἰδωλεῖα κατέσκαψε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν συνέτριψε,
τά τε ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καθεῖλεν ἀπὸ Σολομῶνος μέχρις αὐτοῦ θυμιώμενα
ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, καὶ τὰ ἄλση ἐξέκοψεν, ἀφανίσας καὶ τὸν ὄφιν ὃν
ὕψωσε Μωυσῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ τὸν χαλκοῦν, ἕως αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ λαοῦ θυμιώ-
μενον καὶ λατρευόμενον, μετὰ τῶν λοιπῶν βδελυγμάτων.
 Ἐζεκίας μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς Ἰούδα μετὰ τὸ κατασκάψαι τὰ εἰδωλεῖα καὶ
τὰ ἄλση ἐκκόψαι καὶ τὸν χαλκοῦν ὄφιν ἐξαλεῖψαι τοὺς εὑρισκομένους
εἰδωλολατροῦντας ἐξ Ἰουδαίων ἐθανάτου. τοσοῦτον γὰρ τῇ εἰδωλολατρείᾳ
συνείχοντο ὥστε τῶν θυρωμάτων ὄπισθεν ζωγραφεῖν τὰ βδελύγματα
τῶν ἐθνῶν καὶ προσκυνεῖν αὐτοῖς, καὶ ἵνα τῶν παρ' Ἐζεκίου ψηλαφᾶν
πεμπομένων κρύβοιντο ἀνοιγομένων τῶν θυρῶν. ἦν δὲ καὶ Σολομῶνος
γραφή τις ἐγκεκολαμμένη τῇ πύλῃ τοῦ ναοῦ παντὸς νοσήματος ἄκος

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 242, line 1


380

ἐνιαυτὸς ζʹ Ὠσηὲ υἱῷ Ἠλὰ βασιλεῖ Ἰσραήλ, ἀνέβη Σαλμανασὰρ βασιλεὺς


Ἀσσυρίων ἐπὶ Σαμάρειαν καὶ ἐπολιόρκησεν αὐτὴν καὶ κατεβάλετο
αὐτὴν ἀπὸ τέλους τριῶν ἐτῶν ἐν ἔτει ϛʹ Ἐζεκία. οὗτος ἐνιαυτὸς θʹ
τῷ Ὠσηὲ βασιλεῖ Ἰσραήλ. καὶ συνελήφθη Σαμάρεια καὶ ἀπῴκισε
βασιλεὺς Ἀσσυρίων τὴν Σαμάρειαν εἰς Ἀσσυρίους καὶ ἔθηκεν αὐτοὺς ἐν
Χαλχὰλ καὶ ἐν Ἀβὼρ ποταμῷ Γωζὰν καὶ ὄρη Μήδων, ὅτι οὐκ εἰσήκουσαν
τῆς φωνῆς κυρίου θεοῦ αὐτῶν.’
 Αὕτη πρώτη τοῦ Ἰσραὴλ αἰχμαλωσία πέφυκεν εἰς Ἀσσυρίους, ἥτις
γέγονεν ἀρχομένῳ ϛʹ ἔτει Ἐζεκίου, κοσμικῷ δὲ ἔτει ͵δψοʹ πληρουμένῳ.
διήρκεσε δὲ ἡ αὐτὴ τῶν ιʹ φυλῶν βασιλεία ἐν Σαμαρείᾳ ἀπὸ τοῦ αʹ βασι-  
λέως αὐτῶν Ἱεροβωὰμ δούλου Σολομῶντος ἐν βασιλεῦσι ιηʹ, ἔτεσι δὲ σξʹ.
ἀπὸ γὰρ τοῦ κοσμικοῦ ͵δφιγʹ ἀρξαμένη εἰς τὸ ὑποτεταγμένον ͵δψοαʹ
ἔληξε, κατὰ δὲ Ἀφρικανὸν ͵δψνʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον ͵δυνεʹ. Εὐσέβιος δὲ ὁ
Καισαρεὺς σνʹ ἔτη ἐπελογίσατο καὶ ἄλλοι σμϛʹ, πλὴν τὸ ἀκριβέστερον καὶ
τῇ γραφῆ τῶν βασιλειῶν συμφωνότερον ὡς πρὸς τὸ ϛʹ ἔτος Ἐζεκίου καὶ
αὐτὸ ἀρχόμενον συναντᾷ τὸ θʹ ἔτος Ὠσηὲ καὶ αὐτὸ πληρούμενον. οὕτω
γὰρ χρὴ νοεῖν τὸ τέλος τοῦ θʹ ἔτους Ὠσηὲ ἀρχὴν τοῦ ϛʹ ἔτους Ἐζεκίου.
οὕτως γὰρ ἂν ὀρθῶς νοηθείη.
 Ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας τῆς ὑπὸ Σαλμανασὰρ γενομένης τῶν ιʹ φυλῶν τοῦ
Ἰσραὴλ τῶν ἐν Σαμαρείᾳ ἦν Τωβίας ὁ δικαιότατος φυλῆς Νεφθαλεὶμ ἐν
Νινευὶ τῇ πόλει. οὗτος τοὺς ὑπὸ Σαλμανασὰρ καὶ τῶν λοιπῶν Χαλδαίων

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 264, line 18

αὐτοῦ ἀρχομένῳ σὺν πολλοῖς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν
αἰχμάλωτον εἰς Βαβυλῶνα ἀπήγαγε, δήσας αὐτὸν πέδαις χαλκαῖς, ὡς ἐν
τῷ βʹ τῶν Παραλειπομένων γέγραπται. τὸν δὲ Ἰωαχεὶμ υἱὸν αὐτοῦ
τὸν καὶ Ἰεχονίαν παῖδα ὀκταέτη καταστήσας βασιλέα ὑπόφορον, μετὰ
τρεῖς μῆνας καὶ δέκα ἡμέρας πάλιν ἐπελθὼν τῇ Ἰουδαίᾳ κατὰ τὸ αὐτὸ
ἔτος ἐπολιόρκησε τὴν Ἱερουσαλήμ· πρὸς ὃν ἐξῆλθεν Ἰωαχεὶμ καὶ οἱ παῖ-
δες αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ σὺν αὐτῷ καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ εὐνοῦχοι
αὐτοῦ. καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν ἔτει ὀγδόῳ τῆς βασιλείας
αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν καὶ ἐξήνεγκε πάντας τοὺς θησαυροὺς
οἴκου κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ συνέκοψε
πάντα τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ, ἃ ἐποίησε Σολομὼν βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐν τῷ
ναῷ κυρίου κατὰ τὸ ῥῆμα κυρίου· καὶ ἀπῴκισε πᾶσαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ
πάντας τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς δυνατοὺς ἰσχύι αἰχμαλωσίᾳ καὶ δέκα
χιλιάδας αἰχμαλωτίσας καὶ πάντα τὰ τέκνα καὶ τὸν συγκλείοντα, καὶ
οὐχ ὑπελείφθη πλὴν οἱ πτωχοὶ τῆς γῆς. καὶ ἀπῴκισε τὸν Ἰωαχεὶμ εἰς
Βαβυλῶνα καὶ τὴν μητέρα καὶ τὰς γυναῖκας τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς
εὐνούχους καὶ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς ἀπήγαγεν αἰχμαλωσίας ἀποικεσίαν ἐξ
Ἱερουσαλὴμ εἰς Βαβυλῶνα, καὶ πάντας τοὺς ἄνδρας τῆς δυνάμεως,
ἄνδρας ἰσχύος, ποιοῦντας πόλεμον ͵ζ, καὶ τὸν τέκτονα καὶ τὸν συγ-
κλείοντα χιλίους, πάντες δυνατοὶ ποιοῦντες πόλεμον, καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς
βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα. καὶ ἐβασίλευσε βασιλεὺς

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 387, line 7


381

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ ΕΦΙΕ Τῆς θείας σαρκώσεως ἔτη ιεʹ

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ ΕΦΚ


Τῆς θείας σαρκώσεως ἔτη κʹ

 Τὴν μὲν κατὰ σάρκα γέννησιν τοῦ κυρίου καὶ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ δύο μόνοι τῶν εὐαγγελιστῶν ἱστόρησαν, Ματθαῖος τὸ
βασιλικὸν ἐκ τοῦ Δαβὶδ κατὰ Σολομῶνα καὶ Λουκᾶς τὸ ἱερατικὸν ἐκ τοῦ
αὐτοῦ Δαβίδ, κατὰ Νάθαν υἱὸν αὐτοῦ. τὴν δὲ ἄχρονον γέννησιν ἐκ τοῦ
πατρὸς Ἰωάννης μόνος ὁ υἱὸς τῆς βροντῆς ἐθεολόγησε. τὸν μέντοι περὶ
τοῦ βαπτίσματος λόγον οἱ τέσσαρες ὁμοφρόνως συνέγραψαν εἰκότως,
ἀλλ' οἱ μὲν τρεῖς ἀπροσδιορίστως, Λουκᾶς δὲ ὁ θεσπέσιος καὶ τὸν χρόνον
ἠκρίβωσεν εἰπὼν οὕτως·
 Ἐν ἔτει ιεʹ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου
Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας καὶ τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδου, Φιλίπ-
που δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος
χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς Ἀβιληνῆς, ἐπὶ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγέ-
νετο ῥῆμα θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν τοῦ Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 418, line 8

 Ἡρώδης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἔτη κδʹ.


 Ἀγρίππας ὁ υἱὸς Ἡρώδου, ὁ σκωληκόβροτος Ἡρώδης, ἔτη ζʹ.  
 Ἀγρίππας ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ὁ μικρὸς λεγόμενος, ἔτη κγʹ.
 Ὁμοῦ ἔτη ρʹ.
 Συνάγεται ὁ πᾶς χρόνος κατὰ τόδε τὸ χρονογράφιον ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως
ἔτους δευτέρου Οὐεσπασιανοῦ ἔτη ͵εφξζʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ͵γτκεʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ πρώτου ἔτους Ἀβραὰμ ͵βσνεʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς ἐξόδου τοῦ λαοῦ διὰ Μωυσέως ἔτη ͵αψναʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς πρώτης ἐπισκευῆς τοῦ ναοῦ διὰ Σολομῶνος ἔτη ͵απηʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς δευτέρας ἐπισκευῆς ἤτοι δευτέρου ἔτους Δαρείου ἔτη
φοδʹ.
 {Ἀπὸ δὲ τῆς δευτέρας ἐπισκευῆς ἔτη}
 Ἀπὸ δὲ τῆς Ἀντιόχου πολιορκίας ἔτη σνηʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ σωτηρίου σταυροῦ ἔτη λδʹ.

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 11, line 21

σῶμα καλεῖ. καλεῖ δὲ αὐτὸν ἑτερούσιον καὶ ἄλλο τι παρὰ


τὰ τέσσαρα, ὅτι καὶ ἡ κίνησις ἀμφοτέρων ἄλλη καὶ ἄλλη.
τὰ μὲν γὰρ ἄνω φέρονται ὡς κοῦφα, τὰ δὲ πάλιν ὡς βαρέα
ὄντα κάτω κέκτηται τὴν φοράν· ὁ δὲ οὐρανὸς κυκλικὴν ἔχει
τὴν κίνησιν, ἐφ' ᾧ καὶ ἄλλο τι παρὰ τὰ τέσσαρα δοξάζει
αὐτόν. καὶ οὗτοι μὲν οὕτως. ἡμεῖς δὲ καταβάλλεσθαι ὑπ'
ἀλλήλων ἀφέντες αὐτούς, τῷ θεόπτῃ πεισθῶμεν Μωσεῖ λέ-
γοντι “ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.”
382

κἀντεῦθεν ἐκ τοῦ κάλλους τῶν ὁρωμένων τὸν ὑπέρκαλον ἐν-


νοώμεθα, ὡσαύτως ἐκ τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναλογιζώμεθα
τὸν ὑπερμεγέθη καὶ ἄπειρον· κατὰ γὰρ τὸν σοφὸν Σολομῶν-
τα ἐκ μεγέθους καὶ καλλονῆς κτισμάτων ὁ γενεσιουργὸς αὐ-
τῶν θεωρεῖται. καὶ τί χρὴ πολλὰ λέγειν; ἐκ τεσσάρων μὲν  
οὖν στοιχείων τὰ κτίσματα συνέστησαν, πλὴν οὐκ ἐκ τῆς
ἀσωμάτου ὕλης τὰ στοιχεῖα τὸ εἶναι εἰλήφασι κατὰ τοὺς
ἔξωθεν, ἀλλ' ἐξ αὐτοῦ τοῦ πάντων δημιουργοῦ καὶ θεοῦ· ἐν
τῇ πρώτῃ γὰρ ἡμέρᾳ καθ' ἣν ἐξ οὐκ ὄντων παρήγαγε τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ὁ θεός, τηνικαῦτα καὶ αὐτὰ συμπαρή-
γαγε τὰ στοιχεῖα, ὡς ἐντεῦθεν πάντα πρὸς τὸ εἶναι παράγε-
σθαι. καὶ περὶ μὲν τοῦ οὐρανοῦ τοιαῦτα.
 Περὶ δὲ τῆς γῆς εἰδέναι ὀφείλεις ὅτι μέσον αὕτη τοῦ
παντὸς ἀπῃώρηται. καὶ τοῦτο γνοίης ἂν ἐκ τῆς τῶν ἄστρων

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 302, line 19

αὐτοὺς τῶν φροντίδων ἐλεύθερον βιοῦν, ὑπέσχετο καθ' ἑκά-


στην ἡμέραν παρέχειν τὴν ἀναγκαίαν αὐτοῖς τροφήν. ἐκεῖνοι
δὲ ἀπιστήσαντες μέρος τι τοῦ συλλεγέντος εἰς τὴν ὑστεραίαν
ἐφύλαξαν. διὰ τοῦτο καὶ ἐπώζεσεν. ὅτι γὰρ οὐ τῆς τοῦ
μάννα φύσεως ἦν τὸ πάθος, μαρτυρεῖ τὸ σάββατον, ἐν ᾧ
ἀλώβητον διετηρεῖτο τὸ χάριν αὐτοῦ κατὰ τὴν παρασκευὴν
συλλεγόμενόν τε καὶ φυλασσόμενον. μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ ἐν
τῇ κιβωτῷ ἐπὶ πολλαῖς διαφυλαχθὲν γενεαῖς. τοῦτο δὲ τὸ
μάννα κατά γε τὸ πρωῒ καὶ μόνον συνήγετο· ἡλίου γὰρ ἀνα-
τείλαντος ἐτήκετο. τοῦτο μέντοι τὸ μάννα, καθά φησιν ὁ
θειότατος Νύσσης ἐκ τῆς σοφίας Σολομῶντος τὰς ἀφορμὰς
λαβών, μονοειδὲς ἦν, ἡ δὲ ποιότης αὐτοῦ τὸ ποικίλον εἶχεν,
ἑκάστῳ προσφόρως κατὰ τὸ εἶδος τῆς ἐπιθυμίας ἐγγινομένη.  
οὕτω μὲν οὖν καὶ ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, τὸ
νοητὸν δηλονότι μάννα, πρὸς τὴν διάθεσιν τῆς ἑκάστου ψυ-
χῆς διατίθεσθαι εἴωθε. τοῦτο δὴ τὸ μάννα εἶδος εἶχε κορί-
ου, οὗ τὴν φύσιν ὅλην διόλου λόγον ἔχειν σπέρματος λέγου-
σιν, ὥστε μηδὲ ἐν τῷ κατακόπτεσθαι ἐξαφανίζεσθαι τὴν πρὸς
τὸ σπείρεσθαι δύναμιν αὐτοῦ. οὕτω μὲν οὖν καὶ τὸ θεῖον
μάννα καὶ πνευματικὸν πανταχοῦ σκεδαννύμενόν τε καὶ κα-
τακερματιζόμενον ὅλον διόλου ἐν ὅλοις εὑρίσκεται. καὶ τί

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 337, line 19

ὁ μέντοι Δαβὶδ δι' ἑαυτοῦ μὲν τὸν Ἰωὰβ τιμωρῆσαι μὴ θελή-


σας ἅτε ὑπὲρ αὐτοῦ πολλὰ κοπιάσαντα, τῷ Σολομῶντι πα-
ραινεῖ ἀποκτεῖναι αὐτόν, ἵνα μὴ τῆς νεότητος αὐτοῦ κατα-
φρονήσῃ. τὰ αὐτὰ δὲ συμβουλεύει αὐτῷ καὶ περὶ τοῦ Σε-
μεεὶ ὡς ἀρχηγοῦ ὄντος, εἰ καὶ αὐτὸς ἐκαρτέρει πολλὰ καὶ
πολλάκις ὑβριζόμενος παρ' αὐτοῦ. κρατεῖ ὁ Σολομών, καὶ
383

τηνικαῦτα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Ὀρνίαν φονεύει. ἀλλὰ καὶ ἐπὶ


τῷ Ἰωὰβ ὡσαύτως ποιεῖ, κἂν τῷ θεῷ προσέφυγεν· ὁ γὰρ
θεῖος νόμος τὸν προσπεφευγότα τῷ ναῷ ἀνδροφόνον ἀναιρεῖ-
σθαι προσέταξεν.
 Ὁ Σολομὼν ἐν χιλιόμβοιν ἱερατεύσας ἱκέτευε τὸν θεόν,
καὶ σοφίας τυχεῖν ᾔτησε καὶ συνέσεως. ὤφθη δὲ αὐτῷ κύ-
ριος ἐν ὕπνῳ καὶ εἶπεν “αἴτησαι τὸ αἴτημα σεαυτῷ.” ὁ δὲ
εἶπε “σὺ ἔδωκας τὸν δοῦλόν σου ἀντὶ Δαβὶδ τοῦ πατρός μου,  
καὶ ἐγὼ εἰμι παιδάριον μικρόν, καὶ ἐγὼ οὐκ οἶδα τὴν εἴσο-
δόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου, καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρ-
δίαν ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ.”
καὶ εἴπε κύριος πρὸς αὐτόν “ἀνθ' ὧν ᾐτήσω παρ' ἐμοῦ τὸ
ῥῆμα τοῦτο, καὶ οὐχ ἡμέρας πολλὰς οὐδὲ πλοῦτον οὐδὲ ψυ-
χὰς ἐχθρῶν σου, ἀλλ' ᾐτήσω σεαυτῷ σύνεσιν τοῦ εἰσακού-
ειν ῥῆμα, ἰδοὺ πεποίηκα κατὰ τὸ ῥῆμά σου. ἰδοὺ δέδωκά σοι
Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 338, line 14

καὶ εἴπε κύριος πρὸς αὐτόν “ἀνθ' ὧν ᾐτήσω παρ' ἐμοῦ τὸ


ῥῆμα τοῦτο, καὶ οὐχ ἡμέρας πολλὰς οὐδὲ πλοῦτον οὐδὲ ψυ-
χὰς ἐχθρῶν σου, ἀλλ' ᾐτήσω σεαυτῷ σύνεσιν τοῦ εἰσακού-
ειν ῥῆμα, ἰδοὺ πεποίηκα κατὰ τὸ ῥῆμά σου. ἰδοὺ δέδωκά σοι
καρδίαν φρονίμην καὶ σοφήν, ὅση οὐ γέγονεν ἔμπροσθέν σου,
καὶ μετὰ σὲ οὐ γενήσεται ὅμοιός σοι ἐν βασιλεῦσι. καὶ ἐὰν
πορευθῇς ἐν τῇ ὁδῷ μου ὡς Δαβὶδ ὁ πατήρ σου, πληθυνῶ
τὰς ἡμέρας σου.” μετὰ ταῦτα οἰκοδομεῖ ναὸν τῷ θεῷ, καὶ
αἰτεῖ εἶναι τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀνεῳγμένους ἐπὶ τὸν θεῖ-
ον οἶκον καὶ εἰσακούειν αὐτῶν. καὶ ὤφθη κύριος τῷ Σολο-
μῶντι δεύτερον, καθὼς ὤφθη ἐν Γαβαώ, καὶ εἶπεν “ἤκουσα
τῆς φωνῆς τῆς προσευχῆς σου, καὶ ἡγίασα τὸν ναὸν τοῦτον·
καὶ ἔσονται οἱ ὀφθαλμοί μου ἐκεὶ καὶ ἡ καρδία μου πάσας
τὰς ἡμέρας. ἐὰν δὲ ἀποστραφῆτε ἀπ' ἐμοῦ, ἐξαρῶ τὸν
Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς γῆς ταύτης, καὶ τὸν οἶκον τοῦτον ὃν ἡγία-
σα τῷ ὀνόματι, ἀπορρίψω αὐτὸν ἐκ προσώπου μου.” τοῦ
μέντοι Σολομῶντος προσευξαμένου πῦρ οὐρανόθεν κατηνέχθη
καὶ τὰς προσενεχθείσας. θυσίας ἠνάλωσεν. ὅρα λοιπὸν ὅση
πρότερον ἡ τοῦ Σολομῶντος εὐσέβεια, εἴγε καὶ πῦρ ἐπὶ ταῖς  
θυσίαις αὐτοῦ κατεφέρετο. καὶ τὸν μὲν ναὸν λίθοις ἀπελε

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 340, line 20

καὶ αὐτὸς ὁ πάμμεγας Παῦλος ἐδήλωσεν οὕτως εἰπών “οὐδὲ


γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀλλ' εἰς αὐ-
τὸν τὸν οὐρανόν, νῦν ἐμφανισθῆναι τῷ προσώπῳ τοῦ θεοῦ
ὑπὲρ ἡμῶν.” ὅρα γὰρ νουνεχῶς ὅτι καὶ τὰ φαινόμενα τοῦ
ναοῦ τοῦδε κάλλη τῆς ἀφανοῦς ἐκείνης εὐπρεπείας εἰσὶν ἀπει-
κονίσματα, αἱ δ' οὖν αἰσθηταὶ εὐωδίαι τῆς νοητῆς διαδόσε-
ως ἐκτυπώματα. τὰ δὲ ὑλικὰ φῶτα τῆς ἀΰλου φωτοδοσίας
εἰκόνες τυγχάνουσι· καὶ γὰρ διὰ τῶνδε τῶν ὑλαίων πρὸς
384

την ἄρρητον ἐκείνην θεωρίαν, καθὰ δήπου καὶ τῷ μεγάλῳ


δοκεῖ Διονυσίῳ, χειραγωγούμεθα.
 Ὅτι δὲ πάντας ὑπερβαίνων ἦν ἐπὶ πᾶσιν ὁ Σολομών, ἡ
γραφὴ διδασκέτω σε λέγουσα “καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν ὑπὲρ  
πάντας τοὺς βασιλεῖς Αἰγύπτου πλούτῳ καὶ φρονήσει, καὶ
πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐζήτουν τὸ πρόσωπον Σολομῶντος
τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φρονήσεως αὐτοῦ. ἐπληθύνθη γὰρ ἡ σοφία
αὐτοῦ ὑπὲρ πάντα φρόνιμον Αἰγύπτου.” τὰς τοῦ Σολομῶν-
τος βίβλους, ἀφ' ὧν καὶ οἱ τῶν ἰατρῶν παῖδες τὰς ἀφορμὰς
ἔλαβον. μετὰ γὰρ τὸ λαβεῖν ἐκ θεοῦ τὴν σοφίαν τρισχιλίας
μὲν παραβολὰς καὶ πεντακισχιλίας ᾠδὰς ἐλάλησε περὶ πάν-
των τῶν τε ἐκ γῆς φυομένων καὶ πάντων τῶν ζώων. ἐπὶ
γὰρ τούτῳ καὶ ὁ συγγραφεύς φησιν ὅτι ἐλάλησεν περὶ τῶν

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 342, line 16

τας ἔγραψε, πῶς τε δεσμοῦνται καὶ πῶς ἐμφιλοχωροῦντες


ἀπολύονται. ὅθεν ἔργα τούτοις ἀχθοφόρα ἐπέταττεν, ὑλοτο-
μεῖν τε, ὡς λόγος, ἠνάγκαζε, καὶ κατωμαδὸν τὰ ἄχθη φέ-
ρειν παρεβιάζετο. ᾠδηκότα τε σπλάγχνα ἢ ἐπῳδαῖς ἢ βοτά-
ναις περιτιθεὶς ἐθεράπευεν. ἀλλ' ὅ γε θεῖος Ἐζεκίας θεῷ
ἑαυτὸν ἀνατιθείς, καὶ πάντα τῆς ἐκεῖθεν προνοίας ἐξαρτή-
σας, τῶν ὑπὲρ φύσιν τῷ Σολομῶντι φιλοσοφηθέντων ὠλιγώ-
ρησεν. ὧν δὲ ἱστόρησεν ὁ Ψελλός, καὶ ὁ Ἰώσηπος μάρτυς
ἐστὶ λέγων “καὶ ἐπῳδὰς κατὰ δαιμόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπε-
νόησεν, αἷς” φησίν “οἶδα χρώμενον Ἐλεάζαρ τὸν Ἰουδαῖον,
δακτύλιον ἐντιθέντα τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχοντος, καθὰ Σολομὼν
ὑπέδειξε· καὶ ὀσφραινόμενον τὸ δαιμόνιον εὐθέως ἐκεῖθεν
ἠλαύνετο. δῆλον δὲ τοῦτο γίνεσθαι διά τινος ὑποτεθέντος
ἀγγείου μεστοῦ ὕδατος· συνεταράσσετο γὰρ τὸ τοιοῦτον ὕδωρ
ἐκείνου ἐξερχομένου.” ταῦτα δὲ πάντα τὰ περὶ Σολομῶντος
ἱστορούμενα καὶ αὐτὸς ἐκεῖνος ἐπιβεβαιοῖ ἐν τῇ βίβλῳ αὐτοῦ  
τῇ λεγομένῃ Σοφίᾳ Σολομῶντος, καὶ τάδε κατὰ ῥῆμα διεξι-
ών “ὁ θεὸς ἔδωκέ μοι τῶν ὄντων γνῶσιν ἀψευδῆ, εἰδέναι τε
σύστασιν κόσμου, θέσεις ἀστέρων καὶ φύσεις ζώων, διαφο-
ρὰς φυτῶν καὶ δυνάμεις ῥιζῶν, καὶ γνῶσιν τὴν ἐν κρυπτῷ.”
οὐκοῦν ἀξιόπιστα πάντα τὰ περὶ Σολομῶντος λεγόμενα.

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 344, line 11

ρκʹ καὶ εʹ, ὡς ἐντεῦθεν λαβεῖν αὐτὸν ἐξ ἐκείνης χρυσίου


ρʹ.
 Οὐ μόνον δὲ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ ἕως ηὐσέβει, πάντας τοὺς
ἀπ' Εὐφράτου μέχρι Νείλου δασμοφοροῦντας εἶχεν. ἔκτοτε
δὲ τοῖς δυσμενέσιν εὐεπεχείρητος γέγονε. καὶ κατ' ἀρχὰς μὲν
ὁ Σολομὼν ἐθαυμάζετο, τὰς παροιμίας γράφων καὶ τὸν ναὸν
ἀνιστῶν, ὥς φησιν ὁ μέγας Κύριλλος, ἡνίκα καὶ Ὅμηρος
385

τὰς τῶν Τρώων ἐτραγῴδει συμφοράς, μετὰ ρξʹ ἔτη τῆς Ἰλίου
ἁλώσεως. ὕστερον δὲ ἀσεβείᾳ περιέπεσε. δῆλον δὲ τοῦτο
καὶ ἐξ ὧν ἡ θεία γραφὴ διέξεισι περὶ αὐτοῦ λέγουσα “καὶ
ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν Σολομῶντος ὀπίσω θεῶν
ἑτέρων.” οὐχ ἧττον δὲ καὶ ἐξ ὧν ὁ προφήτης Ἀχίας ἔφη
πρὸς τὸν ἐκείνου δοῦλον Ἱεροβοάμ, μανθάνομεν ὅτι τοῖς εἰ-
δώλοις λελάτρευκεν ὁ Σολομών. ἔφη δὲ οὕτως “τάδε λέγει
κύριος. ἰδοῦ ἐγὼ ῥήσσω τὴν βασιλείαν ἐκ χειρὸς Σολομῶν-
τος, καὶ δώσω σοι τὰ δέκα σκῆπτρα, καὶ δύο σκῆπτρα δώ-
σω αὐτῷ διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν μου καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ
τὴν πόλιν μου, ἀφ ὧν ἐγκατέλιπέ με καὶ ἐδούλευσε τῇ Ἀστάρ-
τῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωάβ, καὶ
τῷ Μελχὼ προσοχθίσματι υἱῶν Ἀμμών.” καὶ Ἀστάρτην

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 345, line 10

μὲν αὐτὸν εἶναι τὸν Ἑωσφόρον μυθολογοῦσι, τὴν καὶ Ἀφρο-  


δίτην. βδέλυγμα καὶ προσόχθισμα τὰ εἴδωλα καλεῖ ἡ γρα-
φή. καὶ πρὸς αὐτὸν δὲ τὸν Σολομῶντα οὕτω φαίνεται λέγων
ὁ θεός “ἀνθ' ὧν ἐγένετο ταῦτα μετὰ σοῦ, καὶ οὐκ ἐφύλαξας
τὴν ἐντολήν μου καὶ τὰ προστάγματά μου, ἃ ἐνετειλάμην
σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν βασιλείαν σου ἐκ χειρός σου,
καὶ δώσω ταύτην τῷ δούλῳ σου.” ἐπειδὴ γάρ, φησί, τὴν
πρέπουσαν ἐμοὶ τῷ κτίστῃ τιμὴν καὶ δόξαν τῇ δούλῃ κτίσει
ἀπένειμας, δώσω κἀγὼ τὴν δόξαν σου τῷ δούλῳ σου. ὅθεν
καὶ ἐπαρθεὶς ὁ Ἱεροβοὰμ ἤρξατο ἀπὸ Σολομῶντος τὸν λαὸν
ἀφιστᾶν. τοῦτο μαθὼν ὁ Σολομὼν ἐζήτει τὸν Ἱεροβοὰμ συλ-
λαβεῖν· ἐφ' ᾧ καὶ φεύγει πρὸς Αἴγυπτον, τὴν τελευτὴν
Σολομῶντος καρτερῶν. καὶ κατὰ μὲν τὴν θείαν γραφὴν ἐβα-
σίλευσε Σολομὼν ἔτη μʹ, κατὰ δὲ τὸν Ἰώσηπον ἔτη ὀγδοήκον-
τα. ἐτελεύτησε δέ, ὡς ἐκεῖνος ἔφησεν, ἐτῶν ἐνενήκοντα καὶ
τεσσάρων.
 Πλὴν ἡ γραφὴ καὶ τάδε περὶ αὐτοῦ διέξεισι. καὶ ὁ βα-
σιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβε γυναῖκας ἀλλοτρί-
ας πολλάς, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ, Μωαβίτιδας, Ἀμμα-
νίτιδας, Σύρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας καὶ Ἀμορραίας·
καὶ ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι ψʹ καὶ παλλακαὶ τʹ. τότε

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 345, line 13

ὁ θεός “ἀνθ' ὧν ἐγένετο ταῦτα μετὰ σοῦ, καὶ οὐκ ἐφύλαξας


τὴν ἐντολήν μου καὶ τὰ προστάγματά μου, ἃ ἐνετειλάμην
σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν βασιλείαν σου ἐκ χειρός σου,
καὶ δώσω ταύτην τῷ δούλῳ σου.” ἐπειδὴ γάρ, φησί, τὴν
πρέπουσαν ἐμοὶ τῷ κτίστῃ τιμὴν καὶ δόξαν τῇ δούλῃ κτίσει
ἀπένειμας, δώσω κἀγὼ τὴν δόξαν σου τῷ δούλῳ σου. ὅθεν
καὶ ἐπαρθεὶς ὁ Ἱεροβοὰμ ἤρξατο ἀπὸ Σολομῶντος τὸν λαὸν
ἀφιστᾶν. τοῦτο μαθὼν ὁ Σολομὼν ἐζήτει τὸν Ἱεροβοὰμ συλ-
386

λαβεῖν· ἐφ' ᾧ καὶ φεύγει πρὸς Αἴγυπτον, τὴν τελευτὴν


Σολομῶντος καρτερῶν. καὶ κατὰ μὲν τὴν θείαν γραφὴν ἐβα-
σίλευσε Σολομὼν ἔτη μʹ, κατὰ δὲ τὸν Ἰώσηπον ἔτη ὀγδοήκον-
τα. ἐτελεύτησε δέ, ὡς ἐκεῖνος ἔφησεν, ἐτῶν ἐνενήκοντα καὶ
τεσσάρων.
 Πλὴν ἡ γραφὴ καὶ τάδε περὶ αὐτοῦ διέξεισι. καὶ ὁ βα-
σιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβε γυναῖκας ἀλλοτρί-
ας πολλάς, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ, Μωαβίτιδας, Ἀμμα-
νίτιδας, Σύρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας καὶ Ἀμορραίας·
καὶ ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι ψʹ καὶ παλλακαὶ τʹ. τότε
ᾠκοδόμησεν ὑψηλὰ τοῖς εἰδώλοις πασῶν τῶν γυναικῶν αὐ-
τοῦ. ὡς ἐντεῦθεν καὶ τὸν παραβάτην Ἰουλιανὸν ὁρμηθῆναι  
καὶ εἰπεῖν ὅτι τὸν Σολομῶντα σοφὸν μὴ λέγετε, καθάπερ ὁ

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 368, line 13

οὐχί, ἀλλ' ἐθέρισεν αὐτὸν ἔτη δύο βασιλεύσαντα. φησὶ γὰρ


ἡ γραφή “καὶ παρελογίσατο Ἀμμὼς λογισμὸν πονηρόν, καὶ
εἶπεν· ὁ πατήρ μου πολλὰ ἐκ νεότητος παρηνόμησε, καὶ ἐν
γήρει μετενόησε. καὶ νῦν ἐγὼ πορεύσομαι καθὼς ἐπιθυμεῖ
ἡ ψυχή μου, καὶ ὕστερον ἐπιστρέψω πρὸς κύριον.” διὰ
τοῦτο οὐκ ἀνέμεινεν ὁ θεός, διότι οὐκ ἐσωφρονίσθη ἀφ' ὧν
ὁ πατὴρ αὐτοῦ πέπονθεν.
 Μετὰ τοῦτον Ἰωσίας ὁ ἔγγονος αὐτοῦ. οὗτος τοῦ προ-
γόνου Δαβὶδ ἐκτήσατο τὴν εὐσέβειαν. καὶ πρῶτον μὲν ἐπε-
μελήθη τοῦ ναοῦ, κατασκάψας πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ τὸν οἶκον
ὃν ᾠκοδόμησε Σολομὼν τῇ Ἀστάρτῃ προσοχθίσματι Σιδονί-
ων· ἔπειτα δὲ τῶν ἐν τῷ Δευτερονομίῳ θείων λόγων ἀκού-
σας καὶ τὴν ἐσθῆτα διέρρηξε καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἐθρήνησε. διά
τοι τοῦτο καὶ ὁ θεὸς κατὰ μὲν τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ ναοῦ τὴν
ψῆφον ἐξήνεγκε, τῷ δὲ βασιλεῖ χρηστὰ προηγόρευσεν· “ἀνθ'
ὧν” γάρ φησιν “ἤκουσας τῶν λόγων μου καὶ ἡπαλύνθη ἡ καρ-
δία σου καὶ διέρρηξας τὰ ἱμάτιά σου καὶ ἔκλαυσας ἐνώ-
πιόν μου, οὐκ ὄψονται οἱ ὀφθαλμοί σου πάντα τὰ κακὰ ἃ
ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦτον.” καὶ τὰ μὲν σκεύη τῶν  
εἰδώλων ἐν τῷ χειμάρρῳ τῶν Κέδρων συνέτριψεν, ἐν δὲ τῇ
Βαιθὴλ τοὺς τῶν εἰδώλων ἱερέας κατέκαυσε,

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 370, line 22

ἂν ἐθελήσει παρὰ τοῦ βασιλέως. τοῦ τοίνυν ἑνὸς εἰπόντος


νικᾶν τὸν οἶνον, καὶ τοῦ ἑτέρου τὸν βασιλέα, ὁ Ζοροβάβελ
εἶπε νικᾶν τὰς γυναῖκας, καὶ ὑπὲρ πάντα τὴν ἀλήθειαν. καὶ
ἐπεὶ ταῦτα εἰρηκὼς νενίκηκε, καὶ ἤκουσεν αἰτήσασθαι ἃ βού-
387

λεται, ἠξίωσεν αὐτὸν ἀφεθῆναι τὴν αἰχμαλωσίαν. ὃ δὴ καὶ


γέγονε· τηνικαῦτα καὶ γὰρ ἐπληροῦντο τὰ οʹ ἔτη τῆς θείας
ὀργῆς. καὶ οἱ μὲν οἰκοδομοῦντες τὸν ναὸν ἦσαν Ζοροβάβελ
καὶ Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ἰωσεδέκ, οἰκοδομηθῆναι δὲ ὁ τοιοῦτος
ἔφθασε ναὸς τὴν δευτέραν ταύτην οἰκοδομὴν ἐν χρόνοις μϛʹ
διὰ τὸ παρὰ τῶν γειτονούντων ταύτην κωλύεσθαι· ἡ γὰρ
πρώτη ἐν χρόνοις εἴκοσι ἐγένετο παρὰ Σολομῶντος, ὡς Ἔσδρας  
ἱστορεῖ. καὶ τὴν μέντοι ἀπὸ Βαβυλῶνος τῶν Ἰουδαίων ἐπάνοδον,
ναὶ μὴν καὶ τὴν τῶν νεκρῶν παγκόσμιον ἀνάστασιν αἰνιττό-
μενος ὁ θεὸς ὑπέδειξε τῷ Ἰεζεκιὴλ πεδίον πλῆρες ὀστῶν νεκρῶν,
ἃ παραδόξως ἐζωογονήθησαν. ὁ μὲν οὖν Ἔσδρας εὐφυὴς ὢν
προεκόμισε τότε τὸν νόμον, καὶ ἀνέγνω, καὶ ὑπετύπωσε πάν-
τα τὰ κατὰ τὸ ἱερόν, καὶ τοὺς λαβόντας ἀλλογενεῖς γυναῖ-
κας ἐν τῷ καιρῷ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκβαλεῖν πεποίηκε. καὶ
οὕτω πάντες καθαρισθέντες ἐποίησαν τὸ πάσχα. ἀλλὰ καὶ
αὖθις γυναῖκας ἑωρακὼς Ἀζωτίους Ἑβραίοις ἐπιμιγείσας, καὶ
θρηνήσας, ἔπεισε τὸν λαὸν ταύτας ἐκβαλεῖν ὡς γάμον παρά

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 498, line 15

για καταχρυσῶσαι κωλύουσί τινες μαθηματικοί, λέγοντες ὅτι


ἐπ' ἐσχάτων βασιλεῖς ἐλεύσονται πένητες καὶ ἐκδαφιοῦσιν
αὐτά. ὁ δέ γε ἄμβων καὶ ἡ σωλαία πάνυ λαμπρῶς κατεσκεύα-
στο· χρόνου γὰρ πάκτον τῆς Αἰγύπτου εἰς αὐτὰ καταβάλ-
λουσιν ἤγουν ρʹ ρʹ τʹ ξʹ καὶ εʹ. ὁ δὲ ναὸς ἀπαρτίζεται ἅπας
ἐν χρόνοις ἑπτακαίδεκα. μετὰ δὲ ταῦτα λέγεται τὸν Ἰουστι-
νιανὸν ἀνελθεῖν ἀπὸ τοῦ παλατίου ἄχρι τοῦ Αὐγουστιῶνος ἐν
ἅρματι τεθρίππῳ καὶ εἰσοδεῦσαι μετὰ τοῦ πατριάρχου Εὐτυ-
χίου, καὶ εὐχαριστῆσαι τῷ θεῷ, δι' οὗ τὸ τοιοῦτον ἔργον
ἐτέλεσε πρὸς τοῖς ἄλλοις. εἶπεν δὲ καὶ τοῦτο “ἐνίκησά σε,
Σολομών.” ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ κινστέρνῃ τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ
στήλην ἔστησε τοῦ Σολομῶντος ὁ διαληφθεὶς βασιλεὺς ἀφο-
ρῶσαν πρός γε τὴν οἰκοδομηθεῖσαν μεγάλην ἐκκλησίαν τοῦ
θεοῦ, καὶ κρατοῦσαν τὴν σιαγόνα αὐτῆς, ὡς δῆθεν ἡττηθέν-
τος τοῦ Σολομῶντος ἐπὶ τῷ κτίσματι τῆς νέας Ἱερουσαλήμ. καὶ
περὶ μὲν τοῦτο οὕτως.
 Ἡ δὲ τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἐκκλησία δρομικὴ ξυλότρου-  
λος ἐκτίσθη τὸ πρότερον παρὰ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου,
ἐμεγαλύνθη δὲ καὶ ὡς ἔχει νῦν κατεσκευάσθη παρὰ Θεοδώ-
ρας, γυναικὸς Ἰουστινιανοῦ. τὸ δὲ ἅγιον βῆμα ἐκεῖσε εἰάθη
διὰ τὰ ἐν αὐτῷ κείμενα τίμια λείψανα πατριαρχῶν τε καὶ

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν (lectiones variae) P. 255, line 27

προσέταξε δὲ τῷ Λὼτ ἀπέρχεσθαι, καὶ ἀντλεῖν ὕδωρ ἐκ τοῦ


Ιορδάνου, καὶ ποτίζειν αὐτὰ καθ' ἡμέραν· ὃ δὴ καὶ ἐποίει.
ἀπεῖχε δὲ τὸ ὄρος ἐκ τοῦ Ἰορδάνου ὡσεὶ μίλια κδʹ. ἐντὸς δὲ
μηνῶν τριῶν ἐβλάστησαν οἱ δαλοί. καὶ κατελθὼν ὁ Λὼτ ἐξεῖ-
388

πε τοῦτο τῷ Ἀβραάμ. καὶ ἀνελθόντες ἰδεῖν τὸ γεγονός, εὕρο-


σαν ὅτι ἡνώθησαν οἱ τρεῖς δαλοὶ καὶ εἰς ἓν ἐγεγόνεισαν, αἱ
ῥίζαι δὲ μόνον ἐναπελείφθησαν, ὡς καὶ ἐφυτεύθησαν, κεχωρι-
σμέναι. ἰδὼν δὲ Ἀβραὰμ τὸ γεγονὸς ἐν τοῖς ξηροῖς ξύλοις,
πεσὼν προσεκύνησε τῷ κυρίῳ, καὶ ειπε “τοῦτο τὸ ξύλον ἔσται
ἁμαρτίας ἀπόφασις.” τὸ δὲ ξύλον εἰς μέγα δένδρον ἐγένετο,
διαρκέσαν αὐτὸ μέχρι καὶ τῆς βασιλείας Σολομῶντος. ἔλαβε δὲ
πληροφορίαν ὁ Ἀβραὰμ περὶ της ἀφέσεως τῆς ἁμαρτίας τοῦ
Λώτ. ὅτε δὲ ὁ ναὸς τῶν Ἱεροσολύμων ἐκτίζετο, μετὰ τῶν ἄλ-
λων ἐξεκόπη καὶ αὐτὸ τὸ δένδρον, καὶ πελεκηθὲν ἔκειτο ἀργὸν
ἐν τῷ ἱερῷ, οἰκονομίᾳ καὶ τοῦτο θεοῦ. ὅτε δὲ ἔμελλε παθεῖν
τὸ ὑπὲρ τοῦ κόσμου σωτήριον πάθος ὁ Χριστὸς καὶ θεὸς ἡμῶν,
ἐσταυρώθη ἐν αὐτῷ παρὰ τῶν Ἰουδαίων.  
18. Post ἔλεγεν labbei codex: περὶ τοῦ Ἀμαλήκ. μετὰ δὲ τὰ
τοιαῦτα ἦλθεν ὁ Ἀμαλὴκ ἐν χιλιάσι καὶ μυριάσι σύναψαι πόλεμον
μετὰ τῶν Ἑβραίων ἀόπλων ὄντων. ἀνῆλθε Μωσῆς ἐν τῷ ὄρει,
καὶ ἐξέτεινε τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἰς προσευχήν.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (continuatio) (redactio A)


P. 773, line 2

ἐπὶ μνήμης φερόμενος, καὶ οἱ τούτου φίλοι τε καὶ δοῦλοι. (16) διὸ
δὴ καὶ ἀνοηταίνων κατεφλυάρει πᾶσαν εἰκονικὴν ἀναστήλωσιν
ἀπόβλητον εἶναι τῇ θείᾳ γραφῇ καὶ λίαν ἀγνώριστον. τί οὖν πρὸς
ταῦτα φήσειέν τις; ὅτι σοφίας θεοῦ ἀδιεξέταστοι λόγοι, καὶ ὁ
μωρὸς μωρὰ λαλήσει. ἀμαθὴς γὰρ σφόδρα καὶ ληρώδης ὑπάρ-
χων οὐκ ᾔδει πάντως τὰ χρυσότευκτα ἐκεῖνα Χερουβίμ, ἅπερ ὁ
ἱεροφάντης Μωϋσῆς θεοῦ προστεταχότος ἐτεκτήνατο καὶ ἡ παλαιὰ
καὶ ἔννομος σκηνὴ καθύπερθεν τῆς κιβωτοῦ ἔφερεν, ἃ δὴ οὐ παρὰ
Ἰουδαίοις μόνον δεδόξαστο, ἀλλὰ καὶ τῆς χάριτος ὁ κῆρυξ Χε-  
ρουβὶμ δόξης ἀποκαλεῖ σαφῶς ἤτοι τὰ δεδοξασμένα. ἔτι γε μὴν
καὶ ὅσα ἡ Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία καὶ τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζε-
κιὴλ ὦπται, καὶ εἴ τι τοιοῦτον κατὰ τὰς ἱερὰς βίβλους ἱστόρηται
καὶ τετίμηται, ἅπερ οὐ πέφρικεν ὁ ἄθλιος καὶ βέβηλος ἐν εἰδώλων
μοίρᾳ θεῖναι, ὡς ἀθετεῖν μᾶλλον ἢ προσίεσθαι τὰς θεοπνεύστους
γραφὰς προελόμενος· ἐξ ὧν λοιπὸν καὶ Ἰουδαίων ἀπιστότερος καὶ
ἀγνωμονέστερος εἰκότως νομισθείη σὺν τοῖς ὁμόφροσιν αὐτοῦ.
ἄξια γὰρ ὡς ἀληθῶς τῆς ἑαυτῶν βδελυρίας ἀπιστίας τε καὶ ἀλο-
γίας φρονήσαντες καὶ ἐκφωνήσαντες. (17) καὶ γὰρ τῷ Χριστῷ
κἀνταῦθα προφανῶς ἀπομάχονται, ὃς λαβὼν ὀθόνην λαμπρὰν
καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον καὶ ὑπέρκαλον ἐναπομαξάμενος θεῖον εἶδος
ἐκπέμπει πιστῶς αἰτήσαντι τῷ τῶν Ἐδεσηνῶν ἡγεμόνι Αὐγάρῳ.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (continuatio) (redactio A)


P. 844, line 3

 13. Πολλὰ δὲ χαλκουργήματα κατέαξεν ὁ βασιλεὺς λόγῳ


τῆς Νέας ἐκκλησίας. ἀλλὰ καὶ μάρμαρα καὶ ψηφῖδας καὶ κίονας
389

ἐκ πολλῶν ἐκκλησιῶν καὶ οἴκων ἀνέλαβεν εἰς κατασκευὴν αὐτῆς.


ἐν οἷς στήλη ἵστατο χαλκῆ σχῆμα ἔχουσα ἐπισκόπου· ἐκράτει δὲ
ἡ αὐτὴ στήλη ἐν τῇ χειρὶ ῥάβδον ἔχουσαν ὄφιν ἐντετυλιγμένον.
ταύτην καταγαγόντες ἀπέθηκαν ἐν τῷ βεστιαρίῳ. κατελθόντος
δὲ τοῦ βασιλέως καὶ ἀπελθόντος ἔνθα ἵστατο ἡ στήλη ὀρθή, ἐνέ-
βαλε τοὺς δακτύλους αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ ὄφεως, ὢν δὲ ἔνδον  
ζῶν ὄφις ἔδακνε τοῦ βασιλέως τὸν δάκτυλον· ὃς μόλις δι' ἀντι-
φαρμάκων ἰάθη, θαυμασάντων ἐπὶ τούτῳ πάντων.
 14. Ἀλλὰ καὶ τὴν στήλην Σολομῶντος ἐν τῇ βασιλικῇ
οὖσαν μεγίστην κατεάξας προσέταξεν ἐν ὀνόματι αὐτοῦ ἐκτυπωθῆ-
ναι καὶ τεθῆναι κάτωθεν ἐν τοῖς θεμελίοις τῆς αὐτῆς Νέας ἐκ-
κλησίας, ὡς θυσίαν ἑαυτὸν τῷ τοιούτῳ κτίσματι τῷ θεῷ προς-
άγων.

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 31, line 17

αὐτόν. διὰ τὸν γάμον τῆς Μελχῶ οὐχὶ ἑκατὸν ἀκροβυστίας


ἀλλὰ ἑξακοσίας κεφαλὰς τῶν ἀλλοφύλων τὸν Σαούλ φασιν
ἐζητηκέναι καὶ εἰληφέναι ὑπὸ τοῦ Δαβίδ. ἐπὶ τούτου Ἰωὰβ
ὁ ἄρχων τῆς στρατείας ἠρίθμησε τὰς φυλὰς Ἰσραήλ, καὶ
ἦν ὁ ἀριθμός, ὃν κατηρίθμησε, χιλιάδες ἑκατὸν καὶ ἑξακόσιαι
δύο, οἱ δὲ υἱοὶ Ἰούδα τετρακόσιαι ἑβδομήκοντα· τὸν δὲ
Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐ κατηρίθμησε. πεπτώκασι δὲ ἐκ
τοῦ λαοῦ διὰ τοῦτο χιλιάδες ἑβδομήκοντα. ᾠδάς φασι καὶ
ὕμνους τὸν Δαβὶδ συντάξαι εἰς θεὸν ἀμέτρους μετ' ὀργάνων
πολλῶν μουσικῶν. ἀλλὰ καὶ πόλυν χρυσὸν συνταφῆναι τῷ
Δαβὶδ ὑπὸ Σολομῶντος· ὃν ταῖς πολιορκίαις οἱ κατὰ και-
ροὺς βασιλεῖς τῶν Ἑβραίων ἀνοίγοντες ἐλάμβανον ταλάντων
χρήματα πολλά. ταῖς δὲ θήκαις τῶν βασιλέων οὐδεὶς ἐνε-
χείρισεν· ἦσαν γὰρ μεμηχανευμέναι ὑπὸ Σολομῶντος, ὡς μὴ
ταύτας εὑρίσκεσθαι.
 Σολομῶν ὁ τοῦ Δαβὶδ τὸν πατέρα διαδεξάμενος βασι-
λεύει ἔτη μʹ. οὗτος τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς
βασιλείας αὐτοῦ θεμελιώσας, καὶ ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν αὐτὸν κατα-  
σκευάσας, τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ ἀφιεροῖ. ἱερά-
τευε δὲ ἐπὶ τούτου Σαδώκ, καὶ προεφήτευον Νάθαν ὁ τὴν
οἰκοδομὴν αὐτὸν τοῦ ἱεροῦ ποιήσασθαι παραθαρσύνας καὶ

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t
P. 31, line 20

ὁ ἄρχων τῆς στρατείας ἠρίθμησε τὰς φυλὰς Ἰσραήλ, καὶ


ἦν ὁ ἀριθμός, ὃν κατηρίθμησε, χιλιάδες ἑκατὸν καὶ ἑξακόσιαι
δύο, οἱ δὲ υἱοὶ Ἰούδα τετρακόσιαι ἑβδομήκοντα· τὸν δὲ
Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐ κατηρίθμησε. πεπτώκασι δὲ ἐκ
390

τοῦ λαοῦ διὰ τοῦτο χιλιάδες ἑβδομήκοντα. ᾠδάς φασι καὶ


ὕμνους τὸν Δαβὶδ συντάξαι εἰς θεὸν ἀμέτρους μετ' ὀργάνων
πολλῶν μουσικῶν. ἀλλὰ καὶ πόλυν χρυσὸν συνταφῆναι τῷ
Δαβὶδ ὑπὸ Σολομῶντος· ὃν ταῖς πολιορκίαις οἱ κατὰ και-
ροὺς βασιλεῖς τῶν Ἑβραίων ἀνοίγοντες ἐλάμβανον ταλάντων
χρήματα πολλά. ταῖς δὲ θήκαις τῶν βασιλέων οὐδεὶς ἐνε-
χείρισεν· ἦσαν γὰρ μεμηχανευμέναι ὑπὸ Σολομῶντος, ὡς μὴ
ταύτας εὑρίσκεσθαι.
 Σολομῶν ὁ τοῦ Δαβὶδ τὸν πατέρα διαδεξάμενος βασι-
λεύει ἔτη μʹ. οὗτος τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς
βασιλείας αὐτοῦ θεμελιώσας, καὶ ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν αὐτὸν κατα-  
σκευάσας, τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ ἀφιεροῖ. ἱερά-
τευε δὲ ἐπὶ τούτου Σαδώκ, καὶ προεφήτευον Νάθαν ὁ τὴν
οἰκοδομὴν αὐτὸν τοῦ ἱεροῦ ποιήσασθαι παραθαρσύνας καὶ
Ἀχιὰμ ὁ Σιλωνίτης καὶ Σαμέας υἱὸς Σαλαμῆ καὶ Ἀδδώ·
τήν τε στρατιωτικὴν δύναμιν ἐγχειρίζεται Βανέας υἱὸς Ἰω-
δαέ. τούτῳ γίνεται μόνος ἐκ τοσούτου γυναικῶν πλήθους

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 31, line 22

δύο, οἱ δὲ υἱοὶ Ἰούδα τετρακόσιαι ἑβδομήκοντα· τὸν δὲ


Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐ κατηρίθμησε. πεπτώκασι δὲ ἐκ
τοῦ λαοῦ διὰ τοῦτο χιλιάδες ἑβδομήκοντα. ᾠδάς φασι καὶ
ὕμνους τὸν Δαβὶδ συντάξαι εἰς θεὸν ἀμέτρους μετ' ὀργάνων
πολλῶν μουσικῶν. ἀλλὰ καὶ πόλυν χρυσὸν συνταφῆναι τῷ
Δαβὶδ ὑπὸ Σολομῶντος· ὃν ταῖς πολιορκίαις οἱ κατὰ και-
ροὺς βασιλεῖς τῶν Ἑβραίων ἀνοίγοντες ἐλάμβανον ταλάντων
χρήματα πολλά. ταῖς δὲ θήκαις τῶν βασιλέων οὐδεὶς ἐνε-
χείρισεν· ἦσαν γὰρ μεμηχανευμέναι ὑπὸ Σολομῶντος, ὡς μὴ
ταύτας εὑρίσκεσθαι.
 Σολομῶν ὁ τοῦ Δαβὶδ τὸν πατέρα διαδεξάμενος βασι-
λεύει ἔτη μʹ. οὗτος τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς
βασιλείας αὐτοῦ θεμελιώσας, καὶ ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν αὐτὸν κατα-  
σκευάσας, τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ ἀφιεροῖ. ἱερά-
τευε δὲ ἐπὶ τούτου Σαδώκ, καὶ προεφήτευον Νάθαν ὁ τὴν
οἰκοδομὴν αὐτὸν τοῦ ἱεροῦ ποιήσασθαι παραθαρσύνας καὶ
Ἀχιὰμ ὁ Σιλωνίτης καὶ Σαμέας υἱὸς Σαλαμῆ καὶ Ἀδδώ·
τήν τε στρατιωτικὴν δύναμιν ἐγχειρίζεται Βανέας υἱὸς Ἰω-
δαέ. τούτῳ γίνεται μόνος ἐκ τοσούτου γυναικῶν πλήθους
υἱὸς Ῥοβοάμ. πολλὰ πονήματα ἐγγράφως τέθεικεν, ἀλλὰ καὶ
ἐπῳδὰς καὶ ἐξορκισμοὺς κατὰ δαιμόνων ἐπενόησεν, αἷς χρώ

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 32, line 15

τήν τε στρατιωτικὴν δύναμιν ἐγχειρίζεται Βανέας υἱὸς Ἰω-


391

δαέ. τούτῳ γίνεται μόνος ἐκ τοσούτου γυναικῶν πλήθους


υἱὸς Ῥοβοάμ. πολλὰ πονήματα ἐγγράφως τέθεικεν, ἀλλὰ καὶ
ἐπῳδὰς καὶ ἐξορκισμοὺς κατὰ δαιμόνων ἐπενόησεν, αἷς χρώ-
μενοί τινες Ἰουδαῖοι, δακτύλιόν τινα ἔχοντα σφραγῖδα καὶ
ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολομῶν ἐν τῇ ῥινὶ τιθέντες τοῦ πά-
σχοντος, ὀσφραινόμενον τὸ δαιμόνιον ἐξέλκεσθαι, σημείου τι-
θεμένου ἢ ποτηρίου μεστοῦ ὕδατος ἢ ἑτέρου τινὸς ἀγγείου, ὃ
πάντως συνέτριβε φεῦγον τὸ δαιμόνιον. κατὰ τούτους τοὺς
χρόνους Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος ἐγνωρίζετο.
 Ῥοβοὰμ υἱὸς Σολομῶντος βασιλεύει ἔτη ιηʹ. ἐπὶ τούτου
τὸ πᾶν τοῦ λαοῦ πλῆθος διαιρεῖται· καὶ αὐτῷ μὲν ἡ ἐξ
Ἰούδα παραμένει φυλὴ καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν, αἱ δὲ λοιπαὶ
πᾶσαι αἱ δέκα φυλαὶ Ἱεροβοὰμ τὸν τοῦ Ναβάτ, ἐκ φυλῆς
Ἐφραίμ, ἕνα τῶν Σολομῶνος οἰκείων, ἑαυτῶν βασιλέα προε-
στήσαντο. ἦν μὲν οὖν τῷ Ῥοβοὰμ ὁ τῆς βασιλείας οἶκος ἐν
Ἱερουσαλήμ, ἐκαλεῖτο δὲ τὸ ὑπ' αὐτὸν ταττόμενον πλῆθος Ἰού-
δας καὶ ὁ οἶκος Δαβίδ, ἐκ τῆς ἐπικρατεστέρας φυλῆς εἰλη-
φὼς τὴν προσηγορίαν. τοῦ δὲ Ἱεροβοὰμ Σαμάρεια μὲν ἡ  
μητρόπολις, ὁ δὲ τῆς βασιλείας οἶκος ἐν Θερσᾶ, θυσιαστήριά
τε δύο, ἓν μὲν ἐν Βαιθὴλ (τὴν γὰρ μίαν τῶν δαμάλεων ἐν

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 53, line 16

ἁρπάσασι δουλεύων καὶ τοῖς ἐκείνων ἔθεσι τρεφόμενος. ἀναι-


ρεθέντος δὲ τοῦ Ἀντιπάτρου φαρμάκῳ βασκανίᾳ τῆς πολλῆς
εὐδαιμονίας ὑπὸ Βαλλίχου τινὸς Ἰουδαίου, διαδέχονται οἱ
παῖδες αὐτοῦ τὴν ἀρχήν, Ἡρώδης καὶ Φασάϊλος. καὶ ὁ μὲν
τὴν Ἰδουμαίαν καὶ τὴν Ἱεροσόλυμον ἐκληρώσατο γῆν, ὁ δὲ
τὴν Ἰουδαίαν καὶ Γαλιλαίαν. γνοὺς δὲ ὡς Ὑρκανὸς ὁ πρὸ
αὐτοῦ βασιλεύσας τὸν τοῦ Δαβὶδ τάφον ἀνοίξας τρισχίλια
ἔλαβε τάλαντα, ἤνοιξε καὶ αὐτός, καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρε,
κόσμον δὲ χρύσεον καὶ κειμήλια πολλὰ ἀνείλετο. πειραθέν-
τος δὲ αὐτοῦ ἐνδοτέρω χωρεῖν, οὗ τὰ σώματα Δαβὶδ καὶ
Σολομῶντος ἐτέθησαν, πῦρ ἐξελθὸν δύο τῶν δορυφόρων διέ-
φθειρε. γενόμενος δὲ καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον Ἰούλιος τῆς
Κλεοπάτρας κρατύνει τὴν ἀρχήν, τῶν ἐπιτιθεμένων ἀναστεί-
λας τὰς ἐπιβουλάς, καὶ τὰ ἐπὶ τῆς ἀνατολῆς ἅπαντα διοικη-
σάμενος ἐπανῆλθεν εἰς τὴν Ῥώμην.

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 68, line 22

Ἀδριανὸς Αἴλιος.
392

 Ἀδριανὸς Αἴλιος ἐβασίλευσεν ἔτη κʹ μῆνας ιαʹ. ἦν δὲ


φιλολόγος ἐπιτήδειος ἔν τε τῷ πεζῷ λόγῳ καὶ τῷ ἐμμέτρῳ,
συγγενὴς καὶ υἱοπεποιημένος τῷ Τραϊανῷ. οὗτος ἐν Μυσίᾳ
ἔνθα ἐθήρασεν, ᾠκοδόμησε πόλιν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτὴν Ἀδρια-
νοῦ θήρας ἐν τοῖς μιτάτοις, καὶ ἑτέραν πόλιν ἐν τῇ Θρᾴκῃ
ἐπ' ὀνόματι αὐτοῦ. οὗτος καὶ τὴν Ἰουδαίων πόλιν κατέ-
στρεψε διὰ τὸ βουληθῆναι τοὺς Ἰουδαίους ἀνοικοδομῆσαι τὸν
ἐν Ἱεροσολύμοις ναόν, καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ πεντήκοντα ὀκτὼ
μυριάδας ἀνεῖλε. σημεῖον δὲ γέγονε τῆς ἀναλώσεως αὐτῶν
ὡς τὸ τοῦ Σολομῶντος μνημεῖον αὐτομάτως διαλυθῆναι. τὰ  
δὲ παλαιὰ λείψανα τῆς πόλεως ἐρειπίσας καὶ ἐρημώσας, κτί-
ζει ἐπὶ τῷ ἰδίῳ ὀνόματι τὴν πόλιν, Αἰλίαν αὐτὴν ἐπονομά-
σας. ἐν δὲ τῷ ναῷ τὸν αὐτοῦ ἀνδριάντα ἀνεστήλωσε διὰ
τὸ εἶναι αὐτὸν λωβόν, ὅπως εὕρῃ ἴασιν. Σίμιλον δέ τινα ἔν
τε φρονήσει καὶ ἐπιεικείᾳ καὶ ἀρεταῖς πολλαῖς κεκοσμημένον
πάνυ ἐτίμα, καὶ ἐν μεγάλῃ ἀρχῇ ἐτίμησεν αὐτόν· ἀλλ' ἐπ'
ὀλίγον τῆς ἀρχῆς κρατήσας δεηθεὶς ἐξέστη αὐτῆς, καὶ ἐν
ἀγρῷ ἑπτὰ ἔτη διατρίψας ἐτελεύτησεν, ἐπιγραφῆναι προστά-
ξας ἐν τῷ μνήματι αὐτοῦ οὕτως “Σίμιλος ἐνταῦθα κατάκει-
ται, βιώσας μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἑπτά.” θνήσκει

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 129, line 21

Οὐανδήλους καὶ Ἀφρικὴν ἐκπορθῆσαι· ὃς ἀγχινοίᾳ καὶ φρο-


νήσει πάντα ληϊσάμενος καὶ Γελήμερον ἐγκρατῆ ποιησάμενος
ἀνήγαγεν ἐν τῇ πόλει μετὰ πλούτου πολλοῦ καὶ ἐθριάμβευ-
σεν ἐν τῷ ἱππικῷ, ὑπατείαν ποιήσας ἐν τῇ πόλει· τὸν δὲ
Ἰουστινιανὸν ἀμειβόμενον αὐτὸν τῆς τοιαύτης μεγίστης καὶ
παραδόξου πράξεως, ἐν μὲν τῷ ἑνὶ μέρει τοῦ νομίσματος ἑαυ-
τὸν ἐγχαράξας, ἐν δὲ τῷ ἑτέρῳ Βελισάριον ἔνοπλον, καὶ ἐπι-
γράψας “Βελισάριος ἡ δόξα τῶν Ῥωμαίων.” ἀλλ' οἷα ὁ φθό-
νος ἐν μεγάλῃ εὐδαιμονίᾳ οἶδε ποιεῖν, ὤδινε καὶ εἰς Βελισά-
ριον· διαβληθεὶς γὰρ μετέστη τῆς ἀρχῆς καὶ τῆς δόξης, καὶ
Σολομὼν ἀντ' αὐτοῦ στρατηγὸς ἐπέμφθη, ὃς τὰ κτηθέντα
Βελισαρίῳ φυλάξασθαι μὴ δυνηθεὶς τοῖς Οὐανδήλοις πάντα
παρεχώρησεν.  
 Ἦν δέ τις χαλκεὺς Ἀνδρέας τοὔνομα, ἔχων μεθ' αὐτοῦ
κύνα ξανθὸν καὶ τυφλόν, ὃς ἐποίει τέρατα· παρεστῶτος γὰρ
αὐτῷ ὄχλου, λάθρα τοῦ κυνὸς ἐκομίζετο τὰ τῶν ἐνεστώτων
δακτυλίδια χρυσᾶ τε καὶ ἀργυρᾶ καὶ σιδηρᾶ, καὶ ἐτίθει εἰς
τὸ ἔδαφος περισκέπων αὐτὰ χώματι, καὶ ἐπέτρεπε τῷ κυνί,
καὶ ἐλάμβανε καὶ ἐδίδου ἑκάστῳ τὸ ἴδιον. ὁμοίως καὶ δια-
φόρων βασιλέων νομίσματα μιγνύμενα ἀπεδίδου κατ' ὄνομα.

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 257, line 20
393

 Πολλὰ δὲ μάρμαρα καὶ ψηφῖδας ἐκ πολλῶν ἐκκλησιῶν


ἀνέλαβεν ὁ βασιλεὺς λόγου τῆς νέας ἐκκλησίας, ἐν οἷς στήλη
ἵστατο χαλκῆ ἐν τῷ Σενάτου σχῆμα ἐπισκόπου φέρουσα·
ἐκράτει δὲ ἡ αὐτὴ στήλη ἐν τῇ χειρὶ ῥάβδον ἔχουσα ὄφιν
ἐντετυλιγμένον· ταύτην καταγαγόντες ἔθηκαν ἐν τῷ βεστια-
ρίῳ. κατελθόντος δὲ τοῦ βασιλέως καὶ ἀπελθόντος ἔνθα
ἵστατο στήλη ὀρθή, ἐνέβαλε τὸν δάκτυλον αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στό-
μα τοῦ ὄφεως· ὢν δὲ ἐκεῖ ζῶν ὄφις ἔδακε τοῦ βασιλέως τὸν
δάκτυλον, ὃς μόλις δι' ἀντιφαρμάκων ἰάθη, θαυμασάντων
πάντων ἐπὶ τούτῳ. ἀλλὰ καὶ τὴν στήλην Σολομῶντος ἐν τῇ
βασιλικῇ οὔσῃ μεγίστῃ κατεάξας προσέταξεν ἐπ' ὀνόματι αὐ-
τοῦ ἐκτυπωθῆναι καὶ τεθῆναι κάτωθεν ἐν τοῖς θεμελίοις τῆς  
αὐτῆς νέας, ὥστε θυσίαν ἑαυτὸν τῷ τοιούτῳ κτίσματι καὶ θεῷ
προσάγων.
 Ἐπεστράτευσε δὲ πάλιν ὁ βασιλεὺς κατὰ Μελιτινῆς, καὶ
αἰχμαλωσίαν πολλὴν ποιησάμενος καὶ πολλοὺς πολέμους ὑπέ-
στρεψεν. τελευτᾷ δὲ ὁ ἐν ἁγίοις Ἰγνάτιος ὁ πατριάρχης, καὶ
ἀντ' αὐτοῦ πάλιν ἀναβιβάζει Φώτιον πατριάρχην. μετὰ δὲ
ταῦτα ἐν ἐξορίᾳ τελευτήσαντος Φωτίου πατριάρχου ἀπετέθη

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum Line 5122

μιγνύμενος ἀναφανδὸν ὡς ἑαυτοῦ συλλέκτρῳ.


ἤκουσε τοῦτο τὸ δεινὸν Ἰγνάτιος ὁ μέγας,
ὁ τηνικαῦτα κυβερνῶν τὴν βασιλίδα πόλιν·
ἦν γὰρ περιλαλούμενον ἐν ἀγυιαῖς, ἐν οἴκοις,
καὶ πάντων περιέτρεχε τὰς ἀκοὰς τὸ μύσος.
καὶ τοίνυν ἐσωφρόνιζε τὸν Καίσαρα τὸν Βάρδαν
λόγοις, φοβήτροις, ἀπειλαῖς τῶν μελλουσῶν βασάνων,
ἐπέπληττε, κατήρτιζεν, ἤλεγχεν, ἐνουθέτει,
πᾶσαν ἐκίνει μηχανὴν εἰς ἐκκοπὴν τοῦ πάθους.
ἀλλ' ἦν ἐν πᾶσιν ἀληθὴς ἡ Σολομῶντος λύρα,
ἐλέγχειν ἀποτρέπουσα τοὺς κακογνωμονοῦντας·  
ἔλεγχοι γὰρ ὡς μώλωπες εἰσὶ τοῖς ἀσεβέσι,
καὶ πλήττουσιν ὡς βέλεμνα τὰς φαυλουργοὺς καρδίας.
ὁ Καῖσαρ γὰρ ἐκπικρανθεὶς τοῖς ὀνειδιστηρίοις
Ῥήμασιν οἷς ἐπέπληκτο παρὰ τοῦ θεοφόρου,
οὐ μόνον οὐκ ἐφρόντιζε τῶν παραινετηρίων,
ἀλλὰ καὶ κότον ἔτρεφε κατὰ τοῦ παραινοῦντος,
ὅμοιον δρῶν ὡς εἴ τινες ἰχώρων πεπλησμένοι
νοσοκομοῖντο πρός τινος, οἱ δ' ἀποδυσπετοῖεν
καὶ μᾶλλον ἀγριαίνοιντο πρὸς τὸν εὐεργετοῦντα.

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum Line 6178

κύμβαχον ῥίπτει κατὰ γῆς ἐκεῖνον καὶ συμπνίγει.


καὶ πρῶτα μὲν τοὺς τῆς ἀρχῆς προάρχους καὶ προβούλους
394

βαρβαρικῶς ἐκόλαζε τὰ παιδογόνα τέμνων,


ὥστε πολλοὺς ἀμείψαντας τὴν τῶν ἀρρένων φύσιν
ἡμιανθρώπους γίνεσθαι καὶ μὴ γνωστοὺς τῇ φύσει.
οὕτως εὐθὺς ἀπὸ γραμμῆς πρώτης κακὸς ἐφάνη·
τοὺς γὰρ πονηρογνώμονας καὶ κακεντρεχεστάτους
ἐπὶ μιᾶς, ὡς λέγουσιν, ἡμέρας γνώσεταί τις.
ἔπειτα προσλαβόμενος νηπιοβούλους παῖδας
καὶ πρωτοβούλοις χρώμενος νήπιος τοῖς νηπίοις,
καθάπερ πρὶν ὁ Ῥωβοὰμ ὁ Σολομῶντος γόνος,
τὰς βασιλίσσας ἐξωθεῖ Ζωὴν καὶ Θεοδώραν,
καὶ νησιώτιδας αὐτὰς θέμενος ἀποκείρει.
ὅπερ δεινοὺς ἐξήγειρε φλοίσβους τῷ ταλαιπώρῳ,
ὡς ἄνεμος ἐπιπεσὼν θαλάσσῃ σκαφηπλόῳ  
καὶ κάτωθεν ἀπὸ μοχλῶν αὐτὴν ἀναμοχλεύσας.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae) P. 87, line 4

Ἐσεβὼν ἔτη ζʹ.


Ἐλὼν ἔτη ιʹ.
Λαβδὼν ἔτη ηʹ.
Ἀλλόφυλοι ἔτη μʹ.
Σαμψὼν ἔτη κʹ.
Ἡλὶ ὁ ἱερεὺς ἔτη κʹ. καὶ ἀναρχίας ἔτη λʹ.
Σαμουὴλ καὶ Σαοὺλ ἔτη μʹ.  
Δαυὶδ ἔτη μʹ.
 Ὁμοῦ τὰ πάντα ἀπὸ τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἕως
 Δαυὶδ ἔτη χλʹ.
Σολομὼν ἔτη μʹ.
Ῥοβοὰμ ἔτη ιζʹ.
Ἀβιᾶ ἔτη ϛʹ.
Ἀσᾶ ἔτη μʹ.
Ἰωσαφὰτ ἔτη κεʹ.
 Ἐπὶ αὐτοῦ προφητεύει Μιχαίας, Ἡλίας, Ἐλισσαῖος.
Ἰωρὰμ ἔτη ηʹ.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae) P. 88, line 13

 Τοῦτον ἐκτυφλώσας Ναβουχοδονόσωρ 8[ὁ βασιλεὺς] αἰχ-


 μάλωτον ᾖρε καὶ ὁ ναὸς πυρπολεῖται μετὰ μῆνας εʹ
 ὑπὸ Ναβουζαρδὰν διαρκέσας ἀφ' οὗ ἐκτίσθη ἔτη υλβʹ.
 Ὁμοῦ τὰ πάντα ἀπὸ ἀρχῆς βασιλείας Σολόμωνος ἕως
 ἁλώσεως Ἱερουσαλὴμ ἔτη υμηʹ. Μετὰ ταῦτα αἰχμα-
 λωσίας Ἰουδαίων τῆς εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἐρημίας τοῦ
 τόπου ἔτη οʹ. ἃ συμπληροῦται κατὰ τὸ δεύτερον ἔτος
 Δαρείου τοῦ Περσῶν βασιλέως ὃς τόν τε λαὸν ἀνῆκε
 τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἀνενέωσε
395

ναόν.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae) P. 106, line 4

Μαρία καὶ Θεοδότη Κωνσταντίνου.


Θεοφανὼ Σταυρακίου.
Προκοπία Μιχαήλ.
Θεοδοσία Λέοντος.
Θέκλα καὶ Εὐφροσύνη Μιχαήλ.
Θεοδώρα Θεοφίλου.
Εὐδοκία Μιχαήλ.  
Εὐδοκία Βασιλείου.
Θεοφανὼ Λέοντος τοῦ νέου.
  Καὶ ὅσοι ἐβασίλευσαν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ
ἐν Σαμαρείᾳ ἀπὸ τῶν χρόνων Ῥοβοὰμ υἱοῦ Σολομῶντος
βασιλέως Ἰούδα ἕως τῆς μετοικεσίας τῶν δέκα φυλῶν
εἰς Ἀσσυρίους ἐπὶ Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα.
αʹ Ἱεροβοὰμ ὁ δοῦλος Σολομῶντος ἐχρίσθη ὑπὸ Ἀχία
 τοῦ προφήτου διὰ τὸ τὸν κύριον αὐτοῦ Σολομῶντα
 ἐκκλῖναι εἰς ἀλλοφύλους γυναῖκας καὶ λατρεῦσαι τοῖς
 τούτων θεοῖς, ἔτη κβʹ.
βʹ Ναδὰβ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη βʹ.
γʹ Βαασά· οὗτος ἐξωλόθρευσε τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ, ἔτη κδʹ.
δʹ Ἡλὰ υἱὸς αὐτοῦ, ἐφ' οὗ Ἰηοῦ ὁ προφήτης, ἔτη βʹ.
εʹ Ζαμβρὶ δοῦλος αὐτοῦ ἀποκτείνας αὐτὸν μῆνας ζʹ.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae) P. 133, line 5

δʹ Ἀριθμοὶ στίχων ͵γφλʹ.


εʹ Δευτερονόμιον στίχων ͵γρʹ.
ϛʹ Ἰησοῦς στίχων ͵βρʹ.
ζʹ Κριταὶ καὶ Ῥοὺθ στίχων ͵βυνʹ.
ηʹ Βασιλειῶν αʹ καὶ βʹ στίχων ͵ασμʹ.  
θʹ Βασιλειῶν γʹ καὶ δʹ στίχων ͵βσγʹ.
ιʹ Παραλειπόμενα αʹ καὶ βʹ στίχων ͵εφʹ.
ιαʹ Ἔσδρας αʹ καὶ βʹ στίχων ͵εφʹ.
ιβʹ Βίβλος ψαλμῶν στίχων ͵ερʹ.
ιγʹ Παροιμίαι Σολομῶντος στίχων ͵αψʹ.
ιδʹ Ἐκκλησιαστὴς στίχων ζφʹ.
ιεʹ Ἆισμα ᾀσμάτων στίχων σπʹ.
ιϛʹ Ἰὼβ στίχων ͵αωʹ.
ιζʹ Ἡσαίας προφήτης στίχων ͵γωʹ.
ιηʹ Ἱερεμίας προφήτης στίχων ͵δ.
ιθʹ Βαροὺχ στίχων ψʹ.
κʹ Ἰεζεκιὴλ στίχων ͵δ.
καʹ Δανιὴλ στίχων ͵β.
396

κβʹ Οἱ δώδεκα προφῆται στίχων ͵γ.


  Ὁμοῦ τῆς παλαιᾶς διαθήκης βίβλοι κβʹ.

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815 Ch. 20, line 10

κατηγορεῖν ἀνοηταίνοντες ὑπελάμβανον.


 ἐκ ποίας δὲ γραφικῆς ἐρεύνης καὶ ἐξετάσεως τοῦ ζη-
τουμένου πεποίηνται τὴν κατάληψιν; ὡς εἴ που ψιλῆς τετυ-
χήκασι φωνῆς, κἂν ἡμῶν κατεκτυπεῖτο τὰ ὦτα σάλπιγγος ἤχῳ
ὡσαύτως περιβομβούντων καὶ ἀποκωφούντων τὴν αἴσθησιν.
εἰ γάρ τι αὐτοῖς πονηρὸν ἐξεύρηται, τὰς κατ' εἰδώλων ἐκτεθει-
μένας φωνάς, κατὰ τῶν θείων θεομαχοῦντες προηνέγκαντο,  
ὁπότε καὶ τὰ χρυσότευκτα ἐκεῖνα Χερουβίμ, ἅπερ ὁ ἱεροφάντης
Μωσῆς, θεοῦ προστεταχότος, ἐτεκτήνατο, καὶ ἡ παλαιὰ καὶ ἐν
νόμῳ σκηνὴ καθύπερθεν τῆς κιβωτοῦ ἔφερεν, ἔτι καὶ ὅσα ἡ
Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία, καὶ ἃ τῷ θεσπεσίῳ προφήτῃ
Ἰεζεκιὴλ ὦπται, καὶ εἴ τι τοιοῦτον κατὰ τὰς ἱερὰς βίβλους
ἱστόρηται, ἐν εἰδώλων μοίρᾳ θεῖναι οὐ δεδίασιν, ὡς ἀθετεῖν
μᾶλλον ἢ προσίεσθαι τὰς θεοπνεύστους γραφὰς προελόμενοι.
ἐξ ὧν καὶ Ἰουδαίων ἀπιστότεροι καὶ ἀγνωμονέστεροι εἰκότως
νομισθήσονται, ἄξιά γε ὡς ἀληθῶς τῆς ἑαυτῶν βδελυρίας καὶ
ἀπιστίας καὶ φρονήσαντες καὶ ἐκφωνήσαντες. καὶ γὰρ τῷ
Χριστῷ φανερῶς κἀνταῦθα ἀπομάχονται· τὰ γὰρ τῷ θείῳ
Ἰεζεκιὴλ διατεταγμένα, ἅπερ ἦν Χερουβὶμ καὶ φοίνικες, ἐν
τῷ Ἰουδαϊκῷ ναῷ ἀνιστόρητο, εἴπερ μὴ ψευδομυθεῖν τὸ
πνεῦμα οἰήσονται· καὶ οὐ καθῄρει Χριστός, ἀλλ' οἶκον τοῦ

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815


Ch. 92, line 37

θεοῦ λέγοντος πρὸς Μωσῆν εἰκόνας δύο Χερουβὶμ χρυσῶν


γλυπτῶν κατασκευάσαι κατασκιαζόντων τὸ ἱλαστήριον. καὶ
πάλιν τὸν ναὸν ἔδειξεν ὁ θεὸς τῷ Ἰεζεκιήλ· «Πρόσωπα,»
εἶπεν, «φοινίκων καὶ λεόντων καὶ ἀνθρώπων καὶ Χερουβὶμ
ἀπὸ τοῦ ἐδάφους αὐτοῦ ἕως τοῦ φατνώματος τῆς στέγης.»
ὄντως φοβερὸς ὁ λόγος ὁ ἐντειλάμενος τῷ Ἰσραὴλ μὴ ποιῆ-
σαι παντοῖον γλυπτὸν μὴ δὲ εἰκόνα μὴ δὲ ὁμοίωμα ὅσα ἐστὶν
ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς. αὐτὸς προστάσσει τῷ
Μωσεῖ ποιῆσαι γλυπτὰ ζῷα τὰ Χερουβικὰ καὶ τῷ Ἰεζεκιὴλ
πλήρη εἰκόνων καὶ ὁμοιωμάτων γλυπτῶν, λεόντων, φοινίκων
καὶ ἀνθρώπων, οὕτω δείκνυσιν τὸν ναόν. ὅθεν καὶ Σολομῶν ἐκ
νόμου λαβὼν τὸν τύπον, πλήρη πεποίηκεν τὸν ναὸν χαλκῶν
καὶ γλυπτῶν καὶ χωνευτῶν, λεόντων καὶ βοῶν καὶ φοινίκων
καὶ ἀνθρώπων καὶ οὐ κατεγνώσθη ἐν αὐτῷ ὑπὸ τοῦ θεοῦ. εἰ
τοίνυν ἐμοῦ καταγινώσκειν θέλεις περὶ εἰκόνων, κατάγνωθι
τοῦ θεοῦ τοῦ ταῦτα ποιεῖν κελεύσαντος εἰς ὑπόμνησιν αὐτοῦ
397

εἶναι παρ' ἡμῖν. ὁ Ἰουδαῖος· Ἀλλ' οὐ προσεκυνοῦντο ἐκεῖνα


ὡς θεοὶ τὰ ὁμοιώματα, ἀλλ' ὑπομνήσεως μόνης ἐγένοντο. ὁ
Χριστιανός· Καλῶς εἶπας. οὐδὲ παρ' ἡμῖν ὡς θεοὶ προς-
κυνοῦνται οἱ τῶν ἁγίων χαρακτῆρες καὶ εἰκόνες καὶ τύποι.
εἰ γὰρ ὡς θεὸν προσεκύνουν τὸ ξύλον τῆς εἰκόνος, ἔμελλον

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815 Ch. 92, line 255

Ἕλλην εἰδωλολάτρης ἐν τῷ ναῷ σου καὶ θεασάμενος ταῦτα,


ἐμέμψατο τῶν Ἰουδαίων ὡς καὶ αὐτῶν εἴδωλα προσκυ-
νούντων, τί ἂν εἶχες, εἰπέ μοι, ἀπολογήσασθαι αὐτῷ περὶ
τῶν δύο Χερουβὶμ τῶν χωνευτῶν καὶ τῶν βοῶν καὶ φοι-
νίκων καὶ λεόντων τῶν ὄντων ποτὲ ἐν τῷ ναῷ γλυπτῶν;
οὐδὲν ἂν εἶχες ἀληθὲς πρὸς αὐτὸν λέγειν, εἰ μὴ τοῦτο ὅτι
»Οὐχ' ὡς θεοὺς ἔχομεν αὐτὰ ἐν τῷ ναῷ, ἀλλ' εἰς ἀνάμνησιν
θεοῦ καὶ δόξαν τὰ Χερουβὶμ ταῦτα ἔχομεν ἐν τῷ ναῷ.» εἰ
οὖν ταῦτα οὕτως, πῶς ἐμοὶ περὶ εἰκόνων ἐγκαλεῖς; ἀλλ' ἐρεῖς
μοι ὅτι «Ὁ θεὸς τῷ Μωσεῖ προσέταξεν ποιῆσαι ἐν τῷ ναῷ
τὰ γλυπτά», κἀγὼ τοῦτο λέγω· ἀλλ' ὁ Σολομῶν ἐκεῖθεν ὁ-  
δηγηθεὶς καὶ πλείονα ἐν τῷ ναῷ κατεσκεύασεν, ἅπερ οὐδὲ
ὁ θεὸς αὐτῷ προσέταξεν οὐδὲ ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἔσχεν
οὔτε ὁ ναὸς ὃν ὁ Ἰεζεκιὴλ ἐκ θεοῦ ἑώρακεν, καὶ οὐ κα-
τεγνώσθη ἐν τούτῳ ὁ Σολομῶν· εἰς δόξαν γὰρ θεοῦ τὰς
τοιαύτας μορφὰς κατεσκεύασεν, ὥσπερ καὶ ἡμεῖς. εἶχες δέ,
ὦ Ἰουδαῖε, καὶ ἕτερά τινα εἰς μνήμην καὶ δόξαν θεοῦ, τὴν
ῥάβδον Μωσέως, τὰς νεοτεύκτους πλάκας, τὴν ἄφλεκτον
βάτον, τὴν ξηρένυγρον πέτραν, τὴν μαννοφόρον στάμνον,
τὴν κιβωτόν, τὸ θυσιαστήριον, τὸ θεώνυμον πέταλον, τὸ

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Man1,pt1, p. 70, line of p. 5

ὑποστησομένων τὴν προσβολήν, ἀλλὰ πάντων ἐνδωσόντων καὶ πρὸς


τὴν πρώτην ὁρμήν. εἰ δ', ὅπερ ἀπείη, πεσούμεθα, καλὸν ἐντάφιον τὸ
ὑπὲρ Χριστοῦ τελευτᾶν. βαλέτω με τοξότης Πέρσης ὑπὲρ Χριστοῦ·
ἀφυπνωτέον μετ' ἐλπίδων χρηστοτέρων εἰς θάνατον καὶ ὅσα ὀχήματι τῷ
βέλει χρηστέον πρὸς τὴν ἐκεῖ κατάπαυσιν, ἀλλὰ μὴ θανὴ προαρπασάτω
ἴσως ἀκλεὴς καὶ ἐφάμαρτος.  
 Ἤδη ποτὲ τισώμεθα τούτους, ὧν οἱ καθ' αἷμά τε καὶ ὁμόπιστοι ποσὶ
κεχραμένοις ὡς εἰς κοινὸν εἰσεληλύθασι τόπον τὸν ἱερόν, ἐν ᾧ νεκροῖς
ὁμόσκηνος γέγονεν ὁ σύγχρονος πατρὶ καὶ ὁμόθρονος. ἡμεῖς ἐσμεν οἱ δυ-
νατοὶ καὶ διεσπασμένοι πάντες ῥομφαίαν καὶ ὡς κλίνην περιέποντες
Σολομώντειον τὸν ζωοδόχον τάφον καὶ θεοδέγμονα. τοὺς ἐκ τῆς Ἄγαρ
τοίνυν τῆς δουλίδος ἐκποδὼν οἱ ἐλεύθεροι ποιησώμεθα καὶ ὡς λίθους
398

προσκόμματος τῆς ὁδοῦ ἐξάρωμεν τοῦ Χριστοῦ, οὓς οὐκ οἶδ' ὅπως
Ῥωμαῖοι ὡς ἐπισφάγια ἑαυτοῖς ἐκτρέφουσι λυκιδεῖς καὶ τοῖς οἰκείοις
ἀγεννῶς πιαίνουσιν αἵμασι, δέον ἀλκὴν ἀναλαβόντας καὶ λογισμὸν ἔμ-
φρονος ἀνδρός, ὡς θῆρας ἐκ ποιμνίων, τῶν οἰκείων ἀπελάσαι χώρων καὶ
πόλεων.

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Alex2, p. 241, line of p. 18

 Τοιοῦτο μὲν οὖν τὰ κατὰ τὸν καίσαρα πέρας εἰλήφασι καὶ δι' αἰτίας
ταύτας ὁ δυσκλεὴς ἐκεῖνος ξυνέστη πόλεμος καὶ τὴν θείαν ἐπισπάσας καθ'
ἡμῶν κίνησιν δι' ὅσα κατὰ τὸ ἱερὸν ἐπισυνέβησαν ἄθεσμα. οὔτε γὰρ τὴν
προσρυεῖσαν καισάρισσαν ἀφίημι τοῦ ἐγκλήματος εἰς ἀτάσθαλα ἔργα
ῥέψασαν καὶ διακυκήσασαν τὸ πολίτευμα, καί γε τοὺς μὴ καθυφέντας
βραχὺ πρὸς τὰ τῆς δεομένης ταυτησὶ ῥήματα, τὴν δ' οὐκ ἀγαθὴν ἔριν
ἀνελομένους καὶ τὸν τῆς προσευχῆς οἶκον ἐντεῦθεν φονίου πλήσαντας
αἵματος εἴπῃ ἄν τις ἐνόχους παρανομήματος. εἰ γὰρ ὁ τῶν Ῥωμαίων στρα-
τηγὸς Τῖτος, ὁ πάλαι τῇ Ἱερουσαλὴμ βαλὼν χάρακα, τοσοῦτον ἐφείδετο
τοῦ Σολομωντείου νεὼ καὶ οὕτω τοῦ ἐκεῖνον ἐξείχετο σώζεσθαι, ὡς ἑλέσθαι
βάλλεσθαι μᾶλλον ὑπὸ τοῦ ἐκεῖθεν ἐκπηδῶντος Ἰουδαϊκοῦ τάγματος καὶ
κακῶς πάσχειν τὸ οἰκεῖον στράτευμα ἢ γοῦν τι θεομισὲς ἐπὶ τῷ πολυτελεῖ
ἐκείνῳ καὶ θαυμασίῳ ἔργῳ βουλεύσασθαι, ἀνὴρ καὶ ταῦτα μὴ εἰδὼς θεόν,
οὗ τὸ τέμενος ὑπεστέλλετο, ἀλλὰ θεοῖς ἀπονέμων σέβας κακῶς, οἳ τὸν
οὐρανὸν οὐκ ἐποίησαν, ποίαν οὐκ ἂν ἔδει τιμὴν θεοσεβοῦντας ἀπονεῖμαι
Χριστιανοὺς τῷ καλλίστῳ τῷδε καὶ θείῳ ναῷ, ὅνπερ ἀτεχνῶς θεοῦ χεῖρες
ἠρχιτεκτόνησαν καὶ ὕστατον καὶ πρῶτον ἐκαλλιτέχνησαν ἔργον ἀμίμη-
τον καὶ ἄντικρυς ἐπὶ γῆς οὐράνιον σφαίρωμα.
 Κατὰ δὲ τοῦ πατριάρχου Θεοδοσίου βαρύμηνις ὢν ὁ πρωτοσεβαστὸς
ὡς τοῖς αὐτοῦ βουλήμασιν ἀνθισταμένου λαμπρῶς καὶ τὰς οἰκείας ἐφέσεις

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Andron1,pt1, p. 316, line


of p. 6

κράτωρ ἐλπίζεται.” ἦν δὲ ὁ Ζιντζιφίτζης ἀνδράριον εἰδεχθέστατον, ταῖς


τῶν σταδιοδρόμων ἵππων ἀμφιπεριστρεφόμενον ἄντυξι, καὶ τὰ πλείω
μὲν τῶν μελῶν ἀνάρμοστον καὶ βραχὺ τὸ δέμας καὶ εὔσαρκον, εὐτράπε-
λον δὲ ἄλλως καὶ δεινὸν ἐς ταμιεῖα πλῆξαι ψυχῆς ἁπαλυνομένοις βωμο-
λοχίᾳ σκώμμασι καὶ ποιητικοῖς γέλωτος λόγοις διαχέουσι σκηνικώτερον.  
 Οὐκ ἐνεγκὼν τοίνυν τὰ λεγόμενα, ὡς δὲ βολίδας ἔνδον ἐν καρδίᾳ
δεδεγμένος Ἀνδρόνικος, ἅτε λαῖλαψ τὰ προσόντα τῷ Τριψύχῳ διαφορεῖ
καὶ εἱρκτῇ παραδοὺς ἀδέσμῳ εἶτα καὶ τοῦ τῶν ὀμμάτων φάους ἀποστε-
ρεῖ. καὶ τοιοῦτο μὲν τὰ τῆς παραδυναστείας τῷ Τριψύχῳ πέρας εἰλή-
φασιν, ὡς ἐπ' αὐτῷ ἄντικρυς ῥηθῆναί τε καὶ περατωθῆναι τὸ τοῦ Σολο-
μῶντος ἐκεῖνο δοκεῖν, ὅ φησιν “εἰσὶν ὁδοὶ δοκοῦσαι μὲν ἀνδρὶ τὰ πρῶτα
ὀρθαί, τὰ μέντοι τελευταῖα αὐτῶν βλέπει εἰς θάνατον.”  

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Isaac2,pt1, p. 367, line of


p. 16
399

λεύοντι, μοχθηρίαν φύσεως φέρειν ἀκίνητον πρὸς τὸ κρεῖττον ἢ δυσμετά-


θετον, ἢ στέγειν ἄνθρωπον ἀποστατικὸν καὶ λῃστεύοντα τὴν ἀρχήν,
κἂν ἀρετῆς μεταποιοῖτο μάλιστα καὶ μετὰ Δαυὶδ οὐκ ἀνταποδιδοίη τοῖς
ἀνταποδιδοῦσι κακά, ἢ ψάλλων εἴη κατ' ἐκεῖνον ἐν καιροῖς κινδυνώδεσιν
“ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ μέλισσαι κηρίον, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην
αὐτούς”.
 Αὐτὸς μέντοι βασιλεὺς ἀντιφθεγγομένην προδήλως τῇ γλώττῃ
καθυπέφηνε μετὰ βραχὺ τὴν προαίρεσιν, καὶ ὥσπερ ἐν τῷ λέγειν οὐ
διεστείλατο, οὕτω κἀν τῷ πράττειν οὐ συνεστείλατο, ἀλλὰ μικροῦ
διημιλλήθη Ἀνδρονίκῳ τὸ προσκεκρουκὸς σινόμενος, μὴ τὸ τοῦ Σολο-
μῶντος ἐπῃνεκὼς ὅ φησιν “ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαι ἢ τὸ εὔξασθαι καὶ
μὴ ἀποδοῦναι”.
 Ὁ δέ γε τοῦ Ἰκονίου σουλτάν (ἦν δὲ εἰσέτι ὁ Κλιτζασθλάν, εὐγη-
ρίαν ἄγων καὶ γεγονὼς ὑπὲρ ἔτη τὰ ἑβδομήκοντα) τὸν Ἀνδρονίκου
ἐνωτισθεὶς θάνατον καὶ τὴν ἀνάρρησιν Ἰσαακίου πυθόμενος καταστο-
χάζεται ἀρίστως ὅσα εἰκὸς ἐπὶ ταῖς τῶν βασιλέων τοιαῖσδε μεταθέσεσί τε
καὶ παραλύσεσι γίνεσθαι, καὶ μᾶλλον εἰ πόλεμος ἀνθέλκει ἑσπέριος καὶ πο-
λέμων ὁ κράτιστος· καὶ δὴ ἐσβολὴν ποιεῖται κατὰ τοῦ τῶν Θρᾳκησίων  
θέματος δι' εὐίππου καὶ εὐόπλου πάνυ στρατιᾶς, τοῦ Σαμῆ ἀμηρᾶ
στρατηγοῦντος. οὐκοῦν ἀνδρῶν κεκενωμένον εὑρὼν τὸ τοῦ Κελβιανοῦ
κλίμα ὅπλα φέρειν εἰδότων (πάντες γὰρ ὡς χείμαρροι μετερρύησαν πρὸς

Symeon Metaphrastes Biogr., Hist., Χρονικόν. breve (lib. 7-8) (redactio recentior)
P. 1280, line 4

Ἀβραάμ. Ὁμοῦ ἔτη (ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Ἀβραὰμ


ἔτη) ͵γτιβʹ.
[γʹ] Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαὰκ, Ἰσαὰκ τὸν Ἰα-
κὼβ, Ἰακὼβ τὸν Λευῒ, Λευῒ τὸν Κάαθ, Κάαθ τὸν
Ἄβραμ, Ἄβραμ τὸν Μωϋσῆν τὸν προφήτην. Μωϋσῆς
ἐξάγει τὸν λαὸν ἐξ Αἰγύπτου.
Ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως τῆς ἐξόδου ἔτη φθʹ  
[δʹ] Ἀπὸ δὲ τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἕως
Δαυῒδ ἔτη χμαʹ.
[εʹ] Δαυῒδ (δὲ ὁ βασιλεὺς) ἐγέννησε τὸν Σολο-
μῶντα, κρατήσας τῆς βασιλείας ἔτη μʹ. Σολομὼν
ἐγέννησε τὸν Ῥοβοὰμ, βασιλεύσας ἔτη μʹ. Ῥοβοὰμ
ἐβασίλευσεν ἔτη ιζʹ, (Ἀβιᾶ ἔτη γʹ), Ἀσᾶ ἔτη μʹ
[αʹ], Ἰωσαφὰτ ἔτη λθʹ. Ἐπὶ αὐτοῦ προφητεύει Μι-
χαίας καὶ Ἡλίας καὶ Ἐλισσεέ. Ἰωρὰμ ἐβασίλευσεν
ἔτη θʹ, Ὀχοζίας ἔτος αʹ, Γοθολία ἡ μήτηρ αὐτοῦ
ἔτη ζʹ, Ἰωᾶς ἔτη μʹ, Ἀμασίας ἔτη κθʹ, Ἀζαρίας
(ὁ καὶ Ὀζίας) ἔτη νθʹ, Ἰωάθ[αμ] ἔτος αʹ, Ἄχαζ
ἔτη ιϛʹ, Ἐζεκίας ἔτη κθʹ, Μανασσῆς ἔτη νεʹ.
Ἐπὶ αὐτοῦ ἐκτίσθη τὸ Βυζάντιον. Ἀμὼς ἔτη [ι]βʹ,
Ἰωσίας λαʹ, Ἰωάχαζ ἔτος αʹ, Ἰωακεὶμ ἔτη ιδʹ,
400

Symeon Metaphrastes Biogr., Hist., Χρονικόν. breve (lib. 7-8) (redactio recentior)
P. 1280, line 18

χαίας καὶ Ἡλίας καὶ Ἐλισσεέ. Ἰωρὰμ ἐβασίλευσεν


ἔτη θʹ, Ὀχοζίας ἔτος αʹ, Γοθολία ἡ μήτηρ αὐτοῦ
ἔτη ζʹ, Ἰωᾶς ἔτη μʹ, Ἀμασίας ἔτη κθʹ, Ἀζαρίας
(ὁ καὶ Ὀζίας) ἔτη νθʹ, Ἰωάθ[αμ] ἔτος αʹ, Ἄχαζ
ἔτη ιϛʹ, Ἐζεκίας ἔτη κθʹ, Μανασσῆς ἔτη νεʹ.
Ἐπὶ αὐτοῦ ἐκτίσθη τὸ Βυζάντιον. Ἀμὼς ἔτη [ι]βʹ,
Ἰωσίας λαʹ, Ἰωάχαζ ἔτος αʹ, Ἰωακεὶμ ἔτη ιδʹ,
Ἰεχονίας ἔτος αʹ, Ζεδεκίας ἔτη ιδʹ. Τοῦτον ἐκτυ-
φλώσας Ναβουχοδονόσορ, αἰχμάλωτον εἷλε. Καὶ ὁ
ναὸς πυρπολεῖται ὑπὸ τοῦ Ναβουζαρδᾶν. Εἰσὶν ἀπὸ
ἀρχῆς βασιλείας Σολομῶντος ἕως αἰχμαλωσίας
Ἰουδαίων τῆς εἰς Βαβυλῶνα ἔτη φιθʹ.
916 [ϛʹ] Ναβουχοδονόσορ ἐβασίλευσεν εἰς Βαβυ-
λῶνα ἔτη κδʹ, Οὐλεμαροδὰχ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη εʹ, Βαλ-
τάσαρ (καὶ αὐτὸς υἱὸς Ναβουχοδονόσορ) ἔτη γʹ,
Δαρεῖος (ὁ Ἀστυάγης ἐβασίλευσε πρῶτος Περσῶν)
ἔτη ιζʹ, Κῦρος ἔτη λβʹ, Καμβύσης ἔτη ιθʹ, Δαρεῖος
ἄλλος ἔτη κζʹ, Ἀρταξέρξης ἔτη λγʹ, Δαρεῖος ἔτη
ιθʹ, Ἀρταξέρξης ὁ Μακρόχειρ ἔτη λδʹ, Ὦχος ἔτη
καʹ, Ἀρσίσωχος ἔτη βʹ, Δαρεῖος Ἀρσάμου ἔτη ϛʹ.
Τοῦτον ἀνελὼν Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν καὶ

Patria Constantinopoleos, Διήγησις περὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας Sec. 27, line 14

ἐξερχομένου εἰς τὸ ὡρολογεῖον, καθεζόμενος ἐφ' ἅρματος


τετραΐππου καὶ ἔθυσε βόας ͵α, πρόβατα ͵ϛ καὶ ἐλάφους χʹ καὶ
σύας ͵α, ὄρνεις καὶ ἀλεκτρυόνας ἀνὰ δέκα χιλιάδας. Καὶ
δέδωκε πένησι καὶ τοῖς δεομένοις σίτου μόδια τρισμύρια·
ταῦτα δέδωκε τοῖς πένησιν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ μέχρι ὡρῶν γʹ.
καὶ τότε εἰσώδευσεν ὁ βασιλεὺς Ἰουστινιανὸς μετὰ τοῦ σταυροῦ  
καὶ τοῦ πατριάρχου Εὐτυχίου. Καὶ ἀποδράσας ταῖς χερσὶ
τοῦ πατριάρχου ἀπὸ τῶν βασιλικῶν πυλῶν ἔδραμε μόνος
μέχρι τοῦ ἄμβωνος καὶ ἐκτείνας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἶπε· ‘Δόξα
τῷ θεῷ τῷ καταξιώσαντί με τοιοῦτον ἔργον ἀποτελέσαι· ἐνί-
κησά σε, Σολομών.’ Καὶ μετὰ τὸ εἰσοδεῦσαι ἐποίησεν ὑπα-
τείαν καὶ δέδωκε κεντηνάρια τρία τῷ λαῷ Στρατηγίου μαγί-
στρου ταῦτα χύνοντος εἰς τὸ ἔδαφος· καὶ τῇ ἐπαύριον ἐποίησε
τὰ ἀνοίξια τοῦ ναοῦ, τοσαῦτα καὶ πλείονα ὁλοκαυτώματα
θύσας, καὶ μέχρι τῶν ἁγίων θεοφανίων δι' ἡμερῶν πεντε-
καίδεκα κλητορεύων πάντας καὶ ῥογεύων καὶ εὐχαριστῶν τῷ
Κυρίῳ. Οὕτως ἐτελείωσε τὸ ἐφετὸν ἔργον αὐτοῦ.
 Διήρκεσε δὲ ὁ νεωτερικὸς τροῦλος ὁ ὑπὸ τοῦ με-
γάλου Ἰουστινιανοῦ κτισθεὶς καὶ ὁ ἄμβων ὁ πολυτίμητος
401

καὶ πολύολβος καὶ πολυθαύμαστος σὺν τῆς σωλέας καὶ τοῦ


ποικίλου πάτου τοῦ ναοῦ χρόνους ιζʹ.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia Sec. 161, line 3

σημείωται τὸ κανὼν κανόνος.


 Τὰ εἰς ων παρώνυμα, μὴ κοινωνοῦντα θηλυκῷ γένει κατὰ
τὴν φωνὴν διὰ τοῦ ω κλίνεται· οἷον Φίλωνος· Ἀγάθωνος·
Μελίτωνος· Νίκωνος· πρόσκειται μὴ κοινωνοῦντα θηλυκῷ γέ-
νει κατὰ τὴν φωνὴν διὰ τὸ ἀπείρων· τοῦτο γὰρ λέγεται καὶ
ἡ ἄπειρος παρώνυμον ὂν ἐκ τῆς ἄπειρος, καὶ τρέπει τὸ ω ἐπὶ
τῆς γενικῆς· τοιοῦτον δὲ καὶ τὸ ἀσχήμων· εὐσχήμων· λευχή-
μων· μελανείμων· χαιρείμων, καὶ εἴτι ἕτερον.
 Τὰ εἰς ων περισπώμενα, κἄντε διὰ τοῦ ντ κλίνοιτο, κἄν
τε μὴ, φυλάττει τὸ ω κατὰ τὴν γενικήν· Χαρναβῶν Χαρνα-
βῶντος Σολομῶν Σολομῶντος· Τυφῶν Τυφῶνος.
 Τὰ εἰς ων ἀρσενικῷ καὶ θηλυκῷ γένει κοινωνοῦντα ἁπλᾶ
ὄντα, καὶ μὴ συγκείμενα ἀπὸ ἁπλῶν τῶν φυλαττόντων τὸ ω  
ἐπὶ τῆς γενικῆς διὰ τοῦ ο κλίνεται· ἐλεήμων ἐλεήμονος·
οἰκτίρμων οἰκτίρμονος· πρόσκειται μὴ ἀπὸ ἁπλῶν τῶν φυ-
λαττόντων τὸ ω συγκείμενα διὰ τὸ χιτὼν χιτῶνος, καὶ τὸ ἐξ
αὐτοῦ συγκείμενον ὁμοίως· λειμὼν λειμῶνος· ὁ βαθυλείμων
δὲ τοῦ βαθυλείμωνος κοινὸν ὂν τῷ γένει, οὐ τρέπει τὸ ω ἐπὶ
τῆς γενικῆς, ἐπεὶ μηδὲ τὸ ἁπλοῦν ἔτρεπεν.
 Τὰ εἰς ων βαρύτονα διὰ τοῦ ντ κλινόμενα τρέπει τὸ ω
ἐπὶ τῆς γενικῆς· δράκων δράκοντος· θεράπων θεράποντος·

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Vol. 1, p. 117, line 32

ριγος ὑπὸ τοῦ γήρως ἐτύγχανε. διὸ νεάνιδα ἐξελέ-


ξαντο· Ἀβισὰκ ὄνομα αὐτῇ· καὶ ἦν ἡ κόρη συγκοιτα-
ζομένη τῷ βασιλεῖ καὶ θάλπουσα αὐτόν. καὶ οὐκ ἔγνω
αὐτήν· ἀφροδισιάζειν γὰρ διὰ γῆρας οὐκ ἠδύνατο.
Ἀδωνίας δὲ τέταρτος ὢν ἐν τοῖς τοῦ βασιλέως υἱοῖς,
ὡραῖος πάνυ, ὁρῶν τὸν πατέρα γεγηρακότα, τῆς βα-
σιλείας ἀντεποιεῖτο, συναντιλαμβανομένου αὐτῷ Ἰωὰβ
τοῦ ἀρχιστρατήγου καὶ Ἀβιάθαρ τοῦ ἀρχιερέως. καί
ποτε θυσίαν δαψιλῆ παρασκευασάμενος τοὺς ἀδελ-
φοὺς συνεκάλεσε καὶ τοὺς προέχοντας τῆς Ἰούδα φυ-
λῆς καὶ Ἀβιάθαρ καὶ Ἰωάβ· Σολομῶντα δὲ καὶ τὸν  
προφήτην Νάθαν καὶ Βαναίαν τὸν ἄρχοντα τῶν σω-
ματοφυλάκων οὐ κέκληκεν. εἶπεν οὖν πρὸς Βηρσα-
βεὲ Νάθαν “ἀκήκοας ὅτι ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας;” ἡ δὲ
402

πρὸς τὸν βασιλέα εἰσελθοῦσα “σὺ ὤμοσας” εἶπε, “κύ-


ριέ μου βασιλεῦ, ὡς Σολομὼν ὁ υἱός σου βασιλεύσει
μετὰ σέ, καὶ ἰδοὺ ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας, σὺ δὲ ἠγνό-
ηκας.” ἔτι ταῦτα λεγούσης Βηρσαβεὲ καὶ ὁ προφή-
της Νάθαν εἰσελθὼν ἠρώτα τὸν βασιλέα εἰ κατὰ γνώ-
μην αὐτοῦ βεβασίλευκεν Ἀδωνίας. ὁ δὲ τὸν θεὸν
ὤμοσεν ὡς “σήμερον βασιλεὺς ἔσται ὁ Σολομών.”

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 118, line 14

πρὸς τὸν βασιλέα εἰσελθοῦσα “σὺ ὤμοσας” εἶπε, “κύ-


ριέ μου βασιλεῦ, ὡς Σολομὼν ὁ υἱός σου βασιλεύσει
μετὰ σέ, καὶ ἰδοὺ ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας, σὺ δὲ ἠγνό-
ηκας.” ἔτι ταῦτα λεγούσης Βηρσαβεὲ καὶ ὁ προφή-
της Νάθαν εἰσελθὼν ἠρώτα τὸν βασιλέα εἰ κατὰ γνώ-
μην αὐτοῦ βεβασίλευκεν Ἀδωνίας. ὁ δὲ τὸν θεὸν
ὤμοσεν ὡς “σήμερον βασιλεὺς ἔσται ὁ Σολομών.”
καλέσας δὲ τὸν ἀρχιερέα Σαδὼκ καὶ Βαναίαν κελεύει
συμπαρειληφότας τὸν προφήτην καὶ τοὺς περὶ τὴν
αὐλὴν τὴν βασιλικὴν ὁπλίτας ἀναθέσθαι τὸν Σολο-
μῶντα ἐπὶ τὴν τοῦ βασιλέως ἡμίονον, καὶ ἀπαγαγόν-
τας ἔξω τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν πηγὴν τὴν καλουμένην
Σιὼν χρῖσαι τῷ ἁγίῳ ἐλαίῳ, καὶ βασιλέα ἀναγο-
ρεῦσαι σαλπίζοντας ἐν τοῖς κέρασι, καὶ διὰ μέσης
τῆς πόλεως παραπέμψαι αὐτόν. οἱ δὲ αὐτίκα καθὼς
ἐνετάλθησαν πεποιήκασι· καὶ διεβοήθη πανταχοῦ ἡ
τοῦ Σολομῶντος ἀνάρρησις. ὡς δ' ἐγνώσθη καὶ τῷ
Ἀδωνίᾳ καὶ τοῖς συνευωχουμένοις αὐτῷ, οἱ μὲν ἄλλοι
πρὸς ἑαυτοὺς ἀπῆλθον, Ἀδωνίας δὲ μᾶλλον δεδιὼς
τῷ θυσιαστηρίῳ προσπέφευγε καὶ πίστεις τῆς σωτη-
ρίας ᾔτει παρὰ τοῦ Σολομῶντος.

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 119, line 21

δὲ καὶ σίδηρον ἀριθμὸν ὑπερβαίνοντα, καὶ ὕλην ἑτέ-


ραν ἄφθονον· καὶ νῦν δὲ προστιθέναι τοῖς ἤδη συν-
ειλεγμένοις χρυσοῦ καθαροῦ τρισχίλια τάλαντα εἰς
τὸ ἄδυτον, καὶ μυρίους στατῆρας, ἀργύρου δὲ μύρια
τάλαντα. καὶ εἴ τινι δὲ λίθος ἦν τῶν τιμίων, ἐκό-
μισεν ἕκαστος καὶ παρέδωκεν εἰς τοὺς θησαυρούς.
μετ' ὀλίγον δὲ ἐτελεύτησεν ὁ Δαβίδ, βιώσας ἐνιαυ-
τοὺς ἑβδομήκοντα, βασιλεύσας ἐν Χεβρὼν μὲν ἔτη
ἑπτά, ἐν Ἱερουσαλὴμ δὲ τρία πρὸς τριάκοντα, ἀνὴρ
πᾶσαν ἀρετὴν κατωρθωκὼς προσήκουσαν βασιλεῖ.
ἔθαψε δὲ αὐτὸν ὁ παῖς Σολομὼν ἐν Ἱεροσολύμοις βα-
σιλικῶς, καὶ πλοῦτον ἄφθονον αὐτῷ συνεκήδευσεν.
 Σολομὼν δὲ ὅτε τὴν βασιλείαν παρέλαβε νεώτα-
τος ἦν, δωδέκατον ἔτος ἄγων τῆς ἡλικίας αὐτοῦ. ὁ
μέντοι Ἀδωνίας πορευθεὶς πρὸς Βηρσαβεὲ τὴν μη-
403

τέρα τοῦ Σολομῶντος “οἶδας” εἶπε “τὴν βασιλείαν


ἐμοὶ προσήκειν καὶ διὰ πρεσβυγένειαν καὶ διὰ τὴν
αἵρεσιν τοῦ λαοῦ, μετέβη δὲ πρὸς Σολομῶντα τὸν
ἀδελφόν μου, καί μοι στερκτέον τὸ γεγονὸς ὡς γνώμῃ
θεοῦ γεγονός. μίαν δ' αἰτῶ αἴτησιν, δοθῆναί μοι  
πρὸς γάμον τὴν τῷ πατρὶ συγκοιμωμένην κόρην τὴν

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 120, line 30

γελθὲν πέπεικε στεῖλαι κἀκεῖ τὸν Ἰωὰβ ἀνελεῖν. ἐν-


τεῦθεν Βαναίας μὲν πάσης τῆς δυνάμεως προκεχεί-
ριστο στρατηγός, Σαδὼκ δὲ τῆς ἀρχιερωσύνης ἠξί-
ωτο. τὸν δέ γε Σεμεεὶ ὁ βασιλεὺς ἐν Ἱερουσαλὴμ
περιώρισεν ὥστε ταύτης μὴ ἐξιέναι· εἰ δ' οὔ, θάνα-
τον αὐτῷ τὸ ἐπιτίμιον ἔταξεν. ὁ δὲ μετὰ ἔτη τρία
δούλων αὐτοῦ φυγόντων ἐπὶ ζήτησιν αὐτῶν ἐξελή-
λυθε· καὶ τοῦτο γνοὺς Σολομὼν ἀναιρεθῆναι τὸν ἄν-
δρα ἐκέλευσεν.
 Ἄγεται δὲ Σολομὼν εἰς γυναῖκα θυγατέρα Φα-
ραώ, καὶ τὰ τείχη τῶν Ἱεροσολύμων ἐπὶ μεῖζον ἦρε καὶ
ὀχυρώτερα κατεσκεύασε. καθ' ὕπνους δὲ χρηματίσας  
αὐτῷ ὁ θεὸς εἶπεν αὐτῷ αἰτῆσαι ὃ βούλοιτο· ὁ δὲ
σύνεσιν καὶ φρόνησιν ᾔτησε δοθῆναι αὐτῷ. καὶ ὁ
θεὸς ἀποδεξάμενος αὐτὸν τῆς αἰτήσεως, καὶ σοφίαν
δώσειν αὐτῷ καὶ μέγαν νοῦν ἐπηγγείλατο ὡς οὐχ
ἑτέρῳ πρὸ αὐτοῦ ἤ τινι τῶν μετ' αὐτόν, προσθεῖναι δὲ
καὶ ἅπερ οὐκ ᾔτησε, πλοῦτον καὶ νίκην καὶ εὔκλειαν,
εἰ φυλάξει τὰς αὐτοῦ ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματα.
 

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 123, line 10

ράκοντα. περὶ δὲ τῶν μέτρων τοῦ ὕψους αὐτοῦ καὶ  


τοῦ μήκους καὶ τῆς τούτου κατασκευῆς οὐχ ὁμοφω-
νοῦσιν ἥ τε τρίτη τῶν Βασιλειῶν καὶ Ἰώσηπος ἐν τῷ
ὀγδόῳ λόγῳ τῆς Ἀρχαιολογίας περὶ τοῦ ναοῦ συγ-
γραφόμενος, ἀλλ' ἐν τοῖς πλείοσι διαφέρονται. ᾧ δὲ
τὰ περὶ τῆς διαφορᾶς πρὸς βουλῆς ἀκριβώσασθαι,
καὶ περὶ τῶν δύο Χερουβὶμ ἃ χρυσοῦ ποιήσας κατὰ
τὸ ἄδυτον ἔστησε, καὶ περὶ τῆς κιβωτοῦ καὶ τῆς χαλ-
κῆς θαλάσσης καὶ τῶν λουτήρων, καὶ πηλίκον ἦν τὸ
χάλκεον θυσιαστήριον, οἵα δ' ἡ τράπεζα ἡ χρυσῆ,
καὶ ὅσα σκεύη ἀργύρεά τε καὶ χρύσεα Σολομὼν ἀνέ-
θετο τῷ ναῷ, καὶ περὶ τῶν ἄλλων, ἡ τρίτη τῶν Βα-
σιλειῶν βίβλος καὶ ἀρχαιολογῶν ὁ Ἰώσηπος ἀρκέ-
σουσι παραστήσασθαι τὴν ἐφ' ἑκάστῳ ἀκρίβειαν. ἐν
ἔτεσι δὲ ἑπτὰ συντελέσας ὁ βασιλεὺς τόν τε ναὸν
καὶ ὅσα περὶ ἐκεῖνον συνεκάλεσε τὸν λαὸν εἰς Ἱε-
ροσόλυμα. καὶ ἄραντες τὴν κιβωτὸν οἱ ἱερεῖς καὶ τὴν
404

σκηνὴν ἣν ἐπήξατο Μωυσῆς καὶ τὰ ἐν ταῖς θυσίαις


ὑπηρετούμενα σκεύη πρὸς τὸν ναὸν μετεκόμιζον, τοῦ
βασιλέως προάγοντος καὶ τοῦ πλήθους παντός, καὶ
τῶν Λευιτῶν σπενδόντων καὶ θυμιώντων. καὶ κα

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 124, line 25

λυτελῆ καὶ λαμπρά, καὶ τὰ τῶν Ἱεροσολύμων δὲ τείχη


προσεπεσκεύασε, καὶ πόλεις ἄλλας προσῳκοδόμησε,
καὶ τοὺς ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει τῶν Χαναναίων ὑφ'
ἑαυτὸν ποιησάμενος, μὴ πρὶν ὑποταγέντας, ὑποφό-
ρους κατέστησε. σοφίσματα δὲ καὶ λόγους αἰνιγμα-
τώδεις Χειρὰμ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς αὐτῷ πέπομ-
φεν, ἀξιῶν σαφηνίσαι αὐτά· καὶ πάντα διέλυσε καὶ
τὸν νοῦν ἐκείνων δεδήλωκε. μεμνῆσθαι τούτων ἱστο-
ρεῖ ὁ Ἰώσηπος καὶ συγγραφεῖς ἀρχαίους, τόν τε Δῖον
καὶ πρὸς τούτῳ τὸν Μένανδρον. διαβοηθείσης δὲ
πανταχοῦ τῆς σοφίας τοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς φρονή-
σεως, βασίλισσά τις Αἰγύπτου καὶ Αἰθιόπων σοφίαν
φιλοῦσα καὶ ζητοῦσα εἰς Ἱεροσόλυμα παραγέγονε. καὶ
ὁ βασιλεὺς φιλοτίμως αὐτὴν προσεδέξατο, καὶ τὰ σο-
φίσματα ἃ προετίθει ἐκείνη ῥᾳδίως ἐπέλυεν, ὡς ἐκ-
πλήττεσθαι τὴν βασίλισσαν καὶ πλέον λέγειν τῶν ἠκου-
σμένων ὁρᾶν. ἐθαύμαζε δὲ καὶ τὰ βασίλεια καὶ τῶν
δείπνων τὴν πολυτέλειαν καὶ τὴν ὑπηρεσίαν ἅπασαν  
τὴν βασίλειον καὶ τὰς ἐν τῷ ναῷ θυσίας καὶ τῶν
θυόντων τὸ εὔτακτον. ἐδωρήσατο δὲ τὸν βασιλέα
χρυσίῳ καὶ λίθοις τῶν πολυτίμων καὶ ἀμυθήτοις

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 127, line 6

δεκαέτης γὰρ τῆς βασιλείας ἐπιβῆναι ἱστόρηται, βα-


σιλεῦσαι δὲ ἔτη τεσσαράκοντα, ὡς δ' ὁ Ἰώσηπος
συνεγράψατο, τέσσαρας μὲν ἐνιαυτοὺς ἐβίω καὶ ἐνε-
νήκοντα, ὀγδοήκοντα δὲ βεβασίλευκεν, εὐτυχῶς μὲν
ζήσας καὶ εὐκλεῶς, παρανομήσας μέντοι περὶ τὸ  
γῆρας, ὑπ' ἐρώτων οὐκ εὐαγῶν ἀλλογενέσι πεισθεὶς
γυναιξὶ καὶ τοῖς ἐκείνων ἀκολουθήσας θρησκεύμασι.
 Διάδοχον δ' ἔσχε τῆς βασιλείας τὸν υἱὸν Ῥοβοάμ.
καὶ ὁ λαὸς συνήχθη πᾶς πρὸς αὐτόν, καὶ ἱκέτευον
ἐλαφρῦναι αὐτοῖς τὸν τῆς δουλείας ζυγόν, ὃς παρὰ
τοῦ Σολομῶντος αὐτοῖς ἐπενήνεκτο, καὶ τοῦ πατρὸς
φανῆναι χρηστότερον. ὁ δὲ σκέψασθαι εἶπε καὶ μετὰ
τρεῖς ἡμέρας εἰπεῖν. καλέσας οὖν τοὺς γηραιοτέρους
τῶν πατρῴων θεραπόντων τί ἂν ἀποκριθείη τῷ λαῷ
ἐπυνθάνετο· κἀκεῖνοι διαλεχθῆναι αὐτοῖς συνεβού-
λευον ἠπιώτερον μηδ' ὑπερηφάνως καὶ ὀγκηρῶς.
μετὰ δὲ τὴν γερουσίαν τοῖς μειρακίσκοις, οἵπερ αὐτῷ
405

συνετρέφοντο, τοῦ σκέμματος κεκοινώνηκε, καὶ τὴν


τῶν πρεσβυτέρων εἰπὼν συμβουλήν. οἱ δὲ τραχύτε-
ρον αὐτῷ προσομιλῆσαι τῷ λαῷ συνεβούλευσαν καὶ
τοὺς λόγους ἀναλόγους τῷ τῆς ἀρχῆς ὄγκῳ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 2, p. 67, line 12

εἰς τοὺς στροφέας τῆς πύλης πῦρ ἐμβαλών· καὶ φλο-


γὸς ἔνδοθεν ἐκφανείσης ἐξάπινα, οἵ τε ἡγεμόνες ἀνε-
χώρουν καὶ ὁ Τίτος αὐτός, καὶ τοὺς ὑφάπτοντας
οὐδεὶς ἔτι ἐκώλυεν.
 Ὁ μὲν οὖν ναὸς οὕτως τὸ πῦρ ἐδέξατο, τῶν ἐν
αὐτῷ τελουμένων ἐναγῶς καθαρτήριον ἢ τῶν τε-
λούντων αὐτὰ κολαστήριον. θαυμάσειε δ' ἄν τις ὅτι
καὶ μὴν ὁ αὐτὸς καὶ ἡμέρα συνέπεσε τῷ ἐμπρησμῷ
τοῦ ναοῦ, καθ' ἣν καὶ ὁ πρότερος ὑπὸ Βαβυλωνίων
κατεφλέγη ναός. καὶ ἀπὸ μὲν τῆς πρώτης οἰκοδο-
μῆς ἣν Σολομὼν ἐποιήσατο μέχρι τῆς ἱστορουμένης
νῦν καθαιρέσεως, ἣ γέγονεν ἔτει δευτέρῳ τῆς Οὐε-
σπασιανοῦ μοναρχίας, ἔτη γίνεται χίλια ἑκατὸν καὶ
τριάκοντα καὶ μῆνες ἑπτὰ ἡμέραι τε πεντεκαίδεκα·
ἀπὸ δὲ τῆς ὕστερον, ἥτις ἔτει δευτέρῳ τῆς Κύρου
βασιλείας ἤρξατο γίνεσθαι, μέχρι τῆς τελευταίας
ἁλώσεως ἔτη ἑξακόσια καὶ τριάκοντα καὶ ἐννέα καὶ
ἡμέραι πέντε καὶ τεσσαράκοντα.
 Καιομένου δὲ τοῦ ναοῦ τῶν μὲν προσπιπτόντων
ἦν ἁρπαγή, τῶν δὲ καταλαμβανομένων σφαγή. οὐ-
δαμοῦ δὲ ἡ γῆ ἐκ τῶν νεκρῶν διεφαίνετο, ἀλλὰ σω

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter alpha, p. 6, line 1

Ἀβδίου· Ἀβιά· Ἀβιαθάρ· Ἀβρέας· Ἀβρο-


 νοτειχίστης· Ἀβριόρηξ· Ἀβριλιανὸς καὶ
 Ἀβρήλιος. ὀνόματα κύρια.
Ἀβέβαιος. ὁ μὴ πάγιος.
Ἀβελτεροκόκυξ. ὁ κενὸς καὶ ἀβέλτερος· βέλ-
 τερος γὰρ ὁ φρόνιμος.
Ἀβής. ὁ ἀσύνετος.
Ἀβιαδηνός. ὁ ἀπὸ πόλεως Ἀβιαδηνῆς.
Ἀβιάς. υἱὸς Ῥοβοὰμ, τοῦ υἱοῦ Σολομῶντος, ὃς
 ἐπολέμησεν Ἱεροβοὰμ τῷ δούλῳ τοῦ Σολομῶν-  
 τος, καὶ ἀνεῖλεν ἄνδρας δυνατοὺς ἐν ἡμέρᾳ
 μιᾷ ͵αφ.
Ἀβίβας. ὄνομα ποταμοῦ.
Ἀβιμέλεχ. ὄνομα κύριον, ὁ καὶ υἱὸς Γεδεών.
 οὗτος ἐπάταξε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν ἐλευ-
 θέρων ἄνδρας οʹ ἐπὶ λίθον ἕνα, ἐξ ὧν οὐκ ἀπε-
406

 λείφθη πλὴν Ἰωαθὰμ τοῦ νεωτέρου διαδράν-


 τος.
Ἄβιος. ὁ πολὺν μὴ ἔχων βίον· ἢ κατὰ ἀντί-
 φρασιν ὁ πολὺν βίον ἔχων. ὥσπερ καὶ Ὅμηρος
 [τὸ ἄξυλον.]

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter alpha, p. 40, line 24

 τοῦ ἀδελφιδοῦς ἀδελφίδεος. οὐδέποτε γὰρ εὐ-


 θεῖα διαλύεται. τὸ γὰρ εἰς εις, εεις, πλεο-
 νασμὸν ἔχει τοῦ ε. πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας, ὅτι,
 εἰ γέγονε τὸ ἀδελφιδοῦς καὶ θυγατριδοῦς ἀπὸ
 τοῦ ἀδελφίδεος, ἔδει ὀξύνεσθαι, λέγομεν, ὅτι
 πρὸς τὸν χαρακτῆρα τῶν εἰς οῦς ἁπλῶν περι-
 σπωμένων.]
Ἀδελφός. δελφὺς λέγεται ἡ μήτρα καὶ μετὰ τοῦ
 α τοῦ σημαίνοντος τὸ ὁμοῦ, γίνεται ἀδελφὸς,
 οἱονεὶ ὁμόδελφός τις ὢν, ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος.
Ἄδερ. οὗτος ὁ ἀλιτήριος ἐπανέστη τῷ Σολομῶντι.
 παῖς δὲ ἦν Ἰδουμαῖος τὸ γένος ἐκ βασιλικοῦ
 σπέρματος. κατέστρεψε δὲ τὴν Ἰδουμαίαν [ἐπὶ]
 Ἰωὰβ τοῦ Δαβὶδ στρατηγοῦ.
Ἀδείμαντος. ὁ ἄφοβος.  
Ἀδήλητος. ἀσινὴς, ἀβλαβής. [Ἀγαθίας· καὶ
 ἐπεδείκνυντο σῶοι τὲ καὶ ἀδήλητοι. δηλῶ γὰρ,
 τὸ βλάπτω.]
Ἀδημονέστερος. ἀντὶ τοῦ ἀγωνιστικώτερος. [ὢν
 δὲ τοῦ προσήκοντος ἀδημονέστερος ἀντεῖχε
 τούτῳ.]

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter alpha, p. 106, line 11

 καὶ Ἀστερόπης τῆς Ὠκεανοῦ. τὸ ἐθνικὸν


 Ἀκραγαντῖνος.]
Ἀκρησία. ἡ ἀκρασία. ἀκρισία δὲ ἡ ἀδιακρισία
 καὶ ἡ κακὴ κρίσις, ι. [καὶ Λιβάνιος· οὐκοῦν
 ἀκρισία μὲν ἐν ἀμφοῖν· ἔχει δέ τινα τοὐμὸν φι-
 λανθρωπίαν.]
Ἀκρίς. παρὰ τὸ κάρη καρὶς, καὶ μετὰ τοῦ στε-
 ρητικοῦ α ἀκαρίς. οἱ δὲ παρὰ τὸ τὰ ἄκρα τῶν
 ἀσταχύων καὶ φυτῶν νέμεσθαι.
Ἀκρίς. βοτάνη τις οὕτω καλουμένη. καὶ Σολο-
 μῶν ἡμᾶς διδάσκει λέγων· ἀνθήσει τὸ ἀμύγδα-
 λον καὶ παχυνθήσεται ἡ ἀκρίς. ταύτην οἶμαι
 καὶ τὸν βαπτιστὴν Ἰωάννην καὶ πρόδρομον ἐν
 τῇ ἐρήμῳ ἐσθίειν.
Ἀκρίας. τὰς ἀκρωρείας, ἀπὸ τοῦ ἄκρις, ἄκριος.
407

 [τὸ δὲ ἄκρις, ἀπὸ τοῦ ἄκρα. ἄκρις βαρυτόνως.]


Ἀκρολοφία. ἡ κορυφὴ τοῦ λόφου, τοῦτ' ἐστὶ
 τοῦ βουνοῦ.
Ἀκρόνυξ. τὸ ἄκρον τῆς νυκτὸς, καὶ ἀκρονυχία.

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter epsilon, p. 897, line 4

Τὸ Ε μετὰ τοῦ Υ. (Ἀρσενικόν.)

Εὐάγριας. κύριον. οὗτος ἔγραψε διάφορα καὶ


 ὑπομνήματα εἰς τὰς παροιμίας Σολομῶντος.
Εὐαγής. καλῶς περιηγμένος, ἢ μεταφορικὸς,
 κύκλος.
Εὐαγῶν. μεγάλων.
Εὐαρίθμητοι. ὀλίγοι.
Εὔγνωστος. καλῶς γινωσκόμενος.
Εὐγηρότατος. ἔντιμος, καλὸς, γέρων. ἀξιό-
 τιμος. Εὔγνωστος. φανερός.

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter theta, p. 1027, line 1

 δημιουργικὴ τῶν ὄντων, εὐσεβεῖ συνειδήσει προς-


 κυνουμένη καὶ ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι δοξαζομένη.
 θεὸς καὶ πατὴρ, ὁ ὢν ἀεὶ, γένεσιν μὴ ἔχων·
 θεὸς καὶ υἱὸς, ὁ ὢν ἀεὶ, γεννηθεὶς δὲ ἀῤῥήτως
 παρὰ τοῦ πατρός· θεὸς καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα,
 δύναμις ἁγιαστικὴ, ὁμοούσιος πατρὶ καὶ υἱῷ.
Θεός ἐστιν οὐσία ἀναίτιος, αἰτία παναλκὴς, [πά-
 σης οὐσίας ὑπερούσιος αἰτία, ἢ ἀνώνυμος καὶ
 ἀσήμαντος παρ' ἀνθρώποις ὕπαρξις,] πάσης
 ὑπάρξεως ποιητική. ἀκοινώνητον γὰρ ὄνομα εἶ-  
 πεν ὁ Σολομῶν τὸν θεόν. ἀκοινώνητον δὲ ὄνο-
 μα ἐστὶ τὸ μήτε ἀγγέλοις μήτε ἀνθρώποις
 ἀκουσθὲν ἢ ἐννοηθέν.
Θεολόγος. μυστηρίων θησαυρός.
Θεοδμήτων. ἐκ θεοῦ οἰκοδομηθέντων.
Θεοστυγής. ὁ παρὰ τῷ θεῷ μισητός.
Θεόσεπτος. ὁ θεοσεβής.
Θεοειδέστατος. εἶδος ἔχων θεοῦ.
Θεοκάπηλοι. οἱ αἱρετικοὶ, ὡς παραμιγνύντες τὰς
 ἑαυτῶν διδασκαλίας τοῖς ὀρθόφροσι δόγμασιν,
 ὡς καὶ οἱ κάπηλοι τὸν οἶνον τῷ ὕδατι.

Laonicus Chalcocondyles Hist., Historiae Vol. 2, p. 197, line 9

τήνδε τὴν δύναμιν καὶ τὴν χώραν τούτου ἀφίκετο. οὗτος μὲν οὖν τὰ
πρῶτα τῶν ἡγεμόνων φερόμενος ἐς τὰς βασιλέως θύρας, στρατόν τε  
408

οἰκεῖον τρέφειν ἱκανώτατον καὶ θεράποντας ἔχειν ἐπὶ μέγα δυνά-


μεως ἥκοντας. Ἑλληνικοὶ μὲν παῖδες ἀπὸ Βυζαντίου, οὓς εἶχεν
παρ' ἑαυτῷ βασιλεύς, ἐς μέγα ἐχώρησαν δυνάμεως. τούτων δὲ
Μουράτης τοῦ Παλαιολόγων γένους τῶν Ἑλλήνων περιφανοῦς,
καὶ Μεχμέτης ὁ Μανδρομηνοῦ παῖς μετά γε τοῦτον, ὃς ὕπαρχος
πρῶτα μὲν Ἀγκύρας, ἔπειτα δὲ τῆς Πισιδίας ἀπεδείχθη. βού-
λεται δὲ Μουράτης ἐπιθυμίαν, Ἁλίης δὲ τὸν Ἠλίαν Ἑλληνιστὶ
λέγοιτ' ἄν, καὶ Ἐσὲς τὸν Ἰησοῦν καὶ Ἐμπραΐμης τὸν Ἀβραὰμ
καὶ Σουλαϊμάνης τὸν Σολομῶντα καὶ Ἰαγούπης τὸν Ἰάκωβον
καὶ Ἰουσούφης τὸν Ἰωσήφ, Σκενδέρην δὲ Ἀλέξανδρον βούλονται
λέγειν. καὶ ταῦτα μὲν δὴ Ἑλληνικῶς λέγοιτ' ἂν οὕτω. οὕτως καὶ
Ἐλεέζην τὸν Δημήτριον καὶ Χιτήρην τὸν Γεώργιον λέγουσι. τὰ δὲ
λοιπὰ τῶν ὀνομάτων ἀπό τε τῶν ὀρνέων καὶ Σκυθῶν τὰ τέσσαρα
ταῦτα φαίνονται εἶναι, οἷον Παιαζήτης, Ὀρχάνης, Ὀρθογρούλης
καὶ Τζυμισκής, καὶ τὰ παραπλήσια. ἔχουσι μὲν καὶ τόδε, ὡς
τοῖς ὀνόμασι χρῶνται ποῖ μὲν ἐλάττοσι, ποῖ δὲ καὶ τιμιωτέροις, ὡς
τὸν Μουσταφᾶν Μουσπλαχασίτην, Χιτήρην Χαραϊτήνην. παραπλη-
σίως δ' ἂν λέγοιτο καὶ τὰ λοιπὰ τῶν ὀνομάτων ἐς τοῦτον τὸν

Joel Chronogr.,Χρονογραφία compendiaria P. 13, line 10

θεοῦ ἐπὶ τοῖς Ἀμαληκίταις, ζωογονήσας Ἀγὰγ τὸν βασιλέα αὐτῶν,  


ἤκουσε παρὰ τοῦ προφήτου “ὅτι μεματαίωταί σοι, ὅτι οὐκ ἐφύ-
λαξας τὴν ἐντολήν μου, ἣν ἐνετείλατό σοι κύριος,” καὶ τὰ ἑξῆς.
 Μετὰ δὲ Σαοὺλ ἐβασίλευσε Δαβὶδ ἐκ φυλῆς Ἰούδα ἔτη μʹ,
ὃς καὶ ἐποίησε τὰ θελήματα τοῦ κυρίου πάντα. πατάξας δὲ καὶ
τὸν Μελχὼ βασιλέα τῶν Σύρων, καὶ λαβὼν τὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
αὐτοῦ στέφανον χρυσοῦν μέγαν, ἔχοντα λίθους τιμίους, ἐφόρεσεν
αὐτόν, καὶ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ κόσμος εὐπρεπέστατος,
ὅπερ δηλῶν ἔφη “κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου εὐφρανθήσεται ὁ βα-
σιλεύς” καὶ τὰ λοιπὰ τοῦ ψαλμοῦ. πρεσβύτερος οὖν καὶ πλήρης
ἡμερῶν γενόμενος, καὶ βασιλεύσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα,
εἶπεν αὐτῷ “καὶ νῦν, Σολομόν, γνῶθι τὸν θεὸν τῶν πατέρων
σου, καὶ δούλευε αὐτῷ ἐν καρδίᾳ τελείᾳ καὶ ψυχῇ θελούσῃ, ὅτι
καρδίας πάσας ἐτάζει κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώσκει. καὶ
ἐὰν ζητήσῃς αὐτόν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ ἐὰν καταλείψῃς αὐτόν,
καταλείψει σε εἰς τέλος.” καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ παράδειγμα τοῦ
ναοῦ παντὸς ἐν γραφῇ, λέγων “ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι κύριος
ὁ θεός μου μετὰ σοῦ.” καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησεν ἐν γήρᾳ
καλῷ πλούτῳ τε καὶ δόξῃ καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. ἦν δὲ ἐτῶν λʹ
Δαβὶδ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν, ἐβασίλευσε δὲ καὶ ἔτη μʹ. ἀλλὰ

Joel Chronogr.,Χρονογραφία compendiaria P. 14, line 1

καταλείψει σε εἰς τέλος.” καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ παράδειγμα τοῦ


ναοῦ παντὸς ἐν γραφῇ, λέγων “ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι κύριος
ὁ θεός μου μετὰ σοῦ.” καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησεν ἐν γήρᾳ
καλῷ πλούτῳ τε καὶ δόξῃ καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. ἦν δὲ ἐτῶν λʹ
409

Δαβὶδ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν, ἐβασίλευσε δὲ καὶ ἔτη μʹ. ἀλλὰ


τῆς μὲν βασιλικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξιώθη τὸ πρότερον·
τὰς γὰρ τοῦ λαοῦ ἀναγορεύσεις ἡ ἱστορία χρίσεις διαφόρους ὠνό-
μασεν. τελευτήσας τοίνυν θάπτεται ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ εἰς
τὸ μέγιστον μνῆμα, ὃ κατεσκεύασεν ὁ σοφώτατος υἱὸς αὐτοῦ Σο-  
λομῶν, ἐν ᾧ καὶ συγκατώρυξε τῷ πατρὶ πολλὰς μυριάδας τα-
λάντων χρυσίου, ὡς φησὶν Ἰώσηπος. καὶ δῆλον ἐκ τῶν εἰς ὕστε-
ρον γενομένων· ὁ γὰρ ἀρχιερεὺς Ὑρκανὸς πολιορκουμένης τῆς
πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ Δημητρίου παιδὸς ἀνοίξας τὸ μνῆμα
τάλαντα γʹ ἐκεῖθεν ἐξεφόρησεν. τὸ δὲ τάλαντον ἔχει νομίσματα
ρκεʹ. μεθ' ὃν Ἡρώδης γνοὺς ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε
καὶ αὐτὸς τὸν τάφον, καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ καὶ
κειμήλια χρύσεα πάμπολλα ἀνείλετο. πειραθέντος δὲ αὐτοῦ ἐν-
δοτέρω χωρεῖν, οὗ τὰ σώματα Δαβίδ τε καὶ Σολομῶντος ἐτέθη,
πῦρ ἐξελθὸν δύο τῶν δορυφόρων αὐτοῦ διέφθειρε.
 Μετὰ οὖν Δαβὶδ ἐβασίλευσε Σολομῶν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη μʹ,

Joel Chronogr.,Χρονογραφία compendiaria P. 14, line 16

ρκεʹ. μεθ' ὃν Ἡρώδης γνοὺς ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε


καὶ αὐτὸς τὸν τάφον, καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ καὶ
κειμήλια χρύσεα πάμπολλα ἀνείλετο. πειραθέντος δὲ αὐτοῦ ἐν-
δοτέρω χωρεῖν, οὗ τὰ σώματα Δαβίδ τε καὶ Σολομῶντος ἐτέθη,
πῦρ ἐξελθὸν δύο τῶν δορυφόρων αὐτοῦ διέφθειρε.
 Μετὰ οὖν Δαβὶδ ἐβασίλευσε Σολομῶν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη μʹ,
ὃς τὴν πανθαύμαστον καὶ θεόδοτον καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον σοφίαν
δεξάμενος ᾠκοδόμησε τήν τε πόλιν καὶ τὸν ναὸν κυρίου ἐν ἔτεσιν
ἑπτά, μῆκος πήχεων ξʹ, εὖρος πήχεων κʹ καὶ ὕψος πήχεων ρκʹ·
δίφορος γὰρ ἦν, ὡς φησὶν Ἰώσηπος. τὸ δὲ ἄριστον τοῦ Σολο-
μῶντος ἦν καθ' ἡμέραν κόροι σεμιδάλεως λʹ, κόροι ἀλεύρου κε-
κοπανισμένου ξʹ, μόσχοι ἐκλεκτοὶ ιʹ, βόες νομάδες κʹ καὶ πρό-
βατα ρʹ, ἐκτὸς ἐλάφων καὶ δορκάδων καὶ ὀρνίθων ἐκλεκτῶν καὶ
σιτευτῶν. ὁ δὲ κόρος ἐποίει μόδια λʹ. ὁμοῦ γινόμενα μόδια ͵βψʹ.
ἀπέθανε δὲ Σολομῶν ἐτῶν ογʹ, καὶ ἐτάφη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
ἐφ' οὗ ἦν Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος.  
 Μετὰ δὲ Σολομῶντα ἐβασίλευσε Ῥοβοὰμ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη
ιζʹ, ὃς τὸ πονηρὸν ἐποίησεν ἐνώπιον κυρίου ὡς ὁ πατὴρ αὐτοῦ,
καὶ ἀπέθανεν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις αὐτοῦ. ἐφ' οὗ Σουσακεὶμ βασι-
λεὺς Αἰγύπτου τὴν Ἱερουσαλὴμ ἑλὼν ἀφείλετο τὰ ἐν τῷ ναῷ καὶ
τοῖς βασιλείοις χρήματα καὶ τὰ χρυσᾶ δόρατα καὶ τοὺς χρυσοῦς

Joel Chronogr.,Χρονογραφία compendiaria P. 18, line 8

σαλὴμ Ναβουχοδονόσορ, καὶ τοῦτον χειρωσάμενος καὶ ἀνελὼν


410

ἀπὸ τοῦ τείχους ῥιφῆναι προσέταξε, καὶ ἄταφον ἐπὶ πολὺν κατέ-
λιπε χρόνον.  
 Μετὰ δὲ Ἰωακεὶμ ἐβασίλευσεν Ἰεχονίας ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ὁ καὶ
Ἰωακείμ, διὰ προστάγματος Ναβουχοδονόσορ μῆνας τρεῖς, καὶ
ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐναντίον κυρίου. καὶ περὶ τοὺς φόρους ἀγνω-
μονήσαντος αὐτοῦ ἦλθεν αὖθις Ναβουχοδονόσορ εἰς Ἱερουσαλήμ,
καὶ τὸν Σεδεκίαν ἀντ' αὐτοῦ καταστήσας ἀπῴκισεν εἰς Βαβυλῶνα
Ἰεχονίαν καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ. ἐξήνεγκε δὲ
καὶ τοὺς θησαυροὺς κυρίου καὶ τοῦ βασιλέως καὶ τὰ χρυσᾶ σκεύη
πάντα, ἃ ἐποίησε Σολομῶν ἐν ναῷ κυρίου.
 Μετὰ δὲ Ἰεχονίαν ἐβασίλευσε Σεδεκίας πατράδελφος αὐτοῦ
ἔτη γʹ, καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἔναντι κυρίου, καὶ περὶ τὴν φορο-
λογίαν ὡσαύτως παρασπονδήσαντος αὐτοῦ ἦλθε πάλιν Ναβουχο-
δονόσορ, καὶ τὴν μὲν πόλιν πᾶσαν παραλαβὼν ἐνέπρησε, τὸν δὲ
Σεδεκίαν χειρωσάμενος τὴν μὲν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ κατ'
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀνεῖλεν, αὐτὸν δὲ ἐκτυφλώσας καὶ δεσμοῖς καθ-
είρξας εἰς Βαβυλῶνα αἰχμάλωτον ἀπήγαγεν.
 Μετὰ τὴν διαίρεσιν τῶν δέκα σκήπτρων ἐβασίλευσεν Ἱερο-
βοὰμ υἱὸς Ναβὰτ ἐκ φυλῆς Ἐφραΐμ, ὁ δοῦλος Σολομῶντος καὶ
ἀποστάτης, ἔτη μβʹ, καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐναντίον κυρίου·

Ιωάννης Αναγνώστης De extremo Thessalonicensi excidio narratio


Sec. 3, line 26

ὦ δέσποτα, ὡς λίαν λαμπρὰ καὶ ὡραῖα θαυμάζεις περι-


αθρῶν, πίπτει τὸ τάχος καί, ἵνα μή σε καλύψῃ πεσών,
ἔξιθι τούτου ταχέως». Οὕτως εἶχεν ἡ ὄψις καὶ εἰς ἔργον
ἧκεν οὐκ εἰς μακράν. Ἐκεῖνος μὲν γάρ, ἵνα ἀναφανῇ δί-
καιος καὶ τῶν πολλῶν τῆς ἀρετῆς ἐκείνου καμάτων λάβῃ
τὰς ἀντιδόσεις, εἰκότως οὕτω καὶ πρὸ τῆς κοινῆς συμφο-
ρᾶς, πρὸς ὃν ἐπόθει κύριον ἐξεδήμησεν. Οὐ γὰρ δίκαιον
τοῦτο παρὰ θεῷ κέκριτο, τοιούτων ἵνα κακῶν πεῖραν σχῇ
καὶ κοινωνήσῃ τῶν ἴσων ἡμῖν· «ἀνόμοιος γὰρ ἦν τοῖς ἄλ-  
λοις ὁ βίος ἐκείνου καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι», τοῦ Σο-
λομῶντος εἰπεῖν, «ἡμεῖς δὲ κακίας γέμοντες ὅλως, καὶ
ὀπίσω τῶν ἐνθυμάτων τῆς καρδίας ἡμῶν τῆς πονηρᾶς»,
τοῦτο δὴ τὸ τοῦ Ἱερεμίου, «πορευόμενοι καὶ κατὰ τὸν πά-
λαι γογγυσταὶ τυγχάνοντες Ἰσραήλ», κατὰ τὴν ἡμετέραν
ἐπιθυμίαν ἀπολαύειν ὅπως οὐκ ἔχωμεν τῶν πραγμάτων,
δικαίως οὕτω πεπράγαμεν δυστυχέστατα καὶ τούτου τἀν-
δρὸς ἐστερήμεθα, μόνου περιλειφθέντος ἐν τοιούτοις και-
ροῖς καὶ τοσούτοις ἀνιαροῖς παραμύθιον.

Pseudo-Codinus Hist., De annis ab orbe condito Sec. ante1, line 7


411

Περὶ τῶν ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἐτῶν καὶ τῶν ἀνέκαθεν βασι-
λευσάντων ἐν τῇ Ῥωμανίᾳ

ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ ἔτη ͵βσμβʹ.  


ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς πυργοποιΐας ἔτη φκεʹ.
ἀπὸ τῆς πυργοποιΐας ἕως τοῦ Ἀβραὰμ ἔτη υκεʹ.
ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἕως ἐξόδου Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου ἔτη υνεʹ.
ἀπὸ τῆς ἐξόδου ἕως τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ Σολομῶντος ἔτη ψοεʹ.
ἀπὸ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ ἕως τῆς αἰχμαλωσίας Ἰσραὴλ ἔτη υκεʹ.
ἀπὸ τῆς βασιλείας Σολομῶντος ἕως τῆς βασιλείας Ἀλεξάνδρου ἔτη χμγʹ.
ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἕως Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος ἔτη τιηʹ.
ἀπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἕως τοῦ Χριστοῦ ἔτη τγʹ.
ὁμοῦ χρόνοι, ͵εφʹ.
δεῖ εἰδέναι ὅτι ἡ σωτήριος σταύρωσις τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
γέγονε κατὰ τὸ ͵εφλαʹ ἔτος, κύκλος τοῦ μὲν ἡλίου ιηʹ, τῆς δὲ σελήνης
εʹ, ἡμέρᾳ παρασκευῇ, ὥρᾳ θʹ, τῷ ιηʹ ἔτει τῆς Τιβερίου βασιλείας.
[ἦν δὲ ιδʹ τῆς σελήνης, τουτέστιν τὸ νομικὸν φάσκα, μηνὶ ἀπριλλίῳ
ιηʹ, ἡμέρᾳ ϛʹ]

Pseudo-Codinus Hist., De annis ab orbe condito


Sec. ante1, line 9

τουλάριος. ὁ δεποτάτος. ὁ ἐπὶ τῆς ποδέας.


 Καὶ ταῦτα τὰ ὀφφίκια τὰ ἐκκλησιαστικά.  

Περὶ τῶν ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἐτῶν καὶ τῶν ἀνέκαθεν βασι-
λευσάντων ἐν τῇ Ῥωμανίᾳ

ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ ἔτη ͵βσμβʹ.  


ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς πυργοποιΐας ἔτη φκεʹ.
ἀπὸ τῆς πυργοποιΐας ἕως τοῦ Ἀβραὰμ ἔτη υκεʹ.
ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἕως ἐξόδου Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου ἔτη υνεʹ.
ἀπὸ τῆς ἐξόδου ἕως τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ Σολομῶντος ἔτη ψοεʹ.
ἀπὸ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ ἕως τῆς αἰχμαλωσίας Ἰσραὴλ ἔτη υκεʹ.
ἀπὸ τῆς βασιλείας Σολομῶντος ἕως τῆς βασιλείας Ἀλεξάνδρου ἔτη χμγʹ.
ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἕως Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος ἔτη τιηʹ.
ἀπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἕως τοῦ Χριστοῦ ἔτη τγʹ.
ὁμοῦ χρόνοι, ͵εφʹ.
δεῖ εἰδέναι ὅτι ἡ σωτήριος σταύρωσις τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
γέγονε κατὰ τὸ ͵εφλαʹ ἔτος, κύκλος τοῦ μὲν ἡλίου ιηʹ, τῆς δὲ σελήνης
εʹ, ἡμέρᾳ παρασκευῇ, ὥρᾳ θʹ, τῷ ιηʹ ἔτει τῆς Τιβερίου βασιλείας.
[ἦν δὲ ιδʹ τῆς σελήνης, τουτέστιν τὸ νομικὸν φάσκα, μηνὶ ἀπριλλίῳ
ιηʹ, ἡμέρᾳ ϛʹ]
412

ἡ δὲ ἁγία ἀνάστασις τῇ κʹ.


ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ἕως τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως ἔτη τλʹ.

Pseudo-Codinus Hist., Patria Constantinopoleos


Book 2, sec. 40, line 4

αὐτοῦ καὶ Ἀδριανοῦ πλησίον τῆς στήλης Θεοδοσίου τοῦ  


μεγάλου ἀμφότεροι ἔφιπποι ἵστανται ἐν τοῖς Ταύρου μέρεσιν
πλησίον τοῦ κίονος κάτωθεν.
 (c126, m158) Ἡ δὲ ἐν τῷ Ζευξίππῳ λουτρῷ ἱστα-
μένη στήλη ἐκ χρωμάτων τοῦ Φιλιππικοῦ ἐστιν τοῦ πρᾳ-
οτάτου.
 Περὶ τῆς βασιλικῆς κινστέρνης. Ἡ δὲ
λεγομένη βασιλικὴ κινστέρνα ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ μεγάλου
Κωνσταντίνου. Ἡ δὲ καθεζομένη ἐπὶ δίφρου ἐκεῖσε μεγάλη
στήλη ἐστὶν τοῦ Σολομῶντος, ἣν ἀνέστησεν ὁ μέγας
Ἰουστινιανὸς κρατοῦντα τὴν σιαγόνα αὐτοῦ καὶ ὁρῶντα τὴν
ἁγίαν Σοφίαν ὅτι ἐνικήθη εἰς μῆκος καὶ κάλλος ὑπὲρ τὸν
παρ' αὐτοῦ κτισθέντα ναὸν ἐν Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖσε δὲ
ἵσταται στήλη τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου ἐπὶ δύο κιόνων
τετραδικῶν χρυσεμβάφων ὄπισθεν τῆς Βασιλικῆς πλησίον
τοῦ Μιλίου.
 (c92, m124) Θέαμα αʹ. Τὸ δὲ ἐν αὐτῇ τῇ Βασιλικῇ
χρυσορόφῳ ὀπίσω τοῦ Μιλίου ἦν ἀνδροείκελον ἄγαλμα
χρυσέμβαφον· ἔνθα ἦν τὸ ἔξαμον Ἡρακλείου τοῦ βασιλέως·
καὶ γυνυκλινὲς Ἰουστινιανοῦ τοῦ τυράννου.

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 41, line 10

οὓς εἶχε θαῤῥεῖν λέγειν, ὡς βούλοιτο τοῦ κυρίου καὶ βασιλέως  


(τοῦτον γὰρ ἀεὶ τὸν τρόπον τὸ τοῦ βασιλέως καὶ πάππου προέ-
φερεν ὄνομα,) τοῖς ἄλλοις ἐπιτρέποντος τὴν ἀνάκλισιν, αὐτῷ
δὲ μὴ, ἑστάναι ἐπιπολύ· ἐπιτρεπομένων δ' αὐτῶν, “ἀλλ' ὑμῖν
μὲν” εἰπεῖν “πρὸς τοῦ κυρίου καὶ βασιλέως τὴν καθέδραν
ἐπιτετράφθαι, ἐμοὶ δὲ μή· διόπερ ὑμᾶς μὲν καθεσθῆναι προς-
ήκει, τὸ προσταττόμενον ἐκπληροῦντας, ἐμὲ δ' ἑστηκέναι ἄ-
χρις οὗ τὸ ἐπίταγμα φθάσῃ καὶ πρὸς ἐμέ.” τοιαῦτ' ἔλεγε πρὸς
οὓς ἐθάῤῥει, τὸ τῆς ψυχῆς ἄλγος ἀνακαλύπτων. ἐφ' οἷς αὐτὸν
ὁ μέγας δομέστικος παραμυθούμενος, ἄλλα τε κατεπῇδε τῆς
λύπης, καὶ τὸ Σολομώντειον ἔλεγε δεῖν ἐκπληροῦν, ὑπομονὴν
ἐνδεικνύμενον καὶ καρτερίαν κατὰ καιρόν. τὸ δ' ἑξῆς ὁ νέος
βασιλεὺς καὶ οἱ ἀμφ' αὐτὸν διά τινος τῶν οἰκείων μηνύουσι
Συργιάννῃ πρὸς τὴν Κωνσταντίνου ταχέως ἐπανελθεῖν, εὐπρός-
413

ωπόν τινα πλασάμενον αἰτίαν τῆς ἐπανόδου. τὰ γὰρ κατ'


αὐτοὺς πράγματα πῇ μὲν ἐπὶ τὸ βέλτιον, πῇ δ' ἐπὶ τὸ χεῖρον
χωρεῖν. ὁ δὲ σὺν σπουδῇ πολλῇ κατὰ τάχος ἐπανελθὼν καὶ
συγγενόμενος βασιλεῖ καὶ τοῖς ἑταίροις, καὶ τὸ μὲν ἐπὶ τὸ
βέλτιον προκεχωρηκέναι σφίσι τὰ πράγματα, τοῦ πρωτοστρά-
τορος Συναδηνοῦ χάριν εἰρῆσθαι μαθὼν, τὸ δ' εἰς τὸ χεῖ-
ρον, διὰ τὸ μᾶλλον ἐκπεπολεμῶσθαι τῷ ἐγγόνῳ τὸν βασιλέα,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 101, line 7

νοῆσαί τι πλέον·” Παλαιολόγου δὲ τοῦ μεγάλου στρατοπεδάρ-


χου μήτ' αὐτόν τι προσεπινενοηκέναι πλέον, μήτ' ἄλλου ἀκηκοέ-
ναι φαμένου, καὶ καβαλλαρίου φραμπέριν τεμπινιὸλ, ὡς ἐκ  
προσώπου τῶν Λατίνων μηδαμῶς εἶναι τῶν χθὲς εἰρημένων
μήτ' ἀληθέστερα μήτ' ἀναγκαιότερα εἰπόντος, καὶ τῶν ἄλλων
ἑξῆς ἁπάντων τοῖς εἰρημένοις ἐπιψηφισαμένων, καὶ τὴν εἰς Βυ-
ζάντιον ἄφιξιν ἐπισπευδόντων, ὡς ἅμα τῷ φανῆναι προσχωρῆ-
σον, καὶ τέλος εἰς ἱκετείαν ὑπὲρ τοῦ ταῦτα πράττειν καταλη-
ξάντων, ὁ βασιλεὺς, μικρὸν ἐπισχών· “ἀλλ' ἔμοιγε” εἶπε “τὸ
Σολομώντειον καλῶς εἰρῆσθαι δοκοῦν, τὸ, εἶναι σωτηρίαν ἐν
πολλῇ βουλῇ· καὶ πολλὰ πολλάκις περὶ τῶν αὐτῶν βουλευσα-
μένῳ, ἐξεύρηταί τι καὶ τῶν εἰρημένων πλέον, ὃ δὴ καὶ δεῖν
ἔδοξεν εἰς μέσον θεῖναι, ὡς ἂν, εἰ καλῶς ἔχει, δοκιμασθῇ.
ἐμοὶ πρὸς τὴν Ἀδριανοῦ τήνδε πόλιν ἀφιγμένῳ, αὐτοί τε πολ-
λὴν ἐπεδείξαντο τὴν εὔνοιαν κοινῇ πάντες περὶ ἐμὲ, καὶ αἱ ἄλ-
λαι πᾶσαι κατὰ τὴν Θρᾴκην ἄχρι Χριστουπόλεως προσεχώρη-
σαν πόλεις· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ὅσον ἦν στρατιωτικὸν ἐν ταῖς
Θρᾳκικαῖς κώμαις καθιδρυμένον, οἷς καὶ πολλὴν ὀφείλειν τὴν
χάριν ὁμολογῶ ὡς ἀγαθοῖς περὶ ἐμὲ προῖκα γεγενημένοις. αἱ
μέντοι κατωτέρω Χριστουπόλεως πολλαὶ καὶ περιφανεῖς

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 13, line 16

Κλήμεντι καὶ τῷ πέμψαντι Δελφίνῳ ἔγραφεν ἐπιστολὰς, ἃς


ὥσπερ εἶχον προσεθήκαμεν τῇ διηγήσει. εἶχεν οὖν ἡ πρὸς
μὲν πάπαν οὕτως. “ἀγαλλιάσθωσαν πᾶς ὁ λαὸς τῆς τῶν Ῥω-
μαίων ἀρχῆς, καὶ τῆς νίκης ἕνεκεν τοῦ τοσούτου βασιλέως εὐ-
φρανθήτωσαν σύμπας ὁ κόσμος. ἡγιασμένη γὰρ ἡμέρα πᾶ-
σι Χριστιανοῖς ἀνατέταλκε κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Φεβρουαρίου,
ἐν ᾗ δὴ ἐξαπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ ἄγγελον κατασκευά-
σοντα τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἔμπροσθεν αὐτοῦ καὶ τῷ οἰκείῳ διαυ-
γεστάτῳ φωτὶ πόῤῥω ποιησόμενον τὸ τῆς μάχης σκότος, ἀγα-
γόντα καθάπερ κλάδος χλοαζούσης ἐλαίας τὴν εἰρήνην. οὗ-
τος γάρ ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς εἰρήνης, ὁ δεύτερος Σολομὼν,
οὗ τὸ πρόσωπον ἐπιθυμεῖ βλέπειν πᾶσα κτίσις. ἰδοὺ γὰρ, ἵνα
δείξῃ κύριος, ὡς οὐκ ἐν ἰσχύϊ ἵππου, οὐκ ἐν δυναστείᾳ ἀν-
414

θρώπου, ἀλλ' ἐν δυνάμει θεοῦ γέγονε τὸ τρόπαιον τουτὶ πα-


ρὰ τοῦ ὑψηλοτάτου καὶ νικητικωτάτου βασιλέως καὶ αὐτοκρά-
τορος κυρίου Ἰωάννου τοῦ Καντακουζηνοῦ, ἀνέῳξε τοὺς τῆς
ἑαυτοῦ δυνάμεως θησαυροὺς, ἐγχέας ἐπ' αὐτὸν τὰ δῶρα τῶν
ἑαυτοῦ χαρισμάτων, τὴν βασιλίδα δηλαδὴ ταύτην τῶν πόλεων,
τὴν Κωνσταντίνου φημὶ, καὶ παρασχὼν ὁλόκληρον αὐτῷ βα-  
σιλείαν τῇ θείᾳ αὐτοῦ δυνάμει ἐν δυναστείᾳ ὅπλων καὶ ἐκ-
τεταμένῳ βραχίονι, ἵν' ἐν αὐτῷ μᾶλλον φανῶσιν

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 16, line 17

ποιήσασθαι, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν σκότει καὶ σκιᾷ τοῦ θανά-


του φῶς ἐξ οὐρανῶν ἀνατεταλκέναι; ὁρᾶτε γοῦν, ὅπως τουτὶ
τὸ φῶς ἀνατέταλκεν ἄνωθεν, ὡς οὐ τῇ μεγάλῃ τῶν ὅπλων κα-
τασκευῇ τὸν ἐπὶ πάντας καθήμενον ὕψιστον, τῇ οἰκείᾳ δυνά-
μει παρεσχηκέναι τῷ μεγάλῳ περιφανεστάτῳ βασιλεῖ κυρίῳ
Ἰωάννῃ τῷ Καντακουζηνῷ, τῷ καὶ τῆς βασιλείας καὶ τοῦ βα-
σιλέως πατρὶ, τὴν ἁπασῶν βασιλεύουσαν ταυτηνὶ πόλιν, καὶ
μέχρι καὶ εἰς δεῦρο διατηρεῖσθαι τὸν τοῦ δικαίου κριτὴν τῷ
τοιούτῳ βασιλεῖ τὸ παρὸν τῆς ἀρχῆς δώρημα, ἵνα γνῶσι σα-
φῶς ἅπαντες τοῦτο παρὰ κυρίου τοῦ θεοῦ γεγονὸς, καὶ οὐ
παρὰ ἀνθρώπου. φησὶ γὰρ ὁ σοφώτατος Σολομών· “καιρὸς
τῷ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν παντὶ πράγματι, καὶ πάντα καλὰ ἐν και-
ρῷ αὐτῶν. καιρὸς θρήνου καὶ καιρὸς χαρμονῆς.” οὕτως εἴ-
ρηκέ ποτε καὶ ὁ Χριστός· “οὐκέτι ἦλθεν ἡ ὥρα μου.” καὶ ἀλ-
λαχοῦ λέγει· “πάτερ, ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ἵνα δοξασθῇ
ὁ υἱός σου·” καὶ παραχρῆμα ἡ πατρικὴ φωνὴ τῷ υἱῷ ἀπε-
κρίνατο· “καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω.” οὐχὶ δὲ καὶ ἐν τῷ
εὐαγγελίῳ ἀνέγνωμεν, ὁπηνίκα ὁ Ἰωάννης εἴρηκε τῷ Χριστῷ  
ἡμῶν ἐν τῷ Ἰορδάνῃ· “ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆ-
ναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;” τί Χριστὸς ἀπεκρίνατο; “ἄφες
γάρ,” φησιν, “ὦ Ἰωάννη, ἄφες ἄρτι. οὕτω γὰρ δεῖ πληρῶσαι

Ephraem Hist., Poeta, Χρονικόν. Line 96

μὴ δεῖν κολάζειν θεσπίσας χριστωνύμους.


τούτου δ' ἱππεύοντος ἐν λεωφόρῳ
ἐδεῖτο γυνὴ λιπαρῶς ἐγκειμένη·
ὁ δ' “οὐ σχολάζω” τῇδ' ἐγκειμένῃ λέγει.
καὶ “μηδὲ βασίλευε” πρὸς τόνδ' ἀντέφη·
ὁ δὲ στραφεὶς προσέσχεν αὐτῆς τῇ δίκῃ.
οὗτος πολίζει πρὸς Παλαιστίνῃ πόλιν,
ὅπου Σιὼν ἵδρυτο κατεσκαμμένη,
Καπιτωλίναν καλέσας τήνδ' Αἰλίαν·
καὶ ναὸν ἀντήγειρε Διὶ τῷ Κρόνου,
οὗ πρὶν Σολομὼν τὸν ναὸν τεύξας ἔχει.
τοῦτ' οὐκ ἀνεκτὸν ἦν Ἰουδαίων φύλῳ·
συσπειραθέντες τοιγαροῦν ὡπλισμένοι
415

ἐπίασι φύλαξι Ῥωμαίοις τόπου,


καὶ σφῶν γε πλείστους ἔδρασαν ἔργον φόνου.  
ὃ γνοὺς ὁ κρατῶν στρατιᾶς ὁμαιχμίας
ἄρδην Ἑβραίων ἐκθερίζει τὸ στῖφος,
ὀκτὼ μὲν ἀνδρῶν καὶ πεντήκοντα πάλιν
ποσουμένας δοὺς μυριάδας θανάτῳ,
κώμας κατασκάψας δὲ τούτων χιλίας,
φρούρια πεντήκοντα τεθρυλημένα.

Ephraem Hist., Poeta, Χρονικόν. Line 2077

Λέων ὁ Ἀρμένιος ἔτη ζʹ.

Οὕτω μὲν οὗτος σκῆπτρα λαβὼν κατέχει


σκαιὸς Λέων, θὴρ ἄλλος ἐξ Ἀρμενίας,
Ἱεροβοὰμ ἄλλος ὑπάρξας νέος,
κάκιστος ὄντως οἰκέτης καὶ δραπέτης
ἐκ Σολομῶνος δεσπότου βασιλέως
ἀποστατήσας καὶ δόλον προσαρτίσας,
μᾶλλον δ' ἀποστὰς καὶ νοσήσας ἐσχάτως
κακὴν ἐπανάστασιν ἅμ' ἀποστάσει,  
ὕφαλος ἀνήρ, ὀργιλώτατος, φέναξ,
μῆνιν ἐναύων εἰς φρυκτώρησιν πάθους
καὶ καταπυρπόλησιν οἷς ἔδρα χόλον,
ὄψις στυγνός τις, συννεφὴς τὰς ὀφρύας,
ἄπιστος ἦθος, ποικίλος χαμαιλέων,
κακόν τι τερμέριον εὐσεβῶν στίφει,
βαρὺς κολαστὴς μικρὰ προσκεκρουκόσι,

Ephraem Hist., Poeta, Χρονικόν. Line 5662

εὐεργετῶν ἅπαντας ἀπορουμένους,


πτωχοὺς πένητας ὀρφανοὺς χήρας ξένους.
ἦν καὶ χορηγῶν παρθένοις τὰ πρὸς γάμους,
καὶ πανδοχεῖα καὶ καχεκτούντων δόμους
ἀνανεῶν τε φιλοτίμως καλλύνων
εἰς ἀνάπαυσιν, εἰς ἴασιν τῆς νόσου
τῶν συνιόντων ἀσθενῶν πτωχῶν ξένων,
τὰ πρὸς δαπάνην προσνέμων μάλα σφίσιν,
ἦθος μαλακός, νωχελής, ἀνειμένος,
πολυτελὴς δίαιταν ἐσθῆτας ἅμα,
τράπεζαν ἀεὶ Σολομώντειον φέρων
καὶ καινοφανεῖς στολὰς καθ' ἡμέραν,
μεταδοτικὸς βρωμάτων διακόνοις.
ἐχρῆτο λουτροῖς ἑβδομάδος πολλάκις,
ὠσφραίνετ' ἀεὶ καὶ μύρων εὐωδίας,
416

καὶ φιλόκαλος ὡς ταὼν καὶ νυμφίος


ἀεὶ προῄει τῶν βασιλείων δόμων.
ὀργίλος ἦν τις καὶ θυμῷ πλέον νέμων·
πλὴν εἶχε θυμὸν συμπαθεῖ κεκραμένον.
οὐ διέπων κάλλιστα τὴν κραταρχίαν
καινουργὸς ὑπῆν πραγμάτων παραλόγων,

Σφραντζής ιστορικός.Χρονικόν. sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno)


P. 442, line 10

αὖθίς φησιν, ὅτι οὐδεὶς δύναται σωθῆναι ἄνευ τῶν ἐν τῷ νόμῳ τῶν Ἰσμαηλιτῶν.  
 Δέκατον, ὅτι πρὸ αὐτοῦ οὐ δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὸν παράδεισον· καὶ αὖθίς
φησιν, ὅτι ἔδειξεν αὐτῷ ὁ θεὸς γυναῖκάς τε καὶ ἄνδρας πολλοὺς εἰσελθόντας πρὸ
αὐτοῦ εἰς τὸν παράδεισον.
 Ἑνδέκατον, ὅτι ὁ θεὸς μετὰ τὴν ἀνάστασιν οἴκους περικαλλεῖς καὶ λουτρὰ καὶ
παραδείσους καὶ γυναῖκας ὅτι πολλὰς ὑπισχνεῖται δοῦναι τοῖς τοῦ Μωάμεθ νόμοις
ἀκολουθοῦσιν.
 Δωδέκατον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Σάδ φησιν, ὡς οἱ μὲν ἄγγελοι ἐκ πυρὸς
ἐδημιουργήθησαν, οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐκ χοός.
 Δέκατον τρίτον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Νεμελί, ὅπερ ἑρμηνεύεται μυῖα, φησὶ
περὶ τοῦ Σολομῶντος καὶ τῶν μυιῶν ψεῦδός τι εὔηθες, ὅπερ καί φησι.
 Δέκατον τέταρτον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Ῥουβεπᾷ φησι περὶ τοῦ Σολομῶντος
καὶ τοῦ σκώληκος ὁμοίως τῷ ἀνωτέρῳ ψεύδει.
 Δέκατον πέμπτον, ὅτι ἐν τῷ βιβλίῳ τῶν διηγήσεων ἀποδίδωσι τὴν αἰτίαν, δι'
ἧς ὁ οἶνος κεκώλυται αὐτοῖς.
 Δέκατον ἕκτον, ὅτι ὁ κτιστὸς οὐρανὸς οὗτος γέγονεν ἐκ καπνοῦ, ἡ δὲ θάλασσα
ἐξ ὄρους τινὸς Κὰφ ὀνομαζομένου.
 Δέκατον ἕβδομον, ὅτι τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην ἴσα φωτὸς καὶ δυνάμεώς φησι
γενέσθαι.
 Δέκατον ὄγδοον, ὅτι προσκληθέντος τούτου παρὰ τοῦ Γαβριὴλ ἀνελθεῖν εἰς τὸν

Σφραντζής ιστορικός.Χρονικόν. sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno)


P. 442, line 11

φησιν, ὅτι ἔδειξεν αὐτῷ ὁ θεὸς γυναῖκάς τε καὶ ἄνδρας πολλοὺς εἰσελθόντας πρὸ
αὐτοῦ εἰς τὸν παράδεισον.
 Ἑνδέκατον, ὅτι ὁ θεὸς μετὰ τὴν ἀνάστασιν οἴκους περικαλλεῖς καὶ λουτρὰ καὶ
παραδείσους καὶ γυναῖκας ὅτι πολλὰς ὑπισχνεῖται δοῦναι τοῖς τοῦ Μωάμεθ νόμοις
ἀκολουθοῦσιν.
 Δωδέκατον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Σάδ φησιν, ὡς οἱ μὲν ἄγγελοι ἐκ πυρὸς
ἐδημιουργήθησαν, οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐκ χοός.
 Δέκατον τρίτον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Νεμελί, ὅπερ ἑρμηνεύεται μυῖα, φησὶ
περὶ τοῦ Σολομῶντος καὶ τῶν μυιῶν ψεῦδός τι εὔηθες, ὅπερ καί φησι.
 Δέκατον τέταρτον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Ῥουβεπᾷ φησι περὶ τοῦ Σολομῶντος
καὶ τοῦ σκώληκος ὁμοίως τῷ ἀνωτέρῳ ψεύδει.
 Δέκατον πέμπτον, ὅτι ἐν τῷ βιβλίῳ τῶν διηγήσεων ἀποδίδωσι τὴν αἰτίαν, δι'
ἧς ὁ οἶνος κεκώλυται αὐτοῖς.
 Δέκατον ἕκτον, ὅτι ὁ κτιστὸς οὐρανὸς οὗτος γέγονεν ἐκ καπνοῦ, ἡ δὲ θάλασσα
417

ἐξ ὄρους τινὸς Κὰφ ὀνομαζομένου.


 Δέκατον ἕβδομον, ὅτι τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην ἴσα φωτὸς καὶ δυνάμεώς φησι
γενέσθαι.
 Δέκατον ὄγδοον, ὅτι προσκληθέντος τούτου παρὰ τοῦ Γαβριὴλ ἀνελθεῖν εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ τοῦ θεοῦ θέντος τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ' αὐτῷ καὶ τοσαύτης ψύξεως αἴσθε-
σιν λαβεῖν αὐτόν, ὡς διελθεῖν ταύτην μέχρι καὶ νωτιαίου μυελοῦ.

Σφραντζής ιστορικός.Χρονικόν. sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno)


P. 500, line 22

γομεν, ἵνα φανῇ τὸ ἀληθές, ὅτι οὐδὲν λέγουσιν ἀληθές· ἐπεὶ δὲ λέγουσιν, ὅτι ἐν τῇ
Γενέσει τῇ συγγραφείσῃ παρὰ τοῦ Μωϋσέως εὑρίσκετο γεγραμμένον, πῶς ἐξέβαλον
ἐκ τοῦ Παλαιοῦ οἱ Ἑβραῖοι; οὐδὲ γὰρ εὑρίσκεται ὅλως ἴχνος σημείου περὶ τοῦ Μωά-
μεθ. Καὶ ἰδοὺ ὡς οἱ Μουσουλμάνοι λέγουσι, φθονήσαντες οἱ Χριστιανοὶ ἐξέβαλον τὸ
ὄνομα ἐκείνου· οἱ δὲ Ἑβραῖοι διὰ τί; Καίτοι γε εἴς τε τὴν περιτομὴν καὶ ἄλλα τι-
νά, εἰς τροφάς φημι καὶ ἕτερα ἔθιμα, συμφωνοῦσιν οἱ Μουσουλμάνοι μετὰ τῶν Ἑ-
βραίων. Ἰδοὺ γοῦν καὶ ἀπὸ τούτου ἀναφαίνεται, ὅτι οὔτε ἐν τῷ Παλαιῷ τῷ Μωσαϊκῷ
εὑρίσκετο τὸ τοῦ Μωάμεθ ὄνομα οὔτε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. Καὶ ταῦτα μὲν οὕτως, ἵνα καὶ

τὸν πάντῃ ἀγνώμονα ἀγάγωμεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν.

V. Κατὰ τοῦ Μωάμεθ λόγος ἕτερος

 Ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν ἐμπεσὼν καταφρονεῖ, φησὶν ὁ θαυμάσιος Σολομών.


καὶ τίς ἀσεβέστερος τοῦ Μωάμεθ; Ποῖον δὲ βάθος κακῶν, μᾶλλον δὲ σκότος, εἰς ὃ
οὐκ ἐνέπεσεν ὁ δύστηνος οὗτος; Καὶ γὰρ μετὰ τῶν ἄλλων πλασμάτων καὶ τεράτων
ψευδῶν ἐπλάσατο καὶ τὴν παροῦσαν ἄθεσμον θεωρίαν ἔχουσαν ἐπὶ λέξεως οὕτως ἐν
τῷ κεφαλαίῳ Ἰσραήλ· “Αἶνος τῷ ποιήσαντι διελθεῖν τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐν μιᾷ νυκτὶ
ἀπὸ τοῦ εὐκτηρίου, τοῦ Ἐλαράμ, ὅ ἐστιν οἶκος Μεκκέ, μέχρι τοῦ ποῤῥωτάτου εὐκτη-
ρίου ὅ ἐστιν οἶκος ἅγιος Ἱερουσαλήμ, ἣν εὐλογήσαμεν. Ὁ Μαχούμετ ἐν μιᾷ τῶν ἡμε-
ρῶν, μετὰ τὸ ψάλλειν αὐτὸν τὴν ὥραν αὐτοῦ εἶπε τοῖς ἀνθρώποις· Ὦ ὑμεῖς ἄνθρω-
ποι, κατανοήσατε· χθὲς μετὰ τὸ διαστῆναί με ὑμῶν, ἦλθε πρός με ὁ Γαβριὴλ μετὰ
τὴν ἐσχάτην ἑσπερινὴν ψαλμωδίαν καὶ εἶπέ μοι· Ὦ Μωάμεθ, ἐντέλλεταί σοι ὁ θεὸς
ἐπισκέψασθαι αὐτόν· ᾧ εἶπον· καὶ ποῦ αὐτὸν ἐπισκέψομαι; Εἶπεν ὁ Γαβριήλ·

Pseudo-Symeon Hist.,Χρονογραφία (partim edita e cod. Paris. gr. 1712)


P. 692, line 5

τραπέζης κατηγορήθη ὡς φιλούμενος παρὰ τῆς Αὐγούστης· ὃς


καὶ ἀποκείρεται καὶ μοναχὸς γίνεται. πολλὰ δὲ χαλκουργήματα
κατέαξεν ὁ βασιλεὺς λόγῳ τῆς Νέας ἐκκλησίας· ἀλλὰ καὶ μάρμαρα
καὶ ψηφῖδας καὶ κίονας ἐκ πολλῶν ἐκκλησιῶν καὶ οἴκων λόγῳ
ταύτης ἀνελάβετο. ἐν οἷς στήλη ἵσταται χαλκῆ ἐν τῷ Σενάτῳ
σχῆμα ἐπισκόπου φέρουσα· ἐκράτει δὲ ἐν τῇ χειρὶ ῥάβδον ὄφιν  
ἐντετυλισμένον ἔχουσαν. ταύτην ἤγαγον ἐν τῷ βεστιαρίῳ· καὶ
ἐλθὼν ὁ βασιλεὺς ἔβαλε τὸν δάκτυλον αὐτοῦ εἰς τὸ στόμα τοῦ
ὄφεως· καὶ ἦν ἔσωθεν ἄλλος ὄφις ζῶν, ὃς καὶ ἔδακε τὸν δάκτυλον
418

τοῦ βασιλέως· καὶ μόλις δι' ἀντιφαρμάκων ἰάθη. καὶ τὴν στή-
λην δὲ Σολομῶντος ἐν τῇ βασιλικῇ οὖσαν εἰς ὄνομα αὐτοῦ ἐκτυ-
πώσας, τοῖς θεμελίοις τῆς Νέας ἐκκλησίας ὡς θυσίαν ἑαυτὸν τῷ
θεῷ προσῆξεν.
 13. Τῷ ιαʹ αὐτοῦ ἔτει ἐκστρατεύει πάλιν κατὰ Μελιτη-
νῶν, καὶ πολλοὺς πολέμους κατορθώσας καὶ αἰχμαλωσίαν πολλὴν
λαβὼν ὑπέστρεψεν.

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 1, line 198

ἐπιβουλὴν τίκτειν δυνάμενος, τὸν ὄφιν τὸ θηρίον τὸ


ἄλογον κατὰ τοῦ ἀνθρώπου οὕτω δεινῶς κεκίνηκεν, ἵνα
τοιοῦτον δόλον κατὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐργάσηται, κατάγοντα
αὐτὸν εἰς αὐτὸ τῆς ἀπωλείας τὸ βάραθρον; Ἡ δὲ
μαρτυρία ἡ λέγουσα ὡς Ὁ ὄφις ἦν φρονιμώτερος πάντων
τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ποίαν ὑπερβολὴν γέλωτος
οὐκ ἐργάζεται τοῖς τὰ θεῖα μὴ δεχομένοις ὡς θεῖα;
Ὅθεν ἡμῖν Κελσοὶ τινὲς καὶ Ἰουλιανοὶ καὶ Πορφύριοι
παρετάξαντο. Φρόνησις γὰρ μία οὖσα τῶν ἀρετῶν, ἀν-
θρώπῳ ἂν εἰκότως κατορθωθήσεται, καὶ τοῦτο μόλις,
εἴπερ κατὰ Σολομῶντα βρίθει τὸ γεῶδες σκῆνος νοῦν
πολυφρόντιδα, καὶ μόλις εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ
ἐν ποσὶν εὑρίσκομεν μετὰ πόνου· θηρίον δὲ ἄλογον,
πῶς φρόνησιν ἕξει τοιαύτην, καὶ κατὰ λογικῶν λογικῶς
δολιεύσεται;
 Εἶτα πάλιν· ἐὰν ἀκούσῃ ὡς ὁ Κάϊν φονεύσας τὸν
Ἄβελ στένει καὶ τρέμειν κατεδικάσθη, καὶ μετ' ὀλίγον,  
τοῦτον ἐκεῖνον ἴδῃ τεκνοποιοῦντα τὸν Κάϊν, καὶ κτίζοντα
πόλιν, καὶ τὴν πόλιν καλοῦντα ἐπ' ὀνόματι τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ, πῶς ὡς θείων τῶν λεγομένων ὁ τοιοῦτος ἀνέ-
ξεται; Τὸ μὲν γὰρ τεκνοποιῆσαι ἐν τῷ πάθει τὸν Κάϊν,

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 6, line 163

καρδίας μὴ νυστάξας τοῖς ὄμμασι, μὴ δὲ τὰ βλέφαρα


μύσας τοῦ πνεύματος, ἤκουσε τοῖς ὠσὶ τῆς διανοίας τὸν
τόπον τὸν Ἐφραθᾶ εἶναι τὸ τῆς σωτηρίας χωρίον.
ἢ δείξει πᾶς ὁ βουλόμενος ἐν τῇ Βηθλεὲμ τόπον ἢ
σκήνωμα ἕτερον τῷ θεῷ γενόμενον παρὰ τὸ τῆς ἐν-
σάρκου παρουσίας μυστήριον, καὶ τότε εἴπερ ἐθέλει, μὴ
πιστευέτω, μᾶλλον δὲ μὴ δὲ τότε ἀπιστείτω τῷ πνεύματι.
Εἰ γάρ τις θελήσει Ἑβραϊκῶς ἐκλαβεῖν τὰ ὑπὸ τοῦ
Δαυῒδ προλεγόμενα, καὶ εἴποι ὅτι περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ
ἐν Ἱεροσολύμοις ἦν τὰ προφητευόμενα, ὃν ὕστερον ὁ
Σολομὼν ᾠκοδόμησεν, ἴστω ψευδόμενος ἑαυτόν, τὴν ἀλή-
419

θειαν κρύψαι μὴ δ' ὅλως δυνάμενος. Ὁ γὰρ τόπος ἐν


ᾧ ὁ ναὸς ᾠκοδομεῖτο, τὰ Ἱεροσόλυμα λέγω, τοῦ Βενιαμὶν
γέγονε πόλις καὶ οὐχὶ τοῦ Ἰούδα, καὶ ἄλλος κλῆρος
ὁ τοῦ Ἰούδα καθέστηκε καὶ ὁ τοῦ Βενιαμὶν ἕτερος, καὶ
οὐκ ἄν ποτε Ἐφραθᾶ εὑρεθείη τῇ Βηθλεὲμ ὁμωνύμως
πόλις ἀλλόφυλος καὶ τῷ Βενιαμὶν διαφέρουσα, παρὰ
τῇ γραφῇ λεγομένη.

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 6, line 322

Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ. Ἔχεις καὶ τούτου κήρυκα τὸν


Ἡσαΐαν φανερώτατον, ἐν οἷς φησί· Χώρα Ζαβουλών,
γῆ Νεφθαλείμ, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, φῶς ἀνέτειλεν ὑμῖν.
Προστίθησι δὲ τούτοις καί τινα εὔλογον αἰτίαν ὁ εὐαγ-
γελιστής, εἰπὼν ὡς διατοῦτο κατῴκησεν Ἰησοῦς ἐν Να-
ζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι
Ναζωραῖος κληθήσεται. Τοῦτο ζητεῖς ποῖος προφήτης
προεῖπεν; Ἄκουε φανερῶς· ὁ Ναζωραῖος ἐκ τῆς Ἑ-
βραΐδος γλώττης εἰς τὴν Ἑλλάδα μεταβαλλόμενος, ἄνθος
ἑρμηνεύεται· ἄνθος τοίνυν ὁ σωτὴρ ἡμῶν καὶ παρὰ
Σολομῶντος ἐν τῷ Ἄσματι τῶν Ἀσμάτων προείρηται,
καὶ παρὰ τῷ Ἡσαΐᾳ γέγραπται. Σολομὼν μὲν γὰρ ὡς
ἐκ προσώπου τοῦ νυμφίου δραματουργῶν τῆς ἀκηράτου
συναφείας τὰ θεῖα μυστήρια, ταῦτα φησὶ πρὸς τὴν νύμφην·
Ἐγὼ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν κοιλάδων, Ἡσαΐας
δὲ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ Ἰεσσαὶ ἀναβαῖνον τῷ πνεύματι
προτεθέαται· ἐφ' ὃν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῦ θεοῦ ἀνα-
παύεσθαι γέγραφεν.
 Ἐκεῖθεν τὸν Ἰωάννην εἰσάγουσιν οἱ τὸ καθ' ἡμᾶς
γράψαντες εὐαγγέλιον ἐν τῇ ἑρήμῳ τῆς Ἰουδαίας κη-
ρύσσοντα μετάνοιαν καὶ βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 6, line 323

Ἡσαΐαν φανερώτατον, ἐν οἷς φησί· Χώρα Ζαβουλών,


γῆ Νεφθαλείμ, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, φῶς ἀνέτειλεν ὑμῖν.
Προστίθησι δὲ τούτοις καί τινα εὔλογον αἰτίαν ὁ εὐαγ-
γελιστής, εἰπὼν ὡς διατοῦτο κατῴκησεν Ἰησοῦς ἐν Να-
ζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι
Ναζωραῖος κληθήσεται. Τοῦτο ζητεῖς ποῖος προφήτης
προεῖπεν; Ἄκουε φανερῶς· ὁ Ναζωραῖος ἐκ τῆς Ἑ-
βραΐδος γλώττης εἰς τὴν Ἑλλάδα μεταβαλλόμενος, ἄνθος
ἑρμηνεύεται· ἄνθος τοίνυν ὁ σωτὴρ ἡμῶν καὶ παρὰ
Σολομῶντος ἐν τῷ Ἄσματι τῶν Ἀσμάτων προείρηται,
καὶ παρὰ τῷ Ἡσαΐᾳ γέγραπται. Σολομὼν μὲν γὰρ ὡς
420

ἐκ προσώπου τοῦ νυμφίου δραματουργῶν τῆς ἀκηράτου


συναφείας τὰ θεῖα μυστήρια, ταῦτα φησὶ πρὸς τὴν νύμφην·
Ἐγὼ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν κοιλάδων, Ἡσαΐας
δὲ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ Ἰεσσαὶ ἀναβαῖνον τῷ πνεύματι
προτεθέαται· ἐφ' ὃν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῦ θεοῦ ἀνα-
παύεσθαι γέγραφεν.
 Ἐκεῖθεν τὸν Ἰωάννην εἰσάγουσιν οἱ τὸ καθ' ἡμᾶς
γράψαντες εὐαγγέλιον ἐν τῇ ἑρήμῳ τῆς Ἰουδαίας κη-
ρύσσοντα μετάνοιαν καὶ βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Φησὶ γάρ· Τότε παραγίνεται Ἰωάννης ἐν τῇ ἑρήμῳ

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 8, line 258

πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με, καὶ Ἡσαΐας δὲ


προεθέσπισεν ὅτι Κύνες εἰσὶν ἐννεοί, οὐ δυνάμενοι ὑλα-
κτεῖν. Αὐτὸς δὲ ὡς πρόβατον ἤγετο, καὶ ὡς ἀμνὸς
ἐναντίον τοῦ κείροντος ἄφωνος οὕτως οὐκ ἀνοίγων τὸ
στόμα αὐτοῦ.
 Περιβάλλουσι δὲ καὶ χλαμύδα κοκκίνην τὸν κύριον,
καὶ στέφανον ἐξ ἀκανθῶν τῇ κεφαλῇ τοῦ σωτῆρος
ἐπιτιθέασι. Ἀλλ' οὐδὲ τοῦτο τοῖς πάλαι σεσίγηται· εὑ-
ρίσκει γὰρ ὁ ζητῶν ἐν τῇ βίβλῳ τοῦ Ἄσματος τοῦ τε-
λεσθέντος ὕστερον τὴν προαναφώνησιν· Θυγατέρες γάρ
φησι Σιών, ἐξέλθατε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομών,
ἐν τῷ στεφάνῳ ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ
ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης
καρδίας αὐτοῦ.
 Μάστιγας ἐντεῦθεν λαμβάνει ὁ κύριος ὁ εἰπὼν διὰ
Ἡσαΐου· Τὸν νῶτον μου δέδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ  
σιαγόνας μου εἰς ῥαπίσματα, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ
ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων· καὶ κύριος βοηθός
μου ἐγενήθη· διατοῦτο οὐκ ἐνετράπην, ἀλλ' ἔθηκά μου
τὸ πρόσωπον ὡς στερ[ρ]εὰν πέτραν, καὶ ἔγνων ὅτι οὐ
μὴ αἰσχυνθῶ· ὅτι ἐγγίζει ὁ δικαιώσας με.

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 10, line 115

τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ τὸ μυστήριον. Ἔχει γὰρ οὕτως·


Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ἅδου τὴν ψυχήν μου, ἔσωσάς με
ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον. Ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ
τούτου τοῦ ψαλμοῦ ἡ ἐπιγραφὴ ὑπὲρ τοῦ ἐγκαινισμοῦ
τοῦ οἴκου τῷ Δαυῒδ ἐπιγέγραπται, πευστέον τὸν ἐκ
περιτομῆς ποίου οἴκου ἐγκαινισμὸν ὁ Δαυῒδ πεποίηκεν
ὑπὲρ οὗ τὸν ψαλμὸν γέγραφε τοῦτον. Ἤκουσε τοῦ θεοῦ
εἰπόντος αὐτῷ· Οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον. Ποῖον
421

οὖν οἶκον Δαυῒδ οἰκοδομήσας τὸν ψαλμὸν τοῦτον ἐγ-


καινίοις ἀνέθετο; Καὶ εἰ φαῖεν ὅτι προφητικῶς περὶ τῶν
ἐγκαινίων τοῦ οἴκου οὗ Σολομὼν ᾠκοδόμησεν ὕστερον
ὁ ψαλμὸς ἐπιγέγραπται, λεκτέον αὐτοῖς· ‘Καὶ ποίαν πρὸς
τὸν ἐγκαινισμὸν ἐκεῖνον τοῦ οἴκου φέρειν δύναται ἔμ-
φασιν τὸ Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ἅδου τὴν ψυχήν μου,
ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον;’ Ἀλλὰ
δηλονότι ἐγκαινισμὸς τοῦ οἴκου κυρίου, ἥτις ἐστὶν ἐκκλη-
σία θεοῦ ζῶντος, ἡ τῆς ἀναστάσεως ἡμέρα ἐστὶ τὲ καὶ
λέγεται, περὶ ἧς καὶ ὁ ψαλμὸς καλῶς ἐπιγέγραπται. Εἰ
δὲ οἶκον κυρίου καὶ τὴν σάρκα ἐκλάβοις τὴν θείαν, ἣν
ἀναστήσας ἐκ νεκρῶν ἀνεκαίνισεν, οὐκ ἂν σφαλείης τοῦ
πρέποντος.

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 11, line 123

αὐτοῦ, ὡς εἰ ἔλεγε· ‘Κἀμὲ καὶ τὸ πνεῦμα κύριος ἐξα-


πέσταλκεν.’ Οὐ γὰρ οὕτω νοητέον ὅτι Χριστὸς λέγει·
’Κύριος καὶ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἀπεστάλκασί με’, ἀλλ' ὅτι
’Ὁ πατὴρ ἀπέσταλκέ με τὸν υἱὸν αὐτοῦ πρότερον, καὶ
τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπέσταλκε δεύτερον.’
 Τοῦτο καὶ ὁ Ἰωὴλ προδηλῶν, προφητεύει ὡς ἐκ προ-
σώπου τοῦ πατρὸς ἢ τοῦ υἱοῦ – λέγεται γὰρ ἀμφό-
τερα – · Ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις λέγει ὁ θεός·
ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ
προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν.
 Εἰ δέ τις καὶ Σολομῶντος τὴν λεγομένην Σοφίαν
προσδέξεται, ταῦτα ἐκεῖ εὑρήσει τῷ θεῷ λεγόμενα· Μόλις
εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ ἐν ποσὶν εὑρίσκομεν μετὰ
πόνου· τὰ δὲ ἐν οὐρανοῖς, τίς ἐξιχνιάσειεν; Βουλήν σου
τίς ἔγνω, εἰ μὴ σὺ ἔδωκας σοφίαν καὶ ἔπεμψας τὸ
ἅγιον πνεῦμα ἀπὸ ὑψίστων; Καὶ οὕτως διωρθώθησαν
αἱ τρίβοι τῶν ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ ἀρεστά σοι ἐδιδάχθησαν
ἄνθρωποι.  

Joannes Philoponus Phil., De opificio mundi P. 135, line 20

τὸ πνεῦμα. πάντες οἱ χείμαρροι πορεύονται εἰς τὴν


θάλασσαν καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔσται ἐμπιπλαμένη. εἰς
τὸν τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται, ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπι-
στρέψουσι τοῦ πορευθῆναι’. ταῦτα ὑπαναγνόντες ‘ἰδού’
φασίν ‘οὐκ εἶπε δύνοντα τὸν ἥλιον ὑπὸ γῆν φέρεσθαι,
ἀλλ' ἐκ τῶν νοτιωτέρων, ἐξ ὧν ἀνατέλλει, κυκλεῖν ἐπὶ
τὰ βόρεια κἀκεῖθεν εἰς τὸν αὐτοῦ τόπον ἕλκειν τὸν
ἀνατολικόν τε καὶ νότιον’. ἐγὼ δὲ τὸν λόγον μικρὸν
ἄνωθεν ἐξετάσω, συντελοῦν ἡμῖν τοῦτο πρὸς τὸ ζη-
τούμενον.
422

 Ἠθικώτερον τῷ Σολομῶντι τὸ βιβλίον, οὐ φυσικῶς,


διεσκεύασται τοῦτο, ὡς ἂν τὴν περὶ τὰ αὐτὰ ματαίαν
τῶν ἀνθρώπων παύσῃ σπουδὴν ὡς μηδὲν καινότερον
ἐν μηδενὶ δυναμένων ἐπινοεῖν, ἵνα προσκορεῖς λοιπὸν
γένωνται περὶ τὰ αὐτὰ στρεφόμενοι· διὸ καί ‘ματαιό-
της ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης’ προοιμιάσατο·
μάταιον γὰρ ἡ τῶν αὐτῶν εἰς μηδὲν χρήσιμον πολλά-
κις ἐπανακύκλησις. ἐκ δὲ τῆς αὐτῆς ἀεὶ περὶ τὸν βίον  
σπουδῆς ἐκτείνει τὸν λόγον καὶ ἐπὶ τὰ τῆς φύσεως
ἔργα, ὡς οὐδὲ ἐπὶ τούτων γίνεταί τι καινότερον, ἀλλ'
ἐκ τῶν αὐτῶν εἰς τὰ αὐτὰ πάντων ἡ ἐπάνοδος γίνεται.

Joannes Philoponus Phil., De opificio mundi P. 295, line 28

ἐφ' ἑκάστῳ· ‘καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν’ νύττει καὶ


διεγείρει τὴν ἑκάστου ψυχὴν εἰς κατανόησιν τῶν γενο-
μένων, τί τὸ ἐν ἑκάστῳ καλὸν ὑπάρχει καὶ ἀγαθόν·
οὐ γὰρ ἂν καὶ αὐτῷ τῷ θεῷ καλὸν ἐφαίνετο μὴ
μεγίστην ἔχον τοῦ κάλλους ὑπερβολήν. διὸ καὶ θεῷ
τὴν τούτου κρίσιν ἀνέπεμψε Μωϋσῆς· οὐ γὰρ ἀξιό-
χρεως εἶναι ἐδόκει ἑαυτῷ προστιθεὶς τῶν γενομένων
τὸν ἔπαινον. ἐκ δὲ τῆς τοῦ θεοῦ κρίσεως, ὡς εἴη
καλά, πίστιν ταῖς ψυχαῖς ἐντίθησιν ἀναμφίλεκτον τῆς
ἑκάστου μεγαλειότητος καὶ τοῖς μήπω συνεωρακόσι
τοὺς λόγους, δι' οὓς γέγονεν, ὡς λοιπὸν τὸ Σολομών-
τειον ἐκεῖνο συμβαίνειν, ἐκ μεγέθους καὶ καλλονῆς  
κτισμάτων ἀναλόγως τὸν γενεσιουργὸν αὐτῶν πᾶσι
θεωρεῖσθαί τε καὶ εἰς ὕμνον αὐτοῦ διεγείρεσθαι πάντας.
 Ἐφ' ἑκάστου τοίνυν τῶν γενομένων ὁ προφήτης
εἰπών· ‘καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν’ ἐπὶ τῇ συμπλη-
ρώσει πάντων κοινὸν ἐπιφέρει μετ' ἐπιτάσεως πᾶσι τὸν
ἔπαινον·
 ’Καὶ εἶδεν ὁ θεὸς πάντα ὅσα ἐποίησεν· καὶ
ἰδοὺ καλὰ λίαν’.

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 2, Ch. 3, sec. 27, line 2

καὶ τὸ μὲν βρέγμα ὅλον ἀφείλετο, τοῦ δὲ ὀστέου ὁ


σίδηρος οὐδαμῆ ἥψατο. καὶ ὁ μὲν Σίττας ἔτι μᾶλλον
ἢ πρότερον πρόσω ἤλαυνεν, Ἀρταβάνης δὲ Ἰωάννου
παῖς Ἀρσακίδης ὄπισθεν ἐπιπεσὼν καὶ παίσας τῷ δό-
ρατι ἔκτεινεν. οὕτω τε ὁ Σίττας ἐξ ἀνθρώπων
ἠφάνιστο οὐδενὶ λόγῳ, ἀναξίως τῆς τε ἀρετῆς καὶ
τῶν ἐς τοὺς πολεμίους ἀεὶ πεπραγμένων, ἀνὴρ τό τε
σῶμα ἐς ἄγαν καλὸς γεγονὼς καὶ ἀγαθὸς τὰ πολέμια,
στρατηγός τε ἄριστος τῶν καθ' αὑτὸν οὐδενὸς ἥσσων.
τινὲς δέ φασι τὸν Σίτταν οὐ πρὸς τοῦ Ἀρταβάνου
423

ἀπολωλέναι, ἀλλὰ Σολόμωνα, λίαν ἐν Ἀρμενίοις ἀφανῆ


ἄνδρα, τὸν ἄνθρωπον διαχρήσασθαι.
 Τελευτήσαντος δὲ Σίττα Βούζην βασιλεὺς ἐπὶ τοὺς
Ἀρμενίους ἐκέλευσεν ἰέναι· ὃς ἐπεὶ ἄγχιστά που ἐγέ-
νετο, ἔπεμψε πρὸς αὐτοὺς βασιλεῖ τε καταλλάξειν
Ἀρμενίους ὑποσχόμενος ἅπαντας καὶ ὑπὲρ τούτων ἐς
λόγους οἱ ἐλθεῖν ἀξιῶν τῶν δοκίμων τινάς. οἱ μὲν
οὖν ἄλλοι οὔτε πιστεύειν τῷ Βούζῃ εἶχον οὔτε τοὺς
λόγους ἐνδέχεσθαι τοὺς αὐτοῦ ἤθελον. ἦν δέ τις  
αὐτῷ μάλιστα φίλος ἀνὴρ Ἀρσακίδης, Ἰωάννης ὄνομα,
Ἀρταβάνου πατὴρ, ὃς δὴ τῷ Βούζῃ τότε ἅτε φίλῳ

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 3, Ch. 11, sec. 5, line 2

βάρβαροι κατελέγοντο, ὅσοι οὐκ ἐπὶ τῷ δοῦλοι εἶναι,


ἅτε μὴ πρὸς Ῥωμαίων ἡσσημένοι, ἀλλ' ἐπὶ τῇ ἴσῃ καὶ
ὁμοίᾳ ἐς τὴν πολιτείαν ἀφίκοιντο. φοίδερα γὰρ τὰς
πρὸς τοὺς πολεμίους σπονδὰς καλοῦσι Ῥωμαῖοι. τὸ δὲ
νῦν ἅπασι τοῦ ὀνόματος τούτου ἐπιβατεύειν οὐκ ἐν
κωλύμῃ ἐστὶ, τοῦ χρόνου τὰς προσηγορίας ἐφ' ὧν
τέθεινται ἥκιστα ἀξιοῦντος τηρεῖν, ἀλλὰ τῶν πραγμάτων
ἀεὶ περιφερομένων, ᾗ ταῦτα ἄγειν ἐθέλουσιν ἄνθρω-
ποι, τῶν πρόσθεν αὐτοῖς ὠνομασμένων ὀλιγωροῦντες.
ἄρχοντες δὲ ἦσαν φοιδεράτων μὲν Δωρόθεός τε, ὁ
τῶν ἐν Ἀρμενίοις καταλόγων στρατηγὸς, καὶ Σολόμων,
ὃς τὴν Βελισαρίου ἐπετρόπευε στρατηγίαν· (δομέστι-
κον τοῦτον καλοῦσι Ῥωμαῖοι. ὁ δὲ Σολόμων οὗτος
εὐνοῦχος μὲν ἦν, οὐκ ἐξ ἐπιβουλῆς δὲ ἀνθρώπου τὰ
αἰδοῖα ἐτύγχανεν ἀποτμηθεὶς, ἀλλά τις αὐτῷ τύχη ἐν
σπαργάνοις ὄντι τοῦτο ἐβράβευσε·) καὶ Κυπριανὸς καὶ
Βαλεριανὸς καὶ Μαρτῖνος καὶ Ἀλθίας καὶ Ἰωάννης
καὶ Μάρκελλος καὶ Κύριλλος, οὗ πρόσθεν ἐμνήσθην·
στρατιωτῶν δὲ ἱππέων μὲν Ῥουφῖνός τε καὶ Ἀιγὰν,
ἐκ τῆς Βελισαρίου οἰκίας ὄντες, καὶ Βαρβᾶτος καὶ  
Πάππος, πεζῶν δὲ Θεόδωρος, ὅνπερ Κτεάνον ἐπίκλησιν

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 3, Ch. 11, sec. 6, line 1

ὁμοίᾳ ἐς τὴν πολιτείαν ἀφίκοιντο. φοίδερα γὰρ τὰς


πρὸς τοὺς πολεμίους σπονδὰς καλοῦσι Ῥωμαῖοι. τὸ δὲ
νῦν ἅπασι τοῦ ὀνόματος τούτου ἐπιβατεύειν οὐκ ἐν
κωλύμῃ ἐστὶ, τοῦ χρόνου τὰς προσηγορίας ἐφ' ὧν
τέθεινται ἥκιστα ἀξιοῦντος τηρεῖν, ἀλλὰ τῶν πραγμάτων
ἀεὶ περιφερομένων, ᾗ ταῦτα ἄγειν ἐθέλουσιν ἄνθρω-
ποι, τῶν πρόσθεν αὐτοῖς ὠνομασμένων ὀλιγωροῦντες.
ἄρχοντες δὲ ἦσαν φοιδεράτων μὲν Δωρόθεός τε, ὁ
τῶν ἐν Ἀρμενίοις καταλόγων στρατηγὸς, καὶ Σολόμων,
ὃς τὴν Βελισαρίου ἐπετρόπευε στρατηγίαν· (δομέστι-
424

κον τοῦτον καλοῦσι Ῥωμαῖοι. ὁ δὲ Σολόμων οὗτος


εὐνοῦχος μὲν ἦν, οὐκ ἐξ ἐπιβουλῆς δὲ ἀνθρώπου τὰ
αἰδοῖα ἐτύγχανεν ἀποτμηθεὶς, ἀλλά τις αὐτῷ τύχη ἐν
σπαργάνοις ὄντι τοῦτο ἐβράβευσε·) καὶ Κυπριανὸς καὶ
Βαλεριανὸς καὶ Μαρτῖνος καὶ Ἀλθίας καὶ Ἰωάννης
καὶ Μάρκελλος καὶ Κύριλλος, οὗ πρόσθεν ἐμνήσθην·
στρατιωτῶν δὲ ἱππέων μὲν Ῥουφῖνός τε καὶ Ἀιγὰν,
ἐκ τῆς Βελισαρίου οἰκίας ὄντες, καὶ Βαρβᾶτος καὶ  
Πάππος, πεζῶν δὲ Θεόδωρος, ὅνπερ Κτεάνον ἐπίκλησιν
ἐκάλουν, καὶ Τερέντιός τε καὶ Ζάϊδος καὶ Μαρκιανὸς
καὶ Σάραπις. Ἰωάννης δέ τις ἐξ Ἐπιδάμνου ὁρμώ

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 3, Ch. 11, sec. 9, line 2

σπαργάνοις ὄντι τοῦτο ἐβράβευσε·) καὶ Κυπριανὸς καὶ


Βαλεριανὸς καὶ Μαρτῖνος καὶ Ἀλθίας καὶ Ἰωάννης
καὶ Μάρκελλος καὶ Κύριλλος, οὗ πρόσθεν ἐμνήσθην·
στρατιωτῶν δὲ ἱππέων μὲν Ῥουφῖνός τε καὶ Ἀιγὰν,
ἐκ τῆς Βελισαρίου οἰκίας ὄντες, καὶ Βαρβᾶτος καὶ  
Πάππος, πεζῶν δὲ Θεόδωρος, ὅνπερ Κτεάνον ἐπίκλησιν
ἐκάλουν, καὶ Τερέντιός τε καὶ Ζάϊδος καὶ Μαρκιανὸς
καὶ Σάραπις. Ἰωάννης δέ τις ἐξ Ἐπιδάμνου ὁρμώ-
μενος, ἣ νῦν Δυρράχιον καλεῖται, τοῖς τῶν πεζῶν
ἡγεμόσιν ἅπασιν ἐφειστήκει. τούτων ἁπάντων Σολό-
μων μὲν ἑῷος ἐτύγχανεν ὢν ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐσχατιᾶς
αὐτῆς, οὗ νῦν πόλις οἰκεῖται Δάρας, Ἀιγὰν δὲ ἦν
Μασσαγέτης γένος, οὓς νῦν Οὔννους καλοῦσιν. οἱ
δὲ λοιποὶ σχεδόν τι ἅπαντες τὰ ἐπὶ τῆς Θρᾴκης χωρία
ᾤκουν. εἵποντο δὲ αὐτοῖς Ἔρουλοι τετρακόσιοι, ὧν
Φάρας ἦρχε, καὶ ξύμμαχοι βάρβαροι ἑξακόσιοι μάλιστα
ἐκ τοῦ Μασσαγετῶν ἔθνους, ἱπποτοξόται πάντες· ὧν
δὴ ἡγοῦντο Σιννίων τε καὶ Βάλας, ἀνδρίας τε καὶ καρτερίας
ἐς ἄκρον ἥκοντε. ναῦς δὲ ἡ σύμπασα στρατιὰ πεντακο-
σίας ἦγε, καὶ αὐτῶν οὐδεμία πλέον ἢ κατὰ μυριάδας
πέντε μεδίμνων φέρειν οἵα τε ἦν, οὐ μὴν οὐδὲ ἔλασσον

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 3, Ch. 24, sec. 19, line 5

πράγματα, οὐδὲν μέντοι ἀμφὶ Καρχηδόνι ἐν νῷ ἔχον-


τες, ἐς αὐτὴν ἔπλεον. ἀγχοῦ τε αὐτῆς καταπλεύσαντες
καὶ Ῥωμαίοις στρατιώταις περιτυχόντες ἐνεχείρισαν
σφᾶς αὐτοὺς ὅ τι βούλοιντο χρῆσθαι. ὅθεν ἐς τὸν
στρατηγὸν ἀπαχθέντες καὶ τὸν πάντα λόγον ἀγγεί-
λαντες ἔπαθον οὐδὲν πρὸς ἐκείνου κακόν. ταῦτα μὲν
οὖν οὕτω γενέσθαι τετύχηκε. Κύριλλος δὲ, Σαρδοῦς
τε ἀγχοῦ γενόμενος καὶ τὰ τῷ Γώδᾳ ξυμπεσόντα
ἀκούσας, ἐς Καρχηδόνα ἔπλει, ἔνθα τό τε Ῥωμαίων
425

στράτευμα καὶ Βελισάριον εὑρὼν νενικηκότας ἡσύχαζε·


καὶ Σολόμων παρὰ βασιλέα, ὅπως ἀγγείλῃ τὰ πεπραγ-
μένα, ἐστέλλετο.
 Γελίμερ δὲ ἐπεὶ ἐν πεδίῳ Βούλλης ἐγεγόνει,
ὅπερ εὐζώνῳ ἀνδρὶ τεσσάρων ἡμερῶν ὁδῷ Καρχηδόνος
διέχει, οὐ πολλῷ ἄποθεν τῶν Νουμιδίας ὁρίων, ἐν-
ταῦθα Βανδίλους τε ξύμπαντας ἤγειρε καὶ εἴ τί οἱ
φίλιον ἐν Μαυρουσίοις ἐτύγχανεν ὄν. ὀλίγοι μέντοι
Μαυρούσιοι αὐτῷ ἀφίκοντο ἐς ξυμμαχίαν, καὶ οὗτοι
παντάπασιν ἄναρχοι. ὅσοι γὰρ ἔν τε Μαυριτανίᾳ καὶ
Νουμιδίᾳ καὶ Βυζακίῳ Μαυρουσίων ἦρχον, πρέσβεις
ὡς Βελισάριον πέμψαντες δοῦλοί τε βασιλέως ἔφασκον  

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 8, sec. 4, line 1

Βανδίλους διήνεγκαν. τοῦτο γὰρ εἴτε τύχῃ εἴτε τινὶ


ἀρετῇ γέγονε, δικαίως ἄν τις αὐτὸ ἀγασθείη. ἐγὼ δὲ
ὅθενπερ ἐξέβην ἐπάνειμι.  
 Ὁ μὲν οὖν Βανδιλικὸς πόλεμος ἐτελεύτα ὧδε.
ὁ δὲ φθόνος, οἷα ἐν μεγάλῃ εὐδαιμονίᾳ φιλεῖ γίγνε-
σθαι, ᾤδαινεν ἤδη ἐς Βελισάριον, καίπερ αὐτῷ οὐδε-
μίαν παρέχοντα σκῆψιν. τῶν γὰρ ἀρχόντων τινὲς διέ-
βαλον αὐτὸν ἐς βασιλέα, τυραννίδα αὐτῷ οὐδαμόθεν
προσήκουσαν ἐπικαλοῦντες. βασιλεὺς δὲ ταῦτα μὲν
ἐς τὸ πᾶν οὐκ ἐξήνεγκεν, ἢ τὴν διαβολὴν ἐν ὀλιγωρίᾳ
ποιησάμενος, ἢ καὶ βέλτιον αὐτῷ ἐνομίσθη. Σολόμωνα
δὲ πέμψας αἵρεσιν Βελισαρίῳ παρέσχετο ἑλέσθαι ὁπο-
τέραν ἂν αὐτῷ βουλομένῳ εἴη, πότερα ξὺν Γελίμερί
τε καὶ Βανδίλοις ἐς Βυζάντιον ἥκειν, ἢ αὐτοῦ μένοντι
ἐκείνους στεῖλαι. ὁ δὲ (οὐ γὰρ ἔλαθον αὐτὸν οἱ
ἄρχοντες τὴν τυραννίδα ἐπενεγκόντες) ἐς Βυζάντιον
ἀφικέσθαι ἠπείγετο, ὅπως δὴ τήν τε αἰτίαν ἐκλύσηται
καὶ τοὺς διαβαλόντας μετελθεῖν δύνηται. ὅτῳ δὲ
τρόπῳ τὴν τῶν κατηγόρων πεῖραν ἔμαθεν, ἐρῶν ἔρχο-
μαι. ὅτε δὴ τὴν διαβολὴν τήνδε ποιεῖσθαι οἱ δια-
βαλόντες ἤθελον, δείσαντες μὴ σφίσιν ὁ τὴν ἐπιστολὴν

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 8, sec. 23, line 2

μενοι ἅπασαν κακοῦ ἰδέαν ἐς τοὺς Λίβυας ἐπεδείξαντο.


οἱ γὰρ στρατιῶται ὀλίγοι τε ἐν ἑκάστῃ ἐσχατιᾶς χώρᾳ
καὶ ἔτι ἀπαράσκευοι ὄντες, καταθέουσιν οὐκ ἂν εἶχον  
πανταχόσε τοῖς βαρβάροις ἀνθίστασθαι, οὐδὲ τὰς
ἐπεκδρομὰς συχνάς τε καὶ οὐκ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς γινο-
μένας διακωλύσειν. ἀλλ' ἄνδρες μὲν οὐδενὶ κόσμῳ
ἐκτείνοντο, γυναῖκες δὲ σὺν παισὶν ἐν ἀνδραπόδων
λόγῳ ἐγίνοντο, τά τε χρήματα ἐκ πάσης ἐσχατιᾶς ἤγετο
καὶ φυγῆς ἡ χώρα ξύμπασα ὑπεπίμπλατο. ταῦτα Βε-
λισαρίῳ ἤδη που ἀναγομένῳ ἠγγέλλετο. καὶ αὐτὸς
426

μὲν ἀναστρέφειν οὐκέτι εἶχε, Σολόμωνι δὲ διέπειν τὸ


Λιβύης κράτος παρείχετο, ἀπολέξας καὶ τῶν ὑπασπιστῶν
τε καὶ δορυφόρων τῶν αὑτοῦ μέρος τὸ πλεῖστον,
ὥστε Σολόμωνι ἑπομένους Μαυρουσίων ὅτι τάχιστα
τοὺς ἐπαναστάντας τῆς ἐς Ῥωμαίους ἀδικίας σὺν προ-
θυμίᾳ πολλῇ τίσασθαι. καὶ βασιλεὺς δὲ στρατιὰν
ἄλλην Σολόμωνι ἔπεμψε, ξὺν Θεοδώρῳ τε τῷ ἐκ Καππα-
δοκίας καὶ Ἰλδίγερι· ὃς δὴ Ἀντωνίνης γαμβρὸς τῆς
Βελισαρίου γυναικὸς ἦν. ἐπειδὴ δὲ τῶν ἐπὶ Λιβύης
χωρίων τοὺς φόρους οὐκέτι ἦν ἐν γραμματείοις τεταγμέ-
νους εὑρεῖν, ᾗπερ αὐτοὺς ἀπεγράψαντο ἐν τοῖς ἄνω

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 13, sec. 19, line 2

ἔφυγε· καί οἱ κόσμῳ οὐδενὶ ὁ τῶν Μαυρουσίων στρατὸς


εἵπετο. ὅ τε Ἀλθίας τούς τε αἰχμαλώτους καὶ τὴν
λείαν ἀφελόμενος ξύμπασαν ὄνομα μέγα ἐκ τοῦ ἔργου
τούτου ἀνὰ πᾶσαν Λιβύην ἔσχε. ταῦτα μὲν οὖν τῇδε
ἐχώρησε.
 Σολόμων δὲ ἐν Καρχηδόνι ὀλίγον τινὰ διατρίψας
χρόνον, ἐπί τε ὄρος τὸ Αὐράσιον καὶ Ἰαύδαν ἐπῆγε
τὸ στράτευμα, ἐπενεγκὼν αὐτῷ ὅτι, ἡνίκα ὁ Ῥωμαίων
στρατὸς τὴν ἐν Βυζακίῳ ἀσχολίαν εἶχε, πολλὰ ἐληίσατο
τῶν ἐν Νουμιδίᾳ χωρίων. καὶ ἦν δὲ οὕτως. ὥρμων
δὲ Σολόμωνα ἐπὶ τὸν Ἰαύδαν Μαυρουσίων ἄρχοντες  
ἕτεροι, Μασσωνᾶς τε καὶ Ὀρταΐας, τῆς σφετέρας ἔχθρας
ἕνεκα· Μασσωνᾶς μὲν, ὅτι οἱ τὸν πατέρα Μεφανίαν
κηδεστὴς ὢν Ἰαύδας δόλῳ ἔκτεινεν, ὁ δὲ ἕτερος, ὅτι
ξὺν τῷ Μαστίνᾳ, ὃς τῶν ἐν Μαυριτανίᾳ βαρβάρων
ἡγεῖτο, ἐξελάσαι αὐτόν τε καὶ Μαυρουσίους, ὧν ἦρχεν,
ἐκ τῆς χώρας ἐβούλευσεν, ἔνθα δὴ ἐκ παλαιοῦ ᾤκηντο.
ὁ μὲν οὖν Ῥωμαίων στρατὸς, ἡγουμένου αὐτοῖς Σολό-
μωνος, καὶ Μαυρουσίων ὅσοι σφίσιν ἐς ξυμμαχίαν
ἦλθον, ἐστρατοπεδεύσαντο ἐς ποταμὸν Ἀβίγαν, ὃς τὸ
Αὐράσιον παραρρέων ἀρδεύει τὰ ἐκείνῃ χωρία.

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 13, sec. 20, line 2

στρατὸς τὴν ἐν Βυζακίῳ ἀσχολίαν εἶχε, πολλὰ ἐληίσατο


τῶν ἐν Νουμιδίᾳ χωρίων. καὶ ἦν δὲ οὕτως. ὥρμων
δὲ Σολόμωνα ἐπὶ τὸν Ἰαύδαν Μαυρουσίων ἄρχοντες  
ἕτεροι, Μασσωνᾶς τε καὶ Ὀρταΐας, τῆς σφετέρας ἔχθρας
ἕνεκα· Μασσωνᾶς μὲν, ὅτι οἱ τὸν πατέρα Μεφανίαν
κηδεστὴς ὢν Ἰαύδας δόλῳ ἔκτεινεν, ὁ δὲ ἕτερος, ὅτι
ξὺν τῷ Μαστίνᾳ, ὃς τῶν ἐν Μαυριτανίᾳ βαρβάρων
427

ἡγεῖτο, ἐξελάσαι αὐτόν τε καὶ Μαυρουσίους, ὧν ἦρχεν,


ἐκ τῆς χώρας ἐβούλευσεν, ἔνθα δὴ ἐκ παλαιοῦ ᾤκηντο.
ὁ μὲν οὖν Ῥωμαίων στρατὸς, ἡγουμένου αὐτοῖς Σολό-
μωνος, καὶ Μαυρουσίων ὅσοι σφίσιν ἐς ξυμμαχίαν
ἦλθον, ἐστρατοπεδεύσαντο ἐς ποταμὸν Ἀβίγαν, ὃς τὸ
Αὐράσιον παραρρέων ἀρδεύει τὰ ἐκείνῃ χωρία. τῷ
δὲ Ἰαύδᾳ ἐς μὲν τὸ πεδίον τοῖς πολεμίοις ἀντιτάξα-
σθαι ἀξύμφορον εἶναι ἐφαίνετο, τὰ δὲ ἐν Αὐρασίῳ
ἐξηρτύετο ὅπη οἱ ἐδόκει τοῖς ἐπιοῦσιν ὡς δυσκολώτατα
ἔσεσθαι. τοῦτο δὲ τὸ ὄρος ἡμερῶν μὲν ὁδῷ δέκα καὶ
τριῶν μάλιστα Καρχηδόνος διέχει, μέγιστον δὲ ἁπάν-
των ἐστὶν ὧν ἡμεῖς ἴσμεν. ἡμερῶν γὰρ τριῶν ἐνταῦθα
εὐζώνῳ ἀνδρὶ περίοδός ἐστι. καὶ τῷ μὲν ἐς αὐτὸ
ἰέναι βουλομένῳ δύσοδόν τέ ἐστι καὶ δεινῶς ἄγριον,

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 13, sec. 28, line 3

οὐδὲ ἐς δέος τοὺς βαρβάρους κατέστησεν, ἀλλὰ καὶ


πόλιν Ταμούγαδιν, ἣ πρὸς τῷ ὄρει ἐν ἀρχῇ τοῦ πεδίου
πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον πολυάνθρωπος οὖσα ᾤκητο,
ἔρημον ἀνθρώπων οἱ Μαυρούσιοι ποιησάμενοι ἐς ἔδα-
φος καθεῖλον, ὅπως μὴ ἐνταῦθα ᾖ δυνατὰ ἐνστρατο-
πεδεύσασθαι τοῖς πολεμίοις, ἀλλὰ μηδὲ κατὰ πρόφασιν
τῆς πόλεως ἄγχι ἐς τὸ ὄρος ἰέναι. εἶχον δὲ οἱ ταύτῃ
Μαυρούσιοι καὶ τὴν πρὸς ἑσπέραν τοῦ Αὐρασίου
χώραν, πολλήν τε καὶ ἀγαθὴν οὖσαν. καὶ τούτων
ἐπέκεινα Μαυρουσίων ἔθνη ἕτερα ᾤκηντο, ὧν ἦρχεν
Ὀρταΐας, ὃς Σολόμωνί τε καὶ Ῥωμαίοις, ὡς ἕμπροσθεν
ἐρρήθη, ξύμμαχος ἦλθε. τούτου τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ
λέγοντος ἤκουσα ὡς ὑπὲρ τὴν χώραν, ἧς αὐτὸς ἄρχοι,
οὐδένες ἀνθρώπων οἰκοῦσιν, ἀλλὰ γῆ ἔρημος ἐπὶ
πλεῖστον διήκει, ταύτης τε ἐπέκεινα ἄνθρωποί εἰσιν
οὐχ ὥσπερ οἱ Μαυρούσιοι μελανόχροοι, ἀλλὰ λευκοί
τε λίαν τὰ σώματα καὶ τὰς κόμας ξανθοί. ταῦτα μὲν
δὴ ὧδέ πη ἔχει.
 Σολόμων δὲ Μαυρουσίων τε τοὺς ξυμμάχους δωρη-
σάμενος χρήμασι μεγάλοις καὶ πολλὰ παρακελευσάμενος
παντὶ τῷ στρατῷ ἐς ὄρος τὸ Αὐράσιον ὡς ἐς μάχην

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 19, sec. 26, line 2

καλυπτόμενον, Τοῦμαρ ὄνομα, ἐνταῦθα ἡσύχαζε. Ῥω-


μαῖοι δὲ Ζερβούλην τὸ φρούριον ἐς τρεῖς ἐπολιόρκουν
ἡμέρας. καὶ τόξοις χρώμενοι, ἅτε οὐχ ὑψηλοῦ ὄντος
τοῦ τείχους, πολλοὺς τῶν ἐν ταῖς ἐπάλξεσι βαρβάρων
ἔβαλλον. τύχῃ δέ τινι ξυνέπεσεν ἅπαντας Μαυρου-
σίων τοὺς ἡγεμόνας τούτοις δὴ ἐντυχόντας τοῖς βέλεσι
θνήσκειν. ἐπεὶ δὲ ὅ τε τῶν τριῶν ἡμερῶν χρόνος
428

ἐτρίβη καὶ νὺξ ἐπέλαβε, Ῥωμαῖοι μὲν οὐδὲν τοῦ θα-


νάτου πέρι τῶν ἐν Μαυρουσίοις ἡγεμόνων πυθόμενοι  
διαλύειν ἐβουλεύοντο τὴν προσεδρείαν. ἄμεινον γὰρ
Σολόμωνι ἐφαίνετο ἐπί τε Ἰαύδαν καὶ Μαυρουσίων
τὸ πλῆθος ἰέναι, οἰομένῳ, ἢν ἐκείνους πολιορκίᾳ ἑλεῖν
δύνηται, ῥᾷόν τε καὶ ἀπονώτερον τοὺς ἐν Ζερβούλῃ
βαρβάρους προσχωρήσειν σφίσιν. οἱ δὲ βάρβαροι οὐκ-
έτι ἀντέχειν τῇ προσεδρείᾳ οἰόμενοι, ἐπεὶ αὐτοῖς
ἅπαντες ἤδη οἱ ἡγεμόνες ἀνῄρηντο, φεύγειν τε κατὰ
τάχος καὶ τὸ φρούριον ἀπολιπεῖν ἔγνωσαν. αὐτίκα
γοῦν ἅπαντες σιγῇ τε καὶ οὐδεμίαν τοῖς πολεμίοις
αἴσθησιν παρεχόμενοι ἔφευγον, οἵ τε Ῥωμαῖοι ἐς τὴν
ἀναχώρησιν ἅμα ἡμέρᾳ παρεσκευάζοντο. καὶ ἐπειδὴ ἐν
τῷ τείχει οὐδεὶς, καίπερ πολεμίων ἀναχωρούντων,

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 22, sec. 1, line 1

Σολόμων δὲ καὶ ἀμφ' αὐτόν τινες χρόνον μέν τινα


βαλλόμενοι ἀντεῖχον, ὕστερον δὲ ὑπερβιαζομένων τῶν
πολεμίων σπουδῇ ἔφευγον ἔς τε ῥύακος ἐκείνῃ ῥέοντος
χαράδραν ἀφίκοντο. ἔνθα δὴ ὀκλάσαντός οἱ τοῦ
ἵππου Σολόμων ἐκπίπτει ἐς ἔδαφος, καὶ αὐτὸν κατὰ  
τάχος ταῖς χερσὶν οἱ δορυφόροι ἀράμενοι ἐπὶ τοῦ
ἵππου καθίζουσι. περιώδυνον δὲ γεγονότα καὶ ἀδύ-
νατον ἔτι τοῦ χαλινοῦ ἔχεσθαι καταλαβόντες οἱ βάρ-
βαροι αὐτόν τε κτείνουσι καὶ τῶν δορυφόρων πολλούς.
αὕτη τε τοῦ βίου τελευτὴ Σολόμωνι ἐγένετο.
 Τελευτήσαντος δὲ Σολόμωνος, Σέργιος αὐτοῦ,
ὥσπερ εἴρηται, ἀδελφιδοῦς ὢν, δόντος βασιλέως, παρέ-
λαβε τὴν Λιβύης ἀρχήν. ὃς δὴ φθορᾶς πολλῆς αἰτιώ-
τατος τῷ Λιβύων γένει ἐγένετο, ἅπαντές τε αὐτοῦ τῇ
ἀρχῇ ἤχθοντο, ἄρχοντες μὲν, ὅτι ἀσύνετος ὢν κομιδῆ καὶ
νέος τόν τε τρόπον καὶ τὴν ἡλικίαν ἀλαζονικώτατος
γέγονεν ἀνθρώπων ἁπάντων, ὕβριζέ τε λόγῳ οὐδενὶ
ἐς αὐτοὺς καὶ ὑπερεώρα, πλούτου τε δυνάμει καὶ τῇ
τῆς ἀρχῆς ἐξουσίᾳ ἐς τοῦτο ἀεὶ ἐπιχρώμενος· οἱ δὲ
στρατιῶται, ὅτι δὴ ἄνανδρός τε καὶ μαλθακὸς παντά-
πασιν ἦν· οἱ δὲ Λίβυες διά τε ταῦτα καὶ ὅτι

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 22, sec. 7, line 3

τὰ πολέμια καὶ διαφερόντως εὐδόκιμος, ἀχαρίστου τοῦ


ἀνθρώπου ἀτεχνῶς ἔτυχε. διὸ δὴ οὔτε αὐτὸς οὔτε ἄλλος
τῶν πάντων οὐδεὶς ὅπλα ἀνταίρειν τοῖς πολεμίοις
ἠβούλετο. τῷ δὲ Ἀντάλᾳ οἵ τε Μαυρούσιοι σχεδόν τι  
ἅπαντες εἵποντο καὶ Στότζας ἐκ Μαυριτανίας μετά-
πεμπτος ἦλθεν. ἐπεί τε οὐδεὶς σφίσιν ἐπεξῄει τῶν
πολεμίων, ἦγόν τε καὶ ἔφερον ληιζόμενοι ἀδεῶς
429

ἅπαντα. τότε Ἀντάλας Ἰουστινιανῷ βασιλεῖ γράμματα


ἔγραψεν. ἐδήλου δὲ ἡ γραφὴ τάδε “Δοῦλος μὲν εἶναι
“τῆς σῆς βασιλείας οὐκ ἂν οὐδὲ αὐτὸς ἀρνηθείην,
“Μαυρούσιοι δὲ πρὸς Σολόμωνος ἐν σπονδαῖς πεπον-
“θότες ἀνόσις ἔργα, ἐν ὅπλοις ὡς μάλιστα ἠναγκασμένοι
“γεγόνασιν, οὔ σοι ταῦτα ἀνταίροντες, ἀλλὰ τὸν ἐχθρὸν
“ἀμυνόμενοι, καὶ διαφερόντως ἐγώ. οὐ γὰρ μόνον με
“τῶν σιτήσεων ἀποστερεῖν ἔγνω, ἅσπερ μοι πολλῷ
“πρότερον χρόνῳ Βελισάριός τε διώρισε καὶ σὺ δέδω-
“κας, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀδελφὸν τὸν ἐμὸν ἔκτεινεν, οὐδὲν
“ἀδίκημα αὐτῷ ἐπενεγκεῖν ἔχων. τὴν μὲν οὖν δίκην
“παρὰ τοῦ ἠδικηκότος ἡμᾶς λαβόντες ἔχομεν. εἰ δέ
“σοι βουλομένῳ ἐστὶ δουλεύειν τε Μαυρουσίους τῇ
“σῇ βασιλείᾳ καὶ πάντα ὑπηρετεῖν ᾗπερ εἰώθασι,

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 22, sec. 9, line 5

“θότες ἀνόσις ἔργα, ἐν ὅπλοις ὡς μάλιστα ἠναγκασμένοι


“γεγόνασιν, οὔ σοι ταῦτα ἀνταίροντες, ἀλλὰ τὸν ἐχθρὸν
“ἀμυνόμενοι, καὶ διαφερόντως ἐγώ. οὐ γὰρ μόνον με
“τῶν σιτήσεων ἀποστερεῖν ἔγνω, ἅσπερ μοι πολλῷ
“πρότερον χρόνῳ Βελισάριός τε διώρισε καὶ σὺ δέδω-
“κας, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀδελφὸν τὸν ἐμὸν ἔκτεινεν, οὐδὲν
“ἀδίκημα αὐτῷ ἐπενεγκεῖν ἔχων. τὴν μὲν οὖν δίκην
“παρὰ τοῦ ἠδικηκότος ἡμᾶς λαβόντες ἔχομεν. εἰ δέ
“σοι βουλομένῳ ἐστὶ δουλεύειν τε Μαυρουσίους τῇ
“σῇ βασιλείᾳ καὶ πάντα ὑπηρετεῖν ᾗπερ εἰώθασι, Σέρ-
“γιον μὲν τὸν τοῦ Σολόμωνος ἀδελφιδοῦν ἐνθένδε
“ἀπαλλαγέντα ἐπανήκειν παρὰ σὲ κέλευε, ἄλλον δὲ
“στρατηγὸν εἰς Λιβύην πέμπε. οὐ γάρ σε ἐπιλείψουσιν
“ἄνδρες ξυνετοί τε καὶ Σεργίου τῷ παντὶ ἀξιώτεροι·
“ἕως γὰρ οὗτος τῷ σῷ ἐξηγεῖται στρατῷ, εἰρήνην ἔς
“τε Ῥωμαίους καὶ Μαυρουσίους ξυνίστασθαι ἀμήχανά
“ἐστιν.” Ἀντάλας μὲν τοσαῦτα ἔγραψε. βασιλεὺς δὲ
ταῦτα ἀναλεξάμενος καὶ μαθὼν τὸ κοινὸν ἁπάντων ἐς
Σέργιον ἔχθος, οὐδ' ὣς παραλύειν αὐτὸν τῆς ἀρχῆς  
ἤθελε, Σολόμωνος τήν τε ἄλλην ἀρετὴν καὶ τὴν τοῦ
βίου καταστροφὴν αἰσχυνόμενος. ταῦτα μὲν οὖν ἐφέ

Προκόπιος ιστορικός.Historia arcana (= Anecdota) Ch. 5, sec. 33, line 5

ἠξίου. μάλιστα δὲ πάντων Ἰωάννης ὁ Σισιννιόλου τῷ


ἐς αὐτὸν ἔχθει ἀπόμαχος ἦν, ἕως Ἀρεόβινδος ἐς Λι-
βύην ἀφίκετο. ἦν γὰρ ὁ Σέργιος μαλθακὸς μὲν καὶ
ἀπόλεμος, τὸ δὲ ἦθος καὶ τὴν ἡλικίαν κομιδῆ νέος,
φθόνῳ τε καὶ ἀλαζονείᾳ ἐς ὑπερβολὴν ἐχόμενος ἐς  
πάντας ἀνθρώπους, τεθρυμμένος τε τὴν δίαιταν καὶ
τὰς γνάθους φυσῶν. ἀλλ' ἐπεὶ τῆς Ἀντωνίνης τῆς Βελι-
430

σαρίου γυναικὸς ἐγγόνης ἐτύγχανε μνηστὴρ γεγονὼς,


τίσιν τινὰ ἐς αὐτὸν ἡ βασιλὶς ἐξενεγκεῖν ἢ παραλύειν
τῆς ἀρχῆς οὐδαμῆ ἤθελε, καίπερ ἐνδελεχέστατα δια-
φθειρομένην Λιβύην ὁρῶσα, ἐπεὶ καὶ Σολόμωνα τὸν
Σεργίου ἀδελφὸν τοῦ Πηγασίου φόνου αὐτή τε καὶ
βασιλεὺς ἀθῷον ἀφῆκεν. ὅ τι δὲ τοῦτό ἐστιν αὐτίκα
δηλώσω.
 Ἐπειδὴ ὁ Πηγάσιος τὸν Σολόμωνα πρὸς τῶν Λευα-
θῶν ὠνήσατο καὶ οἱ βάρβαροι ἐπ' οἴκου ἀπεκομίσθησαν,
ὁ μὲν Σολόμων ξύν τε Πηγασίῳ τῷ ἐωνημένῳ καὶ
στρατιώταις ὀλίγοις τισὶν εἰς Καρχηδόνα ἐστέλλετο, ἐν
δὲ τῇ ὁδῷ ταύτῃ λαβὼν ὁ Πηγάσιος ὅ τι δὴ ἀδικοῦντα
Σολόμωνα χρῆναί οἱ ἔφασκεν ἐν μνήμῃ εἶναι ὡς αὐτὸν
ἔναγχος ἐκ τῶν πολεμίων ὁ θεὸς ῥύσαιτο.

Φώτιος. Bibliotheca Codex 234, Bekker p. 300b, line 28

 Ὅτι τὸ παρὰ τοῦ προφήτου Ἰεζεκιὴλ περὶ τῆς ἀνα-


στάσεως τῶν νεκρῶν ῥητὸν εἰρημένον τοῦ Ὠριγένους ἀλλη-
γοροῦντος, καὶ εἰς τὴν τῶν εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
τισθέντων Ἰσραηλιτῶν ἐπάνοδον ἐκβιαζομένου εἰρῆσθαι,
ἐξελέγχων μετὰ πολλὰ ὁ ἅγιος καὶ τοῦτό φησιν. Οὐδὲ
γὰρ οὐδὲ αὐτοὶ πρὸς ἐλευθερίαν ἀνέσφηλαν καθαράν, οὐδὲ
τῶν ἐχθρῶν κατακρατήσαντες ἐξουσιαστικώτερον κατῴ-
κησαν τὴν Ἱερουσαλήμ. Εἴργοντο γοῦν ὑπὸ τῶν ἄλλων
ἐθνῶν πολλάκις οἰκοδομῆσαι θελήσαντες μᾶλλον· ὅθεν
καὶ ἐν μʹ αὐτὸν καὶ ϛʹ ἔτεσι μόλις ἠδυνήθησαν δεί-  
μασθαι, τοῦ Σολομῶνος ἐν ἑπταετεῖ χρόνῳ ἐκ θεμελίων
αὐτὸν συμπληρώσαντος.
             Καὶ τί χρὴ λέγειν; Ἀπὸ γὰρ δὴ
Ναβουχοδονόσορ καὶ τῶν μετ' αὐτὸν Βαβυλῶνος βα-
σιλευσάντων ἄχρι τῆς Περσῶν ἐπὶ τοὺς Ἀσσυρίους κα-
θόδου, τῆς τε Ἀλεξάνδρου ἡγεμονίας, καὶ τοῦ Ῥωμαίων
τοῦ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους συρραγέντος πολέμου, ἑξάκις κα-
τεστράφησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ
τοῦτο Ἰώσηπος ἱστορεῖ λέγων· «Ἔτει δευτέρῳ τῆς Οὐε-
σπασιανοῦ ἡγεμονίας, ἁλοῦσα δὲ καὶ πρότερον πεντάκις,
τοῦτο δεύτερον ἠρημώθη. Ἀσωχαῖος μὲν γὰρ ὁ τῶν

Φώτιος. Bibliotheca Codex 238, Bekker p. 313b, line 29

 Ἀνεγνώσθη Ἰωσήπου ἡ ἀρχαιολογία· ἧς ἡ ἐκλο-


γὴ ὅσα τε ἱστορεῖ περὶ Ἡρώδην καταλέγει, τήν τε ἀνοι-
κοδομὴν τοῦ ναοῦ, ὅπως τε τὴν Ἰουδαϊκὴν ὑπεισῆλθε βα-
σιλείαν, καὶ ὅπως αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν οἱ ἐκ γένους διεδέ-
ξαντο, ὅπως τε αὕτη εἰς ἀριστοκρατίαν καταλέλυται, τὴν
431

προστασίαν τοῦ ἔθνους τῶν ἀρχιερέων ἀναδεξαμένων, καὶ


ὅσα ἄλλα τούτοις συνδιαπλέκεται.
 Ὅτι Ἰώσηπος πρὸς τῷ τέλει τῆς ιεʹ κατὰ τὴν ἀρ-
χαιολογίαν ἱστορίας, ὀκτωκαιδέκατον ἔτος τῆς βασιλείας
Ἡρώδην ἀνύοντα τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεών, ὃν ἔκτισε
Σολομὼν ὁ βασιλεύς, καταστραφέντα δὲ πάλιν οἱ ἐκ
Βαβυλῶνος ἀναχθέντες αἰχμάλωτοι Δαρείου τοῦ Περ-
σῶν βασιλέως συναραμένου αὐτοῖς ἀνέστησαν ἐν ϛʹ ἔτεσι
καὶ μʹ, τοῦτόν φησι τὸν περιώνυμον νεὼν μετὰ ἔτη ἑξα-
κόσια, ἀνελόντα μὲν τοὺς ἀρχαίους θεμελίους, ἑτέρους δὲ  
καταβαλόντα ἐπ' αὐτῶν τὸν Ἡρώδην διπλάσιον τοῦ
προτέρου ἀναστῆσαι. Λείπεσθαι γὰρ τὸν ὑπὸ τῶν αἰχμα-
λώτων τοῦ Σολομωντείου μέτροις κατὰ τὸ ὕψος τισίν.
 Εἶχε δὲ ὁ Ἡρώδου νεὼς μῆκος μὲν πήχεις ρʹ, ὕψος δὲ
κʹ περιττοῖς, οὓς καὶ ὑπέβη τῷ χρόνῳ τῶν θεμελίων
συνιζησάντων· ὃ καὶ κατὰ τοὺς Νέρωνος καιροὺς Ἰουδαῖοι

Φώτιος. Bibliotheca Codex 238, Bekker p. 313b, line 36

 Ὅτι Ἰώσηπος πρὸς τῷ τέλει τῆς ιεʹ κατὰ τὴν ἀρ-


χαιολογίαν ἱστορίας, ὀκτωκαιδέκατον ἔτος τῆς βασιλείας
Ἡρώδην ἀνύοντα τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεών, ὃν ἔκτισε
Σολομὼν ὁ βασιλεύς, καταστραφέντα δὲ πάλιν οἱ ἐκ
Βαβυλῶνος ἀναχθέντες αἰχμάλωτοι Δαρείου τοῦ Περ-
σῶν βασιλέως συναραμένου αὐτοῖς ἀνέστησαν ἐν ϛʹ ἔτεσι
καὶ μʹ, τοῦτόν φησι τὸν περιώνυμον νεὼν μετὰ ἔτη ἑξα-
κόσια, ἀνελόντα μὲν τοὺς ἀρχαίους θεμελίους, ἑτέρους δὲ  
καταβαλόντα ἐπ' αὐτῶν τὸν Ἡρώδην διπλάσιον τοῦ
προτέρου ἀναστῆσαι. Λείπεσθαι γὰρ τὸν ὑπὸ τῶν αἰχμα-
λώτων τοῦ Σολομωντείου μέτροις κατὰ τὸ ὕψος τισίν.
 Εἶχε δὲ ὁ Ἡρώδου νεὼς μῆκος μὲν πήχεις ρʹ, ὕψος δὲ
κʹ περιττοῖς, οὓς καὶ ὑπέβη τῷ χρόνῳ τῶν θεμελίων
συνιζησάντων· ὃ καὶ κατὰ τοὺς Νέρωνος καιροὺς Ἰουδαῖοι
ἐγνώκεισαν ἐπεγείρειν. Οἰκοδομηθῆναι δ' Ἡρώδῃ τὸν
ναὸν Ἰώσηπός φησιν ἐνιαυτῷ ἑνὶ καὶ μησὶν ἕξ, τὸν δὲ
περὶ τὸν νεὼν οἶκον καὶ περίβολον ἔτεσιν ὅλοις ηʹ.
Λίθους δ', ἐξ ὧν ἠγείρετο ὁ νεώς, λευκοὺς μὲν εἶναι καὶ
κραταιούς, ἔχειν δ' ἕκαστον αὐτῶν μήκους μὲν πήχεις
κʹ καὶ εʹ, ὕψους δὲ ηʹ καὶ εὔρους περὶ ιβʹ. Τελεσθῆναι
δὲ τὸ ἔργον φησὶν ἐπινοίᾳ τοιαύτῃ.

Φώτιος. Bibliotheca Codex 238, Bekker p. 317b, line 21

Ἰησοῦν δ' ἀντ' αὐτοῦ τὸν Δάμνεον ἐγκατέστησαν.


 Ὅτι Ἀαρὼν τελευτήσαντος, Μωυσέως ἀδελφοῦ, οἱ
παῖδες ἐκδέχονται τὴν ἀρχιερωσύνην, εἶτα ἑξῆς οἱ τού-
των ἔκγονοι· νόμος γὰρ μηδένα ἢ τὸν ἐξ αἵματος Ἀαρὼν
432

τὴν ἀρχιερωσύνην εἰσδέχεσθαι πάτριος ἐκράτει. Ἐγένοντο


οὖν ἀπὸ Ἀαρῶνος μέχρι Φανάσου τοῦ κατὰ τὸν πόλεμον
ὑπὸ τῶν στασιαστῶν ἀναδειχθέντος ἀρχιερέως πγʹ ἔτη.
Ἐκ τούτων ἀπὸ τῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ διαγωγῆς, ἐν ᾗ καὶ ἡ
σκηνὴ ἐπήγνυτο, μέχρι τοῦ νεὼ ὃν ἤγειρεν ὁ βασιλεὺς
Σολομών, ἀρχιεράτευσαν δεκατρεῖς, τὴν ἀρχιερωσύνην
διὰ βίου κατασχόντες ἕκαστος.
                 Ἐγένετο δὲ αὐτῶν ἀριστο-
κρατορικὴ μὲν ἡ πρώτη πολιτεία, εἶτα μοναρχία, εἶτα
βασιλέων ἡ τρίτη. Ἀπὸ γοῦν τῆς ἀπ' Αἰγύπτου ἐξόδου
ἕως τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼ τῆς οἰκοδομῆς ἔτη γί-
νεται ιβʹ καὶ χʹ. Μετὰ δὲ τοὺς ιγʹ ἀρχιερεῖς καὶ τὴν
οἰκοδομὴν τοῦ νεὼ ιʹ καὶ ηʹ τὴν ἀρχιερωσύνην ἔσχον
ἀπὸ Σολομῶνος βασιλέως ἐν τῷ ναῷ ἱερούμενοι, ἕως
Ναβουχοδονόσορ ὁ Βαβυλωνίων βασιλεὺς τὸν νεὼν
ἐμπρήσας αἰχμαλώτους τὸ Ἰουδαίων ἔθνος εἰς Βαβυ

Φώτιος. Bibliotheca
Codex 238, Bekker p. 317b, line 28

Ἐκ τούτων ἀπὸ τῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ διαγωγῆς, ἐν ᾗ καὶ ἡ


σκηνὴ ἐπήγνυτο, μέχρι τοῦ νεὼ ὃν ἤγειρεν ὁ βασιλεὺς
Σολομών, ἀρχιεράτευσαν δεκατρεῖς, τὴν ἀρχιερωσύνην
διὰ βίου κατασχόντες ἕκαστος.
                 Ἐγένετο δὲ αὐτῶν ἀριστο-
κρατορικὴ μὲν ἡ πρώτη πολιτεία, εἶτα μοναρχία, εἶτα
βασιλέων ἡ τρίτη. Ἀπὸ γοῦν τῆς ἀπ' Αἰγύπτου ἐξόδου
ἕως τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼ τῆς οἰκοδομῆς ἔτη γί-
νεται ιβʹ καὶ χʹ. Μετὰ δὲ τοὺς ιγʹ ἀρχιερεῖς καὶ τὴν
οἰκοδομὴν τοῦ νεὼ ιʹ καὶ ηʹ τὴν ἀρχιερωσύνην ἔσχον
ἀπὸ Σολομῶνος βασιλέως ἐν τῷ ναῷ ἱερούμενοι, ἕως
Ναβουχοδονόσορ ὁ Βαβυλωνίων βασιλεὺς τὸν νεὼν
ἐμπρήσας αἰχμαλώτους τὸ Ἰουδαίων ἔθνος εἰς Βαβυ-
λῶνα μετήνεγκεν ἅμα Ἰωσεδὲκ τοῦ ἀρχιερέως. Τούτων χρό-  
νος ἐστὶ τῆς ἀρχιερωσύνης τξϛʹ, μῆνες ϛʹ ἡμέραι ιʹ.
Μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν ἐτῶν οʹ διελθόντων, Κῦρος ὁ Περ-
σῶν βασιλεὺς τοὺς αἰχμαλώτους ἀπέλυσεν εἰς τὴν ἰδίαν
ἐλθεῖν πατρίδα. Εἷς οὖν τῶν ἀναχθέντων αἰχμαλώτων
λαμβάνει τὴν ἀρχιερωσύνην, καὶ ἐκεῖθεν οἱ ἐξ αὐτοῦ
ἔκγονοι ιεʹ μέχρις Ἀντιόχου τοῦ Εὐπάτορος, πολιτείας
οὔσης ἐν αὐτοῖς δημοκρατορικῆς. Καὶ τούτων δὲ χρόνος
433

Φώτιος. Bibliotheca
Codex 276, Bekker p. 514a, line 30

θεται ζῴδιον. Ὦ τέχνης ἐξ ὕδατος γλυφούσης ἀγάλ-


ματα; Καὶ οὐ τοῦτο μόνον παρέχεται τὸ παράδοξον, ὅτι
γλύφει τὸ ὕδωρ εἰς ἔμψυχον ξόανον, ἀλλ' ὅτι καὶ
κυματουμένην τὴν γονὴν ἔνδον τεκτονεύει. Αἱμάτων γὰρ
πάντοθεν περιβράσσοντες χείμαρροι περιρρεπὲς ποι-
οῦσι τὸ σπαρὲν καὶ δυστήρικτον· καὶ τῇ τοσαύτῃ ναυα-
γούμενον τρικυμίᾳ καὶ ζάλῃ πρὸς ἔμψυχον ὅμως ἀπαρ-
τίζεται ἀνδρίαντα. Ὦ γραφέως ἐπὶ σαλευομένης σινδό-
νος ἀσφαλῶς ζωγραφοῦντος; Τὸ γὰρ αἷμα οἷον σινδών
τις ὑπόκειται τῇ μορφουμένῃ γονῇ.
                    Τοῦτο καὶ Σολομὼν
ἐκπληττόμενος ἔλεγεν· «Ἐν κοιλίᾳ μητρὸς ἐγλύφην σάρξ,
δεκαμηνιαίῳ χρόνῳ παγεὶς ἐν αἵματι». Πρόκειται μὲν
ὥσπερ ζωγραφεῖόν τι τὸ θῆλυ, τῶν χρωμάτων δὲ
τὴν ὕλην τὸ ἄρρεν ἐπιβάλλει. Κάθηται δέ τις ἐν τῇ
μήτρᾳ ζωγράφος, ἐξ ἑνὸς χρώματος πολυσύνθετον
καταποικίλλων εἰκόνα. Πῶς ἐξ ἰλυώδους γονῆς ὀφθαλ-
μοῖς ἐνηγλάϊσε κόρην; Πῶς ἐκ ῥοώδους οὐσίας ὀστῶν
συνεπήξατο φύσιν; Πῶς ἐκ λελυμένης σπορᾶς νεύρων  
ἐστερέωσε τόνον; Πῶς αἱμάτων σωλῆνας διέγλυψε τὰς
φλέβας; Πῶς τὰς τῶν ὀστέων ἐν ἐγκεφάλῳ περιήρμοσε

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία
P. 189, line 10

ἐκέλευσεν εἶναι ὡς ἐν Λιβύῃ στρατηγήσοντα. Πουδέντιος δὲ εὐθὺς  


τυραννήσας Τρίπολιν ἐκράτησε καὶ τῷ Ἰουστινιανῷ ἔγραψε πέμψαι
στρατὸν καὶ ταύτην παραλαβεῖν. ὁμοίως καὶ Γόδδας ὁ Γότθος τυ-
ραννήσας κατὰ τοῦ ἰδίου δεσπότου Γελίμερος Σαρδανίαν τὴν νῆσον
ἐκράτησε καὶ πρὸς Ἰουστινιανὸν ἔγραψεν, ὅπως πέμψῃ στρατὸν καὶ
στρατηγὸν καὶ παραλάβῃ τὴν νῆσον· ὃς καὶ ἀπέστειλε Κύριλλον μετὰ
τετρακοσίων ἀνδρῶν πρὸς βοήθειαν αὐτοῦ. ὁ δὲ Γελίμερ ἀποστείλας
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μετὰ στόλου πολλοῦ καὶ ἐπιλογῆς καὶ τοῦ στρα-
τοῦ τῶν Οὐανδήλων, ταύτην παρέλαβε καὶ τὸν Γόδδαν ἀνεῖλεν.
Βελισάριος δὲ παρέλαβε τὴν στρατιὰν καὶ τὸν στόλον καὶ τοὺς ἄρ-
χοντας, Σολόμωνά τε τὸν στρατηγὸν καὶ Δωρόθεον, τὸν τῆς Ἀρμε-
νίας, καὶ Κυπριανὸν καὶ Βαλεριανὸν καὶ Μαρτῖνον καὶ Ἀλφίαν καὶ
Ἰωάννην καὶ Μάρκελλον καὶ Κύριλλον, οὗ πρόσθεν ἐμνήσθην, καὶ
ἑτέρους πολλοὺς τῶν Θρᾴκην οἰκούντων. εἵποντο δὲ αὐτοῖς Ἐλοῦ-
ροι, ὧν Φάρας ἦρχεν, χίλιοι, καὶ Μασσαγέται ἱπποτοξόται, ὧν ἡγοῦντο
434

Σισίννιός τε καὶ Βάλας. ναῦς δὲ ὑπῆρχον φʹ ἀνὰ μυριάδας πέντε


μεδίμνων χωροῦσαι. ναῦται δὲ τρισμύριοι Αἰγύπτιοί τε καὶ Ἴωνες
καὶ Κίλικες. ἀρχηγὸς δὲ εἷς ἐπὶ ταῖς ναυσὶ Καλώνυμος Ἀλεξανδρεύς.
ἦσαν δὲ καὶ δρόμωνες διὰ ναυμαχίαν ἐνενήκοντα. στρατηγὸν δὲ
αὐτοκράτορα ἐφ' ἅπασι Βελισάριον ὁ βασιλεὺς ἔστησεν. ὥρμητο δὲ ὁ

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία
P. 199, line 6

δὲ τὰς νήσους, αἵπερ ἐγγύς εἰσι τῆς Ὠκεανοῦ εἰσβολῆς, Μαϊόρικά τε


καὶ Μινόρικα, Ἀπολινάριον ἔστελλεν, ἄνδρα ἀγαθὸν εἰς τὰ πολέ-
μια. ἀπέστειλε δὲ καὶ ἐν Σικελίᾳ τινὰς τῶν Λιβυαίων καὶ τῶν
Οὐανδήλων τὸ φρούριον λαβεῖν ἐκέλευσεν. οἱ δὲ τοῦτο φυλάσσοντες
Γότθοι τῇ μητρὶ Ἀταλαρίχου ταῦτα δῆλα ἐποίησαν. ἡ δὲ γράφει  
πρὸς Βελισάριον μὴ τοῦτο τυραννίδι λαβεῖν τὸ φρούριον, ἕως ἂν
βασιλεὺς Ἰουστινιανὸς γνῷ καὶ τὸ δοκοῦν αὐτῷ ποιήσῃ. ἐν τούτοις
ὁ Οὐανδαλικὸς πόλεμος ἐτελεύτα. ὁ δὲ φθόνος, οἷα ἐν μεγάλῃ
εὐδαιμονίᾳ φιλεῖ γίνεσθαι, ὤδινε καὶ εἰς Βελισάριον. τινὲς γὰρ
διέβαλον αὐτὸν εἰς τὸν βασιλέα τυραννίδα μελετᾷν. ὁ δὲ βασιλεὺς
πέμψας Σολόμωνα ἀποπειρᾶται τὴν Βελισαρίου γνώμην, πότερον
σὺν Γελίμερί τε καὶ Οὐανδήλοις εἰς Βυζάντιον ἥκειν, ἤ, αὐτοῦ μέ-
νοντος, ἐκείνους στεῖλαι ὧδε· οὐ γὰρ ἔλαθον αὐτὸν οἱ ἄρχοντες οἱ
τὴν τυραννίδα ἐπενεγκόντες. ὁ δὲ Βελισάριος εἰς Βυζάντιον ἀφίκετο
Σολόμωνα στρατηγὸν Λιβύης καταλιπών. καταλαβὼν δὲ Βελισάριος
τὸ Βυζάντιον ἅμα Γελίμερι καὶ τοῖς Οὐανδήλοις γερῶν ἠξιώθη μεγά-
λων, οἵων ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις οἱ Ῥωμαίων στρατηγοὶ ἐν μεγίσταις
νίκαις ἀνεδήσαντο. ἑξακοσίων τε χρόνων παρῳχηκότων οὐδεὶς ἐλη-
λύθει εἰς τιμὴν τοιαύτην, εἰ μὴ Τίτος καὶ Τραϊανὸς καὶ ἄλλοι
αὐτοκράτορες στρατηγήσαντες ἐπὶ τὸ βαρβαρικὸν ἔθνος ἐνίκησαν. τά
τε γὰρ λάφυρα ἐνδεικνύμενος καὶ τὰ τοῦ πολέμου ἀνδράποδα ἐν

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία
P. 199, line 10

Γότθοι τῇ μητρὶ Ἀταλαρίχου ταῦτα δῆλα ἐποίησαν. ἡ δὲ γράφει  


πρὸς Βελισάριον μὴ τοῦτο τυραννίδι λαβεῖν τὸ φρούριον, ἕως ἂν
βασιλεὺς Ἰουστινιανὸς γνῷ καὶ τὸ δοκοῦν αὐτῷ ποιήσῃ. ἐν τούτοις
ὁ Οὐανδαλικὸς πόλεμος ἐτελεύτα. ὁ δὲ φθόνος, οἷα ἐν μεγάλῃ
εὐδαιμονίᾳ φιλεῖ γίνεσθαι, ὤδινε καὶ εἰς Βελισάριον. τινὲς γὰρ
διέβαλον αὐτὸν εἰς τὸν βασιλέα τυραννίδα μελετᾷν. ὁ δὲ βασιλεὺς
435

πέμψας Σολόμωνα ἀποπειρᾶται τὴν Βελισαρίου γνώμην, πότερον


σὺν Γελίμερί τε καὶ Οὐανδήλοις εἰς Βυζάντιον ἥκειν, ἤ, αὐτοῦ μέ-
νοντος, ἐκείνους στεῖλαι ὧδε· οὐ γὰρ ἔλαθον αὐτὸν οἱ ἄρχοντες οἱ
τὴν τυραννίδα ἐπενεγκόντες. ὁ δὲ Βελισάριος εἰς Βυζάντιον ἀφίκετο
Σολόμωνα στρατηγὸν Λιβύης καταλιπών. καταλαβὼν δὲ Βελισάριος
τὸ Βυζάντιον ἅμα Γελίμερι καὶ τοῖς Οὐανδήλοις γερῶν ἠξιώθη μεγά-
λων, οἵων ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις οἱ Ῥωμαίων στρατηγοὶ ἐν μεγίσταις
νίκαις ἀνεδήσαντο. ἑξακοσίων τε χρόνων παρῳχηκότων οὐδεὶς ἐλη-
λύθει εἰς τιμὴν τοιαύτην, εἰ μὴ Τίτος καὶ Τραϊανὸς καὶ ἄλλοι
αὐτοκράτορες στρατηγήσαντες ἐπὶ τὸ βαρβαρικὸν ἔθνος ἐνίκησαν. τά
τε γὰρ λάφυρα ἐνδεικνύμενος καὶ τὰ τοῦ πολέμου ἀνδράποδα ἐν
μέσῃ τῇ πόλει ἐπόμπευσεν, ὃν θρίαμβον καλοῦσι Ῥωμαῖοι, οὐ τῷ
παλαιῷ μέντοι τρόπῳ, ἀλλὰ πεζῇ βαδίζων ἐκ τῆς οἰκίας τῆς αὑτοῦ
ἄχρις εἰς τὸ ἱπποδρόμιον. ἦν δὲ τὰ λάφυρα, ὅσα δὴ ὑπουργικὰ τῇ
βασιλέως τάξει ἀνεῖσθαι εἰώθει, θρόνοι χρυσοῖ, καὶ ὀχήματα,

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 200, line 15

τὰ πάντα ματαιότης.” ἀφικόμενον δὲ αὐτὸν κατὰ τὸ τοῦ βασιλέως


βῆμα τὴν πορφυρίδα περιελόντες πρηνῆ πεσόντα προσκυνῆσαι τὸν
βασιλέα ἠνάγκασαν. ὁ δὲ βασιλεύς τε καὶ ἡ αὐγούστα τοῦ Ἰλδε-
ρίχου παῖδας καὶ ἐγγόνους πάντας τε τοὺς ἐκ τῆς Οὐαλεντινιανοῦ
βασιλέως συγγενείας χρήματα ἱκανὰ ἐδωρήσατο, καὶ Γελίμερι χωρία
ἐν Γαλατίᾳ μεγάλα τε καὶ τερπνὰ μετὰ πάντων τῶν συγγενῶν αὐτοῦ
ἐν τούτοις οἰκεῖν συνεχώρησεν, εἰς πατρικίου δὲ τάξιν τοῦτον οὐκ
ἀνεβίβασε διὰ τὸ μὴ δέχεσθαι αὐτὸν τῆς Ἀρείου δόξης μεταστῆναι.
ὁ δὲ Βελισάριος μετὰ τὸν θρίαμβον ὑπάτευσεν, καὶ πάμπολλα χρή-
ματα ἐκ τῆς αὐτοῦ νίκης ὁ δῆμος τοῦ Βυζαντίου ἀπήλαυσεν, ὅσα
οὐδέποτε. τοῦ δὲ Σολόμωνος τὴν Λιβύην διέποντος, Μαυρούσιοι
πόλεμον κατὰ Λιβύων ἐκίνησαν. οἱ δὲ Μαυρούσιοι ἐκ τῶν ἐθνῶν
κατάγονται, οὓς Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ ἐκ τῆς Φοινίκων χώρας ἀπὸ
Σιδῶνος μέχρις Αἰγύπτου κατοικοῦντας ἀπήλασεν. οἵ τινες κατα-
λαβόντες τὴν Αἴγυπτον καὶ μὴ δεχθέντες ὑπ' αὐτῶν καταλαμβάνουσι
τὴν Λιβύην, καὶ ταύτην παροικήσαντες (ἐν ὑστέρῳ καιρῷ οἱ παρὰ
Ῥωμαίοις βασιλεῖς κρατήσαντες Τίγισιν ταύτην ὠνόμασαν) στήσαν-
τες δύο στήλας ἐπὶ τῆς μεγάλης κρήνης ἐκ λίθων λευκῶν ἐγκεκολαμ-
μένα ἐχούσας γράμματα Φοινικικὰ λέγοντα τάδε· “ἡμεῖς ἐσμεν οἱ
φυγόντες ἀπὸ προσώπου Ἰησοῦ τοῦ λῃστοῦ, υἱοῦ Ναυῆ.”

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 201, line 2

κατάγονται, οὓς Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ ἐκ τῆς Φοινίκων χώρας ἀπὸ


Σιδῶνος μέχρις Αἰγύπτου κατοικοῦντας ἀπήλασεν. οἵ τινες κατα-
λαβόντες τὴν Αἴγυπτον καὶ μὴ δεχθέντες ὑπ' αὐτῶν καταλαμβάνουσι
τὴν Λιβύην, καὶ ταύτην παροικήσαντες (ἐν ὑστέρῳ καιρῷ οἱ παρὰ
Ῥωμαίοις βασιλεῖς κρατήσαντες Τίγισιν ταύτην ὠνόμασαν) στήσαν-
τες δύο στήλας ἐπὶ τῆς μεγάλης κρήνης ἐκ λίθων λευκῶν ἐγκεκολαμ-
436

μένα ἐχούσας γράμματα Φοινικικὰ λέγοντα τάδε· “ἡμεῖς ἐσμεν οἱ


φυγόντες ἀπὸ προσώπου Ἰησοῦ τοῦ λῃστοῦ, υἱοῦ Ναυῆ.” ἦσαν δὲ
καὶ ἄλλα ἔθνη ἐν Λιβύῃ πρότερον αὐτόχθονες, ἔχοντες βασιλέα  
Ἀνταῖον εἰς Κλιπέαν, ὃς Ἡρακλεῖ ἐπάλαισεν, ὃν τῆς γῆς υἱὸν
ἔφασκον εἶναι, οἵ τινες Καρχηδόνα ἔκτισαν. Σολόμων δὲ λαβὼν ἐκ
Καρχηδόνος τὰ στρατεύματα κατὰ Μαυρουσίων ἐχώρει. ἐλθὼν δὲ
εἰς Βυζάκιον εἰς Ῥαμμῆς τὸ χωρίον, ἔνθα οἱ Μαυρούσιοι ἐστρατο-
πέδευσαν κύκλον ἐκ τῶν καμήλων ποιησάμενοι τάς τε γυναῖκας καὶ
τοὺς παῖδας ἐντὸς τοῦ κύκλου ἀποθέμενοι, καὶ τοὺς Μαυρουσίους
κατ' αὐτοῦ ἐξερχομένους, ἀποβὰς τοῦ ἵππου, πεντακοσίους ἐπιλέκτους
ἐπαγόμενος εἰς ἓν τοῦ κύκλου ἐπισκῆψαι μέρος καὶ τὰς καμήλους
κτείνειν ἐκέλευσεν. φονεύσας δὲ ἀμφὶ σʹ δρόμῳ εἰς τὸ τοῦ
κύκλου μέσον ἐχώρησεν, ἔνθα αἱ γυναῖκες ἐκάθηντο. οἱ δὲ βάρ-
βαροι ἐκπλαγέντες ἐπὶ τὸ ὄρος ἔφυγον σὺν πάσῃ ἀκοσμίᾳ. κτεί-
νονται δὲ Μαυρουσίων ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ μύριοι. αἱ δὲ γυναῖκες

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία . 201, line 18

ἐπαγόμενος εἰς ἓν τοῦ κύκλου ἐπισκῆψαι μέρος καὶ τὰς καμήλους


κτείνειν ἐκέλευσεν. φονεύσας δὲ ἀμφὶ σʹ δρόμῳ εἰς τὸ τοῦ
κύκλου μέσον ἐχώρησεν, ἔνθα αἱ γυναῖκες ἐκάθηντο. οἱ δὲ βάρ-
βαροι ἐκπλαγέντες ἐπὶ τὸ ὄρος ἔφυγον σὺν πάσῃ ἀκοσμίᾳ. κτεί-
νονται δὲ Μαυρουσίων ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ μύριοι. αἱ δὲ γυναῖκες
πᾶσαι σὺν τοῖς παισὶν ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ἐγένοντο. καὶ τούτους
λαβόντες σὺν ταῖς καμήλοις καὶ πάσῃ τῇ λείᾳ εἰς Καρχηδόνα εἰς-
ῄεσαν τὴν ἐπινίκιον ἑορτὴν ἄγοντες. οἱ δὲ βάρβαροι πάλιν συν-
αθροισθέντες πανδημεὶ σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις μηδένα καταλιπόντες
ἐστράτευσαν κατὰ Ῥωμαίων καὶ τὰ ἐν Βυζακίῳ χωρία ἐληΐζοντο.
Σολόμων δὲ ἄρας κατὰ τάχος πᾶν τὸ στράτευμα ἐπ' αὐτοὺς ᾔει.
γενόμενος δὲ ἐν Βουργαρίωνι, ἔνθα οἱ πολέμιοι ἐστρατοπεδεύσαντο,
διεκόσμησε τὸ στράτευμα ὡς εἰς μάχην. οἱ δὲ Μαυρούσιοι ἐν τῷ
ὄρει τῶν Βουργαρίων ἐπὶ πλεῖον ἔμενον εἰς τὸ πεδίον κατελθεῖν μὴ
βουλόμενοι. Σολόμων δὲ ἀποστέλλει Θεόδωρον διὰ τῆς νυκτὸς σὺν
χιλίοις πεζοῖς καὶ τῶν σημείων τινά, ὅπως εἰς τὸ ὄρος ἐκ τῶν
ὄπισθεν αὐτῶν διὰ τῆς νυκτὸς ἀνέλθωσι καὶ ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνίσχοντι
τὰ σημεῖά τε ὕπερθεν ἄραντες κατὰ τῶν πολεμίων χωρήσωσιν.
ὁμοίως δὲ καὶ αὐτὸς ὄρθρου βαθέος ἀνελθών, ἅμα κατὰ τῶν πολε-
μίων ἐχώρησαν. ἰδόντες δὲ οἱ βάρβαροι, ὅτι ἐν μέσῳ τῶν Ῥωμαίων
γεγόνασιν, εἰς φυγὴν ὥρμησαν κατὰ κρημνῶν ὠθίζοντες ἑαυτοὺς καὶ

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 201, line 22

νονται δὲ Μαυρουσίων ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ μύριοι. αἱ δὲ γυναῖκες


πᾶσαι σὺν τοῖς παισὶν ἐν ἀνδραπόδων λόγῳ ἐγένοντο. καὶ τούτους
λαβόντες σὺν ταῖς καμήλοις καὶ πάσῃ τῇ λείᾳ εἰς Καρχηδόνα εἰς-
ῄεσαν τὴν ἐπινίκιον ἑορτὴν ἄγοντες. οἱ δὲ βάρβαροι πάλιν συν-
αθροισθέντες πανδημεὶ σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις μηδένα καταλιπόντες
ἐστράτευσαν κατὰ Ῥωμαίων καὶ τὰ ἐν Βυζακίῳ χωρία ἐληΐζοντο.
437

Σολόμων δὲ ἄρας κατὰ τάχος πᾶν τὸ στράτευμα ἐπ' αὐτοὺς ᾔει.


γενόμενος δὲ ἐν Βουργαρίωνι, ἔνθα οἱ πολέμιοι ἐστρατοπεδεύσαντο,
διεκόσμησε τὸ στράτευμα ὡς εἰς μάχην. οἱ δὲ Μαυρούσιοι ἐν τῷ
ὄρει τῶν Βουργαρίων ἐπὶ πλεῖον ἔμενον εἰς τὸ πεδίον κατελθεῖν μὴ
βουλόμενοι. Σολόμων δὲ ἀποστέλλει Θεόδωρον διὰ τῆς νυκτὸς σὺν
χιλίοις πεζοῖς καὶ τῶν σημείων τινά, ὅπως εἰς τὸ ὄρος ἐκ τῶν
ὄπισθεν αὐτῶν διὰ τῆς νυκτὸς ἀνέλθωσι καὶ ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνίσχοντι
τὰ σημεῖά τε ὕπερθεν ἄραντες κατὰ τῶν πολεμίων χωρήσωσιν.
ὁμοίως δὲ καὶ αὐτὸς ὄρθρου βαθέος ἀνελθών, ἅμα κατὰ τῶν πολε-
μίων ἐχώρησαν. ἰδόντες δὲ οἱ βάρβαροι, ὅτι ἐν μέσῳ τῶν Ῥωμαίων
γεγόνασιν, εἰς φυγὴν ὥρμησαν κατὰ κρημνῶν ὠθίζοντες ἑαυτοὺς καὶ
ἀναιροῦντες. ἀπέθανον δὲ ἐν τῷ πολέμῳ Μαυρουσίων μυριάδες εʹ,  
τῶν δὲ Ῥωμαίων τὸ παράπαν οὐδὲ εἷς, οὐ μὴν οὐδὲ πληγήν τινα
ἔλαβεν, ἀλλὰ πάντες ὑγιεῖς τὴν νίκην ἤραντο. οἱ δὲ πλεῖστοι τῶν
ἀρχόντων αὐτῶν τοῖς Ῥωμαίοις προσερρύησαν.

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 7

ὁμοίως δὲ καὶ αὐτὸς ὄρθρου βαθέος ἀνελθών, ἅμα κατὰ τῶν πολε-
μίων ἐχώρησαν. ἰδόντες δὲ οἱ βάρβαροι, ὅτι ἐν μέσῳ τῶν Ῥωμαίων
γεγόνασιν, εἰς φυγὴν ὥρμησαν κατὰ κρημνῶν ὠθίζοντες ἑαυτοὺς καὶ
ἀναιροῦντες. ἀπέθανον δὲ ἐν τῷ πολέμῳ Μαυρουσίων μυριάδες εʹ,  
τῶν δὲ Ῥωμαίων τὸ παράπαν οὐδὲ εἷς, οὐ μὴν οὐδὲ πληγήν τινα
ἔλαβεν, ἀλλὰ πάντες ὑγιεῖς τὴν νίκην ἤραντο. οἱ δὲ πλεῖστοι τῶν
ἀρχόντων αὐτῶν τοῖς Ῥωμαίοις προσερρύησαν. γυναικῶν μέντοι καὶ
παίδων τοσοῦτον πλῆθος οἱ Ῥωμαῖοι ἔλαβον, ὥστε προβάτου τιμῆς
παῖδα Μαυρούσιον ὠνήσασθαι βουλομένῳ ἀπεδίδοντο. καὶ τότε
αὐτοῖς τὸ παλαιὸν λόγιον γυναικὸς μάντιδος ἀπέβη, ὡς ἄρα τὸ πλῆθος
αὐτῶν παρὰ ἀνδρὸς ἀγενείου ὄλλυται. ὁ γὰρ Σολόμων εὐνοῦχος ἐκ
παίδων παρὰ γνώμην καθέστηκεν ὑπὸ πάθους τὰ γεννητικὰ μόρια
ἀποβαλών. λαβὼν δὲ τὴν λείαν πᾶσαν εἰς Καρχηδόνα ὑπέστρεψεν.
Ἐν τούτῳ δὲ τῷ χρόνῳ τέρας ἐν τῷ οὐρανῷ συνέβη γενέσθαι.
ὁ γὰρ ἥλιος ἀκτίνων χωρὶς τὴν αἴγλην ὥσπερ ἡ σελήνη ἐστύγναζεν
ἅπαντα τὸν ἐνιαυτόν· ἐπὶ πλεῖστον δὲ ἐκλείποντι ἐῴκει, οὐ καθαρῶς
φαίνων, ὥσπερ εἰώθει. χρόνος δὲ ἦν δέκατος τῆς βασιλείας Ἰουστι-
νιανοῦ. ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ οὔτε πόλεμος, οὔτε θάνατος ἐπιφερόμενος
τοῖς ἀνθρώποις ἐπέλειπεν. ἔαρι δὲ ἀρχομένῳ Βελισάριος ἀπεστάλη
παρὰ Ἰουστινιανοῦ τὴν Σικελίαν ὑπόφορον ποιῆσαι Ῥωμαίοις. χει-
μάσαντος δὲ αὐτοῦ ἐν Σικελίᾳ, τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα καταλαβούσης,

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 18

παίδων παρὰ γνώμην καθέστηκεν ὑπὸ πάθους τὰ γεννητικὰ μόρια


ἀποβαλών. λαβὼν δὲ τὴν λείαν πᾶσαν εἰς Καρχηδόνα ὑπέστρεψεν.
Ἐν τούτῳ δὲ τῷ χρόνῳ τέρας ἐν τῷ οὐρανῷ συνέβη γενέσθαι.
ὁ γὰρ ἥλιος ἀκτίνων χωρὶς τὴν αἴγλην ὥσπερ ἡ σελήνη ἐστύγναζεν
ἅπαντα τὸν ἐνιαυτόν· ἐπὶ πλεῖστον δὲ ἐκλείποντι ἐῴκει, οὐ καθαρῶς
438

φαίνων, ὥσπερ εἰώθει. χρόνος δὲ ἦν δέκατος τῆς βασιλείας Ἰουστι-


νιανοῦ. ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ οὔτε πόλεμος, οὔτε θάνατος ἐπιφερόμενος
τοῖς ἀνθρώποις ἐπέλειπεν. ἔαρι δὲ ἀρχομένῳ Βελισάριος ἀπεστάλη
παρὰ Ἰουστινιανοῦ τὴν Σικελίαν ὑπόφορον ποιῆσαι Ῥωμαίοις. χει-
μάσαντος δὲ αὐτοῦ ἐν Σικελίᾳ, τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα καταλαβούσης,
ἐστασίασαν οἱ ἐν Λιβύῃ Ῥωμαῖοι κατὰ Σολόμωνος τρόπῳ τοιῷδε·
λαβόντες γὰρ τῶν ἀναιρεθέντων Οὐανδήλων τὰς γυναῖκας κατέσχον
τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν ὡς ἰδίους καὶ τελεῖν τῷ βασιλεῖ τὰ ὑπὲρ αὐτῶν
τέλη οὐκ ἤθελον· ὁ δὲ Σολόμων παρῄνει αὐτοῖς μὴ ἀνταίρειν κατὰ
τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ τὰ ὁρῶντα τούτῳ ἀποδιδόναι. μετέπεσον δέ τινες
αὐτῶν, καὶ μάλιστα τῶν Γότθων, πρὸς τὴν Ἀρείου δόξαν, οὓς οἱ
ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας ἠφόριζον, καὶ οὐδὲ τὰ τέκνα αὐτῶν βαπτίζειν
ἤθελον· ὅθεν ἐν τῇ ἑορτῇ γέγονεν ἡ στάσις. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ
στρατιῶται Σολόμωνα ἐν τῷ ἱερῷ κτεῖναι. ἐξελθόντες δὲ τῆς πόλεως
ἐληΐζοντο τὰ ἐκείνης χωρία καὶ τοὺς Λίβυας ὡς πολεμίους ἐχρῶντο.
Σολόμων δὲ ἀκούσας ταῦτα, εἰς θόρυβον πολὺν ἐμπεσὼν

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 21

ὁ γὰρ ἥλιος ἀκτίνων χωρὶς τὴν αἴγλην ὥσπερ ἡ σελήνη ἐστύγναζεν


ἅπαντα τὸν ἐνιαυτόν· ἐπὶ πλεῖστον δὲ ἐκλείποντι ἐῴκει, οὐ καθαρῶς
φαίνων, ὥσπερ εἰώθει. χρόνος δὲ ἦν δέκατος τῆς βασιλείας Ἰουστι-
νιανοῦ. ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ οὔτε πόλεμος, οὔτε θάνατος ἐπιφερόμενος
τοῖς ἀνθρώποις ἐπέλειπεν. ἔαρι δὲ ἀρχομένῳ Βελισάριος ἀπεστάλη
παρὰ Ἰουστινιανοῦ τὴν Σικελίαν ὑπόφορον ποιῆσαι Ῥωμαίοις. χει-
μάσαντος δὲ αὐτοῦ ἐν Σικελίᾳ, τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα καταλαβούσης,
ἐστασίασαν οἱ ἐν Λιβύῃ Ῥωμαῖοι κατὰ Σολόμωνος τρόπῳ τοιῷδε·
λαβόντες γὰρ τῶν ἀναιρεθέντων Οὐανδήλων τὰς γυναῖκας κατέσχον
τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν ὡς ἰδίους καὶ τελεῖν τῷ βασιλεῖ τὰ ὑπὲρ αὐτῶν
τέλη οὐκ ἤθελον· ὁ δὲ Σολόμων παρῄνει αὐτοῖς μὴ ἀνταίρειν κατὰ
τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ τὰ ὁρῶντα τούτῳ ἀποδιδόναι. μετέπεσον δέ τινες
αὐτῶν, καὶ μάλιστα τῶν Γότθων, πρὸς τὴν Ἀρείου δόξαν, οὓς οἱ
ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας ἠφόριζον, καὶ οὐδὲ τὰ τέκνα αὐτῶν βαπτίζειν
ἤθελον· ὅθεν ἐν τῇ ἑορτῇ γέγονεν ἡ στάσις. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ
στρατιῶται Σολόμωνα ἐν τῷ ἱερῷ κτεῖναι. ἐξελθόντες δὲ τῆς πόλεως
ἐληΐζοντο τὰ ἐκείνης χωρία καὶ τοὺς Λίβυας ὡς πολεμίους ἐχρῶντο.
Σολόμων δὲ ἀκούσας ταῦτα, εἰς θόρυβον πολὺν ἐμπεσὼν πιθανολο-  
γίαις πείθειν τὸν στρατὸν ἐπειρᾶτο παύσασθαι τῆς στάσεως. συλ-
λεγέντες δὲ τόν τε Σολόμωνα καὶ τοὺς ἄρχοντας ἀναιδῶς ὕβριζον.
Θεόδωρον δὲ τὸν Καππάδοκα εἰς τὸ παλάτιον ἐλθόντες στρατηγὸν

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 26

παρὰ Ἰουστινιανοῦ τὴν Σικελίαν ὑπόφορον ποιῆσαι Ῥωμαίοις. χει-


μάσαντος δὲ αὐτοῦ ἐν Σικελίᾳ, τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα καταλαβούσης,
ἐστασίασαν οἱ ἐν Λιβύῃ Ῥωμαῖοι κατὰ Σολόμωνος τρόπῳ τοιῷδε·
λαβόντες γὰρ τῶν ἀναιρεθέντων Οὐανδήλων τὰς γυναῖκας κατέσχον
τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν ὡς ἰδίους καὶ τελεῖν τῷ βασιλεῖ τὰ ὑπὲρ αὐτῶν
439

τέλη οὐκ ἤθελον· ὁ δὲ Σολόμων παρῄνει αὐτοῖς μὴ ἀνταίρειν κατὰ


τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ τὰ ὁρῶντα τούτῳ ἀποδιδόναι. μετέπεσον δέ τινες
αὐτῶν, καὶ μάλιστα τῶν Γότθων, πρὸς τὴν Ἀρείου δόξαν, οὓς οἱ
ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας ἠφόριζον, καὶ οὐδὲ τὰ τέκνα αὐτῶν βαπτίζειν
ἤθελον· ὅθεν ἐν τῇ ἑορτῇ γέγονεν ἡ στάσις. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ
στρατιῶται Σολόμωνα ἐν τῷ ἱερῷ κτεῖναι. ἐξελθόντες δὲ τῆς πόλεως
ἐληΐζοντο τὰ ἐκείνης χωρία καὶ τοὺς Λίβυας ὡς πολεμίους ἐχρῶντο.
Σολόμων δὲ ἀκούσας ταῦτα, εἰς θόρυβον πολὺν ἐμπεσὼν πιθανολο-  
γίαις πείθειν τὸν στρατὸν ἐπειρᾶτο παύσασθαι τῆς στάσεως. συλ-
λεγέντες δὲ τόν τε Σολόμωνα καὶ τοὺς ἄρχοντας ἀναιδῶς ὕβριζον.
Θεόδωρον δὲ τὸν Καππάδοκα εἰς τὸ παλάτιον ἐλθόντες στρατηγὸν
τοῦτον ἐψηφίσαντο καὶ σιδηροφοροῦντες ἅπαντα τὸν προστυγχά-
νοντα ἔκτεννον, εἴτε Λίβυν, εἴτε Ῥωμαῖον, Σολόμωνι γνώριμον, τά
τε χρήματα ἐληΐσαντο καὶ εἰς τὰς οἰκίας εἰσερχόμενοι ἅπαντα τὰ
τίμια ἥρπαζον. Σολόμων δὲ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ παλατίου προσφυγὼν
ἔλαθεν. νυκτὸς δὲ ἐπιγενομένης ἐξελθὼν τοῦ παλατίου σὺν τῷ

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 28

ἐστασίασαν οἱ ἐν Λιβύῃ Ῥωμαῖοι κατὰ Σολόμωνος τρόπῳ τοιῷδε·


λαβόντες γὰρ τῶν ἀναιρεθέντων Οὐανδήλων τὰς γυναῖκας κατέσχον
τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν ὡς ἰδίους καὶ τελεῖν τῷ βασιλεῖ τὰ ὑπὲρ αὐτῶν
τέλη οὐκ ἤθελον· ὁ δὲ Σολόμων παρῄνει αὐτοῖς μὴ ἀνταίρειν κατὰ
τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ τὰ ὁρῶντα τούτῳ ἀποδιδόναι. μετέπεσον δέ τινες
αὐτῶν, καὶ μάλιστα τῶν Γότθων, πρὸς τὴν Ἀρείου δόξαν, οὓς οἱ
ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας ἠφόριζον, καὶ οὐδὲ τὰ τέκνα αὐτῶν βαπτίζειν
ἤθελον· ὅθεν ἐν τῇ ἑορτῇ γέγονεν ἡ στάσις. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ
στρατιῶται Σολόμωνα ἐν τῷ ἱερῷ κτεῖναι. ἐξελθόντες δὲ τῆς πόλεως
ἐληΐζοντο τὰ ἐκείνης χωρία καὶ τοὺς Λίβυας ὡς πολεμίους ἐχρῶντο.
Σολόμων δὲ ἀκούσας ταῦτα, εἰς θόρυβον πολὺν ἐμπεσὼν πιθανολο-  
γίαις πείθειν τὸν στρατὸν ἐπειρᾶτο παύσασθαι τῆς στάσεως. συλ-
λεγέντες δὲ τόν τε Σολόμωνα καὶ τοὺς ἄρχοντας ἀναιδῶς ὕβριζον.
Θεόδωρον δὲ τὸν Καππάδοκα εἰς τὸ παλάτιον ἐλθόντες στρατηγὸν
τοῦτον ἐψηφίσαντο καὶ σιδηροφοροῦντες ἅπαντα τὸν προστυγχά-
νοντα ἔκτεννον, εἴτε Λίβυν, εἴτε Ῥωμαῖον, Σολόμωνι γνώριμον, τά
τε χρήματα ἐληΐσαντο καὶ εἰς τὰς οἰκίας εἰσερχόμενοι ἅπαντα τὰ
τίμια ἥρπαζον. Σολόμων δὲ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ παλατίου προσφυγὼν
ἔλαθεν. νυκτὸς δὲ ἐπιγενομένης ἐξελθὼν τοῦ παλατίου σὺν τῷ
Προκοπίῳ τῷ συγγραφεῖ καὶ Μαρτίνῳ, καὶ εἰς ναῦν εἰσελθὼν πρὸς
Βελισάριον ἐν Συρακούσῃ τῆς Σικελίας ἀφίκετο, γράψας Θεοδώρῳ

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 208, line 22

σὺν πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἐπὶ Ῥωμαίους ἐγένοντο. ὁ δὲ Σέργιος σὺν τῷ


Πουδεντίῳ τούτοις ἀπήντησεν, καὶ μάχης κροτηθείσης, Πουδέντιος
μὲν πολλοὺς ἀποβαλὼν θνήσκει, Σέργιος δὲ εἰς ἄφατον φόβον ἐμ-
πεπτωκὼς ἐπὶ Καρχηδόνα ἔπλευσε πρὸς Σολόμωνα, τὸν αὐτοῦ θεῖον.
πᾶσαν δὲ τὴν Τρίπολιν Μαυρούσιοι ἀπέλιπον. οἱ δὲ βάρβαροι ἅπαντα
ληϊσάμενοι τὰ ἐκεῖ χωρία ἐξανδραποδίσαντές τε πλῆθος Ῥωμαίων ἐπὶ
440

Πεντάπολιν ᾔεσαν. ὁ δὲ Κῦρος γνοὺς φυγὰς εἰς Καρχηδόνα κατέπλει.


οἱ δὲ βάρβαροι, μηδενὸς ἀντιστάντος αὐτοῖς, Βερονίκην τὴν πόλιν
ἑλόντες ἐπὶ Καρχηδόνα ἐστράτευσαν, καὶ εἰς τὸ Βυζάκιον ἀφικόμενοι
πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς τῶν ἐκεῖ ἐληΐσαντο χωρία. Ἀντάλας δὲ ἔχθραν
ἔχων πρὸς Σολόμωνα, διότι τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν ἔκτεινεν, τοῖς βαρ-
βάροις ἑνοῦται καὶ κατὰ Καρχηδόνος καὶ Σολόμωνος τούτους ὡδή-
γησεν. Σολόμων δὲ ταῦτα ἀκούσας, παραλαβὼν τὸ στράτευμα κατ'
αὐτῶν ὥρμησεν. ἐλθὼν δὲ εἰς Βέστην τὴν πόλιν ἓξ ἡμερῶν Καρ-
χηδόνος ὁδὸν ἀπέχουσαν ἐν αὐτῇ ἐστρατοπεδεύσατο, ἦσάν τε σὺν
αὐτῷ Κῦρος καὶ Σέργιος καὶ Σολόμων ὁ νέος, οἱ τοῦ Βάκχου παῖδες.
ἰδὼν δὲ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων καὶ δειλιάσας ἔπεμψε πρὸς τοὺς
ἄρχοντας αὐτῶν μεμφόμενος αὐτούς, ὅτι ἔνσπονδοι Ῥωμαίων ὄντες
ὅπλα κατ' αὐτῶν ἐκίνησαν, ἀξιῶν δὲ τὴν εἰρήνην κρατύνεσθαι καὶ  
ὅρκοις βεβαιοῦσθαι. οἱ δὲ βάρβαροι χλευάσαντες τὰ εἰρημένα ἔφησαν·
“ἐπειδὴ Σέργιος εἰς τὰ εὐαγγέλια ὀμόσας καλῶς ἐφύλαξε τοὺς

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 208, line 23

Πουδεντίῳ τούτοις ἀπήντησεν, καὶ μάχης κροτηθείσης, Πουδέντιος


μὲν πολλοὺς ἀποβαλὼν θνήσκει, Σέργιος δὲ εἰς ἄφατον φόβον ἐμ-
πεπτωκὼς ἐπὶ Καρχηδόνα ἔπλευσε πρὸς Σολόμωνα, τὸν αὐτοῦ θεῖον.
πᾶσαν δὲ τὴν Τρίπολιν Μαυρούσιοι ἀπέλιπον. οἱ δὲ βάρβαροι ἅπαντα
ληϊσάμενοι τὰ ἐκεῖ χωρία ἐξανδραποδίσαντές τε πλῆθος Ῥωμαίων ἐπὶ
Πεντάπολιν ᾔεσαν. ὁ δὲ Κῦρος γνοὺς φυγὰς εἰς Καρχηδόνα κατέπλει.
οἱ δὲ βάρβαροι, μηδενὸς ἀντιστάντος αὐτοῖς, Βερονίκην τὴν πόλιν
ἑλόντες ἐπὶ Καρχηδόνα ἐστράτευσαν, καὶ εἰς τὸ Βυζάκιον ἀφικόμενοι
πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς τῶν ἐκεῖ ἐληΐσαντο χωρία. Ἀντάλας δὲ ἔχθραν
ἔχων πρὸς Σολόμωνα, διότι τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν ἔκτεινεν, τοῖς βαρ-
βάροις ἑνοῦται καὶ κατὰ Καρχηδόνος καὶ Σολόμωνος τούτους ὡδή-
γησεν. Σολόμων δὲ ταῦτα ἀκούσας, παραλαβὼν τὸ στράτευμα κατ'
αὐτῶν ὥρμησεν. ἐλθὼν δὲ εἰς Βέστην τὴν πόλιν ἓξ ἡμερῶν Καρ-
χηδόνος ὁδὸν ἀπέχουσαν ἐν αὐτῇ ἐστρατοπεδεύσατο, ἦσάν τε σὺν
αὐτῷ Κῦρος καὶ Σέργιος καὶ Σολόμων ὁ νέος, οἱ τοῦ Βάκχου παῖδες.
ἰδὼν δὲ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων καὶ δειλιάσας ἔπεμψε πρὸς τοὺς
ἄρχοντας αὐτῶν μεμφόμενος αὐτούς, ὅτι ἔνσπονδοι Ῥωμαίων ὄντες
ὅπλα κατ' αὐτῶν ἐκίνησαν, ἀξιῶν δὲ τὴν εἰρήνην κρατύνεσθαι καὶ  
ὅρκοις βεβαιοῦσθαι. οἱ δὲ βάρβαροι χλευάσαντες τὰ εἰρημένα ἔφησαν·
“ἐπειδὴ Σέργιος εἰς τὰ εὐαγγέλια ὀμόσας καλῶς ἐφύλαξε τοὺς ὅρ-
κους ἀποκτείνας τοὺς ὀγδοήκοντα, πῶς νῦν ὑμῶν πιστεύσομεν τοὺς

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 208, line 24

μὲν πολλοὺς ἀποβαλὼν θνήσκει, Σέργιος δὲ εἰς ἄφατον φόβον ἐμ-


πεπτωκὼς ἐπὶ Καρχηδόνα ἔπλευσε πρὸς Σολόμωνα, τὸν αὐτοῦ θεῖον.
πᾶσαν δὲ τὴν Τρίπολιν Μαυρούσιοι ἀπέλιπον. οἱ δὲ βάρβαροι ἅπαντα
ληϊσάμενοι τὰ ἐκεῖ χωρία ἐξανδραποδίσαντές τε πλῆθος Ῥωμαίων ἐπὶ
Πεντάπολιν ᾔεσαν. ὁ δὲ Κῦρος γνοὺς φυγὰς εἰς Καρχηδόνα κατέπλει.
οἱ δὲ βάρβαροι, μηδενὸς ἀντιστάντος αὐτοῖς, Βερονίκην τὴν πόλιν
ἑλόντες ἐπὶ Καρχηδόνα ἐστράτευσαν, καὶ εἰς τὸ Βυζάκιον ἀφικόμενοι
441

πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς τῶν ἐκεῖ ἐληΐσαντο χωρία. Ἀντάλας δὲ ἔχθραν


ἔχων πρὸς Σολόμωνα, διότι τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν ἔκτεινεν, τοῖς βαρ-
βάροις ἑνοῦται καὶ κατὰ Καρχηδόνος καὶ Σολόμωνος τούτους ὡδή-
γησεν. Σολόμων δὲ ταῦτα ἀκούσας, παραλαβὼν τὸ στράτευμα κατ'
αὐτῶν ὥρμησεν. ἐλθὼν δὲ εἰς Βέστην τὴν πόλιν ἓξ ἡμερῶν Καρ-
χηδόνος ὁδὸν ἀπέχουσαν ἐν αὐτῇ ἐστρατοπεδεύσατο, ἦσάν τε σὺν
αὐτῷ Κῦρος καὶ Σέργιος καὶ Σολόμων ὁ νέος, οἱ τοῦ Βάκχου παῖδες.
ἰδὼν δὲ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων καὶ δειλιάσας ἔπεμψε πρὸς τοὺς
ἄρχοντας αὐτῶν μεμφόμενος αὐτούς, ὅτι ἔνσπονδοι Ῥωμαίων ὄντες
ὅπλα κατ' αὐτῶν ἐκίνησαν, ἀξιῶν δὲ τὴν εἰρήνην κρατύνεσθαι καὶ  
ὅρκοις βεβαιοῦσθαι. οἱ δὲ βάρβαροι χλευάσαντες τὰ εἰρημένα ἔφησαν·
“ἐπειδὴ Σέργιος εἰς τὰ εὐαγγέλια ὀμόσας καλῶς ἐφύλαξε τοὺς ὅρ-
κους ἀποκτείνας τοὺς ὀγδοήκοντα, πῶς νῦν ὑμῶν πιστεύσομεν τοὺς
ὅρκους;” πολέμου δὲ κροτηθέντος, τρέπονται οἱ Ῥωμαῖοι.

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 5, sec. 33, line 10

Ἑπτὰ λύχνοι, λαβίδες, ἐπαρυστρίδες

 Αὕτη ἡ λυχνία ἑπτὰ λύχνους ἔχουσα, εἰς νότον κειμένη


τῆς σκηνῆς, τύπος ἦν τῶν φωστήρων, ἐπειδήπερ, κατὰ τὸν
σοφὸν Σολομῶντα, ἀνατέλλοντες οἱ φωστῆρες καὶ εἰς νότον
διατρέχοντες ἐπὶ τὸν βορρᾶν τῇ γῇ φαίνουσι. Καὶ πάλιν ἑπτά
εἰσι διὰ τὴν ἑβδομάδα τῶν ἡμερῶν, ἐπειδὴ πᾶς ὁ χρόνος ἀπὸ
ἑβδομάδων ἀρχόμενος καὶ μῆνες ἀποτελοῦνται καὶ ἐνιαυτός.
Ἐκ τοῦ δὲ ἑνὸς μέρους κελεύει ἀνάπτειν αὐτούς, ἐπειδήπερ
ἔκειτο κατὰ τὸν βορρᾶν ἡ τράπεζα, ἵνα ἀπὸ τοῦ νότου ἐπὶ τὸν
βορρᾶν φαίνωσιν. Οὕτως γὰρ καὶ περὶ τῶν φωστήρων ὁ Σολο-
μῶν λέγει· «Ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκπορεύεται πρὸς νότον καὶ
κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ
ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.» Ἀπὸ τῶν οὖν καθολικωτέρων καὶ  
ὁ Σολομῶν καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐξεῖπον περὶ τῶν φωστήρων.
Διαγράψομεν καὶ τὴν λυχνίαν καὶ τὴν τράπεζαν. Ἔστιν οὗν
καὶ αὐτὰ οὕτως.  

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 5, sec. 33, line 13

σοφὸν Σολομῶντα, ἀνατέλλοντες οἱ φωστῆρες καὶ εἰς νότον


διατρέχοντες ἐπὶ τὸν βορρᾶν τῇ γῇ φαίνουσι. Καὶ πάλιν ἑπτά
εἰσι διὰ τὴν ἑβδομάδα τῶν ἡμερῶν, ἐπειδὴ πᾶς ὁ χρόνος ἀπὸ
ἑβδομάδων ἀρχόμενος καὶ μῆνες ἀποτελοῦνται καὶ ἐνιαυτός.
Ἐκ τοῦ δὲ ἑνὸς μέρους κελεύει ἀνάπτειν αὐτούς, ἐπειδήπερ
ἔκειτο κατὰ τὸν βορρᾶν ἡ τράπεζα, ἵνα ἀπὸ τοῦ νότου ἐπὶ τὸν
βορρᾶν φαίνωσιν. Οὕτως γὰρ καὶ περὶ τῶν φωστήρων ὁ Σολο-
μῶν λέγει· «Ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκπορεύεται πρὸς νότον καὶ
κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ
ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.» Ἀπὸ τῶν οὖν καθολικωτέρων καὶ  
442

ὁ Σολομῶν καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐξεῖπον περὶ τῶν φωστήρων.


Διαγράψομεν καὶ τὴν λυχνίαν καὶ τὴν τράπεζαν. Ἔστιν οὗν
καὶ αὐτὰ οὕτως.  

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 5, sec. 164, line 15

εἰπεῖν, ἐὰν μὴ παρατετηρημένως τις ἀναγνῷ, συγκεχυμένα τὰ


πλεῖστα εὑρήσει. Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αἱ Βασιλεῖαι τούτῳ
τῷ τρόπῳ ἐν τῷ ἱερῷ ἐγράφησαν κατὰ μέρος, ἐν τῷ καιρῷ
τοῦ Σαοὺλ τὰ ἕως τοῦ Σαούλ, ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Δαυῒδ τὰ ἕως
τοῦ Δαυΐδ, ὁμοίως καὶ τὰ ἑκάστου βασιλέως κατὰ τὸν ἴδιον
καιρὸν ἐγράφοντο. Ὁμοίως ἔγραφον καὶ ἐν τοῖς σκρινίοις
τῶν βασιλέων, ἃς καλοῦμεν Παραλειπομένας. Τὴν δὲ Πεντά-
τευχον Μωϋσῆς ἔγραψεν, ἱστορίαν προγεγονότων καὶ γινο-
μένων καὶ ἐσομένων. Ἰησοῦς πάλιν τὴν ἰδίαν βίβλον· τοὺς
Κριτὰς πάλιν ἐν τῷ ἱερῷ, ἤγουν ἐν τῇ σκηνῇ· ὁμοίως καὶ τὴν
Ῥούθ. Σολομῶν πάλιν τὰ ἴδια ἔγραψε, τάς τε Παροιμίας καὶ
τὰ Ἄισματα καὶ τὸν Ἐκκλησιαστήν· σοφίας γὰρ χάριν
εἰληφὼς παρὰ Θεοῦ, καὶ πάντα ἄνθρωπον νουθετῶν σοφῶς
ἀναστρέφεσθαι ἐν τῷδε τῷ βίῳ, προφητείας χάριν οὐκ εἰλήφει.
 Ὅσους οὖν εὕρομεν προφητείας ἀξιωθέντας εἰπεῖν
περὶ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐτάξαμεν. Ἔτι δὲ γράφομεν καὶ
περὶ τῶν ἄλλων τεσσάρων προφητῶν, ὅσα ἠξιώθησαν προει-
πεῖν περὶ τῆς κατὰ τὸν Δεσπότην Χριστὸν οἰκονομίας, ἐν ᾗ
ἀφορᾷ πᾶς ὁ σκοπὸς τῆς θείας Γραφῆς. Προφέρομεν τοίνυν
πρῶτον τὸν μεγαλοφωνότατον Ἠσαΐαν, ὃς καὶ τύπῳ καὶ λόγῳ
ἠξιώθη ἰδεῖν καὶ προειπεῖν περὶ τοῦ κατὰ Χριστὸν μυστηρίου.  

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 9, sec. 12, line 1

μὲν τῶν ἐφημερινῶν ἄρτων τῶν καθ' ἑκάστην ἡμέραν νεαρῶν


τιθεμένων ἡμέρας δηλῶν, διὰ δὲ τῶν ἑπτὰ λύχνων ἑβδομάδα,
διὰ δὲ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα μῆνας, διὰ δὲ τῶν τεσσάρων
γωνιῶν τὰς τροπάς, διὰ δὲ τοῦ κύκλου τὸν ἐνιαυτόν· περὶ ὧν
ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους ὁ θεῖος Ἀπόστολος οὕτω φησίν· «Εἰ
μὲν οὖν ἦν ἐπὶ γῆς, οὐδ' ἂν ἦν ἱερεύς, ὄντων τῶν προσφερόν-
των κατὰ νόμον τὰς θυσίας· οἵτινες ὑποδείγμασι καὶ σκιᾷ
λατρεύουσι τῶν ἐπουρανίων, καθὼς κεχρημάτισται Μωϋσῆς
μέλλων ἐπιτελεῖν τὴν σκηνήν. ‘Ὅρα γάρ, φησί, ποιήσεις
πάντα κατὰ τὸν τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν τῷ ὄρει’.»
 Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν τῷ αὐτῷ πνεύματι τῷ
θείῳ σοφισθείς φησιν· «Ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος,
καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει· αὐτὸς ἀνατέλλων ἐκεῖ πορεύεται
πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, καὶ ἐπὶ
κύκλους αὐτοῦ πορεύεται τὸ πνεῦμα», καὶ οὗτος τὰ αὐτὰ
τῷ Μωϋσῇ καὶ τῷ Δαυῒδ ἐξειπών, ὅτι ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν
ἄνεισιν ἐπὶ τὸν νότον καὶ διὰ τοῦ βορρᾶ κυκλεύων τὰς τροπὰς
443

καὶ τὸν μέγαν κύκλον τοῦ ἐνιαυτοῦ ἀπεργάζεται ἐν τῷ ἀέρι


διατρέχων· τοῦτο γὰρ λέγει «πορεύεται τὸ πνεῦμα», ὡσανεὶ
ἐν τῷ ἀέρι.  

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 10, sec. 13, line 4

Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τῆς αὐτῆς

 Τοῦτο δὲ μέγα τεκμήριον τὸ ξένους ἡμᾶς ὄντας ἀκοῦ-


σαι οἰκείους, καὶ ἀλλοτρίους ποτὲ ὄντας γενέσθαι συμπολίτας
τῶν ἁγίων καὶ τέκνα χρηματίσαι τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ,
ἧς τύπος ἦν ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών. Εἰ γὰρ κατὰ τὸν τύπον
τὸν δειχθέντα ἐν τῷ ὄρει πάντα πεποίηκε Μωϋσῆς, τύπος
ἦν δηλονότι ἡ ἐν τῇ σκηνῇ λατρεία τῶν ἐν οὐρανοῖς μυστηρίων,
εἰς ἃ θέλων καὶ ἡμᾶς εἰσελθεῖν ὁ Κύριος ὡδοποίησεν «ἡμῖν
τὴν ὁδὸν πρόσφατον» καὶ μένουσαν. Ὡς δὲ πάντα τύπος
ἦν τὰ πάλαι τῶν νέων, οὕτω τύπος τῆς ἄνω χαρᾶς καὶ ἡ νῦν
ἐστιν ἑορτή, εἰς ἣν ἐρχόμενοι μετὰ ψαλμῶν καὶ ᾠδῶν πνευ-
ματικῶν ἀρχόμεθα τῶν νηστειῶν.
 Κατανόει τὸν μέγαν τοῦτον διδάσκαλον πῶς πᾶν τὸ
σχῆμα τοῦ κόσμου σὺν τῷ δόγματι ὁμοίως ἡμῖν συνεχῶς
καταλέγει, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἀνάγαιον μέγα καὶ

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 10, sec. 33, line 9

δέ μου τῇ φράσει καὶ ὁ τόπος· τὰ γὰρ τοιαῦτα ὄψει μᾶλλον


ἢ ἀκοῇ παραδίδοται.
         Νόμισον εἶναι καμάραν ἐπικειμέ-
νην τῇ ἐκκλησίᾳ ἐπὶ ἀνατολὴν μὲν κατὰ τὸν τύπον τῆς ἑῴας,
ἄρκτον δὲ ἐκεῖσε καὶ μεσημβρίαν ἐνθάδε καὶ δύσιν ἐκεῖ, εἶτα
τὸν ἥλιον ἀνατέλλοντα καὶ μέλλοντα δύνειν, οὐχ ὑπὸ γῆν
δύνοντα, ἀλλὰ τὰ βόρεια μέρη διατρέχοντα καὶ ὥσπερ ὑπό
τινα τοῖχον κρυπτόμενον, μὴ συγχωρούντων τῶν ὑδάτων
φανῆναι αὐτοῦ τὸν δρόμον, καὶ τρέχοντα κατὰ τὰ βόρεια μέρη  
καὶ καταλαμβάνοντα τὴν ἀνατολὴν πάλιν. Ἀλλὰ πόθεν τοῦτο
δῆλον ἔσται; Λέγει γοῦν ὁ μακάριος Σολομῶν ἐν τῷ Ἐκκλη-
σιαστῇ, γραφὴ δέ ἐστιν αὕτη μαρτυρουμένη, οὐ παραγρα-
φομένη· «Ἀνατέλλει γάρ, φησίν, ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος καὶ
εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει· ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκεῖ πορεύεται
πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, καὶ ἐπὶ
κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.» Βλέπε οὖν αὐτὸν
κατὰ μεσημβρίαν τρέχοντα καὶ τὸν βορρᾶν κυκλοῦντα, καὶ
μάθε.

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 12, sec. 7, line 15

σεις Ἕλληνας πεπιστευκότας καὶ βαπτισθέντας, ἀπιστοῦντας


δὲ καὶ ἀγνοοῦντας τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην, του-
444

τέστι τὴν θείαν Γραφήν, ὡς μὴ ἔχοντας ἔκπαλαι εἰς βάθος


ῥίζαν θεοσεβείας καὶ θεμέλιον πίστεως. Διὸ οὐδὲ ἐν ταῖς
συγγραφαῖς ἑαυτῶν ὡς πρῶτοι ἐμνήσθησαν οἱ Χαλδαῖοι καὶ οἱ
Αἰγύπτιοι περί τε τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ πυργοποιΐας καὶ τῆς
ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῆς ἐξ Αἰγύπτου καὶ τοῦ πρώτου
συγγραφέως Μωϋσέως, ἀνωτέρους δὲ καὶ σοφωτέρους καὶ
πρώτους πάντων ἑαυτοὺς ἡγούμενοι, ἐκ τοῦ τύφου τοῦ αὐτοῖς
περικειμένου τὰ πολλὰ ἀγνοήσαντες· διὸ καλῶς τις τῶν
Αἰγυπτίων, Σολομῶν δ' οὗτος, τῷ Πλάτωνι ἔλεγεν· Ἕλληνες
ἀεὶ παῖδες, γέρων δ' Ἕλλην οὐκ ἔστιν, οὐδ' ἔτι παρ' ὑμῖν
χρόνῳ πολιὸν μάθημα.
 Ἀλλὰ καί τινες, τουτέστι Δῖος καὶ Μένανδρος, οἵτινες
τὰ Τυρίων ἀρχαῖα μετέφρασαν εἰς τὴν ἑλληνίδα φωνήν, εἰς
τὰς ἑαυτῶν συγγραφὰς μαρτυροῦσι τῷ Σολομῶνι καὶ τοῖς
Ἰουδαίοις· καὶ ἔτι σχεδὸν εἰπεῖν, πᾶσα ἡ Αἰθιοπία καὶ τὰ
νότια μέρη μαρτυροῦσι τῇ θείᾳ Γραφῇ, Ἕλληνες δὲ μόνοι παρ'  
ἑαυτοῖς σοφοὶ τὴν ἰδίαν ἀγνοοῦντες σωτηρίαν· μόνος δὲ
Τίμαιος ὁ προγεγραμμένος, οὐκ οἶδα πόθεν λαβών, τάχα δὲ
ἐκ τῶν Χαλδαϊκῶν, μετέπλασε τοὺς δέκα βασιλεῖς ἐκ τῆς

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 12, sec. 8, line 3

Αἰγύπτιοι περί τε τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ πυργοποιΐας καὶ τῆς


ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῆς ἐξ Αἰγύπτου καὶ τοῦ πρώτου
συγγραφέως Μωϋσέως, ἀνωτέρους δὲ καὶ σοφωτέρους καὶ
πρώτους πάντων ἑαυτοὺς ἡγούμενοι, ἐκ τοῦ τύφου τοῦ αὐτοῖς
περικειμένου τὰ πολλὰ ἀγνοήσαντες· διὸ καλῶς τις τῶν
Αἰγυπτίων, Σολομῶν δ' οὗτος, τῷ Πλάτωνι ἔλεγεν· Ἕλληνες
ἀεὶ παῖδες, γέρων δ' Ἕλλην οὐκ ἔστιν, οὐδ' ἔτι παρ' ὑμῖν
χρόνῳ πολιὸν μάθημα.
 Ἀλλὰ καί τινες, τουτέστι Δῖος καὶ Μένανδρος, οἵτινες
τὰ Τυρίων ἀρχαῖα μετέφρασαν εἰς τὴν ἑλληνίδα φωνήν, εἰς
τὰς ἑαυτῶν συγγραφὰς μαρτυροῦσι τῷ Σολομῶνι καὶ τοῖς
Ἰουδαίοις· καὶ ἔτι σχεδὸν εἰπεῖν, πᾶσα ἡ Αἰθιοπία καὶ τὰ
νότια μέρη μαρτυροῦσι τῇ θείᾳ Γραφῇ, Ἕλληνες δὲ μόνοι παρ'  
ἑαυτοῖς σοφοὶ τὴν ἰδίαν ἀγνοοῦντες σωτηρίαν· μόνος δὲ
Τίμαιος ὁ προγεγραμμένος, οὐκ οἶδα πόθεν λαβών, τάχα δὲ
ἐκ τῶν Χαλδαϊκῶν, μετέπλασε τοὺς δέκα βασιλεῖς ἐκ τῆς
πέραν γῆς ἐλθόντας εἰς τὴν νῆσον τὴν Ἀτλαντίδα, ἣν λέγει
καταποντωθεῖσαν, καὶ μισθωσαμένους τὰ οἰκοῦντα ἐν αὐτῇ
ἔθνη καὶ ἐλθόντας ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ πολεμήσαντας Εὐρώπην
καὶ τὴν Ἀσίαν, ὅπερ σαφέστατόν ἐστι πλάσμα· μὴ δυνάμενος
γὰρ δεῖξαι τὴν νῆσον καταποντωθεῖσαν αὐτὴν εἶπεν ὑπὸ

Menander Protector Hist., De legationibus Romanorum ad gentes (fragmenta ap.


Constantinum Porphyrogenitum, De legationibus) Sec. 20, line 10
445

στρατεύματα ἐπαγόμενος ᾔει ἐς τὰ περὶ Κωνσταντίναν.


Ὅτι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας πόλεμος Ῥωμαίοις καὶ Ἀβάροις
συνεκροτήθη, μηδεμιᾶς δυνάμεως Ῥωμαϊκῆς κατὰ τὴν πρὸς Δαλ-
ματίᾳ γέφυραν ἐπιφανείσης καίτοι σαθρότατα ἔχουσαν. ἀλλὰ γὰρ
καὶ ὁ Ἀψὶχ καὶ τὸ κατ' αὐτὸν Ἀβαρικὸν αὐτοῦ ἐφεδρεύοντες
πρότερον τοσαύτην καταφρόνησιν ἐπεδείξαντο κατὰ Ῥωμαίων,
ὥστε μετενεχθῆναι σφᾶς κατὰ δὴ τὴν ἑτέραν γέφυραν ἄλλην τε
δύναμιν προστεθῆναι τῇ δυνάμει Βαϊανοῦ. πιεζομένων τοιγαροῦν
τῶν ἐν τῷ Σιρμίῳ λιμῷ μεγίστῳ ἤδη τε ἁπτομένων ἀθεμίτων
τροφῶν τῷ ἐστερῆσθαι τῶν ἀναγκαίων καὶ γεγεφυρῶσθαι τὴν διά-
βασιν τοῦ Σάου, καὶ Σολομῶνος τοῦ τηνικαῦτα προεστῶτος τοῦ
Σιρμίου ἐκμελέστατά πως διατελοῦντος καὶ μηδὲν ὁτιοῦν στρατη-
γίας ἐχόμενον ἐπιδεικνυμένου, πρός γε καὶ τῶν τῆς πόλεως ἀπει-
ρηκότων τοῖς χαλεποῖς ὀλοφυρομένων τε καὶ ὡς τὰς ἐσχάτας ἐλ-
πίδας ἐξωλισθηκότων καταμεμφομένων τε τοῖς Ῥωμαίων ἡγεμόσι,
Θεόγνιδός τε αὐτοῦ ὀλιγοχειρίαν νοσοῦντος· ὡς ταῦτα Τιβέριος ὁ
βασιλεὺς κατέμαθεν, αἱρετώτερον ἡγησάμενος μὴ συναιχμαλωτισθῆ-
ναι τῇ πόλει τῶν οἰκητόρων τὸν ὅμιλον, ἐν γράμμασι κελεύει
Θεόγνιδι καταλῦσαι τὸν πόλεμον ἐπὶ σπονδαῖς ὥστε ὑπεξελθεῖν
παμπληθεὶ τοὺς τῇδε οἰκοῦντας μηδὲν ἐπιφερομένους τῶν οἰκείων

Ευστάθιος. Άλωση της Θεσσαλονίκης. P. 90, line 14

ἤδη καταργεῖν ἐποίει τὰ ἔργα συγκεκυφυίας ἔνθα τὸ τέλος πεσούμεθα, αἱ τοι-


αῦται δόξαιεν ἂν οὐδέν τι μέγα ποιεῖν, εἰ καὶ ἐποίουν, τὸ δύνασθαι βιαζόμεναι
καὶ δι' ἡμέρας πονούμεναι. Ὅσαι δὲ καὶ πρὸς ὁπλισμὸν ἐρρύθμιζον ἑαυτάς,
ῥάκη καὶ ψιάθους ἐναπτόμεναι, ὡσεὶ καί τινας θώρακας, καὶ τὰς κεφαλὰς μί-
τραις εἰς ἕλιγμα διαλαμβάνουσαι, εἴ πως στρατιῶται εἶναι σοφίσονται, καὶ
λίθους ἐπισαττόμεναι ἀγαθοὺς ἐκ χειρῶν ἀφίεσθαι, τοῦ τείχους ἐγίνοντο καὶ
ὡς εἶχον ἔβαλλον τοὺς ἐχθρούς, ἀλλ' αὐταὶ τὴν Ἀμαζόνειον ἱστορίαν
συγκροτοῦσι καὶ οὐκ ἀφιᾶσιν ἐκείνην ἐλέγχεσθαι. Καὶ τὰς παλαιὰς δὲ δια-
κρούονται παρευδοκιμοῦσαι, ἃς οἴδαμεν κουραῖς κεφαλῶν ἐπικουρεῖν τοῖς
πατριώταις, σχοινοπλοκοῦσι κατὰ πολέμου ἀναγκαίως ἐκ τοιούτων τριχῶν·
οὐ γὰρ τρίχας αὗται, ἀλλὰ ψυχὰς προΐεντο. Ἰδὼν ἂν Σολομὼν αὐτὰς συγκατέ-
γραψε τῇ παρ' αὐτῷ ἀνδρικῇ γυναικί, προσαπορήσας εἰς ἣν προυβάλετο ζή-
τησιν. Καὶ ἦν εἰπεῖν τότε τοὺς ὁρῶντας τόν τε Δαυῒδ καὶ τοὺς ἀμφ' αὐτὸν
δαυϊτικοὺς (ἦσαν γάρ, ὅσοι ἐς ταὐτὸν ἐκείνῳ ἐνόουν, κακὰ φρονοῦντες,
ὁποῖα τὰ τῶν κοράκων κολάκων· οἵπερ ἐπαίνους κρώζοντες, ἐφ' οἷς ἐκεῖνος
ἀφραίνων ἦν, ἐφύσων εἰς μεγαλειότητα) ὡς αἱ μὲν γυναῖκες ἡμῖν ἄνδρες
ἐγένοντο, γυναῖκες δὲ οἱ ἄνδρες οἱ δαυϊδίζοντες.

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter beta, entry 601, line 2

βία πυρός· δύναμις n πυρός, ἢ ἀνάγκη


βιάτωρ· κυάθιον μικρόν, ἤγουν κοχλιάριον
βιᾶται· γυναῖκας βιάζεται
446

βιβάζει· ὀχεύει. gAS ἐπὶ τῶν θρεμμάτων. ὑβρίζει


βιβάς· βαίνων. ἕρπων. διαβαίνων (Η 213) AS
βίβασις· κοίτη. στιβάς AS
βιβάσθων· διαβαίνων (Ν 809) S
βιβλία· βυβλία. AS ἐπιστολαί
βιβῶντα· διαβαίνοντα (Γ 22) AS
βίδην· εἶδος. κροῦμα. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 57) [Βηρσαβεέ·
 μήτηρ Σολομῶντος. καὶ τόπος περὶ τὴν ὀρεινὴν τῆς Παλαι-
 στίνης]· “ὡς ἐπιψάλλειν βίδην τε καὶ ξυναυλίαν ...”
 ἄλλοι βίθυν
[βιζῆαι· κοῖται. στιβάδες S]
βίην Ἡρακληείην· περιφραστικῶς τὸν Ἡρακλέα (Ε 638 etc.) S
βίῃ· δυνάμει. AS [ἢ δύναμις] (Α 430)  
βίηφι· δυνάμει. βίᾳ (α 403) AS. [ὡς Πολέμων (p. 94 P.) ἐν
 Ἐρατοσθένους Ἐπιδημίᾳ]

Θεοδώρετος. Graecarum affectionum curatio Book 11, sec. 48, line 4

 Ὁποῖα μὲν οὖν τῶν φιλοσόφων τὰ δόγματα, καὶ ὡς οἱ μὲν


αὐτῶν τῇ γαστρὶ τὴν εὐδαιμονίαν ἐμέτρησαν, οἱ δὲ καὶ τελειοτέ-
ρων ἥψαντο λόγων, καὶ οἱ μὲν μέχρι τῶν τάφων ἐνόμισαν εἶναι
τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον, οἱ δὲ καὶ τὰς τῶν βεβιωμένων ὠνειροπό-
λησαν ἀντιδόσεις καὶ ὑπέδειξαν, ὡς ἐνῆν τῷ λόγῳ, τὰ φρίκης
γέμοντα κολαστήρια, οὐδὲ ταῦτα τῶν μύθων καταλελοιπότες
ἐλεύθερα, δι' ὧν εἰρήκαμεν, μεμαθήκατε. Ὥρα δὲ λοιπὸν ὑμᾶς
καὶ τὰ θεοπρεπῆ τῶν ἱερῶν εὐαγγελίων δόγματα θεωρῆσαι.
Ἀρχὴν τοίνυν τῶν ἀγαθῶν οὗτοί γε εἶναί φασι τὸν ἐπαινούμενον  
φόβον· «Ἀρχὴ γὰρ σοφίας φόβος Κυρίου», κατά γε τὸν Σολο-
μῶντα καὶ τὸν ἐκείνου πατέρα· τέλος δὲ τὸν τοῖς θείοις νόμοις
διακοσμούμενον βίον· «Μακάριοι» γάρ φησιν «οἱ ἄμωμοι ἐν
ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου· μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες
τὰ μαρτύρια αὐτοῦ· ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν αὐτόν.» Τοῦτο
δὲ κἀν τοῖς θείοις εὐαγγελίοις ὁ τῶν ὅλων Σωτὴρ ἐξεπαίδευσεν.
Μακαρίζει γὰρ οὐ τοὺς πλουτοῦντας καὶ τρυφῶντας καὶ κατὰ
ῥοῦν φερομένους, ἀλλὰ τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι καὶ τοὺς
πραεῖς καὶ τοὺς ἐλεήμονας καὶ τοὺς πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν
δικαιοσύνην καὶ τοὺς ὑπὲρ ἀγαθοῦ τινος κακῶς πάσχειν ἀνεχομέ-
νους, καὶ τοῖς ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα κατορθοῦσιν ὑπισχνεῖται τῶν
οὐρανῶν τὴν βασιλείαν.

Θεοδώρετος. Eranistes P. 82, line 1

στόματί μου, ὅτι εἶπας, εἰς τὸν αἰῶνα ἔλεος οἰκοδομηθήσεται· ἐν τοῖς
οὐρανοῖς ἑτοιμασθήσεται ἡ ἀλήθειά σου.” Διὰ δὲ τούτων πάντων ὁ
προφήτης διδάσκει καὶ τὴν διὰ φιλανθρωπίαν παρὰ τοῦ θεοῦ γεγενη-
μένην ἐπαγγελίαν καὶ τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀψευδές. Εἶτα λέγει τίνα τε
καὶ τίσιν ὑπέσχετο, αὐτὸν φθεγγόμενον ἐπιδεικνὺς τὸν θεόν. “Διεθέ-
μην, γάρ φησι, διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ἐκλεκτοὺς δὲ τοὺς
447

πατριάρχας ἐκάλεσεν. Ἔπειτα ἐπιφέρει· “Ὤμοσα Δαβὶδ τῷ δούλῳ


μου.” Λέγει δὲ καὶ περὶ τίνος ὤμοσεν· “Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω
τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον
σου.” Εἰπὲ τοίνυν τίνα σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὑπολαμβάνεις κεκλῆσθαι;  
 {ΕΡΑΝ.} Περὶ τοῦ Σολομῶντος ἡ ἐπαγγελία γεγένηται.
 {ΟΡΘ.} Οὐκοῦν καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχας περὶ τοῦ Σολομῶντος
ἐποιήσατο τὰς συνθήκας. Πρὸ γὰρ τῶν περὶ τοῦ Δαβὶδ εἰρημένων,
τῶν ὑποσχέσεων τῶν πρὸς ἐκείνους ἀνέμνησε. “Διεθέμην, γάρ φησι,
διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ὑπέσχετο δὲ τοῖς πατριάρχαις ἐν τῷ
σπέρματι αὐτῶν εὐλογήσειν πάντα τὰ ἔθνη. Δεῖξον τοίνυν εὐλογη-
μένα διὰ Σολομῶντος τὰ ἔθνη.
 {ΕΡΑΝ.} Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπαγγελίαν, οὐ διὰ τοῦ Σολομῶντος,
ἀλλὰ διὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν πεπλήρωκεν ὁ θεός;
 {ΟΡΘ.} Καὶ τοίνυν ταῖς πρὸς τὸν Δαβὶδ γεγενημέναις ἐπαγγελίαις
ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ πέρας ἐπέθηκεν.

Θεοδώρετος. Eranistes P. 82, line 2

οὐρανοῖς ἑτοιμασθήσεται ἡ ἀλήθειά σου.” Διὰ δὲ τούτων πάντων ὁ


προφήτης διδάσκει καὶ τὴν διὰ φιλανθρωπίαν παρὰ τοῦ θεοῦ γεγενη-
μένην ἐπαγγελίαν καὶ τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀψευδές. Εἶτα λέγει τίνα τε
καὶ τίσιν ὑπέσχετο, αὐτὸν φθεγγόμενον ἐπιδεικνὺς τὸν θεόν. “Διεθέ-
μην, γάρ φησι, διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ἐκλεκτοὺς δὲ τοὺς
πατριάρχας ἐκάλεσεν. Ἔπειτα ἐπιφέρει· “Ὤμοσα Δαβὶδ τῷ δούλῳ
μου.” Λέγει δὲ καὶ περὶ τίνος ὤμοσεν· “Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω
τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον
σου.” Εἰπὲ τοίνυν τίνα σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὑπολαμβάνεις κεκλῆσθαι;  
 {ΕΡΑΝ.} Περὶ τοῦ Σολομῶντος ἡ ἐπαγγελία γεγένηται.
 {ΟΡΘ.} Οὐκοῦν καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχας περὶ τοῦ Σολομῶντος
ἐποιήσατο τὰς συνθήκας. Πρὸ γὰρ τῶν περὶ τοῦ Δαβὶδ εἰρημένων,
τῶν ὑποσχέσεων τῶν πρὸς ἐκείνους ἀνέμνησε. “Διεθέμην, γάρ φησι,
διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ὑπέσχετο δὲ τοῖς πατριάρχαις ἐν τῷ
σπέρματι αὐτῶν εὐλογήσειν πάντα τὰ ἔθνη. Δεῖξον τοίνυν εὐλογη-
μένα διὰ Σολομῶντος τὰ ἔθνη.
 {ΕΡΑΝ.} Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπαγγελίαν, οὐ διὰ τοῦ Σολομῶντος,
ἀλλὰ διὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν πεπλήρωκεν ὁ θεός;
 {ΟΡΘ.} Καὶ τοίνυν ταῖς πρὸς τὸν Δαβὶδ γεγενημέναις ἐπαγγελίαις
ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ πέρας ἐπέθηκεν.

Θεοδώρετος. Eranistes P. 82, line 7

πατριάρχας ἐκάλεσεν. Ἔπειτα ἐπιφέρει· “Ὤμοσα Δαβὶδ τῷ δούλῳ


μου.” Λέγει δὲ καὶ περὶ τίνος ὤμοσεν· “Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω
τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον
σου.” Εἰπὲ τοίνυν τίνα σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὑπολαμβάνεις κεκλῆσθαι;  
 {ΕΡΑΝ.} Περὶ τοῦ Σολομῶντος ἡ ἐπαγγελία γεγένηται.
 {ΟΡΘ.} Οὐκοῦν καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχας περὶ τοῦ Σολομῶντος
ἐποιήσατο τὰς συνθήκας. Πρὸ γὰρ τῶν περὶ τοῦ Δαβὶδ εἰρημένων,
448

τῶν ὑποσχέσεων τῶν πρὸς ἐκείνους ἀνέμνησε. “Διεθέμην, γάρ φησι,


διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ὑπέσχετο δὲ τοῖς πατριάρχαις ἐν τῷ
σπέρματι αὐτῶν εὐλογήσειν πάντα τὰ ἔθνη. Δεῖξον τοίνυν εὐλογη-
μένα διὰ Σολομῶντος τὰ ἔθνη.
 {ΕΡΑΝ.} Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπαγγελίαν, οὐ διὰ τοῦ Σολομῶντος,
ἀλλὰ διὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν πεπλήρωκεν ὁ θεός;
 {ΟΡΘ.} Καὶ τοίνυν ταῖς πρὸς τὸν Δαβὶδ γεγενημέναις ἐπαγγελίαις
ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ πέρας ἐπέθηκεν.
 {ΕΡΑΝ.} Ἐγὼ ταύτας ἡγοῦμαι τὰς ὑποσχέσεις ἢ περὶ τοῦ Σολο-
μῶντος ἢ περὶ τοῦ Ζοροβάβελ τὸν θεὸν πεποιῆσθαι.
 {ΟΡΘ.} Πρὸ βραχέος τοῖς Μαρκίωνος καὶ Βαλεντίνου καὶ Μάνητος
ἐκέχρησο λόγοις· νῦν δὲ πρὸς τὴν ἐναντίαν ἐκ διαμέτρου συμμορίαν
μεταβέβηκας, καὶ τῇ τῶν Ἰουδαίων ἀναιδείᾳ συνηγορεῖς.

Θεοδώρετος. Eranistes P. 82, line 8

μου.” Λέγει δὲ καὶ περὶ τίνος ὤμοσεν· “Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω
τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον
σου.” Εἰπὲ τοίνυν τίνα σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὑπολαμβάνεις κεκλῆσθαι;  
 {ΕΡΑΝ.} Περὶ τοῦ Σολομῶντος ἡ ἐπαγγελία γεγένηται.
 {ΟΡΘ.} Οὐκοῦν καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχας περὶ τοῦ Σολομῶντος
ἐποιήσατο τὰς συνθήκας. Πρὸ γὰρ τῶν περὶ τοῦ Δαβὶδ εἰρημένων,
τῶν ὑποσχέσεων τῶν πρὸς ἐκείνους ἀνέμνησε. “Διεθέμην, γάρ φησι,
διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ὑπέσχετο δὲ τοῖς πατριάρχαις ἐν τῷ
σπέρματι αὐτῶν εὐλογήσειν πάντα τὰ ἔθνη. Δεῖξον τοίνυν εὐλογη-
μένα διὰ Σολομῶντος τὰ ἔθνη.
 {ΕΡΑΝ.} Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπαγγελίαν, οὐ διὰ τοῦ Σολομῶντος,
ἀλλὰ διὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν πεπλήρωκεν ὁ θεός;
 {ΟΡΘ.} Καὶ τοίνυν ταῖς πρὸς τὸν Δαβὶδ γεγενημέναις ἐπαγγελίαις
ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ πέρας ἐπέθηκεν.
 {ΕΡΑΝ.} Ἐγὼ ταύτας ἡγοῦμαι τὰς ὑποσχέσεις ἢ περὶ τοῦ Σολο-
μῶντος ἢ περὶ τοῦ Ζοροβάβελ τὸν θεὸν πεποιῆσθαι.
 {ΟΡΘ.} Πρὸ βραχέος τοῖς Μαρκίωνος καὶ Βαλεντίνου καὶ Μάνητος
ἐκέχρησο λόγοις· νῦν δὲ πρὸς τὴν ἐναντίαν ἐκ διαμέτρου συμμορίαν
μεταβέβηκας, καὶ τῇ τῶν Ἰουδαίων ἀναιδείᾳ συνηγορεῖς. Ἴδιον δὲ
τοῦτο τῶν τῆς εὐθείας ἐκτρεπομένων ὁδοῦ· τῇδε γὰρ κἀκεῖσε περι-
πλανῶνται ἀτριβῆ πορείαν ὁδεύοντες.

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 537, line 38
Κύριον ἡμῶν.» Καὶ πάλιν· «Οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιε-
ρέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν·
πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθ' ὁμοιότητα χω-
ρὶς ἁμαρτίας.» Καὶ τὸ «πάσας τὰς ἡμέρας,» οὐ
προσῆκεν ἀνθρώποις θνητοῖς ὀλίγον βιοτεύουσι χρό-
νον. Χριστοὺς δὲ αὐτοὺς κέκληκε τοὺς ἱεροὺς ἀπο-
στόλους, καὶ τοὺς τὴν ἐκείνων διαδεξαμένους δι-
δασκαλίαν. Οὐκοῦν ἡ πρόῤῥησις κυρίως μὲν ἁρμότ-
τει τῷ Σωτῆρι Χριστῷ· κατὰ δὲ ἱστορίαν τῷ Σα-
449

δοὺκ, ὃς ἐκ τοῦ Ἐλεάζαρ κατάγων τὸ γένος, τὴν ἀρχ-


ιερωσύνην διὰ τοῦ Σολομῶντος ἐδέξατο.

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 617, line 18

στολος καὶ τῶν πιστῶν τὸν σύλλογον οἶκον Θεοῦ


προσηγόρευσε. «Χριστὸς γὰρ, φησὶν, ὡς υἱὸς ἐπὶ
τὸν οἶκον αὐτοῦ, οὗ ὁ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς.» Ταῦτα
προηγόρευσεν ὁ προφήτης· «Καὶ ἀπαγγελεῖ σοι
Κύριος, ὅτι οἶκον οἰκοδομήσει ἑαυτῷ.» Περὶ δὲ τοῦ
χειροποιήτου νεὼ οὕτως ἔφη· «Καὶ ἔσται ὡς ἂν
πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου, καὶ κοιμηθῇς μετὰ
τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ
σέ· ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου· καὶ ἑτοιμάσω
τὴν βασιλείαν αὐτοῦ. Οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον
τῷ ὀνόματί μου.» Ταῦτα περὶ τοῦ Σολομῶντος
εἰπὼν ἀναμίγνυσι τῇ προῤῥήσει τὰ περὶ τοῦ Δεσπότου
Χριστοῦ· «Ἀνορθώσω γὰρ, ἔφη, τὸν θρόνον αὐτοῦ
ἕως εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πα-
τέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν.» Ὅτι δὲ ταῦτα
περὶ τοῦ Δεσπότου ἐῤῥέθη Χριστοῦ, μάρτυς ὁ θεῖος
Ἀπόστολος, οὕτως εἰπὼν ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους
Ἐπιστολῇ· «Τίνι γάρ ποτε τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ
εἶπεν, Υἱός μου εἶ σὺ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε;»
καὶ πάλιν, «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ
αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν;» Εἶτα διδάσκει πόσης

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 617, line 42

καθὼς ἀπέστησα ἀφ' ὧν ἀπέστησα.» Τὸ δὲ,


»Ἐν ἁφαῖς υἱῶν ἀνθρώπων,» ἀντὶ τοῦ, Ταῖς δι'
ἀνθρώπων παιδείαις, τέθεικεν· ἐπειδὴ διὰ χει-
ρῶν καὶ ἡ ἁφὴ, καὶ ἡ ἀνθρωπίνη σφαγή. Καὶ τὰ
ἑξῆς δὲ πάλιν ἥκιστα μὲν τοῖς τοῦ Ἰσραὴλ βασιλεῦσιν
ἁρμόττει· ἐπὶ δὲ μόνου τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ τὸ
ἀληθὲς αὐτῶν δείκνυται. «Πιστωθήσεται γὰρ,
φησὶν, ὁ οἶκος αὐτοῦ, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἕως
αἰῶνος ἐνώπιόν μου, καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται
ἀνωρθωμένος εἰς τὸν αἰῶνα.» Ὁ δὲ Σολομὼν οὐδὲ
τὸ μακρόβιον τῶν ἄλλων ἔσχεν ἀνθρώπων, οὐδὲ
εἰς τὸ τοῦ πατρὸς ἔφθασε γῆρας· καὶ τοὺς ἐκ τού-
του δὲ ἅπαντας κοινὸν διεδέξατο τέλος. Δυοῖν τοί-
νυν θάτερον ἀνάγκη· ἢ τῷ Δεσπότῃ ταῦτα ἁρμό-  
σαι Χριστῷ, ἢ ψευδῆ φάναι τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων τὴν
πρόῤῥησιν· ἀλλὰ τοῦτο δυσσεβὲς καὶ ἀνόσιον.
Ἀνάγκη τοίνυν, κἂν μὴ θέλωσιν Ἰουδαῖοι, τὸ ἕτε-
450

ρον δέξασθαι. Τούτων ἀκούσας ὁ βασιλεὺς, τὸν μεγα-


λόδωρον ὕμνησε Κύριον· καὶ πρῶτον ὡμολόγησε
τὴν οἰκείαν εὐτέλειαν· «Τίς εἰμι ἐγὼ, Κύριέ μου,

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 632, line 25

ΕΡΩΤ. ΚΗʹ. Τὸν Ἰωναδὰβ τοῦ Σαμαὰ τὸν υἱὸν τί δήποτε


φρόνιμον ὠνόμασε, τοιαύταις χρησάμενον συμ-βουλίαις;

 Καὶ τὸν ὄφιν οὕτως ὁ Μωσῆς φρονιμώτατον εἶπεν


εἶναι πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. Τοιγάρ-
τοι ἰστέον, ὡς οὐ πανταχῆ τὸ φρόνιμον ἐπὶ ἐπαίνου
τάττειν εἴωθεν ἡ θεία Γραφή. «Σοφοὶ γάρ εἰσιν,
φησὶ, τοῦ κακοποιῆσαι.»  – »Καὶ ἐξελέξατο, φη-
σὶν, ὁ Θεὸς τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου, ἵνα καταισχύνῃ
τοὺς σοφούς.» Καὶ ὁ Σολομὼν ἐσοφίσατο «ὑπὲρ
πάντας σοφοὺς Αἰγύπτου·» δυσσεβεῖς δὲ ἦσαν οἱ Αἰ-
γύπτου σοφοί. Ἐνταῦθα οὐ τὴν συμβουλὴν τοῦ Ἰω-
ναδὰβ ἐπῄνεσεν ἡ θεία Γραφὴ, ἀλλὰ τὰς ἐκείνου
φρένας, ὡς ἐπιτηδείως ἐσχηκυίας πρὸς τὸ συνορᾷν
τὸ πρακτέον. Ἀλλ' οὐκ ἐχρήσατο εἰς δέον τῇ φύ-
σει· ἀλλὰ τῇ τοῦ Ἀμνὼν ἀκολασίᾳ συνέπραξε, καὶ
τῆς τολμηθείσης παρανομίας μετέλαχεν· «Εἰ ἐθεώ-
ρεις γὰρ, φησὶ, κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ
μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις.» Τὸν δὲ χιτῶνα
τὸν ἀστραγαλωτὸν, ὁ μὲν Ἀκύλας καρπωτὸν ἡρμή

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 665, line 39

τοῦ εἰρήκαμεν τὴν διάνοιαν, καὶ ὅτι τὴν τῆς οἰκονο-


μίας σημαίνει μεταβολήν. Παραυτίκα τοίνυν ὁ βα-
σιλεὺς δραμὼν ᾔτησεν Ὀρνίαν τὸν Ἰεβου-
σαῖον ἀποδόσθαι τὴν ἅλω. Ἐκείνου δὲ προῖκα δώ-
σειν ὑποσχομένου καὶ τὴν ἅλω, καὶ τοὺς βοῦς, καὶ
τῶν ἀρότρων τὰ ξύλα, ἵνα ἐν ἐκείνῃ μὲν δομήσηται
τὸν βωμὸν, τούτους δὲ ἱερεύσῃ, τοῖς δὲ ξύλοις προς-
ενέγκῃ τὸ πῦρ, δίκαιον εἶπεν ὁ βασιλεὺς, μὴ ἐξ
ἀλλοτρίων τῷ Θεῷ δῶρα προσφέρειν, ἀλλ' ἐξ οἰ-
κείων. Ταῦτα παρ' αὐτοῦ μεμαθηκὼς ὁ υἱὸς αὐτοῦ
Σολομὼν, παραινεῖ λέγων, «Τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ
σῶν δικαίων πόνων, καὶ ἀπάρχου αὐτῷ ἀπὸ σῶν καρ-
πῶν δικαιοσύνης.» Ταῦτα πληρῶν ὁ βασιλεὺς,
451

πριάμενος τὸν βωμὸν ᾠκοδόμησε, καὶ τὴν θυσίαν


προσήνεγκε, καὶ τὸν Θεὸν ἱλεώσατο. Ἰστέον δὲ ὡς
ἐν ἐκείνῳ τῷ χωρίῳ τὸν νεὼν ᾠκοδόμησεν ὁ σοφὸς
Σολομών. Τοῦτο γὰρ καὶ ἡ ἱστορία διδάσκει· «Προς-
έθηκε γὰρ, φησὶν, ὁ Σολομὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον  
ἐπ' ἐσχάτων, ὅτι μικρὸν ἦν ἐν πρώτοις·» μετὰ ταῦτα τὰ κατὰ Ὀρνίαν, ἢ Ἀδωνίαν
(διώνυμος γὰρ ἦν), ὁ ἱστοριογράφος συνέγραψεν· ὅπως μὲν ἐμελέτησε τυραννίδα·
ὅπως δὲ συμπόσιον
λαμπρὸν ἐπετέλεσε, πρωτοκλίτους ἔχων τοῦ συμποσίου τὸν στρατηγὸν Ἰωὰβ, καὶ
Ἀβιάθαρ τὸν ἱε

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 676, line 20

γεγενημένων σοφῶν ἀορίστως ἐμνήσθη· καὶ τοὺς


Αἰγυπτίους προστέθεικεν, ὡς δοκοῦντας παρὰ
πάντας εἶναι σοφούς. Καὶ γὰρ, ὡς Ἕλληνες
ἱστοροῦσι, καὶ Φερεκύδης ὁ Σύρος, καὶ Πυθαγόρας
ὁ Σάμιος, καὶ Ἀναξαγόρας ὁ Κλαζομένιος, καὶ
Πλάτων ὁ Ἀθηναῖος, πρὸς τούτους ἐξεδήμησαν, καὶ
θεολογίαν καὶ φυσιολογίαν ἀκριβεστέραν μαθήσε-
σθαι παρὰ τούτων ἐλπίσαντες. Καὶ ἡ θεία δὲ Γραφὴ
τὰ κατὰ τὸν Μωσῆν ἱστοροῦσα τὸν νομοθέτην ἔφη,
ὅτι ἐπαιδεύθη ἐν πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων. Τού-
τους, φησὶν, ἅπαντας ὁ Σολομὼν ἀπέκρυψεν, ἅτε δὴ
θεόθεν τῆς σοφίας τὸ δῶρον δεξάμενος· τῷ δὲ τῆς
σοφίας ἐπαίνῳ συνῆψε κατηγορίαν. Τὸν γὰρ περὶ τοῦ
γάμου κείμενον ἄντικρυς νόμον παρέβη, ὃς ταῖς
ἀλλοφύλοις ἐκώλυε συνάπτεσθαι γυναιξίν. Αὐτὸς
γὰρ πρῶτος ἔλαβε γυναῖκα τοῦ Φαραὼ τὴν θυγατέρα.

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 676, line 36

ΕΡΩΤ. ΙΑʹ. Τί ἐστι, «Καὶ Ἀχικὰμ υἱὸς Θαρὰκ ἐπὶ τὰς ἄρσεις;»

 Ἄρχων ἦν τῶν μετακομιζόντων τοὺς λίθους καὶ


τὰ ξύλα. Τούτους δὲ τῶν Παραλειπομένων ἡ βί-
βλος νωτοφόρους ἐκάλεσεν· ὠμοφόρους δὲ αὐτοὺς
οἱ νῦν ὀνομάζουσιν. Ἡ μέντοι ἱστορία δηλοῖ, ὡς
πέρας ἔλαβεν ἡ τοῦ Θεοῦ ὑπόσχεσις. Ἐπηγγείλατο
γὰρ δώσειν τῷ Ἰσραὴλ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Αἰγύπτου,
ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου Εὐφράτου. «Ἦν
γὰρ, φησὶν, ἄρχων ὁ Σολομὼν ἐπὶ πᾶσι τοῖς βασιλεῦ-
σιν ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, καὶ ἕως γῆς ἀλλοφύλων, καὶ
ἕως ὁρίων Αἰγύπτου.»
452

ΕΡΩΤ. ΙΒʹ.
Πῶς νοητέον, «Καὶ ὁ λαὸς ἦν θυμιῶντες καὶ
θύοντες ἐν τοῖς ὑψηλοτάτοις;»

 Οὐκ εἰδωλολατρείαν αὐτῶν ἐνταῦθα κατηγορεῖ,


ἀλλ' ὅτι παρὰ τὸν νόμον ἐν τοῖς ὑψηλοτάτοις χωρίοις
τῷ Θεῷ θυσίας προσέφερον. Ὁ γὰρ νόμος ἐν ἑνὶ
τόπῳ λατρεύειν προσέταξεν. Συγγνώμης δὲ ὅμως
ἀπήλαυον, ἐπειδήπερ οὐδέπω ὁ θεῖος ναὸς ἐδεδόμητο.

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 716, line 39

Ἰούδα.» Ἰεζεκιὴλ δὲ ὁ προφήτης, οὐ τὴν Σαμά-


ρειαν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ Σόδομα τῆς Ἱερουσαλὴμ
ἐκάλεσεν ἀδελφήν. Ἀποστάντες τῆς εὐσεβείας τῆς
θείας ἐγυμνώθησαν προμηθείας. Σουσακεὶμ γὰρ τῶν
Αἰγυπτίων ὁ βασιλεὺς πολλὰς μὲν τῶν Ἰουδαίων
εἷλε πόλεις, ὡς ἡ τῶν Παραλειπομένων ἐδίδαξε βί-
βλος· ἐπέβη δὲ καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ, καὶ οὐ μόνον
τοὺς βασιλικοὺς, ἀλλὰ καὶ τοὺς θείους ἐσύλησε
θησαυρούς. Ἔλαβε δὲ καὶ τὰ ὅπλα τὰ χρυσᾶ, καὶ ἃ Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τῶν Σύρων
εἰλήφει, καὶ ἃ ὁ
Σολομὼν ἐπεποιήκει.

ΕΡΩΤ. Μϛʹ. Τί ἐστιν· «Ἀπηρείδοντο αὐτὰ εἰς τὸ Θεκουὲ τῶν παρατρεχόντων·

 Ἐν μὲν τῇ τῶν Ἑβραικῶν ὀνομάτων ἑρμηνείᾳ


τὸ Θεκουὲ, κρουσμὸς καὶ σαλπισμὸς κείμενον
εὗρον. Ἡ δὲ τῶν Παραλειπομένων βίβλος οὕτω ταῦτα
διδάσκει· «Καὶ ἐποίησε Ῥοβοὰμ ὁ βασιλεὺς ἀντ'  
αὐτῶν θυρεοὺς χαλκοῦς, καὶ κατέστησεν ἐπὶ χεῖρας
ἀρχόντων τῶν παρατρεχόντων, τῶν φυλασσόντων
τὰς θύρας τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως. Καὶ ἐγένετο ἀπὸ

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 724, line 7

Ἰούδα;»

 Καὶ ἐντεῦθεν δῆλον, ὡς ἅπαντα συνεγράφη τὰ


τηνικαῦτα γενόμενα· καὶ ἐξ ἐκείνων τῶν βιβλίων,
453

τὰς μὲν οὗτος ὁ συγγραφεὺς, τὰς δὲ οἱ τὰς Παραλει-  


πομένας συγγεγραφότες, ἔλαβον τῆς ἱστορίας τὰς
ἀφορμάς.

ΕΡΩΤ. Νʹ.
Τίνα δὲ λέγει τὸν Βαάλ;

 Ὡς Ἰώσηπος ἔφη, Τυρίων ἦν οὗτος θεός·


ἡ δὲ Ἀστάρτη Σιδωνίων. Τοῦτο γὰρ καὶ ἐν τοῖς πρός-
θεν ἐδίδαξε τὰ περὶ τοῦ Σολομῶντος συγγρά-
φων, ὅτι τέμενος ᾠκοδόμησε τῇ Ἀστάρτῃ βδε-
λύγματι Σιδωνίων. Ταύτῃ καὶ τὰ ἄλση φυτεύοντες
ἀνετίθεσαν· Ἀστάρτη δέ ἐστιν ἡ παρ' Ἕλλησιν
Ἀφροδίτη προσαγορευομένη.

ΕΡΩΤ. ΝΑʹ.
Οὐ δοκεῖ τολμηρὸν εἶναι τὸ περὶ τοῦ Ἠλιοῦ
ῥηθὲν, «Εἰ ἔσται τὰ ἔτη ταῦτα δρόσος ἢ
ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς, εἰ μὴ διὰ στόματός μου;»

 Τολμηρόν ἐστι τὸ κατὰ τῶν πνευματικῶν ἀνδρῶν


τοιούτους εἰσδέχεσθαι λογισμούς. Προφήτης γὰρ ἦν,

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1892, line 8

ἀλλὰ τοὺς τῶν δακρύων εἰδότες καρπούς. Οἱ γὰρ


μετὰ τούτων τὰ σπέρματα καταβάλλοντες, δαψιλῆ
τὸν ἀμητὸν ὁρῶντες εὐφραίνονται.  
 ϛʹ. «Πορευόμενοι ἐπορεύοντο, καὶ ἔκλαιον, βάλ-
λοντες τὰ σπέρματα αὑτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν
ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὑτῶν.» Δια-
φόρως τὴν αὐτὴν διάνοιαν εἴρηκε, τῇ ποικιλίᾳ
τῆς διδασκαλίας πλείονα τὴν ὠφέλειαν πραγματευό-
μενος.

ΕΡΜΗΝ. ΤΟΥ ΡΚϛʹ ΨΑΛΜΟΥ.

 αʹ. «ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν τοῦ Σολομών.» Πά-


λαι μὲν τὸν θεῖον νεὼν Σολομὼν ᾠκοδόμησε, κα-
ταλυθέντα δὲ ὑπὸ Βαβυλωνίων Ζοροβάβελ ἀν-
έστησε. Τοῦτον οἶμαι Σολομῶντα ὀνομάζεσθαι, καὶ
ὡς ἐκ Σολομῶντος τὸ γένος κατάγοντα, καὶ ὡς Σο-
λομῶντος ἀνανεούμενον ἔργον. Οὐδὲ γὰρ τῇ Σολο-
μῶντος οἰκοδομίᾳ ὁ προφητικὸς ἁρμόττει λόγος,
ἀλλὰ τῇ μετὰ τὴν ἐπάνοδον ὑπὸ τοῦ Ζοροβάβελ γε-
γενημένῃ. Τηνικαῦτα μὲν αὐτοὶ οἰκοδομεῖν ἐπει-
454

ρῶντο, διεκώλυον δὲ οἱ γειτονεύοντες, καὶ αὐτοὶ


συνεχῶς πολεμοῦντες, καὶ τὴν Περσῶν κατ' αὐ

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1892, line 9

μετὰ τούτων τὰ σπέρματα καταβάλλοντες, δαψιλῆ


τὸν ἀμητὸν ὁρῶντες εὐφραίνονται.  
 ϛʹ. «Πορευόμενοι ἐπορεύοντο, καὶ ἔκλαιον, βάλ-
λοντες τὰ σπέρματα αὑτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν
ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὑτῶν.» Δια-
φόρως τὴν αὐτὴν διάνοιαν εἴρηκε, τῇ ποικιλίᾳ
τῆς διδασκαλίας πλείονα τὴν ὠφέλειαν πραγματευό-
μενος.

ΕΡΜΗΝ. ΤΟΥ ΡΚϛʹ ΨΑΛΜΟΥ.

 αʹ. «ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν τοῦ Σολομών.» Πά-


λαι μὲν τὸν θεῖον νεὼν Σολομὼν ᾠκοδόμησε, κα-
ταλυθέντα δὲ ὑπὸ Βαβυλωνίων Ζοροβάβελ ἀν-
έστησε. Τοῦτον οἶμαι Σολομῶντα ὀνομάζεσθαι, καὶ
ὡς ἐκ Σολομῶντος τὸ γένος κατάγοντα, καὶ ὡς Σο-
λομῶντος ἀνανεούμενον ἔργον. Οὐδὲ γὰρ τῇ Σολο-
μῶντος οἰκοδομίᾳ ὁ προφητικὸς ἁρμόττει λόγος,
ἀλλὰ τῇ μετὰ τὴν ἐπάνοδον ὑπὸ τοῦ Ζοροβάβελ γε-
γενημένῃ. Τηνικαῦτα μὲν αὐτοὶ οἰκοδομεῖν ἐπει-
ρῶντο, διεκώλυον δὲ οἱ γειτονεύοντες, καὶ αὐτοὶ
συνεχῶς πολεμοῦντες, καὶ τὴν Περσῶν κατ'

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1892, line 11

 ϛʹ. «Πορευόμενοι ἐπορεύοντο, καὶ ἔκλαιον, βάλ-


λοντες τὰ σπέρματα αὑτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν
ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὑτῶν.» Δια-
φόρως τὴν αὐτὴν διάνοιαν εἴρηκε, τῇ ποικιλίᾳ
τῆς διδασκαλίας πλείονα τὴν ὠφέλειαν πραγματευό-
μενος.

ΕΡΜΗΝ. ΤΟΥ ΡΚϛʹ ΨΑΛΜΟΥ.

 αʹ. «ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν τοῦ Σολομών.» Πά-


λαι μὲν τὸν θεῖον νεὼν Σολομὼν ᾠκοδόμησε, κα-
ταλυθέντα δὲ ὑπὸ Βαβυλωνίων Ζοροβάβελ ἀν-
έστησε. Τοῦτον οἶμαι Σολομῶντα ὀνομάζεσθαι, καὶ
ὡς ἐκ Σολομῶντος τὸ γένος κατάγοντα, καὶ ὡς Σο-
455

λομῶντος ἀνανεούμενον ἔργον. Οὐδὲ γὰρ τῇ Σολο-


μῶντος οἰκοδομίᾳ ὁ προφητικὸς ἁρμόττει λόγος,
ἀλλὰ τῇ μετὰ τὴν ἐπάνοδον ὑπὸ τοῦ Ζοροβάβελ γε-
γενημένῃ. Τηνικαῦτα μὲν αὐτοὶ οἰκοδομεῖν ἐπει-
ρῶντο, διεκώλυον δὲ οἱ γειτονεύοντες, καὶ αὐτοὶ
συνεχῶς πολεμοῦντες, καὶ τὴν Περσῶν κατ' αὐ-
τῶν ἐρεθίζοντες βασιλείαν. Καὶ ταῦτα ἡ τοῦ
Ἔσδρα σαφέστερον διδάσκει γραφή· οἱ περὶ τὸν Ζο

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1892, line 12

λοντες τὰ σπέρματα αὑτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν


ἐν ἀγαλλιάσει, αἴροντες τὰ δράγματα αὑτῶν.» Δια-
φόρως τὴν αὐτὴν διάνοιαν εἴρηκε, τῇ ποικιλίᾳ
τῆς διδασκαλίας πλείονα τὴν ὠφέλειαν πραγματευό-
μενος.

ΕΡΜΗΝ. ΤΟΥ ΡΚϛʹ ΨΑΛΜΟΥ.

 αʹ. «ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν τοῦ Σολομών.» Πά-


λαι μὲν τὸν θεῖον νεὼν Σολομὼν ᾠκοδόμησε, κα-
ταλυθέντα δὲ ὑπὸ Βαβυλωνίων Ζοροβάβελ ἀν-
έστησε. Τοῦτον οἶμαι Σολομῶντα ὀνομάζεσθαι, καὶ
ὡς ἐκ Σολομῶντος τὸ γένος κατάγοντα, καὶ ὡς Σο-
λομῶντος ἀνανεούμενον ἔργον. Οὐδὲ γὰρ τῇ Σολο-
μῶντος οἰκοδομίᾳ ὁ προφητικὸς ἁρμόττει λόγος,
ἀλλὰ τῇ μετὰ τὴν ἐπάνοδον ὑπὸ τοῦ Ζοροβάβελ γε-
γενημένῃ. Τηνικαῦτα μὲν αὐτοὶ οἰκοδομεῖν ἐπει-
ρῶντο, διεκώλυον δὲ οἱ γειτονεύοντες, καὶ αὐτοὶ
συνεχῶς πολεμοῦντες, καὶ τὴν Περσῶν κατ' αὐ-
τῶν ἐρεθίζοντες βασιλείαν. Καὶ ταῦτα ἡ τοῦ
Ἔσδρα σαφέστερον διδάσκει γραφή· οἱ περὶ τὸν Ζο-
ροβάβελ τοίνυν, καὶ Ἰησοῦν τὸν τοῦ Σαλαθιὴλ, καὶ

Θεοδώρετος. Explanatio in Canticum canticorum Vol. 81, p. 209, line 43

τοῖς τηροῦσιν· ἀνὴρ οἴσει ἐν καρπῷ αὐτοῦ χι-


λίους ἀργυρίους. Ὁ μὲν Σύμμαχος τὸ, «ἐν Βελεα-
μὼν,» ἐν κατοχῆ λαοῦ τέθεικεν· ὁ δὲ Ἀκύλας, ἐν
ἔχοντι πλήθει. Τοῦτον μὲν οὖν τὸν ἀμπελῶνα
πάλαι ὁ Θεὸς τῷ Ἰσραὴλ ἐνεπίστευσεν. Ἐπειδὴ δὲ
οὐ μόνον τοὺς ἀποσταλέντας δούλους εἰς ἀπαίτησιν
τῶν καρπῶν κατέλευσέ τε καὶ ἀπέκτεινεν, ἀλλὰ καὶ
αὐτὸν τὸν κληρονόμον ἐσταύρωσεν, ἀφῃρέθη μὲν κατὰ
τὴν δεσποτικὴν φωνὴν ἀπ' ἐκείνων ὁ ἀμπελὼν, ἐδόθη
456

δὲ ἔθνει ποιοῦντι τὸν καρπὸν αὐτοῦ. Διὰ τοῦτό φησιν


ἡ νύμφη, ὅτι «τῷ Σολομῶντι,» τουτέστι τῷ εἰρηνικῷ,
»ἀμπελὼν ἐγενήθη ἐν Βελεαμὼν,» τουτέστιν ἐν κατ-
οχῇ λαοῦ, ἢ ἐν ἔχοντι πλήθει, καὶ «τοῦτον ἐξέδωκε
τοῖς τηροῦσιν.» Ἀμπελῶνα δὲ καλεῖ τοὺς τῇ εὐσε-
βείᾳ προσεληλυθότας ἀνθρώπους· τοὺς δὲ τηροῦντας
καὶ γεωργοῦντας καὶ φυλάττοντας, τοὺς τῇ ἱερωσύνῃ
τετιμημένους, καὶ τὴν ἀπὸ τῆς πνευματικῆς διδα-
σκαλίας ἀρδείαν ὁμοῦ καὶ φυλακὴν προσφέρειν προς-
τεταγμένους. Λέγει δὲ, ὅτι «Ὁ ἀνὴρ οἴσει ἐν καρπῷ
αὐτοῦ χιλίους ἀργυρίους·» σημαίνει δὲ ὁ ἀριθμὸς  
τῆς δεξιᾶς χειρὸς τὴν μονάδα· δηλοῖ δὲ τοῦτο τὴν

Θεοδώρετος. Explanatio in Canticum canticorum Vol. 81, p. 212, line 7

τετιμημένους, καὶ τὴν ἀπὸ τῆς πνευματικῆς διδα-


σκαλίας ἀρδείαν ὁμοῦ καὶ φυλακὴν προσφέρειν προς-
τεταγμένους. Λέγει δὲ, ὅτι «Ὁ ἀνὴρ οἴσει ἐν καρπῷ
αὐτοῦ χιλίους ἀργυρίους·» σημαίνει δὲ ὁ ἀριθμὸς  
τῆς δεξιᾶς χειρὸς τὴν μονάδα· δηλοῖ δὲ τοῦτο τὴν
τοῦ καρποφοροῦντος σωτηρίαν· οὐδένα γὰρ ἄλλον ὁ
τὸν ἀμπελῶνα φυτεύσας παρὰ τούτου λαμβάνει καρ-
πὸν, ἢ τὴν αὐτοῦ τοῦ φυτευθέντος καὶ καρποφοροῦν-
τος σωτηρίαν. Διό φησι ταῦτα λέγουσα ἡ νύμφη·
 ιβʹ. Ἀμπελών μου ἐμὸς ἐνώπιόν μου, οἱ χίλιοι
τῷ Σολομών. Ὃ δὲ λέγει τοιοῦτόν ἐστι (χρὴ γὰρ
ἀσαφὲς ὂν σαφὲς εἰς δύναμιν καταστῆσαι)· Καὶ ὁ
ἀμπελὼν, φησὶν, ἐμὸς, καὶ ὁ καρπὸς ἐμός. Οἱ γὰρ
νομιζόμενοι παρέχεσθαι τῷ εἰρηνικῷ μου νυμφίῳ,
τουτέστι τῷ Σολομῶντι, χίλιοι ἀργυρίου ἐνώπιόν μού
εἰσιν· ἀποδώσει μοι γὰρ αὐτοὺς πάλιν. Καὶ νῦν μὲν
γὰρ ἀπαιτεῖ καρπὸν, τὴν ἐμὴν ποθῶν σωτηρίαν, καὶ
σωζομένην με θέλει ἰδεῖν. «Ἀμπελών μου ἐμὸς
ἐνώπιόν μου, οἱ χίλιοι Σολομὼν, καὶ οἱ διακόσιοι τοῖς
τηροῦσι τὸν καρπὸν αὐτοῦ.» Λαμβάνουσι μισθὸν
τοῦ ἀμπελῶνος οἱ φύλακες, καὶ μισθὸν ὡρισμένον.

Θεοδώρετος. Explanatio in Canticum canticorum Vol. 81, p. 212, line 11

τῆς δεξιᾶς χειρὸς τὴν μονάδα· δηλοῖ δὲ τοῦτο τὴν


τοῦ καρποφοροῦντος σωτηρίαν· οὐδένα γὰρ ἄλλον ὁ
τὸν ἀμπελῶνα φυτεύσας παρὰ τούτου λαμβάνει καρ-
πὸν, ἢ τὴν αὐτοῦ τοῦ φυτευθέντος καὶ καρποφοροῦν-
τος σωτηρίαν. Διό φησι ταῦτα λέγουσα ἡ νύμφη·
 ιβʹ. Ἀμπελών μου ἐμὸς ἐνώπιόν μου, οἱ χίλιοι
τῷ Σολομών. Ὃ δὲ λέγει τοιοῦτόν ἐστι (χρὴ γὰρ
457

ἀσαφὲς ὂν σαφὲς εἰς δύναμιν καταστῆσαι)· Καὶ ὁ


ἀμπελὼν, φησὶν, ἐμὸς, καὶ ὁ καρπὸς ἐμός. Οἱ γὰρ
νομιζόμενοι παρέχεσθαι τῷ εἰρηνικῷ μου νυμφίῳ,
τουτέστι τῷ Σολομῶντι, χίλιοι ἀργυρίου ἐνώπιόν μού
εἰσιν· ἀποδώσει μοι γὰρ αὐτοὺς πάλιν. Καὶ νῦν μὲν
γὰρ ἀπαιτεῖ καρπὸν, τὴν ἐμὴν ποθῶν σωτηρίαν, καὶ
σωζομένην με θέλει ἰδεῖν. «Ἀμπελών μου ἐμὸς
ἐνώπιόν μου, οἱ χίλιοι Σολομὼν, καὶ οἱ διακόσιοι τοῖς
τηροῦσι τὸν καρπὸν αὐτοῦ.» Λαμβάνουσι μισθὸν
τοῦ ἀμπελῶνος οἱ φύλακες, καὶ μισθὸν ὡρισμένον.
Καὶ ἐπειδὴ τὰς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀμπελῶνος φυ-
λάττουσι, ὄψιν, καὶ γεῦσιν, καὶ ὄσφρησιν, καὶ ἀκοὴν,
καὶ ἁφὴν, ἀναγκαίως τοὺς διακοσίους κομίζονται,
οἵπερ εἰσὶ τῶν χιλίων τὸ πέμπτον·

Θεοδώρετος. Explanatio in Canticum canticorum Vol. 81, p. 212, line 15

τος σωτηρίαν. Διό φησι ταῦτα λέγουσα ἡ νύμφη·


 ιβʹ. Ἀμπελών μου ἐμὸς ἐνώπιόν μου, οἱ χίλιοι
τῷ Σολομών. Ὃ δὲ λέγει τοιοῦτόν ἐστι (χρὴ γὰρ
ἀσαφὲς ὂν σαφὲς εἰς δύναμιν καταστῆσαι)· Καὶ ὁ
ἀμπελὼν, φησὶν, ἐμὸς, καὶ ὁ καρπὸς ἐμός. Οἱ γὰρ
νομιζόμενοι παρέχεσθαι τῷ εἰρηνικῷ μου νυμφίῳ,
τουτέστι τῷ Σολομῶντι, χίλιοι ἀργυρίου ἐνώπιόν μού
εἰσιν· ἀποδώσει μοι γὰρ αὐτοὺς πάλιν. Καὶ νῦν μὲν
γὰρ ἀπαιτεῖ καρπὸν, τὴν ἐμὴν ποθῶν σωτηρίαν, καὶ
σωζομένην με θέλει ἰδεῖν. «Ἀμπελών μου ἐμὸς
ἐνώπιόν μου, οἱ χίλιοι Σολομὼν, καὶ οἱ διακόσιοι τοῖς
τηροῦσι τὸν καρπὸν αὐτοῦ.» Λαμβάνουσι μισθὸν
τοῦ ἀμπελῶνος οἱ φύλακες, καὶ μισθὸν ὡρισμένον.
Καὶ ἐπειδὴ τὰς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀμπελῶνος φυ-
λάττουσι, ὄψιν, καὶ γεῦσιν, καὶ ὄσφρησιν, καὶ ἀκοὴν,
καὶ ἁφὴν, ἀναγκαίως τοὺς διακοσίους κομίζονται,
οἵπερ εἰσὶ τῶν χιλίων τὸ πέμπτον· ἄξιοι γὰρ οἱ τὸν
θεῖον ἀμπελῶνα φυλάττοντες, τῶν παρὰ τοῦ φυτουρ-
γοῦ τυχεῖν ἀμοιβῶν· διὸ οὐ μόνον ὁ νυμφίος, ἀλλὰ
καὶ αὕτη ἡ νύμφη, τούτοις δώσει τὰς ἀντιδόσεις.
Καὶ ὁ μακάριος Παῦλός φησιν·

Θεοδώρετος. Interpretatio in Jeremiam Vol. 81, p. 613, line 14

ΚΕΦΑΛ. Κʹ.

 αʹ. Τοῦτον δὲ τὸν λόγον ὁ Πασχὼρ ἀκούσας,


ἀρχιερεὺς δὲ οὗτος ἐτύγχανεν ὢν, οὐ μόνον ᾐκίσατο
458

τὸν προφήτην, ἀλλὰ καὶ καθεῖρξεν.


 βʹ. Ἐπάταξε γὰρ, φησὶ, Πασχὼρ τὸν προφήτην
Ἱερεμίαν, καὶ ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸν καταρά-
κτην. Ὑπόγειον δέ τινα τόπον λέγει· πολλὰ δὲ
τοιαῦτα εἶχεν οἰκήματα ὁ ὑπὸ Σολομῶντος οἰκοδο-
μηθεὶς νεώς. Ἐξαγαγὼν δὲ αὐτὸν τῇ ὑστέρᾳ,
ἤκουσεν αὐτοῦ πάλιν λέγοντος· «Οὐχὶ Πασχὼρ
Κύριος ἐκάλεσε τὸ ὄνομά σου, ἀλλ' ἢ μέτοικον
κυκλόθεν.» Οὐ μόνον δὲ αὐτὸν, ἀλλὰ καὶ τοὺς
φίλους αὐτοῦ δορυαλώτους γενήσεσθαι λέγει, καὶ
μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν ἀναιρεθήσεσθαι. Καὶ μέντοι
καὶ πάντα τὸν λαὸν τῷ Ναβουχοδονόσορ ἀπειλεῖ
παραδώσειν. Ταῦτα τοίνυν διὰ πλειόνων εἰρηκὼς ὁ
προφήτης, δυσχεραίνει τὰς κατ' αὐτοῦ συνεχῶς γι-
γνομένας ἐπαναστάσεις,

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 3, line 27

“εἰς αὐτὰς ἐκολλήθη Σολομῶν τοῦ ἀγαπῆσαι· καὶ ἦσαν


“αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι ἑπτακόσιαι καὶ παλλακαὶ τρια-
“κόσιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομῶν καὶ
“ἐξέκλιναν αἱ γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ
“ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία
“μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαυεὶδ τοῦ
“πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρ-
“της βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ Βάαλ εἰδώλου
“υἱῶν Ἀμών. καὶ ἐποίησε Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
“Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου, ὡς Δαυεὶδ ὁ
“πατὴρ αὐτοῦ. τότε ᾠκοδόμησε Σολομῶν ὑψηλὸν τῷ
“Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ, καὶ τῷ Βάαλ εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμὼν,
“καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων. καὶ οὕτως
“ἐποίησε πάσαις ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ ταῖς ἀλλοτρίαις, αἳ
“ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ὀργίσθη
“θυμῷ Κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ  
“ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς, καὶ
“ἐντειλαμένου αὐτῷ ὑπὲρ τοῦ λόγου τούτου, τὸ παράπαν
“μὴ πορευθῆναι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ φυλάξαι καὶ
“ποιῆσαι ἃ ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός.”
 Ἁπάσης μὲν οὖν ἐπέκεινα δυσσεβείας τὰ τοῦ Σολομῶντος

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 4, line 24

ρᾶτο, λοιπὸν ἔφη πρὸς αὐτὸν ὁ τῶν ὅλων Θεός “Ἀνθ' ὧν


“ἐγένετο ταῦτα μετὰ σοῦ, καὶ οὐκ ἐφύλαξας τὰς ἐντολάς
“μου καὶ τὰ προστάγματά μου ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαῤῥής-
“σων διαῤῥήξω τὴν βασιλείαν ἐκ χειρός σου καὶ δώσω
“αὐτὴν τῷ δούλῳ σου. πλὴν ἐν ταῖς ἡμέραις σου οὐ ποιήσω
459

“αὐτὰ, διὰ Δαυεὶδ τὸν πατέρα σου· ἐκ χειρὸς υἱοῦ σου


“λήψομαι αὐτήν. πλὴν ὅλην τὴν βασιλείαν οὐ μὴ λάβω·
“σκῆπτρον ἓν δώσω τῷ υἱῷ σου, διὰ Δαυεὶδ τὸν δοῦλόν
“μου, καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν ἣν ἐξελεξάμην.”
Ἐπειδὴ γὰρ, ὡς ἔφην, τῆς εἰς γυναῖκας ἐπιθυμίας ἡττώμενος,
καίτοι σοφὸς ὢν ἄγαν ὁ Σολομῶν, μονονουχὶ καὶ ὅσον
ἧκεν εἰπεῖν εἰς ἐγχειρημάτων δύναμιν τὴν τοῦ Θεοῦ βασι-
λείαν διέῤῥηξεν, εἰδώλοις ἀνάπτων τὴν αὐτῷ καὶ μόνῳ πρε-
πωδεστάτην τιμήν τε καὶ δόξαν, ταύτῃ τοι, καὶ μάλα εἰκότως,
διαῤῥηγνύναι Θεὸς ἐπηπείλει τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, τοῖς ἴσοις
ἀντιλυπῶν, κατὰ τὸ ἐν τῷ προφήτῃ γεγραμμένον Ἰεζεκιήλ  
“Καθὼς ἐποίησας, οὕτως ἔσται σοι· τὸ ἀνταπόδομά σου
“ἀνταποδοθήσεται εἰς κεφαλήν σου.”
 Ἐπειδὴ δὲ ἀπεβίω Σολομῶν, κέκληται πρὸς βασιλείαν ὁ
ἐξ αὐτοῦ, τουτέστιν, ὁ Ῥοβοάμ. τότε δὴ τότε κατασχίζεται
λοιπὸν ὁ Ἰσραὴλ, καὶ ἀποφοιτῶσι μὲν τῶν Ἱεροσολύμων αἱ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 5, line 3

“μου, καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν ἣν ἐξελεξάμην.”


Ἐπειδὴ γὰρ, ὡς ἔφην, τῆς εἰς γυναῖκας ἐπιθυμίας ἡττώμενος,
καίτοι σοφὸς ὢν ἄγαν ὁ Σολομῶν, μονονουχὶ καὶ ὅσον
ἧκεν εἰπεῖν εἰς ἐγχειρημάτων δύναμιν τὴν τοῦ Θεοῦ βασι-
λείαν διέῤῥηξεν, εἰδώλοις ἀνάπτων τὴν αὐτῷ καὶ μόνῳ πρε-
πωδεστάτην τιμήν τε καὶ δόξαν, ταύτῃ τοι, καὶ μάλα εἰκότως,
διαῤῥηγνύναι Θεὸς ἐπηπείλει τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, τοῖς ἴσοις
ἀντιλυπῶν, κατὰ τὸ ἐν τῷ προφήτῃ γεγραμμένον Ἰεζεκιήλ  
“Καθὼς ἐποίησας, οὕτως ἔσται σοι· τὸ ἀνταπόδομά σου
“ἀνταποδοθήσεται εἰς κεφαλήν σου.”
 Ἐπειδὴ δὲ ἀπεβίω Σολομῶν, κέκληται πρὸς βασιλείαν ὁ
ἐξ αὐτοῦ, τουτέστιν, ὁ Ῥοβοάμ. τότε δὴ τότε κατασχίζεται
λοιπὸν ὁ Ἰσραὴλ, καὶ ἀποφοιτῶσι μὲν τῶν Ἱεροσολύμων αἱ
δέκα φυλαὶ, καὶ τὸ ἥμισυ φυλῆς Ἐφραΐμ. κατελογίζοντο γὰρ
εἰς μίαν φυλὴν οἱ ἐξ Ἰωσὴφ γεγονότες υἱοὶ Ἐφραΐμ τε καὶ
Μανασσῆς, τοῦτο τοῦ προπάτορος Ἰακὼβ κρατεῖν ἐθελή-
σαντος. εἴρηται γὰρ πρὸς τὸν Ἰωσήφ “Νῦν οὖν οἱ δύο υἱοί
“σου, οἱ γενόμενοί σοι ἐν Αἰγύπτῳ, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν με πρὸς
“σὲ εἰς Αἴγυπτον, ἐμοί εἰσιν, Ἐφραῒμ καὶ Μανασσῆ, ὡς καὶ
“Ῥουβὴμ καὶ Συμεὼν, ἔσονταί μοι.” Οὐκοῦν αἱ μὲν

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 5, line 20

“σὲ εἰς Αἴγυπτον, ἐμοί εἰσιν, Ἐφραῒμ καὶ Μανασσῆ, ὡς καὶ


“Ῥουβὴμ καὶ Συμεὼν, ἔσονταί μοι.” Οὐκοῦν αἱ μὲν
δέκα φυλαὶ, καὶ τὸ ἥμισυ τῆς μιᾶς τουτέστιν ὁ Ἐφραῒμ,
ἀπῴχοντο μὲν εἰς τὴν Σαμάρειαν, ἔξω δὲ τῆς Ῥοβοὰμ γεγό-
νασι βασιλείας· ἀπομεμενήκασι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις οἱ
ἐκ φυλῆς Ἰούδα καὶ Βενιαμίν. ἐπειδὴ δὲ ἀβασίλευτοί τε
460

καὶ ἀστρατήγητοι μένοντες οἱ ἐν Σαμαρείᾳ τὰς ἐκ τοῦ Ῥο-


βοὰμ ἐφόδους ὑπώπτευον, καὶ ἑαυτοὺς δὴ μάλα τοῖς φιλτάτοις
συνδιόλλυσθαι προσεδόκων, μεταπέμπονται τὸν Ἱεροβοάμ·
οἰκέτης δὲ οὗτος ἦν Σολομῶνος ἀποδρὰς εἰς Αἴγυπτον πρὸς
Σουσακεὶμ βασιλέα· καὶ δὴ καὶ ἐλθόντα κεχειροτονήκασιν
εὐθὺς εἰς ἡγούμενον, καὶ σκήπτρῳ τῆς βασιλείας τετιμήκασι
τὸν ἀλιτήριον. καὶ ἦν Ἱεροβοὰμ ἐξ ὄρους καὶ φυλῆς Ἐφραΐμ.
ἐπειδὴ δὲ κεχειροτόνητο βασιλεὺς, ἐξεμηχανᾶτο λοιπὸν, τίνα
τρόπον αὐτῷ τὰ τῆς βασιλείας στήσεται, καὶ ἐν βεβαίῳ
μενεῖ, τῆς τῶν χειροτονησάντων γνώμης οὐ μεθισταμένης
εἰς ἑτέραν τινὰ βουλήν τε καὶ σκέψιν. εἶτα δεδιὼς μὴ ἄρα
πως τῆς ἐν νόμῳ λατρείας, καὶ τῶν ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις
ἐπιτελουμένων ἑορτῶν εἰς ἀνάμνησιν ἐνεχθεὶς ὁ Ἰσραὴλ,
παλινδρομεῖν ἕλοιτο εἰς τὸ ἐν ἀρχαῖς, καὶ τοῖς Ῥοβοὰμ  

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 8, line 19

παράτασιν. χρὴ δὲ οἶμαι τὰ ἐφ' ἑκάστῳ λοιπὸν ἀφη-


γεῖσθαι σαφῶς, ὡς ἂν ἔχωμεν ἐννοεῖν, καθάπερ ἤδη προεῖπον,
ὁποῖοί τινες οἱ τοιοίδε γεγόνασι, πότερον ἀγαθοί τε καὶ εὖνοι
πρὸς Θεὸν, ἤγουν ἀπονενευκότες ἐπὶ τὸ μὴ οὕτως ἔχον· καὶ
τίνα τὰ ἐφ' ἑκάστοις συμβεβηκότα, τοῖς τε ἐν τῇ Σαμαρείᾳ,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις. εἰσόμεθα γὰρ ὧδε. καὶ λίαν
εὐκόλως, ὅποι περ ἂν βλέπῃ τῆς προφητείας ὁ σκοπός.
 Τελευταῖος μὲν οὖν ὠνόμασται Ἱεροβοὰμ ὁ τοῦ Ἰωὰς,
βασιλεὺς Ἰσραήλ· γέγονε δὲ πρὸ Ἀζαρίου, τοῦ καὶ Ὀζίου.
ἰστέον δὲ, ὅτι ἕτερος ἡμῖν παρὰ τὸν πρῶτον ἐστὶν, ὃς ἐν
καιροῖς γέγονε τῆς βασιλείας Ῥοβοὰμ, υἱοῦ Σολομῶνος·
πλὴν ἰσότροπος ἐκείνῳ καὶ εἰς ἀσέβειαν ἐμφερής. γέγραπ-
ται γὰρ ὡδὶ περὶ αὐτοῦ “Ἐν ἔτει πεντεκαιδεκάτῳ τοῦ Ἀμα-
“σίου υἱοῦ Ἰωὰς βασιλέως Ἰούδα, ἐβασίλευσεν Ἱεροβοὰμ
“υἱὸς Ἰωὰς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Σαμαρείᾳ, τεσσαράκοντα καὶ ἓν
“ἔτος. καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, οὐκ
“ἀπέστη ἀπὸ πασῶν ἁμαρτιῶν Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ, ὃς
“ἐξήμαρτε τὸν Ἰσραήλ.” ὁρᾷς, ὅπως ζηλωτὴς τῶν ἐκείνου  
γέγονε τρόπων, τὴν ἴσην ὥσπερ ἁμαξιτὸν ἐρχόμενος, καὶ
οἱονεὶ κατὰ πόδας τῆς ἐκείνου δυσσεβείας ἐλθών; εἶτα, τί
φησι τὸ γράμμα τὸ ἱερόν; “Ἐν ἔτει εἰκοστῷ καὶ ἑβδόμῳ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 112, line 3

νόμου σύνεσιν ἔχειν. ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ λελατρεύκασι “τῇ


“Ἀστάρτῃ προσοχθίσματι Σιδωνίων.” Ἀστάρτην δὲ εἶναί
φασι τὴν παρ' Ἕλλησιν οὐκ οἶδ' ὅπως ὀνομαζομένην
Ἀφροδίτην. ἕστηκε δὲ τὸ ἄγαλμα γυμνὸν, καὶ ὡς ἐν εἴδει
πόρνης, ἀσχημόνως ἀπογυμνοῦν τοῖς ἁπάντων ὀφθαλμοῖς
καὶ τὰ ἄποπτα τοῦ σώματος μέρη. οὐκοῦν οὐ μόνος, φησὶν,
461

ὁ Ἰσραὴλ, καίτοι πλείστην ὅσην ἀβουλίαν νενοσηκὼς.


“συνανεφύρετο πόρναις, καὶ μετὰ τῶν τετελεσμένων ἔθυεν·”  
ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ λαὸς ὁ συνιῶν, τουτέστιν, ὁ τὴν ἐκ νόμου
σύνεσιν ἔτι σώζειν ὑποκρινόμενος συνανεπλέκετο πόρνῃ. προς-
κεκυνήκασι γὰρ, ὡς ἔφην, τῇ Ἀστάρτῃ. Σολομῶν γὰρ αὐτῇ
τέμενος ἀνεδείματο, μαχλώσῃ τε καὶ ἀλλοφύλῳ γυναικὶ τὰ
κεχαρισμένα πληρῶν.
Σὺ δὲ Ἰσραὴλ μὴ ἀγνόει, καὶ Ἰούδα μὴ εἰσπορεύεσθε εἰς Γάλγαλα,
 καὶ μὴ ἀναβαίνετε εἰς τὸν οἶκον τῆς ἀδικίας, καὶ μὴ ὀμνύετε
 ζῶντα Κύριον.
 Ἔφην ἤδη πλειστάκις, ὅτι τὰς μὲν δέκα φυλὰς τὰς ἐν
τῇ Σαμαρείᾳ, τῶν προφητῶν οἱ λόγοι καλοῦσιν Ἰσραήλ·
Ἰούδαν γεμὴν καὶ Βενιαμὶν ἔσθ' ὅτε τὰς ἐν τοῖς Ἱεροσολύ-
μοις δύο φυλὰς, τήν τε τοῦ Ἰούδα φημὶ, καὶ τὴν τοῦ Βενιαμίν.
γέγονε τοίνυν περὶ ἀμφοῖν εἰς τὸ παρὸν ὁ λόγος, καὶ τὴν

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 169, line 25

ἀποστασίαις λελυπηκότες. πάνσοφον οὖν ἄρα καὶ ὀνησι-


φόρον ἀληθῶς, τὸ μὴ τὴν τῶν δεινῶν ἐκδέχεσθαι πεῖραν·
παραιτεῖσθαι δὲ μᾶλλον ἀποῦσαν ἔτι, καὶ πρὸ αὐτῆς ἐπεί-
γεσθαι καταθρεῖν τὸ συμφέρον.
Ἑαυτοῖς ἐβασίλευσαν καὶ οὐ δι' ἐμοῦ, ἤρξαν καὶ οὐκ ἐγνώρισάν
 μοι, τὸ ἀργύριον αὐτῶν καὶ τὸ χρυσίον αὐτῶν ἐποίησαν ἑαυ-
 τοῖς εἴδωλα, ὅπως ἂν ἐξολοθρευθῶσιν.
 Ἀρνεῖται τὴν βασιλείαν τήν τε τοῦ Ἱεροβοὰμ, καὶ τῶν
καθεξῆς βεβασιλευκότων ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ ἐν τῇ Σαμαρείᾳ,
καίτοι διαῤῥήδην αὐτὸς εἰρηκώς “Ὅτι παρ' ἐμοῦ γέγονε τὸ
“ῥῆμα τοῦτο·” ἀπειλήσας δὲ καὶ αὐτῷ Σολομῶνι ταῖς τῶν
ἀλλοφύλων γυναικῶν ἀκολουθήσαντι γνώμαις, καὶ τεμένη
καὶ βωμοὺς τοῖς ἐκείνων σεβάσμασιν ἀνοσίως ἀνατεθεικότι,
ὅτι “Διαῤῥήξω τὴν βασιλείαν σου, καὶ δώσω αὐτὴν τῷ  
“δούλῳ σου.” τί οὖν ἐροῦμεν; ψευδοεπῆ τὸν τῶν ὅλων
Θεόν; μὴ γένοιτο· τετραψόμεθα δὲ μᾶλλον ἐπὶ τὸ χρῆναι
φρονεῖν ὀρθῶς, περινοοῦντες ἐκεῖνο. γέγραπται γάρ, “Μή
“ἔσται κακία ἐν πόλει, ἣν Κύριος οὐκ ἐποίησε;” κακίαν δὲ
λέγει τὴν κάκωσιν. τὰ μὲν γὰρ τῶν πραγμάτων αὐτὸς κατ'
ἰδίαν ἐργάζεται γνώμην, τὰ δὲ καὶ γίνεσθαι συγχωρεῖ,
κολάζων τινὰς, κἂν εἰ πράττοιτό πως ἀνεθελήτως αὐτῷ.

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 170, line 10

ὅτι “Διαῤῥήξω τὴν βασιλείαν σου, καὶ δώσω αὐτὴν τῷ  


“δούλῳ σου.” τί οὖν ἐροῦμεν; ψευδοεπῆ τὸν τῶν ὅλων
Θεόν; μὴ γένοιτο· τετραψόμεθα δὲ μᾶλλον ἐπὶ τὸ χρῆναι
φρονεῖν ὀρθῶς, περινοοῦντες ἐκεῖνο. γέγραπται γάρ, “Μή
462

“ἔσται κακία ἐν πόλει, ἣν Κύριος οὐκ ἐποίησε;” κακίαν δὲ


λέγει τὴν κάκωσιν. τὰ μὲν γὰρ τῶν πραγμάτων αὐτὸς κατ'
ἰδίαν ἐργάζεται γνώμην, τὰ δὲ καὶ γίνεσθαι συγχωρεῖ,
κολάζων τινὰς, κἂν εἰ πράττοιτό πως ἀνεθελήτως αὐτῷ.
ἐπειδὴ δὲ κωλύειν δυνάμενος, ἐφίησί τι καὶ γίνεσθαι πολ-
λάκις οἰκονομικῶς, ὡς αὐτὸς ὑπάρχων ἐργάτης καὶ τούτων
λέγεται. οἷον· ἐπ' αὐτὸν γὰρ ἤδη τὸν Σολομῶνα βαδιού-
μεθα· δέδωκε μὲν γὰρ αὐτῷ τὸν ἐκ λίθων ἐν τοῖς Ἱεροσολύ-
μοις ἀναδείμασθαι ναὸν, σοφὸν ἀπετέλει, καὶ ἐπ' ἀσυγκρίτῳ
συνέσει διαπρεπῆ· ἔργον τοῦτο τῆς αὐτοῦ γνώμης. συγ-
κεχώρηκεν αὐτοῦ ῥαγῆναι τὴν βασιλείαν, οὐκ αὐτὸς εἰς τοῦτο
κατὰ γνώμην ἰδίαν ἀποφέρων τὰ πράγματα, σιωπῶν δὲ ὥς-
περ, καὶ ἐπὶ τοῖς ἀβουλήτοις, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγανάκτησιν.
οὐκοῦν εἰ καὶ βεβασίλευκεν Ἱεροβοὰμ, καὶ οἱ καθεξῆς, ἀλλ'
οὐχὶ δὴ πάντως Θεοῦ συννεύοντος. τὰ γὰρ ἐξ ὀργῆς τῆς
πρός τινας ὡς ἐν κολάσει συμβαίνοντα, τρόπον ἕτερον ἔχει,
καὶ οὐκ ἂν νοοῖτο τοιαῦτα τυχὸν, ὁποῖά περ ἂν εἴη τὰ κατὰ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 214, line 12

 αὐτούς· καὶ συναχθήσονται ἐπ' αὐτοὺς λαοὶ ἐν τῷ παιδεύεσθαι


 αὐτοὺς ἐπὶ ταῖς δυσὶν ἀδικίαις αὐτῶν.
 Πρεσβυτέραν εἶναι, φησὶ, τῆς ἐπὶ ταῖς δαμάλεσι πλάνης,
τὴν ἐν ὄρεσί τε καὶ βουνοῖς γεγενημένην ἀπόστασιν. καὶ
γοῦν ὅτε τὴν Σαμάρειαν κατειλήφασιν αἱ δέκα φυλαὶ, τῆς
Ῥοβοὰμ βασιλείας ἀποσεισάμεναι τὸν ζυγὸν, τότε τὰς
δαμάλεις εἰσκεκόμικεν Ἱεροβοάμ· ἐν δέ γε τοῖς Ἱεροσολύ-
μοις ὄντες, τὴν ἐν ὄρεσί τε καὶ βουνοῖς ἐπετήδευον πλάνην,
ταῖς ἀλλοφύλοις γυναιξὶν εἴκοντος καὶ κατανεύοντος τοῦ
Σολομῶνος, τὸ τηνικάδε καὶ βωμοὺς ἀνιστάντος καὶ τεμένη
λοιπὸν τοῖς ἐκείνων σεβάσμασιν. ἐξ οὗ τοίνυν ἐπενοήθησαν
οἱ βουνοὶ καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς ἀθύρματα, καὶ αἱ ψευδολατρείαι,
ἐξ ἐκείνου τοῦ καιροῦ προσκέκρουκεν ὁ Ἰσραήλ. ἔνδειξις δὲ
καὶ τοῦτο τῆς θείας ἡμερότητος γένοιτ' ἂν οὐκ ἀσυμφανὴς,
οὐδὲ ἐν χρόνῳ μακρῷ κολάζειν ἀνεχομένης τοὺς ἠσεβηκότας,
ἀνιείσης δὲ μᾶλλον καὶ περιμενούσης τάχα που τῶν πε-
πλανημένων τὴν μετάγνωσιν. οἱ δὲ ἦσαν ἀπηνέστεροί τε
καὶ τὰ ἔτι χείρω νοσοῦντες ἡλίσκοντο. προσέθεσαν γὰρ τοῖς
βουνοῖς καὶ τὰ ἐπὶ ταῖς δαμάλεσιν εὑρήματα. θύοντες δὲ
τοῖς δαίμοσιν ἐν ὄρεσί τε καὶ βουνοῖς, καὶ δοκοῦντες εὐσεβεῖν

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 257, line 20

τὸν Σαούλ. οὐκοῦν αἰτιᾶται λίαν, ὅτι γεγόνασιν ὅλως ὑπὸ


τὴν ἀνθρώπων βασιλείαν, οὐκ ἀνασχόμενοι τὸ παρὰ Θεοῦ διὰ
463

Προφητῶν βασιλεύεσθαι. σέσωκε μὲν γὰρ, φησὶν, ὁ Θεὸς


τὸν Ἰσραὴλ, καὶ ἐξ οἴκου δουλείας ἐξήγαγεν, μεσιτεύοντος
τοῦ Μωυσέως, ὃς καὶ γέγονε προφήτης καὶ προφητῶν
ἀπαρχή· καὶ οὐκ ἐξήγαγε μόνον ἐξ Αἰγύπτου, φησὶν, ἀλλὰ
γὰρ καὶ τετήρηκε. μεμένηκε γὰρ ἑνὶ τῷ φύσει καὶ ἀληθῶς
λατρεύων Θεῷ. ἐπειδὴ δὲ γεγόνασιν ὑπὸ βασιλέας, τῆς εἰς
Θεὸν ἀγάπης ἐξώκειλαν. πρῶτος μὲν γὰρ ᾠκοδόμησε Σολο-
μῶν καὶ βωμοὺς καὶ τεμένη τοῖς Βααλείμ· εἶτα μετ' αὐτὸν
ὁ ἐπάρατος Ἱεροβοὰμ τὰς χρυσᾶς ἐποίει δαμάλεις. αἰτιᾶται
τοίνυν ὡς παγκάλην οἰκονομίαν οὐ τετηρηκότας, τὸ παρὰ
Θεοῦ, φημὶ, διὰ προφητῶν βασιλεύεσθαι, τὸ δὲ ὑπὸ χεῖρα
πεσεῖν ἀνθρώπων ἀνθῃρημένους, ὃ δὴ καὶ γέγονεν αὐτοῖς
τῆς ἀποστασίας πρόξενον.
Ἐθύμωσεν Ἐφραῒμ καὶ παρώργισε· καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπ' αὐτὸν  
 ἐκχυθήσεται, καὶ τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ
 Κύριος, κατὰ τὸν λόγον Ἐφραΐμ.
 Ὅτι πικρὸν καὶ ἐπισφαλὲς, καὶ ὀλέθρου παραίτιον γέγονε
τοῖς ἐξ Ἰσραὴλ, τὸ ἑλέσθαι μᾶλλον ὑπὸ τὴν ἀνθρώπων εἶναι

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 292, line 8

ἀπολώλασι, ληΐοις ἐν ἴσῳ τοῖς ἐν ἀγρῷ μονονουχὶ κατεδη-


δοκότων αὐτοὺς καὶ κατεφθαρκότων τῶν τὰς ἐφόδους ἐξειρ-
γασμένων. πολλαὶ μὲν οὖν γεγόνασιν αἱ ἀνὰ μέρος ἐξ-  
αναστάσεις τῆς Ἰουδαίων χώρας, καὶ τῶν περιοίκων ἐθνῶν
καταστρατευόντων ἐσθ' ὅτε, καὶ τῶν τῆς Αἰγύπτου βεβασι-
λευκότων.
 Διέποντος μὲν γὰρ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις τὴν βασιλίδα
τιμὴν τοῦ Ῥοβοὰμ, ἀνέβη Σουσακεὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου,
εἷλέ τε τὰ βασίλεια, καὶ πάντας τοὺς ἐν αὐτοῖς ἐκκενώσας
θησαυροὺς, καὶ τὰ χρυσᾶ δόρατα καὶ τὰς ἀσπίδας λαβὼν
ἃς πεποίηκε Σολομῶν, λαμπρὸς καὶ νενικηκὼς οἴκοι πάλιν
ἀνεκομίζετο, καὶ μὴν καὶ Ἀζαὴλ ὁ Σύρος οὐ μετρίας αὐτοῖς
ἐπήνεγκε πληγάς· εἷλε δὲ καὶ Φούλα βασιλεὺς Βαβυλωνίων
τὰς πέραν τοῦ Ἰορδάνου φυλάς· καὶ πρός γε δὴ τούτῳ
Νεχαὼ Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου, κρατοῦντος Ἰωσίου,
κατεστράτευσε τῆς Σαμαρείας, καὶ δασμοῖς ὑπέθηκε τῆν
γῆν· ἑκατὸν γὰρ ἐξήτησε χρυσίου τάλαντα.
 Οὐκοῦν πλεῖστα μὲν ὅσα τὰ συμβεβηκότα κατὰ καιρούς·
δειναὶ δὲ καὶ ἀξιάκουστοι πορθήσεις γεγόνασι τέσσαρες·
βασιλεύοντος μὲν γὰρ ἐν τῇ Σαμαρείᾳ Ὠσηὲ υἱοῦ Ἠλὰ,
ἀνέβη Σαλμανασὰρ ὁ Ἀσσύριος, καὶ ἀπῴκισε τὸν Ἰσραὴλ
464

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 322, line 6

δρᾶν ᾑρημένοις τὸ χρῆναι λοιπὸν ἐν εὐπαθείαις εἶναι καὶ


τρυφῇ. ὥσπερ γὰρ τῆς ῥᾳστώνης τὸ τέλος, καὶ τοῦ δια-
πίπτειν εἰς ἡδονὰς καταστρέφει πάντως εἰς οἰμωγὰς καὶ
κόλασιν· οὕτω τῆς ἐπιεικείας καὶ τῶν ἐπὶ ταῖς μεταγνώσεσι
πόνων ἡ ἔκβασις εἰς τὸ τῆς εὐημερίας ἔρχεται πλάτος. χρή-  
σιμον οὖν ἄρα τὸ κλαίειν ἐφ' ἁμαρτίαις, καὶ λυπεῖσθαι κατὰ
Θεόν. ὡς γὰρ ὁ μακάριος γράφει Παῦλος “Ἡ κατὰ Θεὸν
“λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργά-
“ζεται.” μακαρίζει δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς τοὺς “Πεν-
“θοῦντας νῦν, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.” καὶ μὴν καὶ
ὁ σοφὸς ἡμῖν Σολομῶν τοιοῦτόν τι φησὶν αἰνιγματωδῶς
“Ἀγαθὸν τὸ πορευθῆναι εἰς οἶκον πένθους, ἢ τὸ πορευ-
“θῆναι εἰς οἶκον πότου.” πλὴν ἐκεῖνο περιαθρεῖν ἀναγκαῖον,
ὅση τις ἐστὶ τῆς νηστείας ἡ δύναμις. ἐξημεροῖ τὸν Δεσπότην,
κατευνάζει τὴν ὀργὴν, ἀνατρέπει κόλασιν. ἑαυτοὺς γὰρ
αἰκιζόμενοι, μονονουχὶ καὶ λελυττηκότα καὶ ἀγριαίνοντα καθ'
ἡμῶν τὸν θεῖον εὖ μάλα δυσωποῦμεν θυμὸν, καὶ τὴν τοῦ
καταπαίοντος χεῖρα συστελοῦμεν εὐκόλως. εἰ γάρ ἐστιν
ἀληθὲς, ὅτι καὶ μόνον ὁμολογοῦντες τὰς ἁμαρτίας Θεοῦ
κατοικτείροντος δικαιούμεθα, πῶς ἂν ἐνδοιάσειέ τις ὅτι τοῖς
ἐξ ἀσκήσεως πόνοις ἑαυτοὺς κατατήκοντες, καὶ οἷον αἰτοῦντες

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 659, line 25

ζουσαι μὲν ἐπὶ τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, τουτέστι τὴν Ἐκκλησίαν,


γλιχόμεναί τε μαθεῖν τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ δι' αὐτῆς ἰέναι
προθύμως ὑπισχνούμεναι, τὴν αἰτίαν ἐνθάδε φασὶ τοῦ μὴ
θέλειν ἔτι μονονουχὶ τελεῖσθαι τῷ νόμῳ καὶ προστρέχειν
Ἰουδαϊσμῷ. πρὸ μὲν γὰρ τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιδημίας,
ἔτι τῶν κατὰ τὸν νόμον ἑστώτων ἐθῶν, προσῄεσάν τινες
τῶν πεπλανημένων, καὶ τοῖς τῆς εἰδωλολατρείας κακοῖς
ἐῤῥῶσθαι φράζοντες, εἶτα τὴν σάρκα περιτεμνόμενοι, τοῖς
τῶν Ἰουδαίων ἔθεσί τε καὶ νόμοις διαζῆν ἐσπούδαζον. ἀριθ-
μοῦ δὲ κρείττων τῶν παρ' αὐτοῖς ἡ τοιάδε πληθύς. καὶ γοῦν
ὁ Σολομῶν, ὅτε τὸν ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἀνορθοῦν ἐσκέπτετο
ναὸν, ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα χιλιάδας λατόμων τε καὶ ἐργα-  
τῶν ἐκ τῶν προσηλύτων προεχειρίζετο· γέγραπται γὰρ
οὕτως ἐν ταῖς Παραλειπομέναις. τύπος δὲ ἦν ἄρα μυστηρίου
τὸ δρώμενον. ἔμελλον γὰρ ἀναδείμασθαι ναὸν τῷ Θεῷ, τὸν
ἀληθῆ καὶ περίοπτον, τουτέστι τὴν Ἐκκλησίαν, οὐκ Ἰουδαῖοι
δὲ μᾶλλον, ἀλλ' οἱ ἐξ ἐθνῶν, τὸν ἐν τῷ κρυπτῷ περιφέ-
ροντες Ἰουδαῖον, καὶ περιτομὴν ἔχοντες οὐχὶ τὴν ἐν σαρκὶ
μᾶλλον, ἀλλὰ τὴν ἐν πνεύματι.
 Οὐκοῦν πρὸ μὲν τῆς ἐπιδημίας προσῄεσάν τινες τῶν
εἰδωλολατρῶν καὶ τοῖς Ἰουδαίων διέζων νόμοις. ἐπειδὴ δὲ
465

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 2, p. 169, line 22

“Βάαλ, καὶ ἐποίησεν ἄλση, καθὼς ἐποίησεν Ἀχαὰβ βασι-


“λεὺς Ἰσραὴλ, καὶ προσεκύνησε πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ οὐ-
“ρανοῦ, καὶ ἐδούλευσεν αὐτοῖς· καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον
“ἐν οἴκῳ Κυρίου, ᾧ εἶπεν Ἐν Ἱερουσαλὴμ θήσω τὸ ὄνομά
“μου, καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον πάσῃ τῇ δυνάμει τοῦ
“οὐρανοῦ ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου, καὶ διήγαγε
“τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἐν πυρὶ, καὶ ἐκληδονίζετο καὶ οἰωνίζετο,
“καὶ ἐποίησε θελητὴν, καὶ γνώστας ἐπλήθυνε τοῦ ποιεῖν τὸ
“πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου παροργίσαι αὐτόν. καὶ
“ἔθηκε τὸ γλυπτὸν τοῦ ἄλσους ἐν τῷ οἴκῳ ᾧ εἶπε Κύριος
“πρὸς Δαυεὶδ καὶ πρὸς Σολομῶνα τὸν υἱὸν αὐτοῦ Ἐν τῷ
“οἴκῳ τούτῳ καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ ᾗ ἐξελεξάμην ἐκ πασῶν
“φυλῶν Ἰσραὴλ καὶ θήσω τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ εἰς τὸν
“αἰῶνα.” ταῦτα δρῶντος ἀνοσίως τοῦ Μανασσῆ λοιπὸν
ἠγανάκτει, καὶ μάλα εἰκότως, ὁ τῶν ὅλων Θεὸς, καὶ τοῖς Ἰερο-
σολύμοις ἐποίσειν ἤδη τὰ ἐξ ὀργῆς ἠπείλει σαφῶς. γέγραπται
δὲ οὕτω πάλιν “Καὶ ἐλάλησε Κύριος ἐν χειρὶ δούλων αὐτοῦ  
“τῶν προφητῶν λέγων Ἀνθ' ὧν ὅσα ἐποίησε Μανασσῆς ὁ
“βασιλεὺς Ἰούδα τὰ βδελύγματα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἀπὸ
“πάντων ὧν ἐποίησεν ὁ Ἀμοῤῥαῖος ὁ ἔμπροσθεν, καὶ ἐξή-
“μαρτε καί γε Ἰούδας ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν, οὐχ οὕτω

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 2, p. 175, line 2

φησι τὰ ὀνόματα τῶν Βάαλ, οἰχήσεσθαι δὲ σὺν αὐτοῖς τὰ


τῶν ἱερέων. καὶ ὅτι μὲν πολλὴ παρ' αὐτοῖς ἡ τῶν σεβασμά-
των πληθὺς, καὶ διάφορος ὁ τῆς πλανήσεως τρόπος, διὰ
τούτου σημαίνει. ὅτι δὲ τῷ πολέμῳ δαπανηθήσονται, καὶ
ὀλιγανδρίας εἰς τοῦτο τὰ τῶν Ἰουδαίων ἔθνη περιστήσεται,
ὡς μὴ εἶναι τάχα που τοὺς ὀνομάζοντας τὴν Βάαλ, ἤγουν
τοῖς τῶν εἰδώλων τεμένεσι προσιζῆσαι δυναμένους, ὑπεσή-
μηνεν εὐφυῶς, ἐξαρθήσεσθαι λέγων τὰ ὀνόματα τῶν εἰδώλων
αὐτῶν, καὶ μέντοι τῶν ἱερέων. τὰ δὲ ὀνόματά φησιν ἀντὶ τοῦ  
τὰς μνήμας, ἤγουν τὰς δόξας. οὕτω γὰρ αὐτὸ καὶ ὁ σοφώ-
τατος Σολομὼν διερμηνεύει λέγων “Αἱρετὸν ὄνομα καλὸν, ἢ
πλοῦτος πολύς.” ὁμοῦ δὲ τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς ὀνόμασι τῶν
Βααλεὶμ ὁλοθρευθήσεσθαι λέγει τοὺς προσκυνοῦντας ἐπὶ τὰ
δώματα· εἶεν δ' ἂν οὗτοι πάλιν οἱ σελήνῃ καὶ ἄρκτῳ καὶ
τῇ λοιπῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ προσκυνεῖν εἰωθότες. ἐξαρῶ
δέ φησιν ὁμοίως καὶ τοὺς ὀμνύοντας κατὰ τοῦ βασιλέως αὐτῶν
καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας ἀπὸ τοῦ Κυρίου. ἔθος γὰρ ἦν τῶν
πεπλανημένων τισὶν ὅρκιον ποιεῖσθαι τὸν οὐρανὸν, καὶ κατ-
ευρύνειν ἐπ' αὐτῷ τὴν γλῶτταν· φιλοτιμότατα δὲ ὥσπερ
466

ἀναφωνεῖν Νὴ τὸν βασιλέα καὶ δεσπότην ἥλιον. οἷς ἀνάγκη


τοῦτο δρᾶν ᾑρημένοις καὶ ἀποφοιτᾶν ἀγρίως τῆς εἰς Θεὸν

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 2, p. 261, line 24

τοῦτο λοιπὸν διατετελεκότες ἡμέραν, ὀλιγοψυχοῦντες ἡλί-


σκοντο, κἀκεῖνό που τάχα διαψιθυρίζοντες ἢ ἔν γε σφίσιν
αὐτοῖς, ἢ πρὸς ἀλλήλους, ὅτι πονοῦσιν εἰκῇ· κἂν εἰ γένοιτο
τυχὸν ἀναδείμασθαι τὸν νεὼν, ἀλλ' οὖν ἔσται κατ' οὐδένα
τρόπον τῷ πρώτῳ προσεοικώς. ὁ μὲν γὰρ ἦν λαμπρὸς ἄγαν
καὶ φιλοτίμῳ χειρὶ κατεσκευασμένος, χρυσοῖς τε καὶ ἀργυ-
ροῖς ἀναθήμασιν εὐπρεπής· ὁ δὲ ἀκαλλὴς καὶ παντὸς κόσμου
δεδεημένος καὶ τῆς ἐκ πλούτου φιλοτιμίας τητώμενος. ἐκεῖνον
μὲν γὰρ τὸν πρῶτον πλούτῳ κομῶντες ἔτι κατηγλάϊζον
ἀμφιλαφῶς οἱ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις βεβασιλευκότες κατὰ
καιροὺς, καὶ πρό γε τῶν ἄλλων ὁ Σολομών· τὸν δὲ μόλις
ἀνανενευκότες, καὶ τὸν τῆς αἰχμαλωσίας ἱδρῶτα στάζοντες
ἔτι, ἔχοντές τε κατ' οἴκους παντελῶς οὐδὲν, οἰκοδομεῖν
προσετάττοντο. τοιούτοις τισὶ διαλογισμοῖς νηχόμενοι καὶ  
ἀλύοντες εἰργάζοντο μὲν, πλὴν ἀπρόθυμοί τε καὶ ὀκνηροὶ
γεγονότες κατεφωρῶντο πάλιν. ταύτῃτοι ὁ Θεὸς ἀσθενοῦν-
τας ἐπιῤῥώννυσι, καὶ χρησιμωτάτην αὐτοῖς προσάγει τὴν
πεῦσιν, εἰ δή τις ἄρα ἐστὶν ἐν αὐτοῖς, ὃς ἐν δόξῃ τῇ πρώτῃ
τὸν πάλαι τεθέαται ναόν. ὀλίγοι δὲ ἦσαν κομιδῇ καὶ γεγη-
ρακότες. πεπόρθητο μὲν γὰρ ὑπὸ τοῦ Ναβουχοδονόσορ ὁ
ναὸς, καὶ ἦν αἰχμάλωτος ὁ Ἰσραὴλ, ἀνείθη δὲ μόλις πεπε

Κύριλλος θεολόγος. Commentarii in Joannem


Vol. 1, p. 271, line 5

διαλέγεσθαι μόνης.
 Σαμαρεῖται μὲν οὖν ἀλλογενεῖς· Βαβυλωνίων γὰρ ἄποικοι·
πατέρα δὲ καὶ αὐτοὶ τὸν Ἰακὼβ ἐπιγράφονται κατὰ δύο τρό-
πους· ὡς γὰρ ὅμορόν τε καὶ γείτονα τῆς Ἰουδαίων οἰκοῦντες
χώραν, ὀλίγα τῆς ἐκείνων λατρείας εἰς ἑαυτοὺς ἀνεμάττοντο,
καὶ τοῖς Ἰουδαίων πατράσιν ἐπαυχεῖν ἐμελέτων. ἄλλως τε καὶ  
ἦν ὄντως ἀληθὲς, ὅτι τῆς Ἰακὼβ ἐξέφυσαν ῥίζης τῶν τὴν
Σαμάρειαν οἰκούντων οἱ πλείους. ὁ γὰρ τοῦ Ναβὰτ Ἱερο-
βοὰμ, δέκα τοῦ Ἰσραὴλ συναγείρας φυλὰς, καὶ τὸ ἥμισυ
467

φυλῆς Ἐφραῒμ, ἀπαίρει μὲν τῆς Ἱερουσαλὴμ κατὰ καιρὸν


τῆς Ῥοβοὰμ βασιλείας υἱοῦ Σολομῶνος, καταλαβὼν δὲ τὴν
Σαμάρειαν, καὶ οἴκους ἐν αὐτῇ καὶ πόλεις ἀνεδείματο.
Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δ' ἂν πίῃ
 ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ οὐ μὴ διψήσει εἰς τὴν
 αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ
 ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ
 γυνή.
 “Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακὼβ,” ὥσπερ τι
μέγα καὶ δυσκαταγώνιστον πρόβλημα προτεινούσης τῆς
Σαμαρείτιδος, εὐφυέστατα πάλιν ὁ Σωτὴρ παραιτεῖται μὲν
τὸν ἐν ῥήμασι κόμπον, ὅτι μείζων ὑπάρχοι σαφῶς οὐκ εἰπὼν,

Κύριλλος θεολόγος. Commentarii in Joannem


Vol. 1, p. 538, line 8

ζωὴν ἀνεστοιχείωσα τὴν ἐμαυτοῦ. οὐ νενίκημαι τῇ φθορᾷ


τῆς σαρκὸς, νενίκηκα δὲ μᾶλλον αὐτὴν ὡς Θεός. ὥσπερ
οὖν· ἐρῶ γὰρ αὖθις ὀκνήσας οὐδὲν διὰ τὸ χρήσιμον· εἰ καὶ  
γέγονα, φησὶ, σάρξ· τοῦτο γὰρ τὸ ἀπεστάλθαι σημαίνει·
ζῶ πάλιν διὰ τὸν ζῶντα Πατέρα, τουτέστι, τὴν τοῦ τεκόντος
εὐφυΐαν ἐν ἐμαυτῷ διασώζων, οὕτω καὶ ὁ διὰ τῆς μετα-
λήψεως τῆς ἐμῆς σαρκὸς ἐμὲ δεχόμενος ἐν ἑαυτῷ ζήσεται,
πάντως ὅλος εἰς ἐμὲ μεταστοιχειούμενος, τὸν ζωογονεῖν
ἰσχύοντα διὰ τὸ ὡς ἐκ ῥίζης εἶναι τῆς ζωοποιοῦ, τουτέστι
τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός. σεσαρκῶσθαι δὲ λέγει παρὰ τοῦ
Πατρὸς, καίτοι τοῦ μὲν Σολομῶνος λέγοντος “Ἡ σοφία
“ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον·” τοῦ δὲ μακαρίου Γαβριὴλ τῇ
τοῦ Πνεύματος ἐνεργείᾳ τὴν τοῦ θείου σώματος ἀνατιθέντος
ποίησιν, ὅτε τῇ ἁγίᾳ προσελάλει παρθένῳ “Πνεῦμα” γὰρ,
φησὶν, “ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ, καὶ δύναμις ὑψίστου
“ἐπισκιάσει σοι·” ἵνα πάλιν ἐννοῇς, ὅτι μιᾶς οὔσης τῆς
κατὰ φύσιν θεότητος, καὶ ἐν Πατρὶ καὶ Υἱῷ νοουμένης καὶ
ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, οὐ μεμερισμένως ἕκαστος ἐνεργήσει
περί τι τῶν ὄντων, ἀλλ' ὅπερ ἂν λέγοιτο γενέσθαι καὶ δι'
ἑνὸς, τοῦτο πάντως ἐστὶν ὅλης ἔργον τῆς θείας φύσεως.
μιᾶς γὰρ οὔσης τῆς ἁγίας Τριάδος κατά γε τὸν τῆς ὁμοου

Κύριλλος θεολόγος. Commentarii in Joannem


Vol. 2, p. 249, line 4

γίαν λεγόντων, εἰς τὸ ἐναντίον αὐτοῖς ἀπέβη τὸ σκέμμα.


ἄλλοι δὲ ἀπὸ μὲν τῆς τῶν λόγων ποιότητος, ὀρθοὺς εἶναι
κρίνουσι τοὺς τοῦ Κυρίου λόγους, ὡς οὐκ ὄντων τῶν τοι-
ούτων λόγων δαιμονιζομένου· ὅμως αἱ θαυματουργίαι, φησὶν,
ἄμαχον ἔχουσι μαρτυρίαν. εἰ γὰρ καὶ τῶν λόγων ὡς οὐκ
ὀρθῶς λεγομένων κατηγορεῖτε, ἀλλ' ἀμήχανον ἐν ταὐτῷ τινα
468

καὶ δαιμόνιον ἔχειν, κἀκεῖνα ποιεῖν ἅπερ μόνος δύναται Θεὸς  


ποιεῖν. ἀπὸ οὖν τῶν καρπῶν οἱ αἴσιοι κριταὶ ἐπεγίνωσκον
αὐτὸν, μετὰ καὶ τοῦ καὶ θαυμάζειν τὸν παρ' αὐτοῦ λόγον.
Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ χειμὼν ἦν· καὶ
 περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶνος.
 Παρὴν δὲ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὁ Κύριος οὐχ ὡς συνεορτάσων·
πῶς γάρ; ὁ εἰπών “Μεμίσηκα ἀπῶσμαι τὰς ἑορτὰς ὑμῶν·”
ἀλλ' ἵνα τοὺς ἐπωφελεῖς αὐτοῦ λόγους ἐπὶ παρουσίᾳ πολλῶν
εἴπῃ, ἐμφανῆ ἑαυτὸν καταστήσας τοῖς Ἰουδαίοις, καὶ ἀζη-
τήτως αὐτοῖς ἑαυτὸν καταμίξας. ἐγκαίνια δὲ οἰητέον ἐνταῦθα,
ἤτοι τὴν πρώτην ἑορτὴν καθ' ἣν ὁ Σολομὼν ἐπετέλεσε τὰ
ἐγκαίνια, ἢ ὅτε ὁ Ζοροβάβελ ὕστερον σὺν τῷ Ἰησοῦ μετὰ
τὴν ἐκ Βαβυλῶνος ἐπάνοδον τὸν ναὸν ᾠκοδόμησε. χειμῶνος
δὲ καὶ ὑετοῦ ὄντος τηνικαῦτα, εἰκότως ἅπαντες ἐπὶ τὴν
στοὰν ἔτρεχον· διὸ καὶ ὁ Χριστὸς ἐκεῖ ἦλθεν, ἵνα πᾶσιν

Κύριλλος θεολόγος. Fragmenta in sancti Pauli epistulam ad Hebraeos


P. 370, line 14

Τοσούτῳ κρείττων γενόμενος τῶν ἀγγέλων.


 Τὸ μὲν γάρ Ἄγγελος, ὄνομα λειτουργίας ἐστὶ σημαντικὸν,
οἰκετικόν τε ἡμῖν ὑπεμφαίνει μέτρον· τὸ δέ γε Υἱὸς, τὴν ἐκ
Πατρὸς ὕπαρξιν οὐσιώδη καὶ φυσικὴν δηλοῖ· διὰ τοῦτο
γοῦν οὐδὲ συγκριτικῶς εἴρηκε μείζων ἢ τιμιώτερος, ἵνα μὴ
ὡς περὶ ὁμογενῶν τούτου κἀκείνων τις λογίσηται· ἀλλά
Κρείττων εἴρηκεν, ἵνα τὸ διαλλάττον τῆς φύσεως τοῦ Υἱοῦ
πρὸς τὰ γενητὰ γνωρίσῃ· καὶ τούτων ἔχομεν τὴν ἀπόδειξιν
ἐκ τῶν θείων γραφῶν, τοῦ μὲν Δαβὶδ ψάλλοντος “Ὅτι
“κρείσσων ἡμέρα μία ἐν ταῖς αὐλαῖς σου ὑπὲρ χιλιάδας,”
τοῦ δὲ Σολομῶντος ἀναφωνοῦντος “Κρείσσων σοφία λίθων
“πολυτελῶν·” πῶς γὰρ οὐχ ἑτεροούσια καὶ ἄλλα τὴν φύσιν,
ἡ σοφία καὶ οἱ ἀπὸ γῆς λίθοι; ποία δὲ συγγένεια ταῖς ἐν
οὐρανοῖς αὐλαῖς καὶ τοῖς ἐπὶ γῆς οἴκοις; οὕτως ἄρα οὐδεμία
συγγένεια τοῦ Υἱοῦ πρὸς τοὺς ἀγγέλους ἐστί· μηδεμιᾶς
δὲ οὔσης τῆς συγγενείας, οὐκ ἄρα συγκριτικῶς ἐλέχθη τό
Κρείττων, ἀλλὰ διακριτικῶς διὰ τὸ διαλλάττον τῆς τούτου
φύσεως ἀπ' ἐκείνων· καὶ αὐτὸς οὖν ὁ ἀπόστολος τό Κρείττων
ἑρμηνεύων, οὐκ ἐν ἄλλῳ τινὶ, ἢ ἐν τῇ διαφορᾷ τοῦ Υἱοῦ πρὸς
τὰ γενητὰ τίθησι λέγων ὅτι ὁ μὲν, Υἱὸς, τὰ δὲ, δοῦλα· καὶ ὁ
469

Κύριλλος θεολόγος. Commentarii in Matthaeum (in catenis)


Fragment 4, line 1

τως καὶ τοῦ Ἀδὰμ διὰ τὴν παρα-κοὴν τῆς Ἐδὲμ διωχθέντος ὁ δεύ-
τερος ἀντεισήχθη Ἀδὰμ ὡς ἂν πρὸς τὴν ἀρχαίαν τάξιν τὸν Ἀδὰμ τὸν
πρῶτον ἀποκαταστήσῃ. Mt 1, 2
 Διὰ τοῦτο ἐξ ἀνδρῶν ποιεῖται τῆς γενεαλογίας τὰ ὀνόματα, ἐπειδὴ
»ἡ γυνὴ δόξα ἀνδρός ἐστι», παρακολούθημα οὖσα καὶ οὐκ ἀρχὴ τοῦ
ἀνδρός. Mt 1, 12
 Ὠικοδόμησεν ὁ Ζοροβάβελ τὸν ἀπὸ Σολομῶνος μὲν πάλαι
ᾠκοδομηθέντα ναὸν ὑπὸ δὲ Βαβυλωνίων ἐμπρησθέντα. καὶ ὁ κύριος
ἀληθινὸς οἰκοδόμος ἐστὶ τοῦ διαρρυέντος τοῖς παραπτώμασι λογικοῦ
ναοῦ καὶ ἐμπρησθέντος ἀλλοτρίῳ πυρί, ὅπερ ἡμεῖς ἐξεκαύσαμεν οὐ
μόνον τῷ σαρκικῷ φρονήματι τὸ τῆς ψυχῆς νοερὸν ἕπεσθαι δουλικῶς
παρασκευάσαντες, ἀλλὰ καὶ τὴν τῶν παθῶν ὕλην ἀναιδῆ δι' ἐνεργείας
ἐξάψαντες. ἀλλὰ καὶ λίθον ἔχει ὁ Ζοροβάβελ ἐν τῇ χειρὶ ἑπτὰ ὀφθαλ-
μοῖς κοσμούμενον. ἔστι καὶ τῷ κυρίῳ λίθος ἡ εἰς αὐτὸν πίστις· ἐν τῇ
χειρὶ δέ, ὅτι ἐν τῇ πράξει τῶν ἐντολῶν ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ διαφαίνεται.
πράξεως δέ ἐστι σύμβολον προδήλως ἡ χείρ. φέρων οὖν ἐν τῇ χειρὶ τὸν
λίθον ὁ κύριος ἔμπρακτον ἡμᾶς διδάσκει τὴν εἰς αὐτὸν πίστιν ἔχειν

Κύριλλος θεολόγος. Fragmenta in Acta apostolorum et in epistulas catholicas


Vol. 74, p. 764, line 49

ἐκ τῆς ἁμαρτίας προαποτρίβεσθαι ῥύπον.


 Καὶ μετοικιῶ ὑμᾶς ἐπέκεινα Βαβυλῶνος.
  Κυρίλλου. Ἐπειδὴ δὲ τὴν Μωαβιτῶν κακίαν πε-
πληρώκατε τῆς γείτονος Δαμασκοῦ, ταύτῃ τοι οἰχή-
σεσθαι Δαμασκοῦ ἐπέκεινα, τουτέστιν εἰς Βαβυλῶνα.
 Καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.
  Κυρίλλου. «Οὐδεμιᾶς γὰρ, φησὶ, ἀναπαύλης μεθ-
έξω, πρὶν ἂν μάθοιμι τὸν τοῦ Κυρίου τόπον καὶ τὸ
σκήνωμα (τουτέστι τὴν σκήνωσιν) τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ·»
δῆλον δὲ ὅτι Χριστοῦ.
 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον· ἀλλ'
οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ.
  Κυρίλλου. Ἀνεδείματο μὲν ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις  
τὸν διαβόητον ἐκεῖνον νεὼν ὁ σοφώτατος Σολομών·
ἐπεγάννυτο δὲ λίαν αὐτῷ τῶν Ἰουδαίων ὁ δῆμος,
ᾤοντό τε ὅτι κατῴκησεν ἐν αὐτῷ περιειλημμένος ὁ
τῶν ὅλων Θεός. Βραδεῖς γὰρ ἀεί πως εἰς σύνεσιν καὶ
τῶν περὶ Θεοῦ λόγων ἀνεπιστήμονες· οἵ γε καὶ Θεοῦ
πόλιν οἰηθέντες τὴν Ἱερουσαλὴμ, ἐν αὐτῇ δὲ καὶ
μόνῃ διετείνοντο [cod. διεγίνοντο] κατοικεῖν αὐτὸν,
διά τοι τοῦ λέγεσθαι διὰ φωνῆς τοῦ Δαβίδ· «Δεδοξα
470

Κύριλλος θεολόγος. Fragmenta in Acta apostolorum et in epistulas catholicas


Vol. 74, p. 765, line 1

πληρώκατε τῆς γείτονος Δαμασκοῦ, ταύτῃ τοι οἰχή-


σεσθαι Δαμασκοῦ ἐπέκεινα, τουτέστιν εἰς Βαβυλῶνα.
 Καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.
  Κυρίλλου. «Οὐδεμιᾶς γὰρ, φησὶ, ἀναπαύλης μεθ-
έξω, πρὶν ἂν μάθοιμι τὸν τοῦ Κυρίου τόπον καὶ τὸ
σκήνωμα (τουτέστι τὴν σκήνωσιν) τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ·»
δῆλον δὲ ὅτι Χριστοῦ.
 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον· ἀλλ'
οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ.
  Κυρίλλου. Ἀνεδείματο μὲν ἐν τοῖς Ἰεροσολύμοις  
τὸν διαβόητον ἐκεῖνον νεὼν ὁ σοφώτατος Σολομών·
ἐπεγάννυτο δὲ λίαν αὐτῷ τῶν Ἰουδαίων ὁ δῆμος,
ᾤοντό τε ὅτι κατῴκησεν ἐν αὐτῷ περιειλημμένος ὁ
τῶν ὅλων Θεός. Βραδεῖς γὰρ ἀεί πως εἰς σύνεσιν καὶ
τῶν περὶ Θεοῦ λόγων ἀνεπιστήμονες· οἵ γε καὶ Θεοῦ
πόλιν οἰηθέντες τὴν Ἱερουσαλὴμ, ἐν αὐτῇ δὲ καὶ
μόνῃ διετείνοντο [cod. διεγίνοντο] κατοικεῖν αὐτὸν,
διά τοι τοῦ λέγεσθαι διὰ φωνῆς τοῦ Δαβίδ· «Δεδοξα-
σμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ.» Σμικρὰ
τοιγαροῦν δοξάζοντας ἐλέγχει Θεὸς, καί φησι· «Ποῖον
οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, θρόνον ἔχοντι τὸν οὐρανὸν,

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 636, line 22

διὰ τὸ ἐξ οὐρανοῦ, πορφύρα δὲ, ὅτι μὴ δοῦλος, ὡς


γενητὸς, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ βασιλεὺς, καὶ τῶν ὅλων Κύριος.
Κεκλωσμένον δὲ κόκκινον· ἐν συμπλοκῇ γὰρ, ὡς
ἔφην, τῇ πρὸς σάρκα νοούμενος, καὶ ὑπάρχων ἀληθῶς
ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, τὸ ἴδιον αἷμα δέδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν.
Αἵματος γὰρ σημεῖον, τὸ κόκκινον· Χερουβὶμ δὲ, τῶν
δειρέων ἡ γραφὴ, τὸ συνῆφθαι τάχα που τοῖς ἄνω τὰ
κάτω, καὶ ταῖς ἐν οὐρανῷ δυνάμεσι τὴν ἐπὶ τῆς γῆς
Ἐκκλησίαν ἡνῶσθαι λοιπὸν καταδηλοῦντος τοῦ πράγ-
ματος εὖ μάλα. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ὁ σοφώτατος Σολο-
μὼν, ἐνεκόλαψε τοῖς τείχεσι τοῦ ναοῦ τὰ Χερουβίμ.
Ἐκπεποίηται δὲ τὸν αὐτὸν τουτονὶ τρόπον καὶ ἡ
διατύπωσις τοῦ οἴκου τοῦ σημαινομένου διὰ φωνῆς
Ἰεζεκιήλ. Καλύμματα δὲ ταῖς αὐλαίαις δέῤῥεις, ἀγ-
κύλαις τε καὶ κρίκοις συνεσφιγμέναι. Καὶ μὴν καὶ
ἐπικαλύμματα, δέρματα ὑακίνθινα, καὶ δέρματα
κριῶν, ἠρυθροδανωμένα, τῆς Ἐκκλησίας τὸν σκεπα-
στὴν Χριστὸν ὑπεμφαίνοντα, διὰ μὲν τοῦ ὑακίνθου
471

πάλιν, ὡς ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἄνωθεν. διὰ δέ γε τοῦ ἐρυ-


θροῦ χρώματος, ὡς ἐν σαρκὶ γέγονεν. Τοιουτονὶ γάρ
πώς ἐστι τὸ τῆς σαρκὸς χρῶμα.

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 904, line 21

ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς πλούτῳ καὶ


φρονήσει. Καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐζήτουν
τὸ πρόσωπον Σολομὼν, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φρονήσεως
αὐτοῦ, ἧς ἔδωκε Κύριος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.» Ἀλλὰ
τὸν οὕτως εὐκλεᾶ καὶ ἀοίδιμον, καὶ σοφίας εἰς τοῦτο
διεληλακότα λοιπὸν, ὡς ἐν ἀμετρήτῳ γενέσθαι θαύ-
ματι, καὶ παρά γε τοῖς ἄγαν διωρισμένοις, ἡδονὴ
γυναίων ἐξεμόχλευσε πονηρῶν, καὶ οἱονείπως αὐτῆς
ἐξελοῦσα τῆς θείας σκηνῆς τοῖς τῆς εἰδωλολατρείας
ἐνῆκε βόθροις. Γέγραπται γὰρ ὡδὶ περὶ αὐτοῦ·
»Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβε
γυναῖκας ἀλλοτρίας, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ·
Μωαβίτιδας, καὶ Ἀμμονίτιδας, καὶ Ἰδουμαίας,
Σύρας, Χετταίας, Ἀμοῤῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν
ἀπεῖπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· Οὐκ εἰσελεύσεσθε
πρὸς αὐτοὺς, καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται πρὸς
ὑμᾶς, ἵνα μὴ ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω
τῶν εἰδώλων αὐτῶν. Εἰς αὐτοὺς ἐκολλήθη Σολομὼν,
τοῦ ἀγαπῆσαι. Καὶ ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι
ἑπτακόσιαι, καὶ παλλακαὶ τριακόσιαι. Καὶ ἐγενήθη
ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομὼν, καὶ ἐξέκλιναν αἱ γυ

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 904, line 31

«Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβε


γυναῖκας ἀλλοτρίας, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ·
Μωαβίτιδας, καὶ Ἀμμονίτιδας, καὶ Ἰδουμαίας,
Σύρας, Χετταίας, Ἀμοῤῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν
ἀπεῖπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· Οὐκ εἰσελεύσεσθε
πρὸς αὐτοὺς, καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται πρὸς
ὑμᾶς, ἵνα μὴ ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω
τῶν εἰδώλων αὐτῶν. Εἰς αὐτοὺς ἐκολλήθη Σολομὼν,
τοῦ ἀγαπῆσαι. Καὶ ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι
472

ἑπτακόσιαι, καὶ παλλακαὶ τριακόσιαι. Καὶ ἐγενήθη


ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομὼν, καὶ ἐξέκλιναν αἱ γυ-
ναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν
ἑτέρων. Καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία μετὰ
Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία τοῦ Δαβὶδ τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ. Καὶ ἐπορεύθη Σολομὼν ὀπίσω τῆς
Ἀστάρτης βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ
βασιλέως αὐτῶν εἰδώλου υἱῶν Ἀμμών· καὶ ἐποίησε
Σολομὼν πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη
ὀπίσω Κυρίου, ὡς Δαβὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.» Ἆρ' οὐκ
ἐποιμώζειν ἄξιον τῷ τοιάδε παθεῖν λεγομένῳ; Ὁ
τὸν διαβόητον ἐκεῖνον ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἀναστή

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 908, line 22

τοῦ Θεοῦ τὸ ἀγαθὸν, καὶ εὐάρεστον, καὶ τέλειον.» Ἢ


οὐκ εἶναι φῂς θυσίαν ὄντως ἁγίαν καὶ πάναγνον ἀλη-
θῶς, τὴν τῶν αἰσχιόνων ἀπόθεσιν;
{ΠΑΛΛ.} Φαίην ἂν ἔγωγε· πῶς γὰρ οὔ;
{ΚΥΡ.} Καὶ ἀποφοιτῶσι μὲν ἡμῖν σαρκικῆς ἡδονῆς,
ἐπιγάννυται Θεὸς, ἐπιστυγνάζει δὲ λίαν ἀποκλίνουσι
πρὸς τὸ ἄναλκι, καὶ σαρκὸς ὀπίσω πεσεῖν ᾑρημένοις
ἐπάγει τὰς δίκας· καταβιάζεται γὰρ ἔσθ' ὅτε καὶ εἰς
ἀπόστασιν τὴν ἀπὸ Θεοῦ, θερμὴ καὶ ἀκόλαστος ἡδονή.
Καὶ ἀληθὲς ὅτι τὸ χρῆμά ἐστιν, ἐκδείξειεν ἂν εὐθὺς
ὁ ἐπί γε τῷ Σολομῶν λόγος. Καταφωρᾶται δὲ πρὸ
αὐτοῦ παρενηνεγμένος εἰς τοῦτο κατὰ τὴν ἔρημον ὁ
Ἰσραήλ· γέγραπται γὰρ, ὅτι «Κατέλυσεν Ἰσραὴλ ἐν
Σαττεὶν, καὶ ἐβεβηλώθη ὁ λαὸς ἐκπορνεῦσαι εἰς τὰς
θυγατέρας Μωάβ· καὶ ἐκάλεσαν αὐτοὺς εἰς τὰς θυ-
σίας τῶν εἰδώλων αὐτῶν, καὶ ἔφαγεν ὁ λαὸς τῶν θυ-
σιῶν αὐτῶν, καὶ προσεκύνησαν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν,
καὶ ἐτελέσθη Ἰσραὴλ τῷ Βεελφεγὼρ, καὶ ὠργίσθη
θυμῷ Κύριος τῷ Ἰσραήλ. Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Μωσῇ·
Λάβε πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῦ λαοῦ, καὶ παραδει

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 1085, line 21

χοιτο τοῦ ἀληθοῦς τῆς ἑορτῆς ὁ καιρός. Ἔχει δὲ


οὕτω τὸ χρῆμα, καθὰ καὶ τῷ πάλαι προηγόρευται
νόμῳ.
{ΠΑΛΛ.} Ὀρθῶς ἔφης· πλὴν, ἐκεῖνο φράσον. Εἰ
473

μὴ παντί τῳ τυχὸν καὶ εἰ ἐν ὁδῷ γένηται μακρᾷ,


καὶ ὡς ἀπωτάτω τῆς Ἱερουσαλὴμ, ἐφῆκεν ὁ νόμος
ἀνεπιλήπτως δύνασθαι τὸ Πάσχα πληροῦν.
{ΚΥΡ.} Οὐ μὲν οὖν· ἐν μόνῃ γὰρ δὴ καταθύειν ἐκέ-
λευε τῇ ἁγίᾳ πόλει, ἐν ᾗ καὶ τὸν πάλαι ναὸν ὁ
Σολομὼν ἀνεδείματο. Προσεφώνει δὲ οὕτως ὁ Μωσῆς
ἐν τῷ Δευτερονομίῳ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ, λέγων·
»Φύλαξαι τὸν μῆνα τῶν νέων, καὶ ποιήσεις τὸ Πάσχα
Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, ὅτι ἐν τῷ μηνὶ τῶν νέων ἐξῆλθες
ἐξ Αἰγύπτου νυκτός. Καὶ θύσεις τὸ Πάσχα Κυρίῳ
τῷ Θεῷ σου, πρόβατα καὶ βόας ἐν τῷ τόπῳ ᾧ ἐὰν
ἐκλέξηται Κύριος ὁ Θεός σου αὐτὸν, ἐπικληθῆναι
τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκεῖ. Οὐ φάγῃ ἐπ' αὐτοῦ ζύμην.
Ἐπτὰ ἡμέρας φάγῃ ἐπ' αὐτοῦ ἄζυμα, ἄρτον κακώ-
σεως, ὅτι ἐν σπουδῇ ἐξήλθετε ἐξ Αἰγύπτου, ἵνα
μνησθῆτε τὴν ἡμέραν τῆς ἐξοδίας ὑμῶν ἐκ γῆς Αἰ

Κύριλλος θεολόγος. Glaphyra in Pentateuchum


Vol. 69, p. 233, line 7

στευόντων προσθήκαις εἰς πληθὺν ἀμέτρητον ἰοῦσα.


Πλὴν ὅρα τὴν ἐπιτήρησιν. Ὀνίνησι γὰρ λίαν τὸ
ἀκριβὲς ἐν τούτοις· Γεγέννηκεν ἡ Λεία πρὸ Ῥαχήλ·
εἶτα μεταξὺ παιδίσκαι δύο Βάλλα τε καὶ Ζελφά. Ἀλλ'  
ἠρέμει τέως Ἰακώβ· ἴδιον δὲ οἶκον οὔπω ποιεῖν
ἐσκέπτετο. Τέτοκεν ἡ Ῥαχὴλ τὸν Ἰωσὴφ, καὶ οἶκον
λοιπὸν ἐρᾷ· «Πότε γὰρ, φησὶ, ποιήσω ἐμαυτῷ
οἶκον;» Τέτοκε μὲν γὰρ ἡ τῶν Ἰουδαίων Συναγωγὴ
τοὺς εἰς δουλείαν τὴν ὑπὸ νόμον. Ἀλλ' οὔπω Χριστὸς
ἴδιον οἶκον ἔχειν ὡμολόγει σαφῶς. Οὐ γὰρ ἀπεδέχετο
λίαν τὸν ἐκ λίθων ναὸν, ὃν Σολομὼν ἀνεδείματο. Καὶ
γοῦν Ἰουδαίων ἐξωφρυωμένοις ἄγαν ἐπὶ τῷδέ ποτε
μονονουχὶ καὶ ἐπιπλήττει λέγων· «Ὁ οὐρανός μοι
θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου. Ποῖον
οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος· ἢ τίς τόπος
τῆς καταπαύσεώς μου;» Ἀλλ' οὐδὲ οἶκος Θεοῦ γέ-
γονε νοητὸς ὁ Ἰσραήλ. Οὐ γὰρ κατῴκηκεν ἐν αὐτοῖς.
Ἐπειδὴ δὲ τέτοκεν ἡ ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία τὸν νέον τε
καὶ ἐν προσθήκαις λαὸν, οἶκον ἴδιον ἑαυτῷ λοιπὸν ὁ
Σωτὴρ κατεσκευάζετο. Καὶ τίς δὴ οὗτός ἐστιν; Ἡμεῖς
οἱ πιστεύσαντες, περὶ ὧν φησι καὶ διὰ προφήτου

Κύριλλος θεολόγος. Fragmenta in libros Regum Vol. 69, p. 689, line 33


474

λῶς τὰ περὶ αὐτοῦ. Καὶ οὐκ ἧν συνιέναι τι τῶν


ἀναγκαίων δύνασθαι τοὺς ἐν ἁπτοῖς καὶ παχέσιν ὄντας
σώμασιν, εἰ μὴ ἐν τάξει παραδειγμάτων τὰ ἑαυτῶν
δεχόμενοι μέλη, μόλις οὕτως ἄνιμεν εἰς ἐννοίας
ἰσχνὰς τὰς περὶ Θεοῦ.
Ἡ δὲ βασίλισσα Σαβὰ, κ.τ.λ.
Κυρίλλου, ἐκ τοῦ εἰς τὸν κατὰ Λουκᾶν.
Γυνὴ βάρβαρος, μακρῶν αὐτὴν εἰργόντων διαστημά-
των, ὄκνου γέγονε κρείττων, οὐχ ἵνα χρημάτων ποιή-
σηται συλλογὴν, ἀλλ' ἵνα ἀκούσῃ τὴν σοφίαν Σολο-
μῶντος, παραβολὰς λαλοῦντος καὶ αἰνίγματα, καὶ ἀν-
θρωπίνων ἠθῶν ὑπογράφοντος κάλλη τε καὶ ψόγους.
Τότε ᾠκοδόμησε Σολομὼν ὑψηλὸν τῷ Χαμὼς εἰ-
δώλῳ Μωάβ.
 {Κυρίλλου.} Καὶ τί ἂν γένοιτο τῶν οὕτως ἐκτόπων
πλημμελημάτων τὸ δυσαχθέστερον, τιμῆς καὶ ἀγάπης
τῆς εἰς ἕνα καὶ φύσει Θεὸν ἀξίωμα ταῖς τῶν δαιμο-
νίων ἀπονέμειν ἀγέλαις, μᾶλλον δὲ λίθοις ἀναπλάτ-
τειν καὶ ξύλοις, καὶ τούτοις οἰκοδομεῖν ναούς;
Καὶ ὠργίσθη Κύριος ἐπὶ Σολομὼν, κ.τ.λ.
 {Κυρίλλου.} Τί δὲ ἧν ἄρα τὸ ἐνταλθὲν αὐτῷ τε καὶ

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1000, line 45

ΨΑΛΜΟΣ ΜΑʹ.

Εἰς τὸ τέλος, εἰς σύνεσιν, τοῖς υἱοῖς Κορέ.


 (A f. 225 b, B f. 152, I f. 209, L f. 112 b) Οἱ
τοῦ πρώτου μέρους ψαλμοὶ τῷ Δαβὶδ ἦσαν οἱ τεσσα-
ράκοντα· τὸ δὲ νῦν δεύτερον τμῆμα τριάκοντα
περιέχει καὶ ἕνα, ὧν ὀκτὼ μὲν τοῖς υἱοῖς Κορὲ ἐπι-
γράφονται· εἷς δὲ τῷ Ἀσάφ· καὶ Σολομῶντος εἷς·
οἱ δὲ λοιποὶ τῷ Δαβίδ. Πρῶτοι δὲ τούτων οἱ τῶν
υἱῶν Κορέ. Ἱεροψάλται δὲ γεγόνασιν οὗτοι, καὶ τὴν
ᾠδὴν ᾄδουσιν, οὐκ αὐτοὶ δὴ πάντως συνθέντες αὐτὴν,
ἀλλ' ἐξ ἀνδρῶν πνευματοφόρων δεχόμενοι, οἷς ἡ τῶν
ἐσομένων κατὰ καιροὺς ἐδέδοτο γνῶσις παρὰ τοῦ
πάντα εἰδότος Θεοῦ. Λαβόντες τοίνυν τὸν ψαλμὸν
παρὰ τοῦ συνθέντος αὐτὸν Δαβὶδ, τὰ ἐπ' ἐσχάτων
σημαίνουσι τῶν καιρῶν. Εἰσφέρουσι δὲ τὸ αὐτοῦ τοῦ
Ἰσραὴλ πρόσωπον ἐξομολογούμενον Χριστῷ διὰ τῆς
μεταγνώσεως ἧς ποιήσονται ἐπὶ συντελείᾳ τῶν αἰώ
475

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1200, line 20

αὐτῶν αἱ ἀρεταὶ διέβησαν. Ἄμπελον τροπικῶς τὸν


λαὸν ὀνομάσας, ἐπέμενε τῇ τροπῇ. Καὶ ὄρη μὲν καλεῖ
τὴν τῶν ὁμόρων ἐθνῶν ἰσχύν· σκιὰν δὲ ταῦτα καλύ-
πτουσαν, τὴν τοῦ Ἰσραὴλ δυναστείαν τούτοις ἐπιτε-
θεῖσαν· κέδρους δὲ τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὑψηλοὺς ἄρχοντας,
τοὺς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τὸ ἄρχειν εἰληφότας· ἀναδενδρά-
δας δὲ τὰς κέδρους συγκαλυπτούσας, τὴν Ἰσραηλιτι-
κὴν βασιλείαν περιφανεστέραν τούτων γεγενημένην·
τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ καὶ ἐπὶ τοῦ
Σολομῶντος μεμαθήκαμεν γενέσθαι. Ὁ μὲν γὰρ
μέγας Δαβὶδ, οὐ μόνον παρὰ τῶν ἀλλοφύλων καὶ
Ἰδουμαίων καὶ Ἀμμανιτῶν καὶ Μωαβιτῶν, ἀλλὰ καὶ
παρὰ Σύρων ἑκατέρων δασμοὺς ἐκομίζετο. Πρὸς δὲ
τὸν Σολομῶντα καὶ Αἰθιόπων ἔδρακεν βασίλισσα·
οὕτω παρὰ πᾶσιν ἐγένετο πολυθρύλλητος. Κλήματα
δὲ, τοῦ λαοῦ λέγει τὸ πλῆθος· παραφυάδας δὲ, τοὺς
προσηλύτους τοὺς ἐκ τῶν ἐθνῶν προσεληλυθότας, καὶ τὴν θείαν δεξαμένους
ἐπίγνωσιν.

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1200, line 24

θεῖσαν· κέδρους δὲ τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὑψηλοὺς ἄρχοντας,


τοὺς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τὸ ἄρχειν εἰληφότας· ἀναδενδρά-
δας δὲ τὰς κέδρους συγκαλυπτούσας, τὴν Ἰσραηλιτι-
κὴν βασιλείαν περιφανεστέραν τούτων γεγενημένην·
τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ καὶ ἐπὶ τοῦ
Σολομῶντος μεμαθήκαμεν γενέσθαι. Ὁ μὲν γὰρ
μέγας Δαβὶδ, οὐ μόνον παρὰ τῶν ἀλλοφύλων καὶ
Ἰδουμαίων καὶ Ἀμμανιτῶν καὶ Μωαβιτῶν, ἀλλὰ καὶ
παρὰ Σύρων ἑκατέρων δασμοὺς ἐκομίζετο. Πρὸς δὲ
τὸν Σολομῶντα καὶ Αἰθιόπων ἔδρακεν βασίλισσα·
οὕτω παρὰ πᾶσιν ἐγένετο πολυθρύλλητος. Κλήματα
δὲ, τοῦ λαοῦ λέγει τὸ πλῆθος· παραφυάδας δὲ, τοὺς
προσηλύτους τοὺς ἐκ τῶν ἐθνῶν προσεληλυθότας, καὶ τὴν θείαν δεξαμένους
ἐπίγνωσιν. Διὰ πάντων δὲ τὴν
προτέραν εὐκαρπίαν ἐδήλωσε τοῦ λαοῦ.
Καὶ μονιὸς ἄγριος.

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos


Vol. 69, p. 1233, line 2

τὴν λέγοντες τὰ ἀνθρώπινα, οὔτε μὴν ἐπισκέπτεσθαι


τὰ καθ' ἡμᾶς. Ἑλλήνων ἐστὶ τῶν ἀθέων ἡ τοιαύτη
δόξα, τῶν μήτε εἰδότων τὸν φύσει καὶ ἀληθῶς ὄντα
Θεὸν, μήτε νοεῖν ἀνεχομένων ὅτι τοῖς αὐτοῦ νεύμασι
476

διοικεῖται τὰ πάντα. Ἀλλὰ νενοσήκασί τινες τῶν ἐξ


Ἰσραὴλ τὴν τοιαύτην ἀπόνοιαν.]
[Καὶ εἶπαν· Οὐκ ὄψεται Κύριος. Σύνετε δὴ
ἄφρονες ἐν τῷ λαῷ.
 (B f. 383, H f. 416 b) Ὁ ἔλεγχος ἐν τούτοις τὴν  
ἐπιτίμησιν καὶ τὴν ἀγανάκτησιν δηλοῖ. Ἔφη γὰρ ὁ
Σολομῶν· «Υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου,
μηδὲ ἐκλύου ὑπ' αὐτοῦ ἐλεγχόμενος· ὃν γὰρ ἀγαπᾷ
Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παρα-
δέχεται.» Οὐκοῦν τῶν ἐλέγχων ἡ δύναμις τὸ μα-
στίζεσθαι δηλοῖ. – (K f. 168.) Φυσικὸς λογισμὸς μη-
δαμῶς ἔλαττον εἶναι τοῦ ποιηθέντος τὸ πεποιηκός.
Ἄφρονες οὖν εἰκότως καὶ μωροὶ, οἱ μηδὲ τοσοῦτον
γινώσκοντες τῶν κατὰ φύσιν πράξεων, εἰς τοὺς παρὰ
φύσιν ἀναγωγοὺς λογισμούς· καὶ τῷ μὴ βούλεσθαι
κρίσιν ὑποσχεῖν ἐπὶ τοιούτοις τοῖς πεπραγμένοις·
ἤδη καὶ δοξάζειν ἀναπείθουσιν ὡς οὐδ' ἔσται κρίσις·

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in Isaiam prophetam


Vol. 70, p. 176, line 45

δὲ καὶ τὸν οἶκον καπνοῦ, καὶ ἀπό γε τῆς φωνῆς ἧς


ἐκέκραγον τὰ ἅγια Σεραφείμ. Ἆρ' οὖν ἐροῦμεν τὴν
φωνὴν αἰτίαν γενέσθαι τῶν συμβεβηκότων τῷ οἴκῳ;
Καίτοι πῶς οὐ σφόδρα ἐστὶν ἀκαλλὲς τὸ φρονεῖν
ἑλέσθαι ταυτί; Τίνα δὴ οὖν τρόπον ταῖς τῶν προ-
κειμένων προσβαλοῦμεν ἐννοίαις; Ἄριστά τε καὶ
σοφῶς. Πρὸ μὲν τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐνανθρωπή-
σεως καὶ ἐπιδημίας, ἔτι τὴν ἐν νόμῳ πολιτείαν ἀκω-
λύτως τε καὶ ἀνεπιπλήκτως διέποντος τοῦ Ἰσραὴλ,
πλήρης ἦν ὁ διαβόητος ἐκεῖνος νεὼς ἐν τοῖς Ἱεροσο-
λύμοις ὃν Σολομὼν ἀνεδείματο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Ἐπετέλουν γὰρ ἐν αὐτῷ τὰς κατὰ νόμον θυσίας.
Ἐπειδὴ δὲ τὸν ἐξ οὐρανοῦ ἀφιγμένον ἐν ἀνθρωπείᾳ
μορφῇ, καὶ διὰ νόμου καὶ προφητῶν κεκηρυγμένον
οὐ προσήκαντο, μᾶλλον δὲ καὶ ἀπεκτόνασι τὸν
ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς, ἐγκατέλιπε τὸν οἶκον αὐτοῦ,
ἀφῆκε τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Ἀπονένευκε γὰρ εἰς
τὰ ἔθνη, καὶ πεπλήρωται μὲν πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης
αὐτοῦ. Παραδέδοται δὲ τῶν Ἰουδαίων ἡ χώρα πρὸς
ἐρήμωσιν, ἐμπέπρησται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ νεώς. Ὅτε
τοίνυν κατά γε τὴν προφητείαν ἤγουν προαγόρευσιν

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in Isaiam prophetam


Vol. 70, p. 208, line 34

αὐτά τε τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἅπασα δὲ τῶν Ἰουδαίων


ἡ χώρα ταῖς ἐσχάταις περιπεσεῖσθαι ταλαιπωρίαις,
καὶ ὑπὸ χεῖρα γενέσθαι τῶν ἐχθρῶν, προκαταμηνύει
477

λεπτῶς. Ἀσαφεστέραν δὲ οὖσαν τὴν τῶν λέξεων


συνθήκην, ὡς ἂν οἷός τε, καὶ πρό γε τῶν ἄλλων δια-
τρανοῦν πειράσομαι. «Ἐπάξει, φησὶν, ὁ Θεὸς ἐπὶ σὲ,
καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου, καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός
σου, ἡμέρας, αἳ οὔπω ἥκασιν, ἀφ' ἧς ἡμέρας ἀφεῖλεν
Ἐφραῒμ ἀπὸ Ἰούδα.» Ἔστι δὲ τῶν στίχων τοιοῦτος ὁ
νοῦς· Ἐν καιροῖς τῆς βασιλείας Ῥοβοὰμ υἱοῦ Σολο-
μῶνος ἀφεῖλε, τοῦτ' ἔστιν, ἀπέσπασεν ἑαυτὸν ὁ
Ἐφραῒμ, τοῦτ' ἔστι, πάλιν αἱ δέκα φυλαὶ, ἀπὸ τῆς
Ἰούδα φυλῆς. Ἐχωρίσθησαν γὰρ καὶ αἱ μὲν δέκα
φυλαὶ ἀπὸ τῆς Ἰούδα φυλῆς, κατῳκήκασι τὴν Σα-
μάρειαν, ἡ δέ γε φυλὴ Ἰούδα καὶ τὸ ἥμισυ φυλῆς
Μανασσῆ μεμενήκασιν ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις. Ἀλλὰ
προϊόντος τοῦ καιροῦ πολλὰ συμβέβηκε τῶν ἀπευκτῶν
αὐτοῖς. Πεπόρθηται γὰρ ἡ Σαμάρεια, κατέδραμον
δὲ καὶ τὴν Ἰουδαίαν τὰ περίοικα τῶν ἐθνῶν, Ἰδου-
μαῖοι, Μωαβίται, καὶ οἱ ἐκ τῆς Φιλιστιείμ. Πεπόν-
θασι τοίνυν πολλὰ δεινὰ, καὶ ἡμερῶν πεπείρανται

Κύριλλος θεολόγος. Collectio dictorum veteris testamenti [Sp.]


Vol. 77, p. 1261, line 6

ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ.

Περὶ Ὀζίου.  »Καὶ ᾠκοδόμησεν Ὀζίας πύργους ἐν Ἱερουσαλὴμ


καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τῆς γωνίας, καὶ ἐπὶ τὴν γωνίαν
τῆς φάραγγος, καὶ ἐπὶ τῶν γωνιῶν, καὶ ᾠκοδόμησε
πύργους ἐν τῇ ἐρήμῳ.» Ὥσπερ Σολομὼν μέχρι τι-
νὸς ὑπῆρχε Χριστοῦ· οὕτω καὶ Ὀζίας ἕως τινός.
Ὀζίας γὰρ ἰσχὺς Θεοῦ ἑρμηνεύεται, ἰσχὺς δὲ καὶ
δύναμις ἐνυπόστατος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς ὁ Χριστὸς,
οἰκοδομῶν ἐν μὲν τῇ ὁράσει τῆς εἰρήνης· τοῦτο γὰρ
ἑρμηνεύεται Ἱερουσαλὴμ, λέγω δὴ τοῖς τελειοτέροις
εἰς θεωρίας κατάστασιν· πύργους τῶν περὶ τῆς θεό-
τητος αὐτοῦ δογμάτων. Ἐπεὶ δὲ γωνία ἐστὶν ἡ Ἐκ-
κλησία τῶν πιστῶν, καθάπερ βʹ τοίχους ἑνοῦσα καὶ
συνέχουσα, τόν τε ἐξ Ἰουδαίων λαὸν, καὶ τὸν ἐξ
ἐθνῶν· πύλαι ἂν αὐτῆς νοηθεῖεν, οἱ εἰσαγωγικοὶ
478

Κύριλλος θεολόγος. Contra Julianum (lib. 1-2) Book 2, sec. 55, line 11

 »Ἀλλ' Ἑβραῖοι, φησί, τὰ περὶ οὐρανοῦ δοξάζοντες,


θρόνον αὐτὸν εἶναί φασι τοῦ Θεοῦ, ὑποπόδιον δὲ τὴν γῆν.»
Ὀρθῶς, ὦ γενναῖε· μεμνήσομαι γὰρ αὐτοῦ λέγοντος τοῦ Θεοῦ
δι' ἑνὸς τῶν ἁγίων προφητῶν. «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι,
λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;» Καίτοι
Θεὸν μὲν οὐκ εἶναί φησι τὸν οὐρανόν, παρεικάζει δὲ θρόνῳ, καὶ
μὴν καὶ ὑποποδίῳ τὴν γῆν· κἂν εἰ ἕλοιτό τις τὴν τοῦ πράγ-
ματος αἰτίαν ἀναμαθεῖν, χαλεπὸν οὐδὲν ἀληθεύοντας λέγειν.
Ἀνεδείματο γὰρ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις τὸν διαβόητον ἐκεῖνον
νεὼν ὁ σοφώτατος Σολομών, ἐπεγάννυντο δὲ λίαν αὐτῷ τῶν Ἰου-  
δαίων οἱ δῆμοι, ᾤοντό τε ὅτι κατῴκηκεν ἐν αὐτῷ περιειλημ-
μένος ὁ τῶν ὅλων Θεός· βραδεῖς γὰρ ἀεί πως εἰς σύνεσιν καὶ
τῶν περὶ Θεοῦ λόγων ἀνεπιστήμονες, οἵ γε Θεοῦ πόλιν
οἰηθέντες τὴν Ἰερουσαλήμ, ἐν αὐτῇ δὲ καὶ μόνῃ διετείνοντο
κατοικεῖν αὐτόν, διά τοι τὸ λέγεσθαι διὰ φωνῆς τοῦ Δαβίδ·
»Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ.» Σμικρὰ
τοιγαροῦν δοξάζοντας ἐλέγχει Θεός, καί φησι. «Ποῖον οἶκον
οἰκοδομήσετέ μοι, θρόνον ἔχοντι τὸν οὐρανόν, ὑποπόδιον δὲ τὴν
γῆν;» Ἔδει γάρ, ἔδει τοῖς συνεστάλθαι καὶ περιωρίσθαι τόποις
τὴν αὐτοῦ φύσιν ὑπειληφόσι καταδεῖξαι σαφῶς ὅτι τε εἴη

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Marcum (recensio ii) (e codd. Oxon. Bodl. Laud. 33 +
Paris. Coislin. 23 + Paris. gr. 178) P. 405, line 24

Κύριος αὐτοῦ ἐστὶν, ἀλλὰ πῶς, ἐκείνων ἦν ἐρωτῆσαι, ἀλλ' οὐκ


ἠρώτησαν. οὐδὲ γὰρ ἐβούλοντό τι τῶν δεόντων μαθεῖν. διὸ καὶ
αὐτὸς ἐπήγαγεν λέγων, ὅτι Κύριος αὐτοῦ ἦν. οὐκ ἦν δὲ ἴσον
ἀκοῦσαι, Ἰουδαίων ἁπάντων Κύριον, καὶ τοῦ Δαβίδ. σὺ δέ μοι
σκόπει τὸ εὔκαιρον. ὅτε γὰρ εἶπεν εἷς ἐστι Κύριος, τότε καὶ περὶ
αὐτοῦ εἶπεν, ὅτι Κύριός ἐστι καὶ ἀπὸ προφητείας, οὐκέτι ἀπὸ ἔρ-
γων μόνον, καὶ δείκνυσιν αὐτὸν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀμυνόμενον, καὶ ὁμό-
νοιαν τοῦ Πατρὸς πρὸς αὐτόν. οὐδὲ γὰρ κατὰ τοὺς Ἰουδαίους τὸν
υἱὸν Κύριον ἐχρῆν λέγεσθαι τοῦ Πατρὸς, τοὐναντίον δὲ, ὥσπερ καὶ
τὸν Σολομῶνα ἡ μητὴρ δοῦλον καλεῖ τοῦ πατρὸς, λέγουσα, οὐχὶ
Σολομῶνα τὸν δοῦλόν σου. πατέρα δὲ περὶ υἱοῦ λέγειν ὡς περὶ
Κυρίου, παντελῶς ἀπᾷδον, καὶ παρὰ τὴν φύσιν· καὶ μάλιστα
ὅποτε κατὰ Πνεῦμα κινούμενον λαλεῖ. οὐκ εἶπε δὲ τοῦ Πνεύματος
Κύριον, ἀλλὰ τοῦ Δαβίδ. οὐ γὰρ ἐπειδὴ ἐν Πνεύματι λαλῶν Κύ-
ριον ἐκάλεσε τὸν Χριστὸν, διὰ τοῦτο δουλοποιητέον τὸ Πνεῦμα, ὡς
τολμῶσιν οἱ εἰς τὸ Πνεῦμα δυσφημοῦντες. λέγει οὖν καὶ υἱὸν αὑ-
τὸν τῆς παιδίσκης τοῦ Θεοῦ ὁ Δαβὶδ, καὶ οὐ δήπου τῷ Πνεύματι
καὶ τοῦτο ἁρμόσει, ἀλλ' εἰς τὸ ἴδιον πρόσωπον εἴρηται αὐτῷ ταῦτα
καὶ ἄλλα πολλά.  
479

Καινή Δαθήκη. ), Supplementum et varietas lectionis ad catenam in evangelium


sancti Lucae (e cod. Oxon. Bodl. Laud. 33) P. 422, line 7

ται, ὡς πειθόμενοι τῷ νόμῳ τὸν κατὰ φύσιν γινώσκουσιν εἶναι


πατέρα, ἔδειξαν οἱ θεσπέσιοι Εὐαγγελισταὶ ὅτι ἐξ ἀμφοτ. τ. πατ.
32, 8. περιῄρηται.
Cod. L. Τὴν γενεαλογίαν ταύτην ὁ θεσπέσιος Λουκᾶς οὐκ ἀπὸ  
τῆς πεπαρρησιασμένης βασιλείας εἴληφε φατρίας, ἀλλ' ἀπὸ τῆς
ἰδιωτικῆς, λανθάνειν μὲν δοκούσης, πάλιν καὶ αὐτὴ ἐν τῷ ἱερῷ
γαζοφυλακίῳ τοῖς Ἰσραηλίταισιν ἀποκειμένη. καὶ διατί μὴ καὶ
οὗτος συμφωνίᾳ Ματθαίῳ ἐχρήσατο κατ' αὐτὴν, μετὰ βραχὺ
εἰρήσεται· ἐξέκλινεν ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ τὸ βασιλικὸν γένος εἰς τὴν
γενεαλογίαν τοῦ Χριστοῦ καταλέγειν, διὰ τὸ μὴ πάνυ θεοσεβεῖς
εἶναι τοὺς βασιλεῖς, ὡς δῆλον ἀπ' αὐτοῦ Σολομῶντος· πλὴν γὰρ
τοῦ Ἰωσίου οὐδεὶς τῶν βασιλέων κατὰ τὸ ἀκριβέστατον θεοσεβής·
παρ' ὅσον καὶ τῶν εὐσεβεῖν νομιζομένων, οὐδεὶς τὰ ὑψηλὰ πλὴν
τοῦ βασιλέως καθεῖλεν Ἰωσίου.

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58) P. 61,
line 2

 Ἐπεγίνωσκον δὲ αὐτὸν, ὅτι αὐτὸς ἦν ὁ πρὸς τὴν ἐλεη-


μοσύνην καθήμενος ἐπὶ τῇ ὡραίᾳ πύλῃ τοῦ ἱεροῦ.
 Καλῶς εἶπεν “ἐπεγίνωσκον,” ὡς καὶ ἀγνοουμένου λοιπὸν ἀπὸ τοῦ
πράγματος· ταύτῃ γὰρ τῇ λέξει κεχρήμεθα ἐπὶ τῶν μόλις γνωρι-
ζομένων. ἔδει πιστευθῆναι ὅτι ἀφίησι τὰ ἁμαρτήματα τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ, ὅπουγε καὶ τοιαῦτα ἐργάζεται.
 Καὶ ἐπλήσθησαν θάμβους καὶ ἐκστάσεως ἐπὶ τῷ
συμβεβηκότι αὐτῷ· κρατοῦντος δὲ αὐτοῦ τὸν Πέτρον  
καὶ τὸν Ἰωάννην, συνέδραμε πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτοὺς
ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένῃ Σολομῶντος, ἔκθαμβοι.
 Ἀπὸ τῆς εὐνοίας τῆς εἰς αὐτοὺς καὶ τῆς φιλίας, οὐκ ἐχωρίζετο
αὐτῶν, ἴσως εὐχαριστῶν αὐτοῖς καὶ ἐπαινῶν.
 Αὕτη μὲν ἡ στοὰ ἵστατο ἀπὸ τῆς κατασκευῆς Σολομῶντος·
ἐνέπρησε γὰρ τὸ ἱερὸν ὁ Ναβουχοδονόσορ, καὶ ᾠκοδόμησε Κῦρος
ὁ Πέρσης.

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58) P. 61,
line 5

πράγματος· ταύτῃ γὰρ τῇ λέξει κεχρήμεθα ἐπὶ τῶν μόλις γνωρι-


ζομένων. ἔδει πιστευθῆναι ὅτι ἀφίησι τὰ ἁμαρτήματα τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ, ὅπουγε καὶ τοιαῦτα ἐργάζεται.
 Καὶ ἐπλήσθησαν θάμβους καὶ ἐκστάσεως ἐπὶ τῷ
συμβεβηκότι αὐτῷ· κρατοῦντος δὲ αὐτοῦ τὸν Πέτρον  
καὶ τὸν Ἰωάννην, συνέδραμε πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτοὺς
480

ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένῃ Σολομῶντος, ἔκθαμβοι.


 Ἀπὸ τῆς εὐνοίας τῆς εἰς αὐτοὺς καὶ τῆς φιλίας, οὐκ ἐχωρίζετο
αὐτῶν, ἴσως εὐχαριστῶν αὐτοῖς καὶ ἐπαινῶν.
 Αὕτη μὲν ἡ στοὰ ἵστατο ἀπὸ τῆς κατασκευῆς Σολομῶντος·
ἐνέπρησε γὰρ τὸ ἱερὸν ὁ Ναβουχοδονόσορ, καὶ ᾠκοδόμησε Κῦρος
ὁ Πέρσης.
 Ἰδὼν δὲ ὁ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· Ἄν-
δρες Ἰσραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτε-
νίζετε, ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ
περιπατεῖν αὐτόν;
 {Τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου ἐπισκόπου Λουγδούνων.} Φανερὸν τὸ
κήρυγμα ὁ Πέτρος σὺν Ἰωάννῃ ἐκήρυσσεν αὐτοῖς, τὴν ὑπόσχεσιν
ἣν ἐποιήσατο ὁ Θεὸς τοῖς πατράσιν Ἰησοῦ πεπληρῶσθαι εὐαγγε-
λιζόμενος· ἀλλ' οὐκ ἄλλον Θεὸν καταγγέλλων, ἀλλὰ τὸν Υἱὸν τοῦ

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58) P. 89,
line 4

 Καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ' ὅλην τὴν ἐκκλησίαν,


καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
{Τοῦ Χρυσοστόμου.} Μετὰ τὸ γενέσθαι τὸν φόβον αὐτῶν, πλει-
όνα σημεῖα ποιεῖ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ λοιποί.
 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα
καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά.
{Τοῦ αὐτοῦ.} Οὐκέτι ἐν οἰκίᾳ· ἀλλὰ τὸ ἱερὸν καταλαβόντες,
ἐκεῖ διέτριβον· οὐκέτι λοιπὸν ἀκαθάρτων ἅπτεσθαι ἐφυλάττοντο,  
ἀλλ' ἁπλῶς ἥπτοντο τῶν νεκρῶν· καὶ ὅρα· πῶς ἐν μὲν τοῖς οἰκείοις
εἰσὶ σφοδροὶ, ἐν δὲ τοῖς ἀλλοτρίοις οὐ κέχρηνται τῇ δυνάμει.
 Καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶν-
τος· τῶν δὲ λοιπῶν, οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς,
ἀλλ' ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός.
{Τοῦ αὐτοῦ.} Ὁ Πέτρος ἦν ὁ θαυμαστὸς, καὶ τούτῳ μᾶλλον
προσεῖχον διά τε τὴν δημηγορίαν, καὶ τὴν πρώτην, καὶ τὴν δευ-
τέραν, καὶ τὴν τρίτην· διά τε τὸ σημεῖον· αὐτὸς γὰρ τὸ σημεῖον
εἰργάσατο, τὸ πρῶτον, τὸ δεύτερον, τὸ τρίτον· τοῦτο γὰρ διπλοῦν
ἦν· πρῶτον μὲν τὸ τὰ κατὰ διάνοιαν ἐλέγξαι· δεύτερον δὲ τὸ ἀνε-
λεῖν προστάγματι.
 {Τοῦ αὐτοῦ.} Οὐκέτι λοιπὸν εὐκαταφρόνητοι ἦσαν καθάπερ καὶ
πρότερον· ἐν βραχεῖ γὰρ καιρῷ καὶ μιᾷ ῥοπῇ τοσαῦτα γέγονεν ὑπὸ

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58) P.
118, line 8

Θεὸς καὶ ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ


Ἀγγέλου τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ ἐν τῇ βάτῳ.
 Ἐνταῦθα μὲν δοκεῖ περὶ τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων λέγειν· λέγε-  
481

ται δὲ περὶ πάσης τῆς φύσεως, ἧς ἕνεκα σάρκα λαβὼν κατέβαινεν·


ὅπερ οὐ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ Μωϋσέως, ἀλλ' ὕστερον ἐνδημήσαν-
τος τοῦ Υἱοῦ γεγένηται.
 Ἀπολέσθαι τὸν ὑπ' αὐτῶν ἐξουθενηθέντα· τοῦτον ὃν παρῃτή-
σαντο, τοῦτον ὁ Θεὸς ἐγείρας ἀπέστειλε· καθάπερ καὶ αὐτοὶ
ἔλεγον· “οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα·” δείκνυσιν ἐνταῦθα,
καὶ τὰ γενόμενα, διὰ τοῦ Χριστοῦ γενόμενα.
 Περὶ τῆς ἐξόδου καὶ μοσχοποιίας τοῦ Ἰσραὴλ ἄχρι χρόνων Σολομῶντος
 καὶ τῆς τοῦ ναοῦ κατασκευῆς.
 Οὗτος ἐξήγαγεν αὐτοὺς, ποιήσας τέρατα καὶ σημεῖα
ἐν τῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ, καὶ ἐν τῇ
ἐρήμῳ ἔτη τεσσαράκοντα· οὗτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς, ὁ
εἰπὼν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ, Προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, ὡς ἐμέ·
αὐτοῦ ἀκούσεσθε.
 “Ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, ὡς ἐμέ.”
ἐξουθενημένον “ὡς ἐμέ·” ἐβουλήθη καὶ τοῦτον ἀνελεῖν Ἡρώδης,
καὶ ἐν Αἰγύπτῳ διεσώθη, καθάπερ καὶ ἐκεῖνος· καὶ παιδίον ὢν, ἐπε

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58) P.
125, line 5

Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν, ἕως τῶν ἡμε-


ρῶν Δαβίδ· ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
 {Τοῦ Χρυσοστόμου.} Καὶ οὐκ ἦν ναὸς, καίτοι καὶ τὰ ἔθνη
ἐξέωστο· διὰ τοῦτο γάρ φησι, “ὧν ἐξῶσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου
“τῶν πατέρων ἡμῶν·” “ὧν ἐξῶσε,” φησὶ, καὶ οὐδὲ τότε ναός· καὶ
τοσαῦτα θαύματα, καὶ οὐδαμοῦ ναός· ὥστε εἶναι πρώτη σκηνὴ,  
ἀλλ' οὐ ναὸς οὐδαμοῦ, “ἕως τῶν ἡμέρων,” φησὶ, “Δαβίδ·” καὶ
οὐδαμοῦ ναός· καὶ “ᾔτησεν εὑρεῖν χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.” καὶ
“ᾠκοδόμησεν·” οὕτως οὐκ ἦν μέγα τι ὁ ναός.
 {Τοῦ αὐτοῦ.} Ἠιτήσατο εὑρεῖν χάριν ὁ Δαβὶδ, καὶ οὐκ ᾠκοδό-
μησεν ὁ θαυμαστὸς, ὁ μέγας, ἀλλ' ὁ ἀπερριμένος ὁ Σολομών.
 Καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.
 {Κυρίλλου.} “Οὐδεμιᾶς γάρ,” φησι, “ἀναπαύλης μεθέξω, πρὶν
“ἂν μάθοιμι τὸν τοῦ Κυρίου τόπον καὶ τὸ σκήνωμα,” τουτέστι
τὴν σκήνωσιν, “τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ·” δῆλον δὲ ὅτι Χριστοῦ.
 Σολομῶν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.
 Τῷ τετρακοσιοστῷ τεσσαρακοστῷ ἔτει τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου, ἤρξατο ὁ Σολομῶν οἰκοδομεῖν τὸν ναὸν ἐν
Ἱερουσαλὴμ, ὡς ἡ τετάρτη βίβλος τῶν Βασιλειῶν ἡμᾶς διδάσκει·
διὰ τοῦτο δὲ μετὰ τοσοῦτον χρόνον τῆς ἀπ' Αἰγύπτου τοῦ Ἰσραὴλ
ὁ ναὸς ᾠκοδομήθη· ἵν' ἀποκαμόντες τῇ εἰς τὰ ὄρη περιπλανήσει,

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58) P.
125, line 33
482

 Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν


μου· ποῖον, οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι λέγει Κύριος; ἢ τίς
τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; οὐχὶ ἢ χείρ μου ἐποίησε
ταῦτα πάντα;
 {Τοῦ Χρυσοστόμου.} Ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα ἄξια Θεοῦ, εἴγε ποιή-
ματά ἐστιν, εἴγε τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἔργα· ὅρα πῶς αὐτοὺς κατὰ
μικρὸν ἀνάγει· ὅτι οὐδὲ ταῦτα ἔξεστι λέγειν.
 {Τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τοῦ κατὰ τοῦ δυσσεβοῦς Ἰουλιανοῦ
τόμου β.} Εἰ ἕλοιτό τις τὴν τοῦ πράγματος σοφίαν ἀναμαθεῖν,
χαλεπὸν οὐδὲν ἀληθεύοντας λέγειν· ἀνεδείματο γὰρ ἐν τοῖς Ἱερο-
σολύμοις τὸν διαβόητον ἐκεῖνον νεῶν ὁ σοφώτατος Σολομῶν· ἐπε-  
γάννυτο δὲ λίαν αὐτῷ τῶν Ἰουδαίων οἱ δῆμοι· ᾤοντό τε ὅτι κατῴ-
κηκεν ἐν αὐτῷ περιειλημμένος ὁ τῶν ὅλων Θεός· βραδεῖς γὰρ ἀεί
πως εἰς σύνεσιν καὶ τῶν περὶ Θεοῦ λόγων ἀνεπιστήμονες, οἵγε καὶ
Θεοῦ πόλιν οἰηθέντες εἶναι τὴν Ἱερουσαλὴμ, ἐν αὐτῇ δὴ καὶ μόνῃ
διεγίνοντο κατοικεῖν αὐτόν· διά τοι τὸ λεγέσθαι διὰ φωνῆς τοῦ
Δαβὶδ “δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ.” σμι-
κρά τοι γὰρ δοξάζοντας ἐλέγχει Θεὸς, καὶ φησὶ, “ποῖον οἶκον οἰ-
“κοδομήσετε μοι,” θρόνον ἔχοντι τὸν οὐρανὸν, ὑποπόδιον δὲ τὴν γῆν·
ἔδει γὰρ ἔδει τοῖς συνεστάλθαι καὶ περιωρῆσθαι τόπον τὴν αὐτοῦ

Καινή Δαθήκη. ), Catena in epistulam ad Romanos (typus Monacensis) (e cod.


Monac. gr. 412) P. 340, line 20

παρὰ γνώμην παρανομεῖς· ἀλλ' ἑκὼν ἀσπάζῃ καὶ τὴν πονηρίαν,


καὶ τοὺς τῆς ἀρετῆς πόνους. ὀρθὴ οὖν ἄρα καὶ δικαία τοῦ Θεοῦ
τῶν ὅλων, ἡ ψῆφος. ἐνδίκως γὰρ κολάζει τοὺς ἁμαρτάνοντας, ὡς
γνώμῃ τοῦτο ποιοῦντας. ἔχει δὲ καὶ ἡ φιλανθρωπία τὸ δίκαιον.
πρόφασιν γὰρ λαμβάνουσα, ὀρέγει τὸν ἔλεον.
 {Ἐκ τῆς Ἐκλογῆς τοῦ Ὠριγένους.} Ἴδωμεν δὲ καὶ περὶ τοῦ
“ἄρ' οὖν οὐ τοῦ θέλοντος, οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος
“Θεοῦ.” τινὲς γὰρ αἰτιώμενοι φασίν· εἰ μὴ τοῦ τρέχοντος οὐδὲ
τοῦ θέλοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ· οὐκ ἐκ τοῦ ἐφ' ἡμῖν τὸ
σώζεσθαι, ἀλλ' ἐκ προαιρέσεως τοῦ, ὅτε βούλεται ἐλεοῦντος. πρὸς
οὓς ῥητέον. φησὶν ἐν τῇ βίβλῳ τῶν ψαλμῶν ὁ Σολομῶν· αὐτοῦ
γάρ ἐστιν ἡ ᾠδὴ τῶν ἀναβαθμῶν, ἐξ ἧς παραθησόμεθα τὰ ῥητά.
“ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκο-
“δομοῦντες. ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν
“ὁ φυλάσσων.” οὐκ ἀποτρέπων ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ οἰκοδομεῖν, οὐ δὲ
διδάσκων μὴ ἀγρυπνεῖν ἡμᾶς εἰς τὸ φρουρεῖν τὴν ἐν τῇ ψυχῇ
πόλιν, ἀλλὰ παριστὰς ὅτι τὰ χωρὶς Θεοῦ οἰκοδομούμενα, καὶ τὰ
μὴ τυγχάνοντα τῆς ἀπὸ τούτου φυλακῆς, μάτην οἰκοδομεῖται, καὶ
ἀνηνύτως τηρεῖται. εὐλόγως ἂν ἐπιγραφομένου Κυρίου τῆς οἰκο-
δομῆς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄρχοντος τῆς φρουρᾶς τῆς πόλεως τοῦ τῶν
ὅλων Θεοῦ. ὥσπερ οὖν εἰ λέγομεν, οὐ τοῦ οἰκοδομοῦντος, ἀλλὰ
483

Καινή Δαθήκη. ), Catena in epistulam i ad Corinthios (typus Vaticanus) (e cod. Paris.


gr. 227) P. 57, line 6

ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἐποικοδομήσω· ἐὰν γὰρ προσαγάγω ψυ-


χὰς ἀκρίτως τῇ ἐκκλησίᾳ φαύλας, προσήγαγον τῷ καλῷ θεμελίῳ
Χριστοῦ Ἰησοῦ ξύλα· ἄλλους χόρτον, καὶ ἄλλους καλάμην·
ὥσπερ πάλιν ἐάν τινες διαλάμψωσιν ἐκ τῆς οἰκοδομῆς· καὶ τοσοῦ-  
τον διαλάμψουσιν ὥστε εὑρεθῆναί τινας ἀνάλογον τοῖς γεγραμ-
μένοις περὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ ναοῦ· λίθους ἐκλεκτοὺς, καὶ
λίθους κρυστάλλου, καὶ λίθους σαφείρου· καὶ λίθους ὅσους ὠνό-
μασεν ἐκεῖ, δῆλον ὅτι ἐπῳκοδόμησα τῷ θεμελίῳ λίθους τιμίους·
καὶ ἐπειδὴ τὸν νάον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν οἰκοδομὴν καὶ χρυσίον ἔχειν,
ὥσπερ ὁ ναὸς ὃν Σολομῶν ᾠκοδόμησεν σύμβολον ναοῦ ἔχοντος
χρυσὸν καὶ ἄργυρον πολύν· ἐὰν ἄλλος τις ἔλθῃ ἐποικοδομούμενος,
τιμιώτερος ἀργυρίου εὑρεθείη ἂν χρυσός. εὐλαβουμένος δὲ ἐγὼ
μήποτε δι' ἐμοῦ ξύλον εἰσέλθῃ καὶ χόρτος καὶ καλάμη· καὶ ὁ
ταλαίπωρος ἐγὼ κἂν ἄλλως κριθῶ ἄξιος σωτηρίας· ἐπεὶ γέγραπται
“αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός.” οὕτως σωθῇ, ὡς
αἴτιος γενόμενος τῷ μὴ κεχωρηκέναι τὴν χάριν· μὴ δὲ καλῶς
ᾠκοδομηκέναι, τοῦ τὴν οἰκοδομίαν πεπληρωκέναι ξύλων, χόρτου,
καλάμης· ὥσπερ οὐ βούλεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· “τὸ γὰρ ἔργον

Καινή Δαθήκη. ), Catena in epistulam ad Hebraeos (e cod. Paris. Coislin. 204) P.


220, line 21

νόμῳ σύμβολα καὶ τύποι τῶν ἐν τῇ χάριτι, καὶ ὅπως ἐν ἐκείνοις


ταῦτα προθεωρούμενα διϊδεῖν δυνατόν· ὁμοῦ τῇ παραθέσει καὶ τὴν
ὑπεροχὴν τούτων δεικνὺς, ὅση τίς ἐστιν, ἐν ἀφηγήσει δὲ τῆς
διδασκαλίας ποιεῖται τὴν καταρχήν. λέγει οὖν, ὅτι καὶ ἡ πρώτη
διαθήκη εἶχεν ὅρους καὶ προστάγματα λειτουργίας, τῆς Θεῷ ἀπο-
δίδοσθαι ὀφειλούσης· δικαιώματα γὰρ λατρείας τὰ περὶ τούτων
λέγει προστάγματα· “τό τε ἅγιον κοσμικόν·” ἅγιον ἐνταῦθα
καλεῖ τὸν ναόν· εἰκότως, ἐν ᾧ τὴν λειτουργίαν ἀποδίδοσθαι τῷ
Θεῷ συνέβαινεν· εἴ τε καὶ τὴν σκηνὴν, ἐπειδὴ ταύτην ἐν τάξει τοῦ
ναοῦ πρότερον εἶχον· ὁμοίως γὰρ ἐκείνην τε ναὸν ἐκάλουν, ὡς ἂν ἐν
αὐτῇ τοῦ Θεοῦ τυγχάνοντος, καὶ τὸν παρὰ τοῦ Σολομῶντος ὕστε-
ρον· καὶ τοῦτο μαθεῖν ἀπὸ τῆς πρώτης τῶν βασιλειῶν ἔνεστι
σαφῶς λεγούσης· “καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευδεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ Κυρίου·”
οὗ ἦν ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, μή πω τοῦ ναοῦ ὑπὸ Σολομῶντος οἰκο-
δομηθέντος· ὥσπερ δὲ σύμβολον τοῦ κόσμου κατασκευάσαι κατά
τινα τύπον τὴν σκηνὴν τῷ Μωσεῖ κελεύων ὁ Θεὸς, προσέταξεν
αὐτῷ περίβολον ποιῆσαι ἀπὸ τῶν καταπετασμάτων, μέσῳ διει-
λημμένον ἑτέρῳ· οὕτω δὲ καὶ ὁ ναὸς κατὰ τὸν αὐτὸν ὕστερον
ἐγένετο τύπον.
484

Καινή Δαθήκη. ), Catena in epistulam ad Hebraeos (e cod. Paris. Coislin. 204) P.


220, line 24

διδασκαλίας ποιεῖται τὴν καταρχήν. λέγει οὖν, ὅτι καὶ ἡ πρώτη


διαθήκη εἶχεν ὅρους καὶ προστάγματα λειτουργίας, τῆς Θεῷ ἀπο-
δίδοσθαι ὀφειλούσης· δικαιώματα γὰρ λατρείας τὰ περὶ τούτων
λέγει προστάγματα· “τό τε ἅγιον κοσμικόν·” ἅγιον ἐνταῦθα
καλεῖ τὸν ναόν· εἰκότως, ἐν ᾧ τὴν λειτουργίαν ἀποδίδοσθαι τῷ
Θεῷ συνέβαινεν· εἴ τε καὶ τὴν σκηνὴν, ἐπειδὴ ταύτην ἐν τάξει τοῦ
ναοῦ πρότερον εἶχον· ὁμοίως γὰρ ἐκείνην τε ναὸν ἐκάλουν, ὡς ἂν ἐν
αὐτῇ τοῦ Θεοῦ τυγχάνοντος, καὶ τὸν παρὰ τοῦ Σολομῶντος ὕστε-
ρον· καὶ τοῦτο μαθεῖν ἀπὸ τῆς πρώτης τῶν βασιλειῶν ἔνεστι
σαφῶς λεγούσης· “καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευδεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ Κυρίου·”
οὗ ἦν ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, μή πω τοῦ ναοῦ ὑπὸ Σολομῶντος οἰκο-
δομηθέντος· ὥσπερ δὲ σύμβολον τοῦ κόσμου κατασκευάσαι κατά
τινα τύπον τὴν σκηνὴν τῷ Μωσεῖ κελεύων ὁ Θεὸς, προσέταξεν
αὐτῷ περίβολον ποιῆσαι ἀπὸ τῶν καταπετασμάτων, μέσῳ διει-
λημμένον ἑτέρῳ· οὕτω δὲ καὶ ὁ ναὸς κατὰ τὸν αὐτὸν ὕστερον
ἐγένετο τύπον.

Καινή Δαθήκη. ), Catena in epistulam ad Hebraeos (catena Nicetae) (e cod. Paris. gr.
238) P. 314, line 1

παρρησιάζεται πρὸς Ἰουδαίους γράφων καὶ λέγων, “τοσούτῳ κρείτ-


των γενόμενος τῶν ἀγγέλων.”
 {Κυρίλλου.} Τὸ μὲν γὰρ Ἄγγελοι ὄνομα λειτουργίας ἐστὶ
σημαντικὸν, οἰκετικόν τε ἡμῖν ὑπεμφαίνει μέτρον. ὁ δέ γε Υἱὸς
τὴν ἐκ Πατρὸς ὕπαρξιν, οὐσιώδη καὶ φυσικὴν δηλοῖ. διὰ τοῦτο
γοῦν οὐδὲ συγκριτικῶς εἴρηκε μείζων ἢ τιμιώτερος· ἵνα μὴ ὡς
περὶ ὁμογενῶν τούτου κἀκείνων τίς λογίσηται· ἀλλὰ κρείττων
εἴρηκεν, ἵνα τὸ διαλάττον τῆς φύσεως τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὰ γενητὰ
γνωρίσῃ. καὶ τούτων ἔχομεν τὴν ἀπόδειξιν ἐκ τῶν θείων γραφῶν,
τοῦ μὲν Δαβὶδ ψάλλοντος, “κρείσσων ἡμέρα μία ἐν ταῖς αὐλαῖς  
σου ὑπὲρ χιλιάδας.” τοῦ δὲ Σολομῶντος ἀναφωνοῦντος, “κρείς-
σων σοφία λίθων πολυτελῶν·” πῶς γὰρ οὐχ ἑτεροούσια καὶ
ἄλλα τὴν φύσιν, ἡ σοφία, καὶ οἱ ἀπὸ γῆς λίθοι; ποία δὲ συγ-
γένεια ταῖς ἐν οὐρανοῖς αὐλαῖς καὶ τοῖς ἐπὶ γῆς οἴκοις; οὕτως
ἄρα οὐδεμία συγγένεια τοῦ Υἱοῦ πρὸς τοὺς Ἀγγέλους ἐστί. μηδε-
μιᾶς δὲ οὔσης τῆς συγγενείας, οὐκ ἄρα συγκριτικῶς ἐλέχθη τὸ
“κρείττων,” ἀλλὰ διακριτικῶς διὰ τὸ διαλάττον τῆς τούτου
φύσεως ἀπ' ἐκείνων. καὶ αὐτὸς οὖν ὁ Ἀπόστολος τὸ “κρείττων”
ἑρμηνεύων, οὐκ ἐν ἄλλῳ τινὶ, ἢ ἐν τῇ διαφορᾷ τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὰ
γενητὰ τίθησι λέγων, ὅτι ὁ μὲν, Υἱὸς, τὰ δὲ, δοῦλα· καὶ ὁ μὲν, ὡς
Υἱὸς μετὰ τοῦ Πατρὸς ἐν δεξιᾷ κάθηται· τὰ δὲ, ὡς δοῦλα παρέστηκε
485

Καινή Δαθήκη. ), Catena in epistulam ad Hebraeos (catena Nicetae) (e cod. Paris. gr.
238) P. 520, line 34

φανερῶς τὴν περὶ τῶν Νινευϊτῶν ἐκεῖ δηλουμένην μακροθυμίαν,


καὶ τοῦ λόγου τὴν ἀλήθειαν. ἀδύνατον γὰρ ἦν μὴ ἀληθεῦσαι τὸν
Θεὸν λέγοντα, καὶ μόνον βουλόμενον. διὰ τοῦτο τῷ Ἁβραὰμ
ἐπαγγειλάμενος οὐκ ἐψεύσατο, ἀλλὰ καὶ τὸν υἱὸν ἐχαρίζετο, καὶ
τὸν λαὸν ἐξήγαγεν ἐκ τῆς Αἰγύπτου διὰ Μωσέως. καὶ τὸν μὲν
Ἰσαὰκ ἐπληροφόρει τῇ ὑποσχέσει, καὶ πατέρα τοῦτον ἐποίει τῶν
δύο λαῶν. τῷ δὲ Ἰακὼβ ἐπαγγειλάμενος ἐδείκνυε τὸν Ἰωσὴφ, καὶ
τῷ μὲν πιστοτάτῳ Μωσεῖ, ἐδίδου τῶν λεγομένων τὴν πίστιν, διὰ
τῶν συμβαινόντων τῷ Φαραῶ. τῷ δὲ Δαβὶδ ἐπαγγειλάμενος,
ἀπεδίδου τὴν ὑπόσχεσιν διὰ Σολομῶντος, λέγω δὴ τὴν τοῦ ναοῦ
οἰκοδομήν. καὶ τί μοι χρεία πολλῶν; οὐδέν ἐστιν ὃ λέγει ὁ Θεὸς,  
καὶ ἀπλήρωτον τοῦτο μένει. κἂν παραυτίκα τίς ὀλιγωρῇ ζητῶν
λόγον, ἀλλὰ τῷ χρόνῳ τὴν ἀπόδοσιν ἡ ὑπόσχεσις ἔχει, καὶ ἡ
ἐπαγγελία πάντως πληροῦται.

Ευάγριος Expositio in Proverbia Salomonis P. 111, line 15

 Ἢ πενόμενος κλέψω καὶ ὀμόσω τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ μου: Οὗτος κλέπτει γνῶσιν, οὐχ
ὁ τὴν τοῦ προλα-
βόντος λαμβάνων, ἀλλ' ὁ ἐκ τῆς ψευδωνύμου ὑφαιρούμενος γνώσεως. καὶ γὰρ πάντες
οἱ πεπιστευκότες Χριστῷ
ἀπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ ἀποστόλων λαμβάνοντες θεωρήματα οὐ λέγονται
κλέπται ἀλλοτρίων θεωρημάτων,
ἀλλὰ μᾶλλον κληρονόμοι πατρώων χρημάτων.
 Μὴ παραδῷς οἰκέτην εἰς χεῖρας δεσπότου: Φυγόντα νοῦν τὴν κακίαν μὴ πάλιν
παραδῷς τῇ κακίᾳ,
εἴπερ πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστὶν τῆς ἁμαρτίας· ἁμαρτία δὲ νῦν
ὀνομάζεται ὁ ἐνεργῶν τὴν ἁμαρ-
τίαν διάβολος.
 Ἐπ' αὐτοὺς δὲ ἥξει εὐλογία ἀγαθή: Ἡ εὐλογία ἡ ἀγαθὴ ἡ νοητή ἐστιν εὐλογία, ἥτις
ἀντιδιαιρεῖται
πρὸς τὴν αἰσθητὴν εὐλογίαν.
 Ἑτοίμαζε εἰς τὴν ἔξοδον τὰ ἔργα σου καὶ παρασκευάζου εἰς τὸν ἀγρόν: Ὁ μὲν κύριος
ἡμῶν ἐν τοῖς
εὐαγγελίοις ἀγρὸν τὸν κόσμον ὠνόμασεν, ὁ δὲ Σολομὼν (cod. h. l. -ῶν) ἀγρὸν νῦν
εἴρηκεν τὴν θεωρίαν τοῦ
κόσμου· ἀλλ' ὁ μὲν ἐν τοῖς εὐαγγελίοις ἀγρὸς τοῦ συνεστῶτος ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος
ἀνθρώπου ἐστίν, αἰσθητὸς
γὰρ ἐστίν· ὁ δὲ ἐνταῦθα δηλούμενος ἀγρὸς τοῦ νοῦ μόνου ἐστίν, νοητὸς ὢν καὶ
συνεστὼς ἐκ τῶν λόγων τούτου
486

τοῦ κόσμου, εἰς ὃν καρδίαι εἰσβαίνουσι καθαραί.


 Καὶ ἀνοικοδομήσεις τὸν οἶκόν σου: Μετὰ γὰρ σοφίας οἰκοδομεῖται οἶκος· εἰς δὲ
κακότεχνον ψυχὴν οὐκ
εἰσελεύσεται σοφία.
 Οἱ δὲ φραγμοὶ τῶν λίθων αὐτοῦ κατασκάπτονται: Φραγμός ἐστιν ἀπάθεια ψυχῆς
λογικῆς, ἐκ τῶν
πρακτικῶν συνεστῶσα.  

Theodorus Theol., Fragmenta in epistulam ad Hebraeos (in catenis)


P. 209, line 5

τῶν ἐν τῇ χάριτι, καὶ ὅπως ἐν ἐκείνοις ταῦτα προθεωρούμενα διϊδεῖν


δυνατόν, ὁμοῦ τῇ παραθέσει καὶ τὴν ὑπεροχὴν τούτων δεικνύς, ὅση τίς
ἐστιν. ἐν ἀφηγήσει δὲ τῆς διδασκαλίας ποιεῖται τὴν καταρχήν. λέγει
οὖν ὅτι καὶ ἡ πρώτη διαθήκη εἶχεν ὅρους καὶ προστάγματα λειτουργίας
τῆς θεῷ ἀποδίδοσθαι ὀφειλούσης· δικαιώματα γὰρ λατρείας
τὰ περὶ τούτων λέγει προστάγματα.  
 Τό τε ἅγιον κοσμικόν. ἅγιον ἐνταῦθα καλεῖ τὸν ναὸν
εἰκότως ἐν ᾧ τὴν λειτουργίαν ἀποδίδοσθαι τῷ θεῷ συνέβαινεν, εἴτε
καὶ τὴν σκηνήν, ἐπειδὴ ταύτην ἐν τάξει τοῦ ναοῦ πρότερον εἶχον· ὁμοίως
γὰρ ἐκείνην τε ναὸν ἐκάλουν ὡς ἂν ἐν αὐτῇ τοῦ θεοῦ τυγχάνοντος, καὶ
τὸν παρὰ τοῦ Σολομῶντος ὕστερον. καὶ τοῦτο μαθεῖν ἀπὸ τῆς πρώτης
τῶν Βασιλειῶν ἔνεστι σαφῶς λεγούσης· καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευ-
δεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ κυρίου οὗ ἦν ἡ κιβωτὸς τοῦ θεοῦ,
μήπω τοῦ ναοῦ ὑπὸ Σολομῶντος οἰκοδομηθέντος. ὥσπερ δὲ σύμβολον
τοῦ κόσμου κατασκευάσαι κατά τινα τύπον τὴν σκηνὴν τῷ Μωϋσεῖ
κελεύων, ὁ θεὸς προσέταξεν αὐτῷ περίβολον ποιῆσαι ἀπὸ τῶν κατα-
πετασμάτων μέσῳ διειλημμένον ἑτέρῳ· οὕτω δὲ καὶ ὁ ναὸς κατὰ τὸν
αὐτὸν ὕστερον ἐγένετο τύπον.
Hebr 9,28
 Νῦν, φησίν, ὀφθείς, ὅτε τὴν ἁμαρτίαν κρατεῖν συνέβαινεν,
ἀναγκαίως τὸν διὰ τὴν ἁμαρτίαν κρατοῦντα θάνατον ἐδέξατο, τότε δὲ

Theodorus Theol., Fragmenta in epistulam ad Hebraeos (in catenis)


P. 209, line 8

οὖν ὅτι καὶ ἡ πρώτη διαθήκη εἶχεν ὅρους καὶ προστάγματα λειτουργίας
τῆς θεῷ ἀποδίδοσθαι ὀφειλούσης· δικαιώματα γὰρ λατρείας
τὰ περὶ τούτων λέγει προστάγματα.  
 Τό τε ἅγιον κοσμικόν. ἅγιον ἐνταῦθα καλεῖ τὸν ναὸν
εἰκότως ἐν ᾧ τὴν λειτουργίαν ἀποδίδοσθαι τῷ θεῷ συνέβαινεν, εἴτε
καὶ τὴν σκηνήν, ἐπειδὴ ταύτην ἐν τάξει τοῦ ναοῦ πρότερον εἶχον· ὁμοίως
γὰρ ἐκείνην τε ναὸν ἐκάλουν ὡς ἂν ἐν αὐτῇ τοῦ θεοῦ τυγχάνοντος, καὶ
τὸν παρὰ τοῦ Σολομῶντος ὕστερον. καὶ τοῦτο μαθεῖν ἀπὸ τῆς πρώτης
τῶν Βασιλειῶν ἔνεστι σαφῶς λεγούσης· καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευ-
δεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ κυρίου οὗ ἦν ἡ κιβωτὸς τοῦ θεοῦ,
μήπω τοῦ ναοῦ ὑπὸ Σολομῶντος οἰκοδομηθέντος. ὥσπερ δὲ σύμβολον
487

τοῦ κόσμου κατασκευάσαι κατά τινα τύπον τὴν σκηνὴν τῷ Μωϋσεῖ


κελεύων, ὁ θεὸς προσέταξεν αὐτῷ περίβολον ποιῆσαι ἀπὸ τῶν κατα-
πετασμάτων μέσῳ διειλημμένον ἑτέρῳ· οὕτω δὲ καὶ ὁ ναὸς κατὰ τὸν
αὐτὸν ὕστερον ἐγένετο τύπον.
Hebr 9,28

Εφραίμ Σύρος. De morbo linguae et prauis affectibus P. 376, line 1

Χαναὰν διὰ ποίαν αἰτίαν ἔτυχε κατάρας αἰωνίου· οὐχὶ ὅτι κατεγέλασε τοῦ
δικαίου; Οὐ γὰρ πράξει χαλεπῇ κατεκρίθη, ἀλλὰ γέλωτος χάριτι ψιλοῦ ἀπέ-
λαβεν ἀπόκρισιν φοβερὰν καὶ διὰ τὴν προπέτειαν τῆς γλώττης ἐδέξατο ὀδύ-
νην πικράν. Καθαροὶ ἐτύγχανον οἱ λογισμοὶ αὐτοῦ, καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ
ἀνεῖλεν αὐτόν. Εἰ γέλωτος μικροῦ χάριν οὐαὶ ἐκεῖνος τοιοῦτον ἐδέξατο, τίς
οὐ μὴ φοβηθεὶς φύγῃ τὰ παίγνια δι' ὧν κτῆσις τῶν καταρῶν γέγονεν;
Ἀφελκύσας γὰρ τὸν Χαναὰν ὁ δίκαιος ἀπὸ τῶν εὐλογιῶν παρέπεμψεν αὐ-
τὸν ταῖς κατάραις καὶ ἐζωγράφησεν ἐν αὐτῷ τὴν μέλλουσαν γενέσθαι κρίσιν
κατὰ τῶν γελᾶν ἀγαπώντων. Ἐὰν ὑποβάλῃ ὁ Διάβολος προσώπῳ τῆς ἀγά-
πης ἱλαρεύεσθαι καὶ καταγελᾶν, καὶ Χαναὰν ἱλαρευόμενος κατεγέλασε, καὶ  
καταρῶν γέγονεν ἐντός. Ἄκουε τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος βοῶντος καὶ
δηλοῦντος τὴν ἐν τῷ γέλωτι κεκρυμμένην βλάβην. Ὁ γάρ, φησί, καταγελῶν
ἀνθρώπου παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν. Ὁ γὰρ γέλως ὁ κατὰ ἄνθρωπον
γενόμενος ἀνατρέχει εἰς τὸν δημιουργόν. Σὺ προσέχεις ἀφελῶς τῷ φαινομέ-
νῳ παιγνίῳ, ὁποῖος δὲ δόλος λανθάνει ἐν αὐτῷ, ἀγνοεῖς.
 Νῶε ὁ δίκαιος γνοὺς τὸν δόλον καὶ μὴ δηλώσας τῷ ἀγνοοῦντι αὐτόν,
ἐκτεμὼν ἀπεστέρησεν αὐτὸν τῶν εὐλογιῶν, ἵνα σὺ ὡς διακριτικὸς γνούς,
πηλίκη ἐστὶν ἡ τοῦ γέλωτος μιαρὰ ἐνέργεια, παύσῃ τοῦ καταγελᾶν τῶν
ἀδελφῶν.

Εφραίμ Σύρος. De his, quae haec vita continet Line 9

Περὶ ὧν ἔχει ὁ βίος

 Ἐννοήσωμεν, ἀδελφοί, ὅτι οὐδὲν ἡμᾶς ὠφελήσει τὰ πέρατα τοῦ κόσμου


ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἀπολογίας ἡμῶν· καὶ μὴ διὰ τὰ μηδαμινὰ καὶ φθαρτὰ πρά-
γματα ζημιωθῶμεν τὴν μακαρίαν ἐκείνην τρυφὴν τοῦ παραδείσου καὶ τὰ μηδέ-
ποτε παρερχόμενα ἀγαθά, ἅπερ οὐ δύναται στόμα ἀνθρώπινον διηγήσασθαι, εἰς
ἃ ἐπιθυμοῦσιν Ἄγγελοι παρακύψαι.
 Τί ὠφελεῖ, ἐὰν ἄνθρωπος ὅλον τὸν κόσμον κερδήσῃ, ἀπὸ ἀνατολῶν μέ-
χρι δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ ἕως θαλάσσης, καὶ πάντα ὅσα ἔχει χρήματα, κτή-
ματα, τρυφάς, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; Μὴ δύναται ἐκεῖνα ὑπὲρ αὐτοῦ
ἀπολογήσασθαι ἐκεῖ; Διὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ σοφὸς Σολομών· ματαιότης ματαιοτή-
των, τὰ πάντα ματαιότης. Τί δὲ καὶ ἔχει ὁ ψυχοφθόρος οὗτος καὶ μάταιος βίος;
Ὅτι πᾶσα σπουδὴ καὶ ἀγῶνες καὶ ἱδρῶτες ὑπὲρ τούτου γίνονται, καὶ ὁ νοῦς  
τῶν ἀνθρώπων εἰς αὐτὸν δέδεται. Περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν λόγος οὐδείς,
οὐδὲ σπουδή, περὶ δὲ τῶν προσκαίρων καὶ φθαρτῶν καὶ σπουδὴ καὶ δρόμοι καὶ
μάχαι καὶ ἔχθραι καὶ ἐπιχειρήσεις. Πολλάκις δὲ καὶ αἵματα ἐκχέονται διὰ μη-
δαμινὸν πρᾶγμα, καὶ μετὰ μικρὸν ἀφήσει αὐτό· ἐξέρχεται τοῦ βίου γυμνὸς καὶ
ἐλεεινός, μηδὲ τὰ ὧδε κερδήσας, μηδὲ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐπιτυχών.
488

 Ὢ τοῦ ματαίου δρόμου! Ὢ τοῦ ψυχοφθόρου βίου τούτου! Πῶς χλευάζει


τὸν ἄνθρωπον! Ἐνθυμήθητι οὖν, ἄνθρωπε, τί ἔχει ὁ βίος. Ἔχει δυσωδίαν, θλῖ-
ψιν, κόπον, ὀδύνην, ἄπαυστον δρόμον, ἀδικίαν, πλεονεξίαν, ψεῦδος, κλοπάς,

Εφραίμ Σύρος. In sermonem, quem dixit dominus, quod: In hoc mundo pressuram
habebitis, et de perfectione hominis
P. 341, line 12

τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ποτὲ δὲ πάλιν λέγοντος· πῶς δύνασθε πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ
ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;
Καὶ πάλιν τὴν ἀκτημοσύνην νομοθετῶν καὶ τῶν ὑλῶν ἡμᾶς ἀπαλλάττειν βου-
λόμενος, ἔλεγε· μὴ μεριμνήσητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε ἢ τί πίητε, μηδὲ τῷ
σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε. Καὶ ὑπόδειγμα ἡμῖν παρήγαγε λέγων· οὐχὶ ἡ ψυχὴ
πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; Καὶ πάλιν τῶν ὀρνίθων
ἡμῖν καὶ τὸ τοῦ χόρτου ὑποδεικνὺς σαφέστερον ὑπόδειγμα, ἔλεγε· κατανοήσατε
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὔτε σπείρουσιν, οὔτε θερίζουσιν, οὔτε συνάγουσιν
εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐ πολλῷ μᾶλλον
ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν; Καὶ πάλιν· κατανοήσατε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ
πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ, οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ
δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον
ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ
μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;  
 Τεκμήριον οὖν, ὡς ἔφην, ἀπιστίας ἐστὶ τὸ δεσμεῖν ἡμᾶς ἐν αὐτοῖς τοῖς
γηΐνοις πράγμασι. Καὶ εἴθε κἂν μέχρι τούτου ἡμῖν ἦν τὸ ἔγκλημα· νῦν δὲ καὶ
δεινοτέροις κακοῖς ἑαυτοὺς περιβάλλομεν καὶ ἐργολαβίας μεταδιώκομεν καὶ μυ-
ρία κακὰ ἐπινοοῦμεν καὶ πονηρίας διαφόρους, ἐν κακίᾳ καὶ φθόνῳ διάγοντες,
ὑποκρίσει καὶ δόλῳ, κενοδοξίᾳ τε καὶ ὑπερηφανίᾳ. Καταλαλιὰν καὶ μῖσος καὶ
τὰ τούτοις ὅμοια διαπράττομεν, δάκνοντες τὰ οἰκεῖα μέλη καὶ κατεσθίοντες· καὶ
τὸ χαλεπώτερον, ὅτι ἐν τούτοις ὄντες τοῖς προειρημένοις κακοῖς, πολλάκις καὶ

Εφραίμ Σύρος. In sermonem, quem dixit dominus, quod: In hoc mundo pressuram
habebitis, et de perfectione hominis P. 381, line 8

οὐκοῦν ἐμίσησε τοὺς Ἁγίους ὁ Θεὸς ὑμῶν [φησί]. Εἰ γὰρ ἦν ἐκτὸς θλίψεων
καὶ πειρασμῶν βασιλεύειν ἐν οὐρανῷ, τίνος ἕνεκεν εἴασεν αὐτοὺς ἐν ταλαιπωρί-
αις καὶ στενοχωρίαις καὶ τοῖς κινδύνοις καὶ τοῖς ποικίλοις πειρασμοῖς;  
 Ὢ πολλῆς ἀφοβίας! Ὢ πολλῆς καταφρονήσεως! Ὢ πολλῆς βλακείας καὶ
πωρώσεως! Δέον γὰρ ἡμᾶς πενθεῖν ἐπὶ τῇ πωρώσει τῶν καρδιῶν ἡμῶν, καὶ
ὅτι τοσοῦτον ἀφεστήκαμεν τῆς τῶν Ἁγίων ἐλπίδος καὶ ὑπομονῆς, ἀλλὰ μᾶλ-
λον καὶ τῶν ὀρθῶς βιούντων, καὶ καταγινώσκομεν πολλάκις διὰ τὴν πολλὴν
αὐτῶν ἐπιείκειαν καὶ ταπεινοφροσύνην, ἀκτημοσύνην τε καὶ τὰς λοιπὰς ἀρετάς,
καὶ πολλάκις τὴν τοιαύτην τῆς ὑπομονῆς ἀνδρείαν, νωθείαν καὶ ἀνανδρείαν
489

ἀποκαλοῦμεν, καὶ ὀκνηρίας αὐτὴν ἔγκλημα περιβάλλομεν. Τί οὖν ποιήσομεν


τοσούτοις κακοῖς ἑαυτοὺς περιπείροντες καί, κατὰ τὸν Σολομῶντα, σημεῖον
ἀρετῆς οὐκ ἔχοντες ἑαυτῶν δεικνύειν, ἐν δὲ τῇ κακίᾳ καταδαπανᾶται ὁ βίος
ἡμῶν; Καὶ οἱ μὲν Ἅγιοι διὰ τὸν Θεὸν καὶ τὴν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἀπόλαυσιν
τοσούτους πειρασμοὺς καὶ κινδύνους ὑπέμειναν, ἡμεῖς δὲ καθ' ἑκάστην ὑπὸ τοῦ
Κυρίου εὐεργετούμενοι, ῥᾳθυμοῦμεν. Ταῦτα δὲ ἡμῖν συμβαίνει διὰ τὸ μὴ προς-
δοκᾶν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι κρίσιν τὴν φοβερὰν ἐκείνην καὶ ἀφόρητον, ἣν μό-
νην ἐκείνην δείξει ὁ ἴδιος καιρός, μηδὲ ἐπιποθεῖν τὴν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἀπό-
λαυσιν, ἀλλὰ προστεθηκέναι τοῖς γηΐνοις καὶ ματαίοις τοῦ βίου πράγμασι τοῖς  
οὐκ ὠφελοῦσιν ἡμᾶς, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ τὴν ἐσχάτην βλάβην βλάπτουσιν.
 Ἀνανήψωμεν οὖν, ἀγαπητοί, καὶ ἀγωνισώμεθα, ὡς ἔχομεν καιρόν. Οὕ-
τως ἀνέθαλλον καὶ οἱ τρεῖς Παῖδες, καὶ ὑμνοῦντες τὸν Θεὸν οὐκ ἐπαύοντο,

Εφραίμ Σύρος. Oratio in uanam uitam, et de paenitentia P. 403, line 5

ἐργασίας τῶν ἀρετῶν ἐξιλεώσασθαι τὸν Θεόν, καὶ ἑαυτοὺς εὐτρεπίσαι πρὸς τὴν
ἔξοδον, μήπως ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὑρεθῶμεν ἀνέτοιμοι· ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ
προσδοκᾶται, ὁ Κύριος ἡμῶν ἔρχεται· ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὑρεθῶμεν
ἕτοιμοι εἰς τὴν αὐτοῦ ἀπάντησιν· ὅτι αὐτῷ πρέπει ἡ δόξα σὺν τῷ Πατρὶ καὶ
Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.  

Λόγος εἰς μάταιον βίον, καὶ περὶ μετανοίας

 Ὅσοι τὰ τοῦ βίου μάταια καὶ ἀπολλύμενα πράγματα κατελίπατε, ἀγωνί-


σασθε. Μὴ πάλιν τὴν ὑμετέραν καρδίαν εἰς αὐτὰ ἀποστρέφετε. Τὸ πλοῦτος πα-
ρέρχεται καὶ ἡ δόξα ἀπόλλυται· τὸ κάλλος μαραίνεται καὶ πάντα ἀλλάσσονται,
καὶ ὡς καπνὸς ἀπόλλυνται, καὶ ὡς σκιὰ παράγουσι, καὶ ὡσεὶ ἐνύπνιον ἐξαλεί-
φονται. Διὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ Σολομών, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα μα-
ταιότης. Διὰ τοῦτο καὶ Δαυῒδ ἔψαλλε λέγων· ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος,
πλὴν μάτην ταράσσεται.
 Ὄντως γὰρ μάτην ταράσσονται οἱ τὰ τοῦ παρόντος βίου πράγματα ἀ-
γαπῶντες. Ὄντως μάτην ταράσσονται, μάτην θορυβοῦνται, μάτην χειμάζονται,
ἐπισυνάγοντες καὶ θησαυρίζοντες τὰ μετ' ὀλίγον ἀπολλύμενα, ἅπερ λαβεῖν μεθ'  
ἑαυτῶν οὐ δύνανται· ἀλλὰ πάντα καταλιμπάνοντες, γυμνοὶ ὡς ἐγεννήθημεν
πρὸς τὸν φοβερὸν κριτὴν πορευόμεθα· καὶ πάντας τοὺς θησαυρούς, οὓς συνήξα-
μεν, ἀπολείποντες, γυμνοί, ἐλεεινοί, σκυθρωποί, σκοτεινοί, συντετριμμένοι, τε-
ταπεινωμένοι, τετραχηλισμένοι, ἔκφοβοι, ἔντρομοι, κατηφεῖς, ὀδυνηροί, εἰς

Εφραίμ Σύρος. De paenitentia P. 93, line 10

ἱερέων καὶ μόσχων. Πλὴν ὅμως ἡ μετάνοια πᾶσαν τοῦ Μανασσῆ τὴν ἀσέβειαν  
ἐξηφάνισε. Τῷ Μωυσῇ ὁ Θεὸς ἔλεγεν ἐξολοθρεῦσαι πάντα τὰ ἔθνη τοῦ Χαναάν,
καὶ ἄνευ θυσιῶν καὶ ἱερέων ἡ ἐξομολόγησις τοὺς Γαβαωνίτας οὐ μόνον περιέ-
σωσεν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἰσραὴλ συγκαταριθμηθῆναι παρεσκεύασεν. Ἡ πίστις διὰ
τῆς ἐπὶ Θεὸν ἐπιστροφῆς τὴν πόρνην Ῥαὰβ τοῖς Ἁγίοις συγκατεκλήρωσε, πόρ-
νην οὖσαν καὶ Χανανῖτιν· ὧν ἑκάτερον κολάσιμον εἶναι ὁ νόμος ἀπεφήνατο.
Ἀμμανίτας καὶ Μωαβίτας εἰς αἰῶνα ἀποκηρύξας ὁ Θεός, τὴν Ῥοὺθ Μωαβῖτιν
οὖσαν ἐν εὐσεβέσι γυναιξὶ προσεδέξατο· ἐκ ταύτης γὰρ τὸν ἁγιώτατον Δαυῒδ
490

ἐξεβλάστησεν· οὗ τὴν ὄντως παρανομίαν ἡ ὄντως μετάνοια μήτε ἴχνος ἐποίησεν


ἔχειν ἐν αὐτῷ· ἐξαλείψασα δὲ τῆς μοιχείας αὐτοῦ οὐλήν, ἀπὸ τῆς Βηρσαβεὲ
τὸν Σολομῶντα βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ συστησαμένη. Καὶ αὐτὸς μετανοῶν τοῦτο
παρεκάλεσε· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
 Εἰσηκούσθη οὖν ὁ ἀνὴρ οὐ διὰ ἱερέως καὶ νόμου, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐν ἐκκλη-
σίᾳ κηρυσσομένης μετανοίας, ὅτι ὑπερφυὴς ἡ μετάνοια, ὅτι καὶ τὸν νόμον ὑπερ-  
ήλατο. Καλῶς εἶπεν ἐν τῇ μετανοίᾳ· καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος.
Ὁ γὰρ νόμος ὡς τεῖχος κωλύει τὸν ἀσεβῆ προσελθεῖν τῷ Θεῷ· ἡ δὲ μετάνοια
πτερὰ τούτῳ παρέχουσα, ὑπεραναπτῆναι ποιεῖ πρὸς τὴν Θεοῦ πρόοδον. Ὑπερ-
βαίνει τὴν ἀπόφασιν, καὶ ὑποπίπτων διὰ μετανοίας Θεῷ, δείκνυσι τοῖς ἱερεῦσι
τοῦ νόμου ὅτι ἃ μὴ δύνανται οὗτοι ἐξιλάσκεσθαι, ἡ μετάνοια ἀδαπάνως ποιεῖ.
Ἐγγύς ἐστι τοῦ Σωτῆρος αὐτῆς ἡ δύναμις· ἐπειδὴ οὓς ὁ νόμος οὐ δικαιοῖ, ἡ με-
τάνοια τελειοῖ. Οὐκ ἦν ὁ Δαυῒδ τέλειος, ὅσον ἐπὶ τῷ νόμῳ· ἄρ' οὖν ἐπὶ τῷ τῆς

Joannes Antiochenus Hist., Fragmenta Fragment 17, line 15

περιπεσόντων τῶν βαρβάρων. Καὶ διήρκεσαν οἱ κριταὶ


χρόνους τλζʹ. Ἔπειτα περιστάντος τοῦ πλήθους καὶ
βιαζομένου χειροτονῆσαι Σαμουὴλ βασιλέα, καθάπερ
εἶχον τὰ ἔθνη, πρῶτος ἀνεδείχθη βασιλεὺς Σαούλ.
Βοὰζ δὲ δίκαιος ἀνὴρ ἐκ τῆς εὐσεβοῦς γυναικὸς Ῥοὺθ
ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ, Ὠβὴδ δὲ τὸν Ἰεσσαῒ, Ἰεσσαῒ δὲ
τὸν Δαυὶδ, ὃς τὸν βάρβαρον Γολιὰθ καταγωνισάμενος
ἐκρίθη ὑπὸ πάντων μέγας, Σαοὺλ δὲ ὑπεκορίζετο. Ἡνίκα
δὲ Σαοὺλ ὑπὸ τῶν πολεμίων ἥλω καὶ τὸν βίον μετήλ-
λαξεν, εὐθέως βασιλεὺς ἀπεδείχθη τοῦ Ἰσραήλ. Δαυὶδ
δὲ διάδοχον τῆς βασιλείας τὸν ἑαυτοῦ παῖδα Σολομῶνα
ἀπέδειξεν· ἐν οἷς καὶ ὁ Τρωϊκὸς ἐκινήθη πόλεμος· ὅστις
Σολομῶν οἰκοδομεῖ τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ ναόν· ἐδίκαζέ
τε τῷ λαῷ ἐν σοφίᾳ. Γυναῖκας δὲ χιλίας ἀγαγόμενος
πείθεται ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γίνεσθαι· διὸ καὶ
προσέταξεν ὁ Θεὸς διαμερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν.
 Exc. De virt.: Ὅτι ὁ Σαοῦλ ὁ βασιλεὺς
τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ δαίμονος κατείχετο, καὶ οὔτε ἐκά-
θευδεν οὔτε ἐκοιμᾶτο. Ὅντινα ὁ Δαβὶδ ταῖς μελῳδίαις
κατέθαλπεν.

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,3, p. 73, line 11

λόγον ζωῆς ἐπέχοντες· ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, τὴν πίστιν
ἀπομιμούμεθα, τουτέστι τὰ αὐτὰ καὶ φρονεῖν αὐτοῖς καὶ λαλεῖν σπουδάζομεν, κατ'
οὐδένα
τρόπον ἔξω φέρεσθαι τῆς εὐθείας ἀνεχόμενοι τρίβου· μεμνήμεθα γὰρ τῆς
θεοπνεύστου
βοώσης γραφῆς ὀρθὰς τροχιὰς ποίει σοῖς ποσὶ καὶ τὰς ὁδούς σου κατεύθυνε.
οἱ μὲν γὰρ τὰς ὀρθὰς τιμῶντες τροχιὰς κατὰ σκοπὸν τρέχουσιν εἰς τὸ βραβεῖον τῆς
ἄνω κλήσεως ἐν Χριστῶι, οἱ δὲ τῆς ἀποστολικῆς τε καὶ εὐαγγελικῆς παραδόσεως
ἀλογή-
491

σαντες καὶ τὴν νεωτέραν καὶ ἐπισφαλῆ καὶ καταγέλαστον ἀληθῶς τῆς ἑαυτῶν
διανοίας
τιμῶντες εὕρεσιν ἀκουέτωσαν παρὰ πάντων μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ
πατέρες σου. οὐ γὰρ ἀστεία τῶν τοιούτων ἡ ὁδός, καμπύλαι δὲ μᾶλλον αἱ τροχιαὶ καὶ
εἰς πέταυρον ἅιδου καὶ παγίδα θανάτου κατακομίζουσαι. καί μοι δοκεῖ σοφὸς ὢν
ἄγαν
ὁ Σολομὼν ἀσέμνωι γυναικὶ τὸ ἑκάστης τῶν αἱρέσεων περιθεῖναι πρόσωπον, εἶτα
περὶ
αὐτῆς εἰπεῖν ὡς χρὴ παραιτεῖσθαι καὶ φεύγειν τὴν γυναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα καὶ
σαγήνη καρδία αὐτῆς, δεσμὸς εἰς χεῖρας αὐτῆς. ἀγαθὸς πρὸ προσώ-
που τοῦ θεοῦ ἐξαιρεθήσεται ἀπ' αὐτῆς καὶ ἁμαρτάνων συλληφθήσεται ἐν
αὐτῆι. ἀλλ' ἐξηιρήμεθα μὲν ἡμεῖς τῆς τοῦ θηρεύοντος ἀπλήστου παγίδος, σεσώσμεθα
δὲ διὰ τοῦ πάντων ἡμῶν σωτῆρος Χριστοῦ, ὃν καὶ θεὸν εἶναι πιστεύοντες,
ὁμολογοῦντες
δὲ θεοτόκον καὶ τὴν κατὰ σάρκα τεκοῦσαν αὐτόν, αὐτῶι πρόσιμεν λέγοντες ζωώσεις
ἡμᾶς καὶ οὐ μὴ ἀποστῶμεν ἀπὸ σοῦ, καὶ τῶι ὀνόματί σου ἐξομολογησό-
μεθα εἰς τοὺς αἰῶνας. ἁπάντων δὲ τούτων ἡμῖν τῶν τριποθήτων ἀγαθῶν γέγονε
πρόξενος ἡ θεία τε καὶ ἀπόρρητος καὶ ἄνωθεν ψῆφος καὶ ἡ τοῖς ἄνωθεν νεύμασι
συντρέ

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,3, p. 79, line 3

σαις θορυβουμέναις ἐπικουρήσητε· σώιζειν γὰρ ἔθος ὑμῖν. ἡ βαρβαρικὰς ἐφόδους


σημαί-
νουσα σάλπιγξ τὸν μὲν εὐσθενῆ τε καὶ μαχιμώτατον τῆς αὐτῶι πρεπούσης εὐανδρίας
ὑπομιμνήσκει μόνον, τὸν δὲ οὐ σφόδρα γοργὸν οὐδὲ ἐμπειροπόλεμον ἀσφαλίζεται,
μὴ ἄρα
πως ταῖς τῶν πολεμίων φάλαγξιν ἀδοκήτως ἐμβαλὼν τῆς ἐνούσης αὐτοῖς ὠμότητος
γένηται
θήραμα. ὁ ἐμὸς τοιγαροῦν περὶ Χριστοῦ λόγος τῆς μὲν ὑμετέρας εὐσεβείας τὸ
κέντρον
ἐκίνει κατὰ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος, ἠσφαλίζετο δὲ πρὸς πίστιν τοὺς ἐλαφρόν τε
καὶ
εὐπαρακόμιστον ἔχοντας νοῦν. οὐ πολλοῖς εὐκάτοπτόν ἐστι τὸ Χριστοῦ μυστήριον,
βαθὺς
δὲ λίαν ὁ λόγος ὁ περὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς ὅτι μάλιστα νουνεχεστάτοις καὶ τὰς θείας
ἠκριβω-  
κόσι γραφὰς μόλις ὡς ἐν αἰνίγματι καὶ ὡς ἐν ἐσόπτρωι γνώριμος. καὶ καθά φησιν ὁ
ἱερώτατος Παῦλος, φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί, καὶ μὴν καὶ κατά γε τὸν
Σο-
λομῶντος λόγον σταγὼν στάζουσα κοιλαίνει πέτραν· τὸ γάρ τοι συχνῶς εἰς νοῦν τὸν
ἀν-
θρώπινον σταγόνος δίκην τοὺς ἀδικεῖν πεφυκότας καθίεσθαι λόγους οὐ μετρίαν ἔσθ'
ὅτε,
μᾶλλον δὲ ὡς ἐπίπαν ἐργάζεται τὴν ζημίαν. ἀναγκαία τοιγαροῦν καὶ ἐπωφελὴς ἡ παρ'
ἐμοῦ γέγονεν ὑπόμνησις πρός τε ἐκεῖνον αὐτὸν τὸν παρὰ πᾶσαν ἐλπίδα Χριστῶι
492

πολεμή-
σαντα καὶ πρός γε τοὺς ἄλλους, οἳ τὴν τοῦ μυστηρίου γνῶσιν οὐ λίαν ἠκριβωκότες
τοῖς
τοῦ πλανῶντος λόγοις οὐ μετρίως κατεχειμάζοντο. ὅτι γὰρ ἔγραφον ἀναγκαίως, καὶ
αὐτὴ πιστώσεται τῶν πραγμάτων ἡ δύναμις. κατὰ μὲν γὰρ τοὺς ἄνωθεν καὶ παρωιχη-
κότας ἤδη καιροὺς διειστήκει θεοῦ τὰ ἀνθρώπινα. πεπλάνητο γὰρ ἡ σύμπασα γῆ καὶ,
καθά φησιν ὁ μακάριος Δαυίδ, πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἦν ὁ
ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἦν ἕως ἑνός. ἀλλ' ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ
ὕψους, ἐπέφανεν ἡμῖν ὁ μονογενὴς τοῦ θεοῦ λόγος καὶ συνανεστράφη τοῖς ἐπὶ τῆς
γῆς,

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,6, p. 54, line 11

ἐπιτήρει γὰρ ἀκριβῶς τὴν τοῦ προφήτου φωνήν. προηγορευκὼς γάρ, ὡς ἔφην, ὅτι ἐν
σοὶ ὁ θεός ἐστιν, οὐ προστέθεικεν ὅτι καὶ οὐκ ἔστι θεὸς πλὴν τοῦ ἐν σοί, ἀλλ' εἰς
ἑνότητα συνενεγκὼν οἰκονομικήν, οὐκ ἔστι, φησί, θεὸς πλὴν σοῦ. ὅτι δὲ ἄνθρωπος
γεγονὼς ὁ μονογενὴς τοῦ θεοῦ λόγος διὰ πάσης τῆς θεοπνεύστου γραφῆς ὡς ἔπος
εἰπεῖν
καταγγέλλεται, διὰ πλείστων μὲν ὅσων ἀκονιτὶ καταδεῖξαι ῥᾶιον, ἀπόχρη δέ, οἶμαι,
πρὸς τὸ
παρὸν ἐκεῖνο εἰπεῖν. ἔφη γάρ που θεὸς πρὸς τὸν μακάριον Δαυίδ· καὶ ἀναστήσω
ἐκ τοῦ σπέρματός σου μετὰ σὲ ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω
τὴν βασιλείαν αὐτοῦ· αὐτὸς οἰκοδομήσει οἶκον τῶι ὀνόματί μου. καὶ
ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτῶι εἰς
πατέρα καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν. ἀλλ', οἶμαι, φαίη τις ἄν, οὐκ ἐπί γε τῶι
Ἐμμανουήλ, εἰρῆσθαι δὲ μᾶλλον ἐπὶ Σολομῶντι ταυτί· Παῦλός γε μὴν ὁ σοφώτατος
τοῖς
οὕτως ἐθέλουσι νοεῖν ἀντιτάξεται γεννικῶς. δέχεται γὰρ ἐπὶ Χριστῶι τὰς φωνὰς καὶ
αὐτὸν εἶναί φησι πρὸς ὃν εἴρηται παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ πατρὸς ὅτι ἔσομαι αὐτῶι εἰς
πατέρα καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν. ὅτι δὲ καθ' ἡμᾶς γεγονώς, τουτέστιν
ἄνθρωπος ἱερουργήσειν ἔμελλε τῶι θεῶι καὶ πατρὶ διὰ τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως
σεσωσμένην
τὴν ὑπ' οὐρανόν, διεσάφει λέγων ἐν ἑτέροις· καὶ ἀναστήσω ἐμαυτῶι ἱερέα πιστὸν
ὃς πάντα τὰ ἐν τῆι καρδίαι μου καὶ ἐν τῆι ψυχῆι μου ποιήσει, καὶ οἰκοδο-
μήσω αὐτῶι οἶκον πιστὸν καὶ διελεύσεται ἐνώπιόν μου πάσας τὰς ἡμέρας.
ἄθρει δή μοι πάλιν ὡς ἐν ἑτέροις εἰπὼν οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῶι ὀνόματί
μου, τῶι υἱῶι τὸν οἶκον ἐγείρειν ὁ πατὴρ ἐπαγγέλλεται. καὶ τοῦτο συνεὶς ὁ θεσπέσιος
Παῦλος Μωσέα μὲν ἔφη πιστὸν ἐν ὅλωι γενέσθαι τῶι οἴκωι μου, τὸ οἰκετικὸν ἔχοντα
μέ

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 1, epigram 10, line 48

Ἐν τῇ εἰσόδῳ τοῦ αὐτοῦ ναοῦ ἔξωθεν τοῦ νάρθηκος        πρὸς τῶν ἀψίδων

 Ποῖος Ἰουλιανῆς χορὸς ἄρκιός ἐστιν ἀέθλοις,


ἣ μετὰ Κωνσταντῖνον, ἑῆς κοσμήτορα Ῥώμης,
καὶ μετὰ Θευδοσίου παγχρύσεον ἱερὸν ὄμμα
493

καὶ μετὰ τοσσατίων προγόνων βασιληίδα ῥίζαν,


ἄξιον ἧς γενεῆς καὶ ὑπέρτερον ἤνυσεν ἔργον
εἰν ὀλίγοις ἐτέεσσι, χρόνον δ' ἐβιήσατο μούνη,
καὶ σοφίην παρέλασσεν ἀειδομένου Σολομῶνος,
νηὸν ἀναστήσασα θεηδόχον, οὗ μέγας αἰὼν
οὐ δύναται μέλψαι χαρίτων πολυδαίδαλον αἴγλην;
οἷος μὲν προβέβηκε βαθυρρίζοισι θεμέθλοις,
νέρθεν ἀναθρώσκων καὶ αἰθέρος ἄστρα διώκων.
οἷος δ' ἀντολίης μηκύνεται ἐς δύσιν ἕρπων,
ἀρρήτοις Φαέθοντος ὑπαστράπτων ἀμαρυγαῖς
τῇ καὶ τῇ πλευρῇσι· μέσης δ' ἑκάτερθε πορείης
κίονες ἀρρήκτοις ἐπὶ κίοσιν ἑστηῶτες
χρυσορόφου ἀκτῖνας ἀερτάζουσι καλύπτρης·
κόλποι δ' ἀμφοτέρωθεν ἐπ' ἀψίδεσσι χυθέντες

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 425, line 109

ἐντεῦθεν ἀγέλαι μαρτύρων καταβάλλουσιν εἴδωλα καὶ τρέχουσιν ἕτοι-


μοι πρὸς τὸν θάνατον, ὡς στεφάνους τὰς πληγὰς καὶ ὡς πορφύρας
τὰ ἑαυτῶν αἵματα περιφέροντες οἱ καλλίνικοι. ἔστω γοῦν ὁ πρωτό-
πλαστος ἀρχηγὸς τοῦδε τοῦ γράμματος, κατά γε τὸν ἐμὸν ὅρον καὶ
λόγον, ὡς ποταμὸς πηγή τε καὶ θάλαττα καὶ ῥίζα καὶ κλάδοι καὶ
ὅρπηκες καὶ πάσης ὑπάρχων τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπαρχὴ καὶ πρω-
τόλειον. ὅτι ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ ἔτη ͵βσμβʹ. ἀπὸ
δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς πυργοποιΐας ἔτη φκεʹ. ἀπὸ δὲ τῆς
πυργοποιΐας ἕως τοῦ Ἀβραὰμ υκεʹ. ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀβραὰμ ἕως τῆς
ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου υλʹ. ἀπὸ δὲ τῆς ἐξόδου ἕως
τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Σολομωντείου ναοῦ ἔτη ψνζʹ. ἀπὸ δὲ τῆς οἰκο-
δομῆς τοῦ ναοῦ ἕως τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἰσραὴλ υκεʹ. ὁμοῦ ἔτη
͵δωπʹ. ἀπὸ δὲ τῆς αἰχμαλωσίας ἕως Ἀλεξάνδρου βασιλέως τιηʹ. ἀπὸ
δὲ Ἀλεξάνδρου ἕως Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν τγʹ. ὁμοῦ ἔτη ͵εφʹ.
ἀπὸ δὲ Χριστοῦ ἕως τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου τιηʹ. ἀπὸ δὲ Κων-
σταντίνου μέχρι Μιχαὴλ υἱοῦ Θεοφίλου φνεʹ. ὁμοῦ τὰ πάντα ἔτη  
͵ϛτοεʹ. ἀπὸ δὲ Μιχαὴλ ἕως Ῥωμανοῦ υἱοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορ-
φυρογεννήτου ἔτη ... ἀπὸ δὲ τοῦ Πορφυρογεννήτου ἕως τῆς τελευτῆς
Ἰωάννου τοῦ Τζιμισκῆ ἔτη ... καὶ Ἀδαμιαῖος, ἀπὸ Ἀδάμ.

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 773, line 10

ἀρχῆς. οὐ γὰρ ἡ πολυγαμία τὴν εὐτεκνίαν ποιεῖ.


Σολομῶν, υἱὸς Δαβίδ, βασιλεὺς Ἰουδαίων, φρονήσει καὶ δυνάμει
καὶ πλούτῳ δυνατὸς καὶ περιφανής, δικάζων τε τὸν λαὸν ἐν φρονήσει
καὶ σοφίᾳ τοῦ κρείττονος οὐ διέλειπεν ἤσκει τε πᾶσαν σοφίαν θείας
χάριτος γέμουσαν καὶ τῆς διδασκαλίας ἀκροατὰς πλείστους ἐποιεῖτο.
ταῦτά τε καὶ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενος, τῷ τῆς φύσεως εὐαλώτῳ
περὶ τὰς τοῦ σώματος ἡδονὰς ὑπαγόμενος ἄγεται μὲν γυναῖκας χιλίας
τὸν ἀριθμόν, πείθεται δὲ ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γενέσθαι. διὸ προς-
έταξεν ὁ θεὸς μερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν, οὐκ ἐπὶ τῶν χρόνων
494

αὐτοῦ, διὰ μνήμην Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀλλὰ μετὰ τὴν αὐτοῦ
τελευτήν. ὅτι τοῖς κραταιοῖς, ὥς φησι Σολομῶν, ἰσχυρὰ ἐφίσταται
ἔρευνα. τουτέστι τοὺς ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ· καὶ
τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι μακροθυμεῖ· τοῖς δὲ ἁγίοις
ταύτης οὐ μεταδίδωσι τῆς συγγνώμης. καὶ αὖθις ὁ Σολομῶν· ὁ μὲν
γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους· δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθή-
σονται. Σολομῶν οὖν Σολομῶντος κλίνεται, Σολομῶν δὲ Σολο-
μῶνος παρ' ἡμῖν. ὅτι ἡ παλαιὰ τὸν Σολομῶντα Σαλομῶντα καλεῖ, ἀπὸ τῆς
Σαλὴμ πόλεως, ὅ ἐστιν εἰρήνη· ἐν γὰρ τοῖς χρόνοις αὐτοῦ εἰρήνη ἦν.
Σολομώντειος λόγος.

Σούδα. Alphabetic letter chi, entry 78, line 2

Χαμαιπέτεια. καὶ Χαμαιπετής, χαμαὶ ἐρριμμένος.  


Χαμαιρρεπές: χαμαὶ ῥέπον.
Χαμαιτυπεῖον: πορνεῖον. καὶ Χαμαιτύπη, ἡ πόρνη. ἀπὸ
τοῦ χαμαὶ κειμένην ὀχεύεσθαι.
Χαμεταιρίς.
Χαμεύνης: ὁ χαμαὶ εὐναζόμενος. καὶ θηλυκὸν Χαμεύνη, τα-
πεινὴ κλίνη. Ἀριστοφάνης· οὐδ' ἂν χαμεύνῃ πάνυ γε κειρίαν γ' ἔχων.
Χαμῖτις: ὄνομα ἀμπέλου.
Χαμόθεν: ἀπὸ τῆς γῆς.
Χαμώς: θεὸς ἦν Τυρίων ἢ Ἀμμανιτῶν, ὥσπερ ἡ Ἀστάρτη θεὸς
Σιδωνίων, οἷς ἐλάτρευσε Σολομῶν.
Χαναάν: ὄνομα κύριον. καὶ ἐξ αὐτοῦ Χαναναῖοι. ὅτι Μωϋσῆς
μʹ ἔτη συμφιλοσοφήσας τῷ λαῷ τελευτᾷ, διάδοχον καταλιπὼν Ἰησοῦν
τὸν τοῦ Ναυῆ· ὅστις κατῴκισε τὸν Ἰσραὴλ ἐν γῇ, ᾗ ἐπηγγείλατο κύριος
τῷ Ἀβραάμ· ἔστι δὲ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Αἰγύπτου κυκλουμένη διὰ
θαλάσσης καὶ ξηρᾶς· ἐκβαλὼν πάντας τοὺς βασιλεῖς καὶ δυνάστας τῶν
ἐθνῶν· οἵτινες ὑπ' αὐτοῦ διωκόμενοι διὰ τῆς παραλίου Αἰγύπτου τε
καὶ Λιβύης κατέφυγον εἰς τὴν τῶν Ἄφρων χώραν, τῶν Αἰγυπτίων
μὴ προσδεξαμένων αὐτούς, διὰ τὴν μνήμην τὴν προτέραν, ἣν ἔπαθον
δι' αὐτοὺς ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ καταποντισθέντες θαλάσσῃ· καὶ προσφυγόντες
τοῖς Ἄφροις, τὴν ἔρημον αὐτῶν ᾤκησαν χώραν, ἀναδεξάμενοι τὸ

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Matthaeum Ch. 1, sec. 6, line 2

         Ἰούδας δὲ ἐγέννησεν τὸν Φάρες καὶ


τὸν Ζάρα ἐκ τῆς Θαμάρ, Φάρες δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑσρώμ,
Ἑσρὼμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀράμ,
         Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησεν
τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ναασσών,
Ναασσὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαλμών,
         Σαλμὼν δὲ ἐγέν-
νησεν τὸν Βόες ἐκ τῆς Ῥαχάβ, Βόες δὲ ἐγέννησεν τὸν
Ἰωβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ, Ἰωβὴδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰεσσαί,
Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησεν τὸν Δαυὶδ τὸν βασιλέα.
495

 Δαυὶδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σολομῶνα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου,


Σολομὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοὰμ δὲ ἐγέν-
νησεν τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀσάφ,
         Ἀσὰφ
δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησεν τὸν
Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ὀζίαν,
         Ὀζίας δὲ
ἐγέννησεν τὸν Ἰωαθάμ, Ἰωαθὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀχάζ,
Ἀχὰζ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑζεκίαν,

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Matthaeum


Ch. 1, sec. 7, line 1

τὸν Ζάρα ἐκ τῆς Θαμάρ, Φάρες δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑσρώμ,


Ἑσρὼμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀράμ,
         Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησεν
τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ναασσών,
Ναασσὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Σαλμών,
         Σαλμὼν δὲ ἐγέν-
νησεν τὸν Βόες ἐκ τῆς Ῥαχάβ, Βόες δὲ ἐγέννησεν τὸν
Ἰωβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ, Ἰωβὴδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰεσσαί,
Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησεν τὸν Δαυὶδ τὸν βασιλέα.
 Δαυὶδ δὲ ἐγέννησεν τὸν Σολομῶνα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου,
Σολομὼν δὲ ἐγέννησεν τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοὰμ δὲ ἐγέν-
νησεν τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀσάφ,
         Ἀσὰφ
δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ δὲ ἐγέννησεν τὸν
Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ὀζίαν,
         Ὀζίας δὲ
ἐγέννησεν τὸν Ἰωαθάμ, Ἰωαθὰμ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἀχάζ,
Ἀχὰζ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἑζεκίαν,

Καινή Δαθήκη. , Evangelium secundum Matthaeum


Ch. 6, sec. 29, line 1

         ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ


ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς  
ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά·
οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
         τίς δὲ ἐξ ὑμῶν
μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν
ἕνα;
         καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ
κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνουσιν· οὐ κοπιῶσιν οὐδὲ νήθου-
σιν·
         λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ
δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.
496

         εἰ δὲ τὸν
χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον
βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον
ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
         μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, Τί
φάγωμεν; ἤ, Τί πίωμεν; ἤ, Τί περιβαλώμεθα;
         πάντα
γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητοῦσιν· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris. 2543 + 2570)


P. 198, line 5

νος· Μέμνονος· πέπονος· πνεύμονος· πρίονος· στήμονος· τέ-


κτονος, τέρμονος.
 Τὰ ἐπὶ τέλους ἔχοντα τὸν τόνον εἰς ων ὀνομάτων, εἰ μέν
εἰσι περιεκτικὰ, διὰ τοῦ ω μεγάλου κλίνονται· οἷον· ξενὼν,
ξενῶνος· ἀνδρῶν, ἀνδρῶνος· παρθενῶν, παρθενῶνος· πε-
ριέχει γὰρ ὁ ξενῶν τοὺς ξένους, ὁ ἀνδρὼν τοὺς ἄνδρας, ὁ  
παρθενὼν τὰς παρθένους· οὕτω καὶ δαφνὼν, δαφνῶνος· κοι-
τὼν, κοιτῶνος· νυμφῶνος· ἱππῶνος· φυτῶνος· καὶ τὰ ὅμοια.
 Καὶ ὅσα δὲ περισπῶνται ἐπ' εὐθείας ὡς ἀπὸ συναιρέ-
σεως, διὰ τοῦ ω μεγάλου κλίνονται· οἷον· Ποσειδῶν, Πο-
σειδῶνος· Σολομῶν, Σολομῶνος· ἐκ τοῦ Σολομάων γὰρ καὶ
τοῦ Ποσειδάων· οὕτω καὶ Ξενοφῶντος· Ἀγλαοφῶντος·
Κτησιφῶντος· ταῦτα δὲ διὰ τοῦ ντ κλίνονται.
 Ὡσαύτως καὶ τὰ μηνῶν ὀνόματα διὰ τοῦ ω μεγάλου
κλίνονται· οἷον· Ἑκατομβαιὼν, Ἑκατομβαιῶνος· Μαιμα-
κτηριῶνος· Ἐλαφηβολιῶνος· Θαργηλιῶνος· καὶ τὰ ὅμοια.
 Τὰ δὲ εἰς δων ὀξύτονα διὰ τοῦ μικροῦ κλίνονται· οἷον·
Μακεδὼν, Μακεδόνος· Μυρμιδόνος· Σαρπηδόνος· καὶ τὰ
ὅμοια.
 Πλὴν τοῦ Ποσειδῶν, Ποσειδῶνος· Μελεδῶνος· Σιδῶνος,
ὀνόματα πόλεων.  

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. p, line 23

φιλία.
 ϛʹ. ὡς τοῖς πέριξ ἔθνεσι στρατεύσας Δαυίδης καὶ χειρωσάμενος
φόρον ἐπέταξεν αὑτῷ τελεῖν.
 ζʹ. ἡ γενομένη πρὸς Δαμασκηνοὺς Δαυίδῃ μάχη καὶ νίκη.
 ηʹ. πῶς ἐπὶ τοὺς Μεσοποταμίους στρατεύσας ἐκράτησεν αὐτῶν.
 θʹ. ὅτι τῶν περὶ τὴν οἰκίαν αὐτῷ στασιασάντων ὑπὸ τοῦ παι-
δὸς ἐξεβλήθη τῆς ἀρχῆς εἰς τὴν πέραν τοῦ Ἰορδάνου.
 ιʹ. ὡς στρατεύσας Ἀψάλωμος ἐπὶ τὸν πατέρα Δαυίδην ἀπώλετο
σὺν τῷ στρατῷ.  
 ιαʹ. πῶς εἰς τὴν βασιλείαν πάλιν κατῆλθε καὶ ζήσας εὐδαιμόνως
ἔτι περιὼν Σολόμωνα τὸν υἱὸν ἀπέδειξε βασιλέα.
 ιβʹ. τελευτὴ Δαυίδου καταλιπόντος τῷ παιδὶ πολλὴν ὕλην ἀρ-
γύρου τε καὶ χρυσοῦ καὶ λιθίας εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ.
  περιέχει ἡ βίβλος χρόνον ἐτῶν τεσσαράκοντα.
497

 Συνέβη δὲ ταύτην γενέσθαι τὴν μάχην καθ' ἣν ἡμέραν


καὶ Δαυίδης τοὺς Ἀμαληκίτας νικήσας εἰς Σίκελλαν ὑπέστρεψεν.
ἤδη δὲ αὐτοῦ δύο ἡμέρας ἔχοντος ἐν τῇ Σικέλλα τῇ τρίτῃ παραγίνε-
ται διασωθεὶς ἐκ τῆς μάχης τῆς πρὸς Παλαιστίνους ὁ τὸν Σαοῦλον
ἀνελὼν τήν τε ἐσθῆτα περιερρηγμένος καὶ τὴν κεφαλὴν τέφρᾳ περι-
χεάμενος. καὶ προσκυνήσας αὐτὸν πυνθανομένῳ, πόθεν ἥκοι τοιοῦ-
τος, ἀπὸ τῆς τῶν Ἰσραηλιτῶν μάχης ἔλεγε· γενέσθαι δ' ἀτυχὲς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 93, line 4

θεοῦ πρὸς ἅπαντ' αὐτῷ συνεργοῦ παρόντος, εἶχεν ἤδη περὶ τὴν
τοῦ ναοῦ κατασκευὴν προθυμότερον. τοῦ θεοῦ δὲ κατ' ἐκείνην τὴν  
νύκτα τῷ Νάθᾳ φανέντος καὶ φράσαι κελεύσαντος τῷ Δαυίδῃ, ὡς
τὴν μὲν προαίρεσιν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἀποδέχεται, μηδενὸς
μὲν πρότερον εἰς νοῦν βαλομένου ναὸν αὐτῷ κατασκευάσαι. τούτου
δὲ ταύτην τὴν διάνοιαν λαβόντος· οὐκ ἐπιτρέπειν δὲ πολλοὺς πο-
λέμους ἠγωνισμένῳ καὶ φόνῳ τῶν ἐχθρῶν μεμιασμένῳ ποιῆσαι
ναὸν αὐτῷ. μετὰ μέντοι γε τὸν θάνατον αὐτοῦ γηράσαντος καὶ
μακρὸν ἀνύσαντος βίον γενήσεσθαι τὸν ναὸν ὑπὸ τοῦ παιδὸς τοῦ
μετ' αὐτὸν τὴν βασιλείαν παραληψομένου κληθησομένου δὲ Σολο-
μῶνος, οὗ προστήσεσθαι καὶ προνοήσειν ὡς πατὴρ υἱοῦ κατεπ-
ηγγέλλετο, τὴν μὲν βασιλείαν τέκνων ἐγγόνοις φυλάξων καὶ παρα-
δώσων, αὐτὸν δὲ τιμωρήσων, ἂν ἁμαρτὼν τύχῃ, νόσῳ καὶ γῆς
ἀφορίᾳ. μαθὼν ταῦτα παρὰ τοῦ προφήτου Δαυίδης καὶ περιχαρὴς
γενόμενος ἐπὶ τῷ τοῖς ἐγγόνοις αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν διαμένουσαν ἐγνω-
κέναι βεβαίως καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ λαμπρὸν ἐσόμενον καὶ περιβόη-
τον πρὸς τὴν κιβωτὸν παραγίνεται, καὶ πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον ἤρξατο
προσκυνεῖν καὶ περὶ πάντων εὐχαριστεῖν τῷ θεῷ, ὧν τε αὐτῷ παρ-
έσχηκεν ἤδη ἐκ ταπεινοῦ καὶ ποιμένος εἰς τηλικοῦτο μέγεθος ἡγε-
μονίας τε καὶ δόξης ἀναγαγών, ὧν τε τοῖς ἐγγόνοις αὐτοῦ καθυπ-
έσχετο, τῆς προνοίας, ἣν Ἑβραίων καὶ τῆς τούτων ἐλευθερίας
Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 106, line 3

τε χρυσᾶς φαρέτρας καὶ τὰς πανοπλίας, ἃς οἱ τοῦ Ἀδάδου σω-


ματοφύλακες ἐφόρουν, ἀνέθηκε τῷ θεῷ εἰς Ἱεροσόλυμα, ἃς ὕστερον
ὁ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεὺς Σούσακος στρατεύσας ἐπὶ τὸν υἱωνὸν
αὐτοῦ Ῥοβόαμον ἔλαβε καὶ πολὺν ἄλλον ἐκ τῶν Ἱεροσολύμων ἐξεφό-
ρησε πλοῦτον· ταῦτα μὲν ὅταν ἔλθωμεν ἐπὶ τὸν οἰκεῖον αὐτῶν  
τόπον δηλώσομεν. ὁ δὲ τῶν Ἑβραίων βασιλεὺς τοῦ θεοῦ συμ-
πνέοντος αὐτῷ καὶ τοὺς πολέμους συγκατορθοῦντος καὶ ταῖς καλ-
λίσταις τῶν Ἀνδραζάρου πόλεων ἐπεστράτευσε Βατταίᾳ καὶ Μά-
χωνι, καὶ λαβὼν αὐτὰς κατὰ κράτος διήρπασε. χρυσὸς δ' ἐν αὐ-
ταῖς εὑρέθη πάμπολυς καὶ ἄργυρος ἔτι δὲ καὶ χαλκός, ὃν τοῦ
χρυσοῦ κρείττον' ἔλεγον, ἐξ οὗ καὶ Σολόμων τὸ μέγα σκεῦος θά-
λασσαν δὲ καλούμενον ἐποίησε καὶ τοὺς καλλίστους ἐκείνους λου-
τῆρας, ὅτε τῷ θεῷ τὸν ναὸν κατεσκεύασεν.
 Ὡς δὲ ὁ τῆς Ἀμάθης βασιλεὺς τὰ περὶ τὸν Ἀνδράζαρον
ἐπύθετο καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ διεφθαρμένην ἤκουσε, δείσας περὶ
αὑτῷ καὶ τὸν Δαυίδην πρὶν ἐπ' αὐτὸν ἔλθοι φιλίᾳ καὶ πίστει
γνοὺς ἐνδήσασθαι, πέμπει πρὸς αὐτὸν Ἀδώραμον υἱὸν αὐτοῦ καὶ
498

περὶ τοῦ τὸν Ἀνδράζαρον ἐχθρὸν ὄντ' αὐτῷ πολεμῆσαι χάριν ἔχειν
ὁμολογῶν, καὶ συμμαχίαν πρὸς αὐτὸν καὶ φιλίαν ποιούμενος.
ἔπεμψε δ' αὐτῷ καὶ δῶρα σκεύη τῆς ἀρχαίας κατασκευῆς χρύσεα
καὶ ἀργύρεα καὶ χάλκεα. Δαυίδης δὲ ποιησάμενος τὴν συμμαχίαν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 337, line 1

δας καὶ δέκα. ἐκ τούτων ἀπέδειξε λατόμους μὲν τοὺς ὀκτακισμυ-


ρίους, τὸ δ' ἄλλο πλῆθος παραφέρειν τοὺς λίθους, τρισχιλίους δὲ  
καὶ πεντακοσίους τοῖς ἐργαζομένοις ἐξ αὐτῶν ἐπέστησεν. ἡτοίμασε
δὲ καὶ πολὺν σίδηρον καὶ χαλκὸν εἰς τὰ ἔργα καὶ ξύλα κέδρινα
πολλὰ καὶ παμμεγεθέστατα, Τυρίων αὐτῷ ταῦτα πεμπόντων καὶ
Σιδωνίων· ἐπεστάλκει γὰρ αὐτοῖς τὴν τῶν ξύλων χορηγίαν. πρός
τε τοὺς φίλους ἔλεγε ταῦτα παρασκευάζεσθαι νῦν, ἵνα τῷ μέλλοντι
παιδὶ βασιλεύειν μετ' αὐτὸν ἑτοίμην τὴν ὕλην τῆς οἰκοδομίας κα-
ταλείπῃ καὶ μὴ τότε συμπορίζῃ νέος ὢν καὶ τῶν τοιούτων ἄπειρος
διὰ τὴν ἡλικίαν, ἀλλ' ἔχων παρακειμένην ἐπιτελῇ τὸ ἔργον.
 Καλέσας δὲ τὸν παῖδα Σολόμωνα κατασκευάσαι τῷ θεῷ
ναὸν αὐτὸν ἐκέλευε διαδεξάμενον τὴν βασιλείαν λέγων, ὡς αὐτὸν
βουλόμενον κωλύσειεν ὁ θεὸς αἵματι καὶ πολέμοις πεφυραμένον,
προείποι δ' ὅτι Σολόμων οἰκοδομήσει αὐτῷ παῖς νεώτατος καὶ
τοῦτο κληθησόμενος τοὔνομα, οὗ προνοήσειν μὲν αὐτὸς ὡς πα-
τὴρ ἐπηγγέλλετο, τὴν δ' Ἑβραίων χώραν εὐδαίμονα καταστήσειν
ἐπ' αὐτοῦ τοῖς τε ἄλλοις ἀγαθοῖς καὶ δὴ καὶ τῷ μεγίστῳ πάν-
των εἰρήνῃ καὶ πολέμων ἀπαλλαγῇ καὶ στάσεων ἐμφυλίων. σὺ
τοίνυν ἐπεὶ καὶ πρὸ τῆς γενέσεως ἀπεδείχθης βασιλεὺς ὑπὸ τοῦ
θεοῦ πειρῶ τά τε ἄλλα γίνεσθαι τῆς τούτου προνοίας ἄξιος εὐσε-
βὴς ὢν καὶ δίκαιος καὶ ἀνδρεῖος, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τοὺς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 337, line 4

δὲ καὶ πολὺν σίδηρον καὶ χαλκὸν εἰς τὰ ἔργα καὶ ξύλα κέδρινα
πολλὰ καὶ παμμεγεθέστατα, Τυρίων αὐτῷ ταῦτα πεμπόντων καὶ
Σιδωνίων· ἐπεστάλκει γὰρ αὐτοῖς τὴν τῶν ξύλων χορηγίαν. πρός
τε τοὺς φίλους ἔλεγε ταῦτα παρασκευάζεσθαι νῦν, ἵνα τῷ μέλλοντι
παιδὶ βασιλεύειν μετ' αὐτὸν ἑτοίμην τὴν ὕλην τῆς οἰκοδομίας κα-
ταλείπῃ καὶ μὴ τότε συμπορίζῃ νέος ὢν καὶ τῶν τοιούτων ἄπειρος
διὰ τὴν ἡλικίαν, ἀλλ' ἔχων παρακειμένην ἐπιτελῇ τὸ ἔργον.
 Καλέσας δὲ τὸν παῖδα Σολόμωνα κατασκευάσαι τῷ θεῷ
ναὸν αὐτὸν ἐκέλευε διαδεξάμενον τὴν βασιλείαν λέγων, ὡς αὐτὸν
βουλόμενον κωλύσειεν ὁ θεὸς αἵματι καὶ πολέμοις πεφυραμένον,
προείποι δ' ὅτι Σολόμων οἰκοδομήσει αὐτῷ παῖς νεώτατος καὶ
τοῦτο κληθησόμενος τοὔνομα, οὗ προνοήσειν μὲν αὐτὸς ὡς πα-
τὴρ ἐπηγγέλλετο, τὴν δ' Ἑβραίων χώραν εὐδαίμονα καταστήσειν
ἐπ' αὐτοῦ τοῖς τε ἄλλοις ἀγαθοῖς καὶ δὴ καὶ τῷ μεγίστῳ πάν-
των εἰρήνῃ καὶ πολέμων ἀπαλλαγῇ καὶ στάσεων ἐμφυλίων. σὺ
τοίνυν ἐπεὶ καὶ πρὸ τῆς γενέσεως ἀπεδείχθης βασιλεὺς ὑπὸ τοῦ
θεοῦ πειρῶ τά τε ἄλλα γίνεσθαι τῆς τούτου προνοίας ἄξιος εὐσε-
499

βὴς ὢν καὶ δίκαιος καὶ ἀνδρεῖος, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τοὺς
νόμους οὓς διὰ Μωυσέος ἔδωκεν ἡμῖν φύλαττε καὶ τοῖς ἄλλοις μὴ
παραβαίνειν ἐπίτρεπε. τὸν δὲ ναόν, ὃν ὑπὸ σοῦ βασιλεύοντος εἵλετο
αὑτῷ γενέσθαι, σπούδασον ἀποδοῦναι τῷ θεῷ μὴ καταπλαγεὶς τὸ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 350, line 7

καὶ περὶ τούτου πυθέσθαι τοῦ βασιλέως. ταῦτα δὲ τῷ βασιλεῖ


διαλεγομένης ὁ προφήτης εἰσελεύσεσθαι καὶ αὐτὸς ἔφησε καὶ τοῖς
λόγοις αὐτῆς ἐπιμαρτυρήσειν. ἡ δὲ Βερσάβη πεισθεῖσα τῷ Νάθᾳ
πάρεισι πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ προσκυνήσασα καὶ λόγον αἰτησα-
μένη πάντ' αὐτῷ [καθὼς] ὁ προφήτης ὑπέθετο διεξέρχεται τό τε
δεῖπνον τὸ Ἀδωνία καὶ τοὺς ὑπ' αὐτοῦ κεκλημένους Ἀβιάθαρον
τὸν ἀρχιερέα καὶ Ἰώαβον τὸν ἄρχοντα καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ χωρὶς
Σολόμωνος καὶ τῶν ἀναγκαίων αὐτοῦ φίλων μηνύσασα· ἔλεγέ τε
πάντα τὸν λαὸν ἀφορᾶν, τίνα χειροτονήσει βασιλέα, παρεκάλει τε
κατὰ νοῦν ἔχειν, ὡς μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ βασιλεύσας αὐτήν
τε καὶ Σολόμωνα τὸν υἱὸν αὐτῆς ἀναιρήσει.
 Διαλεγομένης δὲ ἔτι τῆς γυναικὸς ἤγγειλαν οἱ τοῦ δωμα-
τίου προεστῶτες, ὅτι βούλεται Νάθας ἰδεῖν αὐτόν. τοῦ δὲ βασι-
λέως ἐκδέξασθαι κελεύσαντος εἰσελθών, εἰ τήμερον ἀποδείξειε τὸν
Ἀδωνίαν βασιλέα καὶ παραδοίη τὴν ἀρχὴν ἐπυνθάνετο· λαμπρὸν
γὰρ αὐτὸν ποιήσαντα δεῖπνον κεκληκέναι τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ πάντας
χωρὶς Σολόμωνος καὶ τὸν στρατηγὸν Ἰώαβον, οἳ μετὰ κρότου καὶ
παιδιᾶς εὐωχούμενοι πολλῆς αἰώνιον αὐτῷ συνεύχονται τὴν ἡγε-
μονίαν· ἐκάλεσε δὲ οὔτε ἐμὲ οὔτε τὸν ἀρχιερέα Σάδωκον οὔτε Βα-
ναίαν τὸν ἐπὶ τῶν σωματοφυλάκων· δίκαιον δ' εἶναι ταῦτα

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 352, line 3

τὸν ἀρχιερέα καὶ Ἰώαβον τὸν ἄρχοντα καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ χωρὶς
Σολόμωνος καὶ τῶν ἀναγκαίων αὐτοῦ φίλων μηνύσασα· ἔλεγέ τε
πάντα τὸν λαὸν ἀφορᾶν, τίνα χειροτονήσει βασιλέα, παρεκάλει τε
κατὰ νοῦν ἔχειν, ὡς μετὰ τὴν ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ βασιλεύσας αὐτήν
τε καὶ Σολόμωνα τὸν υἱὸν αὐτῆς ἀναιρήσει.
 Διαλεγομένης δὲ ἔτι τῆς γυναικὸς ἤγγειλαν οἱ τοῦ δωμα-
τίου προεστῶτες, ὅτι βούλεται Νάθας ἰδεῖν αὐτόν. τοῦ δὲ βασι-
λέως ἐκδέξασθαι κελεύσαντος εἰσελθών, εἰ τήμερον ἀποδείξειε τὸν
Ἀδωνίαν βασιλέα καὶ παραδοίη τὴν ἀρχὴν ἐπυνθάνετο· λαμπρὸν
γὰρ αὐτὸν ποιήσαντα δεῖπνον κεκληκέναι τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ πάντας
χωρὶς Σολόμωνος καὶ τὸν στρατηγὸν Ἰώαβον, οἳ μετὰ κρότου καὶ
παιδιᾶς εὐωχούμενοι πολλῆς αἰώνιον αὐτῷ συνεύχονται τὴν ἡγε-
μονίαν· ἐκάλεσε δὲ οὔτε ἐμὲ οὔτε τὸν ἀρχιερέα Σάδωκον οὔτε Βα-
ναίαν τὸν ἐπὶ τῶν σωματοφυλάκων· δίκαιον δ' εἶναι ταῦτα γινώ-
σκειν ἅπαντας, εἰ κατὰ τὴν σὴν γνώμην ἐγένετο.” ταῦτα τοῦ Νάθα
φήσαντος ὁ βασιλεὺς ἐκέλευσε καλέσαι τὴν Βερσάβην πρὸς αὑτόν·  
ἐκπεπηδήκει γὰρ ἐκ τοῦ δωματίου τοῦ προφήτου παραγενομένου.
τῆς δὲ γυναικὸς ἐλθούσης, “ὄμνυμί σοι, φησί, τὸν μέγιστον θεόν,
500

ἦ μὴν τὸν υἱόν σου Σολόμωνα βασιλεύσειν, ὡς καὶ πρότερον ὤμοσα,


καὶ τοῦτον ἐπὶ τοὐμοῦ καθιεῖσθαι θρόνου· καὶ τοῦτο ἔσται τή

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 357, line 1

λαβεῖν Νάθαν τὸν προφήτην καὶ τοὺς περὶ τὴν αὐλὴν ὁπλίτας καὶ
ἀναβιβάσαντας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολόμωνα ἐπὶ τὴν βασιλικὴν ἡμίο-
νον ἔξω τῆς πόλεως ἀγαγεῖν ἐπὶ πηγὴν τὴν λεγομένην Γειὼν καὶ
περιχρίσαντας τὸ ἅγιον ἔλαιον ἀποδεῖξαι βασιλέα· τοῦτο δὲ ποιῆ-
σαι προσέταξε Σάδωκον τὸν ἀρχιερέα καὶ Νάθαν τὸν προφήτην.
ἀκολουθοῦντάς τε προσέταξε διὰ μέσης τῆς πόλεως τοῖς κέρασιν
ἐπισαλπίζοντας βοᾶν εἰς αἰῶνα Σολόμωνα τὸν βασιλέα καθίσαι ἐπὶ
τοῦ βασιλικοῦ θρόνου, ἵνα γνῷ πᾶς ὁ λαὸς ἀποδεδειγμένον αὐτὸν
ὑπὸ τοῦ πατρὸς βασιλέα, Σολόμωνι δ' ἐντετάλθαι περὶ τῆς ἀρχῆς,
ἵνα εὐσεβῶς καὶ δικαίως προστῇ τοῦ τε Ἑβραίων ἔθνους παντὸς
καὶ τῆς Ἰούδα φυλῆς. Βαναία δὲ εὐξαμένου τὸν θεὸν Σολόμωνι
εὐμενῆ γενέσθαι μηδὲ μικρὸν διαλιπόντες ἀναβιβάζουσιν ἐπὶ τὴν
ἡμίονον τὸν Σολόμωνα, καὶ προαγαγόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν
πηγὴν καὶ τῷ ἐλαίῳ χρίσαντες εἰσήγαγον εἰς τὴν πόλιν ἐπευφη-
μοῦντες καὶ τὴν βασιλείαν αὐτῷ γενέσθαι πολυχρόνιον εὐχόμενοι,
καὶ παραγαγόντες εἰς τὸν οἶκον τὸν βασιλικὸν καθίζουσιν αὐτὸν
ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐπ' εὐωχίαν εὐθὺς ἐτράπη καὶ
ἑορτὴν χορεύων καὶ αὐλοῖς τερπόμενος, ὡς ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν
ὀργάνων ἅπασαν περιηχεῖσθαι τὴν γῆν καὶ τὸν ἀέρα.  

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 369, line 1

ταῖς τῶν ἱερέων ἐφημερίσιν ἐπὶ ἡμέρας ὀκτώ. τοὺς δ' ἀπογόνους
τοὺς Μωυσέος ἐτίμησεν· ἐποίησε γὰρ αὐτοὺς φύλακας τῶν θησαυ-
ρῶν τοῦ θεοῦ καὶ τῶν ἀναθημάτων, ἃ συνέβη τοὺς βασιλεῖς ἀνα-
θεῖναι· διέταξε δὲ πᾶσι τοῖς ἐκ τῆς Ληουίτιδος φυλῆς καὶ τοῖς
ἱερεῦσι δουλεύειν κατὰ νύκτα καὶ ἡμέραν τῷ θεῷ, καθὼς αὐτοῖς
ἐπέστειλε Μωυσῆς.
 Μετὰ ταῦτα διεμέρισε τὴν στρατιὰν εἰς δώδεκα μοίρας
σὺν ἡγεμόσι καὶ ἑκατοντάρχοις καὶ ταξιάρχαις. εἶχεν δ' ἑκάστη
τῶν μοιρῶν δισμυρίους καὶ τετρακισχιλίους, ὧν ἐκέλευσε προσε-
δρεύειν κατὰ τριάκονθ' ἡμέρας ἀπὸ τῆς πρώτης ἕως τῆς ὑστάτης
Σολόμωνι τῷ βασιλεῖ σὺν τοῖς χιλιάρχοις καὶ ἑκατοντάρχοις. κατέ-
στησε δὲ καὶ ἄρχοντα ἑκάστης μοίρας ὃν ἀγαθὸν ᾔδει καὶ δίκαιον,  
ἐπιτρόπους τε τῶν θησαυρῶν καὶ κωμῶν καὶ ἀγρῶν ἄλλους καὶ
κτηνῶν, ὧν οὐκ ἀναγκαῖον ἡγησάμην μνησθῆναι τῶν ὀνομάτων.
 Ὡς δ' ἕκαστα τούτων κατὰ τὸν προειρημένον διέταξε τρό-
πον, εἰς ἐκκλησίαν συγκαλέσας τοὺς ἄρχοντας τῶν Ἑβραίων καὶ τοὺς
φυλάρχους καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῶν διαιρέσεων καὶ τοὺς ἐπὶ πάσης
πράξεως ἢ κτήσεως τοῦ βασιλέως τεταγμένους, στὰς ἐφ' ὑψηλο-
501

τάτου βήματος ὁ βασιλεὺς ἔλεξε πρὸς τὸ πλῆθος· “ἀδελφοὶ καὶ


ὁμοεθνεῖς, γινώσκειν ὑμᾶς βούλομαι, ὅτι ναὸν οἰκοδομῆσαι τῷ θεῷ
διανοηθεὶς χρυσόν τε πολὺν παρεσκευασάμην καὶ ἀργύρου

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 7, Ch. 372, line 6

ὁμοεθνεῖς, γινώσκειν ὑμᾶς βούλομαι, ὅτι ναὸν οἰκοδομῆσαι τῷ θεῷ


διανοηθεὶς χρυσόν τε πολὺν παρεσκευασάμην καὶ ἀργύρου ταλάν-
των μυριάδας δέκα, ὁ δὲ θεὸς ἐκώλυσέ με διὰ τοῦ προφήτου Νάθα
διά τε τοὺς ὑπὲρ ὑμῶν πολέμους καὶ τῷ φόνῳ τῶν ἐχθρῶν μεμιάν-
θαι τὴν δεξιάν, τὸν δὲ υἱὸν ἐκέλευσε τὸν διαδεξόμενον τὴν βασι-
λείαν κατασκευάσαι τὸν ναὸν αὐτῷ. νῦν οὖν ἐπεὶ καὶ τῷ προγόνῳ
ἡμῶν Ἰακώβῳ δυοκαίδεκα παίδων γενομένων ἴστε τὸν Ἰούδαν ἀπο-
δειχθέντα βασιλέα, καὶ ἐμὲ τῶν ἀδελφῶν ἓξ ὄντων προκριθέντα
καὶ τὴν ἡγεμονίαν λαβόντα παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ μηδένα τούτων δυς-
χεράναντα, οὕτως ἀξιῶ κἀγὼ τοὺς ἐμαυτοῦ παῖδας μὴ στασιάζειν
πρὸς ἀλλήλους Σολόμωνος τὴν βασιλείαν παρειληφότος, ἀλλ' ἐπι-
σταμένους ὡς ὁ θεὸς αὐτὸν ἐξελέξατο φέρειν ἡδέως αὐτὸν δεσπό-
την. οὐ δεινὸν γὰρ θεοῦ θέλοντος οὐδ' ἀλλοτρίῳ κρατοῦντι δου-
λεύειν, χαίρειν δ' ἐπ' ἀδελφῷ ταύτης τυχόντι τῆς τιμῆς προσῆκεν
ὡς κοινωνοῦντας αὐτῆς. εὔχομαι δὴ τὰς ὑποσχέσεις τοῦ θεοῦ παρ-
ελθεῖν εἰς τέλος καὶ τὴν εὐδαιμονίαν ταύτην ἀνὰ πᾶσαν τὴν χώραν
σπαρῆναι καὶ τὸν ἅπαντα ταύτῃ παραμεῖναι χρόνον, ἣν αὐτὸς ἐπηγ-
γείλατο παρέξειν ἐπὶ Σολόμωνος βασιλέως. ἔσται δὲ ταῦτα βέβαια
καὶ καλὸν ἕξει πέρας, ἂν εὐσεβῆ καὶ δίκαιον αὑτὸν καὶ φύλακα  
τῶν πατρίων παρέχῃς νόμων, ὦ τέκνον· εἰ δὲ μή, τὰ χείρω προς-
δοκάτω ταῦτα παραβαίνων.”

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. p, line 3

ρῶν, ἀνοίξας ἕνα οἶκον τῶν ἐν τῷ Δαυίδου μνήματι καὶ βαστάσας


τρισχίλια τάλαντα μέρος ἔδωκεν Ἀντιόχῳ καὶ διέλυσεν οὕτως τὴν
πολιορκίαν, καθὼς καὶ ἐν ἄλλοις δεδηλώκαμεν. μετὰ δὲ τοῦτο ἐτῶν
πολλῶν διαγενομένων πάλιν ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης ἕτερον ἀνοίξας οἶκον
ἀνείλετο χρήματα πολλά. ταῖς μέντοι γε θήκαις τῶν βασιλέων
οὐδεὶς αὐτῶν ἐπέτυχεν· ἦσαν γὰρ ὑπὸ τὴν γῆν μηχανικῶς κεκηδευ-
μέναι πρὸς τὸ μὴ φανεραὶ εἶναι τοῖς εἰς τὸ μνῆμα εἰσιοῦσιν. ἀλλὰ
περὶ μὲν τούτων ἡμῖν τοσοῦτον ἀπόχρη δεδηλῶσθαι.  

Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇ ὀγδόῃ τῶν Ἰωσήπου ἱστοριῶν


τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας.

 αʹ. Ὡς Σολόμων τὴν βασιλείαν παραλαβὼν τοὺς ἐχθροὺς ἀνεῖλε.


 βʹ. περὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ καὶ συνέσεως καὶ τοῦ πλούτου.
 γʹ. ὅτι πρῶτος τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν ᾠκοδόμησεν.
 δʹ. ὡς τελευτήσαντος Σολόμωνος ὁ λαὸς ἀποστὰς τοῦ παιδὸς
αὐτοῦ Ῥοβοάμου τῶν δέκα φυλῶν τῶν ὑπηκόων τινὰ Ἱεροβόαμον
502

ἀπέδειξε βασιλέα, τῶν δὲ δύο φυλῶν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐβασίλευσεν.


 εʹ. ὡς Ἴσακος Αἰγυπτίων βασιλεὺς στρατευσάμενος ἐπὶ τὰ Ἱερο-
σόλυμα καὶ κατασχὼν τὴν πόλιν τὸν πλοῦτον αὐτῆς εἰς Αἴγυπτον
μετήνεγκε.
 ϛʹ. στρατεία Ἱεροβοάμου τοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν βασιλέως ἐπὶ τὸν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. p, line 6

Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇ ὀγδόῃ τῶν Ἰωσήπου ἱστοριῶν τῆς Ἰουδαϊκῆς ἀρχαιολογίας.

 αʹ. Ὡς Σολόμων τὴν βασιλείαν παραλαβὼν τοὺς ἐχθροὺς ἀνεῖλε.


 βʹ. περὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ καὶ συνέσεως καὶ τοῦ πλούτου.
 γʹ. ὅτι πρῶτος τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν ᾠκοδόμησεν.
 δʹ. ὡς τελευτήσαντος Σολόμωνος ὁ λαὸς ἀποστὰς τοῦ παιδὸς
αὐτοῦ Ῥοβοάμου τῶν δέκα φυλῶν τῶν ὑπηκόων τινὰ Ἱεροβόαμον
ἀπέδειξε βασιλέα, τῶν δὲ δύο φυλῶν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἐβασίλευσεν.
 εʹ. ὡς Ἴσακος Αἰγυπτίων βασιλεὺς στρατευσάμενος ἐπὶ τὰ Ἱερο-
σόλυμα καὶ κατασχὼν τὴν πόλιν τὸν πλοῦτον αὐτῆς εἰς Αἴγυπτον
μετήνεγκε.
 ϛʹ. στρατεία Ἱεροβοάμου τοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν βασιλέως ἐπὶ τὸν
υἱὸν τὸν Ῥοβοάμου καὶ ἧττα.
 ζʹ. ὅτι τὴν Ἱεροβοάμου γενεὰν Βασίνης τις ὄνομα διαφθείρας
αὐτὸς τὴν βασιλείαν ἔσχεν.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 13, line 3

Ἰθαμάρου οἶκος διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν, καθὼς καὶ τῷ Ἀβια-


θάρου πάππῳ προεῖπεν ὁ θεὸς Ἠλεί, μετέβη δ' εἰς τὸ Φιναάσου
γένος πρὸς Σάδωκον. οἱ δὲ ἰδιωτεύσαντες ἐκ τοῦ Φιναάσου γένους
καθ' ὃν καιρὸν εἰς τὸν Ἰθαμάρου οἶκον ἡ ἀρχιερωσύνη μετῆλθεν
Ἠλεὶ πρώτου ταύτην παραλαβόντος ἦσαν οὗτοι· ὁ τοῦ ἀρχιερέως
Ἰησοῦ υἱὸς Βοκίας, τούτου δὲ Ἰώθαμος, Ἰωθάμου δὲ Μαραίωθος,
Μαραιώθου δὲ Ἀροφαῖος, Ἀροφαίου δὲ Ἀχίτωβος, Ἀχιτώβου δὲ
Σάδωκος, ὃς πρῶτος ἐπὶ Δαυίδου τοῦ βασιλέως ἀρχιερεὺς ἐγένετο.
 Ἰώαβος δὲ ὁ στρατηγὸς τὴν ἀναίρεσιν ἀκούσας Ἀδωνία
περιδεὴς ἐγένετο, φίλος γὰρ ἦν αὐτῷ μᾶλλον ἢ τῷ βασιλεῖ Σολό-
μωνι, καὶ κίνδυνον ἐκ τούτου διὰ τὴν πρὸς ἐκεῖνον εὔνοιαν οὐκ
ἀλόγως ὑποπτεύων καταφεύγει μὲν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ἀσφάλειαν
δὲ ἐνόμιζεν αὑτῷ ποριεῖν ἐκ τῆς πρὸς τὸν θεὸν εὐσεβείας τοῦ βασι-  
λέως. ὁ δὲ ἀπαγγειλάντων αὐτῷ τινων τὴν Ἰωάβου γνώμην πέμ-
ψας Βαναίαν ἐκέλευσεν ἀναστήσαντα ἄγειν ἐπὶ τὸ δικαστήριον ὡς
ἀπολογησόμενον. Ἰώαβος δὲ οὐκ ἔφη καταλείψειν τὸ ἱερόν, ἀλλ'
αὐτοῦ τεθνήξεσθαι μᾶλλον ἢ ἐν ἑτέρῳ χωρίῳ. Βαναίου δὲ τὴν
ἀπόκρισιν αὐτοῦ τῷ βασιλεῖ δηλώσαντος προσέταξεν ὁ Σολόμων
ἐκεῖ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀποτεμεῖν, καθὼς βούλεται, καὶ ταύτην
503

λαβεῖν τὴν δίκην ὑπὲρ τῶν δύο στρατηγῶν, οὓς ὁ Ἰώαβος ἀνοσίως
ἀπέκτεινε, θάψαι δ' αὐτοῦ τὸ σῶμα, ὅπως τὰ μὲν ἁμαρτήματα

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 49, line 2

πείας τοιοῦτος ἦν· προσφέρων ταῖς ῥισὶ τοῦ δαιμονιζομένου τὸν


δακτύλιον ἔχοντα ὑπὸ τῇ σφραγῖδι ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολόμων
ἔπειτα ἐξεῖλκεν ὀσφρομένῳ διὰ τῶν μυκτήρων τὸ δαιμόνιον, καὶ
πεσόντος εὐθὺς τἀνθρώπου μηκέτ' εἰς αὐτὸν ἐπανήξειν ὥρκου, Σολό-  
μωνός τε μεμνημένος καὶ τὰς ἐπῳδὰς ἃς συνέθηκεν ἐκεῖνος ἐπιλέγων.
βουλόμενος δὲ πεῖσαι καὶ παραστῆσαι τοῖς παρατυγχάνουσιν ὁ Ἐλεά-
ζαρος, ὅτι ταύτην ἔχει τὴν ἰσχύν, ἐτίθει μικρὸν ἔμπροσθεν ἤτοι ποτή-
ριον πλῆρες ὕδατος ἢ ποδόνιπτρον καὶ τῷ δαιμονίῳ προσέταττεν
ἐξιὸν τἀνθρώπου ταῦτα ἀνατρέψαι καὶ παρασχεῖν ἐπιγνῶναι τοῖς
ὁρῶσιν, ὅτι καταλέλοιπε τὸν ἄνθρωπον. γινομένου δὲ τούτου σαφὴς
ἡ Σολόμωνος καθίστατο σύνεσις καὶ σοφία δι' ἣν, ἵνα γνῶσιν ἅπαν-
τες αὐτοῦ τὸ μεγαλεῖον τῆς φύσεως καὶ τὸ θεοφιλὲς καὶ λάθῃ μη-
δένα τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον ἡ τοῦ βασιλέως περὶ πᾶν εἶδος ἀρετῆς
ὑπερβολή, περὶ τούτων εἰπεῖν προήχθημεν.
 Ὁ δὲ τῶν Τυρίων βασιλεὺς Εἴρωμος ἀκούσας ὅτι Σολόμων
τὴν τοῦ πατρὸς διεδέξατο βασιλείαν ὑπερήσθη, φίλος γὰρ ἐτύγχανε
τῷ Δαυίδῃ, καὶ πέμψας πρὸς αὐτὸν ἠσπάζετό τε καὶ συνέχαιρεν
ἐπὶ τοῖς παροῦσιν ἀγαθοῖς. ἀποστέλλει δὲ πρὸς αὐτὸν Σολόμων
γράμματα δηλοῦντα τάδε· “βασιλεὺς Σολόμων Εἱρώμῳ βασιλεῖ.
ἴσθι μου τὸν πατέρα βουληθέντα κατασκευάσαι τῷ θεῷ ναὸν ὑπὸ
τῶν πολέμων καὶ τῶν συνεχῶν στρατειῶν κεκωλυμένον· οὐ γὰρ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 53, line 3

ἐπαύσατο πρότερον τοὺς ἐχθροὺς καταστρεφόμενος πρὶν ἢ πάντας


αὐτοὺς φόρων ὑποτελεῖς πεποιηκέναι. ἐγὼ δὲ χάριν οἶδα τῷ θεῷ
τῆς παρούσης εἰρήνης καὶ διὰ ταύτην εὐσχολῶν οἰκοδομῆσαι τῷ
θεῷ βούλομαι τὸν οἶκον· καὶ γὰρ ὑπ' ἐμοῦ τοῦτον ἔσεσθαι τῷ
πατρί μου προεῖπεν ὁ θεός. διὸ παρακαλῶ σε συμπέμψαι τινὰς
τοῖς ἐμοῖς εἰς Λίβανον τὸ ὄρος κόψοντας ξύλα· πρὸς γὰρ τομὴν
ὕλης ἐπιστημονέστερον ἔχουσι τῶν ἡμετέρων οἱ Σιδώνιοι. μισθὸν
δ' ὃν ἂν ὁρίσῃς ἐγὼ τοῖς ὑλουργοῖς παρέξω.”
 Ἀναγνοὺς δὲ τὴν ἐπιστολὴν Εἵρωμος καὶ τοῖς ἐπεσταλμέ-  
νοις ἡσθεὶς ἀντιγράφει τῷ Σολόμωνι· “βασιλεὺς Εἵρωμος βασιλεῖ
Σολόμωνι. τὸν μὲν θεὸν εὐλογεῖν ἄξιον, ὅτι σοι τὴν πατρῴαν
παρέδωκεν ἡγεμονίαν ἀνδρὶ σοφῷ καὶ πᾶσαν ἀρετὴν ἔχοντι, ἐγὼ
δὲ τούτοις ἡδόμενος ἅπαντα ὑπουργήσω τὰ ἐπεσταλμένα· τεμὼν
γὰρ ξύλα πολλὰ καὶ μεγάλα κέδρου τε καὶ κυπαρίσσου διὰ τῶν
ἐμῶν καταπέμψω ἐπὶ θάλασσαν καὶ κελεύσω τοὺς ἐμοὺς σχεδίαν
πηξαμένους εἰς ὃν ἂν βουληθῇς τόπον τῆς σαυτοῦ χώρας πλεύσαν-
τας ἀποθέσθαι· ἔπειθ' οἱ σοὶ διακομίσουσιν εἰς Ἱεροσόλυμα. ὅπως
504

δὲ καὶ σὺ παράσχῃς ἡμῖν ἀντὶ τούτων σῖτον, οὗ διὰ τὸ νῆσον οἰκεῖν


δεόμεθα, φρόντισον.”
 Διαμένει δὲ ἄχρι τῆς τήμερον τὰ τῶν ἐπιστολῶν τούτων
ἀντίγραφα οὐκ ἐν τοῖς ἡμετέροις μόνον σωζόμενα βιβλίοις ἀλλὰ καὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 61, line 1

συνέβαινε τοῖς πρώτοις μυρίοις διὰ τετάρτου μηνὸς ἀπαντᾶν ἐπὶ


τὸ ἔργον. ἐγεγόνει δ' ἐπίτροπος τοῦ φόρου τούτου Ἀδώραμος.
ἦσαν δ' ἐκ τῶν παροίκων οὓς Δαυίδης καταλελοίπει τῶν μὲν παρα-
κομιζόντων τὴν λιθίαν καὶ τὴν ἄλλην ὕλην ἑπτὰ μυριάδες, τῶν δὲ
λατομούντων ὀκτάκις μύριοι, τούτων δ' ἐπιστάται τρισχίλιοι καὶ
τριακόσιοι. προστετάχει δὲ λίθους μὲν αὐτοῖς τέμνειν μεγάλους
εἰς τοὺς τοῦ ναοῦ θεμελίους, ἁρμόσαντας δὲ πρῶτον καὶ συνδή-
σαντας ἐν τῷ ὄρει κατακομίζειν οὕτως εἰς τὴν πόλιν. ἐγίνετο δὲ
ταῦτ' οὐ παρὰ τῶν οἰκοδόμων τῶν ἐγχωρίων μόνον, ἀλλὰ καὶ ὧν
ὁ Εἵρωμος ἔπεμψε τεχνιτῶν.
 Τῆς δ' οἰκοδομίας τοῦ ναοῦ Σολόμων ἤρξατο τέταρ-
τον ἔτος ἤδη τῆς βασιλείας ἔχων μηνὶ δευτέρῳ, ὃν Μακεδόνες μὲν
Ἀρτεμίσιον καλοῦσιν Ἑβραῖοι δὲ Ἰάρ, μετὰ ἔτη πεντακόσια καὶ ἐνε-  
νήκοντα καὶ δύο τῆς ἀπ' Αἰγύπτου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξόδου, μετὰ
δὲ χίλια καὶ εἴκοσι ἔτη τῆς Ἁβράμου εἰς τὴν Χαναναίαν ἐκ τῆς
Μεσοποταμίας ἀφίξεως, ἀπὸ δὲ τῆς ἐπομβρίας μετὰ χίλια καὶ τε-
τρακόσια καὶ τεσσαράκοντα· ἀπὸ δὲ τοῦ πρώτου γεννηθέντος Ἀδά-
μου ἕως οὗ τὸν ναὸν ᾠκοδόμησε Σολόμων διεληλύθει τὰ πάντα
ἔτη τρισχίλια καὶ ἑκατὸν δύο. καθ' ὃν δὲ ὁ ναὸς ἤρξατο οἰκοδο-
μεῖσθαι χρόνον, κατ' ἐκεῖνον ἔτος ἤδη τῆς ἐν Τύρῳ βασιλείας ἑν-
δέκατον ἐνειστήκει Εἱρώμῳ, τῆς δὲ οἰκήσεως εἰς τὴν οἰκοδομίαν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 62, line 2

σαντας ἐν τῷ ὄρει κατακομίζειν οὕτως εἰς τὴν πόλιν. ἐγίνετο δὲ


ταῦτ' οὐ παρὰ τῶν οἰκοδόμων τῶν ἐγχωρίων μόνον, ἀλλὰ καὶ ὧν
ὁ Εἵρωμος ἔπεμψε τεχνιτῶν.
 Τῆς δ' οἰκοδομίας τοῦ ναοῦ Σολόμων ἤρξατο τέταρ-
τον ἔτος ἤδη τῆς βασιλείας ἔχων μηνὶ δευτέρῳ, ὃν Μακεδόνες μὲν
Ἀρτεμίσιον καλοῦσιν Ἑβραῖοι δὲ Ἰάρ, μετὰ ἔτη πεντακόσια καὶ ἐνε-  
νήκοντα καὶ δύο τῆς ἀπ' Αἰγύπτου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξόδου, μετὰ
δὲ χίλια καὶ εἴκοσι ἔτη τῆς Ἁβράμου εἰς τὴν Χαναναίαν ἐκ τῆς
Μεσοποταμίας ἀφίξεως, ἀπὸ δὲ τῆς ἐπομβρίας μετὰ χίλια καὶ τε-
τρακόσια καὶ τεσσαράκοντα· ἀπὸ δὲ τοῦ πρώτου γεννηθέντος Ἀδά-
μου ἕως οὗ τὸν ναὸν ᾠκοδόμησε Σολόμων διεληλύθει τὰ πάντα
ἔτη τρισχίλια καὶ ἑκατὸν δύο. καθ' ὃν δὲ ὁ ναὸς ἤρξατο οἰκοδο-
μεῖσθαι χρόνον, κατ' ἐκεῖνον ἔτος ἤδη τῆς ἐν Τύρῳ βασιλείας ἑν-
δέκατον ἐνειστήκει Εἱρώμῳ, τῆς δὲ οἰκήσεως εἰς τὴν οἰκοδομίαν
τοῦ ναοῦ διεγεγόνει χρόνος ἐτῶν τεσσαράκοντα καὶ διακοσίων.
 Βάλλεται μὲν οὖν τῷ ναῷ θεμελίους ὁ βασιλεὺς ἐπὶ μή-
κιστον τῆς γῆς βάθος ὕλης λίθων ἰσχυρᾶς καὶ πρὸς χρόνον ἀντέχειν
δυναμένης, οἳ τῇ τε γῇ συμφυέντες ἔμελλον ἔδαφος καὶ ἔρεισμα τῆς
505

ἐποικοδομησομένης κατασκευῆς ἔσεσθαι καὶ διὰ τὴν κάτωθεν ἰσχὺν


οἴσειν ἀπόνως μέγεθός τε τῶν ἐπικεισομένων καὶ κάλλους πολυ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 76, line 1

τοῦ ἀδύτου, τῇ δὲ κατὰ βορέαν, αἱ δ' ἄλλαι πτέρυγες αὑταῖς συν-


άπτουσαι τεθείσῃ μεταξὺ αὐτῶν τῇ κιβωτῷ σκέπη τυγχάνωσι. τὰς
δὲ Χερουβεῖς οὐδεὶς ὁποῖαί τινές εἰσιν εἰπεῖν οὐδ' εἰκάσαι δύνα-
ται. κατέστρωσε δὲ καὶ τοῦ ναοῦ τὸ ἔδαφος ἐλάσμασι χρυσοῦ,
ἐπέθηκε δὲ καὶ τῷ πυλῶνι τοῦ ναοῦ θύρας πρὸς τὸ ὕψος τοῦ τοί-
χου συμμεμετρημένας εὖρος ἐχούσας πηχῶν εἴκοσι, καὶ ταύτας κατε-  
κόλλησε χρυσῷ. συνελόντι δ' εἰπεῖν οὐδὲν εἴασε τοῦ ναοῦ μέρος
οὔτε ἔξωθεν οὔτε ἔνδοθεν, ὃ μὴ χρυσὸς ἦν. κατεπέτασε δὲ καὶ
ταύτας τὰς θύρας ὁμοίως ταῖς ἐνδοτέρω καταπετάσμασιν. ἡ δὲ τοῦ
προναΐου πύλη τούτων οὐδὲν εἶχε.
 Μεταπέμπεται δ' ἐκ Τύρου Σολόμων παρὰ Εἱρώμου τεχνί-
την Χείρωμον ὄνομα μητρὸς μὲν ὄντα Νεφθαλίτιδος τὸ γένος, ἐκ
γὰρ ταύτης ὑπῆρχε τῆς φυλῆς, πατρὸς δὲ Οὐρίου γένος Ἰσραηλίτου.
οὗτος ἅπαντος μὲν ἐπιστημόνως εἶχεν ἔργου, μάλιστα δὲ τεχνίτης
ἦν χρυσὸν ἐργάζεσθαι καὶ ἄργυρον καὶ χαλκόν, ὑφ' οὗ δὴ καὶ πάντα
κατὰ τὴν τοῦ βασιλέως βούλησιν τὰ περὶ τὸν ναὸν ἐμηχανήθη. κατ-
εσκεύασε δὲ ὁ Χείρωμος οὗτος καὶ στύλους δύο χαλκοῦς ἔσωθεν τὸ
πάχος τεσσάρων δακτύλων. ἦν δὲ τὸ μὲν ὕψος τοῖς κίοσιν ὀκτω-
καίδεκα πήχεων, ἡ δὲ περίμετρος δέκα καὶ δύο πηχῶν· χωνευτὸν
δ' ἐφ' ἑκατέρᾳ κεφαλῇ κρίνον ἐφειστήκει τὸ ὕψος ἐπὶ πέντε πήχεις
ἐγηγερμένον, ᾧ περιέκειτο δίκτυον ἐλάτῃ χαλκέᾳ περιπεπλεγμένον

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 95, line 1

μεγάλου βωμοῦ πῦρ ἐπὶ τὸν μικρὸν βωμὸν τὸν ἐν τῷ ναῷ πεντα-
κισμύρια. στολὰς δὲ ἱερατικὰς τοῖς ἀρχιερεῦσι σὺν ποδήρεσιν ἐπω-
μίσι καὶ λογίῳ καὶ λίθοις χιλίας· ἡ δὲ στεφάνη, εἰς ἣν τὸν θεὸν
Μωυσῆς ἔγραψε, μία ἦν καὶ διέμεινεν ἄχρι τῆσδε τῆς ἡμέρας·
τὰς δὲ ἱερατικὰς στολὰς ἐκ βύσσου κατεσκεύασε καὶ ζώνας πορ-
φυρᾶς εἰς ἕκαστον μυρίας. καὶ σαλπίγγων κατὰ Μωυσέος ἐντολὴν
μυριάδας εἴκοσι, καὶ στολῶν τοῖς ὑμνῳδοῖς Ληουιτῶν ἐκ βύσσου μυ-  
ριάδας εἴκοσι· καὶ τὰ ὄργανα τὰ μουσικὰ καὶ πρὸς τὴν ὑμνῳδίαν
ἐξηυρημένα, ἃ καλεῖται νάβλας καὶ κινύρας, ἐξ ἠλέκτρου κατεσκεύασε
τετρακισμύρια.
 Ταῦτα πάντα ὁ Σολόμων εἰς τὴν τοῦ θεοῦ τιμὴν πολυτελῶς
καὶ μεγαλοπρεπῶς κατεσκεύασε μηδενὸς φεισάμενος ἀλλὰ πάσῃ φιλο-
τιμίᾳ περὶ τὸν τοῦ ναοῦ κόσμον χρησάμενος, ἃ καὶ κατέθηκεν ἐν τοῖς
θησαυροῖς τοῦ θεοῦ. περιέβαλε δὲ τοῦ ναοῦ κύκλῳ γείσιον μὲν κατὰ
τὴν ἐπιχώριον γλῶτταν τριγχὸν δὲ παρ' Ἕλλησι λεγόμενον εἰς τρεῖς
πήχεις ἀναγαγὼν τὸ ὕψος, εἴρξοντα μὲν τοὺς πολλοὺς τῆς εἰς τὸ ἱε-
ρὸν εἰσόδου, μόνοις δὲ ἀνειμένην αὐτὴν τοῖς ἱερεῦσι σημανοῦντα.
τούτου δ' ἔξωθεν ἱερὸν ᾠκοδόμησεν· ἐν τετραγώνου σχήματι στοὰς
ἐγείρας μεγάλας καὶ πλατείας καὶ πύλαις ὑψηλαῖς ἀνεῳγμένας, ὧν
506

ἑκάστη πρὸς ἕκαστον τῶν ἀνέμων τέτραπτο χρυσέαις κλειομένη θύραις.


εἰς τοῦτο τοῦ λαοῦ πάντες οἱ διαφέροντες ἁγνείᾳ καὶ παρατηρήσει

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 99, line 2

μεῖζον, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ τῆς ὄψεως, τὸ τούτων ἔξωθεν ἱερόν· μεγάλας


γὰρ ἐγχώσας φάραγγας, ἃς διὰ βάθος ἄπειρον οὐδὲ ἀπόνως ἐννεύ-
σαντας ἦν ἰδεῖν, καὶ ἀναβιβάσας εἰς τετρακοσίους πήχεις τὸ ὕψος
ἰσοπέδους τῇ κορυφῇ τοῦ ὄρους ἐφ' ἧς ὁ ναὸς ᾠκοδόμητο κατε-
σκεύασε· καὶ διὰ τοῦτο ὕπαιθρον ὂν τὸ ἔξωθεν ἱερὸν ἴσον ὑπῆρχε
τῷ ναῷ. περιλαμβάνει δ' αὐτὸ καὶ στοαῖς διπλαῖς μὲν τὴν κατα-
σκευήν, λίθου δ' αὐτοφυοῦς τὸ ὕψος κίοσιν ἐπερηρεισμέναις· ὀροφαὶ
δ' αὐταῖς ἦσαν ἐκ κέδρου φατνώμασιν ἀνεξεσμέναι. τὰς δὲ θύρας
τῷ ἱερῷ τούτῳ πάσας ἐπέστησεν ἐξ ἀργύρου.
 Τὰ μὲν οὖν ἔργα ταῦτα καὶ τὰ μεγέθη καὶ κάλλη τῶν  
τε οἰκοδομημάτων καὶ τῶν εἰς τὸν ναὸν ἀναθημάτων Σολόμων ὁ
βασιλεὺς ἐν ἔτεσιν ἑπτὰ συντελέσας καὶ πλούτου καὶ προθυμίας
ἐπίδειξιν ποιησάμενος, ὡς ἄν τις ἰδὼν ἐνόμισεν ὡς ἐν τῷ παντὶ
κατασκευασθῆναι χρόνῳ ταῦτα ἐν οὕτως ὀλίγῳ πρὸς τὸ μέγεθος
συγκρινόμενα τοῦ ναοῦ συμπερασθῆναι, γράψας τοῖς ἡγεμόσι καὶ
τοῖς πρεσβυτέροις τῶν Ἑβραίων ἐκέλευσεν ἅπαντα τὸν λαὸν συνα-
γαγεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα ὀψόμενόν τε τὸν ναὸν καὶ μετακομιοῦντα
τὴν τοῦ θεοῦ κιβωτὸν εἰς αὐτόν. καὶ περιαγγελθείσης τῆς εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα πᾶσιν ἀφίξεως ἑβδόμῳ μηνὶ μόλις συνίασιν, ὑπὸ μὲν
τῶν ἐπιχωρίων Ἀθύρει, ὑπὸ δὲ τῶν Μακεδόνων Ὑπερβερεταίῳ λεγο-
μένῳ. συνέδραμε δ' εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον καὶ ὁ τῆς σκηνοπηγίας

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 148, line 2

μὴ ἀποδιδοῦσι τοὺς φόρους καὶ ὑποτάξας πάλιν αὑτῷ ἀνέστρεψεν.


ἐπὶ τούτου ἦν Ἀβδήμονος παῖς νεώτερος, ὃς ἀεὶ ἐνίκα τὰ προβλή-
ματα, ἃ ἐπέτασσε Σολόμων ὁ Ἱεροσολύμων βασιλεύς.” μνημονεύει δὲ
καὶ Δῖος λέγων οὕτως· “Ἀβιβάλου τελευτήσαντος ὁ υἱὸς αὐτοῦ Εἴ-
ρωμος ἐβασίλευσεν. οὗτος τὰ πρὸς ἀνατολὰς μέρη τῆς πόλεως προς-
έχωσε καὶ μεῖζον τὸ ἄστυ ἐποίησε καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν
καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐγχώσας τὸν μεταξὺ τόπον συνῆψε τῇ πόλει καὶ
χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν· ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτό-
μησε πρὸς τὴν τῶν ἱερῶν κατασκευήν. τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσο-
λύμων Σολόμωνα πέμψαι φησὶ πρὸς Εἴρωμον αἰνίγματα καὶ παρ'  
αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦντα, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα διακρῖναι τῷ λύσαντι
χρήματα ἀποτίνειν. ὁμολογήσαντα δὲ τὸν Εἴρωμον καὶ μὴ δυνη-
θέντα λῦσαι τὰ αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον
ἀναλῶσαι· εἶτα δὲ Ἀβδήμονά τινα Τύριον ἄνδρα τὰ προτεθέντα
λῦσαι καὶ αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν, ἃ μὴ λύσαντα τὸν Σολόμωνα
πολλὰ τῷ Εἰρώμῳ προσαποτῖσαι χρήματα.” καὶ Δῖος μὲν οὕτως
507

εἴρηκεν.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 152, line 1

εἴρηκεν.
 Ἐπεὶ δ' ἑώρα τὰ τῶν Ἱεροσολύμων τείχη ὁ βασιλεὺς
πύργων πρὸς ἀσφάλειαν δεόμενα καὶ τῆς ἄλλης ὀχυρότητος, πρὸς
γὰρ τἀξίωμα τῆς πόλεως ἡγεῖτο δεῖν καὶ τοὺς περιβόλους εἶναι,
ταῦτά τε προσεπεσκεύαζε καὶ πύργοις αὐτὰ μεγάλοις προσεξῇρεν.
ᾠκοδόμησε δὲ καὶ πόλεις ταῖς βαρυτάταις ἐναρίθμους Ἄσωρόν τε
καὶ Μαγέδω, τὴν τρίτην δὲ Γάζαρα, ἣν τῆς Παλαιστίνων χώρας
ὑπάρχουσαν Φαραώνης ὁ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεὺς στρατευσάμενος
καὶ πολιορκήσας αἱρεῖ κατὰ κράτος· ἀποκτείνας δὲ πάντας τοὺς
ἐνοικοῦντας αὐτὴν κατέσκαψεν, εἶτα δωρεὰν ἔδωκεν τῇ θυγατρὶ Σολό-
μωνι γεγαμημένῃ. διὸ καὶ ἀνήγειρεν αὐτὴν ὁ βασιλεὺς οὖσαν ὀχυρὰν
φύσει καὶ πρὸς πολέμους καὶ τὰς τῶν καιρῶν μεταβολὰς χρησίμην
εἶναι δυναμένην. οὐ πόρρω δ' αὐτῆς ἄλλας ᾠκοδόμησε δύο πό-
λεις· Βητχώρα τῇ ἑτέρᾳ ὄνομα ἦν, ἡ δ' ἑτέρα Βελὲθ ἐκαλεῖτο.
προσκατεσκεύασε δὲ ταύταις καὶ ἄλλας εἰς ἀπόλαυσιν καὶ τρυφὴν  
ἐπιτηδείως ἐχούσας τῇ τε τῶν ἀέρων εὐκρασίᾳ καὶ τοῖς ὡραίοις
εὐφυεῖς καὶ νάμασιν ὑδάτων ἐνδρόσους. ἐμβαλὼν δὲ καὶ εἰς τὴν ἔρημον
τῆς ἐπάνω Συρίας καὶ κατασχὼν αὐτὴν ἔκτισεν ἐκεῖ πόλιν μεγίστην δύο
μὲν ἡμερῶν [ὁδὸν] ἀπὸ τῆς ἄνω Συρίας διεστῶσαν, ἀπὸ δ' Εὐφράτου
μιᾶς, ἀπὸ δὲ τῆς μεγάλης Βαβυλῶνος ἓξ ἡμερῶν ἦν τὸ μῆκος. αἴτιον
δὲ τοῦ τὴν πόλιν οὕτως ἀπὸ τῶν οἰκουμένων μερῶν τῆς Συρίας

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 155, line 1

εὐφυεῖς καὶ νάμασιν ὑδάτων ἐνδρόσους. ἐμβαλὼν δὲ καὶ εἰς τὴν ἔρημον
τῆς ἐπάνω Συρίας καὶ κατασχὼν αὐτὴν ἔκτισεν ἐκεῖ πόλιν μεγίστην δύο
μὲν ἡμερῶν [ὁδὸν] ἀπὸ τῆς ἄνω Συρίας διεστῶσαν, ἀπὸ δ' Εὐφράτου
μιᾶς, ἀπὸ δὲ τῆς μεγάλης Βαβυλῶνος ἓξ ἡμερῶν ἦν τὸ μῆκος. αἴτιον
δὲ τοῦ τὴν πόλιν οὕτως ἀπὸ τῶν οἰκουμένων μερῶν τῆς Συρίας
ἀπῳκίσθαι τὸ κατωτέρω μὲν μηδαμοῦ τῆς γῆς ὕδωρ εἶναι, πηγὰς
δ' ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ μόνον εὑρεθῆναι καὶ φρέατα. ταύτην οὖν
τὴν πόλιν οἰκοδομήσας καὶ τείχεσιν ὀχυρωτάτοις περιβαλὼν Θαδά-
μοραν ὠνόμασε καὶ τοῦτ' ἔτι νῦν καλεῖται παρὰ τοῖς Σύροις, οἱ δ'
Ἕλληνες αὐτὴν προσαγορεύουσι Πάλμυραν.
 Σολόμων μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς ταῦτα κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν
πράττων διετέλει. πρὸς δὲ τοὺς ἐπιζητήσαντας, ὅτι πάντες οἱ Αἰ-
γυπτίων βασιλεῖς ἀπὸ Μιναίου τοῦ Μέμφιν οἰκοδομήσαντος, ὃς
ἔτεσι πολλοῖς ἔμπροσθεν ἐγένετο τοῦ πάππου ἡμῶν Ἁβράμου, μέχρι
Σολόμωνος πλειόνων ἐτῶν τριακοσίων καὶ χιλίων μεταξὺ διεληλυθό-
των Φαραῶθαι ἐκλήθησαν ἀπὸ τοῦ μετ' αὐτοὺς ἐν τοῖς μεταξὺ
χρόνοις ἄρξαντος βασιλέως Φαραώθου τὴν προσηγορίαν λαβόντες,
ἀναγκαῖον ἡγησάμην εἰπεῖν, ἵνα τὴν ἄγνοιαν αὐτῶν ἀφέλω καὶ ποιήσω
τοῦ ὀνόματος φανερὰν τὴν αἰτίαν, ὅτι Φαραὼ κατ' Αἰγυπτίους βασι-
508

λέα σημαίνει. οἶμαι δ' αὐτοὺς ἐκπαίδων ἄλλοις χρωμένους ὀνόμασιν  


ἐπειδὰν βασιλεῖς γένωνται τὸ σημαῖνον αὐτῶν τὴν ἐξουσίαν κατὰ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 168, line 1

γὰρ ὑπὸ τῆς πείρας ἀλλ' οὐχ ὑπὸ τῆς ἀκοῆς, ἣν εἰκός ἐστι καὶ
ψευδεῖ δόξῃ συγκατατίθεσθαι καὶ μεταπεῖσαι πάλιν, ὅλη γὰρ ἐπὶ
τοῖς ἀπαγγέλλουσι κεῖται, θέλουσα πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν διέγνω, μά-
λιστα καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ βουλομένη λαβεῖν πεῖραν αὐτὴ προ-
τείνασα καὶ λῦσαι τὸ ἄπορον τῆς διανοίας δεηθεῖσα ἧκεν εἰς Ἱερο-
σόλυμα μετὰ πολλῆς δόξης καὶ πλούτου παρασκευῆς· ἐπηγάγετο γὰρ
καμήλους χρυσίου μεστὰς καὶ ἀρωμάτων ποικίλων καὶ λίθων πο-
λυτελῶν. ὡς δ' ἀφικομένην αὐτὴν ἡδέως ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο.
τά τε ἄλλα περὶ αὐτὴν φιλότιμος ἦν καὶ τὰ προβαλλόμενα σοφί-
σματα ῥᾳδίως τῇ συνέσει καταλαμβανόμενος θᾶττον ἢ προσεδόκα
τις ἐπελύετο. ἡ δ' ἐξεπλήσσετο μὲν καὶ τὴν σοφίαν τοῦ Σολόμωνος
οὕτως ὑπερβάλλουσαν αὐτὴν καὶ τῆς ἀκουομένης τῇ πείρᾳ κρείττω
καταμαθοῦσα, μάλιστα δ' ἐθαύμαζε τὰ βασίλεια τοῦ τε κάλλους
καὶ τοῦ μεγέθους οὐχ ἧττον δὲ τῆς διατάξεως τῶν οἰκοδομημάτων·
καὶ γὰρ ἐν ταύτῃ πολλὴν τοῦ βασιλέως καθεώρα φρόνησιν. ὑπερεξ-
έπληττε δ' αὐτὴν ὅ τε οἶκος ὁ δρυμὼν ἐπικαλούμενος Λιβάνου
καὶ ἡ τῶν καθ' ἡμέραν δείπνων πολυτέλεια καὶ τὰ τῆς παρασκευῆς
αὐτοῦ καὶ διακονίας ἥ τε τῶν ὑπηρετούντων ἐσθὴς καὶ τὸ μετ' ἐπι-
στήμης αὐτῶν περὶ τὴν διακονίαν εὐπρεπές, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ αἱ
καθ' ἡμέραν ἐπιτελούμεναι τῷ θεῷ θυσίαι καὶ τὸ τῶν ἱερέων καὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 175, line 1

των ἱστόρηκα. καὶ μακάριόν τε τὸν Ἑβραίων λαὸν εἶναι κρίνω δού-
λους τε τοὺς σοὺς καὶ φίλους, οἳ καθ' ἡμέραν τῆς σῆς ἀπολαύουσιν
ὄψεως καὶ τῆς σῆς σοφίας ἀκροώμενοι διατελοῦσιν. εὐλογήσειεν ἄν
τις τὸν θεὸν ἀγαπήσαντα τήνδε τὴν χώραν καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ κατοι-
κοῦντας οὕτως, ὥστε σὲ ποιῆσαι βασιλέα.”
 Παραστήσασα δὲ καὶ διὰ τῶν λόγων, πῶς αὐτὴν διέθηκεν
ὁ βασιλεύς, ἔτι καὶ ταῖς δωρεαῖς τὴν διάνοιαν αὐτῆς ἐποίησε φανε-
ράν· εἴκοσι μὲν γὰρ αὐτῷ τάλαντα ἔδωκε χρυσίου ἀρωμάτων τε
πλῆθος ἀσυλλόγιστον καὶ λίθον πολυτελῆ· λέγουσι δ' ὅτι καὶ τὴν
τοῦ ὀποβαλσάμου ῥίζαν, ἣν ἔτι νῦν ἡμῶν ἡ χώρα φέρει, δούσης
ταύτης τῆς γυναικὸς ἔχομεν. ἀντεδωρήσατο δ' αὐτὴν καὶ Σολόμων  
πολλοῖς ἀγαθοῖς καὶ μάλισθ' ὧν κατ' ἐπιθυμίαν ἐξελέξατο· οὐ-
δὲν γὰρ ἦν, ὅ τι δεηθείσῃ λαβεῖν οὐ παρέσχεν, ἀλλ' ἑτοιμότερον ὧν
αὐτὸς κατὰ τὴν οἰκείαν ἐχαρίζετο προαίρεσιν ἅπερ ἐκείνη τυχεῖν
ἠξίου προϊέμενος τὴν μεγαλοφροσύνην ἐπεδείκνυτο. καὶ ἡ μὲν τῶν
Αἰγυπτίων καὶ τῆς Αἰθιοπίας βασίλισσα ὧν προειρήκαμεν τυχοῦσα
καὶ μεταδοῦσα πάλιν τῷ βασιλεῖ τῶν παρ' αὐτῆς εἰς τὴν οἰκείαν
ὑπέστρεψε.
 Κατὰ δὲ τὸν αὐτὸν καιρὸν κομισθέντων ἀπὸ τῆς
509

χρυσῆς καλουμένης γῆς λίθου πολυτελοῦς τῷ βασιλεῖ καὶ ξύλων


πευκίνων, τοῖς ξύλοις εἰς ὑποστήριγμα τοῦ τε ναοῦ καὶ τῶν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 204, line 6

ἔχειν ἤρχετο διὰ τὰς προειρημένας παρανομίας καὶ τὴν ὀργὴν τὴν
ἐπ' αὐτοῖς τοῦ θεοῦ, συγχωρήσαντος τοῦ Φαραῶνος ὁ Ἄδερος ἧκεν
εἰς τὴν Ἰδουμαίαν· καὶ μὴ δυνηθεὶς αὐτὴν ἀποστῆσαι τοῦ Σολό-
μωνος, κατείχετο γὰρ φρουραῖς πολλαῖς καὶ οὐκ ἦν ἐλεύθερος δι'
αὐτὰς οὐδ' ἐπ' ἀδείας ὁ νεωτερισμός, ἄρας ἐκεῖθεν εἰς τὴν Συρίαν  
ἀφίκετο. συμβαλὼν δὲ ἐκεῖ τινι Ῥάζῳ μὲν τοὔνομα τὸν δὲ τῆς
Σωφηνῆς ἀποδεδρακότι βασιλέα Ἀδραάζαρον δεσπότην ὄντα καὶ
λῃστεύοντι τὴν χώραν εἰς φιλίαν αὐτῷ συνάψας ἔχοντι περὶ αὑτὸν
στῖφος λῃστρικὸν ἀναβαίνει, καὶ κατασχὼν τὴν ἐκεῖ Συρίαν βασι-
λεὺς αὐτῆς ἀποδείκνυται καὶ κατατρέχων τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν γῆν
ἐποίει κακῶς καὶ διήρπαζε Σολόμωνος ζῶντος ἔτι. καὶ ταῦτα μὲν
ἐκ τοῦ Ἀδέρου συνέβαινε πάσχειν τοῖς Ἑβραίοις.
 Ἐπιτίθεται δὲ Σολόμωνι καὶ τῶν ὁμοφύλων τις Ἱεροβόα-
μος υἱὸς Ναβαταίου κατὰ προφητείαν πάλαι γενομένην αὐτῷ τοῖς
πράγμασιν ἐπελπίσας· παῖδα γὰρ αὐτὸν ὑπὸ τοῦ πατρὸς καταλει-
φθέντα καὶ ὑπὸ τῇ μητρὶ παιδευόμενον ὡς εἶδε γενναῖον καὶ τολ-
μηρὸν Σολόμων ὄντα τὸ φρόνημα τῆς τῶν τειχῶν οἰκοδομίας ἐπι-
μελητὴν κατέστησεν, ὅτε τοῖς Ἱεροσολύμοις τὸν κύκλον περιέβαλεν.
οὕτως δὲ τῶν ἔργων προενόησεν, ὥστε ὁ βασιλεὺς αὐτὸν ἀπεδέξατο
καὶ γέρας αὐτῷ στρατηγίαν ἐπὶ τῆς Ἰωσήπου φυλῆς ἔδωκεν. ἀπερ-
χομένῳ δὲ τῷ Ἱεροβοάμῳ κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐκ τῶν Ἱεροσο

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 205, line 1

εἰς τὴν Ἰδουμαίαν· καὶ μὴ δυνηθεὶς αὐτὴν ἀποστῆσαι τοῦ Σολό-


μωνος, κατείχετο γὰρ φρουραῖς πολλαῖς καὶ οὐκ ἦν ἐλεύθερος δι'
αὐτὰς οὐδ' ἐπ' ἀδείας ὁ νεωτερισμός, ἄρας ἐκεῖθεν εἰς τὴν Συρίαν  
ἀφίκετο. συμβαλὼν δὲ ἐκεῖ τινι Ῥάζῳ μὲν τοὔνομα τὸν δὲ τῆς
Σωφηνῆς ἀποδεδρακότι βασιλέα Ἀδραάζαρον δεσπότην ὄντα καὶ
λῃστεύοντι τὴν χώραν εἰς φιλίαν αὐτῷ συνάψας ἔχοντι περὶ αὑτὸν
στῖφος λῃστρικὸν ἀναβαίνει, καὶ κατασχὼν τὴν ἐκεῖ Συρίαν βασι-
λεὺς αὐτῆς ἀποδείκνυται καὶ κατατρέχων τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν γῆν
ἐποίει κακῶς καὶ διήρπαζε Σολόμωνος ζῶντος ἔτι. καὶ ταῦτα μὲν
ἐκ τοῦ Ἀδέρου συνέβαινε πάσχειν τοῖς Ἑβραίοις.
 Ἐπιτίθεται δὲ Σολόμωνι καὶ τῶν ὁμοφύλων τις Ἱεροβόα-
μος υἱὸς Ναβαταίου κατὰ προφητείαν πάλαι γενομένην αὐτῷ τοῖς
πράγμασιν ἐπελπίσας· παῖδα γὰρ αὐτὸν ὑπὸ τοῦ πατρὸς καταλει-
φθέντα καὶ ὑπὸ τῇ μητρὶ παιδευόμενον ὡς εἶδε γενναῖον καὶ τολ-
μηρὸν Σολόμων ὄντα τὸ φρόνημα τῆς τῶν τειχῶν οἰκοδομίας ἐπι-
μελητὴν κατέστησεν, ὅτε τοῖς Ἱεροσολύμοις τὸν κύκλον περιέβαλεν.
οὕτως δὲ τῶν ἔργων προενόησεν, ὥστε ὁ βασιλεὺς αὐτὸν ἀπεδέξατο
καὶ γέρας αὐτῷ στρατηγίαν ἐπὶ τῆς Ἰωσήπου φυλῆς ἔδωκεν. ἀπερ-
510

χομένῳ δὲ τῷ Ἱεροβοάμῳ κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐκ τῶν Ἱεροσο-


λύμων συνεβόλησε προφήτης ἐκ πόλεως μὲν Σιλὼ Ἀχίας δὲ ὄνομα.
καὶ προσαγορεύσας αὐτὸν ἀπήγαγεν ἐκ τῆς ὁδοῦ μικρὸν ἀπονεύσας

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 207, line 6

οὕτως δὲ τῶν ἔργων προενόησεν, ὥστε ὁ βασιλεὺς αὐτὸν ἀπεδέξατο


καὶ γέρας αὐτῷ στρατηγίαν ἐπὶ τῆς Ἰωσήπου φυλῆς ἔδωκεν. ἀπερ-
χομένῳ δὲ τῷ Ἱεροβοάμῳ κατ' ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐκ τῶν Ἱεροσο-
λύμων συνεβόλησε προφήτης ἐκ πόλεως μὲν Σιλὼ Ἀχίας δὲ ὄνομα.
καὶ προσαγορεύσας αὐτὸν ἀπήγαγεν ἐκ τῆς ὁδοῦ μικρὸν ἀπονεύσας
εἴς τι χωρίον, εἰς ὃ παρῆν μηδὲ εἷς ἄλλος. σχίσας δὲ εἰς δώδεκα
φάρση τὸ ἱμάτιον, ὅπερ ἦν αὐτὸς περιβεβλημένος, ἐκέλευσε τὸν
Ἱεροβόαμον λαβεῖν τὰ δέκα προσειπών, ὅτι ταῦτα ὁ θεὸς βούλε-
ται καὶ σχίσας τὴν Σολόμωνος ἀρχὴν τῷ παιδὶ μὲν τῷ τούτου διὰ
τὴν πρὸς Δαυίδην γεγενημένην ὁμολογίαν αὐτῷ μίαν φυλὴν καὶ
τὴν ἑξῆς αὐτῇ δίδωσι, σοὶ δὲ τὰς δέκα Σολόμωνος εἰς αὐτὸν ἐξα-
μαρτόντος καὶ ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς ἐκείνων θεοῖς αὑτὸν ἐκδεδω-  
κότος. εἰδὼς οὖν τὴν αἰτίαν δι' ἣν μετατίθησι τὴν αὑτοῦ γνώμην
ἀπὸ Σολόμωνος ὁ θεὸς δίκαιος εἶναι πειρῶ καὶ φύλαττε τὰ νόμιμα,
προκειμένου σοι τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πρὸς τὸν θεὸν τιμῆς ἄθλου
μεγίστου τῶν ἁπάντων, γενήσεσθαι τηλικούτῳ ἡλίκον οἶσθα Δαυ-
ίδην γενόμενον.”

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 208, line 2

λύμων συνεβόλησε προφήτης ἐκ πόλεως μὲν Σιλὼ Ἀχίας δὲ ὄνομα.


καὶ προσαγορεύσας αὐτὸν ἀπήγαγεν ἐκ τῆς ὁδοῦ μικρὸν ἀπονεύσας
εἴς τι χωρίον, εἰς ὃ παρῆν μηδὲ εἷς ἄλλος. σχίσας δὲ εἰς δώδεκα
φάρση τὸ ἱμάτιον, ὅπερ ἦν αὐτὸς περιβεβλημένος, ἐκέλευσε τὸν
Ἱεροβόαμον λαβεῖν τὰ δέκα προσειπών, ὅτι ταῦτα ὁ θεὸς βούλε-
ται καὶ σχίσας τὴν Σολόμωνος ἀρχὴν τῷ παιδὶ μὲν τῷ τούτου διὰ
τὴν πρὸς Δαυίδην γεγενημένην ὁμολογίαν αὐτῷ μίαν φυλὴν καὶ
τὴν ἑξῆς αὐτῇ δίδωσι, σοὶ δὲ τὰς δέκα Σολόμωνος εἰς αὐτὸν ἐξα-
μαρτόντος καὶ ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς ἐκείνων θεοῖς αὑτὸν ἐκδεδω-  
κότος. εἰδὼς οὖν τὴν αἰτίαν δι' ἣν μετατίθησι τὴν αὑτοῦ γνώμην
ἀπὸ Σολόμωνος ὁ θεὸς δίκαιος εἶναι πειρῶ καὶ φύλαττε τὰ νόμιμα,
προκειμένου σοι τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πρὸς τὸν θεὸν τιμῆς ἄθλου
μεγίστου τῶν ἁπάντων, γενήσεσθαι τηλικούτῳ ἡλίκον οἶσθα Δαυ-
ίδην γενόμενον.”
 Ἐπαρθεὶς οὖν τοῖς τοῦ προφήτου λόγοις Ἱεροβόαμος φύσει
θερμὸς ἂν νεανίας καὶ μεγάλων ἐπιθυμητὴς πραγμάτων οὐκ ἠρέ-
μει. γενόμενος δ' ἐν τῇ στρατηγίᾳ καὶ μεμνημένος τῶν ὑπὸ Ἀχία
δεδηλωμένων εὐθὺς ἀναπείθειν ἐπεχείρει τὸν λαὸν ἀφίστασθαι
Σολόμωνος καὶ κινεῖν καὶ παράγειν εἰς αὑτὸν τὴν ἡγεμονίαν. μαθὼν
511

δὲ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβολὴν Σολόμων ἐζήτει συλλαβὼν


αὐτὸν ἀνελεῖν. φθάσας δὲ γνῶναι τοῦτο Ἱεροβόαμος πρὸς Ἴσακον

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 210, line 1

μαρτόντος καὶ ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς ἐκείνων θεοῖς αὑτὸν ἐκδεδω-  
κότος. εἰδὼς οὖν τὴν αἰτίαν δι' ἣν μετατίθησι τὴν αὑτοῦ γνώμην
ἀπὸ Σολόμωνος ὁ θεὸς δίκαιος εἶναι πειρῶ καὶ φύλαττε τὰ νόμιμα,
προκειμένου σοι τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πρὸς τὸν θεὸν τιμῆς ἄθλου
μεγίστου τῶν ἁπάντων, γενήσεσθαι τηλικούτῳ ἡλίκον οἶσθα Δαυ-
ίδην γενόμενον.”
 Ἐπαρθεὶς οὖν τοῖς τοῦ προφήτου λόγοις Ἱεροβόαμος φύσει
θερμὸς ἂν νεανίας καὶ μεγάλων ἐπιθυμητὴς πραγμάτων οὐκ ἠρέ-
μει. γενόμενος δ' ἐν τῇ στρατηγίᾳ καὶ μεμνημένος τῶν ὑπὸ Ἀχία
δεδηλωμένων εὐθὺς ἀναπείθειν ἐπεχείρει τὸν λαὸν ἀφίστασθαι
Σολόμωνος καὶ κινεῖν καὶ παράγειν εἰς αὑτὸν τὴν ἡγεμονίαν. μαθὼν
δὲ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβολὴν Σολόμων ἐζήτει συλλαβὼν
αὐτὸν ἀνελεῖν. φθάσας δὲ γνῶναι τοῦτο Ἱεροβόαμος πρὸς Ἴσακον
φεύγει τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα, καὶ μέχρι τῆς Σολόμωνος τελευτῆς
ἐκεῖ μείνας τό τε μηδὲν ὑπ' αὐτοῦ παθεῖν ἐκέρδησε καὶ τὸ τῇ
βασιλείᾳ φυλαχθῆναι. ἀποθνήσκει δὲ Σολόμων ἤδη γηραιὸς ὢν
βασιλεύσας μὲν ὀγδοήκοντα ἔτη, ζήσας δὲ ἐνενήκοντα καὶ τέσσαρα·
θάπτεται δὲ ἐν Ἱεροσολύμοις ἅπαντας ὑπερβαλὼν εὐδαιμονίᾳ τε
καὶ πλούτῳ καὶ φρονήσει τοὺς βασιλεύσαντας, εἰ μὴ ὅσα γε πρὸς
τὸ γῆρας ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀπατηθεὶς παρηνόμησε· περὶ ὧν καὶ
τῶν δι' αὐτὰς κακῶν συμπεσόντων Ἑβραίοις εὐκαιρότερον ἕξομεν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 210, line 2

κότος. εἰδὼς οὖν τὴν αἰτίαν δι' ἣν μετατίθησι τὴν αὑτοῦ γνώμην
ἀπὸ Σολόμωνος ὁ θεὸς δίκαιος εἶναι πειρῶ καὶ φύλαττε τὰ νόμιμα,
προκειμένου σοι τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πρὸς τὸν θεὸν τιμῆς ἄθλου
μεγίστου τῶν ἁπάντων, γενήσεσθαι τηλικούτῳ ἡλίκον οἶσθα Δαυ-
ίδην γενόμενον.”
 Ἐπαρθεὶς οὖν τοῖς τοῦ προφήτου λόγοις Ἱεροβόαμος φύσει
θερμὸς ἂν νεανίας καὶ μεγάλων ἐπιθυμητὴς πραγμάτων οὐκ ἠρέ-
μει. γενόμενος δ' ἐν τῇ στρατηγίᾳ καὶ μεμνημένος τῶν ὑπὸ Ἀχία
δεδηλωμένων εὐθὺς ἀναπείθειν ἐπεχείρει τὸν λαὸν ἀφίστασθαι
Σολόμωνος καὶ κινεῖν καὶ παράγειν εἰς αὑτὸν τὴν ἡγεμονίαν. μαθὼν
δὲ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβολὴν Σολόμων ἐζήτει συλλαβὼν
αὐτὸν ἀνελεῖν. φθάσας δὲ γνῶναι τοῦτο Ἱεροβόαμος πρὸς Ἴσακον
φεύγει τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα, καὶ μέχρι τῆς Σολόμωνος τελευτῆς
ἐκεῖ μείνας τό τε μηδὲν ὑπ' αὐτοῦ παθεῖν ἐκέρδησε καὶ τὸ τῇ
βασιλείᾳ φυλαχθῆναι. ἀποθνήσκει δὲ Σολόμων ἤδη γηραιὸς ὢν
βασιλεύσας μὲν ὀγδοήκοντα ἔτη, ζήσας δὲ ἐνενήκοντα καὶ τέσσαρα·
θάπτεται δὲ ἐν Ἱεροσολύμοις ἅπαντας ὑπερβαλὼν εὐδαιμονίᾳ τε
καὶ πλούτῳ καὶ φρονήσει τοὺς βασιλεύσαντας, εἰ μὴ ὅσα γε πρὸς
512

τὸ γῆρας ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀπατηθεὶς παρηνόμησε· περὶ ὧν καὶ


τῶν δι' αὐτὰς κακῶν συμπεσόντων Ἑβραίοις εὐκαιρότερον ἕξομεν
διασαφῆσαι.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 210, line 4

προκειμένου σοι τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πρὸς τὸν θεὸν τιμῆς ἄθλου
μεγίστου τῶν ἁπάντων, γενήσεσθαι τηλικούτῳ ἡλίκον οἶσθα Δαυ-
ίδην γενόμενον.”
 Ἐπαρθεὶς οὖν τοῖς τοῦ προφήτου λόγοις Ἱεροβόαμος φύσει
θερμὸς ἂν νεανίας καὶ μεγάλων ἐπιθυμητὴς πραγμάτων οὐκ ἠρέ-
μει. γενόμενος δ' ἐν τῇ στρατηγίᾳ καὶ μεμνημένος τῶν ὑπὸ Ἀχία
δεδηλωμένων εὐθὺς ἀναπείθειν ἐπεχείρει τὸν λαὸν ἀφίστασθαι
Σολόμωνος καὶ κινεῖν καὶ παράγειν εἰς αὑτὸν τὴν ἡγεμονίαν. μαθὼν
δὲ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβολὴν Σολόμων ἐζήτει συλλαβὼν
αὐτὸν ἀνελεῖν. φθάσας δὲ γνῶναι τοῦτο Ἱεροβόαμος πρὸς Ἴσακον
φεύγει τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα, καὶ μέχρι τῆς Σολόμωνος τελευτῆς
ἐκεῖ μείνας τό τε μηδὲν ὑπ' αὐτοῦ παθεῖν ἐκέρδησε καὶ τὸ τῇ
βασιλείᾳ φυλαχθῆναι. ἀποθνήσκει δὲ Σολόμων ἤδη γηραιὸς ὢν
βασιλεύσας μὲν ὀγδοήκοντα ἔτη, ζήσας δὲ ἐνενήκοντα καὶ τέσσαρα·
θάπτεται δὲ ἐν Ἱεροσολύμοις ἅπαντας ὑπερβαλὼν εὐδαιμονίᾳ τε
καὶ πλούτῳ καὶ φρονήσει τοὺς βασιλεύσαντας, εἰ μὴ ὅσα γε πρὸς
τὸ γῆρας ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀπατηθεὶς παρηνόμησε· περὶ ὧν καὶ
τῶν δι' αὐτὰς κακῶν συμπεσόντων Ἑβραίοις εὐκαιρότερον ἕξομεν
διασαφῆσαι.
 Μετὰ δὲ τὴν Σολόμωνος τελευτὴν διαδεξαμένου τοῦ
παιδὸς αὐτοῦ τὴν βασιλείαν Ῥοβοάμου, ὃς ἐκ γυναικὸς Ἀμμανίτι

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 211, line 1

ίδην γενόμενον.”
 Ἐπαρθεὶς οὖν τοῖς τοῦ προφήτου λόγοις Ἱεροβόαμος φύσει
θερμὸς ἂν νεανίας καὶ μεγάλων ἐπιθυμητὴς πραγμάτων οὐκ ἠρέ-
μει. γενόμενος δ' ἐν τῇ στρατηγίᾳ καὶ μεμνημένος τῶν ὑπὸ Ἀχία
δεδηλωμένων εὐθὺς ἀναπείθειν ἐπεχείρει τὸν λαὸν ἀφίστασθαι
Σολόμωνος καὶ κινεῖν καὶ παράγειν εἰς αὑτὸν τὴν ἡγεμονίαν. μαθὼν
δὲ τὴν διάνοιαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιβολὴν Σολόμων ἐζήτει συλλαβὼν
αὐτὸν ἀνελεῖν. φθάσας δὲ γνῶναι τοῦτο Ἱεροβόαμος πρὸς Ἴσακον
φεύγει τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα, καὶ μέχρι τῆς Σολόμωνος τελευτῆς
ἐκεῖ μείνας τό τε μηδὲν ὑπ' αὐτοῦ παθεῖν ἐκέρδησε καὶ τὸ τῇ
βασιλείᾳ φυλαχθῆναι. ἀποθνήσκει δὲ Σολόμων ἤδη γηραιὸς ὢν
βασιλεύσας μὲν ὀγδοήκοντα ἔτη, ζήσας δὲ ἐνενήκοντα καὶ τέσσαρα·
θάπτεται δὲ ἐν Ἱεροσολύμοις ἅπαντας ὑπερβαλὼν εὐδαιμονίᾳ τε
καὶ πλούτῳ καὶ φρονήσει τοὺς βασιλεύσαντας, εἰ μὴ ὅσα γε πρὸς
τὸ γῆρας ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀπατηθεὶς παρηνόμησε· περὶ ὧν καὶ
513

τῶν δι' αὐτὰς κακῶν συμπεσόντων Ἑβραίοις εὐκαιρότερον ἕξομεν


διασαφῆσαι.
 Μετὰ δὲ τὴν Σολόμωνος τελευτὴν διαδεξαμένου τοῦ
παιδὸς αὐτοῦ τὴν βασιλείαν Ῥοβοάμου, ὃς ἐκ γυναικὸς Ἀμμανίτι-
δος ὑπῆρχεν αὐτῷ γεγονὼς Νοομᾶς τοὔνομα, πέμψαντες εὐθὺς εἰς  
τὴν Αἴγυπτον οἱ τῶν ὄχλων ἄρχοντες ἐκάλουν τὸν Ἱεροβόαμον.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 212, line 1

αὐτὸν ἀνελεῖν. φθάσας δὲ γνῶναι τοῦτο Ἱεροβόαμος πρὸς Ἴσακον


φεύγει τὸν Αἰγυπτίων βασιλέα, καὶ μέχρι τῆς Σολόμωνος τελευτῆς
ἐκεῖ μείνας τό τε μηδὲν ὑπ' αὐτοῦ παθεῖν ἐκέρδησε καὶ τὸ τῇ
βασιλείᾳ φυλαχθῆναι. ἀποθνήσκει δὲ Σολόμων ἤδη γηραιὸς ὢν
βασιλεύσας μὲν ὀγδοήκοντα ἔτη, ζήσας δὲ ἐνενήκοντα καὶ τέσσαρα·
θάπτεται δὲ ἐν Ἱεροσολύμοις ἅπαντας ὑπερβαλὼν εὐδαιμονίᾳ τε
καὶ πλούτῳ καὶ φρονήσει τοὺς βασιλεύσαντας, εἰ μὴ ὅσα γε πρὸς
τὸ γῆρας ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀπατηθεὶς παρηνόμησε· περὶ ὧν καὶ
τῶν δι' αὐτὰς κακῶν συμπεσόντων Ἑβραίοις εὐκαιρότερον ἕξομεν
διασαφῆσαι.
 Μετὰ δὲ τὴν Σολόμωνος τελευτὴν διαδεξαμένου τοῦ
παιδὸς αὐτοῦ τὴν βασιλείαν Ῥοβοάμου, ὃς ἐκ γυναικὸς Ἀμμανίτι-
δος ὑπῆρχεν αὐτῷ γεγονὼς Νοομᾶς τοὔνομα, πέμψαντες εὐθὺς εἰς  
τὴν Αἴγυπτον οἱ τῶν ὄχλων ἄρχοντες ἐκάλουν τὸν Ἱεροβόαμον.
ἀφικομένου δὲ πρὸς αὐτοὺς εἰς Σίκιμα πόλιν καὶ Ῥοβόαμος εἰς
αὐτὴν παραγίνεται· δέδοκτο γὰρ αὐτὸν ἐκεῖσε συνελθοῦσι τοῖς Ἰσρα-
ηλίταις ἀποδεῖξαι βασιλέα. προσελθόντες οὖν οἵ τε ἄρχοντες αὐτῷ
τοῦ λαοῦ καὶ Ἱεροβόαμος παρεκάλουν λέγοντες ἀνεῖναί τι τῆς δου-
λείας αὐτοῖς καὶ γενέσθαι χρηστότερον τοῦ πατρός· βαρὺν γὰρ ὑπ'
ἐκείνῳ ζυγὸν αὐτοὺς ὑπενεγκεῖν· εὐνούστεροι δὲ ἔσεσθαι πρὸς αὐτὸν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 222, line 1

οὕτως δ' ἔσχον πικρῶς καὶ τὴν ὀργὴν ἐτήρησαν, ὡς πέμψαντος


αὐτοῦ τὸν ἐπὶ τῶν φόρων Ἀδώραμον, ἵνα καταπραΰνῃ καὶ συγ-
γνόντας τοῖς εἰρημένοις, εἴ τι προπετὲς καὶ δύσκολον ἦν ἐν αὐτοῖς,
ποιήσῃ μαλακωτέρους, οὐχ ὑπέμειναν, ἀλλὰ βάλλοντες αὐτὸν λίθοις
ἀπέκτειναν. ταῦτ' ἰδὼν Ῥοβόαμος καὶ νομίσας αὑτὸν βεβλῆσθαι
τοῖς λίθοις, οἷς τὸν ὑπηρέτην ἀπέκτεινεν αὐτοῦ τὸ πλῆθος, δείσας
μὴ καὶ ἔργῳ πάθῃ τὸ δεινὸν ἐπιβὰς εὐθὺς ἐπὶ ἅρματος ἔφυγεν
εἰς Ἱεροσόλυμα. καὶ ἡ μὲν Ἰούδα φυλὴ καὶ ἡ Βενιαμίδος χειροτο-
νοῦσιν αὐτὸν βασιλέα, τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος ἀπ' ἐκείνης τῆς ἡμέρας
τῶν Δαυίδου παίδων ἀποστὰν τὸν Ἱεροβόαμον ἀπέδειξε τῶν πραγ-
μάτων κύριον. Ῥοβόαμος δὲ ὁ Σολόμωνος παῖς ἐκκλησίαν ποιή-  
σας τῶν δύο φυλῶν, ἃς εἶχεν ὑπηκόους, οἷός τε ἦν λαβὰν ὀκτωκαί-
δεκα παρ' αὐτῶν στρατοῦ μυριάδας ἐπιλέκτους ἐξελθεῖν ἐπὶ τὸν
Ἱεροβόαμον καὶ τὸν λαόν, ὅπως πολεμήσας ἀναγκάσῃ δουλεύειν
αὐτῷ. κωλυθεὶς δ' ὑπὸ τοῦ θεοῦ διὰ τοῦ προφήτου ποιήσασθαι
τὴν στρατείαν, οὐ γὰρ εἶναι δίκαιον τοὺς ὁμοφύλους πολεμεῖν οὗτος
514

ἔλεγε καὶ ταῦτα κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ προαίρεσιν τῆς τοῦ πλήθους
ἀποστάσεως γεγενημένης, οὐκέτ' ἐξῆλθε. διηγήσομαι δὲ πρῶτον
ὅσα Ἱεροβόαμος ὁ τῶν Ἰσραηλιτῶν βασιλεὺς ἔπραξεν, εἶτα δὲ τού-
των ἐχόμενα τὰ ὑπὸ Ῥοβοάμου τοῦ τῶν δύο φυλῶν βασιλέως γε-
γενημένα δηλώσομεν· φυλαχθείη γὰρ ἂν οὕτως ἄχρι παντὸς τῆς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 246, line 1

σίας πολλὰς καὶ μεγάλας ῥαγείη καὶ πέσοι διὰ βάρος τῶν ἐπενη-
νεγμένων. ἐδήλου δ' αὐτῷ καὶ τὸν θάνατον τοῦ τὰ σημεῖα [ταῦτα]
προειρηκότος ὡς ὑπὸ λέοντος ἀπώλετο· οὕτως οὐδὲ ἓν οὔτ' εἶχεν
οὔτ' ἐφθέγξατο προφήτου.” ταῦτα εἰπὼν πείθει τὸν βασιλέα καὶ
τὴν διάνοιαν αὐτοῦ τελέως ἀποστρέψας ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν
ὁσίων ἔργων καὶ δικαίων ἐπὶ τὰς ἀσεβεῖς πράξεις παρώρμησεν.
οὕτως δ' ἐξύβρισεν εἰς τὸ θεῖον καὶ παρηνόμησεν, ὡς οὐδὲν ἄλλο  
καθ' ἡμέραν ζητεῖν ἢ τί καινὸν καὶ μιαρώτερον τῶν ἤδη τετολμη-
μένων ἐργάσηται. καὶ τὰ μὲν περὶ Ἱεροβόαμον ἐπὶ τοῦ παρόντος
ἐν τούτοις ἡμῖν δεδηλώσθω.
 Ὁ δὲ Σολόμωνος υἱὸς Ῥοβόαμος ὁ τῶν δύο φυλῶν βασι-
λεύς, ὡς προειρήκαμεν, ᾠκοδόμησε πόλεις ὀχυράς τε καὶ μεγάλας
Βηθλεὲμ καὶ Ἠταμὲ καὶ Θεκωὲ καὶ Βηθσοὺρ καὶ Σωχὼ καὶ Ὀδολ-
λὰμ καὶ Εἰπὰν καὶ Μάρισαν καὶ τὴν Ζιφὰ καὶ Ἀδωραὶμ καὶ Λά-
χεις καὶ Ἀζηκὰ καὶ Σαρὰμ καὶ Ἠλὼμ καὶ Χεβρῶνα. ταύτας μὲν
ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φυλῇ [καὶ κληρουχίᾳ] πρώτας ᾠκοδόμησε, κατεσκεύασε
δὲ καὶ ἄλλας μεγάλας ἐν τῇ Βενιαμίδι κληρουχίᾳ, καὶ τειχίσας φρου-
ράς τε κατέστησεν ἐν ἁπάσαις καὶ ἡγεμόνας σῖτόν τε πολὺν καὶ
οἶνον καὶ ἔλαιον τά τε ἄλλα πρὸς διατροφὴν ἐν ἑκάστῃ τῶν πό-
λεων δαψιλῶς ἀπέθετο, πρὸς δὲ τούτοις θυρεοὺς καὶ σιρομάστας
εἰς πολλὰς μυριάδας. συνῆλθον δὲ οἱ παρὰ πᾶσι τοῖς Ἰσραηλίταις

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 259, line 3

γενομένους περὶ αὐτὸν ἀσεβεῖς καὶ συγχέοντας τὰ νόμιμα. κατιδὼν


δ' αὐτοὺς ὁ θεὸς οὕτω διακειμένους καὶ τὰς ἁμαρτίας ἀνθομολο-
γουμένους οὐκ ἀπολέσειν αὐτοὺς εἶπε πρὸς τὸν προφήτην, ποιήσειν
μέντοι γε τοῖς Αἰγυπτίοις ὑποχειρίους, ἵνα μάθωσι πότερον ἀν-
θρώπῳ δουλεύειν ἐστὶν ἀπονώτερον ἢ θεῷ. παραλαβὼν δὲ Ἴσωκος
ἀμαχητὶ τὴν πόλιν δεξαμένου Ῥοβοάμου διὰ τὸν φόβον οὐκ ἐνέμεινε
ταῖς γενομέναις συνθήκαις, ἀλλ' ἐσύλησε τὸ ἱερὸν καὶ τοὺς θησαυ-
ροὺς ἐξεκένωσε τοῦ θεοῦ καὶ τοὺς βασιλικοὺς χρυσοῦ καὶ ἀργύρου
μυριάδας ἀναριθμήτους βαστάσας καὶ μηδὲν ὅλως ὑπολιπών. πε-
ριεῖλε δὲ καὶ τοὺς χρυσοῦς θυρεοὺς καὶ τὰς ἀσπίδας, ἃς κατεσκεύασε
Σολόμων ὁ βασιλεύς, οὐκ εἴασε δὲ οὐδὲ τὰς χρυσᾶς φαρέτρας, ἃς
ἀνέθηκε Δαυίδης τῷ θεῷ λαβὼν παρὰ τοῦ τῆς Σωφηνῆς βασιλέως,
καὶ τοῦτο ποιήσας ἀνέστρεψεν εἰς τὰ οἰκεῖα. μέμνηται δὲ ταύτης
τῆς στρατείας καὶ ὁ Ἁλικαρνασεὺς Ἡρόδοτος περὶ μόνον τὸ τοῦ
βασιλέως πλανηθεὶς ὄνομα, καὶ ὅτι ἄλλοις τε πολλοῖς ἐπῆλθεν
ἔθνεσι καὶ τὴν Παλαιστίνην Συρίαν ἐδουλώσατο λαβὼν ἀμαχητὶ  
τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐν αὐτῇ. φανερὸν δ' ἐστίν, ὅτι τὸ ἡμέτερον
515

ἔθνος βούλεται δηλοῦν κεχειρωμένον ὑπὸ τοῦ Αἰγυπτίου· ἐπάγει


γάρ, ὅτι στήλας κατέλιπεν ἐν τῇ τῶν ἀμαχητὶ παραδόντων ἑαυτοὺς
αἰδοῖα γυναικῶν ἐγγράψας· Ῥοβόαμος δ' αὐτῷ παρέδωκεν ὁ ἡμέ-
τερος βασιλεὺς ἀμαχητὶ τὴν πόλιν. φησὶ δὲ καὶ Αἰθίοπας παρ'

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία.


Book 8, Ch. 278, line 4

ἔχει. ἀλλ' οὐκ οἶμαι καὶ ταύτης αὐτὸν ἀπολαύσειν ἐπὶ πλείονα
χρόνον, ἀλλὰ δοὺς καὶ τοῦ παρεληλυθότος δίκην τῷ θεῷ παύσεται
τῆς παρανομίας καὶ τῶν ὕβρεων, ἃς οὐ διαλέλοιπεν εἰς αὐτὸν ὑβρί-
ζων καὶ ταὐτὰ ποιεῖν ὑμᾶς ἀναπεπεικώς, οἳ μηδὲν ἀδικηθέντες
ὑπὸ τοῦ πατρός, ἀλλ' ὅτι μὴ πρὸς ἡδονὴν ἐκκλησιάζων ὡμίλησεν
ἀνθρώπων πονηρῶν συμβουλίᾳ πεισθείς, ἐγκατελίπετε τῷ δοκεῖν
ὑπ' ὀργῆς ἐκεῖνον, ταῖς δ' ἀληθείαις αὑτοὺς ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ
τῶν ἐκείνου νόμων ἀπεσπάσατε. καίτοι συνεγνωκέναι καλῶς εἶχεν
ὑμᾶς οὐ λόγων μόνον δυσκόλων ἀνδρὶ νέῳ καὶ δημαγωγίας ἀπείρῳ,  
ἀλλ' εἰ καὶ πρός τι δυσχερὲς ἡ νεότης αὐτὸν καὶ ἡ ἀμαθία τῶν
πραττομένων ἐξῆγεν ἔργον, διά τε Σολόμωνα τὸν πατέρα καὶ τὰς
εὐεργεσίας τὰς ἐκείνου· παραίτησιν γὰρ εἶναι δεῖ τῆς τῶν ἐγγόνων
ἁμαρτίας τὰς τῶν πατέρων εὐποιίας. ὑμεῖς δ' οὐδὲν τούτων ἐλο-
γίσασθε οὔτε τότ' οὔτε νῦν, ἀλλ' ἧκε στρατὸς ἐφ' ἡμᾶς τοσοῦτος·
τίνι καὶ πεπιστευκὼς περὶ τῆς νίκης; ἦ ταῖς χρυσαῖς δαμάλεσι καὶ
τοῖς ἐπὶ τῶν ὀρῶν βωμοῖς, ἃ δείγματα τῆς ἀσεβείας ἐστὶν ὑμῶν
ἀλλ' οὐχὶ τῆς θρησκείας; ἢ τὸ πλῆθος ὑμᾶς εὐέλπιδας ἀπεργά-
ζεται τὴν ἡμετέραν στρατιὰν ὑπερβάλλον; ἀλλ' οὐδ' ἥτις ἰσχὺς
μυριάδων στρατοῦ μετ' ἀδικημάτων πολεμοῦντος· ἐν γὰρ μόνῳ τῷ
δικαίῳ καὶ πρὸς τὸ θεῖον εὐσεβεῖ τὴν βεβαιοτάτην ἐλπίδα τοῦ
κρατεῖν τῶν ἐναντίων ἀποκεῖσθαι συμβέβηκεν, ἥτις ἐστὶ παρ' ἡμῖν

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 8, Ch. 287, line 1

ρωτάτας ἑλόντες κατὰ κράτος, τήν τε Βηθήλην καὶ τὴν τοπαρχίαν


αὐτῆς καὶ τὴν Ἰσανὰν καὶ τὴν τοπαρχίαν αὐτῆς. καὶ Ἱεροβόαμος
μὲν οὐκέτι μετὰ ταύτην τὴν ἧτταν ἴσχυσεν ἐφ' ὅσον Ἀβίας περιῆν
χρόνον. τελευτᾷ δ' οὗτος ὀλίγον τῇ νίκῃ χρόνον ἐπιζήσας ἔτη βασι-
λεύσας τρία, καὶ θάπτεται μὲν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταῖς προγονικαῖς
θήκαις, ἀπολείπει δὲ υἱοὺς μὲν δύο καὶ εἴκοσι θυγατέρας δὲ ἓξ
καὶ δέκα. πάντας τούτους ἐκ γυναικῶν δεκατεσσάρων ἐτεκνώσατο.
διεδέξατο δ' αὐτοῦ τὴν βασιλείαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Ἄσανος· καὶ ἡ μή-
τηρ τοῦ νεανίσκου Μαχαία τοὔνομα. τούτου κρατοῦντος εἰρήνης
ἀπέλαυεν ἡ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπὶ ἔτη δέκα.
 Καὶ τὰ μὲν περὶ Ἀβίαν τὸν Ῥοβοάμου τοῦ Σολόμωνος
οὕτως παρειλήφαμεν. ἐτελεύτησε δὲ καὶ Ἱεροβόαμος ὁ τῶν δέκα
516

φυλῶν βασιλεὺς ἄρξας ἔτη δύο καὶ εἴκοσι. διαδέχεται δ' αὐτὸν ὁ
παῖς Νάβαδος δευτέρου ἔτους ἤδη τῆς βασιλείας Ἀσάνου διεληλυ-
θότος. ἦρξε δὲ ὁ τοῦ Ἱεροβοάμου παῖς ἔτη δύο τῷ πατρὶ τὴν
ἀσέβειαν καὶ τὴν πονηρίαν ἐμφερὴς ὤν. ἐν δὲ τούτοις τοῖς δυσὶν
ἔτεσι στρατευσάμενος ἐπὶ Γαβαθῶνα πόλιν Παλαιστίνων οὖσαν
πολιορκίᾳ λαβεῖν αὐτὴν προσέμενεν· ἐπιβουλευθεὶς δ' ἐκεῖ ὑπὸ  
φίλου τινὸς Βασάνου ὄνομα Σειδοῦ δὲ παιδὸς ἀποθνήσκει, ὃς μετὰ
τὴν τελευτὴν αὐτοῦ τὴν βασιλείαν παραλαβὼν ἅπαν τὸ Ἱεροβοάμου
γένος διέφθειρε. καὶ συνέβη κατὰ τὴν τοῦ θεοῦ προφητείαν τοὺς

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 9, Ch. 196, line 6

ἀπολλυμένους καὶ αὑτοὺς αἰχμαλωτισθέντας· κεκομίσθαι γὰρ εἰς


Ἱεροσόλυμα τούτῳ τῷ τρόπῳ, καθὼς ἄν τις τῶν πολεμίων τινὰ
ζωγρήσας ἤγαγεν. τῷ δὲ βασιλεῖ ταῦτ' ὀργὴν ἐκίνησε καὶ προσέ-
ταξεν ἡσυχίαν ἄγειν τὸν προφήτην ἀπειλήσας αὐτὸν κολάσειν, ἂν
πολυπραγμονῇ. καὶ ὁ μὲν ἡσυχάζειν εἶπεν, οὐκ ἀμελήσειν δὲ ὧν
ἐπικεχείρηκε νεωτερίζων τὸν θεὸν προύλεγεν. Ἀμασίας δὲ κατέχειν
ἑαυτὸν ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις οὐ δυνάμενος, ἃς παρὰ τοῦ θεοῦ λαβὼν
εἰς αὐτὸν ἐξύβριζεν, ἀλλὰ φρονηματισθεὶς ἔγραψεν Ἰωάσῳ τῷ τῶν
Ἰσραηλιτῶν βασιλεῖ κελεύων ὑπακούειν αὐτῷ σὺν ἅπαντι τῷ λαῷ,
ὡς καὶ πρότερον ὑπήκουσε τοῖς προγόνοις αὐτοῦ Δαυίδῃ καὶ Σολό-
μωνι, ἢ μὴ βουλόμενον εὐγνωμονεῖν εἰδέναι πολέμῳ περὶ τῆς ἀρ-
χῆς διακριθησόμενον. ἀντέγραψε δ' ὁ Ἰώασος τάδε· “βασιλεὺς
Ἰώασος βασιλεῖ Ἀμασίᾳ. ἦν ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει κυπάρισσος παμ-
μεγέθης καὶ ἄκανος. αὕτη πρὸς τὴν κυπάρισσον ἔπεμψε μνηστευο-
μένη τὴν θυγατέρα αὐτῆς πρὸς γάμον τῷ παιδί. μεταξὺ ταῦτα
λέγουσαν θηρίον τι παρερχόμενον κατεπάτησε τὴν ἄκανον. τοῦτο
οὖν ἔσται σοι παράδειγμα τοῦ μὴ μειζόνων ἐφίεσθαι, μηδ' ὅτι τὴν
πρὸς Ἀμαληκίτας μάχην εὐτύχησας ἐπὶ ταύτῃ γαυρούμενος σαυτῷ
καὶ τῇ βασιλείᾳ σου κινδύνους ἐπισπῶ.”

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 9, Ch. 272, line 2

ἄρνας διακοσίους, τῷ πλήθει δὲ πρὸς εὐωχίαν ἐχαρίσατο βοῦς μὲν


ἑξακοσίους τὰ δὲ λοιπὰ θρέμματα τρισχίλια· καὶ πάντα μὲν οἱ
ἱερεῖς ἀκολούθως ἐποίησαν τῷ νόμῳ. τούτοις δ' ὁ βασιλεὺς ἡδό-
μενος εὐωχεῖτο μετὰ τοῦ λαοῦ τῷ θεῷ χάριν ἔχειν ὁμολογῶν. ἐν-
στάσης δὲ τῆς τῶν ἀζύμων ἑορτῆς θύσαντες τὴν λεγομένην φάσκα
τὰς ἄλλας τὸ λοιπὸν θυσίας ἐπετέλουν ἐπὶ ἡμέρας ἑπτά. τῷ δὲ
πλήθει πάρεξ ὧν ἐκαλλιέρησαν αὐτοὶ ταύρους μὲν δισχιλίους θρέμ-
ματα δὲ ἑπτακισχίλια ὁ βασιλεὺς ἐχαρίσατο. τὸ δ' αὐτὸ καὶ οἱ
ἡγεμόνες ἐποίησαν· χιλίους μὲν γὰρ ταύρους ἔδοσαν αὐτοῖς θρέμ-
ματα δὲ χίλια καὶ τεσσαράκοντα. καὶ τοῦτον τὸν τρόπον ἀπὸ Σολό-
μωνος τοῦ βασιλέως οὐκ ἀχθεῖσα ἡ ἑορτὴ τότε πρῶτον λαμπρῶς
καὶ φιλοτίμως ἐπετελέσθη. ὡς δὲ τὰ περὶ τὴν ἑορτὴν αὐτοῖς πέρας
εἶχεν, ἐξελθόντες εἰς τὴν χώραν ἥγνισαν αὐτήν· καὶ τὴν πόλιν δὲ
παντὸς ἐκάθηραν μιάσματος εἰδώλων, τάς τε καθημερινὰς θυσίας
517

ὁ βασιλεὺς ἐκ τῶν ἰδίων ἐπιτελεῖσθαι διέταξε κατὰ τὸν νόμον, καὶ


τοῖς ἱερεῦσι καὶ Ληουίταις τὰς δεκάτας ὥρισε παρὰ τοῦ πλήθους
δίδοσθαι καὶ τὰς ἀπαρχὰς τῶν καρπῶν, ἵν' ἀεὶ τῇ θρησκείᾳ παρα-
μένωσι καὶ τῆς θεραπείας ὦσιν ἀχώριστοι τοῦ θεοῦ. καὶ τὸ μὲν
πλῆθος συνεισέφερε παντοδαπὸν καρπὸν τοῖς ἱερεῦσι καὶ Λευίταις,
ἀποθήκας δὲ καὶ ταμιεῖα τούτων ὁ βασιλεὺς κατασκευάσας ἑκάστῳ
διένειμε τῶν ἱερέων καὶ Ληουιτῶν καὶ παισὶν αὐτῶν καὶ γυναιξί·

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 10, Ch. 145, line 4

ταίου βασιλέως, ἔτη δὲ πάντες βασιλεύσαντες πεντακόσια καὶ δεκα-


τέσσαρα καὶ μῆνας ἓξ καὶ ἡμέρας δέκα, ἐξ ὧν εἴκοσι τὴν ἀρχὴν
κατέσχεν ὁ πρῶτος αὐτῶν βασιλεὺς Σαοῦλος οὐκ ἐκ τῆς αὐτῆς φυ-
λῆς ὑπάρχων.
 Ὁ δὲ Βαβυλώνιος πέμπει τὸν αὑτοῦ στρατηγὸν Ναβουζαρ-
δάνην εἰς Ἱεροσόλυμα συλήσοντα τὸν ναόν, προστάξας ἅμα καὶ
καταπρῆσαι αὐτόν τε καὶ τὰ βασίλεια τήν τε πόλιν εἰς ἔδαφος
καθελεῖν καὶ τὸν λαὸν εἰς τὴν Βαβυλωνίαν μεταστῆσαι. ὃς γενό-
μενος ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς Σαχχίου βασιλείας
συλᾷ τε τὸν ναὸν καὶ βαστάζει τὰ σκεύη τοῦ θεοῦ χρυσᾶ τε καὶ
ἀργυρᾶ καὶ δὴ καὶ τὸν μέγαν λουτῆρα, ὃν Σολόμων ἀνέθηκεν, ἔτι
γε μὴν τοὺς στύλους τοὺς χαλκοῦς καὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν τάς τε
χρυσᾶς τραπέζας καὶ τὰς λυχνίας. βαστάσας δὴ ταῦτα ἀνῆψε τὸν
ναὸν μηνὶ πέμπτῳ τῇ νουμηνίᾳ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς Σαχχίου βασι-
λείας, ὀκτωκαιδεκάτῳ δὲ τῆς Ναβουχοδονοσόρου· ἐνέπρησε δὲ καὶ
τὰ βασίλεια καὶ τὴν πόλιν κατέστρεψεν. ἐνεπρήσθη δὲ ὁ ναὸς
μετὰ τετρακόσια ἔτη καὶ ἑβδομήκοντα καὶ μῆνας ἓξ καὶ δέκα ἡμέ-  
ρας, ἀφ' οὗ κατεσκευάσθη· τῇ δ' ἐξ Αἰγύπτου μεταναστάσει τοῦ
λαοῦ τότε ἦν ἔτη χίλια ἑξηκονταδύο μῆνες ἓξ ἡμέραι δέκα· τῷ δὲ
κατακλυσμῷ μέχρι τῆς τοῦ ναοῦ πορθήσεως χρόνος ἦν ὁ πᾶς ἐτῶν
χιλίων ἐνακοσίων πεντηκονταεπτὰ μηνῶν ἓξ ἡμερῶν δέκα· ἐξ οὗ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 10, Ch. 152, line 2

πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Σαλάβαθα πόλιν τῆς Συρίας. ὁ δὲ βασιλεὺς


τοῦ μὲν ἀρχιερέως καὶ τῶν ἡγεμόνων ἐκέλευσεν ἐκεῖ τὰς κεφαλὰς
ἀποτεμεῖν, αὐτὸς δὲ πάντας τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τὸν Σαχχίαν
εἰς Βαβυλῶνα δέσμιον ἐπήγετο καὶ Ἰωσάδακον τὸν ἀρχιερέα ὄντα
υἱὸν Σαραία τοῦ ἀρχιερέως, ὃν ἀπέκτεινεν ὁ Βαβυλώνιος ἐν Ἀρι-
βαθᾶ πόλει τῆς Συρίας, ὡς καὶ πρότερον ἡμῖν δεδήλωται.
 Ἐπεὶ δὲ τὸ γένος διεξήλθομεν τὸ τῶν βασιλέων καὶ τίνες
ἦσαν δεδηλώκαμεν καὶ τοὺς χρόνους αὐτῶν, ἀναγκαῖον ἡγησάμην
καὶ τῶν ἀρχιερέων εἰπεῖν τὰ ὀνόματα καὶ τίνες ἦσαν οἱ τὴν ἀρχιε-  
ρωσύνην καταδείξαντες ἐπὶ τοῖς βασιλεῦσι. πρῶτος μὲν οὖν Σά-
δωκος ἀρχιερεὺς ἐγένετο τοῦ ναοῦ, ὃν Σολόμων ᾠκοδόμησε· μετ'
αὐτὸν δ' ὁ υἱὸς Ἀχιμᾶς διαδέχεται τὴν τιμὴν καὶ μετὰ Ἀχιμᾶν
Ἀζαρίας, τούτου δὲ Ἰώραμος, τοῦ δὲ Ἰωράμου Ἴως, μετ' αὐτὸν δὲ
Ἀξιώραμος, τοῦ δὲ Ἀξιωράμου Φιδέας, τοῦ δὲ Φιδέα Σουδαίας,
518

τοῦ δὲ Σουδαία Ἰουῆλος, τοῦ δὲ Ἰώθαμος, Ἰωθάμου δὲ Οὐρίας,


Οὐρία δὲ Νηρίας, Νηρία δὲ Ὠδαίας, τοῦ δὲ Σαλοῦμος, Σαλούμου
δὲ Ἐλκίας, Ἐλκία δ' Ἄζαρος, τοῦ δὲ Ἰωσάδακος ὁ αἰχμαλωτισθεὶς
εἰς Βαβυλῶνα. οὗτοι πάντες παῖς παρὰ πατρὸς διεδέξαντο τὴν
ἀρχιερωσύνην.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 15, Ch. 386, line 1

δεύσας ἐμαυτῷ μᾶλλον ἢ καὶ πᾶσιν ὑμῖν τὸ ἀνεπηρέαστον, οἶμαι


σὺν τῇ τοῦ θεοῦ βουλήσει πρὸς εὐδαιμονίαν ὅσον οὐ πρότερον
ἀγηοχέναι τὸ Ἰουδαίων ἔθνος. τὰ μὲν οὖν κατὰ μέρος ἐξεργασθέντα
περὶ τὴν χώραν καὶ πόλεις ὅσας ἐν αὐτῇ καὶ τοῖς ἐπικτήτοις ἐγεί-
ραντες κόσμῳ τῷ καλλίστῳ τὸ γένος ἡμῶν ηὐξήσαμεν, περίεργά μοι  
δοκεῖ λέγειν εἰδόσιν. τὸ δὲ τῆς ἐπιχειρήσεως, ᾗ νῦν ἐπιχειρεῖν ἐπι-
βάλλομαι, παντὸς εὐσεβέστατον καὶ κάλλιστον ἐφ' ἡμῶν γενέσθαι
νῦν ἐκφανῶ· τὸν γὰρ ναὸν τοῦτον ᾠκοδόμησαν μὲν τῷ μεγίστῳ θεῷ
πατέρες ἡμέτεροι μετὰ τὴν ἐκ Βαβυλῶνος ἐπάνοδον, ἐνδεῖ δ' αὐτῷ
πρὸς τὸ μέγεθος εἰς ὕψος ἑξήκοντα πήχεις· τοσοῦτον γὰρ ὑπερεῖχεν
ὁ πρῶτος ἐκεῖνος, ὃν Σολομῶν ἀνῳκοδόμησεν. καὶ μηδεὶς ἀμέλειαν
εὐσεβείας τῶν πατέρων καταγνώτω· γέγονεν γὰρ οὐ παρ' ἐκείνους
ἐλάττων ὁ ναός, ἀλλὰ ταῦτα καὶ Κῦρος καὶ Δαρεῖος ὁ Ὑστάσπου
τὰ μέτρα τῆς δομήσεως ἔδοσαν, οἷς ἐκεῖνοι καὶ τοῖς ἀπογόνοις δου-
λεύσαντες καὶ μετ' ἐκείνους Μακεδόσιν οὐκ ἔσχον εὐκαιρίαν τὸ πρῶ-
τον τῆς εὐσεβείας ἀρχέτυπον εἰς ταὐτὸν ἀναγαγεῖν μέγεθος. ἐπειδὴ
δὲ νῦν ἐγὼ μὲν ἄρχω θεοῦ βουλήσει, περίεστιν δὲ καὶ μῆκος εἰρήνης
καὶ κτῆσις χρημάτων καὶ μέγεθος προσόδων, τὸ δὲ μέγιστον φίλοι
καὶ δι' εὐνοίας οἱ πάντων ὡς ἔπος εἰπεῖν κρατοῦντες Ῥωμαῖοι,
πειράσομαι τὸ παρημελημένον ἀνάγκῃ καὶ δουλείᾳ τοῦ πρότερον
χρόνου διορθούμενος τελείαν ἀποδοῦναι τῷ θεῷ τὴν ἀνθ' ὧν ἔτυχον

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 15, Ch. 398, line 2

ἄνθη ἁλουργέσιν, κίονας δὲ ἐνυφασμένους. καθύπερθε δ' αὐτῶν


ὑπὸ τοῖς τριχώμασιν ἄμπελος διετέτατο χρυσῆ τοὺς βότρυας ἀπαιω-
ρουμένους ἔχουσα, θαῦμα καὶ τοῦ μεγέθους καὶ τῆς τέχνης τοῖς
ἰδοῦσιν, οἷον ἐν πολυτελείᾳ τῆς ὕλης τὸ κατασκευασθὲν ἦν. περι-
ελάμβανεν δὲ καὶ στοαῖς μεγίσταις τὸν ναὸν ἅπαντα πρὸς τὴν ἀνα-  
λογίαν ἐπιτηδεύων καὶ τὰς δαπάνας τῶν πρὶν ὑπερβαλλόμενος, ὡς
οὐκ ἄλλος τις δοκεῖ ἐπικεκοσμηκέναι τὸν ναόν. ἄμφω δ' ἦσαν μετὰ
τοῦ τείχους, αὐτὸ δὲ τὸ τεῖχος ἔργον μέγιστον ἀνθρώποις ἀκου-
σθῆναι. λόφος ἦν πετρώδης ἀνάντης ἠρέμα πρὸς τοῖς ἑῴοις μέρεσιν
τῆς πόλεως ὑπτιούμενος ἐπὶ τὴν κορυφὴν ἄκραν. τοῦτον ὁ πρῶ-
τος ἡμῶν βασιλεὺς Σολομῶν κατ' ἐπιφροσύνην μεγάλαις ἐργασίαις
ἀπετείχιζεν τὰ περὶ τὴν ἄκραν ἄνωθεν, ἀπετείχιζεν δὲ κάτωθεν
ἀπὸ τῆς ῥίζης ἀρχόμενος, ἣν βαθεῖα περιθεῖ φάραγξ ἠλιβάτοις
πέτραις μολίβδῳ δεδεμέναις πρὸς ἀλλήλας, ἀπολαμβάνων αἰεί τι
τῆς ἔσω χώρας καὶ προβαίνων εἰς βάθος, ὥστ' ἄπειρον εἶναι τό τε
μέγεθος τῆς δομῆς καὶ τὸ ὕψος τετραγώνου γεγενημένης, ὡς τὰ μὲν
519

μεγέθη τῶν λίθων ἀπὸ μετώπου κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ὁρᾶσθαι,


τὰ δ' ἐντὸς σιδήρῳ διησφαλισμένα συνέχειν τὰς ἁρμογὰς ἀκινήτους
τῷ παντὶ χρόνῳ. τῆς δ' ἐργασίας οὕτω συναπτούσης εἰς ἄκρον τὸν
λόφον ἀπεργασάμενος αὐτοῦ τὴν κορυφὴν καὶ τὰ κοῖλα τῶν περὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 16, Ch. 182, line 1

ἔξω καὶ τὰς ἐν τῇ βασιλείᾳ χρώμενος, ἀκηκοὼς ἔτι τάχιον ὡς Ὑρκα-


νὸς ὁ πρὸ αὐτοῦ βασιλεὺς ἀνοίξας τὸν Δαυίδου τάφον ἀργυρίου
λάβοι τρισχίλια τάλαντα κειμένων πολὺ πλειόνων ἔτι καὶ δυναμέ-
νων εἰς ἅπαν ἐπαρκέσαι ταῖς χορηγίαις, ἐκ πλείονος μὲν δι' ἐννοίας
εἶχεν τὴν ἐπιχείρησιν, ἐν δὲ τῷ τότε νυκτὸς ἀνοίξας τὸν τάφον εἰς-
έρχεται πραγματευσάμενος ἥκιστα μὲν τῇ πόλει φανερὸς εἶναι, παρ-
ειληφὼς δὲ τοὺς πιστοτάτους τῶν φίλων. ἀποθέσιμα μὲν οὖν
χρήματα καθάπερ Ὑρκανὸς οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ χρυσοῦν καὶ κει-
μηλίων πολύν, ὃν ἀνείλετο πάντα. σπουδὴν δ' εἶχεν ἐπιμελεστέ-
ραν ποιούμενος τὴν ἔρευναν ἐνδοτέρω τε χωρεῖν καὶ κατὰ τὰς θή-
κας, ἐν αἷς ἦν τοῦ Δαυΐδου καὶ τοῦ Σολομῶνος τὰ σώματα. καὶ
δύο μὲν αὐτῷ τῶν δορυφόρων διεφθάρησαν φλογὸς ἔνδοθεν εἰσιοῦ-
σιν ἀπαντώσης, ὡς ἐλέγετο, περίφοβος δ' αὐτὸς ἐξῄει, καὶ τοῦ δέους
ἱλαστήριον μνῆμα λευκῆς πέτρας ἐπὶ τῷ στομίῳ κατεσκευάσατο πο-
λυτελὲς τῇ δαπάνῃ. τούτου καὶ Νικόλαος ὁ κατ' αὐτὸν ἱστοριο-
γράφος μέμνηται τοῦ κατασκευάσματος, οὐ μὴν ὅτι καὶ κατῆλθεν,
οὐκ εὐπρεπῆ τὴν πρᾶξιν ἐπιστάμενος. διατελεῖ δὲ καὶ τἆλλα τοῦτον  
τὸν τρόπον χρώμενος τῇ γραφῇ· ζῶντι γὰρ ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ σὺν
αὐτῷ κεχαρισμένως ἐκείνῳ καὶ καθ' ὑπηρεσίαν ἀνέγραφεν, μόνων
ἁπτόμενος τῶν εὔκλειαν αὐτῷ φερόντων, πολλὰ δὲ καὶ τῶν ἐμφα-
νῶς ἀδίκων ἀντικατασκευάζων καὶ μετὰ πάσης σπουδῆς ἐπικρυπτό

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 20, Ch. 221, line 4

ἀργήσαντας τοὺς τεχνίτας ὑπὲρ μυρίους καὶ ὀκτακισχιλίους ὄντας


καὶ μισθοφορίας ἐνδεεῖς ἐσομένους διὰ τὸ τὴν τροφὴν ἐκ τῆς κατὰ
τὸ ἱερὸν ἐργασίας πορίζεσθαι, καὶ χρήματα μὲν ἀπόθετα διὰ τὸν
ἐκ Ῥωμαίων φόβον ἔχειν οὐ θέλων, προνοούμενος δὲ τῶν τεχνιτῶν
καὶ εἰς τούτους ἀναλοῦν τοὺς θησαυροὺς βουλόμενος, καὶ γὰρ εἰ
μίαν τις ὥραν τῆς ἡμέρας ἐργάσαιτο, τὸν μισθὸν ὑπὲρ ταύτης
εὐθέως ἐλάμβανεν, ἔπειθον τὸν βασιλέα τὴν ἀνατολικὴν στοὰν ἀνε-
γεῖραι. ἦν δὲ ἡ στοὰ τοῦ μὲν ἔξωθεν ἱεροῦ, κειμένη δ' ἐν φάραγγι
βαθείᾳ τετρακοσίων πηχῶν τοὺς τοίχους ἔχουσα ἐκ λίθου τετρα-
γώνου κατεσκεύαστο καὶ λευκοῦ πάνυ, τὸ μὲν μῆκος ἑκάστου λίθου
πήχεις εἴκοσι, τὸ δὲ ὕψος ἕξ, ἔργον Σολόμωνος τοῦ βασιλέως πρώ-
του δειμαμένου τὸ σύμπαν ἱερόν. ὁ βασιλεὺς δ', ἐπεπίστευτο γὰρ
ὑπὸ Κλαυδίου Καίσαρος τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ ἱεροῦ, λογισάμενος
παντὸς μὲν ἔργου τὴν καθαίρεσιν εἶναι ῥᾳδίαν δυσχερῆ δὲ τὴν κατα-
σκευήν, ἐπὶ δὲ τῆς στοᾶς ταύτης καὶ μᾶλλον, χρόνου τε γὰρ καὶ
πολλῶν χρημάτων εἰς τοὖργον δεήσειν, ἠρνήσατο μὲν περὶ τούτου
520

δεομένοις, καταστορέσαι δὲ λευκῷ λίθῳ τὴν πόλιν οὐκ ἐκώλυσεν.


Ἰησοῦν δὲ τὸν τοῦ Γαμαλιήλου τὴν ἀρχιερωσύνην ἀφελόμενος ἔδωκεν
αὐτὴν Ματθίᾳ τῷ Θεοφίλου, καθ' ὃν καὶ ὁ πρὸς Ῥωμαίους πόλεμος
Ἰουδαίοις ἔλαβε τὴν ἀρχήν.

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 20, Ch. 228, line 3

Ἀαρῶνα τὸν Μωυσέως ἀδελφὸν ἀρχιερατεῦσαι τῷ θεῷ, τελευτήσαν-


τος δὲ ἐκείνου διαδέξασθαι τοὺς παῖδας εὐθὺς κἀπ' ἐκείνων τοῖς
ἐγγόνοις αὐτῶν διαμεῖναι τὴν τιμὴν ἅπασιν. ὅθεν καὶ πάτριόν ἐστι
μηδένα τοῦ θεοῦ τὴν ἀρχιερωσύνην λαμβάνειν ἢ τὸν ἐξ αἵματος
τοῦ Ἀαρῶνος, ἑτέρου δὲ γένους οὐδ' ἂν βασιλεὺς ὢν τύχῃ τεύξεται
τῆς ἀρχιερωσύνης. ἐγένοντο οὖν πάντες τὸν ἀριθμὸν ἀπὸ Ἀαρῶνος,
ὡς ἔφαμεν, τοῦ πρώτου γενομένου μέχρι Φανάσου τοῦ κατὰ τὸν
πόλεμον ὑπὸ τῶν στασιαστῶν ἀρχιερέως ἀναδειχθέντος ὀγδοήκοντα
τρεῖς. ἐκ τούτων κατὰ τὴν ἔρημον ἐπὶ τῶν Μωυσέως χρόνων τῆς
σκηνῆς ἑστώσης, ἣν Μωυσῆς τῷ θεῷ κατεσκεύασεν, μέχρι τῆς εἰς
Ἰουδαίαν ἀφίξεως, ἔνθα Σολόμων ὁ βασιλεὺς τῷ θεῷ τὸν ναὸν
ἤγειρεν, ἀρχιεράτευσαν δεκατρεῖς. τὸ γὰρ πρῶτον ἕως τοῦ βίου
τελευτῆς τὰς ἀρχιερωσύνας εἶχον, ὕστερον δὲ καὶ παρὰ ζώντων διε-
δέχοντο. οἱ τοίνυν δεκατρεῖς οὗτοι τῶν δύο παίδων Ἀαρῶνος ὄντες
ἔγγονοι κατὰ διαδοχὴν τὴν τιμὴν παρελάμβανον. ἐγένετο δὲ αὐτῶν
ἀριστοκρατικὴ μὲν ἡ πρώτη πολιτεία, μετὰ ταύτην δὲ μοναρχία,
βασιλέων δὲ τρίτη. γίνεται δὲ τῶν ἐτῶν ἀριθμὸς ὧν ἦρξαν οἱ
δεκατρεῖς ἀφ' ἧς ἡμέρας οἱ πατέρες ἡμῶν ἐξέλιπον Αἴγυπτον Μωυ-
σέως ἄγοντος μέχρι τῆς τοῦ ναοῦ κατασκευῆς, ὃν Σολόμων ὁ βασι-
λεὺς ἐν Ἱεροσολύμοις ἀνήγειρεν, ἔτη δώδεκα πρὸς τοῖς ἑξακοσίοις.
 Μετὰ δὲ τοὺς δεκατρεῖς ἀρχιερέας ἐκείνους οἱ δέκα καὶ

Φλάβιος Ιώσηπος Ιουδαϊκή αρχαιολογία. Book 20, Ch. 230, line 3

τρεῖς. ἐκ τούτων κατὰ τὴν ἔρημον ἐπὶ τῶν Μωυσέως χρόνων τῆς
σκηνῆς ἑστώσης, ἣν Μωυσῆς τῷ θεῷ κατεσκεύασεν, μέχρι τῆς εἰς
Ἰουδαίαν ἀφίξεως, ἔνθα Σολόμων ὁ βασιλεὺς τῷ θεῷ τὸν ναὸν
ἤγειρεν, ἀρχιεράτευσαν δεκατρεῖς. τὸ γὰρ πρῶτον ἕως τοῦ βίου
τελευτῆς τὰς ἀρχιερωσύνας εἶχον, ὕστερον δὲ καὶ παρὰ ζώντων διε-
δέχοντο. οἱ τοίνυν δεκατρεῖς οὗτοι τῶν δύο παίδων Ἀαρῶνος ὄντες
ἔγγονοι κατὰ διαδοχὴν τὴν τιμὴν παρελάμβανον. ἐγένετο δὲ αὐτῶν
ἀριστοκρατικὴ μὲν ἡ πρώτη πολιτεία, μετὰ ταύτην δὲ μοναρχία,
βασιλέων δὲ τρίτη. γίνεται δὲ τῶν ἐτῶν ἀριθμὸς ὧν ἦρξαν οἱ
δεκατρεῖς ἀφ' ἧς ἡμέρας οἱ πατέρες ἡμῶν ἐξέλιπον Αἴγυπτον Μωυ-
σέως ἄγοντος μέχρι τῆς τοῦ ναοῦ κατασκευῆς, ὃν Σολόμων ὁ βασι-
λεὺς ἐν Ἱεροσολύμοις ἀνήγειρεν, ἔτη δώδεκα πρὸς τοῖς ἑξακοσίοις.
 Μετὰ δὲ τοὺς δεκατρεῖς ἀρχιερέας ἐκείνους οἱ δέκα καὶ
ὀκτὼ τὴν ἀρχιερωσύνην ἔσχον ἀπὸ Σολόμωνος βασιλέως ἐν Ἱερο-
σολύμοις αὐτὴν διαδεξάμενοι, μέχρι οὗ Ναβουχοδονόσορος ὁ τῶν  
Βαβυλωνίων βασιλεὺς ἐπιστρατεύσας τῇ πόλει τὸν μὲν ναὸν ἐνέ-
πρησεν, τὸ δὲ ἔθνος ἡμῶν εἰς Βαβυλῶνα μετήνεγκεν καὶ τὸν ἀρ-
521

χιερέα Ἰωσαδάκην αἰχμάλωτον ἔλαβεν. τούτων χρόνος τῆς ἱερω-


σύνης τετρακοσίων ἑξηκονταὲξ ἐτῶν ἐστι μηνῶν ἓξ ἡμερῶν δέκα
ἤδη βασιλευομένων Ἰουδαίων. μετὰ δὲ χρόνον ἐτῶν ἁλώσεως ἑβ-
δομήκοντα τῆς ὑπὸ Βαβυλωνίων γενομένης Κῦρος ὁ Περσῶν

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


Book 1, sec. 108, line 2

ἔτεσι χιλίοις. ὑπὲρ ὧν δ' ὁ Μάνεθως οὐκ ἐκ τῶν παρ' Αἰγυπ-


τίοις γραμμάτων, ἀλλ' ὡς αὐτὸς ὡμολόγηκεν ἐκ τῶν ἀδεσπότως
μυθολογουμένων προστέθεικεν, ὕστερον ἐξελέγξω κατὰ μέρος ἀπο-
δεικνὺς τὴν ἀπίθανον αὐτοῦ ψευδολογίαν.
 Βούλομαι τοίνυν ἀπὸ τούτων ἤδη μετελθεῖν ἐπὶ τὰ παρὰ  
τοῖς Φοίνιξιν ἀναγεγραμμένα περὶ τοῦ γένους ἡμῶν καὶ τὰς ἐξ ἐκεί-
νων μαρτυρίας παρασχεῖν. ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλ-
λων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ γεγραμμένα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπι-
μελῶς περὶ τῶν παρ' αὐτοῖς γενομένων καὶ πρὸς ἀλλήλους πρα-
χθέντων μνήμης ἀξίων. ἐν οἷς γέγραπται, ὅτι ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις
ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶττον ἑκατὸν
τεσσαρακοντατρισὶν καὶ μησὶν ὀκτὼ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχη-
δόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ' ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατα-
σκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν· Εἴρωμος γὰρ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς φίλος
ἦν τοῦ βασιλέως ἡμῶν Σολομῶνος πατρικὴν πρὸς αὐτὸν φιλίαν
διαδεδεγμένος. οὗτος οὖν συμφιλοτιμούμενος εἰς τὴν τοῦ κατα-
σκευάσματος τῷ Σολομῶνι λαμπρότητα χρυσίου μὲν εἴκοσι καὶ ἑκα-
τὸν ἔδωκε τάλαντα, τεμὼν δὲ καλλίστην ὕλην ἐκ τοῦ ὄρους, ὃ κα-
λεῖται Λίβανος, εἰς τὸν ὄροφον ἀπέστειλεν. ἀντεδωρήσατο δὲ αὐτῷ
ὁ Σολομὼν ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ δὴ καὶ χώραν τῆς Γαλιλαίας ἐν
τῇ Χαβουλῶν λεγομένῃ. μάλιστα δὲ αὐτοὺς εἰς φιλίαν ἡ τῆς σο

Φλάβιος Ιώσηπος. Contra Apionem (= De Judaeorum vetustate)


Book 1, sec. 114, line 1

ἐπιστολῶν, ἃς ἐκεῖνοι πρὸς ἀλλήλους ἔγραψαν. ὅτι δ' οὐ λόγος


ἐστὶν ὑπ' ἐμοῦ συγκείμενος ὁ περὶ τῶν παρὰ τοῖς Τυρίοις γραμ-
μάτων, παραθήσομαι μάρτυρα Δῖον ἄνδρα περὶ τὴν Φοινικικὴν
ἱστορίαν ἀκριβῆ γεγονέναι πεπιστευμένον. οὗτος τοίνυν ἐν ταῖς
περὶ Φοινίκων ἱστορίαις γράφει τὸν τρόπον τοῦτον· “Ἀβιβάλου
τελευτήσαντος ὁ υἱὸς αὐτοῦ Εἴρωμος ἐβασίλευσεν. οὗτος τὰ πρὸς
ἀνατολὰς μέρη τῆς πόλεως προσέχωσεν καὶ μεῖζον τὸ ἄστυ ἐποίη-
σεν καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐν νήσῳ χώσας
τὸν μεταξὺ τόπον συνῆψε τῇ πόλει καὶ χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκό-
σμησεν, ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτόμησεν πρὸς τὴν τῶν
ἱερῶν κατασκευήν. τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσολύμων Σολομῶνα
πέμψαι φασὶ πρὸς τὸν Εἴρωμον αἰνίγματα καὶ παρ' αὐτοῦ λαβεῖν
522

ἀξιοῦν, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα διακρῖναι τῷ λύσαντι χρήματα ἀπο-


τίνειν. ὁμολογήσαντα δὲ τὸν Εἴρωμον καὶ μὴ δυνηθέντα λῦσαι τὰ
αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον ἀναλῶσαι. εἶτα
δὲ Ἀβδήμουνόν τινα Τύριον ἄνδρα τά τε προτεθέντα λῦσαι καὶ
αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν, ἃ μὴ λύσαντα τὸν Σολομῶνα πολλὰ τῷ Εἰ-
ρώμῳ προσαποτῖσαι χρήματα.” Δῖος μὲν οὕτω περὶ τῶν προειρη-
μένων ἡμῖν μεμαρτύρηκεν.  
 
Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 5, sec. 137, line 4

κάμπτει πρὸς δύσιν· ἡ δ' ἑτέρα μοῖρα τῆς στρατιᾶς κατὰ τὸν Ἱπ-
πικὸν προσαγορευθέντα πύργον τειχίζεται διεστῶσα τῆς πόλεως
ὁμοίως δύο σταδίους. τὸ μέντοι δέκατον τάγμα κατὰ χώραν ἐπὶ
τοῦ Ἐλαιῶν ὄρους ἔμενε.
 Τρισὶ δ' ὠχυρωμένη τείχεσιν ἡ πόλις καθ' ἣν μὴ ταῖς
ἀβάτοις φάραγξι κεκύκλωτο, ταύτῃ γὰρ εἷς ἦν περίβολος, αὐτὴ μὲν
ὑπὲρ δύο λόφων ἀντιπρόσωπος ἔκτιστο μέσῃ φάραγγι διῃρημένων,
εἰς ἣν ἐπάλληλοι κατέληγον αἱ οἰκίαι. τῶν δὲ λόφων ὁ μὲν τὴν
ἄνω πόλιν ἔχων ὑψηλότερός τε πολλῷ καὶ τὸ μῆκος ἰθύτερος ἦν·
διὰ γοῦν τὴν ὀχυρότητα φρούριον μὲν ὑπὸ Δαυίδου τοῦ βασιλέως
ἐκαλεῖτο, πατὴρ Σολομῶνος ἦν οὗτος τοῦ τὸν πρῶτον ναὸν κτί-
σαντος, ἡ ἄνω δὲ ἀγορὰ πρὸς ἡμῶν· ἅτερος δὲ ὁ καλούμενος Ἄκρα
καὶ τὴν κάτω πόλιν ὑφεστὼς ἀμφίκυρτος. τούτου δ' ἄντικρυς τρίτος  
ἦν λόφος, ταπεινότερός τε φύσει τῆς Ἄκρας καὶ πλατείᾳ φάραγγι
διειργόμενος ἄλλῃ πρότερον. αὖθίς γε μὴν καθ' οὓς οἱ Ἀσαμω-
ναῖοι χρόνους ἐβασίλευον τήν τε φάραγγα ἔχωσαν συνάψαι βουλό-
μενοι τῷ ἱερῷ τὴν πόλιν καὶ τῆς Ἄκρας κατεργασάμενοι τὸ ὕψος
ἐποίησαν χθαμαλώτερον, ὡς ὑπερφαίνοιτο καὶ ταύτῃ τὸ ἱερόν. ἡ
δὲ τῶν τυροποιῶν προσαγορευομένη φάραγξ, ἣν ἔφαμεν τόν τε τῆς
ἄνω πόλεως καὶ τὸν κάτω λόφον διαστέλλειν, καθήκει μέχρι Σι-
λωᾶς· οὕτω γὰρ τὴν πηγὴν γλυκεῖάν τε καὶ πολλὴν οὖσαν ἐκαλοῦμεν.

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 5, sec. 143, line 2

μενοι τῷ ἱερῷ τὴν πόλιν καὶ τῆς Ἄκρας κατεργασάμενοι τὸ ὕψος


ἐποίησαν χθαμαλώτερον, ὡς ὑπερφαίνοιτο καὶ ταύτῃ τὸ ἱερόν. ἡ
δὲ τῶν τυροποιῶν προσαγορευομένη φάραγξ, ἣν ἔφαμεν τόν τε τῆς
ἄνω πόλεως καὶ τὸν κάτω λόφον διαστέλλειν, καθήκει μέχρι Σι-
λωᾶς· οὕτω γὰρ τὴν πηγὴν γλυκεῖάν τε καὶ πολλὴν οὖσαν ἐκαλοῦμεν.
ἔξωθεν δ' οἱ τῆς πόλεως δύο λόφοι βαθείαις φάραγξιν περιείχοντο,
καὶ διὰ τοὺς ἑκατέρωθεν κρημνοὺς προσιτὸν οὐδαμόθεν ἦν.
 Τῶν δὲ τριῶν τειχῶν τὸ μὲν ἀρχαῖον διά τε τὰς φάραγγας
καὶ τὸν ὑπὲρ τούτων λόφον, ἐφ' οὗ κατεσκεύαστο, δυσάλωτον ἦν·
πρὸς δὲ τῷ πλεονεκτήματι τοῦ τόπου καὶ καρτερῶς ἐδεδόμητο,
Δαυίδου τε καὶ Σολομῶνος, ἔτι δὲ τῶν μεταξὺ τούτων βασιλέων
φιλοτιμηθέντων περὶ τὸ ἔργον. ἀρχόμενον δὲ κατὰ βορρᾶν ἀπὸ
τοῦ Ἱππικοῦ καλουμένου πύργου καὶ διατεῖνον ἐπὶ τὸν ξυστόν,
ἔπειτα τῇ βουλῇ συνάπτον ἐπὶ τὴν ἑσπέριον τοῦ ἱεροῦ στοὰν ἀπηρ-
τίζετο. κατὰ θάτερα δὲ πρὸς δύσιν, ἀπὸ ταὐτοῦ μὲν ἀρχόμενον,
523

διὰ δὲ τοῦ Βησοῦ καλουμένου χώρου κατατεῖνον ἐπὶ τὴν Ἐσσηνῶν


πύλην, κἄπειτα πρὸς νότον ὑπὲρ τὴν Σιλωὰν ἐπιστρέφον πηγήν,
ἔνθεν τε πάλιν ἐκκλίνον πρὸς ἀνατολὴν ἐπὶ τὴν Σολομῶνος κολυμ-
βήθραν καὶ διῆκον μέχρι χώρου τινός, ὃν καλοῦσιν Ὀφλάς, τῇ πρὸς  
ἀνατολὴν στοᾷ τοῦ ἱεροῦ συνῆπτε. τὸ δὲ δεύτερον τὴν μὲν ἀρχὴν
ἀπὸ πύλης εἶχεν, ἣν Γενὰθ ἐκάλουν τοῦ πρώτου τείχους οὖσαν,

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 5, sec. 145, line 4

 Τῶν δὲ τριῶν τειχῶν τὸ μὲν ἀρχαῖον διά τε τὰς φάραγγας


καὶ τὸν ὑπὲρ τούτων λόφον, ἐφ' οὗ κατεσκεύαστο, δυσάλωτον ἦν·
πρὸς δὲ τῷ πλεονεκτήματι τοῦ τόπου καὶ καρτερῶς ἐδεδόμητο,
Δαυίδου τε καὶ Σολομῶνος, ἔτι δὲ τῶν μεταξὺ τούτων βασιλέων
φιλοτιμηθέντων περὶ τὸ ἔργον. ἀρχόμενον δὲ κατὰ βορρᾶν ἀπὸ
τοῦ Ἱππικοῦ καλουμένου πύργου καὶ διατεῖνον ἐπὶ τὸν ξυστόν,
ἔπειτα τῇ βουλῇ συνάπτον ἐπὶ τὴν ἑσπέριον τοῦ ἱεροῦ στοὰν ἀπηρ-
τίζετο. κατὰ θάτερα δὲ πρὸς δύσιν, ἀπὸ ταὐτοῦ μὲν ἀρχόμενον,
διὰ δὲ τοῦ Βησοῦ καλουμένου χώρου κατατεῖνον ἐπὶ τὴν Ἐσσηνῶν
πύλην, κἄπειτα πρὸς νότον ὑπὲρ τὴν Σιλωὰν ἐπιστρέφον πηγήν,
ἔνθεν τε πάλιν ἐκκλίνον πρὸς ἀνατολὴν ἐπὶ τὴν Σολομῶνος κολυμ-
βήθραν καὶ διῆκον μέχρι χώρου τινός, ὃν καλοῦσιν Ὀφλάς, τῇ πρὸς  
ἀνατολὴν στοᾷ τοῦ ἱεροῦ συνῆπτε. τὸ δὲ δεύτερον τὴν μὲν ἀρχὴν
ἀπὸ πύλης εἶχεν, ἣν Γενὰθ ἐκάλουν τοῦ πρώτου τείχους οὖσαν,
κυκλούμενον δὲ τὸ προσάρκτιον κλίμα μόνον ἀνῄει μέχρι τῆς Ἀν-
τωνίας. τῷ τρίτῳ δ' ἀρχὴ ἦν ὁ Ἱππικὸς πύργος, ὅθεν μέχρι τοῦ
βορείου κλίματος κατατεῖνον ἐπὶ τὸν Ψήφινον πύργον, ἔπειτα καθ-
ῆκον ἀντικρὺ τῶν Ἑλένης μνημείων, Ἀδιαβηνὴ βασιλὶς ἦν αὕτη
Ἰζάτου βασιλέως θυγάτηρ, καὶ διὰ σπηλαίων βασιλικῶν μηκυνό-
μενον ἐκάμπτετο μὲν γωνιαίῳ πύργῳ κατὰ τὸ τοῦ Γναφέως προσα-
γορευόμενον μνῆμα, τῷ δ' ἀρχαίῳ περιβόλῳ συνάπτον

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 5, sec. 185, line 1

καὶ πολλοὶ περὶ τὰ νάματα πύργοι πελειάδων ἡμέρων. ἀλλὰ γὰρ


οὔθ' ἑρμηνεῦσαι δυνατὸν ἀξίως τὰ βασίλεια, καὶ φέρει βάσανον
ἡ μνήμη τὰς τοῦ λῃστρικοῦ πυρὸς δαπάνας ἀναφέρουσα· οὐ γὰρ
ταῦτα Ῥωμαῖοι κατέφλεξαν, ἀλλ' ὑπὸ τῶν ἔνδον ἐπιβούλων, ὡς
προειρήκαμεν, ἐν ἀρχῇ τῆς ἀποστάσεως ἀπὸ μὲν τῆς Ἀντωνίας  
ἤρξατο τὸ πῦρ, μετέβη δ' ἐπὶ τὰ βασίλεια καὶ τῶν τριῶν πύργων
τὰς στέγας ἐπενεμήθη.
 Τὸ δ' ἱερὸν ἵδρυτο μέν, ὥσπερ ἔφην, ἐπὶ λόφου καρ-
τεροῦ, κατ' ἀρχὰς δὲ μόλις ἐξήρκει τὸ ἀνωτάτω χθαμαλὸν αὐτοῦ
τῷ τε ναῷ καὶ τῷ βωμῷ· τὰ γὰρ πέριξ ἀπόκρημνος ἦν καὶ κατ-
άντης. τοῦ δὲ βασιλέως Σολομῶνος, ὃς δὴ καὶ τὸν ναὸν ἔκτισεν,
τὸ κατ' ἀνατολὰς μέρος ἐκτειχίσαντος, ἐπετέθη μία στοὰ τῷ χώ-
ματι· καὶ κατά γε τὰ λοιπὰ μέρη γυμνὸς ὁ ναὸς ἦν. τοῖς δ' ἑξῆς
αἰῶσιν ἀεί τι τοῦ λαοῦ προσχωννύντος ἀνισούμενος ὁ λόφος ηὐρύ-
νετο. διακόψαντες δὲ καὶ τὸ προσάρκτιον τεῖχος τοσοῦτον προς-
524

ελάμβανον ὅσον ὕστερον ἐπεῖχεν ὁ τοῦ παντὸς ἱεροῦ περίβολος.


τειχίσαντες δ' ἐκ ῥίζης τριχῆ κυκλόθεν τὸν λόφον καὶ μεῖζον ἐλ-
πίδος ἐκπονήσαντες ἔργον, εἰς ὃ μακροὶ μὲν ἐξαναλώθησαν αἰῶνες
αὐτοῖς καὶ οἱ ἱεροὶ δὲ θησαυροὶ πάντες, οὓς ἀνεπίμπλασαν οἱ παρὰ
τῆς οἰκουμένης δασμοὶ πεμπόμενοι τῷ θεῷ, τούς τε ἄνω περι-
βόλους καὶ τὸ κάτω ἱερὸν ἀμφεδείμαντο. τούτου τὸ ταπεινότατον

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii Book 6, sec. 269, line 2

σαρος ἀνεχώρουν, καὶ τοὺς ἔξωθεν οὐδεὶς ὑφάπτειν ἐκώλυεν. ὁ μὲν


οὖν ναὸς οὕτως ἄκοντος Καίσαρος ἐμπίπραται.
 Πολλὰ δ' ἄν τις ἐπολοφυράμενος ἔργῳ πάντων ὧν ὄψει
καὶ ἀκοῇ παρειλήφαμεν θαυμασιωτάτῳ κατασκευῆς τε ἕνεκα καὶ
μεγέθους ἔτι τε τῆς καθ' ἕκαστον πολυτελείας καὶ τῆς περὶ τὰ
ἅγια δόξης, μεγίστην λάβοι παραμυθίαν τὴν εἱμαρμένην ἄφυκτον
οὖσαν ὥσπερ ἐμψύχοις οὕτω καὶ ἔργοις καὶ τόποις. θαυμάσαι δ'
ἄν τις ἐν αὐτῇ τῆς περιόδου τὴν ἀκρίβειαν· καὶ μῆνα γοῦν, ὡς
ἔφην, καὶ ἡμέραν ἐτήρησεν τὴν αὐτήν, ἐν ᾗ πρότερον ὑπὸ Βαβυ-
λωνίων ὁ ναὸς ἐνεπρήσθη. καὶ ἀπὸ μὲν τῆς πρώτης αὐτοῦ κτίσεως,
ἣν κατεβάλετο Σολομὼν ὁ βασιλεύς; μέχρι τῆς νῦν ἀναιρέσεως, ἣ
γέγονεν ἔτει δευτέρῳ τῆς Οὐεσπασιανοῦ ἡγεμονίας, ἔτη συνάγεται
χίλια ἑκατὸν τριάκοντα, πρὸς δὲ μῆνες ἑπτὰ καὶ πεντεκαίδεκα ἡμέ-
ραι· ἀπὸ δὲ τῆς ὕστερον, ἣν ἔτει δευτέρῳ Κύρου βασιλεύοντος
ἐποιήσατο Ἀγγαῖος, ἔτη μέχρι τῆς ὑπὸ Οὐεσπασιανοῦ ἁλώσεως
τριακονταεννέα πρὸς ἑξακοσίοις καὶ ἡμέραι τεσσαρακονταπέντε.
 Καιομένου δὲ τοῦ ναοῦ τῶν μὲν προσπιπτόντων ἦν ἁρ-
παγή, φόνος δὲ τῶν καταλαμβανομένων μυρίος καὶ οὔτε ἡλικίας ἦν
ἔλεος οὔτ' ἐντροπὴ σεμνότητος, ἀλλὰ καὶ παιδία καὶ γέροντες καὶ
βέβηλοι καὶ ἱερεῖς ὁμοίως ἀνῃροῦντο, καὶ πᾶν γένος ἐπεξῄει περι-
σχὼν ὁ πόλεμος, ὁμοῦ τούς τε ἱκετεύοντας καὶ τοὺς ἀμυνομένους.  

Εβδομήκοντα. , Regnorum ii (Samuelis ii in textu Masoretico) Ch. 8, sec. 7, line 5

         καὶ παραγίνεται Συρία Δαμασκοῦ βοηθῆσαι τῷ Αδρααζαρ


βασιλεῖ Σουβα, καὶ ἐπάταξεν Δαυιδ ἐν τῷ Σύρῳ εἴκοσι δύο χιλι-
άδας ἀνδρῶν.
         καὶ ἔθετο Δαυιδ φρουρὰν ἐν Συρίᾳ τῇ κατὰ Δαμα-
σκόν, καὶ ἐγένετο ὁ Σύρος τῷ Δαυιδ εἰς δούλους φέροντας ξένια.
καὶ ἔσωσεν κύριος τὸν Δαυιδ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύετο.  –  
         καὶ
ἔλαβεν Δαυιδ τοὺς χλιδῶνας τοὺς χρυσοῦς, οἳ ἦσαν ἐπὶ τῶν παί-
δων τῶν Αδρααζαρ βασιλέως Σουβα, καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ εἰς Ιερου-
σαλημ· καὶ ἔλαβεν αὐτὰ Σουσακιμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐν τῷ ἀνα-
βῆναι αὐτὸν εἰς Ιερουσαλημ ἐν ἡμέραις Ροβοαμ υἱοῦ Σολομῶντος.
καὶ ἐκ τῆς Μασβακ ἐκ τῶν ἐκλεκτῶν πόλεων τοῦ Αδρααζαρ ἔλα-
βεν ὁ βασιλεὺς Δαυιδ χαλκὸν πολὺν σφόδρα· ἐν αὐτῷ ἐποίησεν
Σαλωμων τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν καὶ τοὺς στύλους καὶ τοὺς
λουτῆρας καὶ πάντα τὰ σκεύη.  –  
525

Εβδομήκοντα. , Psalmi Salomonis Psalm t, sec. 1, line 1

καὶ ἐπιδεξάσθω ἡ ψυχὴ ὑμῶν παιδείαν.


ἐγγύς ἐστιν εὑρεῖν αὐτήν.
ἴδετε ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν ὅτι ὀλίγον ἐκοπίασα
καὶ εὗρον ἐμαυτῷ πολλὴν ἀνάπαυσιν.
μετάσχετε παιδείας ἐν πολλῷ ἀριθμῷ ἀργυρίου  
καὶ πολὺν χρυσὸν κτήσασθε ἐν αὐτῇ.
εὐφρανθείη ἡ ψυχὴ ὑμῶν ἐν τῷ ἐλέει αὐτοῦ,
καὶ μὴ αἰσχυνθείητε ἐν αἰνέσει αὐτοῦ.
ἐργάζεσθε τὸ ἔργον ὑμῶν πρὸ καιροῦ,
καὶ δώσει τὸν μισθὸν ὑμῶν ἐν καιρῷ αὐτοῦ.  
  

ΨΑΛΜΟΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

Ἐβόησα πρὸς κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με εἰς τέλος,


πρὸς τὸν θεὸν ἐν τῷ ἐπιθέσθαι ἁμαρτωλούς·
ἐξάπινα ἠκούσθη κραυγὴ πολέμου ἐνώπιόν μου·
εἶπα Ἐπακούσεταί μου, ὅτι ἐπλήσθην δικαιοσύνης.
ἐλογισάμην ἐν καρδίᾳ μου ὅτι ἐπλήσθην δικαιοσύνης
ἐν τῷ εὐθηνῆσαί με καὶ πολλὴν γενέσθαι ἐν τέκνοις.
ὁ πλοῦτος αὐτῶν διεδόθη εἰς πᾶσαν τὴν γῆν
καὶ ἡ δόξα αὐτῶν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.
ὑψώθησαν ἕως τῶν ἄστρων,

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 9, subCh. 78, sec. 4, line 2

γωγίας διὰ τὸ ἔκλυτον τῆς τῶν πολλῶν πίστεως. Λέγει μὲν


γὰρ διὰ Ἡσαΐου «ἐγκατελίπετε τὸν κύριον καὶ παρωργίσατε
τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.» Λέγει δὲ καὶ διὰ Ἱερεμίου· «ἐξέστη ὁ
οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ἔφριξεν ἐπὶ πλείω ἡ γῆ· ὅτι δύο καὶ
πονηρὰ ἐποίησεν ὁ λαὸς οὗτος· ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος
ζῶντος, καὶ ὤρυξαν λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσον-
ται συσχεῖν ὕδωρ.» Καὶ πάλιν διὰ τοῦ αὐτοῦ· «ἁμαρτίαν
ἥμαρτεν Ἱερουσαλήμ· διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο· πάντες
οἱ δοξάζοντες αὐτὴν ἠτίμασαν αὐτήν, ὅτι εἶδον ἀσχημοσύνην
αὐτῆς.» Τὸ δὲ αὐστηρὸν τοῦ ἐλέγχου καὶ ἐπιπληκτικὸν διὰ
Σολομῶντος παραμυθούμενος λέγει αἰνιττόμενος κατὰ τὸ
παρασιωπώμενον τὸ φιλότεκνον τῆς παιδαγωγίας· «υἱέ μου,
μὴ ὀλιγώρει παιδείας κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ' αὐτοῦ ἐλεγχό-
μενος· ὃν γὰρ ἀγαπᾷ κύριος, παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα
υἱόν, ὃν παραδέχεται», ὅτι «ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἐκκλίνει
ἐλεγμόν.» Ἀκολούθως τοίνυν «ἐλεγχέτω με δίκαιος» ἡ γραφὴ
λέγει «καὶ παιδευσάτω με, ἔλαιον δὲ ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω
τὴν κεφαλήν μου».
526

 Φρένωσις δέ ἐστι ψόγος φρενῶν ἐμποιητικός. Οὐδὲ τούτου  


ἀπέσχηται τοῦ τρόπου τῆς παιδαγωγίας, ἀλλὰ διὰ Ἱερεμίου
φησίν· «ἕως τίνος κεκράξομαι καὶ οὐκ εἰσακούσονται; ἰδοὺ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 9, subCh. 82, sec. 1, line 2

ἐστὶ πηγή, ἀγαθοῦ δέ γε τὸ σῴζειν· «ἔλεος δὲ κυρίου ἐπὶ


πᾶσαν σάρκα· ἐλέγχων καὶ παιδεύων καὶ διδάσκων ὡς ποιμὴν  
τὸ ποίμνιον αὐτοῦ. Τοὺς ἐκδεχομένους παιδείαν ἐλεᾷ καὶ τοὺς
κατασπουδάζοντας εἰς κόλλησιν αὐτῷ»· καὶ ταύτῃ τῇ ἀγωγῇ
»ἑξακοσίας χιλιάδας πεζῶν, τοὺς ἐπισυναχθέντας ἐν ᾗ ἔσχον
σκληροκαρδίᾳ, μαστιγῶν, ἐλεῶν, τύπτων, ἰώμενος, ἐν οἰκτιρμῷ
καὶ παιδείᾳ διεφύλαξεν». «Κατὰ γὰρ τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ,
οὕτως καὶ ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ.» Καλὸν μὲν γὰρ τὸ μὴ ἁμαρτεῖν,
ἀγαθὸν δὲ καὶ τὸ ἁμαρτόντα μετανοεῖν, ὥσπερ ἄριστον τὸ
ὑγιαίνειν ἀεί, καλὸν δὲ καὶ τὸ ἀνασφῆλαι τῆς νόσου. Ταύτῃ
τοι καὶ διὰ Σολομῶντος παραγγέλλεται· «σὺ μὲν ῥάβδῳ πάτα-
ξον τὸν υἱόν, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ῥῦσαι.» Καὶ
πάλιν· «μὴ ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύων, εὔθυναι δὲ αὐτὸν ῥάβδῳ,
οὐ γὰρ θανεῖται.» Ἔλεγχος γὰρ καὶ ἐπίπληξις, ὥσπερ οὖν καὶ
τοὔνομα αἰνίττεται, αὗται πληγαὶ ψυχῆς εἰσι, σωφρονίζουσαι
τὰς ἁμαρτίας καὶ θάνατον ἀπείργουσαι, εἰς δὲ τὴν σωφροσύ-
νην ἄγουσαι τοὺς εἰς ἀκολασίαν ὑποφερομένους. Ταύτῃ τοι
καὶ Πλάτων τὴν μεγίστην τῆς ἐπανορθώσεως δύναμιν καὶ τὴν
κυριωτάτην κάθαρσιν τὸν ἔλεγχον εἰδὼς ἀκολούθως τῷ λόγῳ
τὸν τὰ μέγιστα ἀκάθαρτον ὄντα ἀπαίδευτόν τε καὶ αἰσχρὸν
γεγονέναι διὰ τὸ ἀνέλεγκτον εἶναι βούλεται, ᾗ καθαρώτατον

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 10, subCh. 90, sec. 1, line 2

διάνοια ἡ συμβουλευτικὴ προτρεπτικὴ γίνεται καὶ πῶς ἔχουσα


ἀποτρεπτική. Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ ἐγκωμιαστικὸν πῶς μὲν
ἔχον ψεκτικὸν γίνεται, πῶς δὲ ἔχον ἐπαινετικόν· περὶ ἃ κατα-
γίνεται μάλιστα ὁ παιδαγωγὸς ὁ δίκαιος ὁ τοῦ ἡμετέρου
συμφέροντος ἐστοχασμένος. Ἀλλὰ γὰρ τὸ μὲν ψεκτικὸν καὶ
ἀποτρεπτικὸν εἶδος ὑποδέδεικται ἡμῖν ἤδη πρότερον, νῦν δὲ
αὖ τὸ προτρεπτικὸν καὶ ἐπαινετικὸν μεταχειριστέον καὶ καθά-
περ ἐπὶ ζυγοῦ τὰς ἰσοστασίους ἀντισηκώσωμεν τοῦ δικαίου
πλάστιγγας.
 Τῇ μὲν οὖν ἐπὶ τὰ συμφέροντα προτροπῇ ὁ παιδαγωγὸς διὰ
Σολομῶντος ὧδέ πως χρῆται· «ἐγὼ ὑμᾶς, ἄνθρωποι, παρα-
καλῶ καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων· ἐπακούσατέ
μου, σεμνὰ γὰρ ἐρῶ» καὶ τὰ ἑξῆς. Συμβουλεύει δὲ τὰ  
σωτήρια, ὅτι ἡ συμβουλὴ πρὸς αἵρεσίν ἐστι καὶ φυγὴν ἐπι-
τήδειος, καθάπερ ποιεῖ διὰ τοῦ Δαβὶδ λέγων «μακάριος ἀνὴρ
ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ
ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδραν λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν· ἀλλ' ἢ ἐν τῷ
νόμῳ κυρίου τὸ θέλημα αὐτοῦ». Τῆς δὲ συμβουλίας μέρη τρία,
527

τὸ μὲν ἐκ τῶν παρεληλυθότων χρόνων λαμβάνον τὰ παρα-


δείγματα, οἷον τί ἔπαθον οἱ Ἑβραῖοι τῷ χρυσῷ εἰδωλολατρή-
σαντες ἐν μόσχῳ, καὶ τί ἔπαθον ἐκπορνεύσαντες

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 10, subCh. 91, sec. 3, line 2

των εἶναι συμφανὲς διὰ πάσης θεραπείας χωροῦντα τὸν


κύριον εἰς σωτηρίαν ἐκκαλεῖσθαι τὴν ἀνθρωπότητα. Τῇ δὲ
παραμυθίᾳ παρηγορεῖ τὰ ἁμαρτήματα, μειῶν μὲν τὴν ἐπιθυ-
μίαν, ἅμα δὲ καὶ ἐλπίδα ἐνδιδοὺς εἰς σωτηρίαν. Φησὶ γὰρ δι'
Ἰεζεκιήλ· «ἐὰν ἐπιστραφῆτε ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ εἴπητε
πάτερ, ἀκούσομαι ὑμῶν ὥσπερ λαοῦ ἁγίου.» Καὶ πάλιν λέγει·  
»δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ
ἀναπαύσω ὑμᾶς» καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις, ἃ αὐτοπροσωπεῖ ὁ
κύριος. Σαφέστατα δὲ ἐπὶ τὴν ἀγαθωσύνην καλεῖ διὰ Σολο-
μῶντος λέγων· «μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρεν σοφίαν, καὶ
θνητός, ὃς εὗρεν φρόνησιν.» Τὸ γὰρ ἀγαθὸν τῷ ζητοῦντι
εὑρίσκεται καὶ ὁρᾶσθαι τῷ εὑρόντι φιλεῖ. Ναὶ μὴν καὶ δι'
Ἱερεμίου τὴν φρόνησιν ἐξηγεῖται, «μακάριοί ἐσμεν, Ἰσραήλ»,
λέγων, «ὅτι τὰ ἀρεστὰ τῷ θεῷ γνωστὰ ἡμῖν ἐστι», γνωστὰ δὲ
διὰ τοῦ λόγου, δι' ὃν μακάριοι καὶ φρόνιμοι. Φρόνησις γὰρ ἡ
γνῶσις διὰ τοῦ αὐτοῦ προφήτου μηνύεται λέγοντος «ἄκουε,
Ἰσραήλ, ἐντολὰς ζωῆς, ἐνωτίσασθε γνῶναι φρόνησιν». Διὰ δὲ
Μωσέως ἔτι καὶ προσυπισχνεῖται δωρεὰν διὰ τὴν ὑπάρχουσαν
φιλανθρωπίαν τοῖς σπεύδουσιν εἰς σωτηρίαν. Φησὶ γάρ· «καὶ
εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν ὤμοσεν κύριος τοῖς

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 1, Ch. 10, subCh. 94, sec. 3, line 2

αὔξονται τῷ ἐπαίνῳ·
       ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα
       δένδρον ὣς ἀέξεται.
Καί μοι δοκεῖ συνεὶς τοῦτο ὁ Σάμιος παραγγέλλειν Πυθαγόρας·
  δειλὰ μὲν ἐκπρήξας ἐπιπλήσσεο, χρηστὰ δὲ τέρπου.
Τὸ δὲ ἐπιπλήσσειν καὶ νουθετεῖν καλεῖται, τὸ δὲ ἐτυμολογεῖ-
ται ἡ νουθέτησις νοῦ ἐνθεματισμός, ὡς εἶναι τὸ ἐπιπληκτικὸν
εἶδος νοῦ περιποιητικόν. Ἀλλὰ γὰρ μυρίαι ὅσαι προσεξεύ-
ρηνται παραγγελίαι εἰς κτῆσιν ἀγαθῶν καὶ φυγὴν κακῶν·
»τοῖς γὰρ ἀσεβέσιν οὐκ ἔστιν εἰρήνη, λέγει κύριος.» Διὰ
τοῦτο φυλάττεσθαι τοῖς νηπίοις διὰ Σολομῶντος παραγγέλλει·
»υἱέ, μὴ πλανήσωσί σε ἁμαρτωλοί, μηδὲ πορευθῇς μετ' αὐτῶν
ὁδούς, μηδὲ πορευθῇς, ἐὰν παρακαλέσωσίν σε λέγοντες· ἐλθὲ
μεθ' ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος ἀθῴου, κρύψωμεν δὲ εἰς γῆν
ἄνδρα δίκαιον ἀδίκως, ἀφανίσωμεν αὐτὸν ὥσπερ Ἅιδης
ζῶντα.» Τοῦτο μὲν οὖν καὶ περὶ τοῦ κυριακοῦ προφητεύεται
πάθους· ὑποτίθεται δὲ καὶ δι' Ἰεζεκιὴλ ἡ ζωὴ τὰς ἐντολάς·  
»ἡ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα ἀποθανεῖται. Ὁ δὲ ἄνθρωπος ὃς
528

ἔσται δίκαιος, ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην, οὐκ ἐπὶ τῶν ὀρέων


φάγεται, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ οὐκ ἔθετο ἐπὶ τὰ ἐνθυ-
μήματα οἴκου Ἰσραήλ, καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ οὐ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 2, Ch. 10bis, subCh. 102, sec. 5, line 4

τὰ ἐκτός, διὰ μὲν τὸ σῶμα τὰ ἐκτὸς πορίζεσθαι συμβουλεύει, διοικεῖν


δὲ τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ, παιδαγωγεῖ δὲ τὴν ψυχήν, «μὴ μεριμνᾶτε»
λέγων «τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύ-
σησθε· ἡ γὰρ ψυχὴ πλείων ἐστὶ τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ
ἐνδύματος.» Καὶ τῆς διδασκαλίας ἐναργὲς ὑπόδειγμα ἐπιφέρει.
»Κατανοήσατε τοὺς κόρακας, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν,
οἷς οὐκ ἔστι ταμιεῖον καὶ ἀποθήκη, καὶ ὁ θεὸς τρέφει αὐτούς. Οὐχ
ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πτηνῶν;» Καὶ ταῦτα μὲν περὶ τροφῆς· ὁμοίως
δὲ καὶ περὶ ἐσθῆτος παρεγγυᾷ, ἣ τῶν τρίτων μετείληφε, τῶν ἐκτός,
»κατανοήσατε» λέγων «τὰ κρίνα πῶς οὔτε νήθει οὔτε ὑφαίνει,
λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὐδὲ Σολομὼν περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.» Σφόδρα
δὲ ἐπὶ πλούτῳ ἐκόμα ὁ Σολομὼν ὁ βασιλεύς.
      
 Τί οὖν ὡραιότερον καὶ εὐανθέστερον ἀνθέων; Τί δὲ ἐπιτερπές-
τερον κρίνων [ἢ μύρων] ἢ ῥόδων; «Εἰ δὲ τὸν χόρτον σήμερον ἐν  
ἀγρῷ ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως
ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι. Καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε
τί φάγητε ἢ τί πίητε.» Ἐνταῦθα τὸ «τί» μόριον τὴν ποικιλίαν
τῆς τροφῆς ἐκβέβληκε, σημαίνεται γὰρ ἐκ τῆς γραφῆς τοῦτο· μὴ
μεριμνᾶτε ποῖα φάγητε ἢ ποῖα πίητε· πλεονεξία γὰρ καὶ τρυφὴ
μεριμνᾶν ταῦτα· τὸ δὲ φαγεῖν μόνον ψιλῶς νοούμενον ἀνάγκης

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 2, Ch. 10bis, subCh. 102, sec. 5, line 5

δὲ τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ, παιδαγωγεῖ δὲ τὴν ψυχήν, «μὴ μεριμνᾶτε»


λέγων «τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύ-
σησθε· ἡ γὰρ ψυχὴ πλείων ἐστὶ τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ
ἐνδύματος.» Καὶ τῆς διδασκαλίας ἐναργὲς ὑπόδειγμα ἐπιφέρει.
»Κατανοήσατε τοὺς κόρακας, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν,
οἷς οὐκ ἔστι ταμιεῖον καὶ ἀποθήκη, καὶ ὁ θεὸς τρέφει αὐτούς. Οὐχ
ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πτηνῶν;» Καὶ ταῦτα μὲν περὶ τροφῆς· ὁμοίως
δὲ καὶ περὶ ἐσθῆτος παρεγγυᾷ, ἣ τῶν τρίτων μετείληφε, τῶν ἐκτός,
»κατανοήσατε» λέγων «τὰ κρίνα πῶς οὔτε νήθει οὔτε ὑφαίνει,
λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὐδὲ Σολομὼν περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.» Σφόδρα
δὲ ἐπὶ πλούτῳ ἐκόμα ὁ Σολομὼν ὁ βασιλεύς.
      
 Τί οὖν ὡραιότερον καὶ εὐανθέστερον ἀνθέων; Τί δὲ ἐπιτερπές-
τερον κρίνων [ἢ μύρων] ἢ ῥόδων; «Εἰ δὲ τὸν χόρτον σήμερον ἐν  
ἀγρῷ ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως
ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι. Καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε
τί φάγητε ἢ τί πίητε.» Ἐνταῦθα τὸ «τί» μόριον τὴν ποικιλίαν
τῆς τροφῆς ἐκβέβληκε, σημαίνεται γὰρ ἐκ τῆς γραφῆς τοῦτο· μὴ
529

μεριμνᾶτε ποῖα φάγητε ἢ ποῖα πίητε· πλεονεξία γὰρ καὶ τρυφὴ


μεριμνᾶν ταῦτα· τὸ δὲ φαγεῖν μόνον ψιλῶς νοούμενον ἀνάγκης
ἐστὶ τεκμήριον, τὸ πλήρωμα, ὡς ἔφαμεν, τῆς ἐνδείας·

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 2, Ch. 12, subCh. 129, sec. 2, line 3

λούντων βίον.
      
 Ἔστω οὖν ἐπὶ μὲν καρποῖς τῶν χειρῶν ὑμῶν κόσμος ἅγιος, εὐμε-
τάδοτος κοινωνία καὶ ἔργα οἰκουρίας. «Ὁ γὰρ διδοὺς πτωχῷ
δανείζει θεῷ», καὶ «χεῖρες ἀνδρείων πλουτίζουσιν.» Ἀνδρείους τοὺς
καταφρονοῦντας χρημάτων καὶ περὶ τὰς μεταδόσεις εὐκόλους εἴρηκεν.
Ἐπὶ δὲ τῶν ποδῶν ἡ ἄοκνος πρὸς εὐποιίαν ἑτοιμότης ἐπιφαινέσθω
καὶ ἡ πρὸς δικαιοσύνην ὁδοιπορία. Καθετῆρες δὲ καὶ περιδέραια
αἰδὼς καὶ σωφροσύνη εἰσίν. Τοιούτους ὅρμους χρυσοχοεῖ ὁ θεός.
»Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρεν σοφίαν, καὶ θνητός, ὃς εἶδεν φρόνησιν»,
διὰ Σολομῶντος τὸ πνεῦμα λέγει, «κρεῖσσον γὰρ αὐτὴν ἐμπορευ-
θῆναι ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς, τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων
πολυτελῶν.» Αὕτη γὰρ ἡ ἀληθινὴ εὐκοσμία. Τὰ δὲ ὦτα αὐταῖς
παρὰ φύσιν μὴ τιτράσθω εἰς ἀπάρτησιν ἐλλοβίων καὶ πλάστρων·
οὔτε γὰρ θέμις βιάζεσθαι τὴν φύσιν, παρ' ὃ βεβούληται, οὔτε μὴν  
ἄλλος ἀμείνων ἂν εἴη τῶν ὤτων κόσμος εἰς τοὺς κατὰ φύσιν τῆς
ἀκοῆς καταβαίνων πόρους κατηχήσεως ἀληθοῦς. Ὀφθαλμοὶ δὲ
ὑπαληλιμμένοι λόγῳ καὶ ὦτα εἰς αἴσθησιν διατετρημένα θείων
ἀκουστὴν καὶ ἁγίων ἐπόπτην παρασκευάζουσιν δεικνύντος ὡς
ἀληθῶς τοῦ λόγου τὸ κάλλος τὸ ἀληθινόν, «ὃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν
οὐδὲ οὖς ἤκουσε» πρότερον.  

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 3, Ch. 11, subCh. 67, sec. 3, line 6

τοῖς οἰκουρικοῖς [τοῖς ἰδίοις] ἔργοις κοσμουμένας φαίνεσθαι


τὰς κατὰ θεὸν πολιτευομένας. Κάλλιστον γὰρ ἔργον γυνὴ
οἰκουρὸς αὑτήν τε καὶ τὸν ἄνδρα τοῖς ἰδίοις περιβάλλουσα
κοσμήμασι, δι' ὧν ἀγάλλονται πάντες, οἱ μὲν παῖδες ἐπὶ
τῇ μητρί, ὁ δὲ ἀνὴρ ἐπὶ τῇ γυναικί, αὕτη δὲ ἐπὶ τούτοις,
πάντες δὲ ἐπὶ τῷ θεῷ. Συλλήβδην γοῦν
     ταμιεῖον ἀρετῆς ἐστιν ἀνδρεία γυνή,
ἥτις «σῖτα ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγεν, θεσμοὶ δὲ ἐλεημοσύνης
ἐπὶ τῇ γλώσσῃ αὐτῆς», ἥτις «τὸ στόμα αὐτῆς διήνοιξεν  
σοφῶς καὶ ἐννόμως, ἧς τὰ τέκνα ἐμακάρισαν ἀνιστάμενα»,
ὡς διὰ Σολομῶντος λέγει ὁ ἅγιος λόγος, «ὁ δὲ ἀνὴρ
αὐτῆς ἐνεκωμίασεν. Γυνὴ γὰρ εὐσεβὴς εὐλογεῖται, φόβον
δὲ κυρίου αὐτὴ αἰνείτω.» Καὶ πάλιν· «Γυνὴ ἀνδρεία
στέφανος τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς.»
 Ἐπανορθωτέον δὲ ὅτι μάλιστα καὶ τὰ σχήματα καὶ τὰ
βλέμματα καὶ τὰ βαδίσματα καὶ τὰς φωνάς. Οὐ γὰρ ὥς
τινες τὴν ὑπόκρισιν ζηλοῦσαι τῆς κωμῳδίας καὶ τὰς
530

κατεαγυίας τῶν ὀρχηστῶν κινήσεις παραφυλάττουσαι


παρὰ τὰς ὁμιλίας σκηνοβατοῦσιν, αὐτοῖς τοῖς κινήμασιν
τοῖς ἁβροῖς καὶ τοῖς ὑγροῖς βαδίσμασιν καὶ φωναῖς ταῖς
πεπλασμέναις, κλαδαρὸν περιβλέπουσαι,

Κλήμης Αλεξανδρινός. Παιδαγωγός. Book 3, Ch. 11, subCh. 71, sec. 4, line 2

ὁ μὲν ἀπόστολος βοᾷ, ἡμεῖς δὲ ἀναζωπυροῦμεν τὰ πάθη


καὶ οὐκ αἰσχυνόμεθα. Αἳ μὲν αὐτῶν «μαστίχην ἐντρα-
γοῦσαι», περιιοῦσαι, σεσήρασι τοῖς παριοῦσιν, αἳ δὲ τὰς
κεφαλάς, ὡς μὴ δακτύλους ἔχουσαι, ταῖς ὑπ' αὐτῶν
φερομέναις περόναις σκαλεύουσαι θρύπτονται, καὶ ταύτας
ἢ χελώνης ἢ ἐλέφαντος ἤ τινος ἄλλου ζῴου νεκροῦ πεποιη-
μένας πολυπραγμονοῦσιν· ἄλλαι δὲ καθάπερ ἐξανθήματά
τινα ἔχουσαι πρὸς εὐπρέπειαν τῶν ὁρώντων εὐανθέσι
περιχρίστοις κοσμούμεναι σπιλοῦσι τὰ πρόσωπα τὰ
αὑτῶν. «Ἄφρονα» τὴν τοιαύτην καὶ «θρασεῖαν γυ-
ναῖκα» διὰ Σολομῶντος λέγει, «ἣ οὐκ ἐπίσταται αἰσχύνην·
ἐκάθισεν ἐπὶ θύραις τοῦ ἑαυτῆς οἴκου ἐπὶ δίφρου, ἐμφανῶς
προσκαλουμένη τοὺς παριόντας ὁδόν, τοὺς εὐθύνοντας τὰς
ἑαυτῶν τροχιάς», διὰ τοῦ σχήματος αὐτῆς καὶ τοῦ βίου
παντὸς δηλονότι λέγουσα· «Τίς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος;
ἐκκλινάτω πρός με. Ἐνδεέσι δὲ φρονήσεως» παρακελεύεται
»λέγουσα· ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε καὶ ὕδατος κλο-
πῆς γλυκεροῦ», τὴν ἐπίκλοπον ταύτην Ἀφροδίτην λέγει.
 Ἐντεῦθεν ὠφελημένος ὁ Βοιώτιος Πίνδαρος «γλυκύ
τι» φησὶν «κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος».

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 1, sec. 1, subsec. 3, line 2

εἰ μὲν τὸ πρότερον, τίς ἡ τῶν γραμμάτων χρεία; εἰ δὲ τὸ ἕτερον,


ἤτοι τοῖς σπουδαίοις ἢ τοῖς μή; γελοῖον μεντἂν εἴη τὴν τῶν σπου-
δαίων ἀποδοκιμάζοντα γραφὴν τοὺς μὴ τοιούτους ἀποδέχεσθαι συν-
τάττοντας. ἀλλ' ἄρα Θεοπόμπῳ μὲν καὶ Τιμαίῳ μύθους καὶ βλασφη-
μίας συντάττουσιν, πρὸς δὲ καὶ Ἐπικούρῳ ἀθεότητος κατάρχοντι, ἔτι
δὲ Ἱππώνακτι καὶ Ἀρχιλόχῳ αἰσχρῶς οὕτως ἐπιτρεπτέον γράφειν,
τὸν δὲ τὴν ἀλήθειαν κηρύσσοντα κωλυτέον τοῖς ὕστερον ἀνθρώποις
ὠφέλειαν ἀπολιπεῖν; καλὸν δ' οἶμαι καὶ παῖδας ἀγαθοὺς τοῖς ἔπειτα
καταλείπειν. οἱ μέν γε παῖδες σωμάτων, ψυχῆς δὲ ἔγγονοι οἱ λόγοι.
αὐτίκα πατέρας τοὺς κατηχήσαντάς φαμεν, κοινωνικὸν δὲ ἡ σοφία
καὶ φιλάνθρωπον. λέγει γοῦν ὁ Σολομών· «υἱέ, ἐὰν δεξάμενος ῥῆσιν
ἐντολῆς ἐμῆς κρύψῃς παρὰ σεαυτῷ ὑπακούσεται σοφίας τὸ οὖς σου.»
σπειρόμενον τὸν λόγον κρύπτεσθαι μηνύει καθάπερ ἐν γῇ τῇ τοῦ
μανθάνοντος ψυχῇ, καὶ αὕτη πνευματικὴ φυτεία. διὸ καὶ ἐπιφέρει·
»καὶ παραβαλεῖς καρδίαν σου εἰς σύνεσιν, παραβαλεῖς δὲ αὐτὴν εἰς
νουθέτησιν τῷ υἱῷ σου.» ψυχὴ γάρ, οἶμαι, ψυχῇ καὶ πνεῦμα πνεύ-
ματι συναπτόμενα κατὰ τὴν τοῦ λόγου σπορὰν αὔξει τὸ καταβληθὲν
καὶ ζωογονεῖ· υἱὸς δὲ πᾶς ὁ παιδευόμενος καθ' ὑπακοὴν τοῦ παι-  
531

δεύοντος. «υἱέ,» φησίν, «ἐμῶν θεσμῶν μὴ ἐπιλανθάνου.» εἰ δὲ μὴ


πάντων ἡ γνῶσις, ὄνος λύρας, ᾗ φασιν οἱ παροιμιαζόμενοι, τοῖς πολ-
λοῖς τὰ συγγράμματα. ὕες γοῦν «βορβόρῳ ἥδονται» μᾶλλον ἢ καθαρῷ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 1, sec. 10, subsec. 2, line 1

τὴν ἀμοιβὴν περιιστάμενος, οὐχὶ τῇ κοσμικῇ ἐνέχεται συνηθείᾳ· δεῖ


δὲ ὡς οἷόν τε τὸν κύριον μιμεῖσθαι. οὗτος δ' ἂν εἴη ὁ τῷ θελήματι
τοῦ θεοῦ ἐξυπηρετῶν, δωρεὰν λαβών, δωρεὰν διδούς. μισθὸν ἀξιό-
λογον ἀπολαμβάνων τὴν πολιτείαν αὐτήν· «οὐκ εἰσελεύσεται δὲ εἰς
τὰ ἅγια μίσθωμα πόρνης» φησίν. ἀπείρηται γοῦν προσφέρειν τῷ  
θυσιαστηρίῳ «ἄλλαγμα κυνός»· ὅτῳ δὲ ἀπήμβλυται κακῇ τροφῇ τε
καὶ διδασκαλίᾳ «τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα» πρὸς τὸ οἰκεῖον φῶς, βαδιζέτω
ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ἐγγράφως τὰ ἄγραφα δηλοῦσαν· «οἱ διψῶντες,
πορεύεσθε ἐφ' ὕδωρ», Ἡσαΐας λέγει, καὶ «πῖνε τὸ ὕδωρ ἀπὸ σῶν
ἀγγείων», ὁ Σολομὼν παραινεῖ. ἐν γοῦν τοῖς Νόμοις ὁ ἐξ Ἑβραίων
φιλόσοφος Πλάτων κελεύει τοὺς γεωργοὺς μὴ ἐπαρδεῦσαι μηδὲ λαμ-
βάνειν ὕδωρ παρ' ἑτέρων. ἐὰν μὴ πρότερον ὀρύξαντες παρ' αὑτοῖς
ἄχρι τῆς παρθενίου καλουμένης ἄνυδρον εὕρωσι τὴν γῆν. ἀπορίᾳ
γὰρ ἐπαρκεῖν [οὐ] δίκαιον, ἀργίαν δὲ ἐφοδιάζειν οὐ καλόν· ᾗ καὶ φορτίον
συνεπιτιθέναι μὲν εὔλογον, συγκαθαιρεῖν δὲ οὐ προσήκειν ὁ Πυθαγό-
ρας ἔλεγεν. συνεξάπτει δὲ ἡ γραφὴ τὸ ζώπυρον τῆς ψυχῆς καὶ συν-
τείνει τὸ οἰκεῖον ὄμμα πρὸς θεωρίαν, τάχα μέν τι καὶ ἐντιθεῖσα,
οἷον ὁ ἐγκεντρίζων γεωργός, τὸ δὲ ἐνυπάρχον ἀνακινοῦσα. «πολλοὶ
γὰρ ἐν ἡμῖν» κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον «ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι, καὶ
κοιμῶνται ἱκανοί. εἰ δὲ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα.»

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 5, sec. 28, subsec. 4, line 1

Ἕλλησιν ἀναγκαία φιλοσοφία, νυνὶ δὲ χρησίμη πρὸς θεοσέβειαν γίνεται,


προπαιδεία τις οὖσα τοῖς τὴν πίστιν δι' ἀποδείξεως καρπουμένοις,
ὅτι «ὁ πούς σου» φησὶν «οὐ μὴ προσκόψῃ,» ἐπὶ τὴν πρόνοιαν τὰ
καλὰ ἀναφέροντος, ἐάν τε Ἑλληνικὰ ᾖ ἐάν τε ἡμέτερα. πάντων μὲν
γὰρ αἴτιος τῶν καλῶν ὁ θεός, ἀλλὰ τῶν μὲν κατὰ προηγούμενον ὡς
τῆς τε διαθήκης τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς νέας, τῶν δὲ κατ' ἐπακολού-  
θημα ὡς τῆς φιλοσοφίας. τάχα δὲ καὶ προηγουμένως τοῖς Ἕλλησιν
ἐδόθη τότε πρὶν ἢ τὸν κύριον καλέσαι καὶ τοὺς Ἕλληνας· ἐπαιδαγώγει
γὰρ καὶ αὐτὴ τὸ Ἑλληνικὸν ὡς ὁ νόμος τοὺς Ἑβραίους εἰς Χριστόν.
προπαρασκευάζει τοίνυν ἡ φιλοσοφία προοδοποιοῦσα τὸν ὑπὸ Χριστοῦ
τεκειούμενον. αὐτίκα «τὴν σοφίαν» ὁ Σολομὼν «περιχαράκωσον»
φησίν, «καὶ ὑπερυψώσει σε· στεφάνῳ δὲ τρυφῆς ὑπερασπίσει σε,»
ἐπεὶ καὶ σὺ τῷ θριγκῷ ὑπεροχυρώσας αὐτὴν διὰ φιλοσοφίας καὶ πολυ-
τελείας ὀρθῆς ἀνεπίβατον τοῖς σοφισταῖς τηρήσαις. μία μὲν οὖν ἡ τῆς
ἀληθείας ὁδός, ἀλλ' εἰς αὐτὴν καθάπερ εἰς ἀέναον ποταμὸν ἐκρέουσι
τὰ ῥεῖθρα ἄλλα ἄλλοθεν. ἐνθέως οὖν ἄρα εἴρηται· «ἄκουε, υἱέ μου,
καὶ δέξαι ἐμοὺς λόγους,» φησίν, «ἵνα σοι γένωνται πολλαὶ ὁδοὶ βίου·
ὁδοὺς γὰρ σοφίας διδάσκω σε, ὅπως μὴ ἐκλίπωσίν σε αἱ πηγαί,» αἱ
τῆς αὐτῆς ἐκβλύζουσαι γῆς. οὐ δὴ μόνον ἑνός τινος δικαίου ὁδοὺς
532

πλείονας σωτηρίους κατέλεξεν, ἐπιφέρει δὲ ἄλλας πολλῶν πολλὰς


δικαίων ὁδοὺς μηνύων ὧδέ πως· «αἱ δὲ ὁδοὶ τῶν δικαίων ὁμοίως

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 6, sec. 35, subsec. 5, line 1

νατόν φαμεν, οὕτως συνιέναι τὰ ἐν τῇ πίστει λεγόμενα οὐχ οἷόν τε


μὴ μαθόντα ὁμολογοῦμεν. τὰ μὲν γὰρ εὖ λεγόμενα προσίεσθαι, τὰ
δὲ ἀλλότρια μὴ προσίεσθαι οὐχ ἁπλῶς ἡ πίστις, ἀλλ' ἡ περὶ τὴν
μάθησιν πίστις ἐμποιεῖ. εἰ δ' ἡ ἄγνοια ἀπαιδευσία τε ἅμα καὶ ἀμαθία.
τὴν ἐπιστήμην τῶν θείων καὶ ἀνθρωπίνων ἐντίθησιν ἡ διδασκαλία.
ἀλλ' ὡς ἐν πενίᾳ βίου ὀρθῶς ἔστι βιοῦν, οὕτω δὲ καὶ ἐν περιουσίᾳ
ἔξεστιν, καὶ ῥᾷον ἅμα καὶ θᾶττον σὺν τῇ προπαιδείᾳ θηρᾶσαι ἄν
τινα τὴν ἀρετὴν ὁμολογοῦμεν οὐδὲ δίχα τούτων ἀθήρατον οὖσαν,
πλὴν καὶ τότε τοῖς μεμαθηκόσι καὶ «τὰ αἰσθητήρια συγγεγυμνα-
σμένοις». «μῖσος μὲν γάρ», φησὶν ὁ Σολομών, «ἐγείρει νεῖκος, ὁδοὺς
δὲ ζωῆς φυλάσσει παιδεία,» ὡς μὴ ἀπατηθῆναι, ὡς μὴ κλαπῆναι
πρὸς τῶν ἐπὶ βλάβῃ τῶν ἀκροωμένων κακοτεχνίαν ἠσκηκότων. «παι-
δεία δὲ ἀνεξέλεγκτος πλανᾶται,» φησίν, καὶ χρὴ μετιέναι τὸ ἐλεγκτι-
κὸν εἶδος ἕνεκα τοῦ τὰς δόξας τὰς ἀπατηλὰς διακρούεσθαι τῶν
σοφιστῶν.
 Εὖ γοῦν καὶ Ἀνάξαρχος ὁ Εὐδαιμονικὸς ἐν τῷ περὶ βασιλείας
γράφει· «πολυμαθίη κάρτα μὲν ὠφελεῖ, κάρτα δὲ βλάπτει τὸν
ἔχοντα· ὠφελέει μὲν τὸν δεξιὸν ὄντα, βλάπτει δὲ τὸν ῥηϊδίως
Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 19, sec. 95, subsec. 1, line 1

φοις. ὁ μὲν οὖν θεσπέσιος ἀπόστολος ἐφ' ἡμῶν γράφει· «βλέπομεν


γὰρ νῦν ὡς δι' ἐσόπτρου», κατ' ἀνάκλασιν ἐπ' αὐτοῦ ἑαυτοὺς γινώ-
σκοντες κἀκ τοῦ ἐν ἡμῖν θείου τὸ ποιητικὸν αἴτιον ὡς οἷόν τε
συνθεωροῦντες· «εἶδες γάρ», φησί, «τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν θεόν
σου.» τὸν σωτῆρα οἶμαι θεὸν εἰρῆσθαι ἡμῖν τὰ νῦν· μετὰ δὲ τὴν
τῆς σαρκὸς ἀπόθεσιν «πρόσωπον πρὸς πρόσωπον», τότε ἤδη ὁριστι-  
κῶς καὶ καταληπτικῶς, ὅταν καθαρὰ ἡ καρδία γένηται. καὶ κατ'
ἔμφασιν δὲ καὶ διάφασιν οἱ ἀκριβῶς παρ' Ἕλλησι φιλοσοφήσαντες
διορῶσι τὸν θεόν· τοιαῦται γὰρ αἱ κατ' ἀδυναμίαν φαντασίαι ἀλη-
θείας, ὡς φαντασία καθορᾷ τὰ ἐν τοῖς ὕδασιν ὁρώμενα καὶ τὰ διὰ
τῶν διαφανῶν καὶ διαυγῶν σωμάτων. καλῶς οὖν ὁ Σολομὼν «ὁ
σπείρων» φησὶ «δικαιοσύνην ἐργάζεται πίστιν. εἰσὶ δὲ οἱ τὰ ἴδια
σπείροντες οἳ πλείονα ποιοῦσιν.» καὶ πάλιν· «ἐπιμελοῦ τῶν ἐν τῷ
πεδίῳ χλωρῶν καὶ κερεῖς πόαν, καὶ συνάγαγε χόρτον ὥριμον, ἵνα
ἔχῃς πρόβατα εἰς ἱματισμόν.» ὁρᾷς ὅπως καὶ τῆς ἔξωθεν σκέπης τε
καὶ φυλακῆς φροντιστέον. «γνωστῶς δὲ ἐπιγνώσῃ ψυχὰς ποιμνίου
σου.» «ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου
ποιῶσιν, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος», «τῆς ἀκρο-
βυστίας τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλασσούσης» κατὰ τὸν ἀπόστο-
λον καὶ πρὸ τοῦ νόμου καὶ πρὸ τῆς παρουσίας. οἱονεὶ δὲ σύγκρισιν
ποιούμενος ὁ λόγος τῶν ἀπὸ φιλοσοφίας πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 113, subsec. 1, line 2
533

ἕως τοῦ Σαμουὴλ γίνεται ἔτη τετρακόσια ἑξήκοντα τρία μῆνες ἑπτά.
ἔπειτα διὰ τῆς πρώτης βίβλου τῶν Βασιλειῶν τοῦ Σαοὺλ ἔτη εἴκοσι,
ἐπεὶ ἀνακαινισθεὶς ἐβασίλευσε. μετὰ δὲ τὴν τελευτὴν Σαοὺλ βασιλεύει
Δαβὶδ τὸ δεύτερον ἐν Χεβρὼν ὁ τοῦ Ἰεσσαὶ ἐκ φυλῆς Ἰούδα ἔτη
τεσσαράκοντα, ὡς περιέχει ἡ δευτέρα τῶν Βασιλειῶν, καὶ ἦν ἀρχιε-
ρεὺς Ἀβιάθαρ ὁ τοῦ Ἀβιμέλεχ ἐκ συγγενείας Ἠλί, προφητεύουσι δὲ
Γὰδ καὶ Νάθαν ἐπ' αὐτοῦ. γίνονται οὖν ἀπὸ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἕως
παρέλαβε τὴν βασιλείαν Δαβίδ, ὡς μέν τινες, ἔτη τετρακόσια πεντή-
κοντα, ὡς δὲ ἡ προκειμένη δείκνυσι χρονογραφία, συνάγονται ἔτη
πεντακόσια εἴκοσι τρία μῆνες ἑπτὰ εἰς τὴν τοῦ Δαβὶδ τελευτήν. καὶ
μετὰ ταῦτα ἐβασίλευσε Σολομὼν υἱὸς Δαβὶδ ἔτη τεσσαράκοντα. διαμένει  
ἐπὶ τούτου Νάθαν προφητεύων, ὃς καὶ παρεκάλει αὐτὸν περὶ τῆς
τοῦ ναοῦ οἰκοδομῆς· ὁμοίως καὶ Ἀχίας ἐκ Σηλὼμ προφητεύει, ἦσαν
δὲ καὶ οἱ βασιλεῖς ἄμφω, ὅ τε Δαβὶδ ὅ τε Σολομών, προφῆται. Σαδὼκ
δὲ ὁ ἀρχιερεὺς πρῶτος ἐν τῷ ναῷ, ὃν ᾠκοδόμησε Σολομών, ἱεράτευσεν,
ὄγδοος ὢν ἀπὸ Ἀαρὼν τοῦ πρώτου ἀρχιερέως. γίνονται οὖν ἀπὸ
Μωυσέως ἐπὶ τὴν Σολομῶνος ἡλικίαν, ὡς μέν τινές φασιν, ἔτη πεν-
τακόσια ἐνενήκοντα πέντε, ὡς δὲ ἕτεροι, πεντακόσια ἑβδομήκοντα ἕξ.
εἰ δέ τις τοῖς ἀπὸ Ἰησοῦ μέχρι Δαβὶδ τετρακοσίοις πεντήκοντα ἔτεσι
συγκαταριθμήσαι τὰ τῆς Μωυσέως στρατηγίας τεσσαράκοντα καὶ τὰ
ἄλλα τὰ ὀγδοήκοντα ἔτη, ἃ γεγόνει ὁ Μωυσῆς πρὸ τοῦ τὴν ἔξοδον

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 114, subsec. 2, line 2

εἰ δέ τις τοῖς ἀπὸ Ἰησοῦ μέχρι Δαβὶδ τετρακοσίοις πεντήκοντα ἔτεσι


συγκαταριθμήσαι τὰ τῆς Μωυσέως στρατηγίας τεσσαράκοντα καὶ τὰ
ἄλλα τὰ ὀγδοήκοντα ἔτη, ἃ γεγόνει ὁ Μωυσῆς πρὸ τοῦ τὴν ἔξοδον
τοῖς Ἑβραίοις ἀπὸ Αἰγύπτου γεγονέναι, προσθείη τε τούτοις τὰ τῆς
βασιλείας τῆς Δαβὶδ τεσσαράκοντα ἔτη, συνάξει ἔτη τὰ πάντα ἑξα-
κόσια δέκα. ἀκριβέστερον δὲ ἡ καθ' ἡμᾶς χρονογραφία πρόεισιν, εἰ
τοῖς πεντακοσίοις εἴκοσι καὶ τρισὶ καὶ μησὶν ἑπτὰ μέχρι τῆς Δαβὶδ
τελευτῆς προσθείη τις τά τε τοῦ Μωυσέως ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη τά τε
τοῦ Σολομῶνος τεσσαράκοντα· συνάξει γὰρ τὰ πάντα ἐπὶ τὴν Σολο-
μῶνος τελευτὴν ἔτη ἑξακόσια ὀγδοήκοντα τρία μῆνας ἑπτά. Εἴραμος
τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Σολομῶνι δίδωσι καθ' οὓς χρόνους μετὰ τὴν
Τροίας ἅλωσιν Μενελάῳ εἰς Φοινίκην ἄφιξις, ὥς φησι Μένανδρος ὁ
Περγαμηνὸς καὶ Λαῖτος ἐν τοῖς Φοινικικοῖς. μετὰ δὲ Σολομῶνα
βασιλεύει Ῥοβοὰμ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη ἑπτακαίδεκα, καὶ ἦν ἀρχιερεὺς
Ἀβιμέλεχ ὁ τοῦ Σαδώκ. ἐπὶ τούτου μερισθείσης τῆς βασιλείας ἐν
Σαμαρείᾳ βασιλεύει Ἱεροβοὰμ ἐκ φυλῆς Ἐφραῒμ ὁ δοῦλος Σολομῶνος,
προφητεύει δὲ ἔτι Ἀχίας ὁ Σηλωνίτης καὶ Σαμαίας υἱὸς Αἰλαμὶ καὶ
ὁ ἐξ Ἰούδα ἀπελθὼν ἐπὶ Ἱεροβοὰμ καὶ προφητεύσας ἐπὶ τοῦ θυσια-
στηρίου. μετὰ τοῦτον βασιλεύει Ἀβιοὺμ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη [εἴκοσι]
τρία, καὶ ὁμοίως ὁ τούτου υἱὸς Ἄσα μαʹ· οὗτος ἐπὶ γήρως ἐποδάγρησε,  
προφητεύει δὲ ἐπ' αὐτοῦ Ἰοὺ υἱὸς Ἀνανίου. μετὰ τοῦτον βασιλεύει
534

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα.


Book 1, Ch. 21, sec. 116, subsec. 3, line 1

τῆς τετάρτης ἐπεκτείνει. ἐπὶ δὲ τοῦ Ἰωρὰμ ἀνελήφθη μὲν Ἠλίας,


ἤρξατο δὲ προφητεύειν Ἐλισσαῖος υἱὸς Σαφὰτ ἔτη ἕξ, ὢν ἐτῶν τες-
σαράκοντα. εἶτα Ὀχοζίας ἐβασίλευσεν ἔτος ἕν, ἐπὶ τούτου ἔτι προ-
φητεύει Ἐλισσαῖος καὶ σὺν αὐτῷ Ἀβδαδωναῖος. μετὰ τοῦτον ἡ
μήτηρ Ὀζίου Γοθολία βασιλεύει ἔτη ὀκτώ, κατακτείνασα τὰ τέκνα
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς· ἐκ γὰρ τοῦ γένους ἦν Ἀχαάβ. ἡ δὲ ἀδελφὴ
Ὀζίου Ἰωσαβαία ἐξέκλεψε τὸν υἱὸν Ὀζίου Ἰωὰν καὶ τούτῳ περιέθηκεν
ὕστερον τὴν βασιλείαν. ἐπὶ τῆς Γοθολίας ταύτης ἔτι ὁ Ἐλισσαῖος
προφητεύει, μεθ' ἣν βασιλεύει, ὡς προεῖπον, Ἰωὰς ὁ περισωθεὶς ὑπὸ
Ἰωσαβαίας τῆς Ἰωδαὲ τοῦ ἀρχιερέως γυναικός, καὶ τὰ πάντα γίνεται
ἔτη τεσσαράκοντα. συνάγεται οὖν ἀπὸ Σολομῶνος ἐπὶ Ἐλισσαίου
τοῦ προφήτου τελευτὴν ἔτη, ὡς μέν τινές φασιν, ἑκατὸν εʹ, ὡς δὲ
ἕτεροι, ἑκατὸν δύο, ὡς δὲ ἡ προκειμένη δηλοῖ χρονογραφία, ἀπὸ
βασιλείας τῆς Σολομῶνος ἔτη ἑκατὸν ὀγδοήκοντα ἕν.
 Ἀπὸ δὲ τῶν Τρωϊκῶν ἐπὶ τὴν Ὁμήρου γένεσιν κατὰ μὲν Φιλό-
χορον ἑκατὸν ὀγδοήκοντα ἔτη γίνεται ὕστερον τῆς Ἰωνικῆς ἀποικίας·
Ἀρίσταρχος δὲ ἐν τοῖς Ἀρχιλοχείοις ὑπομνήμασι κατὰ τὴν Ἰωνικὴν  
ἀποικίαν φησὶ φέρεσθαι αὐτόν, ἣ ἐγένετο μετὰ ἑκατὸν τεσσαράκοντα
ἔτη τῶν Τρωϊκῶν. Ἀπολλόδωρος δὲ μετὰ ἔτη ἑκατὸν τῆς Ἰωνικῆς
ἀποικίας Ἀγησιλάου τοῦ Δορυσσαίου Λακεδαιμονίων βασιλεύοντος,
ὥστε ἐπιβαλεῖν αὐτῷ Λυκοῦργον τὸν νομοθέτην ἔτι νέον ὄντα.
ὥστε ἐπιβαλεῖν αὐτῷ Λυκοῦργον τὸν νομοθέτην ἔτι νέον ὄντα.
Εὐθυμένης δὲ ἐν τοῖς Χρονικοῖς συνακμάσαντα Ἡσιόδῳ ἐπὶ Ἀκάστου
ἐν Χίῳ γενέσθαι περὶ τὸ διακοσιοστὸν ἔτος ὕστερον τῆς Ἰλίου ἁλώ-
σεως. ταύτης δέ ἐστι τῆς δόξης καὶ Ἀρχέμαχος ἐν Εὐβοϊκῶν τρίτῳ·
ὡς εἶναι αὐτόν τε καὶ τὸν Ἡσίοδον καὶ Ἐλισσαίου τοῦ προφήτου
νεωτέρους. κἂν ἕπεσθαί τις βουληθῇ τῷ γραμματικῷ Κράτητι καὶ
λέγῃ περὶ τὴν Ἡρακλειδῶν κάθοδον Ὅμηρον γεγονέναι μετὰ ἔτη
ὀγδοήκοντα τῆς Ἰλίου ἁλώσεως, εὑρεθήσεται πάλιν Σολομῶνος
μεταγενέστερος, ἐφ' οὗ ἡ Μενελάου εἰς Φοινίκην ἄφιξις, ὡς προεί-
ρηται. Ἐρατοσθένης δὲ μετὰ τὸ ἑκατοστὸν ἔτος τῆς Ἰλίου ἁλώσεως
τὴν Ὁμήρου ἡλικίαν φέρει. ναὶ μὴν Θεόπομπος μὲν ἐν τῇ τεσσαρα-
κοστῇ τρίτῃ τῶν Φιλιππικῶν μετὰ ἔτη πεντακόσια τῶν ἐπὶ Ἰλίῳ
στρατευσάντων γεγονέναι τὸν Ὅμηρον ἱστορεῖ. Εὐφορίων δὲ ἐν τῷ
περὶ Ἀλευαδῶν κατὰ Γύγην αὐτὸν τίθησι γεγονέναι, ὃς βασιλεύειν
ἤρξατο ἀπὸ τῆς ὀκτωκαιδεκάτης ὀλυμπιάδος, ὃν καί φησι πρῶτον
ὠνομάσθαι τύραννον. Σωσίβιος δὲ ὁ Λάκων ἐν χρόνων ἀναγραφῇ
κατὰ τὸ ὄγδοον ἔτος τῆς Χαρίλλου τοῦ Πολυδέκτου βασιλείας Ὅμηρον
φέρει. βασιλεύει μὲν οὖν Χάριλλος ἔτη ἑξήκοντα τέσσαρα, μεθ' ὃν

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 119, subsec. 5, line 2
535

Ἰσραὴλ εἰς Βαβυλῶνα ἀπήχθη Σαλμανασάρ τε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀς-


συρίων μετῴκισε τοὺς ἐν Σαμαρείᾳ εἰς Μήδους καὶ Βαβυλῶνα. πάλιν
τὸν Ἄχαζ διαδέχεται Ὠσηὲ ἐπὶ ἔτη ὀκτώ, εἶτα Ἐζεκίας ἐπὶ ἔτη
εἴκοσι ἐννέα. τούτῳ δι' ὁσιότητα πρὸς τῷ τέλει τοῦ βίου γενομένῳ
διὰ Ἡσαΐου δωρεῖται ὁ θεὸς ἄλλα ἔτη βιῶσαι πεντεκαίδεκα δι' ἀνα-
ποδισμοῦ ἡλίου. μέχρι τούτου διατείνουσι προφητεύοντες Ἡσαΐας
καὶ Ὠσηὲ καὶ Μιχαίας. λέγονται δὲ οὗτοι μετὰ τὴν Λυκούργου τοῦ
νομοθέτου Λακεδαιμονίων ἡλικίαν γεγονέναι· Διευχίδας γὰρ ἐν τε-
τάρτῳ Μεγαρικῶν περὶ τὸ διακοσιοστὸν ἐνενηκοστὸν ἔτος ὕστερον
τῆς Ἰλίου ἁλώσεως τὴν ἀκμὴν Λυκούργου φέρει· Ἡσαΐας δὲ ἀπὸ τῆς
Σολομῶντος βασιλείας, ἐφ' οὗ Μενέλεως εἰς Φοινίκην γενόμενος
ἐδείχθη, τριακοσιοστῷ ἔτει προφητεύων ἔτι φαίνεται Μιχαίας τε σὺν
αὐτῷ καὶ Ὠσηὲ καὶ Ἰωὴλ ὁ τοῦ Βαθουήλ. μετὰ δὲ Ἐζεκίαν ὁ υἱὸς
αὐτοῦ Μανασσῆς βασιλεύει ἔτη πεντήκοντα πέντε, ἔπειτα ὁ τούτου
υἱὸς Ἀμὼς ἔτη δύο, μεθ' ὃν Ἰωσίας ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ νομικώτατος ἔτη
τριάκοντα καὶ ἕν. οὗτος ἐπέθηκε τὰ κῶλα τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τὰ
κῶλα τῶν εἰδώλων, καθὼς ἐν τῷ Λευιτικῷ γέγραπται. ἐπὶ τούτου  
ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει τὸ πάσχα ἤχθη, ἐξ οὗ † ἀπὸ Σαμουήλ, μήτε ἐν
τῷ μεταξὺ χρόνῳ τελεσθέν. τότε καὶ Χελκίας ὁ ἱερεὺς ὁ τοῦ προ-
φήτου Ἱερεμίου πατὴρ περιτυχὼν τῷ τοῦ νόμου βιβλίῳ ἐν τῷ
ἱερῷ ἀποκειμένῳ ἀναγνοὺς ἐτελεύτησεν. ἐπὶ τούτου προφητεύει

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 1, Ch. 21, sec. 130, subsec. 2, line 2

κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ὀγδόης καὶ τεσσαρακοστῆς ὀλυμπιάδος


προφητεύσαντες πρεσβύτεροι εἶναι Πυθαγόρου τοῦ κατὰ τὴν δευτέραν
καὶ ἑξηκοστὴν ὀλυμπιάδα φερομένου καὶ τοῦ πρεσβυτάτου τῶν παρ'
Ἕλλησι σοφῶν Θαλοῦ περὶ τὴν πεντηκοστὴν ὀλυμπιάδα γενομένου.
συνεχρόνισαν δὲ οἱ συγκαταλεγέντες σοφοὶ τῷ Θαλεῖ, ὥς φησιν
Ἄνδρων ἐν τῷ Τρίποδι. Ἡράκλειτος γὰρ μεταγενέστερος ὢν Πυθα-
γόρου μέμνηται αὐτοῦ ἐν τῷ συγγράμματι. ὅθεν ἀναμφιλέκτως τῆς
τῶν προειρημένων προφητῶν ἡλικίας σὺν καὶ τοῖς ἑπτὰ λεγομένοις
σοφοῖς προγενεστέρα ἂν εἴη ἡ ὀλυμπιὰς ἡ πρώτη, ἣ καὶ ὑστέρα τῶν
Ἰλιακῶν δείκνυται ἔτεσι τετρακοσίοις ἑπτά. ῥᾴδιον τοίνυν συνιδεῖν
Σολομῶνα τὸν κατὰ Μενέλαον γενόμενον (ὃ δὲ κατὰ τὰ Ἰλιακὰ ἦν)
πολλοῖς ἔτεσι πρεσβύτερον τῶν παρ' Ἕλλησι σοφῶν. τούτου δ' αὖ
ὁπόσοις ἔτεσι Μωυσῆς προτερεῖ, ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ἡμῖν δεδήλωται.
Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Πολυΐστωρ ἐπικληθεὶς ἐν τῷ περὶ Ἰουδαίων συγ-
γράμματι ἀνέγραψέν τινας ἐπιστολὰς Σολομῶνος μὲν πρός τε Οὐάφρην
τὸν Αἰγύπτου βασιλέα πρός τε τὸν Φοινίκης Τυρίων τάς τε αὐτῶν
πρὸς Σολομῶντα, καθ' ἃς δείκνυται ὁ μὲν Οὐάφρης ὀκτὼ μυριάδας
ἀνδρῶν Αἰγυπτίων ἀπεσταλκέναι αὐτῷ εἰς οἰκοδομὴν τοῦ νεώ, ἅτε-
ρος δὲ τὰς ἴσας σὺν ἀρχιτέκτονι Τυρίῳ ἐκ μητρὸς Ἰουδαίας ἐκ τῆς
φυλῆς Δαβίδ, ὡς ἐκεῖ γέγραπται, Ὑπέρων τοὔνομα.  
536

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 2, sec. 7, subsec. 1, line 3

καὶ ἀειδεῖς περὶ τοῦ ὄντος ἐννοίας· οὐ γὰρ ἐν γνόφῳ ἢ τόπῳ ὁ θεός,
ἀλλ' ὑπεράνω καὶ τόπου καὶ χρόνου καὶ τῆς τῶν γεγονότων ἰδιό-
τητος. διὸ οὐδ' ἐν μέρει καταγίνεταί ποτε ἅτε περιέχων οὐ
περιεχόμενος ἢ κατὰ ὁρισμόν τινα ἢ κατὰ ἀποτομήν. «ποῖον γὰρ
οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι;» λέγει κύριος· ἀλλ' οὐδὲ ἑαυτῷ ᾠκοδόμησεν
ἀχώρητος ὤν, κἂν «ὁ οὐρανὸς θρόνος» αὐτοῦ λέγηται, οὐδ' οὕτω
περιέχεται, ἐπαναπαύεται δὲ τερπόμενος τῇ δημιουργίᾳ. δῆλον οὖν
ἡμῖν ἐπικεκρύφθαι τὴν ἀλήθειαν, ᾗ καὶ ἐξ ἑνὸς παραδείγματος ἤδη
δέδεικται, μικρὸν δ' ὕστερον καὶ διὰ πλειόνων παραστήσομεν. πῶς
δ' οὐχὶ ἀποδοχῆς ἄξιοι οἵ τε μαθεῖν ἐθέλοντες οἵ τε δυνάμενοι κατὰ
τὸν Σολομῶντα «γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους
φρονήσεως δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην
ἀληθῆ» (ὡς οὔσης καὶ ἑτέρας τῆς μὴ κατὰ τὴν ἀλήθειαν διδασκο-
μένης πρὸς τῶν νόμων τῶν Ἑλληνικῶν καὶ τῶν ἄλλων τῶν φιλο-
σόφων) «καὶ κρίματα», φησίν, «εὐθῦναι,» οὐ τὰ δικαστικά, ἀλλὰ
τὸ κριτήριον τὸ ἐν ἡμῖν ὑγιὲς καὶ ἀπλανὲς ἔχειν δεῖν μηνύει, «ἵνα
δῷ ἀκάκοις πανουργίαν, παιδὶ δὲ νέῳ αἴσθησίν τε καὶ ἔννοιαν.
τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφός», ὁ ὑπακούειν ταῖς ἐντολαῖς πεπεισμένος,
»σοφώτερος ἔσται» κατὰ τὴν γνῶσιν, «ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτή-
σεται νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ῥήσεις τε σοφῶν
καὶ αἰνίγματα.» οὐ γὰρ κιβδήλους

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 5, sec. 22, subsec. 3, line 1

ἂν τούτου εὐγενέστερος, οὗ μόνος πατὴρ ὁ θεός; φέρε δὴ καὶ Πλά-


τωνα τοῖς αὐτοῖς ἐπιβάλλοντα παραστησώμεθα δόγμασιν· πλούσιον
μὲν τὸν σοφὸν εἴρηκεν ἐν τῷ Φαίδρῳ, «ὦ φίλε Πὰν» λέγων «καὶ
ὅσοι ἄλλοι τῇδε θεοί, δοίητέ μοι καλῷ γενέσθαι τἄνδοθεν· ἔξωθεν
δὲ ὅσα ἔχω, τοῖς ἐντὸς εἶναί μοι φίλα· πλούσιον δὲ νομίζοιμι τὸν
σοφόν.» καταμεμφόμενος δὲ ὁ Ἀθηναῖος ξένος τῶν οἰομένων πλου-
σίους εἶναι τοὺς πολλὰ κεκτημένους χρήματα ὧδε λέγει· «πλουσίους
δ' αὖ σφόδρα εἶναι καὶ ἀγαθοὺς ἀδύνατον, οὕς γε δὴ πλουσίους οἱ
πολλοὶ καταλέγουσι· λέγουσι δὲ τοὺς κεκτημένους ἐν ὀλίγοις τῶν
ἀνθρώπων πλείστου νομίσματος ἄξια κτήματα, ἃ καὶ κακός τις κέ-
κτηται.» «τοῦ πιστοῦ ὅλος ὁ κόσμος τῶν χρημάτων,» ὁ Σολομὼν
λέγει, «τοῦ δὲ ἀπίστου οὐδὲ ὀβολός.» πειστέον οὖν πολλῷ μᾶλλον τῇ
γραφῇ λεγούσῃ θᾶττον «κάμηλον διὰ τρυπήματος βελόνης» διελεύσεσθαι
ἢ πλούσιον φιλοσοφεῖν· μακαρίζει δ' ἔμπαλιν τοὺς πένητας, ὡς συνῆκεν
Πλάτων λέγων· «πενίαν δὲ ἡγητέον οὐ τὸ τὴν οὐσίαν ἐλάττω ποιεῖν,
ἀλλὰ τὸ τὴν ἀπληστίαν πλείω.» οὐ γάρ ποτε ἡ ὀλιγοχρηματία,
ἀλλ' ἡ ἀπληστία, ἧς φροῦδος ὁ ἀγαθὸς ὢν καὶ πλούσιός γ' ἂν εἴη. ἐν
τε τῷ Ἀλκιβιάδῃ «δουλοπρεπὲς» μὲν τὴν κακίαν προσαγορεύει, «ἐλευ-
θεροπρεπὲς» δὲ τὴν ἀρετήν. «ἄρατε», φησίν, «ἀφ' ὑμῶν τὸν βαρὺν
ζυγὸν καὶ λάβετε τὸν πρᾶον,» ἡ γραφή φησι, καθάπερ καὶ οἱ ποιηταὶ
»δούλειον» καλοῦσι «ζυγόν». καὶ τὸ «ἐπράθητε ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν»
537

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα.


Book 2, Ch. 5, sec. 24, subsec. 1, line 1

πολέμῳ τῶν μισθοφόρων εἰσὶν πάμπολλοι, ὧν πλεῖστοι γίνονται


θρασεῖς καὶ ἄδικοι ὑβρισταί τε καὶ ἄφρονες, ἐκτὸς δή τινων μάλα
ὀλίγων. εἰ δὴ ταῦτα ὀρθῶς λέγεται, πᾶς νομοθέτης, οὗ καὶ σμικρὸν
ὄφελος, παρὰ τὴν μεγίστην ἀρετὴν ἀποβλέπων μάλιστα θήσεται τοὺς
νόμους.» αὕτη δέ ἐστι πιστότης, ἧς κατὰ πάντα καιρὸν χρῄζομεν
ἔν τε εἰρήνῃ καὶ παντὶ πολέμῳ κἀν τῷ ἄλλῳ σύμπαντι βίῳ. συλλα-
βοῦσα γὰρ ἔοικε τὰς ἄλλας περιέχειν. «τὸ δὲ ἄριστον οὔθ' ὁ πόλεμος
οὔτε ἡ στάσις· ἀπευκτὸν γὰρ τὸ δεηθῆναι τούτων, εἰρήνη δὲ πρὸς
ἀλλήλους ἅμα καὶ φιλοφροσύνη τὸ κράτιστον.» ἐκ δὴ τούτων κατα-
φαίνεται μεγίστη μὲν εὐχὴ τὸ εἰρήνην ἔχειν κατὰ Πλάτωνα, μεγίστη
δὲ ἀρετῶν μήτηρ ἡ πίστις. εἰκότως οὖν εἴρηται παρὰ τῷ Σολομῶντι
»σοφία ἐν στόματι πιστῶν», ἐπεὶ καὶ Ξενοκράτης ἐν τῷ Περὶ φρονή-
σεως τὴν σοφίαν ἐπιστήμην τῶν πρώτων αἰτίων καὶ τῆς νοητῆς
οὐσίας εἶναί φησι, τὴν φρόνησιν ἡγούμενος διττήν, τὴν μὲν πρακτι-
κήν, τὴν δὲ θεωρητικήν, ἣν δὴ σοφίαν ὑπάρχειν ἀνθρωπίνην. διόπερ
ἡ μὲν σοφία φρόνησις, οὐ μὴν πᾶσα φρόνησις σοφία. δέδεικται δὲ
τῆς τῶν ὅλων ἀρχῆς ἐπιστήμη πιστή, ἀλλ' οὐκ ἀπόδειξις εἶναι. καὶ
γὰρ ἄτοπον, τοὺς μὲν Πυθαγόρου τοῦ Σαμίου ζηλωτὰς τῶν ζητου-
μένων τὰς ἀποδείξεις παραιτουμένους τὸ «αὐτὸς ἔφα» πίστιν ἡγεῖ-
σθαι καὶ ταύτῃ ἀρκεῖσθαι μόνῃ τῇ φωνῇ πρὸς τὴν βεβαίωσιν ὧν

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 5, sec. 24, subsec. 5, line 2

τῆς τῶν ὅλων ἀρχῆς ἐπιστήμη πιστή, ἀλλ' οὐκ ἀπόδειξις εἶναι. καὶ
γὰρ ἄτοπον, τοὺς μὲν Πυθαγόρου τοῦ Σαμίου ζηλωτὰς τῶν ζητου-
μένων τὰς ἀποδείξεις παραιτουμένους τὸ «αὐτὸς ἔφα» πίστιν ἡγεῖ-
σθαι καὶ ταύτῃ ἀρκεῖσθαι μόνῃ τῇ φωνῇ πρὸς τὴν βεβαίωσιν ὧν
ἀκηκόασι, «τοὺς δὲ τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονας», ἀπιστεῖν ἐπιχειροῦντας  
ἀξιοπίστῳ διδασκάλῳ, τῷ μόνῳ σωτῆρι θεῷ, βασάνους τῶν λεγο-
μένων ἀπαιτεῖν παρ' αὐτοῦ. ὃ δὲ «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω»
λέγει. καὶ τίς οὗτος; Ἐπίχαρμος εἰπάτω·
  νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει, τἄλλα κωφὰ καὶ τυφλά.
»ἀπίστους» εἶναί τινας ἐπιστύφων Ἡράκλειτός φησιν, «ἀκοῦσαι οὐκ
ἐπιστάμενοι οὐδ' εἰπεῖν,» ὠφεληθεὶς δήπουθεν παρὰ Σολομῶντος,
»ἐὰν ἀγαπήσῃς ἀκούειν, ἐκδέξῃ, καὶ ἐὰν κλίνῃς τὸ οὖς σου, σοφὸς ἔσῃ.»
 »Κύριε, τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;» Ἡσαΐας φησίν. «ἡ
μὲν γὰρ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος θεοῦ,» φησὶν ὁ
ἀπόστολος. «πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ
πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;
πῶς δὲ κηρύξωσιν, ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι
οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά.» ὁρᾷς πῶς ἀνάγει τὴν
πίστιν δι' ἀκοῆς καὶ τῆς τῶν ἀποστόλων κηρύξεως ἐπὶ τὸ ῥῆμα
κυρίου καὶ τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ; οὐδέπω συνίεμεν ἀπόδειξιν εἶναι τὸ
ῥῆμα κυρίου; ὥσπερ οὖν τὸ σφαιρίζειν οὐκ ἐκ τοῦ κατὰ τέχνην

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 2, Ch. 15, sec. 70, subsec. 4, line 4
538

Ἕλλησι σοφῶν τὸ «ἕπου θεῷ» ἀπεφθέγξατο. «οἱ δὲ εὐσεβεῖς» φησὶν


Ἡσαΐας «συνετὰ ἐβουλεύσαντο.» βουλὴ δέ ἐστι ζήτησις περὶ τοῦ
πῶς ἂν ἐν τοῖς παροῦσι πράγμασιν ὀρθῶς διεξάγοιμεν, εὐβουλία δὲ
φρόνησις πρὸς τὰ βουλεύματα. τί δέ; οὐχὶ καὶ ὁ θεὸς μετὰ τὴν ἐπὶ
τῷ Κάιν συγγνώμην ἀκολούθως οὐ πολλῷ ὕστερον τὸν μετανοή-
σαντα Ἐνὼχ εἰσάγει δηλῶν ὅτι συγγνώμη μετάνοιαν πέφυκε γεννᾶν;
ἡ συγγνώμη δὲ οὐ κατὰ ἄφεσιν, ἀλλὰ κατὰ ἴασιν συνίσταται. τὸ δ'
αὐτὸ γίνεται κἀν τῇ κατὰ τὸν Ἀαρὼν τοῦ λαοῦ μοσχοποιίᾳ. ἐντεῦ-
θέν τις τῶν παρ' Ἕλλησι σοφῶν «συγγνώμη τιμωρίας κρείσσων»
ἀπεφθέγξατο, ὥσπερ ἀμέλει καὶ τὸ «ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα» ἀπὸ τῆς
Σολομῶντος φωνῆς λεγούσης· «υἱέ, ἐὰν ἐγγυήσῃ σὸν φίλον, παρα-
δώσεις σὴν χεῖρα ἐχθρῷ· παγὶς γὰρ ἀνδρὶ ἰσχυρὰ τὰ ἴδια χείλη, καὶ
ἁλίσκεται ῥήμασιν ἰδίου στόματος.» μυστικώτερον δὲ ἤδη τὸ «γνῶθι
σαυτὸν» ἐκεῖθεν εἴληπται· «εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν θεόν
σου.» ταύτῃ που «ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐξ ὅλης καρδίας
καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·» ἐν ταύταις λέγει ταῖς ἐντολαῖς
ὅλον τὸν νόμον καὶ τοὺς προφήτας κρέμασθαί τε καὶ ἐξηρτῆσθαι.
συνᾴδει τούτοις κἀκεῖνα· «ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ
πληρωθῇ. αὕτη δέ ἐστιν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους  
καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς·» «ἐλεήμων γὰρ καὶ οἰκτίρμων ὁ κύριος,» καὶ
»χρηστὸς κύριος τοῖς σύμπασι.» σαφέστερον δὲ τὸ «γνῶθι σαυτὸν»

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 4, Ch. 3, sec. 9, subsec. 3, line 1

ἐπιστήμην λέγω, ἐπεὶ μὴ διαφέρει ζωή· κοινὸν γὰρ τῇ φύσει τῇ  


θνητῇ, τουτέστι τῷ ἀνθρώπῳ, πρὸς τὸ ἀθανασίας κατηξιωμένον τὸ
ζῆν, ἕξιν θεωρίας τε καὶ ἐγκρατείας θατέρου διαφέροντος. ᾗ μοι
δοκεῖ καὶ Πυθαγόρας σοφὸν μὲν εἶναι τὸν θεὸν λέγειν μόνον (ἐπεὶ
καὶ ὁ ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῇ γράφει· «εἰς ὑπα-
κοὴν πίστεως εἰς πάντα τὰ ἔθνη γνωρισθέντος, μόνῳ σοφῷ θεῷ
διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»), ἑαυτὸν δὲ διὰ φιλίαν τὴν πρὸς τὸν θεὸν φιλό-
σοφον. «διελέγετο» γοῦν «Μωυσεῖ», φησίν, «ὁ θεὸς ὡς φίλος φίλῳ.»
τὸ μὲν οὖν ἀληθὲς τῷ θεῷ σαφές. αὐτίκα τὴν ἀλήθειαν γεννᾷ, ὁ
γνωστικὸς δὲ ἀληθείας ἐρᾷ. «ἴσθι», φησί, «πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ
ὀκνηρέ, καὶ μελίττης γενοῦ μαθητής,» ὁ Σολομὼν λέγει· εἰ γὰρ ἑκά-
στου τῆς οἰκείας φύσεως ἔργον ἓν καὶ βοὸς ὁμοίως καὶ ἵππου καὶ
κυνός, τί ἂν φήσαιμεν τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἔργον τὸ οἰκεῖον; ἔοικεν
δ' οἶμαι, κενταύρῳ, Θετταλικῷ πλάσματι, ἐκ λογικοῦ καὶ ἀλόγου
συγκείμενος, ψυχῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ τὸ μὲν σῶμα γῆν τε ἐργάζεται
καὶ σπεύδει εἰς γῆν, τέταται δὲ ἡ ψυχὴ πρὸς τὸν θεόν, ἥ γε διὰ
φιλοσοφίας τῆς ἀληθοῦς παιδευομένη πρὸς τοὺς ἄνω σπεύδειν συγ-
γενεῖς, ἀποστραφεῖσα τῶν τοῦ σώματος ἐπιθυμιῶν πρός τε ταύταις
πόνου τε καὶ φόβου· καίτοι πρὸς ἀγαθοῦ καὶ τὴν ὑπομονὴν καὶ τὸν
φόβον ἐδείξαμεν. εἰ γὰρ «διὰ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας,» ὡς οἱ
κατατρέχοντες τοῦ νόμου φασί, «καὶ «ἄχρι νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν
539

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 5, Ch. 3, sec. 18, subsec. 5, line 4

ἐνδελέχιζε.» καὶ πάλιν· «σοφοὶ κρύψουσιν αἴσθησιν·» ἐνέχυρον γὰρ


τῆς ἀληθείας τὴν ἀπόδειξιν ἀπαιτοῦσιν οἱ πολλοὶ οὐκ ἀρκούμενοι
ψιλῇ τῇ ἐκ πίστεως σωτηρίᾳ.  
  ἀλλὰ κακοῖς μὲν κάρτα πέλει κρατέουσιν ἀπιστεῖν·
  ὡς δὲ παρ' ἡμετέρης κέλεται πιστώματα Μούσης,
  γνῶθι διατμηθέντος ἐνὶ σπλάγχνοισι λόγοιο.
τοῖς μὲν γὰρ κακοῖς τοῦτο σύνηθες, φησὶν ὁ Ἐμπεδοκλῆς, τὸ ἐθέλειν
κρατεῖν τῶν ἀληθῶν διὰ τοῦ ἀπιστεῖν. ὅτι δέ ἐστι τὰ ἡμέτερα ἔν-
δοξα καὶ πιστεύεσθαι ἄξια, γνώσονται Ἕλληνες τοῦ λόγου μᾶλλον
ἐξεταζομένου διὰ τῶν ἑπομένων· τῷ γὰρ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἐκδιδα-
σκόμεθα. ὅτι «ἀποκρίνου» φησὶν ὁ Σολομὼν «τῷ μωρῷ ἐκ τῆς
μωρίας αὐτοῦ.» διὸ καὶ τοῖς τὴν σοφίαν αἰτοῦσι τὴν παρ' αὐτοῖς
ὀρεκτέον τὰ οἰκεῖα, ὡς ἂν ῥᾷστα διὰ τῶν ἰδίων εἰς πίστιν ἀληθείας
εἰκότως ἀφίκοιντο· «τοῖς γὰρ πᾶσι πάντα ἐγενόμην,» λέγει, «ἵνα τοὺς
πάντας κερδήσω,» ἐπεὶ καὶ τῆς θείας χάριτος ὁ ὑετὸς ἐπὶ δικαίους
καὶ ἀδίκους καταπέμπεται· «ἢ Ἰουδαίων μόνων ἐστὶν ὁ θεός; οὐχὶ
καὶ ἐθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν, εἴπερ εἷς ὁ θεός», ὁ γενναῖος κέκραγεν
ἀπόστολος.
 Ἀλλ' ἐπεὶ μήτε τῷ ἀγαθῷ δικαίως μήτε τῇ γνώσει εἰς σω-
τηρίαν πιστεύειν ἐθέλουσιν, ἡμεῖς αὐτοὶ τὰ ἐκείνων ἴδια ἡγούμενοι
ὅτι πάντα τοῦ θεοῦ, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ τὰ καλὰ παρ' ἡμῶν ὥρ

Κλήμης Αλεξανδρινός. Στρώματα. Book 5, Ch. 11, sec. 72, subsec. 1, line 1

νοήσει τοῦ παντοκράτορος ἁμῇ γέ πῃ προσάγοιμεν ἄν, οὐχ ὅ ἐστιν,


ὃ δὲ μή ἐστι γνωρίσαντες· σχῆμα δὲ καὶ κίνησιν ἢ στάσιν ἢ θρόνον
ἢ τόπον ἢ δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ τοῦ τῶν ὅλων πατρὸς οὐδ' ὅλως ἐν-
νοητέον, καίτοι καὶ ταῦτα γέγραπται· ἀλλ' ὃ βούλεται δηλοῦν αὐτῶν
ἕκαστον, κατὰ τὸν οἰκεῖον ἐπιδειχθήσεται τόπον. οὔκουν ἐν τόπῳ
τὸ πρῶτον αἴτιον, ἀλλ' ὑπεράνω καὶ τόπου καὶ χρόνου καὶ ὀνόματος
καὶ νοήσεως. διὰ τοῦτο καὶ ὁ Μωυσῆς φησιν «ἐμφάνισόν μοι σαυ-
τόν», ἐναργέστατα αἰνισσόμενος μὴ εἶναι διδακτὸν πρὸς ἀνθρώπων
μηδὲ ῥητὸν τὸν θεόν, ἀλλ' ἢ μόνῃ τῇ παρ' αὐτοῦ δυνάμει γνωστόν.
ἡ μὲν γὰρ ζήτησις ἀειδὴς καὶ ἀόρατος, ἡ χάρις δὲ τῆς γνώσεως παρ'
αὐτοῦ διὰ τοῦ υἱοῦ. σαφέστατα δὲ ὁ Σολομὼν μαρτυρήσει ἡμῖν ὧδέ
πως λέγων· «φρόνησις ἀνθρώπου οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί, θεὸς δὲ δίδωσί
μοι σοφίαν· ἅγια δὲ ἐπίσταμαι.» αὐτίκα τὴν φρόνησιν θείαν ἀλλη-
γορῶν ὁ Μωυσῆς «ξύλον ζωῆς» ὠνόμασεν ἐν τῷ παραδείσῳ πε-
φυτευμένον, ὃς δὴ παράδεισος καὶ κόσμος εἶναι δύναται, ἐν ᾧ πέφυ-  
κεν τὰ ἐκ δημιουργίας ἅπαντα. ἐν τούτῳ καὶ ὁ λόγος ἤνθησέν τε
καὶ ἐκαρποφόρησεν σὰρξ γενόμενος καὶ τοὺς γευσαμένους τῆς χρηστό-
τητος αὐτοῦ ἐζωοποίησεν, ἐπεὶ μηδὲ ἄνευ τοῦ ξύλου εἰς γνῶσιν ἡμῖν
ἀφῖκται· ἐκρεμάσθη γὰρ ἡ ζωὴ ἡμῶν εἰς πίστιν ἡμῶν. καὶ ὅ γε
Σολομὼν πάλιν φησίν· «δένδρον ἀθανασίας ἐστὶ τοῖς ἀντεχομένοις
αὐτῆς.» διὰ τοῦτο λέγει· «ἰδοὺ δίδωμι πρὸ προσώπου σου τὴν ζωὴν
540

Nicolaus Hist., Fragmenta Fragment 93, line 15

γυρίου λάβοι τρισχίλια τάλαντα, κειμένων πολὺ πλειό-


νων ἔτι, καὶ δυναμένων εἰς ἅπαν ἐπαρκέσαι ταῖς χο-
ρηγίαις, ἐκ πλείονος μὲν δι' ἐννοίας εἶχε τὴν ἐπιχείρησιν,
ἐν δὲ τῷ τότε, νυκτὸς ἀνοίξας τὸν τάφον εἰσέρχεται,
πραγματευσάμενος ἥκιστα μὲν ἐν τῇ πόλει φανερὸς εἶ-
ναι, παρειληφὼς δὲ τοὺς πιστοτάτους τῶν φίλων. Ἀπο-
θέσιμα μὲν οὖν χρήματα, καθάπερ Ὑρκανὸς, οὐχ εὗρε,
κόσμον δὲ χρυσοῦ καὶ κειμηλίων πολὺν, ὃν ἀνείλετο
πάντα. Σπουδὴν δ' εἶχεν, ἐπιμελεστέραν ποιούμενος
τὴν ἔρευναν, ἐνδοτέρω τε χωρεῖν, καὶ κατὰ τὰς θήκας,
ἐν αἷς ἦν τοῦ Δαυΐδου καὶ τοῦ Σολομῶνος τὰ σώματα.
Καὶ δύο μὲν αὐτῷ τῶν δορυφόρων διεφθάρησαν, φλογὸς
ἔνδοθεν εἰσιοῦσιν ἀπαντώσης, ὡς ἐλέγετο· περίφοβος
δ' αὐτὸς ἐξῄει, καὶ τοῦ δέους ἱλαστήριον μνῆμα λευκῆς
πέτρας ἐπὶ τῷ στομίῳ κατεσκευάσατο, πολυτελὲς τῇ
δαπάνῃ. Τούτου καὶ Νικόλαος, ὁ κατ' αὐτὸν ἱστο-
ριογράφος, μέμνηται τοῦ κατασκευάσματος, οὐ μὴν
ὅτι κατῆλθεν, οὐκ εὐπρεπῆ τὴν πρᾶξιν ἐπιστάμενος.
Διατελεῖ δὲ καὶ τὰ ἄλλα τοῦτον τὸν τρόπον χρώμενος τῇ
γραφῇ. Ζῶν τε γὰρ ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ συνὼν αὐτῷ,
κεχαρισμένως ἐκείνῳ καὶ καθ' ὑπηρεσίαν ἀνέγραφε, μό

Rhetorica Anonyma, Περὶ ποιητικῶν τρόπων Vol. 3, p. 212, line 29

ιηʹ. ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΙΣ.

 Ἀνταπόδοσις δέ ἐστιν ἡ τῶν ἐν τῇ παραβολῇ εἰρη-


μένων προσδιασάφησις καὶ εὐκρίνεια δεικνύουσα κατὰ
σύγκρισιν τόν τε σκοπὸν καὶ τὴν τῆς παραβολῆς χρείαν,
καὶ ἔτι διέγερσιν καὶ μίμησιν, οἷον ἐκείνου τοῦ Σο-
λομῶντος, μίμησαι τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρὲ νεανία.  
ἐλεγκτικῶς γὰρ παροξύνει δεικνὺς ἡττώμενον τοῦ μύρ-
μηκος καὶ πρὸς τὸν ὅμοιον ἐνάγων ζῆλον, καὶ τὸ ποιη-
τικὸν αὐτοῦ ἀλλ' οὐ τὴν φύσιν ζηλοῦν ἐγκελευόμενος.

Xenocrates Phil., Testimonia, doctrina et fragmenta Fragment 259, line 1

πολλοῦ δεήσομεν ἀλλήλους κατεσθίειν καὶ θηρίων βίον ζῆν·


φοβησόμεθα γὰρ τὰ αἰσχρὰ καὶ τιμήσομεν ἐπὶ τῷ καλῷ
δικαιοσύνην, θεοὺς ἄρχοντας ἀγαθοὺς καὶ δαίμονας ἔχειν
τοῦ βίου φύλακας ἡγούμενοι καὶ τὸν ὑπὲρ γῆς καὶ ὑπὸ
γῆν χρυσὸν ἀρετῆς ἀντάξιον μὴ τιθέμενοι καὶ ποιοῦντες
ἑκουσίως διὰ τὸν λόγον, ᾗ φησι Ξενοκράτης, ἃ νῦν ἄκον-
541

τες διὰ τὸν νόμον.  


Ξενοκράτης ὁ φιλόσοφος ἐρωτηθείς τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ
φιλοσοφίας ἔφη· τὸ τὰ ὑπὸ τῶν νόμων προστεταγμένα
ἑκουσίως ποιεῖν.
εἰκότως οὖν εἴρηται παρὰ τῷ Σολομῶντι σοφία ἐν στόματι
πιστῶν, ἐπεὶ καὶ Ξενοκράτης ἐν τῷ Περὶ Φρονήσεως τὴν
σοφίαν ἐπιστήμην τῶν πρώτων αἰτίων καὶ τῆς νοητῆς
οὐσίας εἶναί φησι, τὴν φρόνησιν ἡγούμενος διττήν, τὴν μὲν
πρακτικήν, τὴν δὲ θεωρητικήν, ἣν δὴ σοφίαν ὑπάρχειν
ἀνθρωπίνην. διόπερ ἡ μὲν σοφία φρόνησις, οὐ μὴν πᾶσα
φρόνησις σοφία.

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 34, sec. 1, line 3

κάτας αὐτῷ προσενέγκαντα Ἀβραὰμ εὐλόγησεν, οὕτως τὸν αἰώ-


νιον αὐτοῦ ἱερέα καὶ κύριον ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος καλού-
μενον, ὁ θεὸς τῶν ἐν ἀκροβυστίᾳ γενήσεσθαι ἐδήλου· καὶ τοὺς
ἐν περιτομῇ προσιόντας αὐτῷ τοῦτ' ἔστι πιστεύοντας αὐτῷ
καὶ τὰς εὐλογίας παρ' αὐτοῦ ζητοῦντας, καὶ αὐτοὺς προσδέξεται
καὶ εὐλογήσει. καὶ ὅτι ταπεινὸς ἔσται πρῶτον ἄνθρωπος, εἶτα
ὑψωθήσεται, τὰ ἐπὶ τέλει τοῦ ψαλμοῦ δηλοῖ. Ἐκ χειμάρρου γὰρ
ἐν ὁδῷ πίεται, καὶ ἅμα· Διὰ τοῦτο ὑψώσει κεφαλήν.
 Ἔτι δὲ καὶ πρὸς τὸ πεῖσαι ὑμᾶς ὅτι τῶν γραφῶν
οὐδὲν συνήκατε, καὶ ἄλλου ψαλμοῦ τῷ Δαυεὶδ ὑπὸ τοῦ ἁγίου
πνεύματος εἰρημένου ἀναμνήσομαι, ὃν εἰς Σολομῶνα, τὸν γε-
νόμενον καὶ αὐτὸν βασιλέα ὑμῶν, εἰρῆσθαι λέγετε· εἰς δὲ τὸν
Χριστὸν ἡμῶν καὶ αὐτὸς εἴρηται. ὑμεῖς δὲ ἀπὸ τῶν ὁμωνύμων
λέξεων ἑαυτοὺς ἐξαπατᾶτε. ὅπου γὰρ ὁ νόμος τοῦ κυρίου ἄμω-
μος εἴρηται, οὐχὶ τὸν μετ' ἐκεῖνον μέλλοντα ἀλλὰ τὸν διὰ Μωυ-
σέως ἐξηγεῖσθε, τοῦ θεοῦ βοῶντος καινὸν νόμον καὶ καινὴν
διαθήκην διαθήσεσθαι.
         καὶ ὅπου λέλεκται· Ὁ θεός, τὸ κρίμα
σου τῷ βασιλεῖ δός, ἐπειδὴ βασιλεὺς Σολομὼν γέγονεν, εἰς
αὐτὸν τὸν ψαλμὸν εἰρῆσθαί φατε, τῶν λόγων τοῦ ψαλμοῦ
διαρρήδην κηρυσσόντων εἰς τὸν αἰώνιον βασιλέα, τοῦτ' ἔστιν

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 34, sec. 2, line 2

 Ἔτι δὲ καὶ πρὸς τὸ πεῖσαι ὑμᾶς ὅτι τῶν γραφῶν


οὐδὲν συνήκατε, καὶ ἄλλου ψαλμοῦ τῷ Δαυεὶδ ὑπὸ τοῦ ἁγίου
πνεύματος εἰρημένου ἀναμνήσομαι, ὃν εἰς Σολομῶνα, τὸν γε-
νόμενον καὶ αὐτὸν βασιλέα ὑμῶν, εἰρῆσθαι λέγετε· εἰς δὲ τὸν
Χριστὸν ἡμῶν καὶ αὐτὸς εἴρηται. ὑμεῖς δὲ ἀπὸ τῶν ὁμωνύμων
λέξεων ἑαυτοὺς ἐξαπατᾶτε. ὅπου γὰρ ὁ νόμος τοῦ κυρίου ἄμω-
μος εἴρηται, οὐχὶ τὸν μετ' ἐκεῖνον μέλλοντα ἀλλὰ τὸν διὰ Μωυ-
σέως ἐξηγεῖσθε, τοῦ θεοῦ βοῶντος καινὸν νόμον καὶ καινὴν
διαθήκην διαθήσεσθαι.
         καὶ ὅπου λέλεκται· Ὁ θεός, τὸ κρίμα
σου τῷ βασιλεῖ δός, ἐπειδὴ βασιλεὺς Σολομὼν γέγονεν, εἰς
542

αὐτὸν τὸν ψαλμὸν εἰρῆσθαί φατε, τῶν λόγων τοῦ ψαλμοῦ


διαρρήδην κηρυσσόντων εἰς τὸν αἰώνιον βασιλέα, τοῦτ' ἔστιν
εἰς τὸν Χριστόν, εἰρῆσθαι. ὁ γὰρ Χριστὸς βασιλεὺς καὶ ἱερεὺς
καὶ θεὸς καὶ κύριος καὶ ἄγγελος καὶ ἄνθρωπος καὶ ἀρχιστρά-
τηγος καὶ λίθος καὶ παιδίον γεννώμενον καὶ παθητὸς γενό-
μενος πρῶτον, εἶτα εἰς οὐρανὸν ἀνερχόμενος καὶ πάλιν παραγι-
νόμενος μετὰ δόξης καὶ αἰώνιον τὴν βασιλείαν ἔχων κεκήρυκται,
ὡς ἀπὸ πασῶν τῶν γραφῶν ἀποδείκνυμι.

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 34, sec. 7, line 2

         ἔσται τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογη-


μένον εἰς τοὺς αἰῶνας· πρὸ τοῦ ἡλίου διαμένει. καὶ ἐνευλογη-
θήσονται ἐν αὐτῷ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς· πάντα τὰ ἔθνη μα-
καριοῦσιν αὐτόν. εὐλογητὸς κύριος, ὁ θεὸς Ἰσραήλ, ὁ ποιῶν
θαυμάσια μόνος, καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ
εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος· καὶ πληρωθήσεται
τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ. γένοιτο, γένοιτο. καὶ ἐπὶ τέλει
τοῦ ψαλμοῦ τούτου, οὗ ἔφην, γέγραπται· Ἐξέλιπον οἱ ὕμνοι
Δαυείδ, υἱοῦ Ἰεσσαί.
         καὶ ὅτι μὲν βασιλεὺς ἐγένετο
καὶ μέγας ὁ Σολομών, ἐφ' οὗ ὁ οἶκος Ἰερουσαλὴμ ἐπικληθεὶς
ἀνῳκοδομήθη, ἐπίσταμαι. ὅτι δὲ οὐδὲν τῶν ἐν τῷ  
ψαλμῷ εἰρημένων συνέβη αὐτῷ, φαίνεται. οὔτε γὰρ πάντες οἱ
βασιλεῖς προσεκύνησαν αὐτῷ, οὔτε μέχρι τῶν περάτων τῆς οἰκου-
μένης ἐβασίλευσεν, οὔτε οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ ἔμπροσθεν αὐτοῦ

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 36, sec. 2, line 7

καὶ λίθος κέκληται, καὶ ἔνδοξος μετὰ τὴν πρώτην αὐτοῦ πα-
ρουσίαν, ἐν ᾗ παθητὸς φαίνεσθαι κεκήρυκτο, ἐλευσόμενος καὶ  
κριτὴς πάντων λοιπὸν καὶ αἰώνιος βασιλεὺς καὶ ἱερεὺς γενησό-
μενος· εἰ οὗτος δέ ἐστι περὶ οὗ ταῦτα προεφητεύθη, ἀπόδειξον.
 Κἀγώ· Ὡς βούλει, ὦ Τρύφων, ἐλεύσομαι πρὸς ἃς βούλει
ταύτας ἀποδείξεις ἐν τῷ ἁρμόζοντι τόπῳ, ἔφην· τὰ νῦν δὲ συγχω-
ρήσεις μοι πρῶτον ἐπιμνησθῆναι ὧνπερ βούλομαι προφητειῶν,
εἰς ἐπίδειξιν ὅτι καὶ θεὸς καὶ κύριος τῶν δυνάμεων ὁ Χριστὸς
καὶ Ἰακὼβ καλεῖται ἐν παραβολῇ ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος, καὶ
οἱ παρ' ὑμῖν ἐξηγηταί, ὡς θεὸς βοᾷ, ἀνόητοί εἰσι, μὴ εἰς τὸν
Χριστὸν εἰρῆσθαι λέγοντες ἀλλ' εἰς Σολομῶνα, ὅτε εἰσέφερε
τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου εἰς τὸν ναὸν ὃν ᾠκοδόμησεν.
         ἔστι
δὲ ψαλμὸς τοῦ Δαυεὶδ οὗτος· Τοῦ κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα
αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. αὐτὸς
ἐπὶ θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτήν, καὶ ἐπὶ ποταμῶν ἡτοίμασεν
αὐτήν. τίς. ἀναβήσεται εἰς τὸ ὄρος τοῦ κυρίου, ἢ τίς στήσεται
ἐν τόπῳ ἁγίῳ αὐτοῦ; ἀθῷος χερσὶ καὶ καθαρὸς τῇ
καρδίᾳ, ὃς οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ οὐκ
ὤμοσεν ἐπὶ δόλῳ τῷ πλησίον αὐτοῦ.
543

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 36, sec. 5, line 2

παρὰ κυρίου καὶ ἐλεημοσύνην παρὰ θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ. αὕτη


ἡ Γενεὰ ζητούντων τὸν κύριον, ζητούντων τὸ πρόσωπον τοῦ
θεοῦ Ἰακώβ. ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε,
πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. τίς ἐστιν
οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; κύριος κραταιὸς καὶ δυνατὸς ἐν
πολέμῳ. ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι
αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. τίς ἐστιν οὗτος
ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ
βασιλεὺς τῆς δόξης.
         κύριος οὖν τῶν δυνάμεων ὅτι οὐκ ἔστιν
ὁ Σολομὼν ἀποδέδεικται· ἀλλὰ ὁ ἡμέτερος Χριστὸς ὅτε ἐκ
νεκρῶν ἀνέστη καὶ ἀνέβαινεν εἰς τὸν οὐρανόν, κελεύονται οἱ
ἐν τοῖς οὐρανοῖς ταχθέντες ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἄρχοντες ἀνοῖξαι τὰς
πύλας τῶν οὐρανῶν, ἵνα εἰσέλθῃ οὗτος ὅς ἐστι βασιλεὺς τῆς
δόξης, καὶ ἀναβὰς καθίσῃ ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρός, ἕως ἂν θῇ τοὺς
ἐχθροὺς ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὡς διὰ τοῦ ἄλλου ψαλμοῦ
δεδήλωται.
         ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἐν οὐρανῷ ἄρχοντες ἑώρων ἀειδῆ  
καὶ ἄτιμον τὸ εἶδος καὶ ἄδοξον ἔχοντα αὐτόν, οὐ γνω-
ρίζοντες αὐτόν, ἐπυνθάνοντο· Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς
δόξης; καὶ ἀποκρίνεται αὐτοῖς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἢ ἀπὸ προ

Ιουστίνος Μάρτυρ. Dialogus cum Tryphone Ch. 36, sec. 6, line 7

πύλας τῶν οὐρανῶν, ἵνα εἰσέλθῃ οὗτος ὅς ἐστι βασιλεὺς τῆς


δόξης, καὶ ἀναβὰς καθίσῃ ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρός, ἕως ἂν θῇ τοὺς
ἐχθροὺς ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὡς διὰ τοῦ ἄλλου ψαλμοῦ
δεδήλωται.
         ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἐν οὐρανῷ ἄρχοντες ἑώρων ἀειδῆ  
καὶ ἄτιμον τὸ εἶδος καὶ ἄδοξον ἔχοντα αὐτόν, οὐ γνω-
ρίζοντες αὐτόν, ἐπυνθάνοντο· Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς
δόξης; καὶ ἀποκρίνεται αὐτοῖς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἢ ἀπὸ προ-
σώπου τοῦ πατρὸς ἢ ἀπὸ τοῦ ἰδίου· Κύριος τῶν δυνάμεων,
αὐτὸς οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. ὅτι γὰρ οὔτε περὶ
Σολομῶνος, ἐνδόξου οὕτω βασιλέως ὄντος, οὔτε περὶ τῆς σκη-
νῆς τοῦ μαρτυρίου τῶν ἐφεστώτων ταῖς πύλαις τοῦ ναοῦ τῶν
Ἰεροσολύμων ἐτόλμησεν ἄν τις εἰπεῖν· Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασι-
λεὺς τῆς δόξης; πᾶς ὁστισοῦν ὁμολογήσει.
 Καὶ ἐν διαψάλματι τεσσαρακοστοῦ ἕκτου ψαλμοῦ,
ἔφην, εἰς τὸν Χριστὸν οὕτως εἴρηται· Ἀνέβη ὁ θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ,
κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος. ψάλατε τῷ θεῷ ἡμῶν, ψάλατε· ψά-
λατε τῷ βασιλεῖ ἡμῶν, ψάλατε. ὅτι βασιλεὺς πάσης τῆς γῆς ὁ
θεός, ψάλατε συνετῶς. ἐβασίλευσεν ὁ θεὸς ἐπὶ τὰ ἔθνη, ὁ θεὸς
544

κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῦ. ἄρχοντες λαῶν συνήχθησαν


μετὰ τοῦ θεοῦ Ἀβραάμ, ὅτι τοῦ θεοῦ οἱ κραταιοὶ τῆς γῆς σφόδρα

Ιουστίνος Μάρτυρ. , Quaestiones et responsiones ad orthodoxos


Morel p. 423, sec. D, line 6

Ἀπόκρισις.

 Πολλὰ μὲν εὕρηται καὶ ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν ἰαματικὰ τῶν


σωματικῶν νοσημάτων, καὶ ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως μέν,
οὐδεὶς δὲ τῶν ἔξωθεν τῆς εὐσεβείας εἶχε τὴν κατάληψιν ἰα-
τρικὴν [τῶν ψυχῶν].

Ἐρώτησις νϛʹ.

 Εἰ τὰ τελευτῶντα βρέφη ἔπαινον ἢ μέμψιν οὐκ ἔχουσιν ἐξ


ἔργων, τίς ἡ διαφορὰ ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν ὑπὸ ἄλλων μὲν
βαπτισθέντων καὶ μηδὲν πραξάντων, καὶ τῶν μὴ βαπτισθέν-
των καὶ ὁμοίως μηδὲν πραξάντων;

Ιουστίνος Μάρτυρ. , Quaestiones et responsiones ad orthodoxos Morel p. 461, sec.


D, line 6

καὶ ἐπιδεκτικοὶ νοημάτων τυγχάνοντες, ἐν δὲ τῷ γήρᾳ εἰς τὸ


ἐναντίον μεταβαλλόμενοι γίνονται περὶ τὸ νοεῖν ἀργοί· ἔστι
δὲ τοῦτο σημεῖον τοῦ τὴν εὐκρασίαν τε καὶ δυσκρασίαν εἶναι
αἰτίαν τῆς τοιαύτης μετοχῆς. Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λίαν μεγα-
λοκέφαλοι, λεγόμενοι βαρυκέφαλοι, διὰ τὸ μὴ σώζειν σύμμε-
τρον ἀναλογίαν πρὸς τὰ ἄλλα μέρη τοῦ σώματος δι' ὑπερβολὴν
μικρότητος ἢ μεγέθους, καὶ αὐτοὶ ἀνεπιτήδειοί εἰσι τοῦ δύνα-
σθαι εἶναι γεννητικοί τε καὶ ἐπιδεκτικοὶ νοημάτων. Γίνονται
δὲ καὶ ἄλλοι πρὸς τὴν κατάληψιν τῶν τῇ φύσει συνεστώτων
πραγμάτων ὀξεῖς τε καὶ ἕτοιμοι, καὶ ἀπὸ τῆς θείας χάριτος,
ὡς τὸ Ὁ κύριος ἔδωκε τῷ Σολομῶντι πλάτος καρδίας, ὡς
τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης· καὶ ὡς τὸ
Οἷς δέδοται μὲν διὰ πνεύματος λόγος σοφίας, ἄλλοις δὲ
λόγος γνώσεως.

Ἐρώτησις ρζʹ.

 Εἰ ὑπὸ τῶν ἀπίστων πρὸς ἀπάτην εὑρέθη τὰ ᾄσματα,  


τοῖς δὲ ἐν νόμῳ εἰσηγήθη διὰ φρενῶν νηπιότητα, οἱ τῆς χάριτος
τέλεια καὶ τῶν ῥηθέντων τρόπων ἀλλότρια παρειληφότες μα-
θήματα διὰ τί ἐν ταῖς ἐκκλησίαις κατὰ τοὺς ἐν τῷ νόμῳ νη-
πίους τοῖς ᾄσμασι κέχρηνται;
545

Ἀπόκρισις.

Cornelius Alexander Polyhist., Fragmenta


Fragment 18, line 2t

Ἰσαὰκ ὄντα ἐτῶν ἑκατὸν γεννῆσαι. Ὥστε μβʹ ἐτῶν


ὕστερον γεγονέναι τὸν Ἰσαὰρ ἀφ' οὗ τὴν Σεπφώραν
γεγενεαλογῆσθαι. Οὐδὲν οὖν ἀντιπίπτει τὸν Μωσῆν
καὶ τὴν Σεπφώραν κατὰ τοὺς αὐτοὺς γεγονέναι χρόνους.
Κατοικεῖν δ' αὐτοὺς Μαδιὰμ πόλιν, ἣν ἀπὸ ἑνὸς τῶν
Ἀβραὰμ παίδων ὀνομασθῆναι. Φησὶ γὰρ τὸν Ἀβραὰμ
τοὺς παῖδας πρὸς ἀνατολὰς ἐπὶ κατοικίαν πέμψαι· διὰ
τοῦτο δὲ καὶ Ἀαρὼν καὶ Μαριὰμ εἰπεῖν ἐν Ἀσηρὼθ
Μωσῆν Αἰθιοπίδα γῆμαι γυναῖκα.  

ΕΥΠΟΛΕΜΟΥ,
περὶ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος.

 Cap. 30: Εὐπόλεμος δέ φησιν ἔν τινι περὶ τῆς


Ἠλίου προφητείας, Μωσῆν προφητεῦσαι ἔτη μʹ· εἶτα
Ἰησοῦν τὸν τοῦ Ναυῆ υἱὸν ἔτη λʹ, βιῶσαι δ' αὐτὸν ἔτη
ριʹ, πῆξαί τε τὴν ἱερὰν σκηνὴν ἐν Σηλοῖ. Μετὰ δὲ ταῦτα
προφήτην γενέσθαι Σαμουήλ. Εἶτα δὲ τοῦ Θεοῦ βουλή-
σει ὑπὸ Σαμουὴλ Σαοῦλον βασιλέα αἱρεθῆναι, ἄρξαντα
δὲ ἔτη καʹ τελευτῆσαι. Εἶτα Δαβὶδ τὸν τούτου υἱὸν
δυναστεῦσαι, ὃν καταστρέψασθαι Σύρους τοὺς παρὰ
τὸν Εὐφράτην οἰκοῦντας ποταμὸν, καὶ τὴν Κομμαγηνὴν,
καὶ τοὺς ἐν Γαλαδηνῇ Ἀσσυρίους καὶ Φοίνικας. Στρα

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinensia


Ch. 130, sec. 135, line 3

ξας καὶ ὀλίγον ἀποξηράνας, δίδου ἡμιμόδιον καστρίσιον ἑσπέ-


ρας καὶ ἡμιμόδιον ἕωθεν, ἵνα καθ' ἡμέραν μόδιον καστρίσιον
ἐσθίῃ τὸ κτῆνος. ἐὰν οὖν ᾖ κάτισχνον τὸ κτῆνος, φάγεται τὰ
προγεγραμμένα ἡμέρας ἑξῆς κʹ καὶ αʹ· εἰ δὲ μή, ιεʹ ἢ ζʹ. ἐν  
αἷς δὲ ἡμέραις τρώγει, μὴ ἐξερχέσθω ἐκ τῆς ἱπποστασίας, ἀλλ'
546

ἐκεῖ πινέτω. οἱ δὲ Σύροι προσβάλλουσι τῇ μίξει ταύτῃ στρο-


βίλων ξέ. αʹ, σταφίδων ξέ. αʹ, διδοῦσι δὲ ἐπὶ ἡμέραις ἑπτὰ
ἑστῶτι ἐν ἱπποστασίᾳ σκοτεινῇ, κατάξηρον ἐχούσῃ τὸ ἔδαφος
 Βοήθημα πρὸς πάθη διάφορα καὶ πρὸς τὸ σκιὰς
ἐκ τῶν στάβλων διῶξαι διὰ πείρας. μαγνήτου λίθου
γο αʹ, Σολομωνιακοῦ λίθου γο βʹ, πάνακος γο αʹ, ἀσφάλτου
γο ϛʹ, θείου γο αʹ, πευκεδανίου γο ἕξ, μίξας ἐν ταὐτῷ ῥη-
τίνῃ [καὶ] τερεβινθίνῃ, ἀναλάμβανε καὶ χρῶ.
 Εὐμήλου πρὸς ναυτιασμόν. | ναυτιασμὸν καὶ τὸν
περὶ τὰ σιτία πλάδον παύει μελάνθιον λελειωμένον ὡς δύο
κύαθοι, μιγέντες μετὰ ἐλαίου ξέ. γʹ καὶ οἴνου ξέ. αʹ, καὶ δι-
δόμενον. ἢ σκορόδου κεφαλὴν μίαν λειώσας μετὰ οἴνου ἡμί-
νης μιᾶς διὰ κέρατος δίδου.
 Εὐμήλου πρὸς πόνον ἄρθρων. αἵματος ἀφαίρεσις
ἐξαιρέτως ὠφελεῖ. εἰ δὲ τὰς συμβολὰς ἀλγήσοι ἢ καὶ ὑπο-
πύους ἕξει, θεράπευε οὕτως· ἴρεως κεκομμένης, λιβάνου
Nemesius Theol., De natura hominis
Sec. 2, line 515

νώμενα δέδεικται θνητά· διὰ γὰρ τοῦτο γεννᾷ καὶ γεννᾶ-


ται, ἵνα τῶν φθαρτῶν διαμείνῃ τὸ γένος· ἀνάγκη καὶ
τοῦτον ἢ θνητὴν εἶναι λέγειν τὴν ψυχὴν ἐξ ἀλληλογονίας
γινομένην, ἢ μὴ κατὰ διαδοχὴν ἐξ ἀλλήλων γεννᾶσθαι τὰς
ψυχάς. τὸ γὰρ ἐπὶ τῶν ἐκ μοιχείας γεννωμένων τῷ τῆς
προνοίας λόγῳ καταλείπομεν, ἀγνώστῳ παρ' ἡμῖν ὄντι. εἰ  
δέ τι δεῖ καὶ τῆς προνοίας καταστοχάσασθαι, πάντως
οἶδεν τὸ τικτόμενον ἢ τῷ βίῳ ἢ ἑαυτῷ χρήσιμον ἐσόμενον
καὶ διὰ τοῦτο συγχωρεῖ τὴν ἐμψύχωσιν γίνεσθαι. ἱκανὸν
δὲ τεκμήριον τούτου λαμβάνομεν τὸν ἐκ τῆς Οὐρίου
καὶ τοῦ Δαυὶδ γεννηθέντα Σολομῶνα.
             ἑξῆς
ἐπισκεψώμεθα καὶ τὴν δόξαν τῶν Μανιχαίων ἣν ἔχουσι
περὶ τῆς ψυχῆς. φασὶ μὲν γὰρ αὐτὴν ἀθάνατον καὶ ἀσώ-
ματον, μίαν δὲ μόνην εἶναι τὴν τῶν πάντων ψυχὴν κα-
τακερματιζομένην καὶ κατατεμνομένην εἰς τὰ καθ' ἕκαστα
σώματα ἄψυχά τε καὶ ἔμψυχα· καὶ τὰ μὲν πλείονος αὐ-  
τῆς μετέχειν, τὰ δὲ ἐλάττονος· πλείονος μὲν τὰ ἔμψυχα,
ἐλάττονος δὲ τὰ ἄψυχα, πολλῷ δὲ πλείονος τὰ οὐράνια·
ὡς τῆς καθόλου ψυχῆς μέρη τὰς καθ' ἕκαστον εἶναι ψυ-
χάς. καὶ εἰ μὲν ἀμερίστως μερίζεσθαι ταύτην ἔφασκον,

Aristobulus Judaeus Phil., Fragmenta P. 2, line 89

γένεσις, ἐν ᾧ τὰ πάντα συνθεωρεῖ-


ται. μεταφέροιτο δ' ἂν τὸ αὐτὸ καὶ
ἐπὶ τῆς σοφίας· τὸ γὰρ πᾶν φῶς
ἐστιν ἐξ αὐτῆς. καί τινες εἰρήκασι
547

τῶν ἐκ τῆς αἱρέσεως ὄντες τῆς


ἐκ τοῦ Περιπάτου λαμπτῆρος αὐτὴν
ἔχειν τάξιν· ἀκολουθοῦντες γὰρ
αὐτῇ συνεχῶς ἀτάραχοι καταστή-
σονται δι' ὅλου τοῦ βίου. σαφέστε-
ρον δὲ καὶ κάλλιον τῶν ἡμετέρων
προγόνων τις εἶπε Σολομῶν αὐτὴν
πρὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς ὑπάρχειν· τὸ
δὴ σύμφωνόν ἐστι τῷ προειρη-
μένῳ. τὸ δὲ διασαφούμενον διὰ
τῆς νομοθεσίας ἀποπεπαυκέναι τὸν
θεὸν ἐν αὐτῇ, τοῦτο οὐχ, ὥς τινες
ὑπολαμβάνουσι, μηκέτι ποιεῖν τι
τὸν θεὸν καθέστηκεν, ἀλλ' ἐπὶ τῷ
καταπεπαυκέναι τὴν τάξιν αὐτῶν
οὕτως εἰς πάντα τὸν χρόνον τετα-
χέναι. σημαίνει γὰρ ὡς ἐν ἓξ

Aristobulus Judaeus Phil., Fragmenta P. 2c, line 24

πάντα κληρονομεῖται. ἐκ ταύτης τῆς


ἡμέρας ἡ πρώτη σοφία καὶ ἡ γνῶσις
ἡμῖν ἐλλάμπεται· τὸ γὰρ φῶς τῆς
ἀληθείας φῶς ἀληθές, ἄσκιον, ἀμερῶς
μεριζόμενον πνεῦμα κυρίου εἰς τοὺς
διὰ πίστεως ἡγιασμένους, λαμπτῆρος
ἐπέχον τάξιν εἰς τὴν τῶν ὄντων
ἐπίγνωσιν. ἀκολουθοῦντες οὖν αὐτῷ
δι' ὅλου τοῦ βίου ἀπαθεῖς καθιστάμεθα,
τὸ δέ ἐστιν ἀναπαύσασθαι. διὸ καὶ
Σολομὼν πρὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ
πάντων τῶν ὄντων τῷ παντοκράτορι
γεγονέναι τὴν σοφίαν λέγει, ἧς ἡ
μέθεξις (ἡ κατὰ δύναμιν, οὐ κατ'
οὐσίαν λέγω) θείων καὶ ἀνθρωπίνων
καταληπτικῶς ἐπιστήμονα εἶναι δι-
δάσκει.  
 Ἀλλὰ καὶ τὴν ἑβδόμην ἱερὰν οὐ
μόνον οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ
Ἕλληνες ἴσασι, καθ' ἣν ὁ πᾶς
κόσμος κυκλεῖται τῶν ζωογονου

Assumptio Mosis, Fragmenta P. frag e, line 2

 ἐν βίβλῳ δὲ ἀναλήψεως Μωσέως Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος διαλεγόμενος


τῷ διαβόλῳ λέγει «ἀπὸ γὰρ πνεύματος ἁγίου αὐτοῦ πάντες ἐκτίσθημεν« καὶ
πάλιν λέγει «ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ ἐξῆλθε τὸ πνεῦμα αὐτοῦ, καὶ ὁ κόσμος
ἐγένετο«· ἴσον ἐστὶ τοῦτο τοῦ «πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο».
548

 τῷ παιδίῳ οἱ γονεῖς ἔθεντο ὄνομά τι, ἐκαλεῖτο δὲ Ἰωακείμ. ἔσχεν δὲ καὶ
τρίτον ὄνομα ἐν οὐρανῷ μετὰ τὴν ἀνάληψιν, ὥς φασιν οἱ μύσται, Μελχί.
φασὶ δὲ οἱ μύσται λόγῳ μόνῳ ἀνελεῖν τὸν Αἰγύπτιον.  
καὶ ἐν βίβλῳ λόγων μυστικῶν Μωσέως αὐτὸς Μωσῆς προεῖπε περὶ τοῦ
Δαυὶδ καὶ Σολομῶντος. περὶ οὗ Σολομῶντος οὕτω προεῖπε «καὶ διαδοχεύ-
σει ἐπ' αὐτὸν ὁ θεὸς σοφίαν καὶ δικαιοσύνην καὶ ἐπιστήμην πλήρη, αὐτὸς
οἰκοδομήσει τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ« καὶ τὰ ἑξῆς.
 εἰκότως ἄρα καὶ τὸν Μωυσέα ἀναλαμβανόμενον διττὸν εἶδεν Ἰησοῦς ὁ τοῦ
Ναυῆ, καὶ τὸν μὲν μετ' ἀγγέλων, τὸν δὲ ἐπὶ τὰ ὄρη περὶ τὰς φάραγγας κηδείας
ἀξιούμενον. εἶδεν δὲ Ἰησοῦς τὴν θέαν ταύτην κάτω πνεύματι ἐπαρθεὶς σὺν καὶ
τῷ Χαλέβ, ἀλλ' οὐχ ὁμοίως ἄμφω θεῶνται, ἀλλ' ὃ μὲν καὶ θᾶττον κατῆλθεν,
πολὺ τὸ βρῖθον ἐπαγόμενος, ὃ δὲ ἐπικατελθὼν ὕστερον τὴν δόξαν διηγεῖτο ἣν
ἐθεᾶτο, διαθρῆσαι δυνηθεὶς μᾶλλον θατέρου, ἅτε καὶ καθαρώτερος γενόμενος,
δηλούσης, οἶμαι, τῆς ἱστορίας μὴ πάντων εἶναι τὴν γνῶσιν, ἐπεὶ οἳ μὲν τὸ
σῶμα τῶν γραφῶν, τὰς λέξεις καὶ τὰ ὀνόματα, καθάπερ τὸ σῶμα τὸ

Κλήμης Ρωμανός. Homiliae [Sp.] Homily 11, Ch. 33, sec. 2, line 1

ἴσα τῇ εὐποιίᾳ εὑρεθῇ, καὶ ἡμεῖς ἐναισχυνθῆναι ἔχομεν, αὐτοὶ δὲ διὰ


πλάνην τὰ καθ' αὑτῶν ποιήσαντες ἀπολέσθαι. τὸ δὲ αἰσχυνθῆναι κατὰ
τοῦτο εἴρηκα ὅτι μὴ πλεῖον ἐποιήσαμεν αὐτῶν, ὧν καὶ πλεῖον ἐγνώκα-
μεν. εἰ δὲ αἰσχυνθῆναι ἔστιν τὴν εὐποιίαν αὐτοῖς ἴσην δείξαντας καὶ
οὐ πλεῖον, πόσῳ γε μᾶλλον, ἐὰν αὐτῶν τῆς εὐποιίας τὸ ἧττον δείξω-
μεν; ὅτι δὲ ὄντως ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ταῖς τῶν πεπλανημένων εὐποιίαις
αἱ τῶν ἀλήθειαν ἐγνωκότων ἰσάζονται πράξεις, αὐτὸς ἡμᾶς ὁ ἀψευδὴς
ἐδίδαξεν προφήτης, εἰπὼν πρὸς μὲν τοὺς ἀμελοῦντας ἐλθεῖν καὶ ἐπακούειν
αὐτοῦ· «Βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ
αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολο-
μῶνος· καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε, καὶ οὐ πιστεύετε». πρὸς δὲ τοὺς
ἐν τῷ λαῷ μὴ θέλοντας μετανοῆσαι ἐπὶ τῷ κηρύγματι αὐτοῦ εἶπεν· «Ἄνδρες
Νινευῖται ἐγερθήσονται μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦ-
σιν αὐτήν, ὅτι ἀκούσαντες μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ· καὶ ἰδοὺ
πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε, καὶ οὐδεὶς πιστεύει». καὶ οὕτως πρὸς πᾶσαν ἀσέ-
βειαν αὐτῶν ἀντιπαραθεὶς τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν πεποιηκότας εἰς κατάκρισιν
τῶν ἐν θεοσεβείᾳ μηδὲ τὸ ἴσον καλὸν τοῖς πεπλανημένοις πεποιηκότων,
τοὺς ἔχοντας λογισμὸν ἐνουθέτει μὴ μόνον ἴσα τοῖς ἔθνεσιν τὰ καλὰ
[ἴσως] ποιεῖν, ἀλλὰ τὸ πλεῖον. ὁ δὲ λόγος μοι ἐρρύη, πρόφασιν λαβὼν
ἐκ τοῦ δεῖν φυλάσσειν τὴν ἄφεδρον καὶ ἀπὸ κοινωνίας βαπτίζεσθαι, μὴ
ἀρνεῖσθαι τὴν τοιαύτην ἁγνείαν, κἂν οἱ πεπλανημένοι αὐτὴν πράττωσιν,

Κλήμης Ρωμανός. Epistulae de virginitate [Sp.] Book 2, Ch. 12, sec. 1, line 1
      
 Ὁμοίως καὶ ὁ Ἀμνὼν
διὰ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ Θήμαρ
ἀνῃρέθη κακῶς.  
 Ὡσαύτως καὶ ὁ Σολομὼν
ἔχων σοφίαν καὶ φρόνησιν καὶ
χῦμα καρδίας καὶ πλοῦτον καὶ
549

δόξαν πολλὴν ὑπὲρ πάντας ἀν-


θρώπους, καὶ οὗτος διὰ γυναικῶν
ἀπώλετο καὶ ἀποστάτης ἐγένετο
ἀπὸ κυρίου διὰ γυναῖκας.
      
 Οἱ πρεσβύτεροι οἱ κατὰ
Σωσάνναν κριταὶ διὰ τὸ ἐνδε-
λεχίζειν καὶ καταμανθάνειν κάλ

Κλήμης Ρωμανός. Pseudo-Clementina (epitome altera auctore Symeone etaphrasta)


[Sp.] Sec. 22, line 4

ἐπληροφόρει, τίνος ἕνεκεν οὐκ ἀφύπνισέ με, ὅπως ἀκροατὴς τῶν αὐτοῦ γένω-
μαι λόγων, καὶ τούτου αἰτίαν τὸν ἐκ τοῦ πλοῦ σκυλμὸν ἐποιεῖτο· ἐκεῖνον γὰρ
πεφθῆναί μοι θέλων ἡσυχάζειν ἀφῆκεν. ὁπότ' ἂν γὰρ ἡ ψυχὴ, φησὶ, περὶ
τὸ λεῖπον ἀσχολῆται τῷ σώματι, εἴτε τινὶ συμφορᾷ συνέχηται, οὐ μετὰ πολ-
λῆς εἴωθε προσέχειν ἀκριβείας τοῖς λεγομένοις. τούτου δὲ ἕνεκεν οὐ βού-
λομαι διαλέγεσθαι τοῖς ἢ λύπῃ κατεχομένοις, ἢ ἀμέτρως ὀργιζομένοις, ἢ τὸ
σῶμα πεπονηκόσιν, ἢ βιωτικαῖς φροντίσιν ἢ ἑτέρῳ πάθει τινὶ διενοχλουμένοις.
 Καὶ μὴ λεγέτω τις, ὅτι οὐ χρὴ παραμυθίας καὶ νουθεσίας
λόγους προσάγειν τοῖς φαῦλόν τι πράττουσι. φημὶ γὰρ, ὡς εἰ μὲν ἀνύει τις,
προςφερέτω· εἰ δὲ μὴ, τῷ καιρῷ τέως παραχωρείτω. καιρὸς γὰρ, ὡς Σολο-
μῶντι δοκεῖ, παντὶ πράγματι. διὸ χρὴ τοὺς τὴν ψυχὴν ῥωννῦντας λόγους  
πρὸ τῆς κακώσεως τοῖς ἀνθρώποις ἐπάγειν, ἵνα εἴ ποτέ τι φαῦλον ἐπέλθοι,
προωπλισμένος ὁ νοῦς ὀρθῷ τῷ λογισμῷ δυνηθείη τὸ ἐπενεχθὲν ὑποστῆναι.
ὅθεν, ὦ φίλε Κλήμη, εἴγε τὰ τῷ θεῷ διαφέροντα γνῶναι θέλεις, παρὰ τοῦ
κυρίου καὶ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ διδάσκοντος ἄνθρω-
πον γνῶσιν, παρὰ τούτου μόνου μαθεῖν ἔχεις, ὅτι μόνος οἶδεν ἀλήθειαν.
τῶν γὰρ ἄλλων εἴ τις ἐπίσταταί τι, παρὰ τούτου ἢ τῶν τούτου μαθητῶν
λαβὼν ἔχει.
 Ἔστι τε αὐτοῦ τὸ βούλημα, ὅτι εἷς θεὸς ἐν τρισὶν ὑποστά-
σεσιν, οὗ κόσμος ἔργον ὁ πᾶς, ὃς δίκαιος ὢν πάντως ἑκάστῳ πρὸς τὰς
πράξεις ἀποδώσει ποτέ. ἀνάγκη γὰρ πᾶσα, φύσει δίκαιον εἶναι λέγοντα τὸν

Evangelium Bartholomaei, Fragmenta evangelii Bartholomaei


Fragment 4, sec. 21, line 2

τὸν Βελειὰρ εἰς τὸν τράχηλον.


 Καὶ δρομαίως ἐπελθὼν ὁ Βαρθολομαῖος ἐπά[τη|σεν εἰς τὸν τράχηλον
αὐτοῦ καὶ ἐτρόμαξεν ὁ Βελειάρ.
 Καὶ φοβηθεὶς ὁ Βαρθολομαῖος ἔφυγε καὶ λέγει· Ἰησοῦ κύριε, δός μοι
κράσπεδον ἐκ τῶν ἱματίων σου | ἵνα τολμήσω ἐγγίσαι αὐτόν.
 Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτῷ· οὐ δύνῃ σὺ λαβεῖν κράσπεδον ἐκ τῶν ἱματίων
μου, οὐ γάρ εἰσιν τὰ ἱμάτι[ά | μου] ταῦτα ἃ ἐφόρουν πρὸ τοῦ σταυρωθῆναι.
 Λέγει ὁ Βαρθολομαῖος· δέδοικα, κύριε, μὴ ὡς οὐκ ἐφείσατο τῶν ἀγγέλων
σου κἀμὲ ἂν καταπίεται.  
 Λέγει | αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· οὐχὶ λόγῳ τῷ ἐμῷ πᾶν | ἐγέγονεν καὶ τῇ διανοίᾳ
τοῦ πατρός | μ]ου; τὰ πνεύματα τῷ Σολομῶνι ὑπετά|γη]σαν, σὺ οὖν λόγῳ τῷ
ἐμῷ κελευόμενος | ἄ]πελθε καὶ ἐρώτησον αὐτὸν ἃ βούλῃ. |
 Ὁ δὲ Βαρθολομαῖος ποιήσας τὸν τύπον | τ]οῦ σταυροῦ καὶ εὐχήσας τῷ
550

Ἰησοῦ πανταχόθεν | π]ῦρ ἀνήφθη ὥστε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ | πυ]ρῆ̣ναι.


 Λέγει ὁ Ἰησοῦς τῷ Βαρθολομαίῳ· καθὼς | εἶπ]όν σοι, πάτησον τὸν τράχη-
λον | αὐτο]ῦ ὥσπερ ἐρωτᾶν αὐτὸν τίς ἐστιν ἡ δύνα|μ]ις αὐτοῦ.
 Καὶ ἀπελθὼν ὁ Βαρθολομαῖος | ἐπ]άτησεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ, | ἦν] γὰρ
κρυπτόμενον ἕως τῶν ἀκοῶν,

Fragmenta Alchemica, Λαβύρινθος ἥνπερ Σολομὼν ἐτεκτήνατο (e cod. Venet.


Marc. 299, fol. 102v) Vol. 2, p. 39, line 12t

ἐπὶ ὥρας ϛʹ ἢ θʹ. Καὶ εἶθ' οὕτως ἐκβαλὼν, εὑρήσεις αὐτὰ βωλο-
ποιηθέντα σιδηροειδῆ. Τοῦτο λείωσον εἰς χρυσὸν μετὰ ὕδατος πολ-
λάκις· ὅσον γὰρ λειώσεις αὐτὰ, τοσοῦτον ξανθὰ γίνονται. Τὸ γὰρ
θεῖον ἄπυρον τὰ φευκτὰ ἄφευκτα ποιεῖ.
 Περὶ κινναβάρεως.  – Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡ ἀνάκαμψις τῆς
κινναβάρεως διὰ νιτρελαίου γίνεται, καὶ οὕτως χωνεύεται μετὰ πυρᾶς
λεπτῆς, ὡς ἐπινοεῖς.
 Ἄλλως περὶ κινναβάρεως.  – Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡ μαγνησία
ἡ ὑελουργικὴ ταύτη ἐστὶν ἡ τῆς Ἀσίας, δι' ἧς ὁ ὕελος τὰς βαφὰς
δέχεται, καὶ ὁ ἰνδικὸς σίδηρος γίνεται, καὶ τὰ θαυμάσια ξίφη.  

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΗΝΠΕΡ ΣΟΛΟΜΩΝ ΕΤΕΚΤΗΝΑΤΟ.

Εἴ τινα λαβύρινθον ἀκούεις, ξένε,


ἥνπερ Σολομὼν ἐκ νοὸς ἐκτυπώσας,
λίθοις ἐτεκτόνησε τορνοσυνθέτοις,
τούτου θέσιν σχῆμά τε καὶ ποικιλίαν
γραμμαῖς ἀμυδραῖς εἰκονίζων πρὸς λόγον,
ὁρῶν τὸ λοιπὸν τὰς ἑλίξεις μυρίας
ἔσωθεν ἔξω, σφαιρικοὺς ἀναδρόμους,
ἐκεῖθεν ἔνθεν κυκλικῶς ἐστραμμένους,  
τὸν τοῦ βίου μάνθανε κυκλικὸν δρόμον,
ὄλισθον ἐμφαίνοντα τῶν συντριμμάτων,

Fragmenta Alchemica, Λαβύρινθος ἥνπερ Σολομὼν ἐτεκτήνατο (e cod. Venet.


Marc. 299, fol. 102v) Vol. 2, p. 39, line 14

λάκις· ὅσον γὰρ λειώσεις αὐτὰ, τοσοῦτον ξανθὰ γίνονται. Τὸ γὰρ


θεῖον ἄπυρον τὰ φευκτὰ ἄφευκτα ποιεῖ.
 Περὶ κινναβάρεως.  – Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡ ἀνάκαμψις τῆς
κινναβάρεως διὰ νιτρελαίου γίνεται, καὶ οὕτως χωνεύεται μετὰ πυρᾶς
λεπτῆς, ὡς ἐπινοεῖς.
 Ἄλλως περὶ κινναβάρεως.  – Δεῖ γινώσκειν ὅτι ἡ μαγνησία
ἡ ὑελουργικὴ ταύτη ἐστὶν ἡ τῆς Ἀσίας, δι' ἧς ὁ ὕελος τὰς βαφὰς
δέχεται, καὶ ὁ ἰνδικὸς σίδηρος γίνεται, καὶ τὰ θαυμάσια ξίφη.  

ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΗΝΠΕΡ ΣΟΛΟΜΩΝ ΕΤΕΚΤΗΝΑΤΟ.


551

Εἴ τινα λαβύρινθον ἀκούεις, ξένε,


ἥνπερ Σολομὼν ἐκ νοὸς ἐκτυπώσας,
λίθοις ἐτεκτόνησε τορνοσυνθέτοις,
τούτου θέσιν σχῆμά τε καὶ ποικιλίαν
γραμμαῖς ἀμυδραῖς εἰκονίζων πρὸς λόγον,
ὁρῶν τὸ λοιπὸν τὰς ἑλίξεις μυρίας
ἔσωθεν ἔξω, σφαιρικοὺς ἀναδρόμους,
ἐκεῖθεν ἔνθεν κυκλικῶς ἐστραμμένους,  
τὸν τοῦ βίου μάνθανε κυκλικὸν δρόμον,
ὄλισθον ἐμφαίνοντα τῶν συντριμμάτων,
ἐκ τῶν κυκλικῶν σφαιρικῶν κυλισμάτων
ἑλίσσεται κατ' ἴσχνος συνθέτοις στρόφοις,

Fragmenta Alchemica, Ποίησις ἀργύρου (e cod. Venet. Marc. 299, fol. 194v)
Vol. 2, p. 390, line 4

μοῖραν αʹ· καὶ ἑνώσας διάλυε πυρί. Ἔπειτα λύων κασσιτέρου μοίρας
εʹ, ἀπὸ τούτου βάλε τοῦ συνθέματος μοῖραν μίαν· καὶ ὄψῃ αὐτὴν τὴν
φύσιν τοῦ ἀργύρου.
 ΕΤΕΡΩΣ. Λαβὼν ὑδράργυρον δυτικὸν καὶ ὑδράργυρον ἀνατολικὸν,
ἐπίσης τρίψον καὶ βάλε εἰς ὕελον, καὶ ἕψει ἑπτάκις· τὸ δὲ ἀναβαίνει
ὡσεὶ κρύσταλλος. Εἶτα τρίψον αὐτὸ μετὰ λευκοῦ τῶν ὠῶν, καὶ αὖθις
ἕψει, καὶ ἀναβαίνει ὡσεὶ κρύσταλλος. Εἶτα τοῦτο λαβὼν, ποίει ἀπαιωρῶν  
ἐν τῷ σκεύει τοῦ ὄξους ὡς τὸ ἄνω ῥηθέν· καὶ στάζει κάτω τὸ ὕδωρ·
ἐν ᾧ βαλὼν τὰ λευκὰ, ἔνθαψον αὐτὸ φιλοσόφως ὑέλῳ εἰς κόπρον ἡμέρας
μʹ, ἄχρις ἂν ὅλον γένηται ὕδωρ.
 Τοῦτο Σολομῶντος Ἰουδαίου ἐκ τῶν ἱερῶν τοῦ ἡλίου.  

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 25, sec. 2, line 5

 Ὁ Νάζαρχος ὁ βασιλεὺς τῆς Πελαγονίας ἤκουσεν ὅτι


οἱ Κουμάνοι ἐπέρασαν καὶ ἔρχουνται εἰς τὴν Μακεδονίαν, ἔ-
καμεν μίαν πονηρὴ βουλήν, ὡς τὸ θέλετε ἀκούσειν· οὑκάποτες
ἔρχετον ἀπὸ τὴν Περσίαν εἰς τὸ ταξίδιν καὶ ἐδιάβη ἐπὶ τὴν
Μακεδονίαν καὶ ἐφίλεψέ τον ὁ Φίλιππος ὁ βασιλεὺς καὶ μὲ τι-
μὴν καὶ δῶρα πολλὰ τὸν ἐπροβόδισεν.
         Ὁ Νάζαρχος εἶδεν
τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ ἐτοξεύτην εἰς τὴν καρδίαν του τὸν ἔρω-
τα τῆς Ὀλυμπιάδος τὴν ἐμορφάδαν. Καὶ εἶχεν τὴν ἀγάπην κρυμ-
μένην εἰς τὴν καρδίαν του καὶ οὐδὲν ἐγρύκα ὁ ἄθλιος τοῦ
Σολομοῦ τοὺς λόγους. Ὁ Σολομῶν ὁ πανφρόνιμος εἶπεν· “Ἄν-
θρωπε, ἀρέσει σε ἡ ἐμορφάδα τῆς ἐδικῆς σου ἀγάπης, τὸ δὲ
τῆς ξένης γυναικὸς ἀπόφευγε, νὰ μηδὲν πάθης, ἃ ἔπραττες.”
Ἔμασεν τοῦ φουσάτον του, δώδεκα χιλιάδες, καὶ ὑπῆγεν
πρὸς τὸν Φίλιππον τὸν βασιλέα. Καὶ ἐσέβην εἰς τὸ κάστρον,
552

τοὺς Φιλίππους, καὶ ἤλεγεν ὅτι· “Εἰς βοήθειά σου ἦλθα,” ὅ-


λο μὲ δόλον. Καὶ ἐκοίταξε μὴν ἀδράξη τὴν Ὀλυμπιάδα. Ὁ Φί-
λιππος, ὁποὺ τὸν εἶδεν, ἐχάρηκεν χάρην μεγάλην. Ἦλθαν μαντατοφόροι ἀ-
πὸ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ἐμολόγησάν του, ὅτι ἐγύρισε καὶ ἔρ-
χεται ἀπὸ τὸν πόλεμον.
         Ἦλθεν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἐξέβη ὁ
Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 28, sec. 2, line 4

χέρια τὰ ἐδικά μου. Καὶ τώρα τί λέγετε, τὸ πῶς νὰ ποιήσωμεν;


Συντύχετε, ἄρχοντες καὶ αὐθεντάδες.”
 Τότες τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀρχὴ ἐσηκώθην ὁ πανφρόνι-
μος ὁ Φιλόνης καὶ εἶπεν· “Ὦ βασιλέα Ἀλέξανδρε, πᾶσα ἄνθρω-  
πος πρέπει νέους τοῦ ταξιδίου εἰς τὸν βασιλέα νὰ εἶναι κον-
τά του καὶ οἱ γέροντες εἰς τὴν βουλὴν τοῦ βασιλέως νὰ μηδὲ
λείπουν.”
         Ὁ Ἀλέξανδρος εἶπεν· “Οἱ γέροντες πολὺ εἶναι
τιμημένοι, ἀμὴ εἶναι ὀλιγόχρονοι.” Αὐτοῦ ἤστεκεν ὁ πρωτο-
στράτορας ὁ Λευκούσης καὶ εἶπεν· “Ἀλέξανδρε βασιλέα, ὁ Σο-
λομῶν καὶ ὑψηλότατος καὶ πανφρονιμώτατος βασιλεὺς εἶπεν, εἰς
τὰ χαρτία του γράφουν, ὅτι τὸ βασίλειον μὲ πολλοὺς ἀνθρώ-
πους καὶ στρατίαν θέλει νὰ ἔναι. Καὶ ὁ βασιλεὺς ὁποὺ δὲν ἔ-
χει βουλατόρους ἀξίους, αὐτὸς ἔναι δίκαιο νὰ καθῆ· θέλεις
καὶ ἐσὺ νὰ βουλευτῆς μὲ τὸν κόσμον ὅλον.”
         Καὶ αὐτοῦ στέ-
κοντας ὁ Ἀντίοχος ὁ μέγας πρωτοστράτορας εἶπεν· “Ἀλέξαν-
δρε, τοὺς γέροντας παραδιαβασμένους μὲ τὸν βασιλέα νὰ τρέχουν
καὶ νὰ μηδὲν λείπουν ἀπὸ τὴν βασιλείαν σου. Τὸ δὲ οἱ νέοι νὰ
στρατεύουν εἰς τὸ ταξίδιν, ὅτι ἔχουν θάρρος εἰς τὴ νεότητάν
τους καὶ ὅταν γεράσουν νὰ εἶναι ἀναπαϊμένοι.”

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 42, sec. 2, line 5

καὶ ἐκαβαλλίκευαν Φράγκικα φαρία καὶ χιλιάδες δύο κορίτζια


ἔμορφα μὲ στεφάνους χρυσοὺς εἰς τὰ κεφάλια τους· καὶ ἡ φορε-
σιά τους βελούτη ἔμορφη ὀξύα χρυσορράντιστη καὶ τὰ φαριά τους
κουβέρτες ἀργυροδιάχρυσες καὶ ἕτερες ἀρχόντισσες χιλιάδες
σαράντα ὅλοι καβαλλαραῖοι ἐβαστοῦσαν καὶ εἰς τὰ χέρια τους
κλαρία ἀπὸ δάφνη ὅλα πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν.
         Καὶ τοῦ
θεοῦ ὁ ἱερεὺς τῶν Ἑλλήνων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ μὲ
τόρτζες ἀναμμένες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν. Ἐξέβησαν
εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπα-
νωφόρι τοῦ Σολομῶντος, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἐπάρειν ὁ βασιλεὺς ὁ
Ναβουχοδονόσωρ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δώδεκα σταγόνια μὲ πο-
λυτίμητα λιθαρόπουλα ὁποὺ τὰ εἶχεν βάλει ὁ Σολομῶν εἰς
553

τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων.


         Καὶ τὸ στέμμα τοῦ
Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία ὁποὺ ἔφεγγαν τὴν νύκταν καὶ πα-  
ρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὄπου ἦσαν οἱ μῆνες γραμμέ-
νοι, μέσα εἰς ταῦτα τὰ λιθάρια ἕτερα λιθαρόπουλα δώδεκα ἀπὸ
λειχαντήρι καὶ οἱ ἀετοὶ γραμμένοι εἰς τὰ λιθαρόπουλα.
 Ἔβγαναν καὶ τὸ στέμμαν τῆς βασίλισσας, ὅπου ἦτον μὲ

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 42, sec. 2, line 7

σιά τους βελούτη ἔμορφη ὀξύα χρυσορράντιστη καὶ τὰ φαριά τους


κουβέρτες ἀργυροδιάχρυσες καὶ ἕτερες ἀρχόντισσες χιλιάδες
σαράντα ὅλοι καβαλλαραῖοι ἐβαστοῦσαν καὶ εἰς τὰ χέρια τους
κλαρία ἀπὸ δάφνη ὅλα πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν.
         Καὶ τοῦ
θεοῦ ὁ ἱερεὺς τῶν Ἑλλήνων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ μὲ
τόρτζες ἀναμμένες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν. Ἐξέβησαν
εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπα-
νωφόρι τοῦ Σολομῶντος, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἐπάρειν ὁ βασιλεὺς ὁ
Ναβουχοδονόσωρ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δώδεκα σταγόνια μὲ πο-
λυτίμητα λιθαρόπουλα ὁποὺ τὰ εἶχεν βάλει ὁ Σολομῶν εἰς
τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων.
         Καὶ τὸ στέμμα τοῦ
Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία ὁποὺ ἔφεγγαν τὴν νύκταν καὶ πα-  
ρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὄπου ἦσαν οἱ μῆνες γραμμέ-
νοι, μέσα εἰς ταῦτα τὰ λιθάρια ἕτερα λιθαρόπουλα δώδεκα ἀπὸ
λειχαντήρι καὶ οἱ ἀετοὶ γραμμένοι εἰς τὰ λιθαρόπουλα.
 Ἔβγαναν καὶ τὸ στέμμαν τῆς βασίλισσας, ὅπου ἦτον μὲ
τέτοιαν τέχνην, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 42, sec. 3, line 2

         Καὶ τοῦ


θεοῦ ὁ ἱερεὺς τῶν Ἑλλήνων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ μὲ
τόρτζες ἀναμμένες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν. Ἐξέβησαν
εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπα-
νωφόρι τοῦ Σολομῶντος, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἐπάρειν ὁ βασιλεὺς ὁ
Ναβουχοδονόσωρ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δώδεκα σταγόνια μὲ πο-
λυτίμητα λιθαρόπουλα ὁποὺ τὰ εἶχεν βάλει ὁ Σολομῶν εἰς
τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων.
         Καὶ τὸ στέμμα τοῦ
Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία ὁποὺ ἔφεγγαν τὴν νύκταν καὶ πα-  
ρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὄπου ἦσαν οἱ μῆνες γραμμέ-
νοι, μέσα εἰς ταῦτα τὰ λιθάρια ἕτερα λιθαρόπουλα δώδεκα ἀπὸ
554

λειχαντήρι καὶ οἱ ἀετοὶ γραμμένοι εἰς τὰ λιθαρόπουλα.


 Ἔβγαναν καὶ τὸ στέμμαν τῆς βασίλισσας, ὅπου ἦτον μὲ
τέτοιαν τέχνην, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν. Ἔβ-
γαλαν καὶ φαρὶν οὐριβὶν ἔμορφα πολλὰ μὲ τοῦ κορκονδείλου τὸ
σκέπασμα· καὶ ἡ σέλλα του ἦτον μὲ πολυτίμητα λιθάρια τῶν ἀ-
δαμαντίνων.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 49, sec. 5, line 3

βασιλεῖς, καὶ τοὺς πρωτοκαβαλλαραίους εἰς βοήθειαν ἤφεραν νὰ τὸν


βοηθήσουν. Καὶ ἦλθεν εἰς τὸν τόπον τῆς Φρυγίας καὶ ἐκούρσευσεν
τὸν τόπον τῆς Τρωάδας ὅλον.
         Τότες τὸν καιρὸν ἐκεῖνον πρωτο-
καβαλλαραῖοι τῆς Τρώας ἔπεσαν ἀπὸ ἀκονητὰ σπαθία τῶν Ἑλλήνων
καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας ὁμοίως ἔπεσαν ἀνδρειωμένοι· ἔπεσαν θαυμα-
στοὶ καὶ περιφούμιστοι χρυσοπτερνιστηράτοι διὰ μία γυναῖκαν ἐ-
σκοτώθησαν.
         Ὁ Ἀδὰμ ὁ προπάππους μας διὰ τὴν γυναῖκαν ἐξόρι-
στος ἐγίνη ὀκ τὴν τρυφὴν τοῦ παραδείσου. Ὁ Σαψὼν ὁ θαυμαστὸς καὶ
ἀνδρειωμένος διὰ γυναῖκα κακὴν ἐχάθη. Ὁ Σολομῶν ὁ θαυμαστὸς καὶ
φρόνιμος εἰς τὸν κόσμον ὅλον τὸν Ἀτάνην τὸν βασιλέαν ἀκολούθη-  
σεν διὰ κακὴν γυναῖκα.
         Τότες εἰς τὴν Τρωάδαν πολλοὶ περιφού-
μισθοι ἔπεσαν καὶ οὑκάτι μὲ δόλον ἐποίησαν τέχνη καὶ ἠπῆραν την,
ὡσὰν γράφη ὁ Ὅμηρος εἰς τὸ βιβλίον του.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 50, sec. 9, line 6

 Ὁ Τάρειος τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐδέκτηκε καὶ


ἀνάγνωσάν τη· καὶ ἐγέμισε θυμὸν καὶ χολὴν μέγαν καὶ πρὸς τοὺς
ἀποκρισαρίους ὀποὺ ἦσαν ἐκεῖ εἶπεν· “Δείξετέ μου πόσων χρο-
νῶν παιδὶ ἔναι ὁ Ἀλέξανδρος καὶ πόσον φουσάτον ἔχει μὲ τοῦ
λόγου του;”
         Καὶ αὐτοὶ τὸν ἀπεκρίθηκαν καὶ εἶπαν του· “Θέ-
λει εἶσται τώρα χρονῶν τριάντα τὴν σήμερον, ὄμορφος καὶ ἀνδρει-
ωμένος πολλά· τὸ χέριν του εἰς τὸ δόσιμον ἔναι πολὺ καὶ ὁ λόγος
του στερκτὸς εἶναι πάντοτε.” Καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴν τὴν φρόνεσίν του
ἐγρύκησεν ὁ βασιλεύς· ἔχει φουσάτον μὲ τὸν ἐμαυτόν του
πεντακόσιες χιλιάδες. Ὁ φρόνιμος ὁ Σολομῶν εἰς τὰ χαρτία του
ἔλεγεν· “Τὸ γέλασμα τοῦ στόματος καὶ τὸ περπάτημά του, δείχνο-
με τὴν βασιλεία σου, ὅτι βασιλικὸν ἔχει ὁ Ἀλέξανδρος.”
         Ὁ Τάρειος τὸν
555

εἶδεν κατὰ νοῦ του καὶ εἶπεν· “Μὰ τὴν ἀλήθειαν εἶναι βασιλικὰ
αὐτούνα τὰ σημάδια· ἀμὴ οὐδὲν πιστεύω νὰ εἶναι ἀληθινά.” Ὅρι-
σεν ἐπὶ τὸν τόπον καὶ ἐπὶ τὰ μέρη ὅλα νὰ μαζώνουνται, ὄπου οὑ-  
κάποτες οἱ γλῶσσες ὅλες ἐποίησαν τὴν πυργοποιίαν καὶ αὐτοῦ
οὑκάποτες τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐμοιράσθησαν ὅλες οἱ γλῶσσες.
Καὶ αὐτοῦ ὁ Τάρειος ὅρισεν νὰ μαζωθοῦν τὰ φουσάτα του καὶ αὐτὸς
ἔγραψεν ἐπιστολὴν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς τὴν Αἴγυπτον·

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 52, sec. 2, line 3

Περὶ ὅταν εἶδεν ὁ Ἀλέξανδρος τὸν προφήτην Ἱερεμία.

 Ὁ Ἀλέξανδρος ὡς εἶδεν τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, εἶπεν


τοὺς ἄρχοντές του ὅτι· “Ἐτοῦτον εἶδα εἰς τὸν ὕπνον μου καὶ
μετ' αὐτὴν τὴν φορεσίαν μοῦ ἐφάνην·” καὶ ἔτζι ἐπέζευσεν ἀπὸ τὸ
ἄλογόν του καὶ ἐπροσκύνησέ τον ἕως τὴν γῆν. Ὁ προφήτης Ἱερε-
μίας τὸν ἐθυμιάτισεν μὲ σμύρνον καὶ λίβανον ὡς ἄξιον βασιλέαν
καὶ εὐλόγησέν τον καὶ ἀπὸ τὸ χέριν τὸν ἐπίασεν καὶ ἐσέβεσέν
τον εἰς τὴν Ἰερουσαλήμ.
         Καὶ ἐσέβασέ τον εἰς τὴν ἐκκλησίαν
τὴν ἐδική μας καὶ ἐπροσκύνησε εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τὴν Σιών.
Καὶ ὁμολόγησέν του τὸ πῶς τὴν ἔκτισεν ὁ Σολομῶν ὁ βασιλεύς·
καὶ ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ἐρώτησεν· “Δεῖξε μου, ποιουνοῦ θεοῦ εἶστε
ἐσεῖς;”
         Ὁ προφήτης τὸν ἀποκρίθην καὶ εἶπεν· “Ἕνα θεὸν ἐ-
μεῖς ἐμπιστεύομε καὶ ὁμολογοῦμε, ὁποὺ ἐποίησεν τὸν οὐρανὸν καὶ
τὴν γῆν καὶ ὅλους ὁρᾶν καὶ αὐτὸν μάτιν οὐδὲν ὁρᾶν, οὐδὲ οὗτος
ἤκουσεν καὶ εἰς καρδίαν ἀνθρώπου ἐσέβην.”

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 57, sec. 2, line 6

μουν νὰ ἐσυντυχαίναμάν τους καὶ ἐγὼ ἔπεσα χειρότερος καὶ τώ-


ρα τὴν ζωὴν τὴν ἐδική μου ἔχασα! Καὶ ἐγὼ οὐράνιος θεὸς ἐπο-
νομαζόμουν καὶ τώρα ἐκατήντησα χειρότερος ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ
τοὺς βασιλεῖς τοὺς μικρότερους ἦλθεν καὶ ἐχάλασεν καὶ ἐτζά-
κισεν τὸ βασίλειον τὸ ἐδικόν μου!
         Ὦ ἐγὼ ὁ ἄτυχος ὁ Τάρειος,
ἡ τιμή μου ἡ πρώτη εἰς ἀγαθὸν ἤρχετον καὶ τώρα μὲ ἐγέλασεν τὸ
ῥιζικόν μου καὶ ἐφάνηκέ μου ὥσπερ τῆς ὀχέντρας τὸ φαρμάκι! Ἀ-
μὴ καλὰ λέγει ὁ λόγος ὅτι ‘ὅποιος ἅνθρωπος μὲ ἀδικία ἐπαίρ-
νει καὶ χαίρεται, ὕστερα πληρώνει μὲ θλῖψιν καὶ δάκρυα πολλά·’
556

εἶπε καὶ ὁ Σολομῶν ὁ φρόνιμος εἰς τὲς παροιμίες του, ὀποὺ ‘ἡ


χαρὰ ἔρχεται ὕστερα εἰς μεγάλην θλῖψιν καὶ στενοχωρίαν.’
Καὶ ἐγὼ πολλὰ ξένα πράγματα καὶ αὐθέντες μὲ χαρὰν μεγάλην ἠ-
πῆρα· τώρα πληρώνω τὴν ἀντιμοιβὴν μὲ πολλὰ δάκρυα. Ἀμὴ κάλ-
λιον τὸ ἔχω ν' ἀποθάνω εἰς τὸν πόλεμον τῶν Μακεδόνων πάρεξ ὁ-
ποὺ ζῶ ἄτυχα.”  
 Κάποιον ἀρχοντόπουλο τοῦ Ταρείου ἀπὸ τοὺς
Πέρσες, ὀνόματι Ἄβυσσος, ὅταν εἶδε τὸν Τάρειον, ἐλυπήθην πολ-
λὰ καὶ εἶπε τοῦ Ταρείου· “Βασιλεῦ Τάρειε, ἐγὼ ἂν ἠμπορῶ
νὰ φονέψω τὸν Ἀλέξανδρον, τί νὰ μὲ ποιήσης;” Ὁ Τάρειος
τὸν ἀπεκρίθην· “Ὦ ἠγαπημένε μου Ἄβυσσε, ἂν ποιήσης ἐσὺ καὶ

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 67, sec. 1, line 4

         Καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ἀτός του ἐβάσταξεν


εἰς τὸν ὦμον του ἕως ἕνα δοξόβολον καὶ εἶπεν του· “Βασιλικὴν τι-
μὴν σοῦ ἔκαμαν καί, ἂν ζήσης, πλέαν τιμὴν θέλεις ἔχει, εἰ δὲ ἀ-
ποθάνεις, μὲ μεγάλην τιμὴν σὲ θέλω θάψειν.” Καὶ ἔτζι τὸν ὑπῆ-
γαν εἰς τὸ παλάτιν του καὶ ἀπόθεκάν τον εἰς τὸ χρυσὸν τὸ κρεβ-
βάτιν του.

Περὶ ὅταν ἐσέβην ὁ Ἀλέξανδρος εἰς τὸ κάστρον.

 {Ἀλέξανδρος ἐκάθισεν εἰς τὸ σελλὶν τὸ χρυσομάργαρον


τοῦ Ταρείου τοῦ βασιλέως.} Ὁ Ἀλέξανδρος εἰς πολύτιμα φο-  
ρέματα ἐντύθην καὶ εἰς τὸ κεφάλιν του ἔβαλεν τὸ στέμμα τοῦ Σο-
λομῶντος τοῦ βασιλέως. Ἀλέξανδρος ἐκάθισεν εἰς τὸ σελλὶν τὸ χρυσομάρ-
γαρον τοῦ Ταρείου τοῦ βασιλέως.
         Αὐτοῦ ἦλθαν οἱ Πέρσηδες
καὶ τῆς Μακεδονίας τὸ φουσάτον καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Ἀλέξανδρον
καὶ εὐφήμισάν τον· “Πολλὰ τὰ ἔτη τὸν μέγαν βασιλέαν τοῦ κόσμου
ὁλονοῦ καὶ τῆς Περσίας, τὸν Ἀλέξανδρον.”

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 78, sec. 6, line 4

πῶς, ὁποὺ εἶσθε εἰς ξένον τόπον καὶ συντυχαίνετε ῥωμαϊκά{ν}”.


Καὶ αὐτοὶ τὸν ἀπεκρίθησαν· Ἐμεῖς ἀπὸ πολλοὺς χρόνους ἐμάθαμεν ὅτι θέλεις
ἐλθεῖν ἡ βασιλεία σου ἐδῶ. Ὁ Ἡράκλειος ὁ βασιλεὺ καὶ πρωτοκαβαλλάρης
μὲ τὴν βασίλισσαν τὴν Μίριδαν καὶ αὐτὸς ἦτον βασιλεὺς τῶν Ἑλ-
λήνων τῶν Μακεδόνων, ὁποὺ ἑλληνικὰ λέγεται στρατηγία, καὶ ὅ-
λον μὲ τὸν δίκαιον ἐβασίλευεν. Καὶ ὕστερα ἀρχίρισαν νὰ πορνεύ-
ουν, νὰ μοιχεύουν, νὰ φονεύουν, νὰ ποιοῦσιν φαρμακίαν καὶ φιορκίαν.
557

         Καὶ
ἔμασεν τοὺς φρονίμους ἀνθρώπους καὶ εἶπεν· “Κάλλιον ἔναι νὰ ζῆ
τινὰς εἰς ἔρημον τόνπον, περὶ εἰς τὰ βάρη τοῦ κόσμου· καὶ καλὰ
εἶπεν καὶ ὁ Σολομὼν εἰς τὲς παροιμίες του· ‘Κάλλιον ἔναι τοῦ
ἀνθρώπου νὰ κείτεται ἀπὸ μεγάλην ἀνάγκην, περὶ νὰ ἔχη τὰ βάρη
τοῦ ἀνθρώπου’.
 Ὁ Ἡράκλειος ἔκαμεν χίλια χοντρὰ καράβια καὶ ὀρθώθην·
καὶ ἐδιάλεξεν εἰς τὸ βασίλειόν του ἀνθρώπους καλοὺς μὲ τὲς φα-
μελίες τους, καὶ ἐσέβη μὲ τὴν βασίλισσαν τὴν Σιμέραν καὶ ἐξέ-
βην ἐκ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον. Καὶ ἐσὺ εἶδες, Ἀλέξανδρε,
τοὺς δύο στύλους τοὺς χρυσοὺς καὶ τὰ παλάτιά του· αὐτοῦ ἐσκά-  
λωσε καὶ ἔζησε χρόνους πολλοὺς καὶ καλούς, καὶ ἀπόθαναν οἱ δυὸ

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio F (cod. Flor. Laurentianus Ashburn 1444)

Ch. 125, sec. 12, line 13

τὴν ἀγάπην τὴν πολλήν, ὁποὺ εἶχε πρὸς αὖτον, οὐδὲν τὸν ἤθελε
πιστεύσει ὁ Ἀλέξανδρος ὅτι τὸν ἀγάπα πολλά. Πάλιν ἐβουλεύτην
νὰ δείξη τὸν Πτολομαῖον, ἀμὴ ἐδοκήνθη καὶ εἶπεν πρὸς τὸν ἐ-
μαυτόν του· “Ἂν σκοτώσουν τὸν ἀδελφόν μου, σκοτώσει θέλουν καὶ
ἐμέναν ἀντάμα”. Καὶ πάντοτες ἐμάλωνεν τὸν Βρυονούσην καὶ ἀ-
τὸς οὐδὲν τὸν ἤκουεν. Ἀμὴ καλὰ λέγει ἡ παραβολή· “Τοῦ ἀγνώ-
στου τοῦ ἀνθρώπου ὁ θεὸς οὐδὲν μετέχει, ὅτι ἔχει δόλον εἰς τὴν
καρδίαν του, καὶ εἰς τὴν ἀγαθὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου ὁ θεὸς κα-
τοικεῖ, ὥσπερ καὶ ὁ δαίμονας εἰς τὸν πονηρὸν ἄνθρωπον κατοι-
κεῖ”. Ὥσπερ ἡ πονηρὴ γυναίκα ἐπαρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ θεοῦ, ἐ-
ξορίσθησαν τὴν τρυφὴν τοῦ παραδείσου. Ὁ Σολομὼν ὁ φρόνιμος
εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁ μέγας βασιλέας ἀπὸ πονηρὴν καὶ κακὴν γυ-
ναῖκα ἐξέπεσεν ἀπὸ τὴν φρόνεσίν του. Ὁ Σαψών, ὁποὺ ἦτον ὁ
δυνατώτερος εἰς τὴν γῆν ὅλην, ἀπὸ πονηρὴν γυναῖκα ἐχάθη. Ὁ
Ἰωσὴφ ὁ πάνκαλος ἀπὸ δολωμένην καὶ πονηρὴν γυναῖκαν ἐφυλακώ-
θη πολλά. Καὶ αὐτοῦ τὸν μέγαν Ἀλέξανδρον τὸν βασιλέα ἀπὸ κά-
μωμα γυναικὸς ἔρχεται ὁ θάνατος. Εἰς μίαν ἡμέραν ὁ Ἀλέξανδρος
ἐποίησεν φιλία μεγάλη τοὺς βασιλεῖς καὶ τῆς στρατείας ὁλονῆς.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 25, sec. 2, line 4

τὸν βασιλέα.

 Ἀνάζαρχος ὁ βασιλεὺς τῆς Πελαγονίας ἤκουσεν ὅ-


τι οἱ Κουμάνοι ἐπέρασαν καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ἐ-
ποίησεν μίαν πονηρὰν βουλήν, ὡς τὸ θέλετε ἀκούσειν· οὑκάποτες
ἔρχετον ἀπὸ τὴν Περσίαν ἐκ τὸ ταξίδιν καὶ ἐδιέβην ἀπὲ τὴν Μα-
κεδονίαν καὶ ἐφιλοτίμησέ τον πολλὰ ὁ Φίλιππος καὶ μὲ τιμὴν
καὶ δῶρα τὸν ἐδώρησεν καὶ ἐπροβόδισέν τον.
558

         Ὁ Ἀνάζαρχος εἶ-


δε τὴν Ὀλυμπιάδα καὶ ἐτοξεύθην εἰς τὴν καρδίαν εἰς τὸν ἔρωτα
τῆς Ὀλυμπιάδος καὶ εἰς τὴν εὐμορφίαν. Καὶ οὐδὲν ἐγρύκαν ὁ
ἄθλιος τοῦ Σολομῶν τὰ λόγια. Ὁ Σολομῶν ὁ παμφρόνιμος εἶπεν·
“Νέε, ἂς εἶσαι εἰς τὴν εὐμορφάδαν τῆς ἰδικῆς σου ἀγάπης, τὸ δὲ
τῆς ξένης γυναικὸς ἀπόφευγε, νὰ μηδὲν πάθης, ἄπρακτα.”
Ἔμασεν τὸ φουσάτον του, χιλιάδες δώδεκα, καὶ ὑπάγει πρὸς τὸν
Φίλιππον τὸν βασιλέαν. Καὶ ἐσέβην εἰς τὸ κάστρον, τοὺς Φιλίπ-
πους, καὶ ἔλεγεν ὅτι· “Εἰς βοήθειά σου ἦλθα.” Καὶ αὐτὸς ἦτον
μὲ δόλον καὶ ἐκοίταζεν μήνα δράξη τὴν Ὀλυμπιάδα. Ὁ Φίλιππος,
ὁποὺ τὸν εἶδεν, ἐχάρηκεν χαρὰν μεγάλην. Ἦλθαν μαντατοφόροι ἀ-
πὲ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ ὁμολόγησάν του συχαρίκια, ὅτι ἐγύρισεν
ὁ Ἀλέξανδρος ἀπὲ τὸν πόλεμον.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio E (cod. Eton College 163)


Ch. 28, sec. 2, line 4

Περὶ τὸ πῶς ἀπεκρίθηκαν οἱ βοηβοντάδες.

 Τότε ἤρχισαν οἱ βοηβόντες καὶ οἱ ἄρχοντες νὰ συντυ-


χαίνουν. Ἀρχὴ ἐσύντυχεν ὁ πανφρόνιμος ὁ Φιλόνης καὶ εἶπεν·  
“Ὦ βασιλέα Ἀλέξανδρε, οἱ νέοι πρέπουν εἰς τὸ ταξίδιν νὰ εἶ-
ναι κοντά σου καὶ οἱ γέροντες εἰς τὴν βουλὴν τῆς βασιλείας
σου νὰ μηδὲν λείπουν, ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πεπειραμένοι.”
         Ὁ
Ἀλέξανδρος εἶπεν· “Οἱ γέροντες πολλὰ εἶναι τιμημένοι, ἀμὴ εἶ-
ναι ὀλιγοχρόνιοι.” Αὐτοῦ ἐστέκετον ὁ πρωτοστράτορας ὁ Λευκού-
σης καὶ εἶπεν· “Ἀλέξανδρε βασιλέα, ὁ Σολομῶν ὁ ὑψηλότατος
καὶ πανφρόνιμος βασιλεὺς εἶπεν, εἰς τὰ χαρτία του γράφουν, ὅ-
τι τὸ βασίλειον μὲ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ στρατίαν θέλει
νὰ ἔνι. Καὶ ὁ βασιλεὺς ὁποὺ οὐδὲν ἔχει βουλατόρους, ἄξιον ἀ-
τός του ἔνι μὲ δίκαιον νὰ χαθῆ· καὶ θέλεις καὶ ἐσὺ νὰ βουληθῆς μὲ τὸν κόσμον
ὅλον.”
         Καὶ αὐτοῦ στέκοντας ὁ Ἀντίοχος ὁ μέγας πρωτοστράτορας εἶπεν. “Ἀ-
λέξανδρε βασιλέα, τοὺς γέροντας πρέπει παραδιαβασμὸν μὲ τὸν
βασιλέα νὰ τρέχουν καὶ νὰ μηδὲν λείπουν ἀπὲ τὴν βασιλείαν σου.
Τὸ δὲ οἱ νέοι νὰ στρατεύουν εἰς τὰ ταξίδια, ὅτι ἔχουν θάρρος
εἰς τὴν νεότητάν τους καὶ ὅταν γεράσουν νὰ εἶναι ἀναπαϊμέ

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 51, line 10

καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν ἔμορφα, καλά. Οἱ ἄρχοντες τῆς Ῥώμης  


ὄρθωσαν τέσσαρες χιλιάδες ἀρχοντόπουλα μὲ χρυσὰ στεφάνια εἰς
τὰ κεφάλια τους, ὅλα εἰς φαρία ἔμορφα, εἰς συναπάντησι[ν] τοῦ
Ἀλεξάνδρου καὶ δύο χιλιάδες κορίτσια ἐκλεκτά, ὅλα μὲ στεφάνια
χρυσὰ καὶ εἰς φαρία καλά· καὶ τὰ ἄλογά τους σκεπασμένα μὲ
559

ὁλόχρυσα σκεπάσματα ἔμορφα. Καὶ ἄλλες σαράντα χιλιάδες ἄν-


θρωποι ὅλοι μὲ δάφνες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν καβαλλα-
ραῖοι πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν. Καὶ τοῦ θεοῦ οἱ ἱερεῖς τῶν Ἑλλή-
νων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ τόρτζες ἀναμμένες ἐβαστοῦσαν
εἰς τὰ χέρια τους. Καὶ ὅλοι ἐξῆλθαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλε-
ξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπανωφόρι τοῦ Σολομῶντος,
ὁποὺ εἶχεν πάρει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ·
καὶ δώδεκα σταγόνια πολυτίμητα λιθαρόπουλα, ὁποὺ τὰ εἶχεν
βάλει ὁ Σολομὼν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων·
καὶ τὸ στέμμα τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία, ὁποὺ ἔφεγγαν
τὴν νύκταν, καὶ παρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὁποὺ ἦσαν
οἱ μῆνες γραμμένοι εἰς αὐτά, καὶ ἄλλα δώδεκα λιθαρόπουλα ἀπὸ
ἀχαντίλι· καὶ ἡ ἀντιγραφὴ εἰς τὰ λιθαρόπουλα. Ἤφεραν καὶ τὸ
στέμμαν τῆς βασίλισσας τῆς Σοβιλίας, ὁποὺ ἦτον τέτοιαν τέχνη,
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν. Ἤφεράν του καὶ γριβὶν φαρὶν ἔμορφον
μὲ τοῦ κροκονδείλου τὸ σκέπασμα μὲ τὰ πολυτίμητα λιθαρόπου

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 51, line 13

Ἀλεξάνδρου καὶ δύο χιλιάδες κορίτσια ἐκλεκτά, ὅλα μὲ στεφάνια


χρυσὰ καὶ εἰς φαρία καλά· καὶ τὰ ἄλογά τους σκεπασμένα μὲ
ὁλόχρυσα σκεπάσματα ἔμορφα. Καὶ ἄλλες σαράντα χιλιάδες ἄν-
θρωποι ὅλοι μὲ δάφνες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν καβαλλα-
ραῖοι πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν. Καὶ τοῦ θεοῦ οἱ ἱερεῖς τῶν Ἑλλή-
νων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ τόρτζες ἀναμμένες ἐβαστοῦσαν
εἰς τὰ χέρια τους. Καὶ ὅλοι ἐξῆλθαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλε-
ξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπανωφόρι τοῦ Σολομῶντος,
ὁποὺ εἶχεν πάρει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ·
καὶ δώδεκα σταγόνια πολυτίμητα λιθαρόπουλα, ὁποὺ τὰ εἶχεν
βάλει ὁ Σολομὼν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων·
καὶ τὸ στέμμα τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία, ὁποὺ ἔφεγγαν
τὴν νύκταν, καὶ παρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὁποὺ ἦσαν
οἱ μῆνες γραμμένοι εἰς αὐτά, καὶ ἄλλα δώδεκα λιθαρόπουλα ἀπὸ
ἀχαντίλι· καὶ ἡ ἀντιγραφὴ εἰς τὰ λιθαρόπουλα. Ἤφεραν καὶ τὸ
στέμμαν τῆς βασίλισσας τῆς Σοβιλίας, ὁποὺ ἦτον τέτοιαν τέχνη,
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν. Ἤφεράν του καὶ γριβὶν φαρὶν ἔμορφον
μὲ τοῦ κροκονδείλου τὸ σκέπασμα μὲ τὰ πολυτίμητα λιθαρόπου-
λα. Ἤφεράν του καὶ τὰ ἄρματα τοῦ Πριάμου, ὁποὺ ἦσαν βασιλι-
κὰ καὶ εἶχαν τα ἐπάρει εἰς τὴν Τρωάδα.

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 51, line 14

χρυσὰ καὶ εἰς φαρία καλά· καὶ τὰ ἄλογά τους σκεπασμένα μὲ


ὁλόχρυσα σκεπάσματα ἔμορφα. Καὶ ἄλλες σαράντα χιλιάδες ἄν-
θρωποι ὅλοι μὲ δάφνες εἰς τὰ χέρια τους ἐβαστοῦσαν καβαλλα-
ραῖοι πλεμένα μὲ τὸ χρυσάφιν. Καὶ τοῦ θεοῦ οἱ ἱερεῖς τῶν Ἑλλή-
560

νων μὲ δύο χιλιάδες γέροντες καὶ τόρτζες ἀναμμένες ἐβαστοῦσαν


εἰς τὰ χέρια τους. Καὶ ὅλοι ἐξῆλθαν εἰς συναπάντησιν τοῦ Ἀλε-
ξάνδρου. Ἔβγαλαν καὶ τὸ μέγα ἀπανωφόρι τοῦ Σολομῶντος,
ὁποὺ εἶχεν πάρει ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἐκ τὴν Ἱερουσαλήμ·
καὶ δώδεκα σταγόνια πολυτίμητα λιθαρόπουλα, ὁποὺ τὰ εἶχεν
βάλει ὁ Σολομὼν εἰς τὴν ἁγίαν Σιών, εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων·
καὶ τὸ στέμμα τοῦ Σολομῶντος μὲ λιθάρια τρία, ὁποὺ ἔφεγγαν
τὴν νύκταν, καὶ παρακάτου εἶχεν λιθαρόπουλα δώδεκα, ὁποὺ ἦσαν
οἱ μῆνες γραμμένοι εἰς αὐτά, καὶ ἄλλα δώδεκα λιθαρόπουλα ἀπὸ
ἀχαντίλι· καὶ ἡ ἀντιγραφὴ εἰς τὰ λιθαρόπουλα. Ἤφεραν καὶ τὸ
στέμμαν τῆς βασίλισσας τῆς Σοβιλίας, ὁποὺ ἦτον τέτοιαν τέχνη,
ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν. Ἤφεράν του καὶ γριβὶν φαρὶν ἔμορφον
μὲ τοῦ κροκονδείλου τὸ σκέπασμα μὲ τὰ πολυτίμητα λιθαρόπου-
λα. Ἤφεράν του καὶ τὰ ἄρματα τοῦ Πριάμου, ὁποὺ ἦσαν βασιλι-
κὰ καὶ εἶχαν τα ἐπάρει εἰς τὴν Τρωάδα. Ἠφέρασιν καὶ κοντάρια
ἀλεφάντινα ἐγκοσμισμένα καὶ ἕτερα στέμματα ἑπτά. Ἤφεράν του
σκουτάριν τοῦ Ταρκιανοῦ τοῦ βασιλέως, ὁποὺ ἦτον τοῦ βασιλέως

Ιστορία Μεγάλου Αλεξάνδρου. , Recensio V (cod. Vind. theol. gr. 244)


P. 57, line 23

Ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς ὁ Μενέλαος τὴν ἅρπαξιν τῆς συμβίου


αὐτοῦ, ἔμασεν τὸ φουσάτο του καὶ ἔστειλεν ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς
ὅλους τῶν Ἑλλήνων τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Λαττωνίας καὶ τῆς
Ἀτταλείας· καὶ ἐσύναξαν οἱ βασιλεῖς ὅλοι τὰ φουσάτα τους καὶ
ἦλθαν εἰς βοήθειάν του εἰς τὸν τόπον τῆς Φρυγγίας καὶ ἐκούρ-
σευσεν καὶ ἐχάλασεν τὸν τόπον τῆς Τρωάδος. Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ
οἱ πρωτοκαβαλλαραῖοι τῆς Τρωάδος ἐσκοτώθησαν ἀπὸ τὸ χέρι
τῶν Ἑλλήνων καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας διὰ μίαν γυναῖκα μαγαρι-
σμένη. Ὁ προπάππους μας Ἀδὰμ διὰ γυναῖκα ἐξεβλήθη τῆς
τρυφῆς τοῦ παραδείσου. Ὁ Σαμψὼν ὁ θαυμαστὸς καὶ ἀνδρειω-
μένος διὰ γυναῖκα κακὴ ἐχάθη. Ὁ Σολομὼν ὁ θαυμαστὸς καὶ [f. 36r] παμ-
φρόνιμος τῆς οἰκουμένης ὅλης διὰ γυναῖκα τὸν Ἀδάνην
ἀκολούθησε τὸν βασιλέα καὶ ἐξέπεσεν. Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰς τὴν
περιφούμιστον Τρωάδα οἱ ἀνδρειωμένοι ἔπεσαν διὰ μίαν γυναῖκα·
καὶ τὸ ὕστερον ἐποίησαν σκευὴν δολερὰν καὶ ἠπῆραν τὸ κάστρον
τὴν Τρωάδα, ὡς γράφει τὸ βιβλίον τοῦ Ὅμηρος. Τῷ καιρῷ ἐκεί-
νῳ ἦλθαν οἱ Τρωαδίτες καὶ ἐπροσκύνησαν τὸν Ἀλέξανδρον μὲ
τιμὴν μεγάλην καὶ μὲ δῶρα πολλά. Ἤφεράν του καὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ  
Ἀχιλλέως τὸ σκουτάρι· ἦτον πετσωμένο μὲ τὸ πετσὶ τοῦ λέοντος
καὶ ἦτον στορισμένον τὸ πρόσωπόν του ὥσπερ τὸ φέγγος εἰς τὸν
οὐρανόν, οὕτως ἔλαμπεν, καὶ ὥσπερ τοῦ παγωνίου τὰ πτερά,

Hegesippus Scr. Eccl., Fragmenta (ex incerto libro) P. 218, line 21

De eodem Opere, Eusebius lib. iv. Hist. cap. 22.

 Καὶ ἕτερα δὲ πλεῖστα γράφει (Hegisippus), ὧν ἐκ μέρους ἤδη


561

πρότερον ἐμνημονεύσαμεν, οἰκείως τοῖς καιροῖς τὰς ἱστορίας παρα-


θέμενοι· ἔκ τε τοῦ καθ' Ἑβραίους εὐαγγελίου καὶ τοῦ Συριακοῦ,
καὶ ἰδίως ἐκ τῆς Ἑβραΐδος διαλέκτου τινὰ τίθησιν, ἐμφαίνων ἐξ
Ἑβραίων ἑαυτὸν πεπιστευκέναι· καὶ ἄλλα δὲ ὡς ἂν ἐξ Ἰουδαϊκῆς
ἀγράφου παραδόσεως μνημονεύει· οὐ μόνος δὲ οὗτος, ἀλλὰ καὶ
Εἰρηναῖος καὶ ὁ πᾶς τῶν ἀρχαίων χορὸς, πανάρετον σοφίαν τὰς
Σολόμωνος παροιμίας ἐκάλουν. καὶ περὶ τῶν λεγομένων δὲ ἀπο-
κρύφων διαλαμβάνων, ἐπὶ τῶν αὐτοῦ χρόνων πρὸς τινῶν αἱρετικῶν
ἀναπεπλάσθαι τινὰ τούτων ἱστορεῖ.  

Ignatius Scr. Eccl., Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior)


[Sp.] Epistle 3, Ch. 3, sec. 4, line 1

τοὺς ἁγίους πρεσβυτέρους οὐ πρὸς τὴν φαινομένην ἀφορῶντας νεότητα, ἀλλὰ


πρὸς τὴν ἐν θεῷ φρόνησιν· ἐπείπερ οὐχ οἱ πολυχρόνιοί εἰσι σοφοί,
οὐδὲ οἱ γέροντες ἐπίστανται σύνεσιν, ἀλλὰ πνεῦμά ἐστιν ἐν
βροτοῖς.
         Δανιὴλ μὲν γὰρ ὁ σοφὸς δωδεκαετὴς γέγονε κάτοχος
τῷ θείῳ πνεύματι καὶ τοὺς μάτην τὴν πολιὰν φέροντας πρεσβύ-
τας συκοφάντας καὶ ἐπιθυμητὰς ἀλλοτρίου κάλλους ἀπήλεγξε.
Σαμουὴλ δέ, παιδάριον ὢν μικρόν, τὸν ἐνενηκονταετῆ Ἡλεὶ διελέγ-
χει τοῦ θεοῦ προτετιμηκότα τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας. ὡσαύτως καὶ
Ἱερεμίας ἀκούει πρὸς τοῦ θεοῦ· Μὴ λέγε, ὅτι νεώτερός εἰμι.  
Σολομὼν δὲ καὶ Ἰωσίας, ὁ μὲν δωδεκαετὴς βασιλεύσας τὴν
φοβερὰν ἐκείνην καὶ δυσερμήνευτον ἐπὶ ταῖς γυναιξὶν κρίσιν ἕνεκα
τῶν παιδίων ἐποιήσατο, ὁ δὲ ὀκταετὴς ἄρξας τοὺς βωμοὺς καὶ
τὰ τεμένη κατερρίπου καὶ τὰ ἄλση κατεπίμπρα (δαίμοσι γὰρ ἦν,
ἀλλ' οὐ θεῷ ἀνακείμενα) καὶ τοὺς ψευδιερεῖς κατασφάττει ὡσὰν
φθορέας καὶ ἀπατεῶνας ἀνθρώπων, ἀλλ' οὐ θειότητος λατρευτάς.
τοιγαροῦν οὐ τὸ νέον εὐκαταφρόνητον, ὅταν θεῷ ἀνακείμενον
ᾖ, ἀλλὰ τὸ τὴν γνώμην μοχθηρόν, κἂν πεπαλαιωμένον ᾖ ἡμερῶν
κακῶν.

Ignatius Scr. Eccl., Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior)


[Sp.] Epistle 13, Ch. 3, sec. 3, line 2

ἀσελγαίνοντας εἴασεν ἀτιμωρήτους.


 Δανιὴλ δὲ ὁ σοφὸς νέος ὢν ἔκρινεν ὠμογέροντάς τινας,
δείξας ἐξώλεις αὐτοὺς καὶ οὐ πρεσβυτέρους εἶναι καὶ τῷ γένει
Ἰουδαίους ὄντας τῷ τρόπῳ Χαναναίους ὑπάρχειν.
         καὶ Ἱερε-  
μίας διὰ τὸ νέον παραιτούμενος τὴν ἐγχειριζομένην αὐτῷ πρὸς
τοῦ θεοῦ προφητείαν ἀκούει· Μὴ λέγε, ὅτι νεώτερός εἰμι, διότι
πρὸς πάντας, οὓς ἐὰν ἐξαποστελῶ σε, πορεύσῃ καὶ κατὰ πάντα,
ὅσα ἂν ἐντείλωμαί σοι, λαλήσεις, ὅτι μετά σου ἐγώ εἰμι.
         Σο-
λομὼν δὲ ὁ σοφὸς δυοκαίδεκα τυγχάνων ἐτῶν συνῆκε τὸ μέγα
τῆς ἀγνωσίας τῶν γυναικῶν ἐπὶ τοῖς σφετέροις τέκνοις ζήτημα,
ὡς πάντα τὸν λαὸν ἐκστῆναι ἐπὶ τῇ τοσαύτῃ τοῦ παιδὸς σοφίᾳ
562

καὶ φοβηθῆναι οὐχ ὡς μειράκιον, ἀλλ' ὡς τέλειον ἄνδρα.


         τὰ
δὲ αἰνίγματα τῆς Αἰθιόπων βασιλίδος, φορὰν ἔχοντα ὥσπερ τὰ
τοῦ Νείλου ῥεύματα, οὕτως ἐπελύσατο, ὡς ἔξω ἑαυτῆς γενέσθαι
τὴν οὕτως σοφήν.

Melito Apol., Fragmenta Fragment 3, sec. 1, line 20

ἀριθμὸν καὶ ὁποῖα τὴν τάξιν εἶεν, ἐσπούδασα τὸ τοιοῦτο


πρᾶξαι, ἐπιστάμενός σου τὸ σπουδαῖον περὶ τὴν πίστιν
καὶ φιλομαθὲς περὶ τὸν λόγον ὅτι τε μάλιστα πάντων πόθῳ
τῷ πρὸς τὸν θεὸν ταῦτα προκρίνεις, περὶ τῆς αἰωνίου σωτη-
ρίας ἀγωνιζόμενος. Ἀνελθὼν οὖν εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ
ἕως τοῦ τόπου γενόμενος ἔνθα ἐκηρύχθη καὶ ἐπράχθη, καὶ
ἀκριβῶς μαθὼν τὰ τῆς παλαιᾶς διαθήκης βιβλία, ὑποτάξας
ἔπεμψά σοι· ὧν ἐστι τὰ ὀνόματα· Μωυσέως πέντε,  
Γένεσις Ἔξοδος Ἀριθμοὶ Λευιτικὸν Δευτερονόμιον, Ἰησοῦς
Ναυῆ, Κριταί, Ῥούθ, Βασιλειῶν τέσσαρα, Παραλειπομένων
δύο, Ψαλμῶν Δαυίδ, Σολομῶνος Παροιμίαι ἡ καὶ Σοφία,
Ἐκκλησιαστής, Ἆισμα Ἀισμάτων, Ἰώβ, Προφητῶν
Ἡσαΐου, Ἱερεμίου, τῶν δώδεκα ἐν μονοβίβλῳ, Δανιὴλ,
Ἰεζεκιήλ, Ἔσδρας· ἐξ ὧν καὶ τὰς ἐκλογὰς ἐποιησάμην, εἰς ἓξ βιβλία διελών.»

Μελίτωνος Περὶ τοῦ Πάσχα

 Ἐν μὲν οὖν τῷ Περὶ τοῦ πάσχα τὸν χρόνον καθ' ὃν


συνέταττεν, ἀρχόμενος σημαίνει ἐν τούτοις·
»Ἐπὶ Σερουιλλίου Παύλου ἀνθυπάτου τῆς Ἀσίας, ᾧ
Σάγαρις καιρῷ ἐμαρτύρησεν, ἐγένετο ζήτησις πολλὴ ἐν

Menander Hist., Fragmenta Fragment 1, line 21

εὐρύχωρον τόν τε χρυσοῦν κίονα τὸν ἐν τοῖς τοῦ Διὸς


ἀνέθηκεν, ἔτι τε ὕλην ξύλων ἀπελθὼν ἔκοψεν ἀπὸ τοῦ
λεγομένου ὄρους Λιβάνου, κέδρινα ξύλα εἰς τὰς τῶν
ἱερῶν στέγας, καθελών τε τὰ ἀρχαῖα ἱερὰ καινοὺς ᾠκο-
δόμησε, τό τε τοῦ Ἡρακλέους καὶ τῆς Ἀστάρτης τέ-
μενος ἀνιέρευσεν, καὶ τὸ μὲν τοῦ Ἡρακλέους πρῶτον
ἐποιήσατο ἐν τῷ Περιτίῳ μηνὶ, εἶτα τὸ τῆς Ἀστάρτης,
ὁπότε Τιτυοῖς ἐπεστράτευσε μὴ ἀποδιδοῦσι τοὺς φόρους,
οὓς καὶ ὑποτάξας ἑαυτῷ πάλιν ἀνέστρεψεν. Ἐπὶ τούτου
δέ τις ἦν Ἀβδήμονος παῖς νεώτερος, ὃς ἐνίκα τὰ προβλή-
ματα, ἃ ἐπέτασσε Σολομὼν ὁ Ἱεροσολύμων βασιλεύς.»
Ψηφίζεται δὲ ὁ χρόνος ἀπὸ τούτου τοῦ βασιλέως ἄχρι
563

τῆς Καρχηδόνος κτίσεως οὕτως· «Τελευτήσαντος Εἱ-


ρώμου διεδέξατο τὴν βασιλείαν Βαλεάζαρος ὁ υἱὸς, ὃς
βιώσας ἔτη τεσσαράκοντα τρία ἐβασίλευσεν ἔτη ἑπτά.
Μετὰ τοῦτον Ἀβδάστρατος ὁ αὐτοῦ υἱὸς βιώσας ἔτη
εἴκοσι ἐννέα ἐβασίλευσεν ἔτη ἐννέα. Τοῦτον οἱ τῆς τρο-
φοῦ αὐτοῦ υἱοὶ τέσσαρες ἐπιβουλεύσαντες ἀπώλεσαν,
ὧν ὁ πρεσβύτερος ἐβασίλευσεν ἔτη δώδεκα. Μεθ' οὓς
Ἄσταρτος ὁ Δελαιαστάρτου, ὃς βιώσας ἔτη πεντήκοντα
τέσσαρα ἐβασίλευσεν ἔτη δώδεκα.

Σιβυλικοί χρησμοί. Oracula Sec. 1, line 376

Ἰσραὴλ δώσει μυσαροῖς ἐνὶ χείλεσι τούτῳ.


εἰς δὲ τὸ βρῶμα χολὴν καὶ εἰς ποτὸν ὄξος ἄκρατον
δυσσεβέως δώσουσι κακῷ βεβολημένοι οἴστρῳ
στήθεα καὶ κραδίην, ἀτὰρ ὄμμασιν οὐκ ἐσορῶντες  
τυφλότεροι σπαλάκων, φοβερώτεροι ἑρπυστήρων
θηρῶν ἰοβόλων, βαρέι πεπεδημένοι ὕπνῳ.
ἀλλ' ὅταν ἐκπετάσῃ χεῖρας καὶ πάντα μετρήσῃ
καὶ στέφανον φορέσῃ τὸν ἀκάνθινον ἠδέ τε πλευράν
νύξωσιν καλάμοισιν, ὅτου χάριν ἐν τρισὶν ὥραις
νὺξ ἔσται σκοτόεσσα πελώριος ἤματι μέσσῳ
καὶ τότε δὴ ναὸς Σολομώνιος ἀνθρώποισιν
σῆμα μέγ' ἐκελέσει, ὁπόταν Ἀιδωνέος οἶκον
βήσεται ἀγγέλλων ἐπαναστασίην τεθνεῶσιν.
αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃ τρισὶν ἤμασιν ἐς φάος αὖτις
καὶ δείξῃ θνητοῖσι τύπον καὶ πάντα διδάξῃ,
ἐν νεφέλαις ἐπιβὰς εἰς οὐρανοῦ οἶκον ὁδεύσει
καλλείψας κόσμῳ εὐαγγελίης διάθημα.
τοῦ καὶ ἐπωνυμίῃ βλαστὸς νέος ἀνθήσειεν
ἐξ ἐθνῶν Μεγάλοιο νόμῳ καθοδηγηθέντων.
ἀλλά γε καὶ μετὰ ταῦτα σοφοὶ καθοδηγοὶ ἔσονται,
καὶ τότε δὴ παῦσις ἔσται μετέπειτα προφητῶν.

Σιβυλικοί χρησμοί. Oracula Sec. 1, line 393

τοῦ καὶ ἐπωνυμίῃ βλαστὸς νέος ἀνθήσειεν


ἐξ ἐθνῶν Μεγάλοιο νόμῳ καθοδηγηθέντων.
ἀλλά γε καὶ μετὰ ταῦτα σοφοὶ καθοδηγοὶ ἔσονται,
καὶ τότε δὴ παῦσις ἔσται μετέπειτα προφητῶν.
 ἔνθεν ὅταν Ἑβραῖοι τὸ κακὸν θέρος ἀμήσωνται,
πολλὸν δ' αὖ χρυσόν τε καὶ ἄργυρον ἐξαλαπάξει
Ῥωμαῖος βασιλεύς. μετὰ δ' αὖ βασιληίδες ἄλλαι
συνεχέως ἔσσονται ἀπολλυμένων βασιλειῶν
καὶ θλίψουσι βροτούς. μέγα δ' ἔσσεται ἀνδράσι κείνοις  
πτῶμ', ὁπόταν ἄρξωνθ' ὑπερηφανίης ἀδίκοιο.
ἀλλ' ὁπόταν ναὸς Σολομώνιος ἐν χθονὶ δίᾳ
καππέσεται βληθεὶς ὑπ' ἀνδρῶν βαρβαροφώνων
564

χαλκεοθωρήκων, Ἑβραῖοι δ' ἀπὸ γῆς ἐλάσονται


πλαζόμενοι κεραϊζόμενοι, πολλὴν δέ τοι αἶραν
ἐν σίτῳ μίξουσι, κακὴ στάσις ἔσται ἅπασιν
ἀνδράσιν· αἱ δὲ πόλεις ὑβριζόμεναι παρ' ἕκαστα
ἀλλήλας κλαύσουσιν, ἐπεὶ κακὸν ἤλιτον ἔργον
δεξάμεναι μεγάλοιο θεοῦ χόλον ἐν κόλποισιν.  
 Ἦμος δὴ κατέπαυσε θεὸς πολυπάνσοφον ᾠδήν,
πολλὰ λιταζομένης, καί μοι πάλιν ἐν στήθεσσιν
ἔνθετο θεσπεσίων ἐπέων πολυγηθέα φωνήν.

Σιβυλικοί χρησμοί. Oracula


Sec. 3, line 167

καὶ πᾶσαι γενεαὶ Τιτάνων ἠδὲ Κρόνοιο


κάτθανον. αὐτὰρ ἔπειτα χρόνου περιτελλομένοιο
Αἰγύπτου βασίλειον ἐγείρατο, εἶτα τὸ Περσῶν
Μήδων Αἰθιόπων τε καὶ Ἀσσυρίης Βαβυλῶνος,
εἶτα Μακηδονίων, πάλιν Αἰγύπτου, τότε Ῥώμης.
 καὶ τότε μοι μεγάλοιο θεοῦ φάτις ἐν στήθεσσιν  
ἵστατο καί μ' ἐκέλευσε προφητεῦσαι κατὰ πᾶσαν
γαῖαν καὶ βασιλεῦσι τά τ' ἐσσόμεν' ἐν φρεσὶ θεῖναι.
καί μοι τοῦτο θεὸς πρῶτον νόῳ ἐγγυάλιξεν,
ὅσσαι ἀνθρώπων βασιληίδες ἠγερέθονται.
 οἶκος μὲν γὰρ πρώτιστος Σολομώνιος ἄρξει
Φοίνικές τ', Ἀσίης ἐπιβήτορες ἠδὲ καὶ ἄλλων
νήσων, Παμφύλων τε γένος Περσῶν τε Φρυγῶν τε,
Καρῶν καὶ Μυσῶν Λυδῶν τε γένος πολυχρύσων.
 αὐτὰρ ἔπειθ' Ἕλληνες ὑπερφίαλοι καὶ ἄναγνοι·
ἄλλο Μακηδονίης ἔθνος μέγα ποικίλον ἄρξει,
οἳ φοβερὸν πολέμοιο νέφος ἥξουσι βροτοῖσιν.
ἀλλά μιν οὐράνιος θεὸς ἐκ βυθοῦ ἐξαλαπάξει.
 αὐτὰρ ἔπειτ' ἄλλης βασιληίδος ἔσσεται ἀρχή
λευκὴ καὶ πολύκρανος ἀφ' ἑσπερίοιο θαλάσσης,
ἣ πολλῆς γαίης ἄρξει, πολλοὺς δὲ σαλεύσει,

Σιβυλικοί χρησμοί. Oracula Sec. 3, line 214

κλεψίγαμοι καὶ πάντα κακοί, καὶ οὐκέτι θνητοῖς


ἄμπαυσις πολέμοιο. Φρύγες δ' ἔκπαγλοι ὀλοῦνται
πάντες καὶ Τροίῃ κακὸν ἔσσεται ἤματι κείνῳ.  
αὐτίκα καὶ Πέρσῃσι καὶ Ἀσσυρίοις κακὸν ἥξει
πάσῃ τ' Αἰγύπτῳ Λιβύῃ τ' ἠδ' Αἰθιόπεσσιν
Καρσί τε Παμφύλοις τε κακὸν μετακινηθῆναι
καὶ πάντεσσι βροτοῖσι. τί δὴ καθ' ἓν ἐξαγορεύω;
 ἀλλ' ὁπόταν τὰ πρῶτα τέλος λάβῃ, αὐτίκα δ' ἔσται
δεύτερ' ἐπ' ἀνθρώπους. καί τοι πρώτιστα βοήσω.
ἀνδράσιν εὐσεβέσιν ἥξει κακόν, οἳ περὶ ναόν
οἰκείουσι μέγαν Σολομώνιον οἵ τε δικαίων
565

ἀνδρῶν ἔκγονοί εἰσιν· ὁμῶς καὶ τῶνδε βοήσω


φῦλον καὶ γενεὴν πατέρων καὶ δῆμον ἁπάντων
πάντα περιφραδέως, βροτὲ ποικιλόμητι, δολόφρον.
 ἔστι πόλις ..... κατὰ χθονὸς Οὒρ Χαλδαίων,
ἐξ ἧς δὴ γένος ἐστὶ δικαιοτάτων ἀνθρώπων,
οἷσιν ἀεὶ βουλή τ' ἀγαθὴ καλά τ' ἔργα μέμηλεν.
οὔτε γὰρ ἠελίου κύκλιον δρόμον οὔτε σελήνης
οὔτε πελώρια ἔργα μεριμνῶσιν κατὰ γαίης  
οὔτε βάθος χαροποῖο θαλάσσης Ὠκεανοῖο,
οὐ πταρμῶν σημεῖ', οἰωνοπόλων τε πετεεινά,

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 2, sec. 10, line 17

 Ἔχων οὖν ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ λόγον ἐνδιάθετον ἐν τοῖς ἰδίοις


σπλάγχνοις ἐγέννησεν αὐτὸν μετὰ τῆς ἑαυτοῦ σοφίας ἐξερευξά-
μενος πρὸ τῶν ὅλων. τοῦτον τὸν λόγον ἔσχεν ὑπουργὸν τῶν ὑπ'
αὐτοῦ γεγενημένων, καὶ δι' αὐτοῦ τὰ πάντα πεποίηκεν. οὗτος
λέγεται ἀρχή, ὅτι ἄρχει καὶ κυριεύει πάντων τῶν δι' αὐτοῦ δεδη-
μιουργημένων. οὗτος οὖν, ὢν πνεῦμα θεοῦ καὶ ἀρχὴ καὶ σοφία
καὶ δύναμις ὑψίστου, κατήρχετο εἰς τοὺς προφήτας καὶ δι'  
αὐτῶν ἐλάλει τὰ περὶ τῆς ποιήσεως τοῦ κόσμου καὶ τῶν λοιπῶν
ἁπάντων. οὐ γὰρ ἦσαν οἱ προφῆται ὅτε ὁ κόσμος ἐγίνετο, ἀλλ' ἡ
σοφία ἡ τοῦ θεοῦ ἡ ἐν αὐτῷ οὖσα καὶ ὁ λόγος ὁ ἅγιος αὐτοῦ ὁ ἀεὶ
συμπαρὼν αὐτῷ. διὸ δὴ καὶ διὰ Σολομῶνος προφήτου οὕτως λέγει·
“Ἡνίκα δ' ἡτοίμασεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὡς
ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ' αὐτῷ ἁρμόζουσα.”
Μωσῆς δὲ ὁ καὶ Σολομῶνος πρὸ πολλῶν ἐτῶν γενόμενος, μᾶλλον δὲ
ὁ λόγος ὁ τοῦ θεοῦ ὡς δι' ὀργάνου δι' αὐτοῦ φησιν· “Ἐν ἀρχῇ
ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.” πρῶτον ἀρχὴν καὶ
ποίησιν ὠνόμασεν, εἶθ' οὕτως τὸν θεὸν συνέστησεν· οὐ γὰρ ἀργῶς
χρὴ καὶ ἐπὶ κενῷ θεὸν ὀνομάζειν. προῄδει γὰρ ἡ θεία σοφία μέλλειν
φλυαρεῖν τινας καὶ πληθὺν θεῶν ὀνομάζειν τῶν οὐκ ὄντων. ὅπως
οὖν ὁ τῷ ὄντι θεὸς διὰ ἔργων νοηθῇ, καὶ ὅτι ἐν τῷ λόγῳ αὐτοῦ ὁ θεὸς
πεποίηκεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς, ἔφη· “

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 2, sec. 10, line 20

αὐτοῦ γεγενημένων, καὶ δι' αὐτοῦ τὰ πάντα πεποίηκεν. οὗτος


λέγεται ἀρχή, ὅτι ἄρχει καὶ κυριεύει πάντων τῶν δι' αὐτοῦ δεδη-
μιουργημένων. οὗτος οὖν, ὢν πνεῦμα θεοῦ καὶ ἀρχὴ καὶ σοφία
καὶ δύναμις ὑψίστου, κατήρχετο εἰς τοὺς προφήτας καὶ δι'  
αὐτῶν ἐλάλει τὰ περὶ τῆς ποιήσεως τοῦ κόσμου καὶ τῶν λοιπῶν
ἁπάντων. οὐ γὰρ ἦσαν οἱ προφῆται ὅτε ὁ κόσμος ἐγίνετο, ἀλλ' ἡ
σοφία ἡ τοῦ θεοῦ ἡ ἐν αὐτῷ οὖσα καὶ ὁ λόγος ὁ ἅγιος αὐτοῦ ὁ ἀεὶ
συμπαρὼν αὐτῷ. διὸ δὴ καὶ διὰ Σολομῶνος προφήτου οὕτως λέγει·
“Ἡνίκα δ' ἡτοίμασεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὡς
ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ' αὐτῷ ἁρμόζουσα.”
Μωσῆς δὲ ὁ καὶ Σολομῶνος πρὸ πολλῶν ἐτῶν γενόμενος, μᾶλλον δὲ
ὁ λόγος ὁ τοῦ θεοῦ ὡς δι' ὀργάνου δι' αὐτοῦ φησιν· “Ἐν ἀρχῇ
566

ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.” πρῶτον ἀρχὴν καὶ
ποίησιν ὠνόμασεν, εἶθ' οὕτως τὸν θεὸν συνέστησεν· οὐ γὰρ ἀργῶς
χρὴ καὶ ἐπὶ κενῷ θεὸν ὀνομάζειν. προῄδει γὰρ ἡ θεία σοφία μέλλειν
φλυαρεῖν τινας καὶ πληθὺν θεῶν ὀνομάζειν τῶν οὐκ ὄντων. ὅπως
οὖν ὁ τῷ ὄντι θεὸς διὰ ἔργων νοηθῇ, καὶ ὅτι ἐν τῷ λόγῳ αὐτοῦ ὁ θεὸς
πεποίηκεν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς, ἔφη· “Ἐν
ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.” εἶτα εἰπὼν τὴν
ποίησιν αὐτῶν δηλοῖ ἡμῖν· “Ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύας-
τος καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα θεοῦ ἐπεφέρετο

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 2, sec. 35, line 8

ὁ δικαιοπραγῶν ἐκφύγῃ τὰς αἰωνίους κολάσεις καὶ καταξιωθῇ τῆς


αἰωνίου ζωῆς παρὰ τοῦ θεοῦ.
      
Ὁ μὲν οὖν θεῖος νόμος οὐ μόνον κωλύει τὸ εἰδώλοις προσκυνεῖν,
ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχείοις, ἡλίῳ σελήνῃ ἢ τοῖς λοιποῖς ἄστροις,
ἀλλ' οὔτε τῷ οὐρανῷ οὔτε γῇ οὔτε θαλάσσῃ ἢ πηγαῖς ἢ ποταμοῖς
θρησκεύειν· ἀλλ' ἢ μόνῳ τῷ ὄντως θεῷ καὶ ποιητῇ τῶν ὅλων χρὴ
λατρεύειν ἐν ὁσιότητι καρδίας καὶ εἰλικρινεῖ γνώμῃ. διό φησιν ὁ
ἅγιος νόμος· “Οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδο-
μαρτυρήσεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου.”
ὁμοίως καὶ οἱ προφῆται. Σολομὼν μὲν οὖν καὶ τὸ δι' ἐννεύματος μὴ
ἁμαρτάνειν διδάσκει ἡμᾶς, λέγων· “Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτω-
σαν, τὰ δὲ βλέφαρά σου νευέτω δίκαια.”
 Καὶ Ὠσηὲ δὲ καὶ αὐτὸς προφήτης περὶ μοναρχίας θεοῦ λέγει·
“Οὗτος ὁ θεὸς ὑμῶν ὁ στερεῶν τὸν οὐρανὸν καὶ κτίζων τὴν γῆν, οὗ
αἱ χεῖρες κατέδειξαν πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐ
παρέδειξεν ὑμῖν αὐτὰ τοῦ ὀπίσω αὐτῶν πορεύεσθαι.” Ἠσαΐας δὲ
καὶ αὐτός φησιν· “Οὕτως λέγει κύριος ὁ θεός, ὁ στερεώσας τὸν
οὐρανὸν καὶ θεμελιώσας τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ, καὶ δίδους πνοὴν
τῷ λαῷ τῷ ἐπ' αὐτῆς καὶ πνεῦμα τοῖς πατοῦσιν αὐτήν. οὗτος κύριος
ὁ θεὸς ὑμῶν.” καὶ πάλιν δι' αὐτοῦ· “

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 2, sec. 38, line 12

καὶ αὐτοὶ ἀκόλουθα τοῖς προφήταις εἶπον. περὶ μὲν οὖν ἐκπυρώσεως
Μαλαχίας ὁ προφήτης προείρηκεν· “Ἰδοὺ ἡμέρα ἔρχεται κυρίου
ὡς κλίβανος καιόμενος, καὶ ἀνάψει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς.” καὶ
Ἠσαΐας· “Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγ-
καταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι.”
 Τοίνυν Σίβυλλα καὶ οἱ λοιποὶ προφῆται, ἀλλὰ μὴν καὶ οἱ ποιηταὶ
καὶ φιλόσοφοι καὶ αὐτοὶ δεδηλώκασιν περὶ δικαιοσύνης καὶ κρίσεως
καὶ κολάσεως· ἔτι μὴν καὶ περὶ προνοίας, ὅτι φροντίζει ὁ θεὸς οὐ
μόνον περὶ τῶν ζώντων ἡμῶν ἀλλὰ καὶ τῶν τεθνεώτων, καίπερ
ἄκοντες ἔφασαν· ἠλέγχοντο γὰρ ὑπὸ τῆς ἀληθείας. καὶ τῶν μὲν
προφητῶν Σολομὼν περὶ τῶν τεθνηκότων εἶπεν· “Ἔσται ἴασις ταῖς
σαρξὶν καὶ ἐπιμέλεια τῶν ὀστέων.” τὸ δ' αὐτὸ καὶ Δαυίδ· “Ἀγαλ-
567

λιάσεται ὀστᾶ τεταπεινωμένα.” τούτοις ἀκόλουθα εἴρηκεν καὶ


Τιμοκλῆς, λέγων·
        Τεθνεῶσιν ἔλεος ἐπιεικὴς θεός.
καὶ περὶ πλήθους οὖν θεῶν οἱ συγγραφεῖς εἰπόντες καθῆλθον εἰς
μοναρχίαν, καὶ περὶ ἀπρονοησίας λέγοντες εἶπον περὶ προνοίας καὶ
περὶ ἀκρισίας φάσκοντες ὡμολόγησαν ἔσεσθαι κρίσιν, καὶ οἱ μετὰ  
θάνατον ἀρνούμενοι εἶναι αἴσθησιν ὡμολόγησαν. Ὅμηρος μὲν οὖν
εἰπών·

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 13, line 4

ὑμῶν ἐκτενῶς, ὅπως ἐλεήσῃ ὑμᾶς, καὶ ἐξαλείψει τὰ ἁμαρτήματα


ὑμῶν.” ὁμοίως καὶ ἕτερος Ζαχαρίας· “Τάδε λέγει κύριος παντο-
κράτωρ· Κρίμα ἀληθείας κρίνετε, καὶ ἔλεος καὶ οἰκτιρμὸν ποιεῖτε
ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ, καὶ χήραν καὶ ὀρφανὸν καὶ προσή-
λυτον μὴ καταδυναστεύσητε, καὶ κακίαν ἕκαστος μὴ μνησικακείτω
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, λέγει κύριος παντοκράτωρ.”
      
Καὶ περὶ σεμνότητος οὐ μόνον διδάσκει ἡμᾶς ὁ ἅγιος λόγος τὸ μὴ
ἁμαρτάνειν ἔργῳ, ἀλλὰ καὶ μέχρις ἐννοίας, τὸ μηδὲ τῇ καρδίᾳ  
ἐννοηθῆναι περί τινος κακοῦ, ἢ θεασάμενον τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀλλοτρίαν
γυναῖκα ἐπιθυμῆσαι. Σολομὼν μὲν οὖν, ὁ βασιλεὺς καὶ προφήτης
γενόμενος, ἔφη· “Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν, τὰ δὲ βλέφαρά
σου νευέτω δίκαια· ὀρθὰς ποίει τροχιὰς σοῖς ποσίν.” ἡ δὲ εὐαγγέλιος
φωνὴ ἐπιτατικώτερον διδάσκει περὶ ἁγνείας λέγουσα· “Πᾶς ὁ ἰδὼν
γυναῖκα ἀλλοτρίαν πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. καὶ ὁ γαμῶν”, φησίν, “ἀπολελυμένην ἀπὸ
ἀνδρὸς μοιχεύει, καὶ ὃς ἀπολύει γυναῖκα παρεκτὸς λόγου πορνείας
ποιεῖ αὐτὴν μοιχευθῆναι.” ἔτι ὁ Σολομών φησιν· “Ἀποδήσει τις
πῦρ ἐν ἱματίῳ, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ οὐ κατακαύσει; ἢ περιπατήσει τις
ἐπ' ἀνθράκων πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; οὕτως ὁ
εἰσπορευόμενος πρὸς γυναῖκα ὕπανδρον οὐκ ἀθῳωθήσεται.”  

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 13, line 11

Καὶ περὶ σεμνότητος οὐ μόνον διδάσκει ἡμᾶς ὁ ἅγιος λόγος τὸ μὴ


ἁμαρτάνειν ἔργῳ, ἀλλὰ καὶ μέχρις ἐννοίας, τὸ μηδὲ τῇ καρδίᾳ  
ἐννοηθῆναι περί τινος κακοῦ, ἢ θεασάμενον τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀλλοτρίαν
γυναῖκα ἐπιθυμῆσαι. Σολομὼν μὲν οὖν, ὁ βασιλεὺς καὶ προφήτης
γενόμενος, ἔφη· “Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν, τὰ δὲ βλέφαρά
σου νευέτω δίκαια· ὀρθὰς ποίει τροχιὰς σοῖς ποσίν.” ἡ δὲ εὐαγγέλιος
φωνὴ ἐπιτατικώτερον διδάσκει περὶ ἁγνείας λέγουσα· “Πᾶς ὁ ἰδὼν
γυναῖκα ἀλλοτρίαν πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. καὶ ὁ γαμῶν”, φησίν, “ἀπολελυμένην ἀπὸ
ἀνδρὸς μοιχεύει, καὶ ὃς ἀπολύει γυναῖκα παρεκτὸς λόγου πορνείας
ποιεῖ αὐτὴν μοιχευθῆναι.” ἔτι ὁ Σολομών φησιν· “Ἀποδήσει τις
πῦρ ἐν ἱματίῳ, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ οὐ κατακαύσει; ἢ περιπατήσει τις
ἐπ' ἀνθράκων πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; οὕτως ὁ
568

εἰσπορευόμενος πρὸς γυναῖκα ὕπανδρον οὐκ ἀθῳωθήσεται.”

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 21, line 11

Μαναιθὼς δὲ ὁ κατ' Αἰγυπτίους πολλὰ φλυαρήσας, ἔτι μὴν καὶ


βλάσφημα εἰπὼν εἴς τε Μωσέα καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ Ἑβραίους, ὡς
δῆθεν διὰ λέπραν ἐκβληθέντας ἐκ τῆς Αἰγύπτου, οὐχ εὗρεν τὸ
ἀκριβὲς τῶν χρόνων εἰπεῖν. ποιμένας μὲν γὰρ αὐτοὺς εἰπὼν καὶ
πολεμίους Αἰγυπτίων, τὸ μὲν ποιμένας ἄκων εἶπεν, ἐλεγχόμενος
ὑπὸ τῆς ἀληθείας· ἦσαν γὰρ ὄντως ποιμένες οἱ προπάτορες ἡμῶν,
οἱ παροικήσαντες ἐν Αἰγύπτῳ, ἀλλ' οὐ λεπροί. παραγενόμενοι γὰρ
εἰς τὴν γῆν τὴν καλουμένην Ἰουδαίαν, ἔνθα καὶ μεταξὺ κατῴκησαν,
δηλοῦται ᾧ τρόπῳ οἱ ἱερεῖς αὐτῶν διὰ προστάγματος θεοῦ προς-
καρτεροῦντες τῷ ναῷ, τότε ἐθεράπευον πᾶσαν νόσον ὥστε καὶ
λεπρῶντας καὶ πάντα μῶμον ἰῶντο. ναὸν ᾠκοδόμησεν Σολομὼν ὁ
βασιλεὺς τῆς Ἰουδαίας.
 Περὶ δὲ τοῦ πεπλανῆσθαι τὸν Μαναιθὼ περὶ τῶν χρόνων ἐκ τῶν
ὑπ' αὐτοῦ εἰρημένων δῆλόν ἐστιν· ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ βασιλέως τοῦ
ἐκβαλόντος αὐτούς, Φαραὼ τοὔνομα. οὐκέτι γὰρ αὐτῶν ἐβασίλευσεν·
καταδιώξας γὰρ Ἑβραίους μετὰ τοῦ στρατεύματος κατεποντίσθη εἰς
τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν. ἔτι μὴν καὶ οὓς ἔφη ποιμένας πεπολεμηκέναι
τοὺς Αἰγυπτίους ψεύδεται· πρὸ ἐτῶν γὰρ λϟγʹ ἐξῆλθον ἐκ τῆς
Αἰγύπτου καὶ ᾤκησαν ἔκτοτε τὴν χώραν, τὴν ἔτι καὶ νῦν καλουμένην
Ἰουδαίαν, πρὸ τοῦ καὶ Δαναὸν εἰς Ἄργος ἀφικέσθαι.

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 22, line 2

Ἰουδαίαν, πρὸ τοῦ καὶ Δαναὸν εἰς Ἄργος ἀφικέσθαι. ὅτι δὲ τοῦτον
ἀρχαιότερον ἡγοῦνται τῶν λοιπῶν κατὰ Ἕλληνας οἱ πλείους, σαφές
ἐστιν.
 Ὥστε ὁ Μαναιθὼς δύο τάξεις ἄκων τῆς ἀληθείας μεμήνυκεν
ἡμῖν διὰ τῶν αὐτοῦ γραμμάτων, πρῶτον μὲν ποιμένας αὐτοὺς
ὁμολογήσας, δεύτερον εἰπὼν καὶ τὸ ἐξεληλυθέναι αὐτοὺς ἐκ γῆς
Αἰγύπτου· ὥστε καὶ ἐκ τούτων τῶν ἀναγραφῶν δείκνυσθαι προγενέ-
στερον εἶναι τὸν Μωσῆν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἐνακοσίους ἢ καὶ χιλίους
ἐνιαυτοὺς πρὸ τοῦ Ἰλιακοῦ πολέμου.  
Ἀλλὰ καὶ περὶ τοῦ ναοῦ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἐν Ἰουδαίᾳ, ὃν
ᾠκοδόμησεν ὁ βασιλεὺς Σολομὼν μετὰ ἔτη πεντακόσια ἑξήκοντα
ἓξ τῆς Αἰγύπτου ἐξοδίας τῶν Ἰουδαίων, παρὰ Τυρίοις ἀναγέγραπται
ὡς ὁ ναὸς ᾠκοδόμηται, καὶ ἐν τοῖς ἀρχείοις αὐτῶν πεφύλακται τὰ
γράμματα, ἐν αἷς ἀναγραφαῖς εὑρίσκεται γεγονὼς ὁ ναὸς πρὸ τοῦ
τοὺς Τυρίους τὴν Καρχηδόνα κτίσαι θᾶττον ἔτεσιν ἑκατὸν τεσσαρά-
κοντα τρισίν, μησὶν ὀκτώ· (ἀνεγράφη ὑπὸ Ἱερώμου τοὔνομα
βασιλέως Τυρίων, υἱοῦ δὲ Ἀβειβάλου, διὰ τὸ ἐκ πατρικῆς συνηθείας
τὸν Ἱέρωμον γεγενῆσθαι φίλον τοῦ Σολομῶνος, ἅμα καὶ διὰ τὴν
ὑπερβάλλουσαν σοφίαν, ἣν ἔσχεν ὁ Σολομών. ἐν γὰρ προβλήμασιν
569

ἀλλήλους συνεχῶς ἐγύμναζον· τεκμήριον δὲ τούτου, καὶ ἀντίγραφα


ἐπιστολῶν αὐτῶν φασιν μέχρι τοῦ δεῦρο παρὰ τοῖς Τυρίοις

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 25, line 5

Ἀμμανῖται ἐκράτησαν αὐτῶν ἔτεσιν ιηʹ. εἶτα Ἰεφθάε ἔκρινεν αὐτοὺς


ἔτεσιν ἕξ, Ἐσβὼν ἔτεσιν ζʹ, Αἰλὼν ἔτεσιν ιʹ, Ἀβδὼν ἔτεσιν ηʹ.
ἔπειτα ἀλλόφυλοι ἐκράτησαν αὐτῶν ἔτεσιν μʹ. εἶτα Σαμψὼν ἔκρινεν
αὐτοὺς ἔτεσιν κʹ. ἔπειτα εἰρήνη ἐν αὐτοῖς ἐγένετο ἔτεσιν μʹ. εἶτα
Σαμηρὰ ἔκρινεν αὐτοὺς ἐνιαυτόν, Ἠλὶς ἔτεσιν κʹ, Σαμουὴλ ἔτεσιν ιβʹ.
      
Μετὰ δὲ τοὺς κριτὰς ἐγένοντο βασιλεῖς ἐν αὐτοῖς, πρῶτος
ὀνόματι Σαούλ, ὃς ἐβασίλευσεν ἔτη κʹ, ἔπειτα Δαυὶδ ὁ πρόγονος
ἡμῶν ἔτη μʹ. γίνεται οὖν μέχρι τῆς τοῦ Δαυὶδ βασιλείας τὰ πάντα
ἔτη υϟηʹ.
 Μετὰ δὲ τούτους ἐβασιλεύει Σολομών, ὁ καὶ τὸν ναὸν τὸν ἐν
Ἱεροσολύμοις κατὰ βουλὴν θεοῦ πρῶτος οἰκοδομήσας, δι' ἐτῶν μʹ,
μετὰ δὲ τοῦτον Ῥοβοὰμ ἔτεσιν ιζʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἀβίας ἔτεσιν ζʹ,
καὶ μετὰ τοῦτον Ἀσὰ ἔτεσιν μαʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἰωσαφὰτ ἔτεσιν
κεʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἰωρὰμ ἔτη ηʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ὀχοζίας ἐνιαυτόν,
καὶ μετὰ τοῦτον Γοθολία ἔτεσιν ἕξ, μετὰ δὲ ταύτην Ἰωὰς ἔτεσιν
μʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἀμεσίας ἔτεσιν λθʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ὀζίας
ἔτεσιν νβʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἰωαθὰμ ἔτεσιν ιϛʹ, μετὰ δὲ τοῦτον
Ἄχαζ ἔτεσιν ιζʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἐζεκίας ἔτεσιν κθʹ, μετὰ δὲ
τοῦτον Μανασσὴς ἔτεσιν νεʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἀμὼς ἔτεσιν βʹ, μετὰ
δὲ τοῦτον Ἰωσίας ἔτεσιν λαʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ὠχὰς μῆνας γʹ, μετὰ

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 25, line 22

ἔτεσιν νβʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἰωαθὰμ ἔτεσιν ιϛʹ, μετὰ δὲ τοῦτον


Ἄχαζ ἔτεσιν ιζʹ, καὶ μετὰ τοῦτον Ἐζεκίας ἔτεσιν κθʹ, μετὰ δὲ
τοῦτον Μανασσὴς ἔτεσιν νεʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ἀμὼς ἔτεσιν βʹ, μετὰ
δὲ τοῦτον Ἰωσίας ἔτεσιν λαʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Ὠχὰς μῆνας γʹ, μετὰ
δὲ τοῦτον Ἰωακεὶμ ἔτη ιαʹ, ἔπειτα Ἰωακεὶμ ἕτερος μῆνας γʹ ἡμέρας
ιʹ, μετὰ δὲ τοῦτον Σεδεκίας ἔτη ιαʹ. μετὰ δὲ τούτους τοὺς βασιλεῖς,
διαμένοντος τοῦ λαοῦ ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασιν καὶ μὴ μετανοοῦντος,
κατὰ προφητείαν Ἰερεμίου ἀνέβη εἰς τὴν Ἰουδαίαν βασιλεὺς Βαβυ-
λῶνος, ὄνομα Ναβουχοδονόσορ. οὗτος μετῴκησεν τὸν λαὸν τῶν
Ἰουδαίων εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὸν ναὸν κατέστρεψεν, ὃν ᾠκοδομήκει
Σολομών. ἐν δὲ τῇ μετοικεσίᾳ Βαβυλῶνος, ὁ λαὸς ἐποίησεν ἔτη οʹ.  
γίνεται οὖν μέχρι τῆς παροικεσίας ἐν γῇ Βαβυλῶνος τὰ πάντα ἔτη
δϡνδʹ μῆνες ϛʹ ἡμέραι ιʹ.
 Ὃν τρόπον δὲ ὁ θεὸς προεῖπεν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου τὸν
λαὸν αἰχμαλωτισθῆναι εἰς Βαβυλῶνα, οὕτως προεσήμανεν καὶ τὸ
πάλιν ἐπανελθεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν αὐτῶν μετὰ οʹ ἔτη. τελειου-
570

μένων οὖν οʹ ἐτῶν γίνεται Κύρος βασιλεὺς Περσῶν, ὃς κατὰ τὴν


προφητείαν Ἰερεμίου δευτέρῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐκήρυξεν
κελεύων δι' ἐγγράφων τοὺς Ἰουδαίους πάντας, τοὺς ὄντας ἐν τῇ
βασιλείᾳ αὐτοῦ ἐπιστρέφειν εἰς τὴν ἑαυτῶν χώραν καὶ τῷ θεῷ
ἀνοικοδομεῖν τὸν ναόν, ὃν καθῃρήκει βασιλεὺς Βαβυλῶνος

Θεόφιλος απολογητής. Ad Autolycum Book 3, sec. 28, line 8

αὐτοκράτορος Οὐήρου, οὗ προειρήκαμεν, ὁ πᾶς χρόνος συνάγεται


ἔτη ψμαʹ.
      
Ἀπὸ δὲ καταβολῆς κόσμου ὁ πᾶς χρόνος κεφαλαιωδῶς οὕτως
κατάγεται. ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἕως κατακλυσμοῦ ἐγένοντο ἔτη
͵βσμβʹ. ἀπὸ δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τεκνογονίας Ἀβραὰμ τοῦ
προπάτορος ἡμῶν ἔτη ͵αλϛʹ. ἀπὸ δὲ Ἰσαὰκ τοῦ παιδὸς Ἀβραὰμ ἕως
οὗ ὁ λαὸς σὺν Μωσῇ ἐν τῇ ἐρήμῳ διέτριβεν ἔτη χξʹ. ἀπὸ δὲ τῆς
Μωσέως τελευτῆς, ἀρχῆς Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ, μέχρι τελευτῆς Δαυὶδ
τοῦ πατριάρχου ἔτη υϟηʹ. ἀπὸ δὲ τῆς τελευτῆς Δαυίδ, βασιλείας δὲ
Σολομῶνος, μέχρι τῆς παροικίας τοῦ λαοῦ ἐν γῇ Βαβυλῶνος ἔτη
φιηʹ μῆνες ϛʹ ἡμέραι ιʹ. ἀπὸ δὲ τῆς Κύρου ἀρχῆς μέχρι αὐτοκρά-
τορος Αὐρηλίου Οὐήρου τελευτῆς ἔτη ψμαʹ.
Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (Dorothei recensio)
P. 39, line 19

ἀναγνῷς, συγκεχυμένα τὰ πάντα εὑρήσεις. Οὐ μόνον δὲ


ταῦτα τὰ προφητικά, ἀλλὰ καὶ αἱ βασιλεῖαι τούτῳ τῷ τρόπῳ
ἐγράφησαν ἐν τῷ ἱερῷ κατὰ μέρος ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Σαοὺλ
τὰ ἕως τοῦ Σαοὺλ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Δαβὶδ τὸ ἕως
Δαβίδ. Ὁμοίως καὶ τὰ ἑκάστου βασιλέως τὰ κατὰ τὸν
ἴδιον καιρὸν ἐγράφοντο. Ὁμοίως ἔγραφον καὶ ἐν τοῖς
σκρινίοις τῶν βασιλέων, ἃς καλοῦμεν παραλειπομένας. Τὴν
δὲ Πεντάτευχον ὁ Μωϋσὴς ἔγραψεν ἱστορίαν προγεγονότων
καὶ γινομένων καὶ ἐσομένων. Ἰησοῦς πάλιν τὴν ἰδίαν βίβλον·
τοὺς κριτὰς πάλιν ἐν τῷ ἱερῷ ἤγουν ἐν τῇ σκηνῇ, ὁμοίως
καὶ τὴν Ῥούθ. Σολομὼν πάλιν τὰ ἴδια ἔγραψε, τάς τε
παροιμίας καὶ τὰ ᾄσματα καὶ τὸν Ἐκκλησιαστήν, σοφίας
χάριν εἰληφὼς παρὰ θεοῦ, καὶ πάντα ἄνθρωπον νουθετῶν
σοφῶς ἀναστρέφεσθαι ἐν τῷδε τῷ βίῳ· προφητείας γὰρ χάριν
οὐκ εἰλήφει. Ὅσους οὖν ηὕρομεν προφήτας ἀξιωθέντας  
εἰπεῖν περὶ τοῦ δεσπότου Χριστοῦ ἐτάξαμεν. Ἔτι δὲ γρά-
φωμεν καὶ περὶ τῶν ἄλλων τεσσάρων προφητῶν, ὅσα ἠξιώ-
θησαν εἰπεῖν περὶ τῆς κατὰ τὸν δεσπότην Χριστὸν οἰκονομίας,
ἐν ᾗ ἀφορᾷ πᾶς ὁ σκοπὸς τῆς θείας γραφῆς. Προφέρωμεν
τοίνυν πρῶτον τὸν μεγαλοφωνότατον Ἡσαΐαν ὃς καὶ τύπῳ
καὶ λόγῳ ἠξιώθη ἰδεῖν καὶ προειπεῖν περὶ τοῦ κατὰ Χριστὸν

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (Dorothei recensio) P. 42, line 19


571

παρεκαθέζοντο τῷ Σιλωάμ. Ὅταν οὖν ηὔχοντο σὺν τῷ


Ἡσαΐᾳ οἱ Ἰουδαῖοι, ἐξήρχετο τὸ ὕδωρ· διὸ ἕως τῆς σήμερον
αἰφνιδίως ἐξέρχεται, ἵνα δειχθῇ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον.
Καὶ ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἡσαΐου τοῦτο γέγονε, μνήμης χάριν καὶ
ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων πλησίον αὐτὸν τὸν Σιλωὰμ ἔθαψαν
ἐπιμελῶς καὶ ἐνδόξως, ἵνα διὰ τῶν ὁσίων αὐτοῦ προσευχῶν
καὶ μετὰ θάνατον αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχωσι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ
ὕδατος, ὅτι καὶ χρησμὸς ἐδόθη αὐτῷ περὶ αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι
οὕτως. Ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενος τοῦ τάφου τῶν βασιλέων,
ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
νότον. Σολομῶν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαβὶδ δια-
γράψας κατὰ ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γα-
βαὼν μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσιν. Ἐποίησε δὲ
ταύτην σκολιάν, σύνθετον, ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἡ εἴσο-
δος ἕως τῆς σήμερον τοῖς πολλοῖς ἀγνοουμένη τῶν ἱερέων
καὶ ὅλῳ τῷ λαῷ. Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν τὸ χρυ-
σίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ ἔδειξεν  
Ἐζεκίας τὸ μυστήριον Δαβὶδ καὶ Σολομῶντος τοῖς ἔθνεσι καὶ
ἐμίανεν ὀστᾶ τῶν προπατόρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς
ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς ἐχ

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (Dorothei recensio)


P. 42, line 24

καὶ μετὰ θάνατον αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχωσι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ


ὕδατος, ὅτι καὶ χρησμὸς ἐδόθη αὐτῷ περὶ αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι
οὕτως. Ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενος τοῦ τάφου τῶν βασιλέων,
ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
νότον. Σολομῶν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαβὶδ δια-
γράψας κατὰ ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γα-
βαὼν μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσιν. Ἐποίησε δὲ
ταύτην σκολιάν, σύνθετον, ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἡ εἴσο-
δος ἕως τῆς σήμερον τοῖς πολλοῖς ἀγνοουμένη τῶν ἱερέων
καὶ ὅλῳ τῷ λαῷ. Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν τὸ χρυ-
σίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ ἔδειξεν  
Ἐζεκίας τὸ μυστήριον Δαβὶδ καὶ Σολομῶντος τοῖς ἔθνεσι καὶ
ἐμίανεν ὀστᾶ τῶν προπατόρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς
ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς ἐχ-
θροῖς αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον αὐτὸν καὶ ἄγονον ἐποίησεν ὁ
θεὸς ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης.

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (Dorothei recensio)


P. 43, line 1

οὕτως. Ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενος τοῦ τάφου τῶν βασιλέων,


ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
572

νότον. Σολομῶν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαβὶδ δια-


γράψας κατὰ ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γα-
βαὼν μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσιν. Ἐποίησε δὲ
ταύτην σκολιάν, σύνθετον, ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἡ εἴσο-
δος ἕως τῆς σήμερον τοῖς πολλοῖς ἀγνοουμένη τῶν ἱερέων
καὶ ὅλῳ τῷ λαῷ. Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν τὸ χρυ-
σίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ ἔδειξεν  
Ἐζεκίας τὸ μυστήριον Δαβὶδ καὶ Σολομῶντος τοῖς ἔθνεσι καὶ
ἐμίανεν ὀστᾶ τῶν προπατόρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς
ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς ἐχ-
θροῖς αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον αὐτὸν καὶ ἄγονον ἐποίησεν ὁ
θεὸς ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης.

Εἰς τὸν Ἱερεμίαν.

 Οὗτος Ἱερεμίας ἀξιωθεὶς καὶ αὐτὸς προειπεῖν περὶ τοῦ


κατὰ Χριστὸν μυστηρίου λέγων οὕτως· καὶ ἔλαβον τὰ τριά-
κοντα ἀργύρια τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο
ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κε-
ραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι κύριος. Ταύτης δὲ τῆς χρήσεως

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


P. 70, line 8

πίνουσιν; καὶ ἔχοντες τὴν πόλιν παρεκαθέζοντο τῷ Σιλωάμ.


Ἐὰν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι ἤρχοντο, ἐξήρχετο ὕδωρ· ἐὰν δὲ ἀλ-
λόφυλοι, οὔ. Διὸ ἕως σήμερον αἰφνιδίως ἐξέρχεται, ἵνα  
δειχθῇ τὸ μυστήριον. Καὶ ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἡσαΐου τοῦτο
γέγονε, μνήμης χάριν καὶ ὁ λαὸς πλησίον αὐτὸν ἐπιμελῶς
ἔθαψε καὶ ἐνδόξως, ἵνα δι' εὐχῶν αὐτοῦ καὶ μετὰ θάνατον
αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχωσι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὕδατος, ὅτι καὶ
χρησμὸς ἐδόθη αὐτοῖς περὶ αὐτοῦ.
 Ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενα τοῦ τάφου τῶν βασιλέων
ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν ἱερέων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς νότον.
Σολομὼν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαυὶδ διαγράψαντος
κατ' ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γαβαὼν
μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσι. Καὶ ἐποίησε σκολιάν,
σύνθεσιν ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἕως τῆς σήμερον τοῖς πολ-
λοῖς ἀγνοουμένη, ὅλου δὲ τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς
τὸ χρυσίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ
ὁ Ἐζεκίας ἔδειξε τοῖς ἔθνεσι τὸ μυστήριον Δαυὶδ καὶ Σο-
λομῶντος καὶ ἐμίανεν ὀστᾶ τόπου πατέρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο
ὁ θεὸς ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς  
ἐχθροῖς αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον αὐτὸν ἐποίησεν ὁ θεὸς ἀπὸ
τῆς ἡμέρας ἐκείνης.

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


573

P. 70, line 15

χρησμὸς ἐδόθη αὐτοῖς περὶ αὐτοῦ.


 Ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενα τοῦ τάφου τῶν βασιλέων
ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν ἱερέων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς νότον.
Σολομὼν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαυὶδ διαγράψαντος
κατ' ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γαβαὼν
μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσι. Καὶ ἐποίησε σκολιάν,
σύνθεσιν ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἕως τῆς σήμερον τοῖς πολ-
λοῖς ἀγνοουμένη, ὅλου δὲ τοῦ λαοῦ. Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς
τὸ χρυσίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ
ὁ Ἐζεκίας ἔδειξε τοῖς ἔθνεσι τὸ μυστήριον Δαυὶδ καὶ Σο-
λομῶντος καὶ ἐμίανεν ὀστᾶ τόπου πατέρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο
ὁ θεὸς ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς  
ἐχθροῖς αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον αὐτὸν ἐποίησεν ὁ θεὸς ἀπὸ
τῆς ἡμέρας ἐκείνης.
 βʹ. Ἱερεμίας ἦν ἐξ Ἀναθὼθ καὶ ἐν Τάφναις Αἰγύπτου
λίθοις βληθεὶς ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἀποθνήσκει. Κεῖται δὲ ἐν
τῷ τόπῳ τῆς οἰκήσεως Φαραώ, ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἐδόξασαν
αὐτὸν εὐεργετηθέντες δι' αὐτοῦ. Ηὔξατο γὰρ καὶ αἱ ἀσπί-
δες αὐτοὺς ἔασαν καὶ τῶν ὑδάτων οἱ θῆρες, οὓς καλοῦσιν
οἱ Αἰγύπτιοι μὲν νεφώθ, Ἕλληνες δὲ κροκοδείλους. Καὶ
ὅσοι εἰσὶ πιστοὶ θεοῦ, ἕως σήμερον εὔχονται ἐν τῷ τόπῳ

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


P. 91col1, line 17

ὅτι ἐποίησε τὴν ἁμαρτίαν.


Καὶ ὑπέστρεψε πενθῶν καὶ
ὡς ἀνεῖλε τὸν ἄνδρα αὐτῆς,
ἔπεμψε κύριος ἐλέγξαι αὐτόν·
καὶ αὐτὸς πάνυ γηράσας
ἀπέθανε καὶ ἐτάφη εἰς τὴν
γῆν αὐτοῦ.  
 ιηʹ. Ἀχία ἀπὸ Σηλώμ,
ὅπου ἦν ἡ σκηνὴ τὸ παλαιὸν
ἐκ πόλεως Ἠλί. Οὗτος εἶπε
περὶ Σολομών, ὅτι προσκρού-  
σει κυρίῳ· καὶ ἤλεγξε τὸν
Ἱεροβοάμ, ὅτι δόλῳ πορεύ-
σεται μετὰ κυρίου· εἶδε ζεῦγος
βοῶν πατοῦν τὸν λαὸν καὶ
κατὰ τῶν ἱερέων ἐπιτρέχον·
προεῖπε καὶ τῷ Σολομῶντι, ὅτι
αἱ γυναῖκες αὐτὸν ἐκστήσουσι
καὶ πᾶν τὸ γένος αὐτοῦ· καὶ
ἀπέθανε καὶ ἐτάφη σύνεγγυς
574

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


P. 92col1, line 6

 ιηʹ. Ἀχία ἀπὸ Σηλώμ,


ὅπου ἦν ἡ σκηνὴ τὸ παλαιὸν
ἐκ πόλεως Ἠλί. Οὗτος εἶπε
περὶ Σολομών, ὅτι προσκρού-  
σει κυρίῳ· καὶ ἤλεγξε τὸν
Ἱεροβοάμ, ὅτι δόλῳ πορεύ-
σεται μετὰ κυρίου· εἶδε ζεῦγος
βοῶν πατοῦν τὸν λαὸν καὶ
κατὰ τῶν ἱερέων ἐπιτρέχον·
προεῖπε καὶ τῷ Σολομῶντι, ὅτι
αἱ γυναῖκες αὐτὸν ἐκστήσουσι
καὶ πᾶν τὸ γένος αὐτοῦ· καὶ
ἀπέθανε καὶ ἐτάφη σύνεγγυς
τῆς δρυὸς Σηλώμ.  
 Ναθὰν ὁ προφήτης τοῦ
Δαυὶδ ἐκ φυλῆς ἱερωσύνης
ἦν. Ἐγεννήθη δὲ ἐν Γαβαῷ
καὶ αὐτὸς ἐδίδαξε τὸν Δαυὶδ
νόμον κυρίου· καὶ γνοὺς ὅτι  
ἐν Βηρσαβεὲ παραβήσεται ὁ

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma) P. 92col2, line 1

οὖν ἤλεγξεν αὐτὸν ἐπὶ κε-


κρυμμένοις καὶ ἐποίησεν αὐτός,
καθὼς ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ κύ-
ριος. Οὗτος οὖν εἰς βαθὺ
γῆρας ἐλάσας καὶ ἐν πολλῇ
ἀγαθῇ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
 Σηλὼμ ὁ καὶ Ἠλεί, ἔνθα
ἦν καὶ ἡ σκηνὴ τὸ πάλαι.
Σηλὼμ δὲ ἐκαλεῖτο ὁ Ἠλεί· ἐν
ἀρχῇ τῆς ἱερωσύνης προεφή-  
τευσε περὶ Σολομῶντος, ὅτι
προσκρούσει διὰ τὰς γυναῖ-
κας· ὅτι γυναῖκες ἐκστήσουσι
καὶ διαστρέψουσιν αὐτὸν ἀπὸ
κυρίου καὶ ἅπαν τὸ γένος
αὐτοῦ· καὶ περὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ
εἶπεν, ὅτι δόλῳ πορεύσεται
μετὰ κυρίου καὶ μετὰ Ἰς-
ραήλ· εἶδε ζεῦγος βοῶν
θηλείων καταπατοῦν τὸν λαὸν
καὶ κατὰ τῶν ἱερέων
575

Βίοι προφητών. De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


P. 92col2, line 13

κας· ὅτι γυναῖκες ἐκστήσουσι


καὶ διαστρέψουσιν αὐτὸν ἀπὸ
κυρίου καὶ ἅπαν τὸ γένος
αὐτοῦ· καὶ περὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ
εἶπεν, ὅτι δόλῳ πορεύσεται
μετὰ κυρίου καὶ μετὰ Ἰς-
ραήλ· εἶδε ζεῦγος βοῶν
θηλείων καταπατοῦν τὸν λαὸν
καὶ κατὰ τῶν ἱερέων ἐπι-
τρέχον· καὶ ὅτι παραβήσεται
Σολομὼν τὸν νόμον τοῦ
ὑψίστου· ταῦτα προεῖπεν Ἠλεὶ
πρὸς τοὺς υἱοὺς αὐτοὺς ἱερα-
τεῦσαι. Καὶ οὗτος ὁ προ-
φήτης αὐτὸς ἀπέθανεν ἐν
γήρει βαθυτάτῳ οὐκ ἀγαθῶς.  
 ιθʹ. Ἰωὰδ ἐκ τῆς Σαμαρείμ. Οὗτός ἐστιν, ὃν ἐπάταξεν
ὁ λέων καὶ ἀπέθανεν, ὅτε ἤλεγξε τὸν Ἱεροβοὰμ ἐπὶ ταῖς
δαμάλεσι· καὶ ἐτάφη ἐν Βεθὴλ σύνεγγυς τοῦ ψευδοπροφήτου
τοῦ πλανήσαντος αὐτόν.
 κʹ. Ἀζαρίας ἐκ γῆς Συβαθά, ὃς ἐπέστρεψεν ἐξ Ἰσραὴλ

Tatianus Apol., Oratio ad Graecos Ch. 37, sec. 1, line 8

κοντα. Βηρωσσὸς δέ ἐστιν ἀνὴρ ἱκανώτατος· καὶ τούτου τεκμήριον,


Ἰόβας Περὶ Ἀσσυρίων γράφων παρὰ Βηρωσσοῦ φησι μεμαθηκέναι
τὴν ἱστορίαν· εἰσὶ δὲ αὐτῷ βίβλοι Περὶ Ἀσσυρίων δύο.
 Μετὰ δὲ τοὺς Χαλδαίους τὰ Φοινίκων οὕτως
ἔχει. γεγόνασι παρ' αὐτοῖς ἄνδρες τρεῖς, Θεόδοτος Ὑψικράτης
Μῶχος· τούτων τὰς βίβλους εἰς Ἑλληνίδα κατέταξεν φωνὴν  
Λαῖτος ὁ καὶ τοὺς βίους τῶν φιλοσόφων ἐπ' ἀκριβὲς πραγμα-
τευσάμενος. ἐν δὴ ταῖς τῶν προειρημένων ἱστορίαις δηλοῦται
κατὰ τίνα τῶν βασιλέων Εὐρώπης ἁρπαγὴ γέγονεν Μενελάου
τε εἰς τὴν Φοινίκην ἄφιξις καὶ τὰ περὶ Χείραμον, ὅστις Σολο-
μῶνι τῷ Ἰουδαίων βασιλεῖ πρὸς γάμον δοὺς τὴν ἑαυτοῦ θυγα-
τέρα καὶ ξύλων παντοδαπῶν ὕλην εἰς τὴν τοῦ ναοῦ κατα-
σκευὴν ἐδωρήσατο. καὶ Μένανδρος δὲ ὁ Περγαμηνὸς περὶ τῶν
αὐτῶν τὴν ἀναγραφὴν ἐποιήσατο. τοῦ δὲ Χειράμου ὁ χρόνος
ἤδη που τοῖς Ἰλιακοῖς ἐγγίζει· Σολομὼν
         δὲ ὁ κατὰ Χείραμον
πολὺ κατώτερός ἐστι τῆς Μωυσέως ἡλικίας.
 Αἰγυπτίων δέ εἰσιν ἀκριβεῖς χρόνων ἀναγραφαί,
καὶ τῶν κατ' αὐτοὺς γραμμάτων ἑρμηνεύς ἐστι Πτολεμαῖος,
οὐχ ὁ βασιλεύς, ἱερεὺς δὲ Μένδητος. οὗτος τὰς τῶν βασιλέων
πράξεις ἐκτιθέμενος κατ' Ἄμωσιν Αἰγύπτου βασιλέα γεγονέναι
576

Tatianus Apol., Oratio ad Graecos Ch. 37, sec. 1, line 12

ἔχει. γεγόνασι παρ' αὐτοῖς ἄνδρες τρεῖς, Θεόδοτος Ὑψικράτης


Μῶχος· τούτων τὰς βίβλους εἰς Ἑλληνίδα κατέταξεν φωνὴν  
Λαῖτος ὁ καὶ τοὺς βίους τῶν φιλοσόφων ἐπ' ἀκριβὲς πραγμα-
τευσάμενος. ἐν δὴ ταῖς τῶν προειρημένων ἱστορίαις δηλοῦται
κατὰ τίνα τῶν βασιλέων Εὐρώπης ἁρπαγὴ γέγονεν Μενελάου
τε εἰς τὴν Φοινίκην ἄφιξις καὶ τὰ περὶ Χείραμον, ὅστις Σολο-
μῶνι τῷ Ἰουδαίων βασιλεῖ πρὸς γάμον δοὺς τὴν ἑαυτοῦ θυγα-
τέρα καὶ ξύλων παντοδαπῶν ὕλην εἰς τὴν τοῦ ναοῦ κατα-
σκευὴν ἐδωρήσατο. καὶ Μένανδρος δὲ ὁ Περγαμηνὸς περὶ τῶν
αὐτῶν τὴν ἀναγραφὴν ἐποιήσατο. τοῦ δὲ Χειράμου ὁ χρόνος
ἤδη που τοῖς Ἰλιακοῖς ἐγγίζει· Σολομὼν
         δὲ ὁ κατὰ Χείραμον
πολὺ κατώτερός ἐστι τῆς Μωυσέως ἡλικίας.
 Αἰγυπτίων δέ εἰσιν ἀκριβεῖς χρόνων ἀναγραφαί,
καὶ τῶν κατ' αὐτοὺς γραμμάτων ἑρμηνεύς ἐστι Πτολεμαῖος,
οὐχ ὁ βασιλεύς, ἱερεὺς δὲ Μένδητος. οὗτος τὰς τῶν βασιλέων
πράξεις ἐκτιθέμενος κατ' Ἄμωσιν Αἰγύπτου βασιλέα γεγονέναι
Ἰουδαίοις φησὶ τὴν ἐξ Αἰγύπτου πορείαν εἰς ἅπερ ἤθελον
χωρία, Μωυσέως ἡγουμένου. λέγει δὲ οὕτως· ὁ δὲ Ἄμωσις ἐγέ-
νετο κατ' Ἴναχον βασιλέα. μετὰ δὲ τοῦτον Ἀπίων ὁ γραμ-
ματικὸς ἀνὴρ δοκιμώτατος, ἐν τῇ τετάρτῃ τῶν Αἰγυπτιακῶν

Fragmenta Anonyma (PsVTGr), Fragmenta P. g, line 2

ταῦτα φάγονται Ἀσσύριοι.»  


 Λέγεται Ζαχαρίαν τὸν ἡγούμενον τῆς ἐν Γεράροις μοναχικῆς συνοικίας
Ἑβραίᾳ καὶ παλαιᾷ περιτυχεῖν γραφῇ, οὐ τῶν ἐκκλησιαζομένων. ἐδήλου δὲ
ὡς, ἡνίκα Ζαχαρίαν τὸν προφήτην ἀνεῖλεν ὁ Ἰωὰς ὁ τῆς Ἰουδαίας βασιλεύς,
οὐκ εἰς μακρὰν περὶ τὸν οἶκον ἐχρήσατο χαλεπῇ συμφορᾷ. ἑβδόμῃ γὰρ
ἡμέρᾳ τῆς ἀναιρέσεως τοῦ προφήτου ἐξαπίνης αὐτῷ μάλα κεχαρισμένος ὁ
παῖς ἀπολώλει. συμβαλὼν δὲ κατὰ θεομηνίαν τοιούτῳ παθήματι περιπεσεῖν,
ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ τὸ μειράκιον ἔθαψεν, ἀπολογούμενος ταύτῃ ὑπὲρ ὧν
εἰς αὐτὸν ἥμαρτε. καὶ τὰ μὲν ὧδε ἔγνων.
 Καὶ ἄνθρωπός τις ἐν τῷ Ἰσραὴλ πλούσιός τε καὶ ἀνελεήμων ἐλθὼν πρός τινα
τῶν διδασκάλων καὶ ἀναπτύξας τὴν σοφίαν Σολομῶντος εὗρεν εὐθύς· ὁ ἐλεῶν
πτωχὸν θεῷ δανείζει. καὶ εἰς ἑαυτὸν γενόμενος καὶ κατανυγεὶς ἀπελθὼν
πέπρακε πάντα καὶ διένειμε πτωχοῖς μηδὲν ἑαυτῷ καταλείψας πλὴν νομισμά-
των δύο. καὶ πτωχεύσας πάνυ καὶ ὑπὸ μηδενὸς ἐκ θείας δοκιμασίας ἐλεούμενος  
ὕστερον ἐν ἑαυτῷ λέγει μικροψυχήσας· ἀπελεύσομαι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ
διακρινοῦμαι τῷ θεῷ μου, ὅτι ἐπλάνησέ με διασκορπίσαι τὰ ὑπάρχοντά μου.
πορευομένου δὲ αὐτοῦ εἶδεν ἄνδρας δύο μαχομένους πρὸς ἀλλήλους εὑρόντας
λίθον τίμιον, καί φησι πρὸς αὐτούς· ἵνα τί, ἀδελφοί, μάχεσθε; δότε μοι αὐτὸν
καὶ λάβετε νομίσματα δύο. τῶν δὲ μετὰ χαρᾶς τοῦτον παρασχόντων (οὐ γὰρ
ᾔδεσαν τοῦ λίθου τὸ ὑπέρτιμον), ἀπῆλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ τὸν λίθον ἐπιφερό-
μενος, καὶ δείξας αὐτὸν χρυσοχόῳ παραχρῆμα τὸν λίθον ἐκεῖνος ἰδὼν ἀναστὰς
577

Fragmenta Anonyma (PsVTGr), Fragmenta P. k, line 28

θεὸς ἐν τῷ ἁγίῳ ἑαυτοῦ παραδείσῳ, ὅτι ἐπεύχομαι


ἅγιον θεὸν ἐπὶ αμμωνιψεντανχω. λόγος· ὁρκίζω σε
λαβρείᾳ· ιακουθ αβλαναθαναλβα ακραμμ. λόγος·
αωθ ιαθαβαθρα χαχθαβραθα χαμυνχελ αβρω ωθ
σὺ αβρασιλωθ αλληλου ϊελωσαϊ ιαηλ. ὁρκίζω σε τὸν
ὀπτανθέντα τῷ Ἰσραὴλ ἐν στύλῳ φωτίνῳ καὶ νεφέλῃ
ἡμερίνῃ καὶ ῥυσάμενον αὐτοῦ τὸν λαὸν ἔργου
Φαραὼ καὶ ἐπενέγκαντα ἐπὶ Φαραὼ τὴν δεκάπληγον
διὰ τὸ παρακούειν αὐτόν. ὁρκίζω σε πᾶν πνεῦμα
δαιμόνιον, λαλῆσαι ὁποῖον καὶ ἂν ἦς, ὅτι ὁρκίζω σε
κατὰ τῆς σφραγῖδος, ἧς ἔθετο Σολομὼν ἐπὶ τὴν
γλῶσσαν τοῦ Ἰηρεμίου καὶ ἐλάλησεν. καὶ σὺ λάλησον
ὁποῖον ἐὰν ἦς ἐπουράνιον ἢ ἀέριον εἴτε ἐπίγειον
εἴτε ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον ἢ Ἐβουσαῖον ἢ Χερ-
σαῖον ἢ Φαρισαῖον. λάλησον ὁποῖον ἐὰν ἦς, ὅτι
ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον ἀδάμαστον, τὸν τὰ ἐν
καρδίᾳ πάσης ζωῆς ἐπιστάμενον, τὸν χουοπλάστην
τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, τὸν ἐξαγαγόντα ἐξ
ἀδήλων καὶ πυκνοῦντα τὰ νέφη καὶ ὑετίζοντα τὴν
γῆν καὶ εὐλογοῦντα τοὺς καρποὺς αὐτῆς, ὃν εὐλογεῖ
πᾶσα ἐνουράνιος δύναμις ἡ ἀγγέλων ἀρχαγγέλων.

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Contra Galilaeos P. 203, line 7

γεγονότων ἐστὶ θαυμαστότερος.


 Ἀλλ' ὁ τῆς πολιτείας θεσμὸς καὶ τύπος τῶν δικαστηρίων,
ἡ δὲ περὶ τὰς πόλεις οἰκονομία καὶ ... τὸ κάλλος, ἡ δὲ ἐν τοῖς
μαθήμασιν ἐπίδοσις, ἡ δὲ ἐν ταῖς ἐλευθερίοις τέχναις ἄσκησις  
οὐχ Ἑβραίων μὲν ἦν ἀθλία καὶ βαρβαρική; καίτοι βούλεται ὁ
μοχθηρὸς Εὐσέβιος εἶναί τινα καὶ παρ' αὐτοῖς ἑξάμετρα, καὶ
φιλοτιμεῖται λογικὴν εἶναι πραγματείαν παρὰ τοῖς Ἑβραίοις, ἧς
τοὔνομα ἀκήκοε παρὰ τοῖς Ἕλλησι. ποῖον ἰατρικῆς εἶδος ἀνε-
φάνη παρὰ τοῖς Ἑβραίοις, ὥσπερ ἐν Ἕλλησι τῆς Ἱπποκράτους
καί τινων ἄλλων μετ' ἐκεῖνον αἱρέσεων; ὁ σοφώτατος Σολο-
μῶν παρόμοιός ἐστι τῷ παρ' Ἕλλησι Φωκυλίδῃ ἢ Θεόγνιδι ἢ
Ἰσοκράτει; πόθεν; εἰ γοῦν παραβάλοις τὰς Ἰσοκράτους παραι-
νέσεις ταῖς ἐκείνου παροιμίαις, εὕροις ἂν, εὖ οἶδα, τὸν τοῦ
Θεοδώρου κρείττονα τοῦ σοφωτάτου βασιλέως. ἀλλ' ἐκεῖνος,
φασὶ, καὶ περὶ θεουργίαν ἤσκητο. τί οὖν; οὐχὶ καὶ ὁ Σολομῶν
οὗτος τοῖς ἡμετέροις ἐλάτρευσε θεοῖς, ὑπὸ τῆς γυναικὸς, ὡς  
λέγουσιν, ἐξαπατηθείς; ὢ μέγεθος ἀρετῆς. ὦ σοφίας πλοῦτος.
οὐ περιγέγονεν ἡδονῆς, καὶ γυναικὸς λόγοι τοῦτον παρήγαγον.
εἴπερ οὖν ὑπὸ γυναικὸς ἠπατήθη, τοῦτον σοφὸν μὴ λέγετε. εἰ
δὲ πεπιστεύκατε [εἶναι] σοφὸν, μή τοι παρὰ γυναικὸς αὐτὸν
ἐξηπατῆσθαι νομίζετε, κρίσει δὲ οἰκείᾳ καὶ συνέσει καὶ τῇ
578

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Contra Galilaeos P. 203, line 11

οὐχ Ἑβραίων μὲν ἦν ἀθλία καὶ βαρβαρική; καίτοι βούλεται ὁ


μοχθηρὸς Εὐσέβιος εἶναί τινα καὶ παρ' αὐτοῖς ἑξάμετρα, καὶ
φιλοτιμεῖται λογικὴν εἶναι πραγματείαν παρὰ τοῖς Ἑβραίοις, ἧς
τοὔνομα ἀκήκοε παρὰ τοῖς Ἕλλησι. ποῖον ἰατρικῆς εἶδος ἀνε-
φάνη παρὰ τοῖς Ἑβραίοις, ὥσπερ ἐν Ἕλλησι τῆς Ἱπποκράτους
καί τινων ἄλλων μετ' ἐκεῖνον αἱρέσεων; ὁ σοφώτατος Σολο-
μῶν παρόμοιός ἐστι τῷ παρ' Ἕλλησι Φωκυλίδῃ ἢ Θεόγνιδι ἢ
Ἰσοκράτει; πόθεν; εἰ γοῦν παραβάλοις τὰς Ἰσοκράτους παραι-
νέσεις ταῖς ἐκείνου παροιμίαις, εὕροις ἂν, εὖ οἶδα, τὸν τοῦ
Θεοδώρου κρείττονα τοῦ σοφωτάτου βασιλέως. ἀλλ' ἐκεῖνος,
φασὶ, καὶ περὶ θεουργίαν ἤσκητο. τί οὖν; οὐχὶ καὶ ὁ Σολομῶν
οὗτος τοῖς ἡμετέροις ἐλάτρευσε θεοῖς, ὑπὸ τῆς γυναικὸς, ὡς  
λέγουσιν, ἐξαπατηθείς; ὢ μέγεθος ἀρετῆς. ὦ σοφίας πλοῦτος.
οὐ περιγέγονεν ἡδονῆς, καὶ γυναικὸς λόγοι τοῦτον παρήγαγον.
εἴπερ οὖν ὑπὸ γυναικὸς ἠπατήθη, τοῦτον σοφὸν μὴ λέγετε. εἰ
δὲ πεπιστεύκατε [εἶναι] σοφὸν, μή τοι παρὰ γυναικὸς αὐτὸν
ἐξηπατῆσθαι νομίζετε, κρίσει δὲ οἰκείᾳ καὶ συνέσει καὶ τῇ παρὰ
τοῦ φανέντος αὐτῷ θεοῦ διδασκαλίᾳ πειθόμενον λελατρευκέναι
καὶ τοῖς ἄλλοις θεοῖς. φθόνος γὰρ καὶ ζῆλος οὐδὲ
Martyrium Pionii, Martyrium Pionii presbyteri et sodalium Ch. 4, sec. 6, line 2

         ἀκούω γὰρ ὅτι ἐπὶ τοῖς αὐτομολοῦσιν ὡς


ἐπιγελῶντες καὶ ἐπιχαίροντες παίγνιον ἡγεῖσθε τὸ ἐκείνων ἀστόχημα
ὅτι ἑκόντες ἐπιθύουσιν.
         ἔδει δὲ ὑμᾶς μέν, ὦ Ἕλληνες, πείθεσθαι
τῷ διδασκάλῳ ὑμῶν Ὁμήρῳ, ὃς συμβουλεύει μὴ ὅσιον εἶναι ἐπὶ τοῖς
ἀποθνήσκουσι καυχᾶσθαι.
         ὑμῖν δέ, ὦ Ἰουδαῖοι, Μωϋσῆς κελεύει·
Ἐὰν ἴδῃς τὸ ὑποζύγιον τοῦ ἐχθροῦ σου πεπτωκὸς ὑπὸ τὸν γόμον,
οὐ παρελεύσῃ ἀλλὰ ἀνιστῶν ἀναστήσεις αὐτό.
         ὁμοίως
καὶ Σολομῶντι ἔδει ὑμᾶς πείθεσθαι· Ἐὰν πέσῃ ὁ ἐχθρός σου,
φησί, μὴ ἐπιχαρῇς, ἐν δὲ τῷ ὑποσκελίσματι αὐτοῦ μὴ
ἐπαίρου.
 Ἐγὼ γὰρ τῷ ἐμῷ διδασκάλῳ πειθόμενος ἀποθνήσκειν αἱροῦμαι
μᾶλλον ἢ παραβαίνειν τοὺς λόγους αὐτοῦ, καὶ ἀγωνίζομαι μὴ ἀλλάξαι
ἃ πρῶτον ἔμαθον, ἔπειτα καὶ ἐδίδαξα.
         τίνων οὖν καταγελῶσιν οἱ
Ἰουδαῖοι ἀσυμπαθῶς; εἰ γὰρ καὶ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐσμεν, ὥς φασιν,
ἀλλὰ ἄνθρωποι ἔτι ἀδικηθέντες.

Γρηγόριος Νύσσης. Ad Simplicium de fide Vol. 3,1, p. 63, line 6

γενὴς θεός· καὶ γὰρ καὶ λόγος ὢν σὰρξ ἐγένετο καὶ θεὸς
ὢν ἄνθρωπος ἐγένετο καὶ ἀσώματος ὢν σῶμα ἐγένετο
579

καὶ ἔτι πρὸς τούτοις καὶ ἁμαρτία καὶ κατάρα καὶ λίθος καὶ
ἀξίνη καὶ ἄρτος καὶ πρόβατον καὶ ὁδὸς καὶ θύρα καὶ πέτρα
καὶ πολλὰ τοιαῦτα ἐγένετο οὐδὲν τούτων τῇ φύσει ὤν,  
ἀλλὰ δι' ἡμᾶς κατ' οἰκονομίαν γενόμενος. ὥςπερ οὖν λόγος
ὢν δι' ἡμᾶς ἐγένετο σὰρξ καὶ θεὸς ὢν ἄνθρωπος ἐγένετο,
οὕτω καὶ κτίστης ὢν δι' ἡμᾶς κτίσις ἐγένετο· κτιστὴ γὰρ
ἡ σάρξ. ὡς οὖν εἶπε διὰ τοῦ προφήτου ὅτι Οὕτως λέγει
κύριος ὁ πλάσας με ἐκ κοιλίας δοῦλον αὐτοῦ, οὕτως εἶπε
καὶ διὰ τοῦ Σολομῶντος τὸ Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν
αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ· πᾶσα γὰρ ἡ κτίσις δουλεύει, καθώς
φησιν ὁ ἀπόστολος. οὐκοῦν καὶ ὁ ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς παρθένου
πλασθεὶς κατὰ τὸν λόγον τοῦ προφήτου ὁ δοῦλός ἐστιν, οὐχ
ὁ κύριος, τουτέστιν ὁ κατὰ σάρκα ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ὁ θεὸς
ἐφανερώθη, καὶ ἐνταῦθα ὁ κτισθεὶς εἰς ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ οὐχ
ὁ θεός ἐστιν ἀλλ' ὁ ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ἡμῖν ὁ θεὸς ἐφανερώθη
ἐπὶ τῷ τὴν καταφθαρεῖσαν ὁδὸν τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας
πάλιν ἀνανεώσασθαι. ὥστε ἐπειδὴ δύο περὶ Χριστοῦ γινώ-
σκομεν, τὸ μὲν θεῖον τὸ δὲ ἀνθρώπινον (ἐν μὲν τῇ φύσει τὸ
θεῖον, ἐν δὲ τῇ οἰκονομίᾳ τὸ κατὰ ἄνθρωπον), ἀκολούθως

Γρηγόριος Νύσσης. Ad Simplicium de fide Vol. 3,1, p. 63, line 20

ὁ κύριος, τουτέστιν ὁ κατὰ σάρκα ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ὁ θεὸς


ἐφανερώθη, καὶ ἐνταῦθα ὁ κτισθεὶς εἰς ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ οὐχ
ὁ θεός ἐστιν ἀλλ' ὁ ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ἡμῖν ὁ θεὸς ἐφανερώθη
ἐπὶ τῷ τὴν καταφθαρεῖσαν ὁδὸν τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας
πάλιν ἀνανεώσασθαι. ὥστε ἐπειδὴ δύο περὶ Χριστοῦ γινώ-
σκομεν, τὸ μὲν θεῖον τὸ δὲ ἀνθρώπινον (ἐν μὲν τῇ φύσει τὸ
θεῖον, ἐν δὲ τῇ οἰκονομίᾳ τὸ κατὰ ἄνθρωπον), ἀκολούθως
τὸ μὲν ἀΐδιον τῇ θεότητι προσμαρτυροῦμεν, τὸ δὲ κτιστὸν
τῇ ἀνθρωπίνῃ λογιζόμεθα φύσει. ὡς γὰρ κατὰ τὸν προ-
φήτην ἐν τῇ κοιλίᾳ ἐπλάσθη δοῦλος, οὕτως καὶ κατὰ τὸν
Σολομῶντα διὰ τῆς δουλικῆς ταύτης κτίσεως ἐν σαρκὶ
ἐφανερώθη.
 Ὅταν δὲ λέγωσιν ὅτι εἰ ἦν, οὐκ ἐγεννήθη, καὶ εἰ ἐγεν-
νήθη, οὐκ ἦν, διδαχθήτωσαν ὅτι οὐ χρὴ τὰ τῆς σαρκικῆς
γεννήσεως ἰδιώματα ἐφαρμόζειν τῇ θείᾳ φύσει. σώματα μὲν
γὰρ μὴ ὄντα γεννᾶται, ὁ δὲ θεὸς τὰ μὴ ὄντα εἶναι ποιεῖ, οὐκ
αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος γίνεται. διὸ καὶ ὁ Παῦλος ἀπαύγασμα
δόξης αὐτὸν ὀνομάζει, ἵνα διδαχθῶμεν ὅτι, ὥσπερ τὸ ἐκ  
τοῦ λύχνου φῶς καὶ ἐκ τῆς φύσεώς ἐστι τοῦ ἀπαυγάζοντος
καὶ μετ' ἐκείνου ἐστίν (ὁμοῦ τε γὰρ ἐξεφάνη ὁ λύχνος καὶ
τὸ φῶς τὸ ἐξ αὐτοῦ συνεξέλαμψεν), οὕτω κελεύει καὶ ἐν

Γρηγόριος Νύσσης. Adversus Macedonianos de spiritu sancto


Vol. 3,1, p. 89, line 2

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ


580

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ


ΚΑΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝΩΝ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΟΜΑΧΩΝ

 Τάχα οὐδὲ ἀποκρίνασθαι προσήκει τοῖς ματαίοις τῶν


λόγων· τὸ γὰρ σοφὸν τοῦ Σολομῶντος παράγγελμα πρὸς
τοῦτο ἔοικε φέρειν τὸ διακελευόμενον μὴ ἀποκρίνεσθαι ἄφρονι
κατὰ τὴν ἀφροσύνην αὐτοῦ. ἀλλ' ἐπειδὴ κίνδυνός ἐστι μὴ διὰ
τῆς ἡμετέρας σιγῆς κατισχύσῃ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος καὶ
πολλὴν ἡ σηπεδονώδης αὕτη τῆς αἱρέσεως γάγγραινα νομὴν
κατὰ τῆς ἀληθείας λαβοῦσα τὸν ὑγιαίνοντα τῆς πίστεως λόγον
διαλωβήσηται, ἀναγκαῖον ἐφάνη μοι μὴ κατὰ τὴν ἀφροσύνην
αὐτῶν ἀποκρίνασθαι τῶν τὰ τοιαῦτα κατὰ τῆς εὐσεβείας
προτεινομένων, ἀλλ' ἐπὶ διορθώσει τῶν μοχθηρῶν ὑπολήψεων.
καὶ γὰρ τὸ παροιμιῶδες παράγγελμα δοκεῖ μοι μὴ σιγήν,
ἀλλὰ διόρθωσιν τῶν ἀφραινόντων παρεγγυᾶν ὡς δεῖν τὰς

Γρηγόριος Νύσσης. Antirrheticus adversus Apollinarium Vol. 3,1, p. 193, line 1

προσδεόμεθα πρὸς τὸ διακρῖναι ἡμῖν τὰ τῶν ἐνυπνίων αἰνίγ-


ματα, ὥστε εἰπεῖν τί σημαίνει ἡ τῶν ῥημάτων τούτων και-
νοφωνία· ὁ αὐτοκίνητος νοῦς καὶ ἑτεροκίνητος, σὰρξ ἡ
ἐπιτελοῦσα τὸ ἔργον τῆς λύσεως. ἀλλ' ἀφείσθω καὶ ταῦτα τῇ
ἀγερωχίᾳ τῶν νέων καταχλευάζεσθαι, ἡμεῖς δὲ πρὸς τὰ
ἐφεξῆς τοῦ λόγου προΐωμεν. Εἴ τι πλέον, φησίν, ἕτερος
ἑτέρου κομίζεται, τοῦτο δι' ἄσκησιν γίνεται·
οὐδεμία δὲ ἄσκησις ἐν Χριστῷ· οὐκ ἄρα νοῦς
ἐστιν ἀνθρώπινος. πῶς μέμνηται τῆς θεοπνεύστου γρα-
φῆς; ποία τοῦ Βεσελεὴλ ἄσκησις τῶν τεχνῶν καθηγήσατο;  
πόθεν δὲ τῷ Σολομῶντι τῶν τοσούτων ἡ γνῶσις; ὁ δὲ
τὰ συκάμινα κνίζων Ἀμὼς πῶς ἐξ αἰπόλων τοσαύτην
ἔσχεν ἐν προφητείᾳ τὴν δύναμιν; καὶ ὅμως οὐδεὶς τῶν
εἰρημένων ἐξ οὐρανοῦ καταβέβηκεν, ὃς οὔτε ἐν ἀρχῇ ἦν
οὔτε ἴσα θεῷ ἦν.
 Ἀλλὰ σιγάσθω καὶ τοῦτο τὸ ἐπιχείρημα μάλιστα διὰ τὸ
προσφυὲς τοῦ προτεθέντος αὐτῷ συμπεράσματος οὕτως
κατὰ τὴν λέξιν ἔχοντος· Οὐκ ἄρα σῴζεται τὸ ἀνθρώ-
πινον γένος δι' ἀναλήψεως νοῦ καὶ ὅλου ἀνθρώ-
που, ἀλλὰ διὰ προσλήψεως σαρκός. τὸ μὲν συμπέ-
ρασμα τοῦτο· τὴν δὲ τῆς ἀναλήψεως καὶ προσλήψεως

Γρηγόριος Νύσσης. Antirrheticus adversus Apollinarium Vol. 3,1, p. 197, line 16

φαινόμενον; νῦν μέν φησι θείαν εἶναι τὴν σάρκα τοῦ λόγου
καὶ συναΐδιον, πάλιν ἐπίκτητον καὶ προσειλημμένην, εἶτα
ἀλλοτρίως [ὡς] πρὸς τὴν ἡμετέραν ἔχουσαν φύσιν, τὴν
παθητὴν καὶ ἐπίκηρον, πάλιν ἐπιδεᾶ τοῦ εὐθύνοντος καὶ τῷ
κατὰ τροπήν τε καὶ ἀλλοίωσιν πάθει ἐνεχομένην· καὶ διὰ
τοῦτο αὐτὴν ἄνουν ποιεῖ, ἵνα ἰατρευθῇ τῇ θεότητι ὥσπερ
581

ἐμπόδιον ἡγούμενος τὸν νοῦν τῆς θείας ἐπ' ἀνθρώπων κηδε-


μονίας καὶ προσφιλέστερον τῷ θεῷ τὸ ἀνόητον. οὐκοῦν μα-
καριστότερον οἴεται τὸ νοῦν μὴ ἔχειν, εἴπερ προσλαμβάνεται,
καθώς φησιν οὗτος, παρὰ θεοῦ τὸ ἀνόητον. τί οὖν οὐ διορθοῦ-
ται τὸν Σολομῶντα, ὅς φησιν· Ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν
κτήσεται; οὐδὲ γὰρ ἄλλην οἶμαι τὴν κυβέρνησιν ἐνταῦθα
παρὰ τοῦ παροιμιακοῦ αἰνίγματος λέγεσθαι, εἰ μὴ τὴν
ἡμετέραν φύσιν τὴν ἐν κακίᾳ χειμασθεῖσαν καὶ ναυαγήσασαν,
τῇ ἐπιστασίᾳ τοῦ ἀληθινοῦ κυβερνήτου πρὸς τὸν λιμένα τοῦ
θείου θελήματος εὐθυνομένην. εἰ οὖν ἐν τῇ ἀνοίᾳ ὁ ἄνθρωπος
σῴζεται, πῶς ὁ νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται; τίνι δ' ἂν
οἰκειότερον [ἐν] φύσει εἴη τὸ θεῖον; πρὸς τί μᾶλλον καταλλή-
λως ἔχειν τὴν θείαν φύσιν ὁ λογισμὸς ὑποτίθεται; παχεῖά
τις καὶ ἀντιτυπής ἐστιν ἡ σὰρξ καὶ πρὸς τὴν γεώδη φύσιν
συγγενῶς ἔχει, νοερὸν δέ τι καὶ ἀφανὲς καὶ ἀσχημάτιστον

Γρηγόριος Νύσσης. De mortuis non esse dolendum Vol. 9, p. 59, line 18

σπουδαζομένοις ἐπιπλατύνεσθαι. τί γὰρ κοινὸν ἔχει πρὸς τὸ


τῆς τροφῆς χρήσιμον ὁ διάγλυφος ἄργυρος χρυσῷ καὶ λίθοις
ἐπανθιζόμενος; ἢ τίνος χάριν ἐπεδεήθη τὸ ἱμάτιον τοῦ
χρυσοῦ νήματος καὶ τῆς εὐανθοῦς πορφυρίδος καὶ τῆς ὑφαν-
τικῆς ζωγραφίας, δι' ἧς πόλεμοι καὶ θῆρες καὶ τὰ τοιαῦτα
τοῖς χιτῶσί τε καὶ τοῖς ἐπενδύμασι παρὰ τῶν ὑφαινόντων
ἐνζωγραφοῦνται, οἷς συμμαχοῦσα ἡ τῆς πλεονεξίας ἐνεφύη
νόσος; ἵνα γὰρ ἐπιτύχωσι τῆς πρὸς ταῦτα παρασκευῆς καὶ
δυνάμεως, τὰς τῶν ἐπιθυμουμένων ὕλας παρὰ τῆς πλεονεξίας
πορίζονται. ἡ δὲ πλεονεξία τῇ ἀπληστίᾳ τὴν εἴσοδον ἤνοιξεν,
ἥτις ἐστὶ κατὰ τὸν Σολομῶνα ὁ τετρημένος πίθος ἀεὶ τοῖς
ἐπαντλοῦσι λείπων καὶ κενὸς εὑρισκόμενος. οὐκοῦν οὐ τὸ
σῶμα τὰς τῶν κακῶν ἀφορμὰς ἀλλ' ἡ προαίρεσις ἐμποιεῖ
τὸν σκοπὸν τῆς χρείας εἰς τὴν τῶν ἀτόπων ἐπιθυμίαν
ἐκτρέπουσα.

Γρηγόριος Νύσσης. Oratio funebris in Meletium episcopum


Vol. 9, p. 449, line 16

τριάδα καὶ ἐν τῷ ἀριθμῷ τῶν ἀγώνων τὴν τιμὴν διεσώσατο


τρισὶ πειρασμῶν προσβολαῖς ἐναθλήσας. ἠκούσατε τὴν
ἀκολουθίαν τῶν πόνων, οἷος ἐν πρώτοις, οἷος ἐν
μέσοις, ἐν τελευταίοις οἷος ἦν. περιττὴν κρίνω τὴν ἐπανάληψιν
τῶν εἰρημένων καλῶς, ἀλλὰ τοσοῦτον εἰπεῖν μόνον ἴσως οὐκ
ἄκαιρον· ὅτε τὸ πρῶτον εἶδεν ἡ σώφρων ἐκκλησία ἐκείνη τὸν
ἄνδρα, εἶδε πρόσωπον ἀληθῶς ἐν εἰκόνι θεοῦ μεμορφωμένον,
εἶδεν ἀγάπην πηγάζουσαν, εἶδε χάριν περικεχυμένην τοῖς
χείλεσιν, ταπεινοφροσύνης τὸν ἀκρότατον ὅρον, μεθ' ὃν οὐκ
ἔστιν ἐπινοῆσαι τὸ πλέον· κατὰ τὸν Δαβὶδ τὴν πραότητα,
κατὰ τὸν Σολομῶντα τὴν σύνεσιν, κατὰ τὸν Μωϋσέα τὴν ἀγα-
582

θότητα, κατὰ τὸν Σαμουὴλ τὴν ἀκρίβειαν, κατὰ τὸν Ἰωσὴφ


τὴν σωφροσύνην, κατὰ τὸν Δανιὴλ τὴν σοφίαν, κατὰ τὸν
μέγαν Ἠλίαν ἐν τῷ ζήλῳ τῆς πίστεως, κατὰ τὸν ὑψηλὸν Ἰω-  
άννην ἐν τῇ ἀφθορίᾳ τοῦ σώματος,· εἶδε τοσούτων ἀγαθῶν
συνδρομὴν περὶ μίαν ψυχήν· ἐτρώθη τῷ μακαρίῳ ἔρωτι ἐν τῇ
ἁγνῇ καὶ ἀγαθῇ φιλοφροσύνῃ τὸν νυμφίον ἑαυτῆς ἀγαπήσασα.
ἀλλὰ πρὶν τὴν ἐπιθυμίαν ἐμπλῆσαι, πρὶν ἀναπαῦσαι τὸν
πόθον, ἔτι τῷ φίλτρῳ ζέουσα, κατελείφθη μόνη τῶν πειρα-
σμῶν τὸν ἀθλητὴν ἐπὶ τοὺς ἀγῶνας καλούντων. καὶ ὁ μὲν
ἐνήθλει τοῖς ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἱδρῶσιν,

Γρηγόριος Νύσσης. Oratio funebris in Meletium episcopum


Vol. 9, p. 457, line 2

ἑαυτὸν καταμερίσας ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ὁμογλώσσοις


περὶ τὸ σκῆνος ἐχόρευεν· πῶς ἑκατέρωθεν οἱ τοῦ πυρὸς
ποταμοὶ τῇ συνεχείᾳ τῶν λαμπάδων οἷόν τις ὑδάτων ὁλκὸς
ἀδιασπάστως ῥέοντες, ἕως οὗ δυνατὸν ἦν ὀφθαλμῷ λαβεῖν,
παρετείνοντο. εἴπατε τοῦ λαοῦ παντὸς τὴν προθυμίαν,
τῶν ἀποστόλων τὴν συσκηνίαν· πῶς τὰ σουδάρια τῶν
χρωτῶν αὐτοῦ εἰς φυλακτήρια τῶν πιστῶν διετίλλετο.
προσκείσθω τῷ διηγήματι βασιλεὺς σκυθρωπάζων ἐπὶ τῷ
πάθει καὶ θρόνων ἐξανιστάμενος, καὶ πόλις ὅλη τῇ πομπῇ  
τοῦ ἁγίου συμμεταβαίνουσα, καὶ παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν
τοῖς λόγοις τούτοις. καλῶς ὁ Σολομὼν ἰατρεύει τὴν
λύπην. κελεύει γὰρ οἶνον τοῖς ἐν λύπῃ διδόναι, πρὸς ὑμᾶς
τοῦτο λέγων, τοὺς τοῦ ἀμπελῶνος ἐργάτας. δότε οὖν τὸν
ὑμέτερον οἶνον τοῖς λυπουμένοις, οὐ τὸν τῆς μέθης ἐργάτην
ἀλλὰ τὸν τὴν καρδίαν εὐφραίνοντα. ζωροτέρῳ τῷ κράματι καὶ
ἀφθονωτέραις δεξιοῦσθε τοῦ λόγου ταῖς κύλιξιν, ὥστε ἡμῖν
πάλιν εἰς εὐφροσύνην περιστραφῆναι τὸ πένθος ἐν Χριστῷ
Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν.  

Γρηγόριος Νύσσης. Oratio consolatoria in Pulcheriam Vol. 9, p. 467, line 5

φόβοι, ἐλπίδες καὶ ἐπιθυμίαι. ταῦτά ἐστι καὶ τὰ τοιαῦτα, οἷς


κατὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν συμπεπλέγμεθα. τί οὖν κακὸν
πέπονθεν ἡ τοσούτων ἀπαλλαγεῖσα τυράννων; ἕκαστον γὰρ
πάθος, ὅταν ἐπικρατῇ τῆς ψυχῆς, τύραννος ἡμῶν γίνεται
τοὺς λογισμοὺς δουλωσάμενος. ἢ λυπεῖ ἡμᾶς, ὅτι μὴ
κατεπονήθη διὰ ὠδίνων, ὅτι μὴ συνετρίβη διὰ φροντίδων  
παιδοτροφίας, ὅτι μὴ τὰς ὁμοίας ἀλγηδόνας ἐδέξατο, ἃς
ἐπ' αὐτῆς οἱ γεγεννηκότες ὑπέμειναν; ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα
μακαρισμῶν οὐκ ὀδυρμῶν ἐστιν ἄξια. τὸ γὰρ ἐν μηδενὶ
γενέσθαι κακῷ κρεῖττον ἢ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἐστίν.
οὕτως καὶ ὁ σοφὸς Σολομὼν ἐν τῇ ἰδίᾳ γραφῇ μακαρίζει πρὸ
τοῦ περιόντος τὸν κατοιχόμενον καὶ ὁ μέγας Δαβὶδ θρήνου
καὶ οἰμωγῆς ἀξίαν τὴν ἐν σαρκὶ διαγωγὴν εἶναί φησιν.
583

καίτοι γε ἀμφότεροι λαμπροὶ κατὰ τὴν βασιλείαν ὑπάρχοντες,


πάντων κατ' ἐξουσίαν τῶν κατὰ τὸν βίον ἡδέων μετέχοντες,
οὐδὲν πρὸς τὴν παροῦσαν ἀπόλαυσιν ἐπεκλίθησαν, ἀλλὰ τῶν
ἀπορρήτων ἀγαθῶν τῶν ἐν τῇ ἀσωμάτῳ ζωῇ προκειμένων
τὴν ἐπιθυμίαν ἔχοντες συμφορὰν ἐποιοῦντο τὴν ἐν σαρκὶ ζωήν.
ἤκουσα πολλαχῇ τοῦ Δαβὶδ ἐν ταῖς ἱεραῖς ψαλμῳδίαις ἔξω
γενέσθαι τῆς τοιαύτης ἀνάγκης ἐπιθυμοῦντος, ἐν οἷς φησι
νῦν μέν, ὅτι Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς

Γρηγόριος Νύσσης. Oratio funebris in Flacillam imperatricem


Vol. 9, p. 477, line 5

λυπηρὰ τῶν συμπιπτόντων οἰκείως ἔχειν· τοῦτο γὰρ καὶ ὁ


Ἐκκλησιαστὴς συμβουλεύει· Καιρός, φησί, τοῦ γελάσαι
καὶ καιρὸς τοῦ κλαῦσαι. μανθάνομεν γὰρ διὰ τούτων ὅτι
δεῖ καταλλήλως τῷ ὑποκειμένῳ καὶ τὴν ψυχὴν διατίθεσθαι·
κατὰ ῥοῦν τὰ πράγματα φέρεται; εὔκαιρον τὸ εὐφραίνεσθαι·
μετέπεσε τὸ φαιδρὸν εἰς κατήφειαν; μεταβάλλειν προσήκει  
καὶ τὴν εὐθυμίαν εἰς δάκρυον. ὥσπερ γὰρ ὁ γέλως σημεῖον
τῆς ἔνδον φαιδρότητος γίνεται, οὕτω καὶ ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ
πόνος ὑπὸ τῶν θρήνων διερμηνεύεται καὶ γίνεται τῶν τῆς
ψυχῆς τραυμάτων ὥσπερ αἷμα τὸ δάκρυον. τοῦτο καὶ ἡ
Παροιμία Σολομῶντός φησιν ὅτι Καρδίας εὐφραινομένης
πρόσωπον θάλλει, τῆς ψυχῆς δὲ ἐν λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει.
οὐκοῦν ἀνάγκη πᾶσα τῇ διαθέσει τῆς καρδίας συσκυθρωπάσαι
τὸν λόγον. καὶ εἴθε δυνατὸν ἦν τοιούτους ἐξευρεῖν τινας
λόγους, οἵους ὁ μέγας Ἰερεμίας τῇ συμφορᾷ ποτε τῶν
Ἰσραηλιτῶν ἐπεθρήνησεν. ἐκείνων γὰρ ἄξια τὰ παρόντα
μᾶλλον ἢ εἴ τι τῶν ἀρχαίων ἐν σκυθρωποῖς μνημονεύεται.
χαλεπὰ τὰ τοῦ Ἰὼβ διηγήματα· ἀλλὰ τί χρὴ πρὸς τοσοῦτον
κακὸν ἀντεξαγαγεῖν μιᾶς οἰκίας εὐαρίθμητα πάθη; κἂν τὰ
μεγάλα καὶ κοινότερα τῶν κακῶν διεξέλθῃς, σεισμοὺς καὶ

Γρηγόριος Νύσσης. Oratio funebris in Flacillam imperatricem


Vol. 9, p. 485, line 13

τὸν διηνεκῆ φορολόγον, τὴν γαστέρα λέγω, ὅσην ἐπάγει καθ'


ἡμέραν τὴν ἀνάγκην τῆς ἐπαιτήσεως, ᾧ κἄν ποτε πλέον τοῦ
τεταγμένου προκαταβάλωμεν, οὐδὲν τοῦ ἐφεξῆς χρέους
προεξετίσαμεν. οὐ καθ' ὁμοιότητα τῶν ἐν τῷ μυλῶνι
ταλαιπωρούντων ζῴων κεκαλυμμένοις τοῖς ὀφθαλμοῖς τὴν
τοῦ βίου μύλην περιερχόμεθα ἀεὶ διὰ τῶν ὁμοίων περιχωροῦν-
τες καὶ ἐπὶ τὰ αὐτὰ ἀναστρέφοντες; εἴπω σοι τὴν κυκλικὴν
ταύτην περίοδον; ὄρεξις, κόρος, ὕπνος, ἐγρήγορσις, κένωσις,
πλήρωσις· ἀεὶ ἀπ' ἐκείνων ταῦτα καὶ ἀπὸ τούτων ἐκεῖνα καὶ
πάλιν ταῦτα καὶ οὐδέποτε κύκλῳ περιϊόντες παυόμεθα, ἕως
584

ἂν ἔξω τοῦ μυλῶνος γενώμεθα. καλῶς ὁ Σολομὼν πίθον


τετρημένον καὶ οἶκον ἀλλότριον ὀνομάζει τὸν ὧδε βίον.
ὄντως γὰρ ἀλλότριος οἶκος καὶ οὐχ ἡμέτερος, ὅτι οὐκ ἐφ' ἡμῖν
ἐστιν ἢ ὅτε βουλόμεθα ἢ ἐφ' ὅσον ἐπιποθοῦμεν ἐν αὐτῷ
εἶναι· ἀλλὰ καὶ εἰσαγόμεθα ὡς οὐκ οἴδαμεν καὶ ἐξοικιζόμεθα
ὅτε οὐκ οἴδαμεν. τὸ δὲ τοῦ πίθου αἴνιγμα νοήσεις ἐὰν εἰς τὸ
ἀπλήρωτον τῶν ἐπιθυμιῶν ἀποβλέψῃς. ὁρᾷς πῶς ἐπαντλοῦσιν
ἑαυτοῖς οἱ ἄνθρωποι τὰς τιμάς, τὰς δυναστείας, τὰς δόξας καὶ
πάντα τὰ τοιαῦτα; ἀλλ' ὑπορρεῖ τὸ βαλλόμενον καὶ οὐ
παραμένει τῷ ἔχοντι· ἡ μὲν γὰρ περὶ τὴν δόξαν καὶ τὴν
δυναστείαν καὶ τὴν τιμὴν σπουδὴ πάντοτε ἐνεργεῖται,

Γρηγόριος Νύσσης. In inscriptiones Psalmorum Vol. 5, p. 70, line 16

Δαβὶδ ἢ προσευχῆς τῷ πτωχῷ ἢ αἶνος ᾠδῆς ἤ τι τῶν


τοιούτων διὰ συζυγίας συντεταγμένον τῷ ὀνόματι τοῦ Δαβὶδ
ἐπιγραφὴ γίνεται. πάλιν ἐφ' ἑτέρων καὶ ἄλλα τινὰ τούτοις
συνεπιγράφεται προτεταγμένου μὲν ὡς τὰ πολλὰ τοῦ εἰς
τὸ τέλος, συγγραφομένων δὲ τῇ φωνῇ ταύτῃ ποικίλων
τε καὶ διαφόρων· ἢ γὰρ ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων προσγρά-
φει ἢ ὑπὲρ τῶν κρυφίων ἢ ὑπὲρ τῆς κληρονομούσης ἢ ὑπὲρ
τῆς ὀγδόης ἢ ὑπὲρ τῶν ληνῶν ἢ ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς
ἑωθινῆς ἢ ὑπὲρ Μαελὲθ ἢ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπὸ τῶν ἁγίων
μεμακρυμμένου ἢ μὴ διαφθείρῃς ἢ εἰς στηλογραφίαν ἢ
καὶ ἀμφότερα ταῦτα ἢ εἰς Σολομῶντα ἢ ᾠδὴ ὑπὲρ τοῦ
ἀγαπητοῦ ἢ ὑπὲρ τῶν κρυφίων τοῦ υἱοῦ ἢ εἰς ἐξομολόγησιν
ἤ τις ἐξ ἱστορίας περίστασις· οἷον ὅτε ἦν ἐν τῷ σπηλαίῳ
ἢ ὅτε ἐν τῇ ἐρήμῳ ἢ ὅτε ἀπέστειλε Σαοὺλ τοῦ θανατῶσαι
αὐτὸν ἢ ὑπὲρ τῶν λόγων Χουσὶ ἢ ὅτε ἠλλοίωσε τὸ πρόσωπον
αὐτοῦ ἐναντίον Ἀβιμέλεχ ἢ ἐν τῷ ἐλθεῖν τοὺς Ζιφαίους
ἢ ἐν τῷ ἐλθεῖν Δωὴκ τὸν Ἰδουμαῖον καὶ ἀναγγεῖλαι τῷ
Σαοὺλ ἢ ἐν ἡμέραις, ὅτε ἐρρύσατο αὐτὸν κύριος ἐκ χειρὸς
πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ χειρὸς Σαοὺλ ἢ ὅτε
ἐπέστρεψεν Ἰωὰβ καὶ ἐπάταξε τὴν φάραγγα τῶν ἁλῶν  
δώδεκα χιλιάδας ἢ ἐν τῷ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Νάθαν τὸν

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 305, line 20

τὸ ἀπολωλὸς καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων λαβὼν ἀποκαταστῆσαι τοῖς


οὖσι τὸ τῇ ματαιότητι τῶν ἀνυπάρκτων ἐναπολλύμενον,
ἵνα πάλιν ἄρτιος γένηται ὁ τῆς κτίσεως τοῦ θεοῦ ἀριθμός,
ἀποσωθέντος τοῦ ἀπολωλότος τοῖς μὴ ἀπολλυμένοις.
 Τίς οὖν ἡ τοῦ πλανηθέντος ἐπάνοδος καὶ τίς ὁ τρόπος
τῆς ἀπὸ τῶν κακῶν πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἀναλύσεως, ἐν τοῖς
ἐφεξῆς διδασκόμεθα. ὁ γὰρ πεπειραμένος Κατὰ πάντα καθ'
ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας ἐκ τῶν ἡμετέρων ἡμῖν διαλέγεται.
ὁ τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἀναλαβὼν δι' αὐτῶν τῶν ἀσθενημάτων
τῆς φύσεως τὴν ἔξω κακίας ὁδὸν ὑποδείκνυσι. νῦν γάρ μοι
585

νόησον τὴν σοφίαν ἐξ αὐτοῦ τοῦ κατὰ σάρκα Σολομῶντος ἡμῖν


διαλέγεσθαι, διαλέγεσθαι δὲ ταῦτα, δι' ὧν ἂν μάλιστα πρὸς
ὑπεροψίαν ὁδηγηθείημεν τῶν παρὰ τοῖς ἀνθρώποις σπουδαζο-
μένων. οὐ γὰρ καθ' ὁμοιότητα τῶν πολλῶν, οἷς οὐκ ἔστι κατ'  
ἐξουσίαν τὸ καταθύμιον, καὶ ὁ παρ' αὐτοῦ γίνεται λόγος,
ὡς διὰ τούτου τὸ ἀναξιόπιστον ἔχειν, κατηγορῶν ἐκείνων,
ὧν οὐ πεπείραται. ἡμεῖς γὰρ οὐ τῇ ἑαυτῶν πείρᾳ πάντα
μανθάνομεν, ἀλλὰ διὰ μόνων τῶν λογισμῶν ἐκεῖνα γινώσκομεν,
ὧν τὴν ἀπολαυστικὴν τῶν ἡδέων πεῖραν ἡ πενία κωλύει.
κἄν τινι προσάγηται συμβουλὴ παρ' ἡμῶν, τὸ παρ' οὐδὲν
ἡγεῖσθαι δεῖν τὰ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων τιμώμενα, πρόχειρος ἡ

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 306, line 11

ἐξουσίαν τὸ καταθύμιον, καὶ ὁ παρ' αὐτοῦ γίνεται λόγος,


ὡς διὰ τούτου τὸ ἀναξιόπιστον ἔχειν, κατηγορῶν ἐκείνων,
ὧν οὐ πεπείραται. ἡμεῖς γὰρ οὐ τῇ ἑαυτῶν πείρᾳ πάντα
μανθάνομεν, ἀλλὰ διὰ μόνων τῶν λογισμῶν ἐκεῖνα γινώσκομεν,
ὧν τὴν ἀπολαυστικὴν τῶν ἡδέων πεῖραν ἡ πενία κωλύει.
κἄν τινι προσάγηται συμβουλὴ παρ' ἡμῶν, τὸ παρ' οὐδὲν
ἡγεῖσθαι δεῖν τὰ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων τιμώμενα, πρόχειρος ἡ
παραγραφὴ τοῦ ἀκούοντος, τὸ διὰ τοῦτο ἡμᾶς ἀτιμάζειν
ἐκεῖνα, ὅτι μὴ τῇ πείρᾳ τὴν ἐν αὐτοῖς ἡδονὴν ἐγνωρίσαμεν.
ἐπὶ δὲ τοῦ ταῦτα ἡμῖν διαλεγομένου ἀργεῖ πᾶσα τοιαύτη
ἀντίρρησις. Σολομὼν γάρ ἐστιν ὁ ταῦτα λέγων. ὁ δὲ Σολομὼν
οὗτος τρίτος ἦν ἐν τοῖς βασιλεῦσι τοῦ Ἰσραὴλ μετὰ τὸν
Σαοὺλ ἐκεῖνον καὶ τὸν παρὰ τοῦ κυρίου ἐξειλεγμένον Δαβίδ.
αὐτὸς τὴν ἀρχὴν παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκδεξάμενος καὶ αὐξηθείσης
εἰς μέγεθος ἤδη τοῖς Ἰσραηλίταις τῆς δυναστείας ἀναδεί-
κνυται βασιλεύς· ὃς οὐκέτι διὰ πολέμου καὶ μάχης τρίβων τὸ
ὑποχείριον, ἀλλὰ κατὰ πᾶσαν ἐξουσίαν τῇ εἰρήνῃ ἐμβιοτεύων
ἔργον ἐποιεῖτο οὐ τὴν κτῆσιν τῶν μὴ προσόντων, ἀλλὰ τὴν
ἀπόλαυσιν τῶν περιόντων. ὡς οὖν οὐδενὸς αὐτῷ πρὸς οὐδὲν
τῶν καταθυμίων ὄντος κωλύματος· ἥ τε γὰρ περιουσία
τῇ ἐπιθυμίᾳ συνεξετείνετο καὶ ἡ σχολὴ πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 314, line 3

συνεκκαίεται, καὶ ἡ τρυφὴ τῇ ἐπιθυμίᾳ συνεπιτείνεται καὶ


κατὰ πᾶν διάστημα τῆς ζωῆς ἀεὶ καλὸν τοῖς μετιοῦσι γίνεται,
οὐδὲν τῷ ἀστάτῳ τῶν ἡλικιῶν τε καὶ τῶν χρόνων συν-
αλλοιούμενον, ὃ καὶ μύοντι καὶ ἀναβλέποντι, εὐημεροῦντι
καὶ λυπουμένῳ, νυκτερεύοντί τε καὶ διημερεύοντι, πεζεύοντι
καὶ θαλαττεύοντι, ἐνεργοῦντι καὶ ἀνειμένῳ, ἄρχοντι καὶ
δουλεύοντι καὶ πᾶσιν ἁπαξαπλῶς τοῖς κατὰ τὸν βίον ἐπ' ἴσης
ἀγαθόν ἐστιν, ὑπὸ τῶν περιστατικῶς τινι συμπιπτόντων  
οὔτε τι χεῖρον οὔτε κρεῖττον γινόμενον, οὔτε ἐλαττούμενον
οὔτε αὐξόμενον. τοῦτό ἐστι, κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον, τὸ
586

ὄντως ὂν ἀγαθόν, ὅπερ ἰδεῖν ὁ Σολομὼν ἐζήτει, ὃ ποιήσουσιν οἱ


ἄνθρωποι ὑπὸ τὸν ἥλιον κατὰ πάντα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν
τῆς ζωῆς αὐτῶν. ὅπερ οὐδὲν ἕτερον εἶναί μοι φαίνεται ἢ τὸ
τῆς πίστεως ἔργον, ἧς ἡ ἐνέργεια κοινή τε πᾶσίν ἐστιν, ἐκ
τοῦ ὁμοτίμου τοῖς ἐθέλουσι προκειμένη καὶ παντοδυνάμως
καὶ διαρκῶς τῇ ζωῇ παραμένουσα. τοῦτό ἐστι τὸ ἀγαθὸν
ἔργον, ὃ καὶ ἐν ἡμῖν γένοιτο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ
ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 315, line 3

ΟΜΙΛΙΑ Γʹ

 Τί μετὰ τοῦτο ἡμᾶς ἡ ἐκκλησιαστικὴ διδάσκει φωνή,


καιρὸς ἂν εἴη διερευνήσασθαι. μεμαθήκαμεν ἐν πρώτοις,
ἃ μεμαθήκαμεν, ὅτι ὁ πᾶσαν ἐκκλησιάζων τὴν κτίσιν καὶ τὰ
ἀπολωλότα ζητῶν καὶ τὰ πεπλανημένα συναθροίζων εἰς ἕν,
οὗτος ἐπισκέπτεται τὸν ἐπίγειον βίον. ἐπίγειον γάρ ἐστι τὸ
ὑπουράνιον, ὅπερ ὁ λόγος τὸ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν ὀνομάζει, ἐν ᾧ  
κατακρατεῖ ἡ ἀπάτη καὶ ἡ ματαιότης καὶ τὸ ἀνύπαρκτον.
ἐν δὲ τῇ δευτέρᾳ μεμαθήκαμεν ἐξηγήσει τὸ ἐκ προσώπου
τοῦ Σολομῶντος γίνεσθαι τὴν κατηγορίαν τῆς ἀπολαυστικῆς
τε καὶ ἐμπαθοῦς διαθέσεως, ὡς ἂν ἡμῖν ἀξιόπιστος γένοιτο
ἡ τῶν τοιούτων ἀθέτησις, τοῦ κατὰ πᾶσαν ἐξουσίαν τὸ
πρὸς ἡδονὴν εἰς ἀπόλαυσιν ἔχοντος καὶ πάντα τὰ δοκοῦντα
παρὰ τοῖς ἀνθρώποις σπουδάζεσθαι ἀντ' οὐδενὸς διαπτύοντος.
 Τί τοίνυν κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἐπὶ τοῦ παρόντος ἐκ τρίτου
μανθάνομεν; ὃ πάντων μάλιστα οἶμαι κατάλληλον εἶναι
τοῖς ἐκκλησιάζουσι μάθημα, λέγω δὲ τὴν περὶ τῶν μὴ κατὰ
λόγον γεγενημένων ἐξομολόγησιν, ἣ τὸ τῆς αἰσχύνης
ἐμποιεῖ τῇ ψυχῇ πάθος διὰ τῆς τῶν ἀτόπων ἐξαγορεύσεως.
ἔοικε γὰρ μέγα τι καὶ ἰσχυρὸν πρὸς τὴν τῆς ἁμαρτίας

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8)


Vol. 5, p. 318, line 15

καθῆκεν ἑαυτὸν ἑκουσίως πρὸς τὴν τῶν τοιούτων ἀπόλαυσιν,


ὥστε δι' ἀκριβείας τὰ αἰσθητήρια ἑαυτοῦ καὶ διὰ τῶν
ἐναντίων γυμνάσαι, προκείσθω κατ' ἐξουσίαν τῷ βουλομένῳ,
ἐφ' ὅπερ ἂν ἐθέλῃ τὸν στοχασμὸν ἄγειν. εἰ δέ τις λέγοι
τῷ ὄντι γεγενῆσθαι αὐτὸν ἐν τῇ τῶν ἡδέων πείρᾳ, οὕτως
ὑπολαμβάνομεν. καθάπερ γὰρ οἱ ἐπὶ τὸν βυθὸν τῆς θαλάσσης
δυόμενοι καὶ διερευνῶντες ἐν τῷ πυθμένι τοῦ ὕδατος, εἴ
πού τινα μαργαρίτην εὕροιεν ἤ τι ἄλλο τοιοῦτον τῶν ἐν βυθῷ
τικτομένων, οἷς ἡδονὴν μὲν οὐδεμίαν ἡ ὑπὸ τὸ ὕδωρ ταλαιπω-
ρία φέρει, ἡ δὲ τοῦ κέρδους ἐλπὶς βυθίους ἐποίησεν, οὕτως εἰ
γέγονεν ὁ Σολομὼν ἐν τούτοις πάντως ὥσπερ τις τῶν κατὰ
θάλασσαν πορφυρευόντων ἔδωκεν ἑαυτὸν τῇ τρυφῇ ὑποβρύ-
587

χιον, οὐκ ἐφ' ᾧτε καταπλησθῆναι τῆς θαλαττίας ἅλμης,


ἅλμην δὲ λέγω τὴν ἡδονήν, ἀλλὰ τοῦ ζητῆσαί τι τῇ διανοίᾳ
χρήσιμον ἐν τῷ τοιούτῳ βυθῷ. χρήσιμον δ' ἂν εἴη διὰ
τῶν τοιούτων εὑρισκόμενον, κατά γε τὸν ἐμὸν στοχα-
σμόν, ἢ τὸ ἀμβλῦναι τὰς τοῦ σώματος ὁρμὰς διὰ τοῦ  
προθεῖναι κατ' ἐξουσίαν ὃ βούλεται· πρὸς γὰρ τὸ κωλυόμενον
φιλονεικοτέρας ἀεὶ τὰς κινήσεις ἡ φύσις ἔχει· ἤτοι τοῦ
ἀξιοπίστου χάριν ἐν τούτοις γίνεται ὁ διδάσκαλος, ὡς μηκέτι

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 398, line 4

πέμπειν τὰς ἀγαθὰς βολὰς ἐπὶ τὸ καταλεύειν τὰ χείρονα καὶ


μηδέποτε ἡμᾶς ἐπιλείπειν τῶν τοιούτων ὅπλων τὴν ἀφθονίαν.
 Ἡ δὲ ἐφεξῆς κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἐγκειμένη ῥῆσις περιλήψεώς
τινος καιρὸν καὶ ἀκαιρίαν ὁρίζεται· ἔχει δὲ ἡ λέξις οὕτως·
Καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ
περιλήψεως. ταῦτα δὲ οὐκ ἂν ἄλλως γένοιτο ἡμῖν καταφανῆ
τὰ νοήματα μὴ τῆς λέξεως πρότερον διὰ τῆς γραφῆς νοηθείσης,  
ὥστε γενέσθαι δῆλον ἡμῖν, ἐπὶ τίνος οἶδεν ὁ θεόπνευστος
λόγος τῇ φωνῇ κεχρῆσθαι τῆς περιλήψεως. ὁ μὲν οὖν μέγας
Δαβὶδ διὰ ψαλμῳδίας ἡμῖν ἐμβοᾷ λέγων· Κυκλώσατε Σιὼν
καὶ περιλάβετε αὐτήν, αὐτὸς δὲ οὗτος ὁ Σολομών, ὅτε τὴν
ἐνδιάθετον ἐποίει συζυγίαν τοῦ ἐρωτικῶς πρὸς τὴν Σοφίαν
διατεθέντος, τά τε ἄλλα φησί, δι' ὧν γίνεται ἡμῖν ἡ πρὸς
τὴν ἀρετὴν συνάφεια, καὶ τοῦτο ἐπάγει· Τίμησον αὐτήν, ἵνα
σε περιλάβῃ. εἰ οὖν Δαβὶδ μὲν τὴν Σιὼν ἡμᾶς περιλαμβάνειν
διακελεύεται, Σολομὼν δὲ τοὺς τετιμηκότας τὴν Σοφίαν παρ'
αὐτῆς εἶπε περιλαμβάνεσθαι, τάχα τῆς προσηκούσης ἐννοίας
οὐχ ἁμαρτάνομεν μαθόντες τὸ πρᾶγμα, οὗ εὔκαιρός ἐστιν ἡ
περίληψις. τὸ γὰρ Σιὼν ὄρος ἐστὶ τῆς Ἱεροσολύμων Ἄκρας
ὑπερφαινόμενον. ὁ οὖν ταύτην σε περιλαμβάνειν προτρεπό-
μενος τῇ ὑψηλῇ πολιτείᾳ συμφυῆναι παρακελεύεται,

Γρηγόριος Νύσσης. In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 398, line 9

περιλήψεως. ταῦτα δὲ οὐκ ἂν ἄλλως γένοιτο ἡμῖν καταφανῆ


τὰ νοήματα μὴ τῆς λέξεως πρότερον διὰ τῆς γραφῆς νοηθείσης,  
ὥστε γενέσθαι δῆλον ἡμῖν, ἐπὶ τίνος οἶδεν ὁ θεόπνευστος
λόγος τῇ φωνῇ κεχρῆσθαι τῆς περιλήψεως. ὁ μὲν οὖν μέγας
Δαβὶδ διὰ ψαλμῳδίας ἡμῖν ἐμβοᾷ λέγων· Κυκλώσατε Σιὼν
καὶ περιλάβετε αὐτήν, αὐτὸς δὲ οὗτος ὁ Σολομών, ὅτε τὴν
ἐνδιάθετον ἐποίει συζυγίαν τοῦ ἐρωτικῶς πρὸς τὴν Σοφίαν
διατεθέντος, τά τε ἄλλα φησί, δι' ὧν γίνεται ἡμῖν ἡ πρὸς
τὴν ἀρετὴν συνάφεια, καὶ τοῦτο ἐπάγει· Τίμησον αὐτήν, ἵνα
σε περιλάβῃ. εἰ οὖν Δαβὶδ μὲν τὴν Σιὼν ἡμᾶς περιλαμβάνειν
διακελεύεται, Σολομὼν δὲ τοὺς τετιμηκότας τὴν Σοφίαν παρ'
αὐτῆς εἶπε περιλαμβάνεσθαι, τάχα τῆς προσηκούσης ἐννοίας
οὐχ ἁμαρτάνομεν μαθόντες τὸ πρᾶγμα, οὗ εὔκαιρός ἐστιν ἡ
περίληψις. τὸ γὰρ Σιὼν ὄρος ἐστὶ τῆς Ἱεροσολύμων Ἄκρας
588

ὑπερφαινόμενον. ὁ οὖν ταύτην σε περιλαμβάνειν προτρεπό-


μενος τῇ ὑψηλῇ πολιτείᾳ συμφυῆναι παρακελεύεται, ὥστε
εἰς αὐτὴν φθάσαι τῶν ἀρετῶν τὴν ἀκρόπολιν, ἣν τῷ ὀνόματι
Σιὼν παραδηλοῖ δι' αἰνίγματος· ὁ δὲ τῇ σοφίᾳ σε συνοικίζων  
τὴν παρ' ἐκείνης ἐσομένην περίληψίν σοι εὐαγγελίζεται.
οὐκοῦν καιρός ἐστι τὴν Σιὼν περιλαμβάνειν καὶ ὑπὸ τῆς
Σοφίας περιλαμβάνεσθαι, τοῦ μὲν ὀνόματος Σιὼν τὸ ὑψηλὸν

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium Book 1, Ch. 1, sec. 365, line 7

μονοῦντα τὸ τῶν αἰώνων πρεσβύτερον καὶ ἀνιόντα ἐπὶ τὴν


τῶν ὄντων ἀρχὴν ἐν μηδενὶ στῆναι τῷ λογισμῷ δυνηθῆναι,
ἀεὶ τοῦ ζητουμένου ὑπεκπροθέοντος καὶ μηδεμίαν στάσιν
τῇ πολυπραγμοσύνῃ τῆς διανοίας ὑποδεικνύοντος.
 Σαφὴς δὲ ὁ λόγος καὶ τῷ μετρίως ἐπεσκεμμένῳ τὴν
τῶν ὄντων φύσιν, ὅτι τῇ μὲν θείᾳ τε καὶ μακαρίᾳ ζωῇ τὸ  
παραμετρούμενόν ἐστιν οὐδέν. οὐ γὰρ ἐκείνη ἐν χρόνῳ,
ἀλλ' ἐξ ἐκείνης ὁ χρόνος· ἡ δὲ κτίσις ἀπό τινος ὁμολο-
γουμένης πάντως ἀρχῆς ἐπὶ τὸν ἴδιον σκοπὸν διὰ τῶν χρο-
νικῶν διαστημάτων ὁδεύουσα φέρεται, ὡς ταύτης μὲν δυ-
νατὸν εἶναι, καθώς φησί που ὁ Σολομών, ἀρχὴν καὶ τέλος
καὶ μεσότητα διασκοπῆσαι, διὰ τῶν χρονικῶν τμημάτων
τὴν ἀκολουθίαν τῶν κατ' αὐτὴν σημειούμενον. ἡ δὲ ὑπερ-
κειμένη τε καὶ μακαρία ζωὴ ἅτε μηδενὸς συμπαροδεύοντος
αὐτῇ διαστήματος τὸ διαμετροῦν καὶ διαλαμβάνον οὐκ ἔχει.
τὰ μὲν γὰρ γεγονότα πάντα τοῖς ἰδίοις μέτροις ἐμπεριγε-
γραμμένα κατὰ τὸ ἀρέσαν τῇ σοφίᾳ τοῦ κτίσαντος οἷόν
τινι ὅρῳ τῷ προσήκοντι μέτρῳ ὡς πρὸς τὴν τοῦ παντὸς
εὐαρμοστίαν ἐμπεριείληπται. καὶ διὰ τοῦτο κἂν τῇ ἀσθενείᾳ
τῶν ἀνθρωπίνων λογισμῶν ἀνέφικτος ᾖ ἡ τῶν ἐν τῇ
κτίσει θεωρουμένων ἔφοδος, ἀλλ' οὖν τὸ πεπερατῶσθαι τὰ

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium Book 3, Ch. 1, sec. 24, line 4

κρυμμένης λέγεσθαι διανοίας, οὕτω τοῦ εὐαγγελίου τὰς


αἰνιγματώδεις τε καὶ ἀσαφεῖς ῥήσεις παροιμίας κατονομά-
ζοντος, ὡς εἶναι τὴν παροιμίαν, εἴ τις ὅρῳ τὴν ἑρμηνείαν
τοῦ ὀνόματος τούτου διαλαμβάνοι, λόγον δι' ἑτέρων τῶν
κατὰ τὸ πρόχειρον νοουμένων ἕτερόν τι κατὰ τὸ κρυπτὸν
ἐνδεικνύμενον, ἢ λόγον οὐκ ἐπ' εὐθείας τὸν τοῦ νοήματος
σκοπὸν προδεικνύοντα, ἀλλὰ κατὰ τὸ λοξὸν τὴν διδασκαλίαν
ποιούμενον διὰ πλαγίας ἐμφάσεως. τῷ δὲ βιβλίῳ τούτῳ
κατ' ἐξαίρετον τὸ τοιοῦτον ἐπιγέγραπται ὄνομα, καὶ τῆς  
προσηγορίας ταύτης αἱ ἐμφάσεις εὐθὺς ἐν τοῖς προοιμίοις
παρὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος διῄρηνται. οὐ γὰρ γνώμας
οὐδὲ συμβουλὰς οὐδὲ διδασκαλίαν σαφῆ τοὺς ἐν τῷ βιβλίῳ
τούτῳ λόγους, ἀλλὰ παροιμίας ὠνόμασεν, ἐπαγαγὼν τὴν
ἑρμηνείαν, τί βούλεται τοῦ ὀνόματος τούτου τὸ σημαινό-
589

μενον· Γνῶναι γάρ, φησί, σοφίαν καὶ παιδείαν, οὐ κατὰ τὴν


κοινὴν ἐπὶ τῶν ἄλλων μαθημάτων συνήθειαν προτάξας τῆς
σοφίας τὴν παίδευσιν, ἀλλὰ σοφὸν ἐκ προπαιδεύσεως γενέ-
σθαι πρῶτον διακελεύεται, εἶθ' οὕτως τὴν ἐκ τῆς παροι-
μίας παιδείαν χωρῆσαι. φρονήσεως γὰρ εἶναι λόγους, φησί,
διὰ στροφῆς τὸν σκοπὸν ἐκκαλύπτοντας.

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium Book 3, Ch. 1, sec. 25, line 6

μενον· Γνῶναι γάρ, φησί, σοφίαν καὶ παιδείαν, οὐ κατὰ τὴν


κοινὴν ἐπὶ τῶν ἄλλων μαθημάτων συνήθειαν προτάξας τῆς
σοφίας τὴν παίδευσιν, ἀλλὰ σοφὸν ἐκ προπαιδεύσεως γενέ-
σθαι πρῶτον διακελεύεται, εἶθ' οὕτως τὴν ἐκ τῆς παροι-
μίας παιδείαν χωρῆσαι. φρονήσεως γὰρ εἶναι λόγους, φησί,
διὰ στροφῆς τὸν σκοπὸν ἐκκαλύπτοντας. τὸ γὰρ μὴ ἐπ'
εὐθείας νοούμενον στροφῆς τινος χρῄζει πρὸς τὴν τοῦ
κεκρυμμένου κατάληψιν, καὶ ὥσπερ ὁ Παῦλος ἀλλάξειν
ἑαυτοῦ τὴν φωνὴν ἐπηγγείλατο, μέλλων μετατιθέναι τὴν
ἱστορίαν εἰς τροπικὴν θεωρίαν, οὕτως ἐνταῦθα ἡ τῶν κε-
κρυμμένων φανέρωσις στροφὴ λόγου παρὰ τοῦ Σολομῶντος
κατονομάζεται, ὡς οὐ δυναμένου κατανοηθῆναι τοῦ κάλ-
λους τῶν νοημάτων, εἰ μή τις τοῦ λόγου τὸ προφαινό-
μενον εἰς τὸ ἔμπαλιν ἀναστρέψας ἴδοι τὴν ἀποκεκρυμμένην
αὐγὴν τοῦ νοήματος· οἷον ἐπὶ τοῦ πτεροῦ συμβαίνει, ᾧ
κατὰ τὸ οὐραῖον ὁ ταὼς καλλωπίζεται. ἐπὶ τούτου γὰρ ὁ
μὲν τὰ νῶτα τοῦ πτεροῦ θεασάμενος κατὰ τὸ ἀκαλλές τε
καὶ ἄμορφον καταφρονεῖ πάντως ὡς εὐτελοῦς τοῦ θεά-
ματος· εἰ δέ τις ἀναστρέψας αὐτοῦ τὴν ἑτέραν ὄψιν προ-
δείξειεν, ὁρᾷ τὴν ποικίλην ζωγραφίαν τῆς φύσεως καὶ τὸν
ἡμιτελῆ κύκλον ἐν πορφυρᾷ τῇ βαφῇ κατὰ τὸ μέσον

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium Book 3, Ch. 1, sec. 26, line 12

μὲν τὰ νῶτα τοῦ πτεροῦ θεασάμενος κατὰ τὸ ἀκαλλές τε


καὶ ἄμορφον καταφρονεῖ πάντως ὡς εὐτελοῦς τοῦ θεά-
ματος· εἰ δέ τις ἀναστρέψας αὐτοῦ τὴν ἑτέραν ὄψιν προ-
δείξειεν, ὁρᾷ τὴν ποικίλην ζωγραφίαν τῆς φύσεως καὶ τὸν
ἡμιτελῆ κύκλον ἐν πορφυρᾷ τῇ βαφῇ κατὰ τὸ μέσον ἐκ-  
λάμποντα καὶ τὸν χρυσοειδῆ περὶ τὸν κύκλον ἀέρα ταῖς
πολυχρόοις ἴρισι κατὰ τὸ ἄκρον διεζωσμένον τε καὶ λαμ-
πόμενον. ἐπεὶ οὖν οὐδὲν τῷ προχείρῳ τῆς λέξεως ἔπεστι
κάλλος (Πᾶσα γάρ, φησίν, ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ βασι-
λέως ἔσωθεν, ἐν τοῖς χρυσοῖς νοήμασι τῷ κρυπτῷ δια-
λάμπουσα κόσμῳ), ἀναγκαίως ὁ Σολομὼν τοῖς ἐντυγχάνουσι
τούτῳ τῷ βιβλίῳ τὴν τοῦ λόγου στροφὴν ὑποτίθεται, ἵνα
διὰ τούτου νοήσωσι παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον, ῥήσεις
τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα.
 Ταῦτα τοίνυν περιεχούσης τῆς παροιμιακῆς ταύτης
590

διδασκαλίας, οὐδὲν ἄν τις τῶν εὖ φρονούντων ἀνεξετάστως


τε καὶ ἀθεωρήτως τῶν ἐκ τῆς βίβλου ταύτης προφερομένων
δέξεται, κἂν ὅτι μάλιστα σαφὲς ἐκ τοῦ προχείρου καὶ γνώ-
ριμον τυγχάνῃ. πάντως γὰρ ὕπεστί τις καὶ τοῖς προδήλοις
εἶναι δοκοῦσιν ἡ κατὰ ἀναγωγὴν θεωρία. εἰ δὲ τὰ πρόχειρα
τῆς γραφῆς ταύτης ἀναγκαίως ἐπιζητεῖ τὴν λεπτομερεστέραν

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium Book 3, Ch. 1, sec. 43, line 7

ἀθεώρητον. τίς οὖν ὁ ἡμέτερος λόγος; οὐκ ἔστιν, οἶμαι,


δυνατὸν τὴν ἐκ θείας ἐλλάμψεως γινομένην ἔν τινι σοφίαν
μόνην ταύτην δίχα τῶν λοιπῶν χαρισμάτων τοῦ πνεύματος
παραγενέσθαι, ἀλλὰ χρὴ πάντως συνεισελθεῖν ταύτῃ καὶ
τῆς προφητείας τὴν χάριν. εἰ γὰρ ἴδιον σοφίας ἐστὶν ἡ
τῆς τῶν ὄντων ἀληθείας κατάληψις, προφητεία δὲ τὴν τῶν
μελλόντων περιέχει σαφήνειαν, οὐκ ἂν ἐν τῷ τελείῳ τις
τῆς σοφίας εἴη χαρίσματι μὴ διὰ τῆς προφητικῆς συν-
εργίας συμπεριλαβὼν τῇ γνώσει καὶ τὸ ἐσόμενον. ἐπεὶ
οὖν οὐκ ἀνθρωπίνην τινὰ σοφίαν ἑαυτῷ προσμαρτυρεῖ Σολο-
μὼν ὁ εἰπὼν ὅτι Ὁ θεὸς δεδίδαχέ με σοφίαν, καὶ πάντα
τὸν παρ' ἑαυτοῦ λόγον ἀνατιθεὶς τῷ θεῷ ἐν οἷς φησιν ὅτι  
Οἱ ἐμοὶ λόγοι εἴρηνται ἀπὸ θεοῦ, καλῶς ἂν ἔχοι τὴν ἀνα-
μεμιγμένην τῇ σοφίᾳ προφητείαν ἐν τῷ μέρει τούτῳ τῆς
παροιμίας διερευνήσασθαι. φαμὲν τοίνυν ὅτι ἐν μὲν τοῖς
πρὸ τούτου λόγοις εἰπὼν τὴν σοφίαν ἑαυτῇ ᾠκοδομηκέναι
τὸν οἶκον τὴν τῆς σαρκὸς τοῦ κυρίου κατασκευὴν διὰ
τοῦ λόγου αἰνίσσεται· οὐ γὰρ ἐν ἀλλοτρίῳ οἰκοδομήματι
ἡ ἀληθινὴ σοφία κατῴκησεν, ἀλλ' ἑαυτῇ τὸ οἰκητήριον
ἐκ τοῦ παρθενικοῦ σώματος ἐδομήσατο. ἐνταῦθα δὲ
τὸ ἑνωθὲν ἐξ ἀμφοτέρων τῷ λόγῳ προτίθησι,

Γρηγόριος Νύσσης. Contra Eunomium Book 3, Ch. 1, sec. 46, line 2

τὸ ἑνωθὲν ἐξ ἀμφοτέρων τῷ λόγῳ προτίθησι, τοῦ τε


οἴκου λέγω καὶ τῆς σοφίας τῆς οἰκοδομησάσης τὸν
οἶκον, τουτέστιν ἔκ τε τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ ἐκ τῆς
ἀνακραθείσης τῷ ἀνθρώπῳ θεότητος, ἑκατέρῳ δὲ τού-
των ἐφαρμόζει τὰς καταλλήλους τε καὶ πρεπούσας φωνάς,
καθὼς ἔστιν ἰδεῖν καὶ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις γινόμενον, ἐν οἷς
ὁ λόγος κατὰ τὸ πρόσφορον τῷ ὑποκειμένῳ διεξαγόμενος
διὰ μὲν τῆς ὑψηλοτέρας τε καὶ θεοπρεποῦς σημασίας τὸ
θεῖον ἐνδείκνυται, διὰ δὲ τῆς χαμαιζήλου τε καὶ ταπεινῆς
τὸ ἀνθρώπινον. οὕτως ἔστιν ἰδεῖν καὶ ἐν τῷ μέρει τούτῳ
προφητικῶς τὸν Σολομῶντα κινούμενον καὶ ὅλον παραδε-
δωκότα τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον. λέγει γὰρ πρότερον
μὲν τὴν προαιώνιον τῆς σοφίας δύναμίν τε καὶ ἐνέργειαν, ἐν
οἷς τῷ εὐαγγελιστῇ τρόπον τινὰ καὶ ἐπ' αὐτῶν τῶν ῥημά-
των συμφέρεται. ὡς γὰρ ἐκεῖνος τῇ περιληπτικῇ φωνῇ πάν-
591

των αὐτὸν αἴτιον καὶ δημιουργὸν ἀνεκήρυξεν, οὕτως ὁ Σολο-


μὼν παρ' αὐτοῦ γεγενῆσθαι τὰ καθέκαστον λέγει τὰ ἐν τῷ
παντὶ ἀριθμούμενα. φησὶ γὰρ ὅτι ὁ θεὸς τῇ σοφίᾳ ἐθε-
μελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς ἐν φρονήσει καὶ  
ὅσα τούτοις κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἕπεται τῆς αὐτῆς ἐχόμενα
διανοίας. καὶ ὡς ἂν μὴ δοκοίη τὴν δωρεὰν τῆς ἐν ἀν

Γρηγόριος Νύσσης. Refutatio confessionis Eunomii Sec. 31, line 3

γὰρ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος δουλεύειν καυχᾶται λέγων·


Παῦλος, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ. ἡμεῖς τοίνυν οἱ μηκέτι
δουλεύοντες τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς ἐπέγνωμεν τὸν φύσει
ὄντα θεόν, ᾧ πᾶν γόνυ κάμπτει ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων
καὶ καταχθονίων. ᾧ οὐκ ἂν ἐδουλεύσαμεν, εἰ μὴ ἐπιστεύ-
σαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ ζῶν τε καὶ ἀληθινὸς θεός, ᾧ
πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογεῖται, ὅτι κύριος Ἰησοῦς εἰς δόξαν
θεοῦ πατρός.
Θεόν, φησίν, ἕνα ἀνάρχως ἀϊδίως ἀτελευτή-
τως μόνον. πάλιν Νοήσατε ἄκακοι πανουργίαν, φησὶν ὁ
Σολομών, μή ποτε εἰς ἄρνησιν τῆς τοῦ μονογενοῦς θεότητος
ἀπατηθέντες ἐκπέσητε. ἀτελεύτητόν ἐστι τὸ θανάτου καὶ
φθορᾶς ἀνεπίδεκτον, ὡσαύτως δὲ καὶ ἀΐδιον τὸ μὴ πρός-
καιρον λέγεται. ὃ τοίνυν μήτε ἀΐδιόν ἐστι μήτε ἀτελεύ-
τητον, τοῦτο πάντως ἐν τῇ φθαρτῇ τε καὶ ἐπικήρῳ θεω-
ρεῖται φύσει. οὐκοῦν ὁ τὸ ἀτελεύτητον τῷ ἑνὶ καὶ μόνῳ
προσμαρτυρῶν θεῷ, μὴ συμπεριλαμβάνων δὲ τὸν υἱὸν τῇ
τοῦ ἀτελευτήτου καὶ ἀϊδίου σημασίᾳ, φθαρτὸν αὐτὸν εἶναι
καὶ πρόσκαιρον διὰ τοῦ τοιούτου λόγου κατασκευάζει τὸν
τῷ ἀϊδίῳ καὶ ἀτελευτήτῳ ἀντιδιαστελλόμενον. ἡμεῖς δὲ
κἂν ἀκούσωμεν ὅτι μόνος ὁ θεὸς ἔχει τὴν ἀθανασίαν,

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 16, line 15

τέλειον ἀναδραμὼν τῇ ψυχῇ ἀπωθεῖται μὲν τὸν φόβον (ἀν-


δραποδώδης γὰρ ἡ τοιαύτη διάθεσις, τὸ μὴ δι' ἀγάπης
παραμένειν τῷ κυριεύοντι, ἀλλὰ τῷ τῶν μαστίγων φόβῳ
μὴ δραπετεύειν), ὑπερορᾷ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν μισθῶν, ὡς
ἂν μὴ δοκοίη τὸν μισθὸν ποιεῖσθαι προτιμότερον τοῦ δω-
ρουμένου τὸ κέρδος· ἀγαπᾷ δὲ ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ
ψυχῆς καὶ δυνάμεως οὐκ ἄλλο τι τῶν παρ' αὐτοῦ γινο-
μένων, ἀλλ' αὐτὸν ἐκεῖνον ὅς ἐστι τῶν ἀγαθῶν ἡ πηγή.
ταύτην τοίνυν ὁ καλῶν ἡμᾶς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μετουσίαν
νομοθετεῖ ταῖς τῶν ἀκουόντων ψυχαῖς τὴν διάθεσιν. ὁ δὲ
βεβαιῶν τὴν νομοθεσίαν ταύτην ἐστὶ Σολομῶν, οὗ ἡ σοφία
κατὰ τὴν θείαν μαρτυρίαν μέτρον οὐκ ἔχει, πᾶσιν ἐπ' ἴσης
τοῖς τε προγεγονόσι καὶ τοῖς ἐσομένοις ἀσύγκριτος οὖσα
καὶ ἀπαράθετος, ὃν ἔλαθε τῶν ὄντων οὐδέν. ἆρά με τοῦτον
οἴει λέγειν τὸν ἐκ τῆς Βηρσαβεὲ Σολομῶντα, τὸν ἐπὶ τοῦ
592

ὄρους ἀνενεγκόντα τὴν χιλιόμβην, τὸν ἐκ τῆς Σιδωνίας συμβόλῳ  


πρὸς τὴν ἁμαρτίαν χρησάμενον; ἀλλὰ Σολομῶν διὰ τούτου
σημαίνεται ἄλλος· ὁ καὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ
τὸ κατὰ σάρκα γενόμενος, ᾧ ὄνομα εἰρήνη, ὁ ἀληθινὸς τοῦ
Ἰσραὴλ βασιλεύς, ὁ οἰκοδόμος τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ, ὁ πάντων
ἐμπεριειληφὼς τὴν γνῶσιν, οὗ ἀόριστος ἡ σοφία, μᾶλλον δὲ

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 16, line 19

ἂν μὴ δοκοίη τὸν μισθὸν ποιεῖσθαι προτιμότερον τοῦ δω-


ρουμένου τὸ κέρδος· ἀγαπᾷ δὲ ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ
ψυχῆς καὶ δυνάμεως οὐκ ἄλλο τι τῶν παρ' αὐτοῦ γινο-
μένων, ἀλλ' αὐτὸν ἐκεῖνον ὅς ἐστι τῶν ἀγαθῶν ἡ πηγή.
ταύτην τοίνυν ὁ καλῶν ἡμᾶς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μετουσίαν
νομοθετεῖ ταῖς τῶν ἀκουόντων ψυχαῖς τὴν διάθεσιν. ὁ δὲ
βεβαιῶν τὴν νομοθεσίαν ταύτην ἐστὶ Σολομῶν, οὗ ἡ σοφία
κατὰ τὴν θείαν μαρτυρίαν μέτρον οὐκ ἔχει, πᾶσιν ἐπ' ἴσης
τοῖς τε προγεγονόσι καὶ τοῖς ἐσομένοις ἀσύγκριτος οὖσα
καὶ ἀπαράθετος, ὃν ἔλαθε τῶν ὄντων οὐδέν. ἆρά με τοῦτον
οἴει λέγειν τὸν ἐκ τῆς Βηρσαβεὲ Σολομῶντα, τὸν ἐπὶ τοῦ
ὄρους ἀνενεγκόντα τὴν χιλιόμβην, τὸν ἐκ τῆς Σιδωνίας συμβόλῳ  
πρὸς τὴν ἁμαρτίαν χρησάμενον; ἀλλὰ Σολομῶν διὰ τούτου
σημαίνεται ἄλλος· ὁ καὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ
τὸ κατὰ σάρκα γενόμενος, ᾧ ὄνομα εἰρήνη, ὁ ἀληθινὸς τοῦ
Ἰσραὴλ βασιλεύς, ὁ οἰκοδόμος τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ, ὁ πάντων
ἐμπεριειληφὼς τὴν γνῶσιν, οὗ ἀόριστος ἡ σοφία, μᾶλλον δὲ
οὗ τὸ εἶναι σοφία ἐστὶ καὶ ἀλήθεια, καὶ πᾶν θεοπρεπές τε
καὶ ὑψηλὸν ὄνομά τε καὶ νόημα. οὗτος ὀργάνῳ τῷ Σολομῶντι
τούτῳ χρησάμενος διὰ τῆς ἐκείνου φωνῆς ἡμῖν διαλέγεται
πρότερον μὲν ἐν Παροιμίαις, εἶτα ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 17, line 1

ψυχῆς καὶ δυνάμεως οὐκ ἄλλο τι τῶν παρ' αὐτοῦ γινο-


μένων, ἀλλ' αὐτὸν ἐκεῖνον ὅς ἐστι τῶν ἀγαθῶν ἡ πηγή.
ταύτην τοίνυν ὁ καλῶν ἡμᾶς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μετουσίαν
νομοθετεῖ ταῖς τῶν ἀκουόντων ψυχαῖς τὴν διάθεσιν. ὁ δὲ
βεβαιῶν τὴν νομοθεσίαν ταύτην ἐστὶ Σολομῶν, οὗ ἡ σοφία
κατὰ τὴν θείαν μαρτυρίαν μέτρον οὐκ ἔχει, πᾶσιν ἐπ' ἴσης
τοῖς τε προγεγονόσι καὶ τοῖς ἐσομένοις ἀσύγκριτος οὖσα
καὶ ἀπαράθετος, ὃν ἔλαθε τῶν ὄντων οὐδέν. ἆρά με τοῦτον
οἴει λέγειν τὸν ἐκ τῆς Βηρσαβεὲ Σολομῶντα, τὸν ἐπὶ τοῦ
ὄρους ἀνενεγκόντα τὴν χιλιόμβην, τὸν ἐκ τῆς Σιδωνίας συμβόλῳ  
πρὸς τὴν ἁμαρτίαν χρησάμενον; ἀλλὰ Σολομῶν διὰ τούτου
σημαίνεται ἄλλος· ὁ καὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ
593

τὸ κατὰ σάρκα γενόμενος, ᾧ ὄνομα εἰρήνη, ὁ ἀληθινὸς τοῦ


Ἰσραὴλ βασιλεύς, ὁ οἰκοδόμος τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ, ὁ πάντων
ἐμπεριειληφὼς τὴν γνῶσιν, οὗ ἀόριστος ἡ σοφία, μᾶλλον δὲ
οὗ τὸ εἶναι σοφία ἐστὶ καὶ ἀλήθεια, καὶ πᾶν θεοπρεπές τε
καὶ ὑψηλὸν ὄνομά τε καὶ νόημα. οὗτος ὀργάνῳ τῷ Σολομῶντι
τούτῳ χρησάμενος διὰ τῆς ἐκείνου φωνῆς ἡμῖν διαλέγεται
πρότερον μὲν ἐν Παροιμίαις, εἶτα ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ
καὶ μετὰ ταῦτα ἐν τῇ προκειμένῃ τοῦ Ἄισματος τῶν Ἀι-
σμάτων φιλοσοφίᾳ ὁδῷ καὶ τάξει τὴν πρὸς τὸ τέλειον ἄνοδον

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 17, line 7

τοῖς τε προγεγονόσι καὶ τοῖς ἐσομένοις ἀσύγκριτος οὖσα


καὶ ἀπαράθετος, ὃν ἔλαθε τῶν ὄντων οὐδέν. ἆρά με τοῦτον
οἴει λέγειν τὸν ἐκ τῆς Βηρσαβεὲ Σολομῶντα, τὸν ἐπὶ τοῦ
ὄρους ἀνενεγκόντα τὴν χιλιόμβην, τὸν ἐκ τῆς Σιδωνίας συμβόλῳ  
πρὸς τὴν ἁμαρτίαν χρησάμενον; ἀλλὰ Σολομῶν διὰ τούτου
σημαίνεται ἄλλος· ὁ καὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ
τὸ κατὰ σάρκα γενόμενος, ᾧ ὄνομα εἰρήνη, ὁ ἀληθινὸς τοῦ
Ἰσραὴλ βασιλεύς, ὁ οἰκοδόμος τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ, ὁ πάντων
ἐμπεριειληφὼς τὴν γνῶσιν, οὗ ἀόριστος ἡ σοφία, μᾶλλον δὲ
οὗ τὸ εἶναι σοφία ἐστὶ καὶ ἀλήθεια, καὶ πᾶν θεοπρεπές τε
καὶ ὑψηλὸν ὄνομά τε καὶ νόημα. οὗτος ὀργάνῳ τῷ Σολομῶντι
τούτῳ χρησάμενος διὰ τῆς ἐκείνου φωνῆς ἡμῖν διαλέγεται
πρότερον μὲν ἐν Παροιμίαις, εἶτα ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ
καὶ μετὰ ταῦτα ἐν τῇ προκειμένῃ τοῦ Ἄισματος τῶν Ἀι-
σμάτων φιλοσοφίᾳ ὁδῷ καὶ τάξει τὴν πρὸς τὸ τέλειον ἄνοδον
ὑποδεικνύων τῷ λόγῳ. καθάπερ γὰρ ἐπὶ τῆς κατὰ σάρκα
ζωῆς οὐ πᾶσα ἡλικία πάσας χωρεῖ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας οὐδὲ
διὰ τῶν ὁμοίων ἡμῖν ἐν ταῖς τῶν ἡλικιῶν διαφοραῖς ὁ βίος  
προέρχεται (οὔτε γὰρ τὸ νήπιον τὰ τῶν τελείων ἔργα
μετέρχεται οὔτε ὁ τέλειος ἐν ταῖς ἀγκάλαις τῆς τιθήνης
ἀναλαμβάνεται, ἀλλ' ἑκάστῳ καιρῷ τῆς ἡλικίας ἄλλο τι

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 27, line 21

τὴν σχέσιν πρὸς τὸ συγγενὲς καὶ ὁμόφυλον, μετενεγκοῦσαν


εἰς ἀπάθειαν τὸ πάθος, ὥστε πάσης κατασβεσθείσης σωματικῆς
διαθέσεως μόνῳ τῷ πνεύματι ζέειν ἐρωτικῶς ἐν ἡμῖν τὴν
διάνοιαν διὰ τοῦ πυρὸς ἐκείνου θερμαινομένην, ὃ βαλεῖν
ἐπὶ τὴν γῆν ἦλθεν ὁ κύριος.
 Ἀλλὰ ταῦτα μέν, ὅπως χρὴ διακεῖσθαι τὴν ψυχὴν τῶν
μυστικῶν ῥημάτων ἀκούοντας, ἱκανῶς ἔχειν φημί. καιρὸς
δὲ ἂν εἴη καὶ αὐτὰς τὰς θείας τοῦ ᾄσματος τῶν ᾀσμάτων
φωνὰς ἤδη προσθεῖναι τῇ θεωρίᾳ τοῦ λόγου. καὶ πρότερόν
γε τὴν τῆς ἐπιγραφῆς κατανοήσωμεν δύναμιν· οὐ γὰρ
ἀργῶς μοι δοκεῖ τῷ Σολομῶντι τὸ βιβλίον ἐκ τῆς ἐπιγραφῆς  
ἀνατεθεῖσθαι, ἀλλ' ὥστε γενέσθαι διάνοιαν τοῖς ἐντυγχάνουσι
594

τοῦ μέγα τι καὶ θεῖον ἐν τοῖς λεγομένοις προσδέχεσθαι.


ἐπειδὴ γὰρ ἀνυπέρβλητόν ἐστι παρ' ἑκάστῳ διὰ τῆς περὶ
αὐτοῦ μαρτυρίας ἐπὶ τῇ σοφίᾳ τὸ θαῦμα, τούτου χάριν
εὐθὺς ἐκ προοιμίων ἡ τοῦ ὀνόματος μνήμη παραλαμβάνεται,
ὥστε τι μέγα καὶ τῆς περὶ αὐτοῦ δόξης ἐπάξιον ἐλπισθῆναι
διὰ τοῦ βιβλίου τούτου τοῖς ἐντυγχάνουσιν. ὥσπερ δὲ κατὰ
τὴν γραφικὴν ἐπιστήμην ὕλη μέν τις πάντως ἐστὶν ἐν διαφόροις
βαφαῖς ἡ συμπληροῦσα τοῦ ζῴου τὴν μίμησιν, ὁ δὲ πρὸς τὴν
εἰκόνα βλέπων τὴν ἐκ τῆς τέχνης διὰ τῶν χρωμάτων

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 29, line 2

τοῖς ῥήμασι χρωμάτων βλέπειν, ἀλλὰ καθάπερ τι βασιλέως


εἶδος ἐν αὐτοῖς καθορᾶν τὸ διὰ τῶν καθαρῶν νοημάτων
ἀνατυπούμενον. λευκὸν γὰρ ἢ ὠχρὸν ἢ μέλαν ἢ ἐρυθρὸν ἢ
κυάνεον ἢ ἄλλο τι χρῶμά ἐστι τὰ ῥήματα ταῦτα κατὰ τὰς
προχείρους ἐμφάσεις, στόμα καὶ φίλημα καὶ μύρον καὶ
οἶνος καὶ τὰ τῶν μελῶν ὀνόματα καὶ κλίνη καὶ νεάνιδες
καὶ τὰ τοιαῦτα· ἡ δὲ διὰ τούτων ἀποτελουμένη μορφὴ
μακαριότης ἐστὶ καὶ ἀπάθεια καὶ ἡ πρὸς τὸ θεῖον συνάφεια
καὶ ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις καὶ ἡ πρὸς τὸ ὄντως καλόν  
τε καὶ ἀγαθὸν ἐξομοίωσις. ταῦτά ἐστι τὰ νοήματα τὰ μαρ-
τυροῦντα τῷ Σολομῶντι τὴν σοφίαν ἐκείνην τὴν ὑπερβαίνουσαν
τοὺς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας. τί γὰρ ἂν γένοιτο τούτου
παραδοξότερον ἢ τὸ αὐτὴν ποιῆσαι τὴν φύσιν τῶν ἰδίων
παθημάτων καθάρσιον διὰ τῶν νομιζομένων ἐμπαθῶν
ῥημάτων τὴν ἀπάθειαν νομοθετοῦσάν τε καὶ παιδεύουσαν;
οὐ γὰρ λέγει τὸ δεῖν ἔξω τῶν τῆς σαρκὸς γίνεσθαι κινημάτων
καὶ νεκροῦν τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ καθαρεύειν ἀπὸ τῶν
ἐμπαθῶν ῥημάτων τῷ στόματι, ἀλλ' οὕτω διέθηκε τὴν
ψυχήν, ὡς διὰ τῶν ἀπεμφαίνειν δοκούντων πρὸς τὴν καθα-
ρότητα βλέπειν, διὰ τῶν ἐμπαθῶν ῥήσεων τὴν ἀκήρατον
ἑρμηνεύων διάνοιαν. ἓν μὲν δὴ τοῦτο διὰ τῶν προοιμίων

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 42, line 12

γάρ ἐστιν ὁ μαθητής, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς. Ἰησοῦς δέ ἐστιν


ἡ εὐθύτης. κάλλιον δὲ καὶ θεοπρεπέστερον ὁ λόγος οὗτος
παρὰ τὸν προφήτην Δαβὶδ ὀνομάζει τὸν κύριον· ὁ μὲν
γάρ φησιν ὅτι Εὐθὺς κύριος ὁ θεός, οὗτος δὲ εὐθύτητα
ὀνομάζει, ᾧ πᾶν τὸ σκολιὸν πρὸς τὸ ὀρθὸν ἀπευθύνεται,
ἀλλὰ γένοιτο καὶ ἡμῖν πᾶν τὸ σκολιὸν εἰς εὐθεῖαν καὶ τὰ
τραχέα εἰς ὁδοὺς λείας χάριτι τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ἀμήν.
  
595

Λόγος βʹ

  Μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ,


  ὡς σκηνώματα κηδάρ, ὡς δέρρεις Σολομών.
  Μὴ βλέψητέ με ὅτι ἐγώ εἰμι μεμελανωμένη,
  ὅτι παρέβλεψέ με ὁ ἥλιος·
  υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί,
  ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν·
  ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα.
  Ἀπάγγειλόν μοι, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου,  
  ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ κοιτάζεις ἐν μεσημβρίᾳ,
  μήποτε γένωμαι ὡς περιβαλλομένη ἐπ' ἀγέλαις
  ἑταίρων σου.
  Ἐὰν μὴ γνῷς σεαυτήν, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν,

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 45, line 19

παρὰ τὸ παράγγελμα τοῦ νόμου θνησιμαίου νοήματος ἤ


τινος τῶν ἀκαθάρτων ἐνθυμίων ἁψάμενοι ἀθέατοι τῶν ἐντὸς
τῆς σκηνῆς θαυμάτων ἀποκλεισθῶμεν. οὐ γὰρ παραδέχεται
τῶν τοιούτων τὴν εἴσοδον ὁ τοῦ πνεύματος νόμος, ἐὰν
μή τις πλύνῃ τὸ τῆς συνειδήσεως ἑαυτοῦ ἱμάτιον κατὰ
τὸ Μωϋσέως παράγγελμα ὁ νεκρᾶς τινος καὶ βδελυκτῆς
ἐννοίας ἁψάμενος.
 Ἄγει δὲ τὸν λόγον ἡ ἀκολουθία τῶν προεξητασμένων
πρὸς τὴν θεωρίαν τῶν παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὰς νεάνιδας
εἰρημένων. ἔστι δὲ ταῦτα· Μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες
Ἰερουσαλήμ, ὡς σκηνώματα κηδάρ, ὡς δέρρεις Σολομών.
καλῶς ἡ διδάσκαλος ἀφ' ὧν ἔδει ταῖς μαθητευομέναις ψυχαῖς  
ἄρχεται ποιεῖσθαι τῶν ἀγαθῶν τὴν ὑφήγησιν· αἱ μὲν γὰρ
προθύμως ἔχουσι, δι' ὧν ἐπαγγέλλονται, παντὸς ἀνθρωπίνου
λόγου, ὃν οἶνον τροπικῶς ὀνομάζουσι, προτιμοτέραν ποιεῖσθαι
τὴν ἐκ τῶν λογικῶν αὐτῆς μαζῶν ἀπορρέουσαν χάριν οὕτως
εἰποῦσαι τῷ ῥήματι ὅτι Ἀγαπήσωμεν μαστούς σου ὑπὲρ
οἶνον, ἐπειδὴ σὲ ἡ εὐθύτης ἠγάπησεν, ἡ δὲ προσθήκην ποιεῖ
ταῖς μαθητευομέναις τοῦ περὶ αὑτὴν θαύματος, ὡς ἂν
μᾶλλον μάθοιμεν τὴν ἀμέτρητον τοῦ νυμφίου φιλανθρωπίαν
τοῦ διὰ τῆς ἀγάπης ἐπιβάλλοντος τῇ ἀγαπηθείσῃ τὸ κάλλος·

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 47, line 16

λέγει γὰρ ὅτι κἂν νῦν μοι ἐπιλάμπῃ τὸ κάλλος, ὅ μοι διὰ
τοῦ ἀγαπηθῆναι παρὰ τῆς εὐθύτητος ἐπεμορφώθη, ἀλλ' οἶδα
ἐμαυτὴν οὐ λαμπρὰν οὖσαν τὸ κατ' ἀρχὰς ἀλλὰ μέλαιναν.
τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος περὶ ἐμέ, τὸ σκοτεινὸν καὶ ζοφῶδες,
ὁ προλαβὼν βίος ἐποίησεν. ἀλλ' ὅμως ἐκεῖνο οὖσα τοῦτό εἰμι.
596

μετεσκευάσθη γὰρ τὸ ὁμοίωμα τοῦ σκότους εἰς κάλλους


μορφήν. καὶ ὑμεῖς τοίνυν, ὦ θυγατέρες Ἰερουσαλήμ,
ἀναβλέψατε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν Ἰερουσαλήμ. κἂν
σκηνώματα τοῦ κηδὰρ ἦτε διὰ τοῦ ἐνοικῆσαι ὑμῖν τὸν
ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους (σκοτασμὸς γὰρ ἡ τοῦ
κηδὰρ λέξις διερμηνεύεται), δέρρεις τοῦ Σολομῶντος γενή-
σεσθε, τουτέστι ναὸς τοῦ βασιλέως ἔσεσθε ἐνοικήσαντος ὑμῖν  
τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. Σολομὼν δὲ ὁ εἰρηνικός ἐστιν,
ὁ τῇ εἰρήνῃ ἐπώνυμος. δέρρεις γὰρ Σολομῶντος ἀπὸ μέρους
πᾶσαν τὴν βασιλικὴν σκηνὴν κατωνόμασεν. τούτοις μοι
δοκεῖ τοῖς νοήμασιν ὁ μέγας Παῦλος προσεχέστερον ἐν
τῷ πρὸς Ῥωμαίους φιλοχωρῆσαι λόγῳ, ἐν οἷς συνίστησι
τοῦ θεοῦ τὴν περὶ ἡμᾶς ἀγάπην, ὅτι ἁμαρτωλοὺς ὄντας
ἡμᾶς καὶ μέλανας φωτοειδεῖς τε καὶ ἐρασμίους διὰ τοῦ
ἐπιλάμψαι τὴν χάριν ἐποίησεν. ὥσπερ γὰρ ἐν νυκτὶ πάντα
τῷ ἐπικρατοῦντι συμμελαίνεται ζόφῳ, κἂν λαμπρὰ κατὰ

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 48, line 1

ἐμαυτὴν οὐ λαμπρὰν οὖσαν τὸ κατ' ἀρχὰς ἀλλὰ μέλαιναν.


τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος περὶ ἐμέ, τὸ σκοτεινὸν καὶ ζοφῶδες,
ὁ προλαβὼν βίος ἐποίησεν. ἀλλ' ὅμως ἐκεῖνο οὖσα τοῦτό εἰμι.
μετεσκευάσθη γὰρ τὸ ὁμοίωμα τοῦ σκότους εἰς κάλλους
μορφήν. καὶ ὑμεῖς τοίνυν, ὦ θυγατέρες Ἰερουσαλήμ,
ἀναβλέψατε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν Ἰερουσαλήμ. κἂν
σκηνώματα τοῦ κηδὰρ ἦτε διὰ τοῦ ἐνοικῆσαι ὑμῖν τὸν
ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους (σκοτασμὸς γὰρ ἡ τοῦ
κηδὰρ λέξις διερμηνεύεται), δέρρεις τοῦ Σολομῶντος γενή-
σεσθε, τουτέστι ναὸς τοῦ βασιλέως ἔσεσθε ἐνοικήσαντος ὑμῖν  
τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. Σολομὼν δὲ ὁ εἰρηνικός ἐστιν,
ὁ τῇ εἰρήνῃ ἐπώνυμος. δέρρεις γὰρ Σολομῶντος ἀπὸ μέρους
πᾶσαν τὴν βασιλικὴν σκηνὴν κατωνόμασεν. τούτοις μοι
δοκεῖ τοῖς νοήμασιν ὁ μέγας Παῦλος προσεχέστερον ἐν
τῷ πρὸς Ῥωμαίους φιλοχωρῆσαι λόγῳ, ἐν οἷς συνίστησι
τοῦ θεοῦ τὴν περὶ ἡμᾶς ἀγάπην, ὅτι ἁμαρτωλοὺς ὄντας
ἡμᾶς καὶ μέλανας φωτοειδεῖς τε καὶ ἐρασμίους διὰ τοῦ
ἐπιλάμψαι τὴν χάριν ἐποίησεν. ὥσπερ γὰρ ἐν νυκτὶ πάντα
τῷ ἐπικρατοῦντι συμμελαίνεται ζόφῳ, κἂν λαμπρὰ κατὰ
φύσιν ὄντα τύχῃ, φωτὸς δὲ ἐπιλαβόντος οὐ παραμένει τοῖς
ἐν τῷ ζόφῳ σκοτισθεῖσιν ἡ πρὸς τὸ σκότος ὁμοίωσις,

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 48, line 2

τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος περὶ ἐμέ, τὸ σκοτεινὸν καὶ ζοφῶδες,


ὁ προλαβὼν βίος ἐποίησεν. ἀλλ' ὅμως ἐκεῖνο οὖσα τοῦτό εἰμι.
μετεσκευάσθη γὰρ τὸ ὁμοίωμα τοῦ σκότους εἰς κάλλους
597

μορφήν. καὶ ὑμεῖς τοίνυν, ὦ θυγατέρες Ἰερουσαλήμ,


ἀναβλέψατε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν Ἰερουσαλήμ. κἂν
σκηνώματα τοῦ κηδὰρ ἦτε διὰ τοῦ ἐνοικῆσαι ὑμῖν τὸν
ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους (σκοτασμὸς γὰρ ἡ τοῦ
κηδὰρ λέξις διερμηνεύεται), δέρρεις τοῦ Σολομῶντος γενή-
σεσθε, τουτέστι ναὸς τοῦ βασιλέως ἔσεσθε ἐνοικήσαντος ὑμῖν  
τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. Σολομὼν δὲ ὁ εἰρηνικός ἐστιν,
ὁ τῇ εἰρήνῃ ἐπώνυμος. δέρρεις γὰρ Σολομῶντος ἀπὸ μέρους
πᾶσαν τὴν βασιλικὴν σκηνὴν κατωνόμασεν. τούτοις μοι
δοκεῖ τοῖς νοήμασιν ὁ μέγας Παῦλος προσεχέστερον ἐν
τῷ πρὸς Ῥωμαίους φιλοχωρῆσαι λόγῳ, ἐν οἷς συνίστησι
τοῦ θεοῦ τὴν περὶ ἡμᾶς ἀγάπην, ὅτι ἁμαρτωλοὺς ὄντας
ἡμᾶς καὶ μέλανας φωτοειδεῖς τε καὶ ἐρασμίους διὰ τοῦ
ἐπιλάμψαι τὴν χάριν ἐποίησεν. ὥσπερ γὰρ ἐν νυκτὶ πάντα
τῷ ἐπικρατοῦντι συμμελαίνεται ζόφῳ, κἂν λαμπρὰ κατὰ
φύσιν ὄντα τύχῃ, φωτὸς δὲ ἐπιλαβόντος οὐ παραμένει τοῖς
ἐν τῷ ζόφῳ σκοτισθεῖσιν ἡ πρὸς τὸ σκότος ὁμοίωσις, οὕτω
μετατεθείσης τῆς ψυχῆς ἀπὸ τῆς πλάνης πρὸς τὴν ἀλήθειαν

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 49, line 19

τινὰ τῇ πόλει ταύτῃ τὴν τῶν οἰκητόρων ἐρημίαν ἐπονειδίζειν


λέγοντα Μή τις ἔτι τῇ Σιὼν ἐρεῖ· ἄνθρωπος ἐγεννήθη ἐν
αὐτῇ; κἀκεῖ γὰρ φυλέται τῆς πόλεως γίνονται οἱ ἀλλόφυλοι
καὶ Ἱεροσολυμῖται οἱ Βαβυλώνιοι καὶ παρθένος ἡ πόρνη
καὶ λαμπροὶ οἱ Αἰθίοπες καὶ Τύρος ἡ ἄνω πόλις· οὕτω καὶ
ἐνταῦθα τὰς θυγατέρας Ἰερουσαλὴμ προθυμοποιεῖται ἡ
νύμφη συνιστῶσα τοῦ νυμφίου τὴν ἀγαθότητα, ὅτι κἂν
μέλαινάν τινα λάβῃ ψυχήν, τῇ πρὸς ἑαυτὸν κοινωνίᾳ καλὴν
ἀπεργάζεται, κἄν τις σκήνωμα ᾖ κηδάρ, φωτὸς οἰκητήριον
γίνεται τοῦ ἀληθινοῦ Σολομῶντος, τουτέστι τοῦ εἰρηνικοῦ  
βασιλέως ἐν αὐτῇ κατοικήσαντος. διὰ τοῦτό φησι Μέλαινά
εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ἵνα πρὸς ἐμὲ βλέπουσαι
καὶ ὑμεῖς γένησθε δέρρεις Σολομῶντος, κἂν σκηνώματα
ἦτε κηδάρ.
 Εἶτα ἐπάγει τοῖς εἰρημένοις τὰ ἐφεξῆς, δι' ὧν ἀναγκαίως
ἀσφαλίζεται τὴν τῶν μαθητευομένων διάνοιαν μὴ τῷ
δημιουργῷ τὴν αἰτίαν τοῦ σκοτεινοῦ εἴδους ἀνατιθέναι
ἀλλὰ τὴν ἑκάστου προαίρεσιν τοῦ τοιούτου εἴδους τὰς ἀρχὰς
καταβάλλεσθαι. Μὴ βλέψητε γὰρ πρός με, φησίν, ὅτι ἐγώ
εἰμι μεμελανωμένη. οὐ τοιαύτη γέγονα παρὰ τὴν πρώτην·

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 50, line 3

καὶ Ἱεροσολυμῖται οἱ Βαβυλώνιοι καὶ παρθένος ἡ πόρνη


598

καὶ λαμπροὶ οἱ Αἰθίοπες καὶ Τύρος ἡ ἄνω πόλις· οὕτω καὶ


ἐνταῦθα τὰς θυγατέρας Ἰερουσαλὴμ προθυμοποιεῖται ἡ
νύμφη συνιστῶσα τοῦ νυμφίου τὴν ἀγαθότητα, ὅτι κἂν
μέλαινάν τινα λάβῃ ψυχήν, τῇ πρὸς ἑαυτὸν κοινωνίᾳ καλὴν
ἀπεργάζεται, κἄν τις σκήνωμα ᾖ κηδάρ, φωτὸς οἰκητήριον
γίνεται τοῦ ἀληθινοῦ Σολομῶντος, τουτέστι τοῦ εἰρηνικοῦ  
βασιλέως ἐν αὐτῇ κατοικήσαντος. διὰ τοῦτό φησι Μέλαινά
εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ἵνα πρὸς ἐμὲ βλέπουσαι
καὶ ὑμεῖς γένησθε δέρρεις Σολομῶντος, κἂν σκηνώματα
ἦτε κηδάρ.
 Εἶτα ἐπάγει τοῖς εἰρημένοις τὰ ἐφεξῆς, δι' ὧν ἀναγκαίως
ἀσφαλίζεται τὴν τῶν μαθητευομένων διάνοιαν μὴ τῷ
δημιουργῷ τὴν αἰτίαν τοῦ σκοτεινοῦ εἴδους ἀνατιθέναι
ἀλλὰ τὴν ἑκάστου προαίρεσιν τοῦ τοιούτου εἴδους τὰς ἀρχὰς
καταβάλλεσθαι. Μὴ βλέψητε γὰρ πρός με, φησίν, ὅτι ἐγώ
εἰμι μεμελανωμένη. οὐ τοιαύτη γέγονα παρὰ τὴν πρώτην·
οὐδὲ γὰρ εἰκὸς ἦν ταῖς φωτειναῖς τοῦ θεοῦ χερσὶ πλασσομένην
σκοτεινῷ τινι καὶ μέλανι περιχρωσθῆναι τῷ εἴδει. οὐκ
ἤμην τοίνυν τοιαύτη, φησίν, ἀλλὰ γέγονα. οὐ γὰρ ἐκ φύσεώς

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 190, line 11

νύμφης προμνήστορες ὑποδεικνύουσιν αὐτῇ τῆς βασιλικῆς


κλίνης τὸ κάλλος, ὡς ἂν μᾶλλον εἰς ἐπιθυμίαν τὴν νύμφην
ἀγάγοιεν τῆς θείας τε καὶ ἀχράντου μετ' αὐτοῦ συμβιώσεως.
ἡ δὲ ὑπογραφὴ τῆς τοῦ βασιλέως κλίνης αὕτη ἐστίν, ἣν
τῷ δεικτικῷ λόγῳ ὑπ' ὄψιν ἄγουσιν αὐτῇ δι' ὧν διεξέρχονται·
λέγουσι γάρ· Ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σαλωμών, ἑξήκοντα δυνατοὶ
κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ δυνατῶν Ἰσραήλ, πάντες κατέχοντες
ῥομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον· ἀνὴρ ῥομφαία αὐτοῦ
ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ἀπὸ θάμβους ἐν νυξίν. ὅτι μὲν οὖν
οὐκ ἐκ τῆς ἱστορίας ὁ περὶ τῆς κλίνης λόγος ἐστί, παντὶ
δῆλον ἂν γένοιτο διὰ τῶν σωματικῶς περὶ τοῦ Σολομῶνος
ἱστορηθέντων, οὗ καὶ τὰ βασίλεια καὶ τὴν τράπεζαν καὶ
τὴν λοιπὴν ἐν τῇ βασιλείᾳ διαγωγὴν μετὰ πάσης ἀκριβείας ὁ
λόγος ὑπέγραψεν. καινὸν δέ τι καὶ παρηλλαγμένον εἶπε περὶ
τῆς κλίνης οὐδέν, ὡς πᾶσαν ἀνάγκην εἶναι μὴ παραμεῖναι
τῷ γράμματι τὴν ἐξήγησιν, ἀλλὰ διά τινος ἐπιμελεστέρας
κατανοήσεως μεταλαβεῖν τὸν λόγον εἰς πνευματικὴν θεωρίαν
τῆς ὑλικῆς ἐμφάσεως τὸν νοῦν ἀποστήσαντας. τίς γὰρ ἂν
ἐξ ὁπλιτῶν ἑξήκοντα καλλωπισμὸς γένοιτο κλίνης νυμφικῆς,
οἷς μάθημα μὲν τὰ φοβερὰ τοῦ πολέμου, κόσμος δὲ ἡ ῥομφαία  
προβεβλημένη τοῦ σώματος, θάμβος δὲ περὶ αὐτοὺς

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 201, line 3

  Ὡς πύργος Δαβὶδ τράχηλός σου


  ὁ ᾠκοδομημένος ἐν θαλπιώθ·
599

  χίλιοι θυρεοὶ κρέμανται ἐπ' αὐτόν,


  πᾶσαι βολίδες τῶν δυνατῶν.
  Δύο μαστοί σου ὡς δύο νεβροὶ δίδυμοι δορκάδος
  οἱ νεμόμενοι ἐν τοῖς κρίνοις,
  Ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί.
  πορεύσομαι ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄρος τῆς σμύρνης  
  καὶ πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ λιβάνου.
  Ὅλη καλὴ εἶ, ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὔκ ἐστιν ἐν σοί.
 Ἐν πολλοῖς ὁ βασιλεὺς Σολομὼν εἰς τύπον τοῦ ἀληθινοῦ
βασιλέως παραλαμβάνεται, πολλοῖς δέ φημι τοῖς πρὸς τὸ
κρεῖττον περὶ αὐτοῦ παρὰ τῆς ἁγίας γραφῆς ἱστορουμένοις·
εἰρηνικός τε γὰρ λέγεται, καὶ ναὸν οἰκοδομεῖ καὶ σοφίαν ἀμέ-
τρητον ἔχει, βασιλεύει τε τοῦ Ἰσραὴλ καὶ κρίνει τὸν λαὸν ἐν
δικαιοσύνῃ καὶ ἐκ τοῦ σπέρματός ἐστι τοῦ Δαβίδ, ἀλλὰ καὶ
ἡ τῶν Αἰθιόπων βασίλισσα πρὸς αὐτὸν φοιτᾷ. ταῦτα γὰρ πάντα
καὶ τὰ τοιαῦτα περὶ αὐτοῦ μὲν λέγεται τυπικῶς, προδιαγράφει
δὲ τοῦ εὐαγγελίου τὴν δύναμιν. τίς γὰρ οὕτως εἰρηνικὸς
ὡς ὁ ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν καὶ τῷ σταυρῷ προσηλώσας,
ὁ τοὺς ἐχθροὺς ἑαυτοῦ ἡμᾶς, μᾶλλον δὲ τὸν κόσμον ὅλον

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 202, line 10

τὴν εἰρήνην διὰ τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά; τίς δὲ  


τοιοῦτος οἰκοδόμος ναοῦ ὁ τοὺς θεμελίους μὲν αὐτοῦ τιθεὶς
ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς ἁγίοις, τουτέστιν ἐν τοῖς προφήταις
τε καὶ τοῖς ἀποστόλοις, ἐποικοδομῶν δέ, καθώς φησιν
ὁ ἀπόστολος, Ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν
τοὺς ζῶντάς τε καὶ ἐμψύχους λίθους τοὺς δι' ἑαυτῶν πρὸς τὴν
τῶν τοίχων ἁρμονίαν κατὰ τὸν προφητικὸν λόγον κυλιομένους,
ὥστε συναρμοσθέντας ἐν τῇ ἑνότητι τῆς πίστεως καὶ τῷ
συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης αὐξῆσαι δι' ἑαυτῶν τὸν ναὸν τὸν
ἅγιον εἰς τὸ γενέσθαι κατοικητήριον θεοῦ ἐν πνεύματι;
ὅτι δὲ καὶ τῇ σοφίᾳ τῇ ἑαυτοῦ ὁ Σολομὼν τὴν ἀληθινὴν
μηνύει σοφίαν, οὐδεὶς ἂν ἀντείποι πρός τε τὴν ἱστορίαν καὶ
πρὸς τὴν ἀλήθειαν βλέπων· μαρτυρεῖται μὲν γὰρ ὑπὸ τῆς
ἱστορίας ἐκεῖνος, ὅτι παρῆλθε τοὺς τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας
ὅρους πάντων τὴν γνῶσιν ἐν τῷ πλάτει τῆς καρδίας χωρήσας,
ὡς καὶ τοὺς προλαβόντας παραδραμεῖν καὶ τοῖς ἐφεξῆς
γενέσθαι ἀνέφικτος, ὁ δὲ κύριος κατὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν
αὐτό, ὅπερ ἐστὶν ἀλήθειά τε καὶ σοφία καὶ δύναμις, οὐσίᾳ  
ἐστίν. διὰ τοῦτο τοῦ Δαβὶδ εἰπόντος ὅτι Πάντα ἐν σοφίᾳ
ἐγένετο, ἑρμηνεύων τὸν προφήτην ὁ θεῖος ἀπόστολος Ἐν
αὐτῷ ἐκτίσθαι τὰ πάντα λέγει, ὡς τοῦτον τοῦ προφήτου

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15) Vol. 6, p. 204, line 2

γὰρ τὴν μαρτυρίαν, εἰ καὶ κατασμικρύνειν νομίζεται τὸ


600

μεγαλεῖον τοῦ κράτους τῇ τῶν Ἰσραηλιτῶν βασιλείᾳ τὴν


δεσποτείαν ὁρίζουσα. οὐ γὰρ οὕτως ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ μέρους
τὴν κατὰ πάντων ἀρχὴν ἡ ἐπιγραφὴ αὕτη τῷ σταυρῷ ἀνατί-
θησι τῷ μὴ προσθεῖναι ὅτι μόνων τῶν Ἰουδαίων οὗτός
ἐστι βασιλεύς· ἀπολύτως γὰρ αὐτῷ προσμαρτυρήσας ὁ
λόγος τὴν τῶν Ἰουδαίων ἀρχὴν καὶ τὸ κατὰ πάντων κράτος
κατὰ τὸ σιωπώμενον τῇ ὁμολογίᾳ ταύτῃ συμπεριέλαβεν·
ὁ γὰρ βασιλεὺς πάσης τῆς γῆς καὶ τοῦ μέρους πάντως  
τὴν δεσποτείαν ἔχει. ἡ δὲ περὶ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ
Σολομῶνος σπουδὴ τὸν ἀληθινὸν κριτὴν τοῦ παντὸς κόσμου
διασημαίνει, ὅς φησιν ὅτι Ὁ πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν
κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ· καὶ ὅτι Οὐ δύναμαι ἀπ' ἐμαυτοῦ
ποιεῖν οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἀκούω κρίνω καὶ ἡ κρίσις ἡ
ἐμὴ δικαία ἐστίν. οὗτος γὰρ ὁ ἀκρότατος τῆς δικαίας κρίσεως
ὅρος τὸ μὴ ἀφ' ἑαυτοῦ τι κατά τινα προσπάθειαν ἢ ἀποκλήρω-
σιν τοῖς κρινομένοις νέμειν, ἀλλὰ πρῶτον ἀκούειν τῶν
ὑποδίκων τῇ κρίσει, εἶθ' οὕτω τὴν ἐπ' αὐτοῖς ψῆφον ἐκτίθε-
σθαι. οὗ χάριν ἡ τοῦ θεοῦ δύναμίς τινα ὁμολογεῖ καὶ μὴ
δύνασθαι· τὸ γὰρ ἔξω τοῦ δικαίου παρατρέψαι τὴν κρίσιν
ἀδυνατεῖ ἡ ἀλήθεια. τὸ δὲ ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ εἶναι τὸ

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 205, line 2

ὅρος τὸ μὴ ἀφ' ἑαυτοῦ τι κατά τινα προσπάθειαν ἢ ἀποκλήρω-


σιν τοῖς κρινομένοις νέμειν, ἀλλὰ πρῶτον ἀκούειν τῶν
ὑποδίκων τῇ κρίσει, εἶθ' οὕτω τὴν ἐπ' αὐτοῖς ψῆφον ἐκτίθε-
σθαι. οὗ χάριν ἡ τοῦ θεοῦ δύναμίς τινα ὁμολογεῖ καὶ μὴ
δύνασθαι· τὸ γὰρ ἔξω τοῦ δικαίου παρατρέψαι τὴν κρίσιν
ἀδυνατεῖ ἡ ἀλήθεια. τὸ δὲ ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ εἶναι τὸ
κατὰ σάρκα τὸν κύριον παρὰ τοῦ γεγονότος ἐκ τοῦ Δαβὶδ
προμηνύεσθαι ὡς ὁμολογούμενον τῷ λόγῳ παρήσομεν. τὸ
δὲ κατὰ τὴν Αἰθιοπίδα μυστήριον, πῶς καταλιποῦσα τῶν  
Αἰθιόπων τὴν βασιλείαν καὶ τοσοῦτον διαβᾶσα τὸν ἐν τῷ
μέσῳ τόπον πρὸς τὸν Σολομῶνα διὰ τὸ κλέος τῆς σοφίας
ἐπείγεται λίθοις τε τιμίοις καὶ χρυσῷ καὶ τοῖς τῶν ἀρωμάτων
ἡδύσμασι δεξιουμένη τὸν βασιλέα, δῆλον ἂν γένοιτο τῷ
ἐπιστήσαντι, πρὸς ὅ τι τῶν εὐαγγελικῶν βλέπει θαυμάτων·
τίς γὰρ οὐκ οἶδεν ὅτι μέλαινα ἦν ἐξ εἰδωλολατρίας τὸ
κατ' ἀρχὰς ἡ ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία πρὶν ἐκκλησία γενέσθαι πολλῷ
μεταξὺ τῷ τῆς ἀγνοίας διαστήματι τῆς πρὸς τὸν ἀληθινὸν
θεὸν γνώσεως ἀπῳκισμένη; ἀλλ' ὅτε ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ
θεοῦ καὶ ἡ σοφία διέλαμψε καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν πρὸς
τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους τὴν ἀκτῖνα
διέπεμψε, τότε τοῦ Ἰσραὴλ πρὸς τὸ φῶς
601

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 206, line 8

τά τε τῆς εὐσεβείας ἀρώματα καὶ τὸ τῆς θεογνωσίας χρυσίον


καὶ τοὺς τιμίους λίθους τῆς τῶν ἐντολῶν τε καὶ τῶν ἀρετῶν
ἐργασίας.  
 Ἀλλὰ πρὸς ὅ τι βλέπων ἐντεῦθεν ἄρχομαι τῆς προκειμένης
ἡμῖν τῶν ῥητῶν θεωρίας, ἤδη διασαφήσω τῷ λόγῳ αὐτὴν
προεκθέμενος τὴν λέξιν τῶν θείων λογίων ἔχουσαν οὕτω·
Φορεῖον ἐποίησεν ἑαυτῷ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν ἀπὸ ξύλων
τοῦ Λιβάνου, στύλους αὐτοῦ ἐποίησεν ἀργύριον καὶ τὸ
ἀνάκλιτον αὐτοῦ χρυσίον, ἐπιβάσεις αὐτοῦ πορφύραν, ἐντὸς
αὐτοῦ λιθόστρωτον ἀγάπην ἀπὸ θυγατέρων Ἰερουσαλήμ.
ὥσπερ τοίνυν ἐν τοῖς προεξητασμένοις περὶ τοῦ Σολομῶνος
εὗρεν ὁ λόγος δι' ὧν τὸ περὶ τοῦ κυρίου μυστήριον ἐν ἐκείνῳ
τῷ προσώπῳ προδιαγράφεται, οὕτω καὶ διὰ τῆς τοῦ φορείου
κατασκευῆς ἡ περὶ ἡμῶν οἰκονομία τοῦ κυρίου διασημαίνεται·
πολυτρόπως γὰρ ὁ θεὸς ἐν τοῖς ἀξίοις ἑαυτοῦ γίνεται,
καθὼς ἂν ἕκαστος ἔχῃ δυνάμεώς τε καὶ ἀξίας οὕτως ἐν
ἑκάστῳ γινόμενος. ὁ μὲν γάρ τις γίνεται θεοῦ τόπος, ὁ δὲ
οἶκος, ἄλλος δὲ θρόνος καὶ ἕτερος ὑποπόδιον. ἔστι δέ τις ὁ
καὶ ἅρμα γινόμενος ἢ ἵππος εὐήνιος δεχόμενος ἐφ' ἑαυτοῦ
τὸν ἀγαθὸν ἀναβάτην καὶ πρὸς τὸ δοκοῦν τῷ εὐθύνοντι
διανύων τὸν δρόμον. ὡς δὲ νῦν διδασκόμεθα καὶ φορεῖον  

Γρηγόριος Νύσσης. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 268, line 12

τῷ θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην


καὶ τεταπεινωμένην ὁ θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. ὅθεν γίνεται
ἡ θυσία τῆς αἰνέσεως ἡμῶν ἡ δοξάζουσα τὸν τὴν τοιαύτην
ὀσμὴν ὀσφραινόμενον. ἐπειδὴ τοίνυν τὰ τυπικὰ πάντα τοῦ
νόμου ἀρώματα ὑπερβᾶσα ἡ πνευματικῶς εὐπνοοῦσα κατὰ
τὸν Παῦλον ψυχή, ὃς Χριστοῦ εὐωδία ἦν, αὕτη διὰ τοῦ βίου
ἐγένετο καὶ τὸ μύρον τῆς ἱερωσύνης καὶ τὸ θυμίαμα τῆς
συνθέσεως διὰ τῆς ποικίλης τῶν ἀρετῶν συνεισφορᾶς τε
καὶ μίξεως καλῶς εὐπνοήσασα, ἧς ὁ βίος ἐφάνη τῇ ὀσφρήσει
τοῦ νυμφίου εἰς ὀσμὴν εὐωδίας, διὰ τοῦτο ἡ θεία αἴσθησις,
καθὼς ὁ Σολομὼν ὀνομάζει, τῶν σωματικῶν ἀρωμάτων
τοῦ νόμου προτίθησι τὴν ἄϋλον ἐκείνην καὶ καθαρὰν τὴν
διὰ τῶν ἀρετῶν μυρεψουμένην εὐωδίαν λέγων Καὶ ὀσμὴ
μύρων σου ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα.
 Ὁ δὲ ἐφεξῆς λόγος πρὸς τὸ ὑψηλότερον προάγει τὸν
ἔπαινον τὴν ἐκ μελέτης τε καὶ προσοχῆς γενομένην αὐτῇ
τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων περιουσίαν μαρτυρῶν τῷ  
λόγῳ· ἐπειδὴ γὰρ παρὰ τὴν μέλισσαν φοιτᾶν τὸν τῆς σοφίας
μαθητὴν ὁ παροιμιακὸς βούλεται λόγος (νοεῖς δὲ πάντως
ἐκ τῶν μαθημάτων τὴν διδάσκαλον ἥτις ἐστίν) λέγων
τοῖς ἐρασταῖς τῆς σοφίας Πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν
602

Γρηγόριος Νύσσης. De creatione hominis sermo alter [Sp.]


P. 41, line 1

μικρὰν ἡμῶν καὶ ἀσθενῆ γλῶσσαν συγχωρήσας μέχρι  


τοσούτου ὑμῖν ὁμιλῆσαι, ὁ διὰ τῆς ἀσθενοῦς ἡμῶν διανοίας
μεγάλους ὑμῖν θησαυροὺς ἐν τοῖς ὀλίγοις ἀποσκιάσμασι τῆς
ἀληθείας παραδηλώσας δῴη ὑμῖν διὰ τῶν μικρῶν τὰ
μεγάλα, διὰ τῶν ὀλίγων σπερμάτων τὸ τέλειον τῆς γνώσεως
καὶ ἡμῖν τῆς προαιρέσεως τὸν μισθὸν ἐντελῆ καὶ ὑμῖν τῆς
ἀπολαύσεως τῶν θείων λογίων καρπὸν πεπληρωμένον, ὅτι
αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ἀμήν.  
        

ΟΜΙΛΙΑ Β
      

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ

 Ὁ μὲν σοφὸς Σολομὼν οὐκ ἐν πειθοῖς σοφίας λόγοις ἀλλ'


ἐν διδακτοῖς πνεύματος ἁγίου σοφισθείς, ἐν τοῖς ἀρτίως
ἡμῖν ἀνεγνωσμένοις ἀποσεμνύνων τὸν ἄνθρωπον ἐβόα λέγων·
Μέγα ἄνθρωπος καὶ τίμιον ἀνὴρ ἐλεήμων· ἐγὼ δὲ ματαίως
κατ' ἐμαυτὸν ἐσκόπουν ἅ τε εἶχον ἐν τῇ ἐμαυτοῦ διανοίᾳ
καὶ ἃ παρὰ τῆς γραφῆς δεδιδαγμένος ἤμην περὶ τοῦ ἀνθρώπου.
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐλογιζόμην ὅτι πῶς μέγα ἄνθρωπος, τὸ
ἐπίκηρον ζῷον τὸ μυρίοις πάθεσιν ὑποκείμενον τὸ ἐκ γενετῆς
εἰς γῆρας μυρίων κακῶν ἑσμὸν ἐξαντλοῦν, περὶ οὗ εἴρηται·
Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ; καὶ ὁ μὲν
ψαλμῳδὸς καταφρονεῖ ὡς εὐτελοῦς τοῦ ζῴου καὶ ἡ παροιμία

Γρηγόριος Νύσσης. De creatione hominis sermo alter (recensio C) [Sp.]


P. 41a, line 1

ἠτονηκὼς ὑπὸ κατάγνωσιν πάντως, διότι ἐκεῖνο μὲν οὐ συμβάλλεται


τῷ τῆς λογικῆς ἀξιωθέντι ἀρχῆς, τοῦτο δὲ ἀναγκαῖον καὶ ὀφειλόμενον.
 Ὁ δὲ οἰκονομήσας ταῦτα γραφῆναι κύριος καὶ τὴν
μικρὰν ἡμῶν καὶ ἀσθενῆ γλῶσσαν παρασκευάσας μέχρι  
τοσούτου ὑμῖν ὁμιλῆσαι, ὁ διὰ τῆς ἀσθενοῦς ἡμῶν διανοίας ἱκανοὺς
ὑμῖν θησαυροὺς ἐν τοῖς βραχέσιν ἀποσκιάσμασι τῆς ἀληθείας ἐγκα-
τασπείρας δῴη ὑμῖν διὰ τῶν μικρῶν τὰ μεγάλα, διὰ τῶν ὀλίγων
σπερμάτων τὸ τέλειον τῆς γνώσεως καὶ ἡμῖν μὲν τῆς προαιρέσεως
τὸν μισθὸν ἐντελῆ, ὑμῖν δὲ τῆς ἀπολαύσεως τῶν θείων λόγων καρπὸν
πεπληρωμένον· ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν.  
 Ὁ μὲν σοφὸς Σολομὼν οὐκ ἐν πειθοῖς σοφίας λόγοις ἀλλ' ἐν διδα-
603

κτοῖς πνεύματος ἁγίου σοφισθείς, ἐν τοῖς ἀρτίως ἡμῖν ἀνεγνωσμένοις


ἀποσεμνύνων τὸν ἄνθρωπον ἐβόα λέγων· Μέγα ἄνθρωπος καὶ τίμιον
ἀνὴρ ἐλεήμων. ἐγὼ δὲ ματαίως ἄρα κατ' ἐμαυτὸν ἐσκόπουν, ἅ τε
εἶχον ἐν τῇ ἐμαυτοῦ διανοίᾳ καὶ ἃ παρὰ τῆς γραφῆς δεδιδαγμένος
ἤμην περὶ τοῦ ἀνθρώπου. ἐλογιζόμην γὰρ ὅτι πῶς μέγα ἄνθρωπος,
τὸ ἐπίκηρον ζῷον τὸ μυρίοις πάθεσιν ὑποκείμενον, τὸ ἐκ γενετῆς
εἰς γῆρας μυρίων κακῶν ἑσμὸν ἐξαντλοῦν, περὶ οὗ καὶ τῇ γραφῇ
λέλεκται· Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ;
καὶ ὁ μὲν ψαλμῳδὸς καταφρονεῖ τούτου ὡς εὐτελοῦς ζῴου,
ἡ δὲ παροιμία ἀποσεμνύνει ὡς μέγα τι τὸν ἄνθρωπον.

Γρηγόριος Νύσσης. Vita sanctae Macrinae Sec. 3, line 18

παίδευσιν, ἣν ὡς τὰ πολλὰ διὰ τῶν ποιημάτων αἱ πρῶται


τῶν παιδευομένων ἡλικίαι διδάσκονται. Αἰσχρὸν γὰρ
ᾤετο καὶ παντάπασιν ἀπρεπὲς ἢ τὰ τραγικὰ πάθη, ὅσα
ἐκ γυναικῶν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις τοῖς ποιηταῖς
ἔδωκεν, ἢ τὰς κωμικὰς ἀσχημοσύνας ἢ τῶν κατὰ τὸ
Ἴλιον κακῶν τὰς αἰτίας ἁπαλὴν καὶ εὔπλαστον φύσιν
διδάσκεσθαι, καταμολυνομένην τρόπον τινὰ τοῖς ἀσεμνο-  
τέροις περὶ τῶν γυναικῶν διηγήμασιν. Ἀλλ' ὅσα τῆς θεο-
πνεύστου γραφῆς εὐληπτότερα ταῖς πρώταις ἡλικίαις δοκεῖ,
ταῦτα ἦν τῇ παιδὶ τὰ μαθήματα καὶ μάλιστα ἡ τοῦ Σολο-
μῶντος Σοφία καὶ ταύτης πλέον ὅσα πρὸς τὸν ἠθικὸν
ἔφερε βίον. Ἀλλὰ καὶ τῆς ψαλμῳδουμένης γραφῆς
οὐδ' ὁτιοῦν ἠγνόει καιροῖς ἰδίοις ἕκαστον μέρος τῆς ψαλ-
μῳδίας διεξιοῦσα τῆς τε κοίτης διανισταμένη καὶ τῶν
σπουδαίων ἁπτομένη τε καὶ ἀναπαυομένη καὶ προσιεμένη
τροφὴν καὶ ἀναχωροῦσα τραπέζης καὶ ἐπὶ κοίτην ἰοῦσα
καὶ εἰς προσευχὰς διανισταμένη, πανταχοῦ τὴν ψαλμῳδίαν
εἶχεν οἷόν τινα σύνοδον ἀγαθὴν μηδενὸς ἀπολιμπανομένην
χρόνου.  

Γρηγόριος Νύσσης. De vita Mosis Ch. 2, sec. 303, line 7

κρυπτομένους τὸ ἄγος, ἀλλ' ἐμπομπεύοντας τῇ ἀτιμίᾳ τοῦ


πάθους καὶ ἐγκαλλωπιζομένους τῷ τῆς αἰσχύνης μιάσματι,
συῶν δίκην ἀναφανδὸν ἐν ταῖς ἀλλήλων ὄψεσι τῷ τῆς
ἀκαθαρσίας βορβόρῳ ἐγκαλινδουμένους.
 Τί οὖν τῷ διηγήματι παιδευόμεθα; Τὸ μαθόντας
ἡμᾶς ὅσην ἰσχὺν πρὸς τὸ κακὸν ἡ τῆς ἡδονῆς ἔχει νόσος, ὡς
ὅτι μάλιστα πόρρω τοῦ τοιούτου γειτονήματος τὸν ἑαυτῶν
ἀποικίζειν βίον, ὡς ἂν μή τινα πάροδον καθ' ἡμῶν λάβοι ἡ
νόσος, οἷόν τι πῦρ διὰ τοῦ προσεγγισμοῦ τὴν πονηρὰν
φλόγα κατεργαζόμενον. Τοῦτο γὰρ διδάσκει λέγων ἐν τῇ
Σοφίᾳ Σολομὼν μὴ ἐπιψαύειν τοῦ ἄνθρακος γυμνῷ τῷ
ποδὶ μηδὲ πῦρ τῷ κόλπῳ ἐναποτίθεσθαι, ὡς ἐφ' ἡμῖν ὂν ἐν
ἀπαθείᾳ μένειν ἕως ἂν πόρρωθεν ὦμεν τοῦ ὑπεκκαίοντος.
604

Εἰ δὲ κατὰ τοῦτο γενοίμεθα ὡς ἐπιψαῦσαι τῆς διακαοῦς


ταύτης θερμότητος, ἐγκόλπιον τὸ πῦρ τῆς ἐπιθυμίας γενήσεται
καὶ οὕτως ἐπακολουθήσει καὶ τῷ ποδὶ ἡ καῦσις καὶ ἡ διαφ-
θορὰ τῷ κόλπῳ.

Γρηγόριος Νύσσης. De virginitate Ch. 20, sec. 4, line 28

ἀσκῶν οὐδὲ καταπιαίνων τὴν σάρκα περιποιήσεται, ἀλλὰ


πᾶν τὸ ἐναντίον ἐν τῇ τοῦ σώματος ἀσθενείᾳ τελειῶν τὴν
τοῦ πνεύματος δύναμιν. Οἶδα δὲ καὶ τὰ ἕδνα τοῦ γάμου
τούτου οὐκ ἀπὸ φθαρτῶν χρημάτων πεποιημένα, ἀλλ'
ἐκ τοῦ ἰδίου πλούτου τῆς ψυχῆς δωροφορούμενα. Βούλει
μαθεῖν τὰ τῶν δώρων ὀνόματα; Ἄκουσον Παύλου τοῦ
καλοῦ νυμφοστόλου ἐν τίσι πλουτοῦσιν οἱ ἐν παντὶ συνι-
στῶντες ἑαυτούς, ἐν οἷς ἄλλα τε πολλὰ καὶ μεγάλα εἰπών,
»Καὶ ἐν ἁγνότητι» φησίν. Καὶ πάλιν ὅσα ἑτέρωθι ἐν τοῖς
τοῦ πνεύματος καρποῖς ἀπαριθμεῖται, πάντα τοῦ γάμου
τούτου δῶρά ἐστι. Καὶ εἴ τις μέλλοι πείθεσθαι τῷ Σολομῶντι
καὶ τὴν ἀληθινὴν σοφίαν σύνοικόν τε καὶ βίου κοινωνὸν
ἑαυτῷ λαμβάνειν, περὶ ἧς φησιν ὅτι «Ἐράσθητι αὐτῆς,
καὶ τηρήσει σε, τίμησον αὐτήν, ἵνα σε περιλάβῃ», ἐπαξίως
τῆς ἐπιθυμίας ταύτης παρασκευάσεται ἐν καθαρᾷ τῇ στολῇ  
τοῖς ἐν τῷ γάμῳ τούτῳ εὐφραινομένοις συνεορτάζων, ἵνα μὴ
ἀπόβλητος γένηται, τῆς μὲν ἑορτῆς συμμετασχεῖν ἀξιῶν,
τὸ δὲ ἔνδυμα τοῦ γάμου μὴ περικείμενος. Δῆλον δὲ ὅτι
κοινὸς ὁ λόγος ἐστὶν ἐπί τε ἀνδρῶν ὁμοίως καὶ γυναικῶν
εἰς τὴν περὶ τὸν τοιοῦτον γάμον σπουδήν· ἐπειδὴ γάρ,
καθώς φησιν ὁ ἀπόστολος, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»,

Γρηγόριος Νύσσης. Oratio in diem natalem Christi MPG p. 1145, line 53

τοῦ ἄλλου ἤδη φθεγγομένου καὶ ψελλιζομένῃ τῇ φωνῇ


τὴν μητέρα μετὰ δακρύων ἀνακαλοῦντος. τί πάθῃ;
τίς γένηται; τῇ τίνος ἀντιβοήσει φωνῇ; τῇ τίνος
οἰμωγῇ ἀντοδύρηται; ποίῳ ἀποθρηνήσει θανάτῳ
ἴσως ἐφ' ἑκατέρῳ μαστιζομένη τοῖς κέντροις τῆς φύσεως;  
Ἀλλ' ἀπαγάγωμεν τὴν ἀκοὴν τῶν ἐπὶ τοῖς παισὶ
θρήνων καὶ πρὸς τὰ εὐθυμότερα καὶ μᾶλλον τῇ ἑορτῇ
πρέποντα τὴν διάνοιαν τρέψωμεν, κἂν ὑπερβοῶσα
κατὰ τὴν προφητείαν ἡ Ῥαχὴλ τὴν σφαγὴν
τῶν τέκνων ἀπολοφύρηται. ἐν γὰρ ἡμέρᾳ ἑορτῆς,
καθώς φησιν ὁ σοφὸς Σολομὼν, ἀμνηστία πρέπει
κακῶν. τίς δ' ἂν γένοιτο τῆς ἑορτῆς ἡμῖν ταύτης
εὐσημοτέρα, ἐν ᾖ τὴν πονηρὰν τοῦ διαβόλου σκοτόμαιναν
διαχέας ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος δι' αὐτῆς τῆς
ἡμετέρας φύσεως ἐπιλάμπει τῇ φύσει, ἐν ᾖ τὸ πεπτωκὸς
ἀνεγείρεται, τὸ ἐκπεπολεμωνένον εἰς καταλλαγὰς ἄγεται,
τὸ ἀποκηρυχθὲν ἐπανάγεται, τὸ ἀποπεπτωκὸς τῆς ζωῆς
605

εἰς τὴν ζωὴν ἐπανέρχεται, τὸ τῇ αἰχμαλωσίᾳ


δεδουλωμένον εἰς τὴν τῆς βασιλείας ἀξίαν
ἐπαναλαμβάνεται, τὸ τοῖς δεσμοῖς τοῦ θανάτου
πεπεδημένον ἄνετον πρὸς τὴν χώραν τῶν ζώντων

Γρηγόριος Νύσσης. Orationes viii de beatitudinibus Vol. 44, p. 1260, line 20

οὐδείς ποτε τοῦ κερδαίνειν γίνεται κόρος· ἀλλὰ τὸ


ἀεὶ λαμβανόμενον, ὕλη καὶ ὑπέκκαυμα τῆς τοῦ πλείο-
νος ἐπιθυμίας καθίσταται. Τίς τοίνυν τὸν δύστηνον
τοῦτον βίον κατανοήσας ἀνηλεῶς καὶ ἀπηνῶς πρὸς
τὰς τοιαύτας συμφορὰς διατίθεται; Ἀλλ' αἴτιον τὸ
μὴ ἐλεεῖν ἡμᾶς αὐτοὺς ἐν ἀναισθησίᾳ τῶν κακῶν
εἶναι· οἷόν τι πάσχουσιν οἱ ἐκ μανίας παράφοροι, ὧν
ἡ ὑπερβολὴ τοῦ κακοῦ, καὶ τὴν αἴσθησιν ὧν πάσχουσι
προσαφῄρηται. Εἰ τοίνυν τις ἑαυτὸν ἐπιγνοίη, οἷός
τε πρότερον ἦν, καὶ οἷος ἐπὶ τοῦ παρόντος ἐστίν·
φησὶ δέ που καὶ ὁ Σολομῶν, ὅτι Οἱ ἑαυτῶν ἐπιγνώ-
μονες σοφοί· οὐδέποτε ἐλεῶν ὁ τοιοῦτος παύσεται,
τῇ δὲ τοιαύτῃ τῆς ψυχῆς διαθέσει καὶ ὁ θεῖος ἔλεος
κατὰ τὸ εἰκὸς ἀκολουθήσει. Διό φησιν· Μακάριοι οἱ
ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
 Αὐτοὶ οὐχὶ ἕτεροι· ἐν τούτῳ γὰρ σαφηνίζει τὸ
ὄνομα, ὡς ἂν εἴ τις λέγει, Μακάριόν ἐστι τὸ ἐπι-
μελεῖσθαι τῆς σωματικῆς ὑγιείας. Ὁ γὰρ ἐπιμελού-
μενος, αὐτὸς ἐν ὑγιείᾳ βιώσεται· οὕτως ὁ ἐλεήμων
ἐστὶ μακαριστὸς, ὅτι ὁ καρπὸς τοῦ ἐλέου ἴδιον κτῆμα
τοῦ ἐλεοῦντος γίνεται· εἴτε κατὰ τὸν νῦν ἡμῖν

Γρηγόριος Νύσσης. Testimonia adversus Judaeos [Sp.] Vol. 46, p. 205, line 7

θῶσιν αἱ ἡμέραι σου, καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν πα-


τέρων σου. Καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ,
ὃ ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν
βασιλείαν αὐτοῦ. Αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον· καὶ  
ἀνορθώσω τὴν βασιλείαν αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα.
Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς Πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι
εἰς Υἱὸν, καὶ τὸ ἔλεός μου οὐκ ἀποστήσω ἀπ' αὐτοῦ,
καθὼς ἀπέστησα ἀπὸ τῶν ἔμπροσθέν σου. Καὶ πι-
στώσω αὐτὸν ἐν οἴκῳ μου· καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ
ἕως αἰῶνος· καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθωμένος
ἕως αἰῶνος.» Σολομὼν, «Καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς
Ἰσραὴλ, πιστωθήτω δὴ τὸ ῥῆμά σου τῷ Δαβὶδ τῷ
Πατρί μου· εἰ ἀληθῶς κατοικήσει ὁ Θεὸς μετὰ
ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς.» Ἱερεμίας, «Καὶ ἄνθρωπός
ἐστι, καὶ τίς γνώσεται αὐτόν;» Ἀμώς· «Ἐπικαλεῖ-
στο τὸν Θεόν σου· ἑτοιμάζου, Ἱερουσαλὴμ, ὅτι
ἐγὼ στερεῶν βροντὴν, καὶ κτίζων πνεῦμα, καὶ ἀπο-
606

στέλλων εἰς ἀνθρώπους τὸν Χριστόν μου, ποιῶν


ὄρθρον, καὶ ὁμίχλην, καὶ ἐπιβαίνων ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ τῆς
γῆς.» Μιχαίας, «Ἀκούσατε, λαοὶ πάντες, λόγον,
καὶ προσεχέτω ἡ γῆ, καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες

Γρηγόριος Νύσσης. Testimonia adversus Judaeos [Sp.]


Vol. 46, p. 208, line 28

Γʹ. Περὶ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ τῆς ἐκ Παρθένου.

 Ἡσαΐας, «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ


τέξεται υἱὸν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐ[μ]μα-
νουήλ·» ὃ ἑρμηνεύεται, Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός· «Καὶ
πρὶν ἐπιγνῶναι πατέρα, ἢ μητέρα, λήψεται δύνα-
μιν Δαμασκοῦ, καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔδεται.»
Καὶ Σολομὼν προφητικῶς, «Παῖς ἤμην εὐφυὴς,
ψυχῆς τε ἔλαχον ἀγαθῆς· μᾶλλον δὲ ἀγαθὸς ὢν,
ἦλθον εἰς σῶμα ἀμίαντον.» (Τίς οὖν πρὸ γεννή-
σεως ἦν ἀγαθός; καὶ τίς ἦλθεν εἰς σῶμα ἀμίαντον;)
Ἡσαΐας, «Καὶ θελήσουσιν εἰ ἐγενήθησαν πυρίκαυ-
στοι, ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν,
οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ
ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, Θαυμαστὸς,
Σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρὸς, ἐξουσιαστὴς, Ἄρχον εἰ-
ρήνης, Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.» Καὶ πάλιν,
»Ἰδοὺ ἡ δάμαλις τέτοκε, καὶ οὐ τέτοκε.» Τοῦτο

Γρηγόριος Νύσσης. Testimonia adversus Judaeos [Sp.] Vol. 46, p. 232, line 37

μα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου, καὶ τὸ


Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ' ἐμοῦ, καὶ
Πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με.» Καὶ πάλιν,
»Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός σου;» Ἰὼβ,
»Πνεῦμα θεῖον τὸ ποιῆσάν με.» Καὶ πάλιν, «Πνεῦ-
μά ἐστιν ἐν βροτοῖς, πνοὴ δὲ Παντοκράτορός ἐστιν ἡ
διδάσκουσά με.» Καὶ πάλιν, «Ζῇ Κύριος, ὃς
οὕτω με κέκρικε, καὶ ὁ Παντοκράτωρ, ὁ πικράνας
μου τὴν ψυχήν. Πνεῦμα δὲ θεῖον τὸ περιόν μοι ἐν
ῥισί.» Ζαχαρίας, «Ἐγώ εἰμι ἐν ὑμῖν, καὶ
τὸ Πνεῦμά μου ἐφέστηκεν ἐν μέσῳ ὑμῶν.» Σολομὼν,
»Πνεῦμα Κυρίου πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην.»  
Ἡσαΐας· «Παρώξυναν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ
ἐστράφη αὐτοῖς εἰς ἔχθραν.  – Ὁ οἶκος τοῦ Ἰακὼβ
παρώξυναν τὸ Πνεῦμα Κυρίου.» Ἰωήλ· «Καὶ ἔσται
ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματός
607

μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα,» δηλαδὴ τὴν πιστεύουσαν, «καὶ


ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν, καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν,»
καὶ τὰ ἑξῆς. Ἡσαΐας· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμὲ, οὗ
εἵνεκεν ἔχρισέ με,» καὶ, «Ἐπαναπαύσεται ἐπ' αὐ-
τὸν ἑπτὰ πνεύματα.» Καὶ, «Κατέβη Πνεῦμα Κυρίου,

Γρηγόριος Νύσσης. De deitate filii et spiritus sancti Vol. 46, p. 556, line 26

(οὐ γὰρ ὤφθη ποτὲ ὅλον δρεψαμένη τὸ ἄνθος, καὶ


ὑπὲρ νῶτον ἐπὶ σίμβλα κομίζουσα), ἀλλὰ τὸ λεπτὸν
καὶ χνοῶδες τῆς ἐν τῷ μέσῳ κόμης ἐκτιναχθὲν διὰ
τῶν πτερύγων ταῖς ἀγκύλαις ὑπολαβοῦσα, δι' ἐκείνων
ἐργάζεται τὴν σοφὴν ἐργασίαν ἐκείνην, ταῖς ἓξ ἀγκύ-
λαις ἰσαρίθμους γωνίας εἰς ὄρθιον ἀνεγείρουσα, καὶ
διὰ μέσου τῇ λειότητι τῶν πτερύγων, οἷόν τισιν
ἀλοιφαῖς, τοὺς λεπτοὺς ἐκείνους καὶ ὑμενώδεις [ς]τοί-
χους ἐπιλεαίνουσα. Εἰ δὲ μέλλοι καὶ ὁ ἡμέτερος λό-
γος βασιλεῦσί τε καὶ ἰδιώταις, καθώς φησιν ὁ Σολο-
μὼν, εἰς ὑγίειαν ἐπιτήδειος γίνεσθαι, εὐχῇ τὴν χάριν
ἐπισπασώμεθα ἐγώ τε καὶ ὑμεῖς παραπλησίως.
Κοινὸν γὰρ τὸ κέρδος, μᾶλλον δὲ τὸ πλέον ὑμέτερον·
ἐπείπερ τὸ λαβεῖν τι καλὸν τοῦ παρασχεῖν τι κερδα-
λεώτερον. Ἀπαγορεύει τὸ Εὐαγγέλιον παλαιοῖς ἀσκοῖς
οἶνον νέον ἐναποτίθεσθαι· τάχα πρὸς τὸν παρόντα
καιρὸν βλέπει τὸ αἴνιγμα. Ὁ γὰρ νεοθλιβὴς οἶνος,
διὰ τὴν φυσικῶς ἐγγινομένην τοῦ ὑγροῦ ζέσιν, Πνεύ-
ματος πλήρης ἐστὶ, διὰ τῆς φυσικῆς κινήσεως ἐξ-
αφρίζων τὸν ἰλυώδη ῥύπον ἀφ' ἑαυτοῦ. Τοῦτο δὲ οὐδὲν
ἄλλο ἐστὶ, κατά γε τὸν ἐμὸν λόγον, ἢ ἡ περὶ τοῦ

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 7, Ch. 12, sec. 4, line 4

ἀγένητον τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων οὐσίαν, ἄμικτον οὖσαν καὶ ἐπέκεινα πάσης
καταλήψεως, δευτέραν οὐσίαν καὶ θείαν δύναμιν, ἀρχὴν τῶν γενητῶν ἁπάν-
των πρώτην τε ὑποστᾶσαν κἀκ τοῦ πρώτου αἰτίου γεγενημένην, εἰσάγουσι,
λόγον καὶ σοφίαν καὶ θεοῦ δύναμιν αὐτὴν προσαγορεύοντες. τοῦτο δὲ πρῶ-
τος διδάσκει λέγων Ἰώβ· 8“Ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ τόπος ἐστὶ
τῆς ἐπιστήμης; οὐκ οἶδε βροτὸς ὁδὸν αὐτῆς οὐδὲ μὴν εὑρέθη ἐν ἀνθρώποις,
ἀκηκόαμεν δὲ αὐτῆς τὸ κλέος. ὁ κύριος συνέστησεν αὐτῆς τὴν ὁδόν, αὐτὸς δὲ
οἶδε τὸν τόπον αὐτῆς.” καὶ ὁ Δαβὶδ δέ που ἐν ψαλμῳδίαις, ἑτέρῳ προσει-
πὼν τὴν σοφίαν ὀνόματι, φησί· 8“Τῷ λόγῳ κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν,”
τὸν τῶν ἁπάντων δημιουργικὸν λόγον θεοῦ τοῦτον ἀνευφημήσας τὸν τρόπον·
οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ὁ τούτου παῖς Σολομῶν ὧδέ πη ἐξ αὐτῆς προσωποποιεῖ τῆς
σοφίας λέγων· 8“Ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλὴν καὶ γνῶσιν, καὶ ἔννοιαν
ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι
δικαιοσύνην.” οἷς ἐπιλέγει ἑξῆς· 8“Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ  
608

εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με, ἐν ἀρχῇ πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι
καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους γενέσθαι, πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων
βουνῶν γεννᾷ με, ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὡς ἀσφαλεῖς
ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν, ἤμην σὺν αὐτῷ ἁρμόζουσα. ἐγὼ ἤμην ᾗ προς-
έχαιρε καθ' ἡμέραν, ηὐφραινόμην δὲ ἐνώπιον αὐτοῦ ἐνπαντὶ καιρῷ,
ὅτε ηὐφραίνετο τὴν οἰκουμένην συντελέσας.” ταῦτα Σολομῶν ἐν Πα-
ροιμίαις. καὶ ταῦτα δέ πη ἐξ αὐτοῦ λέγεται τοῦ προσώπου· 8“Τί δέ ἐστι

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων.


Book 7, Ch. 12, sec. 6, line 1

τὸν τῶν ἁπάντων δημιουργικὸν λόγον θεοῦ τοῦτον ἀνευφημήσας τὸν τρόπον·
οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ὁ τούτου παῖς Σολομῶν ὧδέ πη ἐξ αὐτῆς προσωποποιεῖ τῆς
σοφίας λέγων· 8“Ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλὴν καὶ γνῶσιν, καὶ ἔννοιαν
ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι
δικαιοσύνην.” οἷς ἐπιλέγει ἑξῆς· 8“Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ  
εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με, ἐν ἀρχῇ πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι
καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους γενέσθαι, πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων
βουνῶν γεννᾷ με, ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὡς ἀσφαλεῖς
ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν, ἤμην σὺν αὐτῷ ἁρμόζουσα. ἐγὼ ἤμην ᾗ προς-
έχαιρε καθ' ἡμέραν, ηὐφραινόμην δὲ ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ,
ὅτε ηὐφραίνετο τὴν οἰκουμένην συντελέσας.” ταῦτα Σολομῶν ἐν Πα-
ροιμίαις. καὶ ταῦτα δέ πη ἐξ αὐτοῦ λέγεται τοῦ προσώπου· 8“Τί δέ ἐστι
σοφία καὶ πῶς ἐγένετο, ἀπαγγελῶ καὶ οὐκ ἀποκρύψω ὑμῖν μυστήρια, ἀλλ' ἐξ
ἀρχῆς γενέσεως ἐξιχνιάσω.” οἷς ἑξῆς ἐπιλέγει· 8“Ἔστι γὰρ αὕτη πνεῦμα
νοερόν, ἅγιον, μονογενές, πολυμερές, λεπτόν, εὐκίνητον, τρανόν, ἀμόλυντον,
παντοδύναμον, πανεπίσκοπον καὶ διὰ πάντων χωροῦν πνευμάτων, νοερῶν,
καθαρῶν, λεπτοτάτων. πάσης γὰρ κινήσεως κινητικώτερον σοφία, διήκει
δὲ καὶ χωρεῖ διὰ πάντων διὰ τὴν καθαρότητα. ἀτμὶς γάρ ἐστι τῆς τοῦ θεοῦ
δυνάμεως καὶ ἀπόρροια τῆς τοῦ παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής· διὸ οὐδὲν
μεμολυσμένον εἰς αὐτὴν παρεμπίπτει. ἀπαύγασμα γάρ ἐστι φωτὸς ἀϊδίου καὶ
ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆς τοῦ θεοῦ ἐνεργείας καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 7, Ch. 14, sec. 1, line 5

τὸ ὅλον ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἐγγράμμου μουσικῆς συνηχήσῃ, τὰς τῶν ἐναντίων ἀπει-
λὰς πειθοῖ τῇ συνῳδῷ μεσιτεύοντός τε καὶ διαιτῶντος.”
 Ταῦτα ὁ Φίλων. καὶ Ἀριστόβουλος δὲ ἄλλος Ἑβραίων σοφὸς ἀνήρ,
κατὰ τὴν τῶν Πτολεμαίων ἀκμάσας ἡγεμονίαν, κυροῖ τὸ δόγμα ὡς πάτριον,
αὐτῷ Πτολεμαίῳ τὴν τῶν ἱερῶν νόμων προσφωνῶν ἑρμηνείαν, ἐν ᾗ τάδε
φησί·
        “Μεταφέροιτο δ' ἂν τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῆς σοφίας· τὸ γὰρ πᾶν φῶς ἐστιν
ἐξ αὐτῆς. διὸ καί τινες εἰρήκασι τῶν ἐκ τῆς αἱρέσεως ὄντες τοῦ Περιπάτου
λαμπτῆρος αὐτὴν ἔχειν τάξιν. ἀκολουθοῦντες γὰρ αὐτῇ συνεχῶς, ἀτάραχοι
καταστήσονται δι' ὅλου τοῦ βίου. σαφέστερον δὲ καὶ κάλλιον τῶν ἡμετέρων
προγόνων τις εἶπε Σολομῶν, πρὸ οὐρανοῦ καὶ γῆς αὐτὴν ὑπάρχειν· τὸ δὲ
σύμφωνόν ἐστι τῷ προειρημένῳ.”
 Ταῦτα μὲν οὖν καὶ τὰ τοιαῦτα περὶ τοῦδε καὶ παῖδες Ἑβραίων πεφιλο-
609

σοφήκασιν. ἆρ' οὖν οὐχ οὗτος λόγων εἴη ἂν ὁ θεοπρεπέστατος, δυνάμει  


θεοῦ λογικῇ καὶ πανσόφῳ, μᾶλλον δὲ αὐτῇ σοφίᾳ καὶ αὐτῷ θεοῦ λόγῳ
τὴν ἀρχὴν ἀνατιθεὶς τῆς τοῦ παντὸς συστάσεως ἢ τοῖς ἀψύχοις καὶ ἀλόγοις
στοιχείοις; ἀλλὰ γὰρ τοιαῦτα παρ' Ἑβραίοις καὶ τὰ περὶ τῆς τῶν ὅλων
ἀρχῆς. σκεψώμεθα δὲ καὶ ἃ περὶ τῆς τῶν λογικῶν συστάσεως, τῶν μετὰ
τὴν πρώτην ἀρχήν, ἐκδιδάσκουσι.

Ευσεβος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. Pin, sec. 1, line 37

καʹ. Δημητρίου περὶ τοῦ Ἰακώβ


κβʹ. Θεοδότου περὶ τοῦ αὐτοῦ
κγʹ. Ἀρταπάνου περὶ τοῦ Ἰωσήφ
κδʹ. Φίλωνος περὶ τοῦ αὐτοῦ
κεʹ. Ἀρισταίου περὶ τοῦ Ἰώβ
κϛʹ. Εὐπολέμου περὶ Μωσέως
κζʹ. Ἀρταπάνου περὶ τοῦ αὐτοῦ
κηʹ. Ἐζεκιήλου περὶ τοῦ αὐτοῦ
κθʹ. Δημητρίου περὶ τοῦ αὐτοῦ
λʹ. Ἐζεκιήλου περὶ τοῦ αὐτοῦ
λαʹ. Εὐπολέμου περὶ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος καὶ περὶ Ἱεροσολύμων  
λβʹ. Σολομῶνος ἐπιστολὴ πρὸς Οὐαφρῆν τὸν τῶν Αἰγυπτίων βασιλέα
λγʹ. Οὐαφρέους ἐπιστολὴ πρὸς Σολομῶνα βασιλέα
λδʹ. Σολομῶνος ἐπιστολὴ πρὸς Σούρωνα βασιλέα Φοινίκης
λεʹ. Σούρωνος ἐπιστολὴ πρὸς Σολομῶνα
λϛʹ. Θεοφίλου περὶ Σολομῶνος
λζʹ. Εὐπολέμου περὶ τοῦ αὐτοῦ
ληʹ. Τιμοχάρους περὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τῶν περὶ Ἀντιόχου τῆς αὐτῆς γραφῆς
λθʹ. Τοῦ τῆς Συρίας σχοινομέτρου περὶ τῆς αὐτῆς
μʹ. Φίλωνος περὶ τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις ὑδάτων
μαʹ. Ἀριστέου περὶ τῶν αὐτῶν

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων.


Book 9, Ch. 30, sec. 1, line t1

λαʹ. ΕΥΠΟΛΕΜΟΥ ΠΕΡΙ ΔΑΒΙΔ ΚΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΟΣ


ΟΙ ΕΒΑΣΙΛΕΥΣΑΝ ΕΒΡΑΙΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

        “Εὐπόλεμος δέ φησιν ἔν τινι Περὶ τῆς Ἠλίου προφητείας 8Μωσῆν προ-


φητεῦσαι ἔτη μʹ· εἶτα Ἰησοῦν, τὸν τοῦ Ναυῆ υἱόν, ἔτη λʹ· βιῶσαι δ' αὐτὸν
ἔτη ριʹ πῆξαί τε τὴν ἱερὰν σκηνὴν ἐν Σιλοῖ. μετὰ δὲ ταῦτα προφήτην γε-
νέσθαι Σαμουήλ. εἶτα τῇ τοῦ θεοῦ βουλήσει ὑπὸ Σαμουὴλ Σαοῦλον βασιλέα
αἱρεθῆναι, ἄρξαντα δὲ ἔτη καʹ τελευτῆσαι. εἶτα Δαβὶδ τὸν τούτου υἱὸν
610

δυναστεῦσαι, ὃν καταστρέψασθαι Σύρους τοὺς παρὰ τὸν Εὐφράτην οἰκοῦντας


ποταμὸν καὶ τὴν Κομμαγηνὴν καὶ τοὺς ἐν Γαλαδηνῇ Ἀσσυρίους καὶ Φοίνικας.
στρατεῦσαι δ' αὐτὸν καὶ ἐπὶ Ἰδουμαίους καὶ Ἀμμανίτας καὶ Μωαβίτας καὶ
Ἰτουραίους καὶ Ναβαταίους καὶ Ναβδαίους, αὖθις δὲ ἐπιστρατεῦσαι ἐπὶ

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. 30, sec. 8, line 1

λόμενόν τε τὸν Δαβὶδ οἰκοδομῆσαι ἱερὸν τῷ θεῷ ἀξιοῦν τὸν θεὸν τόπον αὐτῷ
δεῖξαι τοῦ θυσιαστηρίου. ἔνθα δὴ ἄγγελον αὐτῷ ὀφθῆναι ἑστῶτα ἐπάνω τοῦ
τόπου, οὗ τὸν βωμὸν ἱδρῦσθαι ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ κελεύειν αὐτὸν μὴ ἱδρύε-
σθαι τὸ ἱερόν, διὰ τὸ αἵματι ἀνθρωπίνῳ πεφύρθαι καὶ πολλὰ ἔτη πεπολεμηκέναι·
 εἶναι δ' αὐτῷ ὄνομα Διαναθάν· προστάξαι τε αὐτῷ τοῦτον ὅπως τῷ υἱῷ ἐπι-
τρέψῃ τὴν οἰκοδομίαν, αὐτὸν δὲ εὐτρεπίζειν τὰ πρὸς τὴν κατασκευὴν ἀνήκοντα,
χρυσίον, ἀργύριον, χαλκόν, λίθους, ξύλα κυπαρίσσινα καὶ κέδρινα. ἀκού-
σαντα δὲ τὸν Δαβὶδ πλοῖα ναυπηγήσασθαι ἐν Ἐλάνοις πόλει τῆς Ἀραβίας καὶ
πέμψαι μεταλλευτὰς εἰς τὴν Οὐρφῆ νῆσον, κειμένην ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ,
μέταλλα χρυσικὰ ἔχουσαν· καὶ τὸ χρυσίον ἐκεῖθεν μετακομίσαι τοὺς μεταλ-
λευτὰς εἰς τὴν Ἰουδαίαν. βασιλεύσαντα δὲ τὸν Δαβὶδ ἔτη μʹ Σολομῶνι
τῷ υἱῷ τὴν ἀρχὴν παραδοῦναι, ὄντι ἐτῶν ιβʹ, ἐνώπιον Ἠλεὶ τοῦ ἀρχιερέως
καὶ τῶν δώδεκα φυλάρχων καὶ παραδοῦναι αὐτῷ τόν τε χρυσὸν καὶ ἄργυρον
καὶ χαλκὸν καὶ λίθον καὶ ξύλα κυπαρίσσινα καὶ κέδρινα. καὶ αὐτὸν μὲν τελευτῆ-
σαι, Σολομῶνα δὲ βασιλεύειν καὶ γράψαι πρὸς Οὐαφρῆν τὸν Αἰγύπτου βασιλέα
τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολήν.”

λβʹ. ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΟΛΟΜΩΝΟΣ

8“Βασιλεὺς Σολομῶν Οὐαφρῇ βασιλεῖ Αἰγύπτου φίλῳ πατρικῷ


χαίρειν

 Γίνωσκέ με παρειληφότα τὴν βασιλείαν παρὰ Δαβὶδ τοῦ πατρὸς διὰ τοῦ

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. 30, sec. 8, line 5

τρέψῃ τὴν οἰκοδομίαν, αὐτὸν δὲ εὐτρεπίζειν τὰ πρὸς τὴν κατασκευὴν ἀνήκοντα,


χρυσίον, ἀργύριον, χαλκόν, λίθους, ξύλα κυπαρίσσινα καὶ κέδρινα. ἀκού-
σαντα δὲ τὸν Δαβὶδ πλοῖα ναυπηγήσασθαι ἐν Ἐλάνοις πόλει τῆς Ἀραβίας καὶ
πέμψαι μεταλλευτὰς εἰς τὴν Οὐρφῆ νῆσον, κειμένην ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ,
μέταλλα χρυσικὰ ἔχουσαν· καὶ τὸ χρυσίον ἐκεῖθεν μετακομίσαι τοὺς μεταλ-
λευτὰς εἰς τὴν Ἰουδαίαν. βασιλεύσαντα δὲ τὸν Δαβὶδ ἔτη μʹ Σολομῶνι
τῷ υἱῷ τὴν ἀρχὴν παραδοῦναι, ὄντι ἐτῶν ιβʹ, ἐνώπιον Ἠλεὶ τοῦ ἀρχιερέως
καὶ τῶν δώδεκα φυλάρχων καὶ παραδοῦναι αὐτῷ τόν τε χρυσὸν καὶ ἄργυρον
καὶ χαλκὸν καὶ λίθον καὶ ξύλα κυπαρίσσινα καὶ κέδρινα. καὶ αὐτὸν μὲν τελευτῆ-
σαι, Σολομῶνα δὲ βασιλεύειν καὶ γράψαι πρὸς Οὐαφρῆν τὸν Αἰγύπτου βασιλέα
τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολήν.”
611

λβʹ. ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΟΛΟΜΩΝΟΣ

8“Βασιλεὺς Σολομῶν Οὐαφρῇ βασιλεῖ Αἰγύπτου φίλῳ πατρικῷ


χαίρειν

 Γίνωσκέ με παρειληφότα τὴν βασιλείαν παρὰ Δαβὶδ τοῦ πατρὸς διὰ τοῦ
θεοῦ τοῦ μεγίστου, [καὶ] ἐπιτεταχότος μοι οἰκοδομῆσαι ἱερὸν τῷ θεῷ, ὃς τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἔκτισεν, ἅμα δέ σοι γράψαι ἀποστεῖλαί μοι τῶν παρὰ
σοῦ λαῶν, οἳ παραστήσονταί μοι μέχρι τοῦ ἐπιτελέσαι πάντα κατὰ τὴν χρείαν,
καθότι ἐπιτέτακται.”  

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. 34, sec. 4, line 1

 Εὐλογητὸς ὁ θεός, ὃς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἔκτισεν, ὃς εἵλετο ἄνθρωπον
χρηστὸν ἐκ χρηστοῦ ἀνδρός· ἅμα τῷ ἀναγνῶναι τὴν παρὰ σοῦ ἐπιστολὴν
σφόδρα ἐχάρην καὶ εὐλόγησα τὸν θεὸν ἐπὶ τῷ παρειληφέναι σὲ τὴν βασιλείαν.
 περὶ δὲ ὧν γράφεις μοι, περὶ τῶν κατὰ τοὺς λαοὺς τοὺς παρ' ἡμῖν, ἀπέσταλκά
σοι Τυρίων καὶ Φοινίκων ὀκτακισμυρίους καὶ ἀρχιτέκτονά σοι ἀπέσταλκα
ἄνθρωπον Τύριον, ἐκ μητρὸς Ἰουδαίας, ἐκ τῆς φυλῆς τῆς Δαβίδ. ὑπὲρ ὧν
ἂν αὐτὸν ἐρωτήσῃς τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανὸν πάντων κατ' ἀρχιτεκτονίαν, ὑφηγή-
σεταί σοι καὶ ποιήσει. περὶ δὲ τῶν δεόντων καὶ ἀποστελλομένων σοι παίδων
καλῶς ποιήσεις ἐπιστείλας τοῖς κατὰ τόπον ἐπάρχοις, ὅπως χορηγῆται τὰ
δέοντα.
 Διελθὼν δὲ Σολομῶν, ἔχων τοὺς πατρικοὺς φίλους, ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ τοῦ
Λιβάνου μετὰ τῶν Σιδωνίων καὶ Τυρίων, μετήνεγκε τὰ ξύλα τὰ προκεκομ-
μένα ὑπὸ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ διὰ τῆς θαλάσσης εἰς Ἰόππην, ἐκεῖθεν δὲ πεζῇ
εἰς Ἱεροσόλυμα. καὶ ἄρξασθαι οἰκοδομεῖν τὸ ἱερὸν τοῦ θεοῦ, ὄντα ἐτῶν τρις-
καίδεκα, ἐργάζεσθαι δὲ τὰ ἔθνη τὰ προειρημένα καὶ φυλὰς δώδεκα τῶν Ἰου-  
δαίων καὶ παρέχειν ταῖς ἑκκαίδεκα μυριάσι τὰ δέοντα πάντα, κατὰ μῆνα φυλὴν
μίαν. θεμελιῶσαί τε τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ, μῆκος πηχῶν ξʹ, πλάτος πηχῶν ξʹ,
τὸ δὲ πλάτος τῆς οἰκοδομῆς καὶ τῶν θεμελίων πηχῶν ιʹ· οὕτω γὰρ αὐτῷ
προστάξαι Νάθαν τὸν προφήτην τοῦ θεοῦ. οἰκοδομεῖν δὲ ἐναλλὰξ δόμον
λίθινον καὶ ἔνδεσμον κυπαρίσσινον, πελεκίνοις χαλκοῖς ταλαντιαίοις καταλαμ-
βάνοντα[ς] τοὺς δύο δόμους. οὕτω δ' αὐτὸν οἰκοδομήσαντα ξυλῶσαι ἔσωθεν

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. 34, sec. 13, line 2

βασιλεύς, ὅταν προσεύχηται, ὅπως ὀπτάνηται τῷ λαῷ τῶν Ἰουδαίων. οἰκο-


δομῆσαι δὲ καὶ τὸ θυσιαστήριον πηχῶν κεʹ ἐπὶ πήχεις κʹ, τὸ δὲ ὕψος πηχῶν
δώδεκα. ποιῆσαι δὲ καὶ δακτυλίους δύο χαλκοῦς ἁλυσιδωτοὺς καὶ στῆσαι
αὐτοὺς ἐπὶ μηχανημάτων ὑπερεχόντων τῷ ὕψει τὸν ναὸν πήχεις κʹ καὶ σκιά-
ζειν ἐπάνω παντὸς τοῦ ἱεροῦ· καὶ προσκρεμάσαι ἑκάστῃ δίκτυϊ κώδωνας χαλ-
κοῦς ταλαντιαίους τετρακοσίους· καὶ ποιῆσαι ὅλας τὰς δίκτυας πρὸς τὸ ψοφεῖν
τοὺς κώδωνας καὶ ἀποσοβεῖν τὰ ὄρνεα, ὅπως μὴ καθίζῃ ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ μηδὲ
νοσσεύῃ ἐπὶ τοῖς φατνώμασι τῶν πυλῶν καὶ στοῶν καὶ μολύνῃ τοῖς ἀποπατήμασι
τὸ ἱερόν. περιβαλεῖν δὲ καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα τὴν πόλιν τείχεσι καὶ πύργοις
612

καὶ τάφροις· οἰκοδομῆσαι δὲ καὶ βασίλεια ἑαυτῷ. προσαγορευθῆναι δὲ


τὸ ἀνάκτορον πρῶτον μὲν ἱερὸν Σολομῶνος, ὕστερον δὲ παρεφθαρμένως τὴν
πόλιν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ Ἱερουσαλὴμ ὀνομασθῆναι, ὑπὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων φερωνύ-
μως Ἱεροσόλυμα λέγεσθαι. συντελέσαντα δὲ τὸ ἱερὸν καὶ τὴν πόλιν τειχί-  
σαντα ἐλθεῖν εἰς Σηλὼμ καὶ θυσίαν τῷ θεῷ εἰς ὁλοκάρπωσιν προσαγαγεῖν
βοῦς χιλίους. λαβόντα δὲ τὴν σκηνὴν καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ τὰ σκεύη, ἃ
ἐποίησε Μωσῆς, εἰς Ἱεροσόλυμα ἐνεγκεῖν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ θεῖναι. καὶ
τὴν κιβωτὸν δὲ καὶ τὸν βωμὸν τὸν χρυσοῦν καὶ τὴν λυχνίαν καὶ τὴν τράπεζαν καὶ
τὰ ἄλλα σκεύη ἐκεῖ καταθέσθαι, καθὼς προστάξαι αὐτῷ τὸν προφήτην.
 προσαγαγεῖν δὲ τῷ θεῷ θυσίαν μυρίαν, πρόβατα δισχίλια, μόσχους τρισχι-
λίους πεντακοσίους. τὸ δὲ σύμπαν χρυσίον τὸ εἰς τοὺς δύο στύλους καὶ τὸν

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 9, Ch. 34, sec. 17, line 1

βοῦς χιλίους. λαβόντα δὲ τὴν σκηνὴν καὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ τὰ σκεύη, ἃ


ἐποίησε Μωσῆς, εἰς Ἱεροσόλυμα ἐνεγκεῖν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ θεῖναι. καὶ
τὴν κιβωτὸν δὲ καὶ τὸν βωμὸν τὸν χρυσοῦν καὶ τὴν λυχνίαν καὶ τὴν τράπεζαν καὶ
τὰ ἄλλα σκεύη ἐκεῖ καταθέσθαι, καθὼς προστάξαι αὐτῷ τὸν προφήτην.
 προσαγαγεῖν δὲ τῷ θεῷ θυσίαν μυρίαν, πρόβατα δισχίλια, μόσχους τρισχι-
λίους πεντακοσίους. τὸ δὲ σύμπαν χρυσίον τὸ εἰς τοὺς δύο στύλους καὶ τὸν
ναὸν καταχρησθὲν εἶναι τάλαντα μυριάδων υξʹ· εἰς δὲ τοὺς ἥλους καὶ τὴν ἄλλην
κατασκευὴν ἀργυρίου τάλαντα χίλια διακόσια τριάκοντα δύο· χαλκοῦ δὲ εἰς
τοὺς κίονας καὶ τὸν λουτῆρα καὶ τὴν στοὰν τάλαντα μύρια ὀκτακισχίλια πεντή-
κοντα. ἀποπέμψαι δὲ τὸν Σολομῶνα καὶ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ τοὺς Φοίνι-
κας, ἑκάστους εἰς τὴν ἑαυτῶν, ἑκάστῳ χρυσοῦ σίκλους δόντα δέκα· τὸ δὲ τά-
λαντον εἶναι σίκλον. καὶ τῷ μὲν Αἰγύπτου βασιλεῖ Οὐαφρῇ ἐλαίου μετρητὰς
μυρίους, φοινικοβαλάνων ἀρτάβας χιλίας, μέλιτος δὲ ἀγγεῖνα ἑκατὸν καὶ ἀρώ-
ματα πέμψαι· τῷ δὲ Σούρωνι εἰς Τύρον πέμψαι τὸν χρυσοῦν κίονα, τὸν
ἐν Τύρῳ ἀνακείμενον ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διός.”

λϛʹ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΠΕΡΙ ΣΟΛΟΜΩΝΟΣ

        “Θεόφιλος δέ φησι τὸν περισσεύσαντα χρυσὸν τὸν Σολομῶνα τῷ Τυρίων


βασιλεῖ πέμψαι· τὸν δὲ εἰκόνα τῆς θυγατρὸς ζῷον ὁλοσώματον κατασκευάσαι,
καὶ ἔλυτρον τῷ ἀνδριάντι τὸν χρυσοῦν κίονα περιθεῖναι.”  

λζʹ. ΕΥΠΟΛΕΜΟΥ ΠΕΡΙ ΣΟΛΟΜΩΝΟΣ

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 10, Ch. 13, sec. 13, line 4

νου συλλογισθέντος, ὅτι οἱ καλούμενοι ποιμένες, ἡμέτεροι δὲ πρόγονοι, τρισὶ


καὶ ἐνενήκοντα καὶ τριακοσίοις πρόσθεν ἔτεσιν ἐκ τῆς Αἰγύπτου ἀπαλλαγέντες
τὴν χώραν ταύτην ἐπῴκησαν ἢ Δαναὸν εἰς Ἄργος ἀφικέσθαι· καίτοι τοῦτον
613

ἀρχαιότατον Ἀργεῖοι νομίζουσι. δύο τοίνυν ὁ Μάνεθως ἡμῖν τὰ μέγιστα


μεμαρτύρηκεν ἐκ τῶν παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις γραμμάτων· πρῶτον μὲν τὴν ἑτέ-
ρωθεν ἄφιξιν εἰς Αἴγυπτον, ἔπειτα δὲ τὴν ἐκεῖθεν ἀπαλλαγὴν οὕτως ἀρχαίαν
τοῖς χρόνοις ὡς ἐγγύς που προτερεῖν αὐτὴν τῶν Ἰλιακῶν ἔτεσι χιλίοις.”  
 Ἀλλὰ τὰ μὲν ἀπὸ τῆς Αἰγυπτιακῆς ἱστορίας ταύτη πη τῷ Ἰωσήπῳ
κατὰ πλάτος ἀνιστόρηται. ἀπὸ δὲ τῆς Φοινίκων, μάρτυσι χρησάμενος τοῖς
τὰ Φοινικικὰ συγγραψαμένοις, παρίστησι τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν ὑπὸ
Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ᾠκοδομῆσθαι ἔτεσι θᾶττον ἑκατὸν τεσσαράκοντα
τρισὶ καὶ μησὶν ὀκτὼ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχηδόνα· εἶτα μεταβὰς καὶ
ἀπὸ τῆς περὶ Χαλδαίων ἱστορίας τὰς περὶ τῆς Ἑβραίων ἀρχαιότητος
παρατίθεται μαρτυρίας.

ιδʹ. ΩΣ ΑΠΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡ' ΕΒΡΑΙΟΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΝΕΩΤΕΡΟΙ


ΤΥΓΧΑΝΟΥΣΙ ΤΩΝ ΠΑΡ' ΕΛΛΗΣΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

 Ἀλλὰ τί δεῖ πλῆθος ταῖς ἀποδείξεσιν ἐπισωρεύειν, τοῦ φιλαλήθους,


ἀλλὰ μὴ φιλαπεχθήμονος καὶ τοῖς εἰρημένοις ἀρκουμένου ποικίλην περιέ-
χουσι τὴν περὶ τοῦ προκειμένου σύστασιν; προὔκειτο δὲ ἡμῖν τὰ Μωσέως καὶ
τῶν προφητῶν παλαίτερα τῶν Ἑλληνικῶν ἀποδεῖξαι. ἐπειδὴ τοίνυν
μακρῷ πρόσθεν τῶν Τρωϊκῶν Μωσῆς γεγονὼς ἀποδέδεικται, φέρ' ἴδωμεν

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 10, Ch. 14, sec. 4, line 3

Μωσέα τοίνυν προέστη τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους Ἰησοῦς, ὥς τινες, ἔτεσι  


λʹ· εἶθ', ὥς φησιν ἡ γραφή, ἐκράτησαν ἀλλόφυλοι ἔτεσιν ὀκτώ. ἔπειτα Γο-
θονιὴλ ἔτεσι πεντήκοντα. μεθ' ὃν Ἐγλώμ, βασιλεὺς Μωάβ, ἔτη ιηʹ. μεθ'
ὃν Ἀὼδ ἔτη πʹ. μεθ' ὃν πάλιν ἀλλόφυλοι ἔτη κʹ. ἔπειτα Δεββώρα καὶ Βαρὰκ
ἔτη μʹ· ἔπειτα Μαδιηναῖοι ἔτη ζʹ· ἔπειτα Γεδεὼν ἔτη μʹ· Ἀβιμέλεχ ἔτη
τρία· Θωλὰ κγʹ· Ἰαεὶρ κβʹ· Ἀμμανῖται ιηʹ· Ἰεφθάε ἔτη ϛʹ· Ἐσβὼν ἔτη ζʹ·
Αἰαλὼν ἔτη ιʹ· Λαβδὼν ἔτη ηʹ· ἀλλόφυλοι ἔτη μʹ· Σαμψὼν ἔτη κʹ· ἔπειτα
Ἠλεὶ ἱερεύς, ὡς τὸ Ἑβραϊκόν, ἔτη μʹ· περὶ ὃν συμβαίνει τὴν Ἰλίου καταν-
τᾶν ἅλωσιν. μετὰ δὲ Ἠλεὶ τὸν ἱερέα ἡγεῖται τοῦ λαοῦ Σαμουήλ. μεθ'
ὃν πρῶτος αὐτῶν βασιλεύει Σαοὺλ ἔτεσι μʹ· ἔπειτα Δαβὶδ ἔτεσι μʹ· ἔπειτα
Σολομῶν ἔτεσι μʹ· ὃς καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν ἐδείματο πρῶτος.
μετὰ δὲ Σολομῶνα βασιλεύει Ῥοβοὰμ ἔτη ιζʹ· Ἀβιὰ ἔτη γʹ· Ἄσα ἔτη
μαʹ· Ἰωσαφὰθ ἔτη κεʹ· Ἰωρὰμ ἔτη ηʹ· Ὀχοζίας ἔτος αʹ· Γοθολιὰ
ἔτη ζʹ· Ἰωὰς ἔτη μʹ· Ἀμασίας ἔτη κθʹ· Ὀζίας ἔτη νβʹ· καθ' ὃν
προφητεύουσιν Ὠσηέ, Ἀμώς, Ἡσαΐας, Ἰωνᾶς· μετὰ δὲ Ὀζίαν βασι-
λεύει Ἰωάθαμ ἔτη ιϛʹ· μεθ' ὃν Ἄχαζ ἔτη ιϛʹ· κατὰ τοῦτον ἡ πρώτη  
Ὀλυμπιὰς ἤχθη, ἣν ἐνίκα στάδιον Κόροιβος Ἠλεῖος· διαδέχεται
δὲ τὸν Ἄχαζ Ἐζεκίας ἔτεσι κθʹ· καθ' ὃν Ῥωμύλος Ῥώμην ἔκτισε καὶ ἐβασί-
λευσε. μετὰ δὲ Ἐζεκίαν βασιλεύει Μανασσῆς ἔτη νεʹ· ἔπειτα Ἀμὼν ἔτη βʹ·
ἔπειτα Ἰωσίας ἔτη λαʹ· καθ' ὃν προφητεύουσιν Ἱερεμίας, Βαρούχ, Ὀλδᾶ
καὶ ἄλλοι προφῆται· ἔπειτα Ἰωάχαζ μῆνας τρεῖς· μεθ' ὃν Ἰωακεὶμ ἔτη

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 10, Ch. 14, sec. 4, line 4

λʹ· εἶθ', ὥς φησιν ἡ γραφή, ἐκράτησαν ἀλλόφυλοι ἔτεσιν ὀκτώ. ἔπειτα Γο-
614

θονιὴλ ἔτεσι πεντήκοντα. μεθ' ὃν Ἐγλώμ, βασιλεὺς Μωάβ, ἔτη ιηʹ. μεθ'
ὃν Ἀὼδ ἔτη πʹ. μεθ' ὃν πάλιν ἀλλόφυλοι ἔτη κʹ. ἔπειτα Δεββώρα καὶ Βαρὰκ
ἔτη μʹ· ἔπειτα Μαδιηναῖοι ἔτη ζʹ· ἔπειτα Γεδεὼν ἔτη μʹ· Ἀβιμέλεχ ἔτη
τρία· Θωλὰ κγʹ· Ἰαεὶρ κβʹ· Ἀμμανῖται ιηʹ· Ἰεφθάε ἔτη ϛʹ· Ἐσβὼν ἔτη ζʹ·
Αἰαλὼν ἔτη ιʹ· Λαβδὼν ἔτη ηʹ· ἀλλόφυλοι ἔτη μʹ· Σαμψὼν ἔτη κʹ· ἔπειτα
Ἠλεὶ ἱερεύς, ὡς τὸ Ἑβραϊκόν, ἔτη μʹ· περὶ ὃν συμβαίνει τὴν Ἰλίου καταν-
τᾶν ἅλωσιν. μετὰ δὲ Ἠλεὶ τὸν ἱερέα ἡγεῖται τοῦ λαοῦ Σαμουήλ. μεθ'
ὃν πρῶτος αὐτῶν βασιλεύει Σαοὺλ ἔτεσι μʹ· ἔπειτα Δαβὶδ ἔτεσι μʹ· ἔπειτα
Σολομῶν ἔτεσι μʹ· ὃς καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν ἐδείματο πρῶτος.
μετὰ δὲ Σολομῶνα βασιλεύει Ῥοβοὰμ ἔτη ιζʹ· Ἀβιὰ ἔτη γʹ· Ἄσα ἔτη
μαʹ· Ἰωσαφὰθ ἔτη κεʹ· Ἰωρὰμ ἔτη ηʹ· Ὀχοζίας ἔτος αʹ· Γοθολιὰ
ἔτη ζʹ· Ἰωὰς ἔτη μʹ· Ἀμασίας ἔτη κθʹ· Ὀζίας ἔτη νβʹ· καθ' ὃν
προφητεύουσιν Ὠσηέ, Ἀμώς, Ἡσαΐας, Ἰωνᾶς· μετὰ δὲ Ὀζίαν βασι-
λεύει Ἰωάθαμ ἔτη ιϛʹ· μεθ' ὃν Ἄχαζ ἔτη ιϛʹ· κατὰ τοῦτον ἡ πρώτη  
Ὀλυμπιὰς ἤχθη, ἣν ἐνίκα στάδιον Κόροιβος Ἠλεῖος· διαδέχεται
δὲ τὸν Ἄχαζ Ἐζεκίας ἔτεσι κθʹ· καθ' ὃν Ῥωμύλος Ῥώμην ἔκτισε καὶ ἐβασί-
λευσε. μετὰ δὲ Ἐζεκίαν βασιλεύει Μανασσῆς ἔτη νεʹ· ἔπειτα Ἀμὼν ἔτη βʹ·
ἔπειτα Ἰωσίας ἔτη λαʹ· καθ' ὃν προφητεύουσιν Ἱερεμίας, Βαρούχ, Ὀλδᾶ
καὶ ἄλλοι προφῆται· ἔπειτα Ἰωάχαζ μῆνας τρεῖς· μεθ' ὃν Ἰωακεὶμ ἔτη
ιαʹ· μεθ' ὃν πάντων ὕστατος Σεδεκίας ἔτη ιβʹ· κατὰ τοῦτον

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 11, Ch. 4, sec. 6, line 4

τῶν ὅλων αἴτιον ὑποστησάμενος κοσμογονίαν τε καὶ ἀνθρωπογονίαν ὑπο-


γράψας. εἶθ' οὕτως ἀπὸ τῶν καθόλου ἐπὶ τὰ κατὰ μέρος προελθὼν
τῷ λόγῳ καὶ διὰ τῆς τῶν παλαιῶν ἀνδρῶν μνήμης εἰς τὸν τῆς ἐκείνων ἀρε-
τῆς τε καὶ θεοσεβείας ζῆλον τοὺς φοιτητὰς παρορμήσας, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ
αὐτὸς αὐθέντης νόμων εὐσεβῶν τῶν πρὸς αὐτοῦ τεθέντων ἀποφανθείς,
κατὰ πάντα δῆλος ἂν εἴη τοῦ φιλοθέου τρόπου διὰ τῆς τῶν ἠθῶν ἐπιμελείας
πρόνοιαν πεποιημένος, ὥσπερ οὖν καὶ τοῦτο προλαβὼν ὁ λόγος ἐν τοῖς
πρόσθεν φανερὸν κατεστήσατο. μακρὸν δ' ἂν εἴη καὶ τοὺς ἑξῆς μετὰ
Μωσέα προφήτας τούς τε τούτων προτρεπτικοὺς μὲν ἀρετῆς, ἀποτρεπτι-
κοὺς δὲ κακίας ἁπάσης λόγους ἐν τῷδε καταβάλλεσθαι. τί δ' εἴ σοι τοῦ
σοφωτάτου Σολομῶνος τὰς ἠθικὰς παραφέροιμι διδασκαλίας, αἷς καὶ οἰ-
κείων λόγων ἀνέθηκε σύγγραμμα, 8Παροιμίας ἐπονομάσας, ἐπιτόμους
γνώμας ἀποφθέγμασιν ἐοικυίας ὑποθέσει περιλαβὼν μιᾷ; καὶ τὸν μὲν
ἠθικὸν τρόπον ταύτη πη παῖδες Ἑβραίων ἐκ παλαιῶν πρὶν ἢ καὶ τὰ πρῶτα
στοιχεῖα μαθεῖν Ἕλληνας, αὐτοί τε ἐπαιδεύοντο καὶ τοῖς προσιοῦσι τῆς
αὐτῆς ἀφθόνως ἐκοινώνουν παιδείας.  

ϛʹ. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡ' ΕΒΡΑΙΟΙΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑΣ

 Καὶ τὸν λογικὸν δὲ τρόπον τῆς Ἑβραίων φιλοσοφίας οὐ, καθάπερ


Ἕλλησι φίλον, δεινότητι σοφισμάτων καὶ λογισμοῖς πρὸς ἀπάτην τετεχνα-
σμένοις δεῖν ᾤοντο μετιέναι, καταλήψει δὲ αὐτῆς ἀληθείας, ἣν ὑπὸ θείου

Ευσεβιος Προπαρακευή Ευαγγέλιων. Book 11, Ch. 5, sec. 4, line 1


615

φωτὸς τὰς ψυχὰς καταυγασθέντες οἱ παρ' αὐτοῖς θεόσοφοι εὕραντό τε καὶ


ἐφωτίσθησαν. ἐφ' ἣν ἀκονῶντες τοὺς τὰ οἰκεῖα μαθήματα παιδευο-
μένους, λόγων τε αὐτοῖς ἱερῶν ἀπαγγελίας ἱστοριῶν τε σεμνῶν διηγήματα
ᾠδῶν τε καὶ ἐπῳδῶν ἐμμέτρους συνθέσεις καὶ ἔτι προβλήματα καὶ αἰνίγματα
καί τινας σοφὰς καὶ ἀλληγορικὰς θεωρίας μετὰ κάλλους εὐεπείας καὶ τῆς
κατὰ τὴν οἰκείαν γλῶτταν εὐφραδοῦς ἀπαγγελίας ἐξέτι νηπίας αὐτοῖς παρε-
δίδοσαν ἡλικίας. ναὶ μὴν καὶ τῶν πρώτων μαθημάτων δευτερωταί τινες
ἦσαν αὐτοῖς (οὕτω δὲ φίλον τοὺς ἐξηγητὰς τῶν παρ' αὐτοῖς γραφῶν ὀνο-
μάζειν), οἳ τὰ δι' αἰνιγμῶν ἐπεσκιασμένα, εἰ καὶ μὴ τοῖς πᾶσι, τοῖς γοῦν
πρὸς τὴν τούτων ἀκοὴν ἐπιτηδείοις δι' ἑρμηνείας καὶ σαφηνείας ἐξέφαινον.
 ταύτη τοι πάλιν ὁ σοφώτατος παρὰ τοῖσδε Σολομῶν ἐνθένδε ποθὲν τὴν
καταρχὴν τοῦ τῶν 8Παροιμιῶν ἐποιήσατο συγγράμματος, μονονουχὶ τὴν
αἰτίαν αὐτῷ τῆς γραφῆς ταύτην εἶναι διδάξας δι' ὧν αὐτοῖς ῥήμασι δεῖν
ἔφησε πάντα ἄνδρα 8“γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ νοῆσαι λόγους φρονή-
σεως δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην ἀληθῆ καὶ κρίμα
κατευθύνειν, ἵνα δῶ,” φησίν, 8“ἀκάκοις πανουργίαν παιδί τε νέῳ αἴσθησιν
καὶ ἔννοιαν. τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυ-
βέρνησιν κτήσεται νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ῥήσεις τε
σοφῶν καὶ αἰνίγματα.” καὶ τὰ μὲν τῆς τοῦ δηλωθέντος συγγράμμα-  
τος ἐπαγγελίας τοιαῦτά τινα ἦν· τὰς δ' ἐν μέρει τῶν λεχθέντων προτάσεις
καὶ τούτων τὰς ἐπιλύσεις τήν τε λογικὴν πραγματείαν οἰκείως τῇ τῶν ἀνδρῶν

Ευσέβιος. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 1, Ch. 7, sec. 16, line 2

οἱ προειρημένοι, δεσπόσυνοι καλούμενοι διὰ τὴν πρὸς τὸ σωτήριον


γένος συνάφειαν ἀπό τε Ναζάρων καὶ Κωχαβα κωμῶν Ἰουδαϊκῶν
τῇ λοιπῇ γῇ ἐπιφοιτήσαντες καὶ τὴν προκειμένην γενεαλογίαν  
ἔκ τε τῆς Βίβλου τῶν ἡμερῶν, ἐς ὅσον ἐξικνοῦντο, ἐξηγησάμενοι.
εἴτ' οὖν οὕτως εἴτ' ἄλλως ἔχοι, σαφεστέραν ἐξήγησιν οὐκ ἂν
ἔχοι τις ἄλλος ἐξευρεῖν, ὡς ἔγωγε νομίζω πᾶς τε ὃς εὐγνώμων
τυγχάνει, καὶ ἡμῖν αὕτη μελέτω, εἰ καὶ ἀμάρτυρός ἐστιν, τῷ μὴ
κρείττονα ἢ ἀληθεστέραν ἔχειν εἰπεῖν· τό γέ τοι εὐαγγέλιον
πάντως ἀληθεύει.»
 καὶ ἐπὶ τέλει δὲ τῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς προστίθησι ταῦτα·
 »Ματθαν ὁ ἀπὸ Σολομῶνος ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ. Ματθαν
ἀποθανόντος, Μελχι ὁ ἀπὸ Ναθαν ἐκ τῆς αὐτῆς γυναικὸς ἐγέν-
νησε τὸν Ἡλι. ὁμομήτριοι ἄρα ἀδελφοὶ Ἡλι καὶ Ἰακώβ.
Ἡλι ἀτέκνου ἀποθανόντος ὁ Ἰακὼβ ἀνέστησεν αὐτῷ σπέρμα,
γεννήσας τὸν Ἰωσήφ, κατὰ φύσιν μὲν ἑαυτῷ, κατὰ νόμον δὲ τῷ
Ἡλι. οὕτως ἀμφοτέρων ἦν υἱὸς ὁ Ἰωσήφ».
 τοσαῦτα ὁ Ἀφρικανός. καὶ δὴ τοῦ Ἰωσὴφ ὧδέ πως γενεα-
λογουμένου, δυνάμει καὶ ἡ Μαρία σὺν αὐτῷ πέφηνεν ἐκ τῆς
αὐτῆς οὖσα φυλῆς, εἴ γε κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον οὐκ ἐξῆν
ἑτέραις ἐπιμίγνυσθαι φυλαῖς· ἑνὶ γὰρ τῶν ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου
καὶ πατριᾶς τῆς αὐτῆς ζεύγνυσθαι πρὸς γάμον παρακελεύεται,

Ευσέβιος. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 4, Ch. 22, sec. 9, line 3


616

κατὰ τῆς φυλῆς Ἰούδα καὶ τοῦ Χριστοῦ αὗται· Ἐσσαῖοι


Γαλιλαῖοι Ἡμεροβαπτισταὶ Μασβώθεοι Σαμαρεῖται Σαδδουκαῖοι
Φαρισαῖοι».  
 καὶ ἕτερα δὲ πλεῖστα γράφει, ὧν ἐκ μέρους ἤδη πρότερον
ἐμνημονεύσαμεν, οἰκείως τοῖς καιροῖς τὰς ἱστορίας παραθέμενοι,
ἔκ τε τοῦ καθ' Ἑβραίους εὐαγγελίου καὶ τοῦ Συριακοῦ καὶ
ἰδίως ἐκ τῆς Ἑβραΐδος διαλέκτου τινὰ τίθησιν, ἐμφαίνων ἐξ
Ἑβραίων ἑαυτὸν πεπιστευκέναι, καὶ ἄλλα δὲ ὡς ἐξ Ἰουδαϊκῆς
ἀγράφου παραδόσεως μνημονεύει. οὐ μόνος δὲ οὗτος, καὶ
Εἰρηναῖος δὲ καὶ ὁ πᾶς τῶν ἀρχαίων χορὸς πανάρετον Σοφίαν
τὰς Σολομῶνος Παροιμίας ἐκάλουν. καὶ περὶ τῶν λεγομένων
δὲ ἀποκρύφων διαλαμβάνων, ἐπὶ τῶν αὐτοῦ χρόνων πρός τινων
αἱρετικῶν ἀναπεπλάσθαι τινὰ τούτων ἱστορεῖ. ἀλλὰ γὰρ ἐφ'
ἕτερον ἤδη μεταβατέον,
 καὶ πρῶτόν γε περὶ Διονυσίου φατέον ὅτι τε τῆς ἐν Κορίνθῳ
παροικίας τὸν τῆς ἐπισκοπῆς ἐγκεχείριστο θρόνον, καὶ ὡς τῆς
ἐνθέου φιλοπονίας οὐ μόνοις τοῖς ὑπ' αὐτόν, ἀλλ' ἤδη καὶ τοῖς
ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς ἀφθόνως ἐκοινώνει, χρησιμώτατον ἅπασιν
ἑαυτὸν καθιστὰς ἐν αἷς ὑπετυποῦτο καθολικαῖς πρὸς τὰς
Ευσέβιος. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 4, Ch. 26, sec. 14, line 7

βιβλίων ἐβουλήθης ἀκρίβειαν πόσα τὸν ἀριθμὸν καὶ ὁποῖα τὴν


τάξιν εἶεν, ἐσπούδασα τὸ τοιοῦτο πρᾶξαι, ἐπιστάμενός σου τὸ
σπουδαῖον περὶ τὴν πίστιν καὶ φιλομαθὲς περὶ τὸν λόγον ὅτι τε
μάλιστα πάντων πόθῳ τῷ πρὸς τὸν θεὸν ταῦτα προκρίνεις, περὶ
τῆς αἰωνίου σωτηρίας ἀγωνιζόμενος. ἀνελθὼν οὖν εἰς τὴν
ἀνατολὴν καὶ ἕως τοῦ τόπου γενόμενος ἔνθα ἐκηρύχθη καὶ
ἐπράχθη, καὶ ἀκριβῶς μαθὼν τὰ τῆς παλαιᾶς διαθήκης βιβλία,
ὑποτάξας ἔπεμψά σοι· ὧν ἐστι τὰ ὀνόματα· Μωυσέως πέντε,
Γένεσις Ἔξοδος Ἀριθμοὶ Λευιτικὸν Δευτερονόμιον, Ἰησοῦς
Ναυῆ, Κριταί, Ῥούθ, Βασιλειῶν τέσσαρα, Παραλειπομένων
δύο, Ψαλμῶν Δαυίδ, Σολομῶνος Παροιμίαι ἡ καὶ Σοφία, Ἐκκλη-
σιαστής, Ἆισμα Ἀισμάτων, Ἰώβ, Προφητῶν Ἡσαΐου Ἱερεμίου
τῶν δώδεκα ἐν μονοβίβλῳ Δανιὴλ Ἰεζεκιήλ, Ἔσδρας· ἐξ
ὧν καὶ τὰς ἐκλογὰς ἐποιησάμην, εἰς ἓξ βιβλία διελών».  
 καὶ τὰ μὲν τοῦ Μελίτωνος τοσαῦτα.
 τοῦ δ' Ἀπολιναρίου πολλῶν παρὰ πολλοῖς σῳζομένων τὰ εἰς
ἡμᾶς ἐλθόντα ἐστὶν τάδε· λόγος ὁ πρὸς τὸν προειρημένον βασιλέα
καὶ Πρὸς Ἕλληνας συγγράμματα πέντε καὶ Περὶ ἀληθείας αʹ
βʹ καὶ Πρὸς Ἰουδαίους αʹ βʹ καὶ ἃ μετὰ ταῦτα συνέγραψε
κατὰ τῆς τῶν Φρυγῶν αἱρέσεως, μετ' οὐ πολὺν καινοτομηθείσης
χρόνον, τότε γε μὴν ὥσπερ ἐκφύειν ἀρχομένης,

Ευσέβιος. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 5, Ch. 8, sec. 8, line 1

οὐδὲ γὰρ πρὸ πολλοῦ χρόνου ἑωράθη, ἀλλὰ σχεδὸν ἐπὶ τῆς
ἡμετέρας γενεᾶς, πρὸς τῷ τέλει τῆς Δομετιανοῦ ἀρχῆς».
 ταῦτα καὶ περὶ τῆς Ἀποκαλύψεως ἱστόρηται τῷ
δεδηλωμένῳ· μέμνηται δὲ καὶ τῆς Ἰωάννου πρώτης
ἐπιστολῆς, μαρτυρίας ἐξ αὐτῆς πλείστας εἰσφέρων, ὁμοίως
617

δὲ καὶ τῆς Πέτρου προτέρας. οὐ μόνον δὲ οἶδεν, ἀλλὰ καὶ


ἀποδέχεται τὴν τοῦ Ποιμένος γραφήν, λέγων·
 »καλῶς οὖν ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα πρῶτον πάντων πίς-
τευσον ὅτι εἷς ἐστιν ὁ θεὸς ὁ τὰ πάντα κτίσας
καὶ καταρτίσας«, καὶ τὰ ἑξῆς.
 καὶ ῥητοῖς δέ τισιν ἐκ τῆς Σολομῶνος Σοφίας
κέχρηται, μόνον οὐχὶ φάσκων·
 »ὅρασις δὲ θεοῦ περιποιητικὴ ἀφθαρσίας, ἀφθαρσία
δὲ ἐγγὺς εἶναι ποιεῖ θεοῦ«.
 καὶ ἀπομνημονευμάτων δὲ ἀποστολικοῦ τινος πρεσβυτέρου,
οὗ τοὔνομα σιωπῇ παρέδωκεν, μνημονεύει ἐξηγήσεις τε
αὐτοῦ θείων γραφῶν παρατέθειται.
         ἔτι καὶ Ἰουστίνου
τοῦ μάρτυρος καὶ Ἰγνατίου μνήμην πεποίηται, μαρτυρίαις  
αὖθις καὶ ἀπὸ τῶν τούτοις γραφέντων κεχρημένος, ἐπήγγελται
δ' αὐτὸς ἐκ τῶν Μαρκίωνος συγγραμμάτων ἀντιλέξειν

Ευσέβιος. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 5, Ch. 26, sec. 1, line 7

ὅτι τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ καὶ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἄγουσιν ᾗπερ καὶ


ἡμεῖς· παρ' ἡμῶν γὰρ τὰ γράμματα κομίζεται αὐτοῖς
καὶ ἡμῖν παρ' αὐτῶν, ὥστε συμφώνως καὶ ὁμοῦ ἄγειν ἡμᾶς
τὴν ἁγίαν ἡμέραν».
 Ἀλλὰ γὰρ πρὸς τοῖς ἀποδοθεῖσιν Εἰρηναίου συγγράμμασιν
καὶ ταῖς ἐπιστολαῖς φέρεταί τις αὐτοῦ πρὸς Ἕλληνας λόγος  
συντομώτατος καὶ τὰ μάλιστα ἀναγκαιότατος, Περὶ ἐπις-
τήμης ἐπιγεγραμμένος, καὶ ἄλλος, ὃν ἀνατέθεικεν ἀδελφῷ
Μαρκιανῷ τοὔνομα εἰς ἐπίδειξιν τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγμα-
τος, καὶ βιβλίον τι διαλέξεων διαφόρων, ἐν ᾧ τῆς πρὸς
Ἑβραίους ἐπιστολῆς καὶ τῆς λεγομένης Σολομῶνος Σοφίας
μνημονεύει, ῥητά τινα ἐξ αὐτῶν παραθέμενος. καὶ τὰ μὲν
εἰς ἡμετέραν ἐλθόντα γνῶσιν τῶν Εἰρηναίου τοσαῦτα·
 Κομόδου δὲ τὴν ἀρχὴν ἐπὶ δέκα καὶ τρισὶν ἔτεσιν κατα-
λύσαντος, αὐτοκράτωρ Σευῆρος οὐδ' ὅλοις μησὶν ἓξ μετὰ
τὴν Κομόδου τελευτὴν Περτίνακος διαγενομένου κρατεῖ.
 Πλεῖστα μὲν οὖν παρὰ πολλοῖς εἰς ἔτι νῦν τῶν τότε
σῴζεται παλαιῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ἐναρέτου
σπουδῆς ὑπομνήματα· ὧν γε μὴν αὐτοὶ διέγνωμεν, εἴη ἂν
τὰ Ἡρακλείτου εἰς τὸν ἀπόστολον, καὶ τὰ Μαξίμου περὶ
τοῦ πολυθρυλήτου παρὰ τοῖς αἱρεσιώταις ζητήματος τοῦ

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 10, line 5

         ἄκουε δ' οὖν οἵαν κατηγορίαν αὐτοῦ κατα-


618

λέγει· «καὶ Σολομῶν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβεν γυναῖκας ἀλλοτρίας


πολλάς, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ, Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, καὶ
Ἰδουμαίας, Σύρας, Χετταίας καὶ Ἀμορραίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖ-
πεν κύριος ὁ θεὸς τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ οὐκ εἰσελεύσεσθαι εἰς αὐτάς»,  
καὶ ἐπιφέρει τούτοις· «καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ εὐθεῖα μετὰ
κυρίου τοῦ θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,
καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρτης, βδελύγματος Σιδωνίων,
καὶ ὀπίσω τοῦ βασιλέως αὐτῶν, εἰδώλου υἱῶν Ἀμμών· καὶ ἐποίησεν
Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου»,
         καὶ αὖθις ἑξῆς ἐπάγει·
»καὶ ἤγειρεν κύριος σατὰν τῷ Σολομῶνι τὸν Ἄδερ τὸν Ἰδουμαῖον».
τὸν δὲ ἐπὶ τοσούτοις καὶ τοιούτοις διαβεβλημένον τίς ἂν αἱρεῖ λόγος
πατέρα τὸν θεὸν τολμᾶν ἐπιγράφεσθαι, καὶ τὸν ἐπὶ πάντων θεὸν
υἱὸν ἑαυτοῦ πρωτότοκον ἀναγορεύειν αὐτόν; πῶς δὲ ταῦτα τοτὲ μὲν
ὡς περὶ αὐτοῦ λέγεται τοῦ Δαβίδ, τοτὲ δὲ ὡς περὶ σπέρματος αὐτοῦ;
 Ἀλλ' οὐδὲ τῷ Δαβὶδ ἐφαρμόζοι ἄν, ὡς ἐπιστήσαντί σοι δῆλον ἔσται.
οὐκοῦν τὸν ἐκ σπέρματος Δαβὶδ ἀναστήσεσθαι ἐν τούτοις δηλού-
μενον ἕτερον ζητητέον. ἀλλ' οὐδεὶς ἄλλος τοιοῦτος ἐξ αὐτοῦ γεγονὼς
ἱστορεῖται, ἢ ὅτι γε εἷς ὁ σωτὴρ καὶ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ὁ Χρι

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 11, line 2

πολλάς, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ, Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, καὶ


Ἰδουμαίας, Σύρας, Χετταίας καὶ Ἀμορραίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖ-
πεν κύριος ὁ θεὸς τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ οὐκ εἰσελεύσεσθαι εἰς αὐτάς»,  
καὶ ἐπιφέρει τούτοις· «καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ εὐθεῖα μετὰ
κυρίου τοῦ θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,
καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρτης, βδελύγματος Σιδωνίων,
καὶ ὀπίσω τοῦ βασιλέως αὐτῶν, εἰδώλου υἱῶν Ἀμμών· καὶ ἐποίησεν
Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου»,
         καὶ αὖθις ἑξῆς ἐπάγει·
»καὶ ἤγειρεν κύριος σατὰν τῷ Σολομῶνι τὸν Ἄδερ τὸν Ἰδουμαῖον».
τὸν δὲ ἐπὶ τοσούτοις καὶ τοιούτοις διαβεβλημένον τίς ἂν αἱρεῖ λόγος
πατέρα τὸν θεὸν τολμᾶν ἐπιγράφεσθαι, καὶ τὸν ἐπὶ πάντων θεὸν
υἱὸν ἑαυτοῦ πρωτότοκον ἀναγορεύειν αὐτόν; πῶς δὲ ταῦτα τοτὲ μὲν
ὡς περὶ αὐτοῦ λέγεται τοῦ Δαβίδ, τοτὲ δὲ ὡς περὶ σπέρματος αὐτοῦ;
 Ἀλλ' οὐδὲ τῷ Δαβὶδ ἐφαρμόζοι ἄν, ὡς ἐπιστήσαντί σοι δῆλον ἔσται.
οὐκοῦν τὸν ἐκ σπέρματος Δαβὶδ ἀναστήσεσθαι ἐν τούτοις δηλού-
μενον ἕτερον ζητητέον. ἀλλ' οὐδεὶς ἄλλος τοιοῦτος ἐξ αὐτοῦ γεγονὼς
ἱστορεῖται, ἢ ὅτι γε εἷς ὁ σωτὴρ καὶ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ὁ Χρι-
στὸς τοῦ θεοῦ, ὃς μόνος τῶν πώποτε ἐκ σπέρματος Δαβὶδ βεβασιλευ-
κότων καθ' ὅλης ἀνηγόρευται τῆς οἰκουμένης υἱὸς Δαβὶδ κατὰ τὴν

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 21, line 1

«καὶ συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ, καὶ πρὸ τῆς σελήνης γενεᾶς γενεῶν.


καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον, καὶ ὡσεὶ σταγόνες στάζουσαι ἐπὶ
619

τὴν γῆν. ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη, καὶ πλῆθος  


εἰρήνης ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη. καὶ κατακυριεύσει ἀπὸ θα-
λάσσης ἕως θαλάσσης, καὶ ἀπὸ ποταμοῦ ἕως περάτων τῆς οἰκουμέ-
νης»,
         καὶ μετὰ βραχέα φησίν· «ὑπεραρθήσεται ὑπὲρ τὸν Λίβανον
ὁ καρπὸς αὐτοῦ. ἔσται τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶ-
νας, πρὸ τοῦ ἡλίου διαμενεῖ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐνευλογηθήσονται
ἐν αὐτῷ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, πάντα τὰ ἔθνη μακαριοῦσιν αὐτόν».
 Ἐπειδὴ ἐπιγέγραπται «εἰς Σολομῶνα» ὁ ψαλμός, ὁ πρῶτος τοῦ
ψαλμοῦ στίχος εἰς αὐτὸν ἂν ἀναφέροιτο, τὰ δὲ ἑπόμενα πάντα εἰς τὸν
υἱὸν Σολομῶνος, οὐ τὸν Ῥοβοάμ, ὃς μετ' αὐτὸν ἐβασίλευσεν τοῦ
Ἰσραήλ, ἀλλὰ τὸν «ἐκ σπέρματος» αὐτοῦ «κατὰ σάρκα» γενόμενον, τὸν
Χριστὸν τοῦ θεοῦ.
         ὅτι γὰρ οὐκ ἐπὶ τὸν Σολομῶνα οὐδὲ ἐπὶ τὸν
τούτου διάδοχον ἀναφέρειν δυνατὸν τὰ ἐν τῷ ψαλμῷ διὰ τὰ περὶ
αὐτοῦ δεδηλωμένα, πᾶς ὁ μὴ ἀνεπιστήμων τῶν θείων ὁμολογήσει
γραφῶν. ἀλλὰ καὶ πῶς οἷόν τε ἐπὶ Σολομῶνα ἢ ἐπὶ τὸν τούτου
υἱὸν Ῥοβοὰμ ἐκλαμβάνειν τὰ ἐμφερόμενα δι' ὅλου τοῦ ψαλμοῦ, οἷον
τὸ «κατακυριεύσει ἀπὸ θαλάσσης ἕως θαλάσσης, καὶ ἀπὸ ποταμῶν

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 21, line 3

τὴν γῆν. ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη, καὶ πλῆθος  


εἰρήνης ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη. καὶ κατακυριεύσει ἀπὸ θα-
λάσσης ἕως θαλάσσης, καὶ ἀπὸ ποταμοῦ ἕως περάτων τῆς οἰκουμέ-
νης»,
         καὶ μετὰ βραχέα φησίν· «ὑπεραρθήσεται ὑπὲρ τὸν Λίβανον
ὁ καρπὸς αὐτοῦ. ἔσται τὸ ὄνομα αὐτοῦ εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶ-
νας, πρὸ τοῦ ἡλίου διαμενεῖ τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐνευλογηθήσονται
ἐν αὐτῷ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, πάντα τὰ ἔθνη μακαριοῦσιν αὐτόν».
 Ἐπειδὴ ἐπιγέγραπται «εἰς Σολομῶνα» ὁ ψαλμός, ὁ πρῶτος τοῦ
ψαλμοῦ στίχος εἰς αὐτὸν ἂν ἀναφέροιτο, τὰ δὲ ἑπόμενα πάντα εἰς τὸν
υἱὸν Σολομῶνος, οὐ τὸν Ῥοβοάμ, ὃς μετ' αὐτὸν ἐβασίλευσεν τοῦ
Ἰσραήλ, ἀλλὰ τὸν «ἐκ σπέρματος» αὐτοῦ «κατὰ σάρκα» γενόμενον, τὸν
Χριστὸν τοῦ θεοῦ.
         ὅτι γὰρ οὐκ ἐπὶ τὸν Σολομῶνα οὐδὲ ἐπὶ τὸν
τούτου διάδοχον ἀναφέρειν δυνατὸν τὰ ἐν τῷ ψαλμῷ διὰ τὰ περὶ
αὐτοῦ δεδηλωμένα, πᾶς ὁ μὴ ἀνεπιστήμων τῶν θείων ὁμολογήσει
γραφῶν. ἀλλὰ καὶ πῶς οἷόν τε ἐπὶ Σολομῶνα ἢ ἐπὶ τὸν τούτου
υἱὸν Ῥοβοὰμ ἐκλαμβάνειν τὰ ἐμφερόμενα δι' ὅλου τοῦ ψαλμοῦ, οἷον
τὸ «κατακυριεύσει ἀπὸ θαλάσσης ἕως θαλάσσης, καὶ ἀπὸ ποταμῶν
ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης», καὶ τὸ «συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ, καὶ
πρὸ τῆς σελήνης γενεᾶς γενεῶν», καὶ ὅσα ἄλλα

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 57, line 3

εἰ δὴ οὖν συνᾴδουσιν αἱ περὶ τῶν ἐθνῶν προρρήσεις, ἀπεδείχθησαν


δὲ αἱ πρὸ τούτων ὁρῶσαι τὸν ἡμέτερον σωτῆρα, οὐδὲν ἂν εἴη ἐμ-
ποδὼν μὴ οὐχὶ τὸν αὐτὸν βλέπειν καὶ τὴν παροῦσαν, εἴπερ σύμφωνα
ἀλλήλαις ὁμολογοῦνται θεσπίζειν, μάλιστα ὅτε μέχρι μὲν τῶν χρόνων
620

τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιφανείας οἱ τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους ἄρχοντες


καὶ ἡγούμενοι αὐτῶν ἐκ προγόνων διαδοχῆς συνεστήκεσαν, ἅμα δὲ
τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ διαλελοίπεσαν, ὁμοῦ τε ἡ τῶν ἐθνῶν προσδοκία
τέλος ἐπῆγεν τῇ τοῦ Ἰακὼβ προρρήσει.
         οὐκοῦν κἀνταῦθα ὁ Χρι-
στὸς δηλούμενος καὶ οὐδὲ ἄλλος ἐκ φυλῆς Ἰούδα ... προελεύσεσθαι, καὶ
ὅτε δὲ ἐκ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος ἔκ τε τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ γεγονὼς ἐδη-
λοῦτο, ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς ὢν ἐδείκνυτο·
         παῖς μὲν γὰρ ἦν τοῦ
Ἰεσσαὶ Δαβίδ, τοῦ δὲ Δαβὶδ Σολομῶν, συστάντες ἐκ φυλῆς Ἰούδα.
εἴη ἂν τοιγαροῦν ἐξ αὐτῆς ὁ σωτὴρ καὶ κύριος ἡμῶν, ὥσπερ οὖν ὁ
θαυμάσιος εὐαγγελιστὴς γενεαλογεῖ Ματθαῖος λέγων· «Βίβλος γενέ-
σεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβίδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησεν
τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν
Ἰούδαν», καὶ τὰ ἑξῆς.
 Ἀλλὰ γὰρ καὶ τούτων τὴν οἰκείαν ἀπόδειξιν ἀπειληφότων,
καιρὸς καὶ τοὺς χρόνους συνιδεῖν τῆς τῶν προηγορευμένων ἀποπλη

Ευσέβιος. Demonstratio evangelica Book 7, Ch. 3, sec. 58, line 2

ἀλλήλαις ὁμολογοῦνται θεσπίζειν, μάλιστα ὅτε μέχρι μὲν τῶν χρόνων


τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιφανείας οἱ τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους ἄρχοντες
καὶ ἡγούμενοι αὐτῶν ἐκ προγόνων διαδοχῆς συνεστήκεσαν, ἅμα δὲ
τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ διαλελοίπεσαν, ὁμοῦ τε ἡ τῶν ἐθνῶν προσδοκία
τέλος ἐπῆγεν τῇ τοῦ Ἰακὼβ προρρήσει.
         οὐκοῦν κἀνταῦθα ὁ Χρι-
στὸς δηλούμενος καὶ οὐδὲ ἄλλος ἐκ φυλῆς Ἰούδα ... προελεύσεσθαι, καὶ
ὅτε δὲ ἐκ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος ἔκ τε τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ γεγονὼς ἐδη-
λοῦτο, ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς ὢν ἐδείκνυτο·
         παῖς μὲν γὰρ ἦν τοῦ
Ἰεσσαὶ Δαβίδ, τοῦ δὲ Δαβὶδ Σολομῶν, συστάντες ἐκ φυλῆς Ἰούδα.
εἴη ἂν τοιγαροῦν ἐξ αὐτῆς ὁ σωτὴρ καὶ κύριος ἡμῶν, ὥσπερ οὖν ὁ
θαυμάσιος εὐαγγελιστὴς γενεαλογεῖ Ματθαῖος λέγων· «Βίβλος γενέ-
σεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβίδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. Ἀβραὰμ ἐγέννησεν
τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησεν τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησεν τὸν
Ἰούδαν», καὶ τὰ ἑξῆς.
 Ἀλλὰ γὰρ καὶ τούτων τὴν οἰκείαν ἀπόδειξιν ἀπειληφότων,
καιρὸς καὶ τοὺς χρόνους συνιδεῖν τῆς τῶν προηγορευμένων ἀποπλη-
ρώσεως.  

Ευσέβιος. Contra Marcellum Book 1, Ch. 2, sec. 26, line 2

καὶ ἐν ἑτέρῳ τόπῳ φησὶν


 ἐπειδὴ [τὴν] μετὰ τὴν τῆς σαρκὸς ἀνάληψιν Χριστός τε
 καὶ Ἰησοῦς κηρύττεται, ζωή τε καὶ ὁδὸς καὶ ἡμέρα.
καὶ αὖθις προϊὼν τοῦ ἀποστόλου τίθησιν τὸ
621

 »ἡ δὲ ἡμετέρα Ἱερουσαλὴμ ἄνω ἐστίν».


καὶ τί με δεῖ μηκύνειν, παρὸν τῷ βουλομένῳ ἐκ τῶν εἰρημένων τὰ
παραπλήσια ἐκ τοῦ παντὸς συγγράμματος ἀναλέγεσθαι καὶ τὸ εὐχερὲς  
τοῦ ἀνδρὸς ἐποπτεύειν. ἐξ ἧς εὐχερείας ἀκούσει αὐτοῦ τὸν Σολομῶνα
προφήτην ἀποκαλοῦντος πολλάκις καὶ τὰς Παροιμίας προφητείας
ὀνομάζοντος· ὥσπερ οὖν ἐν οἷς φησιν
 τούτου γὰρ χάριν ὁ ἁγιώτατος προφήτης Σολομὼν «δέξασθαί
 τε στροφὰς λόγων» ἔφη, καὶ πάλιν «ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα»
τὴν παροιμίαν προφητείαν ὀνομάζει, καὶ αὖθις
 διό μοι δοκεῖ ὁ σοφώτατος οὗτος προφήτης καὶ τὰ
 πρῶτα ῥήματα τῆς προφητείας παροιμιωδῶς εἰρηκέναι.
καὶ δεύτερον δὲ καὶ τρίτον καὶ πολλάκις, ὡς ἔφην, τοῦτο ποιεῖ, ἀγνοῶν
ὅτι «διαιρέσεις χαρισμάτων εἰσὶν» εἰ καὶ τὸ «αὐτὸ πνεῦμα», καὶ ἄλλῳ
μὲν «δίδοται λόγος σοφίας» κατὰ τὸν ἀπόστολον, «ἄλλῳ λόγος γνώσεως
κατὰ τὸ αὐτὸ πνεῦμα, ἑτέρῳ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι, ἄλλῳ προ-
φητεία». διόπερ ὁ Σολομὼν σοφίας μὲν εἰληφὼς χάρισμα μεμαρτύρηται
»καὶ ἔδωκεν γὰρ κύριος τῷ Σολομῶνι σοφίαν», ὡς ἡ γραφή φησιν,

Ευσέβιος. Contra Marcellum Book 1, Ch. 2, sec. 28, line 1

ὀνομάζοντος· ὥσπερ οὖν ἐν οἷς φησιν


 τούτου γὰρ χάριν ὁ ἁγιώτατος προφήτης Σολομὼν «δέξασθαί
 τε στροφὰς λόγων» ἔφη, καὶ πάλιν «ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα»
τὴν παροιμίαν προφητείαν ὀνομάζει, καὶ αὖθις
 διό μοι δοκεῖ ὁ σοφώτατος οὗτος προφήτης καὶ τὰ
 πρῶτα ῥήματα τῆς προφητείας παροιμιωδῶς εἰρηκέναι.
καὶ δεύτερον δὲ καὶ τρίτον καὶ πολλάκις, ὡς ἔφην, τοῦτο ποιεῖ, ἀγνοῶν
ὅτι «διαιρέσεις χαρισμάτων εἰσὶν» εἰ καὶ τὸ «αὐτὸ πνεῦμα», καὶ ἄλλῳ
μὲν «δίδοται λόγος σοφίας» κατὰ τὸν ἀπόστολον, «ἄλλῳ λόγος γνώσεως
κατὰ τὸ αὐτὸ πνεῦμα, ἑτέρῳ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι, ἄλλῳ προ-
φητεία». διόπερ ὁ Σολομὼν σοφίας μὲν εἰληφὼς χάρισμα μεμαρτύρηται
»καὶ ἔδωκεν γὰρ κύριος τῷ Σολομῶνι σοφίαν», ὡς ἡ γραφή φησιν,
»καὶ ἐσοφίσθη ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους»· οὔτε δὲ τὸν βίον προφη-
τικὸν ἐσχηκὼς οὔτε τὸν τῆς προφητείας χαρακτῆρα, τὸν ἀπὸ τοῦ
»τάδε λέγει κύριος» τῶν τε ὁμοιοτρόπων γνωριζόμενον, διὰ τῶν
οἰκείων ἐμφαίνει λόγων. ὁ δὲ τούτων οὐδὲν ἰδών, ὥσπερ τι χαρι-
ζόμενος τῷ ἀνδρὶ προφήτην αὐτὸν καλεῖ, οὐ συνιεὶς ὅτι οἱ προ-
φῆται «περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι,
θλιβόμενοι, κακουχούμενοι». καὶ τὰς Παροιμίας δὲ αὐτοῦ προφητείαν
εἶναι λέγει, [εἰ] μηδαμοῦ τῆς θείας γραφῆς διδασκούσης, αὐτοῦ δὲ τοῦ
σοφωτάτου σὺν θείῳ πνεύματι ταύτῃ μὲν τῇ βίβλῳ ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ

Ευσέβιος. Contra Marcellum Book 1, Ch. 2, sec. 28, line 2

 τούτου γὰρ χάριν ὁ ἁγιώτατος προφήτης Σολομὼν «δέξασθαί


 τε στροφὰς λόγων» ἔφη, καὶ πάλιν «ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα»
τὴν παροιμίαν προφητείαν ὀνομάζει, καὶ αὖθις
 διό μοι δοκεῖ ὁ σοφώτατος οὗτος προφήτης καὶ τὰ
622

 πρῶτα ῥήματα τῆς προφητείας παροιμιωδῶς εἰρηκέναι.


καὶ δεύτερον δὲ καὶ τρίτον καὶ πολλάκις, ὡς ἔφην, τοῦτο ποιεῖ, ἀγνοῶν
ὅτι «διαιρέσεις χαρισμάτων εἰσὶν» εἰ καὶ τὸ «αὐτὸ πνεῦμα», καὶ ἄλλῳ
μὲν «δίδοται λόγος σοφίας» κατὰ τὸν ἀπόστολον, «ἄλλῳ λόγος γνώσεως
κατὰ τὸ αὐτὸ πνεῦμα, ἑτέρῳ πίστις ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι, ἄλλῳ προ-
φητεία». διόπερ ὁ Σολομὼν σοφίας μὲν εἰληφὼς χάρισμα μεμαρτύρηται
»καὶ ἔδωκεν γὰρ κύριος τῷ Σολομῶνι σοφίαν», ὡς ἡ γραφή φησιν,
»καὶ ἐσοφίσθη ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους»· οὔτε δὲ τὸν βίον προφη-
τικὸν ἐσχηκὼς οὔτε τὸν τῆς προφητείας χαρακτῆρα, τὸν ἀπὸ τοῦ
»τάδε λέγει κύριος» τῶν τε ὁμοιοτρόπων γνωριζόμενον, διὰ τῶν
οἰκείων ἐμφαίνει λόγων. ὁ δὲ τούτων οὐδὲν ἰδών, ὥσπερ τι χαρι-
ζόμενος τῷ ἀνδρὶ προφήτην αὐτὸν καλεῖ, οὐ συνιεὶς ὅτι οἱ προ-
φῆται «περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι,
θλιβόμενοι, κακουχούμενοι». καὶ τὰς Παροιμίας δὲ αὐτοῦ προφητείαν
εἶναι λέγει, [εἰ] μηδαμοῦ τῆς θείας γραφῆς διδασκούσης, αὐτοῦ δὲ τοῦ
σοφωτάτου σὺν θείῳ πνεύματι ταύτῃ μὲν τῇ βίβλῳ ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ
ὄνομα θέντος, τῇ δὲ ἑτέρᾳ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ καὶ τῇ τρίτῃ ΑΙΣ

Ευσέβιος. De ecclesiastica theologia Book 2, Ch. 2, sec. 3, line 1

κόσμου γενέσεως οὐδὲν οἶδεν πλὴν θεοῦ μόνου, συμμαρτυροῦντος


αὐτῷ Μαρκέλλου· ἡ δὲ Χριστοῦ ἐκκλησία σὺν παρρησίᾳ πάσῃ
σεμνύνεται λέγουσα «ἡμῖν εἷς θεὸς ὁ πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα, καὶ
εἷς κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι' οὗ τὰ πάντα». ἐπὰν δὲ λέγῃ «δι' οὗ
τὰ πάντα», οἶδεν αὐτὸν πρὸ πάντων· ὥστε πρὸ τῆς τοῦ κόσμου
γενέσεως ὁ λέγων οὐδὲν ἕτερον εἶναι πλὴν θεοῦ μόνου τῆς ἀληθείας
καταψεύδεται. σὺν γὰρ τῷ μόνῳ θεῷ καὶ ὁ μονογενὴς αὐτοῦ υἱὸς
ἦν πρὸ τῆς τοῦ κόσμου συστάσεως, καὶ τῷ πατρὶ συνῆν. τοῦτο γὰρ
ἐδίδαξεν αὐτὴν καὶ ὁ εἰπὼν «ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλά-
λησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ, ὃν ἔθηκεν κληρονόμον πάντων, δι' οὗ καὶ  
ἐποίησεν τοὺς αἰῶνας». καὶ ἐν Παροιμίαις διὰ Σολομῶνος αὐτὸς ὁ
υἱὸς περὶ ἑαυτοῦ διδάσκει λέγων «ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν,
συμπαρήμην αὐτῷ». ἀλλὰ καὶ αὐτὸς «ἦν τὸ φῶς, τὸ φωτίζον πάντα
ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», ἐπειδὴ «ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ
ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο». εἰ δὲ «ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο»,
δῆλον ὡς προϋπῆρχεν τοῦ κόσμου. οὐκ ἄρα μόνος ἦν ὁ θεὸς πρὸ
τῆς τοῦ κόσμου συστάσεως, συνῆν δὲ αὐτῷ ὁ μονογενὴς αὐτοῦ υἱός,
εἰς ὃν ἀφορῶν ὁ πατὴρ ἔχαιρεν, ὡς διδάσκει αὐτὸς ὢν ἡ σοφία,
λέγων ἐν Παροιμίαις «ἐγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρεν καθ' ἡμέραν». καὶ
αὐτὸς δὲ ὁ υἱὸς ταῖς πατρικαῖς ἐννοίαις ἐνατενίζων εὐφροσύνης
ἐπληροῦτο, διό φησιν «ηὐφραινόμην δὲ ἐνώπιον αὐτοῦ ἐν παντὶ

Ευσέβιος. De ecclesiastica theologia Book 2, Ch. 24, sec. 1, line 10

τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο»,


 ὁ θαυμαστὸς οὗτος τῶν Χριστοῦ λόγων διδάσκαλος τὰς ἐν-
623

τολὰς τοῦ θεοῦ καὶ τοὺς παραγγελτικοὺς τῶν πρακτέων λόγους ἀπὸ
τῆς θείας συναγαγὼν γραφῆς τοιοῦτόν τινα ὁρίζεται τὸν «ἐν ἀρχῇ»
λόγον. ἐπάκουσον δὲ ὅπως ταῦτα συνιστᾶν πειρᾶται, τοῦτον γράφων
τὸν τρόπον
  τῶν δὲ διδασκόντων αὐτοὺς ὥσπερ αἰδουμένων
 μεμνῆσθαι τοῦ λόγου, ὃν οὕτω πᾶσαι αἱ θεῖαι κηρύττουσιν γραφαί.
 Δαυὶδ μὲν γὰρ περὶ αὐτοῦ λέγει «τῷ λόγῳ κυρίου οἱ οὐρανοὶ
 ἐστερεώθησαν», αὖθίς τε ὁ αὐτὸς «ἐξαπέστειλεν τὸν λόγον αὐτοῦ
 καὶ ἰάσατο αὐτούς». Σολομὼν δὲ «ζητήσουσίν με κακοί, καὶ οὐχ  
 εὑρήσουσιν. ἐμίσησαν γὰρ σοφίαν, τὸν δὲ λόγον κυρίου οὐ προ-
 είλοντο». Ἡσαΐας τε «ἐκ Σιὼν ἐξελεύσεται νόμος, καὶ λόγος κυρίου
 ἐξ Ἱερουσαλήμ». καὶ αὖθις Ἱερεμίας «ᾐσχύνθησαν σοφοὶ» φησὶν
 »καὶ ἐπτοήθησαν καὶ ἑάλωσαν, ὅτι τὸν λόγον κυρίου ἀπεδοκί-
 μασαν». καὶ Ὡσηὲ δὲ ὁ προφήτης «ἐμίσησαν» ἔφη «ἐν πύλαις ἐλέγ-
 χοντα, καὶ λόγον ὅσιον ἐβδελύξαντο». Μιχαίας τε ὁμοίως καὶ
 αὐτὸς περὶ τοῦ λόγου μνημονεύων «ἐκ Σιὼν» ἔφη «ἐξελεύσεται
 νόμος, καὶ λόγος κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ».
ταῦτα καὶ τὰ τούτοις ἀδελφὰ συναγαγὼν κρατύνειν διὰ τούτων τὴν
ἑαυτοῦ δόξαν ἡγεῖται. ὅρα δὲ πῶς φύρας τὰς ἀπὸ τῆς θείας γραφῆς

Ευσέβιος. De ecclesiastica theologia Book 3, Ch. 1, sec. 1, line 7

κʹ ὅτι ὡς ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ, καὶ ὁ υἱὸς ἐν τῷ πατρί, οὕτω καὶ ἐν τοῖς ἁγίοις
 ἅπασιν ἔσται.
καʹ ὅπως χρὴ νοεῖν τὸ «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακεν τὸν πατέρα».
 Ὁ μὲν οὖν μέγας εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν
θεολογίαν τὸν ἀποδοθέντα τρόπον διαφόρως εὐηγγελίζετο· Μάρ-
κελλος δ' ὅπως ταύτην ἀρνησάμενος ἐπὶ τὴν Ἰουδαϊκὴν ἐξώκειλεν  
ἀπιστίαν, δεδήλωται δι' ὧν λέλεκται. ὡς δὲ καὶ διαστρόφως τὰς
ὁμολογουμένας καὶ σαφεῖς περὶ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν παρηρμήνευεν
διδασκαλίας, μάθοις ἂν καὶ ἐξ ἑτέρων μὲν πλείστων ὅσων αὐτοῦ
διηγήσεων, ἀτὰρ δὴ καὶ ἐκ τῆς οὕτως ἐχούσης. ἐν ταῖς Σολομῶνος
Παροιμίαις εἰσάγεται ἡ σοφία αὐτοπροσώπως περὶ ἑαυτῆς ταῦτα διεξ-
ερχομένη «ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλήν, καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν
ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. φόβος κυρίου μισεῖ κακίαν, ὕβριν τε καὶ ὑπερη-
φανίαν καὶ ὁδοὺς πονηρῶν· ἐμίσησα δὲ ἐγὼ διεστραμμένας ὁδοὺς
κακῶν. ἐμὴ βουλὴ καὶ ἀσφάλεια, ἐγὼ σύνεσις, ἐμὴ δὲ ἰσχύς. δι'
ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην·
δι' ἐμοῦ μεγιστᾶνες μεγαλύνονται, καὶ τύραννοι δι' ἐμοῦ κρατοῦσι
γῆς. ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσιν.
πλοῦτος καὶ δόξα μοι ὑπάρχει, καὶ κτῆσις πολλῶν καὶ δικαιοσύνη.
βέλτιον ἐμὲ καρπίζεσθαι ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον, τὰ δὲ ἐμὰ

Ευσέβιος. De ecclesiastica theologia


Book 3, Ch. 3, sec. 13, line 5
καὶ ταῦτα δὲ φάσκει, οὐ μνημονεύσας ὁ σοφώτατος ὡς καὶ ἀνωτέρω
πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι ἐκτίσθαι τὴν σάρκα ἀρχὴν ὁδῶν τοῦ θεοῦ
εἰρηκὼς ἔτυχεν. εἰ δὲ ὅλως διὰ τῆς γῆς τὴν σάρκα ἐδήλου, πῶς οὐ
προϋπάρχειν τῆς σαρκὸς ἀνάγκη ὁμολογεῖν τὸν λέγοντα πρὸ τοῦ
624

τὴν γῆν ποιῆσαι ἑαυτὸν εἶναι, «πρὸ» γὰρ «τοῦ αἰῶνος» φησὶν «ἐθε-
μελίωσέν με, ἐν ἀρχῇ πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι». οὐκοῦν πρὸ τοῦ
τὴν σάρκα ποιῆσαι ὁ ταῦτα λέγων ὑπῆρχεν. εἰ δὲ καὶ μὴ πολλῶν
αἰώνων ἐμνημόνευσεν, ἀλλ' ἑνός, οὗ καὶ ὁ σωτὴρ ἐμνήσθη εἰπὼν
»οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσιν καὶ γαμίσκονται», καὶ οὕτως  
οὐχ ἡ σὰρξ ἣν ἀνείληφεν ὁ σωτὴρ ἡμῶν πρὸ τοῦ ἐνεστῶτος αἰῶνος
ὑπῆρχεν, ἀλλ' αὐτὸς ὁ ταῦτα διὰ Σολομῶνος διδάσκων. ὁρᾷς ὅσῃ
περιπέπτωκεν δυσχωρίᾳ ὁ τῆς εὐθείας καὶ βασιλικῆς παρατραπεὶς
ὁδοῦ. ὁ δὲ πρὸς ταῖς εἰρημέναις ἔτι καὶ ταῦτα προστίθησιν λέγων
 »πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους ποιῆσαι» φησίν· ἐνταῦθα τὰς
 ἀβύσσους παροιμιωδῶς ὁ προφήτης τὰς τῶν ἁγίων καρδίας εἶναι
 λέγει τὰς ἐν τῷ ἑαυτῶν βάθει τὴν τοῦ πνεύματος ἐχούσας
 δωρεάν.
καὶ οὐ συνίησιν ὡς πρὸ τῆς ἐνσάρκου τοῦ σωτῆρος ἡμῶν παρουσίας
οἱ ἅγιοι τοῦ θεοῦ προφῆται τοῦ αὐτοῦ μετέσχον πνεύματος, Μωσῆς
τε καὶ οἱ ἔτι Μωσέως παλαιότεροι. οὐκοῦν ἀνάγκη τούτων ἁπασῶν
τῶν ἀβύσσων, εἰ δὴ αἱ τῶν ἁγίων καρδίαι ἦσαν αὗται, παλαιότερον

Ευσέβιος. De ecclesiastica theologia Book 3, Ch. 3, sec. 23, line 5

ἔτους δώδεκα. τί οὖν μᾶλλον τοῖς ἀποστόλοις ἢ ἐκείνοις ἅπασιν ὁ


τῶν δώδεκα διέφερεν ἀριθμός, εἰ δὴ τοῦ ποσοῦ τις ἀριθμὸς τὴν
αἰτίαν αὐτῷ τῆς τοιασδὶ τοῦ λόγου παρεῖχεν ἑρμηνείας; χρῆν δὲ
συνιδεῖν ὡς καὶ οἱ τοῦ θεοῦ προφῆται, καθ' ὃ τοῦ αὐτοῦ μετέσχον
πνεύματος ἁγίου, οὐκ ἦσαν ἀλλότριοι τῶν πηγῶν. διὸ λέλεκται περὶ
αὐτῶν ἐν Ψαλμοῖς «ἐν ἐκκλησίαις εὐλογεῖτε τὸν θεὸν κύριον ἐκ
πηγῶν Ἰσραήλ». ὥστε καὶ πρὸ ἐκείνων τῶν πηγῶν ἀναγκαῖον ὁμο-
λογεῖν τὸν υἱὸν εἶναι τοῦ θεοῦ τὸν λέγοντα «πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς
πηγὰς τῶν ὑδάτων». ὁ δὲ ἐπάκουσον ὅπως ἑρμηνεύει, λέγων
 εἰκότως οὖν περὶ τῆς κατὰ σάρκα γενέσεως ὁ δεσπότης
 διὰ τοῦ προφήτου Σολομῶνος λέγων «πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς
 πηγὰς τῶν ὑδάτων» ἔφη.
καὶ ἐπιφέρει
 οὕτω γὰρ ὁ σωτὴρ πρὸς τὰς ἱερὰς πηγὰς ἔφη «πορευ-
 θέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη».
εἶθ' ὥσπερ συναγαγὼν τὸν λόγον, τὸ συμπέρασμα ἐπάγει τῇ ἑαυτοῦ
διηγήσει λέγων
 πανταχόθεν δῆλόν ἐστιν τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους καὶ
 πηγὰς τροπικῶς ὠνομάσθαι ὑπὸ τοῦ προφήτου.  
καὶ τοὺς μὲν ἀποστόλους τὰς πηγὰς εἶναι βούλεται, οὐκ ἀρέσκουσιν
δὲ αὐτῷ οἱ προφῆται· διατί, ἀλλ' ἢ ὅτι μὴ ἐδύνατο τὴν σάρκα

Ευσέβιος. De ecclesiastica theologia Book 3, Ch. 3, sec. 43, line 11

θεῖν τολμήσας. ἐνταῦθα μὲν οὖν ἵστησιν τὸν λόγον· μετὰ πλεῖστα
δὲ ὅσα μεταξὺ αὐτῷ λελεγμένα ἀφίσταται μὲν τῆς ἐπὶ τὴν σάρκα
ἐκδοχῆς, ὁμολογεῖ δὲ τὸν τοῦ θεοῦ λόγον εἶναι τὸν ταῦτα φήσαντα.
625

λέγει δ' οὖν αὐτοῖς ῥήμασιν


 πρὸ γὰρ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι ἦν ὁ λόγος ἐν τῷ πατρί.
 ὅτε δὲ ὁ παντοκράτωρ θεὸς πάντα τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ
 τῆς γῆς ποιῆσαι προέθετο, ἐνεργείας ἡ τοῦ κόσμου γένεσις ἐδεῖτο
 δραστικῆς· καὶ διὰ τοῦτο, μηδενὸς ὄντος ἑτέρου πλὴν θεοῦ (πάντα
 γὰρ ὁμολογεῖται ὑπ' αὐτοῦ γεγενῆσθαι), τότε ὁ λόγος προελθὼν
 ἐγίνετο τοῦ κόσμου ποιητής, ὁ καὶ πρότερον ἔνδον νοητῶς ἑτοι-
 μάζων αὐτόν, ὡς διδάσκει ἡμᾶς ὁ προφήτης Σολομὼν «ἡνίκα
 ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν» λέγων «συμπαρήμην αὐτῷ» καὶ «ὡς
 ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν, ἡνίκα ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ
 θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ' αὐτῷ ἁρμόζουσα· ἐγὼ ἤμην ᾗ προς-
 έχαιρεν»· ἔχαιρεν γὰρ εἰκότως ὁ πατὴρ μετὰ σοφίας καὶ δυνάμεως
 διὰ τοῦ λόγου πάντα ποιῶν.
ταῦτα Μάρκελλος. εἰ δὴ οὖν ἐκ προσώπου τοῦ λόγου εἰρῆσθαι αὐτὰ
μόγις ποτὲ ὡμολόγησεν, ἀνάγκη αὐτὸν παραδέξασθαι πᾶσαν τὴν σύμ-
φρασιν τῶν προκειμένων ἐπὶ τὸν αὐτὸν τοῦ θεοῦ λόγον ἀναφέρε-
σθαι. ὁ γὰρ εἰπὼν «ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην
αὐτῷ» αὐτὸς ἦν ὁ καὶ τὸ «κύριος ἔκτισέν με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς

Ευσέβιος. De ecclesiastica theologia Book 3, Ch. 3, sec. 60, line 8

ἡμῶν τὴν διάνοιαν ἐξώκειλεν παρατρέπων καὶ παρερμηνεύων τὸν


ἀληθῆ νοῦν τῆς θεοπνεύστου γραφῆς. ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τὸν λόγον με-
ταβὰς αὐτὸν εἶναί φησιν τὸν ἔνδον ἐν τῷ πατρὶ ὡς ἐν διαλογισμῷ
καὶ ἐνθυμήσει τὸν οὐρανὸν ἡτοιμακότα. ἔλεγεν γοῦν αὐτοῖς ῥήμασιν·
 πρὸ γὰρ τοῦ τὸν κόσμον ποιῆσαι ἦν ὁ λόγος ἐν τῷ πατρί.
 ὅτε δὲ ὁ παντοκράτωρ θεὸς πάντα τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ
 τῆς γῆς ποιῆσαι προέθετο, ἐνεργείας ἡ τοῦ κόσμου γένεσις ἐδεῖτο
 δραστικῆς καὶ διὰ τοῦτο, μηδενὸς ὄντος ἑτέρου πλὴν θεοῦ
 (πάντα γὰρ ὁμολογεῖται ὑπ' αὐτοῦ γεγενῆσθαι), τότε ὁ λόγος
 προελθὼν ἐγίνετο ποιητὴς τοῦ κόσμου, ὁ καὶ πρότερον ἔνδον
 νοητῶς ἑτοιμάζων αὐτόν, ὡς διδάσκει ἡμᾶς ὁ προφήτης Σολομὼν
 »ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ» λέγων.
ἐν οἷς προσήκει ἐπισκέψασθαι τίνα τρόπον ἐθελοκωφῶν τοῦ μὲν
»συμπαρήμην» οὐκ ἀκούει, ὃ σημαίνει διαρρήδην παρουσίαν τοῦ υἱοῦ
σὺν τῷ πατρί, ἀποφαίνεται δὲ τῇ γραφῇ ἐναντίως μηδένα εἶναι ἕτερον
πλὴν τοῦ θεοῦ πρὶν γενέσθαι τὰ γενόμενα· καὶ οὐκ ἔφριξεν ταύτην
ἀφεὶς τὴν φωνήν, ἀρνητικὴν οὖσαν τοῦ υἱοῦ, οὐδὲ τὴν θείαν γραφὴν
ἐδυσωπήθη μαρτυροῦσαν πρὸ τῆς τοῦ οὐρανοῦ κτίσεως μόνον αὐτὸν
συμπαρεῖναι τῷ πατρί. «ἡνίκα» γάρ φησιν «ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν,
συμπαρήμην αὐτῷ». ἡ γὰρ σὺν πρόθεσις τῷ παρεῖναι προσκειμένη
τὴν κατὰ τὸ αὐτὸ σὺν ἑτέρῳ παρουσίαν δηλοῖ. οὐχ ἁπλῶς οὖν

Ευσέβιος. Onomasticon P. 34, line 19

υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς πόλεμον. ἔστι νῦν μεγίστη κώμη Ἀενδὼρ πλησίον
τοῦ ὄρους Θαβὼρ ἐπὶ νότου ὡς ἀπὸ σημείων δʹ.
626

 Ἄφεκ (I Sam 29, 1). πλησίον Ἀενδὼρ τῆς Ἰεζραέλ, ἔνθα ὁ πόλε-
μος συνέστη τῷ Σαούλ.
 Ἀρμά (I Sam 30, 26. 30). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυὶδ «τῶν σκύλων».
 Ἀθάχ (I Sam 30, 26. 30). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυὶδ «τῶν σκύλων».
 Ἀμμά (II Sam 2, 24). «ὁδὸς ἔρημος Γαβαών».
 Ἀεθθὰν Ἀδασαί (II Sam 24, 6). Σʹ τὴν κατωτέραν ὁδόν.
 Ἁλὼν Ὀρνᾶ (II Sam 24, 16). αὕτη ἐστὶν Ἱερουσαλήμ.
 Ἀσσούρ (I Kön 9, 15). ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ πόλις, ἣν ᾠκοδόμησε
Σολομών.
 Ἀβελμαελαί (I Kön 4, 12). πόλις ἑνὸς τῶν ἀρχόντων Σολομών,
ὅθεν Ἐλισσαῖος. κώμη νῦν ἐστιν ἐν τῷ Αὐλῶνι, Σκυθοπόλεως διε-
στῶσα σημείοις ιʹ, ἣ νῦν καλεῖται Βηθμαελά. ἔστι δὲ καὶ Ἀβελμεὰ
κατιόντων ἀπὸ Νέας πόλεως εἰς Σκυθόπολιν.
 Αὐωθιαείρ (I Kön 4, 13). πόλις ἑνὸς ἄρχοντος Σολομών.
 Ἀϊλάθ (I Kön 9, 26). «ἐπὶ τοῦ χείλους τῆς ἐσχάτης θαλάσσης ἐν
γῇ Ἐδώμ». κεῖται καὶ ἀνωτέρω Ἀϊλάς.
 Ἀϊλώθ (II Kön 14, 22). ταύτην ᾠκοδόμησεν Ἀζαρίας.
 Ἀϊνδά (I Kön 15, 20). ταύτην ἐπάταξεν Ἀσά.  
 ἈΣιὼν βαβαὶ (I Kön 22, 49) ἡ καὶ ἈΣιὼν γαβέρ. ἔνθα «συνετρί

Ευσέβιος. Onomasticon
P. 34, line 20

τοῦ ὄρους Θαβὼρ ἐπὶ νότου ὡς ἀπὸ σημείων δʹ.


 Ἄφεκ (I Sam 29, 1). πλησίον Ἀενδὼρ τῆς Ἰεζραέλ, ἔνθα ὁ πόλε-
μος συνέστη τῷ Σαούλ.
 Ἀρμά (I Sam 30, 26. 30). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυὶδ «τῶν σκύλων».
 Ἀθάχ (I Sam 30, 26. 30). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυὶδ «τῶν σκύλων».
 Ἀμμά (II Sam 2, 24). «ὁδὸς ἔρημος Γαβαών».
 Ἀεθθὰν Ἀδασαί (II Sam 24, 6). Σʹ τὴν κατωτέραν ὁδόν.
 Ἁλὼν Ὀρνᾶ (II Sam 24, 16). αὕτη ἐστὶν Ἱερουσαλήμ.
 Ἀσσούρ (I Kön 9, 15). ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ πόλις, ἣν ᾠκοδόμησε
Σολομών.
 Ἀβελμαελαί (I Kön 4, 12). πόλις ἑνὸς τῶν ἀρχόντων Σολομών,
ὅθεν Ἐλισσαῖος. κώμη νῦν ἐστιν ἐν τῷ Αὐλῶνι, Σκυθοπόλεως διε-
στῶσα σημείοις ιʹ, ἣ νῦν καλεῖται Βηθμαελά. ἔστι δὲ καὶ Ἀβελμεὰ
κατιόντων ἀπὸ Νέας πόλεως εἰς Σκυθόπολιν.
 Αὐωθιαείρ (I Kön 4, 13). πόλις ἑνὸς ἄρχοντος Σολομών.
 Ἀϊλάθ (I Kön 9, 26). «ἐπὶ τοῦ χείλους τῆς ἐσχάτης θαλάσσης ἐν
γῇ Ἐδώμ». κεῖται καὶ ἀνωτέρω Ἀϊλάς.
 Ἀϊλώθ (II Kön 14, 22). ταύτην ᾠκοδόμησεν Ἀζαρίας.
 Ἀϊνδά (I Kön 15, 20). ταύτην ἐπάταξεν Ἀσά.  

Ευσέβιος. Onomasticon P. 46, line 24

Ἀπὸ τοῦ Ἰησοῦ.


627

 Βουνὸς ἀκροβυστιῶν (Jos 5, 3). τόπος ἐν Γαλγάλοις, ἐν ᾧ πε-


ριέτεμεν Ἰησοῦς τὸν λαόν, ὡς ἀπὸ δύο σημείων Ἱεριχοῦς, ἔνθα δεί-
κνυνται εἰς ἔτι νῦν οἱ λίθοι, οὓς ἤνεγκαν ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου.
 Βηθωρών (Jos 10, 10). ἔνθα κατεδίωξεν Ἰησοῦς τοὺς βασιλεῖς,
ἣ γέγονεν υἱῶν Ἰωσήφ, τοῦ Ἐφραΐμ. καί εἰσι κῶμαι βʹ ὡς ἀπὸ ση-
μείων Αἰλίας ιβʹ ἐπὶ τὴν εἰς Νικόπολιν ὁδόν, ὧν ἡ μὲν καλεῖται
Βηθωρὼν ἡ ἀνωτέρα, ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών, ἡ δὲ κατωτέρα Λευί-
ταις ἀφωρισμένη.
 Βαρνή (Jos 10, 41). ἡ αὐτή ἐστι τῇ Κάδης Βαρνῆ, ἐρήμῳ τῇ
παρατεινούσῃ Πέτρᾳ πόλει.  
 Βααλγάδ (Jos 11, 17). πόλις ἐν τῷ πεδίῳ «τοῦ Λιβάνου, ὑπὸ τὸ
ὄρος τὸ Ἀερμών». ἣν καὶ αὐτὴν ἀνεῖλεν Ἰησοῦς.
 Βεθφογόρ (Jos 13, 20). πέραν τοῦ Ἰορδάνου, πόλις υἱῶν Ῥουβίν,
πλησίον τοῦ Φογὸρ ὄρους, ἀπέναντι Ἱεριχώ, ἀνωτέρω Λιβιάδος ση-
μείων ϛʹ.

Ευσέβιος. Onomasticon P. 56, line 20

 Βωσῆς (I Sam 14, 4). ὄνομα πέτρας.


 Βασώρ (I Sam 30, 9). χειμάρρους ἔνθα ἦλθε Δαυίδ.
 Βωρασάν (I Sam 30, 30). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυὶδ «τῶν σκύλων».
 Βαουρείμ (II Sam 3, 16). ἔνθα τὴν Μελχὼλ κατέστησεν ὁ ἀνὴρ
αὐτῆς.
 Βααλασώρ (II Sam 13, 23). «ἐχόμενα Ἐφραΐμ», ἔνθα ἔκειρον
»τῷ Ἀβεσσαλώμ».
 Βηθμαχά (II Sam 20, 14).

Μαχαμείμ.
 Βάλθ (I Kön 9, 18). πόλις ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών.
 Βαιθσαρισά (II Kön 4, 42). ὅθεν ὁ ἄνθρωπος πρὸς Ἐλισσαῖον.
ἔστιν ἐν ὁρίοις Διοσπόλεως ἀπὸ σημείων ιεʹ τοῖς πρὸς βορρᾶν ἐν τῇ
Θαμνιτικῇ.
 Βαιθαγγάν (II Kön 9, 27). ὁδὸς δι' ἧς ἔφυγεν Ὀχοζίας.
 Βασεκάθ (II Kön 22, 1). πόλις ἀρχαία τῆς Ἰουδαίας.
 Βαιθακάθ (II Kön 10, 12). ἔνθα ἦλθεν Ἰοῦ. ἔστι κώμη τῆς  
Σαμαρείας, τῆς Λεγεῶνος ἀπέχουσα σημείοις ιεʹ ἐν τῷ μεγάλῳ πεδίῳ.
Ἀʹ οἴκῳ κάμψεως, Σʹ οἴκῳ ἑκάστων.
 Βαιθαννὴ (II Kön 17, 30) ἡ καὶ Βαινίθ. ταύτην ἔκτισαν οἱ ἀπὸ
Βαβυλῶνος Σαμαρεῖται.

Ευσέβιος. Onomasticon P. 66, line 16

θρησκευόμενος. καὶ ἄλλη δὲ ἔοικεν εἶναι Γάλγαλα περὶ τὴν


Βαιθήλ.
 Γαί (Jos 7, 2). ἥτις ἐστὶ πλησίον Βηθαῦν καὶ Βαιθήλ, ἣν ἐπο-
λιόρκησεν Ἰησοῦς τὸν βασιλέα αὐτῆς ἀνελών. ἔστι δὲ νῦν ἔρημος.
628

κατῴκει δὲ αὐτὴν τὸ παλαιὸν ὁ εἴσω τοῦ Ἰορδάνου Ἀμορραῖος.


 Γαβαών (Jos 9, 9ff.). ὅθεν ἐλθόντες οἱ Γαβαωνῖται ἱκέται γί-
νονται τοῦ Ἰησοῦ. ἦν δὲ αὕτη μητρόπολις μεγάλη καὶ βασιλικὴ τῶν
Εὐαίων, ἣ καὶ γέγονε κλήρου Βενιαμίν. καὶ ἔστι κώμη νῦν οὕτω
καλουμένη πλησίον Βαιθὴλ πρὸς δυσμάς, ὡς ἀπὸ σημείων δ' παρά-
κειται δὲ τῇ Ῥαμᾶ, καὶ ἀφώριστο Λευίταις πλησίον Ῥεμμαά. ἐνταῦθα
Σολομὼν θύσας χρησμοῦ καταξιοῦται.
 Γαϊβέ (Jos 18, 24). κλήρου Βενιαμίν, καὶ αὐτὴ Λευίταις ἀφω-
ρισμένη.
 Γαζέρ (Jos 10, 33). κλήρου Ἐφραΐμ, Λευίταις ἀφωρισμένη. καὶ
ταύτην ἐπολιόρκησεν Ἰησοῦς, τὸν βασιλέα αὐτῆς ἀνελών. ἣν καὶ
ᾠκοδόμησε Σολομών. καὶ νῦν καλεῖται Γαζάρα κώμη Νικοπόλεως  
ἀπέχουσα σημείοις δʹ ἐν βορείοις. οὐ μὴν ἀνεῖλεν ἐξ αὐτῆς τοὺς ἀλλο-
φύλους ἡ φυλὴ Ἐφραΐμ.
 Γοσόν (Jos 10, 41). καὶ ταύτην ἐπολιόρκησεν Ἰησοῦς.
 Γέθ (Jos 11, 22). ἐν ταύτῃ κατελείφθησαν οἱ Ἐνακεὶμ ἀλλό-
φυλοι καὶ οἱ Φυλισταῖοι μὴ ἐξολοθρευθέντες. καὶ ἔστιν εἰς ἔτι καὶ

Ευσέβιος. Onomasticon P. 66, line 21

 Γαβαών (Jos 9, 9ff.). ὅθεν ἐλθόντες οἱ Γαβαωνῖται ἱκέται γί-


νονται τοῦ Ἰησοῦ. ἦν δὲ αὕτη μητρόπολις μεγάλη καὶ βασιλικὴ τῶν
Εὐαίων, ἣ καὶ γέγονε κλήρου Βενιαμίν. καὶ ἔστι κώμη νῦν οὕτω
καλουμένη πλησίον Βαιθὴλ πρὸς δυσμάς, ὡς ἀπὸ σημείων δ' παρά-
κειται δὲ τῇ Ῥαμᾶ, καὶ ἀφώριστο Λευίταις πλησίον Ῥεμμαά. ἐνταῦθα
Σολομὼν θύσας χρησμοῦ καταξιοῦται.
 Γαϊβέ (Jos 18, 24). κλήρου Βενιαμίν, καὶ αὐτὴ Λευίταις ἀφω-
ρισμένη.
 Γαζέρ (Jos 10, 33). κλήρου Ἐφραΐμ, Λευίταις ἀφωρισμένη. καὶ
ταύτην ἐπολιόρκησεν Ἰησοῦς, τὸν βασιλέα αὐτῆς ἀνελών. ἣν καὶ
ᾠκοδόμησε Σολομών. καὶ νῦν καλεῖται Γαζάρα κώμη Νικοπόλεως  
ἀπέχουσα σημείοις δʹ ἐν βορείοις. οὐ μὴν ἀνεῖλεν ἐξ αὐτῆς τοὺς ἀλλο-
φύλους ἡ φυλὴ Ἐφραΐμ.
 Γοσόν (Jos 10, 41). καὶ ταύτην ἐπολιόρκησεν Ἰησοῦς.
 Γέθ (Jos 11, 22). ἐν ταύτῃ κατελείφθησαν οἱ Ἐνακεὶμ ἀλλό-
φυλοι καὶ οἱ Φυλισταῖοι μὴ ἐξολοθρευθέντες. καὶ ἔστιν εἰς ἔτι καὶ
νῦν κώμη παριόντων ἀπὸ Ἐλευθεροπόλεως ἐπὶ Διόσπολιν περὶ πέμ-
πτον σημεῖον τῆς Ἐλευθεροπόλεως.
 Γεσουρείμ (Jos 12, 5). πόλις ἀλλοφύλων. αὕτη δέ ἐστι Γαρ-
γασεὶ ἐν τῇ Βασανίτιδι, ἀφ' ἧς «οὐκ ἐξωλόθρευσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ
τὸν Γεσουρεί».

Ευσέβιος. Onomasticon P. 72, line 19

 Γελβουέ (I Sam 28, 4). ὄρη ἀλλοφύλων, Σκυθοπόλεως ἀπέχοντα


ϛʹ σημείοις, ἐν οἷς καὶ κώμη καλεῖται Γελβοῦς.
 Γεδδούρ (I Sam 30, 8). ἔνθα κατέβη Δαυίδ. Ἀʹ τὸν εὔζωνον,
Σύμμαχος τὸν λόχον.
629

 Γαζηρά (II Sam 5, 25). ἔνθα ἐπάταξε Δαυὶδ «τοὺς ἀλλοφύλους.»


καὶ ἀνωτέρω κεῖται Γαζέρ.
 Γεσσούρ (II Sam 15, 8). χώρα ἀλλοφύλων ἐπὶ τῆς Συρίας.
 Γιλών (II Sam 15, 12). ὅθεν ἦν Ἀχιτόφελ.
 Γόβ (II Sam 21, 19). ἔνθα συνέστη πόλεμος.
 Γαλιλαία (I Kön 9, 11). δύο εἰσὶ Γαλιλαῖαι, ὧν ἡ μὲν Γαλιλαία
ἐθνῶν εἴρηται, ἐν ὁρίοις Τυρίων παρακειμένη, ἔνθα ἔδωκε Σολομὼν
»τῷ Χιρὰμ κʹ πόλεις», κλήρου Νεφθαλείμ, ἡ δέ ἐστιν ἀμφὶ τὴν Τι-
βεριάδα καὶ τὴν πρὸς αὐτῇ λίμνην, κλήρου Ζαβουλών.
 Γειών (I Kön 1, 33). ἔνθα χρίεται Σολομών.
 Γήρ (II Kön 9, 27). ἔνθα ἐπάταξεν Ἰοῦ τὸν Ὀχοζίαν «ἐγγὺς
Ἰεβλαάμ».

Ευσέβιος. Onomasticon P. 90, line 9

γεται, ἀπέχουσα Ἐλευθεροπόλεως σημείοις ζʹ. Ἀμβακοὺμ τοῦ προ-


φήτου τὸ μνῆμα πλησίον δείκνυται.  
 Ἐλμωνί (I Sam 21, 2). τόπος. τὶς ἑρμηνεύεται. Ἀʹ Θʹ τόνδε τινά.
 Ἐσθαμά (I Sam 30, 26. 28). ἔνθα ἀπέστειλε Δαυίδ.
 Ἐλώθ (II Kön 14, 22). ταύτην ᾠκοδόμησεν Ἀζαρίας βασιλεύς.
 Ἐμάθ (II Kön 14, 25). ἐν Ἡσαΐᾳ. πόλις Δαμασκοῦ, ἣν ἐπολιόρ-
κησε βασιλεὺς Ἀσσυρίων. μέμνηται αὐτῆς καὶ Ζαχαρίας. κεῖται καὶ
ἐν τῷ Ἱεζεκιήλ. καὶ ἐν τῷ Ἀμὼς Ἐμὰς Ῥεββά, ὅ ἐστιν Ἐμὰθ ἡ
μεγάλη. κεῖται καὶ ἀνωτέρω. καὶ μήποτε αὕτη ἐστὶν ἡ Ἐπιφάνεια
ἡ πλησίον Ἐμέσης.
 Ἔσερ (II Kön 15, 29). πόλις ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών.
 Ἐναχεὶμ (Micha 1, 10) ἢ Ἐνβαχείν. Μιχαίας. Ἀʹ Σʹ ἐν κλαυθμῷ.
 Ἐναραβά (II Sam 2, 29?). Ἀʹ ἐν ὁμαλῇ, Σʹ ἐν πεδινῇ.
 Ἐλκεσέ (Nahum 1, 1). ὅθεν ἦν Ναοὺμ ὁ Ἐλκεσαῖος.
 Ἐμακείμ (Jer 49, 4). Ἀʹ Σʹ τῶν κοιλάδων.

Ευσέβιος. Onomasticon P. 100, line 20

Βασιλειῶν.

 Θηλαμοῦ γῆ (II Sam 3, 12). ἔνθα «ἀπέστειλεν Ἀβεννὴρ πρὸς Δαυίδ».


Ἀʹ παραχρῆμα, Σʹ ἀνθ' ἑαυτοῦ.
 Θαάδ (II Sam 24, 6?). ἐγγὺς Γαλαάδ.
 Θαμσά (I Kön 4, 24). ὅριον τῆς βασιλείας Σολομών.
 Θερμώθ (I Kön 9, 18). πόλις ἣν ᾠκοδόμησε Σολομὼν «ἐν τῇ
ἐρήμῳ».
 Θαρσεῖς (I Kön 10, 22). ὅθεν ἤρχετο τῷ Σολομῶντι χρυσός.
κατὰ μὲν τὸν Ἰώσιππον Ταρσός ἐστιν ἡ τῆς Κιλικίας· κατὰ δὲ
τὸν Ἱεζεκιὴλ Καρχηδών, ἀντὶ γὰρ τῆς παρὰ τοῖς Οʹ κειμένης  
Καρχηδόνος τὸ Ἑβραϊκὸν ἔχει Θαρσεῖς. ἄλλοι δὲ τὴν Ἰνδίαν ὑπε-
τύπωσαν.
 Θαρσά (I Kön 15, 21). ὅθεν ἦν Ἀσὰφ βασιλεὺς Ἰσραήλ.
630

 Θερσιλά (II Kön 15, 14). ὅθεν ἦν Μαναείμ. καὶ νῦν ἐστι κώμη
Σαμαρέων ἐν τῇ Βαταναίᾳ Θαρσιλὰ λεγομένη.

Ευσέβιος. Onomasticon P. 100, line 21

Βασιλειῶν.

 Θηλαμοῦ γῆ (II Sam 3, 12). ἔνθα «ἀπέστειλεν Ἀβεννὴρ πρὸς Δαυίδ».


Ἀʹ παραχρῆμα, Σʹ ἀνθ' ἑαυτοῦ.
 Θαάδ (II Sam 24, 6?). ἐγγὺς Γαλαάδ.
 Θαμσά (I Kön 4, 24). ὅριον τῆς βασιλείας Σολομών.
 Θερμώθ (I Kön 9, 18). πόλις ἣν ᾠκοδόμησε Σολομὼν «ἐν τῇ
ἐρήμῳ».
 Θαρσεῖς (I Kön 10, 22). ὅθεν ἤρχετο τῷ Σολομῶντι χρυσός.
κατὰ μὲν τὸν Ἰώσιππον Ταρσός ἐστιν ἡ τῆς Κιλικίας· κατὰ δὲ
τὸν Ἱεζεκιὴλ Καρχηδών, ἀντὶ γὰρ τῆς παρὰ τοῖς Οʹ κειμένης  
Καρχηδόνος τὸ Ἑβραϊκὸν ἔχει Θαρσεῖς. ἄλλοι δὲ τὴν Ἰνδίαν ὑπε-
τύπωσαν.
 Θαρσά (I Kön 15, 21). ὅθεν ἦν Ἀσὰφ βασιλεὺς Ἰσραήλ.
 Θερσιλά (II Kön 15, 14). ὅθεν ἦν Μαναείμ. καὶ νῦν ἐστι κώμη
Σαμαρέων ἐν τῇ Βαταναίᾳ Θαρσιλὰ λεγομένη.
 Θεσβά (I Kön 17, 1). ὅθεν ἦν Ἡλίας ὁ Θεσβίτης.

Ευσέβιος. Onomasticon P. 100, line 23

Βασιλειῶν.

 Θηλαμοῦ γῆ (II Sam 3, 12). ἔνθα «ἀπέστειλεν Ἀβεννὴρ πρὸς Δαυίδ».


Ἀʹ παραχρῆμα, Σʹ ἀνθ' ἑαυτοῦ.
 Θαάδ (II Sam 24, 6?). ἐγγὺς Γαλαάδ.
 Θαμσά (I Kön 4, 24). ὅριον τῆς βασιλείας Σολομών.
 Θερμώθ (I Kön 9, 18). πόλις ἣν ᾠκοδόμησε Σολομὼν «ἐν τῇ
ἐρήμῳ».
 Θαρσεῖς (I Kön 10, 22). ὅθεν ἤρχετο τῷ Σολομῶντι χρυσός.
κατὰ μὲν τὸν Ἰώσιππον Ταρσός ἐστιν ἡ τῆς Κιλικίας· κατὰ δὲ
τὸν Ἱεζεκιὴλ Καρχηδών, ἀντὶ γὰρ τῆς παρὰ τοῖς Οʹ κειμένης  
Καρχηδόνος τὸ Ἑβραϊκὸν ἔχει Θαρσεῖς. ἄλλοι δὲ τὴν Ἰνδίαν ὑπε-
τύπωσαν.
 Θαρσά (I Kön 15, 21). ὅθεν ἦν Ἀσὰφ βασιλεὺς Ἰσραήλ.
 Θερσιλά (II Kön 15, 14). ὅθεν ἦν Μαναείμ. καὶ νῦν ἐστι κώμη
Σαμαρέων ἐν τῇ Βαταναίᾳ Θαρσιλὰ λεγομένη.
 Θεσβά (I Kön 17, 1). ὅθεν ἦν Ἡλίας ὁ Θεσβίτης.
 Θαιμάν (Ez 20, 45). ὡς Ἱεζεκιὴλ πόλις τῆς Ἰδουμαίας, ὡς δὲ
Ἡσαΐας ἐν ὁράσει τῆς Ἀραβίας. κεῖται καὶ ἐν Ἱερεμίᾳ. ἐν δὲ τῷ
631

Ευσέβιος. Onomasticon P. 110, line 19

 Ἰούδ (Jos 19, 45). κλήρου Δάν.


 Ἱερακώ (Jos 19, 46). ὕδατα κλήρου Δάν.
 Ἰαβεῖς Γαλαάδ (Richt 21, 8). καὶ ταύτην ἐπολέμησαν οἱ υἱοὶ
Ἰσραήλ. καὶ νῦν ἐστι κώμη πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἀπὸ ϛʹ σημείων
Πέλλης πόλεως ἐπὶ τοῦ ὄρους κειμένη ἀπιόντων εἰς Γέρασαν.

Βασιλειῶν.

 Ἰαάρ (I Sam 14, 25). δρυμός, ἔνθα ἦν ὁ μελισσών.


 Ἱεραμηλεί (I Sam 30, 29). χώρα τῶν ἀλλοφύλων.
 Ἰέθερ (I Sam 30, 26f.). ἔνθα ἀπέστειλεν Δαυίδ. κώμη νῦν ἐστιν
Ἰεθειρὰ ἐν τῷ Δαρωμᾳ. κεῖται καὶ ἀνωτέρω.
 Ἰεκμαάν (I Kön 4, 12). πόλις ἀρχόντων Σολομών.
 Ἰταβύριον (Hos 5, 1). Ἀʹ Σʹ Θαβώρ. ἐν Ὠσηέ. κεῖται δὲ ἐν τῷ
μεγάλῳ πεδίῳ τῆς Λεγεῶνος πρὸς ἀνατολάς.
 Ἰεκθοήλ (II Kön 14, 7). Πέτρα ἐν Βασιλείαις.
 Ἰεταβά (II Kön 21, 19). πόλις ἀρχαία τῆς Ἰουδαίας.
 Ἰόππη (Jona 1, 3). πόλις Παλαιστίνης εἰς ἔτι νῦν πάραλος.
κλήρου Δάν.

Ευσέβιος. Onomasticon P. 132, line 20

 Μασερέθ (I Sam 23, 14). ἔρημος, ἔνθα ἐκαθέσθη Δαυίδ. Αʹ ἐν


ὀχυρώμασι, Σʹ ἐν καταφυγαῖς, Θʹ ἐν τοῖς σπηλαίοις.
 Μασβάκ (II Sam 8, 8). πόλις ἀλλοφύλων, βασιλέως Ἀδραζάρ.
 Μελά, Γημελά (II Sam 8, 13). Ἀʹ Σʹ φάραγξ τοῦ ἁλός.
 Μααχά (II Sam 10, 6). χώρα βασιλέως Γεσσούρ.
 Μωδεείμ (I Macc 2, 1). κώμη πλησίον Διοσπόλεως, ὅθεν ἦσαν
οἱ Μακκαβαῖοι, ὧν καὶ τὰ μνήματα εἰς ἔτι νῦν δείκνυται.
 Μαψὰρ Τύρου (II Sam 24, 7). Ἀʹ ἔρυμα Τύρου, Σʹ ὀχύρωμα
Τύρου.
 Μασά (I Kön 2, 35i; 9, 15). πόλις, ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών.
 Μεεβρά (I Kön 4, 12). Ἀʹ ἀπὸ πέραν, Σʹ ἐξ ἐναντίας.
 Μάκες (I Kön 4, 9). πόλις ἄρχοντος Σολομών.  
 Μελώ (I Kön 9, 15). πόλις, ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών. Σʹ Θʹ
τελείωσιν.
 Μαιδάν (I Kön 9, 15). πόλις ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών.
 Μέμφις (Hos 9, 6). ἐν Ὠσηέ, πόλις Αἰγύπτου. καὶ ἐν Ἱεζεκιήλ.
καὶ ἐν Ἱερεμίᾳ οἱ μετὰ Ἱερεμίου Ἰουδαῖοι κατῴκησαν ἐν Μέμφει.
 Μαχά (Hos 9, 16). ἐν Ὠσηέ. Ἀʹ Σʹ τὰ ἐπιθυμήματα.
 Μίλητος (Ez 27, 18). πόλις τῆς Ἀσίας. κεῖται ἐν Ἱεζεκιήλ.
 Μαριβώθ (Ez 48, 28). «ἕως ὕδατος Μαριβώθ» Ἱεζεκιήλ.
632

Ευσέβιος. Onomasticon P. 132, line 22

ὀχυρώμασι, Σʹ ἐν καταφυγαῖς, Θʹ ἐν τοῖς σπηλαίοις.


 Μασβάκ (II Sam 8, 8). πόλις ἀλλοφύλων, βασιλέως Ἀδραζάρ.
 Μελά, Γημελά (II Sam 8, 13). Ἀʹ Σʹ φάραγξ τοῦ ἁλός.
 Μααχά (II Sam 10, 6). χώρα βασιλέως Γεσσούρ.
 Μωδεείμ (I Macc 2, 1). κώμη πλησίον Διοσπόλεως, ὅθεν ἦσαν
οἱ Μακκαβαῖοι, ὧν καὶ τὰ μνήματα εἰς ἔτι νῦν δείκνυται.
 Μαψὰρ Τύρου (II Sam 24, 7). Ἀʹ ἔρυμα Τύρου, Σʹ ὀχύρωμα
Τύρου.
 Μασά (I Kön 2, 35i; 9, 15). πόλις, ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών.
 Μεεβρά (I Kön 4, 12). Ἀʹ ἀπὸ πέραν, Σʹ ἐξ ἐναντίας.
 Μάκες (I Kön 4, 9). πόλις ἄρχοντος Σολομών.  
 Μελώ (I Kön 9, 15). πόλις, ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών. Σʹ Θʹ
τελείωσιν.
 Μαιδάν (I Kön 9, 15). πόλις ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών.
 Μέμφις (Hos 9, 6). ἐν Ὠσηέ, πόλις Αἰγύπτου. καὶ ἐν Ἱεζεκιήλ.
καὶ ἐν Ἱερεμίᾳ οἱ μετὰ Ἱερεμίου Ἰουδαῖοι κατῴκησαν ἐν Μέμφει.
 Μαχά (Hos 9, 16). ἐν Ὠσηέ. Ἀʹ Σʹ τὰ ἐπιθυμήματα.
 Μίλητος (Ez 27, 18). πόλις τῆς Ἀσίας. κεῖται ἐν Ἱεζεκιήλ.
 Μαριβώθ (Ez 48, 28). «ἕως ὕδατος Μαριβώθ» Ἱεζεκιήλ. Ἀʹ δια-
δικασμοῦ, Σʹ ἀντιλογίας.
 Μωραθεί (Micha 1, 1). ὅθεν ἦν Μιχαίας ὁ προφήτης, πρὸς ἀνα

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam Book 2, sec. 10, line 18

αὐτὸς ὁ Σεναχηρεὶμ ἐπιστὰς τῇ Σαμαρείᾳ τὴν ἐν αὐτῇ καθεῖλε βασιλείαν τοῦ


Ἰσραὴλ πάντα τὸν καλούμενον λαὸν Ἰσραὴλ αἰχμάλωτον ἀπαγαγὼν εἰς τὴν τῶν
Ἀσσυρίων χώραν, ἑπτὰ δὲ μεταξὺ διαγενομένων ἐτῶν «κατὰ τὸ τεσσαρεσκαι-
δέκατον ἔτος Ἑζεκίου» ταῖς τῆς Ἰουδαίας πόλεσιν ἐπιθέμενος τὰς μάλιστα ἐν
αὐτῇ ὀχυρωτάτας εἷλε πόλεις, ἤδη δὲ καὶ αὐτῇ ἐπεχείρει τῇ Ἰερουσαλήμ. πλεῖστα
δὲ μνήμης ἄξια ἀγαθῆς κατορθώματα τοῦ Ἑζεκίου ἡ τῶν 8Παραλειπομένων
γραφὴ διελθοῦσα ὡς «ἐποίησε τὸ εὐθὲς ἐνώπιον κυρίου κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε
Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ» καὶ ὡς «ἀνέῳξε τὰς θύρας οἴκου κυρίου καὶ ἐπεσκεύασεν
αὐτὰς» ἀφανισθείσας κατὰ τοὺς χρόνους Ἄχαζ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ὡς καθ-
εῖλε τὸ ἱερὸν καὶ τοὺς ἐν αὐτῷ λειτουργοῦντας ἱερεῖς, ὅπως τε τὴν τοῦ πάσχα
ἐπετέλεσεν ἑορτὴν ὡς μαρτυρεῖσθαι, ὅτι «ἀπὸ ἡμερῶν Σολομῶντος υἱοῦ Δαυὶδ
βασιλέως Ἰσραὴλ οὐκ ἐγένετο τοιαύτη ἑορτὴ ἐν Ἰερουσαλὴμ» καὶ ὡς «ἐξέκοψε τὰ
ἄλση καὶ κατέσπασε τὰ ὑψηλὰ καὶ τοὺς βουνοὺς» καὶ πᾶσαν τὴν ἐν τοῖς ἔμπροσθεν
χρόνοις ἐπιπολάσασαν καθ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας εἰδωλολατρίαν καὶ ὡς «ἐποίησε
τὸ καλὸν καὶ ἀληθὲς ἐνώπιον κυρίου τοῦ θεοῦ καὶ ἐν παντὶ ἔργῳ, ᾧ ἤρξατο ἐν
ἐργασίᾳ, ἐν οἴκῳ κυρίου καὶ ἐν τῷ νόμῳ καὶ ἐν τοῖς προστάγμασιν ἐζήτησε τὸν
θεὸν αὐτοῦ ἐξ ὅλης ψυχῆς αὐτοῦ ἐποίησε καὶ εὐωδώθη». ταῦτα καὶ τούτοις
ἀδελφὰ μυρία μαρτυρήσασα περὶ αὐτοῦ ἡ γραφὴ ἐπιλέγει· «καὶ μετὰ τοὺς λόγους
τούτους καὶ τὴν ἀλήθειαν ταύτην ἦλθε Σεναχηρεὶμ βασιλεὺς Ἀσσυρίων ἐν τῇ
Ἰουδαίᾳ καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ τὰς πόλεις τὰς τειχήρεις καὶ εἶπε προκαταλαβέσθαι
αὐτάς».
633

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam Book 2, sec. 24, line 42

τιοι καὶ Αἰθίοπες καὶ οἱ τὴν Συήνην οἰκοῦντες, ἀνθ' οὗ καὶ Σαβὰ οἱ 8λοιποὶ
ἑρμηνευταὶ ἐκδεδώκασιν. ὁ δὲ 8Σύμμαχος· ἔδωκά φησιν ἐξιλασμόν σου Αἴγυπ-
τον καὶ Αἰθιοπίαν καὶ Σαβὰ ἀντὶ σοῦ. ⌈οὕτω γὰρ παρ' ἐμοὶ γέγονας
τίμιος καὶ οὕτως ἐναντίον μου ἐδοξάσθης, καὶ οὕτως ἠγάπησά σε,
ὡς καὶ μέχρι τῶν ἐσχατιῶν γῆς φθάσαι τὴν διὰ σοῦ πᾶσιν ἀνθρώποις προξενου-
μένην κατὰ θεὸν σωτηρίαν· καὶ ὡς αὐτοὺς τοὺς πάντων ἀνθρώπων δεισιδαι-
μονεστάτους Αἰγυπτίους τῆς διὰ σοῦ κλήσεως καταξιωθῆναι. διὰ μὲν οὖν τῶν
Αἰγυπτίων πάντας ᾐνίξατο τοὺς δεισιδαίμονας καὶ εἰδωλολάτρας, διὰ δὲ τῆς
Αἰθιοπίας καὶ Συήνης τοὺς μέχρι τῶν ἐσχατιῶν τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης
οἰκοῦντας. ἐὰν δὲ ἡ καὶ Σαβὰ μνημονεύεται, ἰστέον ὥς ἐστι Σαβαϊτῶν ἔθνος,
ὅθεν «βασίλισσα Σαβὰ« ἐπεδήμει κατὰ τοὺς Σολομῶντος χρόνους.⌉ τούτους  
μὲν οὖν ἀντὶ σοῦ φησιν ἢ ὑπὲρ σοῦ πάντας οἰκείους ἐκτησάμην, τοὺς δὲ σὲ
πολεμοῦντας διὰ τὸν ὑπὸ σοῦ καταγγελλόμενον λόγον ἀπωλείᾳ παραδώσω.
 Διόπερ θαρσεῖν σοι παρακελεύομαι ὡς ἂν ἐμοῦ διὰ παντὸς συνόντος
σοι, καὶ τὰ σπέρματα δέ, ἃ καθ' ὅλης τῆς οἰκουμένης ἔσπειρας, ⌈πολλὰ τέκνα
κατὰ θεὸν γεννήσας συνάξω εἰς «τὴν ἐπουράνιόν μου πόλιν» μετεώρους αὐτοὺς
ἀναλαβὼν δι' ἀέρος ὥσπερ πτηνοῖς ἀνέμοις ὑποκουφιζομένους, λέγω δὲ ἀγγελικαῖς
δυνάμεσι.⌉ καὶ τοὺς μὲν ἀπὸ βορρᾶ παραλήψομαι, τοὺς δὲ ἀπὸ λιβός, ἢ κατὰ
τοὺς 8λοιποὺς ἑρμηνευτάς· ἀπὸ νότου· ⌈ἐγὼ γὰρ αὐτοῖς τοῦτο ποιεῖν προστάξω
διὰ τὸ ἐμοὺς εἶναι υἱοὺς καὶ θυγατέρας ἐμὰς τοὺς δι' ὑμῶν σπαρέντας καὶ

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam Book 2, sec. 28, line 128

θήσουσι δεδεμένοι χειροπέδαις. ⌈Αἴγυπτον δέ φησι κεκοπιακέναι


διὰ τῆς εἰδωλολάτρου πλάνης, ὁπηνίκα τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν δαί-
μοσι πονηροῖς καταδεδούλωτο· πλὴν ἀλλ' ὅμως διαναπαύεσθαι τοῦ κόπου
τὴν Αἴγυπτον ἐπαγγέλλεται δι' αὐτῆς πᾶν τὸ τῶν εἰδωλολατρῶν γένος αἰνιτ-
τόμενος.⌉ καὶ ἡ ἐμπορία δέ φησιν Αἰθιόπων καὶ οἱ Σαβαεὶμ ἄν-
δρες ὑψηλοὶ ἐπὶ σὲ τὸν προφητευόμενον βασιλέα διαβήσονται καὶ σοὶ
ἔσονται δοῦλοι, ⌈δι' ὧν σημαίνειν ἔοικε βάρβαρά τινα καὶ ἀνήμερα καὶ ἐν
τοῖς ἐξωτάτω τῆς γῆς οἰκοῦντα ἔθνη, ἃ δὴ δουλεύσειν τῷ Χριστῷ θεσπίζει.
διὸ ἐπιλέγει· ὀπίσω σου ἀκολουθήσουσι δεδεμένοι χειροπέδαις⌉
καὶ προσκυνήσουσί σοι. Σαβὰ δὲ ἔθνος ἐστὶν Αἰθιοπικόν, ὅθεν «βασίλισσα
Σαβὰ» παραγέγονε «τῆς σοφίας Σολομῶντος ἀκουσομένη». ἀλλὰ καὶ τούτοις
τέλος ἀγαθὸν ὑπισχνεῖται τὸ προσκυνήσειν τῷ προφητευομένῳ καὶ τὸ προς-
εύξασθαι ἐν αὐτῷ, ἐπειδήπερ ὁ θεὸς ἐν αὐτῷ ἦν καὶ διὰ τὸν ἐνοικοῦντα ἐν
αὐτῷ θεὸν καὶ αὐτὸς θεὸς ἦν.
 οὐκ ᾔδεισαν δὲ τοῦτο πάλαι πρότερον οἱ προσκυνοῦντες αὐτόν, ὅμως
δὲ γνόντες τὰ μεγάλα ὤναντο. αὐτὸς δὲ ἦν καὶ τοῦ Ἰσραὴλ σωτήρ, διὸ καὶ
τὸ Ἰησοῦς ὄνομα εἰς τὸν σωτῆρα μεταλαμβάνεται. ἐπειδὰν οὖν αἱ τῶν εἰδωλο-
λατρῶν ψυχαὶ καὶ αἱ τῶν ἀνημέρων καὶ βαρβάρων ἀνδρῶν καταδουλωθεῖσαι
τῷ Χριστῷ τοῦ θεοῦ προσκυνήσωσιν αὐτῷ καὶ αὐτῷ προσεκύνησαν γνοῦσαι
αὐτὸν εἶναι θεὸν διὰ τὸν ἐν αὐτῷ κατοικοῦντα. τὸ τηνικαῦτα αἰσχυνθή-
σονται καὶ ἐντραπήσονται πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ
634

Ευσέβιος. Commentarius in Isaiam Book 2, sec. 56, line 110

«τὰς μονὰς τὰς παρὰ τῷ πατρί», ἀλλὰ καὶ «τοὺς πόνους τῶν καρπῶν αὐτῶν
φάγονται«· διόπερ ὅσα γεωργήσαντες συνήγαγον, ταῦτα εὑρήσουσι καὶ ἐξ
αὐτῶν τραφήσονται⌉ οὐκέτι ἀγωνιῶντες, μὴ ἀλλότριοι τοὺς πόνους αὐτῶν
ἁρπάσωσι. διὸ εἴρηται· οὐ μὴ οἰκοδομήσουσι καὶ ἄλλοι ἐνοικήσουσι,
καὶ οὐ μὴ φυτεύσουσι καὶ ἄλλοι φάγονται, ⌈ἀλλ' εἰς ἄπειρον αἰῶνα ἐν
ἀθανάτῳ εὐζωΐᾳ διάξουσι. διὸ λέλεκται· κατὰ γὰρ τὰς ἡμέρας τοῦ ξύλου
τῆς ζωῆς αἱ ἡμέραι τοῦ λαοῦ μου, τὸ ξύλον δὲ εἴρηται «ἐν τῷ παραδείσῳ
τοῦ θεοῦ πεφυτεῦσθαι»· δείκνυνται τοιγαροῦν οὐκ ἔξω τοῦ παραδείσου τοῦ
θεοῦ τυγχάνουσαι αἱ ἐπαγγελίαι.⌉ καὶ τὴν αἰώνιον δὲ καὶ ἀθάνατον ζωὴν σαφῶς
παρέστησεν εἰπών· κατὰ γὰρ τὰς ἡμέρας τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς αἱ
ἡμέραι τοῦ λαοῦ μου, ξύλον δὲ ζωῆς καὶ ἄλλως Σολομὼν ἐδίδαξεν εἶναι
τὴν σοφίαν τοῦ θεοῦ εἰπών· «ξύλον ζωῆς ἐστι πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὐτῆς,
καὶ τοῖς ἐπερειδομένοις ἐπ' αὐτὴν ὡς ἐπὶ κύριον ἀσφαλής». εἰ δ' ἡ σοφία τοῦ
θεοῦ ἀΐδιός ἐστι καὶ «πηγὴ ζωῆς αἰωνίου», τοιαύτας δ' ἔσεσθαι τὰς ἡμέρας
τοῦ λαοῦ ὁ λόγος ἐπαγγέλλεται. τί ἕτερον ἢ τὴν ἀνωτάτω μακαριότητα αὐτοῖς
θεσπίζει; ταῦτα δέ φησι ποιήσω τῷ λαῷ μου «καὶ εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ λαῷ
μου»· κατὰ γὰρ τὰς ἡμέρας τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς αἱ ἡμέραι τοῦ
λαοῦ μου, ⌈δι' ὧν ἁπάντων σαφῶς ἕτερον λαὸν εἰσάγει ἑαυτῷ παρὰ τὸ Ἰου-
δαίων ἔθνος.⌉ ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα φησὶ τῶν πόνων αὐτῶν παλαιώσουσιν·
⌈οὐ γὰρ αὐτοὶ παλαιωθήσονται οὐδ' ἑτέροις καταλείψουσι μέλλοντες αὖθις
μεθίστασθαι τοῦ βίου τοὺς ἑαυτῶν πόνους, ἀλλ' αὐτοὶ τὰ ἔργα τῶν πόνων
Ευσέβιος. Generalis elementaria introductio (= Eclogae propheticae)
P. 56, line 19

μοι εἰς υἱόν. Καὶ ἂν ἔλθῃ ἀδικία αὐτοῦ, καὶ ἐλέγξω


αὐτὸν ἐν ῥάβδῳ ἀνδρῶν, καὶ ἐν ἁφαῖς υἱῶν ἀνθρώπων·
Τὸ δὲ ἔλεός μου οὐ μὴ ἀποστήσω ἀπ' αὐτῶν, καθὼς
ἀπέστησα ἀφ' ὧν ἀπέστησα ἐκ προσώπου μου. Καὶ
πιστωθήσεται ὁ οἶκος αὐτοῦ, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἕως
αἰῶνος ἐνώπιόν μου· καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθω-
μένος εἰς τὸν αἰῶνα. Τούτοις τὰ παραπλήσια καὶ ἐν
ὀγδοηκοστῷ ὀγδόῳ εἴρηται ψαλμῷ· ἦν δ' ἂν Ἰου-
δαίοις ἄξιον ἀπορῆσαι κατὰ τοὺς τόπους, διὰ τίνα
ἆρα αἰτίαν φήσουσιν τὸν Θεὸν, ἤτοι τὸν Δαυὶδ, ἢ τὸν
ἐξ αὐτοῦ βασιλεύσαντα Σολομῶνα· περὶ οὗ, ὡς εἰκὸς,
ὑπολήψονται λέγειν τὴν προφητείαν υἱὸν πρωτό-
τοκον θήσειν ἐπαγγέλλεσθαι, ἐν μὲν τῷ ψαλμῷ εἰ-
ρηκότα, Αὐτὸς ἐπικαλέσεταί με, Πατήρ μου εἶ σὺ,
Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου. Κἀγὼ
πρωτότοκον θήσομαι αὐτὸν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι
τῆς γῆς· ἐν δὲ τῷ μετὰ χεῖρας κεφαλαίῳ, ἐγὼ ἔσο-
μαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν.
Καὶ μὴν κατ' οὐδὲν διενηνοχέναι τῶν λοιπῶν προφη-
τῶν φήσειέ τις τὸν Δαυὶδ, ὃς καὶ ἐξομολογεῖσθαι  
διὰ τὴν τοῦ Οὐρίου ἐδεῖτο λέγων, σοὶ μόνῳ ἥμαρτον

Ευσέβιος. Generalis elementaria introductio (= Eclogae propheticae) P. 57, line 2


635

ὑπολήψονται λέγειν τὴν προφητείαν υἱὸν πρωτό-


τοκον θήσειν ἐπαγγέλλεσθαι, ἐν μὲν τῷ ψαλμῷ εἰ-
ρηκότα, Αὐτὸς ἐπικαλέσεταί με, Πατήρ μου εἶ σὺ,
Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου. Κἀγὼ
πρωτότοκον θήσομαι αὐτὸν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι
τῆς γῆς· ἐν δὲ τῷ μετὰ χεῖρας κεφαλαίῳ, ἐγὼ ἔσο-
μαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν.
Καὶ μὴν κατ' οὐδὲν διενηνοχέναι τῶν λοιπῶν προφη-
τῶν φήσειέ τις τὸν Δαυὶδ, ὃς καὶ ἐξομολογεῖσθαι  
διὰ τὴν τοῦ Οὐρίου ἐδεῖτο λέγων, σοὶ μόνῳ ἥμαρτον
καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα· ἢ τὸν Σολομῶνα,
ὃν καὶ ἐκκλῖναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ εἰδώλοις διὰ γυναι-
κῶν ἐπιθυμίας προσκεκινηκέναι ἡ ψιλὴ διδάσκει τῆς
γραφῆς ἱστορία· πῶς δὲ τοῦ Δαυὶδ ἢ τοῦ Σολομῶνος
ἡ βασιλεία ἕως αἰῶνος ἐνώπιον ἔστη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ
θρόνος ἀνωρθωμένος εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν φάσκου-
σαν ἐνταῦθα προφητείαν, καὶ κατὰ τὴν ἐν τῷ Ψαλμῷ
ὧδέ πως περιέχουσαν, ὤμοσα Δαυὶδ τῷ δούλῳ μου.
Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδο-
μήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον σου· καὶ μεθ' ἕτερα
φάσκουσαν, Ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ

Ευσέβιος. Generalis elementaria introductio (= Eclogae propheticae) P. 57, line 5

Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου. Κἀγὼ


πρωτότοκον θήσομαι αὐτὸν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι
τῆς γῆς· ἐν δὲ τῷ μετὰ χεῖρας κεφαλαίῳ, ἐγὼ ἔσο-
μαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν.
Καὶ μὴν κατ' οὐδὲν διενηνοχέναι τῶν λοιπῶν προφη-
τῶν φήσειέ τις τὸν Δαυὶδ, ὃς καὶ ἐξομολογεῖσθαι  
διὰ τὴν τοῦ Οὐρίου ἐδεῖτο λέγων, σοὶ μόνῳ ἥμαρτον
καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα· ἢ τὸν Σολομῶνα,
ὃν καὶ ἐκκλῖναι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ εἰδώλοις διὰ γυναι-
κῶν ἐπιθυμίας προσκεκινηκέναι ἡ ψιλὴ διδάσκει τῆς
γραφῆς ἱστορία· πῶς δὲ τοῦ Δαυὶδ ἢ τοῦ Σολομῶνος
ἡ βασιλεία ἕως αἰῶνος ἐνώπιον ἔστη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ
θρόνος ἀνωρθωμένος εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν φάσκου-
σαν ἐνταῦθα προφητείαν, καὶ κατὰ τὴν ἐν τῷ Ψαλμῷ
ὧδέ πως περιέχουσαν, ὤμοσα Δαυὶδ τῷ δούλῳ μου.
Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδο-
μήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον σου· καὶ μεθ' ἕτερα
φάσκουσαν, Ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ
Δαυὶδ ψεύσομαι. Τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μενεῖ,
καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον μου. Καὶ πάλιν·
Καὶ θήσομαι εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος τὸ σπέρμα αὐτοῦ,

Ευσέβιος. Generalis elementaria introductio (= Eclogae propheticae)


P. 58, line 22
636

Δαυὶδ διαμενεῖ ὁ θρόνος, ὡς ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος


ἐναντίον τοῦ Πατρὸς, καὶ ὡς αἱ ἡμέραι τοῦ οὐρανοῦ·
διὸ πρὸς αὐτὸν ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν ἑτέρῳ
Ψαλμῷ λέλεκται· Ὁ θρόνος σου ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος, ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς βασιλείας σου.
Ἠγάπησας δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησας ἀνομίαν, διὰ τοῦτο
ἔχρισέν σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ
τοὺς μετόχους σου. Ὁ Χριστὸς δὲ καὶ οἶκον τὴν
ἐκκλησίαν οἰκοδόμησε τῷ Πατρὶ ἐκ λίθων ζώντων καὶ
νοερῶν, ἁγίων καὶ ἐναρέτων ψυχῶν, ναὸν ἐγείρας πολὺ
κρείττονα καὶ διαφέροντα τῆς ὑπὸ Σολομῶνος προς-
καίρου καὶ μηκέθ' ὑπαρχούσης οἰκοδομῆς. Τούτῳ δὲ
καὶ ὁ ἀπόστολος μαρτυρεῖ προσήκειν τὴν, Ἐγὼ ἔσομαι
αὐτῷ εἰς πατέρα καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱὸν, φωνὴν,
ἐντεῦθεν αὐτὴν εἰληφὼς ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους συν-
τάξει, ἔνθα φησίν· τίνι γὰρ εἶπεν ποτὲ τῶν ἀγγέλων,
Υἱός μου εἶ σὺ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καὶ πάλιν,
Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι  
εἰς υἱόν. Τὰ δ' ἀπὸ τοῦ, καὶ ἂν ἔλθῃ ἀδικία αὐτοῦ καὶ
ἐλέγξω αὐτὸν ἐν ῥάβδῳ ἀνδρῶν, περὶ τοῦ εἰς Χριστὸν
πιστεύσαντος λαοῦ εἴρηται· ἐπεὶ καὶ σῶμα Χριστοῦ

Ευσέβιος. Generalis elementaria introductio (= Eclogae propheticae)


P. 61, line 7

8Ψ. Ἐκ τῆς γʹ τῶν βασιλειῶν. ΚΒʹ.

 Καὶ νῦν κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ πιστωθήτω δὴ τὸ ῥῆμά


σου, ὃ ἐλάλησας τῷ παιδί σου τῷ Δαυὶδ τῷ πατρί μου·
ὅτι εἰ ἀληθῶς κατοικήσει ὁ Θεὸς μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς
γῆς, εἰ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἀρκέσει σοι. Τὰ
παραπλήσια τούτοις καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Παραλει-
πομένων ὑπὸ τοῦ Σολομῶνος εἴρηται ἐν τῇ πρὸς τὸν
Θεὸν εὐχῇ. Σαφῶς οὖν καὶ ἐνθάδε προφητεύεται ὁ
Θεὸς κατοικήσειν μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς· ὃ καὶ
αὐτὸ πέρας εἴληφε καθ' ἡμᾶς ἐπὶ τῇ Χριστοῦ γενο-
μένῃ παρουσίᾳ, καθ' ἣν ὁ Θεὸς Λόγος ἐνανθρωπίσας
συνδιέτριψε τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων.

Ευσέβιος. Generalis elementaria introductio (= Eclogae propheticae)


P. 174, line 22

οἷς ἐπιλέγει Θεός· Οὐκ ἔσομαι ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ τού-


του, ὅτι ἀνεῖται Ἱερουσαλὴμ, καὶ ἡ Ἰουδαία συμπέπτω-
637

κεν, καὶ αἱ γλῶσσαι αὐτῶν μετὰ ἀνομίας, τὰ πρὸς


Κύριον ἀπειθοῦντες. Δι' ὅτι νῦν ἐταπεινώθη ἡ δόξα αὐτῶν,
καὶ ἡ αἰσχύνη τοῦ προσώπου αὐτῶν ἀντέστη αὐτοῖς·
τὴν δὲ ἁμαρτίαν αὐτῶν ὡς Σοδόμων ἀνήγγειλαν καὶ
ἐνεφάνισαν· οὐαὶ τῇ ψυχῇ αὐτῶν, δι' ὅτι βεβούλευνται
βουλὴν πονηρὰν, καθ' ἑαυτῶν εἰπόντες, Δήσωμεν τὸν
δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστίν· τοίνυν τὰ γενήματα
τῶν ἔργων αὐτῶν φάγονται. Καὶ ἡ λεγομένη Σολο-
μῶντος Σοφία τὰ παραπλήσια τοῖς ἐνθάδε περὶ τοῦ
δικαίου λελεγμένοις οὕτως ἔχει· Ἐνεδρεύσωμεν τὸν δί-
καιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστὶν, καὶ ἐναντιοῦται τοῖς
λόγοις ἡμῶν. Ταῦτα δὲ ἐν ἐκείνοις σαφῶς ἐκ τῆς
συμφράσεως ἐμφαίνεται περὶ τοῦ Χριστοῦ εἰρημένα·
καὶ τὰ ἐνθάδε τοιγαροῦν περὶ τῶν ἐπιβουλευσάντων  
αὐτῷ καὶ καθ' ἑαυτῶν μᾶλλον, ἤ περ κατ' αὐτοῦ πο-
νηρὰν βουλὴν βουλευσαμένων προφητεύεται· δι' ὃ καὶ
καταλλήλως τὸν ταλανισμὸν ἑαυτοῖς ὁ λόγος ἐπάγει,
διὰ τοῦ, οὐαὶ τῇ ψυχῇ αὐτῶν· ἀλλὰ καὶ τὴν κόλασιν
τὴν περιμένουσαν αὐτοὺς προτίθησι λέγων, τοίνυν

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 893, line 21

τῆς Ῥοὺθ τὴν γραφὴν, ἀπὸ τῶν κάτωθεν ἄνεισιν,


ὥσπερ οὖν πεποίηκεν ὁ Λουκᾶς· τὸν γοῦν πατέρα τοῦ
Σαμουὴλ τὸν Ἑλκανᾶ γενεαλογοῦσα ὧδέ φησι· «Καὶ
ἐγένετο ἄνθρωπος ἐξ Ἀρμαθαὶμ Σουφεὶρ ἐξ ὄρους
Ἐφραΐμ· καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἑλκανᾶ, υἱὸς Ἱερεμιὴλ,
υἱοῦ Ἐλίου, υἱοῦ Θοοῦ, υἱοῦ Σοῦρ, Ἐφραταῖος.» Ἀλλὰ
καὶ ἐν τοῖς Παραλειπομένοις ποτὲ μὲν ἀπὸ τῶν
πρώτων ἐπὶ τοὺς δευτέρους καθεξῆς πρόεισιν ὁ λό-
γος, τῇ τοῦ Ματθαίου γραφῇ παραπλησίως, ποτὲ δὲ
ἐμφερῶς τῷ Λουκᾷ γενεαλογεῖ· ἄκουσον γοῦν καὶ
τῶνδε· «Δαβὶδ, φησὶν, ἦν υἱὸς Σολομῶν, υἱὸς Σολο-
μῶν Ῥοβοὰμ, Ἀβιὰ υἱὸς αὐτοῦ, Ἀσὰ υἱὸς αὐτοῦ, Ἰω-
σαφὰτ υἱὸς αὐτοῦ, Ἰωρὰμ υἱὸς αὐτοῦ, Ὀχοζίας υἱὸς
αὐτοῦ, Ἰωὰς υἱὸς αὐτοῦ, Ἀμασίας υἱὸς αὐτοῦ·» καὶ
οὕτω καθεξῆς κάτεισι μέχρι τοῦ Ἰεχονίου καὶ τῆς
εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλωσίας, ὡς ὁ Ματθαῖος. Ὡς δὲ ὁ
Λουκᾶς, ἡ αὐτὴ πάλιν ἄνεισι Γραφὴ τὸν Σαμουὴλ γε-
νεαλογοῦσα· φησὶ γοῦν· «Σαμουὴλ υἱοῦ Ἑλκανᾶ,
υἱοῦ Ἱεροβοὰμ, υἱοῦ Ἡλιὴλ, υἱοῦ Θοοῦ, υἱοῦ
Σοὺρ, υἱοῦ Ἑλκανᾶ, υἱοῦ Ἰωὴλ, υἱοῦ Ἀζαρίου,
υἱοῦ Σοφονίου, υἱοῦ Θαὰρ, υἱοῦ Ἀσεὶρ, υἱοῦ

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum


Vol. 22, p. 893, line 22

ὥσπερ οὖν πεποίηκεν ὁ Λουκᾶς· τὸν γοῦν πατέρα τοῦ


Σαμουὴλ τὸν Ἑλκανᾶ γενεαλογοῦσα ὧδέ φησι· «Καὶ
ἐγένετο ἄνθρωπος ἐξ Ἀρμαθαὶμ Σουφεὶρ ἐξ ὄρους
638

Ἐφραΐμ· καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἑλκανᾶ, υἱὸς Ἱερεμιὴλ,


υἱοῦ Ἐλίου, υἱοῦ Θοοῦ, υἱοῦ Σοῦρ, Ἐφραταῖος.» Ἀλλὰ
καὶ ἐν τοῖς Παραλειπομένοις ποτὲ μὲν ἀπὸ τῶν
πρώτων ἐπὶ τοὺς δευτέρους καθεξῆς πρόεισιν ὁ λό-
γος, τῇ τοῦ Ματθαίου γραφῇ παραπλησίως, ποτὲ δὲ
ἐμφερῶς τῷ Λουκᾷ γενεαλογεῖ· ἄκουσον γοῦν καὶ
τῶνδε· «Δαβὶδ, φησὶν, ἦν υἱὸς Σολομῶν, υἱὸς Σολο-
μῶν Ῥοβοὰμ, Ἀβιὰ υἱὸς αὐτοῦ, Ἀσὰ υἱὸς αὐτοῦ, Ἰω-
σαφὰτ υἱὸς αὐτοῦ, Ἰωρὰμ υἱὸς αὐτοῦ, Ὀχοζίας υἱὸς
αὐτοῦ, Ἰωὰς υἱὸς αὐτοῦ, Ἀμασίας υἱὸς αὐτοῦ·» καὶ
οὕτω καθεξῆς κάτεισι μέχρι τοῦ Ἰεχονίου καὶ τῆς
εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλωσίας, ὡς ὁ Ματθαῖος. Ὡς δὲ ὁ
Λουκᾶς, ἡ αὐτὴ πάλιν ἄνεισι Γραφὴ τὸν Σαμουὴλ γε-
νεαλογοῦσα· φησὶ γοῦν· «Σαμουὴλ υἱοῦ Ἑλκανᾶ,
υἱοῦ Ἱεροβοὰμ, υἱοῦ Ἡλιὴλ, υἱοῦ Θοοῦ, υἱοῦ
Σοὺρ, υἱοῦ Ἑλκανᾶ, υἱοῦ Ἰωὴλ, υἱοῦ Ἀζαρίου,
υἱοῦ Σοφονίου, υἱοῦ Θαὰρ, υἱοῦ Ἀσεὶρ, υἱοῦ
Ἀβιάσαρ, υἱοῦ Κορὲ, υἱοῦ Ἰσσαὰρ, υἱοῦ Καὰθ, υἱοῦ

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 893, line 48

διαφωνεῖν· ἑκάτερος γὰρ οἰκείῳ λογισμῷ τὴν ἔκθεσιν


πεποίηται τῆς γραφῆς, ὁ μὲν ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἀρ-
ξάμενος διὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ παρ' αὐτῷ λόγου, ὃν
οὐ καιρὸς νῦν ἑρμηνεύειν· ὁ δὲ καὶ τὸν Ἀβραὰμ ὑπερ-
βὰς ἐπί τε τὸν πρῶτον ἄνθρωπον ἀνελθών· καὶ μηδὲ
μέχρι τούτου στὰς, τὸν πάντα δὲ λόγον ἐπὶ τὸν Θεὸν
ἀναρτήσας, διὰ τῆς ἐν Χριστῷ παλιγγενεσίας μυστή-
ριον ἀναβιβάζει.

Γʹ.

Πῶς ὁ μὲν Ματθαῖος ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ καὶ Σολομῶ-


  νος διαδόχων ἐπὶ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσὴφ τὰ γένη
  κατάγει· ὁ δὲ Λουκᾶς ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Νάθαν
  παίδων ἐπὶ Ἡλὶ καὶ Ἰωσὴφ, ἐναντίως γενεα-
  λογῶν τῷ Ματθαίῳ.

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 896, line 20

λεμος, καὶ ἦν τῶν διαιτησόντων αὐτοῖς χρεία· νῦν


δὲ ὅτε, τοῦ Ματθαίου διαβεβαιωσαμένου, ὁ Λουκᾶς οὑ
διατείνεται, δόξαν δὲ παρὰ τοῖς πολλοῖς νενομισμένην
τίθησιν, οὐ τὴν παρ' αὐτῷ κρατοῦσαν, οἶμαι μηδε-
μίαν ὑπολείπεσθαι ζήτησιν.
639

 βʹ. Διαφόρων γὰρ παρὰ Ἰουδαίοις ὑπολήψεων περὶ


τοῦ Χριστοῦ κεκρατημένων, καὶ πάντων μὲν συμφώ-
νως ἐπὶ τὸν Δαβὶδ ἀναγόντων, διὰ τὰς πρὸς τὸν Δαβὶδ
τοῦ Θεοῦ ἐπαγγελίας, ἤδη δὲ τῶν μὲν ἀπὸ Δαβὶδ καὶ
Σολομῶνος καὶ τοῦ βασιλικοῦ γένους πειθομένων ἔσε-
σθαι τὸν Χριστὸν, τῶν δὲ ταύτην μὲν φευγόντων τὴν
δόξαν, διὰ τὸ πλείστην ἐμφέρεσθαι τῶν βεβασιλευκό-
των κατηγορίαν, διά τε τὸ ἐκκήρυκτον ὑπὸ τοῦ προ-
φήτου Ἱερεμίου γεγονέναι τὸν Ἰεχονίαν, καὶ διὰ τὸ
εἰρῆσθαι μὴ ἀναστήσεσθαι ἐξ αὐτοῦ σπέρμα καθήμενον
ἐπὶ θρόνου Δαβὶδ, διὰ δὲ οὖν ταῦτα, ἑτέραν ὁδευόν-
των, καὶ ἀπὸ μὲν Δαβὶδ ὁμολογούντων, οὐ μὴν διὰ Σο-
λομῶνος, ἀλλὰ διὰ Νάθαν, ὃς ἦν τοῦ Δαβὶδ παῖς (φα-
σὶ δὲ τὸν Νάθαν καὶ προφητεῦσαι κατὰ τὰ ἐν ταῖς
Βασιλείαις φερόμενα, ἀπό τε τοῦ Νάθαν

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 897, line 41

Θεοῦ, λαὸς Γομόῤῥας·» ὡς αὖ πάλιν ἐξ ὧν ἤμελλεν


υἱοὶ Ἀβραὰμ γίγνεσθαι· οἱ γοῦν ἐξ ἐθνῶν εἰς τὸν
Χριστὸν τοῦ Θεοῦ πεπιστευκότες, κατὰ σάρκα πατέ-
ρων ἀλλοφύλων φύντες, υἱοὶ γεγόναμεν Ἀβραὰμ,
Χριστοῦ γενόμενοι παῖδες καὶ τῶν Χριστοῦ μαθη-
τῶν· ὥστε καὶ δευτέραν ἡμᾶς ἐπιγράφεσθαι γένους
διαδοχὴν πολὺ κρείττονα τῆς κατὰ σάρκα διὰ τὴν κα-
τὰ Χριστὸν ἀναγέννησιν.
 εʹ. Εἰκότως τοιγαροῦν καὶ ὁ Λουκᾶς, ἅτε τὴν ἀνα-
γέννησιν ἱστορῶν, οὐ τὴν αὐτὴν ὁδεύει τῷ Ματθαίῳ,
οὐ τοῦ Σολομῶνος καὶ τῆς τοῦ Οὐρίου, οὐ τῆς Θά-
μαρ, οὐ τῆς Ῥοὺθ, οὐ τοῦ Ἰεχονίου καὶ τῶν μεταξὺ
διαβεβλημένων ἀνδρῶν τὴν παράθεσιν πεποίηται,
ἀλλὰ δι' ἑτέρων ἀνεπιλήπτων ἄνεισι, καὶ δὴ καὶ ἐκ
τοῦ προφήτου Νάθαν ἀναγεγεννημένον εἰσάγει· καὶ
ὁ μὲν παρὰ τῷ Ματθαίῳ κατὰ σάρκα γεγεννημένος,
υἱὸς ἦν Ἀβραὰμ ἐντεῦθεν γενεαλογούμενος, ἐπειδή-
περ τῷ Ἀβραὰμ πρώτῳ ἡ ἐπαγγελία δέδοτο τῆς τῶν
ἐθνῶν εὐλογίας, οὐκ ἄλλως ἢ διὰ τοῦ ἐκ σπέρματος
αὐτοῦ προελευσομένου γενησομένης· ὁ δὲ ἐν Θεῷ ἀνα-
γεγεννημένος, ἑτέρους πατέρας τοὺς κατὰ Θεὸν

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 900, line 18

σίς τε καὶ ἐπιμιξία τῶν τε ἱερατικῶν ὡς οἷόν τε καὶ


τῶν βασιλικῶν· ἵνα δειχθῇ δικαίως ὁ Χριστὸς ἱερεύς
τε καὶ βασιλεὺς γενόμενος· ὥσπερ τινὸς ἀπειθοῦντος
ἢ ἑτέραν ἐσχηκότος ἐλπίδα· ὅτι Χριστὸς ἀΐδιος μὲν
ἀρχιερεὺς Πατρὸς, τὰς ἡμετέρας πρὸς αὐτὸν εὐχὰς
640

ἀναφέρων, βασιλεὺς δ' ὑπερκόσμιος, οὓς ἠλευθέρωσε


νέμων τῷ Πνεύματι, συνεργὸς εἰς τὴν διακόσμησιν
τῶν ὅλων γενόμενος· καίτοι ἀγνοεῖν αὐτοὺς οὐκ
ἐχρῆν ὡς ἑκατέρα τῶν κατηριθμημένων τάξις τὸ τοῦ
Δαβίδ ἐστι γένος ἡ τοῦ Ἰούδα φυλὴ βασιλική· εἰ γὰρ
προφήτης ὁ Νάθαν, ἀλλ' ὅμως καὶ Σολομῶν ὅ τε τού-
των πατὴρ ἑκατέρου· ἐκ πολλῶν δὲ φυλῶν ἐγένοντο
προφῆται, ἱερεῖς δὲ οὐ δεῖνες τῶν δώδεκα φυλῶν,
μόνοι δὲ Λευῗται· μάτην ἄρα πέπλασται τὸ ἐψευσμέ-
νον· μὴ δὴ κρατοίη τοιοῦτος λόγος ἐν Ἐκκλησίᾳ Χρι-
στοῦ καὶ Θεοῦ πατέρων ἀκριβοῦς ἀληθείας, ὅτι ψεῦ-
δος σύγκειται εἰς αἶνον καὶ δοξολογίαν Χριστοῦ.
 βʹ. Ἵνα οὖν καὶ τοῦτο μὲν τοῦ εἰρηκότος ἐλέγξω-
μεν τὴν ἀμαθίαν, παύσωμεν δὲ τοῦ μηδένα ὑπ'
ἀγνοίας σκανδαλισθῆναι, τὴν ἀληθῆ τῶν γεγονότων
ἱστορίαν ἐκθήσομαι. Ἐπειδὴ γὰρ τὰ ὀνόματα τῶν

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 900, line 42

σεως σαφὴς, τὴν μέλλουσαν ἐπαγγελίαν ἀναστάσει


ἐμιμοῦντο θνητῇ, ἵνα ἀνέκλειπτον τὸ ὄνομα μείνῃ τοῦ
μετηλλαχότος· ἐπεὶ οὖν οἱ τῇ γενεαλογίᾳ ταύτῃ
ἐμφερόμενοι, οἱ μὲν διεδέξαντο παῖς πατέρα γνησίως,
οἱ δὲ ἑτέροις μὲν ἐγεννήθησαν, ἑτέροις δὲ προς-
ετέθησαν κλήσει, ἀμφοτέρων γέγονεν ἡ μνήμη καὶ
τῶν γεγεννηκότων καὶ τῶν ὡς γεγεννηκότων· οὕ-
τως οὐδέτερον τῶν Εὐαγγελίων ψεύδεται καὶ φύ-
σιν ἀριθμοῦν καὶ νόμον· ἐπεπλάκη γὰρ ἀλλή-
λοις τὰ γένη τά τε ἀπὸ Σολομῶνος καὶ τοῦ Νά-  
θαν, ἀναστάσεσιν ἀτέκνων καὶ δευτερογαμίαις καὶ
ἀναστάσει σπερμάτων· ὡς δικαίως τοὺς αὐτοὺς ἄλλοτε
ἄλλων νομίζεσθαι· τῶν μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν
δὲ ὑπαρχόντων· καὶ ἀμφοτέρας τὰς διηγήσεις κυρίως
ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως μὲν, ἀλλ'
ἀκριβῶς κατελθεῖν. Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν
ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν διηγήσομαι. Ἡ κατὰ φύ-
σιν γένεσις ἔστι Ματθαίου· ἡ κατὰ νόμον ἀνάστασις
γένους, ἔστιν ἡ τοῦ Λουκᾶ· Ματθὰν ὁ ἀπὸ Σολομῶ-
νος, ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ· Ματθὰν ἀποθανόντος, Μελχὶ

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 901, line 10

λοις τὰ γένη τά τε ἀπὸ Σολομῶνος καὶ τοῦ Νά-  


θαν, ἀναστάσεσιν ἀτέκνων καὶ δευτερογαμίαις καὶ
ἀναστάσει σπερμάτων· ὡς δικαίως τοὺς αὐτοὺς ἄλλοτε
ἄλλων νομίζεσθαι· τῶν μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν
δὲ ὑπαρχόντων· καὶ ἀμφοτέρας τὰς διηγήσεις κυρίως
641

ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως μὲν, ἀλλ'


ἀκριβῶς κατελθεῖν. Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν
ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν διηγήσομαι. Ἡ κατὰ φύ-
σιν γένεσις ἔστι Ματθαίου· ἡ κατὰ νόμον ἀνάστασις
γένους, ἔστιν ἡ τοῦ Λουκᾶ· Ματθὰν ὁ ἀπὸ Σολομῶ-
νος, ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ· Ματθὰν ἀποθανόντος, Μελχὶ
ὁ ἀπὸ Νάθαν ἐκ τῆς αὐτῆς γυναικὸς ἐγέννησε τὸν
Ἡλί· ὁμομήτριοι ἄρα ἀδελφοὶ, Ἡλὶ καὶ Ἰακώβ·
Ἡλὶ ἀτέκνου ἀποθανόντος, ὁ Ἰακὼβ ἀνέστησεν αὐτῷ
σπέρμα, γεννήσας τὸν Ἰωσὴφ, κατὰ φύσιν μὲν
ἑαυτῷ, κατὰ νόμον δὲ τῷ Ἡλί· οὕτως ἀμφοτέρων
υἱὸς Ἰωσήφ.

Εʹ.

Διὰ τί ὁ Ματθαῖος τοῦ Ἀβραὰμ προτάττει τὸν


  Δαβὶδ ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ γενεαλογίᾳ φήσας·
  Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβὶδ,

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 901, line 30

 Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβὶδ,


 υἱοῦ Ἀβραάμ.

 αʹ. Ἐπειδὴ πρώτῳ καὶ μόνῳ τῷ Δαβὶδ μεθ' ὅρκου


διαβεβαιώσεως, ἐξ αὐτοῦ κατὰ σάρκα φῦναι ὁ Χρι-
στὸς ἐθεσπίζετο· γέγραπται οὖν· «Ἐκ καρποῦ τῆς
κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τὸν θρόνον σου.» Καὶ
πάλιν· «Διεθέμην διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου·
ὤμοσα Δαβὶδ τῷ δούλῳ μου· ἕως τοῦ αἰῶνες ἑτοι-
μάσω τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ
γενεὰν τὸν θρόνον σου.» Καὶ τὰ μὲν τῆς ἐπαγγελίας
τοῦ προφητευομένου, τοιαῦτα ἦν· τοῦ δὲ Σολομῶνος
τῆς βασιλείας οὐκ ἄδηλος ὁ χρόνος· λέγεται δὲ οὖν
ἐπὶ μόνοις ἔτεσι τεσσαράκοντα βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν
Ἰσραήλ· πῶς οὖν γένοιτ' ἂν ἀληθὲς εἰς αὐτὸν ἀνα-
φερόμενον· «Ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς
τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ τῆς ἐξ αὐτοῦ
διαδοχῆς εἰρῆσθαι ταῦτα, οὐκ ἀγνοητέον ὅτι μέ-
χρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας, καὶ ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς
βασιλείας διήρκησε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ
τὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Θέα δὲ ὡς καὶ
642

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 901, line 38

μάσω τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ


γενεὰν τὸν θρόνον σου.» Καὶ τὰ μὲν τῆς ἐπαγγελίας
τοῦ προφητευομένου, τοιαῦτα ἦν· τοῦ δὲ Σολομῶνος
τῆς βασιλείας οὐκ ἄδηλος ὁ χρόνος· λέγεται δὲ οὖν
ἐπὶ μόνοις ἔτεσι τεσσαράκοντα βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν
Ἰσραήλ· πῶς οὖν γένοιτ' ἂν ἀληθὲς εἰς αὐτὸν ἀνα-
φερόμενον· «Ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ εἰς
τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ τῆς ἐξ αὐτοῦ
διαδοχῆς εἰρῆσθαι ταῦτα, οὐκ ἀγνοητέον ὅτι μέ-
χρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας, καὶ ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς
βασιλείας διήρκησε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ
τὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Θέα δὲ ὡς καὶ
τοῦτο προσέθηκεν ἡ προφητεία περὶ τοῦ θεσπιζομένου
φήσασα· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα· καὶ αὐτὸς
ἔσται μοι εἰς υἱόν.» Καὶ ἐν ἑτέρῳ πάλιν· «Αὐτὸς
ἐπικαλέσεταί με· Πατήρ μου εἶ σύ· κἀγὼ πρωτότο-
κον θήσομαι αὐτόν·» ὅπερ ἀνοίκειον γένοιτ' ἂν Σο-
λομῶνι.
 βʹ. Παραθετέον δὲ τὰ περὶ αὐτοῦ ἐν Βασιλείαις ἱστο-
ρούμενα ἐν τούτοις· «Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἦν

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 901, line 46

διαδοχῆς εἰρῆσθαι ταῦτα, οὐκ ἀγνοητέον ὅτι μέ-


χρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας, καὶ ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς
βασιλείας διήρκησε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ
τὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Θέα δὲ ὡς καὶ
τοῦτο προσέθηκεν ἡ προφητεία περὶ τοῦ θεσπιζομένου
φήσασα· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα· καὶ αὐτὸς
ἔσται μοι εἰς υἱόν.» Καὶ ἐν ἑτέρῳ πάλιν· «Αὐτὸς
ἐπικαλέσεταί με· Πατήρ μου εἶ σύ· κἀγὼ πρωτότο-
κον θήσομαι αὐτόν·» ὅπερ ἀνοίκειον γένοιτ' ἂν Σο-
λομῶνι.
 βʹ. Παραθετέον δὲ τὰ περὶ αὐτοῦ ἐν Βασιλείαις ἱστο-
ρούμενα ἐν τούτοις· «Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἦν
φιλογύνης· καὶ ἔλαβε γυναῖκας ἀλλοτρίας πολλάς·
καὶ τὴν θυγατέρα Φαραὼ, Μωαβίτιδας, καὶ Ἀμμα-
νίτιδας, καὶ Ἰδουμαίας, Σύρας, Χετταίας, καὶ Ἀμοῤ-  
ῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν ὧν ἀπεῖπεν Κύριος ὁ Θεὸς τοῖς
υἱοῖς Ἰσραήλ· Οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς αὐτούς.» Οἷς ἐπι-
φέρει· «Καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία μετὰ
Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ Πα-
τρὸς αὐτοῦ.» Καὶ μετὰ βραχύ· «Τότε ᾠκοδόμησε

Ευσέβιος. Quaestiones evangelicae ad Stephanum Vol. 22, p. 904, line 6


643

 βʹ. Παραθετέον δὲ τὰ περὶ αὐτοῦ ἐν Βασιλείαις ἱστο-


ρούμενα ἐν τούτοις· «Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἦν
φιλογύνης· καὶ ἔλαβε γυναῖκας ἀλλοτρίας πολλάς·
καὶ τὴν θυγατέρα Φαραὼ, Μωαβίτιδας, καὶ Ἀμμα-
νίτιδας, καὶ Ἰδουμαίας, Σύρας, Χετταίας, καὶ Ἀμοῤ-  
ῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν ὧν ἀπεῖπεν Κύριος ὁ Θεὸς τοῖς
υἱοῖς Ἰσραήλ· Οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς αὐτούς.» Οἷς ἐπι-
φέρει· «Καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία μετὰ
Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαβὶδ τοῦ Πα-
τρὸς αὐτοῦ.» Καὶ μετὰ βραχύ· «Τότε ᾠκοδόμησε Σο-
λομῶν ὑψηλὸν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ ἐν τῷ ὄρει
ἐπὶ πρόσωπον Ἱερουσαλήμ· καὶ τῷ Μολχὼν εἰδώλῳ
υἱῶν Ἀμμὼν, καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδω-
νίων· καὶ οὕτως ἐποίησε πάσαις ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ
ταῖς ἀλλοτρίαις, αἳ ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις
αὐτῶν· καὶ ὠργίσθη Κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξ-
έκλινε καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ.» Εἰ
δὲ τὰ τοιαῦτα τοῦ Σολομῶνος κατηγορεῖται, πῶς οὖν
ἐφαρμόσεις αὐτῷ τὰ τοῦ ὅρκου, ἐφ' ᾧ εἴρηται πρὸς
τοῖς ἄλλοις καὶ τό· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα,
καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν;» ἀλλὰ γὰρ ἄντικρυς Σο

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 960, line 25

σεσιώπηκε τὸ τῆς γενέσεως ὄνομα, ἄγει τε αὐτὸν


ἀνάγων, καὶ ἵστησιν οὐκ ἐπί τινα ἀνθρώπων, ἀλλ'
ἐπὶ τὸν πάντων Θεὸν, μονονουχὶ προσάγων, ἅτε δὴ
Υἱὸν γενόμενον τῷ Πατρί.
 βʹ. Ἵνα οὖν καὶ τοῦτο εἰρηκότος τὴν ἀμαθίαν
ἐλέγξωμεν, παύσωμεν δὲ τοῦ μηδένα ὑπ' ἀγνοίας
ὁμοίας σκανδαλισθῆναι, τὴν ἀληθῆ τῶν γεγονότων
ἱστορίαν ἐκθήσομαι· πρότερον δὲ τὴν προταθεῖσαν
ἡμῖν πρότασιν καιρός ἐστι ἐπισκέψασθαι· ὁ μὲν
Ματθαῖος ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἐπὶ τὸν Δαυῒδ, καὶ οὕ-
τως ἐπὶ τὸν Σολομῶνα καὶ τοὺς τούτου διαδόχους
μέχρι τοῦ Ἰακὼβ, ἐξ οὗ Ἰωσὴφ ὁ τοῦ Χριστοῦ χρη-
ματίσας πατὴρ, κάτεισιν· ὁ δὲ Λουκᾶς τὸν Ἰωσὴφ
οὐκ ἀπὸ τοῦ Ἰακὼβ εἶναί φησιν ὡς Ματθαῖος, ἀλλ'
ἀπὸ τοῦ Ἡλεί· εἶτα ἀπὸ τοῦ Ἡλεὶ ἀνιὼν ἐφ' ἑτέρους
χωρεῖ, ὧν οὐδὲ ὅλος ἐμνημόνευσεν ὁ Ματθαῖος· καὶ
οὕτως πλαγίαν τινὰ δραμὼν, ἔρχεται οὐκ ἐπὶ τὸν
Σολομῶνα τὸν τοῦ Δαυῒδ, ἀλλ' ἐπὶ Νάθαν τὸν καὶ
αὐτὸν τοῦ Δαυΐδ· ὀφείλων, εἰ δὴ περὶ τῆς αὐτῆς γε-
νεαλογίας ὁ λόγος ἦν αὐτοῖς, διὰ τῶν αὐτῶν τῷ Ματ-
θαίῳ ἀνελθεῖν, ἢ τὸν Ματθαῖον δι' ὧν ὁ Λουκᾶς
644

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 960, line 32

ἱστορίαν ἐκθήσομαι· πρότερον δὲ τὴν προταθεῖσαν


ἡμῖν πρότασιν καιρός ἐστι ἐπισκέψασθαι· ὁ μὲν
Ματθαῖος ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἐπὶ τὸν Δαυῒδ, καὶ οὕ-
τως ἐπὶ τὸν Σολομῶνα καὶ τοὺς τούτου διαδόχους
μέχρι τοῦ Ἰακὼβ, ἐξ οὗ Ἰωσὴφ ὁ τοῦ Χριστοῦ χρη-
ματίσας πατὴρ, κάτεισιν· ὁ δὲ Λουκᾶς τὸν Ἰωσὴφ
οὐκ ἀπὸ τοῦ Ἰακὼβ εἶναί φησιν ὡς Ματθαῖος, ἀλλ'
ἀπὸ τοῦ Ἡλεί· εἶτα ἀπὸ τοῦ Ἡλεὶ ἀνιὼν ἐφ' ἑτέρους
χωρεῖ, ὧν οὐδὲ ὅλος ἐμνημόνευσεν ὁ Ματθαῖος· καὶ
οὕτως πλαγίαν τινὰ δραμὼν, ἔρχεται οὐκ ἐπὶ τὸν
Σολομῶνα τὸν τοῦ Δαυῒδ, ἀλλ' ἐπὶ Νάθαν τὸν καὶ
αὐτὸν τοῦ Δαυΐδ· ὀφείλων, εἰ δὴ περὶ τῆς αὐτῆς γε-
νεαλογίας ὁ λόγος ἦν αὐτοῖς, διὰ τῶν αὐτῶν τῷ Ματ-
θαίῳ ἀνελθεῖν, ἢ τὸν Ματθαῖον δι' ὧν ὁ Λουκᾶς χω-
ρῆσαι ὀνομάτων· εἰ δὲ οὕτως οὐ συνηνέχθησαν ἀλλή-
λοις, ὡς τὸν ἕνα εἰπεῖν τοῦ Ἰακὼβ τὸν Ἰωσὴφ εἶναι
υἱὸν καὶ Σολομῶνος υἱοῦ Δαυΐδ· τὸν δὲ ἕτερον, μὴ
τοῦ Ἰακὼβ, ἀλλὰ τοῦ Ἡλεὶ καὶ Νάθαν υἱοῦ Δαυΐδ·
δι' ὧν ἐοίκασι πολλὴν διαφωνίαν πρὸς ἀλλήλους πε-
ριέχειν.  – Τί δὴ οὖν εἰς τὸ προταθὲν τοῦτο πρόβλημα
Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 960, line 38

οὐκ ἀπὸ τοῦ Ἰακὼβ εἶναί φησιν ὡς Ματθαῖος, ἀλλ'


ἀπὸ τοῦ Ἡλεί· εἶτα ἀπὸ τοῦ Ἡλεὶ ἀνιὼν ἐφ' ἑτέρους
χωρεῖ, ὧν οὐδὲ ὅλος ἐμνημόνευσεν ὁ Ματθαῖος· καὶ
οὕτως πλαγίαν τινὰ δραμὼν, ἔρχεται οὐκ ἐπὶ τὸν
Σολομῶνα τὸν τοῦ Δαυῒδ, ἀλλ' ἐπὶ Νάθαν τὸν καὶ
αὐτὸν τοῦ Δαυΐδ· ὀφείλων, εἰ δὴ περὶ τῆς αὐτῆς γε-
νεαλογίας ὁ λόγος ἦν αὐτοῖς, διὰ τῶν αὐτῶν τῷ Ματ-
θαίῳ ἀνελθεῖν, ἢ τὸν Ματθαῖον δι' ὧν ὁ Λουκᾶς χω-
ρῆσαι ὀνομάτων· εἰ δὲ οὕτως οὐ συνηνέχθησαν ἀλλή-
λοις, ὡς τὸν ἕνα εἰπεῖν τοῦ Ἰακὼβ τὸν Ἰωσὴφ εἶναι
υἱὸν καὶ Σολομῶνος υἱοῦ Δαυΐδ· τὸν δὲ ἕτερον, μὴ
τοῦ Ἰακὼβ, ἀλλὰ τοῦ Ἡλεὶ καὶ Νάθαν υἱοῦ Δαυΐδ·
δι' ὧν ἐοίκασι πολλὴν διαφωνίαν πρὸς ἀλλήλους πε-
ριέχειν.  – Τί δὴ οὖν εἰς τὸ προταθὲν τοῦτο πρόβλημα
εἴποι ἄν τις; φέρε τῆς ψυχῆς διανοίξαντες τὸ ὄμμα,
ἀτενῶς ταῖς λέξεσιν αὐτοῖς ἐπερείσωμεν τὴν διά-
νοιαν, ἴδωμέν τε τί φησιν ὁ Λουκᾶς. «Καὶ αὐτὸς ὁ
Ἰησοῦς ἦν ἀρχόμενος ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ὢν υἱὸς
ὡς ἐνομίζετο τοῦ Ἰωσὴφ, τοῦ Ἡλεὶ, τοῦ Μελχί·»
ἀλλ' οὐχ ὅ γε Ματθαῖος ἐχρήσατο τῇ ὡς ἐνομίζετο

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 964, line 51


645

ἀνδρῶν ἀποσειόμενος, ἐπειδήπερ ὁ παρὰ τῷ Θεῷ


ἀναγεγεννημένος, ἀλλότριος καθίσταται τῆς ἐνσάρκου
γενέσεως καὶ τῶν κατὰ σάρκα ἁμαρτωλῶν πατέρων,
Υἱὸς ἀποφαινόμενος Θεοῦ, καὶ πάντων τῶν κατὰ
Θεὸν ἀνεπιλήπτως βεβιωκότων· οὕτω καὶ τῷ Ἀβραὰμ
εἴρητο· «Σὺ δὲ ἀπελεύσῃ πρὸς τοὺς πατέρας σου·»
οὐ τοὺς κατὰ σάρκα, τοὺς δὲ ἐν Θεῷ διὰ τὴν εὐ-
σεβείας ὁμοιοτροπίαν αἰνιττομένου τοῦ λόγου.
 ζʹ. Εἰκότως τοιγαροῦν ὁ Λουκᾶς, ἅτε τὴν ἀναγέν-
νησιν ἱστορῶν, οὐ τὴν αὐτὴν ὁδεύει τῷ Ματθαίῳ· οὔτ'
οὖν τοῦ Σολομῶνος καὶ τῆς Οὐρίου. οὐ τῆς Θάμαρ,
οὐ τῆς Ῥοὺθ, οὐ τοῦ Ἰεχονίου καὶ τῶν μεταξὺ δια-
βεβλημένων ἀνδρῶν τὴν παράθεσιν πεποίηται, ἀλλὰ
δι' ἑτέρων ἀνεπιλήπτων ἄνεισι, καὶ δὲ καὶ ἐκ τοῦ
προφήτου Νάθαν τὸν ἀναγεγεννημένον εἰσάγει. Καὶ ὁ
μὲν παρὰ τῷ Ματθαίῳ κατὰ σάρκα γεγεννημένος,
υἱὸς ἦν Ἀβραὰμ, ἐντεῦθεν γενεαλογούμενος, ἐπει-
δήπερ τῷ Ἀβραὰμ πρώτῳ ἡ ἐπαγγελία δέδοτο τῆς
τῶν ἐθνῶν εὐλογίας, οὐκ ἄλλως ἢ διὰ τοῦ ἐκ σπέρμα-  
τος αὐτοῦ προελευσομένου γενησομένη. Ὁ δὲ ἐν Θεῷ
ἀναγεγεννημένος, ἑτέρους πατέρας τοὺς κατὰ Θεὸν

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 965, line 38

ὁ κατάλογος τῶν φυλῶν, οὐχ ἡ μίξις τῶν ἀναγράπτων


γενῶν, ἀλλὰ πατριάρχαι καὶ προφῆται. Μὴ οὖν κατ-
ίωμεν εἰς τοσαύτην θεοσεβείας σμικρολογίαν, ἵνα τῇ
ἐναλλαγῇ τῶν ὀνομάτων, τὴν Χριστοῦ βασιλείαν καὶ
ἱερωσύνην συνιστῶμεν· ἐπεὶ τῇ Ἰούδα φυλῇ τῇ βα-
σιλικῇ, ἡ τοῦ Λευὶ φυλὴ ἱερατικὴ συνεζύγη, τοῦ
Ναασσὼν ἀδελφὴν τὴν Ἐλισάβετ Ἀαρὼν ἀξαμένου,
καὶ πάλιν Ἐλεάζαρ τὴν θυγατέρα Φατιὴλ, καὶ ἐνθένδε
παιδοποιησαμένων. Ἐψεύσαντο οὖν οἱ εὐαγγελισταὶ,
συνιστάντες οὐκ ἀλήθειαν, ἀλλ' εἰκαζόμενον ἔπαινον·
καὶ διὰ τοῦτο ὁ μὲν διὰ Σολομῶνος ἀπὸ Δαυῒδ ἐγε-
νεαλόγησεν τὸν Ἰακὼβ τὸν τοῦ Ἰωσὴφ πατέρα· ὁ δὲ
Νάθαν τοῦ Δαυῒδ, τὸν Ἡλεὶ τὸν τοῦ Ἰωσὴφ ὁμοίως
ἄλλων πατέρα· καίτοι ἀγνοεῖν αὐτοὺς οὐκ ἐχρῆν, ὡς
ἑκατέρα τῶν κατηριθμημένων τάξις, τὸ τοῦ Δαυΐδ ἐστι
γένος, ἡ τοῦ Ἰούδα φυλὴ βασιλική. Εἰ γὰρ προφήτης
ὁ Νάθαν, ἀλλ' οὖν καὶ Σολομὼν, ὅ τε τούτων πατὴρ
ἑκατέρου· ἐκ πολλῶν δὲ φυλῶν ἐγίνοντο προφῆται,
ἱερεῖς δὲ ἐξ οὐδεμιᾶς τῶν δώδεκα φυλῶν, μόνοι
δὲ Λευῖται. Μάτην αὐτοῖς ἄρα πέπλασται τὸ ἐψευ-
σμένον· μηδὲ κρατοίη τοιοῦτος ὁ λόγος ἐν Ἐκκλησίᾳ
646

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 968, line 37

δούλῳ μου, ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω τὸ σπέρμα


σου.» Καὶ ἐν Παραλειπομένοις· «Καὶ ἔσται ὅταν
πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου, καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν
πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ,
ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασι-
λείαν αὐτοῦ· αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον· καὶ ἀνορ-
θώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα· ἐγὼ ἔσο-
μαι αὐτῷ εἰς Πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν.»
Τὰ ὅμοια τούτοις καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Βασιλειῶν
φέρεται· ἀλλ' ἐκεῖνα μὲν κἂν ἑλκυσθείη ἐπὶ τὸν Σο-
λομῶνα, τὰ δ' ἐν χερσὶν ὅτι μηδεμίαν ἔχει κοινότητα
πρὸς Σολομῶνα, ὧδ' ἄν τις καταμάθοι. Μετὰ τὴν Σο-
λομῶνος τελευτὴν, πολλοῖς ὕστερον χρόνοις προφη-
τεύων Ἡσαΐας, τοιάδε περὶ τοῦ γενησομένου ἐκ σπέρ-
ματος Δαυῒδ προκηρύττει· «Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ
τῆς ῥίζης Ἰεσσαί· (πατὴρ δὲ ἦν οὗτος τοῦ Δαυῒδ)
καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται· καὶ ἔσται ἡ ῥίζα
τοῦ Ἰεσσαὶ, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ'
αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι.» Καὶ περὶ τοῦ ἐπηγγελμένου
δὲ τῷ Δαυῒδ θρόνου ὧδε θεσπίζει· «Παιδίον ἐγεννήθη
ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 968, line 38

σου.» Καὶ ἐν Παραλειπομένοις· «Καὶ ἔσται ὅταν


πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου, καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν
πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ,
ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασι-
λείαν αὐτοῦ· αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον· καὶ ἀνορ-
θώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα· ἐγὼ ἔσο-
μαι αὐτῷ εἰς Πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν.»
Τὰ ὅμοια τούτοις καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Βασιλειῶν
φέρεται· ἀλλ' ἐκεῖνα μὲν κἂν ἑλκυσθείη ἐπὶ τὸν Σο-
λομῶνα, τὰ δ' ἐν χερσὶν ὅτι μηδεμίαν ἔχει κοινότητα
πρὸς Σολομῶνα, ὧδ' ἄν τις καταμάθοι. Μετὰ τὴν Σο-
λομῶνος τελευτὴν, πολλοῖς ὕστερον χρόνοις προφη-
τεύων Ἡσαΐας, τοιάδε περὶ τοῦ γενησομένου ἐκ σπέρ-
ματος Δαυῒδ προκηρύττει· «Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ
τῆς ῥίζης Ἰεσσαί· (πατὴρ δὲ ἦν οὗτος τοῦ Δαυῒδ)
καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται· καὶ ἔσται ἡ ῥίζα
τοῦ Ἰεσσαὶ, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ'
αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι.» Καὶ περὶ τοῦ ἐπηγγελμένου
δὲ τῷ Δαυῒδ θρόνου ὧδε θεσπίζει· «Παιδίον ἐγεννήθη
ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου
αὐτοῦ· καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 968, line 39


647

πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου, καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν


πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ,
ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασι-
λείαν αὐτοῦ· αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον· καὶ ἀνορ-
θώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα· ἐγὼ ἔσο-
μαι αὐτῷ εἰς Πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν.»
Τὰ ὅμοια τούτοις καὶ ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Βασιλειῶν
φέρεται· ἀλλ' ἐκεῖνα μὲν κἂν ἑλκυσθείη ἐπὶ τὸν Σο-
λομῶνα, τὰ δ' ἐν χερσὶν ὅτι μηδεμίαν ἔχει κοινότητα
πρὸς Σολομῶνα, ὧδ' ἄν τις καταμάθοι. Μετὰ τὴν Σο-
λομῶνος τελευτὴν, πολλοῖς ὕστερον χρόνοις προφη-
τεύων Ἡσαΐας, τοιάδε περὶ τοῦ γενησομένου ἐκ σπέρ-
ματος Δαυῒδ προκηρύττει· «Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ
τῆς ῥίζης Ἰεσσαί· (πατὴρ δὲ ἦν οὗτος τοῦ Δαυῒδ)
καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται· καὶ ἔσται ἡ ῥίζα
τοῦ Ἰεσσαὶ, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ'
αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι.» Καὶ περὶ τοῦ ἐπηγγελμένου
δὲ τῷ Δαυῒδ θρόνου ὧδε θεσπίζει· «Παιδίον ἐγεννήθη
ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου
αὐτοῦ· καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς
Ἄγγελος· μεγάλη ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ, καὶ τῆς εἰρήνης

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 969, line 7

Ἄγγελος· μεγάλη ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ, καὶ τῆς εἰρήνης


αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον· ἐπὶ τὸν θρόνον Δαυῒδ καὶ τὴν
βασιλείαν αὐτοῦ, κατορθῶσαι αὐτήν.» Διὰ δὲ τῶν
ἐκτεθέντων εἴρηται μὲν ὅτι ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ καὶ  
τοῦ Δαβὶδ ἀναστήσεταί τις οὐ τοῦ Ἰσραὴλ ἄρχειν,
ἀλλὰ τῶν ἐθνῶν· εἴρηται δὲ ὅτι γεννηθήσεται παι-
δίον, καὶ ὀνομασθήσεται Υἱὸς, ξένοις ὀνόμασι καὶ τὴν
ἀνθρώπων φύσιν ὑπεραίρουσι κεκοσμημένος, ὅτι τε ὁ
τοιοῦτος τὸν θρόνον Δαβὶδ ἀναλήψεται, καὶ τὴν βασι-
λείαν αὐτοῦ κατορθῶσαι αὐτήν.
 ιʹ. Ταῦτα δὲ ὅτι μετὰ Σολομῶνα περὶ ἑτέρου τινὸς
μέλλοντος ἥξειν προανεφωνεῖτο, παντί τῳ δῆλον. Καὶ
ἄλλως δὲ τὰ πρὸς τὸν Δαβὶδ ἐκτεθέντα λόγια οὐκ ἂν
ἐφαρμόσαιεν Σολομῶνι, ἀκριβοῦς ἐξετάσεως τυγχά-
νοντα· σαφῶς γὰρ ὁ χρησμὸς δηλοῖ, ὅτι μετὰ τὸν
θάνατον τοῦ Δαβὶδ ἀναστήσεται ὁ θεσπιζόμενος. Σο-
λομὼν δὲ, ζῶντος ἔτι τοῦ Δαβὶδ, νεύματι αὐτοῦ καὶ
γνώμῃ διάδοχος τῆς βασιλείας· λέγεται γοῦν ἐπὶ μό-
νοις ἔτεσι τεσσαράκοντα βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ·
πῶς οὖν εἰς αὐτὸν ἐπιφέροιτο τὸ, «Ἀνορθῶσαι τὸν
θρόνον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ
648

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 969, line 13

δίον, καὶ ὀνομασθήσεται Υἱὸς, ξένοις ὀνόμασι καὶ τὴν


ἀνθρώπων φύσιν ὑπεραίρουσι κεκοσμημένος, ὅτι τε ὁ
τοιοῦτος τὸν θρόνον Δαβὶδ ἀναλήψεται, καὶ τὴν βασι-
λείαν αὐτοῦ κατορθῶσαι αὐτήν.
 ιʹ. Ταῦτα δὲ ὅτι μετὰ Σολομῶνα περὶ ἑτέρου τινὸς
μέλλοντος ἥξειν προανεφωνεῖτο, παντί τῳ δῆλον. Καὶ
ἄλλως δὲ τὰ πρὸς τὸν Δαβὶδ ἐκτεθέντα λόγια οὐκ ἂν
ἐφαρμόσαιεν Σολομῶνι, ἀκριβοῦς ἐξετάσεως τυγχά-
νοντα· σαφῶς γὰρ ὁ χρησμὸς δηλοῖ, ὅτι μετὰ τὸν
θάνατον τοῦ Δαβὶδ ἀναστήσεται ὁ θεσπιζόμενος. Σο-
λομὼν δὲ, ζῶντος ἔτι τοῦ Δαβὶδ, νεύματι αὐτοῦ καὶ
γνώμῃ διάδοχος τῆς βασιλείας· λέγεται γοῦν ἐπὶ μό-
νοις ἔτεσι τεσσαράκοντα βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ·
πῶς οὖν εἰς αὐτὸν ἐπιφέροιτο τὸ, «Ἀνορθῶσαι τὸν
θρόνον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ
τῆς ἐξ αὐτοῦ διαδοχῆς εἰρῆσθαι αὐτὰ, οὐκ ἀγνοητέον
ὅτι μέχρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς βασι-
λείας διήρκεσε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ τὸν
θρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Πῶς δ'
ἂν τῷ φιλογυναίῳ, καὶ οὗ οὐκ ἦν ἡ καρδία τελεία

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 969, line 20

ἐφαρμόσαιεν Σολομῶνι, ἀκριβοῦς ἐξετάσεως τυγχά-


νοντα· σαφῶς γὰρ ὁ χρησμὸς δηλοῖ, ὅτι μετὰ τὸν
θάνατον τοῦ Δαβὶδ ἀναστήσεται ὁ θεσπιζόμενος. Σο-
λομὼν δὲ, ζῶντος ἔτι τοῦ Δαβὶδ, νεύματι αὐτοῦ καὶ
γνώμῃ διάδοχος τῆς βασιλείας· λέγεται γοῦν ἐπὶ μό-
νοις ἔτεσι τεσσαράκοντα βασιλεῦσαι ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ·
πῶς οὖν εἰς αὐτὸν ἐπιφέροιτο τὸ, «Ἀνορθῶσαι τὸν
θρόνον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ
τῆς ἐξ αὐτοῦ διαδοχῆς εἰρῆσθαι αὐτὰ, οὐκ ἀγνοητέον
ὅτι μέχρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς βασι-
λείας διήρκεσε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ τὸν
θρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Πῶς δ'
ἂν τῷ φιλογυναίῳ, καὶ οὗ οὐκ ἦν ἡ καρδία τελεία
μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, ἐφαρμόσῃς τὰ τοῦ ὅρκου,
καὶ τό· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς
ἔσται μοι εἰς υἱόν;» Ἀλλὰ γὰρ ἄντικρυς Σολομῶνος
μὲν ἀλλότρια ταῦτα· ἀνάγοιντο δ' ἂν ἐπὶ Χριστὸν, ὃς
ἐκ σπέρματος Δαβὶδ ἀναστὰς, οἶκον τῷ Θεῷ οὐκ ἐξ
ἀψύχων λίθων, οὐδ' ἐν γωνίᾳ καὶ μέρει γῆς, ἀλλὰ καθ'
ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ἐκ ζών
649

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 969, line 26

πῶς οὖν εἰς αὐτὸν ἐπιφέροιτο τὸ, «Ἀνορθῶσαι τὸν


θρόνον αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα;» Ἀλλ' εἰ λέγοι τις περὶ
τῆς ἐξ αὐτοῦ διαδοχῆς εἰρῆσθαι αὐτὰ, οὐκ ἀγνοητέον
ὅτι μέχρις Ἰεχονίου καὶ τῆς εἰς Βαβυλῶνα αἰχμαλω-
σίας ἡ ἀπὸ Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος διαδοχὴ τῆς βασι-
λείας διήρκεσε, μηδενὸς μετὰ τὸν Ἰεχονίαν ἐπὶ τὸν
θρόνον τῆς βασιλείας τοῦ Δαβὶδ καταστάντος. Πῶς δ'
ἂν τῷ φιλογυναίῳ, καὶ οὗ οὐκ ἦν ἡ καρδία τελεία
μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, ἐφαρμόσῃς τὰ τοῦ ὅρκου,
καὶ τό· «Ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς
ἔσται μοι εἰς υἱόν;» Ἀλλὰ γὰρ ἄντικρυς Σολομῶνος
μὲν ἀλλότρια ταῦτα· ἀνάγοιντο δ' ἂν ἐπὶ Χριστὸν, ὃς
ἐκ σπέρματος Δαβὶδ ἀναστὰς, οἶκον τῷ Θεῷ οὐκ ἐξ
ἀψύχων λίθων, οὐδ' ἐν γωνίᾳ καὶ μέρει γῆς, ἀλλὰ καθ'
ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ἐκ ζών-
των καὶ νοερῶν λίθων συνεστήσατο τὴν θεοπρεπῆ αὐ-
τοῦ Ἐκκλησίαν· ᾧ καὶ μόνῳ τὸ, «Αὐτὸς ἔσται μοι
εἰς υἱὸν» ἀναφωνούμενον ἁρμόσει· ἐπεὶ καὶ ἐν ἑτέραις
Γραφαῖς Υἱὸς ἀναγορεύεται τοῦ Θεοῦ· ἐν τῇ φασκούσῃ,
»Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε·»

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 969, line 46

τῇ λεγούσῃ, «Κύριος εἶπε πρός με, Υἱός μου εἶ σύ·»


πάλιν ἐν ᾗ λέλεκται, «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν
αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ
με.» Τούτοις γοῦν συνᾴδει καὶ ἡ ἐξ οὐρανῶν ἐπ'
αὐτὸν ἐνεχθεῖσα φωνὴ, «Σὺ εἶ ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπη-
τὸς,» φήσασα· καὶ τὰ ἐν ἑβδομηκοστῷ δὲ πρώτῳ
ψαλμῷ περιεχόμενα, τὸ «Συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ,»
καὶ τὸ, «Πάντα τὰ ἔθνη μακαριοῦσιν αὐτὸν,» ἄντι-
κρυς τοῖς περὶ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν θεολογουμένοις
συντρέχοι ἄν. Ὅτι δὲ ταῦθ' οὕτως ἔχει, ἀναμφίλεκτος
ἡ ἀπὸ τοῦ Ἡσαΐου σύστασις, ὃς μετὰ τὸν Σολομῶνος
θάνατον καὶ μετὰ πλείστας ἄλλας τοῦ γένους διαδοχὰς,
ἐκ ῥίζης Ἰεσσαὶ καὶ Δαβὶδ ἐξελεύσεσθαί τινα προφη-
τεύει, καὶ τοῦτον ἔσεσθαι Σωτῆρα ἐθνῶν, γυμνῶς
οὕτω φάσκων· «Καὶ ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ, καὶ
ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ' αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦ-
σιν.»
 ιαʹ. Ἀλλὰ γὰρ τοσούτων ἐκδεδομένων χρησμῶν
μόνῳ τῷ Δαβὶδ καὶ μεθ' ὅρκου διαβεβαιώσεως περὶ  
τῆς ἐκ σπέρματος αὐτοῦ γενέσεως τοῦ προφητευομέ-
νου, παντός τε ὡς εἰκὸς τοῦ Ἰσραὴλ διὰ τὰς τοσαύτας
650

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 973, line 47

Γραφῇ σύνηθες· οὕτω γὰρ καὶ Δαβὶδ ἐν τῇ Ῥοὺθ


ἄνωθεν γενεαλογεῖται, καθὼς καὶ παρὰ τῷ Ματθαίῳ
ὁ Χριστός· καὶ ἐν τῇ τῶν Βασιλειῶν δὲ πρώτῃ βίβλῳ
ὁ τοῦ Σαμουὴλ πατὴρ κάτωθεν γενεαλογεῖται, παρα-
πλησίως τῷ Λουκᾷ.
 ιϛʹ. Περὶ τούτου ὁ Εὐσέβιος ἐν τῷ Εἰς τὸ κατὰ
Ματθαῖον οὕτως· Φησὶ δὲ τὸν Νάθαν καὶ προ-
φητεῦσαι κατὰ τὰ ἐν ταῖς Βασιλείαις φερόμενα. Ἐγὼ
δὲ, φησί τις, καὶ τὴν αἰτίαν ἐπυθόμην τὴν τὸν μακά-
ριον Λουκᾶν ἀποκλίναι τῆς βασιλείου φρατρίας ὑπα-
γαγοῦσαν, τῷ μὴ τοὺς βασιλεῖς ἀπ' αὐτοῦ Σολομῶντος
εἰδωλολατρείας καθαρεύειν, πλὴν ἐλαχίστων, ταύτῃ
παραιτήσασθαι τὴν δι' αὐτῶν γενεαλογίαν.
 ιζʹ. Εὐσεβίου. Τὴν τοῦ Δαβὶδ μετάνοιαν ἐπὶ  
τῷ ἁμαρτήματι δημοσιεύων ὁ εὐαγγελιστὴς, ἐμνήσθη
τῆς γυναικὸς μεθ' ἧς τὴν ἁμαρτίαν ἐξετέλεσε· καὶ
ὅτι εἰ μὴ διὰ μετανοίας συγγνώμην τοῦ ἁμαρτήματος
ἐδέξατο παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἂν αὐτὸς ἠξιώθη προπάτωρ
γεγονέναι τοῦ Χριστοῦ.
 ιηʹ. Εὐσεβίου. Τοῦ Ἰεχονίου ἦν κατηγόρημα, τὸ
ἐκκήρυκτον αὐτὸν γεγονέναι καὶ αἰχμάλωτον· διὸ καὶ

Ευσέβιος. Supplementa ad quaestiones ad Stephanum Vol. 22, p. 976, line 10

 ιζʹ. Εὐσεβίου. Τὴν τοῦ Δαβὶδ μετάνοιαν ἐπὶ  


τῷ ἁμαρτήματι δημοσιεύων ὁ εὐαγγελιστὴς, ἐμνήσθη
τῆς γυναικὸς μεθ' ἧς τὴν ἁμαρτίαν ἐξετέλεσε· καὶ
ὅτι εἰ μὴ διὰ μετανοίας συγγνώμην τοῦ ἁμαρτήματος
ἐδέξατο παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἂν αὐτὸς ἠξιώθη προπάτωρ
γεγονέναι τοῦ Χριστοῦ.
 ιηʹ. Εὐσεβίου. Τοῦ Ἰεχονίου ἦν κατηγόρημα, τὸ
ἐκκήρυκτον αὐτὸν γεγονέναι καὶ αἰχμάλωτον· διὸ καὶ
ἄτιμος ὑπῆρχε τοῖς πολλοῖς· καὶ τοῦτο ἦν τὸ διϊστῶν
τοὺς γενεαλογοῦντας τὸν Χριστὸν, ὥστε τοὺς μὲν ἀπὸ
Σολομῶντος, τοὺς δὲ ἀπὸ Νάθαν κατάγειν τὰς γενεάς·
κἀντεῦθεν ὁ εὐαγγελιστὴς μνείαν ἐποιήσατο αὐτοῦ·
καί φησι τὸν Λυτροτὴν τῶν αἰχμαλώτων παραγεγονέ-
ναι, καὶ διὰ τοῦ βαπτίσματος αὐτοὺς παραδεχόμενον.  

Αʹ.

 Τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων ἐπικειμένου τοῖς


μαθηταῖς τοῦ Σωτῆρος, λέγει γοῦν ὁ Ἰωάννης ὡς
651

ἦσαν ὁμοῦ συνηγμένοι οἱ μαθηταὶ ἐν οἴκῳ ἑνὶ, τῶν


θυρῶν κεκλεισμένων διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.
Πῶς ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης ἀπήντων ἐπὶ τὸ μνῆμα;
Καὶ ταῦτα στρατιωτικῆς φρουρᾶς φυλαττούσης τὸν

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 68, line 3

Ἑβραίοις τῶν ψαλμῶν οὐ τοῦ Δαυῒδ ἐπιγράφει· ἀλλ'


ἀδιορίστως βίβλος ψαλμῶν ὀνομάζεται. Εἰς πέντε δὲ
μέρη τὴν πᾶσαν τῶν Ψαλμῶν βίβλον παῖδες Ἑβραίων
διαιροῦσι· πρῶτον εἰς τοὺς ἀπὸ αʹ μέχρι μʹ· δεύτε-
ρον εἰς τοὺς ἀπὸ μαʹ μέχρις οβʹ· τρίτον εἰς τοὺς ἀπὸ
ογʹ μέχρις πηʹ· τέταρτον εἰς τοὺς ἀπὸ πθʹ μέχρις ρεʹ·
πέμπτον εἰς τοὺς ἀπὸ ρϛʹ μέχρι τέλους. Ἀνεπίγρα-
φοι δέ εἰσι ψαλμοὶ ιθʹ, ἐπιγεγραμμένοι ρλαʹ. Τῶν ἐπι-  
γεγραμμένων δέ εἰσιν οὕτως αἱ διαιρέσεις· τοῦ μὲν
Δαυῒδ οβʹ, τῶν υἱῶν Κορὲ ιαʹ, τοῦ Ἀσὰφ ιβʹ, Αἰθὰμ
τοῦ Ἰσραηλίτου εἷς, Σολομῶντος βʹ, Μωϋσέως εἷς,
ἀνώνυμοι ιζʹ, τῶν εἰς τὸ Ἀλληλούϊα ιεʹ. Εἰσὶ δὲ ἀν-
ώνυμοι ὅσοι ἐπιγραφὰς μὲν ἔχουσιν, οὐ μὴν δηλοῦσι
τίνος εἰσίν.

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 73, line 47

δυσσεβείας. Οὐδὲ νῦν θαυμαστὸν ἐν τοιαύτῃ κατα-


στάσει καιρῶν καὶ τῶν ἐμφερομένων τινὰς τῇ βίβλῳ
τῶν ψαλμῶν διαπεπτωκέναι, λήθῃ τε μακροῖς παρα-
δεδόσθαι χρόνοις. Ὕστερον δὲ μετὰ ταῦτα, εἴτε Ἔσδραν,
εἴτε τινὰς ἑτέρους προφήτας, περὶ τὴν συναγωγὴν
αὐτῶν ἐσπουδακέναι, μεθ' ὧν καὶ τὴν βίβλον τῶν ψαλ-
μῶν ἡγιοχέναι, οὐκ ἀθρόως εὑρόντα τοὺς πάν-
τας, ἀλλὰ κατὰ διαφόρους χρόνους. Καὶ τάττειν δὲ ἐν
πρώτοις τοὺς πρώτους εὑρισκομένους· μηδὲ τοὺς τοῦ
Δαυῒδ ἐφεξῆς κεῖσθαι πάντας· ἔν τε τῷ μεταξὺ καὶ
τῶν υἱῶν Κορὲ, καὶ τοῦ Ἀσὰφ, καὶ Σολομῶντος, καὶ
Μωϋσέως, Αἰμάν τε, καὶ Αἰθὰν, καὶ Ἰδιθοὺμ, καὶ πά-
λιν τοῦ Δαυῒδ εὑρίσκεσθαι ἀναμὶξ ἐν τῇ βίβλῳ κατα-
τεταγμένους, οὐ καθ' οὓς ἐλέχθησαν χρόνους, ἀλλὰ
καθ' οὓς εὕρηνται. Ἔνθεν τε συμβῆναι τοὺς τοῖς χρό-
νοις ὑστέρους πρώτους εὑρεθέντας, ἀναληφθῆναι προ-
τέρους· τοὺς δὲ προτέρους μετὰ ταῦτα εὑρεθέντας ἐν
δευτέρᾳ ταγῆναι χώρᾳ· τὸ δ' αὐτὸ εὕροις γεγενημένον
ἐν τοῖς προφήταις.
 Πάντα ὥσπερ ἐν μεγάλῳ τινὶ καὶ κοινῷ ταμείῳ τῇ
βίβλῳ τῶν ψαλμῶν τεθησαύρισται. Κἀκεῖνο δὲ

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 77, line 34


652

 Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ


τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ
δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ. Ὁ διὰ πάσης τῆς ἑαυτοῦ
ζωῆς καὶ ἐν παντὶ καιρῷ νυκτός τε καὶ ἡμέρας τῷ
θείῳ σχολάζων νόμῳ, καὶ τοῖς ἐξ αὐτοῦ λογικοῖς νά-
μασιν ἀρδόμενος, σφόδρα οἰκείως φυτῷ παρ' ὕδασιν
ἐῤῥιζωμένῳ παραβέβληται· διὸ καὶ μακάριος ὡς
ἀληθῶς οὗτος, ἅτε μάλιστα ποτιζόμενος τοῖς θείοις
μαθήμασιν, ὥριμον ἑαυτοῦ τὸν καρπὸν ἀποδίδωσιν.
Εἶτ' ἐπειδὴ ξύλον ἐστὶ ζωῆς ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς κατὰ
τὸν Σολομῶντα φήσαντα περὶ τῆς Σοφίας· Ξύλον
ἐστὶ ζωῆς πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὐτῆς καὶ τοῖς
ἐπερειδομένοις ἐπ' αὐτὴν ὡς ἐπὶ Κύριον ἀσφαλῆ·
εἰκότως ὁ μακαριζόμενος τῷ τοῦ Θεοῦ Υἱῷ ἀφωμοίω-
ται τῷ παρὰ τὰς διεξόδους ὄντι τῶν ὑδάτων μαρτυ-
ρούμενος καὶ κηρυττόμενος ὑπὸ τῶν τῆς θείας Γρα-
φῆς διδασκάλων καὶ προφητῶν· οἵτινες καὶ ἀφέσεις
ὑδάτων παρὰ τῇ θεοπνεύστῳ λέγονται Γραφῇ. Τούτῳ
οὖν ἀφωμοίωται ὁ μακαριζόμενος, ἀρδόμενος διεξό-
δοις τῶν ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς πνευματικῶν ναμά-
των, καρπόν τε ἀγαθὸν προφέρων.  

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 88, line 39

μαθὴς ὑπάρχων, ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους τῇ τῶν Ἑβδο-


μήκοντα ἐχρήσατο.
 Καὶ ὅτι γε εἰς τὸν ἡμέτερον Σωτῆρα Ἰησοῦν τὸν
Χριστὸν, καὶ οὐκ εἰς ἄλλον, πεπλήρωται ταῦτα,
παρίστησι· τὸ γάρ·
 Αἴτησαι παρ' ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κλη-
ρονομίαν σου, καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα
τῆς γῆς, οὐδεὶς ἂν ἔχοι φάναι ἐφ' ἑτέρου τῶν
πάλαι τοῦ Θεοῦ προφητῶν πεφανερῶσθαι καὶ πεπλη-
ρῶσθαι. Οὔτε γὰρ Μωϋσῆς τῶν ἐθνῶν ἁπάντων ἐκρά-
τησεν, οὔτε Δαυῒδ, οὔτε Σολομὼν, οὔτε τις ἕτερος
προφητῶν ἢ βασιλέων τῶν ἐξ αἰῶνος γενομένων·
μόνῳ δὲ τῷ ἡμετέρῳ Σωτῆρι ἡ τῶν πραγμάτων ἐνάρ-
γεια μαρτυρεῖ· ἐπειδήπερ εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλ-
θεν ὁ φθόγγος τῶν ἀποστόλων αὐτοῦ, καὶ εἰς τὰ
πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν διῆλθεν.
 Ποιμανεῖς αὐτοὺς ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ, ὡς σκεύη
κεραμέως συντρίψεις αὐτούς. Λαβὼν τὴν κατὰ
πάντων ἐξουσίαν, τοὺς προτέρους ἐκείνους τοὺς
κατὰ σοῦ φρυάξαντας καὶ κενὰ μελετήσαντας, ἀλλὰ
καὶ τοὺς παραστάντας καὶ συναχθέντας κατὰ σοῦ
653

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 789, line 52

«Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκο-


πίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες αὐτόν.» Ἐν οἷς ἔοικεν ὁ Σο-
λομὼν ἐπὶ τῇ κατασκευῇ τοῦ οἴκου, ὃν ἤγειρεν ἐν
Ἱεροσολύμοις, πρῶτος αὐτὸς οἰκοδομήσας τὸ αὐτόθι
ἱερὸν, τὴν ᾠδὴν πεποιῆσθαι, διδάσκουσαν μόνα τὰ
τοῦ Θεοῦ οἰκοδομήματα διαιωνίζειν· τὰ γὰρ ἀνθρώ-
πινα καιρῷ συνίστασθαι· ὃ δὴ καὶ ἀπέβη ἐπὶ τῆς
αὐτοῦ οἰκοδομῆς· οὐκ εἰς μακρὸν γοῦν ὁ ὑπ' αὐτοῦ
κατασκευασθεὶς νεὼς ὑπὸ Βαβυλωνίων κατελύθη. Ἡ
δὲ μετὰ χεῖρας προφητεία εἴτε εἰς αὐτὸν λέλεκται τὸν
Σολομῶντα, εἴτε αὐτοῦ ἐστι κατὰ τοὺς λοιποὺς ἑρμη-
νευτάς· οἱ λόγοι ἕτερόν τινα παριστῶσι προφητευό-
μενον. Διὸ οὔτε ψαλμὸς, οὔτε ᾠδὴ, οὔτε ὕμνος, οὔτε
τι τούτοις παραπλήσιον ἐπιγέγραπται. Ἀλλ' ἔστι προ-
φητεία θεσπίζουσα ἀναφανήσεσθαί τινα ἐν ἀνθρώποις
πενήτων καὶ πτωχῶν σωτῆρα, καὶ τοῦτον ἄνωθέν  
ποθεν ἠρέμα καταβήσεσθαι καὶ ἀψοφητί· «Καταβή-
σεται γὰρ ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον.» Δικαιοσύνην τε λοι-
πὸν ἐμπολιτεύεσθαι τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῇ
αὐτοῦ παρουσίᾳ. Ἐπικρατήσειν τε αὐτὸν οὐ τῆς Ἰου-
δαίας μόνης, οὐδὲ δυεῖν ἢ τριῶν ἐθνῶν, ἀλλὰ πάντων

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 792, line 13

πὸν ἐμπολιτεύεσθαι τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῇ


αὐτοῦ παρουσίᾳ. Ἐπικρατήσειν τε αὐτὸν οὐ τῆς Ἰου-
δαίας μόνης, οὐδὲ δυεῖν ἢ τριῶν ἐθνῶν, ἀλλὰ πάντων
τῶν καθ' ὅλης τῆς οἰκουμένης, πάντα τε τὰ ἔθνη
ὑποταγήσεσθαι αὐτῷ, ὀνομαστόν τε αὐτὸν ἔσεσθαι πα-
ρὰ τοῖς πᾶσιν, οὐ κατά τινα χρόνον βραχὺν, ἀλλ' εἰς
ἅπαντα τὸν αἰῶνα. Καὶ τί γὰρ ἄλλ' ἢ τοιοῦτόν τινα
ἔσεσθαι τὸν θεσπιζόμενον ὁ μετὰ χεῖρας ὑπογράφει
λόγος, ὁποῖον οὐδεὶς πώποτε οὔτε παρὰ τῷ Ἰουδαίων
ἔθνει, οὔτε παρ' ἑτέροις γεγονέναι μνημονεύει; Οὔτε
γὰρ αὐτὸς Σολομὼν, οὔτε Δαυῒδ, οὔτε τις τῶν μετ'
αὐτοὺς τοιοῦτος ἐφάνη, ὡς ἁρμόσαι τινὶ αὐτῶν τὰ
ὑπὸ τῆς προφητείας σημαινόμενα. Ὅρα τοίνυν εἰ μὴ
ταῖς προτεταγμέναις διὰ τῶν ἔμπροσθεν περὶ τοῦ
πάθους τοῦ Σωτῆρος προῤῥήσεσιν ἀκολούθως συν-
ῆπται ἡ μετὰ χεῖρας τὴν βασιλείαν αὐτοῦ διαγρά-
φουσα. Ἐχρῆν γὰρ ἡμᾶς καὶ τὰ περὶ ταύτης παιδευ-
θῆναι. Πολλῶν δὲ προφητειῶν τὸν ἐκ Δαυῒδ προφη-
τευόμενον Χριστὸν ἀνυμνουσῶν· ἐπειδὴ εἰκὸς ἦν ὑπο-
λαβεῖν τινας τὸν Σολομῶντα δηλοῦσθαι δι' αὐτῶν· μό-
νος γὰρ οὗτος τῶν υἱῶν Δαυῒδ ἐπιδοξότατα
654

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 792, line 22

ἔθνει, οὔτε παρ' ἑτέροις γεγονέναι μνημονεύει; Οὔτε


γὰρ αὐτὸς Σολομὼν, οὔτε Δαυῒδ, οὔτε τις τῶν μετ'
αὐτοὺς τοιοῦτος ἐφάνη, ὡς ἁρμόσαι τινὶ αὐτῶν τὰ
ὑπὸ τῆς προφητείας σημαινόμενα. Ὅρα τοίνυν εἰ μὴ
ταῖς προτεταγμέναις διὰ τῶν ἔμπροσθεν περὶ τοῦ
πάθους τοῦ Σωτῆρος προῤῥήσεσιν ἀκολούθως συν-
ῆπται ἡ μετὰ χεῖρας τὴν βασιλείαν αὐτοῦ διαγρά-
φουσα. Ἐχρῆν γὰρ ἡμᾶς καὶ τὰ περὶ ταύτης παιδευ-
θῆναι. Πολλῶν δὲ προφητειῶν τὸν ἐκ Δαυῒδ προφη-
τευόμενον Χριστὸν ἀνυμνουσῶν· ἐπειδὴ εἰκὸς ἦν ὑπο-
λαβεῖν τινας τὸν Σολομῶντα δηλοῦσθαι δι' αὐτῶν· μό-
νος γὰρ οὗτος τῶν υἱῶν Δαυῒδ ἐπιδοξότατα βασιλεύ-
σας, καὶ τὸν νεὼν ἤγειρε τῷ Θεῷ, καὶ σοφίᾳ διαπρέ-
ψαι μεμαρτύρηται· ἀναγκαίως ἡ προκειμένη προφη-
τεία «εἰς Σολομῶντα» ἐπιγέγραπται· ἢ αὐτοῦ τοῦ
Σολομῶντος εἶναι λέλεκται· ἵνα μηκέτι αὐτὸς νομίζη-
ται ὁ προσδοκώμενος εἶναι ἐκ Δαυΐδ· ἐξ αὐτοῦ δὲ
Σολομῶντος ἐλπίζεται ἕτερος ὁ καὶ αὐτῷ ἐπηγγελμέ-
νος. Ἐὰν μὲν οὖν ἐκδεξώμεθα εἰς αὐτὸν εἰρῆσθαι τὸν
Σολομῶντα τὸν ψαλμὸν κατὰ τὴν τῶν Ἑβδομήκοντα
προγραφὴν, ἐροῦμεν, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον,

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 792, line 26

ταῖς προτεταγμέναις διὰ τῶν ἔμπροσθεν περὶ τοῦ


πάθους τοῦ Σωτῆρος προῤῥήσεσιν ἀκολούθως συν-
ῆπται ἡ μετὰ χεῖρας τὴν βασιλείαν αὐτοῦ διαγρά-
φουσα. Ἐχρῆν γὰρ ἡμᾶς καὶ τὰ περὶ ταύτης παιδευ-
θῆναι. Πολλῶν δὲ προφητειῶν τὸν ἐκ Δαυῒδ προφη-
τευόμενον Χριστὸν ἀνυμνουσῶν· ἐπειδὴ εἰκὸς ἦν ὑπο-
λαβεῖν τινας τὸν Σολομῶντα δηλοῦσθαι δι' αὐτῶν· μό-
νος γὰρ οὗτος τῶν υἱῶν Δαυῒδ ἐπιδοξότατα βασιλεύ-
σας, καὶ τὸν νεὼν ἤγειρε τῷ Θεῷ, καὶ σοφίᾳ διαπρέ-
ψαι μεμαρτύρηται· ἀναγκαίως ἡ προκειμένη προφη-
τεία «εἰς Σολομῶντα» ἐπιγέγραπται· ἢ αὐτοῦ τοῦ
Σολομῶντος εἶναι λέλεκται· ἵνα μηκέτι αὐτὸς νομίζη-
ται ὁ προσδοκώμενος εἶναι ἐκ Δαυΐδ· ἐξ αὐτοῦ δὲ
Σολομῶντος ἐλπίζεται ἕτερος ὁ καὶ αὐτῷ ἐπηγγελμέ-
νος. Ἐὰν μὲν οὖν ἐκδεξώμεθα εἰς αὐτὸν εἰρῆσθαι τὸν
Σολομῶντα τὸν ψαλμὸν κατὰ τὴν τῶν Ἑβδομήκοντα
προγραφὴν, ἐροῦμεν, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, περὶ
αὐτοῦ τὴν εὐχὴν ἀναπέμψαν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ πρώτου
στίχου, δι' οὗ εἴρηται· «Ὁ Θεὸς, τὸ κρίμα σου τῷ
βασιλεῖ δὸς,» τουτέστι τῷ Σολομῶντι, τὸν ἑξῆς λόγον
περὶ τοῦ ἐξ αὐτοῦ γενησομένου ποιεῖται· διὸ ἐπιλέγει·
655

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς.


Vol. 23, p. 792, line 52

ὡς ἂν ἐκ τῆς Σολομῶντος διαδοχῆς ὁ τὸ κόσμου Σωτὴρ


κατὰ σάρκα γεννηθείη. Τοῦτο οὖν τὸ κρίμα σου, ὁ
Θεὸς, ἤδη ποτὲ δώρησαι τῷ βασιλεῖ, δηλαδὴ τῷ Σο-
λομῶντι, ὡς ἂν δι' ἔργων χωρήσειαν οἱ λόγοι· καὶ αὐ-
τῷ μὲν τῷ βασιλεῖ τὸ δηλωθὲν κρίμα παράσχου, τὴν
δὲ δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως, τῷ μέλλοντι
ἐκ σπέρματος αὐτοῦ προελεύσεσθαι· ἵν' ὁ γεννώμε-
νος ὁ ἐκ πνεύματος καὶ διάδοχος αὐτοῦ, ὑποδεξάμε-
νος τὴν σὴν δικαιοσύνην, «διακρίνῃ τὸν λαόν σου ἐν
δικαιοσύνῃ, καὶ τοὺς πτωχούς σου ἐν κρίσει.» Καὶ
ταῦτα μὲν, εἴπερ εἰς αὐτοῦ προσώπου τοῦ Σολομῶντος
ἀναφέροιτο ἡ προγραφὴ κατὰ τοὺς Ἑβδομήκοντα
φέρουσα, «εἰς Σολομῶντα·» εἰ δὲ κατὰ τοὺς λοιποὺς
ἑρμηνευτὰς τοῦ Σολομῶντος εἶναι λέγοιτο ἡ προφη-
τεία, φήσομεν, ὅτι αὐτὸς ὁ Σολομὼν, Πνεύματος
πληρωθεὶς, τρία διὰ τούτων παρίστησι πρόσωπα·
τὸν Θεὸν, ᾧ τὴν εὐχὴν ἀναπέμπει, καὶ τὸν βασιλέα,
ὃν πέπειστο βασιλεύειν τῶν ὅλων, δηλαδὴ τὸν Υἱὸν  
τοῦ Θεοῦ· καὶ τρίτον ὃν ἀνείληφεν ἄνθρωπον ἐκ
σπέρματος Δαυῒδ ἐξ αὐτοῦ τε τοῦ Σολομῶντος γεννώ-
μενον, ἕτερον ὄντα παρὰ τὸν βασιλέα τὸν διὰ τοῦ

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 792, line 54

Θεὸς, ἤδη ποτὲ δώρησαι τῷ βασιλεῖ, δηλαδὴ τῷ Σο-


λομῶντι, ὡς ἂν δι' ἔργων χωρήσειαν οἱ λόγοι· καὶ αὐ-
τῷ μὲν τῷ βασιλεῖ τὸ δηλωθὲν κρίμα παράσχου, τὴν
δὲ δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως, τῷ μέλλοντι
ἐκ σπέρματος αὐτοῦ προελεύσεσθαι· ἵν' ὁ γεννώμε-
νος ὁ ἐκ πνεύματος καὶ διάδοχος αὐτοῦ, ὑποδεξάμε-
νος τὴν σὴν δικαιοσύνην, «διακρίνῃ τὸν λαόν σου ἐν
δικαιοσύνῃ, καὶ τοὺς πτωχούς σου ἐν κρίσει.» Καὶ
ταῦτα μὲν, εἴπερ εἰς αὐτοῦ προσώπου τοῦ Σολομῶντος
ἀναφέροιτο ἡ προγραφὴ κατὰ τοὺς Ἑβδομήκοντα
φέρουσα, «εἰς Σολομῶντα·» εἰ δὲ κατὰ τοὺς λοιποὺς
ἑρμηνευτὰς τοῦ Σολομῶντος εἶναι λέγοιτο ἡ προφη-
τεία, φήσομεν, ὅτι αὐτὸς ὁ Σολομὼν, Πνεύματος
πληρωθεὶς, τρία διὰ τούτων παρίστησι πρόσωπα·
τὸν Θεὸν, ᾧ τὴν εὐχὴν ἀναπέμπει, καὶ τὸν βασιλέα,
ὃν πέπειστο βασιλεύειν τῶν ὅλων, δηλαδὴ τὸν Υἱὸν  
656

τοῦ Θεοῦ· καὶ τρίτον ὃν ἀνείληφεν ἄνθρωπον ἐκ


σπέρματος Δαυῒδ ἐξ αὐτοῦ τε τοῦ Σολομῶντος γεννώ-
μενον, ἕτερον ὄντα παρὰ τὸν βασιλέα τὸν διὰ τοῦ
ψαλμοῦ φάντα· «Ἐγὼ δὲ κατεστάθην βασιλεὺς ὑπ'
αὐτοῦ ἐπὶ Σιὼν ὄρος ἅγιον αὐτοῦ, διαγγέλλων τὸ

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 1133, line 39

καὶ ἀτελευτήτους αἰῶνας διαρκοῦντος. Διόπερ ἕτερόν


μοι δοκεῖ νοῦν ὑποβάλλειν ἡ παροῦσα προσευχὴ, δι-
δάσκουσα τὸν λαὸν λέγειν· Ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλ-
μοῖς σου ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθὲς, ἥτις διῆλθε, καὶ
φυλακὴ ἐν νυκτί. Τὰ γοῦν σεμνὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ,
ἐν οἷς τὸ πᾶν ἔθνος αὐτῶν ἤκμασέ τε καὶ ἤνθησεν ἐν
ἡμέραις, ὥσπερ καὶ φωτὶ γέγονε, ταῦτ' ἦν τὰ χίλια
ἔτη. Ἐπὶ μόνοις γὰρ χιλίοις ἔτεσι συνέστηκε καὶ διήρ-
κεσε τὰ τῆς ἐν τόπῳ λατρείας· ἃ δὴ καὶ ἀριθμεῖται
τοῦτον τὸν τρόπον. Ἀπὸ μὲν τῆς πρώτης τοῦ ἱεροῦ
κατασκευῆς καὶ τῶν Σολομῶνος χρόνων μέχρι τῆς
ὑπὸ Βαβυλωνίων πολιορκίας ἔτη συνάγεται υλβʹ· με-
τὰ δὲ ταῦτα εἰς ἔρημον περιστάντος τοῦ τόπου, αὖθις
Ἰησοῦς καὶ Ζοροβάβελ, ὁ τοῦ Σαλαθιὴλ, κατὰ τὸ δεύ-
τερον ἔτος Δαρείου τοῦ Πέρσου ἀνανεοῦσι τὸν οἶκον·
ἐξ ἐκείνου τε καὶ ἐπὶ τὸ πεντεκαιδέκατον ἔτος Τιβε-
ρίου Καίσαρος ἔτη συνάγεται φμηʹ· ὥστε εἶναι τὰ
πάντα ϡπʹ. Διέμεινέ τε χειμαζομένη καὶ ἀστατοῦσα
ἡ πόλις μετὰ τὴν κατὰ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐπιβου-
λὴν αὐτῶν ἑτέροις ἔτεσι μʹ· μεθ' ἃ ὁ παντελὴς αὐ-
τοὺς μετῆλθεν ὄλεθρος, καὶ ἡ ὑστάτη πολιορκία, ἡ

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 23, p. 1337, line 8

διανεμομένων, οὐδεὶς αὐτοῖς ἐπίκουρος ἔσται, οὐδὲ φει-


δοῦς αὐτῶν οἱ παῖδες ἀξιωθήσονται. Εἶτα μʹ οὐ διελθόν-
των ἐτῶν, πανολεθρίαν ὑπέμεινεν ὁ Ἰουδαίων λαός.  
 Ἀναμνησθείη ἡ ἀνομία τῶν πατέρων αὐτοῦ
ἔναντι Κυρίου, καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς μητρὸς αὐτοῦ
μὴ ἐξαλειφθείη. Γενηθήτω ἐναντίον Κυρίου δια-
παντὸς, καὶ ἐξολοθρευθείη ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον
αὐτῶν, ἀνθ' ὧν οὐκ ἐμνήσθη ποιῆσαι ἔλεος. Πα-
τέρων ἀρετὴ πολλάκις καὶ πλημμελήσαντας ὤνησε
παῖδας, ὡς τοὺς Ἰουδαίους τοῦ Ἀβραὰμ ἡ πίστις,
ὡς τὸν Σολομῶντα τοῦ Δαυῒδ ἡ εὐσέβεια· πονηρία δὲ
πατέρων τοῖς ὁμοίοις παισὶν ἐπαύξει τὴν τιμωρίαν·
οὐδεμία γὰρ οὐδαμόθεν εὑρίσκεται φειδοῦς ἀφορμή.
Ἀναμνησθείη ἡ ἀνομία τῶν πατέρων αὐτοῦ ἔναντι
Κυρίου. Πατέρας δὲ αὐτῶν καλεῖ τοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ
657

τῇ δυσσεβείᾳ χρησαμένους, τοὺς ἐπὶ τῶν κριτῶν,


τοὺς ἐπὶ τῶν βασιλειῶν, τοὺς μετὰ τὴν ἀπὸ Βαβυλῶνος
ἐπάνοδον παρανομίᾳ συζήσαντας. Καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς
μητρὸς αὐτοῦ μὴ ἐξαλειφθείη. Μητέρα δὲ τὴν
Ἱερουσαλὴμ, ἐν ᾗ τῆς κατὰ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ
μιαιφονίας ἐτολμήθη τὸ μῦσος. Γενηθήτω ἐναντίον

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 24, p. 20, line 12

βυλῶνι, ἀγαθὰς ἐλπίδας δι' ὧν κλαίουσι σπείροντες,


θεριοῦσιν ἀγαλλίασιν· ἀντὶ δακρύων ἅπερ ἔσχον
ἀγαπώμενοι, δεξόμενοι τὴν τῆς ἐπανόδου χαράν· καὶ
εἰ τότε βραχύ τι σπέρμα θεοσεβείας ἐφύλαττον, ἀλλὰ
τὰς ἑαυτῶν ἐκεῖ ψυχὰς γεωργήσαντες, πολλοὺς ἐπαν-
ιόντες οἴσουσι τοὺς καρπούς. Μέχρι τῆς ζʹ ᾠδῆς τὰ
περὶ τῶν ἐκ περιτομῆς αἰχμαλώτων προεθεσπίσθη.

ΨΑΛΜΟΣ ΡΚϛʹ.

 Κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν καὶ τοὺς ἑρμηνεύσαντας ἅπαν-


τας, ἡ παροῦσα νῦν ᾠδὴ Σολομῶντός ἐστιν (ὥσπερ
ἄλλοι ἄλλων εἰσὶν ἐπιγεγραμμένοι ψαλμοὶ) προφητι-
κῶς ὑπ' αὐτοῦ λεχθεῖσα ὁπηνίκα τὸν ναὸν κατεσκεύαζε·
τῶν γὰρ Ἰουδαίων μεγαλοφρονούντων ἐπὶ τῷ τῆς
κατασκευῆς ὀχυρῷ, θείῳ Πνεύματι συνορῶν τὴν
ἐσχάτην ἐρημίαν αὐτοῦ, καὶ τὴν ὑπὸ τοῦ Κυρίου
μέλλουσαν Ἐκκλησίαν καθ' ὅλης οἰκοδομεῖσθαι τῆς
οἰκουμένης, ἀντιπαρατιθεὶς τῇ παρ' αὐτοῦ κατασκευῇ
τοῦ ναοῦ, ἐκείνην τε προκρίνει καὶ ὑπεράγαται, τὴν
τότε παρουσίαν ἐλέγχων ὡς πρόσκαιρον καὶ μηδὲ
πρὸς βραχὺ συνισταμένην ἄνευ Θεοῦ φυλακῆς

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 24, p. 20, line 36

ἂν ὁ Κύριος φυλάττῃ, τοῦ δὲ φύλακος ἀναχωρή-


σαντος, ἔρημος ἔσται, ματαίας ἐσομένης τῆς ἐξ ἀν-
θρώπων σπουδῆς· ἐπὶ μὲν τοῦ ναοῦ, οἰκοδόμον εἰς-
άγει τὸν Κύριον· ἐπὶ δὲ τῆς πόλεως, ἀνθρώπους μὲν
οἰκοδόμους, φύλακα δὲ τὸν Θεόν· χρήσιμον τὸ ῥητὸν
πρὸς τοὺς τῆς ὑπερηφανίας λογισμούς.

Οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης.

 Θεοδοτίων, καὶ ἡ εʹ ἄρτον εἰδώλων ἐξέδωκαν εἰ-


κότως· τὸ γὰρ Ἑβραϊκὸν τὸ ἀσεβεῖν ἔχει, ὅπερ καὶ
658

ἐν ἑτέροις εἴδωλον ἑρμηνεύεται· προορᾷ δὲ τῷ


πνεύματι Σολομῶν, ὡς οἱ μέλλοντες οἰκεῖν τὸν ὑπ'
αὐτοῦ γινόμενον οἶκον, εἰδώλοις προσκείσονται, δαί-
μοσι λατρεύοντες ἐν αὐτῷ· λέγει τοίνυν, μετὰ τὴν
ἀναχώρησιν αὖθις ἐπὶ τοῦτον ἐλθεῖν, καὶ τοῦτο συν-
εχῶς ἐκ διαλειμμάτων ποιεῖν τί γὰρ ὄφελος τὸν τόπον
τιμᾷν, τοῖς διὰ τῆς εἰδωλολατρείας μακρύνουσιν ἑαυ-
τοὺς τοῦ Θεοῦ; Ὅθεν ὁ Σύμμαχος ἔφη· Μάταιον
ὑμῖν ἐξ ὄρθρου ἀνίστασθαι εἰς τὸ οἰκῆσαι, ἢ εἰς
τὸ ὑμνῆσαι.

Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς. Vol. 24, p. 41, line 43

 Τί δέ ἐστιν εἰς διαφθοράν; ὅτι πολλοὶ θηρεύονται


εἰς σωτηρίαν, ὡς οἱ παρὰ τῶν ἀποστόλων, ὡς οἱ πα-
ρὰ τῶν ἁγίων ἀνδρῶν ἀλλ' οἵ γε πονηροὶ ὅταν ὑπὸ
τῆς κακίας θηρεύονται καὶ φθορᾶς· πᾶς γὰρ ἄδικος,
ὥσπερ ὑπὸ οἰκείας νόσου διαφθαρεὶς ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ
κακίας, δίκην ὑφέξει τὴν προσήκουσαν· ἱκανὴ γάρ
ἐστιν ἀντὶ πάσης τιμωρίας τὴν ἔχουσαν αὐτὴν ψυχὴν
διαφθεῖραι.

Ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τοῦ πτω-


χοῦ.

 Ἐντεῦθεν ὁ Σολομὼν ὠφεληθεὶς τὸν πατέρα φησὶν


ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ· Τέλος λόγου τὸ πᾶν ἄκουε,
ὅτι πᾶν τὸ ποίημα ἄξει ὁ Θεὸς εἰς κρίσιν, ἐν παν-
τὶ παρεωραμένῳ, ἐάν τε ἀγαθὸν, ἐάν τε πονηρόν·
καὶ νῦν γὰρ, φησὶν, ὡς κρινεῖ ὁ Θεὸς ἐκδικῶν τὸν νῦν
καταπονούμενον πένητα καὶ πτωχόν. Ἐπὶ χρηστὸν
δὲ μετὰ ταῦτα τέλος κατέστρεψε τὸν ψαλμόν· διὸ καὶ
Εἰς τέλος ἐπιγέγραπται, τὴν ἀποκειμένην τοῖς δι-
καίοις λέγων ἐλπίδα. Ὁ δὲ Σύμμαχος, παρὰ τῷ
προσώπῳ σου, λέγει. Τί δὲ κρεῖττον τοῦ κεκαθαρ-
μένῃ διανοίᾳ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον ὁρᾷν τὸν

Ευσέβιος. Fragmenta in Lucam Vol. 24, p. 560, line 16

σεσθαι· εἰ γάρ τίς ἐστι φιλότιμος παρ' ἀνθρώποις


ἐσθῆτι πολυτελεῖ καὶ φιλοκαλίᾳ, θεάσασθε, φησὶ, τοῖς
ὀφθαλμοῖς, ὡς ὁ τοῦ παντὸς ποιητὴς Θεὸς, μέχρι καὶ
τῶν γῆς φυομένων ἀνθέων τὴν πολυποίκιλον αὐτοῦ
σοφίαν ἐκτείνας, παντοίοις χρώμασί τε καὶ κοσμή-
μασι κατεκόσμησε ταῦτα, μετασχηματίσας μὲν τὴν
γῆν, καὶ τὴν κόνιν αὐτὴν τὴν ἄψυχον, τό τε ταύτης
659

μεταβαλὼν εἶδος, ἁλουργίδος τε καὶ χρυσοῦ πολὺ


κρείττοσι βάμμασιν, ἐν ὑμέσι λεπτοῖς καὶ εὐανθέσι
τὸν ἐξ αὐτοῦ κόσμον ἐν αὐτῇ καταθέμενος· ὡς μηδε-
νὸς τρυφηλοῦ βασιλέως, μηδ' αὐτοῦ Σολομῶνος τοῦ
παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἐπὶ σοφίᾳ καὶ πλούτῳ καὶ τρυφῇ
βοηθέντος τοσαύτην εὑρεθῆναι φιλόκαλον τέχνην, ὡς
ἑνὶ τῶν ἀπὸ γῆς ὡραίων ἀνθέων ὁμοιότατον περί-
βλημα κτήσασθαι. Τί οὖν χρὴ θαυμάζειν, εἰ ὁ τὸν
χόρτον τοῦ ἀγροῦ τὸν εἰς οὐδὲν χρήσιμον, οὗ τέλος ἡ
διὰ πυρὸς φθορὰ, τοῦτον ἀμφιέσας τὸν τρόπον, καὶ
ὑμῖν αὐτοῖς ἐνδυμάτων αἰσθητῶν ἐπὶ τοῦ παρόντος
βίου προνοήσει;  – Οὕτως οὖν ἁπάντων ὀλιγωρεῖν,
μόνης δὲ τῆς βασιλείας μεταποιεῖσθαι προσέταττε·
μὴ γὰρ ζητοῦσι τὴν βασιλεία μηδ' ἀρετῆς πρόνοιαν

Theodosius Gramm., Περὶ κλίσεως τῶν εἰς ων βαρυτόνων (e cod. Haun. 1965)
P. 21, line 8

Κεφάλων Κεφάλωνος, Ἁρπάλων Ἁρπάλωνος, Ἀγκύλων Ἀγκύλωνος, Ἀσκάλων


Ἀσκάλωνος (ὄνομα κύριον,
ἐξ οὗ ἡ πόλις).  
 Τὰ εἰς μων λήγοντα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρύτονα ἔχοντα δὶς τὸ μ διὰ τοῦ ο κλίνεται,

οἷον Ἐχέμμων Ἐχέμμονος, Ε 160 Ἐχέμμονά τε Χρόμιόν τε· Φιλάμμων Φιλάμμονος,


ὡς παρ'
Ἡσιόδῳ ἣ τέκεν Αὐτόλυκόν τε Φιλάμμονά τε κλυτὸν αὐδήν· ὅσοι δὲ διὰ τοῦ ω
κλίνουσι,
τὴν τοῦ ἁπλοῦ βούλονται καὶ αὐτὰ ἔχειν κλίσιν, φημὶ δὴ τοῦ Ἄμμων Ἄμμωνος·
παιδοθρέμμων
παιδοθρέμμονος, ὑδατοθρέμμων ὑδατοθρέμμονος. Σεσημείωται τὸ Φοιβάμμων
Φοιβάμμωνος διὰ τοῦ
ω κλιθέν, περὶ οὗ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι τοῦ Ἄμμωνος τὴν κλίσιν ἐφύλαξεν.
 Τὰ εἰς μων λήγοντα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρύτονα βραχεῖ παραληγόμενα διὰ τοῦ ω
κλί-
νονται, Ἀρτέμων Ἀρτέμωνος, Πολέμων Πολέμωνος, Διδύμων Διδύμωνος, Σολόμων
Σολόμωνος.
 Τὰ εἰς μων λήγοντα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς α
συνεσταλ-
μένον [κατὰ τὴν παραλήγουσαν] βαρύτονα ὄντα φυλάττουσι τὸ ω καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς,
Ποτάμων
Ποτάμωνος, Νασάμων Νασάμωνος (ἔστι δὲ ὄνομα ἐθνικὸν καὶ κύριον), Κεράμων
Κεράμωνος· τού-
τοις ἠκολούθησεν τὸ Φοιβάμμων Φοιβάμμωνος κατὰ γενικὴν καὶ διὰ τῶν δύο μμ
γραφέν· τεράμων
τεράμωνος· σεσημείωται δὲ ἡ χρῆσις παρὰ Πλάτωνι ἐν Σοφιστῇ τῷ διαλόγῳ· ὁ γὰρ
Ἀνακρέων ὡς
μετοχικὸν τεράμοντος ἔκλινεν· σημαίνει δὲ τὸν κάλαμον.
 Τὰ εἰς νων λήγοντα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετοχικά εἰσι καὶ τὴν τῶν
660

μετοχικῶν κλίσιν ἀναδέχονται, Ὑγιαίνων Ὑγιαίνοντος (ἔστι δὲ ὄνομα ἰατροῦ),


Θρασύνων Θρασύ-
νοντος, Αὐξάνων Αὐξάνοντος (ἔστι δὲ ὄνομα κύριον). Πρόσκειται δὲ «ὡς ἐπὶ τὸ
πλεῖστον μετο-
χικά» διὰ τὸ ἀμείνων ἀμείνονος· τοῦτο γὰρ συγκριτικὸν ὂν τὴν τῶν συγκριτικῶν
κλίσιν ἐφύλαξεν.

Επιφάνιος. Ancoratus Ch. 42, sec. 1, line 3

βασιλέα περὶ τοῦ ἰδίου υἱοῦ καὶ λέξει αὐτῷ τολμήσας· τίς οὗτός ἐστιν;
ἀκούσας δὲ παρὰ τοῦ πατρὸς δικαίαν ὁμολογίαν· υἱός μού ἐστι, πάλιν
ἔροιτο· υἱός σου κατὰ φύσιν; καὶ ναί τοῦ βασιλέως εἰπόντος αὖθις
ἐπάξει ὁ ἐρωτῶν· τί οὖν αὐτὸν ἐποίησας; πάντως ἂν ἐρεῖ· βασιλέα
αὐτὸν ἐποίησα. ἆρα τὴν ἀξίαν εἰπὼν τὴν γνησιότητα ἠρνήσατο;
ἐὰν τὸ δεύτερον εἴπῃ, τὸ ἀρχαῖον ἠφάνισεν; οὐδαμῶς. οὕτως γοῦν
καὶ ὁ θεὸς καὶ πατὴρ ἐγέννησε τὸν υἱὸν ἀνάρχως καὶ ἐν σαρκὶ πε-
πλήρωται τό «ἐποίησεν αὐτὸν ἀρχιερέα».
 Ἀλλά, φασί, γέγραπται «κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ
εἰς ἔργα αὐτοῦ». καὶ πρῶτα μὲν ἀγνοοῦσιν οἱ κενόδοξοι τὸ ὄνομα
τῆς βίβλου. ἡ γὰρ βίβλος παροιμίαι καλεῖται Σολομῶντος. πᾶν δὲ
τὸ παροιμιαζόμενον οὐ ταυτόν ἐστι τῇ τοῦ λόγου δυνάμει. ἰδοὺ γὰρ
ἐν παραβολαῖς ἐλάλησεν ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁρῶμεν
τὰς παραβολὰς οὐχ οὕτως ἐχούσας πρὸς τὴν ὑπόθεσιν ἡμῶν. «ὁμοία
γάρ ἐστι» φησίν «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως»· καὶ εἰ
κατὰ τὸν ἡμέτερον νοῦν θελήσομεν διανοήσασθαι τὸ ἀπὸ μέρους,
δῆλον ὅτι βασιλεία οὐρανῶν εὐρυχωρίας ἐστὶ τόπος. εἰ ἄρα δεῖ λέγειν
τόπον, ἐν ᾗπερ βασιλείᾳ ἐστὶ βασιλεὺς ὁ θεὸς καὶ πατὴρ καὶ ὁ θεὸς
Λόγος καὶ υἱὸς τοῦ θεοῦ καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα τοῦ θεοῦ, ἄγγελοί τε
καὶ ἀρχάγγελοι, στρατιαὶ πνευματικαί, Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ
καὶ πάντες δίκαιοι, ποῦ τοίνυν τὰ τοσαῦτα ἐν κόκκῳ σινάπεως

Επιφάνιος. Ancoratus Ch. 42, sec. 6, line 2

τόπον, ἐν ᾗπερ βασιλείᾳ ἐστὶ βασιλεὺς ὁ θεὸς καὶ πατὴρ καὶ ὁ θεὸς
Λόγος καὶ υἱὸς τοῦ θεοῦ καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα τοῦ θεοῦ, ἄγγελοί τε
καὶ ἀρχάγγελοι, στρατιαὶ πνευματικαί, Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ
καὶ πάντες δίκαιοι, ποῦ τοίνυν τὰ τοσαῦτα ἐν κόκκῳ σινάπεως χωρη-
θήσεται; τὸ δὲ τροπικὸν τοῦ λόγου αἰνιγματωδῶς λέγεται. ἄρα οὐ
ταυτόν ἐστι τὸ παροιμιαζόμενον. ἀλλὰ καὶ γυναικὶ ἐχούσῃ δέκα
δραχμὰς καὶ ἀπολεσάσῃ μίαν καὶ λύχνον ἁψάσῃ καὶ εὑρούσῃ αὐτήν,
ἀλλὰ καὶ σαγήνῃ βληθείσῃ ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἀλλὰ καὶ σπόρῳ σπειρο-
μένῳ ἐπὶ τῆς γῆς . ταῦτα δὲ πάντα αἰνιγματωδῶς λέγεται, οὐ
ταυτὸν δέ ἐστι τῇ δυνάμει. καὶ οὐκ οἴδαμεν ὄντως τὸν παροι-  
μιαστὴν Σολομῶντα, εἰ περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ εἴρηκε τοῦτον τὸν
λόγον. ἔστι γὰρ σοφία καὶ σοφία. οἶδεν οὖν ὁ ἀπόστολος λέγειν
»οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τοῦ θεοῦ τὸν θεόν» καί «ἐμώ-
ρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου» καὶ πάλιν λέγει «οὐκ ἐν σοφίᾳ
σαρκικῇ, ἀλλ' ἐν δυνάμει θεοῦ», καὶ οἶδε Σολομὼν καλεῖν σοφίαν
661

λέγων «ἠράσθην τοῦ κάλλους αὐτῆς καὶ νύμφην ἠγαγόμην ἐμαυτῷ»,


καὶ Ἰὼβ οἶδε σοφίαν καί φησιν «ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ
τόπος ἐστὶ τῆς φρονήσεως;» καί «σοφία τοῦ πένητός ἐστιν ἐξουδενω-
μένη» καί «αὐτὸς τῆς σοφίας ἐστὶ διορθωτής» καί «σοφία πατρὸς ὁ
μονογενής».

Επιφάνιος. Ancoratus Ch. 42, sec. 7, line 4

θήσεται; τὸ δὲ τροπικὸν τοῦ λόγου αἰνιγματωδῶς λέγεται. ἄρα οὐ


ταυτόν ἐστι τὸ παροιμιαζόμενον. ἀλλὰ καὶ γυναικὶ ἐχούσῃ δέκα
δραχμὰς καὶ ἀπολεσάσῃ μίαν καὶ λύχνον ἁψάσῃ καὶ εὑρούσῃ αὐτήν,
ἀλλὰ καὶ σαγήνῃ βληθείσῃ ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἀλλὰ καὶ σπόρῳ σπειρο-
μένῳ ἐπὶ τῆς γῆς . ταῦτα δὲ πάντα αἰνιγματωδῶς λέγεται, οὐ
ταυτὸν δέ ἐστι τῇ δυνάμει. καὶ οὐκ οἴδαμεν ὄντως τὸν παροι-  
μιαστὴν Σολομῶντα, εἰ περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ εἴρηκε τοῦτον τὸν
λόγον. ἔστι γὰρ σοφία καὶ σοφία. οἶδεν οὖν ὁ ἀπόστολος λέγειν
»οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τοῦ θεοῦ τὸν θεόν» καί «ἐμώ-
ρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου» καὶ πάλιν λέγει «οὐκ ἐν σοφίᾳ
σαρκικῇ, ἀλλ' ἐν δυνάμει θεοῦ», καὶ οἶδε Σολομὼν καλεῖν σοφίαν
λέγων «ἠράσθην τοῦ κάλλους αὐτῆς καὶ νύμφην ἠγαγόμην ἐμαυτῷ»,
καὶ Ἰὼβ οἶδε σοφίαν καί φησιν «ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ
τόπος ἐστὶ τῆς φρονήσεως;» καί «σοφία τοῦ πένητός ἐστιν ἐξουδενω-
μένη» καί «αὐτὸς τῆς σοφίας ἐστὶ διορθωτής» καί «σοφία πατρὸς ὁ
μονογενής».

Επιφάνιος. Ancoratus Ch. 43, sec. 2, line 3

λέγων «ἠράσθην τοῦ κάλλους αὐτῆς καὶ νύμφην ἠγαγόμην ἐμαυτῷ»,


καὶ Ἰὼβ οἶδε σοφίαν καί φησιν «ἡ δὲ σοφία πόθεν εὑρέθη; ποῖος δὲ
τόπος ἐστὶ τῆς φρονήσεως;» καί «σοφία τοῦ πένητός ἐστιν ἐξουδενω-
μένη» καί «αὐτὸς τῆς σοφίας ἐστὶ διορθωτής» καί «σοφία πατρὸς ὁ
μονογενής».
 Τί οὖν λέγομεν; εἰ σοφία πατήρ ἐστι καὶ ὁ υἱὸς δὲ κατὰ τὸν
ἐκείνων νοῦν οὐ προῆλθεν ἐξ αὐτοῦ, Λόγος καὶ θεὸς ὢν καὶ σοφία
ὤν, ἄρα ὁ πατὴρ λείπεται σοφίας ἐν ἑαυτῷ. πῶς οὖν «θεῷ μόνῳ
σοφῷ ἀοράτῳ» καὶ ταῦτα πάντα ἐστὶν ἀκατάληπτα καὶ ἄπειρα
ἀνθρώποις; ἔδωκεν ὁ θεὸς σοφίαν τῷ Σολομῶντι καὶ ἐνέπλησε σοφίας
τὸν Βεσελεὴλ καί «σοφοὶ ἄνθρωποι κρύπτουσιν αἰσχύνην». καὶ περὶ
σοφίας πολλὰ ἔστι λέγειν. ἐκείνη δὲ ἡ σοφία τοῦ πατρὸς μονοειδής
ἐστι, μὴ ἔχουσα ἀντιπαράθεσιν ἄλλην. ὅμως δὲ εἰ καὶ περὶ αὐτῆς ἦν
ὁ λόγος ᾀδόμενος, οὔτε συντίθεμαι οὔτε ἀποτάσσομαι, θεῷ δὲ συγ-
χωρῶ τὸ εἰδέναι· βεβιασμένως δὲ ὁρῶ ἀντιπαράθετα τὰ λεγόμενα.
»ἔκτισε», γάρ φησιν, «ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰ-
ῶνος ἐθεμελίωσέ με· πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με». πῶς οὖν
τὸ γεννώμενον θεμελιοῦται; πῶς δὲ τὸ κτιζόμενον γεννᾶται; εἰ γὰρ
κτιστόν, οὐ γεννητὸν ὄντως. ἡμεῖς γὰρ ἃ γεννῶμεν οὐ κτίζομεν
καὶ ἃ κτίζομεν οὐ γεννῶμεν· ἐσμὲν γὰρ κτιστοὶ καὶ τὰ ὑφ' ἡμῶν
662

Επιφάνιος. Ancoratus Ch. 59, sec. 4, line 10

λους εὐλόγως σώματα ἐκάλεσαν σὺν ψυχαῖς, ἵνα δείξῃ τὴν χρῆσιν
τῶν σωμάτων. ἐξῆλθε δὲ Νῶε ἐκ τῆς κιβωτοῦ γεννήσας τὸν Σὴμ
τὸν Χὰμ τὸν Ἰάφεθ. Σὴμ δὲ γεννᾷ τὸν Ἀρφαξάδ, Ἀρφαξὰδ γεννᾷ  
τὸν Καϊνάν, Καϊνὰν τὸν Σάλα, Σάλα τὸν Ἔβερ, Ἔβερ τὸν Φαλέκ,
Φαλὲκ τὸν Ῥαγαῦ, Ῥαγαῦ τὸν Σερούχ, Σεροὺχ τὸν Ναχώρ, Ναχὼρ
τὸν Θάρρα, Θάρρα τὸν Ἀβραάμ, Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ τὸν Ἰακώβ,
Ἰακὼβ τὸν Ἰούδαν, Ἰούδας τὸν Φαρές, Φαρὲς τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ
τὸν Ἀράμ, Ἀρὰμ τὸν Ἀμιναδάμ, Ἀμιναδὰμ τὸν Ναασώμ, Ναασὼμ
τὸν Σαλμών, Σαλμὼν τὸν Βοόζ, Βοὸζ τὸν Ἰωβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ,
Ἰωβὴδ τὸν Ἰεσσαί, Ἰεσσαὶ τὸν Δαυὶδ τὸν βασιλέα, Δαυὶδ τὸν Σολο-
μῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, Σολομῶν τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοὰμ τὸν Ἀβιά,
Ἀβιὰ τὸν Ἀσάφ, Ἀσὰφ τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφὰτ τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ
τὸν Ὀχοζίαν, Ὀχοζίας τὸν Ἰωάς, Ἰωὰς τὸν Ἀμεσίαν, Ἀμεσίας τὸν
Ὀζίαν, τὸν κληθέντα Ἀζαρίαν, Ὀζίας τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ τὸν Ἄχαζ,
Ἄχαζ τὸν Ἐζεκίαν, Ἐζεκίας τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς τὸν Ἀμώς, Ἀμὼς
τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας τὸν Ἰεχονίαν, Ἰεχονίας πάλιν τὸν Σαλαθιήλ,
Σαλαθιὴλ τὸν Ζοροβάβελ, Ζοροβάβελ τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ τὸν Ἐλια-
κείμ, Ἐλιακεὶμ τὸν Ἀσώρ, Ἀσὼρ τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ τὸν Ἀχείμ,
Ἀχεὶμ τὸν Ἐλιούδ, Ἐλιοὺδ τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ τὸν Ματθίαν,
Ματθίας τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ τὸν Ἰωσήφ.

Επιφάνιος. Ancoratus Ch. 101, sec. 6, line 2

λαβόντες πνεῦμα ἅγιον καταξιωθέντες τε λόγου εὐθέτου «ἐν ἀνοίξει


τοῦ στόματος», πρῶτον μέν, ὅτι μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ καταξιωθέντες
εἶναι τοῦ «ἀρχιποίμενος» καὶ «προστάτου τῶν ἡμετέρων ψυχῶν» , ὡς
τὰ τρόφιμα τοῖς τοῦ Χριστοῦ ποιμνίοις τοῖς ἑαυτῶν λαοῖς συναγα-
γόντες μεριμνῶντές τε ὅπως ἑαυτούς τε καὶ τὰ τοῦ θεοῦ θρέμ-
ματα, φημὶ δὲ τὸν βουλόμενον πάντως ὠφελεῖσθαι, ἐκ τῆς ἁγίας γῆς
τῆς παρὰ Μωυσῇ αἰνιττομένης θρέψητε. τίς δὲ τῶν εὖ φρονούντων
εἰς ὑμᾶς τοὺς εὐλαβεῖς καὶ πιστοὺς σκοπῶν, ὦ ὀρθόδοξοι καὶ υἱοὶ
τῆς ἐκκλησίας (ἐνίους γὰρ λέγων πάντας τοὺς υἱοὺς τῆς ἀληθείας
λέγω, κατὰ τὸ γεγραμμένον), τίς περὶ τούτων ἀμφιβάλοι; σοφῆς γὰρ
ὄντες καὶ ἀνδρειοτάτης υἱοὶ γυναικός, ἧς τὸ κλέος παρὰ Σολομῶντι
λέγοντι «γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει;» (ὡς σπανίας οὔσης, μᾶλλον
δὲ μιᾶς), τὸ κρεῖττον ἐκλέξεσθε καὶ τὸ ὠφέλιμον ἀγαπήσετε. ἀνδρείαν
δὲ γυναῖκα νοεῖτέ μοι τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ, τὴν ὑμῶν μητέρα,
ἧς οὐδὲν ἀνδρειότερον, θνῃσκούσης καθ' ἕκαστον ἐπεγειρόμενον
διωγμὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἰδίου ἀνδρός.
 Αὕτη οὖν ἡ ἐπιεικεστάτη τὸν ἴδιον νυμφίον ἀκριβῶς ἐρωτᾷ
ἐν τῇ βίβλῳ τῶν ᾀσμάτων «ποῦ ποιμαίνεις; ποῦ κοιτάζεις ἐν μεσημ-
βρίᾳ;» ποιμαίνει δὲ Χριστὸς ἐν ἁγίᾳ γῇ τῇ προειρημένῃ καὶ οὐ μόνον
ποιμαίνει, ἀλλὰ καὶ προστάσσει λύειν τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν τῶν
ποιμένων, ὡς Μωυσῇ πρῶτον λέγει· παρ' οὗ τὴν παράδοσιν
663

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 188, line 25

λος ὧδέ πως λέγων ὅτι «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὐ βάρβαρος, οὐ Σκύθης,
οὐχ Ἕλλην, οὐκ Ἰουδαῖος, ἀλλὰ καινὴ κτίσις», ἐπειδὴ ἐξ ὑπαρχῆς,
ὅτε ἔκτιστο ἡ κτίσις, καινὴ οὖσα οὐδέν τι διαφορώτερον ἔσχεν
ὄνομα. συνῳδὰ δὲ τούτοις πάλιν ἐν ἑτέρῳ τόπῳ λέγει οὕτως «ὀφει-
λέτης εἰμὶ Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις», ἵνα
δείξῃ σοφοὺς μὲν τοὺς Ἰουδαίους, ἀνοήτους δὲ τοὺς Σκύθας. καί
φησιν «ὀφειλέτης εἰμί» . ἐντεῦθεν τὸ πᾶν γένος τοῦ Ἰσραὴλ
Ἰουδαῖοι ἐκαλοῦντο ἀπὸ χρόνου τοῦ Δαυὶδ καὶ διήρκεσεν ἐπωνύμως
καλούμενον Ἰσραηλιτῶν τε καὶ Ἰουδαίων [ἔχον τὴν ἐπίκλησιν] τὸ
πᾶν γένος τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Δαυὶδ καὶ τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ Σολομῶντος καὶ υἱοῦ τοῦ Σολομῶντος, φημὶ δὲ τοῦ Ῥοβοὰμ
τοῦ μετὰ τὸν Σολομῶντα βασιλεύσαντος ἐν Ἱερουσαλήμ. ἵνα δὲ μὴ
ἐν παρεξόδῳ γένωμαι, παρερχόμενος τὰ κατὰ τὴν τῶν Ἰουδαίων  
θρῃσκείαν καὶ μὴ ὑποσημαινόμενος τῆς κατ' αὐτοὺς δόξης τὴν ὑπό-
θεσιν ὀλίγα ἀπὸ πολλῶν παραθήσομαι. πᾶσι γὰρ ὡς εἰπεῖν φανε-
ρώτατα ὑπάρχει τὰ κατὰ τοὺς Ἰουδαίους. διὸ οὐ πάνυ κάματον
ἀναδέξομαι περὶ ταύτης τῆς ὑποθέσεως κατὰ τὸ λιπτότατον διηγή-
σασθαι, ἀλλ' ὅμως ἦν ἀναγκαῖον ὀλίγα ἀπὸ πολλῶν ἐνταῦθα παρα-
θέσθαι.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 188, line 26

οὐχ Ἕλλην, οὐκ Ἰουδαῖος, ἀλλὰ καινὴ κτίσις», ἐπειδὴ ἐξ ὑπαρχῆς,


ὅτε ἔκτιστο ἡ κτίσις, καινὴ οὖσα οὐδέν τι διαφορώτερον ἔσχεν
ὄνομα. συνῳδὰ δὲ τούτοις πάλιν ἐν ἑτέρῳ τόπῳ λέγει οὕτως «ὀφει-
λέτης εἰμὶ Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις», ἵνα
δείξῃ σοφοὺς μὲν τοὺς Ἰουδαίους, ἀνοήτους δὲ τοὺς Σκύθας. καί
φησιν «ὀφειλέτης εἰμί» . ἐντεῦθεν τὸ πᾶν γένος τοῦ Ἰσραὴλ
Ἰουδαῖοι ἐκαλοῦντο ἀπὸ χρόνου τοῦ Δαυὶδ καὶ διήρκεσεν ἐπωνύμως
καλούμενον Ἰσραηλιτῶν τε καὶ Ἰουδαίων [ἔχον τὴν ἐπίκλησιν] τὸ
πᾶν γένος τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Δαυὶδ καὶ τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ Σολομῶντος καὶ υἱοῦ τοῦ Σολομῶντος, φημὶ δὲ τοῦ Ῥοβοὰμ
τοῦ μετὰ τὸν Σολομῶντα βασιλεύσαντος ἐν Ἱερουσαλήμ. ἵνα δὲ μὴ
ἐν παρεξόδῳ γένωμαι, παρερχόμενος τὰ κατὰ τὴν τῶν Ἰουδαίων  
θρῃσκείαν καὶ μὴ ὑποσημαινόμενος τῆς κατ' αὐτοὺς δόξης τὴν ὑπό-
θεσιν ὀλίγα ἀπὸ πολλῶν παραθήσομαι. πᾶσι γὰρ ὡς εἰπεῖν φανε-
ρώτατα ὑπάρχει τὰ κατὰ τοὺς Ἰουδαίους. διὸ οὐ πάνυ κάματον
ἀναδέξομαι περὶ ταύτης τῆς ὑποθέσεως κατὰ τὸ λιπτότατον διηγή-
σασθαι, ἀλλ' ὅμως ἦν ἀναγκαῖον ὀλίγα ἀπὸ πολλῶν ἐνταῦθα παρα-
θέσθαι.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 191, line 14

τοῦ Χριστοῦ ἐρχομένου, λεγομένου μὲν προφήτου ὄντος δὲ θεοῦ καὶ


664

ἀγγέλου μὲν κληθέντος υἱοῦ δὲ ὄντος θεοῦ, μέλλοντος δὲ ἐνανθρω-


πήσειν καὶ ἐν ἀδελφοῖς αὐτοῦ ἐγκαταλέγεσθαι, ὡς ἔχουσι πᾶσαι αἱ
θεῖαι γραφαί, μάλιστα ἡ τοῦ Δευτερονομίου κατὰ τὴν νομοθεσίαν
πέμπτη βίβλος καὶ αἱ καθεξῆς.
 6. Ἔσχον δὲ οὗτοι οἱ Ἰουδαῖοι ἄχρι τῆς ἀπὸ Βαβυλῶνος τῆς
αἰχμαλωσίας ἐπανόδου βίβλους τε καὶ προφήτας τούτους καὶ προφη-
τῶν βίβλους ταύτας· πρώτην μὲν Γένεσιν δευτέραν Ἔξοδον τρίτην
Λευιτικὸν τετάρτην Ἀριθμοὺς πέμπτην Δευτερονόμιον ἕκτη βίβλος
Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἑβδόμη τῶν Κριτῶν ὀγδόη τῆς Ῥοὺθ ἐνάτη τοῦ
Ἰὼβ δεκάτη τὸ Ψαλτήριον ἑνδεκάτη Παροιμίαι Σολομῶντος δωδεκάτη
Ἐκκλησιαστὴς τρισκαιδεκάτη τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων τεσσαρεσκαιδε-
κάτη Βασιλειῶν πρώτη πεντεκαιδεκάτη Βασιλειῶν δευτέρα ἑκκαιδε-
κάτη Βασιλειῶν τρίτη ἑπτακαιδεκάτη Βασιλειῶν τετάρτη ὀκτωκαι-
δεκάτη Παραλειπομένων πρώτη ἐννεακαιδεκάτη Παραλειπομένων δευ-
τέρα εἰκοστὴ τὸ Δωδεκαπρόφητον εἰκοστὴ πρώτη Ἠσαΐας ὁ προ-
φήτης εἰκοστὴ δευτέρα Ἰερεμίας ὁ προφήτης μετὰ τῶν Θρήνων καὶ  
ἐπιστολῶν αὐτοῦ τε καὶ τοῦ Βαροὺχ εἰκοστὴ τρίτη Ἰεζεκιὴλ ὁ
προφήτης εἰκοστὴ τετάρτη Δανιὴλ ὁ προφήτης εἰκοστὴ πέμπτη
Ἔσδρας α, εἰκοστὴ ἕκτη Ἔσδρας β, εἰκοστὴ ἑβδόμη Ἐσθήρ. αὗταί
εἰσιν αἱ εἴκοσι ἑπτὰ βίβλοι ἐκ θεοῦ δοθεῖσαι τοῖς Ἰουδαίοις· εἴκοσι

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses)


Vol. 1, p. 192, line 9

τέρα εἰκοστὴ τὸ Δωδεκαπρόφητον εἰκοστὴ πρώτη Ἠσαΐας ὁ προ-


φήτης εἰκοστὴ δευτέρα Ἰερεμίας ὁ προφήτης μετὰ τῶν Θρήνων καὶ  
ἐπιστολῶν αὐτοῦ τε καὶ τοῦ Βαροὺχ εἰκοστὴ τρίτη Ἰεζεκιὴλ ὁ
προφήτης εἰκοστὴ τετάρτη Δανιὴλ ὁ προφήτης εἰκοστὴ πέμπτη
Ἔσδρας α, εἰκοστὴ ἕκτη Ἔσδρας β, εἰκοστὴ ἑβδόμη Ἐσθήρ. αὗταί
εἰσιν αἱ εἴκοσι ἑπτὰ βίβλοι ἐκ θεοῦ δοθεῖσαι τοῖς Ἰουδαίοις· εἴκοσι
δύο δέ εἰσιν ὡς τὰ παρ' αὐτοῖς στοιχεῖα τῶν Ἑβραϊκῶν γραμμάτων
ἀριθμούμεναι διὰ τὸ διπλοῦσθαι δέκα βίβλους εἰς πέντε λογιζομένας.
περὶ τούτου δὲ ἄλλῃ που σαφῶς εἰρήκαμεν. εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι δύο
βίβλοι παρ' αὐτοῖς ἐν ἀμφιλέκτῳ, ἡ Σοφία τοῦ Σιρὰχ καὶ ἡ τοῦ
Σολομῶντος, χωρὶς ἄλλων τινῶν βιβλίων ἐναποκρύφων. πᾶσαι
δὲ αὗται αἱ ἱεραὶ βίβλοι τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἐδίδασκον καὶ τὰ τοῦ νόμου
φυλάγματα ἕως τῆς τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρουσίας. καὶ
καλῶς ἐφέροντο παιδαγωγούμενοι ἐν τῷ νόμῳ, εἰ ἐδέξαντο τὸν
Χριστὸν τὸν ὑπὸ τοῦ παιδαγωγοῦ, φημὶ δὲ τοῦ νόμου, αὐτοῖς προ-
κηρυχθέντα τε καὶ προφητευθέντα, ἵνα δεξάμενοι αὐτοῦ τὴν θεότητα
καὶ τὴν ἔνσαρκον αὐτοῦ παρουσίαν μάθωσιν οὐ κατάλυσιν νόμου,
ἀλλὰ τὴν τοῦ νόμου πλήρωσιν, ἐπειδὴ οἱ τύποι ἐν τῷ νόμῳ ἦσαν,
ἡ δὲ ἀλήθεια ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. ἐκεῖ γὰρ περιτομὴ σαρκική, ὑπηρε-
τήσασα χρόνῳ ἕως τῆς μεγάλης περιτομῆς, τουτέστι τοῦ βαπτίσματος
τοῦ περιτέμνοντος ἡμᾶς ἀπὸ ἁμαρτημάτων καὶ σφραγίσαντος ἡμᾶς
665

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses)


Vol. 1, p. 193, line 26

καὶ ἐν Χριστῷ ἀληθινῶς πληροῦσθαι.


 Ἕως τούτου μοι λελέχθω περὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. καὶ γὰρ ὀλίγων
ἐμνημόνευσα εἰς τὸ μὴ τὸ πᾶν αὐτῶν παρασιωπῆσαι, ἀλλὰ ἐν μέρει
ὑποδεῖξαι. πᾶσι γὰρ ὡς εἰπεῖν πρόδηλός ἐστιν ἡ κατ' αὐτοὺς ὑπόθεσις
καὶ ὁ πρὸς αὐτοὺς ἔλεγχος. ἐδείξαμεν δὲ καὶ τὴν ἀρχήν, πόθεν ἔσχον τὴν
εἰσαγωγήν, ὅτι ἐξ ἀρχῆς ἐκ τῆς τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ πατριάρχου θεοσεβείας
Ἀβράμιοι καλοῦνται οἱ θεοσεβεῖς διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς ἐκ σπέρματος
αὐτοῦ, ἀπὸ δὲ τοῦ ἐκγόνου αὐτοῦ, φημὶ δὲ Ἰακὼβ τοῦ καὶ Ἰσραήλ,
Ἰσραηλῖται· ἐξ ἡμερῶν δὲ Δαυὶδ τοῦ βασιλεύσαντος ἐκ φυλῆς Ἰούδα
ἐκαλοῦντο Ἰουδαῖοί τε καὶ Ἰσραηλῖται πᾶσαι αἱ δώδεκα φυλαὶ καὶ
ἕως Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ καὶ ἕως τοῦ Ῥοβοάμ, υἱοῦ Σολο-
μῶντος, ἐκγόνου δὲ τοῦ Δαυίδ. καὶ κατὰ ἐπιτίμησιν θεοῦ καὶ ἀνα-
ξιότητα τοῦ Ῥοβοὰμ ἐσχίσθησαν αἱ δεκαδύο φυλαὶ καὶ γεγόνασι δύο
ἥμισυ μετὰ τοῦ Ἰούδα τουτέστι μετὰ Ῥοβοὰμ καὶ ἐννέα ἥμισυ μετὰ
Ἱεροβοάμ. ἐκαλοῦντο δὲ αἱ ἐννέα ἥμισυ Ἰσραηλῖταί τε καὶ Ἰσραήλ,  
βασιλευόμεναι ὑπὸ τοῦ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ ἐν Σαμαρείᾳ· αἱ δὲ δύο
ἥμισυ εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι ἐκαλοῦντο, βασιλευόμεναι ὑπὸ Ῥοβοὰμ
υἱοῦ Σολομῶντος. καὶ γεγόνασι πάλιν διαδοχαὶ βασιλέων· Ῥοβοὰμ
γεννᾷ τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ γεννᾷ τὸν Ἀσά, Ἀσὰ γεννᾷ τὸν Ἰωσαφάτ,
Ἰωσαφὰτ γεννᾷ τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ γεννᾷ τὸν Ὀχοζίαν, Ὀχοζίας γεννᾷ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 193, line 27

 Ἕως τούτου μοι λελέχθω περὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ. καὶ γὰρ ὀλίγων
ἐμνημόνευσα εἰς τὸ μὴ τὸ πᾶν αὐτῶν παρασιωπῆσαι, ἀλλὰ ἐν μέρει
ὑποδεῖξαι. πᾶσι γὰρ ὡς εἰπεῖν πρόδηλός ἐστιν ἡ κατ' αὐτοὺς ὑπόθεσις
καὶ ὁ πρὸς αὐτοὺς ἔλεγχος. ἐδείξαμεν δὲ καὶ τὴν ἀρχήν, πόθεν ἔσχον τὴν
εἰσαγωγήν, ὅτι ἐξ ἀρχῆς ἐκ τῆς τοῦ Ἀβραὰμ τοῦ πατριάρχου θεοσεβείας
Ἀβράμιοι καλοῦνται οἱ θεοσεβεῖς διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς ἐκ σπέρματος
αὐτοῦ, ἀπὸ δὲ τοῦ ἐκγόνου αὐτοῦ, φημὶ δὲ Ἰακὼβ τοῦ καὶ Ἰσραήλ,
Ἰσραηλῖται· ἐξ ἡμερῶν δὲ Δαυὶδ τοῦ βασιλεύσαντος ἐκ φυλῆς Ἰούδα
ἐκαλοῦντο Ἰουδαῖοί τε καὶ Ἰσραηλῖται πᾶσαι αἱ δώδεκα φυλαὶ καὶ
ἕως Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ καὶ ἕως τοῦ Ῥοβοάμ, υἱοῦ Σολο-
μῶντος, ἐκγόνου δὲ τοῦ Δαυίδ. καὶ κατὰ ἐπιτίμησιν θεοῦ καὶ ἀνα-
ξιότητα τοῦ Ῥοβοὰμ ἐσχίσθησαν αἱ δεκαδύο φυλαὶ καὶ γεγόνασι δύο
ἥμισυ μετὰ τοῦ Ἰούδα τουτέστι μετὰ Ῥοβοὰμ καὶ ἐννέα ἥμισυ μετὰ
Ἱεροβοάμ. ἐκαλοῦντο δὲ αἱ ἐννέα ἥμισυ Ἰσραηλῖταί τε καὶ Ἰσραήλ,  
βασιλευόμεναι ὑπὸ τοῦ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ ἐν Σαμαρείᾳ· αἱ δὲ δύο
ἥμισυ εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι ἐκαλοῦντο, βασιλευόμεναι ὑπὸ Ῥοβοὰμ
666

υἱοῦ Σολομῶντος. καὶ γεγόνασι πάλιν διαδοχαὶ βασιλέων· Ῥοβοὰμ


γεννᾷ τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ γεννᾷ τὸν Ἀσά, Ἀσὰ γεννᾷ τὸν Ἰωσαφάτ,
Ἰωσαφὰτ γεννᾷ τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ γεννᾷ τὸν Ὀχοζίαν, Ὀχοζίας γεννᾷ
τὸν Ἰωάς, Ἰωὰς γεννᾷ τὸν Ἀμεσσίαν, Ἀμεσσίας γεννᾷ τὸν Ἀζαρίαν

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 194, line 3

Ἰσραηλῖται· ἐξ ἡμερῶν δὲ Δαυὶδ τοῦ βασιλεύσαντος ἐκ φυλῆς Ἰούδα


ἐκαλοῦντο Ἰουδαῖοί τε καὶ Ἰσραηλῖται πᾶσαι αἱ δώδεκα φυλαὶ καὶ
ἕως Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ καὶ ἕως τοῦ Ῥοβοάμ, υἱοῦ Σολο-
μῶντος, ἐκγόνου δὲ τοῦ Δαυίδ. καὶ κατὰ ἐπιτίμησιν θεοῦ καὶ ἀνα-
ξιότητα τοῦ Ῥοβοὰμ ἐσχίσθησαν αἱ δεκαδύο φυλαὶ καὶ γεγόνασι δύο
ἥμισυ μετὰ τοῦ Ἰούδα τουτέστι μετὰ Ῥοβοὰμ καὶ ἐννέα ἥμισυ μετὰ
Ἱεροβοάμ. ἐκαλοῦντο δὲ αἱ ἐννέα ἥμισυ Ἰσραηλῖταί τε καὶ Ἰσραήλ,  
βασιλευόμεναι ὑπὸ τοῦ Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ναβὰτ ἐν Σαμαρείᾳ· αἱ δὲ δύο
ἥμισυ εἰς Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι ἐκαλοῦντο, βασιλευόμεναι ὑπὸ Ῥοβοὰμ
υἱοῦ Σολομῶντος. καὶ γεγόνασι πάλιν διαδοχαὶ βασιλέων· Ῥοβοὰμ
γεννᾷ τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ γεννᾷ τὸν Ἀσά, Ἀσὰ γεννᾷ τὸν Ἰωσαφάτ,
Ἰωσαφὰτ γεννᾷ τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ γεννᾷ τὸν Ὀχοζίαν, Ὀχοζίας γεννᾷ
τὸν Ἰωάς, Ἰωὰς γεννᾷ τὸν Ἀμεσσίαν, Ἀμεσσίας γεννᾷ τὸν Ἀζαρίαν
τὸν καλούμενον Ὀζίαν, Ἀζαρίας ὁ καὶ Ὀζίας γεννᾷ τὸν Ἰωάθαμ,
Ἰωάθαμ γεννᾷ τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ γεννᾷ τὸν Ἐζεκίαν· ἐν χρόνοις δὲ
Ἐζεκίου καὶ Ἄχαζ ᾐχμαλωτεύθησαν φυλαὶ ἐκ τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὰ ὅρια
Μήδων. μετὰ τοῦτο Ἐζεκίας γεννᾷ τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς γεννᾷ
τὸν Ἀμώς, Ἀμὼς γεννᾷ τὸν Ἰωσίαν, Ἰωσίας γεννᾷ τὸν Ἰεχονίαν, τὸν
καὶ Σελοὺμ καλούμενον, ὃς καὶ Ἀμασίας ἐλέγετο. ὁ Ἰεχονίας οὗτος
γεννᾷ τὸν Ἰεχονίαν τὸν καλούμενον Σεδεκίαν καὶ Ἰωακείμ.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 1, p. 357, line 27

νέους, ἐξ ἐπιτροπῆς δῆθεν τῶν παρ' αὐτοῖς διδασκάλων (πρεσβυτέρους


γὰρ οὗτοι ἔχουσι καὶ ἀρχισυναγώγους, συναγωγὴν δὲ καλοῦσι τὴν ἑαυ-
τῶν ἐκκλησίαν καὶ οὐχὶ ἐκκλησίαν, τῷ Χριστοῦ δὲ ὀνόματι μόνον
σεμνύνονται) καὶ οὐ μόνον ἑνὶ τῷ γάμῳ ἐπιτρέπουσι τὰς συναφείας
ποιεῖσθαι, ἀλλ' εἰ καὶ θελήσειέν τις τοῦ πρώτου γάμου διαζεύγνυσθαι,
ἑτέρῳ δὲ συνάπτεσθαι, ἐπιτρέπουσιν – πάντα γὰρ παρ' αὐτοῖς ἀδεῶς
ἐφίεται – ἄχρι καὶ δευτέρου καὶ τρίτου καὶ ἑβδόμου γάμου. Ἀβραὰμ
δὲ ὁμολογοῦσι καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Μωυσέα τε καὶ Ἀαρών, Ἰησοῦν
τε τὸν τοῦ Ναυῆ, ἁπλῶς διαδεξάμενον Μωυσέα, οὐδὲν δὲ ὄντα. μετὰ
τούτους δὲ οὐκέτι ὁμολογοῦσί τινα τῶν προφητῶν, ἀλλὰ καὶ ἀναθε-
ματίζουσι καὶ χλευάζουσι Δαυίδ τε καὶ Σολομῶντα, ὁμοίως δὲ τοὺς  
περὶ Ἠσαΐαν καὶ Ἰερεμίαν, Δανιὴλ καὶ Ἰεζεκιήλ, Ἠλίαν τε καὶ Ἐλις-
σαῖον ἀθετοῦσιν· οὐ γὰρ συντίθενται, βλασφημοῦντες τὰς αὐτῶν
προφητείας, ἀλλὰ μόνον τὸ εὐαγγέλιον δέχονται. τὸν δὲ Χριστὸν
προφήτην λέγουσι τῆς ἀληθείας καὶ Χριστόν, υἱὸν δὲ θεοῦ κατὰ προ-
κοπὴν καὶ κατὰ συνάφειαν ἀναγωγῆς τῆς ἄνωθεν πρὸς αὐτὸν γεγε-
νημένης· τοὺς δὲ προφήτας λέγουσι συνέσεως εἶναι προφήτας καὶ
οὐκ ἀληθείας. αὐτὸν δὲ μόνον θέλουσιν εἶναι καὶ προφήτην καὶ ἄν-
667

θρωπον καὶ υἱὸν θεοῦ καὶ Χριστὸν καὶ ψιλὸν ἄνθρωπον ὡς προεί-
παμεν, διὰ δὲ ἀρετὴν βίου ἥκοντα εἰς τὸ καλεῖσθαι υἱὸν θεοῦ.
οὔτε δὲ δέχονται τὴν πεντάτευχον Μωυσέως ὅλην, ἀλλά τινα ῥητὰ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 43, line 16

ἡσυχῆ βαίνουσα, ὡς σαφῶς ἔστιν ἰδεῖν ἀπὸ τοῦ προφητικοῦ λόγου.


ἐγκαλῶν γὰρ ὁ προφήτης τοῖς τὰ δεινὰ περιεργαζομένοις καὶ πολύ-
φημα ἐπινοοῦσιν εἰς ἑαυτῶν ἀπάτην ἔλεγεν «διὰ τὸ μὴ θέλειν ὑμᾶς
τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωὰμ τὸ πορευόμενον ἡσυχῆ, ἀνάγει ἐφ' ὑμᾶς κύριος
τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ, τὸν βασιλέα τῶν Ἀσσυρίων». ὕδωρ γὰρ Σι-
λωὰμ ἐστὶν διδασκαλία τοῦ ἀπεσταλμένου. τίς δ' ἂν εἴη οὗτος ἀλλ'
ἢ ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς, ὁ ἀπὸ τοῦ θεοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀπεσταλ-
μένος; ἡσυχῆ δὲ διὰ τὸ μηδὲν κενόφωνον μηδὲ ἐπίπλαστον , ἀλλὰ
ἐν ἀληθείᾳ τὴν ἁγίαν αὐτοῦ νύμφην, τὴν παρ' αὐτῷ περιστερὰν
καλουμένην διὰ τὸ ἄκακον καὶ ἥμερον καὶ καθαρώτατον τοῦ ζῴου
ἐν τοῖς ᾄσμασι τοῦ Σολομῶνος. καὶ ἔστι θαυμάσαι ὡς τὰς μὲν
ἄλλας μὴ οὔσας αὐτοῦ, ἐπὶ δὲ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἑαυτὰς κεκληκυίας,
παλλακίδας ὠνόμασε καὶ βασιλίσσας διὰ τὸ βασιλεῦον ὄνομα, ὃ ἑκά-
στη Χριστὸν ἐπιγραφομένη ἑαυτῇ σεμνύνεται. ἀλλ' εἰ καὶ ὀγδοήκοντά
εἰσι παλλακαί, αἵτινές εἰσιν αἱ αἱρέσεις, ἔπειτα δὲ νεάνιδες ὧν οὐκ
ἔστιν ἀριθμός, φησί «μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου» τουτέστιν
αὐτὴ ἡ ἁγία νύμφη καὶ καθολικὴ ἐκκλησία· περιστερὰ μὲν ὡς ἔφην
διὰ τὸ ἥμερον καὶ ἄκακον καὶ καθαρὸν τοῦ ζῴου, τελεία δὲ διὰ τὸ
τὴν τελείαν ἐκ θεοῦ λαβεῖν χάριν καὶ γνῶσιν παρ' αὐτοῦ τοῦ σωτῆ-
ρος διὰ πνεύματος ἁγίου. αὐτὸς οὖν ὁ νυμφίος, ὁ ἀπεσταλμένος

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 100, line 1

πλείω βαπτίσματα ἐδογμάτισεν.


 4. Οὐ μόνον δὲ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὸν νόμον ἀποβάλλει καὶ πάν-
τας προφήτας, λέγων ἐκ τοῦ ἄρχοντος τοῦ τὸν κόσμον πεποιηκότος
τοὺς τοιούτους πεπροφητευκέναι. Χριστὸν δὲ λέγει ἄνωθεν ἀπὸ
τοῦ ἀοράτου καὶ ἀκατονομάστου πατρὸς καταβεβηκέναι ἐπὶ σωτηρίᾳ
τῶν ψυχῶν καὶ ἐπὶ ἐλέγχῳ τοῦ θεοῦ τῶν Ἰουδαίων καὶ νόμου καὶ
προφητῶν καὶ τῶν τοιούτων. καὶ ἄχρι Ἅιδου καταβεβηκέναι τὸν
κύριον, ἵνα σώσῃ τοὺς περὶ Κάϊν καὶ Κορὲ καὶ Δαθὰν καὶ Ἀβειρών,
Ἠσαῦ τε καὶ πάντα τὰ ἔθνη τὰ μὴ ἐγνωκότα τὸν θεὸν τῶν Ἰου-
δαίων· τοὺς δὲ περὶ Ἄβελ καὶ Ἐνὼχ καὶ Νῶε καὶ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ  
καὶ Ἰακὼβ καὶ Μωυσέα, Δαυίδ τε καὶ Σολομῶντα ἐκεῖ καταλελοιπέναι,
διότι ἐπέγνωσαν, φησί, τὸν θεὸν τῶν Ἰουδαίων, ὄντα ποιητὴν καὶ
κτιστήν, καὶ τὰ καθήκοντα αὐτοῦ πεποιήκασι καὶ οὐχὶ τῷ θεῷ τῷ
ἀοράτῳ ἑαυτοὺς προσανέθεντο. δίδωσι καὶ ἐπιτροπὴν γυναιξὶ
βάπτισμα διδόναι. παρ' αὐτοῖς γὰρ πάντα χλεύης ἔμπλεα καὶ οὐδὲν
ἕτερον, ὁπότε καὶ τὰ μυστήρια ἐνώπιον κατηχουμένων ἐπιτελεῖν τολ-
μῶσιν. ἀνάστασιν δὲ ὡς εἶπον οὗτος λέγει οὐχὶ σωμάτων, ἀλλὰ
ψυχῶν καὶ σωτηρίαν ταύταις ὁρίζεται, οὐχὶ τοῖς σώμασιν. καὶ με-
ταγγισμοὺς ὁμοίως τῶν ψυχῶν καὶ μετενσωματώσεις ἀπὸ σωμάτων
668

εἰς σώματα φάσκει.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 170, line 9

καὶ γνῶσιν, καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην». πόσαι γάρ εἰσι καταχρηστι-
κῶς λεγόμεναι θεοῦ σοφίαι; μία δὲ ὁ μονογενής, οὐχὶ καταχρηστικῶς  
λεγόμενος, ἀλλ' ἐν ἀληθείᾳ. τὰ πάντα γὰρ θεοῦ σοφία, καὶ ὅσα ἐστὶν
ἀπὸ τοῦ θεοῦ, σοφία ἐστίν. ἄλλη δὲ ἰδιάζουσα καὶ ὑπὲρ πάντα οὖσα,
τουτέστιν ὁ μονογενής, ὁ μὴ καταχρηστικῶς ὢν σοφία, ἀλλ' ἀληθείᾳ,
ὁ σὺν πατρὶ ἀεὶ ὤν, ὁ «δύναμις ὢν θεοῦ καὶ σοφία» κατὰ τὸ γεγραμμένον
»ἡμῖν δὲ Χριστὸς δύναμις θεοῦ καὶ θεοῦ σοφία», «ἔστι δὲ σοφία πένητος
ἐξουθενημένη», καὶ «ἐπειδὴ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος
τὸν θεόν, ηὐδόκησε διὰ τῆς μωρίας τοῦ εὐαγγελίου σῶσαι τοὺς πιστεύον-
τας», καὶ «ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου», καὶ «ἔδωκεν
ὁ θεὸς καρδίαν τῷ Σολομῶντι ὡς τὸ χύμα τῆς θαλάσσης, καὶ ἐσοφίσατο
ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς Ἐνάκ», καὶ «ἔδωκεν ὁ θεὸς τῷ Βεσελεὴλ σοφίαν καὶ ἐνέ-
πλησεν ὁ θεὸς σοφίας τὸν Οὐρί».
 Καὶ πολλά ἐστι περὶ σοφίας λέγειν, καὶ «ποῖος ἐστὶ τόπος φρονή-
σεως, καὶ ἡ σοφία πόθεν εὑρέθη;» κἄν τε οὖν αὕτη ἡ ᾀδομένη σοφία λέγῃ
»ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλὴν καὶ γνῶσιν, καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκα-
λεσάμην. δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι, καὶ δι' ἐμοῦ μεγιστᾶνες μεγα-
λύνονται, καὶ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην, καὶ τύραννοι κρατοῦσι
γῆς. ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, καὶ οἱ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσί με
πλοῦτος καὶ δόξα ἐμοὶ ὑπάρχει καὶ κτῆσις πολλῶν καὶ δικαιοσύνη. ἐν
ὁδῷ δικαιοσύνης περιπατῶ, καὶ ἀνὰ μέσον ὁδῶν δικαιώματος

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 173, line 14

Δαυὶδ καὶ Ἀβραὰμ καὶ Ἰακὼβ καὶ Νῶε καὶ Ἀδάμ, ἀλλὰ «ἐν ἀρχῇ
ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεὸν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος». τὸ δὲ ἦν
καὶ ἦν καὶ ἦν οὐχ ὑποδέχεται τὸ μὴ εἶναί ποτε. καὶ ὁρᾷς πῶς εὐθὺς τὰ ἐγγυ-
τάτω πρῶτον σημαίνει, πῶς Ματθαῖος μὲν τὴν ὁδὸν ἔδειξε διὰ τῆς γενεα-
λογίας καὶ οὐδὲ αὐτὸς πάντα ἠκρίβωσεν, ἀλλ' ἐπὶ τὰ ἄνωθεν ἔφερε
καίτοι γε τὴν γενεαλογίαν, πῶς τε ὁ Μάρκος περὶ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πεπραγ-
ματευμένων διηγήσατο καὶ φωνῆς βοώσης ἐν τῇ ἐρήμῳ, περί τε
τοῦ κυρίου τοῦ διὰ προφητῶν πεπροφητευμένου καὶ νόμου, πῶς τε ὁ
Λουκᾶς ἀπὸ τῶν κάτω ἐπὶ τὰ ἄνω ἀνῆγεν, ἐς ὕστερον δὲ ἐλθὼν τέταρτος
ὁ Ἰωάννης τὴν κορωνίδα καὶ τὸ ἀκραιφνὲς τῆς ἄνω τάξεως καὶ ἀεὶ
οὔσης θεότητος τὸ ὕστερον ἐδήλωσεν, οὕτως καὶ ὁ Σολομῶν παροιμιωδῶς
λέγων τὴν ἀρχὴν τῶν ὁδῶν , εἴ γε κἂν εὐσεβῶς θελήσαιέν τινες λέγειν
περὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, ὡς αὐτῆς φασκούσης περὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ
θεότητος ὅτι «αὐτὴ ἡ θεότης ἔκτισε τὸν οἶκον», ὅτι αὐτὴ ἡ θεότης τὴν σάρκα
καὶ τὴν ἐνανθρώπησιν εἰργάσατο, «ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ»
τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας καὶ ἀγαθότητος, εἶτα εὐθὺς μετέπειτα,
ἔτι προκοπτόντων τῶν πραγμάτων λέγει «ἐθεμελίωσέ με ἐν ἀρχῇ». ἆρα
γοῦν ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ κατὰ τὴν θεότητα κτισθεὶς ὕστερον ἐθεμελιώθη;
λεγέτωσαν ἡμῖν οἱ μηχανικοί, οἱ τῶν ἄνω κατοπτευταί, ποίᾳ τέχνῃ ἐκ-
τίσθη ἡ σοφία, ποίῳ ἐργαλείῳ ἐθεμελιώθη. ἀλλὰ εἰ ὅλως διανοεῖσθαι
χρή, φεύγωμεν ἀπὸ τοσούτου βυθοῦ τῆς βλασφημίας, τοῦ μὴ προσψαύειν
669

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 340, line 4

πρῶτον, τοῦτο δῆλον. πρὶν ἢ δὲ τοῦ ἀναβῆναι τὸν σωτῆρα εἰς τὸν οὐρανόν,
οὐδεὶς ἀναβέβηκεν ἕως ὅτε αὐτῷ συνανῆλθον. «οὐδεὶς γὰρ ἀναβέβηκεν
εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
ἀλλὰ περὶ τούτων ἐν τῷ τόπῳ γενόμενοι τὰς δύο λέξεις ὑπεδείξαμεν.
εἰ δέ τις ἐρεῖ ὅτι ἆρα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰσῆλθον· μαθέτω ὅτι ἐν ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων παρέστη ὁ Ἰησοῦς ἔνθα ἦσαν
οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι, καί φησιν αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν».  
 8. Εἶτα δὲ περὶ τούτου αὖθις ἐπιλήψομαι τῆς ἀκολουθίας, ὅτι ἀναγ-
καίως ἡ ἐκκλησία τοῦτο ἐπιτελεῖ, παράδοσιν λαβοῦσα παρὰ πατέρων.
τίς δὲ δυνήσεται θεσμὸν μητρὸς καταλύειν ἢ νόμον πατρός; ὡς τὰ παρὰ
τῷ Σολομῶντι εἰρημένα σημαίνει «ἄκουε, υἱέ, λόγους πατρός σου,
καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου», δείξας ὅτι ἐγγράφως τε καὶ ἀγράφως
ἐδίδασκεν ὁ πατήρ, τουτέστιν ὁ θεός, ὁ μονογενὴς καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα·
ἡ δὲ μήτηρ ἡμῶν ἡ ἐκκλησία εἶχε θεσμοὺς ἐν αὐτῇ κειμένους ἀλύτους,
μὴ δυναμένους καταλυθῆναι. τεταγμένων τοίνυν τῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
θεσμῶν καὶ καλῶς ἐχόντων καὶ τῶν πάντων θαυμασίων γινομένων
ἐλήλεγκται πάλιν καὶ οὗτος ὁ πλάνος. καὶ τοῦτον δὲ παρελθόντες ὥσπερ
κάνθαρον ἢ κανθαρίδα ἢ τὸ καλούμενον βούπρηστις κνώδαλον κατα-
θλάσαντές τε τῷ ἐκκλησιαστικῷ ἑδραιώματι καὶ τῇ τοῦ θεοῦ δυνάμει
ἐπὶ τὰς ἑξῆς πάλιν ἴωμεν, τὸν θεὸν βοηθὸν ἐπικαλούμενοι.

Επιφάνιος. De prophetarum vita et obitu (recensio prior) [Sp.] P. 5, line 3

ἀνεῖλε Δαυὶδ Οὐρίαν τὸν ἄνδρα τῆς Βηρσαβεέ, ἀπέστειλεν


ὁ θεὸς τὸν Ναθὰν καὶ ἤλεγξε τὸν Δαυὶδ περὶ τῆς ἁμαρτίας
αὐτοῦ. Καὶ ἐφοβήθη Δαυὶδ τὸν κύριον, ὅτι ἠλέγχθη ὃ
ἐποίησε· καὶ ἔγνω Δαυίδ, ὅτι πνεῦμα θεοῦ ἅγιον ἐπὶ Να-
θὰν τὸν προφήτην ἐστί· καὶ ἐτίμησεν αὐτὸν ὡς ὅσιον
θεοῦ· καὶ αὐτὸς πάνυ γηράσας ἀπέθανε· καὶ ἐτάφη ἐν Γα-
βὰθ ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ.
 βʹ. Ἀχίας δὲ ὁ Σηλωνίτης· οὗτος ἦν ἀπὸ Σηλὼμ ἐκ  
φυλῆς Ἰούδα, ὅπου ἦν ἡ σκηνὴ τῆς κιβωτοῦ τὸ παλαιόν·
ἐκ πόλεως Ἀρμαθαὶμ Ἠλεὶ τοῦ ἱερέως. Οὗτος ὁ προφήτης
εἶπε περὶ Σολομῶν τοῦ υἱοῦ Δαυίδ, ὅτι προσκρούσει τῷ
θεῷ· οὗτος ἤλεγξε καὶ τὸν Ἱεροβοάμ, ὅτι ἐὰν βασιλεύσῃ,
δόλῳ πορεύσεται μετὰ κυρίου· εἶδε γὰρ ὀπτασίαν ζεῦγος
βοῶν καταπατοῦν τὸν λαὸν καὶ κατὰ τῶν ἱερέων ἐπιτρέχον·
καὶ προσεῖπε τῷ Σολομῶν, ὅτι γυναῖκες αὐτὸν ἐκστήσουσιν
ἀπὸ τοῦ κυρίου. Καὶ τῷ Ἱεροβοὰμ εἶπεν, ὅτι διὰ τῶν δύο
δαμάλεών σου προσκρούσεις τῷ κυρίῳ, καὶ εἰς δουλείαν
ἔσται τὸ γένος σου. Ἀπέθανε δὲ Ἀχίας καὶ ἐτάφη σύνεγγυς
τῆς δρυὸς τῆς οὔσης ἐν Σηλώμ.
670

Επιφάνιος. De prophetarum vita et obitu (recensio prior) [Sp.]


P. 5, line 7

θὰν τὸν προφήτην ἐστί· καὶ ἐτίμησεν αὐτὸν ὡς ὅσιον


θεοῦ· καὶ αὐτὸς πάνυ γηράσας ἀπέθανε· καὶ ἐτάφη ἐν Γα-
βὰθ ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ.
 βʹ. Ἀχίας δὲ ὁ Σηλωνίτης· οὗτος ἦν ἀπὸ Σηλὼμ ἐκ  
φυλῆς Ἰούδα, ὅπου ἦν ἡ σκηνὴ τῆς κιβωτοῦ τὸ παλαιόν·
ἐκ πόλεως Ἀρμαθαὶμ Ἠλεὶ τοῦ ἱερέως. Οὗτος ὁ προφήτης
εἶπε περὶ Σολομῶν τοῦ υἱοῦ Δαυίδ, ὅτι προσκρούσει τῷ
θεῷ· οὗτος ἤλεγξε καὶ τὸν Ἱεροβοάμ, ὅτι ἐὰν βασιλεύσῃ,
δόλῳ πορεύσεται μετὰ κυρίου· εἶδε γὰρ ὀπτασίαν ζεῦγος
βοῶν καταπατοῦν τὸν λαὸν καὶ κατὰ τῶν ἱερέων ἐπιτρέχον·
καὶ προσεῖπε τῷ Σολομῶν, ὅτι γυναῖκες αὐτὸν ἐκστήσουσιν
ἀπὸ τοῦ κυρίου. Καὶ τῷ Ἱεροβοὰμ εἶπεν, ὅτι διὰ τῶν δύο
δαμάλεών σου προσκρούσεις τῷ κυρίῳ, καὶ εἰς δουλείαν
ἔσται τὸ γένος σου. Ἀπέθανε δὲ Ἀχίας καὶ ἐτάφη σύνεγγυς
τῆς δρυὸς τῆς οὔσης ἐν Σηλώμ.
 γʹ. Ἰωὰμ ὁ προφήτης ἐγεννήθη ἐν Σαμαρείᾳ· οὗτός
ἐστιν ὃν ἐπάταξεν ὁ λέων ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ἀπέθανεν, ὅτι ἤλεγξε
τὸν Ἱεροβοὰμ ἐπὶ ταῖς χρυσαῖς δαμάλεσιν αὐτοῦ, ἃς ἐποίησεν,
ὅτε καὶ κατηράσατο τὴν θυσίαν Ἱεροβοάμ, καὶ ἐξέτεινε τὴν
χεῖρα τοῦ κακῶσαι αὐτόν, καὶ ἐξηράνθη ἡ χεὶρ τοῦ Ἱερο-
βοάμ. Καὶ μετὰ ταῦτα ἠπατήθη ὑπὸ τοῦ ψευδοπροφήτου  

Επιφάνιος. De prophetarum vita et obitu (recensio prior) [Sp.]


P. 9, line 6

παρεκαθέζοντο τῷ Σιλωάμ· ὁπότε οὖν οἱ Ἰουδαῖοι ἤρχοντο,


ἀντλεῖν ἐξήρχετο αὐτοῖς ὕδωρ καὶ ὑδρεύοντο, οἱ δὲ ἀλλόφυ-
λοι οὐχ εὕρισκον. Ἔφευγε γὰρ τὸ ὕδωρ. Διὸ καὶ ἕως τῆς
σήμερον αἰφνιδίως ἐξέρχεται, ἵνα δειχθῇ τὸ μυστήριον. Καὶ
ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἡσαΐου τοῦτο γέγονε, μνήμης χάριν καὶ ὁ  
λαὸς πλησίον αὐτὸν ἐπιμελῶς ἔθαψαν ἐνδόξως, ἵνα διὰ τῶν
εὐχῶν αὐτοῦ ἕως τέλους ἔχουσι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὕδατος.
Καὶ χρησμὸς γὰρ ἐδόθη αὐτοῖς περὶ αὐτοῦ. Ἔστι δὲ ὁ
τάφος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου ἐχόμενα τοῦ τάφου τῶν βασι-
λέων ὀπίσω τοῦ τάφου τῶν ἱερέων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
νότον. Σολομῶν γὰρ οἰκοδομῶν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐποίησε
τοὺς τάφους τῶν βασιλέων τοῦ Δαυὶδ διαγράψαντος αὐτούς·
ἔστι δὲ κατ' ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥ τις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ
Γαβαὼθ μήκοθεν τῆς πόλεως σταδίους κʹ. Καὶ ἐποίησε
σκολιὰν συνθετὴν ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἕως σήμερον τοῖς
πολλοῖς ἀγνοουμένη.

Επιφάνιος. De prophetarum vita et obitu (recensio altera) [Sp.] P. 60, line 22

ὅτε ἦν ὁ λαὸς ἐν συγκλεισμῷ ἀλλοφύλων· καὶ ἵνα μὴ δια-


671

φθαρῇ ἡ πόλις ὡς μὴ ἔχουσα ὕδωρ, ἐποίησε τοῦτο. Καὶ


ὅταν οὖν ἤρχοντο οἱ πολέμιοι ἀντλῆσαι, οὐκ ἤρχετο ὕδωρ·
ὅταν δὲ Ἰουδαῖοι ἤρχοντο, ἤρχετο καὶ τὸ ὕδωρ. Ὅθεν ἕως
τοῦ νῦν αἰφνίδιον ἐξέρχεται τὸ ὕδωρ, ἵνα δειχθῇ τὸ μυστή-
ριον τοῦ θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἡσαΐου τοῦτο γέγονε,
μνήμης χάριν καὶ ὁ λαὸς πλησίον αὐτὸν ἔθαψεν ἐνδόξως,
ἵνα διὰ τῶν εὐχῶν αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχωσιν τὴν ἀπόλαυσιν
τοῦ ὕδατος, ὅτι χρησμὸς ἐδόθη αὐτοῖς περὶ τούτου. Ἔστιν
δὲ ὁ τάφος ἐχόμενα τοῦ τάφου τῶν βασιλέων, ὄπισθεν τοῦ
τάφου τῶν ἱερέων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς νότον. Σολομὼν  
γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαυὶδ διαγράψαντος κατὰ
ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γαβαώ, μήκοθεν
τῆς πόλεως σταδίους κʹ καὶ ἐποίησε σκολιὰν σύνθεσιν ἀνυ-
πονόητον, καὶ ἔστιν ἕως τοῦ νῦν τοῖς πολλοῖς ἀγνοουμένη.
Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς τὸ χρυσίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ
ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ Ἐζεκίας ἔδειξε τοῖς ἔθνεσι τὸ μυ-
στήριον Δαυὶδ καὶ Σολομῶντος, καὶ ἐμίανεν ὀστᾶ πατέρων
αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς ἐπηράσατο εἰς δουλείαν τὸ σπέρμα
αὐτοῦ τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον ἐποίησεν ὁ θεὸς ἀπὸ
τῆς ἡμέρας ἐκείνης.

Επιφάνιος. De prophetarum vita et obitu (recensio altera) [Sp.] P. 61, line 7

ἵνα διὰ τῶν εὐχῶν αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχωσιν τὴν ἀπόλαυσιν


τοῦ ὕδατος, ὅτι χρησμὸς ἐδόθη αὐτοῖς περὶ τούτου. Ἔστιν
δὲ ὁ τάφος ἐχόμενα τοῦ τάφου τῶν βασιλέων, ὄπισθεν τοῦ
τάφου τῶν ἱερέων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς νότον. Σολομὼν  
γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαυὶδ διαγράψαντος κατὰ
ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γαβαώ, μήκοθεν
τῆς πόλεως σταδίους κʹ καὶ ἐποίησε σκολιὰν σύνθεσιν ἀνυ-
πονόητον, καὶ ἔστιν ἕως τοῦ νῦν τοῖς πολλοῖς ἀγνοουμένη.
Ἐκεῖ εἶχεν ὁ βασιλεὺς τὸ χρυσίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ
ἀρώματα. Καὶ ἐπειδὴ Ἐζεκίας ἔδειξε τοῖς ἔθνεσι τὸ μυ-
στήριον Δαυὶδ καὶ Σολομῶντος, καὶ ἐμίανεν ὀστᾶ πατέρων
αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς ἐπηράσατο εἰς δουλείαν τὸ σπέρμα
αὐτοῦ τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον ἐποίησεν ὁ θεὸς ἀπὸ
τῆς ἡμέρας ἐκείνης.
 ιδʹ. Ἱερεμίας ἦν ἐξ Ἀναθὼθ καὶ ἐν Τάφναις τῆς Αἰγύπ-
του λίθοις βληθεὶς ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἀποθνήσκει. Κεῖται δὲ
πλησίον τῆς οἰκίας Φαραώ, ὅτι οἱ Αἰγύπτιοι ἐδόξασαν αὐτὸν
εὐεργετηθέντες δι' αὐτοῦ· ηὔξατο γὰρ, καὶ αἱ ἀσπίδες αὐτοὺς
ἔασαν καὶ τῶν ὑδάτων οἱ θῆρες, οὓς καλοῦσιν οἱ Αἰγύπτιοι
μὲν Ἐφώθ, Ἕλληνες δὲ κροκοδείλους, οἳ ἦσαν αὐτοὺς θανα-
τοῦντες, καὶ εὐξαμένου τοῦ προφήτου ἐκωλύθησαν ἐκ τῆς

Επιφάνιος. Testimonia ex divinis et sacris scripturis (= De divina inhumanatione)


672

[Sp.] Sec. 5, subsec. 54, line 1

·
 Εἴδοσαν πάντες οἱ λαοὶ
 τὸ σωτηρίαν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;
 Σολομων λέγει·
 Εἰ ἀληθῶς κατοικήσει ὁ Θεὸς μετὰ ἀνθρώπων.
ϛ ὅτι ὤφθη, καὶ Θεὸς ὢν γέγονεν ἄνθρωπος –  
 Ιερεμιας λέγει·
 Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς
 αὐτόν. ἐξεῦρε πᾶσαν ὁδὸν ἐπιστήμης καὶ δέδωκεν
 αὐτὴν Ιακωβ τῷ παιδὶ αὐτοῦ καὶ Ισραηλ τῷ
 ἠγαπημένῳ ὑπ' αὐτόν.
 Καὶ πάλιν·
 Ἀνθρωπός ἐστι, καὶ τίς γνώσεται αὐτόν;
 Καὶ πάλιν·

Επιφάνιος. Testimonia ex divinis et sacris scripturis (= De divina inhumanatione)


[Sp.] Sec. 46, subsec. 2, line 1

 μισθόν μου τριάκοντα ἀργύρια.


 Καὶ Ιερεμιας λέγει·
 Ἔδωκαν τὰ τριάκοντα ἀργύρια τὴν τιμὴν τοῦ
 τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ισραηλ· καὶ
 ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως.
μϛ ὅτι δήσουσιν αὐτόν –  
 Ησαϊας λέγει·
 Οὐαὶ τῇ ψυχῇ ὑμῶν, ὅτι ἐβουλεύσαντο βουλὴν πονηρὰν
 καθ' ἑαυτῶν εἰπόντες· ὅτι δήσωμεν ἄνδρα δίκαιον,
 ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι.
 Καὶ Σολομων λέγει·
 Ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι·
 βαρὺς ἡμῖν ἐστι καὶ βλεπόμενος.
μζ ὅτι κρίνουσιν αὐτόν –  
 Δαυιδ ἐν τῷ ξη ψαλμῷ λέγει·
 Σῶσόν με, ὁ Θεός, ὅτι εἰσήλθοσαν ὕδατα ἕως ψυχῆς μου.
 ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑπόστασις.
 Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς ἐν τῷ ο ψαλμῷ λέγει·
 Ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα, μὴ καταισχυνθείην εἰς τὸν
 αἰῶνα.

Επιφάνιος. De mensuris et ponderibus Line 109

ἀριθμοῦνται, εἴκοσι ἑπτὰ δὲ εὑρίσκονται, διὰ τὸ πέντε ἐξ αὐτῶν διπλοῦσθαι.


Συνάπτεται γὰρ ἡ Ῥοὺθ τοῖς Κριταῖς καὶ ἀριθμεῖται παρ' Ἑβραίοις μία βί-
βλος. Συνάπτεται ἡ πρώτη τῶν Παραλειπομένων τῇ δευτέρᾳ καὶ λέγεται
μία βίβλος. Συνάπτεται ἡ πρώτη τῶν Βασιλειῶν τῇ δευτέρᾳ καὶ λέγεται μία
βίβλος. Συνάπτεται ἡ τρίτη τῇ τετάρτῃ καὶ λέγεται μία βίβλος. Συνάπτεται
673

ἡ πρώτη τοῦ Ἔσδρα τῇ δευτέρᾳ καὶ γίνεται μία βίβλος. Οὕτως οὖν σύγκειν-
ται αἱ βίβλοι ἐν πεντατεύχοις τέτταρσι καὶ μένουσιν ἄλλαι δύο ὑστεροῦσαι,
ὡς εἶναι τὰς ἐνδιαθέτους βίβλους οὕτως· πέντε μὲν νομικάς, Γένεσιν, Ἔξο-
δον, Λευιτικόν, Ἀριθμούς, Δευτερονόμιον· αὕτη ἡ πεντάτευχος ἡ καὶ νο-
μοθεσία· πέντε δὲ στιχήρεις· ἡ τοῦ Ἰὼβ βίβλος, εἶτα τὸ Ψαλτήριον, Παροι-  
μίαι Σολομῶντος, Ἐκκλησιαστής, ᾎσμα ᾈσμάτων. Εἶτα ἄλλη πεντάτευ-
χος τὰ καλούμενα Γραφεῖα, παρά τισι δὲ Ἁγιόγραφα λεγόμενα, ἅτινά ἐστιν
οὕτως· Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ βίβλος, Κριτῶν μετὰ τῆς Ῥούθ, Παραλειπομένων
πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, Βασιλειῶν πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, Βασιλειῶν
τρίτη μετὰ τῆς τετάρτης. Αὕτη τρίτη πεντάτευχος. Ἄλλη πεντάτευχος τὸ
δωδεκαπρόφητον, Ἡσαΐας, Ἱερεμίας, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ. Καὶ εἶτα ἐπλη-
ρώθη ἡ προφητικὴ πεντάτευχος. Ἔμειναν δὲ ἄλλαι δύο, αἵτινές εἰσι
τοῦ Ἔσδρα, δύο εἰς μίαν λογιζόμεναι, καὶ ἡ ἄλλη βίβλος ἡ τῆς
Ἐσθήρ. Καὶ ἐκπληρώθησαν αἱ εἴκοσι δύο βίβλοι κατὰ τὸν ἀριθμὸν
τῶν εἴκοσι δύο στοιχείων παρ' Ἑβραίοις. Αἱ γὰρ στιχήρεις δύο βίβλοι, ἥ
τε τοῦ Σολομῶντος, ἡ Πανάρετος λεγομένη, καὶ ἡ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ υἱοῦ

Επιφάνιος. De mensuris et ponderibus Line 119

μίαι Σολομῶντος, Ἐκκλησιαστής, ᾎσμα ᾈσμάτων. Εἶτα ἄλλη πεντάτευ-


χος τὰ καλούμενα Γραφεῖα, παρά τισι δὲ Ἁγιόγραφα λεγόμενα, ἅτινά ἐστιν
οὕτως· Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ βίβλος, Κριτῶν μετὰ τῆς Ῥούθ, Παραλειπομένων
πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, Βασιλειῶν πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, Βασιλειῶν
τρίτη μετὰ τῆς τετάρτης. Αὕτη τρίτη πεντάτευχος. Ἄλλη πεντάτευχος τὸ
δωδεκαπρόφητον, Ἡσαΐας, Ἱερεμίας, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ. Καὶ εἶτα ἐπλη-
ρώθη ἡ προφητικὴ πεντάτευχος. Ἔμειναν δὲ ἄλλαι δύο, αἵτινές εἰσι
τοῦ Ἔσδρα, δύο εἰς μίαν λογιζόμεναι, καὶ ἡ ἄλλη βίβλος ἡ τῆς
Ἐσθήρ. Καὶ ἐκπληρώθησαν αἱ εἴκοσι δύο βίβλοι κατὰ τὸν ἀριθμὸν
τῶν εἴκοσι δύο στοιχείων παρ' Ἑβραίοις. Αἱ γὰρ στιχήρεις δύο βίβλοι, ἥ
τε τοῦ Σολομῶντος, ἡ Πανάρετος λεγομένη, καὶ ἡ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ υἱοῦ Σει-
ράχ, ἐκγόνου δὲ τοῦ Ἰησοῦ, (ὁ γὰρ πάππος αὐτοῦ Ἰησοῦς ἐκαλεῖτο), τοῦ
καὶ τὴν σοφίαν ἑβραϊστὶ γράψαντος, ἣν ὁ ἔκγονος αὐτοῦ Ἰησοῦς ἑρμηνεύ-
σας ἑλληνιστὶ ἔγραψε. Καὶ αὗται χρήσιμοι μέν εἰσι καὶ ὠφέλιμοι, ἀλλ' εἰς
ἀριθμὸν τῶν ῥητῶν οὐκ ἀναφέρονται. Διὸ οὐδὲ ἐν τῷ ἀαρὼν ἐνετέθησαν,
τουτέστιν ἐν τῇ τῆς διαθήκης κιβωτῷ.
 Ἀλλὰ καὶ ἔτι τοῦτό σε μὴ παρέλθῃ, ὦ φιλόκαλε, ὅτι καὶ τὸ Ψαλτή-
ριον διεῖλον εἰς πέντε βιβλία οἱ Ἑβραῖοι, ὥστε εἶναι καὶ αὐτὸ ἄλλην πεν-
τάτευχον. Ἀπὸ γὰρ πρώτου ψαλμοῦ ἄχρι τεσσαρακοστοῦ μίαν ἐλογίσαν-
το βίβλον ἀπὸ δὲ τεσσαρακοστοῦ πρώτου ἄχρι τοῦ ἑβδομηκοστοῦ πρώ-
του δευτέραν ἡγήσαντο· ἀπὸ ἑβδομηκοστοῦ δευτέρου ἕως ὀγδοηκοστοῦ

Επιφάνιος. De mensuris et ponderibus (ap. Joannem Damascenum) (excerptum


Graecum 8) Line 64

μία βίβλος· ἡ πρώτη καὶ ἡ δευτέρα τῶν Παραλειπομένων μία βίβλος· ἡ


πρώτη καὶ ἡ δευτέρα τοῦ Ἔσδρα μία βίβλος. Οὕτως οὖν σύγκεινται αἱ
674

βίβλοι ἐν πεντατεύχοις τέτρασι, καὶ μένουσιν ἄλλαι δύο, ὡς εἶναι τὰς


ἐνδιαθέτους βίβλους οὕτως· πέντε νομικάς· Γένεσιν, Ἔξοδον, Λευιτικόν,
Ἀριθμούς, Δευτερονόμιον· αὕτη πρώτη πεντάτευχος, ἣ καὶ νομοθεσία.
Εἶτα ἄλλη πεντάτευχος, τὰ καλούμενα Γραφεῖα, παρά τισι δὲ Ἁγιό-
γραφα, ἅτινά ἐστιν οὕτως· Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, Κριταὶ μετὰ τῆς Ῥούθ,
Βασιλειῶν πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, βίβλος μία, Βασιλειῶν τρίτη μετὰ
τῆς τετάρτης, βίβλος μία, καὶ αἱ δύο τῶν Παραλειπομένων, βίβλος μία·
αὕτη δευτέρα πεντάτευχος. Τρίτη πεντάτευχος αἱ στιχήρεις βίβλοι· τοῦ
Ἰώβ, τὸ ψαλτήριον, Παροιμίαι Σολομῶντος, Ἐκκλησιαστὴς τοῦ αὐτοῦ,
τὰ Ἄισματα τῶν ᾀσμάτων τοῦ αὐτοῦ. Τετάρτη πεντάτευχος, ἡ προφη-
τική· τὸ δωδεκαπρόφητον, βίβλος μία, Ἡσαΐας, Ἰερεμίας Ἰεζεκιήλ,
Δανιήλ. Εἶτα τοῦ Ἔσδρα, αἱ δύο εἰς μίαν συναπτόμεναι βίβλον, καὶ ἡ
Ἐσθήρ.  – Ἡ δὲ Πανάρετος, τουτέστιν ἡ Σοφία τοῦ Σολομῶντος, καὶ ἡ
Σοφία τοῦ Ἰησοῦ, ἣν ὁ πατὴρ μὲν τοῦ Σιρὰχ ἐξέθετο Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστὶ
δὲ ἡρμήνευσεν ὁ τούτου μὲν ἔγγονος Ἰησοῦς, τοῦ δὲ Σιρὰχ υἱός, ἐνάρε-
τοι μὲν καὶ καλαί, ἀλλ' οὐκ ἀριθμοῦνται οὐδὲ ἔκειντο ἐν τῇ κιβωτῷ.  

Επιφάνιος. De mensuris et ponderibus (ap. Joannem Damascenum) (excerptum


Graecum 8) Line 68

Ἀριθμούς, Δευτερονόμιον· αὕτη πρώτη πεντάτευχος, ἣ καὶ νομοθεσία.


Εἶτα ἄλλη πεντάτευχος, τὰ καλούμενα Γραφεῖα, παρά τισι δὲ Ἁγιό-
γραφα, ἅτινά ἐστιν οὕτως· Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, Κριταὶ μετὰ τῆς Ῥούθ,
Βασιλειῶν πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, βίβλος μία, Βασιλειῶν τρίτη μετὰ
τῆς τετάρτης, βίβλος μία, καὶ αἱ δύο τῶν Παραλειπομένων, βίβλος μία·
αὕτη δευτέρα πεντάτευχος. Τρίτη πεντάτευχος αἱ στιχήρεις βίβλοι· τοῦ
Ἰώβ, τὸ ψαλτήριον, Παροιμίαι Σολομῶντος, Ἐκκλησιαστὴς τοῦ αὐτοῦ,
τὰ Ἄισματα τῶν ᾀσμάτων τοῦ αὐτοῦ. Τετάρτη πεντάτευχος, ἡ προφη-
τική· τὸ δωδεκαπρόφητον, βίβλος μία, Ἡσαΐας, Ἰερεμίας Ἰεζεκιήλ,
Δανιήλ. Εἶτα τοῦ Ἔσδρα, αἱ δύο εἰς μίαν συναπτόμεναι βίβλον, καὶ ἡ
Ἐσθήρ.  – Ἡ δὲ Πανάρετος, τουτέστιν ἡ Σοφία τοῦ Σολομῶντος, καὶ ἡ
Σοφία τοῦ Ἰησοῦ, ἣν ὁ πατὴρ μὲν τοῦ Σιρὰχ ἐξέθετο Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστὶ
δὲ ἡρμήνευσεν ὁ τούτου μὲν ἔγγονος Ἰησοῦς, τοῦ δὲ Σιρὰχ υἱός, ἐνάρε-
τοι μὲν καὶ καλαί, ἀλλ' οὐκ ἀριθμοῦνται οὐδὲ ἔκειντο ἐν τῇ κιβωτῷ.  

Τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου λόγος εἰς τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Epistulae Epistle 57, sec. 2, line 2

ΤΗΙ ΑΥΤΗΙ

 Τὸ παριππεῦσαν ἔτος κρυμὸς γέγονε τῇ πατρίδι


βαρὺς καὶ τὰς βλεφαρίδας τῶν ἀμπέλων τὰς ἤδη πρὸς
ὠδῖνας λυομένας ἀνέκοψεν· αἱ δὲ ἀπομείνασαι στεῖραι
αὐχμηρὰς καὶ ἀβρόχους τὰς φιάλας ἐξειργάσαντο.
Τί δή ποτ' οὖν σοι τὴν τῶν φυτῶν ἀκαρπίαν ἐκτραγῳ-
δῆσαι προήχθημεν; Ἵνα γένῃ ἡμῖν, κατὰ τὸν Σολομῶντα,
675

καὶ αὐτὴ ἄμπελος κυπρίζουσα καὶ κατάκαρπος κλη-


ματίς, οὐ βότρυν ἐξανθήσασα, ἀλλὰ τῶν βοτρύων
ἐκθλίψασα τοῖς διψῶσι τὴν δρόσον.
         Τίνες δέ εἰσιν
οἱ διψῶντες; οἱ τὸν περίβολον τῆς συνόδου τειχίζοντες.
Τούτους ὀρεινῷ μεθύσματι ποτίζειν οὐκ ἔχων ἐγώ, ἐπὶ τὴν  
πολυστάφυλόν σου κεχώρηκα δεξιάν, ἵν' ἡμῖν ἐκ ποταμίας
τοὺς σοὺς κελεύσῃς ἐπιρρεῦσαι κρούνους.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Epistulae Epistle 179, sec. 3, line 2

θήσῃ τὴν παίδευσιν καὶ μεθ' ἡμῶν ταχθήσῃ τῶν ποτε


κατὰ σέ, νῦν δέ, εἰ δίδως εἰπεῖν, ὑπὲρ σέ; ἢ δεῖ σοῦ κατε-
πᾴδειν μακρότερα; Μηδαμῶς, ὦ θαυμάσιε, μὴ τοῦτ'
ἀναμείνῃς.
         Αἰσχρὸν γὰρ τὸ πλεῖον ἔχοντα, τὸ πᾶν
ἐλλείπειν. Εἰ γὰρ ἡ ἀρχὴ τὸ ἥμισυ τοῦ παντὸς γίνεται,
τοῦ ἡμίσεος τὸ πλέον τί ἄλλο γε, ἢ τὸ πᾶν; Εἰ μὲν οὖν
ἀρκοῦντες ἡμεῖς εἰς παραίνεσιν, ἔχει ταῦτα καλῶς καὶ
μηδὲν πλέον ἐπιζητείσθω.
         Εἰ δὲ δεῖ σοι καὶ κρείττονος
συμβούλου, μετὰ βουλῆς μὲν οἰνοποτεῖν Σολομών σοι
διακελεύεται, ἵνα μὴ τῇ τοῦ βίου μέθῃ καὶ δίνῃ περιτραπῇς,  
ἐγὼ δέ τί φημι μικρὸν τῆς συμβουλῆς παρατρέψας·
Μετὰ Θεοῦ βουλεύου, καὶ οὐ διαμαρτήσεις τοῦ δέοντος.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 23, sec. 1, line 2

τῆς Ὁμηρικῆς δέλτου τὸ θαῦμα, οὓς κοινωνία συμφορῶν


ἐγνώρισε, καὶ τὸ καλῶς ἅρμα ἐλαύνειν μεριζομένους ἐν
ταὐτῷ ἡνίας καὶ μάστιγας.
 Ἀλλὰ γὰρ ἔλαθον ἐμαυτὸν εἰς τοὺς ἐμοὺς ὑπαχθεὶς
ἐπαίνους, ὁ μηδὲ παρ' ἑτέρου ποτὲ τοῦτο δεξάμενος· καὶ
θαυμαστὸν οὐδέν, εἰ κἀνταῦθα τῆς ἐκείνου φιλίας τι παραπ-
έλαυσα, ὥσπερ ζῶντος εἰς ἀρετήν, οὕτω μεταστάντος εἰς
εὐφημίαν. Ἀλλ' ἐπὶ τὴν νύσσαν ἐπαναγέσθω πάλιν ἡμῖν ὁ
λόγος.
 Τίς μὲν οὕτω πολιὸς ἦν τὴν σύνεσιν καὶ πρὸ
τῆς πολιᾶς; ἐπειδὴ τούτῳ καὶ Σολομῶν τὸ γῆρας ὁρίζε-
ται. Τίς δὲ οὕτως αἰδέσιμος ἢ παλαιοῖς ἢ νέοις, μὴ ὅτι
τῶν κατὰ τὸν αὐτὸν ἡμῖν χρόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν πλεῖστον
προειληφότων; Τίς μὲν ἧττον ἐδεῖτο λόγων διὰ τὸν τρό-
πον; Τίς δὲ μᾶλλον μετέσχε λόγου καὶ μετὰ τοῦ τρόπου;
Ποῖον μὲν εἶδος οὐκ ἐπῆλθε παιδεύσεως; Μᾶλλον δέ,
ποῖον οὐ μεθ' ὑπερβολῆς ὡς μόνον; Οὕτω μὲν ἅπαντα  
διελθών, ὡς οὐδεὶς ἕν· οὕτω δὲ εἰς ἄκρον ἕκαστον, ὡς τῶν
ἄλλων οὐδέν· σπουδὴ γὰρ εὐφυΐᾳ συνέδραμεν, ἐξ ὧν ἐπι-
676

στῆμαι καὶ τέχναι τὸ κράτος ἔχουσιν.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 26, sec. 3, line 3

διάσκεψιν· ὡς δὲ κἀν τοῖς πολεμικοῖς ἔχει· στρατιώτης,


ταξίαρχος, στρατηγός. Αὕτη ἡ τάξις ἀρίστη καὶ λυσιτελες-
τάτη τοῖς ἀρχομένοις.
         Τὸ δ' ἡμέτερον πολλοῦ ἂν ἦν
ἄξιον, εἰ οὕτως εἶχε. Νῦν δὲ κινδυνεύει τὸ πάντων ἁγιώ-
τατον τάγμα τῶν παρ' ἡμῖν πάντων εἶναι καταγελαστότα-
τον. Οὐ γὰρ ἐξ ἀρετῆς μᾶλλον ἢ κακουργίας ἡ προεδρία,
οὐδὲ τῶν ἀξιωτέρων ἀλλὰ τῶν δυνατωτέρων οἱ θρόνοι.
 Σαμουὴλ ἐν προφήταις, ὁ τὰ ἔμπροσθεν βλέπων·
ἀλλὰ καὶ Σαούλ, ὁ ἀπόβλητος. Ῥοβοὰμ ἐν βασιλεῦσι, ὁ
Σολομῶντος· ἀλλὰ καὶ Ἱεροβοάμ, ὁ δοῦλος καὶ ἀποστά-
της. Καὶ ἰατρὸς μὲν οὐδεὶς οὐδὲ ζωγράφος, ὅστις οὐ φύσεις
ἀρρωστημάτων ἐσκέψατο πρότερον, ἢ πολλὰ χρώματα συνε-
κέρασεν ἢ ἐμόρφωσεν· ὁ δὲ πρόεδρος εὑρίσκεται ῥᾳδίως
μὴ πονηθείς, καὶ πρόσφατος τὴν ἀξίαν, ὁμοῦ τε σπαρεὶς
καὶ ἀναδοθείς, ὡς ὁ μῦθος ποιεῖ τοὺς Γίγαντας.
         Πλάτ-
τομεν αὐθημερὸν τοὺς ἁγίους, καὶ σοφοὺς εἶναι κελεύομεν,
τοὺς οὐδὲν σοφισθέντας, οὐδὲ τοῦ βαθμοῦ προεισενεγκόντας
τι, πλὴν τοῦ βούλεσθαι. Καὶ ὁ μὲν στέργει τὴν κάτω χώραν
καὶ ταπεινῶς ἕστηκεν, ὁ τῆς ὑψηλῆς ἄξιος, καὶ πολλὰ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 42, sec. 2, line 3

λύσιν ζητεῖν, αὐτὸς δὲ καθεύδειν· ἀλλά τι καὶ βοηθεῖν καὶ


παρ' ἑαυτοῦ συνεισφέρειν ᾤετο δεῖν.
 Τί γὰρ εἶναι τῆς συμφορᾶς ταύτης ἀνιαρότερον,
ὑπὲρ δὲ τοῦ κοινοῦ χρῆναι μᾶλλον σπουδάζειν τὸν ἄνω
βλέποντα; Ἑνὸς μὲν γὰρ εὖ πράττοντος ἢ κακῶς, οὐδὲν τῷ
κοινῷ τοῦτο ἐπισημαίνειν· τοῦ κοινοῦ δὲ οὕτως ἢ ἐκείνως
ἔχοντος, καὶ τὸν καθ' ἕκαστον ὁμοίως ἔχειν πᾶσαν εἶναι
ἀνάγκην.
         Ταῦτ' οὖν ἐννοῶν καὶ σκοπῶν ἐκεῖνος, ὁ τοῦ
κοινοῦ κηδεμὼν καὶ προστάτης, ἐπειδὴ σὴς ὀστέων καρδία
αἰσθητική, ὡς Σολομῶντι καὶ τῇ ἀληθείᾳ δοκεῖ· καὶ τὸ μὲν  
ἀνάλγητον εὔθυμον, τὸ δὲ συμπαθὲς λυπηρόν· καὶ τῆξις
καρδίας ἔμμονος λογισμός·
         διὰ τοῦτο ἐσφάδαζεν,
ἠνιᾶτο, κατετιτρώσκετο, ἔπασχε τὸ Ἰωνᾶ, τὸ Δαβίδ, ἀπε-
677

λέγετο τὴν ψυχήν, οὐκ ἐδίδου ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς οὐδὲ


νυσταγμὸν τοῖς βλεφάροις· προσεδαπάνα τὸ λειπόμενον τῶν
σαρκῶν ταῖς φροντίσιν, ἕως εὕρῃ τοῦ κακοῦ λύσιν· ἐπιζητεῖ
θείαν βοήθειαν ἢ ἀνθρωπίνην, ἥ τις στήσει τὸν κοινὸν
ἐμπρησμὸν καὶ τὴν ἐπέχουσαν ἡμᾶς σκοτόμαιναν.
 Ἓν μὲν οὖν ἐκεῖνο ἐπινοεῖ καὶ λίαν σωτήριον.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 64, sec. 6, line 7

θαύματος ἀγαπώμενα· καὶ τοὺς ἐπὶ τῆς σκηνῆς θαυμάζοι,


ὡς ἡδεῖς τε καὶ φιλανθρώπους, ὅτι τοῖς δήμοις χαρίζονται
καὶ κινοῦσι γέλωτα τοῖς ἐπὶ κόρρης ῥαπίσμασι καὶ ψοφή-
μασι.
         Καίτοι κἂν εἰ τοῦτο ζητοίημεν, τίς μὲν οὕτως
ἡδὺς ἐν ταῖς συνουσίαις, ὅσα ἐμὲ γινώσκειν τὸν μάλιστα
ἐκείνου πεπειραμένον; Τίς διηγήσασθαι χαριέστερος; Τίς
μὲν σκῶψαι παιδευτικῶς, τίς δὲ καθάψασθαι ἁπαλῶς; Καὶ
μήτε τὴν ἐπιτίμησιν θράσος ποιῆσαι μήτε τὴν ἄνεσιν ἔκλυ-
σιν, ἀλλ' ἀμφοτέρων τὴν ἀμετρίαν φυγεῖν, ἀμφοτέροις σὺν
λόγῳ καὶ καιρῷ χρώμενον, κατὰ τοὺς Σολομῶντος νόμους,
παντὶ πράγματι καιρὸν διατάξαντος.  
 Ἀλλὰ τί ταῦτα πρὸς τὴν ἐν λόγοις τοῦ ἀνδρὸς
ἀρετὴν καὶ τὸ τῆς διδασκαλίας κράτος τὰ πέρατα οἰκειού-
μενον; Ἔτι περὶ τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους στρεφόμεθα, τῆς
ἄκρας ἀπολειπόμενοι· ἔτι πορθμὸν διαπερῶμεν, ἀφέντες τὸ
μέγα καὶ βαθὺ πέλαγος.
         Οἶμαι γὰρ εἴ τις ἐγένετο ἢ
γενήσεται σάλπιγξ ἐπὶ πολὺ τοῦ ἀέρος φθάνουσα, ἢ Θεοῦ
φωνὴ τὸν κόσμον περιλαμβάνουσα, ἢ σεισμὸς οἰκουμένης ἔκ
τινος καινοτομίας καὶ θαύματος, ταῦτα εἶναι τὴν ἐκείνου

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 73, sec. 3, line 1

καὶ μετὰ τὴν γέννησιν εὐθὺς ἱερός, καὶ χρίων βασιλέας καὶ
ἱερέας διὰ τοῦ κέρατος.
         Οὗτος δέ, οὐκ ἐκ βρέφους Θεῷ
καθιερωμένος ἀπὸ μήτρας καὶ μετὰ τῆς διπλοΐδος ἐπιδε-  
δομένος τῷ βήματι καὶ βλέπων τὰ ἐπουράνια καὶ χριστὸς
Κυρίου ἦν καὶ χρίστης τῶν τελειουμένων ἐκ Πνεύματος.
 Δαβὶδ ἐν βασιλεῦσιν ἀοίδιμος, οὗ πολλαὶ μὲν ἱστοροῦν-
ται κατὰ τῶν ἐχθρῶν νῖκαι καὶ τρόπαια, ἡ πρᾳότης δὲ τὸ
ἐπισημότατον, καὶ πρὸ τῆς βασιλείας ἡ τῆς κινύρας δύνα-
μις, καὶ πονηροῦ πνεύματος κατεπᾴδουσα.
 Σολομῶν πλάτος καρδίας ᾐτήσατο παρὰ Θεοῦ καὶ
τετύχηκεν, ἐπὶ πλεῖστον προελθὼν σοφίας καὶ θεωρίας,
ὥστε γενέσθαι τῶν καθ' ἑαυτὸν ἁπάντων εὐδοκιμώτατος.
 Ὁ δέ, τοῦ μὲν τῷ πρᾴῳ, τοῦ δὲ τῇ σοφίᾳ κατὰ τὸν
678

ἐμὸν λόγον, οὐδὲν ἢ μικρῷ λείπεται· ὥστε καὶ βασιλέων


θράσος δαιμονώντων καταμαλάσσειν· καὶ μὴ βασίλισσαν
νότου μόνον, ἢ τὸν δεῖνα, κατὰ κλέος τῆς αὐτοῦ σοφίας
ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀπαντᾶν, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς
πέρασι τὴν ἐκείνου σοφίαν γνωρίζεσθαι. Καὶ τὰ ἑξῆς
παρήσω τοῦ Σολομῶντος· πᾶσι δὲ δῆλα, κἂν ἡμεῖς φειδώ-
μεθα.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in


Cappadocia episcopi (orat. 43) Ch. 73, sec. 4, line 7

μις, καὶ πονηροῦ πνεύματος κατεπᾴδουσα.


 Σολομῶν πλάτος καρδίας ᾐτήσατο παρὰ Θεοῦ καὶ
τετύχηκεν, ἐπὶ πλεῖστον προελθὼν σοφίας καὶ θεωρίας,
ὥστε γενέσθαι τῶν καθ' ἑαυτὸν ἁπάντων εὐδοκιμώτατος.
 Ὁ δέ, τοῦ μὲν τῷ πρᾴῳ, τοῦ δὲ τῇ σοφίᾳ κατὰ τὸν
ἐμὸν λόγον, οὐδὲν ἢ μικρῷ λείπεται· ὥστε καὶ βασιλέων
θράσος δαιμονώντων καταμαλάσσειν· καὶ μὴ βασίλισσαν
νότου μόνον, ἢ τὸν δεῖνα, κατὰ κλέος τῆς αὐτοῦ σοφίας
ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀπαντᾶν, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς
πέρασι τὴν ἐκείνου σοφίαν γνωρίζεσθαι. Καὶ τὰ ἑξῆς
παρήσω τοῦ Σολομῶντος· πᾶσι δὲ δῆλα, κἂν ἡμεῖς φειδώ-
μεθα.
 Ἐπαινεῖς Ἡλίου τὴν πρὸς τοὺς τυράννους
παρρησίαν, καὶ τὴν διὰ πυρὸς ἁρπαγήν; Ἐλισσαίου τε τὴν
καλὴν κληρονομίαν, τὴν μηλωτήν, ᾗ τὸ Ἡλίου πνεῦμα
συνηκολούθησεν; Ἐπαίνει κἀκείνου τὴν ἐν πυρὶ ζωήν, τῷ
πλήθει λέγω τῶν πειρασμῶν, καὶ τὴν διὰ πυρὸς σωτηρίαν,
καίοντος μέν, οὐ κατακαίοντος δέ, τὸ περὶ τὴν βάτον θαῦμα,
καὶ τὸ καλὸν ἐξ ὕψους δέρος, τὴν ἀσαρκίαν.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Adversus Eunomianos (orat. 27) Sec. 4, line 13

γὰρ θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον· καί, εἰ οἷόν τε τοῦτο εἰπεῖν, μηδὲ


ἄλλο τι ἢ τοῦτο πρακτέον. κἀγὼ τῶν ἐπαινούντων εἰμὶ τὸν λόγον,
ὃς μελετᾶν ἡμέρας καὶ νυκτὸς διακελεύεται, καὶ ἑσπέρας καὶ πρωὶ
καὶ μεσημβρίας διηγεῖσθαι, καὶ εὐλογεῖν τὸν κύριον ἐν παντὶ
καιρῷ· εἰ δεῖ καὶ τὸ Μωυσέως εἰπεῖν, κοιταζόμενον, διανιστά-
μενον ὁδοιποροῦντα, ὅ τι οὖν ἄλλο πράττοντα, καὶ τῇ μνήμῃ
τυποῦσθαι πρὸς καθαρότητα. ὥστε οὐ τὸ μεμνῆσθαι διηνεκῶς
κωλύω, τὸ θεολογεῖν δέ· οὐδὲ τὴν θεολογίαν, ὥσπερ ἀσεβές, ἀλλὰ  
τὴν ἀκαιρίαν· οὐδὲ τὴν διδασκαλίαν, ἀλλὰ τὴν ἀμετρίαν. ἢ μέλιτος
μὲν πλησμονὴ καὶ κόρος ἔμετον ἐργάζεται, καίπερ ὄντος μέλιτος,
καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι, ὡς Σολομῶντι κἀμοὶ δοκεῖ, καὶ
τὸ καλὸν οὐ καλόν, ὅταν μὴ καλῶς γίνηται, ὥσπερ ἄνθος ἐν χειμῶνι
παντελῶς ἄωρον, καὶ γυναιξὶ κόσμος ἀνδρεῖος, ἢ γυναικεῖος
ἀνδράσι, καὶ πένθει γεωμετρία, καὶ πότῳ δάκρυον, ἐνταῦθα δὲ
μόνον τὸν καιρὸν ἀτιμάσομεν, οὗ μάλιστα τιμητέον τὸ εὔκαιρον;
 Μηδαμῶς, ὦ φίλοι καὶ ἀδελφοί· ἀδελφοὺς γὰρ ὑμᾶς ἔτι καλῶ,
679

καίπερ οὐκ ἀδελφικῶς ἔχοντας· μὴ οὕτω διανοώμεθα, μηδὲ καθά-


περ ἵπποι θερμοὶ καὶ δυσκάθεκτοι, τὸν ἐπιβάτην λογισμὸν ἀπορρί-
ψαντες, καὶ τὴν καλῶς ἄγχουσαν εὐλάβειαν ἀποπτύσαντες, πόρρω
τῆς νύσσης θέωμεν· ἀλλ' εἴσω τῶν ἡμετέρων ὅρων φιλοσοφῶμεν,
καὶ μὴ εἰς Αἴγυπτον ἐκφερώμεθα, μηδὲ εἰς Ἀσσυρίους κατασυρώ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De theologia (orat. 28)


Sec. 21, line 13

ἀνθρωπίνῃ σοφίᾳ τὴν τῶν ὄντων γνῶσιν θηρεύοντες, καὶ τοῖς


νοητοῖς προσβάλλοντες μετὰ τῶν αἰσθήσεων, ἢ οὐκ ἄνευ αἰσθή-
σεων, ὑφ' ὧν περιφερόμεθα καὶ πλανώμεθα, καὶ οὐκ ἔχομεν γυμνῷ
τῷ νοὶ γυμνοῖς τοῖς πράγμασιν ἐντυγχάνοντες μᾶλλόν τι προσιέναι
τῇ ἀληθείᾳ, καὶ τὸν νοῦν τυποῦσθαι ταῖς καταλήψεσιν. ὁ δὲ περὶ
θεοῦ λόγος, ὅσῳ τελεώτερος, τοσούτῳ δυσεφικτότερος, καὶ πλείους
τὰς ἀντιλήψεις ἔχων καὶ τὰς λύσεις ἐργωδεστέρας. πᾶν γὰρ τὸ
ἐνιστάμενον, κἂν βραχύτατον ᾖ, τὸν τοῦ λόγου δρόμον ἐπέσχε καὶ
διεκώλυσε, καὶ τὴν εἰς τὸ πρόσω φορὰν διέκοψεν· ὥσπερ οἱ τοὺς
ἵππους τοῖς ῥυτῆρσιν ἀθρόως μεθέλκοντες φερομένους, καὶ τῷ
ἀδοκήτῳ τοῦ τιναγμοῦ περιτρέποντες. οὕτω Σολομὼν μέν, ὁ σοφι-
σάμενος περισσὰ ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθεν καὶ καθ'
ἑαυτόν, ᾧ τὸ τῆς καρδίας πλάτος δῶρον θεοῦ, καὶ ἡ ψάμμου δαψι-
λεστέρα χύσις τῆς θεωρίας, ὅσῳ πλέον ἐμβατεύει τοῖς βάθεσι,  
τοσούτῳ πλέον ἰλιγγιᾷ, καὶ τέλος τι ποιεῖται σοφίας εὑρεῖν ὅσον
διέφυγεν. Παῦλος δὲ πειρᾶται μὲν ἐφικέσθαι, οὔπω λέγω τῆς τοῦ
θεοῦ φύσεως, τοῦτο γὰρ ᾔδει παντελῶς ἀδύνατον ὄν, ἀλλὰ μόνον
τῶν τοῦ θεοῦ κριμάτων· ἐπεὶ δὲ οὐχ εὑρίσκει διέξοδον οὐδὲ στράσιν
τῆς ἀναβάσεως, οὐδὲ εἴς τι φανερὸν τελευτᾷ πέρας ἡ πολυπραγμο-
σύνη τῆς διανοίας, ἀεί τινος ὑποφαινομένου τοῦ λείποντος· ὢ τοῦ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De filio (orat. 30) Sec. 2, line 3

μὲν ἤδη λελύκαμεν, καὶ οὐκ ἀμυδρῶς, ὡς ἐμαυτὸν πείθω, τοῖς


εὐγνωμονεστέροις· τὰς μὲν ὑψηλοτέρας καὶ θεοπρεπεστέρας φωνὰς
προσνείμαντες τῇ θεότητι, τὰς δὲ ταπεινοτέρας καὶ ἀνθρωπικω-
τέρας τῷ νέῳ δι' ἡμᾶς Ἀδὰμ καὶ θεῷ παθητῷ κατὰ τῆς ἁμαρτίας·
τοῖς δὲ καθ' ἕκαστον οὐκ ἐπεξεληλύθαμεν, ἐπειγομένου τοῦ λόγου·
σὺ δὲ καὶ τούτων ἐπιζητεῖς ἐν βραχεῖ τὰς λύσεις, τοῦ μὴ παρα-
σύρεσθαι λόγοις πιθανότητος, ἡμεῖς καὶ ταύτας κεφαλαιώσομεν
εἰς ἀριθμοὺς διελόντες διὰ τὸ εὐμνημόνευτον.
 Ἔστι γὰρ ἓν μὲν αὐτοῖς ἐκεῖνο καὶ λίαν πρόχειρον τό· Κύριος
ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ. πρὸς ὃ πῶς ἀπαν-  
τησόμεθα; οὐ Σολομῶντος κατηγορήσομεν; οὐ τὰ πρὶν ἀθετήσο-
μεν διὰ τὴν τελευταίαν παράπτωσιν; οὐχὶ τῆς σοφίας αὐτῆς ἐροῦμεν
εἶναι τὸν λόγον, τῆς οἷον ἐπιστήμης καὶ τοῦ τεχνίτου λόγου, καθ'
ὃν τὰ πάντα συνέστη; πολλὰ γὰρ ἡ γραφὴ προσωποποιεῖν οἶδε καὶ
τῶν ἀψύχων, ὡς τό· Ἡ θάλασσα εἶπε τάδε καὶ τάδε· καί, Ἡ ἄβυσσος
εἶπεν, οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί· καί, Οἱ οὐρανοὶ διηγούμενοι δόξαν θεοῦ.
καὶ πάλιν ῥομφαία τι διακελεύεται, καὶ ὄρη καὶ βουνοὶ λόγους
680

ἐρωτῶνται σκιρτήσεως. τούτων οὐδέν φαμεν, εἰ καί τισι τῶν πρὸ


ἡμῶν ὡς ἰσχυρὰ τέθειται. ἀλλ' ἔστω τοῦ σωτῆρος αὐτοῦ, τῆς ἀλη-
θινῆς σοφίας, ὁ λόγος. μικρὸν δὲ συνδιασκεψώμεθα. τί τῶν ὄντων
ἀναίτιον; θεότης. οὐδεὶς γὰρ αἰτίαν εἰπεῖν ἔχει θεοῦ· ἢ τοῦτο ἂν

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Apologetica (orat. 2) Vol. 35, p. 460, line 35

Θεὸν αὐτὸν τοῦτο μᾶλλον ἤ τι ἄλλο χαίρειν ἀκούοντα,


ἐπειδὴ καλεῖται πολλοῖς ὀνόμασιν, οὕτω κοῦφόν τι
καὶ πεπατημένον πρᾶγμα ὑποληψόμεθα, ὥστε θε-
λῆσαι δεῖν μόνον καὶ εἶναι σοφόν; Πολλῆς
τοῦτο τῆς ἀμαθείας. Ἂν ταῦτα λέγωμεν αὐτοῖς, καὶ
κατὰ μικρὸν τὴν πλάνην ἀνακαθαίρωμεν, ἤ τις
ἄλλος τῶν εὐμαθεστέρων καὶ συνετωτέρων, τοῦτο
ἐκεῖνο κατὰ πετρῶν σπείρειν, καὶ λαλεῖν εἰς ὦτα
μὴ ἀκουόντων. Οὕτως οὐδ' αὐτὸ τοῦτό εἰσι σοφοὶ,
τὴν ἑαυτῶν γινώσκειν ἀπαιδευσίαν. Καί μοι δοκεῖ
καλῶς ἔχειν τὸ τοῦ Σολομῶντος περὶ αὐτῶν εἰ-
πεῖν· Ἔστι πονηρία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον,
ἄνδρα δόξαντα παρ' ἑαυτῷ σοφὸν εἶναι· καὶ ὃ
τούτου πονηρότερον, παιδεύειν ἄλλους πεπιστευ-
μένον τὸν μηδὲ τῆς οἰκείας ἀμαθείας ἐπαισθανό-
μενον.  
 ΝΑʹ. Τοῦτο δακρύων μὲν καὶ στεναγμῶν, εἴπερ
τι ἄλλο, τὸ πάθος ἄξιον· ὃ καὶ πολλάκις ἐγὼ κατ-
ηλέησα, εὖ εἰδὼς, ὅτι τὸ οἴεσθαι τοῦ εἶναι τὸ πλεῖ-
στον ἀφαιρεῖται, καὶ μέγα τοῖς ἀνθρώποις ἡ κενο-
δοξία πρὸς ἀρετὴν ἐμπόδιον· ἰάσασθαι δὲ καὶ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In seipsum, cum rure rediisset, post ea quae a Maximo


perpetrata fuerant (orat. 26) Vol. 35, p. 1245, line 41

κακίας ἀπαλλαγεῖεν, ἢ καινοτέραν ὁδὸν τῆς ἀδικίας


ἐπινοήσαιεν, ὡς τῆς παρούσης καταφρονουμένης, καὶ
μὴ πρὸς τῇ κακίᾳ καὶ ἄνοιαν ἐγκαλοῖντο, ὡς ἀνο-
μοῦντες διακενῆς, καὶ οὐδὲ εἰδότες ἀδικεῖν ὃ
σπουδάζουσιν.
 ΙΔʹ. Τί γὰρ δὴ καὶ λυπήσουσιν ἐπὶ πάντα
ἐλθόντες; Ἴδωμεν ὅσα ἂν ἀδικηθείη παρὰ ἀνθρώπων
ἄνθρωπος. Ἀπαίδευτον ὀνομάσουσιν; Μίαν σοφίαν
οἶδα, τὸ φοβεῖσθαι Θεὸν (Ἀρχή τε γὰρ σοφίας, φό-
βος Κυρίου· καὶ τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε, τὸν
Θεὸν φοβοῦ. Ταῦτα Σολομὼν ὁ σοφώτατος. Δειξά-
τωσαν οὖν ἄφοβον, καὶ νικησάτωσαν· τῆς δὲ
ἄλλης σοφίας, τὴν μὲν παρέδραμον, τὴν δὲ προσλα-
βεῖν εὔχομαι καὶ ἐλπίζω, θαῤῥῶν τῷ Πνεύματι. Πε-
681

νίαν ἐγκαλέσουσι, τὴν ἐμὴν περιουσίαν; εἴθε γὰρ


ἀποδυσαίμην καὶ τὰ ῥάκια ταῦτα, ἵνα γυμνὸς δια-
δράμω τὰς ἀκάνθας τοῦ βίου· εἴθε καὶ τὸν βαρὺν  
χιτῶνα τοῦτον ὡς τάχιστα, ἵνα λάβω κουφότερον.
Φυγόπατριν ἀποκαλέσουσιν; ὡς μικρὰ φρονοῦσι περὶ
ἡμῶν ὄντως ὑβρισταὶ καὶ μισόξενοι! Ἔστι γάρ μοι
πατρὶς, ὦ οὗτοι, περιγραπτὸς, ᾧ πᾶσα πατρὶς, καὶ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De moderatione in disputando (orat. 32) Vol. 36, p. 180,


line 45

τες πάντως, ἢ κέντρων δεόμενοι διὰ τὴν νωθείαν,


ἢ κρημνιζόμενοι διὰ τὴν θερμότητα. Ἀμφοτέρων δὲ
ὅσον χρήσιμόν ἐστι λαβόντες, τῆς μὲν τὸ πρᾶον, τῆς
δὲ τὸν ζῆλον· ἀμφοτέρων ὅσον ἐστὶ βλαβερὸν διαφύ-
γωμεν, τῆς μὲν τὸν ὄκνον, τῆς δὲ τὸ θράσος· ἵνα
μήτε τῷ ἐλλείποντι ὦμεν ἅκαρποι, μήτε τῷ περιτ-
τεύοντι κινδυνεύωμεν. Ὁμοίως γὰρ ἄχρηστα, καὶ
νωθρότης ἄπρακτος, καὶ θερμότης ἀπαίδευτος· ἡ
μὲν οὐκ ἐγγίζουσα τῷ καλῷ, ἡ δὲ ὑπερπίπτουσα,
καὶ τοῦ δεξιοῦ ποιουμένη τι δεξιώτερον. Ὅπερ καὶ
ὁ θεῖος Σολομὼν καλῶς ἐπιστάμενος, Μὴ ἐκκλί-
νῃς, φησὶν, εἰς τὰ δεξιὰ, μηδ' εἰς τὰ ἀριστερά·
μηδὲ διὰ τῶν ἐναντίων εἰς κακὸν ἴσον ἐμπέσῃς,
τὴν ἁμαρτίαν. Καίτοιγε τὸ φύσει δεξιὸν ἐπαινῶν,
Ὁδοὺς γὰρ, φησὶ, τὰς ἐκ δεξιῶν οἶδεν ὁ Θεός·  
διεστραμμέναι δέ εἰσιν αἱ ἐξ ἀριστερῶν. Πῶς οὖν
ἐπαινεῖ τὸ δεξιὸν, καὶ ἀπάγει πάλιν τοῦ δεξιοῦ;
Τούτου δηλαδὴ τοῦ φαινομένου δεξιοῦ, καὶ οὐκ ὄντος.
Πρὸς ὃ βλέπων ἑτέρωθι, Μὴ γίνου δίκαιος πολὺ,
φησὶ, μηδὲ σοφίζου περισσά. Τὸ γὰρ αὐτὸ καὶ περὶ
δικαιοσύνην, καὶ περὶ σοφίαν πάθος, θερμότης περὶ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De moderatione in disputando (orat. 32)


Vol. 36, p. 204, line 30

ὀλίγους φθάνον, φίλον ἦν Θεῷ καὶ οἰκεῖον· τὸ δὲ ἐγ-


γυτέρω, καὶ τοῖς πολλοῖς ἐφικτὸν, ἀπόπτυστον καὶ
ἀπόβλητον. Οὐδὲ γὰρ τῶν ἀνθρώπων οἱ μετριώτεροι
τοῦτο πάθοιεν ἂν, ὥστε μὴ τὰς κατὰ δύναμιν ἀπαι-
τεῖν τιμὰς, ἀλλὰ χαίρειν μόνον ταῖς προεχούσαις,
μήτιγε δὴ Θεός· οὗ πολλῶν ὄντων ἐφ' οἷς θαυμάζεται,
οὐδὲν οὕτως, ὡς τὸ πάντας εὐεργετεῖν, ἰδιώτατον. Μὴ
ἀτίμαζε τὸ εἰωθὸς, μὴ θήρευε τὸ καινὸν, ἵν' εὐ-
δοκιμήσῃς ἐν τοῖς πλείοσι. Κρείσσων μι-
κρὰ μερὶς μετὰ ἀσφαλείας, ἢ μεγάλη μετὰ σαθρό-
τητος, παιδευέτω σε τῇ συμβουλῇ Σολομών· καὶ,
Κρείσσων ἄπορος πορευόμενος ἐν ἁπλότητι
682

αὐτοῦ (μία καὶ αὕτη τῶν παροιμιῶν σοφῶς ἔχουσα),


ὁ πένης ἐν λόγῳ καὶ γνώσει, καὶ τοῖς ἁπλοῖς ῥήμα-
σιν ἐπερειδόμενος, καὶ ἐπὶ τούτων ὥσπερ ἐπὶ λε-
πτῆς σχεδίας διασωζόμενος, ὑπὲρ στρεβλόχειλον
ἄφρονα, τὸν ἀποδείξει λόγου θαῤῥοῦντα σὺν ἀμαθίᾳ,
καὶ κενοῦντα τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγμά
τι λόγου κρεῖττον, διὰ τῆς ἐν λόγοις δυνάμεως, ἔνθα
τὸ ἀσθενὲς τῆς ἀποδείξεως, τῆς ἀληθείας ἐστὶν ἐλάτ-
τωσις.  

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De seipso et ad eos qui ipsum cathedram


Constantinopolitanam affectare dicebant (orat. 36) Vol. 36, p. 272, line 7

θεὸς νομισθῆναι· καὶ τὸν Ἀδὰμ ἐξέβαλε τοῦ παρα-


δείσου, δι' ἡδονῆς κλέψας καὶ γυναικός. Ἐπείσθη
γὰρ, ὡς θεὸς εἶναι βασκαίνεται, τοῦ τῆς γνώσεως
ξύλου τέως εἰργόμενος. Οὗτος καὶ τὸν Κάϊν ἀδελ-  
φοκτόνον ἐποίησεν, οὐκ ἐνεγκόντα θυσίαν ὁσιω-
τέραν. Οὗτος καὶ ὕδατι κόσμον ἐκάλυψεν ἀκοσμοῦν-
τα, καὶ Σοδομίτας πυρὶ κατέκλυσεν. Οὗτος καὶ
Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν κατέχωσε κατὰ Μωσέως μανέν-
τας, καὶ Μαριὰμ ἐλέπρωσε κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μόνον
γογγύσασαν. Οὗτος καὶ προφητῶν αἵμασι τὴν γῆν
ἐμίανε, καὶ Σολομῶντα γυναιξὶ κατέσεισε τὸν σοφώ-
τατον. Οὗτος καὶ Ἰούδαν προδότην ἀνέδειξεν, ἀργυ-
ρίῳ μικρῷ κλαπέντα, τὸν ἀγχόνης ἄξιον· καὶ Ἡρώ-
δην παιδοφόνον, καὶ Χριστοκτόνον Πιλᾶτον ἐδημιούρ-
γησεν. Οὗτος καὶ τὸν Ἰσραὴλ ἐλίκμησε καὶ διέσπει-
ρεν, ἐξ ἧς οὔπω καὶ νῦν ἀνανεύουσιν ἁμαρτίας.
Οὗτος καὶ τὸν ἀποστάτην ἡμῖν ἐπανέστησε τύραν-
νον, οὗ καὶ νῦν ἔτι παραλυποῦσιν οἱ ἄνθρακες, εἰ
καὶ τὴν φλόγα διαπεφεύγαμεν. Οὗτος καὶ τὸ καλὸν
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμεν, εἰς διαφόρους καὶ
ἀντιπάλους σπουδὰς μερίσας.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sancta lumina (orat. 39) Vol. 36, p. 344, line 1

τὸ ἁμαρτάνειν, ἀλλὰ καὶ θεῖον νομίζηται, εἰς


τοιαύτην καταφεῦγον ἀπολογίαν, τὰ προσκυνού-
μενα.
 Ηʹ. Ἡμῖν δὲ ὥσπερ ἐχαρίσθη τὸ φυγοῦσι τὴν δει-
σιδαίμονα πλάνην, μετὰ τῆς ἁληθείας γενέσθαι, καὶ
δουλεύειν Θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ, καὶ τὴν κτίσιν
ὑπεραναβῆναι, πάντα περάσασιν, ὅσα ὑπὸ χρόνον καὶ
πρώτην κίνησιν· οὕτω καὶ εἴδωμεν, καὶ φιλο-
σοφήσωμεν τὰ περὶ Θεοῦ καὶ τὰ θεῖα. Φιλοσοφήσω-
μεν δὲ, ἀρχόμενοι, ὅθεν ἄρχεσθαι ἄμεινον· ἄμει-  
νον δὲ, ὅθεν Σολομὼν ἡμῖν ἐνομοθέτησεν· Ἀρχὴ σο-
683

φίας, φησὶ, κτῆσαι σοφίαν· τί τοῦτο λέγων ἀρχὴν


σοφίας; Τὸν φόβον. Οὐ γὰρ ἀπὸ θεωρίας ἀρξαμένους.
εἰς φόβον χρὴ καταλήγειν (θεωρία γὰρ ἀχαλίνωτος
τάχα ἂν καὶ κατὰ κρημνῶν ὤσειεν)· ἀλλὰ φόβῳ στοι-
χειουμένους, καὶ καθαιρομένους, καὶ, ἵν' οὕτως εἴπω,
λεπτυνομένους, εἰς ὕψος αἴρεσθαι. Οὗ γὰρ φόβος,
ἐντολῶν τήρησις· οὗ δὲ ἐντολῶν τήρησις, σαρκὸς
κάθαρσις, τοῦ ἐπιπροσθοῦντος τῇ ψυχῇ νέφους, καὶ
οὐκ ἐῶντος καθαρῶς ἰδεῖν τὴν θείαν ἀκτῖνα· οὗ δὲ
κάθαρσις, ἔλλαμψις· ἔλλαμψις δὲ, πόθου πλήρωσις,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sancta lumina (orat. 39) Vol. 36, p. 345, line 15

σπουδαστότερον)· ἀλλὰ πρὸς τῷ φεύγειν τὴν


κακίαν, καὶ τὴν ἀρετὴν ἐργάζονται, ὅλον τὸν
Χριστὸν, ἢ ὅτι μάλιστα, ἑαυτοῖς εἰσοικίσαντες, ὥστε
μηδενὶ κενῷ τὴν πονηρὰν δύναμιν ὁμιλήσασαν, ἑαυ-
τῆς πάλιν πληρῶσαι, καὶ γενέσθαι τὰ ἔσχατα χεί-
ρονα τῶν πρώτων, διὰ τὸ τῆς καταδρομῆς σφο-
δρότερον, καὶ τὸ τῆς φρουρᾶς ἀσφαλέστερον καὶ δυς-
αλωτότερον. Ὅταν δὲ πάσῃ φυλακῇ τηρήσαντες
τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν, καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ δια-
θέμενοι, καὶ νεώσαντες ἑαυτοῖς νεώματα, καὶ σπεί-
ραντες εἰς δικαιοσύνην, ὡς Σολομῶντι, καὶ Δαβὶδ,
καὶ Ἱερεμίᾳ δοκεῖ, φωτίσωμεν ἑαυτοῖς φῶς γνώσεως·
τηνικαῦτα λαλῶμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τὴν
ἀποκεκρυμμένην, καὶ τοῖς ἄλλοις ἐκλάμπωμεν. Τέως
δὲ καθαιρώμεθα καὶ προτελώμεθα τῷ Λόγῳ, ἵν'
ὅτι μάλιστα αὐτοὺς ἡμᾶς εὐεργετῶμεν, θεοειδεῖς ἐρ-
γαζόμενοι, καὶ ἥκοντα τὸν Λόγον ὑποδεχόμενοι· οὐ
μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ κρατοῦντες, καὶ τοῖς ἄλλοις προ-
φαίνοντες.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sanctum baptisma (orat. 40) Vol. 36, p. 376, line 34

Ἡσαΐαν, καὶ τῷ πρωῒ ληφθῆναι λυσιτελέ-


στερον.
 ΙΔʹ. Σπεῖρε μὲν ὅτε καιρὸς, καὶ συγκό-
μιζε, καὶ λύε τὰς ἀποθήκας, ὅτε τούτου και-
ρὸς, καὶ φύτευε καθ' ὥραν, καὶ κειρέσθω σοι βότρυς
ὥριμος, καὶ ἀνάγου θαῤῥήσας ἔαρι, καὶ ἄνελκε τὴν
ναῦν, πάλιν ἀρχομένου χειμῶνος, καὶ τῆς θαλάσσης
ἀγριουμένης. Καὶ πολέμου καιρὸς ἔστω σοι, καὶ εἰ-
ρήνης, καὶ γάμου, καὶ τῶν οὐ γάμου, καὶ φιλίας,
καὶ διαστάσεως, ἂν ταύτης δεήσῃ, καὶ παντὸς ὅλως
πράγματος, εἴ τι τῷ Σολομῶντι πειστέον. Πει-
στέον δέ· καὶ γὰρ ὠφέλιμος ἡ παραίνεσις. Ἀεὶ
684

δὲ τὴν σωτηρίαν ἐργάζου, καὶ πᾶς ἔστω σοι καιρὸς


τοῦ βαπτίσματος ὅρος. Ἐὰν ἀεὶ τὸ σήμερον παρα-
τρέχων, ἐπιτηρῇς τὸ εἰς αὔριον, λανθάνεις ταῖς
κατὰ μικρὸν ἀναβολαῖς ὑπὸ τοῦ Πονηροῦ κλεπτόμε-
νος, ὥσπερ ἐκείνου τρόπος. Ἐμοὶ δὸς τὸ παρὸν,
Θεῷ τὸ μέλλον· ἐμοὶ τὴν νεότητα, Θεῷ τὸ γῆρας·
ἐμοὶ τὰς ἡδονὰς, ἐκείνῳ τὴν ἀχρηστίαν. Ὅσος ὁ
περὶ σὲ κίνδυνος! ὅσα τὰ παρ' ἐλπίδα συμπτώ-
ματα! Ἢ πόλεμος παρανάλωσεν, ἢ σεισμὸς συν

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sanctum baptisma (orat. 40) Vol. 36, p. 392, line 17

 ΚΔʹ. Τοιγαροῦν, ἐπειδὴ τούτων ἠκούσατε τῶν φω-


νῶν, Προσέλθετε πρὸς αὐτὸν καὶ φωτίσθητε, καὶ
τὰ πρόσωπα ὑμῶν οὐ μὴ καταισχυνθῇ, διαμαρ-
τόντα τῆς χάριτος. Καὶ δέξασθε τὸν φωτισμὸν ἕως
καιρὸς, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταδιώξῃ, καὶ κατα-
λάβῃ χωρίσασα τοῦ φωτίσματος· Ἔρχεται νὺξ, ὅτε
οὐδεὶς δύναται ἐργάσασθαι, μετὰ τὴν ἐνθένδε
ἀπαλλαγήν. Ἐκείνη Δαβὶδ ἡ φωνή· αὕτη τοῦ ἀλη-
θινοῦ φωτὸς, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον
ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Οἴεσθε δὲ καὶ τὸν
Σολομῶντα πικρῶς ὑμῖν ὀνειδίζειν τοῖς ἀργοτέροις ἢ
νωθεστέροις· Ἕως πότε, ὀκνηρὲ, κατάπεισαι,
λέγοντα; Πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἀναστήσῃ; Τὸ καὶ τὸ
σκήπτῃ, καὶ προφασίζῃ προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις.
Μένω τὰ Φῶτα· τὸ Πάσχα μοι τιμιώτερον· τὴν Πεν-
τηκοστὴν ἐκδέξομαι· Χριστῷ συμφωτισθῆναι βέλτιον·
Χριστῷ συναναστῆναι κατὰ τὴν ἀναστάσιμον ἡμέ-
ραν· τοῦ Πνεύματος τιμῆσαι τὴν ἐπιφάνειαν. Εἶτα
τί; Ἥξει τὸ τέλος ἐξαίφνης ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ οὐ προσδο-
κᾷς, καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκεις· εἶτα παραγίνεταί
σοι, ὥσπερ κακὸς ὁδοιπόρος, ἡ πενία τῆς χάριτος,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sanctum baptisma (orat. 40) Vol. 36, p. 397, line 16

αξιώσῃς ἐξαγορεῦσαί σου τὴν ἁμαρτίαν, εἰδὼς ὅπως


Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἵνα τὴν ἐκεῖθεν αἰσχύνην τῇ
ἐνταῦθα φύγῃς (ἐπειδὴ μέρος καὶ τοῦτο τῆς ἐκεῖ-
σε κολάσεως), καὶ δείξῃς, ὅτι τὴν ἁμαρτίαν ὄν-
τως μεμίσηκας, παραδειγματίσας αὐτὴν καὶ
θριαμβεύσας, ὡς ἀξίαν ὕβρεως. Μὴ διαπτύσῃς ἐξορ-
κισμοῦ θεραπείαν, μηδὲ πρὸς τὸ μῆκος ταύτης ἀπ-
αγορεύσῃς. Βάσανός ἐστι καὶ αὕτη τῆς περὶ τὸ χά-
ρισμα γνησιότητος. Τί τοσοῦτον πονήσεις, οἷον ἡ τῶν
Αἰθιόπων βασίλισσα, ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς
685

ἀπαναστᾶσα, ἵνα ἴδῃ τὴν σοφίαν Σολομῶν-


τος; Καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε, παρὰ τοῖς
τελείως λογιζομένοις. Μὴ κατοκνήσῃς, μὴ ὁδοῦ μῆ-
κος, μὴ μέτρα θαλάσσης, μὴ πῦρ, εἰ καὶ τοῦτο πρό-
κειται, μὴ ἄλλο μηδὲν, ἢ μικρὸν, ἢ μεῖζον τῶν κω-
λυμάτων, ὥστε τυχεῖν τοῦ χαρίσματος. Εἰ δέ σοι μη-
δὲν πονήσαντι, μηδὲ πραγματευσαμένῳ, τυχεῖν ἔξ-
εστι τοῦ ποθουμένου, πόσης εὐηθείας τὴν δωρεὰν
ἀναβάλλεσθαι; Οἱ διψῶντες, φησὶ, πορεύεσθε ἐφ'
ὕδωρ (Ἡσαΐας διακελεύεταί σοι)· καὶ ὅσοι μὴ ἔχε-
τε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καὶ πίεσθε
οἶνον, ἄνευ ἀργυρίου τιμῆς. Ὢ τοῦ τάχους τῆς

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In sanctum baptisma (orat. 40)


Vol. 36, p. 397, line 16

Ἰωάννης ἐβάπτισεν, ἵνα τὴν ἐκεῖθεν αἰσχύνην τῇ


ἐνταῦθα φύγῃς (ἐπειδὴ μέρος καὶ τοῦτο τῆς ἐκεῖ-
σε κολάσεως), καὶ δείξῃς, ὅτι τὴν ἁμαρτίαν ὄν-
τως μεμίσηκας, παραδειγματίσας αὐτὴν καὶ
θριαμβεύσας, ὡς ἀξίαν ὕβρεως. Μὴ διαπτύσῃς ἐξορ-
κισμοῦ θεραπείαν, μηδὲ πρὸς τὸ μῆκος ταύτης ἀπ-
αγορεύσῃς. Βάσανός ἐστι καὶ αὕτη τῆς περὶ τὸ χά-
ρισμα γνησιότητος. Τί τοσοῦτον πονήσεις, οἷον ἡ τῶν
Αἰθιόπων βασίλισσα, ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς
ἀπαναστᾶσα, ἵνα ἴδῃ τὴν σοφίαν Σολομῶν-
τος; Καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε, παρὰ τοῖς
τελείως λογιζομένοις. Μὴ κατοκνήσῃς, μὴ ὁδοῦ μῆ-
κος, μὴ μέτρα θαλάσσης, μὴ πῦρ, εἰ καὶ τοῦτο πρό-
κειται, μὴ ἄλλο μηδὲν, ἢ μικρὸν, ἢ μεῖζον τῶν κω-
λυμάτων, ὥστε τυχεῖν τοῦ χαρίσματος. Εἰ δέ σοι μη-
δὲν πονήσαντι, μηδὲ πραγματευσαμένῳ, τυχεῖν ἔξ-
εστι τοῦ ποθουμένου, πόσης εὐηθείας τὴν δωρεὰν
ἀναβάλλεσθαι; Οἱ διψῶντες, φησὶ, πορεύεσθε ἐφ'
ὕδωρ (Ἡσαΐας διακελεύεταί σοι)· καὶ ὅσοι μὴ ἔχε-
τε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καὶ πίεσθε
οἶνον, ἄνευ ἀργυρίου τιμῆς. Ὢ τοῦ τάχους τῆς

Αθανάσιος θεολόγος. Epistula festalis xxxix (fragmentum in collectione canonum)


P. 75, line 22

αὐταί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ


ἐμοῦ’.
Ἀλλ' ἕνεκά γε πλείονος ἀκριβείας
προστίθημι καὶ τοῦτο γράφων ἀ-
686

ναγκαίως, ὡς ὅτι ἔστι καὶ ἕτερα


βιβλία τούτων ἔξωθεν, οὐ κανονι-
ζόμενα μέν, τετυπωμένα δὲ παρὰ
τῶν πατέρων ἀναγινώσκεσθαι τοῖς
ἄρτι προσερχομένοις καὶ βουλο-
μένοις κατηχεῖσθαι τὸν τῆς εὐσε-
βείας λόγον· Σοφία Σολομῶντος καὶ
Σοφία Σιρὰχ καὶ Ἑσθὴρ καὶ Ἰουδὶθ
καὶ Τωβίας καὶ Διδαχὴ καλουμένη
τῶν ἀποστόλων καὶ ὁ Ποιμήν.
Καὶ ὅμως, ἀγαπητοί, κἀκείνων κα-  
νονιζομένων, καὶ τούτων ἀναγινω-
σκομένων, οὐδαμοῦ τῶν ἀποκρύφων
μνήμη, ἀλλὰ αἱρετικῶν ἐστιν ἐπί-
νοια, γραφόντων μὲν ὅτε θέλουσιν
αὐτά, χαριζομένων δὲ καὶ προστι-
θέντων αὐτοῖς χρόνους, ἵνα ὡς πα

Αθανάσιος θεολόγος. In illud: Profecti in pagum invenietis pullum alligatum [Sp.]


Ch. 1, sec. 2, line 2

Τοῦ Ἀθανασίου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, εἰς τό·


»πορεύεσθε εἰς τὴν κατέναντι κώμην καὶ εὑρήσετε πῶλον
δεδεμένον.»

»Οἱ τὰ ἐπίγεια φρονήσαντες» καὶ τῆς ἐντολῆς τοῦ θεοῦ κατα-


φρονήσαντες καὶ ἐν τῷ βίῳ τούτῳ μοχθήσαντες, οὗτοι πρὸ τῆς τῶν
ἀγαθῶν εὑρέσεως ἐν ἀγνοίᾳ διέτριβον.
         οἶμαι γὰρ καὶ τὸν σοφώτατον
Σολομῶντα διὰ τοῦτο λέγειν, ὅτι «καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ  
ἀπολέσαι.»
         τουτέστιν ἥμαρτες· ἡσύχασον. εἰ γὰρ καί ποτε ἐν ἀγνοίᾳ
διατρίβων ἀπώλειαν τῇ σεαυτοῦ ψυχῇ περιεποιήσω, ἀλλὰ καιρὸς γέγονε
τοῦ ζητῆσαι ἡμᾶς ταύτην.
         ὡς καὶ ὁ κύριος καὶ σωτὴρ ἡμῶν Ἰησοῦς
ὁ χριστὸς ἐν εὐαγγελίοις διδάσκει λέγων· «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε.» καὶ
πότε δὲ ταύτην εὑρήσωμεν ἢ νῦν ὅτε ὁ κύριος παρὼν ἔλυσεν ἡμᾶς ἐκ
τῶν τοῦ διαβόλου δεσμῶν;          ὡς καὶ ὁ μακάριος ἀπόστολος διδάσκει

Αθανάσιος θεολόγος. In illud: Profecti in pagum invenietis pullum alligatum [Sp.]


Ch. 2, sec. 1, line 2

λέγων· «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας.»


καιρὸς οὖν ἠκολούθησε τοῦ ἀπολέσθαι τὴν ἐπισκοτοῦσαν ἁμαρτίαν
καὶ καιρὸς ἐκάλεσε τοῦ ζητῆσαι τὸ πεπλανημένον, τοῦ λυθῆναι ἡμᾶς
ἐκ τῶν δεσμῶν.
         ἦλθε γὰρ «ὁ λύων τοὺς πεπεδημένους καὶ ἀνορθῶν
τοὺς κατερραγμένους.» ἦλθεν «ὁ κηρύσσων ἄφεσιν τοῖς αἰχμαλώτοις
687

καὶ τοῖς τυφλοῖς ἀνάβλεψιν.»


         «τότε» γὰρ «ἁλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ
χωλὸς καὶ τρανὴ ἔσται γλῶσσα μογιλάλων.»
Καὶ ἄλλως δὲ ἐπιβάλωμεν τῷ ῥητῷ. κινεῖ γὰρ ἡμᾶς εἰς πόθον τὸ τοῦ
Σολομῶντος λεξείδιον. φησὶ γάρ· «καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ  
ἀπολέσαι.»
         ἐπειδὴ πολλῷ τῷ χρόνῳ πλανώμενον ἦν τὸ γένος τὸ
ἀνθρώπινον καὶ ἀπολλύμενον ταῖς τοῦ διαβόλου πανουργίαις, καιρὸς
γέγονε τοῦ ζητηθῆναι τοῦτο καὶ ἀνακληθῆναι ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας καὶ
ἐλευθερωθῆναι ἐκ τῶν δεσμῶν.
         χρεία γὰρ ἦν ζητῆσαι ἡμᾶς καὶ μαθεῖν,
ὅτι «τὸ μὲν γράμμα ἀποκτενεῖ, τὸ δὲ πνεῦμα ζῳοποιεῖ.»
         τούτου οὖν
ἀνυσθέντος καιρὸς γέγονε τοῦ ἀπολέσθαι τὸν τύπον καὶ τὴν ἐν τῷ γράμμα-
τι σκιάν.

Αθανάσιος θεολόγος. Homilia in illud: Euntem autem illo [Sp.] Ch. 1, sec. 6, line 1

καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ.»          ἀμέλει καὶ ὁ προφήτης τῆς


αὐτῆς ἐχόμενος γνώμης ἔλεγε· «κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην.»  
ζητήσωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς «πρῶτον τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ» οὕτω
»ταῦτα πάντα προστεθήσεται» ἡμῖν· οὕτω γὰρ καὶ ὁ κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς ὁ χριστὸς ἐν εὐαγγελίοις διδάσκει λέγων· «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε.»
ζητοῦμεν δὲ ἡμεῖς οὐ μαργαρίτας οὐδὲ ὑακίνθους, ἅπερ οἱ ἀπει-
ρόκαλοι τεθαυμάκασιν· ἀλλὰ ζητοῦμεν «θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ, τὴν
ἀποκεκρυμμένην,» «ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν·
εἰ γὰρ ἔγνωσαν,» φησίν, «οὐκ ἂν τὸν κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν.»
αὕτη δέ ἐστιν ἡ σοφία, περὶ ἧς καὶ ὁ Σολομὼν ἔλεγεν ἐν προφητείᾳ·
»ἐξαπόστειλόν μοι τὴν τῶν σῶν θρόνων πάρεδρον σοφίαν·»
         ὅτι δὲ
ὁ Χριστὸς καὶ σοφία κηρύσσεται, μαρτυρήσει μοι ὁ Παῦλος λέγων·
»Χριστὸς θεοῦ δύναμις καὶ θεοῦ σοφία.»
         «ζητεῖτε οὖν πρῶτον τὴν
βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ» οὕτω «ταῦτα πάντα προς-
τεθήσεται ὑμῖν.»

Αθανάσιος θεολόγος. Homilia in illud: Euntem autem illo [Sp.]


Ch. 4, sec. 5, line 4

         τίς δὲ καὶ ἡ τοσαύτη ὑδαρότης, ὥστε βαδίζοντος ὄνου μὴ


θέλειν ἐπιβαίνειν χαμαί, ἀλλ' ἐπὶ ἱματίων; ταῦτα δὲ ἐκδιῃτημένων
ἐστὶ καὶ τρυφώντων.
         ἆρα καὶ ὁ Ἰησοῦς τρυφῇ ἐσχόλαζεν, ἵνα μὴ  
βουληθῇ ἐποχουμένου αὐτοῦ χαμαὶ πατεῖν τὴν ὄνον; ἀγαπητοί, οὐκ
ἔστι τρυφώντων τὸ διδασκάλιον.
         ἀλλ' οὐδὲ τῶν πώποτέ τις ἱστόρηται
τοῦτο ποιήσας, οὐδὲ γὰρ ὁ παρ' Ἕλλησι Ναβουχοδονόσορ τοῦτο
πεποίηκεν· οὐδὲ ὁ τοῦτον διαδεξάμενος Βαλτάσαρ· οὔτε μὴν ὁ μέγας
688

Σολομών, ὅτε ἦν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ.


         προειρήκαμεν γάρ, ὅτι
ἐγίνωσκε, ‘πῶς χρήσηται τῷ πλούτῳ, πῶς πενίαν ἐνέγκῃ’ καὶ τὰ
ἑξῆς.
         αὐτοῦ γάρ ἐστιν ἀκοῦσαι λέγοντος· «κύριε, μή μοι δῷς πλοῦτον
μηδὲ πενίαν, ἀλλὰ μέτρησόν μοι τὰ δέοντα καὶ τὰ αὐτάρκη.»
         σοφίας
δὲ μᾶλλον ἐπεμελεῖτο. διὸ βοᾷ καὶ λέγει· «εἱλόμην αὐτὴν ἔχειν ἀντὶ»
χρυσίου καὶ ἀργυρίου, «ὑπὲρ ὑγίειαν καὶ εὐμορφίαν ἠγάπησα αὐτήν.»
πόθεν δὲ καὶ τοσαῦτα ἱμάτια τοῖς μαθηταῖς, ὥστε ἀπὸ Βηθανίας ἕως
εἰσέλθῃ εἰς Ἱεροσόλυμα ὑποστρωννύναι τῇ ὄνῳ βαδιζούσῃ;

Αθανάσιος θεολόγος. Sermo major de fide [Sp.] Fragment 37, line 3

κ τοῦ αὐτοῦ λόγου

Ἐκ γὰρ τῶν παλαιῶν πεπαιδευμένος ὁ ἀπόστολος νομομαθής


τε ὢν τάς τε παροιμίας τοῦ Σολομῶντος ἀκριβῶς φιλολο-
γήσας

Τοῦ αὐτοῦ

Ὁρᾶτε ὅτι ἕως τοῦ νῦν οὐδεὶς εἶδεν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ ὡς
ἔστιν, ἄχρι τοῦ φανερῶσαι ἑαυτὸν ἡμῖν· ὃν δὲ ἐφόρεσεν δι'
ἡμᾶς υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, εἴδομεν, ὃν εἶπεν ὁ Παῦλος· κατα-
νοήσατε τὸν ἀπόστολον καὶ ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας
ἡμῶν. Ἰησοῦν Χριστὸν πιστὸν ὄντα τῶι ποιήσαντι
αὐτόν:  –  

Αθανάσιος θεολόγος. Sermo major de fide [Sp.] Fragment 54, line 5

Τοῦ αὐτοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἐκ τοῦ περὶ πίστεως μείζονος λόγου

 Πάντα εἰπὼν ἐν αὐτῶι κτισθέντα ὁ μακάριος Παῦλος αὐ-


τὸν μόνον εἶπεν πρὸ πάντων. ἐκ γὰρ τῶν παλαιῶν πεπαι-
δευμένος νομομαθής τε ὢν τάς τε παροιμίας τοῦ Σολομῶντος
φιλολογήσας καὶ δύο εἴδη περὶ τοῦ κυρίου εὑρών, ἓν μὲν περὶ
οὗ ἐκ Μαρίας ἔμελλεν ἀναλαμβάνειν ἀνθρώπου, ἕτερον δὲ περὶ
τοῦ πρὸ πάντων αἰώνων ἀιδίως ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντος λό-
γου, [καὶ] περὶ μὲν τοῦ ἐκ Μαρίας Ἰησοῦ γράφει Τιμοθέωι·
μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν ἐκ
σπέρματος Δαυὶδ κατὰ σάρκα· περὶ δὲ τοῦ ἀεὶ σὺν τῶι πατρὶ
689

θεοῦ λόγου εἶπεν ὅτι ἔστιν πρὸ πάντων. ἐλεγχέσθωσαν


τοίνυν παρὰ πάντων τῶν ἁγίων οἱ λέγοντες τὸν τοῦ θεοῦ λόγον
ἀρχὴν τῶν ἔργων κτισθέντα καὶ παρὰ μὲν τοῦ Δαυὶδ ἀκουέτω-
σαν ὅτι οὔκ ἐστιν ἔργον, ἀλλ' ἔργων ποιητής, ὡς λέγει· ἔργα

Αθανάσιος θεολόγος. Sermo major de fide [Sp.] Fragment 58, line 2

περὶ τοῦ αὐτοῦ ῥητοῦ λέγει· ἔκτισεν κύριος καινὸν ἐν τῆι


θηλείαι. ἣν δὲ λέγει σωτηρίαν καινὴν καὶ οὐ παλαιὰν ἡμῖν
κτισθεῖσαν καὶ οὐ πρὸ ἡμῶν καὶ ὃν λέγει καινὸν κτισθέντα ἐν
τῆι θηλείαι, τὸν κατὰ τὸν σωτῆρα νόει ἄνθρωπον Ἰησοῦν. ἑρ-
μηνεύεται γὰρ Ἰησοῦς πῆι μὲν σωτήρ, πῆι δὲ σωτηρία (ἐκ τοῦ
σωτῆρος ἡ σωτηρία ὃν τρόπον ἐκ τοῦ φωτὸς ὁ φωτισμός), ὅν-
τινα εἶπεν ἄνθρωπον Ἰησοῦν σωτηρίαν ἡμῖν κτισθέντα καινὸν  
ἐν τῆι θηλείαι, ὅ ἐστιν ἐν τῆι Μαρίαι, μᾶλλον δὲ ἐκ τῆς
Μαρίας:  –  

Καὶ μετ' ὀλίγα

 Ὃν τοίνυν ὁ Σολομὼν εἶπεν ἀρχὴν ὁδῶν κτισθέντα καὶ


ἣν Ἱερεμίας λέγει κτισθεῖσαν σωτηρίαν καινὴν καὶ καινὸν ἐν
τῆι θηλείαι, τὸν ὃν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ δι' ἡμᾶς ἡ σοφία ὠικοδό-
μησεν ἑαυτῆι οἶκον Χριστὸν Ἰησοῦν, ἐκ τῶν γραφῶν δείξαντες
τῶν ἑξῆς ἐχώμεθα, ἐφ' οἷς ἢ ἀγνοήσαντες τινὲς ἢ προληφθέντες
ἐν πλάνηι διαμεμενηκότες οὔτε διδάσκειν ὀρθῶς οὔτε διδά-
σκεσθαι βούλονται:  –  

Αθανάσιος θεολόγος. Sermo major (collatio cod. Laurentiani gr. 4.23) [Sp.]
Fragment 78, line 9/10

νου αὐτοῦ εἶναι τὸν ὑπακούοντα καὶ αἰτοῦντος αὐτοῦ εἶναι τὸν διδόντα.
τὰ δὲ τοιαῦτα μᾶλλον εὐκολώτερον τὴν τῶν Σαβελλιανῶν μανίαν
δείκνυσιν, ὅτι ἕτερος ὁ εὐχόμενος, ἕτερος ὁ ὑπακούων καὶ ἄλλος ἡ ἄμπελος
καὶ ἄλλος ὁ γεωργός. ὅσα γὰρ ὡς ἀποξενοῦντα τὸν υἱὸν ἀπὸ τοῦ
πατρὸς λέγεται ῥητά, ταῦτα διὰ τὴν σάρκα, ἣν δι' ἡμᾶς ἐφόρεσε,
λέγεται περὶ αὐτοῦ. ξένα γὰρ τὰ γενητὰ κατὰ φύσιν ἐστὶ τοῦ θεοῦ.
ἠναίνετο] ἱμείρετο G
λόγον] λόγου G;
         ἀρχερέα] ἀρχιερέα G
δύξαν] δόξαν G  
Σαλομὼν] Σολομὼν G
 Τοῦ αὐτοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἐκ τῆς εἰς τὸν Γολγοθὰ
 ὁμιλίας, ἧς ἡ ἀρχή· τὸ μὲν ἀναγνωσθὲν ῥητόν ἐστιν εὐαγ-
 γελικόν.
Ἀποστολικὸς κηρύττει λόγος· διὰ τοῦτο καὶ σταυροῦται, ἵνα τὴν κατάραν
ἐξαγοράσῃ καὶ ἡμεῖς τὴν εὐλογίαν κληρονομήσωμεν. πάσχων μὲν αὐτὸς
ἐβλάπτετο μὲν οὐδὲν ἐχαρίζετο δὲ μᾶλλον καὶ ἀποθνῄσκων οὐκ ἔμενε
νεκρός, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ τοὺς νεκροὺς ἐζῳοποίει. καὶ σφαγιαζόμενος δὲ οὐκ
690

ἀπόλλυτο, ἀλλὰ τῷ αἵματι τῆς σφαγῆς πάντας ἁπλῶς ἐλυτροῦτο καὶ


αὐτὸς ἔμενεν ἀπαθής.

Αθανάσιος θεολόγος. Dialogus Athanasii et Zacchaei [Sp.] Sec. 13, line 2

ὀργάνων ἀναπεμπόμενος, οὔτε πνεῦμα διὰ τῶν ἀναπνευστικῶν δῆλον ὅτι ἐκ


τοῦ ἀσώματον εἶναι τὸν θεόν:  
 ζακχαίος εἶπεν: Ἔστω τὶς δύναμις καὶ ἡ σοφία ᾗ λέγει·
8ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἡμετέραν· μὴ καὶ θεὸς
ἐστὶν ἡ δύναμις;
 ἀθανάσιος εἶπε: Αὐτῇ ταύτῃ τῇ δυνάμει λέγει ὁ θεός· 8ἰδοὺ γέγονεν
ἀδὰμ ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν:
 ζακχαίος εἶπεν: Εἰ γὰρ εἶπεν ἰδοὺ γέγονεν ἀδὰμ ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν
θεός;
 ἀθανάσιος εἶπεν: Ὁμολογεῖς τέως· ὅτι ἔστι τις δύναμις, ᾗ
συνήθως συνομιλεῖ ὁ θεός· καὶ αὐτὴ ἐστὶν ἡ λέγουσα διὰ τοῦ Σολομῶνος·  
8ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ 8ἤμην παρ' αὐτῷ
ἁρμόζουσα· καὶ τό, 8ἐγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρεν:
 ζακχαίος εἶπε: Μὴ εἶπεν ὅτι ἐγὼ ἤμην ὁ θεός;
 ἀθανάσιος εἶπε: 8Προκοπτέτω ὁ λόγος 8ἡλικίᾳ καὶ 8σοφίᾳ πνευ-
ματικῇ:
 ζακχαίος εἶπε: Δεῖξον ὅτι θεὸς καὶ ἄλλος ἐστίν:
 ἀθανάσιος εἶπεν: Ἐὰν μὴ μάθῃ τις τὰ στοιχεῖα, συλλαβὰς ἀναγνῶναι
οὐ δύναται· ἀνάγκη οὖν σε στοιχειωθῆναι καὶ οὕτως νοῆσαι τὰ λεγόμενα
καὶ σημαινόμενα διὰ τῶν στοιχείων:
 ζακχαίος εἶπεν: Ἰδοὺ ἔγνων ὅτι ἔστι τις δύναμις ᾗ προσέχαιρεν

Αθανάσιος θεολόγος. Dialogus Athanasii et Zacchaei [Sp.] Sec. 82, line 1

 ἀθανάσιος: Ὁ αὐτὸς προφήτης καὶ κύριον αὐτὸν εἶπε καὶ θεὸν καὶ
ἱερέα:
 ζακχαίος εἶπεν: Ἀνάγνωθί μοι ποῦ γέγραπται:
 ἀθανάσιος: Ἐν τῷ ῥθ ψαλμῷ οὕτως εἴρηται· 8εἶπεν ὁ κύριος τῷ
κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν σου· ῥάβδον δυνάμεως ἐξαποστελεῖ σοι κύριος ἐκ σιών· καὶ
κατακυρίευε ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν σου· μετά σου ἡ ἀρχὴ ἐν ἡμέρᾳ τῆς
δυνάμεώς σου, ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου. ἐκ γαστρὸς πρὸ
ἑωσφόρου ἐγέννησά σε· ὤμοσε κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται, σὺ ἱερεὺς
εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν μελχισεδέκ:
 ζακχαίος εἶπε: Καὶ πότε ἐγένετο ἱερεύς; περὶ Σολομῶνος
εἴρηται 8κατὰ τὴν τάξιν μελχισεδέκ· καὶ ταῦτα 8εἰς τὸν αἰῶνα· οὕτως γὰρ
εἴρηται· 8ὤμοσε κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα
κατὰ τὴν τάξιν μελχισεδέκ:
 ἀθανάσιος: Σολομὼν οὔτε ἱερεὺς ἐγένετο· οὔτε ἐν ὅλῳ τῷ βίῳ αὐτοῦ
εὐηρέστησε τῷ θεῷ· ἀλλὰ καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου ποιήσας
691

ἀπέθανεν· πῶς οὖν μένει ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα;


 ζακχαίος εἶπε: Τῷ οὖν χριστῷ εἶπεν, 8κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως
ἂν θῶ τοὺς ἐχθροὺς ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.
 ἀθανάσιος: Ὁ Δαυὶδ εἶπεν εἶπε 8κύριος, τοῦτ' ἔστιν ὁ θεός, 8τῷ
κυρίῳ μου, τῷ χριστῷ· 8κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς

Αθανάσιος θεολόγος. Dialogus Athanasii et Zacchaei [Sp.] Sec. 82, line 5

κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν σου· ῥάβδον δυνάμεως ἐξαποστελεῖ σοι κύριος ἐκ σιών· καὶ
κατακυρίευε ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν σου· μετά σου ἡ ἀρχὴ ἐν ἡμέρᾳ τῆς
δυνάμεώς σου, ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων σου. ἐκ γαστρὸς πρὸ
ἑωσφόρου ἐγέννησά σε· ὤμοσε κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται, σὺ ἱερεὺς
εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν μελχισεδέκ:
 ζακχαίος εἶπε: Καὶ πότε ἐγένετο ἱερεύς; περὶ Σολομῶνος
εἴρηται 8κατὰ τὴν τάξιν μελχισεδέκ· καὶ ταῦτα 8εἰς τὸν αἰῶνα· οὕτως γὰρ
εἴρηται· 8ὤμοσε κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα
κατὰ τὴν τάξιν μελχισεδέκ:
 ἀθανάσιος: Σολομὼν οὔτε ἱερεὺς ἐγένετο· οὔτε ἐν ὅλῳ τῷ βίῳ αὐτοῦ
εὐηρέστησε τῷ θεῷ· ἀλλὰ καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου ποιήσας
ἀπέθανεν· πῶς οὖν μένει ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα;
 ζακχαίος εἶπε: Τῷ οὖν χριστῷ εἶπεν, 8κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως
ἂν θῶ τοὺς ἐχθροὺς ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.
 ἀθανάσιος: Ὁ Δαυὶδ εἶπεν εἶπε 8κύριος, τοῦτ' ἔστιν ὁ θεός, 8τῷ
κυρίῳ μου, τῷ χριστῷ· 8κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς
σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου:
 ζακχαίος εἶπεν: Καὶ ὁ χριστὸς 8ἐκ δεξιῶν τοῦ θεοῦ κάθηται;
 ἀθανάσιος: Τοῦτο λέγει ὁ προφήτης:  
 ζακχαίος εἶπεν: Οὐκοῦν μείζων ἐστὶν ὁ χριστὸς τοῦ εὐλογουμένου;

Αθανάσιος θεολόγος. Dialogus Athanasii et Zacchaei [Sp.]


Sec. 99, line 3

πλὴν αὐτοῦ;
 ἀθανάσιος: Διὰ τὸ ἀπαράλλακτον τῆς οὐσίας· διὰ τὸ ταὐτὸν τῆς  
δόξης, διὰ τὸ ἀμεσίτευτον τῆς δυνάμεως· διὰ γὰρ τοῦτο κύριος ὁ θεός,
κύριος εἷς ἐστιν· ὅτι ἓν τὸ θέλημα· μία ἐξουσία· ἓν τὸ κράτος· οὐδὲ
γὰρ ἄλλο βούλεται ὁ πατήρ, καὶ ἄλλο ὁ υἱός· εἰ δὲ θέλεις καὶ πλειόνων
μυστηρίων, ἀνάγνωθι τὸν ἑβδομηκοστὸν πρῶτον ψαλμὸν τοῦ Δαυὶδ μετὰ
φόβου θεοῦ καὶ ἀληθείας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς· τάχα γὰρ ἐν τῇ
συναγωγῇ ὑμῶν ἀντὶ ᾠδῶν τερπουσῶν τὴν ἀκοήν, ταῦτα ἀναγινώσκετε:
 ζακχαίος εἶπε: Τί γὰρ λέγει ὁ ψαλμὸς περὶ τοῦ χριστοῦ σου;
 ἀθανάσιος: Ἀνάγνωθι καὶ εὑρήσεις:
 ζακχαίος εἶπεν: Ἀνέγνων καὶ εὗρον ὅτι περὶ Σολομῶνος λέγει:
 ἀθανάσιος: 8Ὁ θεός, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δός· τίς λέγει;
 ζακχαίος εἶπεν: Ὁ Δαυὶδ ἀξιοῖ τὸν κύριον ἵνα τὸ κρίνειν καλῶς δῷ τῷ
υἱῷ αὐτοῦ, τοῦτ' ἔστιν τῷ Σολομῶντι:
 ἀθανάσιος: 8Καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως;
 ζακχαίος εἶπε: Τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως, λέγει· τῷ ἐμῷ υἱῷ· ἡ βασιλεία
692

γὰρ ἦν Δαυὶδ ὅτε ηὔχετο τῷ θεῷ, ἵνα τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ δῷ τῷ


Σολομῶντι αὐτὸς ὁ θεός:
 ἀθανάσιος: Ἀκολούθησον αὐτῷ μετὰ φόβου θεοῦ. 8ἀναλαβέτω  
τὰ ὄρη εἰρήνην τῷ λαῷ καὶ οἱ βουνοὶ δικαιοσύνην· κρινεῖ τοὺς πτωχοὺς
τοῦ λαοῦ. καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων, καὶ ταπεινώσει συκοφάντην:

Αθανάσιος θεολόγος. Dialogus Athanasii et Zacchaei [Sp.] Sec. 100, line 3

κύριος εἷς ἐστιν· ὅτι ἓν τὸ θέλημα· μία ἐξουσία· ἓν τὸ κράτος· οὐδὲ


γὰρ ἄλλο βούλεται ὁ πατήρ, καὶ ἄλλο ὁ υἱός· εἰ δὲ θέλεις καὶ πλειόνων
μυστηρίων, ἀνάγνωθι τὸν ἑβδομηκοστὸν πρῶτον ψαλμὸν τοῦ Δαυὶδ μετὰ
φόβου θεοῦ καὶ ἀληθείας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς· τάχα γὰρ ἐν τῇ
συναγωγῇ ὑμῶν ἀντὶ ᾠδῶν τερπουσῶν τὴν ἀκοήν, ταῦτα ἀναγινώσκετε:
 ζακχαίος εἶπε: Τί γὰρ λέγει ὁ ψαλμὸς περὶ τοῦ χριστοῦ σου;
 ἀθανάσιος: Ἀνάγνωθι καὶ εὑρήσεις:
 ζακχαίος εἶπεν: Ἀνέγνων καὶ εὗρον ὅτι περὶ Σολομῶνος λέγει:
 ἀθανάσιος: 8Ὁ θεός, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δός· τίς λέγει;
 ζακχαίος εἶπεν: Ὁ Δαυὶδ ἀξιοῖ τὸν κύριον ἵνα τὸ κρίνειν καλῶς δῷ τῷ
υἱῷ αὐτοῦ, τοῦτ' ἔστιν τῷ Σολομῶντι:
 ἀθανάσιος: 8Καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως;
 ζακχαίος εἶπε: Τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως, λέγει· τῷ ἐμῷ υἱῷ· ἡ βασιλεία
γὰρ ἦν Δαυὶδ ὅτε ηὔχετο τῷ θεῷ, ἵνα τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ δῷ τῷ
Σολομῶντι αὐτὸς ὁ θεός:
 ἀθανάσιος: Ἀκολούθησον αὐτῷ μετὰ φόβου θεοῦ. 8ἀναλαβέτω  
τὰ ὄρη εἰρήνην τῷ λαῷ καὶ οἱ βουνοὶ δικαιοσύνην· κρινεῖ τοὺς πτωχοὺς
τοῦ λαοῦ. καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων, καὶ ταπεινώσει συκοφάντην:
 ζακχαίος λέγει: Ταῦτα πάντα περὶ τοῦ Σολομῶνος λέγει:
 ἀθανάσιος: Ἴδωμεν οὖν καὶ τὰ ἑξῆς:
 ζακχαίος εἶπεν: Εἰπέ:

Αθανάσιος θεολόγος. Dialogus Athanasii et Zacchaei [Sp.]


Sec. 100, line 7

συναγωγῇ ὑμῶν ἀντὶ ᾠδῶν τερπουσῶν τὴν ἀκοήν, ταῦτα ἀναγινώσκετε:


 ζακχαίος εἶπε: Τί γὰρ λέγει ὁ ψαλμὸς περὶ τοῦ χριστοῦ σου;
 ἀθανάσιος: Ἀνάγνωθι καὶ εὑρήσεις:
 ζακχαίος εἶπεν: Ἀνέγνων καὶ εὗρον ὅτι περὶ Σολομῶνος λέγει:
 ἀθανάσιος: 8Ὁ θεός, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δός· τίς λέγει;
 ζακχαίος εἶπεν: Ὁ Δαυὶδ ἀξιοῖ τὸν κύριον ἵνα τὸ κρίνειν καλῶς δῷ τῷ
υἱῷ αὐτοῦ, τοῦτ' ἔστιν τῷ Σολομῶντι:
 ἀθανάσιος: 8Καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως;
 ζακχαίος εἶπε: Τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως, λέγει· τῷ ἐμῷ υἱῷ· ἡ βασιλεία
γὰρ ἦν Δαυὶδ ὅτε ηὔχετο τῷ θεῷ, ἵνα τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ δῷ τῷ
Σολομῶντι αὐτὸς ὁ θεός:
 ἀθανάσιος: Ἀκολούθησον αὐτῷ μετὰ φόβου θεοῦ. 8ἀναλαβέτω  
τὰ ὄρη εἰρήνην τῷ λαῷ καὶ οἱ βουνοὶ δικαιοσύνην· κρινεῖ τοὺς πτωχοὺς
τοῦ λαοῦ. καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων, καὶ ταπεινώσει συκοφάντην:
 ζακχαίος λέγει: Ταῦτα πάντα περὶ τοῦ Σολομῶνος λέγει:
 ἀθανάσιος: Ἴδωμεν οὖν καὶ τὰ ἑξῆς:
693

 ζακχαίος εἶπεν: Εἰπέ:


 ἀθανάσιος: 8Καὶ συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ· καὶ πρὸ τῆς σελήνης
γενεὰς γενεῶν· ἄρα ὁ Σολομὼν 8συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ, καὶ πρὸ τῆς
σελήνης γενεὰς γενεῶν;
 ζακχαίος εἶπε: Τὸ ὄνομα αὐτοῦ 8συμπαραμενεῖ ἐν τῷ ἡλίῳ. ἰδοὺ γοῦν·

Αθανάσιος θεολόγος. Dialogus Athanasii et Zacchaei [Sp.]


Sec. 102, line 1

 ἀθανάσιος: 8Ὁ θεός, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δός· τίς λέγει;


 ζακχαίος εἶπεν: Ὁ Δαυὶδ ἀξιοῖ τὸν κύριον ἵνα τὸ κρίνειν καλῶς δῷ τῷ
υἱῷ αὐτοῦ, τοῦτ' ἔστιν τῷ Σολομῶντι:
 ἀθανάσιος: 8Καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως;
 ζακχαίος εἶπε: Τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως, λέγει· τῷ ἐμῷ υἱῷ· ἡ βασιλεία
γὰρ ἦν Δαυὶδ ὅτε ηὔχετο τῷ θεῷ, ἵνα τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ δῷ τῷ
Σολομῶντι αὐτὸς ὁ θεός:
 ἀθανάσιος: Ἀκολούθησον αὐτῷ μετὰ φόβου θεοῦ. 8ἀναλαβέτω  
τὰ ὄρη εἰρήνην τῷ λαῷ καὶ οἱ βουνοὶ δικαιοσύνην· κρινεῖ τοὺς πτωχοὺς
τοῦ λαοῦ. καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων, καὶ ταπεινώσει συκοφάντην:
 ζακχαίος λέγει: Ταῦτα πάντα περὶ τοῦ Σολομῶνος λέγει:
 ἀθανάσιος: Ἴδωμεν οὖν καὶ τὰ ἑξῆς:
 ζακχαίος εἶπεν: Εἰπέ:
 ἀθανάσιος: 8Καὶ συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ· καὶ πρὸ τῆς σελήνης
γενεὰς γενεῶν· ἄρα ὁ Σολομὼν 8συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ, καὶ πρὸ τῆς
σελήνης γενεὰς γενεῶν;
 ζακχαίος εἶπε: Τὸ ὄνομα αὐτοῦ 8συμπαραμενεῖ ἐν τῷ ἡλίῳ. ἰδοὺ γοῦν·
καὶ ὑμεῖς οἱ χριστιανοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ μνημονεύετε τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ
ὡς σοφοῦ· καὶ ἕως γενεῶν 8συμπαραμένει αὐτῷ ἡ δόξα τοῦ ὀνόματος:
 
Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 157, line 25

ποίᾳ σοφίᾳ γέγονεν αὐτός; Πάντα γὰρ τὰ ποιήματα


διὰ τοῦ Λόγου καὶ τῆς Σοφίας γέγονε, καθὼς γέγρα-
πται· Πάντα ἐν Σοφίᾳ ἐποίησας· καὶ, Πάντα δι'
αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν.
Εἰ δὲ αὐτός ἐστιν ὁ Λόγος καὶ ἡ Σοφία, ἐν ᾗ πάν-
τα γίνεται, οὐκ ἄρα τῶν ποιουμένων ἐστὶν,
οὐδὲ ὅλως τῶν γενητῶν, ἀλλὰ τοῦ Πατρὸς γέννημα.
 Σκοπεῖτε γὰρ ὁπόσον ἔχει πτῶμα τὸ λέ-
γειν ποίημα τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον. Λέγει που Σολο-
μὼν ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ, ὅτι Σύμπαν τὸ ποίημα
ἄξει ὁ Θεὸς εἰς κρίσιν, ἐν παντὶ παρεωρωμέ-
νῳ, ἐὰν ἀγαθὸν, καὶ ἐὰν πονηρόν. Οὐκοῦν εἰ
ποίημά ἐστιν ὁ Λόγος, ἀχθήσεται καθ' ὑμᾶς
καὶ αὐτὸς εἰς κρίσιν; Καὶ ποῦ λοιπὸν ἡ κρίσις, κρι-
νομένου τοῦ κριτοῦ; τίς δὲ τοῖς μὲν δικαίοις τὰς
εὐλογίας δώσει, τοῖς δὲ ἀναξίοις τὰς ἐπιτιμίας,
ἑστηκότος τοῦ Κυρίου καθ' ὑμᾶς μετὰ πάντων ἐν
κρίσει; Ποίῳ δὲ καὶ νόμῳ κριθήσεται αὐτὸς ὁ νομο-
694

θέτης; Ταῦτα τῶν ποιημάτων ἴδιά ἐστι, τὸ κρίνε-


σθαι, τὸ παρὰ τοῦ Υἱοῦ εὐλογεῖσθαι

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 157, line 37

νῳ, ἐὰν ἀγαθὸν, καὶ ἐὰν πονηρόν. Οὐκοῦν εἰ


ποίημά ἐστιν ὁ Λόγος, ἀχθήσεται καθ' ὑμᾶς
καὶ αὐτὸς εἰς κρίσιν; Καὶ ποῦ λοιπὸν ἡ κρίσις, κρι-
νομένου τοῦ κριτοῦ; τίς δὲ τοῖς μὲν δικαίοις τὰς
εὐλογίας δώσει, τοῖς δὲ ἀναξίοις τὰς ἐπιτιμίας,
ἑστηκότος τοῦ Κυρίου καθ' ὑμᾶς μετὰ πάντων ἐν
κρίσει; Ποίῳ δὲ καὶ νόμῳ κριθήσεται αὐτὸς ὁ νομο-
θέτης; Ταῦτα τῶν ποιημάτων ἴδιά ἐστι, τὸ κρίνε-
σθαι, τὸ παρὰ τοῦ Υἱοῦ εὐλογεῖσθαι καὶ ἐπι-
τιμᾶσθαι. Φοβήθητε λοιπὸν τὸν κριτὴν, καὶ πείσθητε
τῷ Σολομῶνι λέγοντι. Εἰ γὰρ σύμπαν τὸ ποίημα ἄξει
ὁ Θεὸς εἰς κρίσιν, ὁ δὲ Υἱὸς οὐκ ἔστι τῶν κρινομέ-
νων, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον συμπάντων τῶν ποιημά-
των αὐτός ἐστιν ὁ κριτής· πῶς οὐ λαμπρότερον
ἡλίου δείκνυται μὴ ποίημα ὢν ὁ Υἱὸς, ἀλλὰ τοῦ Πα-
τρὸς Λόγος, ἐν ᾧ τὰ ποιήματα γίνεταί τε καὶ
κρίνεται; Εἰ δ', ὅτι γέγραπται, πιστὸν ὄντα, πάλιν
ταράττει αὐτοὺς νομίζοντας, ὡς ἐπὶ πάντων λέγε-
σθαι, καὶ ἐπ' αὐτοῦ τὸ, πιστὸν, ὅτι πιστεύων ἐκδέ-  
χεται τῆς πίστεως τὸν μισθόν· ὥρα καὶ διὰ τοῦτο
πάλιν αὐτοὺς ἐγκαλεῖν Μωσεῖ μὲν λέγοντι· Ὁ

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 201, line 1

ἐστι τῆς τροφῆς, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;


Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ
σπείρουσιν, οὐδὲ θερίζουσιν, οὐδὲ συνάγουσιν
εἰς τὰς ἀποθήκας· καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐ-
ράνιος τρέφει αὐτά. Οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε
αὐτῶν; Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν, μεριμνῶν, δύναται προς-
θεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὑτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ
περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; Καταμάθετε τὰ
κρίνα τοῦ ἀγροῦ, πῶς αὐξάνουσιν· οὐ κοπιῶσιν,
οὐδὲ νήθουσι. Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὐδὲ Σολο-  
μὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο, ὡς ἓν
τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον
ὄντα, καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ
Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν· οὐ πολλῷ μᾶλλον
ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Εἰ γὰρ οὐκ ἀνάξιον Θεοῦ προ-
νοεῖσθαι καὶ μέχρι τῶν οὕτω μικρῶν, τριχὸς κε-
φαλῆς, καὶ στρουθίου, καὶ τοῦ χόρτου τοῦ ἀγροῦ,
695

οὐκ ἀνάξιον ἦν αὐτοῦ καὶ ταῦτα ἐργάσασθαι. Ὧν γὰρ


τὴν πρόνοιαν ποιεῖται, τούτων καὶ ποιητής ἐστι διὰ
τοῦ ἰδίου Λόγου. Ἄλλως τε καὶ μεῖζον ἄτοπον τοῖς
τοῦτο λέγουσιν ἀπαντᾷ· διαιροῦσι γὰρ

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 241, line 28

διαφορὰν τοῦ κτίζοντος, καὶ τῶν κτισμάτων, ἐν τοῖς


κτίσμασιν ἑαυτὴν συναριθμεῖ· ἀλλά τινα νοῦν, ὡς
ἐν παροιμίαις, οὐ παῤῥησίᾳ, κεκρυμμένον δὲ σημαί-
νει· ὃν τοῖς μὲν ἁγίοις ἐνέπνεε προφητεύειν, αὐτὴ
δὲ μετ' ὀλίγα ἐκ παραλλήλου τὸ, ἔκτισεν, ἐν
ἑτέραις λέξεσι σημαίνουσά φησιν· Ἡ Σοφία ᾠκο-
δόμησεν ἑαυτῇ οἶκον. Δῆλον δέ ἐστιν οἶκον εἶναι
τῆς σοφίας τὸ ἡμέτερον σῶμα, ὅπερ ἀναλαβὼν γέγο-
νεν ἄνθρωπος· καὶ εἰκότως παρὰ μὲν Ἰωάννου λέ-
γεται· Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο· διὰ δὲ Σολομῶ-
νος περὶ ἑαυτῆς ἡ Σοφία μετὰ παρατηρήσεώς
φησιν, οὐχ ὅτι Κτίσμα εἰμὶ, ἀλλὰ μόνον ὅτι Κύριος
ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ,
ἀλλ' οὐκ εἰς τὸ εἶναί με ἔκτισεν, οὐδὲ ὅτι κτίσματος
ἀρχὴν καὶ γένεσιν ἔχω.
 Καὶ ἐνταῦθα γὰρ οὐ τὴν οὐσίαν τῆς θεότητος
αὐτοῦ, οὐδὲ τὴν ἐκ Πατρὸς ἀΐδιον ἑαυτοῦ καὶ
γνησίαν γέννησιν ὁ Λόγος σημαίνων, διὰ Σολομῶ-
νος εἴρηκεν, ἀλλὰ πάλιν τὸ ἀνθρώπινον καὶ τὴν
εἰς ἡμᾶς οἰκονομίαν αὐτοῦ. Διὸ καὶ, καθὼς προεῖ-
πον, οὐκ εἶπε, Κτίσμα εἰμὶ, ἢ, Κτίσμα ἐγενόμην, ἀλλὰ

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos


Vol. 26, p. 241, line 36

νεν ἄνθρωπος· καὶ εἰκότως παρὰ μὲν Ἰωάννου λέ-


γεται· Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο· διὰ δὲ Σολομῶ-
νος περὶ ἑαυτῆς ἡ Σοφία μετὰ παρατηρήσεώς
φησιν, οὐχ ὅτι Κτίσμα εἰμὶ, ἀλλὰ μόνον ὅτι Κύριος
ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ,
ἀλλ' οὐκ εἰς τὸ εἶναί με ἔκτισεν, οὐδὲ ὅτι κτίσματος
ἀρχὴν καὶ γένεσιν ἔχω.
 Καὶ ἐνταῦθα γὰρ οὐ τὴν οὐσίαν τῆς θεότητος
αὐτοῦ, οὐδὲ τὴν ἐκ Πατρὸς ἀΐδιον ἑαυτοῦ καὶ
γνησίαν γέννησιν ὁ Λόγος σημαίνων, διὰ Σολομῶ-
νος εἴρηκεν, ἀλλὰ πάλιν τὸ ἀνθρώπινον καὶ τὴν
εἰς ἡμᾶς οἰκονομίαν αὐτοῦ. Διὸ καὶ, καθὼς προεῖ-
πον, οὐκ εἶπε, Κτίσμα εἰμὶ, ἢ, Κτίσμα ἐγενόμην, ἀλλὰ
μόνον, ἔκτισε. Τὰ μὲν γὰρ κτίσματα, κτιστὴν ἔχοντα
696

τὴν οὐσίαν, τῶν γενητῶν ἐστι, καὶ λέγεται κτί-


ζεσθαι, καὶ πάντως τὸ κτίσμα κτίζεται· ἡ δὲ τοῦ,
ἔκτισε, μόνη λέξις λεγομένη οὐ πάντως τὴν οὐσίαν ἢ
τὴν γέννησιν σημαίνει, ἀλλά τι ἕτερον δῆλοι γίνεσθαι
περὶ ἐκεῖνον περὶ οὗ λέγει· καὶ οὐ πάντως τὸ  
λεγόμενον κτίζεσθαι ἤδη καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ οὐσίᾳ
κτίσμα ἐστί. Καὶ ταύτην τὴν διαφορὰν οἶδεν ἡ θεία

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos


Vol. 26, p. 252, line 32

λέγων· Τίς ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε; καί· Τίς


ὁμοιωθήσεται τῷ Κυρίῳ ἐν υἱοῖς Θεοῦ; Ὁ δὲ Βα-
ρούχ· Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτε-
ρος πρὸς αὐτόν. Ὁ μὲν γὰρ κτίζει, τὰ δὲ κτίζεται·
καὶ ὁ μὲν τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας ἴδιός ἐστι Λόγος καὶ
Σοφία· τὰ δὲ γενόμενα, οὐκ ὄντα πρότερον, δι'
αὐτοῦ τοῦ Λόγου πεποίηται.
 Τὸ ἄρα πολυθρύλλητον παρ' ὑμῶν εἰρημένον,
Κτίσμα ἐστὶν ὁ Υἱὸς, οὐκ ἔστιν ἀληθὲς, ἀλλ' ὑμῶν
φαντασία μόνη, καὶ κατηγορεῖσθε παρὰ τοῦ Σο-
λομῶνος, ὅτι πολλάκις αὐτοῦ κατεψεύσασθε. Οὐ γὰρ
εἴρηκεν αὐτὸν κτίσμα, ἀλλὰ γέννημα καὶ σοφίαν
Θεοῦ, λέγων· Ὁ Θεὸς τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν
γῆν· καί· Ἡ Σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον. Καὶ
αὐτὸ δὲ τὸ ῥητὸν ἐξεταζόμενον ἐλέγχει τὴν δυς-
σέβειαν ὑμῶν· γέγραπται γάρ· Κύριος ἔκτισέ με
ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ. Οὐκοῦν εἰ πρὸ
πάντων ἐστὶν αὐτὸς, λέγει δὲ, ἔκτισέ με, οὐχ ἵνα
ποιήσω τὰ ἔργα, ἀλλ' εἰς τὰ ἔργα· ἢ δεύτερόν ἐστιν
αὐτοῦ τὸ ἔκτισεν, ἢ φανήσεται δεύτερος αὐτὸς τῶν
ἔργων, εὑρίσκων αὐτὰ κτιζόμενος ἤδη πρὸ αὐτοῦ

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 316, line 41

μηδεὶς, ἀφεὶς τὴν ἐν κόσμῳ καὶ τοῖς ἔργοις ἐγκτι-


σθεῖσαν, νομιζέτω περὶ τῆς οὐσίας τῆς Αὐτοσοφίας
εἰρῆσθαι τὸ, ἔκτισεν, ἵνα μὴ, τὸν οἶνον ὕδατι μίς-
γων, κλέπτειν δοκῇ τὴν ἀλήθειαν. Αὕτη μὲν
γὰρ κτίζουσα καὶ δημιουργός ἐστιν· ὁ δὲ ταύτης
τύπος ἐγκτίζεται τοῖς ἔργοις, ὥσπερ καὶ τῆς εἰκόνος
τὸ κατ' εἰκόνα. Ἀρχὴν δὲ ὁδῶν λέγει, ἐπειδὴ ἡ
τοιαύτη σοφία, ἀρχή τις καὶ ὥσπερ στοιχείωσις τῆς
ἐπὶ Θεὸν γνώσεως γίνεται· ταύτῃ γὰρ πρώτῃ ὥσπερ
ἐπιβάς τις τῇ ὁδῷ, καὶ ταύτην φυλάττων τῷ
φόβῳ τοῦ Θεοῦ, ὡς εἶπεν ὁ Σολομὼν, Ἀρχὴ σοφίας φό-
βος Κυρίου, εἶτα ἐπαναβαίνων τῇ διανοίᾳ, καὶ νοήσας
τὴν ἐν τῇ κτίσει δημιουργὸν Σοφίαν, νοήσει ἐν αὐτῇ
697

καὶ τὸν αὐτῆς Πατέρα, ὡς αὐτὸς ὁ Κύριος εἴρη-


κεν· Ὁ ἐμὲ ἑωρακὸς, ἑώρακε τὸν Πατέρα. Καὶ ὡς ὁ  
Ἰωάννης γράφει· Ὁ ὁμολογῶν τὸν Υἱὸν, καὶ τὸν
Πατέρα ἔχει. Πρὸ τοῦ αἰῶνος δὲ, φησὶν, ἐθεμελίωσέ
με, ἐπειδὴ ἐν τῷ αὐτῆς τύπῳ ἑδραῖα καὶ ἀεὶ
μένει τὰ ἔργα. Εἶτα ἵνα μή τις, ἀκούων περὶ
τῆς οὕτως ἐν τοῖς ἔργοις κτισθείσης σοφίας, νομίσῃ
τὴν ἀληθινὴν Σοφίαν τὸν τοῦ Θεοῦ Υἱὸν εἶναι τῇ φύ

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 321, line 6

γενόμενα τὰ ἔργα· ὥστε καὶ τὸ οὕτω χαίρειν τὸν


Θεὸν τῆς εἰκόνος αὐτοῦ τὴν πρόφασιν εἶναι. Πῶς
δὲ καὶ ὁ Υἱὸς εὐφραίνεται, ἢ βλέπων ἑαυτὸν ἐν τῷ
Πατρί; Ἴσον γάρ ἐστι καὶ τοῦτο τῷ λέγειν· Ὁ ἐμὲ
ἑωρακὼς, ἑώρακε τὸν Πατέρα, καὶ, Ἐγὼ ἐν τῷ  
Πατρὶ, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί. Κενὸν ὑμῶν ἄρα τὸ
καύχημα πανταχόθεν δέδεικται, ὦ χριστομάχοι,
καὶ μάτην ἐνεπομπεύσατε καὶ τεθρυλήκατε παντα-
χοῦ τὸ, Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ, παρ-
εξηγούμενοι τὴν διάνοιαν αὐτοῦ καὶ μᾶλλον τὴν
ἑαυτῶν ἐπίνοιαν, ἢ τὸν νοῦν τοῦ Σολομῶνος
ἀπαγγέλλοντες. Ἰδοὺ γὰρ τὸ μὲν ὑμῶν φρόνημα
δέδεικται μόνον φαντασία· τὸ δὲ ἐν ταῖς Παροιμίαις
ῥητὸν, καὶ πάντα τὰ προειρημένα δείκνυσι μὴ εἶναι
τῇ φύσει καὶ τῇ οὐσίᾳ κτίσμα τὸν Υἱὸν, ἀλλ' ἴδιον
γέννημα τοῦ Πατρὸς, σοφίαν καὶ Λόγον ἀληθι-
νὸν, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγέ-
νετο οὐδὲ ἕν.

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 325, line 27

τοῦ Πατρὸς λέγει λαμβάνειν δύναμιν ὁ παράνομος,


ἵνα ἀκολουθήσῃ τῇ δυσσεβείᾳ αὐτοῦ εἰπεῖν ὅτι καὶ ὁ
Υἱὸς ἐν Υἱῷ υἱοποιήθη, καὶ ὁ Λόγος ἔλαβε Λό-
γου ἐξουσίαν· καὶ οὐκ ἔτι μὲν αὐτὸν, ὡς Υἱὸν, θέλει
εἰρηκέναι ταῦτα, ὡς δὲ μαθόντα καὶ αὐτὸν ὁμοίως
συντάσσει πᾶσι τοῖς ποιήμασιν. Εἰ γὰρ διὰ τὸ μὴ
εἶναι τὰ ῥήματα τοῦ Υἱοῦ, ἃ διεξήρχετο, ἀλλ' ὅτι
τοῦ Πατρὸς ἦν, καὶ τὰ ἔργα, ἔλεγεν· Ἐγὼ ἐν
τῷ Πατρὶ, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοί· καὶ ὁ μὲν Δαβὶδ
λέγει· Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ Κύριος ὁ
Θεός· ὁ δὲ Σολομών· Οἱ ἐμοὶ λόγοι εἴρηνται
ὑπὸ Θεοῦ· καὶ ὁ μὲν Μωσῆς τοὺς παρὰ τοῦ Θεοῦ
διηκόνει λόγους, ἕκαστος δὲ τῶν προφητῶν οὐ τὰ
ἴδια, ἀλλὰ τὰ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἔλεγε, Τάδε λέγει
Κύριος· καὶ τὰ ἔργα, ἃ ἐποίουν οἱ ἅγιοι, οὐκ ἴδια,
ἀλλὰ τοῦ δεδωκότος τὴν δύναμιν Θεοῦ ἔλεγον
εἶναι· ὡς ὁ μὲν Ἠλίας καὶ Ἐλισσαῖος ἐπικαλούμενοι
698

τὸν Θεὸν, ἵνα τοὺς νεκροὺς αὐτὸς ἐγείρῃ· ὅτε καὶ τῷ


Ναιεμὰν λέγει ὁ Ἐλισσαῖος, καθαρίσας αὐτὸν ἀπὸ
τῆς λέπρας· Ἵνα γνῷς, ὅτι ἐστὶ Θεὸς ἐν Ἰσραήλ·
ὁ δὲ Σαμουὴλ καὶ αὐτὸς ἐν ἡμέραις θερισμοῦ ηὔχετο

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 432, line 18

νον παρὰ τοῦ Λουκᾶ μετὰ τὴν διακονίαν τῶν ἀγγέ-


λων εἴρηται. Πῶς οὖν ὅλως κἂν εἰς ἐνθύμησιν ἐλ-
θεῖν ἀνθρώπου δύναται; Ἢ πῶς ἡ Σοφία ἐν σοφίᾳ
προέκοπτεν; Ἢ πῶς ὁ ἄλλοις χάριν διδοὺς (καθὼς
ὁ Παῦλος, διὰ πάσης ἐπιστολῆς δι' αὐτοῦ δί-
δοσθαι τὴν χάριν γινώσκων, φησίν· Ἡ χάρις τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων
ὑμῶν), αὐτὸς ἐν χάριτι προέκοπτεν; Ἢ γὰρ ψεύδε-
σθαι τὸν Ἀπόστολον λεγέτωσαν, ἢ μηδὲ Σοφίαν εἶναι
τὸν Υἱὸν λέγειν τολμάτωσαν. Ἢ εἰ Σοφία ἐστὶν, ὡς
εἶπεν ὁ Σολομὼν, καὶ ὁ Παῦλος ἔγραψε, Χρι-
στὸς Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία· ποίαν ἡ Σο-
φία προκοπὴν ἐπεδέχετο;
 Ἄνθρωποι μὲν γὰρ, κτίσματα τυγχάνοντες,
ἐπεκτείνεσθαί πως καὶ προκόπτειν ἐν ἀρετῇ δύνανται·
Ἐνὼχ γοῦν οὕτω μετετέθη· καὶ Μωσῆς αὐξάνων
ἐτελειοῦτο· Ἰσαὰκ δὲ προκόπτων ἐγίνετο μέγας·
καὶ ὁ Ἀπόστολος ἐπεκτείνεσθαι καθ' ἡμέραν τοῖς
ἔμπροσθεν ἔλεγεν· εἶχε γὰρ ἕκαστος ποῦ προκό-
ψει, βλέπων εἰς τὸν ἔμπροσθεν αὐτοῦ βαθμόν·
ὁ δὲ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς, ὁ μόνος ὢν, ποῦ εἶχεν ἐπεκτεί

Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos Vol. 26, p. 460, line 38

ζῶσαν εἶναι τὸν Υἱόν· περὶ δὲ τὸν Θεὸν φρόνησιν


καὶ βουλὴν καὶ σοφίαν ὡς ἕξιν συμβαίνουσαν καὶ ἀπο-
συμβαίνουσαν ἀνθρωπίνως γίνεσθαι μυθολογοῦσι,
καὶ πάντα κινοῦσι, καὶ τὴν Οὐαλεντίνου ἔννοιαν καὶ
θέλησιν προβάλλονται, ἵνα μόνον διαστήσωσι τὸν Υἱὸν
ἀπὸ τοῦ Πατρὸς, καὶ μὴ εἴπωσιν ἴδιον αὐτὸν τοῦ Πα-
τρὸς εἶναι Λόγον, ἀλλὰ κτίσμα. Ἐκεῖνοι μὲν οὖν
ἀκουέτωσαν, ὡς Σίμων ὁ Μάγος ἤκουσεν· Ἡ ἀσέβεια
Οὐαλεντίνου σὺν ὑμῖν εἴη εἰς ἀπώλειαν! ἕκαστος δὲ
Σολομῶνι μᾶλλον πειθέσθω λέγοντι αὐτὸν εἶναι
σοφίαν καὶ φρόνησιν τὸν Λόγον. Φησὶ γάρ· Ὁ Θεὸς
τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν· ἡτοίμασε δὲ
οὐρανοὺς ἐν φρονήσει· ὡς δὲ ὧδε ἐν φρονήσει,
οὕτως ἐν Ψαλμοῖς· Τῷ Λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ
ἐστερεώθησαν. Ὡς δὲ τῷ Λόγῳ οἱ οὐρανοὶ, οὕτω
πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε· καὶ ὡς ὁ Ἀπό-  
στολος γράφει Θεσσαλονικεῦσι· Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐστιν. Ὁ ἄρα τοῦ Θεοῦ Υἱὸς, αὐτός
699

ἐστιν ὁ Λόγος καὶ ἡ σοφία, αὐτὸς ἡ φρόνησις καὶ ἡ ζῶσα


βουλή· καὶ ἐν αὐτῷ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός ἐστιν·

Αθανάσιος θεολόγος. Epistulae quattuor ad Serapionem Vol. 26, p. 573, line 2

τῶν γενητῶν οὕτω τις ἐρωτῶν νομισθείη νοῦν ἔχειν


ὀρθόν.
 Ἢ τολμησάτωσαν ἀποκρίνασθαι οἱ πάντα λέ-
γοντες εὐχερῶς, πῶς ὁ οὐρανὸς συνέστη, καὶ ἐκ ποί-
ας ὕλης, καὶ τίς ἡ τούτου μίξις, ἢ πῶς ὁ ἥλιος,
καὶ ἕκαστος τῶν ἀστέρων; Τί δὲ θαυμαστὸν ἐκ τῶν
ὑπερκειμένων, αὐτῶν ἐλέγχειν τὴν ἀφροσύνην, ὅπου
γε οὐδὲ πῶς τῶν ὧδε κάτω ξύλων ἡ φύσις, καὶ τῶν
ὑδάτων τὰ συστήματα, πῶς τε τῶν ζώων ἡ πλάσις  
καὶ ἡ σύστασις, γινώσκεται, Ἀλλ' οὐκ ἂν εἴ-
ποιεν, ὅπου γε καὶ Σολομὼν, ὁ περισσότερον πάντων
σοφίας μετασχὼν, ὁρῶν ἀδύνατον ἀνθρώποις περὶ
τούτων εὑρεῖν, ἔλεγε· «Καί γε σύμπαντα τὸν αἰῶνα
ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτῶν, ὅπως μὴ εὕρῃ ἄνθρωπος
τὸ ποίημα, ὃ ἐποίησεν ὁ Θεὸς ἀπ' ἀρχῆς καὶ μέχρι
τέλους.» Ἆρ' οὖν, ἐπεὶ μὴ δύνανται εὑρεῖν,
οὐδὲ εἶναι αὐτὰ ὁμολογοῦσι; Ναὶ ὁμολογήσουσιν
ἐφθαρμένην ἔχοντες τὴν διάνοιαν. Οὐκοῦν εἰκότως
ἄν τις αὐτοῖς εἴποι· Ὦ ἀνόητοι καὶ πάντα τολμηροὶ,
διὰ τί μὴ μᾶλλον ἐπὶ τῆς ἁγίας Τριάδος παύεσθε
περιεργαζόμενοι, καὶ μόνον πιστεύετε, ὅτι ἔστιν·

Αθανάσιος θεολόγος. Argumentum in Psalmos [Sp.] Vol. 27, p. 56, line 54

καὶ τοὺς προφήτας ἀνῄρουν, διελέγχοντας αὐτῶν τὰς


δυσσεβείας, καὶ τούτων ἕνεκα τὸ πρῶτον τῇ τῶν
Ἀσσυρίων παρεδόθησαν αἰχμαλωσίᾳ· μετὰ δὲ ταῦτά
τινα τῶν προφητῶν, περὶ τῆς συναγωγῆς αὐτῶν
ἐσπουδακότα, μετά γε τῶν λοιπῶν καὶ τὴν βίβλον τῶν
Ψαλμῶν συναγηοχέναι· οὐκ ἀθρόως εὑρόντα τοὺς
πάντας, ἀλλὰ κατὰ διαφόρους χρόνους· κατατάττειν
δὲ ἐν πρώτοις τοὺς πρώτους εὑρισκομένους· διὸ μηδὲ
τοῦ Δαυῒδ ἐφεξῆς εὑρίσκεσθαι τοὺς πάντας, ἐν δὲ τῷ
μεταξὺ καὶ τῶν υἱῶν Κορὲ, καὶ τοῦ Ἀσὰφ, καὶ Σολο-
μῶντος, καὶ Μωσέως, Αἰθάμ τε τοῦ Ἰσραηλίτου, καὶ
Αἰμὰν, καὶ πάλιν τοῦ Δαυῒδ, εὑρίσκεσθαι ἀναμὶξ ἐν  
τῇ βίβλῳ τεταγμένους· οὐ καθ' οὓς ἐλέχθησαν χρό-
νους, ἀλλὰ καθ' οὓς εὕραντο. Τὸ δ' αὐτὸ εὕροις γε-
γενημένον καὶ ἐν ταῖς τῶν προφητῶν περικοπαῖς.
 Τοὺς δὲ μετὰ τὸν πρῶτον καὶ δωδέκατον ἀνεπιγρά-
φους ψαλμοὺς, καὶ τοὺς ἐπιγραφὴν ἔχοντας, οὐ δη-
λοῦντας τίνος εἰσὶν, ἐκείνων εἶναι παῖδες Ἑβραίων
700

φασὶ, ὧν τοὔνομα φέρεται ἐν ταῖς τῶν ἀνεπιγράφων


προτεταγμέναις. Τὸν δὲ πρῶτον καὶ δεύτερον, ἕνα
ὄντας ἄμφω, τοῦ Δαυῒδ ὑπάρχειν ἡγοῦμαι,

Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 196, line 37

μενος. Καὶ τίνα μακαρίζει; τὸν ἐπὶ πτωχὸν συνιέντα


καὶ πένητα· τουτέστι τὸν νοοῦντα, ὅτι τούτου χάριν
ὁ Χριστὸς πλούσιος ὢν ἐπτώχευσε, ἵνα καὶ ἡμεῖς
τοὺς πτωχοὺς ὡς ἀδελφοὺς τοῦ ἡμετέρου Δημιουρ-
γοῦ καὶ κριτοῦ ἐλεήσωμεν. Καὶ τί τῆς φιλοπτωχίας
τὸ κέρδος; Ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ῥύσεται αὐτὸν ὁ
Κύριος. Δηλοῖ δὲ τὴν τῆς κρίσεως ὀδύνας τοῖς ἁμαρ-
τωλοῖς καὶ πόνους ἐπιφέρουσαν. Ῥύσεται φῶς τοὺς
φιλοπτώχους ὁ Κύριος. Χρεωστεῖ γὰρ αὐτοῖς φιλαν-
θρωπίαν, ὡς αὐτὸς τὴν ἐλεημοσύνην παρ' αὐτοῖς δα-
νεισάμενος· καὶ διὰ μὲν τοῦ Σολομῶντος εἰπών·
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει Θεόν· οἰκείᾳ δὲ γλώτ-
τῃ· Ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλα-
χίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ῥύ-
σεται αὐτὸν ὁ Κύριος. Ἡμέραν πονηρὰν τὴν τῶν
πειρασμῶν ἐπίθεσίν φησι καὶ τὰς διώξεις τῶν
ἐχθρῶν. Αἰνίττεται δὲ, οἶμαι, καὶ τὴν τῆς κρίσεως
ἡμέραν φοβερὰν οὖσαν, καὶ τῶν παρανόμων κακω-
τικήν. Ὑπισχνεῖται τὴν εἰλικρινῆ γνῶσιν τῆς πτω-
χείας ἐκείνης· τῶν τῆς φοβερᾶς αὐτὸν ἡμέρας ἀπαλ-
λάξαι κακῶν.
Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 325, line 51

ἐστιν ὁ πρὸ καταβολῆς κόσμου ὑπάρχων μετὰ τοῦ


Πατρός.
 Εὐλογητὸς ὁ Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ, ὁ ποιῶν
θαυμάσια μόνος. Διεξελθὼν πάντα ἃ κατορθώσει ἐν
τῇ οἰκονομίᾳ τοῖς ἐπὶ τῆς γῆς, ὕμνον ἀναπέμπει αὐτῷ
λέγων, ὡς αὐτὸς εἴη ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ, ὁ μόνος δυνη-
θεὶς ταῦτα ποιῆσαι τὰ θαυμάσια. Ποῖα δὲ θαυμάσια,
ἢ τὸ καταργῆσαι τὴν δυναστείαν τοῦ Σατανᾶ, καὶ
ἐξελέσθαι τοὺς ἐπιβουλευομένους τῆς τῶν δαιμόνων
τυραννίδος; Σκόπει δὲ, ὡς οὐχ ἁρμόσει τῷ Σολομῶντι
τῷ ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου οὐδὲν τῶν εἰρημένων ἐν τῷ
ψαλμῷ· οὔτε τό· Πρὸ τοῦ ἡλίου τὸ ὄνομα αὐτοῦ·
οὔτε τό· Πάντα τὰ ἔθνη δουλεύσουσιν αὐτῷ· οὐδὲ
τό· Πρὸ τῆς σελήνης γενεὰς γενεῶν. Ἐκ πάντων
οὖν τούτων δῆλον, ὅτι εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν
Χριστὸν λέλεκται.  
 Καὶ εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης. Διὸ προς-
ήκει παρὰ πάντων αὐτὸν ὑμνεῖσθαι. Εἰ γὰρ καὶ τὴν
φύσιν αὐτοῦ ὡς ἀνέφικτον ἀγνοοῦμεν, ἀλλὰ τὸ σωτή-
ριον αὐτοῦ ἐδιδάχθημεν ὄνομα.
701

Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 369, line 31

ἔνθα καὶ ἀπελθόντες ὄψονται τὸν Θεὸν καθώς ἐστιν.


 Ἐπίβλεψον εἰς πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ σου.
Χριστὸν ἐνταῦθα τὸν κεκλημένον λαὸν εἰς βασίλειον
ἱεράτευμά φησι.
 Ὅτι κρείσσων ἡμέρα μία ἐν ταῖς αὐλαῖς σου
ὑπὲρ χιλιάδας. Ἡμέραν μίαν τῶν αὐλῶν τοῦ Θεοῦ,
τουτέστι τῶν ἐκκλησιῶν, τὴν ἀναστάσιμον ἡμέραν
τοῦ Σωτῆρος ὑποδηλοῖ. Χιλιάδας δὲ, ἤτοι χιλιάδα,
οὕτω γὰρ εὕρηται ἐν τῇ Ἑβραίων Γραφῇ, τὴν κατὰ
νόμον λατρείαν φησὶν, ἥτις εἰς χιλιάδα ἐτῶν κεκρά-
τηκεν, ἀρξαμένη ἀπὸ τῶν τοῦ Σολομῶντος χρόνων,
ἀφ' οὗ τεθεμελίωται ὁ θεῖος ναὸς, μέχρι τῆς τοῦ Σω-
τῆρος παρουσίας. Δείκνυσιν οὖν, ὡς πολὺ τὸ μεῖζον
τῆς εὐαγγελικῆς πρὸς τὴν νομικὴν λατρείαν. Ἐξελε-
ξάμην παραριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου.
Οἷον ὡς εἰ λέγοι· Μικρός τις καὶ εὐτελὴς εἶναι μᾶλ-
λον ἂν βουλοίμην τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἢ μέγας τῶν
ἐν τῷ ἁμαρτωλῷ λαῷ. Ταῦτα τοῖς ἐν Βαβυλῶνι πρός-
φορα, καὶ ἡμῖν ἐπιτήδεια. Καὶ γὰρ ἐκείνους ἐδίδασκεν
ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος μὴ παραβλέπειν τοῦ θείου
οἴκου τὴν ἐρημίαν, καὶ ἡμεῖς παιδευόμεθα τοὺς τῷ

Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 396, line 48

 Μὴ ἀποστρέψῃς ἄνθρωπον εἰς ταπείνωσιν.


Ἐντεῦθεν ἡ ἐξομολόγησις. Ἀξιοῖ δὲ ἀφ' ὧν πάντα
τὰ ἔθνη εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐκάλεσε, καὶ αὐτὸς
ἐπιστραφῆναι. Σὺ εἶπας, φησὶν, ὦ Δέσποτα· Ἐπι-
στρέψατε, υἱοὶ ἐπιστρέφοντες, καὶ ἰάσομαι τὰ συν-
τρίμματα ὑμῶν. Ἐπειδὴ τοίνυν ἐπεστρέψαμεν, μὴ
ἀποστρέψῃς ἡμᾶς εἰς ταπείνωσιν.
 Ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε. Τὸν
καιρὸν τῆς ἐν νόμῳ λατρείας φησὶ, καθ' ὃν μάλιστα
ἐπιτελεσθέντος τοῦ θείου ναοῦ ἤνθησεν. Ἀπὸ γὰρ
Σολομῶντος τοῦ τὸν οἶκον ἐγείραντος μέχρι τῆς πο-
λιορκίας τῆς μετὰ τὸν τίμιον γενομένης σταυρὸν εἰς
τοῦτο συντείνει ἔτη χίλια. Ἀλλὰ ταῦτα, φησὶ, τὰ χί-
λια ἔτη μία ἡμέρα λογισθείη ἐνώπιόν σου· μᾶλλον
μὲν οὖν μικρὸν ἡμέρας μόριον. Εἰκότως δὲ νυκτὶ
παρεικάζει τὸν πρὸ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Σωτῆρος και-
ρόν· ἅτε ὡς ἐν ἀωρίᾳ καὶ συγχύσει πάντων ἀνθρώ-
πων ὄντων, διὰ τὸ μήπω αὐτοῖς ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον
τῆς δικαιοσύνης.  
702

Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 481, line 26

πάντως ἐστίν.
 Ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου ἐξεζήτησά σε. Εἰ ἡ μνήμη
τοῦ Θεοῦ, φησὶ, τοὺς Σατανικοὺς ἐκδῦναι παρα-
σκευάζει βρόχους, ἐγὼ δὲ ἐμαυτοῦ ὅλην τὴν διάνοιαν
ἀνέθηκά σοι τῷ Θεῷ· ἄξιός εἰμι τῶν σῶν ἔξω μὴ μέ-
νειν ἐντολῶν. Ἅ φησι, μὴ ἀπογνόημά τις ᾖ πρὸς
ὅπερ ἐροῦμεν, ἐπιθυμίᾳ τῇ περὶ τὸν νόμον χρώμενοι,
δέδωκε τὴν ἀσυνεσίαν· ἢ πολλοῖς τὴν σπουδὴν εἰς
τοὐναντίον περιίστησι, καὶ ἐν οἷς δοκοῦσι κατορθοῦν
ἐσφάλησαν, κατὰ τὸ λεγόμενον παρὰ Σολομῶνι· Ἔστιν
ὁδὸς ἣ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι· τὰ δὲ
τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ᾅδου. Οὐκ-
οῦν ὅστις ἐξ ἡμισείας καρδίας τὸν Θεὸν ἐπιζητεῖ,
νῦν μὲν αὐτῷ, νῦν δὲ τῷ κόσμῳ σχολάζειν βουλό-
μενος, τοῦτον ἀποβάλλει τῶν οἰκείων ἐντολῶν, ὡς
στρατιώτην ἀδόκιμον.
 Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου. Εἰ
μὴ γὰρ καθάπερ ἐν θησαυροῖς τις τῇ καρδίᾳ ἐναπο-
κλείσῃ τὰς τοῦ Θεοῦ ἐντολὰς, ἔρχεται ὁ κακοῦργος
καὶ ἁρπάζει αὐτάς. Ἁμαρτάνει τῷ Θεῷ ὁ ἀξιωθεὶς

Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 516, line 40t

Δηλοῦσι τὸ πολὺ πλῆθος ἐναπομεῖναν ἐν Βαβυλῶνι,


ὡς καὶ τὴν ἐπιστροφὴν αὐτοῦ, παρεικάζειν αὐτοὺς
τῷ ῥεύματι τοῦ Αἰγυπτίου ποταμοῦ. Νότον γὰρ τὴν
ἔρημόν φησιν.
 Οἱ σπείροντες ἐν τοῖς δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει
θεριοῦσι. Πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον.
Τοῖς εὐξαμένοις περὶ τῶν καταλοίπων ἀποκρίνεται
τὸ προφητικὸν Πνεῦμα, καί φησιν, ὅτι, Εἰ κλαύσαιεν
ὑπὲρ τῶν ἐν Βαβυλῶνι, ἔσται καὶ αὐτοῖς ἡ ἐπι-
στροφή.

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν τῷ Σολομῶνι. ΡΚϛ.


Ὑπόθεσις

Ἡ ὀγδόη ᾄδεται ᾠδὴ, καταβεβλημένων ἤδη τῶν θε-


 μελίων τοῦ ἱεροῦ· ἐλπιζόντων ἀδιάσειστον εἶναι
 τὸ τείχισμα. Λεληθότως οὖν προφητεύει τὴν ἐσο-
 μένην αὐτοῦ πτῶσιν πάλιν ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων ἀρ-
 χῆς. Συνάπτει δὲ καὶ προφητείαν περὶ τῆς Χρι-
 στοῦ Ἐκκλησίας· ᾌδεται δὲ προφητικῶς ὑπὸ τοῦ
 Σολομῶνος· καθάπερ ἀμέλει καὶ Ζαχαρίου εἰσὶ
 ψαλμοὶ καὶ Ἀγγαίου. Ἡ δὲ ὀγδόη εἰκότως ἀρχὴ
 τῆς Νέας Διαθήκης.
703

Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 516, line 48

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν τῷ Σολομῶνι. ΡΚϛ.


Ὑπόθεσις

Ἡ ὀγδόη ᾄδεται ᾠδὴ, καταβεβλημένων ἤδη τῶν θε-


 μελίων τοῦ ἱεροῦ· ἐλπιζόντων ἀδιάσειστον εἶναι
 τὸ τείχισμα. Λεληθότως οὖν προφητεύει τὴν ἐσο-
 μένην αὐτοῦ πτῶσιν πάλιν ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων ἀρ-
 χῆς. Συνάπτει δὲ καὶ προφητείαν περὶ τῆς Χρι-
 στοῦ Ἐκκλησίας· ᾌδεται δὲ προφητικῶς ὑπὸ τοῦ
 Σολομῶνος· καθάπερ ἀμέλει καὶ Ζαχαρίου εἰσὶ
 ψαλμοὶ καὶ Ἀγγαίου. Ἡ δὲ ὀγδόη εἰκότως ἀρχὴ
 τῆς Νέας Διαθήκης.
 Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην
ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες. Ὡς μέγα φρονούντων
τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τῷ στερεῷ τῆς οἰκοδομῆς, τὰ
τοιαῦτά φησιν.
 Ὅταν δῷ τοῖς ἀγαπητοῖς αὐτοῦ ὕπνον, ἰδοὺ
ἡ κληρονομία Κυρίου, υἱοί. Μὴ μέγα φρονεῖτε,
φησὶν, ἐπὶ τῷ ἱερῷ, ὡς ἐν αὐτῷ τῆς κληρονομίας  
ὑμῶν διδομένης. Οὐ γάρ ἐστιν αὕτη. Ἀλλ' ὅταν ἀνα

Αθανάσιος θεολόγος. Expositiones in Psalmos Vol. 27, p. 568, line 40

ἀποστόλων διὰ τὸ κήρυγμα γενόμενος πόλεμος ὑπό τε


τῶν αἰσθητῶν βασιλέων τῶν ἐθνῶν, καὶ μὴν καὶ τῶν
ἀοράτων δαιμόνων τῶν πάλαι βασιλευόντων, ἐνταῦθα
σημαίνεται. Οἳ καὶ κατεπλάγησαν καὶ ἐξέστησαν, τὴν
γενομένην βοήθειαν παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῖς ἁγίοις θεω-
ροῦντες. Ἡ γὰρ ὑπερβολὴ τῆς ἰσχύος τοῦ σώζοντος
τὸ θαῦμα αὐτοῖς καὶ τὴν κατάπληξιν εἴργασται. Εἶτα
ἐταράχθησαν, ὡς ἂν Θεοῦ καταστάντες πολέμιοι, καὶ
ἦσαν ὡς ἐν ὠδῖσι. Τό γε μὴν ἑξῆς εἰρημένον ἐπι-
στήσας νοήσεις, ὡς νῆες Θαρσεῖς ἐλέγοντο, πλοῦτον
φέρουσαι μέγαν τῷ Σολομῶντι, καθάπερ ἐν τῇ τῶν
Βασιλειῶν ἐγνώκαμεν ἱστορίᾳ. Διὸ καὶ νῦν διὰ τῶν
συντριβομένων πλοίων Θαρσεῖς τὴν ἀπώλειαν τοῦ
πλούτου καὶ τῆς δυναστείας τῶν προλεχθέντων ἐδή-
λωσε βασιλέων. Πνεῦμα δὲ βίαιον νοητὰς δυνάμεις
τινὰς νοήσεις, δι' ὧν τοὺς ἐχθροὺς τῶν ἀποστόλων
κατεπολέμησεν.
 Ἀθανασίου. Ὅτι κρίνας τὴν δίκην τῶν ἐθνῶν,  
ἐξήλασας τὸν κατ' αὐτῶν πολέμιον δαίμονα. Εἰ δὲ
βούλει, ὄρος Σιὼν οἱ τὸ ὕψος τῆς θεολογίας πεπιστευ-
μένοι· θυγατέρες δὲ τῆς Ἰουδαίας αἱ κατὰ τὴν οἰ
704

Αθανάσιος θεολόγος. Homilia in Canticum canticorum [Sp.] Vol. 27, p. 1352, line
54

βασιλείαν τῶν οὐρανῶν; ἰδοὺ Ἰωσὴφ διὰ τὴν βασι-


λείαν τῶν οὐρανῶν εὐνούχισεν ἑαυτόν· κρατηθεὶς γὰρ
ὑπὸ τῆς δεσποίνης εἰς τὸν κοιτῶνα, καὶ μηδενὸς ὄν-
τος ἐν τῷ τόπῳ, κἀκείνης ἀναγκαζούσης τοῦ τελέσαι
τὴν ἑαυτῆς ῥᾳθυμίαν, αὐτὸς εὐνούχισε μὴ συγκα-
ταθέμενος αὐτῇ.
 Τοῦτο δὲ καὶ ἡ μακαρία Σουσάννα πεποίηκεν,
εὑρεθεῖσα μόνη ἐν τῷ παραδείσῳ· κατασχόντες γὰρ
αὐτὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι, θέλοντες μοιχευθῆναι αὐ-
τὴν, παράνομοι γέροντες οἱ μισητοὶ παρὰ τῷ Κυρίῳ·
τούτοις δὲ καὶ Σολομὼν ἔλεγεν, μᾶλλον δὲ ὁ Κύριος
διὰ Σολομῶντος, ὅτι Τρία εἴδη ἐμίσησεν ἡ ψυχή
μου, γέροντα μοιχὸν, καὶ πτωχὸν ὑπερήφανον,  
καὶ πλούσιον ψεύστην· ὁρᾷς, ὅτι μισητοὶ ὄντως
παρὰ τῷ Κυρίῳ ἐκεῖνοι οἱ γέροντες; ὅτε οὖν ἐπαν-
έστησαν τῇ μακαρίᾳ Σουσάννῃ, μηδενὸς ὑπάρχοντος
ἐν τῷ τόπῳ, θέλοντες τὴν ῥᾳθυμίαν ἑαυτῶν ἐκτελέ-
σαι, αὕτη, συμβουλευσαμένη ἐν ἑαυτῇ τῷ λογισμῷ,
εὐνούχισεν ἑαυτὴν διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Ἄνθρωπος μὲν γὰρ ἄνθρωπον τηρῆσαι οὐ δύναται·

Αθανάσιος θεολόγος. Homilia in Canticum canticorum [Sp.] Vol. 27, p. 1352, line
55

λείαν τῶν οὐρανῶν εὐνούχισεν ἑαυτόν· κρατηθεὶς γὰρ


ὑπὸ τῆς δεσποίνης εἰς τὸν κοιτῶνα, καὶ μηδενὸς ὄν-
τος ἐν τῷ τόπῳ, κἀκείνης ἀναγκαζούσης τοῦ τελέσαι
τὴν ἑαυτῆς ῥᾳθυμίαν, αὐτὸς εὐνούχισε μὴ συγκα-
ταθέμενος αὐτῇ.
 Τοῦτο δὲ καὶ ἡ μακαρία Σουσάννα πεποίηκεν,
εὑρεθεῖσα μόνη ἐν τῷ παραδείσῳ· κατασχόντες γὰρ
αὐτὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι, θέλοντες μοιχευθῆναι αὐ-
τὴν, παράνομοι γέροντες οἱ μισητοὶ παρὰ τῷ Κυρίῳ·
τούτοις δὲ καὶ Σολομὼν ἔλεγεν, μᾶλλον δὲ ὁ Κύριος
διὰ Σολομῶντος, ὅτι Τρία εἴδη ἐμίσησεν ἡ ψυχή
μου, γέροντα μοιχὸν, καὶ πτωχὸν ὑπερήφανον,  
καὶ πλούσιον ψεύστην· ὁρᾷς, ὅτι μισητοὶ ὄντως
παρὰ τῷ Κυρίῳ ἐκεῖνοι οἱ γέροντες; ὅτε οὖν ἐπαν-
έστησαν τῇ μακαρίᾳ Σουσάννῃ, μηδενὸς ὑπάρχοντος
ἐν τῷ τόπῳ, θέλοντες τὴν ῥᾳθυμίαν ἑαυτῶν ἐκτελέ-
σαι, αὕτη, συμβουλευσαμένη ἐν ἑαυτῇ τῷ λογισμῷ,
εὐνούχισεν ἑαυτὴν διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Ἄνθρωπος μὲν γὰρ ἄνθρωπον τηρῆσαι οὐ δύναται·
οὐδὲ μήτηρ θυγατέρα ἑαυτῆς, οὐδὲ παιδίσκη κυρίαν,
705

Αθανάσιος θεολόγος. Testimonia e scriptura (de communi essentia patris et filii et


spiritus sancti) [Sp.] Vol. 28, p. 60, line 1

ἔχει ἐν ἑαυτῷ, οὕτως καὶ τῷ Υἱῷ ἔδωκε ζωὴν ἔχειν


ἐν ἑαυτῷ·» καὶ πάλιν· «Ὥσπερ ὁ Πατὴρ ζωοποιεῖ
τοὺς νεκροὺς, οὕτως καὶ ὁ Υἱὸς οὓς θέλει, ζωοποιεῖ·»
καὶ τοῦτο Δαβὶδ λέγει· «Ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ αὐ-
τοῦ, καὶ ζωὴ ἐν τῷ θελήματι αὐτοῦ.»

Πρὸς τοὺς λέγοντας, ὅτι εἰπεῖν τὸν Σωτῆρα


τῇ μητρὶ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου· Τί θέλεις; ὡς
ἀγνοοῦντός ἐστιν·

 Εὑρίσκομεν ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, λέγοντος τοῦ  


Θεοῦ Σολομῶνι· «Αἴτησαι παρ' ἐμοῦ, καὶ ποιήσω
σοι.» Ἆρ' οὖν πρὶν αἰτῆσαι, οὐκ ᾔδει ἃ εἶχε κατὰ
ψυχήν; Ἀλλὰ βούλεται ἡμᾶς μετὰ τῆς γνώσεως τοῦ
Θεοῦ φανεροῦν τὰ αἰτήματα, ὥς φησι Παῦλος· «Καὶ
τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν·»
ἀντὶ τοῦ, Γνωρίζετε αὐτῷ τί θέλετε, οὐχ ὡς ἀγνο-
οῦντι, ἀλλ' ὡς τὴν καλὴν πρόθεσιν ἀποδεχομένῳ.

Αθανάσιος θεολόγος. Testimonia e scriptura (de communi essentia patris et filii et


spiritus sancti) [Sp.] Vol. 28, p. 64, line 6

Πρὸς τοὺς λέγοντας τὸν Υἱὸν μὴ εἶναι τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς, ὅτι μία ἐξουσία καὶ
δύνα-μις, καὶ βασιλεία, καὶ θεότης τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ.

 Λέγει ὁ προφήτης· «Ἐξαίφνης ἥξει εἰς τὸν  


ναὸν ἑαυτοῦ ὁ Κύριος, ὃν ὑμεῖς ζητεῖτε, καὶ ὁ ἄγγε-
λος τῆς διαθήκης, ὃν ὑμεῖς θέλετε·» Θεοῦ οὖν ὁ
ναὸς, καὶ λέγει ἑαυτοῦ εἶναι τὸν ναὸν, ὡς μὴ νομι-
σθῆναι ἑτέραν εἶναι τοῦ Πατρὸς τὴν δεσποτείαν, καὶ
ἑτέραν τοῦ Υἱοῦ τὴν βασιλείαν. Τὸν ναὸν τοῦ Πατρὸς,
ὃν ἀνέθηκεν ὁ Σολομὼν τῷ Θεῷ, τοῦτον ναὸν τοῦ
Υἱοῦ καλεῖ ὁ προφήτης· «Ἐξαίφνης ἥξει εἰς τὸν
ναὸν ἑαυτοῦ ὁ Κύριος.» Διὰ τοῦτο ὁ Σωτὴρ λέγει·
»Ἐκβάλετε ταῦτα ἐντεῦθεν, καὶ μὴ ποιεῖτε τὸν
οἶκον τοῦ Πατρός μου οἶκον ἐμπορίου·» αὐτὸς λέ-
γει· «Ἐκβάλετε ταῦτα ἐντεῦθεν· ὁ γὰρ οἶκός μου
οἶκος προσευχῆς κληθήσεται. Ὁ οἶκος, φησὶ, τοῦ
Πατρός μου καὶ οἶκός μου.»

Αθανάσιος θεολόγος. Contra Sabellianos [Sp.]


706

Vol. 28, p. 112, line 28

τελείως μὲν ὑφεστάναι Πατέρα καθ' ἑαυτὸν, τελείως


καὶ τὸν Υἱὸν καθ' ἑαυτὸν ὑφεστάναι. Μαθέτωσαν οὖν,
ὅτι μὴ νοοῦσι, «μήτε ἃ λέγουσι, μήτε περὶ ὧν διαβε-
βαιοῦνται,» τόπῳ Θεὸν περιγράφοντες, καὶ τὸν Υἱὸν
αὖ πάλιν ἐν ἑτέρῳ φανταζόμενοι τόπῳ, καὶ μεμε-
ρίσθαι, τὸν μὲν ἐκεῖ, τὸν δὲ ἐνθάδε νομίζοντες, ἐὰν
γεγεννημένος καὶ πεφηνὼς καθ' ἑαυτὸν ἀπὸ τοῦ
Πατρὸς ὁ Υἱὸς ὁμολογῆται. «Τίς τόπος τῆς κατα-
παύσεώς μου;» φησὶν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου. «Ὁ
οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐκ ἀρκέσουσί
σοι,» Σολομὼν λέγει πρὸς τὸν Θεόν· τεκμηρίῳ με-
γίστῳ πείθων τοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεὸς, ὅτι μηδεὶς
αὐτοῦ τόπος δεκτικός. «Ἡ γὰρ χείρ μου,» φησὶν,
»ἐποίησε ταῦτα πάντα.» Οὐ τοίνυν περιέχει τὰ
ποιήματα τὸν πεποιηκότα, ὃς καὶ πρὸ τούτων ἦν, καὶ
τούτοις παρέχει τὸ εἶναι, καὶ αὐτῇ τῇ δυνάμει τοῦ πε-
ποιηκότος ἐπιστηρίζεται. Διό φησι Παῦλος·
»Ἐξ οὗ τὰ πάντα, καὶ δι' οὗ τὰ πάντα, καὶ εἰς ὃν τὰ
πάντα·» καὶ πάλιν· «Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν, καὶ κι-
νούμεθα, καὶ ἐσμέν.»
 Ἄνελε δή μοι τὸν ἐν τόπῳ ἐστηριγμένον, ὅτε

Αθανάσιος θεολόγος. Contra Sabellianos [Sp.] Vol. 28, p. 113, line 49

τας·» καὶ ὁ Σωτὴρ τὸν ἔχοντα παλαιὰ καὶ καινὰ


ῥήματα ἐπὶ τῆς ἑαυτοῦ διανοίας ἐοικέναι φησὶν ἀν-
θρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, ὅστις προφέρει ἐκ τοῦ θησαυροῦ
αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά. Ἐδέχετο δὲ ὁ Μωϋσέως νοῦς
σοφίαν τε πᾶσαν Αἰγυπτιακὴν, καὶ τὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ
δοθεῖσαν αὐτῷ. Καὶ Δανιὴλ, σύνεσιν πᾶσαν τὴν Χαλ-
δαίων ὑποδεξάμενος, ἐχώρει καὶ τὰ ποικίλα τῆς
θείας σοφίας νοήματα, ὅπερ σημαίνει δι' Ἰεζεχιὴλ ὁ
Θεός· «Μὴ σὺ σοφώτερος εἶ τοῦ Δανιήλ; πᾶν κρύφιον
οὐχ ὑπεδείχθη σοι.» Ἀναρίθμητος δὲ ἡ τοῦ Σολο-
μῶνος φρόνησις, καὶ τὸ χύμα τῆς καρδίας αὐτοῦ,  
ὡς ἄμμος, ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν. Τὸ δὲ τοσοῦτον
πλῆθος τῶν σοφιῶν περὶ μίαν ὁρῶντες διάνοιαν,
ἐνθυμείσθωσαν αὐτὰς οὐκ οὔσας ἐν τόπῳ. Πόσος γὰρ
ἂν τῷ μεγέθει γενόμενος ἄνθρωπος, ἐξήρκεσεν εἰς
τὴν τοσούτων ὑποδοχὴν, εἰ τόποις μεμερισμένοις τῶν
θεωρημάτων ἕκαστα εἶχεν; Ὅταν οὖν τὰ ἐνταῦθα
πνευματικὰ μὴ δέηται πλειόνων τόπων πλείονα ὄντα,
ἀλλὰ περὶ τὸν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν στρέφηται νοῦν,
ἐννοήσωμεν καὶ τὰ ὑπὲρ ἡμᾶς, καὶ καθ' ἑαυτὰ ὄντα
ἀσώματα, τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Πνεῦμα
707

Αθανάσιος θεολόγος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol. 28, p. 384, line 13

τείας. Ἐπίλογος περὶ Δαθὰν, καὶ Ἀβειρὼν, καὶ


Κορέ. Περὶ τῶν ἀπαρχῶν τῶν πρωτογεννημάτων
μερίδος Ἀαρών. Ἐπίλογος, ὅτι Φινεὲς υἱὸς Ἐλεάζαρ
τρίτος μετὰ Ἀαρὼν ἔνδοξος. Ὅτι τῷ Δαβὶδ διέθετο
Κύριος διαθήκην βασιλείας. Ὅτι Ἰησοῦς Ναυῆ διά-
δοχος Μωϋσέως γίνεται ἐν προφήταις. Ὡς ἐν ἡμέραις
Μωϋσέως Ἰησοῦς Ναυῆ καὶ Χάλεβ ὁ τοῦ Ἰεφονῆ,
ἐποίησαν ἔλεος, καὶ οἱ ιβʹ διεσώθησαν. Τὰ περὶ Σα-
μουὴλ, ὃς μετὰ Ἰησοῦν ἔκρινε τὸν λαὸν ἐν προφήταις.
Τὰ περὶ Ναθὰν τοῦ προφήτου, καὶ ἐγκώμιον εἰς Δαβὶδ
τὸν βασιλέα. Ὡς Σολομὼν ἦν σοφὸς, ἀλλὰ φιλογύ-
ναιος ὕστερον γέγονε, καὶ μετὰ τὴν ὀργὴν ἠλεήθη
μετανοήσας. Τὰ περὶ Ἱεροβοὰμ καὶ Ῥοβοὰμ τῶν
σχισματοποιῶν. Τὰ περὶ Ἠλίου τοῦ προφήτου, τὸ
πῦρ τὸ καῖον τὰ κακά. Τὰ περὶ Ἑλισσαιὲ τοῦ
προφήτου, καὶ μαθητοῦ Ἠλίου, ὃς ἐνεπλήσθη τοῦ
πνεύματος αὐτοῦ. Τὰ περὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν
βασιλέων Ἰούδα. Ὡς ἦν Ἰεζεκίας ταπεινόφρων, καὶ
τοῦ Ἡσαΐου φίλος, καὶ τοῦ Ῥαμψάκη ἀναιρέτης. Ὡς
ἐλυτρώσατο Κύριος τὸν Ἰσραὴλ ἐν χειρὶ Ἡσαΐου,
πατάξας τὴν παρεμβολὴν τῶν Ἀσσυρίων. Ὡς Ἰωσίας

Αθανάσιος θεολόγος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol. 28, p. 401, line 31

αὐτόν. Τότε λέγει αὐτοῖς· «Ἐὰν μείνητε ἐν τῷ λόγῳ


μου, ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς,» καὶ ἕτερα πολλά.
Λέγουσιν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· «Σαμαρείτης εἶ, καὶ δαι-
μόνιον ἔχεις.» Πάλιν ὁ Ἰησοῦς πολλὰ αὐτοῖς διαλέ-
γεται, ἐν οἷς ἐπήγαγε· «Πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι, ἐγώ
εἰμι.» Τότε ἠθέλησαν λιθάσαι αὐτόν· ὁ δὲ ἐξελθὼν
ἀπ' αὐτῶν, ἐθεράπευσε τὸν τυφλὸν πηλῷ. Εἶτα διαλέ-
γεται περὶ τῶν προβάτων καὶ τοῦ ποιμένος, τοῦ διὰ
τῆς θύρας εἰσερχομένου εἰς τὴν αὐλήν· καὶ σχίσμα
ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις. Τοῖς Ἐγκαινίοις περιεπάτει
ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος. Ἐρωτῶσιν αὐτὸν
οἱ Ἰουδαῖοι, εἰ αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός. Ὡς δὲ εἶπεν,
ἐβάστασαν λίθους βαλεῖν ἐπ' αὐτόν. Ὡς δὲ ἠρώτα αὐ-
τοὺς τὴν αἰτίαν, ἦλθον πιάσαι αὐτὸν, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
Ἀπῆλθεν, ὅπου ἐβάπτιζεν Ἰωάννης. Πέμπουσιν ἐκ
Βηθανίας αἱ περὶ Μάρθαν ὑπὲρ τοῦ Λαζάρου. Καὶ βου-
λόμενος εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἐλθεῖν, ἐκώλυον οἱ μαθηταί.
Ἦλθεν εἰς Βηθανίαν· ἀνέστησε τὸν Λάζαρον. Πάλιν
ἐβουλεύοντο οἱ Ἰουδαῖοι ἀνελεῖν τὸν Ἰησοῦν. Εἶτα
Καϊάφας προφητεύει. Ἀναχωρεῖ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν ἔρη-
μον Ἐφραΐμ. Εἶτα οἱ Ἰουδαῖοι ἀμφέβαλον, εἰ ἔρχεται
708

Αθανάσιος θεολόγος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol. 28, p. 432, line 11

εἰμί.» Βλέπων δὲ ταῦτα, ἤκουε παρὰ τοῦ Κυρίου  


ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὁ ὤν ἐστι, καὶ αὐτός ἐστιν
ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὅστις ὕστερον δι' ἡμᾶς σαρκωθείς·
λέγω δὴ τέλειος γέγονεν ἄνθρωπος, καὶ ἐκλήθη Υἱὸς
ἀνθρώπου.

Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλα βιβλία διάφορα παρὰ τὰ προλε-


χθέντα ἑκατέρας Διαθήκης, τῆς Παλαιᾶς δηλα-
δὴ καὶ Νέας· τὰ μὲν ἀντιλεγόμενα, τὰ δὲ ἀπό-
κρυφα.

 Τὰ μὲν οὖν ἀντιλεγόμενα τῆς Παλαιᾶς προεί-


πομεν μὲν καὶ πρότερον, ὥς ἐστι Σοφία Σολομῶν-
τος, καὶ Σοφία Ἰησοῦ υἱοῦ Συρὰχ, καὶ Ἐσθὴρ, καὶ
Ἰουδὶθ, καὶ Τωβίτ· σὺν ἐκείνοις δὲ καὶ ταῦτα ἠ-
ρίθμηνται· Μακκαβαϊκὰ βιβλία δʹ, Πτολεμαϊκὰ,
Ψαλμοὶ καὶ ᾨδὴ Σολομῶντος, Σωσάννα. Ταῦτα τὰ
ἀντιλεγόμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Τὰ δὲ ἀπόκρυφα πάλιν τῆς Παλαιᾶς διαθήκης


ταῦτα.

 Ἐνὼχ, Πατριάρχαι, Προσευχὴ Ἰωσὴφ, Δια-


θήκη Μωϋσέως, Ἀνάληψις Μωϋσέως, Ἀβραὰμ,
Ἐλδὰδ καὶ Μωδὰδ, Ἡλίου προφήτου, Σοφονίου προ-
φήτου, Ζαχαρίου πατρὸς Ἰωάννου, Βαροὺχ, Ἀμβα

Αθανάσιος θεολόγος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.]


Vol. 28, p. 432, line 14

Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλα βιβλία διάφορα παρὰ τὰ προλε-


χθέντα ἑκατέρας Διαθήκης, τῆς Παλαιᾶς δηλα-
δὴ καὶ Νέας· τὰ μὲν ἀντιλεγόμενα, τὰ δὲ ἀπό-
κρυφα.

 Τὰ μὲν οὖν ἀντιλεγόμενα τῆς Παλαιᾶς προεί-


πομεν μὲν καὶ πρότερον, ὥς ἐστι Σοφία Σολομῶν-
709

τος, καὶ Σοφία Ἰησοῦ υἱοῦ Συρὰχ, καὶ Ἐσθὴρ, καὶ


Ἰουδὶθ, καὶ Τωβίτ· σὺν ἐκείνοις δὲ καὶ ταῦτα ἠ-
ρίθμηνται· Μακκαβαϊκὰ βιβλία δʹ, Πτολεμαϊκὰ,
Ψαλμοὶ καὶ ᾨδὴ Σολομῶντος, Σωσάννα. Ταῦτα τὰ
ἀντιλεγόμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Τὰ δὲ ἀπόκρυφα πάλιν τῆς Παλαιᾶς διαθήκης


ταῦτα.

 Ἐνὼχ, Πατριάρχαι, Προσευχὴ Ἰωσὴφ, Δια-


θήκη Μωϋσέως, Ἀνάληψις Μωϋσέως, Ἀβραὰμ,
Ἐλδὰδ καὶ Μωδὰδ, Ἡλίου προφήτου, Σοφονίου προ-
φήτου, Ζαχαρίου πατρὸς Ἰωάννου, Βαροὺχ, Ἀμβα-
κοὺμ, Ἐζεχιὴλ, καὶ Δανιὴλ ψευδεπίγραφα.

Τῆς Νέας πάλιν διαθήκης ἀντιλεγόμενα


ταῦτα.

  

Αθανάσιος θεολόγος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol. 28, p. 437, line 1

 Ναθὰν καὶ Ἀδδὼ, καὶ Ἀχιᾶ τοῦ Σιλωνίτου,


καὶ Σεμεεὶ, καὶ Ἰηοῦ, ἐν τῇ βίβλῳ τῶν Βασιλειῶν
γέγραπται εἶναι βιβλία· προφῆται δὲ οὗτοί εἰσιν,
οἳ γεγράφασι περὶ ὧν προεφήτευσαν· ἃ οὐχ εὑ-
ρίσκεται.
 Ψαλμοὶ τρισχίλιοι λέγονται ἐν Παραλειπομέ-
ναις εἶναι τοῦ Δαβὶδ, μόνους δὲ ἐξ αὐτῶν τοὺς
ρνʹ ὑπὸ τῶν φίλων Ἐζεχίου τοῦ βασιλέως ἐξειλέ-
χθαι, τοὺς δὲ ἄλλους ἀποκεκρῦφθαι. Πεντακισχιλίας  
παροιμίας ὑπὸ Σολομῶντος ἐκδεδόσθαι, φησὶν ἡ τῶν
Παραλειπομένων Γραφή· ἀλλ' οὐκ εἰσὶ νῦν ἢ
μόναι αἱ ἐκκλησιαζόμεναι. Τὸ ᾎσμα ἐξ ᾀσμάτων
πλειόνων τὸ μυστικὸν ἐξειλέχθαι ἐπιγέγραπται. Ἰώ-
σηπος δὲ ἱστορεῖ δύο βιβλία προφητείας τὸν προφή-
την Ἰεζεκιὴλ γεγράφθαι· ἓν δὲ μόνον ἐπιγινώ-
σκομεν εὑρίσκεσθαι.  

Αθανάσιος θεολόγος. Disputatio contra Arium [Sp.]


Vol. 28, p. 453, line 6

ὑφηγήσαντο, ἀλλὰ πολλοὶ ἅγιοι, ἐν Πνεύματι Θεοῦ


λαλοῦντες, ἔφησαν ὅτι ἐκτίσθη ὁ Υἱός. Ἀθ. εἶπε·
Τίνες εἰσὶν οὗτοι; Οὐ δυνάμεθα γνῶναι καὶ ἡμεῖς;
710

Ἄρ. εἶπεν· Οἶσθα καὶ αὐτὸς, ὅτι καὶ οἱ προφῆται,


καὶ οἱ ἀπόστολοι ἐλάλησαν πολλαχοῦ τὸν Υἱὸν κτί-  
σμα εἶναι. Ἀθ. εἶπεν· Ἤκουσά σου λέγοντος πρὸ βρα-
χείας ὥρας, ὅτι ὁ Υἱὸς εἶπεν. Ἄρτι μετέβης εἰς τοὺς
προφήτας καὶ ἀποστόλους. Πλὴν ὑφήγησαι ποῖος προ-
φήτης ἔλεξε τοιάδε περὶ τούτου; Ἄρ. εἶπε· Καὶ νῦν
φημι τὸν Υἱὸν λέγειν διὰ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ
ἀποστόλων ὥσπερ καὶ διὰ τοῦ Σολομὼν ἔφη·
»Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ.»
Ὁρᾷς, ὅτι πρὸ πάντων ἔκτισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς διὰ τὰ
δι' αὐτοῦ μέλλοντα γίνεσθαι ἔργα. Ἀθ. εἶπεν·
Οὐκοῦν ἡ τῶν κτισμάτων πρόφασις αἰτία γέγονε τοῦ
κτισθῆναι τὸν Υἱὸν κατὰ σέ. Ἄρ. εἶπεν· Οὕτως ἔχει.
Ἀθ. εἶπεν· Ἄρα οὖν τοῦ Θεοῦ ἐντιμότερα τὰ κτιζό-
μενα παρ' αὐτοῦ; Πῶς χωρεῖ; Εἰ γὰρ ἐκεῖνος διὰ
ταῦτα γέγονε, καὶ οὐκ ἐκεῖνα διὰ τοῦτον, κατὰ σὲ,
ἀραρότως ἐντιμότερα ταῦτα ἐκείνου· ἀλλὰ μὴ γέ-
νοιτο οὕτως ἡμᾶς φρονῆσαι! Διὰ γὰρ τὸν Υἱὸν τὰ πάν

Αθανάσιος θεολόγος. Disputatio contra Arium [Sp.]


Vol. 28, p. 453, line 51

καὶ οὐ σύ. Πλὴν ἐπειδὴ συνήγαγές με ἐν τούτῳ, κἀγώ


σε περικλείσω ἐν ταῖς πολλαῖς μαρτυρίαις, ταῖς φα-
σκούσαις ὅτι κτίσμα ἐστὶν ὁ Υἱός. Ἀθ. εἶπε· Πρό-
φερε ἐκ τοῦ θησαυροῦ τὰ ἀποτεθησαυρισμένα ὑπὸ τοῦ
πατρός σου. Ἄρ. εἶπεν· Ἐμὸς πατήρ ἐστιν, ὃν προς-
κυνῶ Θεόν· πλὴν σὺ ἀποκρίθητί μοι περὶ τοῦ, «Κύ-
ριος ἔκτισέ με,» τοῦ Κυρίου ὁμολογήσαντος ἑαυτὸν ἐκ-
τίσθαι ὑπὸ τοῦ ἰδίου Πατρός. Ἀθ. εἶπε· Τὸ ῥητὸν
ἄλλην δύναμιν ἔχει πνευματικὴν ἔνδον, καὶ θεῖον θη-
σαυρὸν ἐναποτεθειμένον κέκτηται. Ἄρ. εἶπεν· Οὐκ
ἐπὶ τοῦ ῥητοῦ μόνον ἵστημι τὴν φωνὴν τοῦ Σολομῶν-
τος· οὐ γὰρ ἀσύνετός εἰμι, ἀλλὰ συνίημι, ὅτι πνευ-
ματικὸν νόημα θεωρεῖται ἀπὸ τῶν ἐπιστημόνων. Ὅθεν  
κἀγὼ οὐκ ἄμοιρος ὢν τῆς μυήσεως, οὕτω φημὶ, τὸ
μὲν, «Κύριος ἔκτισέ με» κατὰ τὸ ῥητὸν, τὴν δὲ ἐν αὐ-
τῷ δύναμιν, μειζοτέραν ὁρῶ ἣν ἔχει, ἣν σὺ μὴ νοή-
σας, ἀγνοίᾳ κατεχόμενος, πλανᾶσαι, ἀνδρὸς δὲ
κακοῦ ἴδιον τὸ φθονεῖν τοῖς κρείττοσιν. Ἀθ. εἶπεν·
Ἃ οὖν φρονεῖς, φράσον κἀμοὶ ἀφθόνως, ὅπερ δοκεῖ
σοι καλὸν φαίνεσθαι.

Αθανάσιος θεολόγος. Disputatio contra Arium [Sp.]


Vol. 28, p. 456, line 33

οὐρανός; Ἄρ. εἶπε· Καὶ πάνυ. Ἀθ. εἶπεν· Οὐκοῦν


ὁ Υἱός ἐστι κατὰ σὲ, καὶ ἡ γῆ δὲ καὶ ἡ θάλασσα θυγα-
711

τέρες κατὰ σέ. Ἄρ. εἶπε· Μὴ γένοιτο! ἕνα ἐποίη-


σεν ὁ Θεὸς Υἱὸν μόνον. Ἀθ. εἶπε· Δοκεῖ σοι πάντα τῷ
αὐτῷ ὅρῳ τῆς γεννήσεως μονογενῆ τυγχάνειν, ναὶ
ἢ οὔ; Ἄρ. εἶπεν· Οὕτως ἔχει. Ἀθ. εἶπεν· Οὐκοῦν εἰ
ἐποιήθη ὡς καὶ τὰ λοιπὰ δημιουργήματα ὁ Υἱὸς, πῶς
Υἱός ἐστι τοῦ Θεοῦ; Ἄρ. εἶπε· Παρακαλῶ σε, σὺ
πῶς νοεῖς τὸ, «Κύριος ἔκτισέ με;»
 Ἀθ. εἶπε· Πέπεισο· οὐκ ἄν σοι ἀπεκρινάμην·
ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀκροωμένους ἐρῶ. Σολομὼν, δίκαιος
ὢν, καὶ σοφίας πληρωθεὶς, κατηξιώθη ἐν παραβολῇ
προσημᾶναι τὴν κτίσιν τοῦ ναοῦ, τουτέστι τοῦ σώ-
ματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὡς αὐτὸς ὁ Κύριός φησι
τοῖς Ἰουδαίοις· «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρι-
σὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. Τοῦτο δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ
ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ,» ὥς φησιν ὁ Ἰωάννης. Ἀλλὰ
μὴν καὶ Σολομὼν παῤῥησιέστερον ἔφη περὶ αὐτῶν
τούτων διαλαβὼν οὕτως· «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ
οἶκον, καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά. Ἔσφαξε τὰ ἑαυ-
τῆς θύματα, καὶ ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς

Αθανάσιος θεολόγος. Disputatio contra Arium [Sp.] Vol. 28, p. 456, line 40

Υἱός ἐστι τοῦ Θεοῦ; Ἄρ. εἶπε· Παρακαλῶ σε, σὺ


πῶς νοεῖς τὸ, «Κύριος ἔκτισέ με;»
 Ἀθ. εἶπε· Πέπεισο· οὐκ ἄν σοι ἀπεκρινάμην·
ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀκροωμένους ἐρῶ. Σολομὼν, δίκαιος
ὢν, καὶ σοφίας πληρωθεὶς, κατηξιώθη ἐν παραβολῇ
προσημᾶναι τὴν κτίσιν τοῦ ναοῦ, τουτέστι τοῦ σώ-
ματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὡς αὐτὸς ὁ Κύριός φησι
τοῖς Ἰουδαίοις· «Λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρι-
σὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν. Τοῦτο δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ
ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ,» ὥς φησιν ὁ Ἰωάννης. Ἀλλὰ
μὴν καὶ Σολομὼν παῤῥησιέστερον ἔφη περὶ αὐτῶν
τούτων διαλαβὼν οὕτως· «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ
οἶκον, καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά. Ἔσφαξε τὰ ἑαυ-
τῆς θύματα, καὶ ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς
οἶνον, καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν· ἀπ-
έστειλε τοὺς ἑαυτῆς δούλους συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ
κηρύγματος ἐπὶ κρατῆρα, λέγουσα· «Ὅς ἐστιν ἄφρων,
ἐκκλινάτω πρὸς μέ,» καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπε·
»Ἔλθετε, φάγετε τὸν ἐμὸν ἄρτον, καὶ πίετε οἶνον, ὃν
κεκέρακα ὑμῖν· ἀπολίπετε ἀφροσύνην, ἵνα ζήση

Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones ad Antiochum ducem [Sp.]


Vol. 28, p. 637, line 6

σιτιζομένους καὶ ἑτοιμαζομένους; λοιπὸν οὖν μὴ θο-


ρυβοῦ· οὐ γὰρ μέχρι τῶν ἐνταῦθα ἵσταται τὰ
712

ἡμέτερα, ἀλλὰ δεῖ πάντως τοὺς σωζομένους διὰ πολ-


λῶν θλίψεων εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρα-
νῶν. Σκοπὸς γὰρ οὗτός ἐστι τῷ Θεῷ, τὸ πάντας ἀν-  
θρώπους σωθῆναι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν.
Διόπερ καὶ τοῖς μὲν ἁμαρτωλοῖς πολλάκις μακρο-
χρονίαν χαρίζεται, ἀφορμὴν αὐτοῖς διδοὺς πρὸς
μετάνοιαν· ὅπως κἂν ὡς οἱ περὶ τὴν ἑνδεκάτην ἐν
βάθει γήρως ἐπιστρέψωσι· τοὺς δὲ δικαίους πολλάκις
ὀλιγοχρονίους ἁρπάζει· ἵνα μὴ, ὥς φησιν ὁ Σολομὼν,
ἡ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτῶν, ἢ δόλος ἀπατήσῃ
ψυχὴν αὐτῶν, τελειωθέντες ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσαν χρό-
νους μακρούς. Ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτῶν.
 Ἐρώτ. οʹ. Τί οὖν; Οὐδεὶς τῶν ἐν τῷδε τῷ βίῳ
ταλαιπωρησάντων εἰσέρχεται ἐκεῖ εἰς τὴν γέενναν,
οὔτε μὴν πάλιν τις τῶν εὐημερησάντων ὧδε εἰσέρ-
χεται ἐκεῖ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;
 Ἀπόκ. Ναί. Οἱ μὲν γὰρ τῶν ἀνθρώπων ἥμαρτον
μεγάλα, καὶ ἐπαιδεύθησαν ὧδε μικρὰ, καὶ ὑπόκειν-
ται πάντως ἐκεῖ τιμωρηθῆναι, ὡς ἐπὶ τῶν ἐν

Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones ad Antiochum ducem [Sp.]


Vol. 28, p. 649, line 29

νοίας τῶν ἁμαρτιῶν ὁ Θεός ἐστιν ὁ ταύτης πρόξενος,


οὕτως ἐπὶ τῆς μετανοίας τῆς περὶ τὴν ἐλεημοσύνην
ὁ διάβολός ἐστι ποιητὴς αὐτῆς, καὶ οὐχ ἡ ψυχὴ τοῦ
ἀνθρώπου. Διὸ οὐδὲ ἀναλύεται ὁ γινόμενος μισθός.
Ὅμως οὐ καλὸν τὸ μεταγινώσκειν ἐπ' ἀγαθῷ γινο-
μένῳ. Ὁ γὰρ συνεχῶς μεταμελούμενος ὀκνηρότερος
εἰς τὸ ἀγαθὸν γίνεται,
 Ἐρώτ. πεʹ. Τινές φασιν, ὅτι οὐ δεῖ ἀνεξέταστον
παρέχειν ἐλεημοσύνην, ἀλλ' ἐρωτᾷν μετὰ ἀκριβείας,
εἰ ἐν ἀληθείᾳ ἐνδεής ἐστιν ὁ ἡμῖν προσερχόμενος.
Λέγει γὰρ, φησὶν ὁ Σολομὼν, ὅτι, «Ἐὰν ποιῇς ἀγα-
θὸν, βλέπε τίνι ποιεῖς.»
 Ἀπόκρ. Οὕτω καὶ τὰς λοιπὰς Γραφὰς οἱ κακῶς
νοοῦντες διαστρέφουσιν· οὐ γὰρ περὶ τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ πτωχοῦ τοῦτο εἶπεν ὁ Σολομών· ἀλλὰ «βλέπε,
τίνι ποιεῖς,» τουτέστιν, ὅτι τῷ Θεῷ ποιεῖς. Εἰ γὰρ
πρὸ τοῦ ἀνακρίνειν τοὺς αἰτοῦντας τοῦτό φησι, πῶς
ὁ Κύριος λέγει· «Παντὶ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου;»
 Ἐρώτ. πϛʹ. Ἆρα δὲ τὸ ἐν ἐκκλησίαις προσφέρειν
ὑπάρχει παρὰ Θεῷ τιμιώτερον, ἢ τὸ τοῖς δεομένοις
διανέμειν;

Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones ad Antiochum ducem [Sp.]


Vol. 28, p. 649, line 33
713

Ὅμως οὐ καλὸν τὸ μεταγινώσκειν ἐπ' ἀγαθῷ γινο-


μένῳ. Ὁ γὰρ συνεχῶς μεταμελούμενος ὀκνηρότερος
εἰς τὸ ἀγαθὸν γίνεται,
 Ἐρώτ. πεʹ. Τινές φασιν, ὅτι οὐ δεῖ ἀνεξέταστον
παρέχειν ἐλεημοσύνην, ἀλλ' ἐρωτᾷν μετὰ ἀκριβείας,
εἰ ἐν ἀληθείᾳ ἐνδεής ἐστιν ὁ ἡμῖν προσερχόμενος.
Λέγει γὰρ, φησὶν ὁ Σολομὼν, ὅτι, «Ἐὰν ποιῇς ἀγα-
θὸν, βλέπε τίνι ποιεῖς.»
 Ἀπόκρ. Οὕτω καὶ τὰς λοιπὰς Γραφὰς οἱ κακῶς
νοοῦντες διαστρέφουσιν· οὐ γὰρ περὶ τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ πτωχοῦ τοῦτο εἶπεν ὁ Σολομών· ἀλλὰ «βλέπε,
τίνι ποιεῖς,» τουτέστιν, ὅτι τῷ Θεῷ ποιεῖς. Εἰ γὰρ
πρὸ τοῦ ἀνακρίνειν τοὺς αἰτοῦντας τοῦτό φησι, πῶς
ὁ Κύριος λέγει· «Παντὶ τῷ αἰτοῦντί σε δίδου;»
 Ἐρώτ. πϛʹ. Ἆρα δὲ τὸ ἐν ἐκκλησίαις προσφέρειν
ὑπάρχει παρὰ Θεῷ τιμιώτερον, ἢ τὸ τοῖς δεομένοις
διανέμειν;
 Ἀπόκ. Τὸ εἰπεῖν τὸν Κύριον τοῖς ἐκ δεξιῶν ὅτι
»Ἐπείνασα, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν· ἐδίψησα, καὶ
ἐποτίσατέ με,» ἔδειξε προτιμοτέραν εἶναι τὴν εἰς
τοὺς κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ κτισθέντας ναοὺς

Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones ad Antiochum ducem [Sp.]


Vol. 28, p. 668, line 10

λυτρωτικόν· καὶ εἷς Κύριος, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ  


τὸ ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει. Καὶ ὁ μὴ οὕτω φρονῶν
πεπλάνηται.
 Ἐρώτ. ριγʹ. Τὸ μέγα καὶ πολυθρύλλητον, καὶ σχε-
δὸν παρὰ πάντων ζητούμενον ὅρον θέλομεν λέγειν
ἔχειν τὴν τοῦ ἀνθρώπου ζωὴν, ἢ οὔ; Εἰ μὲν γὰρ
ὅρος ἐστὶ, πῶς φησιν ὁ Δαβὶδ τῷ Θεῷ· «Μὴ ἀναγά-
γῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου;» εἰ δὲ οὐκ ἔστιν ὅρος,
πῶς πάλιν ὁ αὐτὸς λέγει· «Ἰδοὺ παλαιστὰς ἔθου
τὰς ἡμέρας μου.» Εἰ δὲ πάλιν ὅρος ἐστὶ, πῶς ὁ Σο-
λομών φησι· «Μὴ γίνου σκληρὸς, μηδὲ ἀσεβὴς ἐπὶ
πολὺ, ἵνα μὴ ἀποθάνῃς ἐν οὐ καιρῷ σου.» Εἰ οὖν
ἐστιν ἐν οὐ καιρῷ ἀποθανεῖν, πῶς τισιν ἔδοξε λέγειν,
ὅτι θάνατοι ἐπάγονται, τῶν ὅρων τῆς ζωῆς πληρω-
θέντων; Πῶς δὲ καὶ τῷ Ἐζεκίᾳ καὶ τοῖς Νινευΐταις
ζωὴν ὁ Θεὸς αἰτησαμένοις προσέθηκεν;
 Ἀπόκ. Ἡ τῆς σοφίας πηγὴ, τὸ μέγα δοχεῖον τῆς
γνώσεως, Παῦλος ὁ ἀπόστολος, πρὸς Κορινθίους γρά-
φων φησίν· «Ὁ γὰρ ἀναξίως ἐσθίων τὸν ἄρτον καὶ
πίνων τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ

Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones ad Antiochum ducem [Sp.]


Vol. 28, p. 688, line 8
714

ἐν τῇ Χριστοῦ πίστει γενώμεθα· φέρε διὰ βραχέων


περὶ πάσης τῆς Χριστοῦ οἰκονομίας καὶ περὶ τῆς τοῦ
Εὐαγγελίου ἀπολογίας ἐκ τῆς Παλαιᾶς διαθήκης τὰς  
μαρτυρίας ποιησώμεθα. Ἔσται γὰρ πᾶσι τοῖς ἐγκύ-
πτουσιν ἐντεῦθεν ὠφέλεια. Ὅτι προαιώνιος ὁ Υἱὸς
καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐπ' ἐσχάτων σαρκωθεὶς ἐκ τοῦ
ρθʹ ψαλμοῦ· «Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά
σε.» Εὔδηλον δὲ, ὅτι οὐδεὶς ἀνθρώπων πρὸ ἑωσφό-
ρου ἐγεννήθη. Ὁ γὰρ ἑωσφόρος τῇ δʹ ἡμέρᾳ ἐγένετο·
ὁ δὲ Ἀδὰμ τῇ ϛʹ ἡμέρᾳ ἐπλάσθη. Ὡσαύτως δὲ καὶ
Σολομὼν περὶ τῆς πρὸ αἰώνων ἐκ Θεοῦ καὶ Πατρὸς
γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οὕτω φησὶν, ὡς ἐκ προσώπου
τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ· «Πρὸ τοῦ ὄρη γενηθῆναι, πρὸ τοῦ
τὰς πηγὰς προελθεῖν, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ
με.» Ἐρωτητέον οὖν λοιπὸν τὸν Ἰουδαῖον, τίνα ὁ
Θεὸς πρὸ πάσης κτίσεως ἐγέννησεν; Ὁμοίως δὲ καὶ
τὸ εἰπεῖν τὸν Θεὸν περὶ τοῦ Ἀδὰμ, ὅτι «Ἰδοὺ Ἀδὰμ
γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν,» Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Πνεῦμα
ἅγιον δηλοῖ. Καὶ πάλιν τὸ εἰπεῖν, ὅτι «Ἔβρεξε Κύ-
ριος παρὰ Κυρίου πῦρ ἐπὶ Σόδομα,» προφανῶς Πα

Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones ad Antiochum ducem [Sp.]


Vol. 28, p. 689, line 33

ὧν ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν ἐποίησεν Ἡσαΐας


ἡμᾶς διδάσκει λέγων· «Αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν
ἦρε, καὶ τὰς νόσους ἐβάστασε, καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυ-
νᾶται.» Ὅτι δὲ εἰρηνεῦσαι τὸν κόσμον ἦλθεν ὁ
Χριστὸς, ἀκούσωμεν τοῦ οαʹ ψαλμοῦ· «Καταβήσεται
ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον, καὶ ὡσεὶ σταγὼν ἡ στάζουσα
ἐπὶ τὴν γῆν. Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δι-
καιοσύνη, καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ
ἡ σελήνη, καὶ κατακυριεύσει ἀπὸ θαλάσσης ἕως θα-
λάσσης, καὶ ἀπὸ ποταμῶν ἕως περάτων τῆς οἰκου-
μένης.» Κἂν εἴπῃ Ἰουδαῖος, ὅτι περὶ Σολομῶντος
λέγει ὁ ψαλμὸς, ψεύδεται. Λέγει γάρ· «Πρὸ τοῦ ἡ-
λίου διαμένει τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ πάντα τὰ ἔθνη
μακαριοῦσιν αὐτὸν, καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ πάν-
τες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς.» Ταῦτα δὲ οὐ δυνατὸν εἰς Σολομῶντα λέγεσθαι· οὐ γὰρ ἦν
αὐτὸς πρὸ
ἡλίου.
 Ὅτι δὲ καὶ διὰ βαπτίσματος ἔμελλεν ὁ Χριστὸς
ὁ Θεὸς ἡμῶν καταργεῖν τὸν διάβολον, ὁ ογʹ ψαλμὸς
μαρτυρεῖ λέγων πρὸς Θεὸν οὕτως· «Σὺ συνέτριψας
τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος· σὺ συν-
έθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος.»
715

Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones ad Antiochum ducem [Sp.]


Vol. 28, p. 689, line 37

Χριστὸς, ἀκούσωμεν τοῦ οαʹ ψαλμοῦ· «Καταβήσεται


ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον, καὶ ὡσεὶ σταγὼν ἡ στάζουσα
ἐπὶ τὴν γῆν. Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δι-
καιοσύνη, καὶ πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ
ἡ σελήνη, καὶ κατακυριεύσει ἀπὸ θαλάσσης ἕως θα-
λάσσης, καὶ ἀπὸ ποταμῶν ἕως περάτων τῆς οἰκου-
μένης.» Κἂν εἴπῃ Ἰουδαῖος, ὅτι περὶ Σολομῶντος
λέγει ὁ ψαλμὸς, ψεύδεται. Λέγει γάρ· «Πρὸ τοῦ ἡ-
λίου διαμένει τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ πάντα τὰ ἔθνη
μακαριοῦσιν αὐτὸν, καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ πάν-
τες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς.» Ταῦτα δὲ οὐ δυνατὸν εἰς Σολομῶντα λέγεσθαι· οὐ γὰρ ἦν
αὐτὸς πρὸ
ἡλίου.
 Ὅτι δὲ καὶ διὰ βαπτίσματος ἔμελλεν ὁ Χριστὸς
ὁ Θεὸς ἡμῶν καταργεῖν τὸν διάβολον, ὁ ογʹ ψαλμὸς
μαρτυρεῖ λέγων πρὸς Θεὸν οὕτως· «Σὺ συνέτριψας
τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος· σὺ συν-
έθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος.» Ὅτι δὲ ποι-
ητὴς οὐρανοῦ ὁ Χριστός ἐστιν, ὁ ἐν θαλάσσῃ περι-
πατήσας, τοῦ Ἰὼβ ἀκούσωμεν λέγοντος οὕτως· «Ὁ
τανύσας τὸν οὐρανὸν μόνος, καὶ περιπατῶν ἐπὶ θα-
λάσσης ὡς ἐπ' ἐδάφους.» Περὶ δὲ τοῦ πώλου καὶ τῆς

Αθανάσιος θεολόγος. Quaestiones in scripturam sacram [Sp.]


Vol. 28, p. 752, line 2

αὐτὸ τὸ ζῇν ἐν Θεῷ, κατὰ τὸν εἰπόντα ἅγιον Ἀπόστο-


λον· «Ζῶ δὲ οὐκ ἔτι ἐγὼ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ ὁ Χριστός·»
κοίτην δὲ, ὡς ὅταν λέγει· «Καυχήσονται ὅσιοι ἐν
δόξῃ, καὶ ἀγαλλιάσονται ἐπὶ τῶν κοιτῶν αὐτῶν.»
Ὥσπερ γὰρ ὁ ἐν τῇ κοίτῃ πεσὼν ἀναπέπαυται καὶ
ὑπνοῖ ἡδέως· οὕτως καὶ ὁ τελειωθεὶς ἐν Θεῷ, καὶ
φθάσας εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ
πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀναπέπαυται ἐν Θεῷ,
ὥσπερ κοίτην ἡγούμενος τὴν ἐν Θεῷ τελείωσιν. Πό-  
δας καὶ τῆς κοίτης τὰς ἀρετὰς λέγει· κλίνην δὲ, ὡς
ὅταν φησὶ Σολομών· «Ἑξήκοντα δυνατοὶ κυκλοῦσιν
αὐτήν.» Ὅταν γὰρ εἰς τὸ τέλειον ἔλθῃ ὁ ἐνάρετος, πε-
ρικυκλοῦσι καὶ περιστοιχοῦσιν αὐτὸν οἱ δυνατοὶ,
ἤτοι οἱ ἄγγελοι, κατὰ τὸν εἰπόντα· «Προεωρώμην τὸν
Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντὸς, ὅτι ἐκ δεξιῶν μου
ἐστὶν, ἵνα μὴ σαλευθῶ.» Φίλον δὲ τῇ θείᾳ Γραφῇ
καλεῖν καὶ τὸν ἄγγελον Κύριον, ὡς ἐπὶ τοῦ Μανωὲ,
»Θεὸν ἑωράκαμεν,» ἐν φαντασίᾳ Θεοῦ γενομένου.
Θάνατον δὲ πάλιν εἴρηκεν αὐτὴν ὁ Δαβὶδ εἰπών·
716

»Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐ-


τοῦ.» Εἶδες πῶς καὶ ὕπνον, καὶ κοίτην, καὶ κλίνην,

Βασίλειος θεολόγος Epistulae Epistle 8, sec. 12, line 42

οὐδ' ἀκοὴν ψόφων τε καὶ φωνῶν, οὐδ' ὄσφρησιν ἀτμῶν


εὐωδῶν τε καὶ δυσωδῶν, οὐδὲ γεῦσιν χυμῶν καὶ χυλῶν,
οὐδ' ἁφὴν μαλακῶν καὶ σκληρῶν, ἢ θερμῶν καὶ ψυχρῶν.  
Οὐδὲ τὸν νοῦν ἐπιβάλλειν τοῖς νοητοῖς διδάξοι τις ἄν.
Καὶ ὥσπερ, εἴ τι πάθοιεν αὗται, ἐπιμελείας μόνον προς-
δέονται καὶ τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν εὐκόλως ἀποπληροῦσιν,
οὕτως καὶ ὁ νοῦς σαρκὶ συνδεθεὶς καὶ τῶν ἐκ ταύτης
φαντασιῶν πληρωθεὶς πίστεως δεῖται καὶ πολιτείας ὀρθῆς,
αἵτινες καταρτίζουσι τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡσεὶ ἐλάφου καὶ
ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ αὐτὸν ἱστῶσιν. Τοῦτό τοι αὐτὸ καὶ ὁ σοφὸς
παρεγγυᾷ Σολομῶν καὶ ποτὲ μὲν ἡμῖν προφέρει τὸν ἀνε-
παίσχυντον ἐργάτην τὸν μύρμηκα καὶ δι' αὐτοῦ τὴν πρακ-
τικὴν ὁδὸν ἡμῖν ὑπογράφει, ποτὲ δὲ τὸ τῆς σοφῆς
μελίττης κηρόπλαστον ὄργανον καὶ δι' αὐτῆς τὴν φυσικὴν
θεωρίαν αἰνίττεται ἐν ᾗ καὶ ὁ περὶ τῆς ἁγίας Τριάδος
ἐγκέκραται λόγος, εἴπερ ἐκ καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως
ὁ γενεσιουργὸς θεωρεῖται. Ἀλλ' εὐχαριστήσαντες Πατρὶ
καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι πέρας ἐπιθῶμεν τῷ γράμματι,
ἐπειδὴ πᾶν μέτρον ἄριστον, καὶ ἡ παροιμία φησίν.

Βασίλειος θεολόγος Epistulae Epistle 42, sec. 2, line 15

ἐστιν ἀκοῦσαι. «Ἐὰν γάρ, φησίν, ἐκκλίνας ὁ δίκαιος πλημ-


μελήσῃ, οὐ μὴ μνησθῶ τῶν δικαιοσυνῶν ὧν ἐποίησεν, ἀλλ'
ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται.» Τὸ δὲ αὐτό φησι καὶ
περὶ τοῦ ἁμαρτωλοῦ· «Ἐὰν ἐπιστρέψας ποιήσῃ δικαιοσύνην,
ζωὴν ζήσεται ἐν αὐτῇ.» Ποῦ γὰρ οἱ τοσοῦτοι Μωσῆ τοῦ
θεράποντος πόνοι, τῆς ἐν στιγμῇ ἀντιλογίας παραγραψα-  
μένης αὐτοῦ τὴν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας εἴσοδον;
Ποῦ δὲ καὶ ἡ τοῦ Γιεζῆ συναναστροφὴ πρὸς τὸν Ἐλις-
σαῖον, φιλοχρηματίας χάριν λέπραν ἐπισπασαμένου; Τί δὲ
καὶ τοῦ πλήθους τῆς σοφίας τῷ Σολομῶντι ὄφελος καὶ ἡ
προλαβοῦσα τοιαύτη ἔννοια εἰς Θεόν, ὕστερον ἐκ τῆς
γυναικομανίας εἰς εἰδωλολατρείαν αὐτοῦ ἐκπεπτωκότος;
Ἀλλ' οὐδὲ τὸν μακάριον Δαβὶδ ὁ μετεωρισμὸς ἀφῆκεν
ἀνέγκλητον διὰ τὴν εἰς τὴν τοῦ Οὐρίου πλημμέλειαν.
Ἤρκει δὲ καὶ ἡ τοῦ Ἰούδα ἀπὸ τοῦ κρείττονος εἰς τὸ
χεῖρον μετάπτωσις πρὸς ἀσφάλειαν τοῦ κατὰ Θεὸν πολι-
τευομένου, ὅς, ἐν τοσούτοις χρόνοις μαθητευθεὶς τῷ
Χριστῷ, ὕστερον μικρῷ λήμματι τὸν Διδάσκαλον ἀπεμπο-
λήσας ἑαυτῷ ἀγχόνην ἐπραγματεύσατο. Τοῦτο οὖν γνως-
τόν σοι ἔστω, ἀδελφέ, ὅτι οὐχ ὁ καλῶς ἀρχόμενος, οὗτος
717

Βασίλειος θεολόγος Epistulae Epistle 51, sec. 1, line 7

ΒΟΣΠΟΡΙῼ ΕΠΙΣΚΟΠῼ

 Πῶς μου οἴει τὴν ψυχὴν ὠδύνησεν ἡ ἀκοὴ τῆς συκο-


φαντίας ἐκείνης, ἣν κατέχεάν μού τινες τῶν μὴ φοβου-
μένων τὸν Κριτήν, ὃς ἀπολεῖ πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ
ψεῦδος; Ὥστε πᾶσαν τὴν νύκτα ἐπὶ τοῖς ῥήμασι τῆς
ἀγάπης σου ὀλίγου δεῖν ἄϋπνον διαμεῖναι, οὕτω μέσης
ἥψατό μου τῆς καρδίας ἡ λύπη. Ὄντως γάρ, κατὰ τὸν
Σολομῶντα, «Συκοφαντία ἄνδρα ταπεινοῖ», καὶ οὐδεὶς
οὕτως ἀνάλγητος ὡς μὴ παθεῖν τὴν ψυχὴν καὶ κατα-
καμφθῆναι εἰς γῆν, στόμασιν εἰς ψευδολογίαν εὐκόλοις
παραπεσών. Ἀλλὰ γὰρ ἀνάγκη πάντα στέγειν, πάντα ὑπο-
μένειν, τὴν ὑπὲρ ἑαυτῶν ἐκδίκησιν ἐπιρρίψαντας τῷ
Κυρίῳ, ὃς οὐ περιόψεται ἡμᾶς, διότι «Ὁ συκοφαντῶν
πένητα παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν». Οἱ μέντοι τὸ
καινὸν τοῦτο δρᾶμα τῆς καθ' ἡμῶν βλασφημίας συνθέντες
ἐοίκασι παντελῶς ἀπιστεῖν τῷ Κυρίῳ, ὃς καὶ περὶ ἀργοῦ  
ῥήματος δώσειν ἡμᾶς λόγον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως
ἀπεφήνατο. Ἐγὼ δέ, εἰπέ μοι, τὸν μακαριώτατον
Βασίλειος θεολόγος Epistulae Epistle 321, sec. 1, line 6

Ἐκκλησιῶν ὅπως ἔχει, εἴτε συγκεχώρηται μένειν ἐπὶ τῆς


ὁμοιότητος, εἴτε καὶ πρὸς τὸ χεῖρον ἐκπέπτωκεν, ἤ τινα
ἐλπίδα τῆς ἐπὶ τὸ βέλτιον ἔχει μεταβολῆς, γνωρίσαι ἡμῖν
διά τινος τῶν γνησίων ἀδελφῶν καταξίωσον.

ΘΕΚΛῌ

 Τὸ παριππεῦσαν ἔτος κρυμὸς γεγένηται τῇ πατρίδι βαρὺς


καὶ τῶν ἀμπέλων τὰς βλεφαρίδας πρὸς ὠδῖνας λυομένας
ἀνέκοψεν· αἱ δὲ ἀπομείνασαι στεῖραι αὐχμηρὰς ἡμῶν καὶ
ἀβρόχους τὰς φιάλας εἰργάσαντο. Τί δήποτ' οὖν σοι τῶν
φυτῶν τὴν ἀκαρπίαν ἐκτραγῳδῶ; Ἵνα ἡμῖν, κατὰ τὸν
Σολομῶντα, αὐτὴ γένῃ ἄμπελος κυπρίζουσα καὶ κατάκαρπος  
κληματίς, οὐ βότρυν ἐξανθήσασα, ἀλλὰ τῶν βοτρύων ἐξοι-
νώσασα τοῖς πόνοις τὴν δρόσον. Εἰσί τινες παρ' ἡμῖν ἄνδρες
οἱ τὸν περίβολον τῆς συνόδου τειχίζοντες. Τούτους ὀρεινῷ
μεθύσματι ποτίζειν οὐκ ἔχων ἐγὼ ἐπὶ τὴν πολυστάφυλόν
σου κεχώρηκα δεξιάν, ἵν' ἡμῖν ἐκ ποταμίας τοὺς τῶν σῶν
κελεύσῃς ἐπιρρεῦσαι κρουνούς. Τοῦτο γὰρ ποιήσασα τάχος
πολλῶν μὲν ἀναπαύσεις ψυχάς, εὐφρανεῖς δὲ ὡς ἔνι μάλιστα
καὶ τὸν ἀττικιστὴν ἐπαίτην ἐμέ.
718

Βασίλειος θεολόγος Homilia in illud: Destruam horrea mea


Sec. 6, line 36

τὰς κοιλίας τῶν πενήτων. Θησαύρισον σεαυτῷ θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ. Τὰ


ἐκεῖ ἀποτιθέμενα οὐ σῆτες καταβόσκονται, οὐ σηπεδὼν ἐπινέμεται, οὐ  
λῃσταὶ διακλέπτουσιν. Ἀλλὰ τότε μεταδώσω τοῖς δεομένοις ὅταν τὰς
δευτέρας ἀποθήκας ἐμπλήσω. Μακροὺς σεαυτῷ τοὺς χρόνους τῆς ζωῆς
ἔπηξας. Σκόπει μή σε προλάβῃ ὁ κατὰ προθεσμίαν ἐπείγων. Καὶ γὰρ ἡ
ἐπαγγελία οὐ χρηστότητος ἐστιν, ἀλλὰ πονηρίας ἀπόδειξις. Ἐπαγγέλλῃ
γὰρ, οὐχ ἵνα δῷς μετὰ ταῦτα, ἀλλ' ἵνα τὸ παρὸν διακρούσῃ. Ἐπεὶ νῦν
τί τὸ κωλύον πρὸς τὴν μετάδοσιν; Οὐ πάρεστιν ὁ ἐνδεής; οὐχὶ πλήρεις
αἱ ἀποθῆκαι; οὐχ ὁ μισθὸς ἕτοιμος; οὐχ ἡ ἐντολὴ τηλαυγής; Ὁ πεινῶν
τήκεται· ὁ γυμνητεύων πήγνυται· ὁ ἀπαιτούμενος ἄγχεται· καὶ σὺ τὴν
ἐλεημοσύνην εἰς τὴν αὔριον ἀναβάλλῃ; Ἄκουε Σολομῶντος· Μὴ εἴπῃς·
Ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, καὶ αὔριον δώσω· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα·
Οἵων παραγγελμάτων ὑπερορᾷς, τῇ φιλαργυρίᾳ τὰ ὦτα προαποβύσας!
Πόσην ἔδει σε χάριν ἔχειν τῷ εὐεργέτῃ, καὶ φαιδρὸν εἶναι, καὶ λαμ-
πρύνεσθαι τῇ τιμῇ, ὅτι οὐκ αὐτὸς διοχλεῖς θύρας ἑτέρων, ἀλλὰ τὰς σὰς
ἄλλοι καταλαμβάνουσι! Νῦν δὲ κατηφὴς εἶ καὶ δυσέντευκτος, ἐκκλίνων
τὰς ἀπαντήσεις, μή πού τι καὶ μικρὸν ἀναγκασθῇς τῶν χειρῶν ἐκβαλεῖν.
Μίαν οἶδας φωνήν· Οὐκ ἔχω· οὐδὲ δώσω· πένης γάρ εἰμι. Πένης εἶ τῷ
ὄντι, καὶ ἐνδεὴς παντὸς ἀγαθοῦ· πένης ἀγάπης· πένης φιλανθρωπίας,
πένης πίστεως εἰς Θεὸν, πένης ἐλπίδος αἰωνίου. Συμμεριστὰς ποίησον
τῶν σητῶν τοὺς ἀδελφούς· τὸ αὔριον σηπόμενον σήμερον μετάδος τῷ

Βασίλειος θεολόγος Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.] Ch. 3, sec. 107, line 24

σοφοῦ Ἀρχιτέκτονος, τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Διὰ τοῦτο, μὴ


ἔχοντες τὸν συναρμολογοῦντα αὐτοὺς καὶ συμβιβάζοντα,
λελυμένοι εἰσὶ καὶ ἐσχισμένοι ἀπ' ἀλλήλων, γενέσθαι ναὸς
Θεοῦ διὰ τῆς πνευματικῆς οἰκοδομῆς, μὴ δυνάμενοι.
 Ἀλλ' ἡμεῖς εὐξώμεθα, ἔχειν τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἐπιχορηγίαν
τοῦ Πνεύματος, ὥστε ἀναδείκνυσθαι ἡμῖν τοὺς πνευματικοὺς
ἀρχιτέκτονας, ὁποῖος ἦν ὁ Βεσελεὴλ, ὃν ἐνέπλησεν ὁ Θεὸς
Πνεῦμα θεῖον, Πνεῦμα συνέσεως καὶ ἐπιστήμης, ἀρχιτεκ-
τονεῖν κατὰ πάντα τὰ ἔργα τῆς ἀρχιτεκτονίας.  – Καὶ συνε-
τὸν ἀκροατήν. Εἰ κατὰ τὸν Σολομῶντα, Λόγος πολυτελὴς εἰς
οὖς εὐήκοον, ὅπου λόγος οὐκ ἔστιν, οὐδὲ ἀκοῆς χρεία. Ἐπεὶ
οὖν ἤρθη ὁ θαυμαστὸς Σύμβουλος, ἀκολούθως συναφῃρέθη
καὶ ὁ συνετὸς ἀκροατής. Ὅπου γὰρ ἀργύριον οὐκ ἔστι, τρα-
πεζίτης ἀργεῖ.  – Λυπηρὸν δὲ καὶ ὅταν λόγος μὲν ᾖ πλήρης
νοημάτων καὶ κατὰ πραγμάτων φερόμενος, ὁ δὲ συνετῶς
αὐτῶν ἐπαισθανόμενος μὴ παρῇ, τῷ μὴ ἔχειν τὰ ὦτα τῆς
ψυχῆς, ἃ ὁ Κύριος πρὸς τὴν τῶν ἰδίων λόγων ἀκρόασιν
ἐπιζητεῖ, λέγων· Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.  
 Καὶ ἐπιστήσω νεανίσκους ἄρχοντας αὐτῶν καὶ ἐμ-
παῖκται κυριεύσουσιν αὐτῶν.
719

Βασίλειος θεολόγος Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.]


Ch. 5, sec. 149, line 20

κοντα μὲν καὶ τρεῖς ἡμέραι ἐπὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἰσραὴλ
ἀριθμοῦνται, τεσσαράκοντα δὲ ἐπὶ τοῦ Ἰούδα. Διὰ τοῦτο
καὶ ἐνταῦθα ὁ μὲν ἀκανθοφόρος ἀμπελὼν οἶκος τοῦ Ἰσραὴλ
γίνεται· ὁ δὲ τοῦ Ἰούδα ἄνθρωπος, οὐκέτι ἀμπελών· ἀλλὰ
νεόφυτον, οὐ κεχερσωμένον, ἀλλ' ἠγαπημένον.  – Τίς δὲ ὁ ἐξ
Ἰούδα ἀνατείλας ἄνθρωπος, ἀκμάζων τῇ ζωῇ καὶ ἀληθινῶς
ὑπάρχων ἀγαπητὸς, οὐ χαλεπὸν ἰδεῖν τῷ ἐπισταμένῳ τὰ
τοιαῦτα θεωρεῖν.
 Ἔμεινα ἵνα ποιήσῃ κρίσιν, ἐποίησε δὲ ἀνομίαν· καὶ
οὐ δικαιοσύνην, ἀλλὰ κραυγήν. Ἐπείπερ, κατὰ τὸν Σο-
λομῶντα, Λογισμοὶ δικαίων κρίματα, ἀπαιτούμεθα πάν-
τα κρίσει ποιεῖν, καὶ μηδὲν ἀκρίτως. Ἕπεται μέντοι τῇ
ἀκρίτῳ καὶ ἀνεξετάστῳ ζωῇ τὰ ἄνομα. Ὁ γὰρ μὴ ἑπό-
μενος τῷ ὀρθῷ λόγῳ, μηδὲ κρίνων τὸ πρακτέον καὶ μὴ,
κατὰ τὸν δεδομένον ἐκ τοῦ νόμου κανόνα, ἀνομίαν ποιεῖ,
καὶ οὐ δικαιοσύνης ἐστὶν ἐργάτης, ἀλλὰ κραυγῆς καὶ θορύ-
βου καὶ συγχύσεως αἴτιος. Διότι τοῖς μὲν δικαίοις κρί-
μασιν ἡ ἡσυχία τῶν κρινομένων ἀκολουθεῖ, εὐσταθῶς κατα-
δεχομένων τὰ ὁριζόμενα· τοῖς δὲ ἀδίκοις κραυγὴ καὶ θό-
ρυβος στασιαστικὸς, ἀγανακτούντων ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ. Περὶ
δὲ τῆς κραυγῆς ταύτης καὶ ὁ Ἀπόστολος παραινεῖ, λέγων·

Βασίλειος θεολόγος Enarratio in prophetam Isaiam [Dub.]


Ch. 5, sec. 153, line 10

τῆς οἰκίας λόγον.


 Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ἅγιος οὐ μόνον Θεοῦ ἐστιν οἰκοδομὴ,
ἀλλὰ καὶ Θεοῦ γεώργιον, ὡς ὁ μακάριος Παῦλός φησι, καὶ
ἡ αὐτὴ ψυχὴ τεθεμελίωται ὡς οἰκία, καὶ ἐῤῥίζωται ὡς
φυτόν (Ἐν ἀγάπῃ γὰρ (φησὶν) ἐῤῥιζωμένοι καὶ τεθεμελιω-
μένοι) φέρε καὶ περὶ τοῦ κατὰ τὸν ἀγρὸν προσεγγισμοῦ
διαλάβωμεν, ὃν οἱ φαύλως ποιοῦντες καὶ ἐσφαλμένως, τῇ
ἐγκειμένῃ κατακρίσει ὑπόδικοι γίνονται. Ὅσα οὖν περὶ
γεωργίας εἴρηται, ὡς συγγενῆ τοῖς προκειμένοις, συνεξε-
τάσωμεν. Ἔστι μὲν οὖν ἀστεία φυτεία, ἡ κατὰ τὸν Σολο-  
μῶντα, λέγοντα. Ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνα, ἐποίησά μοι κή-
πους καὶ παραδείσους, καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς ξύλον πᾶν
καρποῦ. Ἔστι δέ τις φυτεία, ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ οὐράνιος
Πατὴρ, ἥτις καὶ ἐκριζοῦται κατὰ, τὴν ἀπειλὴν τοῦ Κυρίου.
Αὕτη δὲ ἡ φυτεία ἐκ φυτοῦ Σοδόμων τὴν ἄμπελον ἔχει,
καὶ τὴν κληματίδα ἐκ Γομόῤῥας, καὶ σταφυλὴν χολῆς
γεωργεῖ, καὶ βότρυν πικρίας φέρει τοῖς κεκτημένοις· Θυμὸς
δρακόντων ὁ οἶνος αὐτῶν, καὶ θυμὸς ἀσπίδων ἀνίατος.
 Ὁ οὖν καταφυτεύσας τὸ ἑαυτοῦ ἡγεμονικὸν πάσῃ καρποφο-
720

ρίᾳ πνευματικῇ, καὶ τοῖς ἐκ φύσεως ἐῤῥιζωθεῖσιν αὐτῷ πρὸς


ἐπίδειξιν καρπῶν δικαιοσύνης παρὰ τοῦ Κτίσαντος ἐπιβα

Βασίλειος θεολόγος Quod deus non est auctor malorum


Vol. 31, p. 352, line 2

μισεῖ δὲ ὡς ὁμοιώματα τοῦ Θεοῦ)· συνεχρήσατο οὖν


αὐτοῦ τῇ πονηρίᾳ εἰς γυμνάσιον τῶν ἡμετέρων ψυχῶν
ὁ σοφῶς καὶ προνοητικῶς οἰκονομῶν τὰ ἀνθρώπινα,
ὥσπερ ἰατρὸς τῷ τῆς ἐχίδνης ἰῷ εἰς σωτηρίων φαρ-
μάκων κατασκευὴν ἀποχρώμενος. Τίς οὖν ἦν ὁ
διάβολος; καὶ τίς ἡ τάξις; καὶ τί τὸ ἀξίωμα; καὶ
πόθεν ὅλως Σατανᾶς προσηγόρευται; Σατανᾶς
μὲν οὖν, διὰ τὸ ἀντικεῖσθαι τῷ ἀγαθῷ· οὕτω γὰρ
σημαίνει ἡ φωνὴ τῶν Ἑβραίων, ὡς ἐν ταῖς Βασι-  
λείαις μεμαθήκαμεν· Ἐξήγειρε γὰρ, φησὶ, Κύριος
τῷ Σολομῶντι Σατᾶν, Ἄδερ τὸν βασιλέα τῶν Σύ-
ρων· διάβολος δὲ, ἐπειδὴ ὁ αὐτὸς καὶ συνεργὸς
τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ κατήγορος γίνεται· χαίρων
μὲν ἡμῶν ἀπωλείᾳ, παραδειγματίζων δὲ ἡμᾶς
ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις. Φύσις δὲ αὐτοῦ ἀσώματος,
κατὰ τὸν Ἀπόστολον, τὸν εἰπόντα· Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ
πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰ πνευ-
ματικὰ τῆς πονηρίας. Ἀξίωμα δὲ ἀρχικόν· Πρὸς
γὰρ τὰς ἀρχὰς, φησὶ, καὶ τὰς ἐξουσίας, καὶ τοὺς
κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου. Τόπος δὲ τῆς
ἀρχῆς ὁ ἐναέριος, ὥς φησιν ὁ αὐτός·

Βασίλειος θεολόγος Homilia de invidia Vol. 31, p. 380, line 5

ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ τοῦ ἴσου πάθους συγκαταβάλλων.


Σοφὸς ἄρα ἦν ὁ τῷ βασκάνῳ ἀνδρὶ μηδὲ συνδειπνεῖν
ἐπιτρέπων· ἀπὸ τῆς ἐν τῷ δείπνῳ συνουσίας περὶ
πάσης ὁμοῦ τῆς κατὰ τὸν βίον κοινωνίας διαλεγόμε-
νος. Ὥσπερ γὰρ τὴν εὐκατάπρηστον ὕλην ἐπιμελὲς
ἡμῖν ὅτι ποῤῥωτάτω τοῦ πυρὸς ἀποτίθεσθαι, οὕτω  
χρὴ, καθ' ὅσον οἷόν τε, τῆς τῶν βασκάνων ὁμιλίας
τὰς φιλίας ἀπάγειν, ἔξω τῶν τοῦ φθόνου βελῶν ἑαυ-
τοὺς ποιοῦντας. Οὐδὲ γὰρ ἄλλως δυνατὸν συμπλακῆ-
ναι τῷ φθόνῳ, μὴ δι' οἰκειότητος αὐτῷ προσεγγί-
σαντα. Ἐπείπερ κατὰ τὸν Σολομῶντος λόγον, Τῷ
ἀνδρὶ ὁ ζῆλος παρὰ τοῦ ἑταίρου αὐτοῦ. Καὶ γὰρ
οὕτως ἔχει. Οὐχὶ τῷ Αἰγυπτίῳ βασκαίνει ὁ Σκύ-
θης, ἀλλὰ τῷ ὁμοεθνεῖ ἕκαστος· καὶ ἐν τῷ ὁμοεθνεῖ
μέντοι οὐ τοῖς ἀγνοουμένοις φθονεῖ, ἀλλὰ τοῖς συν-
ηθεστάτοις· καὶ τῶν συνήθων τοῖς γείτοσι καὶ ὁμοτέ-
721

χνοις, καὶ τοῖς ἄλλως οἰκείοις· κἀν τούτοις πά-


λιν, ἡλικιώταις καὶ συγγενέσι καὶ ἀδελφοῖς. Καὶ
ὅλως, ὥσπερ ἡ ἐρυσίβη ἴδιόν ἐστι τοῦ σίτου νόσημα,
οὕτως ὁ φθόνος φιλίας ἐστὶν ἀῤῥώστημα. Ἐκεῖνό γε
μὴν κἂν ἐπαινέσειέ τις τοῦ κακοῦ, ὅτι ὅσῳπερ ἂν

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum Vol. 31, p. 388, line 7

τα ἐκ τῶν λογίων τοῦ Πνεύματος· ὃς κατὰ τοὺς ἐμ-


πείρους τῶν θηρευτῶν ἐν δυσβάτοις χωρίοις, οἷον
σκύλακός τινος, τὴν πεῖραν τοῦ δρόμου λαμβάνειν
βούλεται. Προέβαλε δὲ ἡμῖν εἰς ἐξήγησιν τὸ προοί-
μιον τῶν Παροιμιῶν. Ὅπως δὲ δυσθήρατος τῆς λέ-  
ξεως ταύτης ὁ νοῦς, παντὶ γνώριμον τῷ καὶ μι-
κρὸν ἐπιστήσαντι. Πλὴν οὐκ ἀποκνητέον πρὸς
τὴν ἐγχείρησιν, τὴν ἐλπίδα θεμένους ἐπὶ τὸν Κύριον,
ὅς, διὰ τῶν προσευχῶν τοῦ ποιμένος, δώσει λόγον
ἡμῖν ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος ἡμῶν. Τρεῖς τὰς πά-
σας ἔγνωμεν πραγματείας τοῦ σοφωτάτου Σολομῶν-
τος· τήν τε τῶν Παροιμιῶν τούτων, καὶ τὴν τοῦ Ἐκ-
κλησιαστοῦ, καὶ τὴν τοῦ ᾌσματος τῶν ᾀσμάτων·
ἑκάστην πρὸς ἴδιον σκοπὸν συντεταγμένην· πᾶσαι
μέντοι ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν ἀνθρώπων ἐγράφησαν. Ἡ
μὲν γὰρ Παροιμία παίδευσίς ἐστιν ἠθῶν, καὶ παθῶν
ἐπανόρθωσις, καὶ ὅλως διδασκαλία βίου, πυκνὰς τὰς
ὑποθήκας περιέχουσα τῶν πρακτέων

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum Vol. 31, p. 388, line 23

ὑποθήκας περιέχουσα τῶν πρακτέων· ὁ δὲ Ἐκ-


κλησιαστὴς φυσιολογίας ἅπτεται, καὶ ἀποκαλύπτει
ἡμῖν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τὴν ματαιότητα· ὥστε
μὴ ἡγεῖσθαι περισπούδαστα εἶναι τὰ παρερχόμενα,
μηδὲ τοῖς ματαίοις προσαναλίσκειν τῆς ψυχῆς τὰς
φροντίδας. Τὸ δὲ ᾎσμα τῶν ᾀσμάτων τὸν τρόπον
ὑποδείκνυσι τῆς τελειώσεως τῶν ψυχῶν. Περιέχει γὰρ
συμφωνίαν νύμφης καὶ νυμφίου· τουτέστι, ψυχῆς
οἰκείωσιν πρὸς τὸν Θεὸν Λόγον. Ἀλλ' ἐπὶ τὸ προκεί-
μενον ἐπανέλθωμεν.
 Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δαβὶδ, ὃς ἐβασίλ-
ευσεν ἐν Ἰσραήλ. Τὸ τῶν παροιμιῶν ὄνομα ἐπὶ
τῶν δημωδεστέρων λόγων παρὰ τοῖς ἔξωθεν τέτακται,
καὶ ἐπὶ τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς λαλουμένων, ὡς τὰ πολλά·
οἶμος γὰρ παρ' αὐτοῖς ἡ ὁδὸς ὀνομάζεται, ὅθεν καὶ
τὴν παροιμίαν ὡρίζοντο, ῥῆμα παρόδιον τετριμ-
μένον ἐν τῇ χρήσει τῶν πολλῶν, καὶ ἀπὸ ὀλίγων ἐπὶ
πλείονα ὅμοια μεταληφθῆναι δυνάμενον. Παρὰ δὲ
ἡμῖν παροιμία ἐστὶ λόγος ὠφέλιμος, μετ' ἐπικρύψεως
722

μετρίας ἐκδεδομένος, πολὺ μὲν τὸ αὐτόθεν χρήσι-


μον περιέχων, πολλὴν δὲ καὶ ἐν τῷ βάθει τὴν

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum


Vol. 31, p. 388, line 41
ἡμῖν παροιμία ἐστὶ λόγος ὠφέλιμος, μετ' ἐπικρύψεως
μετρίας ἐκδεδομένος, πολὺ μὲν τὸ αὐτόθεν χρήσι-
μον περιέχων, πολλὴν δὲ καὶ ἐν τῷ βάθει τὴν
διάνοιαν συγκαλύπτων. Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος, Ταῦτα,
φησὶν, ἐν παροιμίαις ὑμῖν λελάληκα. Ἔρχεται
ὥρα, ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις, ἀλλὰ παῤῥησίᾳ
λαλήσω ὑμῖν· ὡς τοῦ παροιμιακοῦ λόγου τὸ πε-
παῤῥησιασμένον καὶ δεδημοσιευμένον τῆς διανοίας
μὴ ἔχοντος, ἀλλὰ πλαγίως ἐαυτοῦ τὸ βούλημα τοῖς
ἐντρεχεστέροις παραδηλοῦντος. Παροιμίαι τοίνυν Σο-
λομῶντος· τουτέστι, λόγοι προτρεπτικοὶ, παρὰ πᾶ-
σαν τοῦ βίου τὴν ὁδὸν χρησιμεύοντες. Προσέθηκε δὲ
τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέως, ἵνα τῇ τοῦ προσώπου πε-
ριφανείᾳ τὸν ἀκροατὴν ἐφελκύσηται. Ἀξιοπιστία γὰρ
τοῦ διδάσκοντος εὐπαράδεκτον μὲν τὸν λόγον καθ-
ίστησι, προσεχεστέρους δὲ τοὺς διδασκομένους παρα-
σκευάζει. Παροιμίαι οὖν Σολομῶντος, Σολομῶντος ἐκεί-
νου πρὸς ὃν εἶπεν ὁ Κύριος· Ἰδοὺ δέδωκά σοι καρ-  
δίαν φρονίμην καὶ σοφήν· ὡς σὺ, οὐ γέγονεν ἔμ-
προσθέν σου· καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός
σοι· καὶ πάλιν·
Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum
Vol. 31, p. 388, line 47

λαλήσω ὑμῖν· ὡς τοῦ παροιμιακοῦ λόγου τὸ πε-


παῤῥησιασμένον καὶ δεδημοσιευμένον τῆς διανοίας
μὴ ἔχοντος, ἀλλὰ πλαγίως ἐαυτοῦ τὸ βούλημα τοῖς
ἐντρεχεστέροις παραδηλοῦντος. Παροιμίαι τοίνυν Σο-
λομῶντος· τουτέστι, λόγοι προτρεπτικοὶ, παρὰ πᾶ-
σαν τοῦ βίου τὴν ὁδὸν χρησιμεύοντες. Προσέθηκε δὲ
τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέως, ἵνα τῇ τοῦ προσώπου πε-
ριφανείᾳ τὸν ἀκροατὴν ἐφελκύσηται. Ἀξιοπιστία γὰρ
τοῦ διδάσκοντος εὐπαράδεκτον μὲν τὸν λόγον καθ-
ίστησι, προσεχεστέρους δὲ τοὺς διδασκομένους παρα-
σκευάζει. Παροιμίαι οὖν Σολομῶντος, Σολομῶντος ἐκεί-
νου πρὸς ὃν εἶπεν ὁ Κύριος· Ἰδοὺ δέδωκά σοι καρ-  
δίαν φρονίμην καὶ σοφήν· ὡς σὺ, οὐ γέγονεν ἔμ-
προσθέν σου· καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός
σοι· καὶ πάλιν· Ἔδωκεν ὁ Κύριος σοφίαν καὶ φρό-
νησιν τῷ Σαλωμὼν πολλὴν σφόδρα, καὶ χύμα
καρδίας ὡς ἡ ἅμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν. Καὶ
ἐπληθύνθη ἡ σοφία Σαλωμὼν ὑπὲρ τὴν φρόνη-
σιν πάντων ἀρχαίων ἀνθρώπων, καὶ ὑπὲρ πάντας
723

φρονίμους Αἰγύπτου. Οὕτως ἀναγκαία ἡ τοῦ ὀνό-


ματος προσθήκη· Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δα

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum


Vol. 31, p. 389, line 9

σκευάζει. Παροιμίαι οὖν Σολομῶντος, Σολομῶντος ἐκεί-


νου πρὸς ὃν εἶπεν ὁ Κύριος· Ἰδοὺ δέδωκά σοι καρ-  
δίαν φρονίμην καὶ σοφήν· ὡς σὺ, οὐ γέγονεν ἔμ-
προσθέν σου· καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός
σοι· καὶ πάλιν· Ἔδωκεν ὁ Κύριος σοφίαν καὶ φρό-
νησιν τῷ Σαλωμὼν πολλὴν σφόδρα, καὶ χύμα
καρδίας ὡς ἡ ἅμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν. Καὶ
ἐπληθύνθη ἡ σοφία Σαλωμὼν ὑπὲρ τὴν φρόνη-
σιν πάντων ἀρχαίων ἀνθρώπων, καὶ ὑπὲρ πάντας
φρονίμους Αἰγύπτου. Οὕτως ἀναγκαία ἡ τοῦ ὀνό-
ματος προσθήκη· Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δα-
βίδ. Πρόσκειται καὶ ὁ πατὴρ, ὥστε σε γνῶναι, ὅτι
σοφὸς ἦν ὁ Σολομὼν ἐκ σοφοῦ καὶ προφήτου πατρὸς,
ἐκ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα πεπαιδευμένος, καὶ
οὐχὶ κλήρῳ τὴν ἀρχὴν λαχὼν, οὐδ' εἰς οὐδὲν
αὐτῷ προσήκουσαν τὴν βασιλείαν εἰσβιασάμενος, ἀλλὰ
κρίσει δικαίᾳ πατρὸς, καὶ ψήφῳ Θεοῦ τὰ πατρῷα
σκῆπτρα παραλαβών. Οὗτος βασιλεὺς ἐγένετο τῆς
Ἱερουσαλήμ. Οὐδὲ τοῦτο ἀργόν· μάλιστα μὲν
πρὸς τὴν τῶν ὁμωνυμιῶν διάκρισιν, ἔπειτα δὲ καὶ

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum


Vol. 31, p. 389, line 11

προσθέν σου· καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται ὅμοιός


σοι· καὶ πάλιν· Ἔδωκεν ὁ Κύριος σοφίαν καὶ φρό-
νησιν τῷ Σαλωμὼν πολλὴν σφόδρα, καὶ χύμα
καρδίας ὡς ἡ ἅμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν. Καὶ
ἐπληθύνθη ἡ σοφία Σαλωμὼν ὑπὲρ τὴν φρόνη-
σιν πάντων ἀρχαίων ἀνθρώπων, καὶ ὑπὲρ πάντας
φρονίμους Αἰγύπτου. Οὕτως ἀναγκαία ἡ τοῦ ὀνό-
ματος προσθήκη· Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δα-
βίδ. Πρόσκειται καὶ ὁ πατὴρ, ὥστε σε γνῶναι, ὅτι
σοφὸς ἦν ὁ Σολομὼν ἐκ σοφοῦ καὶ προφήτου πατρὸς,
ἐκ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα πεπαιδευμένος, καὶ
οὐχὶ κλήρῳ τὴν ἀρχὴν λαχὼν, οὐδ' εἰς οὐδὲν
αὐτῷ προσήκουσαν τὴν βασιλείαν εἰσβιασάμενος, ἀλλὰ
κρίσει δικαίᾳ πατρὸς, καὶ ψήφῳ Θεοῦ τὰ πατρῷα
σκῆπτρα παραλαβών. Οὗτος βασιλεὺς ἐγένετο τῆς
Ἱερουσαλήμ. Οὐδὲ τοῦτο ἀργόν· μάλιστα μὲν
πρὸς τὴν τῶν ὁμωνυμιῶν διάκρισιν, ἔπειτα δὲ καὶ
724

διὰ τὴν κατασκευὴν τοῦ πολυθρυλλήτου ναοῦ· ἵνα


γνωρίσῃς αὐτοῦ τὸν δημιουργὸν, καὶ πάσης τῆς κατὰ
τὴν πόλιν οἰκονομίας καὶ τῶν θεσμῶν καὶ τῆς

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum


Vol. 31, p. 393, line 23

βλημένον ἐχόντων. Ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω


πρὸς μέ. Ὡς γὰρ οἱ ἀσθενοῦντες χρῄζουσιν ἰατρικῆς,
οὕτω σοφίας οἱ ἄφρονες ἐπιδέονται. Καὶ τό· Κρεῖσσον
γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι, ἢ χρυσίου καὶ ἀρ-
γυρίου θησαυρούς· καὶ τό· Τιμιωτέρα δέ ἐστι
λίθων πολυτελῶν· πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς
ἐστι· καὶ τό· Υἱὲ, ἐὰν σοφὸς γένῃ σεαυτῷ, σοφὸς
ἔσῃ καὶ τοῖς πλησίον σου· καὶ τό· Υἱῷ δὲ
σοφῷ εὔοδοι ἔσονται πράξεις. Καὶ ὅλως ἔξεστί σοι
γνῶναι τοῦ λόγου τὴν ἀλήθειαν, ἀναλεξαμένῳ κατὰ
σχολὴν τὰ περὶ τῆς σοφίας εἰρημένα τῷ Σολομῶντι.
Ἐπειδὴ δὲ εἰς κακότεχνον ψυχὴν οὐκ εἰσελεύ-
σεται σοφία, καθαίρει πρότερον διὰ τοῦ θείου φόβου
τὰς ψυχὰς τῶν μελλόντων τῇ σοφίᾳ προσομιλεῖν. Τὸ
γὰρ εἰς τοὺς τυχόντας ῥίπτειν τὰ τῆς σωτηρίας μυ-
στήρια, καὶ πάντας ὁμοίως παραδέχεσθαι, τοὺς μήτε
βίῳ καθαρῷ, μήτε λόγῳ ἐξητασμένῳ καὶ ἀκριβεῖ κε-
χρημένους, ὅμοιόν ἐστιν ὥσπερ ἂν εἰ καὶ ἐν ἀγγείῳ
τις ῥυπαρῷ τὸ πολυτίμητον μύρον ἐμβάλλοι. Διὰ
τοῦτο, Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου. Φόβος δὲ κα-
θάρσιον ψυχῆς κατὰ τὴν εὐχὴν τοῦ προφήτου λέγον

Βασίλειος θεολόγος Homilia in principium proverbiorum


Vol. 31, p. 396, line 47

τὰ ἀεὶ λαλούμενα καὶ ἀεὶ παρακουόμενα τῶν τοῦ


Θεοῦ προσταγμάτων, ὡς πρῶτον ἐμπεσόντα αὐτῶν
ταῖς ἀκοαῖς, παρεδέχθη. Διὰ τοῦτο, Ἡ παιδεία Κυ-
ρίου, φησὶν, ἀνοίγει μου τὰ ὦτα. Ἐπεὶ οὖν ἡ παι-
δεία νουθετεῖ τὸν ἄτακτον, ὡς ἐποίει ὁ Παῦλος παρα-
διδοὺς τῷ Σατανᾷ, οἷον δημίῳ τινὶ στρεβλοῦντι καὶ
μαστίζοντι, ἵνα παιδευθῶσι μὴ βλασφημεῖν· τὸν δὲ
ἀφηνιαστὴν ἐπανάγει, ὡς περὶ οὗ εἴρηται, ὅτι Ὕστε-
ρον αἰχμαλωσίας αὐτοῦ μετενόησεν· ἀναγκαῖον
γνῶναι τῆς παιδείας τὴν δύναμιν πρὸς ὅσα ἐστὶ λυσι-
τελής. Εἰδὼς οὖν τὸ ἀπ' αὐτῆς ὠφέλιμον ὁ Σολομὼν,
παραινεῖ· Μὴ ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύειν, ὅτι, ἐὰν
πατάξῃς αὐτὸν ῥάβδῳ, οὐκ ἀποθανεῖται. Σὺ μὲν
γὰρ ῥάβδῳ πατάξεις αὐτὸν, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ
ῥύσῃ ἐκ θανάτου. Τίς γὰρ υἱὸς, ὃν οὐ παιδεύει.
πατήρ; Αὕτη ἡ παιδεία πολλῶν χρημάτων ἐστὶ τοῖς
725

ὀρθῶς λογιζομένοις τιμιωτέρα. Διό φησιν ὁ Σολομών·  


Λάβετε παιδείαν, καὶ μὴ ἀργύριον· ἵνα ἐν καιρῷ
περιστάσεων ἢ τοῦ σώματος κάμνοντος, ἢ τῶν
κατὰ τὸν οἶκον πεπονηκότων, μή ποτε πονηρὰν
ἔννοιαν λάβῃς περὶ Θεοῦ, ἀλλ' ἐν ὑπομονῇ πολλῇ

Βασίλειος θεολόγος Constitutiones asceticae [Sp.]


Vol. 31, p. 1337, line 18

συνειδότος, ὡς ἢ ἀμελῶς ἢ ῥᾳθύμως αἰτοῦντος, καὶ


τότε λαβεῖν, ὅτε θέλει ὁ Κύριος. Κρεῖσσον γάρ σου
οἶδε τὰ συμφέροντά σοι. Καὶ ἴσως διὰ τοῦτο ἀναβάλ-
λεται διδόναι, τὴν πρὸς αὐτὸν προσεδρίαν σου σοφι-
ζόμενος· καὶ ἵνα γνῷς, τί ἐστι δῶρον Θεοῦ, καὶ φυ-
λάξῃς τὸ δοθὲν μετὰ φόβου. Πᾶν γὰρ ὃ μετὰ πολλοῦ
καμάτου τις κτᾶται, σπουδάζει τοῦτο φυλάττειν,
ἵνα μὴ, ἀπολέσας αὐτὸ, ἀπολέσῃ καὶ τὸν πολὺν αὐτοῦ
κάματον, καὶ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἀθετήσας, ἀνάξιος
γένηται τῆς αἰωνίου ζωῆς. Τί γὰρ ὠφέλησε τὸν Σολο-
μῶντα ταχέως λαβόντα τὴν χάριν τῆς σοφίας, καὶ
ἀπολέσαντα αὐτήν;
 Μὴ οὖν ὀλιγοψύχει, εἰ μὴ λάβῃς ταχέως τὸ αἴ-
τημα. Εἰ γὰρ ᾔδει ὁ ἀγαθὸς Δεσπότης, ὅτι, τα-
χέως λαμβάνων τὴν χάριν, οὐκ ἀπολεῖς αὐτὴν, ἕτοι-
μος ἦν καὶ πρὸ τοῦ αἰτῆσαί σε αὐτὴν παρασχεῖν.
Νῦν δὲ κηδόμενός σου τοῦτο ποιεῖ. Εἰ γὰρ ὁ λαβὼν
τὸ τάλαντον, καὶ σῶον αὐτὸ φυλάξας, διότι μὴ ἐπρα-
γματεύσατο αὐτὸ, κατεκρίθη· πόσῳ μᾶλλον κατα-
κριθήσεται ὁ ἀπολέσας αὐτό; Ταῦτα οὖν εἰδότες,
εἴτε ταχύτερον εἴτε βραδύτερον λάβωμεν, μείνωμεν

Βασίλειος θεολόγος Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta collecti


Vol. 32, p. 1188, line 16

σεαυτῷ τοὺς χρόνους τῆς ζωῆς ἔπηξας· καὶ σκόπει,


μή σε προκαταλάβῃ ὁ κατὰ προθεσμίαν ἐπείγων. Καὶ
γὰρ ἡ ἐπαγγελία οὐ χρηστότητός ἐστιν ἀλλὰ πονη-
ρίας ἀπόδειξις. Ἐπαγγέλλῃ γὰρ, οὐχ ἵνα δῷς μετὰ
ταῦτα, ἀλλ' ἵνα τὸ παρὸν διακρούσῃ. Ἐπεὶ νῦν τί τὸ
κωλύον τὴν μετάδοσιν; Οὐ πάρεστιν ὁ ἐνδεής; οὐχὶ
πλήρεις αἱ ἀποθῆκαι; οὐχ ὁ μισθὸς ἕτοιμος; οὐχ
ἡ ἐντολὴ τηλαυγής; Ὁ πεινῶν τήκεται, ὁ γυμνη-
τεύων πήγνυται, ὁ ἀπαιτούμενος ἀπάγχεται· καὶ
σὺ τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τὴν αὔριον ἀναβάλλῃ.
Ἄκουε Σολομῶντος· Μὴ εἴπῃς· Ἐπανελθὼν ἐπά-
νηκε, καὶ αὔριον δώσω, δυνατοῦ σου ὄντος εὖ
ποιεῖν· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. Εἶτα,
χρυσὸν μὲν διδοὺς, καὶ ἵππον κτώμενος, οὐκ ἀθυ-
μεῖς· φθαρτὰ δὲ προέμενος, καὶ βασιλείαν οὐρα-
726

νῶν λαμβάνων, δακρύεις, καὶ ἀρνῇ τὸν αἰτοῦντα,


καὶ ἀνανεύεις τὴν δόσιν, μυρίας προφάσεις ἀναλω-
μάτων ἐπινοῶν. Τί ἀποκριθήσῃ τῷ κριτῇ; ὁ τοὺς
τοίχους ἀμφιεννὺς, ἄνθρωπον οὐκ ἐνδύεις; ὁ τοὺς
ἵππους κοσμῶν, τὸν ἀδελφὸν ἀσχημονοῦντα περιορᾷς;
ὁ κατασήπων τὸν σῖτον, τοὺς πεινῶντας οὐ τρέφεις;

Βασίλειος θεολόγος Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta collecti


Vol. 32, p. 1333, line 8

Δικαιότερον μὲν οὖν, ὡς ἐμαυτὸν πείθω, καὶ ἐπι-


τεῖναι τὴν ἀγανάκτησιν· διότι ὁ μὲν οὐκ εἶχε τὸ σω-
φρονίζον ὑπόδειγμα· σὺ δὲ βλέπων ἀσχημονοῦντα  
τὸν ὀργιζόμενον, οὐκ ἐφυλάξω αὐτοῦ τὴν ὁμοίωσιν,
ἀλλ' ἀγανακτεῖς καὶ χαλεπαίνεις, καὶ ἀνταγωνί-
ζῃ· καὶ γίνεταί σου τὸ πάθος ἀπολογία τοῦ προ-
λαβόντος. Εἰ μὲν πονηρὸν ὁ θυμὸς, τί οὐκ ἐξ-
έκλινας τὸ κακόν; Εἰ δὲ συγγνώμης ἄξιον, τί χαλε-
παίνεις τῷ θυμουμένῳ; ἔοικε γάρ πως συνεξομοιοῦ-
σθαι τῷ ματαιολογοῦντι ὁ ἀντιλέγων. Διόπερ, οἶμαι,
ὁ σοφὸς παρεγγυᾷ Σολομὼν, μὴ ἀποκρίνασθαι τῷ
ἄφρονι κατὰ τὴν ἐκείνου ἀφροσύνην. Ὥσπερ γὰρ
ὁ βασιλικὴν εἰκόνα καθυβρίσας, ὡς εἰς αὐτὸν ἐξ-
αμαρτήσας τὸν βασιλέα κρίνεται· οὕτω δηλονότι ὑπό-
δικός ἐστι τῇ ἁμαρτίᾳ ὁ τὸν κατ' εἰκόνα Θεοῦ γεγε-
νημένον καθυβρίζων.
 Ἀνδρὶ θυμώδει μὴ συναυλίζου, φησί. Κακὸν
γὰρ πρᾶγμα κυνὶ συνδεδέσθαι, καὶ διηνεκοῦς ὑλακῆς
ἀπολαύειν. Φεῦγε τοίνυν τὰς μετ' αὐτοῦ διατριβάς·
ἀνάγκη γάρ σε μαθεῖν τι τῶν ἐκείνου ὁδῶν.

Μαρκέλλος θεολόγος. Fragmenta Fragment 24, line 2

τυχεῖν, τινὰ τρόπον κοινωνήσασαν τῷ ἁγίῳ λόγῳ.


 εἶτα «πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους ποιῆσαι» φησίν· ἐνταῦθα τὰς
ἀβύσσους παροιμιωδῶς ὁ προφήτης τὰς τῶν ἁγίων καρδίας εἶναι λέγει τὰς ἐν τῷ
ἑαυτῶν βάθει τὴν τοῦ πνεύματος ἐχούσας δωρεάν.
 τί τοίνυν ἔστιν καὶ τουτὶ τὸ κεφάλαιον «πρὸ τοῦ προελθεῖν
τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων»; τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους εἶναί φησιν. τοῦτο δὲ ἡμῖν τὸ
μυστήριον παρίστησιν ἡ τῆς Ἐξόδου γραφὴ τοὺς τῶν ἀποστόλων τύπους πάλαι  
προαγορεύουσα. δώδεκα γὰρ ὄντων τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀποστόλων, δώδεκα πηγῶν
μέμνηται.
 εἰκότως οὖν περὶ τῆς κατὰ σάρκα γενέσεως ὁ δεσπότης διὰ
τοῦ προφήτου Σολομῶνος λέγοντος «πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδά-
των» ἔφη.
 οὕτω γὰρ ὁ σωτὴρ πρὸς τὰς ἱερὰς πηγὰς ἔφη «πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη».
 πανταχόθεν δῆλόν ἐστιν τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους καὶ πηγὰς
727

τροπικῶς ὠνομάσθαι ὑπὸ τοῦ προφήτου.

Μαρκέλλος θεολόγος. Fragmenta Fragment 47, line 4

ἀδύνατον ἦν ἑτέρως γνῶναι τὸν θεόν, διὰ τοῦ ἰδίου λόγου εἰδέναι αὐτὸν τοὺς
ἀνθρώπους διδάσκει, ὥστε ἐσφάλη μὲν κἀκεῖνος μὴ τὸν πατέρα καὶ τὸν τούτου
λόγον ἀκριβῶς γνούς.
 καὶ μανθανέτω τοίνυν θεοῦ λόγον ἐληλυθέναι, οὐ λόγον
καταχρηστικῶς ὀνομασθέντα, ὡς αὐτοί φασιν, ἀλλ' ἀληθῆ ὄντα λόγον.
 οὐ καταχρηστικῶς λόγος ὀνομασθείς, κἂν διαρραγῶσιν
οἱ ἑτεροδιδασκαλοῦντες ψευδόμενοι, ἀλλὰ κυρίως τε καὶ ἀληθῶς ὑπάρχων λόγος.
  τῶν δὲ διδασκόντων αὐτοὺς ὥσπερ αἰδουμένων
μεμνῆσθαι τοῦ λόγου, ὃν οὕτω πᾶσαι αἱ θεῖαι κηρύττουσιν γραφαί. Δαυὶδ μὲν
γὰρ περὶ αὐτοῦ λέγει «τῷ λόγῳ κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν», αὖθίς τε ὁ
αὐτὸς «ἐξαπέστειλεν τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτούς». Σολομὼν δὲ «ζητή-
σουσίν με κακοί, καὶ οὐχ εὑρήσουσιν. ἐμίσησαν γὰρ σοφίαν, τὸν δὲ λόγον κυρίου
οὐ προείλοντο». Ἡσαΐας τε «ἐκ γὰρ Σιὼν ἐξελεύσεται» ἔφη «νόμος, καὶ λόγος
κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ». καὶ αὖθις Ἱερεμίας «ᾐσχύνθησαν σοφοὶ» φησὶν «καὶ
ἐπτοήθησαν καὶ ἑάλωσαν, ὅτι τὸν λόγον κυρίου ἀπεδοκίμασαν». καὶ Ὡσηὲ δὲ ὁ
προφήτης «ἐμίσησαν» ἔφη «ἐν πύλαις ἐλέγχοντα, καὶ λόγον ὅσιον ἐβδελύξαντο».
Μιχαίας τε ὁμοίως καὶ αὐτὸς περὶ τοῦ λόγου μνημονεύων «ἐκ Σιὼν» ἔφη «ἐξε-
λεύσεται νόμος, καὶ λόγος κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ».
 οὐκοῦν πρὸ μὲν τοῦ κατελθεῖν καὶ διὰ τῆς παρθένου τεχθῆναι
λόγος ἦν μόνον. ἐπεὶ τί ἕτερον ἦν πρὸ τοῦ τὴν ἀνθρωπίνην ἀναλαβεῖν σάρκα τὸ
κατελθὸν «ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν», ὡς καὶ αὐτὸς γέγραφεν, καὶ γεννη

Μαρκέλλος θεολόγος. Fragmenta Fragment 60, line 6

 οὐ γὰρ δὴ ἑτέρας ἑτοιμασίας, οἷον ὕλης ἢ ἄλλης τινὸς ἀνθρω-


πίνης, ὁ θεὸς ἐδεῖτο πρὸς κατασκευήν, ἀλλὰ ταύτης τῆς ἐν τῇ αὐτοῦ διανοίᾳ
ἑτοιμασίας. ἐπεὶ οὖν ἀδύνατον ἦν χωρὶς λόγου καὶ τῆς προσούσης τῷ λόγῳ  
σοφίας ἐννοῆσαι περὶ τῆς τοῦ οὐρανοῦ κατασκευῆς τὸν θεόν, εἰκότως ἔφη «ἡνίκα
ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ».
 πρὸ γὰρ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι ἦν ὁ λόγος ἐν τῷ πατρί. ὅτε
δὲ ὁ παντοκράτωρ θεὸς πάντα τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ποιῆσαι προέθετο,
ἐνεργείας ἡ τοῦ κόσμου γένεσις ἐδεῖτο δραστικῆς· καὶ διὰ τοῦτο, μηδενὸς ὄντος
ἑτέρου πλὴν θεοῦ (πάντα γὰρ ὁμολογεῖται ὑπ' αὐτοῦ γεγενῆσθαι), τότε ὁ λόγος
προελθὼν ἐγίνετο τοῦ κόσμου ποιητής, ὁ καὶ πρότερον ἔνδον νοητῶς ἑτοιμάζων
αὐτόν, ὡς διδάσκει ἡμᾶς ὁ προφήτης Σολομὼν «ἡνίκα ἡτοίμαζεν τὸν οὐρανόν»
λέγων «συμπαρήμην αὐτῷ» καὶ «ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν, ἡνίκα
ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, ἤμην παρ' αὐτῷ ἁρμόζουσα· ἐγὼ ἤμην ᾗ προς-
έχαιρεν»· ἔχαιρεν γὰρ εἰκότως ὁ πατὴρ μετὰ σοφίας καὶ δυνάμεως διὰ τοῦ λόγου
πάντα ποιῶν.
 ὥσπερ γὰρ τὰ γεγονότα πάντα ὑπὸ τοῦ πατρὸς διὰ τοῦ λόγου
γέγονεν, οὕτω καὶ τὰ λεγόμενα ὑπὸ τοῦ πατρὸς διὰ τοῦ λόγου σημαίνεται. διὰ
τοῦτο γὰρ καὶ ὁ ἁγιώτατος Μωσῆς ἄγγελον ἐνταῦθα ὀνομάζει τὸν λόγον, ὅτι δι'
οὐδὲν ἕτερον ἐφάνη, ἀλλ' ἵνα ἀναγγείλῃ τῷ Μωσεῖ ταῦτα ἅπερ λυσιτελεῖν τοῖς
υἱοῖς Ἰσραὴλ ἠπίστατο· ἠπίστατο δὲ λυσιτελεῖν ἕνα θεὸν εἶναι νομίζειν. διὸ καὶ
πρὸς αὐτὸν «ἐγώ εἰμι ὁ ὢν» ἔφη, ἵνα μηδένα ἐκτὸς ἑαυτοῦ ἕτερον
728

Μαρκέλλος θεολόγος. Fragmenta Fragment 123, line 1

νυνὶ δὲ πιστεύω ταῖς θείαις γραφαῖς, ὅτι εἷς θεός, καὶ ὁ τούτου λόγος προῆλθεν
μὲν τοῦ πατρός, ἵνα «πάντα δι' αὐτοῦ» γένηται μετὰ δὲ τὸν καιρὸν τῆς κρίσεως
καὶ τὴν τῶν ἁπάντων διόρθωσιν καὶ τὸν ἀφανισμὸν τῆς ἀντικειμένης ἁπάσης
ἐνεργείας «τότε αὐτὸς ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τὰ πάντα» «θεῷ καὶ
πατρί», ἵν' οὕτως ᾖ ἐν τῷ θεῷ ὁ λόγος, ὥσπερ καὶ πρότερον ἦν πρὸ τοῦ τὸν
κόσμον εἶναι. οὐδενὸς γὰρ ὄντος πρότερον ἢ θεοῦ μόνου, πάντων δὲ διὰ τοῦ
λόγου γίγνεσθαι μελλόντων, προῆλθεν ὁ λόγος δραστικῇ ἐνεργείᾳ, ὁ λόγος οὗτος
τοῦ πατρὸς ὤν.
 οὗτός ἐστιν περὶ οὗ ὁ Παῦλος ἔφη «τοῦ προορισθέντος
υἱοῦ θεοῦ».
 τούτου γὰρ χάριν ὁ ἁγιώτατος προφήτης Σολομὼν «δέξασθαί
τε στροφὰς λόγων» ἔφη, καὶ πάλιν «ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα».
 διό μοι δοκεῖ ὁ σοφώτατος οὗτος προφήτης καὶ τὰ πρῶτα
ῥήματα τῆς προφητείας παροιμιωδῶς εἰρηκέναι.
 οὐδὲν γὰρ ἄτοπον, οἶμαι, ἐν τῷ παρόντι ὀλίγον τῶν
ἔξωθεν ὑπομνῆσαί σε παροιμιῶν.

Μαρκέλλος θεολόγος. Fragmenta Fragment 125, line 51

τρίποδα χαλκοῦν, οὕτω δημιουργήσαντα τοῖς † παχέως τε κρουομένου, τούς τε


πόδας, ἐφ' ὧν βέβηκεν, καὶ τὸ ἄνω περικείμενον καὶ τὴν στεφάνην τὴν ἐπὶ τοῦ
λέβητος καὶ τὰς ῥάβδους διὰ μέσου τεταγμένας φθέγγεσθαι λύρας φωνῇ. καὶ αὖθις
ἕτερος, ἀπὸ Γλαύκου τινὸς δόξαντός τι πλέον πεποιηκέναι εἰρῆσθαι τὴν παροιμίαν.
 ὁρᾷς, ὅπως τὸ δυσχερὲς τῆς παροιμίας καὶ διὰ τούτου δείκνυται, διὰ τοῦ
μηδὲ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἑρμηνείας στῆναι τοὺς τὴν παροιμίαν ταύτην ἐξηγήσασθαι
βουληθέντας. οὕτως δυσεύρετόν τι πρᾶγμα τὸ τῆς παροιμίας καὶ παρὰ τοῖς
ἔξωθεν εἶναι δοκεῖ. διὸ καί τις τῶν παρ' αὐτοῖς σοφῶν συναγαγὼν τὰς ὑπὸ
πολλῶν καὶ διαφόρως λεχθείσας παροιμίας, εἰς αὐτὰς γέγραφεν ἓξ βιβλία, δύο μὲν
τῶν ἐμμέτρων, τῶν δὲ ἀμέτρων τέσσαρα. ταύτας δὲ παροιμίας ὠνόμασαν οἱ
ἔξωθεν δι' οὐδὲν ἕτερον, ἐμοὶ δοκεῖν, ἀλλ' ἐπειδὴ ταῖς τοῦ σοφωτάτου Σολομῶνος  
Παροιμίαις ἐντυχόντες καὶ γνόντες δι' αὐτῶν ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐκ τοῦ προχείρου
σαφῶς τῶν ἐν αὐταῖς εἰρημένων μαθεῖν, καὶ αὐτοὶ ζηλῶσαι τὸ προφητικὸν βουλη-
θέντες γράμμα τὸν αὐτὸν ἐκείνῳ γεγράφασι τρόπον. εἶτα ὡς μηδὲν ἕτερον ὄνομα
κυριώτερον ἐκείνου ἐπινοῆσαι δυνηθέντες καὶ ταύτας παροιμίας ὠνόμασαν.
 οὐκοῦν τοῦτ' ἐστιν τὸ «κύριος ἔκτισέν με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ
εἰς ἔργα αὐτοῦ».

Ωριγένης. Contra Celsum Book 1, sec. 48, line 30

μένους. Ἐγὼ γὰρ οὐχ ὑπολαμβάνω τὸν αἰσθητὸν οὐρανὸν


ἀνεῷχθαι⌋ καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἀνοιγνύμενον διῃρῆσθαι,
⌊ἵνα ἀναγράψῃ τὸ τοιοῦτον Ἰεζεκιήλ. Μή ποτ' οὖν καὶ ἐπὶ
729

τοῦ σωτῆρος τὸν φρονίμως ἀκούοντα τῶν εὐαγγελίων τὸ


ὅμοιον ἐκδεκτέον, κἂν προσκόπτῃ τὸ τοιοῦτον τοῖς ἁπλους-
τέροις, οἳ διὰ πολλὴν ἁπλότητα κινοῦσι τὸν κόσμον, σχίζοντες
τὸ τηλικοῦτον σῶμα ἡνωμένον τοῦ παντὸς οὐρανοῦ.
 Ὁ δὲ βαθύτερον τὸ τοιοῦτον ἐξετάζων ἐρεῖ ὅτι οὔσης, ὡς
ἡ γραφὴ ὠνόμασε, θείας τινὸς γενικῆς αἰσθήσεως, ἣν μόνος
ὁ μακάριος εὑρίσκει ἤδη κατὰ τὸ λεγόμενον καὶ παρὰ τῷ  
Σολομῶντι· «Ὅτι αἴσθησιν θείαν εὑρήσεις», καὶ ὄντων
εἰδῶν ταύτης τῆς αἰσθήσεως, ὁράσεως πεφυκυίας βλέπειν τὰ
κρείττονα⌋ σωμάτων πράγματα, ⌊ἐν οἷς δηλοῦται τὰ χερουβὶμ
ἢ τὰ σεραφίμ, καὶ ἀκοῆς ἀντιλαμβανομένης φωνῶν οὐχὶ ἐν
ἀέρι τὴν οὐσίαν ἐχουσῶν, καὶ γεύσεως χρωμένης ἄρτῳ
ζῶντι καὶ ἐξ οὐρανοῦ καταβεβηκότι καὶ ζωὴν διδόντι τῷ
κόσμῳ, οὕτω δὲ καὶ ὀσφρήσεως ὀσφραινομένης τοιῶνδε,
καθὸ «Χριστοῦ εὐωδία» λέγει εἶναι «τῷ θεῷ» Παῦλος,
καὶ ἁφῆς, καθ' ἣν Ἰωάννης φησὶ ταῖς χερσὶν ἐψηλαφηκέναι
»περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς»· οἱ μακάριοι προφῆται τὴν
θείαν αἴσθησιν εὑρόντες καὶ βλέποντες θείως⌋ καὶ ἀκούοντες

Ωριγένης. Contra Celsum Book 3, sec. 45, line 9

τως, κἂν ἰδιῶταί τινες ὦσι καὶ ἀμαθεῖς, λέγουσιν – , ἕτερα δὲ


πολλῷ ἐλάττονα καὶ ἀποτρεπτικὰ τοῦ ἀσκεῖν σοφίαν.
 Ὅτι δὲ βούλεται ἡμᾶς εἶναι σοφοὺς ὁ λόγος, δεικτέον
καὶ ἀπὸ τῶν παλαιῶν καὶ ἰουδαϊκῶν γραμμάτων, οἷς καὶ
ἡμεῖς χρώμεθα· οὐχ ἧττον δὲ καὶ ἀπὸ τῶν μετὰ τὸν Ἰησοῦν
γραφέντων καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις θείων εἶναι πεπιστευ-
μένων. Ἀναγέγραπται δὴ ἐν πεντηκοστῷ ψαλμῷ Δαυὶδ ἐν
τῇ πρὸς θεὸν εὐχῇ λέγων· «Τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς
σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.» Καὶ εἴ τις γε ἐντύχοι τοῖς
ψαλμοῖς, εὕροι ἂν πολλῶν καὶ σοφῶν δογμάτων πλήρη τὴν
βίβλον. Καὶ Σολομὼν δέ, ἐπεὶ σοφίαν ᾔτησεν, ἀπεδέχθη·
καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἔστιν ἐν τοῖς συγγράμμασι
θεωρῆσαι, μεγάλην ἔχοντα ἐν βραχυλογίᾳ περίνοιαν· ἐν οἷς
ἂν εὕροις πολλὰ ἐγκώμια τῆς σοφίας καὶ προτρεπτικὰ περὶ
τοῦ σοφίαν δεῖν ἀναλαβεῖν. Καὶ οὕτω γε σοφὸς ἦν Σολομών,
ὥστε τὴν βασιλίδα Σαβά, ἀκούσασαν αὐτοῦ «τὸ ὄνομα»
»καὶ τὸ ὄνομα κυρίου», ἐλθεῖν «πειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγ-
μασιν». Ἥτις «καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα, ὅσα ἦν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ Σολομὼν πάντας τοὺς
λόγους αὐτῆς· οὐκ ἦν λόγος παρεωραμένος ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως, ὃν οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῇ.

Ωριγένης. Contra Celsum Book 3, sec. 45, line 13

ἡμεῖς χρώμεθα· οὐχ ἧττον δὲ καὶ ἀπὸ τῶν μετὰ τὸν Ἰησοῦν
γραφέντων καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις θείων εἶναι πεπιστευ-
μένων. Ἀναγέγραπται δὴ ἐν πεντηκοστῷ ψαλμῷ Δαυὶδ ἐν
730

τῇ πρὸς θεὸν εὐχῇ λέγων· «Τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς


σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.» Καὶ εἴ τις γε ἐντύχοι τοῖς
ψαλμοῖς, εὕροι ἂν πολλῶν καὶ σοφῶν δογμάτων πλήρη τὴν
βίβλον. Καὶ Σολομὼν δέ, ἐπεὶ σοφίαν ᾔτησεν, ἀπεδέχθη·
καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἔστιν ἐν τοῖς συγγράμμασι
θεωρῆσαι, μεγάλην ἔχοντα ἐν βραχυλογίᾳ περίνοιαν· ἐν οἷς
ἂν εὕροις πολλὰ ἐγκώμια τῆς σοφίας καὶ προτρεπτικὰ περὶ
τοῦ σοφίαν δεῖν ἀναλαβεῖν. Καὶ οὕτω γε σοφὸς ἦν Σολομών,
ὥστε τὴν βασιλίδα Σαβά, ἀκούσασαν αὐτοῦ «τὸ ὄνομα»
»καὶ τὸ ὄνομα κυρίου», ἐλθεῖν «πειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγ-
μασιν». Ἥτις «καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα, ὅσα ἦν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ Σολομὼν πάντας τοὺς
λόγους αὐτῆς· οὐκ ἦν λόγος παρεωραμένος ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως, ὃν οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῇ. Καὶ εἶδε βασίλισσα Σαβὰ
πᾶσαν φρόνησιν Σολομὼν» καὶ τὰ κατ' αὐτόν· «Καὶ ἐξ
αὑτῆς ἐγένετο. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· ἀληθὴς ὁ λόγος,
ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου περὶ σοῦ καὶ περὶ τῆς φρονήσεώς
σου· καὶ οὐκ ἐπίστευσα τοῖς λαλοῦσί μοι, ἕως ὅτε

Ωριγένης. Contra Celsum Book 3, sec. 45, line 17

σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.» Καὶ εἴ τις γε ἐντύχοι τοῖς


ψαλμοῖς, εὕροι ἂν πολλῶν καὶ σοφῶν δογμάτων πλήρη τὴν
βίβλον. Καὶ Σολομὼν δέ, ἐπεὶ σοφίαν ᾔτησεν, ἀπεδέχθη·
καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἔστιν ἐν τοῖς συγγράμμασι
θεωρῆσαι, μεγάλην ἔχοντα ἐν βραχυλογίᾳ περίνοιαν· ἐν οἷς
ἂν εὕροις πολλὰ ἐγκώμια τῆς σοφίας καὶ προτρεπτικὰ περὶ
τοῦ σοφίαν δεῖν ἀναλαβεῖν. Καὶ οὕτω γε σοφὸς ἦν Σολομών,
ὥστε τὴν βασιλίδα Σαβά, ἀκούσασαν αὐτοῦ «τὸ ὄνομα»
»καὶ τὸ ὄνομα κυρίου», ἐλθεῖν «πειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγ-
μασιν». Ἥτις «καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα, ὅσα ἦν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ Σολομὼν πάντας τοὺς
λόγους αὐτῆς· οὐκ ἦν λόγος παρεωραμένος ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως, ὃν οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῇ. Καὶ εἶδε βασίλισσα Σαβὰ
πᾶσαν φρόνησιν Σολομὼν» καὶ τὰ κατ' αὐτόν· «Καὶ ἐξ
αὑτῆς ἐγένετο. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· ἀληθὴς ὁ λόγος,
ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου περὶ σοῦ καὶ περὶ τῆς φρονήσεώς
σου· καὶ οὐκ ἐπίστευσα τοῖς λαλοῦσί μοι, ἕως ὅτε παρε-
γενόμην καὶ ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί μου· καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστι  
καθὼς ἀπήγγειλάν μοι τὸ ἥμισυ. Προστέθεικας σοφίαν καὶ
ἀγαθὰ πρὸς αὐτὰ ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἀκοήν, ἣν ἤκουσα.»
Γέγραπται δὴ περὶ τοῦ αὐτοῦ ὅτι «Καὶ ἔδωκε κύριος

Ωριγένης. Contra Celsum Book 3, sec. 45, line 20

καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ τὰ ἴχνη ἔστιν ἐν τοῖς συγγράμμασι


θεωρῆσαι, μεγάλην ἔχοντα ἐν βραχυλογίᾳ περίνοιαν· ἐν οἷς
ἂν εὕροις πολλὰ ἐγκώμια τῆς σοφίας καὶ προτρεπτικὰ περὶ
731

τοῦ σοφίαν δεῖν ἀναλαβεῖν. Καὶ οὕτω γε σοφὸς ἦν Σολομών,


ὥστε τὴν βασιλίδα Σαβά, ἀκούσασαν αὐτοῦ «τὸ ὄνομα»
»καὶ τὸ ὄνομα κυρίου», ἐλθεῖν «πειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγ-
μασιν». Ἥτις «καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ πάντα, ὅσα ἦν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ Σολομὼν πάντας τοὺς
λόγους αὐτῆς· οὐκ ἦν λόγος παρεωραμένος ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως, ὃν οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῇ. Καὶ εἶδε βασίλισσα Σαβὰ
πᾶσαν φρόνησιν Σολομὼν» καὶ τὰ κατ' αὐτόν· «Καὶ ἐξ
αὑτῆς ἐγένετο. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· ἀληθὴς ὁ λόγος,
ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου περὶ σοῦ καὶ περὶ τῆς φρονήσεώς
σου· καὶ οὐκ ἐπίστευσα τοῖς λαλοῦσί μοι, ἕως ὅτε παρε-
γενόμην καὶ ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί μου· καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστι  
καθὼς ἀπήγγειλάν μοι τὸ ἥμισυ. Προστέθεικας σοφίαν καὶ
ἀγαθὰ πρὸς αὐτὰ ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἀκοήν, ἣν ἤκουσα.»
Γέγραπται δὴ περὶ τοῦ αὐτοῦ ὅτι «Καὶ ἔδωκε κύριος
φρόνησιν τῷ Σολομὼν καὶ σοφίαν πολλὴν σφόδρα καὶ χύμα
καρδίας ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὴν θάλασσαν. Καὶ ἐπληθύνθη
σοφία ἐν Σολομὼν σφόδρα ὑπὲρ τὴν φρόνησιν πάντων

Ωριγένης. Contra Celsum Book 4, sec. 87, line 13

τὸν εὑρίσκοντα ταῦτα ἐν τοῖς ζῴοις; Εἰ μὲν γὰρ λόγος ἦν


ὁ εὑρίσκων, οὐκ ἂν ἀποτεταγμένως τόδε τι μόνον εὑρίσκετο
ἐν ὄφεσιν, ἔστω καὶ δεύτερον καὶ τρίτον, καὶ ἄλλο τι ἐν
ἀετῷ καὶ οὕτως ἐν τοῖς λοιποῖς ζῴοις, ἀλλὰ τοσαῦτα ἄν,
ὅσα καὶ ἐν ἀνθρώποις· νυνὶ δὲ φανερὸν ἐκ τοῦ ἀποτεταγ-
μένως πρός τινα ἑκάστου φύσιν ζῴου νενευκέναι βοηθήματα
ὅτι οὐ σοφία οὐδὲ λόγος ἐστὶν ἐν αὐτοῖς ἀλλά τις φυσικὴ
πρὸς τὰ τοιάδε σωτηρίας ἕνεκεν τῶν ζῴων κατασκευή, ὑπὸ
τοῦ λόγου γεγενημένη.
 Καίτοι γε εἰ ἐβουλόμην ὁμόσε χωρεῖν τῷ Κέλσῳ κατὰ
ταῦτα, ἐχρησάμην ἂν Σολομῶντος λέξει ἀπὸ τῶν Παροιμιῶν
οὕτως ἐχούσῃ· «Τέσσαρα δ' ἐστὶν ἐλάχιστα ἐπὶ τῆς γῆς,
ταῦτα δέ ἐστι σοφώτερα τῶν σοφῶν· οἱ μύρμηκες, οἷς μὴ
ἔστιν ἰσχύς, οἳ ἑτοιμάζονται ἐν θέρει τὴν τροφήν· καὶ
οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν, οἳ ἐποιήσαντο ἐν
πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους· ἀβασίλευτός ἐστιν ἡ ἀκρίς,
καὶ στρατεύει ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως· καὶ ἀσκα-
λαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὢν οἰκεῖ ἐν
ὀχυρώμασι βασιλέως.» Ἀλλ' οὐ συγχρῶμαι ὡς σαφέσι
τοῖς ῥητοῖς, ἀκολούθως δὲ τῇ ἐπιγραφῇ – ἐπιγέγραπται
γὰρ τὸ βιβλίον Παροιμίαι – ζητῶ ταῦτα ὡς αἰνίγματα.

Ωριγένης. Contra Celsum Book 5, sec. 29, line 38

υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ εἶπε κύριος· Ἰδοὺ γένος ἓν καὶ


χεῖλος ἓν πάντων· καὶ τοῦτο ἤρξαντο ποιῆσαι, καὶ νῦν οὐκ
732

ἐκλείψει ἀπ' αὐτῶν πάντα, ὅσα ἂν ἐπιθῶνται ποιεῖν· δεῦτε


καὶ καταβάντες συγχέωμεν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν αὐτῶν, ἵνα
μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον αὐτοῦ. Καὶ
διέσπειρεν αὐτοὺς κύριος ἐκεῖθεν ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς
γῆς, καὶ ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον.
Διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ
συνέχεε κύριος ὁ θεὸς τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς, κἀκεῖθεν
διέσπειρεν αὐτοὺς κύριος ὁ θεὸς ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς
γῆς.» Καὶ ἐν τῇ ἐπιγεγραμμένῃ δὲ Σολομῶντος Σοφίᾳ
περὶ τῆς σοφίας καὶ τῶν κατὰ τὴν σύγχυσιν τῶν διαλέκτων,
ἐν ᾗ γεγένηται ὁ μερισμὸς τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, τοιαῦτα περὶ
τῆς σοφίας εἴρηται· «Αὕτη καὶ ἐν ὁμονοίᾳ πονηρίας ἐθνῶν  
συγχυθέντων ἔγνω τὸν δίκαιον, καὶ ἐφύλαξεν αὐτὸν ἄμεμπτον
τῷ θεῷ καὶ ἐπὶ τέκνου σπλάγχνοις ἰσχυρὸν ἐφύλαξε.»
 Πολὺς δ' ὁ λόγος καὶ μυστικὸς ὁ περὶ τούτων, ᾧ ἁρμόζει
τό· «Μυστήριον βασιλέως κρύπτειν καλόν»· ἵνα μὴ εἰς
τὰς τυχούσας ἀκοὰς ὁ περὶ ψυχῶν οὐκ ἐκ μετενσωματώσεως
εἰς σῶμα ἐνδουμένων λόγος ῥιπτῆται, μηδὲ τὰ ἅγια διδῶται
»τοῖς κυσί», μηδ' οἱ μαργαρῖται παραβάλλωνται χοίροις.

Ωριγένης. Contra Celsum Book 6, sec. 7, line 21

ἁλιέα καὶ Ἰωάννην τὸν καταλιπόντα τὰ δίκτυα τοῦ πατρός,


παρακούσαντας τῶν Πλάτωνι ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς εἰρημένων,
τοιαῦτα περὶ τοῦ θεοῦ παραδεδωκέναι. Πολλάκις δὲ ἤδη ὁ
Κέλσος θρυλήσας ὡς ἀξιούμενον εὐθέως πιστεύειν, ὡς
καινόν τι παρὰ τὰ πρότερον εἰρημένα πάλιν αὐτό φησιν·
ἀρκεῖ δ' ἡμῖν τὰ εἰς ταῦτα λελεγμένα.
 Ἐπεὶ δὲ καὶ ἄλλην λέξιν ἐκτίθεται Πλάτωνος δι' ὧν φησιν,
«ἐρωτήσεσι καὶ ἀποκρίσεσι χρωμένων» ἐλλάμπειν φρόνησιν
τοῖς κατ' αὐτὸν φιλοσοφοῦσι, φέρε παραδείξωμεν ἀπὸ τῶν
ἱερῶν γραμμάτων ὅτι προτρέπει καὶ ὁ θεῖος λόγος ἡμᾶς ἐπὶ
διαλεκτικήν, ὅπου μὲν Σολομῶντος λέγοντος· «Παιδεία
δὲ ἀνεξέλεγκτος πλανᾶται», ὅπου δὲ τοῦ τὸ σύγγραμμα
τὴν Σοφίαν ἡμῖν καταλιπόντος Ἰησοῦ υἱοῦ Σιρὰχ φάσκον-
τος· «Γνῶσις ἀσυνέτου ἀδιεξέταστοι λόγοι.» Εὐμενεῖς
οὖν ἔλεγχοι παρ' ἡμῖν εἰσι μᾶλλον, τοῖς μαθοῦσιν ὅτι δεῖ
τὸν προϊστάμενον τοῦ λόγου δυνατὸν εἶναι «τοὺς ἀντιλέ-
γοντας ἐλέγχειν». Εἰ δὲ ῥᾳθυμοῦσί τινες, οὐκ ἀσκοῦντες
προσέχειν ταῖς θείαις ἀναγνώσεσι καὶ ἐρευνᾶν «τὰς
γραφὰς» καὶ κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Ἰησοῦ ζητεῖν τὴν
διάνοιαν τῶν γραφῶν καὶ αἰτεῖν περὶ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ θεοῦ
καὶ κρούειν αὐτῶν τὰ κεκλεισμένα, οὐ παρὰ τοῦτο ὁ λόγος

Ωριγένης. Contra Celsum Book 6, sec. 44, line 9

καὶ κατακολουθησάντων τῷ πρώτῳ πτερορρυήσαντι ὑπέστη


ἡ κακία.
733

 Οὐ γὰρ οἷόν τ' ἦν ὁμοίως εἶναι τῷ οὐσιωδῶς ἀγαθῷ


ἀγαθὸν τὸ κατὰ συμβεβηκὸς καὶ ἐξ ἐπιγενήματος ἀγαθόν·
ὅπερ τῷ μέν, ἵν' οὕτως ὀνομάσω, τὸν ζῶντα ἄρτον ἀναλαμ-
βάνοντι εἰς τὴν τήρησιν ἑαυτοῦ οὐκ ἄν ποτε ἀποσυμβαίῃ.
Εἰ δέ τινι ἀποσυμβαίνει, παρὰ τὴν αἰτίαν ἐκείνου ἀποσυμ-
βαίνει, ῥᾳθυμήσαντος περὶ τὸ μεταλαμβάνειν τοῦ ζῶντος  
ἄρτου καὶ τοῦ ἀληθινοῦ ποτοῦ· ἀφ' ὧν τρεφόμενον καὶ
ἀρδόμενον ἐπισκευάζεται τὸ πτερὸν καὶ κατὰ τὸν σοφώτατον
Σολομῶντα, εἰπόντα περὶ τοῦ κατ' ἀλήθειαν πλουσίου ὅτι
»Κατεσκεύασεν γὰρ αὑτῷ πτέρυγας ὥσπερ ἀετός, καὶ
ἐπιστρέφει εἰς τὸν οἶκον τοῦ προεστηκότος ἑαυτοῦ».
Ἐχρῆν γὰρ τὸν ἐπιστάμενον συγχρῆσθαι θεὸν εἰς δέον καὶ
τοῖς ἀπὸ κακίας ὑποστᾶσιν κατατάξαι που τοῦ παντὸς τοὺς
οὑτωσὶ κακοὺς καὶ γυμνάσιον τὸ ὑπὲρ ἀρετῆς ποιῆσαι
ἐκκεῖσθαι τοῖς βουλομένοις «νομίμως» ἀθλεῖν ὑπὲρ τοῦ
αὐτὴν ἀναλαβεῖν· ἵν' ὡς χρυσὸς ἐν πυρὶ τῇ τῶνδε κακίᾳ
βασανισθέντες καὶ πάντα πράξαντες, ἵνα μηδὲν κίβδηλον
πρόωνται ἐπὶ τὴν λογικὴν ἑαυτῶν φύσιν, ἄξιοι φανέντες τῆς
εἰς τὰ θεῖα ἀναβάσεως ἀνιμηθῶσιν ὑπὸ τοῦ λόγου ἐπὶ τὴν

Ωριγένης. Contra Celsum Book 7, sec. 21, line 11

 Ἐὰν οὖν ἡ λέξις τοῦ νόμου πλοῦτον ἐπαγγέλλεται τοῖς


δικαίοις, Κέλσος μὲν κατὰ τὸ ἀποκτέννον «γράμμα»
νομιζέτω τὸν τυφλὸν πλοῦτον λέγεσθαι ἐν ἐπαγγελίᾳ·
ἡμεῖς δὲ τὸν ὀξὺ βλέποντα, καθὸ πλουτεῖ τις «ἐν παντὶ
λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει», καὶ καθὸ παραγγέλλομεν «τοῖς
πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι μὴ ὑψηλὰ φρονεῖν μηδ' ἠλπικέναι
ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι ἀλλ' ἐπὶ θεῷ, τῷ παρέχοντι πάντα
πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν, ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις
ἀγαθοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς». Καὶ γὰρ «ὁ»
ἐν ἀληθινοῖς ἀγαθοῖς «πλοῦτος» «λύτρον ἐστὶν ἀνδρὸς
ψυχῆς» κατὰ τὸν Σολομῶντα, ἡ δ' ἐναντία τούτῳ πτωχεία
ὀλέθριον, δι' ἣν «ὁ πτωχὸς οὐχ ὑφίσταται ἀπειλήν».
 Ἀνάλογον δὲ τοῖς ἀποδεδομένοις περὶ τοῦ πλούτου λεκτέον
καὶ περὶ τῆς δυναστείας, καθ' ἣν «εἷς» δίκαιος διώξεσθαι
λέγεται «χιλίους, καὶ δύο» μετακινεῖν «μυριάδας».
Εἴπερ δὲ ταῦτα νενόηται ἐν τοῖς κατὰ τὸν πλοῦτον, ὅρα εἰ
μὴ ἀκόλουθόν ἐστιν ἐπαγγελίᾳ θεοῦ τὸν πλουτοῦντα «ἐν
παντὶ λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει» καὶ πάσῃ σοφίᾳ καὶ ἐν
παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ δανείζειν ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸν λόγον καὶ
τὴν σοφίαν καὶ τὴν γνῶσιν πλούτου «ἔθνεσι πολλοῖς», ὡς
ἐδάνεισε Παῦλος «κύκλῳ» «ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ» ἕως «τοῦ

Ωριγένης. Commentarii in evangelium Joannis (lib. 1, 2, 4, 5, 6, 10, 13)


Book 6, Ch. 1, sec. 4, line 2

ὑπερεχούσῃ πάντα νοῦν εἰρήνῃ χρωμένη ἡ ψυχή, πάσης


ταραχῆς ἀλλοτριουμένη καὶ οὐδαμῶς κυματουμένη.
734

 Ταῦτα δή μοι δοκοῦσιν ἀκριβῶς κατανενοηκότες οἱ τοῦ


προφητικοῦ πνεύματος ὑπηρέται καὶ οἱ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγ-
ματος διάκονοι ἀξίους ἑαυτοὺς παρειληφέναι τοῦ λαβεῖν τὴν
ἐν κρυπτῷ εἰρήνην ἀπὸ τοῦ αἰεὶ τοῖς ἀξίοις διδόντος αὐτήν,
τοῦ εἰρηκότος· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν
δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν εἰρήνην κἀγὼ δίδωμι
εἰρήνην.»
         Ἐπισκόπησον δὲ μήποτε τοιοῦτόν τι αἰνίττεται
ἡ περὶ τὸν Δαβὶδ καὶ Σολομῶντα περὶ τοῦ ναοῦ ἱστορία.
Δαβὶδ μὲν γὰρ πολέμους κυρίου πολεμῶν καὶ πρὸς πλείονας
ἱστάμενος ἐχθροὺς ἑαυτοῦ καὶ τοῦ Ἰσραήλ, θέλων οἰκοδομῆσαι
ναὸν τῷ θεῷ, ὑπὸ τοῦ θεοῦ διὰ τοῦ Ναθὰν κωλύεται λέγοντος
πρὸς αὐτόν· «Οὐκ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον, ὅτι ἀνὴρ αἱμάτων
σύ.»
         Σολομῶν δὲ ὄναρ τὸν θεὸν ἰδὼν καὶ ὄναρ τὴν σοφίαν
λαβών – ἐτηρεῖτο γὰρ τὸ ὕπαρ τῷ λέγοντι «Ἰδοὺ πλεῖον
Σολομῶντος ὧδε» – ἐν βαθυτάτῃ γενόμενος εἰρήνῃ, ὡς
ἀναπαύεσθαι τότε ἕκαστον ὑποκάτω τῆς ἀμπέλου αὐτοῦ καὶ
ὑποκάτω τῆς συκῆς αὐτοῦ, καὶ τῆς κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοῦ

Ωριγένης. Commentarii in evangelium Joannis (lib. 1, 2, 4, 5, 6, 10, 13)


Book 6, Ch. 1, sec. 5, line 1

τοῦ εἰρηκότος· «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν


δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν εἰρήνην κἀγὼ δίδωμι
εἰρήνην.»
         Ἐπισκόπησον δὲ μήποτε τοιοῦτόν τι αἰνίττεται
ἡ περὶ τὸν Δαβὶδ καὶ Σολομῶντα περὶ τοῦ ναοῦ ἱστορία.
Δαβὶδ μὲν γὰρ πολέμους κυρίου πολεμῶν καὶ πρὸς πλείονας
ἱστάμενος ἐχθροὺς ἑαυτοῦ καὶ τοῦ Ἰσραήλ, θέλων οἰκοδομῆσαι
ναὸν τῷ θεῷ, ὑπὸ τοῦ θεοῦ διὰ τοῦ Ναθὰν κωλύεται λέγοντος
πρὸς αὐτόν· «Οὐκ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον, ὅτι ἀνὴρ αἱμάτων
σύ.»
         Σολομῶν δὲ ὄναρ τὸν θεὸν ἰδὼν καὶ ὄναρ τὴν σοφίαν
λαβών – ἐτηρεῖτο γὰρ τὸ ὕπαρ τῷ λέγοντι «Ἰδοὺ πλεῖον
Σολομῶντος ὧδε» – ἐν βαθυτάτῃ γενόμενος εἰρήνῃ, ὡς
ἀναπαύεσθαι τότε ἕκαστον ὑποκάτω τῆς ἀμπέλου αὐτοῦ καὶ
ὑποκάτω τῆς συκῆς αὐτοῦ, καὶ τῆς κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοῦ
εἰρήνης ἐπώνυμος τυγχάνων – Σολομῶν γὰρ ἑρμηνεύεται
»εἰρηνικός» – διὰ τὴν εἰρήνην σχολάζει τὸν διαβόητον
οἰκοδομῆσαι ναὸν τῷ θεῷ. Καὶ κατὰ τοὺς Ἔσδρα δὲ χρόνους,
ὅτε νικᾷ ἡ ἀλήθεια τὸν οἶνον καὶ τὸν ἐχθρὸν βασιλέα καὶ τὰς
γυναῖκας, ἀνοικοδομεῖται ὁ ναὸς τῷ θεῷ.  
 Ταῦτα δ' ἡμῖν ἀπολογουμένοις πρὸς σέ, ἱερὲ Ἀμβρό
735

Ωριγένης. Commentarii in evangelium Joannis (lib. 1, 2, 4, 5, 6, 10, 13)


Book 13, Ch. 48, sec. 315, line 4

τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις κατὰ τὴν Χριστοῦ ἐπιδημίαν, φωτί-


σαντος αὐτοῖς τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως τῆς πάσης γραφῆς·
ἕτεροι δὲ ὀκνήσουσιν προσέσθαι, μὴ τολμῶντες λέγειν τὸν
τηλικοῦτον Μωσέα καὶ τοὺς προφήτας μὴ ἐφθακέναι ἔτι
ὄντας ἐν τῷ τῶν ἀνθρώπων βίῳ ἐπὶ τὰ τοῖς ἀποστόλοις
νενοημένα, καὶ τοῦτο ταῖς θείαις γραφαῖς ἐνεσπαρμένα ταῖς
ὑπ' αὐτῶν διακονηθείσαις.
 Χρήσονται δὲ οἱ πρότεροι τῷ «Πολλοὶ προφῆται
καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ ὑμεῖς βλέπετε καὶ οὐκ εἶδον,
καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε καὶ οὐκ ἤκουσαν», καὶ τῷ
»Ἰδού, πλεῖον Σολομῶνος ὧδε», καὶ τῷ «Ἑτέραις
γενεαῖς οὐκ ἐγνωρίσθη τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, ὡς νῦν
ἀπεκαλύφθη τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ προφήταις,
εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς
ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ», καὶ τῷ ἐν τῷ Δανιὴλ γεγραμμένῳ
μετά τινα ὅρασιν, ὅτι «Ἀνέστην, καὶ οὐκ ἦν ὁ συνιών»,
καὶ τῷ ἐν τῷ Ἡσαΐᾳ «Εἰσὶν οἱ λόγοι τοῦ βιβλίου τούτου
ὡς βιβλίον ἀνθρώπου ἐσφραγισμένον, ὃ ἐὰν δῶσιν αὐτὸ
ἀνθρώπῳ μὴ ἐπισταμένῳ γράμματα λέγοντες· Ἀνάγνωθι,
ἐρεῖ· Οὐκ ἐπίσταμαι γράμματα· καὶ δώσουσιν αὐτὸ ἀνθρώπῳ
ἐπισταμένῳ γράμματα, καὶ ἐρεῖ· Οὐ δύναμαι ἀναγνῶναι,

Ωριγένης. Fragmenta in evangelium Joannis (in catenis) Fragment 46, line 12

ὅτι ἐπάνω πάντων ἐστίν. οἱ δὲ ὑλικὸν φρόνημα ἔχοντες τὴν εἰκόνα


φοροῦσι τοῦ χοϊκοῦ, οἳ καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλοῦσι. διὸ καὶ εἴ ποτε δι-
δασκαλίαν ἐπαγγέλλονται, σοφίαν ἔχουσιν ἣν Ἰάκωβος γράφει, ἐπί-
γειον, ψυχικήν, δαιμονιώδη. περὶ τῶν τοιούτων καὶ Ἡσαΐας γράφει,
ὡς ὄντων ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐξ αὐτῆς φωνούντων· τοῦ ἄνωθεν ἐρχο-
μένου θεοῦ λόγου ἐπάνω πάντων ὑπάρχοντος καὶ λαλοῦντος ἃ ἑώρα-
κεν καὶ ἤκουσεν. ἀλλὰ καὶ οἱ προφῆται, ἔχοντες τὸν ἄνωθεν ἐρχό-
μενον πρὸς αὐτοὺς λόγον, ἃ εἶδον διανοίᾳ καὶ ἤκουσαν τοῖς ὠσὶ τοῦ
ἔσω ἀνθρώπου λαλοῦσιν οὐράνια καὶ θεϊκά. ἕκαστος γὰρ αὐτῶν ἐρεῖ·
»Τάδε λέγει Κύριος»· ⟦καὶ «Ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με», λέγων.
φανερώτερον περὶ τούτου φησὶν ὁ Σολομὼν εἰπών· «Οἱ ἐμοὶ λόγοι
»εἴρηνται ὑπὸ θεοῦ.» διὸ γέγραπται· «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως
»πάλαι ὁ θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ' ἐσχά-
»του τῶν ἡμερῶν ἐλάλησεν ἡμῖν, τοῖς κατὰ τὴν ἐπιδημίαν τυγχά-
»νουσιν, ἐν υἱῷ».⟧ ἀμέλει γοῦν ἃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε ταῦτα διδακτι-  
κῶς τοῖς ἀνθρώποις ἐλάλει. ταῦτα δὲ ἐφαρμόζει τῇ οἰκονομίᾳ· περὶ
γὰρ τῆς θεότητος ταῦτα οὐκ ἀκόλουθον ἐκλαμβάνειν.
 Καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει· καίτοι πολλῶν
εἰληφότων τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ, ⟦ὡς αὐτὸς πάλιν ὁ Ἰωάννης ἐπιφέρει,
φάσκων· «Ὁ λαβὼν τὴν αὐτοῦ μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ θεὸς ἀλη-
»θής ἐστι».⟧ πῶς δὲ οἷόν τε εἶναι ἀληθές, λαμβανόντων αὐτοῦ τὴν
736

Ωριγένης. Exhortatio ad martyrium Sec. 22, line 2

φητικὸν τό· “αὐτὸς δὲ γινώσκει τὰ κρύφια τῆς καρδίας” ἡμῶν, καὶ


μάλιστα, ἐὰν τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἀπαγώμεθα· ὅτε φήσομεν τὸ ὑπὸ μό-
νων μαρτύρων λεγόμενον τῷ θεῷ τό· “ὅτι ἕνεκα σοῦ θανατούμεθα
ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς.” ἐὰν δέ ποτε ἀπὸ
τοῦ φρονήματος “τῆς σαρκὸς” ὑποβάλληται ἡμῖν φόβος τῶν ἀπειλούν-
των ἡμῖν θάνατον δικαστῶν, τότε εἴπωμεν αὐτοῖς τὸ ἀπὸ τῶν Παροι-
μιῶν· “υἱὲ, τίμα τὸν κύριον, καὶ ἰσχύσεις· πλὴν δὲ αὐτοῦ μὴ φοβοῦ
ἄλλον.”
 Καὶ τοῦτο δὲ πρὸς τὰ προκείμενά ἐστι χρήσιμον. φησὶν
ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ ὁ Σολομῶν· “ἐπῄνεσα ἐγὼ πάντας τοὺς τεθνηκό-
τας ὑπὲρ τοὺς ζῶντας, ὅσοι αὐτοὶ ζῶσιν ἕως τοῦ νῦν.” τίς δ' ἂν οὕτως
εὐλόγως ἐπαινοῖτο τεθνηκὼς ὡς ὁ αὐτοπροαιρέτως τὸν θάνατον
ὑπὲρ εὐσεβείας ἀναδεξάμενος; ὁποῖος ἦν ὁ Ἐλεάζαρος “τὸν μετ' εὐ-
κλείας θάνατον μᾶλλον ἢ τὸν μετὰ μύσους βίον ἀναδεξάμενος καὶ αὐτο-
προαιρέτως ἐπὶ τὸ τύμπανον προάγων”, ὅστις “λογισμὸν ἀστεῖον ἀνα-
λαβὼν ἄξιον τῆς ἐνενηκονταετοῦς αὐτοῦ ἡλικίας καὶ τῆς τοῦ γήρως  
ὑπεροχῆς καὶ τῆς ἐπικτήτου καὶ ἐπιφανοῦς πολιᾶς καὶ τῆς ἐκ παιδὸς
καλλίστης ἀνατροφῆς μᾶλλον δὲ τῆς ἁγίας καὶ θεοκτίστου νομοθεσίας”
εἶπεν· ὅτι “οὐκ ἔστι τῆς ἡμετέρας ἡλικίας ἄξιον ὑποκριθῆναι, ἵνα
πολλοὶ τῶν νέων ὑπολαβόντες Ἐλεάζαρον τὸν ἐνενηκονταετῆ

Ωριγένης. De oratione Ch. 27, sec. 6, line 1


νήπιος γάρ ἐστι· τελείων δέ ἐστιν ἡ στερεὰ τροφὴ, τῶν διὰ τὴν ἕξιν
τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ
κακοῦ.” ἐγὼ δὲ ἡγοῦμαι καὶ τὸ “ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ
δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει” μὴ περὶ σωματικῶν τροφῶν αὐτῷ προη-
γουμένως λέγεσθαι ἀλλὰ περὶ τῶν τρεφόντων τὴν ψυχὴν λόγων
θεοῦ· τοῦ μὲν πιστοτάτου καὶ τελειοτάτου δυναμένου πάντων μετα-
λαμβάνειν, ὅνπερ δηλοῖ διὰ τοῦ “ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα,” τοῦ
δὲ ἀσθενεστέρου καὶ ἀτελεστέρου ἁπλουστέροις καὶ μὴ πάνυ εὐτονίαν
ἐμποιοῦσι μαθήμασιν ἀρκουμένου, ὅντινα αὐτὸς σημῆναι θέλων λέγει·
“ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει.”
 καὶ τὸ παρὰ τῷ Σολομῶντι δὲ ἐν ταῖς Παροιμίαις λεγόμε-
νον ἡγοῦμαι διδάσκειν ὅτι βελτίων ὁ μὴ χωρῶν τὰ εὐτονώτερα καὶ
μείζονα τῶν δογμάτων διὰ τὴν ἁπλότητα (οὐκ ἐσφαλμένα μέντοι γε
φρονῶν) τοῦ ἐντρεχεστέρου μὲν καὶ ὀξυτέρου καὶ μειζόνως ἐπιβάλλον-
τος τοῖς πράγμασι τὸν δὲ τῆς εἰρήνης καὶ συμφωνίας τῶν ὅλων
λόγον μὴ τρανοῦντος. ἔχει δὲ οὕτως αὐτῷ ἡ λέξις· “κρείσσων
ξενισμὸς λαχάνων πρὸς φιλίαν καὶ χάριν ἢ μόσχος ἀπὸ φάτνης μετὰ
ἔχθρας.” πολλάκις γοῦν ἀπεδεξάμεθα ἰδιωτικὴν καὶ ἁπλουστέραν
μετὰ εὐσυνειδησίας ἑστίασιν, ξενιζόμενοι παρὰ τοῖς πλέον ἡμῖν παρα-
σχεῖν μὴ δυναμένοις, ἤπερ λόγων ὕψος ἐπαιρομένων “κατὰ τῆς γνώσεως
τοῦ θεοῦ,” μετὰ πολλῆς πιθανότητος ἀλλότριον καταγγέλλον τοῦ “τὸν
737

Ωριγένης. De oratione Ch. 27, sec. 10, line 4

οὖσα δηλητήριος, καὶ ἑτέρα νοσοποιὸς καὶ ἄλλη μηδὲ ἀναδοθῆναι


δυναμένη· ἅπερ πάντα κατ' ἀναλογίαν μετενεκτέον ἐστὶ καὶ ἐπὶ τὰς
διαφορὰς τῶν νομιζομένων τροφίμων μαθημάτων. ἐπιούσιος τοίνυν
ἄρτος ὁ τῇ φύσει τῇ λογικῇ καταλληλότατος καὶ τῇ οὐσίᾳ αὐτῇ
συγγενὴς, ὑγείαν ἅμα καὶ εὐεξίαν καὶ ἰσχὺν περιποιῶν τῇ ψυχῇ καὶ
τῆς ἰδίας ἀθανασίας (ἀθάνατος γὰρ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ) μεταδιδοὺς
τῷ ἐσθίοντι αὐτοῦ.
 οὗτος δὴ ὁ ἐπιούσιος ἄρτος ἄλλῳ ὀνόματι δοκεῖ μοι ἐν τῇ
γραφῇ “ξύλον ζωῆς” ὠνομάσθαι, ἐφ' ὅπερ ὁ ἐκτείνας “τὴν χεῖρα”
καὶ λαβὼν ἀπ' αὐτοῦ “ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.” καὶ τρίτῳ ὀνόματι
τοῦτο τὸ “ξύλον” “σοφία” τοῦ θεοῦ ὀνομάζεται παρὰ τῷ Σολομῶντι
διὰ τούτων· “ξύλον ζωῆς ἐστι πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὐτῆς, καὶ
τοῖς ἐπερειδομένοις ὡς ἐπὶ κύριον ἀσφαλής.” ἐπεὶ δὲ καὶ οἱ ἄγγελοι
σοφίᾳ τρέφονται θεοῦ, ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν ἀλήθειαν μετὰ σοφίας
θεωρίας δυναμούμενοι πρὸς τὸ τὰ ἴδια ἔργα ἐπιτελεῖν, λέγεται ἐν
ψαλμοῖς καὶ τοὺς ἀγγέλους τρέφεσθαι, κοινωνούντων τῶν ἀνθρώπων  
τοῦ θεοῦ, οἵτινες Ἑβραῖοι προσαγορεύονται, τοῖς ἀγγέλοις καὶ οἱονεὶ
καὶ συνεστίων αὐτοῖς γινομένων. τοιοῦτον δέ ἐστι τὸ “ἄρτον ἀγγέ-
λων ἔφαγεν ἄνθρωπος.” μὴ γὰρ ἐπὶ τοσοῦτον πτωχεύσαι ὁ νοῦς
ἡμῶν, ὡς οἰηθῆναι σωματικοῦ τινος ἄρτου, τοῦ ἱστορουμένου οὐρα-
νόθεν ἐπὶ τοὺς ἐξεληλυθότας τὴν Αἴγυπτον

Ωριγένης. De oratione Ch. 29, sec. 6, line 4

γοῦν πλουτῶν “ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πάσῃ γνώσει” κινδύνου ἀπήλλα-
κται τοῦ ὡς ἐπὶ τούτοις ἐν τῷ ὑπεραίρεσθαι ἁμαρτάνειν, ἀλλὰ δεῖται
σκόλοπος τοῦ σατανᾶ κολαφίζοντος αὐτὸν, “ἵνα μὴ” ὑπεραίρηται. κἂν
συνειδῇ τις ἑαυτῷ τὰ κρείττονα καὶ ἀναπτερωθῇ ἀπὸ τῶν κακῶν,
ἀναγινωσκέτω τὸ εἰρημένον ἐν τῇ δευτέρᾳ τῶν Παραλειπομένων
περὶ Ἐζεκίου, ὅστις πεπτωκέναι λέγεται “ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς καρδίας
αὐτοῦ.”
 εἰ δὲ, ἐπεὶ μὴ πλείονα περὶ τοῦ πένητος εἰρήκαμεν, καταφρο-
νεῖ τις, ὡς μὴ πειρασμοῦ τοῦ περὶ τῆς πενίας, ἴστω ὅτι ὁ ἐπιβου-
λεύων ἐπιβουλεύει ὑπὲρ “τοῦ καταβαλεῖν πτωχὸν καὶ πένητα,” καὶ
μάλιστα ἐπεὶ κατὰ τὸν Σολομῶντα. “ὁ πτωχὸς οὐχ ὑφίσταται ἀπει-
λήν.” τί δὲ δεῖ λέγειν, ὅσοι διὰ τὸν σωματικὸν πλοῦτον, μὴ καλῶς
αὐτὸν οἰκονομήσαντες, τὴν μετὰ τοῦ ἐν τῷ εὐαγγελίῳ πλουσίου χώραν
ἐν τῇ κολάσει εἰλήφασι, καὶ ὅσοι ἀγεννῶς τὴν πενίαν φέροντες, δου-
λοπρεπέστερον καὶ ταπεινότερον ἢ κατὰ τὰ ἐν τοῖς “ἁγίοις” πρέποντα
ἀναστρεφόμενοι, τῆς ἐπουρανίου ἐλπίδος ἀποπεπτώκασιν; οὐδὲ οἱ
μεταξὺ δὲ τούτων καθ' ἑκάτερον, πλοῦτον καὶ πενίαν, τοῦ κατὰ τὴν
σύμμετρον κτῆσιν ἁμαρτάνειν πάντως εἰσὶν ἀπηλλαγμένοι.
 ἀλλὰ ὑγιαίνων τῷ σώματι καὶ εὐεκτῶν ἔξω παντὸς πειρας-
μοῦ κατ' αὐτὸ τὸ ὑγιαίνειν καὶ εὐεκτεῖν ὑπολαμβάνει τυγχάνειν· καὶ
τίνων ἄλλων ἢ τῶν εὐεκτούντων καὶ ὑγιαινόντων ἐστὶν ἁμάρτημα
738

Ωριγένης. De oratione Ch. 31, sec. 1, line 13

περὶ τῆς καταστάσεως καὶ τοῦ σχήματος, ὃ δεῖ ἔχειν τὸν εὐχόμενον,
καὶ τόπου, οὗ εὔχεσθαι χρὴ, καὶ κλίματος, εἰς ὃ ἀφορᾶν δεῖ χωρὶς
πάσης περιστάσεως, καὶ χρόνου εἰς εὐχὴν ἐπιτηδείου καὶ ἐξαιρέτου,
καὶ εἴ τι τούτοις ἐστὶν ὅμοιον. καὶ τὸ μὲν τῆς καταστάσεως εἰς τὴν
ψυχὴν ἐγκαταθετέον, τὸ δὲ τοῦ σχήματος εἰς τὸ σῶμα. φησὶ τοίνυν
ὁ Παῦλος, ὡς ἐν τοῖς ἀνωτέρω ἐλέγομεν, τὴν κατάστασιν ὑπογράφων
ἐν τῷ δεῖν “προσεύχεσθαι” “χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ,” τὸ δὲ
σχῆμα ἐν τῷ “ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας”· ὅπερ εἰληφέναι μοι δοκεῖ
ἀπὸ τῶν ψαλμῶν, οὕτως ἔχον· “ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπε-
ρινή”· περὶ δὲ τόπου· “βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν
παντὶ τόπῳ”· περὶ δὲ κλίματος ἐν τῇ Σοφίᾳ Σολομῶντος· “ὅπως
γνωστὸν ᾖ ὅτι δεῖ φθάνειν τὸν ἥλιον ἐπ' εὐχαριστίαν σου καὶ πρὸ
ἀνατολῆς φωτὸς ἐντυγχάνειν σοι.”
 δοκεῖ τοίνυν μοι τὸν μέλλοντα ἥκειν ἐπὶ τὴν εὐχὴν, ὀλίγον
ὑποστάντα καὶ ἑαυτὸν εὐτρεπίσαντα, ἐπιστρεφέστερον καὶ εὐτονώ-
τερον πρὸς τὸ ὅλον γενέσθαι τῆς εὐχῆς· πάντα πειρασμὸν καὶ λο-
γισμῶν ταραχὴν ἀποβεβληκότα ἑαυτόν τε ὑπομνήσαντα κατὰ τὸ δυ-
νατὸν τοῦ μεγέθους, ᾧ προσέρχεται, καὶ ὅτι ἀσεβές ἐστι τούτῳ  
χαῦνον καὶ ἀνειμένον προσελθεῖν καὶ ὡσπερεὶ καταφρονοῦντα, ἀπο-
θέμενον πάντα τὰ ἀλλότρια, οὕτως ἥκειν ἐπὶ τὸ εὔξασθαι, πρὸ τῶν
χειρῶν ὡσπερεὶ τὴν ψυχὴν ἐκτείναντα καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὸν

Ωριγένης. Homiliae in Lucam Homily 28, p. 162, line 25

τὴν Θάμαρ, οὐ νομίμως τῷ πενθερῷ


συνελθοῦσαν, τὴν Μωαβίτιδα Ῥούθ,
τὴν Ῥαχάβ, ἣν οὐδὲ οἴδαμεν,
 καὶ τὴν
τοῦ Οὐρίου.
 Ἐπειδὴ γὰρ ἤρχετο λαβεῖν τὰς
ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ «τὸν
μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρ-
τίαν ἐποίει» ὁ θεός, διὰ τοῦτο κατα-
βαίνων ἀνέλαβε τὰ ἁμαρτωλὰ πρός-
ωπα καὶ γεννᾶται διὰ Σολομῶν-
τος, οὗ ἀναγέγραπται τὰ ἁμαρτή-  
ματα, καὶ Ῥοβοάμ, οὗ ἐν ταῖς Βα-
σιλείαις λέγεται τὰ πταίσματα, καὶ
τῶν λοιπῶν, ὧν οἱ πολλοὶ ἐποίησαν
»τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου». Οὗτος
δὲ ἀναβιβάζει ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ
βαπτίσματος, καὶ τῇ γενεαλογίᾳ ἀνα-
739

βαίνει οὐ διὰ Σολομῶντος, ἀλλὰ διὰ


Ναθὰν τοῦ ἐλέγξαντος τὸν πατέρα
ἐπὶ τῇ γενέσει Σολομῶντος καὶ τῇ

Ωριγένης. Homiliae in Lucam Homily 28, p. 163, line 7

βαίνων ἀνέλαβε τὰ ἁμαρτωλὰ πρός-


ωπα καὶ γεννᾶται διὰ Σολομῶν-
τος, οὗ ἀναγέγραπται τὰ ἁμαρτή-  
ματα, καὶ Ῥοβοάμ, οὗ ἐν ταῖς Βα-
σιλείαις λέγεται τὰ πταίσματα, καὶ
τῶν λοιπῶν, ὧν οἱ πολλοὶ ἐποίησαν
»τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου». Οὗτος
δὲ ἀναβιβάζει ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ
βαπτίσματος, καὶ τῇ γενεαλογίᾳ ἀνα-
βαίνει οὐ διὰ Σολομῶντος, ἀλλὰ διὰ
Ναθὰν τοῦ ἐλέγξαντος τὸν πατέρα
ἐπὶ τῇ γενέσει Σολομῶντος καὶ τῇ
τοῦ Οὐρίου ἀναιρέσει. Κἀκεῖ μὲν ἀεὶ
τὰ τῆς γεννήσεως ὀνομάζεται, ἐν-
ταῦθα δὲ τὰ τῆς γεννήσεως σεσιώ-
πηται.

Ωριγένης. Homiliae in Lucam Homily 28, p. 163, line 9

τος, οὗ ἀναγέγραπται τὰ ἁμαρτή-  


ματα, καὶ Ῥοβοάμ, οὗ ἐν ταῖς Βα-
σιλείαις λέγεται τὰ πταίσματα, καὶ
τῶν λοιπῶν, ὧν οἱ πολλοὶ ἐποίησαν
»τὸ πονηρὸν ἐνώπιον κυρίου». Οὗτος
δὲ ἀναβιβάζει ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ
βαπτίσματος, καὶ τῇ γενεαλογίᾳ ἀνα-
βαίνει οὐ διὰ Σολομῶντος, ἀλλὰ διὰ
Ναθὰν τοῦ ἐλέγξαντος τὸν πατέρα
ἐπὶ τῇ γενέσει Σολομῶντος καὶ τῇ
τοῦ Οὐρίου ἀναιρέσει. Κἀκεῖ μὲν ἀεὶ
τὰ τῆς γεννήσεως ὀνομάζεται, ἐν-
ταῦθα δὲ τὰ τῆς γεννήσεως σεσιώ-
πηται.

Ωριγένης. Fragmenta in Lucam (in catenis) Fragment 196, line 6

νωμα τῷ θεῷ Ἰακώβ», ἔστι δ' ὅτε, ἵνα ἀνοίξωμεν κρούσαντι τῷ δεσπότῃ.
τήρει δέ, ὅτι καὶ ὁ τοῦ ἐγρηγορέναι μισθὸς δίδοται· «περιζώσεται», γάρ
φησιν, ἔστι δὲ «διεζωσμένος τὴν ὀσφύν» κατὰ τό· «ἐνεδύσατο κύριος δύναμιν
καὶ περιεζώσατο», ἐν ᾗ κατ' ἀξίαν ἕκαστον «ἀνακλινεῖ» καὶ κατ' ἀξίαν
740

ἑκάστῳ «διακονήσει», ἀποδιδοὺς «ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ».


Ἔστι μέντοι ὕπνος καὶ ἐγρήγορσις, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ «ἔξω ἀνθρώπου» καὶ
ἐπὶ τοῦ «ἔσω». καὶ ἀπαιτούμεθα μὲν ἐγρηγορέναι, καθό φησιν ὁ σωτήρ·
»γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν», καὶ ἐν
Παροιμίαις λέγεται· «μὴ δῷς ὕπνον σοῖς ὄμμασι μηδὲ νυσταγμὸν σοῖς
βλεφάροις», κοιμᾶσθαι δέ, ὅτε ὁ μὲν σωτὴρ λέγει· «καθεύδετε τὸ λοιπὸν
καὶ ἀναπαύεσθε», ὁ δὲ Σολομῶν· «ἐὰν γὰρ κάθῃ, ἄφοβος ἔσῃ· ἐὰν δὲ
καθεύδῃς, ἡδέως ὑπνώσεις· καὶ οὐ φοβηθήσῃ πτόησιν ἐπελθοῦσάν σοι».  
Πλὴν τὰ πολλὰ ἢ καὶ τὰ πάντα ἐν τῷ βίῳ τούτῳ ἀγρυπνητέον ἐστίν, πῇ
μὲν διὰ τὸ ἐφεδρεύειν τοὺς πολεμίους, ὄντας οὐχ «αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλ'
ἐξουσίας καὶ κοσμοκράτορας τοῦ κόσμου τούτου καὶ πνευματικὰ τῆς πονη-
ρίας», ἵν' ἐκ τοῦ ἐγρηγορέναι «σῳζώμεθα ὥσπερ δορκαὶ ἐκ βρόχων καὶ
ὥσπερ ὄρνεον ἐν παγίδος», καὶ ἵνα τὰς ὀσφύας περιζωσάμενοι καὶ τοὺς
λύχνους ἀναπτομένους ἔχοντες «ὅμοιοι» γενώμεθα «ἀνθρώποις προς-
δεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοί-
ξωμεν αὐτῷ». καὶ πρόσχες, εἰ μὴ λόγον ἔχει διὰ τὴν πρώτην καὶ δευτέραν
καὶ τρίτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἢ καὶ τετάρτην, ἵνα ἐν πᾶσι γρηγορώμεθα,

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 1-27) Ch. 5, sec. 3, line 9

        Εἶτα ἀπαριθμησάμενος προφήτας καὶ ἀποστόλους,


ὀλίγα ἑκάστου ἢ οὐδὲ ὀλίγα γράψαντος, ἐπάγει·
 Πάλιν δὴ μετὰ ταῦτα ἰλιγγιᾷν μοι ἐπέρχεται
σκοτοδινιῶντι, μὴ ἄρα πειθαρχῶν σοι οὐκ ἐπειθάρχησα
θεῷ οὐδὲ τοὺς ἁγίους ἐμιμησάμην. εἰ μὴ σφάλλομαι
τοίνυν ἐμαυτῷ συναγορεύων, διὰ τὸ πάνυ σε φιλεῖν καὶ ἐν
μηδενὶ ἐθέλειν λυπεῖν, τοιαύτας εὑρίσκω εἰς ταῦτα ἀπο-
λογίας. πρὸ πάντων παρεθέμεθα τὸ ἐκ τοῦ Ἐκκλησιας-
τοῦ λέγοντος· Υἱέ μου, φύλαξαι τοῦ ποιῆσαι βιβλία
πολλά. τούτῳ ἀντιπαραβάλλω ἐκ τῶν Παροιμιῶν τοῦ
αὐτοῦ Σολομῶντος ῥητὸν, ὅς φησιν· Ἐκ πολυλογίας οὐκ
ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν, φειδόμενος δὲ χειλέων νοήμων ἔσῃ.
καὶ ζητῶ εἰ τὸ ὁποῖά ποτ' οὖν λέγειν πολλὰ πολυλογεῖν
ἐστὶν, κἂν ἅγιά τις καὶ σωτήρια λέγῃ πολλά. εἰ γὰρ
τοῦθ' οὕτως ἔχει καὶ πολυλογεῖ ὁ πολλὰ διεξιὼν ὠφέλιμα,
αὐτὸς ὁ Σολομῶν οὐκ ἐκπέφευγε τὴν ἁμαρτίαν, λαλήσας
τρεῖς χιλιάδας παραβολῶν, καὶ ᾠδὰς πεντακισχιλίας, καὶ
ὑπὲρ τῶν ξύλων ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ ἕως
τῆς ὑσσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τοίχου· ἔτι δὲ καὶ
περὶ τῶν κτηνῶν καὶ περὶ τῶν πετεινῶν καὶ περὶ τῶν
ἑρπετῶν καὶ περὶ τῶν ἰχθύων.

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 1-27) Ch. 5, sec. 3, line 14
741

τοίνυν ἐμαυτῷ συναγορεύων, διὰ τὸ πάνυ σε φιλεῖν καὶ ἐν


μηδενὶ ἐθέλειν λυπεῖν, τοιαύτας εὑρίσκω εἰς ταῦτα ἀπο-
λογίας. πρὸ πάντων παρεθέμεθα τὸ ἐκ τοῦ Ἐκκλησιας-
τοῦ λέγοντος· Υἱέ μου, φύλαξαι τοῦ ποιῆσαι βιβλία
πολλά. τούτῳ ἀντιπαραβάλλω ἐκ τῶν Παροιμιῶν τοῦ
αὐτοῦ Σολομῶντος ῥητὸν, ὅς φησιν· Ἐκ πολυλογίας οὐκ
ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν, φειδόμενος δὲ χειλέων νοήμων ἔσῃ.
καὶ ζητῶ εἰ τὸ ὁποῖά ποτ' οὖν λέγειν πολλὰ πολυλογεῖν
ἐστὶν, κἂν ἅγιά τις καὶ σωτήρια λέγῃ πολλά. εἰ γὰρ
τοῦθ' οὕτως ἔχει καὶ πολυλογεῖ ὁ πολλὰ διεξιὼν ὠφέλιμα,
αὐτὸς ὁ Σολομῶν οὐκ ἐκπέφευγε τὴν ἁμαρτίαν, λαλήσας
τρεῖς χιλιάδας παραβολῶν, καὶ ᾠδὰς πεντακισχιλίας, καὶ
ὑπὲρ τῶν ξύλων ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ ἕως
τῆς ὑσσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τοίχου· ἔτι δὲ καὶ
περὶ τῶν κτηνῶν καὶ περὶ τῶν πετεινῶν καὶ περὶ τῶν
ἑρπετῶν καὶ περὶ τῶν ἰχθύων. πῶς γὰρ δύναται διδασκα-
λία ἀνύειν τι χωρὶς τῆς ἁπλούστερον νοουμένης πολυλο-
γίας, καὶ αὐτῆς τῆς σοφίας φασκούσης τοῖς ἀπολλυμένοις·
Ἐξέτεινον λόγους, καὶ οὐ προσείχετε; ὁ δὲ Παῦλος φαί-
νεται διατελῶν ἕωθεν μέχρι μεσονυκτίου ἐν τῷ διδάσκειν,
ὅτε καὶ Εὔτυχος καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ καταπεσὼν

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 1-27) Ch. 5, sec. 4, line 3

περὶ τῶν κτηνῶν καὶ περὶ τῶν πετεινῶν καὶ περὶ τῶν
ἑρπετῶν καὶ περὶ τῶν ἰχθύων. πῶς γὰρ δύναται διδασκα-
λία ἀνύειν τι χωρὶς τῆς ἁπλούστερον νοουμένης πολυλο-
γίας, καὶ αὐτῆς τῆς σοφίας φασκούσης τοῖς ἀπολλυμένοις·
Ἐξέτεινον λόγους, καὶ οὐ προσείχετε; ὁ δὲ Παῦλος φαί-
νεται διατελῶν ἕωθεν μέχρι μεσονυκτίου ἐν τῷ διδάσκειν,
ὅτε καὶ Εὔτυχος καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ καταπεσὼν
ἐτάραξε τοὺς ἀκούοντας ὡς τεθνηκώς.
 Εἰ τοίνυν ἀληθὲς τό· Ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ  
ἁμαρτίαν· ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ μὴ ἡμαρτηκέναι πολλὰ περὶ
τῶν προειρημένων τὸν Σολομῶντα ἀπαγγείλαντα, μηδὲ τὸν
Παῦλον παρατείναντα μέχρι μεσονυκτίου, ζητητέον τίς ἡ
πολυλογία, κἀκεῖθεν μεταβατέον ἐπὶ τὸ ἰδεῖν τίνα τὰ
πολλὰ βιβλία. ὁ πᾶς δὴ λόγος τοῦ θεοῦ, λόγος ὁ ἐν
ἀρχῇ πρὸς τὸν θεὸν, οὐ πολυλογία ἐστὶν, οὐ γὰρ λόγοι·
λόγος γὰρ εἷς συνεστὼς ἐκ πλειόνων θεωρημάτων, ὧν
ἕκαστον θεώρημα μέρος ἐστὶ τοῦ ὅλου λόγου. οἱ δὲ ἔξω
τούτου ἐπαγγελλόμενοι περιέχειν διέξοδον καὶ ἀπαγγελίαν
ὁποίαν δήποτε, εἰ καὶ ὡς περὶ ἀληθείας εἰσὶ λόγοι, καὶ
παραδοξότερόν γε ἐρῶ, οὐδεὶς αὐτῶν λόγος, ἀλλ' ἕκαστοι
λόγοι. οὐδαμοῦ γὰρ ἡ μονὰς, καὶ οὐδαμοῦ τὸ σύμφωνον
742

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 1-27) Ch. 13, sec. 3, line 13

Αἰγύπτου παραλαμβανόμενα, οἷς Αἰγύπτιοι μὲν οὐκ εἰς δέον


ἐχρῶντο, Ἑβραῖοι δὲ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ σοφίαν εἰς θεο-  
σέβειαν ἐχρήσαντο; οἶδεν μέντοι ἡ θεία γραφή τισι πρὸς
κακοῦ γεγονέναι τὸ ἀπὸ τῆς γῆς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς Αἴ-
γυπτον καταβεβηκέναι· αἰνισσομένη ὅτι τισὶ πρὸς κακοῦ
γίνεται τὸ παροικῆσαι τοῖς Αἰγυπτίοις, τουτέστι τοῖς τοῦ
κόσμου μαθήμασι, μετὰ τὸ ἐντραφῆναι τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ
καὶ τῇ Ἰσραηλιτικῇ εἰς αὐτὸν θεραπείᾳ. Ἄδερ γοῦν ὁ
Ἰδουμαῖος, ὅσον μὲν ἐν τῇ γῇ τοῦ Ἰσραὴλ ἦν, μὴ γευόμενος
τῶν Αἰγυπτίων ἄρτων, εἴδωλα οὐ κατεσκεύαζεν· ὅτε δὲ
ἀποδρὰς τὸν σοφὸν Σολομῶντα κατέβη εἰς Αἴγυπτον, ὡς
ἀποδρὰς ἀπὸ τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας, συγγενὴς γέγονε τῷ
Φαραὼ, γήμας τὴν ἀδελφὴν τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ τεκνο-
ποιῶν τὸν τρεφόμενον μεταξὺ τῶν παίδων τοῦ Φαραώ.
διόπερ, εἰ καὶ ἐπανελήλυθεν εἰς τὴν γῆν Ἰσραὴλ, ἐπὶ τῷ
διασχίσαι τὸν λαὸν τοῦ θεοῦ ἐπανελήλυθε, καὶ ποιῆσαι
αὐτοὺς εἰπεῖν ἐπὶ τῇ χρυσῇ δαμάλει· Οὗτοί εἰσιν οἱ θεοί
σου, Ἰσραὴλ, οἱ ἀναγαγόντες σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου. κἀγὼ
δὲ τῇ πείρᾳ μαθὼν εἴποιμ' ἄν σοι, ὅτι σπάνιος μὲν ὁ τὰ
χρήσιμα τῆς Αἰγύπτου λαβὼν καὶ ἐξελθὼν ταύτης καὶ
κατασκευάσας τὰ πρὸς τὴν λατρείαν τοῦ θεοῦ· πολὺς δὲ

Ωριγένης. Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et Gregorio


Nazianzeno facta (cap. 23, 25-27)
Ch. 27, sec. 7, line 26

ἀναμένει μακροθυμῶν ὁ δεσπότης, ἕως εἰς τέλος ἀφιεμένων


αὐτῶν τῶν ἁμαρτημάτων ὕστερον αὐτοὺς ἐκδικῇ, οὕτως καὶ
ἐφ' ἡμῶν ἔκρινεν· παιδεύων δὲ μετὰ συμφορᾶς οὐκ ἐγκατα-
λείπει τὸν ἑαυτοῦ λαόν.» Εἰ γὰρ τὸ ὑποπίπτειν ἐπιτιμίοις
διὰ τὰ ἁμαρτήματα μεγάλης εὐεργεσίας ἐστὶ σημεῖον,
ἐπιτιμώμενος καὶ ὁ Φαραὼ μετὰ τὸ ἐσκληρύνθαι αὐτοῦ
τὴν καρδίαν, καὶ κολαζόμενος ἅμα τῷ λαῷ αὐτοῦ, ὅρα
εἰ μὴ οὐ μάτην ἐπιτετίμηται μηδὲ ἐπὶ τῷ ἰδίῳ κακῷ.
 Οἱονεὶ δὲ μιμητὴς θεοῦ γινόμενος κατὰ τὸ ἐπιβάλλον
τοῖς καιροῖς ὁ Δαυεὶδ ἐντέλλεται περὶ τοῦ Ἰωὰβ τῷ
Σολομῶντι κολάσαι αὐτὸν διὰ τὰ ἡμαρτημένα εἰς Ἀβεννήρ,
υἱὸν Νήρ, καὶ ἀποκτεῖναι διὰ τὰ ἐπταισμένα· εἶτα ἐπιφέρει·  
»Καὶ κατάξεις αὐτοῦ τὴν πολιὰν ἐν εἰρήνῃ εἰς ᾅδου.»
Δῆλον δὲ ὅτι, ὡς καὶ ὁ Ἑβραῖος ἡμῖν ἀπήγγειλε, τὸ διὰ
τοῦ κολασθῆναι αὐτὸν ἐν εἰρήνῃ κοιμηθήσεσθαι, οὐκ ἔτι
ὀφειλομένης αὐτῷ βασάνου καὶ κολάσεως, διὰ τὸ ἐντεῦθεν
ἤδη ἀπειληφέναι αὐτόν, μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀπαλλαγήν.
 Οὕτω δ' ἡμεῖς καὶ πᾶσαν ἀπειλὴν καὶ πόνον καὶ κόλασιν
τὰ προσαγόμενα ἀπὸ τοῦ θεοῦ νοοῦμεν γίνεσθαι οὐδέποτε
κατὰ τῶν πασχόντων, ἀλλ' ἀεὶ ὑπὲρ αὐτῶν.
743

Ωριγένης. In Jeremiam (homiliae 12-20) Homily 12, sec. 6, line 3

μενον καὶ τὸν τεμνόμενον. οὕτως καὶ ὁ θεὸς οὐχ ἕνα ἄνθρωπον
οἰκονομεῖ, ἀλλ' ὅλον τὸν κόσμον οἰκονομεῖ, τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ, τὰ
ἐν τῇ γῇ πανταχοῦ διοικεῖ. σκοπεῖ οὖν τί συμφέρει ὅλῳ τῷ κόσμῳ
καὶ πᾶσι τοῖς οὖσι, κατὰ τὸ δυνατὸν σκοπεῖ καὶ τὸ συμφέρον τῷ
ἑνί, οὐ μέντοι ἵνα γένηται ἐπὶ ζημίᾳ τοῦ κόσμου τὸ τοῦ ἑνὸς συμφέ-
ρον. διὰ τοῦτο καὶ πῦρ αἰώνιον ἡτοιμάσθη, διὰ τοῦτο καὶ γέεννα  
ηὐτρέπισται, διὰ τοῦτο ἔστι τι καὶ σκότος ἐξώτερον, ὧν χρεία οὐ
μόνον διὰ τὸν κολαζόμενον, ἀλλὰ μάλιστα διὰ τὸ κοινόν.
 Εἰ δὲ θέλεις τὴν γραφὴν μάρτυρα λαβεῖν, ὅτι καὶ εἰς ἑτέρων
παίδευσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ κολάζονται, κἂν οὗτοί ποτε ἀπεγνωσμένοι
ὦσι περὶ θεραπείας, ἄκουε Σολομῶντος ἐν ταῖς Παροιμίαις λέγοντος·
»λοιμοῦ μαστιγουμένου ἄφρων πανουργότερος ἔσται». οὐκ αὐτὸν
τὸν μαστιγούμενον εἶπεν ἔσεσθαι πανουργότερον καὶ φρονιμώτερον
διὰ τὰς μάστιγας, ἀλλὰ τὸν ἄφρονά φησι μεταβάλλειν ἀπὸ ἀφροσύνης
εἰς φρόνησιν διὰ τὰς προσαγομένας τῷ λοιμῷ μάστιγας· τοῦτο γὰρ
σημαίνεται ἐκ τοῦ ὀνόματος ἐνταῦθα τῆς πανουργίας. καὶ μεταβάλλει
διὰ τοῦ βλέπειν ἑτέρους μαστιγουμένους ὁ ἄφρων. οὐκοῦν συμφέρει
ἡμῖν, ἐάν γε σωτηρίας ἄξιοι γενώμεθα δι' ἄλλων κολαζομένων, ἡ
ἄλλων κόλασις. καὶ ὡς συνήνεγκεν τὸ παράπτωμα τοῦ Ἰσραὴλ τῇ
σωτηρίᾳ τῶν ἐθνῶν, οὕτως συνοίσει ἡ κόλασίς τινων τῇ ἑτέρων
σωτηρίᾳ. διὰ τοῦτο ἀγαθὸς ὢν ὁ θεός φησιν· «οὐ φείσομαι καὶ

Ωριγένης. Homiliae in Exodum P. 227, line 31

ἀπίστου;». Ἡμεῖς γὰρ «ναὸς Θεοῦ» ἐσμὲν «ζῶντος», καθὼς εἶπεν ὁ


Θεός, ὅτι «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν  
Θεὸς καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μου λαός». «Διὰ τοῦτο ἐξέλθετε ἐκ μέσου
αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε· κἀγὼ εἰσδέξομαι
ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ
θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ».  – »Ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός
σου, Θεὸς ζηλωτής». Οὐδεὶς ἀνὴρ ἐπὶ πόρνῃ ζηλοῖ, ἀλλ' ἐπὶ γυναικὶ
γαμετῇ· ἡ μὲν γὰρ πρόκειται πᾶσιν, ἡ δὲ μόνου τοῦ συνοικοῦντός
ἐστιν, ἐφ' ᾗ καὶ ζηλοῖ. «Μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρὸς» κατὰ
Σολομῶντα. Οὕτως ἐπὶ ψυχῆς ἐχούσης ἕνα λόγον ἕνα νυμφίον· ἐπὶ  
δὲ πόρνης τὸ μὲν ἐξῆλθε, τὸ δὲ ἀντεισῆλθε δαιμόνιον καὶ ὁ ζηλῶν
οὐδὲ εἷς. Ὅθεν πᾶν εἴδωλον τιμᾶν οἱ τῶν ἐθνῶν προσέταξαν νόμοι.
Ὁ δὲ νυμφίος καὶ καλὸς ζηλωτής, κἂν πόρνην ποτὲ παραλάβῃ, σω-
φρονίζειν ἐθέλει. Διὸ καὶ Ὠσηὲ πόρνην λαβὼν ἔλεγεν· «ἡμέρας πολ-
λὰς καθίσῃ ἐπ' ἐμοί, καὶ οὐ μὴ πορνεύσῃς, οὐδ' οὐ μὴ γένῃ ἀνδρὶ
ἑτέρῳ, κἀγὼ ἐπὶ σοί». Ἐποίει καὶ Θεὸς μέγα δεῖπνον διὰ τοὺς γά-
μους τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. Καὶ ἔστι «Θεὸς ζηλωτής», μὴ ἐπιτρέπων ἄλλῳ
κοινωνεῖν τῇ ψυχῇ, ἅμα δὲ τῇ πορνείᾳ «βιβλίον ἀποστασίου» διδοὺς
744

κατὰ τὴν ἐν νόμῳ προφασιστικοὺς ἔχουσαν λόγους· ὅπερ ὡς Φαρι-


σαίους κατὰ τὸ γράμμα παρήγαγεν ὁ Χριστὸς κατὰ Παῦλον λέγοντα·

Ωριγένης. In Jesu Nave homiliae xxvi (fragmenta e catenis) P. 408, line 28

παίδευμα Μωυσέως καὶ δεύτερον Ἰησοῦ. Τί δέ φησιν; «Σὺ ἐπίστῃ


τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν». Τίς γὰρ οἶδε τὸν νόμον
ὡς Ἰησοῦς ὁ Χριστός, ὃς καὶ ἀκριβῶς ἡμῖν τοῦτον ἀνήπλωσεν; «Ἐλά-
λησεν δέ» φησί «Κύριος πρὸς Μωυσέα περὶ ἐμοῦ καὶ σοῦ». Προφη-
τεύει γὰρ Μωυσῆς περί τε Ἰησοῦ καὶ τοῦ ὡς καρδία. Ὃς καί φησι  
»σήμερον ἰσχύειν ὡς ὅτε ἴσχυε τότε». Ἐν ἀμφοτέροις γὰρ «ἰσχύει»
τοῖς λόγοις ὁ ἅγιος, ἔν τε παλαιῷ καὶ καινῷ, ἐπὶ Μωυσέως καὶ Ἰησοῦ.
 »Αἰτεῖ» δὲ «ὄρος», χαμαιπετὲς ἐθέλων οὐδέν, ἐν ᾧ «πόλεις με-
γάλαι καὶ ὀχυραί», ὡς εἰδὼς πολεμεῖν πρὸς «τοὺς Ἐνακείμ»· «πόλεις»
γὰρ «ὀχυρὰς ἐπέβη σοφὸς καὶ ἐπέβη τὸ ὀχύρωμα, ἐφ' ᾧ ἐπεποίθεσαν
οἱ ἀσεβεῖς». Φησὶ γὰρ Σολομών· «σοφὸς πόλεις ὠχύρωσε καὶ κα-  
θαιρεῖ τὰ ὀχυρώματα», δηλαδὴ τοὺς μετὰ πιθανότητος λόγους ἀπα-
τᾶν δυναμένους. Οὓς ἐν «ὄρει» φησίν, ἐπείπερ «ὑψώματά εἰσιν
ἐπαιρόμενα κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ». Ταῦτα Χάλεβ «ἱκανὸς
εἶναι» καθαιρεῖν ἐπαγγέλλεται· ἐφ' ᾧπερ «αὐτὸν εὐλόγησεν Ἰησοῦς».
Χεβρὼν δὲ ἑρμηνεύεται συζυγή· τὰ γὰρ ὀστᾶ τῶν πατέρων ἐκεῖ κατὰ  
συζυγίαν ἀποκεῖται, Ἀβραὰμ καὶ Σάρρας, Ἰσαὰκ καὶ Ῥεβέκκας, Ἰακὼβ
καὶ Λείας. Δίδωσιν οὖν τὴν τιμὴν τῶν πατέρων τῷ Χάλεβ καθαι-
ρεῖν τοὺς ἀλλοφύλους ἐθέλοντι.

Ωριγένης. Fragmenta ex commentariis in epistulam i ad Corinthios (in catenis)


Sec. 90, line 3

[Ὠριγένους]

 Ἔστι γάρ τις ὕπνος ψυχῆς καὶ γρηγόρησις· διὸ καὶ ἀποτρέπων τοῦ καθεύ-
δειν τὴν ψυχὴν διὰ Σολομῶντος ὁ λόγος φησὶ 8Μὴ δῷς ὕπνον τοῖς 8ὄμμασι, μηδὲ
νυσταγμὸν 8σοῖς βλεφάροις, ἵνα σώζῃ ὥσπερ δορκὰς ἐκ βρόχων καὶ ὥσπερ ὄρνεον
ἐκ παγίδος. καὶ ὁ Σωτὴρ φησὶ 8Γρηγορεῖτε ἐν παντὶ καιρῷ 8καὶ προσεύχεσθε ἵνα
δυνηθῆτε ἐκφυγεῖν τοὺς μέλλοντας γίνεσθαι πειρασμούς. Στήκετε· μὴ
σαλεύεσθε ἀλλὰ βέβαιοι γίνεσθε. ὁ δίψυχος οὐχ ἕστηκεν ἐν τῇ πίστει ἢ ὁ
ἀμφιβάλλων περὶ τῶν κατὰ τὴν πίστιν πραγμάτων. Ἀνδρίζεσθε· ὡς στρατιώ-
ταις λέγει· 8ἐνδύσασθε γάρ φησι 8τὴν πανοπλίαν τοῦ θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς
στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου. Κραταιοῦσθε· οἷον· Ἀναλάβετε τὴν
ἰσχύν, ἵνα δυνηθῆτε κραταιωθέντες εἰπεῖν 8Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με
Χριστῷ Ἰησοῦ. Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω· Εἰσαγομένων τὸ ἐν φόβῳ
ποιεῖν, τελείων δὲ τὸ ἐν ἀγάπῃ.  

Ωριγένης. Fragmenta ex commentariis in epistulam ad Ephesios (in catenis)


Sec. 9, line 223
745

τῆς σαρκὸς ἡμῶν, ἐποιοῦμεν οὐχ ἕν τι ἀλλὰ πλείονα θελήματα, καὶ οὐ μόνον
τῆς σαρκὸς ἀλλὰ καὶ τῶν διανοιῶν· ζητοῦμεν δὲ τίνα τὰ θελήματα τῶν
διανοιῶν ἕτερα ὄντα τῶν θελημάτων τῆς σαρκός· καὶ στοχαζόμεθά γε ὅτι τῷ
μὲν ποιεῖν τὰ ἔργα τῆς σαρκὸς καὶ φιληδονεῖν ποιεῖ τις τὰ θελήματα τῆς
σαρκός, τῷ δὲ ἀποπεπτωκέναι τῆς ὑγιοῦς δόξης καὶ τῆς ὀρθῆς διανοίας ποιοῦ-
μεν τὰ θελήματα τῶν διανοιῶν.
 εἰς δὲ τὸ ἤμεθα φύσει τέκνα ὀργῆς ὡς καὶ οἱ λοιποί, οὐκ οἴδαμεν ὅ τι ποτὲ
ἐροῦσιν οἱ τὰς πνευματικὰς ἀρχῆθεν φύσεις εἰσάγοντες· πῶς γὰρ ὁ φύσει υἱὸς
Θεοῦ φύσει εἶναι λέγεται υἱὸς ὀργῆς, ἀποκρινέσθωσαν. ἡμεῖς δὲ οἰόμεθα διὰ
8τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως γεγονέναι τέκνα φύσει ὀργῆς, ὅτε 8ἐνέκειτο ἡμῶν
8ἡ διάνοια ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος· κατὰ γὰρ τὸν Σολομῶντα 8οὔκ ἐστι
δίκαιος ἐπὶ τῆς γῆς ὃς ποιήσει ἀγαθὸν καὶ οὐχ ἁμαρτήσεται.  
 Eph. II 6 [καὶ συνήγειρεν καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις.]
          
Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis)
Vol. 12, p. 1072, line 5

τε αὐτὸν Σολομῶντα, καὶ τὸν ἐκ σπέρματος αὐτοῦ γε-


νησόμενον υἱὸν αὐτοῦ· διὸ εἴρηται· «Ὁ Θεὸς, τὸ
κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δὸς, καὶ τὴν δικαιοσύνην σου
τῷ υἱῷ τοῦ βασιλέως.» Εἶτα ἑξῆς τούτοις ἐπιφέρον-
ται λόγοι τινὲς προφητικοὶ περὶ τοῦ υἱοῦ βασιλέως,
δηλαδὴ ἐκ σπέρματος Σολομῶντος γεννηθησομένου,  
οἵτινες οὐκ ἐφ' ἕτερον ἁρμόζειν δύνανται ἢ ἐπὶ μό-
νον Χριστὸν τοῦ Θεοῦ. Τὸ γὰρ, «Κατακυριεύσει ἀπὸ
θαλάσσης ἕως θαλάσσης, καὶ ἀπὸ ποταμῶν ἕως περά-
των τῆς οἰκουμένης,» καὶ παραπλήσια τούτοις οὔτ'
ἐπ' αὐτὸν ἀνάγοιτο ἂν τὸν Σολομῶντα, οὐδ' ἐπὶ τὸν
ἀναδεξάμενον αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν Ῥοβοὰμ, οὐδ' ἐφ' ἕτε-
ρον τῶν αὐτοῦ διαδόχων, ἀλλ' ἐπὶ μόνον τὸν ἡμέτερον
Σωτῆρα. Ἐπεὶ τοίνυν κατὰ τὸν Δαυῒδ δι' εὐχῆς ἦν
ἐπιτελεσθῆναι τὴν ἐκ σπέρματος αὐτοῦ γένεσιν τοῦ
Χριστοῦ, καὶ τὰ ἐπὶ ταύτῃ προφητευόμενα, ἐν οἷς ἦν
τὰ ἐν τῷ προκειμένῳ ψαλμῷ, ὡς ἐπὶ τέλει λέλεκται·
»Καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ
πληρωθήσεται τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ·» εἰκότως
ἐπισυνῆπται τούτοις κατὰ μὲν τὸν Ἀκύλαν· «Ἐτελέ-
σθησαν προσευχαὶ Δαυΐδ·» κατὰ δὲ τὸν Σύμμαχον·

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis)


Vol. 12, p. 1084, line 33

ἐκάλεσεν·» Ἀριθμοὶ, Ἀμμεσφεκωδείμ· Δευτερονό-


μιον, Ἕλλε ἁδδεβαρὶμ, «Οὗτοι οἱ λόγοι·» Ἰησοῦς
υἱὸς Ναυῆ, Ἰωσοῦε βὲν Νοῦν· Κριταὶ, Ῥοὺθ, παρ'
αὐτοῖς ἐν ἑνὶ Σωφετίμ· Βασιλειῶν πρώτη, δευτέρα,
παρ' αὐτοῖς ἓν, Σαμουὴλ, «ὁ θεόκλητος·» Βασιλειῶν
τρίτη, τετάρτη ἐν ἑνὶ, Οὐαμμέλεχ Δαυῒδ, ὅπερ ἐστὶ,
»βασιλεία Δαυΐδ·» Παραλειπομένων πρώτη, δευ-
746

τέρα ἐν ἑνὶ, Διβρὴ ἀϊαμὶμ, ὅπερ ἐστὶ, «Λόγοι ἡμε-


ρῶν·» Ἔσδρας πρῶτος καὶ δεύτερος ἐν ἑνὶ, Ἐζρᾶ,
ὅ ἐστι «Βοηθός·» βίβλος Ψαλμῶν, Σέφερ θιλλίμ·
Σολομῶντος Παροιμίαι, Μισλώθ· Ἐκκλησιαστὴς,
Κωέλεθ· Ἆσμα ᾀσμάτων, Σὶρ ἁσσιρίμ· Ἡσαΐας, Ἰε-
σαΐα· Ἱερεμίας, σὺν Θρήνοις, καὶ τῇ ἐπιστολῇ ἐν ἑνὶ,
Ἱερεμία· Δανιὴλ, Δανιήλ· Ἰεζεκιὴλ, Ἰεεζκήλ· Ἰὼβ,
Ἰώβ· Ἐσθὴρ, Ἐσθήρ. Ἔξω δὲ τούτων ἐστὶ τὰ
Μακκαβαϊκὰ, ἅπερ ἐπιγέγραπται Σαρβὴθ Σαρβανὲ
ἔλ.  

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis) Vol. 12, p. 1085, line 16

ΨΑΛΜΟΣ Αʹ.

 Μακάριος ἀνὴρ ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσε-


βῶν, κ. τ. ἑ. Ποίαν ἐχρῆν εἶναι Ψαλμῶν ἀρχὴν
ἢ τὴν τοῦ κατὰ τὸν Σωτῆρα ἀνθρώπου τὸν μακαρισμὸν
περιέχουσαν, καὶ τοὺς ἐπαίνους αὐτοῦ ἐν ἀποχῇ μὲν
τῶν χειρόνων, μελέτῃ δὲ καὶ πράξει τῶν βελτιόνων,
καὶ τῇ ἐξομοιώσει τῇ πρὸς τὸν Μονογενῆ; ὅστις, σοφία
ὢν, ξύλον μὲν ζωῆς ἐν Παροιμίαις εἴρηται ὑπὸ Σο-
λομῶντος, νῦν δὲ ξύλον πεφυτευμένον «παρὰ τὰς διεξ-
όδους τῶν ὑδάτων,» ὄντων λόγων διεξοδικῶν, ἢ νόμῳ
διαλεκτικῷ διαιρετῶν· οὗ ξύλου καρποὶ μὲν τὰ προη-
γούμενα δόγματα, φύλλα δὲ αἱ λέξεις καὶ τὰ ῥητά.
 Τοῦ αὐτοῦ. Βουλὴ ἀσεβῶν ἐστι λογισμὸς ἐμπαθὴς
αἰσθητοῖς πράγμασι τὸν νοῦν προσδεσμῶν. Οὐκ εἶπε
δὲ, «ἄνθρωπος,» ἀλλ' «ἀνὴρ,» ὅτι πρὸς ἀγῶνας καὶ
πάλας καὶ μάχας τὰς ὑπὲρ ἀρετῆς καλεῖ· καὶ βούλε-
ται καὶ τὰς γυναῖκας ἀῤῥενώπους καὶ ἀνδρείας εἶναι.
Μακαριότης δὲ, ψυχῆς ἀπάθεια μετὰ γνώσεως τῶν
ὄντων ἀληθοῦς. Καθέδρα λοιμῶν ἐστι λογικῆς ψυχῆς

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis)


Vol. 12, p. 1113, line 24

τὴν γῆν. Ἴδιον δὲ τοῦτο τῶν ἁγίων εὑρίσκομεν, κρί-


νειν δι' ὧν εὖ πεποιήκασι, τοὺς μὴ τὰ ὅμοια ἐζη-
λωκότας. «Ἄνδρες» γὰρ «Νινευῖται ἀναστήσονται
ἐν τῇ κρίσει καὶ κατακρινοῦσι τοὺς ἀνθρώπους τῆς
γενεᾶς ταύτης, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ,
καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε,» φησὶν ὁ Σωτήρ. Ἀλλὰ
καὶ «βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει, καὶ
κατακρινεῖ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γενεᾶς ταύτης, ὅτι
ἦλθεν ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τῆς σο-
747

φίας Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε.»


Οὐκοῦν Νινευῖται καὶ ἡ βασίλισσα νότου τῶν κρι-
νόντων εἰσὶ τοὺς τοῦ Σωτῆρος ἀκούσαντας, καὶ μὴ
μεταβαλόντας, καὶ τοὺς καταφρονήσαντας τῆς διδα-
σκαλίας Ἰησοῦ. Τάχα δὲ οὕτως καὶ οἱ τοῦ Χριστοῦ
ἀπόστολοι κρινοῦσι τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ
μὴ πιστευούσας εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ πᾶσαν δὲ τὴν
γῆν οἱ ἐν πάσῃ τῇ γῇ πεπιστευκότες κρινοῦσιν ἕκα-
στοι τῶν ἐν μέρει τοὺς ἐκεῖ ἀπίστους. Παρακαλεῖ
τοίνυν ὁ λόγος τοὺς κρίνοντας τὴν γῆν ἐπὶ τὴν παί-
δευσιν τὴν κατὰ παράδοσιν ἐπιστήμης, ὡς καὶ ὁ

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis) Vol. 12, p. 1537, line 2

 Φωτίζεις σὺ θαυμαστῶς ἀπὸ ὀρέων αἰωνίων,


κ. τ. ἑ. Τουτέστι, διδάσκεις ἡμᾶς διὰ τῶν ἁγίων
δυνάμεων.
 Ἐταράχθησαν πάντες οἱ ἀσύνετοι τῇ καρδίᾳ,
κ. τ. ἑ. Τὸ ταράττεσθαι ἀσυνέτων ἐστί· συνετοὶ
γὰρ οὐ ταράσσονται.
 Ὕπνωσαν ὕπνον αὐτῶν, καὶ οὐχ εὗρον οὐδὲν
πάντες οἱ ἄνδρες τοῦ πλούτου ταῖς χερσὶν αὐ-  
τῶν, κ. τ. ἑ. Δι' ὃ καλῶς παρεγγυᾷ ὁ σοφὸς
Σολομὼν, «Μὴ δῷς ὕπνον, λέγων, σοῖς ὄμμασι, μηδ'
ἐπινυστάξῃς σοῖς βλεφάροις, ἵνα σώζῃ ὥσπερ δορκὰς
ἐκ βρόχων, καὶ ὥσπερ ὄρνεον ἐκ παγίδος.»
 Τοῦ αὐτοῦ. Οὕτως ἄνδρες πλούτου, ὡς ἄνδρες
αἱμάτων· οἱ γὰρ ἔχοντες τὰ πάθη ἄνδρες, τούτων
τῶν παθῶν ὀνομάζονται.
 Ἐνύσταξαν οἱ ἐπιβεβηκότες τοὺς ἵππους, κ.
τ. ἑ. Οἱ δαίμονες ἐπικαθέζονται ἵπποις καὶ
ἡμιόνοις, οἷς οὐκ ἔστι σύνεσις, ἀναγκάζοντες αὐτοὺς
τὰ τῶν ἀλόγων ζώων ἐνεργεῖν. Ἵπποι δὲ καὶ ἡμίονοι
ἄνθρωποί εἰσιν ἐμπαθεῖς, ἐφ' ἃ μὴ δεῖ, ἀλόγως φε

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis)


Vol. 12, p. 1581, line 2

αὐτόν· καὶ τοὺς μὲν προτέρους τῇ δικαιοσύνῃ, τοὺς


δὲ δευτέρους τῇ σοφίᾳ ἠμύνατο.
 Τοῦ αὐτοῦ. Χριστῷ μᾶλλον ὑπὸ πάντων ἐθνῶν
πολεμουμένῳ ἁρμόζει ταῦτα λέγειν. Πολλά ἐστι
δογμάτων εἴδη ἅτινα ὁ ἅγιος τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ
ἀμύνεται, ἀνατρέπων ὑγιεῖ λόγῳ.
 Ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ μέλισσαι, κ. τ. ἑ. Ποιεῖ τι
γλυκὺ ἕκαστον τῶν δογμάτων τῶν ἐθνῶν, γλυκάζον
καὶ τέρπον τὸν ἀκροατήν· διόπερ οἱ πρεσβεύοντες  
748

αὐτὰ ὡς μέλισσαί εἰσιν, ἀλλ' οὐ μέλισσαι. Καὶ κατὰ


τὸν Σολομῶντα δὲ «μέλι ἀποστάζει ἀπὸ χειλέων
γυναικὸς πόρνης·» ἥτις ἐστὶ ψευδώνυμος γνῶσις. Ὁ
κολλώμενος πρὸς αὐτὴν ἓν σῶμά ἐστιν αὐτῇ, ὡς ὁ τῷ
Κυρίῳ καὶ ἀληθεῖ Λόγῳ ἓν πνεῦμα.
 Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος, κ. τ. ἑ.
Ἰσχὺς ὁ λόγος ἀναλαβόντος αὐτὸν, δι' ὃν «πάντα
ἰσχύω,» φησὶν ὁ Παῦλος, «ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με
Χριστῷ Ἰησοῦ.» Οὗτος ὁ λόγος καὶ ὕμνησίς ἐστιν,
ἐν ᾧ ἐστιν ἡ θεολογία. Καὶ θαῤῥοῦντος δὲ μάρτυρος
εἴη ἡ φωνή· «Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύ-
ριος.»

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis) Vol. 12, p. 1588, line 46

 Οὐ γὰρ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν ἐν ταῖς


ὁδοῖς αὐτοῦ ἐπορεύθησαν, κ. τ. ἑ. Εἰ οἱ ἐργαζό-
μενοι τὴν ἀνομίαν ἐν ταῖς ὁδοῖς τοῦ Θεοῦ οὐ πορεύ-
ονται, οἱ ἐργαζόμενοι δηλονότι τὴν δικαιοσύνην ἐν
ταῖς ὁδοῖς τοῦ Θεοῦ πορευθήσονται. Οὐκοῦν ὁδοὶ τοῦ
Θεοῦ εἰσιν αἱ θεωρίαι τῶν γεγονότων, ἐν αἷς πορευ-
σόμεθα δικαιοσύνην κατεργαζόμενοι. Εἰ δὲ ἡ δικαιο-
σύνη ἡμῶν ἐστιν ὁ Χριστὸς, «ἐγενήθη γὰρ ἡμῖν σο-
φία παρὰ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς, καὶ
ἀπολύτρωσις·» καλῶς λέγει ἐν ταῖς Παροιμίαις ὁ
Σολομὼν τὴν σοφίαν ἀρχὴν εἶναι τῶν ὁδῶν τοῦ Κυ-
ρίου, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστός. Λέγω δὲ Χριστὸν τὸν μετὰ
τοῦ Θεοῦ Λόγον ἐπιδημήσαντα Κύριον.
 Τοῦ αὐτοῦ. Εἴ τις ἀνομίαν ἐργάζεται, ἐκεῖνος
οὐκ ἐν ὁδῷ Κυρίου πορεύεται· διὸ οὐδ' ἄμωμός ἐστιν
ἐν ὁδῷ.

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis) Vol. 12, p. 1593, line 22

καὶ ταύτην ὁδεύσας, δυνήσομαι περὶ τῶν ἐν αὐτοῖς


θαυμασίων ὁμιλεῖν τε καὶ λόγον ποιεῖσθαι.
 Ἐνύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας· βε-
βαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις σου, κ. τ. ἑ. Ἀκηδία
ἐστὶ κίνησις ἐν τῷ αὐτῷ πολυχρόνιος θυμοῦ καὶ
ἐπιθυμίας· τοῦ μὲν τοῖς παροῦσιν ὀργιζομένου, τῆς
δὲ ἐφιεμένης τῶν μὴ παρόντων. Νυσταγμός ἐστι
ψυχῆς λογικῆς ἀμέλεια τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς γνώ-
σεως τῆς τοῦ Θεοῦ· ὕπνος ἐστὶ ψυχῆς λογικῆς χω-
ρισμὸς ἑκούσιος ἀπὸ τῆς ὄντως ζωῆς· διὸ καὶ ὁ σοφὸς
Σολομῶν παραινεῖ μὴ δοῦναι ὕπνον τοῖς ὄμμασι,
μηδ' ἐπινυστάξαι τοῖς βλεφάροις.
 Ὁδὸν ἀδικίας ἀπόστησον ἀπ' ἐμοῦ, καὶ τῷ
νόμῳ σου ἐλέησόν με, κ. τ. ἑ. Οὐκ ἐμὲ, φησὶν,
ἀπόστησον ἀπὸ ὁδοῦ ἀδικίας, ἀλλ' αὐτὴν ἀπ' ἐμοῦ,
749

ὡς ἐνυπάρχουσαν ἤδη· καὶ δεομένην μὲν ἡμῶν πρὸς


ἐξέλασιν, μάλιστα δὲ τῆς ἐκ Θεοῦ βοηθείας, ὡς ἂν
ἐλεηθῶμεν νόμῳ Θεοῦ· ὅμοιον δὲ τῷ λέγειν ἰατρῷ·
Ἰατρικῆς λόγῳ πρὸς ὑγίειάν με κόμισον, κἂν το-
μῆς δέῃ καὶ καύσεως, κἂν ἑτέρου τινὸς τῶν ἐπι-
σταμένων λυπεῖν.

Ωριγένης. Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis) Vol. 12, p. 1604, line 53

μελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, κ. τ. ἑ. Ταύτῃ δὲ


τῇ ἀληθείᾳ ἡ γῆ τεθεμελίωται. Ἐπὶ τούτῳ γὰρ τῷ
ἀκρογωνιαίῳ λίθῳ καταβεβλημένῳ θεμελίῳ οἰκοδο-
μοῦνται πάντες οἱ ἐκ γῆς σωζόμενοι· ὅθεν καὶ δια-
μένει ἡ γῆ ἀῤῥαγῆ καὶ ἀσφαλῆ κρηπῖδα καὶ θεμέλιον
ἔχουσα. Ἀλλὰ καὶ φωτίσασα ἡ ἀλήθεια ἡμέραν ἣν
ἐποίησε, Θεοῦ ἐπιλάμψαντος αὐτῇ, ἐν τῇ αὐτῇ διατά-
ξει μένει, οὐκ ἀλλασσομένη.
 Ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σὰ, κ. τ. ἑ. Εἰ τὰ
σύμπαντα δοῦλα τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐν ταῖς Παροιμίαις
Σολομὼν περὶ τοῦ μύρμηκός φησιν· «Ἐκεῖνος,
γεωργίου μὴ ὑπάρχοντος, μηδὲ τὸν ἀναγκάζοντα
ἔχων, μηδὲ ὑπὸ δεσποτείαν ὢν, ἑτοιμάζεται θέρους
τὴν τροφήν.» Ὁ Θεὸς λέγεται δεσπότης διττῶς, ἢ ὡς
δημιουργὸς, ἢ ὡς γινωσκόμενος. Διὸ καὶ Παῦλος  
γράφει· «Ἐξελευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδου-
λώθητε τῷ Θεῷ,» δηλονότι κατ' ἀρετὴν καὶ γνῶσιν.
»Ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμὸν, τὸ δὲ τέλος
ζωὴν αἰώνιον.» Εἰ δὲ τοιούτου τέλους ἄμοιρός ἐστιν ὁ
μύρμηξ, δηλονότι καὶ ταύτης τῆς δουλείας. Καλῶς
οὖν λέγεται ὁ μύρμηξ μὴ εἶναι ὑπὸ δεσποτείαν, κατὰ

Ωριγένης. Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis)


Vol. 17, p. 176, line 3

φρέαρ ἐν κόπῳ τοῖς θέλουσιν ἀντλεῖν· καὶ ὥσπερ ἡ


πηγὴ ἄπαυστός ἐστι τοῦ ῥεῖν, οὕτως ἡ αἰσθητικὴ γραφὴ
ἀένναον ἔχει τὸν δρόμον, καὶ εὔκολον τοῖς διψῶσι τὸν
Θεὸν γεραίρειν· καὶ ὥσπερ τὸ φρέαρ κόπον παρέχει
τοῖς ἀντλοῦσιν, οὕτω καὶ ἡ θεωρητικὴ γνῶσις τοῖς
θέλουσι δι' αὐτῆς τὰς ἀρετὰς κατορθῶσαι, ψυχῆς τε
καὶ σώματος, τά τε θεῖα ἐννοεῖν, καὶ τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν ἀντιποιηθῆναι.  
 Γυναῖκα ἐνταῦθα τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν σημαίνει·
αὕτη δὲ ἐκ νεότητος ἡμῖν ἐδόθη· ἥντινα ἀνωτέρω
διδασκαλίαν ὁ Σολομῶν νεότητος λέγει· Υἱὲ, γάρ φησι,
μή σε καταλάβῃ βουλὴ κακὴ (τὸν διάβολον λέγων,
750

ὡς κακῶς βουλευσάμενον)· ἡ ἀπολιποῦσα διδασκα-


λίαν νεότητος, καὶ διαθήκην θείαν ἐπιλελησμένη·
λήθη δὲ καὶ ἀπόλειψις, γνώσεως κτήσεως δεύτεραι·
ὥσπερ καὶ ὑγείας νόσος ἐσχάτη, καὶ ζωῆς θάνατος
δεύτερος· ἅμα δὲ καὶ τούτοις τε, ὅτι ὅπερ ἡ αὐτὴ
γνῶσις, καὶ μήτηρ λέγεται καὶ γυνὴ καὶ ἀδελφή·
μήτηρ μὲν, ἐπειδὴ ὁ διδάξας με, δι' αὐτῆς με γεγέν-
νηκεν, ὡς Παῦλος διὰ τοῦ Εὐαγγελίου Γαλάτας·

Ωριγένης. Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) Vol. 17, p. 177, line 25

λος γράφει· Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς


ἁμαρτίας, δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ (δηλονότι κατ'
ἀρετὴν καὶ γνῶσιν) ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς
ἁγιασμὸν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον· εἰ δὲ τοῦ
τοιούτου τέλους καὶ τῆς γνώσεως ἄμοιρός ἐστιν ὁ
μύρμηξ, ἄλογος ὢν, δῆλον ὅτι καὶ τῆς τοιαύτης δου-
λείας ἐλεύθερος· καλῶς οὖν λέγεται μὴ εἶναι ὁ μύρ-
μηξ ὑπὸ δεσπότην, κατὰ ταύτην τὴν δεσποτείαν·
εἶναι δὲ πάλιν ὑπὸ δεσποτείαν λέγεται, ὑπὸ τὸν Θεὸν,
ὡς ὑπὸ δημιουργόν.
 Διὰ μὲν τοῦ μύρμηκος ἔοικεν ὁ Σολομῶν τὴν
πρακτικὴν ὁδὸν ἡμῖν ὑπογράφειν· διὰ δὲ τῆς με-
λίσσης, τὴν θεωρίαν τῶν γεγονότων σημαίνει καὶ αὐ-
τοῦ τοῦ ποιήσαντος, ἥντινα καὶ καθαροὶ καὶ ἀκάθαρ-
τοι, καὶ σοφοὶ καὶ ἀνόητοι, πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς
ὑγείαν προσφέρονται· καὶ φαίνεται μέν μοι ὁ κηρὸς,
αὐτῶν τῶν πραγμάτων λόγον ἐπέχειν· τὸ δ' ἐναποκεί-
μενον αὐτῷ μέλι, σύμβολον εἶναι τῆς θεωρίας αὐ-
τῶν· καὶ ὁ μὲν κηρὸς παρελεύσεται·

Ωριγένης. Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) Vol. 17, p. 177, line 37

λίσσης, τὴν θεωρίαν τῶν γεγονότων σημαίνει καὶ αὐ-


τοῦ τοῦ ποιήσαντος, ἥντινα καὶ καθαροὶ καὶ ἀκάθαρ-
τοι, καὶ σοφοὶ καὶ ἀνόητοι, πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς
ὑγείαν προσφέρονται· καὶ φαίνεται μέν μοι ὁ κηρὸς,
αὐτῶν τῶν πραγμάτων λόγον ἐπέχειν· τὸ δ' ἐναποκεί-
μενον αὐτῷ μέλι, σύμβολον εἶναι τῆς θεωρίας αὐ-
τῶν· καὶ ὁ μὲν κηρὸς παρελεύσεται· Ὁ οὐρανὸς γὰρ,
φησὶ, καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται· τὸ δὲ μέλι οὐ παρ-
ελεύσεται· οὐδὲ γὰρ οἱ λόγοι παρελεύσονται τοῦ Σω-
τῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· περὶ ὧν λέγει ὁ Σολο-
μῶν· Κηρία μέλιτος, λόγοι καλοί· γλύκασμα δὲ
αὐτῶν, ἴασις ψυχῆς· καὶ ὁ Δαυῒδ, Ὡς γλυκύτερα,
φησὶ, τῷ λάρυγγί μου, τὰ λόγιά σου ὑπὲρ μέλι τῷ
στόματί μου· τὸ δὲ ἀποτέλεσμα τοῦ πόνου τῶν ἀρε-
τῶν καὶ τῆς γνώσεως, πόνον ὠνόμασε· βασιλεῖς δὲ
751

καὶ ἰδιώτας, οὐ τοὺς τὸ διάδημα ἔχοντας, ἢ τοὺς ἐν


κοπρίᾳ πένητας λέγει, ἀλλὰ τοὺς πρὸς τὸν Θεὸν τὸν
νοῦν σεσοφισμένον καὶ ἐῤῥωμένον ταῖς ἀρεταῖς ἔχον-
τας, βασιλεῖς λέγει.

Ωριγένης. Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) Vol. 17, p. 181, line 10

 Ἀδελφὴ ἡμῶν σοφία ἐστὶ, διότι ὁ ποιήσας τὴν  


ἀσώματον φύσιν Πατὴρ, καὶ ταύτην πεποίηκεν· σο-
φίαν δὲ ἐνταῦθα λέγει οὐ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
τὴν θεωρίαν τῶν σωμάτων καὶ ἀσωμάτων, καὶ τῆς
ἐν αὐτῇ κρίσεως καὶ προνοίας ἐγκείμενα.
 Τὴν σάρκα τοῦ ἀνθρώπου θυρίδα ὀνομάζει νῦν·
διὰ γὰρ ταύτης ὁ πονηρὸς τὰς ἀπάτας τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἐργάζεται, τοῖς βουλομένοις ὁδεύειν τὴν πλα-
τείαν ὁδὸν καὶ εὐρύχωρον, καὶ ἀπάγουσαν ἐπὶ τὴν
ἀπώλειαν· ἐνταῦθα δὲ προσεκτέον τί φησιν ὁ Σολο-
μῶν περὶ τῆς κακίας· ὅτι οὐκ αὐτὴ τὸν ἄνθρωπον
ἐν ἀρχαῖς ἐπὶ τὴν πλατεῖαν ἄγει· οὐδὲ ἀναγκάζει
πορεύεσθαι διόδοις οἴκων αὐτῆς, ἢ προσεγγίζειν γω-
νίᾳ, ἢ λαλεῖν ἐν σκότει ἑσπερινῷ· ἀλλ' ἐὰν ἴδῃ τινὰ
ἑαυτὸν ἐπιδιδόντα ταῖς ἡδοναῖς, εὐθὺς συναντᾷ αὐτῷ
τὸ εἶδος ἔχουσα πορνικὸν, ἢ ποιεῖ τὰς νέων ἐξίπτασθαι
καρδίας.
 Οἱ μὲν ἐν ταῖς πλατείαις ῥεμβόμενοι, μοιχείας
καὶ πορνείας καὶ κλοπῆς λαμβάνουσι λογισμούς· οἱ
δὲ ἔξω τούτων ῥεμβόμενοι, τὰς παρὰ φύσιν ἡδονὰς
μετέρχονται, ἀρσενοκοιτεῖν ἐπιζητοῦντες, καὶ ἄλλων

Ωριγένης. Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) Vol. 17, p. 181, line 50

γοητεῦσαι, οὐ περὶ τὴν οἰκείαν φύσιν, ἀλλὰ περὶ τὴν


τῶν ἀκουόντων ἀφροσύνην· κατὰ δὲ διάνοιαν ἡ κα-
κία ζητεῖ τὸ πρόσωπον ἡμῶν καταισχῦναι, διὰ τῶν
κειριῶν καὶ τῆς κλίνης, καὶ τῶν ἀμφιτάπων, καὶ τοῦ
κρόκου, καὶ τοῦ κινναμώμου· ἅπερ κακὰ καὶ διάφορα
πάθη σημαίνει ἡδονῶν παρὰ τοῖς ἐφευρεταῖς τῶν
κακῶν γινόμενα.
 Τὸ δι' ἡμερῶν πολλῶν ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐ-
τοῦ πάνυ πνευματικῶς ἐνατενίσας τῇ οἰκονομίᾳ ὁ Παῦ-
λος, ἔσχατον ἐχθρὸν λέγει καταργεῖσθαι τὸν θάνατον·
ὃν καὶ ἄνδρα εἶναι τῆς πονηρίας Σολομῶν προδιέ-
γραψε· τὸν ὡς βαλαντίον ἀργυρίου λαβόντα ἐν τῇ
χειρὶ αὑτοῦ τὴν ἀνθρωπότητα, εἰ καὶ αὖθις ἐν τῷ
ἁμαρτάνειν οὐ πάρεστι προβλέπειν τὸν τοῦ Θεοῦ φό-
βον· διότι κήδεται ἀνεχόμενος τοῦ γένους τῶν ἀν-
θρώπων· ἐπεὶ εἰ μὴ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον προέβλεπε,
752

ῥυζηδὸν πάντας ἂν ἀπώλετο.


 Τῶν ἐῤῥωδιῶν τρία γένη εἰσὶν, ὅ τε κέμφος, καὶ ὁ  
λευκὸς, καὶ ὁ ἀστερίσκος καλούμενος· τούτων ὁ κέμ-
φος ἀκρατῶς ἔχων περὶ τὰς μίξεις, χαλεπῶς εὐνάζε-
ται καὶ ὀχεύει, κράζει τε, καὶ ὀχεύων αἷμα ἀφίησιν

Ωριγένης. Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis)


Vol. 17, p. 196, line 43

 Τὴν γνῶσιν ἐπιγνωμοσύνην εἶπε, παρὰ τὸ τὰ πάν-


τα αὐτὴν ἐπιγινώσκειν τὰ πράγματα· ἡ δὲ καρδία
τῶν σοφῶν νοεῖ τὰ ἀπὸ τοῦ ἰδίου στόματος ἔν τε κρί-
σει σωμάτων καὶ ἀσωμάτων, καὶ ἅπερ αὐτοὶ ποιεῖν
διδάσκουσι καὶ πράττουσιν.
 Λόγους οἱ δαίμονες παρὰ τοῦ διαβόλου μανθάνοντες,
ἐπιχειροῦσι τοῖς ἁγίοις, καὶ πειρᾶσθαι χωρίζειν αὐ-
τοὺς ἐπινοοῦνται ἀπὸ τῆς γνώσεως, ἥτις πέφυκε συν-
άπτειν αὐτοὺς πρὸς φιλίαν ταῖς ἐπουρανίοις δυνάμε-
σι· τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ ὁ Σολομῶν ὡς οἶμαι διὰ ταύτης
τῆς παροιμίας δεδήλωκε· σκολιὸν μὲν ἄνδρα λέγων τὸν
Σατανᾶν· πορευομένους δὲ λαμπτῆρας δόλου τοὺς δι-
δασκομένους παρ' αὐτοῦ κακοὺς δαίμονάς φησι· φίλους
δὲ, τοὺς ἁγίους, τοὺς διὰ τῆς γνώσεως ἁπτομένους
τῷ Θεῷ καὶ ἀλλήλοις.
 Ἀνὴρ παράνομος ὁ διάβολός ἐστιν· ἀποπειρᾶται
δὲ φίλους Θεοῦ, καὶ ἀπάγει αὐτοὺς ταῖς πρὸς ἀπώ-
λειαν ὁδοῖς καὶ οὐκ ἀγαθαῖς· ὅταν δέ τινα τῶν ἁγίων
ἀπατήσῃ, στηρίξει νοήματα τοῖς ὀφθαλμοῖς αὑτοῦ,
καὶ λογίζεται διεστραμμένα, μή πως σωθῇ μετανοή

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 10, line 79

καὶ πολέες φθέγξαντο πολυφλοίσβῳ τινὶ μύθῳ·


φθεγγόμενον βαλίῃσιν ἐάσατε τοῦτον ἀέλλαις·
δαιμόνιον μεθέπει καὶ μαίνεται· ἄφρονα τοῦτον
λείπετε· μαινομένου τί σπεύδετε μῦθον ἀκούειν;
ἄλλοι δ' ἀντιάχησαν ὁμοζήλων ἀπὸ λαιμῶν·
οὐ τάδε μαινομένοιο σαόφρονα χεύματα μύθων·
ἄφρονος οὐ πέλε ταῦτα. μὴ ἀχλυόεις ποτὲ δαίμων
ὀφθαλμοὺς ἀλαοῖο δυνήσεται αὐτὸς ἀνοῖξαι;
καὶ πάλιν ἦμαρ ἔην πανδήμιον, ᾧ ἔνι λαοὶ
μνημοσύνην τελέεσκον ἐτήσιον, ἐξότε νηοῦ
ἕδρανα δωμήσας Σολομῶν εὐκίονι τέχνῃ
θεσπεσίης ἀρχαῖον ἐκαίνισε θεσμὸν ἑορτῆς·
753

καὶ τότε παχνήεσσα παρίστατο χείματος ὥρη.


Ἰησοῦς δ' ἱεροῖο διέστιχεν ἔνδοθι νηοῦ,
θέσκελον αἰθούσης πολυδαίδαλον οὖδας ὁδεύων,
ἀρχεγόνου Σολομῶντος ἐπώνυμον. αἰνομανεῖς δὲ
Ἑβραῖοι στεφανηδὸν ὁμόζυγες εἰν ἑνὶ χώρῳ
Χριστὸν ἐκυκλώσαντο καὶ ἔννεπον ἄφρονι μύθῳ·  
ἡμείων τέο μέχρις ὑποκλέπτεις φρένα μύθοις;
εἰ σὺ Χριστὸς ἵκανες ἐτήτυμος, ἀμφαδὸν ἡμῖν
ἀγρομένοις ἀγόρευε· τί καὶ τεὸν οὔνομα κεύθεις;

Νόννος. Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore Nonno alio)


Demonstratio 10, line 84

οὐ τάδε μαινομένοιο σαόφρονα χεύματα μύθων·


ἄφρονος οὐ πέλε ταῦτα. μὴ ἀχλυόεις ποτὲ δαίμων
ὀφθαλμοὺς ἀλαοῖο δυνήσεται αὐτὸς ἀνοῖξαι;
καὶ πάλιν ἦμαρ ἔην πανδήμιον, ᾧ ἔνι λαοὶ
μνημοσύνην τελέεσκον ἐτήσιον, ἐξότε νηοῦ
ἕδρανα δωμήσας Σολομῶν εὐκίονι τέχνῃ
θεσπεσίης ἀρχαῖον ἐκαίνισε θεσμὸν ἑορτῆς·
καὶ τότε παχνήεσσα παρίστατο χείματος ὥρη.
Ἰησοῦς δ' ἱεροῖο διέστιχεν ἔνδοθι νηοῦ,
θέσκελον αἰθούσης πολυδαίδαλον οὖδας ὁδεύων,
ἀρχεγόνου Σολομῶντος ἐπώνυμον. αἰνομανεῖς δὲ
Ἑβραῖοι στεφανηδὸν ὁμόζυγες εἰν ἑνὶ χώρῳ
Χριστὸν ἐκυκλώσαντο καὶ ἔννεπον ἄφρονι μύθῳ·  
ἡμείων τέο μέχρις ὑποκλέπτεις φρένα μύθοις;
εἰ σὺ Χριστὸς ἵκανες ἐτήτυμος, ἀμφαδὸν ἡμῖν
ἀγρομένοις ἀγόρευε· τί καὶ τεὸν οὔνομα κεύθεις;
Ἰησοῦς δ' ἅμα πᾶσιν ἀνίαχε· πολλάκις ὑμῖν,
πολλάκις αὐτὸς ἔλεξα, καὶ οὐ πιστεύετε μύθῳ·
ἔργα, τάπερ τελέω καλέων πατρώιον ἀλκήν,
μάρτυρα ταῦτα πέλει καὶ φθέγγεται ἔμφρονι σιγῇ

Σαλαμίνιος Ερμίας. Ιστορία εκκλησιαστική. Book Pref, Ch. 1, sec. 10, line 3

τὰ τῶν ἀρχομένων διατάττειν πράγματα, δικάζοντά τε καὶ ἃ χρὴ γράφοντα,


ἰδίᾳ τε καὶ κοινῇ τὰ πρακτέα διασκοποῦντα· νύκτωρ δὲ τὰς βίβλους περι-  
έπειν. διακονεῖν δέ σοι λόγος πρὸς τὴν τούτων εἴδησιν λύχνον ἐκ μηχανῆς
τινος αὐτομάτως τῇ θρυαλλίδι ἐπιχέοντα τὸ ἔλαιον, ὡς ἂν μηδὲ εἷς τῶν περὶ
τὰ βασίλεια ἐν τοῖς σοῖς πόνοις ταλαιπωρεῖν ἀναγκάζηται καὶ τὴν φύσιν βιά-
ζηται πρὸς τὸν ὕπνον μαχόμενος· οὕτω τις φιλάνθρωπος καὶ πρᾶος καὶ
πρὸς τοὺς πέλας καὶ πρὸς πάντας ὑπάρχεις, τὸν οὐράνιον βασιλέα τὸν σὸν
προστάτην μιμούμενος, ᾧ φίλον ἐστὶν ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους ὕειν καὶ τὸν
ἥλιον ἀνατέλλειν καὶ τἆλλα ἀφθόνως παρέχειν. ὑπὸ γοῦν πολυμαθείας,
ὡς εἰκός, ἀκούω σε καὶ λίθων εἰδέναι φύσεις καὶ δυνάμεις ῥιζῶν καὶ ἐνερ-
γείας ἰαμάτων, οὐχ ἧττον ἢ Σολομὼν ὁ Δαβὶδ ὁ σοφώτατος. μᾶλλον δὲ κἀ-
κείνου πλεονεκτεῖς ταῖς ἀρεταῖς· ὁ μὲν γὰρ δοῦλος γενόμενος τῶν ἡδονῶν
754

οὐ μέχρι τέλους τὴν εὐσέβειαν διεφύλαξε τὴν αἰτίαν τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς
σοφίας αὐτῷ γενομένην· σὺ δέ, ὦ κράτιστε, τὸν ἐγκρατῆ λογισμὸν ἀντιτάξας
τῇ ῥᾳστώνῃ, εἰκότως νομίζῃ μὴ μόνον ἀνθρώπων αὐτοκράτωρ εἶναι, ἀλλὰ
καὶ τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. εἰ δὲ δεῖ καὶ ταῦτα λέγειν,
πυνθάνομαί σε καὶ παντὸς ὄψου καὶ ποτοῦ τὴν ἐπιθυμίαν νικᾶν, καὶ μήτε
σῦκα γλυκερά, ποιητικῶς εἰπεῖν, μήτ' ἄλλο τι τῶν ὡραίων ἑλεῖν σε δύνασθαι,
πλὴν ὅσον ἐπιψαῦσαι καὶ μόνον ἀπογεύσασθαι, πρότερον εὐλογήσαντα τὸν
πάντων δημιουργόν. δίψους δὲ καὶ πνίγους καὶ ῥίγους κρατεῖν ἐθισθεὶς ἐν
ταῖς καθ' ἡμέραν ἀσκήσεσι, φύσιν ἔχειν νομίζῃ τὴν ἐγκράτειαν.

Σαλαμίνιος Ερμίας. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 6, Ch. 31, sec. 6, line 5

παρὰ τὸν φράσαι δυνάμενον. οἰκοῦσι δὲ ἐν τοῖς Κελλίοις ὅσοι τῆς φιλοσο-
φίας εἰς ἄκρον ἐληλύθασι καὶ σφᾶς ἄγειν δύνανται καὶ μόνοι διατρίβειν δι'
ἡσυχίαν χωρισθέντες τῶν ἄλλων. τάδε μὲν ἡμῖν ὡς ἐν βραχεῖ περὶ Σκή-
τεως εἰρήσθω καὶ τῶν ἐνθάδε φιλοσοφούντων· εἰ γὰρ τὸ καθέκαστον τῆς
αὐτῶν ἀγωγῆς διεξελθεῖν πειραθείην, μηκυνομένην ἴσως τὴν γραφὴν μωμή-
σαιτό τις. ἰδίαν γὰρ συστησάμενοι πολιτείαν, ἔργα καὶ ἤθη καὶ γυμνάσια καὶ
δίαιταν καὶ καιρὸν ἑκάστῃ ἡλικίᾳ κατὰ τὸ εἰκὸς διένειμαν. καὶ Ῥινοκό-
ρουρα δὲ οὐκ ἐπεισάκτοις ἀλλ' οἴκοθεν ἀνδράσιν ἀγαθοῖς ἐξ ἐκείνου διέπρε-
πεν· ὧν δὲ ἐνθάδε φιλοσοφεῖν ἐπυθόμην, ἀρίστους ἔγνων τόν τε Μέλανα τὸν  
κατ' ἐκεῖνο καιροῦ τὴν ἐκκλησίαν ἐπιτροπεύοντα, καὶ Διονύσιον ὃς πρὸς
βορέαν τῆς πόλεως ἐν ἐρημίᾳ τὸ φροντιστήριον εἶχε, καὶ Σολομῶνα τὸν
Μέλανος ἀδελφὸν καὶ τῆς ἐπισκοπῆς διάδοχον. λέγεται δέ, ἡνίκα προς-
τέτακτο τοὺς κατὰ πόλιν ἱερέας ἐναντίως Ἀρείῳ φρονοῦντας ἀπελαύνεσθαι,
καταλαβεῖν Μέλανα τοὺς ἐπ' αὐτὸν ἐλθόντας τοὺς λύχνους τῆς ἐκκλησίας
παρασκευαζόμενον, οἷά γε ὑπηρέτην ἔσχατον, ἐπὶ ῥυπῶντι ἱματίῳ ὑπὸ τοῦ
ἐλαίου τὴν ζώνην ἔχοντα καὶ τὰς θρυαλλίδας ἐπιφερόμενον. ἐρωτηθέντα
δὲ περὶ τοῦ ἐπισκόπου εἰπεῖν ὡς «ἐνθάδε ἐστί, καὶ μηνύσω τοῦτον»· αὐτίκα
δὲ τοὺς ἄνδρας οἷά γε ἐξ ὁδοῦ κεκμηκότας εἰς τὸ ἐπισκοπικὸν καταγώγιον
ὁδηγῆσαι, καὶ τράπεζαν παραθεῖναι, καὶ ἐκ τῶν ὄντων ἑστιᾶσαι· μετὰ
δὲ τὴν ἑστίασιν νιψάμενον τὰς χεῖρας (διηκονεῖτο γὰρ τοῖς ἑστιωμένοις)
ἑαυτὸν προσαγγεῖλαι· τοὺς δὲ τὸν ἄνδρα θαυμάσαντας ὁμολογῆσαι μὲν

Σαλαμίνιος Ερμίας. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 6, Ch. 31, sec. 10, line 1

παρασκευαζόμενον, οἷά γε ὑπηρέτην ἔσχατον, ἐπὶ ῥυπῶντι ἱματίῳ ὑπὸ τοῦ


ἐλαίου τὴν ζώνην ἔχοντα καὶ τὰς θρυαλλίδας ἐπιφερόμενον. ἐρωτηθέντα
δὲ περὶ τοῦ ἐπισκόπου εἰπεῖν ὡς «ἐνθάδε ἐστί, καὶ μηνύσω τοῦτον»· αὐτίκα
δὲ τοὺς ἄνδρας οἷά γε ἐξ ὁδοῦ κεκμηκότας εἰς τὸ ἐπισκοπικὸν καταγώγιον
ὁδηγῆσαι, καὶ τράπεζαν παραθεῖναι, καὶ ἐκ τῶν ὄντων ἑστιᾶσαι· μετὰ
δὲ τὴν ἑστίασιν νιψάμενον τὰς χεῖρας (διηκονεῖτο γὰρ τοῖς ἑστιωμένοις)
ἑαυτὸν προσαγγεῖλαι· τοὺς δὲ τὸν ἄνδρα θαυμάσαντας ὁμολογῆσαι μὲν
ἐφ' ᾧ ἐληλύθεισαν, αἰδοῖ δὲ τῇ πρὸς αὐτὸν ἐξουσίαν δοῦναι φυγῆς· τὸν
δὲ φάναι ὡς «οὐκ ἂν προοίμην ταὐτὰ τοῖς ὁμοδόξοις ἱερεῦσιν μὴ ὑπομεῖναι»,
ἀλλ' ἑκοντὶ ἑλέσθαι εἰς τὴν ὑπερορίαν ἐλθεῖν. πᾶσαν δέ, οἷά γε ἐκ νέου
φιλοσοφήσας, μοναχικὴν ἀρετὴν ἐξησκεῖτο. ὁ δὲ Σολομὼν ἀπὸ ἐμπόρου
εἰς μοναχὸν μεταβαλών, οὐδὲ αὐτὸς ὀλίγον ἀπώνατο τῆς ἔνθεν ὠφελείας·
755

ὑπὸ διδασκάλῳ γὰρ τῷ ἀδελφῷ καὶ τοῖς τῇδε φιλοσοφοῦσιν ἐπιμελῶς


παιδευθεὶς καὶ περὶ τὸ θεῖον ὅτι μάλιστα προθύμως ἐσπούδαζε καὶ πρὸς
τοὺς πέλας ἀγαθὸς ἐτύγχανεν. ἡ μὲν Ῥινοκορούρων ἐκκλησία τοιούτων
ἐξ ἀρχῆς ἡγεμόνων ἐπιτυχοῦσα οὐ διέλιπεν ἐξ ἐκείνου μέχρι καὶ εἰς ἡμᾶς
καὶ εἰσέτι νῦν τοῖς ἐκείνων χρωμένη θεσμοῖς καὶ ἀγαθοὺς ἄνδρας φέρουσα·
κοινὴ δέ ἐστι τοῖς αὐτόθι κληρικοῖς οἴκησίς τε καὶ τράπεζα καὶ τἆλλα
πάντα.

Σαλαμίνιος Ερμίας. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 8, Ch. 1, sec. 12, line 5

καὶ ποικίλος, ὡς τοὺς ἀγνοοῦντας ἀπιστεῖν, εἰ σωφρονεῖν δύναιτο τοσοῦτον


τρυφῶν. τὸ δὲ ἦθος ἦν χαρίεις καὶ ἡδὺς ἐν ταῖς συνουσίαις, καὶ διὰ ταῦτα
καὶ τοῖς ἐπισκόποις τῆς καθόλου ἐκκλησίας καὶ τοῖς ἐν ἀρχαῖς καὶ λόγῳ
καταθύμιος ἦν. σκώπτειν δὲ σὺν χάριτι καὶ σκωμμάτων ἀνέχεσθαι καὶ
ἑκάτερον ἀπεχθείας ἐκτὸς ὑπομένειν κομψῶς τε σὺν τάχει πρὸς τὰς ἐρωτή-
σεις ἀπαντᾶν εὖ μάλα ἐπιτηδείως εἶχεν. ἐρωτηθεὶς οὖν ὅτου ἕνεκα δεύτερον  
λούοιτο τῆς ἡμέρας ἐπίσκοπος ὤν «ὅτι μὴ τρίτον», ἔφη, «φθάνω.» ἐπεὶ
δὲ λευκῇ ἐσθῆτι διετέλει χρώμενος, ἐπέσκωψέ τις αὐτῷ τῶν ἀπὸ τῆς καθ-
όλου ἐκκλησίας· ὁ δὲ πρὸς αὐτόν «οὐκοῦν εἰπέ, ποῦ εἴρηται ἐσθῆτα μέλαιναν
χρῆναι ἀμφιέννυσθαι»· τοῦ δὲ ἀπορήσαντος ὑπολαβὼν ἔφη· «σὺ μὲν οὐκ ἂν
τοῦτο ἐπιδεῖξαι δυνήσῃ· ἐμοὶ δὲ καὶ Σολομῶν ὁ σοφώτατος «ἔστωσάν σου
τὰ ἱμάτια ἀεὶ λευκά» παραινεῖ λέγων, καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς λευχείμων ἐν
τοῖς εὐαγγελίοις φαινόμενος Μωσῆν τε καὶ Ἠλίαν τοιούτους τοῖς ἀποστό-
λοις ἐπιδεικνύς.» οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκεῖνο τῶν εἰρημένων Σισιννίῳ χάριεν
οἶμαι. ἐνεδήμει μὲν γὰρ τῇ Κωνσταντινουπόλει Λεόντιος ὁ παρὰ Γαλάταις
Ἀγκύρας ἐπίσκοπος· ἐκκλησίας δὲ τῶν ἐκεῖσε Ναυατιανῶν ἀφῃρημένης ἧκε
πρὸς αὐτὸν ἀπολαβεῖν ταύτην δεόμενος. ἐπεὶ δὲ οὐκ ἀπεδίδου, ἐλοιδόρει
δὲ τοὺς Ναυατιανοὺς ὡς οὐκ ἀξίους ἐκκλησιάζειν, μετάνοιαν καὶ τὴν ἐκ
θεοῦ φιλανθρωπίαν ἀναιρεῖν αὐτοὺς λέγων, «ἀλλὰ μήν», ἔφη Σισίννιος,
»οὐδεὶς οὕτως ὡς ἐγὼ μετανοεῖ.» ἐρομένου δὲ Λεοντίου τίνα

Σωκράτης σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική. Book 3, Ch. 20, line 10

Ὡς καὶ Ἰουδαίους ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὸ θύειν προετρέψατο, καὶ περὶ τῆς τῶν
Ἱεροσολύμων τελείας ἀνατροπῆς.

 Καὶ κατ' ἄλλον δὲ τρόπον ὁ βασιλεὺς τοὺς Χριστιανοὺς βλάπ-


τειν σπουδάζων τὴν οἰκείαν δεισιδαιμονίαν ἐξήλεγχε. Φιλοθύτης  
γὰρ ὢν, οὐ μόνον αὐτὸς τῷ αἵματι ἔχαιρεν, ἀλλ' εἰ μὴ καὶ ἄλλοι
τοῦτο ποιῶσι, ζημίαν ἐνόμιζεν. Ἐπειδὴ δὲ ὀλίγους τοὺς τοιούτους
ἐφεύρισκεν, Ἰουδαίους μεταπέμπεται· καὶ παρ' αὐτῶν ἐπυνθάνετο,
τοῦ χάριν, τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου κελεύσαντος θύειν, ἀπέχονται.
Τῶν δὲ μὴ ἀλλαχοῦ φησάντων δύνασθαι τοῦτο ποιεῖν, εἰ μὴ μόνον
ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, κελεύει τάχος κτίζεσθαι τὸν Σολομῶνος
ναόν. Καὶ αὐτὸς ἐπὶ Πέρσας ἤλαυνε. Ἰουδαῖοι δὲ καιροῦ δράξας-
θαι πάλαι ἐπιθυμοῦντες, ἐν ᾧ τὸ ἱερὸν αὐτοῖς πρὸς τὸ θύειν ἀνοικο-
δομηθήσεται, τότε σπουδαῖοι μὲν πρὸς τὸ ἔργον ἐγίνοντο· φοβεροὺς
756

δὲ τοῖς Χριστιανοῖς ἐπεδείκνυσαν ἑαυτοὺς, ἠλαζονεύοντό τε κατ'


αὐτῶν, ἐπαπειλοῦντες τοσαῦτα ποιήσειν, ὅσα αὐτοὶ παρὰ Ῥωμαίων
πάλαι πεπόνθασι. Τοῦ δὲ βασιλέως ἐκ δημοσίων τὴν δαπάνην
παρασχεθῆναι κελεύσαντος, εὐτρέπιστο πάντα, ξύλα καὶ λίθοι, καὶ
πλίνθος ὀπτὴ, καὶ πηλὸς, καὶ ἄσβεστος, καὶ τὰ ἄλλα ὅσα πρὸς
οἰκοδομὴν ἐπιτήδεια γίνεται. Τότε δὴ Κύριλλος ὁ τῶν Ἱεροσολύ-
μων ἐπίσκοπος τὸ τοῦ προφήτου Δανιὴλ κατὰ νοῦν ἐλάμβανεν,

Σωκράτης σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική.


Book 6, Ch. 17, line 27

Ἀλεξάνδρειαν ἔφυγε· τοῦτο δὲ καὶ οἱ ἄλλοι ἐποίουν ἐπίσκοποι,


πλὴν ὀλίγων οἳ τὰ Ἰωάννου ἠσπάζοντο· καὶ πάντες εἰς τὰ ἑαυτῶν
φυγῇ ἀπεχώρησαν. Τούτων οὕτω γενομένων, ἐν καταγνώσει μὲν
τοῖς πᾶσιν ὁ Θεόφιλος ἦν· ηὔξησε δὲ τὸ κατ' αὐτοῦ μῖσος τὸ
αὖθις αὐτὸν μηδὲν ὑποστειλάμενον τὰ Ὠριγένους ἀσκεῖσθαι βιβλία.
Ἐρωτηθεὶς οὖν ὑπό τινος, ‘πῶς ἃ ἀπεκήρυξε, ταῦτα ἀσπάζεται
πάλιν, ταῦτα ἀπεκρίνατο· ‘Τὰ Ὠριγένους ἔοικε βιβλία λειμῶνι
πάντων ἀνθέων· εἴ τι οὖν ἐν αὐτοῖς ἐφεύρω καλὸν, τοῦτο δρέπο-
μαι· εἰ δέ τι μοι ἀκανθῶδες φανείη, τοῦτο ὡς κεντοῦν ὑπερβαίνω.’
Τοιαῦτα Θεόφιλος ἀπεκρίνατο, μὴ λογισάμενος τὸ τοῦ σοφοῦ Σολο-
μῶντος, ὅτι ‘λόγοι σοφῶν ὡς τὰ βούκεντρα,’ καὶ οὐκ ὀφείλουσι
λακτίζειν πρὸς αὐτοὺς οἱ ὑπὸ τῶν θεωρημάτων κεντούμενοι. Διὰ
ταῦτα μὲν δὴ ἐν καταγνώσει παρὰ πᾶσιν ὁ Θεόφιλος ἦν. Διό-
σκορος δὲ, εἷς τῶν Μακρῶν, ὁ τῆς Ἑρμουπόλεως ἐπίσκοπος, ὀλίγον
ὕστερον μετὰ τὴν Θεοφίλου φυγὴν ἐτελεύτησε· καὶ ταφῆς ἠξιώθη
λαμπρᾶς, ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῷ ἐν τῇ Δρυῒ κηδευθεὶς, ἔνθα διὰ Ἰωάν-
νην γέγονεν ἡ σύνοδος. Ἰωάννης δὲ ταῖς διδασκαλίαις ἐσχόλαζε,
καὶ χειροτονεῖ Σαραπίωνα τῆς ἐν Θρᾴκῃ Ἡρακλείας ἐπίσκοπον, δι'  
ὃν τὸ κατ' αὐτοῦ μῖσος ἐγήγερτο· μετ' οὐ πολὺ δὲ ταῦτα ἐπισυνέβη
γενέσθαι.

Σωκράτης σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική.


Book 6, Ch. 22, line 19

ἐκέχρητο· τρυφῶν τε ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, καὶ δὶς τῆς ἡμέρας ἐν


λουτροῖς δημοσίοις λουόμενος διετέλει. Καὶ ποτὲ ἐρομένου αὐτὸν
τινὸς, ‘τοῦ χάριν ἐπίσκοπος ὢν δὶς λούοιτο τῆς ἡμέρας,’ ‘Ἐπειδὴ
τρίτον οὐ φθάνει,’ ἀπεκρίνατο. Ἄλλοτε δὲ Ἀρσάκιον τὸν ἐπί-
σκοπον κατὰ τιμὴν ὁρῶν, ἠρωτήθη ὑπό τινος τῶν περὶ Ἀρσάκιον,
’διὰ τί ἀνοίκειον ἐπισκόπῳ ἐσθῆτα φοροίη, καὶ ποῦ γέγραπται λευκὰ
τὸν ἱερωμένον ἀμφιέννυσθαι.’ Ὁ δὲ, ‘Σὺ πρότερον,’ ἔφη, ‘εἰπὲ
ποῦ γέγραπται μέλαιναν ἐσθῆτα φορεῖν τὸν ἐπίσκοπον.’ Τοῦ δὲ
ἐρωτήσαντος ἐν ἀπόρῳ γενομένου πρὸς τὴν ἀντερώτησιν, ἀπήγαγεν
ὁ Σισίννιος· ‘Ἀλλὰ σὺ μὲν οὐκ ἂν,’ ἔφη, ‘δεῖξαι δυνήσῃ, ὡς δεῖ
τὸν ἱερωμένον μέλανα ἀμφιέννυσθαι· ἐμοὶ δὲ καὶ ὁ Σολομὼν παρῄ-
νεσε λέγων, “Ἔστωσάν σοι ἱμάτια λευκά·” καὶ ὁ Σωτὴρ ἐν τοῖς
εὐαγγελίοις λευκῇ φαίνεται ἐσθῆτι χρησάμενος· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ
757

Μωϋσῆν καὶ Ἡλίαν λευκοφοροῦντας τοῖς ἀποστόλοις ἔδειξεν.’


Ταῦτα δὴ καὶ ἄλλα πολλὰ ἑτοίμως εἰπὼν τὰ μέγιστα ἐπὶ τῶν
παρόντων ἐθαυμάσθη. Λεοντίου δὲ τοῦ Ἀγκύρας τῆς ἐν τῇ μικρᾷ
Γαλατίᾳ ἐπισκόπου Ναυατιανῶν ἐκκλησίαν ἀφαιρουμένου, καὶ τῇ
Κωνσταντινουπόλει ἐπιδημοῦντος, ὁ Σισίννιος ἐλθὼν παρ' αὐτὸν
παρεκάλει ἀποδοῦναι τὴν ἐκκλησίαν.

Philostorgius Scr. Eccl., Ιστορία εκκλησιαστική. (fragmenta ap. Photium)


Book 3, fragment 4, line 6

 Ὅτι φησὶν ὡς ὁ Κωνστάντιος γνοὺς Ἀθανάσιον τὸν Ἀλεξαν-


δρείας θρόνον ἀναλαβεῖν, ἐκεῖνον μὲν ἐλαύνει τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀν-
τιχειροτονηθῆναι δὲ γνώμην ἀποφαίνει Γεώργιον τὸν ἐκ Καππαδο-
κίας. ὁ δὲ Ἀθανάσιος δείσας καὶ τὰς ἀπειλὰς καὶ τὸν ἐξ ἐπιβουλῆς
θάνατον, πρὸς τὸν ἑσπέριον ἀφικνεῖται πάλιν βασιλέα.
 Ὅτι Κωνστάντιόν φησι διαπρεσβεύσασθαι πρὸς τοὺς πάλαι
μὲν 8Σαβαίους, νῦν δὲ 8Ὁμηρίτας καλουμένους. ἔστι δὲ τὸ ἔθνος τῶν
8ἐκ Χεττούρας τῷ Ἀβραὰμ γενομένων. τὴν δὲ χώραν μεγάλην τε
Ἀραβίαν καλεῖσθαι καὶ εὐδαίμονα πρὸς τῶν Ἑλλήνων· καθήκειν δὲ
ἐπὶ τὸν ἐξωτάτω Ὠκεανόν· ἧς μητρόπολις ἡ Σαβά· ἐξ ἧς καὶ ἡ βα-
σιλὶς ὡς τὸν Σολομῶντα παραγεγόνει. 8ἐμπερίτομον δὲ τὸ ἔθνος  
κατὰ τὴν ὀγδόην περιτεμνόμενον ἡμέραν· καὶ 8θύουσιν ἡλίῳ καὶ σε-
λήνῃ καὶ δαίμοσιν ἐπιχωρίοις. οὐκ ὀλίγον δὲ πλῆθος καὶ Ἰουδαίων
αὐτοῖς ἀναπέφυρται.
 Πρὸς τούτους οὖν διαπρεσβεύεται Κωνστάντιος, ἐπὶ τὴν 8εὐσέβειαν
σκοπὸν ποιούμενος αὐτοὺς μεταθέσθαι· 8δώροις τε οὖν μεγαλοπρεπέσι
καὶ πλήθει τὸν καθηγούμενον 8τοῦ ἔθνους οἰκειώσασθαι διενοεῖτο,
κἀκεῖθεν αὐτοῦ καὶ τὰ τῆς εὐσεβείας σπέρματα χώραν εὑρεῖν ἐναπο-
θέσθαι. ἀξιοῖ δὲ καὶ παρασχεῖν ἐκκλησίαν τοῖς ἐκεῖσε τῶν Ῥωμαίων
ἀφικνουμένοις ἀνοικοδομήσασθαι, καὶ εἴ τι ἄλλο τῶν αὐτοχθόνων
ἐπὶ τὴν εὐσέβειαν ἀποκλίνοιεν. ἐδίδου δὲ φέρειν φιλοτίμως τοὺς

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 3, Ch. 1, sec. 5, line 2

καὶ τὴν ἀσχολίαν τῶν πρατηρίων· οἱ μὲν αὐτοὶ συναλλάττοντες, οἱ δὲ


κεχηνότες εἰς τὰ ἀλλότρια καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς ὠνίοις φιλονεικοῦντας
ἱστοροῦντες, ὅπως τὰ ἀλλήλων ἐπευωνίζουσιν.
         Ἀλλὰ μετάθετέ μοι
τὸν πόθον ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν· καταλείψατε τὴν φιλαργυρίαν, τὴν ἀγό-
ραιον, τὴν μαινάδα. Ἀποστράφητε αὐτὴν ὡς ἄκοσμον ἑταιρίδα προσγε-
λῶσαν τῷ πλήθει, ταῖς ἀλλοτρίαις ὕλαις καλλωπιζομένην καὶ τοῖς ἄνθεσι
τοῦ φαρμακοπώλου. Ἐράσθητε ταύτης τῆς θείας καὶ σώφρονος ἐσταλ-
μένης κοσμίως, σεμνὸν καὶ ἀμετεώριστον βλεπούσης.
         Οὕτως γὰρ
Σολομὼν ἐν τῇ παροιμιακῇ βίβλῳ φησίν· Μὴ ἐγκαταλείπῃς αὐτὴν
καὶ ἀνθέξεται σου. Ἐράσθητι αὐτῆς καὶ τηρήσει σε. Μὴ
παρέλθῃς καταφρονήσας μηδὲ τὰ παρ' ἡμῖν ἐπὶ τῆς τραπέζης ταύτης
προκείμενα διὰ τοῦτο αὐτὰ νομίσῃς ἄτιμα, ἐπειδὴ προῖκά σε ἔξεστιν τὴν
758

κτῆσιν περιποιήσασθαι· ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἐπιθύμησον, ὅτι οὐ καθήμεθα


κάπηλοι ζυγὸν ἢ τρυτάνην μεταφέροντες· ἓν δὲ κέρδος ζητοῦμεν, τὴν τοῦ
μαθητοῦ σωτηρίαν.  

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 4, Ch. 1, sec. 3, line 1

καὶ ἐναντίως ἔχουσαι πρὸς ἀλλήλας. Ἡ μὲν γάρ ἐστιν τοῦ ἔξωθεν συρφε-
τοῦ, πολὺ συνάγουσα τοῦ μαμωνᾶ τὸ ἀργύριον καὶ τὴν ἄλλην καπηλείαν
ἐφελκομένη, τὴν ἀγοραῖόν τε καὶ ἀνελεύθερον· ἡ δὲ τῆς ἁγίας καὶ
ἀληθοῦς θρησκείας, οἰκείωσιν τὴν πρὸς Θεὸν καὶ τοῦ κεκαθαρμένου βίου
τὴν ἀρετὴν ἐκπαιδεύουσα.
         Ἐπειδὴ δὲ πολλοὶ προτιμῶντες τὴν ἐκ τῆς
ματαιότητος τρυφὴν καὶ ἀσχολίαν ἀπελείφθησαν τοῦ κατὰ τὴν ἐκκλησίαν
συλλόγου, φέρε, τὴν μωρὰν καὶ βλάπτουσαν τέρψιν λόγῳ τῶν ψυχῶν
ἀπελάσωμεν, ὥσπερ τινὰ φρενῖτιν ἐν τῷ γελᾶν καὶ παίζειν τὸν θάνατον
ἄγουσαν.
         Ἐν καιρῷ δ' ἂν τὸν Σολομῶντα ζηλώσαιμι τῆς τοῦ λόγου
μεταχειρήσεως. Καὶ γὰρ ἐκεῖνος συμβουλεύων τοῖς νέοις ἀσφαλῶς
ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν παγίδων τῆς ἀκολασίας τηρεῖν, ἵνα δραστήριον καὶ
ἐνεργῆ τὴν ἑαυτοῦ νουθεσίαν ἐργάσηται, προσωποποιεῖ τὴν ἀκολασίαν
εἰς γυναῖκα κατεγνωσμένην· πᾶσαν δὲ τὴν κακίαν αὐτῆς στηλιτεύων
οὕτως μίσους ἀξίαν ἀποφαίνει τοῖς δελεαζομένοις.
         Διὸ κἀγὼ τὴν
ματαιότητα τῆς ἀνθρωπικῆς ἑορτῆς ὑποδείξας τῷ λόγῳ πειράσομαι τοὺς
ἐραστὰς ἐκείνης ἀποστῆσαι τῆς πεπλανημένης σπουδῆς.
 Ἑορτῆς τοίνυν πανδήμου οὗτος ὁ θεσμὸς καὶ ὁ νόμος· πρῶτον
μὲν φανερὸν σκοπὸν εἶναι τῆς πανηγύρεως,

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 5, Ch. 1, sec. 2, line 4

 Καλὴ συνωρὶς τῶν δύο τούτων ἡμερῶν τοῖς χριστιανοῖς καὶ


φιλοπόνοις τυγχάνει, τοῦ σαββάτου καὶ τῆς κυριακῆς λέγω, ἣν καθ'
ἑκάστην ἑβδομάδα ὁ χρόνος ἀνακυκλῶν περιφέρει. Ὡς γὰρ μητέρες ἢ
τροφοὶ τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸν λαὸν ἀθροίζουσι καὶ τοὺς ἱερέας παιδευτὰς
προκαθίζουσιν· δημαγωγοῦσι δὲ καὶ τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς διδασκάλους
εἰς τὴν τῶν ψυχῶν ἐπιμέλειαν. Ἐμοὶ τοίνυν ἔτι τῆς χθιζῆς ἡμέρας ὁ
λόγος ἐνηχεῖ καὶ ἐγκάθηται τῇ μνήμῃ τὰ πονηθέντα.
         Βλέπω τὸν
σταυρὸν διὰ τῆς προφητείας παρὰ Ἡσαΐου πηγνύμενον καὶ τὰ ἱμάτια
τοῦ Κυρίου ὡς τὰ τοῦ ληνοβάτου κεχρωσμένα τῷ αἵματι, καὶ τὸν Σωτῆρα
τὸν μισθὸν πρόχειρον ἐπὶ τῆς δεξιᾶς φέροντα. Καὶ τὸν Σολομῶντα
θεωρῶ τὰ ζυγὰ ἡμῖν καὶ τοὺς σταθμοὺς ἀκριβοῦντα εἰς δύναμιν. Καὶ
τοῦ εὐαγγελίου τὸν χρεωφειλέτην οἰκτείρω, μὴ μεταδοῦντα τῷ ὁμοδούλῳ
τῆς φιλανθρωπίας, ἧς παρὰ τοῦ δεσπότου μετέλαβεν, ἀλλ' ἐκ τῆς ἀβουλίας
καὶ τῆς σκληρότητος τὴν ἰδίαν συμφορὰν ἀνανεωσάμενον.
759

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 10, Ch. 17, sec. 1, line 3

λαοῦ μνησθεὶς Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν σῶν


ἱκετῶν, οἷς ὤμοσας κατὰ σεαυτοῦ πληθῦναι τὸ σπέρμα
αὐτῶν ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.
         Μεγάλη ἡ ὀργὴ καὶ ὁ θυμὸς
ἀπαραίτητος· ἀλλ' ὁ σοφὸς καὶ εὐμήχανος ἱκέτης τὰ προσωπεῖα περι-
θέμενος τῶν ἁγίων καὶ τὰς πολίας τῶν γερόντων διὰ τῆς μνήμης τῷ Θεῷ
ὑπορρίψας ἔσβεσεν ὡς φλόγα τὴν τιμωρίαν, πατρικῷ ἐλαίῳ τῶν μανέντων
υἱῶν θεραπεύσας τὰ τραύματα.  
 Καταλιπὼν τὴν Μωσαϊκὴν βίβλον ἐπὶ τὰς βίβλους τῶν Βασιλέων
μετάβηθι. Ὄψει γὰρ κἀκεῖ παῖδα φειδοῦς ἀξιούμενον, διότι γέννημα ἦν
φιλοθέου πατρός. Σολομὼν δέ ἐστιν οὗτος ὁ πολυθρύλητος· ὅς, ἐπειδὴ
προϊόντος τοῦ χρόνου οὐκ ἦν τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ, δοῦλος δὲ μᾶλλον
καὶ ἀκρατέστερος σωμεραστής, διὰ δὲ τὴν ἀπροσεξίαν τοῦ βίου μετέβαλεν
καὶ τὴν πατρῴαν εὐσέβειαν, εἴδωλα μορφώσας τὰ τοῦ νόμου προσκόμ-
ματα·
         φησὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός· Διαρρήσων διαρρήξω τὴν
βασιλείαν σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου· πλὴν ἐν ταῖς
ἡμέραις σου οὐ ποιήσω ταῦτα διὰ Δαβὶδ τὸν πατέρα σου·
ἐκ χειρὸς τοῦ υἱοῦ σου λήψομαι αὐτήν. Ταῦτα ἡμᾶς ἡ ἱστορία
παιδεύει· διδάσκει καὶ ἡ ᾠδὴ τῶν ψαλμῶν τὰ ὅμοια· Νεώτερος ἤμην·
καὶ γὰρ ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 26, sec. 5, line 6

ἐγκλήματα; Γέγραπται δὲ καὶ ἐν τῷ Ἰώβ· Πλοῦτος συναγό-


μενος ἀδίκως ἐξεμεθήσεται ἐκ κοιλίας αὐτοῦ. Τίς ἀπο-
τάξεται τῇ τοῦ κόσμου ματαιότητι καὶ συντάξεται τῇ τοῦ θεοῦ
ἀγάπῃ λέγων· Συντάσσομαι τῷ Χριστῷ; Τίς εἴπῃ μετὰ Παύλου·
Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Τίς ἐρρῶσθαι
πᾶσιν εἰπὼν ἀκολουθήσει τῷ Χριστῷ; Κύριε, τίς παροι-
κήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου καὶ τίς κατασκηνώσει ἐν
ὄρει ἁγίῳ σου; Ἴδωμεν δὲ πρῶτον καθ' ἱστορίαν τί τὸ σκή-
νωμα καὶ τί τὸ ὄρος. Σκήνωμα τοῦ θεοῦ ἐκαλεῖτο ἡ σκηνὴ τοῦ
μαρτυρίου ἣν ἔπηξεν ὁ Μωυσῆς, ὄρος δὲ θεοῦ ὁ ναὸς ὃν ᾠκοδό-  
μησεν ὁ Σολομῶν. Καὶ ὅτι σκήνωμα τοῦ θεοῦ ἐλέγετο ἡ Μωσαϊκὴ
σκηνὴ ὡς οἶκος θεοῦ καὶ ναός, γέγραπται ἐν τῇ πρώτῃ τῶν
Βασιλειῶν· Καὶ εἰσῆλθον Ἑλκανᾶ καὶ Ἄννα εἰς τὸν οἶκον
κυρίου ἐν Σηλών, καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἦν μετ'
αὐτῶν. Καὶ μὴν ὁ ναὸς καὶ ὁ οἶκος οὐδέπω ᾠκοδόμητο, ἡ σκηνὴ
δὲ Μωυσέως ἦν ἐν τῇ Σηλώμ. Καὶ πάλιν· Καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευ-
δεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ, ναὸν δὲ θεοῦ λέγων τὴν σκηνήν,
ὥστε σκηνὴ κυρίου ἐλέχθη εἶναι ἡ σκηνὴ ὡς οἶκος θεοῦ καὶ ναός.
Ὅτι δὲ ὄρος ἐλέγετο ὁ τοῦ κυρίου ναὸς ὃν ἔκτισε Σολομών, γέ-
γραπται· Δεῦτε καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος τοῦ κυρίου
καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ Ἰακώβ. Καὶ ταῦτα μὲν ἡ
760

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 26, sec. 5, line 14

νωμα καὶ τί τὸ ὄρος. Σκήνωμα τοῦ θεοῦ ἐκαλεῖτο ἡ σκηνὴ τοῦ


μαρτυρίου ἣν ἔπηξεν ὁ Μωυσῆς, ὄρος δὲ θεοῦ ὁ ναὸς ὃν ᾠκοδό-  
μησεν ὁ Σολομῶν. Καὶ ὅτι σκήνωμα τοῦ θεοῦ ἐλέγετο ἡ Μωσαϊκὴ
σκηνὴ ὡς οἶκος θεοῦ καὶ ναός, γέγραπται ἐν τῇ πρώτῃ τῶν
Βασιλειῶν· Καὶ εἰσῆλθον Ἑλκανᾶ καὶ Ἄννα εἰς τὸν οἶκον
κυρίου ἐν Σηλών, καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἦν μετ'
αὐτῶν. Καὶ μὴν ὁ ναὸς καὶ ὁ οἶκος οὐδέπω ᾠκοδόμητο, ἡ σκηνὴ
δὲ Μωυσέως ἦν ἐν τῇ Σηλώμ. Καὶ πάλιν· Καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευ-
δεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ, ναὸν δὲ θεοῦ λέγων τὴν σκηνήν,
ὥστε σκηνὴ κυρίου ἐλέχθη εἶναι ἡ σκηνὴ ὡς οἶκος θεοῦ καὶ ναός.
Ὅτι δὲ ὄρος ἐλέγετο ὁ τοῦ κυρίου ναὸς ὃν ἔκτισε Σολομών, γέ-
γραπται· Δεῦτε καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος τοῦ κυρίου
καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ Ἰακώβ. Καὶ ταῦτα μὲν ἡ
ἱστορία. Ἴδωμεν δὲ καὶ κατὰ θεωρίαν τί τὸ σκήνωμα καὶ τί τὸ
ὄρος τοῦ θεοῦ καὶ πῶς δεῖ πρῶτον παροικῆσαι ἐν τῷ σκηνώ-
ματι καὶ οὕτω κατασκηνῶσαι ἐν τῷ ὄρει τοῦ θεοῦ. Ἡ τοῦ Μωυ-
σέως σκηνὴ καὶ ὁ τοῦ Σολομῶντος ναὸς εἰκόνας καὶ τύπους ἔφερον
τῶν δύο ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐν κόσμῳ καὶ τῆς ἐν οὐρα-
νοῖς. Τῆς ἐν κόσμῳ ἐκκλησίας εἰκὼν ἡ τοῦ Μωυσέως σκηνή, καὶ
τῆς ἐν οὐρανοῖς ἐκκλησίας εἰκὼν ὁ ἐν τῷ ὄρει ναός. Δύο ἐκκλησίαι
τῷ ἀριθμῷ, μία δὲ τῷ τῆς πίστεως ῥυθμῷ. Περὶ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 26, sec. 6, line 5

αὐτῶν. Καὶ μὴν ὁ ναὸς καὶ ὁ οἶκος οὐδέπω ᾠκοδόμητο, ἡ σκηνὴ


δὲ Μωυσέως ἦν ἐν τῇ Σηλώμ. Καὶ πάλιν· Καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευ-
δεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ, ναὸν δὲ θεοῦ λέγων τὴν σκηνήν,
ὥστε σκηνὴ κυρίου ἐλέχθη εἶναι ἡ σκηνὴ ὡς οἶκος θεοῦ καὶ ναός.
Ὅτι δὲ ὄρος ἐλέγετο ὁ τοῦ κυρίου ναὸς ὃν ἔκτισε Σολομών, γέ-
γραπται· Δεῦτε καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος τοῦ κυρίου
καὶ εἰς τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ Ἰακώβ. Καὶ ταῦτα μὲν ἡ
ἱστορία. Ἴδωμεν δὲ καὶ κατὰ θεωρίαν τί τὸ σκήνωμα καὶ τί τὸ
ὄρος τοῦ θεοῦ καὶ πῶς δεῖ πρῶτον παροικῆσαι ἐν τῷ σκηνώ-
ματι καὶ οὕτω κατασκηνῶσαι ἐν τῷ ὄρει τοῦ θεοῦ. Ἡ τοῦ Μωυ-
σέως σκηνὴ καὶ ὁ τοῦ Σολομῶντος ναὸς εἰκόνας καὶ τύπους ἔφερον
τῶν δύο ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐν κόσμῳ καὶ τῆς ἐν οὐρα-
νοῖς. Τῆς ἐν κόσμῳ ἐκκλησίας εἰκὼν ἡ τοῦ Μωυσέως σκηνή, καὶ
τῆς ἐν οὐρανοῖς ἐκκλησίας εἰκὼν ὁ ἐν τῷ ὄρει ναός. Δύο ἐκκλησίαι
τῷ ἀριθμῷ, μία δὲ τῷ τῆς πίστεως ῥυθμῷ. Περὶ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ
ἐκκλησίας ἔλεγεν ὁ κύριος· Ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδο-
μήσω μου τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ περὶ τῆς ἐπουρανίου ἐκκλησίας
εἶπεν ὁ ἀπόστολος· Προσεληλύθατε Σιὼν ὄρει καὶ πόλει
761

θεοῦ ζῶντος, Ἱερουσαλὴμ ἐπουρανίῳ, καὶ μυριάσιν


ἀγγέλων ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς. Ὥσπερ οὖν
ἡ τοῦ Μωυσέως ἐν τῇ ἐρήμῳ σκηνὴ καλύβη ἦν συνακτή, ἥνπερ

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 26, sec. 8, line 2

ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν. Διὰ τί σκηνή; Διὰ τὸν


εἰπόντα· Ἰδοὺ ἐγὼ ἔρχομαι καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ
σου, λέγει κύριος. Διὸ καὶ ἡ ἐκκλησία σκηνὴ ἣν ἔπηξεν ὁ
κύριος καὶ οὐκ ἄνθρωπος, καὶ ὡς παροικίαν τὸν κόσμον
ἀσπάζεται καὶ ὡσεὶ σκηνὴ τόποις ἐκ τόπων ἐν τοῖς διωγ-
μοῖς μετανίσταται. Διὰ τί; Διὰ τὸν εἰπόντα· Ἐὰν διώκωσιν
ὑμᾶς, ἐκ τῆς πόλεως ταύτης φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην.
Ἀλλὰ τόπους ἀλλάσσει, τοὺς δὲ τρόπους φυλάσσει· ἀπὸ πόλεως
εἰς πόλιν φεύγει, ἀπὸ εὐσεβείας εἰς ἀσέβειαν οὐ καταφεύγει.
Ὥσπερ οὖν ἡ τοῦ Μωυσέως σκηνὴ ὧδε κἀκεῖ μετήγετο
καὶ πολλῶν τόπων πάροικος ἐγίνετο, ὁ δὲ τοῦ Σολομῶντος
ναὸς ἐν ὄρει θεμελιωθεὶς εἰς ἕνα τόπον εἱστήκει, ἀσάλευτος
καὶ ἀδόνητος ἕως ἦν ναὸς θεοῦ, οὕτω καὶ ἡ ἐπὶ γῆς ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐν παροικίᾳ διάγουσα παροίκους ποιεῖ τοὺς
εὐσεβεῖς, ἡ δὲ ἄνω ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς
οὐκ ἔχει παροίκους ἐκεῖ, ἀλλὰ κατοίκους τοὺς θεοφιλεῖς. Ἐκεῖ
οὐκ εἰσὶ πάροικοι· οὐδὲ γὰρ διωγμὸς ἐκεῖ. Εἷς πολίτης ἐκεῖ
ὡς πάροικος ἐστασίασε, καὶ ἐρρίφη ὡς ξένος καὶ ἀλλότριος
θεοῦ, καὶ σὺν αὐτῷ οἱ αὐτῷ ἑπόμενοι δαίμονες· Ἐκεῖθεν ἔρριψέ
σε τὰ Χερουβίμ, ἔλεγε περὶ τοῦ διαβόλου ὁ Ἰεζεκιήλ.

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 26, sec. 12, line 11

κεῖν, ὁ καιρὸς λέγειν οὐ συγχωρεῖ.] Ἐπεὶ οὖν ἠρώτησεν ὁ  


μακάριος Δαυὶδ τίς ὁ παροικῶν ἐν τῷ σκηνώματι καὶ τίς ὁ ἐν
τῷ ὄρει κατασκηνῶν, ἀκούει λέγοντος τοῦ ἁγίου πνεύματος·
Ἠρώτησας, ὦ μακάριε προφῆτα, τίς ὁ ἄξιος πάροικος καὶ κάτοι-
κος; Μάθε ὁποῖος ὀφείλει εἶναι· γράφω σοι τὸν ἄνδρα τῷ λόγῳ,
ἵνα εὕρῃς ὃν ζητεῖς· Πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος
δικαιοσύνην. Καὶ τίς οὗτος; Ὁ τὴν ἄμωμον τοῦ θεοῦ ὁδὸν
ὁδεύων· Ὁ θεός μου, ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ. Ὁ μῶμον ἁμαρ-
τίας μὴ ἔχων. Καὶ ὅτι μῶμος ἡ ἁμαρτία, λέγει ἡ γραφὴ περὶ τοῦ
ψεύδους· Πονηρὸς μῶμος ἐν ἀνθρώπῳ τὸ ψεῦδος. Μῶ-
μος καὶ ἡ πορνεία· οὕτως ἐλέγετο πρὸς τὸν Σολομῶντα τῇ πράξει
μεθύοντα· Καὶ ἔδωκας μῶμον ἐν τῇ δόξῃ σου, καὶ τὰ τοιαῦτα.
Πορευόμενος ἄμωμος. Ὥσπερ δὲ ὁ μῶμον καὶ σπῖλον ἔχων
ἐν τῇ ὄψει ἐγγὺς βασιλέως ἢ ἄρχοντος οὐκ ἔρχεται, οὕτως ὁ κλέπ-
της ἢ ὁ ψευδόμενος ἐγγίσαι θεῷ οὐ δύναται. Διὰ τί; Ἐπειδὴ
762

Καθαρὸς ὁ ὀφθαλμὸς αὐτοῦ τοῦ μὴ ὁρᾶν πονηρά, καὶ


Οὐ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν
σου. Πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος δικαιο-
σύνην. Ἔκκλινον γὰρ ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν.
Καὶ τίς ὁ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην; Τίς ὁ λαλῶν ἀλήθειαν
μετὰ τοῦ πλησίον; Ὃς τῇ καρδίᾳ ἐστὶ καθαρός.

Αστέριος εκκλησιαστικός. Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


Homily 27, sec. 21, line 1

θάνατον. Καὶ οὐκ ὤμοσεν ἐπὶ δόλῳ τῷ πλησίον αὐτοῦ,


τοῦτο λογισάμενος· εἰ τέκνα ἀθετήσαντα πατέρων ὅρκους ὑπὸ
θεοῦ ἐξεδόθησαν τῇ ἀπωλείᾳ, τί ἂν ὑπομείνω ἐγὼ τολμήσας
ἐπιορκῆσαι; Εἰ οὖν μετὰ ἑξακόσια ἔτη ὁ θεὸς ἐδικαίωσε καὶ
ἐξεδίκησε τὸν ὅρκον, καὶ ἄλλων ὀμοσάντων ἄλλοι ἀνατρέψαντες
ἐτιμωρήθησαν, τί ἂν ὑπομείνωμεν οἱ ὀμνύοντες καὶ ἐπιορκοῦντες;
Ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀθετῶν· τὸ
ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ. Καὶ τοῦτο ἐποίη-
σεν ὁ Δαυίδ, οὐ τοκίζων τὸ ἀργύριον, ἀλλ' ἐξ ἑαυτοῦ τὸν ναὸν
τοῦ θεοῦ κτίζων. Αὐτὸς γὰρ ἔδωκε τὰ χρήματα τῆς οἰκοδομῆς
τοῦ ναοῦ τῷ Σολομῶντι. Καὶ δῶρα ἐπ' ἀθῴοις οὐκ
ἔλαβεν. Καὶ τοῦτο ὁ Δαυὶδ ἐποίησεν. Ὅτε γὰρ αὐτῷ τὴν ἅλωνα
καὶ τοὺς βόας προσήνεγκεν ὁ Ὀρνᾶ, ἵνα ἐν μὲν τῇ ἅλωνι τὸν
ναὸν οἰκοδομήσῃ, εἰς δὲ ὁλοκαύτωσιν τὰ ζεύγη τῶν βοῶν ἀνε-
νέγκῃ, οὐ κατεδέξατο ὁ Δαυὶδ τὰ δῶρα, ἀλλ' ἔδωκε τὰς ὑπὲρ
αὐτῶν τιμὰς εἰπών· Οὐ μὴ λάβω παρά σου τὰ σὰ δωρεὰν τοῦ  
προσενέγκαι τῷ κυρίῳ. Οὐκ ἐπεθύμησεν ὡς ὁ ... Ναβουθέ, ἵνα
κῆπον λαχάνων ποιήσῃ τὸν ἀμπελῶνα. Ὁ ποιῶν ταῦτα
οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Ὅθεν ποιήσας ταῦτα ὁ
Δαυὶδ καὶ εὐθηνούμενος ταῖς ἀρεταῖς ἔλεγεν· Ἐγὼ εἶπον ἐν τῇ
εὐθηνίᾳ μου· Οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα. Ἡμέρας

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad Theodorum lapsum (lib. 2) (= Epistula ad Theodorum


monachum) Sect 2, ln 16

ποτὲ γυναικὸς ἀλλοτρίας, καὶ οὐκ ἔστη μέχρι τούτου, ἀλλ'


εἰργάσατο μὲν μοιχείαν διὰ τὴν ἐπιθυμίαν, εἰργάσατο δὲ καὶ
φόνον διὰ τὴν μοιχείαν, ἀλλ' οὐκ ἐπειδὴ τηλικαύτας ἔλαβεν
δύο πληγάς, ἤδη καὶ τρίτην ἑαυτῷ δοῦναι ἐπεχείρησεν, ἀλλ'
εὐθέως πρὸς τὸν ἰατρὸν ἀπέτρεχεν, καὶ τὰ φάρμακα ἐπετίθει.
Ποῖα ταῦτα; νηστείαν, δάκρυα, θρήνους, εὐχὰς συνεχεῖς, τὸ
τὴν ἁμαρτίαν πολλάκις ἀναγγέλλειν· καὶ οὕτως διὰ τούτων
ἵλεων κατέστησεν αὐτὸν εἴς τε τὴν προτέραν ἐπανῆλθεν
ἀξίαν, ὥστε μετὰ μοιχείαν καὶ φόνον ἐπισκιάσαι πως δυνηθῆ-
ναι τὴν τοῦ παιδὸς εἰδωλολατρείαν τὴν τοῦ πατρὸς μνήμην. Ὁ
γὰρ υἱός, ὁ τούτου Σολομὼν ἦν ὄνομα αὐτῷ, διὰ τῆς αὐτῆς
763

ἑάλω παγίδος ἧσπερ καὶ ὁ πατήρ, καὶ γυναιξὶ χαριζόμενος


ἀπέστη τοῦ πατρῴου θεοῦ. Ὅρα πόσον κακὸν τὸ μὴ κρατεῖν
ἡδονῆς, ἀλλὰ τὴν τῆς φύσεως ἀνατρέπειν ἀρχήν, καὶ ἄνδρα
ὄντα γυναικῶν εἶναι δοῦλον. Αὐτὸν δὴ τοῦτον τὸν Σολομῶντα
δίκαιον ὄντα πᾶσαν ἀφαιρεθῆναι τὴν βασιλείαν, διὰ δὲ τὴν
τοῦ πατρὸς εὐδοκίμησιν τὸ τῆς ἀρχῆς ἕκτον μέρος ἀφῆκεν
ἔχειν ὁ θεός.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad Theodorum lapsum (lib. 2) (= Epistula ad Theodorum


monachum) Sect 2, ln 20

εὐθέως πρὸς τὸν ἰατρὸν ἀπέτρεχεν, καὶ τὰ φάρμακα ἐπετίθει.


Ποῖα ταῦτα; νηστείαν, δάκρυα, θρήνους, εὐχὰς συνεχεῖς, τὸ
τὴν ἁμαρτίαν πολλάκις ἀναγγέλλειν· καὶ οὕτως διὰ τούτων
ἵλεων κατέστησεν αὐτὸν εἴς τε τὴν προτέραν ἐπανῆλθεν
ἀξίαν, ὥστε μετὰ μοιχείαν καὶ φόνον ἐπισκιάσαι πως δυνηθῆ-
ναι τὴν τοῦ παιδὸς εἰδωλολατρείαν τὴν τοῦ πατρὸς μνήμην. Ὁ
γὰρ υἱός, ὁ τούτου Σολομὼν ἦν ὄνομα αὐτῷ, διὰ τῆς αὐτῆς
ἑάλω παγίδος ἧσπερ καὶ ὁ πατήρ, καὶ γυναιξὶ χαριζόμενος
ἀπέστη τοῦ πατρῴου θεοῦ. Ὅρα πόσον κακὸν τὸ μὴ κρατεῖν
ἡδονῆς, ἀλλὰ τὴν τῆς φύσεως ἀνατρέπειν ἀρχήν, καὶ ἄνδρα
ὄντα γυναικῶν εἶναι δοῦλον. Αὐτὸν δὴ τοῦτον τὸν Σολομῶντα
δίκαιον ὄντα πᾶσαν ἀφαιρεθῆναι τὴν βασιλείαν, διὰ δὲ τὴν
τοῦ πατρὸς εὐδοκίμησιν τὸ τῆς ἀρχῆς ἕκτον μέρος ἀφῆκεν
ἔχειν ὁ θεός.
 Εἰ μὲν οὖν σπουδή σοι περὶ τοὺς ἔξωθεν λόγους ἦν, εἶτα
ἀπερρᾳθύμησας δικαστηρίων καὶ βήματος καὶ τῶν ἐκεῖσε στε-
φάνων καὶ τῆς παρρησίας, σ' ἀναμιμνῄσκων παρεκάλεσα ἂν
ἐπανελθεῖν εἰς τοὺς ὑπὲρ ἐκείνων πόνους· ἐπειδὴ δὲ ὑπὲρ τῶν  
ἐν οὐρανοῖς τρέχομεν καὶ τῶν ἐπὶ γῆς λόγος ἡμῖν οὐδείς,
ἑτέρου σε ἀναμιμνῄσκω δικαστηρίου καὶ βήματος φοβεροῦ καὶ
φρικώδους· «Πάντας γὰρ ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad Theodorum lapsum (lib. 1) Sect 1, ln 53

αὐτοῦ». Αὐτός ἐστιν «ὁ κατοικίζων στεῖραν ἐν οἴκῳ, μητέρα


ἐπὶ τέκνοις εὐφραινομένην». Μὴ τοίνυν ἀπογνῷς τῆς
ἀρίστης μεταβολῆς. Εἰ γὰρ ὁ διάβολος τοσοῦτον ἴσχυσεν, ὡς
ἀπὸ τῆς κορυφῆς ἐκείνης καὶ τοῦ ὕψους τῆς ἀρετῆς εἰς
ἔσχατόν σε κακίας κατενεγκεῖν, πολλῷ μᾶλλον ὁ θεὸς ἰσχύσει
πρὸς ἐκείνην σε πάλιν ἀνελκύσαι τὴν παρρησίαν· καὶ οὐ τοι-
οῦτον μόνον ἀλλὰ καὶ πολλῷ μακαριώτερον ἐργάσασθαι τοῦ
πρότερον. Μόνον μὴ καταπέσῃς, μηδὲ τὰς χρηστὰς ἐκκόψῃς
ἐλπίδας, μηδὲ πάθῃς τὰ τῶν ἀσεβῶν. Οὐ γὰρ τὸ τῶν ἁμαρτη-
μάτων πλῆθος εἰς ἀπόγνωσιν ἐμβάλλειν εἴωθεν, ἀλλὰ τὸ ψυχὴν
ἔχειν ἀσεβῆ. Διὰ τοῦτο ὁ Σολομὼν οὐχ ἁπλῶς εἴρηκεν ὅτι
»πᾶς τις ἐλθὼν εἰς βάθος κακῶν καταφρονεῖ» ἀλλὰ «ὁ ἀσε-
764

βὴς» μόνος. Ἐκείνων γὰρ μόνων τοῦτο τὸ πάθος ἐστίν, ἐπει-


δὰν εἰς τὸ βάθος ἔλθωσιν τῶν κακῶν. Καὶ τοῦτ' ἔστιν ὅπερ
αὐτοὺς οὐκ ἀφίησιν ἀναβλέψαι καὶ ἐπανελθεῖν ὅθεν ἐξέπεσον.
Ὁ γὰρ μιαρὸς οὗτος λογισμός, καθάπερ τις κύφων, ἐπικείμε-
νος ἐπὶ τὸν αὐχένα τῆς ψυχῆς καὶ κάτω νεύειν καταναγκάζων
αὐτήν, κωλύει πρὸς τὸν Δεσπότην ἀναβλέψαι τὸν αὐτῆς.
Ἀνδρὸς δὲ γενναίου ἐστὶν καὶ θαυμαστοῦ συντρῖψαι τοῦτο τὸ
ξύλον καὶ τὸν ἐπιθέντα αὐτῷ δήμιον ἀποκρούσασθαι καὶ τὰ  
τοῦ προφήτου φθέγξασθαι ῥήματα· «Ὡς ὀφθαλμοὶ παιδίσκης

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad Theodorum lapsum (lib. 1) Sect 15, ln 65

συγκόπτοι, ἆρα, εἰπέ μοι, οὐ μετὰ τῶν μαινομένων αὐτὸν κα-


τατάξομεν; Ὑπεσκέλισεν ἡμᾶς ὁ διάβολος καὶ κατέβαλεν
οὐκοῦν ἐξαναστῆναι δεῖ, οὐχ ὑποσύρεσθαι πάλιν καὶ κατακρη-
μνίζειν ἑαυτούς, καὶ ταῖς παρ' ἐκείνου πληγαῖς προστιθέναι
τὰς παρ' ἑαυτῶν.
 Καὶ γὰρ καὶ ὁ μακάριος Δαυῒδ ἔπεσεν πτῶμα τοιοῦτον
οἷόν περ καὶ σὺ νῦν· καὶ οὐ τοιοῦτον μόνον, ἀλλὰ καὶ ἕτερον
ἐφεξῆς, τὸ τοῦ φόνου λέγω. Τί οὖν; ἔμεινε κείμενος; καὶ οὐ
διανέστη καὶ πάλιν παρετάξατο πρὸς τὸν ἐχθρόν; Οὕτω μὲν  
οὖν αὐτὸν κατεπάλαισεν ὡς δυνηθῆναι καὶ τελευτήσας προς-
τῆναι τῶν ἐκγόνων τῶν αὑτοῦ. Τῷ γοῦν Σολομῶντι τὴν μεγά-
λην ἐκείνην παρανομίαν τετολμηκότι καὶ μυρίων ἀξίῳ γενο-
μένῳ θανάτων, διὰ τὸν Δαυῒδ ὁ θεός φησιν ἀφεῖναι τὴν
βασιλείαν ὁλόκληρον, οὑτωσὶ λέγων· «Διαρρήσσων διαρρήξω
τὴν βασιλείαν ἐκ χειρός σου, καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου.
Πλὴν ἐν ταῖς ἡμέραις σου οὐ ποιήσω ταῦτα.» Διὰ τί; «Διὰ
Δαυῒδ τὸν πατέρα σου· ἐκ χειρὸς τοῦ υἱοῦ σου λήψομαι
αὐτήν.» Καὶ τῷ Ἐζεκίᾳ δὲ μέλλοντι κινδυνεύειν ὑπὲρ τῶν
ἐσχάτων, καίτοι γε ὄντι δικαίῳ, πάλιν διὰ τὸν μακάριον ἐκεῖ-
νον ἐπαγγέλλεται βοηθεῖν, λέγων· «Ὑπερασπιῶ γάρ, φησίν,
ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης τοῦ σῶσαι αὐτήν, δι' ἐμὲ καὶ διὰ

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad Stagirium a daemone vexatum (lib. 1-3)


Vol 47, pg 440, ln 2

εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν


σου εἰς πειρασμόν· εὔθυνον τὴν καρδίαν σου, καὶ
καρτέρησον, καὶ μὴ σπεύσῃς ἐν καιρῷ ἐπαγωγῆς.
Καὶ μετ' ὀλίγα φησὶν ὅτι, Ἐν πυρὶ δοκιμάζεται χρυ-
σὸς, καὶ ἄνθρωποι δεκτοὶ ἐν καμίνῳ ταπεινώσεως.
Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει· Τέκνον, μὴ ὀλιγώρει παι-
δείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ' αὐτοῦ ἐλεγχόμενος.
Ὁ γὰρ τὸ χρυσίον εἰς τὴν κάμινον ἐμβάλλων οἶδε καὶ
μέχρι τίνος αὐτὸ πυρωθῆναι δεῖ, καὶ πότε ἀνασπασθῆ-   
ναι. Διὰ τοῦτο οὗτος μέν φησι· Μὴ σπεύσῃς ἐν καιρῷ
ἐπαγωγῆς. Ὁ δὲ Σολομὼν αὐτὸ τοῦτο διδάσκων ἔλεγε·
765

Μὴ ἐκλύου ὑπ' αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. Μέγα γὰρ ἡ θλῖ-


ψις, μέγα πρὸς τὸ δόκιμον ἐργάσασθαι ἄνδρα, καὶ παι-
δεῦσαι τῆς ὑπομονῆς τὴν ἀρετήν. Τί οὖν, φησὶν, ἂν
περιτρέψῃ καὶ καταβάλῃ διὰ τῆς ὑπερβολῆς; Πιστὸς ὁ
Θεὸς, ὃς οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δυ-
νάμεθα, ἀλλὰ σὺν τῷ πειρασμῷ ποιήσει καὶ τὴν
ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ἡμᾶς ὑπενεγκεῖν. Εἰ γὰρ ἐξ
ἀγάπης μὲν ἡ παιδεία, ἡ δὲ ἐγκατάλειψις ἀπὸ μίσους,
οὐκ ἔστι τοῦ αὐτοῦ φιλεῖν ὁμοῦ καὶ μισεῖν τὸν αὐτὸν,
οὐδὲ παιδεύειν ὁμοῦ καὶ ἐγκαταλιμπάνειν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad Stagirium a daemone vexatum (lib. 1-3)


Vol 47, pg 460, ln 2

κίας ἀφεὶς, ὁ τοιαύτην ταλαιπωρίαν καὶ τοσοῦτον πόνον


ἐν τῷ μακρῷ τούτῳ καιρῷ κατὰ τὴν ὁδοιπορίαν ὑποστάς·
καὶ ὅμως οὐδὲν τούτων εἶπεν, οἷον ὅτι Ἐγκατέλιπέ με ὁ
Θεὸς, ἀπεστράφη, καὶ τῆς οἰκείας προνοίας ἐξέβαλεν·
ἀλλ' ἔφερε γενναίως πάντα καὶ πιστῶς, καὶ ὃν ἐχρῆν
μάλιστα πάντων ὑβριζομένης ὀργίζεσθαι τῆς γυναικὸς
ὑπὸ τῆς πολλῆς βίας, ὅπως μήτε φανερὰ γένηται ἡ
ὕβρις, ἅπαντα ἔπραττε. Τοῦτο δὲ ὅσην ἀθυμίαν ἔχει καὶ
ὀδύνην, λόγῳ μὲν παραστῆσαι οὐ δυνατὸν, ἴσασι δὲ ὅσοι   
γυναῖκας ἔσχον καὶ εἰς ζηλοτυπίας ὑποψίαν ἐνέπεσον.
Μαρτυρεῖ δὲ τῷ πάθει τούτῳ καὶ ὁ Σολομὼν οὕτως εἰ-
πών· Μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρὸς αὐτῆς, οὐ
φείσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, οὐδὲ ἀνταλλάξεται οὐ-
δενὸς λύτρου τὴν ἔχθραν, οὐδὲ μὴ διαλυθῇ πολλῶν
δώρων. Καὶ πάλιν· Κραταιὰ ὡς θάνατος ἡ ἀγάπη,
σκληρὸς ὡς ᾅδης ὁ ζῆλος. Εἰ δὲ ὁ ζηλοτυπῶν οὕτως
ἐκκαίεται, ὁ τοσούτοις κρατούμενος κακοῖς, ὡς ἀναγκά-
ζεσθαι καὶ κολακεύειν τὸν ὑβριστὴν, καὶ ὃν ἀμύνασθαι
ἔδει πάντα ποιεῖν ὅπως ῥᾳδίως ἀπολαύσηται τῆς αὐ-
τοῦ γυναικὸς ὁ μοιχὸς, τίνος οὐκ ἐλεεινότερος ἦν;

Ιωάννης Χρυσόστομος. Contra eos qui subintroductas habent virgines


Sect 12, ln 75

ὠφέλειαν καὶ τὴν πολλὴν παραδεικνύντα σωφροσύνην;


λόγος γὰρ οὐδεὶς αὐτὰ παραστῆσαι δυνήσεται, μόνη
δὲ τῶν πραγμάτων ἡ πεῖρα. Καὶ τότε εἴσεσθε καλῶς
τίνων μὲν ἀπηλλάγητε κακῶν, ποίας δὲ ἐπετύχετε ζωῆς,
ὅταν ἡμῖν διὰ τῶν πραγμάτων βουληθῆτε πεισθῆναι.
Πείθεσθε τοίνυν, ἵνα διὰ τῶν ἔργων αὐτῶν τὰ εἰρημένα
μάθητε. Εἰ δὲ ἔτι δυσανασχετεῖτε καὶ τοῖς ἡμετέροις  
ἀπιστεῖτε λόγοις, ἔρεσθέ τινα τῶν ταύτην ποτὲ δουλευ-
σάντων τὴν δουλείαν, εἶτα ἁθρόον ἀπαλλαγέντων, καὶ πρὸς
τὴν καλὴν ἀναδραμόντων ἐλευθερίαν· καὶ τότε γνώσεσθε
766

τῆς παραινέσεως ταύτης τὸ κέρδος. Ἐπεὶ καὶ ὁ Σολομὼν


ἡνίκα μὲν τῇ τῶν βιωτικῶν ἐπιθυμίᾳ πραγμάτων κατεί-
χετο, μεγάλα τε αὐτὰ ἐνόμιζεν εἶναι καὶ θαυμαστὰ, καὶ
πολλὴν περὶ αὐτὰ τὴν φιλοπονίαν ἐπεδείκνυτο, λαμπράς τε
οἰκοδομούμενος οἰκίας, καὶ χρυσίον συνάγων ἄπειρον,
μουσικῶν τε χοροὺς καὶ τραπεζοποιῶν γένη παντοδαπὰ
καὶ μαγείρων πάντοθεν ἀγείρων, καὶ τὴν ἀπὸ τῶν κήπων
χάριν, καὶ τὴν ἀπὸ τῶν λαμπρῶν σωμάτων ἡδονὴν δαψιλῶς
τῇ τῆς ψυχῆς παρασκευάζων ἐπιθυμίᾳ, καὶ πᾶσαν, ὡς
εἰπεῖν, ὁδὸν ψυχαγωγίας καὶ τέρψεως ἑαυτῷ τέμνων·
ἐπειδὴ δὲ μικρὸν ἐκεῖθεν ἀνήνεγκε, καὶ καθάπερ ἐξ ἀβύς

Ιωάννης Χρυσόστομος. Contra eos qui subintroductas habent virgines


Sect 13, ln 4

εἰπεῖν, ὁδὸν ψυχαγωγίας καὶ τέρψεως ἑαυτῷ τέμνων·


ἐπειδὴ δὲ μικρὸν ἐκεῖθεν ἀνήνεγκε, καὶ καθάπερ ἐξ ἀβύς-
σου τινὸς ζοφερᾶς ἀναβλέψαι πρὸς τὸ τῆς φιλοσοφίας
ἴσχυσε φῶς, τὸ τηνικαῦτα τὴν ὑψηλὴν ἐκείνην καὶ τῶν
οὐρανῶν ἀξίαν ἀφῆκε φωνὴν, «Ματαιότης ματαιοτήτων,
λέγων, τὰ πάντα ματαιότης.»
 Ταύτην καὶ ὑμεῖς, καὶ ταύτης ὑψηλοτέραν, ἂν
ἐθέλητε, ψῆφον οἴσετε περὶ τῆς ἀκαίρου ταύτης ἡδονῆς, ἂν
μικρὸν ἑαυτοὺς τῆς πονηρᾶς ἀποστήσητε συνηθείας. Καί-
τοι γε ὁ Σολομὼν ἐν τοῖς ἄνω γενόμενος χρόνοις οὐδὲ
πολλὴν ἀπῃτεῖτο φιλοσοφίας ἀκρίβειαν· οὔτε γὰρ τρυφᾶν  
ὁ παλαιὸς ἐκώλυσε νόμος, οὔτε τῶν ἄλλων ἀπολαύσεων
ἀπολαύειν περιττὸν ἔφησεν εἶναι καὶ μάταιον· ἀλλ' ὅμως
καὶ οὕτω τῶν πραγμάτων ἐχόντων, ἠδυνήθη συνιδεῖν τὸ ἐν
αὐτοῖς ἀνόνητον, καὶ πολλὴν αὐτῶν καταγνῶναι ματαιό-
τητα. Ἡμεῖς δὲ ἐπὶ μείζονα καλούμεθα πολιτείαν, καὶ
πρὸς ὑψηλοτέραν ἀναβαίνομεν κορυφὴν καὶ πρὸς μείζονα
ἀπεδυσάμεθα σκάμματα. Καὶ τί γὰρ ἕτερον ἀλλ' ἢ κατὰ
τὰς ἄνω δυνάμεις τὰς νοερὰς καὶ ἀσωμάτους ἐκείνας
πολιτεύεσθαι κελευόμεθα;

Ιωάννης Χρυσόστομος. De virginitate Sect 46, ln 21

Καὶ ὁ μακάριος δὲ Παῦλος «Ἀδάμ», φησίν, «οὐκ ἠπατήθη,


ἡ δὲ γυνὴ ἐξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονε.» Πῶς οὖν
βοηθὸς ἡ τῷ θανάτῳ τὸν ἄνδρα ὑποτάξασα; Πῶς βοηθὸς δι'
ἧς οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δὲ πάντες οἱ τὴν γῆν οἰκοῦντες
τότε ἅμα θηρίοις καὶ πετεινοῖς καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασι ζῴοις
κατακλυσθέντες ἀπώλοντο; Οὐχ αὕτη τὸν δίκαιον Ἰὼβ
ἔμελλεν ἀπολλύναι, εἰ μὴ σφόδρα ἦν ἐκεῖνος ἀνήρ; Οὐκ
αὐτὴ τὸν Σαμψὼν ἀπώλεσεν; Οὐ τὸ πᾶν Ἑβραίων γένος
τελεσθῆναι τῷ Βεελφεγὼρ καὶ ταῖς συγγενικαῖς κατακοπῆναι
χερσὶ παρεσκεύασε; Τὸν δὲ Ἀχαὰβ τίς μάλιστα τῷ διαβόλῳ
767

παρέδωκε καὶ πρὸ τούτου τὸν Σολομῶντα μετὰ τὴν πολλὴν


ἐκείνην σοφίαν καὶ εὐδοκίμησιν; Οὐ μέχρι καὶ νῦν πολλὰ
τοὺς ἄνδρας τοὺς ἑαυτῶν ἀναπείθουσι προσκρούειν τῷ Θεῷ;
Οὐ διὰ τοῦτό φησιν ὁ σοφὸς ἐκεῖνος ἀνήρ· «Μικρὰ πᾶσα
κακία πρὸς κακίαν γυναικός»;
 Πῶς οὖν, φησίν, εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· «Ποιήσωμεν αὐτῷ
βοηθὸν ὅμοιον αὐτῷ»; Οὐδὲ γὰρ ψεύδεται ὁ Θεός. Οὐδὲ ἐγὼ
τοῦτο ἂν εἴποιμι, ἄπαγε, ἀλλ' ἐγένετο μὲν ἐπὶ τούτῳ καὶ διὰ
τοῦτο οὐκ ἠθέλησε δὲ μεῖναι ἐπὶ τῆς οἰκείας ἀξίας, καθάπερ  
οὖν οὐδὲ ὁ ταύτης ἀνήρ. Καὶ γὰρ ἐκεῖνον ὁ Θεὸς ἐποίησε κατ'
εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν· «Ποιήσωμεν», γάρ φησιν, «ἄνθρωπον

Ιωάννης Χρυσόστομος. De Lazaro (homiliae 1-7) Vol 48, pg 1038, ln 25

...οὐ κτῆνος, οὐκ ἄλλο τι τῶν ἔξω τῆς κιβωτοῦ διεσώθη·


οὐρανὸν ἔβλεπε μόνον· ὑπὸ τῆς ἀθυμίας ἐτυραννεῖτο,
κατείχετο ὑπὸ τῆς ὀδύνης, ἔπιεν οἶνον, ἔδωκεν ἑαυ-
τὸν τῷ ὕπνῳ, ἵνα παραμυθήσηται τὸ ἕλκος τῆς ἀθυ-
μίας. Ἔκειτο δὲ ἐπὶ τῆς κλίνης, καθάπερ ἰατρῷ τῷ
ὕπνῳ ἑαυτὸν ἐκδοὺς, λήθην ἐργαζόμενος τῇ διανοίᾳ
τῶν γεγενημένων, οἷα εἰκὸς γεγηρακότα, καὶ οἶνον
πιόντα, καὶ ὕπνῳ κατεχόμενον. Δεῖ γὰρ ὑπὲρ τοῦ
δικαίου ἀπολογήσασθαι, ὅτι οὐκ ἦν μέθης οὐδὲ πά-
θους ἐπιθυμία τὸ γινόμενον, ἀλλὰ δι' ἀμφοτέρων ἰᾶτο
τὸ ἕλκος. Τοῦτο γὰρ καὶ ὁ Σολομὼν ἔλεγε· Δότε οἶ-
νον τοῖς ἐν λύπῃ, καὶ μέθην τοῖς ἐν ὀδύναις.
 Διὰ τοῦτο πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα ἐν
τοῖς ἐπικηδείοις, ὅταν τις παιδίον ἢ γυναῖκα ἀπο-
βάλῃ, ἐπειδὴ τὸ πάθος τυραννεῖ, ἐπειδὴ ἀθυμία περι-
γίνεται, ἐπειδὴ κρατεῖ τὸ συνειδὸς, λαμβάνει φίλους
εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἑαυτοῦ, καὶ συμπόσιον δαψιλὲς
ποιεῖ, καὶ οἶνος ἄκρατος δίδοται τῷ λυπουμένῳ, ἵνα
παραμυθήσηται τὸ ἕλκος. Τοῦτο ἔπαθε καὶ ὁ γέρων
ἐκεῖνος τότε. Ὑπὸ γὰρ τῆς ἀθυμίας τυραννού-
μενος, καθάπερ φαρμάκῳ τῷ οἴνῳ ἐχρήσατο,

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1-21)


Vol 49, pg 44, ln 62

ἔχοντα τὴν ἐν οἴνῳ λαβόντες, οὐκ ᾔσθοντο τῆς αὐτῆς


εὐφροσύνης.
 ηʹ. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τοῦ ὕπνου γινόμενον ἴδοι τις ἄν. Οὐ
γὰρ ἁπαλὴ στρωμνὴ, οὐδὲ ἀργυρένδετος κλίνη, οὐδὲ
ἡσυχία κατὰ τὸ δωμάτιον γινομένη, οὐδὲ ἄλλο τῶν τοιού-
των οὐδὲν τὸν ὕπνον γλυκὺν καὶ προσηνῆ ποιεῖν εἴωθεν,
ὡς τὸ πονεῖσθαι καὶ κάμνειν καὶ δεομένους ὕπνου σφό-
δρα καὶ νυστάζοντας κατακλίνεσθαι· καὶ τοῦτο αὐτὸ
μαρτυρεῖ μὲν καὶ ἡ τῶν πραγμάτων πεῖρα, μαρτυρεῖ δὲ
768

καὶ πρὸ τῆς τῶν πραγμάτων πείρας καὶ ἡ τῶν Γραφῶν


ἀπόφασις. Ὁ γὰρ τῇ τρυφῇ συναναστραφεὶς Σολομὼν αὐ-
τὸ τοῦτο δηλῶσαι βουλόμενος ἔλεγεν· Ἡδὺς ὕπνος τῷ δού-
λῳ, ἄν τε ὀλίγον ἄν τε πολὺ φάγῃ. Τίνος ἕνεκεν προς-
έθηκεν, Ἄν τε ὀλίγον, ἄν τε πολὺ φάγῃ; Ἀμφότερα  
ταῦτα ἀγρυπνίαν ἐμποιεῖν εἴωθεν, ἔνδεια καὶ ἀδηφα-
γία· ἡ μὲν τὸ σῶμα ξηραίνουσα, καὶ κερατοποιοῦσα
τὰ βλέφαρα, καὶ οὐκ ἀφιεῖσα καταστέλλεσθαι· ἡ δὲ τὸ
πνεῦμα στενοχωροῦσα, καὶ ἀποθλίβουσα, καὶ πολλὰς
παρέχουσα τὰς ὀδύνας. Ἀλλ' ὅμως τοσαύτη ἐστὶν ἡ τῶν
πόνων παραμυθία, ὡς εἰ καὶ ταῦτα ἀμφότερα προσγέ-
νοιτο, δύνασθαι τὸν οἰκέτην καθεύδειν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1-21)


Vol 49, pg 118, ln 37

θεν ἡμῶν προενόησεν ὁ Θεὸς, διὰ μὲν τοῦ κάλλους τῶν


στοιχείων εἰς τὴν αὐτοῦ θεογνωσίαν ἡμᾶς ἄγων, διὰ δὲ
τῆς ἀσθενείας οὐκ ἀφιεὶς εἰς τὴν ἐκείνων καταπεσεῖν λα-
τρείαν;
 ϛʹ. Ὑπὲρ δὴ τούτων ἁπάντων δοξάσωμεν αὐτὸν τὸν κη-
δεμόνα ἡμῶν, μὴ διὰ ῥημάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ διὰ πρα-
γμάτων, καὶ πολιτείαν ἀρίστην ἐπιδειξώμεθα, τήν τ' ἄλ-
λην καὶ τὴν περὶ τοὺς ὅρκους ἐγκράτειαν λέγω. Οὐ γὰρ
δὴ πᾶν ἁμάρτημα τὴν αὐτὴν φέρει κόλασιν, ἀλλὰ τὰ εὐ-
κατόρθωτα μείζονα ἡμῖν ἐπάγει τὴν τιμωρίαν· ὅπερ οὖν
καὶ ὁ Σολομὼν αἰνιττόμενος ἔλεγεν· Οὐ θαυμαστὸν, ἐὰν
ἁλῷ τις κλέπτων· κλέπτει γὰρ ἵνα τὴν ψυχὴν αὐ-
τοῦ ἐμπλήσῃ πεινῶσαν· ὁ δὲ μοιχὸς δι' ἔνδειαν
φρενῶν ἀπώλειαν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ περιποιεῖται. Ὃ
δὲ λέγει τοιοῦτόν ἐστι· Δεινὸν μὲν καὶ ὁ κλέπτης, ἀλλ'
οὐχ οὕτω δεινὸν ὡς ὁ μοιχός· ἐκεῖνος μὲν γὰρ εἰ καὶ
ψυχρὰν αἰτίαν, ἀλλ' ὅμως ἔχει προβαλέσθαι τὴν ἀπὸ τῆς
πενίας ἀνάγκην· οὗτος δὲ, οὐδεμιᾶς ἀνάγκης αὐτὸν βια-
ζομένης, ὑπὸ ἀνοίας μόνης εἰς τὸ βάραθρον καταπίπτει
τῆς ἁμαρτίας. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ὀμνυόντων ἔστιν εἰ-
πεῖν· οὐδὲ γὰρ οὗτοί τινα πρόφασιν ἔχουσι προβαλέσθαι,

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad eos qui scandalizati sunt Ch. 4, sec. 15, line 2

         Τί οὖν, εἰπέ μοι; διαβαλοῦμεν τὸν ἥλιον διὰ


τοῦτο; Ἄπαγε· ἀλλὰ τοὺς λογισμοὺς ἡσυχάζειν ἀφέντες
καὶ τὸν τούτων θόρυβον, ἐπιληψώμεθα τῆς πέτρας ἐκείνης,
καὶ τῆς ῥήσεως τῆς λεγούσης· «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς πάντα
ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν», ἐπεὶ καὶ αὐτὰ ἃ
ἀπηριθμησάμην νῦν, καλὰ λίαν καὶ χρηστά. Ἀλλ', ὅπερ  
769

ἔμπροσθεν εἶπον, ἐπὶ τὴν ῥῆσιν ἐκείνην ἐπανιέναι χρὴ


διαπαντὸς καὶ λέγειν· «Ἰδοὺ πάντα ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς
καλὰ λίαν».
 Ἀλλὰ τὸ τρυφᾶν καὶ γελᾶν καὶ ἐν ἡδονῇ εἶναι,
καλόν; Οὐκοῦν ἄκουσον Σολομῶντος, τοῦ πᾶν εἶδος
τρυφῆς ἐπελθόντος, λέγοντος· «Ἀγαθὸν πορευθῆναι εἰς
οἶκον πένθους ἢ πορευθῆναι εἰς οἶκον πότου.» Ἀλλὰ
νὺξ φαῦλον; δεῖ γὰρ ἐκ τῶν ἐναντίων μεταχειρίσασθαι τὸν
λόγον.

Ιωάννης Χρυσόστομος. In ascensionem (sermo 3) [Sp.] Vol 52, pg 798, ln 57

Ἐνὼχ εἰς χωρίον τῆς ζωῆς μεταστήσας, ὁ τὸν Νῶε


φυλάξας μεταξὺ τῆς οἰκουμένης, ὁ τὸν πατριάρχην
Ἀβραὰμ ἐκ γῆς Χαλδαίων προσκαλεσάμενος, ὁ τυ-
πώσας ἐν τῷ Ἰσαὰκ τὸ τοῦ σταυροῦ μυστήριον, ὁ τὴν
δωδεκάκλωνον τεκνογονίαν τῷ Ἰακὼβ χαρισάμενος, ὁ
τὴν ὑπομονὴν τῷ Ἰὼβ παρασχὼν, ὁ ἡγεμόνα τοῦ
λαοῦ τὸν Μωϋσῆν προβαλόμενος, ὁ προφητείας ἐκ
μήτρας ἐμπλήσας τὸν Σαμουὴλ, ὁ τὸν Δαυῒδ εἰς βασι-
λέα ἐκ τῶν προφητῶν ἑλόμενος, ὁ τὴν σοφίαν τῷ
Σολομῶντι παρασχόμενος, ὁ τὸν Ἠλίαν ἐν συσσεισμῷ
ἅρματι πυρίνῳ ἀναλαβὼν, ὁ τοῖς προφήταις ἐμπνεύ-
σας τὴν πρόγνωσιν, ὁ τοῖς ἀποστόλοις τὴν δωρεὰν τῶν
ἰαμάτων χαρισάμενος, ὁ τοῖς αὐτοῖς βοήσας· Θαρ-
σεῖτε, νενίκηκα τὸν κόσμον ἐγώ. Οὗτός ἐστιν ὁ
Κύριος τῆς δόξης, ὁ ἀναληφθεὶς εἰς τοὺς οὐρανοὺς
ἐν ἀλαλαγμῷ, καὶ καθίσας ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός.
Ὑποταγέντων δὲ αὐτῷ ἀγγέλων καὶ ἐξουσιῶν καὶ δυ-
νάμεων, αὐτὸς τὰς ἐπιπόνους εὐχὰς ἡμῶν ἀναλάβοι,
καὶ νικητὰς ἡμᾶς ἀναδείξει (sic) τῶν πειρατηρίων τοῦ
κόσμου· ὑποτάξει ἡμῖν πᾶσαν τὴν φάλαγγα

Ιωάννης Χρυσόστομος. In ascensionem (sermo 5) [Sp.] Vol 52, pg 802, ln 61

σας, καὶ πιστὸν τὸν Ἀβραὰμ ἐκλεξάμενος. Ἀνέβη ὁ


Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, ὁ τὸν Ἰσαὰκ ἄθυτον θυσίαν δεξά-
μενος, καὶ τὸν Ἰακὼβ πληρώσας εὐλογιῶν. Ἀνέβη ὁ
Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, ὁ τὸν Ἰωσὴφ ὁδηγήσας πλα-
νώμενον, καὶ τὴν ὑπομονὴν τοῦ Ἰὼβ προσδεξάμενος,
Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, ὁ δοξάσας τὸν Μωϋ-
σῆν, καὶ τὴν ἀρχιερωσύνην τῷ Ἀαρῶνι χαρισάμε-
νος. Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, ὁ τὸν Ἰη-
σοῦν τὸν Ναυῆ ἐνισχύσας, καὶ τὸν προφήτην τῷ Σα-
μουὴλ δωρησάμενος. Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ,
ὁ τὸν Δαυῒδ δυναμώσας, καὶ τὸν Σολομῶντα σοφίσας.
Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, ὁ τοὺς προφήτας ἐμ-
770

πνεύσας, καὶ τοῖς ἀποστόλοις τὰς τῶν ἰαμάτων δω-


ρεὰς χαρισάμενος. Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, ὁ
ἄνω ἀμήτωρ, καὶ κάτω ἀπάτωρ. Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν
ἀλαλαγμῷ, τὸ τοῦ Πατρὸς προαιώνιον γέννημα,
καὶ τῆς Παρθένου μητρὸς τὸ ἀφύτευτον βλάστημα.
Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, ὁ τῆς ζωῆς χορηγὸς,
καὶ τῶν παραδόξων διανομεύς. Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν
ἀλαλαγμῷ, ὁ τῷ θανάτῳ θανατώσας τὸν θάνατον,
καὶ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ζωὴν χαρισάμενος.

Ιωάννης Χρυσόστομος. De adoratione pretiosae crucis [Sp.] Vol 52, pg 839, ln 58

σε σημείωσιν, τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου·


καὶ πάλιν· Ποίησον μετ' ἐμοῦ σημεῖον εἰς ἀγαθὸν,
καὶ εἰδέτωσαν οἱ μισοῦντές με, καὶ αἰσχυνθήτω-
σαν. Καὶ ὁ Θεὸς δὲ διὰ Ἰεζεκιὴλ τοῦ προφήτου λέ-
γει· Δὸς τὴν σημείωσιν ἐπὶ τὰ μέτωπα τῶν κατα-
στεναζόντων καὶ κατοδυνωμένων ἐν πάσαις ἀνο-
μίαις· καὶ διέλθετε, καὶ κόπτετε, καὶ μὴ ἐλεή-
σητε· πρεσβύτερον καὶ νεανίσκον, καὶ γυναῖκας
καὶ νήπια θηλάζοντα ἐξαλείψατε· ἐπὶ δὲ τοὺς
ἔχοντας τὸ σημεῖόν μου μὴ ἐγγίσητε. Καὶ ὁ Σο-
λομὼν λέγει, Εὐλογεῖτε ξύλον, δι' οὗ γίνεται δι-
καιοσύνη. Καὶ ὁ Ἡσαΐας, πόθεν ἦν, καὶ ποῖα τὰ
ξύλα τοῦ σταυροῦ, λέγει· Ἐν κυπαρίσσῳ καὶ πεύκῃ
καὶ κέδρῳ, ἅμα δοξάσαι τὸν τόπον τὸν ἅγιον. Καὶ
Μωϋσῆς δὲ ξύλον βαλὼν εἰς Μεῤῥὰν, τὰ πικρὰ ὕδατα
ἐγλύκανεν εἰς τύπον τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦ
γλυκάναντος ἐκ τῆς πικρίας τῶν δαιμόνων τὸν κό-
σμον. Καὶ ἡ ῥάβδος Μωϋσέως ἡ σχίσασα τὴν πέτραν,
εἰς τύπον ἦν τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σχίσαν-
τος τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐμβαλόντος τὴν
χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν αὐτοῖς.

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Genesim (homiliae 1-67) Vol 53, pg 298, ln 61

διάνοιαν, ἡνίκα ταῦτα συνεβούλευε τῇ γυναικί.


Ἴστε γὰρ, ἴστε πῶς οὐδὲν τούτου βαρύτερόν ἐστι τοῖς
ἀνδράσιν, εἰς τὸ κἂν εἰς ὑποψίαν τοιαύτην τὴν γαμετὴν
ἐλθεῖν. Ὁ μέντοι δίκαιος καὶ σπουδάζει καὶ πάντα ποιεῖ,
ὥστε εἰς ἔργον τὴν μοιχείαν ἐκβῆναι. Ἀλλὰ μὴ ἁπλῶς,
ἀγαπητὲ, καταψηφίσῃ τοῦ δικαίου, ἀλλὰ καὶ ἐκ τούτου
μάλιστα κατάμαθε αὐτοῦ καὶ τὴν σύνεσιν τὴν πολλὴν
καὶ τὴν ἀνδρείαν· τὴν ἀνδρείαν μὲν, ὅτι οὕτω γενναίως
ἀντεῖχε καὶ περιεγένετο τῆς τῶν λογισμῶν ταραχῆς, ὡς
καὶ τοιαῦτα συμβουλεῦσαι. Ὅτι γὰρ οὐδέν ἐστι τούτου
ἀφορητότερον, ἄκουε τοῦ Σολομῶντος λέγοντος· Μεστὸς
γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρὸς αὐτῆς· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρᾳ
771

κρίσεως, οὐδὲ ἀνταλλάξεται πολλῶν δώρων τὴν


ἔχθραν· καὶ πάλιν· Σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.
 εʹ. Ὁρῶμεν δὲ πολλοὺς, ὅτι εἰς τοσαύτην μανίαν ἐξηκον-
τίσθησαν, ὡς μηδὲ αὐτῶν φείσασθαι τῶν γυναικῶν, ἀλλὰ
καὶ αὐτὸν τὸν μοιχὸν πολλάκις συγκατέσφαξαν καὶ ἑαυ-  
τούς. Τοσαύτη τοῦ πράγματός ἐστιν ἡ μανία, καὶ οὕτως
ἀκάθεκτός ἐστιν ὁ ζῆλος, ὡς παρασκευάζειν καὶ τῆς οἰ-
κείας σωτηρίας ὑπεριδεῖν τὸν ἅπαξ ἁλόντα τῷ πάθει. Καὶ
τὴν μὲν ἀνδρείαν ἐκεῖθεν ἔστι καταμαθεῖν τοῦ δικαίου·

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Genesim (sermones 1-9) Vol 54, pg 617, ln 33

τοῦτο οὖν ἀνάγκη στῆναι πρότερον, καὶ δεῖξαι διὰ τῶν


πραγμάτων αὐτῶν, ὅτι οὐχὶ μισῶν τὸν ἄνθρωπον,
οὐδὲ ὑβρίσαι βουλόμενος τὴν φύσιν τὴν ἡμετέραν,
ἀλλὰ φιλῶν καὶ κηδόμενος, τὸν νόμον ἔδωκεν. Ὅτι
γὰρ εἰς συμμαχίαν ἡμῖν αὐτὸν ἔδωκεν, ἄκουσον τί
φησιν Ἡσαΐας· Νόμον γὰρ εἰς βοήθειαν ἔδωκεν.
Ὁ δὲ μισῶν, οὐ βοηθεῖ. Πάλιν ὁ Προφήτης βοᾷ· Λύ-
χνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου, καὶ φῶς ταῖς
τρίβοις μου. Ὁ δὲ μισῶν, οὐ λύει τὸ σκότος διὰ τοῦ
λύχνου, οὐδὲ ὁδηγεῖ μετὰ φωτὸς τὸν πεπλανημένον.
Πάλιν ὁ Σολομών· Λύχνος ἐντολὴ νόμου, καὶ φῶς,
καὶ ζωὴ, καὶ ἔλεγχος καὶ παιδεία. Ἰδοὺ οὐχὶ βοή-
θεια μόνον, οὐδὲ λύχνος μόνον, ἀλλὰ καὶ φῶς καὶ ζωή·
ταῦτα δὲ οὐκ ἔστι μισοῦντος, οὐδὲ ἀπολέσαι βουλομέ-
νου, ἀλλὰ χεῖρα ὀρέγοντος καὶ διανιστῶντος. Διὰ
τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Ἰουδαῖον ἀποτεινόμε-
νος, καὶ δεικνὺς ὅσον εἰσήνεγκε κέρδος ὁ νόμος, καὶ
ὅτι ἀνάπαυσις, οὐ βάρησις τῆς φύσεως ἡμῶν ἐστιν,
ἔλεγεν· Ἴδε σὺ Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπανα-
παύῃ τῷ νόμῳ. Ὁρᾷς ὅτι οὐχὶ βαρῶν ἡμῶν τὴν φύ-
σιν, ἀλλ' ἀναπαύων, τὸν νόμον ἔδωκεν ὁ Θεός; Βούλει

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ascetam facetiis uti non debere [Sp.] Vol 48, pg 1055, ln 30

ἔλεγχός ἐστι τοῦ ἀκολάστου ἀνθρώπου, γελωτοποιία


εἰς ῥᾳθυμίαν κατενεχθῆναι ποιεῖ, γελωτοποιία κα-
ταφρονήσεως πρόφασις. Διὰ τοῦτο ὁ μακάριος Ἀπό-
στολος ἀπαγορεύει λέγων· Μωρολογία ἢ εὐτραπελία,
τὰ οὐκ ἀνήκοντα, ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπο-
ρευέσθω, ἀλλὰ μᾶλλον εὐχαριστία· τοῦτο λέγων,
ὅτι τὴν εὐθυμίαν μὴ πρόφασιν κτήσησθε ῥᾳθυμίας,
ἀλλὰ εὐχαριστίας ὑπόθεσιν πρὸς τὸν δεδωκότα. Διὰ
τοῦτο μαρτυρεῖ μὲν Ἰὼβ ὑπὲρ ἑαυτοῦ λέγων· Εἰ δὲ
καὶ ἤμην πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν. Ἐπι-
πλήττει δὲ τῷ φιλογέλωτι τρόπῳ Σολομών· Ἀγαθὸν,
φησὶ, θυμὸς ὑπὲρ γέλωτα, ὅτι ἐν κακίᾳ προσώπου
772

ἀγαθυνθήσεται καρδία. Καρδία σοφῶν ἐν οἴκῳ


πένθους, καρδία δὲ ἀφρόνων ἐν οἴκῳ εὐφροσύνης.
Ἀγαθὸν τὸ ἀκοῦσαι ἐπιτίμησιν σοφῶν ὑπὲρ ἄν-
δρα ἀκούοντα ᾆσμα ἀφρόνων. Τὸ δὲ ἀπρεπὲς καὶ
ἄτιμον τῶν εἰς γέλωτα ἐγκειμένων ἐλέγχων, φησί·
Φωνὴ ἀκανθῶν ὑπὸ τὸν λέβητα, οὕτως ὁ γέλως
τῶν ἀφρόνων. Πρὸς τί δὲ προσήκει τὸ πάνυ φαιδρὸν
καὶ ἱλαρὸν εἰς τὸ σοφὸν ἡσύχιον καὶ σεμνὸν αἰσθήτι.
Καὶ διὰ φόβου καὶ μερίμνης τοῦ ὀφθῆναι Θεῷ περιαι

Ιωάννης Χρυσόστομος. De sancta trinitate [Sp.] Vol 48, pg 1093, ln 14

μὴ κρίνων τινὰ, ἀλλὰ τὴν κρίσιν ἅπασαν δεδωκὼς


τῷ Υἱῷ, εἶδε τὴν ἡμέραν καὶ γνώσει καὶ πράξει·
ὁ δὲ Υἱὸς ἐλθὼν σῶσαι τὸν κόσμον, καὶ οὐ κρῖναι,
εἶδεν αὐτὴν κατὰ γνῶσιν· ἐπειδὴ δὲ οὐδέπω ἔκρινεν,
ἀγνοεῖ τὴν ἡμέραν, τὴν κατὰ πρᾶξιν γνῶσιν σημαί-
νων.
 γʹ. Ἀλλὰ λέγει Παῦλος· Κατανοήσατε τὸν ἀπόστο-
λον καὶ ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν Χριστὸν
Ἰησοῦν, πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτόν· καὶ
ἀλλαχοῦ· Κύριον καὶ Χριστὸν ὁ Θεὸς αὐτὸν ἐποί-
ησε· καὶ Σολομών· Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν
αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ. Ὁρᾷς πῶς κτίσμα καὶ
ποίημα ἡ Γραφὴ αὐτὸν σημαίνει; Ἀλλ' ἐλέγξει σε ἡ
ἀκολουθία, ὦ θεομάχε· Πᾶς γὰρ, φησὶν, ἱερεὺς ἐξ
ἀνθρώπων λαμβανόμενος, ὑπὲρ ἀνθρώπων καθ-
ίσταται, εἰς τὸ προσφέρειν δῶρά τε καὶ θυσίας.
Ἔλαβε γὰρ ἐξ ἡμῶν τὴν ποιητικὴν σάρκα ἀναμαρ-
τήτως, ἣν ὑπὲρ ἡμῶν τῷ Πατρὶ προσήνεγκε θυσίαν.
Κατὰ σάρκα οὖν, τῷ ποιήσαντι αὐτὸν, νόει, καὶ μὴ
κατὰ τὴν θεότητα. Οὕτω καὶ, Κύριον καὶ Χριστὸν αὐ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) Vol 57, pg 299, ln 26

ΟΜΙΛΙΑ ΚΒʹ.

Καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, πῶς αὐξάνει· οὐ


  κοπιᾷ, οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὐδὲ Σολο-
  μῶν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν
  τούτων.
 αʹ. Εἰπὼν περὶ τῆς ἀναγκαίας τροφῆς, καὶ δείξας ὅτι
οὐδὲ ὑπὲρ ταύτης χρὴ μεριμνᾷν, ἐπὶ τὸ κουφότερον
μεταβαίνει λοιπόν. Οὐδὲ γὰρ οὕτως ἀναγκαῖον ἔνδυμα,
ὡς τροφή. Τίνος οὖν ἕνεκεν οὐ κέχρηται καὶ ἐνταῦθα
773

τῷ αὐτῷ ὑποδείγματι τῷ τῶν ὀρνίθων, οὐδὲ λέγει τὸν


ταῶνα ἡμῖν, καὶ τὸν κύκνον, καὶ τὸ πρόβατον; καὶ γὰρ
πολλὰ τοιαῦτα παραδείγματα ἦν ἐκεῖθεν λαβεῖν. Ὅτι
βούλεται ἑκατέρωθεν δεῖξαι τὴν ὑπερβολὴν, ἀπό τε τῆς
εὐτελείας τῶν τῆς τοιαύτης μετασχόντων εὐπρεπείας,

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) Vol 57, pg 300, ln 37

οἷς τὰ νικητήρια παρὰ τῇ βοτάνῃ μετὰ πολλῆς τῆς


περιουσίας; Καὶ ὅρα πῶς ἀπὸ τῶν προοιμίων κοῦφον
δείκνυσι τὸ ἐπίταγμα, πάλιν ἀπὸ τῶν ἐναντίων αὐτοὺς
καὶ ἀφ' ὧν δεδοίκασιν, ἀπὸ τούτων ἀπάγων. Εἰπὼν γὰρ
Καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, ἐπήγαγεν, Οὐ κο-
πιῶσιν. Ὥστε κόπων ἡμᾶς ἀπαλλάξαι βουλόμενος, ταῦ-
τα ἐκέλευσεν. Οὐ τοίνυν τὸ μὴ μεριμνᾷν ταῦτα πόνος
ἀλλὰ τὸ μεριμνᾷν. Καὶ καθάπερ εἰπὼν, Οὐ σπείρου-
σιν, οὐ τὸν σπόρον ἀνέτρεψεν, ἀλλὰ τὴν φροντίδα· οὕ-
τως εἰπὼν, Οὐ κοπιῶσιν, οὐδὲ νήθουσιν, οὐ τὸ
ἔργον ἀνεῖλεν, ἀλλὰ τὴν μέριμναν. Εἰ δὲ Σολομῶν ἡττή-
θη τοῦ κάλλους αὐτῶν, καὶ οὐχ ἅπαξ οὐδὲ δὶς, ἀλλὰ δι'
ὅλης τῆς βασιλείας αὐτοῦ· (οὐδὲ γὰρ ἔχοι τις εἰπεῖν
ὅτι νῦν μὲν τοιαῦτα περιεβάλετο, μετὰ δὲ ταῦτα οὐκέτι
ἀλλὰ οὐδὲ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ οὕτως ἐκαλλωπίσατο· τοῦτο γὰ
ἐδήλωσεν εἰπὼν, Ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ)· καὶ
οὐχ ὑπὸ τούτου μὲν ἡττήθη τοῦ ἄνθους, τὸ δὲ ἕτερον ἐμι-
μήσατο, ἀλλὰ πᾶσιν ὁμοῦ παρεχώρησε· (διὸ καὶ ἔλεγεν
Ὡς ἓν τούτων· ὅσον γὰρ τῆς ἀληθείας πρὸς τὸ ψεῦδος
τοσοῦτον τῶν ἱματίων ἐκείνων καὶ τῶν ἀνθῶν τούτων
τὸ μέσον·) εἰ τοίνυν ἐκεῖνος ὡμολόγησε τὴν ἧτταν,
Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)
Vol 60, pg 100, ln 38

τῇ θύρᾳ, καὶ ἐξοίσουσί σε. Ἔπεσε δὲ παραχρῆμα


παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ ἐξέψυξεν. Εἰσελθόν-
τες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκρὰν, καὶ ἐξεν-
έγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς. Καὶ
ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ' ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν,
καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα. Μετὰ τὸ
γενέσθαι τὸν φόβον αὐτῶν, πλείονα σημεῖα ἐποίουν·
καὶ ὅτι ἐποίουν, ἄκουε. Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀπο-
στόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ
πολλά. Καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ
Σολομῶντος· τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολ-
λᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ' ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός.
Εἰκότως. Καὶ γὰρ ὁ Πέτρος ἦν λοιπὸν φοβερὸς, κο-
λάζων καὶ τὰ εἰς νοῦν ἐξελέγχων· ᾧ καὶ μᾶλλον
προσέκειντο διά τε τὸ σημεῖον, καὶ τὴν πρώτην δη-
μηγορίαν, καὶ τὴν δευτέραν, καὶ τὴν τρίτην. Αὐτὸς
γὰρ καὶ τὸ σημεῖον εἰργάσατο τὸ πρῶτον, καὶ τὸ
774

δεύτερον, καὶ τὸ νῦν, ὅπερ ἐμοὶ καὶ διπλοῦν, ἀλλ'


οὐχ ἁπλῶς ἕν τι καὶ μόνον εἶναι δοκεῖ· ἓν μὲν, τὸ τὰ
κατὰ διάνοιαν ἐλέγξαι· δεύτερον δὲ, τὸ ἀνελεῖν προς-
τάγματι. Μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες,

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55) Vol 60, pg 102, ln 45

τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον; Ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάν-


των τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τὴν θύραν, καὶ ἐξοί-
σουσί σε. Πρότερον αὐτὴν διδάσκει τὸ ἁμάρτημα,
καὶ τότε δείκνυσιν, ὅτι δικαίως τὰ αὐτὰ πείσεται τῷ
ἀνδρί· ἐπειδὴ καὶ τὰ αὐτὰ ἥμαρτε. Καὶ πῶς, φησὶ,
Παραχρῆμα ἔπεσε παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ
ἐξέψυξεν; Ὅτι πλησίον εἱστήκει. Οὕτως αὐτοὶ καθ'
ἑαυτῶν τὴν τιμωρίαν ἐπεσπάσαντο. Τίς λοιπὸν οὐκ
ἂν ἐξεπλάγη; τίς οὐκ ἂν ἔδεισε τὸν ἀπόστολον; τίς
οὐκ ἂν ἐθαύμασε; Καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν, φησὶν,
ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος. Ἐκ τούτου δῆ-
λον, ὅτι οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλὰ τὸ ἱερὸν καταλαβόντες
ἐκεῖ διέτριβον· οὔτε μὴν λοιπὸν ἀκαθάρτων ἅπτεσθαι
ἐφυλάττοντο, ἀλλ' ἁπλῶς ἥπτοντο τῶν νεκρῶν. Καὶ
ὅρα, πῶς ἐν μὲν τοῖς οἰκείοις εἰσὶ σφοδροὶ, ἐν δὲ
τοῖς ἀλλοτρίοις οὐ κέχρηνται τῇ δυνάμει. Μᾶλλον
δὲ, φησὶ, προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ
πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν· ὥστε κατὰ τὰς
πλατείας τιθέναι τοὺς ἀσθενεῖς ἐπὶ κλινῶν
Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55) Vol 60, pg 135, ln 57

ἡμῶν. Ὁρᾷς, ὅτι ἐκεῖ τόπος ἅγιός ἐστιν, ἔνθα ἂν ᾖ


ὁ Θεός; Διὰ τοῦτο καὶ, Ἐν τῇ ἐρήμῳ, εἶπεν, ἵνα
τόπον τόπῳ συγκρίνῃ. Εἶτα ἡ εὐεργεσία. Καὶ εἰς-
ήγαγον, φησὶ, διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ
Ἰησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει τῶν ἐθνῶν, ὧν ἔξωσεν ὁ
Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν ἕως τῶν
ἡμερῶν Δαυῒδ, ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ
ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ. ᾘτή-
σατο οἰκοδομεῖν ὁ Δαυῒδ, καὶ οὐ λαμβάνει ὁ μέ-
γας, ὁ θαυμαστός· ἀλλ' οἰκοδομεῖ ὁ ἀπεῤῥιμμένος ὁ
Σολομῶν. Διὰ τοῦτό φησι· Σολομῶν δὲ ᾠκοδόμησεν
αὐτῷ οἶκον· ἀλλ' οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιή-
τοις ναοῖς κατοικεῖ. Ἐδείχθη μὲν τοῦτο καὶ διὰ τῶν
ἤδη λεχθέντων· δείκνυται δὲ καὶ διὰ φωνῆς προφη-
τικῆς· καὶ ὅπως, ἄκουε τῶν ἑξῆς· Καθὼς καὶ ὁ προ-
φήτης λέγει· Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου. Καὶ ποῖον οἶκον οἰκοδο-
μήσετέ μοι, λέγει Κύριος; ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύ-
σεώς μού ἐστιν; οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα   
πάντα; Μὴ θαυμάζετε, φησὶν, εἰ τοὺς παραιτουμέ-
νους αὐτοῦ τὴν βασιλείαν ὁ Χριστὸς εὐεργετεῖ, εἴ γε
775

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)


Vol 60, pg 137, ln 35

χον ναόν. Ἄρα καὶ τὸν τύπον αὐτὸν αὐτὸς ὁ ἄγγελος


ἔδωκεν. Ἕως τῶν ἡμερῶν, φησὶ, Δαυΐδ. Ὥστε οὐκ
ἦν ναὸς ἄχρι τότε· καίτοι καὶ τὰ ἔθνη ἐξέωστο, περὶ
ὧν φησιν· Ὧν ἔξωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν
πατέρων ἡμῶν. Τοῦτο δὲ εἶπε, δεικνὺς πάλιν, ὅτι
οὐκ ἦν τότε ναός. Τί λέγω; τοσαῦτα θαύματα, καὶ
οὐδαμοῦ ναός; Οὕτω καὶ πρώτη ἡ σκηνὴ, καὶ οὐδα-
μοῦ ναός. Καὶ ᾔτησε εὑρεῖν χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
ᾜτησε, καὶ οὐκ ᾠκοδόμησεν· οὕτως οὐκ ἦν μέγα τι ὁ
ναὸς, εἰ καὶ ἐνόμισάν τινες μέγαν εἶναι τὸν Σολο-
μῶντα τῷ τὸν ναὸν οἰκοδομῆσαι, οἳ διὰ τοῦτο καὶ
τοῦ πατρὸς αὐτὸν προετίθεσαν. Ὅτι δὲ οὐχὶ βελτίων
ἦν τοῦ πατρὸς, ἀλλ' οὐδὲ ἴσος, μόνον δὲ ἀπὸ τῆς τῶν
πολλῶν ὑπολήψεως, δῆλον αὐτὸ ἐποίησεν ἐπαγαγών·
Ἀλλ' οὐχ ὁ Ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατ-
οικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης φησίν· Ὁ οὐρανός μοι
θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου. Οὐδὲ
γὰρ ταῦτα ἄξια Θεοῦ, εἴ γε ποιήματά ἐστιν, εἴ γε
τῆς χειρὸς αὐτοῦ ἔργα. Ὅρα, πῶς αὐτοὺς κατὰ μι-
κρὸν ἀνάγει. Δείκνυσι γὰρ διὰ τοῦ προφήτου, ὅτι
οὐδὲ ταῦτα Θεοῦ ἄξια λέγειν. Καὶ τίνος ἕνεκεν, φη

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae 1-32)


Vol 60, pg 395, ln 21

δήποτε; Ὅτι ἐκεῖνοι μὲν παροῦσιν ἔγραφον, καὶ περιτ-


τὸν ἦν ἑαυτοὺς δηλοῦν παρόντας· οὗτος δὲ διὰ μακροῦ
τὰ γράμματα διεπέμπετο, καὶ ἐν ἐπιστολῆς σχήματι·
διὸ καὶ ἀναγκαία ἦν ἡ τοῦ ὀνόματος προσθήκη. Εἰ δὲ
ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῇ οὐ ποιεῖ τοῦτο, καὶ
τοῦτο κατὰ τὴν αὐτοῦ σύνεσιν. Ἐπειδὴ γὰρ ἀπεχθῶς
εἶχον πρὸς αὐτὸν, ἵνα μὴ ἐκ προοιμίων ἀκούσαντες τοῦ
ὀνόματος, ἀποκλείσωσι τῷ λόγῳ τὴν εἴσοδον, ἐσοφίσατο
διὰ τοῦ κρύψαι τὸ ὄνομα τὴν ἀκρόασιν τὴν ἐκείνων. Εἰ
δὲ προφῆται τὰ ὀνόματα τὰ ἑαυτῶν τεθείκασι καὶ Σολο-
μῶν, τοῦτο ὑμῖν καταλιμπάνω λοιπὸν ἐπιζητεῖν, τίνος
ἕνεκεν οἱ μὲν ἔθεσαν, οἱ δὲ οὐκ ἔθεσαν· οὐδὲ γὰρ ἅπαν-
τα παρ' ἐμοῦ χρὴ μανθάνειν ὑμᾶς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς πο-
νεῖν καὶ ἐπιζητεῖν, ἵνα μὴ νωθρότεροι γίνησθε.
Παῦλος δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τίνος ἕνεκεν μετ-
έθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ὁ Θεὸς, καὶ Σαῦλον ὄντα Παῦλον
ἐκάλεσεν; Ἵνα μηδὲ ταύτῃ τῶν ἀποστόλων ἔλαττον ἔχῃ,
ἀλλ' ὅπερ ἔσχεν ἐξαίρετον ὁ κορυφαῖος τῶν μαθητῶν,
τοῦτο καὶ αὐτὸς κτήσηται, καὶ πλείονος οἰκειώσεως
776

ὑπόθεσιν λάβῃ. Δοῦλον δὲ ἑαυτὸν οὐχ ἁπλῶς εἶπε τοῦ


Χριστοῦ· καὶ γὰρ πολλοὶ δουλείας τρόποι·

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)


Vol 61, pg 89, ln 17

ὅμως ὁ ταπεινὸς οὗτος, καιροῦ καλοῦντος, σκόπει


ποῦ τὰ φρονήματα τῶν μαθητῶν ἐπῆρεν, οὐχὶ τῦφον
διδάσκων, ἀλλὰ φρόνημα ὑγιὲς ἐμποιῶν. Αὐτοῖς γὰρ
τούτοις διαλεγόμενος ἔλεγε· Καὶ εἰ ἐν ὑμῖν κρίνε-
ται ὁ κόσμος, ἀνάξιοί ἐστε κριτηρίων ἐλαχί-
στων. Ὥσπερ γὰρ ἀλαζονείας εἶναι χρὴ πόῤῥω τὸν
Χριστιανὸν, οὕτω καὶ κολακείας καὶ ἀγεννοῦς φρο-
νήματος. Οὐδὲ γὰρ εἰ λέγοι τις, ὅτι Τὰ χρήματα οὐ-
δὲν ἡγοῦμαι εἶναι, ἀλλὰ τὰ παρόντα ἅπαντα σκιά
μοι καὶ ὄναρ καὶ παίδων ἀθύρματα, ἀλαζονείας αὐ-
τὸν γραψόμεθα· ἐπεὶ καὶ τὸν Σολομῶντα οὕτως εἰς
ἀλαζονείαν διαβαλοῦμεν, περὶ τούτων φιλοσοφοῦντα
καὶ λέγοντα· Ματαιότης ματαιοτήτων, καὶ τὰ
πάντα ματαιότης. Ἀλλὰ μὴ γένοιτο τῷ τῆς ἀλαζο-
νείας ὀνόματι τὴν φιλοσοφίαν καλεῖν. Ἄρα οὐκ ἀπό-
νοια τὸ καταφρονεῖν τούτων, ἀλλὰ μεγαλοψυχία, καί-
τοι γε βασιλεῖς καὶ ἄρχοντας καὶ δυνάστας ὁρῶμεν
αὐτῶν ἀντεχομένους· ἀλλ' ὁ πτωχὸς φιλοσοφῶν πολ-
λάκις αὐτῶν ὑπερορᾷ, καὶ οὐ διὰ τοῦτο ἀλαζόνα αὐ-
τὸν, ἀλλὰ μεγαλόφρονα εἶναι φήσομεν· ὥσπερ οὖν
οὐδὲ τὸν σφόδρα ἀντεχόμενον αὐτῶν, ταπεινόφρονα

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44)


Vol 61, pg 247, ln 14

ἐκεῖνος; οὐχὶ ὁμοίως περὶ τῶν τριῶν φησιν Ἐγὼ ὁ


Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ; διὰ τί τοί-
νυν ὁ μὲν ἐπλούτει, ὁ δὲ ἐθήτευε; μᾶλλον δὲ διὰ τί ὁ
μὲν Ἡσαῦ ἐπλούτει, ἄδικος ὢν καὶ ἀδελφοκτόνος,
οὗτος δὲ ἐν δουλείᾳ ἦν χρόνον τοσοῦτον; διὰ τί πά-
λιν ὁ μὲν Ἰσαὰκ μετὰ ἀδείας ἔζησε τὸν ἅπαντα χρό-
νον, ὁ δὲ Ἰακὼβ ἐν μόχθοις καὶ ταλαιπωρίαις· διὸ
καὶ ἔλεγε, Μικραὶ καὶ πονηραὶ αἱ ἡμέραι μου. Διὰ
τί ὁ μὲν Δαυῒδ προφήτης ὢν καὶ βασιλεὺς, καὶ αὐτὸς
τὸν ἅπαντα χρόνον ἐν πόνοις ἔζησεν· ὁ δὲ Σολομὼν ὁ
υἱὸς τούτου τεσσαράκοντα ἔτη πάντων ἀνθρώπων ἀδεέ-
στερον διῆγεν, εἰρήνης ἀπολαύων βαθείας, δόξης,
τιμῆς, καὶ τρυφῆς ἅπαν ἐπιὼν εἶδος; τί δήποτε καὶ
ἐν τοῖς προφήταις ὁ μὲν μειζόνως, ὁ δὲ ἐλαττόνως
ἐθλίβετο; Ὅτι ἑκάστῳ οὕτω συμφέρον ἦν.
 Διὸ ἑκάστῳ ἀντιλέγειν χρὴ, Τὰ κρίματά σου
ἄβυσσος πολλή. Εἰ γὰρ τοὺς μεγάλους ἐκείνους καὶ
777

θαυμαστοὺς οὐχ ὁμοίως ἐγύμναζεν ὁ Θεὸς, ἀλλὰ τὸν


μὲν διὰ πενίας, τὸν δὲ διὰ πλούτου, καὶ τὸν μὲν δι'
ἀνέσεως, τὸν δὲ διὰ θλίψεως, πολλῷ μᾶλλον νῦν ταῦ

Ιωάννης Χρυσόστομος. Interpretatio in Danielem prophetam [Sp.]


Vol 56, pg 225, ln 1

προσώπου αὐτοῦ ἀπεστάλη ἀστράγαλος χειρὸς,


καὶ τὴν γραφὴν ταύτην ἐνέταξε. Καὶ αὕτη ἡ
γραφὴ ἡ ἐντεταγμένη· Μανὴ, Θεκὲλ, Φαρές· καὶ
τοῦτο τὸ σύγκριμα τοῦ ὁράματος. Μανή· ἐμέτρη-
σεν ὁ Θεὸς τὴν βασιλείαν σου, καὶ ἐπλήρωσεν
αὐτήν. Θεκέλ· ἐστάθη ἐν ζυγῷ, καὶ εὑρέθη ὑστε-
ροῦσα. Φαρές· διῃρέθη ἡ βασιλεία σου, καὶ ἐδόθη
Μήδοις καὶ Πέρσαις. Διὰ τοῦτο, φησὶ, ἐμέτρησεν ὁ
Θεὸς τὴν βασιλείαν σου, καὶ διῃρέθη. Καὶ τοῦτο
εἰς τιμωρίαν, τὸ διαιρεθῆναι, καὶ μὴ μένειν αὐτὴν  
ὁλόκληρον. Ὅπερ οὖν καὶ ἐπὶ Σολομῶντος γέγονεν.
Οὐ μόνον τὸ μὴ λαβεῖν τὸν υἱὸν, ἀλλὰ καὶ τὸ διαιρε-
θῆναι. Ὅρα ἀπολογούμενον αὐτῷ τὸν Θεόν· ὅρα αὐτὸν
αἴτιον ὄντα· Οὖ ἡ πνοή σου, φησὶ, ἐν χειρὶ αὐτοῦ.
Μὴ γὰρ οὐκ ἠδύνατο εὐθέως σε ἀνελεῖν; Ἀλλ' ἐμακρο-
θύμησεν. Τίνα οὐκ ἂν ἐφόβησεν ἡ τιμωρία, καὶ ταῦτα
ἐγγὺς οὖσα; Εἶδες τὴν ἐφ' ἑκάτερα δύναμιν; πόθεν
ἄξιος εἶ, εἰπέ μοι, συγγνώμης; καὶ σὺ ὁ υἱὸς αὐτοῦ,
οὐκ ἔχω εἰπεῖν, ὁ ἔκγονος, οὐ πάντα ταῦτα ἔγνως;
Καθάπερ ἐπὶ δικαστηρίου ἡ ἀπόφασις γράφεται, οὗ-
τος ἑρμηνεύει τὰ λεγόμενα.

Ιωάννης Χρυσόστομος. De Melchisedech [Sp.] Vol 56, pg 260, ln 54

σαρκωθέντι ἐκ τῆς θεοτόκου Μαρίας. Λέγει γὰρ ὁ Ἀπό-


στολος, ὅτι Αὐτῷ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ τὰ ἑξῆς. Εἰ οὖν
πᾶν γόνυ κάμπτει, ὁ Μελχισεδὲκ ἐλάττων ἂν εἴη τοῦ Χρι-
στοῦ· προσκυνεῖ γὰρ τῷ προσκυνουμένῳ Χριστῷ. Εἰ δὲ οἱ
ἄθλιοι καὶ τάλανες, καὶ τὸ ἑξῆς εἰρημένον σκοπήσωσιν·
ἐπιφέρει γὰρ λέγων, Ἀφωμοιωμένος τῷ Υἱῷ τοῦ Θεοῦ·
οὕτω δεῖ νοεῖν, ὅτι ὥσπερ καὶ ἡμεῖς κατ' εἰκόνα Θεοῦ
γεγόναμεν καὶ ὁμοίωσιν, οὕτω καὶ αὐτός. Ἰουδαῖοι μὲν
γὰρ αὐτὸν λέγουσιν ἐκ πορνείας γεννηθέντα, καὶ διὰ
τοῦτο ἀγενεαλόγητον γενέσθαι· πρὸς οὓς ἐροῦμεν, ὅτι
Κακῶς φατε. Καὶ γὰρ καὶ Σολομὼν ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου
γεννηθεὶς γυναικὸς μοιχαλίδος γενεαλογεῖται. Ἀλλ' ἐπει-
δὴ ὁ Μελχισεδὲκ τύπος ἦν τοῦ Κυρίου, καὶ εἰκόνα ἔφερε
τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ Ἰωνᾶς, διὰ τοῦτο ἡ Γραφὴ
παρέλιπεν αὐτοῦ τὸν πατέρα, ἵνα ἐν ἐκείνῳ, καθάπερ
778

ἐν εἰκόνι τὸν ἀληθῶς ἀπάτορα καὶ ἀγενεαλόγητον Χρι-


στὸν ἐνοπτρισώμεθα. Ἀντιλέγουσι δὲ καὶ τοῦτο ἡμῖν οἱ
Μελχισεδεκιταὶ λέγοντες· Τί οὖν ἐστιν ὃ λέγει πρὸς αὐ-
τὸν ὁ Πατήρ· Σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν  
τάξιν Μελχισεδέκ;

Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol 56, pg 315, ln 2

δευτέρου ἡρμήνευσεν αὐτοῖς ὁ Μωϋσῆς. Εἶτα μετ'


ἐκεῖνο Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ· οὗτος γὰρ μετὰ τὸν
Μωϋσέα γενόμενος αὐτῶν δημαγωγὸς, εἴς τε τὴν γῆν
τῆς ἐπαγγελίας εἰσήγαγε, καὶ τὴν γῆν διένειμε κατὰ
κλήρους ταῖς δώδεκα φυλαῖς. Μετ' ἐκεῖνον οἱ Κριταί·
τοῦ γὰρ Ἰησοῦ τελευτήσαντος, εἰς ἀριστοκράτειαν
μετέπεσε τὰ πράγματα τῶν Ἰουδαίων, καὶ αἱ φυλαὶ
ἐκράτουν. Εἶτα Ῥοὺθ, βιβλίον βραχὺ, ἱστορίαν ἔχον
γυναικὸς ἀλλοφύλου, γαμηθείσης Ἰουδαίῳ τινί. Μετ'  
ἐκεῖνο αἱ Βασιλεῖαι αἱ τέσσαρες, ἐν αἷς τὰ εἰς τὸν
Σαοὺλ, τὰ εἰς τὸν Δαυῒδ, τὰ εἰς Σολομῶντα καὶ τὸν
Ἠλίαν καὶ τὸν Ἐλισσαῖον, καὶ τὰ μέχρι τῆς αἰχμα-
λωσίας τῆς εἰς Βαβυλῶνα. Μετὰ δὲ τὰς βασιλείας
Ἔσδρας. Ἐπειδὴ γὰρ ἀπηνέχθησαν εἰς Βαβυλῶνα
ἁμαρτόντες, καὶ ἑβδομήκοντα ἔτη διετέλεσαν αὐτόθι
δουλεύοντες, ὁ Θεὸς ὕστερον ἵλεως αὐτοῖς γενόμενος,
παρεσκεύασε τὸν Κῦρον τὸν τότε Περσῶν βασιλεύ-
οντα, Κῦρον, οὗ τὰς παιδείας ἀνέγραψε Ξενοφῶν,
ἀφεῖναι τοὺς αἰχμαλώτους. Καὶ ἀφέντος, ἐπανῆλθον
ἡγουμένου τοῦ Ἔσδρα, τοῦ Νεεμίου, τοῦ Ζορο-
βάβελ. Καὶ τὴν ἐπάνοδον ταύτην γράφει ὁ Ἔσδρας·

Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol 56, pg 346, ln 19

πάντα τὰ τοῦ Σαοὺλ δίδωσιν αὐτῷ. Καὶ κελεύει τῷ


Σίβᾳ, ὃς ἦν αὐτῷ δοῦλος πατρικὸς, δουλεύειν τῷ
Μεμφιβαὰλ μετὰ τῶν τέκνων αὐτοῦ. Πέμπει δὲ καὶ
πρὸς τὸν βασιλέα υἱῶν Ἀμμὼν παρακαλέσων, ἐπει-
δὴ τεθνήκει αὐτοῦ ὁ πατήρ. Ὁ δὲ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων
αὐτοῦ ἀναπεισθεὶς, ἀτιμάζει τοὺς ἀποσταλέντας ὑπὸ
τοῦ Δαυῒδ εἰς παράκλησιν. Ἐντεῦθεν γίνεται πόλε-
μος· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἔπεμψε τὸν Ἰωὰβ, εἶτα ἦλ-
θεν αὐτὸς ὁ Δαυῒδ, καὶ τρέπεται τοὺς ἐχθρούς. Τὰ
κατὰ τὸν Οὐρίαν ἐντεῦθεν καὶ τὴν Βηρσαβεὲ, καὶ τὸ
παιδίον τὸ τελευτῆσαν. Μεθ' ὃ τίκτεται Σολομών.
Πολεμεῖ ὁ Ἰωὰβ τὴν Ῥαυὰθ, καὶ μετὰ τὸ κρατῆσαι
τῆς πόλεως, πέμπει ἐπὶ τὸν Δαυῒδ, βουλόμενος τὴν
νίκην ἐκείνῳ ἐπιγραφῆναι. Ἐρᾷ ὁ υἱὸς Δαυῒδ Ἀμνῶν
τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ τῆς Θάμαρ, καὶ προσποιηθεὶς
νόσον, ἐλθοῦσαν αὐτὴν εἰς ἐπίσκεψιν ἐξύβρισεν.
779

Ἀκούσας δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτῆς Ἀβεσσαλὼμ, καλεῖ


μετὰ ταῦτα τὸν βασιλέα εἰς ἑστίασιν· ὡς δὲ οὐκ ἦλ-
θεν ἐκεῖνος, ἠξίου τοὺς γοῦν ἀδελφοὺς ἐλθεῖν. Ἐπεὶ
δὲ ἦλθον, παρήγγειλε τοῖς ἑαυτοῦ παισὶν, καὶ ἀνεῖλον

Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol 56, pg 348, ln 32

τον, καὶ ἐγὼ ὁ ποιμὴν ἐκακοποίησα, καὶ οὗτοι τὸ


ποίμνιον τί ἐποίησαν; Γενέσθω ἡ χεὶρ ἐν ἐμοὶ,
καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου. Ἐπαύσατο ἡ τι-
μωρία. Καὶ κελεύεται ὁ Δαυῒδ θῦσαι [l. στῆσαι] θυ-
σιαστήριον ἐν τῇ ἅλῳ Ὀρνία, καὶ θῦσαι· καὶ
ἐποίησεν οὕτως. Ὀρνίας υἱὸς Δαυῒδ ἑστιᾷ τοὺς περὶ
Ἰωὰβ καὶ Ἀβιάθαρ, ὡς βασιλεύσων. Εἰσέρχεται ἡ
Βηρσαβεὲ κατὰ συμβουλὴν Νάθαν τοῦ προφήτου, καὶ
ἀπαγγέλλει τῷ Δαυΐδ· μεταξὺ δὲ λαλούσης ἐκείνης
εἰσῆλθε καὶ ὁ Νάθαν, κατασκευάσαντες ὥστε βα-
σιλεῦσαι τὸν Σολομῶνα. Ἐξῆλθον ἐπιβιβάσαντες τὸν
Σολομῶνα τῇ ἡμιόνῳ τῇ βασιλικῇ. Τότε ὁ προφήτης
Νάθαν καὶ ὁ ἱερεὺς Σαδδοὺκ ἀπῆλθον εἰς τὴν Γιὼν,
καὶ ἔχρισαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Ζήτω ὁ βασιλεύς. Ἐλ-
θὼν ὁ υἱὸς Ἰωνάθαν ἀπήγγειλε τῷ Ὀρνίᾳ ταῦτα
ἑστιωμένῳ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι ἔφυγον, ὁ δὲ Ὀρνίας
κατέφυγεν εἰς τὸ θυσιαστήριον, δεδοικὼς τὸν Σο-
λομῶνα. Τότε ἐξάγει αὐτὸν ἐκεῖθεν, καὶ ἐλθὼν προς-
εκύνησε τῷ βασιλεῖ. Μέλλων τελευτᾷν ὁ Δαυῒδ, παρ-
αινεῖ τῷ Σολομῶντι, ὥστε φυλάττειν τοῦ Θεοῦ τὸν
νόμον· οὕτω γὰρ τεύξεσθαι αὐτῷ τῶν ἐπαγγελιῶν

Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol 56, pg 348, ln 33

ποίμνιον τί ἐποίησαν; Γενέσθω ἡ χεὶρ ἐν ἐμοὶ,


καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου. Ἐπαύσατο ἡ τι-
μωρία. Καὶ κελεύεται ὁ Δαυῒδ θῦσαι [l. στῆσαι] θυ-
σιαστήριον ἐν τῇ ἅλῳ Ὀρνία, καὶ θῦσαι· καὶ
ἐποίησεν οὕτως. Ὀρνίας υἱὸς Δαυῒδ ἑστιᾷ τοὺς περὶ
Ἰωὰβ καὶ Ἀβιάθαρ, ὡς βασιλεύσων. Εἰσέρχεται ἡ
Βηρσαβεὲ κατὰ συμβουλὴν Νάθαν τοῦ προφήτου, καὶ
ἀπαγγέλλει τῷ Δαυΐδ· μεταξὺ δὲ λαλούσης ἐκείνης
εἰσῆλθε καὶ ὁ Νάθαν, κατασκευάσαντες ὥστε βα-
σιλεῦσαι τὸν Σολομῶνα. Ἐξῆλθον ἐπιβιβάσαντες τὸν
Σολομῶνα τῇ ἡμιόνῳ τῇ βασιλικῇ. Τότε ὁ προφήτης
Νάθαν καὶ ὁ ἱερεὺς Σαδδοὺκ ἀπῆλθον εἰς τὴν Γιὼν,
καὶ ἔχρισαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Ζήτω ὁ βασιλεύς. Ἐλ-
θὼν ὁ υἱὸς Ἰωνάθαν ἀπήγγειλε τῷ Ὀρνίᾳ ταῦτα
ἑστιωμένῳ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι ἔφυγον, ὁ δὲ Ὀρνίας
κατέφυγεν εἰς τὸ θυσιαστήριον, δεδοικὼς τὸν Σο-
λομῶνα. Τότε ἐξάγει αὐτὸν ἐκεῖθεν, καὶ ἐλθὼν προς-
780

εκύνησε τῷ βασιλεῖ. Μέλλων τελευτᾷν ὁ Δαυῒδ, παρ-


αινεῖ τῷ Σολομῶντι, ὥστε φυλάττειν τοῦ Θεοῦ τὸν
νόμον· οὕτω γὰρ τεύξεσθαι αὐτῷ τῶν ἐπαγγελιῶν
τῶν ἐπηγγελμένων αὐτῷ. Παραγγέλλει τε περὶ Ἰωὰβ

Ιωάννης Χρυσόστομος. Synopsis scripturae sacrae [Sp.] Vol 56, pg 370, ln 15

σωτηρία Ἰσραὴλ δι' αἵματος προβάτου. Καὶ ἐπὶ μὲν


θανάτῳ δικαίων ἐν ἐρήμῳ, Ἀαρὼν ἐξιλάσατο, Κυ-
ρίῳ προσευξάμενος καὶ θυμιάσας· ἐπὶ δὲ θανάτῳ
Αἰγυπτίων ἐν Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ, ἀνελεήμων θυμὸς,
τοῦ δὲ λαοῦ παράδοξος ὁδοιπορία. Ὅτι διὰ μισοξενίαν
ἔπαθον ταῦτα οἱ Αἰγύπτιοι, ὡς καὶ οἱ Σοδομῖται. Ὅτι
τὰ στοιχεῖα ὑπόκειται τῇ θείᾳ κρίσει Χριστοῦ, πρὸς
ὃ βούλεται ῥυθμιζόμενα, ὡς χορδαὶ κιθάρας τῷ κι-
θαρίζοντι. Ἐν οἷς πᾶσα δύναμις τῆς Σοφίας Σολομῶντος τῆς λεγομένης Παναρέτου.
Παροιμίαι Σολομῶντος.
 Παροιμίαι Σολομῶντος τὸ βιβλίον καλεῖται, ἐπειδὴ
καὶ ταύτας Σολομών ἐστιν ὁ λαλήσας καὶ γράψας.
Οὗτος δὲ διαδεξάμενος τὴν βασιλείαν Δαυῒδ τοῦ πα-
τρὸς αὐτοῦ, ηὔξατο τῷ Θεῷ λαβεῖν σοφίαν ὑπὲρ
πλοῦτον, καὶ ὑπὲρ ἄμυναν ἐχθρῶν. Λαβὼν τοίνυν,
καὶ γενόμενος σοφὸς ὑπὲρ πάντας τοὺς πρὸ αὐτοῦ
καὶ μετ' αὐτὸν ἀνθρώπους, θαυμασθείς τε ἐπὶ πᾶσιν
οἷς ἐποίησε καὶ ἐλάλησε, τρισχιλίας μὲν παραβολὰς
καὶ πεντακισχιλίας ᾠδὰς ἐλάλησε· καὶ ἐφυσιολόγησε
περὶ πάντων τῶν τε ἐκ γῆς φυομένων,

Ιωάννης Χρυσόστομος. De salute animae [Sp.] Vol 60, pg 735, ln 32

Περὶ σωτηρίας ψυχῆς.

 Ἀγαπητοὶ, ὅσοι τὰ τοῦ βίου μάταια καὶ ἀπολλύμενα


πράγματα κατελίπετε, ἀγωνίσασθε, ἵνα μὴ πάλιν ἐπ'
αὐτὰ τὸν ὑμέτερον νοῦν ἐπιστρέψητε. Ὁ γὰρ πλοῦτος
παρέρχεται, καὶ ἡ δόξα ἀπόλλυται, καὶ τὸ κάλλος μαραί-
νεται, καὶ πάντα ἀλλάσσονται, καὶ ὡς καπνὸς ἀπόλ-
λυνται, καὶ ὡς σκιὰ παράγουσι, καὶ ὡς ἐνύπνιον ἐξ-
αφανίζονται. Διὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ Σολομών· Ματαιότης
ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης· καὶ ὁ Δαυῒδ λέ-
γει· Ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος. Πλὴν μάτην
ταράσσονται πάντες οἱ τὰ τοῦ παρόντος βίου πράγμα-
τα ἀγωνιῶντες· ὄντως μάτην ταράσσονται, μάτην θο-
781

ρυβοῦνται, μάτην χειμάζονται, ἐπισυνάγοντες καὶ θη-


σαυρίζοντες τὰ μετ' ὀλίγον καταλειπόμενα· ἅπερ λα-
βεῖν μεθ' ἑαυτῶν οὐ δυνάμεθα, ἀλλὰ πάντα καταλιπόν-
τες, γυμνοὶ ὡς ἐγεννήθημεν πορευσόμεθα πρὸς τὸν
φοβερὸν δικαστήν. Κἂν πάντας τοὺς θησαυροὺς συνάξω-
μεν, γυμνοὶ, σκοτεινοὶ, ἐλεεινοὶ, σκυθρωποὶ,

Ιωάννης Χρυσόστομος. Epistula ad monachos [Sp.] Line 119

καμάτου καὶ παραμονῆς πολλῆς, οὐ λαμβάνεις. Δεῖ γὰρ πρότερον


ποθῆσαι, ποθήσαντα δὲ ζητῆσαι ἐξ ἀληθείας ἐν πίστει καὶ ὑπομονῇ
τὰ ἑκάστῳ συμφέροντα ἐν μηδενὶ κρινόμενος ὑπὸ τοῦ οἰκείου συνει-
δότος ὡς ἀμελῶς ἢ ῥᾳθύμως αἰτῶν· καὶ τότε λαμβάνεις, ὅτε θέλει ὁ
Θεός. Κρεῖττον γάρ σου οἶδε τὰ συμφέροντά σου καὶ ἴσως διὰ τοῦτο
ἀναβάλλεται τὴν πρὸς αὐτὸν προσεδρείαν σου σοφιζόμενος, ἵνα γνῷς
τί ἐστι δῶρον Θεοῦ καὶ φυλάξῃς τὸ δοθὲν μετὰ φόβου. Πᾶν γάρ, ὃ
μετὰ καμάτου πολλοῦ κτᾶταί τις, σπουδάζει τοῦτο φυλάσσειν, ἵνα
μὴ ἀπολέσας αὐτὸ ἀπολέσῃ καὶ τὸν πολὺν αὑτοῦ κάματον καὶ τὴν
χάριν τοῦ Κυρίου ἀθετήσας ἀνάξιος γένηται τῆς αἰωνίου ζωῆς. Τί
γὰρ ὠφέλησε τὸν Σολομῶντα ταχέως λαβόντα τῆς σοφίας τὴν χάριν
καὶ ἀπολέσαντα αὐτήν; Μὴ οὖν ὀλιγοψύχει, ἐὰν μὴ ταχέως λάβῃς
τὸ αἴτημά σου. Εἰ γὰρ ᾔδει ὁ ἀγαθὸς δεσπότης, ὅτι ταχέως λαμ-
βάνων τὴν χάριν οὐκ ἀπόλλυς αὐτήν, ἕτοιμος ἦν καὶ πρὸ τῆς αἰτή-
σεως παρασχεῖν σοι, νυνὶ δὲ κηδόμενός σου τοῦτο ποιεῖ. Εἰ γὰρ ὁ  
λαβὼν δοῦλος τὸ τάλαντον καὶ σῶον αὐτὸ φυλάξας, διότι μὴ προς-
ειργάσατο, κατεκρίθη, πόσῳ μᾶλλον ὁ ἀπολέσας αὐτὸ κατακριθή-
σεται;

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Isaiam Ch. 1, sec. 2, line 68

ἐνδιατρίβειν τῇ διηγήσει τῶν γεγενημένων.


 Αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν. Παρέβησάν μου, φησί, τὸν νόμον,
τὰ προστάγματά μου κατέλιπον.
 Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον, καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ
κυρίου αὐτοῦ. Αἱ συγκρίσεις αὔξησιν τῆς κατηγορίας
ποιοῦσιν καὶ μάλιστα ὅταν ἐξ ἀνίσων ὦσιν· καθὼς καὶ ὁ
Χριστός φησι. Ἄνδρες Νινευῗται ἀναστήσονται ἐν τῇ
κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν·
καὶ πάλιν Βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει καὶ
κατακρινεῖ τὴν γενεὰν ταύτην, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων
τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος. Καὶ Ἱερεμίας
δὲ πάλιν φησί· Πορεύθητε εἰς νήσους Κετιὶμ καὶ ἴδετε·
καὶ εἰς Κεδὰρ ἀποστείλατε καὶ γνῶτε, εἰ ἀλλάξονται ἔθνη
τοὺς θεοὺς αὐτῶν· ὁ δὲ λαός μου ἠλλάξατο τὴν δόξαν
αὐτοῦ, ἐξ ἧς οὐκ ὠφεληθήσεται. Τὸ ἀνεπαχθὲς τῆς νομο-
θεσίας δείκνυσι καὶ ὅσον ἀπαιτεῖ παρὰ τῶν ἀνθρώπων
μέτρον, ὃ καὶ ἀλόγοις εὔκολον κατορθῶσαι, καὶ ἀλόγων
τοῖς ἀνοητοτέροις. Ἀλλ' ἐρεῖ τις, ὅτι ἐκεῖνα ἐν τῇ φύσει  
782

ἔχει τὸ γνωρίζειν. Ἀλλὰ δυνατὸν τὰ φύσει κατορθούμενα


ἐκείνοις ἐκ προαιρέσεως ὑφ' ἡμῶν γίνεσθαι.

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Isaiam Ch. 1, sec. 3, line 2

τοῖς ἀνοητοτέροις. Ἀλλ' ἐρεῖ τις, ὅτι ἐκεῖνα ἐν τῇ φύσει  


ἔχει τὸ γνωρίζειν. Ἀλλὰ δυνατὸν τὰ φύσει κατορθούμενα
ἐκείνοις ἐκ προαιρέσεως ὑφ' ἡμῶν γίνεσθαι.
 Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον· οὐ τὸ ἐξαίρετον τῆς
δωρεᾶς τίθησιν αὐτοῖς, ἀλλὰ καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῆς κακίας
αὐτῶν αὔξει τὴν κατηγορίαν. Ὥσπερ γὰρ εἰς ἐντροπὴν
αὐτῶν τὰ στοιχεῖα καλεῖ, οὕτω πάλιν οὐκ ἀνθρώποις, ἀλλὰ
ἀλόγοις αὐτοῖς συγκρίνει, καὶ τούτων τοῖς ἀνοητοτάτοις,
καὶ δείκνυσι χείρους κἀκείνων.
         Οὕτω καὶ Ἱερεμίας ποιεῖ,
τρυγόνα καὶ χελιδόνα παράγων εἰς μέσον, καὶ ὁ Σολομῶν
δὲ νῦν μὲν πρὸς τὸν μύρμηκα, νῦν δὲ πρὸς τὴν
μέλιτταν πέμπων τὸν ἀργὸν βίον ζῶντα.
 Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω. Ἐπίτασις κακίας, ὅταν καὶ οἱ
ᾠκειωμένοι, καὶ μετὰ τοσαύτας τιμάς, καὶ πάντες ἀθρόον
πρὸς τὴν κακίαν ὦσιν ηὐτομοληκότες. Οὐκ εἶπεν Ἰακώβ,
ἀλλ' Ἰσραήλ, ὥστε τῇ ἀρετῇ τοῦ προγόνου τῶν ἐκγόνων
μείζονα δεῖξαι τὴν ἀγνωμοσύνην.
Ιωάννης Χρυσόστομος. In Isaiam Ch. 2, sec. 1, line 26

ὑπόθεσιν, περὶ ἧς μέλλει διαλέγεσθαι, σφόδρα ἀπηρτῆσθαι


τῶν προειρημένων καὶ ὑψηλοτέραν εἶναι. Περὶ γὰρ τῆς
τῶν ἐθνῶν κλήσεως καὶ τῆς τοῦ κηρύγματος περιφανείας
καὶ τῆς πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκταθείσης γνώσεως καὶ
τῆς καταληψομένης τὴν γῆν εἰρήνης ἡμῖν διαλέγεται. Εἰ
δὲ μέλλων τοιούτων ἅπτεσθαι δογμάτων, Ἰουδαίας μέ-
μνηται καὶ Ἱερουσαλήμ, ξένον οὐδέν. Προφητεία γὰρ ἦν
τὸ λεγόμενον, συνεσκιασμένη τέως τῇ τῶν ὀνομάτων  
προσηγορίᾳ. Ἐπεὶ καὶ τὸν ψαλμὸν τὸν ἑβδομηκοστὸν
πρῶτον ὁ Δαυῒδ συντιθέναι μέλλων ἐπέγραψεν αὐτὸν τῷ
Σολομῶντι, καὶ προϊὼν πολλῷ μείζονα τῆς Σολομῶντος
ἀξίας, μᾶλλον δὲ καὶ τῆς ἁπάντων ἀνθρώπων φύσεως
ᾖδεν. Τὸ γάρ, Πρὸ τοῦ ἡλίου διαμένει τὸ ὄνομα αὐτοῦ
καὶ Πρὸ τῆς σελήνης ὁ θρόνος αὐτοῦ καὶ ὅσα τοιαῦτα,
οὐδεὶς ἂν οὐδὲ τῶν σφόδρα ἀνοήτων περὶ ἀνθρωπίνης
εἴποι λέγεσθαι φύσεως. Καὶ ὁ Ἰακὼβ δέ, ἡνίκα ταῦτα, ἃ
μέλλει νῦν ὁ Ἡσαΐας λέγειν, καὶ πλείονα τούτων προανε-
φώνει· μετὰ γὰρ τῆς τῶν ἐθνῶν κλήσεως καὶ τὸν θάνατον
εἶπε καὶ τὴν ἀνάστασιν καὶ τὸν καιρὸν καθ' ὃν ἔμελλε
παρέσεσθαι· οὐδὲ ἐκεῖνος ἀπογυμνώσας αὐτὰ τέθεικεν,
ἀλλὰ τῷ προσωπείῳ τῆς προσηγορίας τοῦ υἱοῦ κρύψας

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Isaiam Ch. 3, sec. 2, line 51


783

Ἐνταῦθά μοι δοκεῖ λέγειν στοχαστὴν τὸν ἀπὸ συνέσεως


πολλῆς τῶν μελλόντων στοχαζόμενον καὶ ἀπ' αὐτῆς τῶν
πραγμάτων τῆς πείρας. Ἕτερον μὲν γὰρ στοχασμὸς καὶ
προφητεία ἄλλο· ὁ μὲν γὰρ Πνεύματι θείῳ φθέγγεται,
οὐδὲν οἴκοθεν εἰσφέρων· ὁ δὲ τὰς ἀφορμὰς ἀπὸ τῶν ἤδη
γεγενημένων λαμβάνων καὶ τὴν οἰκείαν σύνεσιν διε-
γείρων, πολλὰ τῶν μελλόντων προορᾷ, ὡς εἰκὸς ἄνθρωπον
ὄντα συνετὸν προϊδεῖν. Ἀλλὰ πολὺ τὸ μέσον τούτου
κἀκείνου καὶ τοσοῦτον, ὅσον συνέσεως ἀνθρωπίνης καὶ
θείας χάριτος τὸ διάφορον. Ἵνα δὲ καὶ ἐπὶ ὑποδείγματος
τὸν λόγον ποιήσω φανερόν, ἐννοήσωμεν τὸν Σολομῶντα
καὶ τὸν Ἐλισσαῖον· ἀμφότεροι γὰρ κεκρυμμένα πράγματα
εἰς μέσον ἤγαγον καὶ κεκρυμμένα ἀνεκάλυψαν· ἀμφότεροι
δὲ οὐ τῇ αὐτῇ δυνάμει· ἀλλ' ὁ μὲν ἀπὸ συνέσεως ἀνθρω-
πίνης παρὰ τῆς φύσεως λαβὼν ἀφορμὰς ἐπὶ τῶν πόρνων
γυναικῶν ἐκείνων· ὁ δὲ λογισμῷ μὲν οὐδενὶ χρησάμενος
(ποῖος γὰρ λογισμὸς ἀνακαλῦψαι δυνατὸς ἦν τοῦ Γιεζῆ  
τὴν κλοπήν;), θείᾳ δὲ χάριτι τὰ πόρρωθεν γεγενημένα
προιδών.
 Καὶ πρεσβύτερον καὶ πεντηκόνταρχον. Μετὰ δὴ τούτων
καὶ πρεσβύτερον καὶ πεντηκόνταρχόν φησιν ἀναιρήσειν·

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Isaiam Ch. 3, sec. 3, line 20

ἀναρχίας χεῖρον καὶ πολλῷ χαλεπώτερον. Ὁ μὲν γὰρ οὐκ


ἔχων ἄρχοντα, ἀπεστέρηται τοῦ χειραγωγοῦντος· ὁ δὲ  
πονηρὸν ἔχων τὸν ἐμβάλλοντα εἰς κρημνοὺς ἔχει. Νεα-
νίσκους δὲ ἐνταῦθα οὐχὶ ἁπλῶς τὴν ἡλικίαν διαβάλλων
ἔφησεν, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ πλεονάζοντος τὴν ἄνοιαν αὐτῶν ἐπι-
δείκνυται. Ἔστι γὰρ καὶ νέους εἶναι συνετοὺς καὶ γεγηρα-
κότας ἀνοίᾳ συζῇν· ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦτο μὲν σπανιάκις
συμβαίνειν εἴωθε, τὸ δὲ πλεονάζον τοὐναντίον ἐστίν, ἐξ
ἐκείνου ἀνοήτους ὠνόμασεν. Ἐπεὶ καὶ Τιμόθεος νέος ἦν,
καὶ μυρίων γεγηρακότων σοφώτερον τὰς Ἐκκλησίας
διώρθωσε· καὶ Σολομῶν ἡνίκα μὲν δωδεκαέτης ἦν, τῷ
Θεῷ διελέγετο καὶ πολλῆς ἀπήλαυε παρρησίας, καὶ ἀνεκη-
ρύττετο καὶ ἐστεφανοῦτο καὶ θέατρον ἀπὸ τῶν βαρβάρων
τῆς ἑαυτοῦ σοφίας ἐκάθιζε καὶ οὐκ ἄνδρες μόνον, ἀλλὰ
ἤδη καὶ γυναῖκες πόρρωθεν ἐπιοῦσαι ταύτην μόνην τῆς
ἀποδημίας τὴν ὑπόθεσιν εἶχον, τὸ μαθεῖν τι καὶ ἀκοῦσαι
παρὰ τῆς ἐκείνου φωνῆς· ἐπειδὴ δὲ εἰς γῆρας ἦλθε,
πολλῷ τῆς ἀρετῆς καθυφῆκε. Καὶ ὁ τούτου δὲ πατὴρ ὁ
μακάριος Δαυῒδ τὴν χαλεπὴν ἁμαρτίαν ἐκείνην οὐχ ἡνίκα
παῖς καὶ μειράκιον ἦν, ἀλλ' ἡνίκα τὴν ἡλικίαν ὑπερέβη
ταύτην, τότε ἥμαρτεν.
784

Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Vidi dominum (homiliae 1-6) Homily 1, sec. 4, line
72

τίς δέ σε τῆς τοιαύτης ἐξαιρήσεται τιμωρίας; Ἀλλὰ


κακῶς, φησί, τὰ τῶν πραγμάτων καὶ τὰ τῆς πολιτείας
διάκεινται καὶ πολὺς ἡμῖν περὶ τούτου ὁ λόγος, πολὺς ὁ
ἀγών. Καὶ τίς ἡ αἰτία; Ἡ τῶν κρατούντων, φησίν,
ἀβουλία. Οὐχ ἡ τῶν κρατούντων ἀβουλία, ἀλλὰ ἡ ἡμῶν  
ἁμαρτία, ἡ τῶν πλημμελημάτων εἴσπραξις. Ἐκείνη τὰ ἄνω
κάτω πεποίηκεν, ἐκείνη πάντα τὰ δεινὰ εἰσήγαγεν, ἐκείνη
τοὺς πολέμους ἐξώπλισεν, ἐκείνη τὴν ἧτταν ἐνήργησεν.
Οὐκ ἄλλοθεν ἡμῖν ὁ τῶν ἀνιαρῶν ἑσμὸς ὑπερεσχέθη, ἀλλ'
ἢ ἐκ ταύτης τῆς αἰτίας. Ὥστε κἂν Ἀβραάμ τις ᾖ ὁ
κρατῶν, κἂν Μωϋσῆς, κἂν Δαυίδ, κἂν Σολομῶν ὁ
σοφώτατος, κἂν ἁπάντων ἁμαρτωλότερος ἀνθρώπων, ἡμῶν
κακῶς διακειμένων, ἀδιάφορον ἔχει τὴν πρὸς τὰ κακὰ
αἰτίαν.
 Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ; Ὅτι εἰ μὲν τῶν παρανομωτάτων
εἴη καὶ τῶν ἀβουλήτως καὶ ἀτάκτως φερομένων, ἡ ἡμῶν
ἀβουλία καὶ ἀταξία τὸν τοιοῦτον ἐκαρποφόρησεν, τὰ
ἡμέτερα ἁμαρτήματα τὴν πληγὴν προεξένησεν. Τὸ γὰρ
κατὰ τὰς καρδίας ἡμῶν λαμβάνειν ἄρχοντας οὐδὲν ἕτερόν
ἐστιν, ἀλλ' ἢ τοῦτο, ὅτι προημαρτηκότες τοιούτου τοῦ
προεστηκότος ἐτύχομεν, κἄν τε τῶν ἱερωμένων ᾖ τις, κἄν

Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Vidi dominum (homiliae 1-6)


Homily 2, sec. 3, line 64

οὐ κεκμηκότων τῶν πλωτήρων, ἀλλ' ἀκμαζόντων,


ἅπτεσθαι χρὴ τῆς ὁδοῦ. Διὰ τοῦτο καὶ λιμένες καὶ νῆσοι
πανταχοῦ τῆς θαλάσσης εἰσὶ πεφυτευμέναι, ἵνα καὶ
κυβερνήτης καὶ ναύτης διαναπαύηται, ὁ μὲν τὴν κώπην
ἀποτιθέμενος, ὁ δὲ τῶν οἰάκων ἐξανιστάμενος· διὰ τοῦτο
καὶ πανδοχεῖα καὶ καταγώγια πανταχοῦ τῶν ὁδῶν ἐπι-
νενόηται, ἵνα καὶ ὑποζύγια καὶ ὁδοιπόροι τῶν πόνων
λήγωσιν. Διὰ τοῦτο καὶ τῷ λόγῳ τῆς διδασκαλίας καιρὸς
σιωπῆς ὥρισται, ἵνα μήτε ἑαυτοὺς κατατρίβωμεν τῷ πλήθει
τῶν λεγομένων, μήτε ὑμᾶς ἀποκναίωμεν. Καὶ τούτους οἶδε
τοὺς καιροὺς καὶ Σολομῶν, οὕτω λέγων· «Καιρὸς τοῦ
σιγῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ λαλῆσαι.»
 Γενέσθω οὖν ἡμῖν καιρὸς τοῦ σιγῆσαι, ἵνα γένηται
καιρὸς τῷ διδασκάλῳ τοῦ λαλῆσαι. Τὰ μὲν γὰρ ἡμέτερα
ἔοικεν οἴνῳ προσφάτως τῶν ὑποληνίων ἐξαντληθέντι, τὰ
δὲ τούτου προσέοικεν οἴνῳ πεπαλαιωμένῳ καὶ γεγηρακότι,
πολλὴν παρέχοντι καὶ τὴν ὠφέλειαν καὶ τὴν ἰσχὺν τοῖς
δεχομένοις· καὶ τὸ τοῦ εὐαγγελίου ἐκεῖνο γέγονε
σήμερον· μετὰ τὸν ἐλάττονα γὰρ οἶνον ὁ βελτίων
785

εἰσκομίζεται. Καὶ καθάπερ ἐκεῖνον οὐκ ἄμπελος ἔτεκε


τότε, ἀλλ' ἡ δύναμις ἐποίησε τοῦ Χριστοῦ, οὕτω καὶ  

Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Vidi dominum (homiliae 1-6)


Homily 3, sec. 1, line 59

διὰ τῶν ῥημάτων τούτων, φησίν, ἀποκλείετε τὰς θύρας


αὐτῷ. Καὶ οὐκ εἶπεν· Ὅταν πάντα ποιήσητε, ἀχρεῖοί ἐστε,
ἀλλ'· «Ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἀχρεῖοί ἐσμεν.» Εἰπέ, μὴ
φοβηθῇς, οὐ γὰρ ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς σῆς φέρω τὴν
ψῆφον ἐγώ. Ἂν γὰρ σὺ σαυτὸν εἴπῃς ἀχρεῖον, ἐγώ σε ὡς
χρήσιμον στεφανῶ. Οὕτω καὶ ἀλλαχοῦ φησιν· «Λέγε σὺ
τὰς ἀνομίας σου πρῶτος, ἵνα δικαιωθῇς.» Ἐπὶ μὲν γὰρ
τῶν ἔξωθεν δικαστηρίων μετὰ τὴν κατηγορίαν τοῦ
ἁμαρτάνοντος θάνατος· ἐπὶ δὲ τοῦ θείου δικαστηρίου μετὰ
τὴν κατηγορίαν τῶν ἁμαρτημάτων στέφανος. Διὸ καὶ ὁ
Σολομῶν ἔλεγε· «Μὴ δικαίου σεαυτὸν ἐνώπιον Κυρίου.»
 Ἀλλ' οὐδενὸς τούτων ἤκουσεν ὁ Ὀζίας, ἀλλ'
ἐπεισῆλθεν εἰς τὸν ναὸν καὶ θυμιᾶν ἐβούλετο καὶ τοῦ
ἱερέως κωλύοντος οὐκ ἠνείχετο. Τί οὖν ὁ Θεός;
Ἐπαφῆκεν αὐτῷ λέπραν κατὰ τοῦ μετώπου, τὴν
ἀναίσχυντον κολάζων ὄψιν καὶ παιδεύων αὐτὸν ὅτι θεῖόν
ἐστι τὸ δικαστήριον καὶ οὐ πρὸς ἀνθρώπους ὁ πόλεμος
ἦν. Καὶ τὰ μὲν κατὰ τὸν Ὀζίαν ταῦτα. Φέρε δὴ οὖν
ἄνωθεν τὴν ἱστορίαν αὐτὴν ἐπέλθωμεν. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ
αὐτὸς προλαβὼν ἐν βραχεῖ διηγησάμην ὑμῖν τὰ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Vidi dominum (homiliae 1-6)


Homily 3, sec. 3, line 13

ἅπαν πτῶμα ἴσον ἡμῖν ἐργάζεται τὸ τραῦμα, ἀλλὰ τῶν


ἁμαρτημάτων τὰ μὲν ὑπὸ κατάγνωσιν κεῖται μόνον, τὰ δὲ  
χαλεπωτάτην δέχεται τιμωρίαν. Τοῖς γοῦν οὐκ ἀναμένουσι
τοὺς ἀδελφοὺς ἐν τοῖς κοινοῖς δείπνοις ὁ Παῦλος
ἐπιτιμῶν, οὕτως ἔλεγεν· «Τοῦτο δὲ παραγγέλλων οὐκ
ἐπαινῶ.» Ὁρᾷς μέχρι καταγνώσεως ἱστάμενον τὸ ἁμάρ-
τημα καὶ ψόγον ἔχον τὸ ἐπιτίμιον. Ἀλλ' οὐχ, ὅταν περὶ
πορνείας διαλέγηται, οὕτω ποιεῖ. Ἀλλὰ πῶς; «Εἴ τις τὸν
ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός.» Ἐνταῦθα
γὰρ οὐκ ἔστι ψόγος, οὐδὲ κατάγνωσις, ἀλλ' ἡ χαλεπω-
τάτη τιμωρία. Οἶδε καὶ ὁ Σολομῶν ἁμαρτημάτων
διαφοράς· τὴν γοῦν κλοπὴν τῇ μοιχείᾳ συγκρίνων, οὑτωσί
πώς φησιν· «Οὐ θαυμαστόν, ἐὰν ἁλῷ τις κλέπτων·
κλέπτει γάρ, ἵνα ἐμπλήσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ πεινῶσαν· ὁ
δὲ μοιχὸς δι' ἔνδειαν φρενῶν ἀπώλειαν τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ
περιποιεῖται.» Ἁμάρτημα καὶ τοῦτο κἀκεῖνο, φησίν, ἀλλὰ
786

τὸ μὲν ἔλαττον, τὸ δὲ μεῖζον· ὁ μὲν γὰρ ἔχει τὴν ἀπὸ τῆς


πενίας πρόφασιν, οὗτος δὲ πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται.
Ἀλλὰ καὶ οὗτος ἔχει, φησί, τὴν ἀπὸ τῆς φυσικῆς
ἐπιθυμίας ἀνάγκην. Ἀλλ' οὐκ ἀφίησιν ἡ κληρωθεῖσα

Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Vidi dominum (homiliae 1-6)


Homily 3, sec. 4, line 13

λευσεν ὁ πονηρὸς δαίμων ἐκεῖνος. Ὥσπερ γὰρ τοῖς


ἀγαθοῖς ἔθος ταῦτα τοῖς πλησίον παραινεῖν, δι' ὧν αὐτοὶ
γεγόνασιν ἀγαθοί, οὕτω καὶ τοῖς πονηροῖς ἔθος τοιαῦτα
εἰσηγεῖσθαι τοῖς πλησίον, δι' ὧν αὐτοὶ γεγόνασι φαῦλοι.
Ἓν γὰρ καὶ τοῦτο τῆς πονηρίας αὐτῶν εἶδός ἐστιν καὶ
παραμυθίαν ἡγοῦνται τῆς οἰκείας κολάσεως τὴν ἑτέρων
ἀπώλειαν. Τί οὖν διάβολος συνεβούλευσε τῷ Ἀδάμ;
Μείζονα τῆς οἰκείας φύσεως λαβεῖν ἔννοιαν καὶ ἰσοθεΐαν
ἐλπίσαι. Εἰ γὰρ ἐμὲ τοῦ οὐρανοῦ τοῦτο, φησίν, ἐξέβαλεν,
πολλῷ μᾶλλον τοῦτον τοῦ παραδείσου τὸ αὐτὸ τοῦτο
ἐκβαλεῖ. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Σολομῶν ἔλεγεν· «Ὁ Θεὸς
ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται.» Οὐκ εἶπεν ὅτι ὁ Θεὸς
ὑπερηφάνους ἀφίησιν καὶ ἐγκαταλιμπάνει καὶ τῆς οἰκείας
βοηθείας γυμνοῖ, ἀλλ' «Ἀντιτάσσεται», φησίν, οὐχ ὅτι
παρατάξεως αὐτῷ καὶ μάχης ἔδει πρὸς τὸν ὑπερήφανον·
τί γὰρ ὑπερηφάνου γένοιτ' ἂν ἀσθενέστερον; Ὥσπερ γὰρ
ὁ τὰς ὄψεις ἀπολέσας ἅπασι πρόκειται πρὸς τὸ κακῶς
παθεῖν, οὕτως ὁ ὑπερήφανος, ὁ μὴ εἰδὼς τὸν Κύριον –  
»ἀρχὴ γάρ, φησίν, ὑπερηφανίας, τὸ μὴ εἰδέναι τὸν Κύ-
ριον» – , καὶ ἀνθρώποις εὐάλωτός ἐστιν, τοῦ φωτὸς
ἐκπεσὼν ἐκείνου

Gregorius Thaumaturgus Scr. Eccl., Metaphrasis in Ecclesiasten Salamonis


P. 988, line 11t

ναοῦ ἱστάμενος, μετὰ τῶν κατηχου-


μένων ἐξέρχηται. Ἡ σύστασις, ἵνα
συνίσταται τοῖς πιστοῖς καὶ μὴ
ἐξέρχηται, μετὰ τῶν κατηχουμένων.
Τελευταῖον δὲ ἡ μέθεξις τῶν ἁ-
γιασμάτων.  

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ


ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΝ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ.
ΚΕΦΑΛ. Αʹ.

 Τάδε λέγει Σαλομὼν, ὁ τοῦ Δαβὶδ βασιλέως καὶ


προφήτου παῖς ἁπάσῃ τῇ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, παρὰ  
πάντας ἀνθρώπους βασιλεὺς ἐντιμότατος, καὶ προ-
φήτης σοφώτατος. Ὡς κενὰ καὶ ἀνόνητα τὰ τῶν
787

ἀνθρώπων πράγματά τε καὶ σπουδάσματα, ὅσα ἀν-


θρώπινα. Οὐδὲ γὰρ ἔχει τις εἰπεῖν ὄφελός τι τούτοις
προσηρτημένον, ἅπερ ἄνθρωποι περὶ γῆν ἕρπον-
τες, καὶ σώμασι καὶ ψυχαῖς ἐκτελέσαι σπεύ-
δουσι, τῶν μὲν προσκαίρων ἡττημένοι, ἀνωτέρω δὲ

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Matthaeum (in catenis) Fragment 125, line 10

Mt 24, 27 – 28
 Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ νεκρῷ ζῴῳ οἱ ἀετοὶ καταρράσσουσιν, ἵνα τραφῶσιν,
οὕτω καὶ τοῦ Χριστοῦ ὀφθέντος συνενεχθήσονται αὐτῷ οἱ ἅγιοι· οὐ γὰρ
ὥσπερ ἐπὶ τῇ πρώτῃ παρουσίᾳ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἐποιεῖτο τὴν μετά-  
βασιν διὰ τὴν σάρκα, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς δευτέρας ἔσται, ἀλλ' «ἐν ῥιπῇ
ὀφθαλμοῦ» πᾶσι κατάδηλος ἔσται ἡ παρουσία αὐτοῦ, ὡς ἀστραπὴ μὴ
δεομένη τοῦ μηνύοντος. καὶ εὐθέως πρὸς αὐτὸν συνάγονται πάντες οἱ
ἅγιοι πτεροφυήσαντες ὡς ἀετοί· ὅπου γὰρ τὸ κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ
πάθους πτῶμα πεσόντος Ἰησοῦ, ἵνα τοὺς πεσόντας στήσῃ, συνα-
χθήσονται οὐχ οἱ τυχόντες, ἀλλ' οἱ πτεροφυοῦντες μαθηταὶ καὶ κατὰ
τὸν Σολομῶνα κατασκευάσαντες πτέρυγας.
Mt 24, 27 – 28
 Καθ' ὁμοίωσίν τινα καὶ παραβολὴν εἴρηται καὶ παράδειγμα· ὥσπερ
γάρ, ὅταν πτῶμα καὶ σῶμα νεκρὸν εὑρεθείη παρακείμενον, ἀπὸ τῶν ὑψηλο-
τάτων τόπων δι' ἀέρος φερόμενοι καὶ ἀετοὶ καὶ ἄλλοι σαρκοφάγοι
ὀρνίθων ἐκ τοῦ ἀφανοῦς ἀδοκήτως ὑφίστανται τραφησόμενοι, τὸν αὐτὸν
τρόπον, φησίν, ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· φαινο-
μένου γὰρ αὐτοῦ πάλιν ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ τὴν δευτέραν καὶ ἔνδοξον παρου-
σίαν ἐπὶ τῷ κρῖναι τὴν οἰκουμένην καὶ ἀγγέλων τάγματα δορυφοροῦντα
φανήσεται καὶ πάντες οἱ ἅγιοι διαναστάντες «ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ»
κατὰ τὴν σάλπιγγα τὴν ἐσχάτην, ὥς φησιν ὁ ἀπόστολος,

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 70, line 3

συγγενείας.

Ps 44,12a

 Ἡ τῶν πονηρῶν ἀπόστασις ἐθνῶν καλὴν ἀποδείκνυσι τὴν νύμφην καὶ


ἐπιθυμητὴν τῷ βασιλεῖ. τοῦτο γὰρ ἡμῶν τὸ καλὸν καὶ τούτῳ καλλωπιζόμεθα
καὶ τούτῳ πρὸς θεὸν οἰκειούμεθα, καὶ οὕτω σφόδρα θεῷ περισπούδαστοι
γενόμεθα ὡς κατ' ἐπιθυμίαν αὐτοῦ λέγειν, ὁποῖα ἂν ἐρῶν τις περὶ τοῦ κάλλους
λέγοι τῶν ἐρωμένων.

Ps 44,15

 Ἡ μὲν νύμφη πλησίον τοῦ βασιλέως, παρθένοι δὲ ταύτης πλησίον καὶ


788

ταύτης ἀκόλουθοι καὶ διὰ ταύτης οἰκειούμεναι τῷ βασιλεῖ καὶ ὡς ἐπὶ νύμφης
ἄβραι συνακολουθοῦσαι νεάνιδες. ταύτῃ κατὰ τὸ Σολομώντειον ᾄσμα καὶ
προσφυέστατα εἶεν ἂν αἱ Ἰουδαίων συναγωγαί, δεύτεραι οὖσαι καὶ ἑπόμεναι
κατὰ τὸ Ἔσονται οἱ πρῶτοι ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι πρῶτοι, καὶ τὸ Ὁ
προσήλυτος ἐν σοὶ ἔσται εἰς κεφαλήν, καὶ σὺ ἔσῃ εἰς οὐράν. ὅτι δὴ οἱ τὸ
παλαιὸν ἐπήλυδες νόμου γενόμενοι πρὸς τὸ οἰκειοῦσθαι θεῷ νῦν αὐτοὶ τῆς
πρὸς θεὸν συνόδου κατάρχουσιν, δῆλον δὲ τοῦτο ἔτι ἐκ τῶν ἐπιφερομένων.  

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 95a, line 8

Ps 70,9

 Ἐπείπερ ἐν τῷ νέῳ τῆς ἡλικίας καιρῷ τὴν σὴν βοήθειαν, οὐ τὴν


σώματος ῥώμην, ἰσχὺν ὑπέλαβον, διὰ τοῦτό μοι καὶ ληγούσης τῆς νεότητος
ἡ ἰσχὺς αὕτη παραμεινάτω καὶ παρελθούσης παντάπασι τῆς ἀνθρωπίνης
ἰσχύος τὸ παρὰ σοὶ δυνατὸν παρέστω, οἷόν τι τῷ Δαυὶδ ὑπῆρξεν αὐτῷ κατὰ
τὸ γῆρας. νέῳ μὲν γὰρ ὁ υἱὸς ἐπανέστη, πρεσβύτῃ δὲ οὐδείς· ἀλλ' ἐψυγμένος
τε ἤδη ὑπὸ τοῦ γήρως καὶ ἄπρακτος ἐπ' εὐνῆς κείμενος ἦρχε τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ ἐπέταττε τῷ ἔθνει.
 [... ἦρχε τοῦ Ἰσραὴλ καὶ καθίστη διάδοχον Σολομῶνα τὸν παρὰ γνώμην
αὐτοῦ πειραθέντα βασιλεύειν ἐκβαλὼν Ἀδωνίαν.]  

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 101a, line 1

ὡς ἀνθρώπου πρὸς τὸν πατέρα λεγόμενα, προσήκει καὶ πρὸς αὐτὸν λέγεσθαι
παρὰ ἀνθρώπων ὡς πρὸς υἱόν τε καὶ εἰκόνα θεοῦ· πρωτότοκος γάρ ἐστιν ἐκ
νεκρῶν ἀνθρώπου τρόπῳ κατελθών, ἀνελθὼν δὲ δυνάμει θεοῦ αὐτουργὸς ὢν
τῆς ἀνόδου, ὡς λέγει πρὸς Ἰουδαίους, ἐν ᾧ τὸ τῆς θεότητος ἐξαίρετον
δείκνυται.

Ps 71,1.2

 Ἡ Χριστοῦ δόξα μετὰ τὸ πάθος ὑμνεῖται. τύπος δὲ ὁ Σολομὼν καὶ ἡ τῆς


ἐκείνου βασιλείας εἰρήνη καὶ ἡ τοῦ δικαίου προστασία καὶ τὸ τῆς σοφίας
ἔνδοξον καὶ ἡ παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμή, ὑπὲρ δὲ τὸν τύπον τὸ μέχρι
συντελείας διαμένειν τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως καὶ τὴν εἰρήνην αὐτοῦ καὶ τὸν
καρπὸν αὐτοῦ διαφανέστατον γίνεσθαι. ταῦτα γὰρ οὐδαμῶς ἥρμοσε Σολομῶνι  
τῷ βραχὺν μὲν διαγενομένῳ χρόνον, ἐσχηκότι δὲ καὶ τοὺς ἐναντιουμένους,
καρπὸν δὲ οὐδένα ἐξ αὐτοῦ καταλιπόντι ἀλλ' ἕνα παῖδα καὶ τοῦτον οὐ
διαφυλάξαντα τὴν παραδοθεῖσαν αὐτῷ βασιλείαν· Χριστοῦ δὲ τὸ διενεκὲς καὶ
ἀσάλευτον κράτος καὶ καρπὸς ἐπιφανέστατος οἱ πιστεύσαντες· τελεώτερα δ'
ἐν αὐτῷ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ τυπικῶς ἐπὶ τοῦ Σολομῶνος πεφθακότα γενέσθαι ἃ
789

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 101a, line 5

Ps 71,1.2

 Ἡ Χριστοῦ δόξα μετὰ τὸ πάθος ὑμνεῖται. τύπος δὲ ὁ Σολομὼν καὶ ἡ τῆς


ἐκείνου βασιλείας εἰρήνη καὶ ἡ τοῦ δικαίου προστασία καὶ τὸ τῆς σοφίας
ἔνδοξον καὶ ἡ παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμή, ὑπὲρ δὲ τὸν τύπον τὸ μέχρι
συντελείας διαμένειν τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως καὶ τὴν εἰρήνην αὐτοῦ καὶ τὸν
καρπὸν αὐτοῦ διαφανέστατον γίνεσθαι. ταῦτα γὰρ οὐδαμῶς ἥρμοσε Σολομῶνι  
τῷ βραχὺν μὲν διαγενομένῳ χρόνον, ἐσχηκότι δὲ καὶ τοὺς ἐναντιουμένους,
καρπὸν δὲ οὐδένα ἐξ αὐτοῦ καταλιπόντι ἀλλ' ἕνα παῖδα καὶ τοῦτον οὐ
διαφυλάξαντα τὴν παραδοθεῖσαν αὐτῷ βασιλείαν· Χριστοῦ δὲ τὸ διενεκὲς καὶ
ἀσάλευτον κράτος καὶ καρπὸς ἐπιφανέστατος οἱ πιστεύσαντες· τελεώτερα δ'
ἐν αὐτῷ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ τυπικῶς ἐπὶ τοῦ Σολομῶνος πεφθακότα γενέσθαι ἃ
καθ' ἕκαστον ἐπιὼν ὁ λόγος ἐξηγήσεται.
 Ὁ θεός, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δὸς καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ
βασιλέως κρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τὸν πτωχόν σου ἐν κρίσει.
 Καὶ βασιλεύς ἐστι καὶ υἱὸς βασιλέως τοῦ Δαυὶδ ὁ δεσπότης Χριστὸς κατὰ

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis)


Fragment 101a, line 10

 Ἡ Χριστοῦ δόξα μετὰ τὸ πάθος ὑμνεῖται. τύπος δὲ ὁ Σολομὼν καὶ ἡ τῆς


ἐκείνου βασιλείας εἰρήνη καὶ ἡ τοῦ δικαίου προστασία καὶ τὸ τῆς σοφίας
ἔνδοξον καὶ ἡ παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμή, ὑπὲρ δὲ τὸν τύπον τὸ μέχρι
συντελείας διαμένειν τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως καὶ τὴν εἰρήνην αὐτοῦ καὶ τὸν
καρπὸν αὐτοῦ διαφανέστατον γίνεσθαι. ταῦτα γὰρ οὐδαμῶς ἥρμοσε Σολομῶνι  
τῷ βραχὺν μὲν διαγενομένῳ χρόνον, ἐσχηκότι δὲ καὶ τοὺς ἐναντιουμένους,
καρπὸν δὲ οὐδένα ἐξ αὐτοῦ καταλιπόντι ἀλλ' ἕνα παῖδα καὶ τοῦτον οὐ
διαφυλάξαντα τὴν παραδοθεῖσαν αὐτῷ βασιλείαν· Χριστοῦ δὲ τὸ διενεκὲς καὶ
ἀσάλευτον κράτος καὶ καρπὸς ἐπιφανέστατος οἱ πιστεύσαντες· τελεώτερα δ'
ἐν αὐτῷ καὶ τὰ λοιπὰ τὰ τυπικῶς ἐπὶ τοῦ Σολομῶνος πεφθακότα γενέσθαι ἃ
καθ' ἕκαστον ἐπιὼν ὁ λόγος ἐξηγήσεται.
 Ὁ θεός, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δὸς καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ
βασιλέως κρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τὸν πτωχόν σου ἐν κρίσει.
 Καὶ βασιλεύς ἐστι καὶ υἱὸς βασιλέως τοῦ Δαυὶδ ὁ δεσπότης Χριστὸς κατὰ
τὴν σάρκα καὶ διὰ τοῦτο ἐκ γένους ἀναστὰς τοῦ βασιλικοῦ, ἵνα τὴν πατρῴαν
κατορθώσειε βασιλείαν κατὰ τὴν Ἡσαΐου προφητείαν καὶ θείαν αὐτὴν ἀντ'
ἀνθρωπίνης ποιήσειεν καὶ, ὅπερ οὐκ ἦν ἐν ἀνθρωπίνῃ βασιλείᾳ, τὸ τῆς
δικαιοσύνης ἀκριβὲς ἐφαρμόσειε τοῖς ὑπηκόοις καὶ τοῖς ἀδικουμένοις ἀποδοίη
τὸ μὴ ἀδικεῖσθαι· οὐδὲ γὰρ ἐπ' αὐτοῦ τοῦτο ἐφυλάχθη τοῦ Δαυίδ· εἰ καὶ τὰ
μάλιστα δίκαιος καὶ ἀρέσκων θεῷ παρὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ αὐτουργὸς
790

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 101a, line 21

καθ' ἕκαστον ἐπιὼν ὁ λόγος ἐξηγήσεται.


 Ὁ θεός, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δὸς καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ
βασιλέως κρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τὸν πτωχόν σου ἐν κρίσει.
 Καὶ βασιλεύς ἐστι καὶ υἱὸς βασιλέως τοῦ Δαυὶδ ὁ δεσπότης Χριστὸς κατὰ
τὴν σάρκα καὶ διὰ τοῦτο ἐκ γένους ἀναστὰς τοῦ βασιλικοῦ, ἵνα τὴν πατρῴαν
κατορθώσειε βασιλείαν κατὰ τὴν Ἡσαΐου προφητείαν καὶ θείαν αὐτὴν ἀντ'
ἀνθρωπίνης ποιήσειεν καὶ, ὅπερ οὐκ ἦν ἐν ἀνθρωπίνῃ βασιλείᾳ, τὸ τῆς
δικαιοσύνης ἀκριβὲς ἐφαρμόσειε τοῖς ὑπηκόοις καὶ τοῖς ἀδικουμένοις ἀποδοίη
τὸ μὴ ἀδικεῖσθαι· οὐδὲ γὰρ ἐπ' αὐτοῦ τοῦτο ἐφυλάχθη τοῦ Δαυίδ· εἰ καὶ τὰ
μάλιστα δίκαιος καὶ ἀρέσκων θεῷ παρὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ αὐτουργὸς
ἀδικίας ἐγένετο τῆς πρὸς τὸν Οὐρίαν. τὸ γὰρ τοῦ Σολομῶνος καὶ μείζων
ἀδικίας ἣν εἰς ἀσέβειαν τεῖνον ἡ τῶν εἰδώλων κατασκευή· ἀλλ' οὕτως ἐστὶν
ὁ καὶ διὰ Ἡσαΐου καὶ διὰ Ἱερεμίου προειρημένος βασιλεὺς δίκαιος καθήμενος
ἐπὶ θρόνου μετ' ἐλέους κατορθουμένου, κρίνων καὶ ζητῶν κρίμα καὶ σπεύδων
δικαιοσύνην ὡς ὁ Ἡσαΐας φησίν, συνιεῖς δὲ καὶ ποιῶν κρίμα καὶ δικαιοσύνην
ὡς ὁ Ἱερεμίας λέγει.

Ps 71,5

 Ὁ δὲ Σύμμαχος ἐξέδωκε Καὶ φοβηθήσονται αὐτὸν ἐφ' ὅσον ὁ ἥλιος·


σύμφωνον τῷ πρὸς τὴν ἁγίαν παρθένον ὑπὸ τοῦ Γαβριὴλ Καὶ δώσει αὐτῷ
κύριος τὸν θρόνον Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ
εἰς τοὺς αἰῶνας.  

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 124, line 3

λέγεται καὶ οὐχὶ μέρος ἐλάχιστον αὐτοῦ τῆς ἡμέρας ἐκ δύσεως ἀνατρέχειν·
καὶ Ὁ στήσας φησὶν οὐρανόν (οὐχ ὁ κύκλῳ περιάγων αὐτόν) καὶ διατείνας
αὐτὸν ὡς σκηνὴν κατοικεῖν (οὐχ ὡς κύκλον περιελίττεσθαι)· καὶ Ἀπ' ἄκρου
θεμελίου οὐρανοῦ φησιν Ἡσαΐας ἔρχεσθαι τοὺς ἐκ γῆς πόρρωθεν ἐρχομένους,
ὥστε τεθεμελιωμένου τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἑστῶτος ἀλλ' οὐχὶ κύκλῳ περιθέοντος.
ἀλλὰ ταῦτα μὲν βραχείας ὑπομνήσεως χάριν πρὸς τὸ μὴ ἐκφέρεσθαι ἡμᾶς
πρὸς τὰ Ἑλλήνων πλάσματα τῶν θείων ἀμελοῦντας γραφῶν.

Ps 76,20.21

 Τὴν θείαν ὁδὸν λέγει μηδὲν ἴχνος ἔχειν θεωρητὸν ὥσπερ τὴν ἀνθρωπίνην·
διὸ καὶ πορείαν αὐτὴν εἶπεν Ἐν θαλάσσῃ καὶ ὕδασιν, ἐπεὶ μηδὲ τρίβους νηὸς
ποντοπορούσης ὁ Σολομὼν ἐπιγινώσκεσθαι λέγει ὥστε παραβολικὸν τὸ
λεγόμενον. καὶ οὐκέτι πορεία τις θεῷ μεταβατική· οὐδὲ γὰρ διὰ θαλάσσης
ἐβάδιζον οἱ Ἑβραῖοι, ἵνα καὶ διὰ ταύτης αὐτοῖς καθηγήσαιτο, ἀλλὰ βραχὺ μὲν
αὐτοῖς τὸ τῆς ἐρυθρᾶς ἐγένετο κατὰ τὴν πορείαν, πολὺ δὲ καὶ πολυχρόνιον τὸ
791

διὰ γῆς.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 163, line 9

Ps 95,6

 Γινωσκέσθω θεὸς ὃν ἡμεῖς σέβομεν, ὁ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν δόξαν ἔχων
ὑπερουράνιον, ᾧ καλλονὴ πάρεστιν, ᾧ δύναμις καὶ σεμνότης ἐν ἀπορρήτῳ·
κατὰ τὴν ἀσώματον δηλαδὴ καὶ θείαν ὑπεροχήν, ἐπεὶ τά γε σωματικὰ ναῶν
μεγέθη καὶ κάλλη τεχνικαῖς ἀκριβείαις καὶ πλούτου πολυτελείαις ἐπιτετή-
δευται καὶ τοῖς ἔθνεσι περὶ δαίμονας. ἐν Ἰσραὴλ δέ, εἰ καὶ ταῦτα προσῆν,
κατὰ τύπον τῶν ἀοράτων ἀπ' ἀρχῆς ἐγεγόνει καὶ διὰ Μωσέως εἴρηται καὶ
τοῖς ἀοράτοις παραχωρεῖ, μάλιστα μὲν νῦν ἐπὶ τοῦ παρόντος εὐαγγελισμοῦ
ὅτε ἡ πνευματικὴ ζητεῖται καὶ θεωρεῖται σεμνότης, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸ
παλαιὸν παρά γε τοῖς συνετοῖς ὡς καὶ παρὰ τῷ Σολομῶνι μέγιστον μὲν καὶ
πολυτελέστατον ὡς ἂν μεγίστῳ ὄντι τῷ θεῷ φήσαντι ναὸν οἰκοδομεῖν, λέγοντι
δὲ ὅτι τὴν θεοῦ δόξαν οὐδὲ ὁ οὐρανὸς χωρεῖν δύναται.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 215, line 4

Ps 118,10

 Ἀκύλας φησὶ Μὴ ἀγνοηματίσῃς με [πρὸς ὅπερ ἐροῦμεν]. ἐπιθυμίᾳ τῇ περὶ


τὸν νόμον χρώμενος δέδοικε τὴν ἀσυνεσίαν ἣ πολλοῖς τὴν σπουδὴν εἰς
τοὐναντίον περιίστησιν. καὶ ἐν οἷς δοκοῦσι κατορθοῦν, ἐσφάλησαν κατὰ τὸ
λεγόμενον παρὰ Σολομῶνι Ἔστιν ὁδὸς ἣ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθῆ εἶναι,
τὰ δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ᾅδου.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis)


Fragment 255, line 2

τὴν πάντων ὁ Δανιὴλ προφητεύει, οὐ μόνον ἀρχικήν τινος οὐδὲ ἑνὸς τὴν
ἀρχὴν ἀλλὰ κοινὴν ὑπὲρ τῶν ἀρίστων καὶ θεοσεβεστάτων, δι' ὧν ἡ βασιλεία
Δαυὶδ ἀνορθοῦται χάριτι τοῦ Χριστοῦ ὃς τοῖς δώδεκα ἔδωκεν ἀποστόλοις τὸ
ἐπὶ δώδεκα θρόνοις καθεζομένους κρίνειν τὸν Ἰσραήλ.  

Ps 124,3

 Ἀλλ' οὔτε πονηροῖς δαίμοσιν ἐάσει διαφθείρεσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ὑπηκόους,


ἀλλ' ὀλίγον πονήσαντας ὑπὸ τούτων τοὺς ἀγαθοὺς ἐλευθερώσει δουλείας
βλαβερᾶς οὐ τολμώσης ἐπελθεῖν τοῖς ὑπὸ θεοῦ ἀρχομένοις.

Ps 126,1.2
792

 Σαλομῶν ἐπιγράφεται τῷ ᾄσματι, διότι τὸν ναὸν ᾠκοδόμησε. σημαίνει δὲ


τὸν ἀληθῆ Σολόμωνα κύριον ἡμῶν, αἴτιον τῆς ἀληθινῆς καὶ εἰρηνικῆς
οἰκοδομίας. διὸ καὶ θεοποίητος ἡ οἰκοδομία αὕτη δηλοῦται καὶ ἡ φυλακὴ
βέβαιος ἐν τῷ φυλάττεσθαι κατὰ θεόν· καὶ τοῦτο εἰκότως ὅτι διέπεσον εἰς
μάταιον αἱ δι' ἀνθρώπων οἰκοδομίαι καὶ φρουραὶ καὶ ἀγρυπνίαι φρουρούντων
ἐν νυκτὶ καὶ τὸ δι' ἡμέρας ἐπιμελὲς καὶ ἐπίπονον. διὸ καὶ προεισῆλθε τὰ
ἀνθρώπεια τοιαῦτα ὄντα, ἵνα ἐπιγνωσθείη τὰ θεῖα μόνα δὴ τὸ βέβαιον καὶ
ἀμετάστατον ἔχοντα, ὥσπερ καὶ δικαιοσύνη προσῆλθε διὰ νόμου, ἵν' ἡ θεοῦ
δικαιοσύνη μετ' αὐτὸν ὀφθείη τὸ γνήσιον καὶ τὸ μόνον ἀληθινὸν ἔχουσα καὶ
ζωή γε ἀληθὴς μετὰ τὴν ἐν σκιᾷ καὶ ἐν εἰκόνι.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 260, line 1

Ps 131,6

 Οὐ προεννοήσαντι τῷ Δαυὶδ ἐκ τοῦ πράγματος αὐτοῦ καταφανὴς ὁ τόπος


ἐγένετο. διὸ καὶ Ἠκούσαμεν καὶ εὕρομεν λέγει, ὅτι πρόσταγμα θεοῦ τὴν
ἅλωνα ὑπέδειξε τὴν Ὀρνᾶ ἐφ' ἧς τὸ θυσιαστήριον ᾠκοδόμησε πρὸς ἀποτροπὴν
τοῦ φθείροντος θανάτου τὴν Ἑβραίων γενεάν. ὑπεραγαπήσας τε τὴν εὕρεσιν
ὡς ἂν τὸ πάλαι ποθούμενον ἐγνωκώς, χαίρει τῷ πράγματι καὶ τὴν ἐνταῦθα
προσκύνησιν ἀγαπᾷ. ἔνθα δὴ καὶ θεοῦ φησιν ἐπιδημίαν γενέσθαι, διότι καὶ
ἐκφανὴς ἡ θεοῦ δόξα διὰ τῆς τοῦ ἀγγέλου παρουσίας ἐγένετο.  

Ps 131,8

 Ὁμοίως, φησί, τὸν καιρὸν προλέγει τὸν ἐπὶ Σολόμωνος· ἐν ᾧ μετάγεται


ἡ κιβωτὸς ἀπὸ τῆς σκηνῆς καὶ εἰς τὸν ναὸν ἵδρυται, θεία τε ἐπεφαίνετο δόξα
καὶ νεφέλης ἐμπίπλα τὸν οἶκον.

Ps 131,9

 Ταῦτα, φησίν, ὁρῶμεν ἐπὶ Σολόμωνος γεγενῆσθαι κατὰ τοὺς Δαυὶδ λόγους.

Ps 131,10

 Πρὸς γὰρ Δαυὶδ τὸ εὐμενές. εἰ καὶ εἰς τοὺς μετ' αὐτὸν ἡ εὐεργεσία ὥσπερ
καὶ ἄντικρυς λέγεται πρὸς τὸν Σολόμωνα διὰ τὸν Δαυὶδ μὴ ἀποπεσεῖσθαι
πάντῃ τῆς βασιλείας αὐτόν, καὶ δὴ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους διαβέβηκεν ἦ διὰ
τὸν Δαυὶδ φειδώ, ὥσπερ καὶ πρὸς τὸν Ἐζεκίαν λέγεται Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς
πόλεως ταύτης διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου.
793

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 261, line 1

ἅλωνα ὑπέδειξε τὴν Ὀρνᾶ ἐφ' ἧς τὸ θυσιαστήριον ᾠκοδόμησε πρὸς ἀποτροπὴν


τοῦ φθείροντος θανάτου τὴν Ἑβραίων γενεάν. ὑπεραγαπήσας τε τὴν εὕρεσιν
ὡς ἂν τὸ πάλαι ποθούμενον ἐγνωκώς, χαίρει τῷ πράγματι καὶ τὴν ἐνταῦθα
προσκύνησιν ἀγαπᾷ. ἔνθα δὴ καὶ θεοῦ φησιν ἐπιδημίαν γενέσθαι, διότι καὶ
ἐκφανὴς ἡ θεοῦ δόξα διὰ τῆς τοῦ ἀγγέλου παρουσίας ἐγένετο.  

Ps 131,8

 Ὁμοίως, φησί, τὸν καιρὸν προλέγει τὸν ἐπὶ Σολόμωνος· ἐν ᾧ μετάγεται


ἡ κιβωτὸς ἀπὸ τῆς σκηνῆς καὶ εἰς τὸν ναὸν ἵδρυται, θεία τε ἐπεφαίνετο δόξα
καὶ νεφέλης ἐμπίπλα τὸν οἶκον.

Ps 131,9

 Ταῦτα, φησίν, ὁρῶμεν ἐπὶ Σολόμωνος γεγενῆσθαι κατὰ τοὺς Δαυὶδ λόγους.

Ps 131,10

 Πρὸς γὰρ Δαυὶδ τὸ εὐμενές. εἰ καὶ εἰς τοὺς μετ' αὐτὸν ἡ εὐεργεσία ὥσπερ
καὶ ἄντικρυς λέγεται πρὸς τὸν Σολόμωνα διὰ τὸν Δαυὶδ μὴ ἀποπεσεῖσθαι
πάντῃ τῆς βασιλείας αὐτόν, καὶ δὴ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους διαβέβηκεν ἦ διὰ
τὸν Δαυὶδ φειδώ, ὥσπερ καὶ πρὸς τὸν Ἐζεκίαν λέγεται Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς
πόλεως ταύτης διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 262, line 2

Ps 131,8

 Ὁμοίως, φησί, τὸν καιρὸν προλέγει τὸν ἐπὶ Σολόμωνος· ἐν ᾧ μετάγεται


ἡ κιβωτὸς ἀπὸ τῆς σκηνῆς καὶ εἰς τὸν ναὸν ἵδρυται, θεία τε ἐπεφαίνετο δόξα
καὶ νεφέλης ἐμπίπλα τὸν οἶκον.

Ps 131,9

 Ταῦτα, φησίν, ὁρῶμεν ἐπὶ Σολόμωνος γεγενῆσθαι κατὰ τοὺς Δαυὶδ λόγους.

Ps 131,10

 Πρὸς γὰρ Δαυὶδ τὸ εὐμενές. εἰ καὶ εἰς τοὺς μετ' αὐτὸν ἡ εὐεργεσία ὥσπερ
794

καὶ ἄντικρυς λέγεται πρὸς τὸν Σολόμωνα διὰ τὸν Δαυὶδ μὴ ἀποπεσεῖσθαι
πάντῃ τῆς βασιλείας αὐτόν, καὶ δὴ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους διαβέβηκεν ἦ διὰ
τὸν Δαυὶδ φειδώ, ὥσπερ καὶ πρὸς τὸν Ἐζεκίαν λέγεται Ὑπερασπιῶ ὑπὲρ τῆς
πόλεως ταύτης διὰ Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου.

Ps 131,15 – 17

 Ταῖς προτέραις καὶ βραχείαις δωρεαῖς τὴν μεγίστην ἐπιφέρει τὴν ἁπασῶν
ἐκείνων περισωστικήν. τροφῆς γὰρ εὐπορίαν ἔδωκεν ἐξ ἀρχῆς ἣν Θήραν
καλεῖ, σίτησιν δὲ ἕτερος ἑρμηνεύει. καὶ τοὺς οἰκήτορας ἀνενδεεῖς καταστήσειν
ἐπαγγέλλεται, περί τε ἱερέων καὶ ὁσίων βουλὴν πεποίηται σῴζεσθαί τε
αὐτοὺς καὶ τοῖς ὕμνοις τοῖς ἱεροῖς προσεδρεύειν. τούτων δὲ ἁπάντων ἤδη  
διεφθαρμένων καὶ μήτε τῶν τῆς γῆς ἀγαθῶν ἀπολαύειν δυναμένου τοῦ ἔθνους

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 274, line 6

Μὴ δότε τὰ ἅγια τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλλετε τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθε τῶν
χοίρων. τοιοῦτος ἦν καὶ ὁ τὰ σημεῖα τοῦ Χριστοῦ θεάσασθαι βουλόμενος
Ἡρῴδης, οὐκ ἐπὶ σεβασμῷ τοῦτο ζητῶν ἀλλ' ἐπὶ θέᾳ τερπνῇ, διόπερ οὐδ'
ἐτύγχανεν.

Ps 136,5

 Οὐ χρήσομαι, φησίν, ἑτέρᾳ γῇ καθάπερ σοί, ὦ Ἱερουσαλήμ, οὐδ' ἐν ἴσῳ


θήσω τὴν ἀκάθαρτον τῇ καθαρᾷ οὐδὲ τὸ βέβηλον τῷ ἱερῷ παραπλήσιον
λογιοῦμαι, ἀλλά μοι καὶ ἐκτὸς ὄντι τῆς σῆς διατριβῆς ὁ σὸς ἐγγίσεται πόθος·
καὶ ὁπότε τούτου μετασταίην, μετασταίη μου δύναμις ἅπασα. διά τοι τοῦτο καὶ
τὰς εὐχὰς πρὸς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀφορῶντες ἐποιοῦντο καὶ τὸ δυνατὸν τῶν
εὐχῶν ἔνθα ἐκομίζοντο κατὰ τὰς Σολόμωνος αἰτήσεις καὶ τὰς θείας
ἐπαγγελίας, ὥσπερ ἡμῖν τὴν πρὸς τὴν οὐράνιον Ἱερουσαλὴμ ἀφορᾶν
ἀναγκαῖον.

Απολλινάρις θεολόγος. Fragmenta in Psalmos (in catenis) Fragment 310, line 8

Ps 146,5

 Ἰσχὺν μὲν οὖν καὶ σύνεσιν, εἰ καὶ ἀνθρωπίνως ἀκούομεν, μὴ ἀνθρωπίνως


νοῶμεν οἵα ἐστὶν ἰσχὺς καθ' ἣν ὁ ἰσχυρὸς ἄνθρωπος ἐνεργεῖ καὶ σύνεσις καθ'
ἣν ὁ σοφὸς βουλεύεται προσγινόμενόν τε καὶ ἀπογινόμενον ἔχων τὸ δυνατὸν
καὶ σοφόν. ὡς θεὸς γὰρ οὐχ οὕτω δυνατὸς καὶ σοφὸς ὅς γε μηδ' ἔχει τι
κάλλιον καὶ ἧττον ἐν ἑαυτῷ, οἷον τὴν δύναμιν καὶ τὸ πεπληρωμένον δυνάμεως
σοφίαν τε καὶ σοφίας πλῆρες, ὅλως ὢν τὸ τελεώτατον καὶ διὰ τοῦτο οὐ
πληροῦσαν αὐτὸν δύναμιν καὶ σοφίαν ἔχων ἀλλὰ πλήρη προελθοῦσαν ἐξ
ἑαυτοῦ, καθὰ καὶ Σολομὼν γέννημα τὴν σοφίαν λέγει καὶ ἐκ θεοῦ προσεληλυ-
θυῖαν τὴν αὐτοσοφίαν παρίστησι, τῇ δὲ σοφίᾳ γεγενῆσθαι τὰ δημιουργήματα
795

φάσκων μεῖζόν τι τῆς αὐτουργικῆς δημιουργίας τὸν τῆς σοφίας γεννήτορα


εἶναι διδάσκει, ᾧ καὶ ἡ μακρὰ προσῆκεν ὑπεροχὴ ἡ τὴν πρὸς τὰ ποιήματα
συνάφειαν ὑπεραναβεβηκυῖα τῇ προσούσῃ τῷ δημιουργοῦντι, ἀδυνάτου ὄντος
ἐννοηθῆναί τι μεῖζον τοῦ μεγίστου ὥστε ὅπερ νοεῖται μέγιστον τῷ πᾶσαν
ἐκβεβηκέναι τὴν πρὸς τὰ ποιήματα σχέσιν τοῦτό ἐστι περὶ τὸν τῆς σοφίας καὶ
δυνάμεως πατέρα· καὶ οὕτω μεγάλη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ καὶ ἡ σύνεσις ὡς ἐξ αὐτοῦ
τε οὖσα καὶ σὺν αὐτῷ γέννημα καὶ καρπὸς καὶ υἱός, οὐχ ὡς ἐν αὐτῷ
συμβεβηκός, περὶ ἧς εἴρηται Χριστὸς θεοῦ δύναμις καὶ θεοῦ σοφία·

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (1-4) Codex p. 3, line 18

δαίους κατακρι[νοῦ]σι μὴ πεισθέ(ν)-


τας τῷ ς(ωτῆ)ρι, αὐτοὶ π[επ]εισμένοι
τῶι κηρύγματι Ἰω[νᾶ] περὶ μετα-
νοίας καταγγείλα̣[ντο]σ̣. ἀλλὰ καὶ
τὸ περὶ τῆς βασιλί[δος] Σαβὰ λεγό-
μενον τῆς αὐτῆ[ς] διανοίας ἐ-  
στι παραστατικόν· [γ]υνὴ γὰρ καὶ
βασιλὶς καὶ πόρρω [κ]αθεστῶσα καὶ
διὰ ξένων τοπαρ[χι]ῶν διαβαί-
νειν μέλλουσα π[άν]τα ταῦτα ὑ-
περιδοῦσα τῆς τοῦ Σ[ο]λομῶνος
σοφίας ἔσπευσεν εἶναι κατήκοος,
τῶν Ἰουδαίων ἐγγὺ̣[ς] ἐχόντων
τὸν παιδευτὴν κα[ὶ μ]ηδὲν ἐ-
θελόντων ἐξ αὐτ[οῦ] ὠφεληθῆ-
ναι καίτοι πλεῖον [ἔ]χοντος Σο-
λομῶνος. ἐκεῖνος [μ]ὲν γὰρ ἐ-
ξ αὐτοῦ σοφισθεὶς ὠφ[έ]λει, ὁ δὲ ς(ωτ)ὴρ
πρὸς τῇ ἀπὸ τῶν λ[όγω]ν ὠφε-
λίᾳ καὶ σημείων κα[ὶ τερας]τίων
ἐπεδείκνυτο θαυμ[ατουργ]ί̣αν ἱ

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (1-4) Codex p. 3, line 24

στι παραστατικόν· [γ]υνὴ γὰρ καὶ


βασιλὶς καὶ πόρρω [κ]αθεστῶσα καὶ
διὰ ξένων τοπαρ[χι]ῶν διαβαί-
νειν μέλλουσα π[άν]τα ταῦτα ὑ-
περιδοῦσα τῆς τοῦ Σ[ο]λομῶνος
σοφίας ἔσπευσεν εἶναι κατήκοος,
τῶν Ἰουδαίων ἐγγὺ̣[ς] ἐχόντων
τὸν παιδευτὴν κα[ὶ μ]ηδὲν ἐ-
θελόντων ἐξ αὐτ[οῦ] ὠφεληθῆ-
ναι καίτοι πλεῖον [ἔ]χοντος Σο-
λομῶνος. ἐκεῖνος [μ]ὲν γὰρ ἐ-
ξ αὐτοῦ σοφισθεὶς ὠφ[έ]λει, ὁ δὲ ς(ωτ)ὴρ
πρὸς τῇ ἀπὸ τῶν λ[όγω]ν ὠφε-
796

λίᾳ καὶ σημείων κα[ὶ τερας]τίων


ἐπεδείκνυτο θαυμ[ατουργ]ί̣αν ἱ-
κανὴν μεταπείθ̣[ειν το]ὺς σφό-
δρα ἀπιστοτάτου[ς· νεκρῶ]ν γὰρ
ἀναστάσεις, τυφλ[ῶν ἀναβ]λέψεις,
λεπρῶν καθαρισμ[οὶ καὶ συ]νό-
λως “πάσης νόσου κ[αὶ] μ[αλ]ακίας” ἴ-
ασις παρ' αὐτοῦ ἐπετ[ε]λεῖτο. ὁ φθό

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (5.1-6.29) Codex p. 120, line 30

ἀληθῆ ε[ἰδέ]ναι σύστασιν κόσμου


καὶ ἐνέργ[εια]ν στοιχείων, ἀρχὴ(ν)
καὶ τέλος καὶ μεσότητα χρόνου,
τροπῶν ἀλλαγὰς” καὶ τὰ ἑξῆς. οὐ-
δὲ γὰρ τὰ [φύ]σει μὴ ἀριθμητὰ καὶ
θ(ε)ῷ ἀναρ[ι]θμητά ἐστιν, περὶ οὗ λέ-
γεται· “ὁ ἀριθμῶν πλήθη ἄστρω(ν),
καί· “ὑμῶν δὲ αἱ τρίχες τῆς κεφα-
λῆς ἠρίθμηνται”, ἅπερ καὶ τοῖς
ἀξίοις εἰδέναι πρὸς τὸ συμφέρο(ν)
δίδοται, ὡς περὶ Σολομῶντος
εἴρηται.
“τὸν ποιοῦντα ταπεινοὺς εἰς ὕψος
καὶ ἀπολωλότας ἐξεγείροντα.”
⌊μεταβαίνει καὶ ἐπὶ τὴν κατὰ ἀν-
θρώπους πρόνοιαν καὶ τοῦτο
διακείμενος περὶ τοῦ θ(εο)ῦ τῶν ὅ-
λων, ὅτι αὐτὸς ἐξ ὕψους [τ]απεινοῖ
ἐκ πενήτων πλ[ο]υσίους, ἐξ ὑπη-
κόων ἄρχον[τας, ἐ]κ νοσούντων  
{ἄρχοντ[ας]} ὑγιαίνοντας⌋ ἀπεργαζόμενος

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Job (7.20c-11) Codex p. 259, line 32

σιν, πεπαλαίωνται δὲ καὶ ἐν


πλούτῳ, ὁ σπόρος αὐτῶν κατὰ
ψυχήν, ἡ βοῦς αὐτῶν οὐκ ὠμοτό-
κησεν;” ἵνα καὶ διὰ τούτων παι-
δεύσῃ, ἐπιζητεῖ τὰς οὔσας αἰ-
τίας παρὰ θ(εο)ῦ τῶν συμβαινόν-
των ἀν(θρώπ)οις ἐπιπόνων καὶ ἡ-
δέων. ἐπὶ τοσοῦτον γὰρ πολλά-
κις οἱ φαῦλοι διετέλεσαν ἐν  
ταῖς νομιζομέναις εὐπραγίαις,
ὡς εἰπεῖν περὶ αὐτῶν Σολομῶν-
τα, ὅτι –  – · καθὰ καὶ ὁ μακάριος Ἰὼβ
        λέγει, ὅτι “καὶ ἐν ἀναπαύσει
797

ᾅδου ἐκοι-
μήθησαν”. ἐὰ[ν] γὰρ ἀπολούσω-
μαι χιόνι καὶ ἀ[π]οκαθαίρωμαι
χερσὶν καθαραῖς, ἱκανῶς ἐν ῥύ-
πωι με ἔβαψας, ἐβδελύξατο δέ
με ἡ στολή μου. πάλιν, ἵνα μὴ
περίαυτον αὐτὸν νομίσωσιν, φη-
σὶν ταῦτα, ὅτι κἂν καθαρῶς ὑπάρ-
ξω οὕτω, ὡς διὰ πραξέων

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (7-8.8) Codex p. 238, line 21

χεται δὲ τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ θυμικόν. ἐὰν ἔνπαλιν ταῦτα γί|νεται, κάκι-


στόν ἐστιν. ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐὰν ἄρχηται ὑπὸ τοῦ σώματος καὶ ἄρχῃ | τὸ σῶμα,
ὄλεθρος τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ· καὶ ἐὰν τὸ λογιστικὸν ἄρχηται ὑπὸ θυμοῦ | ἢ
ὑπὸ ἐπιθυμίας, ἡ ἀρχὴ αὕτη παράνομός ἐστιν. δεῖ οὖν τὸν σοφὸν εἰδέναι |
ἑαυτὸν καὶ ἐπίστασθαι, ὅτι “ἡ ἐπ' αὐτῷ γνῶσις πολλή ἐστιν”, καὶ ἡ ἐπ'
αὐτῷ, | ἣν γιγνώσκειν ὀφείλει. ἐὰν γὰρ γνῷ, ὅτι “πολλή ἐστιν ἡ ἐπ' αὐτὸν
γνῶσις” – ἐ̣π̣ε̣ὶ̣ δε̣ῖ̣ α̣ὑ̣τ̣ὸ̣ν̣ | γιγνώσκειν – , οὐκ ὀλίγα γνοὺς πεπαύσεται νομί-
ζων τετελειῶσθαι. κἂν πᾶσαν | ο̣ὖ̣ν [τ]ὴν ἐνδεχομένην ἐνταῦθα ὑπαρχθῆναι σύν-
εσιν καὶ γνῶσιν λάβῃ, | οἶδεν [ὅ]τι “ἐκ μέρους γιγνώσκει” καὶ οὐ π[α]ύσε-
τα̣ι̣ ὥς τινες ἤδη, ἀλλ' ἔτι ἐνεργεῖ | πρὸς τὸ ἀναλαβεῖν καὶ ἄλλην γνῶσιν,
κἂν γνῷ [πά]ντα τὰ ὁρατά. καὶ, ὡς Σο|λομὼν λέγει, πάντων “τῶν ὄντων” λάβῃς
“γνῶσιν ἀψευδῆ”, ἀνα|φέρων τὸν νοῦν ἑαυτοῦ ἐπὶ τὰ ἀόρατα οἶδεν, ὅτι ἐν
πολλοῖς ἔχει γνῶσιν. | [αἰ]σθη[τῶ]ν γὰρ μόνων ἔχει ἀντίλημψιν. κἂν ἐπὶ τὰ
ἀόρατά τις δὲ ἀνέλθῃ, | [ἐ]π̣ε̣ὶ̣ καὶ̣ [το]ύτων εἰσὶν ἐγγυτέρω καὶ πρῶ[τ]α,
ἄλλα δὲ μετ' ἐκεῖνα καὶ | [π]έρα ὑπερβάλλοντα, οὐδέποτε πεπαύσεται το[ῦ]
γιγνώσκειν, ἕως εἰς ἐκεῖνο | τ̣ὸ̣ πέρασ̣ φθάσῃ ὡς γνῶναι τὸν θεὸν καθώς
ἐστιν.

Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 1) [Sp.] Ch. 16, sec. 44, line 2

 “οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα θεῷ”.


περὶ δὲ φυσικῆς εἰκόνος ὑφηγεῖται καὶ Μωϋσῆς οὑτωσί·
 “ἐγέννησεν Ἀδὰμ τὸν Σὴθ κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ”.
οὐκ ἦν δὲ ἑτεροούσιος ἀναγκαίως ὁ Σὴθ τῷ Ἀδάμ, καὶ ὅμως ἰδέαν τὴν εἰκόνα
καὶ ὁμοίωσιν τῆς οὐσίας ἐκάλεσεν.
 Ἀλλὰ καὶ περὶ ἀνθρώπου, φησίν, γέγραπται, ὅτι ἐστίν “εἰκὼν καὶ δόξα
θεοῦ”.
         ἀλλ' οὐδαμοῦ, ὦ οὗτοι, ἄνθρωπος ἢ ἄλλο ποίημα γέγραπται εἶναι
 “ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ θεοῦ καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως”.
ἄλλο δέ ἐστιν ἄνθρωπον εἰκόνα εἶναι θεοῦ, τουτέστιν τὸ τεχνηθὲν
τοῦ τεχνησαμένου, ὡς δίφρος τοῦ τέκτονος (Σολομὼν γὰρ λέγει· “ἀναλόγως
τῶν κτισμάτων ὁ γενεσιουργὸς θεωρεῖται”), καὶ ἄλλο ἐστὶν κατὰ τὸ σύμμορφον
καὶ ταυτούσιον καὶ συνάναρχον ἀπαύγασμα εἶναι δόξης καὶ χαρακτῆρα ὑποστά-
σεως ἐνυπόστατον καὶ ἀψευδέστατον.
798

Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 2.1-7) [Sp.] Ch. 6, sec. 9,1, line 6

  “συμπορευόμενος σοφοῖς, σοφὸς ἔσῃ.”


σαφὲς οὖν, ὡς πνεῦμα τοῦ θεοῦ τῇ ὑπάρξει αὐτῇ πνεῦμα ἀγαθὸν καὶ πνεῦ-
μα σοφίας καὶ ἀληθείας καὶ πνεῦμα τοῦ ἀοράτου καὶ ἀσυνθέτου θεοῦ καὶ
πατρὸς καθέστηκεν.
ὅτι φιλάνθρωπον
 ἡ κτίσις οὐ γέγραπται φιλάνθρωπος· ἴδιον γὰρ τοῦτο κυρίως μόνης
τῆς ὁμοουσίου τριάδος. φιλάνθρωπος γὰρ ὁ πατήρ·  
  “οὐχ ἕως τέλους ἡμῖν ὀργιζόμενος, οὐδ' εἰς τὸν αἰῶνα μηνιῶν,
  οὐδὲ ποιῶν ἡμῖν πρὸς τὰς ἁμαρτίας, οὐδὲ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν
  ἀνταποδιδούς,”
κατὰ τὸν ρβʹ ψαλμόν· καὶ ὡς Σολομὼν λέγει·
  “φείδῃ δὲ πάντων, ὅτι πάντα σά ἐστιν, δέσποτα φιλόψυχε,”
καθὰ εἴρηται· ὡς καὶ διὰ ταῦτα καλεῖσθαι ἡμῶν δεσπότην τε καὶ πατέρα,
τῆς κηδεμονίας αὐτοῦ τῇ δυνάμει κεκραμένης. τῷ θεῷ γὰρ οὐκ ἔστιν πρός-
ρησις οἰκειοτέρα τῆς πατρὸς καὶ φιλανθρώπου καὶ ἀγαθοῦ καὶ ἁγίου.
 φιλάνθρωπος ὁ υἱὸς, ὅς γε δι' ἡμᾶς, τὰ ἔργα τῶν σεπτῶν αὐτοῦ καὶ
νοητῶν χειρῶν·
  “ἑαυτὸν ἐκένωσεν, μορφὴν δούλου λαβών·”
καθὰ Τίτῳ γράφει ὁ ἀπόστολος·
  “ὅτε δὲ ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ σωτῆρος ἡμῶν θεοῦ ἐπ-
  εφάνη.”

Δίδυμος Καίκος. De trinitate (lib. 2.1-7) [Sp.] Ch. 7, sec. 3,10, line 10

μενον ἐνεκαινίζετο;  
 ἀλλὰ καὶ μεῖζον καὶ ἀναγκαιότερον τὸ ἁγιάσαι τοῦ δημιουργῆσαι εἰδυῖα
ἡ γραφὴ περὶ τοῦ ἀπολέσαντος τὸν ἁγιασμὸν ἐλεεινοῦ Ἰούδα εἶπεν·
  “καλὸν ἦν αὐτῷ, εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος,”
ἐπειδή, φησίν, ἁπάντων ἀσυμφορώτατον ἔπραξεν καὶ τὸν δεσπότην ἀντ' οὐδε-
νὸς κακοῦ ἀπέδοτο καὶ τὴν ζωὴν ἀργυρίων ἠλλάξατο. καὶ δὴ καὶ περὶ τῆς ἐν
τῇ ἀρρήτῳ οἰκονομίᾳ δουλικῆς μορφῆς, περὶ ἧς λέγει Ἰωάννης μέν·
  “καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο,”
Παῦλος δέ·
  “ἑαυτὸν ἐκένωσεν, μορφὴν δούλου λαβών,”
ὁ μὲν Σολομὼν εἶπεν·
  “ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον”
ὁ δὲ Ματθαῖος διὰ τὸ ταὐτὸν τῆς θεϊκῆς φύσεως καὶ ἐνεργείας ἐξέθετο ὡδί·
  “τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν· μνηστευθείσης τῆς μη-
  τρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτούς, εὑρέθη ἐν
  γαστρὶ ἔχουσα ἐκ πνεύματος ἁγίου.”
καὶ ὁ ἀρχάγγελος δὲ ἔφη·
  “τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ πνεύματός ἐστιν ἁγίου,”
καὶ πάλιν·
  “πνεῦμα ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ δύναμις ὑψίστου ἑπισκιάσει σοι·

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8)


Codex p. 5, line 2
799

οἴς[εις τὸ]ν κ[ύ]να οὐδὲ μίσθωμα πόρνης εἰς οἶκον Κυρίου Θεοῦ
ς[ο]υ.» Τού̣[το]υ γὰρ φυλαττομένου, οὐκ ἔστιν Χαναναῖος ἐν
οἴκῳ Κυρίου παντοκράτορος ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ καταυγαζομένῃ
ὑπὸ τοῦ ἡλίου τῆς [δ]ικαιοσύνης, τοῦ φωτὸς τ[ο]ῦ ἀληθινοῦ, τοῦ
Μονογενοῦ[ς] Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
 Τ̣[έλο]ς ἀπειληφότος τοῦ εἰς σαφ[ή]νειαν προκειμένο[υ
προφή]του Ζαχαρ[ίου], καὶ ἡμεῖς καταπαύομεν τῆς συντάξε[ω]ς
τῶν ε[ἰς] αὐτὸν ὑπομνημ[ά]των.  
 1, lab ῥήματα ἐκκλησιαστοῦ υ(ἱο)ῦ Δα(υὶ)δ
βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν Ἰερουσαλήμ.
 ὁ Σολομὼν οὗτος | ὁ ἐκκλησιάζων καὶ τοιαῦτα λέγων, ἃ ἁρ-
μόζει ἐκκλησίᾳ εἰπεῖν, τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν. γέγονε |
δὲ μετὰ τὸν Σαούλ, οὗ ἡ βασιλεία διεβλήθη καὶ περιεγράφη.
 τ[οῦ “βασιλ]έως” τούτου τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν | ὁ Σο-
λομὼν κατὰ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. διττῶς γὰρ “υἱ[οί” τι]νές
εἰσίν τινων, “κατὰ | σάρκα” καὶ διαδοχὴν κα[ὶ] κατὰ παίδευ-
σιν. Παῦλος γοῦν [λέ]γων ὅτι “διὰ τοῦ εὐαγγε|λίου ἐγέννησα
ὑμᾶς”, ‘π(ατ)ή[ρ] εἰμι ὑμῶν’, “κἂν γὰρ μυρίους ἔχητε παιδαγω-
γούς, ἀλλ' οὐ πολ|λοὺς πατέρας· διὰ γὰρ τοῦ [ε]ὐαγγελίου ἐγὼ
ὑμᾶς ἐγέννης[α”.
 ὁ] Δα(υὶ)δ οὖν ἀμφοτέρως π(ατ)ήρ | ἦν τοῦ Σολομῶνος· καὶ  

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 5, line 4

Μονογενοῦ[ς] Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.


 Τ̣[έλο]ς ἀπειληφότος τοῦ εἰς σαφ[ή]νειαν προκειμένο[υ
προφή]του Ζαχαρ[ίου], καὶ ἡμεῖς καταπαύομεν τῆς συντάξε[ω]ς
τῶν ε[ἰς] αὐτὸν ὑπομνημ[ά]των.  
 1, lab ῥήματα ἐκκλησιαστοῦ υ(ἱο)ῦ Δα(υὶ)δ
βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν Ἰερουσαλήμ.
 ὁ Σολομὼν οὗτος | ὁ ἐκκλησιάζων καὶ τοιαῦτα λέγων, ἃ ἁρ-
μόζει ἐκκλησίᾳ εἰπεῖν, τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν. γέγονε |
δὲ μετὰ τὸν Σαούλ, οὗ ἡ βασιλεία διεβλήθη καὶ περιεγράφη.
 τ[οῦ “βασιλ]έως” τούτου τοῦ “Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς” ἐστιν | ὁ Σο-
λομὼν κατὰ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. διττῶς γὰρ “υἱ[οί” τι]νές
εἰσίν τινων, “κατὰ | σάρκα” καὶ διαδοχὴν κα[ὶ] κατὰ παίδευ-
σιν. Παῦλος γοῦν [λέ]γων ὅτι “διὰ τοῦ εὐαγγε|λίου ἐγέννησα
ὑμᾶς”, ‘π(ατ)ή[ρ] εἰμι ὑμῶν’, “κἂν γὰρ μυρίους ἔχητε παιδαγω-
γούς, ἀλλ' οὐ πολ|λοὺς πατέρας· διὰ γὰρ τοῦ [ε]ὐαγγελίου ἐγὼ
ὑμᾶς ἐγέννης[α”.
 ὁ] Δα(υὶ)δ οὖν ἀμφοτέρως π(ατ)ήρ | ἦν τοῦ Σολομῶνος· καὶ
“κατὰ σάρκα” – ἐξ αὐτοῦ γὰρ ἔσκε[ν τὴν δ]ιαδοχήν, “Δα(υὶ)δ δὲ
ἐγέν|νησεν τὸν Σολομών” – , ἀλλὰ καὶ κατὰ παίδευσιν ἦν αὐτοῦ
π(ατ)ή[ρ· “ς]οφὸς” γάρ, εἰ καί τις ἄλλος, | καὶ αὐτὸ [το]ῦτο  
θεόσοφος ἦν ὁ Δα(υί)δ. λέγει γοῦν· “τὰ ἄδηλα καὶ τ[ὰ κ]ρύ
800

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 5, line 16

π(ατ)ή[ρ· “ς]οφὸς” γάρ, εἰ καί τις ἄλλος, | καὶ αὐτὸ [το]ῦτο  


θεόσοφος ἦν ὁ Δα(υί)δ. λέγει γοῦν· “τὰ ἄδηλα καὶ τ[ὰ κ]ρύ-
φια τῆς σο[φ]ίας σου | ἐδήλω[ς]άς μοι.” καὶ εἴ τις λέγοι·
’θρασύτερον ἁπάντων λ̣έ̣γ̣[ει] ἑ[α]υτὸν ἐπαινῶν, οὐ π̣[ά]ν|-
τως ἐς[τὶ]ν τοιοῦτος’, ἀκούω ὅτι καὶ ὁ θ(εὸ)ς λέγει· “εὗρον
Δα(υὶ)δ τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα κατὰ τὴν | καρδ[ία]ν̣ μου, ὅ[ς]
ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου”. ὁ π̣ο̣[ιη]τ̣ὴς δὲ “τῶν θελημά-
των” | τοῦ θ(εο)ῦ οἷον “π̣[ας]ῶ̣ν” τῶν ἀρετῶν “σοφός”, εἰ καί
τις ἄλλος. [αὐτ]ῷ ὁ θ(εὸ)ς “τὰ ἄδηλα καὶ τὰ | κρύφια τῆς σο-
φίας” αὐτοῦ πεφανέρωκεν.
 γέγονεν δὲ κ̣α̣ὶ̣ Σολομὼν “σοφός”, εἰ καί τις | ἄλλος. γέγο-
νεν ἄρα ἐκ σοφοῦ “σοφὸς” ὥσπερ καὶ ἄν(θρωπ)ος ἐξ ἀν(θρώπ)ου.
κ̣[αὶ κατ]ὰ τοὺς δ[ύ]ο τοίνυν τρό|πους τῆς γενέσεως “υ(ἱὸ)ς”
ἦν ὁ Σολομὼν τοῦ “Δα(υί)δ”.
 ἔστιν δὲ | μάλιστα, ἐν οἷς ἐκκλησιάζει, προηγουμένως τοῦ
“Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς”, οὐ τοσοῦτον διὰ τὸ “κατὰ σάρ|κα”, ὅσον διὰ
τὸ κατὰ τὴν παίδευσιν. οἱ γὰρ “υἱεῖς” τῶν [σο]φῶν καὶ αὐτοὶ  
ὄντες σοφοὶ | γ[ε]ννῶσιν ἄλλους. οὐ πάντως δὲ ὁ “κατὰ σάρκα”
τινὸς ὢν “υ(ἱὸ)ς” γίνεται καὶ αὐτὸς π(ατ)ήρ. | πολλοὶ γοῦν
“υἱοὶ” γενόμενοι οὐκ ἀπεδείχθησαν π[α]τέρες. οἱ δὲ “κατὰ

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 5, line 17

τως ἐς[τὶ]ν τοιοῦτος’, ἀκούω ὅτι καὶ ὁ θ(εὸ)ς λέγει· “εὗρον


Δα(υὶ)δ τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα κατὰ τὴν | καρδ[ία]ν̣ μου, ὅ[ς]
ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου”. ὁ π̣ο̣[ιη]τ̣ὴς δὲ “τῶν θελημά-
των” | τοῦ θ(εο)ῦ οἷον “π̣[ας]ῶ̣ν” τῶν ἀρετῶν “σοφός”, εἰ καί
τις ἄλλος. [αὐτ]ῷ ὁ θ(εὸ)ς “τὰ ἄδηλα καὶ τὰ | κρύφια τῆς σο-
φίας” αὐτοῦ πεφανέρωκεν.
 γέγονεν δὲ κ̣α̣ὶ̣ Σολομὼν “σοφός”, εἰ καί τις | ἄλλος. γέγο-
νεν ἄρα ἐκ σοφοῦ “σοφὸς” ὥσπερ καὶ ἄν(θρωπ)ος ἐξ ἀν(θρώπ)ου.
κ̣[αὶ κατ]ὰ τοὺς δ[ύ]ο τοίνυν τρό|πους τῆς γενέσεως “υ(ἱὸ)ς”
ἦν ὁ Σολομὼν τοῦ “Δα(υί)δ”.
 ἔστιν δὲ | μάλιστα, ἐν οἷς ἐκκλησιάζει, προηγουμένως τοῦ
“Δα(υὶ)δ υ(ἱό)ς”, οὐ τοσοῦτον διὰ τὸ “κατὰ σάρ|κα”, ὅσον διὰ
τὸ κατὰ τὴν παίδευσιν. οἱ γὰρ “υἱεῖς” τῶν [σο]φῶν καὶ αὐτοὶ  
ὄντες σοφοὶ | γ[ε]ννῶσιν ἄλλους. οὐ πάντως δὲ ὁ “κατὰ σάρκα”
τινὸς ὢν “υ(ἱὸ)ς” γίνεται καὶ αὐτὸς π(ατ)ήρ. | πολλοὶ γοῦν
“υἱοὶ” γενόμενοι οὐκ ἀπεδείχθησαν π[α]τέρες. οἱ δὲ “κατὰ
πν(εῦμ)α” “υἱοὶ” καὶ αὐτοὶ | γίνονται πατέρες.
 ἃ λέγει οὖν, “ῥήματα τοῦ ἐκκλησιαστοῦ” Σολομῶνός εἰσιν·
801

κατὰ γὰρ | διαφόρους ἐπινοίας ὁ Σολομὼν ἔχει τὰς ὀνομασίας.


 “ἐκκλ[ησι]αστὴς” μέν, ὅτε τοιαῦτα λέγει, ἃ ἁρμόζει ἐκ|

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 28, line 12

“[β]ασιλεύσαντας”. οὐδὲ γὰρ ἐξ ἄλλου τινὸ[ς .......]ε.α εἶναι ...[?̣].ου “σοφός”. τάχα ἐν

ἔθνε|-
σιν ἄλλοις [εὑρ]εθήσον[τα]ι̣ [μ]ε̣ί̣ζ̣ονεσ̣ βασιλεῖς τοῦ Σολο[μῶνος]. τῶν μέντοι πρὸ |
αὐτοῦ “γενομένων ἐν τῇ Ἰερουσαλὴμ” “μεμεγαλ[      ± 11     ] μὴ γὰρ λέγεις ὅτι τοῦ |
Δ[α](υὶ)δ πολλάκις αἱ τοιαῦται λέξεις ἕνεκα τοῦ μὴ ἐλαττ.[..........]ν̣αι κ[εῖ]νται.
ὁπηνί|-
[κα] γοῦν “ἐκάθισεν ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦ Δα(υὶ)δ” ο.[         ± 17        ]υ̣ντες καὶ ὕ|-
μνον ἀναπέμποντες τῷ θ(ε)ῷ ἔλεγον “μεγαλ[ύναι τὸν θρόνον τοῦ Σολο]μῶνος |
ὑπὲρ τὸν θρόνον Δα(υί)δ”, οὐχ ὅτι ἠδύνατο μεῖζον εἶν[αι         ± 17        ].[?]αι “τὰ
κρύ|-
φια τῆς σοφίας αὐτῷ δεδήλωται ὑπὸ τοῦ θ(εο)ῦ” κ[      ± 12      “θελήμα]τα τοῦ θ(εο)ῦ
ἐποί|-
ει” “εὗρον γὰρ Δα(υὶ)δ τὸν δοῦλόν μου”, “ὃς ποιήσει πάντα τ̣[ὰ θελήματά μου”......]
ἕνεκα του |
... ἔλαττον μεγαλυνθαι εἴρηκαν τὸν τοῦ Σο̣λ̣[ομῶνος            ](.)δ ὑπερβολι|-  
κ[ὸς] δ̣έ ἐ[στι]ν̣ οὗτος ὁ τρόπος. ὅταν γὰρ λέγους[ιν ὅτι “τετειχισμέναι ἦσα]ν̣ πόλεις
ἕως |

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 39, line 12

ὁ μαρτυρούμενος ὅτι ‘πάντων σο[φ]ώτερο[ς γέγον]εν καὶ οὐδ-


εὶς | γέγονεν κατ' αὐτόν’, ἔχει τὰς κτήσεις τὰς εἰρημένας
“ὑπὲρ” τοὺς ἄλλ[ους τοὺς] “ἐν τῇ Ἰερουσα|λὴμ” βα[ς]ιλεύ-
σαντας.  
 ἐπερ()· κατὰ τὸν “σοφὸν” οὐκ ἦν αὐτοῦ σοφώτερος;
 καὶ το[ῦτο] δ̣ὲ ἄκουε ὅτι | πρὸ τοῦ̣ τέλου̣ς ἄλλοι ἄλλων
μᾶλλόν εἰσιν κατά τι, οὐ κατὰ πάντα. ἰατρὸς ἰα[τ]ρ[ο]ῦ λέ-
γεται μᾶλλον | ἐ̣[νίο]τ̣ε κατὰ τὸ χειρουργικὸν μόνον, καὶ ἕ-
τερος ἑτέρου κατὰ τὸ διαιτητικόν. ἐὰν οὖν ὁ | [Δανιὴ]λ̣ ἐ̣[πὶ]
τὰ τῆς ἄλλης σοφίας μᾶλλον ἦν, οὐ πάντως κατὰ πάντα μᾶλλον
ἦν τοῦ Σολ|[ομῶνο]ς· “ἔδωκεν κ(ύριο)ς φρόνησιν τῷ Σολομὼν
ὑπὲρ πάντας”, λέγει.
 πρὸς δὲ διάνοιαν | [....]λ̣.[.].ς τῶν ἁγίων τ̣ὰ̣ “χαρίσμα-
τα” τοῦ “πν(εύματό)ς” ἐστιν· ἄλλος ἄλλου κ̣[ατά τ]ι̣ γ̣[νω]ς-
τικώτ̣ε̣|ρ̣ό̣σ̣ ἐ̣σ̣τιν καὶ ἕτερος ἑτέρου “π̣ίστι̣ν” ἔχει τὴν “πάν-
τα” δυναμένην, ἧ̣σ̣ τ̣[ὰ] “ἔ̣ργ̣α̣ μεγά[λα]” | ἐστίν, κ̣α̣[ὶ] ἄλ-
λος ἄλλου “κυβέρνησιν” ἔχει. |
 2,8ab συνήγαγόν μοι καί γε ἀργύριον
καί γε χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βα-
σιλέων καὶ τῶν χωρῶν. |
802

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 41, line 5

λῶν | καὶ “ποιμένων” καὶ “προβάτων” καὶ τῶν λοιπῶν λέγει ὅτι
καὶ τὰ ἄλλα πρὸς τέρψιν | καὶ ἡδονὴν παρέλαβον καὶ “ἐποίησα
ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας”, χορὸν συνεστη|σάμην ἐξ “ᾀδόντων” ἀνδρῶν
καὶ “ᾀδουσῶν” γυναικῶν καὶ ἔτι “οἰνοχόους καὶ οἰνο|χόας”.
τ[α]ῦτα “ἐντρυφήματά” ἐστιν τῶν “ἀν(θρώπ)ων”, τῶν “υἱῶν τοῦ
ἀν(θρώπ)ο[υ]”, “ἐκείνων” τῶν “υἱῶν” | τῶν μὴ ὄντων “θεῶν”.
“ἐκείνους” γὰρ “θεοὺς εἶπεν, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ θ(εο)ῦ ἐ-
γένετο”. οὗτοι | δὲ “ὡς ἄν(θρωπ)οι ἀποθνῄσκοντες” {οντες}  
ὄντες τὰ κινοῦντα καὶ ἐγείροντα τέρψιν καὶ ἡδο|νὴν κοινὴν
καὶ “ἀνθρωπίνην” ἐσπούδασαν ἔχειν.
 ἐὰν κατὰ τὸν [Σ]ολομῶνα οὖν | ᾖ τὰ [ἀ]παγγελλόμενα, “ᾄ-
δοντας καὶ ᾀδούσας πεποίηκεν”. εἰσὶν δὲ ἐπαινετῶς “ᾄδοντες |
καὶ ᾄδουσαι” ἁρμονίως καὶ συμφώνως. “νεανίσκοι καὶ παρθένοι,
πρ[εσβύ]τεροι μετὰ νεω|τέρων αἰνεσάτωσαν τὸ ὄνομα κ(υρίο)υ”.
“πρεσβύτεροι μετὰ [ν]εωτέρ[ων, ν]ε[α]νίσκοι καὶ παρ|θένοι”·
ἴδε οἱ “ᾄδοντες” καὶ αἱ “ᾄδουσαι” ἐκείνας τὰς “ᾠδὰς” τὰς
“πνευ[ματικὰ]ς”, περὶ ὧν ὁ μα|κάριος ἀπόστολος γράφει· “ᾄ-
δοντες καὶ ψάλλοντες ᾠδαῖς π[νευμα]τικαῖς”. καὶ | ὥσπερ οἱ
χοροδιδάσκαλοι ἱστᾶσιν ἕκαστον καὶ ἑκάστην τῶν χορ[ευό]ν̣-
των καὶ | [χο]ρευουσῶν ἐν τόπῳ τινὶ καὶ βαθμῷ, ἵν' οὕτως ἡ
κρᾶσις τῆς ἁρμονίας τῶν | [φ]θ̣όγγ̣ων γένωνται, οὕτω καὶ οἱ

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Ecclesiasten (1.1-8) Codex p. 41, line 14

“πρεσβύτεροι μετὰ [ν]εωτέρ[ων, ν]ε[α]νίσκοι καὶ παρ|θένοι”·


ἴδε οἱ “ᾄδοντες” καὶ αἱ “ᾄδουσαι” ἐκείνας τὰς “ᾠδὰς” τὰς
“πνευ[ματικὰ]ς”, περὶ ὧν ὁ μα|κάριος ἀπόστολος γράφει· “ᾄ-
δοντες καὶ ψάλλοντες ᾠδαῖς π[νευμα]τικαῖς”. καὶ | ὥσπερ οἱ
χοροδιδάσκαλοι ἱστᾶσιν ἕκαστον καὶ ἑκάστην τῶν χορ[ευό]ν̣-
των καὶ | [χο]ρευουσῶν ἐν τόπῳ τινὶ καὶ βαθμῷ, ἵν' οὕτως ἡ
κρᾶσις τῆς ἁρμονίας τῶν | [φ]θ̣όγγ̣ων γένωνται, οὕτω καὶ οἱ
κατὰ θ(εὸ)ν “ψάλλοντες” καὶ ἐνηρμοσμένως τοῦτο | [ποιοῦντ]ε̣ς
ὥσπερ χοροδιδάσκαλον ἔχουσιν αὐτὸν τὸν σωτῆρα ἢ τὸ̣[ν] “σο-
φὸν” | [ἄνδρ]α̣ [τ]ὸν ὧδε καλούμενον Σολομών, ἵνα ᾗ “σοφός”
ἐστιν λάβωμ̣εν αὐτόν. |

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Psalmos 20-21 Codex p. 12, line 14

ῶνος} | ἐὰν λέγουσιν αἱ γραφαί, τοῦ αἰῶνος ἡμέρας λέγου-  


σιν. οὗτος δὲ ὁ αἰτησάμενος μέγας ἐστὶν καὶ οὐ περὶ μικροῦ |
καὶ ἀδιαφόρου εὐχὴν ἀνέπεμπεν ὥστε καὶ μνημονεύεσθαι τὴν
εὐχὴν αὐτοῦ, οὐδὲ περὶ ἡ|μερῶν τούτων τῶν ἐξ ἡλίου καὶ σε-
λήνης περαινομένων. ἄλλως τοίνυν ταῦτα θεωρη|τέον. καὶ ὄφει
803

ὅτι ἐν ταῖς γραφαῖς πολλάκις τὰ τοιαῦτα καὶ διαπίπτει καὶ


ὡς ἀδύνατα | φαίνεται. “τίμα”, φησίν, “τὸν πατέρα σου καὶ
τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἔσῃ μακρο|χρόνιος
ἐπὶ τῆς γῆς”. οὐ πάντως δὲ ὁ τιμῶν τοὺς γονέας πολυετὴς
ἐν τῇ γῇ μένει. πολλοὶ | νεώτεροι μετατίθενται. εἴρη-
ται γοῦν ἐν τῇ Σοφίᾳ Σολομῶνος περὶ τῶν τοιούτων· “ἡρ|-
πάγη{ν}, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ
ψυχὴν αὐτοῦ”. καὶ λέγει ὅτι· “ἐν ὀλί|γῳ τελειωθεὶς ἐπλή-
ρωσεν χρόνους μακρούς”. καὶ λέγει πολιὰν εἶναι τὴν φρόνη-
σιν | καὶ γῆρας τὸν ἀκηλίδωτον βίον. εἰ δὲ ὁ ἀκηλίδωτος
βίος γῆράς ἐστιν, οὐκ ἐξ ἡμε|ρῶν δὲ οὗτος συνίσταται, ἀλλ'
ἐξ ἀρετῆς, ἑτέρως δεῖ λαβεῖν τὰς ἡμέρας.

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Psalmos 29-34 Codex p. 131, line 18

προσέρχεταί τις ἐπιστήμῃ· οὔπω τὸ μέγεθος, οὔπω τὸ κάλλος,


οὐ τὸ ὕψος αὐτῆς ὁρᾷ. [ἐ]ὰ̣ν δὲ ἄρξη|ται μεταλαμβάνειν αὐτῆς
καὶ βελτιοῦται καθ' ἑκάστην προσλαμβάνων ἤδη τοῖς γνωσθεῖ-
σιν, | τότε τὸ μέγεθος καὶ τὸ ὕψος τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς
τέχνης ὁρῶν ὑψοῖ αὐτήν, τουτέστιν ὁμολογεῖ | αὐτῆς τὸ
ὕψος. ἀμέλει γοῦν ὅτε ἐπιστάνει τῷ ὕψει καὶ μεγέθει, πολὺ
ἀπολειπόμενον ἑαυτὸν ὁρᾷ. |
 “ἐθαυμαςτώθη ἡ γνῶσίς σου ἐξ ἐμοῦ· ἐκραταιώθη, οὐ μὴ
δύνωμαι πρὸς αὐτήν”. ὅσον ἐπιστάνω αὐτῇ | καὶ θαυμάζω αὐ-  
τήν, κρατερὰ γίνεται, καὶ οὐκέτι δύναμαι πρὸς αὐτήν, ἐς
ὅσον ἐν σώματί εἰμι. τοῦτο | καὶ Σολομὼν λέγει περὶ τῆς
σοφίας· “εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ ἐμακρύνθη μακρὰν ὑπὲρ ὃ ἦν, |
καὶ βαθὺ βάθος, τίς εὑρήσει αὐτήν”; μακράν μου ἦν, καὶ ὅτε
ἠθέλησα αὐτὴν δέξασθαι, μακράν μου γέ|γονεν ὑπὲρ ὃ ἦν πρό-
τερον. καὶ λοιπὸν τὴν αἰτίαν ἀποδίδωσιν· “βαθὺ βάθος, τίς
εὑρήσει αὐτήν”; τὸ ‘τίς | εὑρήσει’ δύναται ὅτι ‘οὐδείς’.
{τὸ δὲ ‘τίς’ τὸ σπάνιον}

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Psalmos 29-34 Codex p. 226, line 27

ζόμενοι” πολλὴ καὶ μεγάλη ἐκκλησία εἰσίν.


 καὶ ὥσπερ λέγω σοφὴν | ἐκκλησίαν, ὅταν οἱ καθέκαστα συν-
πληροῦντες αὐτὴν σοφοὶ ὦσιν, καὶ λέγω πόλιν εὐσταθῆ καὶ |
ἐπιστήμονα, ὅταν οἱ κ[α]θέκαστα πολῖται εὐσταθεῖς καὶ ἐπι-
στήμονες ὦσιν, οὕτω πολλὴν καὶ μεγάλην | ἐκκλησίαν λέγω
τῶν [συνπ]ληρούντων αὐτὴν ἐχόντων μέγεθος, μέγεθος δὲ τὸ
ψυχῆς, τὸ νοῦ, οὐ τὸ σώ|ματος.
 πάλιν “λαὸν βαρὺν” λ[έ]γει τὸν ἐπίτιμον· εἰώθασιν γὰρ
τὰ ἐπίτιμα καὶ τὰ τιμαλφέστατα λέγειν ‘βαρεῖα’. | τοῦτο
καὶ ἡ γραφὴ μαρτυρεῖ· ὁπηνίκα γὰρ ἡ βασιλὶς τῆς Σαβὰ ἦλθεν
804

πρὸς τ[ὸ]ν Σολομῶνα, λέγει ὅτι “ἐν δυ|νάμει βαρείᾳ”. καὶ


λέγει τὴν “βαρεῖαν δύναμιν” τὴν κτῆσιν αὐτήν, ἣν κομίσα-
σα ἦν̣. ἐνηνόχει λίθους τιμίους | πολλούς, ἡδύσματα πολλά,
χρυσόν, ἄργυρον καὶ ἄλλα συνπληρωτικὰ πλούτ̣ου. καὶ ἐλέχθη
ἐκείνη ἡ δύνα|μις τοῦ πλούτου ‘βαρεῖα’ ἀντὶ τοῦ ‘τιμία’,
’πολύτιμος’.

Δίδυμος Καίκος. Commentarii in Psalmos 40-44.4 Codex p. 291, line 29

 ἐπερ( )· ποῖοί εἰ̣[σιν] ο̣ἱ̣ ἑ̣ξ̣[ήκοντα δυ]ν̣ατοί, οἵ ε[ἰ-


σιν] ἐν εὐλογίᾳ | παραλαμβανόμενοι, οἱ κύκλῳ τῆς στρωμνῆς; -  
ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἕως       ἐννεακαίδεκα καὶ ἀπ[ὸ]      .
οὗτοι [οὖν εἰς]ιν οἱ ἑξήκοντα δυ|νατοὶ οἱ περὶ τὸ σῶμα τοῦ
σωτῆρος διακονήσαντες αὐτοῦ τῇ γενέσει.
 λεκτέον δὲ̣ [καὶ ο]ὕ̣τως· ἐ̣[ν ἓξ ἡμέραις ὁ κόσμος] | γέγο-
νεν, καὶ τέλειος ἀριθμός ἐστιν, ὡς πολλάκις ἀποδέδοται· ἐν
δεκάσιν γὰρ ὁ ἑξήκον[τ]α̣ ἕξ ἐστιν. ὁ ὑπ̣[ε]ρ̣[βὰς οὖ]ν τὸν
[κός]|μον καὶ ἄνω γενόμενος δυνατός ἐστιν “δεδιδα[γ]μένος
πόλεμον ἀνὴρ” ὤν, ἔχων ῥ[ο]μ̣φαίαν “ἐπὶ μηρὸν αὐτοῦ”. περὶ
τ[ὴν] | κλίνην οὖν τοῦ Σολομῶντος οὗτοι οἱ ἑξήκοντα δυνατοί
εἰσιν, περὶ τ[ὸ ς]ῶ̣μα τὸ κυριακόν, [κυκ]λ̣οῦντες αὐτό, σκο-
ποῦντες, διὰ | ποίαν αἰτίαν ἐσωματώθη ὁ σωτήρ. “ἑξήκοντα”
οὖν “δυνατοὶ κ[ύκλῳ] αὐτῆς, πάντες [ῥο]μφαίαν κατέχοντες”.
ξιφή|ρεις εἰσίν. εἰσὶν δὲ ξίφη ἃ κατέχουσιν οἱ σοφο[ί]·
“καυχήσονται ὅ[σιο]ι ἐν δόξῃ καὶ ἀγ[αλλ]ιάσονται ἐν τῷ
λάρυγγι αὐτῶν”, | “καὶ ῥομφαίαν δίστομον ἐν ταῖς χερσὶν αὐ-
τῶν”. [ῥ]ομφαίας διστ[όμου]σ̣ ἔχουσιν ἐν τα̣[ῖς χερ]σίν. ἔχου-
σιν δὲ καὶ “ἐπὶ μηρόν”. |
Δίδυμος Καίκος. Fragmenta in Psalmos (e commentario altero)
Fragment 234, line 7

τοῦ Διηγήσασθαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου ἃ τεραστίως καὶ παραδόξως


ἐπιτελεῖς.
Ps 25,8.9
 Ὁ τὸν κύριον ἐξ ὅλης ψυχῆς ἀγαπῶν καὶ τὰ τοῦ θεοῦ πάντα, ὧν ἓν καὶ
ἡ εὐπρέπεια τοῦ οἴκου αὐτοῦ τυγχάνει, ἀγαπᾷ· εὐπρέπεια δὲ τοῦ οἴκου τοῦ
θεοῦ ἡ τῶν δογμάτων ἀλήθεια καὶ ἡ διαταγὴ τῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας
οἴκου νοουμένης. πρὸς τούτοις δὲ καὶ τὸ σκήνωμα τῆς δόξης τοῦ οἴκου τοῦ
θεοῦ ἀγαπᾶν φησιν. καὶ τάχα μὲν ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἣν Μωυσῆς
κατεσκεύασεν ἐν τῇ ἐρήμῳ τὸ σκήνωμα τῆς δόξης τοῦ θεοῦ ἐστιν· σύμβολον
δὲ προκοπῆς τοῦτο. ὃν δὲ ᾠκοδόμησεν Σολομῶν μετὰ τὴν ὁδοιπορίαν εἰς τὴν
Ἱερουσαλὴμ οἶκός ἐστιν οὗ τὴν εὐπρέπειαν ἀγαπᾷ τελειότητος τύπον φέρων.
 Εὔχεται δὲ μὴ ὡσαύτως τοῖς ἀσεβέσι διαθεῖναι, ἵνα μὴ συναπόληται
αὐτοῖς ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· εὐσεβῆ γάρ τις γνώμην ἔχων οὐ πείσεται τοῦτο.
παρακαλεῖ δὲ μηδὲ φονικὸς γενέσθαι, ὅπως ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἀνδράσιν αἱμάτων
μὴ συναπόληται· ἐν πράξεσιν γὰρ τούτων ἀδικία ἐστὶν ἡ καθόλου κακία.
Ps 25,11b
 Εἰ καὶ τὰ κάλλιστα συνειδὼς αὐτῷ τὰ προειρημένα εἶπεν, εὐλαβούμενος
805

μὴ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωται λανθανόντων πολλάκις τῶν ἐν κρυπτῷ


ἁμαρτημάτων, λυτρωθῆναι καὶ ἐλεηθῆναι ἀξιοῖ.
Ps 26,1bc

Κύριλλος. Mystagogiae 1-5 [Sp.] Catechesis 2, Ch. 4, line 16

δύετε τρίτον εἰς τὸ ὕδωρ καὶ πάλιν ἀνεδύετε, καὶ ἐνταῦθα


διὰ συμβόλου τὴν τριήμερον τοῦ Χριστοῦ αἰνιττόμενοι ταφήν.  
Καθάπερ γὰρ ὁ Σωτὴρ ἡμῶν τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας
ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς πεποίηκεν, οὕτω καὶ ὑμεῖς ἐν τῇ πρώτῃ
ἀναδύσει τὴν πρώτην ἐμιμεῖσθε τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ γῇ ἡμέραν
καὶ τῇ καταδύσει τὴν νύκτα· ὥσπερ γὰρ ὁ ἐν νυκτὶ οὐκέτι
βλέπει, ὁ δὲ ἐν ἡμέρᾳ φωτὶ διάγει, οὕτως ἐν τῇ καταδύσει
ὡς ἐν νυκτὶ οὐδὲν ἑωρᾶτε, ἐν δὲ τῇ ἀναδύσει πάλιν ὡς ἐν
ἡμέρᾳ ἐτυγχάνετε ὄντες. Καὶ ἐν τῷ αὐτῷ ἀπεθνῄσκετε καὶ
ἐγεννᾶσθε, καὶ τὸ σωτήριον ἐκεῖνο ὕδωρ καὶ τάφος ὑμῖν
ἐγίνετο καὶ μήτηρ. Καὶ ὅπερ Σολομὼν ἐπὶ ἄλλων εἴρηκε,
τοῦτο ἁρμόσαι ἂν ὑμῖν· ἐκεῖ μὲν γὰρ ἔλεγε· «Καιρὸς τοῦ
τεκεῖν, καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν.» Ἐφ' ὑμῖν δὲ τὸ ἀνάπαλιν·
καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καὶ καιρὸς τοῦ γεννηθῆναι. Καὶ εἷς
καιρὸς ἀμφοτέρων τούτων ποιητικός, καὶ σύνδρομος ἐγίνετο
τῷ θανάτῳ ἡ γέννησις ἡ ὑμετέρα.
 Ὢ ξένου καὶ παραδόξου πράγματος· οὐκ ἀληθῶς ἀπεθά-
νομεν, οὐδ' ἀληθῶς ἐτάφημεν, οὐδ' ἀληθῶς σταυρωθέντες  
ἀνέστημεν, ἀλλ' ἐν εἰκόνι ἡ μίμησις, ἐν ἀληθείᾳ δὲ ἡ σωτηρία.
Χριστὸς ὄντως ἐσταυρώθη καὶ ὄντως ἐτάφη καὶ ἀληθῶς
ἀνέστη· καὶ πάντα ἡμῖν ταῦτα κεχάρισται, ἵνα μιμήσει τῶν
Κύριλλος. Mystagogiae 1-5 [Sp.] Catechesis 3, Ch. 6, line 6

 Τούτου τοῦ ἁγίου χρίσματος καταξιωθέντες καλεῖσθε


χριστιανοί, ἐπαληθεύοντες τῇ ἀναγεννήσει καὶ τὸ ὄνομα.
Πρὸ γὰρ τοῦ καταξιωθῆναι ὑμᾶς τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς
τοῦ ἁγίου Πνεύματος χάριτος, οὐκ ἦτε κυρίως ἄξιοι, ἀλλ'
ὁδεύοντες προεβαίνετε τὸ εἶναι χριστιανοί.
 Εἰδέναι δὲ ὑμᾶς ἀναγκαῖον, ὅτι τοῦ χρίσματος τούτου
ἐν τῇ παλαιᾷ γραφῇ τὸ σύμβολον κεῖται. Καὶ γὰρ ὁπηνίκα
τὸ τοῦ Θεοῦ πρόσταγμα Μωϋσῆς τῷ ἀδελφῷ μετεδίδου,
ἀρχιερέα καθιστῶν τοῦτον, μετὰ τὸ ἐν ὕδατι λούσασθαι,
ἔχρισε, καὶ ἐκαλεῖτο χριστὸς ἐκ τοῦ χρίσματος δηλαδὴ
τοῦ τυπικοῦ. Οὕτω καὶ τὸν Σολομῶντα προάγων εἰς βασιλέα,
ἔχρισεν αὐτὸν μετὰ τὸ λούσασθαι ἐν τῷ Γειὼν ὁ ἀρχιερεύς.
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐκείνοις συνέβαινε τυπικῶς, ὑμῖν δὲ οὐ
τυπικῶς, ἀλλ' ἀληθῶς, ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ ἁγίῳ Πνεύματι  
χρισθέντος ἀληθῶς ἡ ἀρχὴ τῆς ὑμετέρας σωτηρίας· ἐκεῖνος
γὰρ ἀληθῶς ἀπαρχή, καὶ ὑμεῖς τὸ φύραμα· εἰ δὲ ἡ ἀπαρχὴ
ἁγία, δηλονότι μεταβήσεται ἐπὶ τὸ φύραμα ἡ ἁγιότης.
 Τοῦτο φυλάξατε ἄσπιλον· πάντων γὰρ ἔσται τοῦτο
διδακτικόν, εἰ ἐν ὑμῖν μένοι, καθὼς ἀρτίως ἠκούσατε τοῦ
806

μακαρίου Ἰωάννου λέγοντος καὶ πολλὰ περὶ τοῦ χρίσματος


φιλοσοφοῦντος. Ἔστι γὰρ τοῦτο τὸ ἅγιον πνευματικὸν

Κύριλλος. Mystagogiae 1-5 [Sp.] Catechesis 4, Ch. 8, line 1

μασεν ἐξεναντίας, ἀντὶ τοῦ ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἀντικειμένως


τοῖς δαίμοσιν; Καὶ μάλα εἰκότως· ἐκείνη μὲν γὰρ κοινωνίαν
εἶχε δαιμόνων, αὕτη δὲ κοινωνίαν Θεοῦ. «Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ
τὴν κεφαλήν μου.» Ἐλαίῳ ἐλίπανέ σου τὴν κεφαλὴν ἐπὶ
μετώπου διὰ τὴν σφραγῖδα, ἣν ἔχεις τοῦ Θεοῦ, ἵνα γενήσῃ
ἐκτύπωμα σφραγῖδος, ἁγίασμα Θεοῦ. «Καὶ τὸ ποτήριόν  
σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον.» Ὁρᾷς ἐνταῦθα ποτήριον
λεγόμενον, ὃ λαβὼν Ἰησοῦς μετὰ χεῖρας καὶ εὐχαριστήσας
εἶπε· «Τοῦτό μού ἐστι τὸ αἷμα, τὸ ὑπὲρ πολλῶν ἐκχυνόμενον
εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.»
 Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Σολομὼν ταύτην αἰνιττόμενος τὴν
χάριν ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ λέγει· «Δεῦρο, φάγε ἐν εὐφροσύνῃ
ἄρτον σου», τὸν πνευματικὸν ἄρτον. «Δεῦρο»· καλεῖ τὴν
σωτήριον καὶ μακαριοποιὸν κλῆσιν· «καὶ πίε ἐν καρδίᾳ
ἀγαθῇ οἶνόν σου», τὸν πνευματικὸν οἶνον, «καὶ ἔλαιον
ὑπὲρ κεφαλῆς σου ἐκχείσθω·» ὁρᾷς αὐτὸν καὶ τὸ μυστικὸν
αἰνιττόμενον χρῖσμα; Καὶ «διαπαντὸς ἔστω σου τὰ ἱμάτια
λευκά, ὅτι ηὐδόκησε Κύριος τὰ ποιήματά σου·» νῦν ηὐδόκησε
Κύριος τὰ ποιήματά σου. Πρὶν γὰρ προσελθεῖν τῇ χάριτι,
»ματαιότης ματαιοτήτων» ἦν τὰ ποιήματά σου.

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 7, Ch. 2, line 19

Χριστοῦ αὐτοῦ· νομίζοντες ὅτι δυνατόν ἐστι Πατρὶ φιλιω-


θῆναι, χωρὶς τῆς εἰς τὸν Υἱὸν εὐσεβείας· ἀγνοοῦντες ὅτι οὐ-
δεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ διὰ τοῦ Υἱοῦ, τοῦ λέγον-
τος, Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· καὶ, Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός. Ὁ τοίνυν τὴν
ὁδὸν παραιτούμενος τὴν ἀπάγουσαν πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ ὁ τὴν
θύραν ἀρνούμενος, πῶς τῆς πρὸς τὸν Θεὸν εἰσόδου καταξιω-
θήσεται; ἀντιλέγοντες δὲ καὶ τοῖς ἐν ὀγδοηκοστῷ ὀγδόῳ ψαλμῷ
γεγραμμένοις, τὸ, Αὐτὸς ἐπικαλέσεταί με, Πατήρ μου εἶ σὺ,
Θεός μου καὶ ἀντιλήπτωρ τῆς σωτηρίας μου. Κἀγὼ πρωτότο-
κον θήσομαι αὐτὸν, ὑψηλὸν παρὰ τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς. Εἰ
γὰρ ταῦτα πρὸς τὸν Δαβὶδ ἢ Σολομῶντα, ἢ καί τινα τῶν καθ-
εξῆς εἰρῆσθαι βιάζοιντο, δειξάτωσαν, πῶς ὁ θρόνος τούτου
τοῦ προφητευομένου παρ' αὐτοῖς, ἔστιν ὡς αἱ ἡμέραι τοῦ οὐρα-
νοῦ, καὶ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς ἡ σελήνη κατ-
ηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα. Πῶς δὲ καὶ οὐ δυσωποῦνται τὸ γε-
γραμμένον, Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε; καὶ τὸ,
Συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ καὶ πρὸ τῆς σελήνης, γενεὰς γενεῶν;
ἅπερ ἐπ' ἄνθρωπον ἀναφέρειν, πάσης ἀγνωμοσύνης ἀνάπλεων
καὶ μεστόν.
807

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 9, Ch. 2, line 3

ψεται ἀπὸ σοῦ ὄρη, καὶ τακήσονται. Καὶ τί θαυμάζεις, εἰ ὁ Ἱε-


ζεχιὴλ τὸ ὁμοίωμα τῆς δόξης ἰδὼν ἔπεσεν, ὅπου τῷ Δανιὴλ ὁ Γα-
βριὴλ, οἰκέτης ὢν τοῦ Κυρίου, ὤφθη, καὶ παραχρῆμα ἔπτηξε καὶ
ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον· καὶ ἄχρις ὅτου ἐξεβιάσατο ἑαυτὸν ὁ ἄγ-
γελος εἰς ὁμοίωμα υἱοῦ ἀνθρώπου, οὐκ ἐτόλμησεν ἀποκριθῆναι
ὁ προφήτης. Εἰ δὲ Γαβριὴλ ὀπτανόμενος τρόμον ἐνεποίει προ-
φήταις, αὐτὸς ὁ Θεὸς εἰ ὤφθη καθ' ὃ ἦν, οὐκ ἀπώλλυντο
πάντες;
 Θείαν τοίνυν φύσιν ἰδεῖν σαρκὸς ὄμμασιν, ἀδύνατον·
ἐκ δὲ τῶν ἔργων τῶν θείων, εἰς φαντασίαν τῆς δυνάμεως ἐλ-
θεῖν δυνατὸν, κατὰ τὸν Σολομῶντα τὸν λέγοντα· Ἐκ γὰρ μεγέ-
θους καὶ καλλονῆς κτισμάτων, ἀναλόγως ὁ γενεσιουργὸς αὐτῶν
θεωρεῖται. Οὐ γὰρ εἶπεν, ὅτι ἐκ τῶν κτισμάτων ὁ γενεσιουργὸς
θεωρεῖται· ἀλλὰ προσέθηκεν, ὅτι ἀναλόγως. Τοσούτῳ γὰρ μεί-
ζων ἑκάστῳ φαίνεται Θεὸς, ὅσῳ ἂν μείζονος θεωρίας τῶν κτις-
μάτων ἐπιλάβηται ὁ ἄνθρωπος· καὶ ὅταν διὰ τῆς μείζονος θεω-
ρίας ὑψωθῇ τῇ καρδίᾳ, μείζονα καὶ περὶ Θεοῦ λαμβάνει φαν-
τασίαν.

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 12, Ch. 9, line 1

παρῃτήσαντο. ἔρχομαι συναγαγεῖν πάντα τὰ ἔθνη καὶ τὰς


γλώσσας. εἰς γὰρ τὰ ἴδια ἦλθε καὶ τὰ ἴδια αὐτὸν οὐ παρ-
έλαβον. ἔρχῃ, καὶ τί χαρίζῃ τοῖς ἔθνεσιν; ἔρχομαι συναγαγεῖν
πάντα τὰ ἔθνη καὶ καταλείψω ἐπ' αὐτῶν σημεῖον. ἐκ τοῦ
ἐμοῦ γὰρ ἀγῶνος τοῦ ἐν τῷ σταυρῷ σφραγίδα βασιλικὴν
ἑκάστῳ δίδωμι τῶν ἐμῶν στρατιωτῶν ἔχειν ἐπὶ μετώπου. καὶ
ἄλλος τῶν προφητῶν ἔλεγε· καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη
καὶ γνόφος ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ἠγνοεῖτο γὰρ ἀνθρώποις
ἡ ἐξ οὐρανῶν κατάβασις.
 Εἶτα Σολομῶν ἀκούων τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαβὶδ ταῦτα
λέγοντος καὶ θαυμαστὸν οἶκον οἰκοδομήσας καὶ προβλέπων
τὸν εἰς αὐτὸν ἐρχόμενον ἀποθαυμάζων λέγει· εἰ ἀληθῶς κατοι-
κήσει θεὸς μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς; Ναί, φησὶ προλα-
βὼν ὁ Δαβὶδ ἐν τῷ ἐπιγεγραμμένῳ εἰς Σολομῶντα ψαλμῷ
ἐν ᾧ ἔστιν· καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον. ὑετὸς μὲν
διὰ τὸ ἐπουράνιον, ἐπὶ πόκον δὲ διὰ τὴν ἀνθρωπότητα. ὑετὸς
μὲν γὰρ ἐπὶ πόκον καταβαίνων ἀψοφητὶ καταβαίνει, ὡς ἀγνο-
ουμένου τοῦ μυστηρίου τῆς γεννήσεως τοὺς μάγους λέγειν·
ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ἰουδαίων; καὶ τὸν Ἡρώδην
ταρασσόμενον ἐξετάζειν περὶ τοῦ γεγεννημένου καὶ λέγειν·

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 12, Ch. 9, line 5


808

πάντα τὰ ἔθνη καὶ καταλείψω ἐπ' αὐτῶν σημεῖον. ἐκ τοῦ


ἐμοῦ γὰρ ἀγῶνος τοῦ ἐν τῷ σταυρῷ σφραγίδα βασιλικὴν
ἑκάστῳ δίδωμι τῶν ἐμῶν στρατιωτῶν ἔχειν ἐπὶ μετώπου. καὶ
ἄλλος τῶν προφητῶν ἔλεγε· καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη
καὶ γνόφος ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ἠγνοεῖτο γὰρ ἀνθρώποις
ἡ ἐξ οὐρανῶν κατάβασις.
 Εἶτα Σολομῶν ἀκούων τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαβὶδ ταῦτα
λέγοντος καὶ θαυμαστὸν οἶκον οἰκοδομήσας καὶ προβλέπων
τὸν εἰς αὐτὸν ἐρχόμενον ἀποθαυμάζων λέγει· εἰ ἀληθῶς κατοι-
κήσει θεὸς μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς; Ναί, φησὶ προλα-
βὼν ὁ Δαβὶδ ἐν τῷ ἐπιγεγραμμένῳ εἰς Σολομῶντα ψαλμῷ
ἐν ᾧ ἔστιν· καταβήσεται ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον. ὑετὸς μὲν
διὰ τὸ ἐπουράνιον, ἐπὶ πόκον δὲ διὰ τὴν ἀνθρωπότητα. ὑετὸς
μὲν γὰρ ἐπὶ πόκον καταβαίνων ἀψοφητὶ καταβαίνει, ὡς ἀγνο-
ουμένου τοῦ μυστηρίου τῆς γεννήσεως τοὺς μάγους λέγειν·
ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ἰουδαίων; καὶ τὸν Ἡρώδην
ταρασσόμενον ἐξετάζειν περὶ τοῦ γεγεννημένου καὶ λέγειν·
ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται;

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 12, Ch. 23, line 11

 Ἀλλ' ὅτι μὲν ἐκ παρθένου γεννᾶται ὁ κύριος, σαφῶς


ἔγνωμεν. ἐκ ποίου δὲ γένους ἦν ἡ παρθένος δεικτέον. Ὤμοσε
κύριος τῷ Δαβὶδ ἀλήθειαν καὶ οὐ μὴ ἀθετήσει αὐτήν. ἐκ
καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τὸν θρόνον σου. καὶ
πάλιν· θήσομαι εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος τὸ σπέρμα αὐτοῦ
καὶ τὸν θρόνον αὐτοῦ ὡς τὰς ἡμέρας τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἑξῆς·
ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου· εἰ τῷ Δαβὶδ ψεύσομαι· τὸ
σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μενεῖ, καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ
ἥλιος ἐναντίον μου καὶ ὡς ἡ σελήνη κατηρτισμένη εἰς τὸν
αἰῶνα.
 Ὁρᾷς ὅτι περὶ Χριστοῦ, καὶ οὐ περὶ Σολομῶντος ὁ
λόγος. οὐ γὰρ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἔμεινεν. Εἰ δέ τις
ἀντιλέγει διὰ τὸ μὴ κεκαθικέναι τὸν Χριστὸν ἐπὶ τὸν ξύλι-
νον θρόνον τοῦ Δαβίδ, προσοίσωμεν ἐκεῖνο τὸ ῥητόν· ἐπὶ
τῆς καθέδρας Μωσέως ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρι-
σαῖοι. οὐ γὰρ τὴν ξυλίνην καθέδραν, ἀλλὰ τῆς διδασκαλίας
σημαίνει τὴν ἐξουσίαν. οὕτως οὖν καὶ θρόνον Δαβίδ μοι ζήτει,
μὴ τὸν ξύλινον θρόνον, ἀλλὰ τὴν βασιλείαν αὐτήν.
 Καί μοι μάρτυρας λάβε τοὺς παῖδας τοὺς ἐπιφωνήσαντας·
ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαβίδ, εὐλογημένος ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
καὶ οἱ τυφλοὶ δὲ λέγουσιν· υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησον ἡμᾶς.

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 13, Ch. 17, line 10

 Ἀλλ' οἱ στρατιῶται περιχυθέντες αὐτῷ καταπαίζουσιν.


καὶ γίγνεται παίγνιον αὐτοῖς ὁ κύριος καὶ καταπαίζεται ὁ
δεσπότης. εἴδοσάν με καὶ ἐσάλευσαν κεφαλὰς αὐτῶν. καὶ ὁ
809

τύπος γίγνεται τῆς βασιλείας. καταπαίζουσι μὲν γάρ, γονυπε-


τοῦσι δέ. καὶ σταυροῦσι προενδύσαντες αὐτὸν πορφύραν
στρατιῶται καὶ στέφανον ἐπιτιθέασιν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ. τί  
γὰρ εἰ καὶ ἀκάνθινον; πᾶς βασιλεὺς ὑπὸ στρατιωτῶν ἀναγο-
ρεύεται. ἔδει καὶ Ἰησοῦν τυπικῶς ὑπὸ στρατιωτῶν στεφανω-
θῆναι. ὡς διὰ τοῦτο τὴν γραφὴν ἐν ᾄσμασι λέγειν· ἐξέλθετε
καὶ ἴδετε, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομών,
ἐν τῷ στεφάνῳ ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ. μυστήριον
δὲ ἦν καὶ ὁ στέφανος. λύσις γὰρ ἦν τῶν ἁμαρτιῶν, ἀπόλυσις
τῆς ἀποφάσεως.

Κύριλλος. Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 15, Ch. 15, line 10

τοῦντας καὶ τυφλοὺς ἀναβλέποντας μὴ γενομένης τῆς ἰάσεως.


 Καὶ πάλιν φησὶν ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος
ἐπὶ πάντα λεγόμενον θεὸν ἢ σέβασμα. ἐπὶ πάντα δὲ θεόν·
μέλλει δῆθεν τὰ εἴδωλα μισεῖν ὁ ἀντίχριστος. ὥστε αὐτὸν εἰς
τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ καθίσαι. ποῖον ἄρα ναόν; τὸν καταλε-
λυμένον τῶν Ἰουδαίων φησίν. μὴ γένοιτο γὰρ τοῦτον ἐν ᾧ
ἐσμέν. διὰ τί τοῦτο λέγομεν; ἵνα μὴ νομιζώμεθα χαρίζεσθαι
ἑαυτοῖς. εἰ γὰρ ὡς Χριστὸς πρὸς Ἰουδαίους ἔρχεται καὶ ὑπὸ
Ἰουδαίων προσκυνεῖσθαι βούλεται, ἵνα αὐτοὺς μειζόνως ἀπα-
τήσῃ, περισπούδαστον ποιεῖται τὸν ναόν, ὑποψίαν διδούς,
ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ ἐκ γένους Δαβὶδ ὁ τὸν ὑπὸ Σολομῶνος ναὸν
κατασκευασθέντα μέλλων οἰκοδομεῖν.
 Ἔρχεται δὲ ὁ Ἀντίχριστος τότε, ὅταν ἐν τῷ ναῷ τῶν
Ἰουδαίων λίθος ἐπὶ λίθον μὴ μείνῃ κατὰ τὴν τοῦ σωτῆρος
ἀπόφασιν. ὅταν γὰρ ἢ διὰ τὴν παλαιότητα πτῶσις ἢ προφάσει  
οἰκοδομῆς κατάλυσις ἢ ἔκ τινων ἑτέρων παρακολουθήσασα
καθέλῃ πάντας τοὺς λίθους, οὐ λέγω τοῦ περιβόλου τοῦ ἔξω-
θεν, ἀλλὰ τοῦ ναοῦ τοῦ ἔνδοθεν, ἔνθα τὰ χερουβὶμ ἦν, τότε
ἔρχεται ἐκεῖνος ἐν πᾶσι σημείοις καὶ τέρασι ψεύδους, κατεπαι-
ρόμενος εἰδώλων ἁπάντων, τὰ πρῶτα μὲν φιλανθρωπίαν ὑπο-
κρινόμενος, ὕστερον δὲ τὸ ἀπότομον ἐνδεικνύμενος,

Κύριλλος. Catechesis ad illuminandos 2 (exemplar alterum) Vol. 33, p. 417, line 44

Οἱ ἄρχοντες παρεκάλουν φαγεῖν ἄρτον, καὶ οὐκ ἐπεί-


θετο· εἰς ἑβδόμην ὁλόκληρον ἡμέραν παρέτεινε τὴν
νηστείαν. Βασιλεῖς οὕτως ἐξομολογοῦνται, σὺ ὁ ἰδιώ-
της οὐκ ὀφείλεις ἐξομολογεῖσθαι; Καὶ μετὰ τὴν τοῦ
Ἀβεσσαλὼμ ἐπανάστασιν, πολλῶν οὐσῶν ὁδῶν τῆς
φυγῆς, διὰ τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν φεύγει, μονονουχὶ
τὸν Λυτρωτὴν ἐπικαλούμενος. Καταρωμένου αὐτὸν
τοῦ Σεμεῒ, λέγει· Ἄφετε αὐτὸν, ὅπως ἐπίδῃ ὁ
Θεὸς ἐπὶ τὴν ταπείνωσίν μου.
810

 ΙΓʹ. Βλέπεις, ὅτι καλὸν τὸ ἐξομολογήσασθαι; βλέ-


πεις, ὅτι ἔστι σωτηρία; Καὶ Σολομῶν ἐκπέπτωκεν·
ἀλλά φησιν, τί καὶ λέγει· Ὕστερον ἐγὼ μετενόησα.
Καὶ ὁ Ἀχαὰβ γέγονε παρανομώτατος, εἰδωλολάτρης,
ἐξαίσιος, ὁ προφητοκτόνος, ὁ ἀλλότριος τῆς εὐσεβείας,
ἀλλοτρίων ἀγρῶν ἐπιθυμητής. Ἀλλ' ὅτε τὸν Ναβου-
θαὶ ἀπέκτεινεν, ἐλθόντος Ἠλίου τοῦ προφήτου, καὶ
μόνον ἐπαπειλήσαντος, περιεβάλετο σάκκον, καὶ ἔῤ-
ῥηξε τὰ ἱμάτια· καὶ τί φησιν ὁ φιλάνθρωπος Θεός;
Ἑώρακας πῶς κατενύγη Ἀχαὰβ ἀπὸ προσώπου  
μου;

Παλλάδιος. Historia Lausiaca (recensio G)


Vita 58, sec. 1, line 6

Περὶ τῶν ἐν Ἀντινόῳ

 Ἐν Ἀντινόῳ τῆς Θηβαΐδος διατρίψας τέσσαρα


ἔτη ἐν τοσούτῳ χρόνῳ καὶ γνῶσιν εἴληφα τῶν ἐκεῖ μο-
ναστηρίων. Καθέζονται μὲν γὰρ ἀμφὶ τὴν πόλιν ἄνδρες
ὡς χίλιοι διακόσιοι, ταῖς χερσὶν ἀποζῶντες, εἰς ἄκρον ἀσκού-  
μενοι. Ἐν τούτοις εἰσὶ καὶ ἀναχωρηταὶ ἐν τοῖς σπηλαίοις
τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντες· ἐν οἷς ἐστι Σολομών
τις, ἀνὴρ πραότατος καὶ σώφρων καὶ ὑπομονῆς ἔχων χά-
ρισμα· ὃς ἔλεγεν ἔχειν πεντηκοστὸν ἔτος ἐν τῷ σπηλαίῳ,
ἐπαρκέσας ἑαυτῷ ἐκ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν καὶ ἐκμαθὼν
πᾶσαν ἁγίαν γραφήν.
 Δωρόθεος ἐν ἄλλῳ σπηλαίῳ οἰκῶν πρεσβύτερος, ὑπερ-
βολῇ ἀγαθώτατος, καὶ αὐτὸς ζήσας τὸν ἀνεπίληπτον βίον,
πρεσβυτερίου δὲ ἠξιωμένος καὶ λειτουργῶν τοῖς ἀδελφοῖς
τοῖς ἐν τοῖς σπηλαίοις. Τούτῳ ποτὲ Μελάνιον ἡ νεωτέρα,
τῆς μεγάλης Μελανίου ἐγγόνη, περὶ ἧς ἐς ὕστερον λέξω,
ἀπέστειλε πεντακόσια νομίσματα, παρακαλέσασα αὐτὸν δια

Παλλάδιος. Dialogus de vita Joannis Chrysostomi P. 94, line 14

τικὸν ἐχρησίμευσέ ποτε τῇ ἐκκλησίᾳ· τοῖς δὲ περιχωρίοις τῶν


εὐλαβῶν ἐπισκόπων ἀεὶ ἀντιπράττων, ὡς ἅτε μεγίστης ὢν
πόλεως, καὶ ἔχων τοὺς ἄρχοντας ἐπ' ἐξουσίας, τὸ πρᾶγμα
ἐκαπήλευεν· ἐπιβουλεύων δὲ ταῖς σεμναῖς χειροτονίαις, ὑπεις-
ήρχετο τῇ τῶν τρόπων δεινότητι τοὺς κατὰ καιρὸν ἐπισκόπους
(ὡς ἂν εἴποι τις) καὶ ἄκοντας κατασπῶν ἐπὶ τὰς ἀνεμοφθόρους
ἄγων χειροτονίας. δεινὸν γὰρ ἡ κολακεία, κατὰ τὸν κωμικὸν
Μένανδρον, μετὰ δυστροπίας συγκεκλωσμένη, καθὼς λέγει·
“Χαλεπόν, Παμφίλη, ἐλευθέρᾳ γυναικὶ πρὸς πόρνην μάχεσθαι.
πλείονα οἶδεν, πλείονα κακουργεῖ, αἰσχύνεται οὐδένα, κολακεύει
μᾶλλον”· κατὰ δὲ τὸν σοφὸν Σολομῶντα, “Λόγοι κερκώπων
μαλακοί, αὐτοὶ δὲ τύπτουσιν εἰς ταμεῖα κοιλίας.” σωφροσύνης
μὲν γὰρ τῆς κατὰ τὰς σαρκικὰς ἡδονὰς οὐ μόνον ξένος, ἀλλὰ
811

καὶ ἐχθρός, καθάπερ γὺψ μύρου, καθέστηκεν, ὡς κρατεῖν αὐτοῦ


φήμην καὶ τῆς κατὰ Σόδομα κακομανίας. νόμων γὰρ καὶ μέτρων
καὶ τειχῶν κειμένων παρὰ τῆς φύσεως ἐπὶ ταῖς ἡδοναῖς, ὥς
φασιν οἱ πολλοί, πατήσας μὲν τὸ τεῖχος, συντρίψας δὲ τὸ
μέτρον, ἐνυβρίσας δὲ τὸν νόμον, ταύτην ἀπεκύησε τὴν ὑπό-
ληψιν, τῶν γοήτων καὶ ἡνιόχων καὶ τῶν τὰ παλαιὰ δι' ἀσχήμου
κινήσεως μετ' ἐκστροφῆς σκέλους δεικνυόντων προΐστασθαι καὶ
συνεστιᾶσθαι. γόησι μὲν γὰρ συναγωνίζεσθαι καὶ φιλικῶς

Αμφιλόχιος. Iambi ad Seleucum Line 274

λευιτικὸν δὲ τὴν μέσην βίβλον ἔχει,


μεθ' ἣν ἀριθμούς, εἶτα δευτερονόμιον.
τούτοις Ἰησοῦν προστίθει καὶ τοὺς κριτάς,
ἔπειτα τὴν Ῥοὺθ βασιλειῶν τε τέσσαρας
βίβλους, παραλειπομένων δέ γε ξυνωρίδα.
Ἔσδρας ἐπ' αὐταῖς πρῶτος, εἶθ' ὁ δεύτερος.
ἑξῆς στιχηρὰς πέντε σοι βίβλους ἐρῶ·
στεφθέντος ἄθλοις ποικίλων παθῶν Ἰὼβ
ψαλμῶν τε βίβλον, ἐμμελὲς ψυχῶν ἄκος,
τρεῖς δ' αὖ Σολομῶντος τοῦ σοφοῦ, παροιμίας,
ἐκκλησιαστὴν ᾆσμά τε τῶν ᾀσμάτων.
ταύταις προφήτας προστίθει τοὺς δώδεκα,
Ὠσηὲ πρῶτον, εἶτ' Ἀμὼς τὸν δεύτερον,
Μιχαίαν, Ἰωήλ, Ἀβδίαν καὶ τὸν τύπον  
Ἰωνᾶν αὐτοῦ τοῦ τριημέρου πάθους,
Ναοὺμ μετ' αὐτούς, Ἀββακούμ, εἶτ' εἴνατον
Σοφονίαν, Ἀγγαῖόν τε καὶ Ζαχαρίαν
διώνυμόν τε ἄγγελον Μαλαχίαν.
μεθ' οὓς προφήτας μάνθανε τοὺς τέσσαρας,
παρρησιαστὴν τὸν μέγαν Ἠσαίαν

Αμφιλόχιος. Oratio in mesopentecosten [Sp.] Line 168

τὴν πίστιν. Ἔστι δὲ πάντως εἰπεῖν τινα· Καταψηφίζει τῶν τυφλῶν,


πιστοὶ ἦσαν οἱ ἄνδρες. Οὐχί, ἀλλὰ μόνον ἤκουσαν, Ὁ κύριος
παροδεύει, ἐβόησαν λέγοντες· Ἐλέησον ἡμᾶς, κύριε, υἱὲ Δαβίδ.
Πῶς τοίνυν ἁμαρτωλοὶ οἱ ταύτην τὴν φωνὴν βοήσαντες; Ἄκουε
ὁ ἀντιλέγων· διὰ ταύτην τὴν φωνὴν ἣν πρώτην ἔρρηξαν, καὶ τὴν  
ὑπέρθεσιν ὁ κύριος τῆς ἰάσεως ἐποιήσατο, ἐπειδὴ παρακαλοῦν-
τες ἔλεγον· Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαβίδ. Ποῖος υἱὸς Δαβὶδ τοσαύτην
δύναμιν παρέχει ἢ τοσαύτας θαυματουργίας; Ὡραῖος ὁ Ἀβες-
σαλώμ, ἀλλὰ πατροκτόνος ἐφάνη· ποθητὸς ὁ Ἀμνών, ἀλλὰ τὴν
ἰδίαν ἀδελφὴν διέφθειρεν· σοφὸς ὁ Σολομών, ἀλλ' εἰς τὸ τέλος
ὠλίσθησεν. Ἐπεὶ οὖν ὡς υἱῷ Δαβὶδ προσῆλθον καὶ οὐχὶ θεὸν
κραταῖον δοκοῦντες αὐτὸν καὶ ἐπιστήμονα ἰατρόν, οὐχὶ δὲ ἔνδο-
ξον θεόν, βοώντων τῶν τυφλῶν Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαβίδ, οὐκ
ἔδωκεν αὐτοῖς ἀπόκρισιν, ἵνα τὴν πίστιν αὐτῶν προκόψαι πα-
812

ρασκευάσῃ. Διὸ τὴν ὑπέρθεσιν οἱ τυφλοὶ δεξάμενοι κατὰ ψυχὴν


ἐφωτίσθησαν, καὶ μετ' ὀλίγον ὡς εἶδεν ὁ κύριος ὅτι κατὰ ψυχὴν
ἐφωτίσθησαν καὶ ἐδέξαντο τὸν φωστῆρα τῆς πίστεως, ἐπερωτᾷ ὁ
κύριος λέγων αὐτοῖς· Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; Τί οὖν
οἱ τυφλοὶ προκόψαντές φασιν; Ναί, κύριε. Οὐκέτι εἶπον Ναί, υἱὲ
Δαβίδ, ἀλλὰ Ναί, κύριε. Ὑπεμνήσθησαν τῆς ἀναβολῆς,

Ιππολυτος. Fragmenta in Psalmos [Sp.] Fragment 3, line 46

διαφόρους χρόνους· κα-


τατάττειν δὲ ἐν πρώ-
τοις τοὺς πρώτους εὑ-
ρισκομένους. διὸ μηδὲ
τοῦ Δαυῒδ ἐφεξῆς εὑρί-  
σκεσθαι τοὺς πάντας,
ἐν δὲ τῷ μεταξὺ καὶ
τῶν υἱῶν Κορέ, καὶ
τοῦ Ἀσάφ, καὶ Σολο-
μῶντος, καὶ Μωσέως,
Αἰθάμ τε τοῦ Ἰσραη-
λίτου, καὶ Αἰμάν, καὶ
πάλιν τοῦ Δαυΐδ, εὑρί-
σκεσθαι ἀναμὶξ ἐν τῇ
βίβλῳ τεταγμένους· οὐ
καθ' οὓς ἐλέχθησαν
χρόνους, ἀλλὰ καθ' οὓς
εὕραντο. τὸ δ' αὐτὸ
Ιππολυτος. Fragmenta in Psalmos [Sp.] Fragment 7, line 12

τῆς ἐπιγραφῆς αὕτη. ἐπειδὴ πλεῖστοι τῶν ἐξ ἐθνῶν εἰς Χριστὸν


πεπιστευκότων οἴονται τὴν βίβλον ταύτην τοῦ Δαυῒδ ὑπάρχειν, ἐπι-
γράφουσί τε αὐτὴν Ψαλμοὶ τοῦ Δαυῒδ, λεκτέον τὰ εἰς ἡμᾶς ἐληλυθότα
περὶ αὐτῆς. Ἑβραῖοι ἐπέγραψαν τὴν βίβλον Σέφρα Θελείμ, ἐν δὲ ταῖς
πράξεσι τῶν ἀποστόλων “βίβλος ψαλμῶν” εἶναι λέγεται. ἔχει δὲ ἡ
λέξις οὕτως “ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ ψαλμῶν”. ὄνομα δὲ ἐν τῇ ἐπι-
γραφῇ τοῦ βιβλίου οὐ κεῖται ἐνταῦθα, ἡ δὲ αἰτία τὸ μὴ ἑνὸς λόγους
ἀναγεγράφθαι ἐπὶ τοῦτο, ἀλλὰ πλειόνων συνειλέχθαι, τοῦ Ἔσδρα, ὡς
αἱ παραδόσεις φασίν, μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν συναγαγόντος ψαλμοὺς
πλειόνων εἰς ἓν ἢ καὶ λόγους οὐ πάντως ὄντας ψαλμούς. προτέτακται
γοῦν ἐπὶ μὲν τινῶν τὸ Δαυῒδ ὄνομα, ἐπὶ δὲ ἑτέρων τὸ Σολομῶν καὶ
ἐπὶ ἄλλων τοῦ Ἀσάφ. εἰσὶ δὲ καὶ τοῦ Ἰδιθούμ τινες καὶ παρὰ τού-
τους ἄλλοι τῶν υἱῶν Κορέ, ὡς καὶ Μωσέως. τῶν οὖν τοσούτων ἐπὶ
τὸ αὐτὸ συναχθέντες οἱ λόγοι οὐκ ἂν ὑπὸ τοῦ εἰδότος λέγοιντο μόνου
τοῦ Δαυΐδ. ζητητέον δὲ περὶ τῶν ἀνεπιγράφων, τίνος αὐτοὺς χρὴ
ὑπονοεῖν. διὰ τί γὰρ κἂν ἡ ἁπλουστάτη ἐπιγραφὴ οὐ πρόκειται αὐτῶν,
ἥτις οὕτως ἔχει “Τοῦ Δαυῒδ ψαλμὸς” ἢ “Τοῦ Δαυῒδ” χωρὶς πάσης
προσθήκης; ὑπενοήσαμεν δέ, ὅπου αὕτη μόνη ἐπιγραφή ἐστιν, ὅτι οὔτε
ψαλμός ἐστι τὸ λεγόμενον οὔτε ᾠδή, ἀλλὰ λόγος τις ἐξ ἁγίου πνεύ-
813

ματος ὠφελείας ἕνεκεν τῆς τοῦ δυναμένου συνιέναι ἀναγεγραμμένος.


 Ἦλθε δὲ εἰς ἐμὲ Ἑβραίου τινὸς παράδοσις περὶ τῶν τελευταίων.

Ιππολυτος. Fragmenta in Proverbia Fragment 27, line 7

λιμῷ· ἀλλ' οὐκ ἤνεγκε τὴν εὐτυχίαν, εἰς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐξυβρίσασα.
... “οἰκέτις δὲ ἐκβαλοῦσα τὴν ἑαυτῆς δέσποιναν”, ἦ ἡ ἐξ ἐθνῶν ἐκ-
κλησία, ἣ δούλη οὖσα καὶ ξένη τῶν ἐπαγγελιῶν, τὴν εὐγενίδα καὶ
κυρίαν συναγωγὴν “ἐκβαλοῦσα” γέγονε κυρία καὶ νύμφη Χριστοῦ.

Ἱππολύτου.

 Διὰ πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος “σείεται ἡ σύμπασα


γῆ, τὸ δὲ τέταρτον οὐ δύναται φέρειν”. ἦλθε γὰρ τὸ μὲν πρῶτον
διὰ νόμου διδάσκων, δεύτερον διὰ προφητῶν τὰ μέλλοντα προκηρύτ-  
των, τρίτον δὲ διὰ τοῦ εὐαγγελίου, ἑαυτὸν φανερῶς ἐπιδεικνύς· τέταρ-
τον “κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν” ἐρχόμενος, οὗ τὴν δόξαν σύμπασα
κτίσις οὐ μὴ βαστάξῃ. ἵνα οὖν διδάξῃ ἡμᾶς ὁ μακάριος Σολομὼν τὸ
προκείμενον, ἐπήνεγκε λέγων “ἐὰν οἰκέτης βασιλεύσῃ, καὶ ἄφρων
πλησθῇ σιτίων καὶ παιδίσκη ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν, καὶ γυνὴ
μισητὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ”.

Ιππολυτος. Fragmenta in Proverbia [Sp.] Fragment 33, line 11

Ἱππολύτου.

 Παροιμίαι τοίνυν εἰσὶ λόγοι


προτρεπτικοὶ παρὰ πᾶσαν ὁδὸν
τοῦ βίου χρησιμεύοντες. τοῖς γὰρ
ἐπὶ τὸν θεὸν τὴν ὁδὸν ποιουμένοις
ὁδηγός τις γίνεται παραπλησίως
τῷ ὑποδείγματι, τοὺς κάμνοντας
διὰ τὸ τῆς ὁδοῦ μῆκος ἀνακτω-
μένη. εἰσὶν οὖν αὗται αἱ παροιμίαι   

Ἱππολύτου.

Σολομῶντος, ὅ ἐστιν εἰρηνικοῦ


ἤτοι τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ. ἐπειδὴ
δὲ τοὺς τοῦ κυρίου λόγους, ἅτε δὴ
κυρίου τυγχάνοντας, ἀπταίστως
ἐπιστάμεθα, ἵνα μή τις ἐκ τῆς
ὁμωνυμίας ἡμᾶς ἀφαρπάσῃ, φησίν,
τίς ὁ γράψας ταῦτα καὶ τίνων ἦν
βασιλεύς, ἵνα ἡ τοῦ λέγοντος ἀξιο-
814

πιστία εὐπαράδεκτον τὸν λόγον


καταστήσῃ, καὶ προσεχεῖς τοὺς
ἀκούοντας. Σολομῶντος γάρ εἰσιν

Ιππολυτος. Fragmenta in Proverbia [Sp.] Fragment 33, line 21

Σολομῶντος, ὅ ἐστιν εἰρηνικοῦ


ἤτοι τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ. ἐπειδὴ
δὲ τοὺς τοῦ κυρίου λόγους, ἅτε δὴ
κυρίου τυγχάνοντας, ἀπταίστως
ἐπιστάμεθα, ἵνα μή τις ἐκ τῆς
ὁμωνυμίας ἡμᾶς ἀφαρπάσῃ, φησίν,
τίς ὁ γράψας ταῦτα καὶ τίνων ἦν
βασιλεύς, ἵνα ἡ τοῦ λέγοντος ἀξιο-
πιστία εὐπαράδεκτον τὸν λόγον
καταστήσῃ, καὶ προσεχεῖς τοὺς
ἀκούοντας. Σολομῶντος γάρ εἰσιν
ἐκείνου, πρὸς ὃν εἶπεν ὁ κύριος
“δώσω σοὶ καρδίαν φρονίμην καὶ
σοφήν· ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται
ὅμοιός σοι” καὶ τὰ λοιπὰ περὶ
αὐτοῦ γεγραμμένα. ἦν δὲ σοφὸς
ἐκ σοφοῦ, διὸ καὶ πρόσκειται τῷ
Δαβίδ, ἐξ οὗ Σολομῶν γέγονεν,   

Ιππολυτος. Fragmenta in Proverbia [Sp.] Fragment 33, line 29

πιστία εὐπαράδεκτον τὸν λόγον


καταστήσῃ, καὶ προσεχεῖς τοὺς
ἀκούοντας. Σολομῶντος γάρ εἰσιν
ἐκείνου, πρὸς ὃν εἶπεν ὁ κύριος
“δώσω σοὶ καρδίαν φρονίμην καὶ
σοφήν· ὡς σὺ οὐ γέγονεν ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ μετὰ σὲ οὐκ ἀναστήσεται
ὅμοιός σοι” καὶ τὰ λοιπὰ περὶ
αὐτοῦ γεγραμμένα. ἦν δὲ σοφὸς
ἐκ σοφοῦ, διὸ καὶ πρόσκειται τῷ
Δαβίδ, ἐξ οὗ Σολομῶν γέγονεν,   

Ιππολυτος. Fragmentum in Ezechielem Vol. 10, p. 632, line 36

Τοῦ ἁγίου Ἱππολύτου ἐπισκόπου Ῥώμης.


815

 Οὐ μάτην bis ἀληθινὸν πατέρα.


 = De antichristo LV. S. 36, 16 – 37, 3.  
 Πόσος ἐστὶ τὸ μέγεθος ὁ Σολομώντιος ναός; τὸ μὲν
μῆκος ἑξήκοντα πηχῶν, τὸ δὲ εὖρος κʹ. Ἐτέτραπτο
δὲ οὐ πρὸς ἕω, ἵνα οἱ προσευχόμενοι μὴ τὸν ἥλιον
ἀνίσχοντα προσκυνῶσιν, ἀλλὰ τὸν τοῦ ἡλίου Δεσπότην.
Θαυμαζέτω δὲ μηδεὶς, εἰ τῆς Γραφῆς μʹ πηχῶν εἰρη-
κυίας τὸ μῆκος, ἑξήκοντα εἶπον ἐγώ. Μετ' ὀλίγα γὰρ
καὶ τῶν ἄλλων κʹ ἐπιμέμνηται τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων,
ἃ καὶ Δαβὴρ ὀνομάζει. Οὐκοῦν τὰ μὲν ἅγια μʹ πη-
χῶν ἦν· τὰ δὲ Ἅγια τῶν ἁγίων ἄλλων κʹ. Ὁ δὲ Ἰώ-
σηππος διόροφον τὸν ναὸν γεγενῆσθαι λέγει, καὶ πᾶν
τὸ ὕψος ρκʹ πηχῶν εἶναι. Οὕτω γὰρ καὶ ἡ τῶν Πα

Ιππολυτος. Fragmentum in Ezechielem Vol. 10, p. 632, line 48

δὲ οὐ πρὸς ἕω, ἵνα οἱ προσευχόμενοι μὴ τὸν ἥλιον


ἀνίσχοντα προσκυνῶσιν, ἀλλὰ τὸν τοῦ ἡλίου Δεσπότην.
Θαυμαζέτω δὲ μηδεὶς, εἰ τῆς Γραφῆς μʹ πηχῶν εἰρη-
κυίας τὸ μῆκος, ἑξήκοντα εἶπον ἐγώ. Μετ' ὀλίγα γὰρ
καὶ τῶν ἄλλων κʹ ἐπιμέμνηται τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων,
ἃ καὶ Δαβὴρ ὀνομάζει. Οὐκοῦν τὰ μὲν ἅγια μʹ πη-
χῶν ἦν· τὰ δὲ Ἅγια τῶν ἁγίων ἄλλων κʹ. Ὁ δὲ Ἰώ-
σηππος διόροφον τὸν ναὸν γεγενῆσθαι λέγει, καὶ πᾶν
τὸ ὕψος ρκʹ πηχῶν εἶναι. Οὕτω γὰρ καὶ ἡ τῶν Πα-
ραλειπομένων βίβλος δεδήλωκε, λέγουσα· Καὶ ἤρξατο
Σολομὼν τοῦ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ.
Μῆκος πηχῶν ἡ διαμέτρησις ἡ πρώτη ξʹ, καὶ εὖ-  
ρος πηχῶν κʹ, καὶ ὕψος ρκʹ, καὶ κατεχρύσωσεν
αὐτὸν ἔσωθεν χρυσίῳ καθαρῷ.  

Ιππολυτος. Commentarium in Danielem Book 1, Ch. 15, sec. 6, line 3

ὑπὸ τοῦ ἐν αὐτοῖς ἐνεργοῦντος σατανᾶ βουλεύονται διωγμοὺς


καὶ θλίψεις ἐγείρειν κατὰ τῆς ἐκκλησίας, ζητοῦντες ὅπως
διαφθείρωσιν αὐτήν, αὐτοὶ ἑαυτοῖς μὴ συμφωνοῦντες.
... Τὸ οὖν «διεχωρίσθησαν ἀπ' ἀλλήλων τῇ ὥρᾳ τοῦ
ἀρίστου» ... τοῦτο σημαίνει ὅτι ἐν μὲν τοῖς βρώμασι τοῖς
ἐπιγείοις οἱ Ἰουδαῖοι μετὰ τῶν ἐθνῶν οὐ συμφωνοῦσιν, ἐν
δὲ ταῖς θεωρίαις καὶ παντὶ πράγματι, κοσμικῷ τούτοις
συνερχόμενοι κοινωνοῦσιν.
         ... αὐτοὶ ἑαυτοῖς προφητεύοντες
ὡς μελλήσουσιν ὑπ' ἀγγέλων ἐταζόμενοι λόγον δοῦναι τῷ
θεῷ ὑπὲρ πάσης ἁμαρτίας ἧς ἔπραξαν, ὡς Σολομὼν λέγει
»ἐτασμὸς δὲ ἀσεβεῖς ὀλεῖ.» Ἁλίσκονται γὰρ οὗτοι ὑπὸ
ἐτάσεως τῶν ἰδίων πονηρῶν.  
 Ποίαν «εὔθετον ἡμέραν» ἀλλ' ἢ τὴν
816

τοῦ πάσχα; ἐν ᾗ τὸ λουτρὸν ἐν παραδείσῳ τοῖς καυσομένοις


ἑτοιμάζεται καὶ ἡ ἐκκλησία ὡς Σωσάννα ἀπολουομένη
καθαρὰ νύμφη θεῷ παρίσταται; καὶ ὡς αἱ δύο παιδίσκαι
αἱ αὐτῇ παρακολουθοῦσαι πίστις καὶ ἀγάπη, αἱ παρακο-
λουθοῦσαι τὸ ἔλαιον καὶ τὰ σμήγματα τοῖς λουομένοις
ἑτοιμάζουσιν.

Ιππολυτος. Commentarium in Danielem Book 4, Ch. 30, sec. 1, line 4

θεοῦ μου περὶ τοῦ ὄρους τοῦ ἁγίου, καὶ ἔτι μου λαλοῦντος
ἐν τῇ προσευχῇ, καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Γαβριήλ, ὃν εἶδον ἐν τῇ
ὁράσει ἐν τῇ ἀρχῇ, πετόμενος, καὶ ἥψατο μου ὡσεὶ ὥρᾳ
θυσίας ἑσπερινῆς καὶ συνέτισέν με καὶ ἐλάλησεν μετ' ἐμοῦ
καὶ εἶπεν· Δανιήλ, νῦν ἐξῆλθον συμβιβάσαι σε σύνεσιν· ἐν
ἀρχῇ τῆς δεήσεώς σου ἐξῆλθεν λόγος, καὶ ἐγὼ ἦλθον τοῦ
ἀναγγεῖλαί σοι, ὅτι ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν σὺ εἶ».
 Ὅρα πῶς ὁ προφήτης τὴν ὀξύτητα τῶν ἀγγέλων
πετεινῷ πτερωτῷ ὡμοίωσεν διὰ τὸ κοῦφον καὶ ἐλαφρὸν τῶν
ἀγγέλων, οἵτινές «εἰσιν» «πνεύματα» πετόμενα ταχέως,
πρὸς τὰ κελευόμενα ὑπακούοντα, ὡς Σολομὼν λέγει· «Μὴ
καταράσῃ ἐν ταμείῳ σου βασιλέα, μή ποτε πετεινὸν πτερω-
τὸν ἀποίσει τοὺς λόγους σου πρὸς αὐτὸν.»
         Φησὶν οὖν  
πρὸς αὐτὸν Γαβριὴλ οὕτως· ἀφ' ἧς ἡμέρας ἔδωκας τὸ πρόσω-
πόν σου ταπεινωθῆναι πρὸ προσώπου κυρίου τοῦ θεοῦ σου
εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου καὶ ἀπεστάλην ἐγὼ συνετίσαι σε,
ἵνα μὴ πρὸ καιροῦ καιρὸν ἐπιζητῇς· «Ἀνὴρ» γὰρ «ἐπι-
θυμιῶν σὺ εἶ»· ταῦτα γὰρ ἰδεῖν ἐπιθυμεῖς, ἅπερ μέλλεις
δι' ἐμοῦ διακονεῖσθαι· καιρῷ δὲ ἰδίῳ ταῦτα πληρωθήσεται.
Καὶ ἐπήνεγκεν λέγων·

Ιππολυτος. In Canticum canticorum Line 9

ἐπιφάνειαν τοῦ ἠγαπημένου παιδὸς αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,


τοῦ κυρίου ἡμῶν, δοξάζοντες αὐτὸν, ὅτι αὐτῷ ἡ δόξα νῦν καὶ
ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.  
 Καὶ ποῦ πᾶσα ἡ πλουσία αὕτη γνῶσις; ποῦ δὲ τὰ μυστήρια
ταῦτα; καὶ ποῦ αἱ βίβλοι; ἀναφέρονται γὰρ μόναι αἱ παροιμίαι καὶ ἡ
σοφία καὶ ὁ ἐκκλησιαστὴς καὶ τὸ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων. τί οὖν; ψεύ-
δεται ἡ γραφή; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ πολλὴ μέν τις ὕλη γεγένηται τῶν
γραμμάτων, ὡς δηλοῖ τὸ λέγειν ᾆσμα ᾀσμάτων. σημαίνει γὰρ ὅτι
ὅσα περιεῖχον αἱ πεντακισχίλιαι ᾠδαὶ ἐν τῷ ἑνὶ διηγήσατο. ἐν δὲ
ταῖς ἡμέραις Ἐζεκίου τὰ μὲν τῶν βιβλίων ἐξελέγησαν, τὰ δὲ καὶ πε-
ριώφθησαν. ὅθεν φησὶν ἡ γραφή· “αὗται αἱ παροιμίαι Σολομῶντος
αἱ ἀδιάκριτοι, ἃς ἐξεγράψαντο οἱ φίλοι Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως”. πό-
θεν δὲ ἐξελέξαντο ἀλλ' ἢ ἐκ τῶν βιβλίων τῶν ἐγκειμένων ἐν αἷς
λέγει τρισχιλίαις παραβολαῖς καὶ πεντακισχιλίαις ᾠδαῖς; ἐξ αὐτῶν
οὖν τούτων οἱ φίλοι Ἐζεκίου σοφοὶ ὑπάρχοντες ἐξελέξαντο τὰ πρὸς
817

οἰκοδομὴν ἐκκλησίας.  
 Ὅτι δὲ ὁ παράδεισος ἐν Ἐδὲμ ὑπὸ τοῦ θεοῦ φυτευθεὶς εἰς τύπον καὶ εἰκόνα
ἐγένετο τῆς ἐκκλησίας, σαφέστατά ἐστιν ἐπιγνῶναι τοὺς φιλομαθεῖς.
         Ἐκ γὰρ
τῶν ἐπιγείων δεῖ τὰ ἐπουράνια ἐνοπτρίζεσθαι καὶ ἐκ τῶν τυπικῶν τὰ πνευμα-
τικὰ ἐπιγινώσκειν καὶ ἐκ τῶν προσκαίρων τὰ αἰώνια προσδοκᾶν, ὡς καὶ τῷ  

Ιππολυτος. Χρονικόν. Sec. 721, line 5

         (353) Ἀπὸ τῆς Ἴστρου ἐπὶ τὴν Κητίαν ἄκραν στάδιοι ιεʹ· ὕφορμός ἐστιν,
ἄνυδρος δέ.
(354) Ἀπὸ τῆς Κητίας ἄκρας εἰς Διονυσιάδα στάδιοι τʹ· νῆσοί εἰσι δύο
ἔχουσαι λιμένα καὶ ὕδωρ.
         (355) Ἀπὸ Διονυσιάδος εἰς τὸ Σαμμώνιον,
ὅθεν ἠρξάμεθα περιάγειν τὴν Κρήτην, στάδιοι ρκʹ. ἀκρωτήριον .......  
 περὶ τῶν βασιλέων τῶν Ἰου-
δαίων. αʹ ὁ Σαοὺλ πρῶτος ἐβασίλευσεν
τοῦ Ἰσραὴλ ἐκ φυλῆς Βενιαμῖν [ἔτη
μʹ] βʹ Δαουὶδ πρῶτος ἐκ φυλῆς Ἰούδα
[ἔτη μʹ] γʹ Σολομὼν υἱὸς αὐτοῦ [ἔτη
μʹ] δʹ Ῥοβοὰμ υἱὸς αὐτοῦ [ἔτη ιζʹ]
εʹ Ἀβιᾶ υἱὸς αὐτοῦ [ἔτη ϛʹ] ϛʹ Ἀσᾶ
υἱὸς αὐτοῦ [ἔτη μαʹ] ζʹ Ἰώσαφαθ
υἱὸς αὐτοῦ [ἔτη κεʹ] ηʹ Ἰωρὰμ υἱὸς
αὐτοῦ [ἔτη ηʹ] θʹ Ὀχοζίας υἱὸς αὐ-  
τοῦ [ἔτος αʹ] ιʹ Γοθολία μήτηρ αὐτοῦ
[ἔτη ζʹ] ιαʹ Ἰωᾶς υἱὸς αὐτοῦ [ἔτη μʹ]
Ιππολυτος. Demonstratio adversus Judaeos [Sp.] P. 21, line 30

θέντες καὶ αὐτοί. δι' ὅ, πάτερ, πρόσθες ἀνομίαν ἐπὶ τὴν


ἀνομίαν αὐτῶν καὶ θλῖψιν ἐπὶ θλῖψιν, καὶ μὴ εἰσελθέτωσαν ἐν
δικαιοσύνηι σου, τοῦτ' ἐστὶν εἰς τὴν βασιλείαν σου, ἀλλ' ἐξαλειφ-
θήτωσαν ἐκ βίβλου ζώντων καὶ μετὰ δικαίων μὴ γραφή-
τωσαν, τοῦτ' ἐστὶν μετὰ τῶν ἁγίων πατέρων πατριαρχῶν αὐτῶν.
τί λέγεις πρὸς τοῦτο, ὦ Ἰουδαῖε; οὐ λέγει Ματθαῖος οὐδὲ Παῦλος,
ἀλλὰ Δαυὶδ ὁ σὸς χριστός, ὁ κατὰ σοῦ ὁριζόμενος, ὁ τὰς φοβερὰς
ἀποφάσεις διὰ Χριστὸν ἀντιδιδόμενος καὶ φθεγγόμενος. καὶ ὡς
ὁ μέγας Ἰὼβ ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς τῶι δικαίωι καὶ ἀψευδεῖ λέγοντος οὕτως·
ἠγόρασας τὸν Χριστὸν δουλοπρεπῶς· ἦλθες πρὸς αὐτὸν ληιστρικῶς ἐν
τῶι κήπωι. φέρω δὴ εἰς μέσον καὶ τὴν προφητείαν Σολομὼν
τὴν λέγουσαν περὶ Χριστοῦ τὰ πρὸς Ἰουδαίους σαφῶς καὶ ἀριδήλως  
διαγγέλλουσαν, οὐ μόνον τὰ κατὰ τὸν παρόντα καιρόν, ἀλλὰ τὰ κατὰ
τὸν μέλλοντα αἰῶνα αὐτοῖς συμβαίνειν μέλλοντα διὰ τὴν αὐθάδειαν
καὶ τόλμαν ἣν ἐποίησαν τῶι ἀρχηγῶι τῆς ζωῆς. λέγει γὰρ ὁ προ-
φήτης· οὐ διελογίσαντο οἱ ἀσεβεῖς περὶ Χριστοῦ εἰπόντες ὀρθῶς·
ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν καὶ
ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις καὶ τοῖς λόγοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει
ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν
818

θεοῦ καὶ παῖδα κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει· εἶτά φησιν· βαρὺς


ἡμῖν ἐστιν καὶ βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιός ἐστι τοῖς ἄλλοις

Ιππολυτος. Demonstratio adversus Judaeos [Sp.] P. 22, line 14

ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν καὶ


ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις καὶ τοῖς λόγοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει
ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπαγγέλλεται γνῶσιν ἔχειν
θεοῦ καὶ παῖδα κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει· εἶτά φησιν· βαρὺς
ἡμῖν ἐστιν καὶ βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιός ἐστι τοῖς ἄλλοις
ὁ βίος αὐτοῦ καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι αὐτοῦ. εἰς κίβδηλον
ἐλογίσθημεν αὐτῶι καὶ ἀπέχεται τῶν ὁδῶν ἡμῶν ὡς ἀπὸ
ἀκαθαρσιῶν καὶ μακαρίζει ἔσχατα δικαίων. καὶ πάλιν ἄκου-
σον, ὦ Ἰουδαῖε· οὐδεὶς ἐκ τῶν δικαίων ἢ προφητῶν ἐκάλεσεν ἑαυτὸν
υἱὸν θεοῦ· λέγει οὖν αὖθις ὡς ἐκ προσώπου Ἰουδαίων ὁ Σολομὼν περὶ
τούτου τοῦ δικαίου, ὅς ἐστιν ὁ Χριστός, ὅτι ἐγένετο ἡμῖν εἰς
ἔλεγχον ἐννοιῶν ἡμῶν καὶ ἀλαζονεύεται πατέρα θεόν.
ἴδωμεν οὖν εἰ οἱ λόγοι αὐτοῦ ἀληθεῖς εἰσιν, καὶ πειράσωμεν
τὰ ἐν ἐκβάσει αὐτοῦ. εἰ γάρ ἐστιν ὁ δίκαιος υἱὸς θεοῦ, ἀντι-
λήψεται αὐτοῦ καὶ ῥύσεται αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἀνθεστηκότων.
θανάτωι ἀσχήμονι καταδικάσωμεν αὐτόν· ἔσται γὰρ ἐπι-
σκοπὴ αὐτοῦ ἐκ λόγων αὐτοῦ. καὶ πάλιν ὁ Δαυὶδ ἐν
Ψαλμοῖς λέγει περὶ τὸν μέλλοντα αἰῶνα· τότε λαλήσει πρὸς αὐ-
τοὺς ὁ Χριστὸς ἐν ὀργῆι αὐτοῦ καὶ ἐν τῶι θυμῶι αὐτοῦ ταράξει
αὐτούς. καὶ πάλιν Σολομὼν περὶ Χριστοῦ καὶ Ἰουδαίων φησὶν ὅτι

Ιππολυτος. Fragmenta in Proverbia (e cod. Coislin. 193) Fragment 58, line 3

εἰδώλοις, ἀποταξαμένη τούτοις καὶ τῷ διαβόλῳ, ἀπολουσαμένη τὰς


ἁμαρτίας καὶ λαβοῦσα ἄφεσιν τῶν παραπτωμάτων, «οὐδέν φησι
πεπραχέναι ἄτοπον».
 »Διὰ τριῶν» [Πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος]
»σείεται ἡ σύμπασα γῆ, τὸ δὲ τέταρτον οὐ δύναται φέρειν». Ἦλθε
γὰρ τὸ μὲν πρῶτον διὰ νόμου διδάσκων, δεύτερον διὰ προφητῶν
τὰ μέλλοντα προκηρύττων, τρίτον δὲ διὰ τοῦ εὐαγγελίου
ἑαυτὸν φανερῶς ἐπιδεικνύς.
 Τέταρτον «κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν» ἐρχόμενος, οὗ τὴν
δόξαν σύμπασα κτίσις οὐ μὴ βαστάξῃ. Ἵνα οὖν διδάξῃ ἡμᾶς
ὁ μακάριος Σολομὼν τὸ προκείμενον ἐπήνεγκε λέγων· «Ἐὰν
οἰκέτης βασιλεύσῃ καὶ ἄφρων πλησθῇ σιτίων καὶ παιδίσκη ἐὰν  
ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν, καὶ γυνὴ μισητὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγα-
θοῦ»
 »Ἐὰν οἰκέτης», φησί, «βασιλεύσῃ». Τίς ἢ ὁ λαὸς τῶν
υἱῶν Ἰσραήλ; Οἰκέτης ἐν γῇ Αἰγύπτῳ γενόμενος καὶ οὕτως
819

βασιλεύσας ἐν τῇ ἰδίᾳ γῇ κατεστρηνίασε τοῦ Χριστοῦ.


 »Καὶ ἄφρων πλησθῇ σιτίων» «Ἔφαγε» γὰρ «καὶ ἐνεπλήσθῃ
καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος».
 »Καὶ παιδίσκη ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν». Τουτέστιν
ἡ ἐπίγειος Ἱερουσαλήμ· παιδίσκη πάντων ἐθνῶν γεγενημένη

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 1, sec. 1, line 1

χαριστίας μεταλαμβάνειν· εἰ γὰρ πίστει μεταλάβοι, οὐδ' ἂν


θανάσιμόν τις δώῃ αὐτῷ μετὰ τοῦτο, οὐ κατισχύσει αὐτοῦ.  
Ἱππολύτου πρὸς Μαμμεῖαν βα[σιλίδα]· Ἦν μὲν γὰρ [τοῦ]
Χριστοῦ τύπος ἡ κιβωτὸς ἐξ ἀσήπτων ξύλων σημαίνουσα τὴν
τοῦ ἀχράντου σώματος [ἀφθαρσίαν], ὅτι μὴ εἶδε [δια]φθοράν.
Συμπεριέλαβε δὲ πέντε καὶ ἥμισυ μέτρ[α] τὴν κ[ιβωτὸν] οὐκ
ἀργῶς· διὰ γὰρ τῶν μέτρων ἐσήμανε τὸν ἐπιβαλόντα τῷ  
χρόνῳ ἀριθμὸν ὡς τῷ μέτρῳ τούτῳ συγκείμεν[ος] πληρωθεὶς
... φέροντα τὴν ἄσηπτον κιβωτόν, τὸ ἑαυτοῦ σῶμα, ἐν ᾧ
πᾶν δικαίωμα χωρούμενον ἀνάπαυλαν λαμβάνει.  
 Πολὺς ἐν σοφίᾳ Σολομῶν, ὁ μαρτυρηθεὶς ὑπὸ θεοῦ.
Ἔμπροσθέν σου οὐκ ἐγένετο ἄλλος καὶ μετά σε οὐκ ἀναστήσε-
ται ὅμοιός σοι.

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 1, sec. 6, line 3

στάμεθα, οὐ μόνον ἐκ τῶν ἀρχαίων καὶ μακαρίων πατέρων,


ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς βίβλου. Τά τε σκέμματα καὶ τοὺς τρόπους,
τὰς παραβολάς τε καὶ τὰ αἰνίγματα, τάς τε ἐνεργείας καὶ τὰ
μυστήρια, ὅσα ἐν τοῖς τρισὶ βίβλοις τοῖς μετὰ πόνου ἐντυγχά-
νουσι γνώριμα, ξένην καὶ πάλιν τούτων ὑποτίθημι.
         Ὅπως
τε πάλιν μυστηριωδῶς καὶ πάνυ κεκαλυμμένως τὰς βίβλους
ταύτας τὰς τρεῖς τῇ ἁγίᾳ τριάδι συνέταξε.
         Τήν τε γὰρ
παροιμίαν εἰς τὸν πατέρα μυστηριωδῶς συγγράψας, ἐλάλησε,
φησίν, ὡς ἀπὸ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τῷ Σολομῶντι, ἐν οἷς φέρεται
ὁ πατὴρ περὶ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἰδίου καὶ ὁμοουσίου μυστήριά τινα
μέλλοντα ἐκβήσεσθαι ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν εἰς ἡμᾶς.
Τόν τε ἐκκλησιαστὴν εἰς Χριστὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν
μονογενῆ καὶ ὅσα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ αἰνίγματα, μᾶλλον δὲ ἐκεῖνος
αἰνιγματωδῶς καὶ κεκαλυμμένως ἐξέθετο· πῶς δὲ δηλοῖ τὴν ἐξ
ἐθνῶν ἐκκλησίαν τοῖς μὴ παρέργως ἀναγινώσκουσι καὶ πῶς τὰ
τοῦ κόσμου «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης»,
ἅπερ ὁ Χριστὸς ὕστερον ἐν τῷ εὐαγγελίῳ διδάξας φαίνεται.
Τὸ δὲ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων τὰ τοῦ θείου πνεύματος λόγια
ὅπως τε αὐτὸ παρέχει καὶ τὸ ᾆσμα καὶ τὸ ψάλλειν καὶ τὰ χαρίς

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 1, sec. 9, line 2


820

αἰνιγματωδῶς καὶ κεκαλυμμένως ἐξέθετο· πῶς δὲ δηλοῖ τὴν ἐξ


ἐθνῶν ἐκκλησίαν τοῖς μὴ παρέργως ἀναγινώσκουσι καὶ πῶς τὰ
τοῦ κόσμου «ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης»,
ἅπερ ὁ Χριστὸς ὕστερον ἐν τῷ εὐαγγελίῳ διδάξας φαίνεται.
Τὸ δὲ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων τὰ τοῦ θείου πνεύματος λόγια
ὅπως τε αὐτὸ παρέχει καὶ τὸ ᾆσμα καὶ τὸ ψάλλειν καὶ τὰ χαρίς-
ματα τὰ διάφορα καὶ πῶς τὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησίαν ποτὲ μεμε-
λανωμένην ταῖς παραπτώμασιν ἐφαίδρυνε καὶ ἥνωσεν ἑαυτῷ
λαμπρύνας διαφόροις χαρίσμασι.
         Μυστηριωδῶς τοίνυν ὁ
Σολομὼν τὰς τρεῖς βίβλους ταύτας εἰς τὴν ἁγίαν τριάδα
συνέγραψε. [Καὶ ὁ Ἱππόλυτος τρεῖς λέγει τὰς βίβλους].
Ἀλλ' ἐπὶ τὸ προκείμενον τῆς βίβλου προΐεμεν. Ἔγραψας ἡμῖν
διατί ᾆσμα ᾀσμάτων καλεῖται;
         Τρισχιλίας παραβολὰς καὶ
πεντακισχιλίας ᾠδὰς ἱστόρησε, φησί, Σολομὼν καὶ ἀπὸ τῆς
κέδρου τοῦ λιβάνου ἕως τῆς ὑσσώπου τῆς ἐπὶ δώματος καὶ ἀπὸ  
πετεινοῦ ἕως ἑρπετοῦ καὶ θηρίου τοῦ ἕρποντος ἐπὶ τὴν γῆν.
Ὅτι μὲν οὖν δυσνόητον τὸ πρόβλημα καὶ δυσεγχείρητον, παντί
που δῆλόν ἐστιν, ὥστε ἀπό τε τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ξύλου τε καὶ
θηρίου καὶ πετεινοῦ καὶ ἑρπετοῦ καὶ πάντων τῶν φαινομένων οὐ

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 1, sec. 10, line 2

ὅπως τε αὐτὸ παρέχει καὶ τὸ ᾆσμα καὶ τὸ ψάλλειν καὶ τὰ χαρίς-


ματα τὰ διάφορα καὶ πῶς τὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησίαν ποτὲ μεμε-
λανωμένην ταῖς παραπτώμασιν ἐφαίδρυνε καὶ ἥνωσεν ἑαυτῷ
λαμπρύνας διαφόροις χαρίσμασι.
         Μυστηριωδῶς τοίνυν ὁ
Σολομὼν τὰς τρεῖς βίβλους ταύτας εἰς τὴν ἁγίαν τριάδα
συνέγραψε. [Καὶ ὁ Ἱππόλυτος τρεῖς λέγει τὰς βίβλους].
Ἀλλ' ἐπὶ τὸ προκείμενον τῆς βίβλου προΐεμεν. Ἔγραψας ἡμῖν
διατί ᾆσμα ᾀσμάτων καλεῖται;
         Τρισχιλίας παραβολὰς καὶ
πεντακισχιλίας ᾠδὰς ἱστόρησε, φησί, Σολομὼν καὶ ἀπὸ τῆς
κέδρου τοῦ λιβάνου ἕως τῆς ὑσσώπου τῆς ἐπὶ δώματος καὶ ἀπὸ  
πετεινοῦ ἕως ἑρπετοῦ καὶ θηρίου τοῦ ἕρποντος ἐπὶ τὴν γῆν.
Ὅτι μὲν οὖν δυσνόητον τὸ πρόβλημα καὶ δυσεγχείρητον, παντί
που δῆλόν ἐστιν, ὥστε ἀπό τε τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ξύλου τε καὶ
θηρίου καὶ πετεινοῦ καὶ ἑρπετοῦ καὶ πάντων τῶν φαινομένων οὐ
παρέλιπέ τι ὧν οὐχ ὑπεξῆλθε, τῶν μὲν ζηλούντων καὶ μιμου-
μένων τὰ ὑποδείγματα, τῶν δὲ φεύγειν καὶ ἀποτρέπειν τοὺς
τρόπους, ὡς ἑκάστῳ κατὰ δύναμιν.

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 1, sec. 14, line 3


821

μιῶν τε καὶ αἰνιγμάτων. Πολλὰ δὲ καὶ οἱ θεῖοι εὐαγγελισταὶ


ὑπεμνήσθησαν ἐν κρυφῇ τῶν τοῦ ἀνδρὸς τούτου κατορθωμάτων.
Τί οὖν; Ἅπαντα ἐσιωπήθη; Οὐχί· μὴ γένοιτο. Εἶπε γὰρ
ὅτι ἱστόρησεν ἀπὸ τῆς κέδρου καὶ τῆς ὑσσώπου καὶ πετεινοῦ
καὶ θηρίου καὶ ἑρπετοῦ καὶ ἕως πατνωμάτων. Ἐπεὶ οὖν ἄπειρον
ἦν τὸ πλῆθος, ὅρα τὸ ἀπειροδύναμον τῆς σοφίας τοῦ πνεύματος.
Ὅσα ἦν ἀναγκαῖα πρὸς ἐκκλησιαστικὸν ὅρον, ταῦτα καὶ μόνον
ἐσημειώθη.
         Καὶ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐμὸν τὸ ῥῆμα, ἀλλ' ἄκουσον
τῆς βίβλου τῶν παροιμιῶν αὐτοῦ που μέσον οὕτως δογματιζού-  
σης· «Αὗται αἱ παροιμίαι, φησί, Σολομῶντος αἱ ἀδιάκριτοι
ἃς ἐξελέξαντο οἱ φίλοι Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως». Εἰ δὲ ἐκεῖ-
νοι ἀδιακρίτους αὐτὰς εἶπον, τί εἴπωμεν ἡμεῖς οἱ βραχεῖς καὶ
ταπεινοί, πλεῖστα αὐτῶν ἀπολιμπάνοντες ὅπως τε δυσερμηνευτοί
εἰσιν. Ἐδόθη γὰρ αὐτῷ, φησί. «χύμα καρδίας» ὥστε μὴ
παρεμποδίζεσθαι αὐτὸν μηδὲ τὸ τυχὸν φιλοσοφῆσαι. Τὸ δὲ
»ἐξελέξαντο» τοιοῦτόν ἐστιν. Τελευτήσαντος Σολομῶντος, μετὰ
πλεῖστα ἔτη, ἦλθεν Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς. Σοφὸς δὲ ὁ ἀνὴρ καὶ
δίκαιος καὶ εὐγνώμων ἐνώπιον κυρίου θεοῦ αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο
γὰρ εἶπεν ἡ βίβλος ὅτι οἱ φίλοι Ἐζεκίου ἐξελέξαντο, ἵνα μάθῃς
ὅτι ἀξιοπίστου ὀνόματος προσήγαγε μάρτυρας.

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 1, sec. 14, line 9

Ὅσα ἦν ἀναγκαῖα πρὸς ἐκκλησιαστικὸν ὅρον, ταῦτα καὶ μόνον


ἐσημειώθη.
         Καὶ τοῦτο οὐκ ἔστιν ἐμὸν τὸ ῥῆμα, ἀλλ' ἄκουσον
τῆς βίβλου τῶν παροιμιῶν αὐτοῦ που μέσον οὕτως δογματιζού-  
σης· «Αὗται αἱ παροιμίαι, φησί, Σολομῶντος αἱ ἀδιάκριτοι
ἃς ἐξελέξαντο οἱ φίλοι Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως». Εἰ δὲ ἐκεῖ-
νοι ἀδιακρίτους αὐτὰς εἶπον, τί εἴπωμεν ἡμεῖς οἱ βραχεῖς καὶ
ταπεινοί, πλεῖστα αὐτῶν ἀπολιμπάνοντες ὅπως τε δυσερμηνευτοί
εἰσιν. Ἐδόθη γὰρ αὐτῷ, φησί. «χύμα καρδίας» ὥστε μὴ
παρεμποδίζεσθαι αὐτὸν μηδὲ τὸ τυχὸν φιλοσοφῆσαι. Τὸ δὲ
»ἐξελέξαντο» τοιοῦτόν ἐστιν. Τελευτήσαντος Σολομῶντος, μετὰ
πλεῖστα ἔτη, ἦλθεν Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς. Σοφὸς δὲ ὁ ἀνὴρ καὶ
δίκαιος καὶ εὐγνώμων ἐνώπιον κυρίου θεοῦ αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο
γὰρ εἶπεν ἡ βίβλος ὅτι οἱ φίλοι Ἐζεκίου ἐξελέξαντο, ἵνα μάθῃς
ὅτι ἀξιοπίστου ὀνόματος προσήγαγε μάρτυρας. Πάντως γὰρ
οὐκ ἂν αὐτοὺς ἐκέκτητο φίλους, δίκαιος ὤν, εἰ μὴ τῶν τῆς
εὐσεβείας ὅρων συμμύσται αὐτῷ καὶ ὁμόφρονες ὑπῆρχον. Καὶ
πόθεν φησὶν ἐξελέξαντο; Ἐν αἷς εἶπε πεντακισχιλίαις ᾠδαῖς
καὶ τρισχιλίαις παραβολαῖς. Σοφοὶ γὰρ ὑπάρχοντες ἀκριβῶς
ἐξελέξαντο. Τοῦτο δὲ οὐκ ἄνευ τῆς οἰκονομίας τοῦ πνεύματος
γέγονεν, ἵνα τὸ μυστήριον τὸ μέλλον φανερωθῇ δι' αὐτῶν

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 8, sec. 1, line 5


822

ᾕρημαι ἐν αὐτῷ· ἀλλὰ γὰρ εἰς ἐρίφους σοι τὸ ἐναντίον λογίζο-


μαι, οὐκέτι εἰς ποίμνην προβάτων, ἀλλ' εἰς ἐρίφους.
Ἐὰν μὴ γνῷς σεαυτήν, ἡ καλὴ ἐν γυναι-
ξίν, ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων
σου καὶ ποίμαινε τὰς ἐρίφους σου ἐπὶ σκηνω-
μάτων τῶν ποιμένων.
 Τῇ ἵππῳ μου ἐν ἅρμασι Φαραὼ
ὡμοίωσά σε, ἡ πλησίον. Ἐὰν μετανοήσῃς, φησί,
συναγωγή, τότε σὲ ὁμοιώσω ἐμαυτῷ ὡς τῇ ἵππῳ ζευγνυμένην
ἐν ἅρμασι Φαραώ. Διατί δὲ τῷ ἵππῳ, τῷ ἅρματι τοῦ Φαραὼ  
ὡμοίωσεν; Ὅτι τότε τίμια ἦν παρὰ τῷ Σολομῶντι ὁ ἵππος, παρὰ
δὲ τῷ Φαραὼ βασιλεῖ Αἰγύπτου τὸ ἅρμα Ὃν τοίνυν τρόπον
ταῦτα οὕτως ἐζευγμένα ἐστὶν ἔνδοξα, οὕτως καὶ σὺ ἔνδοξος ἔσῃ,
ἐὰν ἄρα μετανοήσῃς.
         Ἡ μὲν γὰρ ἵππος ἦν ἐκ λαοῦ τῶν
Ἰουδαίων, ὅθεν οἱ ἀπόστολοι. «Ἐπεβίβασας» γάρ, φησίν, «εἰς
θάλασσαν τοὺς ἵππους σου», καὶ «ἐπιβήσῃ ἐπὶ τοὺς ἵππους
σου». Καὶ διατί ἵππους τοὺς ἀποστόλους καλεῖ; Διὰ τὸ
διώκειν ἐν κόσμῳ, τουτέστι τρέχειν τὸν δρόμον τῆς εὐσεβείας,
ἅρματα δὲ αἱ ἐκκλησίαι αἱ ἐξ ἐθνῶν

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 25, sec. 3, line 2

 Εἶτα, ὡς ἀπέστη ἀπ' αὐτῶν, φησίν· Εὗρον ὃν


ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου.
         Ἰδοὺ γάρ, φησίν, Ἰησοῦς
ἀπήντησεν αὐταῖς. Ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα
αὐτόν. Προσελθοῦσαι γὰρ ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας.
Οὐκ ἀφιεῖσαι αὐτόν, φησίν, ἕως εἰσήγαγον αὐτὸν
εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς
συλλαβούσης με, τῆς καρδίας μου ἔνδον καὶ τῶν σπλάγχ-
νων καὶ τῆς ψυχῆς τὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἔγνων,
         μυστηριωδῶς
ὁ Σολομῶν πρὸ τοσούτων γενεῶν τῶν γυναικῶν τὸ μυστήριον
αἰνιττόμενος.
 Εἶτα μετὰ τοῦτο· Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνου-
σα ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὡς στελέχη καπνοῦ
τεθυμιαμένη, σμύρναν καὶ λίβανον ἀπὸ
πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ. Πάλαι γὰρ τὰ ἔθνη
ἔρημα θεῷ ὑπήρχομεν, νυνὶ δὲ χάριτι θεοῦ πολίται καὶ
συγκληρονόμοι Χριστοῦ. Τὴν οὖν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησίαν λέγει τὴν
ἔρημον ἥτις ἐγένετο πόλις τοῦ θεοῦ.

Ιππολυτος. In Canticum canticorum (paraphrasis) Ch. 27, sec. 1, line 2

         Στέλεχος γὰρ ξύλου τὸν σταυρὸν


ἐδήλωσεν, ᾧ φρουρεῖται ἡ ἐκκλησία, σμύρναν καὶ λίβανον
823

τὸν ἐνταφιασμὸν ἐν ᾧ καυχᾶται· ταῦτα γὰρ τὰ εὐώδη θυμιά-


ματα τῆς ἐκκλησίας. Ἀλλά, μετὰ πάντα, φησί· Κονιορτῶν  
μυρεψοῦ. Συναγόμενα γὰρ τὰ πάθη ἀπὸ τῆς γεννήσεως
αὐτοῦ μέχρι τῆς ἀναστάσεως πάντα εὐωδιάζει. Μυρεψὸν δὲ τὸ
εὐαγγέλιον ὠνόμασεν· ἐν ἐκείνῳ γὰρ ἀπόκεινται πάντα τὰ
εὐώδη μυστήρια. Διὰ τοῦτο λέγει· Σμύρναν καὶ λίβανον
ἀπὸ πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ.
 Εἶτά φησιν· Ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σολο-
μῶν, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ
δυνατῶν Ἰσραήλ, ἕκαστος ῥομφαίαν ἐπὶ τὸν
μηρὸν αὐτοῦ βαστάζων. Κλίνη τοῦ Σολομῶντος οὐκ
ἄλλη τρανὴ ἐκηρύττετο, ἀλλ' ἢ ὁ Χριστός. Ὃν γὰρ τρόπον ἐκ
πολλοῦ κόπου τίς καὶ καμάτου ἐπιστρέψας ἐπὶ κλίνης ἑαυτὸν
ἐπιρρίπτει τῶν καμάτων ἀποσοβῆσαι καὶ ἀναπαύσασθαι, οὕτω
καὶ ἡμεῖς ἐπιστρέψαντες ἐκ τῆς τοῦ κόσμου ματαιότητος καὶ
τῆς τούτου πλάνης, τόν τε κόπον τῶν ἁμαρτημάτων ὡς φορτίον
ἐπὶ τὸν ὦμον ἐγκείμενον ἀπορρίψαντες, ἀνεπαυσάμεθα μυστι-
κῶς ἐν τῇ κλίνῃ ταύτῃ, ἥτις ἐστὶν ὁ Χριστὸς ὁ λέγων· «Δεῦτε
πάντες οἱ κοπιῶντες πρός με, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 168, line 4

του τοὺς τέσσαρας τούτους ψαλμοὺς ἠξιώθη προειπεῖν καὶ συν-


τάξαι. τοὺς δὲ ἄλλους πάντας εἰς ἑτέρων προσώπων ἢ πραγμά-
των ἢ ἱστοριῶν κοινωφελῆ διδασκαλίαν τοῖς πᾶσιν ἐκτιθέμενος.
διὰ τοῦτο καὶ ἐμμελῶς καὶ μετὰ ῥυθμοῦ αὐτὰ ἐξεῖπεν, ἵνα εὐκά-
τοχα καὶ εὐμνημόνευτα τοῖς πᾶσιν ὡς τερπνὰ γένωνται. καὶ τοῦ-
το εὔδηλον ὡς ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις τοῦ κόσμου ᾀδόμενα τὰ
τοῦ Δαβὶδ εὑρήσομεν καὶ σχεδὸν ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων μι-  
κρῶν τε καὶ μεγάλων διὰ στόματος φερόμενα καὶ καθ' ἑκάστην
ᾀδόμενα καὶ μελετώμενα καὶ μνημονευόμενα πλείω τῶν ἄλλων
προφητῶν καὶ γραφῶν.
  Δεύτερος Ἑβραίων ἐβασίλευσε Σολομῶν υἱὸς Δαβὶδ ἔτη
μʹ.  ὁμοῦ ͵δφϛʹ.
αʹ, βʹ.
Σολομῶν τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν οἰκοδομεῖν ἤρξατο, ἔχων
ἑβδομήκοντα χιλιάδας ἁρμάτων αἰρόντων ἆρσιν καὶ ὀγδοήκον-
τα χιλιάδας λατομῶν ἐν τῷ ὄρει, ὃν καὶ συνετέλεσεν ἔτεσιν ὀκτώ.
Καὶ συνάγεται ὁ πᾶς χρόνος ἀπὸ παʹ Μωϋσέως, καθ' ὃ ἡ
ἐξ Αἰγύπτου πορεία γέγονεν, ἐπὶ Σολομῶντα καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς
τοῦ ἱεροῦ κατασκευῆς εἰς ἔτη χλʹ.
γʹ, δʹ, εʹ, ϛʹ, ζʹ, ηʹ.
Οὐαφρῆς βασιλεύων τῆς Αἰγύπτου ἀπέστειλε Σολομῶντι εἰς

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 168, line 14


824

  Δεύτερος Ἑβραίων ἐβασίλευσε Σολομῶν υἱὸς Δαβὶδ ἔτη


μʹ.  ὁμοῦ ͵δφϛʹ.
αʹ, βʹ.
Σολομῶν τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν οἰκοδομεῖν ἤρξατο, ἔχων
ἑβδομήκοντα χιλιάδας ἁρμάτων αἰρόντων ἆρσιν καὶ ὀγδοήκον-
τα χιλιάδας λατομῶν ἐν τῷ ὄρει, ὃν καὶ συνετέλεσεν ἔτεσιν ὀκτώ.
Καὶ συνάγεται ὁ πᾶς χρόνος ἀπὸ παʹ Μωϋσέως, καθ' ὃ ἡ
ἐξ Αἰγύπτου πορεία γέγονεν, ἐπὶ Σολομῶντα καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς
τοῦ ἱεροῦ κατασκευῆς εἰς ἔτη χλʹ.
γʹ, δʹ, εʹ, ϛʹ, ζʹ, ηʹ.
Οὐαφρῆς βασιλεύων τῆς Αἰγύπτου ἀπέστειλε Σολομῶντι εἰς
βοήθειαν τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις μυριάδας ηʹ,
καθὼς ἱστορεῖ Εὐπόλεμος.
θʹ, ιʹ.
Σολομῶν ἐκβαλὼν τὸν Ἀβιάθαρ τῆς ἀρχιερωσύνης καθίστη-
σι τὸν Βαρούχ, ὄντα ἐκ τοῖ γένους Ἐλεαζάρου.
ιαʹ, ιβʹ, ιγʹ, ιδʹ.  
Τυρίων ἐβασίλευσε Θείραμος, οὗ τὴν θυγατέρα ἔγημε Σο-
λομῶν, καθὼς ἱστορεῖ Τατιανός.
ιεʹ.
Ἑβραίων ἀρχιερεὺς Ἀαρών. προεφήτευε Σαδώκ, Νάθαν,

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 169, line 2

τοῦ ἱεροῦ κατασκευῆς εἰς ἔτη χλʹ. γʹ, δʹ, εʹ, ϛʹ, ζʹ, ηʹ.
Οὐαφρῆς βασιλεύων τῆς Αἰγύπτου ἀπέστειλε Σολομῶντι εἰς
βοήθειαν τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις μυριάδας ηʹ,
καθὼς ἱστορεῖ Εὐπόλεμος.
θʹ, ιʹ.
Σολομῶν ἐκβαλὼν τὸν Ἀβιάθαρ τῆς ἀρχιερωσύνης καθίστη-
σι τὸν Βαρούχ, ὄντα ἐκ τοῖ γένους Ἐλεαζάρου.
ιαʹ, ιβʹ, ιγʹ, ιδʹ.  
Τυρίων ἐβασίλευσε Θείραμος, οὗ τὴν θυγατέρα ἔγημε Σο-
λομῶν, καθὼς ἱστορεῖ Τατιανός.
ιεʹ.
Ἑβραίων ἀρχιερεὺς Ἀαρών. προεφήτευε Σαδώκ, Νάθαν, καὶ
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης καὶ Σαμαίας υἱὸς Ἐμβλὰς καὶ ὁ Ἀδόχ. Νάθαν
προφητεύων εἶπεν, Τί ὅτι οὐκ ἐγνώρισας τῷ δούλῳ σου τίς κα-
θήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως.
ιϛʹ, ιζʹ.
Σολομῶν μετὰ τὸ οἰκοδομῆσαι αὐτὸν τὸν οἶκον κυρίου καὶ
ὀφθῆναι αὐτῷ δὶς τὸν θεὸν ἔκτισε πόλεις ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ Ἀσούδ,
Μαγδῶ, Γαζέρ, Βεθωρὼν τὴν ἄνω, Βαλαδάθ, ἔτι μὴν καὶ Θα

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 170, line 9


825

καὶ τῷ Μελχὼμ προσοχθίσματι, τουτέστιν εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμ-


μών, καὶ τῇ Ἀστάρτῃ, βδελύγματι Σιδωνίων.  
ιηʹ, ιθʹ, κʹ, καʹ, κβʹ, κγʹ, κδʹ, κεʹ, κϛʹ, κζʹ, κηʹ, κθʹ, λʹ, λαʹ,
λβʹ, λγʹ.
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεθέσπισε τῷ Ἱεροβοὰμ δούλῳ Σολο-
μῶνος περὶ τοῦ μέλλειν αὐτὸν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ βα-
σιλεύειν.
λδʹ, λεʹ, λϛʹ, λζʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει Σολομῶν ἠθέλησεν ἀνελεῖν τὸν Ἱεροβοάμ. ὁ
δὲ γνοὺς ἀπέδρασε πρὸς Σουσακὶμ βασιλέα Αἰγύπτου. καὶ ἦν
ἐκεῖ ἕως οὗ ἀπέθανεν Σολομῶν, καὶ ἔλαβεν Ἱεροβοὰμ τὴν θυ-
γατέρα Σουσακὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
ληʹ.
Σολομῶν προφητεύων εἶπεν, Ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι
δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν· ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν. ἐπαγ-
γέλλεται γνῶσιν ἔχειν θεοῦ, καὶ παῖδα κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει.
λθʹ, μʹ.
Μετὰ τελευτὴν Σολομῶνος, στασιάσαντος τοῦ Ἰουδαίων
ἔθνους, καὶ τῆς βασιλείας αὐτῶν διαιρεθείσης, ἐν Σαμαρείᾳ δέ-
κα φυλῶν ἡγεῖται τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναδάβ, δοῦλος
ὢν Σολομῶνος, ἐκ φυλῆς Ἐφραΐμ, ἔτη κβʹ.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 170, line 12

λβʹ, λγʹ.
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεθέσπισε τῷ Ἱεροβοὰμ δούλῳ Σολο-
μῶνος περὶ τοῦ μέλλειν αὐτὸν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ βα-
σιλεύειν.
λδʹ, λεʹ, λϛʹ, λζʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει Σολομῶν ἠθέλησεν ἀνελεῖν τὸν Ἱεροβοάμ. ὁ
δὲ γνοὺς ἀπέδρασε πρὸς Σουσακὶμ βασιλέα Αἰγύπτου. καὶ ἦν
ἐκεῖ ἕως οὗ ἀπέθανεν Σολομῶν, καὶ ἔλαβεν Ἱεροβοὰμ τὴν θυ-
γατέρα Σουσακὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
ληʹ.
Σολομῶν προφητεύων εἶπεν, Ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι
δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν· ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν. ἐπαγ-
γέλλεται γνῶσιν ἔχειν θεοῦ, καὶ παῖδα κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει.
λθʹ, μʹ.
Μετὰ τελευτὴν Σολομῶνος, στασιάσαντος τοῦ Ἰουδαίων
ἔθνους, καὶ τῆς βασιλείας αὐτῶν διαιρεθείσης, ἐν Σαμαρείᾳ δέ-
κα φυλῶν ἡγεῖται τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναδάβ, δοῦλος
ὢν Σολομῶνος, ἐκ φυλῆς Ἐφραΐμ, ἔτη κβʹ.
Ἰούδα δὲ καὶ Βενιαμὶν ἐν Ἱερουσαλὴμ βασιλεύει Ῥοβοὰμ
υἱὸς Σολομῶντος, αἷς ἐπώνυμον Ἰουδαία, διὰ τὸ ἐκ φυλῆς Ἰού-  
δα κρατεῖν τοὺς βασιλεῖς· ὅθεν καὶ τὸ πᾶν ἔθνος τὴν τῶν Ἰου
826

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale


P. 170, line 19

ἐκεῖ ἕως οὗ ἀπέθανεν Σολομῶν, καὶ ἔλαβεν Ἱεροβοὰμ τὴν θυ-


γατέρα Σουσακὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
ληʹ.
Σολομῶν προφητεύων εἶπεν, Ἐνεδρεύσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι
δύσχρηστος ἡμῖν ἐστιν· ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν. ἐπαγ-
γέλλεται γνῶσιν ἔχειν θεοῦ, καὶ παῖδα κυρίου ἑαυτὸν ὀνομάζει.
λθʹ, μʹ.
Μετὰ τελευτὴν Σολομῶνος, στασιάσαντος τοῦ Ἰουδαίων
ἔθνους, καὶ τῆς βασιλείας αὐτῶν διαιρεθείσης, ἐν Σαμαρείᾳ δέ-
κα φυλῶν ἡγεῖται τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ υἱὸς Ναδάβ, δοῦλος
ὢν Σολομῶνος, ἐκ φυλῆς Ἐφραΐμ, ἔτη κβʹ.
Ἰούδα δὲ καὶ Βενιαμὶν ἐν Ἱερουσαλὴμ βασιλεύει Ῥοβοὰμ
υἱὸς Σολομῶντος, αἷς ἐπώνυμον Ἰουδαία, διὰ τὸ ἐκ φυλῆς Ἰού-  
δα κρατεῖν τοὺς βασιλεῖς· ὅθεν καὶ τὸ πᾶν ἔθνος τὴν τῶν Ἰου-
δαίων εἴληφεν ἐπωνυμίαν.
Ἱεροβοὰμ πρῶτος βασιλεύει ἐπὶ Ἰσραὴλ ἔτη κβʹ.
Ἀχίας ὁ Σιλωνίτης προεφήτευεν, ὅστις ἱμάτιον καινὸν φο-
ρῶν, ἀπαντήσας τῷ Ἱεροβοὰμ ἐξιόντι ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ διέῤῥηξεν
τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἰς τμήματα ιβʹ, καὶ εἶπεν αὐτῷ, Λάβε σε-
αυτῷ δέκα τμήματα, ὅτι διέῤῥηξε κύριος τὴν βασιλείαν ἐκ χειρὸς
Σολομῶνος. καὶ ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραὴλ τῶν δέκα φυλῶν ἐν

P. 201, line 4

μὲν ἐν Σαμαρείᾳ, νῦν δὲ μετοικισθεισῶν εἰς ὄρη Μήδων καὶ Χαλ-


δαίων, ἐπιστρατεύσαντος τῇ Σαμαρείᾳ καὶ πολιορκήσαντος αὐ-
τὴν Σαλμανάσαρ τοῦ τῶν Χαλδαίων βασιλέως, ὃς καὶ αὐτὸν τὸν
Ὡσηὲ υἱὸν Δαλὴ βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ δέσμιον λαβὼν ἀπῆλθεν.
ἐβασιλεύθησαν δὲ ἐν Σαμαρείᾳ ἔτεσιν διακοσίοις ἑξήκοντα τρισί.
μετῳκίσθησαν δὲ αἱ δέκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐκ τῆς Ἰουδαίας ἀφ'
οὗ μὲν οἱ πρόγονοι αὐτῶν ἐξῆλθον ἐξ Αἰγύπτου μετὰ ἔτη ϡλβʹ,  
ἀφ' οὗ δὲ τὴν χώραν Σαμαρείας κατέσχον στρατηγήσαντος αὐ-
τῶν Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ, εἰσὶν ἔτη ωϙβʹ, ἀφ' οὗ δὲ ἀποστάντες Ῥο-
βοὰμ τοῦ ἐκγόνου Δαβὶδ ἐβασιλεύθησαν ὑπὸ Ἱεροβοὰμ δούλου
γενομένου Σολομῶνος, εἰσὶν ἔτη σξβʹ καὶ μῆνες ζʹ, ἅτινα συν-
τρέχει ἤγουν καταλήγει εἰς τὸ τέταρτον ἔτος Ἐζεκίου βασιλέως
Ἰούδα, καθ' ὃ καὶ τὸ πάσχα σεσημείωται γεγενῆσθαι λαμπρῶς
καὶ φιλοτίμως ἀπὸ Σολομῶνος. οἳ καὶ μετοικισθέντες εἰς Σα-
μάρειαν Χουθέοι ἐκλήθησαν, τὴν τῆς χώρας ἐν ᾗ κατῳκίσθη-
σαν προσηγορίαν λαβόντες, διὰ τὸ ἐκ τῆς Χουθὰς οὕτω καλου-
μένης χώρας τότε μετατεθῆναι. ἔστι δὲ αὕτη ἡ Χουθὰς χώρα
ἐν τῇ Περσίδι καὶ ποταμὸς τοῦτο ἔχων ὄνομα. καὶ μετοικισθέν-
τες εἰς Σαμάρειαν ἕκαστος κατ' ἔθνος ἴδιον εἶχε θεόν. ὕστερον
827

δὲ Σαμαρεῖς ἐκλήθησαν, τὴν τῆς χώρας ἐν ᾗ κατῳκίσθησαν


προσηγορίαν λαβόντες.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 201, line 7

Ὡσηὲ υἱὸν Δαλὴ βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ δέσμιον λαβὼν ἀπῆλθεν.


ἐβασιλεύθησαν δὲ ἐν Σαμαρείᾳ ἔτεσιν διακοσίοις ἑξήκοντα τρισί.
μετῳκίσθησαν δὲ αἱ δέκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐκ τῆς Ἰουδαίας ἀφ'
οὗ μὲν οἱ πρόγονοι αὐτῶν ἐξῆλθον ἐξ Αἰγύπτου μετὰ ἔτη ϡλβʹ,  
ἀφ' οὗ δὲ τὴν χώραν Σαμαρείας κατέσχον στρατηγήσαντος αὐ-
τῶν Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ, εἰσὶν ἔτη ωϙβʹ, ἀφ' οὗ δὲ ἀποστάντες Ῥο-
βοὰμ τοῦ ἐκγόνου Δαβὶδ ἐβασιλεύθησαν ὑπὸ Ἱεροβοὰμ δούλου
γενομένου Σολομῶνος, εἰσὶν ἔτη σξβʹ καὶ μῆνες ζʹ, ἅτινα συν-
τρέχει ἤγουν καταλήγει εἰς τὸ τέταρτον ἔτος Ἐζεκίου βασιλέως
Ἰούδα, καθ' ὃ καὶ τὸ πάσχα σεσημείωται γεγενῆσθαι λαμπρῶς
καὶ φιλοτίμως ἀπὸ Σολομῶνος. οἳ καὶ μετοικισθέντες εἰς Σα-
μάρειαν Χουθέοι ἐκλήθησαν, τὴν τῆς χώρας ἐν ᾗ κατῳκίσθη-
σαν προσηγορίαν λαβόντες, διὰ τὸ ἐκ τῆς Χουθὰς οὕτω καλου-
μένης χώρας τότε μετατεθῆναι. ἔστι δὲ αὕτη ἡ Χουθὰς χώρα
ἐν τῇ Περσίδι καὶ ποταμὸς τοῦτο ἔχων ὄνομα. καὶ μετοικισθέν-
τες εἰς Σαμάρειαν ἕκαστος κατ' ἔθνος ἴδιον εἶχε θεόν. ὕστερον
δὲ Σαμαρεῖς ἐκλήθησαν, τὴν τῆς χώρας ἐν ᾗ κατῳκίσθησαν
προσηγορίαν λαβόντες.
Τούτῳ τῷ ἔτει Σίβυλλα ἡ Ἐρυθραία ἐν Αἰγύπτῳ ἐγνω-
ρίζετο.
 Γεγόνασι δὲ καὶ ἄλλαι ιαʹ Σίβυλλαι.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 213, line 15

ηʹ Ὀλυμπιάς.
ιαʹ, ιβʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει Ἠσαΐας τὴν κατὰ Βαβυλῶνος ὅρασιν εἶδεν.
ιγʹ, ιδʹ.
Ἀχὰζ ὁ βασιλεὺς Ἰούδα ἕτερον θυσιαστήριον προσέταξεν Οὐ-
ρίᾳ τῷ ἱερεῖ ποιῆσαι ὅμοιον τοῦ ἐν Δαμασκῷ εἰς τὴν Ἱερου-
σαλήμ.
θʹ Ὀλυμπιάς.
ιεʹ, ιϛʹ.
Τούτῳ τῷ ιϛʹ ἔτει τῆς ἑαυτοῦ βασιλείας Ἀχὰζ καθεῖλε τὴν
θάλασσαν τὴν χαλκῆν ἀπὸ τῶν μόσχων τὴν ὑπὸ Σολομῶνος γε-
νομένην· καὶ ἐπὶ τούτου ἦν ἀρχιερεὺς ὁ λεχθεὶς Οὐρίας.
Μετὰ Ἀχὰζ ἐβασίλευσε τῶν δύο φυλῶν τοῦ Ἰούδα Ἐζεκίας
υἱὸς αὐτοῦ ἔτη κθʹ.  ὁμοῦ ͵δψϙδʹ  
αʹ.
Οὗτος ὁ Ἐζεκίας ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς τοῦ θεοῦ πορευθεὶς
καὶ τὰ ὑψηλὰ καθελὼν καὶ τὰς στήλας συντρίψας καὶ τὸν ὄφιν
ὃν ἐκρέμασε Μωϋσῆς καθεῖλεν· αὐτῷ γὰρ ἐθυσίαζον πολλοί.
828

Ἀλλὰ καὶ βιβλίον Σολομῶνος, ὥς φασιν Ἑβραῖοι, ἰαμάτων


παντὸς πάθους ἐγκεκολαμμένον εἰς τοῖχον εὑρὼν τοῦ ναοῦ ἐξέ-
κοψεν.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 214, line 17

κοψεν.
Ἐπὶ τούτου προεφήτευον Ἠσαΐας, Ὡσηέ, Ἰωήλ, Μιχαίας,
Ἀμώς, Ἰωνᾶς καὶ Ναούμ.
Οὗτος ὁ Ἐζεκίας λατρεύσας τῷ θεῷ ἀνεκτήσατο τὴν Ἱερου-
σαλὴμ καὶ τὸν Ἰουδάμ, καὶ ᾠκοδόμησε τὸ κατεσκαμμένον τεῖχος
τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ τὴν πηγὴν τοῦ Σιλωὰμ ἀπέστρεψεν ἔσω
τῶν τειχῶν.
βʹ.
ιʹ Ὀλυμπιάς.
γʹ, δʹ.
Ἀπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως οὐκ ἀχθέντος τοῦ πάσχα νῦν
ἐπὶ Ἐζεκίου ἐπετελέσθη λαμπρῶς καὶ φιλοτίμως· ὅτε καὶ οἱ ἐξ
Ἱερουσαλὴμ μέτοικοι γεγόνασι.
εʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει Θαλῆς ὁ Μιλήσιος φιλόσοφος ἐν Τενέδῳ
ἀπέθανεν.  
ϛʹ. ιαʹ Ὀλυμπιάς. ζʹ, ηʹ, θʹ, ιʹ.
ιβʹ Ὀλυμπιάς.
ιαʹ, ιβʹ, ιγʹ.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 241, line 14

Ἐπὶ τούτου πάλιν ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ τρίτῳ μηνὶ τῆς


βασιλείας αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἦλθεν ἡ πόλις ἐν περιοχῇ.
καὶ ἐξῆλθεν Ἰεχωνίας αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ παῖδες αὐ-
τοῦ πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος, καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς Ναβουχο-
δονόσορ τῷ ἐνάτῳ ἔτει τῆς αὐτοῦ βασιλείας. καὶ εἰσῆλθεν εἰς
τὴν πόλιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀσσυρίων, καὶ ἐξήνεγκεν τοὺς θησαυ-
ροὺς τοῦ τε ναοῦ καὶ τοῦ βασιλέως, καὶ συνέκοψεν τὰ σκεύη ἃ
ἐποίησεν Σολομῶν, καὶ ἀπῴκισεν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πάντας
τοὺς ἄρχοντας καὶ πάντας τοὺς δυνατοὺς ἰσχύϊ καὶ ὅλον τὸν λαὸν
ιζʹ χιλιάδας αἰχμαλώτους καὶ πάντα τέκτονα καὶ τὸν συγκλείον-
τα, καὶ οὐχ ὑπελείφθησαν πλὴν πενομένων τοῦ λαοῦ τῆς γῆς, ἐν
οἷς καὶ αὐτὸν τὸν Ἰεχωνίαν μετῴκισεν εἰς Βαβυλῶνα καὶ τὴν
μητέρα καὶ τὰς γυναῖκας αὐτοῦ καὶ τοὺς εὐνούχους. ἔλαβεν ἑτέ-
ραν κεφαλῖδα βιβλίου Ἱερεμίας, καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Βαρούχ,
καὶ ἦν γεγραμμένα αὐτῇ πάντα ἅπερ ἦν κατὰ Ἰεχωνία. καὶ ἐβα-
σίλευσεν μετ' αὐτὸν Σεδεκίας ὁ καὶ Ματθανίας, υἱὸς αὐτοῦ,
ἔτη ιαʹ.  ὁμοῦ ͵δϡεʹ καὶ μῆνας ϛʹ  
829

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 254, line 4

ἀμπελουργοὺς καὶ εἰς γεωργούς. καὶ τοὺς στύλους τοὺς χαλκοῦς τοὺς
ἐν οἴκῳ κυρίου συνέτριψαν οἱ Χαλδαῖοι, καὶ ἔλαβον πάντα τὸν χαλ-
κὸν αὐτῶν καὶ ἀπήνεγκαν εἰς Βαβυλῶνα. καὶ τοὺς ποδιστῆρας καὶ
τοὺς ἀναληπτῆρας καὶ τὰ ψαλτήρια καὶ τὴν στεφάνην καὶ τὰς φιά-
λας καὶ τὰς κρεάγρας καὶ πάντα σκεύη τὰ χαλκᾶ, ἐν οἷς ἐλει-
τούργουν ἐν αὐτοῖς, καὶ τὰς ὑδρίας καὶ σαπφὼθ καὶ τὰ μας-
μαιρὼθ καὶ τοὺς ὑποχυτῆρας καὶ τὰς λυχνίας καὶ τὰ ἀμμα-  
σρακὼθ καὶ τὰς θυίσκας καὶ τοὺς κυάθους, ἃ ἦν χρυσᾶ καὶ
ἃ ἦν ἀργυρᾶ, ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος. καὶ οἱ στῦλοι δύο καὶ ἡ
θάλασσα μία καὶ οἱ μόσχοι δώδεκα χαλκοῖ, οἳ ἦσαν ὑποκάτω τῆς
θαλάσσης, ἃ ἐποίησεν βασιλεὺς Σολομῶν εἰς οἶκον κυρίου, οὐκ
ἦν σταθμὸς τοῦ χαλκοῦ αὐτῶν πάντων τῶν σκευῶν τούτων.
Καὶ οὗτος Σεδεκίας ὁ καὶ Ἰεχωνίας τὸ πονηρὸν ἐποίησεν ἐνώ-
πιον κυρίου κατὰ πάντα ὅσα ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ.
Τῷ αὐτῷ ιαʹ ἔτει Σεδεκίου τῇ Σώρ, ὅπερ ἐστὶν Τύρος, ἐπι-ʹ
φανείσῃ τῇ Ἱερουσαλὴμ διὰ τὰ συμβάντα αὐτῇ ὑπὸ Ναβουχοδο-
νόσορ καὶ Ναβουζάρδαν τοῦ ἀρχιμαγείρου αὐτοῦ προφητεύει
κατ' αὐτῆς Ἐζεκιὴλ δηλῶν ὅσα αὐτῇ κακὰ ἔσται καὶ ὡς εἰς λεω-
πετρίαν δοθήσεται καὶ ψυγμὸς σαγηνῶν ἔσται.
Ἐπὶ τούτου καὶ οἱ βασιλεῖς Ἰουδαίων ἐπαύσαντο αἰχμαλω-
τισθέντες ὑπὸ Ναβουχοδονόσορ, καὶ μηκέτι ἰσχύσαντες

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 255, line 15

Ἰουδαίων αἰχμαλωσίας καὶ ἀφανισμοῦ τοῦ


ἐν Ἱεροσολύμοις νεώ

Πρῶτον ἔτος ἀρχῆς ἀφανισμοῦ τοῦ νεὼ καὶ αἰχμαλωσίας


τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους πλὴν ὀλίγων, οἳ καὶ εἰς Αἴγυπτον κατέβη-
σαν πρὸς Οὐαφρῆν βασιλέα Αἰγύπτου μετὰ τὰς εἰς αὐτοὺς γε-
νομένας μερικὰς αἰχμαλωσίας, καθ' ἣν ὁ τῶν Χαλδαίων καὶ Βα-
βυλωνίων βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ ἐπαύσατο πολιορκήσας τὰ
Ἱεροσόλυμα καὶ τὸν Σεδεκίαν ἐκτυφλώσας αἰχμάλωτον ἔλαβεν.
Ναβουζάρδαν δὲ ὁ ἀρχιμάγειρος μηνὶ πέμπτῳ δεκάτῃ τοῦ μηνὸς
τόν τε νεὼ πυρπολεῖ, διαρκέσαντα ἀπὸ πρώτης οἰκοδομῆς Σολο-
μῶνος ἔτεσι υμβʹ. συνᾴδει δὲ ἡμῖν ὁ Κλήμης καὶ αὐτὸς ἐν τῷ
πρώτῳ στρώματι, φάσκων ἐπὶ τῆς μδʹ Ὀλυμπιάδος τὴν εἰς Βα-
βυλῶνα αἰχμαλωσίαν τοῦ Ἰουδαίων λαοῦ γενέσθαι, βασιλεύοντος
μὲν Αἰγυπτίων Οὐαφροῦ, ἄρχοντος δὲ Ἀθήνησι Φιλίππου· συ-
νάγεσθαί τε τὰ οʹ ἔτη τῆς ἐρημίας τοῦ τόπου ἐπὶ τὸ δεύτερον ἔτος
Δαρείου τοῦ Ὑστάσπου. ταῦτα μὲν ὁ δηλωθεὶς ἀνήρ.  
Ἐζεκιὴλ δὲ ὁ προφήτης τῷ Φαραὰ Οὐαφρῇ βασιλεῖ Αἰγύ-
πτου προφητεύει ὁπόσα αὐτῷ συμβήσεται καὶ τῇ Αἰγύπτῳ,
830

ἀνθ' ὧν ὡς καλαμίνη ῥάβδος τεθλασμένη ἐγενήθη τῷ οἴκῳ


Ἰσραήλ.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 288, line 19

καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἐὰν μὴ παρατετηρημένως ἀναγνῷς, συγκεχυ-


μένα τὰ πάντα εὑρήσεις. οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αἱ βασιλεῖαι
τούτῳ τῷ τρόπῳ ἐγράφησαν ἐν τῷ ἱερῷ κατὰ μέρος ἐν τῷ και-
ρῷ τοῦ Σαοὺλ τὰ ἕως τοῦ Σαοὺλ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Δαβὶδ
τὸ ἕως Δαβίδ. ὁμοίως καὶ τὰ ἑκάστου βασιλέως κατὰ τὸν ἴδιον
καιρὸν ἐγράφοντο. ὁμοίως ἔγραφον καὶ ἐν τοῖς σκρινίοις τῶν
βασιλέων, ἃς καλοῦμεν Παραλειπομένας. τὴν δὲ Πεντάτευ-
χον ὁ Μωϋσῆς ἔγραψεν ἱστορίαν προγεγονότων καὶ γινομέ-
νων καὶ ἐσομένων. Ἰησοῦς πάλιν τὴν ἰδίαν βίβλον, τοὺς Κριτὰς
πάλιν ἐν τῷ ἱερῷ, ἤγουν τῇ σκηνῇ, ὁμοίως καὶ τὴν Ῥούθ. Σο-
λομὼν πάλιν τὰ ἴδια ἔγραψεν, τάς τε Παροιμίας καὶ τὰ Ἄισμα-
τα καὶ τὸν Ἐκκλησιαστήν· σοφίας γὰρ χάριν εἰληφὼς παρὰ
θεοῦ, καὶ πάντα ἄνθρωπον νουθετῶν σοφῶς ἀναστρέφεσθαι ἐν
τῷδε τῷ βίῳ· προφητείας γὰρ χάριν οὐκ εἰλήφει. ὅσους οὖν
ηὕρομεν προφήτας ἀξιωθέντας εἰπεῖν περὶ τοῦ δεσπότου Χριστοῦ  
ἐτάξαμεν. ἔτι δὲ γράφωμεν καὶ περὶ τῶν ἄλλων τεσσάρων προ-
φητῶν, ὅσα ἠξιώθησαν εἰπεῖν περὶ τῆς κατὰ τὸν δεσπότην Χρι-
στὸν οἰκονομίας, ἐν ᾗ ἀφορᾷ πᾶς ὁ σκοπὸς τῆς θείας γραφῆς.
προφέρωμεν τοίνυν πρῶτον τὸν μεγαλοφωνότατον Ἠσαΐαν, ὃς
καὶ τύπῳ καὶ λόγῳ ἠξιώθη ἰδεῖν καὶ προειπεῖν περὶ τοῦ κατὰ
Χριστὸν μυστηρίου.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 291, line 14

πολέμιοι πόθεν πίνουσι· καὶ χαρακώσαντες τὴν πόλιν παρεκαθέ-


ζοντο τῷ Σιλωάμ. ὅταν οὖν ἤρχοντο σὺν τῷ Ἠσαΐᾳ οἱ Ἰουδαῖοι,
ἐξήρχετο τὸ ὕδωρ· διὸ ἕως τῆς σήμερον αἰφνιδίως ἐξέρχεται, ἵνα
δειχθῇ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον. καὶ ἐπειδὴ διὰ τοῦ Ἠσαΐου
τοῦτο γέγονε, μνήμης χάριν καὶ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων πλησίον
αὐτὸν τοῦ Σιλωὰμ ἔθαψαν ἐπιμελῶς καὶ ἐνδόξως, ἵνα διὰ τῶν
ὁσίων αὐτοῦ προσευχῶν καὶ μετὰ θάνατον αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχω-
σι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὕδατος, ὅτι καὶ χρησμὸς ἐδόθη αὐτῷ περὶ
αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι οὕτως. ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενος τοῦ τάφου τῶν
βασιλέων, ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
νότον. Σολομῶν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαβίδ, διαγράψας
κατὰ ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γαβαὼν μήκοθεν
τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσιν. ἐποίησεν δὲ ταύτην σκολιάν, σύν-
θετον, ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἡ εἴσοδος ἕως τῆς σήμερον τοῖς
πολλοῖς ἀγνοουμένη τῶν ἱερέων καὶ ὅλῳ τῷ λαῷ. ἐκεῖ εἶχεν ὁ
βασιλεὺς Σολομῶν τὸ χρυσίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα.
καὶ ἐπειδὴ ἔδειξεν Ἐζεκίας τὸ μυστήριον Δαβὶδ καὶ Σολομῶν τοῖς
831

ἔθνεσι καὶ ἐμίανεν ὀστᾶ τῶν προπατόρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς  
ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς ἐχθροῖς
αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον αὐτὸν καὶ ἄγονον ἐποίησεν ὁ θεὸς ἀπὸ τῆς
ἡμέρας ἐκείνης.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 291, line 19

αὐτὸν τοῦ Σιλωὰμ ἔθαψαν ἐπιμελῶς καὶ ἐνδόξως, ἵνα διὰ τῶν
ὁσίων αὐτοῦ προσευχῶν καὶ μετὰ θάνατον αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχω-
σι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὕδατος, ὅτι καὶ χρησμὸς ἐδόθη αὐτῷ περὶ
αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι οὕτως. ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενος τοῦ τάφου τῶν
βασιλέων, ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
νότον. Σολομῶν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαβίδ, διαγράψας
κατὰ ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γαβαὼν μήκοθεν
τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσιν. ἐποίησεν δὲ ταύτην σκολιάν, σύν-
θετον, ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἡ εἴσοδος ἕως τῆς σήμερον τοῖς
πολλοῖς ἀγνοουμένη τῶν ἱερέων καὶ ὅλῳ τῷ λαῷ. ἐκεῖ εἶχεν ὁ
βασιλεὺς Σολομῶν τὸ χρυσίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα.
καὶ ἐπειδὴ ἔδειξεν Ἐζεκίας τὸ μυστήριον Δαβὶδ καὶ Σολομῶν τοῖς
ἔθνεσι καὶ ἐμίανεν ὀστᾶ τῶν προπατόρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς  
ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς ἐχθροῖς
αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον αὐτὸν καὶ ἄγονον ἐποίησεν ὁ θεὸς ἀπὸ τῆς
ἡμέρας ἐκείνης.

Εἰς τὸν Ἱερεμίαν

Οὗτος Ἱερεμίας ἀξιωθεὶς καὶ αὐτὸς προειπεῖν περὶ τοῦ κατὰ


Χριστὸν μυστηρίου, λέγων οὕτως· Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀρ-
γύρια τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ,
καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 291, line 20

ὁσίων αὐτοῦ προσευχῶν καὶ μετὰ θάνατον αὐτοῦ ὡσαύτως ἔχω-


σι τὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὕδατος, ὅτι καὶ χρησμὸς ἐδόθη αὐτῷ περὶ
αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι οὕτως. ἔστι δὲ ὁ τάφος ἐχόμενος τοῦ τάφου τῶν
βασιλέων, ὄπισθεν τοῦ τάφου τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τὸ μέρος τὸ πρὸς
νότον. Σολομῶν γὰρ ἐποίησε τοὺς τάφους τοῦ Δαβίδ, διαγράψας
κατὰ ἀνατολὰς τῆς Σιών, ἥτις ἔχει εἴσοδον ἀπὸ Γαβαὼν μήκοθεν
τῆς πόλεως σταδίους εἴκοσιν. ἐποίησεν δὲ ταύτην σκολιάν, σύν-
θετον, ἀνυπονόητον· καὶ ἔστιν ἡ εἴσοδος ἕως τῆς σήμερον τοῖς
πολλοῖς ἀγνοουμένη τῶν ἱερέων καὶ ὅλῳ τῷ λαῷ. ἐκεῖ εἶχεν ὁ
βασιλεὺς Σολομῶν τὸ χρυσίον τὸ ἐξ Αἰθιοπίας καὶ τὰ ἀρώματα.
καὶ ἐπειδὴ ἔδειξεν Ἐζεκίας τὸ μυστήριον Δαβὶδ καὶ Σολομῶν τοῖς
ἔθνεσι καὶ ἐμίανεν ὀστᾶ τῶν προπατόρων αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ὁ θεὸς  
ἐπηράσατο εἰς δουλείαν ἔσεσθαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ τοῖς ἐχθροῖς
832

αὐτοῦ, καὶ ἄκαρπον αὐτὸν καὶ ἄγονον ἐποίησεν ὁ θεὸς ἀπὸ τῆς
ἡμέρας ἐκείνης.

Εἰς τὸν Ἱερεμίαν

Οὗτος Ἱερεμίας ἀξιωθεὶς καὶ αὐτὸς προειπεῖν περὶ τοῦ κατὰ


Χριστὸν μυστηρίου, λέγων οὕτως· Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀρ-
γύρια τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ,
καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι
κύριος. ταύτης δὲ τῆς χρήσεως καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς μέμνηται

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 351, line 4

ιεʹ. ὑπ. Κικέρωνος καὶ Ἀντωνίου.


Πομπήιος, δὶς στρατηγὸς Ῥωμαίων, ἐπελθὼν πολιορκεῖ
μὲν τὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τῶν ἀδύτων, τουτέστι τῶν ἁγίων τοῦ
ἱεροῦ, πρόεισι, καὶ τὸν ναὸν συλήσας, καὶ πολλὰ παρ' αὐτοῦ
ἀφελόμενος, Ἀριστόβουλον ἅμα τέκνοις δέσμιον ποιεῖ Ῥωμαίοις.
ιϛʹ. ὑπ. Σιλανοῦ καὶ Μουρήνα.
ιζʹ. ὑπ. Πίσωνος καὶ Μεσσάλα.  
Πομπήιος ὁ μέγας ἑλὼν τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὸν ναὸν συ-
λήσας, καὶ ἀφελόμενος τὰς ἁγίας γραφὰς καὶ τοὺς κανθάρους
καὶ χαρακτῆρας χρυσοῦς καὶ ἄλλα πολλὰ ἅγια σκεύη καὶ τὴν ἄμ-
πελον τὴν χρυσῆν καὶ τὴν κλίνην Σολομῶνος, Ὑρκανῷ τὴν ἀρ-
χιερωσύνην τῷ υἱῷ Ἀλεξάνδρου καὶ Ἀλεξάνδρας τῆς Σαλίνας
παραδίδωσι, καὶ Ἀντίπατρόν τινα Ἀσκαλωνίτην τῆς Παλαιστί-
νης ἐπιμελητὴν καθιστᾷ· τό τε πᾶν ἔθνος Ἰουδαίων ὑπόφορον
Ῥωμαίοις καταστήσας πολλοὺς αὐτῶν αἰχμαλώτους εἰς Ῥώμην
ἤγαγεν τῇ συγκλήτῳ.

Πασχάλιον χρονικόν. Χρονικόν. paschale P. 403, line 17

νδʹ. Φιλήμων. νεʹ. Ἐπαφρᾶς.


νϛʹ. Δημᾶς, ὧντινων καὶ αὐτῶν εἰς τὴν πρὸς Φιλήμονα Παῦ-
λος ἐπεμνήσθη.
Τοὺς δὲ λοιποὺς ιδʹ εὑρίσκεις ἅμα Παύλῳ συνανειλημμέ-
νους μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ κυρίου.
Ἀπὸ Ἀδὰμ ἐπὶ τὸν κατακλυσμὸν ἔτη ͵βσξβʹ.
Ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐπὶ τὴν ἔξοδον ἔτη ͵αφοεʹ.
Ἀπὸ τῆς διὰ Μωϋσέως ἐξ Αἰγύπτου πορείας ἐπὶ τὴν πρώ-
την οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ, ἥτις ἀρχὴν ἔλαβε μετὰ τὸ τρίτον ἔτος
Σολομῶνος, ἔτη χιδʹ.
Ἀπὸ τετάρτου ἔτους Σολομῶνος, ἤγουν τῆς πρώτης ἐπι-
σκευῆς τοῦ ναοῦ ἐπὶ Κῦρον βασιλέα Περσῶν ἔτη υπʹ καὶ μῆ-
νες γʹ.
Ἀπὸ Κύρου βασιλέως Περσῶν ἐπὶ Ἀλέξανδρον Μακεδόνα
ἔτη σμηʹ καὶ μῆνες θʹ.
Ἀπὸ Ἀλεξάνδρου Μακεδόνος ἕως τοῦ παρόντος ιεʹ ἔτους  
833

Τιβερίου Καίσαρος καὶ τὴν καταρχὴν τοῦ σωτηρίου κηρύγματος,


ἣ γέγονε κατὰ τὸ παρὸν ἔτος ιεʹ, ἔτη τνϛʹ.
Ὁμοῦ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τοῦ παρόντος ἔτους πεντεκαιδεκάτου
Τιβερίου Καίσαρος, ἤγουν τῆς εἰκάδος καὶ αὐτῆς τοῦ μαρτίου

Aelius Dius Hist., Fragmenta Fragment 2, line 14

τὴν Φοινικικὴν ἱστορίαν ἀκριβῆ γεγονέναι πεπιστευμέ-


νον. Οὗτος τοίνυν ἐν ταῖς Περὶ Φοινίκων ἱστορίαις γρά-
φει τὸν τρόπον τοῦτον· «Ἀβιβάλου τελευτήσαντος,
ὁ υἱὸς αὐτοῦ Εἵρωμος ἐβασίλευσεν. Οὗτος τὰ πρὸς
ἀνατολὰς μέρη τῆς πόλεως προσέχωσε, καὶ μεῖζον τὸ
ἄστυ πεποίηκε, καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς τὸ ἱερὸν
καθ' ἑαυτὸ ὂν ἐν νήσῳ, χώσας τὸν μεταξὺ τόπον, συν-
ῆψε τῇ πόλει, καὶ χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν·
ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτόμησε πρὸς τὴν τῶν
ναῶν κατασκευήν. Τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσολύμων
Σολομῶνα πέμψαι φασὶ πρὸς τὸν Εἵρωμον αἰνίγματα
καὶ παρ' αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦν, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα
διακρῖναι τῷ λύσαντι χρήματα ἀποτίνειν. Ὁμολο-
γήσαντα δὲ τὸν Εἵρωμον καὶ μὴ δυνηθέντα λῦσαι τὰ
αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον
ἀναλῶσαι. Εἶτα δὴ Ἀβδήμονόν τινα Τύριον ἄνδρα τὰ
προτεθέντα λῦσαι, καὶ αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν· ἃ μὴ
λύσαντα τὸν Σολομῶνα πολλὰ τῷ Εἱρώμῳ προσαπο-
τῖσαι χρήματα.» Δῖος μὲν οὕτω περὶ τῶν προειρη-
μένων ἡμῖν μεμαρτύρηκεν.  

Aelius Dius Hist., Fragmenta Fragment 2, line 21

ῆψε τῇ πόλει, καὶ χρυσοῖς ἀναθήμασιν ἐκόσμησεν·


ἀναβὰς δὲ εἰς τὸν Λίβανον ὑλοτόμησε πρὸς τὴν τῶν
ναῶν κατασκευήν. Τὸν δὲ τυραννοῦντα Ἱεροσολύμων
Σολομῶνα πέμψαι φασὶ πρὸς τὸν Εἵρωμον αἰνίγματα
καὶ παρ' αὐτοῦ λαβεῖν ἀξιοῦν, τὸν δὲ μὴ δυνηθέντα
διακρῖναι τῷ λύσαντι χρήματα ἀποτίνειν. Ὁμολο-
γήσαντα δὲ τὸν Εἵρωμον καὶ μὴ δυνηθέντα λῦσαι τὰ
αἰνίγματα πολλὰ τῶν χρημάτων εἰς τὸ ἐπιζήμιον
ἀναλῶσαι. Εἶτα δὴ Ἀβδήμονόν τινα Τύριον ἄνδρα τὰ
προτεθέντα λῦσαι, καὶ αὐτὸν ἄλλα προβαλεῖν· ἃ μὴ
λύσαντα τὸν Σολομῶνα πολλὰ τῷ Εἱρώμῳ προσαπο-
τῖσαι χρήματα.» Δῖος μὲν οὕτω περὶ τῶν προειρη-
μένων ἡμῖν μεμαρτύρηκεν.  
834

Laetus Hist., Fragmenta Fragment 1, line 10

ΦΟΙΝΙΚΙΚΑ.

 Tatianus Or. adv. Gr. c. 58:


Μετὰ δὲ τὰ Χαλδαίων τὰ Φοι-
νίκων οὕτως ἔχει. Γεγόνασι παρ' αὐτοῖς τρεῖς ἄνδρες,
Θεόδοτος, Ὑψικράτης, Μῶχος. Τούτων τὰς βίβλους
εἰς Ἑλληνίδα κατέταξε φωνὴν Λαῖτος, ὁ καὶ τοὺς
βίους τῶν φιλοσόφων ἐπ' ἀκριβὲς πραγματευσάμενος.
Ἐν δὴ ταῖς τῶν προειρημένων δηλοῦται ἱστορίαις κατὰ
τίνα τῶν βασιλέων Εὐρώπης ἁρπαγὴν γεγονέναι, Με-  
λάου τε εἰς τὴν Φοινίκην ἄφιξιν καὶ τὰ περὶ Εἴραμον,
ὅστις Σολομῶνι τῷ Ἰουδαίων βασιλεῖ πρὸς γάμον δοὺς
τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα καὶ ξύλων παντοδαπῶν ὕλην εἰς
τὴν τοῦ νεὼ κατασκευὴν ἐδωρήσατο. Καὶ Μένανδρος
δὲ ὁ Περγαμηνὸς περὶ τῶν αὐτῶν τὴν ἀναγραφὴν ἐποιή-
σατο.

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1545, line 20

 {Γρηγορίου Νύσσης.} Διὰ τῶν ἐνταῦθα γε-


γραμμένων νυμφοστολεῖταί πως ἡ ψυχὴ πρὸς τὴν
ἄϋλόν τε καὶ πνευματικὴν τοῦ Θεοῦ συζυγίαν· καὶ
δεῖται λευχειμονούντων ἀκροατῶν ἀμιάντοις νοήμα-
σιν, ὡς ἐντὸς γενέσθαι τοῦ ἀκηράτου νυμφῶνος. Καὶ
ἡ προγραφὴ γὰρ ἡμᾶς ἐπὶ τοῦτο προτρέπεται.
Ὡς γὰρ τὸ Ἅγιον τῶν ἁγίων ὑπερῆρται τῇ ἁγιότητι,
οὔτω τὸ νῦν ᾆσμα ὑπεραίρει τά τε τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ
Μωϋσέως καὶ τῶν λοιπῶν προφητῶν· ἐν ἐπιθαλα-
μίου δὲ τρόπῳ τὴν πρὸς τὸ Θεῖον ἀνάκρασιν τῆς ἀν-
θρωπίνης ὑφηγεῖται ψυχῆς· διὰ ταῦτα ὁ Σολομὼν,
ἐμφαίνων διὰ τῶν γαμηλίων ῥημάτων, τήν τε ἄφατον
ἐπιθυμίαν τὴν ὀφειλομένην Θεῷ (μείζων πάσης ὀρέ-
ξεως ἡ γαμικὴ), καὶ τὴν εἰς ἄκρον ἀπάθειαν· τοσοῦ-
τον γὰρ δεῖ καθαρεύειν τὸν κολλώμενον τῷ Θεῷ, ὡς
τὰς ἐμπαθεῖς ὁρμὰς ἀπαθείας ὑπόθεσιν τίθεσθαι.
Τάξει δὲ προῆλθεν ὁ Σολομὼν τοιαύτῃ παιδεύων· τῇ  
γὰρ ἔτι νεαζούσῃ ψυχῇ παροιμίας ὑποθέμενος, κε-
λεύει τῆς σοφίας ἐρᾷν· διὸ καὶ, Υἱέ μου, λέγει πυκνῶς,
καὶ μανιάκην ὡς νέῳ καὶ στέφανον ἐπαγγέλλεται·
καὶ πρὸς τὸ τέλος τὴν ἀνδρείαν ἐπαινεῖ γυναῖκα·
835

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1545, line 26

Ὡς γὰρ τὸ Ἅγιον τῶν ἁγίων ὑπερῆρται τῇ ἁγιότητι,


οὔτω τὸ νῦν ᾆσμα ὑπεραίρει τά τε τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ
Μωϋσέως καὶ τῶν λοιπῶν προφητῶν· ἐν ἐπιθαλα-
μίου δὲ τρόπῳ τὴν πρὸς τὸ Θεῖον ἀνάκρασιν τῆς ἀν-
θρωπίνης ὑφηγεῖται ψυχῆς· διὰ ταῦτα ὁ Σολομὼν,
ἐμφαίνων διὰ τῶν γαμηλίων ῥημάτων, τήν τε ἄφατον
ἐπιθυμίαν τὴν ὀφειλομένην Θεῷ (μείζων πάσης ὀρέ-
ξεως ἡ γαμικὴ), καὶ τὴν εἰς ἄκρον ἀπάθειαν· τοσοῦ-
τον γὰρ δεῖ καθαρεύειν τὸν κολλώμενον τῷ Θεῷ, ὡς
τὰς ἐμπαθεῖς ὁρμὰς ἀπαθείας ὑπόθεσιν τίθεσθαι.
Τάξει δὲ προῆλθεν ὁ Σολομὼν τοιαύτῃ παιδεύων· τῇ  
γὰρ ἔτι νεαζούσῃ ψυχῇ παροιμίας ὑποθέμενος, κε-
λεύει τῆς σοφίας ἐρᾷν· διὸ καὶ, Υἱέ μου, λέγει πυκνῶς,
καὶ μανιάκην ὡς νέῳ καὶ στέφανον ἐπαγγέλλεται·
καὶ πρὸς τὸ τέλος τὴν ἀνδρείαν ἐπαινεῖ γυναῖκα· εἶτα
τῷ οὔτως εἰσαχθέντι ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ πάντα
καθαιρεῖ, τὰ ῥευστὰ καὶ ματαιότητα λέγων· ὅπως ἂν
ἀναπτερώσει πρὸς τὰ μένοντα τὴν ψυχήν· καὶ νῦν
τὴν οὕτω κεκαθαρμένην αὐτῷ συνάπτει τῷ ὄντως καὶ
μόνῳ ἀγαθῷ· τὴν ψυχὴν ἐθέλων, μήτε κολάσεως
φόβῳ, μήτε μισθῶν ἐλπίδι· δουλοπρεπῆ γὰρ

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1553, line 41

πτίσματος ὅταν με λούειν μέλλῃ, τότε ἀναβήσομαι λαμ-


πρὰ, τὴν ἐπισυμβᾶσαν σκοτεινὴν ποιότητα ἀπονιψα-
μένη· ὡς καὶ ὑμᾶς τότε ὁρώσας θαμβεῖσθαι καὶ λέγειν·
Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκασμένη; Τί οὖν κομ-
πάζετε, θυγατέρες Ἱερουσαλὴμ, ἐπὶ τῇ τῶν πατέρων
οἰκειότητι, ἔργοις ἀρνησάμεναι τὴν οἰκειότητα αὐτῶν,
καὶ τὴν ἐκ πίστεως ἀπωσάμεναι δικαίωσιν; Τὸ δὲ,
ὡς σκηνώματα Κηδὰρ καὶ δέῤῥεις, τῶν δύο ποιο-
τήτων τὰς ἀκρότητας ἐν αἷς γέγονε σημαίνει, ἀρετῆς
καὶ κακίας, τὴν τῆς εἰδωλολατρείας μελανότητα
μεταθεμένη, καὶ καλὴ γενομένη ὡς τὰς Σολομῶντος
δέῤῥεις· ἢ καὶ σκηνώματα Κηδὰρ τοὺς ἀπὸ ἐθνῶν
φησιν· δέῤῥεις δὲ Σολομὼν τοὺς ἐξ Ἰουδαίων συνελ-
θόντας καὶ προστιθέντας τῇ πίστει.
 {Θεοδωρήτου.} Ἔστιν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία,
μέλαινα μὲν ὡς ἐξηπατημένη καὶ τῇ κρίσει τῶν
ἀλόγων κατεσποδωμένη· καλὴ δὲ περιμένουσά σε τὸν
ἐξ οὐρανοῦ ἥξοντα διὰ τὴν ἐμὴν σωτηρίαν Δεσπότην·
δεδήλωκε δὲ κατὰ ταυτὸν, τῆς δυσσεβείας τὸν ζόφον
836

καὶ τὴν δεδομένην ὑπὸ τῆς θείας χάριτος αὐτῇ ὥραν.


 {Ὠριγένους.}

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1553, line 43

μένη· ὡς καὶ ὑμᾶς τότε ὁρώσας θαμβεῖσθαι καὶ λέγειν·


Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκασμένη; Τί οὖν κομ-
πάζετε, θυγατέρες Ἱερουσαλὴμ, ἐπὶ τῇ τῶν πατέρων
οἰκειότητι, ἔργοις ἀρνησάμεναι τὴν οἰκειότητα αὐτῶν,
καὶ τὴν ἐκ πίστεως ἀπωσάμεναι δικαίωσιν; Τὸ δὲ,
ὡς σκηνώματα Κηδὰρ καὶ δέῤῥεις, τῶν δύο ποιο-
τήτων τὰς ἀκρότητας ἐν αἷς γέγονε σημαίνει, ἀρετῆς
καὶ κακίας, τὴν τῆς εἰδωλολατρείας μελανότητα
μεταθεμένη, καὶ καλὴ γενομένη ὡς τὰς Σολομῶντος
δέῤῥεις· ἢ καὶ σκηνώματα Κηδὰρ τοὺς ἀπὸ ἐθνῶν
φησιν· δέῤῥεις δὲ Σολομὼν τοὺς ἐξ Ἰουδαίων συνελ-
θόντας καὶ προστιθέντας τῇ πίστει.
 {Θεοδωρήτου.} Ἔστιν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία,
μέλαινα μὲν ὡς ἐξηπατημένη καὶ τῇ κρίσει τῶν
ἀλόγων κατεσποδωμένη· καλὴ δὲ περιμένουσά σε τὸν
ἐξ οὐρανοῦ ἥξοντα διὰ τὴν ἐμὴν σωτηρίαν Δεσπότην·
δεδήλωκε δὲ κατὰ ταυτὸν, τῆς δυσσεβείας τὸν ζόφον
καὶ τὴν δεδομένην ὑπὸ τῆς θείας χάριτος αὐτῇ ὥραν.
 {Ὠριγένους.} Λέγει δὲ ἡ ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλη-
σία, κ.τ.λ.

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1560, line 19

ἐξελθοῦσα τοῖς ποιμνίοις ἀκολούθει. γνώσει γὰρ


οὕτως, ὅτι μὴ κατὰ τὴν ποίμνην τὴν Ἰουδαϊκὴν βα-
δίζει πρόβατα τὰ ἐμά· οὕτω γὰρ ποιμαινομένη,
καὶ τὰ ἑαυτῆς νεαρὰ ποιμαίνουσα θρέμματα, ἅπερ
εἶπεν ἐρίφους, γνώσῃ ποῦ νέμει Χριστὸς, καὶ τίνες
οἱ ὑπ' αὐτὸν νεμόμενοι, τὸν πνευματικὸν ἔχοντες καὶ
κάλλιστον χαρακτῆρα, καθ' ὃν καλὴ ἐν γυναιξὶν ἡ
ἐξαίρετος Ἐκκλησία.
 {Ὠριγένους.} Τὸ πολυθρύλλητον δὲ παρ' Ἕλλη-
σιν ἐπίφθεγμα προείληπται παραδοθὲν τῷ σοφῷ Σο-
λομῶντι, τὸ, Γνῶθι σαυτὸν, κ.τ.λ.
 ηʹ. Τῇ ἵππῳ μου ἐν ἅρμασι Φαραὼ ὡμοίωσά
σε, ἡ πλησίον μου.
 {Γρηγορίου.} Ἵππους Θεοῦ ἀντιτασσομένη τοῖς
ἄρμασι Φαραὼ, δύναμίς τις ἀγγελικὴ καὶ ἀόρατος
καταποντίζουσα τὸν Αἰγύπτιον· ᾗ παρεικάζεται ἡ
τῷ λουτρῷ κεκαθαρμένη ψυχὴ, πᾶν Αἰγύπτιον νόημα
καὶ πᾶσαν τὴν ἀλλόφυλον κακίαν τοῖς ὕδασι
κατακλύζουσα· τὴν οὖν ποτε, φησὶ, γενομένην
837

ἐν ἅρμασι Φαραὼ, τῇ ἵππῳ μου νῦν παρωμοίω-


σά σε.

Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum P. 1752, line 6

τοὺς ὑπηρέτας διανέμησις γίνεται· ὅτι τὰ τοῦ Κυρίου


λαμβάνουσιν ἀνὰ διακοσίους πενταχῆ διαιρούμενα·
ὅτι καὶ πέντε παρθένους ὁ Κύριος ἀπεικάζει τοῖς
ἀπαντησομένοις τῶν ἁγίων. Ἐμὸς οὖν ὁ ἀφιερωμέ-
νος ἀμπελὼν, καὶ ἡ τούτου καρποφορία μεριζομένη  
τοῖς τελείοις ἐξ ἴσου, κατὰ τὴν ἐμὴν μετουσίαν, εἰς
τάγματα πέντε, ἀποστόλους, προφήτας, διδασκάλους,
διδασκομένους, μάρτυρας, εἰ καὶ κλήματα [C. B.
κλίμακα] οἱ αὐτοὶ καὶ γεωργοὶ καὶ ἐπιστάται· πολυ-
τρόπως γὰρ οἱ αὐτοὶ δηλοῦνται.
 Τοῦ ἀληθινοῦ Σολομῶντός ἐστιν ἡ φωνὴ
τὸ ὅλον τῆς φυλακῆς τοῦ ἀμπελῶνος ἑαυτῷ μαρ-
τυροῦντος. Εἰδὼς γὰρ τὸ τῶν ἀνθρώπων περὶ
αὐτὸν ἀσφαλίζεται τὸ πρὸς τὴν οἴησιν ὀλισθηρόν·
μάλιστα ἡγουμένων εὐχερῶς, ἐπὶ τῷ ἀξιώματι τῆς
ἀρχῆς φυσωμένων· ὥστε μὴ σφετερίζεσθαι τύφῳ
καὶ ἀπονοίᾳ τὰ τοῦ Θεοῦ πλεονεκτήματα, τὴν φυλα-
κὴν τοῦ ἀμπελῶνος τῇ ἑαυτῶν σπουδῇ ἐπιγράφον-
τας. Ἐπειδὴ γὰρ, φησὶν, ἐνώπιόν μού ἐστιν ὁ ἀμπε-
λὼν, καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου διὰ παντὸς ἐπιβλέπουσιν
ἐπ' αὐτὸν, διὰ τοῦτο καὶ ἡ σπουδὴ τῶν τηρούντων

Προκόπιος. Catena in Ecclesiasten (e cod. Marc. gr. 22) Ch. 1, sec. 1, line 6

σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εἰ οὖν τὰ ῥήματα ταῦτα τοῦ


βασιλέως ἐστὶν Ἰσραήλ, ὁ δὲ αὐτὸς καὶ υἱός ἐστι τοῦ θεοῦ,
καὶ αὐτὸς ἄρα Ἐκκλησιαστὴς ὀνομάζεται, καὶ μανθάνομεν
ὡς ἐπ' αὐτὸν ἡ τῶν παρόντων ῥημάτων ἀναφέρεται
δύναμις.
 Ῥήματα Ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαβίδ, βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν
Ἱερουσαλήμ.
 {Διδύμου.} Προσεκτικὸν ποιεῖ τὸν ἀκούοντα. Οὐ γὰρ
ἰδιώτου ἢ τοῦ τυχόντος οἱ λόγοι. Τὰ μὲν γὰρ ἠθικὰ
διδάσκων ἑαυτοῦ παροιμίας λέγει, φυσικὰ δὲ παραδιδοὺς
οὐκέτι Σολομῶντος ἀλλ' Ἐκκλησιαστοῦ φησιν. Οὐ γὰρ ᾗ
Σολομὼν ἁπλῶς καὶ ἄνθρωπος, ἀλλ' ᾗ σοφὸς καὶ θεοῦ
διάκονος ταῦτα προφέρεται. Αὐτοῦ γοὖν ἐστιν εἰπόντος
ἀκοῦσαι· οἱ ἐμοὶ λόγοι ὑπὸ θεοῦ εἴρηνται, καθάπερ ἀπο-  
στόλων καὶ προφητῶν. Ἀλλὰ καὶ ὃν ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὰ
ῥήματα λαλεῖ τοῦ θεοῦ. Λαλεῖ δὲ βασιλεύων οὐκ αἰσθητῶς
ἀλλὰ νοητῶς τοῦ Ἰσραήλ, τοῦ διορῶντος νοῦ τὰ παρὰ θεοῦ
λαλούμενα ῥήματα. Βασιλεύει δὲ οὐκ ἐν τόπῳ ψιλῷ, ἀλλ' ἐν
Ἱερουσαλήμ, τῇ τῆς εἰρήνης ὁράσει.
838

 {Νείλου.} Ἐκκλησιαστὴν ἑαυτὸν ἐκάλεσεν ὁ Σολομών, ὡς


πάντας ἀνθρώπους ἐκκλησιάζων καὶ δεσμεύων εἰς ὁμό

Προκόπιος. Catena in Ecclesiasten (e cod. Marc. gr. 22) Ch. 1, sec. 16-18, line 9

ἀνθρωπίνη προαίρεσις, ἣν ὠνόμασε πνεῦμα, οὐκ ἐξ ἀρχῆς


ὂν τοιοῦτον, ἀλλ' ἐκ διαστροφῆς ἐξαρμοσθὲν τοῦ κοσμίου.
 Ἐλάλησα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου τοῦ λέγειν· ἰδοὺ ἐγὼ
ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα σοφίαν ἐπὶ πᾶσιν οἳ ἐγένοντο
ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἡ καρδία μου εἶδε πολλὴν
σοφίαν καὶ γνῶσιν. Παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην ἔγνων, ὅτι καί γε  
τοῦτο προαίρεσις πνεύματος· ὅτι ἐν πλήθει σοφίας πλῆθος
γνώσεως, καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προστίθησιν ἄλγημα.
 {Διονυσίου.} Ἐφυσιώθην μάτην καὶ προσέθηκα σοφίαν, οὐχ
ἣν ἔδωκεν ὁ θεός, ἀλλὰ περὶ ἧς φησιν ὁ Παῦλος· ἡ σοφία
τοῦ κόσμου τούτου μωρία παρὰ τῷ θεῷ ἐστιν. Σολομὼν γὰρ
καὶ ταύτην ἐπεπαίδευτο ὑπὲρ τὴν φρόνησιν [ὑπὲρ] πάντων
τῶν ἀρχαίων. Δείκνυσιν οὖν ταύτης τὸ μάταιον, ὡς δηλοῖ
καὶ τὰ ἑξῆς· καὶ ἡ καρδία μου εἶδε πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν,
παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην ἔγνων· σοφίαν δὲ καὶ γνῶσιν οὐ
τὴν ἀληθῆ, ἀλλ' ἥτις κατὰ Παῦλον φυσιοῖ. Εἶπε δέ, καθὰ
γέγραπται, καὶ τρισχιλίας παραβολάς, ἀλλ' οὐ τὰς ἐν πνεύμα-
τι, ἀλλ' οἷαι τῇ κοινῇ πολιτείᾳ τῶν ἀνθρώπων ἁρμόττουσιν,
οἷον περὶ ζῴων ἢ φαρμάκων. Διὸ καὶ ἀποσκώπτων ἐπήγα-
γεν· ἔγνων ὅτι καί γε τοῦτό ἐστι προαίρεσις πνεύματος.
Πλῆθος δὲ γνώσεως, οὐ τοῦ ἁγίου πνεύματος,

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1900, line 25

ματι. Καὶ τὸ, διὰ τῆς ἐπιχορηγίας τοῦ πνεύματος


συνοικοδομεῖσθαι καὶ αὔξειν εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ.
Τοὺς οὖν ἀποβαλόντας τὸν θαυμαστὸν σύμβουλον
τὸν Θεοῦ Λόγον, ἐρήμους ἐποίησε τοῦ σοφοῦ ἀρχι-
τέκτονος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ καὶ συνετὸν
ἀκροατὴν ἀφαιρεῖ τὸν ἔχοντα διάκρισιν Πνεύματος,
καὶ συνιέντα, τίς μὲν ὁ ἐν Πνεύματι Θεοῦ λαλῶν, τίς
δὲ ὁ ἐν Βεελζεβούλ. Διὸ καὶ Παῦλός φησιν· «Γίνεσθε
φρόνιμοι τραπεζῖται, πάντα δοκιμάζετε, τὸ καλὸν
κατέχετε, ἀπὸ παντὸς εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε.» Εἰ
δὲ κατὰ τὸν Σολομῶντα, Λόγος πολυτελὴς εἰς ἐπ-
ήκοον οὖς· ὅπου λόγος οὐκ ἔστιν, οὐδ' ἀκοῆς χρεία.
Τοῦ δὲ θαυμαστοῦ συμβούλου παραιρεθέντος, καὶ
ὁ συνετὸς ἀκροατὴς συναφῄρηται.
 Μὴ ὄντος γὰρ ἀργυρίου, τραπεζίτης ἀργεῖ· λυ-
πηρὸν δὲ καὶ ὅταν λόγος μὲν ᾖ πλήρης νοημάτων,
ὁ δὲ συνιεὶς μὴ παρῇ, τῷ μὴ ἔχειν ὦτα ψυχῆς, ἃ ζη-
τεῖ Χριστὸς πρὸς τὴν τῶν ἰδίων λόγων ἀκρόασιν, λέ-
839

γων, «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.» Καὶ ἐκ τού-


των δὲ πάντων συνίσταται τὸ μετὰ τὴν σωτήριον
παρουσίαν ταῦτα τέλους τετυχηκέναι·

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1924, line 27

Ἐπιστήμη δὲ, ἕξι ἐν ἑαυτῇ τὸ βέβαιον ἔχουσα,


ἀμετάπτωτος ὑπὸ λόγου. Σοφίαν δὲ, φασὶν, ἐπιστή-
μην θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων, καὶ τῶν
τούτων αἰτιῶν. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοσοφία ὁ Χριστὸς, σο-
φὸν ἐροῦμεν τὸν κατὰ μετοχὴν Χριστοῦ, καθ' ὃ σοφία
ἐστὶν, τετελειωμένον· ὡς οἱ τῆς σκηνῆς ἐκείνης ἀρ-
χιτέκτονες· «Ἐμπλήσω γὰρ αὐτοὺς, φησὶ, πνεύμα-
τος σοφίας καὶ ἐπιστήμης·» ἅ τις αὐτῷ μὴ ἀνατι-
θεὶς ταλανίζεται. Ἀπείρητο δὲ Ναζιραίοις οἷνος καὶ
σίκερα, καὶ τοῖς ἱερεῦσιν εἰσιοῦσιν εἰς τὰ ἅγια. Καὶ
Σολομῶν ἐν Παροιμίαις φησίν· «Οἳ δυνάσται θυμώδεις
εἰσὶν, οἶνον μὴ πινέτωσαν, ἵνα μὴ πιόντες ἐπιλάθων-
ται τῆς σοφίας.» Δεῖ γὰρ ἀθόλωτον ἔχειν τὸν νοῦν
τόν τε Θεὸν θεραπεύοντα, καὶ τὸν ἀνθρώπων ἐπιμε-
λούμενον. Ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος καὶ συγγνωστὸς
ἐλέου· «Δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται.» Καὶ ᾧ
πολὺ παρέθεντο περισσότερον ἀπαιτήσουσιν αὐτόν.
Καὶ πᾶς δὲ πάθει κρατούμενος, μεθύειν λέγεται τος-
οῦτον, ὅσον τούτῳ κεκράτηται, κατὰ λόγον ὑπομένων
τὴν ἔκστασιν, καὶ συγχύσει ταύτης εἰς λήθην τῆς
σοφίας χωρῶν, ἀλλὰ πῶς ὁ ἔχων σοφίαν θυμώδης;

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 1957, line 8

χοντα αὐτοῦ, ὃς καὶ ἡσυχάζει τοῦ ὄχλου μὴ φέρων


τὸν θόρυβον, μηδὲ φοβούμενος παθητικὸν φόβον ἐν
ἰσχυούσῃ ψυχῇ τῷ πνεύματι τῆς ἰσχύος. Διὰ τῶν  
δύο δὲ καπνιζομένων δαλῶν λαμβάνομεν πρός-
ταγμα, μὴ δειλιᾷν ἀπὸ τῶν Ἑλληνικῶν πιθανοτήτων,
τῶν τε παρὰ τοῖς ἑτεροδόξοις δυσφημιῶν. Οἱ γὰρ
δαλοὶ ἀπώλεσαν τοῦ τε φυτοῦ τὸ ζωτικὸν, καὶ τοῦ
ξύλου τὸ ἰσχυρὸν, καὶ τὸ φωτεινὸν οὐκ ἔχοντες τοῦ
πυρὸς, μελαίνουσι μόνον τοὺς ἁπτομένους αὐτῶν.
Δακρύειν δὲ παρασκευάζουσι τῶν ὁρώντων τοὺς
ὀφθαλμούς. Διό φησι Σολομῶν· «Ὥσπερ ὄμφαξ ὀδοῦσι
βλαβερὸν, καὶ καπνὸς ὄμμασιν, οὕτως παρανομία
τοῖς χρωμένοις αὐτῇ·» δηλῶν τῷ μὲν ὄμφακι, τὴν
ἀμαρτητικὴν πρᾶξιν· τῷ δὲ καπνῷ, τὴν ἀπὸ τῆς
ψευδωνύμου γνώσεως βλάβην, τὸ διορατικὸν τῆς ψυ-
χῆς ἡμῶν συγχέουσαν. Εἶτά φησι, ὡς Μετὰ τὰς
ἐπιστρεπτικὰς πληγὰς ὑμᾶς ἀπαλλάττω τῶν σκυ-
θρωπῶν, ὡς ἰατρὸς μετὰ καῦσιν ἢ τομὴν θεραπεύων
840

τὰ τραύματα.

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2009, line 12

νίοις πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, καὶ δυνάμεως ὑπὲρ


ἄνω, καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζο-
μένου.» Οὐκ ἔσται δὲ τέλος τῆς εἰρήνης αὐτοῦ.
Εἴρηται γὰρ, «Ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δι-
καιοσύνη καὶ πλῆθος εἰρήνης, περὶ ἧς εἰπών·
»Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν,» ἐπήνεγκεν·
»Οὐχ ὡς ὁ κόσμος δίδωσιν ὑμῖν.» Πέρας οὖν οὐκ
ἔχει τὸ δῶρον ὑπερκόσμιον ὄν. Εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ κό-
σμου, συναπηρτίσθη ἂν τῇ τοῦ κόσμου συστάσει.
Συνέσται τοίνυν αὐτὴ τῷ παρ' αὐτοῦ δεξαμένῳ μέχρι
παντός· ἡ δὲ Σολομῶντος εἰρήνη γεγραμμένοις ἔτεσι
περιορίζεται. Ὅτι δὲ Χριστὸς ἦλθεν τὸ Ἰουδαίων
ἔθνος ἐλευθερῶν δηλοῖ τὸ, ἐπὶ τὸν θρόνον Δαβίδ.
Εἴρητο δὲ καὶ ὅτι οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα, οὐ-
δὲ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ
ἀποκείμενα αὐτῷ. Πάντες γὰρ ἐκ σπέρματος Δαβὶδ,
ἀλλ' ἁπλῶς ἐπὶ τὸν θρόνον Δαβὶδ, καὶ ἐπὶ τὴν
βασιλείαν αὐτοῦ κατορθῶσαι αὐτὴν, προσυπα-
κουόντων ἡμῶν τὸ ἥξειν αὐτὸν ἐπὶ τὸ κατορθῶσαι
τὸν θρόνον Δαβὶδ, καὶ τὴν σκηνὴν Δαβὶδ τὴν πε-
πτωκυίαν. Κατέστραπτο μὲν γὰρ ἀφ' οὗ

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2016, line 51

ἀπόστολοι ὅτι Σαμάρεια δέδεκται τὸν Λόγον. Τὴν δὲ


πρὶν ὕβριν αὐτῶν ὁ προφήτης παρέδωκεν, ὅπως τῶν
ἐξ Ἰούδα κατεθρασύνοντο, ἀσθένειαν μὲν ἐκείνοις,
ἑαυτοῖς δὲ μαρτυροῦντες ἰσχύν. Τινὲς δὲ οὕτως, ὡς
οἱ νῦν τῇ Ἱερουσαλὴμ ἐπερχόμενοι τὴν μὲν Σαμά-
ρειαν οἰκοῦντες, Ἰσραὴλ δὲ χρηματίζοντες καὶ λαὸς
Ἐφραῒμ, διὰ τὸ βασιλευθῆναι ὑπὸ τῶν ἐκ φυλῆς
Ἐφραῒμ, χλευάζοντες Ἱερουσαλὴμ, πλίνθοις αὐτὴν
ἔλεγον οἰκοδομεῖσθαι, τὰ ἑαυτῶν κρείττω ποιήσειν
ἐπαγγελλόμενοι. Καὶ ἀντὶ τοῦ ναοῦ, ὃν ᾠκοδόμησεν
Σολομῶν, πύργον ἑαυτοῖς ἠξίουν κατασκευάσασθαι
ὅμοια τοῖς ἐν Χαλάνῃ διανοούμενοι. Κακεῖνοι γὰρ
ἔλεγον, Δεῦτε, πλινθεύσωμεν ἑαυτοῖς πλίνθους, καὶ
ὀπτήσωμεν αὐτὰς πυρί.» Καὶ πάλιν· «Δεῦτε, οἰκοδο-
μήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύργον, οὗ ἡ κεφαλὴ ἔσται  
ἕως τοῦ οὐρανοῦ.» Ἐκ τίνων δὲ ὁ πύργος ἑξῆς ἐμώ-
ρανεν, ὁ Θεὸς σοφίας τοῦ κόσμου ψιλὴν καὶ σμικρὰν
δοκούσης ἔχειν γλυκύτητα; Τοιαῦτα γὰρ καὶ κατὰ
ταύτην ἐπωνυμίαν ἐστὶ τὰ συκόμορα. Οἱ δὲ τοιοῦτοι,
841

καὶ κέδροι καθ' ἑτέραν ἐπίνοιαν χρηματίζουσιν ἐπὶ


τῇ ψευδωνύμῳ ἐπαιρόμενοι γνώσει,

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2309, line 1

ΚΕΦΑΛ. ΛΕʹ.

 α – ιαʹ. Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα. Ἀγαλλιά-


σθω ἔρημος, καὶ ἀνθείτω ὡς κρίνον. Καὶ ἐξανθή-
σει, καὶ ἀγαλλιάσεται τὰ ἔρημα τοῦ Ἰορδάνου.
Ἡ δόξα τοῦ Λιβάνου ἐδόθη αὐτῇ, καὶ ἡ τιμὴ τοῦ
Καρμήλου, καὶ ὁ λαός μου ὄψεται τὴν δόξαν
Κυρίου, καὶ τὸ ὕψος τοῦ Θεοῦ, κ.τ.λ.
 ».... γὰρ ὁ διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν
τίνα καταπίῃ.» Ἀλλ' οὐ καταπίεται τοὺς τὴν ὁδὸν τὴν
μακαρίαν ὁδεύοντας. Οὐδὲ γὰρ ὁδοὺς ἐπὶ πέτρας  
δυνατὸν εὑρεῖν, καθά φησι Σολομῶν. Οὗτοι δέ εἰσιν
οὓς αἵματι τῷ ἰδίῳ λελύτρωται, πρὸς τὴν ποίμνην
τὴν ἰδίαν συναγαγών. Αὐτὸς γὰρ συνῆξεν οὐ προ-
φήτης, οὐκ ἄνθρωπος, τούτων ἡ ὁδὸς, δι' ἧς ἐπὶ
τέλος τὸ τρισμακάριον τῆς ἐπουρανίου Σιὼν ἐλεύ-
σονται, περὶ ἧς ὁ Παῦλός φησι· «Προσεληλύθατε
Σιὼν ὄρει, καὶ πόλει Θεοῦ ζῶντος Ἰερουσαλὴμ ἐπου-
ρανίῳ.» Νῦν γὰρ ἐκείνην οὐ δυνατὸν λέγειν Σιὼν,
περὶ ἧς ἔλεγεν· Ἐνιαυτὸς ἀνταποδόσεως κρίσεως
Σιών. Ἐκείνης γὰρ πίσσα καὶ πῦρ ἡ μερίς. Ταύτης δὲ
εὐφροσύνη, ἣν ἀναδήσονται οἱ νικηταὶ τοῦ μεγάλου

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2353, line 5

πνευματικῆς ἐστερημένοι τροφῆς ἀσθενοῦσι, καί τοι


πρότερον ἐῤῥωμένοι τυγχάνοντες, ὅτε τὰ ἔθνη τοῖς
διαβολικοῖς ἐξ ἀσθενείας ὑποπεπτώκει ποσὶν, καὶ
ταῖς ἐντολαῖς ταῖς κατὰ νόμον τρεφόμενοι, τῆς δὲ
χάριτος ἐλθούσης τοῖς ἔθνεσιν, αὐτοὶ μετέστησαν εἰς
λιμὸν, ὃν ἐπεσπάσαντο ἑαυτοῖς, οὐ λιμὸν ἄρτου, οὐδὲ  
δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυ-
ρίου· ᾧ μηκέτι τραφέντες ἠσθένησαν, λέγοντι·
»Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς,»
καὶ τὰ ἑξῆς. Οὗ φαγόντα τὰ ἔθνη οὐκέτι πεινᾷ.
Φησὶ γὰρ καὶ Σολομῶν· Οὐ λιμοκτονήσει Κύριος ψυ-
χὴν δικαίαν, ζωὴν δὲ ἀσεβῶν ἀνατρέψει. Ὑπέμεινε
γὰρ αὐτὰ τὸν Θεὸν τὴν ἐκ πλάνης ἀσθένειαν εἰς
ἰσχὺν πνευματικὴν ἀλλαξάμενα, κρείττω τε γεγο-
νότα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, Χριστοῦ κατισχύοντος, ὡς
ἐρεῖν ψάλλοντα· «Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ
842

Κύριος.»
 η – κʹ. Σὺ δὲ, Ἰσραὴλ, παῖς μου Ἰακὼβ, καὶ ὃν
ἐξελεξάμην σπέρμα Ἀβραὰμ, ὃν ἠγάπησα, οὗ
ἀντελαβόμην ἀπ' ἄκρων τῆς γῆς, καὶ ἐκ τῶν
σκοπιῶν αὐτῆς ἐκάλεσά σε, καὶ εἶπά σοι· Παῖς

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2384, line 10

Κἂν ἀνθιστῶσί τινες, θάῤῥει μὴ δεδιώς. «Ἰδοὺ γὰρ  


ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἔως τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος.» Μιμούμενος τοίνυν ἐμὲ, τὸν
ἄλλαγμά σου τὸ αἷμα τὸ ἐμὸν ποιησάμενον, ἄλλαγμα
γένου καὶ αὐτὸς τῶν διὰ σοῦ καλουμένων ἀσεβεστά-
των τε καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων οἰκούντων τῆς γῆς.
Ὧν τῶν μὲν Αἰγύπτιοι, τῶν δὲ Αἰθίοπές τε καὶ οἱ
τὴν Συήνην οἰκοῦντες παράδειγμα. Σαβὰ δὲ ἀντὶ
Συήνης ἐξέδωκαν οἱ λοιποί· οὕτω γὰρ ἐδοξάσθης δι'
ἀγάπην ἐμὴν ὡς διὰ σοῦ πάντας κληθῆναι. Σαβὰ
δὲ ἔθνος Αἰθιόπων οὗ ἡ βασίλισσα πρὸς Σολομῶνα
παρεγένετο.
 Τούτους οὖν ὑπὲρ σοῦ, ἢ ἀντὶ σοῦ, πάντας ἐκτησά-
μην. Ἀπολέσω δὲ τοὺς πολεμήσοντάς σε διὰ τὸ
κήρυγμα, λαούς τε καὶ ἄρχοντας. Θάῤῥει τοιγαροῦν.
Καὶ τὰ σὰ γὰρ τέκνα, ἃ κατὰ Θεὸν σπείρας, καθ'
ὅλης τῆς οἰκουμένης ἐγέννησας, εἰς πόλιν μου συνάξω
τὴν ἐπουράνιον, μετεώρους δι' ἀέρος ἀναλαβὼν, ὡς
πτηνοῖς ὑποκουφιζομένους ἀνέμοις, ταῖς ἀγγελικαῖς
δηλονότι δυνάμεσι. Τοὺς δι' ὑμῶν γὰρ τεχθέντας
ἐμοὺς εἶναι παῖδας ὁρίζομαι, τῆς ἐν Ἐκκλησίᾳ τυ

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2424, line 36

Πέρσης ὢν ὑπῆρχεν ὁ Κῦρος, οὔτε τὴν πόλιν ᾠκο-


δόμησεν, πλὴν τῆς τῶν θεμελίων ἀρχῆς. Εἶτα δι-
έμεινεν ἔρημος μέχρι τῆς βασιλείας Δαρείου. Καὶ τὰ
ἑξῆς δὲ μᾶλλον τῷ Χριστῷ ἤπερ Ζοροβάβελ ἁρμόσει
καὶ κύρῳ, ἐν οἷς Αἴγυπτόν φησι κεκοπιακέναι, δι'
αὐτῆς δηλῶν τοὺς ὅσοι πάλαι διὰ τῆς εἰδωλολατρείας
ἦσαν δεδουλωμένοι τοῖς δαίμοσιν. Ἐπὶ δὲ σὲ τὸν
προφητευόμενον βασιλέα καὶ πᾶν ἔθνος διαβήσεται
βάρβαρον. Σαβὰ γὰρ ἔθνος Αἰθιοπικὸν, οὗπερ ἡ
βασίλισσα πρὸς Σολομὼν παρεγένετο. Τέλος δὲ τού-
τοις ἀγαθὸν τὴν Χριστοῦ προαγορεύει προσκύνησιν,
ὃς καὶ Θεὸς ἦν, καὶ Θεὸν εἶχεν ἐν αὑτῷ, ὅπερ οἱ
προσκυνοῦντες ἠγνόουν τὸ πρότερον. Αὐτὸς δὲ καὶ
τοῦ Ἰσραὴλ ὁ Σωτήρ. Τὸ γὰρ Ἰησοῦς ὄνομα τοῦ-
843

το δηλοῖ.
 Τούτων δὲ προσκυνούντων οἱ ἀντικείμενοι
καταισχύνονται ἐκ περιτομῆς τε καὶ ἐθνικοὶ κατὰ
καιροὺς τὴν Ἐκκλησίαν διώξαντες. Μηδὲν γὰρ μειώ-
σαντες ηὔξησαν. Ὁ δὲ Θεοδοτίων ἐξέδωκεν· Πλὴν
ἐν σοὶ ἰσχυρὸς, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ.

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2545, line 13

πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι' ἐμοῦ.» Καὶ πάλιν·


»Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός.» Καὶ, «Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα.»
 Τινὲς δὲ προσηλύτους εἰρήκασι τοὺς οὐ γνησίως
οὐδὲ καθαρῶς προσιόντας, ἀλλὰ προστασίας ἤ τινος
χάριν ὠφελείας. Οὓς καὶ παροικήσειν, ἀλλ' οὐ κατ-
οικήσειν φησίν. Ὡς ἐν παρόδῳ γὰρ οἱ τοιοῦτοι ποι-
οῦνται τὴν εἴσοδον, οἱονεὶ αὐτῇ προσφεύγοντες. Ἐφ'
οἷς φησιν· Ἰδοὺ ἐγὼ κτίζω σε, οὐχ ὡς χαλκεὺς
φυσῶν ἄνθρακας. Ἐγώ σοι ταῦτα ποιῶ λέγων,
ἐπειδὴ καὶ ἐγώ σου κτίστης. Μωσῆς μὲν γὰρ, καὶ
Σολομῶν, καὶ Ζοροβάβελ, σωματικὰ καὶ ὀλιγοχρόνια
ἐποίουν· ὁ μὲν σκηνὴν, οἱ δὲ νεώς. Νῦν δὲ αὐτὸς
ἐγὼ ὁ τῶν ὅλων Κύριος, δι' ἐμαυτοῦ σε ἔκτισα· ἐπὶ
τὴν πέτραν οἰκοδομήσας μου τὴν Ἐκκλησίαν. Ἔκ-
τισα δέ σε οὐ τέχνῃ τινὶ ἀνθρωπίνῃ. θεϊκῇ δὲ καὶ
ἀῤῥήτῳ χάριτι. Οὐ γὰρ ὡς χαλκεὺς δι' ὀργάνου καὶ
πυρός. Τοιαῦται γὰρ τῶν ἀνθρώπων αἱ τέχναι. Διὸ
καὶ εἰς φθορὰν χωρεῖ τὰ γινόμενα. Τοὐμὸν δὲ ἀδιά-
φθορον ἔργον. Τινὲς δὲ τὸ ἔκτισα, ἐπὶ τοῦ ἀνέκτισα,
παρειλήφασιν. Δηλοῖ δὲ τὸν δι' ἁγίου Πνεύματος ἀνα-
καινισμὸν, ὥσπερ οὖν καὶ τοὺς δύο λαοὺς εἰς ἕνα

Προκόπιος. Commentarii in Isaiam P. 2649, line 6

νας πάλαι διαρπαζόντων ψυχάς. Ὅθεν οὐκ Ἰου-


δαίοις μόνοις, ἀλλὰ πᾶσι, τὴν ἐμαυτοῦ χάριν ἐξ-
έχεον. Ἀντὶ δὲ τοῦ δικαίοις, ἐν ἀληθείᾳ πάντες ἑρ-
μήνευσαν οἱ λοιποί. Ὥς τε οὐ διαψευσθήσεται αὐτῶν ὁ
μόχθος· ἀλλ' ἐν ἀληθείᾳ καὶ αὐτοῖς φυλαχθήσεται.  
 Τινὲς δέ φασιν αἰτίαν εἶναι τούτους πρὶν ἀπελη-
λάσθαι ποιμένας πλεονεξίᾳ χαίροντας, οἵπερ ἀδί-
κως πλουτοῦντες, καθά φησιν ὁ προφήτης· «Θησαυ-
ρίζοντες ἑαυτοῖς ἀσέβειαν, καὶ ταλαιπωρίαν, εἰς
ἑτέρους αὐτὰ παραπέμπουσιν.» Ἔφη γοῦν ὁ Σολο-
μῶν, ὅτι πλοῦτος ἀδίκως συναγόμενος ἐξεμεθήσεται.
Περὶ οὗ συστήματος καὶ ὁ Δαβίδ φησιν· «Πλὴν
μάτην ταράσσεται. Θησαυρίζει, καὶ οὐκ οἶδεν τίνι
συνάξει αὐτά.» Καὶ ἄλλως δὲ τοῖς ἐξ ἐθνῶν ἐδόθη
τῶν Ἰουδαϊκῶν διδασκάλων ὁ μόχθος, κατὰ τό·
844

»Ἀρθήσεται ἀφ' ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ


δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς.» Οἷς
καὶ διαθήκην αἰώνιον διαθήσομαι, οὐ τὰ Μωσέως
ἐντάλματα, τὸ δὲ τῆς καινῆς διαθήκης μυστήριον·
ἢ τὴν ἐλπίδα τὴν ἀτελεύτητον. Εἶτά φησι· Καὶ γνω-
σθήσεται ἐν τοῖς ἔθνεσι τὸ σπέρμα αὐτῶν·

Astrampsychus Magus Onir., Sortes Sec. 56, line t

νϛ Σολομών

α δίδεις τοὺς λόγους μεθ' ὕβρεως


β οὐκ ἔρχεται ὁ ἀπόδημος ἄρτι
γ ἀποδίδεις ὃ ὀφείλεις ἐξ ἀλλοτρίων
δ οὐ δύνῃ νῦν δανείσασθαι. σιώπα
ε τίκτει καὶ κινδυνεύει
ϛ κινῇ ἐκ τοῦ τόπου ἐπὶ τὸ κρεῖττον
ζ ἔχεις βλαβῆναι, ὀλίγον δέ
η οὐ γαμεῖς ἄρτι. περίμεινον δέ
θ οὐκ ἀγοράζεις τὸ προκείμενον
ι εὐτυχήσεις ἐπὶ τὰ ἔσχατα  

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 1, line 21

τὰ νοερὰ ἴχνη αὑτοῦ, τουτέστι τὴν θεότητα.


 Μετὰ ἀγγέλων ἄγγελος ἐγένετο, μετὰ ἀρχαγγέλων ἀρχάγγελος, μετὰ
θρόνων θρόνος, μετὰ ἐξουσιῶν ἐξουσία, ἕως καταβάσεως αὐτοῦ· καὶ ἦλθεν  
εἰς τὴν μήτραν τῆς ἁγίας παρθένου Μαρίας, ὅπως σώσῃ τὸ πεπλανη-
μένον γένος τῶν ἀνθρώπων, «καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν
ἐν ἡμῖν». ἐκ τούτου οὖν ἀγνοοῦντες αὐτὸν οἱ ἄνωθεν κατελθόντες, ἔλε-
γον· «τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης»; εἶτα τὸ ἅγιον Πνεῦμα
λέγει· «Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης».  
 Δευτέρα φύσις τοῦ λέοντος. ὅταν καθεύδῃ ὁ λέων ἐν τῷ σπηλαίῳ,
ἀγρυπνοῦσιν αὐτοῦ οἱ ὀφθαλμοί· ἀνεῳγμένοι γάρ εἰσι. καὶ ἐν τοῖς
Ἄισμασιν ὁ Σολομὼν μαρτυρεῖ λέγων· «ἐγὼ καθεύδω, καὶ ἡ καρδία
μου ἀγρυπνεῖ».  
 Οὕτω καὶ τὸ μὲν σῶμα τοῦ Κυρίου μου καθεύδει ἐπὶ τοῦ σταυροῦ,
ἡ δὲ θεότης αὐτοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς ἀγρυπνεῖ· «οὐ γὰρ
νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν Ἰσραήλ».
 Τρίτη φύσις τοῦ λέοντος. ὅταν ἡ λέαινα γεννᾷ τὸν σκύμνον,
νεκρὸν αὐτὸν γεννᾷ, καὶ περιτηρεῖ τὸ τέκνον, ἕως οὗ ὁ πατὴρ ἐλθὼν  
τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἐμφυσήσει αὐτῷ εἰς τὸ πρόσωπον, καὶ ἐγερεῖ αὐτόν.
 Οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ παντοκράτωρ, ὁ Πατὴρ τῶν ὅλων, τῇ
τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐξήγειρε τὸν πρωτότοκον υἱὸν αὑτοῦ τὸν πρὸ πάσης κτίσεως,
τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐκ τῶν νεκρῶν, [ὅπως σώσῃ τὸ πεπλα
845

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 12, line 1

Περὶ μύρμηκος.

 Ὁ Σολομὼν ἐλάλησεν ἐν ταῖς Παροιμίαις· «ἴσθι πρὸς τὸν μύρμηκα,


ὦ ὀκνηρέ». ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τοῦ μύρμηκος, ὅτι τρεῖς φύσεις ἔχει.  
 Πρώτη αὐτοῦ φύσις αὕτη· ὅταν στοιχηδὸν περιπατῶσιν, ἕκαστος τὸν
κόκκον ἐν τῷ στόματι βαστάζει, καὶ οἱ κενοί, οἱ μηδὲν ἔχοντες, οὐ λέγουσι
τοῖς γεγομωμένοις· δότε ἡμῖν ἐκ τῶν κόκκων ὑμῶν, οὐδὲ ἁρπάζουσι βίᾳ,
ἀλλ' ἀπέρχονται καὶ ἑαυτοῖς συλλέγουσι.  
 Ταῦτα δὲ ἐπὶ τῶν φρονίμων παρθένων καὶ τῶν μωρῶν ἐστιν εὑρεῖν
τὰ ῥήματα. [καλῶς οὖν ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τοῦ μύρμηκος].
 Δευτέρα φύσις τοῦ μύρμηκος. ὅταν ἀποταμιεύηται τὸν σῖτον εἰς τὴν  
γῆν, διχοτομεῖ τοὺς κόκκους εἰς δύο, μήποτε, χειμῶνος γενομένου, βραχῶσι
καὶ ἀναθάλωσιν οἱ κόκκοι, καὶ λιμοκτονηθῶσι.

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 15, line 13

εἰς ἑαυτήν, καὶ φυσᾶται παντελῶς· καὶ νομίζοντα τὰ πετεινὰ ὅτι τέθνηκε,
κατασκηνοῦσιν ἐπάνω αὐτῆς τοῦ φαγεῖν αὐτήν, καὶ οὕτως, ἀναστᾶσα, ἁρ-
πάζει αὐτὰ καὶ κατεσθίει.  
 Οὕτω καὶ ὁ διάβολος δόλιός ἐστι παντελῶς καὶ αἱ πράξεις αὐτοῦ·
ὁ θέλων μεταλαβεῖν τῶν σαρκῶν αὐτοῦ, ἀποθνήσκει. αἱ σάρκες γὰρ αὐτοῦ
εἰσιν αὗται· πορνεῖαι, φιλαργυρίαι, ἡδοναί, φόνοι.
 Ἐκ τούτου καὶ ὁ Ἡρώδης παρεπλησίασε τῇ ἀλώπεκι, καὶ ὁ γραμ-
ματεὺς ἀκούσας παρὰ τοῦ Σωτῆρος· «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις». καὶ ἐν τοῖς Ἄισμασιν ὁ Σολο-
μὼν λέγει· «πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικράς, ἀφανιζούσας τοὺς ἀμπελῶ-  
νας». καὶ ὁ Δαυὶδ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς λέγει· «μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται»,
καὶ τὰ ἑξῆς.
 Καλῶς οὖν ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς ἀλώπεκος.

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 17, line 1

 Παμποίκιλός ἐστιν ἡ νοερὰ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ ἐν τῷ Ψαλμῷ


εἴρηται· «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ
περιβεβλημένη πεποικιλμένη», [ἥτις ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία].  
 [Παμποίκιλός ἐστιν ὁ Χριστός, αὐτὸς ὢν παρθενία, ἐγκράτεια, ἐλεη-
μοσύνη, πίστις, ἀρετή, ὁμόνοια, εἰρήνη, μακροθυμία, ἀλλὰ καὶ ἐχθρός
ἐστι τοῦ ἀποστάτου δράκοντος, τοῦ ἐν τῷ ὕδατι].
 Οὐδὲν οὖν ἀσκόπως, ὡς εἴρηται, περὶ πετεινῶν καὶ θηρίων ἐλάλησαν
αἱ θεῖαι Γραφαί.
 Καλῶς οὖν ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τοῦ πάνθηρος.

Περὶ ἀσπιδοχελώνης.
846

 Ὁ Σολομὼν ἐν ταῖς Παροιμίαις παραινεῖ λέγων· «μὴ πρόσεχε φαύλῃ


γυναικί· μέλι γὰρ ἀποστάζει ἀπὸ χειλέων γυναικὸς πόρνης, ἣ πρὸς καιρὸν
λιπαίνει σὸν φάρυγγα, ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὑρήσεις καὶ
ἠκονημένον μᾶλλον μαχαίρας διστόμου. τῆς γὰρ ἀφροσύνης οἱ πόδες  
κατάγουσι τοὺς χρωμένους αὐτῇ μετὰ θάνατον εἰς τὸν Ἅιδην».
 Ἔστι κῆτος ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀσπιδοχελώνη λεγόμενον, δύο φύσεις ἔχον.
 Πρώτη αὐτοῦ φύσις αὕτη· ἐὰν πεινάσῃ, ἀνοίγει αὑτοῦ τὸ στόμα,
καὶ πᾶσα εὐωδία ἀρωμάτων ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐξέρχεται, καὶ ὀσφραί-
νονται οἱ μικροὶ ἰχθύες, καὶ στοιβάζονται εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ κατα-  
πίνει αὐτούς· τοὺς δὲ μεγάλους καὶ τελείους ἰχθύας οὐχ εὑρίσκω ἐγγί-
ζοντας τῷ κήτει.

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 28, line 1

 Ἡ Συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων, ἡ ἐπίγειος Ἱερουσαλήμ, φονεύσασα


τὸν Κύριον ... οὐκέτι γὰρ ὁ Χριστὸς ἀνὴρ ταύτης γίνεται· «ἡρμο-  
σάμην γὰρ ὑμᾶς ἑνὶ ἀνδρὶ παρθένον ἁγνὴν παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ»,
ἀλλ' ἐμοίχευσαν τῷ ξύλῳ καὶ τῷ λίθῳ.
 Ἐὰν οὖν καὶ ἡμεῖς ἔχωμεν τὸν ἄνδρα ἐν καρδίᾳ, οὐκ εἰσβαίνει ὁ
μοιχὸς διάβολος· ἐὰν δὲ ἐκβῇ ὁ ἀνδρεῖος λόγος ἐκ τῆς ψυχῆς ἡμῶν,
εἰσδύνει ὁ ἀντικείμενος· «οὐ γὰρ νυστάξει οὐδὲ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τὸν
Ἰσραήλ», [καὶ οὐκέτι εἰσβαίνουσι λῃσταὶ εἰς τὴν νοεράν σου καρδίαν].
 Καλῶς ἔλεξεν ὁ Φυσιολόγος περὶ τῆς κορώνης.

Περὶ τρυγόνος.

 Ἐν τοῖς Ἄισμασιν ὁ Σολομὼν μαρτυρεῖ καὶ λέγει· «φωνὴ τῆς


τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν». ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς τρυ-  
γόνος ὅτι αὕτη μονόγαμός ἐστι καὶ ἀναχωρητικὴ πάνυ, καὶ ἐν τοῖς ἐρή-
μοις οἰκεῖ· οὐκ ἀγαπᾷ εἶναι μέσον πλήθους.
 Οὕτω καὶ ὁ Σωτὴρ ἡμῶν ηὐλίζετο ἐν τῷ ὄρει τῶν ἐλαιῶν, λαβὼν [γὰρ
ὁ Ἰησοῦς] τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, [ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος],
καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωϋσῆς καὶ Ἡλίας, καὶ φωνὴ οὐρανόθεν λέγουσα·
»οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα· [αὐτοῦ ἀκούετε]».  
ἡ τρυγὼν ἀναχωρεῖν ἀγαπᾷ, καὶ οἱ γενναιότατοι χριστοφόροι τὸ ἀναχω-
ρεῖν ἀγαπάτωσαν. «ὡς γὰρ τρυγών, οὕτω φωνήσω καὶ ὡσεὶ περιστερὰ
οὕτω μελετήσω». «τρυγὼν καὶ χελιδὼν ἀγροῦ στρουθία ἔγνωσαν καιρὸν

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 35, line 21

 Προεξαπέστειλεν ὁ Πατὴρ πρὸ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Χριστοῦ δίκην


περιστερῶν πάντας καλέσαι ἐπὶ τὴν ζωὴν Μωϋσῆν, Ἡλίαν, Σαμουήλ,
Ἱερεμίαν, Ἡσαΐαν, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ, καὶ τοὺς λοιποὺς προφήτας, καὶ
οὐδεὶς ἴσχυσεν εἰσαγαγεῖν εἰς τὴν ζωὴν τοὺς ἀνθρώπους· ὅτε δὲ ἐξαπε-
στάλη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν παρὰ τοῦ Πατρός,
τῷ ἰδίῳ αἵματι πάντας εἰσήγαγεν εἰς τὴν ζωήν, λέγων· «δεῦτε πρός με
847

πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς».


 [Ῥαὰβ ἡ πόρνη, πιστεύσασα τῷ σημείῳ τῷ κοκκίνῳ, διεσώθη αὐτῆς
ἡ ψυχή, καὶ ὁ κόκκος ὁ νοερὸς πᾶς καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς. καὶ ἐν τοῖς
Ἄισμασιν ὁ Σολομών φησιν· «ὡς σπαρτίον κόκκινον χείλη σου». καὶ
Μαριὰμ δὲ ἔλαβε τὸ κόκκινον καὶ τὴν ἀληθινὴν πορφύραν ἐργάζεσθαι,
κληρωθεῖσα τοῦτο ποιεῖν. καὶ ἐν τῷ κατὰ Ματθαῖον γέγραπται ὅτι μέλ-
λων σταυροῦσθαι ὁ Κύριος ἐνεδύσατο χλαμύδα κοκκίνην, ἐν δὲ τῷ κατὰ
Ἰωάννην ὅτι πορφυροῦν ἐνεδύσατο, καὶ τοῦτο δὲ μυστικόν· Ματθαῖος
διὰ τοῦ κοκκίνου τὴν κατὰ σάρκα οἰκονομίαν ἡρμήνευσεν, Ἰωάννης δὲ
διὰ τῆς πορφύρας τὸ βασιλικὸν ἔδειξεν. οὐδεὶς γὰρ πορφύραν φορεῖ, εἰ
μὴ μόνον βασιλεύς].

Physiologus, Physiologus (redactio prima) Sec. 37bis, line 5

μακρὰν δὲ διεστήκασιν ἀλλήλων.


 Καὶ σὺ οὖν, γενναιότατε πολιτευτά, φεῦγε τὸ θῆλυ, ἵνα μὴ ἐγγίσας
αὐτῷ ἀναφθῇς πρὸς ἡδονὴν καὶ καταφλέξῃς πᾶσαν τὴν ἐν σοὶ ἀρετήν.
καὶ γὰρ Σαμψών, γυναικὶ προσεγγίσας, ἀπεκείρατο τὴν ἰσχύν, καὶ πολλοί,
κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπλανήθησαν ἐν κάλλει γυναικῶν.  

Περὶ λίθων πυροβόλων.

 Εἰσὶ λίθοι πυροβόλοι ἐν τῷ ἀνατολικῷ μέρει, ἄρρεν καὶ θῆλυ· ἐν


ὅσῳ μακράν εἰσιν ἀπ' ἀλλήλων, οὐδαμοῦ πῦρ καίει, ἐὰν δὲ ἐγγίσῃ τὸ
ἄρρεν τῷ θήλει, ἀνάπτεται πῦρ καὶ ἐμπυρίζει τὰ πάντα.
 Ὦ γενναιότατε πολιτευτά, ἄγγελοι ἐν ζόφῳ εἰσὶ καὶ ταρτάρῳ ἕνεκεν
γυναικῶν. Σαμψὼν καὶ Σολομὼν καὶ Ἰωσὴφ οἱ δίκαιοι εἰς πειρατήρια
ἐνέπεσαν, καὶ πολλοί, κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπλανήθησαν ἐν κάλλει [καὶ
εὐμορφίᾳ τῆς] γυναικός.

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 8, line 1

 HILPQ 3. Ἐγὼ δὲ Σολομῶν ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἀνα-


κρίνας τὸ παιδάριον εἶπον αὐτῷ· «οὐχὶ ὑπὲρ πάντας
τοὺς τεχνίτας τοὺς ἐργαζομένους ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ
σὲ ἠγάπησα καὶ ἐπεδίδουν σοι ἐν διπλῷ τὸν μισθὸν  
καὶ τὰ σιτία· καὶ πῶς ἐφ' ἑκάστην ἡμέραν λεπτύνῃ;» 4. τὸ δὲ
παιδίον εἶπεν· «δέομαί σου, βασιλεῦ, ἄκουσόν μου τὰ συμβάντα
μοι. μετὰ τὸ ἀπολυθῆναι ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἔργου τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ
μετὰ ἡλίου δυσμὰς ἐν τῷ ἀναπαύεσθαί με, ἔρχεται πονηρὸν
δαιμόνιον καὶ ἀφαιρεῖ ἀπ' ἐμοῦ τὸ ἥμισυ τοῦ μισθοῦ μου
καὶ τὸ ἥμισυ τῶν σιτίων μου, καὶ λαμβάνει μου τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ
θηλάζει μου τὸν ἀντίχειρον. καὶ ἰδοὺ θλιβομένης μου τῆς
848

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 9, line 9

τοὺς τεχνίτας τοὺς ἐργαζομένους ἐν τῷ ναῷ τοῦ θεοῦ


σὲ ἠγάπησα καὶ ἐπεδίδουν σοι ἐν διπλῷ τὸν μισθὸν  
καὶ τὰ σιτία· καὶ πῶς ἐφ' ἑκάστην ἡμέραν λεπτύνῃ;» 4. τὸ δὲ
παιδίον εἶπεν· «δέομαί σου, βασιλεῦ, ἄκουσόν μου τὰ συμβάντα
μοι. μετὰ τὸ ἀπολυθῆναι ἡμᾶς ἐκ τοῦ ἔργου τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ
μετὰ ἡλίου δυσμὰς ἐν τῷ ἀναπαύεσθαί με, ἔρχεται πονηρὸν
δαιμόνιον καὶ ἀφαιρεῖ ἀπ' ἐμοῦ τὸ ἥμισυ τοῦ μισθοῦ μου
καὶ τὸ ἥμισυ τῶν σιτίων μου, καὶ λαμβάνει μου τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ
θηλάζει μου τὸν ἀντίχειρον. καὶ ἰδοὺ θλιβομένης μου τῆς
ψυχῆς τὸ σῶμα μου λεπτύνεται καθ' ἑκάστην ἡμέραν.»
 5. Καὶ ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν εἰσῆλθον εἰς  
τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ καὶ ἐδεήθην ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς ἐξομολο-
γούμενος αὐτῷ νύκτα καὶ ἡμέραν ὅπως παραδοθῇ ὁ δαίμων
εἰς τὰς χεῖράς μου καὶ ἐξουσιάσω αὐτόν. 6. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ
προσεύχεσθαί με πρὸς τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἐδόθη
μοι παρὰ κυρίου Σαβαὼθ διὰ Μιχαὴλ τοῦ ἀρχαγγέλου δακτυ-
λίδιον ἔχον σφραγῖδα γλυφῆς λίθου τιμίου· 7. καὶ εἶπέ μοι·
»λάβε, Σολομῶν υἱὸς Δαυείδ, δῶρον ὃ ἀπέστειλέ σοι κύριος ὁ
θεὸς ὁ ὕψιστος Σαβαώθ, καὶ συγκλείσεις πάντα τὰ δαιμόνια
τά τε θηλυκὰ καὶ ἀρσενικὰ καὶ δι' αὐτῶν οἰκοδομήσεις
τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ τὴν σφραγῖδα ταύτην σε φέρειν τοῦ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 10, line 7

καὶ τὸ ἥμισυ τῶν σιτίων μου, καὶ λαμβάνει μου τὴν δεξιὰν χεῖρα καὶ
θηλάζει μου τὸν ἀντίχειρον. καὶ ἰδοὺ θλιβομένης μου τῆς
ψυχῆς τὸ σῶμα μου λεπτύνεται καθ' ἑκάστην ἡμέραν.»
 5. Καὶ ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν εἰσῆλθον εἰς  
τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ καὶ ἐδεήθην ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς ἐξομολο-
γούμενος αὐτῷ νύκτα καὶ ἡμέραν ὅπως παραδοθῇ ὁ δαίμων
εἰς τὰς χεῖράς μου καὶ ἐξουσιάσω αὐτόν. 6. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ
προσεύχεσθαί με πρὸς τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἐδόθη
μοι παρὰ κυρίου Σαβαὼθ διὰ Μιχαὴλ τοῦ ἀρχαγγέλου δακτυ-
λίδιον ἔχον σφραγῖδα γλυφῆς λίθου τιμίου· 7. καὶ εἶπέ μοι·
»λάβε, Σολομῶν υἱὸς Δαυείδ, δῶρον ὃ ἀπέστειλέ σοι κύριος ὁ
θεὸς ὁ ὕψιστος Σαβαώθ, καὶ συγκλείσεις πάντα τὰ δαιμόνια
τά τε θηλυκὰ καὶ ἀρσενικὰ καὶ δι' αὐτῶν οἰκοδομήσεις
τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ τὴν σφραγῖδα ταύτην σε φέρειν τοῦ
θεοῦ.»  
 8. Καὶ περιχαρὴς γενόμενος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον τὸν θεὸν
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· καὶ τῇ ἐπαύριον ἐκέλευσα ἐλθεῖν πρός
με τὸ παιδίον καὶ ἀπέδωκα αὐτῷ τὴν σφραγῖδα, 9. καὶ εἶπον
αὐτῷ· «ἐν ᾗ ἂν ὥρᾳ ἐπιστῇ σοι τὸ δαιμόνιον ῥῖψον τὸ δακτυλί-
διον τοῦτο εἰς τὸ στῆθος τοῦ δαίμονος λέγων αὐτῷ· «δεῦρο
καλεῖ σε ὁ Σολομῶν,» καὶ δρομαίως παραγίνου πρός με μηδὲν
849

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 11, line 6

«λάβε, Σολομῶν υἱὸς Δαυείδ, δῶρον ὃ ἀπέστειλέ σοι κύριος ὁ


θεὸς ὁ ὕψιστος Σαβαώθ, καὶ συγκλείσεις πάντα τὰ δαιμόνια
τά τε θηλυκὰ καὶ ἀρσενικὰ καὶ δι' αὐτῶν οἰκοδομήσεις
τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ τὴν σφραγῖδα ταύτην σε φέρειν τοῦ
θεοῦ.»  
 8. Καὶ περιχαρὴς γενόμενος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον τὸν θεὸν
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· καὶ τῇ ἐπαύριον ἐκέλευσα ἐλθεῖν πρός
με τὸ παιδίον καὶ ἀπέδωκα αὐτῷ τὴν σφραγῖδα, 9. καὶ εἶπον
αὐτῷ· «ἐν ᾗ ἂν ὥρᾳ ἐπιστῇ σοι τὸ δαιμόνιον ῥῖψον τὸ δακτυλί-
διον τοῦτο εἰς τὸ στῆθος τοῦ δαίμονος λέγων αὐτῷ· «δεῦρο
καλεῖ σε ὁ Σολομῶν,» καὶ δρομαίως παραγίνου πρός με μηδὲν
λογισάμενος ὧν μέλλει σοι φοβῆσαι.»
 10. Καὶ ἰδοὺ κατὰ τὴν εἰθισμένην ὥραν ἦλθεν ὁ Ὀρνίας τὸ  
χαλεπὸν δαιμόνιον ὡς πῦρ φλεγόμενον ὥστε λαβεῖν κατὰ τὸ
σύνηθες τὸν μισθὸν τοῦ παιδαρίου. 11. τὸ δὲ παιδάριον κατὰ
τὸ ῥηθὲν αὐτῷ παρὰ τοῦ Σολομῶντος ἔρριψε τὸ δακτυλίδιον
ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ δαίμονος λέγων αὐτῷ· «δεῦρο καλεῖ σε ὁ
Σολομῶν,» καὶ ἀπῄει δρομαίως πρὸς τὸν Σολομῶντα. 12. ὁ δὲ
δαίμων ἐκραύγασε λέγων τῷ παιδαρίῳ· «τί τοῦτο ἐποίησας;
λάβε τὸ δακτυλίδιον καὶ ἐπίδος αὐτὸ πρὸς Σολομῶντα, κἀγώ
σοι δώσω τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον πάσης τῆς γῆς·

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 12, line 3

 8. Καὶ περιχαρὴς γενόμενος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον τὸν θεὸν


τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· καὶ τῇ ἐπαύριον ἐκέλευσα ἐλθεῖν πρός
με τὸ παιδίον καὶ ἀπέδωκα αὐτῷ τὴν σφραγῖδα, 9. καὶ εἶπον
αὐτῷ· «ἐν ᾗ ἂν ὥρᾳ ἐπιστῇ σοι τὸ δαιμόνιον ῥῖψον τὸ δακτυλί-
διον τοῦτο εἰς τὸ στῆθος τοῦ δαίμονος λέγων αὐτῷ· «δεῦρο
καλεῖ σε ὁ Σολομῶν,» καὶ δρομαίως παραγίνου πρός με μηδὲν
λογισάμενος ὧν μέλλει σοι φοβῆσαι.»
 10. Καὶ ἰδοὺ κατὰ τὴν εἰθισμένην ὥραν ἦλθεν ὁ Ὀρνίας τὸ  
χαλεπὸν δαιμόνιον ὡς πῦρ φλεγόμενον ὥστε λαβεῖν κατὰ τὸ
σύνηθες τὸν μισθὸν τοῦ παιδαρίου. 11. τὸ δὲ παιδάριον κατὰ
τὸ ῥηθὲν αὐτῷ παρὰ τοῦ Σολομῶντος ἔρριψε τὸ δακτυλίδιον
ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ δαίμονος λέγων αὐτῷ· «δεῦρο καλεῖ σε ὁ
Σολομῶν,» καὶ ἀπῄει δρομαίως πρὸς τὸν Σολομῶντα. 12. ὁ δὲ
δαίμων ἐκραύγασε λέγων τῷ παιδαρίῳ· «τί τοῦτο ἐποίησας;
λάβε τὸ δακτυλίδιον καὶ ἐπίδος αὐτὸ πρὸς Σολομῶντα, κἀγώ
σοι δώσω τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον πάσης τῆς γῆς· μόνον μή
με ἀπαγάγῃς πρὸς Σολομῶντα.» 13. καὶ εἶπεν αὐτῷ τὸ παι-
δάριον· «ζῇ κύριος ὁ θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, οὐ μή σε ἀνέξομαι ἐὰν
μὴ ἀπαγάγω σε πρὸς Σολομῶντα.» 14. καὶ ἦλθε τὸ παιδάριον
850

καὶ εἶπε τῷ Σολομῶντι· «βασιλεῦ Σολομῶν, ἤγαγόν σοι τὸν  


δαίμονα καθὼς ἐνετείλω μοι, καὶ ἰδοὺ στήκει πρὸ τῶν πυλῶν

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 14, line 8

αὐτῷ· «τίς εἶ σύ, ⌈καὶ τίς ἡ κλῆσίς σου;⌉« ὁ δαίμων εἶπεν· «Ὀρνίας
καλοῦμαι.» 2. καὶ εἶπον αὐτῷ· «λέγε μοι ἐν ποίῳ ζῳδίῳ κεῖ-
σαι.» καὶ ἀποκριθεὶς ὁ δαίμων λέγει· «Ὑδροχόῳ· καὶ τοὺς ἐν  
Ὑδροχόῳ κειμένους δι' ἐπιθυμίαν τῶν γυναίων ἐπὶ τὴν Παρθέ-
νον ζῴδιον κεκληκότας ἀποπνίγω. 3. εἰμὶ δὲ καὶ ὑπνοτικόν,
εἰς τρεῖς μορφὰς μεταβαλλόμενος, ποτὲ μὲν ὡς ἄνθρωπος ἔχων
ἐπιθυμίαν εἴδους παιδίων θηλυκῶν ἀνήβων, καὶ ἁπτομένου μου
ἀλγῶσι πάνυ. ποτὲ δὲ ὑπόπτερος γίνομαι ἐπὶ τοὺς οὐρανίους
τόπους. ποτὲ δὲ ὄψιν λέοντος ἐμφαίνω. 4. ἀπόγονος δέ εἰμι
ἀρχαγγέλλου τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ, καταργοῦμαι δὲ ὑπὸ Οὐριὴλ
τοῦ ἀρχαγγέλου.» 5. ὅτε δὲ ἤκουσα ἐγὼ Σολομῶν τὸ ὄνομα τοῦ
ἀρχαγγέλου ηὐξάμην καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς  
γῆς, καὶ σφραγίσας αὐτὸν ἔταξα εἰς τὴν ἐργασίαν τῆς λιθοτο-
μίας, τοῦ τέμνειν λίθους τοῦ ναοῦ ἀρθέντας διὰ θαλάσσης Ἀρα-
βίας τοὺς κειμένους παρὰ αἰγιαλόν. 6. φοβουμένου δὲ αὐτοῦ τοῦ
σιδήρου προσψαῦσαι ἔφη μοι· «δέομαί σου, βασιλεῦ Σολομῶν,
ἔασόν με ἐν ἀνέσει εἶναι, κἀγώ σοι ἀναγαγῶ πάντας τοὺς δαί-
μονας.» 7. μὴ θέλοντος δὲ αὐτοῦ ὑποταγῆναί μοι, ηὐξάμην τὸν
ἀρχάγγελον Οὐριὴλ ἐλθεῖν μοι εἰς βοήθειαν· καὶ εὐθέως εἶδον
τὸν ἀρχάγγελον Οὐριὴλ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατερχόμενον πρός με.
8. παὶ ἐκέλευσε ἀνελθεῖν ἐκ τῆς θαλάσσης κήτη καὶ ἐξήρανεν  

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 15, line 4

εἰς τρεῖς μορφὰς μεταβαλλόμενος, ποτὲ μὲν ὡς ἄνθρωπος ἔχων


ἐπιθυμίαν εἴδους παιδίων θηλυκῶν ἀνήβων, καὶ ἁπτομένου μου
ἀλγῶσι πάνυ. ποτὲ δὲ ὑπόπτερος γίνομαι ἐπὶ τοὺς οὐρανίους
τόπους. ποτὲ δὲ ὄψιν λέοντος ἐμφαίνω. 4. ἀπόγονος δέ εἰμι
ἀρχαγγέλλου τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ, καταργοῦμαι δὲ ὑπὸ Οὐριὴλ
τοῦ ἀρχαγγέλου.» 5. ὅτε δὲ ἤκουσα ἐγὼ Σολομῶν τὸ ὄνομα τοῦ
ἀρχαγγέλου ηὐξάμην καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς  
γῆς, καὶ σφραγίσας αὐτὸν ἔταξα εἰς τὴν ἐργασίαν τῆς λιθοτο-
μίας, τοῦ τέμνειν λίθους τοῦ ναοῦ ἀρθέντας διὰ θαλάσσης Ἀρα-
βίας τοὺς κειμένους παρὰ αἰγιαλόν. 6. φοβουμένου δὲ αὐτοῦ τοῦ
σιδήρου προσψαῦσαι ἔφη μοι· «δέομαί σου, βασιλεῦ Σολομῶν,
ἔασόν με ἐν ἀνέσει εἶναι, κἀγώ σοι ἀναγαγῶ πάντας τοὺς δαί-
μονας.» 7. μὴ θέλοντος δὲ αὐτοῦ ὑποταγῆναί μοι, ηὐξάμην τὸν
ἀρχάγγελον Οὐριὴλ ἐλθεῖν μοι εἰς βοήθειαν· καὶ εὐθέως εἶδον
851

τὸν ἀρχάγγελον Οὐριὴλ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατερχόμενον πρός με.


8. παὶ ἐκέλευσε ἀνελθεῖν ἐκ τῆς θαλάσσης κήτη καὶ ἐξήρανεν  
αὐτῶν τὴν μερίδα ⌈καὶ ἔρριψεν αὐτοῦ τὴν μοῖραν⌉. ἐπὶ τῆς γῆς,
κἀκείνως καὶ οὕτως ὑπέταξε τὸν δαίμονα τὸν Ὀρνίαν τὸν μέγαν
τοῦ κόπτειν λίθους καὶ συντελεῖν εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ
ὃν ᾠκοδόμουν ἐγὼ Σολομῶν. 9. καὶ πάλιν ἐδόξασα τὸν θεὸν
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἐκέλευσα περιέναι τὸν Ὀρνίαν εἰς

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 16, line 4

βίας τοὺς κειμένους παρὰ αἰγιαλόν. 6. φοβουμένου δὲ αὐτοῦ τοῦ


σιδήρου προσψαῦσαι ἔφη μοι· «δέομαί σου, βασιλεῦ Σολομῶν,
ἔασόν με ἐν ἀνέσει εἶναι, κἀγώ σοι ἀναγαγῶ πάντας τοὺς δαί-
μονας.» 7. μὴ θέλοντος δὲ αὐτοῦ ὑποταγῆναί μοι, ηὐξάμην τὸν
ἀρχάγγελον Οὐριὴλ ἐλθεῖν μοι εἰς βοήθειαν· καὶ εὐθέως εἶδον
τὸν ἀρχάγγελον Οὐριὴλ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ κατερχόμενον πρός με.
8. παὶ ἐκέλευσε ἀνελθεῖν ἐκ τῆς θαλάσσης κήτη καὶ ἐξήρανεν  
αὐτῶν τὴν μερίδα ⌈καὶ ἔρριψεν αὐτοῦ τὴν μοῖραν⌉. ἐπὶ τῆς γῆς,
κἀκείνως καὶ οὕτως ὑπέταξε τὸν δαίμονα τὸν Ὀρνίαν τὸν μέγαν
τοῦ κόπτειν λίθους καὶ συντελεῖν εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ
ὃν ᾠκοδόμουν ἐγὼ Σολομῶν. 9. καὶ πάλιν ἐδόξασα τὸν θεὸν
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἐκέλευσα περιέναι τὸν Ὀρνίαν εἰς
τὴν μοῖραν αὐτοῦ καὶ ἔδωκα αὐτῷ τὴν σφραγῖδα λέγων· «ἄπελθε
καὶ ἄγαγέ μοι ὧδε τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων.»
 III. Ὁ δὲ Ὀρνίας λαβὼν τὸ δακτυλίδιον ἀπῆλθε πρὸς τὸν
Βεελζεβοὺλ καὶ ἔφη αὐτῷ· «δεῦρο καλεῖ σε ὁ Σολομῶν.» 2. ὁ
δὲ Βεελζεβοὺλ λέγει αὐτῷ· «λέγε μοι, τίς ἐστιν οὗτος ὁ Σολο-
μῶν ὃν σὺ λέγεις;» 3. ὁ δὲ Ὀρνίας ἔρριψε τὸ δακτυλίδιον εἰς
τὸ στῆθος τοῦ Βεελζεβοὺλ λέγων· «καλεῖ σε Σολομῶν ὁ βασι-  
λεύς.» 4. καὶ ἀνέκραξεν ὁ Βεελζεβοὺλ ὡς ἀπὸ πυρὸς φλογὸς
καιομένης μεγάλης καὶ ἀναστὰς

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 24, line 7

γῆσαι.» ὁ δαίμων λέγει· «Ῥαφαὴλ ὁ παρεστὼς ἐνώπιον τοῦ


θεοῦ· διώκει δέ με καὶ ἧπαρ μετὰ χολῆς ἰχθύος ἐπὶ κροκίνων
ἀνθράκων καπνιζόμενον.» 10. ἐπηρώτησα πάλιν αὐτὸν λέγων·
»μὴ κρύψῃς ἀπ' ἐμοῦ ῥῆμα, ὅτι ἐγώ εἰμι Σολομῶν υἱὸς Δαυείδ,  
καὶ εἰπέ μοι τὸ ὄνομα τοῦ ἰχθύος οὗ σὺ σέβῃ.» ὁ δὲ λέγει· «τὸ
ὄνομα κέκληται γλάνις· ἐν τοῖς ποταμοῖς τῶν Ἀσσυρίων εὑρί-
σκεται· μόνος γὰρ ἐκεῖ γεννᾶται, ὅτι κἀγὼ ἐν τοῖς μέρεσιν ἐκεί-
νοις εὑρίσκομαι.» 11. καὶ λέγω αὐτῷ· «οὐδὲν ἕτερον παρά σου,
Ἀσμοδαῖε;» καὶ εἶπέ μοι· «ἐπίσταται ἡ δύναμις τοῦ θεοῦ τοῦ διὰ
τῆς αὐτοῦ σφραγῖδος δεσμεύσαντός με ἀλύτοις δεσμοῖς ὅτι ἅπερ
σοι εἶπον ἀληθῆ εἰσιν. ἀξιῶ δέ σε, βασιλεῦ Σολομῶν, μή με
852

κατακρίνῃς εἰς ὕδωρ.» 12. ἐγὼ δὲ μειδιάσας εἶπον· «ζῇ κύριος ὁ


θεὸς τῶν πατέρων μου σίδηρα ἔχεις φορέσαι καὶ πηλὸν ποιή-
σεις εἰς ὅλην τὴν σκευὴν τοῦ ναοῦ ἀνατρίβων τὴν χορηγίαν τῆς κώ-
μης.» καὶ ἐκέλευσα γενέσθαι ὑδρίας δέκα καὶ περιχώννυσθαι αὐτόν.  
καὶ δεινῶς στενάξας ὁ δαίμων τὰ κελευσθέντα αὐτὸν κατειρ-
γάζετο. τοῦτο δὲ ἐποίησε διότι καὶ τὸ προγνωστικὸν εἶχεν ὁ
Ἀσμοδαῖος. 13. καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν ἐγὼ Σολομῶν τὸν δόντα
μοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην· τὸ δὲ ἧπαρ τοῦ ἰχθύος καὶ τὴν χολὴν
μετὰ κλάσματος ⌈στύρακος λευκοῦ ὑπέκαιον τὸν Ἀσμοδαῖον⌉ διὰ
τὸ εἶναι αὐτὸν δυνατόν, καὶ κατηργεῖτο αὐτοῦ ἡ φωνὴ ⌈καὶ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 32, line 7

εὔμορφα τῷ εἴδει καὶ εὔσχημα. 2. ἐγὼ δὲ Σολομῶν ἰδὼν αὐτὰ


ἐθαύμασα καὶ ἐπηρώτησα αὐτά· «τίνες ἔστε;» οἱ δὲ εἶπον· «ἡμεῖς
ἐσμεν στοιχεῖα κοσμοκράτορες τοῦ σκότους.» 3. καί φησιν ὁ
πρῶτος· «ἐγώ εἰμι ἡ Ἀπάτη.» ὁ δεύτερος· «ἐγώ εἰμι ἡ Ἔρις.»  
ὁ τρίτος· «ἐγώ εἰμι ἡ Κλωθώ.» ὁ τέταρτος· ἐγώ εἰμι ἡ Ζάλη.»
ὁ πέμπτος· «ἐγώ εἰμι ἡ Πλάνη.» ὁ ἕκτος· «ἐγώ εἰμι ἡ Δύναμις.»
ὁ ἕβδομος· «ἐγώ εἰμι ἡ Κακίστη. 4. καὶ τὰ ἄστρα ἡμῶν ἐν
οὐρανῷ φαίνονται μικρὰ καὶ ὡς θεοὶ καλούμεθα· ὁμοῦ ἀλλας-
σόμεθα καὶ ὁμοῦ οἰκοῦμεν ποτὲ μὲν τὴν Λυδίαν, ποτὲ δὲ τὸν
Ὄλυμπον, ποτὲ δὲ τὸ μέγα ὄρος.» 5. ἐπηρώτων δὲ αὐτοὺς ἐγὼ
Σολομῶν, ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ πρώτου· «λέγε μοι τίς σου ἡ ἐργασία.»
καὶ λέγει· «ἐγὼ Ἀπάτη· ἀπάτην πλέκω καὶ κακίστας αἱρέσεις ἐν-
θυμίζω. ἀλλ' ἔχω τὸν καταργοῦντά με ἄγγελον Λαμεχιήλ.» 6. ὁ
δεύτερος λέγει· «ἐγώ εἰμι ἡ Ἔρις· ἐρίζω φέρων ξύλα λίθους ξίφη
τὰ ὅπλα μου τοῦ τόπου. ἀλλ' ἔχω ἄγγελον τὸν καταργοῦντά  
με Βαρουχιήλ.» 7. ὁμοίως καὶ ὁ τρίτος ἔφη· «ἐγὼ Κλωθώ·
κυκλίσκομαι καὶ πάντα ποιῶ μάχεσθαι καὶ μὴ εἰρηνεύειν εὐσχη-
μόνως περιέξουσιν. ⌈καὶ τί πολλὰ λέγω;⌉ ἔχω ἄγγελον τὸν καταρ-
γοῦντά με Μαρμαρώθ.» 8. καὶ ὁ τέταρτος ἔφη· «ἐγὼ ποιῶ ἀνθρώ-
πους μὴ σωφρονεῖν· μερίζω· χωρίζω· παρακολουθούσης μοι καὶ
τῆς Ἔριδος ἀποχωρίζω

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 33, line 9

δεύτερος λέγει· «ἐγώ εἰμι ἡ Ἔρις· ἐρίζω φέρων ξύλα λίθους ξίφη
τὰ ὅπλα μου τοῦ τόπου. ἀλλ' ἔχω ἄγγελον τὸν καταργοῦντά  
με Βαρουχιήλ.» 7. ὁμοίως καὶ ὁ τρίτος ἔφη· «ἐγὼ Κλωθώ·
κυκλίσκομαι καὶ πάντα ποιῶ μάχεσθαι καὶ μὴ εἰρηνεύειν εὐσχη-
μόνως περιέξουσιν. ⌈καὶ τί πολλὰ λέγω;⌉ ἔχω ἄγγελον τὸν καταρ-
γοῦντά με Μαρμαρώθ.» 8. καὶ ὁ τέταρτος ἔφη· «ἐγὼ ποιῶ ἀνθρώ-
πους μὴ σωφρονεῖν· μερίζω· χωρίζω· παρακολουθούσης μοι καὶ
τῆς Ἔριδος ἀποχωρίζω ⌈ἀδελφοὺς καὶ ἄλλα πολλὰ ὅμοια τούτοις
ποιῶ.⌉ ⌈καὶ τί πολλὰ λέγω;⌉ ἀλλ' ἔχω ἄγγελον τὸν καταργοῦντά
με τὸν μέγαν Βαλθιούλ.» 9. ὁ πέμπτος ἔφη· «ἐγὼ Πλάνη εἰμί·
853

βασιλεῦ Σολομῶν, καὶ σὲ πλανῶ καὶ ἐπλάνησά σε καὶ ἐποίησα


ἀποκτῆναι τοὺς ἀδελφούς. ἐγὼ πλανῶ ὑμᾶς τάφους ἐρευνᾶν  
καὶ διορυκτὰς διδάσκω, καὶ ἀποπλανῶ ψυχὰς ἀπὸ πάσης εὐσε-
βείας, καὶ ἕτερα πολλὰ φαῦλα ποιῶ. ἔχω δὲ τὸν καταργοῦντά
με ἄγγελον Οὐριήλ.» 10. ὁμοίως δὲ ὁ ἕκτος ἔφη· «ἐγὼ Δύναμις·
τυράννους ἀνιστῶ, βασιλεῖς καθαιρῶ, καὶ πᾶσι τοῖς ὑπεναντίοις
παρέχω δύναμιν. ἔχω ἄγγελον τὸν καταργοῦντά με Ἀστεραώθ.»
11. ὁμοίως καὶ ὁ ἕβδομος ἔφη· «ἐγώ εἰμι Κακίστη, καὶ σέ, βασι-
λεῦ, κακώσω ὅτε κελευθῶ Ἀρτέμιδος δεσμοῖς· ⌈διὰ ταῦτα γάρ
σε διαπρᾶξαι ἔχεις τὴν ἐπιθυμίαν ὡς φίλτατος, ἐμοὶ δὲ κατ'
ἐμαυτὴν ἐπιθυμίαν τὴν σοφίαν.⌉ ἐὰν γάρ τις σοφός,

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 34, line 10

ἀποκτῆναι τοὺς ἀδελφούς. ἐγὼ πλανῶ ὑμᾶς τάφους ἐρευνᾶν  


καὶ διορυκτὰς διδάσκω, καὶ ἀποπλανῶ ψυχὰς ἀπὸ πάσης εὐσε-
βείας, καὶ ἕτερα πολλὰ φαῦλα ποιῶ. ἔχω δὲ τὸν καταργοῦντά
με ἄγγελον Οὐριήλ.» 10. ὁμοίως δὲ ὁ ἕκτος ἔφη· «ἐγὼ Δύναμις·
τυράννους ἀνιστῶ, βασιλεῖς καθαιρῶ, καὶ πᾶσι τοῖς ὑπεναντίοις
παρέχω δύναμιν. ἔχω ἄγγελον τὸν καταργοῦντά με Ἀστεραώθ.»
11. ὁμοίως καὶ ὁ ἕβδομος ἔφη· «ἐγώ εἰμι Κακίστη, καὶ σέ, βασι-
λεῦ, κακώσω ὅτε κελευθῶ Ἀρτέμιδος δεσμοῖς· ⌈διὰ ταῦτα γάρ
σε διαπρᾶξαι ἔχεις τὴν ἐπιθυμίαν ὡς φίλτατος, ἐμοὶ δὲ κατ'
ἐμαυτὴν ἐπιθυμίαν τὴν σοφίαν.⌉ ἐὰν γάρ τις σοφός, οὐκ ἐπι-
στρέψει ἴχνος πρὸς μέ.» 12. κἀγὼ δὲ Σολομῶν ἀκούσας ταῦτα
ἐσφράγισα αὐτοὺς τῷ δακτυλιδίῳ τοῦ θεοῦ καὶ ἐκέλευσα αὐτοὺς
ὀρύσσειν τοὺς θεμελίους τοῦ ναοῦ· καὶ ἐτάξατο τὸ μὲν μῆκος  
πήχεις διακοσίους πεντήκοντα· καὶ πάντα τὰ κελευσθέντα αὐτοῖς
κατηργάζοντο.
 IX. Καὶ πάλιν ᾔτησα περιελθεῖν ἕτερα δαιμόνια, καὶ προς-
ενέχθη μοι δαιμόνιον, ἄνθρωπος μὲν πάντα τὰ μέλη αὐτοῦ,
ἀκέφαλος δέ. 2. καὶ εἶπον αὐτῶ· «λέγε μοι σὺ τίς εἶ, καὶ πῶς
καλεῖσαι.» ὁ δὲ δαίμων ἔφη· «Φόνος καλοῦμαι· ἐγὼ γὰρ κεφαλὰς
κατεσθίω, θέλων ἐμαυτῷ κεφαλὴν ποιήσασθαι, καὶ οὐ χορτά-
ζομαι· ἐπιθυμῶ κεφαλὴν ποιῆσαι οἵαν ὡς καὶ σύ, βασιλεῦ.»

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 36, line 1

 IX. Καὶ πάλιν ᾔτησα περιελθεῖν ἕτερα δαιμόνια, καὶ προς-


ενέχθη μοι δαιμόνιον, ἄνθρωπος μὲν πάντα τὰ μέλη αὐτοῦ,
ἀκέφαλος δέ. 2. καὶ εἶπον αὐτῶ· «λέγε μοι σὺ τίς εἶ, καὶ πῶς
καλεῖσαι.» ὁ δὲ δαίμων ἔφη· «Φόνος καλοῦμαι· ἐγὼ γὰρ κεφαλὰς
κατεσθίω, θέλων ἐμαυτῷ κεφαλὴν ποιήσασθαι, καὶ οὐ χορτά-
ζομαι· ἐπιθυμῶ κεφαλὴν ποιῆσαι οἵαν ὡς καὶ σύ, βασιλεῦ.»
3. ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ ἐσφράγισα αὐτὸν ἐκτείνας τὴν χεῖρά μου
κατὰ τοῦ στήθους αὐτοῦ. καὶ ἀνεπήδησεν ὁ δαίμων καὶ ἔρρηξεν
854

ἑαυτὸν καὶ ἐγόγγυσεν εἰπών· «οἴμοι· ποῦ ἐπέτυχον προδότην


Ὀρνίαν; οὐ βλέπω.» 4. κἀγὼ εἶπον αὐτῷ· «καὶ πόθεν βλέπεις;»  
ὁ δὲ ἔφη· «διὰ τῶν μαστῶν μου.» 5. κἀγὼ δὲ Σολομῶν τὴν
ἡδονὴν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσας καὶ θέλων μαθεῖν ἐπηρώτησα
αὐτόν· «πόθεν λαλεῖς;» ὁ δὲ ἔφη· «ἡ ἐμὴ φωνὴ πολλῶν ἀνθρώπων
φωνὰς ἐκληρονόμησεν· ὅσοι γὰρ ἐν ἀνθρώποις βωβοὶ καλοῦνται,
⌈τούτων ἐγὼ κατέκλεισα τὰς κεφαλάς.⌉ ὅτε παιδία γίνονται δέκα
ἡμερῶν, τότε τῆς νυκτὸς κλαίοντος τοῦ παιδίου γίνομαι πνεῦμα
καὶ διὰ τῆς φωνῆς ἐπεισέρχομαι. 6. ἐν ἀωρίαις δὲ πλεῖον τὸ
συνάντημά μου βλαβερόν ἐστιν. ἡ δὲ δύναμίς μου ἐν ταῖς
χερσί μου τυγχάνει καὶ ὡς ἐπὶ ξύλου λαβὼν ταῖς χερσί μου κε-
φαλὰς ἀποτέμνω καὶ προστίθημι ἐμαυτῶ, καὶ οὕτως ὑπὸ τοῦ
πυρὸς τοῦ ὄντος ἐν ἐμοὶ διὰ τοῦ τραχήλου καταδαπανῶ. ἐγώ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 47, line 3

θελήσῃς κατὰ τοῦτο γνῶναι πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ἀλλ' ἐπειδὴ


πάρει μοι, εἰς τοῦτο ἄκουσον· ἐγὼ παρακαθέζομαι τῇ σελήνῃ
καὶ διὰ τοῦτο τρεῖς μορφὰς κατέχω. 5. ὅτε μὲν μαγευομένη ὑπὸ
τῶν σοφῶν γίνομαι ὡς Κρόνος. ὅτε δὲ πάλιν περὶ τῶν κατα-
γόντων με κατέρχομαι καὶ φαίνομαι ἄλλη μορφή· τὸ μὲν τοῦ
στοιχείου μέτρον ἀήττητον καὶ ἀόριστον καὶ ἀκατάργητόν ἐστιν.
ἐγὼ γοῦν εἰς τὰς τρεῖς μορφὰς μεταβαλλομένη κατέρχομαι καὶ
γίνομαι τοιαύτη ἥνπερ βλέπεις. 6. καταργοῦμαι δὲ ὑπὸ ἀγγέλου  
Ῥαθαναὴλ τοῦ καθεζομένου εἰς τρίτον οὐρανόν. διὰ τοῦτο οὖν
σοι λέγω· οὐ δύναταί με χωρῆσαι ὁ ναὸς οὗτος.»
 7. κἀγὼ οὖν Σολομῶν εὐξάμενος τῷ θεῷ μου καὶ ἐπικαλε-
σάμενος τὸν ἄγγελον ὃν εἶπέ μοι, Ῥαθαναήλ, ἐποίησα τὴν σφρα-
γῖδα καὶ κατεσφράγισα αὐτὴν ἁλύσει τριττῇ, καὶ κάτω δεσμῶν
τῆς ἁλύσεως ἐποίησα τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ. 8. καὶ προεφή-
τευσέ μοι τὸ πνεῦμα λέγον· «ταῦτα μὲν σύ, βασιλεῦ Σολομῶν,
ποιεῖς ἡμῖν. μετὰ δὲ χρόνον τινὰ ῥαγήσεταί σοι ἡ βασιλεία σου,
καὶ πάλιν ἐν καιρῷ διαρραγήσεται ὁ ναὸς οὗτος καὶ συνλευσθή-
σεται πᾶσα Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ βασιλέως Περσῶν καὶ Μήδων καὶ
Χαλδαίων· καὶ τὰ σκεύη τούτου τοῦ ναοῦ οὗ σὺ ποιεῖς δουλεύ-
σουσι θεοῖς. 9. μεθ' ὧν ἂν καὶ πάντα τὰ ἀγγεῖα ἐν οἷς ἡμᾶς
κατακλείεις κλασθήσονται ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων καὶ τότε ἡμεῖς

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 47, line 22

σουσι θεοῖς. 9. μεθ' ὧν ἂν καὶ πάντα τὰ ἀγγεῖα ἐν οἷς ἡμᾶς


κατακλείεις κλασθήσονται ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων καὶ τότε ἡμεῖς
ἐξελευσόμεθα ἐν πολλῇ δυνάμει ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ εἰς τὸν
κόσμον κατασπαρησόμεθα. 10. καὶ πλανήσομεν πᾶσαν τὴν οἰ-
κουμένην μέχρι πολλοῦ καιροῦ ἕως τοῦ θεοῦ ὁ υἱὸς τανυσθῇ ἐπὶ
ξύλου· καὶ οὐκέτι γὰρ γίνεται τοιοῦτος βασιλεὺς ὅμοιος αὐτῷ ὁ
πάντας ἡμᾶς καταργῶν, οὗ ἡ μήτηρ ἀνδρὶ οὐ μιγήσεται. 11. καὶ
855

τίς λάβῃ τοιαύτην ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων εἰ μὴ ἐκεῖνος; ὃν


ὁ πρῶτος διάβολος πειρᾶσαι ζητήσει καὶ οὐκ ἰσχύσει πρὸς αὐτόν,
οὗ ἡ ψῆφος τοῦ ὀνόματος χμδ, ὅ ἐστιν Ἐμμανουήλ. 12. διὰ
τοῦτο, βασιλεῦ Σολομῶν, ὁ καιρός σου πονηρὸς καὶ τὰ ἔτη σου
μικρὰ καὶ πονηρὰ καὶ τῷ δούλῳ σου δοθήσεται ἡ βασιλεία σου.»
 13. Κἀγὼ Σολομῶν ἀκούσας ταῦτα ἐδόξασα τὸν θεὸν καὶ
θαυμάσας τῶν δαιμόνων τὰς ἀπολογίας ἕως τῶν ἀποβάσεων
ἠπίστουν αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐπίστευον τοῖς λεγομένοις ὑπ' αὐτῶν.
14. ὅτε δὲ ἐγένοντο, τότε συνῆκα καὶ ἐν τῷ θανάτῳ μου ἔγραψα
τὴν διαθήκην ταύτην πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ ἔδωκα αὐτοῖς
ὥστε εἰδέναι τὰς δυνάμεις τῶν δαιμόνων καὶ τὰς μορφὰς αὐτῶν  
καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν ἀγγέλων ἐν οἷς καταργοῦνται οἱ
δαίμονες. 15. καὶ δοξάσας κύριον τὸν θεὸν Ἰσραὴλ ἐκέλευσα
περιδεθῆναι τὸ πνεῦμα δεσμοῖς ἀλύτοις.

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 47, line 24

ἐξελευσόμεθα ἐν πολλῇ δυνάμει ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ εἰς τὸν


κόσμον κατασπαρησόμεθα. 10. καὶ πλανήσομεν πᾶσαν τὴν οἰ-
κουμένην μέχρι πολλοῦ καιροῦ ἕως τοῦ θεοῦ ὁ υἱὸς τανυσθῇ ἐπὶ
ξύλου· καὶ οὐκέτι γὰρ γίνεται τοιοῦτος βασιλεὺς ὅμοιος αὐτῷ ὁ
πάντας ἡμᾶς καταργῶν, οὗ ἡ μήτηρ ἀνδρὶ οὐ μιγήσεται. 11. καὶ
τίς λάβῃ τοιαύτην ἐξουσίαν κατὰ πνευμάτων εἰ μὴ ἐκεῖνος; ὃν
ὁ πρῶτος διάβολος πειρᾶσαι ζητήσει καὶ οὐκ ἰσχύσει πρὸς αὐτόν,
οὗ ἡ ψῆφος τοῦ ὀνόματος χμδ, ὅ ἐστιν Ἐμμανουήλ. 12. διὰ
τοῦτο, βασιλεῦ Σολομῶν, ὁ καιρός σου πονηρὸς καὶ τὰ ἔτη σου
μικρὰ καὶ πονηρὰ καὶ τῷ δούλῳ σου δοθήσεται ἡ βασιλεία σου.»
 13. Κἀγὼ Σολομῶν ἀκούσας ταῦτα ἐδόξασα τὸν θεὸν καὶ
θαυμάσας τῶν δαιμόνων τὰς ἀπολογίας ἕως τῶν ἀποβάσεων
ἠπίστουν αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐπίστευον τοῖς λεγομένοις ὑπ' αὐτῶν.
14. ὅτε δὲ ἐγένοντο, τότε συνῆκα καὶ ἐν τῷ θανάτῳ μου ἔγραψα
τὴν διαθήκην ταύτην πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ ἔδωκα αὐτοῖς
ὥστε εἰδέναι τὰς δυνάμεις τῶν δαιμόνων καὶ τὰς μορφὰς αὐτῶν  
καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν ἀγγέλων ἐν οἷς καταργοῦνται οἱ
δαίμονες. 15. καὶ δοξάσας κύριον τὸν θεὸν Ἰσραὴλ ἐκέλευσα
περιδεθῆναι τὸ πνεῦμα δεσμοῖς ἀλύτοις.
 XVI. Καὶ εὐλογήσας τὸν θεὸν ἐκέλευσα παρεῖναι ἕτερον
πνεῦμα. καὶ ἦλθε πρὸ προσώπου μου ἕτερον δαιμόνιον

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 48, line 7

ἠπίστουν αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐπίστευον τοῖς λεγομένοις ὑπ' αὐτῶν.


14. ὅτε δὲ ἐγένοντο, τότε συνῆκα καὶ ἐν τῷ θανάτῳ μου ἔγραψα
τὴν διαθήκην ταύτην πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ ἔδωκα αὐτοῖς
ὥστε εἰδέναι τὰς δυνάμεις τῶν δαιμόνων καὶ τὰς μορφὰς αὐτῶν  
καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν ἀγγέλων ἐν οἷς καταργοῦνται οἱ
856

δαίμονες. 15. καὶ δοξάσας κύριον τὸν θεὸν Ἰσραὴλ ἐκέλευσα


περιδεθῆναι τὸ πνεῦμα δεσμοῖς ἀλύτοις.
 XVI. Καὶ εὐλογήσας τὸν θεὸν ἐκέλευσα παρεῖναι ἕτερον
πνεῦμα. καὶ ἦλθε πρὸ προσώπου μου ἕτερον δαιμόνιον ἔχον
τὴν μορφὴν ἔμπροσθεν ἵππου, ὄπισθεν δὲ ἰχθύος. καὶ λέγει
μεγάλην τὴν φωνήν· «βασιλεῦ Σολομῶν, ἐγὼ θαλάσσιόν εἰμι
πνεῦμα χαλεπόν. ἐγείρομαι οὖν καὶ ἔρχομαι ἐπὶ τοὺς πελάγους
παρὰ τῆς θαλάσσης καὶ ἐμποδίζω τοὺς ἐν αὐτῇ πλέοντας ἀν-
θρώπους. 2. διεγειρόμενος δὲ καὶ ἐμαυτὸν ὡς κῦμα καὶ μετα-
μορφούμενος ἐπεισέρχομαι τοῖς πλοίοις. καὶ αὕτη μου ἡ ἐργασία
τοῦ ὑποδέχεσθαι τὰ χρήματα καὶ τοὺς ἀνθρώπους. ⌈λαμβάνω
γὰρ καὶ διεγείρομαι καὶ διαρρίπτω τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ τῆς
θαλάσσης, οὕτως εἰμὶ ἐπιθυμῶν σωμάτων, ἀλλ' ἐκρίπτω αὐτὰ
ἔξω τῆς θαλάσσης ἕως τοῦ δεῦρο.⌉ 3. ἐπεὶ δὲ ὁ Βεελζεβοὺλ ὁ
τῶν ἀερίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων πνευμάτων δεσπότης
συμβουλεύει εἰς τὰς καθ' ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν πράξεις,

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 50, line 16

μου αὕτη· παρακαθέζομαι τοῖς τεθνεόσιν ἀνθρώποις ἐν τοῖς μνη-


μείοις καὶ ἐν ἀωρίᾳ παραμορφῶ τοῖς τεθνεόσι καὶ εἰ λήψομαί
τινα εὐθέως ἀναιρῶ αὐτὸν τῷ ξίφει. 3. εἰ δὲ μὴ δυνηθῶ ἀναι-
ρεῖν, ποιῶ αὐτὸν δαιμονίζεσθαι καὶ τὰς σάρκας αὐτοῦ κατατρώ-
γειν καὶ σιάλους ἐκ τῶν γενείων αὐτοῦ καταρρεῖν.» 4. ἔφην δὲ
αὐτῷ· «φοβήθητι τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ εἰπέ
μοι ποίῳ ἀγγέλῳ καταργεῖσαι.» ὁ δὲ ἔφη μοι· «ἐμὲ καταργεῖ ὁ
μέλλων κατελθεῖν σωτήρ, οὗ τὸ στοιχεῖον ἐν τῷ μετώπῳ, εἴ τις
γράψει, καταργεῖ με καὶ ἐπιτιμηθεὶς ἀποστρέψω ἀπ' αὐτοῦ τα-
χέως· τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον σταυρός.» 5. ταῦτα δὲ ἀκούσας ἐγὼ
Σολομῶν κατέκλεισα τὸν δαίμονα ὥσπερ καὶ τἄλλα δαιμόνια.  
 XVIII. Καὶ ἐκέλευσα παρεῖναί μοι ἕτερον δαίμονα. καὶ ἦλ-
θον πρός με τὰ τριάκοντα ἓξ στοιχεῖα, αἱ κορυφαὶ αὐτῶν ὡς
κύνες ἄμορφοι. ἐν αὐτοῖς δὲ ἦσαν ἀνθρωπόμορφα, ταυρόμορφα,
θηριοπρόσωπα, δρακοντόμορφα, σφιγγοπρόσωπα, πτηνοπρόσωπα.
2. καὶ ταῦτα ἰδὼν ἐγὼ Σολομῶν ἐπηρώτησα αὐτὰ λέγων· «καὶ
ὑμεῖς τίνες ἔστε;» αἱ δὲ ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ εἶπον· «ἡμεῖς
ἐσμεν τὰ τριάκοντα ἓξ στοιχεῖα, οἱ κοσμοκράτορες τοῦ σκότους
τοῦ αἰῶνος τούτου. 3. ἀλλ' οὐ δύνασαι ἡμᾶς, βασιλεῦ, ἀδικῆσαι
οὐδὲ κατακλεῖσαι· ἀλλ' ἐπειδὴ ἔδωκέ σοι ὁ θεὸς τὴν ἐξουσίαν
ἐπὶ πάντων τῶν ἀερίων πνευμάτων καὶ ἐπιγείων καὶ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 51, line 5

αὐτῷ· «φοβήθητι τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ εἰπέ
μοι ποίῳ ἀγγέλῳ καταργεῖσαι.» ὁ δὲ ἔφη μοι· «ἐμὲ καταργεῖ ὁ
μέλλων κατελθεῖν σωτήρ, οὗ τὸ στοιχεῖον ἐν τῷ μετώπῳ, εἴ τις
857

γράψει, καταργεῖ με καὶ ἐπιτιμηθεὶς ἀποστρέψω ἀπ' αὐτοῦ τα-


χέως· τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον σταυρός.» 5. ταῦτα δὲ ἀκούσας ἐγὼ
Σολομῶν κατέκλεισα τὸν δαίμονα ὥσπερ καὶ τἄλλα δαιμόνια.  
 XVIII. Καὶ ἐκέλευσα παρεῖναί μοι ἕτερον δαίμονα. καὶ ἦλ-
θον πρός με τὰ τριάκοντα ἓξ στοιχεῖα, αἱ κορυφαὶ αὐτῶν ὡς
κύνες ἄμορφοι. ἐν αὐτοῖς δὲ ἦσαν ἀνθρωπόμορφα, ταυρόμορφα,
θηριοπρόσωπα, δρακοντόμορφα, σφιγγοπρόσωπα, πτηνοπρόσωπα.
2. καὶ ταῦτα ἰδὼν ἐγὼ Σολομῶν ἐπηρώτησα αὐτὰ λέγων· «καὶ
ὑμεῖς τίνες ἔστε;» αἱ δὲ ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ εἶπον· «ἡμεῖς
ἐσμεν τὰ τριάκοντα ἓξ στοιχεῖα, οἱ κοσμοκράτορες τοῦ σκότους
τοῦ αἰῶνος τούτου. 3. ἀλλ' οὐ δύνασαι ἡμᾶς, βασιλεῦ, ἀδικῆσαι
οὐδὲ κατακλεῖσαι· ἀλλ' ἐπειδὴ ἔδωκέ σοι ὁ θεὸς τὴν ἐξουσίαν
ἐπὶ πάντων τῶν ἀερίων πνευμάτων καὶ ἐπιγείων καὶ κατα-
χθονίων, ἰδοὺ παραστήκομεν ἔμπροσθέν σοι ὡς τὰ λοιπὰ
πνεύματα.»
 4. Κἀγὼ δὲ Σολομῶν προσκαλεσάμενος τὸ ἓν πνεῦμα εἶπον  
αὐτῷ· «σὺ τίς εἶ;» ὁ δὲ ἔφη μοι «⌈ἐγὼ δεκανὸς αʹ τοῦ ζωδιακοῦ
κύκλου, ὃς καλοῦμαι Ῥύαξ.⌉ 5. κεφαλὰς ἀνθρώπων ποιῶ ἀλγεῖν

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 51, line 13

κύνες ἄμορφοι. ἐν αὐτοῖς δὲ ἦσαν ἀνθρωπόμορφα, ταυρόμορφα,


θηριοπρόσωπα, δρακοντόμορφα, σφιγγοπρόσωπα, πτηνοπρόσωπα.
2. καὶ ταῦτα ἰδὼν ἐγὼ Σολομῶν ἐπηρώτησα αὐτὰ λέγων· «καὶ
ὑμεῖς τίνες ἔστε;» αἱ δὲ ὁμοθυμαδὸν μιᾷ φωνῇ εἶπον· «ἡμεῖς
ἐσμεν τὰ τριάκοντα ἓξ στοιχεῖα, οἱ κοσμοκράτορες τοῦ σκότους
τοῦ αἰῶνος τούτου. 3. ἀλλ' οὐ δύνασαι ἡμᾶς, βασιλεῦ, ἀδικῆσαι
οὐδὲ κατακλεῖσαι· ἀλλ' ἐπειδὴ ἔδωκέ σοι ὁ θεὸς τὴν ἐξουσίαν
ἐπὶ πάντων τῶν ἀερίων πνευμάτων καὶ ἐπιγείων καὶ κατα-
χθονίων, ἰδοὺ παραστήκομεν ἔμπροσθέν σοι ὡς τὰ λοιπὰ
πνεύματα.»
 4. Κἀγὼ δὲ Σολομῶν προσκαλεσάμενος τὸ ἓν πνεῦμα εἶπον  
αὐτῷ· «σὺ τίς εἶ;» ὁ δὲ ἔφη μοι «⌈ἐγὼ δεκανὸς αʹ τοῦ ζωδιακοῦ
κύκλου, ὃς καλοῦμαι Ῥύαξ.⌉ 5. κεφαλὰς ἀνθρώπων ποιῶ ἀλγεῖν
καὶ κροτάφους σαλεύω. ὡς μόνον ἀκούσω· «Μιχαήλ, ἔγκλεισον
Ῥύαξ», εὐθὺς ἀναχωρῶ.» 6. ὁ δεύτερος ἔφη· «ἐγὼ Βαρσαφαὴλ
καλοῦμαι. ἡμικράνους ποιῶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐν τῇ ὥρᾳ
μου κειμένους. ὡς δὲ ἀκούσω· «Γαβριήλ, ἔγκλεισον Βαρσαφαήλ»,
εὐθὺς ἀναχωρῶ.». 7. ὁ τρίτος ἔφη· «Ἀρτοσαὴλ καλοῦμαι. ὀφθαλ-
μοὺς ἀδικῶ σφόδρα. ὡς δὲ ἀκούσω· «Οὐριήλ, ἔγκλεισον Ἀρτο-
σαήλ,» εὐθὺς ἀναχωρῶ.»

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 54, line 12

σατε Κατανικοταήλ,» καὶ πλύνας τὰ φύλλα τῆς δάφνης ῥανάτω


τὸν οἶκον αὐτοῦ τῷ ὕδατι, καὶ εὐθὺς ἀναχωρῶ.» 16. ὁ δωδέ-
858

κατος ἔφη· «ἐγὼ Σαφθοραὴλ καλοῦμαι. διχοστασίας ἐμβάλλω


τοῖς ἀνθρώποις καὶ εὐφραίνομαι αὐτοὺς σκανδαλίζων. ἐάν τις
γράψει ταῦτα· «ἰαέ· ἰεώ· υἱοὶ Σαβαώθ,» καὶ φορεῖ ἐν τῷ τρα-
χήλῳ αὐτοῦ, εὐθὺς ἀναχωρῶ.»
 17. Ὁ τρίτος καὶ δέκατος ἔφη· «ἐγὼ Φοβοθὴλ καλοῦμαι.
νευρῶν χαλάσεις ποιῶ. ἐὰν ἀκούσω· «Ἀδωναΐ,» εὐθὺς ἀναχωρῶ.»
18. ὁ τέταρτος καὶ δέκατος ἔφη· «ἐγὼ Λερωὴλ καλοῦμαι. ψῦχος
καὶ ῥῖγος καὶ στομάχου πόνον ἐπάγω. ἐὰν ἀκούσω· «Ἰάζ, μὴ ἐμ-
μείνῃς, ⌈μὴ θερμάνῃς, ὅτι καλλίον ἐστὶ Σολομῶν ἕνδεκα πατέ-
ρων,»⌉ εὐθὺς ἀναχωρῶ.» 19. ὁ πέμπτος καὶ δέκατος ἔφη· «ἐγὼ
Σουβελτὶ καλοῦμαι. φρίκην καὶ νάρκην ἐπιπέμπω. ἐὰν μόνον  
ἀκούσω· «Ῥιζωήλ, ⌈ἔγκλεισον Σουβελτί,»⌉ εὐθὺς ἀναχωρῶ.» 20. ὁ
ἕκτος καὶ δέκατος ἔφη· «ἐγὼ Κατρὰξ καλοῦμαι. ἐπιφέρω τοῖς
ἀνθρώποις πυρετοὺς ἀνιάτους. ὁ θέλων ὑγιὴς γενέσθαι τρι-
ψάτω κολίανδρον καὶ ἐπιχριέτω τὰ χείλη λέγων· «ὁρκίζω σε κατὰ
τοῦ Δάν, ἀναχώρησον ἀπὸ τοῦ πλάσματος τοῦ θεοῦ,» καὶ εὐθὺς
ἀναχωρῶ.»

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 59, line 5

κουργός,» βοτρυδὸν ⌈ἀναχωρίς,⌉ εὐθὺς ἀναχωρῶ.»


 38. Ὁ τέταρτος καὶ τριακοστὸς ἔφη· «ἐγὼ Ῥὺξ Αὐτὼθ κα-
λοῦμαι. φθόνους φίλων καὶ μάχας ποιῶ. καταργεῖ με δὲ τὸ αʹ
καὶ βʹ γραφόμενον.» 39. ὁ πέμπτος καὶ τριακοστὸς ἔφη· «ἐγὼ
καὶ Ῥὺξ Φθηνεὼθ καλοῦμαι. βασκαίνω πάντα ἄνθρωπον.
καταργεῖ με δὲ ὁ πολυπαθὴς ὀφθαλμὸς ἐγχαραττόμενος. 40. ὁ  
ἕκτος καὶ τριακοστὸς ἔφη· «ἐγὼ καὶ Ῥὺξ Μιανὲθ καλοῦμαι. τῷ
σώματι ἐπίφθονός εἰμι· οἴκους ἐρημῶ· σάρκας ἀφανίζω. ἐάν τις
γράψει ἐν τοῖς προθύροις τοῦ οἴκου οὕτως· «μέλπω ἀρδὰδ
ἀναάθ,» φεύγω ἐγὼ τοῦ τόπου,» 41. καὶ ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ
Σολομῶν ἐδόξασα τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἐκέ-
λευσα αὐτοὺς ὕδωρ φέρειν. 42. καὶ ηὐξάμην πρὸς τὸν θεὸν τοὺς
τριάκοντα ἓξ δαίμονας τοὺς ἐμποδίζοντας τῇ ἀνθρωπότητι προς-
έρχεσθαι εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ.
 XIX. Καὶ ἤμην ἐγὼ Σολομῶν τιμώμενος ὑπὸ πάντων τῶν
ἀνθρώπων τῶν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ᾠκοδόμουν τὸν ναὸν
τοῦ θεοῦ, καὶ ἡ βασιλεία μου ἦν εὐθύνουσα. 2. καὶ ἤρχοντο
πάντες οἱ βασιλεῖς πρός με θεωρῆσαι τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ ὃν
ᾠκοδόμουν, καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐκόμιζον πρός με, χαλκόν  
τε καὶ σίδηρον καὶ μόλυβδον καὶ ξύλα προσέφερον εἰς τὴν

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 59, line 9

καὶ Ῥὺξ Φθηνεὼθ καλοῦμαι. βασκαίνω πάντα ἄνθρωπον.


καταργεῖ με δὲ ὁ πολυπαθὴς ὀφθαλμὸς ἐγχαραττόμενος. 40. ὁ  
859

ἕκτος καὶ τριακοστὸς ἔφη· «ἐγὼ καὶ Ῥὺξ Μιανὲθ καλοῦμαι. τῷ


σώματι ἐπίφθονός εἰμι· οἴκους ἐρημῶ· σάρκας ἀφανίζω. ἐάν τις
γράψει ἐν τοῖς προθύροις τοῦ οἴκου οὕτως· «μέλπω ἀρδὰδ
ἀναάθ,» φεύγω ἐγὼ τοῦ τόπου,» 41. καὶ ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ
Σολομῶν ἐδόξασα τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ἐκέ-
λευσα αὐτοὺς ὕδωρ φέρειν. 42. καὶ ηὐξάμην πρὸς τὸν θεὸν τοὺς
τριάκοντα ἓξ δαίμονας τοὺς ἐμποδίζοντας τῇ ἀνθρωπότητι προς-
έρχεσθαι εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ.
 XIX. Καὶ ἤμην ἐγὼ Σολομῶν τιμώμενος ὑπὸ πάντων τῶν
ἀνθρώπων τῶν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ᾠκοδόμουν τὸν ναὸν
τοῦ θεοῦ, καὶ ἡ βασιλεία μου ἦν εὐθύνουσα. 2. καὶ ἤρχοντο
πάντες οἱ βασιλεῖς πρός με θεωρῆσαι τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ ὃν
ᾠκοδόμουν, καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐκόμιζον πρός με, χαλκόν  
τε καὶ σίδηρον καὶ μόλυβδον καὶ ξύλα προσέφερον εἰς τὴν
κατασκευὴν τοῦ ναοῦ. 3. ἐν οἷς καὶ ἡ Σάβα βασίλισσα Νότου
γόης ὑπάρχουσα πολλῇ τῇ φρονήσει ἦλθε καὶ προσεκύνησεν ἐνώ-
πιόν μου.
 XX. Καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν τεχνιτῶν γηραιὸς ἔρριψεν αὐτὸν ἐνώ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensiones A et B) (mss.


HILPQ) P. 60, line 6

ἀνθρώπων τῶν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ᾠκοδόμουν τὸν ναὸν


τοῦ θεοῦ, καὶ ἡ βασιλεία μου ἦν εὐθύνουσα. 2. καὶ ἤρχοντο
πάντες οἱ βασιλεῖς πρός με θεωρῆσαι τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ ὃν
ᾠκοδόμουν, καὶ χρυσίον καὶ ἀργύριον ἐκόμιζον πρός με, χαλκόν  
τε καὶ σίδηρον καὶ μόλυβδον καὶ ξύλα προσέφερον εἰς τὴν
κατασκευὴν τοῦ ναοῦ. 3. ἐν οἷς καὶ ἡ Σάβα βασίλισσα Νότου
γόης ὑπάρχουσα πολλῇ τῇ φρονήσει ἦλθε καὶ προσεκύνησεν ἐνώ-
πιόν μου.
 XX. Καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν τεχνιτῶν γηραιὸς ἔρριψεν αὐτὸν ἐνώ-
πιόν μου λέγων· «βασιλεῦ Σολομῶν υἱὸς Δαυείδ, ἐλέησόν με τὸ
γέρας.» καὶ εἶπον αὐτῷ· «λέγε, γέρον, ὃ θέλεις.» 2. ὁ δὲ ἔφη·
»δέομαί σου, βασιλεῦ. υἱὸν ἔχω μονογενῆ, καὶ οὗτος καθ' ἑκά-
στην ὕβρεις ἐπάγει μοι χαλεπάς, ἔτυπτέ μου γὰρ τὸ πρόσωπον
καὶ τὴν κεφαλήν, ὅτι θάνατον πικρὸν ἐπαγγέλει μοι ποιῆσαι.
τούτου χάριν προσῆλθον ἵνα ἐκδικήσῃς μοι.» 3. ἐγὼ δὲ ταῦτα
ἀκούσας ἐκέλευσα ἀγαγεῖν ἐμοὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ. τούτου δὲ ἐλ-
θόντος εἶπον αὐτῷ· «οὕτως ἔχεις;» 4. ὁ δὲ ἔφη· «ἕως ἀπο-
νοίας ἐμπέπλησμαι, βασιλεῦ, ὥστε τὸν γεννήτορά μου παλάμῃ
τινάξαι. ἵλεώς μοι γενοῦ, ὦ βασιλεῦ· ἀθέμιτον γὰρ ἀκοῦσαι τοι-  
αύτην παραβολὴν καὶ ταλαιπορίαν.» 5. ἐγὼ οὖν Σολομῶν τοῦ
860

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 77, line 5

σύστασιν πάντων τῶν ἡμετέρων σωμάτων ἐποίησας καὶ ὠφέλειαν,


τά τε καρποφόρα καὶ μὴ καρποφόρα δένδρα, θηρία τε καὶ πε-
τεινά, καὶ αὐτὸν δὴ τὸν θεῖον ἀέραν ὃν πᾶσα φύσις ἐπιπνέει.
4. τὸ μέγιστόν σε τοίνυν δυσωπῶ ἵνα διανοιχθῶσί μου οἱ ὀφθαλ-
μοὶ καὶ ὁρῶ τὴν ἀποκεκρυμμένην σοφίαν σου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ
εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.» 5. ταῦτα τοίνυν εὐξαμένου φωνῆς  
ἤκουσεν λεγούσης· «Σολομῶν, Σολομῶν, κύριος ὁ θεός σου ἐρεῖ·
»ἄρξαι κτίζειν μου οἶκον εἰς ὄνομα τῆς ἐπουρανίου μου Σιών.»«
καὶ ἤρξατο οἰκοδομεῖν τὴν Σιών.
 8. Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἔφη μετὰ κλαυθμοῦ· «δέομαί σου,
βασιλεῦ Σολομῶν, ἵνα μή με κατακαύσῃς ὑπὸ τῆς σφραγῖδος,
καὶ ὑπόσχομαί σοι ἐν ὅρκῳ ὅτι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ὄντος προς-
φέρω σοι πάντα τὰ δαιμόνια καὶ παραδώσω σοι ταῦτα ὑποχει-
ρίους δι' ἑνὸς ἑκάστου σημείων καὶ τῶν δυνατῶν καὶ τῶν δυνα-
μένων καὶ τῶν ἐξουσιαζόντων.» καὶ εἶπον ἐγὼ Σολομῶν· «εἰ
τοῦτο ποιήσεις, ἔσῃ ἐλεύθερος.» 9. καὶ λέγει μοι· «λάμβανε
ἐρίφους μελανοὺς ἀγεννήτους εἰς ἀριθμὸν ποσουμένων ναʹ, καὶ
ἔνεγκέ μοι μάχαιραν καινὴν τρίκωλον μελανοκέρατον, καὶ ἐκδεί-
ραντες τὰς ἐρίφους.» 10. εἶτα προσέταξεν ἐναχθῆναι αἷμαν ἀν-
θρώπινον τοῦ δευθῆναι τὰ δέρματα καὶ ἔρραψεν αὐτὰ ἀνὰ δύο
φύλλων καὶ ἔρρυψεν αὐτὰ ἐν τριῳδίῳ, καὶ εὗρεν γεγραμμένον

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 77, line 9

μοὶ καὶ ὁρῶ τὴν ἀποκεκρυμμένην σοφίαν σου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ


εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.» 5. ταῦτα τοίνυν εὐξαμένου φωνῆς  
ἤκουσεν λεγούσης· «Σολομῶν, Σολομῶν, κύριος ὁ θεός σου ἐρεῖ·
»ἄρξαι κτίζειν μου οἶκον εἰς ὄνομα τῆς ἐπουρανίου μου Σιών.»«
καὶ ἤρξατο οἰκοδομεῖν τὴν Σιών.
 8. Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἔφη μετὰ κλαυθμοῦ· «δέομαί σου,
βασιλεῦ Σολομῶν, ἵνα μή με κατακαύσῃς ὑπὸ τῆς σφραγῖδος,
καὶ ὑπόσχομαί σοι ἐν ὅρκῳ ὅτι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ὄντος προς-
φέρω σοι πάντα τὰ δαιμόνια καὶ παραδώσω σοι ταῦτα ὑποχει-
ρίους δι' ἑνὸς ἑκάστου σημείων καὶ τῶν δυνατῶν καὶ τῶν δυνα-
μένων καὶ τῶν ἐξουσιαζόντων.» καὶ εἶπον ἐγὼ Σολομῶν· «εἰ
τοῦτο ποιήσεις, ἔσῃ ἐλεύθερος.» 9. καὶ λέγει μοι· «λάμβανε
ἐρίφους μελανοὺς ἀγεννήτους εἰς ἀριθμὸν ποσουμένων ναʹ, καὶ
ἔνεγκέ μοι μάχαιραν καινὴν τρίκωλον μελανοκέρατον, καὶ ἐκδεί-
ραντες τὰς ἐρίφους.» 10. εἶτα προσέταξεν ἐναχθῆναι αἷμαν ἀν-
θρώπινον τοῦ δευθῆναι τὰ δέρματα καὶ ἔρραψεν αὐτὰ ἀνὰ δύο
φύλλων καὶ ἔρρυψεν αὐτὰ ἐν τριῳδίῳ, καὶ εὗρεν γεγραμμένον
861

ἑνὸς ἑκάστου ὄνομα ἰδιοχείρως ἐν τοῖς δερματίοις καὶ τὸ ση-  


μεῖον αὐτοῦ καὶ τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ καὶ τὴν δεσποτείαν αὐτοῦ
οὕτως·
 X. Τζιανφιέλ· δεσπόζει ρμʹ· ἐνεργεῖ δὲ εἰς τὸ ἀναγγεῖλαι

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 83, line 19

σῶμα γυναικὸς εὐχρώτου, κτήμας δὲ ἡμιόνου. 3. ἐλθούσης δὲ


αὐτῆς ἔφην αὐτὴν λέγων· «σὺ τίς εἶ;» ἡ δὲ ἔφη μοι· «ἐγὼ Ὀνοσκε-
λοῦ καλοῦμαι, πνεῦμα σεσωματοποιημένον. φωλεύω δὲ ἐπὶ τῆς
γῆς· σπήλαιον οἰκῶ ἔνθα χρυσίον κεῖται. 4. ἔχω δὲ πολυποίκι-
λον τρόπον· ποτὲ μὲν ἀνθρώπους πνίγω ὡς δι' ἀγχόνης, ποτὲ
δὲ ἀπὸ τῆς φύσεως ⌈ἐπιεγκόνων⌉ σκολιάζω αὐτούς. 5. πλεῖστά
μοι οἰκητήρια· πολλάκις δὲ καὶ συγγίνομαι τοῖς ἀνθρώποις ὡς
γυναῖκάν με εἶναι, πρὸ δὲ τῶν ἄλλων τοὺς μελιχροῦς, οὗτοι
γὰρ καὶ συναστροί μού εἰσιν· καὶ γὰρ τὸ ἄστρο μου οὗτοι λάθρα
καὶ φανερῶς προσκυνοῦσιν.» 6. ἐπηρώτησα δὲ αὐτὴν ἐγὼ Σολο-
μῶν· «πόθεν γεννᾶσαι;» ἡ δὲ ἔφη· «ἀπὸ φωνῆς βηρσαβεὲ ἱππι-
κῆς χρηματικῆς.»  
 7. Καὶ κατέκλεισα αὐτὴν ὑποκάτωθεν τεσσάρων λίθων με-
γάλων. ἡ δὲ ἐβόησεν· «ἔξελέ με, ἔξελέ με, καὶ ἐνεγκῶ σοι τρά-
πεζαν μετὰ φιάλου καὶ κύλικος, ἥντινα λαβὼν ἐπικρούσας μετὰ
ἱμάσθλης πάντα προσφέρει σοι τὰ ὑποτεταγμένα βρωτὰ καὶ
ποτά.» 8. καὶ κελεύσας ἀχθῆναι αὐτὴν, ἤνεγκέ μοι τράπεζαν
λιθίνην ἐκ λίθου ἰάσπιδος· μῆκος αὐτῆς ὡς πηχῶν τεσσάρων
καὶ πλάτος πηχῶν τεσσάρων, ἔχουσα καὶ ἐν τοῖς κέρασιν μυρμη-
κολέοντας τέσσαρας λαλοῦντας ἀντ' ἐμοῦ ὅσα ἤθελον. 9. καὶ
δὴ κελεύσας ὁμοῦ καὶ τὴν τράπεζαν ἐναχθῆναι ἐπεζήτουν καὶ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 84, line 14

ἱμάσθλης πάντα προσφέρει σοι τὰ ὑποτεταγμένα βρωτὰ καὶ


ποτά.» 8. καὶ κελεύσας ἀχθῆναι αὐτὴν, ἤνεγκέ μοι τράπεζαν
λιθίνην ἐκ λίθου ἰάσπιδος· μῆκος αὐτῆς ὡς πηχῶν τεσσάρων
καὶ πλάτος πηχῶν τεσσάρων, ἔχουσα καὶ ἐν τοῖς κέρασιν μυρμη-
κολέοντας τέσσαρας λαλοῦντας ἀντ' ἐμοῦ ὅσα ἤθελον. 9. καὶ
δὴ κελεύσας ὁμοῦ καὶ τὴν τράπεζαν ἐναχθῆναι ἐπεζήτουν καὶ
τὴν κύλικαν, μέντοι καὶ λίθον λυχνίτην κύλικος, καὶ περιέχον
862

σχῆμα ἐπιδέδωκεν, καὶ ἡ μὲν τράπεζα ὅσα βρωτά, ἡ δὲ κύλιξ


ὅσα ποτὰ παρεῖχεν ἐπιζητούμενα.
 XII. Ἀνεζήτησα γὰρ ἐκ τῆς σφραγῖδος τὸ Παλτιὲλ Τζαμάλ,
καὶ εὐθέως παραστὰς ἔφη μοι· «Σολομῶν, υἱὲ Δαυείδ, τί ἐκ-
πειράζεις τοὺς δούλους σου καὶ τὰς δούλας σου; ἡμεῖς πάντες
ἕως καιροῦ σου καὶ δουλεύειν καὶ ὑπείκειν καθυποσχόμεθα καὶ
τὰ ὀνόματα ἡμῶν ⌈ἔχειν⌉ ἐν ἀσφαλείᾳ ἐγράψαμεν καὶ τὰς δυνά-
μεις ἀνηγγείλαμεν ἁπάσας. 2. ὅντινα προστάσσεις, τὸ κελευό-
μενον ἐκπληρεῖν προθυμότατα. καὶ δεόμεθά σου ἵνα μὴ ἐάσῃς
ἡμᾶς ἀπελθεῖν εἰς πέλαγος ἀχανές.»
 3. Ἐγὼ δέ φησιν αὐτὸν εἰ ἔστιν ἀνάστασις τῶν τεθνεότων.  
καὶ ἐφώνησεν φωνὴν μεγάλην λέγων· «ἔστιν, ἔστιν, μὰ τὸν
ἰσχυρὸν θεὸν καὶ ζῶντα. καὶ ἡμεῖς γὰρ οἴησιν περιφερόμενοι

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 86, line 14

τοῖς τέκνοις σου μόνοις ἐγκατάλειπε τὴν θησαυρὸν καὶ μὴ τοῖς


πᾶσιν καὶ ἀφελεστέροις. ποίησον δὲ ἡμῖν σημεῖον ὅπως μετὰ τὸ
ἀποθανεῖν σε Ἐζεκείᾳ τῷ βασιλεῖ ποιήσεις ἑτέραν διαθήκην τῷ
κόσμῳ καὶ ἡ τοιαύτη ἔσται ἀποκεκρυμμένη καὶ μὴ φανερὰ τοῖς
κοινοῖς καὶ ἀφελεστέροις, ἵνα μὴ ὁ θησαυρὸς ἐκλείπῃ τοῖς οἰκου-
μένοις. 3. οὐδεὶς γὰρ ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τῆς σήμερον ἡμᾶς ἐδου-
λώσατο, καὶ μὴ παραχωρίσῃς ἡμᾶς θνητοῖς σώμασιν πειθαρχεῖν.
4. ὁ γὰρ Ἐζεκείας, ὦ βασιλεῦ, πολλὰ μὲν καὶ πατροπαράδοτα
κατακαύσει καὶ ἄλλα πολλὰ μὲν ἀφανίσει βιβλία, καὶ τὴν οἰκου-
μένην στηρίξει καὶ τὰ περιττὰ διακόψει.
 5. Ἐγὼ δὲ Σολομῶν ἀκούσας εἶπον αὐτόν· «ἐξορκίζω σε εἰς
τὸν θρόνον τοῦ θεοῦ τὸ ἀσάλευτον καὶ εἰς τὸ ὄρνεον τὸ περι-
πετόμενον ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἵνα με εἴπῃς ἐν ποίῳ ἀγ-
γέλῳ οἱ πάντες καταργεῖσθε.» 6. καὶ εἶπέν μοι· «βασιλεῦ Σολο-
μῶν, ἡμεῖς πάντες ὑπὸ τοῦ θεοῦ δυνάμει καταργούμεθα καὶ ἐν
τῷ ὀνόματι Ἀγλά, ἀλλ' ἐπειδὴ τῇ σφραγῖδι κατεδεσμεύσας ἡμᾶς
σὺ μόνος, ὑποτασσόμεθα μέχρι τινός. 7. ἐλεύσονται γὰρ ἡμέραι
ἐν αἷς πολλὰ δεηθήσῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἱκετεύομέν σοι ὅπως ἐν
ταῖς ἑξῆς γενεαῖς ἕξομεν σημεῖον τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπο-
δείξομεν τοῦτο Ἐζεκείᾳ τῷ βασιλεῖ ὅπως δειχθῇ καὶ πλατυνθῇ
εἰς τὴν οἰκουμένην ἣν δώσομεν αὐτῷ διαθήκην καινήν. 8. καὶ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


863

P. 86, line 18

κοινοῖς καὶ ἀφελεστέροις, ἵνα μὴ ὁ θησαυρὸς ἐκλείπῃ τοῖς οἰκου-


μένοις. 3. οὐδεὶς γὰρ ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τῆς σήμερον ἡμᾶς ἐδου-
λώσατο, καὶ μὴ παραχωρίσῃς ἡμᾶς θνητοῖς σώμασιν πειθαρχεῖν.
4. ὁ γὰρ Ἐζεκείας, ὦ βασιλεῦ, πολλὰ μὲν καὶ πατροπαράδοτα
κατακαύσει καὶ ἄλλα πολλὰ μὲν ἀφανίσει βιβλία, καὶ τὴν οἰκου-
μένην στηρίξει καὶ τὰ περιττὰ διακόψει.
 5. Ἐγὼ δὲ Σολομῶν ἀκούσας εἶπον αὐτόν· «ἐξορκίζω σε εἰς
τὸν θρόνον τοῦ θεοῦ τὸ ἀσάλευτον καὶ εἰς τὸ ὄρνεον τὸ περι-
πετόμενον ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἵνα με εἴπῃς ἐν ποίῳ ἀγ-
γέλῳ οἱ πάντες καταργεῖσθε.» 6. καὶ εἶπέν μοι· «βασιλεῦ Σολο-
μῶν, ἡμεῖς πάντες ὑπὸ τοῦ θεοῦ δυνάμει καταργούμεθα καὶ ἐν
τῷ ὀνόματι Ἀγλά, ἀλλ' ἐπειδὴ τῇ σφραγῖδι κατεδεσμεύσας ἡμᾶς
σὺ μόνος, ὑποτασσόμεθα μέχρι τινός. 7. ἐλεύσονται γὰρ ἡμέραι
ἐν αἷς πολλὰ δεηθήσῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἱκετεύομέν σοι ὅπως ἐν
ταῖς ἑξῆς γενεαῖς ἕξομεν σημεῖον τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπο-
δείξομεν τοῦτο Ἐζεκείᾳ τῷ βασιλεῖ ὅπως δειχθῇ καὶ πλατυνθῇ
εἰς τὴν οἰκουμένην ἣν δώσομεν αὐτῷ διαθήκην καινήν. 8. καὶ
ταύτην, ἐν ᾗ ἀληθινῶς τὰ ὀνόματα ἡμῶν ἐχαράξαμεν, κατακαύ-
σει ἄνευ ἑνὸς μόνου ἥτις φυλαχθήσεται καὶ ἐν τῇ προσδοκου-  
μένῃ τοῦ θεοῦ παρουσίᾳ πάλιν διαπλατυνθήσεται. 9. ἡ δὲ παρ'
ἡμῶν δοθεῖσα τῷ Ἐζεκείᾳ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ παραδοθήσεται

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 87, line 5

ἐν αἷς πολλὰ δεηθήσῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἱκετεύομέν σοι ὅπως ἐν


ταῖς ἑξῆς γενεαῖς ἕξομεν σημεῖον τῆς βασιλείας σου καὶ ὑπο-
δείξομεν τοῦτο Ἐζεκείᾳ τῷ βασιλεῖ ὅπως δειχθῇ καὶ πλατυνθῇ
εἰς τὴν οἰκουμένην ἣν δώσομεν αὐτῷ διαθήκην καινήν. 8. καὶ
ταύτην, ἐν ᾗ ἀληθινῶς τὰ ὀνόματα ἡμῶν ἐχαράξαμεν, κατακαύ-
σει ἄνευ ἑνὸς μόνου ἥτις φυλαχθήσεται καὶ ἐν τῇ προσδοκου-  
μένῃ τοῦ θεοῦ παρουσίᾳ πάλιν διαπλατυνθήσεται. 9. ἡ δὲ παρ'
ἡμῶν δοθεῖσα τῷ Ἐζεκείᾳ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ παραδοθήσεται
καὶ ὡς μέγα τι κειμήλιον παρὰ τοῖς σοφοῖς φυλαχθήσεται,
ἥντινα ὡς παίγνιον καὶ ἀπάτην ἐκδώσομεν ἐν τῷ κόσμῳ.
 10. Ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἐδεήθην τοῦ θεοῦ καὶ
εἶπον· «θεὲ πατέρων, Ἀδωνάϊ μέγας, ὁ τὴν σοφίαν τῳ δούλῳ
σου χαρισάμενος, ἀποκάλυψόν μοι τί δεῖ ποιῆσαι.» 11. καὶ ἦλθεν
φωνὴ λέγουσα· «Σολομῶν, Σολομῶν, ἔασον γραμμάτιον τῷ Ἐζε-
κείᾳ τῇ σφραγῖδι ταύτῃ ἐκσφραγισάμενος.» 12. καὶ καθίσας
ἔγραψα· «τῷ Ἐζεκείᾳ τῷ μέλλοντι βασιλεῖ· Σολομῶν βασιλεύς.
υἱὸς Δαυείδ, ἀπέστειλά σοι τάδε. λάβε ἐκ τοῦ Παλτιὲλ Τζαμὰλ
διαθήκην ἣν δώσει σοι καὶ τῷ κόσμῳ παντὶ καταπλούτισον·
864

τὴν δὲ ἐμὴν παραδοὺς πυρὶ πλὴν ἑνὸς ἥτις καὶ ἐν λαϊνέοις ἐν-
τυπωθήσεται γράμμασιν ἕως ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς θελήσαιεν.»
 13. Ταῦτα γράψας παρέδωκα τῷ Τζαμάλ, καὶ πάλιν ἠρώ

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 87, line 8

εἰς τὴν οἰκουμένην ἣν δώσομεν αὐτῷ διαθήκην καινήν. 8. καὶ


ταύτην, ἐν ᾗ ἀληθινῶς τὰ ὀνόματα ἡμῶν ἐχαράξαμεν, κατακαύ-
σει ἄνευ ἑνὸς μόνου ἥτις φυλαχθήσεται καὶ ἐν τῇ προσδοκου-  
μένῃ τοῦ θεοῦ παρουσίᾳ πάλιν διαπλατυνθήσεται. 9. ἡ δὲ παρ'
ἡμῶν δοθεῖσα τῷ Ἐζεκείᾳ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ παραδοθήσεται
καὶ ὡς μέγα τι κειμήλιον παρὰ τοῖς σοφοῖς φυλαχθήσεται,
ἥντινα ὡς παίγνιον καὶ ἀπάτην ἐκδώσομεν ἐν τῷ κόσμῳ.
 10. Ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἐδεήθην τοῦ θεοῦ καὶ
εἶπον· «θεὲ πατέρων, Ἀδωνάϊ μέγας, ὁ τὴν σοφίαν τῳ δούλῳ
σου χαρισάμενος, ἀποκάλυψόν μοι τί δεῖ ποιῆσαι.» 11. καὶ ἦλθεν
φωνὴ λέγουσα· «Σολομῶν, Σολομῶν, ἔασον γραμμάτιον τῷ Ἐζε-
κείᾳ τῇ σφραγῖδι ταύτῃ ἐκσφραγισάμενος.» 12. καὶ καθίσας
ἔγραψα· «τῷ Ἐζεκείᾳ τῷ μέλλοντι βασιλεῖ· Σολομῶν βασιλεύς.
υἱὸς Δαυείδ, ἀπέστειλά σοι τάδε. λάβε ἐκ τοῦ Παλτιὲλ Τζαμὰλ
διαθήκην ἣν δώσει σοι καὶ τῷ κόσμῳ παντὶ καταπλούτισον·
τὴν δὲ ἐμὴν παραδοὺς πυρὶ πλὴν ἑνὸς ἥτις καὶ ἐν λαϊνέοις ἐν-
τυπωθήσεται γράμμασιν ἕως ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς θελήσαιεν.»
 13. Ταῦτα γράψας παρέδωκα τῷ Τζαμάλ, καὶ πάλιν ἠρώ-
τησα αὐτὸν εἰ ἔστιν καλὸν τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυ-
μάτιστον ἐν τῷ κόσμῳ ἐᾶσαι πλοῦτον. καὶ εἶπέν μοι· «ἓν μό-
νον ἔασον δι' οἰκείας γραφῆς σου τῇ μέσῃ τῆς γῆς γράμμασιν

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 87, line 10

σει ἄνευ ἑνὸς μόνου ἥτις φυλαχθήσεται καὶ ἐν τῇ προσδοκου-  


μένῃ τοῦ θεοῦ παρουσίᾳ πάλιν διαπλατυνθήσεται. 9. ἡ δὲ παρ'
ἡμῶν δοθεῖσα τῷ Ἐζεκείᾳ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ παραδοθήσεται
καὶ ὡς μέγα τι κειμήλιον παρὰ τοῖς σοφοῖς φυλαχθήσεται,
ἥντινα ὡς παίγνιον καὶ ἀπάτην ἐκδώσομεν ἐν τῷ κόσμῳ.
 10. Ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ Σολομῶν ἐδεήθην τοῦ θεοῦ καὶ
εἶπον· «θεὲ πατέρων, Ἀδωνάϊ μέγας, ὁ τὴν σοφίαν τῳ δούλῳ
σου χαρισάμενος, ἀποκάλυψόν μοι τί δεῖ ποιῆσαι.» 11. καὶ ἦλθεν
865

φωνὴ λέγουσα· «Σολομῶν, Σολομῶν, ἔασον γραμμάτιον τῷ Ἐζε-


κείᾳ τῇ σφραγῖδι ταύτῃ ἐκσφραγισάμενος.» 12. καὶ καθίσας
ἔγραψα· «τῷ Ἐζεκείᾳ τῷ μέλλοντι βασιλεῖ· Σολομῶν βασιλεύς.
υἱὸς Δαυείδ, ἀπέστειλά σοι τάδε. λάβε ἐκ τοῦ Παλτιὲλ Τζαμὰλ
διαθήκην ἣν δώσει σοι καὶ τῷ κόσμῳ παντὶ καταπλούτισον·
τὴν δὲ ἐμὴν παραδοὺς πυρὶ πλὴν ἑνὸς ἥτις καὶ ἐν λαϊνέοις ἐν-
τυπωθήσεται γράμμασιν ἕως ὁ μέγας καὶ ἰσχυρὸς θελήσαιεν.»
 13. Ταῦτα γράψας παρέδωκα τῷ Τζαμάλ, καὶ πάλιν ἠρώ-
τησα αὐτὸν εἰ ἔστιν καλὸν τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυ-
μάτιστον ἐν τῷ κόσμῳ ἐᾶσαι πλοῦτον. καὶ εἶπέν μοι· «ἓν μό-
νον ἔασον δι' οἰκείας γραφῆς σου τῇ μέσῃ τῆς γῆς γράμμασιν
ἀσημάντοις.» 14. καὶ δὴ καθίσας ἔγραψα χαλδαϊκοῖς γράμμασιν
χερσὶν οἰκείαις τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυμάτιστον

Testamentum Salomonis, Testamentum Salomonis (recensio C) (mss. VWSTU)


P. 87, line 26

τησα αὐτὸν εἰ ἔστιν καλὸν τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυ-


μάτιστον ἐν τῷ κόσμῳ ἐᾶσαι πλοῦτον. καὶ εἶπέν μοι· «ἓν μό-
νον ἔασον δι' οἰκείας γραφῆς σου τῇ μέσῃ τῆς γῆς γράμμασιν
ἀσημάντοις.» 14. καὶ δὴ καθίσας ἔγραψα χαλδαϊκοῖς γράμμασιν
χερσὶν οἰκείαις τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυμάτιστον
ἐᾶσαι πλοῦτον, παραδοὺς μόνην τὴν Παλαιστίνην, ὡς, ὁπόταν
φανήσεται, οὐ μόνον κεκτημένον ἀλλὰ καὶ ἅπαντα κόσμον ὀνήσῃ
ὑγιαινὰ καὶ πλουτοποιὰ χαρίσματα παρέχη ἑκάστοτε, ἐπεὶ οὐρα-
νόθεν ταῦτα κατέβησαν χερσὶν Ὑψίστου, μεγάλων κυδῶν κατέ-
χουσι παλάμην, τοῦτο καὶ ἐπιδοῦσί μοι.
 15. Ὧδε ἐγὼ Σολομῶν. εἰς δὲ τὸ ἑξῆς θεὸς ἰσχυρός, Ὕψι-
στος Σαβαώθ· ἀμήν.  

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Ὁ Σολομῶν υἱὸς Δαυεὶδ ἐγένετο ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου γυναι-


κός· ἐγένετο δὲ οὕτως. ἐσκέψατο Δαυεὶδ ὁ βασιλεὺς τὴν τοῦ
Οὐρίου γυναῖκα ἐν τῷ βαλανείῳ γυμνήν. καὶ ἐμβατεύσας ὁ Σα-
τανᾶς εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἔρωτα ἐπιθυμίας, ἐμοίχευσεν αὐτήν.
2. καὶ οὐ μόνον τὸ τῆς μοιχείας ἔργον εἰργάσατο, ἀλλὰ καὶ
φονεῦσαι προήχθη τὸν Οὐρίαν τὸν ἄνδρα τῆς μοιχευθείσης ὁ
ἀγαπητὸς τοῦ θεοῦ, ὁ μέγας προφήτης, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ θεοῦ, ὁ
μέγιστος τοῖς πᾶσιν, ὁ τῆς ψαλμωδίας καλλωπισμός, ὁ τῆς πα
866

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 88, line 1t

νον ἔασον δι' οἰκείας γραφῆς σου τῇ μέσῃ τῆς γῆς γράμμασιν
ἀσημάντοις.» 14. καὶ δὴ καθίσας ἔγραψα χαλδαϊκοῖς γράμμασιν
χερσὶν οἰκείαις τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυμάτιστον
ἐᾶσαι πλοῦτον, παραδοὺς μόνην τὴν Παλαιστίνην, ὡς, ὁπόταν
φανήσεται, οὐ μόνον κεκτημένον ἀλλὰ καὶ ἅπαντα κόσμον ὀνήσῃ
ὑγιαινὰ καὶ πλουτοποιὰ χαρίσματα παρέχη ἑκάστοτε, ἐπεὶ οὐρα-
νόθεν ταῦτα κατέβησαν χερσὶν Ὑψίστου, μεγάλων κυδῶν κατέ-
χουσι παλάμην, τοῦτο καὶ ἐπιδοῦσί μοι.
 15. Ὧδε ἐγὼ Σολομῶν. εἰς δὲ τὸ ἑξῆς θεὸς ἰσχυρός, Ὕψι-
στος Σαβαώθ· ἀμήν.  

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Ὁ Σολομῶν υἱὸς Δαυεὶδ ἐγένετο ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου γυναι-


κός· ἐγένετο δὲ οὕτως. ἐσκέψατο Δαυεὶδ ὁ βασιλεὺς τὴν τοῦ
Οὐρίου γυναῖκα ἐν τῷ βαλανείῳ γυμνήν. καὶ ἐμβατεύσας ὁ Σα-
τανᾶς εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἔρωτα ἐπιθυμίας, ἐμοίχευσεν αὐτήν.
2. καὶ οὐ μόνον τὸ τῆς μοιχείας ἔργον εἰργάσατο, ἀλλὰ καὶ
φονεῦσαι προήχθη τὸν Οὐρίαν τὸν ἄνδρα τῆς μοιχευθείσης ὁ
ἀγαπητὸς τοῦ θεοῦ, ὁ μέγας προφήτης, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ θεοῦ, ὁ
μέγιστος τοῖς πᾶσιν, ὁ τῆς ψαλμωδίας καλλωπισμός, ὁ τῆς πα-
λαιᾶς καὶ νέας διαθήκης σημειοφόρος, ὁ μεγαλώνυμος θεοπάτωρ.
ἠπατήθη γὰρ παρὰ τοῦ Βελίαρ καὶ ἀρχεκάκου ἔχθρου· ἠπατήθη

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 88, line 2

ἀσημάντοις.» 14. καὶ δὴ καθίσας ἔγραψα χαλδαϊκοῖς γράμμασιν


χερσὶν οἰκείαις τοῦ ὑγιαίνειν ὁλοσώματον καὶ ἀτραυμάτιστον
ἐᾶσαι πλοῦτον, παραδοὺς μόνην τὴν Παλαιστίνην, ὡς, ὁπόταν
φανήσεται, οὐ μόνον κεκτημένον ἀλλὰ καὶ ἅπαντα κόσμον ὀνήσῃ
ὑγιαινὰ καὶ πλουτοποιὰ χαρίσματα παρέχη ἑκάστοτε, ἐπεὶ οὐρα-
νόθεν ταῦτα κατέβησαν χερσὶν Ὑψίστου, μεγάλων κυδῶν κατέ-
χουσι παλάμην, τοῦτο καὶ ἐπιδοῦσί μοι.
 15. Ὧδε ἐγὼ Σολομῶν. εἰς δὲ τὸ ἑξῆς θεὸς ἰσχυρός, Ὕψι-
στος Σαβαώθ· ἀμήν.  
867

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Ὁ Σολομῶν υἱὸς Δαυεὶδ ἐγένετο ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου γυναι-


κός· ἐγένετο δὲ οὕτως. ἐσκέψατο Δαυεὶδ ὁ βασιλεὺς τὴν τοῦ
Οὐρίου γυναῖκα ἐν τῷ βαλανείῳ γυμνήν. καὶ ἐμβατεύσας ὁ Σα-
τανᾶς εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἔρωτα ἐπιθυμίας, ἐμοίχευσεν αὐτήν.
2. καὶ οὐ μόνον τὸ τῆς μοιχείας ἔργον εἰργάσατο, ἀλλὰ καὶ
φονεῦσαι προήχθη τὸν Οὐρίαν τὸν ἄνδρα τῆς μοιχευθείσης ὁ
ἀγαπητὸς τοῦ θεοῦ, ὁ μέγας προφήτης, ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ θεοῦ, ὁ
μέγιστος τοῖς πᾶσιν, ὁ τῆς ψαλμωδίας καλλωπισμός, ὁ τῆς πα-
λαιᾶς καὶ νέας διαθήκης σημειοφόρος, ὁ μεγαλώνυμος θεοπάτωρ.
ἠπατήθη γὰρ παρὰ τοῦ Βελίαρ καὶ ἀρχεκάκου ἔχθρου· ἠπατήθη
γὰρ ὡς ὁ πρωτόπλαστος ἐκεῖνος Ἀδάμ. 3. ἐφονεύθη δὲ Οὐρίας

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 89, line 20

δίκη αὕτη;» 10. ὁ δὲ Νάθαν παραβολικῶς ἔλεγε· «δεσπότην ἔχω


τὸν δεσπόζοντά με, καὶ κέκτηται ἀμνάδας ἑκατόν· καὶ εὐφραίνε-
ται μετ' αὐτῶν. ἐγὼ δὲ κέκτημαι ἀμνάδα μίαν. καὶ ἔλαβεν
αὐτὴν ἀπ' ἐμοῦ ὁ τὰς ἑκατὸν ἔχων καὶ κατέφαγεν αὐτήν.»
11. τότε ἔγνω ὁ Δαυεὶδ τὸ σκευασθὲν αὐτῷ δράμα καὶ ἀναστὰς
ἐκ τῆς κλίνης αὐτοῦ στενάξας πικρῶς μετὰ δακρύων ἔλεγεν·
»ἐγώ εἰμι ὁ ταῦτα διαπραξάμενος.» καὶ ἤρξατο κατανυκτικῶς
λέγειν τὸν πεντηκοστὸν ψαλμόν, καὶ ὁ Νάθαν πρὸς αὐτόν. καὶ
ἀφείλατο λοιπὸν κύριος ὁ θεὸς τὸ ἁμάρτημα.
 12. Ἔτεκε Δαυεὶδ τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου. καὶ
ἔλαβε τὴν βασιλείαν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαυεὶδ καὶ ἦν ἐληλακῶς
εἰς ἄκρον σοφίας καὶ φρονήσεως· καὶ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας
αὐτοῦ κατήντησε μέχρι καὶ τῆς θείας σαρκώσεως τοῦ κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπεί ἐστι καὶ αὐτὸς ἐκ φυλῆς, μᾶλλον δὲ
ἐξ ὀσφύος τοῦ θεοπάτορος Δαυεὶδ ἵνα καὶ ἡ προφητικὴ ῥῆσις
πληρωθῇ ἡ λέγουσα· «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα οὐδὲ ἡγού-
μενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως οὗ ἔλθη ὃ ἀπόκειται.»
13. ἡ σοφία δὲ Σολομῶντος ὁμοία ἦν τῇ σοφίᾳ τοῦ πρώτου
ἐκείνου ἀνθρώπου Ἀδάμ. ἐπαιδεύθη ταύτην τὴν σοφίαν τὴν
μὲν παρὰ τοῦ θαυμασίου Σιράχ, τὴν δὲ παρὰ τῆς ἄνω προνοίας.
868

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 89, line 28

ἀφείλατο λοιπὸν κύριος ὁ θεὸς τὸ ἁμάρτημα.


 12. Ἔτεκε Δαυεὶδ τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου. καὶ
ἔλαβε τὴν βασιλείαν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαυεὶδ καὶ ἦν ἐληλακῶς
εἰς ἄκρον σοφίας καὶ φρονήσεως· καὶ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας
αὐτοῦ κατήντησε μέχρι καὶ τῆς θείας σαρκώσεως τοῦ κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπεί ἐστι καὶ αὐτὸς ἐκ φυλῆς, μᾶλλον δὲ
ἐξ ὀσφύος τοῦ θεοπάτορος Δαυεὶδ ἵνα καὶ ἡ προφητικὴ ῥῆσις
πληρωθῇ ἡ λέγουσα· «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα οὐδὲ ἡγού-
μενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως οὗ ἔλθη ὃ ἀπόκειται.»
13. ἡ σοφία δὲ Σολομῶντος ὁμοία ἦν τῇ σοφίᾳ τοῦ πρώτου
ἐκείνου ἀνθρώπου Ἀδάμ. ἐπαιδεύθη ταύτην τὴν σοφίαν τὴν
μὲν παρὰ τοῦ θαυμασίου Σιράχ, τὴν δὲ παρὰ τῆς ἄνω προνοίας.
τούτου δὲ τὴν σοφίαν ἐμφαίνων ὁ κύριος ἐν τοῖς εὐαγγελίοις
ἔλεγεν, ὅτι «οὐδὲ σοφίαν Σολομῶντος ὑψηλοτέραν οἴμαι τῶν
ἄλλων,» ταύτην κρίνας ὥσπερ δῆτα καὶ ἦν.  
 II. Ταύτῃ τῇ σοφίᾳ θαρρήσας ὁ θαυμάσιος Σολομῶν ἐβου-
λήθη ἀνεγεῖραι οἶκον κυρίῳ τῷ θεῷ περικαλλῆ καὶ κρείττω
πάντων τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. ἐγένετο δὲ καὶ
ἀνηγείρετο ὁ οἶκος κυρίου τοῦ θεοῦ θελήσει καὶ σοφίᾳ καὶ δη-
μιουργίᾳ θεοῦ διὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς τούτου προθυ

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 89, line 32

εἰς ἄκρον σοφίας καὶ φρονήσεως· καὶ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας


αὐτοῦ κατήντησε μέχρι καὶ τῆς θείας σαρκώσεως τοῦ κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπεί ἐστι καὶ αὐτὸς ἐκ φυλῆς, μᾶλλον δὲ
ἐξ ὀσφύος τοῦ θεοπάτορος Δαυεὶδ ἵνα καὶ ἡ προφητικὴ ῥῆσις
πληρωθῇ ἡ λέγουσα· «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα οὐδὲ ἡγού-
μενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως οὗ ἔλθη ὃ ἀπόκειται.»
13. ἡ σοφία δὲ Σολομῶντος ὁμοία ἦν τῇ σοφίᾳ τοῦ πρώτου
ἐκείνου ἀνθρώπου Ἀδάμ. ἐπαιδεύθη ταύτην τὴν σοφίαν τὴν
μὲν παρὰ τοῦ θαυμασίου Σιράχ, τὴν δὲ παρὰ τῆς ἄνω προνοίας.
τούτου δὲ τὴν σοφίαν ἐμφαίνων ὁ κύριος ἐν τοῖς εὐαγγελίοις
ἔλεγεν, ὅτι «οὐδὲ σοφίαν Σολομῶντος ὑψηλοτέραν οἴμαι τῶν
ἄλλων,» ταύτην κρίνας ὥσπερ δῆτα καὶ ἦν.  
 II. Ταύτῃ τῇ σοφίᾳ θαρρήσας ὁ θαυμάσιος Σολομῶν ἐβου-
λήθη ἀνεγεῖραι οἶκον κυρίῳ τῷ θεῷ περικαλλῆ καὶ κρείττω
πάντων τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. ἐγένετο δὲ καὶ
ἀνηγείρετο ὁ οἶκος κυρίου τοῦ θεοῦ θελήσει καὶ σοφίᾳ καὶ δη-
869

μιουργίᾳ θεοῦ διὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς τούτου προθυ-
μίας. ἀνήγειρε τοίνυν μετὰ μεγάλης εὐπρεπείας τὸν τοιοῦτον
ναὸν αὐτός τε καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ. 2. ἔσχε δὲ ἕνα ἀπὸ τῶν
παίδων αὐτοῦ ποθεινότατον παρὰ πάντας, τὰ γὰρ σιτία καὶ τὰς
τροφὰς καὶ τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸ διπλοῦν παρεῖχεν αὐτῷ. ἦν δὲ

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 90, line 1

ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπεί ἐστι καὶ αὐτὸς ἐκ φυλῆς, μᾶλλον δὲ


ἐξ ὀσφύος τοῦ θεοπάτορος Δαυεὶδ ἵνα καὶ ἡ προφητικὴ ῥῆσις
πληρωθῇ ἡ λέγουσα· «οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα οὐδὲ ἡγού-
μενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ ἕως οὗ ἔλθη ὃ ἀπόκειται.»
13. ἡ σοφία δὲ Σολομῶντος ὁμοία ἦν τῇ σοφίᾳ τοῦ πρώτου
ἐκείνου ἀνθρώπου Ἀδάμ. ἐπαιδεύθη ταύτην τὴν σοφίαν τὴν
μὲν παρὰ τοῦ θαυμασίου Σιράχ, τὴν δὲ παρὰ τῆς ἄνω προνοίας.
τούτου δὲ τὴν σοφίαν ἐμφαίνων ὁ κύριος ἐν τοῖς εὐαγγελίοις
ἔλεγεν, ὅτι «οὐδὲ σοφίαν Σολομῶντος ὑψηλοτέραν οἴμαι τῶν
ἄλλων,» ταύτην κρίνας ὥσπερ δῆτα καὶ ἦν.  
 II. Ταύτῃ τῇ σοφίᾳ θαρρήσας ὁ θαυμάσιος Σολομῶν ἐβου-
λήθη ἀνεγεῖραι οἶκον κυρίῳ τῷ θεῷ περικαλλῆ καὶ κρείττω
πάντων τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. ἐγένετο δὲ καὶ
ἀνηγείρετο ὁ οἶκος κυρίου τοῦ θεοῦ θελήσει καὶ σοφίᾳ καὶ δη-
μιουργίᾳ θεοῦ διὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς τούτου προθυ-
μίας. ἀνήγειρε τοίνυν μετὰ μεγάλης εὐπρεπείας τὸν τοιοῦτον
ναὸν αὐτός τε καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ. 2. ἔσχε δὲ ἕνα ἀπὸ τῶν
παίδων αὐτοῦ ποθεινότατον παρὰ πάντας, τὰ γὰρ σιτία καὶ τὰς
τροφὰς καὶ τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸ διπλοῦν παρεῖχεν αὐτῷ. ἦν δὲ
ὁ τοιοῦτος παῖς ἀηδὴς τῇ ὄψει καὶ τὸ πρόσωπον ἀκαλλώπιστος,
καὶ ἐλυπεῖτο βλέπων αὐτὸν οὕτως ἔχοντα ὁ Σολομῶν. 3. ἐν

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 90, line 5

13. ἡ σοφία δὲ Σολομῶντος ὁμοία ἦν τῇ σοφίᾳ τοῦ πρώτου


ἐκείνου ἀνθρώπου Ἀδάμ. ἐπαιδεύθη ταύτην τὴν σοφίαν τὴν
μὲν παρὰ τοῦ θαυμασίου Σιράχ, τὴν δὲ παρὰ τῆς ἄνω προνοίας.
τούτου δὲ τὴν σοφίαν ἐμφαίνων ὁ κύριος ἐν τοῖς εὐαγγελίοις
870

ἔλεγεν, ὅτι «οὐδὲ σοφίαν Σολομῶντος ὑψηλοτέραν οἴμαι τῶν


ἄλλων,» ταύτην κρίνας ὥσπερ δῆτα καὶ ἦν.  
 II. Ταύτῃ τῇ σοφίᾳ θαρρήσας ὁ θαυμάσιος Σολομῶν ἐβου-
λήθη ἀνεγεῖραι οἶκον κυρίῳ τῷ θεῷ περικαλλῆ καὶ κρείττω
πάντων τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. ἐγένετο δὲ καὶ
ἀνηγείρετο ὁ οἶκος κυρίου τοῦ θεοῦ θελήσει καὶ σοφίᾳ καὶ δη-
μιουργίᾳ θεοῦ διὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς τούτου προθυ-
μίας. ἀνήγειρε τοίνυν μετὰ μεγάλης εὐπρεπείας τὸν τοιοῦτον
ναὸν αὐτός τε καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ. 2. ἔσχε δὲ ἕνα ἀπὸ τῶν
παίδων αὐτοῦ ποθεινότατον παρὰ πάντας, τὰ γὰρ σιτία καὶ τὰς
τροφὰς καὶ τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸ διπλοῦν παρεῖχεν αὐτῷ. ἦν δὲ
ὁ τοιοῦτος παῖς ἀηδὴς τῇ ὄψει καὶ τὸ πρόσωπον ἀκαλλώπιστος,
καὶ ἐλυπεῖτο βλέπων αὐτὸν οὕτως ἔχοντα ὁ Σολομῶν. 3. ἐν
μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν φησι πρὸς αὐτόν· «πῶς οὕτως ἀηδὴς ἔχεις;
τί σε τῶν παρόντων λυπεῖ; μὴ οὐ λαμβάνεις τὰ πάντα διπλᾶ
παρ' ἐμοῦ;» 4. καὶ ὁ παῖς φησι πρὸς τὸν βασιλέα· «τὰ μὲν σιτία,
δέσποτα βασιλεῦ, ἅπερ μοι παρέχεις πάντα καταναλίσκω. οὐκ

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 90, line 11

 II. Ταύτῃ τῇ σοφίᾳ θαρρήσας ὁ θαυμάσιος Σολομῶν ἐβου-


λήθη ἀνεγεῖραι οἶκον κυρίῳ τῷ θεῷ περικαλλῆ καὶ κρείττω
πάντων τῶν ἀναθημάτων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. ἐγένετο δὲ καὶ
ἀνηγείρετο ὁ οἶκος κυρίου τοῦ θεοῦ θελήσει καὶ σοφίᾳ καὶ δη-
μιουργίᾳ θεοῦ διὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς τούτου προθυ-
μίας. ἀνήγειρε τοίνυν μετὰ μεγάλης εὐπρεπείας τὸν τοιοῦτον
ναὸν αὐτός τε καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ. 2. ἔσχε δὲ ἕνα ἀπὸ τῶν
παίδων αὐτοῦ ποθεινότατον παρὰ πάντας, τὰ γὰρ σιτία καὶ τὰς
τροφὰς καὶ τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸ διπλοῦν παρεῖχεν αὐτῷ. ἦν δὲ
ὁ τοιοῦτος παῖς ἀηδὴς τῇ ὄψει καὶ τὸ πρόσωπον ἀκαλλώπιστος,
καὶ ἐλυπεῖτο βλέπων αὐτὸν οὕτως ἔχοντα ὁ Σολομῶν. 3. ἐν
μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν φησι πρὸς αὐτόν· «πῶς οὕτως ἀηδὴς ἔχεις;
τί σε τῶν παρόντων λυπεῖ; μὴ οὐ λαμβάνεις τὰ πάντα διπλᾶ
παρ' ἐμοῦ;» 4. καὶ ὁ παῖς φησι πρὸς τὸν βασιλέα· «τὰ μὲν σιτία,
δέσποτα βασιλεῦ, ἅπερ μοι παρέχεις πάντα καταναλίσκω. οὐκ
εὐφραίνει δὲ ἀπὸ τούτων οὐδέν, καταλαμβάνει γὰρ ἐπ' ἐμὲ διὰ
τῆς νυκτὸς δαιμόνιον πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον καὶ ὑποπιάζει καὶ
ἐκθλίβει τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου μοῦ. καὶ ἀπεργάζεται τὴν
ὄψιν μου τοιαύτην οἵαν ὁρᾷς ἀηδῆ καὶ σκυθρωπήν.»
 5. Ἀκούσας δὲ τὸ ῥῆμα τοῦτο ὁ Σολομῶν ἐποίησεν ὑπὲρ
τούτου ἔντευξιν καὶ παράκλησιν πρὸς κύριον τὸν θεόν. 6. καὶ
871

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 90, line 20

ὁ τοιοῦτος παῖς ἀηδὴς τῇ ὄψει καὶ τὸ πρόσωπον ἀκαλλώπιστος,


καὶ ἐλυπεῖτο βλέπων αὐτὸν οὕτως ἔχοντα ὁ Σολομῶν. 3. ἐν
μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν φησι πρὸς αὐτόν· «πῶς οὕτως ἀηδὴς ἔχεις;
τί σε τῶν παρόντων λυπεῖ; μὴ οὐ λαμβάνεις τὰ πάντα διπλᾶ
παρ' ἐμοῦ;» 4. καὶ ὁ παῖς φησι πρὸς τὸν βασιλέα· «τὰ μὲν σιτία,
δέσποτα βασιλεῦ, ἅπερ μοι παρέχεις πάντα καταναλίσκω. οὐκ
εὐφραίνει δὲ ἀπὸ τούτων οὐδέν, καταλαμβάνει γὰρ ἐπ' ἐμὲ διὰ
τῆς νυκτὸς δαιμόνιον πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον καὶ ὑποπιάζει καὶ
ἐκθλίβει τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου μοῦ. καὶ ἀπεργάζεται τὴν
ὄψιν μου τοιαύτην οἵαν ὁρᾷς ἀηδῆ καὶ σκυθρωπήν.»
 5. Ἀκούσας δὲ τὸ ῥῆμα τοῦτο ὁ Σολομῶν ἐποίησεν ὑπὲρ
τούτου ἔντευξιν καὶ παράκλησιν πρὸς κύριον τὸν θεόν. 6. καὶ
ἀπεστάλη πρὸς αὐτὸν Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος μετὰ σφραγῖδος
χαλκοῦ δακτυλίου, καὶ δέδωκε τὴν τοιαύτην σφραγῖδα πρὸς τὸν
Σολομῶντα. 7. καί φησι· «ἐπίδος τῷ παιδὶ τὴν τοιαύτην σφρα-
γῖδα καὶ κατεχέτω ταύτην ἐν τῇ κλίνῃ αὐτοῦ, καὶ ὁπόταν ἔλθῃ
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος, κρουσάτω τοῦτον μετὰ τῆς σφραγῖδος
ἐπὶ τὸ στῆθος, καὶ δήσας ἀγαγέτω τοῦτον πρὸς σέ· μέλλεις γὰρ
ὑποτάξαι πᾶν δαιμόνιον μετ' αὐτοῦ καὶ τῆς σφραγῖδος τοῦ θεοῦ,
καὶ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ μετὰ τοῦ πλήθους τῶν δαι-
μόνων σὺν τοῖς ἀνθρώποις.» 8. λαβὼν δὲ ὁ Σολομῶν τὴν

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 90, line 24

παρ' ἐμοῦ;» 4. καὶ ὁ παῖς φησι πρὸς τὸν βασιλέα· «τὰ μὲν σιτία,
δέσποτα βασιλεῦ, ἅπερ μοι παρέχεις πάντα καταναλίσκω. οὐκ
εὐφραίνει δὲ ἀπὸ τούτων οὐδέν, καταλαμβάνει γὰρ ἐπ' ἐμὲ διὰ
τῆς νυκτὸς δαιμόνιον πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον καὶ ὑποπιάζει καὶ
ἐκθλίβει τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου μοῦ. καὶ ἀπεργάζεται τὴν
ὄψιν μου τοιαύτην οἵαν ὁρᾷς ἀηδῆ καὶ σκυθρωπήν.»
 5. Ἀκούσας δὲ τὸ ῥῆμα τοῦτο ὁ Σολομῶν ἐποίησεν ὑπὲρ
τούτου ἔντευξιν καὶ παράκλησιν πρὸς κύριον τὸν θεόν. 6. καὶ
ἀπεστάλη πρὸς αὐτὸν Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος μετὰ σφραγῖδος
χαλκοῦ δακτυλίου, καὶ δέδωκε τὴν τοιαύτην σφραγῖδα πρὸς τὸν
Σολομῶντα. 7. καί φησι· «ἐπίδος τῷ παιδὶ τὴν τοιαύτην σφρα-
γῖδα καὶ κατεχέτω ταύτην ἐν τῇ κλίνῃ αὐτοῦ, καὶ ὁπόταν ἔλθῃ
872

πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος, κρουσάτω τοῦτον μετὰ τῆς σφραγῖδος


ἐπὶ τὸ στῆθος, καὶ δήσας ἀγαγέτω τοῦτον πρὸς σέ· μέλλεις γὰρ
ὑποτάξαι πᾶν δαιμόνιον μετ' αὐτοῦ καὶ τῆς σφραγῖδος τοῦ θεοῦ,
καὶ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ μετὰ τοῦ πλήθους τῶν δαι-
μόνων σὺν τοῖς ἀνθρώποις.» 8. λαβὼν δὲ ὁ Σολομῶν τὴν
σφραγῖδα καὶ εὐχαριστήσας τῷ ἁγίῳ θεῷ, ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ ὁ
ἄγγελος. 9. καὶ προσκαλεσάμενος τὸν παῖδα δέδωκε τὴν σφρα-
γῖδα, 10. ἀναγγείλας τὸ προσταχθὲν παρὰ τοῦ ἀγγέλου. 11. λα-
βὼν δὲ ὁ παῖς τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ, ἑσπέρας γενομένης

ἀνε-  

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 90, line 30

 5. Ἀκούσας δὲ τὸ ῥῆμα τοῦτο ὁ Σολομῶν ἐποίησεν ὑπὲρ


τούτου ἔντευξιν καὶ παράκλησιν πρὸς κύριον τὸν θεόν. 6. καὶ
ἀπεστάλη πρὸς αὐτὸν Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος μετὰ σφραγῖδος
χαλκοῦ δακτυλίου, καὶ δέδωκε τὴν τοιαύτην σφραγῖδα πρὸς τὸν
Σολομῶντα. 7. καί φησι· «ἐπίδος τῷ παιδὶ τὴν τοιαύτην σφρα-
γῖδα καὶ κατεχέτω ταύτην ἐν τῇ κλίνῃ αὐτοῦ, καὶ ὁπόταν ἔλθῃ
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος, κρουσάτω τοῦτον μετὰ τῆς σφραγῖδος
ἐπὶ τὸ στῆθος, καὶ δήσας ἀγαγέτω τοῦτον πρὸς σέ· μέλλεις γὰρ
ὑποτάξαι πᾶν δαιμόνιον μετ' αὐτοῦ καὶ τῆς σφραγῖδος τοῦ θεοῦ,
καὶ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ μετὰ τοῦ πλήθους τῶν δαι-
μόνων σὺν τοῖς ἀνθρώποις.» 8. λαβὼν δὲ ὁ Σολομῶν τὴν
σφραγῖδα καὶ εὐχαριστήσας τῷ ἁγίῳ θεῷ, ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ ὁ
ἄγγελος. 9. καὶ προσκαλεσάμενος τὸν παῖδα δέδωκε τὴν σφρα-
γῖδα, 10. ἀναγγείλας τὸ προσταχθὲν παρὰ τοῦ ἀγγέλου. 11. λα-
βὼν δὲ ὁ παῖς τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ, ἑσπέρας γενομένης ἀνε-  
κλίθη εἰς τὴν κοίτην αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸ εἰθισμένον παραγέγονε
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος. 12. καὶ ἀθρόον ὁ παῖς παίει τὸν ἐχθρὸν
κατὰ τῆς καρδίας μετὰ τῆς τοῦ θεοῦ σφραγῖδος. 13. ὁ δὲ
σατανᾶς ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ ἐβόησεν· «οἴμοι, οἴμοι, πῶς καταδου-
λοῦμαι βασιλεῖ Σολομῶντι;» καὶ δήσας τοῦτον εἰσήγαγε πρὸς
τὸν βασιλέα Σολομῶντα.

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho)
P. 91, line 5
873

καὶ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ μετὰ τοῦ πλήθους τῶν δαι-
μόνων σὺν τοῖς ἀνθρώποις.» 8. λαβὼν δὲ ὁ Σολομῶν τὴν
σφραγῖδα καὶ εὐχαριστήσας τῷ ἁγίῳ θεῷ, ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ ὁ
ἄγγελος. 9. καὶ προσκαλεσάμενος τὸν παῖδα δέδωκε τὴν σφρα-
γῖδα, 10. ἀναγγείλας τὸ προσταχθὲν παρὰ τοῦ ἀγγέλου. 11. λα-
βὼν δὲ ὁ παῖς τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ, ἑσπέρας γενομένης ἀνε-  
κλίθη εἰς τὴν κοίτην αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸ εἰθισμένον παραγέγονε
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος. 12. καὶ ἀθρόον ὁ παῖς παίει τὸν ἐχθρὸν
κατὰ τῆς καρδίας μετὰ τῆς τοῦ θεοῦ σφραγῖδος. 13. ὁ δὲ
σατανᾶς ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ ἐβόησεν· «οἴμοι, οἴμοι, πῶς καταδου-
λοῦμαι βασιλεῖ Σολομῶντι;» καὶ δήσας τοῦτον εἰσήγαγε πρὸς
τὸν βασιλέα Σολομῶντα.
 III. Καὶ θεασάμενος αὐτόν φησι· «εἰπὲ ἡμῖν, πονηρὸν πνεῦμα
καὶ ἀκάθαρτον, τίς ἐστιν ἡ κλῆσίς σου καὶ τίς σου ἡ ἐργασία.»
καὶ ὁ διάβολος ἔφη τῷ βασιλεῖ· «Ὀρνίας καλοῦμαι. ἡ δὲ ἐργασία
μου εἰς πάντα ἐπιτήδεια.» 2. καὶ λέγει ὁ βασιλεύς· «τίς ὁ κατ-
αργῶν τὴν δύναμίν σου ἄγγελος;» καὶ ὁ διάβολος· «ὑπὸ τοῦ
μεγάλου ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καταργοῦμαι αὐτός τε καὶ ἡ ἐμὴ
δύναμις.» 3. καὶ ὁ βασιλεύς φησι· «δύνασαι ποιῆσαί τι εἰς τὸν
ναὸν κυρίου καὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν αὐτοῦ χρησιμόν;» καὶ ὁ διά-
βολος· «δύναμαι μετὰ τῆς σφραγῖδος ταύτης ἐπισυνάξαι πᾶν δαι

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 91, line 6

μόνων σὺν τοῖς ἀνθρώποις.» 8. λαβὼν δὲ ὁ Σολομῶν τὴν


σφραγῖδα καὶ εὐχαριστήσας τῷ ἁγίῳ θεῷ, ἀπῆλθεν ἀπ' αὐτοῦ ὁ
ἄγγελος. 9. καὶ προσκαλεσάμενος τὸν παῖδα δέδωκε τὴν σφρα-
γῖδα, 10. ἀναγγείλας τὸ προσταχθὲν παρὰ τοῦ ἀγγέλου. 11. λα-
βὼν δὲ ὁ παῖς τὴν σφραγῖδα τοῦ θεοῦ, ἑσπέρας γενομένης ἀνε-  
κλίθη εἰς τὴν κοίτην αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸ εἰθισμένον παραγέγονε
πρὸς αὐτὸν ὁ διάβολος. 12. καὶ ἀθρόον ὁ παῖς παίει τὸν ἐχθρὸν
κατὰ τῆς καρδίας μετὰ τῆς τοῦ θεοῦ σφραγῖδος. 13. ὁ δὲ
σατανᾶς ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ ἐβόησεν· «οἴμοι, οἴμοι, πῶς καταδου-
λοῦμαι βασιλεῖ Σολομῶντι;» καὶ δήσας τοῦτον εἰσήγαγε πρὸς
τὸν βασιλέα Σολομῶντα.
 III. Καὶ θεασάμενος αὐτόν φησι· «εἰπὲ ἡμῖν, πονηρὸν πνεῦμα
καὶ ἀκάθαρτον, τίς ἐστιν ἡ κλῆσίς σου καὶ τίς σου ἡ ἐργασία.»
καὶ ὁ διάβολος ἔφη τῷ βασιλεῖ· «Ὀρνίας καλοῦμαι. ἡ δὲ ἐργασία
μου εἰς πάντα ἐπιτήδεια.» 2. καὶ λέγει ὁ βασιλεύς· «τίς ὁ κατ-
αργῶν τὴν δύναμίν σου ἄγγελος;» καὶ ὁ διάβολος· «ὑπὸ τοῦ
μεγάλου ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καταργοῦμαι αὐτός τε καὶ ἡ ἐμὴ
δύναμις.» 3. καὶ ὁ βασιλεύς φησι· «δύνασαι ποιῆσαί τι εἰς τὸν
ναὸν κυρίου καὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν αὐτοῦ χρησιμόν;» καὶ ὁ διά-
βολος· «δύναμαι μετὰ τῆς σφραγῖδος ταύτης ἐπισυνάξαι πᾶν δαι-
μόνιον ἔμπροσθέν σου καὶ ὑποτάξαι τῷ σῷ θελήματι καὶ
874

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 91, line 19

καὶ ὁ διάβολος ἔφη τῷ βασιλεῖ· «Ὀρνίας καλοῦμαι. ἡ δὲ ἐργασία


μου εἰς πάντα ἐπιτήδεια.» 2. καὶ λέγει ὁ βασιλεύς· «τίς ὁ κατ-
αργῶν τὴν δύναμίν σου ἄγγελος;» καὶ ὁ διάβολος· «ὑπὸ τοῦ
μεγάλου ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καταργοῦμαι αὐτός τε καὶ ἡ ἐμὴ
δύναμις.» 3. καὶ ὁ βασιλεύς φησι· «δύνασαι ποιῆσαί τι εἰς τὸν
ναὸν κυρίου καὶ εἰς τὴν οἰκοδομὴν αὐτοῦ χρησιμόν;» καὶ ὁ διά-
βολος· «δύναμαι μετὰ τῆς σφραγῖδος ταύτης ἐπισυνάξαι πᾶν δαι-
μόνιον ἔμπροσθέν σου καὶ ὑποτάξαι τῷ σῷ θελήματι καὶ οἰκο-
δομῆσαι, καὶ ἀνεγερεῖς μετὰ τῆς δουλείας καὶ ὑποταγῆς ἐκείνων
τὸν ναὸν κυρίου παντοκράτορος.» 4. ταῦτα ἀκούσας ὁ Σολο-
μῶν εὐχαρίστησε κυρίῳ τῷ θεῷ καὶ προέτρεψε τὸν Ὀρνίαν
δαίμονα μετὰ τῆς σφραγῖδος καὶ τοῦ παιδίου ἀπελθεῖν καὶ ἐπι-
συνάξαι πᾶν δαιμόνιον. 5. καὶ ἀπῆλθον καὶ ἐπισυνήγαγον πάντα
καὶ εἰσῆγον ταῦτα εἰς τὸν βασιλέα Σολομῶντα. ἅμα δὲ τὸ
πλησιάσαι ταῦτα εἰς τὸν βασιλέα προσεκύνουν αὐτῷ. 6. καὶ
ἠρώτα ἓν ἕκαστον ὁ βασιλεὺς τῶν δαιμόνων τό τε ὄνομα καὶ
τὴν ἐργασίαν καὶ ὑπὸ ποίου τῶν ἁγίων ἀγγέλων καταργεῖται.
καὶ ὡμολόγουν τήν τε ἐργασίαν αὐτοῦ καὶ τὴν κλῆσιν καὶ τὸν
καταργοῦντα ἄγγελον. 7. ἐπέτρεπε δὲ αὐτὰ ἐργάζεσθαι εἰς τὴν
τοῦ ναοῦ οἰκοδομήν. καὶ ἐνήργει ἓν ἕκαστον τὴν δουλείαν εἰς
ἣν δὴ καὶ ἐτάχθη παρὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος. 8.

Testamentum Salomonis, Vita Salomonis (cod. 132 Monasterii sancti Dionysii in


Monte Atho) P. 91, line 29

μῶν εὐχαρίστησε κυρίῳ τῷ θεῷ καὶ προέτρεψε τὸν Ὀρνίαν


δαίμονα μετὰ τῆς σφραγῖδος καὶ τοῦ παιδίου ἀπελθεῖν καὶ ἐπι-
συνάξαι πᾶν δαιμόνιον. 5. καὶ ἀπῆλθον καὶ ἐπισυνήγαγον πάντα
καὶ εἰσῆγον ταῦτα εἰς τὸν βασιλέα Σολομῶντα. ἅμα δὲ τὸ
πλησιάσαι ταῦτα εἰς τὸν βασιλέα προσεκύνουν αὐτῷ. 6. καὶ
ἠρώτα ἓν ἕκαστον ὁ βασιλεὺς τῶν δαιμόνων τό τε ὄνομα καὶ
τὴν ἐργασίαν καὶ ὑπὸ ποίου τῶν ἁγίων ἀγγέλων καταργεῖται.
καὶ ὡμολόγουν τήν τε ἐργασίαν αὐτοῦ καὶ τὴν κλῆσιν καὶ τὸν
καταργοῦντα ἄγγελον. 7. ἐπέτρεπε δὲ αὐτὰ ἐργάζεσθαι εἰς τὴν
τοῦ ναοῦ οἰκοδομήν. καὶ ἐνήργει ἓν ἕκαστον τὴν δουλείαν εἰς
ἣν δὴ καὶ ἐτάχθη παρὰ τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος. 8. καὶ οὕτως
ἦν ἰδεῖν θαῦμα ἐξαίσιον ἄνδρας μετὰ πλήθους δαιμόνων θελήσει
κυρίου ἀνοικοδομοῦντας καὶ ἐκπληροῦντας τὸν ναὸν κυρίου εἰρηνι-
κῶς μετὰ πάσης ἐπιμελείας τε καὶ σπουδῆς, μὴ τολμώντων τῶν  
δαιμόνων μηδὲ τὸ τυχὸν σκανδαλίσαι ἢ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώ-
πους.
 IV. Ἀπὸ δὲ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐχόντων ἀκριβῆ εἴδησιν εἰς
τὴν τοῦ ναοῦ οἰκοδομὴν ἦλθεν εἷς εἰς φιλονεικίαν καὶ ἔριν μετὰ
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ ἐμάχοντο ἀλλήλοις θυμοῦ πνέοντες ἀλλή-
875

λους διασπαράξαι βουλόμενοι. 2. ὅλος δὲ τοῦ θυμοῦ ὁ πατὴρ


γεγονὼς ἀπῆλθε πρὸς τὸν βασιλέα Σολομῶντα μετὰ δακρύων

Testamentum Salomonis, Conspectus titulorum


P. 99, line 5

σὶν αἱ ἐξουσίαι δοθεῖσαι αὐτῷ ὑπὸ θεοῦ κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ
παρὰ τίνων ἀγγέλων καταργοῦνται οἱ δαίμονες, καὶ τὰ ἔργα τοῦ
ναοῦ ἃ ὑπερβαλλόντως πεποίηκεν.

Titulus Codicis MS H

 Διήγησις περὶ τῆς διαθήκης Σολομῶντος καὶ περὶ τῆς ἐλεύ-


σεως τῶν δαιμόνων καὶ περὶ τῆς τοῦ ναοῦ οἰκοδομῆς.  

Benedictio Codicum MSS HIPQ

 Εὐλογητὸς εἶ, κύριε ὁ Θεός, ὁ δοὺς τῷ Σολομῶντι τὴν ἐξου-


σίαν ταύτην. σοὶ δόξα καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Titulus Codicum MSS VW

 Διαθήκη τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος μετὰ τῶν παραλλήλων


αὐτῆς ὀνομάτων ἅτινα ὡς μυστήρια ὑπὸ τοῦ Ἐζεκίου μετὰ τὸ
ἀποθανεῖν τὸν Δαυεὶδ τὸν βασιλέαν ἐφυλάχθησαν.

Subscriptio Codicis MS V

 Τέλος τῆς διαθήκης τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος υἱοῦ Δαβίδ,


ὅπερ ἐγράφη μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Δα(βὶ)δ τὸν βασιλέαν ὃς ἐφυ-
λάχθη ὑπὸ Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως. ἐγράφη παρ' ἐμοῦ Ἰω(ἀννου)
ἰατροῦ τοῦ αρο(?)· ἐν ἔτει ͵ϛϡμθʹ (ἰνδικτιόνος) δʹ ἐν μηνὶ Δε-
κε(μ)βρίῳ ιδʹ. καὶ ὁ θεός ἐστι μεθ' ἡμῶν καὶ οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.  

Testamentum Salomonis, Conspectus titulorum P. 99, line 9

 Διήγησις περὶ τῆς διαθήκης Σολομῶντος καὶ περὶ τῆς ἐλεύ-


σεως τῶν δαιμόνων καὶ περὶ τῆς τοῦ ναοῦ οἰκοδομῆς.  

Benedictio Codicum MSS HIPQ


876

 Εὐλογητὸς εἶ, κύριε ὁ Θεός, ὁ δοὺς τῷ Σολομῶντι τὴν ἐξου-


σίαν ταύτην. σοὶ δόξα καὶ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Titulus Codicum MSS VW

 Διαθήκη τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος μετὰ τῶν παραλλήλων


αὐτῆς ὀνομάτων ἅτινα ὡς μυστήρια ὑπὸ τοῦ Ἐζεκίου μετὰ τὸ
ἀποθανεῖν τὸν Δαυεὶδ τὸν βασιλέαν ἐφυλάχθησαν.

Subscriptio Codicis MS V

 Τέλος τῆς διαθήκης τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος υἱοῦ Δαβίδ,


ὅπερ ἐγράφη μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Δα(βὶ)δ τὸν βασιλέαν ὃς ἐφυ-
λάχθη ὑπὸ Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως. ἐγράφη παρ' ἐμοῦ Ἰω(ἀννου)
ἰατροῦ τοῦ αρο(?)· ἐν ἔτει ͵ϛϡμθʹ (ἰνδικτιόνος) δʹ ἐν μηνὶ Δε-
κε(μ)βρίῳ ιδʹ. καὶ ὁ θεός ἐστι μεθ' ἡμῶν καὶ οὐδεὶς καθ' ἡμῶν.  

Testamentum Salomonis, Sigilla anuli Salomonis P. 100, line 15

κοθρςβιωνκαωαωελιγωιςςγααεςρουρ+
 HL Ἦν δὲ ἡ γλυφὶς αὐτοῦ λέγων οὕτως· κ(ύρι)ε ὁ θεὸς ἡμῶν·
λέων· λέων· σαβαώθ· βιωνίκ· ἀωᾶ· ἐλωί· αἰαῶ· αἰώ· ἰωασέ· σου-
γεωά· ἀιέ· ἀενίου· οὐ· οὐνίου· ἠρώ.
 T Περὶ τοῦ δακτυλιδίου· Λαβὼν κηρὸν παρθένον, ποίησον
δακτυλίδιον ὥσπερ ὁρᾷς φορεῖν ἐν τῷ δεξιῷ σου δακτύλῳ τῆς
χειρός σου. περιενδύσας αὐτῷ χαρτίον παρθένον ἐπίγραφε πᾶν
μετὰ κονδυλίου τῆς τέχνης ταῦτα τὰ ιβʹ ὀνόματα· λέων· σαβαώθ·
βιωνιά· ἐλωί· ἀωά· ἰαώ· ἰασού· σουιεωά· ἀενίού· οὐ· οὐνίοῦ·
ἰού· ἰρώ.
 Vr. Τοῦ Σολομῶντος μεγάλου· λθλθι | μ κ(ύρι)ε ὁ θ(εὸ)ς
ἡμ|ῶν· λεων· σαβα|ωθ· αἰαῶ· βιονη|κα· ωαελοϊ· ιωα|σε· σουγεω·
α|αιε· αε· νιουφυ|ουνη· ιαης|ω.  
 Rec. C. Ἦν δὲ ἡ ἐπιγραφὴ τῆς σφραγῖδος τοῦ δακτυλίου
αὕτη· ..... καὶ ἔδωκεν τῷ Σολομῶντι· αὗταί εἰσιν αἱ ἕνδεκα
σφραγῖδαι ἃς ἔδωκεν ὁ ἄγγελος μετὰ τῶν δώδεκα λίθων· ἐξ ὧν
ἡ μία σφραγῖδα ἔχει τῶν χαρισμάτων τὸ μέγεθος.  

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ


ΣΟΦΩΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Διήγησις περὶ τοῦ σοφωτάτου βασιλέως Σολομῶντος πολὺ


ὠφέλιμος, ὁποῦ ἦτον υἱὸς τοῦ προφήτου Δαυεὶδ τοῦ βασιλέως.

Testamentum Salomonis, Sigilla anuli Salomonis P. 101, line 2


877

 T Περὶ τοῦ δακτυλιδίου· Λαβὼν κηρὸν παρθένον, ποίησον


δακτυλίδιον ὥσπερ ὁρᾷς φορεῖν ἐν τῷ δεξιῷ σου δακτύλῳ τῆς
χειρός σου. περιενδύσας αὐτῷ χαρτίον παρθένον ἐπίγραφε πᾶν
μετὰ κονδυλίου τῆς τέχνης ταῦτα τὰ ιβʹ ὀνόματα· λέων· σαβαώθ·
βιωνιά· ἐλωί· ἀωά· ἰαώ· ἰασού· σουιεωά· ἀενίού· οὐ· οὐνίοῦ·
ἰού· ἰρώ.
 Vr. Τοῦ Σολομῶντος μεγάλου· λθλθι | μ κ(ύρι)ε ὁ θ(εὸ)ς
ἡμ|ῶν· λεων· σαβα|ωθ· αἰαῶ· βιονη|κα· ωαελοϊ· ιωα|σε· σουγεω·
α|αιε· αε· νιουφυ|ουνη· ιαης|ω.  
 Rec. C. Ἦν δὲ ἡ ἐπιγραφὴ τῆς σφραγῖδος τοῦ δακτυλίου
αὕτη· ..... καὶ ἔδωκεν τῷ Σολομῶντι· αὗταί εἰσιν αἱ ἕνδεκα
σφραγῖδαι ἃς ἔδωκεν ὁ ἄγγελος μετὰ τῶν δώδεκα λίθων· ἐξ ὧν
ἡ μία σφραγῖδα ἔχει τῶν χαρισμάτων τὸ μέγεθος.  

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ


ΣΟΦΩΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Διήγησις περὶ τοῦ σοφωτάτου βασιλέως Σολομῶντος πολὺ


ὠφέλιμος, ὁποῦ ἦτον υἱὸς τοῦ προφήτου Δαυεὶδ τοῦ βασιλέως.
καὶ ἀκούσατε πῶς τὸν ἐγέννησεν τὸν Σολομῶντα ἀπὸ τοῦ
Οὐρία τὴν γυναῖκα τὴν ὁποῖαν τὴν εἶδεν ὁ προφήτης Δαυείδ.
2. ἀγναντεύοντες εἶδεν αὐτὴν ἀπὸ τὰ παραθύρια τοῦ παλατίου
του καὶ τὴν ἠγάπησεν καὶ ἔστειλεν καὶ τὴν ἐπῆρεν καὶ ἔπεσεν

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 102, line 5

ἡμ|ῶν· λεων· σαβα|ωθ· αἰαῶ· βιονη|κα· ωαελοϊ· ιωα|σε· σουγεω·


α|αιε· αε· νιουφυ|ουνη· ιαης|ω.  
 Rec. C. Ἦν δὲ ἡ ἐπιγραφὴ τῆς σφραγῖδος τοῦ δακτυλίου
αὕτη· ..... καὶ ἔδωκεν τῷ Σολομῶντι· αὗταί εἰσιν αἱ ἕνδεκα
σφραγῖδαι ἃς ἔδωκεν ὁ ἄγγελος μετὰ τῶν δώδεκα λίθων· ἐξ ὧν
ἡ μία σφραγῖδα ἔχει τῶν χαρισμάτων τὸ μέγεθος.  

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ ΣΟΦΩΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ


ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ

 I. Διήγησις περὶ τοῦ σοφωτάτου βασιλέως Σολομῶντος πολὺ


ὠφέλιμος, ὁποῦ ἦτον υἱὸς τοῦ προφήτου Δαυεὶδ τοῦ βασιλέως.
καὶ ἀκούσατε πῶς τὸν ἐγέννησεν τὸν Σολομῶντα ἀπὸ τοῦ
Οὐρία τὴν γυναῖκα τὴν ὁποῖαν τὴν εἶδεν ὁ προφήτης Δαυείδ.
2. ἀγναντεύοντες εἶδεν αὐτὴν ἀπὸ τὰ παραθύρια τοῦ παλατίου
του καὶ τὴν ἠγάπησεν καὶ ἔστειλεν καὶ τὴν ἐπῆρεν καὶ ἔπεσεν
μετ' αὐτῆς. καὶ ἐγγαστρώθη καὶ ἐγέννησεν αὐτὸν τὸν σοφώτα-
τον Σολομῶντα. 3. καὶ ὄχι μόνον πῶς ἔκαμεν τὴν μοιχεῖαν
878

ἀλλὰ καὶ τὸν ταλαίπορον τὸν ἄνδρα τῆς ἔστειλεν καὶ τὸν ἐφό-
νευσεν.
 4. Καὶ ἰδὼν ὁ μεγαλοδύναμος θεὸς τὸ κακὸν ὁποῦ ἐποίησεν
ὁ Δαυεὶδ καὶ θέλοντας νὰ τὸν γυρίσῃ εἰς ἐπιστρόφην καὶ εἰς με-
τάνοιαν ἵνα μὴν κολασθῇ αἰωνίως, ἔστειλεν τὸν ἀρχάγγελον αὐ

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 108, line 6

χοντα τῶν δαιμόνων τὸν Βεελζεβοὺλ καὶ λέγει ὁ Ὀρνίας ὁ σα-


τανᾶς πρὸς τὸν Βεελζεβοὺλ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων καὶ τοῦ
λέγει· «καλεῖ σε ὁ βασιλεὺς Σολομῶν μὲ τὸν ὁρισμὸν τοῦ θεοῦ
τοῦ σαβαώθ». 3. καὶ λέγει ὁ Βεελζεβούλ· «καὶ ποῖος εἶναι αὐτὸς
ὁ Σολομῶν ὁποῦ λέγεις;» καὶ τὸ παιδίον παρευθὺς ἔριξεν τὴν  
σφραγῖδα καὶ ἐκόλλησεν εἰς τὸν Βεελζεβούλ, καὶ εὐθὺς ἐσηκώθη
μετὰ βίας μὲ ἕξι χιλιάδες δαιμόνια καὶ ἐπῆγαν ἔμπροσθεν τοὺ
βασιλέως Σολομῶντος καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν ὅλοι οἱ δαίμονες
καὶ ὁ βασιλεὺς εὐχαρίστησεν τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς
ὁποῦ τὸν ἠξίωσεν τοιαύτης χάριτος καὶ τιμῆς καὶ τὸν ἐπροσκυ-
νούσαν οἱ δαίμονες. 4. καὶ ἐπαράστησεν ὁ βασιλεὺς Σολομῶν
τὸν Βεελζεβοὺλ τὸν σατανᾶν μὲ τὸ τάγμα του ὅλον σιδεροδε-
μένους καὶ βουλλωμένους ὅλους μὲ τοῦ θεοῦ τὸ ὄνομα. εἶτα
λέγει πρὸς τὸν Βεελζεβοὺλ τὸν πρῶτον διάβολον· «τί σού ἐστι
τὸ ὄνομα καὶ ἡ ἐργασία σου ἡ μιαρὰ ὁποῦ πράττεις;» 5. καὶ ὁ
δαίμων εἶπεν· «ἐγὼ εἶμαι ὁποῦ ὀνομάζομαι Βεελζεβοὺλ καὶ εἶμαι
ἄρχων ἕξι χιλιάδων δαιμόνων καὶ λέγομαι γαστὴρ θηλυμανίας,
καὶ ἐγὼ ἤμουν ὁ πρῶτος ἄγγελος τοῦ οὐρανοῦ ὁ λεγόμενος Βεελ-
ζεβούλ. καὶ ἦτον μετ' ἐμοῦ καὶ ἄλλος πρῶτος σατανᾶς ὁ λεγό-
μενος Ἑωσφόρος, πλὴν ἐπετίμησέν τον ὁ θεὸς καὶ ἐκατακλείσθη
ἐν ταρτάρῳ δεσμῷ. 6. καὶ ἐγὼ εἶμαι ὁποῦ κάμνω τοὺς δαίμονας

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 108, line 29

γίνουνται ὡς ἄνθρωποι καὶ φαίνουνται εἰς ὄνειρα καὶ εἰς φαν-


τασίες κακὲς καὶ ἁμαρτάνουν. καὶ μικρὰ παιδία πνίγω σιμὰ εἰς
τὲς μάνες των κοντά. 7. καὶ ὅποιος ἄνθρωπος κἂν ἄνδρας κἂν
γυναῖκα καὶ εἶναι ἀπὸ ἐνεργείας ἐδικῆς μας καὶ νὰ καπνισθῇ μὲ
χολὴν ὀψαρίου γλιανοῦ ὁποῦ εἶναι εἰς τὰ γλυκὰ τὰ νερὰ καὶ νὰ
λέγῃ ἔτζι· «πρόφθασον Ῥαφαὴλ ὁ παρεςτηκὼς ἐνώπιον τοῦ θεοῦ»,
εὐθὺς ἀναιροῦμαι ἀπὸ ἐκεῖ. 8. ἐγὼ εἶμαι ὁποῦ ἀναγκάζω τοὺς
βασιλεῖς καὶ πολεμοῦν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον καὶ κάμνουν αἰχμαλω-
σίες πολλὲς κἄν τε εἰς θάλασσαν κἄν τε εἰς ξηρὰν γῆν. καὶ ποτὲ
καλὸν τοῦ ἀνθρώπου δὲν θέλω».
 9. Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν εἶπεν πρὸς αὐτούς· «ὑπὸ τίνος
ἀγγέλου καταργεῖται ἡ δύναμίς σας»; καὶ εἶπεν ὁ Βεελζεβούλ·
»ἀπὸ τοῦ παντοκράτορος θεοῦ κυρίου σαβαὼθ καταργεῖται ἡ
δύναμίς μας καὶ ἀπὸ τοῦ ἀρχαγγέλου Ῥαφαήλ». καὶ οἱ δαίμονες
879

ἔτρεμαν μήπως καὶ ὁ βασιλεὺς τοὺς ἐπιτιμήσῃ καὶ τοὺς ὀργισθῇ  


μὲ τοῦ θεοῦ τὸ ὄνομα. 10. εἶτα τοὺς ὅρισεν ὁ βασιλεὺς νὰ πριο-
νίζουν μάρμαρα καὶ λίθους ὅλοι οἱ δαίμονες σιδεροδεμένοι. καὶ
ὁ καθεὶς δαίμων ἐτάχθη νὰ δουλεύῃ εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ ὁποῦ
ἔκτιζεν ὁ Σολομῶν. 11. καὶ ἐκεῖ ὅπου ἐργάζουνταν οἱ δαίμονες
πρᾶγμα ἦτον ἀνεκδιήγητον καὶ εἰς θαῦμα πολὺ τότες. ποῖος νὰ
ἔβλεπεν καὶ νὰ μὴν ἐθαύμαζεν τοὺς ἀνθρώπους τοὺς τεχνίτας

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 119, line 34

γῖδα ὁποῦ τοῦ ἔστειλεν ὁ θεὸς ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς μετὰ τοῦ ἀρχ-
αγγέλου Μιχαήλ. καὶ βλέποντας οἱ Χαλδαῖοι τὲς βοῦλλες τὲς
χρυσὲς καὶ τὰ ἀγγεῖα ἐκεῖνα τὰ χαλκωματένια ὁποῦ ἦτον εἰς τὴν
γῆν χωσμένα, καὶ ἐφαίνουνταν ὡσὰν πηγάδια βουλλωμένα ἐθάρ-
ρεψαν οἱ Χαλδαῖοι ὅτι εἶναι θησαυρὸς κεκρυμμένος καὶ ἐπῆγαν
καὶ ἐξεβούλλωσαν ἀπὸ ἐκεῖνα τὲς βοῦλλες τὲς χρυσὲς καὶ τὲς
ἐξεβούλλωσαν καὶ ἔφυγον οἱ δαίμονες ἀπὸ ἐκεῖ πάλιν καὶ ἐπῆγαν
πάλιν εἰς τὲς πρῶτες ὀργισμένες κατοικίες καὶ πάλιν πειράζουν
τοὺς ἀνθρώπους.
 XII. Λοιπὸν αὐτὰ τὰ κατορθώματα ὁποῦ ἔκαμεν ὁ βασιλεὺς
Σολομῶν δὲν ἦτον ἀπὸ ἐδικήν του δύναμιν οὐδὲ ἀπὸ τὴν σοφίαν  
του τὴν πολλὴν ἀλλὰ ἡ δύναμις ἦτον τοῦ μεγάλου θεοῦ τοῦ
ὑψίστου τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ ὁποῦ ἔμελλεν ἀπὸ τοῦ
Σολομῶντος τοῦ βασιλέως τὴν φυλὴν νὰ σαρκωθῇ καὶ ἕως τὸν
καιρὸν ὁποῦ ἦλθεν καὶ ἐσαρκώθη ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς
χρόνοι 726. καὶ ἔκαμεν εἰς τὴν γῆν σωματικῶς χρόνους λγ, καὶ
ἐσταυρώθη καὶ ἐτάφη καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν. καὶ ἡμᾶς
ἐχάρισεν ζωὴν τὴν αἰώνιον καὶ μὲ τὴν ἐνέργειαν τοῦ τιμίου καὶ
ζωοποιοῦ σταυροῦ ἐκατίσχυνεν τὸν μέγαν διάβολον τὸν ἐχθρὸν
τῆς ψυχῆς μας. 2. λοιπὸν καὶ ἐκείνη ἡ σφραγῖδα εἶχεν τὸν τύ-
πον τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ καὶ ἐπάταξεν ὅλους τοὺς

Testamentum Salomonis, Narratio de propheta et sapientissimo rege Salomone (cod.


Monasterii sancti Saba 290) P. 120, line 3

γῆν χωσμένα, καὶ ἐφαίνουνταν ὡσὰν πηγάδια βουλλωμένα ἐθάρ-


ρεψαν οἱ Χαλδαῖοι ὅτι εἶναι θησαυρὸς κεκρυμμένος καὶ ἐπῆγαν
καὶ ἐξεβούλλωσαν ἀπὸ ἐκεῖνα τὲς βοῦλλες τὲς χρυσὲς καὶ τὲς
ἐξεβούλλωσαν καὶ ἔφυγον οἱ δαίμονες ἀπὸ ἐκεῖ πάλιν καὶ ἐπῆγαν
πάλιν εἰς τὲς πρῶτες ὀργισμένες κατοικίες καὶ πάλιν πειράζουν
τοὺς ἀνθρώπους.
 XII. Λοιπὸν αὐτὰ τὰ κατορθώματα ὁποῦ ἔκαμεν ὁ βασιλεὺς
Σολομῶν δὲν ἦτον ἀπὸ ἐδικήν του δύναμιν οὐδὲ ἀπὸ τὴν σοφίαν  
του τὴν πολλὴν ἀλλὰ ἡ δύναμις ἦτον τοῦ μεγάλου θεοῦ τοῦ
ὑψίστου τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ ὁποῦ ἔμελλεν ἀπὸ τοῦ
Σολομῶντος τοῦ βασιλέως τὴν φυλὴν νὰ σαρκωθῇ καὶ ἕως τὸν
καιρὸν ὁποῦ ἦλθεν καὶ ἐσαρκώθη ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς
880

χρόνοι 726. καὶ ἔκαμεν εἰς τὴν γῆν σωματικῶς χρόνους λγ, καὶ
ἐσταυρώθη καὶ ἐτάφη καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν νεκρῶν. καὶ ἡμᾶς
ἐχάρισεν ζωὴν τὴν αἰώνιον καὶ μὲ τὴν ἐνέργειαν τοῦ τιμίου καὶ
ζωοποιοῦ σταυροῦ ἐκατίσχυνεν τὸν μέγαν διάβολον τὸν ἐχθρὸν
τῆς ψυχῆς μας. 2. λοιπὸν καὶ ἐκείνη ἡ σφραγῖδα εἶχεν τὸν τύ-
πον τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ καὶ ἐπάταξεν ὅλους τοὺς
δαίμονας καὶ ὄχι μόνον τοὺς ἔδεσεν ἀλλὰ καὶ ἐπάταξέν τους καὶ
τὸ ἐν ὑστέροις πάλιν ὡσὰν ἐτελείωσεν τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ πάλιν
τοὺς ἐσφάλισεν καὶ τοὺς ἐφυλάκωσεν ὅλους εἰς ἐκεῖνα τα

Μιχαήλ Ψελλός.Χρονογραφία Ch. 3, sec. 14, line 2

ταῦτα πρῶτα μὲν περιττότερος περὶ τὰ θειότερα τῶν ζητη-  


μάτων ἐγένετο, αἰτίας καὶ λόγους ἀνερευνώμενος οὓς οὐκ
ἄν τις ἐξ ἐπιστήμης εὕροι, εἰ μὴ στραφείη πρὸς νοῦν
κἀκεῖθεν ἀμέσως τὴν τῶν κεκρυμμένων δήλωσιν δέξαιτο·
ἀλλ' οὗτος οὐδὲ πάνυ τὰ κάτω φιλοσοφήσας, ἀλλ' οὐδὲ φιλο-
σόφοις περὶ τούτων διαλεγόμενος, εἰ μὴ ὅσον αὐτοῖς ἐκ τῶν
τοῦ Ἀριστοτέλους προθύρων κατεβιάσθη τὸ ὄνομα, περὶ τῶν
βαθυτέρων καὶ νῷ μόνῳ ληπτῶν, ὥς τις τῶν καθ' ἡμᾶς εἶπε
σοφῶν, διεσκέπτετο.
Πρῶτος μὲν οὖν αὐτῷ τῆς εὐσεβείας τρόπος
ἐπενοήθη· ἔπειτα δὲ καὶ τῷ Σολομῶντι ἐκείνῳ τῷ πάνυ τῆς
τοῦ πολυθρυλλήτου ναοῦ βασκαίνων οἰκοδομῆς, ζηλοτυπῶν
δὲ καὶ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸν ἐπὶ τῷ μεγάλῳ τεμένει
καὶ ἐπωνύμῳ τῆς θείας καὶ ἀρρήτου Σοφίας, ἀντανοικοδο-
μεῖν ὥσπερ καὶ ἀνθιδρύειν ναὸν τῇ Θεομήτορι ἐπεχείρησεν·
ἐφ' ᾧ δὴ τὰ πολλὰ ἐκείνῳ διημαρτήθη, καὶ ὁ τῆς εὐσεβείας
αὐτῷ σκοπὸς ἀφορμὴ τοῦ κακῶς ποιεῖν καὶ τῶν πολλῶν
ἐκείνων ἀδικημάτων ἐγένετο· προσετίθη γὰρ ἀεὶ ταῖς ἐπὶ
τοῦτο δαπάναις, καὶ τῶν ἡμερῶν ἑκάστῃ πλέον τι τῶν
ἔργων συνηρανίζετο· καὶ ὁ μὲν μέτρον ὁρίζων τῷ πράγματι
μετὰ τῶν ἐχθίστων ἐτάττετο, ὁ δὲ ὑπερβολὰς ἀνευρίσκων

Μιχαήλ Ψελλός. Orationes panegyricae Oration 8, line 113

κὼς καὶ αὐτὸς ἑαυτοῦ τὰ πάνδεινα καταψηφισάμενος, μέ-


χρι τούτου σκυθρωπάζει καὶ ἀπολέγεται τὴν ζωήν, μέχρι  
τοῦ παραχθῆναι καὶ ὀφθήσεσθαι τῷ προσώπῳ σου, τὸ δ'
ἀπ' ἐκείνου μεταπίπτει τούτῳ τὸ ὄστρακον, ὅ φασι, καὶ ὁ
πρὸ μικροῦ δεδρακρυμένος, ὁ κατηφής, σκιρτῶν γεγηθὼς
ὡς ἀναβεβιωκὼς περίεισι. καί σου τὴν φιλανθρωπίαν θαυ-
μάζων καὶ ἀμειβόμενος εἰκονουργεῖν προθυμεῖται· καὶ στή-
λην τις ἤδη κατασκευάσας σοι ἐπέγραψε τὸν μειλίχιον.
 Τοιγαροῦν οὐκέτι μόνος ἐπ' ἀγχινοίᾳ καὶ γνώσει θαυμα-
σθήσεται Σολομὼν οὐδ' ἐπὶ πραότητι Δαυὶδ διαβοηθήσε-
ται· ἔχουσι γὰρ ἤδη σὲ τὸν ἀνθάμιλλον μηδὲ βραχὺ τοῖς
ἐξαιρέτοις τούτων λειπόμενον.
881

 Ἀλλ', ὦ πολιοῦχε σκηπτοῦχε καὶ ἀπαράμιλλε, δέχοιο τὸν


ἐμὸν λόγον, εἰ καὶ τῆς ἀξίας πολὺ λειπόμενον, ἀλλ' οὖν γε
τὴς εὐνοίας καὶ προθυμίας μηδὲν ἐνδέοντα, καὶ ὄναιο τῶν
πρὸς θεὸν ἐλπίδων. “ἔντειναί τε καὶ κατευοδοῦ καὶ βασί-
λευε”, πάντα τιθεὶς ὑπὸ πόδας ἐχθρὸν καὶ πολέμιον, μηδὲν
τῶν δεινῶν ὑφορώμενος, μηδὲν τὸν τῆς ἐναντίας μοίρας
διανοούμενος· ἐν γὰρ τῷ ἐλέει πεποιθὼς τοῦ ὑψίστου οὐ
σαλευθήση ποτέ.  

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula psychologica, Θεολογικά. , daemonologica


P. 107, line 2

μεριστῶν φύσεων καὶ τῶν μὲν οὖσαν εἰκόνα καὶ ἄγαλμα καὶ ἀφομοίωμα,
τῶν δὲ παράδειγμα; μάτην γὰρ ἐν αὐτῇ γένοιντο ἢ γεγόνασιν αἱ παρὰ τοῦ
πατρὸς ἐμφάσεις, πάντῃ ἀλογωθείσῃ καὶ ἀποδενδρωθείσῃ κατὰ τὸν
θαυμάσιον Πλωτῖνον.
 Οὐ δεῖ οὖν, κάλλιστέ μοι βασιλέων Ἀνδρόνικε, ἀνίπτοις χερσὶν ὅ φασι
τὰ Πλάτωνος βιβλία μεταχειρίζεσθαι μηδὲ μὴ πρότερον τοὺς τῆς
γλώττης ὀχετοὺς λεάναντας ἀποστοματίζειν τι τῶν ἐκείνου ἢ ἐκ τοῦ
παρατυχόντος φθέγγεσθαι. τοῦ γὰρ Ἀριστοτέλους τὴν δεινότητα τῆς
οἰκείας φιλοσοφίας προβεβλημένου, οὗτος τὰς ἀλληγορίας καὶ τὰς  
ἐμφάσεις προβάλλεται. τῶν γὰρ Μωσαϊκῶν βιβλίων μετεσχηκὼς καὶ
ὅσα τῷ Σολομῶντι πεποίηται, ἐκεῖθεν καὶ τὸ ἐμφατικὸν σχῆμα τοῦ λόγου
διαμεμελέτηκεν.

Τοῦ αὐτοῦ· τίνος χάριν τριμερῆ τὴν ψυχὴν οἱ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀριστο-
τέλην εἰρήκασι

 Δύο σοι τὰ ἠπορημένα καὶ ἄμφω γενναῖα καὶ τὸ βάθος τῆς σῆς ψυχῆς
ἑρμηνεύοντα. ζητεῖς γὰρ ὅτου χάριν τριμερῆ τὴν ψυχὴν οἱ περὶ Πλάτωνα
καὶ Ἀριστοτέλην εἰρήκασιν, ὄντων αὐτῇ καὶ ἑτέρων μερῶν· καὶ εἰ οὕτω
καλεῖν βούλονται, διὰ τί μὴ τριδύναμον μᾶλλον αὐτήν, ἀλλὰ τριμερῆ
προσηγορεύκασιν· εἰ γὰρ ἀμερὴς αὐτῆς ἡ φύσις, πῶς εἰς μέρη ταύτην οἱ
φιλόσοφοι διῃρήκασι; καὶ σὺ μὲν οὕτως ἠπόρηκας, ἡμεῖς δὲ τὸ δεύτερόν
σοι τῶν ἐζητημένων πρότερον ὂν καλῶς διηκριβηκότες ὕστερον ἐπὶ τὸ

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula psychologica, Θεολογικά. , daemonologica P. 164, line 10

[De Gillo]

 Ἡ δέ γε Γιλλώ, τοῦτο δὴ τὸ ἀρχαῖον καὶ πολυθρύλλητον ὄνομα, οὔτε


δαίμων τίς ἐστιν οὔτε ἄνθρωπος ἀθρόον εἰς ὠμότητα θηρίου μετενεχθείς·
ἀπείρηται γὰρ πᾶσι φιλοσόφοις τῶν φύσεων ἡ μετάβασις, καὶ οὔτε
θηρίον ποτ' ἂν ἐξανθρωπισθείη οὔτε μὴν ἄνθρωπος εἰς θῆρα μετενεχθείη,
ἀλλ' οὔτε εἰς δαίμονα οὔτε εἰς ἄγγελον. ὀνόματα δὲ δαιμόνων καὶ δυνάμεις
αὐτῶν πολλάς τε καὶ ἐν πολλοῖς γνοὺς οὔτε παρὰ τοῖς λογίοις οὔτε παρὰ
ταῖς ἀγυρτικαῖς βίβλοις τοῦ Πορφυρίου τῇ Γιλλῷ ἐντετύχηκα. ἀπόκρυφον
882

δέ μοι βιβλίον Ἑβραϊκὸν τοῦτο τὸ ὄνομα προσέπλασεν. ὁ δὲ τὸ βιβλίον


γράψας τὸν Σολομῶντα ποιεῖται ὑπόθεσιν, κἀκεῖνον εἰσάγει ὥσπερ ἐν
δράματι τὰ τῶν δαιμόνων ὀνόματα καὶ τὰς πράξεις ἀγγέλλοντα. ἔστι
γοῦν παρ' αὐτῷ ἡ Γιλλὼ δύναμίς τις πρὸς τὰς γενέσεις καὶ τὰς οὐσίας
ἀντίθετος. αὕτη γοῦν τά τε κυοφορούμενα, φησίν, ἀναιρεῖ καὶ ὁπόσα τῆς
μήτρας διολισθήσοι, καὶ χρόνος αὐτῇ τῆς ἀναιρέσεως ἐνιαύσιος ὥρισται·
εἶτα δὴ δεσμεῖ αὐτὴν ἡ Ἀδράστεια.

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 7, line 3

κηʹ. Εἰς τὸ παροιμιακὸν ῥητὸν τὸ ‘ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καὶ


ὑπήρεισε στύλοις ἑπτά’

 Ἔγραψε μὲν ὁ Σολομῶν κατὰ τὴν ἐν τοῖς Βασιλείοις εὑρισκομένην


ῥῆσιν ‘ἀπὸ τῆς κέδρου’ φησίν, ἀρξάμενος ‘μέχρι τῆς ὑσσώπου τῆς
ἐξερχομένης ἐκ τοῦ τοίχου’, τοσοῦτον τοῖς φυσικοῖς προσεταλαιπώρησε  
δόγμασιν· ἃ δ' αὐτῷ καταλέλειπται βιβλία τέσσαρα τυγχάνει τὸν ἀριθμόν,
ὧν τὸ μὲν Ἐκκλησιαστής, τὸ δὲ Σοφία, τὸ δὲ Παροιμίαι, τὸ δὲ Ἆισμα
ᾀσμάτων ἐπιγραφὴν ἔχουσι· τοῖς γὰρ ἄλλοις αὐτοῦ συγγράμμασι προς-
ομιλήσας Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς, ἐπεὶ τὴν φύσιν εἶδεν ὑπερφωνήσαντα καὶ
μέχρι τῶν ἀρρήτων προενηνεγμένα, ἐκεῖνα πυρὶ καταναλώσας, ταῦτα δὴ
τοῖς ἐπιγενομένοις κατέλιπε.

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 7, line 18

ᾀσμάτων ἐπιγραφὴν ἔχουσι· τοῖς γὰρ ἄλλοις αὐτοῦ συγγράμμασι προς-


ομιλήσας Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς, ἐπεὶ τὴν φύσιν εἶδεν ὑπερφωνήσαντα καὶ
μέχρι τῶν ἀρρήτων προενηνεγμένα, ἐκεῖνα πυρὶ καταναλώσας, ταῦτα δὴ
τοῖς ἐπιγενομένοις κατέλιπε.
 Τὸ μὲν οὖν τῆς Σοφίας βιβλίον ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως τὴν ἐπιγραφὴν
ἑρμηνεύει· αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ διασαφῶν ὅπως αὐτῷ παρὰ τοῦ θεοῦ ἡ τῆς
σοφίας ἐπωχετεύθη πηγή. τὸ δὲ τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ καὶ τὸ τῶν Παροιμιῶν
καὶ τὸ τοῦ Ἄισματος τῶν ᾀσμάτων πολὺ τὸ κεκρυμμένον ἔχει καὶ δυσερ-
μήνευτον. ὅσον δ' οὖν πρὸς τὸν παρόντα λόγον ἀρκεῖ, ὁ μὲν Ἐκκλησιαστὴς
μεσότης ἐστὶ δύο λαῶν, τοῦ τε ἀπὸ τῆς περιτομῆς φημι καὶ τοῦ ἐξ
ἐθνῶν, οἷς ὁ ἐν σκιαῖς Σολομῶν, ‘ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος’, ὁ τὰ διεστῶτα
συναγαγών, μίαν ἐργασάμενος ἐκκλησίαν, αὐτὸς δὴ πρῶτος ἀνέστηκεν
ἐκκλησιάζων καὶ τὰ εἰκότα τοῖς ἐκκλησιασθεῖσιν ὑποτιθείς. τὸ δέ γε
Ἆισμα τῶν ᾀσμάτων ἡ τελευταία τοῖς ἀνιοῦσι πρὸς θεὸν πέφυκε βαθμίς,
ἐν ᾗ τῷ τοῦ ἐραστοῦ κάλλει καὶ ἐρωμένου ἡ ποθοῦσα καὶ ποθουμένη
καταστραφθεῖσα ψυχὴ τὸν νοητὸν ᾄδει παιᾶνα, ἢ μᾶλλον ὡς ἐν γαμηλίῳ
διασκευῇ τὸν θεῖον ἐπιθαλάμιον, ὃς δὴ κατὰ τὴν παρ' ἡμῖν φιλοσοφίαν
καὶ ‘τέχνη τεχνῶν’ ἐστι ‘καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν’, καὶ μᾶλλόν γε ᾆσμα
ᾀσμάτων, οὐχ ὡς μόνον ὑπερεκπῖπτον τὰ τῇδε ᾄσματα, ἀλλ' ὡς καὶ ταῖς
λοιπαῖς θείαις ᾠδαῖς τὸ προσῆκον μέλος παρέχον καὶ τὸν ῥυθμόν. αἱ δὲ
Παροιμίαι λόγοι τινές εἰσιν ἠθικοὶ τὴν ψυχὴν ἀρρενοῦντες καὶ σωφρονίζον
883

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 7, line 38

τες, τοσοῦτον τῆς Στωϊκῆς μεγαληγορίας παραλλάττοντες ὅσον ἐκεῖνοι


μὲν σαφῶς δὴ καὶ ἀσυμβόλως τὰ τῶν παραινέσεων διετίθουν συγγράμ-
ματα, αἱ δὲ Παροιμίαι, τῷ πλαγίῳ τῶν λέξεων καὶ ταῖς ἐμφαντικαῖς
φάσεσι τὴν ὠφελοῦσαν διάνοιαν ὑποκρύπτοντες, ἅμα τε τὰ τῶν ἀκρο-
ωμένων ἤθη ἐς τὸ σωφρονέστερον καταστέλλουσι καὶ τοὺς δοκιμωτέρους
ὁμιλητὰς πρὸς τὸ τῆς ἀσαφείας βάθος διερεθίζουσιν. ἐντεῦθεν γὰρ καὶ
Παροιμίαι κατωνομάσθησαν, οἷον παρὰ τὸν προκείμενον οἶμον διεξοδεύ-
σεις, ὅπερ ἐστὶ λόγος αἰνίγματι ὅμοιος καὶ πλήρης ἐμφάσεως, πλαγίως
καὶ ἐκ περιόδου ὑποδεικνὺς τὴν ἀλήθειαν.  
 Ἡ μὲν οὖν διαίρεσις τῶν συγγραμμάτων τοῦ Σολομῶντος ἥδε· διελό-
μενος δὲ οὕτως ταῦτα ἀπὸ μὲν τοῦ πλείστου, ἐν μὲν τῷ Ἄισματι θεολόγος
ἐστίν, ἐν δὲ τῷ Ἐκκλησιαστῇ φυσιολόγος καὶ ἐν ταῖς Παροιμίαις παιδαγω-
γὸς ἀτεχνῶς ἐστι σωφρονιστής, τὸν δὲ ‘ἐν ἡμῖν παῖδα’, ἤτοι τὴν ἄλογον
καὶ νηπιώδη ψυχήν, τῇ τοῦ νοῦ ἡγεμονίᾳ ὑποτιθεὶς καὶ σωφρονίζων
τούτου τὸ ἄτακτον. ἔστι δὲ ὅπῃ τῇ μὲν φυσιολογίᾳ θεολογικὰ ἐγκατα-
μίγνυσι δόγματα, τῇ δὲ θεολογίᾳ φυσικὰ θεωρήματα, ὣς δὲ καὶ ταῖς
Παροιμίαις νῦν μὲν φυσικῶς, νῦν δὲ πρόσεισι θεολογικῶς, ὅτι καὶ ‘πάντα
ἐν πᾶσι’ κατὰ τὴν θεολογικὴν τοῦ Πρόκλου Στοιχείωσιν, ἀλλ' ὅπου μὲν
παραδειγματικῶς, ὅπου δὲ εἰκονικῶς, ὅπου δὲ καθ' ὕπαρξιν.
 Τοιοῦτόν ἐστι καὶ ὃ τὴν τήμερον προβεβλήκατε ἀποδιελόντες τῶν

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 7, line 98

εἰς τὰ ἔξω συννεύσεως ἢ ἐπικλίσεως εἰς τὴν τοῦ σύμπαντος κόσμου


οἰκοδομήν.
 Περὶ δὲ τῶν ἑπτὰ στύλων Ἕλληνες ὅ τι βούλοιντο φυσιολογείτωσαν,
’ἀχαλινώτοις’, ὅ φασι, ‘στόμασι’ τοὺς πλάνητας ἐπεισκυκλοῦντες τῷ
λόγῳ, οἷς δὴ ὡσανεὶ στύλοις ἑπτὰ τὰ τῇδε σύμπαντα ὑπεστήρικται·
τούτοις γὰρ δὴ καὶ τὴν διοίκησιν ἐπιτιθέασι τοῦ παντὸς καὶ ταῖς ἀνατολαῖς
αὐτῶν καὶ ταῖς φαύσεσι, δύσεσί τε καὶ κρύψεσι καὶ πρός τε τὸν ἥλιον καὶ
τὴν σελήνην καὶ πρὸς ἀλλήλους, πρὸς αὐτήν τε τὴν γῆν σχηματισμοῖς τὰ
τῇδε πάντα διοικεῖσθαι καὶ φέρεσθαι. ἀλλ' ἐγὼ οὐδέποτ' ἂν ἐκείνοις περὶ
τούτου συμφήσαιμι, μὴ οὕτως ἐμαυτοῦ ἐκσταίην, ἀλλ' ὁ σοφώτατος οὗτος
Σολομῶν, τῆς Ἑβραΐδος σοφίας καὶ διαλέκτου οἷον ἀπάνθισμα ὤν, ὥσπερ
παρ' ἡμῖν εἰσί τινες τὴν γλῶτταν πλουτοῦντες καὶ Ἀττικίζοντες, τοῖς
τῶν πατρίων ἰδιώμασι χαίρει· τροπολογία δὲ τῆς κατ' ἐκείνους γλώττης  
τὸ ἰδιαίτατον. ἰδὼν γοῦν τὸν μὲν σύμπαντα οὐρανὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἑστηκότα
οὐσίας ἀμετάβλητόν τε καὶ ἀναλλοίωτον, τόν τε ὑπὸ σελήνην κόσμον ταῖς
διαδοχαῖς τε καὶ μεταβολαῖς τὸ ἀθάνατον ἔχοντα, καὶ θαυμάσας μὲν τὸ
ἐν τῇ θνητῇ οὐσίᾳ οἷον ἀθάνατον, κυριολεκτῆσαι δὲ τοῦτο μὴ δυνηθείς,
τὸ ἑστὼς αὐτοῦ καὶ μόνιμον δι' ὑποστηρίξεως ἑπτὰ στύλων ἐτροπολόγη-
σεν.

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 7, line 116


884

σεν.
 Τοιοῦτος μὲν καὶ ὁ φυσικὸς λόγος· ὁ δέ γε θεολογικὸς πολλῆς μὲν
δεῖται τῆς περιόδου, ἀλλ' ἡμεῖς γε καὶ τοῦτον συστείλαντες ἐν βραχεῖ
παραδώσομεν. ἡ γὰρ πρώτη καὶ θεία σοφία, ‘ὁ τοῦ πατρὸς’ ἐνυπόστατος
’ὅρος καὶ λόγος’, ὁ μεσιτεύσας θεῷ καὶ ἀνθρώποις καὶ χρηματίσας λίθος
ἀκρόγωνος, ὁ ἀποδεδοκιμασμένος ποτέ, ἐπ' ἐσχάτων τῶν αἰώνων, ὅτε τὸ
πλήρωμα τοῦ τῆς κατ' αὐτὸν εὐδοκήσεως χρόνου ἐλήλυθεν, ὥσπερ [τινὰ]
οἶκον τῇ ἑαυτοῦ ὑποστάσει ἐκ τῶν ἀχράντων τῆς θεοτόκου αἱμάτων τὴν
ἀνθρωπίνην φύσιν ἀτομώσας, ᾠκοδόμησέ τε καὶ συνεστήσατο καὶ
ὑπήρεισε τοῦτον στύλοις ἑπτά, οἵτινές εἰσιν αἱ τῶν ἀρετῶν γενικώταται,
ἃς δὴ ὁ μὲν Σολομῶν στύλους ὀνομάζει, ὁ δὲ μετ' ἐκεῖνον γενόμενος
Ἡσαΐας πνεύματα. οὐ γὰρ ὥσπερ ἡμῖν τὰ σώματα πρὸς κακίαν εὐόλισθα
πέφυκε καὶ ταῖς ἐφ' ἑκάτερα τῶν γνωμῶν μετακλίσεσι τῇδε ἢ τῇδε
συννεύοντα ἢ ἀποκλίνοντα, οὕτω δὴ καὶ τὸ κυριακὸν πρόσλημμα αὐτῷ τῷ
πλάσαντι ᾠκοδομήθη θεῷ, ἀλλ' ἑστὼς ἀμετά[κλ]ιτον ἐπὶ τῆς τοῦ
οἰκοδομήσαντος δόξης τε καὶ δυνάμεως, ταῖς τῶν ἀρετῶν χάρισιν οἷα δή
τισι στύλοις [ἐ]πεστηριγμένον ἑπτά· σοφόν τε γὰρ ἦν καὶ ἰσχυρὸν καὶ
συνετὸν καὶ τἆλλα οἷς ἡ θεία γραφὴ τοῦτο ἐμπε[δοῖ· ‘οὐ γὰ]ρ ἐποίησεν
ἁμαρτίαν’ ὁ [..] ‘οὐδ' εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ’. καὶ ‘ὁ ἄρχων’
δὲ ‘τοῦ κόσμου’ προσβαλὼν ‘[οὐκ ἔχει] ἐν αὐτῷ οὐδέν’. ἡμῖν μὲν γὰρ διὰ
τὴν ἁμαρτίαν ἡ γένες[ις, ἐκείν]ῳ δὲ διὰ τὴν ἡμῶν ἐκ [τῶν ἁμαρτημά]των

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 8, line 2

Τὰ λειπόμενα τῆς προηγησαμένης ἐξηγήσεως

 Κατὰ τὴν τοῦ Σολομῶντος ἐν Παροιμίαις παραίνεσιν αὐτὰ δὴ τὰ τοῦ


Σολομῶντος ῥητὰ ὡς ἐνῆν ἡμῖν ἑρμηνεύσαντες, ἐν τριτταῖς διανοίαις
ταῦτα ὑμῖν ἀνεπτύξαμεν. ἐπειδὴ γὰρ τὸ μέν ἐστι σωματικὸν ἡμῶν, τὸ
δὲ ψυχικόν, τὸ δὲ νοερόν, κατὰ ταῦτα δεῖ καὶ τοὺς θείους ἀπαγγέλλειν
χρησμούς, νοερῶς φημι, ψυχι[κῶς] καὶ σωματικῶς. ἐπεὶ οὖν καὶ ἡμεῖς
οὕτω τὸν τῆς σοφίας οἶκον καὶ τοὺς ἑπτὰ στύλους ἀποδεδώκαμεν, φέρε
δὴ καὶ τὰ θύματα κατὰ τὰς ἀναπεπταμένας ἐννοίας ὑφηγησώμεθα.
 Καὶ πρότερον τῇ προτέρᾳ ἐννοίᾳ κατὰ τὸν λόγον αὐτὰ προσαρμοσώμεθα.
ἐλέγομεν οὖν ἐκεῖσε, κατὰ πρώτην ἐπιβολὴν τὸν ἠθικὸν ὑφηγούμενοι
λόγον, σοφίαν ἡγεῖσθαι τὴν ἐπιστημονικὴν ἕξιν, ἥτις ἐκ διαφόρων τοῦ νοῦ
συλλεγεῖσα θεωρημάτων ἐφίδρυται τῇ ψυχῇ. αὕτη τοιγαροῦν ἡ σοφία τὴν

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 8, line 3

Τὰ λειπόμενα τῆς προηγησαμένης ἐξηγήσεως

 Κατὰ τὴν τοῦ Σολομῶντος ἐν Παροιμίαις παραίνεσιν αὐτὰ δὴ τὰ τοῦ


Σολομῶντος ῥητὰ ὡς ἐνῆν ἡμῖν ἑρμηνεύσαντες, ἐν τριτταῖς διανοίαις
ταῦτα ὑμῖν ἀνεπτύξαμεν. ἐπειδὴ γὰρ τὸ μέν ἐστι σωματικὸν ἡμῶν, τὸ
δὲ ψυχικόν, τὸ δὲ νοερόν, κατὰ ταῦτα δεῖ καὶ τοὺς θείους ἀπαγγέλλειν
χρησμούς, νοερῶς φημι, ψυχι[κῶς] καὶ σωματικῶς. ἐπεὶ οὖν καὶ ἡμεῖς
οὕτω τὸν τῆς σοφίας οἶκον καὶ τοὺς ἑπτὰ στύλους ἀποδεδώκαμεν, φέρε
δὴ καὶ τὰ θύματα κατὰ τὰς ἀναπεπταμένας ἐννοίας ὑφηγησώμεθα.
885

 Καὶ πρότερον τῇ προτέρᾳ ἐννοίᾳ κατὰ τὸν λόγον αὐτὰ προσαρμοσώμεθα.


ἐλέγομεν οὖν ἐκεῖσε, κατὰ πρώτην ἐπιβολὴν τὸν ἠθικὸν ὑφηγούμενοι
λόγον, σοφίαν ἡγεῖσθαι τὴν ἐπιστημονικὴν ἕξιν, ἥτις ἐκ διαφόρων τοῦ νοῦ
συλλεγεῖσα θεωρημάτων ἐφίδρυται τῇ ψυχῇ. αὕτη τοιγαροῦν ἡ σοφία τὴν
κτησαμένην φύσιν ὡς οἶκον οἰκοδομήσασα, ἵνα μὴ διολισθήσῃ τὸ

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 8a, line 58

κεράσματος. ‘ἄφρονες’ δ' ἂν εἶεν καὶ ‘φρενῶν ἐνδεεῖς’ οἱ τὴν φρόνησιν


τελεώτατοι, οὐ ταύτην φημὶ τὴν πολιτικὴν καὶ ἐν μετοχῇ πραγμάτων
κειμένην καὶ ἀγχινοίας, ἀλλὰ τὴν ὑπερκειμένην ταύτην, ἥτις δὴ νοῦς
ἄκρατος καὶ ἀκήρατος οὖσα καθ' ὑπέρβασιν τῆς τοιᾶσδε φρονήσεως
ἀφροσύνη κατονομάζεται. οὕτω γὰρ οἱ ἀκριβέστατοι τῶν θεολόγων τὰς
ὑπερκειμένας ἕξεις κατονομάζουσι. καθ' ὃν δὴ λόγον καὶ ‘μωρίαν’
φαμὲν ‘τοῦ κηρύγματος’, καὶ ὅτι ‘τὸ μωρὸν τοῦ θεοῦ φρονιμώτερον τῶν
ἀνθρώπων ἐστίν’· τὸν γὰρ ὑπερκείμενον τῆς οἰκονομίας νοῦν ἀπὸ τῶν
στερήσεων τῆς κάτω φρονήσεως ὁ θεῖος ἑρμηνεύει ἀπόστολος. οὕτω γὰρ
ὁ μέγας Διονύσιος ἐν ἐπιστολῇ τὸν τόπον ἡρμήνευκεν, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ
Σολομῶν ἀλλαχοῦ, ‘ἀφρονέστατός εἰμι πάντων ἀνθρώπων καὶ φρόνησις  
ἀνθρώπου οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί’, συνῳδὰ φθεγγόμενος τῷ πατρί· ‘ἡ γλῶσσά
μου’ γάρ φησι ‘κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου’. ὥσπερ γὰρ ὁ κάλαμος
ἰδίας ἐστερημένος κινήσεως τῇ χειρὶ τοῦ κινοῦντος πρὸς τὸ ἐκείνου
μετάγεται βούλημα, οὕτω δὴ καὶ ἡ τοῦ Δαυὶδ γλῶττά τε καὶ ψυχὴ ὑπὸ
τῆς θείας μόνης ἐνεργουμένη χάριτος ἐκινεῖτό τε καὶ ἐφθέγγετο, ὥστε
δι' ὃ ἦν πάντων ἀνδρῶν ἀφρονέστατος, διὰ τοῦτο πάντων ἦν συνετώτατος.
 Ἐπεὶ οὖν τῇ ἐπιστημονικῇ ἕξει τὰ θύματα προσηρμόσαμεν, φέρε δὴ
καὶ τῇ κρείττονι, μᾶλλον δὲ τῇ ὑπερτελεῖ καὶ πρώτῃ σοφίᾳ καταλλήλως
αὐτὰ συμβιβάσωμεν. ἐπεὶ γὰρ ὁ ἐνυπόστατος τοῦ πατρὸς λόγος τὸν τῇδε
κόσμον ὡς οἶκον ἐδημιούργησεν, καὶ τὸν μὲν οὐρανὸν ἀτελεύτητον ὥσπερ

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 10, line 2

ποιείτωσαν δὲ καὶ τὰ δυοκαίδεκα αὐτοῖς βοθρία τῆς ἑστιούχου θεοῦ, καὶ


τὸ μὲν σησάμου πληρούτωσαν, τὸ δ' ἐρεβίνθου, τὸ δ' ἀγρίας καπάρεως,
τὸ δ' ἑτέρου τινός, ἵν' ἡ θεός, ὡς δὲ ἐγώ φημι, δαίμων ἐξιλασθῇ. ποῖ γὰρ
ταῦτα κεχώρηκε, ποίαν δὲ τὴν ὄνησιν ἐνεργούμενα δέδωκεν; αἰσχύνομαι
περὶ Ἰαμβλίχου καὶ Πρόκλου, οἳ δή, τῶν ἄλλων ἐπὶ φιλοσοφίᾳ διαφέροντες,
σφᾶς ἑαυτοὺς ταῖς Χαλδαϊκαῖς φλυαρίαις ἐκδεδώκασι φέροντες. ἀλλὰ
τούτων μὲν ἅλις. ὑ[μεῖς δὲ] καὶ θύοιτέ μο[ι] ἑαυτοῖς ‘τὸν μόσχον τὸν
σιτευτὸν’ καὶ θυομένῳ παρ' ἑαυτοῦ προσσχοίητε καὶ μετα[λάβοιτε τῆς
σαρκὸς καὶ] τοῦ αἵματος.  
  Εἰς τὸ ‘κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ’
 Σολομῶν μὲν ὁ σοφώτατος τὸ ‘κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς
ἔργα α[ὐτοῦ’ ....................] εἰπὼν ἀπηλλάγη. οἱ δὲ τουτὶ
τὸ χωρίον ἐξηγησάμενοι εἰς διαφόρους ἐννοίας [....................
ἀσυμ]φώνους καὶ μαχομένας ἀλλήλους τὰς ἐξηγήσεις δεδώκασι· περὶ
ὧν νῦν οὐ σχολὴ λ[έγειν. .................... α]ὐτοῖς ἐγένετο
ἐννοιῶν τὸ παροιμιῶδες καὶ κεκρυμμένον τοῦ λόγου καὶ κατὰ τὴν διάνοιαν
886

[.........................] βάθος τὸ βούλημα τῆς γραφῆς


ἀνιχνεύοντες, δυσὶ ταύταις ἐστοιχήσαμεν ἐξηγήσε[σιν, ἃς] ἐν μέρει νῦν
ἀποδώσομεν.
 Ἐπεὶ γὰρ περὶ τῆς σοφίας ὁ λόγος τῷ Σολομῶντι, ἢ τὴν ἐπιστημονικὴν
σύνεσιν ταύτην οἰητέον καθ' ἣν ‘ἐν σοφίᾳ τὰ πάντα’ ἐδημιούργησεν ὁ

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 10, line 11

  Εἰς τὸ ‘κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ’


 Σολομῶν μὲν ὁ σοφώτατος τὸ ‘κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς
ἔργα α[ὐτοῦ’ ....................] εἰπὼν ἀπηλλάγη. οἱ δὲ τουτὶ
τὸ χωρίον ἐξηγησάμενοι εἰς διαφόρους ἐννοίας [....................
ἀσυμ]φώνους καὶ μαχομένας ἀλλήλους τὰς ἐξηγήσεις δεδώκασι· περὶ
ὧν νῦν οὐ σχολὴ λ[έγειν. .................... α]ὐτοῖς ἐγένετο
ἐννοιῶν τὸ παροιμιῶδες καὶ κεκρυμμένον τοῦ λόγου καὶ κατὰ τὴν διάνοιαν
[.........................] βάθος τὸ βούλημα τῆς γραφῆς
ἀνιχνεύοντες, δυσὶ ταύταις ἐστοιχήσαμεν ἐξηγήσε[σιν, ἃς] ἐν μέρει νῦν
ἀποδώσομεν.
 Ἐπεὶ γὰρ περὶ τῆς σοφίας ὁ λόγος τῷ Σολομῶντι, ἢ τὴν ἐπιστημονικὴν
σύνεσιν ταύτην οἰητέον καθ' ἣν ‘ἐν σοφίᾳ τὰ πάντα’ ἐδημιούργησεν ὁ
θεὸς καὶ ‘ἐν συνέσει ἐτάνυσεν οὐρανούς’, ἢ τὴν πρώτην καὶ μόνην
σοφίαν, τοῦ πατρὸς τὸν ἐνυπόστατον λόγον, τὸν ‘ἀκήρατον νοῦν’, τὴν
’πηγὴν τῆς ζωῆς’ καὶ τῆς ἀθανασίας. ἀλλ' εἰ μέν τις κατὰ τὴν δευτέραν
ἔννοιαν ἀκριβολογοίη τὴν παροιμίαν, ‘πολλὰς’ μὲν εὕρῃ τὰς ‘ἀντιλαβ[ὰς
καὶ’ τὰς] ‘ὑποψίας’, γενναίων δὲ οὐκ ἀπορήσει λύσεων ὅ γε διαβατικώτα-
τος νοῦς, περὶ ὧν καὶ [...............] λέξομεν· εἰ δὲ σοφίαν τὴν τοῦ
θεοῦ ἐπιστήμην οἰήσεται, ἥτις καθ' ἕνα δὴ καὶ τὸν α[ὐ]τ[ὸν .........
......] φύσει τοῦ ἐπιστήμονος ἕστηκεν, οὔτε πράγματα ἕξει πρὸς τὴν
ἐξήγησιν, οὔτε τις αὐτῷ λίθος ἔσται ‘προσκόμματος ἢ πέτρα σκανδάλου’.

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 10, line 130

τρόπων ἐνταῦθα τῆς περὶ τὴν σοφίαν παραγωγῆς εὐ[...........


κτ]ίσεως καὶ γεννήσεως. ‘κύριος’, γάρ φησιν, ‘ἔκτισέ με’, καὶ αὖθις
μετ' οὐ πολλά, ‘πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με’. τῇ μὲν κτίσει τὸ διὰ τί
ἔκτισται πρόσκειται· ‘ἔκτισε γάρ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ’·
ἡ δὲ γέννησις ἀπρόσθετός ἐστι καὶ ἀναίτιος. τί οὖν ἐστι τὸ ἐντεῦθεν
καταλαμβανόμενον; ὡς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ γεννᾶται παρὰ τοῦ πατρὸς ὑπὲρ
αἰτίαν καὶ λόγον, κτίζεται δὲ ἐπ' ἐσχάτων τῶν αἰώνων, ‘τὴν τοῦ δούλου
μορφὴν’ ὑποδὺς διὰ τὴν ἐμὴν σωτηρίαν. τῷ μὲν οὖν ‘κύριος ἔκτισέ με’
τὴν δευτέραν προσαρμόσεις γέννησιν· τῷ δὲ ‘πρὸ πάντων βουνῶν γεννᾷ με’
τὴν πρώτην τε καὶ ἀναίτιον. τέθεικε δὲ τὴν δευτέραν ἐν πρώτοις ὁ
Σολομῶν, ὅτι μὴ ἱστορικὸς ὁ λόγος, ἀλλὰ προφητικός. ‘κύριος’ οὖν
φησιν ἡ μετὰ τοῦ προσλήμματος σοφία ‘ἔκτισέ με’ διὰ τὴν τῆς σαρκὸς
πρόσληψιν· ‘ἀρχὴν’ δὲ ‘τῶν ὁδῶν αὐτοῦ’ ἤτοι τῶν περὶ τὸν ἄνθρωπον
οἰκονομιῶν· ‘εἰς ἔργα αὐτοῦ’, τουτέστιν εἰς τὰ δημιουργήματα, καὶ
μάλιστα τὰ λογικὰ καὶ θνητά, δι' ἃ δὴ καὶ τῶν κρειττόνων οἰκονομιῶν
887

προκατήρξατο, καὶ ἐμὲ τούτων ἀρχὴν τέθεικεν.

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 32, line 29

Ἰεζεκιὴλ ‘ἐξαίροντι πνεύματι’ ἀπεικάζει τὸν Βαβυλώνιον ‘ἀπὸ βορέα’


ἐρχόμενον πτέρυγάς τε αὐτῷ περιτίθησι καὶ συριγμὸν ἐν ταῖς πτέρυξι
καὶ ῥοῖζόν τινα περὶ τὴν κίνησιν φοβερώτατον, καὶ Ἡσαΐας δὲ αὐτὸν
τοῦτον γίγαντι ἀπεικάζει καὶ τοὺς καταχθονίους πάντας ἐκπεπλῆχθαι,
ὅτε πρὸς αὐτοὺς ἧκε τῷ θανάτῳ λυθείς, ὅτι μετὰ τούτων ἐγένετο κατενε-
χθεὶς τῆς ἐπάρσεως. οὕτω τοιγαροῦν σύμπασαν εὑρήσεις τὴν Ἑβραΐδα
διάλεκτον οὐκ ἐστενοχωρημένην τοῖς ῥήμασιν, ἀλλὰ καὶ μάλα διαχεομένην
καὶ κατὰ πλουσίαν πλατυνομένην ταῖς ὑποκειμέναις τῶν ὑποθέσεων.
 Καὶ μάλιστά γε οἱ ταύτην ἐξακριβώσαντες πλείονα τὸν ὄγκον τοῖς
συντάγμασιν ἑαυτῶν συνεισήνεγκαν. ὧν δὴ τὰ πρῶτα τὸν ἐκ Δαυὶδ
Σολομῶντα αὐτὸς τίθημι· εἰ γὰρ καὶ μὴ ἠκρίβωσα τὴν διάλεκτον,
ἀλλ' ἀπό γε τῶν Ἑξαπλῶν καί τινων ῥηματίων ἑτέρων Ἑβραϊκῶς συγκει-
μένων ἔγνων ὅπως τὰ Σολομῶντος τῶν λοιπῶν ὑπερέχει. τούτου δή φημι
καὶ τὸν παρὰ τῷ Ἰὼβ διάλογον ἀξιοσπούδαστον εἶναι πόνημα. ὥσπερ γὰρ
τὰ κάλλιστα τῶν ἀγαλμάτων καὶ ὁπόσα δὴ εἰς ἦθος ἐρρύθμισται τὴν τοῦ
Φειδίου χεῖρα ἢ Πολυκλείτου τέχνην κατηγορεῖ, οὕτω δὴ καὶ τῶν
συγγραμμάτων τὰ ἀνθηρότατα τὴν Σολομώντειον εὐθὺς παρεισάγει
τέχνην καὶ δύναμιν. καὶ ὥσπερ οὐκ ἄν με διαλάθοι λόγος Λυσιακός,
ἀλλ' ἡ χάρις καὶ ἡ σαφήνεια πρὸς τὴν γνῶσιν ἐνέγκοι τοῦ ῥήτορος, οὕτω
δή με οὐ διαφεύξεται Σολομῶντος μελέτημα, ἀλλ' ἡ τῶν λόγων ἠχὼ καὶ
ὁ τροπικὸς χαρακτήρ, τό τε τῶν διηγημάτων οἷον κρημνῶδές τε καὶ

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 32, line 72

ἐνὸν ἀπὸ τῶν σκοπέλων καὶ τῶν ὑφάλων πετρῶν πρὸς τὸν λιμένα διασωσά-
μενος ὑμῖν φανήσομαι.
 ’Ἐγένετο’ φησίν ‘ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, καὶ ἦλθον οἱ ἄγγελοι τοῦ θεοῦ
παραστῆναι ἐνώπιον τοῦ κυρίου, καὶ ὁ διάβολος σὺν αὐτοῖς. καὶ εἶπεν ὁ
κύριος τῷ διαβόλῳ· πόθεν παραγέγονας; ὁ δὲ διάβολος τῷ κυρίῳ εἶπεν·
διελθὼν τὴν γῆν καὶ ἐμπεριπατήσας τὴν ὑπ' οὐρανὸν πάρειμι’. ὁ μὲν
πλοῦς οὗτος· ὅπως δὲ δεῖ τοῦτον διαπλεῦσαι, θεὸς ἡμῖν ὑποθείη.
 ’Ἐγένετο’ φησίν ‘ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη’. παρ' ἡμῖν γὰρ ἡμέραι καὶ νύκτες
τὸν ἐνιαυτὸν πληροῦσι καὶ διορίζουσιν, ἐπὶ δὲ τῆς ἄνω καὶ πρώτης ἀρχῆς
ἡμέρα τὸ ξύμπαν. ‘ἐγένετο’ δέ φησιν, οὐχ ὅτι μὴ ἦν, γέγονε δέ, ἀλλ' ὅτι
βουλόμενος παραδειγματίσαι ὁ Σολομῶν τὴν ἀγέννητον ἐκείνην καὶ τῷ
ὄντι ἀνέσπερον πρὸς τὴν γενητὴν ταύτην ἡμέραν καὶ ὁριζομένην νυκτί, τὸ
’ἐγένετο’ προστέθεικε· διὸ καὶ ἐπήγαγεν ‘ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη’. ἢ καὶ ἄλλο
τι ὁ λόγος παραδεικνύει βαθύτερον· ἐπειδὴ γὰρ μέλλει ὁ πονηρὸς τοῖς
ἀγγέλοις συναναμίγνυσθαι καὶ τὸ καθαρὸν ἐκεῖνο φῶς συνεπιθολοῦν, διὰ
τοῦτό φησιν· ‘ἐγένετο ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη’, τουτέστιν, ὁποία ἡ κατὰ
γένεσιν καὶ παρ' ἡμῖν δεικνῦσα τὸν ἥλιον· ὁ γὰρ τοῦ δαίμονος ζόφος
ὥσπερ ἐπεσκότησε τῷ φωτί, καὶ γέγονεν ἡ ἡμέρα ἐκείνη τῇ ἐνταῦθα
παρεικασμένη.
888

 ’Καὶ οἱ ἄγγελοι’ φησί ‘τοῦ θεοῦ παρέστησαν ἐνώπιον τοῦ κυρίου’. τί


οὖν; πρὸ τούτου δὲ οὐ παρίσταντο; τί γοῦν τὸ τῆς παραστάσεως ταύτης

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 38, line 30

σκοῦ Ῥαασίμ. ἀλλ' ἔτι ἑξήκοντα καὶ πέντε ἔτη καὶ ἐκλείψει ἡ βασιλεία
Ἐφραὶμ ἀπὸ λαοῦ καὶ ἡ κεφαλὴ Ἐφραὶμ Σομόρων [καὶ ἡ κεφαλὴ] Σομόρων
υἱὸς τοῦ Ῥωμελίου· καὶ ἐὰν μὴ πιστεύσητε, οὐδὲ μὴ συνῆτε’.
 Οὗτος μὲν οὖν ὁ τῆς προ[φητείας] χρησμός· εἰωθότων δὲ τῶν τὰς
τοιαύτας ἀσαφείας διευκρινούντων ἐξηγητῶν καὶ ἀναχωννύν[των κεκρυμ]-
μένην ἐν ἑαυτοῖς τὴν ἀλήθειαν, εἰς ὑπονοίας εὐθὺς τρέπεσθαι καὶ τὰς
λεγομένας ἀλληγορίας, μ[ικρὸν] δέ τι τῆς ἱστορίας ἐπισημαίνεσθαι, ἐγὼ
οὐκ εἰς ἀναγωγὰς εὐθὺς τρέψομαι, ἀλλὰ τὴν παρὰ τὸν καιρὸν ἱστορίαν
γνωρίσας τὴν πρώτην, οὕτω δὴ ἀναγωγικώτερον θεωρήσω τὰ εἰρημένα.
 Τῶν ἀπὸ τοῦ Ἰακὼβ δώδεκα διαιρεθεισῶν φυλῶν ἐπὶ τῶν χρόνων
Ῥοβοὰμ τοῦ υἱοῦ Σολομῶντος, αἱ μὲν δέκα φυλαὶ τῷ δούλῳ καὶ ἀποστάτῃ
προσεχώρησαν Ἱεροβοάμ, ὃς δὴ μητρόπολιν τῆς κατ' αὐτὸν ἡγεμονίας
ἔθετο τὴν Σαμάρειαν, τῆς δὲ τοῦ Ἐφραὶμ φυλῆς ὤν, ἐπώνυμον τῆς
οἰκείας ῥίζης τὰς συναποστάσας αὐτῷ δέκα φυλὰς ἐξωνόμασεν. Ἐφραὶμ
γοῦν ἐκαλοῦντο αἱ ξύμπασαι καὶ Ἰσραήλ, Ἐφραὶμ μὲν διὰ τὴν τοῦ βασι-
λεύοντος ἐν αὐτοῖς ἐξ οὗπερ ὥρμητο γένους προσηγορίαν, Ἰσραὴλ δὲ διὰ  
τὴν πρώτην ἀρχήν· ὁ γὰρ ἀρχηγὸς τοῦ γένους αὐτῶν Ἰακώβ, θείας
ὀπτασίας ἀξιωθείς, Ἰσραὴλ παρὰ θεοῦ μετωνόμαστο, νοῦς ἄντικρυς ὁρῶν
θεὸν προσαγορευθείς. οὕτω μὲν οὖν καὶ διὰ ταύτας τὰς αἰτίας αἱ συν-
αποστατήσασαι τῷ Ἱεροβοὰμ δέκα φυλαὶ ὠνομάσθησαν, αἱ δὲ ἐπὶ τοῦ
πατρῴου καὶ σχήματος καὶ ἀξιώματος μείνασαι δύο φυλαί, ἥ τε τοῦ

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 38, line 42

ἔθετο τὴν Σαμάρειαν, τῆς δὲ τοῦ Ἐφραὶμ φυλῆς ὤν, ἐπώνυμον τῆς
οἰκείας ῥίζης τὰς συναποστάσας αὐτῷ δέκα φυλὰς ἐξωνόμασεν. Ἐφραὶμ
γοῦν ἐκαλοῦντο αἱ ξύμπασαι καὶ Ἰσραήλ, Ἐφραὶμ μὲν διὰ τὴν τοῦ βασι-
λεύοντος ἐν αὐτοῖς ἐξ οὗπερ ὥρμητο γένους προσηγορίαν, Ἰσραὴλ δὲ διὰ  
τὴν πρώτην ἀρχήν· ὁ γὰρ ἀρχηγὸς τοῦ γένους αὐτῶν Ἰακώβ, θείας
ὀπτασίας ἀξιωθείς, Ἰσραὴλ παρὰ θεοῦ μετωνόμαστο, νοῦς ἄντικρυς ὁρῶν
θεὸν προσαγορευθείς. οὕτω μὲν οὖν καὶ διὰ ταύτας τὰς αἰτίας αἱ συν-
αποστατήσασαι τῷ Ἱεροβοὰμ δέκα φυλαὶ ὠνομάσθησαν, αἱ δὲ ἐπὶ τοῦ
πατρῴου καὶ σχήματος καὶ ἀξιώματος μείνασαι δύο φυλαί, ἥ τε τοῦ
Ἰούδα καὶ ἡ τοῦ Βενιαμείν, τὸν Ἱεροβοὰμ ὡς ἀποστάτην ἀποστυγήσασαι,
τὴν τοῦ Ῥοβοὰμ τοῦ Σολομῶντος βασιλείαν ἠσπάσαντο, ὠνομάζετο δὲ ὁ
τῶν δύο φυλῶν οὗτος λαὸς Ἰούδας ἀπὸ τῆς κρείττονος φυλῆς. ἦν δὲ καὶ
τῶν γενῶν τούτων ἡ πληθὺς ἀποχρῶσα ταῖς τῶν βασιλέων διαδοχαῖς καὶ
ἀξιόμαχος βαρβάροις τε ἐπιοῦσι καὶ ἀλλοφύλοις πολεμοῦσι καὶ ταῖς δέκα
φυλαῖς ἐπιβουλευούσαις αὐτοῖς· οἱ γὰρ δὴ τοῦ γένους ἀποστατήσαντες
ἐβούλοντο καὶ τὰς δύο ταύτας φυλὰς εἰς ἑαυτοὺς μεταστῆσαι, ὥστε μὴ
κατὰ τὰς διαδοχὰς τῶν τοῦ Ἰούδα γενῶν βασιλεύεσθαι, ἀλλ' ἀπὸ τῆς τοῦ
Ἐφραὶμ ἡγεμονεύεσθαι βασιλείας καὶ διαδόχους τῆς ἀρχῆς ἔχειν τοὺς
ἀπὸ τῆς τοῦ Ἱεροβοὰμ καταγομένους ὀσφύος. καὶ αὐτοὶ γὰρ οἱ βασι-
889

λεύοντες ἐν αὐταῖς ἐμεμήνεσαν τῷ Ἰούδᾳ καὶ τὴν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν συμ-
μαχίαν ἐπ' ἐκείνους ἐπήγοντο· ὥσπερ δὴ καὶ Φακεέ, ὁ υἱὸς Ῥωμελίου,

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 57, line 70

ἀντιφασκούσαις ἀλλήλαις. ‘εἰ’ γὰρ ‘ἀίδιον αὐτῷ τὸ γεννᾶσθαι’ φησίν


’ἢ μή, οὔπω λέγω, ἕως ἂν τὸ ‘πρὸ πάντων βουνῶν γεννᾷ με’ ἀκριβῶς
ἐπισκέψωμαι’, μονονουχὶ τοῦτο λέγων, ὅτι σὺ μὲν ὁ τῆς αἱρέσεως πρό-
μαχος, ῥητὰ μιγνύων καὶ ἄρρητα, καὶ ταράσσων πάντα φύρδην καὶ ξυγκυ-
κῶν, ῥᾳδίως τοῖς λεγομένοις ἐπιπηδᾷς, καὶ ἀνεξετάστως ἀίδιον ἀποφαίνῃ
τὴν γέννησιν· ἐγὼ δὲ νῦν τέως οὐδεμιᾷ τίθεμαι τῶν φωνῶν, ἢ ὅτι μόνως
γεγέννηκεν ἢ ὅτι μόνως γεννᾷ. ἀκούω γὰρ ἀμφοτέρων τῶν φωνῶν κειμέ-
νων παρὰ τῇ γραφῇ. ‘ἐγέννησέ’ τε γὰρ ὁ πατὴρ τὸν υἱόν, καὶ ὁ αὐτὸς
οὗτός φησι γεννᾶσθαι παρὰ τοῦ πατρὸς πρὸ πάντων βουνῶν. οὐδὲν οὖν
σοι περὶ τούτου ἀποφανοῦμαι τὰ νῦν, ‘ἕως ἂν τὸ ‘πρὸ πάντων βουνῶν γεν-
νᾷ με’ ἐπισκέψωμαι ἀκριβῶς’, ὃ δὴ τῷ Σολομῶντι παροιμιάζοντι εἴρηται.
 Ἀλλὰ τί ἐπισκέψῃ, θεολογικώτατε, ἢ τί πολυπραγμονήσεις περὶ τῆς
λέξεως; αὐτόθεν γὰρ ἡ φωνὴ τοῦ ‘γεννᾷ με’ παρατατική πώς ἐστι καὶ
ἐνέστηκεν, ὥστε καὶ ἀίδιος. ἀλλὰ πρὸς τοῦτο, εἴ γε παρῆν, ἀπελογήσατο
ἂν μεγαλοφυῶς, ὅτι ἀμφίβολος ἡ φωνή· καθὸ μὲν γὰρ παρατέταται,
ἀιδίου δόξαν εἰσάγει, καθὸ δὲ ‘πρὸ πάντων βουνῶν’ λέγεται, περιώρισται  
τῇ ποιήσει τῶν βουνῶν καὶ τετελείωται. ὁ οὖν ἐντεῦθεν ἀίδιον τὴν γέννη-
σιν τιθέμενος τὴν τοῦ πεπαροιμιασμένου λόγου ἠγνόησε δύναμιν. σὺ δὲ
ὅρα ὅτι τολμηρὸν τέως φαίνεται τῷ πατρὶ καὶ τὸ μόνως λέγειν γεννᾶσθαι
καὶ τὸ μόνως γεγεννῆσθαι· ἀμφότερα γὰρ προσαρμόζειν δεῖ τῷ λόγῳ
ὑπερφυῶς καὶ ὡς οὐκ ἄν τις ἐπιχειρήσειεν· ἡμεῖς μὲν γὰρ τικτόμενοι οὐ

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 70, line 3

τεχνικώτατος γίνεται· οὐδὲ γὰρ ἑαυτοῦ ἐστιν, ἵνα τὴν τάξιν τηρῇ, ἀλλ' ὑπὸ
τῆς ἡδονῆς ἐξαπατηθεὶς ἢ ὑπὸ τοῦ πάθους παρασυρεὶς ἄλλα μὲν προτίθησι,
λέγει δὲ καὶ ἕτερα. γλαφυρὰ μὲν καὶ αὕτη ἡ ἐπίλυσις καὶ ῥήτορι ἡδίστη
ἀνδρί· ἡ δ' ἀληθὴς ὅτι καὶ θάτερον ἐνεδείξατο διὰ θατέρου. εἰ γὰρ ὁ
θεὸς ἄνθρωπος γέγονε, πολλῷ γε μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος θεός, διὰ γὰρ τὸ
τὸν ἄνθρωπον ἀποθεωθῆναι ὁ κύριος ἐνηνθρώπηκεν. ἢ ὅτι ‘καινοτομοῦν-
ται φύσεις’ εἰρηκὼς ἄνω καὶ δηλώσας ὃ ἐβούλετο, τὴν μείζονα καινοτο-
μίαν ὡς μᾶλλον θαυμαζομένην μόνην ἐξέθετο.

Ἐκ τοῦ Εἰς τὰ φῶτα δευτέρου λόγου, εἰς τὸ ‘οἶδα καὶ πῦρ οὐ καθαρτήριον,
ἀλλὰ κολαστήριον’

 Ὥσπερ εἰσὶ παρὰ τῷ Σολομῶντι, εἴτε τῷ τοῦ Δαυὶδ προσεχῶς υἱῷ καὶ
τοῦ αἰσθητοῦ βασιλεύσαντι Ἰσραὴλ εἴτε τῷ νοητῷ καὶ τῷ ὄντι εἰρηνικῷ,
’ᾄσματα ᾀσμάτων’ καὶ θείων ᾠδῶν ᾠδαὶ ὑψηλότεραι, καθάπερ δὴ καὶ ἐκ  
τοῦ ἐναντίου ‘ματαιότης ματαιοτήτων’, οὕτω δὴ καὶ παρὰ τῷ μεγάλῳ
τούτῳ καὶ θεολόγῳ πατρὶ μυστήρια μυστηρίων εὑρίσκεται κρείττονα. αἱ
μὲν γὰρ αὐτῷ τῶν θεωριῶν προτελείων λόγον ἐπέχουσιν, αἱ δὲ τελειότητός
890

εἰσι καὶ τῶν ἐν ἀδύτοις ἐκφάνσεις ἀπόρρητοι. αἱ μὲν γὰρ Ἑλληνικαὶ τελεταὶ
σωματικοῖς συμβόλοις ἐκάθαιρον τὸν τελούμενον, δι' ὧν ἔδει πρὸς τὸν
παρ' ἐκείνοις Μίθραν τὸν εἰσαγόμενον προσεγγίσαι· ἡ δὲ τοῦ πατρὸς
κάθαρσις, ἐν ἀποστάσει τοῦ νοῦ τῆς σωματικῆς γινομένη φύσεως, αὐτὴν
ἀνάγει γυμνὴν τὴν ψυχὴν πρὸς τὰς θεωρίας τὰς κρείττονας. ἐκεῖνος μὲν

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 96, line 91

τοῦ πατρὸς μυστηρίοις τυγχάνοντες, μὴ γεννήσει προσκείμενοι, ἀλλὰ


τοῖς θείοις λόγοις ἐνασχολούμενοι, τηροῦντες δὲ καὶ τὸ ἐν ἡμῖν ἱερὸν
ἄβατον· κἂν ἐν τούτῳ κολυβιστήν τινα εὕρωμεν ἢ πωλοῦντα περιστεράς
(ἔστι δὲ ὁ μὲν κολυβιστὴς ὁ τὰς ὁλότητας κατακερματίζων καὶ κατα-
τέμνων τὴν ἡμετέραν ψυχὴν εἰς διαφόρους δόξας καὶ φαντασίας, ὁ δὲ τὰς
περιστερὰς ἀπεμπολῶν ὁ τὰς ἐν ἡμῖν πνευματικὰς θεωρίας τοῖς ἐναντίοις
ἀποδιδούς) εἰ γοῦν τινα τούτων ἐν τῷ ἱερῷ καταλάβωμεν, τῇ πλοκῇ τῶν
ἀρετῶν ἀπελάσωμεν. πεφύκασι γὰρ τῷ δι' ἀλλήλων κάλλει σεμνότεραι.
καὶ μιᾷ μὲν ἴσως ἀντιβαίη ὁ πονηρός· ἢν δὲ πλοκὴν εὕρῃ τῶν ὅλων δυνά-
μεων, οὐ προσβαλεῖν οὐδ' ἀποτεμεῖν δυνήσεται· τὸ γὰρ ‘σπαρτίον τὸ
ἔντριτον’, ὥς φησι Σολομῶν, ‘οὐ ῥᾳδίως ἀπορραγήσεται’.
 Ἐπεὶ οὖν μετὰ Ἡρώδην καὶ ὁ Ἀρχέλαος τέθνηκε καὶ ὁ νοῦς καθαρῶς
βεβασίλευκε, ‘μαθητὰς’ προσκτησώμεθα, οὓς εἰς ‘δώδεκα’ καὶ ‘ἑβδο-
μήκοντα’ διαιρήσομεν, ἵν' ὑποτάξωμεν καὶ χρόνον ἡμῖν καὶ αἰσθητικὴν
κίνησιν· ἐπεὶ γὰρ ὁ δώδεκα ἐκ πέντε σύγκειται καὶ ἑπτά, τῆς μὲν αἰσθή-
σεως ὁ πέντε σύμβολον, τῆς δὲ χρονικῆς κινήσεως ὁ ἑπτά, εἴ γε ἑβδοματι-
κῶς ἀνακυκλούμεθα. ἀλλ' οὗτος ἢ ἁπλοῦς ἐστι καὶ ἑπτὰ μόνως ἐστίν,
ἢ τῷ αἰῶνι οἷά τινι δεκάδι ὡς τελείῳ συντίθεται καὶ ἑβδομήκοντα γίνεται.
δεῖ οὖν ἡμῖν ὑποτετάχθαι καὶ αἰῶνα καὶ χρόνον καὶ αἴσθησιν, ἵν' ὑπὸ
θεοῦ μόνου βασιλευθείημεν. ἐπὶ τούτοις πεζεύσομεν καὶ τὸ πέλαγος τοῦ
παρόντος βίου ἄκροις θιγγάνοντες τοῖς ποσίν, ἀλλὰ μὴ τῷ κλύδωνι βαπτι

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 106, line 81

ωπον τῆς γῆς’ πῶς παρεγράψασθε, ὁμοῦ κατ' αὐτὸ καὶ τὸ πνεῦμα ἠθε-
τ[ηκότες καὶ] τὴν ἀνάστασιν;
 Διὰ τοῦτό φησιν ὁ πατὴρ ὅτι ‘οὐκ ἐνόμισαν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, οὐκ
οἶδ' ὅπως τὰς τοσαύτας περὶ αὐτ[οῦ μαρ]τυρίας ἐν τῇ παλαιᾷ διαπτύσαν-
τες’, ἀφ' ὧν ἡμεῖς ὀλίγα τινὰ παρεθέμεθα καὶ ὧν τὴν μνήμην [οὐκ]
ἐξίτηλον εἴχομεν. παλαιὰν δὲ οἰητέον μὴ μόνον τὴν Μωσαϊκὴν συγγραφήν,
ἥτις ἐν πέντε τεύχεσιν ἀ[πη]ρίθμηται, ἀλλὰ καὶ τὴν τοῦ Ναυῆ καὶ τὴν
περὶ τῶν Κριτῶν καὶ τὴν τῆς Ῥοὺθ βίβλον καὶ τὰς τέσσαρας τῶν Βασι-
λειῶν καὶ [τὰς] δύο τῶν Παραλειπομένων καὶ τὰς ἰσαρίθμους τοῦ Ἔσδρα
καὶ τὴν τῆς Ἐσθὴρ καὶ τὴν τῆς Ἰουδὴθ καὶ τὴν τοῦ Τω[βί]α καὶ τὰ Μακ-
καβαϊκά, τὰ τῶν ἑξκαίδεκα προφητῶν καὶ τὰ τοῦ Σολομῶντος ἐν τέσσαρ-
σιν ὅροις ἀνα[γεγ]ραμμένα· οὐδὲ γὰρ τὴν Σοφίαν ἀποδοκιμαστέον, ἀλλὰ
καὶ ταύτην ἐγκριτέον τοῖς γνησίοις τοῦ γράμματος· [ἡ] περὶ τοῦ Ἰὼβ
δὲ συγγραφὴ οὐκ ἐλάχιστον μέρος τοῦ γράμματος. προσκείσθω τούτοις
καὶ ἡ τοῦ Σιρὰχ βίβλος. περὶ γάρ τοι τῆς Λεπτῆς καλουμένης γενέσεως καὶ
τοῦ κατὰ τὸν Ἀδὰμ βίου διαφέρομαι πρὸς τοὺς δεξαμένους· μύθοις γὰρ
891

ἄντικρυς ἔοικε περὶ ὧν ἐκεῖνά φασιν· ὁ δὲ Ὠριγένης καὶ τούτοις ἀποχρῆται


ἐν οἷς κατασκευάζειν βούλεται. ἡμῖν δὲ ἔστω εἰς δύο πρὸς τοῖς εἴκοσιν
συγκεφαλαιούμενα ταῦτα δὴ τὰ συγγράμματα· ὁπόσα δὴ τοῖς Ἑβραίοις
στοιχεῖα, τοσαῦται δὴ καὶ βίβλοι ἀπηρίθμηνται. ὅπως δὲ πολλῶν ὄντων
εἴκοσιν καὶ δύο τὰ πάντα καθέστηκεν, ἐν ἑτέρᾳ γραφῇ σαφηνίσομεν.

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 107, line 1t

τετιμηκότων, μήτε ἀτιμάσαντες μήτε τιμήσαντες, πάνυ δὲ ἀθλίως, ὅτι


πρὸς [τὸν] ἥλιον μυωπάσαντες, ἐξὸν φρυκτωρίας ἐμπίπλασθαι, τῶν
αὐγῶν ἐστερήθησαν. πάλιν δὲ τ[ῶν] ὑπειληφότων τὸ πνεῦμα θεὸν οἱ
μὲν ὥσπερ διανοίᾳ τοῦτο ἐγνώκασιν, οὕτω καὶ γλώττῃ ὑμνήκασιν, ὧν
αὐτός εἰμί τε καὶ εἴην, ταὐτὸ τοῦτο καὶ περὶ ὑμῶν πάντων εὐχόμενος·
οἱ δὲ μέχρι διανοίας, ὡς [ἔδο]ξαν, εὐσεβήσαντες πρὸς τὴν διὰ τῆς γλώτ-
της εὐσέβειαν ἀπενάρκησαν, ἐκ μέρους νοσοῦντε[ς καὶ] ἐκ μέρους ὑγιαίνον-
τες, ‘ἡμίξηροί’ τινες ὄντες ἀτεχνῶς ἢ ‘ἡμίτομοι’· πρὸς οὓς τάδε ἂν ἁρ-
μόσοι τὰ ἐλεγεῖα, ὅτι, ὦ λῷστοι, ‘ἀμφότερον ἀδικεῖτε, Πλουτέα καὶ
Φαέθοντα, τὸν μὲν ἔτ' εἰσορόωντες, τοῦ δ' ἀπολειπόμενοι’.  

Εἰς τὸ Σολομώντειον ῥητὸν τὸ ‘ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκεῖ πορεύεται καὶ κυ-


κλοῖ πρὸς βορρᾶν’, καὶ εἰς τὸ θεολογικὸν ῥητὸν τὸ ‘ὁ μὲν ἡμέτερος λόγος,
ὥσπερ ἵππου καὶ βοὸς καὶ ἀνθρώπου καὶ ἑκάστου τῶν ὑπὸ τὸ αὐτὸ εἶδος,
εἷς λόγος ἐστίν’

 Οὐ δύο μοι γλῶσσαι, ἵνα κατὰ ταὐτὸν τοῖς ἐρωτήσασιν ὑμῖν χαρίσωμαι·
μερίζων δὲ ἣν ἔχω μίαν πρώταις καὶ δευτέραις ἐννοίαις, οὐκ οἶδα τίνι
χαριοῦμαι ὑμῶν ἢ τίνα λυπήσας ἀπέλθω· οἷς γὰρ τὴν τοῦ πρώτου πεῦσιν
συνεξετάσω, ὁ λοιπὸς ἀνιαθήσεται ἐν τοῖς δευτέροις ταχθείς. ἀλλ' ὁρᾶτε
ὅ τι ποιήσω, καὶ ὑμῖν αἵρεσιν τῆς τάξεως δίδωμι· ὃ μὲν γὰρ ἂν ἕλωμαι
τῶν ἠρωτημένων πρότερον πολυπραγμονῆσαι, οὐ βασάνῳ παραδώσω
πολλῇ, τῷ δὲ δευτέρῳ ὅλον ἐμαυτὸν παραδώσω, ἵν' ὁ μὲν προτεταγμένος

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 107, line 15

 Οὐ δύο μοι γλῶσσαι, ἵνα κατὰ ταὐτὸν τοῖς ἐρωτήσασιν ὑμῖν χαρίσωμαι·
μερίζων δὲ ἣν ἔχω μίαν πρώταις καὶ δευτέραις ἐννοίαις, οὐκ οἶδα τίνι
χαριοῦμαι ὑμῶν ἢ τίνα λυπήσας ἀπέλθω· οἷς γὰρ τὴν τοῦ πρώτου πεῦσιν
συνεξετάσω, ὁ λοιπὸς ἀνιαθήσεται ἐν τοῖς δευτέροις ταχθείς. ἀλλ' ὁρᾶτε
ὅ τι ποιήσω, καὶ ὑμῖν αἵρεσιν τῆς τάξεως δίδωμι· ὃ μὲν γὰρ ἂν ἕλωμαι
τῶν ἠρωτημένων πρότερον πολυπραγμονῆσαι, οὐ βασάνῳ παραδώσω
πολλῇ, τῷ δὲ δευτέρῳ ὅλον ἐμαυτὸν παραδώσω, ἵν' ὁ μὲν προτεταγμένος
χαίρων ἐπὶ τῇ τάξει ἀνιῷτο ἐπὶ τῇ ἐλλείψει, ὁ δὲ δεύτερος ἀλγῶν ἐπὶ τῷ
βαθμῷ εὐφραίνοιτο ἐπὶ τῷ τοῦ λόγου ὀρθῷ. ἐπεὶ οὖν τῷ ἐλλείποντι τὸ
ἀντισηκοῦν ἀποδεδώκαμεν καὶ τῷ πλεονάζοντι ὅσον εἰκὸς ἐπεχαλάσαμεν,
προκείσθω μὲν τὸ Σολομώντειον, ἐπαγέσθω δὲ τὸ τοῦ μεγάλου ῥητόν.
 ’Ἀνατέλλων’ φησίν ‘ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορ-
ρᾶν’. εἰρηκὼς γὰρ ἄνω τὴν κατὰ μῆκος τοῦ ἡλίου κίνησιν, καὶ ὅπως ἀπὸ  
892

τοῦ ὡροσκοποῦντος σημείου ἀρχόμενος καὶ ἐς τὸν δυτικὸν διανύων ὁρί-


ζοντα καὶ μηδαμοῦ στηρίζων, ἐκεῖθεν αὖθις ὁμαλαῖς ταῖς κινήσεσι πρὸς
τὴν ἀνατολὴν καταντᾷ, ἐνταῦθα περὶ τῆς κατὰ πλάτος αὐτοῦ κινήσεως
διαλέγεται, ἥτις δὴ καὶ μόνη κίνησίς ἐστιν ἡλιακή. ἡ γὰρ πρώτη, περὶ ἧς
πολλὰ διελέχθημεν, φορά τίς ἐστι τοῦ ἡλίου, ἀλλ' οὐχὶ κίνησις· φέρεται
γάρ πως ἐν ἐκείνῃ ὑπὸ τῆς ἀπλανοῦς ὁ τοῦ ἡλίου κύκλος καὶ τὸ ἡμερήσιον
ταύτῃ συνδιανύει διάστημα· ἣν δὲ ποιεῖται κίνησιν, ἐν μησὶν ὅλοις πε-
ριοδεύει δώδεκα, ἕκαστον τῶν ζῳδίων διερχόμενος· δώδεκα δὲ ταῦτα,

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 107, line 53

λόγος φορὰν ὠνόμασε, τῇ μὲν ὑπόγειος γίνεται, τῇ δὲ λοξὸς καὶ παρεγκε-


κλιμένος. οἱ γοῦν τῷ ἡλίῳ τὸ μὲν διδόντες, τὸ δ' ἄλλο μὴ ἐπιμαρτυροῦντες
ἀμαθέστατόν μοι διαταττόμενοι φαίνονται· οἱ δ' ἀμφότερα κατὰ τοὺς
οἰκείους λόγους προσιέμενοι τῆς ἀκριβείας οὐ διημαρτήκασιν. οὐ γὰρ
ἐπειδὴ κατὰ τὴν οἰκείαν λόξωσιν τόν τε βορρᾶν ἄνεισι καὶ πρὸς νότον
κάτεισιν, ἤδη που τῆς ὑπογείου πορείας ἐστέρηται, οὐδ' ἐπειδὴ ὑπόγειος
γίνεται, παρὰ τοῦτο τὸ τοῦ ζῳοφόρου πλάτος οὐ περιοδεύει, ἀλλ' ἑκάστην
κινούμενος τῶν κινήσεων, ἐν ᾧ ταύτην κινεῖται, οὐδὲ τῆς ἑτέρας ἐστέρηται,
ἀλλὰ διὰ μὲν τὴν τοῦ παντὸς συμπεριφορὰν μεσημβρινὸς ἐφ' ἡμέρας γίνε-
ται καὶ ὑπόγειος, διὰ δὲ τὴν οἰκείαν λόξωσιν βόρειός τε καὶ νότιος. τοῦτο
γοῦν αὐτὸ καὶ ὁ Σολομῶν ὑπαινιττόμενος φαίνεται· ‘κυκλῶν’ γάρ φησιν  
’αὐτὸς ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον, καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν’. τὸ γὰρ ἐπίρ-
ρημα τοῦ ‘ἐκεῖ’ τοῦτό μοι ἐμφαίνειν δοκεῖ, ὅτι καὶ τὴν κατὰ μῆκος κινού-
μενος κίνησιν, ἣν ἀνωτέρω ὁ λόγος ἐδήλωσεν, οὐδὲ τὸ πρὸς νότον κατιέναι
καὶ αὖθις ἐκεῖθεν πρὸς βορρᾶν ἀνιέναι ἐστέρηται, ἀλλὰ κἀκεῖσε πορεύεται
κἀνταῦθα κεκίνηται.
 Καὶ ‘ὁ τῆς δικαιοσύνης’ δὲ ‘ἥλιος’ οὐδὲν ἧττον ἁπανταχοῦ τῆς ἡμετέρας
φύσεως γίνεται, νῦν μὲν εἰς τὸν καθ' ἡμᾶς βορρᾶν ἀνιών, νῦν δὲ πρὸς
νότον μετακλινόμενος. ἀλλὰ βόρειον μὲν ἡμῖν μέρος πρὸς ὕψος ἠρμένον
καὶ πολλαῖς μοίραις τῆς γῆς μετεωριζόμενον ὁ κοσμῶν νοῦς τὴν ψυχήν·
νότιον δὲ ἡ μετέχουσα τοῦ νοῦ ψυχή, ὑποβεβηκυῖα μὲν ἐκεῖνον καὶ κάτω

Μιχαήλ Ψελλός. Θεολογικά. Opusculum 114, line 51

τετελευτηκότος ἡγεῖται τοῦ λαοῦ ὁ τοῦ Ναυῆ Ἰησοῦς, μεθ' ὃν οἱ πρεσβύ-


τεροι τοῦ λαοῦ, εἶτα ἀλλόφυλοι, μεθ' [οὓς] ὁ Γοθονιὴλ Ἰουδαῖος, καὶ αὖθις  
ἀλλόφυλοι, καὶ πάλιν ἕτερος ἐκ τοῦ γένους, μεθ' ὃν ἔθνος ἀλλότριον, εἶτα
Βαρὰκ [καὶ Δε]βόρρα, οὓς Μαδιηναῖοι διαδεξάμενοι παρὰ Γεδεὼν ἀφῃ-
ρέθησαν τὴν ἀρχήν· ἐπὶ τούτου Ἀβιμέλεχ καὶ Θ[ωλὰ] καὶ Ἰαήρ, μεθ' οὓς
Ἀμανῖται, καὶ μετ' ἐκείνους Ἰεφθάε, Ἐσβών, Αἰγλών, Λαβδών, ἐφ' οἷς
ἀλλόφυλοι, μ[εθ' οὓς] Σαμψών, εἶτα Ἠλεὶ ὁ ἱερεύς, καὶ τέλος Σαμουὴλ
ὁ προφήτης, εἰς ὃν ἡ τῶν κριτῶν ἐξουσία κατέληξεν.
 Ἐπεὶ δὲ καὶ [ὑπὸ] βασιλεῖ ταχθῆναι ὁ τῶν Ἰουδαίων λαὸς ᾑρετίσατο,
καθίσταται αὐτοῖς πρῶτος βασιλεὺς ὁ Σαοὺλ ἀπὸ φυλῆς Βενιαμίτιδος,
εἶθ' ἑξῆς ὁ περιβόητος Δαυίδ, μεθ' ὃν ὁ ἐκείνου υἱὸς Σολομῶν, καὶ
αὖθις ὁ τούτου υἱὸς Ῥοβοάμ, ἐφ' [οὗ αἱ] δώδεκα φυλαὶ διῃρέθησαν, καὶ
δύο μὲν φυλαὶ τοῖς ἀπὸ Ῥοβοὰμ τὸ γένος ἔχουσι συνετάχθησαν, δέκα
893

[δὲ τῷ] Ἱεροβοάμ. γεννᾷ δὲ Ῥοβοὰμ τὸν Ἀσσά, οὗτος τὸν Ἰωσαφάτ, ἐφ'
οὗ Μιχαίας καὶ Ἠλίας καὶ Ἐλισσαῖος τῷ τῆς προ[φητείας] φωτὶ κατηυγά-
ζοντο. Ἰωσαφὰτ γεννᾷ τὸν Ἰωράμ, οὗτος τὸν Ὀχοζίαν, κἀκεῖνος τὸν Ἰωάς,
καὶ οὗτος τὸν Ἀμες[ίαν, καὶ Ἀ]μεσίας τὸν Ἀζαρίαν καὶ Ἰωσίαν, ὁπηνίκα
Ἀμὼς καὶ Ἡσαΐας καὶ Ὠσηέ, Ἰωνᾶς τε καὶ Ἰωὴλ τὰς προφητικὰς [......]
σάλπιγγας. Ἰωσίας γεννᾷ τὸν Ἰωάθαμ, καὶ οὗτος τὸν Ἄχατζ, Ἄχατζ τὸν
Ἐζεκίαν, Ἐζεκίας τὸν Μανασσῆν, Μαν[ασσῆς] τὸν Ἀμώς, Ἀμὼς τὸν
Ἰωσίαν, ἐφ' οὗ προεφήτευον Σοφονίας, Ἱερεμίας τε καὶ Βαρούχ. Ἰωσίας

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 1, line 214

  Ὁ δέ γε ‘εἰς ἀνάμνησιν τοῦ σῶσαί με’ προλέγει,


 ἔστι δ' ἑξηκοστένατος, ὥσπερ δ' ἀναμιμνήσκει
 τὸ τοῦ θεοῦ φιλάνθρωπον τῆς κοινῆς σωτηρίας.
  Ὁ δὲ Ἰωναδὰβ υἱὸς ἐστί τις χοροψάλτης,
 ὃς δὴ τὸν ἑβδομήκοστον ᾖσε ψαλμὸν τῷ λόγῳ.
 ’ὑπὲρ τῶν πρώτων’ δέ φησι ‘συναιχμαλωτισθέντων’·
 ὁ Ναβουχοδονόσορ γὰρ ὁ Περσῶν αὐτοκράτωρ
 τρισσάκις ᾐχμαλώτισε τὴν πόλιν Ἰουδαίων,
 ὁ δὲ ψαλμὸς προϊστορεῖ τὴν ἅλωσιν τὴν πρώτην.
  Ὁ δ' ἑβδομηκοστόπρωτος ‘ὑπὲρ τοῦ Σολομῶντος’,
 οἶμαι τοῦ καθ' ἡμᾶς, Χριστοῦ τοῦ εἰρηνικωτάτου.
  Ἐν δ' ἑβδομηκοστῷ ψαλμῷ φημὶ δὴ καὶ δευτέρῳ  
 ἐπίγραμμα ‘ἐξέλιπον οἱ ὕμνοι τοῦ προφήτου,
 ψαλμὸς Ἀσάφ’, ὅπερ ἐστίν, ὡς μέχρι τούτων ᾄσας
 οἰκείῳ στόματι Δαυὶδ τὰ γεγραμμένα μέλη
 ὕστερον γράφων ἔλεγε ταῦτα τοῖς χοροψάλταις,
 τῷ Ἰδιθούμ, Ἀσάφ, Αἰμάν, τοῖς ἐπιγεγραμμένοις,
 νῦν μὲν ‘εἰς τὸν Ἀσσύριον’, τὸν Ναβουχοδονόσορ,
 νῦν δ' ‘ὑπὲρ ἀλλοιώσεως’, ὑπὲρ ἧς προειρήκει,
 στρέφων τὸν λόγον εὐφυῶς καὶ μέλεσι ποικίλλων·

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 8

 καὶ γράψω σοι τὴν ἄρρητον τῶν ψαλμῶν θεωρίαν.

Ἑρμηνεία τοῦ Ἄισματος τῶν ᾀσμάτων διὰ στίχων πολιτικῶν γενομένη


παρὰ τοῦ Ψελλοῦ, πρὸς τὸν βασιλέα Μονομάχον

  Ἐπείπερ τὸ φιλομαθὲς τὸ σόν, ὦ στεφηφόρε,


 ἑρμηνευθῆναι γλίχεται τὴν ξένην καὶ ποικίλην  
 τοῦ τῶν ᾀσμάτων Ἄισματος ἐξήγησιν καὶ γνῶσιν,
 ἰδού σοι τῷ θεσπίσματι πεισθέντες, αὐτοκράτωρ,
 καὶ τὰς ἐλπίδας θέμενοι πρὸς τὸν δεσπότην πάντων,
 δηλοῦμεν τὴν ἐξήγησιν πᾶσάν σοι τῶν Ἀισμάτων
 ἐν ἁπλουστάταις λέξεσι καὶ κατημαξευμέναις.
  Ὁ γὰρ προφήτης Σολομῶν, ὁ πάνσοφος ἐκεῖνος,
894

 ὁ παῖς τυγχάνων τοῦ Δαυίδ, ἀλλ' ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου,


 τρεῖς συνεγράψατό τινας ἐν βίῳ πραγματείας.
 ἡ μὲν καλεῖται νουνεχῶς τοῖς πᾶσι Παροιμίαι,
 ἔχουσα παίδευσιν ἠθῶν, παθῶν ἐπανορθώσεις
 καὶ τῶν πρακτέων συνεχεῖς καὶ θείας ὑποθήκας·
 ἡ δέ πως Ἐκκλησιαστὴς κέκληται τοῖς ἀνθρώποις,
 τὸ μάταιον διδάσκουσα τὸ τοῦ παρόντος βίου·
 ἡ δέ γε τρίτη συνεχῶς ἐκείνου πραγματεία
 αὕτη τυγχάνει, δέσποτα, τὸ τῶν ᾀσμάτων Ἆισμα,
 τὸν τρόπον καταγγέλλουσα ποικιλοτρόπως ἄγαν

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 29-49l2

 ἀλλ' ὡς ἐν σχήματί τινι σεμνῷ νυμφοστολίας.


 σοφῶς γὰρ ὑποτίθησι τὸν μὲν Χριστὸν νυμφίον,
 νύμφην δὲ πάλιν τὴν ψυχὴν ἐρῶσαν τοῦ νυμφίου
 καὶ πτερουμένην ἔρωτι τῷ τούτου κατὰ κράτος  
 καὶ πρὸς ἐκείνου τὰς μονὰς ἀνιπταμένην τάχα.
 ἔχει δ' ἐμφάσεις καί τινας περὶ τῆς ἐκκλησίας.
  Ἀλλ' ἀπαρξώμεθα λοιπὸν σύν γε θεῷ τῶν λόγων.
 φησὶν ἡ νύμφη παρευθὺς πρὸς τοὺς ἀγγέλους τάδε,
 οὓς θυγατέρας τῆς Σιὼν ἐκάλεσεν ὁ λόγος·
μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ὡς σκηνώματα Κηδάρ,
ὡς δέρρεις Σολομῶντος [1, 5].
  Ταῦθ' ὁμιλεῖ τὸ πρώτιστον ἡ νύμφη τοῖς ἀγγέλοις·
 χρὴ γὰρ αὐτὰ τὰ ῥήματα τῆς νύμφης προτιθέναι
 καὶ μηδαμῶς στιχοπλοκεῖν ταῦτα καὶ μεταλλάττειν.
  Ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, φησίν, ὦ θυγατέρες
 τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ τῆς σεβασμιωτάτης.
 ὁμοῦ γὰρ ἔγωγε καλὴ καὶ μέλαινα τυγχάνω·
 μέλαινα μὲν ὡς τοῦ Κηδὰρ σκήνωμα πρὶν φανεῖσα,
 φημὶ δ' ἐκ παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τῆς πρώτης
 (ὁ γὰρ Κηδὰρ ὁ ζοφερὸς λέγεται καὶ σκοτώδης),
 καλὴ δὲ πάλιν πέφυκα νυνὶ τῇ μετανοίᾳ,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 40

 χρὴ γὰρ αὐτὰ τὰ ῥήματα τῆς νύμφης προτιθέναι


 καὶ μηδαμῶς στιχοπλοκεῖν ταῦτα καὶ μεταλλάττειν.
  Ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, φησίν, ὦ θυγατέρες
 τῆς ἄνω Ἱερουσαλὴμ τῆς σεβασμιωτάτης.
 ὁμοῦ γὰρ ἔγωγε καλὴ καὶ μέλαινα τυγχάνω·
 μέλαινα μὲν ὡς τοῦ Κηδὰρ σκήνωμα πρὶν φανεῖσα,
 φημὶ δ' ἐκ παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τῆς πρώτης
 (ὁ γὰρ Κηδὰρ ὁ ζοφερὸς λέγεται καὶ σκοτώδης),
 καλὴ δὲ πάλιν πέφυκα νυνὶ τῇ μετανοίᾳ,
 συννεκρωθεῖσα τῷ Χριστῷ τῷ εἰρηνικωτάτῳ
 (εἰρηνικὸς γὰρ λέγεται πᾶς Σολομῶν ἀξίως).
895

  Σὺ δὲ μηδ' ὅλως ἐκπλαγῇς ἅπερ ἡ νύμφη λέγει,


 ὡς ἐν ταὐτῷ καὶ μέλαινα καὶ καλὴ νῦν τυγχάνει.
 πᾶσα γὰρ μέλλουσα ψυχὴ πρὸς ἀρετὰς προκόπτειν
 καὶ πρὸς τὸ φῶς ἀνάγεσθαι καὶ φεύγειν ἐκ τοῦ σκότους
 οὐ παρευθὺς ὁλόφωτος καὶ καθαρὰ τυγχάνει,
 ἀλλ' ὅσον πρὸς τὴν ἀρετὴν προκόπτει μετὰ πόνου,
 τοσοῦτον ἀπαλλάττεται τοῦ σκότους τῆς ἀπάτης
 καὶ λαμπροτέρα γίνεται πάντως καὶ φαιδροτέρα.
  Εἶτά φησι πρὸς τὰς αὐτὰς ἡ νύμφη θυγατέρας·  

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 704-727l1

 καί πως ὑποκρινόμενοι δῆθεν ὡς ἀγνοοῦντες,


 περὶ τῆς νύμφης θέλουσιν ἐπερωτᾶν ἀλλήλους,
 τίς αὕτη, λέγοντες, ἐστίν, ἥτις ἐκ τῆς ἐρήμου
 πρὸς οὐρανοὺς ἀνέδραμεν ὥσπερ καπνοῦ στελέχη,
 σμύρνης ὀσμὴν ἐκπέμπουσα καὶ θαυμαστοῦ λιβάνου;
 ψυχὴ γὰρ πᾶσα θέλουσα λίβανον τελεσθῆναι,
 ἤγουν τερπνὸν θυμίαμα τῷ βασιλεῖ τῶν ὅλων,
 ἂν μὴ νεκρώσῃ πρότερον πάντα τὰ μέλη ταύτης
 καὶ σμύρνα δῆθεν γένηται Χριστῷ συννεκρωθεῖσα,
 οὐκ ἄλλως γίνεταί ποτε λίβανον τῷ κυρίῳ.
ἰδοὺ ἡ κλίνη Σολομῶντος, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ δυ-
νατῶν Ἰσραήλ, πάντες κατέχοντες ῥομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον·
ἀνὴρ ῥομφαίαν ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ἀπὸ θάμβους ἐν νυξίν [3, 7 – 8].
  Οἱ φίλοι ταῦτα λέγουσι δῆθεν πρὸς τὴν παρθένον
 τὸ κάλλος ἀφηγούμενοι τῆς κλίνης τοῦ νυμφίου,
 ὡς μᾶλλον ὑπανάψωσι τὸν πόθον τὸν τῆς νύμφης.
  Σὺ δέ μοι σφόδρα πρόσεχε τῇ τούτων ἐξηγήσει.
 κλίνη τυγχάνει Σολομῶν ὁ τῶν σωθέντων τόπος,
 ἑξήκοντα δὲ δυνατοὶ περικυκλοῦντες ταύτην
 ὄντως αὐτοὶ πεφύκασιν οἱ πάνυ σεσωμένοι.
 ἑξήκοντα δὲ λέγονται τῷ λόγῳ τῶν Ἀισμάτων

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 708

 ἂν μὴ νεκρώσῃ πρότερον πάντα τὰ μέλη ταύτης


 καὶ σμύρνα δῆθεν γένηται Χριστῷ συννεκρωθεῖσα,
 οὐκ ἄλλως γίνεταί ποτε λίβανον τῷ κυρίῳ.
ἰδοὺ ἡ κλίνη Σολομῶντος, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ δυ-
νατῶν Ἰσραήλ, πάντες κατέχοντες ῥομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον·
ἀνὴρ ῥομφαίαν ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐτοῦ ἀπὸ θάμβους ἐν νυξίν [3, 7 – 8].
  Οἱ φίλοι ταῦτα λέγουσι δῆθεν πρὸς τὴν παρθένον
 τὸ κάλλος ἀφηγούμενοι τῆς κλίνης τοῦ νυμφίου,
 ὡς μᾶλλον ὑπανάψωσι τὸν πόθον τὸν τῆς νύμφης.
  Σὺ δέ μοι σφόδρα πρόσεχε τῇ τούτων ἐξηγήσει.
 κλίνη τυγχάνει Σολομῶν ὁ τῶν σωθέντων τόπος,
896

 ἑξήκοντα δὲ δυνατοὶ περικυκλοῦντες ταύτην


 ὄντως αὐτοὶ πεφύκασιν οἱ πάνυ σεσωμένοι.
 ἑξήκοντα δὲ λέγονται τῷ λόγῳ τῶν Ἀισμάτων
 ὡς δεκαπλασιάσαντες ἐν ἀγαθοεργίαις
 τὴν δεδομένην πρὸς αὐτοὺς ἑξάδα τῶν ταλάντων.
 οἵτινες ὄντες δυνατοὶ τῇ χάριτι τῇ θείᾳ
 θάμβους ἐνέπλησαν πολλοῦ τὰ στίφη τῶν δαιμόνων  
 τῶν ἐν νυξὶ τὸν πόλεμον ἐχόντων κατ' ἀνθρώπων,
 ὥσπερ ἐκπλήττει τις ἀνὴρ ῥομφαίαν μηρῷ φέρων
 τοὺς μὴ πρὸς πόλεμον καλῶς ἐκδεδοκιμασμένους.

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 728-749l1

 τοὺς μὴ πρὸς πόλεμον καλῶς ἐκδεδοκιμασμένους.


 ἐκεῖνοι γὰρ σπασάμενοι τὸ τοῦ σταυροῦ σημεῖον
 ὥσπερ ῥομφαίαν δίστομον ἠκονημένην λίαν
 πρὸς τὰς ἀρχὰς ἀντέστησαν καὶ πρὸς τὰς ἐξουσίας
 τοῦ κοσμοκράτορος σατᾶν, τοῦ σκότους τοὺς προστάτας.
  Ταῦτα μὲν οὕτω παρ' ἡμῶν ὡς δυνατὸν ἐλέχθη·
 εἰ δ' ἴσως κατὰ σύνταξιν ὁ λόγος οὐ προβαίνει,
 μὴ τὸ θαυμάσῃς, δέσποτα, μηδὲ δυσαρεστήσῃς,
 οὕτως γὰρ ἔχει τὰ πολλὰ τῶν προφητικωτέρων.
  Φέρε λοιπὸν ἁψώμεθα τῶν ἐφεξῆς ᾀσμάτων.
φορεῖον ἐποίησεν ἑαυτῷ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἀπὸ ξύλου τοῦ Λιβάνου.
στύλους αὐτοῦ ἐποίησεν ἀργυροῦς καὶ τὸ ἀνάκλιτον αὐτοῦ
ἐπίβασιν αὐτοῦ πορφυρᾶν, ἐντὸς αὐτοῦ λιθόστρωτον, ἀγάπην ἀπὸ θυ-
γατέρων Ἱερουσαλήμ [3, 9 – 10].
  Ὁ λόγος ὁ προκείμενος τοῦ μέλους τῶν Ἀισμάτων
 τὴν ἐξ ἐθνῶν αἰνίττεται πανσόφως ἐκκλησίαν.
 ὁ βασιλεὺς γὰρ Σολομῶν, τοῦτ' ἔστιν ὁ νυμφίος,
 ἐν ταύτῃ κλίνει κεφαλὴν ὡς ἔν τινι φορείῳ·
 ἥντινα κατεσκεύασεν ἐκ ξύλων τοῦ Λιβάνου,
 τοῦτ' ἔστιν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν ἀπωσμένων πάλαι.
 ἔστι μὲν γὰρ καὶ Λίβανος σεπτός, ἡγιασμένος,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 730

 εἰ δ' ἴσως κατὰ σύνταξιν ὁ λόγος οὐ προβαίνει,


 μὴ τὸ θαυμάσῃς, δέσποτα, μηδὲ δυσαρεστήσῃς,
 οὕτως γὰρ ἔχει τὰ πολλὰ τῶν προφητικωτέρων.
  Φέρε λοιπὸν ἁψώμεθα τῶν ἐφεξῆς ᾀσμάτων.
φορεῖον ἐποίησεν ἑαυτῷ ὁ βασιλεὺς Σολομῶν ἀπὸ ξύλου τοῦ Λιβάνου.
στύλους αὐτοῦ ἐποίησεν ἀργυροῦς καὶ τὸ ἀνάκλιτον αὐτοῦ
ἐπίβασιν αὐτοῦ πορφυρᾶν, ἐντὸς αὐτοῦ λιθόστρωτον, ἀγάπην ἀπὸ θυ-
γατέρων Ἱερουσαλήμ [3, 9 – 10].
  Ὁ λόγος ὁ προκείμενος τοῦ μέλους τῶν Ἀισμάτων
 τὴν ἐξ ἐθνῶν αἰνίττεται πανσόφως ἐκκλησίαν.
 ὁ βασιλεὺς γὰρ Σολομῶν, τοῦτ' ἔστιν ὁ νυμφίος,
897

 ἐν ταύτῃ κλίνει κεφαλὴν ὡς ἔν τινι φορείῳ·


 ἥντινα κατεσκεύασεν ἐκ ξύλων τοῦ Λιβάνου,
 τοῦτ' ἔστιν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν ἀπωσμένων πάλαι.
 ἔστι μὲν γὰρ καὶ Λίβανος σεπτός, ἡγιασμένος,
 οὗτινος μέμνηται Δαυὶδ ὁ ψαλμογράφος λέγων·
 ὡς φοῖνιξ ἐξανθήσεται δίκαιος ἐν κυρίῳ
 καὶ πληθυνθήσεται καλῶς ὡς κέδρος ἐν Λιβάνῳ.
 ἔστι δὲ πάλιν Λίβανος ἀπόβλητος ἐν πᾶσιν,  
 οὗπερ ἐπεύχεται Δαυὶδ τὰς κέδρους συντριβῆναι.
 στύλους δὲ σύ μοι νόησον καὶ βάσεις τοῦ φορείου

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 750-760l1

 στύλους δὲ σύ μοι νόησον καὶ βάσεις τοῦ φορείου


 τοὺς ἀποστόλους ἀληθῶς καὶ τοὺς προφήτας ὅλους,
 οἵτινες ὑπεστήριξαν Χριστοῦ τὴν ἐκκλησίαν
 καὶ τὴν ἀγάπην ηὔξησαν, ἤγουν τὴν σωτηρίαν,
 τῶν ἀνθρωπίνων δηλαδὴ ψυχῶν τῶν ἀπωσμένων.
  Ταῦτα μὲν οὖν λελάληκεν ὑπὲρ αὐτῆς ἡ νύμφη·
 εἶτα προτρέπεται ψυχαῖς ἁπάσαις τῶν ἀνθρώπων
 ὑπεξελθεῖν τῶν κοσμικῶν σκανδάλων καὶ θορύβων
 καὶ τὸν νυμφίον κατιδεῖν αὐταῖς συνηνωμένον.
 φησὶ γὰρ οὕτω πρὸς αὐτὰς ὑφ' ἡδονῆς ἡ νύμφη·
ἐξέλθετε καὶ ἴδετε, θυγατέρες Σιών, ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομῶν, ἐν τῷ
στεφάνῳ ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως
καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης καρδίας αὐτοῦ [3, 11].
  Ὦ θυγατέρες τῆς Σιών, φησὶν ἡ νύμφη πάλιν,
 ἐπείπερ ἔγωγε, τὸ πρὶν οὖσα μεμισημένη,
 γέγονα νῦν τερπνότατον φορεῖον τοῦ νυμφίου,
 θέλω καὶ πάσας ἐκφυγεῖν ὑμᾶς ἀπὸ τοῦ βίου
 καὶ καθαροῖς ἐν ὄμμασι προσβλέψαι τῷ νυμφίῳ
 περικειμένῳ στέφανον ἐκ λίθων σεβασμίων,
 ἐν ᾧπερ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ τούτου
 σήμερον μνηστευόμενον ἐμὲ τὴν ἐκκλησίαν.

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 1153

  Οὕτω μὲν οὖν ἐπῄνεσε τὴν νύμφην ὁ νυμφίος,


 γυναικικῶς, ἐρωτικῶς καὶ νυμφοπρεπεστάτως.
 σὺ δ' ἀλλὰ τούτους ξύμπαντας τῆς νύμφης τοὺς ἐπαίνους,
 ὡς ἡρμηνεύθης ἄνωθεν, γίνωσκε, στεφηφόρε·
 ταύτην τὴν ῥῆσιν γὰρ ἡμεῖς ἄνωθεν εὑρηκότες
 ἅπασαν ἡρμηνεύσαμεν ὡς δυνατὸν ἦν ὅλως.
  Ἀλλ' ἀκουσώμεθα λοιπὸν τοῦ τέλους τῶν Ἀισμάτων.  
ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι καὶ ὀγδοήκοντα παλλακαί, καὶ νεανίδες ὧν
οὐκ ἔστιν ἀριθμός· μία ἐστὶ περιστερά μου τελεία. εἴδοσαν αὐτὴν πᾶ-
σαι θυγατέρες καὶ μακαριοῦσιν αὐτήν [6, 8 – 9].
898

  Ὁ Σολομῶν ὁ πάνσοφος, ὁ θαυμαστὸς προφήτης,


 προφητικοῖς ἐν ὄμμασιν εἶδεν ὡς ἐν κατόπτρῳ
 τοὺς τρόπους καὶ τὰς ἀφορμὰς ψυχῶν τῶν σεσωσμένων,
 μᾶλλον δ' εἰπεῖν ὡς ἀληθῶς τὰς τάξεις καὶ τὰς βάσεις.
 τρεῖς γάρ εἰσιν, ὡς πέπεισμαι, τῶν σεσωσμένων τάξεις,
 υἱότης μισθαρνία τε καὶ μετ' αὐτὴν δουλότης.
 οἱ μὲν γὰρ ἀγαπήσαντες ἐξ ὅλης τῆς καρδίας
 τὸν εὐεργέτην τοῦ παντὸς ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων
 καὶ τῆς ἀγάπης ἕνεκα τούτου καὶ τῆς φιλίας
 τὸν κόσμον βδελυξάμενοι καὶ τὰ περὶ τὸν κόσμον,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 1174

 εἰς τάξιν ἔφθασαν υἱοῦ τῇ χάριτι τῇ θείᾳ.


 οἱ δὲ γλιχόμενοι τυχεῖν τῆς ἀκηράτου δόξης
 καὶ ταύτης χάριν ἔσπευσαν Χριστῷ δεδουλευκότες
 εἰς τάξιν ἔφθασαν αὐτοὶ καὶ τόπον τῶν μισθίων.
 οἱ δέ γε πλημμελήσαντες, ὥσπερ ἐγὼ ὁ τάλας,
 καὶ πᾶσαν ἐκτελέσαντες ἄτοπον ἁμαρτίαν
 καὶ φοβηθέντες τὰς πολλὰς βασάνους καὶ κολάσεις
 καὶ τούτου χάριν φθάσαντες εἰς τρόπους μετανοίας
 (ὡς εἴθε τούτους φθάσαιμι κἀγώ, Χριστέ μου λόγε)
 εἰς τάξιν ἐληλύθασι δούλων, πλὴν σεσωσμένων.
  Ταύτας τὰς τάξεις κατιδὼν ὁ Σολομῶν ἐκεῖνος,
 προκατιδὼν δὲ μάλιστα τῷ πνεύματι τῷ θείῳ
 καὶ τὴν τοῦ λόγου σάρκωσιν, τοῦ καθαροῦ νυμφίου,
 καὶ τὴν γεννήσασαν αὐτὸν ἀσπόρως θεοτόκον,
 τὴν ὄντως παναμώμητον καὶ καθαρὰν Μαρίαν,  
 ἥντινα μακαρίζουσι φωναῖς ἀκαταπαύστοις
 αἱ γενεαὶ τῶν γενεῶν ἁπάντων τῶν ἀνθρώπων
 ὅτι σωτῆρα τέτοκε τῆς ὅλης οἰκουμένης,
 ταύτην ἐξεῖπε τὴν ᾠδὴν προσώπῳ τοῦ νυμφίου.
  Σὺ δέ μοι τὰς ἑξήκοντα βασιλίσσας ἀκούων
 ἐκείνους εἶναι γίνωσκε, δέσποτα στεφηφόρε,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 2, line 1213

 ἰδοὺ γὰρ τέλος εἴληφε τὸ τῶν ᾀσμάτων Ἆισμα.


 ἀλλ' ἐρωτᾷς, ὦ κράτιστε, καὶ πλέον φιλολόγε,
 καὶ τί τὸ συναγόμενον ἐν καθαρῷ τυγχάνει
 ἐκ ταύτης τῆς προφητικῆς ᾀσματογράφου βίβλου;
 ἅπαν τὸ συναγόμενον τοῦτο τυγχάνει μόνον,  
 ὅτι τὴν φύσιν τῶν βροτῶν τὴν ἐκπεσοῦσαν πάλαι
 ὁ λόγος ἀνεζήτησεν ὁ ταύτην πλαστουργήσας·
 εὑρὼν δὲ ταύτην καὶ λαβὼν ἐπ' ὤμων ὁ δεσπότης
 εἰς οὐρανοὺς ἀνήγαγε καὶ τῷ πατρὶ παρέσχε
 καὶ τῶν ἀγγέλων ἔδειξε ταύτην ὑψηλοτέραν.
 ὅπερ προγνοὺς ὁ Σολομῶν πνεύματι προφητείας
899

 ποικίλως συνεγράψατο καὶ πολυπλόκως τάδε.


  Ἡμεῖς μὲν οὖν τοὐπίταγμα τὸ σόν, ὦ στεφηφόρε,
 ἀποπληρῶσαι θέλοντες ὡς δοῦλοι τοῦ σοῦ κράτους,
 ὡς δυνατὸν ἐγράψαμεν πολιτικοῖς ἐν στίχοις
 τὴν τῶν Ἀισμάτων δύναμιν, ἐξήγησιν καὶ γνῶσιν.
 εἰ δ' ἴσως παρεσφάλημεν καί τι τῆς ἀληθείας,
 οὐ ξένον οὐδὲ θαυμαστὸν οὐδὲ καινὸν τυγχάνει.
 ἐχρῆν μὲν γὰρ μηδὲ ποσῶς ἡμᾶς ἐπιχειρῆσαι
 τὴν βίβλον τὴν πνευματικὴν ταύτην ἐφερμηνεῦσαι·
 τοῦτο γὰρ τοῖς πνευματικοῖς εἰκός ἐστι καὶ μόνοις,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 53, line 221

 πόσαι δ' εἰσὶ μεταβολαί, καὶ τίνων ἑρμηνέων


 τῆς γλώσσης τῆς Ἑβραϊκῆς ἐπὶ τὴν Ἑλληνίδα.
  Λέγουσι τοίνυν τοὺς ψαλμοὺς παρὰ πολλῶν γραφῆναι,
 μὴ παρὰ μόνου τοῦ Δαυὶδ τοὺς πάντας ἐκτεθῆναι·
 τὸν λόγον δὲ κρατύνουσιν ἐκ τῶν ἐπιγραμμάτων.
 ἔχουσι γὰρ ἐπιγραφὰς κλήσεων διαφόρων·
 ἔν τισι μέν ἐστι ψαλμοῖς Ἀσὰφ προγεγραμμένος,
 ἔν τισι δ' ἐστὶν Ἰδιθούμ, κεῖται δ' Αἰθὰμ ἐν ἄλλοις,
 ἔν τισι δ' ἂν εὑρήσειας Αἰμὰν Ἰσραηλίτην,
 ὄψει δὲ πάλιν ἀλλαχοῦ καὶ τοῦ Κορὲ τοὺς παῖδας,  
 ἄλλοις δ' ἐστὶν ἐγκείμενον ὄνομα Σολομῶντος,
 εὕρηται δέ που καὶ Μωσῆς, ἄνθρωπος τοῦ κυρίου·
 πάντας δὲ τούτους τοὺς ψαλμοὺς συναγαγεῖν τὸν Ἔσδραν,
 ὅταν παρῆλθεν ὁ καιρὸς ὁ τῆς αἰχμαλωσίας.
 οὕτως οὖν φάσκουσί τινες καὶ τούτους ψαλμογράφους·
 καὶ φέρουσι καὶ τὸν Λουκᾶν συλλήπτορα τοῦ λόγου,
 ἐν οἷς πως οὗτος ἱστορῶν τὰς ἀποστόλων πράξεις
 ’βίβλον ψαλμῶν’ ὠνόμασε, Δαυὶδ μὴ μνημονεύσας·
 καὶ τάχα δείκνυσιν αὐτὸς ἐκ τούτου τοῦ λογίου,
 ὡς οὐκ εἰς μόνον τὸν Δαυὶδ τὴν βίβλον ἀναφέρει.
 ἔτι καὶ ταύτην τίθενται τρίτην ἀπολογίαν,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 53, line 260

 ἡ μὲν γὰρ τοῖς ἱστορικοῖς ἔγκειται τῆς Ἐξόδου,


 ἡ βίβλος δὲ τῶν Ἀριθμῶν διδάσκει τὴν ἑτέραν,
 ἡ μετ' αὐτὴν δ' ἐντέθειται τῷ Δευτερονομίῳ.
 ἄρα λοιπὸν Δαυίδ ἐστιν ὁ τοῦ ψαλμοῦ γεννήτωρ,  
 τὸ τοῦ Μωσέως δ' ὄνομα τροπολογῶν μοι νόει·
 παρ' Αἰγυπτίοις γὰρ τὸ ‘μῶς’ ὕδωρ ἐστὶ σημαῖνον,
 ὁ δὲ ληφθεὶς ἐξ ὕδατος Μωσῆς αὐτοῖς καλεῖται.
 ἁρμόζει τοίνυν ὁ ψαλμὸς τοῖς ἀναγεννηθεῖσιν,
 οἵπερ ἐν τῷ βαπτίσματι τοῦ ῥύπου καθαρθέντες
 ἄνθρωποι γίνονται θεοῦ Μωσαϊκῶς βιοῦντες.
 τοὺς δὲ ψαλμοὺς τοῦ Σολομῶν εἰς τὸν Χριστὸν ἀνάξεις,
900

 τὸν ἀληθῶς εἰρηνικόν, τὸν χορηγὸν εἰρήνης,


 τὸν δόντα πρὶν τοῖς μαθηταῖς ὡς κλῆρον τὴν εἰρήνην·
 Ἑλληνιστὶ γὰρ Σολομῶν εἰρηνικὸς καλεῖται.
 ἐν τῇ γραφῇ δ' οὐχ εὕρηνται ψαλμοὶ τοῦ Σολομῶντος·
 οὗτοι γὰρ ἂν ἐτέθειντο τῶν ἄλλων τελευταῖοι,
 ἢ πάντως ἂν ἐνέκειντο τῷ Τετραβασιλείῳ,
 εἰ δ' οὖν, ἀλλ' ἐνεφέροντο ταῖς Παραλειπομέναις·
 ἢ μέρος ἄν τι τῆς γραφῆς ἐμέμνητο καὶ τούτων.
 φησὶ γὰρ οὕτω τῆς γραφῆς τῆς ἱερᾶς τὸ ῥῆμα·
 ’ᾠδαὶ πεντακισχίλιαι τοῦ Σολομῶντος ἦσαν,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα.


Poem 53, line 264

 τὸ τοῦ Μωσέως δ' ὄνομα τροπολογῶν μοι νόει·


 παρ' Αἰγυπτίοις γὰρ τὸ ‘μῶς’ ὕδωρ ἐστὶ σημαῖνον,
 ὁ δὲ ληφθεὶς ἐξ ὕδατος Μωσῆς αὐτοῖς καλεῖται.
 ἁρμόζει τοίνυν ὁ ψαλμὸς τοῖς ἀναγεννηθεῖσιν,
 οἵπερ ἐν τῷ βαπτίσματι τοῦ ῥύπου καθαρθέντες
 ἄνθρωποι γίνονται θεοῦ Μωσαϊκῶς βιοῦντες.
 τοὺς δὲ ψαλμοὺς τοῦ Σολομῶν εἰς τὸν Χριστὸν ἀνάξεις,
 τὸν ἀληθῶς εἰρηνικόν, τὸν χορηγὸν εἰρήνης,
 τὸν δόντα πρὶν τοῖς μαθηταῖς ὡς κλῆρον τὴν εἰρήνην·
 Ἑλληνιστὶ γὰρ Σολομῶν εἰρηνικὸς καλεῖται.
 ἐν τῇ γραφῇ δ' οὐχ εὕρηνται ψαλμοὶ τοῦ Σολομῶντος·
 οὗτοι γὰρ ἂν ἐτέθειντο τῶν ἄλλων τελευταῖοι,
 ἢ πάντως ἂν ἐνέκειντο τῷ Τετραβασιλείῳ,
 εἰ δ' οὖν, ἀλλ' ἐνεφέροντο ταῖς Παραλειπομέναις·
 ἢ μέρος ἄν τι τῆς γραφῆς ἐμέμνητο καὶ τούτων.
 φησὶ γὰρ οὕτω τῆς γραφῆς τῆς ἱερᾶς τὸ ῥῆμα·
 ’ᾠδαὶ πεντακισχίλιαι τοῦ Σολομῶντος ἦσαν,
 παραβολαὶ δ' ἐκτὸς αὐτῶν ἦσαν ἐν τρισχιλίαις’·
 ψαλμὸς δ' οὐ μεμνημόνευται πώποτε Σολομῶντος.
 ὁ δ' Ἰδιθοὺμ σὺν τοῖς λοιποῖς τοῖς ἐπιγεγραμμένοις
 ἐκ τοῦ Δαυὶδ κατέστησαν χοράρχαι πρὸς τὸ ψάλλειν,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 53, line 270

 τοὺς δὲ ψαλμοὺς τοῦ Σολομῶν εἰς τὸν Χριστὸν ἀνάξεις,


 τὸν ἀληθῶς εἰρηνικόν, τὸν χορηγὸν εἰρήνης,
 τὸν δόντα πρὶν τοῖς μαθηταῖς ὡς κλῆρον τὴν εἰρήνην·
 Ἑλληνιστὶ γὰρ Σολομῶν εἰρηνικὸς καλεῖται.
 ἐν τῇ γραφῇ δ' οὐχ εὕρηνται ψαλμοὶ τοῦ Σολομῶντος·
 οὗτοι γὰρ ἂν ἐτέθειντο τῶν ἄλλων τελευταῖοι,
 ἢ πάντως ἂν ἐνέκειντο τῷ Τετραβασιλείῳ,
 εἰ δ' οὖν, ἀλλ' ἐνεφέροντο ταῖς Παραλειπομέναις·
 ἢ μέρος ἄν τι τῆς γραφῆς ἐμέμνητο καὶ τούτων.
901

 φησὶ γὰρ οὕτω τῆς γραφῆς τῆς ἱερᾶς τὸ ῥῆμα·


 ’ᾠδαὶ πεντακισχίλιαι τοῦ Σολομῶντος ἦσαν,
 παραβολαὶ δ' ἐκτὸς αὐτῶν ἦσαν ἐν τρισχιλίαις’·
 ψαλμὸς δ' οὐ μεμνημόνευται πώποτε Σολομῶντος.
 ὁ δ' Ἰδιθοὺμ σὺν τοῖς λοιποῖς τοῖς ἐπιγεγραμμένοις
 ἐκ τοῦ Δαυὶδ κατέστησαν χοράρχαι πρὸς τὸ ψάλλειν,
 καὶ νῦν μὲν ἔψαλλον κοινῶς εἰς μίαν συμφωνίαν,
 νῦν δ' ἀνετίθετο ψαλμὸς ἑκάστῳ χοροψάλτῃ·
 λαμβάνων δ' οὗτος ἐκ Δαυὶδ ἰδίως ἐμελῴδει
 τοῖς χορευταῖς τοῖς ὑπ' αὐτὸν τοῦ μέλους προκατάρχων.
 λαβόντες τοίνυν οἱ ψαλμοὶ τῶν ἀρχῳδῶν τὰς κλήσεις
 ἔσχον αὐτὰς ἐπιγραφὰς ὡς ὑπ' αὐτῶν ψαλέντες.

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 54, line 817

  Ὁ δὲ Ἰωναδὰβ υἱὸς ἐστί τις χοραψάλτης,


 ὃς δὴ τὸν ἑβδομηκοστὸν ᾖσε ψαλμὸν τῷ λόγῳ,
 ’ὑπὲρ τῶν πρώτως’ δέ φησιν ‘ἐξαιχμαλωτισθέντων’.
 ὁ Ναβουχοδονόσορ γὰρ ὁ τῆς Περσίδος ἄναξ
 τρισσάκις ᾐχμαλώτευσε τὴν χώραν Ἰουδαίας·
 ἐνταῦθα γοῦν προϊστορεῖ τὴν ἅλωσιν τὴν πρώτην.
Εἰς τὸν οαʹ, ‘ὁ θεός, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δός’
  Ὅτι Χριστὸς βασιλεύει
  καὶ προσκαλεῖται τὰ ἔθνη.
  Τὸν νῦν παρόντα γέγραφεν ὑπὲρ τοῦ Σολομῶντος,
 οἶμαι τοῦ καθ' ἡμᾶς, Χριστοῦ τοῦ εἰρηνικωτάτου.
 εἰρηνικὸς γὰρ λέγεται πᾶς Σολομῶν ἀξίως,
 καὶ τίς εἰρηνικώτερος τοῦ θεανθρώπου λόγου
 τοῦ πᾶν ἐκ γῆς ἐξάραντος δάκρυον φιλανθρώπως;
 φησὶ γάρ, ‘καταβήσεται ὡς ὑετὸς εἰς πόκον’.  
Εἰς τὸν οβʹ ψαλμόν, ‘ὡς ἀγαθὸς ὁ θεὸς τῷ Ἰσραήλ’
  Ἐπ' ἀσεβῶν εὐπραγίᾳ,
  μακροθυμίᾳ δεσπότου,
  νοῦς ἀσθενῶν ταῦτα λέγει.
  Τοὺς προγραφέντας τῶν ψαλμῶν ᾖσε Δαυὶδ ὁ θεῖος

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα.


Poem 54, line 819

 ’ὑπὲρ τῶν πρώτως’ δέ φησιν ‘ἐξαιχμαλωτισθέντων’.


 ὁ Ναβουχοδονόσορ γὰρ ὁ τῆς Περσίδος ἄναξ
 τρισσάκις ᾐχμαλώτευσε τὴν χώραν Ἰουδαίας·
902

 ἐνταῦθα γοῦν προϊστορεῖ τὴν ἅλωσιν τὴν πρώτην.


Εἰς τὸν οαʹ, ‘ὁ θεός, τὸ κρῖμά σου τῷ βασιλεῖ δός’
  Ὅτι Χριστὸς βασιλεύει
  καὶ προσκαλεῖται τὰ ἔθνη.
  Τὸν νῦν παρόντα γέγραφεν ὑπὲρ τοῦ Σολομῶντος,
 οἶμαι τοῦ καθ' ἡμᾶς, Χριστοῦ τοῦ εἰρηνικωτάτου.
 εἰρηνικὸς γὰρ λέγεται πᾶς Σολομῶν ἀξίως,
 καὶ τίς εἰρηνικώτερος τοῦ θεανθρώπου λόγου
 τοῦ πᾶν ἐκ γῆς ἐξάραντος δάκρυον φιλανθρώπως;
 φησὶ γάρ, ‘καταβήσεται ὡς ὑετὸς εἰς πόκον’.  
Εἰς τὸν οβʹ ψαλμόν, ‘ὡς ἀγαθὸς ὁ θεὸς τῷ Ἰσραήλ’
  Ἐπ' ἀσεβῶν εὐπραγίᾳ,
  μακροθυμίᾳ δεσπότου,
  νοῦς ἀσθενῶν ταῦτα λέγει.
  Τοὺς προγραφέντας τῶν ψαλμῶν ᾖσε Δαυὶδ ὁ θεῖος
 ψάλλων οἰκείῳ στόματι τὰ γεγραμμένα μέλη·
 ὅσους δ' ἐκ τούτων γέγραφε ψαλμοὺς εἰς ὑποθέσεις,

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 60, line 16

 ὤτων καθαίρει τοὺς πεφραγμένους πόρους,


 μνήμην φυλάττει, τὴν δὲ λήθην ἐκφέρει,
 τρανοῖ δὲ τὸν νοῦν πρὸς νοήσεις εὐθέτους.
  Ὅλον τὸ σῶμα πρὸς κάθαρσιν λαμπρύνει,
 ψυχῆς τὸ κάλλος προξενεῖ πλέον λάμπειν,
 τοῖς εὐσεβῶς μάλιστα τούτῳ χρωμένοις
 δι' ἀσθένειαν σαρκίου πολυνόσου.
 λούεσθε τοίνυν εὐσεβῶς, καθὼς θέμις
 μὴ σπαταλικῶς (καὶ γὰρ ἐγγὺς ἡ κρίσις),  
 ἀλλ' ὡς μοναχῶν φαρμάκῳ κεχρημένοι.
 οὕτω γὰρ εὗρε Σολομῶν εὐμηχάνως,
 θυμηδίαν τε καὶ παράκλησιν φέρων
 σκάφαις βροτοῖς πρὶν ἀφρόνως λελουμένοις.

Ὀνομασία τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρώπου

  Ὀνόμαζέ μοι ἀετοὺς τὰς φλέβας τῶν κροτάφων,


 τὰς δ' ἀρτηρίας ἤριγγας, ἄλλοι πάλιν ἀόρτας.
 κέβλην τὴν κάραν λέγουσι, κύβιτον τὸν ἀγκῶνα,
 γλήνην τὴν κόρην ὀφθαλμοῦ· γλοῦτοι κοτύλης σφαῖραι.
 τὸν θώρακα δὲ κίθαρον, κραντῆρας τοὺς ὀδόντας,
 τὰ ἔντερα χολάδας τε, γαστέραν τὴν κοιλίαν·
 τοῦ δὲ ἐντέρου τὸ λεπτὸν ὀνόμαζέ μοι δέρτρον.

Μιχαήλ Ψελλός. Ποιήματα. Poem 67, line 217

 οὐδὲ τὸν Ἐνδυμίωνος μακρὸν ὕπνον καθεύδειν.


 καὶ γὰρ οὐδ' ἄξιόν ἐστιν οὐδ' ἀνεκτὸν τοῖς πᾶσι
903

 κέρκωπας μὲν εὐδοκιμεῖν, λέοντας δ' ἡσυχάζειν,


 ἢ τοὺς κηφῆνας λιγυρὸν ἀνακρούεσθαι φθόγγον,
 τοὺς δὲ τέττιγας παύσασθαι τοῦ τερετίζειν ὅλως.
 ὅθεν μικρόν τι καταθεὶς τὰ τῆς στρατείας ὅπλα,
 ἅπερ τῷ Παύλῳ σύνηθες τοὺς μοναχοὺς ὁπλίζειν
 τοὺς αἴροντας τὸν πόλεμον πρὸς τὰς ἀρχὰς τοῦ σκότους,
 λόγου τέχνην ἀντιλαβὼν ἐννοίας ἀντιθέτου
 μικρὸν ἀπολογήσομαι πρὸς τὰ πρὸς σοῦ γραφέντα.  
 τοῦτο γάρ με καὶ Σολομῶν πανευπρεπῶς διδάσκει,
 ἄφρονα κατὰ τὴν αὐτοῦ μωρίαν ἀπελέγχειν,
 ἵνα μὴ δόξῃ παρ' αὐτῷ φρονιμώτατος εἶναι.
  Ἀλλὰ συγγινωσκέτω μοι πᾶς εὐλαβὴς καὶ σώφρων
 καὶ πᾶς ἀνὴρ ἐπιεικὴς καὶ συνετὸς τὸν τρόπον
 καὶ πᾶς ὃς φεύγειν ἔγνωκε τοὺς γελοιώδεις λόγους
 ὡς παντελῶς ἀνάξια γράφειν ἐπισταμένων
 βίου καὶ λόγου καὶ ψυχῆς ἀνθρώπων φιλοθέων,
 καὶ πῶς ὁ μὲν τῶν στίχων σου βλέπει πρὸς μεσημβρίαν,
 ἄλλος δὲ πρὸς ἀνατολάς, ἕτερος δὲ πρὸς ἄρκτον,
 οὐδὲ πρὸς δύσιν μηδαμῶς σύνταξιν ἐσχηκότες,

Μιχαήλ Ψελλός. Encomium in matrem Line 132

ἐπιλαμπούσης τῷ σώματι, ὥστε μηδὲ ἐξεῖναι τοὺς πολλοὺς


διαγινώσκειν πότερον ἡ τῆς ἡλικίας ὥρα τῶν ψυχῆς προτρέχει
χαρίτων, ἢ αὗται τῆς σωματικῆς προανατέλλουσι χάριτος, ἢ
σύνδρομα τἄμφω καὶ τὸ οἰκεῖον τάχος ἰσόδρομα καὶ ἰσόμετρα
τὸ ἀξίωμα, ἀνταυγάζοντος θατέρου θατέρῳ, καὶ τοῦ μὲν τοὺς
τῶν ἁπάντων ὀφθαλμοὺς εἰς ἑαυτὸ ἕλκοντος, τοῦ δὲ τὰς
διανοίας ἐκπλήττοντος.
 Τὰ μὲν γὰρ πρὸς ‘ἱστὸν’ καὶ ὅσα γυναικῶν χεῖρες
’ὑφαίνουσιν’, ἢ ὅσα γνῶμαι εὐφυεῖς ἀναπλάττουσιν, ὧν καὶ
αὐτὸς πολλάκις γέγονα θεατής, οὐδεμία τῶν ἁπασῶν  
γυναικῶν ἐκείνῃ ἐρίσειεν, οὐδ' ἡ παρὰ τῷ Σολομῶντι ἐπὶ
τούτοις μαρτυρηθεῖσα· τοσοῦτον γάρ φημι ὅτι ἅπερ ἐκείνῃ ὁ
τοῦ σοφοῦ λόγος ἀνέπλασε, ταῦτα τῇ ἐμῇ μητρὶ διπλῷ τῷ
μέτρῳ προσμεμαρτύρηται. ἡ δὲ τούτων μὲν ἧττον ἐφρόντιζεν,
ὅτι μὴ καὶ κατωλιγώρει τὰ πλείω· ὅτι δὲ μὴ ἄρρενα τὴν
φύσιν ἔλαχε, μηδὲ ἐξῆν ταύτῃ ἀδεῶς λόγοις προσομιλεῖν,
ἐν δεινῷ ἐποιεῖτο· ὅπου δὲ τὴν μητέρα λάθοι, τὰς τῶν
γραμμάτων ἀρχὰς παρά του μόνας λαβοῦσα, εἶτα δὴ ἀφ'
ἑαυτῆς συνετίθει καὶ συλλαβὰς ἐποίει καὶ λόγους, μηδὲν
προσδεομένη τοῦ στοιχειώσοντος.
 Ἦν δὲ καὶ τοῖς θείοις ναοῖς οὐ παρὰ τῆς μητρὸς

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 5, Ch. 9, sec. 2, line 2

Οὗτος τοίνυν προκαθήμενος φιλοσοφίας ἁπάσης καὶ


συρρεούσης εἰς αὐτὸν τῆς νεότητος (καὶ γὰρ τά τε Πρό-
κλου καὶ Πλάτωνος καὶ τὰ φιλοσόφων ἀμφοῖν Πορφυρίου
904

τε καὶ Ἰαμβλίχου ἀνεκάλυπτε τούτοις δόγματα καὶ μάλιστα


τὰς Ἀριστοτέλους τέχνας καὶ τὴν ὡς ὀργάνου παρεχο-
μένην χρείαν ὑφηγεῖτο τοῖς ἐθέλουσι πραγματείαν καὶ
ταύτῃ μᾶλλον ἐνηβρύνετο καὶ ἐνησχόλητο) οὐ πάνυ τι τοὺς
μανθάνοντας ὠφελῆσαι ἐνίσχυσε τὸν θυμὸν καὶ τὴν ἄλλην
τοῦ ἤθους ἀκαταστασίαν κωλύμην ἔχων.
         Καὶ ὅρα μοι
τοὺς τούτου μαθητάς, τὸν Σολομῶντα Ἰωάννην καί τινας
Ἰασίτας καὶ Σερβλίας καὶ ἄλλους τάχα περὶ τὴν μάθησιν
ἐσπουδακότας· ὧν τοὺς πλείους θαμὰ φοιτῶντας πρὸς τὰ
βασίλεια καὶ αὐτὴ ἐθεασάμην ὕστερον τεχνικὸν μηδέν τι
κατὰ ἀκρίβειαν εἰδότας, σχηματιζομένους δὲ τὸν διαλεκ-
τικὸν κινήσεσιν ἀτάκτοις καὶ μορίων παραφόροις τισὶ μετα-
φοραῖς, ὑγιὲς δὲ οὐδὲν ἐπισταμένους, προβαλλομένους τὰς
ἰδέας, ἤδη δὲ καὶ τὰς μετεμψυχώσεις συνεσκιασμένως πως
καὶ ἄλλα τινὰ ὁμοιότροπα καὶ παραπλησίως τούτοις ἀλλό-
κοτα.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 7, Ch. 1, sec. 1, line 6

αὐτοῦ που καταλιπών, τῶν δὲ στρατιωτῶν οἴκοι πορευθῆναι


ἕκαστον κελεύσας μετά τινος μερίδος τῆς στρατιᾶς αὐτὸς
ἐπαναζεύγνυσι πρὸς τὴν βασιλεύουσαν.  

ΑΛΕΞΙΑΣ Ζʹ

Ἔαρος δὲ ἐπιφανέντος διελθὼν ὁ Τζελγοὺ τὰ ὑπερ-


κείμενα τοῦ Δανούβεως τέμπη (ἡγεμὼν δὲ οὗτος ὑπερέ-
χων τοῦ Σκυθικοῦ στρατεύματος) σύμμικτον ἐπαγόμενος
στράτευμα ὡσεὶ χιλιάδας ὀγδοήκοντα ἔκ τε Σαυροματῶν
καὶ Σκυθῶν καὶ ἀπὸ τοῦ Δακικοῦ στρατεύματος οὐκ ὀλί-
γους, ὧν ὁ οὕτω καλούμενος Σολομὼν δημαγωγὸς ἦν, τὰς
κατὰ τὴν Χαριούπολιν παρακειμένας πόλεις ἐλῄζετο. Καὶ
εἰς αὐτὴν δὲ φθάσας τὴν Χαριούπολιν καὶ λείαν πολλὴν
ἀναλαβόμενος κατέλαβε τόπον τινὰ Σκοτεινὸν καλούμενον.
Μεμαθηκὼς τοῦτο ὁ Μαυροκατακαλὼν Νικόλαος καὶ ὁ
Βεμπετζιώτης τὴν ἐπωνυμίαν ἀπὸ τῆς ἐνεγκαμένης λαχὼν
μετὰ τῶν ὑπ' αὐτοὺς δυνάμεων καταλαμβάνουσι τὸ Πάμ-
φυλον. Ὁρῶντες δὲ τοὺς περὶ τὰς κωμοπόλεις τῶν παρα-
κειμένων χωρῶν πρὸς τὰς πόλεις καὶ τὰ φρούρια συνελαυ-
νομένους διὰ πτοίαν πολλὴν ἀπάραντες τοῦ οὑτωσὶ
καλουμένου Παμφύλου τόπου καταλαμβάνουσι τὸ τοῦ Κούλη

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 3, sec. 8, line 14

ἑκουσίως συνείπετο. Οὐ γὰρ συνεισβαλεῖν ἔδει τὴν βασιλίδα


905

τῷ βαρβαρικῷ στρατεύματι. Πῶς γὰρ ἄν; Τομύριδος ταῦτα


καὶ Σπαρέθρας τῆς Μασσαγέτιδος, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἐμῆς
Εἰρήνης. Ἄλλοσε γὰρ ἐτρέπετο τὸ ταύτης ἀνδρεῖον καὶ
ἄλλως ἐξώπλιστο, ἀλλ' οὐ τῷ τῆς Ἀθηνᾶς δόρατι οὐδὲ τῇ  
κυνέῃ τοῦ Ἄιδος· ἀλλ' ἀσπὶς μὲν ἐκείνῃ καὶ θυρεὸς καὶ
ξίφος ἐς τὸ πρὸς τὰς συμφορὰς καλῶς ἀντιπαρατάσσεσθαι
καὶ τὰς τοῦ βίου ἐπαναστάσεις, ἃς οἶδεν ἡ βασίλεια τοῖς
βασιλεῦσιν ἐπικειμένας, ἡ περὶ τὰ πράγματα δραστηριότης
καὶ τὸ κατὰ τῶν παθῶν ἐπιπληκτικώτατον καὶ ἡ ἀνυπόκριτος
πίστις, ὡς Σολομῶντι δοκεῖ. Οὕτως ἡ ἐμὴ μήτηρ καὶ πρὸς
τοιούτους πολέμους ἐσκεύαστο, τὰ δ' ἄλλα εἰρηνικωτάτη
ἦν κατὰ τοὔνομα.
         Ἀλλ' ἐπειδὴ τὰ μὲν τῆς συμπλοκῆς
τῶν βαρβάρων ἔμελλε, πρὸς δὲ παρασκευὴν τῶν τῆς συμ-
πλοκῆς ὁ βασιλεὺς ἀφεώρα καὶ τὰ μὲν ἀσφαλίσασθαι τῶν
φρουρίων σκοπὸν εἶχε, τὰ δὲ κατοχυρῶσαι καὶ ὅλως εὔοδα
πάντα τὰ κατὰ τοῦ Βαϊμούντου καταστήσασθαι ἔσπευδε.
Συνεξυπήγετο καὶ τὴν βασιλίδα τὸ μέν τι καὶ ἑαυτοῦ
ἕνεκα καὶ δι' ἃς αἰτίας εἰρήκειμεν, τὸ δέ τι καὶ ἐν τῷ
ἀκινδύνῳ τῶν πραγμάτων ἔτι καθεστηκότων καὶ μήπω και

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 5, sec. 4, line 14

ηγορεύετο. Ἀδελφοὶ δ' ἦσαν καὶ τὰ σώματα πρότερον καὶ


τότε τὴν γνώμην· εἰς ταὐτὸ γὰρ ἅπαντες συνεφρόνησαν,
ἀποκτεῖναί τε τὸν αὐτοκράτορα καὶ τῶν βασιλικῶν ἐπι-
λήψεσθαι σκήπτρων. Συνυπήγοντο δὲ αὐτοῖς καὶ ἕτεροι
τῶν εὐγενῶν, οἵ τε Ἀντίοχοι γένους ὄντες περιφανοῦς καὶ
οἱ Ἐξαζηνοὶ καλούμενοι, ὅ τε Δούκας καὶ ὁ Ὑαλέας,
ἄνδρες ἐκθυμότατοι τῶν πώποτε γεγενημένων πρὸς μάχας,
πρὸς δὲ καὶ Νικήτας ὁ Κασταμονίτης καὶ Κουρτίκιός τις
καὶ ὁ Βασιλάκιος Γεώργιος. Οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν τοῦ στρα-
τιωτικοῦ καταλόγου πρωτεύοντες, τῆς δέ γε συγκλήτου ὁ
Σολομῶν Ἰωάννης. Ὃν διὰ πλούτου περιουσίαν καὶ γένους
λαμπρότητα βασιλέα χρίσειν ὁ Μιχαὴλ ὁ καὶ κορυφαῖος
τῆς τετρακτύος τῶν Ἀνεμάδων σχηματιζόμενος ἐπηγγέλ-
λετο. Ὁ δὲ Σολομῶν οὗτος τῆς συγκλήτου λογάδος τὰ
πρῶτα φέρων οὐ μόνον τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν συνεξηπα-
τημένων αὐτῷ βραχύτατος μὲν ἦν τὴν ἡλικίαν, κουφότατος
δὲ τὴν γνώμην. Ἀριστοτελικῶν τε καὶ Πλατωνικῶν μαθη-
μάτων ᾤετο εἰς ἄκρον ἐληλυθέναι· οὐ μὴν εὖ ἧκε τῆς
φιλοσόφου εἰδήσεως, ἀλλ' ὅμως ἐτετύφωτο διὰ περιουσίαν  
κουφότητος.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 5, sec. 4, line 17

λήψεσθαι σκήπτρων. Συνυπήγοντο δὲ αὐτοῖς καὶ ἕτεροι


906

τῶν εὐγενῶν, οἵ τε Ἀντίοχοι γένους ὄντες περιφανοῦς καὶ


οἱ Ἐξαζηνοὶ καλούμενοι, ὅ τε Δούκας καὶ ὁ Ὑαλέας,
ἄνδρες ἐκθυμότατοι τῶν πώποτε γεγενημένων πρὸς μάχας,
πρὸς δὲ καὶ Νικήτας ὁ Κασταμονίτης καὶ Κουρτίκιός τις
καὶ ὁ Βασιλάκιος Γεώργιος. Οὗτοι μὲν οὖν ἦσαν τοῦ στρα-
τιωτικοῦ καταλόγου πρωτεύοντες, τῆς δέ γε συγκλήτου ὁ
Σολομῶν Ἰωάννης. Ὃν διὰ πλούτου περιουσίαν καὶ γένους
λαμπρότητα βασιλέα χρίσειν ὁ Μιχαὴλ ὁ καὶ κορυφαῖος
τῆς τετρακτύος τῶν Ἀνεμάδων σχηματιζόμενος ἐπηγγέλ-
λετο. Ὁ δὲ Σολομῶν οὗτος τῆς συγκλήτου λογάδος τὰ
πρῶτα φέρων οὐ μόνον τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν συνεξηπα-
τημένων αὐτῷ βραχύτατος μὲν ἦν τὴν ἡλικίαν, κουφότατος
δὲ τὴν γνώμην. Ἀριστοτελικῶν τε καὶ Πλατωνικῶν μαθη-
μάτων ᾤετο εἰς ἄκρον ἐληλυθέναι· οὐ μὴν εὖ ἧκε τῆς
φιλοσόφου εἰδήσεως, ἀλλ' ὅμως ἐτετύφωτο διὰ περιουσίαν  
κουφότητος.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 5, sec. 5, line 18

σπῶντες καὶ ταῖς ἐλπίσι τῆς βασιλείας ποιοῦντες ὑπό-


τυφον ὅλον ἑαυτοῖς τιθασσὸν ἐποιήσαντο γνώμης τοιαύτης
ἔχοντες, ὡς εἰ εὔοδα πράξαιεν καὶ ἡ Τύχη αὐτοῖς εὐνού-
στερόν πως ἐνατενίσειε, τὸν μὲν παραγκωνίσαιντο ἀφέντες
ψαίρειν ἐπὶ πελάγους, αὐτοὶ δὲ τῶν σκήπτρων ἀνθέξοιντο
μικράν τινα δόξαν καὶ εὐετηρίαν αὐτῷ ἀπονείμαντες. Οἱ
μέντοι γε πρὸς ἐκεῖνον λόγοι τῆς ἐπιβουλῆς οὐ φόνον τοῦ
αὐτοκράτορος ἐπηγγέλλοντο οὐδὲ ξιφουλκίας ἐμέμνηντο,
οὐ μάχης οὐδὲ πολέμων, ἵνα μὴ καταπτοήσαιεν τὸν ἄνδρα,
πάλαι τοῦτον εἰδότες πρὸς ἅπαν εἶδος πολέμου δειλότατον.
Τοῦτον τοίνυν τὸν Σολομῶντα ὥσπερ δὴ κορυφαιότατον.
τῶν ἄλλων ἐνηγκαλίσαντο. Συνυπήχθησαν δὲ τῇ τούτων
βουλῇ καὶ ὁ Σκληρὸς καὶ ὁ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Κωνσταντίνου
τῷ τότε διηνυκὼς Ξηρός.
         Ὁ μέντοι Σολομῶν κουφο-
τέρας ὢν γνώμης, καθάπερ ἄνωθεν εἴρηται, καὶ μηδὲν τῶν
παρὰ τοῦ Ἐξαζηνοῦ καὶ τοῦ Ὑαλέα καὶ αὐτῶν δὴ τῶν
Ἀνεμάδων μελετωμένων συνείς, ἐν χερσὶν ἤδη τὴν βασι-
λείαν Ῥωμαίων κατέχειν οἰόμενος, προσωμίλει τισὶ καὶ
ὑπεποιεῖτο ὑποσχέσεσι δωρεῶν καὶ ἀξιωμάτων τούτους
ὑπαγόμενος. Φοιτήσας δέ ποτε πρὸς αὐτὸν ὁ τοῦ δράματος
Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 5, sec. 6, line 1

ψαίρειν ἐπὶ πελάγους, αὐτοὶ δὲ τῶν σκήπτρων ἀνθέξοιντο


μικράν τινα δόξαν καὶ εὐετηρίαν αὐτῷ ἀπονείμαντες. Οἱ
μέντοι γε πρὸς ἐκεῖνον λόγοι τῆς ἐπιβουλῆς οὐ φόνον τοῦ
αὐτοκράτορος ἐπηγγέλλοντο οὐδὲ ξιφουλκίας ἐμέμνηντο,
οὐ μάχης οὐδὲ πολέμων, ἵνα μὴ καταπτοήσαιεν τὸν ἄνδρα,
πάλαι τοῦτον εἰδότες πρὸς ἅπαν εἶδος πολέμου δειλότατον.
Τοῦτον τοίνυν τὸν Σολομῶντα ὥσπερ δὴ κορυφαιότατον.
907

τῶν ἄλλων ἐνηγκαλίσαντο. Συνυπήχθησαν δὲ τῇ τούτων


βουλῇ καὶ ὁ Σκληρὸς καὶ ὁ τὴν ἐπαρχίαν τῆς Κωνσταντίνου
τῷ τότε διηνυκὼς Ξηρός.
         Ὁ μέντοι Σολομῶν κουφο-
τέρας ὢν γνώμης, καθάπερ ἄνωθεν εἴρηται, καὶ μηδὲν τῶν
παρὰ τοῦ Ἐξαζηνοῦ καὶ τοῦ Ὑαλέα καὶ αὐτῶν δὴ τῶν
Ἀνεμάδων μελετωμένων συνείς, ἐν χερσὶν ἤδη τὴν βασι-
λείαν Ῥωμαίων κατέχειν οἰόμενος, προσωμίλει τισὶ καὶ
ὑπεποιεῖτο ὑποσχέσεσι δωρεῶν καὶ ἀξιωμάτων τούτους
ὑπαγόμενος. Φοιτήσας δέ ποτε πρὸς αὐτὸν ὁ τοῦ δράματος
κορυφαῖος Μιχαὴλ ὁ Ἀνεμᾶς καὶ θεασάμενος ὁμιλοῦντά
τινι ἐπυνθάνετο, τί ἂν εἴη τὸ λεγόμενον. Ὁ δὲ Σολομῶν
μετὰ τῆς συνήθους ἁπλότητος φησιν ὡς «Ἀξίωμα αἰτή-
σας ἡμᾶς καὶ λαβὼν τὴν ὑπόσχεσιν συνέθετο κοινωνὸς

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 6, sec. 3, line 5

αἴθριον ἔδαφος ἦν ὑπὸ μαρμάρων κατεστρωμένον, καὶ ἡ


πρὸς τοῦτο ἐξάγουσα πύλη τοῦ τεμένους ἄνετος πᾶσι τοῖς
ἐθέλουσιν ἦν. Ἐκεῖθεν οὖν ἐσκέψαντο εἰσελθεῖν εἴσω τοῦ
τεμένους καὶ τὰς τὸν βασιλικὸν κοιτωνίσκον ἀποκλειούσας
κατεάξαι πύλας κᾆθ' οὕτως εἰσελθόντες ἀνελεῖν διὰ ξίφους
τὸν αὐτοκράτορα.
         Ἀλλὰ ταῦτα μὲν οἱ μιαιφόνοι ἐκεῖ-
νοι ἄνδρες κατὰ τοῦ μηδὲν ἠδικηκότος διεσκοποῦντο·
ἔσφηλε δὲ τὴν τούτων βουλὴν ὁ Θεός. Δηλωθέντος δὲ τοῦ  
δράματος διά τινος τῷ αὐτοκράτορι παραχρῆμα μετεπέμ-
ποντο ἅπαντες. Πρῶτον μὲν οὖν Ἰωάννην τὸν Σολομῶντα
καὶ Γεώργιον τὸν Βασιλάκιον εἰς τὰ ἀνάκτορα εἰσαχθῆναι
ὁ βασιλεὺς ἐπέτρεψεν ἐγγυτέρω γενομένους τοῦ οἰκίσκου,
ἐν ᾧπερ αὐτὸς ἐτύγχανεν ὢν μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν συγγε-
νείας, ἵνα διά τινων ἐξερωτῴη αὐτούς, ἁπλουστέρου
φρονήματος τούτους πάλαι γινώσκων κἀκ τούτου ῥᾳδίως τὰ
βεβουλευμένα μεμαθηκέναι οἰόμενος. Ὡς δὲ πολλάκις ἐρω-
τώμενοι ἔξαρνοι ἦσαν, ἔξεισιν ὁ σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος
καὶ πρὸς τὸν Σολομῶντα ἀπονεύσας ἔφη· «Οἶσθα πάντως,
Σολομῶν, τὴν τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ καὶ βασιλέως ἀγαθότητα.
Εἰ μὲν τὰ βεβουλευμένα πάντα ἀπαγγείλῃς, συμπαθείας

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 6, sec. 3, line 13

ἔσφηλε δὲ τὴν τούτων βουλὴν ὁ Θεός. Δηλωθέντος δὲ τοῦ  


δράματος διά τινος τῷ αὐτοκράτορι παραχρῆμα μετεπέμ-
ποντο ἅπαντες. Πρῶτον μὲν οὖν Ἰωάννην τὸν Σολομῶντα
καὶ Γεώργιον τὸν Βασιλάκιον εἰς τὰ ἀνάκτορα εἰσαχθῆναι
ὁ βασιλεὺς ἐπέτρεψεν ἐγγυτέρω γενομένους τοῦ οἰκίσκου,
ἐν ᾧπερ αὐτὸς ἐτύγχανεν ὢν μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν συγγε-
νείας, ἵνα διά τινων ἐξερωτῴη αὐτούς, ἁπλουστέρου
908

φρονήματος τούτους πάλαι γινώσκων κἀκ τούτου ῥᾳδίως τὰ


βεβουλευμένα μεμαθηκέναι οἰόμενος. Ὡς δὲ πολλάκις ἐρω-
τώμενοι ἔξαρνοι ἦσαν, ἔξεισιν ὁ σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος
καὶ πρὸς τὸν Σολομῶντα ἀπονεύσας ἔφη· «Οἶσθα πάντως,
Σολομῶν, τὴν τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ καὶ βασιλέως ἀγαθότητα.
Εἰ μὲν τὰ βεβουλευμένα πάντα ἀπαγγείλῃς, συμπαθείας
παραχρῆμα ἀξιωθήσῃ, εἰ δ' οὐκ, ἀνηκέστοις βασάνοις παρα-
δοθήσῃ». Ὁ δὲ ἐνατενίσας καὶ τοὺς περικυκλοῦντας τὸν
σεβαστοκράτορα βαρβάρους θεασάμενος ἐπὶ τῶν ὤμων τὰ
ἑτερόστομα ξίφη κραδαίνοντας, ἔντρομος γεγονώς, παρα-
χρῆμα ἅπαντα ἀπαγγέλλει τούς τε συνίστορας ὁμολογήσας,
μηδὲν δὲ περὶ τοῦ φόνου εἰδέναι διισχυριζόμενος. Εἶτα
παραδοθέντες τοῖς τὴν φυλακὴν τούτων ἐμπεπιστευμένοις
τῶν ἀνακτόρων καὶ διαιρεθέντες ἔμφρουροι γεγόνασι.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 6, sec. 3, line 14

δράματος διά τινος τῷ αὐτοκράτορι παραχρῆμα μετεπέμ-


ποντο ἅπαντες. Πρῶτον μὲν οὖν Ἰωάννην τὸν Σολομῶντα
καὶ Γεώργιον τὸν Βασιλάκιον εἰς τὰ ἀνάκτορα εἰσαχθῆναι
ὁ βασιλεὺς ἐπέτρεψεν ἐγγυτέρω γενομένους τοῦ οἰκίσκου,
ἐν ᾧπερ αὐτὸς ἐτύγχανεν ὢν μετὰ τῆς περὶ αὐτὸν συγγε-
νείας, ἵνα διά τινων ἐξερωτῴη αὐτούς, ἁπλουστέρου
φρονήματος τούτους πάλαι γινώσκων κἀκ τούτου ῥᾳδίως τὰ
βεβουλευμένα μεμαθηκέναι οἰόμενος. Ὡς δὲ πολλάκις ἐρω-
τώμενοι ἔξαρνοι ἦσαν, ἔξεισιν ὁ σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος
καὶ πρὸς τὸν Σολομῶντα ἀπονεύσας ἔφη· «Οἶσθα πάντως,
Σολομῶν, τὴν τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ καὶ βασιλέως ἀγαθότητα.
Εἰ μὲν τὰ βεβουλευμένα πάντα ἀπαγγείλῃς, συμπαθείας
παραχρῆμα ἀξιωθήσῃ, εἰ δ' οὐκ, ἀνηκέστοις βασάνοις παρα-
δοθήσῃ». Ὁ δὲ ἐνατενίσας καὶ τοὺς περικυκλοῦντας τὸν
σεβαστοκράτορα βαρβάρους θεασάμενος ἐπὶ τῶν ὤμων τὰ
ἑτερόστομα ξίφη κραδαίνοντας, ἔντρομος γεγονώς, παρα-
χρῆμα ἅπαντα ἀπαγγέλλει τούς τε συνίστορας ὁμολογήσας,
μηδὲν δὲ περὶ τοῦ φόνου εἰδέναι διισχυριζόμενος. Εἶτα
παραδοθέντες τοῖς τὴν φυλακὴν τούτων ἐμπεπιστευμένοις
τῶν ἀνακτόρων καὶ διαιρεθέντες ἔμφρουροι γεγόνασι.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 12, Ch. 6, sec. 4, line 7

μηδὲν δὲ περὶ τοῦ φόνου εἰδέναι διισχυριζόμενος. Εἶτα


παραδοθέντες τοῖς τὴν φυλακὴν τούτων ἐμπεπιστευμένοις
τῶν ἀνακτόρων καὶ διαιρεθέντες ἔμφρουροι γεγόνασι.
Τοὺς δέ γε λοιποὺς αὖθις ἠρώτων περὶ τοῦ δράματος.
Ὁμολογήσαντες δὲ ἅπαντα καὶ μηδὲ τὸν φόνον ἐπικρύ-
ψαντες, ἐπεὶ οἱ στρατιῶται τοῦτον μεμελετηκέναι ἐγνώσθη-
σαν καὶ μᾶλλον ὁ Ἀνεμᾶς Μιχαήλ, ὁ καὶ τῆς βουλῆς κορυ-
φαῖος, ὁ καὶ κατὰ τοῦ αὐτοκράτορος φόνιον πνέων,
ἅπαντας περιορίσας καὶ τὰς σφῶν ἐδήμευσε περιουσίας. Ὁ
909

μέντοι οἶκος τοῦ Σολομῶντος περιφανὴς ὢν ἐδόθη πρὸς


τὴν Αὔγουσταν· ἐκείνη δέ, ὁποία περὶ τὰ τοιαῦτα, οἶκτον
λαβοῦσα τῆς τοῦ Σολομῶντος ὁμευνέτιδος, ἀπεχαρίσατο
τοῦτον αὐτῇ μηδὲ τὸ τυχὸν ἐκεῖθεν ἀφελομένη.
         Τὸν μέντοι Σολομῶντα ἔμφρουρον εἶχεν ἡ Σῳζόπολις· τὸν δὲ  
Ἀνεμᾶν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ὡς πρωταιτίους καὶ τὴν ἐν χρῷ
κουρὰν τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ πώγωνος ψιλώσας διὰ μέσης
πομπεῦσαι τῆς ἀγορᾶς παρεκελεύσατο, εἶτα ἐξορυχθῆναι
τοὺς ὀφθαλμούς. Παραλαβόντες οὖν τούτους οἱ σκηνικοὶ
καὶ σάκκους περιβαλόντες, τὰς δὲ κεφαλὰς ἐντοσθίοις βοῶν

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 15, Ch. 2, sec. 2, line 5

αὐτοκρατόρισσα ἔτι συμπαρῆν τῷ αὐτοκράτορι, δειλιῶσα


μὲν ὡς εἰκός, ἐξεχομένη δὲ ὅμως τῆς ἐκείνου γνώμης.
Ἐπὰν δὲ πρὸς ἄριστον οἱ βασιλεῖς ἠπείγοντο, ἕτερος
ᾑμαγμένος καταλαβών, προσουδίσας τοῖς ποσὶ τοῦ
αὐτοκράτορος ἑαυτὸν ὑπὲρ κεφαλῆς τὸν κίνδυνον ἵστασθαι
ἐπώμνυτο, τῶν βαρβάρων ἤδη ἐπικαταλαμβανόντων.
Ὁ δὲ αὐτοκράτωρ εὐθὺς τὴν πρὸς τὸ Βυζάντιον ἐπά-
νοδον τὴν αὐτοκρατόρισσαν ἐπέτρεψεν. Ἡ δὲ πτοηθεῖσα
ἐν μυχοῖς καρδίας ὅμως εἶχε τὸν φόβον καὶ οὔτε λόγοις
οὔτε σχήμασι τοῦτον ἐνέφαινεν. Ἀνδρεία γὰρ καὶ στάσιμος
οὖσα τὴν φρένα καθάπερ ἡ παρὰ τοῦ Σολομῶντος ἐν
παροιμίαις ὑμνουμένη ἐκείνη γυνὴ οὐ γυναικῶδές τι ἐνε-
δείξατο καὶ ἀθαρσὲς ἦθος, οἷα τὰ πολλὰ τὰς γυναῖκας
ὁρῶμεν πασχούσας, ἐπειδάν τι φοβερὸν ἀκούσωσι. Καὶ
αὐτὸ τὸ χρῶμα κατηγορεῖ τῆς ψυχῆς τὴν δειλίαν, καὶ
συχνάκις ἀνακωκύουσι γοερὸν ὥσπερ ἐκ τοῦ σχεδὸν αὐταῖς
τῶν δεινῶν ἐφεστηκότων. Ἀλλ' ἥ γε βασιλὶς ἐκείνη, κἂν
ἐδεδοίκει, περὶ τῷ αὐτοκράτορι ἐδεδοίκει, μή τι πάθῃ
ἄτοπον· δευτέρως δὲ περὶ ἑαυτῆς ἐπεφόβητο. Οὐ τοίνυν
ἐκείνη κατ' ἐκεῖνο καιροῦ ἀνάξιόν τι τῆς ἑαυτοῦ γενναιό-
τητος ἐπεπόνθει, ἀλλ' ἐχωρίζετο μὲν τοῦ αὐτοκράτορος

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 15, Ch. 7, sec. 4, line 13

ναὸν ἐφευρηκὼς μεγέθει μέγιστον ἐπ' ὀνόματι τοῦ


μεγάλου τῶν ἀποστόλων Παύλου, ἐνταῦθα πόλιν ἑτέραν ἐν
τῇ βασιλίδι πόλει ἐδείματο. Αὐτὸς μὲν γὰρ ὁ ναὸς ἐπ' ἀ-
κροτάτῳ τῆσδε τῆς πόλεως ἕστηκεν οἷον ἀκρόπολις. Ἡ δὲ
νέα πόλις ἑκατέρωθεν γέγραπται εἰς σταδίους, ὁπόσους ἂν
εἴπῃ τις, κατά τε πλάτος καὶ μῆκος. Κύκλῳ δὲ ταύτης
ἑστᾶσιν οἰκήματα πυκνά, κατοικίαι πενήτων καί, τὸ δὴ
910

φιλανθρωπότερον, ἀνθρώπων λελωβημένων ἐνδιαιτήματα.


Ἔστι γὰρ ἰδεῖν τούτους κατ' ἄνδρα ἕκαστον ἐπερχόμενον,
ὅπου μὲν τυφλούς, ὅπου δὲ καὶ χωλούς, ὅπου δέ τι καὶ
ἄλλο κακὸν ἔχοντας. Τὴν στοὰν Σολομῶντος ἂν εἶπες ἰδὼν
μεστὴν ἀνθρώπων πεπηρωμένων τὰ μέλη καὶ ὅλα τὰ
σώματα.
         Ὁ δὲ κύκλος διπλοῦς τε καὶ δίδυμος. Οἱ μὲν
γὰρ ἄνω καὶ μετέωροι κατοικοῦσι τῶν πεπηρωμένων τούτων
ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, οἱ δὲ κάτω καὶ πρόσγειοι παρασύ-
ρονται. Τὸ δὲ τοῦ κύκλου μέγεθος, εἴ τις ἐθέλει τούτους
ἰδεῖν, ἀρξάμενος πρωΐθεν εἰς ἑσπέραν ἂν τὸν κύκλον συνε-
τέλεσε. Τοιαύτη μὲν ἡ πόλις, τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ τῆς
πόλεως ταύτης οἰκήτορες. Οὔτε γήπεδα ἔχοντες οὔτε
ἀμπελῶνας οὔτε τι ἄλλο τοιοῦτον, περὶ ὃ τὸν ἀνθρώπινον

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. Book 15, Ch. 7, sec. 8, line 5

τοὺς ὀρφανοὺς καὶ ἀποστρατεύτους φιλανθρωπία τοῦ αὐτο-


κράτορος· ὅθεν καὶ τοὔνομα ἐπεκράτησε τὸ ἀπὸ τῆς τῶν
ὀρφανῶν προμηθείας. Σέκρετα γὰρ ἐπὶ τούτοις πᾶσι καὶ
λογοπραγίαι τῶν προνοουμένων κατὰ τὰ τῶν πενήτων κτή-
ματα καὶ χρυσόβουλλοι λόγοι ἐπιβραβεύοντες τοῖς τρεφο-
μένοις τὸ ἀναφαίρετον.
         Τῷ δὲ ναῷ τοῦ μεγαλοκήρυκος
Παύλου κλῆρος μέγας κατείλεκτο καὶ πολὺς καὶ φώτων
δαψίλεια. Καὶ παραγενόμενος εἰς τουτονὶ τὸν νεὼν ἴδοις
ἂν χοροὺς ἑκατέρωθεν ἀντᾴδοντας. Κατέταξε γὰρ τῷ τῶν
ἀποστόλων νεῷ ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας κατὰ τὸν Σολομῶντα.
Ἐπιμελὲς γὰρ καὶ τὸ τῶν διακονισσῶν πεποίηκεν ἔργον.
Πολλὴν δὲ φροντίδα καὶ τῶν ἐπιξενουμένων Ἰβηρίδων
μοναχῶν ἐπεποίητο θύραν ἐκ θύρας ἀμειβουσῶν τὸ πρότε-
ρον, ἐπὰν εἰς τὴν Κωνσταντίνου ἐπιδημήσαιεν· ἀλλὰ καὶ
ταύταις ἡ κηδεμονία τοὐμοῦ πατρὸς ἀνεδείματο φροντιστή-
ριον μέγιστον τάς τε τροφὰς καὶ τὰς προσηκούσας ἐσθῆτας
διοικονομησαμένου. Ὁ μὲν οὖν Ἀλέξανδρος ἐκεῖνος ὁ
Μακεδὼν αὐχείτω μὲν ἐπὶ τῇ κατ' Αἴγυπτον Ἀλεξανδρείᾳ,
ἐπὶ τῇ κατὰ Μήδους Βουκεφάλῃ, ἐπὶ τῇ κατ' Αἰθιοπίαν

Θεόδωρος Στουδίτης. Homilia in nativitatem Mariae (olim sub auctore Joanne


Damasceno) Vol. 96, p. 692, line 45

ωδιάζουσα, ἧς ὁ ὀσφρανθεὶς Κύριος ἐπανεπαύσατο,


καὶ δι' ἧς ἀνθήσας τὴν εὐωδίαν τοῦ κόσμου ἀπ-
εμάρανε. Χαῖρε, μῆλον εὐωδιάζον, ὁ στειροφυὴς καρ-
πὸς, καὶ ὡραιόθεος, ἡ λέγουσα ἐν ᾌσμασιν, Ἐν
μήλοις με στοιβάσατε, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης
911

ἐγώ εἰμι. Ἧς δρεψαμένης τὴν καθαρότητα Χριστὸς,


εἱστιάσατο εὐοδμίαν ἄχραντον τῷ κόσμῳ διαπνέου-
σαν. Χαῖρε, κρῖνον, οὗ ὁ γόνος Ἰησοῦς, ταῦτα τὰ
κρῖνα τοῦ ἀγροῦ ἀμφιεννύντος· ἡδύπνους ῥοδωνία
τοῦ Πνεύματος, ἐξ ἧς Χριστὸς ἀνήθευτον ἐξ ἀσπο-
ρίας στολὴν περιεβάλετο, τὴν Σολομωντικὴν στολὴν
ἀποκρύπτουσαν. Χαῖρε, ἄνθος, τὸ πάσης ἀνθοβαφι-
κῆς χροιᾶς ποικιλώτερον ἐξ ἀρετῆς ἁπάσης ἥδυσμα,
ἐξ ἧς ἄνεισιν ἄνθος ὁμοίῳ ὅμοιον κατὰ μητρικὴν
ἐμφέρειαν, ἐφ' ᾧ ἑπτὰ τὰ ἀναπαυόμενα πνεύματα,
ὡς ὁ Λόγος. Χαῖρε, νάρδος νάουσα, καὶ ἀρδεύουσα
κατὰ τὰ μυρεψικὰ τῆς ἁγνείας ἀρώματα, ὧν ἡ διά-
δοσις ὀσμὴ ἡδεῖα τῷ φήσαντι ἐν ᾌσμασι· Νάρδος
μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ. Χαῖρε, στακτὴ, ἡ ἐκ παρ-
θενικῆς βαλσαμουργίας ἀποστάξασα Χριστῷ, στακτὴν
ἁγιάσματος, ἤτοι γάλακτος, ἡ ψάλλουσα ἐν ᾌσμα

Θεόδωρος Στουδίτης. Homilia in nativitatem Mariae (olim sub auctore Joanne


Damasceno) Vol. 96, p. 696, line 31

στοιχεῖον τῆς θείας ἀπειρίας, οὗ ὁ ἄπειρος, ποδιαίᾳ


γαστρὶ περιεχόμενος, καὶ ἐν ἑαυτῷ περιέχων τὰ πέ-
ρατα. Χαῖρε, Θεοτόκε κυρίως καὶ ἀληθῶς, τὸ πρὸς
Θεὸν ἀνθρώποις φρικτὸν συναπτήριον, δι' ἧς τὰ οὐ-
ράνια τοῖς ἐπὶ γῆς ἥνωνται, Θεῷ τὰ ἀνθρώπου,
καὶ ἀνθρώπῳ τὰ Θεοῦ ἀντανίσχουσα. Χαῖρε, πα-
στὰς, ἡ παρθενίας ἐγερθεῖσα κάλλεσι, τῷ λέγοντι
ἐν ᾌσμασιν· Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή
μου νύμφη. Οὗ πρὸς σάρκα συναφείας ἐκεῖνα
ἐπάγεται· Ἐξέλθετε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ
Σολομὼν, ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν
ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ,
καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης τῆς καρδίας αὐτοῦ.
Χαῖρε, ἀμνὰς, ἡ ἄτεξ κατὰ γαμικὴν σύνοδον,
καὶ τοκὰς κατὰ θείαν σύλληψιν. Ἐξ ἧς ὁ ἀμνὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ἐπεδή-
μησε. Χαῖρε, νεφέλη φωτὸς, ἡ ἐν ἐρήμῳ τοῦ βίου
πρεσβευτικῶς τὸν νέον Ἰσραὴλ σκιάζουσα· ἀφ' ἧς
τὰ τῆς χάριτος διατάγματα ἤκουσται, ἐξ ἧς ὁ τῆς
δικαιοσύνης ἥλιος ἀνατέταλκε μαρμαρυγαῖς ἀφθαρ-
σίας καταφαιδρύνων τὰ σύμπαντα. Χαῖρε, λυχνία, τὸ

Θεόδωρος Στουδίτης. Epistulae Epistle 34, line 84

μοιχείαν καὶ μοιχοζευξίαν καὶ μοιχοσυνδρομίαν οἰκονομίαν θεοῦ


καὶ ἁγίων.  
 Καὶ ἀλλοίως οὐκ ἔστιν· οὐ γὰρ προσωποληψία παρὰ τῷ θεῷ, ὡς
912

ὑποδεικνύουσιν οἱ μοιχειανοί, μὴ ἐφίσης τοὺς νόμους αὐτοῦ κεῖσθαι


ἐπὶ πᾶσιν, ἀλλ' ἐπὶ τῶν βασιλέων, ὥς φησιν, ὑποχωρεῖν καὶ καινο-
τομεῖσθαι. καὶ ποῦ τὸ τῶν βασιλέων εὐαγγέλιον; ἀλλ' ὄντως ἠσεβή-
κασι λίαν, μὴ συνιέντες ὅτι θεὸς πρόσωπον ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει,
καθὰ ἔφη ὁ ἱερὸς ἀπόστολος, μηδ' ὅτι ὁ αὐτὸς δι' ἑνὸς τῶν
προφητῶν, ταλανίζων αὐτούς, λέγει, ὑμεῖς οὐκ ἐφυλάξατε τὰς ὁδούς
μου, ἀλλ' ἐλαμβάνετε πρόσωπα ἐν νόμῳ. οὐχὶ θεὸς εἷς ἔκτισεν ὑμᾶς;
οὐχὶ πατὴρ εἷς πάντων ὑμῶν; γράφει δὲ καὶ Σολομὼν τάδε· ἀκούσατε
οὖν, βασιλεῖς, καὶ σύνετε. καὶ μεθ' ἕτερα· ὅτι ὑπηρέται ὄντες τῆς τοῦ
ὑψίστου βασιλείας οὐκ ἐκρίνατε ὀρθῶς οὐδὲ ἐφυλάξατε νόμον οὐδὲ
κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θεοῦ ἐπορεύθητε. φρικτῶς καὶ ταχέως ἐπιστή-
σεται ὑμῖν, ὅτι κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται. οὐ γὰρ
ὑποστελεῖται πρόσωπον ὁ πάντων δεσπότης. πάλιν δὲ ὅτι καὶ ὅλον
τὸ εὐαγγέλιον διὰ τῶν φθασάντων παρανομιῶν ἠθετήκασιν, ὦ ἱερὰ
καὶ θεία κορυφή, ἐπεὶ καὶ ἓν ἀνόμημα ἀρκεῖ τὸν καθόλου νόμον
ἀνατρέψαι· πᾶσαι γὰρ ἀλλήλων ἔχονται, φησὶν ὁ Μέγας Βασίλειος,
αἱ ἐντολαί, ὡς ἐν τῇ λύσει τῆς μιᾶς καὶ τὰς λοιπὰς ἐξ ἀνάγκης
συγκαταλύεσθαι, οὐκ ἐξ ἑαυτοῦ τοῦτο, ἀλλ' ἐκ τοῦ φθεγγομένου ἐν

Θεόδωρος Στουδίτης. Epistulae Epistle 372, line 4

 Ταῦτα πῶς οὐ λυπηρὰ καὶ δακρύων ἄξια; ἀλλ' ὦ ἱερώτατε, δίδου


χεῖρα πρεσβευτικὴν τῇ πεπτωκυίᾳ ἐκκλησίᾳ, ὅπως ἐξεγερθεῖσ' ὡς ὁ
ὑπνῶν Κύριος ἐπιτιμήσειεν τῷ νοητῷ λαίλαπι καὶ καταστορέσειεν
εὐδίαν εἰρηνόδωρον. προσεύχου περὶ τοῦ παιδός σου καί γε περὶ τοῦ
συνόντος μοι ἀδελφοῦ, ὃς καὶ προσαγορεύει, διασῴζεσθαι ἡμᾶς ἐν
Κυρίῳ.

Εἰρήνῃ πατρικίᾳ

 Τί σοι κόπους παρέχω, ὦ φιλόθεε καὶ φιλομόναχε; αἱ ἀποστολαί


σου ὑπὲρ τὴν ἀξίαν μου. ἤρκουν αἱ πάλαι καὶ πρόπαλαι πολλαὶ καὶ  
ἡλίκαι· τί καὶ αὗται; ἀλλ' ἔοικας τῇ Σολομωντείῳ βδέλλῃ, τῇ περὶ
τὸ εὖ ποιεῖν οὐ κορεννυμένῃ, καὶ οἱονεὶ ἐκπιέζουσα τὸ οἰκεῖον αἷμα
εἰς τροφὴν ἄλλων. καίπερ οὐ τοῦτό σοι μόνον γνώριμον, ἀλλὰ πολλὰ
τὰ συντρέχοντα, ζῆλος, πόθος, ἔρως εἰς θεόν· κἂν μικρὸν ὑποπεπτώ-
καμεν, πάλιν οὖν ἀνακλητέον καὶ τὴν ὁδὸν Κυρίου πορευτέον. πάρες
τὸ λυπηρόν, ἀνάλαβε χαρὰν πνευματικήν, ἐπείπερ ἐγγὺς Κύριος τοῖς
ὑπομένουσιν αὐτόν, ὅς, ἔτι λαλούντων ἡμῶν τὰ τῆς προσευχῆς ῥήματα, ἐρεῖ “ἰδοὺ
πάρειμι”.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 1, poem 154, line 11

Χρυσῆν θεωρῶ τὴν Ἐδὲμ τῆς εἰκόνος,


Ἐν ᾗ τὰ φυτὰ τεχνικῶς ἡρμοσμένα
Δοκοῦσι κυκλοῦν τῆς Ἐδὲμ τὸν ἐργάτην.
Εἰ δ' οὐχὶ καὶ ζέφυρος ἐμπνεῖ τοῖς κλάδοις,
913

Θαυμαστὸν οὐδέν· οὐδὲ γὰρ ὅλως δέον


Τούτους κινεῖσθαι καὶ κτυπεῖν τὸν δεσπότην
Ὑποψιθυρίζοντα μυστικωτέρως,
Ὅπου γε καὶ ῥοῦν ἀργυροῦν οἶμαι βλέπειν
Ἐκ τῆς πρὸς αὐτὸν συστολῆς πεπηγμένον.
Μὴ τοῦτον ἰδὼν τὸν Παράδεισον πάλαι
Τὸν νοῦν φυτουργεῖ Σολομὼν τῶν ᾀσμάτων;  
Νύμφη γὰρ ἥδε καὶ καλὴ καὶ παρθένος
Ἐρῶσα θερμῶς τοῦ παρ' αὐτῇ νυμφίου.
Εἴ που δὲ καὶ μέλιτταν ἀθρῆσαι θέλεις,
Ἢ καὶ προφήτην ἐξ ἐρήμου τρυγόνα,
Ἢ μυστικοὺς τέττιγας, ἢ κύκνων γένη,
Σκόπει, θεατὰ, τοὺς παρεστῶτας πέριξ,
Οἳ τὰς νοητὰς ὀργανώσαντες λύρας
Περιλαλοῦσι τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 79, line 90

Ὦ καὶ σιωπὴ, κόσμε τῶν θηλυτέρων,


Οἵῳ τελευτῆς ἐγκαλύπτεσθε σκότει!
Ὁ πλοῦτος ἀργὸς, ἀσθενὴς ἡ λαμπρότης,
Ἡ δόξα καπνὸς, ἐν κενοῖς αἱ φροντίδες,
Ὁ χρυσὸς οὐδὲν, οὐδὲ γὰρ ἔχει στάσιν·
Ὁ πέπλος αἰσχρὸς, οὐδὲ γὰρ παραμένει·
Οἱ μάργαροι χνοῦς, οἱ λίθοι, λίθοι μόνον·  
Ὁ δ' ἄργυρος ῥοῦς καὶ πεπηγὼς καὶ τρέχων·
Ὅπου γε ῥευστὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον βλέπω,
Δι' ὃν παρήχθη τῆς ὕλης τὰ φάσματα·
Πλὴν ἡ φιλεργὸς, ἣν Σολομῶν σεμνύνει,
Καθάπερ εἰκὸς ἀῤῥενόφρονα κρίνων,
Ἄρτι καθεύδει τῶνδε τῶν λίθων μέσον,
Εἰς ἀναχωκὴν τῶν προλαβόντων πόνων·
Μετὰ δὲ μικρὸν καὶ πνοῆς ἕξει δρόσον
Τοῖς ὀστέοις ἴαμα καὶ τῷ σαρκίῳ·
Σὺ δὲ βλέπων, βέλτιστε, σωφρόνως ἔχε
Καὶ τὴν γυναῖκα τήνδε τὴν πρὶν ὀλβίαν,
Καὶ νῦν ταπεινὴν καὶ μεμαγμένην κόνιν
Εὔχου προελθεῖν εἶς τρυφῆς θείας τόπους,
Ὡς ἂν σὺν αὐτοῖς εὐθυμῇ τοῖς ἀγγέλοις.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 95, line 146

Νυνὶ δὲ σὴν δήπουθεν ὁ χρίσας χάριν


Τείνων τὸ τόξον ἐκλύει τὸ σύντονον,
Κἀν τῷ ταραχθῆναί σε τὸν δοῦλον μόνον
Ἐκεῖνον ἀφεὶς τοὺς ἐν ὀργῇ κινδύνους
Εὐσπλαγχνίας δίδωσι μισθοὺς ἐμφύτου.
Τὸν κοινὸν οὖν φύλακα τίς μέλψει κρότος,
914

Μᾶλλον δὲ τὸν σωτῆρα τοῦ παντὸς γένους;  


(Ἐβάστασας γὰρ τὰς ἐπελθούσας νόσους
Ἑκὼν ὑποσχὼν ὁ πραῢς τὸν αὐχένα·)
Πῶς ἂν λόγων δύναιτο σεμνύνειν κράτος;
Ὁ γοῦν ἐπαινῶν τὴν Σολομῶντος φύσιν
Σὲ μᾶλλον αὐτοῦ μὴ φθονῶν θαυμαζέτω·
Σὺ γὰρ, βασιλεῦ, καὶ Σολομῶντος πλέον,
Ὡς καὶ βασιλεῖς, οὐ βασιλίδας μόνον,
Εὐγλωττίας πόῤῥωθεν ἑλκύσας βρόχοις·
Καὶ πᾶν δέ σου τέθηπε τὴν φύσιν γένος,
Ὡς ἀέρος κίνησιν, ὡς φωτὸς χύσιν,
Ὡς ἡλίου δύναμιν, ὡς πῦρ, ὡς ὕδωρ·
Φρονήσεως γὰρ ἀσφαλεῖ δόξῃ βρύεις,
Καὶ καρδίας χύματι κοσμεῖς τὸ κράτος.
Κἂν οὐδὲ ταῦτ' ἦν ὑπὲρ ἀνθρώπου φύσιν,

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 95, line 148

Κἀν τῷ ταραχθῆναί σε τὸν δοῦλον μόνον


Ἐκεῖνον ἀφεὶς τοὺς ἐν ὀργῇ κινδύνους
Εὐσπλαγχνίας δίδωσι μισθοὺς ἐμφύτου.
Τὸν κοινὸν οὖν φύλακα τίς μέλψει κρότος,
Μᾶλλον δὲ τὸν σωτῆρα τοῦ παντὸς γένους;  
(Ἐβάστασας γὰρ τὰς ἐπελθούσας νόσους
Ἑκὼν ὑποσχὼν ὁ πραῢς τὸν αὐχένα·)
Πῶς ἂν λόγων δύναιτο σεμνύνειν κράτος;
Ὁ γοῦν ἐπαινῶν τὴν Σολομῶντος φύσιν
Σὲ μᾶλλον αὐτοῦ μὴ φθονῶν θαυμαζέτω·
Σὺ γὰρ, βασιλεῦ, καὶ Σολομῶντος πλέον,
Ὡς καὶ βασιλεῖς, οὐ βασιλίδας μόνον,
Εὐγλωττίας πόῤῥωθεν ἑλκύσας βρόχοις·
Καὶ πᾶν δέ σου τέθηπε τὴν φύσιν γένος,
Ὡς ἀέρος κίνησιν, ὡς φωτὸς χύσιν,
Ὡς ἡλίου δύναμιν, ὡς πῦρ, ὡς ὕδωρ·
Φρονήσεως γὰρ ἀσφαλεῖ δόξῃ βρύεις,
Καὶ καρδίας χύματι κοσμεῖς τὸ κράτος.
Κἂν οὐδὲ ταῦτ' ἦν ὑπὲρ ἀνθρώπου φύσιν,
Ἀλλὰ τό γε πρόσωπον ἀπόχρη βλέπειν·
Ποῖον γὰρ ἂν ἔτερψε λειμῶνος ῥόδον

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 99, line 33

Τὸν ζῆλον αὐτοῖς ἐκτινάσσων ὡς φλόγα;


Τί νυκτομαχῶν καὶ σφαδάζων ὁ φθόνος
Σοβεῖ πρὸς ὀργὴν τοὺς ταχεῖς μωμοσκόπους;
Τρυφὴ γάρ ἐστι τοῖς κριθεῖσι πρὶν φίλοις
Ἡ τῶν πονηρῶν κατ' ἐμοῦ γλωσσαλγία.
Στῆθι Φινεὲς, ἴδε τὴν θραῦσιν ὅση,
Καὶ σφάττε γοργῶς τῷ προσήκοντι ξίφει
915

Τὸ πορνικὸν σύνταγμα τῶν μιαιφόνων·


Οὐ γὰρ φέρω τὴν ὕβριν ἠδικημένος,  
Οὐδ' ἔστι μοι ζῆν ἀσφαλῶς ἐν αἰσχύνῃ·
Σίγα Σολομὼν, βασιλεὺς ἐμὸς κρίνει,
Καὶ σὺ δικαστὴς εὐστοχώτατος κρίνει.
Σίγα Σολομὼν, εἰ δὲ τέθνηκας πάλαι,
Σοφώτερόν σου πάλιν ἡ κτίσις ἔχει.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 99, line 35

Σοβεῖ πρὸς ὀργὴν τοὺς ταχεῖς μωμοσκόπους;


Τρυφὴ γάρ ἐστι τοῖς κριθεῖσι πρὶν φίλοις
Ἡ τῶν πονηρῶν κατ' ἐμοῦ γλωσσαλγία.
Στῆθι Φινεὲς, ἴδε τὴν θραῦσιν ὅση,
Καὶ σφάττε γοργῶς τῷ προσήκοντι ξίφει
Τὸ πορνικὸν σύνταγμα τῶν μιαιφόνων·
Οὐ γὰρ φέρω τὴν ὕβριν ἠδικημένος,  
Οὐδ' ἔστι μοι ζῆν ἀσφαλῶς ἐν αἰσχύνῃ·
Σίγα Σολομὼν, βασιλεὺς ἐμὸς κρίνει,
Καὶ σὺ δικαστὴς εὐστοχώτατος κρίνει.
Σίγα Σολομὼν, εἰ δὲ τέθνηκας πάλαι,
Σοφώτερόν σου πάλιν ἡ κτίσις ἔχει.

Τοῦ αὐτοῦ ἀναφορὰ εἰς τὴν δέσποιναν.

Δέσποινά μου, τολμῶντι συγγίνωσκέ μοι·


Καὶ γὰρ ὁ καπνὸς καὶ τὸ πῦρ τῆς καρδίας
Δριμὺν λόγων οἴσουσιν εἰκότως βρόμον,
Ἐπεὶ τὸ θαῤῥεῖν ὡς διέξοδον δίδως,
Μήπως τὸ λυποῦν ἐγχρονίσαν εἰς βάθος
Κατασκεδασθῇ τῆς ψυχῆς πρὸς ἀγχόνην.
Δέσποινά μου, πεινῶντα, διψῶντα, ξένον,
Γυμνὸν, ταπεινὸν, δυστυχῆ, τεθλιμμένον,

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 101, line 44

Πῶς ἂν πρᾴως ἔγωγε δυναίμην στέγειν


Στυγὸς πονηρᾶς ὑπεραλγῦνον θράσος,
Ἣ σής τίς ἐστιν ἐμφυεὶς τοῖς ὀστέοις;
Ἥλιε, τὸ πρόσωπον ἐμφάνιζέ μοι·
Σὺ γὰρ ἔαρ γόνιμον ἐλπίδων γίνῃ,
Εἴπερ φυσικὴν εὐτυχεῖς τὴν αἰθρίαν,
Τρισήλιον φῶς μυστικῶς δεδεγμένος,
Καὶ τὸν βαρὺν χειμῶνα τῆς ἀθυμίας
Ὡς ἐξ ὑπαρχῆς εὐμενῶς κούφισέ μοι·
Τὸ γὰρ ἱλαρὸν τῆς σοφῆς σου καρδίας
Τοῦ Σολομῶντος ἔσχεν ἡ κλῆσις μόνη.
916

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 215, line 36

Καὶ τοῦ καλοῦ τὴν αἴσθησιν κατὰ μικρὸν ἀμβλύνει,


Καὶ δείκνυσι φαυλότερον τὸ μέλλον τοῦ παρόντος·
Ἔστι δὲ πάντως ἄμεινον τοῦ θνήσκειν τὸ καθεύδειν,
Κἂν μόλις ὁ μικρόψυχος ἀνενεγκεῖν ἰσχύσῃ.
{Ψυχή.}
Δεῦρο λοιπὸν τὸ γηγενὲς καὶ ταπεινὸν σαρκίον
Ἀπὸ βαλβίδος ὃ φασι πάντα διδάσκου πρώτης,
Καὶ σκόπει μοι τὴν σύζυγον, τὴν θαυμαστὴν ἐκείνην,
Τὴν φίλην, τὴν ὁμόψυχον, τὴν ὁμογνώμονά σοι,
Τὴν εὔσχημον, τὴν εὔτροπον, τὴν εὔνουν, τὴν ἀνδρείαν,
Ἣν ἐπαινεῖ καὶ Σολομῶν πρὸ τῶν ἐνταῦθα λόγων,
Τὴν εὐγενῆ, τὴν φιλεργὸν, τὴν λογικὴν τρυγόνα·
Πῶς ᾤχετο, πῶς ἔῤῥευσε, πῶς ἔσβη, πῶς ἐκρύβη,
Καθάπερ ἄνθος ἐν ἀγρῷ καὶ μετὰ θέρους χλόη,
Καὶ μετὰ νέφος ἀστραπὴ καὶ χνοῦς ἀπὸ τυφῶνος.  
{Ἄνθρωπος.}

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 247, line 4

Ἐκεῖνο τοῦτ' ἧν ὃ πρὸ παντὸς ἐσκόπουν,


Καὶ τὸν πολυστένακτον ἐθρήνουν βίον.  
Ποῦ γὰρ ὅ μοι δέδωκεν ὁ χρόνος κλέος,
Ἥλιε καὶ γῆ καὶ λογικαὶ φροντίδες;
Πλὴν, ὦ δικαστὰ, σῶσε τὸν πταίσαντά σε,
Τὰς εὐθύνας τρέμοντα καὶ πρὸ τῆς δίκης.

Εἰς τὴν σφενδόνην τοῦ βασιλικοῦ δακτυλίου.

Ὁ μὲν πατήρ μοι τὴν κρίσιν τῆς ὀγδόης,


Ἐγὼ δέ σοι δίδωμι τὴν τῆς ἑβδόμης·
Δεῖ γοῦν, βασιλεῦ, τοὺς κριτὰς τῆς ἑβδόμης,
Φησὶ Σολομὼν, προσκοπεῖν τὴν ὀγδόην.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 2, poem 260, line 27

Εἶδος προεξένησεν αἰσχρὸν, οὐ τρόπος,


Ἢ φύσεως δήπουθεν ἀκινησία,
Ἢ καὶ νόσου σώματος ναρκώδους δρόμος,
Ἢ συγγόνων τήρησις, τάρβος εὐνέτου·
Ταῦτά γε μὴν αἴτια μᾶλλον ἢ τρόπος.
Εἰ δ' αὖ λάλος τε καὶ λάγνος ἄμφω πέλει,
Διπλοῦν τὸ κακόν ἐστι τῷ κεκτημένῳ·
Πλὴν πᾶσα κακὴ, ὥς που τὶς σοφὸς λέγει,
917

Καὶ πείρας ἄνευ οὐδεμία μεμπτέα,


Ἐλθοῦσα δ' αὕτη χάριτος τινὸς μέτα.
Οὐκ οἶδε μίαν Σολομὼν εἰς χιλίας.  

Εἰς εἰκόνα τῶν κορυφαίων.

Οἱ συμμαθηταὶ ζῶσι καὶ νῦν ἐν τύποις,


Καὶ συλλαλοῦσιν, ὥσπερ ἦν αὐτοῖς ἔθος.
Εἰ δ' οὐκ ἀκουστὰ τὰ διωμιλημένα,
Μυστηριώδης ἐστὶν ἡ ξυντυχία.

Εἰς τοὺς ἁγίους μάρτυρας Θεοδώρους.

Οἱ μάρτυρες νικῶσι τὴν κοινὴν φύσιν·


Καὶ γὰρ ἄκαμπτός ἐστιν αὐτῶν ἡ στάσις·
Τῷ δεσπότῃ, βέλτιστε, ποτνιωμένοις,
Ὥστε βλέπων θαύμασε τὴν εὐανδρίαν,

Μανουήλ Φίλης. Carmina


Ch. 3, poem 14, line 227

Ῥυήσεται δὲ πρὸς τὸ μηδὲν αὐτίκα,


Παγήσεται μὲν τοῦ κακοῦ τοὐναντίον,
Ἔσται δὲ τετράγωνος ὁ χρόνος βάσις·
Ὁ δὲ γλυκασμὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κράτους
Μιμήσεται μὲν ἀκριβῶς τὰς ἐλπίδας,
Αἷς οὐκ ἔχει κίνησιν ἡ πάλαι στάσις·
Μενεῖ δὲ σαφὴς δαψιλὴς ἐπεισρέων,
Ὡς ἀπὸ λωτοῦ καὶ τρυφῆς τῶν πραγμάτων.
Ἔχω δέ σοι γνώρισμα τὴν ξένην φύσιν,
Ἣν ἔσχεν οὐδεὶς τῶν βεβασιλευκότων,
Εἰ καὶ Σολομῶν δυσχεραίνοι τὸν λόγον·
Τῆς χάριτος γὰρ ὁ βραβεὺς εἷς εὑρέθη.
Πλὴν ἀκροάσθω καὶ δεχέσθω τὸν λόγον,
Καὶ τὴν ἀληθῆ μὴ κακιζέτω κρίσιν.
Εἰ δ' οὖν, τὸ λευκὸν τῶν τριχῶν κράσει στόμα
Τοῖς τοῦ χρόνου σφίγμασιν ἐμπεφραγμένον·
Φανήσεται γὰρ ἐκ ταφῆς αὖθις γέρων
Αἰδοῦς ἀμοιρῶν τῆς πρεπούσης πρεσβύταις,
Κἂν ἄλλος αὐτὸν συμπαθέστερος λόγος
Μείρακα τιμῶν ζωγραφῇ στεφηφόρον.
Ἔχω μὲν οὖν, κράτιστε, πολλὰ δεικνύειν,  
918

Μανουήλ Φίλης. Carmina


Ch. 3, poem 55, line 68

Τὸ ψεῦδος εὐθὺς ἐξελαύνεις ὡς γνόφον,


Τὴν τῶν λόγων ἄῤῥητον αὐγὴν ἐγχέας·
Οὐκ ἦν γὰρ εἰκὸς τοὺς πλακέντας σοι κρότους,
Οὓς τῷ βίῳ προὔθηκα τοῦ γένους χάριν,
Τῶν συκοφαντῶν ἐκδοθῆναι τῷ φθόνῳ.
Ὦ πάντα μυχὸν καρδιῶν διατρέχων,
Καὶ πᾶν ἀσαφὲς εὐφυῶς διαβλέπων!
Ὦ νοῦ πτερωτὲ καὶ θεοῦ μέχρι φθάνων,
Καὶ πνεῦμα γοργὸν εἰς ῥοπὰς ἀποκρύφους!
Ὦ θαῦμα κοινὸν, ὦ μετὰ δίκην Σόλων,
Ἢ ζῶν στοχαστὰ Σολομῶν πρὸ τῆς δίκης,
Οὐκ ἐκ φυσικῶν οὐδὲ κοινῶν πραγμάτων
Σοῦ τὴν κρατίστην φύσιν ἐχρῆν με κρίνειν,
Ἀλλ' εἴπερ ἐξῆν ἀπὸ τῶν ὑπὲρ φύσιν·
Οὕτω γὰρ ἂν ἥρμοττε καὶ τὸ συγκρίνειν·
Ἐπεὶ δὲ κοινὸς ἐξ ἀνάγκης ὁ κρότος,
Ὕβριν ἐμοὶ τὸ πρᾶγμα σαφῶς ἂν ἔχοι
Μὴ τοῦτο παρὸν ἐγκαλεῖ μοι τὸ βρέτας·
Ἀλλ' εἴπερ εἰκὸς, ἐγκαλυπτέσθω τρέμον,
Εἰ σὺ, βασιλεῦ, συμπαθὴς ὢν τὴν φύσιν,  
Ἐμοὶ δικαστὴς εὐμενέστατος γίνῃ·

Μανουήλ Φίλης. Carmina


Ch. 3, poem 60, line 25

Αὐτοῦ μαθητὴς πατριάρχα δέσποτα,


Καὶ θαυματουργὲ μυστικῆς εὐρωστίας,
Εἰς τὴν Σιὼν ἐνταῦθα τῆς ἐκκλησίας,
Εἰς ἣν δι' ἡμᾶς ἀπὸ τῆς χθὲς ἀνέβης,
Ἐσφιγμένον δεῖξόν με τὸν παρειμένον.
Καὶ γὰρ ὅλως ἄνθρωπος οὐ πάρεστί μοι,  
Κἂν γογγύσωσί τινες ὑπὸ τοῦ φθόνου
Τῷ σαββατισμῷ τῆς ἐμῆς ἁμαρτίας.
Τὴν ἄνεσιν δὴ τῶν λυπηρῶν ὡς κλίνην
Ἀραμένῳ κέλευε τῷ δούλῳ τρέχειν.
Ὁ γὰρ Σολομὼν, ὁ γλυκὺς αὐτοκράτωρ,
Εἰρηνικὴν δήπουθεν εὑρηκὼς χάριν,
Ἄλλην κολυμβήθραν σε κοινὴν δεικνύει,
Παντὸς ψυχικοῦ φαρμακεύτριαν πάθους·
Ὅταν δέ τις πύθοιτο, τίς ἔσφιγξέ με,
919

Δείξω τὸν ἐργάτην σε τοῦ τεραστίου·


Γνωστὸς γὰρ εἶ σὺ, καίπερ ἐκνεύειν θέλων,
Ὅταν θορυβῇ καὶ πιέζοι τὰ στίφη·
Μετὰ δὲ μικρὸν ἐντυχὼν δή μοι χρόνον
Φυλακτικὸν φάρμακον ἐξοίσεις λόγου,
Ἐγὼ δ' ἀπελθὼν εἰς τὸ πᾶν ἔθνος φράσω·

Μανουήλ Φίλης. Carmina


Ch. 3, poem 61, line 174

Ταῖς σαῖς πεπανθεὶς, Αὐσονάρχα, λαμπάσιν·


Οὐκοῦν ὁ μὲν σὸς καὶ σπορεὺς καὶ δεσπότης,
Ὁ νοῦς ὁ γοργὸς, ὁ βραβεὺς τῶν πραγμάτων,  
Ἡ γλῶσσα τῆς γῆς, ἡ στολὶς τῶν κτισμάτων,
Ὁ τῶν λόγων θάλαμος ὁ στεφηφόρος,
Τὸ τοῦ κράτους ἔσοπτρον, αὐτὸ τὸ κράτος,
Αὐτοκράτωρ γένοιτο γῆς θᾶττον πάσης,
Ἢ χριστὸς Ἀλέξανδρον οὐκ ἔχει νέον,
ᾯ τὴν κορυφὴν Μακεδὼν ἅπας κλίνει;
Σὺ δ' ἂν κατ' αὐτὸν εὑρεθῇς ὢν τὴν φύσιν,
Ἰδοὺ βασιλεὺς καὶ Σολομῶντος πλέον,
Καὶ λεῖπον οὐδὲν εἰς θεόσδοτον χάριν.
Νυνὶ δὲ Σιὼν εἰΣιὼν τὴν δευτέραν,
Ὡς καὶ βασιλεὺς Ἰσραὴλ τοῦ δευτέρου,
Ἐκ τῶν παλαιῶν εὐλογοῦ σπουδασμάτων,
Καὶ τῶν παρ' ἡμῖν εὐκτικῶν ἀπαργμάτων·
Κἂν ἀγρὸς οὖν ἔχῃ σε, κἂν πόλις βλέπῃ,
Εἴης παρ' ἀμφοῖν ὑπερευλογημένος·
Κἂν εἰσπορευθῇς, κἂν ἐπ' ἐχθροὺς ἐξίῃς,
Τούτους ἴδοις ἅπαντας εὐθὺς ἐν πέδαις,
Λείχοντας οἰκτρῶς τῶν ποδῶν σου τὴν κόνιν·

Μανουήλ Φίλης. Carmina


Ch. 3, poem 108, line 30

Μύρμηξ δὲ μοχθεῖ τῆς ὀπῆς προηγμένος·


Καὶ γὰρ ἀναμὶξ τὴν τροφὴν παρεκλέγει,
Καὶ προσφάτους δείκνυσι τοῖς ἔργοις τρίβους,
Ὡς ἂν ὁ χειμὼν εἰσβαλὼν ὑπεκδράμῃ  
Καὶ σῶμα λεπτὸν εὐπαθοῦν μὴ στυγνάσῃ.
920

Τέττιξ δὲ τὴν ἄμοχθον ἐσθίων δρόσον


Τὸ τῆς τελευτῆς ἐκτραγῳδήσει τάχος·
Καὶ γὰρ φιληδεῖ τῇ σχολῇ πρὸ τῶν πόνων,
Σχολὴν ἑαυτῷ προξενῶν τὴν ἐσχάτην.
Πῶς οὖν, γεωργὲ γνωστικῆς εὐκαρπίας,
Πῶς οὖν, Σολομὼν τοῦ Δαβὶδ παῖς τοῦ πρᾴου,
Καὶ νοῦ δικαστὰ τῆς κλοπῆς τῶν βασκάνων,
Οὐ δυσχερανεῖς τὴν σκιὰν καὶ τὴν κλίνην
Τοῖς μηδὲ τοὺς μύρμηκας ἐκμιμουμένοις,
Ὡς ἂν ἔχοι στέγουσαν ἡ φύσις βάσιν,
Ὅταν τὸ θερμὸν συσταλῇ τῇ καρδίᾳ,
Ῥιγοῦντος οἰκτρῶς τῷ κρυμῷ τοῦ σαρκίου
Εἶχον γὰρ ἂν ἥδιστον, αὐτάναξ, βίον,
Εἰ μή τις ἱδρὼς ἐξ Ἀδὰμ ἔκλυσέ με
Πονοῦντος εἰς γῆν οὐκ ἐλευθέραν βάτων·
Νυνὶ δὲ κυκᾷ καὶ στροβεῖ με πᾶς πόνος,

Μανουήλ Φίλης. Carmina


Ch. 3, poem 131, line 27

Τὸ τῶν γνάθων ἔρευθος; ἀλλ' ἦν ὡς ῥόδον,


Ὃ τοῦ θέρους ἐλθόντος εὐθὺς ἐψύγη,
Καὶ μὴ πεπανθὲν δυστυχῶς ἀπεῤῥύη.
Τὸ λευκόν; ἀλλ' ἦν ὡς χιὼν εἰς τὸ ζέον,  
Ἣν οὐ ζέσις ἔλυσεν, ἀλλὰ ψυχρότης.
Τὸ τοῦ στόματος γλεῦκος; ἀλλ' ἦν ὡς δρόσος,
Ἣν ἐξ Ἀερμὼν ἡ Δαβὶδ γλῶσσα θλίβει.
Καὶ τί με δεῖ ῥεύσασαν ἐκφράζειν πλάσιν,
Παρὸν θεωρεῖν τῆς ψυχῆς σου τὴν χάριν,
Ἧς τὸν πλατυσμὸν οὐδ' ὁ πᾶς κρύψει χρόνος;
Ὁ γοῦν Σολομῶν ἀκριβῶς πάντα κρίνων,
Ὁ μέχρι τινὸς μαρτυρούμενος μέγας,
Οὐ ῥᾳδίως δίδωσιν εὑρεῖν ἐν βίῳ
Τὴν ἀγαθὴν γυναῖκα τῆς εὐανδρίας,
Ἣ ζώννυται μὲν εὐσταλῶς καὶ κοσμίως·
Ἀνίσταται δὲ καὶ πρὸς ὄρθρον τῆς κλίνης,
Ὡς ἐργολαβεῖν εὐφυῶς ἠπειγμένη·
Γυμνοῖ δὲ καὶ τὰς χεῖρας, ὡς αὐτὸς λέγει·
Συχνὰς δὲ ποιεῖ τὰς στολὰς τῷ συζύγῳ,
Καὶ τοὺς θεραπεύοντας εὐκαίρως τρέφει.
Εἴ που δὲ τὸν σὸν ἀκριβῶς οἶδε τρόπον,
921

Μανουήλ Φίλης. Carmina


Ch. 4, poem 11, line 25

Καὶ πνεῦμα βροντῆς ὀργανῶν κεκλασμένον,


Καὶ φῶς κρεμαστὸν καὶ πυρὰν ὑπερχέων,
Κοινῇ χορηγεῖ τὰς τροφὰς τοῖς ἐμψύχοις,
Πρὸς τοὺς πονηροὺς οὐκ ἀνείργων τὴν χάριν.
Ἐνὸν κατ' αὐτῶν ἐκραγῆναι πῦρ ξένον,
Ὃ δὴ σκαλευθὲν τῇ πυράγρᾳ τῆς δίκης
Ἄφυκτος ὀργῆς ἀνθρακεὺς ἐπιβρέχει·
Πλὴν εἰ μὲν οὐδὲν ἐμποδὼν πρόσεστί τι,
Τὸν ὄμβρον ἡμῖν τῆς χρυσῆς γλώττης δίδου.
Τὸ γὰρ ἐφ' ἡμᾶς ἱλαρὸν τοῦ σοῦ κράτους
Ὁρᾷ Σολομῶν ὡς ἐπὶ χόρτον δρόσον.
Εἰ δ' οὖν, τὸν αὐχμὸν ἱκανῶς ἔχειν κρίνας
(Τῆς γὰρ σιωπῆς πυρπολεῖς με τῷ χρόνῳ),
Τὰς ἑσπερινὰς, βασιλεῦ, δὸς ἰκμάδας,
Ὡς Νεῖλος ἐκ γῆς εἰσρυεὶς Αἰγυπτίας·
Μήπως ὁ λιμὸς τῆς τροφῆς τοῦ σαρκίου,
Βαρὺς ἐπελθὼν τῷ λιμῷ τῶν ἐλπίδων,
Ἡμᾶς θανατᾶν ἰσχυρῶς ἀναγκάσῃ·
Τὴν γὰρ ἐνακμάσουσαν ἡμῖν αἰθρίαν
Γλωσσῶν πονηρῶν συσκιάζεσθαι γνόφῳ  
Πῶς ἂν ἔτι λέγοι τις ἐνδίκως ἔχειν,

Μανουήλ Φίλης. Carmina


Ch. 4, poem 23, line t

Τοῦ δεῦρο θηρὸς ἐκλυθεὶς τοῖς ἐγκάτοις.  


Αὐτὸς δὲ καρκῶν εὐμενὴς μὲν εὑρέθη·
Πρὸς γὰρ τὸν ἐγκέφαλον ἡ ψύξις τρέχει·
Πλὴν εἴπερ οὐκ ἦν τῇ στοᾷ καθειργμένος,
Ἔδειξεν ἂν ὡς ἔστι καὶ τοῖς ἀψύχοις
Ἔμπνευσις ἢ κίνησις ἐξ εὐτεχνίας.
Ὢ πῶς τὸ θερμὸν εἰς κρυμὸν μετετράπη!
Καὶ πῶς λέων ἤνοιξεν εὖ ποιοῦν στόμα!
Χαλκοῦς γὰρ οὐδείς ἐστιν ἐνταῦθα δράκων,
Μὴ καὶ πρὸς ἰὸν ἐξαμείβοι τὸ κρύος.

Εἰς Σολομῶντα ἐζωγραφημένον.

 Ζῶσαν, Σολομῶν, τὴν γραφήν σου δεικνύεις,


922

Καινόν τι ποιῶν ὡς σοφὸς πάντων πλέον.


Πλὴν ἡ σιωπὴ τὴν πνοὴν ἔκρυψέ μοι·
Καὶ γὰρ θεοῦ τὴν χεῖρα θαυμάσεις βλέπων.
 Τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας ἡ ξένη χύσις
Ἄφωνον ἰχθὺν ὥσπερ ἐκτήσατό σε·
Ζῶν γὰρ σιωπᾷς, καὶ πνοῆς ἄνευ πνέεις,
Ὦ νοῦ Σολομῶν, κἂν προῆλθες ἐξ ὕλης.
 Ἰοὺ Σολομῶν εὐπρεπὴς κἀν τοῖς τύποις!
Φαιδρύνεται γὰρ καὶ δραμεῖν ἴσως θέλει,

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 4, poem 23, line 1

Αὐτὸς δὲ καρκῶν εὐμενὴς μὲν εὑρέθη·


Πρὸς γὰρ τὸν ἐγκέφαλον ἡ ψύξις τρέχει·
Πλὴν εἴπερ οὐκ ἦν τῇ στοᾷ καθειργμένος,
Ἔδειξεν ἂν ὡς ἔστι καὶ τοῖς ἀψύχοις
Ἔμπνευσις ἢ κίνησις ἐξ εὐτεχνίας.
Ὢ πῶς τὸ θερμὸν εἰς κρυμὸν μετετράπη!
Καὶ πῶς λέων ἤνοιξεν εὖ ποιοῦν στόμα!
Χαλκοῦς γὰρ οὐδείς ἐστιν ἐνταῦθα δράκων,
Μὴ καὶ πρὸς ἰὸν ἐξαμείβοι τὸ κρύος.

Εἰς Σολομῶντα ἐζωγραφημένον.

 Ζῶσαν, Σολομῶν, τὴν γραφήν σου δεικνύεις,


Καινόν τι ποιῶν ὡς σοφὸς πάντων πλέον.
Πλὴν ἡ σιωπὴ τὴν πνοὴν ἔκρυψέ μοι·
Καὶ γὰρ θεοῦ τὴν χεῖρα θαυμάσεις βλέπων.
 Τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας ἡ ξένη χύσις
Ἄφωνον ἰχθὺν ὥσπερ ἐκτήσατό σε·
Ζῶν γὰρ σιωπᾷς, καὶ πνοῆς ἄνευ πνέεις,
Ὦ νοῦ Σολομῶν, κἂν προῆλθες ἐξ ὕλης.
 Ἰοὺ Σολομῶν εὐπρεπὴς κἀν τοῖς τύποις!
Φαιδρύνεται γὰρ καὶ δραμεῖν ἴσως θέλει,
Καὶ μειδιᾷ καθάπερ ἐκ θυμηδίας·

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 4, poem 23, line 8

Χαλκοῦς γὰρ οὐδείς ἐστιν ἐνταῦθα δράκων,


Μὴ καὶ πρὸς ἰὸν ἐξαμείβοι τὸ κρύος.

Εἰς Σολομῶντα ἐζωγραφημένον.

 Ζῶσαν, Σολομῶν, τὴν γραφήν σου δεικνύεις,


Καινόν τι ποιῶν ὡς σοφὸς πάντων πλέον.
923

Πλὴν ἡ σιωπὴ τὴν πνοὴν ἔκρυψέ μοι·


Καὶ γὰρ θεοῦ τὴν χεῖρα θαυμάσεις βλέπων.
 Τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας ἡ ξένη χύσις
Ἄφωνον ἰχθὺν ὥσπερ ἐκτήσατό σε·
Ζῶν γὰρ σιωπᾷς, καὶ πνοῆς ἄνευ πνέεις,
Ὦ νοῦ Σολομῶν, κἂν προῆλθες ἐξ ὕλης.
 Ἰοὺ Σολομῶν εὐπρεπὴς κἀν τοῖς τύποις!
Φαιδρύνεται γὰρ καὶ δραμεῖν ἴσως θέλει,
Καὶ μειδιᾷ καθάπερ ἐκ θυμηδίας·
Ἀλλὰ σιωπᾷ τὴν θεοῦ χεῖρα βλέπων.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 4, poem 23, line 9

Μὴ καὶ πρὸς ἰὸν ἐξαμείβοι τὸ κρύος.

Εἰς Σολομῶντα ἐζωγραφημένον.

 Ζῶσαν, Σολομῶν, τὴν γραφήν σου δεικνύεις,


Καινόν τι ποιῶν ὡς σοφὸς πάντων πλέον.
Πλὴν ἡ σιωπὴ τὴν πνοὴν ἔκρυψέ μοι·
Καὶ γὰρ θεοῦ τὴν χεῖρα θαυμάσεις βλέπων.
 Τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας ἡ ξένη χύσις
Ἄφωνον ἰχθὺν ὥσπερ ἐκτήσατό σε·
Ζῶν γὰρ σιωπᾷς, καὶ πνοῆς ἄνευ πνέεις,
Ὦ νοῦ Σολομῶν, κἂν προῆλθες ἐξ ὕλης.
 Ἰοὺ Σολομῶν εὐπρεπὴς κἀν τοῖς τύποις!
Φαιδρύνεται γὰρ καὶ δραμεῖν ἴσως θέλει,
Καὶ μειδιᾷ καθάπερ ἐκ θυμηδίας·
Ἀλλὰ σιωπᾷ τὴν θεοῦ χεῖρα βλέπων.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 5, poem 7, line 145

34. In Aegyptiorum adventum.

Ὁ μὲν Σολομὼν ἐκ νότου βασιλίδα,  


Σὺ δ' ἀνθυποσπᾷς χύματι γλώττης, πάτερ,
Ἄπειρον ἐσμὸν εὐσεβῶν Αἰγυπτόθεν,
Τὰ τῶν λόγων κρούματα θαυμάσοντά σοι.

Μανουήλ Φίλης. Carmina Ch. 5, poem 15, line 54

Μερίζεται γὰρ ἀμερίστως εἰς δύο,


Εἰς ἀγγέλων τάξιν τε καὶ βροτῶν φύσιν,
Κατ' ἀγγέλους βιοῦσα κἂν βροτὸς μένῃ.
Ταύτης τὸ λοιπὸν τὸν πάλαι βλέπων βίον,
924

Τὴν λαμπρὰν ἀλλοίωσιν ἠλλοιωμένον


Ἐκ δεξιᾶς, ἄνθρωπε, τῆς ἀνωτάτω,
Μὴ δειλιάσῃς, μηδ' ἀπελπίσῃς ὅλως,
Κἂν ἐξανύσῃς ἅπασαν ἁμαρτίαν,  
Τόκον μυσαρὸν ἐκ τεκόντων ἀθλίων,
Φημὶ λογισμῶν καὶ λόγων καὶ πρακτέων,
Βδέλλα Σολομώντειος ὥσπερ μηνύει
Ἐγκύμονας τίκτουσα τρεῖς θυγατέρας,
Φιλαυτοφιλαργυροφιλοσαρκίαν.

Μανουήλ Φίλης. Carmina inedita Poem 54, line 29

τὴν μυστικὴν ἔλλαμψιν ἐξ ἔργων φέρων.  


ἀλλ', ὧ θεατά, καὶ τὰ λοιπά μοι σκόπει,
καὶ παῖζε σεμνῶς τὸν βραχὺν τοῦτον βίον.
ἦν ἥδε πατρός  – ἀλλὰ πῶς ἄν σοι φράσω
(καὶ γὰρ τὸν ὄγκον οὐ στέγω τοῦ πράγματος),
πλὴν καὶ στρατηγοῦ καὶ σοφοῦ πάντων πλέον,
καθὼς τὰ λαμπρὰ μαρτυροῦσι πρακτέα;
Γλαβᾶν Μιχαὴλ τοῦτον ἀκούσας μάθε
πρωτοστράτορα Δούκαν, ἄνδρα γεννάδαν.
ἦν ἥδε μητρός  – ἀλλὰ Δαβὶδ ψαλλέτω,
καὶ Σολομὼν τὸ κάλλος αὐτῆς φραζέτω.
καὶ γὰρ ἔσωθέν ἐστιν εὐπρεπεστέρα
καὶ τῶν γυναικῶν ἀρρενοφρονεστέρα·
Κομνηνοφυὴς κλῆσιν αὐτὴ Μαρία
Βράναινα καὶ Δούκαινα, τῆς γῆς τὰ κλέα.
ταύτην φανεῖσαν τῶν τεκόντων ἀξίαν  
ἀδελφιδοῦς ἄνακτος ἀνὴρ λαμβάνει
Κομνηνὸς Ἀνδρόνικος Ἄγγελος Δούκας
Παλαιολόγος, ῥηγικῆς παῖς ὀσφύος,
ὃς τοῦ γένους ἄγαλμα κοινὸν εὑρέθη
καταστρατηγῶν εὐφυῶς τῶν βαρβάρων.

Theodorus Prodromus Poeta, Polyhist., Epithalamium fortunatissimis caesaris filiis


P. 343, line 4

συντελείας ἕνεκα ἡ συνεισφορά, οὔτε κόσμου τῶν ἐφ' οἷς συνεισφέρε-


ται. Τίς μὲν γὰρ τοῖς αὐτοκόσμοις κόσμος γένοιτο καὶ αὐτοκάλοις;
Τίς δὲ τοῖς ἀνενδεέσι συντέλεια; Ἀλλ' εἰς ἔνδειξιν τῆς τῶν συνεις-
φερόντων εὐνοίας.
 Εἰ δὲ μὴ κατὰ τὴν κυρίαν τῆς τελετῆς ἀπηντήκοιμεν, ἀλλ' ὑπερή-
μερος ἡμῖν ἡ συνεισφορά, θαυμάζειν οὐ χρή· οὐδὲ γὰρ ὑπ' ἀγνωμοσύνης
τὴν τελετὴν κατεσιωπήσαμεν (ἢ τίσιν ἄλλοις, εἰ μὴ τοῖς κοινῇ τε πάν-  
των καὶ ἡμῶν αὐτῶν ἰδίᾳ δεσπόταις καὶ εὐεργέταις, εὐγνωμονοίημεν;),
οὐδὲ τῷ νομίζειν ἄλλον μὲν γάμοις, λογογραφίαις δὲ ἄλλον ἀπονενε-
μῆσθαι καιρὸν παρὰ σοί, ὃς παντὶ μὲν ἄλλῳ καιρὸν εἶναι τίθης ἁρμο-
διώτατον, Σολομῶντι πειθόμενος, ὁ σοφὸς τῷ σοφῷ, λόγῳ δὲ μόνῳ τὸν
ἅπαντα, ὡς μηδὲ ἀντιμέτωπος ἱστάμενος τοῖς ἐχθροῖς καὶ τὸν ἀέρα
925

πνέων τῶν Ἑρμαϊκῶν χαρίτων ὑπερορᾶν. Ἀλλὰ πρῶτα μὲν τὴν εὐαγ-
γελικὴν ὑπεστελλόμην παραβολὴν καὶ φόβος μέ τις ἐντεῦθεν ὑπέτρεχεν
οὐκ ἀνεύλογος μή που συμβῇ μου τὸν λόγον, ὀκνῶ γὰρ εἰπεῖν καὶ τὸν
τοῦ λόγου πατέρα, διὰ τὸ μὴ κατὰ γάμον ἐστάλθαι πολυτελῶς, χεῖρας
δεθέντα καὶ πόδας, ἅστινάς ποτε χεῖρας οἰητέον εἶναι λόγου καὶ πόδας,
ἔξω ῥιφῆναι τῆς πανηγύρεως. Ἔπειτα, οὐδὲ γὰρ ἀποκρύψω τὸ πάθος,
καὶ τῷ μεγέθει τῆς ἡδονῆς ὑφῃρούμην λάθρᾳ τοῦ λόγου τὴν δύναμιν·
φιλεῖ δὲ πάντως ὥσπερ λύπη βαθεῖα, οὕτως ἀμέλει καὶ ἡδονὴ ψυχὴν
ἀνθρωπίνην περιχυθεῖσα ταῖς ἐν αὐτῇ λογικαῖς ἐπηρεάζειν δυνάμεσι.

Ευάγριος σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική. P. 121, line 27

άψαι, οὐκ ἴσχυσε δὲ πρὸς διαφόρους γνώμας τῶν μερῶν


ἀποκριθέντων. Ὅστις Ἀθανάσιος μετὰ ταῦτα συνοδικὰς
ἐπιστολὰς διαπεμπόμενος Παλλαδίῳ τῷ μετὰ Πέτρον
ἐπισκοπήσαντι τὴν Ἀντιόχου, τὰ παραπλήσια πέπραχε
περὶ τῆς ἐν Καλχηδόνι συνόδου. Ταὐτὸ δὲ τοῦτο καὶ
Ἰωάννης ὁ μετὰ Ἀθανάσιον τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ θρόνον
διαδεξάμενος. Καὶ Παλλαδίου τελευτήσαντος τοῦ ἐν
Ἀντιοχείᾳ προέδρου, καὶ Φλαβιανοῦ τὸν ἐκείνου θρόνον
διαδεξαμένου, πέμπεται πρὸς αὐτοῦ κατὰ τὴν Ἀλεξάν-
δρειαν Σολομὼν Ἀντιοχείας πρεσβύτερος, συνοδικά τε
κομίζων καὶ ἀμοιβαίους συλλαβὰς ζητῶν Ἰωάννου πρὸς
Φλαβιανόν. Καὶ μετὰ Ἰωάννην δὲ ἕτερος Ἰωάννης τὸν
Ἀλεξανδρείας διαδέχεται θρόνον. Καὶ ταῦτα μὲν οὕτω
προὐκεχωρήκει μέχρι τινῶν τῶν Ἀναστασίου χρόνων.
Εὐφήμιον γὰρ αὐτὸς ἐκβεβλήκει· ἅπερ ἠνάγκασμαι καθ'
εἱρμὸν συνάψαι σαφηνείας τε καὶ εὐμαθείας ἕνεκα.  
 24. Ὁ δὲ Ζήνων Ἰλλοῦ γνώμῃ καὶ τὸν Ἁρμάτον
ἀναιρεῖ συγγενῆ Βερίνης τῆς βασιλίδος· ὃν καὶ κατα-
πεμφθέντα πρὸς Βασιλίσκου δώροις ὁ Ζήνων ἁλίσκει, καὶ
σύμμαχον αὐτὸν ἀντὶ πολεμίου ποιεῖται, καὶ Βασιλίσκον

Ευάγριος σχολαστικός. Ιστορία εκκλησιαστική. P. 167, line 29

πάμπολύ τι χρῆμα καθειστήκει, ἅτε Γιζερίχου τὸ ἐν


Ῥώμῃ σεσυληκότος παλάτιον, ἅπερ ἔμπροσθέν μοι δε-
διήγηται, ἡνίκα Εὐδοξία ἡ Βαλεντινιανοῦ γυνὴ τῶν
ἑσπερίων ἄρξαντος Ῥωμαίων, ὑπὸ Μαξίμου τόν τε
ἄνδρα ἀποβαλοῦσα καὶ ἐς τὴν σωφροσύνην ὑβρισθεῖσα,
τὸν Γιζέριχον μετεπέμψατο προδώσειν τὴν πόλιν ὑπο-
σχομένη· ὅτε καὶ τὴν Ῥώμην ἐμπρήσας τὴν Εὐδοξίαν
ἅμα ταῖς θυγατράσι κατὰ τὰ Βανδίλων ἤγαγεν ἤθη.
Τότε σεσυλήκει σὺν τοῖς ἄλλοις κειμηλίοις ὅσα ὁ Οὐ-
εσπασιανοῦ παῖς Τίτος τὰ Ἱεροσόλυμα ἀνδραποδίσας ἐς
Ῥώμην ἤγαγεν, ἀναθήματα Σολομῶνος τυγχάνοντα τὸν
θεὸν ἐξοσιουμένου. Ἅπερ Ἰουστινιανὸς πρὸς τιμῆς
Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν αὖθις ἐς Ἱεροσόλυμα πέπομφε,  
926

τὸ θεῖον ὡς πρέπον γεραίρων, ὥσπερ καὶ πρότερον


ἀνετέθησαν. Τότε φησὶ τὸν Γελίμερα ὁ Προκόπιος ἐπὶ
γῆς ἐρριμμένον ἀνὰ τὸν ἱππόδρομον ἀντικρὺ τῆς βασιλέως
ἕδρας, ἔνθα καθῆστο τὰ δρώμενα θεώμενος Ἰουστινιανός,
ἐπειπεῖν τὸ θεῖον λόγιον τῇ σφετέρᾳ γλώσσῃ· Ματαιότης
ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.

Φλάβιος Ιουστινιανός. Novellae P. 342, line 10

κώδικα διατάξεσι κεῖται, τὴν ὁρίζουσαν τὸ τοῖς παισὶ  


καταλιμπανόμενον κρατεῖν ἐπί τε τῆς εὐδαίμονος ταύ-
της πόλεως ἔν τε ταῖς ἐπαρχίαις μετὰ δύο μῆνας τῆς
ἐμφανίσεως, καθάπερ εἰπόντες ἔφθημεν· διότι γενο-
μένων ἡμῖν ἰσοτύπων διατάξεων περὶ τοῦ μέτρου τῆς
ἐνστάσεως τῶν παίδων, τῆς μὲν τῇ Ἑλλήνων φωνῇ
γεγραμμένης διὰ τὸ τῷ πλήθει κατάλληλον, τῆς δὲ
τῇ Ῥωμαίων ἥπερ ἐστὶ καὶ κυριωτάτη διὰ τὸ τῆς πο-
λιτείας σχῆμα, ἡ μὲν καλάνδας Μαρτίας ἔχει, γρα-
φεῖσα μὲν τότε, οὐκ ἐμφανισθεῖσα δὲ τηνικαῦτα εὐθύς,
ἡ δὲ τῇ Ῥωμαίων φωνῇ γεγραμμένη πρὸς Σολομῶντα
τὸν ἐνδοξότατον τῶν ἐν Ἄφροις ἱερῶν ἡγούμενον
πραιτωρίων καλάνδας Ἀπριλλίας προσγεγραμμένας
ἔχει· διόπερ οὐδὲ ἡ τῇ Ἐλλάδι φωνῇ γραφεῖσα
γέγονε παραχρῆμα καταφανής, ἕως καὶ ἡ τῇ Ῥω-
μαίων συντεθεῖσα γλώττῃ γέγονέ τε καὶ ἐξεπέμφθη,
ἀμέλει δὲ καὶ ἡ πρὸς τοὺς ἐνταῦθα ἐνδοξοτάτους ἐπ-
άρχους τῶν ἱερῶν ἡμῶν πραιτωρίων γεγραμμένη (φα-
μὲν δὴ τὴν Ἑλληνίδα) κατὰ τὸν Μάιον μῆνα ἐνεφα-
νίσθη τε τῷ αὐτῶν δικαστηρίῳ καὶ ἐξεπέμφθη.

Chronographiae Anonymae,Χρονογραφία brevis (e cod. Coislin. 193)


P. 220, line 14

Ἐσσεβὼν ἔτη ἑπτά.


Αἰλὼν ἔτη δέκα.
Ἀδὼν ἔτη ὀκτώ.
Ἀλλοφύλων ἔτη τεσσαράκοντα.
Σαμψὼν ἔτη εἴκοσι.
Ἀναρχίας καὶ εἰρήνης ἔτη τεσσαράκοντα.
Ἠλεὶ ἔτη εἴκοσι.
Σαμουὴλ ἔτη εἴκοσι.
Σαοὺλ ἔτη τεσσαράκοντα.
Δαυὶδ ἔτη τεσσαράκοντα.
Σολομὼν ἔτη τεσσαράκοντα.
Ῥοβοὰμ ἔτη δεκαεπτά.
Ἀβιὰ ἔτη τρία.
Ἀσὰ ἔτη τεσσαράκοντα ἕν.
Ἰωσαφὰτ ἔτη εἴκοσι πέντε.
Ἰωρὰμ ἔτη ὀκτώ.
927

Ὀχοζίας ἔτος ἕν.


Γοθολία ἔτη ἑπτά.

Gennadius I Scr. Eccl., Fragmenta in epistulam ad Romanos (in catenis)


P. 371, line 3

μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον· καὶ πέπονθά


τι σχέτλιον καὶ ὄντως ἐλεεινὸν τῇ εὐεργεσίᾳ βλαβεὶς καὶ τῷ πρὸς ζωὴν
δοθέντι μοι βοηθήματι, τούτῳ τὸ ζῆν ἀπολέσας. ἡ γὰρ ἁμαρτία
ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέν με
καὶ δι' αὐτῆς ἀπέκτεινεν· ἔχουσα γὰρ διὰ τῆς ἐντολῆς πρόφασιν
ἡ κατάρατος ἁμαρτία καὶ δυνατωτέρα τῷ ὅπλῳ τῷ ἐμῷ γενομένη, δι'
αὐτοῦ με τούτου παρακρουσαμένη κατέσφαξεν. δίεισιν μέντοι περὶ τῆς
ἁμαρτίας ὡς ζώσης τε καὶ ὑφεστηκυίας καὶ σοφιζομένης τὸν ἄνθρωπον  
κατὰ τὸ τῆς θείας ἔθος γραφῆς· οὕτω γοῦν καὶ τὴν δικαιοσύνην προς-
ωποποιῶν ὁ μακάριος εἰσάγει Δαυὶδ λέγων· δικαιοσύνη ἐνώ-
πιον αὐτοῦ προπορεύσεται, καὶ πάλιν ὁ Σολομὼν τὴν σοφίαν,
καὶ ὅλως ἐν τοῖς θείοις λογίοις πολὺ τὸ τοιοῦτον ἰδίωμα.

Ησύχιος. In sanctum Andream (homilia 7) Sec. 7, line 20

νος Πέτρος.» Ἰδοὺ πρὸ τῆς ὁμολογίας τὸν μισθὸν ἔχεις καὶ
πρὶν ἐργάσῃ τὸν ἀμπελῶνα τὸ δηνάριον ἔλαβες, πρὶν ἀνάψῃς τὸν
βωμὸν τὴν θυσίαν προσδέδεξαι, πρὶν κηρύξῃς ἐστεφανώθης, πρὶν
εὐαγγελίσῃ τὸ τῆς θεολογίας σοι βραβεῖον ὑπήντησεν. Αἴτιος  
δὲ αὐτοῦ τούτου ὁ Ἀνδρέας ἐγένετο καὶ τούτου χάριν ὁ Μαθθαῖος
προσέθηκεν· «Καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», καίτοι ἦν
ἅπαξ εἰρηκώς· «Εἶδεν δύο ἀδελφούς», ἀλλ' ὅμως ἰδοὺ νῦν ἀνα-
λαμβάνει καὶ δεύτερον, εὐεργέτην κηρύξαι τὸν Ἀνδρέαν τοῦ
Πέτρου βουλόμενος. Διὰ τοῦτό φησιν· «Σίμωνα τὸν λεγόμενον
Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ», τὸν πληρώσαντα τὴν
ἐντολὴν ἣν ἐν Παροιμίαις ὁ Σολομὼν προϋπέγραψεν· «Ἀδελφοὶ
ἐν ἀνάγκαις ἔστωσαν χρήσιμοι», ἐν τοῖς ἄγαν συμφέρουσιν, ἐν
τοῖς λίαν σπουδαίοις, ἐν τοῖς σφόδρα κατεπείγουσιν· τοῦτο γὰρ
ὡς ἀναγκαίας καὶ ἀπαραιτήτους αἰτίας ἡ σοφία ἐκάλεσεν· «Ἀδελ-
φοὶ δὲ ἐν ἀνάγκαις ἔστωσαν χρήσιμοι.» Οὐ τοίνυν παρεῖδεν ὁ
Ἀνδρέας τὸν Πέτρον κατεπειγούσης τῆς κλήσεως· ἀκήκοας γὰρ
ὅπως πρὸς αὐτὸν ἔλεγεν· «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν τὸν λεγό-
μενον Χριστόν.» Δράμε, Πέτρε, φησίν, πρὶν προλάβωσι Πέ-
τροι, πρὶν ἄλλοι τῶν πρωτείων ἐπιλάβωνται· οὗτος γὰρ ὅθεν
θέλει στρατολογεῖ, οὗτός ἐστιν ὁ ἀπὸ «τῶν ὁδῶν καὶ φραγμῶν»
ἀθροίζων, ὁ πόρνους καὶ τελῶνας σφραγίζων.

Ησύχιος. In sanctum Antonium (homilia 8) Sec. 7, line 1

ἐκέκτητο ταπείνωσιν καὶ φιλοσοφίας ἀρχὴν τὴν σωφροσύνην


τὴν διὰ Χριστοῦ ἔθετο. Δεῦρο καὶ τοῦτον ἐκ τῆς τοῦ Ἰὼβ ἱστορίας
928

ἐνδύσωμεν τῇ κεφαλῇ τοῦ δικαίου τὸν στέφανον· «Ἄν-


θρωπος γὰρ ἦν ἐν χώρᾳ τῇ» κατ' Αἴγυπτον, ὄνομα Ἀντώνιος,
»ἄνθρωπος ἄμεμπτος, ἀληθινός, θεοσεβής, δίκαιος, ἀπεχόμενος
ἀπὸ παντὸς πονηροῦ πράγματος» καὶ «ἦν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος
εὐγενὴς τῶν ἀφ' ἡλίου ἀνατολῶν.» Ἡλίου ποίου;  – Τοῦ τῆς
δικαιοσύνης· ἐκείνου γὰρ ἀνατολαὶ ὑπῆρχον οἱ ἀπόστολοι, ὧν
τὴν συγγένειαν Ἀντώνιος εἶχε· ἡ περιβολὴ τῆς εὐγενείας τοῦ
πνεύματος καλείσθω.
 Καὶ Σολομών τι περὶ τοῦ δικαίου τούτου καὶ αὐτὸς παροι-
μιάσασθαι δύναται· «Μέγα ἄνθρωπος καὶ τίμιον ἀνὴρ ἐλεήμων,
ἄνδρα δὲ πιστὸν ἔργον εὑρεῖν.» Εὕραμεν τοίνυν, εὕραμεν ἡμεῖς
τὸν τῷ σοφῷ ζητούμενον, ἀλλ' ὁ μὲν ἔλεγεν ἄνδρα πιστὸν εὑρεῖν,
Παῦλος δὲ οὐχ οὕτως. Ἀλλὰ τί φησιν;  –  «Οἳ διὰ πίστεως κατη-
γωνίσαντο βασιλείας», Ἀντώνιον καὶ τοὺς ἐκείνου ζηλωτὰς
αἰνιττόμενος· οὗτος γὰρ τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου, δόξαν, τιμήν
τε καὶ πλοῦτον ὑπερφρονῶν κατεπάλαισεν, «ἐπέτυχεν ἐπαγγε-
λιῶν» τοῦ μέλλοντος, «ἔφραξε στόματα λεόντων» τῶν ἡδο-  
νῶν, «ἔφυγε τὰ στόματα μαχαίρας» τὴν ἔξωθεν σοφίαν, «ἐνε-
δυναμώθη ἀπὸ ἀσθενείας» τῆς ἀκρατείας, «ἐγενήθη ἰσχυρὸς ἐν

Βασίλειος εκκλησαστικός. Sermones xli P. 408, line 17

σησας ἀνομίαν, διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ


Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετ-
όχους σου. Καὶ πάλιν· Εὗρον Δαυῒδ τὸν δοῦλόν
μου, ἐν ἐλαίῳ ἁγίῳ μου ἔχρισα αὐτόν. Καθὼς
καὶ αὐτὸς ὁ Σωτὴρ περὶ ἑαυτοῦ διὰ τοῦ προφήτου
Ἡσαΐου φησί· Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμὲ, οὗ ἕνεκεν
ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπ-
έσταλκέ με· κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν. Καὶ πάλιν τὰ περὶ τῆς διαθήκης, ἧς
ἐμνημόνευσεν ἐν τῇ
ἀρχῇ τῆς δεήσεως αὐτοῦ ὁ Δανιὴλ, ἐπαναλαμβάνων ὁ ἄγγελός φησι· Καὶ γνώσῃ, καὶ
συνήσεις ἀπὸ
ἐξόδου λόγου σου τοῦ ἀποκριθῆναι. Τουτέστιν, ἵνα μάθῃς τὴν περὶ τῆς Καινῆς
διαθήκης ἀκρίβειαν,
καὶ ἑτέρους διδάξεις. Εἶτα τοὺς χρόνους αὐτῷ ἀκριβῶς παραδίδωσι. Τῆς γὰρ ὑπὸ τοῦ
Σολομῶντος οἰκο-
δομηθείσης Ἱερουσαλὴμ καθαιρεθείσης ὑπὸ τοῦ Ναβουζαρδὰν τοῦ ἀρχιμαγείρου τοῦ
βασιλέως τῶν Χαλ-
δαίων, κατὰ τὴν Ἱερεμίου τοῦ προφήτου διήγησιν, καὶ μελλούσης πάλιν
οἰκοδομεῖσθαι μετὰ τὰ οʹ ἔτη
τῆς αἰχμαλωσίας, κατὰ τὴν αὐτοῦ τοῦ Ἱερεμίου προφητείαν, φησὶν ὁ ἄγγελος· Καὶ
τοῦ οἰκοδομηθῆ-
ναι Ἱερουσαλήμ· τουτέστι, μετὰ τὸ οἰκοδομηθῆναι Ἱερουσαλὴμ ἕως Χριστοῦ
ἡγουμένου ἑβδομάδες ζʹ

Βασίλειος εκκλησαστικός. Sermones xli P. 409, line 14


929

Κρανίου τόπον, ἐν ᾧ ἔτεκέ τις γυνὴ παιδίον ἔχον


κέρατα· ἀφ' οὗ συμβόλου ἔφασάν τινες βασιλικὸν
οἶκον ἐν τῷ τόπῳ ἔσεσθαι, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἐκεῖ γὰρ τοῦ Κυρίου καταξιώσαντος σταυρωθῆναι,
καὶ ταφῆναι, καὶ ἀναστῆναι τῷ καλουμένῳ Γολ-
γοθᾷ· ἐκεῖ καὶ ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ καθιδρύθη ἐκ-
κλησία, ἐπωνύμως, τὰ σωτήρια τοῦ Κυρίου πάθη
φέρουσα μέχρι νῦν· τοῦ σταυροῦ δὴ λέγω καὶ τῆς
ἀναστάσεως. Κατὰ δὲ τὰς τῶν Ἰουδαίων παραδόσεις,
ὥς φασι, τὸ κρανίον τοῦ Ἀδὰμ ἐκεῖσε εὑρεθῆ-
ναι· καὶ τοῦτο διεγνωκέναι τὸν Σολομῶντα διὰ
τῆς ὑπερβαλλούσης αὐτῷ σοφίας. Τούτου χάριν,
φασὶ, καὶ Κρανίου τόπος ἐκλήθη ὁ τόπος ἐκεῖνος. Τὸ
δὲ, Οἰκοδομηθήσεται πλατεῖα, καὶ περίτειχος·
τὴν τοῦ ναοῦ πλατεῖαν, καὶ τὸ τεῖχος τῆς καλουμένης
Αἰλίας, ὃ ᾠκοδόμησεν Αἴλιος Τίτος ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ,
μετὰ τὴν καταστροφὴν τοῦ οἰκοδομηθέντος ναοῦ
καὶ τοῦ τείχους μετὰ τὴν αἰχμαλωσίαν, ὃ ᾠκοδόμη-
σαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐν ἔτεσιν ρʹ.

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Job P. 213, line 5

24, 21 καὶ γύναιον οὐκ ἠλέησαν.


 τὸ διὰ τὴν φύσιν ἐπικουρίας δεόμενον.
24, 22 θυμῷ δὲ κατέστρεψαν ἀδυνάτους.
 οὐκ ἔκ τινος αἰτίας εὐλόγου, ἀλλὰ ψυχῆς ἀλόγῳ κινήματι τῷ θυ-
μῷ χρώμενος κατέστρεψε καὶ εἰς παντελῆ περιέστησεν ἀπορίαν τοὺς
ἀδυνάτους καὶ ἀνεπικουρήτους.  
24, 22 ἀναστὰς τοιγαροῦν οὐ μὴ πιστεύσει κατὰ τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς.
 διὰ ταῦτα οὖν ὁ ἀσεβὴς καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἀνιστάμενος οὐ πι-
στεύσει εἰ ζήσεται, ἀλλὰ μενεῖ δεδοικὼς καὶ περίφοβος ὤν. οὐδὲν
γάρ ἐστι φόβος εἰ μὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισμοῦ
βοηθημάτων, ὡς ὁ σοφὸς ὡρίσατο Σολομών.
24, 23 μαλακισθεὶς δὲ μὴ ἐλπιζέτω ὑγιασθῆναι, ἀλλὰ πεσεῖται νόσῳ.
 συμβαίνουσι γὰρ πολλάκις καὶ διὰ ἁμαρτίας αἱ τῶν σωμάτων νό-
σοι. τὸ δὲ μὴ ἐλπιζέτω ἀντὶ τοῦ· δύσελπίς ἐστιν ὑπὸ τῆς ἰδί-
ας συνειδήσεως βαλλόμενος. πεσεῖται δὲ ὑπὸ τῆς νόσου δηλονότι
πληγείς.

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Ecclesiasten


Vol. 93, p. 477, line 36

ΟΛΥΜΠΙΟΔΩΡΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΝ.


Ὑπόθεσις τοῦ πρώτου κεφαλαίου.
930

 Τῶν ὄντων τὴν γνῶσιν ἀψευδῆ δεξάμενος ὑπὸ Θεοῦ


Σολομὼν, ὁ τοῦ Δαβὶδ υἱὸς, οὐ μόνον κατὰ σάρκα,
ἀλλὰ κατ' ἀρετὴν, τριχῆ τὰ ὄντα διεῖλεν· εἰς ἠθικὰ,
καὶ φυσικὰ, καὶ νοητά. Καὶ τὰ μὲν ἠθικὰ διὰ τῶν
Παροιμιῶν παρέδωκε· τὰ δὲ φυσικὰ διὰ τῶν τοῦ
Ἐκκλησιαστοῦ· τὰ δὲ νοητὰ, διὰ τοῦ ᾌσματος
τῶν ᾀσμάτων. Ἔστι δὲ εὑρεῖν κατεσπαρμένην διδα-
σκαλίαν ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ περὶ ἠθικῶν· καὶ ἐν
ταῖς Παροιμίαις, περὶ φυσικῶν· πλὴν αἱ πραγμα-
τεῖαι ἰδικῶς ἀφωρισμέναι τυγχάνουσι. Τὸ δὲ Ἆσμα
τῶν ᾀσμάτων ὅλον δι' ὅλου περὶ νοητῶν διαλέγεται,  
καὶ πρὸς ἀλληγορίαν βλέπει.

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Ecclesiasten


Vol. 93, p. 480, line 4

Παροιμιῶν παρέδωκε· τὰ δὲ φυσικὰ διὰ τῶν τοῦ


Ἐκκλησιαστοῦ· τὰ δὲ νοητὰ, διὰ τοῦ ᾌσματος
τῶν ᾀσμάτων. Ἔστι δὲ εὑρεῖν κατεσπαρμένην διδα-
σκαλίαν ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ περὶ ἠθικῶν· καὶ ἐν
ταῖς Παροιμίαις, περὶ φυσικῶν· πλὴν αἱ πραγμα-
τεῖαι ἰδικῶς ἀφωρισμέναι τυγχάνουσι. Τὸ δὲ Ἆσμα
τῶν ᾀσμάτων ὅλον δι' ὅλου περὶ νοητῶν διαλέγεται,  
καὶ πρὸς ἀλληγορίαν βλέπει. Πλὴν καὶ ἐν τῷ Ἐκ-
κλησιαστῇ, καὶ ἐν ταῖς Παροιμίαις ὁμοίως ἔστιν εὑ-
ρεῖν περὶ νοητῶν πραγμάτων. Ἐκκλησιαστὴν δὲ
ἑαυτὸν ἐκάλεσεν ὁ Σολομὼν, ὡς πάντας ἀνθρώπους
ἐκκλησιάζων, καὶ δεσμεύων εἰς ὁμόνοιαν, καὶ ἐν
κοινῷ παραδιδοὺς τὴν φυσικὴν θεωρίαν. Ἰστέον δὲ
καὶ τοῦτο, ὡς ὁ σοφὸς Ἐκκλησιαστὴς ποτὲ μὲν ἐξ
οἰκείου προσώπου τὸν λόγον φέρει, ποτὲ δὲ ἐκ προς-
ώπου τοῦ περὶ τόνδε τὸν κόσμον ἐπτοημένου. Καὶ
ταῦτα μὲν ὡς ἐν προθεωρίᾳ. Τὸ δὲ πρῶτον κεφά-
λαιον περιέχει τάδε· Γένος τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ φησι,
καὶ ἀξίωμα, καὶ πόλιν, ἐν ᾗ τὸ βασίλειον ἵδρυτο.
Ἀποφαίνεται δὲ ματαιότητα πάντα τὰ ἐν τῷδε τῷ
κόσμῳ· οὐ τὰ πάντα μεμφόμενος, ἀλλὰ τὴν πονηρὰν

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Ecclesiasten


Vol. 93, p. 480, line 49

ΚΕΦΑΛ. ΠΡΩΤΟΝ.

 »Ῥήματα Ἐκκλησιαστοῦ, υἱοῦ Δαβίδ.» Πάντα


τὰ ῥήματα τοῦ σοφοῦ Ἐκκλησιαστοῦ, διδάσκοντα
931

ἡμᾶς καταφρονεῖν τῆς τοῦ βίου ματαιότητος, εἰς τὸ


ῥῆμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως προτρέπει τὸν ἀκροα-
τήν. Ἐκκλησιαστοῦ. Ὡς τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ
φυλαττομένων τῶν τῆς σοφίας ῥημάτων, ὁ Σολομὼν
Ἐκκλησιαστὴν ἑαυτὸν ἐκάλεσε. Υἱοῦ Δαβίδ. Γένος
ἑαυτοῦ καὶ ἀξίωμά φησιν ὁ Ἐκκλησιαστὴς, ἵνα τῇ
ἀξιοπιστίᾳ τοῦ προσώπου προσέχοντες προθυμότεροι
περὶ τὴν διδασκαλίαν γενώμεθα. Πρὸς δὲ διάνοιαν,
τοῦτο νοήσεις· Δαβὶδ, ἑρμηνεύεται ἱκανὸς χειρί·
ἱκανὸς δὲ χειρὶ ὁ ἐπὶ πάντων Θεός, Ὁ τούτου δὲ Υἱὸς
ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ ἐκ πάντων τῶν  
ἐθνῶν καὶ τῶν δύο λαῶν μίαν Ἐκκλησίαν ἑαυτοῦ
συστησάμενος, ὁ βασιλεὺς τοῦ ἀληθινοῦ Ἱσραήλ·
Ἰσραὴλ δὲ ἑρμηνεύεται, νοῦς ὁρῶν Θεὸν, ἐν τῇ

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Ecclesiasten


Vol. 93, p. 493, line 42

ἡδονή.
 »Καὶ κατεσκεψάμην εἰ ἡ καρδία μου ἑλκύσει ὡς
οἶνον τὴν σάρκα μου.» Τὸ πόμα ὑπὸ τοῦ πίνοντος
καταποθὲν ἀφανές. Ἐλογισάμην οὖν, φησὶν, εἰ ἐν
ταῖς ἀνθρωπίναις εὐημερίαις καὶ ἀπολαύσεσι δύνα-
ται ὁ νοῦς οὕτως ἀνδρεῖος εἶναι, ὡς ἐξαφανίζειν οἷά
τινα οἶνον καταποθέντα, τὴν σαρκικὴν ἐπιθυμίαν.
 »Καὶ καρδία μου ὡδήγησεν ἐν σοφίᾳ, καὶ τοῦ
κρατῆσαι ἐπὶ εὐφροσύνῃ, ἕως οὗ εἰδῶ ποῖον τὸ ἀγα-
θὸν τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, ὃ ποιήσουσιν ὑπὸ τὸν
ἥλιον, ἀριθμὸν ἡμερῶν ζωῆς αὐτῶν.» Ὁ Σολομὼν
σοφίαν δεξάμενος παρὰ Θεοῦ, καὶ χύσιν καρδίας,
ὡς τὴν ψάμμον τῆς θαλάσσης, ὀξυδερκέστατος γέγονε
τὴν διάνοιαν· ἠδύνατο μὲν γὰρ θείων ἅπτεσθαι λό-
γων, καὶ μεγάλα λαλεῖν μυστήρια, ὅπερ δὴ καὶ
ποιῶν φαίνεται. Ἠδύνατο δὲ καὶ τῇ τῆς νοήσεως
ὀξύτητι, περὶ πάντα ἃ ἐβούλετο, δεξιῶς τῇ νοήσει
χρήσασθαι· ὥσπερ γάρ τις ὡραίους ἔχων ὀφθαλμοὺς
τῇ αὐτῇ τῶν ὀφθαλμῶν ἐνεργείᾳ,

Ολυμπιόδωρος. Commentarii in Ecclesiasten


Vol. 93, p. 617, line 17

τέρες οὖσαι τοῦ ᾄσματος, ταπεινοῦνται, ὅτι μὴ ἤκου-


σαν ᾀδόντων τῶν προφητῶν· ᾌσω δὴ τῷ ἠγαπημέ-
νῳ ᾆσμα τοῦ ἀγαπητοῦ· καὶ ὅσα τοιαῦτα. Αὗται
δὲ πᾶσαι αἱ προειρημέναι τῶν ἁμαρτωλῶν ψυχαὶ,
τάχα δὲ αἱ τῶν δικαίων ἔκθαμβοι γίνονται, ὅταν
ἀπάγωνται ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ὁρῶντες ἀπὸ τοῦ ὕψους
ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ
932

δόξᾳ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ.


 »Ἀνθήσει τὸ ἀμύγδαλον, καὶ παχυνθῇ ἡ ἀκρὶς,
καὶ διασκεδασθῇ ἡ κάππαρις.» Τὸν ἐνεστῶτα βίον
νοήσας ὁ Σολομὼν, κατὰ τὸ ἐν τοῖς ᾌσμασι φερό-
μενον. Ὁ χειμὼν παρῆλθε. Ἔαρ, τοῖς δικαίοις
ἀναλάμποντα τὸν μέλλοντα βίον ἔφη, ἐν οἷς ἐπάγει·
 »Τὰ ἄνθη ὤφθησαν ἐν τῇ γῇ ἡμῶν.» Τὸ αὐτὸ
τοίνυν κἀνταῦθα ἐπορεύθη ἑαυτῷ, καί φησιν ὅτι
τότε ἀνθεῖ τὸ ἀμύγδαλον, καὶ παχύνεται ἡ ἀκρὶς,
καὶ διανοίγεται ἡ κάππαρις· οὕτω γὰρ ἕτερος τῶν
ἑρμηνευτῶν ἐκδέδωκε. Ταῦτα δὲ πέφυκε ἐν τῷ ἔαρι
γίγνεσθαι. Φησὶ οὖν ὅτι ὁ μέλλων βίος ἔαρι ἔοικε.
Ἄλλως· Φασὶν οἱ περὶ ταῦτα ἠσχολημένοι, πρὸ πάν-
των δένδρων ἀνθεῖν τὸ ἀμύγδαλον, καὶ μετὰ πάντα

Ολυμπιόδωρος. Fragmentum in illud: Gaudete in illa die [Sp.]


Vol. 93, p. 780, line 36

λείᾳ τῶν οὐρανῶν, ᾗ ἔπαθλον κεῖται τῆς ἀρετῆς,


ἀλλὰ καὶ ἐν αὐτῷ τῷ πάσχειν, ἐπεὶ καὶ τοῦτο μέγιστον
ἔπαθλον, τὸ ὑπὲρ ἀληθείας τι παθεῖν· διὰ τοῦτο καὶ
ὁ χορὸς τῶν ἀποστόλων ἐπανῄεσαν ἐκ τοῦ συνεδρίου
τῶν Ἰουδαίων, χαίροντες, οὐ διὰ τὴν βασιλείαν μόνον
τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ὅτι κατηξιώθησαν ὑπὲρ τοῦ ὀνό-
ματος Ἰησοῦ ἀτιμασθῆναι· καὶ αὐτὸ γὰρ τοῦτο καὶ
καθ' ἑαυτὸ, μεγίστη τιμὴ καὶ στέφανος καὶ βραβεῖον
καὶ ἡδονῆς ὑπόθεσις ἀμαράντου· οὐ μικρὸς ἆθλος,
ἀλλὰ καὶ σφόδρα μέγας οὗτος ὁ τῆς συκοφαντίας
ἐστί· διὸ καὶ Σολομῶν τὸ τραχὺ τοῦ ἀγῶνος παρα-
στῆσαι βουλόμενος, Εἶδον, φησὶ, τὰς συκοφαντίας
τὰς γινομένας ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ ἰδοὺ δάκρυον
τῶν συκοφαντουμένων, καὶ οὐκ ἦν αὐτοὺς ὁ πα-
ρακαλῶν· εἰ δὲ μέγας ὁ ἀγὼν, ὥσπερ οὖν μέγας,
εὔδηλον ὅτι καὶ ὁ κείμενος ἐπὶ τούτῳ στέφανος, μείζων· διὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς

Oecumenius Phil., Rhet., Commentarius in Apocalypsin P. 30, line 7

παρ' ἡμῖν, ὡς οἶμαι, προφητῶν γεγενημένοι. οὐ γὰρ οἱ παρ'


αὐτοῖς χρησμολόγοι τὴν ἁπάντων γνῶσιν ἔσχον ποτέ,
ἐπεὶ μηδὲ οἱ ἐνεργοῦντες ἐν αὐτοῖς δαίμονες ἐπηνάγκα-
σαν τὸν τὰ πνευματικὰ διερμηνεύειν ἐπιχειροῦντα,  
πνευματικόν τε εἶναι καὶ τὰ θεῖα σοφόν, ἐπεὶ καὶ πνευμα-
τικοῖς πνευματικὰ συγκρίνειν κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον.
ἐγὼ δὲ τοσοῦτον πόρρω καθέστηκα πνεύματος ἐνεργείας,
ὅσῳ καὶ τὴς θείας καὶ ἀνωτάτω σοφίας· διὸ προπετῆ μᾶλ-
λον ἢ ἀσφαλῆ πεποίημαι τὴν ἐγχείρησιν· εἰς γὰρ κακότε-
χνον ψυχήν, οὐκ εἰσελεύσεται σοφία, οὐδὲ οἰκεῖ ἐν σώματι
933

κατάχρεως ἁμαρτίαις, ὡς Σολομῶντι καὶ τῇ ἀληθείᾳ δοκεῖ.


γυμνασίαν οὖν τινα προειλόμην τὸ ἑαυτοῦ ἀπερίσκεπτον
ἐν αὐτῇ διελέγχων. οὐκ ἠγνόηται δέ, ὥς τινες περὶ τοῦ
παρόντος συγγράμματος ἐπειράσθησαν εἰπεῖν, ὅτι νόθον
τέ ἐστι καὶ ἀσύντακτον ταῖς λοιπαῖς τοῦ Ἰωάννου συγγρα-
φαῖς. ἐγὼ δὲ ἐξ αὐτῶν τῶν εἰρημένων ψυχωφελῶν τυγχα-
νόντων καὶ οὐδὲν ἐχόντων ὅτι μὴ θεῖον καὶ τοῦ συγγρα-
φέως ἐπάξιον, τὸ γνήσιον αὐτῷ μαρτυρῶ καὶ ἐξ ὧν ἔγκριτοι
πατέρες ἐδέξαντό τε αὐτὸ καὶ ἐκύρωσαν, Ἀθανάσιος μὲν ὁ
πάμμεγας ἐν τῇ ἐκθέσει τῶν κανονιζομένων βιβλίων τῆς
παλαιᾶς τε καὶ νέας, Βασίλειος δὲ ὁ θεσπέσιος, ἐν τῇ Περὶ

Oecumenius Phil., Rhet., Commentarius in Apocalypsin P. 64, line 16

διεξιέναι. ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ φησιν. ἐπιφοιτή-


σειεν ἂν ἴσως τὸ χριστομάχον τῶν Ἀρειανῶν ἐργαστή-
ριον τῷ εἰρημένῳ ὡς τοῦ Υἱοῦ κτίσματος διὰ τούτων
γραφομένου. ἀλλὰ μὴ τοῖς ἀνοσίοις αὐτῶν λόγοις προσέ-
χωμεν. σκοπητέον δὲ εἴ τι τοιοῦτον καὶ ἐν ἑτέρᾳ κεῖται
γραφῇ, ἵν' ἔχοι τις ἐκ τῶν ὁμοίων τὰ ὅμοια κανονίζειν.
φησὶν ὁ σοφὸς ἀπόστολος περὶ τοῦ Υἱοῦ, Κολασσαεῦσιν
ἐπιστέλλων, ὅς ἐστιν ἀπαρχή ... πρωτότοκος πάσης κτίσεως,
οὐ μὴν πρωτόκτιστος. καὶ ὁ προφήτης λέγει· ἐκ γαστρὸς
πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε, οὐ μὴν ἔκτισά σε. ἀλλὰ καὶ ὁ
Σολομῶν· πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με. τὸ γὰρ Κύριος
ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ νοερῶς ἐμψυχωμένου
σώματος τοῦ Κυρίου, ὃ ἐν ἁγίοις ἐξείληφε Γρηγόριος ἐν τῷ
Περὶ Υἱοῦ λόγῳ. τὸ δὲ γεννᾷ, ἐπὶ τῆς θεότητος αὐτοῦ. πάν-
των οὖν γέννησιν καὶ οὐ κτίσιν ἐπὶ τοῦ μονογενοῦς Λόγου καὶ
Υἱοῦ δογματισάντων, τί βούλεται τὸ ἐν τῷ παρόντι λέγεσθαι
ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ; οὐδὲν ἕτερον ἢ ἄρχων τῆς κτί-
σεως τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ τὴν κατὰ πάντων ἀρχὴν ἔχων.
ἐπειδὴ γὰρ πάντα διὰ Υἱοῦ πεποίηκεν ὁ Πατήρ, εἰκότως ὁ
ποιητὴς τῶν ἁπάντων καὶ δημιουργός, ὁ ἐκ μὴ ὄντων εἰς τὸ
εἶναι τὰ πάντα παραγαγὼν ἄρχει τῶν ὑπ' αὐτοῦ γεγεννη

Oecumenius Phil., Rhet., Commentarius in Apocalypsin P. 207, line 17

τὸν Παῦλον ἐπαναπαύεται καὶ ἐποχεῖται ὁ Χριστός. καὶ ὁ


καθήμενός φησιν ἐπ' αὐτοῦ, τουτέστι τοῦ ἵππου, καλούμενος
πιστὸς καὶ ἀληθινός, καὶ ἐν δικαιοσύνῃ κρινεῖ καὶ πολεμεῖ.
πιστός ἐστιν ὁ ἀληθὴς κατὰ τὸν λέγοντα περὶ αὐτοῦ ἀπόστο-
λον· αὐτὸς πιστὸς μένει· ἀρνήσασθαι ἑαυτὸν οὐ δύναται. ὥστε
ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός· κατὰ τοῦ αὐτοῦ γὰρ εἴρηται, δύο
κειμένων προσηγοριῶν ἐφ' ἑνὶ πράγματι. ὅτι δὲ κρίνει
δικαίως καὶ πολεμεῖ κατὰ τῶν αἰσθητῶν ἐχθρῶν ὑπὲρ τῶν
934

αὐτοῦ δούλων, μάρτυς ὁ λέγων προφήτης ὁ Θεός, τὸ κρῖμα


σου τῷ βασιλεῖ δός, καὶ τὴν δικαιοσύνην σου τῷ υἱῷ τοῦ βασι-
λέως, τουτέστι Χριστῷ· υἱὸς γὰρ Σολομῶνος τὸ κατὰ
σάρκα Χριστός, εἰς ὃν ὁ ψαλμὸς ἀνατίθεται εἶτα ἐπάγων
κρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοὺς πτωχούς σου ἐν
κρίσει. ὅτι δὲ καὶ πολεμεῖ ὁ αὐτός, δηλοῖ στρατιωτικῶς
αὐτὸν ὁπλίζων ἐν τῷ λέγειν περίζωσαι τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ
τὸν μηρόν σου, δυνατέ, τῇ ὡραιότητί σου καὶ τῷ κάλλει σου,
καὶ ἔντεινον, καὶ κατευοδοῦ καὶ βασίλευε, εἶτα προστιθεὶς τὰ
βέλη σου ἠκονημένα, δυνατέ· λαοὶ ὑποκάτω σου πεσοῦνται.
οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ φησι φλὸξ πυρός. τὴν κατὰ τῶν πολε-
μίων ὀργὴν ἡ τῶν ὀφθαλμῶν ἐμφαίνει πύρωσις. καὶ ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ φησι διαδήματα πολλά,

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 143, line 9

λησιν ἐθαυμάζετο πρῶτος Θέμις ὀνόματι· ἐξηῦρε γὰρ οὗτος τρα-


γικὰς μελῳδίας καὶ ἐξέθετο πρῶτος δράματα. καὶ μετὰ τοῦτο  
Μίνως, καὶ μετὰ Μίνωα Αὐλέας τραγικοὺς χοροὺς δραμάτων
συνεγράψατο. καὶ λοιπὸν τὸν μετὰ ταῦτα χρόνον ἐξ αὐτῶν
Εὐριπίδης εὑρὼν πολλὰς ἱστορίας δραμάτων συνεγράψατο.
 Καὶ λοιπὸν ἐβασίλευσε Δαβὶδ ὁ τοῦ Ἰεσσαὶ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ
ἔτη τεσσαράκοντα καὶ μῆνας δύο· ὅστις ἀνενέωσε τὴν πρῴην πό-
λιν λεγομένην Σαλὴμ καὶ μετὰ Ἰεβοῦν, μετακαλέσας αὐτὴν Ἱε-
ρουσαλήμ.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Δαβὶδ ἔτη ͵δψνεʹ.
 Μετὰ δὲ Δαβὶδ ἐβασίλευσε Σολομών, υἱὸς Δαβίδ, ἔτη μʹ.
ὅστις ἔκτισε τὸ ἱερὸν ἐν Ἱεροσολύμοις, πήξας τὰ Χερουβὶμ καὶ
Σεραφὶμ ἐν αὐτῷ τῷ ναῷ χαλκᾶ· ὃς ἐνήρξατο πρῶτος κτίζειν
Ἰουδαίοις ἱερά· οὐκ εἶχον γάρ. ἔκτισε δὲ καὶ ἐν τῷ λιμίτῳ πό-
λιν, ἣν ἐκάλεσε Παλμοῖραν διὰ τὸ πάλαι μοῖραν γενέσθαι τὴν
κώμην τῷ Γολιὰθ τῷ παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ φονευθέντι.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Σολομῶντος ἔτη ͵δψϟεʹ.
 Καὶ μετὰ τὴν βασιλείαν Σολομῶντος ἐβασίλευσαν ἄλλοι·
ἐν οἷς ἐβασίλευσεν Ἀχαάβ, βασιλεὺς Ἰουδαίων. ἐπὶ δὲ τῆς αὐ-
τοῦ βασιλείας ἦν ὁ προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης, ὅστις ἀνε-
λήφθη.

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία
P. 143, line 16

λιν λεγομένην Σαλὴμ καὶ μετὰ Ἰεβοῦν, μετακαλέσας αὐτὴν Ἱε-


ρουσαλήμ.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Δαβὶδ ἔτη ͵δψνεʹ.
 Μετὰ δὲ Δαβὶδ ἐβασίλευσε Σολομών, υἱὸς Δαβίδ, ἔτη μʹ.
ὅστις ἔκτισε τὸ ἱερὸν ἐν Ἱεροσολύμοις, πήξας τὰ Χερουβὶμ καὶ
Σεραφὶμ ἐν αὐτῷ τῷ ναῷ χαλκᾶ· ὃς ἐνήρξατο πρῶτος κτίζειν
Ἰουδαίοις ἱερά· οὐκ εἶχον γάρ. ἔκτισε δὲ καὶ ἐν τῷ λιμίτῳ πό-
935

λιν, ἣν ἐκάλεσε Παλμοῖραν διὰ τὸ πάλαι μοῖραν γενέσθαι τὴν


κώμην τῷ Γολιὰθ τῷ παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ φονευθέντι.
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Σολομῶντος ἔτη ͵δψϟεʹ.
 Καὶ μετὰ τὴν βασιλείαν Σολομῶντος ἐβασίλευσαν ἄλλοι·
ἐν οἷς ἐβασίλευσεν Ἀχαάβ, βασιλεὺς Ἰουδαίων. ἐπὶ δὲ τῆς αὐ-
τοῦ βασιλείας ἦν ὁ προφήτης Ἠλίας ὁ Θεσβίτης, ὅστις ἀνε-
λήφθη.
 Ἐβασίλευσαν δὲ καὶ ἕτεροι ἕως Ἐζεκίου· ἐν οἷς χρόνοις
ἤκμαζεν ὁ σοφὸς Ὅμηρος ὁ ποιητὴς ὁ συγγραψάμενος τὸν πόλε-
μον τῶν Τρώων καὶ Δαναῶν.  
 Ἔστιν οὖν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Ἐζεκίου, βασιλέως Ἰουδαίων, ἔτη
͵εσξϛʹ. ἦν δὲ τότε ἐπὶ Ἐζεκίου προφήτης τις τῶν Ἰουδαίων
Ἠσαΐας.

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 206, line 23

το δὲ γνόντες οἱ τῆς Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι, ἐξάψεις ἐποίησαν


πρὸς χάριν τοῦ Πτολεμαίου, νομίσαντες τεθνάναι τὸν Ἀντίοχον,
ἑαυτοὺς παρατιθέμενοι. ὁ δὲ Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανὴς συνάξας πλῆ-
θος, ἐπέῤῥιψε τῷ Πτολεμαίῳ καὶ ἐφόνευσεν αὐτὸν κόψας καὶ τὰ
πλήθη αὐτοῦ. καὶ γνοὺς περὶ τῶν Ἰουδαίων τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ
τί πέπραχαν κατ' αὐτοῦ, ὡς συγχαρέντες τῇ αὐτοῦ ἥττῃ, ὡπλί-
σατο κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ· καὶ πολιορκήσας αὐτὴν ἐπολέμησε
καὶ παρέλαβεν αὐτὴν καὶ κατέσφαξε πάντας· τὸν δὲ Ἐλεάζαρ τὸν
ἀρχιερέα τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς Μακκαβεῖς ἐν Ἀντιοχείᾳ ἀγαγὼν
κολάσας ἐφόνευσε. καὶ καθεῖλε τὴν ἀρχιερωσύνην τῆς Ἰουδαίας,
καὶ τὸ ἱερόν, Σολομῶντος ὄντα, τῶν Ἰουδαίων ἐποίησε Διὸς  
Ὀλυμπίου καὶ Ἀθηνᾶς, μιάνας τὸν οἶκον χοιρείοις κρέασι, καὶ
ἐκώλυσε τοὺς Ἰουδαίους τῆς πατρῴας θρησκείας καὶ ἑλληνίζειν
αὐτοὺς ἐβιάζετο ἐπὶ ἔτη τρία.
 Καὶ τελευτᾷ ὁ αὐτὸς Ἀντίοχος, καὶ ἐβασίλευσεν ὁ αὐτοῦ υἱὸς
Ἀντίοχος ὁ Γλαυκὸς ὁ λεγόμενος Ἱέραξ ἔτη δύο.
 Καὶ μετ' αὐτὸν ἐβασίλευσεν ὁ Δημητριανὸς ὁ Σελεύκου ἔτη
ηʹ. καὶ ἐλθὼν ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ Ἰούδας τις ὀνόματι, Ἰου-
δαῖος τῷ ἔθνει, ἐδυσώπησε Δημητριανὸν τὸν βασιλέα παρακα-
λέσας αὐτόν, καὶ παρέσχεν αὐτῷ τὸ ἱερὸν καὶ τὰ λείψανα τῶν
Μακκαβαίων. καὶ ἔθαψαν αὐτὰ ἐν Ἀντιοχείᾳ τῇ μεγάλῃ ἐν τῷ

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία P. 261, line 3

χίας τῆς Ἰουδαίας ἀπώλεσεν ὁ Τίτος. ὁ δὲ σοφὸς Εὐσέβιος ὁ


Παμφίλου συνεγράψατο οὕτως, ὅτι ἐν τῇ ἑορτῇ αὐτῶν τὸν
Χριστὸν ἐσταύρωσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐν τῇ αὐτῇ ἑορτῇ πάντες
ἀπώλοντο, τοῦ σωτηρὸς ἐκδεδωκότος αὐτούς. τρεῖς δὲ μετὰ ταύ-
της πορθήσεις εἰσὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, καθὼς ὁ σοφώτατος Εὐσέ-
βιος συνεγράψατο.
 Ὁ δὲ Τίτος θριαμβεύσας τὴν νίκην ἀπῆλθεν ἐπὶ τὴν Ῥώμην·
Οὐεσπασιανὸς δὲ ἐκ τῆς Ἰουδαϊκῆς πραίδας ἔκτισεν ἐν τῇ Ἀντιο-  
936

χείᾳ τῇ μεγάλῃ τὰ λεγόμενα Χερουβὶμ πρὸ τῆς πύλης τῆς πόλεως.


ἐκεῖ γὰρ ἔπηξε τὰ Χερουβὶμ τὰ χαλκᾶ ἃ εὗρε Τίτος ὁ αὐτοῦ υἱὸς ἐν
τῷ ναῷ Σολομῶντος πεπηγμένα, καὶ ὅτε τὸν ναὸν ἔστρεψεν, ἀφεί-
λατο αὐτὰ ἐκεῖθεν καὶ ἐν Ἀντιοχείᾳ αὐτὰ ἤνεγκε σὺν τοῖς Σεραφίμ,
θριαμβεύων τὴν κατὰ Ἰουδαίων γενομένην νίκην ἐπὶ τῆς αὐτοῦ βα-
σιλείας, [στήσας ἄνω στήλην χαλκῆν] εἰς τιμὴν τῇ σελήνῃ μετὰ τες-
σάρων ταύρων προσεχόντων ἐπὶ τὴν Ἱερουσαλήμ· νυκτὸς γὰρ αὐτὴν
παρέλαβε λαμπούσης τῆς σελήνης. ἔκτισε δὲ καὶ τὸ θέατρον Δάφνης
ἐπιγράψας ἐν αὐτῷ, Ἐξ πραίδα Ἰουδαία. ἦν δὲ πρῴην ὁ τοῦ αὐ-
τοῦ θεάτρου τόπος συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων· καὶ πρὸς ὕβριν αὐ-
τῶν τὴν συναγωγὴν αὐτῶν λύσας ἐποίησε θέατρον, στήσας ἑαυ-
τῷ ἄγαλμα μαρμάρινον ἐκεῖ, ὅπερ ἕως τῆς νῦν ἵσταται.

Ιωάννης Μαλαλάς.Χρονογραφία
P. 426, line 12

τὴν λεγομένην Πάλμυραν καὶ τὰς ἐκκλησίας καὶ τὰ δημόσια,


κελεύσας καὶ ἀριθμὸν στρατιωτῶν μετὰ τῶν λιμιτανέων καθέ-
ζεσθαι ἐκεῖ καὶ τὸν δοῦκα Ἐμίσσης πρὸς τὸ φυλάττεσθαι τὰ
Ῥωμαϊκὰ καὶ Ἱεροσόλυμα. ἡ δὲ Πάλμυρα πρῴην μὲν μεγάλη
ὑπῆρχεν, ἐπειδὴ ὁ Δαβὶδ ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ πρὸ τοῦ κτισθῆ-
ναι πόλιν ἐμονομάχησε μετὰ τοῦ Γολιὰθ ὡπλισμένου ὄντος.
ὅστις Γολιὰθ λίθῳ λαβὼν ἔπεσε, καὶ δραμὼν ὁ Δαβὶδ ἀπεκεφά-
λισεν αὐτὸν εἰς ὃ ἐπεφέρετο ὁ Γολιὰθ ξίφος, καὶ τὴν κεφαλὴν
αὐτοῦ λαβὼν κατέσχεν ἐπὶ ἡμέρας, καὶ εἶθ' οὕτως ἐν Ἱεροσολύ-
μοις εἰσήγαγεν αὐτὴν μετὰ νίκης ἔμπροσθεν αὑτοῦ εἰς κοντὸν
βασταζομένην. διὰ τοῦτο Σολομὼν ὁ βασιλεὺς ὑπὲρ τῆς νί-
κης τοῦ αὑτοῖ πατρὸς Δαβὶδ ἐποίησεν αὐτὴν πόλιν μεγάλην, ἐπι-
θεὶς αὐτῇ τὸ ὄνομα Πάλμυραν, ὡς γενομένην μοῖραν τῷ Γο-
λιάθ. τὸ δὲ πρῴην ἐφύλαττεν ἡ αὐτὴ πόλις καὶ τὰ Ἱεροσόλυ-
μα, ὅθεν καὶ Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Περσῶν δι' αὐτῆς
παρελθὼν πρώτην αὐτὴν παρέλαβε πολλῷ κόπῳ· ἐφοβεῖτο
γὰρ ὄπισθεν αὐτὴν ἐᾶσαι· πλῆθος γὰρ στρατιωτῶν Ἰουδαίων
ἐκάθητο ἐκεῖ· ἥντινα παραλαβὼν καύσας ἔστρεψε, καὶ οὕτως
τὴν Ἱερουσαλὴμ παρέλαβεν.

Ρωμανός μελωδός. , Cantica Hymn 30, sec. 7, line 8

 λέγων· «Οὐκ ἔστι Θεὸς    οὐδὲ κριτὴς


  ὁ Κύριος τῶν βροτῶν·    διὰ τοῦτο εὐωχοῦμαι,
  ἐντρυφῶ, σκιρτῶ καὶ οὐ βοῶ·    Ἐλέησον Κύριε.»
Ῥύπον εἰ εἶχεν κηλῖδος    ὁ Λάζαρος τοῖς πταίσμασι
  μικρὸν πρὸς ἔτασιν, οὕτω    προσκαίρως ἔνθεν κρίνεται,
 ἕως ὅτου ἀνῃρέθη  
  ἡ ἁμαρτία    τοῖς πόνοις τοῦ σώματος νῦν,    ὡς ἐν πυρί.
Οὐδείς ἐστι γὰρ ἀναμάρτητος,    εἰ μὴ μόνος Κύριος·
  ὅθεν ὁ ἐλάχιστος    μετὰ φειδοῦς κριθήσεται,
δυνάσται λαῶν δὲ ἐτασθῶσι δυνατῶς,
  ὡς ἔφη τὸ πρὶν ἐν παροιμίαις Σολομών·
937

 οὗτοι γὰρ γενήσονται    βρῶμα πυρός


  οἱ ἀμελοῦντες Θεοῦ    καὶ δικαίου ἀποστάντες·
  δι' ὧν ἡμᾶς ῥυσάμενος    ἐλέησον, Κύριε.
Ὡς ἐκ πολλῆς ἀσθενείας    ὀχλούμενος ὁ ὅσιος,
  δεχόμενος τὰς ὀδύνας    εἰκότως ταῦτα ἔφησεν·
 »Πρώην μὲν ἐν τοῖς ἀρχαίοις
  Ἰὼβ πτωχεύσας,    ἐγκαρτερῶν ἐν τῇ πληγῇ    ἐρρύσθη αὐτῆς·
ἐγὼ δὲ τὸν θάνατον ἕτοιμον    ὁρῶ ἐναντίον μου·
  διὸ μὴ παρίδῃς με,    ἀλλὰ δέξαι τὸ πνεῦμά μου,
ὅτι κατελείφθην ὑπὸ πάντων ὡς νεκρός·

Ρωμανός μελωδός. , Cantica


Hymn 38, sec. 18, line 8

ὃν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ    ἀπεσύλησεν


 εὐφυέστατος λῃστής·    κλέψας καθήλωτο
 καὶ λῃστεύσας ἐκλήθη    πάλιν εἰς τὸν παράδεισον.»  
Ὕψιστε καὶ ἔνδοξε    Θεὲ πατέρων καὶ νέων,
 γέγονε τιμὴ ἡμῶν    ἡ ἑκουσία σου ὕβρις·
 ἐν γὰρ τῷ σταυρῷ σου    καυχώμεθα πάντες·
τούτῳ τὰς φρένας    προσηλώσωμεν,
 ἵν' ἐπὶ τούτῳ    ὄργανα κρεμάσωμεν
καὶ ᾄσωμεν σοί, τῷ τῶν ὅλων κυρίῳ,    ἐκ τῶν ᾠδῶν τῆς Σιών.
 Ἡ ναῦς ἐκ Θαρσὶς    ἀπεκόμιζέ ποτε
 τῷ Σολομῶντι χρυσὸν    ἐν καιρῷ, ὡς γέγραπται·
ἡμῖν τὸ ξύλον σου    ἀποδίδωσι
 καθ' ἡμέραν καὶ καιρὸν    πλοῦτον ἀτίμητον·
 τοὺς γὰρ πάντας εἰσάγει    πάλιν εἰς τὸν παράδεισον.  

Τῇ παρασκευῇ τῆς μεσονηστίμου, κοντάκιον εἰς τὴν προσκύνησιν τοῦ


τιμίου σταυροῦ, φέρον ἀκροστιχίδα τήνδε·
 τοῦτο τὸ ἔπος ἐστὶν Ῥωμανοῦ
ἦχος πλάγιος βʹ, ἰδιόμελον· ... πρός· Τὸν ἀγεώργητον

Ρωμανός μελωδός. , Cantica Hymn 54, sec. 21, line 5

τὸ κάλλος τὸ ἐκ τούτων    τὸ ἔνδοξον    πλήρης ἦν σαπρίας·


  ὁ δὲ τόπος ὁ ἐκλάμπων    φαιδρότητα    φόβον νῦν ἠπείλει·
ἀπήστραπτέ ποτε    τὸ φῶς ἐκ τοῦ κάλλους,
  ἀπεδίωκε νυνὶ    πῦρ τοὺς ὁρῶντας·
 μόνη δὲ ἡμῖν    ἠλπίζετο σωτηρία
  ἥτις παρέχει    ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Ἀεὶ γὰρ πάντες οἱ πιστοὶ    Θεῷ οἱ πεποιθότες    ἐλπίζουσιν εἰκότως
  κρειττόνων ἀξιοῦσθαι·    τοιαῦτα γὰρ τὰ τοῦ Θεοῦ.
 Ἂν γάρ τις ἀπίδῃ    πρὸς τὴν Ἰερουσαλὴμ
  καὶ τὸν ναὸν τὸν μέγιστον
ὃν Σολομὼν ἐκεῖνος    ὁ πάνσοφος    χρόνῳ μακροτάτῳ
938

  ἀνεγείρας καὶ κοσμήσας    ἐποίκιλε    πλούτῳ ἀπεράντῳ,  


ὅπως καταβληθεὶς    εἰς ὕβριν ἐδόθη
  καὶ μένει ἐκπεσὼν    καὶ οὐκ ἀνέστη,
 ἴδοι ἂν αὐτῆς    τὴν χάριν τῆς ἐκκλησίας
  ἥτις παρέχει    ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Λαὸς μὲν ὁ τοῦ Ἰσραὴλ    ναοῦ ἀποστερεῖται·    ἡμεῖς δὲ ἀντ' ἐκείνου
  Ἀνάστασιν ἁγίαν    καὶ τὴν Σιὼν ἔχομεν νῦν,
 ἥνπερ Κωνσταντῖνος    καὶ Ἑλένη ἡ πιστὴ
  τῷ κόσμῳ ἐδωρήσαντο
μετὰ διακοσίους    πεντήκοντα    χρόνους τοῦ πτωθῆναι.

Ρωμανός μελωδός. , Cantica genuina Hymn 57, proem-strophe strop, sec. 8, line 1

|:στεφάνων ἐτύχετε.:|
Οὕτως τὸν Κάϊν ἠρέθισεν    ὁ πολέμιος    ἀνελεῖν τὸν συναίμονα
 λέγων αὐτῷ ὅτι γίνεται
 μόνος γῆς κληροῦχος    μετὰ θάνατον τοῦ Ἄβελ·    καὶ πιστεύσας ἐφόνευσε.
τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν Κάϊν πλανήσας ὁ δόλιος    τοὺς ἁγίους οὐκ ἔλαθε·
 δεικνὺς ἀξίαν καὶ τιμωρίαν    ἐγνώσθη ὁ πανοῦργος,
 ὅτι πρῶτον κολακεύει    καὶ μετέπειτα κολάζει.
τούτου τὰς παγίδας    γνόντες, ἀθλοφόροι,    ἐφύγετε τὰ θήρατρα·
 Χριστοῦ δὲ τοῖς ῥήμασι    καλῶς ἀγρευόμενοι
|:στεφάνων ἐτύχετε.:|
Ὕμνησεν πᾶσα ἡ ἤπειρος    καὶ ἡ θάλασσα    Σολομῶντος τὴν σύνεσιν·
 ἀλλ' ὁ πανοῦργος διάβολος
 ἤμβλυνε τὰς φρένας    τοῦ σοφοῦ διὰ λαγνείας,    καὶ εἰδώλοις ἐσπείσατο·  
ἀλλ' ἐκεῖ δυναστεύσας ἐνταῦθα ἠσθένησε·    τότ' ἰσχύσας νῦν δ' ἔπεσε·
 τὸν Σολομῶντα ὡς ῥαθυμοῦντα    κατέσχεν ὑπουργοῦντα·
 τοὺς ἁγίους δὲ ἐφεῦρε    φροντιστὰς τῆς εὐσεβείας·
ἄνακτα δουλώσας,    δυνάστας πατήσας    πτωχῶν ποσὶ πεπάτηται.
 πτωχεύει ὡς ἀεὶ πτωχός·    ὑμεῖς δὲ ὡς πλούσιοι
|:στεφάνων ἐτύχετε.:|

Ρωμανός μελωδός. , Cantica genuina Hymn 57, proem-strophe strop, sec. 8, line 5

τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν Κάϊν πλανήσας ὁ δόλιος    τοὺς ἁγίους οὐκ ἔλαθε·
 δεικνὺς ἀξίαν καὶ τιμωρίαν    ἐγνώσθη ὁ πανοῦργος,
 ὅτι πρῶτον κολακεύει    καὶ μετέπειτα κολάζει.
τούτου τὰς παγίδας    γνόντες, ἀθλοφόροι,    ἐφύγετε τὰ θήρατρα·
 Χριστοῦ δὲ τοῖς ῥήμασι    καλῶς ἀγρευόμενοι
|:στεφάνων ἐτύχετε.:|
Ὕμνησεν πᾶσα ἡ ἤπειρος    καὶ ἡ θάλασσα    Σολομῶντος τὴν σύνεσιν·
 ἀλλ' ὁ πανοῦργος διάβολος
 ἤμβλυνε τὰς φρένας    τοῦ σοφοῦ διὰ λαγνείας,    καὶ εἰδώλοις ἐσπείσατο·  
ἀλλ' ἐκεῖ δυναστεύσας ἐνταῦθα ἠσθένησε·    τότ' ἰσχύσας νῦν δ' ἔπεσε·
 τὸν Σολομῶντα ὡς ῥαθυμοῦντα    κατέσχεν ὑπουργοῦντα·
 τοὺς ἁγίους δὲ ἐφεῦρε    φροντιστὰς τῆς εὐσεβείας·
ἄνακτα δουλώσας,    δυνάστας πατήσας    πτωχῶν ποσὶ πεπάτηται.
939

 πτωχεύει ὡς ἀεὶ πτωχός·    ὑμεῖς δὲ ὡς πλούσιοι


|:στεφάνων ἐτύχετε.:|
Ῥέπειν τοὺς πάντας ἐδίδαξεν    πρὸς τὰ εἴδωλα,    βασιλεῖς τε καὶ ἄρχοντας,
 γῆς τὴν εὐπρέπειαν ἤμβλυνεν,

Ρωμανός μελωδός. , Cantica genuina Hymn 57, proem-strophe strop, sec. 12, line 6

 οὐκ ἐθανάτου τοὺς ἀθλοφόρους,    ἱνὰ ζωῆς μὴ τύχωσιν·


 εἰ συνῆκεν ὅτι ὄντως    εἰς παράδεισον χωροῦσιν,
οὐκ ἔσφαζε τούτους·    παντὶ γὰρ σπουδάζει    κεκλεῖσθαι τὸν παράδεισον.
 διὰ τὴν βουλὴν αὐτοῦ    νικήσαντες, μάρτυρες,
|:στεφάνων ἐτύχετε.:|
Ἄρα ποῖον αἱρετώτερον    τῷ Βελίαρ ἦν,    θεωρεῖν τὸν πρωτόπλαστον
 μόνον οἰκοῦντα παράδεισον,
 ἢ γὰρ ὅτι βλέπει    πλῆθος νῦν τῶν πιστευόντων;    ἀλλ' οὐκ ᾔδει τὰ μέλλοντα·
αἱρετὸν ἦν αὐτῷ τὸν Ἀδὰμ βλέπειν ἔντιμον    ἢ λῃστὴν βλέπειν ἔνδοξον·
 ἡδὺς αὐτῷ Κάϊν μὴ φονεύσας    ἢ ὁ τελώνης νήψας·
 Σολομῶντα οὐκ ἐζήτει,    τὴν δὲ πόρνην ἐπεπόθει·
πῶς ταῦτα οὐκ ἔγνω,    εἰ πάντα γινώσκει;    πῶς ἔλαθεν τὸν δόλιον,
 ὅτι ἐκ τοῦ †Ἀδὰμ γίνεται    πιστοὺς προσκυνεῖν βοῶν†·
|:“Στεφάνων ἐτύχετε.”:|
Νύξ ἐστι φύσει διάβολος    καὶ τὰ μέλλοντα    φαεινὰ οὐκ ἐπίσταται·
 ἄπωσαι τοῦτον, ὦ ἄνθρωπε·
 γνῶθι τὸν εἰδότα    καρδιῶν ἐνθυμήματα    καὶ προσκύνει ὡς εὔσπλαγχνον·
ὁμιλίαι κακαί γαρ χρηστὰ ἤθη φθείρουσιν,    ὥς φησιν ὁ ἀπόστολος·
 κενῆς σοφίας ἀπάτῃ λόγων    μηδεὶς περιφερέσθω·

Ρωμανός μελωδός. , Cantica dubia Hymn 63, proem-strophe strop, sec. 16, line 6

ἐκείνου τοῖς παλαίσμασιν    ἡττήθη ὁ διάβολος,


 καὶ τούτου τοῖς κηρύγμασι    διδράσκει πᾶσα αἵρεσις·  
ἐν τοῖς συμβᾶσιν αὐτῷ    οὐχὶ ἥμαρτεν Ἰώβ,    ὡς φησὶν ἡ γραφή,
 ἀλλ' ὑπέρκειται αὐτῷ    οὗτος ὁ ἱερεύς·
|:τῶν περάτων γὰρ αὐτὸς    ὑπάρχει καθηγητὴς    ὡς τὰ θεῖα σοφός.:|
Νουνεχῶς ὁ προφήτης    Δαβὶδ ἐβόα·
 “Οἱ ἱερεῖς τοῦ θεοῦ    δικαιοσύνην
 πάντοτε ἐνδύσονται”·    οὗτος οὖν ὁ ἀρχιερεὺς    ἄγαν ἠγαλλιάσατο·
ψαλτήριον ἐκεῖνος    ἐσκεύασε τὸ πάρος,
 συγγράμματα δὲ οὗτος    θεόπνευστα νῦν·
σοφὸς ἐν τοῖς πάλαι    ὁ Σολομὼν ἀνεδείχθη,
 οὗτος δὲ νῦν ὤφθη    ὑπερβαλλόντως
 κεκοσμημένος    σοφίᾳ θείᾳ·
ὁ Ἐζεκίας δάκρυσι    θάνατον ἐτροπώσατο
 καὶ αὖθις ἐπεβίωσε    κελεύσει τοῦ θεοῦ ἡμων,
οὗτος δὲ τῇ προσευχῇ    τὴν ἀκήρατον ζωὴν    ηὕρατο εὐσεβῶς
 καὶ ἀεὶ ἐν οὐρανοῖς    συνδιάγει Χριστῷ·
|:τῶν περάτων γὰρ αὐτὸς    ὑπάρχει καθηγητὴς    ὡς τὰ θεῖα σοφός.:|
Ὁ Θεσβίτης Ἠλίας    ὀργῇ δικαίᾳ
940

 ἱερεῖς ἀνιέρους    ξίφει ἀνεῖλεν·

Μάξιμος θεολόγος. Quaestiones ad Thalassium Sec. 48, line 36

θεωρίαν ἀγαλλιάσεως πρὸς τὸν σὸν τῆς εὐωχίας ἄφραστον


τόπον ἐλθεῖν ἀξιωθέντες, συνηχήσωμεν τοῖς ἐκεῖσε πνευμα-
τικῶς ἑορτάζουσιν, τὴν τῶν ἀλαλήτων γνῶσιν ἀσιγήτοις νοῦ
φωναῖς ἀναμέλποντες. Καί μοι σύγγνωθι, Χριστέ, καὶ ἵλαθι
διὰ τὴν τῶν ἀξίων σου δούλων ἐπιταγὴν κατατολμῶντι τῶν
ὑπὲρ δύναμιν, καὶ φώτισον πρὸς τὴν τῶν προκειμένων
θεωρίαν τὴν ἀφώτιστόν μου διάνοιαν, ἵνα πλέον δοξασθῇς,  
τυφλοῖς τὸ βλέπειν διδοὺς καὶ μογιλάλοις τρανὴν τὴν
γλῶσσαν ποιούμενος.
 Οἶμαι τοίνυν ὅτι, ὥσπερ ἕως τινὸς Χριστοῦ τοῦ θεοῦ
τύπος ὑπῆρχεν ὁ Σολομῶν, οὕτως καὶ Ὀζίας ἕως τινὸς
τύπος ἦν τοῦ σωτῆρος. Ἰσχὺν γὰρ θεοῦ πρὸς τὴν ἑλλάδα
φωνὴν μεταφερόμενον σημαίνει Ὀζίου τὸ ὄνομα, ἰσχὺς δὲ
φυσικὴ καὶ δύναμις ἐνυπόστατος τοῦ θεοῦ καὶ πατρὸς ὁ
κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ εἰς κεφαλὴν γωνίας
γενόμενος λίθος, λέγω δὲ τῆς ἐκκλησίας. Ὡς γὰρ ἡ γωνία
δύο τοίχων ποιεῖται δι' ἑαυτῆς πρὸς ἀλλήλους συνάφειαν,
οὕτως ἡ τοῦ θεοῦ ἐκκλησία τῶν δύο λαῶν, τοῦ τε ἐξ
ἐθνῶν καὶ τοῦ ἐξ Ἰουδαίων, ἕνωσις γίνεται, τὸν Χριστὸν
ἔχουσα σύνδεσμον, τὸν οἰκοδομοῦντα τοὺς πύργους ἔν τε
Ἱερουσαλήμ, τὴν ὅρασιν λέγω τῆς εἰρήνης, τοὺς θείους

Μάξιμος θεολόγος. Quaestiones ad Thalassium Sec. 59, line 277

αἰτίαν τῆς τῶν κινουμένων κινήσεως, δέχεται πέρας ὁ


δρόμος. Ἐκζητῶν οὖν τὸ ἑαυτοῦ τέλος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν
ἀρχὴν καταντᾷ, φυσικῶς ἐν τῷ τέλει τυγχάνουσαν· ἧς
ἀπολιπὼν τὴν ζήτησιν, τὴν αὐτῆς, ὡς τέλους φύσει,  
μετῆλθεν ἐκζήτησιν. Οὐ γὰρ ἦν αὐτῆς διαφυγεῖν τὴν περι-
γραφήν, πανταχόθεν αὐτὸν περιϊσταμένην καὶ τὴν αὐτοῦ
περιορίζουσαν κίνησιν. Οὐκ ἦν οὖν ζητῆσαι τὴν ἀρχήν, ὡς
ἔφην, ὀπίσω γεγενημένην, ἀλλ' ἐκζητῆσαι τὸ τέλος ἐμπρὸς
ὑπάρχον, ἵνα γνῷ διὰ τοῦ τέλους τὴν ἀπολειφθεῖσαν
ἀρχήν, ἐπειδὴ μὴ ἔγνω τὸ τέλος ἐκ τῆς ἀρχῆς. Καὶ τοῦτο
τυχὸν ὁ σοφὸς μυσταγωγῶν Σολομών φησιν· τί τὸ γεγενη-
μένον, αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τί τὸ πεποιημένον, αὐτὸ
τὸ ποιηθησόμενον, ὡσανεὶ σαφῶς τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ τέλους
δεικνύς. Οὐκέτι γὰρ μετὰ τὴν παράβασιν δείκνυται τὸ
τέλος ἐκ τῆς ἀρχῆς, ἀλλ' ἡ ἀρχὴ ἐκ τοῦ τέλους, οὐδὲ ζητεῖ
τις τοὺς τῆς ἀρχῆς λόγους, ἀλλ' ἐκζητεῖ τοὺς πρὸς τὸ τέλος
τοὺς κινουμένους ἀπάγοντας.
 Εἰ δέ, ὅτι πολλαχοῦ τῆς γραφῆς ἡ ζήτησις εἴρηται, ὡς τὸ
ζήτησον εἰρήνην καὶ δίωξον αὐτήν, καὶ ζητεῖτε πρῶτον τὴν
941

βασιλείαν τοῦ θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, βεβαίαν


οὐχ ἡγεῖται ταύτην ἔννοιαν,

Μάξιμος θεολόγος. Quaestiones et dubia Sec. 114, line 11

 Ἐκ τοῦ αὐτοῦ· καὶ τοῦτο εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἤδη
ὑμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι.
 Καιρὸν λέγει τὸν τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος καὶ ὅτι
δεῖ πιστεύσαντας καὶ δικαιωθέντας πρὸς φυλακὴν τῆς ἐκ
πίστεως καὶ χάριτος δικαιώσεως τῶν ἀρετῶν ἐκθύμως
ἀντέχεσθαι καὶ κοιμωμένους διὰ τῆς ἀπραξίας τῶν ἐντολῶν
καὶ πρὸς τὰ πνευματικὰ καὶ θεῖα τὸν νοῦν ἔχοντας
ἀνενέργητον ἐξεγερθῆναι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐγρήγορον ἔχειν
τὸν νοῦν πρὸς τὰ οὐράνια καὶ νοητὰ κάλλη, πᾶσαν
αἴσθησιν πρὸς τὰ αἰσθητὰ κατακοιμήσαντας, ἵνα ἐξῇ ἡμῖν
κατὰ τὸν Σολομῶντα λέγειν «ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου
ἀγρυπνεῖ».
 Ἐκ τοῦ αὐτοῦ· εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, τί καὶ
βαπτίζονται ὑπὲρ αὐτῶν;
 Ἐπειδὴ περὶ τῶν νεκρῶν σωμάτων λέγει – ταῦτα γάρ
ἐστιν τὰ πίπτοντα καὶ ἀνιστάμενα – βαπτιζόμεθα δὲ ὑπὲρ
τῆς τούτων ἀναστάσεως – τὸ γὰρ βάπτισμα τύπον φέρει
τῆς ταφῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως· ἡ γὰρ κατάδυσις καὶ
ἀνάδυσις τοῦτο δηλοῖ – , ὁ Απόστολος τοὺς ἐνδυάζοντας
περὶ τῆς ἀναστάσεως ἐπιστομίζων ἔφη· «τί καὶ βαπτίζονται
ὑπὲρ αὐτῶν;» Ὁ γὰρ τὸν τύπον ἐνταῦθα τῆς ταφῆς καὶ τῆς

Μάξιμος θεολόγος. Scholia in Ecclesiasten (in catenis: catena trium patrum)


Sec. 1, line 3

ἠθικῇ φιλοσοφίᾳ πρὸς τοῦτον παιδαγωγήσας ἡμᾶς εἰσαγω-


γικῶς, ἐπὶ ὑψηλοτέραν λοιπὸν διδασκαλίαν ἀνάγει, ἐκπαι-
δεύων ἡμᾶς διὰ τοῦ Ἐκκλησιαστοῦ καὶ φυσικῶς, ὡς τὴν
τῶν ὄντων γνῶσιν ἐκ θεοῦ δεξάμενος ἀψευδῆ. Ἐξ αὐτῆς
γὰρ τῆς τῶν πραγμάτων φύσεως καταγγέλλει τὸ μάταιον
τῆς περὶ ταῦτα σχέσεως ἡμῶν, ὥστε ταύτης καταργηθείσης
ἀνεπικωλύτως προκόπτειν τὴν πρὸς τὸ κυρίως καλὸν ἔφε-
σιν ἡμῶν, καί φησιν ὡς ἐν ἐπιγραφῇ·  
 1. Ῥήματα Ἐκκλησιαστοῦ υἱοῦ Δαυΐδ, βασιλέως Ἰσραὴλ
ἐν Ἱερουσαλήμ.
 Ἤγουν, τάδε λέγει Σολομῶν, ὁ τοῦ βασιλεύσαντος τῶν
Ἰσραηλιτῶν ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ προφήτου Δαυῒδ παῖς,
ἁπάσῃ τῇ τοῦ θεοῦ ἐκκλησίᾳ, πάντως τῇ τῶν πιστῶν
χορείᾳ.
 2. Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ Ἐκκλησιαστής, μα-
ταιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης.
 Ἤτοι, κενὴν καὶ ἀνόνητον ἅπασαν τὴν περὶ τὰ φαινόμενα
τῶν ἀνθρώπων σχέσιν τε καὶ σπουδὴν εἴρηκεν ὁ πάντα
942

ἐπισυνάγων πρὸς ἐξέτασιν λόγος· μάταιον γάρ ἐστι τὸ


μηδαμοῦ λυσιτελοῦν. Διόπερ ἡ τῶν φαινομένων καὶ φθειρο-
μένων σχέσις, ὡς τούτοις τὸν νοῦν περιγράφουσα καὶ μὴ

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 1, Ch. 8, line 13

τοῦ δὲ Χριστοῦ κεφαλὴ ὁ ἐπὶ πάντων Θεὸς καὶ Πατὴρ


αὐτοῦ. Μετὰ οὖν τὸν παντοκράτορα Θεὸν ἡμῶν καὶ
Πατέρα, τοῦ τε ἐνεστῶτος καὶ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος
Κύριον, πάσης τε πνοῆς καὶ δυνάμεως δημιουργόν, καὶ τὸν
ἠγαπημένον αὐτοῦ Υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν,
δι' οὗ ἡ δόξα τῷ Θεῷ, φοβήθητί σου τὸν ἄνδρα, ὦ γύναι,
καὶ ἐντράπηθι αὐτόν, ἀρέσκουσα μόνῳ αὐτῷ, ὑπάρχουσα
αὐτῷ εὐάρεστος ἐν ταῖς διακονίαις αὐτοῦ, ἵνα καὶ ἐπὶ
σοὶ μακαρισθῇ ὁ ἀνὴρ διὰ τῆς Σοφίας τῆς λεγούσης διὰ
Σολομῶντος τάδε·
 »Γυναῖκα δὲ ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; Τιμιωτέρα δέ
ἐστιν λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη, θαρσεῖ ἐπ' αὐτῇ ἡ καρδία
τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη σκύλων οὐκ ἀπορήσει· ἐνεργεῖ
γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ κατὰ πάντα τὸν βίον. Μυρευομένη
ἔριον καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστα ταῖς χερσὶν αὐτῆς,
ἐγένετο ὡς ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν συνάγουσα αὐτῷ
τὸν βίον. Καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκεν βρώματα
τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις· θεωρήσασα γεώργιον
ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν τῶν χειρῶν αὐτῆς ἐφύτευσεν
κτῆμα. Ἀναζωσαμένη τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισεν τοὺς

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 2, Ch. 1, line 20

Κυρίῳ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως». Καὶ πάλιν· «Ἐκ τῶν λόγων


σου δικαιωθήσῃ, καὶ ἐκ τῶν λόγων σου κατακριθήσῃ.»
Ἔστω οὖν, εἰ δυνατόν, πεπαιδευμένος· εἰ δὲ καὶ ἀγράμ-
ματος, ἀλλ' οὖν ἔμπειρος τοῦ λόγου, καθήκων τῇ ἡλικίᾳ.
 Εἰ δὲ καὶ ἐν παροικίᾳ μικρᾷ ὑπαρχούσῃ που προβε-
βηκὼς τῷ χρόνῳ μὴ εὑρίσκηται μεμαρτυρημένος καὶ σοφὸς  
εἰς ἐπισκοπὴν κατασταθῆναι, νέος δὲ ᾖ ἐκεῖ, μεμαρτυρημένος
ὑπὸ τῶν συνόντων αὐτῷ ὡς ἄξιος ἐπισκοπῆς, διὰ τῆς
νεότητος ἐν πραότητι καὶ εὐταξίᾳ γῆρας ἐπιδεικνύμενος,
δοκιμασθείς, εἰ ὑπὸ τῶν πάντων οὕτως μαρτυρεῖται, καθι-
στάσθω ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ Σολομὼν δωδεκαετὴς τοῦ
Ἰσραὴλ ἐβασίλευσεν, καὶ Ἰωσίας ἐν δικαιοσύνῃ ὀκτὼ
ἐτῶν ἐβασίλευσεν, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰωὰς ἑπτὰ ἐτῶν ἦρξεν
τοῦ λαοῦ.
943

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 2, Ch. 6, line 74

ἐπιστρέφετε. Τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν λέγοντες, ἀδελφοί,


οὐχ ἁμαρτησόμεθα· ἐκ γὰρ τοῦ πολλάκις ἀκούειν εἰκός
τινας δυσωπηθέντας κἂν ἅπαξ τι τῶν καλῶν ποιῆσαι καὶ
τῶν πονηρῶν παραιτήσασθαι. Λέγει γὰρ διὰ τοῦ προφήτου
ὁ Θεὸς· «Διαμαρτύρει αὐτοῖς ταῦτα, ἴσως ἀκούσονται  
τῆς φωνῆς σου.» Καὶ πάλιν· «Ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν,
ἐὰν ἄρα ἐνδῶσιν.» Καὶ ὁ Μωϋσῆς φησιν τῷ λαῷ·
»Ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου Κύριος εἷς ἐστιν.»
Καὶ ὁ Κύριος ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ πολλάκις μιμνήσκεται
λέγων· «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.» Καὶ ὁ σοφὸς
Σολομών φησιν· «Ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου, καὶ
μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου.» Καὶ μέχρι σήμερον
οὐκ ἤκουσαν· καὶ οἱ δοκοῦντες δὲ ἀκηκοέναι παρήκουσαν,
καταλείψαντες τὸν ἕνα καὶ μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ εἰς
τὰς ὀλεθρίους καὶ δεινὰς αἱρέσεις κατασυρέντες, περὶ ὧν
αὖθις ἐροῦμεν.

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 2, Ch. 9, line 12

ἀλλὰ καὶ ἀπροσωπόληπτον, ἐν χρηστότητι σωφρονίζοντα


τοὺς ἁμαρτάνοντας. Εἰ δὲ καὶ αὐτὸς οὐκ εὐσυνείδητος
ὑπάρχων, προσωπολήπτης γενόμενος διά τινα αἰσχροκερδῆ
δωροληψίαν φείσεται τοῦ ἀνόμως ἁμαρτήσαντος, ἐάσας
ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μένειν αὐτόν, παρακούσας τῆς θείας καὶ  
δεσποτικῆς φωνῆς τῆς λεγούσης· «Δικαίως διώξει τὸ
δίκαιον· οὐ λήψῃ πρόσωπον ἐν κρίσει· οὐ δικαιώσεις
τὸν ἀσεβῆ· οὐ λήψῃ δῶρα ἐπὶ ψυχῇ, τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ
ὀφθαλμοὺς σοφῶν καὶ λυμαίνεται ῥήματα δικαίων.»
Καὶ ἐν ἄλλοις φησίν· «Ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν
αὐτῶν»· καὶ ὁ Σολομῶν λέγει ἐν Παροιμίαις· «Ἔκβαλε
λοιμὸν ἐκ συνεδρίου, καὶ συνεξελεύσεται αὐτῷ νεῖκος.»
 Ὁ δὲ μὴ προσέχων τούτοις ἀκρίτως φείσεται
ἐπὶ τῷ ὀφείλοντι τιμωρίαν, ὡς ὁ Σαοὺλ ἐπὶ τῷ Ἀγὰγ καὶ
ὁ Ἡλεὶ ἐπὶ τοῖς υἱοῖς τοῖς οὐκ εἰδόσι τὸν Κύριον, ὁ τοιοῦτος
ἐβεβήλωσεν καὶ τὴν οἰκείαν ἀξίαν καὶ τὴν τοῦ Θεοῦ Ἐκ-
κλησίαν τὴν κατὰ τὴν παροικίαν αὐτοῦ. Ἄδικος οὖν οὗτος
καὶ Θεῷ καὶ ὁσίοις ἀνθρώποις, ὡς αἴτιος σκανδάλου πολλοῖς
νεοφωτίστοις καὶ κατηχουμένοις γενόμενος, ἔτι δὲ νέοις
καὶ νέαις τὴν ἡλικίαν· ὃν τὸ οὐαὶ περιμένει καὶ ὁ ὀνικὸς
μύλος ἐν τῷ τραχήλῳ καὶ ὁ βυθός, ἐν ᾧ ὑπόδικος ὑπάρχει.

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 4, Ch. 14, line 4
944

ἢ ὡς ἀδελφὸν διὰ τὴν τῆς πίστεως κοινωνίαν.


 Πάσῃ βασιλείᾳ καὶ ἀρχῇ ὑποτάγητε ἐν οἷς ἀρέσκει
Θεῷ, ὡς Θεοῦ διακόνοις καὶ τῶν ἀσεβῶν τιμωροῖς· πάντα
φόβον τὸν ὀφειλόμενον αὐτοῖς ἀποπληρώσατε, πᾶσαν εἰσφο-
ράν, πᾶν τέλος, πᾶσαν τιμήν, δόσιν, κῆνσον. Θεοῦ γὰρ
τοῦτο διάταγμα, μηδενὶ μηδὲν χρεωστεῖν, εἰ μὴ τὸ τῆς
φιλίας σύμβολον, ὃ ὁ Θεὸς διετάξατο διὰ Χριστοῦ.
 Περὶ δὲ παρθενίας ἐντολὴν οὐκ ἐλάβομεν, τῇ δὲ
τῶν βουλομένων ἐξουσίᾳ τοῦτο ἐπιτρέπομεν ὡς εὐχήν, ἐκεῖνο
μόνον αὐτοῖς παραινοῦντες, μὴ προχείρως τι ἐπαγγείλασθαι,
ἐπείπερ ὁ Σολομών φησιν· «Ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαι, ἢ
τὸ εὔξασθαι καὶ μὴ ἀποδοῦναι.» Ἡ παρθένος οὖν αὕτη
ἔστω ἁγία σώματι καὶ ψυχῇ, ὡς ναὸς Θεοῦ, ὡς οἶκος
Χριστοῦ, ὡς Πνεύματος ἁγίου καταγώγιον. Δεῖ γὰρ τὴν
ἐπαγγειλαμένην, ἄξια τῆς ἐπαγγελίας ἔργα διαπρασσομένην,
δεικνύειν τὸ ἐπάγγελμα αὐτῆς, ὅτι ἔστιν ἀληθὲς καὶ διὰ
σχολὴν εὐσεβείας, οὐ κατὰ διαβολὴν γάμου γινόμενον.
Ἔστω δὲ μὴ ῥεμβὰς μηδὲ ἀκαιροπεριπάτητος, μὴ δίγνω-  
μος, ἀλλὰ σεμνή, ἐγκρατής, σώφρων, ἁγνή, φεύγουσα τὰς
τῶν πολλῶν συντυχίας καὶ μάλιστα τὰς τῶν ἀσέμνων.  

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 5, Ch. 8, line 9

ἀθῶοι ἡμεῖς εὑρεθησόμεθα καὶ καθαροὶ τῆς ὑμετέρας δυσπι-


στίας.
 Περὶ δὲ τῶν μαρτύρων λέγομεν ὑμῖν, ὅπως πάσῃ
τιμῇ ὦσιν παρ' ὑμῖν, ὡς καὶ παρ' ἡμῖν τετίμηνται ὁ μακάριος
Ἰάκωβος ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἅγιος ἡμῶν συνδιάκονος Στέφα-
νος. Οὗτοι γάρ εἰσιν καὶ ὑπὸ Θεοῦ μεμακαρισμένοι καὶ
ὑπὸ ὁσίων ἀνδρῶν τετιμημένοι, καθαροὶ πάσης πλημμελείας,
ἄτρεπτοι πρὸς ἁμαρτίαν, ἀμετάπειστοι τῶν καλῶν, ἀνεν-
δοίαστοι πρὸς ἐγκώμια, περὶ ὧν καὶ ὁ Δαυὶδ ἔλεγεν·  
»Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐτοῦ.»
Καὶ ὁ Σολομών· «Μνήμη δικαίων μετ' ἐγκωμίων.» Περὶ
ὧν καὶ ὁ προφήτης ἔλεγεν· «Ἄνδρες δίκαιοι αἴρονται.»
 Ταῦτα δὲ περὶ τῶν κατὰ ἀλήθειαν ὑπὲρ Χριστοῦ
μαρτυρησάντων εἴρηται, ἀλλ' οὐ περὶ τῶν ψευδομαρτύρων,
περὶ ὧν τὸ λόγιόν φησιν· «Ὄνομα δὲ ἀσεβῶν σβέννυται·
μάρτυς γὰρ πιστὸς οὐ ψεύδεται, ἐκκαίει δὲ ψευδῆ μάρτυς
ἄδικος.» Ὁ γὰρ ἐν μαρτυρίῳ ἐξελθὼν ἀψευδῶς ὑπὲρ
τῆς ἀληθείας, οὗτος ἀληθινὸς μάρτυς, ἀξιόπιστος ἐν οἷς
συνηγωνίσατο τῷ λόγῳ τῆς εὐσεβείας διὰ τοῦ οἰκείου αἵματος.
 Παραινοῦμεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοὶ καὶ σύνδουλοι,

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort. compilatore Juliano


Ariano) Book 5, Ch. 20, line 62
945

ὑπὲρ αὐτοῦ ᾠδὴν λέγων· «Ὠιδὴ ὑπὲρ τοῦ ἀγαπητοῦ.»


Καὶ ἐπιφέρων εἰς πρόσωπον αὐτοῦ ἔφασκεν· «Περίζωσαι
τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρόν σου, δυνατέ, τῇ ὡραιότητί
σου καὶ τῷ κάλλει σου, καὶ ἔντεινον καὶ κατευοδοῦ καὶ
βασίλευε ἕνεκεν ἀληθείας καὶ πραότητος καὶ δικαιοσύνης,
καὶ ὁδηγήσει σε θαυμαστῶς ἡ δεξιά σου· τὰ βέλη σου
ἠκονημένα, δυνατέ, ἐν καρδίᾳ τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέως  
λαοὶ ὑποκάτω σου πεσοῦνται· διὰ τοῦτο ἔχρισέν σε, ὁ
Θεός, ὁ Θεός σου ἔλαιον ἀγαλλιάσεως παρὰ τοὺς μετόχους
σου.»
 Περὶ αὐτοῦ καὶ ὁ Σολομὼν ἔλεγεν ὡς ἐκ προσώπου
αὐτοῦ· «Κύριος ἔκτισέν με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα
αὐτοῦ, πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέν με, ἐν ἀρχῇ πρὸ τοῦ τὴν
γῆν ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων,
πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ
με.» Καὶ πάλιν· «Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον.»
Περὶ αὐτοῦ καὶ Ἡσαΐας ἔλεγεν· «Ἐξελεύσεται ῥάβδος
ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται.»
Καὶ· «Ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαὶ καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν
ἐθνῶν, ἐπ' αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν.» Ζαχαρίας δέ· «Ἰδοὺ ὁ
βασιλεύς σου ἔρχεται σοι δίκαιος καὶ σῴζων, αὐτὸς πρᾶος

Λεόντιος. In mesopentecosten (homilia 10) Line 105

ἢ τῷ δεσπότῃ Χριστῷ τῷ τὰ σύμπαντα ἐν τῇ χειρὶ


βαστάζοντι;
Ἀλλ' ἐροῦσιν εὐθέως οἱ φιλοδαίμονες Ἰουδαῖοι· «Τί οὖν;
Σολομὼν οὐκ ἐδεσπότευσε τῶν δαιμόνων;
Οὐχὶ πάντας ὑφ' ἓν ὡς ἕνα συνέκλεισεν;
Οὐχὶ ἰουδαΐζουσι χαρακτῆρσι τούτους ἐπέδησεν;
Οὐχὶ ἄχρι τῆς σήμερον τοῦτον δεδοίκασιν;»
Ἀλλ' ὦ Ἰουδαῖοι πεταλοράπται, μαγγανοδαίμονες, μάτην
ταῦτα προβάλλεσθε· μόνος γὰρ ὁ δεσπότης Χριστὸς κρα-
ταιῶς τὸν ἰσχυρὸν ἔδησε καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ διήρπασεν.
Σολομὼν γὰρ οὐ μόνον οὐκ ἐδεσπότευσε τῶν δαιμόνων
βασιλικῶς, ἀλλὰ καὶ ὑπ' αὐτῶν ἐδεσποτεύθη πρὸς τῷ τέλει
διαφθαρείς. Ἀγαπήσας γὰρ τὸν τῆς πολυγαμίας ἔρωτα τῇ
τοῦ διαβόλου μαστροπότητι δελεασθείς, καὶ εἰς ἀγέλην
γυναικῶν ἀλλοφύλων ὡς ἵππος θηλυμανὴς ἐπιχρεμετίσας,
ἐρρύπωσε τὸν τῆς θεογνωσίας θάλαμον. Καταλιπὼν γὰρ
τὸν θεὸν τῶν πατέρων αὐτοῦ, ᾦ καὶ τὸν ναὸν ἐδείματο,  
εἰδώλοις σπήλαια κατεσκεύαζεν. Πῶς οὖν δαιμόνων δε-
σπότης ὁ τῶν δαιμόνων δοῦλος;
Ὢ τῆς Ἰουδαϊκῆς κακίας,
ὢ τῆς τοῦ δεσπότου Χριστοῦ μακροθυμίας.
946

Λεόντιος. In mesopentecosten (homilia 10) Line 484

ἀσεβῶν τὴν ψυχήν μου καὶ μετὰ ἀνδρῶν αἱμάτων τὴν ζωήν
μου, ὧν ἐν χερσὶν αἱ ἀνομίαι· ἡ δεξιὰ αὐτῶν ἐπλήσθη
δώρων. Εἰ μὴ γὰρ μισθὸν ὁ Ἡρῴδης παρὰ Ἰουδαίων
ἐλάμβανεν, οὐκ ἂν τὸ φάσγανον τῆς παρανομίας ὤξυνεν,
Ἰάκωβον ἀνεῖλε μαχαίρᾳ, Πέτρον δυσὶν ἁλύσεσι συνέδησε
βουλόμενος αὐτὸν μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν τῷ λαῷ.
Ὦ πάσχα Ἰουδαϊκόν, ἀεὶ μεταξὺ αἱμάτων ἀθῴων μιγνύμε-  
νον. Τὸν δεσπότην Χριστὸν πρὸ τοῦ πάσχα ἐσταύρωσαν,
τὸν μαθητὴν αὐτοῦ Πέτρον μετὰ τὸ πάσχα ἀνελεῖν ἐβούλον-
το. Ὦ πάσχα ἄναγνον, ὦ συναγωγὴ αἱματοποσίας φίλη.
Καλῶς ὁ Σολομὼν ἐκ πολλῶν τῶν χρόνων τὴν τῶν Ἰου-
δαίων συναγωγὴν «βδέλλαν» προσηγόρευσεν. Διὰ τί; Ὡς
ἀλλοτρίων αἱμάτων ἑλκύστριαν.
Βουλόμενος αὐτὸν μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν τῷ λαῷ. Διὰ
τί δὲ μὴ ἐν τῷ πάσχα; Τιμῶσι δῆθεν τὴν ἑορτὴν τοῦ
πάσχα. Ὦ τιμὴ ὕβρεως πεπληρωμένη. Εἰ οὐκ ἐξὸν ἐν τῷ
πάσχα φονεῦσαι, μηδὲ δήσητε ἐν τῷ πάσχα. Τὴν ἑορτὴν
δοκεῖτε τιμᾶν τὸν φόνον θησαυρίζοντες; Τὸ θῦμα κατέχετε
καὶ θύειν οὐ νομίζετε; Ὦ εὐλάβεια κατακρίσεως πεπληρω-
μένη, μᾶλλον δὲ ὦ παρανομία ἄχρι τῆς δεῦρο παρά τινων
φυλαττομένη, ἐκεῖθεν ἀρχὴν λαβοῦσα καὶ τέλος

Λεόντιος. In transfigurationem (homilia 14) (olim sub nomine Joannis


Chrysostomi) Line 7

Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου]


λόγος εἰς τὴν μεταμόρφωσιν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

 Ἄγαν αἰδέσιμον ἡμῖν ὁ δαψιλὴς ἑστιάτωρ Χριστὸς καὶ


σήμερον προέθηκε
τράπεζαν οὐ τῇ συνηθείᾳ τιμωμένην,
 ἀλλὰ τῇ θεογνωσίᾳ γνωριζομένην·
τράπεζαν οὐ τῶν ἐπιγείων γλιχομένην,
 ἀλλὰ τῶν ἐπουρανίων ἐχομένην·
τράπεζαν οὐ τοῖς Σολομωνιακοῖς ὄψοις φαιδρυνομένην,
 ἀλλὰ τοῖς θεϊκοῖς νόμοις στεφανουμένην·
τράπεζαν οὐ πλήθει σιτίων μακαριζομένην,
 ἀλλὰ θείοις νοήμασι σεμνυνομένην.
Τί γὰρ τῆς Σολομωνιακῆς τραπέζης πλουσιώτερον τῆς
δαπανησάσης καθ' ἑκάστην ἡμέραν, καθὼς ἡ τρίτη τῶν
Βασιλειῶν περιέχει, τριάκοντα κόρους σεμιδάλεως καὶ ἑξή-
κοντα κόρους ἀλεύρου κεκοπανισμένου καὶ δέκα μόσχους
947

ἁπαλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς καὶ εἴκοσι βόας νομάδας καὶ ἑκατὸν


πρόβατα, ἐκτὸς ἐλάφων καὶ δορκάδων καὶ ὀρνίθων ἐκλε-
κτῶν; Ἀλλ' οὐδὲν τὸν μέγιστον Σολομῶνα ἡ τοσαύτη τῶν

Λεόντιος. In transfigurationem (homilia 14) (olim sub nomine Joannis Chrysostomi)


Line 11

 Ἄγαν αἰδέσιμον ἡμῖν ὁ δαψιλὴς ἑστιάτωρ Χριστὸς καὶ


σήμερον προέθηκε
τράπεζαν οὐ τῇ συνηθείᾳ τιμωμένην,
 ἀλλὰ τῇ θεογνωσίᾳ γνωριζομένην·
τράπεζαν οὐ τῶν ἐπιγείων γλιχομένην,
 ἀλλὰ τῶν ἐπουρανίων ἐχομένην·
τράπεζαν οὐ τοῖς Σολομωνιακοῖς ὄψοις φαιδρυνομένην,
 ἀλλὰ τοῖς θεϊκοῖς νόμοις στεφανουμένην·
τράπεζαν οὐ πλήθει σιτίων μακαριζομένην,
 ἀλλὰ θείοις νοήμασι σεμνυνομένην.
Τί γὰρ τῆς Σολομωνιακῆς τραπέζης πλουσιώτερον τῆς
δαπανησάσης καθ' ἑκάστην ἡμέραν, καθὼς ἡ τρίτη τῶν
Βασιλειῶν περιέχει, τριάκοντα κόρους σεμιδάλεως καὶ ἑξή-
κοντα κόρους ἀλεύρου κεκοπανισμένου καὶ δέκα μόσχους
ἁπαλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς καὶ εἴκοσι βόας νομάδας καὶ ἑκατὸν
πρόβατα, ἐκτὸς ἐλάφων καὶ δορκάδων καὶ ὀρνίθων ἐκλε-
κτῶν; Ἀλλ' οὐδὲν τὸν μέγιστον Σολομῶνα ἡ τοσαύτη τῶν
ὄψων πληθὺς εὐεργέτησεν ἢ πρὸς τελείαν ἀρετὴν ἴθυνεν·
τοὐναντίον δὲ αὐτὸν πρὸς τῷ τέλει διαφθεῖραι πεποίηκεν
ἀμέτρως βακχεύσασα. Ἡ δέ γε τοῦ κυρίου τράπεζα καὶ
σήμερον ἡμῖν δαψιλῶς προτεθεῖσα, ἡ ἄϋλος, ἡ ἀπέριττος,

Λεόντιος. In transfigurationem (homilia 14) (olim sub nomine Joannis Chrysostomi)


Line 17

τράπεζαν οὐ τοῖς Σολομωνιακοῖς ὄψοις φαιδρυνομένην,


 ἀλλὰ τοῖς θεϊκοῖς νόμοις στεφανουμένην·
τράπεζαν οὐ πλήθει σιτίων μακαριζομένην,
 ἀλλὰ θείοις νοήμασι σεμνυνομένην.
Τί γὰρ τῆς Σολομωνιακῆς τραπέζης πλουσιώτερον τῆς
δαπανησάσης καθ' ἑκάστην ἡμέραν, καθὼς ἡ τρίτη τῶν
Βασιλειῶν περιέχει, τριάκοντα κόρους σεμιδάλεως καὶ ἑξή-
κοντα κόρους ἀλεύρου κεκοπανισμένου καὶ δέκα μόσχους
ἁπαλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς καὶ εἴκοσι βόας νομάδας καὶ ἑκατὸν
πρόβατα, ἐκτὸς ἐλάφων καὶ δορκάδων καὶ ὀρνίθων ἐκλε-
κτῶν; Ἀλλ' οὐδὲν τὸν μέγιστον Σολομῶνα ἡ τοσαύτη τῶν
ὄψων πληθὺς εὐεργέτησεν ἢ πρὸς τελείαν ἀρετὴν ἴθυνεν·
τοὐναντίον δὲ αὐτὸν πρὸς τῷ τέλει διαφθεῖραι πεποίηκεν
ἀμέτρως βακχεύσασα. Ἡ δέ γε τοῦ κυρίου τράπεζα καὶ
σήμερον ἡμῖν δαψιλῶς προτεθεῖσα, ἡ ἄϋλος, ἡ ἀπέριττος, ἡ
ἄφθαρτος, ἡ ἀθάνατος, ἡ ἀπερίγραπτος, ἡ ἀλογοθέτητος, οὐ  
948

μόνον τὰ ἐπίγεια ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπουράνια βραβεύει· οὐ γὰρ


τριάκοντα κόρους σεμιδάλεως προΐεται, ἀλλὰ τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία ἐζυμωμένην χαρίζεται·
οὐδ' αὖ ἑξήκοντα κόρους ἀλεύρου προβάλλεται, ἀλλ' αὐτὸν
τὸν ἐπουράνιον ἄρτον, λέγω δὴ αὐτὸς ἑαυτῷ ὁ δεσπότης

Λεόντιος. In transfigurationem (homilia 14) (olim sub nomine Joannis Chrysostomi)


Line 29

τοὐναντίον δὲ αὐτὸν πρὸς τῷ τέλει διαφθεῖραι πεποίηκεν


ἀμέτρως βακχεύσασα. Ἡ δέ γε τοῦ κυρίου τράπεζα καὶ
σήμερον ἡμῖν δαψιλῶς προτεθεῖσα, ἡ ἄϋλος, ἡ ἀπέριττος, ἡ
ἄφθαρτος, ἡ ἀθάνατος, ἡ ἀπερίγραπτος, ἡ ἀλογοθέτητος, οὐ  
μόνον τὰ ἐπίγεια ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπουράνια βραβεύει· οὐ γὰρ
τριάκοντα κόρους σεμιδάλεως προΐεται, ἀλλὰ τὴν βασιλείαν
τῶν οὐρανῶν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία ἐζυμωμένην χαρίζεται·
οὐδ' αὖ ἑξήκοντα κόρους ἀλεύρου προβάλλεται, ἀλλ' αὐτὸν
τὸν ἐπουράνιον ἄρτον, λέγω δὴ αὐτὸς ἑαυτῷ ὁ δεσπότης
Χριστὸς πᾶσι τοῖς πιστοῖς καθ' ἑκάστην βραβεύει.
 Ἀλλ' οἶμαι περιττολογεῖν, τὸ τοῦ Σολομῶνος αἰσθητὸν
ἄριστον τῇ τοῦ κυρίου πνευματικῇ τραπέζῃ συγκρίνων·
ἐκεῖ γὰρ δέκα μόσχοι ἐκλεκτοί,
 ἐνταῦθα δὲ ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ
  κόσμου·
ἐκεῖ εἴκοσι βόες νομάδες,
 ἐνταῦθα δὲ μάρτυρες ἀναρίθμητοι ψυχὰς καὶ σώματα
 εὐεργετοῦσιν·

Λεόντιος. In transfigurationem (homilia 14) (olim sub nomine Joannis Chrysostomi)


Line 44

ἐκεῖ εἴκοσι βόες νομάδες,


 ἐνταῦθα δὲ μάρτυρες ἀναρίθμητοι ψυχὰς καὶ σώματα
 εὐεργετοῦσιν·
ἐκεῖ ἔλαφοι ἐξοχῆς κεράτων ποικιλλόμενοι,
 ἐνταῦθα προφῆται πνευματικὰ πνευματικοῖς συγκρίνοντες·
ἐκεῖ δορκάδες τοξεύματι τὸ ἧπαρ πληττόμεναι,
 ἐνταῦθα ἀπόστολοι θείοις γράμμασι τὴν οἰκουμένην φωτί-
 ζοντες·
ἐκεῖ ὄρνεις ἀλόγως πτερυσσόμεναι,
 ἐνταῦθα λαὸς εὐσεβὴς πνευματικῶς σκιρτῶντες·
ἐκεῖ ἑκατὸν ἄλογα πρόβατα τὸν οἶκον Σολομῶνος μόνον
εὐφραίνοντα,
 ἐνταῦθα δὲ τὸ λογικὸν ἡμῶν πρόβατον Χριστός, παν-
 ταχοῦ γῆς μεριζόμενον καὶ μηδαμῶς μείωσιν δεχόμενον.  
 Ἤκουες ἀρτίως αὐτοῦ τοῦ λογικοῦ προβάτου Χριστοῦ
λέγοντος πρὸς τοὺς ἀποστόλους τοῦ κυριακοῦ πάθους τὸν
καιρόν, ὅπως ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους πάθος μὴ ὑπο-
949

μείνωσιν. Τί γάρ φησιν ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος; Καθὼς


ἀρτίως ἤκουες· Τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθη-
ταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀνελθεῖν καὶ
πολλὰ παθεῖν παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ

Λεόντιος. In transfigurationem (homilia 14) (olim sub nomine Joannis Chrysostomi)


Line 57

 ταχοῦ γῆς μεριζόμενον καὶ μηδαμῶς μείωσιν δεχόμενον.  


 Ἤκουες ἀρτίως αὐτοῦ τοῦ λογικοῦ προβάτου Χριστοῦ
λέγοντος πρὸς τοὺς ἀποστόλους τοῦ κυριακοῦ πάθους τὸν
καιρόν, ὅπως ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάθους πάθος μὴ ὑπο-
μείνωσιν. Τί γάρ φησιν ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος; Καθὼς
ἀρτίως ἤκουες· Τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθη-
ταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀνελθεῖν καὶ
πολλὰ παθεῖν παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ
πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ
ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι. Εἶδες δεσποτικὴν τράπεζαν νεκροέγερτον
ὀψώνιον κεκτημένην; Τί τοιοῦτον εἶχεν ἡ Σολομῶνος τρά-
πεζα; Ἐκεῖ πάντα σφαγιασθέντα ἀβουλήτως εἰς ἀνυπαρξίαν
ἐχώρησεν, ἐνταῦθα τὸ λογικὸν ἡμῶν πρόβατον Χριστός, εἰ
καὶ ἐσφάγη, ἀλλ' ὅμως
βουλήσει ἐσφάγη,
βουλήσει ἐτάφη,
βουλήσει ἀνέστη,
βουλήσει εἰς οὐρανοὺς ἀνῆλθεν,
βουλήσει ἐλεύσεται ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀποδι-
  δοὺς ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ.
  Τότε ἤρξατο· καλῶς ὁ εὐαγγελιστὴς προέθηκε

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 25b, line 8

βρῶσις τοῦ ὑπεκρεύσαντός ἐστιν ἀναπλήρωσις καὶ εἰς ἀφεδρῶνα χωρεῖ


καὶ φθοράν· καὶ ἀμήχανον ἄφθαρτον διαμένειν τὸν αἰσθητῆς βρώσεως ἐν
μετουσίᾳ γινόμενον.  
 Ἢ ξύλον μὲν ζωῆς ἡ μετοχὴ τοῦ θεοῦ, δι' ἧς καὶ οἱ ἄγγελοι τρέφονται, δι' ἧς τὴν
ἀφθαρσίαν λαμβάνειν ἠμέλλομεν· ἔδει γὰρ ἡμᾶς πρῶτον ἀδιακρίτως ὑποταγῆναι τῷ
νόμῳ τοῦ θεοῦ, ἕως εἰς τελείαν ἕξιν τῆς ἀρετῆς ἤλθομεν, καὶ οὕτως δῶρον παρὰ θεοῦ λα-
βεῖν τὴν διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ, ὅπερ ἐστὶ ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ κα-
κόν. Οὐκ ἀσφαλὴς γὰρ τῷ ἀρτιπαγεῖ ἡ διάκρισις τῶν λογισμῶν καὶ τὸ ἀντιρρητικὸν
διὰ τὸ ἐμπαθῆ ἔτι καὶ ἡδυπαθῆ ἔχειν τὸν λογισμόν. Ξύλον μὲν οὖν ζωῆς φημι τὴν ἐκ
θεοῦ δεδομένην ἐντολήν – ξύλον γὰρ ζωῆς ἐστιν ἡ δικαιοσύνη πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις
αὐτῆς. Καὶ ηὐλόγηται ξύλον, δι' οὗ δικαιοσύνη πεφύτευται, φησὶ Σολομών – ξύλον δὲ
γνώσεως τὴν διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ. Ἔδει οὖν τὸν Ἀδὰμ διὰ τῆς ἀδιακρίτου
ὑπακοῆς ἑνωθῆναι θεῷ καὶ πλουτῆσαι τῇ ἑνώσει τὴν θέωσιν ἐν καιρῷ, ὅτε ὁ φύσει θεὸς
ηὐδόκει, καὶ πάντων τὴν ἀληθῆ γνῶσίν τε καὶ διάκρισιν καὶ τὴν ἀπέραντον ζωήν.
Ἔδει δὲ ἀπόπειραν γενέσθαι τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς. Δίδωσι τοίνυν ἐντολὴν ὁ θεός, μὴ
γεύσασθαι τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως, μὴ πιστεῦσαι τῇ ἰδίᾳ διακρίσει μηδὲ φαγεῖν ἀπὸ
ξύλου τινὸς ἔχοντος φυσικὴν ἐνέργειαν ἐμποιητικὴν τῆς ἐπιγνώσεως ἑαυτοῦ ἤτοι τῆς
ἰδίας φύσεως. Προσβαλόντος οὖν τοῦ πονηροῦ διὰ τοῦ ὄφεως καὶ εἰπόντος· «ἔσεσθε ὡς
θεοὶ γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν», ἐὰν φάγητε, ἐπίστευσε τῇ ἰδίᾳ διακρίσει, καὶ
950

ἔδοξεν αὐτῷ καλὸν ἡ θέωσις καὶ ἡ γνῶσις. Καὶ οὐκ ἐλογίσατο, ὅτι πάντα καλὰ ἐν καιρῷ
αὐτῶν καὶ οὐ καλὸν τὸ καλόν, εἰ μὴ καλῶς γένηται,

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 85, line 20

ἀνατολὴν εἰς προσκύνησιν· πᾶν γὰρ καλὸν τῷ θεῷ ἀναθετέον, ἐξ οὗ πᾶν


ἀγαθὸν ἀγαθύνεται. Φησὶ δὲ καὶ ὁ θεῖος Δαυίδ· «Αἱ βασιλεῖαι τῆς γῆς,
ᾄσατε τῷ θεῷ, ψάλατε τῷ κυρίῳ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ
οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολάς». Ἔτι δέ φησιν ἡ γραφή· «Ἐφύτευσεν ὁ θεὸς
παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς· ἔνθα τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασεν,
ἔθετο», ὃν παραβάντα τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξώρισεν ἀπέναντί τε
τοῦ παραδείσου κατῴκισεν, ἐκ δυσμῶν δηλαδή. Τὴν οὖν ἀρχαίαν πατρί-
δα ἐπιζητοῦντες καὶ πρὸς αὐτὴν ἀτενίζοντες τῷ θεῷ προσκυνοῦμεν. Καὶ ἡ
σκηνὴ δὲ ἡ Μωσαϊκὴ κατὰ ἀνατολὰς εἶχε τὸ καταπέτασμα καὶ τὸ ἱλαστή-
ριον. Καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ὡς τιμιωτέρα ἐξ ἀνατολῶν παρενέβαλε. Καὶ
ἐν τῷ περιωνύμῳ δὲ τοῦ Σολομῶντος ναῷ ἡ τοῦ κυρίου πύλη κατὰ
ἀνατολὰς διέκειτο. Ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ κύριος σταυρούμενος ἐπὶ δυσμὰς
ἑώρα, καὶ οὕτω προσκυνοῦμεν πρὸς αὐτὸν ἀτενίζοντες. Καὶ ἀναλαμβα-  
νόμενος πρὸς ἀνατολὰς ἀνεφέρετο, καὶ οὕτως αὐτῷ οἱ ἀπόστολοι προς-
εκύνησαν, καὶ οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσαντο αὐτὸν πορευόμε-
νον εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς αὐτὸς ὁ κύριος ἔφησεν· «Ὥσπερ ἡ ἀστραπὴ
ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φθάνει ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται ἡ παρουσία
τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Αὐτὸν οὖν ἐκδεχόμενοι ἐπὶ ἀνατολὰς προσκυ-
νοῦμεν. Ἄγραφος δέ ἐστιν ἡ παράδοσις αὕτη τῶν ἀποστόλων· πολλὰ
γὰρ ἀγράφως ἡμῖν παρέδωκαν.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 87, line 19

καιρῷ ἐκ Δαυιδικῆς ῥίζης ἐβλάστησε διὰ τὰς πρὸς αὐτὸν γενομένας ἐπαγ-
γελίας. «Ὤμοσε γὰρ κύριος», φησί, «τῷ Δαυὶδ ἀλήθειαν, καὶ οὐ μὴ ἀθε-
τήσει αὐτόν· ἐκ καρποῦ τῆς κοιλίας σου θήσομαι ἐπὶ τοῦ θρόνου σου»,
καὶ πάλιν· «Ἅπαξ ὤμοσα ἐν τῷ ἁγίῳ μου, εἰ τῷ Δαυὶδ ψεύσομαι. Τὸ
σπέρμα αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μένει· καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος ἐναντίον
μου καὶ ὡς ἡ σελήνη κατηρτισμένη εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ
πιστός,» καὶ Ἡσαΐας· «Ἐξανατελεῖ ῥάβδος ἐξ Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς
ῥίζης ἀναβήσεται».  
 Ὅτι μὲν οὖν ὁ Ἰωσὴφ ἐκ Δαυιδικοῦ φύλου κατάγεται, ὁ Ματθαῖος καὶ
Λουκᾶς, οἱ ἱερώτατοι εὐαγγελισταί, διαρρήδην ὑπέδειξαν, ἀλλ' ὁ μὲν
Ματθαῖος ἐκ Δαυὶδ διὰ Σολομῶντος κατάγει τὸν Ἰωσήφ, ὁ δὲ Λουκᾶς διὰ
Νάθαν. Τῆς δὲ ἁγίας παρθένου τὴν γέννησιν καὶ ἀμφότεροι παρεσιώπη-
σαν.
 Χρὴ οὖν εἰδέναι, ὡς οὐκ ἦν ἔθος Ἑβραίοις οὐδὲ τῇ θείᾳ γραφῇ γενεαλο-
γεῖσθαι γυναῖκας. Νόμος δὲ ἦν μὴ μνηστεύεσθαι φυλὴν ἐξ ἑτέρας φυλῆς. Ὁ
δὲ Ἰωσὴφ ἐκ Δαυιδικοῦ καταγόμενος φύλου, δίκαιος ὑπάρχων (τοῦτο γὰρ
αὐτῷ μαρτυρεῖ τὸ θεῖον εὐαγγέλιον), οὐκ ἂν παρανόμως τὴν ἁγίαν παρ-
θένον πρὸς μνηστείαν ἠγάγετο, εἰ μὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ σκήπτρου κατήγετο.
Δείξας τοίνυν τὸ τοῦ Ἰωσὴφ καταγώγιον ἠρκέσθη.
951

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 87, line 35

αὐτῷ μαρτυρεῖ τὸ θεῖον εὐαγγέλιον), οὐκ ἂν παρανόμως τὴν ἁγίαν παρ-


θένον πρὸς μνηστείαν ἠγάγετο, εἰ μὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ σκήπτρου κατήγετο.
Δείξας τοίνυν τὸ τοῦ Ἰωσὴφ καταγώγιον ἠρκέσθη.
 Χρὴ δὲ καὶ τοῦτο εἰδέναι, ὡς νόμος ἦν ἀγόνου ἀνδρὸς τελευτῶντος τὸν
τούτου ἀδελφὸν τὴν τοῦ τετελευτηκότος γαμετὴν πρὸς γάμον ἄγεσθαι καὶ
ἐγείρειν σπέρμα τῷ ἀδελφῷ. Τὸ οὖν τικτόμενον κατὰ φύσιν μὲν τοῦ
δευτέρου ἤτοι τοῦ γεγεννηκότος ἦν, κατὰ δὲ νόμον τοῦ τελευτήσαντος.
 Ἐκ τῆς σειρᾶς τοίνυν τοῦ Νάθαν τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ Λευὶ ἐγέννησε τὸν
Μελχὶ καὶ τὸν Πάνθηρα· ὁ Πάνθηρ ἐγέννησε τὸν Βαρπάνθηρα οὕτως
ἐπικληθέντα. Οὗτος ὁ Βαρπάνθηρ ἐγέννησε τὸν Ἰωακείμ, Ἰωακεὶμ ἐγέν-
νησε τὴν ἁγίαν θεοτόκον. Ἐκ δὲ τῆς σειρᾶς Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ Δαυὶδ
Ματθὰν ἔσχε γυναῖκα, ἐξ ἧς ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ
Ματθὰν Μελχὶ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Νάθαν, ὁ υἱὸς Λευί, ἀδελφὸς δὲ τοῦ
Πάνθηρος, ἔγημε τὴν γυναῖκα τοῦ Ματθάν, μητέρα δὲ τοῦ Ἰακώβ, καὶ ἐξ
αὐτῆς ἔσχε τὸν Ἡλί. Ἐγένοντο οὖν ἀδελφοὶ ὁμομήτριοι Ἰακὼβ καὶ Ἡλί,
ὁ μὲν Ἰακὼβ ἐκ τῆς φυλῆς Σολομῶντος, ὁ δὲ Ἡλὶ ἐκ φυλῆς Νάθαν.
Ἐτελεύτησε δὲ ὁ Ἡλί, ὁ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Νάθαν ἄπαις· καὶ ἔλαβεν
Ἰακώβ, ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Σολομῶντος, τὴν γυναῖκα αὐτοῦ  
καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰωσήφ. Ὁ οὖν Ἰωσὴφ φύσει μέν ἐστιν υἱὸς Ἰακὼβ ἐκ
τοῦ καταγωγίου τοῦ Σολομῶντος, κατὰ δὲ νόμον Ἡλὶ τοῦ ἐκ Νάθαν.
 Ἰωακεὶμ τοίνυν τὴν σεμνήν τε καὶ ἀξιέπαινον Ἄνναν πρὸς γάμον

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 90, line 64

μία βίβλος· ἡ πρώτη καὶ ἡ δευτέρα τῶν Παραλειπομένων μία βίβλος· ἡ


πρώτη καὶ ἡ δευτέρα τοῦ Ἔσδρα μία βίβλος. Οὕτως οὖν σύγκεινται αἱ
βίβλοι ἐν πεντατεύχοις τέτρασι, καὶ μένουσιν ἄλλαι δύο, ὡς εἶναι τὰς
ἐνδιαθέτους βίβλους οὕτως· πέντε νομικάς· Γένεσιν, Ἔξοδον, Λευιτικόν,
Ἀριθμούς, Δευτερονόμιον· αὕτη πρώτη πεντάτευχος, ἣ καὶ νομοθεσία.
Εἶτα ἄλλη πεντάτευχος, τὰ καλούμενα Γραφεῖα, παρά τισι δὲ Ἁγιό-
γραφα, ἅτινά ἐστιν οὕτως· Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, Κριταὶ μετὰ τῆς Ῥούθ,
Βασιλειῶν πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, βίβλος μία, Βασιλειῶν τρίτη μετὰ
τῆς τετάρτης, βίβλος μία, καὶ αἱ δύο τῶν Παραλειπομένων, βίβλος μία·
αὕτη δευτέρα πεντάτευχος. Τρίτη πεντάτευχος αἱ στιχήρεις βίβλοι· τοῦ
Ἰώβ, τὸ Ψαλτήριον, Παροιμίαι Σολομῶντος, Ἐκκλησιαστὴς τοῦ αὐτοῦ,
τὰ Ἄισματα τῶν ᾀσμάτων τοῦ αὐτοῦ. Τετάρτη πεντάτευχος, ἡ προφη-
τική· τὸ δωδεκαπρόφητον, βίβλος μία, Ἡσαΐας, Ἰερεμίας Ἰεζεκιήλ,
Δανιήλ. Εἶτα τοῦ Ἔσδρα, αἱ δύο εἰς μίαν συναπτόμεναι βίβλον, καὶ ἡ
Ἐσθήρ.  – Ἡ δὲ Πανάρετος, τουτέστιν ἡ Σοφία τοῦ Σολομῶντος, καὶ ἡ
Σοφία τοῦ Ἰησοῦ, ἣν ὁ πατὴρ μὲν τοῦ Σιρὰχ ἐξέθετο Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστὶ
δὲ ἡρμήνευσεν ὁ τούτου μὲν ἔγγονος Ἰησοῦς, τοῦ δὲ Σιρὰχ υἱός, ἐνάρε-
τοι μὲν καὶ καλαί, ἀλλ' οὐκ ἀριθμοῦνται οὐδὲ ἔκειντο ἐν τῇ κιβωτῷ.
 Τῆς δὲ νέας διαθήκης εὐαγγέλια τέσσαρα· τὸ κατὰ Ματθαῖον, τὸ κατὰ
Μάρκον, τὸ κατὰ Λουκᾶν, τὸ κατὰ Ἰωάννην· Πράξεις τῶν ἁγίων
ἀποστόλων διὰ Λουκᾶ τοῦ εὐαγγελιστοῦ· καθολικαὶ ἐπιστολαὶ ἑπτά·
952

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 90, line 68

Ἀριθμούς, Δευτερονόμιον· αὕτη πρώτη πεντάτευχος, ἣ καὶ νομοθεσία.


Εἶτα ἄλλη πεντάτευχος, τὰ καλούμενα Γραφεῖα, παρά τισι δὲ Ἁγιό-
γραφα, ἅτινά ἐστιν οὕτως· Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ναυῆ, Κριταὶ μετὰ τῆς Ῥούθ,
Βασιλειῶν πρώτη μετὰ τῆς δευτέρας, βίβλος μία, Βασιλειῶν τρίτη μετὰ
τῆς τετάρτης, βίβλος μία, καὶ αἱ δύο τῶν Παραλειπομένων, βίβλος μία·
αὕτη δευτέρα πεντάτευχος. Τρίτη πεντάτευχος αἱ στιχήρεις βίβλοι· τοῦ
Ἰώβ, τὸ Ψαλτήριον, Παροιμίαι Σολομῶντος, Ἐκκλησιαστὴς τοῦ αὐτοῦ,
τὰ Ἄισματα τῶν ᾀσμάτων τοῦ αὐτοῦ. Τετάρτη πεντάτευχος, ἡ προφη-
τική· τὸ δωδεκαπρόφητον, βίβλος μία, Ἡσαΐας, Ἰερεμίας Ἰεζεκιήλ,
Δανιήλ. Εἶτα τοῦ Ἔσδρα, αἱ δύο εἰς μίαν συναπτόμεναι βίβλον, καὶ ἡ
Ἐσθήρ.  – Ἡ δὲ Πανάρετος, τουτέστιν ἡ Σοφία τοῦ Σολομῶντος, καὶ ἡ
Σοφία τοῦ Ἰησοῦ, ἣν ὁ πατὴρ μὲν τοῦ Σιρὰχ ἐξέθετο Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστὶ
δὲ ἡρμήνευσεν ὁ τούτου μὲν ἔγγονος Ἰησοῦς, τοῦ δὲ Σιρὰχ υἱός, ἐνάρε-
τοι μὲν καὶ καλαί, ἀλλ' οὐκ ἀριθμοῦνται οὐδὲ ἔκειντο ἐν τῇ κιβωτῷ.
 Τῆς δὲ νέας διαθήκης εὐαγγέλια τέσσαρα· τὸ κατὰ Ματθαῖον, τὸ κατὰ
Μάρκον, τὸ κατὰ Λουκᾶν, τὸ κατὰ Ἰωάννην· Πράξεις τῶν ἁγίων
ἀποστόλων διὰ Λουκᾶ τοῦ εὐαγγελιστοῦ· καθολικαὶ ἐπιστολαὶ ἑπτά·
Ἰακώβου μία, Πέτρου δύο, Ἰωάννου τρεῖς, Ἰούδα μία· Παύλου ἀποστό-
λου ἐπιστολαὶ δεκατέσσαρες, Ἀποκάλυψις Ἰωάννου εὐαγγελιστοῦ, κα-
νόνες τῶν ἁγίων ἀποστόλων διὰ Κλήμεντος.  

Ιωάννης Δαμασκηνός. Expositio fidei Sec. 96, line 83

 Ἡμῖν τοίνυν τοῖς τῷ πνεύματι στοιχοῦσι καὶ οὐ τῷ γράμματι πᾶσα ἡ


τῶν σαρκικῶν ἐστιν ἀπόθεσις καὶ ἡ πνευματικὴ λατρεία καὶ πρὸς θεὸν
συνάφεια. Περιτομὴ μὲν γάρ ἐστιν ἡ τῆς σωματικῆς ἡδονῆς καὶ τῶν
περιττῶν καὶ οὐκ ἀναγκαίων ἀπόθεσις· ἀκροβυστία γὰρ οὐδὲν ἕτερόν
ἐστιν εἰ μὴ δέρμα, ἡδονικοῦ μορίου περίττωμα. Πᾶσα δὲ ἡδονὴ μὴ ἐκ θεοῦ
καὶ ἐν θεῷ γινομένη περίττωμα ἡδονῆς ἐστιν· ἧς τύπος ἡ ἀκροβυστία.  
Σάββατον δὲ ἡ ἐκ τῆς ἁμαρτίας κατάπαυσις. Ὥστε ἀμφότερα ἓν τυγχά-
νουσι καὶ οὕτως ἀμφότερα ἅμα ὑπὸ τῶν πνευματικῶν τελούμενα, οὐδὲ
τὴν τυχοῦσαν παρανομίαν ἐργάζονται.
 Ἔτι δὲ ἰστέον, ὅτι ὁ ἑπτὰ ἀριθμὸς πάντα τὸν παρόντα χρόνον δηλοῖ,
ὥς φησιν ὁ σοφώτατος Σολομῶν· «Δοῦναι μερίδα τοῖς ἑπτὰ καί γε τοῖς
ὀκτώ». Καὶ ὁ θεηγόρος Δαυὶδ περὶ τῆς ὀγδόης ψάλλων περὶ τῆς μελλούσης
μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν καταστάσεως ἔψαλλε. Τὴν ἑβδόμην οὖν
ἡμέραν ἀργίαν ἄγειν ἐκ τῶν σωματικῶν, τοῖς δὲ πνευματικοῖς ἐνασχολεῖ-
σθαι προστάσσων ὁ νόμος μυστικῶς πάντα τὸν χρόνον τῷ ἀληθινῷ Ἰς-
ραὴλ καὶ νοῦν ὁρῶντα θεὸν ἔχοντι ὑπέφηνε τῷ θεῷ ἑαυτὸν προσάγειν καὶ
ὑπεράνω τῶν σωματικῶν γίνεσθαι.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Sec. 1,20, line 2

γίνεται. Οὐ τὴν σάρκα φημὶ τοῦ σαρκωθέντος υἱοῦ


953

τοῦ θεοῦ· ἐκείνη γὰρ τῇ καθ' ὑπόστασιν ἑνώσει καὶ


μεθέξει τῆς θείας φύσεως ἀτρέπτως θεὸς ἐχρημάτισεν,
οὐκ ἐνεργείᾳ χρισθεῖσα θεοῦ ὥσπερ τῶν προφητῶν
ἕκαστος, παρουσίᾳ δὲ ὅλου τοῦ χρίοντος. Ὅτι δὲ τῇ
θεώσει θεοὶ καὶ οἱ ἅγιοι, «ὁ θεός», φησίν, «ἔστη ἐν
συναγωγῇ θεῶν, ἐν μέσῳ δὲ θεοὺς διακρινεῖ», ὅταν
ἵσταται θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν τὰς ἀξίας διαιρῶν, ὡς
ἑρμηνεύων φησὶν ὁ θεολόγος Γρηγόριος.
 Τῷ Δαυὶδ ἐπηγγείλατο ὁ θεὸς οἰκοδομῆσαι
αὐτῷ ναὸν διὰ τοῦ ἰδίου υἱοῦ Σολομῶντος καὶ κατα-
σκευάσαι οἶκον ἀναπαύσεως. Τοῦτον Σολομὼν ᾠκο-
δόμησε καὶ ἐποίησε χερουβίμ, ὥς φησιν ἡ βίβλος
τῶν Βασιλειῶν, καὶ περιέσχε τὰ χερουβὶμ χρυσίῳ
καὶ πάντας τοὺς τοίχους κύκλῳ κολαπτοὺς ἐνέγλυ-
ψεν ἐν γραφίδι χερουβὶμ καὶ φοίνικας τῷ ἐσωτέρῳ
καὶ τῷ ἐξωτέρῳ – οὐκ εἶπεν ἐκ πλαγίων, ἀλλὰ  
»κύκλῳ» – ἀλλὰ καὶ βόας καὶ λέοντας καὶ ῥοΐσκους.
Οὐ πολλῷ τιμιώτερον πάντας τοὺς τοίχους τοῦ
οἴκου κυρίου κοσμῆσαι ἁγίων μορφαῖς καὶ ἐξεικονί-
σμασιν ἤπερ ἀλόγων καὶ δένδρων; Ποῦ ὁ διαγορεύ

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 96, p. 333, line 55

ἀνιοῦσιν ἐπὶ σὲ, τὰ δὲ βραχέα τῶν κριμάτων κρι-


νοῦσιν αὐτοί· καὶ κουφιοῦσιν ἀπὸ σοῦ, καὶ συναντι-
λήψονταί σοι. Ἐὰν τὸ ῥῆμα τοῦτο ποιήσῃς, καὶ κατ-
ισχύσει σε ὁ Θεὸς, καὶ δυνήσῃ παραστῆναι, καὶ πᾶς
ὁ λαὸς εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἥξει μετ' εἰρήνης.»
 »Εἶπε Σαοὺλ τῷ παιδαρίῳ τῷ μετ' αὐτοῦ· Δεῦρο,
ἀναστρέψωμεν. Καὶ εἶπεν αὐτῷ τὸ παιδάριον· Ἰδοὺ
δὴ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, ἔνδοξος,
καὶ πᾶν ὃ ἐὰν λαλήσῃ, ἔσται, καὶ ἀναγγελεῖ ἡμῖν
τὴν ὁδὸν ἡμῶν.»
 »Ἦλθε Νάθαν πρὸς Βηρσαβεὲ μητέρα Σολομῶν-
τος, λέγων· Οὐκ ἤκουσας, ὅτι ἐβασίλευσεν Ὀρνίας  
υἱὸς Γεθθὶ, καὶ ὁ κύριος ἡμῶν οὐκ ἔγνω; Καὶ νῦν δὴ
συμβουλεύσω σοι, καὶ σώσεις τὴν ψυχήν σου, καὶ τὴν
ψυχὴν Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ σου. Καὶ δεῦρο εἴσελθε
πρὸς τὸν βασιλέα Δαβὶδ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· Οὐχὶ
σὺ, βασιλεῦ, ὤμοσας τῇ δούλῃ σου κατὰ τοῦ Κυρίου
Θεοῦ, λέγων, ὅτι Σολομῶν ὁ υἱός σου βασιλεύει μετ'
ἐμὲ, καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου; ὅτι
ἐβασίλευσεν Ὀρνίας. Καὶ ἔτι σου λαλούσης μετὰ τοῦ
βασιλέως, κἀγὼ εἰσελεύσομαι μετὰ σὲ, καὶ πληρώσω

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


954

dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod.


Vol. 96, p. 336, line 3

ὁ λαὸς εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἥξει μετ' εἰρήνης.»


 »Εἶπε Σαοὺλ τῷ παιδαρίῳ τῷ μετ' αὐτοῦ· Δεῦρο,
ἀναστρέψωμεν. Καὶ εἶπεν αὐτῷ τὸ παιδάριον· Ἰδοὺ
δὴ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, ἔνδοξος,
καὶ πᾶν ὃ ἐὰν λαλήσῃ, ἔσται, καὶ ἀναγγελεῖ ἡμῖν
τὴν ὁδὸν ἡμῶν.»
 »Ἦλθε Νάθαν πρὸς Βηρσαβεὲ μητέρα Σολομῶν-
τος, λέγων· Οὐκ ἤκουσας, ὅτι ἐβασίλευσεν Ὀρνίας  
υἱὸς Γεθθὶ, καὶ ὁ κύριος ἡμῶν οὐκ ἔγνω; Καὶ νῦν δὴ
συμβουλεύσω σοι, καὶ σώσεις τὴν ψυχήν σου, καὶ τὴν
ψυχὴν Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ σου. Καὶ δεῦρο εἴσελθε
πρὸς τὸν βασιλέα Δαβὶδ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· Οὐχὶ
σὺ, βασιλεῦ, ὤμοσας τῇ δούλῃ σου κατὰ τοῦ Κυρίου
Θεοῦ, λέγων, ὅτι Σολομῶν ὁ υἱός σου βασιλεύει μετ'
ἐμὲ, καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου; ὅτι
ἐβασίλευσεν Ὀρνίας. Καὶ ἔτι σου λαλούσης μετὰ τοῦ
βασιλέως, κἀγὼ εἰσελεύσομαι μετὰ σὲ, καὶ πληρώσω
τὴν χεῖρά σου. Καὶ εἰσῆλθε Βηρσαβεὲ πρὸς τὸν βασι-
λέα εἰς τὸν κοιτῶνα.»

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 96, p. 336, line 6

καὶ πᾶν ὃ ἐὰν λαλήσῃ, ἔσται, καὶ ἀναγγελεῖ ἡμῖν


τὴν ὁδὸν ἡμῶν.»
 »Ἦλθε Νάθαν πρὸς Βηρσαβεὲ μητέρα Σολομῶν-
τος, λέγων· Οὐκ ἤκουσας, ὅτι ἐβασίλευσεν Ὀρνίας  
υἱὸς Γεθθὶ, καὶ ὁ κύριος ἡμῶν οὐκ ἔγνω; Καὶ νῦν δὴ
συμβουλεύσω σοι, καὶ σώσεις τὴν ψυχήν σου, καὶ τὴν
ψυχὴν Σολομῶντος τοῦ υἱοῦ σου. Καὶ δεῦρο εἴσελθε
πρὸς τὸν βασιλέα Δαβὶδ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· Οὐχὶ
σὺ, βασιλεῦ, ὤμοσας τῇ δούλῃ σου κατὰ τοῦ Κυρίου
Θεοῦ, λέγων, ὅτι Σολομῶν ὁ υἱός σου βασιλεύει μετ'
ἐμὲ, καὶ αὐτὸς καθήσεται ἐπὶ τοῦ θρόνου μου; ὅτι
ἐβασίλευσεν Ὀρνίας. Καὶ ἔτι σου λαλούσης μετὰ τοῦ
βασιλέως, κἀγὼ εἰσελεύσομαι μετὰ σὲ, καὶ πληρώσω
τὴν χεῖρά σου. Καὶ εἰσῆλθε Βηρσαβεὲ πρὸς τὸν βασι-
λέα εἰς τὸν κοιτῶνα.»

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod. Vol. 96, p. 349, line 21

ὑπαρχούσας ἐκ νόμου τοῖς ἀξιώμασι δωρεάς. Τὸ δὲ


περισσὸν, τίνος; Ἐγὼ μὲν ὀκνῶ λέγειν τὸ βλάσφημον·
ὑμεῖς δὲ οἶδα ὅτι συνίετε.
955

 Τῷ στρατιώτῃ οὐδὲν δεῖ ἔξω τῶν κατὰ τὴν στρα-


τείαν περιεργάζεσθαι, ἀλλὰ μεμνῆσθαι ἀεὶ, ὅτι τέ-
τακται τὴν εἰρήνην φυλάττειν.
ΤΙΤΛ. Ιϛʹ.  – Περὶ συνδιαγωγῆς χρηστῶν ἀνδρῶν·
καὶ ὅτι χρὴ ἀρίστοις ἀνδράσι κολλᾶσθαι, καὶ
μὴ πονηροῖς. Ἐξομοιοῦται γάρ τις, μεθ' ὧν
τὰς διατριβὰς ποιεῖται.
 »Βασίλεια Σαβὰ εἶπεν πρὸς τὸν βασιλέα Σολομῶν-
τα· Ἀληθινὸς ὁ λόγος, ὃν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου περὶ
τοῦ λόγου σου καὶ τῆς φρονήσεώς σου. Καὶ οὐκ ἐπί-
στευσα τοῖς λαλήσασί μοι, ἕως οὗ παρεγενόμην, καὶ
ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί μου· καὶ ἰδοὺ οὐκ ἔστιν
ἥμισυ καθὼς ἀπήγγειλάν μοι. Προστέθηκας ἀγαθὰ
ἐπὶ πᾶσαν ἀκοὴν ἣν ἤκουσα ἐν τῇ γῇ μου. Μακαρίαι
αἱ γυναῖκές σου· μακάριοι οἱ παῖδές σου οὗτοι, οἱ
παρεστηκότες ἐνώπιόν σου δι' ὅλου, οἱ ἀκούοντες τὴν
φρόνησίν σου πᾶσαν.»
 »Εἶπεν Ἠλίας τῷ Ἐλισσαιέ· Κάθου δὴ ἐνταῦθα,
ὅτι Κύριος ἀπέσταλκέ με ἕως Βεθήλ. Καὶ εἶπεν

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti litteras


dispositae, quae tres libros conflant) (fragmenta e cod.
Vol. 96, p. 364, line 8

ἐν ταῖς τῶν βιωτικῶν πραγμάτων τρικυμίαις συν-


εχῶς, ἐν ταῖς ἀγοραῖς, καὶ ἐν τοῖς δικαστηρίοις
στρεφόμενοι.  
 Ἐν θορυβουμένῳ, καὶ ἀγωνίαν ἔχοντι νῷ, οὔτε ἔν-
νοιά τις τῶν καλῶν, οὔτε Θεοῦ χάρις ἐπέρχεται.
 Τελείας ψυχῆς ἐστι τὸ ἀμέριμνον, ἀσεβοῦς δὲ,
φροντίσι κατατρίβεσθαι. Περὶ μὲν γὰρ τῆς τελείας
ψυχῆς εἴρηται, ὅτι κρῖνόν ἐστιν ἐν μέσῳ ἀκανθῶν.
Τοῦτο δὲ τὴν ἄφροντιν δηλοῖ. Τὸ γὰρ κρῖνον καὶ ἐν
τῷ Εὐαγγελίῳ τὴν ἀμέριμνον σημαίνει ψυχήν. Οὐ
κοπιᾷ, οὐδὲ νήθει, καὶ μείζονα τοῦ Σολομῶντος
περιβέβληται δόξαν. Περὶ δὲ τῶν φροντίδα πολλὴν
ἐχόντων εἰς τὰ σωματικὰ, φησί· Πᾶς ὁ βίος ἀσε-
βοῦς ἐν φροντίδι. Καὶ γὰρ ὄντως ἀσεβές ἐστιν,
παντὶ τῷ βίῳ συμπαρεκτείνειν τὴν τῶν σωματικῶν
φροντίδα, καὶ μηδεμίαν περὶ τῶν μελλόντων ἐπιδει-
κνύσθαι σπουδήν.
 Διὰ τί κοπρίας περιβάλλονται, οἵ ποτε τιθη-
νούμενοι ἐπὶ κόκκῳ, Ἱερεμίας θρηνῶν ἔλεγεν·
ὅταν γὰρ ἐπὶ τῶν λαμπρῶν καὶ διαπύρων ἀναπαυό-
μεθα νοημάτων, ἐπὶ κόκκῳ τιθηνούμεθα.
956

Ιωάννης Δαμασκηνός. De sacris jejuniis Vol. 95, p. 65, line 6

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ.

Τῷ εὐλογημένῳ καὶ γνησίῳ δούλῳ Χριστοῦ, κυ-


ρίῳ Κομητᾴ, πνευματικῷ ἀδελφῷ, Ἰωάννης ἐλά-
χιστος.

 Πολλῶν καὶ ἀπείρων δωρεὼν παρὰ Θεοῦ τοῖς ἀν-  


θρώποις δεδωρημένων, ἐξαίρετον καὶ πρῶτον τὸ τῆς
φρονήσεως δῶρον καθέστηκεν. Διάκρισις γάρ ἐστιν
ἀγαθοῦ τε καὶ κακοῦ· ὁ δὲ ἄριστα διελὼν, ἄριστα
καὶ τὸ συμφέρον ἐξελέξατο, τὸν λόγον ἔχων τῶν αὐτῷ
κατηκόων ἡνίοχον. Ταύτης ἐστὶ τῆς φρονήσεως τό-
κος ὥριμος τὸ Σολομώντειον ἐκεῖνο ῥητὸν, «Καιρὸς
τῷ παντὶ πράγματι·» τοῦτο δηλοῦντος τοῦ λόγου,
ὅτι τὸ πᾶν ἐστι τὸ ἀγαθόν· οὐκ ἐν τοῖς οὖσι γὰρ τὸ
κακὸν, φυγὴ δὲ μᾶλλον τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀναίρεσις.
Ὅτε τοίνυν ἕκαστον καλὸν κριθείη· φημὶ δὴ ὀρθῷ
λόγῳ· ἀκρισία γὰρ μᾶλλον, ἤπερ κρίσις, τὸ κακῶς
κεκριμένον· καιρὸς τοῦ σιωπᾷν, ὅτε τοῦτο καλόν·
καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν, ὅταν ἐρωτῷτό τις. Πρὶν γὰρ
ἐρωτηθῆναι λαλῆσαι, καὶ πρὶν ἀποσταλῆναι πορευ-
θῆναι, μωρία τῷ λαλοῦντι καὶ βαίνοντι.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.] Vol. 95, p. 768, line
13

ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί.»


 Πολλῶν οὐσῶν ἀποκαλύψεων, μίαν ταύτην τίθησιν·
ὅτι δὲ ἦσαν πολλαὶ, αὐτὸς ἐπεξιὼν εἶπεν, ὑπερβολῇ
τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Διὰ τοῦτο
δὲ καὶ τὸν χρόνον τίθησι τῶν δεκατεσσάρων ἐτῶν,
ἵνα δείξῃ, ὅτι οὐκ ἂν ὁ τοσοῦτον καρτερήσας χρόνον,
νῦν ἂν ἐξεῖπεν, εἰ μὴ πολλὴν ᾔδει τὴν ἀνάγκην.
 »Ἄγγελος Σατὰν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπερ-
αίρωμαι.»
 Σατὰν ὁ ἀντικείμενος λέγεται τῇ τῶν Ἑβραίων
φωνῇ. Τοῦτο γὰρ ἐπὶ Σολομῶντος διηγουμένη φησὶν
ἡ Γραφή· Οὐκ ἦν Σατὰν ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ·
τουτέστι πολεμῶν, ἀντικείμενος. Ὃ τοίνυν λέγει,
τοιοῦτόν ἐστιν· Οὐκ εἴασεν ὁ Θεὸς ἀπονητὶ προχω-
957

ρῆσαι τὸ κήρυγμα, καταστέλλων ἡμῶν τὸ φρόνημα·


ἀλλὰ συνεχώρησε τοῖς ἀντικειμένοις ἐπιτίθεσθαι
ἡμῖν. Ἄγγελον τοίνυν Σατανᾶ λέγει, Ἀλέξανδρον
τὸν χαλκέα, Ὑμέναιον καὶ Φιλητὸν, τοὺς τὴν ἀνά-
στασιν λέγοντας ἤδη γεγονέναι, καὶ πάντας τοὺς
ἀντικειμένους τῷ λόγῳ τοῦ κηρύγματος, καὶ φιλο-
νεικοῦντας αὐτῷ, καὶ πολεμοῦντας, καὶ ἐμβάλλοντας

Ιωάννης Δαμασκηνός. Homilia in transfigurationem domini Vol. 96, p. 560, line 25

ἓξ ἡμέραις τῶν ὁρωμένων ἁπάντων τὸ σύστημα


λόγῳ Θεὸς κατειργάσατο. Τελείους δὲ εἶναι τοὺς τὴν
θείαν δόξαν εἰκὸς κατοπτεύσαντας, τὴν πάντων ἐπ-
έκεινα, τὴν μόνην ὑπερτελῆ καὶ προτέλειον. Γίνεσθε
γὰρ, φησὶ, τέλειοι, ὡς ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος
τέλειός ἐστιν. Ὀκτὼ δέ· καὶ γὰρ αἰῶνος φέρει
τύπον τοῦ μέλλοντος. Ἑπτὰ γὰρ αἰῶσιν ὁ παρὼν
συμπεραίνεται βίος. Ὀγδόῃ δὲ, ἡ μέλλουσα βιοτὴ
ἀνηγόρευται, ὡς ὁ μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριος
ἔφησε, τὸ Σολομώντειον ῥητὸν ἐξηγούμενος, δοῦναι
μερίδα τοῖς ἑπτὰ, τῷ παρόντι βίῳ φάσκων, καί γε
τοῖς ὀκτὼ, τῷ μέλλοντι. Ἔδει δὲ ἐν τῇ ὀγδόῃ τὰ τῆς
ὀγδόης τοῖς τελείοις ἀποκαλύπτεσθαι. Ὡς γὰρ ὁ
θεῖος ὄντως καὶ θεηγόρος Διονύσιος ἔλεξεν, οὕτως ὁ
Δεσπότης ὀφθήσεται τοῖς τελείοις θεράπουσιν αὐτοῦ,
ὃν τρόπον ἐν τῷ ὄρει Θαβὼρ τοῖς ἀποστόλοις τεθέα-
ται Ἔχεις τῶν ἡμερῶν τὴν ἀρίθμησιν.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Homilia in transfigurationem domini


Vol. 96, p. 569, line 30

ὅλως ἐπιθυμία, οὐκ ἔννοια τῆς ὑπεροχῆς τὸ μέτρον


εἰκάζουσα. Νικᾷ σύγκρισιν πᾶσαν, καὶ μέτροις οὐχ
ὑπερβάλλεται. Πῶς γὰρ ἂν μετρηθείη τὸ ἀπερίγρα-
πτον, καὶ διανοίαις αὐταῖς τὸ ἀπερίληπτον; Τοῦτο
τὸ φῶς κατὰ πάσης τῆς φύσεως ἔχει τὰ νικητήρια.
Αὕτη ἡ ζωὴ, ἡ τὸν κόσμον νικήσασα· πῶς οὖν οὐ
καλὸν τοῦ καλοῦ μὴ χωρίζεσθαι; Οὐκ ἀτόπως οὖν ὁ
Πέτρος ἐφθέγξατο· ἀλλ' ἐπεὶ πάντα καλὰ ἐν καιρῷ
αὐτῶν, καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι, ὁ Σολο-
μῶν ἀπεφθέγξατο· ἔδει δὲ μὴ μόνον τοῖς αὐτόθι
τὸ καλὸν περικλείεσθαι, ἀλλ' ἐπὶ πάντας, δηλαδὴ
τοὺς πιστεύοντας, χεθῆναι καὶ ὁδεῦσαι τὸ ἀγαθὸν,
ὡς πλείονας εἶναι τοὺς τῆς εὐεργεσίας μεθέξοντας·
τοῦτο δὲ σταυρὸς, καὶ πάθος, καὶ θάνατος ἐκπεραί-
νειν ἔμελλεν, οὐ καλὸν μένειν αὐτόθι τὸν τῷ ἰδίῳ
αἵματι πλάσμα τὸ οἰκεῖον ἐξαγοράσοντα, ἐφ' ᾧ καὶ
σεσάρκωτο. Εἰ ἐν ὄρει Θαβὼρ μεμενήκατε, οὐκ
958

ἂν εἰς πέρας ἡ πρὸς σὲ ἐπαγγελία ἐκβέβηκεν. Οὐ


γὰρ κλειδοῦχος τῆς βασιλείας γεγένησο· οὐκ ἂν λῃστῇ
ἠνέῳκτο ὁ παράδεισος· οὐκ ἂν ἡ γαυρὸς τυραννὶς

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 55, line 6

φὴν τὴν Ἐλισάβετ


Ἀαρὼν ἀρξαμένου καὶ
πάλιν Ἐλεάζαρ τὴν
θυγατέρα Φατιὴλ καὶ
ἐνθένδε παιδοποιησα-  
μένων. ἐψεύσαντο οὖν
οἱ εὐαγγελισταὶ συνις-
τάντες οὐκ ἀλήθειαν,
ἀλλ' εἰκαζόμενον ἔπαι-
νον, καὶ διὰ τοῦτο
ὁ μὲν διὰ Σολομῶνος
ἀπὸ Δαβὶδ ἐγενεα-
λόγησεν ἐπὶ Ἰακὼβ
τὸν τοῦ Ἰωσὴφ
πατέρα, ὁ δὲ ἀπὸ
Νάθαν τοῦ Δαβὶδ ἐπὶ
Ἡλὶ τὸν τοῦ Ἰωσὴφ
ὁμοίως ἄλλως πατέρα.
καίτοι ἀγνοεῖν αὐτοὺς
οὐκ ἐχρῆν, ὡς ἑκα-τέρα τῶν

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 55, line 23

ὁμοίως ἄλλως πατέρα.


καίτοι ἀγνοεῖν αὐτοὺς
οὐκ ἐχρῆν, ὡς ἑκα-
τέρα τῶν κατηριθ-
μημένων τάξις τὸ τοῦ
Δαβίδ ἐστι γένος, ἡ
τοῦ Ἰούδα φυλὴ βασι-
λική.
 εἰ γὰρ προφήτης
ὁ Νάθαν, ἀλλ' ὅμως
καὶ Σολομὼν ὅ τε
τούτων πατὴρ ἑκα-
τέρου· ἐκ πολλῶν
δὲ φυλῶν ἐγένοντο
προφῆται, ἱερεῖς δὲ
οὐδένες τῶν δώδεκα
φυλῶν, μόνοι δὲ λεϋῖ-
ται. μάτην αὐτοῖς
ἄρα πέπλασται τὸ  
959

ἐψευσμένον. μὴ δὴ
κρατοίη τοιοῦτος λό

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 58, line 18

φύσει ἢ νόμῳ – φύσει μὲν γνησίου σπέρματος διαδοχῇ, νόμῳ δὲ


ἑτέρου παιδοποιουμένου εἰς ὄνομα τελευτήσαντος ἀδελφοῦ ἀτέκ-
νου· (ὅτι γὰρ οὐδέπω αὐτοῖς δέδοτο ἐλπὶς ἀναστάσεως σαφής,
τὴν μέλλουσαν ἐπαγγελίαν ἀναστάσει ἐμιμοῦντο θνητῇ, ἵνα
ἀνέκλειπτον τὸ ὄνομα μείνῃ τοῦ μετηλλαχότος) – ἐπεὶ οὖν οἱ τῇ
γενεαλογίᾳ ταύτῃ ἐμφερόμενοι οἱ μὲν διεδέξαντο παῖς πατέρα
γνησίως, οἱ δὲ ἑτέροις μὲν ἐγεννήθησαν, ἑτέροις δὲ προσετέ-
θησαν κλήσει, ἀμφοτέρων γέγονεν ἡ μνήμη, καὶ τῶν γεγεννη-
κότων καὶ τῶν ὡς γεγεννηκότων. οὕτως οὐδέτερον τῶν εὐαγγε-
λίων ψεύδεται, καὶ φύσιν ἀριθμοῦν καὶ νόμον. ἐπεπλάκη γὰρ
ἀλλήλοις τὰ γένη τό τε ἀπὸ τοῦ Σολομῶνος καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ Νάθαν
ἀναστάσεσιν ἀτέκνων καὶ δευτερογαμίαις καὶ ἀναστάσει σπερ-
μάτων, ὡς δικαίως τοὺς αὐτοὺς ἄλλοτε ἄλλων νομίζεσθαι, τῶν
μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν δὲ ὑπαρχόντων, καὶ ἀμφοτέρας
τὰς διηγήσεις κυρίως ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως
μέν, ἀλλ' ἀκριβῶς κατελθεῖν.  
 Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν
διηγήσομαι. ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ διὰ Σολομῶνος τὰς γενεὰς καταριθ-
μουμένοις τρίτος ἀπὸ τέλους εὑρίσκεται Ματθάν, ὃς ἐγέννησε
τὸν Ἰακὼβ τοῦ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα· ἀπὸ δὲ Νάθαν τοῦ Δαβὶδ
κατὰ Λουκᾶν ὁμοίως τρίτος ἀπὸ τέλους Μελχί· [οὗ υἱὸς ὁ Ἡλὶ

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 59, line 2

θησαν κλήσει, ἀμφοτέρων γέγονεν ἡ μνήμη, καὶ τῶν γεγεννη-


κότων καὶ τῶν ὡς γεγεννηκότων. οὕτως οὐδέτερον τῶν εὐαγγε-
λίων ψεύδεται, καὶ φύσιν ἀριθμοῦν καὶ νόμον. ἐπεπλάκη γὰρ
ἀλλήλοις τὰ γένη τό τε ἀπὸ τοῦ Σολομῶνος καὶ τὸ ἀπὸ τοῦ Νάθαν
ἀναστάσεσιν ἀτέκνων καὶ δευτερογαμίαις καὶ ἀναστάσει σπερ-
μάτων, ὡς δικαίως τοὺς αὐτοὺς ἄλλοτε ἄλλων νομίζεσθαι, τῶν
μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν δὲ ὑπαρχόντων, καὶ ἀμφοτέρας
τὰς διηγήσεις κυρίως ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως
μέν, ἀλλ' ἀκριβῶς κατελθεῖν.  
 Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν
διηγήσομαι. ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ διὰ Σολομῶνος τὰς γενεὰς καταριθ-
μουμένοις τρίτος ἀπὸ τέλους εὑρίσκεται Ματθάν, ὃς ἐγέννησε
τὸν Ἰακὼβ τοῦ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα· ἀπὸ δὲ Νάθαν τοῦ Δαβὶδ
κατὰ Λουκᾶν ὁμοίως τρίτος ἀπὸ τέλους Μελχί· [οὗ υἱὸς ὁ Ἡλὶ
ὁ τοῦ Ἰωσὴφ πατήρ] Ἰωσὴφ γὰρ υἱὸς Ἡλὶ τοῦ Μελχί. σκοποῦ
τοίνυν ἡμῖν κειμένου τοῦ Ἰωσήφ, ἀποδεικτέον, πῶς ἑκάτερος
αὐτοῦ πατὴρ ἱστορεῖται ὅ τε Ἰακὼβ ὁ ἀπὸ Σολομῶνος καὶ Ἡλὶ
ὁ ἀπὸ τοῦ Νάθαν, [ἑκάτερος κατάγοντες γένος] ὅπως τε [πρότερον
960

οὗτοι δή, ὅ τε Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἡλί, δύο ἀδελφοί, καὶ πρό γε, πῶς]
οἱ τούτων πατέρες Ματθὰν καὶ Μελχὶ διαφόρων ὄντες γενῶν τοῦ
Ἰωσὴφ ἀναφαίνονται πάπποι.

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 59, line 8

μὲν δοκούντων πατέρων, τῶν δὲ ὑπαρχόντων, καὶ ἀμφοτέρας


τὰς διηγήσεις κυρίως ἀληθεῖς οὔσας ἐπὶ τὸν Ἰωσὴφ πολυπλόκως
μέν, ἀλλ' ἀκριβῶς κατελθεῖν.  
 Ἵνα δὲ σαφὲς ᾖ τὸ λεγόμενον, τὴν ἐπαλλαγὴν τῶν γενῶν
διηγήσομαι. ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ διὰ Σολομῶνος τὰς γενεὰς καταριθ-
μουμένοις τρίτος ἀπὸ τέλους εὑρίσκεται Ματθάν, ὃς ἐγέννησε
τὸν Ἰακὼβ τοῦ Ἰωσὴφ τὸν πατέρα· ἀπὸ δὲ Νάθαν τοῦ Δαβὶδ
κατὰ Λουκᾶν ὁμοίως τρίτος ἀπὸ τέλους Μελχί· [οὗ υἱὸς ὁ Ἡλὶ
ὁ τοῦ Ἰωσὴφ πατήρ] Ἰωσὴφ γὰρ υἱὸς Ἡλὶ τοῦ Μελχί. σκοποῦ
τοίνυν ἡμῖν κειμένου τοῦ Ἰωσήφ, ἀποδεικτέον, πῶς ἑκάτερος
αὐτοῦ πατὴρ ἱστορεῖται ὅ τε Ἰακὼβ ὁ ἀπὸ Σολομῶνος καὶ Ἡλὶ
ὁ ἀπὸ τοῦ Νάθαν, [ἑκάτερος κατάγοντες γένος] ὅπως τε [πρότερον
οὗτοι δή, ὅ τε Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἡλί, δύο ἀδελφοί, καὶ πρό γε, πῶς]
οἱ τούτων πατέρες Ματθὰν καὶ Μελχὶ διαφόρων ὄντες γενῶν τοῦ
Ἰωσὴφ ἀναφαίνονται πάπποι.
 Καὶ δὴ οὖν ὅ τε Ματθὰν καὶ ὁ Μελχὶ ἐν μέρει τὴν αὐτὴν
ἀγαγόμενοι γυναῖκα ὁμομητρίους ἀδελφοὺς ἐπαιδοποιήσαντο, τοῦ
νόμου μὴ κωλύοντος χηρεύουσαν ἤτοι ἀπολελυμένην ἢ καὶ τελευ-
τήσαντος τοῦ ἀνδρὸς ἄλλῳ γαμεῖσθαι. ἐκ δὴ τῆς Ἐσθᾶ, τοῦτο
γὰρ καλεῖσθαι τὴν γυναῖκα παραδέδοται, πρῶτος Ματθὰν ὁ ἀπὸ
τοῦ Σολομῶνος τὸ γένος κατάγων τὸν Ἰακὼβ γεννᾷ καὶ

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 59, line 18

αὐτοῦ πατὴρ ἱστορεῖται ὅ τε Ἰακὼβ ὁ ἀπὸ Σολομῶνος καὶ Ἡλὶ


ὁ ἀπὸ τοῦ Νάθαν, [ἑκάτερος κατάγοντες γένος] ὅπως τε [πρότερον
οὗτοι δή, ὅ τε Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἡλί, δύο ἀδελφοί, καὶ πρό γε, πῶς]
οἱ τούτων πατέρες Ματθὰν καὶ Μελχὶ διαφόρων ὄντες γενῶν τοῦ
Ἰωσὴφ ἀναφαίνονται πάπποι.
 Καὶ δὴ οὖν ὅ τε Ματθὰν καὶ ὁ Μελχὶ ἐν μέρει τὴν αὐτὴν
ἀγαγόμενοι γυναῖκα ὁμομητρίους ἀδελφοὺς ἐπαιδοποιήσαντο, τοῦ
νόμου μὴ κωλύοντος χηρεύουσαν ἤτοι ἀπολελυμένην ἢ καὶ τελευ-
τήσαντος τοῦ ἀνδρὸς ἄλλῳ γαμεῖσθαι. ἐκ δὴ τῆς Ἐσθᾶ, τοῦτο
γὰρ καλεῖσθαι τὴν γυναῖκα παραδέδοται, πρῶτος Ματθὰν ὁ ἀπὸ
τοῦ Σολομῶνος τὸ γένος κατάγων τὸν Ἰακὼβ γεννᾷ καὶ τελευ-
τήσαντος τοῦ Ματθὰν Μελχὶ ὁ ἐπὶ τὸν Νάθαν κατὰ γένος ἀνα-
φερόμενος χηρεύουσαν ἐκ μὲν τῆς αὐτῆς φυλῆς, ἐξ ἄλλου δὲ
γένους ὤν, ὡς προεῖπον, ἀγαγόμενος αὐτὴν ἔσχεν υἱὸν τὸν Ἡλί.  
οὕτω δὴ διαφόρων δύο γενῶν εὑρήσομεν τόν τε Ἰακὼβ καὶ τὸν
Ἡλὶ ὁμομητρίους ἀδελφούς. ὧν ὁ ἕτερος Ἰακώβ, ἀτέκνου τοῦ
ἀδελφοῦ τελευτήσαντος Ἡλί, τὴν γυναῖκα παραλαβὼν ἐγέννησεν
ἐξ αὐτῆς τὸν Ἰωσήφ, κατὰ φύσιν μὲν ἑαυτῷ καὶ κατὰ λόγον,
διὸ γέγραπται· Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσήφ· κατὰ νόμον δὲ
961

τοῦ Ἡλὶ υἱὸς ἦν· ἐκείνῳ γὰρ ὁ Ἰακὼβ ἀδελφὸς ὢν ἀνέστησε


σπέρμα. διόπερ οὐκ ἀκυρωθήσεται καὶ ἡ κατ' αὐτὸν

Σέξτος Ιούλιος Αφρικανός. Epistula ad Aristidem P. 62, line 9

πρὸς τὸ σωτήριον γένος συνάφειαν, ἀπό τε Ναζάρων καὶ Κωχαβὰ


κωμῶν Ἰουδαϊκῶν τῇ λοιπῇ γῇ ἐπιφοιτήσαντες καὶ τὴν προκει-  
μένην γενεαλογίαν ἐκ τῆς Βίβλου τῶν ἡμερῶν ἐς ὅσον ἐξικνοῦντο
ἐξηγησάμενοι.
 Εἴτ' οὖν οὕτως εἴτ' ἄλλως ἔχοι, σαφεστέραν ἐξήγησιν οὐκ
ἂν ἔχοι τις ἄλλος ἐξευρεῖν, ὡς ἔγωγε νομίζω πᾶς τε ὃς εὐγνώμων
τυγχάνει, καὶ ἡμῖν αὕτη μελέτω, εἰ καὶ ἀμάρτυρός ἐστι, τῷ μὴ
κρείττονα ἢ ἀληθεστέραν ἔχειν εἰπεῖν· τό γέ τοι εὐαγγέλιον
πάντως ἀληθεύει.
 ..............
 Ματθὰν ὁ ἀπὸ Σολομῶνος ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ. Ματθὰν
ἀποθανόντος Μελχὶ ὁ ἀπὸ Νάθαν ἐκ τῆς αὐτῆς γυναικὸς ἐγέννησε
τὸν Ἡλί· ὁμομήτριοι ἄρα ἀδελφοὶ Ἡλὶ καὶ Ἰακώβ· Ἡλὶ ἀτέκνου
ἀποθανόντος ὁ Ἰακὼβ ἀνέστησεν αὐτῷ σπέρμα, γεννήσας τὸν
Ἰωσὴφ κατὰ φύσιν μὲν ἑαυτῷ, κατὰ νόμον δὲ τῷ Ἡλί. οὕτως
ἀμφοτέρων ἦν υἱὸς ὁ Ἰωσήφ ........  

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 96, line 21

μνου, καθ' ἣν καὶ συνέβη αὐτοῖς. καὶ τὰ λοιπὰ τῶν κριτῶν εὑ-
ρήσεις ἔμπροσθεν.
 Ἰστέον οὖν, φησὶν ὁ ἀοίδιμος Χρυσόστομος, ὡς πολυσή-
μαντόν ἐστι τὸ ὄνομα τῆς παραβολῆς. ἔστι γὰρ παραβολὴ λά-
λημα καὶ ὑπόδειγμα καὶ ὀνειδισμός, ὡς ὅταν λέγει Δαυίδ “ἔθου
ἡμᾶς εἰς παραβολὴν ἐν τοῖς ἔθνεσι, κίνησιν κεφαλῆς ἐν τοῖς λαοῖς.”
ἔτι δὲ παραβολὴ αἰνιγματώδης λόγος, ὃ πολλοὶ λέγουσι ζήτημα,
ἐκφαῖνον μέντοι, οὐκ αὐτόθεν δὲ πάντως δῆλον ὂν ἀπὸ τῶν ῥημά-
των, ἀλλ' ἔχον ἐντὸς κεκρυμμένην διάνοιαν, ὡς ὅταν ὁ Σαμψὼν
ἔλεγεν “ἐξῆλθεν ἀπὸ στόματος ἔσθοντος βρῶσις καὶ ἀπὸ ἰσχυροῦ
γλυκύ.” καὶ Σολομὼν ἔφη “τότε νοήσεις παραβολὴν καὶ σκοτει-
νὸν λόγον.” λέγεται δὲ παραβολὴ καὶ ὁμοίωσις· ἄλλην γάρ φησι  
παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων “ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείροντι καλὸν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ.”
καὶ παραβολὴ λέγεται ἡ τροπολογία, οἷόν ἐστι τό “υἱὲ ἀνθρώπου,
εἶπον αὐτοῖς τὴν παραβολὴν ταύτην, ὁ ἀετὸς ὁ μεγαλοπτέρυγος,”
ἀετὸν λέγων τὸν βασιλέα. παραβολὴ λέγεται καὶ ὁ τύπος καὶ ἡ
εἰκών, ὡς καὶ ὁ μέγας Παῦλος ἔφη “πίστει προσενήνοχεν ὁ Ἀβραὰμ
τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος, καὶ τὸν μονογενῆ προσέφερεν ὁ τὰς
ἐπαγγελίας δεξάμενος. ὅθεν καὶ ἐν παραβολῇ τοῦτον ἐκομίσατο,”
τουτέστιν ἐν τύπῳ καὶ εἰκόνι. καὶ παραβολή ἐστι λόγος
962

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 116, line 8

αὐτοῦ πρὸς τοὺς τρεῖς οὐκ ἦλθεν. ἀλλὰ καὶ Βανέας υἱὸς Ἰωάβ,
ἀδελφοῦ τοῦ Δαβίδ, δυνατὸς ὢν παρεβάλλετο τοῖς τρισίν, οὐ
μέντοι γέγονε τῆς ἰσχύος αὐτῶν. ἦσαν δὲ ὀνομαστοὶ καὶ δυνατοὶ  
ἕτεροι λζʹ, ὧν ἦρχεν Ἀσσαήλ. ῥομφαία δὲ ἡ σπάθη ἐστί, καὶ
οὐ τὸ δόρυ, ὥς τινες οἴονται, καθὼς Δαβὶδ πρὸς τὸν ἀλλόφυλον
λέγει “σὺ ἔρχῃ πρός με ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν δόρατι καὶ ἐν ἀσπίδι,
κἀγὼ πορεύσομαι πρὸς σὲ ἐν ὀνόματι κυρίου θεοῦ Σαβαώθ.” ὁ
δὲ ἐτῶν οʹ τελευτᾷ Δαβίδ, ἑπτὰ ἔτη βασιλεύσας τοῦ Ἰούδα καὶ
μῆνας ἕξ, τριάκοντα δύο δὲ καὶ μῆνας ἓξ ἐπὶ πᾶσαν φυλήν. ἦν
δέ, ὅτε ἐβασίλευσεν, ἐτῶν τριάκοντα.
 Ὅτι Σολομῶν καὶ πρὸ τοῦ οἰκοδομῆσαι αὐτὸν τὸν ναὸν ἐν
τοῖς ὑψηλοῖς ἐθυμία, καὶ πᾶς ὁ λαός. τὰ δὲ μέγιστα τῶν παρα-
πτωμάτων αὐτοῦ μετὰ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ γέγονεν.
 Ὅτι ἐποίησε τὸν βασίλειον θρόνον αὐτοῦ ἐλεφάντινον, ἐκ
μὲν τῶν ὄπισθεν ἔχοντα προτομὰς δύο μόσχων, καὶ δύο λεόντων
εἰς τὰ παρ' ἑκάτερα πλησίον τοῦ θρόνου. ἐποίησε δὲ καὶ βαθμοὺς ἕξ,
εἰς ὕψος ἐξαίροντας τὸν θρόνον, καὶ ἐν ἑκάστῳ βαθμῷ ὡσαύτως
λέοντας ἐστηλωμένους, ὥστε εἶναι τοὺς πάντας λέοντας τῶν μὲν
ἀναβάθμων δώδεκα, τοὺς δὲ πλησίον τοῦ θρόνου δύο. λέγει δὲ
Ἰώσηπος καὶ ἐν τούτῳ ἀνομῆσαι αὐτὸν καὶ παραβῆναι τοὺς ὑπὸ
θεοῦ δοθέντας τῷ Μωϋσῇ καὶ τῷ λαῷ νόμους· οὐδὲ γὰρ ὄψεως

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 116, line 20

πτωμάτων αὐτοῦ μετὰ τὴν οἰκοδομὴν τοῦ ναοῦ γέγονεν.


 Ὅτι ἐποίησε τὸν βασίλειον θρόνον αὐτοῦ ἐλεφάντινον, ἐκ
μὲν τῶν ὄπισθεν ἔχοντα προτομὰς δύο μόσχων, καὶ δύο λεόντων
εἰς τὰ παρ' ἑκάτερα πλησίον τοῦ θρόνου. ἐποίησε δὲ καὶ βαθμοὺς ἕξ,
εἰς ὕψος ἐξαίροντας τὸν θρόνον, καὶ ἐν ἑκάστῳ βαθμῷ ὡσαύτως
λέοντας ἐστηλωμένους, ὥστε εἶναι τοὺς πάντας λέοντας τῶν μὲν
ἀναβάθμων δώδεκα, τοὺς δὲ πλησίον τοῦ θρόνου δύο. λέγει δὲ
Ἰώσηπος καὶ ἐν τούτῳ ἀνομῆσαι αὐτὸν καὶ παραβῆναι τοὺς ὑπὸ
θεοῦ δοθέντας τῷ Μωϋσῇ καὶ τῷ λαῷ νόμους· οὐδὲ γὰρ ὄψεως
ἕνεκεν ἐπετράπησαν ζῳοπλαστεῖν ἢ σκιαγραφίαις προσέχειν. διὰ
τὸ ἀσεβῆσαι δὲ Σολομῶντα λαμβάνει Ἱεροβοὰμ τὰς δέκα φυλάς.
Ῥοβοὰμ δὲ τῷ υἱῷ Σολομῶντος καταλιμπάνονται φυλαὶ δύο, ἡ  
τοῦ Ἰούδα καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν· ἡ γὰρ Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ κληρου-
χίᾳ τῆς Βενιαμίτιδος φυλῆς κεῖται, καὶ διὰ τοῦτο συνήφθη τῇ
φυλῇ Ἰούδα.
 Ὅτι τὰ πρῶτα παραπτώματα ἱστορεῖ ἡ γραφὴ Σολομῶντος
καὶ τὰ κατορθώματα, ἀλλ' οὐχ ὡς παραπτώματα, ἐπεὶ φαίνεται
καὶ πρὸ τῆς κτίσεως τοῦ ναοῦ καὶ μετὰ τὴν κτίσιν, ἔτι νέος ὤν,
ἐν τοῖς ὑψηλοῖς θύων καὶ θυμιῶν καὶ γυναῖκας ἀλλοφύλους ἔχων
παρανόμως. τέως δὲ ἐν πρώτοις ἡ ἱστορία τῆς γραφῆς οὐκ ἐγκα-
λεῖ αὐτῷ, οὐχ ὡς μὴ πράξαντος κακῶς τὰ πράγματα διηγουμένη.
963

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 116, line 21

 Ὅτι ἐποίησε τὸν βασίλειον θρόνον αὐτοῦ ἐλεφάντινον, ἐκ


μὲν τῶν ὄπισθεν ἔχοντα προτομὰς δύο μόσχων, καὶ δύο λεόντων
εἰς τὰ παρ' ἑκάτερα πλησίον τοῦ θρόνου. ἐποίησε δὲ καὶ βαθμοὺς ἕξ,
εἰς ὕψος ἐξαίροντας τὸν θρόνον, καὶ ἐν ἑκάστῳ βαθμῷ ὡσαύτως
λέοντας ἐστηλωμένους, ὥστε εἶναι τοὺς πάντας λέοντας τῶν μὲν
ἀναβάθμων δώδεκα, τοὺς δὲ πλησίον τοῦ θρόνου δύο. λέγει δὲ
Ἰώσηπος καὶ ἐν τούτῳ ἀνομῆσαι αὐτὸν καὶ παραβῆναι τοὺς ὑπὸ
θεοῦ δοθέντας τῷ Μωϋσῇ καὶ τῷ λαῷ νόμους· οὐδὲ γὰρ ὄψεως
ἕνεκεν ἐπετράπησαν ζῳοπλαστεῖν ἢ σκιαγραφίαις προσέχειν. διὰ
τὸ ἀσεβῆσαι δὲ Σολομῶντα λαμβάνει Ἱεροβοὰμ τὰς δέκα φυλάς.
Ῥοβοὰμ δὲ τῷ υἱῷ Σολομῶντος καταλιμπάνονται φυλαὶ δύο, ἡ  
τοῦ Ἰούδα καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν· ἡ γὰρ Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ κληρου-
χίᾳ τῆς Βενιαμίτιδος φυλῆς κεῖται, καὶ διὰ τοῦτο συνήφθη τῇ
φυλῇ Ἰούδα.
 Ὅτι τὰ πρῶτα παραπτώματα ἱστορεῖ ἡ γραφὴ Σολομῶντος
καὶ τὰ κατορθώματα, ἀλλ' οὐχ ὡς παραπτώματα, ἐπεὶ φαίνεται
καὶ πρὸ τῆς κτίσεως τοῦ ναοῦ καὶ μετὰ τὴν κτίσιν, ἔτι νέος ὤν,
ἐν τοῖς ὑψηλοῖς θύων καὶ θυμιῶν καὶ γυναῖκας ἀλλοφύλους ἔχων
παρανόμως. τέως δὲ ἐν πρώτοις ἡ ἱστορία τῆς γραφῆς οὐκ ἐγκα-
λεῖ αὐτῷ, οὐχ ὡς μὴ πράξαντος κακῶς τὰ πράγματα διηγουμένη.
καὶ αὖθις οὐ πάντα τὰ ἐν τῷ ναῷ εὐαγῶς ἔπλασεν.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 117, line 11


τοῦ Ἰούδα καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν· ἡ γὰρ Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ κληρου-
χίᾳ τῆς Βενιαμίτιδος φυλῆς κεῖται, καὶ διὰ τοῦτο συνήφθη τῇ
φυλῇ Ἰούδα.
 Ὅτι τὰ πρῶτα παραπτώματα ἱστορεῖ ἡ γραφὴ Σολομῶντος
καὶ τὰ κατορθώματα, ἀλλ' οὐχ ὡς παραπτώματα, ἐπεὶ φαίνεται
καὶ πρὸ τῆς κτίσεως τοῦ ναοῦ καὶ μετὰ τὴν κτίσιν, ἔτι νέος ὤν,
ἐν τοῖς ὑψηλοῖς θύων καὶ θυμιῶν καὶ γυναῖκας ἀλλοφύλους ἔχων
παρανόμως. τέως δὲ ἐν πρώτοις ἡ ἱστορία τῆς γραφῆς οὐκ ἐγκα-
λεῖ αὐτῷ, οὐχ ὡς μὴ πράξαντος κακῶς τὰ πράγματα διηγουμένη.
καὶ αὖθις οὐ πάντα τὰ ἐν τῷ ναῷ εὐαγῶς ἔπλασεν.
 Ὅτι δὶς ὤφθη ὁ θεὸς τῷ Σολομῶντι, κατ' ἐπίτασιν ἀσφα-
λιζόμενος αὐτὸν ἀπέχεσθαι τῶν παρανόμων. ὁ δὲ Ἰώσηπος καὶ
διὰ τοῦτο ἀκλεῶς τεθνάναι αὐτὸν λέγει, διὰ τὸ καὶ λέοντας καὶ
βόας μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνομημάτων εἰς ὑψηλὴν θεωρίαν ἀναπλά-
σαι αὐτόν. ὁ γὰρ θεὸς οὐδὲ ὄψεως ἕνεκεν καὶ θεωρίας παραχω-
ρεῖ ταῦτα διὰ τοῦ νόμου γίνεσθαι.
 Ὅτι Ἀθίας ὁ Σιλωνίτης προφήτης ὤν, συναντήσας Ἱερο-
βοὰμ τῷ δούλῳ Σολομῶντος, ὃ ἐφόρει καινὸν ἱμάτιον διαρρήξας
εἰς φάρση δώδεκα δέδωκεν αὐτῷ δέκα ῥήγματα, εἰπών “σοὶ δίδω-
σιν ὁ θεὸς τὰς δέκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ διὰ τὰς ἀνομίας Σολομῶν

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 117, line 18


λεῖ αὐτῷ, οὐχ ὡς μὴ πράξαντος κακῶς τὰ πράγματα διηγουμένη.
καὶ αὖθις οὐ πάντα τὰ ἐν τῷ ναῷ εὐαγῶς ἔπλασεν.
 Ὅτι δὶς ὤφθη ὁ θεὸς τῷ Σολομῶντι, κατ' ἐπίτασιν ἀσφα-
964

λιζόμενος αὐτὸν ἀπέχεσθαι τῶν παρανόμων. ὁ δὲ Ἰώσηπος καὶ


διὰ τοῦτο ἀκλεῶς τεθνάναι αὐτὸν λέγει, διὰ τὸ καὶ λέοντας καὶ
βόας μετὰ τῶν λοιπῶν ἀνομημάτων εἰς ὑψηλὴν θεωρίαν ἀναπλά-
σαι αὐτόν. ὁ γὰρ θεὸς οὐδὲ ὄψεως ἕνεκεν καὶ θεωρίας παραχω-
ρεῖ ταῦτα διὰ τοῦ νόμου γίνεσθαι.
 Ὅτι Ἀθίας ὁ Σιλωνίτης προφήτης ὤν, συναντήσας Ἱερο-
βοὰμ τῷ δούλῳ Σολομῶντος, ὃ ἐφόρει καινὸν ἱμάτιον διαρρήξας
εἰς φάρση δώδεκα δέδωκεν αὐτῷ δέκα ῥήγματα, εἰπών “σοὶ δίδω-
σιν ὁ θεὸς τὰς δέκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ διὰ τὰς ἀνομίας Σολομῶν-
τος· ὅμως μετὰ θάνατον αὐτοῦ λήψῃ αὐτάς.”  
 Ὅτι Σολομῶν ἐζήτησε τὸν Ἱεροβοὰμ ἀποκτεῖναι ὑπονοήσας
αὐτόν. ὁ δὲ γνοὺς ἀνεχώρησε πρὸς Σουσακεὶμ βασιλέα Αἰγύπτου,
καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς τοῦ κυρίου αὐτοῦ Σολομῶντος. ἔλαβε
δὲ τὴν θυγατέρα Σουσακεὶμ ἑαυτῷ γυναῖκα.
 Ὅτι ὁ ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸς τέσσαρας εἶχε περιβόλους, καὶ
εἰς μὲν τὸν ἐξωτάτω εἰσελθεῖν ἐπετέτραπτο πᾶσι καὶ τοῖς ἀλλοφύ-
λοις, γυναιξὶ δὲ ἐμμηνίοις μόναις ἀπείρητο παριέναι. εἰς δὲ τὸν

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 158, line 20

τάλαντα ἑπτακισχίλια καὶ ἀργύριον καὶ λίθους τιμίους καὶ χαλκὸν


ἄπειρον. καὶ εὐλογήσας τὸν λαὸν ὁ Δαβὶδ καὶ ἀποστείλας εἶπεν
αὖθις τῷ υἱῷ αὐτοῦ “καὶ νῦν, Σολομῶν, γνῶθι τὸν θεὸν τῶν
πατέρων σου, καὶ δούλευσον αὐτῷ ἐν καρδίᾳ τελείᾳ καὶ ψυχῇ
θελούσῃ, ὅτι καρδίας πάσας ἐτάζει κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα
γινώσκει. καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτόν, εὑρεθήσεταί σοι· καὶ ἐὰν
καταλείψῃς αὐτόν, καταλείψει σε εἰς τέλος.” καὶ ἔδωκε Δαβὶδ
Σολομῶντι τῷ υἱῷ αὐτοῦ τὸ παράδειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς καὶ τῶν
Χερουβὶμ τῶν διαπεπετασμένων ταῖς πτέρυξι καὶ σκιαζόντων ἐπὶ
τῆς κιβωτοῦ διαθήκης κυρίου. πάντα ἐν γραφῇ χειρὸς κυρίου
δέδωκε Δαβὶδ Σολομῶντι τῷ υἱῷ αὐτοῦ, λέγων “ἴσχυε καὶ ἀν-
δρίζου, ὅτι κύριος ὁ θεός μου μετά σου.”
 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησε Δαβὶδ πλούτῳ καὶ δόξῃ καὶ εὐ-
σεβείᾳ ἐν γήρει καλῷ καὶ πλήρης ἡμερῶν, ἐτῶν οʹ. φησὶ γάρ
“καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαούλ, καὶ ἔρχονται οἱ ἄν-  
δρες τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρών, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς βασιλέα
ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ. τριάκοντα ἐτῶν Δαβὶδ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐ-
τόν. καὶ ἐβασίλευσεν ἔτη τεσσαράκοντα.” ἀλλὰ τῆς μὲν βασι-
λικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξιώθη, τὰς δέ γε τοῦ λαοῦ ἀναγο-
ρεύσεις ἡ ἱστορία χρίσεις ἀδιαφόρως ὠνόμασε. τελευτήσας τοί-
νυν ἐτάφη ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸ μέγιστον μνῆμα,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 159, line 7

δρίζου, ὅτι κύριος ὁ θεός μου μετά σου.”


 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησε Δαβὶδ πλούτῳ καὶ δόξῃ καὶ εὐ-
σεβείᾳ ἐν γήρει καλῷ καὶ πλήρης ἡμερῶν, ἐτῶν οʹ. φησὶ γάρ
965

“καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαούλ, καὶ ἔρχονται οἱ ἄν-  


δρες τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρών, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς βασιλέα
ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ. τριάκοντα ἐτῶν Δαβὶδ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐ-
τόν. καὶ ἐβασίλευσεν ἔτη τεσσαράκοντα.” ἀλλὰ τῆς μὲν βασι-
λικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξιώθη, τὰς δέ γε τοῦ λαοῦ ἀναγο-
ρεύσεις ἡ ἱστορία χρίσεις ἀδιαφόρως ὠνόμασε. τελευτήσας τοί-
νυν ἐτάφη ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸ μέγιστον μνῆμα, ὃ
ᾠκοδόμησεν ὁ σοφώτατος υἱὸς αὐτοῦ Σολομῶν παρὰ τὴν Σιλωάμ.
βασιλεύει δὲ ὁ Δαβὶδ ἑπτὰ μὲν ἔτη περιόντος τοῦ Σαούλ, μετὰ δὲ
τὴν τελευτὴν τούτου λγʹ. προεφήτευσε δὲ αὐτός τε Δαβὶδ καὶ
Γὰδ καὶ Νάθαν καὶ Ἀσὰφ καὶ Ἰδιθούμ. ἐστρατηλάτει δὲ αὐτῷ
Ἰωάβ, ὃς ἠρίθμησε τὸν λαόν, καὶ εὑρέθη χίλιαι ἑκατὸν χιλιά-
δες, τοῦ δὲ Ἰούδα υοʹ χιλιάδες. τὸν δὲ Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν
οὐκ ἠρίθμησαν. πεπτώκασι δὲ κατ' ὀργὴν θεοῦ ἐκ τοῦ λαοῦ ἐν
τρισὶν ὥραις χιλιάδες οʹ.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 161, line 2

ἄγγελος τοῦ θεοῦ ἑστηκὼς παρὰ τὴν ἅλωνα Ὀρνᾶ τοῦ Γεβους-
σαίου. Δαβὶδ δὲ ἐβόα “ἰδοὺ ἐγὼ ἠδίκησα· γενέσθω ἡ χείρ σου
ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου.” καὶ παρακληθεὶς ὁ
κύριος συνέσχε τὴν θραῦσιν τὴν κατὰ Ἰσραήλ.
 Ὅτι πρεσβύτερος γενόμενος ὁ Δαβὶδ τοῖς ἱματίοις οὐκ ἐθερ-
μαίνετο, καὶ ἤνεγκαν νεάνιδα παρθένον Ἀβισὰκ τὴν Σωμανῖτιν,
καὶ ἦν αὐτὸν περιθάλπουσα ἐπὶ τῆς κοίτης, καὶ ὁ βασιλεὺς οὐκ
ἔγνω αὐτήν. Ἀδωνίας δὲ υἱὸς Δαβὶδ ἐπαιρόμενος ἐκράτει τῆς
βασιλείας. καὶ εἰσῆλθεν Βηρσαβεὲ πρὸς Δαβίδ, καὶ προσκυνή-  
σασα εἶπε “κύριε βασιλεῦ, ὤμοσάς μοι ἐν κυρίῳ θεῷ σου ὅτι Σο-
λομῶν ὁ υἱός μου βασιλεύσει μετ' ἐμέ. καὶ ἰδοὺ νῦν Ἀδωνίας
ἐβασίλευσε, καὶ σὺ οὐκ ἔγνως.” ταῦτα ἀκούσας Δαβίδ, ἀθροί-
σας τοὺς προφήτας καὶ ἱερεῖς, χρίει Σολομῶντα καὶ καθίζει ἐπὶ
τοῦ θρόνου αὐτοῦ. ᾠκοδόμησε δὲ Δαβὶδ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ
ἐπὶ τῆς ἀκρωρείας Ἱερουσαλὴμ τὴν Σιών, σκηνὴν ἐν αὐτῇ τῷ θεῷ
πηξάμενος, ἐν ᾗ τὴν κιβωτὸν ἀπέθετο. ἐπὶ τούτου παρ' Ἕλλησιν
Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος ἐγνωρίζοντο.
 Τῷ δὲ ͵δυοʹ ἔτει Σολομῶν ἐβασίλευσε δωδεκαετὴς ὤν, καὶ
κρατεῖ ἔτη μʹ. εἶχε δὲ γυναῖκας Ἰσραηλίτιδας καὶ ἐθνικὰς ἑπτα-
κοσίας καὶ παλλακὰς τριακοσίας. ἕνα δὲ μόνον ἄρρενα υἱὸν ἔσχε
τὸν Ῥοβοάμ, καὶ τοῦτον ἐξ ἀλλοφύλης Ναάβας τῆς Ἀμανίτιδος,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 161, line 4

ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου.” καὶ παρακληθεὶς ὁ


κύριος συνέσχε τὴν θραῦσιν τὴν κατὰ Ἰσραήλ.
 Ὅτι πρεσβύτερος γενόμενος ὁ Δαβὶδ τοῖς ἱματίοις οὐκ ἐθερ-
μαίνετο, καὶ ἤνεγκαν νεάνιδα παρθένον Ἀβισὰκ τὴν Σωμανῖτιν,
καὶ ἦν αὐτὸν περιθάλπουσα ἐπὶ τῆς κοίτης, καὶ ὁ βασιλεὺς οὐκ
ἔγνω αὐτήν. Ἀδωνίας δὲ υἱὸς Δαβὶδ ἐπαιρόμενος ἐκράτει τῆς
966

βασιλείας. καὶ εἰσῆλθεν Βηρσαβεὲ πρὸς Δαβίδ, καὶ προσκυνή-  


σασα εἶπε “κύριε βασιλεῦ, ὤμοσάς μοι ἐν κυρίῳ θεῷ σου ὅτι Σο-
λομῶν ὁ υἱός μου βασιλεύσει μετ' ἐμέ. καὶ ἰδοὺ νῦν Ἀδωνίας
ἐβασίλευσε, καὶ σὺ οὐκ ἔγνως.” ταῦτα ἀκούσας Δαβίδ, ἀθροί-
σας τοὺς προφήτας καὶ ἱερεῖς, χρίει Σολομῶντα καὶ καθίζει ἐπὶ
τοῦ θρόνου αὐτοῦ. ᾠκοδόμησε δὲ Δαβὶδ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ
ἐπὶ τῆς ἀκρωρείας Ἱερουσαλὴμ τὴν Σιών, σκηνὴν ἐν αὐτῇ τῷ θεῷ
πηξάμενος, ἐν ᾗ τὴν κιβωτὸν ἀπέθετο. ἐπὶ τούτου παρ' Ἕλλησιν
Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος ἐγνωρίζοντο.
 Τῷ δὲ ͵δυοʹ ἔτει Σολομῶν ἐβασίλευσε δωδεκαετὴς ὤν, καὶ
κρατεῖ ἔτη μʹ. εἶχε δὲ γυναῖκας Ἰσραηλίτιδας καὶ ἐθνικὰς ἑπτα-
κοσίας καὶ παλλακὰς τριακοσίας. ἕνα δὲ μόνον ἄρρενα υἱὸν ἔσχε
τὸν Ῥοβοάμ, καὶ τοῦτον ἐξ ἀλλοφύλης Ναάβας τῆς Ἀμανίτιδος,
ἀνάξιον τῆς ἀρχῆς. αὐτὸς τὸν Ἱερουσαλὴμ ναὸν ᾠκοδόμησεν,
ἔνθα Δαβὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν Σιὼν ἐπήξατο, ἀρξάμενος ἀπὸ

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 170, line 21

σθη κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινεν ἡ καρδία αὐτοῦ ἀπὸ κυ-
ρίου θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ
μὴ πορεύεσθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τὸ παράπαν. καὶ εἶπε κύριος
πρὸς αὐτόν “ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξάς μου τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ
προστάγματα ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν βασι-
λείαν ἐκ χειρός σου, καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου· πλὴν ἐν
ταῖς ἡμέραις σοῦ τοῦτο οὐ ποιήσω, διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν μου
καὶ πατέρα σου, καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν μου, ἣν ἐξελεξά-
μην. καὶ ἤγειρε κύριος τῷ Σολομῶντι Σατὰν Ἄδερ τὸν Ἰδου-
μαῖον καὶ τὸν Ἐδρααζὰρ βασιλέα Σουβᾶ, καὶ ἦσαν τῷ Ἰσραὴλ
Σατὰν πάσας τὰς ἡμέρας Σολομῶντος. καὶ ἀπέθανε Σολομῶν
ἐτῶν ογʹ, καὶ ἐτάφη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.” ἐφ' οὗ ἦν Ὅμη-
ρος καὶ Ἡσίοδος.  
 Θαυμάσειε δ' ἄν τις καὶ μάλα εἰκότως, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ
θειοτάτου Μωϋσέως, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦδε τοῦ σοφωτάτου Σολο-
μῶντος, πῶς ἑκάτερος αὐτῶν τοσαύτης πάλαι θείας δόξης καὶ
προμηθείας ἀξιωθεὶς ὕστερον ὁ μὲν εἰς ἀγανάκτησιν καὶ λύπην
τὸν θεὸν κινήσας τῆς ἐπαγγελίας ἐξέπεσεν, ὁ δὲ εἰς ὀργὴν καὶ θυ-
μὸν ἐγείρας αὐτὸν τούς τε προειργασμένους ἀρίστους πόνους ἄρ-
δην ἐζημίωτο καὶ τὴν ψυχὴν προσαπώλεσε. ποῦ γὰρ ἡ τοιαύτη
πρὸς θεὸν οἰκείωσις καὶ παρρησία καὶ οἱ τοσοῦτοι καὶ τηλικοῦτοι
Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 171, line 3

λείαν ἐκ χειρός σου, καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου· πλὴν ἐν


ταῖς ἡμέραις σοῦ τοῦτο οὐ ποιήσω, διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν μου
καὶ πατέρα σου, καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν μου, ἣν ἐξελεξά-
μην. καὶ ἤγειρε κύριος τῷ Σολομῶντι Σατὰν Ἄδερ τὸν Ἰδου-
μαῖον καὶ τὸν Ἐδρααζὰρ βασιλέα Σουβᾶ, καὶ ἦσαν τῷ Ἰσραὴλ
Σατὰν πάσας τὰς ἡμέρας Σολομῶντος. καὶ ἀπέθανε Σολομῶν
ἐτῶν ογʹ, καὶ ἐτάφη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.” ἐφ' οὗ ἦν Ὅμη-
967

ρος καὶ Ἡσίοδος.  


 Θαυμάσειε δ' ἄν τις καὶ μάλα εἰκότως, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ
θειοτάτου Μωϋσέως, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦδε τοῦ σοφωτάτου Σολο-
μῶντος, πῶς ἑκάτερος αὐτῶν τοσαύτης πάλαι θείας δόξης καὶ
προμηθείας ἀξιωθεὶς ὕστερον ὁ μὲν εἰς ἀγανάκτησιν καὶ λύπην
τὸν θεὸν κινήσας τῆς ἐπαγγελίας ἐξέπεσεν, ὁ δὲ εἰς ὀργὴν καὶ θυ-
μὸν ἐγείρας αὐτὸν τούς τε προειργασμένους ἀρίστους πόνους ἄρ-
δην ἐζημίωτο καὶ τὴν ψυχὴν προσαπώλεσε. ποῦ γὰρ ἡ τοιαύτη
πρὸς θεὸν οἰκείωσις καὶ παρρησία καὶ οἱ τοσοῦτοι καὶ τηλικοῦτοι
πόνοι καὶ κόποι καὶ ἀγῶνες τοῦ θεσπεσίου Μωϋσέως; οἵτινες διὰ
τὴν ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς ἀντιλογίας ἁμαρτίαν παρωράθησαν, καὶ
τῆς εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας εἰσόδου ἀθρόως ὁ δίκαιος καὶ
ἀσυγχωρήτως ἀπεστέρητο, καθὼς καὶ ἔμπροσθεν εἴρηται.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 171, line 13

προμηθείας ἀξιωθεὶς ὕστερον ὁ μὲν εἰς ἀγανάκτησιν καὶ λύπην


τὸν θεὸν κινήσας τῆς ἐπαγγελίας ἐξέπεσεν, ὁ δὲ εἰς ὀργὴν καὶ θυ-
μὸν ἐγείρας αὐτὸν τούς τε προειργασμένους ἀρίστους πόνους ἄρ-
δην ἐζημίωτο καὶ τὴν ψυχὴν προσαπώλεσε. ποῦ γὰρ ἡ τοιαύτη
πρὸς θεὸν οἰκείωσις καὶ παρρησία καὶ οἱ τοσοῦτοι καὶ τηλικοῦτοι
πόνοι καὶ κόποι καὶ ἀγῶνες τοῦ θεσπεσίου Μωϋσέως; οἵτινες διὰ
τὴν ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς ἀντιλογίας ἁμαρτίαν παρωράθησαν, καὶ
τῆς εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας εἰσόδου ἀθρόως ὁ δίκαιος καὶ
ἀσυγχωρήτως ἀπεστέρητο, καθὼς καὶ ἔμπροσθεν εἴρηται. ποῦ
δὲ καὶ ἡ πρὸς τὸν Σολομῶντα θεία φιλοστοργία καὶ ἡ τοσαύτη
χάρις τε καὶ σοφία, καὶ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς πολλῆς ἐκείνης φρονή-
σεως καὶ συνέσεως, καὶ ἡ προλαβοῦσα τοιαύτη νηφαλιωτάτη
ἔννοια καὶ θεολογία καὶ φυσιολογία, ἔσχατον ἐκ γυναικομανίας
εἰς εἰδωλομανίαν ἐκπεπτωκότος, ὡς σαφῶς δεδήλωται. τῷ ὄντι
γὰρ οὐδὲν ὄφελος, ἐναρξάμενον πνεύματι σαρκὶ ἐπιτελέσαι. ἕως
μὲν γὰρ ἀπήλαυε Σολομῶν τῆς ἄνωθεν προμηθείας, ἐν εἰρήνῃ
καὶ γαλήνῃ διῆγε, πάντας ἔχων ὑποκειμένους, καθὼς προείρηται,
καὶ δασμὸν κομίζοντας ὅτι μάλιστα· ἐπειδὴ δὲ ταύτης ἐγυμνώθη,
τοῖς δυσμενέσιν εὐεπιχείρητος γέγονεν. ἀληθῶς ὄντως φοβερὸν τὸ
ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας θεοῦ ζῶντος. ὥσπερ γὰρ ὁ ἔλεος ἄρρητος,  

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 171, line 19

τὴν ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς ἀντιλογίας ἁμαρτίαν παρωράθησαν, καὶ


τῆς εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας εἰσόδου ἀθρόως ὁ δίκαιος καὶ
ἀσυγχωρήτως ἀπεστέρητο, καθὼς καὶ ἔμπροσθεν εἴρηται. ποῦ
δὲ καὶ ἡ πρὸς τὸν Σολομῶντα θεία φιλοστοργία καὶ ἡ τοσαύτη
χάρις τε καὶ σοφία, καὶ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς πολλῆς ἐκείνης φρονή-
σεως καὶ συνέσεως, καὶ ἡ προλαβοῦσα τοιαύτη νηφαλιωτάτη
ἔννοια καὶ θεολογία καὶ φυσιολογία, ἔσχατον ἐκ γυναικομανίας
εἰς εἰδωλομανίαν ἐκπεπτωκότος, ὡς σαφῶς δεδήλωται. τῷ ὄντι
γὰρ οὐδὲν ὄφελος, ἐναρξάμενον πνεύματι σαρκὶ ἐπιτελέσαι. ἕως
968

μὲν γὰρ ἀπήλαυε Σολομῶν τῆς ἄνωθεν προμηθείας, ἐν εἰρήνῃ


καὶ γαλήνῃ διῆγε, πάντας ἔχων ὑποκειμένους, καθὼς προείρηται,
καὶ δασμὸν κομίζοντας ὅτι μάλιστα· ἐπειδὴ δὲ ταύτης ἐγυμνώθη,
τοῖς δυσμενέσιν εὐεπιχείρητος γέγονεν. ἀληθῶς ὄντως φοβερὸν τὸ
ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας θεοῦ ζῶντος. ὥσπερ γὰρ ὁ ἔλεος ἄρρητος,  
οὕτω καὶ ἡ κόλασις ἀνυπόστατος. ὅτι δὲ τοῖς εἰδώλοις ἐλάτρευσε,
καταλείψας τὸν ὄντως ὄντα θεὸν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαβίδ, εὔδη-
λον ἐξ ὧν καὶ Ἀχίας ὁ προφήτης ἔφη πρὸς τὸν Ἰεροβοάμ. “τάδε
λέγει κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ῥήσσω τὴν βασιλείαν ἐκ χειρὸς Σολομῶν-
τος, καὶ δώσω σοι τὰ δέκα σκῆπτρα, καὶ δύο σκῆπτρα δώσω
αὐτῷ διὰ Δαβὶδ τὸν δοῦλόν μου καὶ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν μου,

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 650, line 2

βασιλεὺς τὸν Βελισάριον στρατηγὸν μετὰ πλήθους ἀναριθμήτου


καὶ πλοίων καὶ χρυσοῦ πολλοῦ καταπολεμῆσαι Οὐανδήλους καὶ
Ἀφρικὴν ἐκπορθῆσαι· ὃς ἀγχινοίᾳ καὶ φρονήσει καὶ ἀνδρίᾳ πάντα
ληϊσάμενος, καὶ Γιλίμερ ἐγκρατῆ ποιησάμενος, ἀνήγαγεν ἐν τῇ
πόλει μετὰ πλούτου πολλοῦ καὶ ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ ἱππικῷ, ὑπα-
τείαν ποιήσας ἐν τῇ πόλει, ὥστε Ἰουστινιανὸν ἀποδεξάμενον ἐν
μὲν τῷ ἑνὶ μέρει τοῦ νομίσματος ἑαυτὸν ἐγχαράξαι, ἐν δὲ τῷ
ἑτέρῳ Βελισάριον ἔνοπλον, καὶ ἐπιγράψαι “Βελισάριος ἡ δόξα
τῶν Ῥωμαίων.” ἀλλ' οἷα φθόνος ἐν μεγάλῃ εὐδαιμονίᾳ εἴωθε  
ποιεῖν, ὤδινε καὶ ἐς Βελισάριον. διαβληθεὶς γὰρ μετέστη τῆς
ἀρχῆς καὶ τῆς δόξης, καὶ Σολομῶν ἀντ' αὐτοῦ στρατηγὸς ἐπέμ-
φθη, ὃς τὰ κτηθέντα Βελισαρίῳ φυλάξαι μὴ δυνηθεὶς τοῖς
Οὐανδήλοις πάντων παρεχώρησεν. ἐφέρετο δέ τις λόγος ἐκ πα-
λαιοῦ παρ' αὐτοῖς, ὅτι τὸ τρίτον διώξει τὸ πρότερον καὶ πάλιν
τὸ δεύτερον διώξει τὸ τρίτον· Γιζέριχος γὰρ πρῶτος τὸν Βονιφά-
κιον ἐτρέψατο, ὕστερον δὲ πάλιν Βελισάριος Γιλίμερα. ἐν τούτῳ
τῷ χρόνῳ ὁ ἥλιος, ὥσπερ ἡ σελήνη, χωρὶς ἀκτίνων τὴν αἴγλην
ἐστύγναζεν ἅπαντα τὸν ἐνιαυτόν, ἐπὶ πλεῖστον δὲ ἐκλείποντι ἐῴκει.
ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ οὔτε πόλεμος οὔτε θάνατος ἐπιφερόμενος τοῖς
ἀνθρώποις ἐπέλιπε.

Γεώργιος Κεδρηνός. Compendium historiarum Vol. 1, p. 746, line 13

ρησαν αἱ τεσσαράκοντα χιλιάδες. παρέλαβον δὲ καὶ τὴν Δαμα-


σκὸν καὶ τὰς χώρας τῆς Φοινίκης, καὶ οἰκίζονται ἐκεῖ. εἶτα στρα-
τεύονται κατ' Αἰγύπτου, καὶ λαβόντες καὶ αὐτὴν κατοικοῦσιν ἐν
αὐτῇ.
 Τῷ κϛʹ ἔτει στρατεύει Οὔμαρος κατὰ Παλαιστίνης, καὶ
παραλαμβάνει λόγοις τὴν ἁγίαν πόλιν Σωφρονίου πατριάρχου ὄν-
τος. εἰσελθὼν δὲ Οὔμαρος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν τριχίνοις ἐκ κα-
μήλου ἐνδύμασιν ἠμφιεσμένος ἐρρυπωμένοις, ὑπόκρισίν τε Σατα-
νικὴν ἐνδεικνύμενος, τὸν ναὸν ἐζήτει τῶν Ἰουδαίων, ὃν ᾠκοδόμησε
Σολομῶν, προσκυνητήριον ποιῆσαι τῆς αὐτοῦ βλασφημίας. τοῦ-
τον ἰδὼν Σωφρόνιος ἔφη “ἐπ' ἀληθείας τοῦτό ἐστι τὸ βδέλυγμα
τῆς ἐρημώσεως, ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ,” πολλοῖς τε δάκρυσι τοὺς
969

Χριστιανοὺς ἀπωδύρετο. παρεκάλεσεν οὖν αὐτὸν λαβεῖν σινδόνα


καὶ ἐνδύσασθαι· ὁ δὲ οὐκ ἠνέσχετο. μόγις οὖν ἐπείσθη, καὶ
πλυνθέντων τῶν αὐτοῦ πάλιν ἀπέστρεψε τὰ τοῦ πατριάρχου. ἐν
τούτοις ἀπεβίω Σωφρόνιος, πολλὰ κατὰ Ἡρακλείου καὶ τῶν ὁμο-
φρόνων αὐτοῦ Σεργίου καὶ Πύρρου τῶν μονοθελητῶν ἀγωνισάμε-
νος. τούτῳ τῷ ἔτει ἀπολύει Οὔμαρος τὸν Ἰὰδ εἰς Συρίαν, καὶ
ὑπέταξε πᾶσαν τοῖς Σαρακηνοῖς.  

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus P. 220, line 15

στρατεύματα ἐπαγόμενος ᾔει ἐς τὰ περὶ Κωνσταντίναν.


20. Ὅτι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας πόλεμος Ῥωμαίοις καὶ Ἀβάροις
συνεκροτήθη, μηδεμιᾶς δυνάμεως Ῥωμαϊκῆς κατὰ τὴν πρὸς Δαλ-
ματίᾳ γέφυραν ἐπιφανείσης καίτοι σαθρότατα ἔχουσαν. ἀλλὰ γὰρ
καὶ ὁ Ἀψὶχ καὶ τὸ κατ' αὐτὸν Ἀβαρικὸν αὐτοῦ ἐφεδρεύοντες
πρότερον τοσαύτην καταφρόνησιν ἐπεδείξαντο κατὰ Ῥωμαίων,
ὥστε μετενεχθῆναι σφᾶς κατὰ δὴ τὴν ἑτέραν γέφυραν ἄλλην τε
δύναμιν προστεθῆναι τῇ δυνάμει Βαϊανοῦ. πιεζομένων τοιγαροῦν
τῶν ἐν τῷ Σιρμίῳ λιμῷ μεγίστῳ ἤδη τε ἁπτομένων ἀθεμίτων
τροφῶν τῷ ἐστερῆσθαι τῶν ἀναγκαίων καὶ γεγεφυρῶσθαι τὴν διά-
βασιν τοῦ Σάου, καὶ Σολομῶνος τοῦ τηνικαῦτα προεστῶτος τοῦ
Σιρμίου ἐκμελέστατά πως διατελοῦντος καὶ μηδὲν ὁτιοῦν στρατη-
γίας ἐχόμενον ἐπιδεικνυμένου, πρός γε καὶ τῶν τῆς πόλεως ἀπει-
ρηκότων τοῖς χαλεποῖς ὀλοφυρομένων τε καὶ ὡς τὰς ἐσχάτας ἐλ-
πίδας ἐξωλισθηκότων καταμεμφομένων τε τοῖς Ῥωμαίων ἡγεμόσι,
Θεόγνιδός τε αὐτοῦ ὀλιγοχειρίαν νοσοῦντος· ὡς ταῦτα Τιβέριος ὁ
βασιλεὺς κατέμαθεν, αἱρετώτερον ἡγησάμενος μὴ συναιχμαλωτισθῆ-
ναι τῇ πόλει τῶν οἰκητόρων τὸν ὅμιλον, ἐν γράμμασι κελεύει
Θεόγνιδι καταλῦσαι τὸν πόλεμον ἐπὶ σπονδαῖς ὥστε ὑπεξελθεῖν
παμπληθεὶ τοὺς τῇδε οἰκοῦντας μηδὲν ἐπιφερομένους τῶν οἰκείων
ἢ μόνον τὸ ζῆν καὶ παρασχὸν οὕτω περιβόλαιον ἕν.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis Vol. 1, p. 56, line 26

προσέταξεν αὐτὸν ὡς τοῦ θεοῦ πρὸς ἅπαντ' αὐτῷ συνεργοῦ παρ-


όντος, εἶχεν ἤδη περὶ τὴν τοῦ ναοῦ κατασκευὴν προθυμότερον.
τοῦ θεοῦ δὲ κατ' ἐκείνην τὴν νύκτα τῷ προφήτῃ φανέντος, εἰπεῖν
τῷ Δαυίδῃ, ὡς τὴν μὲν προαίρεσιν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιθυμίαν ἀπο-
δέχεται, μηδενὸς πρότερον εἰς νοῦν βαλομένου ναὸν αὐτῷ κατα-
σκευάσαι, τοῦ δὲ ταύτην τὴν διάνοιαν λαβόντος, οὐκ ἐπιτρέπειν
δὲ πολλοὺς πολέμους ἠγωνισμένῳ καὶ φόνῳ τῶν ἐχθρῶν με-
μιασμένῳ ποιῆσαι ναὸν αὐτῷ· μετὰ μέντοι γε θάνατον αὐτοῦ γηρά-
σαντος καὶ μακρὸν ἀνύσαντος βίον, ἔσεσθαι τὸν ναὸν ὑπὸ τοῦ
παιδὸς τοῦ μετ' αὐτὸν τὴν βασιλείαν παραληψομένου, κληθησο-
μένου δὲ Σολόμωνος, οὗ προστήσεσθαι καὶ προνοεῖν ὡς πατὴρ
υἱοῦ κατεπήγγελτο, τὴν μὲν βασιλείαν τέκνων ἐκγόνοις φυλάξων †,
ἂν δ' ἁμαρτὼν τύχῃ, νόσῳ καὶ γῆς ἀφορίᾳ· μαθὼν ταῦτα παρὰ
τοῦ προφήτου Δαυίδης, περιχαρὴς γενόμενος ἐπὶ τῷ τοῖς ἐκγόνοις
970

αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν διαμένουσαν ἐγνωκέναι βεβαίως, καὶ τὸν οἶκον


αὐτοῦ λαμπρὸν ἐσόμενον καὶ περιβόητον, πρὸς τὴν κιβωτὸν παρα-
γίνεται καὶ πεσὼν ἐπὶ πρόσωπον ἤρξατο προσκυνεῖν καὶ περὶ
πάντων εὐχαριστεῖν τῷ θεῷ, ὧν τε αὐτῷ παρέσχηκεν ἐκ ταπεινοῦ
καὶ ποιμένος εἰς τηλικοῦτον μέγεθος ἡγεμονίας τε καὶ δόξης ἀνα-
γαγών, ὧν τε τοῖς ἐκγόνοις αὐτοῦ καθυπέσχετο. ταῦτα εἰπὼν καὶ
τὸν θεὸν ὑμνήσας ἀπηλλάσσετο.  

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 58, line 11

τῶν ὑπηκόων ἀγῶσι πρῶτος ἐπὶ τοὺς κινδύνους ὥρμα, τῷ πονεῖν


καὶ μάχεσθαι παρακελευόμενος τοὺς στρατιώτας ἐπὶ τὰς πράξεις,
ἀλλ' οὐχὶ τῷ προστάττειν ὡς δεσπότης, νοῆσαί τε καὶ συνιδεῖν
καὶ περὶ τῶν μελλόντων καὶ τῶν ἐνεστηκότων οἰκονομίας ἱκανώ-
τατος, σώφρων, ἐπιεικής, χρηστὸς πρὸς τοὺς ἐν συμφοραῖς ὑπάρ-
χοντας, δίκαιος, φιλάνθρωπος, ἃ μόνοις ἐξαίρετα τοῖς βασιλεῦσιν
εἶναι προσῆκεν, μηδὲν ὅλως παρὰ τοσοῦτον μέγεθος ἐξαμαρτὼν
ἢ τὸ περὶ τὴν Οὐρίου γυναῖκα. κατέλιπε δὲ καὶ πλοῦτον ὅσον
οὐκ ἄλλος βασιλεὺς οὔτε Ἐβραίων οὔτε ἄλλων ἐθνῶν.
 τέλος τοῦ ζʹ λόγου.
23. Ὅτι Σουμεΐῳ προσέταξεν ὁ Σολομὼν οἰκίαν οἰκοδομήσαντι
μένειν ἐν Ἱεροσολύμοις αὐτῷ προσεδρεύοντι καὶ μὴ διαβαίνειν τὸν
χείμαρρον Κεδρῶνος ἔχειν ἐξουσίαν· παρακούσαντι δέ, τούτῳ θά-
νατον ἔσεσθαι τὸ πρόστιμον. τῷ δὲ μεγέθει τῆς ἀπειλῆς καὶ
ὅρκους αὐτὸν προσηνάγκασε ποιήσασθαι. Σουμεΐος δὲ χάριν οἷς
προσέταξεν αὐτῷ Σολομὼν φήσας καὶ ταῦτα ποιήσειν προσομό-
σας, καταλιπὼν τὴν πατρίδα τὴν διατριβὴν ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις
ἐποιεῖτο. διελθόντων δὲ τριῶν ἐτῶν ἀκούσας δύο δούλους ἀπο-
δράντας αὐτὸν ἐν Γίττῃ τυγχάνοντας, ὥρμησεν ἐπὶ τοὺς οἰκέτας.
ἐπανελθόντος δὲ μετ' αὐτῶν ὁ βασιλεὺς αἰσθόμενος, ὡς καὶ τῶν
ἐντολῶν αὐτοῦ καταφρονήσαντος, καὶ τὸ μεῖζον, τῶν ὅρκων τοῦ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 58, line 16

χοντας, δίκαιος, φιλάνθρωπος, ἃ μόνοις ἐξαίρετα τοῖς βασιλεῦσιν


εἶναι προσῆκεν, μηδὲν ὅλως παρὰ τοσοῦτον μέγεθος ἐξαμαρτὼν
ἢ τὸ περὶ τὴν Οὐρίου γυναῖκα. κατέλιπε δὲ καὶ πλοῦτον ὅσον
οὐκ ἄλλος βασιλεὺς οὔτε Ἐβραίων οὔτε ἄλλων ἐθνῶν.
 τέλος τοῦ ζʹ λόγου.
23. Ὅτι Σουμεΐῳ προσέταξεν ὁ Σολομὼν οἰκίαν οἰκοδομήσαντι
μένειν ἐν Ἱεροσολύμοις αὐτῷ προσεδρεύοντι καὶ μὴ διαβαίνειν τὸν
χείμαρρον Κεδρῶνος ἔχειν ἐξουσίαν· παρακούσαντι δέ, τούτῳ θά-
νατον ἔσεσθαι τὸ πρόστιμον. τῷ δὲ μεγέθει τῆς ἀπειλῆς καὶ
ὅρκους αὐτὸν προσηνάγκασε ποιήσασθαι. Σουμεΐος δὲ χάριν οἷς
προσέταξεν αὐτῷ Σολομὼν φήσας καὶ ταῦτα ποιήσειν προσομό-
σας, καταλιπὼν τὴν πατρίδα τὴν διατριβὴν ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις
971

ἐποιεῖτο. διελθόντων δὲ τριῶν ἐτῶν ἀκούσας δύο δούλους ἀπο-


δράντας αὐτὸν ἐν Γίττῃ τυγχάνοντας, ὥρμησεν ἐπὶ τοὺς οἰκέτας.
ἐπανελθόντος δὲ μετ' αὐτῶν ὁ βασιλεὺς αἰσθόμενος, ὡς καὶ τῶν
ἐντολῶν αὐτοῦ καταφρονήσαντος, καὶ τὸ μεῖζον, τῶν ὅρκων τοῦ
θεοῦ μηδεμίαν ποιησαμένου φροντίδα, χαλεπῶς εἶχεν καὶ καλέσας
αὐτόν “οὐ σύ” φησιν “ὤμοσας μὴ καταλείψειν με μηδὲ ἐξελεύ-
σεσθαί ποτ' ἐκ ταύτης τῆς πόλεως εἰς ἄλλην; οὔκουν ἀποδράσῃ
τῆς ἐπιορκίας δίκην, ἀλλὰ καὶ ταύτης καὶ ὧν τὸν πατέρα μου
παρὰ τὴν φυγὴν ὕβρισας τιμωρήσομαί σε πονηρὸν γενόμενον,

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 59, line 1

θεοῦ μηδεμίαν ποιησαμένου φροντίδα, χαλεπῶς εἶχεν καὶ καλέσας


αὐτόν “οὐ σύ” φησιν “ὤμοσας μὴ καταλείψειν με μηδὲ ἐξελεύ-
σεσθαί ποτ' ἐκ ταύτης τῆς πόλεως εἰς ἄλλην; οὔκουν ἀποδράσῃ
τῆς ἐπιορκίας δίκην, ἀλλὰ καὶ ταύτης καὶ ὧν τὸν πατέρα μου
παρὰ τὴν φυγὴν ὕβρισας τιμωρήσομαί σε πονηρὸν γενόμενον, ἵνα
γνῷς ὅτι κερδαίνουσιν οὐδὲν οἱ κακοὶ μὴ παρ' αὐτὰ τἀδικήματα
κολασθέντες, ἀλλὰ παντὶ τῷ χρόνῳ, ᾧ νομίζουσιν ἀδεεῖς εἶναι
μηδὲν πεπονθότες, αὔξεται καὶ γίνεται μείζων ἡ κόλασις αὐτοῖς
ἣν ἂν παραυτίκα πλημμελήσαντες ἔδοσαν.” καὶ Σουμεΐσον μὲν
κελευσθεὶς ὁ Βαναίας ἀπέκτεινεν.  
24. Ὅτι τοσαύτη ἦν † ὁ θεὸς Σολομῶνι παρέσχε φρόνησιν
καὶ σοφίαν, ὡς τούς τε ἀρχαίους ὑπερβάλλειν ἀνθρώπους καὶ μηδὲ
τοὺς Αἰγυπτίους, οἳ πάντων συνέσει διενεγκεῖν λέγονται, συγκρινο-
μένους λείπεσθαι παρ' ὀλίγον, ἀλλὰ καὶ πλεῖστον ἀφεστηκότας
τῆς βασιλέως φρονήσεως ἐλέγχεσθαι. ὑπερῆρε δὲ καὶ διήνεγκε
σοφίᾳ καὶ τῶν κατὰ τὸν αὐτὸν καιρὸν δόξαν ἐχόντων παρὰ τοῖς
Ἐβραίοις ἐπὶ δεινότητι.
25. Ὅτι τὴν τῆς Αἰγύπτου καὶ Αἰθιοπίας τότε βασιλεύου-
σαν, σοφίᾳ διαπεπονημένην καὶ τἄλλα θαυμαστήν, ἀκούουσαν τὴν
Σολομῶνος ἀρετὴν καὶ φρόνησιν ἐπιθυμία τῆς ὄψεως αὐτοῦ καὶ
τῶν ὁσημέραι περὶ τῶν ἐκεῖ λεγομένων πρὸς αὐτὸν ἤγαγεν. πει

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 59, line 10

κελευσθεὶς ὁ Βαναίας ἀπέκτεινεν.  


24. Ὅτι τοσαύτη ἦν † ὁ θεὸς Σολομῶνι παρέσχε φρόνησιν
καὶ σοφίαν, ὡς τούς τε ἀρχαίους ὑπερβάλλειν ἀνθρώπους καὶ μηδὲ
τοὺς Αἰγυπτίους, οἳ πάντων συνέσει διενεγκεῖν λέγονται, συγκρινο-
μένους λείπεσθαι παρ' ὀλίγον, ἀλλὰ καὶ πλεῖστον ἀφεστηκότας
τῆς βασιλέως φρονήσεως ἐλέγχεσθαι. ὑπερῆρε δὲ καὶ διήνεγκε
σοφίᾳ καὶ τῶν κατὰ τὸν αὐτὸν καιρὸν δόξαν ἐχόντων παρὰ τοῖς
Ἐβραίοις ἐπὶ δεινότητι.
25. Ὅτι τὴν τῆς Αἰγύπτου καὶ Αἰθιοπίας τότε βασιλεύου-
σαν, σοφίᾳ διαπεπονημένην καὶ τἄλλα θαυμαστήν, ἀκούουσαν τὴν
Σολομῶνος ἀρετὴν καὶ φρόνησιν ἐπιθυμία τῆς ὄψεως αὐτοῦ καὶ
972

τῶν ὁσημέραι περὶ τῶν ἐκεῖ λεγομένων πρὸς αὐτὸν ἤγαγεν. πει-
σθῆναι γὰρ ὑπὸ τῆς πείρας ἀλλ' οὐχ ὑπὸ τῆς ἀκοῆς (ἣν εἰκός
ἐστι καὶ ψευδεῖ δόξῃ συγκατατίθεσθαι καὶ μεταπεῖσαι πάλιν· ὅλη
γὰρ ἐπὶ τοῖς ἀπαγγέλλουσι κεῖται) θέλουσα πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν
διέγνω, μάλιστα καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ βουλομένη λαβεῖν πεῖ-
ραν αὐτὴ προτείνασα καὶ λῦσαι τὸ ἄπορον τῆς διανοίας βουλη-
θεῖσα. ἧκεν οὖν εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ πολλῆς δόξης καὶ πλούτου
παρασκευῆς· ἐπηγάγετο γὰρ καμήλους χρυσίου μεστὰς καὶ ἀρωμά-
των ποικίλων καὶ λίθου πολυτελοῦς. ὡς δ' ἀφικομένην αὐτὴν
ἡδέως ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο, τά τε ἄλλα περὶ αὐτὴν φιλότιμος

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 59, line 23

ἐστι καὶ ψευδεῖ δόξῃ συγκατατίθεσθαι καὶ μεταπεῖσαι πάλιν· ὅλη


γὰρ ἐπὶ τοῖς ἀπαγγέλλουσι κεῖται) θέλουσα πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν
διέγνω, μάλιστα καὶ τῆς σοφίας αὐτοῦ βουλομένη λαβεῖν πεῖ-
ραν αὐτὴ προτείνασα καὶ λῦσαι τὸ ἄπορον τῆς διανοίας βουλη-
θεῖσα. ἧκεν οὖν εἰς Ἱεροσόλυμα μετὰ πολλῆς δόξης καὶ πλούτου
παρασκευῆς· ἐπηγάγετο γὰρ καμήλους χρυσίου μεστὰς καὶ ἀρωμά-
των ποικίλων καὶ λίθου πολυτελοῦς. ὡς δ' ἀφικομένην αὐτὴν
ἡδέως ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο, τά τε ἄλλα περὶ αὐτὴν φιλότιμος
ἦν καὶ τὰ προβαλλόμενα σοφίσματα ῥᾳδίως τῇ συνέσει καταλαμ-
βανόμενος θᾶττον ἢ προσεδόκα τις ἐπελύετο. ἡ δ' ἐξεπλήσσετο
μὲν καὶ τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶνος, οὕτως ὑπερβάλλουσαν αὐτὴν
καὶ τῆς ἀκουομένης τῇ πείρᾳ κρείττω μαθοῦσα, μάλιστα δὲ θαυ-
μάζει τὰ βασίλεια τοῦ τε κάλλους καὶ τοῦ μεγέθους, οὐχ ἧττον
δὲ τῆς διατάξεως τῶν οἰκοδομημάτων. καὶ γὰρ ἐν αὐτῇ πολλὴν
τοῦ βασιλέως καθεώρα φρόνησιν. ὑπερεξέπληττε δ' αὐτὴν ὅ τε
οἶκος Δρυμὼν ἐπικαλούμενος Λιβάνου καὶ ἡ τῶν καθ' ἡμέραν
δείπνων πολυτέλεια καὶ τὰ τῆς παρασκευῆς αὐτοῦ καὶ διακονίας
ἥ τε τῶν ὑπηρετούντων ἐσθὴς καὶ τὸ μετ' ἐπιστήμης αὐτῶν περὶ
τὴν διακονίαν εὐπρεπές, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ καθ' ἡμέραν
ἐπιτελούμεναι τῷ θεῷ θυσίαι καὶ τὸ τῶν ἱερέων καὶ Λευιτῶν
ταῦτα ἐπιμελές. ταῦθ' ὁρῶσα καθ' ἡμέραν ὑπερεθαύμαζεν καὶ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 60, line 18

καταδεεστέραν τὴν εὐδαιμονίαν ἀπέφηνεν ἧς ὁρῶ νῦν παροῦσα.


τὰς μὲν γὰρ ἀκοὰς πείθειν ἐπεχείρει μόνον, τὸ δὲ ἀξίωμα τῶν
πραγμάτων οὐχ οὕτως ἐποίει γνώριμον ὡς ἡ ὄψις αὐτὸ καὶ τὸ
παρ' αὐτοῖς εἶναι συνίστησιν. ἐγὼ γοῦν οὐδὲ τοῖς ἐπαγγελλομέ-
νοις διὰ πλῆθος καὶ μέγεθος ὧν ἐπυνθανόμην πιστεύουσα πολλῷ
πλείω τούτων ἱστόρησα, καὶ μακάριόν τε τὸν Ἐβραίων λαὸν κρίνω
δούλους τε τοὺς σοὺς καὶ φίλους, οἳ καθ' ἡμέραν τῆς σῆς σοφίας
ἀκροώμενοι διατελοῦσιν. εὐλογήσειεν ἄν τις τὸν θεὸν ἀγαπήσαντα
τήνδε τὴν χώραν καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ κατοικοῦντας οὕτως ὥστε σὲ
973

ποιῆσαι βασιλέα.”
26. Ὅτι Σολομὼν γενόμενος πάντων βασιλέων ἐνδοξότατος
καὶ θεοφιλέστατος καὶ φρονήσει καὶ πλούτῳ διενεγκὼν τῶν πρὸ
αὐτοῦ τὴν Ἐβραίων ἀρχὴν ἐσχηκότων οὐκ ἐπέμεινε τούτοις ἄχρι
τελευτῆς, ἀλλὰ καταλιπὼν τὴν τῶν πατρίων ἐθισμῶν φυλακὴν οὐκ
εἰς ὅμοιον οἷς προειρήκαμεν αὐτοῦ τέλος κατέστρεψεν. εἰς δὲ γυ-
ναῖκας ἐμμανὴς καὶ τὴν τῶν ἀφροδισίων ἀκρασίαν οὐ ταῖς ἐπι-
χωρίοις μόνον ἠρέσκετο, πολλὰς δὲ καὶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων ἐθνῶν
γήμας, Σιδῶνος καὶ Τύρου καὶ Ἀμμανίτιδος καὶ Ἰδουμαίας, παρ-
έβη μὲν τοὺς Μωσέως νόμους, ὃς ἀπηγόρευσε συνοικεῖν οὐχ ὁμο-
φύλοις, τούς τε ἐκείνων ἤρξατο θρησκεύειν θεούς, ταῖς γυναιξὶ
καὶ τῷ πρὸς αὐτὰς ἔρωτι χαριζόμενος, τοῦτ' αὐτοῦ προυπιδο

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 60, line 33

ναῖκας ἐμμανὴς καὶ τὴν τῶν ἀφροδισίων ἀκρασίαν οὐ ταῖς ἐπι-


χωρίοις μόνον ἠρέσκετο, πολλὰς δὲ καὶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων ἐθνῶν
γήμας, Σιδῶνος καὶ Τύρου καὶ Ἀμμανίτιδος καὶ Ἰδουμαίας, παρ-
έβη μὲν τοὺς Μωσέως νόμους, ὃς ἀπηγόρευσε συνοικεῖν οὐχ ὁμο-
φύλοις, τούς τε ἐκείνων ἤρξατο θρησκεύειν θεούς, ταῖς γυναιξὶ
καὶ τῷ πρὸς αὐτὰς ἔρωτι χαριζόμενος, τοῦτ' αὐτοῦ προυπιδο-
μένου τοῦ νομοθέτου, προειπόντος μὴ γαμεῖν τὰς ἀλλοτριοχώρους,
ἵνα μὴ τοῖς ξένοις ἐπιπλακέντες ἔθεσι τῶν πατρίων ἀποστῶσιν
μηδὲ τοὺς ἐκείνων σέβωσι θεούς, παρέντες τιμᾶν τὸν ἴδιον. ἀλλὰ
τούτων μὲν κατημέλησεν ὑπενεχθεὶς εἰς ἡδονὴν ἀλόγιστον Σολο-
μών, ἀγαγόμενος δὲ γυναῖκας ἀρχόντων καὶ διασήμων θυγατέρας
ἑπτακοσίας τὸν ἀριθμὸν καὶ παλλακὰς τʹ, πρὸς δὲ ταύταις καὶ  
τὴν τοῦ βασιλέως τῶν Αἰγυπτίων θυγατέρα, εὐθὺς μὲν ἐκρατεῖτο
πρὸς αὐτῶν, ὥστε μιμεῖσθαι τὰ παρ' ἐκείνων, καὶ τῆς εὐνοίας
καὶ φιλοστοργίας ἠναγκάζετο παρέχειν αὐταῖς δεῖγμα τὸ βιοῦν ὡς
αὐταῖς πάτριον ἦν· προβαινούσης δὲ τῆς ἡλικίας καὶ τοῦ λο-
γισμοῦ διὰ τὸν χρόνον ἀσθενοῦντος ἀντέχειν πρὸς τὴν μνήμην τῶν
ἐπιχωρίων ἐπιτηδευμάτων, ἔτι μᾶλλον τοῦ ἰδίου θεοῦ κατωλιγώ-
ρησεν, τοὺς δὲ τῶν γάμων τῶν ἐπεισάκτων τιμῶν διετέλει. καὶ
πρὸ τούτων δὲ ἁμαρτεῖν αὐτὸν ἔτυχε καὶ σφαλῆναι περὶ τὴν φυ-
λακὴν τῶν νομίμων, ὅτε τῶν χαλκῶν βοῶν ὁμοιώματα κατεσκεύασε

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 61, line 26

παραινέσαντος, ἀκλεῶς ἀπέθανεν. ἧκεν οὖν ὁ προφήτης ὑπὸ τοῦ


θεοῦ πεμφθείς, οὔτε λανθάνειν αὐτὸν ἐπὶ τοῖς παρανομήμασι
λέγων οὔτ' ἐπὶ πολὺ χαιρήσειν τοῖς πραττομένοις ἀπειλῶν, ἀλλὰ
ζῶντος μὲν οὐκ ἀφαιρεθήσεσθαι τὴν βασιλείαν, ἐπεὶ Δαυίδῃ τὸ
θεῖον ὑπέσχετο διάδοχον αὐτὸν ποιήσειν ἐκείνου, τελευτήσαντος
δὲ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ταῦτα διαθήσειν, οὐχ ἅπαντα μὲν τὸν λαὸν
ἀποστήσας αὐτοῦ, ιʹ δὲ μόνας φύλας παραδοὺς αὐτοῦ τῷ δούλῳ,
δύο καταλιπὼν τῷ υἱωνῷ τοῦ Δαυίδου, δι' αὐτὸν ἐκεῖνον, ὅτι
974

τὸν θεὸν ἠγάπησεν, καὶ διὰ τὴν πόλιν Ἱεροσόλυμα, ἐν ᾗ ναὸν ἔχειν
ἐβουλήθη.
Ταῦτ' ἀκούσας Σολομὼν ἤλγησεν καὶ σφοδρῶς συνεχύθη, πάν-
των αὐτῷ σχεδὸν τῶν ἀγαθῶν, ἐφ' οἷς ζηλωτὸς ἦν, εἰς μεταβολὴν
ἐρχομένων πονηράν. οὐ πολὺς δὲ διῆλθε χρόνος ἀφ' οὗ κατήγγει-
λεν ὁ προφήτης αὐτῷ τὰ συμβησόμενα, καὶ πολέμιον ἐπ' αὐτὸν
εὐθὺς ἤγειρεν ὁ θεός, Ἄδερον μὲν ὄνομα, τὴν δ' αἰτίαν τῆς ἔχ-
θρας λαβόντα τοιαύτην. παῖς οὗτος ἦν, Ἰδουμαῖος γένος, ἐκ βα-
σιλικῶν σπερμάτων. καταστρεψαμένου δὲ τὴν Ἰδουμαίαν Ἰωάβου  
τοῦ Δαυίδου στρατηγοῦ καὶ πάντας τοὺς ἐν ἀκμῇ καὶ φέρειν ὅπλα
δυναμένους διαφθείραντος μησὶν ἕξ, φυγὼν ἧκε πρὸς Φαραὼ τῶν
Αἰγυπτίων βασιλέα. ὁ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν ὑποδεξάμενος οἶκόν
τε αὐτῷ δίδωσι καὶ χώραν εἰς διατροφὴν καὶ γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 62, line 12

δυναμένους διαφθείραντος μησὶν ἕξ, φυγὼν ἧκε πρὸς Φαραὼ τῶν


Αἰγυπτίων βασιλέα. ὁ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν ὑποδεξάμενος οἶκόν
τε αὐτῷ δίδωσι καὶ χώραν εἰς διατροφὴν καὶ γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ
λίαν ἠγάπα, ὡς καὶ τῆς γυναικὸς αὐτῷ δοῦναι πρὸς γάμον τὴν
ἀδελφήν, ὄνομα Θαφίνην, ἐξ ἧς υἱὸς γεννᾶται αὐτῷ καὶ τοῖς τοῦ
βασιλέως παισὶ συνανετράφη. ἀκούσας οὖν τὸν Δαυίδου θάνατον
ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τὸν Ἰωάβου, προσελθὼν ἐδεῖτο τοῦ Φαραῶνος
ἐπιτρέπειν αὐτῷ βαδίζειν εἰς τὴν πατρίδα. τοῦ δὲ βασιλέως ἀνα-
κρίναντος, τίνος ἐνδεὴς ὢν ἢ τί παθὼν ἐσπούδακε καταλιπεῖν αὐ-
τόν, τότε μὲν οὐκ ἀφείθη, ὕστερον δὲ καθ' ὃν ἤδη καιρὸν Σολο-
μῶνι τὰ πράγματα κακῶς εἶχε διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας καὶ
παρανομίας καὶ τὴν ὀργὴν τὴν ἐπ' αὐτοῖς, τοῦ θεοῦ συγχωρήσαν-
τος τῷ Φαραῷ Ἄδερος ἧκεν εἰς τὴν Ἰδουμαίαν. ὃς τῆς Συρίας
βασιλεύσας κατέτρεχε τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν χώραν· ἐπιτίθεται δὲ
Σολομῶνι καὶ τῶν ὁμοφύλων τις Ἱεροβοάμος υἱὸς Ναβαταίου.
 ΖΗΤΕΙ ΕΝ ΤΩΙ ΠΕΡΙ ἘΠΙΒΟΥΛΗΣ.
27. Ὅτι Ἱεροβοάμος κατασκευάσας βασίλειον ἐν Σικίμῳ πό-
λει, ἐν ταύτῃ τὴν δίαιταν εἶχε· κατεσκεύασε δὲ καὶ ἐν Φανουὴλ
πόλει λεγομένῃ. μετ' οὐ πολὺ δὲ τῆς σκηνοπηγίας ἑορτῆς ἐνί-
στασθαι μελλούσης, λογισάμενος, ὡς ἐὰν ἐπιτρέψῃ τῷ πλήθει
προσκυνῆσαι τὸν θεὸν εἰς Ἱεροσόλυμα πορευθέντι καὶ ἐκεῖ τὴν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 62, line 16

ἀδελφήν, ὄνομα Θαφίνην, ἐξ ἧς υἱὸς γεννᾶται αὐτῷ καὶ τοῖς τοῦ


βασιλέως παισὶ συνανετράφη. ἀκούσας οὖν τὸν Δαυίδου θάνατον
ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τὸν Ἰωάβου, προσελθὼν ἐδεῖτο τοῦ Φαραῶνος
ἐπιτρέπειν αὐτῷ βαδίζειν εἰς τὴν πατρίδα. τοῦ δὲ βασιλέως ἀνα-
κρίναντος, τίνος ἐνδεὴς ὢν ἢ τί παθὼν ἐσπούδακε καταλιπεῖν αὐ-
τόν, τότε μὲν οὐκ ἀφείθη, ὕστερον δὲ καθ' ὃν ἤδη καιρὸν Σολο-
975

μῶνι τὰ πράγματα κακῶς εἶχε διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας καὶ


παρανομίας καὶ τὴν ὀργὴν τὴν ἐπ' αὐτοῖς, τοῦ θεοῦ συγχωρήσαν-
τος τῷ Φαραῷ Ἄδερος ἧκεν εἰς τὴν Ἰδουμαίαν. ὃς τῆς Συρίας
βασιλεύσας κατέτρεχε τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν χώραν· ἐπιτίθεται δὲ
Σολομῶνι καὶ τῶν ὁμοφύλων τις Ἱεροβοάμος υἱὸς Ναβαταίου.
 ΖΗΤΕΙ ΕΝ ΤΩΙ ΠΕΡΙ ἘΠΙΒΟΥΛΗΣ.
27. Ὅτι Ἱεροβοάμος κατασκευάσας βασίλειον ἐν Σικίμῳ πό-
λει, ἐν ταύτῃ τὴν δίαιταν εἶχε· κατεσκεύασε δὲ καὶ ἐν Φανουὴλ
πόλει λεγομένῃ. μετ' οὐ πολὺ δὲ τῆς σκηνοπηγίας ἑορτῆς ἐνί-
στασθαι μελλούσης, λογισάμενος, ὡς ἐὰν ἐπιτρέψῃ τῷ πλήθει
προσκυνῆσαι τὸν θεὸν εἰς Ἱεροσόλυμα πορευθέντι καὶ ἐκεῖ τὴν
ἑορτὴν διαγαγεῖν, μετανοῆσαν ἴσως καὶ δελεασθὲν ὑπὸ τοῦ ναοῦ
καὶ τῆς θρησκείας τῆς ἐν αὐτῷ τοῦ θεοῦ καταλείψει μὲν αὐτὸν
προσχωρήσει δὲ τῷ πρώτῳ βασιλεῖ, καὶ κινδυνεύσει τούτου γενο-
μένου τὴν ψυχὴν ἀποβαλεῖν, ἐπιτεχνᾶταί τι τοιοῦτον.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 63, line 24

πολλὰς καὶ μεγάλας ῥαγείη καὶ πέσοι διὰ βάρος τῶν ἐπενηνεγμέ-
νων. ἐδήλου δ' αὐτῷ καὶ τὸν θάνατον τοῦ τὰ σημεῖα ταῦτα προ-
ειρηκότος, ὡς ὑπὸ λέοντος ἀπόλοιτο· οὕτως οὐδὲν οὔτ' εἶχεν οὔτ'
ἐφθέγξατο προφήτου. ταῦτ' εἰπὼν πείθει τὸν βασιλέα καὶ τὴν
διάνοιαν αὐτοῦ τελέως ἀποστρέψας ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν θείων
ἔργων καὶ δικαίων ἐπὶ τὰς ἀσεβεῖς πράξεις παρώρμησεν. οὕτω
δ' ἐξύβρισεν εἰς τὸ θεῖον καὶ παρηνόμησεν ὡς οὐδὲν ἄλλο καθ'
ἡμέραν ζητεῖν ἢ τί καινὸν καὶ μιαρώτερον τῶν ἤδη τετολμημένων
ἐργάσηται.
29. Ὅτι συνῆλθον οἱ παρὰ πᾶσι τοῖς Ἰσραηλίταις ἱερεῖς πρὸς
Ῥοβόαμον, τὸν υἱὸν Σολομῶνος, τὸν βασιλέα τῶν δύο φυλῶν, καὶ
ὅσοι Λευῖται καὶ εἴ τινες ἄλλοι τοῦ πλήθους ἦσαν ἀγαθοὶ καὶ
δίκαιοι, κατέλειπον τὰς αὑτῶν πόλεις, ἵνα θρησκεύσωσιν ἐν Ἱεροσο-
λύμοις τὸν θεόν· οὐ γὰρ ἡδέως εἶχον προσκυνεῖν ἀναγκαζόμενοι
τὰς δαμάλεις, ἃς Ἱεροβοάμος κατεσκεύασεν.
30. Ὅτι Ἱεροβοάμος ὁ βασιλεύων τῶν δέκα φυλῶν οὐ διέλει-
πεν εἰς τὸν θεὸν ἐξυβρίζων, ἀλλὰ καθ' ἡμέραν ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν
βωμοὺς ἀνιστὰς καὶ ἱερεῖς ἐκ τοῦ πλήθους ἀποδεικνὺς διετέλει.
Ταῦτα δ' ἔμελλεν οὐκ εἰς μακρὰν τὰ ἀσεβήματα καὶ τὴν ὑπὲρ  
αὐτῶν δίκην εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλὴν καὶ πάσης αὐτοῦ τῆς δωρεᾶς
τρέψειν τὸ θεῖον. κάμνοντος δ' αὐτῷ κατ' ἐκεῖνον καιρὸν τοῦ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 140, line 21

ὡς ἐξηγητὴς καὶ λόγιος προετρέπετο ἀπὸ τοῦ ἱερατείου ἐπὶ τῆς


ἐκκλησίας εἰπεῖν (πρεσβύτερος γὰρ προϋπῆρχεν) καὶ πολλὰ κατ-
αναγκασθεὶς ὑπὸ τῶν ἱερέων, ἀναστὰς καὶ τοῦτο μόνον τὸ ῥητὸν
εἰπών “τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ θεός· ἵνα τί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δι-
καιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός
976

σου” πτύξας τὸ βιβλίον ἐκάθισε μετὰ κλαυθμοῦ δακρύων, πάντων


ὁμοῦ συγκλαιόντων αὐτῷ.
Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ περὶ αὐτοῦ λεγόμενά τε καὶ ᾀδόμενα
διὰ τὸ πλῆθος τῆς γνώσεως αὐτοῦ καὶ συντάξεως τῶν βιβλίων,
ὅθεν καὶ Συντακτικὸς ὠνομάσθη διὰ τὸ πεποιηκέναι πολλὰ βιβλία,
μὴ ἀκούων, ὡς ἔοικε, τοῦ Σολομῶντος λέγοντος “υἱέ, φύλαξαι τοῦ
ποιῆσαι βιβλία πολλά” καὶ “μὴ σπεῦδε ἐπὶ στόματί σου, καὶ καρ-
δία σου μὴ ταχυνάτω τοῦ ἐξενεγκεῖν λόγον ἀπὸ προσώπου τοῦ
θεοῦ, ὅτι ὁ θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω, καὶ σὺ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω.
διὰ τοῦτο ἔστωσαν οἱ λόγοι σου ὀλίγοι· εἰσὶ γὰρ λόγοι πολλοὶ
πληθύνοντες ματαιότητα” καὶ “μὴ γίνου δίκαιος πολύ· ἔστι γὰρ
δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ” καὶ “μὴ σοφίζου περισσά,
μήποτε ἀσεβήσῃς.” ταῦτα πάντα παραγκωνισάμενος παρεσφάλη
τοῦ πρέποντος.  

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 166, line 5

κρίνας τὸν λαὸν ἔτη κʹ.


4. (18, 1). Ὅτι Σαοὺλ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ δαίμονος
κατείχετο καὶ οὔτε ἐκάθευδεν οὔτε ἐκοιμᾶτο. ὅντινα ὁ Δαβὶδ ταῖς
μελῳδίαις κατέθαλπεν.
5. (18, 2). Ὅτι ὁ Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς ἐν πολέμοις ἄριστος ἦν καὶ
τῶν νόμων ἀκριβὴς φύλαξ καὶ πάντας τοὺς πολεμίους ἐχειρώσατο.  
ὀλίγοις τέ τισι πταίσμασι τοῦ σώματος πιεσθεὶς θείαις ἐπαι-
δεύετο μάστιξι. πρὸς γὰρ τῶν ἑαυτοῦ παίδων μικροῦ δεῖν τῆς
βασιλείας ἐξέπεσεν γέλως τε τοῖς πολεμίοις ἀπεδείχθη. καὶ ταῦτα
μὲν μετανοίᾳ καὶ δάκρυσιν ἐθεράπευσεν.
6. (18, 3). Ὅτι Σολομῶν ὁ υἱὸς Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς Ἰουδαίων
φρονήσει τε καὶ δυνάμει καὶ πλούτῳ δυνατὸς καὶ περιφανὴς ἦν.
δικάζων τε τῷ λαῷ ἐν φρονήσει καὶ σοφίᾳ τοῦ κρείττονος οὐ διέ-
λειπεν ἤσκει τε πᾶσαν σοφίαν θείας χάριτος γέμουσαν καὶ τῆς
διδασκαλίας ἀκροατὰς πλείστους τῆς ἰδίας ἐποιεῖτο. ταῦτά τε
καὶ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενος τῷ τῆς φύσεως εὐαλώτῳ περὶ τὰς
τοῦ σώματος ἡδονὰς ὑπαγόμενος ἄγεται μὲν γυναῖκας χιλίας τὸν
ἀριθμόν, πείθεται δὲ ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γενέσθαι. διὸ
προσέταξεν ὁ θεὸς μερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν, οὐκ ἐπὶ τῶν
χρόνων αὐτοῦ διὰ μνήμην Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀλλὰ μετὰ
τὴν αὐτοῦ τελευτήν.
Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis
P. 42, line 25

καταστροφῆς ὀνομάζεσθαι· ἁμάρτημά τε γεγονὸς ἅπαξ ἀποίητον


μὲν οὐδ' ἂν ἐν χρόνῳ τῷ παντὶ γένοιτο, ἐπανορθωθὲν δὲ πράξεσι
τῶν αὐτὸ εἰργασμένων ἀμείνοσιν εὐπρεποῦς τε τῆς σιωπῆς ἐπι-
τυγχάνει καὶ ἐς λήθην ὡς τὰ πολλὰ περιίσταται.
35. Ὅτι οἱ ἐν αὐτοῖς εὐδοκιμοῦντες οἷς ἥμαρτον εὐπρεπε-
στέραν τὴν ἀπολογίαν ἐς ἀεὶ φέρονται.
36. Ὅτι πᾶσα τῶν ἀνθρωπείων πραγμάτων ῥοπὴ ἐς τοῦ και-
977

ροῦ τὴν ἀκμὴν περιίσταται· ἢν δέ τις ἐθελοκακήσας προδιδοίη


τὴν τύχην, οὐκ ἂν αὐτὴν αἰτιῷτο δικαίως, αὐτὸς ἐφ' ἑαυτῷ τὴν
αἰτίαν πεποιημένος.
37. Ὅτι Σολόμων ὁ στρατηγὸς Ῥωμαίων δείσας τὸ τῶν βαρ-  
βάρων πλῆθος τῶν Λευαθῶν ἔπεμψε παρ' αὐτῶν τοὺς ἄρχοντας,
μεμφόμενος μὲν ὅτι δὴ ἔνσπονδοι Ῥωμαίων ὄντες εἶτα ἐν ὅπλοις
γενόμενοι ἐπ' αὐτοὺς ἥκουσι, τὴν δὲ εἰρήνην ἀξιῶν ἐν σφίσι κρα-
τύνασθαι, ὅρκους τε ὀμεῖσθαι τοὺς δεινοτάτους ὑπέσχετο, ἦ μὴν
ἀμνηστίᾳ τῶν πεπραγμένων ἐς αὐτοὺς χρήσεσθαι. χλευάζοντες δὲ
τὰ εἰρημένα οἱ βάρβαροι πάντως αὐτὸν ὀμεῖσθαι τὰ Χριστιανῶν
λόγια ἔφασαν, ἅπερ καλεῖν εὐαγγέλια νενομίκασιν. οὐκοῦν ἐπειδὴ
Σέργιος ταῦτα ὀμόσας εἶτα τοὺς πιστεύσαντας ἔκτεινε, βουλομένοις
σφίσιν αὐτοῖς εἴη ἐς μάχην ἰοῦσι τούτων δὴ τῶν λογίων ἀπο

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De administrando imperio Ch. 19, line 10

Τρίτος ἀρχηγὸς Ἀράβων, Οὔμαρ.

Ὁ αὐτὸς οὖν Οὔμαρ ἐπεστράτευσε κατὰ τῆς Παλαιστίνης, καὶ


παρακαθίσας ἐν αὐτῇ ἐπολιόρκησεν τὴν Ἱερουσαλὴμ διετῆ χρόνον,
καὶ παρέλαβεν αὐτὴν δόλῳ. Σωφρόνιος γάρ, ὁ Ἱεροσολύμων ἐπίσκοπος,
θείῳ κινούμενος ζήλῳ καὶ ἀγχινοίᾳ διαπρέπων, λόγον ἔλαβεν παρ'
αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν ἐκκλησιῶν τῆς πάσης Παλαιστίνης ἀσφαλέστατον, ὥστε
ἀκαθαιρέτους μεῖναι τὰς ἐκκλησίας καὶ ἀπορθήτους. Τοῦτον ἰδὼν ὁ
Σωφρόνιος ἔφη· «Ἐπ' ἀληθείας τοῦτό ἐστιν τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώ-
σεως, τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὸς ἐν τόπῳ ἁγίῳ.» Οὗτος
τὸν ναὸν ἐζήτησεν τῶν Ἰουδαίων, ὃν ᾠκοδόμησε Σολομών, πρὸς τὸ ποιῆσαι
αὐτὸν προσκυνητήριον τῆς αὐτοῦ βλασφημίας. Καὶ ἔστι ἕως τῆς σήμερον.  

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 455, line 1

νούμενοι, τὰς νύκτας περιχαρακωθέντες καὶ τὴν ἄλλην ἀσφά-


λειαν ποιήσαντες διὰ τοὺς νυκτοπολέμους, ἀνεπαύοντο.  

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩι
ΒΑΣΙΛΕΙ ΑΙΩΝΙΩι ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΡΩΜΑΙΩΝ, ΥΙΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ
ΤΟΥ ΑΟΙΔΙΜΟΥ ΚΑΙ ΣΟΦΩΤΑΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΑΠΟΓΟΝΟΥ
ΔΕ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΚΩΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑΙΟΤΑΤΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΩΣ, ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΝΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟΣΤΕΦΗ ΒΑΣΙ-
ΛΕΑ ΚΑΙ ΥΙΟΝ ΑΥΤΟΥ, Ὅσα δεῖ γίνεσθαι, τοῦ μεγάλου καὶ ὑψηλοῦ βασιλέως
τῶν Ῥωμαίων μέλλοντος φοσσατεῦσαι.

Ἄκουε, υἱὲ, λόγους πατρός σου, Σολομῶν σοι παρακε-


λεύεται· παρὰ πολλῶν γὰρ ἀκούσεις τὰ δέοντα, ἀλλ' οὐ φύ-
σει τῆς ἀρετῆς εἰσοίσεις διδάγματα, εἰ μὴ παρὰ πατρὸς ἀ-
978

κούσαις τὰ ἄριστα. γνησίους γὰρ παρ' αὐτοῦ καὶ ἀληθεῖς τῷ


ὄντι τοὺς λόγους ὑποδεξάμενος, ὥσπερ τινὰ κλῆρον ἕξεις πα-
τρῷον, τὴν σωτηρίαν ἀεὶ προξενοῦντά σοι· οἱ μὲν γὰρ ἐξ
ἄλλων κατὰ χάριν λεγόμενοι τῆς ἀληθείας πολλάκις ἐναποδέ-  
ονται· οἱ δὲ ἐκ πατρικῆς ψυχῆς μετὰ τῆς ἀληθείας ἀφι-
κνούμενοι πολλὴν χαρίζονται τοῖς υἱοῖς διαπαντὸς τὴν ὠφέ-
λειαν. ἄκουε τοίνυν, υἱὲ, παρὰ πατρὸς, ἃ μὴ καλόν ἐστιν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 510, line 20

ιβʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, τῶν δεσποτῶν ἀπιόντων λούσα-


 σθαι ἐν βλαχέρναις.
ιγʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν ἐπὶ παγανῇ κυριακῇ, ἢ ἐν
 ἄλλῃ κοινῇ ἡμέρᾳ, μελλόντων τῶν δεσποτῶν ἀπιέναι
 εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους εἴτε εἰς ἕτερον ναὸν εὔ-
 ξασθαι.
ιδʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν ἐπὶ χειροτονίᾳ πατριάρχου Κων-
 σταντινουπόλεως.
ιεʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, δοχῆς γινομένης ἐν τῷ μεγάλῳ
 τρικλίνῳ τῆς μανναύρας, τῶν δεσποτῶν καθεζομένων
 ἐπὶ τοῦ Σολομωντείου θρόνου. περὶ τῆς δοχῆς τῆς γε-
 νομένης ἐν τῷ αὐτῷ τρικλίνῳ ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ
 Ῥωμανοῦ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ τῶν παρὰ τοῦ Ἀμεριμνῆ
 ἀπὸ Ταρσοῦ ἐλθόντων πρέσβεων περὶ τοῦ ἀλλαγίου καὶ  
 τῆς εἰρήνης, μηνὶ Μαΐῳ λαʹ, ἡμέρᾳ αʹ, ἰνδικτίωνι δʹ.
 ἐν ᾧ καὶ περὶ τῆς τῶν Ἱσπανῶν δοχῆς καὶ περὶ τοῦ
 γεγονότος τότε ἱπποδρομίου. ὡσαύτως καὶ περὶ τῆς ἑορ-
 τῆς τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως καὶ τῆς τοῦ Δε-
 λεμίκη δοχῆς. ἔτι τῆς ἡγεμόνος καὶ τῆς ἀρχοντίσης
 Ἔλγας τῶν Ῥῶς. ὁποίως ταῦτα πάντα ἐτελέσθησαν.
ιϛʹ. Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, προερχομένων τῶν ἀρχόντων

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 566, line 14t

χονται ἐν τῷ μητατωρίῳ, καὶ τὰ ἑξῆς ἐπιτελεῖται, καθὼς καὶ


ἐν ταῖς λοιπαῖς προελεύσεσιν. εἰ δὲ ἄλλη ἑορτὴ, ἐν ᾗ οὐκ
ἀπέρχεται ὁ βασιλεὺς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ, ἢ παγανὴ κυ-
ριακὴ, ἀνέρχονται διὰ τοῦ κοχλιοῦ τοῦ πρὸς τὸ μέρος τοῦ
ἁγίου φρέατος ἐν τοῖς πρὸς ἀνατολὴν δεξιοῖς μέρεσιν τῶν κα-
τηχουμενίων, ἐκδεχόμενοι τὴν τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ἀνά-
γνωσιν.

ΚΕΦ. ιεʹ.
Ὅσα δεῖ παραφυλάττειν, δοχῆς γενομένης ἐν τῷ μεγάλῳ τρικλίνῳ
τῆς μανναύρας, τῶν δεσποτῶν καθεζομένων ἐπὶ τοῦ Σολομων-
τείου θρόνου.
979

Ἰστέον, ὅτι, δοχῆς μελλούσης γίνεσθαι ἐν τῇ μανναύρᾳ,


οὐκ ἀνοίγει τὸ παλάτιον πρὸς τὸ πρωῒ στῆναι τὴν καθημε-
ρινὴν προέλευσιν, ἀλλὰ προέρχεται πᾶσα ἡ σύγκλητος πρωῒ
ἐν τῇ μανναύρᾳ, καὶ ἀλλάσσει ἐκεῖσε τὰ ἀλλάξιμα. καὶ πε-
ρὶ πλήρωμα τῆς δευτέρας ὥρας, ὅτε πάντα ἑτοιμασθῶσιν,
εἰσέρχονται οἱ πραιπόσιτοι καὶ οἱ τοῦ κουβουκλείου πάντες  
διὰ τῆς τοῦ Κυρίου ἐκκλησίας, καὶ περιβαλλόμενοι οἱ δεσπό-
ται τὰ διβητήσια καὶ τὰ χρυσοπερίκλειστα σαγία, ἐξέρχονται
διὰ τῶν διαβατικῶν τῶν ἁγίων μʹ καὶ τοῦ σίγματος, δηρι-
γευόμενοι ὑπό τε τοῦ κουβουκλείου καὶ τῶν μαγλαβιτῶν καὶ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56)
P. 567, line 9

ρὶ πλήρωμα τῆς δευτέρας ὥρας, ὅτε πάντα ἑτοιμασθῶσιν,


εἰσέρχονται οἱ πραιπόσιτοι καὶ οἱ τοῦ κουβουκλείου πάντες  
διὰ τῆς τοῦ Κυρίου ἐκκλησίας, καὶ περιβαλλόμενοι οἱ δεσπό-
ται τὰ διβητήσια καὶ τὰ χρυσοπερίκλειστα σαγία, ἐξέρχονται
διὰ τῶν διαβατικῶν τῶν ἁγίων μʹ καὶ τοῦ σίγματος, δηρι-
γευόμενοι ὑπό τε τοῦ κουβουκλείου καὶ τῶν μαγλαβιτῶν καὶ
τῆς ἑταιρείας, καὶ ἐξέρχονται εἰς τοῦ Κυρίου, καὶ ἅπτουσιν
κηροὺς, καὶ ἀπὸ τῶν ἐκεῖσε διέρχεται διὰ τῆς σακέλλης καὶ
τοῦ ὠάτου καὶ διὰ τοῦ ἀνιόντος στενωποῦ πρὸς τὸ τῆς μαν-
ναύρας ἡλιακόν. καὶ εἰσέρχονται εἰς τὸν μέγαν τρίκλινον,
ἐν ᾧ καὶ ὁ Σολομώντειος ἵδρυται θρόνος. κἀκεῖσε γὰρ εἰς
τὸ πρὸς ἀνατολὴν δεξιὸν μέρος κάτωθεν τῆς κόγχης ἵστανται
τὰ χρυσᾶ σελλία, καὶ ἀπόκεινται αἵ τε χλαμύδες καὶ τὰ
στέμματα, καὶ οἱ μὲν δεσπόται εἰσέρχονται ἐν τῷ ἐκεῖσε ἐξ
ἀριστερᾶς κοιτῶνι. καὶ ὅτε πάντα καλῶς εὐτρεπισθῶσιν ὑπό
τε τοῦ τῆς καταστάσεως καὶ τῶν πραιποσίτων καὶ τοῦ λο-
γοθέτου τοῦ δρόμου, εἰσέρχονται οἱ πραιπόσιτοι καὶ ὑπομι-
μνήσκουσι τοὺς δεσπότας. καὶ εὐθέως ἐξέρχονται οἱ δεσπόται
καὶ ἀπέρχονται ἔνθα αἱ χλαμύδες καὶ τὰ στέμματα ἀπόκειν-
ται, καὶ περιβαλλόμενοι τὰ αὐτὰ ὑπὸ τῶν πραιποσίτων, ἀ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 570, line 17

θεοφυλάκτῳ παλατίῳ δι' ἧς καὶ ἀνῆλθον ὁδοῦ, δηριγευόμενοι


ὑπὸ τοῦ κουβουκλείου· τοῦ δὲ κουβουκλείου στάντος ἐν τῷ
χρυσοτρικλίνῳ, ἐν τῷ διέρχεσθαι τὸν βασιλέα ἐπεύχονται
“εἰς πολλοὺς χρόνους” καὶ τὰ ἑξῆς.

Περὶ τῆς γενομένης δοχῆς ἐν τῷ περιβλέπτῳ καὶ μεγάλῳ τρικλίνῳ


τῆς μανναύρας ἐπὶ Κωνσταντίνου καὶ Ῥωμανοῦ τῶν Πορφυρογεν-
νήτων ἐν Χριστῷ βασιλέων Ῥωμαίων, ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ τῶν παρὰ
980

τοῦ Ἀμεριμνῆ ἀπὸ τῆς Ταρσοῦ ἐλθόντων πρεσβέων περὶ τοῦ ἀλλα-
γίου καὶ τῆς εἰρήνης, μηνὶ Μαΐῳ λαʹ, ἡμέρᾳ αʹ, ἰνδικτ. δʹ.

Ἰστέον, ὅτι ἐκρεμάσθη ἐν τῷ μεγάλῳ τρικλίνῳ τῆς μαν-


ναύρας, ἐν ᾧ ὁ Σολομώντειος ἵσταται θρόνος, ἁλυσίδια ἀ-
σπρόχαλκα τῆς μονῆς τῶν ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου τῶν
Ὁρμίσδου, ζʹ εἰς τὸ δεξιὸν μέρος καὶ ἑπτὰ εἰς τὸ εὐώνυμον,
καὶ εἰς τὰ δʹ μεγάλα κιόνια ἀπὸ τῆς αὐτῆς μονῆς δʹ, καὶ ἔ-
ξω τοῦ τρικλίνου εἰς τὴν μεγάλην τροπικὴν ἀπὸ τῆς αὐτῆς  
μονῆς ἕν· καὶ ἐν τούτοις τοῖς ἁλυσιδίοις ἐκρεμάσθησαν τὰ
τῆς νέας μεγάλα ἀργυρᾶ πολυκάνδηλα. ἔστησαν δὲ ἐν τῷ
αὐτῷ τρικλίνῳ τῆς μανναύρας ἐν μὲν τῷ δεξιῷ μέρει μέσον
τῶν μεγάλων κιόνων τὸ χρυσοῦν ὄργανον ἔξω τῶν ἐκεῖσε κρε-
μαμένων βήλων, καὶ ἄνωθεν αὐτοῦ ὡς πρὸς ἀνατολὴν τὸ τοῦ
Βενέτου ἀργυροῦν ὄργανον, ὁμοίως καὶ ἐν τῷ εὐωνύμῳ μέ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56)
P. 583, line 19

τε τῆς χαλκῆς καὶ τοῦ τρικλίνου τῶν σχολῶν καὶ τοῦ τρι-
βουναλίου, καὶ ἐκνεύσαντες δεξιὸν, (τὸ ἐκεῖσε γὰρ φουρνικὸν
διὰ βλαττίων ἦν ἐξωπλισμένον καὶ περιπεφραγμένον,) ἐκαθέ-
σθησαν ἐκεῖσε, ἕως ἂν συνέφθασεν ὁ βασιλεὺς καὶ πάντα τὰ
τῆς δοχῆς. ἰστέον, ὅτι, τοῦ βασιλέως ἀπὸ τοῦ παλατίου ἐλ-
θόντος εἰς τὸ μητατώριον τῆς μανναύρας καὶ εἰσελθόντος
ἐκεῖσε, ἤρξαντο οἱ ψάλται μετὰ τῶν δημοτῶν ᾄδειν τὰ βα-
σιλίκια. ἰστέον, ὅτι ὁ βασιλεὺς περιβαλλόμενος τὸ ὀκτάγω-
νον χλανίδιον καὶ τὸ μέγα λευκὸν στέμμα, ἀνῆλθεν ἐν τῷ
Σολομωντείῳ θρόνῳ, καὶ ἐκαθέσθη. καὶ μετὰ τὸ καθεσθῆναι
πάντες ἐπηύξαντο πολυχρόνιον. οἱ δὲ ψάλται, οἵ τε ἀποστο-
λῖται καὶ οἱ ἁγιοσοφῖται, ἤρξαντο ᾄδειν τὰ βασιλίκια, καὶ
εἰσήχθησαν κατὰ τὸν εἰωθότα τύπον τὰ βῆλα, καὶ τελευταῖ-  
ον οἱ φίλοι Σαρακηνοὶ κρατούμενοι παρά τε τοῦ κατεπάνω
τῶν βασιλικῶν καὶ τοῦ κόμητος τοῦ στάβλου. ἐφόρεσαν δὲ
καὶ αὐτοὶ σπέκια, οὐ τὰ ἑαυτῶν, ἀλλ' ἕτερα κάλλιστα καὶ ἀ-
ναγκαῖα, καὶ μανιάκια ἠμφιεσμένα ἀπὸ λίθων τιμίων καὶ
μαργαριτῶν μεγάλων. οὐκ ἔστιν δὲ τύπος, βαρβάτον περι-
βάλλεσθαι τοιοῦτον μανιάκιον ἢ μετὰ μαργαριτῶν ἢ καὶ λί-
θων τιμίων, ἀλλὰ δι' ἔνδειξιν καὶ μόνον τότε ὡρίσθησαν πα

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De cerimoniis aulae Byzantinae (lib. 1.84-


2.56) P. 593, line 20

κανδιδάτοι δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ τοῦ αὐτοῦ τρικλίνου μετὰ σκα-


ραμαγγίων καὶ τῶν κανδιδατικίων, κρατοῦντες τά τε Ῥω-
μαῖα σκῆπτρα καὶ τὰ πτυχία καὶ λοιπὰ σκεύη, καὶ εἰσήγα-
981

γεν ὁ λογοθέτης τοὺς φίλους Ταρσίτας Σαρακηνοὺς, καὶ ἐθεά-


σαντο τὸν βασιλέα, καὶ ὅσα ἐβούλοντο εἰπεῖν, ἐλάλησαν, καὶ
ἀποχαιρετίσαντες ἐξίεσαν, καὶ ἀπελθόντες ἐκαθέσθησαν ἐν
τῷ τρικλίνῳ τοῦ τρούλλου, τὸν παρὰ πολλοῖς κακῶς ὠάτον
λεγόμενον· ὠάτος γὰρ τὸ ἐκεῖσε χαρτοθεσίον τῆς σακέλλης
ὀνομάζεται. καὶ εἶθ' οὕτως περιβαλλόμενος ὁ βασιλεὺς τὸ
ὀκτάγωνον χλανίδιον καὶ τὸ ἄσπρον μέγα στέμμα, ἐκαθέσθη
ἐπὶ τοῦ Σολομωντείου θρόνου, καὶ πάντα τὰ τῆς δοχῆς γέ-
γονεν κατὰ τὴν προῤῥηθεῖσαν δοχὴν τῶν φίλων Ταρσιτῶν.
τούτου δὲ ἐξελθόντος, ἐκαθέσθη καὶ αὐτὸς ἔξω τῆς τοῦ Κυ-  
ρίου ἐκκλησίας ἐν ᾧ τόπῳ στέφονται οἱ βασιλεῖς, μέλλοντες
ἀπιέναι ἔφιπποι ἐν τῷ ναῷ τῶν ἁγίων ἀποστόλων, τῇ δευ-
τέρᾳ τῆς διακαινησίμου καὶ τῇ καινῇ κυριακῇ. τῇ δὲ αὐτῇ
ἡμέρᾳ ἐγένετο κλητώριον ἐν τῷ μεγάλῳ τρικλίνῳ τῶν ιθʹ ἀκου-
βίτων κατὰ τὸν τύπον καὶ τὴν τάξιν τῆς δωδεκαημέρου.
παρέστησαν γὰρ ὅ,τε τοῦ σακελλίου καὶ ὁ τοῦ βεστιαρίου καὶ
ὁ εἰδικὸς μετὰ τῶν ἰδίων νοταρίων, ὁμοίως καὶ οἱ τοῦ κου-
βουκλείου, πάντες μετὰ ἀλλαξίμων κατὰ τὸν τύπον τῆς

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. Oratio de translatione Chrysostomi


P. 308, line 22

ἐκ θείων νόμων καὶ διδαχῶν καθ' ἑκάστην τῇ ἀπλήστῳ ταύτῃ καὶ


μιαρᾷ ἐπῇδε βασιλίσσῃ ἀνελλιπῶς ὑμῖν ἐστι τῷ τούτου περιτυχοῦσι
βίῳ μαθεῖν. Ἀλλ' αὕτη πᾶσαν ἀπωσαμένη καὶ σύνεσιν καὶ αἰδῶ πρὸς
τὰς θείας καὶ σωτηριώδεις ἐπῳδὰς δυσχερῶς εἶχε καὶ βαρέως καὶ
ἐπαχθῶς μᾶλλον διετίθετο τῷ ἁγίῳ κακῶς καθ' ἑαυτὴν πρὸ τοῦ
ἀνοίᾳ βουλευσαμένη καὶ κακῶς φρενὸς ἐπαφῆκε κατὰ τῆς μακα-
ρίας ἐκείνης καὶ ἁγίας ψυχῆς. Τοῖς οὖν τοιούτοις παναισχίστοις συνερ-
γοῖς καὶ συμπράκτορσιν ἡ μαινὰς ἐκείνη χρωμένη καὶ δαιμονῶσα καὶ
κακῶν προαχθεῖσα γεννητόρων καὶ διδαγμάτων κινεῖ κατὰ τῆς ἀλήπτου
ψυχῆς ἐκείνης καὶ σεβασμίας, ἃς ἤδη συνήγαγε μαγγανείας καὶ τερατείας.
Καὶ μέντοι ἡ σολομώντιος βδέλλα καὶ ῥυπαρὰ συνεργὸν πλουτοῦσα
τὸν κοινωνὸν τοῦ λέχους καὶ τῆς ἀνοίας, ἴστε τὰ τολμηθέντα, τὴν
ὑπερορίαν καὶ τὰ μέχρι τοῦ δεῦρο κροτούμενα. Ἀλλ' ἐπανακτέον
τὸν λόγον πρὸς τὴν νύσσαν τῆς ὑποθέσεως. Καὶ πρῶτα μὲν τὴν βασι-
λέως ὑποποιεῖται ἁπλότητα ἢ τό γε ἀληθὲς εἰπεῖν μᾶλλον κουφότητα,
καὶ γὰρ ἥμερος ἦν τῷ ὄντι καὶ γυναικώδης ὁ βασιλεύς, ἔπειτα τοὺς
τὴν ἱερατικὴν ἀνελευθέρως ὑποκρινομένους σκηνὴν καὶ τὸ πρᾶγμα
κακῶς καπηλεύοντας, οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ τοὺς πεπαυμένους τοῦ ἱερᾶ-
σθαι τῇ Ἰωάννου κρίσει διὰ τὴν οἰκείαν τῶν τρόπων φαυλότητα κοι-
νωνοὺς ποιησαμένη τοσούτου τολμήματος τὴν ἄδικον ἐξορίαν κυροῖ
κατ' αὐτοῦ καὶ τὴν τῆς ἐκκλησίας περιαιρεῖται εὐπρέπειαν καὶ πενθίμῳ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 58, line 3

 Σεροὺχ δὲ γενόμενος ἐτῶν ρλʹ ἐγέννησε τὸν Ναχὼρ καὶ


μετὰ τοῦτο ἔζησεν ἔτη ςʹ καὶ ἀπέθανε ζήσας τὰ πάντα ἔτη τλʹ.
982

ὃς πρῶτος ἤρξατο τοῦ Ἑλληνικοῦ δόγματος διὰ τοὺς πάλαι


γενομένους πολεμιστὰς ἢ ἡγεμόνας ἢ πράξαντάς τι ἀνδρεῖον
ἀρετῆς καὶ μνήμης ἄξιον, οὓς καὶ ἀνδριᾶσι στηλῶν ἐτίμησεν
ὡς ἀγαθόν τι πεπραχότας. οἱ δὲ μετὰ ταῦτα ἄνθρωποι
ἀγνοοῦντες τὴν τῶν προγόνων γνώμην, ὅτι ὡς προπάτορας
καὶ ἀγαθῶν πραγμάτων ἐπινοητὰς ἐτίμησαν μνήμης καὶ  
μόνον χάριν, ὡς θεοὺς οὐρανίους ἐτίμων καὶ ἔθυον αὐτοῖς
καὶ οὐχ ὡς ἀνθρώπους θνητοὺς γενομένους. ὧν τὴν ἀσέ-
βειαν Σολομὼν στηλιτεύων φάσκει· τὸν πρὸ ὀλίγου τιμη-
θέντα ἄνθρωπον νῦν εἰς σέβασμα ἐλογίσαντο.
 Σαφέστερον δὲ καὶ διεξοδικώτερον τὴν παράνοιαν τού-
των καὶ ἀθεΐαν διελέγχων ὁ μέγας Ἀθανάσιος τοιάδε φησίν·
σαθρᾶς τοίνυν τῆς τοιαύτης αὐτῶν διανοίας φαινομένης,
ἀνάγκη τὴν ἀλήθειαν διαλάμπειν τῆς ἐκκλησιαστικῆς δια-
γνώσεως. οὔτε γὰρ τὸ κακὸν παρὰ θεοῦ οὔτε ἐν θεῷ, οὔτε
μὴν οὐσία τίς ἐστιν, ἀλλ' ἄνθρωποι κατὰ στέρησιν τῆς τοῦ
καλοῦ φαντασίας ἐπινοεῖν ἤρξαντο καὶ ἅμα πλάττειν τὰ οὐκ
ὄντα καὶ ἅπερ ἐβούλοντο. ὥσπερ γὰρ ἄν τις ἡλίου φαίνοντος
καμμύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑαυτῷ σκότος ἐπινοεῖ καὶ λοιπὸν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 104, line 19

ἐσχάτην ἄνοιαν, μᾶλλον δὲ τἀληθέστερον εἰπεῖν κτηνωδίαν


τε καὶ δυσσέβειαν. εἰκότως οὖν περὶ τῶν τοιούτων ὁ μὲν
ἀπόστολος ἔλεγεν· ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν,
καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία. φάσκοντες εἶναι
σοφοὶ ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου
θεοῦ ἐν ὁμοιώματι φθαρτοῦ ἀνθρώπου. διὸ καὶ παρέδωκεν
αὐτοὺς ὁ θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς
ἀδόκιμον νοῦν καὶ εἰς πάθη ἀτιμίας. οἵ τινες μετήλλαξαν
τὴν ἀλήθειαν τοῦ θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ
ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς
εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀμήν. ὁ δὲ Σολομὼν ὡσαύτως ἔφη· μά-
ταιοι μὲν γὰρ πάντες ἄνθρωποι φύσει, οἷς πάρεστιν ἀγνω-
σία θεοῦ. καί· σποδὸς ἡ καρδία αὐτῶν καὶ γῆς εὐτελεστέρα
ἡ ἐλπὶς αὐτῶν, ὅτι ἠγνόησαν τὸν ποιήσαντα αὐτοὺς καὶ τὸν
ἐμπνεύσαντα αὐτοῖς ψυχὴν νοερὰν καὶ τὸν ἐμφυσήσαντα αὐ-
τοῖς πνεῦμα ζωτικόν.  
 Ἐφ' ὧν χρόνων καὶ πῦρ κατὰ τῆς πενταπόλεως Σοδό-
μων καὶ Γομόρρων ὁ θεὸς ὑετίζει καὶ ἀναλίσκει μὲν ἐξ
αὐτῆς ἅπαν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων παρεκτὸς Λὼτ ἀνεψιοῦ
Ἁβραὰμ καὶ τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ. διαφθείρει δὲ καὶ
αὐτὸ ἅπαν τῆς γῆς τὸ ἀνάστημα, καὶ τῆς προκειμένης

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 136, line 22

αὐτοῦ καὶ ποιήσει ἀδικίαν πᾶσαι αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ ἃς


ἐποίησεν οὐ μὴ μνησθῶσιν. ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ αὐτοῦ ἀποθα-
983

νεῖται. καί· δικαιοσύνη δικαίου οὐ μὴ ἐξελεῖται αὐτὸν ἐν


ᾗ ἂν ἡμέρᾳ πλανηθῇ. ὅρα γὰρ ὅπως οὔτε τὰ ἐν τοσούτοις
ἔτεσιν αὐτοῦ πλεῖστα καὶ διάφορα καὶ ὑπὲρ λόγον ἀριστεύ-
ματα καὶ αἱ συνεχεῖς μετὰ ταῦτα δεήσεις καὶ ἱκετηρίαι τὸν
θεὸν ἐδυσώπησαν, οὔτε μὴν ἡ προλαβοῦσα τηλικαύτη καὶ
τοσαύτη δόξα τε καὶ οἰκείωσις καὶ προσεδρεία εἰς οἶκτον
καὶ συγγνώμην τοῦ σφάλματος ἐπισπάσασθαι τὸν θεὸν τηνι-
καῦτα δεδύνηνται διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ἀξιώματος εὔδηλον
ὅτι κατὰ τὸν Σολομῶντα. φησὶ γάρ· κρίσις ἀπότομος ἐν
τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται. καί· τοῖς κραταιοῖς ἰσχυρὰ ἐφίσταται  
ἔρευνα. διδάσκει δέ γε διὰ τούτων ἡμᾶς ὁ θεός, ὡς τοὺς
ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ, καὶ τοῖς ἄλλοις
ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι μακροθυμῶν τοῖς ἁγίοις
ταύτης οὐ μεταδίδωσι τῆς συγγνώμης. ὅθεν ὁ μὲν Σολομὼν
αὖθίς φησιν· ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους,
δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται. ὁ δὲ κύριος· ᾧ μὲν γὰρ
ὀλίγον ἐδόθη, φησίν, ὀλίγον καὶ ἀπαιτήσουσι παρ' αὐτοῦ,
ᾧ δὲ πολὺ ἐδόθη, πολὺ καὶ ἀπαιτήσουσι παρ' αὐτοῦ. οὐ-
κοῦν εὔκαιρον ὄντως εἰπεῖν ἐνταῦθα· ὢ βάθος πλούτου

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 137, line 4

ματα καὶ αἱ συνεχεῖς μετὰ ταῦτα δεήσεις καὶ ἱκετηρίαι τὸν


θεὸν ἐδυσώπησαν, οὔτε μὴν ἡ προλαβοῦσα τηλικαύτη καὶ
τοσαύτη δόξα τε καὶ οἰκείωσις καὶ προσεδρεία εἰς οἶκτον
καὶ συγγνώμην τοῦ σφάλματος ἐπισπάσασθαι τὸν θεὸν τηνι-
καῦτα δεδύνηνται διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ἀξιώματος εὔδηλον
ὅτι κατὰ τὸν Σολομῶντα. φησὶ γάρ· κρίσις ἀπότομος ἐν
τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται. καί· τοῖς κραταιοῖς ἰσχυρὰ ἐφίσταται  
ἔρευνα. διδάσκει δέ γε διὰ τούτων ἡμᾶς ὁ θεός, ὡς τοὺς
ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ, καὶ τοῖς ἄλλοις
ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι μακροθυμῶν τοῖς ἁγίοις
ταύτης οὐ μεταδίδωσι τῆς συγγνώμης. ὅθεν ὁ μὲν Σολομὼν
αὖθίς φησιν· ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους,
δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται. ὁ δὲ κύριος· ᾧ μὲν γὰρ
ὀλίγον ἐδόθη, φησίν, ὀλίγον καὶ ἀπαιτήσουσι παρ' αὐτοῦ,
ᾧ δὲ πολὺ ἐδόθη, πολὺ καὶ ἀπαιτήσουσι παρ' αὐτοῦ. οὐ-
κοῦν εὔκαιρον ὄντως εἰπεῖν ἐνταῦθα· ὢ βάθος πλούτου
καὶ σοφίας καὶ γνώσεως θεοῦ. ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα
αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ. καί· φοβερὸν τὸ
ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας θεοῦ ζῶντος. καί· φοβερὸν τὸ πρόσω-
πον κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά, διότι κατὰ τὸ πολὺ ἔλεος
αὐτοῦ οὕτω καὶ πολὺς ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 150, line 5


984

ὁ θεὸς εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτῶν κατὰ τὸν λόγον καὶ τὴν
παραβολὴν Ἰωάθαμ υἱοῦ Ἱεροβαάλ.
 Ἰστέον οὖν, φησὶν ὁ ἀοίδιμος Χρυσόστομος, ὡς πολυσή-
μαντόν ἐστι τὸ ὄνομα τῆς παραβολῆς. ἔστι γὰρ παραβολὴ
λάλημα καὶ ὑπόδειγμα καὶ ὀνειδισμός, ὡς ὅταν λέγει Δαυίδ·
ἔθου ἡμᾶς εἰς παραβολὴν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, κίνησιν κεφαλῆς  
ἐν τοῖς λαοῖς. ἔστι δὲ παραβολὴ αἰνιγματώδης λόγος, ὃ
πολλοὶ λέγουσι ζήτημα, ἐμφαῖνον μέν τι, οὐκ αὐτόθεν δὲ
πάντως δῆλον ὂν ἀπὸ τῶν ῥημάτων, ἀλλ' ἔχον ἐντὸς κε-
κρυμμένην διάνοιαν, ὡς ὅταν ὁ Σαμψὼν ἔλεγεν· ἐξῆλθεν
ἀπὸ στόματος ἰσχυροῦ γλυκύ. καὶ Σολομὼν ἔφη· τότε νοή-
σεις παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον. λέγεται δὲ παραβολὴ καὶ
ἡ ὁμοίωσις. ἄλλην γάρ, φησίν, παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς
λέγων· ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπεί-
ροντι καλὸν σπέρμα. καὶ παραβολὴ λέγεται ἡ τροπολογία,
οἷόν ἐστι τό· υἱὲ ἀνθρώπου, εἶπον αὐτοῖς τὴν παραβολὴν
ταύτην· ὁ ἀετὸς ὁ μεγαλοπτέρυγος, ἀετὸν λέγων τὸν βασι-
λέα. παραβολὴ λέγεται καὶ ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκών, ὡς καὶ
Παῦλος ἔφη· πίστει προσενήνοχεν Ἁβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειρα-
ζόμενος καὶ τὸν μονογενῆ προσέφερεν ὁ τὰς ἐπαγγελίας
δεξάμενος, ὅθεν καὶ ἐν παραβολῇ αὐτὸν ἐκομίσατο,

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 172, line 4

τῷ Δαυίδ, ὁπότε ἠλλοίωσε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐναντίον


Ἀβιμέλεχ, καὶ ἀπέλυσεν αὐτόν), ἡ δὲ ἱστορία Ἀγχοὺς αὐτὸν
προσηγόρευσεν; καὶ φαμέν, ὡς τοιοῦτόν τινα λόγον φθά-
σαντα εἰς ἡμᾶς ἐκ παραδόσεως, ὅτι οἱ βασιλεῖς τῶν ἀλλο-
φύλων κοινὸν μὲν εἶχον ὄνομα τὸ Ἀβιμέλεχ, ἴδιον δὲ ἕκαστος
ὃ προσηγορεύετο. ὡς καὶ ἐπὶ τῆς Ῥωμαϊκῆς ἔστιν ἰδεῖν
βασιλείας Καίσαρας μὲν λεγομένους κοινῶς καὶ Αὐγούστους,  
ἄλλα δὲ τὰ κύρια ἑαυτῶν κεκτημένους ὀνόματα. ὅπερ καὶ παρ'
Αἰγυπτίοις τὸ Φαραώ ἐστιν. φαίνεται γὰρ Φαραὼ λεγόμενος
καὶ ὁ ἐπὶ Ἰωσήφ, καὶ ὁ ἐπὶ Μωϋσέως Φαραὼ μετὰ γενεὰς δʹ
ἐγερθεὶς βασιλεὺς Αἰγύπτου, καὶ ὁ ἐπὶ Σολομῶντος Φαραώ,
(ἔλαβε, γάρ φησιν, τὴν θυγατέρα Φαραώ), καὶ ὁ ἐπὶ Ἱερε-
μίου πάλιν βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου Φαραὼ προσηγορεύετο.
οὕτω δὲ καὶ Ἀβιμέλεχ κατὰ τοὺς χρόνους ἦν Ἁβραάμ, καὶ
ὁ ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰσαάκ, καὶ ὁ νῦν λεγόμενος ἐπὶ τῶν
καιρῶν Δαυὶδ Ἀβιμέλεχ εἴρηται ἐν τῇ ἐπιγραφῇ τὸ κοινὸν
μὲν τῆς βασιλείας ὄνομα, Ἀγχοὺς δὲ ὑπὸ τῆς ἱστορίας λέ-
λεκται, ὅπερ ἰδίως αὐτῷ ἦν ἐκ γεννητῆς ἐπικείμενον.

[βʹ. Περὶ Δαυίδ.]

 Μετὰ δὲ Σαοὺλ ἐβασίλευσε Δαυὶδ ἐκ φυλῆς Ἰούδα ἔτη


μʹ. ὃς καὶ ἐποίησε τὰ θελήματα τοῦ θεοῦ πάντα κατὰ τὸ
985

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 186, line 16

γενόμενος. φησὶ γὰρ ὀνειδίζων αὐτὸν ὁ θεὸς διὰ Νάθαν


πάλιν οὕτως· ἐγὼ ἔχρισά σε εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ
ἐρρυσάμην σε ἐκ χειρὸς Σαοὺλ καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον
τοῦ κυρίου σου καὶ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, καὶ εἰ
μικρόν ἐστιν, καὶ προσθήσω σοι κατὰ ταῦτα. καὶ τί ὅτι
οὐκ ἐφύλαξας τὴν ἐντολήν μου. τότε ἀκούσονται οἱ εὐημε-
ροῦντες νῦν καὶ τὰς ἐντολὰς κυρίου μὴ φυλάξαντες· ἀμήν,
λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. πορεύεσθε εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώ-
τερον. καὶ ταῦτα μὲν οὕτως.
 Ὁ οὖν μακάριος Δαυὶδ πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ καλέσας
τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα εἶπεν αὐτῷ· Σολομών, τέκνον
μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ
ὀνόματι κυρίου τοῦ θεοῦ, καὶ ἐγένετο λόγος κυρίου ἐπ' ἐμὲ
λέγων· αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας καὶ πολέμους ἐποίησας
μεγάλους, οὐκ οἰκοδομήσεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. ἰδοὺ
υἱὸς τίκτεταί σοι, καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἀπὸ πάντων τῶν
ἐχθρῶν αὐτοῦ τῶν ὄντων κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα
αὐτῷ, καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου. καὶ
νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ τὴν πτωχείαν  
μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον κυρίου χρυσίου τάλαντα χιλιάδας ρʹ
καὶ ἀργυρίου τάλαντα χιλίας χιλιάδας καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 199, line 2

αὐτοῦ εἰκότως ἐκ παραλλήλου καὶ τῶν πάλαι γεγενημένων


ἀρίστων σοφῶν ἐμνήσθη καὶ τοὺς Αἰγυπτίους προστέθεικεν
ὡς δοκοῦντας παρὰ πᾶσιν εἶναι σοφωτέρους τε καὶ φρονί-
μους. καὶ γάρ, ὡς Ἕλληνες ἱστοροῦσιν, καὶ Φερεκύδης ὁ
Σύριος καὶ Πυθαγόρας ὁ Σάμιος καὶ Ἀναξαγόρας ὁ Κλαζο-
μένιος καὶ Πλάτων ὁ Ἀθηναῖος πρὸς τούτους ἐξεδήμησαν
θεολογίαν καὶ φυσιολογίαν ἀκριβεστέραν μαθήσεσθαι παρ'
αὐτῶν ἐλπίσαντες. καὶ δὴ καὶ περὶ τοῦ Μωϋσέως διεξιὼν  
ὁ θεῖος λόγος ἔφη ὅτι· ἐπαιδεύθη ἐν πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων.
τούτους, φησίν, ἅπαντας ὁ Σολομὼν ἀπέκρυψεν ἅτε θεόθεν
τῆς σοφίας τὸ δῶρον δεξάμενος. ὅθεν ἐπήγαγεν· καὶ ἐσο-
φίσατο ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους καὶ ἐλάλησε τρισχιλίας παρα-
βολάς, καὶ ἦσαν ᾠδαὶ αὐτοῦ πεντακισχίλιαι, καὶ ἐλάλησε
περὶ τῶν ξύλων ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ
ἕως τῆς ὑσσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τοίχου, καὶ
ἐλάλησε περὶ τῶν κτηνῶν καὶ περὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ περὶ
τῶν πετεινῶν καὶ περὶ τῶν ἰχθύων. τὴν δὲ τούτων ἀπώ-
λειαν ὁ πολυΐστωρ Εὐσέβιος οὕτως ἔφη· τὰς γάρτοι βίβλους
τοῦ Σολομῶντος τὰς περὶ τῶν παραβολῶν καὶ ᾠδῶν, ἐν αἷς
περὶ φυτῶν καὶ παντοίων ζώων φυσιολογίας χερσαίων
986

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 199, line 11

ὁ θεῖος λόγος ἔφη ὅτι· ἐπαιδεύθη ἐν πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων.


τούτους, φησίν, ἅπαντας ὁ Σολομὼν ἀπέκρυψεν ἅτε θεόθεν
τῆς σοφίας τὸ δῶρον δεξάμενος. ὅθεν ἐπήγαγεν· καὶ ἐσο-
φίσατο ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπους καὶ ἐλάλησε τρισχιλίας παρα-
βολάς, καὶ ἦσαν ᾠδαὶ αὐτοῦ πεντακισχίλιαι, καὶ ἐλάλησε
περὶ τῶν ξύλων ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ καὶ
ἕως τῆς ὑσσώπου τῆς ἐκπορευομένης διὰ τοῦ τοίχου, καὶ
ἐλάλησε περὶ τῶν κτηνῶν καὶ περὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ περὶ
τῶν πετεινῶν καὶ περὶ τῶν ἰχθύων. τὴν δὲ τούτων ἀπώ-
λειαν ὁ πολυΐστωρ Εὐσέβιος οὕτως ἔφη· τὰς γάρτοι βίβλους
τοῦ Σολομῶντος τὰς περὶ τῶν παραβολῶν καὶ ᾠδῶν, ἐν αἷς
περὶ φυτῶν καὶ παντοίων ζώων φυσιολογίας χερσαίων πε-
τεινῶν τε καὶ νηκτῶν καὶ ἰαμάτων πάθους παντὸς γραφεί-
σας αὐτῷ, ἀφ' ὧν οἱ τῶν Ἑλλήνων ἰατροσοφισταὶ σφετερι-
σάμενοι καὶ τὰς ἀφορμὰς εἰληφότες, ἀφανεῖς ἐποίησεν
Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς, ἐπειδὴ τὰς θεραπείας τῶν νοσημάτων
ἔνθεν κομιζόμενος ὁ λαὸς περιώρα τὰς ἰάσεις αἰτεῖν παρὰ
θεῷ. καὶ μέντοι καὶ Ἰώσηπος τούτου πολλῶν μέμνηται
πονημάτων ἐγγράφως πεποιημένων, ὡς ὅτι καὶ ἐπῳδὰς κατὰ
δαιμόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπενόησεν, αἷς, φησίν, οἶδα χρώ-
μενον Ἐλεάζαρ τὸν Ἰουδαῖον ἐπὶ Οὐεσπασιανοῦ καὶ Τίτου

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 199, line 23

τεινῶν τε καὶ νηκτῶν καὶ ἰαμάτων πάθους παντὸς γραφεί-


σας αὐτῷ, ἀφ' ὧν οἱ τῶν Ἑλλήνων ἰατροσοφισταὶ σφετερι-
σάμενοι καὶ τὰς ἀφορμὰς εἰληφότες, ἀφανεῖς ἐποίησεν
Ἐζεκίας ὁ βασιλεύς, ἐπειδὴ τὰς θεραπείας τῶν νοσημάτων
ἔνθεν κομιζόμενος ὁ λαὸς περιώρα τὰς ἰάσεις αἰτεῖν παρὰ
θεῷ. καὶ μέντοι καὶ Ἰώσηπος τούτου πολλῶν μέμνηται
πονημάτων ἐγγράφως πεποιημένων, ὡς ὅτι καὶ ἐπῳδὰς κατὰ
δαιμόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπενόησεν, αἷς, φησίν, οἶδα χρώ-
μενον Ἐλεάζαρ τὸν Ἰουδαῖον ἐπὶ Οὐεσπασιανοῦ καὶ Τίτου
δακτύλιον τιθέντα ἐν τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχοντος ἐν σφραγῖδι
ῥίζαν ἔχοντα, ἐξ ὧν ὁ Σολομὼν ὑπέδειξεν, καὶ ὀσφραινό-  
μενον τὸ δαιμόνιον εὐθὺς ἐξέλκεσθαι, σημείου ὑπὸ τοῦ
Ἐλεαζάρου τιθεμένου ποτηρίου μεστοῦ ὕδατος ἢ ποδονιπτῆ-
ρος, ὃ καὶ συνέτριβε τὸ δαιμόνιον φεῦγον.
 Καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς
γῆς πλούτῳ καὶ φρονήσει, καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς ἐζήτουν
ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ
παρεγένοντο φέροντες ἕκαστος κατ' ἐνιαυτὸν τὰ δῶρα αὐτῶν,
σκεύη χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν καὶ ἡδύσματα καὶ ἵππους καὶ
ἡμιόνους. καὶ ἦσαν αὐτῷ χίλια τετρακόσια ἅρματα καὶ ἵπ-
ποι θήλειαι τοκάδες χιλιάδες μʹ καὶ ἵπποι εἰς ἅρματα
987

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 200, line 4

ἔνθεν κομιζόμενος ὁ λαὸς περιώρα τὰς ἰάσεις αἰτεῖν παρὰ


θεῷ. καὶ μέντοι καὶ Ἰώσηπος τούτου πολλῶν μέμνηται
πονημάτων ἐγγράφως πεποιημένων, ὡς ὅτι καὶ ἐπῳδὰς κατὰ
δαιμόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπενόησεν, αἷς, φησίν, οἶδα χρώ-
μενον Ἐλεάζαρ τὸν Ἰουδαῖον ἐπὶ Οὐεσπασιανοῦ καὶ Τίτου
δακτύλιον τιθέντα ἐν τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχοντος ἐν σφραγῖδι
ῥίζαν ἔχοντα, ἐξ ὧν ὁ Σολομὼν ὑπέδειξεν, καὶ ὀσφραινό-  
μενον τὸ δαιμόνιον εὐθὺς ἐξέλκεσθαι, σημείου ὑπὸ τοῦ
Ἐλεαζάρου τιθεμένου ποτηρίου μεστοῦ ὕδατος ἢ ποδονιπτῆ-
ρος, ὃ καὶ συνέτριβε τὸ δαιμόνιον φεῦγον.
 Καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς
γῆς πλούτῳ καὶ φρονήσει, καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς ἐζήτουν
ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ
παρεγένοντο φέροντες ἕκαστος κατ' ἐνιαυτὸν τὰ δῶρα αὐτῶν,
σκεύη χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν καὶ ἡδύσματα καὶ ἵππους καὶ
ἡμιόνους. καὶ ἦσαν αὐτῷ χίλια τετρακόσια ἅρματα καὶ ἵπ-
ποι θήλειαι τοκάδες χιλιάδες μʹ καὶ ἵπποι εἰς ἅρματα χιλιά-
δες ιβʹ. καὶ ἦν ἡγούμενος τῶν βασιλέων πάντων ἀπὸ τοῦ
ποταμοῦ Εὐφράτου ἕως γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἕως ὁρίων Αἰ-
γύπτου. καὶ βασίλισσα Σαβά, ἥτις ἐλέγετο Σίβυλλα παρ'
Ἕλλησιν, ἀκούσασα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἦλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 201, line 23

περὶ τούτων πάντων, καὶ οὐκ ἐπίστευον. καὶ ἰδοὺ οὐκ


ἔστι τὸ ἥμισυ καθὼς ἀπηγγέλη μοι, ὅτι πλείονα ἑώρακα
ὑπὲρ ὧν ἤκουσα. μακάριαι οὖν αἱ γυναῖκες καὶ οἱ παῖδές
σου οἱ παρεστηκότες οὗτοι ἐνώπιόν σου καὶ ἀκούοντες τοὺς
λόγους τῆς φρονήσεώς σου. καὶ δοῦσα αὐτῷ χρυσίου τά-
λαντα ρκʹ καὶ ἡδύσματα πολλὰ σφόδρα καὶ λίθους τιμίους
καὶ δὴ καὶ τὴν τοῦ ὀποβαλσάμου ῥίζαν, ἀφ' οὗ ἡ Παλαι-
στίνη τοῦτο γεώργιον ἔσχεν, ὥς φησιν Ἰώσηπος, ὑπέστρεψεν
εἰς τὴν γῆν αὐτῆς ὑπερεκπληττομένη λίαν. περὶ ἧς καὶ
ὁ κύριος ἔφη· βασίλισσα νότου ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς
γῆς, ἵνα ἴδῃ τὴν σοφίαν Σολομῶντος.
 Πρὸς ὃν μέντοι γε καὶ Σιρὰχ τραγικώτερον ἔλεγεν· Σο-  
λομών, ἐσοφίσθης ἐν νεότητί σου καὶ ἐνεπλήσθης ὡς ποτα-
μὸς συνέσεως. γῆν ἐπεκάλυψεν ἡ σοφία σου, καὶ ἐνέπλη-
σας ἐν παραβολαῖς αἰνιγμάτων. εἰς νήσους πόρρω καὶ μακρὰς
χώρας ἀφίκετό σου τὸ μνημόσυνον, καὶ ἠγαπήθης ἐν τῇ
εἰρήνῃ σου, ᾗ κατέπαυσεν ὁ θεὸς κυκλόθεν. ἐν ᾠδαῖς καὶ
παροιμίαις καὶ παραβολαῖς καὶ ἑρμηνείαις ἐθαυμαστώθης,
καὶ συνήγαγες ὡς κασσίτηρον τὸ χρυσίον καὶ ὡς μόλιβδον
ἐπλήθυνας ἀργύριον. ἀλλὰ παρενέκλινας τὰς λαγόνας σου
γυναιξὶ καὶ ἐνεξουσιάσθης ἐν τῷ σώματί σου. ἔδωκας μῶ
988

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 202, line 1

ὑπὲρ ὧν ἤκουσα. μακάριαι οὖν αἱ γυναῖκες καὶ οἱ παῖδές


σου οἱ παρεστηκότες οὗτοι ἐνώπιόν σου καὶ ἀκούοντες τοὺς
λόγους τῆς φρονήσεώς σου. καὶ δοῦσα αὐτῷ χρυσίου τά-
λαντα ρκʹ καὶ ἡδύσματα πολλὰ σφόδρα καὶ λίθους τιμίους
καὶ δὴ καὶ τὴν τοῦ ὀποβαλσάμου ῥίζαν, ἀφ' οὗ ἡ Παλαι-
στίνη τοῦτο γεώργιον ἔσχεν, ὥς φησιν Ἰώσηπος, ὑπέστρεψεν
εἰς τὴν γῆν αὐτῆς ὑπερεκπληττομένη λίαν. περὶ ἧς καὶ
ὁ κύριος ἔφη· βασίλισσα νότου ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς
γῆς, ἵνα ἴδῃ τὴν σοφίαν Σολομῶντος.
 Πρὸς ὃν μέντοι γε καὶ Σιρὰχ τραγικώτερον ἔλεγεν· Σο-  
λομών, ἐσοφίσθης ἐν νεότητί σου καὶ ἐνεπλήσθης ὡς ποτα-
μὸς συνέσεως. γῆν ἐπεκάλυψεν ἡ σοφία σου, καὶ ἐνέπλη-
σας ἐν παραβολαῖς αἰνιγμάτων. εἰς νήσους πόρρω καὶ μακρὰς
χώρας ἀφίκετό σου τὸ μνημόσυνον, καὶ ἠγαπήθης ἐν τῇ
εἰρήνῃ σου, ᾗ κατέπαυσεν ὁ θεὸς κυκλόθεν. ἐν ᾠδαῖς καὶ
παροιμίαις καὶ παραβολαῖς καὶ ἑρμηνείαις ἐθαυμαστώθης,
καὶ συνήγαγες ὡς κασσίτηρον τὸ χρυσίον καὶ ὡς μόλιβδον
ἐπλήθυνας ἀργύριον. ἀλλὰ παρενέκλινας τὰς λαγόνας σου
γυναιξὶ καὶ ἐνεξουσιάσθης ἐν τῷ σώματί σου. ἔδωκας μῶ-
μον ἐν τῇ δόξῃ σου καὶ ἐβεβήλωσας τὸ σπέρμα σου ἐπα-
γαγεῖν ὀργὴν ἐπὶ τὰ τέκνα σου. οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ αὐτὸς

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 204, line 9

 Καὶ γὰρ πολλῆς εἰρήνης καὶ πολυολβίας ἀδείας τε καὶ  


τρυφῆς ἀπήλαυσεν. ἀλλ' ὕστερον εἰς πικρίαν ἡ σπατάλη καὶ
ἡ ἡδονὴ γέγονεν αὐτῷ καὶ ἀκολασίας ὑπόθεσις. ὅθεν φησίν·
ἐμίσησα σύμπασαν τὴν ζωὴν καὶ πάντα τὸν μόχθον μου, ὅτι
πάντα ματαιότης. ἐξ ἧς προφάσεως καὶ παρατροπῆς ὁ γεν-
νάδας οἴμοι πρὸς τὴν ἀσέβειαν ἐξώκειλεν. ὅπερ οὖν καὶ
αὐτὸς δηλῶν αὖθις διὰ τοῦ πρὸς γυναῖκας ὀλίσθου ἐπήγαγε
φάσκων· εὗρον πικρότερον ὑπὲρ τὸν θάνατον σὺν τὴν γυ-
ναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα καὶ σαγήνη καρδίας. ταύτῃ τοί
φησιν· καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἦσαν
αὐτῷ ἄρχουσαι ψʹ καὶ παλλακαὶ τʹ. καὶ ἔλαβε γυναῖκας
Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, Σύρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας
καὶ Ἀμορραίας ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖπε κύριος τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ. καὶ ἐγένετο ἐν καιρῷ γήρως αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ
καρδία αὐτοῦ μετὰ κυρίου θεοῦ αὐτοῦ καθὼς ἡ καρδία
Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι γυ-
ναῖκες τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. καὶ τότε
ᾠκοδόμησε Σολομὼν ναὸν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ καὶ τῇ
Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ οὕτως ἐποίησε ταῖς ἀλ-
λοτρίαις αὐτοῦ γυναιξὶ πάσαις, αἵτινες ἐθυμίων καὶ ἔθυον
989

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 204, line 17

φάσκων· εὗρον πικρότερον ὑπὲρ τὸν θάνατον σὺν τὴν γυ-


ναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα καὶ σαγήνη καρδίας. ταύτῃ τοί
φησιν· καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἦσαν
αὐτῷ ἄρχουσαι ψʹ καὶ παλλακαὶ τʹ. καὶ ἔλαβε γυναῖκας
Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, Σύρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας
καὶ Ἀμορραίας ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν ἀπεῖπε κύριος τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ. καὶ ἐγένετο ἐν καιρῷ γήρως αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ἡ
καρδία αὐτοῦ μετὰ κυρίου θεοῦ αὐτοῦ καθὼς ἡ καρδία
Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐξέκλιναν αἱ ἀλλότριαι γυ-
ναῖκες τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν αὐτῶν. καὶ τότε
ᾠκοδόμησε Σολομὼν ναὸν τῷ Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ καὶ τῇ
Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ οὕτως ἐποίησε ταῖς ἀλ-
λοτρίαις αὐτοῦ γυναιξὶ πάσαις, αἵτινες ἐθυμίων καὶ ἔθυον
τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ἐποίησε Σολομὼν τὸ πονηρὸν
ἐνώπιον κυρίου καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω κυρίου ὡς Δαυὶδ
ὁ πατὴρ αὐτοῦ. καὶ ὠργίσθη κύριος ἐπὶ Σολομών, ὅτι
ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ κυρίου θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ
ὀφθέντος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ μὴ πορεύεσθαι
ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τὸ παράπαν. καὶ εἶπε κύριος πρὸς
αὐτόν· ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξάς μου τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ  
προστάγματα ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαρρήσσων διαρρήξω τὴν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 392, line 20

σίαν τοῦ λαοῦ μου ἐπιστρέψει. περὶ ἧς οἰκοδομῆς καὶ Ἀγ-


γαῖος φάσκει· τῷ δευτέρῳ ἔτει ἐπὶ Δαρείου ἐλάλησε κύριος
πρός με λέγων· εἰπὸν δὴ πρὸς Ζοροβάβελ καὶ πρὸς Ἰησοῦν
τὸν ἱερέα καὶ πρὸς πάντας τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ λέ-
γων· τίς ἐξ ὑμῶν, ὃς εἶδε τὸν οἶκον τοῦτον ἐν τῇ δόξῃ
αὐτοῦ τῇ ἔμπροσθεν; καὶ πῶς νῦν βλέπετε αὐτὸν ὡς οὐχ
ὑπάρχοντα ἐνώπιον ὑμῶν; καὶ νῦν κατίσχυε, Ζοροβάβελ καὶ
Ἰησοῦ καὶ πᾶς ὁ λαός, καὶ οἰκοδομήσετε τὸν οἶκον, καὶ
εὐδοκήσω ἐν αὐτῷ. καὶ ἔσται ἡ δόξα τοῦ οἴκου τούτου ἡ
ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν πρώτην, λέγει κύριος. ὥσπερ τοίνυν Σο-
λομὼν τῆς πρώτης οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ γέγονε δομήτωρ,
οὕτω Ζοροβάβελ τῆς δευτέρας καὶ ἐσχάτης. φησὶ γὰρ Ζαχα-
ρίας· αἱ χεῖρες Ζοροβάβελ ἐθεμελίωσαν τὸν οἶκον τοῦτον,
καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπιτελέσουσιν αὐτόν. εἰ μὲν οὖν ἔμελλε
πάλιν ἀναστήσεσθαι, εἶπεν ἂν ὁ προφήτης· καὶ ἔσται ἡ
δόξα τοῦ οἴκου τούτου ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν ἔμπροσθεν. τῷ
δὲ εἰπεῖν· ὑπὲρ τὴν πρώτην, τὴν δευτέραν ἐσχάτην ὑπέφηνε
καὶ τελευταίαν. ὡς γὰρ οὐκ ἔστι τῆς πρώτης προτέρα, οὕτως  
οὐδὲ τῆς ἐσχάτης ἐσχατωτέρα. ὥστε οὖν, εἰ μὲν εἶπεν· ἡ
δευτέρα ὑπὲρ τὴν πρώτην, εἰκὸς ἦν καὶ τρίτην οἰκοδομὴν
προσδοκᾶν, εἰ δὲ τὴν δευτέραν ἐσχάτην ἐκάλεσεν, τελευταίαν
990

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 433, line 24

εἰς χεῖρας Κύρου τοῦ Πέρσου. τὸ δὲ καὶ τοὺς λευκοὺς


ἵππους, τοῦτ' ἔστι τοὺς Μακεδόνας, κατόπισθεν τῶν μελα-
νῶν πορεύεσθαι σημαίνει, ὡς καὶ οἱ Μακεδόνες τὴν Περ-
σῶν βασιλείαν χειρώσονται, τὸ δὲ τοὺς ψαροὺς ἐπὶ νότον
ἔρχεσθαι δηλοῖ, ὡς ἔμελλον Ῥωμαῖοι στρατεύειν κατὰ τῆς
Ἱερουσαλήμ· ἐν γὰρ τῷ νότῳ κεῖται ἡ πόλις. τὸ δὲ προς-
ταχθέντας αὐτοὺς περιοδεῦσαι τὴν γῆν διδάσκει πάλιν, ὡς
διὰ τοῦ θεοῦ πᾶσα βασιλεία συνίσταται.
 Γίνονται οὖν ἀπὸ μὲν τοῦ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἐσχάτης
ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔτη ͵εσξβʹ, ἀπὸ δὲ τῆς πρώ-
της οἰκοδομῆς τοῦ Σολομωντείου ναοῦ καὶ τῆς πόλεως
͵απηʹ, ἀπὸ δὲ τῆς δευτέρας οἰκοδομῆς φϞϛʹ, ἀπὸ δὲ τῆς
κατὰ Ἀντίοχον πολιορκίας σμηʹ, ἀπὸ δὲ τῆς ἀναλήψεως
Χριστοῦ μβʹ.  
 Ὁ τοίνυν πολυμαθὴς Εὐσέβιος ἐν τοῖς χρονικοῖς κανόσι
περὶ τῶν Ἀντιόχων καὶ Σελεύκων καὶ Πτολεμαίων τε καὶ
τῶν μετὰ τὴν ἐκ Βαβυλῶνος ἐπάνοδον καθηγησαμένων ἀρ-
χιερέων διεξιὼν ἐν ἐπιτομῇ τοιάδε φησίν· ὁ οὖν Ἀλέξαν-
δρος ὁ τῶν Μακεδόνων βασιλεὺς ἕκτον ἄγων ἔτος τῆς βα-
σιλείας Δαρεῖον τὸν Ἀρσάμου χειρωσάμενος καθεῖλε τὴν
Περσῶν δυναστείαν διαρκέσασαν ἀπὸ Κύρου μέχρι Δαρείου

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 458, line 21

(πρεσβύτερος γὰρ προϋπῆρχεν), καὶ πολλὰ καταναγκασθεὶς


ὑπὸ τῶν ἱερέων ἀναστὰς καὶ τοῦτο μόνον τὸ ῥητὸν εἰπών·
τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ θεός· ἵνα τί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δι-
καιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ
στόματός σου, πτύξας τὸ βιβλίον ἐκάθισε μετὰ κλαυθμοῦ
καὶ δακρύων, πάντων ὁμοῦ συγκλαιόντων αὐτῷ.
 Εἰσὶ δὲ πολλὰ καὶ ἕτερα τὰ περὶ αὐτοῦ λεγόμενά τε καὶ
ᾀδόμενα διὰ τὸ πλῆθος τῆς γνώσεως αὐτοῦ καὶ συντάξεως
τῶν βιβλίων, ὅθεν καὶ συντακτικὸς ὠνομάσθη διὰ τὸ πε-
ποιηκέναι πολλὰ βιβλία, μὴ ἀκούων ὡς ἔοικε τοῦ σοφωτά-
του Σολομῶντος λέγοντος· υἱὲ φύλαξαι τοῦ ποιῆσαι βιβλία
πολλά, καί· μὴ σπεῦδε ἐπὶ στόματί σου, καὶ καρδία σου μὴ
ταχυνάτω τοῦ ἐξενεγκεῖν λόγον ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ,
ὅτι ὁ θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σὺ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω.  
διὰ τοῦτο ἔστωσαν οἱ λόγοι σου ὀλίγοι. εἰσὶ γὰρ λόγοι
πολλοὶ πληθύνοντες ματαιότητα. καί· μὴ γίνου δίκαιος
πολύ· ἔστι γὰρ δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ, καὶ
μὴ σοφίζου περισσά, μήποτε ἀσεβήσῃς. ταύτας τοίνυν παρα-
γραψάμενος τὰς ἱερὰς παραινέσεις καὶ παραγκωνισάμενος
οὐδὲ τοῦ χριστοφόρου προσέσχε τὴν ἔννοιάν τε καὶ σύνεσιν
991

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 495, line 10

καὶ τοῦ χρῖσαι ἅγιον ἁγίων. καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις ἀπὸ  
ἐξόδου λόγων τοῦ ἀποκριθῆναι καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἱερου-
σαλὴμ ἕως χριστοῦ ἡγουμένου ἑβδομάδες ζʹ καὶ ἑβδομάδες
ξβʹ. καὶ πρὸς μὲν τοῖς ἄλλοις ἴσως προφασιζόμενοι εἰς
μέλλοντα χρόνον ἀναβάλλεσθε τὰ γεγραμμένα. τί δὲ πρὸς
ταῦτα λέγειν ἢ ὅλως ἀντωπῆσαι δύνασθε; ὅπου γε καὶ ὁ
χριστὸς δηλοῦται καὶ ὁ χριόμενος οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλ' ἅγιος
ἁγίων εἶναι καταγγέλλεται. καὶ ἕως τῆς παρουσίας αὐτοῦ
Ἱερουσαλὴμ συνίσταται, καὶ λοιπὸν ἅπας προφήτης παύεται
καὶ ὅρασις ἐν τῷ Ἰσραήλ. ἐχρίσθη μέντοι πάλαι Δαυὶδ καὶ
Σολομὼν καὶ Ἐζεκίας· ἀλλ' Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ τόπος συν-
εστήκει, καὶ προφῆται προεφήτευον, ἄλλως δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ
χρισθέντες ἅγιοι ἄνθρωποι καὶ οὐχ ἅγιοι ἁγίων ἐκλήθησαν.
πότε δὲ καὶ προφήτης ἐπαύσατο καὶ ὅρασις ἀπὸ τοῦ Ἰσραήλ,
εἰ μὴ νῦν, ὅτε ὁ προφητευόμενος καὶ ἅγιος τῶν ἁγίων
Χριστὸς παρεγένετο; σημεῖον οὖν ὄντως μέγα πρόδηλον καὶ
γνώρισμα τοῦ θεοῦ λόγου καὶ τῆς αὐτοῦ παρουσίας τὸ μη-
κέτι τὴν Ἱερουσαλὴμ ἑστάναι μήτε προφήτην ἐγερθῆναι μήτε
ὅρασιν ἀποκαλύπτεσθαι τούτοις. καὶ εἰκότως· ἐλθόντος γὰρ
τοῦ σημαινομένου καὶ προφητευομένου, τίς ἡ χρεία τῶν ση-
μαινόντων καὶ προφητευόντων; διὰ γὰρ τοῦτο προεφήτευον,

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 514, line 18

καὶ σκέψεως πολλῆς καὶ ζητήσεως, καὶ οὕτω τελευταῖον


ὅρον καὶ ψῆφον θανάτου ὁ μέλλων ἐκφέρειν κατ' αὐτοῦ
πρὸς τὸν ἥλιον ἐπάρας τὰς χεῖρας ἐπὶ πάντων διαμαρτύρε-
ται ἀθῶος ὑπάρχειν τοῦ αἵματος τοῦ ἀνθρώπου, καίτοι
ὄντες ἐθνικοὶ καὶ ἄθεοι καὶ μόνην τὴν φύσιν ἔχοντες δι-
δάσκαλον. ὑμεῖς δὲ γινώσκοντες θεὸν τὸν ἐτάζοντα καρδίας
καὶ νεφροὺς καὶ συνιόντα εἰς πάντα τὰ ἔργα ἡμῶν πόσῳ
μᾶλλον ὀφείλετε μετὰ πολλῆς ἐρεύνης τὴν δικαίαν κρίσιν
κρίνειν, ὅτι τοῦ κυρίου ἡ κρίσις τοῦ μέλλοντος ἀποδοῦναι
ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. διὰ δὴ τοῦτο παραινεῖ καὶ
προμαρτύρεται διαρρήδην Σολομὼν λέγων· ἀκούσατε καὶ
ἐνωτίσασθε πάντες οἱ κρατοῦντες πλήθους, ὅτι παρὰ κυρίου
ἐδόθη ἡ κράτησις ὑμῖν καὶ ἡ δυναστεία παρὰ ὑψίστου, ὃς
ἐξετάσει ὑμῶν τὰ ἔργα καὶ τὰς βουλὰς διερευνήσει, ὅτι ὑπη-
ρέται ὄντες τῆς αὐτοῦ βασιλείας οὐκ ἐκρίνατε ὀρθῶς οὐδὲ
ἐφυλάξατε νόμον οὐδὲ κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θεοῦ ἐπορεύ-
θητε. φρικτῶς καὶ ταχέως ἐπιστήσεται ὑμῖν ἔρευνα, ὅτι  
κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται. ὁ γὰρ ἐλάχιστος
σύγγνωστός ἐστιν ἐλέους, δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται.
καὶ ὁ κύριός φησιν· ᾧ μὲν γὰρ ὀλίγον δοθήσεται, ὀλίγον
καὶ ἀπαιτήσουσι παρ' αὐτοῦ, ᾧ δὲ πολὺ δοθήσεται,
992

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 596, line 19

ἀλαζονικὸν εἶναι μήτε κόλακα, ἀλλ' ἀμφοτέρων τῶν κακῶν


τούτων κολάζειν τὴν ἀμετρίαν, καὶ ἐλεύθερον εἶναι μήτε εἰς
αὐθάδειαν ἀποκλίνοντα μήτε εἰς δουλοπρέπειαν καταπίπτοντα.
πρὸς μὲν γὰρ χρηστοὺς ταπεινὸν ὑπάρχειν χρή, πρὸς δὲ θρα-
σεῖς ὑψηλόν. ἐπείπερ οἱ μὲν ἀρετὴν εἶναι τὴν ἐπιείκειαν
ἡγοῦνται, οἱ δὲ ἀνδρείαν τὴν θρασύτητα, ἐκείνοις μὲν τὴν
ταπεινοφροσύνην δέον προσφέρειν, τούτοις δὲ τὴν ἀνδρείαν
σβεννύουσαν αὐτῶν τὴν ἀπὸ τῆς θρασύτητος δόξαν, ἵνα
τοὺς μὲν ὠφελήσῃ, τῶν δὲ ταπεινώσῃ τὸ φρόνημα.
 Ὅπερ οὖν καὶ ὁ μέγας Βασίλειος δηλῶν ἔφη· τοῦ σοφω-
τάτου Σολομῶντος φήσαντος· καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι,
εἰδέναι χρὴ ὅτι καὶ ταπεινότητος καὶ ἐξουσίας καὶ ἐλέγχου
καὶ παρακλήσεως καὶ φειδοῦς καὶ παρρησίας καὶ χρηστό-
τητος καὶ ἀποτομίας καὶ ἁπαξαπλῶς παντὸς πράγματος καιρός
ἐστιν ἴδιος, ὥστε ποτὲ μὲν τὰ τῆς ταπεινότητος δεικνύειν
καὶ μιμεῖσθαι ἐν ταπεινώσει τὰ παιδία κατὰ τὴν κυριακὴν  
φωνήν, ποτὲ δὲ τῇ ἐξουσίᾳ κεχρῆσθαι, ἣν ἔδωκεν ὁ κύριος
εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν, ὅταν ἡ χρεία ἐπιζητῇ
τὴν παρρησίαν, καὶ ἐν καιρῷ μὲν παρακλήσεως τὸ χρηστὸν
ἐνδείκνυσθαι, ἐν καιρῷ δὲ ἀποτομίας τὸν ζῆλον ἐμφαίνειν
καὶ ἐφ' ἑκάστου τῶν ἄλλων ὁμοίως τὸν ἔγκριτον καὶ δίκαιον

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 784, line 16

 Διὸ δὴ καὶ ἀνοηταίνων κατεφλυάρει πᾶσαν εἰκονικὴν


ἀναστήλωσιν ἀπόβλητον εἶναι τῇ θείᾳ γραφῇ καὶ λίαν ἀγνώ-
ριστον. τί οὖν πρὸς ταῦτα φήσειέ τις; ὅτι σοφία μωροῦ
ἀδιεξέταστοι λόγοι, καί· ὁ μωρὸς μωρὰ λαλήσει. ἀμαθὴς γὰρ
σφόδρα καὶ ληρώδης ὑπάρχων οὐκ ᾔδει πάντως τὰ χρυσό-
τευκτα ἐκεῖνα χερουβίμ, ἅπερ ὁ ἱεροφάντης Μωϋσῆς θεοῦ
προστεταχότος ἐτεκτήνατο, καὶ ἡ παλαιὰ καὶ ἔννομος σκηνὴ
καθύπερθεν τῆς κιβωτοῦ ἔφερεν, ἃ δὴ οὐ παρὰ Ἰουδαίοις
μόνον δεδόξαστο, ἀλλὰ καὶ τῆς χάριτος ὁ κήρυξ χερουβὶμ
δόξης ἀποκαλεῖ σαφῶς ἤτοι τὰ δεδοξασμένα. ἔτι μὴν καὶ
ὅσα ἡ Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία, τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζεκιὴλ
ὦπται, καὶ εἴ τι τοιοῦτον κατὰ τὰς ἱερὰς βίβλους ἱστόρηται
καὶ τετίμηται, ἅπερ οὐ πέφρικεν ὁ βέβηλος ἐν εἰδώλων μοίρᾳ
θεῖναι, ὡς ἀθετεῖν μᾶλλον ἢ προσίεσθαι τὰς θεοπνεύστους
γραφὰς προελόμενος· ἐξ ὧν λοιπὸν καὶ Ἰουδαίων ἀπιστό-
τερος καὶ ἀγνωμονέστερος εἰκότως νομισθείη σὺν τοῖς ὁμό-
φροσιν αὐτοῦ. ἄξια γὰρ ὡς ἀληθῶς τῆς ἑαυτῶν βδελυρίας
ἀπιστίας τε καὶ ἀλογίας φρονήσαντες καὶ ἐκφωνήσαντες. καὶ
γὰρ τῷ Χριστῷ κἀνταῦθα προφανῶς ἀπομάχονται, ὃς λαβὼν  
ὀθόνην λαμπρὰν καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον καὶ ὑπέρκαλον ἐναπο-
μαξάμενος θεῖον εἶδος ἐκπέμπει τῷ πιστῶς αἰτήσαντι τῶν
993

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. (lib. 1-4) P. 804, line 8

μάστιξι πολυειδέσι καὶ πολυτρόποις καὶ δειναῖς τιμωρίαις


παραδοὺς ἐξώρισε μὴ πειθομένους παντελῶς μήτε τῇ θω-
πείᾳ μήτε μὴν τῇ ἀπειλῇ καὶ κακοδοξίᾳ τοῦ φένακος καὶ
ἀλάστορος.  
 Γίνονται οὖν ἀπὸ μὲν τοῦ Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ
ἔτη ͵βσμβʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς πυργοποιΐας φκεʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς πυργοποιΐας ἕως τοῦ Ἁβραὰμ υκεʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἁβραὰμ ἕως τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
ἐξ Αἰγύπτου υλʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς ἐξόδου ἕως τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Σολομων-
τείου ναοῦ ψνζʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ ἕως τῆς αἰχμαλωσίας
τοῦ Ἰσραὴλ υκεʹ.
  Ὁμοῦ ἔτη ͵δωπʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς αἰχμαλωσίας ἕως Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακε-
δόνος τιηʹ.
 Ἀπὸ δὲ Ἀλεξάνδρου ἕως Χριστοῦ τγʹ.
  Ὁμοῦ ἔτη ͵εφʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ Χριστοῦ ἕως τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου
τοῦ βασιλέως τιηʹ.
 Ἀπὸ δὲ Κωνσταντίνου μέχρι τοῦ προκειμένου Μιχαὴλ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 100, line 35

τοῦτο ἔζησε ἔτη ςʹ, καὶ ἀπέθανε, ζήσας τὰ πάντα ἔτη


τλʹ, ὃς πρῶτος ἤρξατο τοῦ Ἑλληνικοῦ δόγματος διὰ
τοὺς πάλαι γενομένους πολεμιστὰς καὶ ἡγεμόνας καὶ
πράξαντάς τι ἀνδρεῖον, ἀρετῆς καὶ μνήμης ἄξιον,
οὓς καὶ ἀνδριάσι στηλῶν ἐτίμησαν, ὡς ἀγαθόν τι
πεπραχότας. Οἱ δὲ μετὰ ταῦτα ἄνθρωποι ἀγνοοῦν-
τες τὴν τῶν προγόνων γνώμην, ὅτι ὡς προπάτο-
ρας καὶ ἀγαθῶν πραγμάτων ἐπινοητὰς ἐτίμησαν
μνήμης μόνον χάριν, οὗτοι ὡς θεοὺς ἐτίμησαν, καὶ
ἔθυον αὐτοῖς, καὶ οὐχ ὡς ἀνθρώπους θνητοὺς γενο-
μένους· ὧν τὴν ἀσέβειαν Σολομῶν στηλιτεύει,
φάσκων· «Τὸν πρὸ ὀλίγου τιμηθέντα ἄνθρωπον
νῦν εἰς σέβασμα ἐλογίσαντο.» (8) Σαφέστερον δὲ
καὶ διεξοδικώτερον τὴν παράνοιαν τούτων καὶ
ἀθεΐαν ἐλέγχων ὁ μέγας Ἀθανάσιος τοιάδε φησί·
»Σαθρᾶς τοίνυν τῆς τοιαύτης αὐτῶν διανοίας φαινο-
μένης, ἀνάγκη τὴν ἀλήθειαν διαλάμπειν τῆς ἐκκλη-
σιαστικῆς διαγνώσεως. Οὔτε γὰρ τὸ κακὸν παρὰ Θεοῦ,
οὔτε ἐν τῷ Θεῷ· οὔτε μὴ οὐσία τις ἔστιν, ἀλλ' ἄνθρω-
994

ποι κατὰ στέρησιν τῆς τοῦ καλοῦ φαντασίας  


ἐπινοεῖν ἤρξαντο, καὶ ἅμα πράττειν τὰ οὐκ ὄντα

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 149, line 44

ταιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν· καὶ ἐσκο-


τίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία. Φάσκοντες εἶναι
σοφοὶ ἐμωράνθησαν. Καὶ ἠλλάξαντο τὴν δόξαν τοῦ
ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι [εἰκόνος] φθαρτοῦ ἀν-
θρώπου. Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς
ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀδόκιμον νοῦν
– καὶ εἰς πάθη ἀτιμίας, οἵτινες μετήλλαξαν τὴν
ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν
καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν Κτίσαντα,
ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.»
(8) Ὁ δὲ Σολομῶν ὡσαύτως ἔφη· «Μάταιοι μὲν
γὰρ πάντες ἄνθρωποι φύσει, οἷς πάρεστιν ἀγνωσία
τοῦ Θεοῦ,» καὶ, «Σποδὸς ἡ καρδία αὐτῶν καὶ
γῆς εὐτελεστέρα ἡ ἐλπὶς αὐτῶν», «ὅτι ἠγνόησαν  
τὸν ποιήσαντα αὐτοὺς καὶ τὸν ἐμπνεύσαντα αὐτοῖς
πνεῦμα ζωτικόν.» (9) Ἐφ' ὧν χρόνων πῦρ κατὰ
τῆς Πενταπόλεως Σοδόμων καὶ Γομόῤῥων ὁ Θεὸς
ὑετίζει καὶ ἀναλίσκει μὲν ἅπαν τὸ γένος τῶν ἀνθρώ-
πων παρεκτὸς Λὼτ ἀνεψιοῦ Ἄβραμ καὶ τῶν δύο
θυγατέρων αὐτοῦ, διαφθείρει δὲ καὶ ἅπαν τῆς
γῆς τὸ ἀνάστημα, καὶ τῆς παρακειμένης θαλάσσης

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 185, line 33

ἀποθανεῖται·» καὶ «δικαιοσύνη δικαίου οὐ μὴ ἐξ-


ελεῖται αὐτὸν ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ πλανηθῇ.» Ὅρα γὰρ
ὅπως οὔτε τὰ ἐν τοσούτοις ἔτεσι τοῦ Μωϋσέως πλεῖ-
στα καὶ διάφορα καὶ ὑπὲρ λόγον ἀριστεύματα καὶ αἱ
συνεχεῖς μετὰ ταῦτα δεήσεις καὶ ἱκετηρίαι τὸν
Θεὸν ἐδυσώπησαν· οὔτε μὴν ἡ προλαβοῦσα τηλι-
καύτη καὶ τοσαύτη δόξα τε καὶ οἰκείωσις καὶ προς-
εδρία εἰς οἶκτον καὶ συγγνώμην τοῦ σφάλματος
ἐπισπάσασθαι τὸν Θεὸν τηνικαῦτα δεδύνηται διὰ τὸ
μέγεθος τοῦ ἀξιώματος. Εὔδηλον ὅτι κατὰ τὸν Σολο-
μῶντα «κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνε-
ται.» καὶ «τοῖς κραταιοῖς ἰσχυρὰ ἐφίσταται
ἔρευνα.» (9) Διδάσκει δέ γε διὰ τούτων ἡμᾶς ὁ Θεὸς
ὡς τοὺς ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ,
97 καὶ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι
μακροθυμῶν, τοῖς ἁγίοις (20a) ταύτης οὐ μεταδίδωσι
τῆς συγγνώμης· Ὅθεν ὁ μὲν Σολομὼν αὖθίς φησιν·
995

»Ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος σύγγνωστός ἐστιν ἐλέους,


δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται·» ὁ δὲ Κύριος·
»ᾯ μὲν γὰρ ὀλίγον ἐδόθη, φησὶν, ὀλίγον ἀπαιτή-
σουσι παρ' αὐτοῦ· ᾧ δὲ πολὺ, πολὺ καὶ ἀπαιτήσουσι

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 185, line 39

καύτη καὶ τοσαύτη δόξα τε καὶ οἰκείωσις καὶ προς-


εδρία εἰς οἶκτον καὶ συγγνώμην τοῦ σφάλματος
ἐπισπάσασθαι τὸν Θεὸν τηνικαῦτα δεδύνηται διὰ τὸ
μέγεθος τοῦ ἀξιώματος. Εὔδηλον ὅτι κατὰ τὸν Σολο-
μῶντα «κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνε-
ται.» καὶ «τοῖς κραταιοῖς ἰσχυρὰ ἐφίσταται
ἔρευνα.» (9) Διδάσκει δέ γε διὰ τούτων ἡμᾶς ὁ Θεὸς
ὡς τοὺς ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ,
97 καὶ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι
μακροθυμῶν, τοῖς ἁγίοις (20a) ταύτης οὐ μεταδίδωσι
τῆς συγγνώμης· Ὅθεν ὁ μὲν Σολομὼν αὖθίς φησιν·
»Ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος σύγγνωστός ἐστιν ἐλέους,
δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται·» ὁ δὲ Κύριος·
»ᾯ μὲν γὰρ ὀλίγον ἐδόθη, φησὶν, ὀλίγον ἀπαιτή-
σουσι παρ' αὐτοῦ· ᾧ δὲ πολὺ, πολὺ καὶ ἀπαιτήσουσι
παρ' αὐτοῦ.»  – Οὐκοῦν εὔκαιρον εἰπεῖν· «Ὦ
βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ· ὡς
ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι
αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ! «Καὶ, «Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς
χεῖρας Θεοῦ ζῶντος.» Καὶ «Φοβερὸν τὸ, πρόσωπον Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά.»
Διότι «Κατὰ
τὸ πολὺ ἔλεος αὐτοῦ, οὕτως καὶ πολὺς ὁ ἔλεγχος αὐτοῦ.» «Ἔλεος γὰρ καὶ ὀργὴ παρ'
αὐτοῦ,»

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 200, line 36

(2) «Ἰστέον οὖν, φησὶν ὁ ἀοίδιμος Χρυσόστο-


μος, ὡς πολυσήμαντόν ἐστι τὸ ὄνομα τῆς παραβο-
λῆς· (23a) Ἔστι γὰρ παραβολὴ λάλημα, καὶ ὑπόδει-
γμα, καὶ ὀνειδισμὸς, ὡς ὅταν λέγῃ Δαυΐδ· «Ἔθου
ἡμᾶς εἰς παραβολὴν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, κίνησιν κεφαλῆς
ἐν τοῖς λαοῖς.» Ἔτι γὰρ παραβολὴ αἰνιγματώδης
λόγος, ὃ πολλοὶ λέγουσι ζήτημα, ἐμφαῖνον τι, οὐκ
αὐτόθεν δὲ δῆλον πάντως ἀπὸ τῶν ῥημάτων, ἀλλ'
ἔχον ἐντὸς ἐγκεκρυμμένην διάνοιαν, ὡς ὅταν ὁ
Σαμψὼν ἔλεγεν «Ἐξῆλθε ἀπὸ στόματος ἰσχυροῦ
γλυκὺ,» καὶ ὁ Σολομὼν ἔφη· «Τότε νοήσεις παρα-
βολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον.» Λέγεται δὲ παραβολὴ
996

καὶ ὁμοίωσις· «Καὶ ἄλλην γὰρ παραβολὴν παρέθη-


κεν αὐτοῖς λέγων. Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐ-
ρανῶν ἀνθρώπῳ σπείροντι καλὸν σπόρον.» Λέγε-
ται δὲ παραβολὴ καὶ ἡ τροπολογία, οἷον ἐστὶ τό·
»Υἱὲ ἀνθρώπου, εἶπον αὐτοῖς τὴν παραβολὴν ταύ-
την· Ὁ ἀετὸς ὁ μεγαλοπτέρυγος.» Παραβολὴ
λέγεται καὶ ὁ τύπος καὶ ἡ εἰκὼν ὡς ὁ Παῦλος ἔφη.
»Πίστει προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειρα-
ζόμενος, καὶ τὸν μονογενῆ προσέφερεν τὰς

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 221, line 20

αὐτοῦ ἐναντίον Ἀβιμέλεχ, καὶ ἀπέλυσιν αὐτόν.)»


Ἡ δὲ ἱστορία Ἀγχοὺς αὐτὸν προσηγόρευσεν. Καί
φαμεν, ὥς τινα τοιοῦτον λόγον φθάσαντα εἰς
ἡμᾶς ἐκ παραδόσεως, ὅτι οἱ βασιλεῖς τῶν ἀλλο-
φύλων κοινὰ μὲν εἶχον ὀνόματα, τὸ Ἀβιμέλεχ,
ἴδιον δὲ ἕκαστος ὃ προσηγορεύετο, ὡς καὶ ἐπὶ τῆς
Ῥωμαϊκῆς ἔστιν ἰδεῖν βασιλείας, Καίσαρας μὲν
λεγομένους κοινῶς καὶ Αὐγούστους, ἄλλα δὲ τὰ
κύρια αὐτῶν ὀνόματα, ὥσπερ καὶ παρ' Αἰγυ-
πτίοις τὸ Φαραώ ἐστιν. Φαίνεται γὰρ καὶ ἐπὶ Ἰωσὴφ καὶ ὁ ἐπὶ Μωϋσέως Φαραὼ μετὰ
γενεὰς δʹ ἐγερθεὶς βασιλεὺς Αἰγύπτου καὶ ἐπὶ Σολομῶντος Φαραώ. «Ἔλαβε γὰρ,
φησὶ, τὴν
θυγατέρα Φαραώ.» Καὶ ὁ ἐπὶ Ἱερεμίου πάλιν βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου Φαραὼ
προσηγορεύετο.
Οὕτω δὴ καὶ Ἀβιμέλεχ καὶ κατὰ τοὺς χρόνους ἦν Ἀβραὰμ, καὶ ὁ ἐν ταῖς ἡμέραις
Ἰσαάκ· καὶ
ὁ νῦν λεγόμενος ἐπὶ τῶν χρόνων Δαυίδ. «Ἀβιμέλεχ εἴρηται ἐν τῇ ἐπιγραφῇ, τὸ κοινὸν
μὲν τῆς
ἱστορίας λέλεκται, ὅπερ ἰδίως ἦν αὐτῷ ἐκ γενετῆς ἐπικείμενον.»
ΛΘʹ. Ἀρχὴ τῆς βασιλείας Δαυΐδ.
 Μετὰ δὲ Σαοὺλ ἐβασίλευσε Δαυῒδ ἐκ φυλῆς
Ἰούδα ἔτη μʹ, ὃς ἐποίησε τὰ θελήματα τοῦ Κυ-
ρίου πάντα κατὰ τὸ εἰρημένον· 122 «Εὗρον
Δαυῒδ, τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν
μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου.»  –  

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior) Vol. 110, p. 236,
line 41

χειρὸς Σαοὺλ, καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον τοῦ κυρίου


σου,  – καὶ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, καὶ εἰ μι-
κρόν ἐστι, προσθήσω σοι καὶ πάντα ταῦτα. Καὶ τί
ὅτι οὐκ ἐφύλαξας τὴν ἐντολήν μου;» Τότε γοῦν
ἀκούσονται καὶ οἱ εὐημεροῦντες νῦν καὶ τὰς ἐντολὰς
997

Κυρίου μὴ φυλάττοντες· «Ἀμὴν, λέγω ὑμῖν, οὐκ


οἶδα ὑμᾶς, πορεύεσθε εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον τὸ
ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.»
(Καὶ ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον παρεκβατικῶς εἴρηται.)
(15) Ὁ δὲ μακάριος Δαυῒδ πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ
καλέσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα, εἶπεν αὐτῷ·
»Σολομὼν, τέκνον μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ
οἰκοδομῆσαι οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγένετο λό-
γος Κυρίου ἐπ' ἐμὲ λέγων· «Αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας
καὶ πολέμους ἐποίησας μεγάλους καὶ οὐκ οἰκοδομή-
σεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. Ἰδοὺ, υἱὸς τίκτεταί σοι,
καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἐκ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ
τῶν ὄντων 132 κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα αὐτῷ.
Καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου.»
»Καὶ νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ
πτωχείαν μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον Κυρίου (31b)

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 236, line 42

σου,  – καὶ τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, καὶ εἰ μι-


κρόν ἐστι, προσθήσω σοι καὶ πάντα ταῦτα. Καὶ τί
ὅτι οὐκ ἐφύλαξας τὴν ἐντολήν μου;» Τότε γοῦν
ἀκούσονται καὶ οἱ εὐημεροῦντες νῦν καὶ τὰς ἐντολὰς
Κυρίου μὴ φυλάττοντες· «Ἀμὴν, λέγω ὑμῖν, οὐκ
οἶδα ὑμᾶς, πορεύεσθε εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον τὸ
ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.»
(Καὶ ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον παρεκβατικῶς εἴρηται.)
(15) Ὁ δὲ μακάριος Δαυῒδ πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ
καλέσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα, εἶπεν αὐτῷ·
»Σολομὼν, τέκνον μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ
οἰκοδομῆσαι οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγένετο λό-
γος Κυρίου ἐπ' ἐμὲ λέγων· «Αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας
καὶ πολέμους ἐποίησας μεγάλους καὶ οὐκ οἰκοδομή-
σεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. Ἰδοὺ, υἱὸς τίκτεταί σοι,
καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἐκ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ
τῶν ὄντων 132 κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα αὐτῷ.
Καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου.»
»Καὶ νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ
πτωχείαν μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον Κυρίου (31b)
χρυσίου τάλαντα χιλιάδας ρʹ, καὶ ἀργυρίου τάλαν

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 236, line 48

ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.»


998

(Καὶ ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον παρεκβατικῶς εἴρηται.)


(15) Ὁ δὲ μακάριος Δαυῒδ πρὸ τῆς τελευτῆς αὐτοῦ
καλέσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα, εἶπεν αὐτῷ·
»Σολομὼν, τέκνον μου, ἐμοὶ ἐγένετο ἐπὶ ψυχὴν τοῦ
οἰκοδομῆσαι οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγένετο λό-
γος Κυρίου ἐπ' ἐμὲ λέγων· «Αἷμα εἰς πλῆθος ἐξέχεας
καὶ πολέμους ἐποίησας μεγάλους καὶ οὐκ οἰκοδομή-
σεις οἶκον τῷ ὀνόματί μου. Ἰδοὺ, υἱὸς τίκτεταί σοι,
καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἐκ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ
τῶν ὄντων 132 κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα αὐτῷ.
Καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου.»
»Καὶ νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ
πτωχείαν μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον Κυρίου (31b)
χρυσίου τάλαντα χιλιάδας ρʹ, καὶ ἀργυρίου τάλαν-
τα χιλίας χιλιάδας, καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον, οὗ οὐκ  
ἔστιν ἀριθμός. Καὶ πρὸς ταῦτα πρόσθες εἰς οἰκοδο-
μὴν ναοῦ Κυρίου.»  – »Καὶ ὁ Δαυῒδ πρεσβύτης
καὶ πλήρης ἡμερῶν. Καὶ βασιλεύσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ
Σολομῶντα» πάλιν εἶπε πρὸς αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ· «Ἰδοὺ ἡτοίμασα εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ χρυ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 4

καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἐκ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ


τῶν ὄντων 132 κυκλόθεν, ὅτι Σολομὼν ὄνομα αὐτῷ.
Καὶ οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ ὀνόματί μου.»
»Καὶ νῦν ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κατὰ
πτωχείαν μου ἡτοίμασα εἰς οἶκον Κυρίου (31b)
χρυσίου τάλαντα χιλιάδας ρʹ, καὶ ἀργυρίου τάλαν-
τα χιλίας χιλιάδας, καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον, οὗ οὐκ  
ἔστιν ἀριθμός. Καὶ πρὸς ταῦτα πρόσθες εἰς οἰκοδο-
μὴν ναοῦ Κυρίου.»  – »Καὶ ὁ Δαυῒδ πρεσβύτης
καὶ πλήρης ἡμερῶν. Καὶ βασιλεύσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ
Σολομῶντα» πάλιν εἶπε πρὸς αὐτὸν ἐνώπιον τοῦ
λαοῦ· «Ἰδοὺ ἡτοίμασα εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ χρυ-
σίον, ἄργυρον, χαλκὸν, σίδηρον, λίθους πολυτελεῖς
καὶ ποικίλους, καὶ πάντα λίθον τίμιον, καὶ πρὸς τού-
τοις δέδωκα ἐκτὸς ὧν ἡτοίμασα εἰς τὸν οἶκον τὸν
ἅγιον τάλαντα τρισχίλια τοῦ ἐκ Σουφὴρ καὶ ἑπτά-
κις χίλια τάλαντα ἀργύρου δοκίμου ἐξαλειφῆναι ἐν
αὐτοῖς τοὺς τοίχους τοῦ ἱεροῦ.» Οἱ δὲ ἄρχοντες τῶν
υἱῶν Ἰσραὴλ ἔδωκαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ
χρυσίου τάλαντα ἑπτάκις χίλια, καὶ ἀργύριον, καὶ
λίθους τιμίους, καὶ χαλκὸν ἄπειρον.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


999

Vol. 110, p. 237, line 17

καὶ ποικίλους, καὶ πάντα λίθον τίμιον, καὶ πρὸς τού-


τοις δέδωκα ἐκτὸς ὧν ἡτοίμασα εἰς τὸν οἶκον τὸν
ἅγιον τάλαντα τρισχίλια τοῦ ἐκ Σουφὴρ καὶ ἑπτά-
κις χίλια τάλαντα ἀργύρου δοκίμου ἐξαλειφῆναι ἐν
αὐτοῖς τοὺς τοίχους τοῦ ἱεροῦ.» Οἱ δὲ ἄρχοντες τῶν
υἱῶν Ἰσραὴλ ἔδωκαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ
χρυσίου τάλαντα ἑπτάκις χίλια, καὶ ἀργύριον, καὶ
λίθους τιμίους, καὶ χαλκὸν ἄπειρον. Καὶ εὐλογή-
σας τὸν λαὸν ὁ Δαυῒδ καὶ ἀποστείλας, αὖθις τὸν υἱὸν
αὐτοῦ προσκαλεσάμενος λέγει· «Καὶ νῦν, τέκνον
Σολομὼν, γνῶθι τὸν Θεὸν τῶν πατέρων σου καὶ δού-
λευε αὐτῷ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ψυχῇ ζεούσῃ, ὅτι καρ-
δίας πάσας ἐτάζει Κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώ-
σκει· καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὸν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ
ἐὰν καταλείψῃς αὐτὸν, εἰς τέλος καταλείψεταί σε.»
– »Καὶ ἔδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, παρά-
δειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς καὶ τῶν Χερουβὶμ τῶν
διαπετασμένων ταῖς πτέρυξιν σκιαζόντων ἐπὶ τῆς
κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου, πάντα ἐν γραφῇ Κυρίου
δέδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, λέγων
»Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός μου μετὰ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 22

υἱῶν Ἰσραὴλ ἔδωκαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ


χρυσίου τάλαντα ἑπτάκις χίλια, καὶ ἀργύριον, καὶ
λίθους τιμίους, καὶ χαλκὸν ἄπειρον. Καὶ εὐλογή-
σας τὸν λαὸν ὁ Δαυῒδ καὶ ἀποστείλας, αὖθις τὸν υἱὸν
αὐτοῦ προσκαλεσάμενος λέγει· «Καὶ νῦν, τέκνον
Σολομὼν, γνῶθι τὸν Θεὸν τῶν πατέρων σου καὶ δού-
λευε αὐτῷ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ψυχῇ ζεούσῃ, ὅτι καρ-
δίας πάσας ἐτάζει Κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώ-
σκει· καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὸν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ
ἐὰν καταλείψῃς αὐτὸν, εἰς τέλος καταλείψεταί σε.»
– »Καὶ ἔδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, παρά-
δειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς καὶ τῶν Χερουβὶμ τῶν
διαπετασμένων ταῖς πτέρυξιν σκιαζόντων ἐπὶ τῆς
κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου, πάντα ἐν γραφῇ Κυρίου
δέδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, λέγων
»Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός μου μετὰ
σοῦ.»  – »Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησε Δαυῒδ ἐν
γήρει καλῷ καὶ πλήρης ἡμερῶν, πλούτῳ, καὶ δόξῃ,»
καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. Φησὶ γάρ· «Καὶ ἐγένετο
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαοὺλ, καὶ ἔρχονται ἄνδρες
τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρὼν, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς
1000

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 26

αὐτοῦ προσκαλεσάμενος λέγει· «Καὶ νῦν, τέκνον


Σολομὼν, γνῶθι τὸν Θεὸν τῶν πατέρων σου καὶ δού-
λευε αὐτῷ ἐν ὅλῃ καρδίᾳ καὶ ψυχῇ ζεούσῃ, ὅτι καρ-
δίας πάσας ἐτάζει Κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώ-
σκει· καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὸν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ
ἐὰν καταλείψῃς αὐτὸν, εἰς τέλος καταλείψεταί σε.»
– »Καὶ ἔδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, παρά-
δειγμα τοῦ ναοῦ παντὸς καὶ τῶν Χερουβὶμ τῶν
διαπετασμένων ταῖς πτέρυξιν σκιαζόντων ἐπὶ τῆς
κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου, πάντα ἐν γραφῇ Κυρίου
δέδωκε Δαυῒδ Σολομὼν, τῷ υἱῷ αὐτοῦ, λέγων
»Ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός μου μετὰ
σοῦ.»  – »Καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησε Δαυῒδ ἐν
γήρει καλῷ καὶ πλήρης ἡμερῶν, πλούτῳ, καὶ δόξῃ,»
καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. Φησὶ γάρ· «Καὶ ἐγένετο
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαοὺλ, καὶ ἔρχονται ἄνδρες
τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρὼν, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς βα-
σιλέα ἐπὶ πάντα τὸν Ἰσραὴλ,» ὃς ἦν ἐτῶν λʹ ἐν
τῷ βασιλεύειν αὐτὸν, καὶ ἐβασίλευσεν 133 ἔτη μʹ.
Ἀλλὰ τῆς μὲν βασιλικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξι-
ώθη· τὰ δὲ τοῦ λαοῦ, ἀναγόρευσις, καθὼς ἡ ἱστορία

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 40

καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. Φησὶ γάρ· «Καὶ ἐγένετο


μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαοὺλ, καὶ ἔρχονται ἄνδρες
τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρὼν, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς βα-
σιλέα ἐπὶ πάντα τὸν Ἰσραὴλ,» ὃς ἦν ἐτῶν λʹ ἐν
τῷ βασιλεύειν αὐτὸν, καὶ ἐβασίλευσεν 133 ἔτη μʹ.
Ἀλλὰ τῆς μὲν βασιλικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξι-
ώθη· τὰ δὲ τοῦ λαοῦ, ἀναγόρευσις, καθὼς ἡ ἱστορία
χρίσεις διαφόρους ὠνόμασε. (17) Τελευτήσας τοί-
νυν ἐτάφη ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸ μέγιστον
μνῆμα, ὃ κατεσκεύασεν ὁ σοφώτατος αὐτοῦ υἱὸς Σο-
λομὼν ἀντρῶδες ἔχον τὸ σχῆμα διὰ βάθους με-
μηχανημένον πρὸς τὸ μὴ φαίνεσθαι, τὴν Σολομώντιον
δηλοῦν σοφίαν καὶ πολυτέλειαν, ἐν ᾧ δὴ καὶ συγκατ-
ώρυξε τῷ πατρὶ πολλὰς μυριάδας ταλάντων χρυ-
σίου, καθώς φησι Ἰώσηπος, ὃ καὶ δῆλον ἐκ τῶν εἰς
ὕστερον γενομένων. Ὁ γάρ τοι ἀρχιερεὺς Ὑρκανὸς,
πολιορκουμένης τῆς πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ
Δημητρίου παιδὸς, ἀνοίξας τὸ μνῆμα τάλαντα τρις-
χίλια ἐκεῖθεν ἐξεφόρησεν· μεθ' ὃν Ἡρώδης, γνοὺς
ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε καὶ αὐτὸς τὸν
τάφον καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ
1001

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 237, line 41

μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν Σαοὺλ, καὶ ἔρχονται ἄνδρες


τῆς Ἰουδαίας ἐν Χεβρὼν, καὶ χρίουσιν αὐτὸν εἰς βα-
σιλέα ἐπὶ πάντα τὸν Ἰσραὴλ,» ὃς ἦν ἐτῶν λʹ ἐν
τῷ βασιλεύειν αὐτὸν, καὶ ἐβασίλευσεν 133 ἔτη μʹ.
Ἀλλὰ τῆς μὲν βασιλικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξι-
ώθη· τὰ δὲ τοῦ λαοῦ, ἀναγόρευσις, καθὼς ἡ ἱστορία
χρίσεις διαφόρους ὠνόμασε. (17) Τελευτήσας τοί-
νυν ἐτάφη ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ εἰς τὸ μέγιστον
μνῆμα, ὃ κατεσκεύασεν ὁ σοφώτατος αὐτοῦ υἱὸς Σο-
λομὼν ἀντρῶδες ἔχον τὸ σχῆμα διὰ βάθους με-
μηχανημένον πρὸς τὸ μὴ φαίνεσθαι, τὴν Σολομώντιον
δηλοῦν σοφίαν καὶ πολυτέλειαν, ἐν ᾧ δὴ καὶ συγκατ-
ώρυξε τῷ πατρὶ πολλὰς μυριάδας ταλάντων χρυ-
σίου, καθώς φησι Ἰώσηπος, ὃ καὶ δῆλον ἐκ τῶν εἰς
ὕστερον γενομένων. Ὁ γάρ τοι ἀρχιερεὺς Ὑρκανὸς,
πολιορκουμένης τῆς πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ
Δημητρίου παιδὸς, ἀνοίξας τὸ μνῆμα τάλαντα τρις-
χίλια ἐκεῖθεν ἐξεφόρησεν· μεθ' ὃν Ἡρώδης, γνοὺς
ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε καὶ αὐτὸς τὸν
τάφον καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ χρύ-  
σιον καὶ κειμήλια πάμπολλα ἀνείλατο.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 240, line 3

ώρυξε τῷ πατρὶ πολλὰς μυριάδας ταλάντων χρυ-


σίου, καθώς φησι Ἰώσηπος, ὃ καὶ δῆλον ἐκ τῶν εἰς
ὕστερον γενομένων. Ὁ γάρ τοι ἀρχιερεὺς Ὑρκανὸς,
πολιορκουμένης τῆς πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ
Δημητρίου παιδὸς, ἀνοίξας τὸ μνῆμα τάλαντα τρις-
χίλια ἐκεῖθεν ἐξεφόρησεν· μεθ' ὃν Ἡρώδης, γνοὺς
ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε καὶ αὐτὸς τὸν
τάφον καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ χρύ-  
σιον καὶ κειμήλια πάμπολλα ἀνείλατο. Πειραθέν-
τος δὲ αὐτοῦ ἐνδότερον χωρεῖν, οὗ τὰ σώματα Δαυῒδ
καὶ Σολομῶνος ἐτέθησαν, πῦρ ἐξελθὸν, δύο τῶν δο-
ρυφόρων αὐτοῦ διέφθειρεν.
Μʹ. Περὶ τῆς βασιλείας Σολομῶντος.
 Μετὰ γοῦν Δαυῒδ ἐβασίλευσε Σολομὼν, ὁ υἱὸς
αὐτοῦ, ἔτη μʹ, ὁ τὴν πανθαύμαστον (52a) καὶ
θεόσδοτον σοφίαν τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ὁ θαυμάσιος
οὗτος δεξάμενος. (2) Καὶ ἐν τῷ τετρακοσιοστῷ
καὶ μʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ, ἐν τῷ δʹ
ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν τῷ αʹ μηνὶ Νισὰν, ὑπ-
1002

άρχων ἐτῶν λγʹ συνήγαγεν «ἐργάτας, χιλιάδας


πʹ, καὶ λατόμους, χιλιάδας υʹ ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει, καὶ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 240, line 5

ὕστερον γενομένων. Ὁ γάρ τοι ἀρχιερεὺς Ὑρκανὸς,


πολιορκουμένης τῆς πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ
Δημητρίου παιδὸς, ἀνοίξας τὸ μνῆμα τάλαντα τρις-
χίλια ἐκεῖθεν ἐξεφόρησεν· μεθ' ὃν Ἡρώδης, γνοὺς
ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε καὶ αὐτὸς τὸν
τάφον καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ χρύ-  
σιον καὶ κειμήλια πάμπολλα ἀνείλατο. Πειραθέν-
τος δὲ αὐτοῦ ἐνδότερον χωρεῖν, οὗ τὰ σώματα Δαυῒδ
καὶ Σολομῶνος ἐτέθησαν, πῦρ ἐξελθὸν, δύο τῶν δο-
ρυφόρων αὐτοῦ διέφθειρεν.
Μʹ. Περὶ τῆς βασιλείας Σολομῶντος.
 Μετὰ γοῦν Δαυῒδ ἐβασίλευσε Σολομὼν, ὁ υἱὸς
αὐτοῦ, ἔτη μʹ, ὁ τὴν πανθαύμαστον (52a) καὶ
θεόσδοτον σοφίαν τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ὁ θαυμάσιος
οὗτος δεξάμενος. (2) Καὶ ἐν τῷ τετρακοσιοστῷ
καὶ μʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ, ἐν τῷ δʹ
ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν τῷ αʹ μηνὶ Νισὰν, ὑπ-
άρχων ἐτῶν λγʹ συνήγαγεν «ἐργάτας, χιλιάδας
πʹ, καὶ λατόμους, χιλιάδας υʹ ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει, καὶ
ἐπιστάτας ϛχ» προστησάμενος, ἀπήρξατο τῆς οἰκο-
δομῆς «ἐν ὄρει οὗ ὤφθη Κύριος Δαυῒδ,

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 240, line 6

πολιορκουμένης τῆς πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ


Δημητρίου παιδὸς, ἀνοίξας τὸ μνῆμα τάλαντα τρις-
χίλια ἐκεῖθεν ἐξεφόρησεν· μεθ' ὃν Ἡρώδης, γνοὺς
ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε καὶ αὐτὸς τὸν
τάφον καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ χρύ-  
σιον καὶ κειμήλια πάμπολλα ἀνείλατο. Πειραθέν-
τος δὲ αὐτοῦ ἐνδότερον χωρεῖν, οὗ τὰ σώματα Δαυῒδ
καὶ Σολομῶνος ἐτέθησαν, πῦρ ἐξελθὸν, δύο τῶν δο-
ρυφόρων αὐτοῦ διέφθειρεν.
Μʹ. Περὶ τῆς βασιλείας Σολομῶντος.
 Μετὰ γοῦν Δαυῒδ ἐβασίλευσε Σολομὼν, ὁ υἱὸς
αὐτοῦ, ἔτη μʹ, ὁ τὴν πανθαύμαστον (52a) καὶ
θεόσδοτον σοφίαν τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ὁ θαυμάσιος
οὗτος δεξάμενος. (2) Καὶ ἐν τῷ τετρακοσιοστῷ
καὶ μʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ, ἐν τῷ δʹ
ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν τῷ αʹ μηνὶ Νισὰν, ὑπ-
άρχων ἐτῶν λγʹ συνήγαγεν «ἐργάτας, χιλιάδας
1003

πʹ, καὶ λατόμους, χιλιάδας υʹ ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει, καὶ


ἐπιστάτας ϛχ» προστησάμενος, ἀπήρξατο τῆς οἰκο-
δομῆς «ἐν ὄρει οὗ ὤφθη Κύριος Δαυῒδ, τῷ πατρὶ
αὐτοῦ, ἐν ἅλῳ Ὀρνᾶ τοῦ Ἰεβουσαίου, ἐν ᾧ καὶ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 244, line 22

φιάλας χρυσᾶς ρʹ, καὶ θυΐσκας, καὶ πυρεῖα, καὶ


σκεύη εἰς πλῆθος, ὅτι οὐκ ἐξέλειπεν ἡ ὁλκὴ τοῦ
χρυσίου.» (15) Ἐπεὶ οὖν συνετελέσθη πᾶν
ἔργον, εἰσήγαγον οἱ ἱερεῖς τὴν κιβωτὸν τῆς διαθή-
κης Κυρίου εἰς – τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων ὑποκάτω τῶν
πτερύγων τῶν χερουβὶμ, καὶ ἀρξαμένων ἐξομολο-
γῆσαι τῷ Κυρίῳ ἐν σάλπιγξι, καὶ ἐν κυμβάλοις,
καὶ ἐν ὀργάνοις, ἐπλήσθη νεφέλης ὁ οἶκος Κυρίου
καὶ δόξης πολλῆς. Καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ ἱερεῖς στῆ-
ναι καὶ λειτουργεῖν ἀπὸ προσώπου τῆς νεφέλης.
Ὁ δὲ βασιλεὺς Σολομὼν, ἀναβὰς ἐπὶ τὴν χαλκῆν
βάσιν καὶ τῷ Θεῷ προσκυνήσας, διεπέτασε τὰς
χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν λέγων· «Κύριε, ὁ Θεὸς
Ἰσραὴλ, οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι Θεὸς ἐν οὐρανῷ καὶ
ἐπὶ γῆς,» καὶ τὰ ἑξῆς τῆς εὐχῆς. «Καὶ ὡς
συνετέλεσεν εὐχόμενος, κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ κατέφαγε (33a) τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς
θυσίας, καὶ δόξα Κυρίου ἐπλήρωσε τὸν οἶκον.»
Καὶ πάντες υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐθεώρουν τὸ πῦρ· καὶ
ἡ δόξα Κυρίου ἐπὶ 137 τὸν οἶκον, καὶ ἔπεσαν ἐπὶ
πρόσωπον εἰς τὴν γῆν ἐπὶ τὸ λιθόστρωτον προσκυ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 244, line 34

χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν λέγων· «Κύριε, ὁ Θεὸς


Ἰσραὴλ, οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι Θεὸς ἐν οὐρανῷ καὶ
ἐπὶ γῆς,» καὶ τὰ ἑξῆς τῆς εὐχῆς. «Καὶ ὡς
συνετέλεσεν εὐχόμενος, κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ κατέφαγε (33a) τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς
θυσίας, καὶ δόξα Κυρίου ἐπλήρωσε τὸν οἶκον.»
Καὶ πάντες υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐθεώρουν τὸ πῦρ· καὶ
ἡ δόξα Κυρίου ἐπὶ 137 τὸν οἶκον, καὶ ἔπεσαν ἐπὶ
πρόσωπον εἰς τὴν γῆν ἐπὶ τὸ λιθόστρωτον προσκυ-
νοῦντες καὶ αἰνοῦντες Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθὸς, ὅτι εἰς
τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. (16) Καὶ τότε Σολομὼν
ἐνεκαίνισε τὸν ναὸν, θύσας μόσχων χιλιάδας κβʹ καὶ
προβάτων χιλιάδας ρκʹ, ποιήσας ἑορτὴν μεγάλην.
Καὶ πᾶς Ἰσραὴλ μετ' αὐτοῦ ἐν τῷ ναῷ ἐσθίων καὶ
πίνων καὶ εὐφραινόμενος ἐνώπιον Κυρίου ἡμέρας
1004

ζʹ, τῇ δὲ ηʹ ἡμέρᾳ, εὐλογήσας τὸν λαὸν ἀπέστειλε.»


(17) Καὶ μετὰ τὸ προσεύξασθαι αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ
ναοῦ καὶ τοῦ λαοῦ, ὤφθη αὐτῷ ὁ Κύριος λέγων·
»Ἤκουσα τῆς φωνῆς τῆς προσευχῆς σου καὶ ἡγίακα
τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ᾠκοδόμησας τοῦ θέσθαι τὸ
ὄνομά μου ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 245, line 15

ἔδωκα αὐτῷ, καὶ τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ἡγίασα ἐν


ὀνόματί μου, ἀποῤῥίψω ἀπὸ προσώπου μου. Καὶ
ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς τὰ
ἔθνη πάντα· καὶ ὁ οἶκος οὗτος ὁ ὑψηλὸς καὶ μέ-
γας, ἔσται πᾶς ὁ διαπορευόμενος δι' αὐτοῦ, ἐκστή-
σεται καὶ συριεῖ, καὶ ἐροῦσιν· «Ἀνθ' ὧν ἐγκατέ-
λιπον Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν καὶ ἀντελάβοντο θεῶν
ἀλλοτρίων, διὰ τοῦτο ἐπήγαγε Κύριος τὴν κακίαν
ταύτην.»
(18) Τὸν μέντοι ναὸν ὁ Σολομὼν μέσον τῆς πό-
λεως δειμάμενος κατὰ νῶτον τετραμμένον καὶ τὰ
ὄπισθεν πρὸς βοῤῥᾶν ἔχοντα, λιθίνῳ περιβόλῳ
τοῦτον συνέκλεισε. (19) Τὴν δὲ πόλιν μεγίστην
καὶ περικαλλῆ καταρτίσας ἐκ λίθων λευκῶν καὶ
ὅλην καταστρώσας 138 καὶ τὸ περίμετρον αὐτῆς
ποιήσας ἀπὸ τείχους εἰς τεῖχος, μεταξὺ τὸ διάστημα
ἔχουσαν στάδια μʹ, μίλια ἓξ ἥμισυ, δυσάλωτον
ταύτην πάντοθεν κατεσκεύασε. Περιτειχίσας γὰρ
αὐτὴν τρισὶ τείχεσι καὶ φάραγξιν ἀπεῤῥογυίαις
κατάῤῥυτον ὕδασιν ὅλην ἐποίησεν,

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 245, line 32

ἔχουσαν στάδια μʹ, μίλια ἓξ ἥμισυ, δυσάλωτον


ταύτην πάντοθεν κατεσκεύασε. Περιτειχίσας γὰρ
αὐτὴν τρισὶ τείχεσι καὶ φάραγξιν ἀπεῤῥογυίαις
κατάῤῥυτον ὕδασιν ὅλην ἐποίησεν, ὥστε ἐκ τῆς
ἀποῤῥοίας τοὺς κήπους αὐτῶν καταρδεύεσθαι·
(ἔκειτο γὰρ ἡ πόλις ἐπὶ μετεώρου καὶ τραχέως
τόπου, ἐν ᾧ ὑπῆρχε πηγή τις πολύῤῥυτος ἀεννάως
ἐπιῤῥέουσα. Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ὕδατα ἔβρυον ἐν
αὐτῇ πότιμα [καὶ] ἀδιάλειπτα). (20) Ὁ δέ γε λαμ-
πρὸς καὶ περιώνυμος ναὸς ἐκεῖνος, ἀξιάγαστος ὢν
ἀληθῶς καὶ περίδοξος πάνυ καὶ τῆς Σολομῶντος
σοφίας ἐνάρετος κήρυξ, μᾶλλον δὲ τοῦ προστετα-
1005

χότος γενεσιουργοῦ πάντων Θεοῦ καὶ συνεργήσαν-


τος. Οὐ γὰρ γέγονε τοιοῦτος ναὸς ἐπὶ τῆς γῆς,
ὅθεν καὶ Ἰουδαῖοι ἐπὶ τῇ μεγαλουργίᾳ τούτου καὶ
πολυολβίᾳ σεμνυνόμενοι ἔλεγον· «Ναὸς Κυρίου,
ναὸς Κυρίου, ναὸς Κυρίου.» Καὶ γὰρ ὁ διαταξάμε-
νος ἐκέλευσεν αὐτὸν μετὰ φιλοτιμίας γενέσθαι πολ-
λῆς, ἐπειδὴ κἀκεῖνοι τοῖς σωματικοῖς μᾶλλον ἐφείλ-
κοντο καὶ ἐφέποντο. Καὶ οὐκ ἐν τούτοις μόνον
σεμνὸς ἦν, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ εἶναι καὶ μόνον ἐν τῷ

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 248, line 2

χρόνους· καὶ τοῦτο δηλῶν ὁ Λουκᾶς ἐν ταῖς Πράξε-


σιν ἔλεγεν. «Ἦσαν ἐκεῖ Πάρθοι, καὶ Μῆδοι, καὶ
Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες Μεσοποταμίαν,
Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν
Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ
τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην.» Οἱ οὖν
πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐκεῖ συνήγοντο, καὶ πο-
λυθρύλλητον ἄγαν καὶ διαβόητον ἐτύγχανε τοῦ ναοῦ
τὸ ὄνομα. Κἂν διαφόρως κατελύθη, καὶ πάλιν  
ᾠκοδομήθη μέχρι τῆς ἐσχάτης αὐτοῦ καταπτώσεως.
Καὶ ἁπλῶς ὅσα ἡ Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία,
τῷ θεσπεσίῳ Ἰεζεκιὴλ ὦπται σαφῶς μετὰ τὴν καταστροφὴν τῆς πόλεως καὶ τοῦ ναοῦ,
τὴν εἰς Βαβυ-
λῶνα τοῦ λαοῦ αἰχμαλωσίαν.
(21) Ὁ τοίνυν Σολομὼν ποιήσας ἐλεφάντινον
θρόνον ἐκ μεγάλων ὀδόντων, ἔχοντα σταθμοὺς ϛʹ καὶ
προτομὰς μόσχων ἐκ τῶν 139 ὀπίσω αὐτοῦ ἔνθεν καὶ
ἔνθεν καὶ λέοντας ιβʹ παρὰ τὰς χεῖρας ἑστηκότας, καὶ
ἄλλους ιβʹ λέοντας ἑστῶτας ἐπὶ τῶν ἔξω ἀναβαθμῶν
(ἑκατέρωθεν περιεχρύσωσεν αὐτοὺς χρυσίῳ δοκίμῳ,
ὅπερ «οὐ γέγονεν οὕτω πάσῃ βασιλείᾳ» πώποτε,
ἐφ' ᾧ καθεζόμενος μετὰ λαμπρᾶς καὶ πολυτελοῦς

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 256, line 29

καρδίαν αὐτοῦ ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέν-


τος αὐτῷ δὶς καὶ ἐντειλαμένου αὐτῷ – μὴ πορεύε-
σθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων» παράπαν. Καὶ εἶπε
Κύριος πρὸς αὐτόν· «Ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξας
τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα, ἃ ἐνετειλάμην
σοι, διαῤῥήσσων διαῤῥήξω τὴν βασιλείαν σου ἐκ τῶν
χειρῶν σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου. Πλὴν
(35b) ἐν ταῖς ἡμέραις σου τοῦτο οὐ ποιήσω διὰ
Δαυῒδ τὸν δοῦλόν μου καὶ πατέρα σου, καὶ διὰ Ἱε-
ρουσαλὴμ τὴν πόλιν (μου) ἣν ἐξελεξάμην.» Καὶ
1006

ἤγειρε Κύριος τῷ Σολομῶντι σατὰν Ἄδερ τὸν


Ἰδουμαῖον, καὶ τὸν Ἀδραζὰρ βασιλέα Σοβᾶ,  –  
»καὶ ἦσαν τῷ Ἰσραὴλ σατὰν πάσας τὰς ἡμέρας
Σολομῶντος.» Καὶ ἀπέθανε Σολομὼν ἐτῶν ογʹ, καὶ
ἐτάφη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. (6) Ἐντεῦθεν τοίνυν
καὶ Θεοδώρητός φησιν· «Ἐδιδάχθημεν ὅσον ὀνί-
νησιν ἡ τῶν προγόνων εὐσέβεια· ἀνέχεται γὰρ πονη-
ρῶν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος τῆς τῶν κατοιχομένων
ἀρετῆς μεμνημένος, πλὴν οὖν ἐδρέψατο μερικῶς καὶ
τοὺς τῆς ἀσεβείας καρποὺς ἐνδίκως παρὰ τῆς θείας

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 256, line 32

Κύριος πρὸς αὐτόν· «Ἀνθ' ὧν οὐκ ἐφύλαξας


τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα, ἃ ἐνετειλάμην
σοι, διαῤῥήσσων διαῤῥήξω τὴν βασιλείαν σου ἐκ τῶν
χειρῶν σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου. Πλὴν
(35b) ἐν ταῖς ἡμέραις σου τοῦτο οὐ ποιήσω διὰ
Δαυῒδ τὸν δοῦλόν μου καὶ πατέρα σου, καὶ διὰ Ἱε-
ρουσαλὴμ τὴν πόλιν (μου) ἣν ἐξελεξάμην.» Καὶ
ἤγειρε Κύριος τῷ Σολομῶντι σατὰν Ἄδερ τὸν
Ἰδουμαῖον, καὶ τὸν Ἀδραζὰρ βασιλέα Σοβᾶ,  –  
»καὶ ἦσαν τῷ Ἰσραὴλ σατὰν πάσας τὰς ἡμέρας
Σολομῶντος.» Καὶ ἀπέθανε Σολομὼν ἐτῶν ογʹ, καὶ
ἐτάφη μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. (6) Ἐντεῦθεν τοίνυν
καὶ Θεοδώρητός φησιν· «Ἐδιδάχθημεν ὅσον ὀνί-
νησιν ἡ τῶν προγόνων εὐσέβεια· ἀνέχεται γὰρ πονη-
ρῶν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος τῆς τῶν κατοιχομένων
ἀρετῆς μεμνημένος, πλὴν οὖν ἐδρέψατο μερικῶς καὶ
τοὺς τῆς ἀσεβείας καρποὺς ἐνδίκως παρὰ τῆς θείας
δίκης.» (7) Ἕως μὲν τῆς ἄνωθεν ἀπήλαυε προ-
μηθείας, ἐν εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ διῆγε, πάντας ἔχων
ὑποκειμένους καὶ δασμὸν κομίζοντας ὅτι μάλιστα.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 256, line 50

μηθείας, ἐν εἰρήνῃ καὶ γαλήνῃ διῆγε, πάντας ἔχων


ὑποκειμένους καὶ δασμὸν κομίζοντας ὅτι μάλιστα.
Ἐπειδὴ δὲ ταύτης ἐγυμνώθη, τοῖς δυσμενέσιν ἐπι-
χείρητος γέγονε· ἀληθῶς ὄντως «φοβερὸν τὸ
ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος.» Ὥσπερ γὰρ
ἔλεος αὐτοῦ ἄῤῥητος, οὕτω καὶ ἡ κόλασις ἀνυπόστα-
τος. Ὅτι δὲ τοῖς εἰδώλοις ἐλάτρευσε καταλείψας τὸν
ὄντως ὄντα Θεὸν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Δαυῒδ, [εὔδηλον]
ἐξ ὧν καὶ Ἀχίας ὁ προφήτης φησὶ πρὸς τὸν Ἰε-
1007

ροβοὰμ (οὕτως)· «Τάδε λέγει Κύριος· Ἰδοὺ ἐγὼ


ῥήσσω τὴν βασιλείαν Σολομῶντος, καὶ δώσω σοι  
τὰ ιʹ σκῆπτρα· καὶ δύο σκῆπτρα δώσω αὐτῷ διὰ
Δαυῒδ τὸν δοῦλόν μου καὶ Ἱερουσαλὴμ τὴν 146 πό-
λιν μου, ἣν ἐξελεξάμην ἐκ πασῶν φυλῶν Ἰσραὴλ,
ἀνθ' ὧν ἐγκατέλειπέ με καὶ ἐδούλευσε τῇ Ἀστάρτῃ,
βδελύγματι Σιδωνίων, καὶ τῷ Χαμὼς, εἰδώλῳ Μωὰβ,
καὶ τῷ Μελχὼμ, προσοχθίσματι υἱῶν Ἀμών.»
(7) Ἡ μὲν οὖν Ἀστάρτη ἐστὶν ἡ παρ' Ἕλλησιν
Ἀφροδίτη λεγομένη (ἐκ τοῦ ἄστρου τὴν ἐπωνυμίαν
πεποιηκόσιν· αὐτῆς γὰρ εἶναι τὸν Ἑωσφόρον μυ-
θολογοῦσιν). Ὁ δὲ Χαμὼς θεὸς ἦν Τυρίων.

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 257, line 16

καὶ τῷ Μελχὼμ, προσοχθίσματι υἱῶν Ἀμών.»


(7) Ἡ μὲν οὖν Ἀστάρτη ἐστὶν ἡ παρ' Ἕλλησιν
Ἀφροδίτη λεγομένη (ἐκ τοῦ ἄστρου τὴν ἐπωνυμίαν
πεποιηκόσιν· αὐτῆς γὰρ εἶναι τὸν Ἑωσφόρον μυ-
θολογοῦσιν). Ὁ δὲ Χαμὼς θεὸς ἦν Τυρίων. («Τῷ δὲ
Μελχὼμ προσοχθίσματι» εἴδωλον ἦν καὶ τοῦτο·
προσοχθίσματα γὰρ καὶ βδελύγματα τὰ εἴδωλα προς-
αγορεύειν εἰώθει ἡ Γραφὴ, ὅπερ δηλοῖ τὸ μύσος
καὶ τὸ ἀπόβλητον.) (8) Θαυμάσει μέν τις μάλα
εἰκότως, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ Θειοτάτου Μωϋσέως, οὕτω
καὶ ἐπὶ [τοῦδε] τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος, πῶς
ἑκάτερος αὐτῶν τοσαύτης πάλαι θείας δόξης καὶ προ-
μηθείας ἀξιωθεὶς, ὕστερον ὁ μὲν εἰς ἀγανάκτησιν
καὶ λύπην τὸν Θεὸν κινήσας, τῆς ἐπαγγελίας ἐξέπε-
σεν, ὁ δὲ εἰς ὀργὴν καὶ θυμὸν αὐτὸν διεγείρας, τούς
τε προειργασμένους ἀρίστους πόνους ἄρδην ἐζημίωτο
καὶ τὴν ψυχὴν προσαπώλεσεν. Ποῦ γὰρ ἡ τοιαύτη πρὸς
Θεὸν οἰκείωσις καὶ παῤῥησία, [καὶ] οἱ τοσοῦτοι καὶ τη-
λικοῦτοι πόνοι, καὶ κόποι, καὶ ἀγῶνες τοῦ θεσπεσίου
Μωϋσέως; οἵτινες [διὰ] τὴν ἀπὸ τοῦ ὕδατος τῆς ἀντιλο-
γίας ἁμαρτίαν παροραθέντες, τὴν εἰς τὴν γῆν τῆς

Γεώργιος Μοναχός. Χρονικόν. breve (lib. 1-6) (redactio recentior)


Vol. 110, p. 1081, line 11

ἐν οἷς στήλη ἵστατο χαλκῆ σχῆμα ἐπισκόπου


760 φέρουσα· ἐκράτει δὲ (ἡ αὐτὴ στήλη ἐν τῇ
χειρὶ ῥάβδον ἔχουσαν ὄφιν ἐντετυλιγμένον· ταύτην
καταγαγόντες ἀπέθηκαν ἐν τῷ βεστιαρίῳ. Κατελ-
θόντος δὲ τοῦ βασιλέως καὶ ἀπελθόντος ἔνθα
ἵστατο ἡ στήλη ὀρθὴ, ἐνέβαλε τοὺς δακτύλους
αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ ὄφεως· ὢν δὲ ἔνδον ζῶν
ὄφις ἔδακε τοῦ βασιλέως τὸν δάκτυλον, ὃς μόλις
1008

δι' ἀντιφαρμάκων ἰάθη, θαυμασάντων πάντων ἐπὶ


τούτῳ.
(14) (189a) Ἀλλὰ καὶ τὴν στήλην Σολομῶντος ἐν τῇ
βασιλικῇ οὖσαν μεγίστην κατεάξας προσέταξεν
ἐπ' ὀνόματι αὐτοῦ ἐκτυπωθῆναι καὶ τεθῆναι κά-
τωθεν ἐν τοῖς θεμελίοις τῆς αὐτῆς νέας ἐκκλησίας,
ὥσπερ θυσίαν ἑαυτὸν τῷ τοιούτῳ κτίσματι Θεῷ
προσάγων.
(15) Ἐπεστράτευσε δὲ πάλιν ὁ βασιλεὺς κατὰ
Μελιτηνῆς, καὶ αἰχμαλωσίαν ποιησάμενος (καὶ
πολλοὺς πολέμους) ὑπέστρεψε.
(16) Τελευτᾷ δὲ Ἰγνάτιος ὁ πατριάρχης·
καὶ (ἀντ' αὐτοῦ πάλιν) ἀναβιβάζει Φώτιον

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή.


P. 204, line 12
παρεσιώπησεν, ἡ δὲ ἄγραφος συνήθεια τοῦ μὲν Ἰησοῦ κζʹ, τῶν δὲ πρες-
βυτέρων ιηʹ παρέδωκε· καὶ οὕτω σχεδὸν πάντες ὁμοφωνοῦσιν. Εὐσέβιος
δὲ μόνος ὁ Καισαρεὺς τὰ τῶν πρεσβυτέρων οὐ παρέλαβεν, ὁ δὲ Ἀφρικανὸς
ἔτη λʹ αὐτοῖς ἀπένειμεν, ᾧ πλεῖστα κατεγκαλεῖ ὁ Εὐσέβιος ὡς μεγάλα,
φησί, διαμαρτόντι καὶ τολμηροτάτῳ πράγματι ἐπικεχειρηκότι, πρὸς τού-
τοις ἄλλα οʹ ἔτη, τὰ μʹ μὲν τὰ τῆς ἀναρχίας, λʹ δὲ τὰ τῆς εἰρήνης οἴκοθεν
παρεμβαλόντι, τὰ ὅλα ρʹ. ἀλλ' ὁ μὲν Ἀφρικανὸς περὶ τούτων ὡς διαφω-
νουμένων ἐν τέλει τοῦ εʹ λόγου καθομολογεῖ.
 Ὁ δὲ Εὐσέβιος τὰ παρὰ τῷ θείῳ ἀποστόλῳ ἐν ταῖς πράξεσι τῶν κριτῶν
ἔτη υνʹ συστῆσαι βουληθεὶς συνεχρήσατο τούτων τισί, διαπορεῖ μέντοι
λέγων τὰ μετὰ τὴν Μωυσέως τελευτὴν ἄλλως κεῖσθαι μέχρι Σολομῶνος
καὶ τῆς τοῦ ἱεροῦ ἐπισκευῆς ἐν τῷ γʹ τῶν βασιλειῶν. λέγει γάρ· καὶ
ἐγενήθη ἐν τῷ υμʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῆς ἀπ' Αἰγύπτου ἤρξατο οἰκοδομεῖν
Σολομὼν τὸν ναόν. τὸ δὲ Ἑβραϊκόν· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ υʹ καὶ πʹ ἔτει. ταῦ-
τα δέ, φησίν, οἱ τῶν Ἰουδαίων διδάσκαλοι ἀκριβῶς συνάγεσθαι ἔλεγον
μόνης τῆς τῶν ἐξ Ἰσραὴλ κριτῶν χρονοκρατίας ἀριθμουμένης καὶ μὴ λο-
γιζομένης ἰδίως τῆς τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλὰ τῆς τῶν κριτῶν συννοουμένης·
ὅπερ οὐ συνᾴδει τῇ ἱερᾷ τῶν κριτῶν βίβλῳ. τόν γε μὴν ἱερὸν ἀπόστολόν
φησιν υνʹ ἔτη τῶν κριτῶν οὐκ ἀκριβολογούμενον εἰπεῖν, ἀλλ' ἐκδοχῇ κοινο-
τέρᾳ. ἐὰν οὖν κατὰ τὸν ἀπόστολον τὰ τῶν κριτῶν υνʹ ἔτη καὶ τὰ ἐπὶ τῆς
ἐρήμου μʹ ἔτη Μωυσέως Ἰησοῦ τε κζʹ καὶ τῶν μετὰ Ἰησοῦν πρεσβυτέρων

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 204, line 15

ἔτη λʹ αὐτοῖς ἀπένειμεν, ᾧ πλεῖστα κατεγκαλεῖ ὁ Εὐσέβιος ὡς μεγάλα,


φησί, διαμαρτόντι καὶ τολμηροτάτῳ πράγματι ἐπικεχειρηκότι, πρὸς τού-
τοις ἄλλα οʹ ἔτη, τὰ μʹ μὲν τὰ τῆς ἀναρχίας, λʹ δὲ τὰ τῆς εἰρήνης οἴκοθεν
παρεμβαλόντι, τὰ ὅλα ρʹ. ἀλλ' ὁ μὲν Ἀφρικανὸς περὶ τούτων ὡς διαφω-
νουμένων ἐν τέλει τοῦ εʹ λόγου καθομολογεῖ.
 Ὁ δὲ Εὐσέβιος τὰ παρὰ τῷ θείῳ ἀποστόλῳ ἐν ταῖς πράξεσι τῶν κριτῶν
ἔτη υνʹ συστῆσαι βουληθεὶς συνεχρήσατο τούτων τισί, διαπορεῖ μέντοι
λέγων τὰ μετὰ τὴν Μωυσέως τελευτὴν ἄλλως κεῖσθαι μέχρι Σολομῶνος
1009

καὶ τῆς τοῦ ἱεροῦ ἐπισκευῆς ἐν τῷ γʹ τῶν βασιλειῶν. λέγει γάρ· καὶ
ἐγενήθη ἐν τῷ υμʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῆς ἀπ' Αἰγύπτου ἤρξατο οἰκοδομεῖν
Σολομὼν τὸν ναόν. τὸ δὲ Ἑβραϊκόν· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ υʹ καὶ πʹ ἔτει. ταῦ-
τα δέ, φησίν, οἱ τῶν Ἰουδαίων διδάσκαλοι ἀκριβῶς συνάγεσθαι ἔλεγον
μόνης τῆς τῶν ἐξ Ἰσραὴλ κριτῶν χρονοκρατίας ἀριθμουμένης καὶ μὴ λο-
γιζομένης ἰδίως τῆς τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλὰ τῆς τῶν κριτῶν συννοουμένης·
ὅπερ οὐ συνᾴδει τῇ ἱερᾷ τῶν κριτῶν βίβλῳ. τόν γε μὴν ἱερὸν ἀπόστολόν
φησιν υνʹ ἔτη τῶν κριτῶν οὐκ ἀκριβολογούμενον εἰπεῖν, ἀλλ' ἐκδοχῇ κοινο-
τέρᾳ. ἐὰν οὖν κατὰ τὸν ἀπόστολον τὰ τῶν κριτῶν υνʹ ἔτη καὶ τὰ ἐπὶ τῆς
ἐρήμου μʹ ἔτη Μωυσέως Ἰησοῦ τε κζʹ καὶ τῶν μετὰ Ἰησοῦν πρεσβυτέρων
ιηʹ, καὶ ἔτι Ἡλεὶ τοῦ ἱερέως κʹ, Σαμουὴλ κʹ καὶ Σαοὺλ μʹ, Δαβίδ τε μʹ
καὶ Σολομῶνος δʹ συναριθμήσωμεν, ἔσται ὁ πᾶς ἀπὸ τῆς ἐξόδου χρόνος
ἐπὶ τὴν τοῦ ναοῦ κατασκευὴν ἐτῶν χνθʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον χʹ καὶ κατὰ

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 204, line 24

ἐγενήθη ἐν τῷ υμʹ ἔτει τῆς ἐξόδου τῆς ἀπ' Αἰγύπτου ἤρξατο οἰκοδομεῖν
Σολομὼν τὸν ναόν. τὸ δὲ Ἑβραϊκόν· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ υʹ καὶ πʹ ἔτει. ταῦ-
τα δέ, φησίν, οἱ τῶν Ἰουδαίων διδάσκαλοι ἀκριβῶς συνάγεσθαι ἔλεγον
μόνης τῆς τῶν ἐξ Ἰσραὴλ κριτῶν χρονοκρατίας ἀριθμουμένης καὶ μὴ λο-
γιζομένης ἰδίως τῆς τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλὰ τῆς τῶν κριτῶν συννοουμένης·
ὅπερ οὐ συνᾴδει τῇ ἱερᾷ τῶν κριτῶν βίβλῳ. τόν γε μὴν ἱερὸν ἀπόστολόν
φησιν υνʹ ἔτη τῶν κριτῶν οὐκ ἀκριβολογούμενον εἰπεῖν, ἀλλ' ἐκδοχῇ κοινο-
τέρᾳ. ἐὰν οὖν κατὰ τὸν ἀπόστολον τὰ τῶν κριτῶν υνʹ ἔτη καὶ τὰ ἐπὶ τῆς
ἐρήμου μʹ ἔτη Μωυσέως Ἰησοῦ τε κζʹ καὶ τῶν μετὰ Ἰησοῦν πρεσβυτέρων
ιηʹ, καὶ ἔτι Ἡλεὶ τοῦ ἱερέως κʹ, Σαμουὴλ κʹ καὶ Σαοὺλ μʹ, Δαβίδ τε μʹ
καὶ Σολομῶνος δʹ συναριθμήσωμεν, ἔσται ὁ πᾶς ἀπὸ τῆς ἐξόδου χρόνος
ἐπὶ τὴν τοῦ ναοῦ κατασκευὴν ἐτῶν χνθʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον χʹ καὶ κατὰ
Ἀφρικανὸν ὑπὲρ τὰ ψμʹ. καθ' ἕκαστον δὲ τῶν τριῶν τούτων ἀριθμὸν αἵ
τε ἐκ φυλῆς Ἰούδα αἵ τε ἐκ φυλῆς Λευὶ διαγενόμεναι γενεαὶ ἢ καὶ μεριζό-
μεναι ἀπίθανον ἕξουσι τὴν παιδοποιίαν. ἀπὸ γὰρ Ἀβραὰμ ἕως Δαβὶδ γε-
νεαὶ ιδʹ. τούτων θʹ ἦν ἐπὶ Μωυσέως ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθ' ἣν ἐγνωρίζετο
Ναασσὼν υἱὸς Ἀμιναδὰμ ἄρχων φυλῆς Ἰούδα, οὗ τὴν ἀδελφὴν Ἐλισάβετ
Ἀαρὼν ἀρχιερεὺς ἔγημεν· ὃς ἐν τῇ ἐρήμῳ τελευτᾷ. ἀπὸ Ναασσὼν δὲ ἕως  
Δαβὶδ γενεαὶ εʹ οὕτως· Σαλμὼν υἱὸς Ναασσών, ὃς ἠγάγετο Ῥαὰβ τὴν
πόρνην ἐπὶ Ἰησοῦ, ἐγέννησε τὸν Βοόζ, Βοὸζ δὲ τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ,
Ὠβὴδ δὲ τὸν Ἰεσσαὶ καὶ Ἰεσσαὶ τὸν Δαβίδ· πῶς οὖν δυνατὸν τὰς ἀπὸ

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 205, line 15

νας ἀπὸ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἐν χʹ ἔτεσιν ἕως Δαβίδ; ἔσται γὰρ ἕκαστος ρκʹ
ἐτῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς παιδοποιίας, ἵνα τὰ χʹ τυχὸν ἐπ' ἴσης μερίσωμεν.
οὐ μόνον δὲ αἱ ἐξ Ἰούδα εʹ γενεαὶ ἀπὸ Ναασσὼν ἕως Δαβὶδ κολοβῶσαι
τοὺς χρόνους τῶν υνʹ ἐτῶν ἀναγκάζουσιν, ἀλλὰ καὶ οἱ τῶν κατὰ τοὺς αὐ-
τοὺς χρόνους ἀρχιερατευσάντων ϛʹ ἀπὸ Ἐλεαζάρου τοῦ ἱερέως καὶ Ἰησοῦ
ἕως τοῦ Σαμουὴλ χρόνοι ἥττονες ὀφείλοντες εἶναι. μετὰ γὰρ τὸν Ἀαρὼν καὶ
Ἐλεάζαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ Φινεὲς ἀρχιεράτευσε, μεθ' ὃν Ἀβιούδ, εἶτα Μοχθεὶ
καὶ Ὀζεὶ καὶ Ἡλεὶ καὶ Ἀχιτώβ. ὥστε ἐκ πάντων δείκνυσθαι, φησίν, ἀναγ-
1010

καῖον τὸ ὑπεξαιρεῖν τὰς τοῦ Ἰσραὴλ δουλείας, ἤτοι τὰς τῶν ἀλλοφύλων
ρκʹ, ἵνα καὶ αἱ γενεαὶ προσφόρως καὶ τὰ υμʹ ἔτη ἀπὸ τῆς ἐξόδου ἐπὶ τὴν
τοῦ ναοῦ κατασκευὴν καὶ Σολομῶνα, κατὰ τὴν τρίτην τῶν βασιλειῶν, συν-
αντήσωσιν. ἐγὼ δὲ τῷ θείῳ Παύλῳ καὶ τῇ βίβλῳ τῶν κριτῶν ἕπομαι.
 Τὰ κατὰ Ἀφρικανὸν ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τέλους τῶν κριτῶν καὶ ἀρχῆς Ἡλεὶ
τοῦ ἱερέως ἔτη ͵δςϙβʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον τὸν Παμφίλου ͵δμδʹ, κατὰ δὲ
τὴν ἀκριβῆ καὶ εὐαγγελικὴν παράδοσιν καὶ τόδε τὸ χρονογράφιον ͵δτνβʹ.
τὰ δὲ υνʹ ἔτη τῶν κριτῶν κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον ἀπὸ τοῦ ͵γϡβʹ ἔτους
τοῦ κόσμου ἐπὶ τὸ πρῶτον ἔτος Ἡλεὶ πληροῦται, ἑνὸς ἔτους ὑπολειπομέ-
νου, ὅπερ Ἀφρικανὸς τὸν Σεμείγαρ λέγει κρατῆσαι τὸν Ἰσραὴλ τῆς γρα-
φῆς οὐκ εἰπούσης χρόνον.
 Ἡλεὶ ἱερεὺς ἡγήσατο τοῦ Ἰσραὴλ ἔτη κʹ κατὰ τοὺς οʹ, κατὰ δὲ τὸ
Ἑβραϊκόν, ᾧ καὶ Εὐσέβιος ἠκολούθησεν, ἔτη μʹ, καὶ οὐχ οὕτως

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 212, line 8

δοῦς τῆς ἐκείνου θυγατρὸς μετὰ τὰ Τρωικὰ ἔτεσιν ρλγʹ. ἐκαλεῖτο δὲ πρὸ
τούτου Ὀριγώ.
 Τρίτοι ἐθαλασσοκράτησαν Θρᾷκες ἔτη οθʹ.  
 Θρᾷκες ἀπὸ Στρυμῶνος διαβάντες κατέσχον τὴν νῦν Βιθυνίαν, τότε δὲ
Βεβρυκίαν καλουμένην.
 Θρᾷκες ἐθαλασσοκράτουν.
 Τέταρτοι ἐθαλασσοκράτησαν Ῥόδιοι, κατὰ δέ τινας πέμπτοι, ἔτη κγʹ.
 Κατὰ δέ τινας Ὅμηρος ἤκμαζε.
 Φρύγες πέμπτοι ἐθαλασσοκράτησαν ἔτη κεʹ, κατὰ δέ τινας ϛʹ.

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ

 Σολομὼν υἱὸς Δαβὶδ ἐβασίλευσε τοῦ Ἰσραὴλ ἔτη μʹ. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵δυοʹ.
 Αὐτὸς τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ πρῶτον ναὸν ᾠκοδόμησε τῷ βʹ ἔτει τῆς βασι-
λείας αὐτοῦ, ἔνθα ὁ Δαβὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὴν Σιὼν ἐπήξατο, σὺν αὐτῷ
καὶ βασιλικοὺς οἴκους ἐκπρεπῶς δειμάμενος· πάντας τε τοὺς πλησιοχώ-
ρους βασιλεῖς δωροφόρους ἐκτήσατο.
 Οὗτος ἐν σοφίᾳ θείᾳ καὶ ἀνθρωπίνῃ πλούτῳ τε καὶ δόξῃ πάντας τοὺς πρὸ
αὐτοῦ ὑπερῆρε, μέγας καὶ θεοφιλὴς ἐν νεότητι φανεὶς ἕως τοῦ παρατρα-
πῆναι εἰς γυναικομανίαν. οὗ τὴν σοφίαν βασίλισσα νότου πόρρωθεν ἦλθεν
ἀκοῦσαι, καὶ πολλοῖς προβλήμασι καὶ αἰνίγμασι τοῦτον πειράσασα πάν-
των ηὗρεν ἀνώτερον· ὅθεν καὶ τὴν νομικὴν πολιτείαν ἐξ αὐτοῦ μαθοῦσα

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 213, line 1

καὶ βασιλικοὺς οἴκους ἐκπρεπῶς δειμάμενος· πάντας τε τοὺς πλησιοχώ-


ρους βασιλεῖς δωροφόρους ἐκτήσατο.
 Οὗτος ἐν σοφίᾳ θείᾳ καὶ ἀνθρωπίνῃ πλούτῳ τε καὶ δόξῃ πάντας τοὺς πρὸ
1011

αὐτοῦ ὑπερῆρε, μέγας καὶ θεοφιλὴς ἐν νεότητι φανεὶς ἕως τοῦ παρατρα-
πῆναι εἰς γυναικομανίαν. οὗ τὴν σοφίαν βασίλισσα νότου πόρρωθεν ἦλθεν
ἀκοῦσαι, καὶ πολλοῖς προβλήμασι καὶ αἰνίγμασι τοῦτον πειράσασα πάν-
των ηὗρεν ἀνώτερον· ὅθεν καὶ τὴν νομικὴν πολιτείαν ἐξ αὐτοῦ μαθοῦσα
τὸν ὑπ' αὐτῇ συνετῶς ἐξεπαίδευσε λαόν.
 Ἐπ' αὐτοῦ προεφήτευον Νάθαν καὶ Ἀχιὰς ὁ Σιλωνίτης Σαμμαίας τε
καὶ Ἀδδὼ καὶ Σαδώκ.  
 Σολομὼν τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ ναὸν ἀρξάμενος κτίζειν ἀπὸ δευτέρου ἔτους
τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ὅπερ ἦν ιδʹ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, ἐν ζʹ ἔτεσιν ἐτελείωσεν
ὀγδόῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, κʹ δὲ ἔτει τῆς ζωῆς αὐτοῦ. εἰσὶν οὖν
ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως ηʹ ἔτους αὐτοῦ ἔτη ͵δυοηʹ, κατὰ δὲ τὸν Ἀφρικανὸν
͵δυνζʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον ͵δροʹ.
 Ἐκ δὲ τῶν θείων γραφῶν ἔξεστι καταμαθεῖν τῷ βουλομένῳ τὴν τοῦ
ἡμετέρου λόγου ἀκρίβειαν.
 Ἑβραίων ἀρχιερεὺς ηʹ ἀπὸ Ἀαρὼν Σαδὼκ ἐγνωρίζετο κατὰ τὸν Εὐσέβιον,
κατὰ δὲ τὸν ἀκριβῆ λόγον ιαʹ ἐστὶν ὁ Σαδὼκ ἀπὸ Ἀαρὼν οὕτως· αʹ Ἀαρών,
βʹ Ἐλεάζαρ, γʹ Φινεές, δʹ Ἀβιούδ, εʹ Βοχεί, ϛʹ Ὀζεί, ζʹ Ἡλεί, ηʹ Ἀχι-
τώβ, θʹ Σαμουήλ, ιʹ Ἀβιάθαρ, ιαʹ Σαδώκ.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 213, line 12

τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ὅπερ ἦν ιδʹ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, ἐν ζʹ ἔτεσιν ἐτελείωσεν
ὀγδόῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, κʹ δὲ ἔτει τῆς ζωῆς αὐτοῦ. εἰσὶν οὖν
ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως ηʹ ἔτους αὐτοῦ ἔτη ͵δυοηʹ, κατὰ δὲ τὸν Ἀφρικανὸν
͵δυνζʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον ͵δροʹ.
 Ἐκ δὲ τῶν θείων γραφῶν ἔξεστι καταμαθεῖν τῷ βουλομένῳ τὴν τοῦ
ἡμετέρου λόγου ἀκρίβειαν.
 Ἑβραίων ἀρχιερεὺς ηʹ ἀπὸ Ἀαρὼν Σαδὼκ ἐγνωρίζετο κατὰ τὸν Εὐσέβιον,
κατὰ δὲ τὸν ἀκριβῆ λόγον ιαʹ ἐστὶν ὁ Σαδὼκ ἀπὸ Ἀαρὼν οὕτως· αʹ Ἀαρών,
βʹ Ἐλεάζαρ, γʹ Φινεές, δʹ Ἀβιούδ, εʹ Βοχεί, ϛʹ Ὀζεί, ζʹ Ἡλεί, ηʹ Ἀχι-
τώβ, θʹ Σαμουήλ, ιʹ Ἀβιάθαρ, ιαʹ Σαδώκ.
 Ὁ Τυρίων βασιλεὺς ἀπέστειλε Σολομῶνι πρὸς βοήθειαν τῆς οἰκοδομῆς
τοῦ ναοῦ μυριάδας ἀνδρῶν ηʹ.
 Σιράμου τοῦ Τυρίων βασιλέως θυγατέρα ἔγημε ὁ Σολομών, ὡς Τατια-
νὸς ἱστορεῖ.

Ἰωσήππου ἐκ τῆς Φοινίκων μαρτυρίας περὶ τῆς


Τυρίων βασιλείας καὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ

 Ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλλων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ


γραφέντα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπιμελῶς, ἐν οἷς γέγραπται ὅτι ὁ ἐν
Ἱεροσολύμοις ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶτ-
τον ρμγʹ καὶ μησὶν ηʹ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχηδόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ'
ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατασκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν. Σίρωμος

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 213, line 14


1012

ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως ηʹ ἔτους αὐτοῦ ἔτη ͵δυοηʹ, κατὰ δὲ τὸν Ἀφρικανὸν
͵δυνζʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον ͵δροʹ.
 Ἐκ δὲ τῶν θείων γραφῶν ἔξεστι καταμαθεῖν τῷ βουλομένῳ τὴν τοῦ
ἡμετέρου λόγου ἀκρίβειαν.
 Ἑβραίων ἀρχιερεὺς ηʹ ἀπὸ Ἀαρὼν Σαδὼκ ἐγνωρίζετο κατὰ τὸν Εὐσέβιον,
κατὰ δὲ τὸν ἀκριβῆ λόγον ιαʹ ἐστὶν ὁ Σαδὼκ ἀπὸ Ἀαρὼν οὕτως· αʹ Ἀαρών,
βʹ Ἐλεάζαρ, γʹ Φινεές, δʹ Ἀβιούδ, εʹ Βοχεί, ϛʹ Ὀζεί, ζʹ Ἡλεί, ηʹ Ἀχι-
τώβ, θʹ Σαμουήλ, ιʹ Ἀβιάθαρ, ιαʹ Σαδώκ.
 Ὁ Τυρίων βασιλεὺς ἀπέστειλε Σολομῶνι πρὸς βοήθειαν τῆς οἰκοδομῆς
τοῦ ναοῦ μυριάδας ἀνδρῶν ηʹ.
 Σιράμου τοῦ Τυρίων βασιλέως θυγατέρα ἔγημε ὁ Σολομών, ὡς Τατια-
νὸς ἱστορεῖ.

Ἰωσήππου ἐκ τῆς Φοινίκων μαρτυρίας περὶ τῆς


Τυρίων βασιλείας καὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ

 Ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλλων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ


γραφέντα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπιμελῶς, ἐν οἷς γέγραπται ὅτι ὁ ἐν
Ἱεροσολύμοις ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶτ-
τον ρμγʹ καὶ μησὶν ηʹ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχηδόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ'
ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατασκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν. Σίρωμος
γὰρ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς φίλος ἦν τοῦ βασιλέως ἡμῶν Σολομῶνος, πα-
τρικὴν φιλίαν πρὸς αὐτὸν διαδεξάμενος. οὗτος οὖν συμφιλοτιμούμενος εἰς

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή.


P. 213, line 20

βʹ Ἐλεάζαρ, γʹ Φινεές, δʹ Ἀβιούδ, εʹ Βοχεί, ϛʹ Ὀζεί, ζʹ Ἡλεί, ηʹ Ἀχι-


τώβ, θʹ Σαμουήλ, ιʹ Ἀβιάθαρ, ιαʹ Σαδώκ.
 Ὁ Τυρίων βασιλεὺς ἀπέστειλε Σολομῶνι πρὸς βοήθειαν τῆς οἰκοδομῆς
τοῦ ναοῦ μυριάδας ἀνδρῶν ηʹ.
 Σιράμου τοῦ Τυρίων βασιλέως θυγατέρα ἔγημε ὁ Σολομών, ὡς Τατια-
νὸς ἱστορεῖ.

Ἰωσήππου ἐκ τῆς Φοινίκων μαρτυρίας περὶ τῆς


Τυρίων βασιλείας καὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ

 Ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλλων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ


γραφέντα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπιμελῶς, ἐν οἷς γέγραπται ὅτι ὁ ἐν
Ἱεροσολύμοις ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶτ-
τον ρμγʹ καὶ μησὶν ηʹ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχηδόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ'
ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατασκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν. Σίρωμος
γὰρ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς φίλος ἦν τοῦ βασιλέως ἡμῶν Σολομῶνος, πα-
τρικὴν φιλίαν πρὸς αὐτὸν διαδεξάμενος. οὗτος οὖν συμφιλοτιμούμενος εἰς
τὴν τοῦ κατασκευάσματος τῷ Σολομῶνι λαμπρότητα χρυσίου μὲν κʹ καὶ
ρʹ ἔδωκε τάλαντα, τεμὼν δὲ καλλίστην ὕλην ἐκ τοῦ ὄρους, ὃ καλεῖται
Λίβανος, εἰς τὸν ὄροφον ἀπέστειλεν. ἀντεδωρήσατο δὲ αὐτῷ ὁ Σολομὼν  
1013

ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ διττὰ καὶ χώραν τῆς Γαλιλαίας ἐν τῇ Χαβόλῳ λε-
γομένῃ. μάλιστα δ' αὐτοὺς εἰς φιλίαν ἡ τῆς σοφίας συνήγαγεν ἐπιθυμία.
προβλήματα γὰρ ἀλλήλοις ἀντέστελλον λύειν κελεύοντες, καὶ κρείττων

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 213, line 23

τοῦ ναοῦ μυριάδας ἀνδρῶν ηʹ.


 Σιράμου τοῦ Τυρίων βασιλέως θυγατέρα ἔγημε ὁ Σολομών, ὡς Τατια-
νὸς ἱστορεῖ.

Ἰωσήππου ἐκ τῆς Φοινίκων μαρτυρίας περὶ τῆς


Τυρίων βασιλείας καὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ

 Ἔστι τοίνυν παρὰ Τυρίοις ἀπὸ παμπόλλων ἐτῶν γράμματα δημοσίᾳ


γραφέντα καὶ πεφυλαγμένα λίαν ἐπιμελῶς, ἐν οἷς γέγραπται ὅτι ὁ ἐν
Ἱεροσολύμοις ᾠκοδομήθη ναὸς ὑπὸ Σολομῶνος τοῦ βασιλέως ἔτεσι θᾶτ-
τον ρμγʹ καὶ μησὶν ηʹ τοῦ κτίσαι Τυρίους Καρχηδόνα. ἀνεγράφη δὲ παρ'
ἐκείνοις οὐκ ἀλόγως ἡ τοῦ ναοῦ κατασκευὴ τοῦ παρ' ἡμῖν. Σίρωμος
γὰρ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς φίλος ἦν τοῦ βασιλέως ἡμῶν Σολομῶνος, πα-
τρικὴν φιλίαν πρὸς αὐτὸν διαδεξάμενος. οὗτος οὖν συμφιλοτιμούμενος εἰς
τὴν τοῦ κατασκευάσματος τῷ Σολομῶνι λαμπρότητα χρυσίου μὲν κʹ καὶ
ρʹ ἔδωκε τάλαντα, τεμὼν δὲ καλλίστην ὕλην ἐκ τοῦ ὄρους, ὃ καλεῖται
Λίβανος, εἰς τὸν ὄροφον ἀπέστειλεν. ἀντεδωρήσατο δὲ αὐτῷ ὁ Σολομὼν  
ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ διττὰ καὶ χώραν τῆς Γαλιλαίας ἐν τῇ Χαβόλῳ λε-
γομένῃ. μάλιστα δ' αὐτοὺς εἰς φιλίαν ἡ τῆς σοφίας συνήγαγεν ἐπιθυμία.
προβλήματα γὰρ ἀλλήλοις ἀντέστελλον λύειν κελεύοντες, καὶ κρείττων
ἐν τούτοις ἦν ὁ Σολομὼν καὶ τὰ ἄλλα σοφώτερος.
 Σῴζονται δὲ μέχρι δεῦρο παρὰ τοῖς Τυρίοις πολλαὶ τῶν ἐπιστολῶν, ἃς
ἐκεῖνοι πρὸς ἀλλήλους ἔγραφον. ὅτι δὲ οὐ λόγος ἐστὶν ὑπ' ἐμοῦ συγκείμε

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 221, line 16

Ἰωδαὲ ἀποστῆναι, ὃν διὰ τοῦτο ἐν τῷ ναῷ ἀνεῖλεν Ἰωάς.


 Παρ' Ἑβραίοις Ζαχαρίας ὁ προφήτης ἀναιρεῖται ὑπ' Ἰωὰς τοῦ βασι-
λέως, ἐν ἄλλῳ δὲ Ἀζαρίας.
 Ἐλισσαῖος ὁ προφήτης ἐτελεύτησεν ἔτει λζʹ τοῦ Ἰωάς. τοῦ δὲ κόσμου
ἦν ἔτος ͵δχμηʹ.
 Δύναμις Συρίας τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ ἀπέκτεινε.

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ
Βασιλέων Ἰσραὴλ δέκα σκήπτρων ἔτη

 Ὧν πρῶτος ἐβασίλευσεν Ἱεροβωὰμ ἐν Σαμαρείᾳ ἔτη κβʹ. τοῦ δὲ κόσμου


ἦν ἔτος ͵δφιγʹ.
 Ἱεροβωὰμ δοῦλος μὲν ἦν Σολομῶντος, πόρνης δὲ υἱός. τούτῳ ἐγένοντο
υἱοὶ κηʹ καὶ θυγατέρες ξʹ.
 Προεφήτευον ὁ οἰκῶν ἐν Βαιθὴλ καὶ ὁ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου εὑρὼν αὐτόν,
1014

ὁ ἐξ Ἰούδα προφήτης ἐλθών, θύοντα ταῖς χρυσαῖς δαμάλεσι, καὶ προφη-


τεύσας αὐτῷ περὶ Ἰωσίου ἐξ οἴκου Δαβὶδ τεχθησομένου βασιλέως καὶ
ἀναιρήσοντος τοὺς τῶν εἰδώλων ἱερεῖς ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὅπερ ἐρράγη,
ἐν ᾧ Ἱεροβωὰμ ἐπέθυε· συλλαβεῖν δὲ αὐτὸν προστάξας τὴν χεῖρα ξηραίνε-
ται, καὶ δεηθεὶς τοῦ προφήτου θεραπεύεται. ὁ δὲ προφήτης ἐπανιὼν ὑπὸ  
τοῦ λέοντος διεφθάρη, ὅτι μετέσχε τροφῆς παρὰ τῷ ἄλλῳ προφήτῃ τῷ ἐν
Βαιθήλ, ἀπατηθεὶς ὑπ' αὐτοῦ, ὃν καὶ ἐφύλαξεν ὁ θήρ, ἕως ἐλθὼν ὁ ἀπα-
τήσας αὐτὸν παρελθεῖν τὴν θείαν ἐντολὴν ἔθαψεν αὐτόν. τὰς δύο χρυσᾶς

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή.


P. 236, line 13

 Ἄχαζ συντυχὼν τῷ Θεγλαφαλασὰρ ἐν Δαμασκῷ θυσιαστήριόν τι εἰδω-


λικὸν εἶδε. τούτου λαβὼν τὰ μέτρα ἀπέστειλεν εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς
Οὐρίαν τὸν ἀρχιερέα, κελεύσας ὅμοιον αὐτοῦ ποιῆσαι, ἐφ' ᾧ τοῖς θεοῖς
Σύρων ἔθυεν ὑποστρέψας· τὸν δὲ ναὸν τοῦ θεοῦ ἔκλεισεν.
 Ἔτι προεφήτευον Ἡσαΐας, Ὠσηέ, Μιχαίας.
 Τοῦ Ἰούδα ιγʹ ἐβασίλευσεν Ἐζεκίας ἔτη κθʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος
͵δψξϛʹ.
 Ἐζεκίας υἱὸς Ἄχαζ καὶ Ῥαβουνᾶ τῆς θυγατρὸς Ζαχαρίου πάντων
εὐσεβέστερος γέγονε τῶν πρὸ αὐτοῦ βασιλευσάντων ἐν Ἱερουσαλὴμ μετὰ
τὸν Δαβίδ. οὗτος τὰ εἰδωλεῖα κατέσκαψε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν συνέτριψε,
τά τε ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καθεῖλεν ἀπὸ Σολομῶνος μέχρις αὐτοῦ θυμιώμενα
ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, καὶ τὰ ἄλση ἐξέκοψεν, ἀφανίσας καὶ τὸν ὄφιν ὃν
ὕψωσε Μωυσῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ τὸν χαλκοῦν, ἕως αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ λαοῦ θυμιώ-
μενον καὶ λατρευόμενον, μετὰ τῶν λοιπῶν βδελυγμάτων.
 Ἐζεκίας μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς Ἰούδα μετὰ τὸ κατασκάψαι τὰ εἰδωλεῖα καὶ
τὰ ἄλση ἐκκόψαι καὶ τὸν χαλκοῦν ὄφιν ἐξαλεῖψαι τοὺς εὑρισκομένους
εἰδωλολατροῦντας ἐξ Ἰουδαίων ἐθανάτου. τοσοῦτον γὰρ τῇ εἰδωλολατρείᾳ
συνείχοντο ὥστε τῶν θυρωμάτων ὄπισθεν ζωγραφεῖν τὰ βδελύγματα
τῶν ἐθνῶν καὶ προσκυνεῖν αὐτοῖς, καὶ ἵνα τῶν παρ' Ἐζεκίου ψηλαφᾶν
πεμπομένων κρύβοιντο ἀνοιγομένων τῶν θυρῶν. ἦν δὲ καὶ Σολομῶνος
γραφή τις ἐγκεκολαμμένη τῇ πύλῃ τοῦ ναοῦ παντὸς νοσήματος ἄκος

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 236, line 22

τὸν Δαβίδ. οὗτος τὰ εἰδωλεῖα κατέσκαψε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν συνέτριψε,
τά τε ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καθεῖλεν ἀπὸ Σολομῶνος μέχρις αὐτοῦ θυμιώμενα
ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, καὶ τὰ ἄλση ἐξέκοψεν, ἀφανίσας καὶ τὸν ὄφιν ὃν
ὕψωσε Μωυσῆς ἐν τῇ ἐρήμῳ τὸν χαλκοῦν, ἕως αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ λαοῦ θυμιώ-
μενον καὶ λατρευόμενον, μετὰ τῶν λοιπῶν βδελυγμάτων.
 Ἐζεκίας μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς Ἰούδα μετὰ τὸ κατασκάψαι τὰ εἰδωλεῖα καὶ
τὰ ἄλση ἐκκόψαι καὶ τὸν χαλκοῦν ὄφιν ἐξαλεῖψαι τοὺς εὑρισκομένους
εἰδωλολατροῦντας ἐξ Ἰουδαίων ἐθανάτου. τοσοῦτον γὰρ τῇ εἰδωλολατρείᾳ
συνείχοντο ὥστε τῶν θυρωμάτων ὄπισθεν ζωγραφεῖν τὰ βδελύγματα
τῶν ἐθνῶν καὶ προσκυνεῖν αὐτοῖς, καὶ ἵνα τῶν παρ' Ἐζεκίου ψηλαφᾶν
πεμπομένων κρύβοιντο ἀνοιγομένων τῶν θυρῶν. ἦν δὲ καὶ Σολομῶνος
γραφή τις ἐγκεκολαμμένη τῇ πύλῃ τοῦ ναοῦ παντὸς νοσήματος ἄκος
1015

περιέχουσα, ᾗ προσέχων ὁ λαὸς καὶ τὰς θεραπείας νομιζόμενος ἔχειν


κατεφρόνει τοῦ θεοῦ· διὸ καὶ ταύτην Ἐζεκίας ἐξεκόλαψεν, ἵνα πάσχοντες
τῷ θεῷ προσέχωσιν.
 Ἐπολέμησε δὲ τοῖς ἀλλοφύλοις μέχρι Γάζης.
 Ἀσσυρίων τε ἀπέστη πρότερον ὑπήκοος ὢν καὶ τὰ διεφθαρμένα τείχη
τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀνεκαίνισεν, δεύτερον αὐτῇ περιθεὶς τείχισμα, ἀφανίσας  
δὲ τὰ πέριξ τῆς πόλεως ὕδατα διὰ δίψαν τῶν πολεμίων καὶ μόνην ἀποστρέ-
ψας ἔνδον τῆς πόλεως τὴν τοῦ Σιλωὰμ πηγήν.
 Ἐπιστρατεύσαντος δ' αὐτῷ τοῦ Σεναχηρεὶμ καὶ τὰς πέριξ πορθοῦντος

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 240, line 3

τῷ Ἄχαζ ἀνεῖλον τοῦ Ἰούδα ιβʹ μυριάδας ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ, γυναικῶν δὲ καὶ
παίδων ἔλαβον κʹ μυριάδας αἰχμαλώτους, οὓς συμβουλῇ Ἰωβὴλ τοῦ
προφήτου ἀπέλυσαν.
 Ἄχαζ δὲ τὸ ἐν τοῖς θησαυροῖς ἀργύριον πέμψας τῷ Ἀσσυρίων βασιλεῖ
Θεγλαφασὰρ εἰς βοήθειαν αὐτὸν ἤγαγε, μὴ ὑπακούσας Ἡσαΐου τοῦ
προφήτου κωλύοντος καὶ σημεῖον τὴν τίκτουσαν παρθένον διδόντος· ὃς
ἐλθὼν τήν τε Συρίαν καὶ τὸν Ἰσραὴλ πορθεῖ καὶ τοῦ λαοῦ πλεῖστον
ἀποικίζει εἰς Ἀσσυρίους.  
 Ὠσηὲ δὲ ἀνελὼν τὸν Φακεὲ ἐβασίλευσε.
 Πολλὰ καμὼν περὶ τῆς συμφωνίας τῶν δύο βασιλειῶν τῶν Ἑβραίων τῶν
διαιρεθεισῶν μετὰ Σολομῶντα ἕως Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα καὶ Ὠσηὲ
βασιλέως Ἰσραὴλ ιηʹ καὶ ἐσχάτου τῶν ἐν Σαμαρείᾳ, διὰ τὸ τὰς ἱερὰς τῶν
βασιλέων δέλτους μὴ ἀκριβῶς ἐκφαίνειν ἐν ποίῳ χρόνῳ τῶν βασιλέων
Ἰούδα ἕκαστος τῶν ἐν Σαμαρείᾳ βασιλευσάντων ἤρξατο βασιλεύειν,
μηδ' αὖ πάλιν ἕκαστος τῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ βασιλευσάντων ἐν ποίῳ ἔτει
τῶν βασιλέων Ἰσραὴλ ἤρξατο κρατεῖν, μόλις ἠδυνήθην σύμφωνον εὑρεῖν
τὸ πρῶτον ἔτος Ὠσηὲ πρὸς τὸ ιβʹ Ἄχαζ διὰ τὸ πάντα σχεδὸν τὰ ἀντίγραφα
τὸν Φακεὲ υἱὸν Ῥωμελίου ἢ ιηʹ ἔτη ἢ κʹ λέγειν κεκρατηκέναι τῶν ἐν
Σαμαρείᾳ ιʹ φυλῶν.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή.


P. 242, line 1
ἐνιαυτὸς ζʹ Ὠσηὲ υἱῷ Ἠλὰ βασιλεῖ Ἰσραήλ, ἀνέβη Σαλμανασὰρ βασιλεὺς
Ἀσσυρίων ἐπὶ Σαμάρειαν καὶ ἐπολιόρκησεν αὐτὴν καὶ κατεβάλετο
αὐτὴν ἀπὸ τέλους τριῶν ἐτῶν ἐν ἔτει ϛʹ Ἐζεκία. οὗτος ἐνιαυτὸς θʹ
τῷ Ὠσηὲ βασιλεῖ Ἰσραήλ. καὶ συνελήφθη Σαμάρεια καὶ ἀπῴκισε
βασιλεὺς Ἀσσυρίων τὴν Σαμάρειαν εἰς Ἀσσυρίους καὶ ἔθηκεν αὐτοὺς ἐν
Χαλχὰλ καὶ ἐν Ἀβὼρ ποταμῷ Γωζὰν καὶ ὄρη Μήδων, ὅτι οὐκ εἰσήκουσαν
τῆς φωνῆς κυρίου θεοῦ αὐτῶν.’
 Αὕτη πρώτη τοῦ Ἰσραὴλ αἰχμαλωσία πέφυκεν εἰς Ἀσσυρίους, ἥτις
γέγονεν ἀρχομένῳ ϛʹ ἔτει Ἐζεκίου, κοσμικῷ δὲ ἔτει ͵δψοʹ πληρουμένῳ.
διήρκεσε δὲ ἡ αὐτὴ τῶν ιʹ φυλῶν βασιλεία ἐν Σαμαρείᾳ ἀπὸ τοῦ αʹ βασι-  
λέως αὐτῶν Ἱεροβωὰμ δούλου Σολομῶντος ἐν βασιλεῦσι ιηʹ, ἔτεσι δὲ σξʹ.
1016

ἀπὸ γὰρ τοῦ κοσμικοῦ ͵δφιγʹ ἀρξαμένη εἰς τὸ ὑποτεταγμένον ͵δψοαʹ


ἔληξε, κατὰ δὲ Ἀφρικανὸν ͵δψνʹ, κατὰ δὲ Εὐσέβιον ͵δυνεʹ. Εὐσέβιος δὲ ὁ
Καισαρεὺς σνʹ ἔτη ἐπελογίσατο καὶ ἄλλοι σμϛʹ, πλὴν τὸ ἀκριβέστερον καὶ
τῇ γραφῆ τῶν βασιλειῶν συμφωνότερον ὡς πρὸς τὸ ϛʹ ἔτος Ἐζεκίου καὶ
αὐτὸ ἀρχόμενον συναντᾷ τὸ θʹ ἔτος Ὠσηὲ καὶ αὐτὸ πληρούμενον. οὕτω
γὰρ χρὴ νοεῖν τὸ τέλος τοῦ θʹ ἔτους Ὠσηὲ ἀρχὴν τοῦ ϛʹ ἔτους Ἐζεκίου.
οὕτως γὰρ ἂν ὀρθῶς νοηθείη.
 Ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας τῆς ὑπὸ Σαλμανασὰρ γενομένης τῶν ιʹ φυλῶν τοῦ
Ἰσραὴλ τῶν ἐν Σαμαρείᾳ ἦν Τωβίας ὁ δικαιότατος φυλῆς Νεφθαλεὶμ ἐν
Νινευὶ τῇ πόλει. οὗτος τοὺς ὑπὸ Σαλμανασὰρ καὶ τῶν λοιπῶν Χαλδαίων

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή.


P. 264, line 18

αὐτοῦ ἀρχομένῳ σὺν πολλοῖς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν
αἰχμάλωτον εἰς Βαβυλῶνα ἀπήγαγε, δήσας αὐτὸν πέδαις χαλκαῖς, ὡς ἐν
τῷ βʹ τῶν Παραλειπομένων γέγραπται. τὸν δὲ Ἰωαχεὶμ υἱὸν αὐτοῦ
τὸν καὶ Ἰεχονίαν παῖδα ὀκταέτη καταστήσας βασιλέα ὑπόφορον, μετὰ
τρεῖς μῆνας καὶ δέκα ἡμέρας πάλιν ἐπελθὼν τῇ Ἰουδαίᾳ κατὰ τὸ αὐτὸ
ἔτος ἐπολιόρκησε τὴν Ἱερουσαλήμ· πρὸς ὃν ἐξῆλθεν Ἰωαχεὶμ καὶ οἱ παῖ-
δες αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ σὺν αὐτῷ καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ εὐνοῦχοι
αὐτοῦ. καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν ἔτει ὀγδόῳ τῆς βασιλείας
αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν καὶ ἐξήνεγκε πάντας τοὺς θησαυροὺς
οἴκου κυρίου καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ συνέκοψε
πάντα τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ, ἃ ἐποίησε Σολομὼν βασιλεὺς Ἰσραὴλ ἐν τῷ
ναῷ κυρίου κατὰ τὸ ῥῆμα κυρίου· καὶ ἀπῴκισε πᾶσαν τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ
πάντας τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς δυνατοὺς ἰσχύι αἰχμαλωσίᾳ καὶ δέκα
χιλιάδας αἰχμαλωτίσας καὶ πάντα τὰ τέκνα καὶ τὸν συγκλείοντα, καὶ
οὐχ ὑπελείφθη πλὴν οἱ πτωχοὶ τῆς γῆς. καὶ ἀπῴκισε τὸν Ἰωαχεὶμ εἰς
Βαβυλῶνα καὶ τὴν μητέρα καὶ τὰς γυναῖκας τοῦ βασιλέως καὶ τοὺς
εὐνούχους καὶ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς ἀπήγαγεν αἰχμαλωσίας ἀποικεσίαν ἐξ
Ἱερουσαλὴμ εἰς Βαβυλῶνα, καὶ πάντας τοὺς ἄνδρας τῆς δυνάμεως,
ἄνδρας ἰσχύος, ποιοῦντας πόλεμον ͵ζ, καὶ τὸν τέκτονα καὶ τὸν συγ-
κλείοντα χιλίους, πάντες δυνατοὶ ποιοῦντες πόλεμον, καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς
βασιλεὺς Βαβυλῶνος μετοικεσίαν εἰς Βαβυλῶνα. καὶ ἐβασίλευσε βασιλεὺς

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 348, line 31

ὠνομάσθη. ὁ αὐτὸς πρὸς Ῥωμαίους δόγματι συγκλήτου φιλίαν σπένδε-


ται.
 Ἰωάννης ὁ καὶ Ὑρκανὸς Ἰουδαίων ἀρχιερεὺς Σεβαστὴν πόλιν Σαμαρείας
πολιορκήσας ἠδάφισε. ταύτην Ἡρώδης ἀνοικοδομήσας Σεβαστὴν εἰς
ὄνομα τοῦ Καίσαρος ἐκάλεσεν.
 Ἔπειτα Ἰωάννης Ὑρκανὸς διαπρεπῶς ἡγήσατο πάνυ τοῦ γένους Ἰου-
δαίων. ἡ δὲ πρώτη τῶν Μακκαβαϊκῶν βίβλος ἕως αὐτοῦ λήγει. τοῦτον
Ἰώσηππος ἐπὶ θεοφιλίᾳ πολλὰ μαρτυρεῖ.
 Ἰωάννης υἱὸς Σίμωνος σφόδρα διαπρέπων, ἡγησάμενος τοῦ ἔθνους
Ἰουδαίων ἐν ἱερωσύνῃ, καὶ πολέμοις καὶ πλούτῳ, τρισμυρίων ταλάντων
1017

ἐκ τῶν πατρῴων Δαβὶδ καὶ Σολομῶνος τάφων ἀνελόμενος, ἄλλοις τε πολ-  


λοῖς κατορθώμασι καὶ τροπαίοις κατὰ τῶν πλησιοχώρων καὶ Σαμαρείας
εὐδοκιμήσας, ἐν τῷ θορύβῳ τῶν βʹ βασιλέων Ἀντιόχων πρὸς ἀλλήλους
τοῦ Γρυποῦ καὶ τοῦ Κυζικηνοῦ ἀναιρεθεὶς τελευτᾷ ἀρχιερατεύσας ἔτη λʹ,
κατὰ δὲ Ἀφρικανὸν κζʹ. πολλὰς μυριάδας ταλάντων χρυσίου καὶ ἀργυρίου
συνέθαψε τῷ Δαβὶδ Σαλομών, ὥς φησιν Ἰώσηππος, ἐξ ὧν Ἰωάννης οὗτος
ὁ καὶ Ὑρκανὸς ἕνα τοῦ τάφου Δαβὶδ οἶκον ἀνοίξας ὑπὸ Ἀντιόχου πολιορ-
κούμενος ὡς τρισχίλια τάλαντα χρυσοῦ ἀνείλατο. ἔπειτα δὲ καὶ Ἡρώδης
ἄλλον οἶκον ἀνοίξας πολλὰ τάλαντα ἐξήγαγε. ταῖς δὲ θήκαις τῶν αὐτῶν
βασιλέων διὰ βάθους μεμηχανευμέναις οὐδεὶς προσεπέλασεν.

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 387, line 7

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ ΕΦΙΕ Τῆς θείας σαρκώσεως ἔτη ιεʹ

ΚΟΣΜΟΥ ΕΤΗ ΕΦΚ Τῆς θείας σαρκώσεως ἔτη κʹ

 Τὴν μὲν κατὰ σάρκα γέννησιν τοῦ κυρίου καὶ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ δύο μόνοι τῶν εὐαγγελιστῶν ἱστόρησαν, Ματθαῖος τὸ
βασιλικὸν ἐκ τοῦ Δαβὶδ κατὰ Σολομῶνα καὶ Λουκᾶς τὸ ἱερατικὸν ἐκ τοῦ
αὐτοῦ Δαβίδ, κατὰ Νάθαν υἱὸν αὐτοῦ. τὴν δὲ ἄχρονον γέννησιν ἐκ τοῦ
πατρὸς Ἰωάννης μόνος ὁ υἱὸς τῆς βροντῆς ἐθεολόγησε. τὸν μέντοι περὶ
τοῦ βαπτίσματος λόγον οἱ τέσσαρες ὁμοφρόνως συνέγραψαν εἰκότως,
ἀλλ' οἱ μὲν τρεῖς ἀπροσδιορίστως, Λουκᾶς δὲ ὁ θεσπέσιος καὶ τὸν χρόνον
ἠκρίβωσεν εἰπὼν οὕτως·
 Ἐν ἔτει ιεʹ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου
Πιλάτου τῆς Ἰουδαίας καὶ τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδου, Φιλίπ-
που δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετραρχοῦντος τῆς Ἰτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος
χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς Ἀβιληνῆς, ἐπὶ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγέ-
νετο ῥῆμα θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν τοῦ Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ. καὶ ἦλθεν

Γεώργιος Συγγελος. Χρονογραφική εκλογή. P. 418, line 8

 Ἡρώδης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἔτη κδʹ.


 Ἀγρίππας ὁ υἱὸς Ἡρώδου, ὁ σκωληκόβροτος Ἡρώδης, ἔτη ζʹ.  
 Ἀγρίππας ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ὁ μικρὸς λεγόμενος, ἔτη κγʹ.
 Ὁμοῦ ἔτη ρʹ.
 Συνάγεται ὁ πᾶς χρόνος κατὰ τόδε τὸ χρονογράφιον ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως
ἔτους δευτέρου Οὐεσπασιανοῦ ἔτη ͵εφξζʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ͵γτκεʹ.
 Ἀπὸ δὲ τοῦ πρώτου ἔτους Ἀβραὰμ ͵βσνεʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς ἐξόδου τοῦ λαοῦ διὰ Μωυσέως ἔτη ͵αψναʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς πρώτης ἐπισκευῆς τοῦ ναοῦ διὰ Σολομῶνος ἔτη ͵απηʹ.
 Ἀπὸ δὲ τῆς δευτέρας ἐπισκευῆς ἤτοι δευτέρου ἔτους Δαρείου ἔτη
φοδʹ.
 {Ἀπὸ δὲ τῆς δευτέρας ἐπισκευῆς ἔτη}
1018

 Ἀπὸ δὲ τῆς Ἀντιόχου πολιορκίας ἔτη σνηʹ.


 Ἀπὸ δὲ τοῦ σωτηρίου σταυροῦ ἔτη λδʹ.

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 11, line 21

σῶμα καλεῖ. καλεῖ δὲ αὐτὸν ἑτερούσιον καὶ ἄλλο τι παρὰ


τὰ τέσσαρα, ὅτι καὶ ἡ κίνησις ἀμφοτέρων ἄλλη καὶ ἄλλη.
τὰ μὲν γὰρ ἄνω φέρονται ὡς κοῦφα, τὰ δὲ πάλιν ὡς βαρέα
ὄντα κάτω κέκτηται τὴν φοράν· ὁ δὲ οὐρανὸς κυκλικὴν ἔχει
τὴν κίνησιν, ἐφ' ᾧ καὶ ἄλλο τι παρὰ τὰ τέσσαρα δοξάζει
αὐτόν. καὶ οὗτοι μὲν οὕτως. ἡμεῖς δὲ καταβάλλεσθαι ὑπ'
ἀλλήλων ἀφέντες αὐτούς, τῷ θεόπτῃ πεισθῶμεν Μωσεῖ λέ-
γοντι “ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.”
κἀντεῦθεν ἐκ τοῦ κάλλους τῶν ὁρωμένων τὸν ὑπέρκαλον ἐν-
νοώμεθα, ὡσαύτως ἐκ τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναλογιζώμεθα
τὸν ὑπερμεγέθη καὶ ἄπειρον· κατὰ γὰρ τὸν σοφὸν Σολομῶν-
τα ἐκ μεγέθους καὶ καλλονῆς κτισμάτων ὁ γενεσιουργὸς αὐ-
τῶν θεωρεῖται. καὶ τί χρὴ πολλὰ λέγειν; ἐκ τεσσάρων μὲν  
οὖν στοιχείων τὰ κτίσματα συνέστησαν, πλὴν οὐκ ἐκ τῆς
ἀσωμάτου ὕλης τὰ στοιχεῖα τὸ εἶναι εἰλήφασι κατὰ τοὺς
ἔξωθεν, ἀλλ' ἐξ αὐτοῦ τοῦ πάντων δημιουργοῦ καὶ θεοῦ· ἐν
τῇ πρώτῃ γὰρ ἡμέρᾳ καθ' ἣν ἐξ οὐκ ὄντων παρήγαγε τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ὁ θεός, τηνικαῦτα καὶ αὐτὰ συμπαρή-
γαγε τὰ στοιχεῖα, ὡς ἐντεῦθεν πάντα πρὸς τὸ εἶναι παράγε-
σθαι. καὶ περὶ μὲν τοῦ οὐρανοῦ τοιαῦτα.

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 64, line 16

πλωμένον ὂν ἐφ' ὅλον τὸ σύμπαν, τὸ τῆς ἀκτίστου τριάδος


παριστᾷ φῶς πανταχοῦ φθάνον ὡς ἀπερίγραπτον· ὅτε δὲ τῷ
ζοφερῷ μὲν πρότερον, ὕστερον δὲ φωτεινῷ διὰ τὴν ἕνωσιν
δίσκῳ ἐναπετίθετο, τὴν ἔνσαρκον οἰκονομίαν προέγραφε· σκο-
τεινοὺς καὶ γὰρ ὄντας ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ τῇ καθ' ὑπόστασιν
ἑνώσει ἐλάμπρυνε, καὶ πρὶν διὰ μοναδικοῦ φωτὸς τὸ σύμπαν
ἐφώτιζε. κατὰ δὲ τὴν τετάρτην ἡμέραν τριαδικῷ φωτὶ τὰ
πάντα κατηύγασεν, ὅτε δηλαδὴ ὁ ἥλιος Χριστὸς ἀνέτειλε. τὸ
μὲν γὰρ μοναδικὸν ἐκεῖνο φῶς τύπος ἦν τῆς μοναρχικῆς θεό-
τητος, τὸ δὲ τριαδικὸν τοῦτο φῶς τῶν τριῶν πάλιν ὑποστά-
σεων τύπος ἦν. οὗτος δέ ἐστιν ὁ ἥλιος περὶ οὗ Σολομὼν
λέγει “ἀνατέλλει ὁ ἥλιος” (τοῦτ' ἔστι Χριστὸς) “ἐπὶ γῆς, καὶ
δύνει ὁ ἥλιος” (τουτέστι πρὸς τάφον χωρεῖ), “καὶ πάλιν πρὸς
τὸν τόπον αὐτοῦ ἄνεισιν.” ἐκ τοῦ ἡλίου δὲ χορηγεῖται τῇ
σελήνῃ τὸ φῶς, ὅτι καὶ ἐκ τοῦ Χριστοῦ τοῦ νοητοῦ ἡλίου
καταλάμπεται ἡ ἐκκλησία καὶ πάντες οἱ ἅγιοι· “ἐκ τοῦ πλη-
ρώματος” γάρ φησιν “αὐτοῦ πάντες ἐλάβομεν.”  
 Ἔχεις ἰδοὺ καὶ τὰ τῆς τετάρτης ἡμέρας, εἰ καὶ μὴ κα-
1019

τὰ σὴν ἔφεσιν δι' ἡμετέραν πάντως ἀσθένειαν.


 Τῇ δὲ πέμπτῃ ἡμέρᾳ τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης ἐξάγει καὶ

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 90, line 20

ἐστί. ταύτῃ τοι καὶ πρὸς ἀνατολὴν ἐπανιόντι τῷ ἰδίῳ ἀρχη-


γέτῃ ἀπορρήτως καὶ φυσικῶς ἐπιγάννυται, καὶ ὥσπερ ᾠδὴν
αὐτῷ ποιούμενος ἀπολαμπρύνει τε τὴν φωνὴν καὶ μέγα βοᾷ.
καὶ οὗτοι μὲν οὕτως· σὺ δέ, ἀγαπητέ, τὰς τοιαύτας φω-
νὰς μετὰ τῶν μύθων ἀριθμεῖν μὴ δέδιθι. τὸν γὰρ ἀλε-
κτρυόνα νυκτὸς ἔταξεν ᾄδειν ὁ κηδεμὼν πάντων θεός, ὡς ἐν-
τεῦθεν ἡμᾶς ἄκοντας τῆς κλίνης ἐγείρεσθαι καὶ μὴ τὴν νύ-
κτα καταναλίσκειν ὅλην ἐπὶ κενοῖς, ἀλλὰ τοὺς μὲν εἰς ἐργα-
σίαν ἐκτρέπεσθαι, τοὺς δὲ πρὸς θείαν δοξολογίαν ἀνίστασθαι·
τοιαῦτα γὰρ τοῦ θεοῦ καὶ διὰ λόγων καὶ διὰ ζώων οὐκ ἀναι-
νομένου παιδεύειν. καὶ πρόσχες τῷ Σολομῶντι λέγοντι “ἴθι
πρὸς τὸν μύρμηκα ὦ ὀκνηρέ.”
 Γίνωσκε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι τὴν μυῖαν Ἀττικῷ μέλιτι μὴ
ἐπικαθῆσθαι φασί. θύμοις καὶ γὰρ τὴν Ἀττικὴν κομῶσαν  
ἔστι θεάσασθαι, οἷς ἐφιζάνουσιν Ἀττικαὶ συχνότερον μέλις-
σαι. ἐντεῦθεν καὶ δριμυτέραν ἔχει τὴν ὄσφρησιν. διὸ κα-
θάπερ ἱερῷ τινὶ Ἀττικῷ μυῖα οὐκ ἐπικάθηται μέλιτι.
 Γίνωσκε δὲ πρὸς τούτοις ὅτι μυῖαι καὶ μέλισσαι καὶ
μύρμηκες ὑπὸ ἐλαίου ἀπόλλυνται, διότι τὰ ἀναπνευστικὰ
στενὰ ἔχει, τὸ δὲ ἔλαιον γλίσχρον ἐμφράττει αὐτά. πάσχου-
σι δὲ τοῦτο καὶ οἱ ὄφεις ὑπὸ τῶν βαρυόδμων· τὸ γὰρ παρ'

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 163, line 14

σχειν ὅσα μετὰ τὴν βρῶσιν ἐξ ἀνάγκης τῇ θνητῇ φύσει πα-


ρέπεται. ὅθεν ἀναγκαῖον περὶ τῆς φύσεως αὐτοῦ τοῦ Ἀδὰμ
διαλαβεῖν πρότερον· οὕτω γὰρ ἐπιγνωσόμεθα κατά γε τὸ
ἐγχωροῦν τίς τε ἡ βρῶσις ἣν αὐτὸς ἐν τῷ παραδείσῳ ἤσθιεν
ὁ Ἀδάμ, καὶ τὸ φυτὸν ὡσαύτως τῆς γνώσεως ὁποῖον ἄρα
τὴν φύσιν ἐτύγχανεν. πρόσεχε οὖν. τὸν Ἀδὰμ ἄλλοι μὲν
θνητὸν ὑπὸ θεοῦ παραχθῆναί φασιν, ἕτεροι δὲ μέσην αὐτὸν
ἔχειν διισχυρίζονται τάξιν, τουτέστιν ἀθανασίας εἶναι μέσον
αὐτὸν καὶ θνητότητος· εἰ μὴ γὰρ τοῦτο ἦν, ὡς ἐκεῖνοί φα-
σιν, οὐκ ἂν ὑπέπεσε θανάτῳ μετὰ τὴν παράβασιν. ἀλλ' ἄφες
αὐτούς, εἴγε καὶ μᾶλλον ὁ σοφὸς Σολομὼν ἐν τῇ σοφίᾳ αὐ-
τοῦ κατὰ λέξιν οὕτως εὕρηται λέγων “ὁ θεὸς θάνατον οὐκ
ἐποίησεν, ἀλλ' ἐπ' ἀφθαρσίᾳ τὸν ἄνθρωπον ἔκτισε κατ' εἰκό-
να τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ. φθόνῳ δὲ τοῦ διαβόλου θάνατος
εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν.” εἴπερ οὖν ὁ θεὸς ἐπ' ἀφθαρσίᾳ
ἔκτισε κατ' εἰκόνα τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ, πῶς εἴπωμεν αὐτὸν
ὑποκεῖσθαι φθορᾷ καὶ θνητότητι, καὶ ταῦτα τοῦ θεοῦ θάνα-
τον, ὡς εἴρηται, μὴ ποιήσαντος ἀπ' ἀρχῆς; εἰ γὰρ εἴπωμεν
ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Ἀδὰμ ἐκεῖνο καὶ φθορᾷ κατά τινα τρόπον  
1020

ὑπέκειτο, οὐδέν τι παριστῶμεν ἕτερον ἢ ὅτι παρὰ θεοῦ τὸ


κατάρχειν ἡμῶν ἔσχεν ἥ τε φθορὰ καὶ ὁ θάνατος.

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 169, line 10

τροπὴν οὐκ ἦν ἀγνοῶν, ἀλλ' ἐπειδὴ καταδικάζειν ἐκ μόνης  


οὐ θέλει προαιρέσεως, τὴν ἑαυτοῦ βουλὴν ἐπ' αὐτῷ θεοπρε-
πῶς ἐκπληροῖ, καὶ ψυχῆς αὐτῷ, καθὰ δὴ καὶ προείρηται,
μεταδίδωσι νοερᾶς, ὡς ἐντεῦθεν αὐτὸν εἶναι καὶ ἀθάνατον
εἰς τὸ διηνεκές. ἀλλὰ γὰρ τίνος ἕνεκεν ἄρχοντα τῶν ἐπιγεί-
ων ἐποίησε καὶ ἀθάνατον αὐτίκα τὸν ἄνθρωπον; ἵνα μάθω-
μεν ἐντεῦθεν ὅτι καὶ ὁ ποιήσας ἡμᾶς θεὸς πασῶν ἄρχει τῶν
ἄνω δυνάμεων, καὶ ὅτι ἀθάνατός ἐστι καὶ ἄφθαρτος καὶ
ἀνώλεθρος. ἐπὶ τούτῳ γὰρ καὶ προλαβὼν χοῦν ἔλεγε “κατ'
οἰκείαν εἰκόνα ποιήσωμεν τὸν ἄνθρωπον.” ὃ δὴ καὶ ὁ Σολο-
μὼν εἰδώς “ὁ θεὸς” ἔλεγε “θάνατον οὐκ ἐποίησεν, ἀλλ' ἐπ
ἀφθαρσίᾳ τὸν ἄνθρωπον ἔκτισε κατ' εἰκόνα τῆς ἀϊδιότητος
αὐτοῦ.” πλὴν εἰ καὶ θανάτῳ κατεδίκασε μετὰ ταῦτα τὸν ἄν-
θρωπον, ἀλλ' οὐκ ἀφῆκεν αὐτὸν ἀπαραμύθητον εἶναι μέχρι
πολλοῦ. μετατίθησι γὰρ τὸν Ἐνώχ, καὶ τηνικαῦτα τὴν θνητὴν
ἐδίδασκε φύσιν ἡμῶν ἀθανασίαν ἐκείνην ἐκδέχεσθαι ἧς ἐξέ-
πεσε διὰ τὴν παράβασιν. καὶ ἄκουε τί περὶ τούτων φησὶν
ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἐν τῷ εἰς τὴν ἀνάληψιν λόγῳ αὐτοῦ.
“θάνατος μὲν εἰσῆλθε διὰ τὴν παρακοήν, λύων δὲ ὅμως τὴν
τῆς ἀπειλῆς ἀκμὴν ὁ θεὸς ἐλπίδα εὐθὺς ἀθανασίας ἀνέτειλε
τῷ γένει, καὶ τὸν Ἐνὼχ ἐκ μέσου ἁρπάζει, κἀντεῦθεν τὴν

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 171, line 16

θῶς ὑπῆρχε καὶ ἄφθαρτον, ὡς ἤδη πολλάκις εἰρήκαμεν. αὐ-


τὸ τοῦτο παρίστησι καὶ Νυσσαεὺς θεῖος Γρηγόριος, ἡνίκα
καὶ μᾶλλον εὕρηται τὸ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ῥητὸν ἐπεξηγού-
μενος τὸ διαλαμβάνον οὕτως ἐν λέξεσι “τί τὸ γεγονός; αὐτὸ
τὸ γενησόμενον. καὶ τί τὸ πεποιημένον; αὐτὸ τὸ ποιηθησό-
μενον.” λέγει γὰρ ὅτι χειρὶ θεοῦ πεποιημένος ἄνθρωπος οὐχ
ὃ νῦν ἐστὶ διὰ τὴν ἁμαρτίαν, ἤγουν τρεπτὸς καὶ φθαρτός,
τοῦτο ἦν ἀπ' ἀρχῆς, ἀλλ' ὃ ποιηθήσεται ὕστερον, ἄτρεπτος
δηλονότι καὶ ἄφθαρτος. εἴπερ οὖν ὁ θεὸς ἐπ' ἀφθαρσίᾳ τὸν
ἄνθρωπον ἔκτισε, κατ' εἰκόνα τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ, καθά
φησι Σολομών· εἴπερ οὖν ἔδειξε τὸ οἰκεῖον φιλότιμον μετα-
δοὺς αὐτῷ ψυχῆς νοερᾶς ὡς εἶναι καὶ ἀθάνατον ἐς τὸ διη-
νεκές, ὡς ὁ χρυσοῦς τὴν γλῶττάν φησιν· εἴπερ οὖν ζωῆς
αἰωνίου ἀπόλαυσιν ἐχαρίσατο τῷ ἀνθρώπῳ κατ' ἀρχὰς ὁ θε-
ός, ὡς ὁ μέγας φησὶ Βασίλειος· εἴπερ οὖν ἡ πρώτη ποίησις
τοῦ Ἀδὰμ ἄφθαρτος ἦν, ὡς ὁ Σιναΐτης φησὶ θεῖος Ἀναστά-
σιος· εἴπερ οὖν ἀξίωμα δέδωκε τῷ ἀνθρώπῳ κατ' ἀρχὰς ὁ  
θεὸς τὸ ἀθάνατον καὶ ἀνώλεθρον, ὡς ὁ θεῖος Ἀνδρέας εὕ-
ρηται λέγων· εἴπερ αὐτεξουσιότητι καὶ ἀθανασίᾳ τιμήσας
1021

τὸν ἄνθρωπον ὁ θεὸς βασιλέα πάντων τῶν ἐπιγείων κατέστη-


σε, καθάπερ ὁ μακάριός φησι Βαρλαάμ, πῶς λοιπὸν θνητὸν

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 187, line 14

ἵνα δείξῃ τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι καὶ κολάζειν δύναται. ἅμα δέ


τις τούτῳ καὶ ἀπόρρητος συμπέπλεκται λόγος, παρὰ γερόν-
των σοφῶν εἰς ἡμᾶς διαφοιτήσας, ὅτι τὸ ξύλον τῆς παραβά-
σεως τοῦτο ἦν, οὗ καὶ τοῖς φύλλοις οἱ παραβάντες εἰς σκέ-
πην ἐχρήσαντο. καὶ κατηράθη παρὰ Χριστοῦ φιλανθρώπως
μηκέτι ἐνεγκεῖν αἴτιον ἁμαρτίας.” ὁ δὲ τὰ θεῖα σοφὸς Ἰω-
άννης ὁ Δαμασκηνὸς βρῶσιν ἐπὶ παραδείσου τὴν θείαν εἶπεν
ἐπίγνωσιν. δίδωσι γὰρ ὁ θεὸς τῷ Ἀδὰμ ἐξουσίαν πάντων
τῶν ἐν τῷ παραδείσῳ φυτῶν, π' ὴν οὐ βρώσεως ἕνεκεν, ἀλλ'
ἵνα πρὸς αὐτὸν ἐντεῦθεν τὸν δημιουργὸν ἐπανάγηται· ἀπὸ
μεγέθους γὰρ καὶ καλλονῆς κτισμάτων, ὥς πού φησι Σολομών,
ὁ δημιουργὸς αὐτῶν ἐπιγινώσκεσθαι εἴωθεν. καὶ ὅρα πῶς
ἐκλαμβάνει περὶ παραδείσου ὁ θεῖος οὗτος Ἰωάννης, καὶ τί
φησιν ἐπ' αὐτοῖς. “ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ
βρώσει φάγῃς. διὰ πάντων, λέγω, τῶν κτισμάτων ἐπ' ἐμὲ
τὸν ποιητὴν ἀναβιβάσθητι, καὶ ἕνα καρπὸν ἐκ πάντων κάρπω-
σαι, ἐμὲ τὴν ὄντως ζωήν. πάντα σοι ζωὴν καρποφορείτω, καὶ
τὴν ἐμὴν μέθεξιν ποιοῦ τῆς οἰκείας ὑπάρξεως σύστασιν.” καὶ
οὗτοι μὲν οὕτως, ὁ δὲ θειότατος Γρηγόριος ὁ Νύσσης οὕτω
κατὰ ῥῆμα διέξεισιν, ὅτι τὸ ἀπηγορευμένον ἐκεῖνο τῇ βρώσει  
ξύλον οὔτε συκῆν, ὥς τινές φασιν, οὔτε τι τῶν ἀκροδρύων

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 300, line 18

διότι ἠπειθήσατε τῷ ῥήματί μου ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς ἀντιλο-


γίας.” ὅτι δὲ ἐδέετο τοῦ θεοῦ περᾶσαι τὸν Ἰορδάνην, “καὶ
ὑπερεῖδε κύριος ἐμὲ ενεκεν ὑμῶν, καὶ οὐκ εἰσήκουσέ μου.
καὶ εἶπε κύριος πρός με ἱκανούσθω σοι, μὴ προσθῇς ἔτι λα-
λῆσαι τὸν λόγον τοῦτον. ἀνάβαινε γὰρ εἰς τὸ ὄρος, καὶ ἴδε
τοῖς ὀφθαλμοῖς, ὅτι οὐ διαβήσῃ τὸν Ἰορδάνην τοῦτον.” καὶ
τί δήποτε διὰ μικρὰν πλημμέλειαν πόρρωθεν ἰδεῖν ὁ Μωσῆς
προσετάχθη τὴν γῆν, τὸν δὲ λαὸν εἰσαγαγεῖν ἐκωλύθη; δι-
δάσκει ἡμᾶς ὁ δεσπότης διὰ τούτων ὡς τοὺς ἐν ἀρετῇ τελεί-
ους τὴν ἄκραν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ· “ὁ μὲν γὰρ ἐλάχιστος”
φησὶ σοφία Σολομῶντος “σύγγνωστόν ἐστιν ἐλέους, δυνατοὶ
δὲ δυνατῶς ἐτασθήσονται.” ὅτι δὲ μέγα ἔδοξε τὸ τοῦ Μω-
σέως ἁμάρτημα, δεδήλωκεν αὐτὸς ὁ θεὸς οὕτως εἰπών “ἀνά-  
βαινε, καὶ τελεύτα, διότι ἠπειθήσατε τῷ ῥήματί μου ἐπὶ
τοῦ ὕδατος τῆς ἀντιλογίας.” πάντα ταῦτα πεποίηκεν ἡ θλῖ-
ψις. ἐπιτιθέντες γὰρ Ἰουδαῖοι τῷ θείῳ Μωσεῖ, ὅτε ἀθυ-
μῶν ἦν διὰ τὴν τῆς Μαριὰμ τελευτήν, καὶ βιαζόμενοι χάριν
ὕδατος, ὡς ἐν τῇ βίβλῳ τῶν ἀριθμῶν γέγραπται, ἠνάγκασαν
τὴν ἀμφίβολον ἐκείνην προϊέναι φωνήν. ἄφες λοιπὸν τὰ τοῦ
1022

Ἰωσήπου, ὅτι καὶ κατὰ πάντα ταῖς ἱεραῖς γραφαῖς ἐναντιού-


μενα φαίνονται· καὶ γὰρ διὰ θείαν ὀργὴν ἐτελεύτησεν,

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 302, line 19

αὐτοὺς τῶν φροντίδων ἐλεύθερον βιοῦν, ὑπέσχετο καθ' ἑκά-


στην ἡμέραν παρέχειν τὴν ἀναγκαίαν αὐτοῖς τροφήν. ἐκεῖνοι
δὲ ἀπιστήσαντες μέρος τι τοῦ συλλεγέντος εἰς τὴν ὑστεραίαν
ἐφύλαξαν. διὰ τοῦτο καὶ ἐπώζεσεν. ὅτι γὰρ οὐ τῆς τοῦ
μάννα φύσεως ἦν τὸ πάθος, μαρτυρεῖ τὸ σάββατον, ἐν ᾧ
ἀλώβητον διετηρεῖτο τὸ χάριν αὐτοῦ κατὰ τὴν παρασκευὴν
συλλεγόμενόν τε καὶ φυλασσόμενον. μαρτυρεῖ δὲ καὶ τὸ ἐν
τῇ κιβωτῷ ἐπὶ πολλαῖς διαφυλαχθὲν γενεαῖς. τοῦτο δὲ τὸ
μάννα κατά γε τὸ πρωῒ καὶ μόνον συνήγετο· ἡλίου γὰρ ἀνα-
τείλαντος ἐτήκετο. τοῦτο μέντοι τὸ μάννα, καθά φησιν ὁ
θειότατος Νύσσης ἐκ τῆς σοφίας Σολομῶντος τὰς ἀφορμὰς
λαβών, μονοειδὲς ἦν, ἡ δὲ ποιότης αὐτοῦ τὸ ποικίλον εἶχεν,
ἑκάστῳ προσφόρως κατὰ τὸ εἶδος τῆς ἐπιθυμίας ἐγγινομένη.  
οὕτω μὲν οὖν καὶ ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, τὸ
νοητὸν δηλονότι μάννα, πρὸς τὴν διάθεσιν τῆς ἑκάστου ψυ-
χῆς διατίθεσθαι εἴωθε. τοῦτο δὴ τὸ μάννα εἶδος εἶχε κορί-
ου, οὗ τὴν φύσιν ὅλην διόλου λόγον ἔχειν σπέρματος λέγου-
σιν, ὥστε μηδὲ ἐν τῷ κατακόπτεσθαι ἐξαφανίζεσθαι τὴν πρὸς
τὸ σπείρεσθαι δύναμιν αὐτοῦ. οὕτω μὲν οὖν καὶ τὸ θεῖον
μάννα καὶ πνευματικὸν πανταχοῦ σκεδαννύμενόν τε καὶ κα-
τακερματιζόμενον ὅλον διόλου ἐν ὅλοις εὑρίσκεται. καὶ τί

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 334, line 8

εἶπεν ὁ Νάθαν “πάντα ὅσα ἐν τῇ καρδίᾳ σου βάδιζε καὶ


ποίει, ὅτι θεὸς μετὰ σοῦ.” ἠγνόησε γὰρ καὶ οὗτος τὸ μέλ-
λον, ὡς ὁ Σαμουὴλ τὸν χρισθησόμενον υἱὸν τοῦ Ἰεσσαί, καὶ  
ὡς ὁ Ἐλισσαῖος τὸ τῆς Σομανίτιδος πάθος. νύκτωρ δὲ ἐπι-
φανεὶς αὐτῷ ὁ κύριος ἔφη “πορεύου, καὶ εἰπὲ τῷ δούλῳ μου
τῷ Δαβίδ ὅτι οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μου οἶκον, ὅτι αἵματα
πολλὰ ἐξέχεας ἐπὶ τῆς γῆς ἐναντίον μου.” τοῦτο δὲ εἰρῆσθαι
δοκεῖ εἰς ὠφέλειαν τῶν τὰς μιαιφονίας ἐργαζομένων· οὐδὲ
γὰρ ἂν δίκαιον φόνον ἐμέμψατο τῷ βασιλεῖ ὁ τοῦ Φινεὲς
τὸν δίκαιον φόνον θυσίας προσαγορεύσας. ἐφ' ᾧ καὶ δίδωσι
Δαβὶδ Σολομῶντι τῷ υἱῷ αὐτοῦ τὸ παράδειγμα τοῦ ναοῦ καὶ
τῶν οἴκων αὐτοῦ. πάντα ἐν γραφῇ ἐκ χειρὸς κυρίου δέδω-
κεν αὐτῷ. ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ Νάθαν ἡνίκα πρὸς αὐτὸν ἀπε-
στάλη παρὰ θεοῦ, εἶπε “καλὸν τοῦτο ἐποίησας, ὅτι ἐγενήθη
ἐν τῇ καρδίᾳ σου περὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον· ἀλλ' οὐ σύ,
οἰκοδομήσει ὁ ἐκ σοῦ δέ.”
 Εἰ καὶ μακροθυμεῖ ὁ θεὸς τῆς ἁμαρτίας τολμωμένης,
ἀλλ' ὀψέ ποτε κολάζει. ἴδε γὰρ ὅτι μετὰ τῶν Γαβαωνιτῶν
οἱ Ἰσραηλῖται συνέθεντο μὴ φονεῦσαι αὐτούς, ὁ δὲ Σαοὺλ
1023

σὺν τοῖς ἄλλοις ἀλλοφύλοις καὶ αὐτοὺς ἀπέκτεινε. τὰς μέν-


τοι τοῦ τοιούτου τολμήματος δίκας ἐπὶ τοῦ Δαβὶδ εἰσέπραξε,

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 336, line 22

τῶν χʹ ἀνεῖλεν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, ὁ δὲ κατ' ἐχθρῶν ἐκπηδήσας


οὐκ ἂν ἐπαύετο εἰ μὴ ἐννακοσίους ἀνεῖλε. τοσοῦτον γὰρ
τολμηροὶ ἦσαν ὡς καὶ τρεῖς ἐξ αὐτῶν πρὸς Βηθλεὲμ ἀπελ-
θεῖν καὶ ἀγαγεῖν ὕδωρ τῷ Δαβὶδ ἐντὸς ὄντι Ἱεροσολύμων,
εἰσελθόντας αὐτοὺς καὶ ἐξελθόντας διὰ μέσων τῶν Παλαι-
στινῶν ἔξω παρακαθημένων καὶ μὴ τολμησάντων αὐτοῖς ἀν-
τιπεσεῖν διὰ τοσοῦτον θράσος αὐτῶν. ὃ ὕδωρ οὐκ ἠθέλη-
σε πιεῖν ὁ Δαβίδ, ἀλλ' ἔσπεισε τῷ θεῷ, καὶ τοὺς στρατιώ-
τας ἐθαύμασε.
 Μετὰ δὲ ταῦτα χειροτονηθεὶς παρὰ τοῦ Δαβὶδ ὁ Σολο-
μὼν ἐκάθισεν ἐπὶ θρόνου κυρίου εἰς βασιλείαν, τουτέστιν εἰς  
τὸν δοθέντα θρόνον αὐτῷ παρὰ κυρίου. τῆς δὲ πρώτης βί-
βλου τῶν Παραλειπομένων τὸ τέλος δηλοῖ ὅτι καὶ Σαμουὴλ
ὁ ὁρῶν καὶ Νάθαν ὁ προφήτης καὶ Γὰδ ὁ ὁρῶν βίβλους εἶ-
χον συγγεγραμμένας. ἰστέον ὅτι Ὀρνίας καὶ Ἀδωνίας ὁ αὐ-
τὸς ἦν, υἱὸς δὲ Δαβίδ· διώνυμος γάρ. οὗτος δειπνοκλήτο-
ρας ἔχων τὸν Ἰωὰβ καὶ τὸν Ἀβιάθαρ περὶ τῆς βασιλείας
ἐμελέτα. ὁ δὲ Νάθαν μηνύει τὰ περὶ τούτων τῇ Βερσαβεέ
(οἶδε γὰρ τὸν σκοπὸν τοῦ θεοῦ), αὕτη δὲ μηνύει τῷ Δαβίδ.
ὁ μέντοι Δαβὶδ δι' ἑαυτοῦ μὲν τὸν Ἰωὰβ τιμωρῆσαι μὴ θελή-
σας ἅτε ὑπὲρ αὐτοῦ πολλὰ κοπιάσαντα, τῷ Σολομῶντι

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 337, line 10

μὼν ἐκάθισεν ἐπὶ θρόνου κυρίου εἰς βασιλείαν, τουτέστιν εἰς  


τὸν δοθέντα θρόνον αὐτῷ παρὰ κυρίου. τῆς δὲ πρώτης βί-
βλου τῶν Παραλειπομένων τὸ τέλος δηλοῖ ὅτι καὶ Σαμουὴλ
ὁ ὁρῶν καὶ Νάθαν ὁ προφήτης καὶ Γὰδ ὁ ὁρῶν βίβλους εἶ-
χον συγγεγραμμένας. ἰστέον ὅτι Ὀρνίας καὶ Ἀδωνίας ὁ αὐ-
τὸς ἦν, υἱὸς δὲ Δαβίδ· διώνυμος γάρ. οὗτος δειπνοκλήτο-
ρας ἔχων τὸν Ἰωὰβ καὶ τὸν Ἀβιάθαρ περὶ τῆς βασιλείας
ἐμελέτα. ὁ δὲ Νάθαν μηνύει τὰ περὶ τούτων τῇ Βερσαβεέ
(οἶδε γὰρ τὸν σκοπὸν τοῦ θεοῦ), αὕτη δὲ μηνύει τῷ Δαβίδ.
ὁ μέντοι Δαβὶδ δι' ἑαυτοῦ μὲν τὸν Ἰωὰβ τιμωρῆσαι μὴ θελή-
σας ἅτε ὑπὲρ αὐτοῦ πολλὰ κοπιάσαντα, τῷ Σολομῶντι πα-
ραινεῖ ἀποκτεῖναι αὐτόν, ἵνα μὴ τῆς νεότητος αὐτοῦ κατα-
φρονήσῃ. τὰ αὐτὰ δὲ συμβουλεύει αὐτῷ καὶ περὶ τοῦ Σε-
μεεὶ ὡς ἀρχηγοῦ ὄντος, εἰ καὶ αὐτὸς ἐκαρτέρει πολλὰ καὶ
πολλάκις ὑβριζόμενος παρ' αὐτοῦ. κρατεῖ ὁ Σολομών, καὶ
τηνικαῦτα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Ὀρνίαν φονεύει. ἀλλὰ καὶ ἐπὶ
τῷ Ἰωὰβ ὡσαύτως ποιεῖ, κἂν τῷ θεῷ προσέφυγεν· ὁ γὰρ
θεῖος νόμος τὸν προσπεφευγότα τῷ ναῷ ἀνδροφόνον ἀναιρεῖ-
σθαι προσέταξεν.
1024

 Ὁ Σολομὼν ἐν χιλιόμβοιν ἱερατεύσας ἱκέτευε τὸν θεόν,


καὶ σοφίας τυχεῖν ᾔτησε καὶ συνέσεως. ὤφθη δὲ αὐτῷ κύ

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 337, line 14

χον συγγεγραμμένας. ἰστέον ὅτι Ὀρνίας καὶ Ἀδωνίας ὁ αὐ-


τὸς ἦν, υἱὸς δὲ Δαβίδ· διώνυμος γάρ. οὗτος δειπνοκλήτο-
ρας ἔχων τὸν Ἰωὰβ καὶ τὸν Ἀβιάθαρ περὶ τῆς βασιλείας
ἐμελέτα. ὁ δὲ Νάθαν μηνύει τὰ περὶ τούτων τῇ Βερσαβεέ
(οἶδε γὰρ τὸν σκοπὸν τοῦ θεοῦ), αὕτη δὲ μηνύει τῷ Δαβίδ.
ὁ μέντοι Δαβὶδ δι' ἑαυτοῦ μὲν τὸν Ἰωὰβ τιμωρῆσαι μὴ θελή-
σας ἅτε ὑπὲρ αὐτοῦ πολλὰ κοπιάσαντα, τῷ Σολομῶντι πα-
ραινεῖ ἀποκτεῖναι αὐτόν, ἵνα μὴ τῆς νεότητος αὐτοῦ κατα-
φρονήσῃ. τὰ αὐτὰ δὲ συμβουλεύει αὐτῷ καὶ περὶ τοῦ Σε-
μεεὶ ὡς ἀρχηγοῦ ὄντος, εἰ καὶ αὐτὸς ἐκαρτέρει πολλὰ καὶ
πολλάκις ὑβριζόμενος παρ' αὐτοῦ. κρατεῖ ὁ Σολομών, καὶ
τηνικαῦτα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Ὀρνίαν φονεύει. ἀλλὰ καὶ ἐπὶ
τῷ Ἰωὰβ ὡσαύτως ποιεῖ, κἂν τῷ θεῷ προσέφυγεν· ὁ γὰρ
θεῖος νόμος τὸν προσπεφευγότα τῷ ναῷ ἀνδροφόνον ἀναιρεῖ-
σθαι προσέταξεν.
 Ὁ Σολομὼν ἐν χιλιόμβοιν ἱερατεύσας ἱκέτευε τὸν θεόν,
καὶ σοφίας τυχεῖν ᾔτησε καὶ συνέσεως. ὤφθη δὲ αὐτῷ κύ-
ριος ἐν ὕπνῳ καὶ εἶπεν “αἴτησαι τὸ αἴτημα σεαυτῷ.” ὁ δὲ
εἶπε “σὺ ἔδωκας τὸν δοῦλόν σου ἀντὶ Δαβὶδ τοῦ πατρός μου,  
καὶ ἐγὼ εἰμι παιδάριον μικρόν, καὶ ἐγὼ οὐκ οἶδα τὴν εἴσο-
δόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου, καὶ δώσεις τῷ δούλῳ σου καρ

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 340, line 20

καὶ αὐτὸς ὁ πάμμεγας Παῦλος ἐδήλωσεν οὕτως εἰπών “οὐδὲ


γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστός, ἀλλ' εἰς αὐ-
τὸν τὸν οὐρανόν, νῦν ἐμφανισθῆναι τῷ προσώπῳ τοῦ θεοῦ
ὑπὲρ ἡμῶν.” ὅρα γὰρ νουνεχῶς ὅτι καὶ τὰ φαινόμενα τοῦ
ναοῦ τοῦδε κάλλη τῆς ἀφανοῦς ἐκείνης εὐπρεπείας εἰσὶν ἀπει-
κονίσματα, αἱ δ' οὖν αἰσθηταὶ εὐωδίαι τῆς νοητῆς διαδόσε-
ως ἐκτυπώματα. τὰ δὲ ὑλικὰ φῶτα τῆς ἀΰλου φωτοδοσίας
εἰκόνες τυγχάνουσι· καὶ γὰρ διὰ τῶνδε τῶν ὑλαίων πρὸς
την ἄρρητον ἐκείνην θεωρίαν, καθὰ δήπου καὶ τῷ μεγάλῳ
δοκεῖ Διονυσίῳ, χειραγωγούμεθα.
 Ὅτι δὲ πάντας ὑπερβαίνων ἦν ἐπὶ πᾶσιν ὁ Σολομών, ἡ
γραφὴ διδασκέτω σε λέγουσα “καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν ὑπὲρ  
πάντας τοὺς βασιλεῖς Αἰγύπτου πλούτῳ καὶ φρονήσει, καὶ
πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐζήτουν τὸ πρόσωπον Σολομῶντος
τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φρονήσεως αὐτοῦ. ἐπληθύνθη γὰρ ἡ σοφία
αὐτοῦ ὑπὲρ πάντα φρόνιμον Αἰγύπτου.” τὰς τοῦ Σολομῶν-
τος βίβλους, ἀφ' ὧν καὶ οἱ τῶν ἰατρῶν παῖδες τὰς ἀφορμὰς
ἔλαβον. μετὰ γὰρ τὸ λαβεῖν ἐκ θεοῦ τὴν σοφίαν τρισχιλίας
1025

μὲν παραβολὰς καὶ πεντακισχιλίας ᾠδὰς ἐλάλησε περὶ πάν-


των τῶν τε ἐκ γῆς φυομένων καὶ πάντων τῶν ζώων. ἐπὶ
γὰρ τούτῳ καὶ ὁ συγγραφεύς φησιν ὅτι ἐλάλησεν περὶ τῶν

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 342, line 12

φροσύνης ἔφησε φυλακτήριον, τὴν δὲ πρὸς τὰ θειώδη ἀντέ-


χειν πυρσά, ἑτέραν δὲ φυγαδεύειν πνεύματα πονηρά. ἀλλὰ
καὶ περὶ δαιμόνων ἐτέθη βιβλίον αὐτοῦ, ὅπως τε κατάγοντα
καὶ ἐν οἵοις εἴδεσι φαίνονται. φύσεις δὲ τούτων καὶ ἰδιότη-
τας ἔγραψε, πῶς τε δεσμοῦνται καὶ πῶς ἐμφιλοχωροῦντες
ἀπολύονται. ὅθεν ἔργα τούτοις ἀχθοφόρα ἐπέταττεν, ὑλοτο-
μεῖν τε, ὡς λόγος, ἠνάγκαζε, καὶ κατωμαδὸν τὰ ἄχθη φέ-
ρειν παρεβιάζετο. ᾠδηκότα τε σπλάγχνα ἢ ἐπῳδαῖς ἢ βοτά-
ναις περιτιθεὶς ἐθεράπευεν. ἀλλ' ὅ γε θεῖος Ἐζεκίας θεῷ
ἑαυτὸν ἀνατιθείς, καὶ πάντα τῆς ἐκεῖθεν προνοίας ἐξαρτή-
σας, τῶν ὑπὲρ φύσιν τῷ Σολομῶντι φιλοσοφηθέντων ὠλιγώ-
ρησεν. ὧν δὲ ἱστόρησεν ὁ Ψελλός, καὶ ὁ Ἰώσηπος μάρτυς
ἐστὶ λέγων “καὶ ἐπῳδὰς κατὰ δαιμόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπε-
νόησεν, αἷς” φησίν “οἶδα χρώμενον Ἐλεάζαρ τὸν Ἰουδαῖον,
δακτύλιον ἐντιθέντα τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχοντος, καθὰ Σολομὼν
ὑπέδειξε· καὶ ὀσφραινόμενον τὸ δαιμόνιον εὐθέως ἐκεῖθεν
ἠλαύνετο. δῆλον δὲ τοῦτο γίνεσθαι διά τινος ὑποτεθέντος
ἀγγείου μεστοῦ ὕδατος· συνεταράσσετο γὰρ τὸ τοιοῦτον ὕδωρ
ἐκείνου ἐξερχομένου.” ταῦτα δὲ πάντα τὰ περὶ Σολομῶντος
ἱστορούμενα καὶ αὐτὸς ἐκεῖνος ἐπιβεβαιοῖ ἐν τῇ βίβλῳ αὐτοῦ  
τῇ λεγομένῃ Σοφίᾳ Σολομῶντος, καὶ τάδε κατὰ ῥῆμα διεξι

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 342, line 16

τας ἔγραψε, πῶς τε δεσμοῦνται καὶ πῶς ἐμφιλοχωροῦντες


ἀπολύονται. ὅθεν ἔργα τούτοις ἀχθοφόρα ἐπέταττεν, ὑλοτο-
μεῖν τε, ὡς λόγος, ἠνάγκαζε, καὶ κατωμαδὸν τὰ ἄχθη φέ-
ρειν παρεβιάζετο. ᾠδηκότα τε σπλάγχνα ἢ ἐπῳδαῖς ἢ βοτά-
ναις περιτιθεὶς ἐθεράπευεν. ἀλλ' ὅ γε θεῖος Ἐζεκίας θεῷ
ἑαυτὸν ἀνατιθείς, καὶ πάντα τῆς ἐκεῖθεν προνοίας ἐξαρτή-
σας, τῶν ὑπὲρ φύσιν τῷ Σολομῶντι φιλοσοφηθέντων ὠλιγώ-
ρησεν. ὧν δὲ ἱστόρησεν ὁ Ψελλός, καὶ ὁ Ἰώσηπος μάρτυς
ἐστὶ λέγων “καὶ ἐπῳδὰς κατὰ δαιμόνων καὶ ἐξορκισμοὺς ἐπε-
νόησεν, αἷς” φησίν “οἶδα χρώμενον Ἐλεάζαρ τὸν Ἰουδαῖον,
δακτύλιον ἐντιθέντα τῇ ῥινὶ τοῦ πάσχοντος, καθὰ Σολομὼν
ὑπέδειξε· καὶ ὀσφραινόμενον τὸ δαιμόνιον εὐθέως ἐκεῖθεν
ἠλαύνετο. δῆλον δὲ τοῦτο γίνεσθαι διά τινος ὑποτεθέντος
ἀγγείου μεστοῦ ὕδατος· συνεταράσσετο γὰρ τὸ τοιοῦτον ὕδωρ
ἐκείνου ἐξερχομένου.” ταῦτα δὲ πάντα τὰ περὶ Σολομῶντος
ἱστορούμενα καὶ αὐτὸς ἐκεῖνος ἐπιβεβαιοῖ ἐν τῇ βίβλῳ αὐτοῦ  
τῇ λεγομένῃ Σοφίᾳ Σολομῶντος, καὶ τάδε κατὰ ῥῆμα διεξι-
ών “ὁ θεὸς ἔδωκέ μοι τῶν ὄντων γνῶσιν ἀψευδῆ, εἰδέναι τε
σύστασιν κόσμου, θέσεις ἀστέρων καὶ φύσεις ζώων, διαφο-
1026

ρὰς φυτῶν καὶ δυνάμεις ῥιζῶν, καὶ γνῶσιν τὴν ἐν κρυπτῷ.”


οὐκοῦν ἀξιόπιστα πάντα τὰ περὶ Σολομῶντος λεγόμενα.

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 347, line 14

ἀναβαθμίδας ἔχων ἕξ. καὶ ἐν μιᾷ ἑκάστῃ αὐτῶν λέοντες εἱ-


στήκεισαν ἑκατέρωθεν, πρὸς τούτοις δὲ καὶ ὁμοίωμα μόσχου
ἦν παρ' αὐτῷ. εἰ δὲ ταῦτα οὕτως ἔχει, καθὼς ἄνωθεν εἴ-
ρηται, προσέχειν ἄξιον, ἀγαπητέ, καὶ μὴ συναρπάζεσθαι
τοῖς λέγουσιν ὅτι μετανοίᾳ περὶ τὸ γῆρας ὁ Σολομὼν ἐχρή-
σατο. εἰ γὰρ τοῦτο ἦν, προφήταις ἂν ἁγίοις ἐναρίθμιος ἦν,
καὶ οὐκ ἂν αὐτὸν ὁ θειότατος Κύριλλος τῆς τῶν προφητῶν
ἐποίει μερίδος ἀλλότριον.
 Μετὰ δὲ ταῦτα κρατεῖ ὁ τοῦ Σολομῶντος υἱὸς Ῥοβοάμ,
ἐφ' οὗ καὶ διασχίζεται ὁ λαὸς ἅτε μὴ θελήσαντος ἀναπαῦσαι
αὐτοὺς βεβαρημένους ἤδη ὄντας τῷ τοῦ Σολομῶντος ζυγῷ.
καὶ δύο μὲν φυλαί, ἥ τε τοῦ Ἰούδα καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν,
αὐτῷ ἐναπέμειναν, αἱ δὲ λοιπαὶ δέκα ὑπετάγησαν τῷ Ἱερο-
βοὰμ ἐν Σαμαρείᾳ διάγοντι. διὰ γὰρ τὸν φόβον τοῦ Σολο-
μῶντος ἐν Αἰγύπτῳ διέτριβεν, ἐκείνου δὲ παρελθόντος εἰς
Σαμάρειαν ἔρχεται. καὶ ὁ μὲν ὑπ' αὐτὸν λαὸς καὶ Ἰσραὴλ
ἐλέγετο· ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἐφραῒμ υἱοῦ Ἰωσὴφ ὁ Ἱεροβοὰμ κα-
τήγετο. τοῦτον δὲ τὸν λαὸν ᾐχμαλώτευσεν ὁ πρὸ τοῦ Σεν-
ναχηρεὶμ κρατῶν τῶν Ἀσσυρίων Σαλμανασάρ, ἐν οἷς ἦν καὶ
ὁ δίκαιος Τωβήτ. ἀφ' ὧν πολλοὺς ἔργον φόνου πεποίηκεν ὁ  
Σενναχηρείμ, ὅτε μετ' αἰσχύνης ἐξ Ἱερουσαλὴμ

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 347, line 18

τοῖς λέγουσιν ὅτι μετανοίᾳ περὶ τὸ γῆρας ὁ Σολομὼν ἐχρή-


σατο. εἰ γὰρ τοῦτο ἦν, προφήταις ἂν ἁγίοις ἐναρίθμιος ἦν,
καὶ οὐκ ἂν αὐτὸν ὁ θειότατος Κύριλλος τῆς τῶν προφητῶν
ἐποίει μερίδος ἀλλότριον.
 Μετὰ δὲ ταῦτα κρατεῖ ὁ τοῦ Σολομῶντος υἱὸς Ῥοβοάμ,
ἐφ' οὗ καὶ διασχίζεται ὁ λαὸς ἅτε μὴ θελήσαντος ἀναπαῦσαι
αὐτοὺς βεβαρημένους ἤδη ὄντας τῷ τοῦ Σολομῶντος ζυγῷ.
καὶ δύο μὲν φυλαί, ἥ τε τοῦ Ἰούδα καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν,
αὐτῷ ἐναπέμειναν, αἱ δὲ λοιπαὶ δέκα ὑπετάγησαν τῷ Ἱερο-
βοὰμ ἐν Σαμαρείᾳ διάγοντι. διὰ γὰρ τὸν φόβον τοῦ Σολο-
μῶντος ἐν Αἰγύπτῳ διέτριβεν, ἐκείνου δὲ παρελθόντος εἰς
Σαμάρειαν ἔρχεται. καὶ ὁ μὲν ὑπ' αὐτὸν λαὸς καὶ Ἰσραὴλ
ἐλέγετο· ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἐφραῒμ υἱοῦ Ἰωσὴφ ὁ Ἱεροβοὰμ κα-
τήγετο. τοῦτον δὲ τὸν λαὸν ᾐχμαλώτευσεν ὁ πρὸ τοῦ Σεν-
ναχηρεὶμ κρατῶν τῶν Ἀσσυρίων Σαλμανασάρ, ἐν οἷς ἦν καὶ
ὁ δίκαιος Τωβήτ. ἀφ' ὧν πολλοὺς ἔργον φόνου πεποίηκεν ὁ  
Σενναχηρείμ, ὅτε μετ' αἰσχύνης ἐξ Ἱερουσαλὴμ ὑποστρέ-
φει, εἰ καὶ τὸ τέλος οὐκ εἰς καλὸν ἀπέβη αὐτῷ· εἰς γὰρ
1027

τὸν θεὸν βλασφημήσας ὑπὸ τῶν ἰδίων τέκνων ἀνῄρητο τὴν


ζωήν.

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 368, line 13

οὐχί, ἀλλ' ἐθέρισεν αὐτὸν ἔτη δύο βασιλεύσαντα. φησὶ γὰρ


ἡ γραφή “καὶ παρελογίσατο Ἀμμὼς λογισμὸν πονηρόν, καὶ
εἶπεν· ὁ πατήρ μου πολλὰ ἐκ νεότητος παρηνόμησε, καὶ ἐν
γήρει μετενόησε. καὶ νῦν ἐγὼ πορεύσομαι καθὼς ἐπιθυμεῖ
ἡ ψυχή μου, καὶ ὕστερον ἐπιστρέψω πρὸς κύριον.” διὰ
τοῦτο οὐκ ἀνέμεινεν ὁ θεός, διότι οὐκ ἐσωφρονίσθη ἀφ' ὧν
ὁ πατὴρ αὐτοῦ πέπονθεν.
 Μετὰ τοῦτον Ἰωσίας ὁ ἔγγονος αὐτοῦ. οὗτος τοῦ προ-
γόνου Δαβὶδ ἐκτήσατο τὴν εὐσέβειαν. καὶ πρῶτον μὲν ἐπε-
μελήθη τοῦ ναοῦ, κατασκάψας πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ τὸν οἶκον
ὃν ᾠκοδόμησε Σολομὼν τῇ Ἀστάρτῃ προσοχθίσματι Σιδονί-
ων· ἔπειτα δὲ τῶν ἐν τῷ Δευτερονομίῳ θείων λόγων ἀκού-
σας καὶ τὴν ἐσθῆτα διέρρηξε καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἐθρήνησε. διά
τοι τοῦτο καὶ ὁ θεὸς κατὰ μὲν τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ ναοῦ τὴν
ψῆφον ἐξήνεγκε, τῷ δὲ βασιλεῖ χρηστὰ προηγόρευσεν· “ἀνθ'
ὧν” γάρ φησιν “ἤκουσας τῶν λόγων μου καὶ ἡπαλύνθη ἡ καρ-
δία σου καὶ διέρρηξας τὰ ἱμάτιά σου καὶ ἔκλαυσας ἐνώ-
πιόν μου, οὐκ ὄψονται οἱ ὀφθαλμοί σου πάντα τὰ κακὰ ἃ
ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦτον.” καὶ τὰ μὲν σκεύη τῶν  
εἰδώλων ἐν τῷ χειμάρρῳ τῶν Κέδρων συνέτριψεν, ἐν δὲ τῇ
Βαιθὴλ τοὺς τῶν εἰδώλων ἱερέας κατέκαυσε, κατὰ τὴν

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 370, line 22

ἂν ἐθελήσει παρὰ τοῦ βασιλέως. τοῦ τοίνυν ἑνὸς εἰπόντος


νικᾶν τὸν οἶνον, καὶ τοῦ ἑτέρου τὸν βασιλέα, ὁ Ζοροβάβελ
εἶπε νικᾶν τὰς γυναῖκας, καὶ ὑπὲρ πάντα τὴν ἀλήθειαν. καὶ
ἐπεὶ ταῦτα εἰρηκὼς νενίκηκε, καὶ ἤκουσεν αἰτήσασθαι ἃ βού-
λεται, ἠξίωσεν αὐτὸν ἀφεθῆναι τὴν αἰχμαλωσίαν. ὃ δὴ καὶ
γέγονε· τηνικαῦτα καὶ γὰρ ἐπληροῦντο τὰ οʹ ἔτη τῆς θείας
ὀργῆς. καὶ οἱ μὲν οἰκοδομοῦντες τὸν ναὸν ἦσαν Ζοροβάβελ
καὶ Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ἰωσεδέκ, οἰκοδομηθῆναι δὲ ὁ τοιοῦτος
ἔφθασε ναὸς τὴν δευτέραν ταύτην οἰκοδομὴν ἐν χρόνοις μϛʹ
διὰ τὸ παρὰ τῶν γειτονούντων ταύτην κωλύεσθαι· ἡ γὰρ
πρώτη ἐν χρόνοις εἴκοσι ἐγένετο παρὰ Σολομῶντος, ὡς Ἔσδρας  
ἱστορεῖ. καὶ τὴν μέντοι ἀπὸ Βαβυλῶνος τῶν Ἰουδαίων ἐπάνοδον,
ναὶ μὴν καὶ τὴν τῶν νεκρῶν παγκόσμιον ἀνάστασιν αἰνιττό-
μενος ὁ θεὸς ὑπέδειξε τῷ Ἰεζεκιὴλ πεδίον πλῆρες ὀστῶν νεκρῶν,
ἃ παραδόξως ἐζωογονήθησαν. ὁ μὲν οὖν Ἔσδρας εὐφυὴς ὢν
προεκόμισε τότε τὸν νόμον, καὶ ἀνέγνω, καὶ ὑπετύπωσε πάν-
τα τὰ κατὰ τὸ ἱερόν, καὶ τοὺς λαβόντας ἀλλογενεῖς γυναῖ-
κας ἐν τῷ καιρῷ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκβαλεῖν πεποίηκε. καὶ
οὕτω πάντες καθαρισθέντες ἐποίησαν τὸ πάσχα. ἀλλὰ καὶ
1028

αὖθις γυναῖκας ἑωρακὼς Ἀζωτίους Ἑβραίοις ἐπιμιγείσας, καὶ


θρηνήσας, ἔπεισε τὸν λαὸν ταύτας ἐκβαλεῖν ὡς γάμον

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 498, line 15

για καταχρυσῶσαι κωλύουσί τινες μαθηματικοί, λέγοντες ὅτι


ἐπ' ἐσχάτων βασιλεῖς ἐλεύσονται πένητες καὶ ἐκδαφιοῦσιν
αὐτά. ὁ δέ γε ἄμβων καὶ ἡ σωλαία πάνυ λαμπρῶς κατεσκεύα-
στο· χρόνου γὰρ πάκτον τῆς Αἰγύπτου εἰς αὐτὰ καταβάλ-
λουσιν ἤγουν ρʹ ρʹ τʹ ξʹ καὶ εʹ. ὁ δὲ ναὸς ἀπαρτίζεται ἅπας
ἐν χρόνοις ἑπτακαίδεκα. μετὰ δὲ ταῦτα λέγεται τὸν Ἰουστι-
νιανὸν ἀνελθεῖν ἀπὸ τοῦ παλατίου ἄχρι τοῦ Αὐγουστιῶνος ἐν
ἅρματι τεθρίππῳ καὶ εἰσοδεῦσαι μετὰ τοῦ πατριάρχου Εὐτυ-
χίου, καὶ εὐχαριστῆσαι τῷ θεῷ, δι' οὗ τὸ τοιοῦτον ἔργον
ἐτέλεσε πρὸς τοῖς ἄλλοις. εἶπεν δὲ καὶ τοῦτο “ἐνίκησά σε,
Σολομών.” ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ κινστέρνῃ τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ
στήλην ἔστησε τοῦ Σολομῶντος ὁ διαληφθεὶς βασιλεὺς ἀφο-
ρῶσαν πρός γε τὴν οἰκοδομηθεῖσαν μεγάλην ἐκκλησίαν τοῦ
θεοῦ, καὶ κρατοῦσαν τὴν σιαγόνα αὐτῆς, ὡς δῆθεν ἡττηθέν-
τος τοῦ Σολομῶντος ἐπὶ τῷ κτίσματι τῆς νέας Ἱερουσαλήμ. καὶ
περὶ μὲν τοῦτο οὕτως.
 Ἡ δὲ τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἐκκλησία δρομικὴ ξυλότρου-  
λος ἐκτίσθη τὸ πρότερον παρὰ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου,
ἐμεγαλύνθη δὲ καὶ ὡς ἔχει νῦν κατεσκευάσθη παρὰ Θεοδώ-
ρας, γυναικὸς Ἰουστινιανοῦ. τὸ δὲ ἅγιον βῆμα ἐκεῖσε εἰάθη
διὰ τὰ ἐν αὐτῷ κείμενα τίμια λείψανα πατριαρχῶν τε

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 498, line 16

ἐπ' ἐσχάτων βασιλεῖς ἐλεύσονται πένητες καὶ ἐκδαφιοῦσιν


αὐτά. ὁ δέ γε ἄμβων καὶ ἡ σωλαία πάνυ λαμπρῶς κατεσκεύα-
στο· χρόνου γὰρ πάκτον τῆς Αἰγύπτου εἰς αὐτὰ καταβάλ-
λουσιν ἤγουν ρʹ ρʹ τʹ ξʹ καὶ εʹ. ὁ δὲ ναὸς ἀπαρτίζεται ἅπας
ἐν χρόνοις ἑπτακαίδεκα. μετὰ δὲ ταῦτα λέγεται τὸν Ἰουστι-
νιανὸν ἀνελθεῖν ἀπὸ τοῦ παλατίου ἄχρι τοῦ Αὐγουστιῶνος ἐν
ἅρματι τεθρίππῳ καὶ εἰσοδεῦσαι μετὰ τοῦ πατριάρχου Εὐτυ-
χίου, καὶ εὐχαριστῆσαι τῷ θεῷ, δι' οὗ τὸ τοιοῦτον ἔργον
ἐτέλεσε πρὸς τοῖς ἄλλοις. εἶπεν δὲ καὶ τοῦτο “ἐνίκησά σε,
Σολομών.” ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ κινστέρνῃ τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ
στήλην ἔστησε τοῦ Σολομῶντος ὁ διαληφθεὶς βασιλεὺς ἀφο-
ρῶσαν πρός γε τὴν οἰκοδομηθεῖσαν μεγάλην ἐκκλησίαν τοῦ
θεοῦ, καὶ κρατοῦσαν τὴν σιαγόνα αὐτῆς, ὡς δῆθεν ἡττηθέν-
τος τοῦ Σολομῶντος ἐπὶ τῷ κτίσματι τῆς νέας Ἱερουσαλήμ. καὶ
περὶ μὲν τοῦτο οὕτως.
 Ἡ δὲ τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἐκκλησία δρομικὴ ξυλότρου-  
λος ἐκτίσθη τὸ πρότερον παρὰ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου,
ἐμεγαλύνθη δὲ καὶ ὡς ἔχει νῦν κατεσκευάσθη παρὰ Θεοδώ-
ρας, γυναικὸς Ἰουστινιανοῦ. τὸ δὲ ἅγιον βῆμα ἐκεῖσε εἰάθη
1029

διὰ τὰ ἐν αὐτῷ κείμενα τίμια λείψανα πατριαρχῶν τε καὶ


ἀποστόλων.

Μιιχαήλ Γλύκας Χρονικόν P. 498, line 19

λουσιν ἤγουν ρʹ ρʹ τʹ ξʹ καὶ εʹ. ὁ δὲ ναὸς ἀπαρτίζεται ἅπας


ἐν χρόνοις ἑπτακαίδεκα. μετὰ δὲ ταῦτα λέγεται τὸν Ἰουστι-
νιανὸν ἀνελθεῖν ἀπὸ τοῦ παλατίου ἄχρι τοῦ Αὐγουστιῶνος ἐν
ἅρματι τεθρίππῳ καὶ εἰσοδεῦσαι μετὰ τοῦ πατριάρχου Εὐτυ-
χίου, καὶ εὐχαριστῆσαι τῷ θεῷ, δι' οὗ τὸ τοιοῦτον ἔργον
ἐτέλεσε πρὸς τοῖς ἄλλοις. εἶπεν δὲ καὶ τοῦτο “ἐνίκησά σε,
Σολομών.” ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ κινστέρνῃ τῇ λεγομένῃ βασιλικῇ
στήλην ἔστησε τοῦ Σολομῶντος ὁ διαληφθεὶς βασιλεὺς ἀφο-
ρῶσαν πρός γε τὴν οἰκοδομηθεῖσαν μεγάλην ἐκκλησίαν τοῦ
θεοῦ, καὶ κρατοῦσαν τὴν σιαγόνα αὐτῆς, ὡς δῆθεν ἡττηθέν-
τος τοῦ Σολομῶντος ἐπὶ τῷ κτίσματι τῆς νέας Ἱερουσαλήμ. καὶ
περὶ μὲν τοῦτο οὕτως.
 Ἡ δὲ τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἐκκλησία δρομικὴ ξυλότρου-  
λος ἐκτίσθη τὸ πρότερον παρὰ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου,
ἐμεγαλύνθη δὲ καὶ ὡς ἔχει νῦν κατεσκευάσθη παρὰ Θεοδώ-
ρας, γυναικὸς Ἰουστινιανοῦ. τὸ δὲ ἅγιον βῆμα ἐκεῖσε εἰάθη
διὰ τὰ ἐν αὐτῷ κείμενα τίμια λείψανα πατριαρχῶν τε καὶ
ἀποστόλων.

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 31, line 17

αὐτόν. διὰ τὸν γάμον τῆς Μελχῶ οὐχὶ ἑκατὸν ἀκροβυστίας


ἀλλὰ ἑξακοσίας κεφαλὰς τῶν ἀλλοφύλων τὸν Σαούλ φασιν
ἐζητηκέναι καὶ εἰληφέναι ὑπὸ τοῦ Δαβίδ. ἐπὶ τούτου Ἰωὰβ
ὁ ἄρχων τῆς στρατείας ἠρίθμησε τὰς φυλὰς Ἰσραήλ, καὶ
ἦν ὁ ἀριθμός, ὃν κατηρίθμησε, χιλιάδες ἑκατὸν καὶ ἑξακόσιαι
δύο, οἱ δὲ υἱοὶ Ἰούδα τετρακόσιαι ἑβδομήκοντα· τὸν δὲ
Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐ κατηρίθμησε. πεπτώκασι δὲ ἐκ
τοῦ λαοῦ διὰ τοῦτο χιλιάδες ἑβδομήκοντα. ᾠδάς φασι καὶ
ὕμνους τὸν Δαβὶδ συντάξαι εἰς θεὸν ἀμέτρους μετ' ὀργάνων
πολλῶν μουσικῶν. ἀλλὰ καὶ πόλυν χρυσὸν συνταφῆναι τῷ
Δαβὶδ ὑπὸ Σολομῶντος· ὃν ταῖς πολιορκίαις οἱ κατὰ και-
ροὺς βασιλεῖς τῶν Ἑβραίων ἀνοίγοντες ἐλάμβανον ταλάντων
χρήματα πολλά. ταῖς δὲ θήκαις τῶν βασιλέων οὐδεὶς ἐνε-
χείρισεν· ἦσαν γὰρ μεμηχανευμέναι ὑπὸ Σολομῶντος, ὡς μὴ
ταύτας εὑρίσκεσθαι.
 Σολομῶν ὁ τοῦ Δαβὶδ τὸν πατέρα διαδεξάμενος βασι-
λεύει ἔτη μʹ. οὗτος τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς
βασιλείας αὐτοῦ θεμελιώσας, καὶ ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν αὐτὸν κατα-  
σκευάσας, τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ ἀφιεροῖ. ἱερά-
1030

τευε δὲ ἐπὶ τούτου Σαδώκ, καὶ προεφήτευον Νάθαν ὁ τὴν


οἰκοδομὴν αὐτὸν τοῦ ἱεροῦ ποιήσασθαι παραθαρσύνας καὶ

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 31, line 20

ὁ ἄρχων τῆς στρατείας ἠρίθμησε τὰς φυλὰς Ἰσραήλ, καὶ


ἦν ὁ ἀριθμός, ὃν κατηρίθμησε, χιλιάδες ἑκατὸν καὶ ἑξακόσιαι
δύο, οἱ δὲ υἱοὶ Ἰούδα τετρακόσιαι ἑβδομήκοντα· τὸν δὲ
Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐ κατηρίθμησε. πεπτώκασι δὲ ἐκ
τοῦ λαοῦ διὰ τοῦτο χιλιάδες ἑβδομήκοντα. ᾠδάς φασι καὶ
ὕμνους τὸν Δαβὶδ συντάξαι εἰς θεὸν ἀμέτρους μετ' ὀργάνων
πολλῶν μουσικῶν. ἀλλὰ καὶ πόλυν χρυσὸν συνταφῆναι τῷ
Δαβὶδ ὑπὸ Σολομῶντος· ὃν ταῖς πολιορκίαις οἱ κατὰ και-
ροὺς βασιλεῖς τῶν Ἑβραίων ἀνοίγοντες ἐλάμβανον ταλάντων
χρήματα πολλά. ταῖς δὲ θήκαις τῶν βασιλέων οὐδεὶς ἐνε-
χείρισεν· ἦσαν γὰρ μεμηχανευμέναι ὑπὸ Σολομῶντος, ὡς μὴ
ταύτας εὑρίσκεσθαι.
 Σολομῶν ὁ τοῦ Δαβὶδ τὸν πατέρα διαδεξάμενος βασι-
λεύει ἔτη μʹ. οὗτος τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς
βασιλείας αὐτοῦ θεμελιώσας, καὶ ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν αὐτὸν κατα-  
σκευάσας, τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ ἀφιεροῖ. ἱερά-
τευε δὲ ἐπὶ τούτου Σαδώκ, καὶ προεφήτευον Νάθαν ὁ τὴν
οἰκοδομὴν αὐτὸν τοῦ ἱεροῦ ποιήσασθαι παραθαρσύνας καὶ
Ἀχιὰμ ὁ Σιλωνίτης καὶ Σαμέας υἱὸς Σαλαμῆ καὶ Ἀδδώ·
τήν τε στρατιωτικὴν δύναμιν ἐγχειρίζεται Βανέας υἱὸς Ἰω-
δαέ. τούτῳ γίνεται μόνος ἐκ τοσούτου γυναικῶν πλήθους

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 31, line 22

δύο, οἱ δὲ υἱοὶ Ἰούδα τετρακόσιαι ἑβδομήκοντα· τὸν δὲ


Λευὶ καὶ τὸν Βενιαμὶν οὐ κατηρίθμησε. πεπτώκασι δὲ ἐκ
τοῦ λαοῦ διὰ τοῦτο χιλιάδες ἑβδομήκοντα. ᾠδάς φασι καὶ
ὕμνους τὸν Δαβὶδ συντάξαι εἰς θεὸν ἀμέτρους μετ' ὀργάνων
πολλῶν μουσικῶν. ἀλλὰ καὶ πόλυν χρυσὸν συνταφῆναι τῷ
Δαβὶδ ὑπὸ Σολομῶντος· ὃν ταῖς πολιορκίαις οἱ κατὰ και-
ροὺς βασιλεῖς τῶν Ἑβραίων ἀνοίγοντες ἐλάμβανον ταλάντων
χρήματα πολλά. ταῖς δὲ θήκαις τῶν βασιλέων οὐδεὶς ἐνε-
χείρισεν· ἦσαν γὰρ μεμηχανευμέναι ὑπὸ Σολομῶντος, ὡς μὴ
ταύτας εὑρίσκεσθαι.
 Σολομῶν ὁ τοῦ Δαβὶδ τὸν πατέρα διαδεξάμενος βασι-
λεύει ἔτη μʹ. οὗτος τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ τῷ τετάρτῳ ἔτει τῆς
βασιλείας αὐτοῦ θεμελιώσας, καὶ ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν αὐτὸν κατα-  
σκευάσας, τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ ἀφιεροῖ. ἱερά-
τευε δὲ ἐπὶ τούτου Σαδώκ, καὶ προεφήτευον Νάθαν ὁ τὴν
οἰκοδομὴν αὐτὸν τοῦ ἱεροῦ ποιήσασθαι παραθαρσύνας καὶ
Ἀχιὰμ ὁ Σιλωνίτης καὶ Σαμέας υἱὸς Σαλαμῆ καὶ Ἀδδώ·
1031

τήν τε στρατιωτικὴν δύναμιν ἐγχειρίζεται Βανέας υἱὸς Ἰω-


δαέ. τούτῳ γίνεται μόνος ἐκ τοσούτου γυναικῶν πλήθους
υἱὸς Ῥοβοάμ. πολλὰ πονήματα ἐγγράφως τέθεικεν, ἀλλὰ καὶ
ἐπῳδὰς καὶ ἐξορκισμοὺς κατὰ δαιμόνων ἐπενόησεν,

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 32, line 10

βασιλείας αὐτοῦ θεμελιώσας, καὶ ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν αὐτὸν κατα-  


σκευάσας, τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ ἀφιεροῖ. ἱερά-
τευε δὲ ἐπὶ τούτου Σαδώκ, καὶ προεφήτευον Νάθαν ὁ τὴν
οἰκοδομὴν αὐτὸν τοῦ ἱεροῦ ποιήσασθαι παραθαρσύνας καὶ
Ἀχιὰμ ὁ Σιλωνίτης καὶ Σαμέας υἱὸς Σαλαμῆ καὶ Ἀδδώ·
τήν τε στρατιωτικὴν δύναμιν ἐγχειρίζεται Βανέας υἱὸς Ἰω-
δαέ. τούτῳ γίνεται μόνος ἐκ τοσούτου γυναικῶν πλήθους
υἱὸς Ῥοβοάμ. πολλὰ πονήματα ἐγγράφως τέθεικεν, ἀλλὰ καὶ
ἐπῳδὰς καὶ ἐξορκισμοὺς κατὰ δαιμόνων ἐπενόησεν, αἷς χρώ-
μενοί τινες Ἰουδαῖοι, δακτύλιόν τινα ἔχοντα σφραγῖδα καὶ
ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολομῶν ἐν τῇ ῥινὶ τιθέντες τοῦ πά-
σχοντος, ὀσφραινόμενον τὸ δαιμόνιον ἐξέλκεσθαι, σημείου τι-
θεμένου ἢ ποτηρίου μεστοῦ ὕδατος ἢ ἑτέρου τινὸς ἀγγείου, ὃ
πάντως συνέτριβε φεῦγον τὸ δαιμόνιον. κατὰ τούτους τοὺς
χρόνους Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος ἐγνωρίζετο.
 Ῥοβοὰμ υἱὸς Σολομῶντος βασιλεύει ἔτη ιηʹ. ἐπὶ τούτου
τὸ πᾶν τοῦ λαοῦ πλῆθος διαιρεῖται· καὶ αὐτῷ μὲν ἡ ἐξ
Ἰούδα παραμένει φυλὴ καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν, αἱ δὲ λοιπαὶ
πᾶσαι αἱ δέκα φυλαὶ Ἱεροβοὰμ τὸν τοῦ Ναβάτ, ἐκ φυλῆς
Ἐφραίμ, ἕνα τῶν Σολομῶνος οἰκείων, ἑαυτῶν βασιλέα προε-
στήσαντο. ἦν μὲν οὖν τῷ Ῥοβοὰμ ὁ τῆς βασιλείας οἶκος ἐν

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 32, line 15

τήν τε στρατιωτικὴν δύναμιν ἐγχειρίζεται Βανέας υἱὸς Ἰω-


δαέ. τούτῳ γίνεται μόνος ἐκ τοσούτου γυναικῶν πλήθους
υἱὸς Ῥοβοάμ. πολλὰ πονήματα ἐγγράφως τέθεικεν, ἀλλὰ καὶ
ἐπῳδὰς καὶ ἐξορκισμοὺς κατὰ δαιμόνων ἐπενόησεν, αἷς χρώ-
μενοί τινες Ἰουδαῖοι, δακτύλιόν τινα ἔχοντα σφραγῖδα καὶ
ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολομῶν ἐν τῇ ῥινὶ τιθέντες τοῦ πά-
σχοντος, ὀσφραινόμενον τὸ δαιμόνιον ἐξέλκεσθαι, σημείου τι-
θεμένου ἢ ποτηρίου μεστοῦ ὕδατος ἢ ἑτέρου τινὸς ἀγγείου, ὃ
πάντως συνέτριβε φεῦγον τὸ δαιμόνιον. κατὰ τούτους τοὺς
χρόνους Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος ἐγνωρίζετο.
 Ῥοβοὰμ υἱὸς Σολομῶντος βασιλεύει ἔτη ιηʹ. ἐπὶ τούτου
τὸ πᾶν τοῦ λαοῦ πλῆθος διαιρεῖται· καὶ αὐτῷ μὲν ἡ ἐξ
Ἰούδα παραμένει φυλὴ καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν, αἱ δὲ λοιπαὶ
πᾶσαι αἱ δέκα φυλαὶ Ἱεροβοὰμ τὸν τοῦ Ναβάτ, ἐκ φυλῆς
Ἐφραίμ, ἕνα τῶν Σολομῶνος οἰκείων, ἑαυτῶν βασιλέα προε-
1032

στήσαντο. ἦν μὲν οὖν τῷ Ῥοβοὰμ ὁ τῆς βασιλείας οἶκος ἐν


Ἱερουσαλήμ, ἐκαλεῖτο δὲ τὸ ὑπ' αὐτὸν ταττόμενον πλῆθος Ἰού-
δας καὶ ὁ οἶκος Δαβίδ, ἐκ τῆς ἐπικρατεστέρας φυλῆς εἰλη-
φὼς τὴν προσηγορίαν. τοῦ δὲ Ἱεροβοὰμ Σαμάρεια μὲν ἡ  
μητρόπολις, ὁ δὲ τῆς βασιλείας οἶκος ἐν Θερσᾶ, θυσιαστήριά
τε δύο, ἓν μὲν ἐν Βαιθὴλ (τὴν γὰρ μίαν τῶν δαμάλεων ἐν

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 32, line 19

μενοί τινες Ἰουδαῖοι, δακτύλιόν τινα ἔχοντα σφραγῖδα καὶ


ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολομῶν ἐν τῇ ῥινὶ τιθέντες τοῦ πά-
σχοντος, ὀσφραινόμενον τὸ δαιμόνιον ἐξέλκεσθαι, σημείου τι-
θεμένου ἢ ποτηρίου μεστοῦ ὕδατος ἢ ἑτέρου τινὸς ἀγγείου, ὃ
πάντως συνέτριβε φεῦγον τὸ δαιμόνιον. κατὰ τούτους τοὺς
χρόνους Ὅμηρος καὶ Ἡσίοδος ἐγνωρίζετο.
 Ῥοβοὰμ υἱὸς Σολομῶντος βασιλεύει ἔτη ιηʹ. ἐπὶ τούτου
τὸ πᾶν τοῦ λαοῦ πλῆθος διαιρεῖται· καὶ αὐτῷ μὲν ἡ ἐξ
Ἰούδα παραμένει φυλὴ καὶ ἡ τοῦ Βενιαμίν, αἱ δὲ λοιπαὶ
πᾶσαι αἱ δέκα φυλαὶ Ἱεροβοὰμ τὸν τοῦ Ναβάτ, ἐκ φυλῆς
Ἐφραίμ, ἕνα τῶν Σολομῶνος οἰκείων, ἑαυτῶν βασιλέα προε-
στήσαντο. ἦν μὲν οὖν τῷ Ῥοβοὰμ ὁ τῆς βασιλείας οἶκος ἐν Ἱερουσαλήμ, ἐκαλεῖτο δὲ
τὸ ὑπ' αὐτὸν ταττόμενον πλῆθος Ἰούδας καὶ ὁ οἶκος Δαβίδ, ἐκ τῆς ἐπικρατεστέρας
φυλῆς εἰλη-
φὼς τὴν προσηγορίαν. τοῦ δὲ Ἱεροβοὰμ Σαμάρεια μὲν ἡ  
μητρόπολις, ὁ δὲ τῆς βασιλείας οἶκος ἐν Θερσᾶ, θυσιαστήριά
τε δύο, ἓν μὲν ἐν Βαιθὴλ (τὴν γὰρ μίαν τῶν δαμάλεων ἐν-
ταῦθα καθιδρύει), θάτερον δὲ ἐν Σαμαρείᾳ ἐν τῇ τοῦ Δᾶν
φυλῇ· καὶ ἐνταῦθα γὰρ ἑτέραν ἀνιέρωσε δάμαλιν. ὄνομα
δὲ τῷ ὑπ' αὐτὸν λαῷ Ἰσραὴλ διὰ τὸ πλῆθος καὶ Ἐφραὶμ
διὰ τὴν τοῦ βασιλέως φυλήν. ἐπροεφήτευον δὲ ἔτι καὶ τότε

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 36, line 6

τὰ μέτρα ἀπέστειλεν εἰς Ἰσραὴλ πρὸς Οὐρίαν τὸν ἀρχιερέα,


κελεύσας ὅμοια αὐτοῦ ποιῆσαι· ἐν ᾧ τοῖς θεοῖς Σύρων ἔθυεν
ὑποστρέψας, τὸν δὲ ναὸν τοῦ θεοῦ ἔκλεισεν. Ἐζεκίας τὸν
Ἄχαζ διαδεξάμενος ὁ υἱὸς βασιλεύει ἔτη κθʹ, ἀνὴρ εὐσεβέ-
στατος. ἔτι καὶ ἐπὶ τούτου Ἡσαίας καὶ Ὠσηὲ καὶ Μιχαίας  
ἐπροεφήτευον. ἐπὶ τούτου Σαλμανασὰρ βασιλεὺς Ἀσσυρίων
μετῴκισε τοὺς ἐν Σαμαρείᾳ εἰς τὴν Μηδίαν καὶ Βαβυλωνίαν
φυλάσσειν, βασιλεύοντος αὐτῶν κατ' ἐκεῖνο καιροῦ Ὠσηὲ προ-
φήτου· ἔτος δὲ ἦν τῆς βασιλείας Ἐζεκίου ἕκτον. οὗτος ὁ
Ἐζεκίας τὸν ὄφιν, ὃν ἐκρέμασε Μωϋσῆς, καθεῖλεν, ὅτι αὐτῷ
ἐθυμίαζεν ὁ λαός. ἀλλὰ καὶ βίβλον Σολομῶνος ἰάματα παν-
τὸς πάθους ἐγκεκολαμμένην ἐξέκοψε. κατὰ τούτους τοὺς χρό-
νους Θαλῆς Μιλήσιος ἐν Τενέδῳ ἀπέθανε καὶ Σίβυλλα Ἐρυ-
1033

θραία ἐγνωρίζετο.
 Μανασσῆς υἱὸς Ἐζεκίου ἐβασίλευσεν ἔτη νεʹ, ἀνὴρ μια-
ρώτατος καὶ μηδὲν ἔλαττον Χαναναίων εἰδωλολατρήσας· λέ-
γεται δὲ τὸν ἐπὶ τέλει χρόνον εὐσεβῶς βεβιωκέναι. ἐπὶ τού-
του Ἡσαίας ὁ προφήτης μετήλλαξε τὸν βίον. κατὰ τούτους
τοὺς χρόνους Ῥωμύλος ἐν τῷ βουλευτηρίῳ μελιστὶ διαιρεθεὶς
ἐξεφορήθη, βασιλεύσας ἔτη ληʹ, οὔσης Ὀλυμπιάδος ιϛʹ. Ἀμὼς
υἱὸς Μανασσῆ τὸν πατέρα διαδεξάμενος βασιλεύει ἔτη βʹ.

Συμεών Λογοθέτης. Χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel Theodosii


Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t P. 39, line 2

ὅρκους παρ' αὐτοῦ κατὰ τοῦ θεοῦ περὶ τοῦ μὴ ἀποστῆναι


κομισάμενος.
 Συνάγεται τοίνυν ἀπὸ πρώτου ἔτους Ἄχαζ καὶ πρώτης
Ὀλυμπιάδος μέχρι τῆσδε τῆς μετοικεσίας ἔτη ρμαʹ, ἀπὸ δὲ
Σαοὺλ τοῦ πρώτου βασιλεύσαντος Ἑβραίων ἔτη υϛʹ, ἀπὸ δὲ
τῆς τελευτῆς Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ἔτη ͵αρʹ, ἀπὸ δὲ Νῶε καὶ τοῦ
κατακλυσμοῦ ἔτη ͵βχʹ, ἀπὸ δὲ Ἀδὰμ ἔτη ͵δωοβʹ.
 Φυλαττομένης δὲ ἡμῖν τῆς τῶν χρόνων ἀκολουθίας διὰ
τῆς τῶν ἐκ Δαυὶδ ἡγεμονίας, οὐκ ἄτοπον οἶμαι τῶν ἐπὶ Σα-  
μάρειαν ἡγησαμένων ἐν παρεξόδῳ τοὺς χρόνους ἐπιδραμεῖν.
τελευτήσαντος τοῦ βασιλέως Σολομῶντος Ῥοβοὰμ ὁ τούτου
παῖς ἀνέρχεται εἰς Σίκιμα· ἐκεῖ γὰρ ὁ λαὸς συνήθροιστο
ὥστε καταστῆναι ὑπ' αὐτῶν βασιλέα. μέλλοντι δὲ αὐτῷ χρίε-
σθαι προσῆλθεν ὁ λαὸς παρακαλῶν ἀπὸ τοῦ πλήθους κουφι-
σθῆναι τῶν τελεσμάτων ὧν ὁ πατὴρ αὐτοῦ Σολομῶν ἐφορο-
λόγει τὸν λαόν. ὁ δὲ τρεῖς ἡμέρας πρὸς διάσκεψιν καὶ τὴν
τοῦ δέοντος ἀπόκρισιν λαβών, καὶ παρὰ μὲν τῶν πρεσβυτέ-
ρων ἀκούσας κουφισθῆναι τὸν λαόν, παρὰ δὲ τῶν ὁμηλίκων
ἐπιφορτίσαι μᾶλλον, τούτοις πεισθεὶς κατὰ τὴν τρίτην ἡμέ-
ραν τὴν τῶν νεολαίων συμβουλίαν πρὸς τὸν λαὸν ἀποκρίνε-
ται. οἱ δὲ ἀναχωροῦσιν ἀποταξάμενοι τῇ ὑπ' αὐτῷ ἀρχῇ,

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae)


P. 88, line 13

 Τοῦτον ἐκτυφλώσας Ναβουχοδονόσωρ 8[ὁ βασιλεὺς] αἰχ-


 μάλωτον ᾖρε καὶ ὁ ναὸς πυρπολεῖται μετὰ μῆνας εʹ
 ὑπὸ Ναβουζαρδὰν διαρκέσας ἀφ' οὗ ἐκτίσθη ἔτη υλβʹ.
 Ὁμοῦ τὰ πάντα ἀπὸ ἀρχῆς βασιλείας Σολόμωνος ἕως
 ἁλώσεως Ἱερουσαλὴμ ἔτη υμηʹ. Μετὰ ταῦτα αἰχμα-
 λωσίας Ἰουδαίων τῆς εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἐρημίας τοῦ
 τόπου ἔτη οʹ. ἃ συμπληροῦται κατὰ τὸ δεύτερον ἔτος
 Δαρείου τοῦ Περσῶν βασιλέως ὃς τόν τε λαὸν ἀνῆκε
1034

 τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἀνενέωσε ναόν.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae)


P. 106, line 4

Μαρία καὶ Θεοδότη Κωνσταντίνου.


Θεοφανὼ Σταυρακίου.
Προκοπία Μιχαήλ.
Θεοδοσία Λέοντος.
Θέκλα καὶ Εὐφροσύνη Μιχαήλ.
Θεοδώρα Θεοφίλου.
Εὐδοκία Μιχαήλ.  
Εὐδοκία Βασιλείου.
Θεοφανὼ Λέοντος τοῦ νέου.
  Καὶ ὅσοι ἐβασίλευσαν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ
ἐν Σαμαρείᾳ ἀπὸ τῶν χρόνων Ῥοβοὰμ υἱοῦ Σολομῶντος
βασιλέως Ἰούδα ἕως τῆς μετοικεσίας τῶν δέκα φυλῶν
εἰς Ἀσσυρίους ἐπὶ Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα.
αʹ Ἱεροβοὰμ ὁ δοῦλος Σολομῶντος ἐχρίσθη ὑπὸ Ἀχία
 τοῦ προφήτου διὰ τὸ τὸν κύριον αὐτοῦ Σολομῶντα
 ἐκκλῖναι εἰς ἀλλοφύλους γυναῖκας καὶ λατρεῦσαι τοῖς
 τούτων θεοῖς, ἔτη κβʹ.
βʹ Ναδὰβ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη βʹ.
γʹ Βαασά· οὗτος ἐξωλόθρευσε τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ, ἔτη κδʹ.
δʹ Ἡλὰ υἱὸς αὐτοῦ, ἐφ' οὗ Ἰηοῦ ὁ προφήτης, ἔτη βʹ.
εʹ Ζαμβρὶ δοῦλος αὐτοῦ ἀποκτείνας αὐτὸν μῆνας ζʹ.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae) P. 106, line 7

Θεοδοσία Λέοντος.
Θέκλα καὶ Εὐφροσύνη Μιχαήλ.
Θεοδώρα Θεοφίλου.
Εὐδοκία Μιχαήλ.  
Εὐδοκία Βασιλείου.
Θεοφανὼ Λέοντος τοῦ νέου.
  Καὶ ὅσοι ἐβασίλευσαν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ
ἐν Σαμαρείᾳ ἀπὸ τῶν χρόνων Ῥοβοὰμ υἱοῦ Σολομῶντος
βασιλέως Ἰούδα ἕως τῆς μετοικεσίας τῶν δέκα φυλῶν
εἰς Ἀσσυρίους ἐπὶ Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα.
αʹ Ἱεροβοὰμ ὁ δοῦλος Σολομῶντος ἐχρίσθη ὑπὸ Ἀχία
 τοῦ προφήτου διὰ τὸ τὸν κύριον αὐτοῦ Σολομῶντα
 ἐκκλῖναι εἰς ἀλλοφύλους γυναῖκας καὶ λατρεῦσαι τοῖς
 τούτων θεοῖς, ἔτη κβʹ.
βʹ Ναδὰβ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη βʹ.
γʹ Βαασά· οὗτος ἐξωλόθρευσε τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ, ἔτη κδʹ.
δʹ Ἡλὰ υἱὸς αὐτοῦ, ἐφ' οὗ Ἰηοῦ ὁ προφήτης, ἔτη βʹ.
1035

εʹ Ζαμβρὶ δοῦλος αὐτοῦ ἀποκτείνας αὐτὸν μῆνας ζʹ.


ϛʹ Ἀμβρὶ ἔτη ιβʹ.
ζʹ Ἀχαὰβ υἱὸς αὐτοῦ· ἐφ' οὗ Ἡλίας ὁ προφήτης ἔκλεισε
 τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ ἀνεῖλεν, ἔτη κβʹ.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae)


P. 106, line 8

Θέκλα καὶ Εὐφροσύνη Μιχαήλ.


Θεοδώρα Θεοφίλου.
Εὐδοκία Μιχαήλ.  
Εὐδοκία Βασιλείου.
Θεοφανὼ Λέοντος τοῦ νέου.
  Καὶ ὅσοι ἐβασίλευσαν τῶν δέκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ
ἐν Σαμαρείᾳ ἀπὸ τῶν χρόνων Ῥοβοὰμ υἱοῦ Σολομῶντος
βασιλέως Ἰούδα ἕως τῆς μετοικεσίας τῶν δέκα φυλῶν
εἰς Ἀσσυρίους ἐπὶ Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα.
αʹ Ἱεροβοὰμ ὁ δοῦλος Σολομῶντος ἐχρίσθη ὑπὸ Ἀχία
 τοῦ προφήτου διὰ τὸ τὸν κύριον αὐτοῦ Σολομῶντα
 ἐκκλῖναι εἰς ἀλλοφύλους γυναῖκας καὶ λατρεῦσαι τοῖς
 τούτων θεοῖς, ἔτη κβʹ.
βʹ Ναδὰβ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη βʹ.
γʹ Βαασά· οὗτος ἐξωλόθρευσε τὸν οἶκον Ἱεροβοὰμ, ἔτη κδʹ.
δʹ Ἡλὰ υἱὸς αὐτοῦ, ἐφ' οὗ Ἰηοῦ ὁ προφήτης, ἔτη βʹ.
εʹ Ζαμβρὶ δοῦλος αὐτοῦ ἀποκτείνας αὐτὸν μῆνας ζʹ.
ϛʹ Ἀμβρὶ ἔτη ιβʹ.
ζʹ Ἀχαὰβ υἱὸς αὐτοῦ· ἐφ' οὗ Ἡλίας ὁ προφήτης ἔκλεισε
 τὸν οὐρανὸν καὶ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ ἀνεῖλεν, ἔτη κβʹ.
ηʹ Ὀχοζίας υἱὸς αὐτοῦ ἔτη βʹ.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae) P. 133, line 5

δʹ Ἀριθμοὶ στίχων ͵γφλʹ.


εʹ Δευτερονόμιον στίχων ͵γρʹ.
ϛʹ Ἰησοῦς στίχων ͵βρʹ.
ζʹ Κριταὶ καὶ Ῥοὺθ στίχων ͵βυνʹ.
ηʹ Βασιλειῶν αʹ καὶ βʹ στίχων ͵ασμʹ.  
θʹ Βασιλειῶν γʹ καὶ δʹ στίχων ͵βσγʹ.
ιʹ Παραλειπόμενα αʹ καὶ βʹ στίχων ͵εφʹ.
ιαʹ Ἔσδρας αʹ καὶ βʹ στίχων ͵εφʹ.
ιβʹ Βίβλος ψαλμῶν στίχων ͵ερʹ.
ιγʹ Παροιμίαι Σολομῶντος στίχων ͵αψʹ.
ιδʹ Ἐκκλησιαστὴς στίχων ζφʹ.
ιεʹ Ἆισμα ᾀσμάτων στίχων σπʹ.
ιϛʹ Ἰὼβ στίχων ͵αωʹ.
ιζʹ Ἡσαίας προφήτης στίχων ͵γωʹ.
ιηʹ Ἱερεμίας προφήτης στίχων ͵δ.
1036

ιθʹ Βαροὺχ στίχων ψʹ.


κʹ Ἰεζεκιὴλ στίχων ͵δ.
καʹ Δανιὴλ στίχων ͵β.
κβʹ Οἱ δώδεκα προφῆται στίχων ͵γ.
  Ὁμοῦ τῆς παλαιᾶς διαθήκης βίβλοι κβʹ.

Νικηφόρος Ι΄.Χρονογραφία brevis [Dub.] (recensiones duae) P. 134, line 3

βʹ Εὐαγγέλιον κατὰ Μάρκον στίχων ͵β.


γʹ Εὐαγγέλιον κατὰ Λουκᾶν στίχων ͵βχʹ.
δʹ Εὐαγγέλιον κατὰ Ἰωάννην στίχων ͵βτʹ.
εʹ Πράξεις τῶν ἀποστόλων στίχων ͵βωʹ.
ϛʹ Παύλου ἐπιστολαὶ ιδʹ στίχων ͵ετʹ.
ζʹ Καθολικαὶ ἐπιστολαὶ Ἰακώβου αʹ Πέτρου βʹ Ἰωάννου
 γʹ Ἰούδα αʹ, ὁμοῦ ζʹ ....
  Ὁμοῦ τῆς νέας διαθήκης βίβλοι κϛʹ.  
 Καὶ ὅσαι ἀντιλέγονται τῆς παλαιᾶς αὗταί εἰσιν.
αʹ Μακκαβαϊκὰ γʹ στίχων ͵ζτʹ.
βʹ Σοφία Σολομῶντος στίχων ͵αρʹ.
γʹ Σοφία Ἰησοῦ τοῦ Σιρὰχ στίχων ͵βωʹ.
δʹ Ψαλμοὶ καὶ ᾠδαὶ Σολομῶντος στίχων ͵βρʹ.
εʹ Ἐσθὴρ στίχων τνʹ.
ϛʹ Ἰουδὶθ στίχων ͵αψʹ.
ζʹ Σωσάννα στίχων φʹ.
ηʹ Τωβὴτ καὶ Τωβίας στίχων ψʹ.
  Καὶ ὅσαι τῆς νέας ἀντιλέγονται.
αʹ Ἀποκάλυψις Ἰωάννου στίχων ͵αυʹ.
βʹ Ἀποκάλυψις Πέτρου στίχων τʹ.
γʹ Βαρνάβα ἐπιστολὴ στίχων ͵ατξʹ.

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815


Ch. 20, line 10

κατηγορεῖν ἀνοηταίνοντες ὑπελάμβανον.


 ἐκ ποίας δὲ γραφικῆς ἐρεύνης καὶ ἐξετάσεως τοῦ ζη-
τουμένου πεποίηνται τὴν κατάληψιν; ὡς εἴ που ψιλῆς τετυ-
χήκασι φωνῆς, κἂν ἡμῶν κατεκτυπεῖτο τὰ ὦτα σάλπιγγος ἤχῳ
ὡσαύτως περιβομβούντων καὶ ἀποκωφούντων τὴν αἴσθησιν.
εἰ γάρ τι αὐτοῖς πονηρὸν ἐξεύρηται, τὰς κατ' εἰδώλων ἐκτεθει-
μένας φωνάς, κατὰ τῶν θείων θεομαχοῦντες προηνέγκαντο,  
ὁπότε καὶ τὰ χρυσότευκτα ἐκεῖνα Χερουβίμ, ἅπερ ὁ ἱεροφάντης
Μωσῆς, θεοῦ προστεταχότος, ἐτεκτήνατο, καὶ ἡ παλαιὰ καὶ ἐν
νόμῳ σκηνὴ καθύπερθεν τῆς κιβωτοῦ ἔφερεν, ἔτι καὶ ὅσα ἡ
Σολομῶντος κατεσκεύασε σοφία, καὶ ἃ τῷ θεσπεσίῳ προφήτῃ
Ἰεζεκιὴλ ὦπται, καὶ εἴ τι τοιοῦτον κατὰ τὰς ἱερὰς βίβλους
ἱστόρηται, ἐν εἰδώλων μοίρᾳ θεῖναι οὐ δεδίασιν, ὡς ἀθετεῖν
μᾶλλον ἢ προσίεσθαι τὰς θεοπνεύστους γραφὰς προελόμενοι.
1037

ἐξ ὧν καὶ Ἰουδαίων ἀπιστότεροι καὶ ἀγνωμονέστεροι εἰκότως


νομισθήσονται, ἄξιά γε ὡς ἀληθῶς τῆς ἑαυτῶν βδελυρίας καὶ
ἀπιστίας καὶ φρονήσαντες καὶ ἐκφωνήσαντες. καὶ γὰρ τῷ
Χριστῷ φανερῶς κἀνταῦθα ἀπομάχονται· τὰ γὰρ τῷ θείῳ
Ἰεζεκιὴλ διατεταγμένα, ἅπερ ἦν Χερουβὶμ καὶ φοίνικες, ἐν
τῷ Ἰουδαϊκῷ ναῷ ἀνιστόρητο, εἴπερ μὴ ψευδομυθεῖν τὸ
πνεῦμα οἰήσονται· καὶ οὐ καθῄρει Χριστός, ἀλλ' οἶκον τοῦ

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815


Ch. 63, line 3

μέρος εἰς μέρος πάλιν γένηται βρώματος διαβόλου. τούτων


τῶν λόγων τί ἂν γένοιτο πρὸς τὴν τοῦ ζητουμένου εὕρεσιν  
ἐμφαντικώτερον; τὸ γὰρ ὅσα ἐν ἀνθρώπῳ καὶ οἷα ἄνθρω-
πος καὶ τὰ λοιπὰ ταυτὸν ἐκείνῳ σημαίνουσιν. τί οὖν πρὸς τὸ
ἐν ἀνθρώπῳ τέλειον φαῖεν; εἰ μὴ περιγραπτὸς ὁ ἄνθρωπος,
οὐχ' ὁπωσοῦν τέλειος· ἀλλ' οὐδὲ ἄνθρωπος ὅλως ἔσται. ὥστε τὸ
κατὰ τὸ ἀνθρώπινον περιγραπτὸν εἶναι τὸν σωτῆρα πάντων
μᾶλλον τῶν ἄλλων πατέρων διεκήρυξεν.
 Κλήμης ὁ ἱερὸς ὁ Ἀλεξανδρείαθεν τοῖς προανατεταγμέ-
νοις παρομαρτείτω καὶ κατὰ ἰουδαϊζόντων γράφων λεγέτω
τοιάδε· Σολομῶν ὁ τοῦ Δαυῒδ παῖς ἐν ταῖς Βασιλείαις ἐπιγρα-
φομέναις τὴν τοῦ ἀληθινοῦ νεὼ κατασκευὴν συνείς, οὐ μόνον
ἐπουράνιον εἶναι καὶ πνευματικήν, ἤδη δὲ καὶ εἰς τὴν σάρκα
διαφέρειν, ἣν ἔμελλεν οἰκοδομεῖν ὁ τοῦ Δαυῒδ υἱός τε καὶ
κύριος εἴς τε τὴν αὐτὸς αὐτοῦ παρουσίαν, ἔνθα καθιδρύεσθαι
καθάπερ τι ἄγαλμα ἔμψυχον διεγνώκει, εἴς τε τὴν κατὰ
σύνοδον πίστεως ἐγειρομένην ἐκκλησίαν κατὰ λέξιν λέγει·
Εἰ ἀληθῶς ἄρα κατοικήσει ὁ θεὸς μετὰ ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς
γῆς; κατοικεῖ δὲ ἐπὶ τῆς γῆς σάρκα περιβαλλόμενος κύριος,
καὶ μετὰ ἀνθρώπων αὐτῷ κατοίκησις γίνεται ἐν τῇ κατὰ
τοὺς δικαίους συνθέσει τε καὶ ἁρμονίᾳ, νεὼν ἅγιον

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815 Ch. 92, line 37

θεοῦ λέγοντος πρὸς Μωσῆν εἰκόνας δύο Χερουβὶμ χρυσῶν


γλυπτῶν κατασκευάσαι κατασκιαζόντων τὸ ἱλαστήριον. καὶ
πάλιν τὸν ναὸν ἔδειξεν ὁ θεὸς τῷ Ἰεζεκιήλ· «Πρόσωπα,»
εἶπεν, «φοινίκων καὶ λεόντων καὶ ἀνθρώπων καὶ Χερουβὶμ
ἀπὸ τοῦ ἐδάφους αὐτοῦ ἕως τοῦ φατνώματος τῆς στέγης.»
ὄντως φοβερὸς ὁ λόγος ὁ ἐντειλάμενος τῷ Ἰσραὴλ μὴ ποιῆ-
σαι παντοῖον γλυπτὸν μὴ δὲ εἰκόνα μὴ δὲ ὁμοίωμα ὅσα ἐστὶν
ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς. αὐτὸς προστάσσει τῷ
Μωσεῖ ποιῆσαι γλυπτὰ ζῷα τὰ Χερουβικὰ καὶ τῷ Ἰεζεκιὴλ
πλήρη εἰκόνων καὶ ὁμοιωμάτων γλυπτῶν, λεόντων, φοινίκων
καὶ ἀνθρώπων, οὕτω δείκνυσιν τὸν ναόν. ὅθεν καὶ Σολομῶν ἐκ
νόμου λαβὼν τὸν τύπον, πλήρη πεποίηκεν τὸν ναὸν χαλκῶν
καὶ γλυπτῶν καὶ χωνευτῶν, λεόντων καὶ βοῶν καὶ φοινίκων
καὶ ἀνθρώπων καὶ οὐ κατεγνώσθη ἐν αὐτῷ ὑπὸ τοῦ θεοῦ. εἰ
1038

τοίνυν ἐμοῦ καταγινώσκειν θέλεις περὶ εἰκόνων, κατάγνωθι


τοῦ θεοῦ τοῦ ταῦτα ποιεῖν κελεύσαντος εἰς ὑπόμνησιν αὐτοῦ
εἶναι παρ' ἡμῖν. ὁ Ἰουδαῖος· Ἀλλ' οὐ προσεκυνοῦντο ἐκεῖνα
ὡς θεοὶ τὰ ὁμοιώματα, ἀλλ' ὑπομνήσεως μόνης ἐγένοντο. ὁ
Χριστιανός· Καλῶς εἶπας. οὐδὲ παρ' ἡμῖν ὡς θεοὶ προς-
κυνοῦνται οἱ τῶν ἁγίων χαρακτῆρες καὶ εἰκόνες καὶ τύποι.
εἰ γὰρ ὡς θεὸν προσεκύνουν τὸ ξύλον τῆς εἰκόνος, ἔμελλον

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815 Ch. 92, line 225

κιθάραν καὶ ἕτερά τινα καθὼς καὶ οἱ Βαβυλώνιοι, καὶ τὰ


μὲν εἰς δόξαν θεοῦ, τὰ δὲ εἰς θεραπείαν δαιμόνων, οὕτω καὶ
ἐπὶ εἰκόνων Ἑλληνικῶν καὶ Χριστιανικῶν νοήσωμεν, ὅτι
ἐκεῖνοι μὲν εἰς λατρείαν τοῦ διαβόλου, ἡμεῖς δὲ εἰς δόξαν
θεοῦ καὶ ὑπόμνησιν. πλὴν καὶ πολλὰ θαυμάσια ὁ θεὸς διὰ
ξύλου ἀκούειν πεποίηκεν, ξύλον ζωῆς καὶ ξύλον γνώσεως
ὀνομάσας, καὶ ἄλλο φυτὸν ὀνομάσας σαβέκ, ἤγουν συγχω-
ρήσεως, τίθησιν. εἶτα ῥάβδῳ τὸν Φαραὼ ἐκόλασεν, θάλας-
σαν ἔσχισεν, ὕδωρ ἐγλύκανεν, ὄφιν ὕψωσεν. διὰ ξύλου πέτραν
διέρρηξεν, ὕδωρ ἐξήγαγεν, ξύλῳ βλαστήσαντι ἐν τῇ σκηνῇ
τὴν Ἀαρὼν ἱερωσύνην ἐκύρωσεν. οὕτω καὶ Σολομῶν φησίν·
Εὐλογεῖται ξύλον δι' οὗ γίνεται δικαιοσύνη. οὕτω καὶ Ἐλι-  
σαῖος ξύλον ἀπορρίψας ἐν Ἰορδάνῃ τὸν εἰς τύπον τοῦ Ἀδὰμ
σίδηρον ὡς ἐξ Ἅιδου ἀνήγαγεν. οὕτω προστάσσει τῷ ἑαυτοῦ
παιδὶ διὰ τῆς ῥάβδου ἀναστῆσαι τὸν παῖδα τῆς Σωμανίτιδος.
ὁ οὖν διὰ τοσούτων ξύλων θαυματουργήσας θεὸς οὐ δύναται,
εἰπέ μοι, θαυματουργεῖν διὰ τοῦ τιμίου ξύλου τοῦ ἁγίου
σταυροῦ; εἰ ἀσεβές ἐστιν τιμᾶν τὰ ὀστᾶ, πῶς μετὰ πάσης
τιμῆς μετεκόμισαν τὰ ὀστᾶ Ἰωσὴφ ἐξ Αἰγύπτου; πῶς
νεκρὸς ἄνθρωπος ἁψάμενος τῶν ὀστέων Ἐλισαίου ἀνέστη;
εἰ δὲ δι' ὀστέων θαυματουργεῖ ὁ θεός, εὔδηλον ὅτι δύναται καὶ

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815 Ch. 92, line 255

Ἕλλην εἰδωλολάτρης ἐν τῷ ναῷ σου καὶ θεασάμενος ταῦτα,


ἐμέμψατο τῶν Ἰουδαίων ὡς καὶ αὐτῶν εἴδωλα προσκυ-
νούντων, τί ἂν εἶχες, εἰπέ μοι, ἀπολογήσασθαι αὐτῷ περὶ
τῶν δύο Χερουβὶμ τῶν χωνευτῶν καὶ τῶν βοῶν καὶ φοι-
νίκων καὶ λεόντων τῶν ὄντων ποτὲ ἐν τῷ ναῷ γλυπτῶν;
οὐδὲν ἂν εἶχες ἀληθὲς πρὸς αὐτὸν λέγειν, εἰ μὴ τοῦτο ὅτι
»Οὐχ' ὡς θεοὺς ἔχομεν αὐτὰ ἐν τῷ ναῷ, ἀλλ' εἰς ἀνάμνησιν
θεοῦ καὶ δόξαν τὰ Χερουβὶμ ταῦτα ἔχομεν ἐν τῷ ναῷ.» εἰ
οὖν ταῦτα οὕτως, πῶς ἐμοὶ περὶ εἰκόνων ἐγκαλεῖς; ἀλλ' ἐρεῖς
μοι ὅτι «Ὁ θεὸς τῷ Μωσεῖ προσέταξεν ποιῆσαι ἐν τῷ ναῷ
τὰ γλυπτά», κἀγὼ τοῦτο λέγω· ἀλλ' ὁ Σολομῶν ἐκεῖθεν ὁ-  
δηγηθεὶς καὶ πλείονα ἐν τῷ ναῷ κατεσκεύασεν, ἅπερ οὐδὲ
ὁ θεὸς αὐτῷ προσέταξεν οὐδὲ ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἔσχεν
οὔτε ὁ ναὸς ὃν ὁ Ἰεζεκιὴλ ἐκ θεοῦ ἑώρακεν, καὶ οὐ κα-
1039

τεγνώσθη ἐν τούτῳ ὁ Σολομῶν· εἰς δόξαν γὰρ θεοῦ τὰς


τοιαύτας μορφὰς κατεσκεύασεν, ὥσπερ καὶ ἡμεῖς. εἶχες δέ,
ὦ Ἰουδαῖε, καὶ ἕτερά τινα εἰς μνήμην καὶ δόξαν θεοῦ, τὴν
ῥάβδον Μωσέως, τὰς νεοτεύκτους πλάκας, τὴν ἄφλεκτον
βάτον, τὴν ξηρένυγρον πέτραν, τὴν μαννοφόρον στάμνον,
τὴν κιβωτόν, τὸ θυσιαστήριον, τὸ θεώνυμον πέταλον, τὸ

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815


Ch. 92, line 259

οὐδὲν ἂν εἶχες ἀληθὲς πρὸς αὐτὸν λέγειν, εἰ μὴ τοῦτο ὅτι


»Οὐχ' ὡς θεοὺς ἔχομεν αὐτὰ ἐν τῷ ναῷ, ἀλλ' εἰς ἀνάμνησιν
θεοῦ καὶ δόξαν τὰ Χερουβὶμ ταῦτα ἔχομεν ἐν τῷ ναῷ.» εἰ
οὖν ταῦτα οὕτως, πῶς ἐμοὶ περὶ εἰκόνων ἐγκαλεῖς; ἀλλ' ἐρεῖς
μοι ὅτι «Ὁ θεὸς τῷ Μωσεῖ προσέταξεν ποιῆσαι ἐν τῷ ναῷ
τὰ γλυπτά», κἀγὼ τοῦτο λέγω· ἀλλ' ὁ Σολομῶν ἐκεῖθεν ὁ-  
δηγηθεὶς καὶ πλείονα ἐν τῷ ναῷ κατεσκεύασεν, ἅπερ οὐδὲ
ὁ θεὸς αὐτῷ προσέταξεν οὐδὲ ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἔσχεν
οὔτε ὁ ναὸς ὃν ὁ Ἰεζεκιὴλ ἐκ θεοῦ ἑώρακεν, καὶ οὐ κα-
τεγνώσθη ἐν τούτῳ ὁ Σολομῶν· εἰς δόξαν γὰρ θεοῦ τὰς
τοιαύτας μορφὰς κατεσκεύασεν, ὥσπερ καὶ ἡμεῖς. εἶχες δέ,
ὦ Ἰουδαῖε, καὶ ἕτερά τινα εἰς μνήμην καὶ δόξαν θεοῦ, τὴν
ῥάβδον Μωσέως, τὰς νεοτεύκτους πλάκας, τὴν ἄφλεκτον
βάτον, τὴν ξηρένυγρον πέτραν, τὴν μαννοφόρον στάμνον,
τὴν κιβωτόν, τὸ θυσιαστήριον, τὸ θεώνυμον πέταλον, τὸ
θεόδηλον ἐφούδ, τὴν θεόσκηνον σκηνήν. εἴθε καὶ σὺ πρώην
τούτοις ἐσχόλαζες, προσκυνῶν καὶ ἐπικαλούμενος τὸν ἐπὶ
πάντων θεόν, καὶ αὐτοῦ ἐμνημόνευες διὰ τῶν μικρῶν
εἰκόνων τούτων καὶ τύπων, καὶ μὴ τὸν μόσχον καὶ τὰς
μυίας κατεῖχες ὑπὲρ τὰς θεοπνεύστους πλάκας. εἴθε καὶ τὸ

Νικηφόρος Ι΄. Refutatio et eversio definitionis synodalis anni 815


Ch. 163, line 52

νόμου, ἔτι μὴν καὶ θυσιαστήριον ἐκ λίθων οἰκοδομεῖν, ἐφ' ᾧ


ἀναφέρειν κυρίῳ τὰ ὁλοκαυτώματα, καὶ εἴ τι προσόμοιον
γέγραπται· ἃ οὐ πρὸς ἀτιμίας ἀλλὰ πρὸς δόξης θεοῦ ἀνε-
στηλῶσθαι νενομοθέτηται. ἀλλ' οἷα τὰ κατὰ τὴν σκηνήν, ἡ κι-
βωτὸς ἐκείνη τά τε ἐν αὐτῇ ἐντεθησαυρισμένα καὶ τὰ καθύ-
περθεν ἱδρυμένα χρυσήλατα Χερουβίμ· ἃ δὴ οὐ παρ' Ἰουδαίοις
μόνον δεδόξαστο, ἀλλὰ καὶ τῆς χάριτος ὁ κῆρυξ Χερουβὶμ
δόξης καλεῖ ἤτοι τὰ δεδοξασμένα. καὶ τὰ μὲν περὶ τὴν σκηνὴν
τιμᾶσθαι οὐ κεκώλυται, ἀλλὰ καὶ τοῦ λαοῦ ἕκαστος ἐκ τῆς
θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ πρὸς αὐτὴν ἀφορῶν προσεκύνει,
καθάπερ καὶ ὕστερον κατὰ τὸν Σολομῶντος ναὸν κύκλῳ πε-
ριεστῶτες προσεκύνουν καὶ οὐκ ἀπείργοντο.  
 τὸ μὲν οὖν ποιεῖν παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ
καὶ γῇ καὶ τοῖς ὕδασιν, ὡς οἷα πόρρω θεοῦ ἀπάγον, ἤδη διὰ τῶν
1040

νομοθετουμένων εἰκότως ἂν τοῖς παλαιοῖς ἀπείρητο, ὡς ἂν


μὴ τῇ κτίσει δι' αὐτῶν προσκυνεῖν καὶ λατρεύειν παρὰ τὸν
κτίσαντα μάθοιεν. ἄρτι τῶν εἰδώλων καὶ τῆς εἰδωλικῆς μανί-
ας μετὰ τῆς Αἰγυπτιακῆς δουλείας λελυτρωμένοι, καὶ δεσμοῖς
τοῖς ἐκ τοῦ νόμου κατεζεύγνυντο, ἵνα μὴ πρὸς τὴν παρ' Αἰ-
γυπτίοις εἰδωλομανίαν παλινοστήσωσιν. ἃ δὲ θεῷ γενέσθαι
βουλομένῳ ἦν, ταῦτα δὴ καὶ ποιεῖσθαι προστέτακται, οἰ

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Man1,pt1, p. 70, line of p. 5

ὑποστησομένων τὴν προσβολήν, ἀλλὰ πάντων ἐνδωσόντων καὶ πρὸς


τὴν πρώτην ὁρμήν. εἰ δ', ὅπερ ἀπείη, πεσούμεθα, καλὸν ἐντάφιον τὸ
ὑπὲρ Χριστοῦ τελευτᾶν. βαλέτω με τοξότης Πέρσης ὑπὲρ Χριστοῦ·
ἀφυπνωτέον μετ' ἐλπίδων χρηστοτέρων εἰς θάνατον καὶ ὅσα ὀχήματι τῷ
βέλει χρηστέον πρὸς τὴν ἐκεῖ κατάπαυσιν, ἀλλὰ μὴ θανὴ προαρπασάτω
ἴσως ἀκλεὴς καὶ ἐφάμαρτος.  
 Ἤδη ποτὲ τισώμεθα τούτους, ὧν οἱ καθ' αἷμά τε καὶ ὁμόπιστοι ποσὶ
κεχραμένοις ὡς εἰς κοινὸν εἰσεληλύθασι τόπον τὸν ἱερόν, ἐν ᾧ νεκροῖς
ὁμόσκηνος γέγονεν ὁ σύγχρονος πατρὶ καὶ ὁμόθρονος. ἡμεῖς ἐσμεν οἱ δυ-
νατοὶ καὶ διεσπασμένοι πάντες ῥομφαίαν καὶ ὡς κλίνην περιέποντες
Σολομώντειον τὸν ζωοδόχον τάφον καὶ θεοδέγμονα. τοὺς ἐκ τῆς Ἄγαρ
τοίνυν τῆς δουλίδος ἐκποδὼν οἱ ἐλεύθεροι ποιησώμεθα καὶ ὡς λίθους
προσκόμματος τῆς ὁδοῦ ἐξάρωμεν τοῦ Χριστοῦ, οὓς οὐκ οἶδ' ὅπως
Ῥωμαῖοι ὡς ἐπισφάγια ἑαυτοῖς ἐκτρέφουσι λυκιδεῖς καὶ τοῖς οἰκείοις
ἀγεννῶς πιαίνουσιν αἵμασι, δέον ἀλκὴν ἀναλαβόντας καὶ λογισμὸν ἔμ-
φρονος ἀνδρός, ὡς θῆρας ἐκ ποιμνίων, τῶν οἰκείων ἀπελάσαι χώρων καὶ
πόλεων.

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Man1,pt3, p. 124, line of


p. 26

ἀπέστειλεν ἐξηγησόμενον ἐκείνῳ ἃ οὐκ ἦν ἀγνοῶν καὶ ἐς αὐτὸ τοῦ


τρόπου ἀποσκώψοντα τὸ παλίμβολον τὸ ἄπιστόν τε καὶ τὸ κακόηθες,
κἂν οὐκ ἦν αὐτὸν ἠρεμήσειν ἐπὶ τούτοις ἢ γοῦν καθυπερθέσθαι Ῥωμαί-
οις τὴν ἀντιπάθειαν.
 Ἐκλώπευε γοῦν ταῖς συνήθεσι λῃστείαις χρώμενος. στείλας δὲ καὶ
φάλαγγας ἐπιλέκτους τὴν κατὰ Φρυγίαν ἐκπορθεῖ Λαοδίκειαν, οὐκέτι
οὖσαν συνοικουμένην ὡς νῦν ἑώραται, οὐδ' εὐερκέσι φραγνυμένην
τείχεσι, κατὰ δὲ κώμας ἐκκεχυμένην περὶ τὰς ὑπωρείας τῶν ἐκεῖσε βου-
νῶν. ἤλασε δ' ἐκεῖθεν βαρεῖαν λείαν ἀνθρώπων καὶ ζώων πλῆθος οὐ
σταθμητόν· οὐ μετρίους δὲ καὶ κατέκτανεν, ἐν οἷς καὶ τὸν ἀρχιερέα
Σολομῶντα, ἐκτομίαν μὲν ἄνθρωπον, χαρίεντα δ' ἄλλως τὸ ἦθος καὶ
θεῷ δι' ἀρετῆς προσεγγίζοντα. εἰρωνευόμενος δ' ἔφασκε πρὸς τοὺς
οἰκείους, ὡς ὅσῳ ἂν μείζω δράσειε Ῥωμαίους δεινά, τοσούτῳ μείζω ὑπὸ
βασιλέως ἀγαθὰ πείσεται· “ᾧ γὰρ πάρεστί” φησι “τὸ κρατεῖν, τούτῳ
καὶ αἱ δωρεαὶ φιλοῦσιν ἐπιξενίζεσθαι, ἵνα μὴ πλεῖον ᾖ τὸ νικᾶν, ἐπειδὴ  
1041

καὶ τὰ φλεγμαίνοντα τῶν νοσημάτων τὰς νοσοκομίας ἐπισπῶνται


πλείονας, ἵνα ἀντισπῶνται καὶ σταῖεν τὰ πρόσω νεμόμενα.”
 Οὐδ' ὁ Μανουὴλ μέντοι ἐπὶ τούτοις ἡσυχίαν ἠσπάσατο, ἀλλὰ
πρῶτα μὲν διὰ τοῦ Τζικανδήλη Βασιλείου, εἶτα καὶ διὰ τοῦ Ἀγγέλου
Μιχαὴλ τοῖς Τούρκοις ἐπέθετο, ὅσοι πολυθρέμμονες ὄντες ἀναδιφῶσι
πόας τὰς λειμωνίτιδας καὶ τούτων ἕνεκα τῶν οἰκείων ἠθῶν

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Man1,pt4, p. 146, line of p. 20

τοῦ παρόντος καταλέγειν καιροῦ· ἔδει δὲ σοφὸν ὄντα τὸν Μανουήλ, μηδ'
ἀμαθῆ τε καὶ ἀναλφάβητον, οὐχ ὡς διαδεξόμενον ἐκεῖνον καὶ τῆς ἀρχῆς
παραλῦσον τὸ ἄλφα περιεργάζεσθαι, ἀλλ' ἐκείνῳ τὰ τοῦ ἄρχειν ἀνά-
πτειν πείσματα, ὃς εἶναί φησι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὡς Ἰωάννης ἐν τῇ Ἀποκαλύ-
ψει διδάσκει με.
 Τοὺς συκοφάντας μέντοι μετῆλθε καὶ ἄλλῳ μὲν ἄλλην δίκην ἐπέθηκε,
τῷ δ' Ἀαρὼν ἐπέβρισε χαλεπώτερον ταῖς οἰκείαις ἁρπεδόσι περισχοινί-
σασα. μετ' οὐ πολὺν γάρ τινα χρόνον ἁλίσκεται μαγείαις προσανέχων
καὶ προύκειτο χελώνης ἔκφορον μίμημα, ἔνδον στέγον τῆς χέλυος ἀνθρω-
πόμορφον εἴκασμα, πεπεδημένον ἄμφω τὼ πόδε καὶ τὸ στέρνον ἐληλα-
μένον ἥλῳ διαμπερές. ἑάλω δὲ καὶ βίβλον Σολομώντειον ἀνελίττων, ἥτις
ἀναπτυσσομένη τε καὶ διερχομένη κατὰ λεγεῶνας συλλέγει καὶ παρ-
ίστησι τὰ δαιμόνια συχνάκις ἀναπυνθανόμενα, ἐφ' ὅτῳ προσκέκληνται,
καὶ τὸ ἐπιταττόμενον ἐπισπέρχοντα περατοῦν καὶ προθύμως δρῶντα τὸ
κελευόμενον.
 Οὐκ ἐπὶ τούτοις δὲ μόνον Ἀαρὼν συνείληπτο, ἀλλὰ καὶ βασιλέως
ἐνώπιον ὑποβάλλων ἃς ἐκ τῶν δυσμόθεν ἐθνῶν ἀφικόμενοι πρέσβεις ἐκό-
μιζον ἀγγελίας καὶ μὴ δυσαχθοῦντας ὁρῶν πρὸς τὰ τοῦ βασιλέως θελή-  
ματα ἐπιπλήττει τούτοις ἐν μιᾷ τῶν αἰτήσεων ὡς πρὸς τὰς καταθέσεις
ἑτοιμορρόποις τε καὶ εὐκόλοις καὶ ὑποτίθησιν ἀντιτεῖναι πρὸς τὸ τῶν

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Man1,pt7, p. 209, line of


p. 28

λότριαι τοῖς ἡμετέροις ἀφαντούμεναι καὶ δῃούμεναι.


 Ἀλλ' ἕως πότε, Κύριε, τῆς σῆς ἐπιλήσῃ κληρονομίας καὶ τὸ σὸν ἀπο-
στρέφων ἀφ' ἡμῶν πρόσωπον ὁδοποιήσεις τρίβον τῇ ὀργῇ σου; πότε
ἐπόψει ἐξ ἁγίου ἐπιβλέψας κατοικητηρίου σου καὶ ἰδὼν ἴδῃς τὴν ἡμετέραν
συνοχήν τε καὶ κάκωσιν καὶ ῥύσῃ τῶν ἐφεστώτων κακῶν, ἀπαλλαγὴν δὲ
παρέξεις καὶ τῶν πολὺ τούτων ἐλπιζομένων χαλεπωτέρων;
 Πρὸς δὲ τοῖς εἰρημένοις κἀκεῖνα δοτέον τῇ ἱστορίᾳ. τοῖς πλείοσι βασι-
λεῦσι Ῥωμαίων οὐκ ἀνεκτόν ἐστιν ὅλως ἄρχειν μόνον καὶ χρυσοφορεῖν
καὶ χρᾶσθαι τοῖς κοινοῖς ὡς ἰδίοις, οὐδὲ μὴν ὡς δούλοις τοῖς ἐλευθέροις
προσφέρεσθαι, ἀλλ' εἰ μὴ καὶ σοφοὶ δοκοῖεν καὶ θεοείκελοι τὴν μορφὴν καὶ
ἥρωες τὴν ἰσχὺν καὶ ὡς Σολομῶν θεόσοφοι καὶ δογματισταὶ θειότατοι καὶ
κανόνες τῶν κανόνων εὐθέστεροι καὶ ἁπλῶς θείων καὶ ἀνθρωπίνων
πραγμάτων ἀπροσφαλεῖς γνώμονες, δεινὰ οἴονται πάσχειν. ἔνθεν τοι καὶ  
1042

δέον τοῖς ἀπαιδευτέροις καὶ θρασυτέροις ἐπιτιμᾶν ἐπεισάγουσιν ἀσυνήθη


καὶ νέα τῇ ἐκκλησίᾳ δόγματα ἢ γοῦν ἀνατιθέναι ταῦτα οἷς ἐπάγγελμα τὰ
περὶ θεοῦ εἰδέναι καὶ λέγειν, οἱ δὲ οὐδὲ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος δευτερεύειν
οὑτινοσοῦν ἀνεχόμενοι οἱ αὐτοὶ δογμάτων εἰσηγηταὶ καὶ δικασταὶ τού-
των καὶ ὁρισταί, πολλαχοῦ δὲ καὶ κολασταὶ τῶν μὴ συμφωνούντων αὐ-
τοῖς γίνονται.
 Καὶ ὁ βασιλεὺς τοιγαροῦν οὗτος εὐγλωττίαν εὐτυχηκὼς καὶ λόγου
ἔμφυτον χάριν πεπλουτηκὼς οὐ λαμυρῶς ἐπέστελλε μόνον, ἀλλὰ καὶ

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Alex2, p. 241, line of p. 18

τες διέτριβον.
 Τοιοῦτο μὲν οὖν τὰ κατὰ τὸν καίσαρα πέρας εἰλήφασι καὶ δι' αἰτίας
ταύτας ὁ δυσκλεὴς ἐκεῖνος ξυνέστη πόλεμος καὶ τὴν θείαν ἐπισπάσας καθ'
ἡμῶν κίνησιν δι' ὅσα κατὰ τὸ ἱερὸν ἐπισυνέβησαν ἄθεσμα. οὔτε γὰρ τὴν
προσρυεῖσαν καισάρισσαν ἀφίημι τοῦ ἐγκλήματος εἰς ἀτάσθαλα ἔργα
ῥέψασαν καὶ διακυκήσασαν τὸ πολίτευμα, καί γε τοὺς μὴ καθυφέντας
βραχὺ πρὸς τὰ τῆς δεομένης ταυτησὶ ῥήματα, τὴν δ' οὐκ ἀγαθὴν ἔριν
ἀνελομένους καὶ τὸν τῆς προσευχῆς οἶκον ἐντεῦθεν φονίου πλήσαντας
αἵματος εἴπῃ ἄν τις ἐνόχους παρανομήματος. εἰ γὰρ ὁ τῶν Ῥωμαίων στρα-
τηγὸς Τῖτος, ὁ πάλαι τῇ Ἱερουσαλὴμ βαλὼν χάρακα, τοσοῦτον ἐφείδετο
τοῦ Σολομωντείου νεὼ καὶ οὕτω τοῦ ἐκεῖνον ἐξείχετο σώζεσθαι, ὡς ἑλέσθαι
βάλλεσθαι μᾶλλον ὑπὸ τοῦ ἐκεῖθεν ἐκπηδῶντος Ἰουδαϊκοῦ τάγματος καὶ
κακῶς πάσχειν τὸ οἰκεῖον στράτευμα ἢ γοῦν τι θεομισὲς ἐπὶ τῷ πολυτελεῖ
ἐκείνῳ καὶ θαυμασίῳ ἔργῳ βουλεύσασθαι, ἀνὴρ καὶ ταῦτα μὴ εἰδὼς θεόν,
οὗ τὸ τέμενος ὑπεστέλλετο, ἀλλὰ θεοῖς ἀπονέμων σέβας κακῶς, οἳ τὸν
οὐρανὸν οὐκ ἐποίησαν, ποίαν οὐκ ἂν ἔδει τιμὴν θεοσεβοῦντας ἀπονεῖμαι
Χριστιανοὺς τῷ καλλίστῳ τῷδε καὶ θείῳ ναῷ, ὅνπερ ἀτεχνῶς θεοῦ χεῖρες
ἠρχιτεκτόνησαν καὶ ὕστατον καὶ πρῶτον ἐκαλλιτέχνησαν ἔργον ἀμίμη-
τον καὶ ἄντικρυς ἐπὶ γῆς οὐράνιον σφαίρωμα.

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Alex2, p. 273, line of p. 21

ὃ διέξεισιν “οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη· εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς,”


καὶ ὡς “ἀετοῦ γῆρας, κορύδου νεότης,” ψηφίζονται ἰδιωτεῦσαι τὸν βασι-
λέα Ἀλέξιον οὐκέτι λόγων οἰκονομίας ἀδήλου τοῖς πολλοῖς μεμνημένοι
παιδοκομίας τε καὶ διαμονῆς τοῦ κράτους καλλίονος, ταῦτα δὴ τὰ χθές
τε καὶ πρώην λαρυγγιζόμενα καὶ τοῖς ἐρωτῶσι τὴν αἰτίαν τῶν γινομέ-
νων εἰς ἀπολογίαν προκείμενα, εἴ τις τέως παροικῶν ἀτεχνῶς ἐν τῇ λαμ-
προτάτῃ πόλει τοῦ Κωνσταντίνου οὐκ ἦν εἰδὼς τὰ γινόμενα καὶ τὸν
λόγον ὅλως ἠγνοηκώς, δι' ὃν ἐπεραίνοντο.
 Ἀλλ' οὔπω ἀκριβῶς τὸ βράβευμα τοῦτο τῇ πολιτείᾳ ἐγνώριστο, καὶ
κρίμα θανάτου κατὰ τοῦ βασιλέως ἐξάγεται παρὰ τῆς φατρίας ἐκείνης
τῆς πονηρᾶς, τὸ τοῦ Σολομῶντος ἄντικρυς ἐπαινεσάντων ἐκεῖνο καὶ
φθεγξαμένων τῶν μιαιφόνων “δήσωμεν τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος  
ἡμῖν ἐστι καὶ ὡς βαρύς ἐστι καὶ μόνον βλεπόμενος.” καὶ νυκτὸς ἐπεισπε-
σόντων αὐτῷ τοῦ Ἁγιοχριστοφορίτου Στεφάνου, τοῦ Τριψύχου Κων-
σταντίνου καί τινος Δαδιβρηνοῦ Θεοδώρου, προεστῶτος τῶν ῥαβδο-
1043

φόρων, τὴν διὰ τόξου νευρᾶς καθυποδέχεται πνιγμονήν. ἀρθεὶς δὲ ὁ


νεκρὸς καὶ ἀχθεὶς ἐς Ἀνδρόνικον κατὰ τοῦ κενεῶνος τῷ ἐκείνου τύπτεται
ποδὶ καὶ τῶν τοκέων τῷ κειμένῳ ὁ μὲν ὡς ἐπίορκος διατωθάζεται, ἡ δὲ
ὡς περιλεσχήνευτον ἑταιρικὸν περιυβρίζεται γύναιον· ἔπειτα τιτρᾶται
ὀβελίσκῳ τὸ οὖς καὶ κρόκης ἐξαφθείσης κηρὸς περιπλασθεὶς τῷ Ἀνδρονί-
κου σφραγιστηρίῳ ἐνσημαίνεται δακτυλίῳ.

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Andron1,pt1, p. 316, line


of p. 6

κράτωρ ἐλπίζεται.” ἦν δὲ ὁ Ζιντζιφίτζης ἀνδράριον εἰδεχθέστατον, ταῖς


τῶν σταδιοδρόμων ἵππων ἀμφιπεριστρεφόμενον ἄντυξι, καὶ τὰ πλείω
μὲν τῶν μελῶν ἀνάρμοστον καὶ βραχὺ τὸ δέμας καὶ εὔσαρκον, εὐτράπε-
λον δὲ ἄλλως καὶ δεινὸν ἐς ταμιεῖα πλῆξαι ψυχῆς ἁπαλυνομένοις βωμο-
λοχίᾳ σκώμμασι καὶ ποιητικοῖς γέλωτος λόγοις διαχέουσι σκηνικώτερον.  
 Οὐκ ἐνεγκὼν τοίνυν τὰ λεγόμενα, ὡς δὲ βολίδας ἔνδον ἐν καρδίᾳ
δεδεγμένος Ἀνδρόνικος, ἅτε λαῖλαψ τὰ προσόντα τῷ Τριψύχῳ διαφορεῖ
καὶ εἱρκτῇ παραδοὺς ἀδέσμῳ εἶτα καὶ τοῦ τῶν ὀμμάτων φάους ἀποστε-
ρεῖ. καὶ τοιοῦτο μὲν τὰ τῆς παραδυναστείας τῷ Τριψύχῳ πέρας εἰλή-
φασιν, ὡς ἐπ' αὐτῷ ἄντικρυς ῥηθῆναί τε καὶ περατωθῆναι τὸ τοῦ Σολο-
μῶντος ἐκεῖνο δοκεῖν, ὅ φησιν “εἰσὶν ὁδοὶ δοκοῦσαι μὲν ἀνδρὶ τὰ πρῶτα
ὀρθαί, τὰ μέντοι τελευταῖα αὐτῶν βλέπει εἰς θάνατον.”  

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Isaac2,pt1, p. 367, line of


p. 16

λεύοντι, μοχθηρίαν φύσεως φέρειν ἀκίνητον πρὸς τὸ κρεῖττον ἢ δυσμετά-


θετον, ἢ στέγειν ἄνθρωπον ἀποστατικὸν καὶ λῃστεύοντα τὴν ἀρχήν,
κἂν ἀρετῆς μεταποιοῖτο μάλιστα καὶ μετὰ Δαυὶδ οὐκ ἀνταποδιδοίη τοῖς
ἀνταποδιδοῦσι κακά, ἢ ψάλλων εἴη κατ' ἐκεῖνον ἐν καιροῖς κινδυνώδεσιν
“ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ μέλισσαι κηρίον, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην
αὐτούς”.
 Αὐτὸς μέντοι βασιλεὺς ἀντιφθεγγομένην προδήλως τῇ γλώττῃ
καθυπέφηνε μετὰ βραχὺ τὴν προαίρεσιν, καὶ ὥσπερ ἐν τῷ λέγειν οὐ
διεστείλατο, οὕτω κἀν τῷ πράττειν οὐ συνεστείλατο, ἀλλὰ μικροῦ
διημιλλήθη Ἀνδρονίκῳ τὸ προσκεκρουκὸς σινόμενος, μὴ τὸ τοῦ Σολο-
μῶντος ἐπῃνεκὼς ὅ φησιν “ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαι ἢ τὸ εὔξασθαι καὶ
μὴ ἀποδοῦναι”.
 Ὁ δέ γε τοῦ Ἰκονίου σουλτάν (ἦν δὲ εἰσέτι ὁ Κλιτζασθλάν, εὐγη-
ρίαν ἄγων καὶ γεγονὼς ὑπὲρ ἔτη τὰ ἑβδομήκοντα) τὸν Ἀνδρονίκου
ἐνωτισθεὶς θάνατον καὶ τὴν ἀνάρρησιν Ἰσαακίου πυθόμενος καταστο-
χάζεται ἀρίστως ὅσα εἰκὸς ἐπὶ ταῖς τῶν βασιλέων τοιαῖσδε μεταθέσεσί τε
καὶ παραλύσεσι γίνεσθαι, καὶ μᾶλλον εἰ πόλεμος ἀνθέλκει ἑσπέριος καὶ πο-
λέμων ὁ κράτιστος· καὶ δὴ ἐσβολὴν ποιεῖται κατὰ τοῦ τῶν Θρᾳκησίων  
θέματος δι' εὐίππου καὶ εὐόπλου πάνυ στρατιᾶς, τοῦ Σαμῆ ἀμηρᾶ
στρατηγοῦντος. οὐκοῦν ἀνδρῶν κεκενωμένον εὑρὼν τὸ τοῦ Κελβιανοῦ
κλίμα ὅπλα φέρειν εἰδότων (πάντες γὰρ ὡς χείμαρροι μετερρύησαν πρὸς
1044

Νικήτας Χωνιάτης. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) Reign Isaac2,pt2, p. 407, line of


p. 2

βραχύν τινα χρόνον ἀναλύσας τὰ ἐπιγενόμενα αὖθις ἐστήριξε τὸν


Δοσίθεον, ὅτε καὶ διὰ τῶν πελεκυφόρων αὐτοῦ δορυφόρων καὶ τῶν τοῦ
παλατίου ἐκκρίτων προύπεμψεν αὐτὸν εἰς τὸ μέγιστον τέμενος δεδιώς,
μὴ τὸ πλῆθος νεωτερίσειεν· ἦν γὰρ διὰ μίσους ἅπασιν ὡς φιλόθρονος ὁ
Δοσίθεος καὶ τὸ τοῦ κρατοῦντος ἐπὶ μὴ καιρίοις πράγμασιν ἐνστατικόν
τε καὶ φίλαυτον παμμισές. ἀλλὰ καὶ πάλιν τοῦ θρόνου ἀποδιοπομ-
πεῖται Δοσίθεος καὶ πέπονθεν ἀτεχνῶς τὸ τῆς Αἰσωπείας κυνὸς ἧς τε
διεῖπεν ἀποπεσὼν ἱερᾶς ἀρχῆς (ἕτερος γὰρ Ἱεροσολύμων κεχειροτόνητο)
καὶ τοῦ μείζονος θρόνου καθαιρεθείς. καὶ τοῦτο μὲν ἐσέπειτα, καὶ προ-  
χειρίζεται πατριάρχης μέγας ὢν σκευοφύλαξ ὁ Ξιφιλῖνος Γεώργιος.
τότε δ', ὡς ἁπανταχῇ περιῄδετο, ἐκ Σολομωντείων βίβλων ἰνδάλματα
τῶν ἐσομένων καί τινας ἐμφάσεις κατὰ τοὺς ὀνειροπομποὺς δαίμονας
ἀποτρυγῶν ὁ Δοσίθεος οὐχ ὥσπερ ἀπὸ ῥινός, ἀλλ' ἐκ τῶν ὤτων εἷλκε
τὸν αὐτοκράτορα.
 Ὁ μέντοι πρωτοστράτωρ κατὰ τὰς βασιλικὰς ὑποθημοσύνας
διαπραττόμενος παρεβλέπετο τὰ πρὸς αὐτὸν γραφόμενα παρὰ τοῦ
ῥηγὸς καὶ ἅπας ἐγίνετο διηνεκῶς τοῦ δρᾶσαί τι κακὸν τοὺς Ἀλαμανοὺς
περὶ φρυγανισμὸν ἐξιόντας. καὶ δή ποτε περὶ τοὺς δισχιλίους εὐόπλους
τε καὶ εὐίππους ἀποκεκρικὼς ἠθέλησεν ἀγχοῦ που τῆς Φιλίππου
πορευθῆναι νυκτὸς καὶ τῶν ἐκεῖθι βουνῶν ἐχομένως ὑποκαθίσαι
λόχον καὶ τοῖς σιτοφόροις ἐπιθέσθαι ὄρθριος. καὶ αὐτὸς μὲν τοιαύτης

Symeon Metaphrastes Biogr., Hist., Χρονικόν. breve (lib. 7-8) (redactio recentior)
P. 1280, line 4

Ἀβραάμ. Ὁμοῦ ἔτη (ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως Ἀβραὰμ


ἔτη) ͵γτιβʹ.
[γʹ] Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαὰκ, Ἰσαὰκ τὸν Ἰα-
κὼβ, Ἰακὼβ τὸν Λευῒ, Λευῒ τὸν Κάαθ, Κάαθ τὸν
Ἄβραμ, Ἄβραμ τὸν Μωϋσῆν τὸν προφήτην. Μωϋσῆς
ἐξάγει τὸν λαὸν ἐξ Αἰγύπτου.
Ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως τῆς ἐξόδου ἔτη φθʹ  
[δʹ] Ἀπὸ δὲ τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἕως
Δαυῒδ ἔτη χμαʹ.
[εʹ] Δαυῒδ (δὲ ὁ βασιλεὺς) ἐγέννησε τὸν Σολο-
μῶντα, κρατήσας τῆς βασιλείας ἔτη μʹ. Σολομὼν
ἐγέννησε τὸν Ῥοβοὰμ, βασιλεύσας ἔτη μʹ. Ῥοβοὰμ
ἐβασίλευσεν ἔτη ιζʹ, (Ἀβιᾶ ἔτη γʹ), Ἀσᾶ ἔτη μʹ
[αʹ], Ἰωσαφὰτ ἔτη λθʹ. Ἐπὶ αὐτοῦ προφητεύει Μι-
χαίας καὶ Ἡλίας καὶ Ἐλισσεέ. Ἰωρὰμ ἐβασίλευσεν
ἔτη θʹ, Ὀχοζίας ἔτος αʹ, Γοθολία ἡ μήτηρ αὐτοῦ
ἔτη ζʹ, Ἰωᾶς ἔτη μʹ, Ἀμασίας ἔτη κθʹ, Ἀζαρίας
(ὁ καὶ Ὀζίας) ἔτη νθʹ, Ἰωάθ[αμ] ἔτος αʹ, Ἄχαζ
ἔτη ιϛʹ, Ἐζεκίας ἔτη κθʹ, Μανασσῆς ἔτη νεʹ.
1045

Ἐπὶ αὐτοῦ ἐκτίσθη τὸ Βυζάντιον. Ἀμὼς ἔτη [ι]βʹ,


Ἰωσίας λαʹ, Ἰωάχαζ ἔτος αʹ, Ἰωακεὶμ ἔτη ιδʹ,

Symeon Metaphrastes Biogr., Hist., Χρονικόν. breve (lib. 7-8) (redactio recentior)
P. 1280, line 18

χαίας καὶ Ἡλίας καὶ Ἐλισσεέ. Ἰωρὰμ ἐβασίλευσεν


ἔτη θʹ, Ὀχοζίας ἔτος αʹ, Γοθολία ἡ μήτηρ αὐτοῦ
ἔτη ζʹ, Ἰωᾶς ἔτη μʹ, Ἀμασίας ἔτη κθʹ, Ἀζαρίας
(ὁ καὶ Ὀζίας) ἔτη νθʹ, Ἰωάθ[αμ] ἔτος αʹ, Ἄχαζ
ἔτη ιϛʹ, Ἐζεκίας ἔτη κθʹ, Μανασσῆς ἔτη νεʹ.
Ἐπὶ αὐτοῦ ἐκτίσθη τὸ Βυζάντιον. Ἀμὼς ἔτη [ι]βʹ,
Ἰωσίας λαʹ, Ἰωάχαζ ἔτος αʹ, Ἰωακεὶμ ἔτη ιδʹ,
Ἰεχονίας ἔτος αʹ, Ζεδεκίας ἔτη ιδʹ. Τοῦτον ἐκτυ-
φλώσας Ναβουχοδονόσορ, αἰχμάλωτον εἷλε. Καὶ ὁ
ναὸς πυρπολεῖται ὑπὸ τοῦ Ναβουζαρδᾶν. Εἰσὶν ἀπὸ
ἀρχῆς βασιλείας Σολομῶντος ἕως αἰχμαλωσίας
Ἰουδαίων τῆς εἰς Βαβυλῶνα ἔτη φιθʹ.
916 [ϛʹ] Ναβουχοδονόσορ ἐβασίλευσεν εἰς Βαβυ-
λῶνα ἔτη κδʹ, Οὐλεμαροδὰχ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη εʹ, Βαλ-
τάσαρ (καὶ αὐτὸς υἱὸς Ναβουχοδονόσορ) ἔτη γʹ,
Δαρεῖος (ὁ Ἀστυάγης ἐβασίλευσε πρῶτος Περσῶν)
ἔτη ιζʹ, Κῦρος ἔτη λβʹ, Καμβύσης ἔτη ιθʹ, Δαρεῖος
ἄλλος ἔτη κζʹ, Ἀρταξέρξης ἔτη λγʹ, Δαρεῖος ἔτη
ιθʹ, Ἀρταξέρξης ὁ Μακρόχειρ ἔτη λδʹ, Ὦχος ἔτη
καʹ, Ἀρσίσωχος ἔτη βʹ, Δαρεῖος Ἀρσάμου ἔτη ϛʹ.
Τοῦτον ἀνελὼν Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν καὶ καταλύ

Patria Constantinopoleos, Διήγησις περὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας Sec. 27, line 14

ἐξερχομένου εἰς τὸ ὡρολογεῖον, καθεζόμενος ἐφ' ἅρματος


τετραΐππου καὶ ἔθυσε βόας ͵α, πρόβατα ͵ϛ καὶ ἐλάφους χʹ καὶ
σύας ͵α, ὄρνεις καὶ ἀλεκτρυόνας ἀνὰ δέκα χιλιάδας. Καὶ
δέδωκε πένησι καὶ τοῖς δεομένοις σίτου μόδια τρισμύρια·
ταῦτα δέδωκε τοῖς πένησιν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ μέχρι ὡρῶν γʹ.
καὶ τότε εἰσώδευσεν ὁ βασιλεὺς Ἰουστινιανὸς μετὰ τοῦ σταυροῦ  
καὶ τοῦ πατριάρχου Εὐτυχίου. Καὶ ἀποδράσας ταῖς χερσὶ
τοῦ πατριάρχου ἀπὸ τῶν βασιλικῶν πυλῶν ἔδραμε μόνος
μέχρι τοῦ ἄμβωνος καὶ ἐκτείνας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εἶπε· ‘Δόξα
τῷ θεῷ τῷ καταξιώσαντί με τοιοῦτον ἔργον ἀποτελέσαι· ἐνί-
κησά σε, Σολομών.’ Καὶ μετὰ τὸ εἰσοδεῦσαι ἐποίησεν ὑπα-
τείαν καὶ δέδωκε κεντηνάρια τρία τῷ λαῷ Στρατηγίου μαγί-
στρου ταῦτα χύνοντος εἰς τὸ ἔδαφος· καὶ τῇ ἐπαύριον ἐποίησε
τὰ ἀνοίξια τοῦ ναοῦ, τοσαῦτα καὶ πλείονα ὁλοκαυτώματα
θύσας, καὶ μέχρι τῶν ἁγίων θεοφανίων δι' ἡμερῶν πεντε-
1046

καίδεκα κλητορεύων πάντας καὶ ῥογεύων καὶ εὐχαριστῶν τῷ


Κυρίῳ. Οὕτως ἐτελείωσε τὸ ἐφετὸν ἔργον αὐτοῦ.
 Διήρκεσε δὲ ὁ νεωτερικὸς τροῦλος ὁ ὑπὸ τοῦ με-
γάλου Ἰουστινιανοῦ κτισθεὶς καὶ ὁ ἄμβων ὁ πολυτίμητος
καὶ πολύολβος καὶ πολυθαύμαστος σὺν τῆς σωλέας καὶ τοῦ
ποικίλου πάτου τοῦ ναοῦ χρόνους ιζʹ.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia Sec. 161, line 3

σημείωται τὸ κανὼν κανόνος.


 Τὰ εἰς ων παρώνυμα, μὴ κοινωνοῦντα θηλυκῷ γένει κατὰ
τὴν φωνὴν διὰ τοῦ ω κλίνεται· οἷον Φίλωνος· Ἀγάθωνος·
Μελίτωνος· Νίκωνος· πρόσκειται μὴ κοινωνοῦντα θηλυκῷ γέ-
νει κατὰ τὴν φωνὴν διὰ τὸ ἀπείρων· τοῦτο γὰρ λέγεται καὶ
ἡ ἄπειρος παρώνυμον ὂν ἐκ τῆς ἄπειρος, καὶ τρέπει τὸ ω ἐπὶ
τῆς γενικῆς· τοιοῦτον δὲ καὶ τὸ ἀσχήμων· εὐσχήμων· λευχή-
μων· μελανείμων· χαιρείμων, καὶ εἴτι ἕτερον.
 Τὰ εἰς ων περισπώμενα, κἄντε διὰ τοῦ ντ κλίνοιτο, κἄν
τε μὴ, φυλάττει τὸ ω κατὰ τὴν γενικήν· Χαρναβῶν Χαρνα-
βῶντος Σολομῶν Σολομῶντος· Τυφῶν Τυφῶνος.
 Τὰ εἰς ων ἀρσενικῷ καὶ θηλυκῷ γένει κοινωνοῦντα ἁπλᾶ
ὄντα, καὶ μὴ συγκείμενα ἀπὸ ἁπλῶν τῶν φυλαττόντων τὸ ω  
ἐπὶ τῆς γενικῆς διὰ τοῦ ο κλίνεται· ἐλεήμων ἐλεήμονος·
οἰκτίρμων οἰκτίρμονος· πρόσκειται μὴ ἀπὸ ἁπλῶν τῶν φυ-
λαττόντων τὸ ω συγκείμενα διὰ τὸ χιτὼν χιτῶνος, καὶ τὸ ἐξ
αὐτοῦ συγκείμενον ὁμοίως· λειμὼν λειμῶνος· ὁ βαθυλείμων
δὲ τοῦ βαθυλείμωνος κοινὸν ὂν τῷ γένει, οὐ τρέπει τὸ ω ἐπὶ
τῆς γενικῆς, ἐπεὶ μηδὲ τὸ ἁπλοῦν ἔτρεπεν.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia Sec. 200, line 3

πάντα κοινὰ ὑπάρχει τῷ γένει, τρέπουσι τὸ ω εἰς ο ἐπὶ τῆς


γενικῆς· οἷον, ἄφρων ἄφρονος· ὁ ἄφρων γὰρ καὶ ἡ ἄφρων·
ὁ μεγαλόφρων καὶ ἡ μεγαλόφρων, τοῦ μεγαλόφρονος· ὁ
οἰκτίρμων καὶ ἡ οἰκτίρμων, τοῦ οἰκτίρμονος· ὁ ἐλεήμων καὶ
ἡ ἐλεήμων, τοῦ ἐλεήμονος· ὁ εὐδαίμων καὶ ἡ εὐδαίμων, τοῦ
εὐδαίμονος· ὁ ἄπειρος, ἐξ οὗ ὁ ἀπείρων καὶ ἡ ἀπείρων, τοῦ
ἀπείρονος· σεσημείωται τὸ εἴρων εἴρωνος ὅτι κοινὸν τῷ γένει
ὂν φυλάττει τὸ ω.
 Τὰ εἰς μων ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βραχείᾳ παραληγόμενα
βαρύτονα ὄντα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφε τὴν παραλήγου-
σαν τῆς γενικῆς· οἷον, Ἀρτέμων Ἀρτέμωνος· Σολόμων Σο-
λόμωνος· Πολέμων Πολέμωνος.
 Τὰ εἰς νων ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρύτονα, ὡς ἐπὶ τὸ
πλεῖστον μετοχικά ἐστιν, καὶ τὴν τῶν μετοχῶν κλίσιν ἀνα-
δέχονται· οἷον, Ὑγιαίνων Ὑγιαίνοντος ὄνομα ἰατροῦ· Αὐξάνων
Αὐξάνοντος ὄνομα κύριον· τὸ ἀμείνων ἀμείνονος οὐ μετοχικὸν
1047

ἀλλὰ συγκριτικὸν, καὶ τὴν τῶν συγκριτικῶν κλίσιν ἐφύλαξεν.


 Πᾶσα μετοχὴ εἰς ων λήγουσα, εἴτε βαρύτονος, εἴτε ὀξύ-
τονος, εἴτε περισπώμενος, ἐπὶ ἀρσενικοῦ γένους διὰ τοῦ ω
μεγάλου γράφεται, καὶ διὰ τοῦ ντ κλίνεται· καὶ βαρύτονος
μὲν οὖσα ἢ ὀξύτονος, τρέπει τὸ ω· οἷον, λέγων λέγοντος· λα

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia


Sec. 200, line 4
γενικῆς· οἷον, ἄφρων ἄφρονος· ὁ ἄφρων γὰρ καὶ ἡ ἄφρων·
ὁ μεγαλόφρων καὶ ἡ μεγαλόφρων, τοῦ μεγαλόφρονος· ὁ
οἰκτίρμων καὶ ἡ οἰκτίρμων, τοῦ οἰκτίρμονος· ὁ ἐλεήμων καὶ
ἡ ἐλεήμων, τοῦ ἐλεήμονος· ὁ εὐδαίμων καὶ ἡ εὐδαίμων, τοῦ
εὐδαίμονος· ὁ ἄπειρος, ἐξ οὗ ὁ ἀπείρων καὶ ἡ ἀπείρων, τοῦ
ἀπείρονος· σεσημείωται τὸ εἴρων εἴρωνος ὅτι κοινὸν τῷ γένει
ὂν φυλάττει τὸ ω.
 Τὰ εἰς μων ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βραχείᾳ παραληγόμενα
βαρύτονα ὄντα διὰ τοῦ ω μεγάλου γράφε τὴν παραλήγου-
σαν τῆς γενικῆς· οἷον, Ἀρτέμων Ἀρτέμωνος· Σολόμων Σο-
λόμωνος· Πολέμων Πολέμωνος.
 Τὰ εἰς νων ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρύτονα, ὡς ἐπὶ τὸ
πλεῖστον μετοχικά ἐστιν, καὶ τὴν τῶν μετοχῶν κλίσιν ἀνα-
δέχονται· οἷον, Ὑγιαίνων Ὑγιαίνοντος ὄνομα ἰατροῦ· Αὐξάνων
Αὐξάνοντος ὄνομα κύριον· τὸ ἀμείνων ἀμείνονος οὐ μετοχικὸν
ἀλλὰ συγκριτικὸν, καὶ τὴν τῶν συγκριτικῶν κλίσιν ἐφύλαξεν.
 Πᾶσα μετοχὴ εἰς ων λήγουσα, εἴτε βαρύτονος, εἴτε ὀξύ-
τονος, εἴτε περισπώμενος, ἐπὶ ἀρσενικοῦ γένους διὰ τοῦ ω
μεγάλου γράφεται, καὶ διὰ τοῦ ντ κλίνεται· καὶ βαρύτονος
μὲν οὖσα ἢ ὀξύτονος, τρέπει τὸ ω· οἷον, λέγων λέγοντος· λα-
βὼν λαβόντος· τῶν περισπωμένων γὰρ ἡ δεύτερα συζυγία

Θεοφύλακτος Σιμοκάτα Epist., Hist., Historiae Book-dialogue-index 2, Ch. 3, sec.


13, line 4

ἔφασκον “οὐκ ἐπίδηλα τὰ κινήματα κέκτηται, ἅτε φιλοποίκιλος  


ὢν καὶ πολύμορφος· φύσις γὰρ αὐτῷ ταῖς μεταβολαῖς
ἐμβατεύειν μίαν πίστιν τὸ ἄπιστον ἔχοντι. τὸ δ' ἐκ τύχης ἐν-
τεῦθεν ἀπαίσιον τῆς ἐκ τῆς ἐπιτεύξεως εὐπραγίας ἐς τὸ ἀπειρο-
πλάσιον ὑπερβέβηκεν.” καὶ πείθουσι τὸν στρατηγὸν βραχύ
τι μεταμεῖψαι τὴν στάσιν. τὸ δὲ πεδίον, ἔνθα ἐχειρουργεῖτο
ὁ πόλεμος, Σολάχων ὠνόμαστο ἀπὸ χωρίου τινὸς γειτνιά-
ζοντος τὴν ὁμωνυμίαν ἀράμενον. ἐντεῦθεν καὶ Θεόδωρος,
ὃν Ζητονούμιον ἀπεκάλουν Βυζάντιοι, ὁ καὶ τὴν παρὰ
Ῥωμαίοις μαγιστερίαν διανύσας ἀρχήν, ἕκαθεν τὸ γένος
ἐφέρετο· ναὶ δῆτα καὶ Σολομὼν ἐκεῖνος, ὁ τοῦ βασιλέως
εὐνοῦχος, ὁ τὸν Καρχηδόνιον πόλεμον ἐν Λιβύῃ παραταξά-
μενος, ὅτε τὸν αὐτοκρατορικὸν δίφρον Ἰουστινιανὸς διε-
κόσμησεν. καὶ ταῦτα Προκοπίῳ τῷ συγγραφεῖ ἐν τῷ πτυκτίῳ
τῆς ἱστορίας ἐγγέγραπται.
1048

Ἐπεὶ δ' αἱ τοῦ Περσικοῦ φάλαγγες τοῖς Ῥωμαϊκοῖς


λόφοις προσέμιξαν, Βιτάλιος ὁ ταξίαρχος τὴν ἀντίθετον θᾶττον
διέλυσε δύναμιν προκύψας τῶν ἄλλων θρασύτερον τάξεων.
ἀτὰρ μέγιστον φόνον εἰργάσατο τήν τε Περσικὴν ἀποσκευὴν
ἐχειρώσατο, ἣν σύνηθες Ῥωμαίοις τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ τοῦλδον
ἀποκαλεῖν. οὕτω μέντοι τὸ νενικηκὸς περὶ τὴν λείαν

Θεοφύλακτος Σιμοκάτα Epist., Hist., De vitae termino Sec. 3, line 81

ἡνιοχήσας ὀχούμενος; ἡ Σωμανῖτις δὲ οὐ τὸν νεκρὸν αὐτῆς ἔλαβε


ζῶντα υἱὸν διαφθαρείσης που τῆς νεκρώσεως διὰ τὴν τῆς πρὸς
αὐτὸν ζωῆς ἐπανάζευξιν; τῷ ὄντι γὰρ ‘ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀνα-
στάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν’. οὐ παιζόντων παίδων Ἐλισσαῖος
κατεδίκασε θάνατον διὰ τὸ πρόσρημα; Ἀνανίας δὲ σὺν τῷ
γυναίῳ οὐκ ἀπέψυξε ‘παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων’ κατα-
δεδικακότος τοῦ Πέτρου τῆς τῶν ῥημάτων φαυλότητος; ἴσμεν
δὲ καὶ τέκνα διαφθειρόμενα διὰ τὴν τῶν τεκόντων δυσσέβειαν·
οὐ γὰρ ἂν τὰ πρωτότοκα διώλεσεν ὁ ὀλοθρευτὴς ἄγγελος ἐν
Αἰγύπτῳ. οἶδε καὶ πατρῴα τις ὁσιότης ἡμαρτηκότων παίδων
προΐστασθαι· διὰ γὰρ Δαυὶδ ἐν ἡμέραις Σολομῶν οὐ διαρρή-
γνυται ἡ βασιλεία οὐδὲ περισχίζονται σκῆπτρα οὐδὲ
ταῖς εἰδωλολατρίας ποιναῖς περιβάλλεται. ἴσμεν δι' ἐπιστροφῆς  
βασιλέως καὶ πόλεως καὶ λαοῦ ὑπερτιθεμένην καταστροφήν· ἡ
Νινευῒ διηγείσθω πόσα ἡ μετάνοια δύναται, καίτοι τοῦ θεοῦ διὰ
τοῦ προφήτου κηρύξαντος «‘ἔτι τρεῖς ἡμέραι καὶ καταστρα-
φήσεται Νινευΐ’». ‘ἐπίστευσαν οὖν τῷ θεῷ καὶ ἐκήρυξαν νηστεί-
αν’, καθά που φησὶν ἡ γραφή, ‘καὶ ἐνεδύσαντο σάκκους καὶ
ἀνέστη ἀπὸ τοῦ θρόνου ὁ βασιλεὺς Νινευῒ καὶ περιείλετο τὴν
στολὴν αὐτοῦ καὶ περιεβάλετο σάκκον καὶ ἐπὶ σποδοῦ ἐκάθισε’.
’καὶ μετενόησε’, φησίν, ‘ὁ θεὸς ἐπὶ τὰ κακὰ ἃ ἐλάλησε ποιῆσαι

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 108, line 15

πεσὼν ἐδέετο τοῦ θεοῦ ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ παιδός.


τῇ δ' ἑβδόμῃ τέθνηκε μὲν ὁ παῖς, αὐτὸς δὲ τοῦτο
μαθὼν ἐξανίσταται καὶ λουσάμενος καὶ μεταμφιασά-
μενος τῷ θεῷ τε ηὐχαρίστησε καὶ τράπεζαν αὐτῷ
ἑτοιμασθῆναι ἐκέλευσεν. ὡς δ' ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς
γενομένοις οἱ τοῦ βασιλέως θεράποντες, ἐκεῖνος “ἔτι
μὲν ζῶντος τοῦ παιδός” εἶπεν, “ἐλπίζων παρακληθή-
σεσθαι τὸν θεὸν ἐταπείνουν ἑαυτὸν καὶ ἱκέτευον,”
ἤδη δὲ θανόντος εἰς μάτην τὴν λύπην καὶ τὴν περὶ
ἐκείνου γίνεσθαι δέησιν. ἔτι δὲ ἔτεκε Βηρσαβεὲ τῷ
Δαβὶδ υἱόν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Σολομῶντα.
 Ἰωὰβ δὲ πολιορκῶν τοὺς Ἀμμανίτας ἐν στενῷ
κομιδῇ τὴν ἅλωσιν εἶχε τῆς πόλεως, καὶ δηλοῖ τοῦτο
τῷ βασιλεῖ. ὁ δὲ ἀπῆλθεν ἐκεῖ καὶ τὴν πόλιν παρέ-
λαβε καὶ εἰς διαρπαγὴν τῇ στρατιᾷ ἀφῆκεν αὐτήν, τὸν
1049

δὲ τοῦ βασιλέως αὐτῆς στέφανον αὐτὸς λαβὼν ἐφό-


ρει, ἕλκοντα χρυσίου τάλαντον καὶ λίθον ἔχοντα τῶν
πολυτίμων· τὸ δὲ τῆς πόλεως πλῆθος διέφθειρεν.
οὕτως δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις πόλεσι πεποίηκε τῶν Ἀμ-
μανιτῶν, καὶ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐπανέζευξεν.
 Ἦν δὲ τῷ Δαβὶδ θυγάτηρ Θάμαρ ὠνομασμένη,

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 117, line 32

ριγος ὑπὸ τοῦ γήρως ἐτύγχανε. διὸ νεάνιδα ἐξελέ-


ξαντο· Ἀβισὰκ ὄνομα αὐτῇ· καὶ ἦν ἡ κόρη συγκοιτα-
ζομένη τῷ βασιλεῖ καὶ θάλπουσα αὐτόν. καὶ οὐκ ἔγνω
αὐτήν· ἀφροδισιάζειν γὰρ διὰ γῆρας οὐκ ἠδύνατο.
Ἀδωνίας δὲ τέταρτος ὢν ἐν τοῖς τοῦ βασιλέως υἱοῖς,
ὡραῖος πάνυ, ὁρῶν τὸν πατέρα γεγηρακότα, τῆς βα-
σιλείας ἀντεποιεῖτο, συναντιλαμβανομένου αὐτῷ Ἰωὰβ
τοῦ ἀρχιστρατήγου καὶ Ἀβιάθαρ τοῦ ἀρχιερέως. καί
ποτε θυσίαν δαψιλῆ παρασκευασάμενος τοὺς ἀδελ-
φοὺς συνεκάλεσε καὶ τοὺς προέχοντας τῆς Ἰούδα φυ-
λῆς καὶ Ἀβιάθαρ καὶ Ἰωάβ· Σολομῶντα δὲ καὶ τὸν  
προφήτην Νάθαν καὶ Βαναίαν τὸν ἄρχοντα τῶν σω-
ματοφυλάκων οὐ κέκληκεν. εἶπεν οὖν πρὸς Βηρσα-
βεὲ Νάθαν “ἀκήκοας ὅτι ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας;” ἡ δὲ
πρὸς τὸν βασιλέα εἰσελθοῦσα “σὺ ὤμοσας” εἶπε, “κύ-
ριέ μου βασιλεῦ, ὡς Σολομὼν ὁ υἱός σου βασιλεύσει
μετὰ σέ, καὶ ἰδοὺ ἐβασίλευσεν Ἀδωνίας, σὺ δὲ ἠγνό-
ηκας.” ἔτι ταῦτα λεγούσης Βηρσαβεὲ καὶ ὁ προφή-
της Νάθαν εἰσελθὼν ἠρώτα τὸν βασιλέα εἰ κατὰ γνώ-
μην αὐτοῦ βεβασίλευκεν Ἀδωνίας. ὁ δὲ τὸν θεὸν
ὤμοσεν ὡς “σήμερον βασιλεὺς ἔσται ὁ Σολομών.”

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Vol. 1, p. 118, line 24

... ἐπὶ τὴν τοῦ βασιλέως ἡμίονον, καὶ ἀπαγαγόν-


τας ἔξω τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν πηγὴν τὴν καλουμένην
Σιὼν χρῖσαι τῷ ἁγίῳ ἐλαίῳ, καὶ βασιλέα ἀναγο-
ρεῦσαι σαλπίζοντας ἐν τοῖς κέρασι, καὶ διὰ μέσης
τῆς πόλεως παραπέμψαι αὐτόν. οἱ δὲ αὐτίκα καθὼς
ἐνετάλθησαν πεποιήκασι· καὶ διεβοήθη πανταχοῦ ἡ
τοῦ Σολομῶντος ἀνάρρησις. ὡς δ' ἐγνώσθη καὶ τῷ
Ἀδωνίᾳ καὶ τοῖς συνευωχουμένοις αὐτῷ, οἱ μὲν ἄλλοι
πρὸς ἑαυτοὺς ἀπῆλθον, Ἀδωνίας δὲ μᾶλλον δεδιὼς
τῷ θυσιαστηρίῳ προσπέφευγε καὶ πίστεις τῆς σωτη-
ρίας ᾔτει παρὰ τοῦ Σολομῶντος. ὁ δὲ τῆς μὲν τότε
ἁμαρτίας ἀφῆκεν αὐτόν, “εἰ δ' εἰσαῦθις” ἔφη “κα-
κόν τι ποιῶν εὑρεθῇ, θανατωθήσεται.”
1050

 Ὁρῶν δὲ Δαβὶδ ἐγγίζοντά οἱ τὸν θάνατον, προς-


καλεῖται τὸν Σολομῶντα καὶ ἐντέλλεται αὐτῷ φυ-
λάττειν τὰς τοῦ θεοῦ ἐντολὰς καὶ κατὰ τοὺς νόμους
αὐτοῦ πολιτεύεσθαι, “ἵνα τὸ σπέρμα ἡμῶν” φησι,
“καθὼς ἐπηγγείλατό μοι ὁ κύριος, ἕως τοῦ αἰῶνος
εἴη ἐπὶ τοῦ θρόνου μου.” καὶ προστίθησι μὴ ἐᾶσαι  
τὸν Ἰωὰβ ἀτιμώρητον, ἀνελόντα τὸν Ἀβεννὴρ καὶ
τὸν Ἀμεσίαν· μηδὲ μέντοι τὸν Σεμεεί, ὃς αὐτῷ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 118, line 28

τῆς πόλεως παραπέμψαι αὐτόν. οἱ δὲ αὐτίκα καθὼς


ἐνετάλθησαν πεποιήκασι· καὶ διεβοήθη πανταχοῦ ἡ
τοῦ Σολομῶντος ἀνάρρησις. ὡς δ' ἐγνώσθη καὶ τῷ
Ἀδωνίᾳ καὶ τοῖς συνευωχουμένοις αὐτῷ, οἱ μὲν ἄλλοι
πρὸς ἑαυτοὺς ἀπῆλθον, Ἀδωνίας δὲ μᾶλλον δεδιὼς
τῷ θυσιαστηρίῳ προσπέφευγε καὶ πίστεις τῆς σωτη-
ρίας ᾔτει παρὰ τοῦ Σολομῶντος. ὁ δὲ τῆς μὲν τότε
ἁμαρτίας ἀφῆκεν αὐτόν, “εἰ δ' εἰσαῦθις” ἔφη “κα-
κόν τι ποιῶν εὑρεθῇ, θανατωθήσεται.”
 Ὁρῶν δὲ Δαβὶδ ἐγγίζοντά οἱ τὸν θάνατον, προς-
καλεῖται τὸν Σολομῶντα καὶ ἐντέλλεται αὐτῷ φυ-
λάττειν τὰς τοῦ θεοῦ ἐντολὰς καὶ κατὰ τοὺς νόμους
αὐτοῦ πολιτεύεσθαι, “ἵνα τὸ σπέρμα ἡμῶν” φησι,
“καθὼς ἐπηγγείλατό μοι ὁ κύριος, ἕως τοῦ αἰῶνος
εἴη ἐπὶ τοῦ θρόνου μου.” καὶ προστίθησι μὴ ἐᾶσαι  
τὸν Ἰωὰβ ἀτιμώρητον, ἀνελόντα τὸν Ἀβεννὴρ καὶ
τὸν Ἀμεσίαν· μηδὲ μέντοι τὸν Σεμεεί, ὃς αὐτῷ κα-
τηράσατο φεύγοντι. καὶ ἄλλα αὐτῷ ἐντειλάμενος, καὶ
ναὸν ἐπισκήψας οἰκοδομῆσαι κυρίῳ, καὶ τὴν διαγρα-
φὴν τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ παρέσχεν αὐτῷ, καὶ
πρὸς τὸ ἔργον λόγοις διήγειρε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 119, line 21

δὲ καὶ σίδηρον ἀριθμὸν ὑπερβαίνοντα, καὶ ὕλην ἑτέ-


ραν ἄφθονον· καὶ νῦν δὲ προστιθέναι τοῖς ἤδη συν-
ειλεγμένοις χρυσοῦ καθαροῦ τρισχίλια τάλαντα εἰς
τὸ ἄδυτον, καὶ μυρίους στατῆρας, ἀργύρου δὲ μύρια
τάλαντα. καὶ εἴ τινι δὲ λίθος ἦν τῶν τιμίων, ἐκό-
μισεν ἕκαστος καὶ παρέδωκεν εἰς τοὺς θησαυρούς.
μετ' ὀλίγον δὲ ἐτελεύτησεν ὁ Δαβίδ, βιώσας ἐνιαυ-
τοὺς ἑβδομήκοντα, βασιλεύσας ἐν Χεβρὼν μὲν ἔτη
ἑπτά, ἐν Ἱερουσαλὴμ δὲ τρία πρὸς τριάκοντα, ἀνὴρ
πᾶσαν ἀρετὴν κατωρθωκὼς προσήκουσαν βασιλεῖ.
ἔθαψε δὲ αὐτὸν ὁ παῖς Σολομὼν ἐν Ἱεροσολύμοις βα-
σιλικῶς, καὶ πλοῦτον ἄφθονον αὐτῷ συνεκήδευσεν.
 Σολομὼν δὲ ὅτε τὴν βασιλείαν παρέλαβε νεώτα-
1051

τος ἦν, δωδέκατον ἔτος ἄγων τῆς ἡλικίας αὐτοῦ. ὁ


μέντοι Ἀδωνίας πορευθεὶς πρὸς Βηρσαβεὲ τὴν μη-
τέρα τοῦ Σολομῶντος “οἶδας” εἶπε “τὴν βασιλείαν
ἐμοὶ προσήκειν καὶ διὰ πρεσβυγένειαν καὶ διὰ τὴν
αἵρεσιν τοῦ λαοῦ, μετέβη δὲ πρὸς Σολομῶντα τὸν
ἀδελφόν μου, καί μοι στερκτέον τὸ γεγονὸς ὡς γνώμῃ
θεοῦ γεγονός. μίαν δ' αἰτῶ αἴτησιν, δοθῆναί μοι  
πρὸς γάμον τὴν τῷ πατρὶ συγκοιμωμένην κόρην τὴν

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 119, line 23

ειλεγμένοις χρυσοῦ καθαροῦ τρισχίλια τάλαντα εἰς


τὸ ἄδυτον, καὶ μυρίους στατῆρας, ἀργύρου δὲ μύρια
τάλαντα. καὶ εἴ τινι δὲ λίθος ἦν τῶν τιμίων, ἐκό-
μισεν ἕκαστος καὶ παρέδωκεν εἰς τοὺς θησαυρούς.
μετ' ὀλίγον δὲ ἐτελεύτησεν ὁ Δαβίδ, βιώσας ἐνιαυ-
τοὺς ἑβδομήκοντα, βασιλεύσας ἐν Χεβρὼν μὲν ἔτη
ἑπτά, ἐν Ἱερουσαλὴμ δὲ τρία πρὸς τριάκοντα, ἀνὴρ
πᾶσαν ἀρετὴν κατωρθωκὼς προσήκουσαν βασιλεῖ.
ἔθαψε δὲ αὐτὸν ὁ παῖς Σολομὼν ἐν Ἱεροσολύμοις βα-
σιλικῶς, καὶ πλοῦτον ἄφθονον αὐτῷ συνεκήδευσεν.
 Σολομὼν δὲ ὅτε τὴν βασιλείαν παρέλαβε νεώτα-
τος ἦν, δωδέκατον ἔτος ἄγων τῆς ἡλικίας αὐτοῦ. ὁ
μέντοι Ἀδωνίας πορευθεὶς πρὸς Βηρσαβεὲ τὴν μη-
τέρα τοῦ Σολομῶντος “οἶδας” εἶπε “τὴν βασιλείαν
ἐμοὶ προσήκειν καὶ διὰ πρεσβυγένειαν καὶ διὰ τὴν
αἵρεσιν τοῦ λαοῦ, μετέβη δὲ πρὸς Σολομῶντα τὸν
ἀδελφόν μου, καί μοι στερκτέον τὸ γεγονὸς ὡς γνώμῃ
θεοῦ γεγονός. μίαν δ' αἰτῶ αἴτησιν, δοθῆναί μοι  
πρὸς γάμον τὴν τῷ πατρὶ συγκοιμωμένην κόρην τὴν
Ἀβισάκ, ἐπεὶ μηδ' ἔγνω ταύτην ὁ πατὴρ διὰ γῆρας,
ἀλλ' ἔτι παρθένος ἐστίν.” ἡ δὲ Βηρσαβεὲ κομίσειν

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 119, line 26

μισεν ἕκαστος καὶ παρέδωκεν εἰς τοὺς θησαυρούς.


μετ' ὀλίγον δὲ ἐτελεύτησεν ὁ Δαβίδ, βιώσας ἐνιαυ-
τοὺς ἑβδομήκοντα, βασιλεύσας ἐν Χεβρὼν μὲν ἔτη
ἑπτά, ἐν Ἱερουσαλὴμ δὲ τρία πρὸς τριάκοντα, ἀνὴρ
πᾶσαν ἀρετὴν κατωρθωκὼς προσήκουσαν βασιλεῖ.
ἔθαψε δὲ αὐτὸν ὁ παῖς Σολομὼν ἐν Ἱεροσολύμοις βα-
σιλικῶς, καὶ πλοῦτον ἄφθονον αὐτῷ συνεκήδευσεν.
 Σολομὼν δὲ ὅτε τὴν βασιλείαν παρέλαβε νεώτα-
τος ἦν, δωδέκατον ἔτος ἄγων τῆς ἡλικίας αὐτοῦ. ὁ
μέντοι Ἀδωνίας πορευθεὶς πρὸς Βηρσαβεὲ τὴν μη-
τέρα τοῦ Σολομῶντος “οἶδας” εἶπε “τὴν βασιλείαν
ἐμοὶ προσήκειν καὶ διὰ πρεσβυγένειαν καὶ διὰ τὴν
αἵρεσιν τοῦ λαοῦ, μετέβη δὲ πρὸς Σολομῶντα τὸν
1052

ἀδελφόν μου, καί μοι στερκτέον τὸ γεγονὸς ὡς γνώμῃ


θεοῦ γεγονός. μίαν δ' αἰτῶ αἴτησιν, δοθῆναί μοι  
πρὸς γάμον τὴν τῷ πατρὶ συγκοιμωμένην κόρην τὴν
Ἀβισάκ, ἐπεὶ μηδ' ἔγνω ταύτην ὁ πατὴρ διὰ γῆρας,
ἀλλ' ἔτι παρθένος ἐστίν.” ἡ δὲ Βηρσαβεὲ κομίσειν
τοὺς λόγους ὑπέσχετο τῷ υἱῷ καὶ καταπράξασθαι τὸν
γάμον αὐτῷ σπουδαιότατα. καὶ πορευθεῖσα πρὸς τὸν
υἱὸν δοῦναι τῷ ἀδελφῷ Ἀδωνίᾳ τὴν Ἀβισὰκ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 119, line 28

τοὺς ἑβδομήκοντα, βασιλεύσας ἐν Χεβρὼν μὲν ἔτη


ἑπτά, ἐν Ἱερουσαλὴμ δὲ τρία πρὸς τριάκοντα, ἀνὴρ
πᾶσαν ἀρετὴν κατωρθωκὼς προσήκουσαν βασιλεῖ.
ἔθαψε δὲ αὐτὸν ὁ παῖς Σολομὼν ἐν Ἱεροσολύμοις βα-
σιλικῶς, καὶ πλοῦτον ἄφθονον αὐτῷ συνεκήδευσεν.
 Σολομὼν δὲ ὅτε τὴν βασιλείαν παρέλαβε νεώτα-
τος ἦν, δωδέκατον ἔτος ἄγων τῆς ἡλικίας αὐτοῦ. ὁ
μέντοι Ἀδωνίας πορευθεὶς πρὸς Βηρσαβεὲ τὴν μη-
τέρα τοῦ Σολομῶντος “οἶδας” εἶπε “τὴν βασιλείαν
ἐμοὶ προσήκειν καὶ διὰ πρεσβυγένειαν καὶ διὰ τὴν
αἵρεσιν τοῦ λαοῦ, μετέβη δὲ πρὸς Σολομῶντα τὸν
ἀδελφόν μου, καί μοι στερκτέον τὸ γεγονὸς ὡς γνώμῃ
θεοῦ γεγονός. μίαν δ' αἰτῶ αἴτησιν, δοθῆναί μοι  
πρὸς γάμον τὴν τῷ πατρὶ συγκοιμωμένην κόρην τὴν
Ἀβισάκ, ἐπεὶ μηδ' ἔγνω ταύτην ὁ πατὴρ διὰ γῆρας,
ἀλλ' ἔτι παρθένος ἐστίν.” ἡ δὲ Βηρσαβεὲ κομίσειν
τοὺς λόγους ὑπέσχετο τῷ υἱῷ καὶ καταπράξασθαι τὸν
γάμον αὐτῷ σπουδαιότατα. καὶ πορευθεῖσα πρὸς τὸν
υἱὸν δοῦναι τῷ ἀδελφῷ Ἀδωνίᾳ τὴν Ἀβισὰκ παρε-
κάλει. ὁ δὲ ὀργισθεὶς ἐπὶ τῷ λόγῳ θαυμάζειν εἶπεν
εἰ μὴ καὶ τῆς βασιλείας παραχωρῆσαι Ἀδωνίᾳ ὡς

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 120, line 28

λούμενος οὐκ ἄν ποτε ἐξελθεῖν εἶπεν, ἀλλ' αὐτοῦ


τεθνήξεσθαι καὶ οὐκ ἄλλοθι. τοῦτο τῷ βασιλεῖ ἀγ-
γελθὲν πέπεικε στεῖλαι κἀκεῖ τὸν Ἰωὰβ ἀνελεῖν. ἐν-
τεῦθεν Βαναίας μὲν πάσης τῆς δυνάμεως προκεχεί-
ριστο στρατηγός, Σαδὼκ δὲ τῆς ἀρχιερωσύνης ἠξί-
ωτο. τὸν δέ γε Σεμεεὶ ὁ βασιλεὺς ἐν Ἱερουσαλὴμ
περιώρισεν ὥστε ταύτης μὴ ἐξιέναι· εἰ δ' οὔ, θάνα-
τον αὐτῷ τὸ ἐπιτίμιον ἔταξεν. ὁ δὲ μετὰ ἔτη τρία
δούλων αὐτοῦ φυγόντων ἐπὶ ζήτησιν αὐτῶν ἐξελή-
λυθε· καὶ τοῦτο γνοὺς Σολομὼν ἀναιρεθῆναι τὸν ἄν-
δρα ἐκέλευσεν.
 Ἄγεται δὲ Σολομὼν εἰς γυναῖκα θυγατέρα Φα-
ραώ, καὶ τὰ τείχη τῶν Ἱεροσολύμων ἐπὶ μεῖζον ἦρε καὶ
1053

ὀχυρώτερα κατεσκεύασε. καθ' ὕπνους δὲ χρηματίσας  


αὐτῷ ὁ θεὸς εἶπεν αὐτῷ αἰτῆσαι ὃ βούλοιτο· ὁ δὲ
σύνεσιν καὶ φρόνησιν ᾔτησε δοθῆναι αὐτῷ. καὶ ὁ
θεὸς ἀποδεξάμενος αὐτὸν τῆς αἰτήσεως, καὶ σοφίαν
δώσειν αὐτῷ καὶ μέγαν νοῦν ἐπηγγείλατο ὡς οὐχ
ἑτέρῳ πρὸ αὐτοῦ ἤ τινι τῶν μετ' αὐτόν, προσθεῖναι δὲ
καὶ ἅπερ οὐκ ᾔτησε, πλοῦτον καὶ νίκην καὶ εὔκλειαν,

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 120, line 30

γελθὲν πέπεικε στεῖλαι κἀκεῖ τὸν Ἰωὰβ ἀνελεῖν. ἐν-


τεῦθεν Βαναίας μὲν πάσης τῆς δυνάμεως προκεχεί-
ριστο στρατηγός, Σαδὼκ δὲ τῆς ἀρχιερωσύνης ἠξί-
ωτο. τὸν δέ γε Σεμεεὶ ὁ βασιλεὺς ἐν Ἱερουσαλὴμ
περιώρισεν ὥστε ταύτης μὴ ἐξιέναι· εἰ δ' οὔ, θάνα-
τον αὐτῷ τὸ ἐπιτίμιον ἔταξεν. ὁ δὲ μετὰ ἔτη τρία
δούλων αὐτοῦ φυγόντων ἐπὶ ζήτησιν αὐτῶν ἐξελή-
λυθε· καὶ τοῦτο γνοὺς Σολομὼν ἀναιρεθῆναι τὸν ἄν-
δρα ἐκέλευσεν.
 Ἄγεται δὲ Σολομὼν εἰς γυναῖκα θυγατέρα Φα-
ραώ, καὶ τὰ τείχη τῶν Ἱεροσολύμων ἐπὶ μεῖζον ἦρε καὶ
ὀχυρώτερα κατεσκεύασε. καθ' ὕπνους δὲ χρηματίσας  
αὐτῷ ὁ θεὸς εἶπεν αὐτῷ αἰτῆσαι ὃ βούλοιτο· ὁ δὲ
σύνεσιν καὶ φρόνησιν ᾔτησε δοθῆναι αὐτῷ. καὶ ὁ
θεὸς ἀποδεξάμενος αὐτὸν τῆς αἰτήσεως, καὶ σοφίαν
δώσειν αὐτῷ καὶ μέγαν νοῦν ἐπηγγείλατο ὡς οὐχ
ἑτέρῳ πρὸ αὐτοῦ ἤ τινι τῶν μετ' αὐτόν, προσθεῖναι δὲ
καὶ ἅπερ οὐκ ᾔτησε, πλοῦτον καὶ νίκην καὶ εὔκλειαν,
εἰ φυλάξει τὰς αὐτοῦ ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματα.
 Μετὰ ταῦτα δύο προσῆλθον αὐτῷ γυναῖκες·

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 122, line 13

πεντακισχιλίας ᾠδάς, καὶ ἀπὸ τῆς κέδρου ἕως ὑσσώ-


που συνεγράψατο, καὶ περὶ φύσεως ζῴων τῶν τε πε-
ζῶν καὶ ἀερίων καὶ τῶν νηκτῶν καὶ τῶν ἰδιωμάτων
αὐτῶν ἐξήτασε καὶ ἐφιλοσόφησε, καὶ κατὰ τῶν δαι-
μόνων ἐξεύρηκεν ἐπῳδὰς εἰς ἀνθρώπων ὠφέλειαν·
καὶ τρόπους κατέλιπεν ἐξορκώσεων, αἷς τὰ δαιμόνια
ἐδιώκοντο. καὶ ταύτην τὴν θεραπείαν φησὶν ὁ Ἰώ-
σηπος μέχρις ἐκείνου ἰσχύειν· καί τι διηγεῖται τοι-
οῦτον, τὸν λόγον πιστούμενος. Ἐλεάζαρ τῶν ὁμοφύ-
λων λέγει κεκτῆσθαί τινα δακτύλιον ἔχοντα ὑπὸ τὴν
σφραγῖδα ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολομών. καὶ τοῦ-
τον ταῖς ῥισὶ τοῦ δαιμονῶντος προσφέρειν, καὶ τῇ
ὀσφρήσει διὰ τῶν μυκτήρων τοῦ πάσχοντος ἐξέλκε-
σθαι τὸ δαιμόνιον. εἶτα τοῦ Σολομῶντος μεμνημένον
ἐπῳδάς τε λέγειν ἐξ ὧν ἐκεῖνος συνέθετο καὶ ἐξορ-
1054

κοῦν τὸ δαιμόνιον μηκέτι ἐπανελθεῖν εἰς τὸν ἄνθρω-


πον. τοῦτο καὶ Οὐεσπασιανοῦ καὶ τῶν υἱῶν ἐκείνου
ἐνώπιον λέγει ποιῆσαι τὸν Ἐλεάζαρ· καὶ διδόντα τῆς
κατὰ τῶν δαιμόνων ἰσχύος ἀπόδειξιν τιθέναι ποτή-
ριον πλῆρες ὕδατος, καὶ ἐπιτάσσειν τῷ δαίμονι ἐξερ-
χομένῳ τοῦ πάσχοντος ἀνατρέψαι αὐτό·

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 122, line 16

αὐτῶν ἐξήτασε καὶ ἐφιλοσόφησε, καὶ κατὰ τῶν δαι-


μόνων ἐξεύρηκεν ἐπῳδὰς εἰς ἀνθρώπων ὠφέλειαν·
καὶ τρόπους κατέλιπεν ἐξορκώσεων, αἷς τὰ δαιμόνια
ἐδιώκοντο. καὶ ταύτην τὴν θεραπείαν φησὶν ὁ Ἰώ-
σηπος μέχρις ἐκείνου ἰσχύειν· καί τι διηγεῖται τοι-
οῦτον, τὸν λόγον πιστούμενος. Ἐλεάζαρ τῶν ὁμοφύ-
λων λέγει κεκτῆσθαί τινα δακτύλιον ἔχοντα ὑπὸ τὴν
σφραγῖδα ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε Σολομών. καὶ τοῦ-
τον ταῖς ῥισὶ τοῦ δαιμονῶντος προσφέρειν, καὶ τῇ
ὀσφρήσει διὰ τῶν μυκτήρων τοῦ πάσχοντος ἐξέλκε-
σθαι τὸ δαιμόνιον. εἶτα τοῦ Σολομῶντος μεμνημένον
ἐπῳδάς τε λέγειν ἐξ ὧν ἐκεῖνος συνέθετο καὶ ἐξορ-
κοῦν τὸ δαιμόνιον μηκέτι ἐπανελθεῖν εἰς τὸν ἄνθρω-
πον. τοῦτο καὶ Οὐεσπασιανοῦ καὶ τῶν υἱῶν ἐκείνου
ἐνώπιον λέγει ποιῆσαι τὸν Ἐλεάζαρ· καὶ διδόντα τῆς
κατὰ τῶν δαιμόνων ἰσχύος ἀπόδειξιν τιθέναι ποτή-
ριον πλῆρες ὕδατος, καὶ ἐπιτάσσειν τῷ δαίμονι ἐξερ-
χομένῳ τοῦ πάσχοντος ἀνατρέψαι αὐτό· καὶ ἀνατρέ-
πεσθαι τὸ ποτήριον μηδενὸς ὁρῶντος τὸν ἀνατρέ-
ποντα.
 Ἤρξατο δὲ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ κατὰ τὸ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Vol. 1, p. 123, line 10

ράκοντα. περὶ δὲ τῶν μέτρων τοῦ ὕψους αὐτοῦ καὶ  


τοῦ μήκους καὶ τῆς τούτου κατασκευῆς οὐχ ὁμοφω-
νοῦσιν ἥ τε τρίτη τῶν Βασιλειῶν καὶ Ἰώσηπος ἐν τῷ
ὀγδόῳ λόγῳ τῆς Ἀρχαιολογίας περὶ τοῦ ναοῦ συγ-
γραφόμενος, ἀλλ' ἐν τοῖς πλείοσι διαφέρονται. ᾧ δὲ
τὰ περὶ τῆς διαφορᾶς πρὸς βουλῆς ἀκριβώσασθαι,
καὶ περὶ τῶν δύο Χερουβὶμ ἃ χρυσοῦ ποιήσας κατὰ
τὸ ἄδυτον ἔστησε, καὶ περὶ τῆς κιβωτοῦ καὶ τῆς χαλ-
κῆς θαλάσσης καὶ τῶν λουτήρων, καὶ πηλίκον ἦν τὸ
χάλκεον θυσιαστήριον, οἵα δ' ἡ τράπεζα ἡ χρυσῆ,
καὶ ὅσα σκεύη ἀργύρεά τε καὶ χρύσεα Σολομὼν ἀνέ-
θετο τῷ ναῷ, καὶ περὶ τῶν ἄλλων, ἡ τρίτη τῶν Βα-
σιλειῶν βίβλος καὶ ἀρχαιολογῶν ὁ Ἰώσηπος ἀρκέ-
σουσι παραστήσασθαι τὴν ἐφ' ἑκάστῳ ἀκρίβειαν. ἐν
1055

ἔτεσι δὲ ἑπτὰ συντελέσας ὁ βασιλεὺς τόν τε ναὸν


καὶ ὅσα περὶ ἐκεῖνον συνεκάλεσε τὸν λαὸν εἰς Ἱε-
ροσόλυμα. καὶ ἄραντες τὴν κιβωτὸν οἱ ἱερεῖς καὶ τὴν
σκηνὴν ἣν ἐπήξατο Μωυσῆς καὶ τὰ ἐν ταῖς θυσίαις
ὑπηρετούμενα σκεύη πρὸς τὸν ναὸν μετεκόμιζον, τοῦ
βασιλέως προάγοντος καὶ τοῦ πλήθους παντός, καὶ
τῶν Λευιτῶν σπενδόντων καὶ θυμιώντων. καὶ κα

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 124, line 13

λῶς ἑορτάσαντες τὸν σύλλογον διελύσαντο. ὄνειρος


δὲ γεγονὼς τῷ βασιλεῖ ἐπακοῦσαι τῆς εὐχῆς αὐτοῦ
τὸν θεὸν ἐδήλου, καὶ τὸν ναόν τε συντηρηθῆναι καὶ
αὐτὸν εἰς ἄκρον εὐδαιμονίας ἀναχθῆναι, καὶ τῆς
χώρας ἄρξειν τοὺς ἐξ αὐτοῦ, εἰ αὐτός τε κἀκεῖνοι καὶ
ὁ λαὸς τὰ θεῖα μὴ παραβαῖεν ἐντάλματα· εἰ δ' οὔ,
πρόρριζον ἐκκόψειν ἠπείλει τὸ γένος αὐτοῦ, καὶ τὸν
λαὸν δουλείᾳ καὶ κακώσεσι μυρίαις ὑποβαλεῖν, καὶ
τὸν ναὸν παραδώσειν εἰς ἐμπρησμὸν καὶ διαρπαγήν,
καὶ τὴν πόλιν εἰς κατασκαφήν τε καὶ προνομήν.
 Οὕτω μὲν οὖν τὰ τοῦ ναοῦ τῷ Σολομῶντι τετέ-
λεστο· μετὰ δὲ ταῦτα βασίλεια ἑαυτῷ ᾠκοδόμησε πο-
λυτελῆ καὶ λαμπρά, καὶ τὰ τῶν Ἱεροσολύμων δὲ τείχη
προσεπεσκεύασε, καὶ πόλεις ἄλλας προσῳκοδόμησε,
καὶ τοὺς ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει τῶν Χαναναίων ὑφ'
ἑαυτὸν ποιησάμενος, μὴ πρὶν ὑποταγέντας, ὑποφό-
ρους κατέστησε. σοφίσματα δὲ καὶ λόγους αἰνιγμα-
τώδεις Χειρὰμ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς αὐτῷ πέπομ-
φεν, ἀξιῶν σαφηνίσαι αὐτά· καὶ πάντα διέλυσε καὶ
τὸν νοῦν ἐκείνων δεδήλωκε. μεμνῆσθαι τούτων ἱστο-
ρεῖ ὁ Ἰώσηπος καὶ συγγραφεῖς ἀρχαίους, τόν τε Δῖον

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 124, line 25

λυτελῆ καὶ λαμπρά, καὶ τὰ τῶν Ἱεροσολύμων δὲ τείχη


προσεπεσκεύασε, καὶ πόλεις ἄλλας προσῳκοδόμησε,
καὶ τοὺς ἐν τῷ Λιβάνῳ ὄρει τῶν Χαναναίων ὑφ'
ἑαυτὸν ποιησάμενος, μὴ πρὶν ὑποταγέντας, ὑποφό-
ρους κατέστησε. σοφίσματα δὲ καὶ λόγους αἰνιγμα-
τώδεις Χειρὰμ ὁ τῶν Τυρίων βασιλεὺς αὐτῷ πέπομ-
φεν, ἀξιῶν σαφηνίσαι αὐτά· καὶ πάντα διέλυσε καὶ
τὸν νοῦν ἐκείνων δεδήλωκε. μεμνῆσθαι τούτων ἱστο-
ρεῖ ὁ Ἰώσηπος καὶ συγγραφεῖς ἀρχαίους, τόν τε Δῖον
καὶ πρὸς τούτῳ τὸν Μένανδρον. διαβοηθείσης δὲ
πανταχοῦ τῆς σοφίας τοῦ Σολομῶντος καὶ τῆς φρονή-
σεως, βασίλισσά τις Αἰγύπτου καὶ Αἰθιόπων σοφίαν
φιλοῦσα καὶ ζητοῦσα εἰς Ἱεροσόλυμα παραγέγονε. καὶ
ὁ βασιλεὺς φιλοτίμως αὐτὴν προσεδέξατο, καὶ τὰ σο-
1056

φίσματα ἃ προετίθει ἐκείνη ῥᾳδίως ἐπέλυεν, ὡς ἐκ-


πλήττεσθαι τὴν βασίλισσαν καὶ πλέον λέγειν τῶν ἠκου-
σμένων ὁρᾶν. ἐθαύμαζε δὲ καὶ τὰ βασίλεια καὶ τῶν
δείπνων τὴν πολυτέλειαν καὶ τὴν ὑπηρεσίαν ἅπασαν  
τὴν βασίλειον καὶ τὰς ἐν τῷ ναῷ θυσίας καὶ τῶν
θυόντων τὸ εὔτακτον. ἐδωρήσατο δὲ τὸν βασιλέα
χρυσίῳ καὶ λίθοις τῶν πολυτίμων καὶ ἀμυθήτοις ἀρώ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 125, line 5

φιλοῦσα καὶ ζητοῦσα εἰς Ἱεροσόλυμα παραγέγονε. καὶ


ὁ βασιλεὺς φιλοτίμως αὐτὴν προσεδέξατο, καὶ τὰ σο-
φίσματα ἃ προετίθει ἐκείνη ῥᾳδίως ἐπέλυεν, ὡς ἐκ-
πλήττεσθαι τὴν βασίλισσαν καὶ πλέον λέγειν τῶν ἠκου-
σμένων ὁρᾶν. ἐθαύμαζε δὲ καὶ τὰ βασίλεια καὶ τῶν
δείπνων τὴν πολυτέλειαν καὶ τὴν ὑπηρεσίαν ἅπασαν  
τὴν βασίλειον καὶ τὰς ἐν τῷ ναῷ θυσίας καὶ τῶν
θυόντων τὸ εὔτακτον. ἐδωρήσατο δὲ τὸν βασιλέα
χρυσίῳ καὶ λίθοις τῶν πολυτίμων καὶ ἀμυθήτοις ἀρώ-
μασι καὶ βαλσάμου ῥίζαις, ὡς ἐξ ἐκείνης ἐν Παλαι-
στίνῃ φυῆναι τὸ βάλσαμον. καὶ Σολομὼν δὲ πολλοῖς
ἀγαθοῖς τὴν βασίλισσαν ἀντημείψατο. καὶ ἡ μὲν εἰς
τὰ ἑαυτῆς ὑπενόστησεν· ὁ δὲ βασιλεὺς πάντων τῶν
πρὸ αὐτοῦ γενόμενος ἐνδοξότατος καὶ φρονήσει καὶ
πλούτῳ διενεγκὼν οὐκ ἐνέμεινε τοῖς θείοις θεσμοῖς,
ἀκρασίαν δὲ νοσήσας περὶ τὰ ἀφροδίσια καὶ περὶ γυ-
ναῖκας ἐκμανεὶς οὐ ταῖς ὁμογενέσιν ἠρκεῖτο, ἀλλὰ καὶ
ἀλλοφύλους ἔγημε πλείστας, καὶ χαριζόμενος ἐκεί-
ναις διὰ τὸν ἔρωτα ἐθρήσκευε καὶ τοὺς ἐκείνων θεούς.
ἔγημε γὰρ θυγατέρας ἀρχόντων διασήμων ἑπτακο

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 125, line 17

τὰ ἑαυτῆς ὑπενόστησεν· ὁ δὲ βασιλεὺς πάντων τῶν


πρὸ αὐτοῦ γενόμενος ἐνδοξότατος καὶ φρονήσει καὶ
πλούτῳ διενεγκὼν οὐκ ἐνέμεινε τοῖς θείοις θεσμοῖς,
ἀκρασίαν δὲ νοσήσας περὶ τὰ ἀφροδίσια καὶ περὶ γυ-
ναῖκας ἐκμανεὶς οὐ ταῖς ὁμογενέσιν ἠρκεῖτο, ἀλλὰ καὶ
ἀλλοφύλους ἔγημε πλείστας, καὶ χαριζόμενος ἐκεί-
ναις διὰ τὸν ἔρωτα ἐθρήσκευε καὶ τοὺς ἐκείνων θεούς.
ἔγημε γὰρ θυγατέρας ἀρχόντων διασήμων ἑπτακο-
σίας καὶ παλλακὰς τριακοσίας καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ
βασιλέως τῶν Αἰγυπτίων. εἶπεν οὖν ὁ κύριος πρὸς
τὸν Σολομῶντα “ὅτι οὐκ ἐφύλαξας ὅσα ἐνετειλάμην
σοι, διαρρήξω τὴν βασιλείαν σου καὶ δώσω αὐτὴν
τῷ δούλῳ σου. οὐ σὲ δὲ ζῶντα τὴν ἀρχὴν ἀφαιρή-
σομαι διὰ τὸν πατέρα σου, θανόντος δέ σου ταῦτα
ἐπὶ τῷ υἱῷ σου ποιήσω. καὶ οὐδὲ πᾶσαν ἐξ αὐτοῦ τὴν
1057

βασιλείαν ἀφελοῦμαι, δύο δὲ φυλὰς αὐτῷ καταλελοι-


πὼς καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸν πάππον Δαβίδ, τὰς
δέκα τῷ δούλῳ δώσω αὐτοῦ.”
 Οὐ συχνὸς καιρὸς διελήλυθε καὶ Ἄδερ εἰς πό-
λεμον κατέστη τῷ Ἰσραήλ. ἦν δὲ ὁ Ἄδερ Ἰδουμαῖος
ἐκ βασιλείου σπορᾶς, ὃς τοῦ Ἰωὰβ καταστρεψαμένου

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 126, line 4

δέκα τῷ δούλῳ δώσω αὐτοῦ.”


 Οὐ συχνὸς καιρὸς διελήλυθε καὶ Ἄδερ εἰς πό-
λεμον κατέστη τῷ Ἰσραήλ. ἦν δὲ ὁ Ἄδερ Ἰδουμαῖος
ἐκ βασιλείου σπορᾶς, ὃς τοῦ Ἰωὰβ καταστρεψαμένου
τὴν Ἰδουμαίαν κατὰ τοὺς χρόνους Δαβὶδ παιδάριον
ὢν ἀπέδρα εἰς Αἴγυπτον, καὶ φιλοφρόνως δεχθεὶς
παρὰ Φαραὼ ἠγαπήθη καὶ τὴν ἀδελφὴν ἔγημε τῆς  
γυναικὸς Φαραώ. οὗτος οὖν ἀνδρωθεὶς καὶ θανόν-
τας μαθὼν τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἰωάβ, ἐπανελθεῖν ἐζή-
τει πρὸς τὴν πατρῴαν ἀρχήν· ἀλλ' οὐ παρεχωρεῖτο
πρὸς Φαραώ. ἤδη δὲ τῷ Σολομῶντι τῶν πραγμάτων
κακῶς ἐχόντων παρεχωρήθη καὶ Ἄδερ καὶ εἰς τὴν
Ἰδουμαίαν ἐπανελήλυθε. ταύτης δ' ἀσφαλῶς φρου-
ρουμένης εἰς τὴν Συρίαν ἀφίκετο, καὶ σύστημά τι
σχὼν περὶ αὐτὸν λῃστρικὸν ταύτην τε κατέσχε καὶ
τὴν τῶν Ἑβραίων ἐληίζετο χώραν.
 Ἱεροβοὰμ δὲ υἱὸς Ναβὰτ παιδάριον ὢν ὑπηρέτει
τῷ βασιλεῖ. ἰδὼν δὲ Σολομὼν αὐτὸν γενναῖον τὸ
φρόνημα, ὅτε τῇ Ἱερουσαλὴμ περίβολον ᾠκοδόμει
ἐπέστησεν αὐτὸν τῆς οἰκοδομῆς ἐπιμελητήν. ἀπερ-
χομένῳ δέ που τῷ Ἱεροβοὰμ συνήντησε προφήτης ὁ

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 126, line 11

γυναικὸς Φαραώ. οὗτος οὖν ἀνδρωθεὶς καὶ θανόν-


τας μαθὼν τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἰωάβ, ἐπανελθεῖν ἐζή-
τει πρὸς τὴν πατρῴαν ἀρχήν· ἀλλ' οὐ παρεχωρεῖτο
πρὸς Φαραώ. ἤδη δὲ τῷ Σολομῶντι τῶν πραγμάτων
κακῶς ἐχόντων παρεχωρήθη καὶ Ἄδερ καὶ εἰς τὴν
Ἰδουμαίαν ἐπανελήλυθε. ταύτης δ' ἀσφαλῶς φρου-
ρουμένης εἰς τὴν Συρίαν ἀφίκετο, καὶ σύστημά τι
σχὼν περὶ αὐτὸν λῃστρικὸν ταύτην τε κατέσχε καὶ
τὴν τῶν Ἑβραίων ἐληίζετο χώραν.
 Ἱεροβοὰμ δὲ υἱὸς Ναβὰτ παιδάριον ὢν ὑπηρέτει
τῷ βασιλεῖ. ἰδὼν δὲ Σολομὼν αὐτὸν γενναῖον τὸ
φρόνημα, ὅτε τῇ Ἱερουσαλὴμ περίβολον ᾠκοδόμει
ἐπέστησεν αὐτὸν τῆς οἰκοδομῆς ἐπιμελητήν. ἀπερ-
χομένῳ δέ που τῷ Ἱεροβοὰμ συνήντησε προφήτης ὁ
Σηλωνίτης Ἀχιά, καὶ ἐκκλίνας αὐτὸν τῆς ὁδοῦ διέρ-
1058

ρηξε τὸ οἰκεῖον ἱμάτιον εἰς δώδεκα ῥήγματα καὶ δέ-


δωκεν ἐκείνῳ τὰ δέκα, εἰπὼν ὡς “οὕτως διαρρήξει
τὴν βασιλείαν Σολομῶντος ὁ κύριος, καὶ τῷ μὲν
ἐκείνου υἱῷ δύο καταλείψει φυλὰς διὰ τὸν πάππον,
σοὶ δὲ τὰς δέκα δώσει καὶ βασιλεύσει σε ἐν αὐταῖς.
σὺ δὲ ἀλλὰ τῶν νόμων ἀντέχου κυρίου καὶ γίνου

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 126, line 18

σχὼν περὶ αὐτὸν λῃστρικὸν ταύτην τε κατέσχε καὶ


τὴν τῶν Ἑβραίων ἐληίζετο χώραν.
 Ἱεροβοὰμ δὲ υἱὸς Ναβὰτ παιδάριον ὢν ὑπηρέτει
τῷ βασιλεῖ. ἰδὼν δὲ Σολομὼν αὐτὸν γενναῖον τὸ
φρόνημα, ὅτε τῇ Ἱερουσαλὴμ περίβολον ᾠκοδόμει
ἐπέστησεν αὐτὸν τῆς οἰκοδομῆς ἐπιμελητήν. ἀπερ-
χομένῳ δέ που τῷ Ἱεροβοὰμ συνήντησε προφήτης ὁ
Σηλωνίτης Ἀχιά, καὶ ἐκκλίνας αὐτὸν τῆς ὁδοῦ διέρ-
ρηξε τὸ οἰκεῖον ἱμάτιον εἰς δώδεκα ῥήγματα καὶ δέ-
δωκεν ἐκείνῳ τὰ δέκα, εἰπὼν ὡς “οὕτως διαρρήξει
τὴν βασιλείαν Σολομῶντος ὁ κύριος, καὶ τῷ μὲν
ἐκείνου υἱῷ δύο καταλείψει φυλὰς διὰ τὸν πάππον,
σοὶ δὲ τὰς δέκα δώσει καὶ βασιλεύσει σε ἐν αὐταῖς.
σὺ δὲ ἀλλὰ τῶν νόμων ἀντέχου κυρίου καὶ γίνου δί-
καιος.” τούτοις μέγα φρονήσας Ἱεροβοὰμ νεωτερί-
ζειν ἐπεχείρει. καὶ γνοὺς τὸ πρᾶγμα ὁ βασιλεὺς ἀνε-
λεῖν ἐζήτει αὐτόν. ὁ δὲ φεύγει εἰς Αἴγυπτον κἀκεῖ
διῆγεν ἕως Σολομὼν ἐτελεύτησε. τέθνηκε δὲ ὁ βα-
σιλεὺς Σολομών, ὡς μὲν ἡ βίβλος τῶν Βασιλειῶν
ἱστορεῖ, ζήσας ἐνιαυτοὺς πεντήκοντα πρὸς δυσί, δω-
δεκαέτης γὰρ τῆς βασιλείας ἐπιβῆναι ἱστόρηται,

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter alpha, p. 106, line 11

 καὶ Ἀστερόπης τῆς Ὠκεανοῦ. τὸ ἐθνικὸν


 Ἀκραγαντῖνος.]
Ἀκρησία. ἡ ἀκρασία. ἀκρισία δὲ ἡ ἀδιακρισία
 καὶ ἡ κακὴ κρίσις, ι. [καὶ Λιβάνιος· οὐκοῦν
 ἀκρισία μὲν ἐν ἀμφοῖν· ἔχει δέ τινα τοὐμὸν φι-
 λανθρωπίαν.]
Ἀκρίς. παρὰ τὸ κάρη καρὶς, καὶ μετὰ τοῦ στε-
 ρητικοῦ α ἀκαρίς. οἱ δὲ παρὰ τὸ τὰ ἄκρα τῶν
 ἀσταχύων καὶ φυτῶν νέμεσθαι.
Ἀκρίς. βοτάνη τις οὕτω καλουμένη. καὶ Σολο-
 μῶν ἡμᾶς διδάσκει λέγων· ἀνθήσει τὸ ἀμύγδα-
 λον καὶ παχυνθήσεται ἡ ἀκρίς. ταύτην οἶμαι
 καὶ τὸν βαπτιστὴν Ἰωάννην καὶ πρόδρομον ἐν
 τῇ ἐρήμῳ ἐσθίειν.
Ἀκρίας. τὰς ἀκρωρείας, ἀπὸ τοῦ ἄκρις, ἄκριος.
 [τὸ δὲ ἄκρις, ἀπὸ τοῦ ἄκρα. ἄκρις βαρυτόνως.]
1059

Ἀκρολοφία. ἡ κορυφὴ τοῦ λόφου, τοῦτ' ἐστὶ


 τοῦ βουνοῦ.
Ἀκρόνυξ. τὸ ἄκρον τῆς νυκτὸς, καὶ ἀκρονυχία.
 ἀκρώνυξ δὲ καὶ ἀκρωνυχία, τὸ ἄκρον τοῦ ὄνυ-
 χος καὶ τοῦ ὄρους διὰ τοῦ ω μεγάλου

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter epsilon, p. 897, line 4

Τὸ Ε μετὰ τοῦ Υ. (Ἀρσενικόν.)

Εὐάγριας. κύριον. οὗτος ἔγραψε διάφορα καὶ


 ὑπομνήματα εἰς τὰς παροιμίας Σολομῶντος.
Εὐαγής. καλῶς περιηγμένος, ἢ μεταφορικὸς,
 κύκλος.
Εὐαγῶν. μεγάλων.
Εὐαρίθμητοι. ὀλίγοι.
Εὔγνωστος. καλῶς γινωσκόμενος.
Εὐγηρότατος. ἔντιμος, καλὸς, γέρων. ἀξιό-
 τιμος.
Εὔγνωστος. φανερός.
Εὐδαίμων. ὁ κατ' ἀρετὴν ἐνεργῶν, εὐτυχὴς, ὁ  μακαριστός.

Ζωναράς. Lexicon Alphabetic letter theta, p. 1027, line 1

 δημιουργικὴ τῶν ὄντων, εὐσεβεῖ συνειδήσει προς-


 κυνουμένη καὶ ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι δοξαζομένη.
 θεὸς καὶ πατὴρ, ὁ ὢν ἀεὶ, γένεσιν μὴ ἔχων·
 θεὸς καὶ υἱὸς, ὁ ὢν ἀεὶ, γεννηθεὶς δὲ ἀῤῥήτως
 παρὰ τοῦ πατρός· θεὸς καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα,
 δύναμις ἁγιαστικὴ, ὁμοούσιος πατρὶ καὶ υἱῷ.
Θεός ἐστιν οὐσία ἀναίτιος, αἰτία παναλκὴς, [πά-
 σης οὐσίας ὑπερούσιος αἰτία, ἢ ἀνώνυμος καὶ
 ἀσήμαντος παρ' ἀνθρώποις ὕπαρξις,] πάσης
 ὑπάρξεως ποιητική. ἀκοινώνητον γὰρ ὄνομα εἶ-  
 πεν ὁ Σολομῶν τὸν θεόν. ἀκοινώνητον δὲ ὄνο-
 μα ἐστὶ τὸ μήτε ἀγγέλοις μήτε ἀνθρώποις
 ἀκουσθὲν ἢ ἐννοηθέν.
Θεολόγος. μυστηρίων θησαυρός.
Θεοδμήτων. ἐκ θεοῦ οἰκοδομηθέντων.
Θεοστυγής. ὁ παρὰ τῷ θεῷ μισητός.
Θεόσεπτος. ὁ θεοσεβής.
Θεοειδέστατος. εἶδος ἔχων θεοῦ.

Laonicus Chalcocondyles Hist., Historiae Vol. 2, p. 197, line 9

τήνδε τὴν δύναμιν καὶ τὴν χώραν τούτου ἀφίκετο. οὗτος μὲν οὖν τὰ
1060

πρῶτα τῶν ἡγεμόνων φερόμενος ἐς τὰς βασιλέως θύρας, στρατόν τε  


οἰκεῖον τρέφειν ἱκανώτατον καὶ θεράποντας ἔχειν ἐπὶ μέγα δυνά-
μεως ἥκοντας. Ἑλληνικοὶ μὲν παῖδες ἀπὸ Βυζαντίου, οὓς εἶχεν
παρ' ἑαυτῷ βασιλεύς, ἐς μέγα ἐχώρησαν δυνάμεως. τούτων δὲ
Μουράτης τοῦ Παλαιολόγων γένους τῶν Ἑλλήνων περιφανοῦς,
καὶ Μεχμέτης ὁ Μανδρομηνοῦ παῖς μετά γε τοῦτον, ὃς ὕπαρχος
πρῶτα μὲν Ἀγκύρας, ἔπειτα δὲ τῆς Πισιδίας ἀπεδείχθη. βού-
λεται δὲ Μουράτης ἐπιθυμίαν, Ἁλίης δὲ τὸν Ἠλίαν Ἑλληνιστὶ
λέγοιτ' ἄν, καὶ Ἐσὲς τὸν Ἰησοῦν καὶ Ἐμπραΐμης τὸν Ἀβραὰμ
καὶ Σουλαϊμάνης τὸν Σολομῶντα καὶ Ἰαγούπης τὸν Ἰάκωβον
καὶ Ἰουσούφης τὸν Ἰωσήφ, Σκενδέρην δὲ Ἀλέξανδρον βούλονται
λέγειν. καὶ ταῦτα μὲν δὴ Ἑλληνικῶς λέγοιτ' ἂν οὕτω. οὕτως καὶ
Ἐλεέζην τὸν Δημήτριον καὶ Χιτήρην τὸν Γεώργιον λέγουσι. τὰ δὲ
λοιπὰ τῶν ὀνομάτων ἀπό τε τῶν ὀρνέων καὶ Σκυθῶν τὰ τέσσαρα
ταῦτα φαίνονται εἶναι, οἷον Παιαζήτης, Ὀρχάνης, Ὀρθογρούλης
καὶ Τζυμισκής, καὶ τὰ παραπλήσια. ἔχουσι μὲν καὶ τόδε, ὡς
τοῖς ὀνόμασι χρῶνται ποῖ μὲν ἐλάττοσι, ποῖ δὲ καὶ τιμιωτέροις, ὡς
τὸν Μουσταφᾶν Μουσπλαχασίτην, Χιτήρην Χαραϊτήνην. παραπλη-
σίως δ' ἂν λέγοιτο καὶ τὰ λοιπὰ τῶν ὀνομάτων ἐς τοῦτον τὸν

Joel Chronogr.,Χρονογραφία compendiaria P. 13, line 10

θεοῦ ἐπὶ τοῖς Ἀμαληκίταις, ζωογονήσας Ἀγὰγ τὸν βασιλέα αὐτῶν,  


ἤκουσε παρὰ τοῦ προφήτου “ὅτι μεματαίωταί σοι, ὅτι οὐκ ἐφύ-
λαξας τὴν ἐντολήν μου, ἣν ἐνετείλατό σοι κύριος,” καὶ τὰ ἑξῆς.
 Μετὰ δὲ Σαοὺλ ἐβασίλευσε Δαβὶδ ἐκ φυλῆς Ἰούδα ἔτη μʹ,
ὃς καὶ ἐποίησε τὰ θελήματα τοῦ κυρίου πάντα. πατάξας δὲ καὶ
τὸν Μελχὼ βασιλέα τῶν Σύρων, καὶ λαβὼν τὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
αὐτοῦ στέφανον χρυσοῦν μέγαν, ἔχοντα λίθους τιμίους, ἐφόρεσεν
αὐτόν, καὶ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ κόσμος εὐπρεπέστατος,
ὅπερ δηλῶν ἔφη “κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου εὐφρανθήσεται ὁ βα-
σιλεύς” καὶ τὰ λοιπὰ τοῦ ψαλμοῦ. πρεσβύτερος οὖν καὶ πλήρης
ἡμερῶν γενόμενος, καὶ βασιλεύσας τὸν υἱὸν αὐτοῦ Σολομῶντα,
εἶπεν αὐτῷ “καὶ νῦν, Σολομόν, γνῶθι τὸν θεὸν τῶν πατέρων
σου, καὶ δούλευε αὐτῷ ἐν καρδίᾳ τελείᾳ καὶ ψυχῇ θελούσῃ, ὅτι
καρδίας πάσας ἐτάζει κύριος καὶ πᾶν ἐνθύμημα γινώσκει. καὶ
ἐὰν ζητήσῃς αὐτόν, εὑρεθήσεταί σοι, καὶ ἐὰν καταλείψῃς αὐτόν,
καταλείψει σε εἰς τέλος.” καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ παράδειγμα τοῦ
ναοῦ παντὸς ἐν γραφῇ, λέγων “ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι κύριος
ὁ θεός μου μετὰ σοῦ.” καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησεν ἐν γήρᾳ
καλῷ πλούτῳ τε καὶ δόξῃ καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. ἦν δὲ ἐτῶν λʹ
Δαβὶδ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν, ἐβασίλευσε δὲ καὶ ἔτη μʹ. ἀλλὰ

Joel Chronogr.,Χρονογραφία compendiaria P. 14, line 1

καταλείψει σε εἰς τέλος.” καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ παράδειγμα τοῦ


ναοῦ παντὸς ἐν γραφῇ, λέγων “ἴσχυε καὶ ἀνδρίζου, ὅτι κύριος
1061

ὁ θεός μου μετὰ σοῦ.” καὶ μετὰ ταῦτα ἐτελεύτησεν ἐν γήρᾳ


καλῷ πλούτῳ τε καὶ δόξῃ καὶ εὐσεβείᾳ, ἐτῶν οʹ. ἦν δὲ ἐτῶν λʹ
Δαβὶδ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν, ἐβασίλευσε δὲ καὶ ἔτη μʹ. ἀλλὰ
τῆς μὲν βασιλικῆς χρίσεως διὰ Σαμουὴλ ἠξιώθη τὸ πρότερον·
τὰς γὰρ τοῦ λαοῦ ἀναγορεύσεις ἡ ἱστορία χρίσεις διαφόρους ὠνό-
μασεν. τελευτήσας τοίνυν θάπτεται ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ εἰς
τὸ μέγιστον μνῆμα, ὃ κατεσκεύασεν ὁ σοφώτατος υἱὸς αὐτοῦ Σο-  
λομῶν, ἐν ᾧ καὶ συγκατώρυξε τῷ πατρὶ πολλὰς μυριάδας τα-
λάντων χρυσίου, ὡς φησὶν Ἰώσηπος. καὶ δῆλον ἐκ τῶν εἰς ὕστε-
ρον γενομένων· ὁ γὰρ ἀρχιερεὺς Ὑρκανὸς πολιορκουμένης τῆς
πόλεως ὑπ' Ἀντιόχου τοῦ Δημητρίου παιδὸς ἀνοίξας τὸ μνῆμα
τάλαντα γʹ ἐκεῖθεν ἐξεφόρησεν. τὸ δὲ τάλαντον ἔχει νομίσματα
ρκεʹ. μεθ' ὃν Ἡρώδης γνοὺς ὡς Ὑρκανὸς τοῦτο πεποίηκεν, ἤνοιξε
καὶ αὐτὸς τὸν τάφον, καὶ χρήματα μὲν οὐχ εὗρεν, κόσμον δὲ καὶ
κειμήλια χρύσεα πάμπολλα ἀνείλετο. πειραθέντος δὲ αὐτοῦ ἐν-
δοτέρω χωρεῖν, οὗ τὰ σώματα Δαβίδ τε καὶ Σολομῶντος ἐτέθη,
πῦρ ἐξελθὸν δύο τῶν δορυφόρων αὐτοῦ διέφθειρε.
 Μετὰ οὖν Δαβὶδ ἐβασίλευσε Σολομῶν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἔτη μʹ,

Γεώργιος Ακροπολίτης. Laudatio Petri et Pauli Sec. 9, line 62

μένην ἣν τοῖς πατράσιν ὤμοσε κύριος. ὡς Ἠσαΐας καὶ


Ἱερεμίας καὶ οἱ λοιποὶ οὐ προφητεύουσι μέν, θεωροῦσι δὲ
τὸν προφητευόμενον καὶ διδάσκουσι πάντας καὶ τὰ προ-
φητῶν ἀναπτύσσουσιν. ὡς Σαμουὴλ καὶ πρὸ γενέσεως δοτοὶ
τῷ θεῷ· ἐκ τῶν ποιμνίων ὡς ὁ Δαυὶδ προσλαμβάνονται  
καὶ τοῦ Ἰσραὴλ βασιλεύουσι· κριταὶ γὰρ τούτου ἐν τῇ μελ-
λούσῃ παρουσίᾳ καθίζουσι, ὃ καὶ τοῦ βασιλεύειν κρεῖττον
καθέστηκεν. ὀρχοῦνται δὲ καὶ τῆς θείας ἔμπροσθεν κιβωτοῦ
καὶ ᾄδουσι τοὺς ψαλμοὺς ἐν θειοτέροις καὶ ὑψηλοτέροις
τοῖς μέλεσι. δέχονται σοφίαν παρὰ τῆς αὐτοσοφίας ὡς
Σολομών, πλὴν οὐκ ἐν ὑστέροις αὐτὴν διαφθείρουσιν ἀλλὰ
καὶ προβαίνουσι καὶ ἐπαύξουσι ταῖς νοεραῖς ἐπεκτάσεσιν.
Ἀλλὰ τί μὴ λέγω τὰ κρείττω καὶ τιμιώτερα; ἀμφότεροι
πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ τὸν καινὸν ποδηγοῦσι λαόν, τὸν
νέον Ἰσραήλ, ἐν στύλῳ πυρὸς καὶ νεφέλης ἐν θεωρίᾳ τῇ
κρείττονι. ἀμφότεροι τὴν νοη τὴν Αἴγυπτον βασανίζοντες
ὡς Μωυσὴς καὶ Ἀαρὼν οἱ αὐτάδελφοι, [οἱ] ἀδελφοὶ καὶ
οὗτοι οὐ τῇ φύσει ἀλλὰ τῇ πίστει γενόμενοι· ἀμφότεροι
κατατροποῦνται τὸν Φαραὼ καὶ ἐξάγουσιν ἐκεῖθεν λαὸν περι-
ούσιον· ἀμφότεροι τὴν τοῦ βίου διχάζουσι θάλασσαν καὶ
διασώζουσι τοὺς πιστούς· ὕδωρ τὸ μὲν γλυκαίνουσι, τὸ δὲ

Ιωάννης Αναγνώστης De extremo Thessalonicensi excidio narratio Sec. 3, line 26

ὦ δέσποτα, ὡς λίαν λαμπρὰ καὶ ὡραῖα θαυμάζεις περι-


1062

αθρῶν, πίπτει τὸ τάχος καί, ἵνα μή σε καλύψῃ πεσών,


ἔξιθι τούτου ταχέως». Οὕτως εἶχεν ἡ ὄψις καὶ εἰς ἔργον
ἧκεν οὐκ εἰς μακράν. Ἐκεῖνος μὲν γάρ, ἵνα ἀναφανῇ δί-
καιος καὶ τῶν πολλῶν τῆς ἀρετῆς ἐκείνου καμάτων λάβῃ
τὰς ἀντιδόσεις, εἰκότως οὕτω καὶ πρὸ τῆς κοινῆς συμφο-
ρᾶς, πρὸς ὃν ἐπόθει κύριον ἐξεδήμησεν. Οὐ γὰρ δίκαιον
τοῦτο παρὰ θεῷ κέκριτο, τοιούτων ἵνα κακῶν πεῖραν σχῇ
καὶ κοινωνήσῃ τῶν ἴσων ἡμῖν· «ἀνόμοιος γὰρ ἦν τοῖς ἄλ-  
λοις ὁ βίος ἐκείνου καὶ ἐξηλλαγμέναι αἱ τρίβοι», τοῦ Σο-
λομῶντος εἰπεῖν, «ἡμεῖς δὲ κακίας γέμοντες ὅλως, καὶ
ὀπίσω τῶν ἐνθυμάτων τῆς καρδίας ἡμῶν τῆς πονηρᾶς»,
τοῦτο δὴ τὸ τοῦ Ἱερεμίου, «πορευόμενοι καὶ κατὰ τὸν πά-
λαι γογγυσταὶ τυγχάνοντες Ἰσραήλ», κατὰ τὴν ἡμετέραν
ἐπιθυμίαν ἀπολαύειν ὅπως οὐκ ἔχωμεν τῶν πραγμάτων,
δικαίως οὕτω πεπράγαμεν δυστυχέστατα καὶ τούτου τἀν-
δρὸς ἐστερήμεθα, μόνου περιλειφθέντος ἐν τοιούτοις και-
ροῖς καὶ τοσούτοις ἀνιαροῖς παραμύθιον. Πάντες γὰρ
ὥσπερ τινὰ δύναμιν ζωτικὴν ἐν ἡμῖν ἐνομίζομεν τοῦτον
καὶ τὴν τελευτὴν ἐκείνου μηδὲν ἄλλο νομίζειν εἴχομεν ἢ

Pseudo-Codinus Hist., De annis ab orbe condito Sec. ante1, line 7

 Ἡ ἐννάτη πεντάς. οἱ δομέστικοι τῶν θυρῶν. ὁ χαρ-


τουλάριος. ὁ δεποτάτος. ὁ ἐπὶ τῆς ποδέας.
 Καὶ ταῦτα τὰ ὀφφίκια τὰ ἐκκλησιαστικά.  

Περὶ τῶν ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἐτῶν καὶ τῶν ἀνέκαθεν βασι-
λευσάντων ἐν τῇ Ῥωμανίᾳ

ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ ἔτη ͵βσμβʹ.  


ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς πυργοποιΐας ἔτη φκεʹ.
ἀπὸ τῆς πυργοποιΐας ἕως τοῦ Ἀβραὰμ ἔτη υκεʹ.
ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἕως ἐξόδου Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου ἔτη υνεʹ.
ἀπὸ τῆς ἐξόδου ἕως τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ Σολομῶντος ἔτη ψοεʹ.
ἀπὸ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ ἕως τῆς αἰχμαλωσίας Ἰσραὴλ ἔτη υκεʹ.
ἀπὸ τῆς βασιλείας Σολομῶντος ἕως τῆς βασιλείας Ἀλεξάνδρου ἔτη χμγʹ.
ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἕως Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος ἔτη τιηʹ.
ἀπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἕως τοῦ Χριστοῦ ἔτη τγʹ.
ὁμοῦ χρόνοι, ͵εφʹ.
δεῖ εἰδέναι ὅτι ἡ σωτήριος σταύρωσις τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
γέγονε κατὰ τὸ ͵εφλαʹ ἔτος, κύκλος τοῦ μὲν ἡλίου ιηʹ, τῆς δὲ σελήνης
εʹ, ἡμέρᾳ παρασκευῇ, ὥρᾳ θʹ, τῷ ιηʹ ἔτει τῆς Τιβερίου βασιλείας.
[ἦν δὲ ιδʹ τῆς σελήνης, τουτέστιν τὸ νομικὸν φάσκα, μηνὶ ἀπριλλίῳ
ιηʹ, ἡμέρᾳ ϛʹ]

Pseudo-Codinus Hist., De annis ab orbe condito Sec. ante1, line 9


1063

τουλάριος. ὁ δεποτάτος. ὁ ἐπὶ τῆς ποδέας.


 Καὶ ταῦτα τὰ ὀφφίκια τὰ ἐκκλησιαστικά.  

Περὶ τῶν ἀπὸ κτίσεως κόσμου ἐτῶν καὶ τῶν ἀνέκαθεν βασι-
λευσάντων ἐν τῇ Ῥωμανίᾳ

ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ ἔτη ͵βσμβʹ.  


ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς πυργοποιΐας ἔτη φκεʹ.
ἀπὸ τῆς πυργοποιΐας ἕως τοῦ Ἀβραὰμ ἔτη υκεʹ.
ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ ἕως ἐξόδου Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου ἔτη υνεʹ.
ἀπὸ τῆς ἐξόδου ἕως τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ Σολομῶντος ἔτη ψοεʹ.
ἀπὸ τῆς οἰκοδομῆς τοῦ ναοῦ ἕως τῆς αἰχμαλωσίας Ἰσραὴλ ἔτη υκεʹ.
ἀπὸ τῆς βασιλείας Σολομῶντος ἕως τῆς βασιλείας Ἀλεξάνδρου ἔτη χμγʹ.
ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἕως Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος ἔτη τιηʹ.
ἀπὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἕως τοῦ Χριστοῦ ἔτη τγʹ.
ὁμοῦ χρόνοι, ͵εφʹ.
δεῖ εἰδέναι ὅτι ἡ σωτήριος σταύρωσις τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
γέγονε κατὰ τὸ ͵εφλαʹ ἔτος, κύκλος τοῦ μὲν ἡλίου ιηʹ, τῆς δὲ σελήνης
εʹ, ἡμέρᾳ παρασκευῇ, ὥρᾳ θʹ, τῷ ιηʹ ἔτει τῆς Τιβερίου βασιλείας.
[ἦν δὲ ιδʹ τῆς σελήνης, τουτέστιν τὸ νομικὸν φάσκα, μηνὶ ἀπριλλίῳ
ιηʹ, ἡμέρᾳ ϛʹ]

Pseudo-Codinus Hist., Patria Constantinopoleos Book 2, sec. 40, line 4

αὐτοῦ καὶ Ἀδριανοῦ πλησίον τῆς στήλης Θεοδοσίου τοῦ  


μεγάλου ἀμφότεροι ἔφιπποι ἵστανται ἐν τοῖς Ταύρου μέρεσιν
πλησίον τοῦ κίονος κάτωθεν.
 (c126, m158) Ἡ δὲ ἐν τῷ Ζευξίππῳ λουτρῷ ἱστα-
μένη στήλη ἐκ χρωμάτων τοῦ Φιλιππικοῦ ἐστιν τοῦ πρᾳ-
οτάτου.
 Περὶ τῆς βασιλικῆς κινστέρνης. Ἡ δὲ
λεγομένη βασιλικὴ κινστέρνα ἐκτίσθη ὑπὸ τοῦ μεγάλου
Κωνσταντίνου. Ἡ δὲ καθεζομένη ἐπὶ δίφρου ἐκεῖσε μεγάλη
στήλη ἐστὶν τοῦ Σολομῶντος, ἣν ἀνέστησεν ὁ μέγας
Ἰουστινιανὸς κρατοῦντα τὴν σιαγόνα αὐτοῦ καὶ ὁρῶντα τὴν
ἁγίαν Σοφίαν ὅτι ἐνικήθη εἰς μῆκος καὶ κάλλος ὑπὲρ τὸν
παρ' αὐτοῦ κτισθέντα ναὸν ἐν Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖσε δὲ
ἵσταται στήλη τοῦ μεγάλου Θεοδοσίου ἐπὶ δύο κιόνων
τετραδικῶν χρυσεμβάφων ὄπισθεν τῆς Βασιλικῆς πλησίον
τοῦ Μιλίου.

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 41, line 10

οὓς εἶχε θαῤῥεῖν λέγειν, ὡς βούλοιτο τοῦ κυρίου καὶ βασιλέως  


(τοῦτον γὰρ ἀεὶ τὸν τρόπον τὸ τοῦ βασιλέως καὶ πάππου προέ-
φερεν ὄνομα,) τοῖς ἄλλοις ἐπιτρέποντος τὴν ἀνάκλισιν, αὐτῷ
δὲ μὴ, ἑστάναι ἐπιπολύ· ἐπιτρεπομένων δ' αὐτῶν, “ἀλλ' ὑμῖν
1064

μὲν” εἰπεῖν “πρὸς τοῦ κυρίου καὶ βασιλέως τὴν καθέδραν


ἐπιτετράφθαι, ἐμοὶ δὲ μή· διόπερ ὑμᾶς μὲν καθεσθῆναι προς-
ήκει, τὸ προσταττόμενον ἐκπληροῦντας, ἐμὲ δ' ἑστηκέναι ἄ-
χρις οὗ τὸ ἐπίταγμα φθάσῃ καὶ πρὸς ἐμέ.” τοιαῦτ' ἔλεγε πρὸς
οὓς ἐθάῤῥει, τὸ τῆς ψυχῆς ἄλγος ἀνακαλύπτων. ἐφ' οἷς αὐτὸν
ὁ μέγας δομέστικος παραμυθούμενος, ἄλλα τε κατεπῇδε τῆς
λύπης, καὶ τὸ Σολομώντειον ἔλεγε δεῖν ἐκπληροῦν, ὑπομονὴν
ἐνδεικνύμενον καὶ καρτερίαν κατὰ καιρόν. τὸ δ' ἑξῆς ὁ νέος
βασιλεὺς καὶ οἱ ἀμφ' αὐτὸν διά τινος τῶν οἰκείων μηνύουσι
Συργιάννῃ πρὸς τὴν Κωνσταντίνου ταχέως ἐπανελθεῖν, εὐπρός-
ωπόν τινα πλασάμενον αἰτίαν τῆς ἐπανόδου. τὰ γὰρ κατ'
αὐτοὺς πράγματα πῇ μὲν ἐπὶ τὸ βέλτιον, πῇ δ' ἐπὶ τὸ χεῖρον
χωρεῖν. ὁ δὲ σὺν σπουδῇ πολλῇ κατὰ τάχος ἐπανελθὼν καὶ
συγγενόμενος βασιλεῖ καὶ τοῖς ἑταίροις, καὶ τὸ μὲν ἐπὶ τὸ
βέλτιον προκεχωρηκέναι σφίσι τὰ πράγματα, τοῦ πρωτοστρά-
τορος Συναδηνοῦ χάριν εἰρῆσθαι μαθὼν, τὸ δ' εἰς τὸ χεῖ-
ρον, διὰ τὸ μᾶλλον ἐκπεπολεμῶσθαι τῷ ἐγγόνῳ τὸν βασιλέα,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 101, line 7

νοῆσαί τι πλέον·” Παλαιολόγου δὲ τοῦ μεγάλου στρατοπεδάρ-


χου μήτ' αὐτόν τι προσεπινενοηκέναι πλέον, μήτ' ἄλλου ἀκηκοέ-
ναι φαμένου, καὶ καβαλλαρίου φραμπέριν τεμπινιὸλ, ὡς ἐκ  
προσώπου τῶν Λατίνων μηδαμῶς εἶναι τῶν χθὲς εἰρημένων
μήτ' ἀληθέστερα μήτ' ἀναγκαιότερα εἰπόντος, καὶ τῶν ἄλλων
ἑξῆς ἁπάντων τοῖς εἰρημένοις ἐπιψηφισαμένων, καὶ τὴν εἰς Βυ-
ζάντιον ἄφιξιν ἐπισπευδόντων, ὡς ἅμα τῷ φανῆναι προσχωρῆ-
σον, καὶ τέλος εἰς ἱκετείαν ὑπὲρ τοῦ ταῦτα πράττειν καταλη-
ξάντων, ὁ βασιλεὺς, μικρὸν ἐπισχών· “ἀλλ' ἔμοιγε” εἶπε “τὸ
Σολομώντειον καλῶς εἰρῆσθαι δοκοῦν, τὸ, εἶναι σωτηρίαν ἐν
πολλῇ βουλῇ· καὶ πολλὰ πολλάκις περὶ τῶν αὐτῶν βουλευσα-
μένῳ, ἐξεύρηταί τι καὶ τῶν εἰρημένων πλέον, ὃ δὴ καὶ δεῖν
ἔδοξεν εἰς μέσον θεῖναι, ὡς ἂν, εἰ καλῶς ἔχει, δοκιμασθῇ.
ἐμοὶ πρὸς τὴν Ἀδριανοῦ τήνδε πόλιν ἀφιγμένῳ, αὐτοί τε πολ-
λὴν ἐπεδείξαντο τὴν εὔνοιαν κοινῇ πάντες περὶ ἐμὲ, καὶ αἱ ἄλ-
λαι πᾶσαι κατὰ τὴν Θρᾴκην ἄχρι Χριστουπόλεως προσεχώρη-
σαν πόλεις· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ὅσον ἦν στρατιωτικὸν ἐν ταῖς
Θρᾳκικαῖς κώμαις καθιδρυμένον, οἷς καὶ πολλὴν ὀφείλειν τὴν
χάριν ὁμολογῶ ὡς ἀγαθοῖς περὶ ἐμὲ προῖκα γεγενημένοις. αἱ
μέντοι κατωτέρω Χριστουπόλεως πολλαὶ καὶ περιφανεῖς οὖ

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 13, line 16

Κλήμεντι καὶ τῷ πέμψαντι Δελφίνῳ ἔγραφεν ἐπιστολὰς, ἃς


ὥσπερ εἶχον προσεθήκαμεν τῇ διηγήσει. εἶχεν οὖν ἡ πρὸς
μὲν πάπαν οὕτως. “ἀγαλλιάσθωσαν πᾶς ὁ λαὸς τῆς τῶν Ῥω-
μαίων ἀρχῆς, καὶ τῆς νίκης ἕνεκεν τοῦ τοσούτου βασιλέως εὐ-
φρανθήτωσαν σύμπας ὁ κόσμος. ἡγιασμένη γὰρ ἡμέρα πᾶ-
1065

σι Χριστιανοῖς ἀνατέταλκε κατὰ τὴν τρίτην τοῦ Φεβρουαρίου,


ἐν ᾗ δὴ ἐξαπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ ἄγγελον κατασκευά-
σοντα τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἔμπροσθεν αὐτοῦ καὶ τῷ οἰκείῳ διαυ-
γεστάτῳ φωτὶ πόῤῥω ποιησόμενον τὸ τῆς μάχης σκότος, ἀγα-
γόντα καθάπερ κλάδος χλοαζούσης ἐλαίας τὴν εἰρήνην. οὗ-
τος γάρ ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς εἰρήνης, ὁ δεύτερος Σολομὼν,
οὗ τὸ πρόσωπον ἐπιθυμεῖ βλέπειν πᾶσα κτίσις. ἰδοὺ γὰρ, ἵνα
δείξῃ κύριος, ὡς οὐκ ἐν ἰσχύϊ ἵππου, οὐκ ἐν δυναστείᾳ ἀν-
θρώπου, ἀλλ' ἐν δυνάμει θεοῦ γέγονε τὸ τρόπαιον τουτὶ πα-
ρὰ τοῦ ὑψηλοτάτου καὶ νικητικωτάτου βασιλέως καὶ αὐτοκρά-
τορος κυρίου Ἰωάννου τοῦ Καντακουζηνοῦ, ἀνέῳξε τοὺς τῆς
ἑαυτοῦ δυνάμεως θησαυροὺς, ἐγχέας ἐπ' αὐτὸν τὰ δῶρα τῶν
ἑαυτοῦ χαρισμάτων, τὴν βασιλίδα δηλαδὴ ταύτην τῶν πόλεων,
τὴν Κωνσταντίνου φημὶ, καὶ παρασχὼν ὁλόκληρον αὐτῷ βα-  
σιλείαν τῇ θείᾳ αὐτοῦ δυνάμει ἐν δυναστείᾳ ὅπλων καὶ ἐκ-
τεταμένῳ βραχίονι,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 16, line 17

ποιήσασθαι, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν σκότει καὶ σκιᾷ τοῦ θανά-


του φῶς ἐξ οὐρανῶν ἀνατεταλκέναι; ὁρᾶτε γοῦν, ὅπως τουτὶ
τὸ φῶς ἀνατέταλκεν ἄνωθεν, ὡς οὐ τῇ μεγάλῃ τῶν ὅπλων κα-
τασκευῇ τὸν ἐπὶ πάντας καθήμενον ὕψιστον, τῇ οἰκείᾳ δυνά-
μει παρεσχηκέναι τῷ μεγάλῳ περιφανεστάτῳ βασιλεῖ κυρίῳ
Ἰωάννῃ τῷ Καντακουζηνῷ, τῷ καὶ τῆς βασιλείας καὶ τοῦ βα-
σιλέως πατρὶ, τὴν ἁπασῶν βασιλεύουσαν ταυτηνὶ πόλιν, καὶ
μέχρι καὶ εἰς δεῦρο διατηρεῖσθαι τὸν τοῦ δικαίου κριτὴν τῷ
τοιούτῳ βασιλεῖ τὸ παρὸν τῆς ἀρχῆς δώρημα, ἵνα γνῶσι σα-
φῶς ἅπαντες τοῦτο παρὰ κυρίου τοῦ θεοῦ γεγονὸς, καὶ οὐ
παρὰ ἀνθρώπου. φησὶ γὰρ ὁ σοφώτατος Σολομών· “καιρὸς
τῷ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν παντὶ πράγματι, καὶ πάντα καλὰ ἐν και-
ρῷ αὐτῶν. καιρὸς θρήνου καὶ καιρὸς χαρμονῆς.” οὕτως εἴ-
ρηκέ ποτε καὶ ὁ Χριστός· “οὐκέτι ἦλθεν ἡ ὥρα μου.” καὶ ἀλ-
λαχοῦ λέγει· “πάτερ, ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἔστιν, ἵνα δοξασθῇ
ὁ υἱός σου·” καὶ παραχρῆμα ἡ πατρικὴ φωνὴ τῷ υἱῷ ἀπε-
κρίνατο· “καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω.” οὐχὶ δὲ καὶ ἐν τῷ
εὐαγγελίῳ ἀνέγνωμεν, ὁπηνίκα ὁ Ἰωάννης εἴρηκε τῷ Χριστῷ  
ἡμῶν ἐν τῷ Ἰορδάνῃ· “ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆ-
ναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;” τί Χριστὸς ἀπεκρίνατο; “ἄφες
γάρ,” φησιν, “ὦ Ἰωάννη, ἄφες ἄρτι. οὕτω γὰρ δεῖ πληρῶσαι

Ephraem Hist., Poeta, Χρονικόν. Line 96

μὴ δεῖν κολάζειν θεσπίσας χριστωνύμους.


τούτου δ' ἱππεύοντος ἐν λεωφόρῳ
ἐδεῖτο γυνὴ λιπαρῶς ἐγκειμένη·
ὁ δ' “οὐ σχολάζω” τῇδ' ἐγκειμένῃ λέγει.
καὶ “μηδὲ βασίλευε” πρὸς τόνδ' ἀντέφη·
1066

ὁ δὲ στραφεὶς προσέσχεν αὐτῆς τῇ δίκῃ.


οὗτος πολίζει πρὸς Παλαιστίνῃ πόλιν,
ὅπου Σιὼν ἵδρυτο κατεσκαμμένη,
Καπιτωλίναν καλέσας τήνδ' Αἰλίαν·
καὶ ναὸν ἀντήγειρε Διὶ τῷ Κρόνου,
οὗ πρὶν Σολομὼν τὸν ναὸν τεύξας ἔχει.
τοῦτ' οὐκ ἀνεκτὸν ἦν Ἰουδαίων φύλῳ·
συσπειραθέντες τοιγαροῦν ὡπλισμένοι
ἐπίασι φύλαξι Ῥωμαίοις τόπου,
καὶ σφῶν γε πλείστους ἔδρασαν ἔργον φόνου.  
ὃ γνοὺς ὁ κρατῶν στρατιᾶς ὁμαιχμίας
ἄρδην Ἑβραίων ἐκθερίζει τὸ στῖφος,
ὀκτὼ μὲν ἀνδρῶν καὶ πεντήκοντα πάλιν
ποσουμένας δοὺς μυριάδας θανάτῳ,
κώμας κατασκάψας δὲ τούτων χιλίας,
φρούρια πεντήκοντα τεθρυλημένα.

Ephraem Hist., Poeta, Χρονικόν. Line 2077

ἔπειτ' ἀποστὰς ἀναζώννυται κράτος.


καὶ γνοὺς Μιχαὴλ ὁ φιλοχρίστου τρόπου
ἑκὼν ὑπεξίστατο τῆς κραταρχίας,
πέμψας τυράννῳ τὰ παράσημα κράτους,
αὐτὸς δ' ὑπεκστὰς γίγνεται μελαμφόρος.

Λέων ὁ Ἀρμένιος ἔτη ζʹ.

Οὕτω μὲν οὗτος σκῆπτρα λαβὼν κατέχει


σκαιὸς Λέων, θὴρ ἄλλος ἐξ Ἀρμενίας,
Ἱεροβοὰμ ἄλλος ὑπάρξας νέος,
κάκιστος ὄντως οἰκέτης καὶ δραπέτης
ἐκ Σολομῶνος δεσπότου βασιλέως
ἀποστατήσας καὶ δόλον προσαρτίσας,
μᾶλλον δ' ἀποστὰς καὶ νοσήσας ἐσχάτως
κακὴν ἐπανάστασιν ἅμ' ἀποστάσει,  
ὕφαλος ἀνήρ, ὀργιλώτατος, φέναξ,
μῆνιν ἐναύων εἰς φρυκτώρησιν πάθους
καὶ καταπυρπόλησιν οἷς ἔδρα χόλον,
ὄψις στυγνός τις, συννεφὴς τὰς ὀφρύας,
ἄπιστος ἦθος, ποικίλος χαμαιλέων,
κακόν τι τερμέριον εὐσεβῶν στίφει,
βαρὺς κολαστὴς μικρὰ προσκεκρουκόσι,

Ephraem Hist., Poeta, Χρονικόν.


Line 5662
1067

εὐεργετῶν ἅπαντας ἀπορουμένους,


πτωχοὺς πένητας ὀρφανοὺς χήρας ξένους.
ἦν καὶ χορηγῶν παρθένοις τὰ πρὸς γάμους,
καὶ πανδοχεῖα καὶ καχεκτούντων δόμους
ἀνανεῶν τε φιλοτίμως καλλύνων
εἰς ἀνάπαυσιν, εἰς ἴασιν τῆς νόσου
τῶν συνιόντων ἀσθενῶν πτωχῶν ξένων,
τὰ πρὸς δαπάνην προσνέμων μάλα σφίσιν,
ἦθος μαλακός, νωχελής, ἀνειμένος,
πολυτελὴς δίαιταν ἐσθῆτας ἅμα,
τράπεζαν ἀεὶ Σολομώντειον φέρων
καὶ καινοφανεῖς στολὰς καθ' ἡμέραν,
μεταδοτικὸς βρωμάτων διακόνοις.
ἐχρῆτο λουτροῖς ἑβδομάδος πολλάκις,
ὠσφραίνετ' ἀεὶ καὶ μύρων εὐωδίας,
καὶ φιλόκαλος ὡς ταὼν καὶ νυμφίος
ἀεὶ προῄει τῶν βασιλείων δόμων.
ὀργίλος ἦν τις καὶ θυμῷ πλέον νέμων·
πλὴν εἶχε θυμὸν συμπαθεῖ κεκραμένον.
οὐ διέπων κάλλιστα τὴν κραταρχίαν
καινουργὸς ὑπῆν πραγμάτων παραλόγων,

Σφραντζής ιστορικός.Χρονικόν. sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno)


P. 442, line 10

αὖθίς φησιν, ὅτι οὐδεὶς δύναται σωθῆναι ἄνευ τῶν ἐν τῷ νόμῳ τῶν Ἰσμαηλιτῶν.  
 Δέκατον, ὅτι πρὸ αὐτοῦ οὐ δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὸν παράδεισον· καὶ αὖθίς
φησιν, ὅτι ἔδειξεν αὐτῷ ὁ θεὸς γυναῖκάς τε καὶ ἄνδρας πολλοὺς εἰσελθόντας πρὸ
αὐτοῦ εἰς τὸν παράδεισον.
 Ἑνδέκατον, ὅτι ὁ θεὸς μετὰ τὴν ἀνάστασιν οἴκους περικαλλεῖς καὶ λουτρὰ καὶ
παραδείσους καὶ γυναῖκας ὅτι πολλὰς ὑπισχνεῖται δοῦναι τοῖς τοῦ Μωάμεθ νόμοις
ἀκολουθοῦσιν.
 Δωδέκατον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Σάδ φησιν, ὡς οἱ μὲν ἄγγελοι ἐκ πυρὸς
ἐδημιουργήθησαν, οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐκ χοός.
 Δέκατον τρίτον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Νεμελί, ὅπερ ἑρμηνεύεται μυῖα, φησὶ
περὶ τοῦ Σολομῶντος καὶ τῶν μυιῶν ψεῦδός τι εὔηθες, ὅπερ καί φησι.
 Δέκατον τέταρτον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Ῥουβεπᾷ φησι περὶ τοῦ Σολομῶντος
καὶ τοῦ σκώληκος ὁμοίως τῷ ἀνωτέρῳ ψεύδει.
 Δέκατον πέμπτον, ὅτι ἐν τῷ βιβλίῳ τῶν διηγήσεων ἀποδίδωσι τὴν αἰτίαν, δι'
ἧς ὁ οἶνος κεκώλυται αὐτοῖς.
 Δέκατον ἕκτον, ὅτι ὁ κτιστὸς οὐρανὸς οὗτος γέγονεν ἐκ καπνοῦ, ἡ δὲ θάλασσα
ἐξ ὄρους τινὸς Κὰφ ὀνομαζομένου.
 Δέκατον ἕβδομον, ὅτι τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην ἴσα φωτὸς καὶ δυνάμεώς φησι
γενέσθαι.
 Δέκατον ὄγδοον, ὅτι προσκληθέντος τούτου παρὰ τοῦ Γαβριὴλ ἀνελθεῖν εἰς τὸν

Σφραντζής ιστορικός.Χρονικόν. sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno)


P. 442, line 11
1068

φησιν, ὅτι ἔδειξεν αὐτῷ ὁ θεὸς γυναῖκάς τε καὶ ἄνδρας πολλοὺς εἰσελθόντας πρὸ
αὐτοῦ εἰς τὸν παράδεισον.
 Ἑνδέκατον, ὅτι ὁ θεὸς μετὰ τὴν ἀνάστασιν οἴκους περικαλλεῖς καὶ λουτρὰ καὶ
παραδείσους καὶ γυναῖκας ὅτι πολλὰς ὑπισχνεῖται δοῦναι τοῖς τοῦ Μωάμεθ νόμοις
ἀκολουθοῦσιν.
 Δωδέκατον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Σάδ φησιν, ὡς οἱ μὲν ἄγγελοι ἐκ πυρὸς
ἐδημιουργήθησαν, οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐκ χοός.
 Δέκατον τρίτον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Νεμελί, ὅπερ ἑρμηνεύεται μυῖα, φησὶ
περὶ τοῦ Σολομῶντος καὶ τῶν μυιῶν ψεῦδός τι εὔηθες, ὅπερ καί φησι.
 Δέκατον τέταρτον, ὅτι ἐν τῷ κεφαλαίῳ τῷ Ῥουβεπᾷ φησι περὶ τοῦ Σολομῶντος
καὶ τοῦ σκώληκος ὁμοίως τῷ ἀνωτέρῳ ψεύδει.
 Δέκατον πέμπτον, ὅτι ἐν τῷ βιβλίῳ τῶν διηγήσεων ἀποδίδωσι τὴν αἰτίαν, δι'
ἧς ὁ οἶνος κεκώλυται αὐτοῖς.
 Δέκατον ἕκτον, ὅτι ὁ κτιστὸς οὐρανὸς οὗτος γέγονεν ἐκ καπνοῦ, ἡ δὲ θάλασσα
ἐξ ὄρους τινὸς Κὰφ ὀνομαζομένου.
 Δέκατον ἕβδομον, ὅτι τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην ἴσα φωτὸς καὶ δυνάμεώς φησι
γενέσθαι.
 Δέκατον ὄγδοον, ὅτι προσκληθέντος τούτου παρὰ τοῦ Γαβριὴλ ἀνελθεῖν εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ τοῦ θεοῦ θέντος τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ' αὐτῷ καὶ τοσαύτης ψύξεως αἴσθε-
σιν λαβεῖν αὐτόν, ὡς διελθεῖν ταύτην μέχρι καὶ νωτιαίου μυελοῦ.

Σφραντζής ιστορικός.Χρονικόν. sive Maius (partim sub auctore Macario Melisseno)


P. 500, line 22

γομεν, ἵνα φανῇ τὸ ἀληθές, ὅτι οὐδὲν λέγουσιν ἀληθές· ἐπεὶ δὲ λέγουσιν, ὅτι ἐν τῇ
Γενέσει τῇ συγγραφείσῃ παρὰ τοῦ Μωϋσέως εὑρίσκετο γεγραμμένον, πῶς ἐξέβαλον
ἐκ τοῦ Παλαιοῦ οἱ Ἑβραῖοι; οὐδὲ γὰρ εὑρίσκεται ὅλως ἴχνος σημείου περὶ τοῦ Μωά-
μεθ. Καὶ ἰδοὺ ὡς οἱ Μουσουλμάνοι λέγουσι, φθονήσαντες οἱ Χριστιανοὶ ἐξέβαλον τὸ
ὄνομα ἐκείνου· οἱ δὲ Ἑβραῖοι διὰ τί; Καίτοι γε εἴς τε τὴν περιτομὴν καὶ ἄλλα τι-
νά, εἰς τροφάς φημι καὶ ἕτερα ἔθιμα, συμφωνοῦσιν οἱ Μουσουλμάνοι μετὰ τῶν Ἑ-
βραίων. Ἰδοὺ γοῦν καὶ ἀπὸ τούτου ἀναφαίνεται, ὅτι οὔτε ἐν τῷ Παλαιῷ τῷ Μωσαϊκῷ
εὑρίσκετο τὸ τοῦ Μωάμεθ ὄνομα οὔτε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. Καὶ ταῦτα μὲν οὕτως, ἵνα καὶ

τὸν πάντῃ ἀγνώμονα ἀγάγωμεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας γνῶσιν.

V. Κατὰ τοῦ Μωάμεθ λόγος ἕτερος

 Ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν ἐμπεσὼν καταφρονεῖ, φησὶν ὁ θαυμάσιος Σολομών.


καὶ τίς ἀσεβέστερος τοῦ Μωάμεθ; Ποῖον δὲ βάθος κακῶν, μᾶλλον δὲ σκότος, εἰς ὃ
οὐκ ἐνέπεσεν ὁ δύστηνος οὗτος; Καὶ γὰρ μετὰ τῶν ἄλλων πλασμάτων καὶ τεράτων
ψευδῶν ἐπλάσατο καὶ τὴν παροῦσαν ἄθεσμον θεωρίαν ἔχουσαν ἐπὶ λέξεως οὕτως ἐν
τῷ κεφαλαίῳ Ἰσραήλ· “Αἶνος τῷ ποιήσαντι διελθεῖν τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐν μιᾷ νυκτὶ
ἀπὸ τοῦ εὐκτηρίου, τοῦ Ἐλαράμ, ὅ ἐστιν οἶκος Μεκκέ, μέχρι τοῦ ποῤῥωτάτου εὐκτη-
ρίου ὅ ἐστιν οἶκος ἅγιος Ἱερουσαλήμ, ἣν εὐλογήσαμεν. Ὁ Μαχούμετ ἐν μιᾷ τῶν ἡμε-
ρῶν, μετὰ τὸ ψάλλειν αὐτὸν τὴν ὥραν αὐτοῦ εἶπε τοῖς ἀνθρώποις· Ὦ ὑμεῖς ἄνθρω-
ποι, κατανοήσατε· χθὲς μετὰ τὸ διαστῆναί με ὑμῶν, ἦλθε πρός με ὁ Γαβριὴλ μετὰ
1069

τὴν ἐσχάτην ἑσπερινὴν ψαλμωδίαν καὶ εἶπέ μοι· Ὦ Μωάμεθ, ἐντέλλεταί σοι ὁ θεὸς
ἐπισκέψασθαι αὐτόν· ᾧ εἶπον· καὶ ποῦ αὐτὸν ἐπισκέψομαι; Εἶπεν ὁ Γαβριήλ·

Pseudo-Symeon Hist.,Χρονογραφία (partim edita e cod. Paris. gr. 1712)


P. 692, line 5

τραπέζης κατηγορήθη ὡς φιλούμενος παρὰ τῆς Αὐγούστης· ὃς


καὶ ἀποκείρεται καὶ μοναχὸς γίνεται. πολλὰ δὲ χαλκουργήματα
κατέαξεν ὁ βασιλεὺς λόγῳ τῆς Νέας ἐκκλησίας· ἀλλὰ καὶ μάρμαρα
καὶ ψηφῖδας καὶ κίονας ἐκ πολλῶν ἐκκλησιῶν καὶ οἴκων λόγῳ
ταύτης ἀνελάβετο. ἐν οἷς στήλη ἵσταται χαλκῆ ἐν τῷ Σενάτῳ
σχῆμα ἐπισκόπου φέρουσα· ἐκράτει δὲ ἐν τῇ χειρὶ ῥάβδον ὄφιν  
ἐντετυλισμένον ἔχουσαν. ταύτην ἤγαγον ἐν τῷ βεστιαρίῳ· καὶ
ἐλθὼν ὁ βασιλεὺς ἔβαλε τὸν δάκτυλον αὐτοῦ εἰς τὸ στόμα τοῦ
ὄφεως· καὶ ἦν ἔσωθεν ἄλλος ὄφις ζῶν, ὃς καὶ ἔδακε τὸν δάκτυλον
τοῦ βασιλέως· καὶ μόλις δι' ἀντιφαρμάκων ἰάθη. καὶ τὴν στή-
λην δὲ Σολομῶντος ἐν τῇ βασιλικῇ οὖσαν εἰς ὄνομα αὐτοῦ ἐκτυ-
πώσας, τοῖς θεμελίοις τῆς Νέας ἐκκλησίας ὡς θυσίαν ἑαυτὸν τῷ
θεῷ προσῆξεν.
 13. Τῷ ιαʹ αὐτοῦ ἔτει ἐκστρατεύει πάλιν κατὰ Μελιτη-
νῶν, καὶ πολλοὺς πολέμους κατορθώσας καὶ αἰχμαλωσίαν πολλὴν
λαβὼν ὑπέστρεψεν.

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno)
Ch. 1, line 198

ἐπιβουλὴν τίκτειν δυνάμενος, τὸν ὄφιν τὸ θηρίον τὸ


ἄλογον κατὰ τοῦ ἀνθρώπου οὕτω δεινῶς κεκίνηκεν, ἵνα
τοιοῦτον δόλον κατὰ τοῦ ἀνθρώπου ἐργάσηται, κατάγοντα
αὐτὸν εἰς αὐτὸ τῆς ἀπωλείας τὸ βάραθρον; Ἡ δὲ
μαρτυρία ἡ λέγουσα ὡς Ὁ ὄφις ἦν φρονιμώτερος πάντων
τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ποίαν ὑπερβολὴν γέλωτος
οὐκ ἐργάζεται τοῖς τὰ θεῖα μὴ δεχομένοις ὡς θεῖα;
Ὅθεν ἡμῖν Κελσοὶ τινὲς καὶ Ἰουλιανοὶ καὶ Πορφύριοι
παρετάξαντο. Φρόνησις γὰρ μία οὖσα τῶν ἀρετῶν, ἀν-
θρώπῳ ἂν εἰκότως κατορθωθήσεται, καὶ τοῦτο μόλις,
εἴπερ κατὰ Σολομῶντα βρίθει τὸ γεῶδες σκῆνος νοῦν
πολυφρόντιδα, καὶ μόλις εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ
ἐν ποσὶν εὑρίσκομεν μετὰ πόνου· θηρίον δὲ ἄλογον,
πῶς φρόνησιν ἕξει τοιαύτην, καὶ κατὰ λογικῶν λογικῶς
δολιεύσεται;
 Εἶτα πάλιν· ἐὰν ἀκούσῃ ὡς ὁ Κάϊν φονεύσας τὸν
Ἄβελ στένει καὶ τρέμειν κατεδικάσθη, καὶ μετ' ὀλίγον,  
τοῦτον ἐκεῖνον ἴδῃ τεκνοποιοῦντα τὸν Κάϊν, καὶ κτίζοντα
πόλιν, καὶ τὴν πόλιν καλοῦντα ἐπ' ὀνόματι τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ, πῶς ὡς θείων τῶν λεγομένων ὁ τοιοῦτος ἀνέ-
ξεται; Τὸ μὲν γὰρ τεκνοποιῆσαι ἐν τῷ πάθει τὸν Κάϊν,
1070

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 6, line 163

καρδίας μὴ νυστάξας τοῖς ὄμμασι, μὴ δὲ τὰ βλέφαρα


μύσας τοῦ πνεύματος, ἤκουσε τοῖς ὠσὶ τῆς διανοίας τὸν
τόπον τὸν Ἐφραθᾶ εἶναι τὸ τῆς σωτηρίας χωρίον.
ἢ δείξει πᾶς ὁ βουλόμενος ἐν τῇ Βηθλεὲμ τόπον ἢ
σκήνωμα ἕτερον τῷ θεῷ γενόμενον παρὰ τὸ τῆς ἐν-
σάρκου παρουσίας μυστήριον, καὶ τότε εἴπερ ἐθέλει, μὴ
πιστευέτω, μᾶλλον δὲ μὴ δὲ τότε ἀπιστείτω τῷ πνεύματι.
Εἰ γάρ τις θελήσει Ἑβραϊκῶς ἐκλαβεῖν τὰ ὑπὸ τοῦ
Δαυῒδ προλεγόμενα, καὶ εἴποι ὅτι περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ
ἐν Ἱεροσολύμοις ἦν τὰ προφητευόμενα, ὃν ὕστερον ὁ
Σολομὼν ᾠκοδόμησεν, ἴστω ψευδόμενος ἑαυτόν, τὴν ἀλή-
θειαν κρύψαι μὴ δ' ὅλως δυνάμενος. Ὁ γὰρ τόπος ἐν
ᾧ ὁ ναὸς ᾠκοδομεῖτο, τὰ Ἱεροσόλυμα λέγω, τοῦ Βενιαμὶν
γέγονε πόλις καὶ οὐχὶ τοῦ Ἰούδα, καὶ ἄλλος κλῆρος
ὁ τοῦ Ἰούδα καθέστηκε καὶ ὁ τοῦ Βενιαμὶν ἕτερος, καὶ
οὐκ ἄν ποτε Ἐφραθᾶ εὑρεθείη τῇ Βηθλεὲμ ὁμωνύμως
πόλις ἀλλόφυλος καὶ τῷ Βενιαμὶν διαφέρουσα, παρὰ
τῇ γραφῇ λεγομένη.
 Ὅτι δὲ Ἐφραθᾶ ἡ Βηθλεὲμ προσηγόρευται, μαθεῖν
ἐστὶν εὐχερῶς ἐκ τῆς βίβλου τῆς Γενέσεως. Φησὶ γὰρ
ἐκεῖ ὅτι Ἀπέθανε δὲ Ῥαχὴλ καὶ ἐτάφη ἐν τῇ ὁδῷ  

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 6, line 322

Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ. Ἔχεις καὶ τούτου κήρυκα τὸν


Ἡσαΐαν φανερώτατον, ἐν οἷς φησί· Χώρα Ζαβουλών,
γῆ Νεφθαλείμ, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, φῶς ἀνέτειλεν ὑμῖν.
Προστίθησι δὲ τούτοις καί τινα εὔλογον αἰτίαν ὁ εὐαγ-
γελιστής, εἰπὼν ὡς διατοῦτο κατῴκησεν Ἰησοῦς ἐν Να-
ζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι
Ναζωραῖος κληθήσεται. Τοῦτο ζητεῖς ποῖος προφήτης
προεῖπεν; Ἄκουε φανερῶς· ὁ Ναζωραῖος ἐκ τῆς Ἑ-
βραΐδος γλώττης εἰς τὴν Ἑλλάδα μεταβαλλόμενος, ἄνθος
ἑρμηνεύεται· ἄνθος τοίνυν ὁ σωτὴρ ἡμῶν καὶ παρὰ
Σολομῶντος ἐν τῷ Ἄσματι τῶν Ἀσμάτων προείρηται,
καὶ παρὰ τῷ Ἡσαΐᾳ γέγραπται. Σολομὼν μὲν γὰρ ὡς
ἐκ προσώπου τοῦ νυμφίου δραματουργῶν τῆς ἀκηράτου
συναφείας τὰ θεῖα μυστήρια, ταῦτα φησὶ πρὸς τὴν νύμφην·
Ἐγὼ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν κοιλάδων, Ἡσαΐας
δὲ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ Ἰεσσαὶ ἀναβαῖνον τῷ πνεύματι
προτεθέαται· ἐφ' ὃν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῦ θεοῦ ἀνα-
παύεσθαι γέγραφεν.
 Ἐκεῖθεν τὸν Ἰωάννην εἰσάγουσιν οἱ τὸ καθ' ἡμᾶς
γράψαντες εὐαγγέλιον ἐν τῇ ἑρήμῳ τῆς Ἰουδαίας κη-
ρύσσοντα μετάνοιαν καὶ βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
1071

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 6, line 323

Ἡσαΐαν φανερώτατον, ἐν οἷς φησί· Χώρα Ζαβουλών,


γῆ Νεφθαλείμ, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, φῶς ἀνέτειλεν ὑμῖν.
Προστίθησι δὲ τούτοις καί τινα εὔλογον αἰτίαν ὁ εὐαγ-
γελιστής, εἰπὼν ὡς διατοῦτο κατῴκησεν Ἰησοῦς ἐν Να-
ζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι
Ναζωραῖος κληθήσεται. Τοῦτο ζητεῖς ποῖος προφήτης
προεῖπεν; Ἄκουε φανερῶς· ὁ Ναζωραῖος ἐκ τῆς Ἑ-
βραΐδος γλώττης εἰς τὴν Ἑλλάδα μεταβαλλόμενος, ἄνθος
ἑρμηνεύεται· ἄνθος τοίνυν ὁ σωτὴρ ἡμῶν καὶ παρὰ
Σολομῶντος ἐν τῷ Ἄσματι τῶν Ἀσμάτων προείρηται,
καὶ παρὰ τῷ Ἡσαΐᾳ γέγραπται. Σολομὼν μὲν γὰρ ὡς
ἐκ προσώπου τοῦ νυμφίου δραματουργῶν τῆς ἀκηράτου
συναφείας τὰ θεῖα μυστήρια, ταῦτα φησὶ πρὸς τὴν νύμφην·
Ἐγὼ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν κοιλάδων, Ἡσαΐας
δὲ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης τοῦ Ἰεσσαὶ ἀναβαῖνον τῷ πνεύματι
προτεθέαται· ἐφ' ὃν τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῦ θεοῦ ἀνα-
παύεσθαι γέγραφεν.
 Ἐκεῖθεν τὸν Ἰωάννην εἰσάγουσιν οἱ τὸ καθ' ἡμᾶς
γράψαντες εὐαγγέλιον ἐν τῇ ἑρήμῳ τῆς Ἰουδαίας κη-
ρύσσοντα μετάνοιαν καὶ βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
Φησὶ γάρ· Τότε παραγίνεται Ἰωάννης ἐν τῇ ἑρήμῳ

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno) Ch. 8, line 258

πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με, καὶ Ἡσαΐας δὲ


προεθέσπισεν ὅτι Κύνες εἰσὶν ἐννεοί, οὐ δυνάμενοι ὑλα-
κτεῖν. Αὐτὸς δὲ ὡς πρόβατον ἤγετο, καὶ ὡς ἀμνὸς
ἐναντίον τοῦ κείροντος ἄφωνος οὕτως οὐκ ἀνοίγων τὸ
στόμα αὐτοῦ.
 Περιβάλλουσι δὲ καὶ χλαμύδα κοκκίνην τὸν κύριον,
καὶ στέφανον ἐξ ἀκανθῶν τῇ κεφαλῇ τοῦ σωτῆρος
ἐπιτιθέασι. Ἀλλ' οὐδὲ τοῦτο τοῖς πάλαι σεσίγηται· εὑ-
ρίσκει γὰρ ὁ ζητῶν ἐν τῇ βίβλῳ τοῦ Ἄσματος τοῦ τε-
λεσθέντος ὕστερον τὴν προαναφώνησιν· Θυγατέρες γάρ
φησι Σιών, ἐξέλθατε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σολομών,
ἐν τῷ στεφάνῳ ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ
ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ, καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης
καρδίας αὐτοῦ.
 Μάστιγας ἐντεῦθεν λαμβάνει ὁ κύριος ὁ εἰπὼν διὰ
Ἡσαΐου· Τὸν νῶτον μου δέδωκα εἰς μάστιγας, τὰς δὲ  
σιαγόνας μου εἰς ῥαπίσματα, τὸ δὲ πρόσωπόν μου οὐκ
ἀπέστρεψα ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων· καὶ κύριος
1072

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno)
Ch. 10, line 115

τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ τὸ μυστήριον. Ἔχει γὰρ οὕτως·


Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ἅδου τὴν ψυχήν μου, ἔσωσάς με
ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον. Ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ
τούτου τοῦ ψαλμοῦ ἡ ἐπιγραφὴ ὑπὲρ τοῦ ἐγκαινισμοῦ
τοῦ οἴκου τῷ Δαυῒδ ἐπιγέγραπται, πευστέον τὸν ἐκ
περιτομῆς ποίου οἴκου ἐγκαινισμὸν ὁ Δαυῒδ πεποίηκεν
ὑπὲρ οὗ τὸν ψαλμὸν γέγραφε τοῦτον. Ἤκουσε τοῦ θεοῦ
εἰπόντος αὐτῷ· Οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον. Ποῖον
οὖν οἶκον Δαυῒδ οἰκοδομήσας τὸν ψαλμὸν τοῦτον ἐγ-
καινίοις ἀνέθετο; Καὶ εἰ φαῖεν ὅτι προφητικῶς περὶ τῶν
ἐγκαινίων τοῦ οἴκου οὗ Σολομὼν ᾠκοδόμησεν ὕστερον
ὁ ψαλμὸς ἐπιγέγραπται, λεκτέον αὐτοῖς· ‘Καὶ ποίαν πρὸς
τὸν ἐγκαινισμὸν ἐκεῖνον τοῦ οἴκου φέρειν δύναται ἔμ-
φασιν τὸ Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ἅδου τὴν ψυχήν μου,
ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον;’ Ἀλλὰ
δηλονότι ἐγκαινισμὸς τοῦ οἴκου κυρίου, ἥτις ἐστὶν ἐκκλη-
σία θεοῦ ζῶντος, ἡ τῆς ἀναστάσεως ἡμέρα ἐστὶ τὲ καὶ
λέγεται, περὶ ἧς καὶ ὁ ψαλμὸς καλῶς ἐπιγέγραπται. Εἰ
δὲ οἶκον κυρίου καὶ τὴν σάρκα ἐκλάβοις τὴν θείαν, ἣν
ἀναστήσας ἐκ νεκρῶν ἀνεκαίνισεν, οὐκ ἂν σφαλείης τοῦ
πρέποντος.

Anonymus Dialogus Cum Judaeis, Anonymus dialogus cum Judaeis (e cod.


Vatoped. 236) (olim sub auctore Joanne Damasceno)
Ch. 11, line 123

αὐτοῦ, ὡς εἰ ἔλεγε· ‘Κἀμὲ καὶ τὸ πνεῦμα κύριος ἐξα-


πέσταλκεν.’ Οὐ γὰρ οὕτω νοητέον ὅτι Χριστὸς λέγει·
’Κύριος καὶ τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἀπεστάλκασί με’, ἀλλ' ὅτι
’Ὁ πατὴρ ἀπέσταλκέ με τὸν υἱὸν αὐτοῦ πρότερον, καὶ
τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπέσταλκε δεύτερον.’
 Τοῦτο καὶ ὁ Ἰωὴλ προδηλῶν, προφητεύει ὡς ἐκ προ-
σώπου τοῦ πατρὸς ἢ τοῦ υἱοῦ – λέγεται γὰρ ἀμφό-
τερα – · Ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις λέγει ὁ θεός·
ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ
προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν.
 Εἰ δέ τις καὶ Σολομῶντος τὴν λεγομένην Σοφίαν
προσδέξεται, ταῦτα ἐκεῖ εὑρήσει τῷ θεῷ λεγόμενα· Μόλις
εἰκάζομεν τὰ ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ ἐν ποσὶν εὑρίσκομεν μετὰ
πόνου· τὰ δὲ ἐν οὐρανοῖς, τίς ἐξιχνιάσειεν; Βουλήν σου
τίς ἔγνω, εἰ μὴ σὺ ἔδωκας σοφίαν καὶ ἔπεμψας τὸ
ἅγιον πνεῦμα ἀπὸ ὑψίστων; Καὶ οὕτως διωρθώθησαν
αἱ τρίβοι τῶν ἐπὶ γῆς, καὶ τὰ ἀρεστά σοι ἐδιδάχθησαν
1073

Joannes Philoponus Phil., De opificio mundi P. 135, line 20

τὸ πνεῦμα. πάντες οἱ χείμαρροι πορεύονται εἰς τὴν


θάλασσαν καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔσται ἐμπιπλαμένη. εἰς
τὸν τόπον, οὗ οἱ χείμαρροι πορεύονται, ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπι-
στρέψουσι τοῦ πορευθῆναι’. ταῦτα ὑπαναγνόντες ‘ἰδού’
φασίν ‘οὐκ εἶπε δύνοντα τὸν ἥλιον ὑπὸ γῆν φέρεσθαι,
ἀλλ' ἐκ τῶν νοτιωτέρων, ἐξ ὧν ἀνατέλλει, κυκλεῖν ἐπὶ
τὰ βόρεια κἀκεῖθεν εἰς τὸν αὐτοῦ τόπον ἕλκειν τὸν
ἀνατολικόν τε καὶ νότιον’. ἐγὼ δὲ τὸν λόγον μικρὸν
ἄνωθεν ἐξετάσω, συντελοῦν ἡμῖν τοῦτο πρὸς τὸ ζη-
τούμενον.
 Ἠθικώτερον τῷ Σολομῶντι τὸ βιβλίον, οὐ φυσικῶς,
διεσκεύασται τοῦτο, ὡς ἂν τὴν περὶ τὰ αὐτὰ ματαίαν
τῶν ἀνθρώπων παύσῃ σπουδὴν ὡς μηδὲν καινότερον
ἐν μηδενὶ δυναμένων ἐπινοεῖν, ἵνα προσκορεῖς λοιπὸν
γένωνται περὶ τὰ αὐτὰ στρεφόμενοι· διὸ καί ‘ματαιό-
της ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης’ προοιμιάσατο·
μάταιον γὰρ ἡ τῶν αὐτῶν εἰς μηδὲν χρήσιμον πολλά-
κις ἐπανακύκλησις. ἐκ δὲ τῆς αὐτῆς ἀεὶ περὶ τὸν βίον  
σπουδῆς ἐκτείνει τὸν λόγον καὶ ἐπὶ τὰ τῆς φύσεως
ἔργα, ὡς οὐδὲ ἐπὶ τούτων γίνεταί τι καινότερον, ἀλλ'
ἐκ τῶν αὐτῶν εἰς τὰ αὐτὰ πάντων ἡ ἐπάνοδος γίνεται.

Joannes Philoponus Phil., De opificio mundi P. 295, line 28

ἐφ' ἑκάστῳ· ‘καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν’ νύττει καὶ


διεγείρει τὴν ἑκάστου ψυχὴν εἰς κατανόησιν τῶν γενο-
μένων, τί τὸ ἐν ἑκάστῳ καλὸν ὑπάρχει καὶ ἀγαθόν·
οὐ γὰρ ἂν καὶ αὐτῷ τῷ θεῷ καλὸν ἐφαίνετο μὴ
μεγίστην ἔχον τοῦ κάλλους ὑπερβολήν. διὸ καὶ θεῷ
τὴν τούτου κρίσιν ἀνέπεμψε Μωϋσῆς· οὐ γὰρ ἀξιό-
χρεως εἶναι ἐδόκει ἑαυτῷ προστιθεὶς τῶν γενομένων
τὸν ἔπαινον. ἐκ δὲ τῆς τοῦ θεοῦ κρίσεως, ὡς εἴη
καλά, πίστιν ταῖς ψυχαῖς ἐντίθησιν ἀναμφίλεκτον τῆς
ἑκάστου μεγαλειότητος καὶ τοῖς μήπω συνεωρακόσι
τοὺς λόγους, δι' οὓς γέγονεν, ὡς λοιπὸν τὸ Σολομών-
τειον ἐκεῖνο συμβαίνειν, ἐκ μεγέθους καὶ καλλονῆς  
κτισμάτων ἀναλόγως τὸν γενεσιουργὸν αὐτῶν πᾶσι
θεωρεῖσθαί τε καὶ εἰς ὕμνον αὐτοῦ διεγείρεσθαι πάντας.
 Ἐφ' ἑκάστου τοίνυν τῶν γενομένων ὁ προφήτης
εἰπών· ‘καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν’ ἐπὶ τῇ συμπλη-
ρώσει πάντων κοινὸν ἐπιφέρει μετ' ἐπιτάσεως πᾶσι τὸν
ἔπαινον·
1074

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 2, Ch. 3, sec. 27, line 2

καὶ τὸ μὲν βρέγμα ὅλον ἀφείλετο, τοῦ δὲ ὀστέου ὁ


σίδηρος οὐδαμῆ ἥψατο. καὶ ὁ μὲν Σίττας ἔτι μᾶλλον
ἢ πρότερον πρόσω ἤλαυνεν, Ἀρταβάνης δὲ Ἰωάννου
παῖς Ἀρσακίδης ὄπισθεν ἐπιπεσὼν καὶ παίσας τῷ δό-
ρατι ἔκτεινεν. οὕτω τε ὁ Σίττας ἐξ ἀνθρώπων
ἠφάνιστο οὐδενὶ λόγῳ, ἀναξίως τῆς τε ἀρετῆς καὶ
τῶν ἐς τοὺς πολεμίους ἀεὶ πεπραγμένων, ἀνὴρ τό τε
σῶμα ἐς ἄγαν καλὸς γεγονὼς καὶ ἀγαθὸς τὰ πολέμια,
στρατηγός τε ἄριστος τῶν καθ' αὑτὸν οὐδενὸς ἥσσων.
τινὲς δέ φασι τὸν Σίτταν οὐ πρὸς τοῦ Ἀρταβάνου
ἀπολωλέναι, ἀλλὰ Σολόμωνα, λίαν ἐν Ἀρμενίοις ἀφανῆ
ἄνδρα, τὸν ἄνθρωπον διαχρήσασθαι.
 Τελευτήσαντος δὲ Σίττα Βούζην βασιλεὺς ἐπὶ τοὺς
Ἀρμενίους ἐκέλευσεν ἰέναι· ὃς ἐπεὶ ἄγχιστά που ἐγέ-
νετο, ἔπεμψε πρὸς αὐτοὺς βασιλεῖ τε καταλλάξειν
Ἀρμενίους ὑποσχόμενος ἅπαντας καὶ ὑπὲρ τούτων ἐς
λόγους οἱ ἐλθεῖν ἀξιῶν τῶν δοκίμων τινάς. οἱ μὲν
οὖν ἄλλοι οὔτε πιστεύειν τῷ Βούζῃ εἶχον οὔτε τοὺς
λόγους ἐνδέχεσθαι τοὺς αὐτοῦ ἤθελον. ἦν δέ τις  
αὐτῷ μάλιστα φίλος ἀνὴρ Ἀρσακίδης, Ἰωάννης ὄνομα,
Ἀρταβάνου πατὴρ, ὃς δὴ τῷ Βούζῃ τότε ἅτε φίλῳ

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 3, Ch. 11, sec. 5, line 2

βάρβαροι κατελέγοντο, ὅσοι οὐκ ἐπὶ τῷ δοῦλοι εἶναι,


ἅτε μὴ πρὸς Ῥωμαίων ἡσσημένοι, ἀλλ' ἐπὶ τῇ ἴσῃ καὶ
ὁμοίᾳ ἐς τὴν πολιτείαν ἀφίκοιντο. φοίδερα γὰρ τὰς
πρὸς τοὺς πολεμίους σπονδὰς καλοῦσι Ῥωμαῖοι. τὸ δὲ
νῦν ἅπασι τοῦ ὀνόματος τούτου ἐπιβατεύειν οὐκ ἐν
κωλύμῃ ἐστὶ, τοῦ χρόνου τὰς προσηγορίας ἐφ' ὧν
τέθεινται ἥκιστα ἀξιοῦντος τηρεῖν, ἀλλὰ τῶν πραγμάτων
ἀεὶ περιφερομένων, ᾗ ταῦτα ἄγειν ἐθέλουσιν ἄνθρω-
ποι, τῶν πρόσθεν αὐτοῖς ὠνομασμένων ὀλιγωροῦντες.
ἄρχοντες δὲ ἦσαν φοιδεράτων μὲν Δωρόθεός τε, ὁ
τῶν ἐν Ἀρμενίοις καταλόγων στρατηγὸς, καὶ Σολόμων,
ὃς τὴν Βελισαρίου ἐπετρόπευε στρατηγίαν· (δομέστι-
κον τοῦτον καλοῦσι Ῥωμαῖοι. ὁ δὲ Σολόμων οὗτος
εὐνοῦχος μὲν ἦν, οὐκ ἐξ ἐπιβουλῆς δὲ ἀνθρώπου τὰ
αἰδοῖα ἐτύγχανεν ἀποτμηθεὶς, ἀλλά τις αὐτῷ τύχη ἐν
σπαργάνοις ὄντι τοῦτο ἐβράβευσε·) καὶ Κυπριανὸς καὶ
Βαλεριανὸς καὶ Μαρτῖνος καὶ Ἀλθίας καὶ Ἰωάννης
καὶ Μάρκελλος καὶ Κύριλλος, οὗ πρόσθεν ἐμνήσθην·
στρατιωτῶν δὲ ἱππέων μὲν Ῥουφῖνός τε καὶ Ἀιγὰν,
ἐκ τῆς Βελισαρίου οἰκίας ὄντες, καὶ Βαρβᾶτος καὶ  
Πάππος, πεζῶν δὲ Θεόδωρος, ὅνπερ Κτεάνον ἐπίκλησιν
1075

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 3, Ch. 11, sec. 6, line 1

ὁμοίᾳ ἐς τὴν πολιτείαν ἀφίκοιντο. φοίδερα γὰρ τὰς


πρὸς τοὺς πολεμίους σπονδὰς καλοῦσι Ῥωμαῖοι. τὸ δὲ
νῦν ἅπασι τοῦ ὀνόματος τούτου ἐπιβατεύειν οὐκ ἐν
κωλύμῃ ἐστὶ, τοῦ χρόνου τὰς προσηγορίας ἐφ' ὧν
τέθεινται ἥκιστα ἀξιοῦντος τηρεῖν, ἀλλὰ τῶν πραγμάτων
ἀεὶ περιφερομένων, ᾗ ταῦτα ἄγειν ἐθέλουσιν ἄνθρω-
ποι, τῶν πρόσθεν αὐτοῖς ὠνομασμένων ὀλιγωροῦντες.
ἄρχοντες δὲ ἦσαν φοιδεράτων μὲν Δωρόθεός τε, ὁ
τῶν ἐν Ἀρμενίοις καταλόγων στρατηγὸς, καὶ Σολόμων,
ὃς τὴν Βελισαρίου ἐπετρόπευε στρατηγίαν· (δομέστι-
κον τοῦτον καλοῦσι Ῥωμαῖοι. ὁ δὲ Σολόμων οὗτος
εὐνοῦχος μὲν ἦν, οὐκ ἐξ ἐπιβουλῆς δὲ ἀνθρώπου τὰ
αἰδοῖα ἐτύγχανεν ἀποτμηθεὶς, ἀλλά τις αὐτῷ τύχη ἐν
σπαργάνοις ὄντι τοῦτο ἐβράβευσε·) καὶ Κυπριανὸς καὶ
Βαλεριανὸς καὶ Μαρτῖνος καὶ Ἀλθίας καὶ Ἰωάννης
καὶ Μάρκελλος καὶ Κύριλλος, οὗ πρόσθεν ἐμνήσθην·
στρατιωτῶν δὲ ἱππέων μὲν Ῥουφῖνός τε καὶ Ἀιγὰν,
ἐκ τῆς Βελισαρίου οἰκίας ὄντες, καὶ Βαρβᾶτος καὶ  
Πάππος, πεζῶν δὲ Θεόδωρος, ὅνπερ Κτεάνον ἐπίκλησιν
ἐκάλουν, καὶ Τερέντιός τε καὶ Ζάϊδος καὶ Μαρκιανὸς
καὶ Σάραπις. Ἰωάννης δέ τις ἐξ Ἐπιδάμνου

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 3, Ch. 11, sec. 9, line 2

σπαργάνοις ὄντι τοῦτο ἐβράβευσε·) καὶ Κυπριανὸς καὶ


Βαλεριανὸς καὶ Μαρτῖνος καὶ Ἀλθίας καὶ Ἰωάννης
καὶ Μάρκελλος καὶ Κύριλλος, οὗ πρόσθεν ἐμνήσθην·
στρατιωτῶν δὲ ἱππέων μὲν Ῥουφῖνός τε καὶ Ἀιγὰν,
ἐκ τῆς Βελισαρίου οἰκίας ὄντες, καὶ Βαρβᾶτος καὶ  
Πάππος, πεζῶν δὲ Θεόδωρος, ὅνπερ Κτεάνον ἐπίκλησιν
ἐκάλουν, καὶ Τερέντιός τε καὶ Ζάϊδος καὶ Μαρκιανὸς
καὶ Σάραπις. Ἰωάννης δέ τις ἐξ Ἐπιδάμνου ὁρμώ-
μενος, ἣ νῦν Δυρράχιον καλεῖται, τοῖς τῶν πεζῶν
ἡγεμόσιν ἅπασιν ἐφειστήκει. τούτων ἁπάντων Σολό-
μων μὲν ἑῷος ἐτύγχανεν ὢν ἐκ τῆς Ῥωμαίων ἐσχατιᾶς
αὐτῆς, οὗ νῦν πόλις οἰκεῖται Δάρας, Ἀιγὰν δὲ ἦν
Μασσαγέτης γένος, οὓς νῦν Οὔννους καλοῦσιν. οἱ
δὲ λοιποὶ σχεδόν τι ἅπαντες τὰ ἐπὶ τῆς Θρᾴκης χωρία
ᾤκουν. εἵποντο δὲ αὐτοῖς Ἔρουλοι τετρακόσιοι, ὧν
Φάρας ἦρχε, καὶ ξύμμαχοι βάρβαροι ἑξακόσιοι μάλιστα
ἐκ τοῦ Μασσαγετῶν ἔθνους, ἱπποτοξόται πάντες· ὧν
δὴ ἡγοῦντο Σιννίων τε καὶ Βάλας, ἀνδρίας τε καὶ καρτερίας
ἐς ἄκρον ἥκοντε. ναῦς δὲ ἡ σύμπασα στρατιὰ πεντακο-
σίας ἦγε, καὶ αὐτῶν οὐδεμία πλέον ἢ κατὰ μυριάδας
πέντε μεδίμνων φέρειν οἵα τε ἦν, οὐ μὴν οὐδὲ ἔλασσον
1076

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 3, Ch. 24, sec. 19, line 5

πράγματα, οὐδὲν μέντοι ἀμφὶ Καρχηδόνι ἐν νῷ ἔχον-


τες, ἐς αὐτὴν ἔπλεον. ἀγχοῦ τε αὐτῆς καταπλεύσαντες
καὶ Ῥωμαίοις στρατιώταις περιτυχόντες ἐνεχείρισαν
σφᾶς αὐτοὺς ὅ τι βούλοιντο χρῆσθαι. ὅθεν ἐς τὸν
στρατηγὸν ἀπαχθέντες καὶ τὸν πάντα λόγον ἀγγεί-
λαντες ἔπαθον οὐδὲν πρὸς ἐκείνου κακόν. ταῦτα μὲν
οὖν οὕτω γενέσθαι τετύχηκε. Κύριλλος δὲ, Σαρδοῦς
τε ἀγχοῦ γενόμενος καὶ τὰ τῷ Γώδᾳ ξυμπεσόντα
ἀκούσας, ἐς Καρχηδόνα ἔπλει, ἔνθα τό τε Ῥωμαίων
στράτευμα καὶ Βελισάριον εὑρὼν νενικηκότας ἡσύχαζε·
καὶ Σολόμων παρὰ βασιλέα, ὅπως ἀγγείλῃ τὰ πεπραγ-
μένα, ἐστέλλετο.
 Γελίμερ δὲ ἐπεὶ ἐν πεδίῳ Βούλλης ἐγεγόνει,
ὅπερ εὐζώνῳ ἀνδρὶ τεσσάρων ἡμερῶν ὁδῷ Καρχηδόνος
διέχει, οὐ πολλῷ ἄποθεν τῶν Νουμιδίας ὁρίων, ἐν-
ταῦθα Βανδίλους τε ξύμπαντας ἤγειρε καὶ εἴ τί οἱ
φίλιον ἐν Μαυρουσίοις ἐτύγχανεν ὄν. ὀλίγοι μέντοι
Μαυρούσιοι αὐτῷ ἀφίκοντο ἐς ξυμμαχίαν, καὶ οὗτοι
παντάπασιν ἄναρχοι. ὅσοι γὰρ ἔν τε Μαυριτανίᾳ καὶ
Νουμιδίᾳ καὶ Βυζακίῳ Μαυρουσίων ἦρχον, πρέσβεις
ὡς Βελισάριον πέμψαντες δοῦλοί τε βασιλέως

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 8, sec. 4, line 1

Βανδίλους διήνεγκαν. τοῦτο γὰρ εἴτε τύχῃ εἴτε τινὶ


ἀρετῇ γέγονε, δικαίως ἄν τις αὐτὸ ἀγασθείη. ἐγὼ δὲ
ὅθενπερ ἐξέβην ἐπάνειμι.  
 Ὁ μὲν οὖν Βανδιλικὸς πόλεμος ἐτελεύτα ὧδε.
ὁ δὲ φθόνος, οἷα ἐν μεγάλῃ εὐδαιμονίᾳ φιλεῖ γίγνε-
σθαι, ᾤδαινεν ἤδη ἐς Βελισάριον, καίπερ αὐτῷ οὐδε-
μίαν παρέχοντα σκῆψιν. τῶν γὰρ ἀρχόντων τινὲς διέ-
βαλον αὐτὸν ἐς βασιλέα, τυραννίδα αὐτῷ οὐδαμόθεν
προσήκουσαν ἐπικαλοῦντες. βασιλεὺς δὲ ταῦτα μὲν
ἐς τὸ πᾶν οὐκ ἐξήνεγκεν, ἢ τὴν διαβολὴν ἐν ὀλιγωρίᾳ
ποιησάμενος, ἢ καὶ βέλτιον αὐτῷ ἐνομίσθη. Σολόμωνα
δὲ πέμψας αἵρεσιν Βελισαρίῳ παρέσχετο ἑλέσθαι ὁπο-
τέραν ἂν αὐτῷ βουλομένῳ εἴη, πότερα ξὺν Γελίμερί
τε καὶ Βανδίλοις ἐς Βυζάντιον ἥκειν, ἢ αὐτοῦ μένοντι
ἐκείνους στεῖλαι. ὁ δὲ (οὐ γὰρ ἔλαθον αὐτὸν οἱ
ἄρχοντες τὴν τυραννίδα ἐπενεγκόντες) ἐς Βυζάντιον
ἀφικέσθαι ἠπείγετο, ὅπως δὴ τήν τε αἰτίαν ἐκλύσηται
καὶ τοὺς διαβαλόντας μετελθεῖν δύνηται. ὅτῳ δὲ
τρόπῳ τὴν τῶν κατηγόρων πεῖραν ἔμαθεν, ἐρῶν ἔρχο-
μαι. ὅτε δὴ τὴν διαβολὴν τήνδε ποιεῖσθαι οἱ δια-
βαλόντες ἤθελον, δείσαντες μὴ σφίσιν ὁ τὴν ἐπιστολὴν
1077

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 8, sec. 23, line 2

μενοι ἅπασαν κακοῦ ἰδέαν ἐς τοὺς Λίβυας ἐπεδείξαντο.


οἱ γὰρ στρατιῶται ὀλίγοι τε ἐν ἑκάστῃ ἐσχατιᾶς χώρᾳ
καὶ ἔτι ἀπαράσκευοι ὄντες, καταθέουσιν οὐκ ἂν εἶχον  
πανταχόσε τοῖς βαρβάροις ἀνθίστασθαι, οὐδὲ τὰς
ἐπεκδρομὰς συχνάς τε καὶ οὐκ ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς γινο-
μένας διακωλύσειν. ἀλλ' ἄνδρες μὲν οὐδενὶ κόσμῳ
ἐκτείνοντο, γυναῖκες δὲ σὺν παισὶν ἐν ἀνδραπόδων
λόγῳ ἐγίνοντο, τά τε χρήματα ἐκ πάσης ἐσχατιᾶς ἤγετο
καὶ φυγῆς ἡ χώρα ξύμπασα ὑπεπίμπλατο. ταῦτα Βε-
λισαρίῳ ἤδη που ἀναγομένῳ ἠγγέλλετο. καὶ αὐτὸς
μὲν ἀναστρέφειν οὐκέτι εἶχε, Σολόμωνι δὲ διέπειν τὸ
Λιβύης κράτος παρείχετο, ἀπολέξας καὶ τῶν ὑπασπιστῶν
τε καὶ δορυφόρων τῶν αὑτοῦ μέρος τὸ πλεῖστον,
ὥστε Σολόμωνι ἑπομένους Μαυρουσίων ὅτι τάχιστα
τοὺς ἐπαναστάντας τῆς ἐς Ῥωμαίους ἀδικίας σὺν προ-
θυμίᾳ πολλῇ τίσασθαι. καὶ βασιλεὺς δὲ στρατιὰν
ἄλλην Σολόμωνι ἔπεμψε, ξὺν Θεοδώρῳ τε τῷ ἐκ Καππα-
δοκίας καὶ Ἰλδίγερι· ὃς δὴ Ἀντωνίνης γαμβρὸς τῆς
Βελισαρίου γυναικὸς ἦν. ἐπειδὴ δὲ τῶν ἐπὶ Λιβύης
χωρίων τοὺς φόρους οὐκέτι ἦν ἐν γραμματείοις τεταγμέ-
νους εὑρεῖν, ᾗπερ αὐτοὺς ἀπεγράψαντο ἐν τοῖς ἄνω

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 11, sec. 20, line 1

καὶ γυναῖκας μὲν ξὺν τοῖς παισὶ κατέθεντο τοῦ κύκλου


ἐντός· (τοῖς γὰρ Μαυρουσίοις καὶ γυναῖκας ὀλίγας ξὺν
τοῖς παισὶν ἐς παράταξιν ἐπάγεσθαι νόμος, αἵπερ
αὐτοῖς χαρακώματά τε καὶ καλύβας ποιοῦσι, καὶ ἱππο-
κομοῦσιν ἐμπείρως, καὶ τῶν τε καμήλων τῆς τε τρο-
φῆς ἐπιμελοῦνται· καὶ θήγουσαι τὰ τῶν ὅπλων σιδήρια
πολλοὺς σφίσι παραιροῦνται τῶν ἐν ταῖς παρατάξεσι
πόνων·) αὐτοὶ δὲ πεζοὶ ἐς μέσους τῶν καμήλων τοὺς
πόδας ἵσταντο, ἀσπίδας τε καὶ ξίφη ἔχοντες καὶ
δοράτια, οἷς ἀκοντίζειν εἰώθασι. τινὲς δὲ αὐτῶν ἐν
τοῖς ὄρεσιν ἔχοντες τοὺς ἵππους ἡσύχαζον. Σολόμων
δὲ τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ Μαυρουσίων κύκλου, ὃ πρὸς τῷ
ὄρει ἐτύγχανεν ὂν, ἀφῆκεν, οὐδένα ἐνταῦθα καταστη-
σάμενος. ἔδεισε γὰρ μὴ κατιόντες τε οἱ ἐν τῷ ὄρει
πολέμιοι καὶ οἱ ἐν τῷ κύκλῳ ἐπιστρεφόμενοι ἀμφι-  
βόλους ἐν τῇ παρατάξει τοὺς ἐκείνῃ ταττομένους ποιή-
σωνται. ἐς δὲ τοῦ κύκλου τὸ λειπόμενον ὅλον ἀντι-
τάξας τὸ στράτευμα, ἐπειδὴ αὐτῶν τοὺς πολλοὺς εἶδε
πεφοβημένους τε καὶ ἀθαρσοῦντας, διὰ τὰ ἐς Ἀιγάν
τε καὶ Ῥουφῖνον ξυνενεχθέντα, βουλόμενος ὑπόμνη
1078

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 11, sec. 36, line 5

“μίοις οἷαί τέ εἰσι καὶ πληγεῖσαι, ὡς τὸ εἰκὸς, μεί-


“ζονος ταραχῆς τε καὶ ἀταξίας αἴτιαι τούτοις γενή-
“σονται. καὶ τὸ προπετὲς, ὃ διὰ τὸ πρότερον
“εὐημερῆσαι οἱ πολέμιοι κέκτηνται, ὑμῖν συναγωνιεῖ-
“σθαι ξυμβήσεται. τόλμα γὰρ τῇ μὲν δυνάμει ξυμμε-
“τρουμένη τάχα τι καὶ τοὺς αὐτῇ χρωμένους ὀνήσει,
“ὑπεραίρουσα δὲ ταύτην ἐς κίνδυνον ἄγει· ὧν ἐνθυ-
“μούμενοι καὶ τῶν πολεμίων καταφρονοῦντες σιγήν
“τε καὶ κόσμον ἀσκεῖτε· τούτων γὰρ ἐπιμελούμενοι
“ῥᾷόν τε καὶ ἀπονώτερον τῆς τῶν βαρβάρων ἀκοσμίας
“κρατήσομεν.” ταῦτα μὲν Σολόμων εἶπεν.
 Οἱ δὲ τῶν Μαυρουσίων ἄρχοντες ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ
τοὺς βαρβάρους καταπεπληγμένους τὴν τῶν Ῥωμαίων  
εὐκοσμίαν εἶδον, βουλόμενοι αὐτῶν τὸ πλῆθος ἐπὶ τὸ
θαρσεῖν αὖθις ἀντικαθιστάναι, τοιάδε παρεκελεύσαντο
“Ὡς μὲν ἀνθρώπεια Ῥωμαῖοι σώματα ἔχουσι καὶ οἷα
“σιδήρῳ πλησσόμενα εἴκειν μεμαθήκαμεν, ὦ ξυστρα-
“τιῶται, οἷς αὐτῶν ἔναγχος τοὺς πάντων ἀρίστους πὴ μὲν
“καταχωσθέντας τοῖς δόρασι τοῖς ἡμετέροις ἐκτείναμεν,
“πὴ δὲ ἁρπάσαντες δορυαλώτους ἡμῶν αὐτῶν πεποιή-
“μεθα. τούτων δὲ τοιούτων ὄντων, ὡς καὶ νῦν αὐτῶν

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 11, sec. 50, line 1

 Τοσαῦτα καὶ οἱ Μαυρουσίων ἄρχοντες παρακελευ-


σάμενοι τῆς ξυμβολῆς ἦρχον. καὶ τὰ μὲν πρῶτα
πολλὴ ἀκοσμία ἐς τὸ Ῥωμαίων στράτευμα ἐγεγόνει.
οἱ γὰρ ἵπποι αὐτοῖς τῇ τε κραυγῇ καὶ τῇ ὄψει τῶν
καμήλων ἀχθόμενοι ἀνεχαιτίζοντό τε καὶ ἀπορριπτοῦν-
τες τοὺς ἐπιβάτας οὐδενὶ κόσμῳ οἱ πλεῖστοι ἔφευγον.
καὶ ἐν τούτῳ ἐπεκδρομὰς ποιούμενοι οἱ Μαυρούσιοι
καὶ τὰ δοράτια, ὅσα σφίσιν ἐν ταῖς χερσὶν ἦν, ἀκον-
τίζοντες, θορύβου τε αὐτῶν ἐμπίπλασθαι τὸ στράτευμα
ἐποίουν καὶ οὔτε ἀμυνομένους οὔτε ἐν τάξει μένοντας
ἔπλησσον. ὕστερον δὲ Σολόμων, κατιδὼν τὰ πρασσό-
μενα, ἔκ τε τοῦ ἵππου ἀποθρώσκει πρῶτος καὶ τοὺς
ἄλλους ἅπαντας ἐς τοῦτο ἐνάγει. καὶ ἐπειδὴ ἀπέβη-
σαν, τοῖς μὲν ἄλλοις ἐνετέλλετο ἡσυχάζουσι καὶ τὰς
ἀσπίδας προβαλλομένοις δεχομένοις τε τὰ παρὰ τῶν
πολεμίων πεμπόμενα ἐν τῇ τάξει μένειν· αὐτὸς δὲ
στρατιώτας οὐχ ἧσσον ἢ πεντακοσίους ἐπαγόμενος ἐς
τὴν τοῦ κύκλου ἐπέσκηψε μοῖραν. οὓς δὴ τὰ ξίφη
ἀνελομένους ἐκέλευε τὰς καμήλους, αἳ ταύτῃ εἱστήκε-  
σαν, κτείνειν. τότε Μαυρούσιοι μὲν, ὅσοι ἐκείνῃ ἐτε-
τάχατο, ἐς φυγὴν ὥρμηντο, οἱ δὲ ξὺν τῷ Σολόμωνι
1079

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 11, sec. 53, line 2

ἔπλησσον. ὕστερον δὲ Σολόμων, κατιδὼν τὰ πρασσό-


μενα, ἔκ τε τοῦ ἵππου ἀποθρώσκει πρῶτος καὶ τοὺς
ἄλλους ἅπαντας ἐς τοῦτο ἐνάγει. καὶ ἐπειδὴ ἀπέβη-
σαν, τοῖς μὲν ἄλλοις ἐνετέλλετο ἡσυχάζουσι καὶ τὰς
ἀσπίδας προβαλλομένοις δεχομένοις τε τὰ παρὰ τῶν
πολεμίων πεμπόμενα ἐν τῇ τάξει μένειν· αὐτὸς δὲ
στρατιώτας οὐχ ἧσσον ἢ πεντακοσίους ἐπαγόμενος ἐς
τὴν τοῦ κύκλου ἐπέσκηψε μοῖραν. οὓς δὴ τὰ ξίφη
ἀνελομένους ἐκέλευε τὰς καμήλους, αἳ ταύτῃ εἱστήκε-  
σαν, κτείνειν. τότε Μαυρούσιοι μὲν, ὅσοι ἐκείνῃ ἐτε-
τάχατο, ἐς φυγὴν ὥρμηντο, οἱ δὲ ξὺν τῷ Σολόμωνι
κτείνουσι καμήλους ἀμφὶ διακοσίας, αὐτίκα τε ὁ
κύκλος, ἐπεὶ αἱ κάμηλοι ἔπεσον, ἐσβατὸς Ῥωμαίοις
ἐγένετο. καὶ αὐτοὶ μὲν δρόμῳ ἐς τὸ τοῦ κύκλου
μέσον ἐχώρουν, ἔνθα αἱ Μαυρουσίων γυναῖκες ἐκάθ-
ηντο· οἱ δὲ βάρβαροι ἐκπεπληγμένοι ἐς τὸ ὄρος,
ὅπερ ἄγχιστα ἦν, ἀποχωροῦσι, φεύγοντάς τε αὐτοὺς
ξὺν πάσῃ ἀκοσμίᾳ ἐπισπόμενοι Ῥωμαῖοι ἔκτεινον. καὶ
λέγονται Μαυρουσίων μύριοι ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ ἀπο-
θανεῖν. γυναῖκές τε πᾶσαι ξὺν τοῖς παισὶν ἐν ἀνδρα-
πόδων λόγῳ ἐγένοντο. καὶ καμήλους οἱ στρατιῶται

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 12, sec. 2, line 1

λέγονται Μαυρουσίων μύριοι ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ ἀπο-


θανεῖν. γυναῖκές τε πᾶσαι ξὺν τοῖς παισὶν ἐν ἀνδρα-
πόδων λόγῳ ἐγένοντο. καὶ καμήλους οἱ στρατιῶται
πάσας, ὅσας οὐκ ἔκτειναν, ἐληίσαντο. οὕτω τε Ῥω-
μαῖοι μὲν ξὺν πάσῃ τῇ λείᾳ ἐς Καρχηδόνα ᾔεσαν, τὴν
ἐπινίκιον ἑορτὴν ἄγοντες.
 Οἱ δὲ βάρβαροι χρώμενοι θυμῷ πανδημεὶ ἐπὶ
Ῥωμαίους αὖθις, οὐδένα σφῶν ἀπολιπόντες, ἐστράτευ-
σαν, καὶ καταθεῖν τὰ ἐν Βυζακίῳ χωρία ἤρξαντο, οὐ-
δεμιᾶς ἡλικίας τῶν σφίσι παραπιπτόντων φειδόμενοι.
ἄρτι τε Σολόμωνι ἐς Καρχηδόνα ἐληλακότι βάρβαροι
πλήθει μεγάλῳ ἐς Βυζάκιον ἐληλυθέναι καὶ ληίζεσθαι
πάντα τὰ ἐκείνῃ ἠγγέλλοντο. ἄρας οὖν κατὰ τάχος
παντὶ τῷ στρατῷ ἐπ' αὐτοὺς ᾔει. γενόμενος δὲ ἐν
Βουργάωνι, ἔνθα οἱ πολέμιοι ἐστρατοπεδεύσαντο, ἡμέ-
ρας μέν τινας ἀντεκάθητο, ὅπως, ἐπειδὰν τάχιστα ἐν
τῷ ὁμαλεῖ γένωνται οἱ Μαυρούσιοι, τῆς ξυμβολῆς  
ἄρχοι. ὡς δὲ ἐκεῖνοι ἐν τῷ ὄρει ἔμενον, διεῖπέ τε ὡς
ἐς μάχην καὶ διεκόσμει τὸ στράτευμα, οἱ δὲ Μαυρούσιοι
ἐς μὲν τὸ πεδίον ἥκιστα Ῥωμαίοις τὸ λοιπὸν ἐς μάχην
1080

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 12, sec. 10, line 1

τὴν μὲν ἄκραν τοῦ ὄρους ἀπέλιπον ἀνδρῶν ἔρημον,


οὐδὲν ἐνθένδε πολέμιον οἰόμενοι σφίσιν ἔσεσθαι· ὁμοίως
δὲ καὶ τὸν ἀμφὶ τὸν πρόποδα χῶρον ἔλιπον, οὗ δὴ
εὐπρόσοδος ὁ Βουργάων ἦν. κατὰ δὲ τὰ μέσα στρα-
τοπεδευσάμενοι ἔμενον, ὅπως, ἢν οἱ πολέμιοι ἐπὶ
σφᾶς ἀνιόντες μάχης ἄρξωσιν, αὐτοὶ ἤδη ὕπερθεν
ἐκείνων γενόμενοι κατὰ κορυφὴν βάλλωσιν. ἦσαν δὲ
αὐτοῖς ἐν τῷ ὄρει καὶ ἵπποι πολλοὶ ἢ ἐς φυγὴν παρ-
εσκευασμένοι, ἢ ἐς τὴν δίωξιν, ἢν τῆς μάχης κρα-
τήσωσι.
 Σολόμων δὲ, ἐπεὶ εἶδε τοὺς Μαυρουσίους οὐκέτι
ἐν τῷ ὁμαλεῖ ἐθέλοντας διαμάχεσθαι, καὶ ἅμα τῇ προς-
εδρείᾳ τὸ Ῥωμαίων στράτευμα ἐν χωρίῳ ἐρήμῳ ἤχθετο,
ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τοῖς πολεμίοις ἐν Βουργάωνι ἠπείγετο.
ἰδὼν δὲ τοὺς στρατιώτας καταπεπληγμένους τῷ τῶν  
ἐναντίων ὁμίλῳ πολυπλασίῳ ἢ ἐν τῇ προτέρᾳ μάχῃ
γεγενημένῳ, ξυγκαλέσας τὸ πλῆθος ἔλεξε τοιάδε “Τὸ
“μὲν δέος, ᾧ πρὸς ὑμᾶς οἱ πολέμιοι χρῶνται, οὐχ
“ἑτέρου του κατηγόρου δεῖται, ἀλλ' αὐτεπάγγελτον
“ἐξελήλεγκται τὴν οἴκοθεν ἐπαγόμενον μαρτυρίαν.
“ὁρᾶτε γὰρ δή που τοὺς ἐναντίους εἰς τόσας μὲν καὶ

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 12, sec. 17, line 1

“οἷς γὰρ τὰ πράγματα καὶ ἡ τῶν πολεμίων ἀσθένεια


“τὸ θαρσεῖν δίδωσιν, οὐδὲν οἶμαι τῆς ἐκ τῶν λόγων
“ὠφελείας προσδεῖ. τοσοῦτον δὲ ὑπομνῆσαι ὑμᾶς
“δεήσει ὡς, ἢν μετὰ εὐψυχίας καὶ τήνδε τὴν ξυμβολὴν
“διενέγκωμεν, λελείψεται ἡμῖν, Βανδίλων τε νενικη-
“μένων καὶ Μαυρουσίων εἰς ταὐτὸ τύχης ἐληλακότων,
“τῶν Λιβύης ἀγαθῶν ἀπόνασθαι πάντων, οὐδὲν ὅ τι
“καὶ πολέμιον ἐννοεῖν ἔχουσιν. ὅπως δὲ μὴ κατὰ
“κορυφὴν ὑμᾶς οἱ πολέμιοι βάλλωσι, μηδέ τι ἐκ τοῦ
“χωρίου ἡμῖν γίγνοιτο βλάβος, ἐγὼ προνοήσω.”
 Τοσαῦτα παρακελευσάμενος Σολόμων, Θεόδωρον
ἐκέλευεν, ὃς τῶν ἐξκουβιτώρων ἡγεῖτο (οὕτω γὰρ τοὺς
φύλακας Ῥωμαῖοι καλοῦσι), πεζοὺς χιλίους ἐπαγαγό-
μενον ἀμφὶ δείλην ὀψίαν ἔχοντά τε καὶ τῶν σημείων  
τινὰ ἐς τὰ πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον τοῦ Βουργάωνος
λάθρα ἀναβῆναι, οὗ μάλιστα δύσοδόν τε τὸ ὄρος καὶ
σχεδόν τι ἀπόρευτον ἦν, ἐπιστείλας ὥστε, ἐπειδὰν
ἄγχι ἐς τὸν τοῦ ὄρους κολωνὸν ἵκωνται, ἐνταῦθα
ἡσυχάζοντας τὸ λοιπὸν διανυκτερεύειν, ἅμα τε ἡλίῳ
ἀνίσχοντι καθύπερθεν φαινομένους τῶν πολεμίων καὶ
τὰ σημεῖα ἐνδεικνυμένους βάλλειν. ὁ δὲ κατὰ ταῦτα
1081

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 12, sec. 19, line 4

σχεδόν τι ἀπόρευτον ἦν, ἐπιστείλας ὥστε, ἐπειδὰν


ἄγχι ἐς τὸν τοῦ ὄρους κολωνὸν ἵκωνται, ἐνταῦθα
ἡσυχάζοντας τὸ λοιπὸν διανυκτερεύειν, ἅμα τε ἡλίῳ
ἀνίσχοντι καθύπερθεν φαινομένους τῶν πολεμίων καὶ
τὰ σημεῖα ἐνδεικνυμένους βάλλειν. ὁ δὲ κατὰ ταῦτα
ἐποίει. καὶ ἐπεὶ πόρρω ἦν τῶν νυκτῶν, διὰ τοῦ κρη-
μνώδους ἐγγὺς τοῦ σκοπέλου ἀφικόμενοι μὴ ὅτι Μαυ-
ρουσίους, ἀλλὰ καὶ Ῥωμαίους ἅπαντας ἔλαθον· ἐς
προφυλακὴν γὰρ τῷ λόγῳ ἐστέλλοντο, μή τις ἔξωθεν
ἐς τὸ στρατόπεδον κακουργήσων ἴοι· ὄρθρου δὲ βαθέος
Σολόμων παντὶ τῷ στρατῷ κατὰ τοῦ Βουργάωνος τὰ
ἔσχατα ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἀνέβαινε. καὶ ἐπειδὴ πρωῒ
ἐγεγόνει ἐγγύς τε οἱ πολέμιοι καθεωρῶντο, οὐκέτι
γυμνὴν, ὥσπερ τὸ πρότερον, οἱ στρατιῶται τὴν τοῦ
ὄρους ὑπερβολὴν ὁρῶντες, ἀλλὰ ἀνδρῶν τε ἀνάπλεων
καὶ σημεῖα Ῥωμαϊκὰ ἐνδεικνυμένων (ἤδη γὰρ καὶ
ὑπέφαινέ τι ἡμέρας) διηποροῦντο. ἐπεὶ δὲ τῶν χειρῶν
οἱ ἐν τῇ ἄκρᾳ ἦρχον, οἵ τε Ῥωμαῖοι τὸ στράτευμα
οἰκεῖον εἶναι καὶ οἱ βάρβαροι ἐν μέσῳ τῶν πολεμίων
γεγονέναι ᾐσθάνοντο, βαλλόμενοι δὲ ἑκατέρωθεν, καὶ
οὐ παρὸν σφίσι τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι, ἐς ἀλκὴν  

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 13, sec. 18, line 1


δεξιᾷ παρὰ δόξαν ἰσχύσας Ἰαύδαν τε καὶ τοὺς πο-
λεμίους κατέπληξε. τῇ δὲ λαιᾷ χειρὶ τὸ τόξον ἐντεί-
νας αὐτίκα, ἐπεὶ ἀμφιδέξιος ἦν, τὸν Ἰαύδα ἵππον βαλὼν
ἔκτεινε. πεσόντος τε αὐτοῦ ἵππον ἕτερον τῷ ἄρχοντι
Μαυρούσιοι ἦγον, ἐφ' ὃν ἀναθορὼν Ἰαύδας εὐθὺς
ἔφυγε· καί οἱ κόσμῳ οὐδενὶ ὁ τῶν Μαυρουσίων στρατὸς
εἵπετο. ὅ τε Ἀλθίας τούς τε αἰχμαλώτους καὶ τὴν
λείαν ἀφελόμενος ξύμπασαν ὄνομα μέγα ἐκ τοῦ ἔργου
τούτου ἀνὰ πᾶσαν Λιβύην ἔσχε. ταῦτα μὲν οὖν τῇδε
ἐχώρησε.
 Σολόμων δὲ ἐν Καρχηδόνι ὀλίγον τινὰ διατρίψας
χρόνον, ἐπί τε ὄρος τὸ Αὐράσιον καὶ Ἰαύδαν ἐπῆγε
τὸ στράτευμα, ἐπενεγκὼν αὐτῷ ὅτι, ἡνίκα ὁ Ῥωμαίων
στρατὸς τὴν ἐν Βυζακίῳ ἀσχολίαν εἶχε, πολλὰ ἐληίσατο
τῶν ἐν Νουμιδίᾳ χωρίων. καὶ ἦν δὲ οὕτως. ὥρμων
δὲ Σολόμωνα ἐπὶ τὸν Ἰαύδαν Μαυρουσίων ἄρχοντες  
ἕτεροι, Μασσωνᾶς τε καὶ Ὀρταΐας, τῆς σφετέρας ἔχθρας
ἕνεκα· Μασσωνᾶς μὲν, ὅτι οἱ τὸν πατέρα Μεφανίαν
κηδεστὴς ὢν Ἰαύδας δόλῳ ἔκτεινεν, ὁ δὲ ἕτερος, ὅτι
ξὺν τῷ Μαστίνᾳ, ὃς τῶν ἐν Μαυριτανίᾳ βαρβάρων
ἡγεῖτο, ἐξελάσαι αὐτόν τε καὶ Μαυρουσίους, ὧν ἦρχεν,
1082

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 13, sec. 19, line 2

ἔφυγε· καί οἱ κόσμῳ οὐδενὶ ὁ τῶν Μαυρουσίων στρατὸς


εἵπετο. ὅ τε Ἀλθίας τούς τε αἰχμαλώτους καὶ τὴν
λείαν ἀφελόμενος ξύμπασαν ὄνομα μέγα ἐκ τοῦ ἔργου
τούτου ἀνὰ πᾶσαν Λιβύην ἔσχε. ταῦτα μὲν οὖν τῇδε
ἐχώρησε.
 Σολόμων δὲ ἐν Καρχηδόνι ὀλίγον τινὰ διατρίψας
χρόνον, ἐπί τε ὄρος τὸ Αὐράσιον καὶ Ἰαύδαν ἐπῆγε
τὸ στράτευμα, ἐπενεγκὼν αὐτῷ ὅτι, ἡνίκα ὁ Ῥωμαίων
στρατὸς τὴν ἐν Βυζακίῳ ἀσχολίαν εἶχε, πολλὰ ἐληίσατο
τῶν ἐν Νουμιδίᾳ χωρίων. καὶ ἦν δὲ οὕτως. ὥρμων
δὲ Σολόμωνα ἐπὶ τὸν Ἰαύδαν Μαυρουσίων ἄρχοντες  
ἕτεροι, Μασσωνᾶς τε καὶ Ὀρταΐας, τῆς σφετέρας ἔχθρας
ἕνεκα· Μασσωνᾶς μὲν, ὅτι οἱ τὸν πατέρα Μεφανίαν
κηδεστὴς ὢν Ἰαύδας δόλῳ ἔκτεινεν, ὁ δὲ ἕτερος, ὅτι
ξὺν τῷ Μαστίνᾳ, ὃς τῶν ἐν Μαυριτανίᾳ βαρβάρων
ἡγεῖτο, ἐξελάσαι αὐτόν τε καὶ Μαυρουσίους, ὧν ἦρχεν,
ἐκ τῆς χώρας ἐβούλευσεν, ἔνθα δὴ ἐκ παλαιοῦ ᾤκηντο.
ὁ μὲν οὖν Ῥωμαίων στρατὸς, ἡγουμένου αὐτοῖς Σολό-
μωνος, καὶ Μαυρουσίων ὅσοι σφίσιν ἐς ξυμμαχίαν
ἦλθον, ἐστρατοπεδεύσαντο ἐς ποταμὸν Ἀβίγαν, ὃς τὸ
Αὐράσιον παραρρέων ἀρδεύει τὰ ἐκείνῃ χωρία.

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 13, sec. 20, line 2

στρατὸς τὴν ἐν Βυζακίῳ ἀσχολίαν εἶχε, πολλὰ ἐληίσατο


τῶν ἐν Νουμιδίᾳ χωρίων. καὶ ἦν δὲ οὕτως. ὥρμων
δὲ Σολόμωνα ἐπὶ τὸν Ἰαύδαν Μαυρουσίων ἄρχοντες  
ἕτεροι, Μασσωνᾶς τε καὶ Ὀρταΐας, τῆς σφετέρας ἔχθρας
ἕνεκα· Μασσωνᾶς μὲν, ὅτι οἱ τὸν πατέρα Μεφανίαν
κηδεστὴς ὢν Ἰαύδας δόλῳ ἔκτεινεν, ὁ δὲ ἕτερος, ὅτι
ξὺν τῷ Μαστίνᾳ, ὃς τῶν ἐν Μαυριτανίᾳ βαρβάρων
ἡγεῖτο, ἐξελάσαι αὐτόν τε καὶ Μαυρουσίους, ὧν ἦρχεν,
ἐκ τῆς χώρας ἐβούλευσεν, ἔνθα δὴ ἐκ παλαιοῦ ᾤκηντο.
ὁ μὲν οὖν Ῥωμαίων στρατὸς, ἡγουμένου αὐτοῖς Σολό-
μωνος, καὶ Μαυρουσίων ὅσοι σφίσιν ἐς ξυμμαχίαν
ἦλθον, ἐστρατοπεδεύσαντο ἐς ποταμὸν Ἀβίγαν, ὃς τὸ
Αὐράσιον παραρρέων ἀρδεύει τὰ ἐκείνῃ χωρία. τῷ
δὲ Ἰαύδᾳ ἐς μὲν τὸ πεδίον τοῖς πολεμίοις ἀντιτάξα-
σθαι ἀξύμφορον εἶναι ἐφαίνετο, τὰ δὲ ἐν Αὐρασίῳ
ἐξηρτύετο ὅπη οἱ ἐδόκει τοῖς ἐπιοῦσιν ὡς δυσκολώτατα
ἔσεσθαι. τοῦτο δὲ τὸ ὄρος ἡμερῶν μὲν ὁδῷ δέκα καὶ
τριῶν μάλιστα Καρχηδόνος διέχει, μέγιστον δὲ ἁπάν-
των ἐστὶν ὧν ἡμεῖς ἴσμεν. ἡμερῶν γὰρ τριῶν ἐνταῦθα
εὐζώνῳ ἀνδρὶ περίοδός ἐστι. καὶ τῷ μὲν ἐς αὐτὸ
ἰέναι βουλομένῳ δύσοδόν τέ ἐστι καὶ δεινῶς ἄγριον,
1083

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 13, sec. 28, line 3

οὐδὲ ἐς δέος τοὺς βαρβάρους κατέστησεν, ἀλλὰ καὶ


πόλιν Ταμούγαδιν, ἣ πρὸς τῷ ὄρει ἐν ἀρχῇ τοῦ πεδίου
πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον πολυάνθρωπος οὖσα ᾤκητο,
ἔρημον ἀνθρώπων οἱ Μαυρούσιοι ποιησάμενοι ἐς ἔδα-
φος καθεῖλον, ὅπως μὴ ἐνταῦθα ᾖ δυνατὰ ἐνστρατο-
πεδεύσασθαι τοῖς πολεμίοις, ἀλλὰ μηδὲ κατὰ πρόφασιν
τῆς πόλεως ἄγχι ἐς τὸ ὄρος ἰέναι. εἶχον δὲ οἱ ταύτῃ
Μαυρούσιοι καὶ τὴν πρὸς ἑσπέραν τοῦ Αὐρασίου
χώραν, πολλήν τε καὶ ἀγαθὴν οὖσαν. καὶ τούτων
ἐπέκεινα Μαυρουσίων ἔθνη ἕτερα ᾤκηντο, ὧν ἦρχεν
Ὀρταΐας, ὃς Σολόμωνί τε καὶ Ῥωμαίοις, ὡς ἕμπροσθεν
ἐρρήθη, ξύμμαχος ἦλθε. τούτου τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ
λέγοντος ἤκουσα ὡς ὑπὲρ τὴν χώραν, ἧς αὐτὸς ἄρχοι,
οὐδένες ἀνθρώπων οἰκοῦσιν, ἀλλὰ γῆ ἔρημος ἐπὶ
πλεῖστον διήκει, ταύτης τε ἐπέκεινα ἄνθρωποί εἰσιν
οὐχ ὥσπερ οἱ Μαυρούσιοι μελανόχροοι, ἀλλὰ λευκοί
τε λίαν τὰ σώματα καὶ τὰς κόμας ξανθοί. ταῦτα μὲν
δὴ ὧδέ πη ἔχει.
 Σολόμων δὲ Μαυρουσίων τε τοὺς ξυμμάχους δωρη-
σάμενος χρήμασι μεγάλοις καὶ πολλὰ παρακελευσάμενος
παντὶ τῷ στρατῷ ἐς ὄρος τὸ Αὐράσιον ὡς ἐς μάχην

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 13, sec. 30, line 1

χώραν, πολλήν τε καὶ ἀγαθὴν οὖσαν. καὶ τούτων


ἐπέκεινα Μαυρουσίων ἔθνη ἕτερα ᾤκηντο, ὧν ἦρχεν
Ὀρταΐας, ὃς Σολόμωνί τε καὶ Ῥωμαίοις, ὡς ἕμπροσθεν
ἐρρήθη, ξύμμαχος ἦλθε. τούτου τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ
λέγοντος ἤκουσα ὡς ὑπὲρ τὴν χώραν, ἧς αὐτὸς ἄρχοι,
οὐδένες ἀνθρώπων οἰκοῦσιν, ἀλλὰ γῆ ἔρημος ἐπὶ
πλεῖστον διήκει, ταύτης τε ἐπέκεινα ἄνθρωποί εἰσιν
οὐχ ὥσπερ οἱ Μαυρούσιοι μελανόχροοι, ἀλλὰ λευκοί
τε λίαν τὰ σώματα καὶ τὰς κόμας ξανθοί. ταῦτα μὲν
δὴ ὧδέ πη ἔχει.
 Σολόμων δὲ Μαυρουσίων τε τοὺς ξυμμάχους δωρη-
σάμενος χρήμασι μεγάλοις καὶ πολλὰ παρακελευσάμενος
παντὶ τῷ στρατῷ ἐς ὄρος τὸ Αὐράσιον ὡς ἐς μάχην
διατεταγμένος ἀνέβαινεν, οἰόμενος ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ
τοῖς τε πολεμίοις διὰ μάχης ἰέναι καὶ ἀπ' αὐτῶν δια-  
κρίνεσθαι, ὅπη ἂν ᾖ βουλομένῃ τῇ τύχῃ. οὐ γὰρ οὖν
οὐδὲ τροφὰς, ὅτι μὴ ὀλίγας, σφίσι τε καὶ τοῖς ἵπποις
τοῖς σφετέροις οἱ στρατιῶται ἐπήγοντο. πορευθέντες
δὲ ἐν δυσχωρίᾳ πολλῇ πεντήκοντα μάλιστα σταδίους
ηὐλίσαντο. τοσαύτην τε ὁδὸν ἐς ἡμέραν ἑκάστην
ἀνύοντες ἑβδομαῖοι ἀφικνοῦνται ἐς χῶρον, ἔνθα φρού
1084

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 21, sec. 1, line 5

εἰσὶ δυνατοὶ Μαυρουσίων ἐν ταύτῃ ᾠκημένων τῇ


χώρᾳ. καὶ ἀπ' αὐτοῦ Λίβυες ἅπαντες, οἳ Ῥωμαίων
κατήκοοι ἦσαν, εἰρήνης ἀσφαλοῦς τυχόντες καὶ τῆς
Σολόμωνος ἀρχῆς σώφρονός τε καὶ λίαν μετρίας, ἔς
τε τὸ λοιπὸν πολέμιον ἐν νῷ οὐδὲν ἔχοντες, ἔδοξαν
εὐδαιμονέστατοι εἶναι ἀνθρώπων ἁπάντων.
 Τετάρτῳ δὲ ὕστερον ἐνιαυτῷ ἅπαντα σφίσιν
ἀγαθὰ ἐς τοὐναντίον γενέσθαι ξυνέπεσεν. ἔτος γὰρ
ἕβδομόν τε καὶ δέκατον Ἰουστινιανοῦ βασιλέως τὴν
αὐτοκράτορα ἀρχὴν ἔχοντος, Κῦρός τε καὶ Σέργιος, οἱ  
Βάκχου τοῦ Σολόμωνος ἀδελφοῦ παῖδες, πόλεων τῶν
ἐν Λιβύῃ πρὸς βασιλέως ἄρχειν ἔλαχον, Πενταπόλεως
μὲν Κῦρος ὁ πρεσβύτερος, Τριπόλεως δὲ Σέργιος.
Μαυρούσιοι δὲ οἱ Λευάθαι καλούμενοι στρατῷ μεγάλῳ
ἐς Λεπτίμαγναν πόλιν παρ' αὐτὸν ἵκοντο, ἐπιθρυλλοῦν-
τες ὅτι δὴ τούτου ἕνεκα ἥκοιεν, ὅπως ὁ Σέργιος δῶρά
τε καὶ ξύμβολα σφίσι τὰ νομιζόμενα δοὺς τὴν εἰρήνην
κρατύνηται. Σέργιος δὲ Πουδεντίῳ ἀναπεισθεὶς Τρι-
πολίτῃ ἀνδρὶ, οὗπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν λόγοις ἐμνή-
σθην ἅτε κατ' ἀρχὰς τοῦ Βανδιλικοῦ πολέμου
Ἰουστινιανῷ βασιλεῖ ἐπὶ Βανδίλους ὑπηρετήσαντος,

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 4, Ch. 21, sec. 16, line 3

στρατῷ ὑπηντίαζον. τῆς τε μάχης ἐκ χειρὸς γινομένης


τὰ μὲν πρῶτα ἐνίκων Ῥωμαῖοι καὶ τῶν πολεμίων πολ-
λοὺς ἔκτειναν, καὶ αὐτῶν τὸ στρατόπεδον ληισάμενοι
τῶν τε χρημάτων ἐκράτησαν καὶ γυναικῶν τε καὶ παί-
δων ἐξηνδραπόδισαν μέγα τι χρῆμα. ὕστερον δὲ Που-
δέντιος θράσει ἀπερισκέπτῳ ἐχόμενος θνήσκει. Σέρ-
γιος δὲ σὺν τῷ Ῥωμαίων στρατῷ, ἤδη γὰρ καὶ
συνεσκόταζεν, ἐς Λεπτίμαγναν ἐσήλασε.
 Χρόνῳ δὲ ὕστερον οἱ μὲν βάρβαροι μείζονι παρα-
σκευῇ ἐπὶ Ῥωμαίους ἐστράτευσαν. Σέργιος δὲ παρὰ
Σολόμωνα τὸν θεῖον ἐστάλη, ἐφ' ᾧ καὶ αὐτὸς μείζονι  
στρατῷ ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἴοι· οὗ δὴ καὶ Κῦρον τὸν
ἀδελφὸν εὗρεν. οἵ τε βάρβαροι ἐς Βυζάκιον ἀφικό-
μενοι πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς ἐληίσαντο τῶν ἐκείνῃ χω-
ρίων· Ἀντάλας δὲ (οὗπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν λόγοις
ἐμνήσθην ἅτε Ῥωμαίοις πιστοῦ διαμεμενηκότος καὶ
δι' αὐτὸ μόνου ἐν Βυζακίῳ Μαυρουσίων ἄρχοντος)
ἤδη Σολόμωνι ἐκπεπολεμωμένος ἐτύγχανεν, ὅτι τε τὰς
σιτήσεις, αἷς αὐτὸν βασιλεὺς ἐτετιμήκει, Σολόμων
ἀφείλετο καὶ τὸν ἀδελφὸν τὸν αὐτοῦ ἔκτεινε, ταραχήν
τινα αὐτῷ ἐς Βυζακηνοὺς γινομένην ἐπενεγκών.
1085

Προκόπιος ιστορικός.De bellis Book 7, Ch. 27, sec. 2, line 3

οὖν καὶ Ἄρουφος ξὺν τοῖς ἑπομένοις ἔφευγόν τε πάσῃ


δυνάμει καὶ ἐς τὸν Δρυοῦντα δρόμῳ ἀφίκοντο,
Γότθοι δὲ τὸ Ῥωμαίων στρατόπεδον ληϊσάμενοι ἀπε-
χώρησαν.
 Τὰ μὲν οὖν ἐν Ἰταλιώταις στρατόπεδα τῇδε
ἐφέρετο. βασιλεὺς δὲ Ἰουστινιανὸς στράτευμα πέμπειν
ἄλλο ἐπὶ Γότθους καὶ Τουτίλαν ἔγνω, γράμμασι τοῖς
Βελισαρίου ἠγμένος, ἐπεὶ αὐτὸν ἐς τοῦτο ἐνῆγε, τὰ  
παρόντα σφίσι πολλάκις σημήνας. πρῶτα μὲν οὖν
Πακούριόν τε τὸν Περανίου καὶ Σέργιον τὸν Σολό-
μωνος ἀδελφιδοῦν ξὺν ὀλίγοις τισὶν ἔπεμψεν. οἱ δὲ
εἰς Ἰταλίαν ἀφικόμενοι τῷ ἄλλῳ στρατῷ αὐτίκα ξυνέ-
μιξαν. μετὰ δὲ Βῆρόν τε ξὺν Ἐρούλοις τριακοσίοις καὶ
Οὐαράζην Ἀρμένιον γένος ξὺν ὀκτακοσίοις Ἀρμενίοις
στέλλει, Βαλεριανόν τε τὸν τῶν Ἀρμενίων στρατηγὸν
ἐνθένδε ἀναστήσας ξὺν τοῖς ἑπομένοις δορυφόροις τε
καὶ ὑπασπισταῖς πλέον ἢ χιλίοις οὖσιν ἐς Ἰταλίαν
ἐκέλευεν ἰέναι. Βῆρος οὖν πρῶτος Δρυοῦντι προσχὼν
καὶ τὰς ναῦς ἐνταῦθα ἀφεὶς μένειν μὲν αὐτοῦ οὐδαμῆ
ἤθελεν, οὗ δὴ καὶ τὸ Ἰωάννου στρατόπεδον ἦν, ἱππεύων
δὲ ξὺν τοῖς ἀμφ' αὐτὸν πρόσθεν ᾔει.

Προκόπιος ιστορικός.Historia arcana (= Anecdota) Ch. 5, sec. 29, line 2

δεδήλωται, ὃς δὴ αἰτιώτατος γέγονε Ῥωμαίοις ἐνταῦθα


διαφθαρῆναι τὰ πράγματα, τά τε πρὸς Λευάθας αὐτῷ
πρὸς τῶν εὐαγγελίων ὀμωμοσμένα ἐν ἀλογίᾳ πεποιη-
μένος καὶ τοὺς ὀγδοήκοντα πρέσβεις οὐδενὶ λόγῳ δια-
χρησάμενος, τοσοῦτον δέ μοι τανῦν ἐντιθέναι τῷ λόγῳ
δεήσει, ὡς οὔτε νῷ δολερῷ οἱ ἄνδρες οὗτοι παρὰ Σέρ-
γιον ἦλθον οὔτε τινὰ σκῆψιν ὁ Σέργιος ὑποψίας περὶ
αὐτοὺς εἶχεν, ἀλλὰ διώμοτος ἐπὶ θοίνην καλέσας τοὺς
ἄνδρας διεχρήσατο οὐδενὶ κόσμῳ. ἀφ' οὗ δὴ Σολό-
μωνι καὶ τῷ Ῥωμαίων στρατῷ καὶ Λίβυσι πᾶσι διε-
φθάρθαι ξυνέβη. δι' αὐτὸν γὰρ, ἄλλως τε καὶ Σολό-
μωνος τετελευτηκότος, ὥσπερ μοι εἴρηται, οὔτε τις
ἄρχων οὔτε τις στρατιώτης ἐς πολέμου κίνδυνον ἰέναι
ἠξίου. μάλιστα δὲ πάντων Ἰωάννης ὁ Σισιννιόλου τῷ
ἐς αὐτὸν ἔχθει ἀπόμαχος ἦν, ἕως Ἀρεόβινδος ἐς Λι-
βύην ἀφίκετο. ἦν γὰρ ὁ Σέργιος μαλθακὸς μὲν καὶ
ἀπόλεμος, τὸ δὲ ἦθος καὶ τὴν ἡλικίαν κομιδῆ νέος,
φθόνῳ τε καὶ ἀλαζονείᾳ ἐς ὑπερβολὴν ἐχόμενος ἐς  
πάντας ἀνθρώπους, τεθρυμμένος τε τὴν δίαιταν καὶ
τὰς γνάθους φυσῶν. ἀλλ' ἐπεὶ τῆς Ἀντωνίνης τῆς
1086

Προκόπιος ιστορικός.Historia arcana (= Anecdota) Ch. 5, sec. 30, line 2

πρὸς τῶν εὐαγγελίων ὀμωμοσμένα ἐν ἀλογίᾳ πεποιη-


μένος καὶ τοὺς ὀγδοήκοντα πρέσβεις οὐδενὶ λόγῳ δια-
χρησάμενος, τοσοῦτον δέ μοι τανῦν ἐντιθέναι τῷ λόγῳ
δεήσει, ὡς οὔτε νῷ δολερῷ οἱ ἄνδρες οὗτοι παρὰ Σέρ-
γιον ἦλθον οὔτε τινὰ σκῆψιν ὁ Σέργιος ὑποψίας περὶ
αὐτοὺς εἶχεν, ἀλλὰ διώμοτος ἐπὶ θοίνην καλέσας τοὺς
ἄνδρας διεχρήσατο οὐδενὶ κόσμῳ. ἀφ' οὗ δὴ Σολό-
μωνι καὶ τῷ Ῥωμαίων στρατῷ καὶ Λίβυσι πᾶσι διε-
φθάρθαι ξυνέβη. δι' αὐτὸν γὰρ, ἄλλως τε καὶ Σολό-
μωνος τετελευτηκότος, ὥσπερ μοι εἴρηται, οὔτε τις
ἄρχων οὔτε τις στρατιώτης ἐς πολέμου κίνδυνον ἰέναι
ἠξίου. μάλιστα δὲ πάντων Ἰωάννης ὁ Σισιννιόλου τῷ
ἐς αὐτὸν ἔχθει ἀπόμαχος ἦν, ἕως Ἀρεόβινδος ἐς Λι-
βύην ἀφίκετο. ἦν γὰρ ὁ Σέργιος μαλθακὸς μὲν καὶ
ἀπόλεμος, τὸ δὲ ἦθος καὶ τὴν ἡλικίαν κομιδῆ νέος,
φθόνῳ τε καὶ ἀλαζονείᾳ ἐς ὑπερβολὴν ἐχόμενος ἐς  
πάντας ἀνθρώπους, τεθρυμμένος τε τὴν δίαιταν καὶ
τὰς γνάθους φυσῶν. ἀλλ' ἐπεὶ τῆς Ἀντωνίνης τῆς Βελι-
σαρίου γυναικὸς ἐγγόνης ἐτύγχανε μνηστὴρ γεγονὼς,
τίσιν τινὰ ἐς αὐτὸν ἡ βασιλὶς ἐξενεγκεῖν ἢ παραλύειν

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 18

παίδων παρὰ γνώμην καθέστηκεν ὑπὸ πάθους τὰ γεννητικὰ μόρια


ἀποβαλών. λαβὼν δὲ τὴν λείαν πᾶσαν εἰς Καρχηδόνα ὑπέστρεψεν.
Ἐν τούτῳ δὲ τῷ χρόνῳ τέρας ἐν τῷ οὐρανῷ συνέβη γενέσθαι.
ὁ γὰρ ἥλιος ἀκτίνων χωρὶς τὴν αἴγλην ὥσπερ ἡ σελήνη ἐστύγναζεν
ἅπαντα τὸν ἐνιαυτόν· ἐπὶ πλεῖστον δὲ ἐκλείποντι ἐῴκει, οὐ καθαρῶς
φαίνων, ὥσπερ εἰώθει. χρόνος δὲ ἦν δέκατος τῆς βασιλείας Ἰουστι-
νιανοῦ. ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ οὔτε πόλεμος, οὔτε θάνατος ἐπιφερόμενος
τοῖς ἀνθρώποις ἐπέλειπεν. ἔαρι δὲ ἀρχομένῳ Βελισάριος ἀπεστάλη
παρὰ Ἰουστινιανοῦ τὴν Σικελίαν ὑπόφορον ποιῆσαι Ῥωμαίοις. χει-
μάσαντος δὲ αὐτοῦ ἐν Σικελίᾳ, τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα καταλαβούσης,
ἐστασίασαν οἱ ἐν Λιβύῃ Ῥωμαῖοι κατὰ Σολόμωνος τρόπῳ τοιῷδε·
λαβόντες γὰρ τῶν ἀναιρεθέντων Οὐανδήλων τὰς γυναῖκας κατέσχον
τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν ὡς ἰδίους καὶ τελεῖν τῷ βασιλεῖ τὰ ὑπὲρ αὐτῶν
τέλη οὐκ ἤθελον· ὁ δὲ Σολόμων παρῄνει αὐτοῖς μὴ ἀνταίρειν κατὰ
τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ τὰ ὁρῶντα τούτῳ ἀποδιδόναι. μετέπεσον δέ τινες
αὐτῶν, καὶ μάλιστα τῶν Γότθων, πρὸς τὴν Ἀρείου δόξαν, οὓς οἱ
ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας ἠφόριζον, καὶ οὐδὲ τὰ τέκνα αὐτῶν βαπτίζειν
ἤθελον· ὅθεν ἐν τῇ ἑορτῇ γέγονεν ἡ στάσις. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ
στρατιῶται Σολόμωνα ἐν τῷ ἱερῷ κτεῖναι. ἐξελθόντες δὲ τῆς πόλεως
ἐληΐζοντο τὰ ἐκείνης χωρία καὶ τοὺς Λίβυας ὡς πολεμίους ἐχρῶντο.
Σολόμων δὲ ἀκούσας ταῦτα, εἰς θόρυβον πολὺν ἐμπεσὼν
1087

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 21

ὁ γὰρ ἥλιος ἀκτίνων χωρὶς τὴν αἴγλην ὥσπερ ἡ σελήνη ἐστύγναζεν


ἅπαντα τὸν ἐνιαυτόν· ἐπὶ πλεῖστον δὲ ἐκλείποντι ἐῴκει, οὐ καθαρῶς
φαίνων, ὥσπερ εἰώθει. χρόνος δὲ ἦν δέκατος τῆς βασιλείας Ἰουστι-
νιανοῦ. ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ οὔτε πόλεμος, οὔτε θάνατος ἐπιφερόμενος
τοῖς ἀνθρώποις ἐπέλειπεν. ἔαρι δὲ ἀρχομένῳ Βελισάριος ἀπεστάλη
παρὰ Ἰουστινιανοῦ τὴν Σικελίαν ὑπόφορον ποιῆσαι Ῥωμαίοις. χει-
μάσαντος δὲ αὐτοῦ ἐν Σικελίᾳ, τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα καταλαβούσης,
ἐστασίασαν οἱ ἐν Λιβύῃ Ῥωμαῖοι κατὰ Σολόμωνος τρόπῳ τοιῷδε·
λαβόντες γὰρ τῶν ἀναιρεθέντων Οὐανδήλων τὰς γυναῖκας κατέσχον
τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν ὡς ἰδίους καὶ τελεῖν τῷ βασιλεῖ τὰ ὑπὲρ αὐτῶν
τέλη οὐκ ἤθελον· ὁ δὲ Σολόμων παρῄνει αὐτοῖς μὴ ἀνταίρειν κατὰ
τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ τὰ ὁρῶντα τούτῳ ἀποδιδόναι. μετέπεσον δέ τινες
αὐτῶν, καὶ μάλιστα τῶν Γότθων, πρὸς τὴν Ἀρείου δόξαν, οὓς οἱ
ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας ἠφόριζον, καὶ οὐδὲ τὰ τέκνα αὐτῶν βαπτίζειν
ἤθελον· ὅθεν ἐν τῇ ἑορτῇ γέγονεν ἡ στάσις. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ
στρατιῶται Σολόμωνα ἐν τῷ ἱερῷ κτεῖναι. ἐξελθόντες δὲ τῆς πόλεως
ἐληΐζοντο τὰ ἐκείνης χωρία καὶ τοὺς Λίβυας ὡς πολεμίους ἐχρῶντο.
Σολόμων δὲ ἀκούσας ταῦτα, εἰς θόρυβον πολὺν ἐμπεσὼν πιθανολο-  
γίαις πείθειν τὸν στρατὸν ἐπειρᾶτο παύσασθαι τῆς στάσεως. συλ-
λεγέντες δὲ τόν τε Σολόμωνα καὶ τοὺς ἄρχοντας ἀναιδῶς ὕβριζον.
Θεόδωρον δὲ τὸν Καππάδοκα εἰς τὸ παλάτιον ἐλθόντες στρατηγὸν

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 26

παρὰ Ἰουστινιανοῦ τὴν Σικελίαν ὑπόφορον ποιῆσαι Ῥωμαίοις. χει-


μάσαντος δὲ αὐτοῦ ἐν Σικελίᾳ, τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα καταλαβούσης,
ἐστασίασαν οἱ ἐν Λιβύῃ Ῥωμαῖοι κατὰ Σολόμωνος τρόπῳ τοιῷδε·
λαβόντες γὰρ τῶν ἀναιρεθέντων Οὐανδήλων τὰς γυναῖκας κατέσχον
τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν ὡς ἰδίους καὶ τελεῖν τῷ βασιλεῖ τὰ ὑπὲρ αὐτῶν
τέλη οὐκ ἤθελον· ὁ δὲ Σολόμων παρῄνει αὐτοῖς μὴ ἀνταίρειν κατὰ
τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ τὰ ὁρῶντα τούτῳ ἀποδιδόναι. μετέπεσον δέ τινες
αὐτῶν, καὶ μάλιστα τῶν Γότθων, πρὸς τὴν Ἀρείου δόξαν, οὓς οἱ
ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας ἠφόριζον, καὶ οὐδὲ τὰ τέκνα αὐτῶν βαπτίζειν
ἤθελον· ὅθεν ἐν τῇ ἑορτῇ γέγονεν ἡ στάσις. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ
στρατιῶται Σολόμωνα ἐν τῷ ἱερῷ κτεῖναι. ἐξελθόντες δὲ τῆς πόλεως
ἐληΐζοντο τὰ ἐκείνης χωρία καὶ τοὺς Λίβυας ὡς πολεμίους ἐχρῶντο.
Σολόμων δὲ ἀκούσας ταῦτα, εἰς θόρυβον πολὺν ἐμπεσὼν πιθανολο-  
γίαις πείθειν τὸν στρατὸν ἐπειρᾶτο παύσασθαι τῆς στάσεως. συλ-
λεγέντες δὲ τόν τε Σολόμωνα καὶ τοὺς ἄρχοντας ἀναιδῶς ὕβριζον.
Θεόδωρον δὲ τὸν Καππάδοκα εἰς τὸ παλάτιον ἐλθόντες στρατηγὸν
τοῦτον ἐψηφίσαντο καὶ σιδηροφοροῦντες ἅπαντα τὸν προστυγχά-
νοντα ἔκτεννον, εἴτε Λίβυν, εἴτε Ῥωμαῖον, Σολόμωνι γνώριμον, τά
τε χρήματα ἐληΐσαντο καὶ εἰς τὰς οἰκίας εἰσερχόμενοι ἅπαντα τὰ
τίμια ἥρπαζον. Σολόμων δὲ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ παλατίου προσφυγὼν
ἔλαθεν. νυκτὸς δὲ ἐπιγενομένης ἐξελθὼν τοῦ παλατίου σὺν τῷ
1088

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 202, line 28

ἐστασίασαν οἱ ἐν Λιβύῃ Ῥωμαῖοι κατὰ Σολόμωνος τρόπῳ τοιῷδε·


λαβόντες γὰρ τῶν ἀναιρεθέντων Οὐανδήλων τὰς γυναῖκας κατέσχον
τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν ὡς ἰδίους καὶ τελεῖν τῷ βασιλεῖ τὰ ὑπὲρ αὐτῶν
τέλη οὐκ ἤθελον· ὁ δὲ Σολόμων παρῄνει αὐτοῖς μὴ ἀνταίρειν κατὰ
τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ τὰ ὁρῶντα τούτῳ ἀποδιδόναι. μετέπεσον δέ τινες
αὐτῶν, καὶ μάλιστα τῶν Γότθων, πρὸς τὴν Ἀρείου δόξαν, οὓς οἱ
ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας ἠφόριζον, καὶ οὐδὲ τὰ τέκνα αὐτῶν βαπτίζειν
ἤθελον· ὅθεν ἐν τῇ ἑορτῇ γέγονεν ἡ στάσις. ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ
στρατιῶται Σολόμωνα ἐν τῷ ἱερῷ κτεῖναι. ἐξελθόντες δὲ τῆς πόλεως
ἐληΐζοντο τὰ ἐκείνης χωρία καὶ τοὺς Λίβυας ὡς πολεμίους ἐχρῶντο.
Σολόμων δὲ ἀκούσας ταῦτα, εἰς θόρυβον πολὺν ἐμπεσὼν πιθανολο-  
γίαις πείθειν τὸν στρατὸν ἐπειρᾶτο παύσασθαι τῆς στάσεως. συλ-
λεγέντες δὲ τόν τε Σολόμωνα καὶ τοὺς ἄρχοντας ἀναιδῶς ὕβριζον.
Θεόδωρον δὲ τὸν Καππάδοκα εἰς τὸ παλάτιον ἐλθόντες στρατηγὸν
τοῦτον ἐψηφίσαντο καὶ σιδηροφοροῦντες ἅπαντα τὸν προστυγχά-
νοντα ἔκτεννον, εἴτε Λίβυν, εἴτε Ῥωμαῖον, Σολόμωνι γνώριμον, τά
τε χρήματα ἐληΐσαντο καὶ εἰς τὰς οἰκίας εἰσερχόμενοι ἅπαντα τὰ
τίμια ἥρπαζον. Σολόμων δὲ εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ παλατίου προσφυγὼν
ἔλαθεν. νυκτὸς δὲ ἐπιγενομένης ἐξελθὼν τοῦ παλατίου σὺν τῷ
Προκοπίῳ τῷ συγγραφεῖ καὶ Μαρτίνῳ, καὶ εἰς ναῦν εἰσελθὼν πρὸς
Βελισάριον ἐν Συρακούσῃ τῆς Σικελίας ἀφίκετο, γράψας Θεοδώρῳ

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 203, line 20

Βελισάριον ἐν Συρακούσῃ τῆς Σικελίας ἀφίκετο, γράψας Θεοδώρῳ


φροντίζειν τῆς Καρχηδόνος καὶ τῶν βασιλικῶν πραγμάτων. οἱ δὲ
στρατιῶται συλλεγέντες εἰς τὸ Βουλῆς πεδίον Στότζαν, τὸν Μαρτί-
νου δορυφόρον, τύραννον εἵλοντο, ἄνδρα θυμοειδῆ καὶ δραστήριον,
ἐφ' ᾧ τοὺς βασιλέως ἄρχοντας ἐξελάσαντες Λιβύης κρατήσωσιν.
Στότζας δὲ ἐλθὼν πλησίον Καρχηδόνος ἔπεμψε κελεύων τάχιστα
παραδοῦναι αὐτῷ Θεόδωρον τὴν πόλιν, ὅπως κακῶν ἀπαθεῖς μείνω-
σιν. οἱ δὲ Καρχηδόνιοι καὶ Θεόδωρος τῷ βασιλεῖ ὡμολόγουν Καρ-
χηδόνα φυλάσσειν. Στότζας δὲ ταῦτα ἀκούσας εἰς πολιορκίαν τῆς
πόλεως καθίστατο. Βελισάριος δὲ ἀπολεξάμενος ἄνδρας ρʹ τῶν αὐτοῦ
δορυφόρων τε καὶ ὑπασπιστῶν, οὓς ὁ Σολόμων ἐπαγόμενος μιᾷ νηῒ
εἰς Καρχηδόνα κατέπλευσε περὶ λύχνων ἁφάς. ἐπεὶ δὲ ἡμέρα ἐγε-
γόνει, μαθὼν ὁ τύραννος καὶ οἱ στρατιῶται τὸν Βελισάριον ἥκειν
αἰσχρῶς τε καὶ κόσμῳ οὐδενὶ εἰς φυγὴν ὥρμηντο. Βελισάριος δὲ
τοῦ στρατοῦ ἀμφὶ δισχιλίους ἀγείρας τὴν δίωξιν ἐπὶ τοὺς φεύγοντας
ἐποιήσατο καὶ τούτους κατέλαβεν εἰς Μέμβρεσαν τὴν πόλιν. ἰδὼν
δὲ αὐτοὺς τὴν τάξιν λιπόντας καὶ κόσμῳ οὐδενὶ περιϊόντας κατ'
αὐτῶν ὁμοίως ἐχώρει. οἱ δὲ εἰς φυγὴν ὥρμηντο εἰς Νουμιδίαν τε  
ἀφικόμενοι συνελέγοντο. ὀλίγοι δὲ ἐν τῷ πολέμῳ τούτῳ ἀπέθανον,
καὶ αὐτῶν οἱ πλεῖστοι Οὐανδῆλοι ἦσαν. ἐφείδετο δὲ τῶν Ῥωμαίων
Βελισάριος. ληϊσάμενος δὲ τὸ στρατόπεδον αὐτῶν εὗρέ τε χρήματα
1089

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 205, line 18

μησε καὶ τοῦτο παρέλαβε πολέμῳ. ἐνταῦθα δὲ τὰ χρήματα οἱ στρα-


τιῶται οὐδενὶ λόγῳ ἁρπάζοντες τοῦ στρατηγοῦ λόγον οὐκ ἐποιοῦντο.
δείσας δὲ ὁ Γερμανός, μὴ συμφρονήσαντες οἱ πολέμιοι ἐπ' αὐτὸν
ἴωσιν, ἵστατο ὀδυρόμενος καὶ πρὸς εὐκοσμίαν τούτους παρακαλῶν.
οἱ δὲ Μαυρούσιοι τὴν τροπὴν θεασάμενοι κατὰ τῶν στασιαστῶν
ὥρμησαν καὶ τούτους ἐδίωκον σὺν τῷ τοῦ βασιλέως στρατῷ. Στότζας
δὲ τὸ θάρσος εἰς αὐτοὺς ἔχων, ἑωρακὼς τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα
μετὰ ρʹ εἰς φυγὴν ἐτράπη καὶ εἰς Μαυριτανίαν τὴν ἐνδοτέραν
ἐχώρησεν. καὶ ἡ στάσις ἐν τούτοις ἐτελεύτα. Γερμανὸν δὲ σὺν
Δομνίκῳ καὶ Συμμάχῳ μεταπεμψάμενος ὁ βασιλεὺς εἰς Βυζάντιον
Σολόμωνι πάλιν τὰ τῆς Λιβύης πράγματα ἐνεχείρισεν, (τρισκαιδέκατον
δὲ ἔτος ἦν τοῦτο τῆς Ἰουστινιανοῦ βασιλείας) παρασχόμενος αὐτῷ
ἄρχοντάς τε ἄλλους καὶ Ῥουφῖνον καὶ Λεόντιον καὶ Ἰωάννην, τὸν
Σισιννίου υἱόν. Σολόμων δὲ καταπλεύσας εἰς Καρχηδόνα μετρίως
τὸν λαὸν ἐξηγεῖτο καὶ Λιβύην ἀσφαλῶς διεφύλαττεν, διακοσμῶν τε
τὸν στρατόν, [καὶ] εἴ τινα ὕποπτον ἐν αὐτῷ εὕρισκεν, εἰς Βυζάντιον
ἔπεμπεν. Βελισάριος δὲ τήν τε Σικελίαν καὶ Ῥώμην ὑπὸ Οὐιττίου
κατεχομένην καὶ τὰς πέριξ πόλεις παραλαβὼν Οὐίττιον εἰς Βυζάν-
τιον πρὸς Ἰουστινιανὸν ἤγαγε μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων
αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ναρσῆν τὸν κουβικουλάριον μετὰ
στόλου ἐν τῇ Ῥώμῃ πρὸς τὸ διακρατῆσαι τὰ ἐκεῖσε. Σολόμων δὲ

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 205, line 21

ἴωσιν, ἵστατο ὀδυρόμενος καὶ πρὸς εὐκοσμίαν τούτους παρακαλῶν.


οἱ δὲ Μαυρούσιοι τὴν τροπὴν θεασάμενοι κατὰ τῶν στασιαστῶν
ὥρμησαν καὶ τούτους ἐδίωκον σὺν τῷ τοῦ βασιλέως στρατῷ. Στότζας
δὲ τὸ θάρσος εἰς αὐτοὺς ἔχων, ἑωρακὼς τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα
μετὰ ρʹ εἰς φυγὴν ἐτράπη καὶ εἰς Μαυριτανίαν τὴν ἐνδοτέραν
ἐχώρησεν. καὶ ἡ στάσις ἐν τούτοις ἐτελεύτα. Γερμανὸν δὲ σὺν
Δομνίκῳ καὶ Συμμάχῳ μεταπεμψάμενος ὁ βασιλεὺς εἰς Βυζάντιον
Σολόμωνι πάλιν τὰ τῆς Λιβύης πράγματα ἐνεχείρισεν, (τρισκαιδέκατον
δὲ ἔτος ἦν τοῦτο τῆς Ἰουστινιανοῦ βασιλείας) παρασχόμενος αὐτῷ
ἄρχοντάς τε ἄλλους καὶ Ῥουφῖνον καὶ Λεόντιον καὶ Ἰωάννην, τὸν
Σισιννίου υἱόν. Σολόμων δὲ καταπλεύσας εἰς Καρχηδόνα μετρίως
τὸν λαὸν ἐξηγεῖτο καὶ Λιβύην ἀσφαλῶς διεφύλαττεν, διακοσμῶν τε
τὸν στρατόν, [καὶ] εἴ τινα ὕποπτον ἐν αὐτῷ εὕρισκεν, εἰς Βυζάντιον
ἔπεμπεν. Βελισάριος δὲ τήν τε Σικελίαν καὶ Ῥώμην ὑπὸ Οὐιττίου
κατεχομένην καὶ τὰς πέριξ πόλεις παραλαβὼν Οὐίττιον εἰς Βυζάν-
τιον πρὸς Ἰουστινιανὸν ἤγαγε μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων
αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ναρσῆν τὸν κουβικουλάριον μετὰ
στόλου ἐν τῇ Ῥώμῃ πρὸς τὸ διακρατῆσαι τὰ ἐκεῖσε. Σολόμων δὲ
τὰ ἐν Καρχηδόνι καὶ Λιβύῃ καλῶς διοικήσας κατὰ Μαυρουσίων
ἐστράτευσεν. καὶ πρῶτον μὲν Γόνθαριν, τὸν αὐτοῦ δορυφόρον,
ἄνδρα ἀγαθὸν εἰς τὰ πολέμια, σὺν στρατεύματι ἔπεμψεν,
1090

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 205, line 28

Σολόμωνι πάλιν τὰ τῆς Λιβύης πράγματα ἐνεχείρισεν, (τρισκαιδέκατον


δὲ ἔτος ἦν τοῦτο τῆς Ἰουστινιανοῦ βασιλείας) παρασχόμενος αὐτῷ
ἄρχοντάς τε ἄλλους καὶ Ῥουφῖνον καὶ Λεόντιον καὶ Ἰωάννην, τὸν
Σισιννίου υἱόν. Σολόμων δὲ καταπλεύσας εἰς Καρχηδόνα μετρίως
τὸν λαὸν ἐξηγεῖτο καὶ Λιβύην ἀσφαλῶς διεφύλαττεν, διακοσμῶν τε
τὸν στρατόν, [καὶ] εἴ τινα ὕποπτον ἐν αὐτῷ εὕρισκεν, εἰς Βυζάντιον
ἔπεμπεν. Βελισάριος δὲ τήν τε Σικελίαν καὶ Ῥώμην ὑπὸ Οὐιττίου
κατεχομένην καὶ τὰς πέριξ πόλεις παραλαβὼν Οὐίττιον εἰς Βυζάν-
τιον πρὸς Ἰουστινιανὸν ἤγαγε μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων
αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ναρσῆν τὸν κουβικουλάριον μετὰ
στόλου ἐν τῇ Ῥώμῃ πρὸς τὸ διακρατῆσαι τὰ ἐκεῖσε. Σολόμων δὲ
τὰ ἐν Καρχηδόνι καὶ Λιβύῃ καλῶς διοικήσας κατὰ Μαυρουσίων
ἐστράτευσεν. καὶ πρῶτον μὲν Γόνθαριν, τὸν αὐτοῦ δορυφόρον,
ἄνδρα ἀγαθὸν εἰς τὰ πολέμια, σὺν στρατεύματι ἔπεμψεν, ὅστις εἰς  
Βίγαν ποταμὸν ἀφικόμενος εἰς Βαύγαϊν, πόλιν ἔρημον, ἐστρατοπε-
δεύσατο. ἐνταῦθα δὲ μάχης γενομένης, ἡττηθεὶς καὶ εἰς τὸ χαρά-
κωμα ἀποχωρήσας ὑπὸ τῆς τῶν Μαυρουσίων προσεδρίας ἐπιέζετο.
Σολόμων δὲ πλησίον γενόμενος καὶ ταῦτα μαθὼν κατὰ τάχος ἤει.
οἱ δὲ βάρβαροι δείσαντες ἀναχωροῦσι καὶ εἰς τὸν Αὐρασίου ὄρους
πρόποδα στρατοπεδεύουσιν. ὁ δὲ Σολόμων τούτοις συμβαλὼν εἰς
φυγὴν ἔτρεψεν. οἱ δὲ Μαυρούσιοι ἐπὶ τὴν δυσχωρίαν τοῦ ὄρους

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 206, line 4

κατεχομένην καὶ τὰς πέριξ πόλεις παραλαβὼν Οὐίττιον εἰς Βυζάν-


τιον πρὸς Ἰουστινιανὸν ἤγαγε μετὰ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν τέκνων
αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ναρσῆν τὸν κουβικουλάριον μετὰ
στόλου ἐν τῇ Ῥώμῃ πρὸς τὸ διακρατῆσαι τὰ ἐκεῖσε. Σολόμων δὲ
τὰ ἐν Καρχηδόνι καὶ Λιβύῃ καλῶς διοικήσας κατὰ Μαυρουσίων
ἐστράτευσεν. καὶ πρῶτον μὲν Γόνθαριν, τὸν αὐτοῦ δορυφόρον,
ἄνδρα ἀγαθὸν εἰς τὰ πολέμια, σὺν στρατεύματι ἔπεμψεν, ὅστις εἰς  
Βίγαν ποταμὸν ἀφικόμενος εἰς Βαύγαϊν, πόλιν ἔρημον, ἐστρατοπε-
δεύσατο. ἐνταῦθα δὲ μάχης γενομένης, ἡττηθεὶς καὶ εἰς τὸ χαρά-
κωμα ἀποχωρήσας ὑπὸ τῆς τῶν Μαυρουσίων προσεδρίας ἐπιέζετο.
Σολόμων δὲ πλησίον γενόμενος καὶ ταῦτα μαθὼν κατὰ τάχος ἤει.
οἱ δὲ βάρβαροι δείσαντες ἀναχωροῦσι καὶ εἰς τὸν Αὐρασίου ὄρους
πρόποδα στρατοπεδεύουσιν. ὁ δὲ Σολόμων τούτοις συμβαλὼν εἰς
φυγὴν ἔτρεψεν. οἱ δὲ Μαυρούσιοι ἐπὶ τὴν δυσχωρίαν τοῦ ὄρους
ἔφυγον καὶ ἐπὶ Μαυριτάνους ᾤχοντο. Σολόμων δὲ τὰς ἐν Μουγάδῃ
πεδιάδας ληϊσάμενος καὶ πᾶσαν τὴν γῆν αὐτῶν πυρπολήσας σῖτόν
τε πολὺν κομισάμενος εἰς Ζερβούλην τὸ φρούριον ἀνέστρεψεν. ἔνθα
Ἰαύδας σὺν δισμυρίοις Μαυρουσίοις προσέφυγεν. Ἰαύδας δὲ κατα-
λιπὼν τὸ φρούριον εἰς τὸ τοῦ Αὐρασίου ὄρος εἰς ὕψος ἀναβὰς
ἡσύχαζεν. Σολόμων δὲ Ζερβούλην τὸ φρούριον εἰς τρεῖς ἐπολιόρ-
κησεν ἡμέρας, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ ληϊσάμενος φύλακάς τε εἰς
1091

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 206, line 6

αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ναρσῆν τὸν κουβικουλάριον μετὰ


στόλου ἐν τῇ Ῥώμῃ πρὸς τὸ διακρατῆσαι τὰ ἐκεῖσε. Σολόμων δὲ
τὰ ἐν Καρχηδόνι καὶ Λιβύῃ καλῶς διοικήσας κατὰ Μαυρουσίων
ἐστράτευσεν. καὶ πρῶτον μὲν Γόνθαριν, τὸν αὐτοῦ δορυφόρον,
ἄνδρα ἀγαθὸν εἰς τὰ πολέμια, σὺν στρατεύματι ἔπεμψεν, ὅστις εἰς  
Βίγαν ποταμὸν ἀφικόμενος εἰς Βαύγαϊν, πόλιν ἔρημον, ἐστρατοπε-
δεύσατο. ἐνταῦθα δὲ μάχης γενομένης, ἡττηθεὶς καὶ εἰς τὸ χαρά-
κωμα ἀποχωρήσας ὑπὸ τῆς τῶν Μαυρουσίων προσεδρίας ἐπιέζετο.
Σολόμων δὲ πλησίον γενόμενος καὶ ταῦτα μαθὼν κατὰ τάχος ἤει.
οἱ δὲ βάρβαροι δείσαντες ἀναχωροῦσι καὶ εἰς τὸν Αὐρασίου ὄρους
πρόποδα στρατοπεδεύουσιν. ὁ δὲ Σολόμων τούτοις συμβαλὼν εἰς
φυγὴν ἔτρεψεν. οἱ δὲ Μαυρούσιοι ἐπὶ τὴν δυσχωρίαν τοῦ ὄρους
ἔφυγον καὶ ἐπὶ Μαυριτάνους ᾤχοντο. Σολόμων δὲ τὰς ἐν Μουγάδῃ
πεδιάδας ληϊσάμενος καὶ πᾶσαν τὴν γῆν αὐτῶν πυρπολήσας σῖτόν
τε πολὺν κομισάμενος εἰς Ζερβούλην τὸ φρούριον ἀνέστρεψεν. ἔνθα
Ἰαύδας σὺν δισμυρίοις Μαυρουσίοις προσέφυγεν. Ἰαύδας δὲ κατα-
λιπὼν τὸ φρούριον εἰς τὸ τοῦ Αὐρασίου ὄρος εἰς ὕψος ἀναβὰς
ἡσύχαζεν. Σολόμων δὲ Ζερβούλην τὸ φρούριον εἰς τρεῖς ἐπολιόρ-
κησεν ἡμέρας, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ ληϊσάμενος φύλακάς τε εἰς
αὐτὸ καταστήσας ἐπὶ τὰ πρόσω ἐχώρει. καὶ διεσκοπεῖτο, ὅθεν εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους δυνηθείη γενέσθαι ἀποτόμου τε ὄντος καὶ

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 206, line 8

τὰ ἐν Καρχηδόνι καὶ Λιβύῃ καλῶς διοικήσας κατὰ Μαυρουσίων


ἐστράτευσεν. καὶ πρῶτον μὲν Γόνθαριν, τὸν αὐτοῦ δορυφόρον,
ἄνδρα ἀγαθὸν εἰς τὰ πολέμια, σὺν στρατεύματι ἔπεμψεν, ὅστις εἰς  
Βίγαν ποταμὸν ἀφικόμενος εἰς Βαύγαϊν, πόλιν ἔρημον, ἐστρατοπε-
δεύσατο. ἐνταῦθα δὲ μάχης γενομένης, ἡττηθεὶς καὶ εἰς τὸ χαρά-
κωμα ἀποχωρήσας ὑπὸ τῆς τῶν Μαυρουσίων προσεδρίας ἐπιέζετο.
Σολόμων δὲ πλησίον γενόμενος καὶ ταῦτα μαθὼν κατὰ τάχος ἤει.
οἱ δὲ βάρβαροι δείσαντες ἀναχωροῦσι καὶ εἰς τὸν Αὐρασίου ὄρους
πρόποδα στρατοπεδεύουσιν. ὁ δὲ Σολόμων τούτοις συμβαλὼν εἰς
φυγὴν ἔτρεψεν. οἱ δὲ Μαυρούσιοι ἐπὶ τὴν δυσχωρίαν τοῦ ὄρους
ἔφυγον καὶ ἐπὶ Μαυριτάνους ᾤχοντο. Σολόμων δὲ τὰς ἐν Μουγάδῃ
πεδιάδας ληϊσάμενος καὶ πᾶσαν τὴν γῆν αὐτῶν πυρπολήσας σῖτόν
τε πολὺν κομισάμενος εἰς Ζερβούλην τὸ φρούριον ἀνέστρεψεν. ἔνθα
Ἰαύδας σὺν δισμυρίοις Μαυρουσίοις προσέφυγεν. Ἰαύδας δὲ κατα-
λιπὼν τὸ φρούριον εἰς τὸ τοῦ Αὐρασίου ὄρος εἰς ὕψος ἀναβὰς
ἡσύχαζεν. Σολόμων δὲ Ζερβούλην τὸ φρούριον εἰς τρεῖς ἐπολιόρ-
κησεν ἡμέρας, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ ληϊσάμενος φύλακάς τε εἰς
αὐτὸ καταστήσας ἐπὶ τὰ πρόσω ἐχώρει. καὶ διεσκοπεῖτο, ὅθεν εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους δυνηθείη γενέσθαι ἀποτόμου τε ὄντος καὶ
πολλῇ δυσχερείᾳ κατεχομένου. ὁ δὲ θεὸς πόρον ἐν τῇ ἀπορίᾳ
ἐποίησεν οὕτως. εἷς τῶν στρατιωτῶν τοῦ πεζικοῦ στρατοῦ, ὀπτίων
1092

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 206, line 13

κωμα ἀποχωρήσας ὑπὸ τῆς τῶν Μαυρουσίων προσεδρίας ἐπιέζετο.


Σολόμων δὲ πλησίον γενόμενος καὶ ταῦτα μαθὼν κατὰ τάχος ἤει.
οἱ δὲ βάρβαροι δείσαντες ἀναχωροῦσι καὶ εἰς τὸν Αὐρασίου ὄρους
πρόποδα στρατοπεδεύουσιν. ὁ δὲ Σολόμων τούτοις συμβαλὼν εἰς
φυγὴν ἔτρεψεν. οἱ δὲ Μαυρούσιοι ἐπὶ τὴν δυσχωρίαν τοῦ ὄρους
ἔφυγον καὶ ἐπὶ Μαυριτάνους ᾤχοντο. Σολόμων δὲ τὰς ἐν Μουγάδῃ
πεδιάδας ληϊσάμενος καὶ πᾶσαν τὴν γῆν αὐτῶν πυρπολήσας σῖτόν
τε πολὺν κομισάμενος εἰς Ζερβούλην τὸ φρούριον ἀνέστρεψεν. ἔνθα
Ἰαύδας σὺν δισμυρίοις Μαυρουσίοις προσέφυγεν. Ἰαύδας δὲ κατα-
λιπὼν τὸ φρούριον εἰς τὸ τοῦ Αὐρασίου ὄρος εἰς ὕψος ἀναβὰς
ἡσύχαζεν. Σολόμων δὲ Ζερβούλην τὸ φρούριον εἰς τρεῖς ἐπολιόρ-
κησεν ἡμέρας, καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ ληϊσάμενος φύλακάς τε εἰς
αὐτὸ καταστήσας ἐπὶ τὰ πρόσω ἐχώρει. καὶ διεσκοπεῖτο, ὅθεν εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους δυνηθείη γενέσθαι ἀποτόμου τε ὄντος καὶ
πολλῇ δυσχερείᾳ κατεχομένου. ὁ δὲ θεὸς πόρον ἐν τῇ ἀπορίᾳ
ἐποίησεν οὕτως. εἷς τῶν στρατιωτῶν τοῦ πεζικοῦ στρατοῦ, ὀπτίων
ὤν, Γένζων ὀνόματι, εἴτε θυμῷ χρώμενος, εἴτε τι θεῖον αὐτὸν
ἐκίνησεν, ἐπὶ τοὺς πολεμίους ἀνέβαινε μόνος. ὀπίσω δὲ τούτου τινὲς
συστρατιῶται ἠκολούθουν ἐν θαύματι μεγάλῳ ποιούμενοι τὸ γινό-
μενον, τρεῖς δὲ τῶν Μαυρουσίων οἱ εἰς τὸ φυλάσσειν τὴν εἴσοδον
τεταγμένοι ἰδόντες τὸν ἄνθρωπον ὑπήντων δρόμῳ νομίσαντες πρὸς

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 207, line 23

αὐτοῦ καὶ τὰς γυναῖκας ἀποθέμενος καὶ ἕνα φύλακα γέροντα τῶν
χρημάτων καταστησάμενος. οὐ γὰρ ἄν ποτε ὑπετόπησε τοὺς πολε-
μίους εἰς τόνδε τὸν πύργον ἀφίξεσθαι, οὐδὲ βίᾳ τοῦτον ἑλεῖν δύ-
νασθαι. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τὰς τοῦ Αὐρασίου δυσχωρίας διερευνώμενοι
ἐνταῦθα ἧκον· καὶ αὐτῶν τις ἀναβαίνειν εἰς τὸν πύργον σὺν γέλωτι
ἐνεχείρησεν. αἱ δὲ γυναῖκες τοῦτον κατεγέλων σὺν τῷ πρεσβύτῃ. ὁ
δὲ Ῥωμαῖος, ἐπειδὴ χερσὶ καὶ ποσὶν ἀναβαίνων ἐγγύς που ἐγεγόνει,
σπασάμενος τὸ ξίφος ἐξήλατο καὶ τοῦ γέροντος εἰς τὸν αὐχένα ἐπι-
τυχὼν τούτου τὴν κεφαλὴν ἐξέτεμεν. οἱ δὲ στρατιῶται θαρροῦντες
ἤδη καὶ ἀλλήλων ἐχόμενοι εἰς τὸν πύργον ἀνέβαινον καὶ τὰς γυναῖκας
τά τε χρήματα μεγάλα ὄντα λαβόντες πρὸς Σολόμωνα ἤγαγον. ὁ δὲ
Σολόμων τείχη ταῖς ἐν Λιβύῃ πόλεσι περιέβαλεν, καὶ ἐπεὶ Μαυρού-
σιοι ἀνεχώρησαν ἐκ Νουμιδίας νικηθέντες, Ζάβην τε τὴν χώραν
καὶ Μαυριτανίαν καὶ Ἴτιφιν τὴν μητρόπολιν ὑπόφορον Ῥωμαίοις
πεποίηκεν. τῆς γὰρ ἑτέρας Μαυριτανίας Καισάρεια ἡ πρώτη μητρό-
πολις ὑπάρχει. ταύτην δὲ Βελισάριος τὸ πρότερον καθυπέταξεν. διὰ
τοῦτο Λίβυες ἅπαντες ὑπήκοοι Ῥωμαίων γεγόνασιν εἰρήνης ἀσφα-
λοῦς τυχόντες. τετραετίαν δὲ ποιήσαντες ταύτῃ τῇ εἰρήνῃ, ἐν τῷ
ιζʹ ἔτει Ἰουστινιανοῦ, Κῦρός τε καὶ Σέργιος, οἱ Βάκχου, τοῦ Σολό-  
μωνος ἀδελφοῦ, παῖδες, ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἀπεστάλησαν ἄρχειν ἐν
1093

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 207, line 24

χρημάτων καταστησάμενος. οὐ γὰρ ἄν ποτε ὑπετόπησε τοὺς πολε-


μίους εἰς τόνδε τὸν πύργον ἀφίξεσθαι, οὐδὲ βίᾳ τοῦτον ἑλεῖν δύ-
νασθαι. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τὰς τοῦ Αὐρασίου δυσχωρίας διερευνώμενοι
ἐνταῦθα ἧκον· καὶ αὐτῶν τις ἀναβαίνειν εἰς τὸν πύργον σὺν γέλωτι
ἐνεχείρησεν. αἱ δὲ γυναῖκες τοῦτον κατεγέλων σὺν τῷ πρεσβύτῃ. ὁ
δὲ Ῥωμαῖος, ἐπειδὴ χερσὶ καὶ ποσὶν ἀναβαίνων ἐγγύς που ἐγεγόνει,
σπασάμενος τὸ ξίφος ἐξήλατο καὶ τοῦ γέροντος εἰς τὸν αὐχένα ἐπι-
τυχὼν τούτου τὴν κεφαλὴν ἐξέτεμεν. οἱ δὲ στρατιῶται θαρροῦντες
ἤδη καὶ ἀλλήλων ἐχόμενοι εἰς τὸν πύργον ἀνέβαινον καὶ τὰς γυναῖκας
τά τε χρήματα μεγάλα ὄντα λαβόντες πρὸς Σολόμωνα ἤγαγον. ὁ δὲ
Σολόμων τείχη ταῖς ἐν Λιβύῃ πόλεσι περιέβαλεν, καὶ ἐπεὶ Μαυρού-
σιοι ἀνεχώρησαν ἐκ Νουμιδίας νικηθέντες, Ζάβην τε τὴν χώραν
καὶ Μαυριτανίαν καὶ Ἴτιφιν τὴν μητρόπολιν ὑπόφορον Ῥωμαίοις
πεποίηκεν. τῆς γὰρ ἑτέρας Μαυριτανίας Καισάρεια ἡ πρώτη μητρό-
πολις ὑπάρχει. ταύτην δὲ Βελισάριος τὸ πρότερον καθυπέταξεν. διὰ
τοῦτο Λίβυες ἅπαντες ὑπήκοοι Ῥωμαίων γεγόνασιν εἰρήνης ἀσφα-
λοῦς τυχόντες. τετραετίαν δὲ ποιήσαντες ταύτῃ τῇ εἰρήνῃ, ἐν τῷ
ιζʹ ἔτει Ἰουστινιανοῦ, Κῦρός τε καὶ Σέργιος, οἱ Βάκχου, τοῦ Σολό-  
μωνος ἀδελφοῦ, παῖδες, ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἀπεστάλησαν ἄρχειν ἐν
Λιβύῃ, Πενταπόλεως μὲν Κῦρος, Τριπόλεως δὲ Σέργιος. οἱ δὲ

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 208, line 15

εἰρήνην κρατύνωσιν. Σέργιος δὲ Πουδεντίῳ πεισθείς, ἀνδρὶ Τρι-


πολίτῃ, ὀγδοήκοντα μὲν τῶν βαρβάρων τοὺς δοκιμωτέρους ἐν τῇ
πόλει ἐδέξατο πάντα ἐπιτελεῖν τὰ αἰτούμενα ὑπισχνούμενος, καὶ
ὅρκοις τὴν εἰρήνην ἐκράτυνεν· τοὺς δὲ λοιποὺς ἔξω ἐν προαστείῳ
ἤλασεν. τούτους δὲ ἐπ' ἄριστον καλέσας ἅπαντας ἔκτεινεν. εἷς δὲ
τούτων λάθρα ἐκπηδήσας τοῖς ὁμοφύλοις τὰ γενόμενα ἐμήνυσεν. οἱ
δὲ ταῦτα ἀκούσαντες δρόμῳ ἐπὶ τὸ οἰκεῖον στρατόπεδον ᾔεσαν καὶ
σὺν πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἐπὶ Ῥωμαίους ἐγένοντο. ὁ δὲ Σέργιος σὺν τῷ
Πουδεντίῳ τούτοις ἀπήντησεν, καὶ μάχης κροτηθείσης, Πουδέντιος
μὲν πολλοὺς ἀποβαλὼν θνήσκει, Σέργιος δὲ εἰς ἄφατον φόβον ἐμ-
πεπτωκὼς ἐπὶ Καρχηδόνα ἔπλευσε πρὸς Σολόμωνα, τὸν αὐτοῦ θεῖον.
πᾶσαν δὲ τὴν Τρίπολιν Μαυρούσιοι ἀπέλιπον. οἱ δὲ βάρβαροι ἅπαντα
ληϊσάμενοι τὰ ἐκεῖ χωρία ἐξανδραποδίσαντές τε πλῆθος Ῥωμαίων ἐπὶ
Πεντάπολιν ᾔεσαν. ὁ δὲ Κῦρος γνοὺς φυγὰς εἰς Καρχηδόνα κατέπλει.
οἱ δὲ βάρβαροι, μηδενὸς ἀντιστάντος αὐτοῖς, Βερονίκην τὴν πόλιν
ἑλόντες ἐπὶ Καρχηδόνα ἐστράτευσαν, καὶ εἰς τὸ Βυζάκιον ἀφικόμενοι
πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς τῶν ἐκεῖ ἐληΐσαντο χωρία. Ἀντάλας δὲ ἔχθραν
ἔχων πρὸς Σολόμωνα, διότι τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν ἔκτεινεν, τοῖς βαρ-
βάροις ἑνοῦται καὶ κατὰ Καρχηδόνος καὶ Σολόμωνος τούτους ὡδή-
γησεν. Σολόμων δὲ ταῦτα ἀκούσας, παραλαβὼν τὸ στράτευμα κατ'
αὐτῶν ὥρμησεν. ἐλθὼν δὲ εἰς Βέστην τὴν πόλιν ἓξ ἡμερῶν
1094

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 208, line 22

σὺν πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἐπὶ Ῥωμαίους ἐγένοντο. ὁ δὲ Σέργιος σὺν τῷ


Πουδεντίῳ τούτοις ἀπήντησεν, καὶ μάχης κροτηθείσης, Πουδέντιος
μὲν πολλοὺς ἀποβαλὼν θνήσκει, Σέργιος δὲ εἰς ἄφατον φόβον ἐμ-
πεπτωκὼς ἐπὶ Καρχηδόνα ἔπλευσε πρὸς Σολόμωνα, τὸν αὐτοῦ θεῖον.
πᾶσαν δὲ τὴν Τρίπολιν Μαυρούσιοι ἀπέλιπον. οἱ δὲ βάρβαροι ἅπαντα
ληϊσάμενοι τὰ ἐκεῖ χωρία ἐξανδραποδίσαντές τε πλῆθος Ῥωμαίων ἐπὶ
Πεντάπολιν ᾔεσαν. ὁ δὲ Κῦρος γνοὺς φυγὰς εἰς Καρχηδόνα κατέπλει.
οἱ δὲ βάρβαροι, μηδενὸς ἀντιστάντος αὐτοῖς, Βερονίκην τὴν πόλιν
ἑλόντες ἐπὶ Καρχηδόνα ἐστράτευσαν, καὶ εἰς τὸ Βυζάκιον ἀφικόμενοι
πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς τῶν ἐκεῖ ἐληΐσαντο χωρία. Ἀντάλας δὲ ἔχθραν
ἔχων πρὸς Σολόμωνα, διότι τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν ἔκτεινεν, τοῖς βαρ-
βάροις ἑνοῦται καὶ κατὰ Καρχηδόνος καὶ Σολόμωνος τούτους ὡδή-
γησεν. Σολόμων δὲ ταῦτα ἀκούσας, παραλαβὼν τὸ στράτευμα κατ'
αὐτῶν ὥρμησεν. ἐλθὼν δὲ εἰς Βέστην τὴν πόλιν ἓξ ἡμερῶν Καρ-
χηδόνος ὁδὸν ἀπέχουσαν ἐν αὐτῇ ἐστρατοπεδεύσατο, ἦσάν τε σὺν
αὐτῷ Κῦρος καὶ Σέργιος καὶ Σολόμων ὁ νέος, οἱ τοῦ Βάκχου παῖδες.
ἰδὼν δὲ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων καὶ δειλιάσας ἔπεμψε πρὸς τοὺς
ἄρχοντας αὐτῶν μεμφόμενος αὐτούς, ὅτι ἔνσπονδοι Ῥωμαίων ὄντες
ὅπλα κατ' αὐτῶν ἐκίνησαν, ἀξιῶν δὲ τὴν εἰρήνην κρατύνεσθαι καὶ  
ὅρκοις βεβαιοῦσθαι. οἱ δὲ βάρβαροι χλευάσαντες τὰ εἰρημένα ἔφησαν·
“ἐπειδὴ Σέργιος εἰς τὰ εὐαγγέλια ὀμόσας καλῶς ἐφύλαξε τοὺς

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 208, line 23

Πουδεντίῳ τούτοις ἀπήντησεν, καὶ μάχης κροτηθείσης, Πουδέντιος


μὲν πολλοὺς ἀποβαλὼν θνήσκει, Σέργιος δὲ εἰς ἄφατον φόβον ἐμ-
πεπτωκὼς ἐπὶ Καρχηδόνα ἔπλευσε πρὸς Σολόμωνα, τὸν αὐτοῦ θεῖον.
πᾶσαν δὲ τὴν Τρίπολιν Μαυρούσιοι ἀπέλιπον. οἱ δὲ βάρβαροι ἅπαντα
ληϊσάμενοι τὰ ἐκεῖ χωρία ἐξανδραποδίσαντές τε πλῆθος Ῥωμαίων ἐπὶ
Πεντάπολιν ᾔεσαν. ὁ δὲ Κῦρος γνοὺς φυγὰς εἰς Καρχηδόνα κατέπλει.
οἱ δὲ βάρβαροι, μηδενὸς ἀντιστάντος αὐτοῖς, Βερονίκην τὴν πόλιν
ἑλόντες ἐπὶ Καρχηδόνα ἐστράτευσαν, καὶ εἰς τὸ Βυζάκιον ἀφικόμενοι
πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς τῶν ἐκεῖ ἐληΐσαντο χωρία. Ἀντάλας δὲ ἔχθραν
ἔχων πρὸς Σολόμωνα, διότι τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν ἔκτεινεν, τοῖς βαρ-
βάροις ἑνοῦται καὶ κατὰ Καρχηδόνος καὶ Σολόμωνος τούτους ὡδή-
γησεν. Σολόμων δὲ ταῦτα ἀκούσας, παραλαβὼν τὸ στράτευμα κατ'
αὐτῶν ὥρμησεν. ἐλθὼν δὲ εἰς Βέστην τὴν πόλιν ἓξ ἡμερῶν Καρ-
χηδόνος ὁδὸν ἀπέχουσαν ἐν αὐτῇ ἐστρατοπεδεύσατο, ἦσάν τε σὺν
αὐτῷ Κῦρος καὶ Σέργιος καὶ Σολόμων ὁ νέος, οἱ τοῦ Βάκχου παῖδες.
ἰδὼν δὲ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων καὶ δειλιάσας ἔπεμψε πρὸς τοὺς
ἄρχοντας αὐτῶν μεμφόμενος αὐτούς, ὅτι ἔνσπονδοι Ῥωμαίων ὄντες
ὅπλα κατ' αὐτῶν ἐκίνησαν, ἀξιῶν δὲ τὴν εἰρήνην κρατύνεσθαι καὶ  
ὅρκοις βεβαιοῦσθαι. οἱ δὲ βάρβαροι χλευάσαντες τὰ εἰρημένα ἔφησαν·
“ἐπειδὴ Σέργιος εἰς τὰ εὐαγγέλια ὀμόσας καλῶς ἐφύλαξε τοὺς ὅρ-
κους ἀποκτείνας τοὺς ὀγδοήκοντα, πῶς νῦν ὑμῶν πιστεύσομεν τοὺς
1095

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 208, line 24

μὲν πολλοὺς ἀποβαλὼν θνήσκει, Σέργιος δὲ εἰς ἄφατον φόβον ἐμ-


πεπτωκὼς ἐπὶ Καρχηδόνα ἔπλευσε πρὸς Σολόμωνα, τὸν αὐτοῦ θεῖον.
πᾶσαν δὲ τὴν Τρίπολιν Μαυρούσιοι ἀπέλιπον. οἱ δὲ βάρβαροι ἅπαντα
ληϊσάμενοι τὰ ἐκεῖ χωρία ἐξανδραποδίσαντές τε πλῆθος Ῥωμαίων ἐπὶ
Πεντάπολιν ᾔεσαν. ὁ δὲ Κῦρος γνοὺς φυγὰς εἰς Καρχηδόνα κατέπλει.
οἱ δὲ βάρβαροι, μηδενὸς ἀντιστάντος αὐτοῖς, Βερονίκην τὴν πόλιν
ἑλόντες ἐπὶ Καρχηδόνα ἐστράτευσαν, καὶ εἰς τὸ Βυζάκιον ἀφικόμενοι
πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς τῶν ἐκεῖ ἐληΐσαντο χωρία. Ἀντάλας δὲ ἔχθραν
ἔχων πρὸς Σολόμωνα, διότι τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν ἔκτεινεν, τοῖς βαρ-
βάροις ἑνοῦται καὶ κατὰ Καρχηδόνος καὶ Σολόμωνος τούτους ὡδή-
γησεν. Σολόμων δὲ ταῦτα ἀκούσας, παραλαβὼν τὸ στράτευμα κατ'
αὐτῶν ὥρμησεν. ἐλθὼν δὲ εἰς Βέστην τὴν πόλιν ἓξ ἡμερῶν Καρ-
χηδόνος ὁδὸν ἀπέχουσαν ἐν αὐτῇ ἐστρατοπεδεύσατο, ἦσάν τε σὺν
αὐτῷ Κῦρος καὶ Σέργιος καὶ Σολόμων ὁ νέος, οἱ τοῦ Βάκχου παῖδες.
ἰδὼν δὲ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων καὶ δειλιάσας ἔπεμψε πρὸς τοὺς
ἄρχοντας αὐτῶν μεμφόμενος αὐτούς, ὅτι ἔνσπονδοι Ῥωμαίων ὄντες
ὅπλα κατ' αὐτῶν ἐκίνησαν, ἀξιῶν δὲ τὴν εἰρήνην κρατύνεσθαι καὶ  
ὅρκοις βεβαιοῦσθαι. οἱ δὲ βάρβαροι χλευάσαντες τὰ εἰρημένα ἔφησαν·
“ἐπειδὴ Σέργιος εἰς τὰ εὐαγγέλια ὀμόσας καλῶς ἐφύλαξε τοὺς ὅρ-
κους ἀποκτείνας τοὺς ὀγδοήκοντα, πῶς νῦν ὑμῶν πιστεύσομεν τοὺς
ὅρκους;” πολέμου δὲ κροτηθέντος, τρέπονται οἱ Ῥωμαῖοι.

Θεοφάνης χρονογράφος.Χρονογραφία P. 208, line 27

ληϊσάμενοι τὰ ἐκεῖ χωρία ἐξανδραποδίσαντές τε πλῆθος Ῥωμαίων ἐπὶ


Πεντάπολιν ᾔεσαν. ὁ δὲ Κῦρος γνοὺς φυγὰς εἰς Καρχηδόνα κατέπλει.
οἱ δὲ βάρβαροι, μηδενὸς ἀντιστάντος αὐτοῖς, Βερονίκην τὴν πόλιν
ἑλόντες ἐπὶ Καρχηδόνα ἐστράτευσαν, καὶ εἰς τὸ Βυζάκιον ἀφικόμενοι
πλεῖστα ἐξ ἐπιδρομῆς τῶν ἐκεῖ ἐληΐσαντο χωρία. Ἀντάλας δὲ ἔχθραν
ἔχων πρὸς Σολόμωνα, διότι τὸν αὐτοῦ ἀδελφὸν ἔκτεινεν, τοῖς βαρ-
βάροις ἑνοῦται καὶ κατὰ Καρχηδόνος καὶ Σολόμωνος τούτους ὡδή-
γησεν. Σολόμων δὲ ταῦτα ἀκούσας, παραλαβὼν τὸ στράτευμα κατ'
αὐτῶν ὥρμησεν. ἐλθὼν δὲ εἰς Βέστην τὴν πόλιν ἓξ ἡμερῶν Καρ-
χηδόνος ὁδὸν ἀπέχουσαν ἐν αὐτῇ ἐστρατοπεδεύσατο, ἦσάν τε σὺν
αὐτῷ Κῦρος καὶ Σέργιος καὶ Σολόμων ὁ νέος, οἱ τοῦ Βάκχου παῖδες.
ἰδὼν δὲ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων καὶ δειλιάσας ἔπεμψε πρὸς τοὺς
ἄρχοντας αὐτῶν μεμφόμενος αὐτούς, ὅτι ἔνσπονδοι Ῥωμαίων ὄντες
ὅπλα κατ' αὐτῶν ἐκίνησαν, ἀξιῶν δὲ τὴν εἰρήνην κρατύνεσθαι καὶ  
ὅρκοις βεβαιοῦσθαι. οἱ δὲ βάρβαροι χλευάσαντες τὰ εἰρημένα ἔφησαν·
“ἐπειδὴ Σέργιος εἰς τὰ εὐαγγέλια ὀμόσας καλῶς ἐφύλαξε τοὺς ὅρ-
κους ἀποκτείνας τοὺς ὀγδοήκοντα, πῶς νῦν ὑμῶν πιστεύσομεν τοὺς
ὅρκους;” πολέμου δὲ κροτηθέντος, τρέπονται οἱ Ῥωμαῖοι. τοῦ δὲ
ἵππου ὀκλάσαντος κτείνεται Σολόμων, καὶ οἱ τούτου δορυφόροι,
Σέργιος δέ, ὁ τούτου ἀνεψιός, τὴν τῆς Λιβύης ἀρχὴν ὑπὸ τοῦ βασι-
λέως ἐνεχειρίσθη. Ἰωάννης δὲ ὁ Σισιννιόλου καὶ οἱ λοιποὶ ἄρχοντες
1096

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 5, sec. 33, line 10

Ἑπτὰ λύχνοι, λαβίδες, ἐπαρυστρίδες

 Αὕτη ἡ λυχνία ἑπτὰ λύχνους ἔχουσα, εἰς νότον κειμένη


τῆς σκηνῆς, τύπος ἦν τῶν φωστήρων, ἐπειδήπερ, κατὰ τὸν
σοφὸν Σολομῶντα, ἀνατέλλοντες οἱ φωστῆρες καὶ εἰς νότον
διατρέχοντες ἐπὶ τὸν βορρᾶν τῇ γῇ φαίνουσι. Καὶ πάλιν ἑπτά
εἰσι διὰ τὴν ἑβδομάδα τῶν ἡμερῶν, ἐπειδὴ πᾶς ὁ χρόνος ἀπὸ
ἑβδομάδων ἀρχόμενος καὶ μῆνες ἀποτελοῦνται καὶ ἐνιαυτός.
Ἐκ τοῦ δὲ ἑνὸς μέρους κελεύει ἀνάπτειν αὐτούς, ἐπειδήπερ
ἔκειτο κατὰ τὸν βορρᾶν ἡ τράπεζα, ἵνα ἀπὸ τοῦ νότου ἐπὶ τὸν
βορρᾶν φαίνωσιν. Οὕτως γὰρ καὶ περὶ τῶν φωστήρων ὁ Σολο-
μῶν λέγει· «Ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκπορεύεται πρὸς νότον καὶ
κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ
ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.» Ἀπὸ τῶν οὖν καθολικωτέρων καὶ  
ὁ Σολομῶν καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐξεῖπον περὶ τῶν φωστήρων.
Διαγράψομεν καὶ τὴν λυχνίαν καὶ τὴν τράπεζαν. Ἔστιν οὗν
καὶ αὐτὰ οὕτως.  

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 5, sec. 33, line 13

σοφὸν Σολομῶντα, ἀνατέλλοντες οἱ φωστῆρες καὶ εἰς νότον


διατρέχοντες ἐπὶ τὸν βορρᾶν τῇ γῇ φαίνουσι. Καὶ πάλιν ἑπτά
εἰσι διὰ τὴν ἑβδομάδα τῶν ἡμερῶν, ἐπειδὴ πᾶς ὁ χρόνος ἀπὸ
ἑβδομάδων ἀρχόμενος καὶ μῆνες ἀποτελοῦνται καὶ ἐνιαυτός.
Ἐκ τοῦ δὲ ἑνὸς μέρους κελεύει ἀνάπτειν αὐτούς, ἐπειδήπερ
ἔκειτο κατὰ τὸν βορρᾶν ἡ τράπεζα, ἵνα ἀπὸ τοῦ νότου ἐπὶ τὸν
βορρᾶν φαίνωσιν. Οὕτως γὰρ καὶ περὶ τῶν φωστήρων ὁ Σολο-
μῶν λέγει· «Ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκπορεύεται πρὸς νότον καὶ
κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ
ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.» Ἀπὸ τῶν οὖν καθολικωτέρων καὶ  
ὁ Σολομῶν καὶ ὁ Μωϋσῆς ἐξεῖπον περὶ τῶν φωστήρων.
Διαγράψομεν καὶ τὴν λυχνίαν καὶ τὴν τράπεζαν. Ἔστιν οὗν
καὶ αὐτὰ οὕτως.  

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 5, sec. 164, line 15

εἰπεῖν, ἐὰν μὴ παρατετηρημένως τις ἀναγνῷ, συγκεχυμένα τὰ


πλεῖστα εὑρήσει. Οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αἱ Βασιλεῖαι τούτῳ
τῷ τρόπῳ ἐν τῷ ἱερῷ ἐγράφησαν κατὰ μέρος, ἐν τῷ καιρῷ
1097

τοῦ Σαοὺλ τὰ ἕως τοῦ Σαούλ, ἐν τῷ καιρῷ τοῦ Δαυῒδ τὰ ἕως


τοῦ Δαυΐδ, ὁμοίως καὶ τὰ ἑκάστου βασιλέως κατὰ τὸν ἴδιον
καιρὸν ἐγράφοντο. Ὁμοίως ἔγραφον καὶ ἐν τοῖς σκρινίοις
τῶν βασιλέων, ἃς καλοῦμεν Παραλειπομένας. Τὴν δὲ Πεντά-
τευχον Μωϋσῆς ἔγραψεν, ἱστορίαν προγεγονότων καὶ γινο-
μένων καὶ ἐσομένων. Ἰησοῦς πάλιν τὴν ἰδίαν βίβλον· τοὺς
Κριτὰς πάλιν ἐν τῷ ἱερῷ, ἤγουν ἐν τῇ σκηνῇ· ὁμοίως καὶ τὴν
Ῥούθ. Σολομῶν πάλιν τὰ ἴδια ἔγραψε, τάς τε Παροιμίας καὶ
τὰ Ἄισματα καὶ τὸν Ἐκκλησιαστήν· σοφίας γὰρ χάριν
εἰληφὼς παρὰ Θεοῦ, καὶ πάντα ἄνθρωπον νουθετῶν σοφῶς
ἀναστρέφεσθαι ἐν τῷδε τῷ βίῳ, προφητείας χάριν οὐκ εἰλήφει.
 Ὅσους οὖν εὕρομεν προφητείας ἀξιωθέντας εἰπεῖν
περὶ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἐτάξαμεν. Ἔτι δὲ γράφομεν καὶ
περὶ τῶν ἄλλων τεσσάρων προφητῶν, ὅσα ἠξιώθησαν προει-
πεῖν περὶ τῆς κατὰ τὸν Δεσπότην Χριστὸν οἰκονομίας, ἐν ᾗ
ἀφορᾷ πᾶς ὁ σκοπὸς τῆς θείας Γραφῆς. Προφέρομεν τοίνυν
πρῶτον τὸν μεγαλοφωνότατον Ἠσαΐαν, ὃς καὶ τύπῳ καὶ λόγῳ
ἠξιώθη ἰδεῖν καὶ προειπεῖν περὶ τοῦ κατὰ Χριστὸν μυστηρίου.  

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 9, sec. 12, line 1

μὲν τῶν ἐφημερινῶν ἄρτων τῶν καθ' ἑκάστην ἡμέραν νεαρῶν


τιθεμένων ἡμέρας δηλῶν, διὰ δὲ τῶν ἑπτὰ λύχνων ἑβδομάδα,
διὰ δὲ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα μῆνας, διὰ δὲ τῶν τεσσάρων
γωνιῶν τὰς τροπάς, διὰ δὲ τοῦ κύκλου τὸν ἐνιαυτόν· περὶ ὧν
ἐν τῇ πρὸς Ἑβραίους ὁ θεῖος Ἀπόστολος οὕτω φησίν· «Εἰ
μὲν οὖν ἦν ἐπὶ γῆς, οὐδ' ἂν ἦν ἱερεύς, ὄντων τῶν προσφερόν-
των κατὰ νόμον τὰς θυσίας· οἵτινες ὑποδείγμασι καὶ σκιᾷ
λατρεύουσι τῶν ἐπουρανίων, καθὼς κεχρημάτισται Μωϋσῆς
μέλλων ἐπιτελεῖν τὴν σκηνήν. ‘Ὅρα γάρ, φησί, ποιήσεις
πάντα κατὰ τὸν τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν τῷ ὄρει’.»
 Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν τῷ αὐτῷ πνεύματι τῷ
θείῳ σοφισθείς φησιν· «Ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος,
καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει· αὐτὸς ἀνατέλλων ἐκεῖ πορεύεται
πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, καὶ ἐπὶ
κύκλους αὐτοῦ πορεύεται τὸ πνεῦμα», καὶ οὗτος τὰ αὐτὰ
τῷ Μωϋσῇ καὶ τῷ Δαυῒδ ἐξειπών, ὅτι ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν
ἄνεισιν ἐπὶ τὸν νότον καὶ διὰ τοῦ βορρᾶ κυκλεύων τὰς τροπὰς
καὶ τὸν μέγαν κύκλον τοῦ ἐνιαυτοῦ ἀπεργάζεται ἐν τῷ ἀέρι
διατρέχων· τοῦτο γὰρ λέγει «πορεύεται τὸ πνεῦμα», ὡσανεὶ
ἐν τῷ ἀέρι.  
 Ὅτι δὲ καὶ ὑπὸ τῶν ἀοράτων Δυνάμεων κινοῦνται, καὶ

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 10, sec. 13, line 4


1098

Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τῆς αὐτῆς

 Τοῦτο δὲ μέγα τεκμήριον τὸ ξένους ἡμᾶς ὄντας ἀκοῦ-


σαι οἰκείους, καὶ ἀλλοτρίους ποτὲ ὄντας γενέσθαι συμπολίτας
τῶν ἁγίων καὶ τέκνα χρηματίσαι τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ,
ἧς τύπος ἦν ἣν ᾠκοδόμησε Σολομών. Εἰ γὰρ κατὰ τὸν τύπον
τὸν δειχθέντα ἐν τῷ ὄρει πάντα πεποίηκε Μωϋσῆς, τύπος
ἦν δηλονότι ἡ ἐν τῇ σκηνῇ λατρεία τῶν ἐν οὐρανοῖς μυστηρίων,
εἰς ἃ θέλων καὶ ἡμᾶς εἰσελθεῖν ὁ Κύριος ὡδοποίησεν «ἡμῖν
τὴν ὁδὸν πρόσφατον» καὶ μένουσαν. Ὡς δὲ πάντα τύπος
ἦν τὰ πάλαι τῶν νέων, οὕτω τύπος τῆς ἄνω χαρᾶς καὶ ἡ νῦν
ἐστιν ἑορτή, εἰς ἣν ἐρχόμενοι μετὰ ψαλμῶν καὶ ᾠδῶν πνευ-
ματικῶν ἀρχόμεθα τῶν νηστειῶν.
 Κατανόει τὸν μέγαν τοῦτον διδάσκαλον πῶς πᾶν τὸ
σχῆμα τοῦ κόσμου σὺν τῷ δόγματι ὁμοίως ἡμῖν συνεχῶς
καταλέγει, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἀνάγαιον μέγα καὶ

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 10, sec. 33, line 9

δέ μου τῇ φράσει καὶ ὁ τόπος· τὰ γὰρ τοιαῦτα ὄψει μᾶλλον


ἢ ἀκοῇ παραδίδοται.
         Νόμισον εἶναι καμάραν ἐπικειμέ-
νην τῇ ἐκκλησίᾳ ἐπὶ ἀνατολὴν μὲν κατὰ τὸν τύπον τῆς ἑῴας,
ἄρκτον δὲ ἐκεῖσε καὶ μεσημβρίαν ἐνθάδε καὶ δύσιν ἐκεῖ, εἶτα
τὸν ἥλιον ἀνατέλλοντα καὶ μέλλοντα δύνειν, οὐχ ὑπὸ γῆν
δύνοντα, ἀλλὰ τὰ βόρεια μέρη διατρέχοντα καὶ ὥσπερ ὑπό
τινα τοῖχον κρυπτόμενον, μὴ συγχωρούντων τῶν ὑδάτων
φανῆναι αὐτοῦ τὸν δρόμον, καὶ τρέχοντα κατὰ τὰ βόρεια μέρη  
καὶ καταλαμβάνοντα τὴν ἀνατολὴν πάλιν. Ἀλλὰ πόθεν τοῦτο
δῆλον ἔσται; Λέγει γοῦν ὁ μακάριος Σολομῶν ἐν τῷ Ἐκκλη-
σιαστῇ, γραφὴ δέ ἐστιν αὕτη μαρτυρουμένη, οὐ παραγρα-
φομένη· «Ἀνατέλλει γάρ, φησίν, ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος καὶ
εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ ἕλκει· ἀνατέλλων αὐτὸς ἐκεῖ πορεύεται
πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, καὶ ἐπὶ
κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει τὸ πνεῦμα.» Βλέπε οὖν αὐτὸν
κατὰ μεσημβρίαν τρέχοντα καὶ τὸν βορρᾶν κυκλοῦντα, καὶ
μάθε.

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 12, sec. 7, line 15

σεις Ἕλληνας πεπιστευκότας καὶ βαπτισθέντας, ἀπιστοῦντας


δὲ καὶ ἀγνοοῦντας τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην, του-
τέστι τὴν θείαν Γραφήν, ὡς μὴ ἔχοντας ἔκπαλαι εἰς βάθος
ῥίζαν θεοσεβείας καὶ θεμέλιον πίστεως. Διὸ οὐδὲ ἐν ταῖς
συγγραφαῖς ἑαυτῶν ὡς πρῶτοι ἐμνήσθησαν οἱ Χαλδαῖοι καὶ οἱ
Αἰγύπτιοι περί τε τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ πυργοποιΐας καὶ τῆς
ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῆς ἐξ Αἰγύπτου καὶ τοῦ πρώτου
1099

συγγραφέως Μωϋσέως, ἀνωτέρους δὲ καὶ σοφωτέρους καὶ


πρώτους πάντων ἑαυτοὺς ἡγούμενοι, ἐκ τοῦ τύφου τοῦ αὐτοῖς
περικειμένου τὰ πολλὰ ἀγνοήσαντες· διὸ καλῶς τις τῶν
Αἰγυπτίων, Σολομῶν δ' οὗτος, τῷ Πλάτωνι ἔλεγεν· Ἕλληνες
ἀεὶ παῖδες, γέρων δ' Ἕλλην οὐκ ἔστιν, οὐδ' ἔτι παρ' ὑμῖν
χρόνῳ πολιὸν μάθημα.
 Ἀλλὰ καί τινες, τουτέστι Δῖος καὶ Μένανδρος, οἵτινες
τὰ Τυρίων ἀρχαῖα μετέφρασαν εἰς τὴν ἑλληνίδα φωνήν, εἰς
τὰς ἑαυτῶν συγγραφὰς μαρτυροῦσι τῷ Σολομῶνι καὶ τοῖς
Ἰουδαίοις· καὶ ἔτι σχεδὸν εἰπεῖν, πᾶσα ἡ Αἰθιοπία καὶ τὰ
νότια μέρη μαρτυροῦσι τῇ θείᾳ Γραφῇ, Ἕλληνες δὲ μόνοι παρ'  
ἑαυτοῖς σοφοὶ τὴν ἰδίαν ἀγνοοῦντες σωτηρίαν· μόνος δὲ
Τίμαιος ὁ προγεγραμμένος, οὐκ οἶδα πόθεν λαβών, τάχα δὲ
ἐκ τῶν Χαλδαϊκῶν, μετέπλασε τοὺς δέκα βασιλεῖς ἐκ τῆς

Κοσμάς Ινδοπλεύστης. Topographia Christiana Book 12, sec. 8, line 3

Αἰγύπτιοι περί τε τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ πυργοποιΐας καὶ τῆς


ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῆς ἐξ Αἰγύπτου καὶ τοῦ πρώτου
συγγραφέως Μωϋσέως, ἀνωτέρους δὲ καὶ σοφωτέρους καὶ
πρώτους πάντων ἑαυτοὺς ἡγούμενοι, ἐκ τοῦ τύφου τοῦ αὐτοῖς
περικειμένου τὰ πολλὰ ἀγνοήσαντες· διὸ καλῶς τις τῶν
Αἰγυπτίων, Σολομῶν δ' οὗτος, τῷ Πλάτωνι ἔλεγεν· Ἕλληνες
ἀεὶ παῖδες, γέρων δ' Ἕλλην οὐκ ἔστιν, οὐδ' ἔτι παρ' ὑμῖν
χρόνῳ πολιὸν μάθημα.
 Ἀλλὰ καί τινες, τουτέστι Δῖος καὶ Μένανδρος, οἵτινες
τὰ Τυρίων ἀρχαῖα μετέφρασαν εἰς τὴν ἑλληνίδα φωνήν, εἰς
τὰς ἑαυτῶν συγγραφὰς μαρτυροῦσι τῷ Σολομῶνι καὶ τοῖς
Ἰουδαίοις· καὶ ἔτι σχεδὸν εἰπεῖν, πᾶσα ἡ Αἰθιοπία καὶ τὰ
νότια μέρη μαρτυροῦσι τῇ θείᾳ Γραφῇ, Ἕλληνες δὲ μόνοι παρ'  
ἑαυτοῖς σοφοὶ τὴν ἰδίαν ἀγνοοῦντες σωτηρίαν· μόνος δὲ
Τίμαιος ὁ προγεγραμμένος, οὐκ οἶδα πόθεν λαβών, τάχα δὲ
ἐκ τῶν Χαλδαϊκῶν, μετέπλασε τοὺς δέκα βασιλεῖς ἐκ τῆς
πέραν γῆς ἐλθόντας εἰς τὴν νῆσον τὴν Ἀτλαντίδα, ἣν λέγει
καταποντωθεῖσαν, καὶ μισθωσαμένους τὰ οἰκοῦντα ἐν αὐτῇ
ἔθνη καὶ ἐλθόντας ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ πολεμήσαντας Εὐρώπην
καὶ τὴν Ἀσίαν, ὅπερ σαφέστατόν ἐστι πλάσμα· μὴ δυνάμενος
γὰρ δεῖξαι τὴν νῆσον καταποντωθεῖσαν αὐτὴν εἶπεν

Menander Protector Hist., De legationibus Romanorum ad gentes (fragmenta ap.


Constantinum Porphyrogenitum, De legationibus) Sec. 20, line 10

στρατεύματα ἐπαγόμενος ᾔει ἐς τὰ περὶ Κωνσταντίναν.


Ὅτι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας πόλεμος Ῥωμαίοις καὶ Ἀβάροις
συνεκροτήθη, μηδεμιᾶς δυνάμεως Ῥωμαϊκῆς κατὰ τὴν πρὸς Δαλ-
ματίᾳ γέφυραν ἐπιφανείσης καίτοι σαθρότατα ἔχουσαν. ἀλλὰ γὰρ
καὶ ὁ Ἀψὶχ καὶ τὸ κατ' αὐτὸν Ἀβαρικὸν αὐτοῦ ἐφεδρεύοντες
πρότερον τοσαύτην καταφρόνησιν ἐπεδείξαντο κατὰ Ῥωμαίων,
1100

ὥστε μετενεχθῆναι σφᾶς κατὰ δὴ τὴν ἑτέραν γέφυραν ἄλλην τε


δύναμιν προστεθῆναι τῇ δυνάμει Βαϊανοῦ. πιεζομένων τοιγαροῦν
τῶν ἐν τῷ Σιρμίῳ λιμῷ μεγίστῳ ἤδη τε ἁπτομένων ἀθεμίτων
τροφῶν τῷ ἐστερῆσθαι τῶν ἀναγκαίων καὶ γεγεφυρῶσθαι τὴν διά-
βασιν τοῦ Σάου, καὶ Σολομῶνος τοῦ τηνικαῦτα προεστῶτος τοῦ
Σιρμίου ἐκμελέστατά πως διατελοῦντος καὶ μηδὲν ὁτιοῦν στρατη-
γίας ἐχόμενον ἐπιδεικνυμένου, πρός γε καὶ τῶν τῆς πόλεως ἀπει-
ρηκότων τοῖς χαλεποῖς ὀλοφυρομένων τε καὶ ὡς τὰς ἐσχάτας ἐλ-
πίδας ἐξωλισθηκότων καταμεμφομένων τε τοῖς Ῥωμαίων ἡγεμόσι,
Θεόγνιδός τε αὐτοῦ ὀλιγοχειρίαν νοσοῦντος· ὡς ταῦτα Τιβέριος ὁ
βασιλεὺς κατέμαθεν, αἱρετώτερον ἡγησάμενος μὴ συναιχμαλωτισθῆ-
ναι τῇ πόλει τῶν οἰκητόρων τὸν ὅμιλον, ἐν γράμμασι κελεύει
Θεόγνιδι καταλῦσαι τὸν πόλεμον ἐπὶ σπονδαῖς ὥστε ὑπεξελθεῖν
παμπληθεὶ τοὺς τῇδε οἰκοῦντας μηδὲν ἐπιφερομένους τῶν οἰκείων

Ευστάθιος. Άλωση της Θεσσαλονίκης. P. 90, line 14

ἤδη καταργεῖν ἐποίει τὰ ἔργα συγκεκυφυίας ἔνθα τὸ τέλος πεσούμεθα, αἱ τοι-


αῦται δόξαιεν ἂν οὐδέν τι μέγα ποιεῖν, εἰ καὶ ἐποίουν, τὸ δύνασθαι βιαζόμεναι
καὶ δι' ἡμέρας πονούμεναι. Ὅσαι δὲ καὶ πρὸς ὁπλισμὸν ἐρρύθμιζον ἑαυτάς,
ῥάκη καὶ ψιάθους ἐναπτόμεναι, ὡσεὶ καί τινας θώρακας, καὶ τὰς κεφαλὰς μί-
τραις εἰς ἕλιγμα διαλαμβάνουσαι, εἴ πως στρατιῶται εἶναι σοφίσονται, καὶ
λίθους ἐπισαττόμεναι ἀγαθοὺς ἐκ χειρῶν ἀφίεσθαι, τοῦ τείχους ἐγίνοντο καὶ
ὡς εἶχον ἔβαλλον τοὺς ἐχθρούς, ἀλλ' αὐταὶ τὴν Ἀμαζόνειον ἱστορίαν
συγκροτοῦσι καὶ οὐκ ἀφιᾶσιν ἐκείνην ἐλέγχεσθαι. Καὶ τὰς παλαιὰς δὲ δια-
κρούονται παρευδοκιμοῦσαι, ἃς οἴδαμεν κουραῖς κεφαλῶν ἐπικουρεῖν τοῖς
πατριώταις, σχοινοπλοκοῦσι κατὰ πολέμου ἀναγκαίως ἐκ τοιούτων τριχῶν·
οὐ γὰρ τρίχας αὗται, ἀλλὰ ψυχὰς προΐεντο. Ἰδὼν ἂν Σολομὼν αὐτὰς συγκατέ-
γραψε τῇ παρ' αὐτῷ ἀνδρικῇ γυναικί, προσαπορήσας εἰς ἣν προυβάλετο ζή-
τησιν. Καὶ ἦν εἰπεῖν τότε τοὺς ὁρῶντας τόν τε Δαυῒδ καὶ τοὺς ἀμφ' αὐτὸν
δαυϊτικοὺς (ἦσαν γάρ, ὅσοι ἐς ταὐτὸν ἐκείνῳ ἐνόουν, κακὰ φρονοῦντες,
ὁποῖα τὰ τῶν κοράκων κολάκων· οἵπερ ἐπαίνους κρώζοντες, ἐφ' οἷς ἐκεῖνος
ἀφραίνων ἦν, ἐφύσων εἰς μεγαλειότητα) ὡς αἱ μὲν γυναῖκες ἡμῖν ἄνδρες
ἐγένοντο, γυναῖκες δὲ οἱ ἄνδρες οἱ δαυϊδίζοντες.
 Τί δέ; Τὸ μὲν λαϊκὸν σύστημα τῆς πόλεως οὕτω πονούμενον ἦν καὶ ὑπὲρ
ὃ πεφύκει, τὸ δὲ τῆς λοιπῆς μερίδος ἐμιμεῖτο τὸν στρατηγὸν καὶ τοῦ ἀκούειν
μόνου ἐγίνετο καὶ ὁρᾶν; Οὔκουν, οὐδ' αὐτὸ ἀεργοὺς εἶχε τὰς χεῖρας, ἀλλ'
οἷον ἐκλαθόμενον ὡς οὐδέ ποτε αὐτοῖς ἔξεστιν ἀνδράσιν αἱμάτων εἶναι,

Ησύχιος. Lexicon (Α – Ο) Alphabetic letter beta, entry 601, line 2

βία πυρός· δύναμις n πυρός, ἢ ἀνάγκη


βιάτωρ· κυάθιον μικρόν, ἤγουν κοχλιάριον
βιᾶται· γυναῖκας βιάζεται
βιβάζει· ὀχεύει. gAS ἐπὶ τῶν θρεμμάτων. ὑβρίζει
βιβάς· βαίνων. ἕρπων. διαβαίνων (Η 213) AS
βίβασις· κοίτη. στιβάς AS
βιβάσθων· διαβαίνων (Ν 809) S
1101

βιβλία· βυβλία. AS ἐπιστολαί


βιβῶντα· διαβαίνοντα (Γ 22) AS
βίδην· εἶδος. κροῦμα. Σοφοκλῆς Ἀκρισίῳ (fr. 57) [Βηρσαβεέ·
 μήτηρ Σολομῶντος. καὶ τόπος περὶ τὴν ὀρεινὴν τῆς Παλαι-
 στίνης]· “ὡς ἐπιψάλλειν βίδην τε καὶ ξυναυλίαν ...”
 ἄλλοι βίθυν
[βιζῆαι· κοῖται. στιβάδες S]
βίην Ἡρακληείην· περιφραστικῶς τὸν Ἡρακλέα (Ε 638 etc.) S
βίῃ· δυνάμει. AS [ἢ δύναμις] (Α 430)  
βίηφι· δυνάμει. βίᾳ (α 403) AS. [ὡς Πολέμων (p. 94 P.) ἐν

Θεοδώρετος. Graecarum affectionum curatio Book 11, sec. 48, line 4

 Ὁποῖα μὲν οὖν τῶν φιλοσόφων τὰ δόγματα, καὶ ὡς οἱ μὲν


αὐτῶν τῇ γαστρὶ τὴν εὐδαιμονίαν ἐμέτρησαν, οἱ δὲ καὶ τελειοτέ-
ρων ἥψαντο λόγων, καὶ οἱ μὲν μέχρι τῶν τάφων ἐνόμισαν εἶναι
τῶν ἀνθρώπων τὸν βίον, οἱ δὲ καὶ τὰς τῶν βεβιωμένων ὠνειροπό-
λησαν ἀντιδόσεις καὶ ὑπέδειξαν, ὡς ἐνῆν τῷ λόγῳ, τὰ φρίκης
γέμοντα κολαστήρια, οὐδὲ ταῦτα τῶν μύθων καταλελοιπότες
ἐλεύθερα, δι' ὧν εἰρήκαμεν, μεμαθήκατε. Ὥρα δὲ λοιπὸν ὑμᾶς
καὶ τὰ θεοπρεπῆ τῶν ἱερῶν εὐαγγελίων δόγματα θεωρῆσαι.
Ἀρχὴν τοίνυν τῶν ἀγαθῶν οὗτοί γε εἶναί φασι τὸν ἐπαινούμενον  
φόβον· «Ἀρχὴ γὰρ σοφίας φόβος Κυρίου», κατά γε τὸν Σολο-
μῶντα καὶ τὸν ἐκείνου πατέρα· τέλος δὲ τὸν τοῖς θείοις νόμοις
διακοσμούμενον βίον· «Μακάριοι» γάρ φησιν «οἱ ἄμωμοι ἐν
ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου· μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες
τὰ μαρτύρια αὐτοῦ· ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν αὐτόν.» Τοῦτο
δὲ κἀν τοῖς θείοις εὐαγγελίοις ὁ τῶν ὅλων Σωτὴρ ἐξεπαίδευσεν.
Μακαρίζει γὰρ οὐ τοὺς πλουτοῦντας καὶ τρυφῶντας καὶ κατὰ
ῥοῦν φερομένους, ἀλλὰ τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι καὶ τοὺς
πραεῖς καὶ τοὺς ἐλεήμονας καὶ τοὺς πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν
δικαιοσύνην καὶ τοὺς ὑπὲρ ἀγαθοῦ τινος κακῶς πάσχειν ἀνεχομέ-
νους, καὶ τοῖς ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα κατορθοῦσιν ὑπισχνεῖται τῶν
οὐρανῶν τὴν βασιλείαν. Προύργου δὲ οἶμαι καὶ αὐτοὺς ὑμῖν

Θεοδώρετος. Eranistes P. 82, line 1

στόματί μου, ὅτι εἶπας, εἰς τὸν αἰῶνα ἔλεος οἰκοδομηθήσεται· ἐν τοῖς
οὐρανοῖς ἑτοιμασθήσεται ἡ ἀλήθειά σου.” Διὰ δὲ τούτων πάντων ὁ
προφήτης διδάσκει καὶ τὴν διὰ φιλανθρωπίαν παρὰ τοῦ θεοῦ γεγενη-
μένην ἐπαγγελίαν καὶ τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀψευδές. Εἶτα λέγει τίνα τε
καὶ τίσιν ὑπέσχετο, αὐτὸν φθεγγόμενον ἐπιδεικνὺς τὸν θεόν. “Διεθέ-
μην, γάρ φησι, διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ἐκλεκτοὺς δὲ τοὺς
πατριάρχας ἐκάλεσεν. Ἔπειτα ἐπιφέρει· “Ὤμοσα Δαβὶδ τῷ δούλῳ
μου.” Λέγει δὲ καὶ περὶ τίνος ὤμοσεν· “Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω
τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον
σου.” Εἰπὲ τοίνυν τίνα σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὑπολαμβάνεις κεκλῆσθαι;  
 {ΕΡΑΝ.} Περὶ τοῦ Σολομῶντος ἡ ἐπαγγελία γεγένηται.
1102

 {ΟΡΘ.} Οὐκοῦν καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχας περὶ τοῦ Σολομῶντος


ἐποιήσατο τὰς συνθήκας. Πρὸ γὰρ τῶν περὶ τοῦ Δαβὶδ εἰρημένων,
τῶν ὑποσχέσεων τῶν πρὸς ἐκείνους ἀνέμνησε. “Διεθέμην, γάρ φησι,
διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ὑπέσχετο δὲ τοῖς πατριάρχαις ἐν τῷ
σπέρματι αὐτῶν εὐλογήσειν πάντα τὰ ἔθνη. Δεῖξον τοίνυν εὐλογη-
μένα διὰ Σολομῶντος τὰ ἔθνη.
 {ΕΡΑΝ.} Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπαγγελίαν, οὐ διὰ τοῦ Σολομῶντος,
ἀλλὰ διὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν πεπλήρωκεν ὁ θεός;
 {ΟΡΘ.} Καὶ τοίνυν ταῖς πρὸς τὸν Δαβὶδ γεγενημέναις ἐπαγγελίαις
ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ πέρας ἐπέθηκεν.

Θεοδώρετος. Eranistes P. 82, line 2

οὐρανοῖς ἑτοιμασθήσεται ἡ ἀλήθειά σου.” Διὰ δὲ τούτων πάντων ὁ


προφήτης διδάσκει καὶ τὴν διὰ φιλανθρωπίαν παρὰ τοῦ θεοῦ γεγενη-
μένην ἐπαγγελίαν καὶ τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀψευδές. Εἶτα λέγει τίνα τε
καὶ τίσιν ὑπέσχετο, αὐτὸν φθεγγόμενον ἐπιδεικνὺς τὸν θεόν. “Διεθέ-
μην, γάρ φησι, διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ἐκλεκτοὺς δὲ τοὺς
πατριάρχας ἐκάλεσεν. Ἔπειτα ἐπιφέρει· “Ὤμοσα Δαβὶδ τῷ δούλῳ
μου.” Λέγει δὲ καὶ περὶ τίνος ὤμοσεν· “Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω
τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον
σου.” Εἰπὲ τοίνυν τίνα σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὑπολαμβάνεις κεκλῆσθαι;  
 {ΕΡΑΝ.} Περὶ τοῦ Σολομῶντος ἡ ἐπαγγελία γεγένηται.
 {ΟΡΘ.} Οὐκοῦν καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχας περὶ τοῦ Σολομῶντος
ἐποιήσατο τὰς συνθήκας. Πρὸ γὰρ τῶν περὶ τοῦ Δαβὶδ εἰρημένων,
τῶν ὑποσχέσεων τῶν πρὸς ἐκείνους ἀνέμνησε. “Διεθέμην, γάρ φησι,
διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ὑπέσχετο δὲ τοῖς πατριάρχαις ἐν τῷ
σπέρματι αὐτῶν εὐλογήσειν πάντα τὰ ἔθνη. Δεῖξον τοίνυν εὐλογη-
μένα διὰ Σολομῶντος τὰ ἔθνη.
 {ΕΡΑΝ.} Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπαγγελίαν, οὐ διὰ τοῦ Σολομῶντος,
ἀλλὰ διὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν πεπλήρωκεν ὁ θεός;
 {ΟΡΘ.} Καὶ τοίνυν ταῖς πρὸς τὸν Δαβὶδ γεγενημέναις ἐπαγγελίαις
ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ πέρας ἐπέθηκεν.
 {ΕΡΑΝ.} Ἐγὼ ταύτας ἡγοῦμαι τὰς ὑποσχέσεις ἢ περὶ τοῦ Σολο

Θεοδώρετος. Eranistes P. 82, line 7

πατριάρχας ἐκάλεσεν. Ἔπειτα ἐπιφέρει· “Ὤμοσα Δαβὶδ τῷ δούλῳ


μου.” Λέγει δὲ καὶ περὶ τίνος ὤμοσεν· “Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω
τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον
σου.” Εἰπὲ τοίνυν τίνα σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὑπολαμβάνεις κεκλῆσθαι;  
 {ΕΡΑΝ.} Περὶ τοῦ Σολομῶντος ἡ ἐπαγγελία γεγένηται.
 {ΟΡΘ.} Οὐκοῦν καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχας περὶ τοῦ Σολομῶντος
ἐποιήσατο τὰς συνθήκας. Πρὸ γὰρ τῶν περὶ τοῦ Δαβὶδ εἰρημένων,
τῶν ὑποσχέσεων τῶν πρὸς ἐκείνους ἀνέμνησε. “Διεθέμην, γάρ φησι,
διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ὑπέσχετο δὲ τοῖς πατριάρχαις ἐν τῷ
σπέρματι αὐτῶν εὐλογήσειν πάντα τὰ ἔθνη. Δεῖξον τοίνυν εὐλογη-
μένα διὰ Σολομῶντος τὰ ἔθνη.
1103

 {ΕΡΑΝ.} Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπαγγελίαν, οὐ διὰ τοῦ Σολομῶντος,


ἀλλὰ διὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν πεπλήρωκεν ὁ θεός;
 {ΟΡΘ.} Καὶ τοίνυν ταῖς πρὸς τὸν Δαβὶδ γεγενημέναις ἐπαγγελίαις
ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ πέρας ἐπέθηκεν.
 {ΕΡΑΝ.} Ἐγὼ ταύτας ἡγοῦμαι τὰς ὑποσχέσεις ἢ περὶ τοῦ Σολο-
μῶντος ἢ περὶ τοῦ Ζοροβάβελ τὸν θεὸν πεποιῆσθαι.
 {ΟΡΘ.} Πρὸ βραχέος τοῖς Μαρκίωνος καὶ Βαλεντίνου καὶ Μάνητος
ἐκέχρησο λόγοις· νῦν δὲ πρὸς τὴν ἐναντίαν ἐκ διαμέτρου συμμορίαν
μεταβέβηκας, καὶ τῇ τῶν Ἰουδαίων ἀναιδείᾳ συνηγορεῖς. Ἴδιον δὲ
τοῦτο τῶν τῆς εὐθείας ἐκτρεπομένων ὁδοῦ· τῇδε γὰρ κἀκεῖσε περι

Θεοδώρετος. Eranistes P. 82, line 8

μου.” Λέγει δὲ καὶ περὶ τίνος ὤμοσεν· “Ἕως τοῦ αἰῶνος ἑτοιμάσω
τὸ σπέρμα σου, καὶ οἰκοδομήσω εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν τὸν θρόνον
σου.” Εἰπὲ τοίνυν τίνα σπέρμα τοῦ Δαβὶδ ὑπολαμβάνεις κεκλῆσθαι;  
 {ΕΡΑΝ.} Περὶ τοῦ Σολομῶντος ἡ ἐπαγγελία γεγένηται.
 {ΟΡΘ.} Οὐκοῦν καὶ πρὸς τοὺς πατριάρχας περὶ τοῦ Σολομῶντος
ἐποιήσατο τὰς συνθήκας. Πρὸ γὰρ τῶν περὶ τοῦ Δαβὶδ εἰρημένων,
τῶν ὑποσχέσεων τῶν πρὸς ἐκείνους ἀνέμνησε. “Διεθέμην, γάρ φησι,
διαθήκην τοῖς ἐκλεκτοῖς μου.” Ὑπέσχετο δὲ τοῖς πατριάρχαις ἐν τῷ
σπέρματι αὐτῶν εὐλογήσειν πάντα τὰ ἔθνη. Δεῖξον τοίνυν εὐλογη-
μένα διὰ Σολομῶντος τὰ ἔθνη.
 {ΕΡΑΝ.} Ταύτην τοίνυν τὴν ἐπαγγελίαν, οὐ διὰ τοῦ Σολομῶντος,
ἀλλὰ διὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν πεπλήρωκεν ὁ θεός;
 {ΟΡΘ.} Καὶ τοίνυν ταῖς πρὸς τὸν Δαβὶδ γεγενημέναις ἐπαγγελίαις
ὁ δεσπότης Χριστὸς τὸ πέρας ἐπέθηκεν.
 {ΕΡΑΝ.} Ἐγὼ ταύτας ἡγοῦμαι τὰς ὑποσχέσεις ἢ περὶ τοῦ Σολο-
μῶντος ἢ περὶ τοῦ Ζοροβάβελ τὸν θεὸν πεποιῆσθαι.
 {ΟΡΘ.} Πρὸ βραχέος τοῖς Μαρκίωνος καὶ Βαλεντίνου καὶ Μάνητος
ἐκέχρησο λόγοις· νῦν δὲ πρὸς τὴν ἐναντίαν ἐκ διαμέτρου συμμορίαν
μεταβέβηκας, καὶ τῇ τῶν Ἰουδαίων ἀναιδείᾳ συνηγορεῖς. Ἴδιον δὲ
τοῦτο τῶν τῆς εὐθείας ἐκτρεπομένων ὁδοῦ· τῇδε γὰρ κἀκεῖσε περι-
πλανῶνται ἀτριβῆ πορείαν ὁδεύοντες.

Θεοδώρετος. Commentaria in Isaiam Sec. 19, line 98

σοι, καὶ κριοὶ Ναβεὼθ ἥξουσί σοι, κ(αὶ) ἀνενεχθήσεταί σοι


δῶρα δεκτὰ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν μου, καὶ ὁ οἶκος τῆς
προσευχῆς μου δοξασθήσεται. Μαδιὰμ καὶ Κηδὰρ καὶ Γεφὰ  
ἔθνη ἐστὶ βαρβάρων νομάδων ἐκ τοῦ Ἰσμαὴλ καταγόντων
τὸ γένος, [Σαβὰ] δὲ φῦλόν ἐστιν Αἰθιοπικόν. Διδάσκει δὲ
καὶ ὁ κύριος ἐν τοῖς ἱεροῖς εὐαγγελίοις· ἣν γὰρ τῶν
Βασιλειῶν ἡ ἱστο[ρία] βασίλισσαν ὀνομάζει Σαβά, ταύτην
ὁ κύριος βασίλισσαν Αἰθιόπων καλεῖ, φησὶ δὲ οὕτως·
»Βασίλισσα Αἰθιόπων ἀναστήσεται καὶ κατακρινεῖ τὴν
γενεὰν ταύτην· ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι
1104

τῆς σοφίας Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος


ὧδε.» Ἐκ τούτων ἦν καὶ ὁ εὐνοῦχος [ὃν ὁ] Φίλιππος
μυσταγωγήσας ἐβάπτισεν.
Ταῦτα δὲ καὶ ὁ θεσπέσιος εἶπε Δαυὶδ τοῦ κυρίου προλέγων
τὴν ἐνα[νθρώπησιν]. Εἰρηκὼς γάρ· «Καταβήσεται ὡς
ὑετὸς ἐπὶ πόκον καὶ ὡσεὶ σταγόνες στάζουσαι ἐπὶ τὴν γῆν,
ἀνατελεῖ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη» ἐπάγει·
»Καὶ κατακυριεύσει ἀπὸ θαλάσσης ἕως θαλάσσης καὶ ἀπὸ
ποταμῶν ἕως τῶν περάτων τῆς οἰκουμένης. Ἐνώπιον αὐτοῦ
προπεσοῦνται Αἰθίοπες, καὶ οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ χοῦν λεί(ξουσι),
βασιλεῖς Θαρσὶς καὶ νῆσοι δῶρα προσοίσουσι, βασιλεῖς

Θεοδώρετος. Quaestiones et responsiones ad orthodoxos [Dub.] P. 67, line 22

ματα ἁρμοδίως καὶ οἱ ῥυθμοὶ τῶν μελῶν ἐγένοντο, ἄγοντες τὰς


ψυχὰς εἰς τὴν πρέπουσαν τοῖς ᾀδομένοις αἴσθησιν· ἢ γὰρ γοερὼς
ἢ θρηνῳδῶς ἢ κατανυκτικῶς ἢ τρόποις ἑτέροις ᾔδοντο, ἐξοριστι-
κοῖς χαυνώσεως ἐκ τῆς διανοίας τῶν ᾀδόντων.
  ΞΗʹ.
Ἐρώτησις. Εἰ χρήσιμον καὶ ἀναγκαῖόν ἐστιν ἡ ἰατρικὴ
τοῖς ἀνθρώποις, ὡς τὰ πράγματα δείκνυσι, τίνος ἕνεκεν μὴ ὑπὸ
εὐσεβῶν ἀλλ' ὑπὸ τῶν ἐναντίων ἡ τοῦ τοιούτου ἀγαθοῦ γεγένηται
εὕρεσις;
Ἀπόκρισις. Πολλὰ μὲν εὕρηται καὶ ὑπὸ τῶν εὐσεβῶν
ἰαματικὰ τῶν σωματικῶν νοσημάτων καὶ ὑπὸ Σολομῶντος τοῦ βα-
σιλέως, ὧν οὐδεὶς τῶν ἔξωθεν τῆς εὐσεβείας εἶχε τὴν κατάληψιν·
ἰατρικὴν δὲ ἀληθινὴν ἡγοῦντο οἱ εὐσεβεῖς τὴν τὰς ψυχὰς ἰατρεύ-
ουσαν, ὡς τῇ τεθεραπευμένῃ ψυχῇ ἕπεται τοῦ σώματος ἡ σω-  
τηρία· ὁ γὰρ φροντίζων τῆς σωτηρίας ὡς δεῖ, τῆς ἐκ τῶν ὑλι-
κῶν οὐ δεῖται βοηθείας, ὑπήκοον ἔχων ἀεὶ τὴν θείαν χάριν εἰς
παροχὴν σώματός τε καὶ ψυχῆς ἀγαθῶν· ἀψευδὴς γὰρ ὁ λόγος
ὁ τοῦ σωτῆρος, ὁ λέγων “ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ καὶ
ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν”.

Θεοδώρετος. Quaestiones et responsiones ad orthodoxos [Dub.]


P. 110, line 10

γεννητικοί τε καὶ ἐπινοητικοί, ὀξεῖς νοημάτων τυγχάνοντες, ἐν δὲ  


τῷ γήρει εἰς τὸ ἐναντίον μεταβαλλόμενοι γίνονται περὶ τὸ νοεῖν
ἀργοί. ἔστι δὲ τοῦτο σημεῖον τοῦ τὴν εὐκρασίαν τε καὶ δυσκρα-
σίαν εἶναι αἰτίαν τῆς τοιαύτης μεταβολῆς. ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λίαν
μεγαλοκέφαλοι, οἱ λεγόμενοι βαρυκέφαλοι, καὶ οἱ ἄγαν μικροκέ-
φαλοι, διὰ τὸ μὴ σῴζειν σύμμετρον ἀναλογίαν πρὸς τὰ ἄλλα
μέρη τοῦ σώματος, διὰ τὴν ὑπερβολὴν μικρότητος ἢ μεγέθους,
καὶ αὐτοὶ ἀνεπιτήδειοί εἰσι τοῦ δύνασθαι εἶναι γεννητικοί τε καὶ
ἐπιδεκτικοὶ νοημάτων. γίνονται δὲ καὶ ἄλλοι πρὸς τὴν κατάληψιν
τῶν τῇ γνώσει συνεστώτων πραγμάτων ὀξεῖς τε καὶ ἕτοιμοι καὶ
ἀπὸ τῆς θείας χάριτος, ὡς τὸ “ὁ κύριος ἔδωκε τῷ Σολομῶντι
πλάτος καρδίας, ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάς-
1105

σης”, καὶ ὡς τὸ “οἷς μὲν δέδοται διὰ τοῦ πνεύματος λόγος σοφίας,
ἄλλοις δὲ λόγος γνώσεως”.

Θεοδώρετος. Quaestiones et responsiones ad orthodoxos [Dub.] P. 146, line 22

  ΡΞʹ.
Ἐρώτησις. Εἰ δι' ὧν ἡ σάρξ, διὰ τούτων καὶ τὸ αἷμα
συνίσταται, διατί τὴν μὲν βρῶσιν τῆς τῶν ζῴων σαρκὸς ὁ θεὸς
ἐπιτρέπει, τὴν δὲ σὺν τῷ αἵματι ἀπαγορεύει μετάληψιν, “πλὴν
κρέας” λέγων “ἐν αἵματι μὴ φάγεσθε”;
Ἀπόκρισις. Ἵνα καὶ ἐν τούτῳ χωρίσῃ ἡμᾶς ὁ θεὸς τῆς
τῶν θηρίων ὁμοιότητος, τῶν σὺν τῇ βρώσει τῆς σαρκὸς λαπτόντων
καὶ τὸ αἷμα ὧν τὰς σάρκας ἐσθίουσι.
  ΡΞΑʹ.
Ἐρώτησις. “Καιρὸς τοῦ λαλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ σιγῆσαι”
φησὶν ὁ Σολομών· ἐγὼ δέ, ὁρῶν ἐμαυτὸν ἔξω καὶ τοῦ καιροῦ καὶ
τῶν λόγων φερόμενον, ὅμως ἓν ἔτι τοῖς ζητήμασι προσενείρας
τοῦ ἐπερωτᾶν καταπαύσω. τὸ δέ ἐστιν, εἰ ὁ θεὸς ἐπὶ τῶν ἀληθῆ
τὴν ἔκβασιν ἐσχηκότων καὶ διὰ τῶν παρ' Ἕλλησι μάντεων τὸ
μέλλον ἔσεσθαι προεμήνυσεν, ἡνίκα Ἕλληνες πρὸς Ἕλληνας διεμά-
χοντο, πολλάκις κατὰ χρησμὸν πράξαντές τι ὧν ἡ θεία γραφὴ τὴν  
πρᾶξιν ἀπηγόρευσε, τῶν ἐν τῇ ιζʹ πεύσει κειμένων δεινῶν ἀπηλλά-
γησαν; οἷον ἐπὶ μὲν πολέμου, ὡς ὅταν οἱ ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἄρδην μὲν
καταστρέφειν τὴν προρρηθεῖσαν ἤμελλον πόλιν, μαντευσαμένου δὲ
Τειρεσίου ὁ Μενοικεὺς κατὰ τὸ δοκοῦν τῇ μαντεία ἑαυτὸν ἑτοίμως
κατέσφαξεν, καὶ οὕτως κατὰ τὴν πρόρρησιν τῆς μαντείας ἡ μὲν πόλις

Θεοδώρετος. Quaestiones in Octateuchum P. 139, line 10

«πέρας, γάρ φησι, λαλήσω ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλείαν,  


τοῦ οἰκοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν· καὶ ἔσται,
ἐὰν στραφὲν τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ποιήσῃ πονηρά, οὐ
μὴ ἐπαγάγω ἐπ' αὐτῷ πάντα τὰ ἀγαθὰ ὅσα ἐλά-
λησα«, καὶ τὰ ἑξῆς. εἰσήγαγε τοίνυν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἣν ἐπηγγεί-
λατο γῆν. ἐπειδὴ δὲ φυλάξαι τὸν θεῖον οὐκ ἠβουλήθησαν νόμον, οὐ πᾶσαν
αὐτοῖς παρέδωκεν, ἀλλ' εἴασέ τινας διηνεκῶς αὐτοῖς πολεμοῦντας, ἵνα
πολεμούμενοι τὴν θείαν αἰτῶσι βοήθειαν. καὶ τοῦτο διαφερόντως ἡ τῶν
κριτῶν ἱστορία διδάσκει. Δαβὶδ μέντοι τῷ βασιλεῖ καὶ τούτους ὑπέταξε.
καὶ γὰρ οἱ ἀλλόφυλοι φόρους ἐδίδοσαν· καὶ Συρία Δαμασκοῦ, καὶ Συρία
Σουβᾶ. καὶ Σολομῶν δέ, ἕως ηὐσέβει, ταύτην εἶχε τὴν δυναστείαν· ἀπο-
κλίνας δὲ εἰς ἀσέβειαν, τῆς ἐξουσίας ἐξέπεσε. καὶ τούτοις δὲ δώσειν ἐπηγ-
γείλατο, τὰς ἐντολὰς καὶ τὸν νόμον φυλάττουσιν.

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon Vol. 80, p. 677, line


18

θεία Γραφή. Ὅτι δὲ ἐν τοῖς ὑψηλοῖς τῷ Θεῷ τῶν


ὅλων τὰς θυσίας προσέφερον, τὰ ἑξῆς μαρτυρεῖ·
1106

»Ἠγάπησε γὰρ, φησὶ, Σολομὼν τὸν Κύριον, τοῦ


πορεύεσθαι ἐν τοῖς προστάγμασι Δαβὶδ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ· πλὴν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς ἔθυε καὶ ἐθυμία·»
τουτέστιν οὐ πρὸ τῆς σκηνῆς, οὐδὲ πρὸ τῆς κιβωτοῦ,
κατὰ τὸν θεῖον νόμον. Ὅτι δὲ οὐ τοῖς εἰδώλοις, ἀλλὰ
τῷ Θεῷ τότε τὰς ἑκατόμβας καὶ χιλιόμβας προς-
έφερε, σαφῶς ἡμᾶς ἡ ἱστορία διδάσκει· «Ἐπορεύθη
γὰρ, φησὶ, Σολομὼν εἰς Γαβαὼν θῦσαι ἐκεῖ, ὅτι
αὕτη ὑψηλοτάτη καὶ μεγάλη, χιλίαν ὁλοκαύτω-
σιν δεχομένη. Καὶ ἀνήνεγκε Σολομὼν ἐπὶ τὸ θυ-
σιαστήριον τὸ ἐν Γαβαὼν, καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σο-
λομῶντι ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα· καὶ εἶπεν αὐτῷ,
Αἴτησαι αἴτημα σεαυτῷ.» Οὐκ ἂν δὲ, εἰ τοῖς εἰ-
δώλοις τὰς θυσίας προσενηνόχει, ὁ Θεὸς αὐτῷ ἀντ-
απέδωκε τὰς παντοδαπὰς δωρεάς. Τούτων γὰρ ἁπάν-
των ὁμοῦ τῶν κατὰ τὸν βίον, ἢ ὄντων, ἢ δοκούντων
ἀγαθῶν τὴν σοφίαν προελομένου, δέδωκεν ὁ μεγαλό-
δωρος σοφίας μὲν χάριν, ὅσην ἡ φύσις ἐδέχετο·

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 677, line 20

«Ἠγάπησε γὰρ, φησὶ, Σολομὼν τὸν Κύριον, τοῦ


πορεύεσθαι ἐν τοῖς προστάγμασι Δαβὶδ τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ· πλὴν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς ἔθυε καὶ ἐθυμία·»
τουτέστιν οὐ πρὸ τῆς σκηνῆς, οὐδὲ πρὸ τῆς κιβωτοῦ,
κατὰ τὸν θεῖον νόμον. Ὅτι δὲ οὐ τοῖς εἰδώλοις, ἀλλὰ
τῷ Θεῷ τότε τὰς ἑκατόμβας καὶ χιλιόμβας προς-
έφερε, σαφῶς ἡμᾶς ἡ ἱστορία διδάσκει· «Ἐπορεύθη
γὰρ, φησὶ, Σολομὼν εἰς Γαβαὼν θῦσαι ἐκεῖ, ὅτι
αὕτη ὑψηλοτάτη καὶ μεγάλη, χιλίαν ὁλοκαύτω-
σιν δεχομένη. Καὶ ἀνήνεγκε Σολομὼν ἐπὶ τὸ θυ-
σιαστήριον τὸ ἐν Γαβαὼν, καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σο-
λομῶντι ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα· καὶ εἶπεν αὐτῷ,
Αἴτησαι αἴτημα σεαυτῷ.» Οὐκ ἂν δὲ, εἰ τοῖς εἰ-
δώλοις τὰς θυσίας προσενηνόχει, ὁ Θεὸς αὐτῷ ἀντ-
απέδωκε τὰς παντοδαπὰς δωρεάς. Τούτων γὰρ ἁπάν-
των ὁμοῦ τῶν κατὰ τὸν βίον, ἢ ὄντων, ἢ δοκούντων
ἀγαθῶν τὴν σοφίαν προελομένου, δέδωκεν ὁ μεγαλό-
δωρος σοφίας μὲν χάριν, ὅσην ἡ φύσις ἐδέχετο· πλοῦτον
δὲ καὶ δυναστείαν, καὶ τὴν ἐν εἰρήνῃ βασιλείαν, ὑπὲρ
πάντας τοὺς τηνικάδε βασιλέας· ὥστε τούτου τὸ

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 677, line 22

αὐτοῦ· πλὴν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς ἔθυε καὶ ἐθυμία·»


τουτέστιν οὐ πρὸ τῆς σκηνῆς, οὐδὲ πρὸ τῆς κιβωτοῦ,
1107

κατὰ τὸν θεῖον νόμον. Ὅτι δὲ οὐ τοῖς εἰδώλοις, ἀλλὰ


τῷ Θεῷ τότε τὰς ἑκατόμβας καὶ χιλιόμβας προς-
έφερε, σαφῶς ἡμᾶς ἡ ἱστορία διδάσκει· «Ἐπορεύθη
γὰρ, φησὶ, Σολομὼν εἰς Γαβαὼν θῦσαι ἐκεῖ, ὅτι
αὕτη ὑψηλοτάτη καὶ μεγάλη, χιλίαν ὁλοκαύτω-
σιν δεχομένη. Καὶ ἀνήνεγκε Σολομὼν ἐπὶ τὸ θυ-
σιαστήριον τὸ ἐν Γαβαὼν, καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σο-
λομῶντι ἐν ὕπνῳ τὴν νύκτα· καὶ εἶπεν αὐτῷ,
Αἴτησαι αἴτημα σεαυτῷ.» Οὐκ ἂν δὲ, εἰ τοῖς εἰ-
δώλοις τὰς θυσίας προσενηνόχει, ὁ Θεὸς αὐτῷ ἀντ-
απέδωκε τὰς παντοδαπὰς δωρεάς. Τούτων γὰρ ἁπάν-
των ὁμοῦ τῶν κατὰ τὸν βίον, ἢ ὄντων, ἢ δοκούντων
ἀγαθῶν τὴν σοφίαν προελομένου, δέδωκεν ὁ μεγαλό-
δωρος σοφίας μὲν χάριν, ὅσην ἡ φύσις ἐδέχετο· πλοῦτον
δὲ καὶ δυναστείαν, καὶ τὴν ἐν εἰρήνῃ βασιλείαν, ὑπὲρ
πάντας τοὺς τηνικάδε βασιλέας· ὥστε τούτου τὸ
κλέος πᾶσαν τὴν οἰκουμένην διαδραμεῖν. Ἀξιάγα-
στα δὲ αὐτοῦ καὶ τῆς προσευχῆς τὰ ῥήματα.

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon Vol. 80, p. 680, line


9

Διὰ δὲ τούτων καὶ τῆς φύσεως ἔδειξε τὴν ἀσθένειαν,


καὶ τῆς ἡλικίας τὸ ἀτελὲς, καὶ τῆς δοθείσης ἐξου-  
σίας τὸ μέγεθος, καὶ τὸ τῆς κρίσεως ἐπικίνδυνον,
καὶ τῆς φρονήσεως τὸ ἀναγκαῖον, καὶ τὸ συνετὸν
τῆς αἰτήσεως. Ὅθεν ὁ Δεσπότης Θεὸς ἐπαινέσας
τὴν αἴτησιν, καὶ ταύτην ἔδωκε, καὶ τἄλλα προὐτέ-
θεικε. Τοῦτο κἀν τοῖς ἱεροῖς Εὐαγγελίοις ὁ Δεσπό-
της ἐνομοθέτησεν· «Αἰτεῖτε γὰρ, φησὶν,
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ,
καὶ τὰ λοιπὰ πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.» Ταύ-
τας μέντοι τῷ Σολομῶντι τὰς δωρεὰς δέδωκεν ὁ
Θεὸς, πάσης δὲ αὐτὸν ἀξιώσειν προμηθείας ὑπέσχετο· «Ἐὰν πορευθῇς γὰρ, φησὶν, ἐν
τῇ ὁδῷ μου,
τοῦ φυλάσσειν τὰς ἐντολάς μου, καὶ τὰ προστάγματά μου, ἐν οἷς ἐπορεύθη Δαβὶδ ὁ
πατήρ σου,
καὶ μακρυνεῖς τὰς ἡμέρας σου.»

ΕΡΩΤ. ΙΓʹ.
Πῶς νοητέον τὸ, «Ἐξυπνίσθη Σολομὼν, καὶ
ἰδοὺ ἐνύπνιον;»

 Διαναστὰς, φησὶ, τοῦ ὀνείρατος ἀνεμνήσθη· καὶ


συνεὶς θείαν οὖσαν τὴν ἀποκάλυψιν, ἐπανῆλθε μὲν
εἰς τὴν μητρόπολιν, πρὸ δὲ τῆς θείας κιβωτοῦ χα-
ριστήριον θυσίαν προσήνεγκεν.
1108

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 680, line 14

τὴν αἴτησιν, καὶ ταύτην ἔδωκε, καὶ τἄλλα προὐτέ-


θεικε. Τοῦτο κἀν τοῖς ἱεροῖς Εὐαγγελίοις ὁ Δεσπό-
της ἐνομοθέτησεν· «Αἰτεῖτε γὰρ, φησὶν,
τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ,
καὶ τὰ λοιπὰ πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.» Ταύ-
τας μέντοι τῷ Σολομῶντι τὰς δωρεὰς δέδωκεν ὁ
Θεὸς, πάσης δὲ αὐτὸν ἀξιώσειν προμηθείας ὑπέσχετο· «Ἐὰν πορευθῇς γὰρ, φησὶν, ἐν
τῇ ὁδῷ μου,
τοῦ φυλάσσειν τὰς ἐντολάς μου, καὶ τὰ προστάγματά μου, ἐν οἷς ἐπορεύθη Δαβὶδ ὁ
πατήρ σου,
καὶ μακρυνεῖς τὰς ἡμέρας σου.»

ΕΡΩΤ. ΙΓʹ.
Πῶς νοητέον τὸ, «Ἐξυπνίσθη Σολομὼν, καὶ
ἰδοὺ ἐνύπνιον;»

 Διαναστὰς, φησὶ, τοῦ ὀνείρατος ἀνεμνήσθη· καὶ


συνεὶς θείαν οὖσαν τὴν ἀποκάλυψιν, ἐπανῆλθε μὲν
εἰς τὴν μητρόπολιν, πρὸ δὲ τῆς θείας κιβωτοῦ χα-
ριστήριον θυσίαν προσήνεγκεν.

ΕΡΩΤ. ΙΔʹ.
Τὸ κατὰ τὰς δύο ἑταίρας διήγημα τίνος χάριν
τέθεικεν ὁ τὴν ἱστορίαν γραψάμενος;

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 680, line 43

ΕΡΩΤ. ΙΖʹ. Τίνες οἱ περὶ τὸν Αἰθὰμ καὶ Αἰμὰν, οὒς ἀπέκρυψεν ὁ Σολομὼν τῇ
σοφίᾳ;

 Κατ' ἐκεῖνο καιροῦ ἦσάν τινες ἐν σοφίᾳ ἐπί-  


σημοι· ὅθεν αὐτῶν καὶ ὀνομαστὶ ἐμνήσθη. Ὁ δὲ
Αἰθὰμ καὶ Αἰμὰν τῶν ψαλτῳδῶν ἦσαν, ἐν κινύ-
ραις, καὶ ναύλαις, καὶ κυμβάλοις τὸν Θεὸν ἀν-
υμνοῦντες.

ΕΡΩΤ. ΙΗʹ.
Πῶς νοητέον τὸ, «Ἐλάλησε περὶ τῶν ξύλων,
ἀπὸ τῆς κέδρου τῆς ἐν τῷ Λιβάνῳ, καὶ ἕως τῆς
1109

ὑσσώπου τῆς ἐκπορευομένης ἐκ τοῦ τοίχου,»


καὶ τὰ ἑξῆς.

Θεοδώρετος. Quaestiones in libros Regnorum et Paralipomenon


Vol. 80, p. 708, line 26

ΕΡΩΤ. ΜΒʹ. Τί δήποτε ἄνω μὲν τὸν Ἀχιὰ τὸν Σιλωνίτην εἶπε ῥῆξαι τὸ
περιβόλαιον, καὶ δοῦναι δέκα ῥήγματα τῷ Ἱεροβοὰμ, ἐνταῦθα δὲ Σαμαίαν τὸν
Ἐλαμίτην.

 Δὶς ταῦτα γεγένηται. Ὁ μὲν γὰρ Ἀχιὰ ζῶν-


τος ἔτι τοῦ Σολομῶντος, καὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ δου-
λεύοντος, τὴν ἀμπεχόνην διέῤῥηξεν. Ὅθεν μετὰ
χρηστῆς ἐλπίδος Ἱεροβοὰμ εἰς τὴν Αἴγυπτον ἔφυγε.
Σαμαίας δὲ ὁ Ἐλαμίτης μετὰ τὴν τοῦ Σολομῶντος
τελευτὴν, καὶ τοῦ Ἱεροβοὰμ τὴν ἐπάνοδον, ταυτὸ
τοῦτο πεποίηκεν, ἀναμιμνήσκων αὐτὸν τῆς θείας
προῤῥήσεως, ὥστε μαθεῖν θεόσδοτον εἶναι τὴν βα-
σιλείαν, καὶ τοῖς θείοις νόμοις κατακοσμῆσαι τὴν
ἐξουσίαν. Ἀλλὰ ὁ δείλαιος καὶ τρισάθλιος, θεόθεν
τὴν δυναστείαν λαβὼν, ἀνθρωπίναις αὐτὴν καὶ
δυσσεβέσιν ἔχειν ἐπεχείρησε μηχαναῖς. Λογισάμενος
γὰρ, ὡς ὁ τῶν θυσιῶν νόμος δραμεῖν ἅπαντας εἰς
τὴν μητρόπολιν ἀναγκάζει, ἀνιόντες δὲ συναφθῆ-
ναι τοῖς ἄλλοις πεισθήσονται, καὶ ὑπὸ τὴν Δαβι

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1428, line 43

ΕΡΜΗΝ. ΤΟΥ ΟΑʹ ΨΑΛΜΟΥ.

 αʹ. «Εἰς Σολομών.» Ὅτι τῷ Σολομῶντι οὐδα-  


μῶς ὁ προκείμενος ἁρμόττει ψαλμὸς, οἶμαι καὶ
Ἰουδαίους ἂν ὁμολογῆσαι τ' ἀληθῆ λέγειν ἐθέλον-
τας, ἤπου γε τῆς πίστεως τοὺς τροφίμους. Πρῶτον
μὲν γὰρ οὔτε τῶν περάτων τῆς γῆς ἐκράτησε Σολο-
μών· οὔτε παρὰ τῶν ἑσπερίων καὶ ἑῴων ἐδέξατο
φόρον. Ἔπειτα ἄνθρωπος ὢν, τὸν τῇ φύσει σύμμε-
τρον διαβιώσας χρόνον, τοῦ βίου τὸ τέλος ἐδέξατο,
καὶ τοῦτο οὐκ εὐκλεές. Ὁ δὲ ψαλμὸς ἡλίου καὶ
σελήνης ἀρχαιότερον δείκνυσι τὸν προφητευό-
μενον. Ἀκριβέστερον δὲ ταῦτα ἡ τῶν ῥητῶν
1110

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1429, line 5

ἐπανόδου τεύξομαι· ἀπολαύσας δὲ τούτου,


γεγηθὼς καὶ γαννύμενος χορεύσω, τὰς σὰς εὐερ-
γεσίας ὑμνῶν, καὶ τοῦ σοῦ νόμου διηνεκῆ τὴν με-
λέτην ποιούμενος.

ΕΡΜΗΝ. ΤΟΥ ΟΑʹ ΨΑΛΜΟΥ.

 αʹ. «Εἰς Σολομών.» Ὅτι τῷ Σολομῶντι οὐδα-  


μῶς ὁ προκείμενος ἁρμόττει ψαλμὸς, οἶμαι καὶ
Ἰουδαίους ἂν ὁμολογῆσαι τ' ἀληθῆ λέγειν ἐθέλον-
τας, ἤπου γε τῆς πίστεως τοὺς τροφίμους. Πρῶτον
μὲν γὰρ οὔτε τῶν περάτων τῆς γῆς ἐκράτησε Σολο-
μών· οὔτε παρὰ τῶν ἑσπερίων καὶ ἑῴων ἐδέξατο
φόρον. Ἔπειτα ἄνθρωπος ὢν, τὸν τῇ φύσει σύμμε-
τρον διαβιώσας χρόνον, τοῦ βίου τὸ τέλος ἐδέξατο,
καὶ τοῦτο οὐκ εὐκλεές. Ὁ δὲ ψαλμὸς ἡλίου καὶ
σελήνης ἀρχαιότερον δείκνυσι τὸν προφητευό-
μενον. Ἀκριβέστερον δὲ ταῦτα ἡ τῶν ῥητῶν ἑρμη-
νεία διδάξει. Καὶ ἡ ἐπιγραφὴ δὲ, οὐκ ἀνάρμοστος,
ἀτεχνῶς δὲ τῷ Σωτῆρι συμβαίνουσα. Σολομὼν γὰρ
εἰρηνικὸς ἑρμηνεύεται· καὶ τοῦτο σαφῶς ἡμᾶς ἡ τῶν
Παραλειπομένων ἱστορία διδάσκει. Φησὶ γὰρ πρὸς
τὸν Δαβὶδ διὰ τοῦ Νάθαν ὁ Θεός· «Ὅτι Σολομὼν

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1429, line 12

Ἰουδαίους ἂν ὁμολογῆσαι τ' ἀληθῆ λέγειν ἐθέλον-


τας, ἤπου γε τῆς πίστεως τοὺς τροφίμους. Πρῶτον
μὲν γὰρ οὔτε τῶν περάτων τῆς γῆς ἐκράτησε Σολο-
μών· οὔτε παρὰ τῶν ἑσπερίων καὶ ἑῴων ἐδέξατο
φόρον. Ἔπειτα ἄνθρωπος ὢν, τὸν τῇ φύσει σύμμε-
τρον διαβιώσας χρόνον, τοῦ βίου τὸ τέλος ἐδέξατο,
καὶ τοῦτο οὐκ εὐκλεές. Ὁ δὲ ψαλμὸς ἡλίου καὶ
σελήνης ἀρχαιότερον δείκνυσι τὸν προφητευό-
μενον. Ἀκριβέστερον δὲ ταῦτα ἡ τῶν ῥητῶν ἑρμη-
νεία διδάξει. Καὶ ἡ ἐπιγραφὴ δὲ, οὐκ ἀνάρμοστος,
ἀτεχνῶς δὲ τῷ Σωτῆρι συμβαίνουσα. Σολομὼν γὰρ
εἰρηνικὸς ἑρμηνεύεται· καὶ τοῦτο σαφῶς ἡμᾶς ἡ τῶν
Παραλειπομένων ἱστορία διδάσκει. Φησὶ γὰρ πρὸς
τὸν Δαβὶδ διὰ τοῦ Νάθαν ὁ Θεός· «Ὅτι Σολομὼν
ὄνομα αὐτῷ, καὶ εἰρήνην δώσω ἐν ταῖς ἡμέραις αὐ-
τοῦ.» Ταύτην δὲ τὴν προσηγορίαν καὶ ὁ Δεσπότης
ἔχει Χριστός. Καὶ βοᾷ Παῦλος, ὁ μέγας κήρυξ
τῆς ἀληθείας· «Αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιή-
1111

σας τὰ ἀμφότερα ἓν, καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ


λύσας.» Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος τοῖς ἱεροῖς ἀποστό-
λοις φησί· «Τὴν ἐμὴν εἰρήνην δίδωμι ὑμῖν,

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1429, line 15

μών· οὔτε παρὰ τῶν ἑσπερίων καὶ ἑῴων ἐδέξατο


φόρον. Ἔπειτα ἄνθρωπος ὢν, τὸν τῇ φύσει σύμμε-
τρον διαβιώσας χρόνον, τοῦ βίου τὸ τέλος ἐδέξατο,
καὶ τοῦτο οὐκ εὐκλεές. Ὁ δὲ ψαλμὸς ἡλίου καὶ
σελήνης ἀρχαιότερον δείκνυσι τὸν προφητευό-
μενον. Ἀκριβέστερον δὲ ταῦτα ἡ τῶν ῥητῶν ἑρμη-
νεία διδάξει. Καὶ ἡ ἐπιγραφὴ δὲ, οὐκ ἀνάρμοστος,
ἀτεχνῶς δὲ τῷ Σωτῆρι συμβαίνουσα. Σολομὼν γὰρ
εἰρηνικὸς ἑρμηνεύεται· καὶ τοῦτο σαφῶς ἡμᾶς ἡ τῶν
Παραλειπομένων ἱστορία διδάσκει. Φησὶ γὰρ πρὸς
τὸν Δαβὶδ διὰ τοῦ Νάθαν ὁ Θεός· «Ὅτι Σολομὼν
ὄνομα αὐτῷ, καὶ εἰρήνην δώσω ἐν ταῖς ἡμέραις αὐ-
τοῦ.» Ταύτην δὲ τὴν προσηγορίαν καὶ ὁ Δεσπότης
ἔχει Χριστός. Καὶ βοᾷ Παῦλος, ὁ μέγας κήρυξ
τῆς ἀληθείας· «Αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιή-
σας τὰ ἀμφότερα ἓν, καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ
λύσας.» Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος τοῖς ἱεροῖς ἀποστό-
λοις φησί· «Τὴν ἐμὴν εἰρήνην δίδωμι ὑμῖν, τὴν
ἐμὴν εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν.» Τὴν αὐτοῦ τοίνυν βασι-
λείαν, καὶ τὴν ὑπ' αὐτοῦ κατορθωθεῖσαν εἰρήνην,
καὶ τῶν ἐθνῶν τὴν σωτηρίαν, οὗτος ὁ ψαλμὸς

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1456, line 22

λέσαμεν βασιλείαν. Οὕτω καὶ ἐν τῷ μδʹ ψαλμῷ τὸ


βασιλικὸν σκῆπτρον προσηγόρευσε ῥάβδον. Ἔφη
γάρ· «Ῥάβδος εὐθύτητος ἡ ῥάβδος τῆς βασιλείας
σου.»  – »Ὄρος Σιὼν τοῦτο, ὃ κατεσκήνωσας ἐν
αὐτῷ.» Τῆς δὲ Αἰγυπτίων ἡμᾶς δουλείας ἐλευθερώ-
σας, εἰς τὴν ἐπηγγελμένην τοῖς πατράσιν εἰσήγαγες
γῆν, καὶ σαυτῷ τὸ Σιὼν ἀφιέρωσας ὄρος, ἵνα ὡς ἐν
βασιλείοις τισὶν οἰκῶν, τὸν σὸν ἰθύνῃς λαόν. Ταῦτα
δὲ προελέγετο, μήπω τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις οἰκο-
δομηθέντος νεώ. Μετὰ γὰρ τὸν Δαβὶδ, καὶ τὸν
Ἀσὰφ, ὁ Σολομὼν τοῦτον ἐδείματο.
 γʹ. «Ἔπαρον τὰς χεῖράς σου ἐπὶ τὰς ὑπερ-
ηφανίας αὐτῶν εἰς τέλος.» Ἀπαίτησον αὐτοὺς τῆς
ἀλαζονείας εὐθύνας· τὸ δὲ «Ἔπαρον τὰς χεῖράς
σου,» ἐκ μεταφορᾶς τέθεικε τῶν ταῖς χερσὶ τοὺς
ἁμαρτάνοντας μαστιγούντων. Τοῦτο δὲ ἡ προφητικὴ
εἴρηκε χάρις, εἰδυῖα τοὺς πολεμίους δυσσεβείᾳ
συζῶντας· οὐδὲ γὰρ ὑπὲρ τοῦ σταυρωθέντος ζη-
λώσαντες, ἐκεῖνον τὸν πόλεμον ἀνεδέξαντο, ἀλλὰ τὴν
1112

οἰκουμένην δουλούμενοι. Ἐχρῆτο δὲ αὐτοῖς ὅμως ὁ


Θεὸς, ὡς δημίοις, δι' αὐτῶν τοὺς ἠσεβηκότας κο

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1501, line 14

 ξζʹ. «Καὶ ἀπώσατο τὸ σκήνωμα Ἰωσὴφ, καὶ τὴν


φυλὴν Ἐφραῒμ οὐκ ἐξελέξατο.» Πάλιν τὰς ἄλλας
καταλιπὼν φυλὰς, μόνης μέμνηται τῆς Ἐφραΐμ,
τὴν ἐσομένην προορῶν τυραννίδα. Ἐκ ταύτης γὰρ
Ἱεροβοὰμ ὁρμώμενος, τὰς δέκα φυλὰς ἐκ τῆς Δαβι-
τικῆς ἀπέῤῥηξε βασιλείας· Ἰωσὴφ δὲ καὶ Ἐφραῒμ
τὴν αὐτὴν λέγει φυλήν· υἱὸς γὰρ τοῦ Ἰωσὴφ ὁ
Ἐφραΐμ. Ἀπωσθῆναι δὲ αὐτὴν λέγει, τῷ μὴ δια-
μεῖναι ἐν τῇ Σηλὼμ τὴν σκηνὴν, ἀλλ' ἐν τῇ Ἱερου-
σαλὴμ τῆς θείας κιβωτοῦ μεταβῆναι τὴν χάριν, ἐν
ᾗ καὶ ὁ Σολομὼν μετὰ ταῦτα τὸν θεῖον νεὼν ἐδεί-
ματο.
 ξηʹ. «Καὶ ἐξελέξατο τὴν φυλὴν Ἰούδα· τὸ ὄρος
τὸ Σιὼν, ὃ ἠγάπησεν.» Ἐξελέξατο μέντοι τὴν φυλὴν
Ἰούδα, διὰ τὴν ἐξ Ἰεσσαὶ ῥάβδον ἀνθήσειν προς-
δοκωμένην. Ταύτην δὲ τὴν βλάστην καὶ ὁ πατριάρ-
χης Ἰακὼβ προεθέσπισεν εὐλογῶν τὸν Ἰούδαν·
μέμνηται δὲ αὐτῆς καὶ ὁ θεσπέσιος Παῦλος, οὑτωσὶ
λέγων· «Πρόδηλον δὲ ὅτι ἐξ Ἰούδα ἀνατέταλκεν ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.» Ταύτης οὖν ἕνεκα
τὴν Ἰούδα φυλὴν τῶν ἄλλων προείλετο·

Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1513, line 45

τὰ κλήματα αὐτῆς ἕως θαλάσσης· καὶ ἕως ποταμῶν


τὰς παραφυάδας αὐτῆς.» Ἄμπελον τροπικῶς τὸν
λαὸν ὀνομάσας, ἐπέμεινε τῇ τροπῇ· καὶ ὄρη μὲν
καλεῖ τὴν τῶν ὁμόρων ἐθνῶν ἰσχύν· σκιὰν δὲ ταῦτα
καλύπτουσαν τὴν τοῦ Ἰσραὴλ δυναστείαν τούτοις
ἐπιτεθεῖσαν· κέδρους δὲ τοῦ Θεοῦ τοὺς ὑψηλοὺς
ἄρχοντας, τοὺς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τὸ ἄρχειν εἰληχότας·
ἀναδενδράδας δὲ τὰς κέδρους συγκαλυπτούσας,
τὴν Ἰσραηλιτικὴν βασιλείαν περιφανεστέραν τούτων
γεγενημένην. Τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ,
καὶ ἐπὶ τοῦ Σολομῶντος, μεμαθήκαμεν γεγενῆσθαι.
Ὁ μὲν γὰρ [μέγας] Δαβὶδ οὐ μόνον παρὰ τῶν Ἀλ-
λοφύλων, καὶ Ἰδουμαίων, καὶ Ἀμμανιτῶν, καὶ
Μωαβιτῶν, ἀλλὰ καὶ παρὰ Σύρων ἑκατέρων, δασμὸν  
ἐκομίζετο· πρὸς δὲ τὸν Σολομῶντα καὶ ἡ Αἰθιό-
πων ἔδραμε βασιλίς· οὕτω παρὰ πᾶσιν ἐγένετο
πολυθρύλλητος. Κλήματα δὲ τῆς ἀμπέλου, τοῦ λαοῦ
1113

λέγει τὸ πλῆθος· παραφυάδας δὲ, τοὺς προσηλύτους,


τοὺς ἐκ τῶν ἐθνῶν προσεληλυθότας, καὶ τὴν θείαν
ὑποδεξαμένους ἐπίγνωσιν. Διὰ πάντων δὲ τὴν προ-
τέραν εὐκληρίαν ἐδήλωσε τοῦ λαοῦ.
Θεοδώρετος. Interpretatio in Psalmos Vol. 80, p. 1516, line 1

καλύπτουσαν τὴν τοῦ Ἰσραὴλ δυναστείαν τούτοις


ἐπιτεθεῖσαν· κέδρους δὲ τοῦ Θεοῦ τοὺς ὑψηλοὺς
ἄρχοντας, τοὺς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τὸ ἄρχειν εἰληχότας·
ἀναδενδράδας δὲ τὰς κέδρους συγκαλυπτούσας,
τὴν Ἰσραηλιτικὴν βασιλείαν περιφανεστέραν τούτων
γεγενημένην. Τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ,
καὶ ἐπὶ τοῦ Σολομῶντος, μεμαθήκαμεν γεγενῆσθαι.
Ὁ μὲν γὰρ [μέγας] Δαβὶδ οὐ μόνον παρὰ τῶν Ἀλ-
λοφύλων, καὶ Ἰδουμαίων, καὶ Ἀμμανιτῶν, καὶ
Μωαβιτῶν, ἀλλὰ καὶ παρὰ Σύρων ἑκατέρων, δασμὸν  
ἐκομίζετο· πρὸς δὲ τὸν Σολομῶντα καὶ ἡ Αἰθιό-
πων ἔδραμε βασιλίς· οὕτω παρὰ πᾶσιν ἐγένετο
πολυθρύλλητος. Κλήματα δὲ τῆς ἀμπέλου, τοῦ λαοῦ
λέγει τὸ πλῆθος· παραφυάδας δὲ, τοὺς προσηλύτους,
τοὺς ἐκ τῶν ἐθνῶν προσεληλυθότας, καὶ τὴν θείαν
ὑποδεξαμένους ἐπίγνωσιν. Διὰ πάντων δὲ τὴν προ-
τέραν εὐκληρίαν ἐδήλωσε τοῦ λαοῦ.
 ιγʹ. «Ἱνατί καθεῖλες τὸν φραγμὸν αὐτῆς, καὶ
τρυγῶσιν αὐτὴν πάντες οἱ παραπορευόμενοι τὴν
ὁδόν;» Τί δήποτε τῆς σῆς αὐτὴν προνοίας ἐγύ-
μνωσας, καὶ πεποίηκας τοῖς ἀδικεῖν βουλομένοις

Θεοδώρετος. Explanatio in Canticum canticorum Vol. 81, p. 120, line 50

γουσα· ἐξαίρετα δὲ αὐτῆς ἡ σμύρνα καὶ ὁ λίβανος,


τουτέστιν ἡ θεολογία τε καὶ οἰκονομία. Οὕτω τῆς
νύμφης τὸ κάλλος θαυμάσαντες, διηγοῦνται αὐτῇ τοῦ
νυμφίου τὸν πλοῦτον, καί φασιν·
 ζʹ, ηʹ. Ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σολομὼν, ἑξήκοντα
δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς, ἀπὸ δυνατῶν Ἰσραήλ.
Πάντες κατέχοντες ῥομφαίας, δεδιδαγμένοι πό-
λεμον· ἀνὴρ ῥομφαία αὐτοῦ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐ-
τοῦ, ἀπὸ θάμβους ἐν νυξίν. Ζητητέον δὲ πρὸ πάν-
των, τί δήποτε Σολομῶντα τὸν νυμφίον προσαγο-
ρεύουσι· τὸ, Σολομῶν, εἰρηνικὸς προσαγορεύεται·
καὶ τοῦτο ἐν ταῖς Παραλειπομέναις ἔστιν εὑρεῖν·
φησὶ γὰρ ὁ Θεὸς πρὸς βουληθέντα τὸν Δαβὶδ τὸν νεὼν  
οἰκοδομῆσαι· «Ἰδοὺ υἱὸς τίκτεταί σοι· οὗτος ἔσται
ἀνὴρ ἀναπαύσεως, καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἀπὸ πάντων
τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ κυκλόθεν, ὅτι Σολομών ὄνομα
αὐτῷ· καὶ εἰρήνην, καὶ ἡσυχίαν δώσω ἐπὶ Ἰσραὴλ
ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ. Οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ
ὀνόματί μου, καὶ οὗτος ἔσται μοι εἰς υἱὸν, καὶ ἐγὼ
1114

ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ ἑτοιμάσω τὸν θρόνον


τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐν Ἰσραὴλ ἕως αἰῶνος.» Εὔδηλον

Θεοδώρετος. Explanatio in Canticum canticorum Vol. 81, p. 121, line 3

δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς, ἀπὸ δυνατῶν Ἰσραήλ.


Πάντες κατέχοντες ῥομφαίας, δεδιδαγμένοι πό-
λεμον· ἀνὴρ ῥομφαία αὐτοῦ ἐπὶ τὸν μηρὸν αὐ-
τοῦ, ἀπὸ θάμβους ἐν νυξίν. Ζητητέον δὲ πρὸ πάν-
των, τί δήποτε Σολομῶντα τὸν νυμφίον προσαγο-
ρεύουσι· τὸ, Σολομῶν, εἰρηνικὸς προσαγορεύεται·
καὶ τοῦτο ἐν ταῖς Παραλειπομέναις ἔστιν εὑρεῖν·
φησὶ γὰρ ὁ Θεὸς πρὸς βουληθέντα τὸν Δαβὶδ τὸν νεὼν  
οἰκοδομῆσαι· «Ἰδοὺ υἱὸς τίκτεταί σοι· οὗτος ἔσται
ἀνὴρ ἀναπαύσεως, καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἀπὸ πάντων
τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ κυκλόθεν, ὅτι Σολομών ὄνομα
αὐτῷ· καὶ εἰρήνην, καὶ ἡσυχίαν δώσω ἐπὶ Ἰσραὴλ
ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ. Οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ
ὀνόματί μου, καὶ οὗτος ἔσται μοι εἰς υἱὸν, καὶ ἐγὼ
ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ ἑτοιμάσω τὸν θρόνον
τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐν Ἰσραὴλ ἕως αἰῶνος.» Εὔδηλον
δὲ ὅτι Σολομὼν τετελεύτηκεν οὐδὲ πολὺν βιώσας χρό-
νον, καὶ ὅτι ὁ θρόνος αὐτοῦ τέλος ἔλαβεν. Σολομῶντα
τοίνυν προσαγορεύει τὸν εἰρηνικὸν ἡμῶν Κύριον,
περὶ οὗ φησιν ὁ μακάριος Παῦλος· «Αὐτὸς γάρ ἐστιν
ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν, καὶ τὸ

Θεοδώρετος. Explanatio in Canticum canticorum


Vol. 81, p. 121, line 9

καὶ τοῦτο ἐν ταῖς Παραλειπομέναις ἔστιν εὑρεῖν·


φησὶ γὰρ ὁ Θεὸς πρὸς βουληθέντα τὸν Δαβὶδ τὸν νεὼν  
οἰκοδομῆσαι· «Ἰδοὺ υἱὸς τίκτεταί σοι· οὗτος ἔσται
ἀνὴρ ἀναπαύσεως, καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἀπὸ πάντων
τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ κυκλόθεν, ὅτι Σολομών ὄνομα
αὐτῷ· καὶ εἰρήνην, καὶ ἡσυχίαν δώσω ἐπὶ Ἰσραὴλ
ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ. Οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ
ὀνόματί μου, καὶ οὗτος ἔσται μοι εἰς υἱὸν, καὶ ἐγὼ
ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ ἑτοιμάσω τὸν θρόνον
τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐν Ἰσραὴλ ἕως αἰῶνος.» Εὔδηλον
δὲ ὅτι Σολομὼν τετελεύτηκεν οὐδὲ πολὺν βιώσας χρό-
νον, καὶ ὅτι ὁ θρόνος αὐτοῦ τέλος ἔλαβεν. Σολομῶντα
1115

τοίνυν προσαγορεύει τὸν εἰρηνικὸν ἡμῶν Κύριον,


περὶ οὗ φησιν ὁ μακάριος Παῦλος· «Αὐτὸς γάρ ἐστιν
ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν, καὶ τὸ
μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας.» Διὸ καὶ ὁ μακάριος
Δαβὶδ Εἰς Σολομῶντα μὲν ἐπιγράφει τὸν οαʹ ψαλμὸν,
τὰ δὲ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐν αὐτῷ διηγεῖται κατορ-
θώματα. «Κρινεῖ γὰρ, φησὶ, τοὺς πτωχοὺς τοῦ λαοῦ,
καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων, καὶ ταπεινώσει
συκοφάντην· καὶ συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ,

Θεοδώρετος. Explanatio in Canticum canticorum Vol. 81, p. 121, line 10

φησὶ γὰρ ὁ Θεὸς πρὸς βουληθέντα τὸν Δαβὶδ τὸν νεὼν  


οἰκοδομῆσαι· «Ἰδοὺ υἱὸς τίκτεταί σοι· οὗτος ἔσται
ἀνὴρ ἀναπαύσεως, καὶ ἀναπαύσω αὐτὸν ἀπὸ πάντων
τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ κυκλόθεν, ὅτι Σολομών ὄνομα
αὐτῷ· καὶ εἰρήνην, καὶ ἡσυχίαν δώσω ἐπὶ Ἰσραὴλ
ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ. Οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῷ
ὀνόματί μου, καὶ οὗτος ἔσται μοι εἰς υἱὸν, καὶ ἐγὼ
ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ ἑτοιμάσω τὸν θρόνον
τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐν Ἰσραὴλ ἕως αἰῶνος.» Εὔδηλον
δὲ ὅτι Σολομὼν τετελεύτηκεν οὐδὲ πολὺν βιώσας χρό-
νον, καὶ ὅτι ὁ θρόνος αὐτοῦ τέλος ἔλαβεν. Σολομῶντα
τοίνυν προσαγορεύει τὸν εἰρηνικὸν ἡμῶν Κύριον,
περὶ οὗ φησιν ὁ μακάριος Παῦλος· «Αὐτὸς γάρ ἐστιν
ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν, καὶ τὸ
μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας.» Διὸ καὶ ὁ μακάριος
Δαβὶδ Εἰς Σολομῶντα μὲν ἐπιγράφει τὸν οαʹ ψαλμὸν,
τὰ δὲ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἐν αὐτῷ διηγεῖται κατορ-
θώματα. «Κρινεῖ γὰρ, φησὶ, τοὺς πτωχοὺς τοῦ λαοῦ,
καὶ σώσει τοὺς υἱοὺς τῶν πενήτων, καὶ ταπεινώσει
συκοφάντην· καὶ συμπαραμενεῖ τῷ ἡλίῳ, καὶ πρὸ
τῆς σελήνης γενεὰς γενεῶν.» Οὔτε δὲ τῷ ἡλίῳ

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores Vol. 81, p. 1669, line 32

παρανομούντων. Πλέον δέ με χαλεπαίνειν κατ' αὐτῶν


ἀναγκάζει τὰ κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ ἐμοῦ ὑπ' αὐτῶν τολ-
μώμενα. «Ἕνεκεν γὰρ, φησὶ, τοῦ αἰχμαλωτεῦσαι
αὐτοὺς αἰχμαλωσίαν τοῦ Σολομὼν, τοῦ συγκλεῖσαι
εἰς τὴν Ἰδουμαίαν.» Τοῦτο δέ τινες μὲν οὕτω νενοή-
κασιν, ὅτι τοῦ Σολομῶντος αἰχμαλώτους πάλαι Ἰδου-
μαίους λαβόντος, καὶ εἰς τὴν Ἰουδαίαν καθείρ-
ξαντος, οὗτοι πολεμοῦντες Ἰουδαίοις, τούτους ἐλευ-
θερίας ἠξίωσαν, καὶ Ἰδουμαίους ἀπέδοσαν. Ἐμοὶ δὲ
πόῤῥω τῆς ἀληθείας εἶναι τοῦτο δοκεῖ· δέκα γὰρ βα-
σιλεῖς ἀπὸ τοῦ Σολομῶντος μέχρι τῆς παρούσης
προφητείας ἐγένοντο, καὶ χρόνος πλεῖστος μεταξὺ
1116

διελήλυθεν. Ἀλλ' ἡγοῦμαι τὸ προκείμενον χωρίον


ταύτην ἔχειν τὴν διάνοιαν· Οἱ ἀλλόφυλοι τῇ Ἰουδαίᾳ
φυλῇ πλησιάζοντες, καὶ συχνῶς τούτοις ἐπιστρα-
τεύοντες, οὓς ἐλάμβανον αἰχμαλώτους, οὐκ ἄλλοις
τισὶν, ἀλλ' Ἰδουμαίοις ἀπεδίδοντο, ἐχθίστοις οὖσιν
αὐτῶν ὅτι μάλιστα, καὶ πολεμιωτάτοις. Τῶν ἁλι-
σκομένων τοίνυν Ἰουδαίων τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ
Σολομῶντος αἰχμαλωσίαν ὠνόμασεν, ἀπὸ τοῦ περι-
φανοῦς καὶ περιβλέπτου βασιλέως τὸ λαμπρὸν καὶ

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores Vol. 81, p. 1669, line 41

πόῤῥω τῆς ἀληθείας εἶναι τοῦτο δοκεῖ· δέκα γὰρ βα-


σιλεῖς ἀπὸ τοῦ Σολομῶντος μέχρι τῆς παρούσης
προφητείας ἐγένοντο, καὶ χρόνος πλεῖστος μεταξὺ
διελήλυθεν. Ἀλλ' ἡγοῦμαι τὸ προκείμενον χωρίον
ταύτην ἔχειν τὴν διάνοιαν· Οἱ ἀλλόφυλοι τῇ Ἰουδαίᾳ
φυλῇ πλησιάζοντες, καὶ συχνῶς τούτοις ἐπιστρα-
τεύοντες, οὓς ἐλάμβανον αἰχμαλώτους, οὐκ ἄλλοις
τισὶν, ἀλλ' Ἰδουμαίοις ἀπεδίδοντο, ἐχθίστοις οὖσιν
αὐτῶν ὅτι μάλιστα, καὶ πολεμιωτάτοις. Τῶν ἁλι-
σκομένων τοίνυν Ἰουδαίων τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ
Σολομῶντος αἰχμαλωσίαν ὠνόμασεν, ἀπὸ τοῦ περι-
φανοῦς καὶ περιβλέπτου βασιλέως τὸ λαμπρὸν καὶ
ἐπίσημον ἐπιδεικνὺς τοῦ λαοῦ. Ταύτης τοίνυν τῆς
ὠμότητος χάριν ἀγανακτῶν ὁ Θεὸς, ἀπειλεῖ πυρὶ
παραδώσειν τὴν Γάζαν, καὶ σὺν αὐτῇ τὰς ἄλλας τῶν
ἀλλοφύλων πόλεις. Τὴν αὐτὴν ποιεῖται καὶ τῆς Τύ-
ρου κατηγορίαν, καὶ τὸ ἔγκλημα αὔξων ἐπήγαγε·
»Καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν διαθήκης ἀδελφῶν.» Ἐπειδὴ
γὰρ Σολομὼν καὶ Χειρὰμ ὁ τῆς Τύρου βασιλεὺς,
ἀδελφικὴν πρὸς ἀλλήλους διάθεσιν ἐπεδείκνυντο, καὶ
ὁ μὲν εἰς τὴν οἰκοδομίαν τοῦ θείου νεὼ ξύλα κέδρινα

Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores Vol. 81, p. 1669, line 49

αὐτῶν ὅτι μάλιστα, καὶ πολεμιωτάτοις. Τῶν ἁλι-


σκομένων τοίνυν Ἰουδαίων τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ
Σολομῶντος αἰχμαλωσίαν ὠνόμασεν, ἀπὸ τοῦ περι-
φανοῦς καὶ περιβλέπτου βασιλέως τὸ λαμπρὸν καὶ
ἐπίσημον ἐπιδεικνὺς τοῦ λαοῦ. Ταύτης τοίνυν τῆς
ὠμότητος χάριν ἀγανακτῶν ὁ Θεὸς, ἀπειλεῖ πυρὶ
παραδώσειν τὴν Γάζαν, καὶ σὺν αὐτῇ τὰς ἄλλας τῶν
ἀλλοφύλων πόλεις. Τὴν αὐτὴν ποιεῖται καὶ τῆς Τύ-
ρου κατηγορίαν, καὶ τὸ ἔγκλημα αὔξων ἐπήγαγε·
»Καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν διαθήκης ἀδελφῶν.» Ἐπειδὴ
γὰρ Σολομὼν καὶ Χειρὰμ ὁ τῆς Τύρου βασιλεὺς,
ἀδελφικὴν πρὸς ἀλλήλους διάθεσιν ἐπεδείκνυντο, καὶ
1117

ὁ μὲν εἰς τὴν οἰκοδομίαν τοῦ θείου νεὼ ξύλα κέδρινα


ἐχορήγει, ὁ δὲ σῖτον ἀντεδίδου· ταύτης δὲ τῆς φιλίας
εἰς λήθην ἦλθον οἱ Τύριοι, καὶ ταὐτὰ τοῖς Γαζαίοις
εἰς τὸν Ἰσραὴλ ἐξημάρτανον, τὴν αὐτὴν καὶ κατὰ
τούτων εἰκότως ἐξενήνοχε ψῆφον.
Θεοδώρετος. Interpretatio in xii prophetas minores Vol. 81, p. 1840, line 42

τοὺς μὴ ἀντεχομένους τοῦ Κυρίου.» Ἴσως ἄν τις


ζητήσειε, τίνος χάριν δι' ἑτέρου προφήτου ἐξᾶραι
μὲν τὰ Βααλεὶμ ἐκ τοῦ στόματος παρεγγυᾷ, ὀμόσαι
δὲ, Ζῇ Κύριος, μετὰ ἀληθείας, παρακελεύεται, ἐν-
ταῦθα δὲ τιμωρίαν ἀπειλεῖ τοῖς κατὰ τοῦ Κυρίου
ὀμνύουσιν. Ἀλλ' αὐτίκα τὴν λύσιν ῥᾴδιον εὑρεῖν.
»Τοὺς ὀμνύοντας γὰρ, φησὶ, κατὰ τοῦ Κυρίου,
καὶ τοὺς ὀμνύοντας κατὰ Μελχώμ.» Εἴδωλον δὲ
τοῦτο Ἀμμανιτῶν ἦν, ὥς γε καὶ παρὰ τοῖς ἄλλοις
προφήταις εὑρίσκομεν, καὶ ἐν τῇ τρίτῃ τῶν Βασι-
λειῶν. «Ἐλάτρευσε γὰρ, φησὶ, Σολομὼν τῇ Ἀστάρτῃ
βασιλίσσῃ Σιδωνίων, καὶ τῷ Μελχὼμ εἰδώλῳ υἱῶν
Ἀμμών.» Ἀπειλεῖ τοίνυν κόλασιν τοῖς κατὰ ταυτὸν
κατά τε τοῦ ἀληθῶς Θεοῦ καὶ Κυρίου, κατά τε τῶν
εἰδώλων ὀμνύουσιν· ὥστε συμβαίνουσιν ἀλλήλαις
αἱ προφητεῖαι. Καὶ γὰρ ἐν ἐκείνῃ λέγει· «Ἐὰν
ἐξάρῃς τὰ Βααλεὶμ ἐκ τοῦ στόματός σου, καὶ ὀμό-
σῃς, Ζῇ Κύριος, μετὰ ἀληθείας·» καὶ ἐνταῦθα
ὅμως ἐγκαλεῖ τοῖς δουλεύειν μὲν τῷ Θεῷ προσποιου-
μένοις, τὴν δὲ τῶν εἰδώλων θεραπείαν προαιρουμένοις. Οὕτως ἀπειλήσας τὰ ἀλγεινὰ,
κεράννυσι παραι-
νέσει τὴν ἀπειλὴν, ἵνα μὴ ἀπογνόντες τὴν σωτηρίαν εἰς χαλεπωτέραν ἐξοκείλωσι
πονηρίαν.  

Θεοδώρετος. Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli Vol. 82, p. 181, line 15

δυσμενεῖς, πάντα εἰς ὑμετέραν βλάβην ἐργαζομένους.


Ὅταν δέ γε εἰς τοὺς προγόνους ἀπίδω, καὶ λογίσω-
μαι ὡς ἐκείνους ἐξ ἁπάσης τῆς οἰκουμένης ὁ Θεὸς
ἐξελέξατο, στέργω δι' ἐκείνους καὶ τούτους.
 κθʹ. Ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ
κλῆσις τοῦ Θεοῦ. Ταῦτα πάντα εἰς προτροπὴν λέγει
τῶν Ἰουδαίων. Ὅτι γὰρ ἃ δίδωσι ὁ Θεὸς ἀγαθὰ,
πάλιν λαμβάνει, ὅταν ἴδῃ τοὺς εἰληφότας ἀχαριστίαν
νοσοῦντας, μάρτυς ὁ Σαοὺλ πνευματικῆς χάριτος
ἀπολαύσας, εἶτα ταύτης ἔρημος μετὰ ταῦτα γεγενη-
μένος. Καὶ ὁ Σολομὼν δὲ ὡσαύτως, εἰρήνης ἀπολαύ-
σας διὰ τὴν θείαν φιλοτιμίαν, μετὰ τὴν παράβασιν
ἐγυμνώθη τῆς χάριτος. Καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ Ἰουδαῖοι,
προφητικῆς ἐπιμελείας διηνεκῶς ἀπολαύσαντες, ἐπὶ
τοῦ παρόντος τῆς κηδεμονίας ταύτης ἐστέρηνται.
Τοῦτο καὶ τοῖς ἐξ ἐθνῶν πεπιστευκόσι πρὸ βραχέος
1118

ἠπείλησεν.
 Ἐὰν ἐπιμείνῃς γὰρ, φησὶ, τῇ χρηστότητι· ἐπεὶ
καὶ σὺ ἐκκοπήσῃ. λʹ, λαʹ. Ὥσπερ γὰρ καὶ ὑμεῖς πο-
τὲ ἠπειθήσατε τῷ Θεῷ, νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τού-
των ἀπειθείᾳ· οὕτω καὶ οὗτοι νῦν ἠπείθησαν τῷ

Θεοδώρετος. De providentia orationes decem Vol. 83, p. 628, line 21

φρονοῦσι, καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς φύσεως ἀκήρατον


διασώζουσι, ἀρκεῖ πρὸς διδασκαλίαν ὁ ἔμφυτος λόγος,
τοῖς δὲ τοῦτον διαφθείρουσι, καὶ θηριώδη βίον προελο-
μένοις, τὸν ἁρπακτικόν τε καὶ ὠμοβόρον, ἔλεγ-
χος ἀληθὴς πρόκειται τῶν ἀλόγων ἡ εὔτακτος πολι-
τεία.
 Τῆς σῆς τοιγαροῦν προμηθούμενος ὠφελείας ὁ
Ποιητὴς, φυσικοῖς τισι πλεονεκτήμασι διεκόσμησε
τῶν ἀλόγων τὰ γένη, ἵν' ἔχῃς κἀντεῦθεν τὴν ὠφέ-
λειαν καρποῦσθαι. Καὶ τούτου μάρτυς ὁ Σολομὼν,
παρακελευόμενός σοι καὶ λέγων· «Ἴθι πρὸς τὸν
μύρμηκα, ὦ ὀκνηρὲ, καὶ ζήλωσον τὰς ὁδοὺς
αὐτοῦ.» Ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλιτταν, καὶ μάθε
ὡς ἐργάτις ἐστὶ, τήν τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖ-
ται· ἧς τοὺς πόνους βασιλεῖς τε καὶ ἰδιῶται πρὸς
ὑγίειαν προσφέρονται. Μαρτυρεῖ δὲ καὶ αὐτὸς ὁ τῶν
ὅλων Θεὸς, διὰ τοῦ Προφήτου λέγων· «Τρυγὼν καὶ
τέττιξ καὶ χελιδὼν, ἀγροῦ στρουθία, ἔγνωσαν και-
ροὺς εἰσόδων αὑτῶν· ὁ δὲ λαός μου οὐκ ἔγνω τὰ κρί-
ματα Κυρίου.» Καὶ πάλιν διὰ Ἡσαΐου·

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 3, line 5

γὰρ οὕτως ἡμῖν καὶ ἀσύγχυτος, καὶ δυσχερείας ἁπάσης


ἀπηλλαγμένος ἔσται που πάντως ὁ λόγος. χρῆναι δὲ ὑπο-
λαμβάνω, προαφηγήσασθαί τινα τῶν συμβεβηκότων τοῖς
ἐξ αἵματος Ἰσραὴλ, ἵνα μὴ ταράττοιτο τῶν ἐντευξομένων ὁ
νοῦς, ποτὲ μὲν ἀκούων Ἐφραὶμ καὶ Ἰσραὴλ καὶ μέν τοι καὶ
Σαμάρειαν, Ἰούδαν τε αὖ καὶ Βενιαμῖν· πλείστη γὰρ ὅση  
τῶν τοιούτων ὀνομάτων παρὰ τοῖς ἁγίοις προφήταις ἡ
μνήμη.
 Ἵνα τοίνυν εἰδεῖεν ἕκαστα σαφῶς, ἀκουόντων ὅτι τὴν
τοῦ πατρὸς βασιλείαν περιέπων κατὰ καιροὺς ἐν τοῖς
Ἱεροσολύμοις ὁ Σολομῶν, ἀνεδείματο μὲν τῷ Θεῷ τὸν δια-
βόητον ἐκεῖνον καὶ ἀξιάγαστον νεών· ἀλλὰ καίτοι λίαν
γεγονὼς διαπρεπὴς διά τε πλούτου λαμπρότητα καὶ περιου-
σίαν χρημάτων, εἰς γῆρας ἐληλακὼς, διά τοι τὴν εἰς γυναῖ-
κας αἰδῶ προσκέκρουκε τῷ Θεῶ. καὶ ποῖος αὐτῷ γέγονε
πλημμελείας ὁ τρόπος, τὸ ἱερὸν ἡμῖν ἀφηγήσεται γράμμα·
ἔχει γὰρ οὕτως “Καὶ ὁ βασιλεὺς ἔλαβε γυναῖκας ἀλλοτρίας,
1119

“καὶ τὴν θυγατέρα Φαραὼ, Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, Σύ-


“ρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας καὶ Ἀμοῤῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν
“ὧν ἀπεῖπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ Οὐκ εἰσελεύσεσθε
“εἰς αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς ὑμᾶς, ἵνα μὴ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 3, line 17

γεγονὼς διαπρεπὴς διά τε πλούτου λαμπρότητα καὶ περιου-


σίαν χρημάτων, εἰς γῆρας ἐληλακὼς, διά τοι τὴν εἰς γυναῖ-
κας αἰδῶ προσκέκρουκε τῷ Θεῶ. καὶ ποῖος αὐτῷ γέγονε
πλημμελείας ὁ τρόπος, τὸ ἱερὸν ἡμῖν ἀφηγήσεται γράμμα·
ἔχει γὰρ οὕτως “Καὶ ὁ βασιλεὺς ἔλαβε γυναῖκας ἀλλοτρίας,
“καὶ τὴν θυγατέρα Φαραὼ, Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, Σύ-
“ρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας καὶ Ἀμοῤῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν
“ὧν ἀπεῖπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ Οὐκ εἰσελεύσεσθε
“εἰς αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς ὑμᾶς, ἵνα μὴ
“ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω τῶν εἰδώλων αὐτῶν·
“εἰς αὐτὰς ἐκολλήθη Σολομῶν τοῦ ἀγαπῆσαι· καὶ ἦσαν
“αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι ἑπτακόσιαι καὶ παλλακαὶ τρια-
“κόσιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομῶν καὶ
“ἐξέκλιναν αἱ γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ
“ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία
“μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαυεὶδ τοῦ
“πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρ-
“της βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ Βάαλ εἰδώλου
“υἱῶν Ἀμών. καὶ ἐποίησε Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
“Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου, ὡς Δαυεὶδ ὁ
“πατὴρ αὐτοῦ. τότε ᾠκοδόμησε Σολομῶν ὑψηλὸν τῷ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 3, line 19

κας αἰδῶ προσκέκρουκε τῷ Θεῶ. καὶ ποῖος αὐτῷ γέγονε


πλημμελείας ὁ τρόπος, τὸ ἱερὸν ἡμῖν ἀφηγήσεται γράμμα·
ἔχει γὰρ οὕτως “Καὶ ὁ βασιλεὺς ἔλαβε γυναῖκας ἀλλοτρίας,
“καὶ τὴν θυγατέρα Φαραὼ, Μωαβίτιδας, Ἀμμανίτιδας, Σύ-
“ρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας καὶ Ἀμοῤῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν
“ὧν ἀπεῖπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ Οὐκ εἰσελεύσεσθε
“εἰς αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς ὑμᾶς, ἵνα μὴ
“ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω τῶν εἰδώλων αὐτῶν·
“εἰς αὐτὰς ἐκολλήθη Σολομῶν τοῦ ἀγαπῆσαι· καὶ ἦσαν
“αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι ἑπτακόσιαι καὶ παλλακαὶ τρια-
“κόσιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομῶν καὶ
“ἐξέκλιναν αἱ γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ
“ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία
“μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαυεὶδ τοῦ
“πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρ-
“της βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ Βάαλ εἰδώλου
1120

“υἱῶν Ἀμών. καὶ ἐποίησε Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον


“Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου, ὡς Δαυεὶδ ὁ
“πατὴρ αὐτοῦ. τότε ᾠκοδόμησε Σολομῶν ὑψηλὸν τῷ
“Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ, καὶ τῷ Βάαλ εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμὼν,
“καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων. καὶ οὕτως

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 3, line 23

“ρας καὶ Ἰδουμαίας, Χετταίας καὶ Ἀμοῤῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν


“ὧν ἀπεῖπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ Οὐκ εἰσελεύσεσθε
“εἰς αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς ὑμᾶς, ἵνα μὴ
“ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω τῶν εἰδώλων αὐτῶν·
“εἰς αὐτὰς ἐκολλήθη Σολομῶν τοῦ ἀγαπῆσαι· καὶ ἦσαν
“αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι ἑπτακόσιαι καὶ παλλακαὶ τρια-
“κόσιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομῶν καὶ
“ἐξέκλιναν αἱ γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ
“ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία
“μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαυεὶδ τοῦ
“πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρ-
“της βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ Βάαλ εἰδώλου
“υἱῶν Ἀμών. καὶ ἐποίησε Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
“Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου, ὡς Δαυεὶδ ὁ
“πατὴρ αὐτοῦ. τότε ᾠκοδόμησε Σολομῶν ὑψηλὸν τῷ
“Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ, καὶ τῷ Βάαλ εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμὼν,
“καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων. καὶ οὕτως
“ἐποίησε πάσαις ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ ταῖς ἀλλοτρίαις, αἳ
“ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ὀργίσθη
“θυμῷ Κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ  
“ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς, καὶ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores Vol. 1, p. 3, line 25

“εἰς αὐτοὺς καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς ὑμᾶς, ἵνα μὴ


“ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω τῶν εἰδώλων αὐτῶν·
“εἰς αὐτὰς ἐκολλήθη Σολομῶν τοῦ ἀγαπῆσαι· καὶ ἦσαν
“αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι ἑπτακόσιαι καὶ παλλακαὶ τρια-
“κόσιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομῶν καὶ
“ἐξέκλιναν αἱ γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ
“ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία
“μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαυεὶδ τοῦ
“πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρ-
“της βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ Βάαλ εἰδώλου
“υἱῶν Ἀμών. καὶ ἐποίησε Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
“Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου, ὡς Δαυεὶδ ὁ
“πατὴρ αὐτοῦ. τότε ᾠκοδόμησε Σολομῶν ὑψηλὸν τῷ
“Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ, καὶ τῷ Βάαλ εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμὼν,
“καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων. καὶ οὕτως
1121

“ἐποίησε πάσαις ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ ταῖς ἀλλοτρίαις, αἳ


“ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ὀργίσθη
“θυμῷ Κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ  
“ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς, καὶ
“ἐντειλαμένου αὐτῷ ὑπὲρ τοῦ λόγου τούτου, τὸ παράπαν
“μὴ πορευθῆναι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ φυλάξαι καὶ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 3, line 27

“εἰς αὐτὰς ἐκολλήθη Σολομῶν τοῦ ἀγαπῆσαι· καὶ ἦσαν


“αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι ἑπτακόσιαι καὶ παλλακαὶ τρια-
“κόσιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομῶν καὶ
“ἐξέκλιναν αἱ γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ
“ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία
“μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαυεὶδ τοῦ
“πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρ-
“της βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ Βάαλ εἰδώλου
“υἱῶν Ἀμών. καὶ ἐποίησε Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
“Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου, ὡς Δαυεὶδ ὁ
“πατὴρ αὐτοῦ. τότε ᾠκοδόμησε Σολομῶν ὑψηλὸν τῷ
“Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ, καὶ τῷ Βάαλ εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμὼν,
“καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων. καὶ οὕτως
“ἐποίησε πάσαις ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ ταῖς ἀλλοτρίαις, αἳ
“ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ὀργίσθη
“θυμῷ Κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ  
“ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς, καὶ
“ἐντειλαμένου αὐτῷ ὑπὲρ τοῦ λόγου τούτου, τὸ παράπαν
“μὴ πορευθῆναι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ φυλάξαι καὶ
“ποιῆσαι ἃ ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός.”
 Ἁπάσης μὲν οὖν ἐπέκεινα δυσσεβείας τὰ τοῦ Σολομῶντος

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 3, line 32

“μετὰ Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία Δαυεὶδ τοῦ


“πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἐπορεύθη Σολομῶν ὀπίσω τῆς Ἀστάρ-
“της βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ Βάαλ εἰδώλου
“υἱῶν Ἀμών. καὶ ἐποίησε Σολομῶν τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
“Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη ὀπίσω Κυρίου, ὡς Δαυεὶδ ὁ
“πατὴρ αὐτοῦ. τότε ᾠκοδόμησε Σολομῶν ὑψηλὸν τῷ
“Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ, καὶ τῷ Βάαλ εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμὼν,
“καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων. καὶ οὕτως
“ἐποίησε πάσαις ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ ταῖς ἀλλοτρίαις, αἳ
“ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ὀργίσθη
“θυμῷ Κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ  
1122

“ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς, καὶ


“ἐντειλαμένου αὐτῷ ὑπὲρ τοῦ λόγου τούτου, τὸ παράπαν
“μὴ πορευθῆναι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ φυλάξαι καὶ
“ποιῆσαι ἃ ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός.”
 Ἁπάσης μὲν οὖν ἐπέκεινα δυσσεβείας τὰ τοῦ Σολομῶντος
ἐν γήρει τολμήματα. τί γὰρ ἂν γένοιτο τῶν οὕτως ἐκτό-
πων πλημμελημάτων τὸ δυσαχθέστερον; ἢ πῶς οὐ πέρα
λόγου παντὸς, ἀλογῆσαι μὲν τιμῆς καὶ ἀγάπης τῆς εἰς τὸν
ἕνα καὶ φύσει καὶ ἀληθῶς ὄντα Θεὸν, τὸ δὲ αὐτῷ καὶ μόνῳ
προσὸν ἀξίωμα καὶ τῶν δαιμονίων ἀπονέμειν ἀγέλαις,

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 4, line 5

“πατὴρ αὐτοῦ. τότε ᾠκοδόμησε Σολομῶν ὑψηλὸν τῷ


“Χαμὼς εἰδώλῳ Μωὰβ, καὶ τῷ Βάαλ εἰδώλῳ υἱῶν Ἀμὼν,
“καὶ τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων. καὶ οὕτως
“ἐποίησε πάσαις ταῖς γυναιξὶν αὐτοῦ ταῖς ἀλλοτρίαις, αἳ
“ἐθυμίων καὶ ἔθυον τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν. καὶ ὀργίσθη
“θυμῷ Κύριος ἐπὶ Σολομῶν, ὅτι ἐξέκλινε καρδίαν αὐτοῦ  
“ἀπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ δὶς, καὶ
“ἐντειλαμένου αὐτῷ ὑπὲρ τοῦ λόγου τούτου, τὸ παράπαν
“μὴ πορευθῆναι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων· καὶ φυλάξαι καὶ
“ποιῆσαι ἃ ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός.”
 Ἁπάσης μὲν οὖν ἐπέκεινα δυσσεβείας τὰ τοῦ Σολομῶντος
ἐν γήρει τολμήματα. τί γὰρ ἂν γένοιτο τῶν οὕτως ἐκτό-
πων πλημμελημάτων τὸ δυσαχθέστερον; ἢ πῶς οὐ πέρα
λόγου παντὸς, ἀλογῆσαι μὲν τιμῆς καὶ ἀγάπης τῆς εἰς τὸν
ἕνα καὶ φύσει καὶ ἀληθῶς ὄντα Θεὸν, τὸ δὲ αὐτῷ καὶ μόνῳ
προσὸν ἀξίωμα καὶ τῶν δαιμονίων ἀπονέμειν ἀγέλαις,
μᾶλλον δὲ λίθοις ἀνάπτειν καὶ ξύλοις; ἐπειδὴ δὲ ἥλω
πεφρονηκώς τε καὶ δράσας ἃ μηδὲ θέμις εἰπεῖν, καὶ τοῖς
οὕτως αἰσχροῖς πλημμελήμασιν ἔνοχος γεγονὼς κατεφω-
ρᾶτο, λοιπὸν ἔφη πρὸς αὐτὸν ὁ τῶν ὅλων Θεός “Ἀνθ' ὧν
“ἐγένετο ταῦτα μετὰ σοῦ, καὶ οὐκ ἐφύλαξας τὰς ἐντολάς

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 4, line 24

ρᾶτο, λοιπὸν ἔφη πρὸς αὐτὸν ὁ τῶν ὅλων Θεός “Ἀνθ' ὧν


“ἐγένετο ταῦτα μετὰ σοῦ, καὶ οὐκ ἐφύλαξας τὰς ἐντολάς
“μου καὶ τὰ προστάγματά μου ἃ ἐνετειλάμην σοι, διαῤῥής-
“σων διαῤῥήξω τὴν βασιλείαν ἐκ χειρός σου καὶ δώσω
“αὐτὴν τῷ δούλῳ σου. πλὴν ἐν ταῖς ἡμέραις σου οὐ ποιήσω
“αὐτὰ, διὰ Δαυεὶδ τὸν πατέρα σου· ἐκ χειρὸς υἱοῦ σου
“λήψομαι αὐτήν. πλὴν ὅλην τὴν βασιλείαν οὐ μὴ λάβω·
“σκῆπτρον ἓν δώσω τῷ υἱῷ σου, διὰ Δαυεὶδ τὸν δοῦλόν
“μου, καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν ἣν ἐξελεξάμην.”
1123

Ἐπειδὴ γὰρ, ὡς ἔφην, τῆς εἰς γυναῖκας ἐπιθυμίας ἡττώμενος,


καίτοι σοφὸς ὢν ἄγαν ὁ Σολομῶν, μονονουχὶ καὶ ὅσον
ἧκεν εἰπεῖν εἰς ἐγχειρημάτων δύναμιν τὴν τοῦ Θεοῦ βασι-
λείαν διέῤῥηξεν, εἰδώλοις ἀνάπτων τὴν αὐτῷ καὶ μόνῳ πρε-
πωδεστάτην τιμήν τε καὶ δόξαν, ταύτῃ τοι, καὶ μάλα εἰκότως,
διαῤῥηγνύναι Θεὸς ἐπηπείλει τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, τοῖς ἴσοις
ἀντιλυπῶν, κατὰ τὸ ἐν τῷ προφήτῃ γεγραμμένον Ἰεζεκιήλ  
“Καθὼς ἐποίησας, οὕτως ἔσται σοι· τὸ ἀνταπόδομά σου
“ἀνταποδοθήσεται εἰς κεφαλήν σου.”
 Ἐπειδὴ δὲ ἀπεβίω Σολομῶν, κέκληται πρὸς βασιλείαν ὁ
ἐξ αὐτοῦ, τουτέστιν, ὁ Ῥοβοάμ. τότε δὴ τότε κατασχίζεται
λοιπὸν ὁ Ἰσραὴλ, καὶ ἀποφοιτῶσι μὲν τῶν Ἱεροσολύμων αἱ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 5, line 3

“μου, καὶ διὰ Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν ἣν ἐξελεξάμην.”


Ἐπειδὴ γὰρ, ὡς ἔφην, τῆς εἰς γυναῖκας ἐπιθυμίας ἡττώμενος,
καίτοι σοφὸς ὢν ἄγαν ὁ Σολομῶν, μονονουχὶ καὶ ὅσον
ἧκεν εἰπεῖν εἰς ἐγχειρημάτων δύναμιν τὴν τοῦ Θεοῦ βασι-
λείαν διέῤῥηξεν, εἰδώλοις ἀνάπτων τὴν αὐτῷ καὶ μόνῳ πρε-
πωδεστάτην τιμήν τε καὶ δόξαν, ταύτῃ τοι, καὶ μάλα εἰκότως,
διαῤῥηγνύναι Θεὸς ἐπηπείλει τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, τοῖς ἴσοις
ἀντιλυπῶν, κατὰ τὸ ἐν τῷ προφήτῃ γεγραμμένον Ἰεζεκιήλ  
“Καθὼς ἐποίησας, οὕτως ἔσται σοι· τὸ ἀνταπόδομά σου
“ἀνταποδοθήσεται εἰς κεφαλήν σου.”
 Ἐπειδὴ δὲ ἀπεβίω Σολομῶν, κέκληται πρὸς βασιλείαν ὁ
ἐξ αὐτοῦ, τουτέστιν, ὁ Ῥοβοάμ. τότε δὴ τότε κατασχίζεται
λοιπὸν ὁ Ἰσραὴλ, καὶ ἀποφοιτῶσι μὲν τῶν Ἱεροσολύμων αἱ
δέκα φυλαὶ, καὶ τὸ ἥμισυ φυλῆς Ἐφραΐμ. κατελογίζοντο γὰρ
εἰς μίαν φυλὴν οἱ ἐξ Ἰωσὴφ γεγονότες υἱοὶ Ἐφραΐμ τε καὶ
Μανασσῆς, τοῦτο τοῦ προπάτορος Ἰακὼβ κρατεῖν ἐθελή-
σαντος. εἴρηται γὰρ πρὸς τὸν Ἰωσήφ “Νῦν οὖν οἱ δύο υἱοί
“σου, οἱ γενόμενοί σοι ἐν Αἰγύπτῳ, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν με πρὸς
“σὲ εἰς Αἴγυπτον, ἐμοί εἰσιν, Ἐφραῒμ καὶ Μανασσῆ, ὡς καὶ
“Ῥουβὴμ καὶ Συμεὼν, ἔσονταί μοι.”

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 5, line 20

“σὲ εἰς Αἴγυπτον, ἐμοί εἰσιν, Ἐφραῒμ καὶ Μανασσῆ, ὡς καὶ


“Ῥουβὴμ καὶ Συμεὼν, ἔσονταί μοι.” Οὐκοῦν αἱ μὲν
δέκα φυλαὶ, καὶ τὸ ἥμισυ τῆς μιᾶς τουτέστιν ὁ Ἐφραῒμ,
ἀπῴχοντο μὲν εἰς τὴν Σαμάρειαν, ἔξω δὲ τῆς Ῥοβοὰμ γεγό-
νασι βασιλείας· ἀπομεμενήκασι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις οἱ
ἐκ φυλῆς Ἰούδα καὶ Βενιαμίν. ἐπειδὴ δὲ ἀβασίλευτοί τε
καὶ ἀστρατήγητοι μένοντες οἱ ἐν Σαμαρείᾳ τὰς ἐκ τοῦ Ῥο-
1124

βοὰμ ἐφόδους ὑπώπτευον, καὶ ἑαυτοὺς δὴ μάλα τοῖς φιλτάτοις


συνδιόλλυσθαι προσεδόκων, μεταπέμπονται τὸν Ἱεροβοάμ·
οἰκέτης δὲ οὗτος ἦν Σολομῶνος ἀποδρὰς εἰς Αἴγυπτον πρὸς
Σουσακεὶμ βασιλέα· καὶ δὴ καὶ ἐλθόντα κεχειροτονήκασιν
εὐθὺς εἰς ἡγούμενον, καὶ σκήπτρῳ τῆς βασιλείας τετιμήκασι
τὸν ἀλιτήριον. καὶ ἦν Ἱεροβοὰμ ἐξ ὄρους καὶ φυλῆς Ἐφραΐμ.
ἐπειδὴ δὲ κεχειροτόνητο βασιλεὺς, ἐξεμηχανᾶτο λοιπὸν, τίνα
τρόπον αὐτῷ τὰ τῆς βασιλείας στήσεται, καὶ ἐν βεβαίῳ
μενεῖ, τῆς τῶν χειροτονησάντων γνώμης οὐ μεθισταμένης
εἰς ἑτέραν τινὰ βουλήν τε καὶ σκέψιν. εἶτα δεδιὼς μὴ ἄρα
πως τῆς ἐν νόμῳ λατρείας, καὶ τῶν ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις
ἐπιτελουμένων ἑορτῶν εἰς ἀνάμνησιν ἐνεχθεὶς ὁ Ἰσραὴλ,
παλινδρομεῖν ἕλοιτο εἰς τὸ ἐν ἀρχαῖς, καὶ τοῖς Ῥοβοὰμ  

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 376, line 45

καὶ οὐκ ἐᾷ εὐδοκιμεῖν ταῖς εἰς γυναῖκα ψυχραῖς


ὁμιλίαις ἡττώμενον, καὶ προὐργιαιτέραν τῶν ἀναγ-
καίων ποιούμενον τὴν φιλοσαρκίαν;
{ΠΑΛΛ.} Ἥκιστά γε τουτὶ δοίην ἂν ἔγωγε τὸ τῷ
νομοθέτῃ δοκοῦν· πιθανὸς δέ τις, ὡς ἔοικεν, ὁ ἐπ' αὐτῷ
κεῖται λόγος.
{ΚΥΡ.} Οὐκοῦν ὅπερ ἔφην ἀνακυκλήσας ἐρῶ. Ἀνὴρ
ἀρετῆς ἁψάμενος, καὶ οὔπω ταύτην εὖ μάλα κατωρ-
θωκὼς, εὐκατακόμιστος εἰς τὸ ἐναντίον.
{ΠΑΛΛ.} Φράσον ὅπως. Ἕπομαι γὰρ οὐ σφόδρα.
{ΚΥΡ.} Ὁ Σολομών πού φησιν· «Εἶπον τὴν σο-
φίαν σὴν ἀδελφὴν εἶναι· τὴν δὲ φρόνησιν γνώριμον
περιποίησαι σεαυτῷ.» Οἰκειούμεθα γὰρ ὥσπερ τὰς
ἀρετὰς, τὸ ἐν αὐταῖς καρποφορεῖν ὅτι μάλιστα δι-
εσπουδακότες· ὁ μὲν γάρ τις τυχὸν τὸ ἐν γνώσει σο-
φὸν, ὁ δὲ τὴν πραότητα καὶ ἀοργησίαν οὐκ ἀνεπιτή-
δευτον ἔχει, ἤγουν ἕτερόν τι τῶν τοιούτων ὅπερ ἂν
ἕλοιτο κατορθοῦν. Ἆρ' οὖν εὐθὺς ὁ τῆς ἔν γε τούτοις  
ἐπιεικείας ἀρξάμενος νοῦς, ἱκανὸς εἰς τὸ δοκιμάζε-
σθαι καὶ πειράζεσθαι; καὶ τοῖς τὰ ὀρθὰ διαστρέφουσι
περιτυχὼν ὁ σοφίᾳ συνοικήσας προσφάτως,

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 484, line 29

ἄμφιον, λόγιον ἔστω τὸ ἐξ οὐρανοῦ, καὶ δεξιῶν ἔργων


βραβευτὴς ὁ νόμος. Ἔργου γὰρ δὴ σύμβολον ἡ χείρ·
τὰ δὲ συννόμως δρώμενα πρὸς ἡμῶν, πάντως που καὶ
ἀνεπίπληκτα, καὶ τὸ ἐν φαυλότητι σκαιὸν οὐκ ἔχει.
Ἐμεγάλυνον οὖν οἱ Φαρισαῖοι τὰ κράσπεδα αὐτῶν,
καὶ ἐπλάτυνον τὰ φυλακτήρια αὐτῶν, τουτέστι, τὰ
1125

τῆς δεξιᾶς ἀπηρτημένα δέλτια· πλὴν ἐγελῶντο παρὰ


Χριστοῦ, εἰς φιλοδοξίας ἀφορμὴν, καὶ οὐκ εἰς ἀνά-
μνησιν τοῦ νόμου τὸ χρῆμα ποιούμενοι. Ἔστιν οὖν
ἄρα καὶ ἐννόμως ἀνομεῖν, εἰ μή τις ὀρθῶς ἀποχρῷτο
τῷ νόμῳ. Καὶ τοῦτο, οἶμαι, ἐστὶν ὅπερ ἔφη Σολομών·
»ἔστι δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ.» Κα-
ταγραπτέον οὖν ἄρα τὴν θείαν ἐντολὴν εἰς νοῦν καὶ
καρδίαν, καὶ τήν γε τοῦ πράγματος ὄνησιν ἐναργῆ
καθιστὰς ὁ θεῖος ἔφη Δαβὶδ περὶ δικαίου παντός·
»Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, καὶ
οὐχ ὑποσκελισθήσεται τὰ διαβήματα αὐτοῦ.» Ἔστι
γὰρ, οἶμαι, καὶ μάλα σαφὲς, ὡς ὅτῳ περ ἂν ὁ θεῖος
εἰς νοῦν ὑπάρχει νόμος, προσέσται που πάντως καὶ
τὸ ἐρηρεῖσθαι καλῶς, καὶ τὸ ἐν βεβαίῳ κεῖσθαι τῆς
ἀρετῆς.

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 516, line 39

γὰρ καὶ τοῦτο ἡ φύσις πατράσιν. Ὁ δὲ δὴ πρὸς αἰ-


σχρότητα τὴν ἐμφανεστάτην τοῖς ἐθέλουσι προθεὶς
τὸ ἑαυτοῦ κόριον, οὐχ ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ μόνου δικαίως
ἂν εὐθύνοιτό τε καὶ ἐξαιτοῖτο δίκας παρά γε τοῦ πάν-
των κριτοῦ, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ παντὸς τοῦ πρὸς αἰσχρό-
τητα διωλισθηκότος. Θήρατρον γὰρ ὥσπερ τι προθεὶς
καὶ θανάτου λίνον, πάντας ἔχει συλλαβὼν, καὶ εἰ μὴ
πάντες ἁλίσκοιντο. Δοκιμάζεται γὰρ οὐχὶ δή που
πάντως τὸ ἐκβεβηκὸς, ἀλλὰ τῶν ἐγχειρημάτων ἡ
δύναμις· γυναικὸς δὲ πέρι τοιᾶσδε, καὶ ὁ σοφώτατος
γράφει Σολομών· «Τὴν γυναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα
καὶ σαγήνη καρδία αὐτῆς, δεσμὸς εἰς χεῖρας αὐτῆς.»
Ἀναγκαίως τοιγαροῦν ὁ νομοθέτης, «Οὐ βεβηλώ-
σεις,» φησὶ, «τὴν θυγατέρα σου, ἐκπορνεῦσαι αὐτὴν,
καὶ οὐκ ἐκπορνεύσῃ ἡ γῆ.» Οὐ γὰρ οὔσης ὅλως, περὶ
ἣν ἂν γένοιτο τυχὸν τῆς πορνείας τὸ ἔγκλημα, χαλε-
πὸν οὐδὲν τὸ διαδράναι παθεῖν, καὶ εἴ τῴ τις εἴη πρὸς
ἡδονὴν εὐπάροιστος, καὶ τὸ ἄναλκι παντελῶς ἀῤῥωστή-
σας ὁ νοῦς, εὐκοσμίαν δὲ τὴν εἴς γε τὸ σῶμα τηρεῖσθαι.
Τέως προστάξας παρὰ τῶν πατέρων τοῖς τέκνοις,
θανάτῳ τιμᾶται καὶ τὸν εἰς τοῦτο ἰόντα γνώμην,

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 636, line 22

διὰ τὸ ἐξ οὐρανοῦ, πορφύρα δὲ, ὅτι μὴ δοῦλος, ὡς


γενητὸς, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ βασιλεὺς, καὶ τῶν ὅλων Κύριος.
Κεκλωσμένον δὲ κόκκινον· ἐν συμπλοκῇ γὰρ, ὡς
ἔφην, τῇ πρὸς σάρκα νοούμενος, καὶ ὑπάρχων ἀληθῶς
1126

ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, τὸ ἴδιον αἷμα δέδωκεν ὑπὲρ ἡμῶν.


Αἵματος γὰρ σημεῖον, τὸ κόκκινον· Χερουβὶμ δὲ, τῶν
δειρέων ἡ γραφὴ, τὸ συνῆφθαι τάχα που τοῖς ἄνω τὰ
κάτω, καὶ ταῖς ἐν οὐρανῷ δυνάμεσι τὴν ἐπὶ τῆς γῆς
Ἐκκλησίαν ἡνῶσθαι λοιπὸν καταδηλοῦντος τοῦ πράγ-
ματος εὖ μάλα. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ὁ σοφώτατος Σολο-
μὼν, ἐνεκόλαψε τοῖς τείχεσι τοῦ ναοῦ τὰ Χερουβίμ.
Ἐκπεποίηται δὲ τὸν αὐτὸν τουτονὶ τρόπον καὶ ἡ
διατύπωσις τοῦ οἴκου τοῦ σημαινομένου διὰ φωνῆς
Ἰεζεκιήλ. Καλύμματα δὲ ταῖς αὐλαίαις δέῤῥεις, ἀγ-
κύλαις τε καὶ κρίκοις συνεσφιγμέναι. Καὶ μὴν καὶ
ἐπικαλύμματα, δέρματα ὑακίνθινα, καὶ δέρματα
κριῶν, ἠρυθροδανωμένα, τῆς Ἐκκλησίας τὸν σκεπα-
στὴν Χριστὸν ὑπεμφαίνοντα, διὰ μὲν τοῦ ὑακίνθου
πάλιν, ὡς ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἄνωθεν. διὰ δέ γε τοῦ ἐρυ-
θροῦ χρώματος, ὡς ἐν σαρκὶ γέγονεν. Τοιουτονὶ γάρ
πώς ἐστι τὸ τῆς σαρκὸς χρῶμα.

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 877, line 50

ἑκάστου πόνοις ἡ τῶν ἀγαθῶν ἀντέκτισις, εἰ καὶ ἐν


μέτρῳ πλείονι διὰ τὴν τοῦ Δεσπότου φιλοτιμίαν;
»Μέτρον γὰρ, φησὶν, καλὸν, πεπιέσμενον, ὑπερ-
εκχυνόμενον, σεσαλευμένον δώσουσιν εἰς τὸν κόλπον
ὑμῶν.»
{ΠΑΛΛ.} Ἔφης μὲν ὀρθῶς. Πλὴν ἐκεῖνο φράσον· οὐ
γὰρ ἐξῆν τοῖς Λευίταις ἐν ἰδίαις οὖσι πόλεσί τε καὶ
κώμαις, ἱερουργεῖν;
{ΚΥΡ.} Ἥκιστά γε· μία γὰρ ἡ σκηνὴ, καὶ ἓν τὸ θυ-
σιαστήριον ἐφ' ᾧ πάντα τὰ ἱερὰ, εἷς δὲ καὶ νεὼς ἐν
τοῖς Ἱεροσολύμοις, ὃν Σολομὼν ἀνεδείματο, τῆς ἀρ-
χαίας ἐκείνης σκηνῆς ἀποπληρῶν τὸ σχῆμα. Ἀπο-
φάσκει δὲ παντελῶς ὁ νόμος, τὸ ἐξεῖναί τισι, τῆς
ἁγίας ἔξωθεν θύειν σκηνῆς· καὶ τοῖς τοῦτο δρᾷν ἐθέ-
λουσιν, ὄλεθρος ἦν ἡ ζημία, καὶ ὁ περὶ τῶν ἐσχάτων
ἐπήρτητο λόγος. Ἔφη γὰρ ὧδε σαφῶς· «Ἐὰν δέ τις
θύσῃ πρόβατον ἢ μόσχον ἐν τῇ παρεμβολῇ, καὶ ἐπὶ  
τὰς θύρας τῆς σκηνῆς μὴ ἐνέγκῃ, ἐξολοθρευθήσεται ἡ
ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτῆς.» Ὅτι δὲ ἦν πᾶσά
πως ἀνάγκη κατ' ἐκεῖνο καιροῦ τοὺς θύειν ἐθέλοντας,
εἴς γε τὸν νεὼν καὶ εἰς τὴν ἁγίαν αὐτὴν ἀφικνεῖσθαι

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 904, line 1

ὡς ἔν γε δὴ τούτοις, τῆς εὐαγοῦς πολιτείας τὸ βεβη-


1127

κός τε καὶ ἀκατάσειστον, ἐφ' ᾗ τρόπον τινὰ καὶ εἰς-


δεδυκὼς, τοῖς καταδῃοῦν ἐθέλουσι τῶν παθῶν, ἀν-
άλωτος ἦν.
{ΠΑΛΛ.} Ἔοικεν.
{ΚΥΡ.} Τί δέ; οὐχὶ σαφέστερόν τε καὶ ἀληθέστερον
ἀναμάθοι τις ἂν, ὅτι τὰ παντὸς ἐπέκεινα μολυσμοῦ
περιποιήσειεν ἂν ἔσθ' ὅτε καὶ τοῖς ἐρηρεῖσθαι πεπι-
στευμένοις, αἱ πρὸς ἀλλογενεῖς ὁμιλίαι, παρενεγκὼν  
εἰς ἀπόδειξιν τῆς Σολομῶντος ζωῆς τὴν κατάληξιν,
καὶ ἅπερ αὐτῷ συνέβη παθεῖν, ἐπ' αὐτῷ γήρως
οὐδῷ;
{ΠΑΛΛ.} Πῶς ἔφης;
{ΚΥΡ.} Ἦν μὲν γὰρ οὕτω λαμπρὸς καὶ ἀοίδιμος,
ὡς ἀσύγκριτον ἤδη πως τὴν δόξαν ἑλεῖν, μετέθει γε
μὴν εἰς τὸ ἀκαλλὲς, μᾶλλον δὲ καὶ κατέθορεν ἀγεν-
νῶς, ἐς αὐτό που τὸ λοῖσθον τῆς εἰς Θεὸν ἀσεβείας.
Ἔχει δὲ ὧδε τὰ ἐπ' αὐτῷ. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ
τρίτῃ τῶν Βασιλειῶν· «Καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν
ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς πλούτῳ καὶ

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 904, line 10

στευμένοις, αἱ πρὸς ἀλλογενεῖς ὁμιλίαι, παρενεγκὼν  


εἰς ἀπόδειξιν τῆς Σολομῶντος ζωῆς τὴν κατάληξιν,
καὶ ἅπερ αὐτῷ συνέβη παθεῖν, ἐπ' αὐτῷ γήρως
οὐδῷ;
{ΠΑΛΛ.} Πῶς ἔφης;
{ΚΥΡ.} Ἦν μὲν γὰρ οὕτω λαμπρὸς καὶ ἀοίδιμος,
ὡς ἀσύγκριτον ἤδη πως τὴν δόξαν ἑλεῖν, μετέθει γε
μὴν εἰς τὸ ἀκαλλὲς, μᾶλλον δὲ καὶ κατέθορεν ἀγεν-
νῶς, ἐς αὐτό που τὸ λοῖσθον τῆς εἰς Θεὸν ἀσεβείας.
Ἔχει δὲ ὧδε τὰ ἐπ' αὐτῷ. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ
τρίτῃ τῶν Βασιλειῶν· «Καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν
ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς πλούτῳ καὶ
φρονήσει. Καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐζήτουν
τὸ πρόσωπον Σολομὼν, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φρονήσεως
αὐτοῦ, ἧς ἔδωκε Κύριος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.» Ἀλλὰ
τὸν οὕτως εὐκλεᾶ καὶ ἀοίδιμον, καὶ σοφίας εἰς τοῦτο
διεληλακότα λοιπὸν, ὡς ἐν ἀμετρήτῳ γενέσθαι θαύ-
ματι, καὶ παρά γε τοῖς ἄγαν διωρισμένοις, ἡδονὴ
γυναίων ἐξεμόχλευσε πονηρῶν, καὶ οἱονείπως αὐτῆς
ἐξελοῦσα τῆς θείας σκηνῆς τοῖς τῆς εἰδωλολατρείας
ἐνῆκε βόθροις. Γέγραπται γὰρ ὡδὶ περὶ αὐτοῦ·

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 904, line 13
1128

οὐδῷ;
{ΠΑΛΛ.} Πῶς ἔφης;
{ΚΥΡ.} Ἦν μὲν γὰρ οὕτω λαμπρὸς καὶ ἀοίδιμος,
ὡς ἀσύγκριτον ἤδη πως τὴν δόξαν ἑλεῖν, μετέθει γε
μὴν εἰς τὸ ἀκαλλὲς, μᾶλλον δὲ καὶ κατέθορεν ἀγεν-
νῶς, ἐς αὐτό που τὸ λοῖσθον τῆς εἰς Θεὸν ἀσεβείας.
Ἔχει δὲ ὧδε τὰ ἐπ' αὐτῷ. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ
τρίτῃ τῶν Βασιλειῶν· «Καὶ ἐμεγαλύνθη Σολομὼν
ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς πλούτῳ καὶ
φρονήσει. Καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐζήτουν
τὸ πρόσωπον Σολομὼν, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φρονήσεως
αὐτοῦ, ἧς ἔδωκε Κύριος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.» Ἀλλὰ
τὸν οὕτως εὐκλεᾶ καὶ ἀοίδιμον, καὶ σοφίας εἰς τοῦτο
διεληλακότα λοιπὸν, ὡς ἐν ἀμετρήτῳ γενέσθαι θαύ-
ματι, καὶ παρά γε τοῖς ἄγαν διωρισμένοις, ἡδονὴ
γυναίων ἐξεμόχλευσε πονηρῶν, καὶ οἱονείπως αὐτῆς
ἐξελοῦσα τῆς θείας σκηνῆς τοῖς τῆς εἰδωλολατρείας
ἐνῆκε βόθροις. Γέγραπται γὰρ ὡδὶ περὶ αὐτοῦ·
»Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβε
γυναῖκας ἀλλοτρίας, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ·
Μωαβίτιδας, καὶ Ἀμμονίτιδας, καὶ Ἰδουμαίας,

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


Vol. 68, p. 904, line 21

ὑπὲρ πάντας τοὺς βασιλεῖς τῆς γῆς πλούτῳ καὶ


φρονήσει. Καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἐζήτουν
τὸ πρόσωπον Σολομὼν, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φρονήσεως
αὐτοῦ, ἧς ἔδωκε Κύριος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.» Ἀλλὰ
τὸν οὕτως εὐκλεᾶ καὶ ἀοίδιμον, καὶ σοφίας εἰς τοῦτο
διεληλακότα λοιπὸν, ὡς ἐν ἀμετρήτῳ γενέσθαι θαύ-
ματι, καὶ παρά γε τοῖς ἄγαν διωρισμένοις, ἡδονὴ
γυναίων ἐξεμόχλευσε πονηρῶν, καὶ οἱονείπως αὐτῆς
ἐξελοῦσα τῆς θείας σκηνῆς τοῖς τῆς εἰδωλολατρείας
ἐνῆκε βόθροις. Γέγραπται γὰρ ὡδὶ περὶ αὐτοῦ·
»Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβε
γυναῖκας ἀλλοτρίας, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ·
Μωαβίτιδας, καὶ Ἀμμονίτιδας, καὶ Ἰδουμαίας,
Σύρας, Χετταίας, Ἀμοῤῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν
ἀπεῖπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· Οὐκ εἰσελεύσεσθε
πρὸς αὐτοὺς, καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται πρὸς
ὑμᾶς, ἵνα μὴ ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω
τῶν εἰδώλων αὐτῶν. Εἰς αὐτοὺς ἐκολλήθη Σολομὼν,
τοῦ ἀγαπῆσαι. Καὶ ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι
ἑπτακόσιαι, καὶ παλλακαὶ τριακόσιαι. Καὶ ἐγενήθη
ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομὼν, καὶ ἐξέκλιναν αἱ γυ

Κύριλλος θεολόγος. De adoratione et cultu in spiritu et veritate


1129

Vol. 68, p. 904, line 28

γυναίων ἐξεμόχλευσε πονηρῶν, καὶ οἱονείπως αὐτῆς


ἐξελοῦσα τῆς θείας σκηνῆς τοῖς τῆς εἰδωλολατρείας
ἐνῆκε βόθροις. Γέγραπται γὰρ ὡδὶ περὶ αὐτοῦ·
»Καὶ ὁ βασιλεὺς Σολομὼν ἦν φιλογύναιος, καὶ ἔλαβε
γυναῖκας ἀλλοτρίας, καὶ τὴν θυγατέρα Φαραώ·
Μωαβίτιδας, καὶ Ἀμμονίτιδας, καὶ Ἰδουμαίας,
Σύρας, Χετταίας, Ἀμοῤῥαίας, ἐκ τῶν ἐθνῶν, ὧν
ἀπεῖπε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· Οὐκ εἰσελεύσεσθε
πρὸς αὐτοὺς, καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσελεύσονται πρὸς
ὑμᾶς, ἵνα μὴ ἐκκλίνωσι τὰς καρδίας ὑμῶν ὀπίσω
τῶν εἰδώλων αὐτῶν. Εἰς αὐτοὺς ἐκολλήθη Σολομὼν,
τοῦ ἀγαπῆσαι. Καὶ ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες ἄρχουσαι
ἑπτακόσιαι, καὶ παλλακαὶ τριακόσιαι. Καὶ ἐγενήθη
ἐν τῷ καιρῷ γήρως Σολομὼν, καὶ ἐξέκλιναν αἱ γυ-
ναῖκες αἱ ἀλλότριαι τὴν καρδίαν αὐτοῦ ὀπίσω θεῶν
ἑτέρων. Καὶ οὐκ ἦν ἡ καρδία αὐτοῦ τελεία μετὰ
Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, καθὼς ἡ καρδία τοῦ Δαβὶδ τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ. Καὶ ἐπορεύθη Σολομὼν ὀπίσω τῆς
Ἀστάρτης βδελύγματος Σιδωνίων, καὶ ὀπίσω τοῦ
βασιλέως αὐτῶν εἰδώλου υἱῶν Ἀμμών· καὶ ἐποίησε
Σολομὼν πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ οὐκ ἐπορεύθη

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1000, line 45

ΨΑΛΜΟΣ ΜΑʹ.

Εἰς τὸ τέλος, εἰς σύνεσιν, τοῖς υἱοῖς Κορέ.


 (A f. 225 b, B f. 152, I f. 209, L f. 112 b) Οἱ
τοῦ πρώτου μέρους ψαλμοὶ τῷ Δαβὶδ ἦσαν οἱ τεσσα-
ράκοντα· τὸ δὲ νῦν δεύτερον τμῆμα τριάκοντα
περιέχει καὶ ἕνα, ὧν ὀκτὼ μὲν τοῖς υἱοῖς Κορὲ ἐπι-
γράφονται· εἷς δὲ τῷ Ἀσάφ· καὶ Σολομῶντος εἷς·
οἱ δὲ λοιποὶ τῷ Δαβίδ. Πρῶτοι δὲ τούτων οἱ τῶν
υἱῶν Κορέ. Ἱεροψάλται δὲ γεγόνασιν οὗτοι, καὶ τὴν
ᾠδὴν ᾄδουσιν, οὐκ αὐτοὶ δὴ πάντως συνθέντες αὐτὴν,
ἀλλ' ἐξ ἀνδρῶν πνευματοφόρων δεχόμενοι, οἷς ἡ τῶν
ἐσομένων κατὰ καιροὺς ἐδέδοτο γνῶσις παρὰ τοῦ
πάντα εἰδότος Θεοῦ. Λαβόντες τοίνυν τὸν ψαλμὸν
παρὰ τοῦ συνθέντος αὐτὸν Δαβὶδ, τὰ ἐπ' ἐσχάτων
σημαίνουσι τῶν καιρῶν. Εἰσφέρουσι δὲ τὸ αὐτοῦ τοῦ
Ἰσραὴλ πρόσωπον ἐξομολογούμενον Χριστῷ διὰ τῆς
μεταγνώσεως ἧς ποιήσονται ἐπὶ συντελείᾳ τῶν αἰώ
1130

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1088, line 25

σύνην ἤλασεν τοσοῦτος ἀνὴρ, ὁ καὶ ἐν ἀκμῇ τῆς ἡλι-


κίας γεγονὼς ἐγκρατής. Τοιγαροῦν ἐν τῷ τὸν Σαοὺλ
ὑποφεύγειν εἶχε μὲν ἐπὶ τῆς ἐρήμου τὴν Ἀχιναάν·
εἶχε δὲ τὴν Ἀβιγαίαν τελευτήσαντος τοῦ αὐτῆς ἀν-
δρός· ἀλλ' οὐδαμοῦ φαίνεται παρὰ τὴν φυγὴν πλη-
σιάσας αὐταῖς· οὐδὲ γὰρ παῖδας ἔσχεν, εἰ μὴ μετὰ
τελευτὴν τοῦ Σαούλ. Ἱκετηρίας γὰρ καὶ προσευχῶν
ὁ τῆς φυγῆς ὑπῆρχε καιρός. Μετὰ δὲ τὴν βασιλείαν,
φησὶν ἡ Γραφὴ, παῖδες αὐτῷ γεγόνασιν ἐν Χεβρών.
Τὸ δὲ πνεῦμα τὸ καταστρέφον μεγάλας ψυχὰς εἰδὼς
ὁ Σολομὼν ἔλεγεν· «Ἐὰν πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος
ἀναβῇ ἐπὶ σὲ, τόπον σου μὴ ἀφῇς.»]
Ἐλέησόν με, ὁ Θεὸς, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου.
 (A f. 287 b, B f. 197 b, L f. 134.) Οὐδὲν δὲ οὕτως
εἰς ἔλεον ἐπισπᾶται Δεσπότην, ὡς ὁμολογία πλημ-
μελήματος· διὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ὅλον εἰς ἑαυτὸν ἱκετεύει
χεθῆναι τὸν ἔλεον, πᾶσαν τῶν οἰκτιρμῶν τὴν πηγήν.
Ὡς γὰρ ἐπὶ τοῦ ἐλέου τὸ μέγα ᾔτησεν, οὕτως καὶ
ἐπὶ τῶν οἰκτιρμῶν τὸ πλῆθος ἐξῄτησεν, ὡς μεγάλου
ὄντος τοῦ πλημμελήματος, καὶ μὴ δυναμένου ἄλλως

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1181, line 44

τῇ ἀληθείᾳ μαχόμενοι, διὰ τοῦ προσκυνεῖν ἀψύχοις


εἰδώλοις καὶ ὑποκεῖσθαι τῷ Σατανᾷ, χοῦν λείξουσι,
τουτέστιν, εἰς γῆν πεσοῦνται, προσκυνοῦντες αὐτῷ
δηλονότι, καὶ οἱονεὶ τῶν γονάτων προκυλιόμενοι.]
Βασιλεῖς Θαρσεῖς.  – Βασιλεῖς Σαββᾶ.
 (G f. 62 b, L f. 170) Θαρσεῖς ἐθνῶν Αἰθιοπίους
ἐστί. Ἔτι δὲ τὸ Θαρσεῖς σημαίνει τὸ χρῶμα τὸ ὑα-
κίνθινον, ὡς παρὰ τῷ προφήτῃ ἔχομεν· «Ὁμοίωμα
αὐτῶν ὡς Θαρσεῖς.» Σημαίνει δὲ παρὰ τῷ Ἰωνᾷ
καὶ Ταρσὸν πόλιν. Σαββᾶ πόλις τῆς Ἰνδίας, ἀφ'
ἧς ἦλθεν ἡ βασίλισσα Νότου πρὸς Σολομῶντα.
Προσκυνήσουσιν αὐτῷ.  – Ὅτι ἐῤῥύσατο πτωχὸν
ἐκ δυνάστου.
 (F f. 109 b) Προσκυνήσουσιν ἅπαντες, τῆς πικρᾶς
τοῦ διαβόλου τυραννίδος ἀπαλλαγέντες· δυνάστην γὰρ
αὐτὸν ὠνόμασεν, πτωχὸν δὲ τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν,
ὡς ἔρημον γενομένην τηνικαῦτα Θεοῦ.  
 [Καὶ τίνα δέ φησιν ἐν τούτοις πτωχὸν καὶ πένητα,
ἢ δῆλον ὅτι τὸν ἐξ ἐθνῶν λαόν; Οὕτω γὰρ αὐτῶν καὶ
ὁ Σωτὴρ διεμέμνητο λέγων διὰ φωνῆς Ἡσαΐου·
1131

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1184, line 35

αἰωνίοις, ἐφανερώθη δὲ ἐν ἐσχάτοις τοῦ αἰῶνος


καιροῖς. Εἰ τοίνυν προεγνώσθη Χριστὸς, προεγνώ-
σμεθά που πάντως καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ.]
Ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος.
 (G f. 64, L f. 171) Διεξελθὼν πάντα ἃ κατώρθωσεν
ἐν τῇ οἰκονομίᾳ, ὕμνον ἀναπέμπει αὐτῷ λέγων, ὡς
Αὐτὸς εἶ ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ, ὁ μόνος δυνηθεὶς ταῦτα
ποιῆσαι τὰ θαυμάσια, ἢ τὸ καταργῆσαι τὴν δυνα-
στείαν τοῦ Σατανᾶ, καὶ ἐξελέσθαι τοὺς ἐπιβουλευομέ-
νους τῆς τῶν δαιμόνων τυραννίδος. Σκόπει δὲ ὡς οὐχ
ἁρμόσει τῷ Σολομῶντι τῷ ἐκ τῆς Οὐρίου οὐδὲν τῶν
εἰρημένων ἐν τῷ ψαλμῷ, οὔτε τὸ, «Πρὸ τοῦ ἡλίου
τὸ ὄνομα αὐτοῦ·» οὐδὲ τὸ, «Πρὸ τῆς σελήνης γενεὰς
γενεῶν εἶναι.» Ἐκ πάντων οὖν δῆλον ὅτι εἰς τὸν
Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν λέλεκται.
Καὶ εὐλογητὸν τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ.
 Κάμπτει γὰρ αὐτῷ πᾶν γόνυ, καὶ, δοξαζομένου
τοῦ Υἱοῦ, συνδοξάζεται καὶ ὁ γεννήσας αὐτόν· δόξαν
γὰρ εἶναί φησιν τοῦ Πατρὸς τὸν Υἱόν. Οὕτω γάρ
που τὰς πρὸς αὐτὸν διαλέξεις ποιούμενος ὡς Υἱός·
»Πάτερ, δόξασόν σου τὸν Υἱὸν, ἵνα καὶ ὁ Υἱὸς δοξάσῃ

Κύριλλος θεολόγος. Expositio in Psalmos Vol. 69, p. 1200, line 20

αὐτῶν αἱ ἀρεταὶ διέβησαν. Ἄμπελον τροπικῶς τὸν


λαὸν ὀνομάσας, ἐπέμενε τῇ τροπῇ. Καὶ ὄρη μὲν καλεῖ
τὴν τῶν ὁμόρων ἐθνῶν ἰσχύν· σκιὰν δὲ ταῦτα καλύ-
πτουσαν, τὴν τοῦ Ἰσραὴλ δυναστείαν τούτοις ἐπιτε-
θεῖσαν· κέδρους δὲ τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὑψηλοὺς ἄρχοντας,
τοὺς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τὸ ἄρχειν εἰληφότας· ἀναδενδρά-
δας δὲ τὰς κέδρους συγκαλυπτούσας, τὴν Ἰσραηλιτι-
κὴν βασιλείαν περιφανεστέραν τούτων γεγενημένην·
τοῦτο δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ καὶ ἐπὶ τοῦ
Σολομῶντος μεμαθήκαμεν γενέσθαι. Ὁ μὲν γὰρ
μέγας Δαβὶδ, οὐ μόνον παρὰ τῶν ἀλλοφύλων καὶ
Ἰδουμαίων καὶ Ἀμμανιτῶν καὶ Μωαβιτῶν, ἀλλὰ καὶ
παρὰ Σύρων ἑκατέρων δασμοὺς ἐκομίζετο. Πρὸς δὲ
τὸν Σολομῶντα καὶ Αἰθιόπων ἔδρακεν βασίλισσα·
οὕτω παρὰ πᾶσιν ἐγένετο πολυθρύλλητος. Κλήματα
δὲ, τοῦ λαοῦ λέγει τὸ πλῆθος· παραφυάδας δὲ, τοὺς
προσηλύτους τοὺς ἐκ τῶν ἐθνῶν προσεληλυθότας, καὶ τὴν θείαν δεξαμένους
ἐπίγνωσιν. Διὰ πάντων δὲ τὴν
προτέραν εὐκαρπίαν ἐδήλωσε τοῦ λαοῦ.

Κύριλλος θεολόγος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate


1132

Vol. 75, p. 360, line 36

εὐγενείας τὸ ἀξίωμα. Κἂν ὁ γεννηθεὶς πεποιῆσθαι


λέγηται, ἕως ἂν αὐτῷ περισώζηται τὸ ἀληθέστερον,
οὐδὲν ἀπὸ τῆς λέξεως ὑπομένει τὸ ἀδίκημα. Ἡ γὰρ
φύσις, οὐ πάντως ἡ λέξις ἐξετάζεται. Ὅταν τοίνυν
ἐπὶ τοῦ γεννηθέντος Θεοῦ Λόγου φέρηται τὸ, Πιστὸν
ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτὸ, μὴ συκοφαντείσθω τὸ γνή-
σιον τῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ, ἀλλ' ἢ νοείσθω περὶ τὸν
τῆς ἐνανθρωπήσεως λόγον, ἢ μηδὲν ἀδικείτω τὴν
ἀλήθειαν τὸ τῆς λέξεως ἀδιάφορον. Βηρσαβεὲ τὸν Σο-
λομῶνα δοῦλον ἐκάλει τοῦ Δαβὶδ, λέγουσα· «Τὸν δοῦ-
λόν σου Σολομῶνα.» Καὶ πατέρες πολλάκις τοὺς ἐξ
ἑαυτῶν γεννηθέντας δούλους ἀποκαλοῦσι, καὶ τοὺς
οἰκέτας υἱούς. Ἀλλ' οὐχ αἱ λέξεις τὴν φύσιν ἀλλάτ-
τουσι, μᾶλλον δὲ τὴν ἐξουσίαν τῶν οὕτω βουλομένων
ἀποκαλεῖν ἐπιδεικνύουσιν. Ὅτι δὲ καὶ ἐπὶ τῶν γεννω-
μένων εὑρίσκεται τὸ «ἐποίησε,» δῆλον ἐντεῦθεν. Ὁ
μὲν γὰρ Ἐζεχίας φησίν· «Ἀπὸ γὰρ τῆς σήμερον
παιδία ποιήσω.» Περὶ δὲ τοῦ Ἰὼβ γέγραπται, ὅτι
»Ἐγένοντο αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς.»
Εἰ τοίνυν ἐπ' ἀνθρώπων οὐ ταῖς ἀκριβείαις

Κύριλλος θεολόγος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate


Vol. 75, p. 360, line 37

λέγηται, ἕως ἂν αὐτῷ περισώζηται τὸ ἀληθέστερον,


οὐδὲν ἀπὸ τῆς λέξεως ὑπομένει τὸ ἀδίκημα. Ἡ γὰρ
φύσις, οὐ πάντως ἡ λέξις ἐξετάζεται. Ὅταν τοίνυν
ἐπὶ τοῦ γεννηθέντος Θεοῦ Λόγου φέρηται τὸ, Πιστὸν
ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτὸ, μὴ συκοφαντείσθω τὸ γνή-
σιον τῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ, ἀλλ' ἢ νοείσθω περὶ τὸν
τῆς ἐνανθρωπήσεως λόγον, ἢ μηδὲν ἀδικείτω τὴν
ἀλήθειαν τὸ τῆς λέξεως ἀδιάφορον. Βηρσαβεὲ τὸν Σο-
λομῶνα δοῦλον ἐκάλει τοῦ Δαβὶδ, λέγουσα· «Τὸν δοῦ-
λόν σου Σολομῶνα.» Καὶ πατέρες πολλάκις τοὺς ἐξ
ἑαυτῶν γεννηθέντας δούλους ἀποκαλοῦσι, καὶ τοὺς
οἰκέτας υἱούς. Ἀλλ' οὐχ αἱ λέξεις τὴν φύσιν ἀλλάτ-
τουσι, μᾶλλον δὲ τὴν ἐξουσίαν τῶν οὕτω βουλομένων
ἀποκαλεῖν ἐπιδεικνύουσιν. Ὅτι δὲ καὶ ἐπὶ τῶν γεννω-
μένων εὑρίσκεται τὸ «ἐποίησε,» δῆλον ἐντεῦθεν. Ὁ
μὲν γὰρ Ἐζεχίας φησίν· «Ἀπὸ γὰρ τῆς σήμερον
παιδία ποιήσω.» Περὶ δὲ τοῦ Ἰὼβ γέγραπται, ὅτι
»Ἐγένοντο αὐτῷ υἱοὶ ἑπτὰ καὶ θυγατέρες τρεῖς.»
Εἰ τοίνυν ἐπ' ἀνθρώπων οὐ ταῖς ἀκριβείαις τῶν λέ-
ξεων, ἀλλὰ τῇ φύσει τῶν πραγμάτων ἐνορῶντες ἐκ

Κύριλλος θεολόγος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate


1133

Vol. 75, p. 361, line 5

αὐτὸν διακεισόμεθα τρόπον ἐπὶ τοῦ θείου γεννή-


ματος;

ΑΛΛΟ, λόγος πιθανὸς δεικνύων, ὅτι οὐ ποίημά


ἐστιν ὁ Υἱός.

 Εἴρηκέ που Σολομῶν ὁ σοφώτατος, ὅτι «Σύμπαν


τὸ ποίημα ἄξει ὁ Θεὸς εἰς κρίσιν.» Εἰ τοίνυν ἓν τῶν
ποιημάτων ἐστὶν ὁ Υἱὸς, ἀχθήσεται καὶ αὐτὸς εἰς
κρίσιν. Καὶ πῶς ἀληθεύσει λέγων περὶ ἑαυτοῦ, ὅτι
»Ὁ Πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ πᾶσαν τὴν κρίσιν
δέδωκε τῷ Υἱῷ;» Ἢ πῶς ὁ Δανιὴλ οὐ ψεύσεται λέ-
γων ὅτι αὐτῷ ἐδόθη ἡ κρίσις; Ἀληθεύει δέ· αὐτὸς
γάρ ἐστιν ὁ ἐρχόμενος κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς.
Οὐκοῦν οὐ ποίημα, οὐδὲ τῶν πάντων ἓν, ἵνα μὴ ἄγη-
ται καὶ αὐτὸς εἰς κρίσιν.

Κύριλλος θεολόγος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate


Vol. 75, p. 465, line 53

ἐν τοῖς πᾶσιν ἔσται, ἀλλ' ἕτερόν τι παρὰ πάντα,


ὅπερ ἐστὶ Θεός.

ΑΛΛΟ.

 »Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ, φησὶν,


ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ· ἵνα δὴ κομί-
σηται ἕκαστος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν, εἴτε
φαῦλον.» Οὐκοῦν εἰ Χριστῷ παραστησόμεθα, καὶ
αὐτός ἐστιν ὁ κρίνων τὴν γῆν, καὶ ἀποδιδοὺς ἑκάστῳ
κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, καθά φησιν ὁ Ψαλμῳδός· Θεὸς
ἄρα ἐστὶ καὶ Υἱὸς, οὐ ποίημα. Ἐπεὶ καὶ ὁ πάνσοφος
Σολομὼν ἐν Ἐκκλησιαστῇ τοιοῦτόν τί φησιν·
»Ὅτι σύμπαν τὸ ποίημα ἄξει ὁ Θεὸς εἰς κρίσιν
ἐν παντὶ παρεωραμένῳ, ἐὰν ἀγαθὸν, ἐὰν πονη-
ρόν.»  

Κύριλλος θεολόγος. Thesaurus de sancta consubstantiali trinitate


Vol. 75, p. 629, line 26

 Ἐν τῇ πρὸς Φιλιππησίους. Ἕκαστοι τοῦτο φρο-


νεῖτε ἐν ὑμῖν, ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὃς ἐν μορφῇ
Θεοῦ ὑπάρχων, οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα
Θεῷ.
1134

 Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής. Καὶ ἀποκριθεὶς Φί-


λιππος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα, καὶ
ἀρκεῖ ἡμῖν. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τοσοῦτον χρόνον
μεθ' ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; Ὁ
ἑωρακὼς ἐμὲ, ἑώρακε τὸν Πατέρα.
 Ὁ Σολομῶν. Ἀπαύγασμα γάρ ἐστι φωτὸς ἀϊδίου,
καὶ ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον τῆς τοῦ Θεοῦ ἐνεργείας,
καὶ εἰκὼν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ.
 Ἐν τῇ Γενέσει. Καὶ εὐλόγησε τὸν Ἰακὼβ ὁ πά-
λαι μετ' αὐτοῦ ἐκεῖ, καὶ ἐκάλεσεν ὁ Ἰακὼβ τὸ ὄνομα
τοῦ τόπου ἐκείνου [εἶδος Θεοῦ]. Εἶδον γὰρ Θεὸν
πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή.
Ἀνέτειλε δὲ αὐτῷ ὁ ἤλιος, ἡνίκα παρῆλθε τὸ εἶδος
τοῦ Θεοῦ.

Κύριλλος θεολόγος. Collectio dictorum veteris testamenti [Sp.]


Vol. 77, p. 1261, line 6

ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ.

Περὶ Ὀζίου.
 »Καὶ ᾠκοδόμησεν Ὀζίας πύργους ἐν Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἐπὶ τὴν πύλην τῆς γωνίας, καὶ ἐπὶ τὴν γωνίαν
τῆς φάραγγος, καὶ ἐπὶ τῶν γωνιῶν, καὶ ᾠκοδόμησε
πύργους ἐν τῇ ἐρήμῳ.» Ὥσπερ Σολομὼν μέχρι τι-
νὸς ὑπῆρχε Χριστοῦ· οὕτω καὶ Ὀζίας ἕως τινός.
Ὀζίας γὰρ ἰσχὺς Θεοῦ ἑρμηνεύεται, ἰσχὺς δὲ καὶ
δύναμις ἐνυπόστατος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς ὁ Χριστὸς,
οἰκοδομῶν ἐν μὲν τῇ ὁράσει τῆς εἰρήνης· τοῦτο γὰρ
ἑρμηνεύεται Ἱερουσαλὴμ, λέγω δὴ τοῖς τελειοτέροις
εἰς θεωρίας κατάστασιν· πύργους τῶν περὶ τῆς θεό-
τητος αὐτοῦ δογμάτων. Ἐπεὶ δὲ γωνία ἐστὶν ἡ Ἐκ-
κλησία τῶν πιστῶν, καθάπερ βʹ τοίχους ἑνοῦσα καὶ
συνέχουσα, τόν τε ἐξ Ἰουδαίων λαὸν, καὶ τὸν ἐξ
ἐθνῶν· πύλαι ἂν αὐτῆς νοηθεῖεν, οἱ εἰσαγωγικοὶ

Κύριλλος θεολόγος. Contra Julianum (lib. 1-2)


Book 2, sec. 55, line 11

 »Ἀλλ' Ἑβραῖοι, φησί, τὰ περὶ οὐρανοῦ δοξάζοντες,


θρόνον αὐτὸν εἶναί φασι τοῦ Θεοῦ, ὑποπόδιον δὲ τὴν γῆν.»
Ὀρθῶς, ὦ γενναῖε· μεμνήσομαι γὰρ αὐτοῦ λέγοντος τοῦ Θεοῦ
δι' ἑνὸς τῶν ἁγίων προφητῶν. «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ
ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι,
λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;» Καίτοι
Θεὸν μὲν οὐκ εἶναί φησι τὸν οὐρανόν, παρεικάζει δὲ θρόνῳ, καὶ
1135

μὴν καὶ ὑποποδίῳ τὴν γῆν· κἂν εἰ ἕλοιτό τις τὴν τοῦ πράγ-
ματος αἰτίαν ἀναμαθεῖν, χαλεπὸν οὐδὲν ἀληθεύοντας λέγειν.
Ἀνεδείματο γὰρ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις τὸν διαβόητον ἐκεῖνον
νεὼν ὁ σοφώτατος Σολομών, ἐπεγάννυντο δὲ λίαν αὐτῷ τῶν Ἰου-  
δαίων οἱ δῆμοι, ᾤοντό τε ὅτι κατῴκηκεν ἐν αὐτῷ περιειλημ-
μένος ὁ τῶν ὅλων Θεός· βραδεῖς γὰρ ἀεί πως εἰς σύνεσιν καὶ
τῶν περὶ Θεοῦ λόγων ἀνεπιστήμονες, οἵ γε Θεοῦ πόλιν
οἰηθέντες τὴν Ἰερουσαλήμ, ἐν αὐτῇ δὲ καὶ μόνῃ διετείνοντο
κατοικεῖν αὐτόν, διά τοι τὸ λέγεσθαι διὰ φωνῆς τοῦ Δαβίδ·
»Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ.» Σμικρὰ
τοιγαροῦν δοξάζοντας ἐλέγχει Θεός, καί φησι. «Ποῖον οἶκον
οἰκοδομήσετέ μοι, θρόνον ἔχοντι τὸν οὐρανόν, ὑποπόδιον δὲ τὴν
γῆν;» Ἔδει γάρ, ἔδει τοῖς συνεστάλθαι καὶ περιωρίσθαι τόποις
τὴν αὐτοῦ φύσιν ὑπειληφόσι καταδεῖξαι σαφῶς ὅτι τε εἴη

Georgius Choeroboscus Gramm., Περὶ τρόπων ποιητικῶν [Dub.]


P. 254, line 19

κδʹ. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.

 Παράδειγμά ἐστι λόγος πρὸς ἕτερόν τι συγκριτικῆς


δείξεως ἔμφασιν ἔχων, ὡς τὸ Σολομῶντι ῥηθὲν μίμη-
σαι τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καὶ ζήλωσον τὰς
ὁδοὺς αὐτοῦ, τὸ πονικὸν αὐτοῦ ζηλοῦν ἡμᾶς παρα-
κελευόμενος, οὐ τὴν φύσιν.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)


Alphabetic entry sigma, p. 507, line 33

Σοῖο καὶ σεῖο διαφέρει, κατὰ τοὺς ἀκριβῶς γινώσκον-


 τας· σοῖο γάρ ἐστι σύναρθρος ἀντωνυμία ἀντὶ τοῦ σοῦ·
 σεῖο ἀσύναρθρον ἀντὶ τοῦ σύ.
Σολοικισμὸς, ὁ τοῦ σώου λόγου αἰκισμὸς εἴρηται· ἢ
 παρὰ τὴν τοῦ Σόλωνος ἐξιστορίαν καὶ τὴν Κιλίκων
 ὁμιλίαν.
Σολοικίζειν, οὐ μόνον κατὰ λέξιν καὶ φωνὴν ἰδιω-
 τεύειν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ φορεσμάτων, ὅταν τις χωρι-
 κῶς ἐκδύεται ἢ ἀτάκτως ἐσθίει, ἢ ἀκοσμῶς περι-
 πατεῖ.
Σολομῶν, σελομῶν λέγεται ἡ εἰρήτη, καὶ ἐκ τῆς τού-
 του τροπῆς τοῦ ε εἰς ο Σολομῶν· Σολομῶν δὲ κλίνεται
 σολόμωνος, ὁ κανὼν, τὰ εἰς μων βαρύτονα κύρια φυ-
 λάσσει τὸ ω, Σίμωνος, Τίμωνος.
Σόλος, δίσκος, παρὰ τὸ σῶ τὸ ὁρμῶ καὶ κινῶ.
Σόλων, ὄνομά τινος Ἕλληνος σοφιστοῦ, ἀπὸ τοῦ σιά-
 λος· πάνυ γὰρ σοφὸς ἦν ἐν τῷ λέγειν.
1136

Σορὸς, κιβωτὸς, λάρναξ, ἐν ᾧ τὸ σῶμα ῥεῖ, ἤγουν κα-


 ταῤῥεῖ· ἢ παρὰ τὸ ἔσω ῥεῖν τὰ τῶν νεκρῶν σώματα·
 καὶ εἰς τὸ ἀκτὶς καὶ σωρός.
Σόφισμά ἐστι λόγος σοφιστικὸς, καὶ λόγος δολερὸς,

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)


Alphabetic entry sigma, p. 507, line 34

 τας· σοῖο γάρ ἐστι σύναρθρος ἀντωνυμία ἀντὶ τοῦ σοῦ·


 σεῖο ἀσύναρθρον ἀντὶ τοῦ σύ.
Σολοικισμὸς, ὁ τοῦ σώου λόγου αἰκισμὸς εἴρηται· ἢ
 παρὰ τὴν τοῦ Σόλωνος ἐξιστορίαν καὶ τὴν Κιλίκων
 ὁμιλίαν.
Σολοικίζειν, οὐ μόνον κατὰ λέξιν καὶ φωνὴν ἰδιω-
 τεύειν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ φορεσμάτων, ὅταν τις χωρι-
 κῶς ἐκδύεται ἢ ἀτάκτως ἐσθίει, ἢ ἀκοσμῶς περι-
 πατεῖ.
Σολομῶν, σελομῶν λέγεται ἡ εἰρήτη, καὶ ἐκ τῆς τού-
 του τροπῆς τοῦ ε εἰς ο Σολομῶν· Σολομῶν δὲ κλίνεται
 σολόμωνος, ὁ κανὼν, τὰ εἰς μων βαρύτονα κύρια φυ-
 λάσσει τὸ ω, Σίμωνος, Τίμωνος.
Σόλος, δίσκος, παρὰ τὸ σῶ τὸ ὁρμῶ καὶ κινῶ.
Σόλων, ὄνομά τινος Ἕλληνος σοφιστοῦ, ἀπὸ τοῦ σιά-
 λος· πάνυ γὰρ σοφὸς ἦν ἐν τῷ λέγειν.
Σορὸς, κιβωτὸς, λάρναξ, ἐν ᾧ τὸ σῶμα ῥεῖ, ἤγουν κα-
 ταῤῥεῖ· ἢ παρὰ τὸ ἔσω ῥεῖν τὰ τῶν νεκρῶν σώματα·
 καὶ εἰς τὸ ἀκτὶς καὶ σωρός.
Σόφισμά ἐστι λόγος σοφιστικὸς, καὶ λόγος δολερὸς,
 ἢ συλλογισμὸς αἱρετικός.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)


Alphabetic entry sigma, p. 507, line 35

 σεῖο ἀσύναρθρον ἀντὶ τοῦ σύ.


Σολοικισμὸς, ὁ τοῦ σώου λόγου αἰκισμὸς εἴρηται· ἢ
 παρὰ τὴν τοῦ Σόλωνος ἐξιστορίαν καὶ τὴν Κιλίκων
 ὁμιλίαν.
Σολοικίζειν, οὐ μόνον κατὰ λέξιν καὶ φωνὴν ἰδιω-
 τεύειν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ φορεσμάτων, ὅταν τις χωρι-
 κῶς ἐκδύεται ἢ ἀτάκτως ἐσθίει, ἢ ἀκοσμῶς περι-
 πατεῖ.
Σολομῶν, σελομῶν λέγεται ἡ εἰρήτη, καὶ ἐκ τῆς τού-
 του τροπῆς τοῦ ε εἰς ο Σολομῶν· Σολομῶν δὲ κλίνεται
 σολόμωνος, ὁ κανὼν, τὰ εἰς μων βαρύτονα κύρια φυ-
 λάσσει τὸ ω, Σίμωνος, Τίμωνος.
Σόλος, δίσκος, παρὰ τὸ σῶ τὸ ὁρμῶ καὶ κινῶ.
Σόλων, ὄνομά τινος Ἕλληνος σοφιστοῦ, ἀπὸ τοῦ σιά-
 λος· πάνυ γὰρ σοφὸς ἦν ἐν τῷ λέγειν.
Σορὸς, κιβωτὸς, λάρναξ, ἐν ᾧ τὸ σῶμα ῥεῖ, ἤγουν κα-
1137

 ταῤῥεῖ· ἢ παρὰ τὸ ἔσω ῥεῖν τὰ τῶν νεκρῶν σώματα·


 καὶ εἰς τὸ ἀκτὶς καὶ σωρός.
Σόφισμά ἐστι λόγος σοφιστικὸς, καὶ λόγος δολερὸς,

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)


Alphabetic entry omega, p. 582, line 41

 ὡς χάρις μετόπισθεν εὐεργετῶν· καὶ διηγηματικὸν κε-


 φάλαιον, ὡς ἦλθ' ὡς Αἴγισθα ἐμήσατο λόγον· καὶ
 ἀντὶ τοῦ λίαν, ὡς τὸ, ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου
 κύριε.
Ὡς, ποσαχῶς ἡ παραβολή; πενταχῶς. πρώτη παρα-
 βολὴ τὸ ὑπόδειγμα, καὶ ὁ ὀνειδισμός ἔθου ἡμᾶς εἰς
 παραβολὴν. δευτέρα παραβολὴ, αἰνιγματώδης λό-
 γος, οἷον, πολλοὶ λέγουσι· ζήτημα ἐμφαῖνον μέντοι,
 οὐκ αὐτόθεν δὲ πάντως δῆλον ὂν ἀπὸ τῶν ῥημάτων,
 ἀλλ' ἔχον ἐντὸς διάνοιαν κεκρυμμένην, ὡς ὁ Σαμψὼν
 ἔλεγεν· ἐξῆλθεν ἀπὸ στόματος γλυκύ· καὶ Σολομὼν,
 τότε νοήσεις παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον· παρα-
 βολὴ καὶ ἡ ὁμοίωσις, ἄλλην γὰρ παραβολὴν παρέθη-
 κεν αὐτοῖς λέγων, ὁμοία ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρα-
 νῶν ἀνθρώπῳ σπείροντι καλὸν σπέρμα. παραβολὴ καὶ
 ἡ τροπικῶς λεγομένη, οἷον ἐστι τὸ, υἱὲ ἀνθρώπου, εἷ-
 πον αὐτοῖς τὴν παραβολὴν ταύτην, ὁ ἀετὸς ὁ μέγας
 ὁ μεγαλοπτέρυγος, ἀετὸν λέγων τὸν βασιλέα. παρα-
 βολὴ καὶ ὁ τύπος, καὶ ἡ εἰκών, ὡς καὶ ὁ Παῦλος ἔφη,
 πίστει προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ, πειραζόμενος
 καὶ τὸν μονογενῆ προσφέρειν, ὁ τὰς ἐπαγγελίας δεξά

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges p. 654, line 27

Ὅθεν καὶ ὁ Κύριος ταῦτά φησιν,


 Ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν.
 Παραβολή: Ἡ παραβολὴ ποσαχῶς; Παρα-
βολὴ, ὁ ὀνειδισμὸς, ὡς τὸ,
 Ἔθου ἡμᾶς εἰς παραβολήν.
Παραβολὴ, αἰνιγματώδης λόγος, ὃ πολλοὶ λέγουσι
ζήτημα, ἐμφαῖνον μέν τι, οὐκ αὐτόθεν δὲ πάντως
δῆλον ὂν ἀπὸ τῶν ῥημάτων, ἀλλ' ἔχον ἐντὸς διάνοιαν
κεκρυμμένην, ὡς ὁ Σαμψὼν ἔλεγεν,
 Ἐξῆλθεν ἀπὸ στόματος πικροῦ γλυκύ·
καὶ Σολομῶν,
 Τότε νοήσεις παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον.
Παραβολὴ καὶ ἡ ὁμοίωσις·
 Ἄλλην γὰρ (φησὶ) παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς, λέγων·
Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σπείροντι.
Παραβολή ἐστιν ἡ τροπικῶς λεγομένη· οἷόν ἐστι τὸ,
1138

 Υἱὲ ἀνθρώπου, εἶπον αὐτοῖς τὴν παραβολὴν ταύτην· ὁ


ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυξ.
Ἀετὸν λέγων τὸν βασιλέα. Εἰς τὸ ἄλλος ἕως.

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris. Coislin. gr. 23)

P. 50, line 9

κρίνων, ὅτιπερ φησὶ χόρτος ἀγροῦ ὑπάρχων, καὶ πολλὴν τὴν


εὐτέλειαν κεκτημένα, καὶ εἰς κλίβανον βαλλόμενα, τοιαύτης  
μετέσχον εὐπρεπείας καὶ καλλωπισμοῦ, οὐ πολλῷ μᾶλλον ἡμᾶς
ἀμφιάσει τὸ πολυτίμητον καὶ περισπούδαστον τῷ Θεῷ ζῶον;
τουτέστι τὸν ἄνθρωπον, ᾧ τινι ψυχὴν ἔδωκε καὶ σῶμα διέπλασε,
δι' ὃν τὰ ὁρώμενα πάντα ἐποίησε, καὶ τὰ μυρία εἰργάσατο ἀγαθά·
τὸ δὲ “οὐ κοπιῶσιν” ἐπήγαγεν, ὥστε κόπων ἡμᾶς ἀπαλλάξαι· οὐ
γὰρ τὸ μεριμνᾶν ταῦτα πόνος, ἀλλὰ τὸ μεριμνᾶν. καὶ καθάπερ
εἰπὼν ἐπὶ τῶν ὀρνέων, ὅτι “οὐ σπείρουσιν,” οὐ τὸν σπόρον
ἀνέτρεψεν, ἀλλὰ τὴν φροντίδα, οὕτως εἰπὼν “οὐ νήθουσιν,” οὐ
τὸ ἔργον ἀνεῖλεν, ἀλλὰ τὴν μέριμναν· καὶ εἰ Σολομὼν ἡττήθη
τοῦ κάλλους αὐτῶν, καὶ οὐχ ἅπαξ καὶ δὶς, ἀλλὰ δι' ὅλης τῆς
βασιλείας αὐτοῦ· τοῦτο γὰρ ἐδήλωσεν εἰπὼν, ἐν πάσῃ τῇ βασι-
λείᾳ αὐτοῦ· ποτὲ σὺ περιγενέσθαι δυνήσῃ; μᾶλλον δὲ ἐγγὺς
γενέσθαι τῆς τοιαύτης εὐμορφίας; ἐκ τούτου παιδεύων ἡμᾶς
μὴ ἐφίεσθαι τοῦ καλλωπισμοῦ τῶν ἱματίων. εἰ τοίνυν τῷ χόρτῳ,
τῷ μὴ ἐν χρείᾳ ὄντι, τουτέστι τοῖς κρίνοις, τοσοῦτον ἔχειν τὸ
κάλλος δέδωκε· πῶς σοὶ τῷ ἐν χρείᾳ οὐ δώσει;
 Τίνος δὲ χάριν εἶπεν· “οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος, ὅτι
“χρήζετε πάντων,” καὶ οὐκ εἶπεν οἶδεν ὁ Θεός· ὥστε αὐτοὺς εἰς
μείζονα ἐλπίδα ἀγαγεῖν. εἰ γὰρ πατήρ ἐστι, καὶ τοιοῦτος Πατὴρ,

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris. Coislin. gr. 23)

P. 97, line 27

“κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.” καρδίαν δὲ


τῆς γῆς, τὸν τάφον εἶπε.
 Τίνος χάριν ἄνδρες Νινευΐται κατακρίνουσι τοὺς Ἰουδαίους;
ἐπειδὴ ὁ μὲν δοῦλος, ὁ δὲ δεσπότης. καὶ ὁ μὲν ἐκ κήτους ἐξῆλθεν,
ὁ δὲ ἐκ θανάτου ἀνέστη. καὶ ὁ μὲν καταστροφὴν ἐκήρυξεν, ὁ δὲ
βασιλείαν ἦλθεν εὐαγγελιζόμενος· καὶ οἱ μὲν βάρβαροι, οἱ δὲ
προφήταις συνανεστράφησαν μυρίοις· καὶ οἱ μὲν χωρὶς σημείου
ἐπίστευσαν, οἱ δὲ πολλὰ σημεῖα θεασάμενοι, ἄπιστοι διέμειναν.
τὸ δὲ “βασίλισσα νότου κατακρινεῖ αὐτοὺς,” τοῦτο τοῦ προτέρου
πλέον ἦν. ὁ μὲν γὰρ Ἰωνᾶς πρὸς ἐκείνους ἀπῆλθεν, ἡ δὲ βασίλισσα
τοῦ νότου οὐκ ἀνέμεινε τὸν Σολομῶνα πρὸς αὐτὴν ἀπελθεῖν, ἀλλ'
αὐτὴ πρὸς αὐτὸν παρεγένετο· καὶ γυνὴ καὶ βάρβαρος οὖσα, καὶ
τοσοῦτον ἀφεστηκυῖα, οὐκ ἀπειλῆς ἐπικειμένης, οὐ θάνατον δεδοι-
κυῖα, ἀλλ' ἔρωτι ῥημάτων μόνον σοφῶν· “πλέον δὲ Σολομῶνος
1139

“ὧδε.” ἐκεῖ μὲν γὰρ ἡ γυνὴ παρεγένετο, ἐνταῦθα δὲ, ἐγώ, φησιν,
ὁ δεσπότης. καὶ ὁ μὲν Σολομὼν ὑπὲρ δένδρων καὶ ξύλων διελέγετο,
τὰ μηδὲν μέγα ὠφελῆσαι τὴν παραγενομένην δυνάμενα· ἐγὼ δὲ
ὑπὲρ ἀπορρήτων ῥημάτων καὶ μυστηρίων φρικωδέστερον.
 Διὰ τοῦ εἰπεῖν, ὅτι “ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ  
“τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι' ἀνύδρων τόπων,” καὶ τὰ ἑξῆς,
ἐδήλωσεν ὅτι οὐκ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris. Coislin. gr. 23)

P. 97, line 30

ἐπειδὴ ὁ μὲν δοῦλος, ὁ δὲ δεσπότης. καὶ ὁ μὲν ἐκ κήτους ἐξῆλθεν,


ὁ δὲ ἐκ θανάτου ἀνέστη. καὶ ὁ μὲν καταστροφὴν ἐκήρυξεν, ὁ δὲ
βασιλείαν ἦλθεν εὐαγγελιζόμενος· καὶ οἱ μὲν βάρβαροι, οἱ δὲ
προφήταις συνανεστράφησαν μυρίοις· καὶ οἱ μὲν χωρὶς σημείου
ἐπίστευσαν, οἱ δὲ πολλὰ σημεῖα θεασάμενοι, ἄπιστοι διέμειναν.
τὸ δὲ “βασίλισσα νότου κατακρινεῖ αὐτοὺς,” τοῦτο τοῦ προτέρου
πλέον ἦν. ὁ μὲν γὰρ Ἰωνᾶς πρὸς ἐκείνους ἀπῆλθεν, ἡ δὲ βασίλισσα
τοῦ νότου οὐκ ἀνέμεινε τὸν Σολομῶνα πρὸς αὐτὴν ἀπελθεῖν, ἀλλ'
αὐτὴ πρὸς αὐτὸν παρεγένετο· καὶ γυνὴ καὶ βάρβαρος οὖσα, καὶ
τοσοῦτον ἀφεστηκυῖα, οὐκ ἀπειλῆς ἐπικειμένης, οὐ θάνατον δεδοι-
κυῖα, ἀλλ' ἔρωτι ῥημάτων μόνον σοφῶν· “πλέον δὲ Σολομῶνος
“ὧδε.” ἐκεῖ μὲν γὰρ ἡ γυνὴ παρεγένετο, ἐνταῦθα δὲ, ἐγώ, φησιν,
ὁ δεσπότης. καὶ ὁ μὲν Σολομὼν ὑπὲρ δένδρων καὶ ξύλων διελέγετο,
τὰ μηδὲν μέγα ὠφελῆσαι τὴν παραγενομένην δυνάμενα· ἐγὼ δὲ
ὑπὲρ ἀπορρήτων ῥημάτων καὶ μυστηρίων φρικωδέστερον.
 Διὰ τοῦ εἰπεῖν, ὅτι “ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ  
“τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι' ἀνύδρων τόπων,” καὶ τὰ ἑξῆς,
ἐδήλωσεν ὅτι οὐκ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα
χαλεπώτατα ὑπομενοῦσιν οἱ Ἰουδαῖοι· ὃ δὲ λέγει τοιοῦτόν ἐστι.
καθάπερ οἱ δαιμονῶντες, φησὶν, ὅταν ἀπαλλαγῶσι τῆς ἀῤῥωστίας
ἐκείνης, ἂν ῥαθυμώτεροι γένωνται, χαλεπωτέραν ἐπισπῶνται καθ'

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris. Coislin. gr. 23)

P. 97, line 32

βασιλείαν ἦλθεν εὐαγγελιζόμενος· καὶ οἱ μὲν βάρβαροι, οἱ δὲ


προφήταις συνανεστράφησαν μυρίοις· καὶ οἱ μὲν χωρὶς σημείου
ἐπίστευσαν, οἱ δὲ πολλὰ σημεῖα θεασάμενοι, ἄπιστοι διέμειναν.
τὸ δὲ “βασίλισσα νότου κατακρινεῖ αὐτοὺς,” τοῦτο τοῦ προτέρου
πλέον ἦν. ὁ μὲν γὰρ Ἰωνᾶς πρὸς ἐκείνους ἀπῆλθεν, ἡ δὲ βασίλισσα
τοῦ νότου οὐκ ἀνέμεινε τὸν Σολομῶνα πρὸς αὐτὴν ἀπελθεῖν, ἀλλ'
αὐτὴ πρὸς αὐτὸν παρεγένετο· καὶ γυνὴ καὶ βάρβαρος οὖσα, καὶ
τοσοῦτον ἀφεστηκυῖα, οὐκ ἀπειλῆς ἐπικειμένης, οὐ θάνατον δεδοι-
1140

κυῖα, ἀλλ' ἔρωτι ῥημάτων μόνον σοφῶν· “πλέον δὲ Σολομῶνος


“ὧδε.” ἐκεῖ μὲν γὰρ ἡ γυνὴ παρεγένετο, ἐνταῦθα δὲ, ἐγώ, φησιν,
ὁ δεσπότης. καὶ ὁ μὲν Σολομὼν ὑπὲρ δένδρων καὶ ξύλων διελέγετο,
τὰ μηδὲν μέγα ὠφελῆσαι τὴν παραγενομένην δυνάμενα· ἐγὼ δὲ
ὑπὲρ ἀπορρήτων ῥημάτων καὶ μυστηρίων φρικωδέστερον.
 Διὰ τοῦ εἰπεῖν, ὅτι “ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ  
“τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι' ἀνύδρων τόπων,” καὶ τὰ ἑξῆς,
ἐδήλωσεν ὅτι οὐκ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα
χαλεπώτατα ὑπομενοῦσιν οἱ Ἰουδαῖοι· ὃ δὲ λέγει τοιοῦτόν ἐστι.
καθάπερ οἱ δαιμονῶντες, φησὶν, ὅταν ἀπαλλαγῶσι τῆς ἀῤῥωστίας
ἐκείνης, ἂν ῥαθυμώτεροι γένωνται, χαλεπωτέραν ἐπισπῶνται καθ'
ἑαυτῶν τὴν φαντασίαν, οὕτω καὶ ἐφ' ὑμῖν γίνεται· καὶ γὰρ καὶ
ἔμπροσθεν κατείχεσθε δαίμονι, ὅτε τὰ εἴδωλα προσεκυνεῖτε, καὶ

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris. Coislin. gr. 23)

P. 151, line 26

λέγων, ὅτι “ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, παρεκτὸς λόγου


“πορνείας,” καὶ τὰ ἑξῆς.
 {Ἀπολιναρίου.} Τούτῳ ἀνθρωπίνῳ τρόπῳ διήλεκται ὁ Σωτὴρ,
κατὰ τὸ σχῆμα τὸ διδασκαλικόν· οὐκ ἀποκαλύπτων ἑαυτὸν εἶναι
τὸν δημιουργὸν Λόγον· οὐδὲ μὲν χωρίζων ἀπὸ τοῦ κτίζοντος, πρὸς
τὸν κτίσαντα Υἱὸν, ἀλλ' ἐν Πατρὸς ὀνόματι καὶ τὸν Λόγον
ἐμπεριλαμβάνων· “εἴγε πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς
“αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν.”
 {Θεοδώρου Ἡρακλείας.} Ὥσπερ γὰρ ἄτοπον τὸ ἐκβάλλειν
τὴν σώφρονα, οὕτω τε κατέχειν μοιχαλίδα ἀσεβὲς, κατὰ τὸ
γεγραμμένον εἰς Σολομῶνα.
 {Ἀπολιναρίου.} Μοιχείαν φησὶ, τὸ τῇ ἰδίᾳ μὴ συνεῖναι· οὐκ
ἰδίᾳ δὲ σύνεστιν ὁ τὴν ἰδίαν ἀπολιπών· διὰ τοῦτο μοιχᾶται ἐπ'
αὐτὴν, τουτέστιν ἐπὶ τὴν δευτέραν, ἣν ἐπεισάγει τῇ κατὰ φύσιν
αὐτῷ συνημμένῃ, ἐὰν τὸν ἴδιον καταλίπῃ. πῶς οὖν ὁ νόμος οὐ
συνεχώρει, ὁ τὸ “οὐ μοιχεύσεις” λέγων; ἐροῦμεν ὅτι ὁ μὲν
νόμος τὴν προφανῆ μοιχείαν ἀπεκώλυσεν· ὅτε τὴν ἐνοικοῦσαν
ἕτερός τις διαφθείροι· ὁ δὲ Σωτὴρ, καὶ τὴν οὐχ ὁμολογημένην
παρὰ πᾶσιν, οὐδὲ γινωσκομένην τῇ φύσει, οὐδὲ διελεγχομένην
ὅτι μοιχεία ἐστί· τὴν μέντοι πορνεύσασαν, ἀποστῆσαι συγχωρεῖ  
ὁ Χριστός· ὅτι δὴ διέλυσεν αὐτὴν τὴν φυσικὴν σύζευξιν,

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Matthaeum (catena integra) (e cod. Paris. Coislin. gr. 23)

P. 179, line 24

ἀποστελλομένους καλέσαι τοὺς κεκλημένους, τοὺς μαθητὰς, μεθ'


οὓς ἔπεμψε τοὺς ἑβδομήκοντα.
 {Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.} Γάμον λέγει τὴν πρὸς τὸν Υἱὸν
τῶν πιστῶν συνάφειαν, καλῶν εἰς τοῦτον τοὺς Ἰουδαίους, πάλαι
1141

μὲν διὰ τῶν προφητῶν, ὕστερον δὲ διὰ τῶν μαθητῶν, πρὸ τοῦ
πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεως.
 {Ὠριγένους.} Δοῦλοι, οἱ πατριάρχαι δηλονότι ἢ Μωσῆς καὶ
προφῆται· ἄριστον, ὑπὸ τῆς λεγούσης ἡτοιμακέναι τὴν ἑαυτῆς
τράπεζαν σοφίας, ἡτοίμασται πνευματικὴ στάσις, οἰνοχόων καὶ
λειτουργῶν ἄλλων, ἐπιστήμῃ καὶ καιρῷ διακονούντων, ὡς καὶ παρὰ
τῷ Σολομῶντι τῷ εἰρηνικῷ, καθὰ ἐν Βασιλείοις γέγραπται περὶ
αὐτοῦ· ταῦροι δὲ ἡ λογικὴ καὶ ὡς ἐν καθαροῖς μείζων τροφή·
σιτιστὰ τὸ πνευματικῶς ἡδὺ τῆς θεωρίας οὐκ ἀσθενές· θύσις ἡ
διαίρεσις καὶ τροπολογία τῶν προβλημάτων· πάντα οἱ περὶ τῶν
ὄντων ποικίλοι λόγοι καὶ θεωρίαι· τὸ δὲ “ἕτοιμα,” προτρέπει.
 {Τοῦ αὐτοῦ.} Τίνας ὕβρισαν; τοὺς πατριάρχας· στρατεύμα-
τα δέ εἰσιν οἱ ἐμπρήσαντες τὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ ἀνελόντες τοὺς
ἐν τῇ πόλει Ῥωμαῖοι, καὶ ἡ οὐράνιος στρατιὰ, καὶ οἱ ἐπὶ τῶν
κολάσεων Ἄγγελοι, καὶ οἱ ἀναιροῦντες Ἰουδαϊκὴν διδασκαλίαν καὶ
ψευδώνυμον γνῶσιν· δοῦλοι οἱ Ἀπόστολοι, καὶ οἱ ἐπιτεταγμένοι
τῇ κλήσει τῶν ἐθνῶν Ἄγγελοι. “οὐκ ἦσαν ἄξιοι,” ὡς οὐκ ἀξίοις

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Marcum (recensio ii) (e codd. Oxon. Bodl. Laud. 33 +
Paris. Coislin. 23 + Paris. gr. 178)
P. 405, line 23

αὐτοῦ ἦν; καίτοι τοῦτο μετὰ τὴν μαρτυρίαν οὐκ εἶπε, καὶ μὴν
Κύριος αὐτοῦ ἐστὶν, ἀλλὰ πῶς, ἐκείνων ἦν ἐρωτῆσαι, ἀλλ' οὐκ
ἠρώτησαν. οὐδὲ γὰρ ἐβούλοντό τι τῶν δεόντων μαθεῖν. διὸ καὶ
αὐτὸς ἐπήγαγεν λέγων, ὅτι Κύριος αὐτοῦ ἦν. οὐκ ἦν δὲ ἴσον
ἀκοῦσαι, Ἰουδαίων ἁπάντων Κύριον, καὶ τοῦ Δαβίδ. σὺ δέ μοι
σκόπει τὸ εὔκαιρον. ὅτε γὰρ εἶπεν εἷς ἐστι Κύριος, τότε καὶ περὶ
αὐτοῦ εἶπεν, ὅτι Κύριός ἐστι καὶ ἀπὸ προφητείας, οὐκέτι ἀπὸ ἔρ-
γων μόνον, καὶ δείκνυσιν αὐτὸν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀμυνόμενον, καὶ ὁμό-
νοιαν τοῦ Πατρὸς πρὸς αὐτόν. οὐδὲ γὰρ κατὰ τοὺς Ἰουδαίους τὸν
υἱὸν Κύριον ἐχρῆν λέγεσθαι τοῦ Πατρὸς, τοὐναντίον δὲ, ὥσπερ καὶ
τὸν Σολομῶνα ἡ μητὴρ δοῦλον καλεῖ τοῦ πατρὸς, λέγουσα, οὐχὶ
Σολομῶνα τὸν δοῦλόν σου. πατέρα δὲ περὶ υἱοῦ λέγειν ὡς περὶ
Κυρίου, παντελῶς ἀπᾷδον, καὶ παρὰ τὴν φύσιν· καὶ μάλιστα
ὅποτε κατὰ Πνεῦμα κινούμενον λαλεῖ. οὐκ εἶπε δὲ τοῦ Πνεύματος
Κύριον, ἀλλὰ τοῦ Δαβίδ. οὐ γὰρ ἐπειδὴ ἐν Πνεύματι λαλῶν Κύ-
ριον ἐκάλεσε τὸν Χριστὸν, διὰ τοῦτο δουλοποιητέον τὸ Πνεῦμα, ὡς
τολμῶσιν οἱ εἰς τὸ Πνεῦμα δυσφημοῦντες. λέγει οὖν καὶ υἱὸν αὑ-
τὸν τῆς παιδίσκης τοῦ Θεοῦ ὁ Δαβὶδ, καὶ οὐ δήπου τῷ Πνεύματι
καὶ τοῦτο ἁρμόσει, ἀλλ' εἰς τὸ ἴδιον πρόσωπον εἴρηται αὐτῷ ταῦτα
καὶ ἄλλα πολλά.  

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Marcum (recensio ii) (e codd. Oxon. Bodl. Laud. 33 +
Paris. Coislin. 23 + Paris. gr. 178) P. 405, line 24

Κύριος αὐτοῦ ἐστὶν, ἀλλὰ πῶς, ἐκείνων ἦν ἐρωτῆσαι, ἀλλ' οὐκ


ἠρώτησαν. οὐδὲ γὰρ ἐβούλοντό τι τῶν δεόντων μαθεῖν. διὸ καὶ
1142

αὐτὸς ἐπήγαγεν λέγων, ὅτι Κύριος αὐτοῦ ἦν. οὐκ ἦν δὲ ἴσον


ἀκοῦσαι, Ἰουδαίων ἁπάντων Κύριον, καὶ τοῦ Δαβίδ. σὺ δέ μοι
σκόπει τὸ εὔκαιρον. ὅτε γὰρ εἶπεν εἷς ἐστι Κύριος, τότε καὶ περὶ
αὐτοῦ εἶπεν, ὅτι Κύριός ἐστι καὶ ἀπὸ προφητείας, οὐκέτι ἀπὸ ἔρ-
γων μόνον, καὶ δείκνυσιν αὐτὸν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀμυνόμενον, καὶ ὁμό-
νοιαν τοῦ Πατρὸς πρὸς αὐτόν. οὐδὲ γὰρ κατὰ τοὺς Ἰουδαίους τὸν
υἱὸν Κύριον ἐχρῆν λέγεσθαι τοῦ Πατρὸς, τοὐναντίον δὲ, ὥσπερ καὶ
τὸν Σολομῶνα ἡ μητὴρ δοῦλον καλεῖ τοῦ πατρὸς, λέγουσα, οὐχὶ
Σολομῶνα τὸν δοῦλόν σου. πατέρα δὲ περὶ υἱοῦ λέγειν ὡς περὶ
Κυρίου, παντελῶς ἀπᾷδον, καὶ παρὰ τὴν φύσιν· καὶ μάλιστα
ὅποτε κατὰ Πνεῦμα κινούμενον λαλεῖ. οὐκ εἶπε δὲ τοῦ Πνεύματος
Κύριον, ἀλλὰ τοῦ Δαβίδ. οὐ γὰρ ἐπειδὴ ἐν Πνεύματι λαλῶν Κύ-
ριον ἐκάλεσε τὸν Χριστὸν, διὰ τοῦτο δουλοποιητέον τὸ Πνεῦμα, ὡς
τολμῶσιν οἱ εἰς τὸ Πνεῦμα δυσφημοῦντες. λέγει οὖν καὶ υἱὸν αὑ-
τὸν τῆς παιδίσκης τοῦ Θεοῦ ὁ Δαβὶδ, καὶ οὐ δήπου τῷ Πνεύματι
καὶ τοῦτο ἁρμόσει, ἀλλ' εἰς τὸ ἴδιον πρόσωπον εἴρηται αὐτῷ ταῦτα
καὶ ἄλλα πολλά.  
 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὑτοῦ, βλέπετε ἀπὸ
τῶν γραμματέων, τῶν θελόντων ἐν στολαῖς περιπατεῖν,

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Lucam (typus B) (e codd. Paris. Coislin. 23 + Oxon.


Bodl. Misc. 182) P. 31, line 16

 Καὶ αὐτὸς ἦν ὁ Ἰησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχό-


μενος.
 Τριακονταέτης δὲ ἐπὶ τὸ βάπτισμα παρεγένετο, ἐπειδὴ μεμαρ-
τυρημένη ἐστὶν ἡ ἡλικία αὕτη, ὥστε μέγα οὖσα, ἅμα δὲ καὶ ἵνα
δείξῃ, ὅτι τελείους ἄνδρας ἀποτίκτει κατὰ τὴν νοητὴν ἡλικίαν ἡ
πνευματικὴ αν........ οὕτω γὰρ καὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τέλειος
ἐπλάσθη, καὶ εὐθέως ἐν τῷ παραδείσῳ τεθεὶς, ὡς τέλειος ἐντολὴν
καὶ νόμον ἔλαβε, καὶ ἐπετρέπετο τοῦ παραδείσου τὴν ἐργασίαν
καὶ φυλακήν.
 Περὶ τὴν κατὰ σάρκα γέννησιν τοῦ δεσπότου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, τὸ τὸν μὲν Ματθαῖον ἀπὸ Σολομῶντος αὐτὸν γενεαλογεῖν,
καὶ φθάνειν εἰς τὸν Ματθαῖον καὶ Ἰακὼβ καὶ Ἰωσὴφ, καὶ ἀμφι-
βόλως ἕκαστον αὐτῶν, ἕτερον δὲ καὶ ἔτι καταλέγειν γένος· καὶ
δοκεῖ τῶν ἀδυνάτων εἶναι τὸν Ἰωσὴφ τὸν νομισθέντα ἄνδρα τῆς
παναγίας θεοτόκου καὶ ἀεὶ παρθένου Μαρίας, τόν τε Ἰακὼβ καὶ
τὸν Ἠλὶ ἐσχηκέναι πατέρα· ἀλλὰ κατανοήσας μὲν τὴν λύσιν τῆς
δοκούσης διαφωνίας. τρίτος ἀπὸ τέλους κατὰ τὴν τοῦ Ματθαίου
γενεαλογίαν ἐστὶν ὁ Ματθαῖος, πέμπτος δὲ ἀπὸ τέλους, κατὰ τὴν
τοῦ Λουκᾶ ὁ Μελχί· τούτων τῶν δύο κατὰ διαφόρους χρόνους, γα-
μετὴ γέγονεν ἡ Ἐσθᾶν· τοῦ γὰρ Ματθᾶν προειληφότος αὐτὴν καὶ
παιδοποιήσαντος ἐξ αὐτῆς τὸν Ἰακὼβ, καὶ τελευτήσαντος, χήραν
1143

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Lucam (typus B) (e codd. Paris. Coislin. 23 + Oxon.


Bodl. Misc. 182) P. 102, line 8

ἐν ἀγροῖς ἀνθῶν ἱδρυμένην καὶ ἀκατάσειστον ἐργάζεταί σοι πίστιν,


ἐνδοιάζειν δὲ ὅλως οὐκ ἐφίησιν ἡμᾶς, ὅτι πάντη τε καὶ πάντως τὴν  
παρ' αὐτοῦ χαρίζεται φειδῶ, τὸ ἀνενδεὲς ἐφ' ἅπασι διδούς· “κατα-
“νοήσατε,” λέγων “τὰ κρίνα, πῶς αὐξάνει,” καὶ τὰ ἑξῆς.
 Ἀληθὲς δὲ τοῦτο· τὰ γὰρ τῶν χρημάτων ἄνθη ποικίλα τε ὄντα
καὶ πολυειδῆ ἐν κρίνοις μὲν καὶ ἐν ἑτέροις τισὶ τῶν φυομένων ἐν
ἀγροῖς ἀξιοθαύμαστόν ἐστι τὴν ὥραν· πρὸς δὲ μίμησιν τὴν αὐτῶν
ὑποβαλλόμενον τὸ τεχνουργούμενον λείπεται πάντως ἐκείνων, καὶ
μόλις ἔρχεταί πως τῆς ἀληθείας ἐγγύς. Εἰ τοίνυν τοὐθ' οὕτως
ἔχει, πῶς οὐκ ἀληθὲς ὅτι οὐδὲ Σολομῶν, καίτοι φιλότιμος οὕτω
γεγονὼς, ἐν ὅλῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Ἀπόχρη
τοιγαροῦν τοῖς σοφοῖς τὸ χρείας ἕνεκα καὶ μόνης εὐσχήμονα καὶ
εὐπόριστον ἔχειν τὴν στολὴν, καὶ σιτίων λιτότητα μὴ ὑπεραίρου-
σαν τὸ ἀρκοῦν· ἀρκέσει δὲ τοῖς ἁγίοις ἡ ἐν Χριστῷ τροφὴ, ἡ
πνευματικὴ δηλονότι καὶ θεία καὶ νοητὴ, καὶ ἡ μετὰ ταῦτα δόξα.
 “Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον” ἀντὶ τοῦ μὴ ἀπιστήσῃς εἴρη-
ται, μικρὸν δὲ ποίμνιον ὀνομάζει, ἢ ἐπειδὴ παράκειται μικρότης ἐν
τῷ κόσμῳ τούτῳ τοῖς ἑκουσίως ἀκτήμοσι καὶ ἀχρημάτοις, ἢ διὰ
τὸ ἡττᾶσθαι τῆς τῶν Ἀγγέλων πληθύος ἀμετρήτου οὔσης, καὶ
ἀσυγκρίτως πλεονεκτούσης τὰ καθ' ἡμᾶς. εἰπὼν γὰρ ἐν τῇ τῶν

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Joannem (catena integra) (e codd. Paris. Coislin. 23 +


Oxon. Bodl. Auct. T.1.4) P. 304, line 13

“ποιῶ, φησὶ, τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι, εἰ


“δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις μου πιστεύσατε.”
Ἐπειδὴ γὰρ τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ἰδεῖν αὐτοὺς ἀμήχανον ἦν, ἀπὸ τῆς
τῶν ἔργων ἰσότητός τε καὶ ταὐτότητος ἀπόδειξιν τῆς κατὰ τὴν
δύναμιν ἀπαραλλαξίας παρέχεται, “ἵνα γνῶτε, φησὶ, καὶ πιστεύ-
“ητε, ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ,” τουτέστιν,
οὐδὲν ἄλλο ἐγὼ, ἢ ὅπερ ὁ Πατὴρ μένων Υἱὸς, καὶ οὐδὲν ἄλλο
ἐκεῖνος, ἢ ὅπερ ἐγὼ μένων Πατὴρ, κἂν ἐμὲ γνῷ τις, τὸν Πατέρα
ἔγνω, κἂν τὸν Πατέρα γνῷ, τὸν Υἱὸν ἔμαθε.
 {Κυρίλλου.} Τὴν πρώτην, φησὶ, ἑορτὴν, καθ' ἣν ἐπετετέλεσε τὰ
ἐγκαίνια ὁ Σολομών.
 {Θεοδώρου Μομψουεστίας.} Ἐπειδὴ κατέπεσε πολλάκις ὑπὸ
τῷ πολεμίῳ ἡ πόλις, ὕστερον δὲ καὶ ὑπὸ Ἀντιόχου πᾶσαν ἐρημω-
θῆναι συνέβη, εἶτα ὑπὸ τῶν Μακαββαίων ἐτράπησαν μὲν οἱ πολέ-
μιοι, πάλιν ἡ πόλις ἀπέλαβε τὸ οἰκεῖον σχῆμα τῇ τοῦ Θεοῦ
βοηθείᾳ, καθ' ἣν ἀνέστη πάλιν ἡμέραν, ταύτην ἑκάστου ἔτους
ἑορτάζοντες εἰς ὑπόμνησιν τῆς παρὰ πᾶσαν ἐλπίδα γεγενημένης
διορθώσεως, ἐγκαίνια τῶν Ἱεροσολύμων ἐκάλουν τὴν ἡμέραν.
 {Ἀμμωνίου Πρεσβυτέρου.} Εἰ καὶ μὴ εἶπεν αὐτὸν λευκῶς
1144

Χριστὸν, ἀλλ' εἰπὼν ἑαυτὸν φῶς, ποιμένα, ὁδὸν, ἐσήμανε τοῦτο.


Τούτοις γὰρ εἴωθεν ἡ γραφὴ τοῖς ὀνόμασι καλεῖν τὸν Χριστόν.

Καινή Δαθήκη. ), Supplementum et varietas lectionis ad catenam in evangelium


sancti Lucae (e cod. Oxon. Bodl. Laud. 33) P. 422, line 7

ται, ὡς πειθόμενοι τῷ νόμῳ τὸν κατὰ φύσιν γινώσκουσιν εἶναι


πατέρα, ἔδειξαν οἱ θεσπέσιοι Εὐαγγελισταὶ ὅτι ἐξ ἀμφοτ. τ. πατ.
32, 8. περιῄρηται.
Cod. L. Τὴν γενεαλογίαν ταύτην ὁ θεσπέσιος Λουκᾶς οὐκ ἀπὸ  
τῆς πεπαρρησιασμένης βασιλείας εἴληφε φατρίας, ἀλλ' ἀπὸ τῆς
ἰδιωτικῆς, λανθάνειν μὲν δοκούσης, πάλιν καὶ αὐτὴ ἐν τῷ ἱερῷ
γαζοφυλακίῳ τοῖς Ἰσραηλίταισιν ἀποκειμένη. καὶ διατί μὴ καὶ
οὗτος συμφωνίᾳ Ματθαίῳ ἐχρήσατο κατ' αὐτὴν, μετὰ βραχὺ
εἰρήσεται· ἐξέκλινεν ἀπὸ τοῦ Δαβὶδ τὸ βασιλικὸν γένος εἰς τὴν
γενεαλογίαν τοῦ Χριστοῦ καταλέγειν, διὰ τὸ μὴ πάνυ θεοσεβεῖς
εἶναι τοὺς βασιλεῖς, ὡς δῆλον ἀπ' αὐτοῦ Σολομῶντος· πλὴν γὰρ
τοῦ Ἰωσίου οὐδεὶς τῶν βασιλέων κατὰ τὸ ἀκριβέστατον θεοσεβής·
παρ' ὅσον καὶ τῶν εὐσεβεῖν νομιζομένων, οὐδεὶς τὰ ὑψηλὰ πλὴν
τοῦ βασιλέως καθεῖλεν Ἰωσίου.

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58)
P. 61, line 2

 Ἐπεγίνωσκον δὲ αὐτὸν, ὅτι αὐτὸς ἦν ὁ πρὸς τὴν ἐλεη-


μοσύνην καθήμενος ἐπὶ τῇ ὡραίᾳ πύλῃ τοῦ ἱεροῦ.
 Καλῶς εἶπεν “ἐπεγίνωσκον,” ὡς καὶ ἀγνοουμένου λοιπὸν ἀπὸ τοῦ
πράγματος· ταύτῃ γὰρ τῇ λέξει κεχρήμεθα ἐπὶ τῶν μόλις γνωρι-
ζομένων. ἔδει πιστευθῆναι ὅτι ἀφίησι τὰ ἁμαρτήματα τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ, ὅπουγε καὶ τοιαῦτα ἐργάζεται.
 Καὶ ἐπλήσθησαν θάμβους καὶ ἐκστάσεως ἐπὶ τῷ
συμβεβηκότι αὐτῷ· κρατοῦντος δὲ αὐτοῦ τὸν Πέτρον  
καὶ τὸν Ἰωάννην, συνέδραμε πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτοὺς
ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένῃ Σολομῶντος, ἔκθαμβοι.
 Ἀπὸ τῆς εὐνοίας τῆς εἰς αὐτοὺς καὶ τῆς φιλίας, οὐκ ἐχωρίζετο
αὐτῶν, ἴσως εὐχαριστῶν αὐτοῖς καὶ ἐπαινῶν.
 Αὕτη μὲν ἡ στοὰ ἵστατο ἀπὸ τῆς κατασκευῆς Σολομῶντος·
ἐνέπρησε γὰρ τὸ ἱερὸν ὁ Ναβουχοδονόσορ, καὶ ᾠκοδόμησε Κῦρος
ὁ Πέρσης.
 Ἰδὼν δὲ ὁ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· Ἄν-
δρες Ἰσραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτε-
νίζετε, ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ
περιπατεῖν αὐτόν;
 {Τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου ἐπισκόπου Λουγδούνων.} Φανερὸν τὸ

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58)
1145

P. 61, line 5

πράγματος· ταύτῃ γὰρ τῇ λέξει κεχρήμεθα ἐπὶ τῶν μόλις γνωρι-


ζομένων. ἔδει πιστευθῆναι ὅτι ἀφίησι τὰ ἁμαρτήματα τὸ ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ, ὅπουγε καὶ τοιαῦτα ἐργάζεται.
 Καὶ ἐπλήσθησαν θάμβους καὶ ἐκστάσεως ἐπὶ τῷ
συμβεβηκότι αὐτῷ· κρατοῦντος δὲ αὐτοῦ τὸν Πέτρον  
καὶ τὸν Ἰωάννην, συνέδραμε πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτοὺς
ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένῃ Σολομῶντος, ἔκθαμβοι.
 Ἀπὸ τῆς εὐνοίας τῆς εἰς αὐτοὺς καὶ τῆς φιλίας, οὐκ ἐχωρίζετο
αὐτῶν, ἴσως εὐχαριστῶν αὐτοῖς καὶ ἐπαινῶν.
 Αὕτη μὲν ἡ στοὰ ἵστατο ἀπὸ τῆς κατασκευῆς Σολομῶντος·
ἐνέπρησε γὰρ τὸ ἱερὸν ὁ Ναβουχοδονόσορ, καὶ ᾠκοδόμησε Κῦρος
ὁ Πέρσης.
 Ἰδὼν δὲ ὁ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· Ἄν-
δρες Ἰσραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτε-
νίζετε, ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ
περιπατεῖν αὐτόν;

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58)
P. 89, line 4

 Καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ' ὅλην τὴν ἐκκλησίαν,


καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.
{Τοῦ Χρυσοστόμου.} Μετὰ τὸ γενέσθαι τὸν φόβον αὐτῶν, πλει-
όνα σημεῖα ποιεῖ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ λοιποί.
 Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν Ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα
καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά.
{Τοῦ αὐτοῦ.} Οὐκέτι ἐν οἰκίᾳ· ἀλλὰ τὸ ἱερὸν καταλαβόντες,
ἐκεῖ διέτριβον· οὐκέτι λοιπὸν ἀκαθάρτων ἅπτεσθαι ἐφυλάττοντο,  
ἀλλ' ἁπλῶς ἥπτοντο τῶν νεκρῶν· καὶ ὅρα· πῶς ἐν μὲν τοῖς οἰκείοις
εἰσὶ σφοδροὶ, ἐν δὲ τοῖς ἀλλοτρίοις οὐ κέχρηνται τῇ δυνάμει.
 Καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶν-
τος· τῶν δὲ λοιπῶν, οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς,
ἀλλ' ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός.
{Τοῦ αὐτοῦ.} Ὁ Πέτρος ἦν ὁ θαυμαστὸς, καὶ τούτῳ μᾶλλον
προσεῖχον διά τε τὴν δημηγορίαν, καὶ τὴν πρώτην, καὶ τὴν δευ-
τέραν, καὶ τὴν τρίτην· διά τε τὸ σημεῖον· αὐτὸς γὰρ τὸ σημεῖον
εἰργάσατο, τὸ πρῶτον, τὸ δεύτερον, τὸ τρίτον· τοῦτο γὰρ διπλοῦν
ἦν· πρῶτον μὲν τὸ τὰ κατὰ διάνοιαν ἐλέγξαι· δεύτερον δὲ τὸ ἀνε-
λεῖν προστάγματι.
 {Τοῦ αὐτοῦ.} Οὐκέτι λοιπὸν εὐκαταφρόνητοι ἦσαν καθάπερ καὶ
πρότερον· ἐν βραχεῖ γὰρ καιρῷ καὶ μιᾷ ῥοπῇ τοσαῦτα γέγονεν ὑπὸ

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58)
P. 118, line 8
1146

Θεὸς καὶ ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ


Ἀγγέλου τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ ἐν τῇ βάτῳ.
 Ἐνταῦθα μὲν δοκεῖ περὶ τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων λέγειν· λέγε-  
ται δὲ περὶ πάσης τῆς φύσεως, ἧς ἕνεκα σάρκα λαβὼν κατέβαινεν·
ὅπερ οὐ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ Μωϋσέως, ἀλλ' ὕστερον ἐνδημήσαν-
τος τοῦ Υἱοῦ γεγένηται.
 Ἀπολέσθαι τὸν ὑπ' αὐτῶν ἐξουθενηθέντα· τοῦτον ὃν παρῃτή-
σαντο, τοῦτον ὁ Θεὸς ἐγείρας ἀπέστειλε· καθάπερ καὶ αὐτοὶ
ἔλεγον· “οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα·” δείκνυσιν ἐνταῦθα,
καὶ τὰ γενόμενα, διὰ τοῦ Χριστοῦ γενόμενα.
 Περὶ τῆς ἐξόδου καὶ μοσχοποιίας τοῦ Ἰσραὴλ ἄχρι χρόνων Σολομῶντος
 καὶ τῆς τοῦ ναοῦ κατασκευῆς.
 Οὗτος ἐξήγαγεν αὐτοὺς, ποιήσας τέρατα καὶ σημεῖα
ἐν τῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ, καὶ ἐν τῇ
ἐρήμῳ ἔτη τεσσαράκοντα· οὗτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς, ὁ
εἰπὼν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ, Προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, ὡς ἐμέ·
αὐτοῦ ἀκούσεσθε.
 “Ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, ὡς ἐμέ.”
ἐξουθενημένον “ὡς ἐμέ·” ἐβουλήθη καὶ τοῦτον ἀνελεῖν Ἡρώδης,
καὶ ἐν Αἰγύπτῳ διεσώθη, καθάπερ καὶ ἐκεῖνος· καὶ παιδίον ὢν,

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58)
P. 125, line 5

Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν, ἕως τῶν ἡμε-


ρῶν Δαβίδ· ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
 {Τοῦ Χρυσοστόμου.} Καὶ οὐκ ἦν ναὸς, καίτοι καὶ τὰ ἔθνη
ἐξέωστο· διὰ τοῦτο γάρ φησι, “ὧν ἐξῶσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου
“τῶν πατέρων ἡμῶν·” “ὧν ἐξῶσε,” φησὶ, καὶ οὐδὲ τότε ναός· καὶ
τοσαῦτα θαύματα, καὶ οὐδαμοῦ ναός· ὥστε εἶναι πρώτη σκηνὴ,  
ἀλλ' οὐ ναὸς οὐδαμοῦ, “ἕως τῶν ἡμέρων,” φησὶ, “Δαβίδ·” καὶ
οὐδαμοῦ ναός· καὶ “ᾔτησεν εὑρεῖν χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.” καὶ
“ᾠκοδόμησεν·” οὕτως οὐκ ἦν μέγα τι ὁ ναός.
 {Τοῦ αὐτοῦ.} Ἠιτήσατο εὑρεῖν χάριν ὁ Δαβὶδ, καὶ οὐκ ᾠκοδό-
μησεν ὁ θαυμαστὸς, ὁ μέγας, ἀλλ' ὁ ἀπερριμένος ὁ Σολομών.
 Καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.
 {Κυρίλλου.} “Οὐδεμιᾶς γάρ,” φησι, “ἀναπαύλης μεθέξω, πρὶν
“ἂν μάθοιμι τὸν τοῦ Κυρίου τόπον καὶ τὸ σκήνωμα,” τουτέστι
τὴν σκήνωσιν, “τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ·” δῆλον δὲ ὅτι Χριστοῦ.
 Σολομῶν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.
 Τῷ τετρακοσιοστῷ τεσσαρακοστῷ ἔτει τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου, ἤρξατο ὁ Σολομῶν οἰκοδομεῖν τὸν ναὸν ἐν
Ἱερουσαλὴμ, ὡς ἡ τετάρτη βίβλος τῶν Βασιλειῶν ἡμᾶς διδάσκει·
διὰ τοῦτο δὲ μετὰ τοσοῦτον χρόνον τῆς ἀπ' Αἰγύπτου τοῦ Ἰσραὴλ
ὁ ναὸς ᾠκοδομήθη· ἵν' ἀποκαμόντες τῇ εἰς τὰ ὄρη περιπλανήσει,

Καινή Δαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod. Oxon. coll. nov. 58)
1147

P. 125, line 10

τοσαῦτα θαύματα, καὶ οὐδαμοῦ ναός· ὥστε εἶναι πρώτη σκηνὴ,  


ἀλλ' οὐ ναὸς οὐδαμοῦ, “ἕως τῶν ἡμέρων,” φησὶ, “Δαβίδ·” καὶ
οὐδαμοῦ ναός· καὶ “ᾔτησεν εὑρεῖν χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.” καὶ
“ᾠκοδόμησεν·” οὕτως οὐκ ἦν μέγα τι ὁ ναός.
 {Τοῦ αὐτοῦ.} Ἠιτήσατο εὑρεῖν χάριν ὁ Δαβὶδ, καὶ οὐκ ᾠκοδό-
μησεν ὁ θαυμαστὸς, ὁ μέγας, ἀλλ' ὁ ἀπερριμένος ὁ Σολομών.
 Καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.
 {Κυρίλλου.} “Οὐδεμιᾶς γάρ,” φησι, “ἀναπαύλης μεθέξω, πρὶν
“ἂν μάθοιμι τὸν τοῦ Κυρίου τόπον καὶ τὸ σκήνωμα,” τουτέστι
τὴν σκήνωσιν, “τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ·” δῆλον δὲ ὅτι Χριστοῦ.
 Σολομῶν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.
 Τῷ τετρακοσιοστῷ τεσσαρακοστῷ ἔτει τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου, ἤρξατο ὁ Σολομῶν οἰκοδομεῖν τὸν ναὸν ἐν
Ἱερουσαλὴμ, ὡς ἡ τετάρτη βίβλος τῶν Βασιλειῶν ἡμᾶς διδάσκει·
διὰ τοῦτο δὲ μετὰ τοσοῦτον χρόνον τῆς ἀπ' Αἰγύπτου τοῦ Ἰσραὴλ
ὁ ναὸς ᾠκοδομήθη· ἵν' ἀποκαμόντες τῇ εἰς τὰ ὄρη περιπλανήσει,
τὸν ἕνα τόπον τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ ἀγαπήσωσιν, ὃν ὁ Θεὸς ἐποίησε
τίμιον.
 Ἀλλ' οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοι-
κεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει,
 {Τοῦ αὐτοῦ.} Ἐδείχθη μὲν τοῦτο διὰ τῶν ἤδη λεχθέντων· δείκ
Julianus Scr. Eccl., Commentarius in Job P. 50, line 8

 5,15β – 16 ἀδύνατος δὲ ἐξέλθοι ἐκ χειρὸς δυνάστου, καὶ εἴη ἀδυνάτῳ ἐλπὶς


καὶ ἀδίκου στόμα ἐμφραχθείη.
 ταῦτα δὲ πάντα τὴν τοῦ θεοῦ περὶ ἀνθρώπους πρόνοιαν σημαίνει, ὅτι δύνα-  
ται καὶ τοὺς ἀγαθοὺς ἐξαιρεῖσθαι προδήλου κινδύνου, κἂν ὦσιν ἀπερριμμένοι,
καὶ τοὺς πονηροὺς κολάζειν, κἂν ὦσιν ἁδροὶ ὡς αἱ κέδροι, ὅπως μηδὲν εἶναι τῶν
πολλῶν πλέον διὰ τὸν ὄγκον νομισθῶσι· ἀλλὰ πᾶσαν ἀνομίαν ἐμφράξει στόμα αὐτῆς.
 5,17 μακάριος δὲ ἄνθρωπος ὃν ἤλεγξεν ὁ κύριος ἐπὶ τῆς γῆς, νουθέτημα δὲ
παντοκράτορος μὴ ἀπαναίνου.
 εὐδαίμων γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ τρισμακάριος ἀνὴρ ἐκεῖνος, ὃς δίκην ἐνταῦθα τῶν
οἰκείων ἁμαρτημάτων ἔτισεν, ἐπικεκουφισμένα γὰρ ἕξει τὰ μέλλοντα. υἱὲ γάρ
μου, φησὶν ὁ Σολομών, μὴ ὀλιγώρει παιδείας κυρίου μηδὲ ἐκλύου
ὑπ' αὐτοῦ ἐλεγχόμενος· ὃν γὰρ ἀγαπᾷ κύριος παιδεύει, μα-
στιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. διὸ καὶ ὁ ἀπόστολος παραινεῖ
λέγων· εἰς παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ
θεός· τίς γὰρ υἱός, ὃν οὐ παιδεύει πατήρ; καὶ γὰρ ὁ προφήτης ὁ
παρακούσας θεοῦ καὶ φαγὼν ἄρτον ἐν τῷ τόπῳ ᾧ ἀπηγορεύσατο αὐτῷ καὶ δίκην τί-
σας ὑπὸ τῷ λέοντι ἐπικεκούφισται τῆς μελλούσης. λέγει γὰρ ὁ θεὸς διὰ Μαλαχί-
ου· οὐκ ἐκδικήσει δὶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν θλίψει.
 5,18 αὐτὸς γὰρ ἀλγεῖν ποιεῖ καὶ πάλιν ἀποκαθίστησιν, ἔπαισεν καὶ αἱ χεῖ-
ρες αὐτοῦ ἰάσαντο.

Julianus Scr. Eccl., Commentarius in Job P. 189, line 5

 31,4 οὐχὶ αὐτὸς ὄψεται ὁδόν μου καὶ πάντα τὰ διαβήματά μου ἐξαριθμήσεται;
1148

 ἐπ' αὐτῷ γὰρ μάρτυρι ἔπραττον ὡς παρόντος. καὶ γὰρ καὶ τὰ τῆς ψυχῆς μου γι-
νώσκει· ὥσπερ γὰρ ἠρεμοῦντος τοῦ σώματος ἀργεῖ ἡ αἴσθησις, οὕτω καὶ ἡ ψυχή,
ὅταν ἠρεμῇ, εἰς ἑαυτὴν συνέσταλται, ὁπόταν κειμένου τοῦ σώματος δοκῇ ἐνεργεῖν
τὰς κινήσεις τὰς οἰκείας. ὡς οὖν τινος ἐξετάσαντος τὰ κατ' αὐτὸν οὕτως ἔπρατ-
τεν ὡς λόγον ἀποδώσων θεῷ. διό φησιν·  
 31,5α εἰ δὲ ἤμην πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν.
 οὐδέν, φησίν, ὧν νοῶ ἢ πράττω τὸν θεὸν λέληθεν. διὰ οὖν τὸν αὐτοῦ φόβον
τοὺς γελωτοποιοὺς ἀπεστράφην καὶ συνεσταλμένος ἤμην ἐγὼ καθά που καὶ ὁ Ἰερε-
μίας φησίν· οὐκ ἐκάθισα ἐν συνεδρίῳ αὐτῶν παιζόντων, ἀλλ'
ηὐλαβούμην ἀπὸ προσώπου χειρός σου. καὶ ὁ Σολομὼν λέγει· τῷ γέ-
λωτι εἶπον περιφορὰν καὶ τῇ ἀφροσύνῃ· τί τοῦτο ποιεῖς; διὰ
οὖν τὸ εἰδέναι, φησίν, ὅτι πάρεστιν ὁ ἐφορῶν, οὐδὲ μετὰ γελοιαστῶν πεπόρευμαι.
 31,5β – 6α εἰ δὲ καὶ ἐσπούδασεν ὁ πούς μου εἰς δόλον, ἵσταμαι γὰρ ἐν ζυγῷ
δικαίῳ.
 ἀντεταλάντευσεν ἡ παρρησία μου καὶ τὸ συνειδός, καὶ ὡς ἐπὶ πλαστίγγων διε-
τέλουν ἀληθεύων ἐν μὲν τῇ δίκῃ ἑαυτὸν βαρῶν, τῷ δὲ θεῷ δικαιοσύνην μαρτυρῶν.
οὐδὲν τοίνυν ὕπουλον ἐν καρδίᾳ ἐκεκτήμην οὐδὲ συνειδὼς παρέβλαψά τί τινα.
 31,6β – 8 οἶδεν δὲ ὁ κύριος τὴν ἀκακίαν μου. εἰ ἐξέκλινεν ὁ πούς μου ἀπὸ
τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, εἰ δὲ καὶ τῷ ὀφθαλμῷ μου ἐπηκολούθησεν ἡ καρδία μου καὶ εἰ
ἐν ταῖς χερσί μου ἡψάμην δώρων, σπείραιμι ἄρα καὶ ἄλλοι φάγονται, ἄρριζος δὲ

Ευάγριος De malignis cogitationibus (sub nomine Nili Ancyrani)


Vol. 79, p. 1201, line 11

τιτρωσκομένους διαδέχονται. Οὐκ ἔστι γὰρ ἐμπεσεῖν


εἰς χεῖρας τοῦ πνεύματος τῆς πορνείας, μὴ ὑπὸ τῆς
γαστριμαργίας καταπεσόντα· καὶ οὐκ ἔστι ταράξαι
θυμὸν, μὴ ὑπὲρ βρωμάτων ἢ χρημάτων, ἢ δόξης
ἀλόγων ἐπιθυμιῶν μαχόμενον· καὶ οὐκ ἔστι τὸν τῆς
λύπης δαίμονα διαφυγεῖν, τούτων πάντων στερη-
θέντα, ἢ μὴ δυνηθέντα τυχεῖν· οὐδὲ ἀποφεύξεται
τὴν ὑπερηφανίαν τις, τὸ πρῶτον γέννημα τοῦ δια-
βόλου, μὴ τὴν τῶν κακῶν πάντων ῥίζαν ἐξορίσας
φιλαργυρίαν, εἴπερ καὶ πενία ἄνδρα ταπεινοῖ, κατὰ
τὸν σοφὸν Σολομῶντα· καὶ συλλήβδην εἰπεῖν, οὐκ
ἔστιν ἄνθρωπον περιπεσεῖν δαίμονι, μὴ πρότερον
ὑπ' ἐκείνων τῶν πρωτοστατῶν κατατρωθέντα, διὸ
καὶ τοὺς τρεῖς τούτους λογισμοὺς ὁ διάβολος τότε
τῷ Σωτῆρι προσήγαγε. Πρῶτον μὲν τοὺς λίθους,
ἄρτους γενέσθαι παρακαλῶν, ἔπειτα δὲ τὸν κόσμον
ὅλον ἐπαγγελλόμενος εἰ πεσὼν προσκυνήσει· καὶ
τρίτον εἰ ἀκούσοι δοξασθήσεσθαι λέγων, μηδὲν ἐκ
τοῦ τηλικούτου πτώματος πεπονθότα, ὧν ὁ Κύριος
ἡμῶν κρείττων φανεὶς, εἰς τοὐπίσω τῷ διαβόλῳ

Ευάγριος De malignis cogitationibus (sub nomine Nili Ancyrani)


Vol. 79, p. 1232, line 10
1149

ΚΕΦΑΛ. Κϛʹ.

 Οἱ μὲν ἀκάθαρτοι λογισμοὶ εἰς αὔξησιν ὕλας εἰς-


δέχονται, καὶ πολλοῖς συμπαρεκτείνονται πράγμασι·
καὶ γὰρ πελάγη κατὰ διάνοιαν περῶσι μεγάλα, καὶ
μακρὰς ὁδοὺς ὁδεύειν οὐ παραιτοῦνται διὰ πολλὴν
τοῦ πάθους θερμότητα· οἱ δὲ ὁπωσοῦν κεκαθαρμέ-
νοι, στενώτεροι τούτων μᾶλλόν εἰσι, συμπαρεκτεί-
νεσθαι πράγμασι μὴ δυνάμενοι διὰ τὴν τοῦ πάθους
ἀσθένειαν, ὅθεν καὶ παρὰ φύσιν μᾶλλον κινοῦνται,
καὶ, κατὰ τὸν σοφὸν Σολομῶντα, χρόνον τινὰ ἔξω
ῥέμβοντες, καὶ καλάμην συνάγουσιν εἰς τὴν παρά-
νομον πλινθουργίαν, ἵνα σώζωνται ὥσπερ δορκὰς ἐκ
βρόχων, καὶ ὥσπερ ὄρνεον ἐκ παγίδος. Ῥᾷον γὰρ
ἀκάθαρτον καθάραι ψυχὴν, ἢ καθαρθεῖσαν, καὶ πά-
λιν τραυματισθεῖσαν εἰς ὑγείαν αὖθις ἀνακαλέσα-
σθαι, τοῦ δαίμονος τῆς λύπης μὴ συγχωροῦντος,
ἀλλ' ἀεὶ ταῖς κόραις κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προς-
ευχῆς τὸ τῆς ἁμαρτίας προσφέροντος εἴδωλον.

Ευάγριος De malignis cogitationibus (sub nomine Nili Ancyrani)


Vol. 40, p. 1241, line 42

ραγένηται· εἴγε χρόνον, τὰ κατὰ τὸν Ἰὼβ, πίπτομεν ὑπ' αὐτοὺς, καὶ οἱ οἶκοι ἡμῶν
ἐκπορθοῦνται ὑπὸ ἀνό-
μων.
 ΞΗʹ. Ἀκάθαρτοι λογισμοὶ, πολλάκις εἰς αὔξησιν
ὕλας προσδέχονται, καὶ πολλοῖς συμπαρεκτείνονται
πράγμασι. Καὶ γὰρ πελάγη κατὰ διάνοιαν περῶσι
μεγάλα, καὶ μακρὰς ὁδοὺς ὁδεύειν οὐ παραιτοῦνται,
διὰ πολλὴν τοῦ πάθους θερμότητα. Οἱ δὲ ὁπωσοῦν κε-
καθαρμένοι, στενώτεροι τούτων μᾶλλόν εἰσι, πολλοῖς
συμπαρεκτείνεσθαι πράγμασι μὴ δυνάμενοι, διὰ τὴν
τοῦ πάθους ἀσθένειαν· ὅθεν καὶ παρὰ φύσιν μᾶλλον
κινοῦνται, καὶ κατὰ τὸν σοφὸν Σολομῶντα, χρόνον τι-
νὰ ἔξω ῥέμβονται, καὶ καλάμην συνάγουσιν εἰς τὴν
παράνομον πλινθουργίαν, μηκέτι λαμβάνοντες ἄχυ-
ρα. Δεῖ οὖν πάσῃ φυλακῇ τηρεῖν τὴν καρδίαν, ἵνα
σώζηται ὥσπερ δορκὰς ἐκ βρόχων, καὶ ὥσπερ ὄρνεον
ἐκ παγίδος. Ῥᾷον γὰρ ἀκάθαρτον καθᾶραι ψυχὴν, ἢ
καθαρθεῖσαν καὶ πάλιν τραυματισθεῖσαν, εἰς ὑγίειαν
αὖθις ἀνακαλέσασθαι, τοῦ δαίμονος τῆς λύπης μὴ
συγχωροῦντος, ἀλλ' ἀεὶ ταῖς κόραις τῶν ὀφθαλμῶν
ἐμπηδῶντος, καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς προσευχῆς, τὸ
τῆς ἁμαρτίας προφέροντος εἴδωλον.
1150

Ευάγριος Expositio in Proverbia Salomonis P. 76, line 11

 Ὅσοις οἱ ὀβελοὶ πρόσκεινται ῥητοῖς, οὗτοι οὐκ ἔκειντο οὔτε παρὰ τοῖς λοιποῖς
ἑρμηνευταῖς οὔτε ἐν
τῷ ἑβραϊκῷ, ἀλλὰ παρὰ μόνοις τοῖς ο· καὶ ὅσοις οἱ ἀστερίσκοι πρόσκεινται ῥητοῖς,
οὗτοι ἐν μὲν τῷ ἑβραϊκῷ
καὶ τοῖς λοιποῖς ἑρμηνευταῖς ἐφέροντο, ἐν δὲ τοῖς ο οὐκέτι· τὰ δὲ ἠστερισμένα ἐν
ταὐτῷ καὶ ὠβελισμένα ῥητὰ
φέρονται μὲν παρὰ τοῖς ο, φέρονται δὲ καὶ ἐν τῷ ἑβραϊκῷ καὶ παρὰ τοῖς λοιποῖς
ἑρμηνευταῖς, τὴν θέσιν δὲ
μόνην παραλλάσσουσιν οἱ λοιποὶ καὶ τὸ ἑβραϊκὸν παρὰ τοὺς ο· ὅθεν ὠβέλισται ἐν
ταὐτῷ καὶ ἠστέρισται,
ὡς παρὰ πᾶσι μὲν φερόμενα, οὐκ ἐν τοῖς αὐτοῖς δὲ τόποις.
 Τὸ μὲν οὖν βιβλίον ἔχει κατὰ τὴν θέσιν καὶ ἀκολουθίαν τῶν ο, σεσημείωται δὲ καὶ ἡ
ἀκολουθία τῶν
λοιπῶν, ὡς κεῖνται παρ' αὐτοῖς τὰ ῥητά· καὶ ὅπου μὲν ἐν ὀλίγοις ῥητοῖς ἐγένετο
αὐτοῖς ἡ ἐναλλαγή, δήλη
ἐστὶν αὐτόθεν ἐκ τῶν παρακειμένων σημείων· ὅπου δὲ ἐν πλείοσιν, ἥτις καὶ ἐσχάτη
ἐστίν, ταύτην ἔχει παρὰ
τοῖς λοιποῖς τὴν ἀκολουθίαν· μετὰ τὸ Τὰς δὲ τιμωρίας ἀμφοτέρων τίς γνώσεται,
συνάπτουσι Ταῦτα δὲ λέγω
ὑμῖν τοῖς σοφοῖς ἐπιγινώσκειν, ἕως Καὶ ἡ ἔνδειά σου ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς· εἶτα
Αὗται αἱ παιδεῖαι Σολομῶντος,
ἕως Βδέλυγμα (cod. βδέλλ.) δὲ ἀνόμῳ κατευθύνουσα ὁδός· εἶτα Λόγον
φυλασσόμενος υἱὸς ἀπωλείας ἐκτὸς ἔσται,
ἕως Καὶ τοὺς πένητας αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων· εἶτα Τῇ βδέλλῃ τρεῖς θυγατέρες ἦσαν,
ἕως Διάκρινε δὲ πένητα
καὶ ἀσθενῆ· εἶτα Γυναῖκα ἀνδρείαν (cod. -εῖαν) τίς εὑρήσει. ταῦτα δὲ παρεθήκαμεν
ἵνα μὴ ἐμπίπτοντος
τοιούτου ἀντιγράφου δόξῃ τὸ βιβλίον ἐσφάλθαι. οἱ λοιποὶ Τὰς δὲ τιμωρίας· εἶτα
Ταῦτα λέγω, ἕως Καὶ
ἡ ἔνδειά σου· εἶτα Αὗται αἱ παιδεῖαι, ἕως Βδέλυγμα (cdd. rursus βδέλλ.) δὲ ἀνόμῳ·
εἶτα Λόγον φυλασσόμενος,
ἕως Καὶ τοὺς πένητας· εἶτα Τῇ βδέλλῃ τρεῖς, ἕως Διάκρινε δέ· εἶτα Γυναῖκα ἀνδρείαν.

 Εὐαγρίου σχόλιον. Εἰσὶν ὅσα προτεταγμένον ἔχουσι τὸν ἀριθμὸν ὧδε, ὅσα ὠριγένην
ἐπιγεγραμμένον ἔχει
τούτῳ τῷ μονοσυλλάβῳ ωρ· εἰσὶ δὲ μάλιστα ἐν τῷ ἰώβ· ὅσα δὲ περὶ διαφωνίας ῥητῶν
τινῶν τῶν ἐν τῷ ἐδαφίῳ
ἢ ἐκδόσεών ἐστιν σχόλια, ἅπερ καὶ κάτω νενευκυῖαν περιεστιγμένην ὄχει
προτεταγμένην, τῶν ἀντιβεβληκότων
τὸ βιβλίον ἐστίν· ὅσα δὲ ἀμφιβόλως ἔξω κείμενα ῥητὰ ἔξω νενευκυῖαν
περιεστιγμένην ἔχει προτεταγμένην,

Ευάγριος Expositio in Proverbia Salomonis P. 77, line 11

 α Παροιμία. παροιμία ἐστὶν λόγος δι' αἰσθητῶν πραγμάτων σημαίνων πράγματα


νοητά.
 β Βασιλεία Ἰσραήλ ἐστιν γνῶσις πνευματικὴ τοὺς περὶ τοῦ θεοῦ καὶ ἀσωμάτων καὶ
1151

σωμάτων καὶ κρίσεως


καὶ προνοίας περιέχουσα λόγους, ἢ τὴν περὶ ἠθικῆς καὶ φυσικῆς καὶ θεολογικῆς
ἀποκαλύπτουσα θεωρίαν.
τούτου χάριν φησίν· Ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραὴλ τοῦ γνῶναι παιδείαν καὶ σοφίαν. καὶ
σοφία μέν ἐστιν γνῶσις
σωμάτων καὶ ἀσωμάτων καὶ τῆς ἐν τούτοις θεωρουμένης κρίσεως καὶ προνοίας·
παιδεία δέ ἐστιν μετριοπάθεια
παθῶν, περὶ τὸ παθητικὸν ἢ ἄλογον τῆς ψυχῆς μέρος θεωρουμένη.
 δ Τὸ κρίμα κατευθύνειν, ὀρθὸν καὶ ἀδιάστροφον εἶναι τὸ κριτήριον δηλοῖ. τρία δὲ
κριτήρια ἐν ἡμῖν,
αἴσθησις, λόγος, νοῦς· καὶ αἴσθησις μὲν τῶν αἰσθητῶν· λόγος δὲ ὀνομάτων καὶ
ῥημάτων καὶ τῶν λεγομένων·
νοῦς δὲ τῶν νοητῶν.
 α Ὥσπερ διὰ τῶν αἰσθήσεων ὁ νοῦς ἐπιβάλλει τοῖς αἰσθητοῖς, οὕτω καὶ διὰ τῶν
ἀρετῶν ἐποπτεύει τὰ
νοητά· διόπερ καὶ αἰσθήσεως αὐτὰς λόγον ἐπέχειν ὁ σοφὸς Σολομὼν ἡμᾶς διδάσκει.
 β Οἱ κτώμενοι κακίαν ἐξουθενήσουσιν σοφίαν καὶ παιδείαν· λόγῳ δὲ ὡς οἶμαι οὐδεὶς
ἐξουθενεῖ σοφίαν
καὶ παιδείαν.
 γ Ὥσπερ ἡ κορυφὴ καὶ ὁ τράχηλος δηλοῖ ἐνταῦθα τὸν νοῦν, οὕτω καὶ ὁ στέφανος καὶ
ὁ κλοιὸς ἐνταῦθα
σημαίνει τὴν γνῶσιν. αὕτη γὰρ ἡ συνήθεια τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου, πολλοῖς
ὀνόμασιν ὀνομάζειν τὸν θεόν τε
καὶ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, καὶ τὸν νοῦν καὶ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν γνῶσιν, καὶ τὴν κακίαν
καὶ τὴν ἀγνωσίαν,
καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ. οὐχ ἁπλῶς δὲ τίθησι τὰ ὀνόματα,
ὥς τινες οἴονται· διαφόρων
γὰρ ἐνεργειῶν εἰσὶν γνωρίσματα, θεοῦ δὲ διὰ τῶν ἀγγέλων ἐν ἡμῖν ἐνεργοῦντος καὶ
ἡμῶν ἐν αὐτῷ, δαιμόνων
δὲ πρὸς ἡμᾶς καὶ ἡμῶν πρὸς αὐτούς.
 δ Ἡ κτῆσις τοῦ δικαίου ἐστὶν σοφία καὶ σύνεσις καὶ φρόνησις· κτῆσαι γάρ φησιν
σοφίαν, καὶ κτῆσαι
σύνεσιν, καὶ ὁ κτώμενος φρόνησιν ἀγαπᾷ ἑαυτόν. καταλαμβάνονται δὲ τὴν κτῆσιν
ταύτην οἱ ἀσεβεῖς, πείθοντες

Ευάγριος Expositio in Proverbia Salomonis P. 78, line 17

τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἡ μετὰ τὴν ἐκ τῆς κρίσεως τοῦ θεοῦ καὶ διδασκαλίας γένεσιν
γεγονυῖα. τὴν αὐτὴν δὲ ψυχὴν
καὶ πλατείαν λέγει· Πλάτυνον γάρ φησιν τὸ στόμα σου, καὶ πληρώσω αὐτό· καὶ
Πλατύνθητε δὴ καὶ ὑμεῖς,
ἐν τῇ πρὸς Κορινθίους ὁ Παῦλος. καὶ ὑπὸ μὲν τῆς οὕτως ἐξερχομένης ψυχῆς ὑμνεῖται
ἡ σοφία· ἐν δὲ τῇ
πλατυνομένῃ διὰ τῶν ἀρετῶν παρρησίαν ἄγει. ἄκρον δὲ τεῖχος αὐτῆς τὴν ἄκραν
ἀπάθειαν λέγει· εἴπερ οἱ
ἀγαπῶντες τὸν νόμον περιβάλλουσιν ἑαυτοῖς τεῖχος· ὑπὲρ οὗ τείχους εὔχεται καὶ ὁ
Δαυὶδ λέγων· Οἰκοδομηθήτω
τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ, τοῦτ' ἔστιν τῆς τοιᾶσδε ψυχῆς τὰ καταπεπτωκότα, δηλονότι ἐκ
τῆς τοῦ Οὐρίου προφάσεως.
1152

πύλας δὲ δυναστῶν τὰς ἀρετὰς τῶν σοφῶν λέγει. Ἀνοίξατε γάρ μοί φησιν πύλας
δικαιοσύνης· καὶ Οἱ δυνάσται
θυμώδεις εἰσίν, οἶνον μὴ πινέτωσαν, ἵνα μὴ πιόντες ἐπιλάθωνται τῆς σοφίας, καὶ ὀρθὰ
κρίνειν οὐ μὴ δύνωνται
τοὺς ἀσθενεῖς.
 Πῶς οὖν ἔμπροσθέν φησιν Σολομών· Ὁ δὲ ἐπιχαίρων ἀπολλυμένῳ οὐκ
ἀθωωθήσεται; ἢ τάχα οὕτως
χαίρει ἡ σοφία, ὡς ἐχάρη ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ Ματθαίου τοῦ τελώνου καὶ ἐπὶ τῇ τοῦ
λῃστοῦ ἀπωλείᾳ τοῦ
πιστεύσαντος τῶ Χριστῷ· τοῦ μὲν γὰρ τὸν λῃστὴν ἡ σοφία, τοῦ δὲ τὸν τελώνην
ἀπώλεσεν.
 Πολιορκία ἐστὶν διδασκαλία ἠθική, τὴν κακῶς οἰκοδομηθεῖσαν ψυχὴν
καταστρέφουσα.
 Εἰ ἐφ' ἡμῶν ἐστὶν θέλειν προσέχειν ταῖς τῆς σοφίας βουλαῖς καὶ μὴ θέλειν προσέχειν,
γεγόναμεν
αὐτεξούσιοι. ὅμοιον τούτῳ ἐστὶν καὶ τὸ Ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ
τῆς γῆς φάγεσθε· ἐὰν
δὲ μὴ θέλητε μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα κυρίου
ἐλάλησεν ταῦτα.
 Ὥσπερ τὰ νήπια μεταξὺ δικαίων καὶ ἀδίκων ἐστίν, οὕτως καὶ πάντες οἱ ἄνθρωποι
μεταξὺ ἀγγέλων
καὶ δαιμόνων εἰσίν, μήτε δαίμονες ὄντες μήτε ἄγγελοι χρηματίζοντες, μέχρι τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος.

Ευάγριος Expositio in Proverbia Salomonis P. 84, line 4

αὐτὸ ἡγησάμενοι· ὁ τρώγων γάρ μου, φησί, τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει
ζωὴν αἰώνιον, κἀγὼ ἀνα-
στήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
 Ἦν ὅτε οὐκ ἦν κακία, καὶ ἔσται ὅτε οὐκ ἔσται· οὐκ ἦν δὲ ὅτε οὐκ ἦν ἀρετή, οὐδὲ
ἔσται ὅτε οὐκ
ἔσται· ἀνεξάλειπτα γὰρ τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς. πείθει δέ με καὶ οὗτος παρ' ὀλίγον
καὶ οὐ τελείως ἐν
παντὶ κακῷ γεγονῶς, καὶ ὁ πλούσιος ἐν τῷ ᾅδῃ διὰ κακίαν γενόμενος καὶ οἰκτείρων
τοὺς ἀδελφούς· τὸ δὲ
ἐλεεῖν σπέρμα τυγχάνει τὸ κάλλιστον τῆς ἀρετῆς.
 Ἡ γνῶσις καὶ φρέαρ ἐστὶ καὶ πηγή· τοῖς μὲν γὰρ προσελθοῦσι τὴν ἀρετὴν βαθὺ
φρέαρ εἶναι δοκεῖ,  
τοῖς δὲ ἀπαθέσι καὶ καθαροῖς πηγή· οὕτω καὶ ὁ σωτὴρ ἐκαθέζετο ἐπὶ τῇ πηγῇ, ὥρα ἦν
ὡσεὶ ἕκτη· ἡ δὲ
Σαμαρεῖτις φρέαρ αὐτὴν ὀνομάζει· Κύριε γάρ φησιν, οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ
φρέαρ ἐστὶ βαθύ.
 Ἡ γυνὴ ἐνταῦθα τὴν τοῦ θεοῦ γνῶσιν σημαίνει· αὕτη δὲ ἐκ νεότητος ἡμῖν ἐδόθη,
ἥντινα ἀνωτέρω
διδασκαλίαν ὁ Σολομὼν νεότητος λέγει· Υἱέ φησι, μή σε καταλάβῃ βουλὴ κακή, τὸν
διάβολον λέγων ὡς
κακῶς βουλευσάμενον, ἡ ἀπολιποῦσα διδασκαλίαν νεότητος καὶ διαθήκην θείαν
ἐπιλελησμένη. λήθη δὲ καὶ
ἀπόλειψις γνώσεως καὶ κτήσεως δεύτεραι· ὥσπερ καὶ ὑγείας νόσος ἐσχάτη, καὶ ζωῆς
1153

θάνατος δεύτερος. ἅμα


δὲ καὶ τοῦτο ἰστέον, ὅτι περ' ἡ αὐτὴ γνῶσις καὶ μήτηρ λέγεται καὶ γυνὴ καὶ ἀδελφή·
μήτηρ μὲν ἐπειδὴ ὁ
διδάξας με δι' αὐτῆς με γεγέννηκεν, ὡς Παῦλος διὰ τοῦ εὐαγγελίου Γαλάτας· γυνὴ δὲ
ὅτι συνοῦσά μοι τίκτει
τὰς ἀρετὰς καὶ δόγματα ὀρθά, εἴγε ἡ σοφία ἀνδρὶ τίκτει φρόνησιν· ἀδελφὴ δὲ ὅτι ἐγώ
τε καὶ αὐτὴ ἐκ τοῦ
ἑνὸς γεγόναμεν θεοῦ καὶ πατρός· Εἶπον γάρ φησι τὴν σοφίαν σὴν ἀδελφὴν εἶναι.
 Εἰ χάρις καὶ φιλία ἐλευθεροῖ, ἀρετὴ δὲ καὶ γνῶσις ἐλευθεροῖ ψυχὴν λογικήν, ἡ χάρις
καὶ ἡ φιλία ἀρετὴ
καὶ γνῶσις ἐστίν. εἰ δὲ ἡ ἔλαφος ἐκ τῆς φιλίας, ὁ δὲ πῶλος ἐκ τῆς χάριτος γεννᾶται, ἡ
μὲν ἔλαφός ἐστι θεω-
ρίας σύμβολον, ὁ δὲ πῶλος τῆς ἀπαθείας· ἡ μὲν γὰρ ἐξ ἀρετῶν, ἡ δὲ ἐκ τῆς γνώσεως
γίνεσθαι πέφυκεν.
 Ἰδία τῆς λογικῆς φύσεώς ἐστιν ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ γνῶσις ἡ τοῦ θεοῦ.

Ευάγριος Expositio in Proverbia Salomonis P. 85, line 16

νυσταγμὸν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· εἴγε ὁ μὲν περικόπτει τὴν κατ' ἐνέργειαν
ἁμαρτίαν, τὸ δὲ τὴν κατὰ
διάνοιαν πρῶτον συνισταμένην κακίαν.
 Σημειωτέον ἐνταῦθα ὅτι τὴν τοῦ μύρμηκος φυσικὴν ἐναρμόνιον κίνησιν σοφίαν
καλεῖ· καὶ γὰρ ὁ σοφώ-
τερος σοφοῦ σοφώτερος λέγεται. πῶς δὲ καὶ οὐκ ἔστιν ὑπὸ δεσπότην, εἴγε τὰ
σύμπαντα δοῦλα τοῦ θεοῦ; ἢ μή
ποτε ὁ θεὸς δεσπότης λέγεται διχῶς, ὡς δημιουργὸς καὶ ὡς γινωσκόμενος; διὸ καὶ ὁ
Παῦλος γράφει· Νυνὶ
δὲ ἐλευθερωθέντες μὲν ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, δουλωθέντες δὲ τῷ θεῷ (δηλονότι κατ'
ἀρετὴν καὶ γνῶσιν), ἔχετε
τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον. εἰ δὲ τοῦ τοιούτου τέλους
ἄμοιρός ἐστιν ὁ μύρμηξ
ἄλογος ὤν, δῆλον ὅτι καὶ τῆς τοιαύτης δουλείας ἐλεύθερος. καλῶς οὖν λέγεται μὴ
εἶναι ὑπὸ δεσπότην ὁ μύρ-
μηξ, κατὰ ταύτην τὴν δεσποτείαν· καὶ εἶναι πάλιν ὑπὸ δεσπότην, ὡς δημιουργὸν ἔχων
τὸν θεόν.
 Διὰ μὲν τοῦ μύρμηκος ἔοικεν ὁ Σολομὼν τὴν πρακτικὴν ὁδὸν ἡμῖν ὑπογράφειν, διὰ
δὲ τῆς μελίσσης
τὴν θεωρίαν τῶν γεγονότων σημαίνειν καὶ αὐτοῦ τοῦ ποιήσαντος, ἥντινα καὶ καθαροὶ
καὶ ἀκάθαρτοι καὶ
σοφοὶ καὶ ἀνόητοι πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς ὑγείαν προσφέρονται. καὶ φαίνεται μέν μοι ὁ
κηρὸς αὐτῶν τῶν πραγ-
μάτων λόγον ἐπέχειν, τὸ δ' ἐναποκείμενον αὐτῷ μέλι σύμβολον εἶναι τῆς θεωρίας
αὐτῶν. καὶ ὁ μὲν κηρὸς παρ-
ελεύσεται· ὁ οὐρανὸς γάρ φησιν καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται· τὸ δὲ μέλι οὐ παρελεύσεται·
οὐδὲ γὰρ οἱ λόγοι παρε-
λεύσονται τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ. περὶ ὧν λέγει ὁ Σολομών· Κηρία μέλιτος
λόγοι καλοί, γλύκασμα δὲ
αὐτῶν ἴασις ψυχῆς· καὶ ὁ Δαυίδ· Ὡς γλυκέα φησὶ τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ
μέλι τῷ στόματί μου.
1154

 Τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ πόνου πόνους ὠνόμασεν.


 Ὁ ὕπνος οὗτος μόνῃ πέφυκεν ἐπισυμβαίνειν ψυχῇ λογικῇ· σημαίνει γὰρ ἐνταῦθα
κακίαν καὶ ἀγνω-
σίαν· ὧν ἡ ἀγρυπνία ποιεῖ τινά.
 Πενία ἐστὶ στέρησις γνώσεως· ἔνδεια δὲ σπάνις τῶν ἀρετῶν.

Ευάγριος Scholia in Proverbia (fragmenta e catenis) Scholion 90, line 5

 7, 7 ὃν ἂν ἴδῃ τῶν ἀφρόνων τέκνων νεανίαν ἐνδεῆ φρενῶν


 7, 8 παραπορευόμενον παρὰ γωνίαν ἐν διόδοις οἴκων αὐτῆς
 7, 9 καὶ λαλοῦντα ἐν σκότει ἑσπερινῷ,
 ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γνοφώδης,
 7, 10 ἡ δὲ γυνὴ συναντᾷ αὐτῷ εἶδος ἔχουσα πορνικόν,
 ἣ ποιεῖ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας  
 Τὴν σάρκα τοῦ ἀνθρώπου θυρίδα νῦν ὀνομάζει· διὰ
γὰρ ταύτης ὁ πονηρὸς τὰς ἀπάτας τοῖς ἀνθρώποις ἐργάζεται
τοῖς βουλομένοις ὁδεύειν τὴν πλατεῖαν ὁδὸν καὶ εὐρύχωρον
καὶ ἀπάγουσαν ἐπὶ τὴν ἀπώλειαν. Ἀλλ' ἐνταῦθα προς-
εκτέον τί φησιν ὁ Σολομὼν περὶ τῆς κακίας, ὅτι οὐχ αὕτη
τὸν ἄνθρωπον ἐν ἀρχαῖς ἐπὶ τὴν πλατεῖαν ἀπάγει οὐδ'
ἀναγκάζει πορεύεσθαι ἐν διόδοις οἴκων αὐτῆς ἢ προσεγγίζειν
γωνίᾳ ἢ λαλεῖν ἐν σκότει ἑσπερινῷ, ἀλλ' ἐὰν ἴδῃ τινὰ ἑαυτὸν
ἐπιδιδόντα ταῖς ἡδοναῖς, εὐθὺς «συναντᾷ αὐτῷ εἶδος ἔχουσα
πορνικόν, ἣ ποιεῖ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας».
 Ἡσυχίαν νυκτερινὴν καὶ γνοφώδη τὴν ἀκάθαρτον
κατάστασιν ὠνόμασε τῆς ψυχῆς, καθ' ἣν ἀναπτομένη τὴν
ἁμαρτίαν διὰ τοῦ σώματος κατεργάζεται.  

Ευάγριος Scholia in Proverbia (fragmenta e catenis) Scholion 150, line 4

ἡ ἀνεξέλεγκτος παιδεία ἡ ἀφροσύνη ἐστίν.  


 16, 23 καρδία σοφοῦ νοήσει τὰ ἀπὸ τοῦ ἰδίου στόματος·
 ἐπὶ δὲ χείλεσιν φορέσει ἐπιγνωμοσύνην
 Τὴν γνῶσιν ἐπιγνωμοσύνην εἶπεν παρὰ τὸ πάντα
αὐτὴν ἐπιγινώσκειν τὰ πράγματα.
 16, 28 ἀνὴρ σκολιὸς διαπέμπεται κακὰ
 καὶ λαμπτῆρα δόλου πυρσεύει κακοῖς καὶ διαχωρίζει φίλους
 Λόγος τοὺς δαίμονας παρὰ τοῦ διαβόλου μανθάνοντας
ἐπιχειρεῖν τοῖς ἁγίοις καὶ πειρᾶσθαι χωρίζειν αὐτοὺς ἀπὸ
τῆς γνώσεως, ἥτις πέφυκε συνάπτειν αὐτοὺς πρὸς φιλίαν
ταῖς ἐπουρανίοις δυνάμεσι. Τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ ὁ Σολομών,
ὡς οἶμαι, διὰ ταύτης τῆς παροιμίας δεδήλωκε, σκολιὸν
μὲν ἄνδρα λέγων τὸν σατανᾶν, πυρσευομένους δὲ δόλους
τοὺς κακοὺς δαίμονας ἀντὶ τοῦ διδασκομένους καὶ φίλους
τοὺς ἁγίους τοὺς διὰ τῆς γνώσεως συναπτομένους ἀλλήλοις.  
1155

Ευάγριος Scholia in Proverbia (fragmenta e catenis) Scholion 182, line 5

 18, 12 πρὸ συντριβῆς ὑψοῦται καρδία ἀνδρὸς


 καὶ πρὸ δόξης ταπεινοῦται
 Ὥσπερ τῇ ὑπερηφανίᾳ ἕπεται συντριβή, οὕτως τῇ
ταπεινώσει δόξα.  
 18, 13 ὃς ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκοῦσαι,
 ἀφροσύνη αὐτῷ ἐστιν καὶ ὄνειδος
 Χρηστέον τούτῳ τῷ ῥητῷ πρὸς τοὺς μὴ λαβόντας
μὲν γνῶσιν παρὰ θεοῦ, διδάσκειν δὲ ἄλλους ἐπιχειροῦντας.
Καὶ ὁ Δαυίδ φησιν· «τοῦ ἀκοῦσαι φωνὴν αἰνέσεώς σου
καὶ» τότε «διηγήσασθαι» καὶ ἄλλοις «τὰ θαυμάσιά
σου». Καὶ πάλιν ὁ Σολομών φησιν· «ἃ εἶδον οἱ ὀφθαλμοί
σου, λέγε.»
 18, 14 θυμὸν ἀνδρὸς πραΰνει θεράπων φρόνιμος·
 ὀλιγόψυχον δὲ ἄνδρα τίς ὑποίσει;
 Ὥσπερ ὁ κύριος ἡμῶν πάρδαλις ἀπορουμένη
λέγεται γίνεσθαι πρὸς τοὺς πλημμελοῦντας καὶ πέτρα
σκανδάλου πρὸς τοὺς ἀπειθοῦντας, οὕτω καὶ ὀλιγόψυχος
ἐπὶ τοῖς ἁμαρτάνουσιν. Δύναται δὲ ὀλιγόψυχον λέγειν καὶ
τὸν πονηρὸν καὶ πάντα δαίμονα ἀρετῆς ἐκπεπτωκότα καὶ
γνώσεως.  

Ευστάθιος Commentarius in hexaemeron [Sp.] P. 772, line 18

νήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. Πᾶσαι νῦν αἱ


γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραὰμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς
μετοικεσίας Βαβυλῶνος
γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ
δεκατέσσαρες.
 Ζητητέον δὲ ἡμῖν κατὰ ποῖον λόγον ὁ Ματθαῖος
καὶ ὁ Λουκᾶς ἐν τῇ γενεαλογίᾳ διαφωνοῦσι τοῦ Ἰω-
σήφ· ὁ μὲν υἱὸν Ἰακὼβ γράφων αὐτὸν υἱοῦ Ματ-
θὰν, ὁ δὲ Λουκᾶς υἱὸν Ἡλεὶ τοῦ Μελχεί· καὶ πῶς
οὗτοι, διαφόρων γενῶν ὑπάρχοντες, ὅ τε Μελχεὶ καὶ
ὁ Ματθὰν, πάπποι τοῦ Ἰωσὴφ ἀναφαίνονται.
 Ἔστιν οὖν τοῦτο σαφηνιζόμενον. Πρῶτος γὰρ Ματ-
θὰν, ὁ ἐκ γένους Σολομῶντος, ἄγεται γυναῖκα Αἰθὰν
ὀνόματι, καὶ ἐκ ταύτης γεννᾷ τὸν Ἰακὼβ, καὶ ἀπο-
θνήσκει. Καὶ ἄγεται αὐτὴν ὁ Μελχεὶ ὁ ἐκ γένους Ματ-
θὰν, ἐκποιεῖ ἐξ αὐτῆς τὸν Ἡλεί. Καὶ δὴ οὖν ὅ τε
Ματθὰν καὶ ὁ Μελχεὶ, τὴν αὐτὴν ἀγαγόμενοι γυναῖ-
κα, δύο ὁμομητρίους ἐπαιδοποιήσαντο ἀδελφοὺς, διὸ
καὶ ἐκ διαφόρων δύο γενῶν εὑρίσκομεν τὸν Ἰακὼβ
καὶ τὸν Ἡλεί. Ἡλεὶ δὲ, λαβὼν γυναῖκα, ἄπαις ἐτελεύ-
τησε, καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Ἰακὼβ ἔλαβε τὴν γυναῖκα
1156

αὐτοῦ, ὅπως κατὰ τὸν νόμον ἐγείρῃ τέκνα τῷ ἀδελφῷ,


καὶ γεννᾷ ἐξ αὐτῆς τὸν Ἰωσήφ.

Ευστάθιος Homilia christologica in Lazarum, Mariam et Martham [Sp.] Sec. 28, line
5

φησι καὶ ταῦτα διὰ Ματθαίου τοῦ εὐαγγελιστοῦ· «τί κόπους


παρέχετε τῇ γυναικί· ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ.» Καὶ
ἀντιταλαντεύω τῇ ἀγαπήσει τῆς τοιαύτης ἐργασίας τὴν αἰώνιον
μνήμην· «ὅπου γὰρ ἂν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο τῆς βασι-
λείας ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς
μνημόσυνον αὐτῆς.»
         Καὶ ἄξιον τῆς σπορᾶς καὶ τὸ θέρος τῆς
Μαρίας, ἐπαξία τῆς ἀγαθῆς προθέσεως καὶ ἡ ἐπικαρπία· ἐτάχυνεν
πληρῶσαι τὴν γραφὴν, προκατελείφθη ὑπὸ τῆς καταστεφούσης θείας  
χάριτος· ἔμαθεν τὰ ἐν προφήταις ᾀδόμενα, ἐπέγνω καὶ τῆς προ-
φητείας τὴν εὔκαιρον ἔκβασιν· ἤκουσε Σολομῶντος ᾄδοντος
ὡς «οὗ ὁ βασιλεὺς ἐν ἀνακλίσει αὐτοῦ, νάρδος ἔδωκεν ὀσμήν·»
καὶ συνῆκεν τὸν ὑπὸ οἰκέτου βασιλέως προμηνυθέντα βασιλέα
τῶν βασιλευόντων καὶ κύριον τῶν κυριευόντων·
         ὅθεν μηδὲν
μελλήσασα ἔργον, τὴν μάθησιν ἐξετέλεσεν, καὶ τῷ ἀνενδεεῖ τὰ
προκεχρηματισμένα προσκομίσασα, τὴν εὐκλεῆ καὶ ἀπαραλόγις-
τον ἀπηνέγκατο ψῆφον· μεθ' ἧς γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἕνα καὶ τὸν
αὐτὸν γινώσκειν καὶ προσκυνοῦντας Κύριον πρὸ αἰώνων συν-
αιδίως τε καὶ συνανάρχως ἀφραστῶς τε καὶ ἀρρεύστως ἐκ Πατρὸς
τουτ' ἔστιν ἐκ τῆς ἀκτίστου οὐσίας γεννηθέντα, καὶ ἐπ' ἐσχάτων ἐκ

Theodorus Scr. Eccl., Fragmenta in Matthaeum (in catenis) Fragment 106, line 2

 Ὁρᾶτε μέντοι, φησίν, ὅπως ἂν μὴ πάντη καταφρονήσητε τῶν


διὰ κακίαν τῆς ἐκκλησίας ἐξεωσμένων· οὐδὲ γὰρ μίσει τινὶ καὶ ἀπο-
στροφῇ τοὺς τοιούτους ἐκβάλλεσθαι βούλεται, ἀλλὰ φειδοῖ τούτων, οἳ
βλάβης τινὸς καὶ ταραχῆς αἴτιοι τῇ οἰκείᾳ μοχθηρίᾳ πολλάκις καθί-
στανται. ὡς εἴγε δυνατὸν εἴη, καὶ τούτους μεταβαλλομένους αὖθις πρὸς
τὸ κρεῖττον ἰδεῖν τοῦτο πάντων ἐμοὶ προτιμότερον εἶναι νενόμισται. ἢ
μικροὺς λέγει τοὺς ἀτελεῖς τῇ γνώσει, τοὺς ἄρτι βαπτισθέντας, οὓς οὐ
θέλει ὑπερορᾶσθαι ἐν τῇ διδασκαλίᾳ ὡς ἀγνῶτας.  
Mt 19, 3
 Ὥσπερ γὰρ ἄτοπον τὸ ἐκβάλλειν τὴν σώφρονα, οὕτω τὸ κατέχειν
μοιχαλίδα ἀσεβὲς κατὰ τὸ γεγραμμένον εἰς Σολομῶνα.
Mt 19, 29
 Ἑκατονταπλασίονα δὲ λέγει τὰ πολλὰ πρὸς τὸ ἀσυγκρίτως
ἄμεινον τῶν ἐσομένων ἐν οὐρανοῖς. πλὴν ἐπείπερ ὁ Μᾶρκος λέγει πολλα-
1157

πλασίονα λήψεται «ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ», λεκτέον πάλιν περὶ τῶν πνευ-
ματικῶν χαρισμάτων πολὺ τὰ ἐπίγεια παρατρεχόντων, ἅπερ εἰσὶν ἀρρα-
βῶνές τινες τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἅπερ οἱ ἔχοντες ἐν μεγίσταις εἰσὶ
τιμαῖς πάντων σχεδὸν ἀνθρώπων προστρεχόντων τοῖς ἁγίοις, ἵνα δι' αὐτῶν
ἀπολαύσωσι τῆς θείας χάριτος.
Mt 20, 1 – 16
 Ἡ παραβολὴ τοὺς κατὰ διαφόρους ἡλικίας πιστεύσαντας δεί

Theodorus Theol., Fragmenta in epistulam ad Hebraeos (in catenis)


P. 209, line 5

τῶν ἐν τῇ χάριτι, καὶ ὅπως ἐν ἐκείνοις ταῦτα προθεωρούμενα διϊδεῖν


δυνατόν, ὁμοῦ τῇ παραθέσει καὶ τὴν ὑπεροχὴν τούτων δεικνύς, ὅση τίς
ἐστιν. ἐν ἀφηγήσει δὲ τῆς διδασκαλίας ποιεῖται τὴν καταρχήν. λέγει
οὖν ὅτι καὶ ἡ πρώτη διαθήκη εἶχεν ὅρους καὶ προστάγματα λειτουργίας
τῆς θεῷ ἀποδίδοσθαι ὀφειλούσης· δικαιώματα γὰρ λατρείας
τὰ περὶ τούτων λέγει προστάγματα.  
 Τό τε ἅγιον κοσμικόν. ἅγιον ἐνταῦθα καλεῖ τὸν ναὸν
εἰκότως ἐν ᾧ τὴν λειτουργίαν ἀποδίδοσθαι τῷ θεῷ συνέβαινεν, εἴτε
καὶ τὴν σκηνήν, ἐπειδὴ ταύτην ἐν τάξει τοῦ ναοῦ πρότερον εἶχον· ὁμοίως
γὰρ ἐκείνην τε ναὸν ἐκάλουν ὡς ἂν ἐν αὐτῇ τοῦ θεοῦ τυγχάνοντος, καὶ
τὸν παρὰ τοῦ Σολομῶντος ὕστερον. καὶ τοῦτο μαθεῖν ἀπὸ τῆς πρώτης
τῶν Βασιλειῶν ἔνεστι σαφῶς λεγούσης· καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευ-
δεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ κυρίου οὗ ἦν ἡ κιβωτὸς τοῦ θεοῦ,
μήπω τοῦ ναοῦ ὑπὸ Σολομῶντος οἰκοδομηθέντος. ὥσπερ δὲ σύμβολον
τοῦ κόσμου κατασκευάσαι κατά τινα τύπον τὴν σκηνὴν τῷ Μωϋσεῖ
κελεύων, ὁ θεὸς προσέταξεν αὐτῷ περίβολον ποιῆσαι ἀπὸ τῶν κατα-
πετασμάτων μέσῳ διειλημμένον ἑτέρῳ· οὕτω δὲ καὶ ὁ ναὸς κατὰ τὸν
αὐτὸν ὕστερον ἐγένετο τύπον.

Theodorus Theol., Fragmenta in epistulam ad Hebraeos (in catenis)


P. 209, line 8

οὖν ὅτι καὶ ἡ πρώτη διαθήκη εἶχεν ὅρους καὶ προστάγματα λειτουργίας
τῆς θεῷ ἀποδίδοσθαι ὀφειλούσης· δικαιώματα γὰρ λατρείας
τὰ περὶ τούτων λέγει προστάγματα.  
 Τό τε ἅγιον κοσμικόν. ἅγιον ἐνταῦθα καλεῖ τὸν ναὸν
εἰκότως ἐν ᾧ τὴν λειτουργίαν ἀποδίδοσθαι τῷ θεῷ συνέβαινεν, εἴτε
καὶ τὴν σκηνήν, ἐπειδὴ ταύτην ἐν τάξει τοῦ ναοῦ πρότερον εἶχον· ὁμοίως
γὰρ ἐκείνην τε ναὸν ἐκάλουν ὡς ἂν ἐν αὐτῇ τοῦ θεοῦ τυγχάνοντος, καὶ
τὸν παρὰ τοῦ Σολομῶντος ὕστερον. καὶ τοῦτο μαθεῖν ἀπὸ τῆς πρώτης
τῶν Βασιλειῶν ἔνεστι σαφῶς λεγούσης· καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευ-
δεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ κυρίου οὗ ἦν ἡ κιβωτὸς τοῦ θεοῦ,
μήπω τοῦ ναοῦ ὑπὸ Σολομῶντος οἰκοδομηθέντος. ὥσπερ δὲ σύμβολον
τοῦ κόσμου κατασκευάσαι κατά τινα τύπον τὴν σκηνὴν τῷ Μωϋσεῖ
κελεύων, ὁ θεὸς προσέταξεν αὐτῷ περίβολον ποιῆσαι ἀπὸ τῶν κατα-
πετασμάτων μέσῳ διειλημμένον ἑτέρῳ· οὕτω δὲ καὶ ὁ ναὸς κατὰ τὸν
αὐτὸν ὕστερον ἐγένετο τύπον.
1158

Εφραίμ Σύρος. De morbo linguae et prauis affectibus P. 376, line 1

Χαναὰν διὰ ποίαν αἰτίαν ἔτυχε κατάρας αἰωνίου· οὐχὶ ὅτι κατεγέλασε τοῦ
δικαίου; Οὐ γὰρ πράξει χαλεπῇ κατεκρίθη, ἀλλὰ γέλωτος χάριτι ψιλοῦ ἀπέ-
λαβεν ἀπόκρισιν φοβερὰν καὶ διὰ τὴν προπέτειαν τῆς γλώττης ἐδέξατο ὀδύ-
νην πικράν. Καθαροὶ ἐτύγχανον οἱ λογισμοὶ αὐτοῦ, καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ
ἀνεῖλεν αὐτόν. Εἰ γέλωτος μικροῦ χάριν οὐαὶ ἐκεῖνος τοιοῦτον ἐδέξατο, τίς
οὐ μὴ φοβηθεὶς φύγῃ τὰ παίγνια δι' ὧν κτῆσις τῶν καταρῶν γέγονεν;
Ἀφελκύσας γὰρ τὸν Χαναὰν ὁ δίκαιος ἀπὸ τῶν εὐλογιῶν παρέπεμψεν αὐ-
τὸν ταῖς κατάραις καὶ ἐζωγράφησεν ἐν αὐτῷ τὴν μέλλουσαν γενέσθαι κρίσιν
κατὰ τῶν γελᾶν ἀγαπώντων. Ἐὰν ὑποβάλῃ ὁ Διάβολος προσώπῳ τῆς ἀγά-
πης ἱλαρεύεσθαι καὶ καταγελᾶν, καὶ Χαναὰν ἱλαρευόμενος κατεγέλασε, καὶ  
καταρῶν γέγονεν ἐντός. Ἄκουε τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος βοῶντος καὶ
δηλοῦντος τὴν ἐν τῷ γέλωτι κεκρυμμένην βλάβην. Ὁ γάρ, φησί, καταγελῶν
ἀνθρώπου παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν. Ὁ γὰρ γέλως ὁ κατὰ ἄνθρωπον
γενόμενος ἀνατρέχει εἰς τὸν δημιουργόν. Σὺ προσέχεις ἀφελῶς τῷ φαινομέ-
νῳ παιγνίῳ, ὁποῖος δὲ δόλος λανθάνει ἐν αὐτῷ, ἀγνοεῖς.
 Νῶε ὁ δίκαιος γνοὺς τὸν δόλον καὶ μὴ δηλώσας τῷ ἀγνοοῦντι αὐτόν,
ἐκτεμὼν ἀπεστέρησεν αὐτὸν τῶν εὐλογιῶν, ἵνα σὺ ὡς διακριτικὸς γνούς,
πηλίκη ἐστὶν ἡ τοῦ γέλωτος μιαρὰ ἐνέργεια, παύσῃ τοῦ καταγελᾶν τῶν
ἀδελφῶν.

Εφραίμ Σύρος. De his, quae haec vita continet Line 9

Περὶ ὧν ἔχει ὁ βίος

 Ἐννοήσωμεν, ἀδελφοί, ὅτι οὐδὲν ἡμᾶς ὠφελήσει τὰ πέρατα τοῦ κόσμου


ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἀπολογίας ἡμῶν· καὶ μὴ διὰ τὰ μηδαμινὰ καὶ φθαρτὰ πρά-
γματα ζημιωθῶμεν τὴν μακαρίαν ἐκείνην τρυφὴν τοῦ παραδείσου καὶ τὰ μηδέ-
ποτε παρερχόμενα ἀγαθά, ἅπερ οὐ δύναται στόμα ἀνθρώπινον διηγήσασθαι, εἰς
ἃ ἐπιθυμοῦσιν Ἄγγελοι παρακύψαι.
 Τί ὠφελεῖ, ἐὰν ἄνθρωπος ὅλον τὸν κόσμον κερδήσῃ, ἀπὸ ἀνατολῶν μέ-
χρι δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ ἕως θαλάσσης, καὶ πάντα ὅσα ἔχει χρήματα, κτή-
ματα, τρυφάς, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; Μὴ δύναται ἐκεῖνα ὑπὲρ αὐτοῦ
ἀπολογήσασθαι ἐκεῖ; Διὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ σοφὸς Σολομών· ματαιότης ματαιοτή-
των, τὰ πάντα ματαιότης. Τί δὲ καὶ ἔχει ὁ ψυχοφθόρος οὗτος καὶ μάταιος βίος;
Ὅτι πᾶσα σπουδὴ καὶ ἀγῶνες καὶ ἱδρῶτες ὑπὲρ τούτου γίνονται, καὶ ὁ νοῦς  
τῶν ἀνθρώπων εἰς αὐτὸν δέδεται. Περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν λόγος οὐδείς,
οὐδὲ σπουδή, περὶ δὲ τῶν προσκαίρων καὶ φθαρτῶν καὶ σπουδὴ καὶ δρόμοι καὶ
μάχαι καὶ ἔχθραι καὶ ἐπιχειρήσεις. Πολλάκις δὲ καὶ αἵματα ἐκχέονται διὰ μη-
δαμινὸν πρᾶγμα, καὶ μετὰ μικρὸν ἀφήσει αὐτό· ἐξέρχεται τοῦ βίου γυμνὸς καὶ
ἐλεεινός, μηδὲ τὰ ὧδε κερδήσας, μηδὲ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐπιτυχών.
 Ὢ τοῦ ματαίου δρόμου! Ὢ τοῦ ψυχοφθόρου βίου τούτου! Πῶς χλευάζει
τὸν ἄνθρωπον! Ἐνθυμήθητι οὖν, ἄνθρωπε, τί ἔχει ὁ βίος. Ἔχει δυσωδίαν, θλῖ-
ψιν, κόπον, ὀδύνην, ἄπαυστον δρόμον, ἀδικίαν, πλεονεξίαν, ψεῦδος, κλοπάς,
1159

Εφραίμ Σύρος. In sermonem, quem dixit dominus, quod: In hoc mundo pressuram
habebitis, et de perfectione hominis P. 341, line 12

τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ποτὲ δὲ πάλιν λέγοντος· πῶς δύνασθε πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ
ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;
Καὶ πάλιν τὴν ἀκτημοσύνην νομοθετῶν καὶ τῶν ὑλῶν ἡμᾶς ἀπαλλάττειν βου-
λόμενος, ἔλεγε· μὴ μεριμνήσητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε ἢ τί πίητε, μηδὲ τῷ
σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε. Καὶ ὑπόδειγμα ἡμῖν παρήγαγε λέγων· οὐχὶ ἡ ψυχὴ
πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; Καὶ πάλιν τῶν ὀρνίθων
ἡμῖν καὶ τὸ τοῦ χόρτου ὑποδεικνὺς σαφέστερον ὑπόδειγμα, ἔλεγε· κατανοήσατε
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὔτε σπείρουσιν, οὔτε θερίζουσιν, οὔτε συνάγουσιν
εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐ πολλῷ μᾶλλον
ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν; Καὶ πάλιν· κατανοήσατε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ
πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ, οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ
δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον
ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ
μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;  
 Τεκμήριον οὖν, ὡς ἔφην, ἀπιστίας ἐστὶ τὸ δεσμεῖν ἡμᾶς ἐν αὐτοῖς τοῖς
γηΐνοις πράγμασι. Καὶ εἴθε κἂν μέχρι τούτου ἡμῖν ἦν τὸ ἔγκλημα· νῦν δὲ καὶ
δεινοτέροις κακοῖς ἑαυτοὺς περιβάλλομεν καὶ ἐργολαβίας μεταδιώκομεν καὶ μυ-
ρία κακὰ ἐπινοοῦμεν καὶ πονηρίας διαφόρους, ἐν κακίᾳ καὶ φθόνῳ διάγοντες,
ὑποκρίσει καὶ δόλῳ, κενοδοξίᾳ τε καὶ ὑπερηφανίᾳ. Καταλαλιὰν καὶ μῖσος καὶ
τὰ τούτοις ὅμοια διαπράττομεν, δάκνοντες τὰ οἰκεῖα μέλη καὶ κατεσθίοντες· καὶ
τὸ χαλεπώτερον, ὅτι ἐν τούτοις ὄντες τοῖς προειρημένοις κακοῖς, πολλάκις καὶ

Εφραίμ Σύρος. In sermonem, quem dixit dominus, quod: In hoc mundo pressuram
habebitis, et de perfectione hominis P. 381, line 8

οὐκοῦν ἐμίσησε τοὺς Ἁγίους ὁ Θεὸς ὑμῶν [φησί]. Εἰ γὰρ ἦν ἐκτὸς θλίψεων
καὶ πειρασμῶν βασιλεύειν ἐν οὐρανῷ, τίνος ἕνεκεν εἴασεν αὐτοὺς ἐν ταλαιπωρί-
αις καὶ στενοχωρίαις καὶ τοῖς κινδύνοις καὶ τοῖς ποικίλοις πειρασμοῖς;  
 Ὢ πολλῆς ἀφοβίας! Ὢ πολλῆς καταφρονήσεως! Ὢ πολλῆς βλακείας καὶ
πωρώσεως! Δέον γὰρ ἡμᾶς πενθεῖν ἐπὶ τῇ πωρώσει τῶν καρδιῶν ἡμῶν, καὶ
ὅτι τοσοῦτον ἀφεστήκαμεν τῆς τῶν Ἁγίων ἐλπίδος καὶ ὑπομονῆς, ἀλλὰ μᾶλ-
λον καὶ τῶν ὀρθῶς βιούντων, καὶ καταγινώσκομεν πολλάκις διὰ τὴν πολλὴν
αὐτῶν ἐπιείκειαν καὶ ταπεινοφροσύνην, ἀκτημοσύνην τε καὶ τὰς λοιπὰς ἀρετάς,
καὶ πολλάκις τὴν τοιαύτην τῆς ὑπομονῆς ἀνδρείαν, νωθείαν καὶ ἀνανδρείαν
ἀποκαλοῦμεν, καὶ ὀκνηρίας αὐτὴν ἔγκλημα περιβάλλομεν. Τί οὖν ποιήσομεν
τοσούτοις κακοῖς ἑαυτοὺς περιπείροντες καί, κατὰ τὸν Σολομῶντα, σημεῖον
ἀρετῆς οὐκ ἔχοντες ἑαυτῶν δεικνύειν, ἐν δὲ τῇ κακίᾳ καταδαπανᾶται ὁ βίος
ἡμῶν; Καὶ οἱ μὲν Ἅγιοι διὰ τὸν Θεὸν καὶ τὴν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἀπόλαυσιν
τοσούτους πειρασμοὺς καὶ κινδύνους ὑπέμειναν, ἡμεῖς δὲ καθ' ἑκάστην ὑπὸ τοῦ
Κυρίου εὐεργετούμενοι, ῥᾳθυμοῦμεν. Ταῦτα δὲ ἡμῖν συμβαίνει διὰ τὸ μὴ προς-
δοκᾶν τὴν μέλλουσαν ἔσεσθαι κρίσιν τὴν φοβερὰν ἐκείνην καὶ ἀφόρητον, ἣν μό-
νην ἐκείνην δείξει ὁ ἴδιος καιρός, μηδὲ ἐπιποθεῖν τὴν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἀπό-
λαυσιν, ἀλλὰ προστεθηκέναι τοῖς γηΐνοις καὶ ματαίοις τοῦ βίου πράγμασι τοῖς  
1160

οὐκ ὠφελοῦσιν ἡμᾶς, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ τὴν ἐσχάτην βλάβην βλάπτουσιν.
 Ἀνανήψωμεν οὖν, ἀγαπητοί, καὶ ἀγωνισώμεθα, ὡς ἔχομεν καιρόν.

Εφραίμ Σύρος. Oratio in uanam uitam, et de paenitentia P. 403, line 5

ἐργασίας τῶν ἀρετῶν ἐξιλεώσασθαι τὸν Θεόν, καὶ ἑαυτοὺς εὐτρεπίσαι πρὸς τὴν
ἔξοδον, μήπως ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὑρεθῶμεν ἀνέτοιμοι· ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ
προσδοκᾶται, ὁ Κύριος ἡμῶν ἔρχεται· ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὑρεθῶμεν
ἕτοιμοι εἰς τὴν αὐτοῦ ἀπάντησιν· ὅτι αὐτῷ πρέπει ἡ δόξα σὺν τῷ Πατρὶ καὶ
Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.  

Λόγος εἰς μάταιον βίον, καὶ περὶ μετανοίας

 Ὅσοι τὰ τοῦ βίου μάταια καὶ ἀπολλύμενα πράγματα κατελίπατε, ἀγωνί-


σασθε. Μὴ πάλιν τὴν ὑμετέραν καρδίαν εἰς αὐτὰ ἀποστρέφετε. Τὸ πλοῦτος πα-
ρέρχεται καὶ ἡ δόξα ἀπόλλυται· τὸ κάλλος μαραίνεται καὶ πάντα ἀλλάσσονται,
καὶ ὡς καπνὸς ἀπόλλυνται, καὶ ὡς σκιὰ παράγουσι, καὶ ὡσεὶ ἐνύπνιον ἐξαλεί-
φονται. Διὰ τοῦτο ἔλεγεν ὁ Σολομών, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα μα-
ταιότης. Διὰ τοῦτο καὶ Δαυῒδ ἔψαλλε λέγων· ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος,
πλὴν μάτην ταράσσεται.
 Ὄντως γὰρ μάτην ταράσσονται οἱ τὰ τοῦ παρόντος βίου πράγματα ἀ-
γαπῶντες. Ὄντως μάτην ταράσσονται, μάτην θορυβοῦνται, μάτην χειμάζονται,
ἐπισυνάγοντες καὶ θησαυρίζοντες τὰ μετ' ὀλίγον ἀπολλύμενα, ἅπερ λαβεῖν μεθ'  
ἑαυτῶν οὐ δύνανται· ἀλλὰ πάντα καταλιμπάνοντες, γυμνοὶ ὡς ἐγεννήθημεν
πρὸς τὸν φοβερὸν κριτὴν πορευόμεθα· καὶ πάντας τοὺς θησαυρούς, οὓς συνήξα-
μεν, ἀπολείποντες, γυμνοί, ἐλεεινοί, σκυθρωποί, σκοτεινοί, συντετριμμένοι, τε-
ταπεινωμένοι, τετραχηλισμένοι, ἔκφοβοι, ἔντρομοι, κατηφεῖς, ὀδυνηροί, εἰς

Εφραίμ Σύρος. De paenitentia P. 93, line 10

ἱερέων καὶ μόσχων. Πλὴν ὅμως ἡ μετάνοια πᾶσαν τοῦ Μανασσῆ τὴν ἀσέβειαν  
ἐξηφάνισε. Τῷ Μωυσῇ ὁ Θεὸς ἔλεγεν ἐξολοθρεῦσαι πάντα τὰ ἔθνη τοῦ Χαναάν,
καὶ ἄνευ θυσιῶν καὶ ἱερέων ἡ ἐξομολόγησις τοὺς Γαβαωνίτας οὐ μόνον περιέ-
σωσεν, ἀλλὰ καὶ τῶν Ἰσραὴλ συγκαταριθμηθῆναι παρεσκεύασεν. Ἡ πίστις διὰ
τῆς ἐπὶ Θεὸν ἐπιστροφῆς τὴν πόρνην Ῥαὰβ τοῖς Ἁγίοις συγκατεκλήρωσε, πόρ-
νην οὖσαν καὶ Χανανῖτιν· ὧν ἑκάτερον κολάσιμον εἶναι ὁ νόμος ἀπεφήνατο.
Ἀμμανίτας καὶ Μωαβίτας εἰς αἰῶνα ἀποκηρύξας ὁ Θεός, τὴν Ῥοὺθ Μωαβῖτιν
οὖσαν ἐν εὐσεβέσι γυναιξὶ προσεδέξατο· ἐκ ταύτης γὰρ τὸν ἁγιώτατον Δαυῒδ
ἐξεβλάστησεν· οὗ τὴν ὄντως παρανομίαν ἡ ὄντως μετάνοια μήτε ἴχνος ἐποίησεν
ἔχειν ἐν αὐτῷ· ἐξαλείψασα δὲ τῆς μοιχείας αὐτοῦ οὐλήν, ἀπὸ τῆς Βηρσαβεὲ
τὸν Σολομῶντα βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ συστησαμένη. Καὶ αὐτὸς μετανοῶν τοῦτο
παρεκάλεσε· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.
 Εἰσηκούσθη οὖν ὁ ἀνὴρ οὐ διὰ ἱερέως καὶ νόμου, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐν ἐκκλη-
σίᾳ κηρυσσομένης μετανοίας, ὅτι ὑπερφυὴς ἡ μετάνοια, ὅτι καὶ τὸν νόμον ὑπερ-  
ήλατο. Καλῶς εἶπεν ἐν τῇ μετανοίᾳ· καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος.
Ὁ γὰρ νόμος ὡς τεῖχος κωλύει τὸν ἀσεβῆ προσελθεῖν τῷ Θεῷ· ἡ δὲ μετάνοια
πτερὰ τούτῳ παρέχουσα, ὑπεραναπτῆναι ποιεῖ πρὸς τὴν Θεοῦ πρόοδον. Ὑπερ-
1161

βαίνει τὴν ἀπόφασιν, καὶ ὑποπίπτων διὰ μετανοίας Θεῷ, δείκνυσι τοῖς ἱερεῦσι
τοῦ νόμου ὅτι ἃ μὴ δύνανται οὗτοι ἐξιλάσκεσθαι, ἡ μετάνοια ἀδαπάνως ποιεῖ.
Ἐγγύς ἐστι τοῦ Σωτῆρος αὐτῆς ἡ δύναμις· ἐπειδὴ οὓς ὁ νόμος οὐ δικαιοῖ, ἡ με-
τάνοια τελειοῖ. Οὐκ ἦν ὁ Δαυῒδ τέλειος, ὅσον ἐπὶ τῷ νόμῳ· ἄρ' οὖν ἐπὶ τῷ τῆς

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 1, p. 336, line 6

λουσιν, ἀλλ' ἀντικειμένως θάνατον ἡγοῦνται, ὅτι μὴ πανηκόους


τινὰς, ὡς εἰπεῖν, ἀνέδειξεν ἡ φύσις, ὥσπερ οὖν τοὺς πανόπτας οἱ
μῦθοι. τίνας γὰρ οὐκ ἂν ὑπερβέβηκας Δημοσθένεις τῇ τῆς δημη-
γορίας οἰκονομίᾳ τε καὶ δεινότητι; τίνας δ' οὐ Πλάτωνας τῇ
τοῦ νοῦ μεγαλοφυΐᾳ τε καὶ σεμνότητι; τίνας δ' οὐκ ἂν ἀνηρτήσω  
ἀνθρώπους, σὲ μᾶλλον θαυμάζειν ἢ τὸ τῆς Ἀττικῆς ἡλικίας
ἀκμάζον πάλαι τὸν Σωκράτην, ἐφ' ὅλην σου τὴν δημηγορίαν
χάριν ὁμοῦ καὶ πειθὼ συνορῶντας ἐφέρπουσαν, καθάπερ ἐπ'
ἄνθη ἀγροῦ τὸ ποικίλον τοῦ χρώματος; οὕτως ἐραστὰς ποιεῖς
ἅπαντας τῆς σῆς Καλλιόπης, ἐκκάων ὑπερφυῶς. ἔχειν δὴ οὖν
τὰ τοῦ Σολομῶντος τοῖς σοῖς ἐφαμίλλως οὐδεὶς ἂν ἔχοι ἀμφις-
βητεῖν· ὑπερέχειν γε μὴν τοῦτο δὲ οὐδείς ἐστιν ὅστις ἡγεῖται.
οὐδὲ γὰρ οὐδ' ἔστι φάναι, ἐκεῖ μὲν οἷς χρήσεταί τις πολλοῖς οὖσι
μαρτυρίοις· ἐνταυθοῖ δὲ βραχέσιν, ἢ τοσούτοις μὲν, μὴ τοιού-
τοις δέ· πολὺ μέν τ' ἂν τοὐναντίον. οἷς γὰρ τὰ ἐκείνου θαυμάζειν
ἔνι, τούτοις οὐκ ἔνι πλὴν ἢ τῆς τοῦ νότου βασιλίσσης, ἣν ἐς
Παλαιστίνην ἐκείνη πορείαν ἐστείλατο, μαρτύριον. ὅσοι δὲ τῶν σῶν
μέμνηνται, τούτοις καὶ βορέαν καὶ νότον ὁμοῦ τοῖς λοιποῖς τῆς
γῆς πέρασιν ὅστις μὴ οὐ φάσκει μαρτύρια εἶναι, ὅπως ἀθῶος φα-
νεῖται τοῦ ἁλῶναι ψευδόμενος, οὐχ οἷός τ' ἂν εἶναί μοι δοκεῖ.

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 2, p. 750, line 16

θέρος ποιουμένη τὴν τραγῳδίαν, καὶ πάσης γῆς προκαλουμένη


δάκρυα, καὶ ὥσπερ στόμα διὰ τῆς ὀροφῆς ἄνω διάρασα περι-
φανῶς ἡλίῳ καὶ ἀστράσι τὴν ἀδικίαν προσαγγέλλει, καὶ τοὺς οὐ-
ρανοὺς μονονουχὶ προσκαλουμένη μάρτυρας ἐκεῖνα δὴ τὰ τῶν
προφητῶν περιᾴδει πρὸς κύριον· “υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντό
με· ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με· καὶ ἡ ὑπερηφανία τῶν μι-
σούντων με ἀνέβη διὰ παντός.” (Β.) Τούτων δ' οὕτω συμβε-
βηκότων, τῆς φήμης ἕωθεν ῥυείσης καὶ ἀνὰ πᾶσαν διαδοθεί-
σης τὴν πόλιν, βοὴ καὶ θρῆνος ἠγείρετο μείζων, ἢ κατ' ἐκεῖνον
τὸν πάλαι, ὁπότε Ναβουχοδονόσορ ὁ Ἀσσύριος, ἄρδην ἐξανδρα-
ποδισάμενος Ἱερουσαλὴμ, ὁμοῦ καὶ τὸ τοῦ Σολομωντείου νεὼ
καθεῖλέ τε καὶ ἀφῄρηται κλέος. ἐκενοῦντο τοίνυν οἰκίαι πᾶσαι
καὶ ἀγοραὶ καὶ θέατρα, καὶ πάντες ἐπὶ τὴν θέαν τοῦ πάθους
ἀθρόον ἐξέθεον· καὶ οὐδεὶς ἦν, ὅτῳ προὐργιαίτερον ἕτερον ἦν τῶν
ἁπάντων, ὃ τῆς σπουδῆς ἀπασχολῆσαι ταύτης ἂν δυνηθείη. περι-
στάντες οὖν καὶ ἀπολοφυράμενοι πάντες, ὁπόσον εἰκὸς, ἔπειτα
κύψαντες ἐξεφόρουν τὴν ὕλην τῶν ἐρειπίων· καὶ ἦν οὐδεὶς τῶν
1162

ἁπάντων τέως ἀξυντελής· οὐδ' ἦν ἐκεῖ διακρίνειν πλούσιον ἐκ


πενήτων, οὐδ' ἐξ ἀδόξων ἔνδοξον, οὐδ' ἐκ δεσπότου δοῦλον, οὐ  
μεντἂν οὐδ' ἐκ βαναύσων εὐγενῆ. ἀλλὰ πρὸς μίαν ἐπίσης ἀνε-
κίρνατο πάντων ἡ πρόθεσις ζήλου φοράν. πολύ γε μὴν τῶν

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 2, p. 910, line 6

προθέσει προβεβλημένου; ὅμως ἐπειδήπερ ἔκ τινων ἰχνῶν τῆς


σῆς ξυνήκαμεν δημηγορίας, ἐκ ποδῶν τὰ τῆς ἐκκλησίας γενέσθαι
ναυάγια τὸν σκοπὸν τῆς παρούσης εἶναι σπουδῆς, πρὸς τοῦτ'
ἀνάγκη καὶ τοῦ ἡμετέρου λόγου τὸν σκοπὸν καὶ τὰς ἡνίας ἰθύ-  
νειν. ἐπειδὴ γὰρ οὐχ ἥκομεν ἐθελονταὶ, ἀλλ' ἤχθημεν οὐ μάλα
ἐθελονταὶ, καὶ ἡμᾶς ἀνάγκη τὸν τοῦ λόγου δρόμον ἰθύνειν, οὐ
πρὸς ἃ τὸ βουλόμενον ἡμῖν ὑφηγεῖται, ἀλλὰ πρὸς ἅπερ ἡ τὸ
κράτος ἔχουσα χεὶρ καὶ γλῶττα βιάζεται, καὶ δεικνύειν μέχρι ποῦ
βασιλεῦσιν ὑπείκειν χρεὼν καὶ μέχρι ποῦ μὴ χρεών. Ὁ γάρ τοι
σοφὸς Σολομῶν, τρία φήσας ὑπάρχειν, οἷς εὐόδως ἔνεστι πο-
ρεύεσθαι, καὶ τὸ τέταρτον, ὃ καλῶς διαβαίνει, τοῦτ' εἶναι βασι-
λέα πρὸς ὑπηκόους δημηγοροῦντα ἀπεφήνατο. ὅσα γὰρ ἂν ἐθέ-
λοι λέγειν καὶ οἷα καὶ ὅτε καὶ ὅπου καὶ πρὸς οἵους καὶ ὅσους,
χρείας ἐφεστηκυίας ἡστινοσοῦν, εὐόδως ἅπαντ' ἐξέσται βασιλεῖ
μελετᾷν, ἐφ' ὅσον τε καὶ ὅπως ἂν ἐθέλοι, πρὶν ἐφεστηκέναι τὴν
χρείαν· τοσαῦτα δ' αὖ τῆς χρείας ἐνστάσης καὶ τοιαῦτα λέξειεν,
ὅσα δὴ μεμελέτηκε, κωλύειν μὲν ἥκιστα δυναμένου τῶν ἀκροα-
τῶν οὐδενὸς, ἐπικροτούντων δὲ ἁπάντων τοῖς ὕμνοις ὁμοῦ καὶ
οἷον ἁμιλλωμένων σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους, ὃς ἂν παρελάσειε ταῖς
κολακείαις τοὺς ἄλλους. τηνικαῦτα γὰρ καὶ

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 2, p. 1027, line 20

καὶ λέγειν, σαφῶς τεθνηκότων; οὓς Χριστοῦ μόνου ἐγεῖραι,


τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν· οἳ κα-
κῶς τῷ τόπῳ χωρίζονται, τῷ λόγῳ συνδεδεμένοι, καὶ τοσοῦτον
πρὸς ἀλλήλους ζυγομαχοῦσιν, ὅσον ὀφθαλμοὶ διάστροφοι τὸ ἓν
βλέποντες, καὶ οὐ τῇ ὄψει, τῇ θέσει δὲ στασιάζοντες· εἴ γε καὶ
διαστροφὴν αὐτοῖς ἐγκλητέον, ἀλλὰ μὴ τύφλωσιν.” (Θ.) Ἐγὼ
δὲ καὶ ταῦτα καλῶς τε καὶ εὐφυῶς πρὸς τὴν παροῦσαν εὑρίσκων
ὑπόθεσιν ἁρμοζόμενα καὶ πλέον ἔχω τι λέγειν αὐτός. ἀνῄρηται
γὰρ ἀγάπη πᾶσα καὶ παραμυθία καὶ λόγος φίλων παρήγορος.
οὐδαμοῦ σπλάγχνον ἀδελφικὸν, οὐδαμοῦ δάκρυον συμπαθές.
ὅθεν καὶ ἀνεμνήσθην ἐκείνων τοῦ Σολομῶντος· ἀπέβλεψα γὰρ,
ἐκεῖνός φησι, καὶ εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι οὐ τοῖς κούφοις ὁ
δρόμος, οὐδὲ τοῖς δυνατοῖς ὁ πόλεμος· καί γε οὐ τοῖς σοφοῖς  
ἡ φρόνησις· καί γε οὐ τοῖς φίλοις τὸ εὔελπι· ἀλλὰ καιρὸς καὶ
ἀπάντημα συμβήσεται πᾶσιν αὐτοῖς ἀπροσδόκητον ἐκ θεοῦ, πᾶ-
σαν ὑπερβαῖνον σοφίαν καὶ δύναμιν ἀνθρωπίνην, καὶ πάντα
φαυλίζον ἀνθρώπινον ὄγκον καὶ τῦφον. διὸ καὶ σιγᾷν ἔκρινα
δεῖν, καὶ τῶν τοῦ βίου παιγνίων θαυμάζειν τὰς ἀγχιστρόφους
1163

μεταβολὰς, καὶ μηδένα πρὸ τελευτῆς μακαρίζειν. καὶ ὁ μὲν


Δαρεῖος ἐκεῖνος ὑπὸ πληγῶν καὶ τραυμάτων ἐπιβούλων εἰς θά-
νατον ἐλαυνόμενος, ἐπειδὴ διψήσας ᾔτησεν ὕδωρ, καὶ παρῆν

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 2, p. 1105, line 10

γάζεσθαι καὶ ἀνάρχους. Διονύσιος ὁ τὰ θεῖα σοφὸς συνελὼν  


ἀμεθέκτους καὶ ταύτας ὁμοῦ τῇ οὐσίᾳ φησὶ, ἅτε μηδὲν τὸ διά-
φορον μηδαμῆ κεκτημένας, πλήν γε δὴ τοῦ ὀνόματος μόνου.
δυοῖν οὖν ἀνάγκη θάτερον. ἢ γὰρ οὐ παραδέχεται Διονύσιον ὁ
παράφρων οὑτοσί· ἢ τῆς ἐκείνου σοφῆς διανοίας ἀσύνετος μένει
καθάπαξ· ἢ καὶ ἀμφοῖν ὁ ταλαίπωρος ἔνοχος εἶναι δοκεῖ. ἔπειτα
μήτε νοῶν, μήτε δεχόμενος, οὐκ ἐρυθριᾷ διαβάλλων ἑτέρους
καὶ τὰ οἰκεῖα μετάγων σκώμματα κατ' ἐκείνων, οἳ τελέως ἅμα
καὶ ἀπρὶξ ἔχονται τῶν ἐκείνου. ἀπηναισχύντησε γὰρ ὁ μεμη-
νὼς, καὶ ὄψις πόρνης καὶ μοιχαλίδος ἐγένετό οἱ, ἣ ὅτε πράξῃ
(φησὶ Σολομὼν) ἀπονιψαμένη οὐδὲν ἄτοπον πεπραχέναι φησίν.
(Θ.) “Ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἄν ποτε δεξαίμην ἐγὼ (φησὶ) μεθεκτὴν ὅλως
τὴν θείαν ὑπάρχειν οὐσίαν, οὐχ ἕως ἂν ἐν τοῖς ζῶσίν εἰμι καὶ
τοῖς ἀέρος πνέουσι. τάχιστα γὰρ ἂν ἐξαναλώσῃ τὴν μετασχεῖν
ἐθέλουσαν φύσιν, πρὶν ἂν μετάσχῃ. οὐδεὶς γὰρ ὄψεται τὸ πρόσω-
πόν μου, καὶ ζήσεται, φησὶν ἡ θεία γραφή.” ἰοὺ ἰοὺ τῆς εὐη-
θείας καὶ τῶν σεμνῶν λογαρίων, μᾶλλον δὲ τῆς ἀσέμνου βωμο-
λοχίας! εἶτα ἐλάνθανεν ἡμᾶς ὕθλων ὑπάρχων μεστὸς, καὶ μύθων
Ἑλληνικῶν, καὶ οὐδὲ τούτων σοφῶν, ἀλλ' οἵους φασὶ τὰ γραΐδια
παρὰ τὰς ἐπ' ἀλέα λέσχας. εἰς γὰρ τὰς Διὸς καὶ Σεμέλης ψευδεῖς
καὶ μυθώδεις μετήνεγκεν ὁ ταλαίπωρος τὴν σμικρόνοιαν κοινονοίας  

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 2, p. 1134, line 9

ὡς γνοίη καλῶς, ἑαυτόν τε ἔσφηλε τὰ μέγιστα καὶ σύν γε αὐτῷ


πολλοῖς πολλῶν κακῶν ἑτέροις γίνεται τὰ ἐς ψυχὴν αἰτιώτατος.  
(Θ.) Τούτων οὕτως ἐχόντων, ὑπόλοιπόν ἐστι διδάξαι τὸν ἄνδρα
καὶ τῆς τοῦ ἑτοιμάζειν τε καὶ κρίνειν λέξεως τὸ σημαινόμενον. ὁ
μὲν γὰρ, ὥσπερ τὸ ποιούμενον καὶ τὸ κτιζόμενον ἀποίητόν τε καὶ
ἄκτιστον ἥγηται, οὕτω καὶ τὸ ἑτοιμαζόμενον καὶ τὴν κρίσιν
ἄκτιστα εἶναι σημαίνειν ἡγεῖται, ἅττα ποτ' ἂν εἴη τὰ ἑτοιμαζό-
μενα καὶ κρινόμενα. ὁ μέγας τοίνυν φησὶν εὐθὺς Ἀθανάσιος· ὡς
“οἱ ἀσεβεῖς οὐ θέλουσι λόγον μὲν καὶ βουλὴν ζῶσαν εἶναι τὸν υἱὸν,
περὶ δὲ τὸν θεὸν βούλησιν καὶ φρόνησιν καὶ σοφίαν, ὡς ἕξιν συμ-
βαίνουσαν· πειθέσθωσαν οὖν Σολομῶντι λέγοντι· ὁ θεὸς τῇ σοφίᾳ
ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς ἐν φρονήσει. οὕτως
ἐν ψαλμοῖς· πάνθ' ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησεν. εἰ δὲ βούλησις τοῦ
θεοῦ ἡ σοφία ἐστὶ καὶ ἡ φρόνησις, ὁ δὲ υἱός ἐστιν ἡ σοφία, ὅρα
μὴ ὁ λέγων βουλήσει τὸν υἱὸν, ἴσον λέγῃ τὴν σοφίαν ἐν σοφίᾳ
γεγονέναι, καὶ τὸν υἱὸν ἐν υἱῷ πεποιῆσθαι, καὶ διὰ τοῦ λόγου
τὸν λόγον ἐκτίσθαι.” ὁρᾶτε πῶς εἰς ταὐτὸν συνάγει τὴν σημασίαν
τοῦ θεμελιοῦν καὶ ποιεῖν καὶ κτίζειν τῇ σημασίᾳ τοῦ ἑτοιμά-
ζειν. ἀλλὰ καὶ Δαβὶδ, ἡ τοῦ θείου πνεύματος ἔμψυχος κιθάρα καὶ
1164

μοῦσα ἁρμονικὴ, “ἑτοιμάζων ὄρη,” φησὶν, “ἐν τῇ ἰσχύι αὐτοῦ.”


καὶ πάλιν· “σὺ ἡτοίμασας εὐθύτητας· κρίσιν καὶ δικαιοσύνην

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 3, p. 325, line 8

“οὐκ ἀκούετε, πάντες οἱ τῆς ὀρθοδοξίας ἀντιποιούμενοι, προ-


φανῶς ἀναιροῦντα τὴν εὐσεβῆ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίαν ὁμοῦ
τοῖς εὐαγγελίοις καὶ πάσαις τῶν θείων πατέρων γραφαῖς, καὶ  
λέγοντα τὸν υἱὸν καὶ λόγον τοῦ θεοῦ διάφορον τῆς πατρικῆς
οὐσίας καὶ ὑφειμένον θεόν, καθάπερ Εὐνόμιός τε καὶ Ἄρειος
ἐκεῖνος, καὶ ὅσοι τὰ τοιαῦτα πάλαι βεβλασφημήκεσαν; ἵνα γὰρ
τὰς τῶν θείων διδασκάλων ἡμῶν ἐν τῷ παρόντι σιγήσω ῥή-
σεις, οὐκ ἀκούετε πάντες ἀεὶ τοῦ θείου λέγοντος εὐαγγελίου
’πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν
ὃ γέγονεν,’ καὶ τοῦ Δαβὶδ πολλῷ προθεσπίσαντος πρότερον
’πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας,’ καὶ τοῦ Σολομῶντος αὖθις ‘ὁ θεὸς
τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς ἐν φρο-
νήσει.’ τίς οὖν ἔτι χρεία λόγων εἰς ἀπόδειξιν τῆς παλαιγε-
νοῦς αὐτοῦ κακοδοξίας, ἣν πάλαι ὠδίνησέ τε καὶ ἔτεκε καὶ
ἀεὶ γράφων καὶ λέγων οὐ διαλείπει, κἀν ταῖς πλατείαις καὶ
ἀγοραῖς διδάσκων κατὰ πολλὴν τοῦ κωλύσοντος ἐρημίαν, καὶ
τὰς ἀκοὰς διορύττων τῶν ἁπλουστέρων.”
 Ὁ δὲ Παλαμᾶς τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων τὰς ἐννοίας
καὶ κλίσεις μεθαρμόζων ἐβλασφήμει τὰ χείριστα. ἐπιτιμη-
θεὶς δ' ὡς ἀμαθὴς τὴν τῶν συνδέσμων διαστολὴν ἀντεισῆγε
τοῦ μέν καὶ τοῦ δέ. “γινώσκει γάρ” φησὶν ἡ τοῦ θείου

Νικηφόρος Γρηγοράς. Hist., Historia Romana Vol. 3, p. 439, line 12

ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ε.

 Περὶ μὲν οὖν τῆς ὁρατῆς τοῦ κυρίου θεοφανείας, καὶ


ὡς ἄλλο θεότης ἄκτιστος καὶ ἄλλο θεοφάνεια, καὶ ὡς ἣ μὲν
ἀόρατος ἣ δ' ὁρατή, καὶ ὡς ἡ θεότης διὰ τοῦ ἐν Θαβωρίῳ
τῷ ὄρει φωτὸς παρεδείχθη μὲν οὐκ ἐδείχθη δέ, καὶ ὡς ἀδύ-
νατον μὴ μόνον τὰς θεανδρικὰς ἐνεργείας, ὡς ἐγένοντό τε
καὶ γίνονται, ἀλλ' οὐδὲ τὰ διὰ τῶν ἁγίων τελούμενα θαύ-
ματα, δι' ὧν καὶ αὐτῶν ὁ θεὸς παραγυμνοῦται καὶ παρα-
δείκνυται καὶ δι' αὐτῶν ἡμῖν τὸν ἐφικτὸν γινώσκεται τρόπον
παραγυμνούμενος, ἐῶ γὰρ λέγειν οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ ὅσα
ἐν μέσῳ, περὶ ὧν καὶ Σολομῶν φησὶν ἐκ μεγέθους καὶ καλ-
λονῆς αὐτὸν θαυμάζεσθαι τὸν θεὸν παραγυμνούμενον, εἰ
καὶ τὸ κατ' αὐτὸν μυστήριον καὶ λεγόμενον ἄρρητον μένει
καὶ νοούμενον ἄγνωστον, κατὰ τὸν θεῖον εἰπεῖν Διονύσιον,
καὶ ὡς οὐ χρὴ μιᾶς δοξάζειν πλείους ἀκτίστους θεότητας,  
ἵνα μὴ τῷ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς ἕκτης συνόδου καθυ-
1165

ποβληθείη ἀναθέματι, ὡς ἀνωτέρω περὶ τῶν οὕτως ἐχόντων


διείληπται, περὶ μὲν οὖν τούτων καὶ τῶν τοιούτων ἱκανῶς
ἡμῖν οἶμαι εἰρῆσθαι διὰ βραχέων. εἰ δέ τινες ἐριστικῶς
ἐνίστασθαι, γλώττης ἀφειδοῦντες, βούλοιντο, κἄπειτα ῥή-
σεις ἁγίων ὡς ἐν μεταιχμίῳ τὴν ἔννοιαν ἀμφιρρεπῆ

Theophanes Continuatus,Χρονογραφία (lib. 1-6) P. 428, line 15

στρατηγοῦ Χαλδίας Θεοφίλου ἀριστείας καὶ ἀνδραγαθίας. οὗτος


εἰς Χαλδίαν μονοστράτηγος γεγονὼς οὐκ ἐνέδωκεν αὐτόν, οἷα
οἱ πολλοὶ τῇ τρυφῇ καὶ σπατάλῃ καὶ ἡδυπαθείᾳ χρῶνται·
ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκδοὺς πρὸς κόπους καὶ σκληρότητας, πρὸς τὸ
τὰς κώμας καὶ χώρας τῶν Ἀγαρηνῶν ληΐζεσθαι, ὥστε καὶ τοὺς
οἰκοῦντας Ἀγαρηνοὺς εἰς τὸ κάστρον τὸ ἀνδρειότατον καὶ πανθαύ-
μαστον Θεοδοσιόπολιν καὶ τὰ πέριξ αὐτοῦ κάστρα αἰχμαλώτους
ἀγαγέσθαι καὶ τῷ μαγίστρῳ Ἰωάννῃ φορολογῆσαι καὶ ὑποτάξαι
ἐποίησεν. ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ ἄριστος στρατηγὸς ἀνε-
φαίνετο, καὶ οὐκ ἐφαίνετο μόνον ἀλλὰ καὶ ἐδείκνυτο καὶ ἄλλος
Σολομὼν ὁ ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ ἀνεφαίνετο καὶ ἐγνωρίζετο. ὃς καὶ
τοῖς μετέπειτα καταλιπὼν τὸν ἔκγονον αὐτοῦ Ἰωάννην τὸν λεγόμε-
νον Τζιμισκήν· καὶ τῇ εὐφυΐᾳ καὶ ἀνδρίᾳ καὶ ἀοκνίᾳ τοῦ ἀνδρὸς
πατρίκιος καὶ στρατηγὸς διαφόρων θεμάτων τιμηθείς, ἔπειτα καὶ
ἐπὶ Νικηφόρου τοῦ Νικητοῦ βασιλέως τοῦ λεγομένου Φωκᾶ μάγι-
στρος καὶ δομέστικος τῶν σχολῶν ἀνεφάνη. ἀλλὰ καὶ περὶ αὐτῶν
ἐν τῷ ῥυθμῷ καὶ τῇ τάξει αὐτῶν διηγητέα· ὡσαύτως καὶ περὶ
Ῥωμανοῦ πατρικίου καὶ στρατηγοῦ διαφόρων θεμάτων, τοῦ υἱοῦ  
τοῦ μαγίστρου Ἰωάννου τοῦ λεγομένου Κουρκούα, ὃς καὶ αὐτὸς
ἄριστος καὶ ἀνδρεῖος ἀνεφαίνετο.

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν


6, P. 424, line 6

ἀφελῶς εὔχεσθαι.
 ιαʹ. Ὅτε τὸν λόγον ἐθεωροῦμεν· ἡ αἰτία σα-
φὴς καὶ τῷ μετρίως ἔχοντι παρὰ τοὺς λόγους αἰσθήσεως·
πῶς γὰρ ἠδύνατο παθαίνεσθαι πρὸ τῶν ἀγώνων μηδενὸς
ὑπόντος τοῦ κινοῦντος αὐτόν.  
 ιβʹ. Καὶ μὴν καὶ τὸ καλῶ δὲ τοὺς θεοὺς
πάντας καὶ πάσας· καὶ τοιοῦτον καὶ ἄλλα ὅμοια
ἐδείκνυμεν καὶ ἡμεῖς τοῦ θεολόγου ἀφελῶς ἀπηγγελμένα·
καλῶ· τὸ μὲν γὰρ καλῶ ἁπλῶς ἐξ ἀμαθοῦς διανοίας
ἐστὶ, διὸ καὶ ἀφελὲς, τὸ δὲ ἐξώλης καθαρὸν καὶ ἐνδιά-
θετον· ὥσπερ καὶ τὸ εὔχομαι μὲν τὸ τοῦ Σολομῶντος
παθεῖν, εὐχὴ ἀπαθὴς καὶ ἀφελής· τὸ δὲ σπεῖραι ἄρα
ἐμαυτῷ, καὶ ἄλλοι φάγοιεν παθαινομένου κατάρα.
 ιγʹ. Ἐνταῦθα μέντοι καὶ ἡ ἐπιμονὴ τῆς ἀφε-
λείας πεποίηκεν πλέον τὸ ἐνδιάθετον· ἡ ἐπιμο-
νὴ ἐνταῦθα διχῶς γέγονεν, ἔκ τε τοῦ διπλασιασμοῦ τῆς
1166

κατάρας, τῆς ἐξώλης καὶ προώλης. καὶ ἔστι τοῦτο νοή-


ματος ἐπιμονὴ, καὶ ἐκ τῆς ἐπιτάσεως τῆς διπλῆς τοῦ πά-
νυ πολύ. ἑκάτερον γὰρ ἀφελές· εἰ γὰρ ἐβούλετο σεμνῶς
λέγειν ἤρκει τὸ ἕν. κατ' ἐπιμονὴν δὲ ἐννοίας καὶ τοῦτο·
ὢ τῆς ἀπαιδευσίας, ὢ τῆς σκαιότητος καὶ ἀντὶ πυροῦ ἐξ

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν 6, P. 428, line 11

δεὶς ἐν τῇ σῇ ψυχῇ, οὔτε χείρονος οὔτε βελτίονος. εἴσω


τῆς νεφέλης χωρήσωμεν· ἔτι δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα ἐνδιαθέ-
του καὶ χωρὶς καταστάσεως. βαπτισθῶμεν σήμερον, ἵνα μὴ
αὔριον βιασθῶμεν, καὶ τὰ ἑξῆς· εἰ γὰρ ἀντιθετικῶς εἰς-
ήχθη, ἀλλ' οὖν τῷ ἀκαταστάτῳ πολλὴν ἐμφαίνει τὴν
ἀλήθειαν, ὅτι καὶ τὰ ἑξῆς τοιαῦτα· ἕως ἔτι τῶν λο-
γισμῶν κύριος εἶ, ἔως οὐκ ἐπ' ἄλλοις κεῖται τὸ σὸν ἀγα-
θόν· οὐ γὰρ εἷς τρόπος μόνος ἐκ φωνῆς τοιαύτης·
καὶ πάλιν, ἀλλ' ἐν μέσῳ στρέφῃ καὶ μολύνῃ τοῖς δημο-
σίοις, ἁπλοῦς ὁ λόγος καὶ τὰ ἑξῆς· ἔτι δὲ καὶ τοῦτο·
οἴεσθαι καὶ τὸν Σολομῶντα πικρῶς ἡμῖν ὀνειδίζειν, ἕως
πότε ὀκνηρὸν κατάκεισαι καὶ τὰ ὅμοια· καὶ ἁπλῶς πολὺ
τὸ ἐνδιάθετον ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ, διὰ τὸ μέγεθος τοῦ
πράγματος καὶ τοῦ περιφρονεῖσθαι, καὶ οὐκ οἶδα εἰ καλ-
λίονά τις τούτου λήψεται παραδείγματα.
 κβʹ. Αἱ δὲ ἀπαντήσεις οὐ σχήματα, ἀλλὰ μέ-
θοδοί τινές εἰσιν. τὸ μὲν μὴ εἶναι τὰς ἀπαντήσεις
σχήματα πρόδηλον, τὸ δ' εἶναι ἢ μεθόδους ἢ ἐννοίας, ἢ
τὸ συναμφότερον ἄδηλον. εἰ μὲν γὰρ ταὐτὸν μέθοδος καὶ
ἔννοια, τίνι ἀλλήλων διέσταται. καὶ πῶς πανταχοῦ δια-
στέλλων. ἑτέρας μὲν εἶναι ἐννοίας τῶν στάσεων, ἑτέρας

Lexica Syntactica, Lexicon syntacticum (= Ἀρχὴ σὺν θεῷ τῶν συντάξεων πῶς δεῖ
ὀφείλειν συντάσσειν τὰς ῥηματικὰς λέ Alphabetic letter omicron, p. 298, line 28

ὁδηγῶ: αἰτιατικῇ. ὁ ὁδηγήσας τὸν Ἰσραὴλ ἐν ἐρήμῳ.


οἶδα: αἰτιατικῇ. τίς οἶδε τὸν τηλικοῦτον.
οἰκτείρω: αἰτιατικῇ. ὁ Θεὸς οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς καὶ εὐ
οἰκονομῶ: αἰτιατικῇ. οἰκονομήσει τοὺς λόγους.
ὀλιγωρῶ: γενικῇ. μὴ ὀλιγώρει παιδίας Κύριε μὴ δὲ
ὁμολογῶ: αἰτιατικῇ. ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφε-
σιν· ἔστιν οὖν καὶ δοτικήν· ὁμολογῶ τῷ πλάσαντί με Θεῷ.
ὄμνυμι: δοτικῇ. ὄμνυσί σοι τ' ἀληθὲς ἀδελφέ.
ὁμιλῶ: δοτικῇ. κακοῖς ὁμιλῶν ἀνόητος ἔσῃ.
ὁμαλίζω: αἰτιατικῇ. ὁμαλίσας τὸ πρόσωπον τῆς γῆς.
ὀνειδίζω: δοτικῇ. ὁ Σολομῶν ὀνειδίζει ἡμῖν ἐν λόγοις.
ὀνίνημι: αἰτιατικῇ. καὶ ὀνίνησι τὸν ἄρωστον.
ὀνῶ τὸ ὀφελῶ: αἰτιατικῇ. ὀνῶ τὸ μέμφομαι, καὶ αὐτὸ
αἰτιατικῇ.  
1167

Lexica In Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina Gregorii Nazianzeni


(ordine alphabetico) (e cod. Paris. Coislin. 394) Alphabetic letter tau, lemma 89, line
1

τὸ πάροιθε· τὸ πρίν
τοκῆα· πατέρα
τό σοι· ὅπερ σοι
τόσσα· τοσαῦτα
τοῦ κακοῦ· τοῦ πλαστοῦ
τοὔνεκ'· τούτου χάριν
τοὺς Σολομωντιάδας· τοὺς παῖδας τοῦ Σολομῶντος
τόν ῥα· ὅντινα δή
τοῦ· ἧστινος
τράφεν· ἐτράφησαν
τριτάτῳ· τρίτῃ
τρίτον, κοφίνους δυοκαίδεκα πλῆσεν·
 τρίτον δ' ἐστι τρισκαιδέκατον. κοφίνους ιβʹ καὶ ἐπλήρωσεν
τρομέω· τρέμω φοβοῦμαι  

Zosimus Alchem., Τὸ πρῶτον βιβλίον τῆς τελευταίας ἀποχῆς Ζωσίμου Θηβαίου (e


cod. Paris. B.N. gr. 2327, fol. 251v) Vol. 2, p. 245, line 2

 Σὺ γοῦν, μὴ περιέλκου, ὡς γυνὴ, ὡς καὶ ἐν τοὺς κατ' ἐνείαν


ἐξεῖπόν σοι. Καὶ μὴ περιρέμβου, ζητοῦσα θεόν· ἀλλ' οἴκαδε καθέζου,
καὶ θεὸς ἥξει πρὸς σὲ ὁ πανταχοῦ ὢν, καὶ οὐκ ἐν τόπῳ ἐλαχίστῳ
ὡς τὰ δαιμόνια· καθεζομένη δὲ τῷ σώματι, καθέζου καὶ τοῖς πάθε-
σιν, ἐπιθυμίᾳ, ἡδονῇ, θυμῷ, λύπῃ, καὶ ταῖς ιβʹ μύραις τοῦ
θανάτου· καὶ οὕτως αὐτὴν διευθύνουσα προσκαλέσῃ πρὸς ἐαυτὴν τὸ
θεῖον· καὶ οὕτως ἥξει τὸ πανταχοῦ ὢν καὶ οὐδαμοῦ· καὶ μὴ καλου-
μένη, πρόσφερε θυσίας τοῖς ......, μὴ τὰς προσφύρους, μὴ τὰς θρεπτι-
κὰς αὐτῶν, καὶ προσηνεῖς, ἀλλὰ τὰς ἀποθρεπτικὰς αὐτῶν, καὶ ἀναι-  
ρετικὰς ἃς προσεφώνησεν Μεμβρῆς τῶν Ἱεροσολύμων βασιλεῖ Σολο-
μῶντι, αὐτὸς δὲ μάλιστα Σολομῶν ὅσας ἔγραψεν ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ
σοφίας· καὶ οὕτως ἐνεργοῦσα, ἐπιτεύξῃ τῶν γνησίων καὶ φυσικῶν
καιρικῶν· ταῦτα δὲ ποίει ἕως παντελειωθῇς τὴν ψυχήν. Ὅταν δὲ
ἐπιγνοῦσα αὐτὴν τελειωθεῖσαν, τότε καὶ τῶν φυσικῶν τῆς ὕλης
κατάπτησον, καὶ καταδραμοῦσα ἐπὶ τὸν Ποιμένανδρα καὶ βαπτισθεῖσα
τῷ κρατῆρι, ἀνάδραμε ἐπὶ τὸ γένος τὸ σόν.

Joannes Antiochenus Hist., Fragmenta Fragment 17, line 15

περιπεσόντων τῶν βαρβάρων. Καὶ διήρκεσαν οἱ κριταὶ


χρόνους τλζʹ. Ἔπειτα περιστάντος τοῦ πλήθους καὶ
βιαζομένου χειροτονῆσαι Σαμουὴλ βασιλέα, καθάπερ
1168

εἶχον τὰ ἔθνη, πρῶτος ἀνεδείχθη βασιλεὺς Σαούλ.


Βοὰζ δὲ δίκαιος ἀνὴρ ἐκ τῆς εὐσεβοῦς γυναικὸς Ῥοὺθ
ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ, Ὠβὴδ δὲ τὸν Ἰεσσαῒ, Ἰεσσαῒ δὲ
τὸν Δαυὶδ, ὃς τὸν βάρβαρον Γολιὰθ καταγωνισάμενος
ἐκρίθη ὑπὸ πάντων μέγας, Σαοὺλ δὲ ὑπεκορίζετο. Ἡνίκα
δὲ Σαοὺλ ὑπὸ τῶν πολεμίων ἥλω καὶ τὸν βίον μετήλ-
λαξεν, εὐθέως βασιλεὺς ἀπεδείχθη τοῦ Ἰσραήλ. Δαυὶδ
δὲ διάδοχον τῆς βασιλείας τὸν ἑαυτοῦ παῖδα Σολομῶνα
ἀπέδειξεν· ἐν οἷς καὶ ὁ Τρωϊκὸς ἐκινήθη πόλεμος· ὅστις
Σολομῶν οἰκοδομεῖ τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ ναόν· ἐδίκαζέ
τε τῷ λαῷ ἐν σοφίᾳ. Γυναῖκας δὲ χιλίας ἀγαγόμενος
πείθεται ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γίνεσθαι· διὸ καὶ
προσέταξεν ὁ Θεὸς διαμερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν.
 Exc. De virt.: Ὅτι ὁ Σαοῦλ ὁ βασιλεὺς
τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ δαίμονος κατείχετο, καὶ οὔτε ἐκά-
θευδεν οὔτε ἐκοιμᾶτο. Ὅντινα ὁ Δαβὶδ ταῖς μελῳδίαις
κατέθαλπεν.
 2. Ὅτι ὁ Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς ἐν πολέμοις ἄριστος ἦν

Joannes Antiochenus Hist., Fragmenta Fragment 17, line 17

βιαζομένου χειροτονῆσαι Σαμουὴλ βασιλέα, καθάπερ


εἶχον τὰ ἔθνη, πρῶτος ἀνεδείχθη βασιλεὺς Σαούλ.
Βοὰζ δὲ δίκαιος ἀνὴρ ἐκ τῆς εὐσεβοῦς γυναικὸς Ῥοὺθ
ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ, Ὠβὴδ δὲ τὸν Ἰεσσαῒ, Ἰεσσαῒ δὲ
τὸν Δαυὶδ, ὃς τὸν βάρβαρον Γολιὰθ καταγωνισάμενος
ἐκρίθη ὑπὸ πάντων μέγας, Σαοὺλ δὲ ὑπεκορίζετο. Ἡνίκα
δὲ Σαοὺλ ὑπὸ τῶν πολεμίων ἥλω καὶ τὸν βίον μετήλ-
λαξεν, εὐθέως βασιλεὺς ἀπεδείχθη τοῦ Ἰσραήλ. Δαυὶδ
δὲ διάδοχον τῆς βασιλείας τὸν ἑαυτοῦ παῖδα Σολομῶνα
ἀπέδειξεν· ἐν οἷς καὶ ὁ Τρωϊκὸς ἐκινήθη πόλεμος· ὅστις
Σολομῶν οἰκοδομεῖ τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ ναόν· ἐδίκαζέ
τε τῷ λαῷ ἐν σοφίᾳ. Γυναῖκας δὲ χιλίας ἀγαγόμενος
πείθεται ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γίνεσθαι· διὸ καὶ
προσέταξεν ὁ Θεὸς διαμερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν.
 Exc. De virt.: Ὅτι ὁ Σαοῦλ ὁ βασιλεὺς
τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ δαίμονος κατείχετο, καὶ οὔτε ἐκά-
θευδεν οὔτε ἐκοιμᾶτο. Ὅντινα ὁ Δαβὶδ ταῖς μελῳδίαις
κατέθαλπεν.
 2. Ὅτι ὁ Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς ἐν πολέμοις ἄριστος ἦν
καὶ τῶν νόμων ἀκριβὴς φύλαξ, καὶ πάντας τοὺς πολε-
μίους ἐχειρώσατο. Ὀλίγοις τέ τισι πταίσμασι τὸ σῶμα

Joannes Antiochenus Hist., Fragmenta Fragment 18, line 12


τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ δαίμονος κατείχετο, καὶ οὔτε ἐκά-
θευδεν οὔτε ἐκοιμᾶτο. Ὅντινα ὁ Δαβὶδ ταῖς μελῳδίαις
κατέθαλπεν.
 2. Ὅτι ὁ Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς ἐν πολέμοις ἄριστος ἦν
1169

καὶ τῶν νόμων ἀκριβὴς φύλαξ, καὶ πάντας τοὺς πολε-


μίους ἐχειρώσατο. Ὀλίγοις τέ τισι πταίσμασι τὸ σῶμα
πιεσθεὶς θείαις ἐπαιδεύετο μάστιξι. Πρὸς γὰρ τῶν ἑαυ-
τοῦ παίδων μικροῦ δεῖν τῆς βασιλείας ἐξέπεσεν, γέλως
τε τοῖς πολεμίοις ἀπεδείχθη. Καὶ ταῦτα μὲν μετανοίαις
καὶ δάκρυσιν ἐθεράπευσεν.
 3. Ὅτι Σολομῶν ὁ υἱὸς Δαβὶδ ὁ βασιλεὺς Ἰουδαίων
φρονήσει τε καὶ δυνάμει καὶ πλούτῳ περιφανὴς ἦν. Δι-
κάζων τε τῷ λαῷ ἐν σοφίᾳ τοῦ κρείττονος οὐ διέλει-
πεν. Ἤσκει τε πᾶσαν σοφίαν θείας χάριτος γέμουσαν,
καὶ τῆς διδασκαλίας ἀκροατὰς πλείστους τῆς ἰδίας
ἐποιεῖτο. Ταῦτά τε καὶ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενος
τῷ τῆς φύσεως εὐαλώτῳ περὶ τὰς τοῦ σώματος ἡδο-
νὰς ὑπαγόμενος, ἄγεται μὲν γυναῖκας χιλίας τὸν ἀρι-
θμόν· πείθεται δ' ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γίνεσθαι. Διὸ
προσέταξεν ὁ Θεὸς μερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν,
οὐκ ἐπὶ τῶν χρόνων αὐτοῦ, διὰ μνήμην Δαβὶδ τοῦ πα

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,1, p. 13, line 22

προὔχειν αὐτῶι τῶν ἄλλων παραχωροῦσι μόλις, μεσίτην δὲ εἶναί φασι θεοῦ καὶ
ἀνθρώ-
πων οὔτε τῆς εἰς λῆξιν ὑπεροχῆς λαχόντα τὴν δόξαν οὔτε μὴν τοῖς τῆς κτίσεως ἑνιζή-
σαντα μέτροις. τίς οὖν ἄρα ἐστὶν ὁ καὶ τῆς θείας ὑπεροχῆς ἡττώμενος καὶ τῶν τῆς
κτίσεως μέτρων ἀνωικισμένος; ἀδιανόητον παντελῶς τὸ χρῆμά ἐστιν, καὶ τόπος ἢ
λόγος
οὐδεὶς ὁρᾶται μεταξὺ ποιητοῦ καὶ κτίσματος. κατασύροντες τοίνυν αὐτόν, τό γε ἧκον
ἐπ'
αὐτοῖς, τῶν τῆς θεότητος θώκων, υἱὸν καὶ θεὸν ὀνομάζουσιν καὶ προσκυνεῖσθαι δεῖν
οἴον-
ται, καίτοι τοῦ νόμου βοῶντος ἀναφανδὸν κύριον τὸν θεόν σου προσκυνήσεις καὶ
αὐτῶι μόνωι λατρεύσεις, καὶ μὴν καὶ διὰ φωνῆς τοῦ Δαυὶδ θεοῦ λέγοντος τοῖς ἐξ
Ἰσραὴλ οὐκ ἔσται ἐν σοὶ θεὸς πρόσφατος οὐδὲ προσκυνήσεις θεῶι ἀλλοτρίωι.
ἀλλ' ἐκεῖνοι μὲν οἷάπερ ἁμαξιτὸν ἀφέντες εὐτριβῆ τὴν ἀλήθειαν, ἐπὶ βόθρους ἵενται
καὶ
πέτρας καὶ ἧι φησιν ὁ Σολομών, τοὺς ἄξονας τοῦ ἰδίου γεωργίου πεπλάνηνται καὶ
συνάγουσι χερσὶν ἀκαρπίαν· ἡμεῖς δέ, οἷς τὸ θεῖον εἰς νοῦν ἐνήστραψε φῶς, τῆς
ἐκείνων
ἀβελτηρίας τὰ ἀσυγκρίτως ἀμείνω φρονεῖν ἡιρημένοι καὶ τῆι τῶν ἁγίων πατέρων
ἑπόμενοι
πίστει γεγεννῆσθαι φαμὲν ἀληθῶς ἐκ τῆς τοῦ θεοῦ καὶ πατρὸς οὐσίας τὸν υἱὸν
θεοπρεπῶς
τε καὶ ἀπορρήτως καὶ ἐν ἰδίαι μὲν ὑποστάσει νοεῖσθαι, τῆι δὲ ταυτότητι τῆς οὐσίας
ἑνοῦ-
σθαι τῶι γεγεννηκότι καὶ εἶναι μὲν ἐν αὐτῶι, ἔχειν δὲ πάλιν ἐν ἑαυτῶι τὸν πατέρα.
ὁμολογοῦμεν δὲ εἶναι φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἐκ θεοῦ κατὰ φύσιν ἰσοκλεᾶ τε καὶ
ἰσουργὸν
1170

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,1, p. 86, line 10

τὸν ἐκείνου εἶναι μαθητὴν τοῦ εἰπόντος μὴ εἶναι ἑαυτὸν ἀπὸ τοῦ κόσμου; μία ἐστὶ
δόξα
ἵνα, ὥς φησιν ὁ ἀπόστολος, ὁ καυχώμενος ἐν κυρίωι καυχάσθω. ἆρα οὐ τούτωι τῶι
ὑμετέρωι ἐπισκόπωι, ἀλλὰ ἄχρι νῦν ὑμετέρωι, ἐὰν μὴ πιστεύσηι ὅπερ πιστεύομεν,
ὁρῶμεν
ταύτην τὴν γνώμην πρέπουσαν; μωρὸς ἐγένετο, ὃς λέγει ἑαυτὸν σοφόν· ὡμολογημένη

γάρ ἐστι μωρία τὸ ἐκεῖνον ἀγνοεῖν, ὃν ἴσμεν θεοῦ σοφίαν εἶναι καὶ δύναμιν. ὁμολογεῖ
γὰρ ἑαυτὸν ταῦτα ἀγνοεῖν ἅπερ ἀνακρίνει. καὶ μὴ θαυμάσηι ἡ ἀγάπη ὑμῶν ἀπὸ τῆς
ὁδοῦ τῆς ἀληθείας ἀποπλανᾶσθαι τοῦτον, ὁρῶσα ὅτι τὸν Χριστόν, ὅστις ἡ ὁδὸς ἡμῶν
τυγχάνει, ἀπώλεσε. κατειλήφαμεν αὐτὸν ἐνίοτε σκαιᾶι διαλέξει προδιδόμενον, ἐνίοτε
κρυπτόμενόν τισι λανθανούσαις διόδοις καὶ σκέποντα τὰ ἴδια δηλητήρια. καὶ δέον
ἡμᾶς
ἀκολουθοῦντας τῆι γνώμηι τοῦ σοφωτάτου Σολομῶντος μηδεμίαν διδόναι ἀπόκρισιν
πρὸς τὴν
ἄνοιαν αὐτοῦ, μὴ ὅμοιοι αὐτῶι γενώμεθα, ὅμως συμβουλεύομεν ἵνα μεθ' ἡμῶν τοῖς
ἀπο-
στόλοις καὶ τοῖς προφήταις ἀκολουθήσηι, μή, ὡς πᾶσι μόνος ἀνθίσταται, μόνος παρὰ
πάν-
των ἐκβληθῆι. ὑμεῖς δὲ ἐπιμελέστερον ἐγρηγορέναι ὀφείλετε, ἵνα ἀντιστῆτε τοῖς τοῦ
ἐχθροῦ κηρύγμασι· μείζων γὰρ ὑμῖν ἐστι φροντίς, ὅταν ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας λέγηται
ὑμῖν τὰ τῆι ἐκκλησίαι ἐναντιούμενα. ἐχέτωσαν ἐκεῖνοι ἀνακωχὴν τῶν καμάτων, οὓς
προκαλεῖται ὁ ἀντίδικος ἔξω διάγων, καὶ οἵτινες περὶ τοὺς προμαχῶνας διεσπαρμένοι

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,1, p. 87, line 27

γελλόμενος στρατιώτην τοῦ Χριστοῦ ἀξιόχρεων. οἱ ἡμέτεροι καθ' ἡμῶν πόλεμον


κεκινή-
κασιν, εἰ ἄρα ἡμέτεροι λεκτέοι οὗτοι οὓς ἠισθόμεθα ῥαγέντος τοῦ τῆς φιλίας νόμου
πρὸς
τὸν ἐχθρὸν ηὐτομοληκέναι. ὑμέτερόν ἐστιν ἱσταμένους ἔχειν τοὺς πόδας ἐν τοῖς
πυλῶ-
σιν Ἱερουσαλήμ. θέλομεν ὑμῶν τὰς βάσεις εἶναι τελείας, μή ποτε πρὸς ἴσον
ὑπόδειγμα
τὰ ἴχνη τινὸς παρασαλευθῆι· ἀκολουθήσωσι τῶι διαβόλωι μετὰ τοῦ κακοῦ οἱ
ἐπιγινώσκοντες
ἑαυτοὺς ἐξ ἐκείνου ὄντας. ὑμεῖς, οἵτινες υἱοὶ θεοῦ τοῖς ἔργοις φαίνεσθε, ἐπειδὴ ἐκ τῶν

καρπῶν θέλει ἕκαστον διαγινώσκεσθαι, ἀμοιβαδὸν τὰς διανοίας τῶν μικροψύχων


παραμυθή-
σασθε καὶ ἕκαστον τῶν ἀσθενῶν ὑποδέξασθε βεβαιοῦντες αὐτούς. μὴ δὴ ἀπατήσηι
ὑμᾶς ἡ ἀσέβεια, ἀλλὰ περὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ κατὰ τὴν ἑκάστου ποιότητα τὴν
κρίσιν
1171

κατέχετε, φεύγοντες τὰ διεστραμμένα καὶ τὰ ὀρθὰ ἐπαινοῦντες. ἀποβλητέος γάρ ἐστι


τῶι θεῶι, λέγοντος Σολομῶντος, ὅστις ἢ τὸν δίκαιον ἀντὶ ἀδίκου ἢ ἀντὶ δικαίου
δέχεται
ἄδικον. οὐδέν ἐστιν ἡ πρόσκαιρος θλῖψις, ἀλλὰ πρὸ ὀφθαλμῶν ἦι τὸ αἰώνιον ἔπαθλον,

οὗ οὐδὲν προκριτέον. βοᾶι ὁ ἡμέτερος ὑμνωιδὸς ὅτι ἐὰν κατ' αὐτοῦ συστῆι πόλεμος,
ἐλπίδι ἐκείνου τοῦ φωτισμοῦ ὅλως οὐ φοβηθήσεται. εἰ ἀγῶνα πρὸς τὰ ἔθνη εἴχετε,  
δηλαδὴ μεγίστης ἂν ἦν νίκης νικᾶν τοὺς ἀεὶ ὑμῖν γενομένους ἐχθρούς· πηλίκη δὲ
ἐκείνη
ἡ νίκη λεκτέα ὅπου ὁ ἱερεὺς ἀλλαγέντος τοῦ κηρύγματος διώκτης τῶν καθολικῶν
ἐγένετο;
ἰδικῶς ἐν ἅπασι κατὰ Παύλου φρονῶν, ὃς τοῦ εὐαγγελίου τοῦ κυρίου, οὗ διώκτης ἦν
πρότερον, ὕστερον ἐγένετο κῆρυξ. κατελείφθη ὁ ἀσεβὴς διαλεκτικὸς παρὰ τοῦ θείου
πνεύματος, ὁπότε κατ' αὐτοῦ τοῦ θείου πνεύματος ἐφρόνησεν ἐναντία. δικαίως, ἐὰν
ἐπιμείνηι, ἀκούσεται παρ' ἡμῶν τὰ ῥήματα τοῦ Σαμουὴλ ἅπερ τότε τῶι Σαοὺλ παρ'
αὐτοῦ τοῦ
ἱερέως εἴρηται· ἐξουθενήσει σε κύριος, ἵνα μὴ βασιλεύσηις ἐπὶ Ἰσραήλ. ἐκεῖνος ἄξιος

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,3, p. 73, line 11

λόγον ζωῆς ἐπέχοντες· ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, τὴν πίστιν
ἀπομιμούμεθα, τουτέστι τὰ αὐτὰ καὶ φρονεῖν αὐτοῖς καὶ λαλεῖν σπουδάζομεν, κατ'
οὐδένα
τρόπον ἔξω φέρεσθαι τῆς εὐθείας ἀνεχόμενοι τρίβου· μεμνήμεθα γὰρ τῆς
θεοπνεύστου
βοώσης γραφῆς ὀρθὰς τροχιὰς ποίει σοῖς ποσὶ καὶ τὰς ὁδούς σου κατεύθυνε.
οἱ μὲν γὰρ τὰς ὀρθὰς τιμῶντες τροχιὰς κατὰ σκοπὸν τρέχουσιν εἰς τὸ βραβεῖον τῆς
ἄνω κλήσεως ἐν Χριστῶι, οἱ δὲ τῆς ἀποστολικῆς τε καὶ εὐαγγελικῆς παραδόσεως
ἀλογή-
σαντες καὶ τὴν νεωτέραν καὶ ἐπισφαλῆ καὶ καταγέλαστον ἀληθῶς τῆς ἑαυτῶν
διανοίας
τιμῶντες εὕρεσιν ἀκουέτωσαν παρὰ πάντων μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ
πατέρες σου. οὐ γὰρ ἀστεία τῶν τοιούτων ἡ ὁδός, καμπύλαι δὲ μᾶλλον αἱ τροχιαὶ καὶ
εἰς πέταυρον ἅιδου καὶ παγίδα θανάτου κατακομίζουσαι. καί μοι δοκεῖ σοφὸς ὢν
ἄγαν
ὁ Σολομὼν ἀσέμνωι γυναικὶ τὸ ἑκάστης τῶν αἱρέσεων περιθεῖναι πρόσωπον, εἶτα
περὶ
αὐτῆς εἰπεῖν ὡς χρὴ παραιτεῖσθαι καὶ φεύγειν τὴν γυναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα καὶ
σαγήνη καρδία αὐτῆς, δεσμὸς εἰς χεῖρας αὐτῆς. ἀγαθὸς πρὸ προσώ-
που τοῦ θεοῦ ἐξαιρεθήσεται ἀπ' αὐτῆς καὶ ἁμαρτάνων συλληφθήσεται ἐν
αὐτῆι. ἀλλ' ἐξηιρήμεθα μὲν ἡμεῖς τῆς τοῦ θηρεύοντος ἀπλήστου παγίδος, σεσώσμεθα
δὲ διὰ τοῦ πάντων ἡμῶν σωτῆρος Χριστοῦ, ὃν καὶ θεὸν εἶναι πιστεύοντες,
ὁμολογοῦντες
δὲ θεοτόκον καὶ τὴν κατὰ σάρκα τεκοῦσαν αὐτόν, αὐτῶι πρόσιμεν λέγοντες ζωώσεις
ἡμᾶς καὶ οὐ μὴ ἀποστῶμεν ἀπὸ σοῦ, καὶ τῶι ὀνόματί σου ἐξομολογησό-
μεθα εἰς τοὺς αἰῶνας. ἁπάντων δὲ τούτων ἡμῖν τῶν τριποθήτων ἀγαθῶν γέγονε
1172

πρόξενος ἡ θεία τε καὶ ἀπόρρητος καὶ ἄνωθεν ψῆφος καὶ ἡ τοῖς ἄνωθεν νεύμασι
συντρέ

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,3, p. 79, line 3

σαις θορυβουμέναις ἐπικουρήσητε· σώιζειν γὰρ ἔθος ὑμῖν. ἡ βαρβαρικὰς ἐφόδους


σημαί-
νουσα σάλπιγξ τὸν μὲν εὐσθενῆ τε καὶ μαχιμώτατον τῆς αὐτῶι πρεπούσης εὐανδρίας
ὑπομιμνήσκει μόνον, τὸν δὲ οὐ σφόδρα γοργὸν οὐδὲ ἐμπειροπόλεμον ἀσφαλίζεται,
μὴ ἄρα
πως ταῖς τῶν πολεμίων φάλαγξιν ἀδοκήτως ἐμβαλὼν τῆς ἐνούσης αὐτοῖς ὠμότητος
γένηται
θήραμα. ὁ ἐμὸς τοιγαροῦν περὶ Χριστοῦ λόγος τῆς μὲν ὑμετέρας εὐσεβείας τὸ
κέντρον
ἐκίνει κατὰ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος, ἠσφαλίζετο δὲ πρὸς πίστιν τοὺς ἐλαφρόν τε
καὶ
εὐπαρακόμιστον ἔχοντας νοῦν. οὐ πολλοῖς εὐκάτοπτόν ἐστι τὸ Χριστοῦ μυστήριον,
βαθὺς
δὲ λίαν ὁ λόγος ὁ περὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς ὅτι μάλιστα νουνεχεστάτοις καὶ τὰς θείας
ἠκριβω-  
κόσι γραφὰς μόλις ὡς ἐν αἰνίγματι καὶ ὡς ἐν ἐσόπτρωι γνώριμος. καὶ καθά φησιν ὁ
ἱερώτατος Παῦλος, φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί, καὶ μὴν καὶ κατά γε τὸν
Σολομῶντος λόγον σταγὼν στάζουσα κοιλαίνει πέτραν· τὸ γάρ τοι συχνῶς εἰς νοῦν
τὸν ἀν-θρώπινον σταγόνος δίκην τοὺς ἀδικεῖν πεφυκότας καθίεσθαι λόγους οὐ
μετρίαν ἔσθ' ὅτε,
μᾶλλον δὲ ὡς ἐπίπαν ἐργάζεται τὴν ζημίαν. ἀναγκαία τοιγαροῦν καὶ ἐπωφελὴς ἡ παρ'
ἐμοῦ γέγονεν ὑπόμνησις πρός τε ἐκεῖνον αὐτὸν τὸν παρὰ πᾶσαν ἐλπίδα Χριστῶι
πολεμή-
σαντα καὶ πρός γε τοὺς ἄλλους, οἳ τὴν τοῦ μυστηρίου γνῶσιν οὐ λίαν ἠκριβωκότες
τοῖς

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


Tomëvolumëpart 1,1,6, p. 54, line 11

ἐπιτήρει γὰρ ἀκριβῶς τὴν τοῦ προφήτου φωνήν. προηγορευκὼς γάρ, ὡς ἔφην, ὅτι ἐν
σοὶ ὁ θεός ἐστιν, οὐ προστέθεικεν ὅτι καὶ οὐκ ἔστι θεὸς πλὴν τοῦ ἐν σοί, ἀλλ' εἰς
ἑνότητα συνενεγκὼν οἰκονομικήν, οὐκ ἔστι, φησί, θεὸς πλὴν σοῦ. ὅτι δὲ ἄνθρωπος
γεγονὼς ὁ μονογενὴς τοῦ θεοῦ λόγος διὰ πάσης τῆς θεοπνεύστου γραφῆς ὡς ἔπος
εἰπεῖν
καταγγέλλεται, διὰ πλείστων μὲν ὅσων ἀκονιτὶ καταδεῖξαι ῥᾶιον, ἀπόχρη δέ, οἶμαι,
πρὸς τὸ
παρὸν ἐκεῖνο εἰπεῖν. ἔφη γάρ που θεὸς πρὸς τὸν μακάριον Δαυίδ· καὶ ἀναστήσω
ἐκ τοῦ σπέρματός σου μετὰ σὲ ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω
τὴν βασιλείαν αὐτοῦ· αὐτὸς οἰκοδομήσει οἶκον τῶι ὀνόματί μου. καὶ
ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτῶι εἰς
1173

πατέρα καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν. ἀλλ', οἶμαι, φαίη τις ἄν, οὐκ ἐπί γε τῶι
Ἐμμανουήλ, εἰρῆσθαι δὲ μᾶλλον ἐπὶ Σολομῶντι ταυτί· Παῦλός γε μὴν ὁ σοφώτατος
τοῖς
οὕτως ἐθέλουσι νοεῖν ἀντιτάξεται γεννικῶς. δέχεται γὰρ ἐπὶ Χριστῶι τὰς φωνὰς καὶ
αὐτὸν εἶναί φησι πρὸς ὃν εἴρηται παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ πατρὸς ὅτι ἔσομαι αὐτῶι εἰς
πατέρα καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν. ὅτι δὲ καθ' ἡμᾶς γεγονώς, τουτέστιν
ἄνθρωπος ἱερουργήσειν ἔμελλε τῶι θεῶι καὶ πατρὶ διὰ τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως
σεσωσμένην
τὴν ὑπ' οὐρανόν, διεσάφει λέγων ἐν ἑτέροις· καὶ ἀναστήσω ἐμαυτῶι ἱερέα πιστὸν
ὃς πάντα τὰ ἐν τῆι καρδίαι μου καὶ ἐν τῆι ψυχῆι μου ποιήσει, καὶ οἰκοδο-
μήσω αὐτῶι οἶκον πιστὸν καὶ διελεύσεται ἐνώπιόν μου πάσας τὰς ἡμέρας.
ἄθρει δή μοι πάλιν ὡς ἐν ἑτέροις εἰπὼν οὗτος οἰκοδομήσει οἶκον τῶι ὀνόματί
μου, τῶι υἱῶι τὸν οἶκον ἐγείρειν ὁ πατὴρ ἐπαγγέλλεται. καὶ τοῦτο συνεὶς ὁ θεσπέσιος
Παῦλος Μωσέα

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431 Tomëvolumëpart


1,1,7, p. 135, line 6

γὰρ λόγωι ἠδύνατο ἐκκλῖναι, διώκοντος ἐκείνου ὧιτινι ἑαυτὸν οὐδεὶς ἀποκρύπτει; ἢ
ἐπειδὴ
τοιούτοις κοινωνοῖς ἐχρήσατο, ἄνευ ἁμαρτίας ἑαυτὸν εἶναι ὑπολαμβάνων, οὐ
κατηξίωσεν
ἐνθυμηθῆναι ὅ τις προφήτης βοᾶι· ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου, καὶ
ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; ἐὰν ἀναβῶ εἰς τὸν οὐρανόν, σὺ  
ἐκεῖ εἶ· ἐὰν καταβῶ εἰς τὸν ἅιδην, πάρει. ἐκεῖνος βοᾶι ἐλλεῖψαι ἀποφυγὴν
ταῖς ἰδίαις ἁμαρτίαις μήτε ταύτας θεὸν δύνασθαι λαθεῖν· ἐκεῖνος αὐτὸν ὁμολογεῖ
πανταχοῦ
παρεῖναι, ὃν οὗτος ἠγωνίζετο δεῖξαι ἐν τῆι γαστρὶ συλληφθέντα ἀπολιμπάνεσθαι. ὀψὲ

γοῦν ἐν τοῖς ἱερεῦσι τοῖς ἑαυτοῦ, ὡς πάντοτε, ζῶν τὸ ἓν καὶ ἅγιον πνεῦμα εἰς πάντας
ἔστησεν ὃ τοῖς πᾶσι βοηθήσηι. οὐδεμία περὶ ἕλκους ἀναφυομένου ὑπόνοια, ἐπειδὴ
ἐπι-
μελῶς ἀφηιρέθη ὅπερ ἡ χεὶρ ἡ πνευματικὴ περιέκοψεν. ἔκβαλε γάρ φησιν ὁ
Σολομών,
ἐκ συνεδρίου λοιμὸν καὶ συνεξελεύσεται αὐτῶι νεῖκος. μεθ' ἑαυτοῦ τὸ σκάνδαλον τὸ
ἴδιον, ὅπερ ἐπεισήγαγεν, ἀπηνέγκατο, ἐπειδὴ παρ' ὑμῖν ὃ εὕρηκε, τοῦτο κατέλιπεν.
οὐκ
ἠδύνατο λέγοντος τοῦ κυρίου μὴ ἐκριζωθῆναι ἡ φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ πατήρ,
καὶ ἡ
ἐν ταύτηι πλείονα καρπὸν δοκιμαζομένη φέρειν· ἐφύλαξε τὴν ἄμπελον τὴν ἰδίαν ὁ
κύριος
τοῦ Ἰσραήλ· ἡ ἄμπελος τοῦ Χριστοῦ οἶκος τοῦ Ἰσραήλ ἐστι, καὶ διὰ τοῦτο οὔκ ἐστι
θαυ-
μαστὸν εἰ τὸν κλέπτην ὁ οἶκος αὐτοῦ ἐξέφυγεν, οὗ ἀνέγνωμεν μηδὲ ὑπνοῦν μηδὲ
νυστάζειν
τὸν φύλακα. τί ποιεῖ ὁ ἐπίμονος ἀσεβής; τί αὐτῶι ἀπέμεινεν ἐλπίδος καὶ βοηθείας;
οὐκ ἔχει τόπον συγγνώμης, ὧι γέγραπται ὅτι οὔτε ἐνταῦθα οὔτε εἰς τὸ μέλλον

Οικουμενική Σύνοδος. Concilium universale Ephesenum anno 431


1174

Tomëvolumëpart 1,1,7, p. 135, line 39

παραδείσωι ἐπαγγέλλεται αὐτῶι τῶν μελλόντων τὴν κοινωνίαν τῶι μετ' αὐτοῦ τὰ πα-
ρόντα ὑπομένοντι· ἐγένετο αὐτῶι εἰς δικαιοσύνην ἡ τῆς καρδίας πίστις καὶ εἰς
σωτηρίαν
ἡ τοῦ στόματος ὁμολογία. ἐκβοᾶν ἐνταῦθα ὁμοῦ καὶ ὀδύρεσθαι ὀφείλομεν ἐν
τοσαύτηι
ἐναντιότητι πραγμάτων· ἀθέμιτόν ἐστιν τοῦτο ἐπίσκοπον ἀπολωλεκέναι ὅπερ ὁ
ληιστὴς
ἠδυνήθη εὑρεῖν. ὢ πίστεως καὶ ἀπιστίας ἔπαθλον· ὢ κρίματα θεοῦ, ἄβυσσος πολλή· ὁ
ληιστὴς παραδείσου ἠξιώθη καὶ ὁ ἱερεὺς ἐξορίας. σχῶμεν δ' ὅμως τούτου τοῦ
πράγματος
ἀμφοτέρους ἑρμηνέας· τοῦτον ἐκεῖνος ἐν βασάνοις ὄντα ἐπέγνω, ὃν οὗτος ἐν τιμῆι
τυγχά-
νων ἠγνόησεν. οὐκ ἄρα τοῦτο ἐκεῖνό ἐστι καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῆι ὢν οὐ συνῆκε·
παρεσυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις; ποῖόν ἐστιν ἕτερον νοήματος
τεκμήριον ἢ τὸ γινώσκειν σοφίαν καὶ ἐπιστήμην καὶ νοεῖν τὰ ῥήματα τῆς φρονήσεως;
ἐκείνη ἐστὶν ἀληθὴς σοφία, ἥτις ἀρχὴν λαμβάνει, αὐτοῦ Σολομῶντος λέγοντος, παρὰ
τοῦ
φόβου τοῦ θεοῦ, ἣν ἑαυτὸν μεταξὺ τελείων λαλεῖν ὁ μακάριος Παῦλος διαβεβαιοῦται·
ἥντινα
οὐχ οὕτω βαρύ ἐστιν, ὅτι αὐτὴν τότε οὐδαμῶς ὁ κόσμος ἐπέγνω, ἢ ὅτι νῦν ὁ
ἐπίσκοπος
ἠγνόησεν. ἐνταῦθα χρήσομαι τοῦ θεοῦ ἡμῶν διὰ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου τοῖς
ῥήμασιν·
οἱ σέβοντες τὸν νόμον μου ἠγνόησάν με, καὶ τοὺς προφητεύοντας ἐκρότησαν ταῖς
χερσὶν
οἱ ἱερεῖς· καὶ διὰ τοῦ αὐτοῦ ἀλλαχοῦ· οἱ ἱερεῖς μου ἔθυσαν μοι πλαστῶς. ἐκέχρητο  
λοιπὸν ἐκδικίαι καὶ ἐπαίνωι ἐθνῶν, ἐπίσκοπον τοιοῦτον μηδέποτε γεγονέναι
μαρτυρούντων.

Οικουμενική Σύνοδος. Synodus Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536


Tome 3, p. 54, line 7

ἰδίωι τυπῶν ὑποδείγματι ἐκείνους οἷς ἔμελλε βοηθεῖν· αὐτὸς μεταξὺ τῶν ἀρετῶν καὶ
τῶν κόπων τὸν ζυγὸν κατέχει, ἱστάμενος κατὰ τῶν δηλητηρίων τῶν μεμηνότων, ἵνα
κατὰ τὴν ὀργὴν τοῦ διωγμοῦ αὐτὸς καὶ τῆς αἰωνίου βασιλείας τοὺς στεφάνους
παράσχηι.
ἀναλογίσασθε ποία τῶν Μακκαβαίων ἡ ἔξοδος (τοῖς καρτερικοῖς ἡ πάλαι ἱστορία τῶν

ἐπαίνων ἐφέπεται), ποίαι Ἰούδας κἀκείνη τῶν πιστῶν ἀδελφῶν ἡ φάλαγξ θανάτου
τιμῆι
ἀναγορεύεται, ἐν ποίοις ἐστὶ στόμασιν ὁ λαὸς ὁ ἐν τῶι ὄρει ἀναλωθείς. καὶ αὗται
πᾶσαι αἱ δυνάμεις ὑπὲρ τῆς τοῦ νόμου φυλακῆς, ὁμοιώματα καὶ σκιαὶ τῶν μελλόντων
οὖσαι, ἠξιώθησαν παραδειγμάτων τοσούτων· ἡμεῖς ἐν τοῖς πατράσιν ἑωράκαμεν,
ἐψη-
λαφήσαμεν, ἐδοκιμάσαμεν τίνι ἀκολουθήσομεν. τί οὐκ ἐφαρμόζει τῆι ὑποθέσει; τί
ἀπάιδει τῆς ἀληθείας; τί οὐκ ὀφείλεται τῶι λυτρωτῆι; καταθυμίως κοινωνοῦμεν ἐν
1175

τούτοις ὑμῖν τοῖς δόγμασι· λέγει γάρ που ὁ σοφώτατος Σολομὼν ‘μακάριος ὁ
κηρύττων
λόγον εἰς ἀκοὴν ὑπακούοντος.’ εὐφροσύνη μὲν οὖν ἐστι τὸ διαλέγεσθαι τοῖς
ἐθέλουσιν
καὶ πρὸς τὴν ὀρθὴν ὁδὸν τοὺς μὴ ἀντιπαλαίοντας προτρέπεσθαι. κατέχομεν γὰρ
ἐνέχυρον
τῆς πίστεως τῆς ὑμετέρας τὴν ὑπὸ τῶν γραμμάτων ὁμολογηθεῖσαν ἔνστασιν δι' ἧς ἐκ
τῆς τῶν παραβατῶν λύμης χωρισθέντες εἰς τὰ τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας δόγματα καὶ

ἐντολὰς ἐπανέρχεσθε, ὀψὲ μὲν ἐπιβάντες τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας, ἀλλ' εὐλογητὸς ὁ
θεὸς
ὃς οὐκ εἰς τέλος ἐπιλανθάνεται, ὃς παιδεύει καὶ ἰᾶται καὶ οὐδὲ τῆς ἡνωμένης αὐτοῦ
ποίμνης
τὰ πρόβατα καρτερεῖ τῶν ἐπιβουλευόντων λύκων τῆι ἁρπαγῆι διασπᾶσθαι, ὃς διὰ
τῆς κεκραμένης αὐστηρίας οὐδὲ τῆς ἀσφαλείας τῶν ἰδίων ὑπερορᾶι οὐδὲ τῆς
σωτηρίας.
ἀλλὰ τί θαυμαστὸν εἰ τὰ πρόβατα καταλειφθέντος ἐκείνου τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ
ποιμένος
διασκορπισθέντα ὁ πανοῦργος ὁ αἵμασι πεφυρμένος καὶ ἅρπαξ ταῖς ἐνέδραις
ἐτάραξεν;

Οικουμενική Σύνοδος. Synodus Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536


Tome 3, p. 80, line 13

Πέτρος ἐλέει θεοῦ ἐπίσκοπος Φαινοῦς ἐρρῶσθαί με καὶ τῶι κυρίωι εὐαρεστεῖν
εὔχεσθε, δεσπόται θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες:  –  
Ἐπιφάνιος ἐλέει θεοῦ ἐπίσκοπος Ῥαφίας ἐρρῶσθαί με καὶ τῶι κυρίωι εὐαρεστεῖν
εὔχεσθε, δεσπόται θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες:  –  
Ἠλίας ἐλέει θεοῦ ἐπίσκοπος Ἰόππης ἐρρῶσθαί με καὶ τῶι κυρίωι εὐαρεστεῖν
εὔχεσθε, δεσπόται θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες:  –  
PRESTVTVS ἐPίSCOPOS TV AGίV ὄRVS THABὸR ERROSTHAE ME καὶ τὰ λοιπὰ διὰ
Ῥωμαικῶν γραμμάτων:  –  
Προκόπιος ἐπίσκοπος Ἀμαθούντων ἐρρῶσθαί με καὶ τῶι κυρίωι εὐαρεστεῖν
εὔχεσθε, δεσπόται θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες:  –  
Σολομὼν ἐλέει θεοῦ ἐπίσκοπος Ἀβίλης ἐρρῶσθαί με καὶ τῶι κυρίωι εὐαρεστεῖν
εὔχεσθε, δεσπόται θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες:  –  
Κόνων ἐλέει θεοῦ ἐπίσκοπος Ἵππων ἐρρῶσθαί με καὶ τῶι κυρίωι εὐαρεστεῖν
εὔχεσθε, δεσπόται θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες:  –  
Λεόντιος ἐλέει θεοῦ ἐπίσκοπος Σωζούσης ἐρρῶσθαί με καὶ τῶι κυρίωι εὐαρεστεῖν
εὔχεσθε, δεσπόται θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες:  –  
Ἀμβρίλλιος ἐλέει θεοῦ ἐπίσκοπος τῆς Γαζαίων ἐρρῶσθαί με καὶ τῶι κυρίωι
εὐαρεστεῖν εὔχεσθε, δεσπόται θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες:  –  

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 4, line 851


1176

ὡς εἶναι ἔτη νζ μῆνας ηʹ. ἐν τούτοις ἐπι-


μεριζομένοις Ἡλίῳ χρόνοις, τοῦτ' ἔστιν
τοῖς ιθ μησίν, ἐπιβαλοῦ, εἰς ὃ ζητεῖς. με-
τὰ τοῦτο ἐπιμερίζει Ἄρεϊ μῆνας ιε, ὡς εἶναι
ἔτη νη μῆνας ια. οὗτοι ἐναντίοι χρόνοι. εἶ-
τα Σελήνῃ μῆνας κε, ὡς εἶναι ἔτη ξα. οὗ-
τοι καλοί. εἶτα Διῒ μῆνας ιβ, ὡς εἶναι
ἔτη ξβ. οὗτοι καλοί. εἶτα Κρόνῳ μῆνας λʹ,
ὡς εἶναι ἔτη ξδϛ. οὗτοι σωματικῶς
φαῦλοι, ἐν οἷς καὶ κλιμακτῆρες.
 Σολομῶνος κατάπτωσις, καὶ ἐπὶ παίδων
καὶ τελείων ποιοῦσα· ὄμνυμί σοι θεούς τε ἁγίους καὶ θεοὺς οὐρανίους μη-
δενὶ μεταδοῦναι τὴν Σολομῶνος πρα-
γματείαν μηδὲ μὴν ἐπί του εὐχεροῦς
πράττειν, εἰ μή σε πρᾶγμα ἀναγκαῖον
ἐπείξῃ, μή πώς σοι μῆνις τηρηθείη.

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 4, line 853

τοῖς ιθ μησίν, ἐπιβαλοῦ, εἰς ὃ ζητεῖς. με-


τὰ τοῦτο ἐπιμερίζει Ἄρεϊ μῆνας ιε, ὡς εἶναι
ἔτη νη μῆνας ια. οὗτοι ἐναντίοι χρόνοι. εἶ-
τα Σελήνῃ μῆνας κε, ὡς εἶναι ἔτη ξα. οὗ-
τοι καλοί. εἶτα Διῒ μῆνας ιβ, ὡς εἶναι
ἔτη ξβ. οὗτοι καλοί. εἶτα Κρόνῳ μῆνας λʹ,
ὡς εἶναι ἔτη ξδϛ. οὗτοι σωματικῶς
φαῦλοι, ἐν οἷς καὶ κλιμακτῆρες.
 Σολομῶνος κατάπτωσις, καὶ ἐπὶ παίδων
καὶ τελείων ποιοῦσα· ὄμνυμί σοι θεούς τε ἁγίους καὶ θεοὺς οὐρανίους μη-
δενὶ μεταδοῦναι τὴν Σολομῶνος πρα-
γματείαν μηδὲ μὴν ἐπί του εὐχεροῦς
πράττειν, εἰ μή σε πρᾶγμα ἀναγκαῖον
ἐπείξῃ, μή πώς σοι μῆνις τηρηθείη.
λόγος λεγόμενος· ‘Οὐριωρ· Ἀμήν ιμ
ταρ χωβ· κλαμφωβ· Φρῆ· φρωρ·
Πταρ· Οὔσιρι· σαϊωβ· τηλω καβη·
μαναταθωρ· ασιωρικωρ· βηεινωρ·
Ἀμοῦν ωμ· μηνιχθα· μαχθα·
χθαρα· αμαχθα αου· αλακαμβωτ·

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 4, line 3036

αβλαναθαναλβα· ακραμμ· (λόγος) Ἀώθ· ιαθα-


βαθρα· χαχθαβραθα· χαμυν χελ· αβρω-
ωθ· ουαβρασιλωθ· ἁλληλοῦ· ϊελωσαϊ
Ἰαήλ. ὁρκίζω σε τὸν ὀπτανθέντα τῷ
Ὀσραὴλ ἐν στύλῳ φωτινῷ καὶ νεφέλῃ ἡμε-
ρινῇ καὶ ῥυσάμενον αὐτοῦ τὸν λαὸν ἐκ τοῦ
Φαραὼ καὶ ἐπενέγκαντα ἐπὶ Φαραὼ τὴν
1177

δεκάπληγον διὰ τὸ παρακούειν αὐτόν. ὁρκί-


ζω σε, πᾶν πνεῦμα δαιμόνιον, λαλῆσαι, ὁποῖ-
ον καὶ ἂν ᾖς, ὅτι ὁρκίζω σε κατὰ τῆς σφραγῖ-
δος, ἧς ἔθετο Σολομὼν ἐπὶ τὴν γλῶσσαν
τοῦ Ἰηρεμίου, καὶ ἐλάλησεν. καὶ σὺ λάλησον,
ὁποῖον ἐὰν ᾖς, ἐπουράνιον ἢ ἀέριον,
εἴτε ἐπίγειον εἴτε ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον
ἢ Ἐβουσαῖον ἢ Χερσαῖον ἢ Φαρισαῖον, λάλησον,
ὁποῖον ἐὰν ᾖς, ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφό-
ρον, ἀδάμαστον, τὰ ἐν καρδίᾳ πάσης ζωῆς
ἐπιστάμενον, τὸν χουοπλάστην τοῦ γένους
τῶν ἀνθρώπων, τὸν ἐξαγαγόντα ἐξ ἀδήλων
καὶ πυκνοῦντα τὰ νέφη καὶ ὑετίζοντα τὴν γῆν
καὶ εὐλογοῦντα τοὺς καρποὺς αὐτῆς, ὃν εὐλο

Scholia In Hesiodum, Scholia in opera et dies (scholia vetera)


Prolegomenon-scholion sch, sec. -verse 408a sqq, line 1

ἔχειν, τῆς ὥρας ἡκούσης τοῦ σπείρειν, εἰ τύχοι, ἢ ἀρο-


τριᾶν ἢ θερίζειν, μὴ ἔχων, ἄλλον αἰτήσεις τὰ πρὸς τὴν
χρείαν τῶν ἔργων τούτων οἷον ἄροτρον ἢ δρέπανον· ὁ δὲ
οὐ δώσει, σὺ δὲ τητᾷ, τουτέστι στερίσκῃ τοῦ
ὀργάνου καὶ τοῦ ἔργου – τὸ γὰρ τητᾶσθαι τὸ στερίσκεσθαι
δηλοῖ [τητῶμαι γὰρ τὸ πρῶτον, ὡς βοῶμαι, καὶ τητᾷ τὸ
δεύτερον, ὡς βοᾷ] – . τούτου δὲ συμβαίνοντος πάρεισιν ἡ
προσήκουσα ὥρα τοῦ ἔργου, καὶ τὸ ἔργον ἐλαττοῦταί σοι
κατὰ τὴν ὠφέλειαν, ἣν εἰκὸς ἦν ςαυτῷ παρασχεῖν ἐν ὥρᾳ
τῇ οἰκείᾳ γινομένῃ.
καὶ τοῦτο Σολομῶντος.
μηδ' ἀναβάλλεσθαι ἔς
τ' αὔριον: τὸ μὲν ὑπερτίθεσθαι τῶν μέσων εἰώθασι
λέγειν ὡς γινόμενον εὖ καὶ οὐκ εὖ, τὸ δὲ ἀναβάλ-
λεσθαι πάντως οὐκ εὖ γίνεσθαί φασι· διὸ τοῦτον
ἀποτρέπει τῆς ἀναβολῆς, οὐ τῆς ὑπερθέσεως. οἱ δὲ ἀναβαλ-
λόμενοι οὕτως εἰώθασι λέγειν· ‘αὔριον ποιήσομεν’, καὶ
αὖθις ἐκείνης ἐλθούσης τὸ αὐτὸ λέγουσι· καὶ πάλιν τὸ αὐ-
τὸ καὶ τέλος εἰς τὴν ἐσχάτην ἀφικνοῦνται τοῦ μηνός, τὴν
ἔνην καλουμένην καὶ νέαν, εἶτα πάλιν εἰς τὴν νουμηνίαν
ἀναβάλλονται ὡς ἐπιτηδείαν, εἰ τύχοιεν, ἣν μόνην ἔνην

Scholia In Clementem Alexandrinum, Scholia in protrepticum et paedagogum


(scholia recentiora partim sub auctore Aretha) P. 331, line 13

 209, 6 παταγητικὸς] οἱονεὶ καταπεπτωκὼς τὴν λιγυφωνίαν.


 209, 17 – 25 ὡραῖον ἄγαν τὸ χωρίον καὶ τῇ φράσει ἐξηνθισμέ-
1178

νον.
 210, 6f αἵ τε γὰρ θήλειαι] οὐκ ἀλλήλας βαίνουσαι δηλαδή, ἀλλὰ
τοῖς ἀνδράσιν οὕτω παρέχουσαι ἑαυτάς· οὕτως Ἀναστάσιος ἐν τῶ εἰς
τὴν πρὸς Κορινθίους ἐξηγητικῷ.
 211, 2 δικρόαν] διπλῆν.
 211, 17 περᾶν] οὐ πειρᾶν, ἀλλὰ περᾶν, ἀφ' οὗ καὶ τὸ περαίνειν·
ἐμφαντικώτερον γὰρ τὸ περᾶν τοῦ πειρᾶν πρὸς τὸ τῆς λαγνείας
αἰσχρόν.
 212, 4 φιλόσοφος] Σολομῶντά φησιν.
 212, 11 – 13 Πλάτωνος.
 213, 10 μεμυκότι τῷ στόματι] ὡραῖον εἰς ἀπόδειξιν σωφροσύνης
τοῦτο ταῖς κυούσαις.
 213, 12 περὶ τὴν παιδοποιίαν] ταύτῃ φασὶ καὶ τὰς τῶν γυναικῶν
ἀνδρομανεῖς τῷ συνεχεῖ τῆς παιδοποίας σωφρονέστερον διατίθεσθαι,
ἀμβλυνομένης τῆς ἐπιθυμίας τῷ κατακόπῳ τῆς φύσεως, ὃς ἐκ τῶν
τοκετῶν πέφυκε γίγνεσθαι.

Scholia In Clementem Alexandrinum, Scholia in protrepticum et paedagogum


(scholia recentiora partim sub auctore Aretha) P. 331, line 34

τῷ συνοικεῖν τῆς ἐπιθυμίας τὸν οἶστρον, καὶ ταύτῃ σωφρονεῖν κατε-


πείγει· τὸ γὰρ εἰς ἐξουσίαν προκείμενον ἀργὴν δείκνυσι τὴν ἐπιθυμίαν
καὶ νωθεστέραν τὴν μεταχείρισιν εἰς ἀπόλαυσιν.
 214, 6 τῶν ἐν ἀσκήσει σωμάτων] τοὺς παγκρατιαστάς φησι.
 214, 9 Ἀβδηρίτης] Δημόκριτον λέγει.
 214, 18 ἀστεῖος οὖν μάλα] Πλάτωνος ἐκ τοῦ πρώτου τῆς Πολι-
τείας.
 216, 1 εὖ γοῦν τις εἰρηκέναι] Ἐπίκουρος· οὗτος ἐν τῷ ἐπιγε-
γραμμένῳ Κύριαι δόξαι, ἤτοι Ἐπικούρου φωναί, ταῦτα καὶ ἕτερα
λέγει τοιαῦτα.
 216, 4 γυνὴ μισθία ἴση σιάλῳ] καὶ Σολομῶν· «τιμὴ πόρνης ὅση
καὶ ἑνὸς ἄρτου.»  
 216, 17f ὁ ἑταιριζόμενος αὐτόν] ὁ κατακόρως χρώμενος τῇ ἑαυ-
τοῦ γαμετῇ· εἰ οὖν τὸ κατακόρως χρᾶσθαι μοιχεύειν ἐστίν, τί ἂν εἴη
τὸ πρὸς πολλὰς καὶ κατὰ ταὐτὸν τὸ ἀσελγὲς ἐπιδείκνυσθαι; οὐκ οἶμαι
τυγχάνειν ὀνόματα κακίας. διά τοι τοῦτο οὐ τῶν πάνυ κατεγνω-
σμένων τῷ μὴ τέλεον σωφρονοῦντι νομίμῳ χρῆσθαι γυναικί, ἑνὶ πε-
ριείργοντι προσώπῳ τὸ τῆς ἐπιθυμίας ἀνύποιστον.
 τὸ τῆς ἀθεμιτογαμίας περιστέλλοντός ἐστι ταῦτα, οὐκ ἐοικότα
οὐμενοῦν τοῖς προτέροις σοφίσμασι χεῖρον αἱρέσεως φιλοσοφοῦσι τὸ
περὶ τὸν δʹ γάμον ἀδιαφορεῖν, εἴ σοι πρὸς ἀοριστίαν ὁ σκοπὸς τῶν

Ελληνική ανθολογία. Anthologia Graeca Book 1, epigram 10, line 48

Ἐν τῇ εἰσόδῳ τοῦ αὐτοῦ ναοῦ ἔξωθεν τοῦ νάρθηκος


       πρὸς τῶν ἀψίδων
1179

 Ποῖος Ἰουλιανῆς χορὸς ἄρκιός ἐστιν ἀέθλοις,


ἣ μετὰ Κωνσταντῖνον, ἑῆς κοσμήτορα Ῥώμης,
καὶ μετὰ Θευδοσίου παγχρύσεον ἱερὸν ὄμμα
καὶ μετὰ τοσσατίων προγόνων βασιληίδα ῥίζαν,
ἄξιον ἧς γενεῆς καὶ ὑπέρτερον ἤνυσεν ἔργον
εἰν ὀλίγοις ἐτέεσσι, χρόνον δ' ἐβιήσατο μούνη,
καὶ σοφίην παρέλασσεν ἀειδομένου Σολομῶνος,
νηὸν ἀναστήσασα θεηδόχον, οὗ μέγας αἰὼν
οὐ δύναται μέλψαι χαρίτων πολυδαίδαλον αἴγλην;
οἷος μὲν προβέβηκε βαθυρρίζοισι θεμέθλοις,
νέρθεν ἀναθρώσκων καὶ αἰθέρος ἄστρα διώκων.
οἷος δ' ἀντολίης μηκύνεται ἐς δύσιν ἕρπων,
ἀρρήτοις Φαέθοντος ὑπαστράπτων ἀμαρυγαῖς
τῇ καὶ τῇ πλευρῇσι· μέσης δ' ἑκάτερθε πορείης
κίονες ἀρρήκτοις ἐπὶ κίοσιν ἑστηῶτες
χρυσορόφου ἀκτῖνας ἀερτάζουσι καλύπτρης·
κόλποι δ' ἀμφοτέρωθεν ἐπ' ἀψίδεσσι χυθέντες

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 237, line 12

Ἐκ τῶν παναρίων τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου περὶ τῶν


παρ' Ἑβραίοις βιβλίων, καὶ στιχισμὸς βιβλίων τῆς
παλαιᾶς καὶ νέας διαθήκης, καὶ περὶ σταθμῶν καὶ
 μέτρων φερομένων ἐν τῇ θείᾳ γραφῇ.
 Ἐκ τοῦ αʹ βιβλίου τόμου αʹ.
 Ἔσχον δὲ οὗτοι οἱ Ἰουδαῖοι ἄχρι τῆς ἀπὸ Βαβυλῶνος
τῆς αἰχμαλωσίας ἐπανόδου βίβλους τε καὶ προφήτας τούτους
καὶ προφητῶν βίβλους ταύτας·
 αʹ γένεσιν, βʹ ἔξοδον, γʹ λευϊτικόν, δʹ ἀριθμούς, εʹ δευ-
τερονόμιον, ϛʹ Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ, ζʹ τῶν κριτῶν, ηʹ τῆς
Ῥούθ, θʹ Ἰώβ, ιʹ ψαλτήριον, ιαʹ παροιμίας Σολομῶντος,
ιβʹ ἐκκλησιαστήν, ιγʹ ᾆσμα τῶν ᾀσμάτων, ιδʹ βασιλειῶν αʹ,
ιεʹ βασιλειῶν βʹ, ιϛʹ βασιλειῶν γʹ, ιζʹ βασιλειῶν δʹ, ιηʹ παρα-
λειπομένων αʹ, ιθʹ παραλειπομένων βʹ, κʹ δωδεκαπρόφητον,
καʹ Ἡσαΐαν, κβʹ Ἱερεμίαν, Βαρούχ, θρήνους, ἐπιστολήν,
κγʹ Ἱεζεκιήλ, κδʹ Δανιήλ, κεʹ Ἔσδρα αʹ, κϛʹ Ἔσδρα βʹ,
κζʹ Ἐσθήρ.

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 238, line 2

λειπομένων αʹ, ιθʹ παραλειπομένων βʹ, κʹ δωδεκαπρόφητον,


καʹ Ἡσαΐαν, κβʹ Ἱερεμίαν, Βαρούχ, θρήνους, ἐπιστολήν,
κγʹ Ἱεζεκιήλ, κδʹ Δανιήλ, κεʹ Ἔσδρα αʹ, κϛʹ Ἔσδρα βʹ,
κζʹ Ἐσθήρ.
 Καὶ αὗται μέν εἰσιν αἱ κζʹ βίβλοι ἐκ θεοῦ δοθεῖσαι
1180

τοῖς Ἰουδαίοις, ὡς δὲ τὰ παρ' αὐτοῖς κβʹ στοιχεῖα τῶν


ἑβραϊκῶν γραμμάτων ἀριθμούμεναι διὰ τὸ διπλοῦσθαι δέκα
βίβλους καὶ πέντε λέγεσθαι, περὶ οὗ ἀλλαχοῦ που σαφῶς
εἰρήκαμεν.  
 Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι βʹ βίβλοι παρ' αὐτοῖς ἐν ἀμφιλέκτῳ,
ἡ σοφία τοῦ Σιρὰχ καὶ ἡ τοῦ Σολομῶντος, χωρὶς ἄλλων
τινῶν βιβλίων ἐναποκρύφων.
 Τῆς δὲ νέας διαθήκης εἰσὶν αἱ βίβλοι· εὐαγγέλια δʹ· Ματθαῖος,
Μάρκος, Λουκᾶς, Ἰωάννης, τῶν ἀποστόλων αἱ πράξεις αʹ, καθολικαὶ
ἐπιστολαὶ ζʹ· Ἰακώβου αʹ, Πέτρου βʹ, Ἰωάννου γʹ, Ἰούδα αʹ, τοῦ
ἁγίου Παύλου ἐπιστολαὶ ιδʹ.
 

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 240, line 3

Ἀγγαίου  στίχοι ριγʹ
Ζαχαρία  στίχοι  ψνʹ
Μαλαχίας   στίχοι  σδʹ  
 ὁμοῦ τῶν ιβʹ προφητῶν  στίχοι ͵γφμθʹ.
Ἰώβ  στίχοι  ͵βςʹ
παροιμίαι Σολομῶντος  στίχοι ͵βσνʹ
ἐκκλησιαστής   στίχοι ͵ϛϙγʹ
ᾆσμα ᾀσμάτων   στίχοι  τνγʹ
σοφία Σολομῶντος  στίχοι  ͵αςʹ
σοφία Σιράχ   στίχοι ͵βωʹ
 ὁμοῦ τὸ ἑξασόφιον  στίχοι  ͵θψϙϛʹ
ψαλτήριον   στίχοι  ͵ερʹ
ᾠδαί  στίχοι ͵ϛʹ

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 240, line 6

Ἀμβακούμ   στίχοι ρνβʹ
Σοφονίας  στίχοι  ρθʹ
Ἀγγαίου  στίχοι ριγʹ
Ζαχαρία  στίχοι  ψνʹ
Μαλαχίας   στίχοι  σδʹ  
 ὁμοῦ τῶν ιβʹ προφητῶν  στίχοι ͵γφμθʹ.
Ἰώβ  στίχοι  ͵βςʹ
παροιμίαι Σολομῶντος  στίχοι ͵βσνʹ
ἐκκλησιαστής   στίχοι ͵ϛϙγʹ
ᾆσμα ᾀσμάτων   στίχοι  τνγʹ
σοφία Σολομῶντος  στίχοι  ͵αςʹ
σοφία Σιράχ   στίχοι ͵βωʹ
 ὁμοῦ τὸ ἑξασόφιον  στίχοι  ͵θψϙϛʹ
ψαλτήριον   στίχοι  ͵ερʹ
ᾠδαί  στίχοι ͵ϛʹ
1181

Ἐσθήρ  στίχοι ψνʹ
Τωβίτ   στίχοι ψνʹ
Ἰουδίθ  στίχοι  ͵ατʹ
μακκαβαϊκὸν αʹ  στίχοι  ͵αφʹ
μακκαβαϊκὸν βʹ  στίχοι  ͵βςʹ
μακκαβαϊκὸν γʹ  στίχοι  ͵βσνʹ

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 289, line 38

127 Δορκάς
128 Νεβρὸς ἐλάφου
129 Ἀγαπητός
130 Σολομών
131 Ποιμήν
132 Βότρος Κύπρου
133 Φοῖνιξ
134 Ξύλον ζωῆς

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel Anastasio
Apocrisiario) P. 294, line 26

τῆς ἑβραΐδος “ὁμολογεῖ”, ὅ ἐστι μόδιον. ἐὰν γὰρ μὴ πλη-


ρωθῇ ὁ μόδιος, οὐχ ὁμολογεῖ, ὅτι “πεπλήρωμαι”. καὶ κατ'
ἄλλας δὲ ἑρμηνείας διαφόρως ἐκλήθη. καλεῖται γὰρ γνώμων,
ὅ ἐστι μέτρον. καλεῖται ὁμολογεῖ καὶ ὁμολόγημα καὶ ὁμό-
λογος. τῷ γὰρ ἀριθμῷ τῶν κβʹ ἔργων τοῦ θεοῦ τῶν ἀπ'
ἀρχῆς καὶ τῶν κβʹ γενεῶν ἕως τοῦ Ἰακὼβ καὶ τῶν κβʹ
βιβλίων ἕως τῆς Ἐσθὴρ καὶ τῆς τῶν κβʹ γραμμάτων ὑπερ-
θέσεως, ἐξ ὧν νόμος ἡμῖν πάρεστι καὶ θεοῦ διδασκαλία,
τὰ πάντα ἡμῖν προτετύπωται.
 Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι βίβλοι παρ' αὐτοῖς ἐν ἀμφιλέκτῳ·
ἡ σοφία τοῦ Σιρὰχ καὶ ἡ τοῦ Σολομῶντος, χωρὶς ἄλλων
τινῶν βιβλίων ἀποκρύφων. ἕως γὰρ τῆς ἐκ Βαβυλῶνος  
ἐπανόδου ἀριθμοῦσι τὰς βίβλους, πλὴν ὅτι καὶ Ἀγγαῖος καὶ
Ζαχαρίας καὶ Μαλαχίας μετὰ τὴν ἐπάνοδον προεφήτευον.
 Χρὴ δὲ τὸν φιλολόγον εἰδέναι, εἰς πόσα μέρη διῄρηνται
αἱ προφητίαι. εἰς γὰρ δέκα μέρη διῄρηνται περιέχουσαι
διδασκαλίας, θεωρίας, προτροπάς, ἐλέγχους, ἀπειλάς, ὀλο-
φυρμούς, θρήνους, εὐχάς, ἱστορίας, προρρήσεις.
 Περὶ δυσνοήτων λέξεων καὶ ὀνομάτων.
1182

Anthologiae Graecae Appendix, Epigrammata demonstrativa Epigram 288, line 2

ΑΛΛΟ.

Νητρεκὲς, ὥσπερ ἔοικεν, ἐφήσατο θέσπιν ἀϋτὴν


Δαβίδης Σολομὼν πολυγνώμων, ποικιλομήτης,
ὡς κραδίη συνετὴ σὴς ὀστέα εἰλαπινάζων.
Καὶ γὰρ ἐγὼ, φιλότης, πλεόνεσσί τε κηδοσύνῃσιν
ἦτορ ἐμὸν καὶ ἔδαψα ῥᾳθυμοτόκοις μελεδώναις
σπερχόμενος σοφίης περιώσια τέρμαθ' ἱκέσθαι.
Βουλομένῳ δὲ βίβλους ὁκόσας χρέος ἦεν ἀγεῖραι
ὄλβος ἀπῆν· ἔγραφον δὲ κατ' ἠῶ εὐφρονέην τε
συνεχέως, ὁτὲ μὲν τὰ μαθήματα, ἄλλοτε βίβλους,
εὐφρονέων μελέδαινον ἐπεξιέναι φιλοτίμως.
Ἔσθ' ὅτε καὶ ὁμοεργὸν ἐπεζήτουν φιλέοντα
ἀντιάαν· ἐξ ὧν ἐνυπάρχει ὁ προκατάρξας

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 42, line 1

Ἀβέρβηλος: ὁ ἀκατάστατος. λέγεται δὲ καὶ Ἀβύρβηλον,


ἀναίσχυντον, ἀπεχθές.
Ἀβεσαλώμ: ὄνομα κύριον. ὃς τοῦ ἰδίου πατρὸς Δαβὶδ κατεξα-
νέστη καὶ ἀνῃρέθη ὑπ' αὐτοῦ ἐν τῷ πολέμῳ.
Ἀβειρών: ὄνομα κύριον.
Ἀβηρωθαῖος: ὄνομα κύριον.
Ἀβής: ὁ ἀσύνετος.
Ἀβιά· ὄνομα κύριον.
Ἀβιαδηνός: ἀπὸ πόλεως Ἀβιαδηνῆς.
Ἀβιάθαρ: ὄνομα κύριον.
Ἀβίας· υἱὸς Ῥοβοὰμ, τοῦ υἱοῦ Σολομῶντος, ὃς ἐπολέμησεν Ἱερο-
βοὰμ τῷ δούλῳ Σολομῶντος καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἀνεῖλεν ἄνδρας δυνα-
τοὺς ͵αφʹ.
Ἀβίγας: ποταμός.
Ἀβιέζερ: ὄνομα κύριον.
Ἀβιμέλεχ: ὄνομα κύριον. υἱὸς Γεδεών. οὗτος ἐπάταξε τοὺς
ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν ἐλευθέρων ἄνδρας ἐβδομήκοντα ἐπὶ λίθον
ἕνα, ἐξ ὧν οὐκ ἀπελείφθη πλὴν Ἰωάθαμ τοῦ νεωτέρου διαδράντος.
ὃς καὶ παραπορευομένου τοῦ Ἀβιμέλεχ μετὰ τοῦ λαοῦ ἀνῆλθεν ἐπὶ
τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, καὶ ἐπάρας τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἔφη πρὸς
αὐτοὺς παραβολὴν τοιαύτην. ἀκούσατέ μου, ἄνδρες Σικίμων, καὶ ἀκούσει

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 42, line 2

ἀναίσχυντον, ἀπεχθές.
Ἀβεσαλώμ: ὄνομα κύριον. ὃς τοῦ ἰδίου πατρὸς Δαβὶδ κατεξα-
νέστη καὶ ἀνῃρέθη ὑπ' αὐτοῦ ἐν τῷ πολέμῳ.
Ἀβειρών: ὄνομα κύριον.
1183

Ἀβηρωθαῖος: ὄνομα κύριον.


Ἀβής: ὁ ἀσύνετος.
Ἀβιά· ὄνομα κύριον.
Ἀβιαδηνός: ἀπὸ πόλεως Ἀβιαδηνῆς.
Ἀβιάθαρ: ὄνομα κύριον.
Ἀβίας· υἱὸς Ῥοβοὰμ, τοῦ υἱοῦ Σολομῶντος, ὃς ἐπολέμησεν Ἱερο-
βοὰμ τῷ δούλῳ Σολομῶντος καὶ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἀνεῖλεν ἄνδρας δυνα-
τοὺς ͵αφʹ.
Ἀβίγας: ποταμός.
Ἀβιέζερ: ὄνομα κύριον.
Ἀβιμέλεχ: ὄνομα κύριον. υἱὸς Γεδεών. οὗτος ἐπάταξε τοὺς
ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν ἐλευθέρων ἄνδρας ἐβδομήκοντα ἐπὶ λίθον
ἕνα, ἐξ ὧν οὐκ ἀπελείφθη πλὴν Ἰωάθαμ τοῦ νεωτέρου διαδράντος.
ὃς καὶ παραπορευομένου τοῦ Ἀβιμέλεχ μετὰ τοῦ λαοῦ ἀνῆλθεν ἐπὶ
τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, καὶ ἐπάρας τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἔφη πρὸς
αὐτοὺς παραβολὴν τοιαύτην. ἀκούσατέ μου, ἄνδρες Σικίμων, καὶ ἀκούσει
ὑμῶν ὁ θεός. πορευόμενα ἐπορεύθησαν τὰ ξύλα τοῦ χρίσαι βασιλέα
Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 425, line 109

ἐντεῦθεν ἀγέλαι μαρτύρων καταβάλλουσιν εἴδωλα καὶ τρέχουσιν ἕτοι-


μοι πρὸς τὸν θάνατον, ὡς στεφάνους τὰς πληγὰς καὶ ὡς πορφύρας
τὰ ἑαυτῶν αἵματα περιφέροντες οἱ καλλίνικοι. ἔστω γοῦν ὁ πρωτό-
πλαστος ἀρχηγὸς τοῦδε τοῦ γράμματος, κατά γε τὸν ἐμὸν ὅρον καὶ
λόγον, ὡς ποταμὸς πηγή τε καὶ θάλαττα καὶ ῥίζα καὶ κλάδοι καὶ
ὅρπηκες καὶ πάσης ὑπάρχων τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπαρχὴ καὶ πρω-
τόλειον. ὅτι ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ ἔτη ͵βσμβʹ. ἀπὸ
δὲ τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς πυργοποιΐας ἔτη φκεʹ. ἀπὸ δὲ τῆς
πυργοποιΐας ἕως τοῦ Ἀβραὰμ υκεʹ. ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀβραὰμ ἕως τῆς
ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου υλʹ. ἀπὸ δὲ τῆς ἐξόδου ἕως
τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Σολομωντείου ναοῦ ἔτη ψνζʹ. ἀπὸ δὲ τῆς οἰκο-
δομῆς τοῦ ναοῦ ἕως τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἰσραὴλ υκεʹ. ὁμοῦ ἔτη
͵δωπʹ. ἀπὸ δὲ τῆς αἰχμαλωσίας ἕως Ἀλεξάνδρου βασιλέως τιηʹ. ἀπὸ
δὲ Ἀλεξάνδρου ἕως Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν τγʹ. ὁμοῦ ἔτη ͵εφʹ.
ἀπὸ δὲ Χριστοῦ ἕως τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου τιηʹ. ἀπὸ δὲ Κων-
σταντίνου μέχρι Μιχαὴλ υἱοῦ Θεοφίλου φνεʹ. ὁμοῦ τὰ πάντα ἔτη  
͵ϛτοεʹ. ἀπὸ δὲ Μιχαὴλ ἕως Ῥωμανοῦ υἱοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Πορ-
φυρογεννήτου ἔτη ... ἀπὸ δὲ τοῦ Πορφυρογεννήτου ἕως τῆς τελευτῆς
Ἰωάννου τοῦ Τζιμισκῆ ἔτη ... καὶ Ἀδαμιαῖος, ἀπὸ Ἀδάμ.
Ἀδαμάντινα: στερρά. ὁ δὲ Ἀπολλώνιος ὥσπερ ἑαυτῷ διελέγετο,
οἶδα, ἔλεγε, καὶ δοκεῖ μοι· καὶ ποῖ φέρεσθε; καὶ χρὴ εἰδέναι. καὶ δόξαι βραχεῖαι

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 449, line 1

μεσθ' ἀδέρκτως.
Ἀδέψητον: τὸ ὠμόν.
Ἄδεια: ἄνεσις, ἀφοβία. Ἰώσηπος· οἱ δὲ στασιασταὶ τοὺς
Ῥωμαίους ὁρῶντες κακῆς ὁμονοίας κατήρχοντο, καὶ λόγον ἀλλήλοις
ἐδίδοσαν, τί μένοιεν; τί παθόντες ἀνέσχοιντο τρία ταῖς ἀναπνοαῖς
αὐτῶν ἀναφρασσόμενα τείχη καὶ τοῦ πολέμου μετ' ἀδείας ἀντιπολεμί-
1184

ζοντος ἑαυτόν.
Ἄδεια: ἡ ἀφοβία. ἐκέλευον αὐτὸν λέγειν ὅ τι χρῄζοι μετ'
ἀδείας· ὁ δὲ τῆς μὲν ἀδείας χάριν ὡμολόγει, τὸ δὲ ἑαυτοῦ πάθος ἐπὶ
μέγα ἐξάρας Ῥωμαίοις ἐμέμφετο.
Ἄδερ· ὁ ἀλιτήριος, ὁ ἐπαναστὰς Σολομῶντι. παῖς οὗτος ἦν,
Ἰδουμαῖος γένος, ἐκ βασιλικῶν σπερμάτων. καταστρεψαμένου δὲ τὴν
Ἰδουμαίαν Ἰωάβου τοῦ Δαβὶδ στρατηγοῦ καὶ πάντας τοὺς ἐν ἀκμῇ
καὶ φέρειν ὅπλα δυναμένους διαφθείραντος μησὶν ἓξ, φυγὼν οὗτος
ἧκε πρὸς Φαραὼ τὸν Αἰγύπτου βασιλέα. ὁ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν
ὑποδεξάμενος οἶκόν τε αὐτῷ δίδωσι καὶ χώραν εἰς διατροφὴν καὶ
γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ λίαν ἠγάπα, ὡς καὶ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς αὐτῷ
δοῦναι πρὸς γάμον τὴν ἀδελφὴν, ὄνομα Θαφίνην, ἐξ ἧς υἱὸς αὐτῷ
γενόμενος τοῖς τοῦ βασιλέως παισὶ συνανετράφη. ἀκούσας οὖν τὸν
Δαβὶδ θάνατον ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τὸν Ἰωάβου, προσελθὼν ἐδεῖτο τοῦ
Φαραῶ ἐπιτρέπειν αὐτῷ βαδίζειν εἰς τὴν πατρίδα. τοῦ δὲ βασιλέως

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 449, line 14

καὶ φέρειν ὅπλα δυναμένους διαφθείραντος μησὶν ἓξ, φυγὼν οὗτος


ἧκε πρὸς Φαραὼ τὸν Αἰγύπτου βασιλέα. ὁ δὲ φιλοφρόνως αὐτὸν
ὑποδεξάμενος οἶκόν τε αὐτῷ δίδωσι καὶ χώραν εἰς διατροφὴν καὶ
γενόμενον ἐν ἡλικίᾳ λίαν ἠγάπα, ὡς καὶ τῆς αὐτοῦ γυναικὸς αὐτῷ
δοῦναι πρὸς γάμον τὴν ἀδελφὴν, ὄνομα Θαφίνην, ἐξ ἧς υἱὸς αὐτῷ
γενόμενος τοῖς τοῦ βασιλέως παισὶ συνανετράφη. ἀκούσας οὖν τὸν
Δαβὶδ θάνατον ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τὸν Ἰωάβου, προσελθὼν ἐδεῖτο τοῦ
Φαραῶ ἐπιτρέπειν αὐτῷ βαδίζειν εἰς τὴν πατρίδα. τοῦ δὲ βασιλέως
ἀνακρίνοντος, τίνος ἐνδεὴς ὢν ἢ τί παθὼν ἐσπούδακε καταλείπειν
αὐτὸν, τότε μὲν οὐκ ἀφείθη, ὕστερον δὲ καθ' ὃν ἤδη καιρὸν Σολο-
μῶνι τὰ πράγματα κακῶς εἶχε διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας καὶ παρα-
νομίας καὶ τὴν ὀργὴν τὴν ἐπ' αὐτοῖς, τοῦ θεοῦ συγχωρήσαντος τῷ  
Φαραῶνι ὁ Ἄδερος ἧκεν εἰς τὴν Ἰδουμαίαν. ὃς τῆς Συρίας βασιλεύ-
σας κατέτρεχε τὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν χώραν, ἐπιτίθεται δὲ Σολομῶνι.
Ἀδειάς: εἶδος ἐσχάρας.
Ἀδειής: ἄφοβος. καὶ Ἄδειος, ὁμοίως.
Ἀδείμαντα: ἄφοβα. καὶ Ἄδειμος, ὁ ἄφοβος.
Ἀδείμαντος· Κορινθίων στρατηγὸς, ὃς ἄπολιν εἶπε τὸν Θεμι-
στοκλέα. ὁ δὲ, τίς, εἶπεν, ἄπολις, ἔχων σʹ τριήρεις. τούτου καὶ
Πλάτων μέμνηται ἐν τῷ Πρωταγόρᾳ. ἦν γὰρ τῶν περὶ τοὺς καιροὺς
τούτους στρατηγούντων. ἐκωμῳδοῦντο δὲ ἐπὶ πονηρίᾳ Κλέων, Μύρ

Σούδα. Alphabetic letter beta, entry 197, line 1

τῶν ταῦτα παρεχόντων, ὧν οὐ χρῄζουσιν οἱ λαμβάνοντες.


Βαΰζων: ὑλακτῶν. Ἀριστοφάνης· βαΰζων καὶ γὰρ ἐγὼ τοιοῦ-
τος ἦν. ἀντὶ τοῦ ἤμην.
Βαυκαλᾶν: τιθηνεῖσθαι μετ' ᾠδῆς τὰ παιδία.
1185

Βαῦνος: κάμινος. ἐξ οὗ καὶ βάναυσοι. οἱ διὰ πυρὸς ἐργαζόμε-


νοι, οἱ τεχνῖται.
Βαυὼ καὶ Δημώ: ὀνόματα σοφῶν γυναικῶν. ἐξένισεν ἡ Βαυὼ τὴν Δημώ.
Βάψας τὴν κώπην ἔπλευσας, ἐλθὼν πρὸς τοὺς ναυτοδίκας,
οἳ τὰς τῆς ξενίας ἐδίκαζον. ἢ ἀπὸ τῶν φαρμακοποιούντων. λέγουσι
γὰρ τὸ βάψας ποιήσω μέλαν.
Βδέλλα· ὁ Σολομών φησι· τῇ βδέλλῃ ἦσαν γʹ θυγατέρες ἀγα-
πήσει ἀγαπώμεναι· καὶ αἱ γʹ αὗται οὐκ ἐνεπίμπλαντο, καὶ ἡ δʹ οὐκ
ἠρκέσθη εἰπεῖν ἱκανή. βδέλλα ἡ ἁμαρτία. θυγάτηρ αὐτῆς πορνεία,
φθόνος, εἰδωλολατρία, αἳ οὐκ ἐμπίπλανται διὰ τῶν ἀτόπων πράξεων.
ἡ δʹ ἡ πονηρὰ ἐπιθυμία.
Βδέλλεται: ἀμέλγει. Πλάτων εἰς τὸν Θεαίτητον βδάλλεται
λέγει.
Βδέλυγμα: πᾶν εἴδωλον καὶ πᾶν ἐκτύπωμα ἀνθρώπου οὕτως
ἐκαλεῖτο παρὰ Ἰουδαίοις.
Βδέλυγμα ἐρημώσεως: τὸν Ἀδριανοῦ τοῦ βασιλέως ἀνδρι-
άντα. ὁ γὰρ Ἀδριανὸς καθεῖλε τὴν πόλιν ἄρδην. μετὰ γὰρ τὴν

Σούδα. Alphabetic letter delta, entry 1182, line 2

καὶ φιλόσοφος. Ἐπιστολὰς καὶ Περὶ τῶν ποιημάτων Ἐπιχάρμου.


Διονύσιος, Μιλήσιος, ἱστορικός. Τὰ μετὰ Δαρεῖον ἐν βι-
βλίοις εʹ, Περιήγησιν οἰκουμένης, Περσικὰ Ἰάδι διαλέκτῳ, Τρωικῶν
βιβλία γʹ, Μυθικά, Κύκλον ἱστορικὸν ἐν βιβλίοις ζʹ.
Διονύσιος, Μουσωνίου, Ῥόδιος ἢ Σάμιος, ἱστορικός· ἦν δὲ
καὶ ἱερεὺς τοῦ ἐκεῖσε ἱεροῦ τοῦ ἡλίου. Ἱστορίας τοπικὰς ἐν βιβλίοις ϛʹ,
Οἰκουμένης περιήγησιν, Ἱστορίας παιδευτικῆς βιβλία ιʹ. ὑπολαμβάνω
ὅτι Διονύσιος ὁ Περιηγητὴς Βυζάντιος ἦν, διὰ τὸν ποταμὸν Ῥήβαν.
Διονύσιος, Ἀλεξανδρείας· οὗ εὗρον ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἐκ-
κλησιαστὴν Σολομῶντος, λίαν εὐφραδές.  
Διονυσίων σκώμματα. ποτὲ μὲν βάλλων καὶ σκώπτων
τοῖς ἐκ Διονυσίων σκώμμασιν. ἑορτὴ δὲ ἦν τὰ Διονύσια. ὃς λοξὰ
βλέπων καὶ δεδορκὼς ἄλλο μὲν ἔκευθε φρεσίν, ἄλλο δὲ ἔφασκεν· οὗ ἀρᾶς καὶ
πικρίας καὶ δόλου τὸ στόμα ἔγεμεν· ὃν ἐνδίκως ἡ δίκη δικάσασα κατεδίκασεν· ὃς
κατὰ τὸν ποιητὴν ἐτώσιον ἄχθος ἀρούρης ἐτύγχανεν ὤν. ἀλλ' ἐς κόρακας βέ-
βληται καὶ οἴχεται ἄϊστος, ἄπυστος, γιγλύμου πολυστροφώτερος ἐν τοῖς πρακτέοις
ἀποδεικνύμενος, ἐρρέσθω, οἰχέσθω, μηδ' ἐν περιδείπνῳ ἐπαινεθησόμενος ὁ τρις-
βδέλυρος καὶ κυκῶν καὶ φύρδην καὶ μίγδην ποιῶν ἅπαντα, τὸ Κυκλώπειον τέρας·
ὁ εἰδεχθὴς καὶ ἐμβρόντητος καὶ πλουτίνδην ᾑρημένος βιῶναι, θεοῦ ὄπιν οὐκ
ἀλέγων οὐδὲ κατεπτηχὼς ἀδράστειαν ἄφυκτον· ὁ βωμολοχεύων ἀεὶ καὶ πέρπερα

Σούδα. Alphabetic letter epsilon, entry 277, line 11

Ἐζεκίας, βασιλεὺς Ἱερουσαλήμ, υἱὸς Ἄχαζ, ἁπάντων εὐσεβέστε-


ρος. οὐ γὰρ μόνον τὰ εἴδωλα κατέσκαψε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν
συνέτριψεν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν τοῖς ὑψηλοῖς καθεῖλε καὶ τὰ ἄλση κατ-
έκοψε καὶ τὸν ὄφιν, ὃν ἐκρέμασε Μωυσῆς (ἔτι γὰρ αὐτῷ πάντες  
ἐθυμίων) μετὰ λοιπῶν βδελυγμάτων ἠφάνισε τούς τε Ἰουδαίους
εἰδωλολατροῦντας ἐτιμωρεῖτο ἐκκόπτων τὰ μνημόσυνα καὶ λείψανα
τῆς ἀθεότητος. τοσοῦτον γὰρ θεοσεβείας ἀφεστήκεσαν ὡς ὄπισθεν
τῶν θυρωμάτων ζωγραφεῖν τὰ εἴδωλα καὶ προσκυνεῖν, ἵν', εἴ τινες
τῶν παρ' Ἐζεκίου ἐρευνῷεν, ἀνοιγνυμένων τῶν θυρῶν, σκέποιτο τὰ
1186

βδελύγματα. καὶ μόνος ἐβασίλευσεν Ἰουδαίας κατὰ προαίρεσιν θεοῦ.


φέρεται δέ τι καὶ τοιοῦτον. ἦν Σολομῶνι βίβλος ἰαμάτων πάθους
παντός, ἐγκεκολαμμένη τῇ τοῦ ναοῦ φλιᾷ. ταύτην ἐξεκόλαψεν Ἐζεκίας,
οὐ προσέχοντος τοῦ λαοῦ τῷ θεῷ διὰ τὸ τὰς θεραπείας τῶν παθῶν
ἐνθένδε τοὺς πάσχοντας αὐτοὺς κομίζεσθαι, περιορῶντας αἰτεῖν τὸν
θεόν. ἐπολέμησε δὲ καὶ μέχρι Γάζης τοῖς ἀλλοφύλοις Ἀσσυρίων
ἀποστάς, πρότερον ὑπήκοος ὤν.

Σούδα. Alphabetic letter epsilon, entry 459, line 3

παρὰ τῶν ἀδικησάντων ἢ κατὰ νόμους ἢ κατ' ἄλλας τινὰς ὑποκειμένας


δικαιοδοσίας.
Ἔκλαγξαν: ἤχησαν.
Ἐκλεγόμενος· αἰτιατικῇ. προκρίνων, προτιμῶν. ὁ δὲ κατα-
πιστεύων τοῖς πράγμασιν ἔσπευδε δι' αὑτοῦ κρῖναι τὰ ὅλα. διόπερ
οὐ τὸν τῶν πραγμάτων ἐκλεγόμενος καιρὸν ἀλλὰ τὸν ἴδιον, ἔμελλε
τοῦ δέοντος σφαλήσεσθαι.
Ἐκλέγοντες: ἀπαιτοῦντες.
Ἐκλεκτός· ὀξυτόνως· ἐπίλεκτος δὲ προπαροξυτόνως. διότι τὸ
μὲν ἐκ τοῦ ῥήματος, τὸ δὲ ἐκ τοῦ ὀνόματος συντέθειται. ὁ δὲ
Σολομῶν φησι· χεὶρ ἐκλεκτῶν κρατήσει εὐχερῶς. τὸ μὲν γὰρ κρατεῖν
ἐστιν ἴσως καὶ τῶν ἐπὶ πλεῖστον φαύλων ἢ φόβῳ ἢ αἰσχύνῃ τὴν διὰ
τοῦ σώματος ἐνέργειαν κωλυόντων μετὰ πολλῆς τῆς ἀνάγκης, τὸ δὲ
ἔρωτι τῶν ἄνω μὴ ἡττηθῆναι τοῖς κάτω μόνων ἐστὶ τῶν φιλοθέων
καὶ οὓς ἡ γραφὴ ἐκλεκτοὺς ὠνόμασεν.
Ἐκλελάκτικεν: ἀποβέβληκεν, ἀπέφυγεν.

Σούδα. Alphabetic letter epsilon, entry 3365, line 2

Εὐάγκαλον: ἐλαφρόν, εὐμαρῆ. ὁ δὲ Αἰνείας τὸν πατέρα ἐπι-


θέμενος τοῖς ὤμοις ἐξῆγε, φόρτον ὡς υἱεῖ φιλοπάτορι καὶ τοῦτον
εὐάγκαλον. οὕτω φησὶν Αἰλιανός.
Εὐαγόρας, Λίνδιος, ἱστορικός. ἔγραψε Βίον Τιμαγένους καὶ
ἑτέρων λογίων, Ζητήσεις κατὰ στοιχεῖον Θουκυδίδου, Τέχνην ῥητορι-
κὴν ἐν βιβλίοις εʹ, τῶν παρὰ Θουκυδίδῃ ζητουμένων κατὰ λέξιν,
ἱστορίαν τε περιέχουσαν τὰς Αἰγυπτίων βασιλείας.
Εὐάγωγον: εὐχερές. καλῶς ἀναγόμενον. ἢ Εὐάγω-
γον, εὐθήρατον, εὔληπτον.
Εὐάγριος· οὗτος ἔγραψε διάφορα καὶ ὑπόμνημα εἰς τὰς
παροιμίας Σολομῶντος.
Εὔαδεν: ἤρεσεν.
Εὐάθλους δέκα: Εὔαθλος ῥήτωρ ἦν πονηρός. Ἀριστοφάνης
Ὁλκάσιν· ἔστι τις πονηρὸς ἡμῖν τοξότης συνήγορος, ὥσπερ Εὔαθλος
παρ' ἡμῖν τοῖς νέοις. ἦν δὲ καὶ εὐρύπρωκτος καὶ λάλος καὶ ἀγεννής.
διὸ καὶ τοξότην αὐτὸν καλεῖ, οἷον ὑπηρέτην.
Εὐάλωτον: εὐκόλως χειρούμενον.
Εὐανακλήτως: συμπαθῶς. καὶ πρὸς τοὺς χαλεπήναντας
1187

καὶ πλημμελήσαντας εὐανακλήτως ἔχειν, εὐαναδιδάκτως, ἐπειδὰν αὐτοὶ


ἐπανελθεῖν θέλωσιν.

Σούδα. Alphabetic letter iota, entry 463, line 54

μάχεσθαι. οὐκοῦν δεῖ τὸν ἐνεργέστατον καὶ ἐχέφρονα φεύγειν τὸ


κολακεύειν καὶ κολακεύεσθαι, μήτε ἀλαζονικὸν εἶναι μήτε κόλακα,
ἀλλ' ἀμφοτέρων τῶν κακῶν τούτων κολάζειν τὴν ἀμετρίαν, καὶ
ἐλεύθερον εἶναι μήτε εἰς αὐθάδειαν ἀποκλίνοντα μήτε εἰς δουλοπρέ-
πειαν καταπίπτοντα. πρὸς μὲν γὰρ χρηστοὺς ταπεινὸν ὑπάρχειν δεῖ,
πρὸς δὲ θρασεῖς ὑψηλόν. ἐπείπερ οἱ μὲν ἀρετὴν εἶναι τὴν ἐπιείκειαν
ἡγοῦνται, οἱ δὲ ἀνδρείαν τὴν θρασύτητα, ἐκείνοις μὲν τὴν ταπεινο-
φροσύνην προσφέρειν, τούτοις δὲ τὴν ἀνδρείαν σβεννύουσαν αὐτῶν
τὴν ἀπὸ τῆς θρασύτητος δόξαν· ἵνα τοὺς μὲν ὠφελήσῃς, τῶν δὲ
ταπεινώσῃς τὸ φρόνημα. καιρὸς γὰρ τῷ παντὶ πράγματι, φησὶ
Σολομῶν· τουτέστι ταπεινότητος, ἐξουσίας, ἐλέγχου, παρακλήσεως,  
φειδοῦς, παρρησίας, χρηστότητος, ἀποτομίας καὶ ἁπαξαπλῶς παντὸς
πράγματος· ὥστε ποτὲ μὲν τὸ τῆς ταπεινότητος δεικνύειν καὶ μιμεῖ-
σθαι ἐν ταπεινώσει τὰ παιδία κατὰ τὴν κυριακὴν φωνήν, ποτὲ δὲ τῇ
ἐξουσίᾳ κεχρῆσθαι, ἣν ἔδωκεν ὁ κύριος εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς
καθαίρεσιν, ὅταν ἡ χρεία ἐπιζητῇ τὴν παρρησίαν· καὶ ἐν καιρῷ μὲν
παρακλήσεως τὸ χρηστὸν ἐνδείκνυσθαι, ἐν καιρῷ δὲ ἀποτομίας τὸν
ζῆλον ἐμφαίνειν καὶ ἐφ' ἑκάστου τῶν ἄλλων ὁμοίως τὸν ἔγκριτον καὶ
δίκαιον λογισμὸν ἀποφέρεσθαι. λογισμοὶ γὰρ δικαίων κρίματα. καὶ
Ἰσίδωρος· τὸν ἄρχοντα δίκαιον εἶναι δεῖ καὶ φοβερόν, ἵν' οἱ μὲν εὖ
βιοῦντες θαρροῖεν, οἱ δ' ἁμαρτάνοντες ὀκνοῖεν. θάτερον γὰρ θατέρου

Σούδα. Alphabetic letter iota, entry 562, line 2

δάμου Μιλησίου ἀρχιτέκτονος, τοῦ οἰκοδομησαμένου τοῖς Ἀθηναίοις


τὸν Πειραιᾶ.
Ἱππόδαμοι: ἐφ' ἵπποις ἀναστρεφόμενοι.
Ἱπποδασείης: ἐξ ἱππείων τριχῶν λόφον ἐχούσης, ὃ δὴ δασύ
ἐστιν.
Ἱπποθόων: τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς ἐπώνυμος.  
Ἱππόθωνος: ὄνομα κύριον.
Ἱπποκόμος: ὁ τῶν ἵππων ἐπιμελούμενος.
Ἱπποκόωντος.
Ἱππόλυτος· οὗτος ἔγραψεν εἰς τὰς ὁράσεις τοῦ Δανιὴλ ὑπό-
μνημα καὶ εἰς τὰς παροιμίας Σολομῶντος.
Ἱππόλυτον μιμήσομαι: ἐπὶ τῶν σωφροσύνην ἐπαγγελλομένων.
Ἱπποκράτης, Κῷος, ἰατρός, Ἡρακλείδου υἱός. προτετάχθω
γὰρ καὶ τοῦ πάππου, τοῦ Ἡρακλείδου πατρός, εἰ καὶ ὁμώνυμος ἦν,
διὰ τὸ ἀστέρα καὶ φῶς τῆς βιωφελεστάτης ἰατρικῆς γενέσθαι. ἀπόγο-
νος δὲ Χρύσου τοὔνομα καὶ Ἐλάφου, τοῦ ἐκείνου παιδός, ἰατρῶν καὶ
αὐτῶν. οὗτος μαθητὴς γέγονε τὸ μὲν πρῶτον τοῦ πατρός, μετὰ δὲ
ταῦτα Ἡροδίκου τοῦ Σηλυβριανοῦ καὶ Γοργίου τοῦ Λεοντίνου, ῥήτορος
καὶ φιλοσόφου· ὡς δέ τινες Δημοκρίτου τοῦ Ἀβδηρίτου, ἐπιβαλεῖν
1188

γὰρ αὐτὸν νέῳ πρεσβύτην· ὡς δέ τινες καὶ Προδίκου. διέτριψε δὲ ἐν


Μακεδονίᾳ, φίλος ὢν σφόδρα τῷ βασιλεῖ Περδίκκᾳ. παῖδας δὲ σχὼν

Σούδα. Alphabetic letter theta, entry 55, line 1

Θαρρελείδης· Σύμμαχος· Ἀσωπόδωρος. Διδυμαχίας, ὁ ἀδελφὸς


αὐτοῦ, ἐπὶ σμικρότητι διεβέβληντο τοῦ σώματος.
Θαρρῶ σοι.
Θαρσεῖς τὴν Καρχηδόνα, τὴν τῆς Λιβύης προκαθημένην, Ἠσαΐας
καὶ Ἰεζεκιὴλ ὀνομάζουσι. Σαβὰ δὲ Αἰθιοπικὸν ἔθνος. ἀλλὰ Λίβυες μέν,
οἱ καὶ Ἄφροι προσαγορευόμενοι, τὰ ἑσπέρια τῆς οἰκουμένης κατέχουσι
τμήματα, Αἰθίοπες δὲ τὰ ἑῷα καὶ νότια, Ἄραβες δὲ τὴν μέσην ἤπει-  
ρον, οἱ δὲ Νησιῶται τῆς θαλάσσης τὰ μέσα. τούτους ἔφης προπεσεῖσθαι
ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. ἐνώπιον τοῦ θεοῦ προπεσοῦνται Αἰθίοπες. Δαβίδ.
Θαρσεῖς, χώρα τῆς Ἰνδικῆς, ὅθεν ἤρχετο τῷ Σολομῶντι τὸ
χρυσίον.
Θαρσίς, Θαρσίδος: ἡ πόλις· οἱ Θαρσεῖς δὲ τὸ ἔθνος.
Θάρσυνος: τεθαρρηκώς.
Θασίαν κυκῶσι λιπαράμπυκα. διαφέρει δὲ θάρσος θράσους·
θάρσος μὲν γὰρ λέγεται τὸ εὔλογον παράστημα τῆς ψυχῆς, θράσος δὲ τοὐναν-
τίον. Ἀριστοφάνης. οἷον φιάλην Θασίου οἴνου πεπληρωμένην.
ἄμπυξ δὲ λέγεται τὸ περιέχον. νῦν οὖν τὸ πῶμα τοῦ ἀγγείου λέγει·
λιπαρὸν μὲν διὰ τὸ ἡδὺ τοῦ οἴνου, ἄμπυκα δὲ παρὰ τὸ πυκάζειν καὶ
καλύπτειν τὸν οἶνον καταχρηστικῶς. λείπει τὸ λάγυνον, ἐπεὶ κατα-
χρίονται πίσσῃ τὸ στόμα· οὐ πιθανῶς· οὐδέπω γὰρ τότε Θάσιος οἶνος

Σούδα. Alphabetic letter nu, entry 51, line 8

καὶ εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐπὶ πάσης ἁμαρτίας αὐτῇ συνεχρήσαντο.
ἀλλὰ Ναυάτος ἐπὶ Οὐάλεντος τοῦ βασιλέως διωγμὸν κινήσαντος κατὰ
Χριστιανῶν ἐμαρτύρησεν.
Ναυατιανοί: αἱρεσῖται, τὰ Ναυάτου φρονοῦντες. καὶ τούτων
ἐγένετο ἐπίσκοπος Σισίννιος, ἐλλόγιμος καὶ ἱερῶν βίβλων ἐπιστήμων
καὶ κρείττων διαβολῆς, περὶ δὲ τὴν δίαιταν ἁβρὸς καὶ ποικίλος. ἐρω-
τώμενος δὲ διὰ τί δεύτερον λούοιτο, ὅτι μὴ τρίτον, ἔφη, φθάνω. ἐπεὶ  
δὲ λευκῇ ἐσθῆτι διετέλει χρώμενος, ἐπέσκωψέ τις αὐτῷ τῶν ἀπὸ τῆς
καθόλου ἐκκλησίας, ὁ δὲ πρὸς αὐτόν· οὐκοῦν εἰπέ, ποῦ εἴρηται ἐσθῆτα
μέλαιναν χρῆναι ἀμφιέννυσθαι; τοῦ δὲ ἀπορήσαντος, ὑπολαβὼν ἔφη·
σὺ μὲν οὐκ ἂν τοῦτο ἐπιδεῖξαι δυνήσῃ· ἐμοὶ δὲ καὶ Σολομῶν ὁ σο-
φώτατος, ἔστωσαν τὰ ἱμάτιά σου λευκά, λέγων παραινεῖ. καὶ αὐτὸς
ὁ Χριστὸς λευχείμων ἐν τοῖς εὐαγγελίοις φαινόμενος Μωσῆν τε καὶ
Ἡλίαν τοιούτους τοῖς ἀποστόλοις δείκνυσιν. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἄλλα
πολλὰ χαρίεντα αὐτῷ εἴρηται.
Ναυβάτης: ἐπιβάτης, ἢ ναύτης. πεζοὺς δὲ ἀντὶ ναυβατῶν
πορευομένους, καὶ ὁπλιτικῷ προσχόντας μᾶλλον ἢ ναυτικῷ.
Ναυῆ: ὄνομα κύριον.
Ναυηγός: ὁ τῆς νηὸς ἀρχηγός. τοῦτο κοινῶς· ἡ δὲ ποίησις καὶ τὸν
ναυαγήσαντα οὕτω γράφει.
Ναύκιοι: ἔθνος.
1189

Σούδα. Alphabetic letter omicron, entry 192, line 3

Ὁλοκαυτώματα: ἡ θυσία.
Ὀλολυγή: ἡ βοή.
Ὀλολύγιον.
Ὄλωλα: ἀπόλωλα. καὶ Ὄλοιτο, εὐκτικῶς.
Ὀλώλαμεν: ἀπολώλαμεν.
Ὅλῳ ποδί: ὅλῃ δυνάμει.
Ὀλολυζέτω: θρηνείτω. κυρίως ἐπὶ γυναικῶν. Ὅμηρος· αἱ δ'
ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀθήνῃ χεῖρας ἀνέσχον.
Ὀλολυζέτω πίτυς, ὅτι πέπτωκε κέδρος: τουτέστι τῶν
ἰσχυρῶν πιπτόντων τὰ ἀσθενέστερα παιδευέσθωσαν καὶ σωφρονιζέσθω-
σαν. καὶ ὁ Σολομῶν λέγει· τῶν ἀσεβῶν πιπτόντων, δίκαιοι κατάφοβοι
γίνονται. καί, λοιμοῦ μαστιζομένου ἄφρων πανουργότερος γίνεται.  
Ὀλολύζειν: τὸ μετὰ κραυγῆς εὔχεσθαι. Ὅμηρος· αἱ δ' ὀλόλυξαν.
Ὀλολύζει ὁ γέρων, εἰς τὴν θηλύτητα αὐτοῦ καὶ λαγνείαν
ἀποβλέπων.
Ολοός: δασυνομένης μὲν τῆς πρώτης συλλαβῆς δηλοῖ ὁ φρόνι-
μος καὶ ὑγιής, ψιλουμένης δὲ ὀλέθριος.
Ὀλοόφρονος: τοῦ ὀλέθρια φρονοῦντος.
Ὄλορος, Ὀλόρου: ὄνομα κύριον.
Ὀλός: θολός.
Ὅλος καὶ πᾶς· ἦν δὲ ὅλος καὶ πᾶς πρὸς τὸ πολεμεῖν.

Σούδα. Alphabetic letter omicron, entry 214, line 4

ἐξέωσεν ἄμφω. Ἡρόδοτος· καὶ δὴ προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς


τὰς πύλας, ὁλοιτρόχους ἀφίεσαν. καὶ αὖθις· ὁλοιτρόχους μεγάλους
κατὰ τοῦ λόφου κυλίοντες. λίθους ὅλους τροχοειδεῖς.
Ὁλοιτρόχους: στρογγύλους, τροχοειδεῖς λίθους. Ξενοφῶν·
ἐκυλίνδουν οἱ βάρβαροι ὁλοιτρόχους ἁμαξιαίους, οἳ φερόμενοι διεσφεν-
δονῶντο.
Ὀλυμπιάνειος σοφιστής: τοῦ Ὀλυμπιανοῦ.
Ὀλυμπιάς: οὕτω καλεῖται παρ' Ἕλλησιν ὁ κατὰ τέσσαρα ἔτη
συντελούμενος ἀγών, διὰ τὴν κατὰ τετραετίαν τῶν τοῦ ἡλίου δρόμων
ἐκ τῶν κατ' ἔτος ὡρῶν τριῶν συντελουμένην ἡμέραν. ἐτέθη δὲ
πρώτη Ὀλυμπιὰς ἐπὶ Σολομῶντος, εἰς ἑορτὴν κοσμικὴν τοῦ Διός.
Ὀλυμπιάς: τετραετηρικὸς ἀγών. εἰσὶ δὲ δʹ ἀγῶνες, Ὀλύμπια,
Ἴσθμια, Νέμεα καὶ Πύθια. λέγεται καὶ Ὀλυμπίασι, τουτέστιν ἐν τοῖς
Ὀλυμπίοις, ἔνθα ἠγωνίζοντο.
Ὀλυμπιόδωρος, φιλόσοφος Ἀλεξανδρεύς· οὗ κλέος εὐρύ. παρὰ
τοῦτον φοιτᾷ Πρόκλος ὁ Λύκιος ἐπ' Ἀριστοτελικοῖς λόγοις. Ὀλυμπιο-
δώρου δὲ ἀκροώμενος ἀνδρὸς δυνατοῦ λέγειν καὶ διὰ τὴν περὶ τοῦτο  
εὐκολίαν καὶ ἐντρέχειαν ὀλίγοις τῶν ἀκουόντων ὄντος ἐφικτοῦ· ἠγάσθη
δὲ τὸ μειράκιον, ὥστε καὶ θυγάτριον ἔχων ἠγμένον καὶ αὐτὸ φιλοσό-
φως βουληθῆναι αὐτῷ κατεγγυῆσαι.
1190

Σούδα. Alphabetic letter omicron, entry 337, line 1

ὄνειαρ· ἦ ῥ' ἐτεὸν κεράων, οὐδ' ἐλέφαντος ἔης. ἀντὶ τοῦ ἀληθής·
παρὰ τὸ Ὁμηρικόν· δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσιν ὀνείρων.
Ὀνείατα: οὐ πάντως βρώματα, ὡς οἱ γλωσσογράφοι, ἀλλὰ  
πάντα τὰ εἰς ὄνησιν ἐπιτήδεια. Ὅμηρος· ὀνείατ' ἄγοντα. οὐκ εἶπε
δὲ φέροντα· οὐδὲ γὰρ ἐβάσταζεν.
Ὀνείδειος λόγος: ὁ ὀνειδιστικός.
Ὀνειδίζω. σὺ δ' ἄθλιός γε ταῦτ' ὀνειδίζων, ἅ σοι οὐδεὶς
οὐχὶ τῶνδ' ὀνειδιεῖ τάχα. οἷον οὐδείς ἐστιν ὃς οὐ ταῦτά σοι ὀνειδισεῖ,
ἅπερ μοι ὠνείδισας. τὸ δὲ τάχα ἀντὶ τοῦ ταχέως. καί σε μετ' ὀλίγον
ἐροῦσι τυφλόν. πρὸς Τειρεσίαν ὁ λόγος.
Ὀνειδίζω· δοτικῇ. οἴεσθε καὶ τὸν Σολομῶντα πικρῶς ὑμῖν ὀνειδίζειν. καί,
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς. αἰτιατικῇ δέ· καὶ τίς ἐστιν οὗτος, ὃς ὠνείδισε θεοῦ
παράταξιν; καί, μή μοι γένοιτο καὶ τοῦτο ὀνειδισθῆναι.
Ὀνειδιῶ: ὀνειδίσω.

Σούδα. Alphabetic letter omega, entry 183, line 94

ἐξεώσθη. τὴν δὲ Ἀλεξάνδρειαν καταλιπὼν διὰ τὸν ὄνειδον τὴν Ἰου-


δαίαν κατέλαβεν. ἀνελθὼν δὲ εἰς Ἱεροσόλυμα ὡς ἐξηγητὴς καὶ λόγιος
προετρέπετο ἀπὸ τοῦ ἱερατείου ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας εἰπεῖν· πρεσβύτερος
γὰρ προϋπῆρχε, καὶ πολλὰ καταναγκασθεὶς ὑπὸ τῶν ἱερέων, ἀναστὰς
καὶ τοῦτο μόνον τὸ ῥητὸν εἰπών· τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ θεός·
ἵνα τί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην
μου διὰ στόματός σου; πτύξας τὸ βιβλίον ἐκάθισε μετὰ κλαυθμοῦ δα-
κρύων, πάντων ὁμοῦ συγκλαιόντων αὐτῷ. εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ
λεγόμενά τε καὶ ᾀδόμενα διὰ τὸ πλῆθος τῆς γνώσεως αὐτοῦ καὶ
συντάξεως τῶν βιβλίων. ὅθεν καὶ Συντακτικὸς ὠνομάσθη, διὰ τὸ
πεποιηκέναι πολλὰ βιβλία, μὴ ἀκούων, ὡς ἔοικε, τοῦ Σολομῶντος
λέγοντος· υἱέ, φύλαξαι τοῦ ποιῆσαι βιβλία πολλά· καί, μὴ σπεῦδε ἐπὶ
στόματί σου, καὶ καρδία σου μὴ ταχυνάτω τοῦ ἐξενεγκεῖν λόγον ἀπὸ
προσώπου τοῦ θεοῦ, ὅτι ὁ θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σὺ ἐπὶ τῆς
γῆς κάτω. διὰ τοῦτο ἔστωσαν οἱ λόγοι σου ὀλίγοι· εἰσὶ γὰρ λόγοι
πολλοὶ πληθύνοντες ματαιότητα. καὶ μὴ γίνου δίκαιος πολύ· ἔστι γὰρ
δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαιώματι αὐτοῦ. καί, μὴ σοφίζου περισσά,
μήποτε ἀσεβήσῃς. ταῦτα πάντα παρωσάμενος παρεσφάλη τοῦ πρέ-
ποντος.

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 481, line 14

τρυφῶν τε ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, καὶ δὶς τῆς ἡμέρας ἐν λουτροῖς δημοσίοις


λουόμενος διετέλει. καί ποτε ἐρομένου αὐτόν τινος, τοῦ χάριν ἐπί-
σκοπος ὢν δὶς λούοιτο τῆς ἡμέρας· ἐπειδὴ τὸ τρίτον οὐ φθάνει, ἀπε-
κρίνατο. ἄλλοτε δὲ Ἀρσάκιον τὸν ἐπίσκοπον κατὰ τιμὴν ὁρῶν ἠρωτήθη
ὑπό τινος τῶν περὶ Ἀρσάκιον, διατὶ ἀνοίκειον ἐπισκόπῳ ἐσθῆτα φοροίη,
καὶ ποῦ γέγραπται, λευκὰ τὸν ἱερωμένον ἀμφιέννυσθαι; ὁ δέ, σὺ
πρότερον, ἔφη, εἰπέ, ποῦ γέγραπται, μέλαιναν ἐσθῆτα φορεῖν τὸν ἐπί-
1191

σκοπον; τοῦ δὲ ἐρωτήσαντος ἐν ἀπόρῳ γενομένου πρὸς τὴν ἀντερώ-


τησιν, ἐπήγαγεν ὁ Σισίννιος· ἀλλὰ σὺ μὲν οὐκ ἄν, ἔφη, δεῖξαι δυνήσῃ,
ὡς δεῖ τὸν ἱερωμένον μέλαιναν ἀμφιέννυσθαι· ἐμοὶ δὲ καὶ ὁ Σολομὼν
παρῄνεσε, λέγων· ἔστωσάν σοι ἱμάτια λευκά. καὶ ὁ Σωτὴρ ἐν τοῖς
Εὐαγγελίοις φαίνεται λευκῇ ἐσθῆτι χρησάμενος. οὐ μὴν ἀλλὰ Μωσῆν
καὶ Ἠλίαν λευκοφοροῦντας τοῖς ἀποστόλοις ἔδειξε. ταῦτα καὶ ἄλλα
πολλὰ εἰπὼν ἐθαυμάσθη. Λεοντίου δὲ τοῦ Ἀγκύρας τῆς Γαλατίας ἐπι-
σκόπου Ναυατιανῶν ἐκκλησίαν ἀφαιρουμένου καὶ τῇ Κωνσταντίνου
πόλει ἐπιδημοῦντος, ὁ Σισίννιος ἐλθὼν παρ' αὐτὸν παρεκάλει ἀπο-
δοῦναι τὴν ἐκκλησίαν. ὁ δὲ θερμῶς ἀπήντησε καί φησιν· ὑμεῖς οἱ
Ναυατιανοὶ οὐκ ὀφείλετε ἐκκλησίαν ἔχειν, τὴν μετάνοιαν ἀναιροῦντες
καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ θεοῦ ἀποκλείοντες. ὁ δὲ Σισίννιος ἔφη·
καὶ μὴν οὐδεὶς οὕτω μετανοεῖ ὡς ἐγώ. τοῦ δὲ πάλιν ἐπάγοντος, πῶς

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 482, line 17

ἀγνοοῦντας ἀπιστεῖν, εἰ σωφρονεῖν δύναιτο, τοσοῦτον τρυφῶν. τὸ δὲ


ἦθος ἦν χαρίεις καὶ ἡδὺς ἐν ταῖς συνουσίαις, καὶ διὰ ταῦτα τοῖς ἐπι-
σκόποις τῆς καθόλου ἐκκλησίας καὶ τοῖς ἐν ἀρχῇ καὶ λόγῳ καταθύμιος
ἦν. σκώπτειν δὲ σὺν χάριτι καὶ σκωμμάτων ἀνέχεσθαι καὶ ἀπεχθείας
ἐκτὸς ὑπομένειν κομψῶς τε σὺν τάχει πρὸς τὰς ἐρωτήσεις ἀπαντᾶν
εὖ μάλα ἐπιτηδείως εἶχεν. ἐρωτηθεὶς οὖν ποτε, ὅτου ἕνεκα δεύτερον
λούοιτο ἐπίσκοπος ὤν, ὅτι μὴ τρίτον, ἔφη, φθάνω. ἐπεὶ δὲ λευκῇ
ἐσθῆτι διετέλει χρώμενος, ἐπέσκωψέ τις αὐτῷ τῶν ἀπὸ τῆς καθόλου
ἐκκλησίας. ὁ δὲ πρὸς αὐτόν· οὐκοῦν εἰπέ, ποῦ εἴρηται ἐσθῆτα μέλαιναν
χρῆναι ἀμφιέννυσθαι. τοῦ δὲ ἀπορήσαντος, ὑπολαβὼν ἔφη· σὺ μέν,
ἔφη, οὐκ ἂν τοῦτο ἐπιδεῖξαι δυνήσῃ· ἐμοὶ δὲ καὶ Σολομὼν ὁ σοφώ-
τατος, ἔστωσάν σοι ἱμάτια λευκά, παραινεῖ, λέγων· καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς
λευχείμων ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις φαινόμενος, Μωσῆν τε καὶ Ἠλίαν
τοιούτους τοῖς ἀποστόλοις δεικνύς. οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκεῖνο τῶν εἰρη-
μένων Σισιννίῳ χάριεν οἶμαι. ἐνεδήμει μὲν γὰρ τῇ Κωνσταντινουπόλει
Λεόντιος, ὁ τῆς παρὰ Γαλάταις Ἀγκύρας ἐπίσκοπος. ἐκκλησίας δὲ τῶν
ἐκεῖσε Ναυατιανῶν ἀφῃρημένης, ἧκε πρὸς αὐτόν, ἀπολαβεῖν ταύτην
δεόμενος. ἐπεὶ δὲ οὐκ ἀπεδίδου, ἐλοιδορεῖτο δὲ τοῖς Ναυατιανοῖς ὡς
οὐκ ἀξίως ἐκκλησιάζειν, μετάνοιαν καὶ τὴν παρὰ θεοῦ φιλανθρωπίαν
ἀναιρεῖν αὐτοὺς λέγων, ἀλλὰ μήν, ἔφη Σισίννιος, οὐδεὶς οὕτως ὡς
ἐγὼ μετανοεῖ. ἐρομένου δὲ Λεοντίου τίνα τρόπον, ὅτι σε τεθέαμαι,

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 772, line 1

Σόδομα καὶ Γόμορρα: ὀνόματα πόλεων αἰσχρῶν καὶ βεβήλων.


καὶ Σοδομηνός, ὁ πολίτης. καὶ Σοδομίτης ὁμοίως.
Σόεμος: ὄνομα κύριον.
Σοκέλιος: ὄνομα ἀνδρὸς Ῥωμαίου.
Σολέα: ὄνομα κύριον. τὸν Σολέα αἰτιατική.
Σολέμνιον: ἡ παρὰ βασιλέως ἀναφαίρετος δωρεὰ διδομένη ταῖς
ἐκκλησίαις.
Σολήν, Σολῆνος: ποταμός.
1192

Σολία: ὄνομα πόλεως.


Σολόεις: ποταμός.  
Σολομῶν, βασιλεὺς Ἱερουσαλήμ, υἱὸς Δαβὶδ ἐκ τῆς Οὐρίου
γυναικὸς Βηρσαβέε· ὅστις γυναῖκας ἐξ ἐθνῶν ἠγάγετο παρὰ τὴν ἐν-
τολὴν τοῦ θεοῦ. αἱ δὲ ἦσαν αὐτῷ αἱ σύμπασαι γαμεταὶ μὲν ἅμα ταῖς
Ἰσραηλίτισι ψʹ, παλλακαὶ δὲ τʹ. ἤδη δὲ προβεβηκὼς τὴν ἡλικίαν ὑπὸ
τῶν ἐθνικῶν γυναικῶν διεστρέφετο τὸν νοῦν πρὸς εἰδωλολατρίαν·
ἐλάτρευσε γὰρ τῇ Ἀστάρτῃ, θεῷ Σιδωνίων, καὶ τῷ Χαμώς, θεῷ Ἀμμα-
νιτῶν. κἀκ τῶν χιλίων αὐτῷ γυναικῶν μόνος ἄρσεν ἐγένετο Ῥοβοὰμ
υἱός, καὶ αὐτὸς ἐξ ἀλλοφύλου Νααμμὰς τῆς Ἀμμανίτιδος, ἀνάξιος τῆς
ἀρχῆς. οὐ γὰρ ἡ πολυγαμία τὴν εὐτεκνίαν ποιεῖ.
Σολομῶν, υἱὸς Δαβίδ, βασιλεὺς Ἰουδαίων, φρονήσει καὶ δυνάμει
καὶ πλούτῳ δυνατὸς καὶ περιφανής, δικάζων τε τὸν λαὸν ἐν φρονήσει

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 773, line 1

Σολόεις: ποταμός.  
Σολομῶν, βασιλεὺς Ἱερουσαλήμ, υἱὸς Δαβὶδ ἐκ τῆς Οὐρίου
γυναικὸς Βηρσαβέε· ὅστις γυναῖκας ἐξ ἐθνῶν ἠγάγετο παρὰ τὴν ἐν-
τολὴν τοῦ θεοῦ. αἱ δὲ ἦσαν αὐτῷ αἱ σύμπασαι γαμεταὶ μὲν ἅμα ταῖς
Ἰσραηλίτισι ψʹ, παλλακαὶ δὲ τʹ. ἤδη δὲ προβεβηκὼς τὴν ἡλικίαν ὑπὸ
τῶν ἐθνικῶν γυναικῶν διεστρέφετο τὸν νοῦν πρὸς εἰδωλολατρίαν·
ἐλάτρευσε γὰρ τῇ Ἀστάρτῃ, θεῷ Σιδωνίων, καὶ τῷ Χαμώς, θεῷ Ἀμμα-
νιτῶν. κἀκ τῶν χιλίων αὐτῷ γυναικῶν μόνος ἄρσεν ἐγένετο Ῥοβοὰμ
υἱός, καὶ αὐτὸς ἐξ ἀλλοφύλου Νααμμὰς τῆς Ἀμμανίτιδος, ἀνάξιος τῆς
ἀρχῆς. οὐ γὰρ ἡ πολυγαμία τὴν εὐτεκνίαν ποιεῖ.
Σολομῶν, υἱὸς Δαβίδ, βασιλεὺς Ἰουδαίων, φρονήσει καὶ δυνάμει
καὶ πλούτῳ δυνατὸς καὶ περιφανής, δικάζων τε τὸν λαὸν ἐν φρονήσει
καὶ σοφίᾳ τοῦ κρείττονος οὐ διέλειπεν ἤσκει τε πᾶσαν σοφίαν θείας
χάριτος γέμουσαν καὶ τῆς διδασκαλίας ἀκροατὰς πλείστους ἐποιεῖτο.
ταῦτά τε καὶ τὰ τοιαῦτα διαπραττόμενος, τῷ τῆς φύσεως εὐαλώτῳ
περὶ τὰς τοῦ σώματος ἡδονὰς ὑπαγόμενος ἄγεται μὲν γυναῖκας χιλίας
τὸν ἀριθμόν, πείθεται δὲ ὑπ' αὐτῶν εἰδωλολάτρης γενέσθαι. διὸ προς-
έταξεν ὁ θεὸς μερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν, οὐκ ἐπὶ τῶν χρόνων
αὐτοῦ, διὰ μνήμην Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀλλὰ μετὰ τὴν αὐτοῦ
τελευτήν. ὅτι τοῖς κραταιοῖς, ὥς φησι Σολομῶν, ἰσχυρὰ ἐφίσταται
ἔρευνα. τουτέστι τοὺς ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ· καὶ

Σούδα. Alphabetic letter sigma, entry 774, line 1

έταξεν ὁ θεὸς μερισθῆναι τὴν αὐτοῦ βασιλείαν, οὐκ ἐπὶ τῶν χρόνων
αὐτοῦ, διὰ μνήμην Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἀλλὰ μετὰ τὴν αὐτοῦ
τελευτήν. ὅτι τοῖς κραταιοῖς, ὥς φησι Σολομῶν, ἰσχυρὰ ἐφίσταται
ἔρευνα. τουτέστι τοὺς ἐν ἀρετῇ τελείους τὴν ἀκρίβειαν ἀπαιτεῖ· καὶ
τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις μεγάλα παρανομοῦσι μακροθυμεῖ· τοῖς δὲ ἁγίοις
ταύτης οὐ μεταδίδωσι τῆς συγγνώμης. καὶ αὖθις ὁ Σολομῶν· ὁ μὲν
γὰρ ἐλάχιστος συγγνωστός ἐστιν ἐλέους· δυνατοὶ δὲ δυνατῶς ἐτασθή-
σονται. Σολομῶν οὖν Σολομῶντος κλίνεται, Σολομῶν δὲ Σολο-
μῶνος παρ' ἡμῖν. ὅτι ἡ παλαιὰ τὸν Σολομῶντα Σαλομῶντα καλεῖ, ἀπὸ τῆς
1193

Σαλὴμ πόλεως, ὅ ἐστιν εἰρήνη· ἐν γὰρ τοῖς χρόνοις αὐτοῦ εἰρήνη ἦν.
Σολομώντειος λόγος.
Σόλον: δίσκον. καὶ Σόλος, ὄνομα βουνοῦ.

Σούδα. Alphabetic letter chi, entry 78, line 2

Χαμόθεν: ἀπὸ τῆς γῆς.


Χαμώς: θεὸς ἦν Τυρίων ἢ Ἀμμανιτῶν, ὥσπερ ἡ Ἀστάρτη θεὸς
Σιδωνίων, οἷς ἐλάτρευσε Σολομῶν.
Χαναάν: ὄνομα κύριον. καὶ ἐξ αὐτοῦ Χαναναῖοι. ὅτι Μωϋσῆς
μʹ ἔτη συμφιλοσοφήσας τῷ λαῷ τελευτᾷ, διάδοχον καταλιπὼν Ἰησοῦν
τὸν τοῦ Ναυῆ· ὅστις κατῴκισε τὸν Ἰσραὴλ ἐν γῇ, ᾗ ἐπηγγείλατο κύριος
τῷ Ἀβραάμ· ἔστι δὲ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Αἰγύπτου κυκλουμένη διὰ
θαλάσσης καὶ ξηρᾶς· ἐκβαλὼν πάντας τοὺς βασιλεῖς καὶ δυνάστας τῶν
ἐθνῶν· οἵτινες ὑπ' αὐτοῦ διωκόμενοι διὰ τῆς παραλίου Αἰγύπτου τε
καὶ Λιβύης κατέφυγον εἰς τὴν τῶν Ἄφρων χώραν, τῶν Αἰγυπτίων
μὴ προσδεξαμένων αὐτούς, διὰ τὴν μνήμην τὴν προτέραν, ἣν ἔπαθον
δι' αὐτοὺς ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ καταποντισθέντες θαλάσσῃ· καὶ προσφυγόντες
τοῖς Ἄφροις, τὴν ἔρημον αὐτῶν ᾤκησαν χώραν, ἀναδεξάμενοι τὸ

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori P. 141, line 13

διδασκαλίαν, φημί, τῶν κρειττόνων γυμνώσασα τῆς πνευ-


ματικῆς καὶ τελείας τροφῆς πρὸς διάκρισιν τοῦ καλοῦ τε
καὶ χείρονος ἐνεφόρησεν. ἐκείνους δὲ διωθοῦμαι καὶ ἀπο-
πέμπομαι, ὅσοι δόξῃ μοχθηρᾷ προκατειλημμένοι ἀπεναντίας
τῷ πατρὶ παρεφρόνησαν, ὥσπερ ἀμέλει τὸν θεμέλιον τῆς
ἐκκλησίας τηνάλλως παρασαλεύειν πειρώμενοι, καὶ, προ-
φητικῶς εἰπεῖν, τὴν ἑαυτῶν ἐλπίδα τῷ ψεύδει πιστεύσαν-
τες· οὐδὲ γὰρ περὶ αὐτὸν πονηρῶς διακείμενοι καὶ πᾶν ὅ τι
οὖν κατ' αὐτοῦ δεινὸν μελετήσαντες, τοῖς εἰς αὐτὸν ἐπαί-
νοις ἡσθεῖεν ἂν ἢ συγκατάθοιντο πώποτε. βδέλυγμα γὰρ
ἁμαρτωλοῖς, ὡς Σολομῶντι καὶ τῇ ἀληθείᾳ δοκεῖ, θεοσέ-
βεια. ταῖς γὰρ ἄρκυσι τῶν ἀφύκτων λόγων αὐτοῦ ἀεὶ πιε-
ζόμενοι καὶ τῷ λαβυρίνθῳ τῶν ἐλέγχων ἀδιεξίτητα περι-
θέοντες, ὑπ' ἀπορίας ὠθούμενοι πρὸς κακουργίας ἐτράποντο,
καὶ κυνῶν ἐνεῶν δίκην τοῦ ἁγίου καθυλακτεῖν οὐχ ὑφίεν-
ται. ἄτεγκτον γὰρ καὶ ἀνένδοτον αἱρετικὴ μοχθηρία, κἂν
μυριάκις τοῖς ἐλέγχοις καταποθῇ, τοσαυτάκις ἀναισχυντεῖ.
 Τοιγαροῦν τούτων ὁ λόγος ἐκκλίνων τὸ δύσαντες τῆς
εὐθείας ἔχεται τρίβου, φέρων εἰς μέσον τὸν εὐφημούμενον.
τὸ μὲν δὴ γένος καὶ περιφάνειαν βίου, πατρίδα τε καὶ
περιουσίαν, καὶ οἷς οἱ τῶν ἔξωθεν νόμοι ποιεῖσθαι τοὺς

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori P. 176, line 4


1194

γειαν. ὁ δὲ ἄλλως αὐτῶν ἀκροώμενος καὶ πρὸς τὸ ἀειδές


τε καὶ νοερὸν ἰλιγγιάσας ἀτονίᾳ ψυχῆς, τῆς περὶ θεοῦ ἀπο-
λισθήσας ἐννοίας ἀνὰ τὸ Λήθης πεδίον ἀλᾶται, περὶ σώ-
ματα καὶ γῆν εἰλυσπώμενος.
 Τί οὖν, εἰ καὶ αὐτοὺς ἐκείνους τοὺς κατὰ Μωϋσέως
πολιτευσαμένους ἄνδρας ὁσίους μὴ πεφυλαχότας τόνδε ἐπε-
δείξω τὸν νόμον, μηδὲ πεφευγότας τῶν οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ  
γῆς ἢ τῶν ἐν θαλάσσῃ ποιεῖν τὰ ἰνδάλματα, εἰ κατὰ τὰς
σὰς ἀορίστους ἐννοίας νοοῖτο ὁ λόγος; Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ. πῶς
καὶ τίνα τρόπον; Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ. μῶν οὐκ ἀκήκοας, ὦ
βασιλεῦ, ὡς οἰκοδομῶν τὸν νεὼν Σολομὼν τὴν χαλκῆν ἐκεί-
νην τοῦ ἱεροῦ περιβόλων ἐντὸς ἐτεκτήνατο θάλασσαν, ἐν ᾗ
τὰς χεῖρας οἱ ἱερεῖς αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένας ἐκά-
θαιρον; ἐπὶ τίνων οὖν ταύτην ἀπῃώρησεν; οὐχὶ δυοκαίδεκα
βόας χαλκεύσας καὶ τούτους ὑποθείς, ἐπ' αὐτῶν τὴν θά-
λασσαν ἥπλωσεν; πῶς οὖν φυλάττει τὸν νόμον, ὁμοίωμα
βοῶν ἐν τοῖς τελουμένοις αὐτῷ ποιησάμενος; δι' ὧν, οἶμαι,
ὑπέγραφεν, ὡς τῶν ἀποστόλων ἰσάριθμος χορός, οἱ σοφοὶ
τοῦ λόγου βοεργάται, τόνδε τὸν κόσμον, τὴν θάλασσαν, εἰς
ὕψος αἴροντες τῇ γεηπονίᾳ τῆς εὐσεβείας, μεμολυσμένας αἵ-
μασι θυσιῶν τῶν ἱερέων τὰς χεῖρας

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori P. 178, line 6

πηνεν; Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ. οἶδα ὡς πολλάκις, ὅτου δὲ νῦν


ἐμνήσθης οὐκ οἶδα. Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ. ὅτε τὴν χρυσῆν
τοῦ μόσχου κεφαλὴν ἐσχεδίασεν, ὡς ὀρθότατα αὐτοῖς ἐχαλέ-
πηνεν. ἐπιλαθόμενοι γὰρ τὴν ἐν Αἰγύπτῳ θαυματοποιίαν
τὴν ἐν θαλάσσῃ μεσοπορείαν, τὴν πρωτοτόκων ἀθρόαν τελευ-  
τήν, τὴν τῶν στοιχείων μεταβολήν, ὡς ὁ νομοθέτης ἐπ-
έτρεπε τοῦ μόσχου τὸ κάρα θεὸν ἀνηγόρευσαν. μή τι οὖν
τοῦτό σοι πλημμελεῖν δοκῶσιν, ἢ ὁ νομοθέτης αὐτοῖς ἐγκα-
λεῖ, ὅτι μόσχον εἰκῇ καὶ ἁπλῶς ἀνετυπώσαντο; Ο ΒΑΣΙ-
ΛΕΥΣ. διὰ τί; Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ. ὅτι εἴπερ ἐκείνοις κατὰ
τοῦτο μεμψώμεθα, καὶ Σολομῶντος κατηγορήσωμεν, ὡς βόας
καὶ αὐτοῦ πλαστουργήσαντος. οὐκοῦν κατ' ἐκεῖνο καὶ ἡμεῖς
τοῖς ἀνδράσι μεμφόμεθα καὶ ὁ νομοθέτης ἐγκέκληκεν, ὅτι
τὸν βοῦν θεὸν ἀνηγόρευσαν καὶ τὴν ἐπ' Αἰγύπτου σωτη-
ρίαν εἰς αὐτὸν ἀσεβῶς ἀνετίθεσαν. οὐχ ὁμοίωμα γοῦν ποιεῖν
ἁπλῶς διεκώλυσεν, ἀλλὰ θεοῦ ποιεῖν ὁμοίωμα. διὰ τοῦτο
καὶ ὁ λόγος γέγραφεν, ὡς τὰ χρυσᾶ τῶν γυναίων ἀφελόντες
ἐλλόβια τὴν χρυσῆν ἐκείνην εἰργάσαντο κεφαλὴν τοῦ μόσχου·
ὑποδηλῶν, ὡς οἶμαι, καὶ αἰνιττόμενος, ὡς ἡ τῶν ἀνθρώπων
ἐκείνων ἀκοὴ παραλαβοῦσα τοὺς περὶ θεοῦ ἀκιβδήλους...

Χρονολογική ταξινόμηση
1195

 1. Ωριγένης Fragmenta in evangelium Joannis (in catenis) {2042.006} (A.D.


2-3) Fragment 46 line 12

 ἔσω ἀνθρώπου λαλοῦσιν οὐράνια καὶ θεϊκά. ἕκαστος γὰρ αὐτῶν ἐρεῖ·    (10)
«Τάδε λέγει Κύριος»· ⟦καὶ «Ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με», λέγων.
φανερώτερον περὶ τούτου φησὶν ὁ Σολομὼν εἰπών· «Οἱ ἐμοὶ λόγοι
«εἴρηνται ὑπὸ θεοῦ.» διὸ γέγραπται· «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως
«πάλαι ὁ θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ’ ἐσχά-
 

 2. Ωριγένης Exhortatio ad martyrium {2042.007} (A.D. 2-3) Secti 22 line 2

 ἄλλον.“
(22)   Καὶ τοῦτο δὲ πρὸς τὰ προκείμενά ἐστι χρήσιμον. φησὶν
ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ ὁ Σολομῶν· „ἐπῄνεσα ἐγὼ πάντας τοὺς τεθνηκό-
τας ὑπὲρ τοὺς ζῶντας, ὅσοι αὐτοὶ ζῶσιν ἕως τοῦ νῦν.“ τίς δ’ ἂν οὕτως
εὐλόγως ἐπαινοῖτο τεθνηκὼς ὡς ὁ αὐτοπροαιρέτως τὸν θάνατον
 

 3. Ωριγένης In Jeremiam (homiliae 12-20) {2042.021} (A.D. 2-3) Homily 12


section 6 line 3

 (6)   Εἰ δὲ θέλεις τὴν γραφὴν μάρτυρα λαβεῖν, ὅτι καὶ εἰς ἑτέρων
παίδευσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ κολάζονται, κἂν οὗτοί ποτε ἀπεγνωσμένοι
ὦσι περὶ θεραπείας, ἄκουε Σολομῶντος ἐν ταῖς Παροιμίαις λέγοντος·
«λοιμοῦ μαστιγουμένου ἄφρων πανουργότερος ἔσται». οὐκ αὐτὸν
τὸν μαστιγούμενον εἶπεν ἔσεσθαι πανουργότερον καὶ φρονιμώτερον    (5)
 

 4. Ωριγένης Epistula ad Africanum {2042.045} (A.D. 2-3) Vol. 11 p. 76 line


37

 μίμῳ, ἢ τὴν περὶ τῆς σεμνῆς Σωσάννης ὁμοιῶσαι    (35)


ἐχρῆν. Καὶ ὥσπερ οὐκ ἤρκει πρὸς πειθὼ τοῦ λαοῦ τὸ
εἰπεῖν Σολομῶντα· «Δότε τῇδε τὸ ζῶν παιδίον· αὕτη
γάρ ἐστιν ἡ μήτηρ αὐτοῦ·» οὕτως οὐκ ἤρκει ἡ πρὸς
τοὺς πρεσβυτέρους ἐπίπληξις τοῦ Δανιὴλ, μὴ προσ-
 

 5. Ωριγένης Epistula ad Africanum {2042.045} (A.D. 2-3) Vol. 11 p. 76 line


48

 ἐλέγχοντα, τάχα δὲ ἑτέρως, πρόσχες· καὶ ταῦτα πα-


ραπλήσια δοκεῖ μοι εἶναι τὰ κατὰ τὸν Δανιὴλ τῇ κρίσει
τοῦ Σολομῶντος· περὶ οὗ μαρτυρεῖ ἡ Γραφὴ, ὅτι εἶδεν
ὁ λαὸς, ὅτι φρόνησις Θεοῦ ἐν αὐτῷ τοῦ ποιεῖν δικαίω-
μα. Τοῦτο ἂν δύναιτο λέγεσθαι καὶ περὶ τοῦ Δανιήλ·    (50)
 

 6. Ωριγένης Excerpta in Psalmos [Dub.] {2042.074} (A.D. 2-3) Vol. 17 p.


113 line 16
1196

 ἀσέβειαν ἑαυτῶν. Ἐὰν μὲν οὖν ᾖ τις πρόβατον


ἁμαρτωλὸν, ῥάβδῳ πλήσσεται· ἐὰν δὲ ἄνθρωπος,    (15)
βακτηρίᾳ, κατὰ τὸ Σολομῶντος· Ὁ φειδόμενος τῆς
βακτηρίας μισεῖ τὸν ἑαυτοῦ υἱόν. Ταῦτα δὲ παρα-
καλεῖ τὸν τυπτόμενον· πέπεισται γὰρ, ὡς μαστιγοῖ
 

 7. Ωριγένης Excerpta in Psalmos [Dub.] {2042.074} (A.D. 2-3) Vol. 17 p.


116 line 45

 ἐστιν ἀντίληψις αὐτοῦ παρὰ σοῦ, Κύριε· ἀνα-


βάσεις εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ. Ἔχομεν δὲ ἄλλην
ἀκοὴν καὶ θείαν αἴσθησιν, κατὰ Σολομῶντα, λόγοι    (45)
Θεοῦ ἀκούουσαν, ἡνωμένην αὐτῷ. ᾯ δὲ παρασιωπᾷ
Θεὸς, ὁμοιοῦται τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.
 

 8. Ωριγένης Excerpta in Psalmos [Dub.] {2042.074} (A.D. 2-3) Vol. 17 p.


116 line 50

 Οὐδένα γὰρ τῶν ἁγίων ἴσμεν λάκκον ὀρύξαντα·


φρέαρ δὲ ὤρυττεν ὁ δεόμενος ὕδατος. Ἐντέλλεται
καὶ ὁ Σολομῶν ἀπὸ φρεάτων πίνειν. Θεὸς δὲ διὰ τοῦ   (50)
προφήτου τοῖς ἐκ λάκκων πίνουσιν ἀπειλεῖ, λέγων·
Ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ
 

 9. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 161 line 2t

 (161) ΕΚ ΤΩΝ ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ   


ΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΑΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ   
ΕΞΗΓΗΣΕΩΝ.    

  Παροιμία ἐστὶ λόγος ἀπόκρυφος δι’ ἑτέρου προ-    (20)


 

 10. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 161 line 35

 (161)   Τουτέστιν ὀρθὸν καὶ ἀδιάστροφον εἶναι τὸ κριτή-    (33)


ριον· ἀνεπιστήμων γάρ τις ὢν δικαιοσύνης, οὐκ ἂν
διέλοι τὰς ἀμφισβητήσεις ὀρθῶς· οὐδὲ Σολομὼν γὰρ    (35)
ἔκρινεν ὀρθῶς ταῖς πόρναις, μὴ σώζων ἀκριβεῖς τοῦ
δικαίου τοὺς λόγους· ὀρθῶς δὲ καὶ ἀδιαστρόφως κρι-
 

 11. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 164 line 6
1197

 αἰσθητοῖς, οὕτω καὶ διὰ τῶν ἀρετῶν ἐποπτεύει τὰ


νοητά· διόπερ καὶ αἰσθήσεως αὐτὸν λόγον ἐπέχειν ὁ   (5)
σοφὸς Σολομὼν ἡμᾶς διδάσκει.
  Οἱ κτώμενοι κακίαν, τῷ κακοὶ εἶναι ἐξουδενοῦσι
σοφίαν· καὶ μὴ ἔχοντες φόβον τὸν ποιοῦντα ἀρχὴν αἰ-
 

 12. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 164 line 56

 τῆς τοιᾶσδε ψυχῆς τὰ καταπεπτωκότα, δηλονότι ἐκ


τῆς τοῦ Οὐρίου προφάσεως.    (55)
  Πῶς οὖν ἔμπροσθέν φησιν ὁ Σολομών· «Ὁ δὲ ἐπιχαί-
(165) ρων ἀπολλυμένῳ οὐκ ἀθωωθήσεται;» Ἢ τάχα οὕτως
χαίρει ἡ σοφία, ὡς ἐχάρη ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ Ματθαίου
 

 13. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 176 line 3

 (176)   Γυναῖκα ἐνταῦθα τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν σημαίνει·


αὕτη δὲ ἐκ νεότητος ἡμῖν ἐδόθη· ἥντινα ἀνωτέρω
διδασκαλίαν ὁ Σολομῶν νεότητος λέγει· Υἱὲ, γάρ φησι,
μή σε καταλάβῃ βουλὴ κακὴ (τὸν διάβολον λέγων,
ὡς κακῶς βουλευσάμενον)· ἡ ἀπολιποῦσα διδασκα-    (5)
 

 14. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 177 line 25

 εἶναι δὲ πάλιν ὑπὸ δεσποτείαν λέγεται, ὑπὸ τὸν Θεὸν,


ὡς ὑπὸ δημιουργόν.
  Διὰ μὲν τοῦ μύρμηκος ἔοικεν ὁ Σολομῶν τὴν    (25)
πρακτικὴν ὁδὸν ἡμῖν ὑπογράφειν· διὰ δὲ τῆς με-
λίσσης, τὴν θεωρίαν τῶν γεγονότων σημαίνει καὶ αὐ-
 

 15. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 177 line 36

 φησὶ, καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται· τὸ δὲ μέλι οὐ παρ-


ελεύσεται· οὐδὲ γὰρ οἱ λόγοι παρελεύσονται τοῦ Σω-    (35)
τῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· περὶ ὧν λέγει ὁ Σολο-
μῶν· Κηρία μέλιτος, λόγοι καλοί· γλύκασμα δὲ
αὐτῶν, ἴασις ψυχῆς· καὶ ὁ Δαυῒδ, Ὡς γλυκύτερα,
φησὶ, τῷ λάρυγγί μου, τὰ λόγιά σου ὑπὲρ μέλι τῷ
 

 16. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 181 line 9
1198

 ποις ἐργάζεται, τοῖς βουλομένοις ὁδεύειν τὴν πλα-


τείαν ὁδὸν καὶ εὐρύχωρον, καὶ ἀπάγουσαν ἐπὶ τὴν
ἀπώλειαν· ἐνταῦθα δὲ προσεκτέον τί φησιν ὁ Σολο-
μῶν περὶ τῆς κακίας· ὅτι οὐκ αὐτὴ τὸν ἄνθρωπον   (10)
ἐν ἀρχαῖς ἐπὶ τὴν πλατεῖαν ἄγει· οὐδὲ ἀναγκάζει
πορεύεσθαι διόδοις οἴκων αὐτῆς, ἢ προσεγγίζειν γω-
 

 17. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 181 line 50

 τοῦ πάνυ πνευματικῶς ἐνατενίσας τῇ οἰκονομίᾳ ὁ Παῦ-


λος, ἔσχατον ἐχθρὸν λέγει καταργεῖσθαι τὸν θάνατον·
ὃν καὶ ἄνδρα εἶναι τῆς πονηρίας Σολομῶν προδιέ-    (50)
γραψε· τὸν ὡς βαλαντίον ἀργυρίου λαβόντα ἐν τῇ
χειρὶ αὑτοῦ τὴν ἀνθρωπότητα, εἰ καὶ αὖθις ἐν τῷ
 

 18. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 196 line 43

 τοὺς ἐπινοοῦνται ἀπὸ τῆς γνώσεως, ἥτις πέφυκε συν-


άπτειν αὐτοὺς πρὸς φιλίαν ταῖς ἐπουρανίοις δυνάμε-
σι· τὸ δ’ αὐτὸ τοῦτο καὶ ὁ Σολομῶν ὡς οἶμαι διὰ ταύτης
τῆς παροιμίας δεδήλωκε· σκολιὸν μὲν ἄνδρα λέγων τὸν
Σατανᾶν· πορευομένους δὲ λαμπτῆρας δόλου τοὺς δι-   (45)
 

 19. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 204 line 44

 ροῦντας· ὁ γὰρ Δαυΐδ φησι· Τοῦ ἀκοῦσαι μὲν φω-


νῆς αἰνέσεώς σου, καὶ τότε διηγήσασθαι ἄλλοις
τὰ θαυμάσιά σου· καὶ ὁ Σολομῶν φησι· Ἃ εἶδον οἱ
ὀφθαλμοί σου, λέγε· πολλοὶ γὰρ καὶ ἀρετῆς μὴ   (45)
ἀπαρξάμενοι, ἄλλους κατορθῶσαι οὐ μόνον παραινοῦ-
 

 20. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 237 line 11

 τὴν ψυχὴν πρὸς κακίαν, καὶ ἐγείροντα, ὡς βοῤῥᾶς


νέφη, λογισμοὺς τῇ ψυχῇ πονηρούς· πανταχοῦ δὲ ὁ    (10)
Σολομῶν γλῶσσαν τὸν νοῦν λέγει· τοῦτο οὖν τὸ πρόσ-
ωπον αἰδεῖσθαι ἐν κρίσει οὐ καλόν.
  Ἐνταῦθα οὖν πίπτει δίκαιος νοῦς ἐνώπιον τοῦ
 

 21. Ωριγένης Expositio in Proverbia (fragmenta e catenis) {2042.075} (A.D.


2-3) Vol. 17 p. 249 line 24
1199

 μίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν


τῆς καρδίας μου· καί· Λέγε σὺ πρῶτος τὰς ἁμαρ-
τίας σου, ἵνα δικαιωθῇς· καὶ πάλιν ὁ Σολομῶν
φησιν· Ὁ ἐπικαλύπτων ἀσέβειαν αὑτοῦ, οὐκ εὐοδωθήσεται· ὁ δὲ ἐξηγούμενος
καὶ ἐλέγχων    (25)
ἀγαπηθήσεται.
 

 22. Ωριγένης Scholia in Canticum canticorum {2042.076} (A.D. 2-3) Vol. 17


p. 256 line 59

 (256)   ποιμένων.   (57n)
  Τὸ πολυθρύλλητον δὲ παρ’ Ἕλλησιν ἐπίφθεγμα   (58)
προείληπται παραδοθὲν τῷ σοφῷ Σολομῶντι, τὸ
(257) Γνῶθι σαυτόν· καθ’ ἣν ἀπειλεῖται νῦν ἡ ψυχὴ παρὰ
τοῦ ἐράστου καὶ νυμφίου, εἰ μὴ τὸ δοθὲν αὐτῇ κατ’
 

 24. NEMESIUS Theol. De natura hominis {0743.001} (A.D. 4) Section 2 line


515

 καὶ διὰ τοῦτο συγχωρεῖ τὴν ἐμψύχωσιν γίνεσθαι. ἱκανὸν


δὲ τεκμήριον τούτου λαμβάνομεν τὸν ἐκ τῆς Οὐρίου
καὶ τοῦ Δαυὶδ γεννηθέντα Σολομῶνα.    (515)
                          ἑξῆς
ἐπισκεψώμεθα καὶ τὴν δόξαν τῶν Μανιχαίων ἣν ἔχουσι
 

 25. Γρηγόριος Νύσσης Adversus Macedonianos de spiritu sancto


{2017.006} (A.D. 4) Vol. 3,1 p. 89 line 2

 ΚΑΤΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝΩΝ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΟΜΑΧΩΝ

  Τάχα οὐδὲ ἀποκρίνασθαι προσήκει τοῖς ματαίοις τῶν   (1)


λόγων· τὸ γὰρ σοφὸν τοῦ Σολομῶντος παράγγελμα πρὸς
τοῦτο ἔοικε φέρειν τὸ διακελευόμενον μὴ ἀποκρίνεσθαι ἄφρονι
κατὰ τὴν ἀφροσύνην αὐτοῦ. ἀλλ’ ἐπειδὴ κίνδυνός ἐστι μὴ διὰ
 

 26. Γρηγόριος Νύσσης Orationes viii de beatitudinibus {2017.053} (A.D. 4)


Vol. 44 p. 1260 line 20

 προσαφῄρηται. Εἰ τοίνυν τις ἑαυτὸν ἐπιγνοίη, οἷός


τε πρότερον ἦν, καὶ οἷος ἐπὶ τοῦ παρόντος ἐστίν·
φησὶ δέ που καὶ ὁ Σολομῶν, ὅτι Οἱ ἑαυτῶν ἐπιγνώ-   (20)
μονες σοφοί· οὐδέποτε ἐλεῶν ὁ τοιοῦτος παύσεται,
τῇ δὲ τοιαύτῃ τῆς ψυχῆς διαθέσει καὶ ὁ θεῖος ἔλεος
 
1200

 27. Γρηγόριος Νύσσης Testimonia adversus Judaeos [Sp.] {2017.058} (A.D.


4) Vol. 46 p. 205 line 7

 στώσω αὐτὸν ἐν οἴκῳ μου· καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ    (5)


ἕως αἰῶνος· καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθωμένος
ἕως αἰῶνος.» Σολομὼν, «Καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς
Ἰσραὴλ, πιστωθήτω δὴ τὸ ῥῆμά σου τῷ Δαβὶδ τῷ
Πατρί μου· εἰ ἀληθῶς κατοικήσει ὁ Θεὸς μετὰ
 

 28. Γρηγόριος Νύσσης Testimonia adversus Judaeos [Sp.] {2017.058} (A.D.


4) Vol. 46 p. 208 line 28

 πρὶν ἐπιγνῶναι πατέρα, ἢ μητέρα, λήψεται δύνα-


μιν Δαμασκοῦ, καὶ τὰ σκῦλα Σαμαρείας ἔδεται.»
Καὶ Σολομὼν προφητικῶς, «Παῖς ἤμην εὐφυὴς,
ψυχῆς τε ἔλαχον ἀγαθῆς· μᾶλλον δὲ ἀγαθὸς ὢν,
ἦλθον εἰς σῶμα ἀμίαντον.» (Τίς οὖν πρὸ γεννή-    (30)
 

 29. Γρηγόριος Νύσσης Testimonia adversus Judaeos [Sp.] {2017.058} (A.D.


4) Vol. 46 p. 232 line 37

 μου τὴν ψυχήν. Πνεῦμα δὲ θεῖον τὸ περιόν μοι ἐν   (35)


ῥισί.» Ζαχαρίας, «Ἐγώ εἰμι ἐν ὑμῖν, καὶ
τὸ Πνεῦμά μου ἐφέστηκεν ἐν μέσῳ ὑμῶν.» Σολομὼν,
«Πνεῦμα Κυρίου πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην.»
(233) Ἡσαΐας· «Παρώξυναν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ
 

 30. Γρηγόριος Νύσσης De deitate filii et spiritus sancti {2017.062} (A.D. 4)


Vol. 46 p. 556 line 25

 ἀλοιφαῖς, τοὺς λεπτοὺς ἐκείνους καὶ ὑμενώδεις [σ]τοί-


χους ἐπιλεαίνουσα. Εἰ δὲ μέλλοι καὶ ὁ ἡμέτερος λό-
γος βασιλεῦσί τε καὶ ἰδιώταις, καθώς φησιν ὁ Σολο-   (25)
μὼν, εἰς ὑγίειαν ἐπιτήδειος γίνεσθαι, εὐχῇ τὴν χάριν
ἐπισπασώμεθα ἐγώ τε καὶ ὑμεῖς παραπλησίως.
Κοινὸν γὰρ τὸ κέρδος, μᾶλλον δὲ τὸ πλέον ὑμέτερον·
 

 31. Γρηγόριος Νύσσης De vita Gregorii Thaumaturgi {2017.069} (A.D. 4)


Vol. 46 p. 924 line 58

 τὴν παροιμίαν, ὅλον ἡμῖν γένηται καταφανὲς ἐκ τοῦ


κρασπέδου τὸ ὕφασμα. Καὶ γὰρ ἡ θεία Γραφὴ, πολ-
λὰς τοῦ Σολομῶντος κρίσεις τοῖς ὑπηκόοις δικάσαν-
(925) τος, ἠρκέσθη διὰ μιᾶς πᾶσαν τοῦ ἀνδρὸς παραστῆ-
σαι τὴν σύνεσιν. Ὅτε ταῖς δύο μητράσι δικάζων,
 
1201

 32. Γρηγόριος Νύσσης De vita Gregorii Thaumaturgi {2017.069} (A.D. 4)


Vol. 46 p. 928 line 16

 τος, ἅπαν μετεσκευάσθη εἰς ἄλση, καὶ οἴκησιν καὶ


λειμῶνας, καὶ ἄροσιν. Ταύτης οἶμαι τῆς δίκης μηδ’    (15)
ἂν αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν ὀνομαστὸν Σολομῶντα, τῶν
πρωτείων ἀμφισβητῆσαι. Τί γὰρ τοσοῦτον εἰς ἀρε-
τὴν, ἀποσῶσαι τὸ τῶν μητρῴων δύο μαζῶν βρέφος
 

 33. Γρηγόριος Νύσσης De occursu domini [Sp.] {2017.073} (A.D. 4) Vol.


46 p. 1153 line 37

 των συγκεκραμένων· τὸ δὲ διὰ τῶν αἰσθήσεων εὐόλι-   (35)


σθον (ὡς πέντε καθεστωσῶν), τὸ τῆς πέμπτης ὄνομα
ὑπαινίσσεται. Ἡ ἑβδόμη δὲ, καὶ κατὰ τὸν Σολομῶντα
τὸν εἰς ἑαυτὸν ἑβδοματικῶς ἀνακυκλούμενον τῆς κάτω
λήξεως αἰῶνα ἐμφαίνειν ἐπίσταται. Ἥ γε μὴν δεκάτη
 

 34. Γρηγόριος Νύσσης Liber de cognitione dei (= Θεογνωσία) (fragmenta


ap. Euthymium Zigabenum, Panoplia dogmatica) [Sp.] {2017.077} (A.D. 4)
Vol. 130 p. 264 line 52

 χρονικὴν αὐτοῦ δηλοῖ γέννησιν, τὴν ἐκ τῆς Παρθένου.    (50)


Γεγέννηκα γὰρ, ἀντὶ τοῦ γεννηθῆναι εὐδόκησα, ἢ
ἔκτισα. Εἴρηκε δὲ συμφώνως τούτῳ καὶ Σολομὼν
προσώπῳ τοῦ υἱοῦ, Κύριος ἔκτισέ με, καὶ τὰ ἑξῆς.
Εἶτα ἐπήγαγε· Πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με.
 

 35. Γρηγόριος Νύσσης De opificio hominis {2017.079} (A.D. 4) P. 125 line


11

   Εἰ ταῖς διὰ τῶν χρημάτων τιμαῖς ἔδει γεραίρειν    (9)


τοὺς κατ’ ἀρετὴν διαφέροντας, μικρὸς ἂν, καθώς   (10)
φησιν ὁ Σολομὼν, ὅλος ὁ κόσμος τῶν χρημάτων ἐφάνη
πρὸς τὸ γενέσθαι τῆς σῆς ἀρετῆς ἰσοστάσιος· ἐπειδὴ
κρεῖττον ἢ κατὰ πλούτου τιμὴν ἡ χρεωστουμένη τῇ
 

 36. Γρηγόριος Νύσσης De opificio hominis {2017.079} (A.D. 4) P. 152 line


25

 οὔτε τῆς φωνῆς ἀκουούσης. Ἡ μὲν γὰρ ἀεί τι πάν-


τως προΐεται, ἡ δὲ ἀκοὴ δεχομένη διηνεκῶς οὐκ ἐμπίμ-
πλαται, καθώς φησί που Σολομών· ὅ μοι δοκεῖ καὶ    (25)
μάλιστα τῶν ἐν ἡμῖν ἄξιον εἶναι καὶ θαυμάζεσθαι·
τί τὸ πλάτος ἐκείνου τοῦ ἔνδοθεν χωρήματος, εἰς ὃ
 
1202

 37. Γρηγόριος Νύσσης De opificio hominis {2017.079} (A.D. 4) P. 197 line


12

 προμηθείᾳ τῆς τῶν ἐπικοίνων μετουσίας ἀπείργει    (10)


τὸν ἄνθρωπον. Καί μοι δοκεῖ τὸν μέγαν Δαβὶδ, καὶ
τὸν σοφὸν Σολομῶντα διδασκάλους τῆς τοῦ λόγου τού-
του παραλαβεῖν ἐξηγήσεως. Ἀμφότεροι γὰρ τῆς συγ-
κεχωρημένης τρυφῆς μίαν ἡγοῦνται τὴν χάριν, αὐτὸ
 

 38. Γρηγόριος Νύσσης De opificio hominis {2017.079} (A.D. 4) P. 197 line


16

 κεχωρημένης τρυφῆς μίαν ἡγοῦνται τὴν χάριν, αὐτὸ


τὸ ὄντως ἀγαθὸν, ὃ δὴ καὶ πᾶν ἐστιν ἀγαθόν. Δαβὶδ   (15)
μὲν λέγων, «Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου·» Σολομὼν δὲ
τὴν σοφίαν αὐτὴν, ἥτις ἐστὶν ὁ Κύριος, ξύλον ζωῆς
ὀνομάζων. Οὐκοῦν ταὐτόν ἐστι τῷ τῆς ζωῆς ξύλῳ τὸ
 

 39.Ευσέβιος Quaestiones evangelicae ad Stephanum {2018.028} (A.D. 4)


Vol. 22 p. 893 line 21

 γος, τῇ τοῦ Ματθαίου γραφῇ παραπλησίως, ποτὲ δὲ


ἐμφερῶς τῷ Λουκᾷ γενεαλογεῖ· ἄκουσον γοῦν καὶ    (20)
τῶνδε· «Δαβὶδ, φησὶν, ἦν υἱὸς Σολομῶν, υἱὸς Σολο-
μῶν Ῥοβοὰμ, Ἀβιὰ υἱὸς αὐτοῦ, Ἀσὰ υἱὸς αὐτοῦ, Ἰω-
σαφὰτ υἱὸς αὐτοῦ, Ἰωρὰμ υἱὸς αὐτοῦ, Ὀχοζίας υἱὸς
 

 40.Ευσέβιος Quaestiones evangelicae ad Stephanum {2018.028} (A.D. 4)


Vol. 22 p. 893 line 21

 γος, τῇ τοῦ Ματθαίου γραφῇ παραπλησίως, ποτὲ δὲ


ἐμφερῶς τῷ Λουκᾷ γενεαλογεῖ· ἄκουσον γοῦν καὶ    (20)
τῶνδε· «Δαβὶδ, φησὶν, ἦν υἱὸς Σολομῶν, υἱὸς Σολο-
μῶν Ῥοβοὰμ, Ἀβιὰ υἱὸς αὐτοῦ, Ἀσὰ υἱὸς αὐτοῦ, Ἰω-
σαφὰτ υἱὸς αὐτοῦ, Ἰωρὰμ υἱὸς αὐτοῦ, Ὀχοζίας υἱὸς
αὐτοῦ, Ἰωὰς υἱὸς αὐτοῦ, Ἀμασίας υἱὸς αὐτοῦ·» καὶ
 

 44.Ευσέβιος Quaestiones evangelicae ad Stephanum {2018.028} (A.D. 4)


Vol. 22 p. 897 line 41

 (897)   εʹ. Εἰκότως τοιγαροῦν καὶ ὁ Λουκᾶς, ἅτε τὴν ἀνα-    (39)


γέννησιν ἱστορῶν, οὐ τὴν αὐτὴν ὁδεύει τῷ Ματθαίῳ,    (40)
οὐ τοῦ Σολομῶνος καὶ τῆς τοῦ Οὐρίου, οὐ τῆς Θά-
μαρ, οὐ τῆς Ῥοὺθ, οὐ τοῦ Ἰεχονίου καὶ τῶν μεταξὺ
διαβεβλημένων ἀνδρῶν τὴν παράθεσιν πεποίηται,
 
1203

 88.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 789 line


40

 ΕΙΣ ΣΟΛΟΜΩΝΤΑ ΟΑʹ.

  «Ὁ Θεὸς, τὸ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δός.» Οἱ λοιποὶ


τοῦ «Σολομῶντος» ἡρμήνευσαν. Ἔστι δὲ καὶ ἕτερος    (40)
τοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς ᾠδαῖς τῶν ἀναβαθμῶν, οὗ ἡ ἀρχή·
«Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκο-
 

 89.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 789


line 43

 τοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς ᾠδαῖς τῶν ἀναβαθμῶν, οὗ ἡ ἀρχή·


«Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκο-
πίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες αὐτόν.» Ἐν οἷς ἔοικεν ὁ Σο-
λομὼν ἐπὶ τῇ κατασκευῇ τοῦ οἴκου, ὃν ἤγειρεν ἐν
Ἱεροσολύμοις, πρῶτος αὐτὸς οἰκοδομήσας τὸ αὐτόθι    (45)
ἱερὸν, τὴν ᾠδὴν πεποιῆσθαι, διδάσκουσαν μόνα τὰ
 

 90.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 789


line 52

 κατασκευασθεὶς νεὼς ὑπὸ Βαβυλωνίων κατελύθη. Ἡ    (50)


δὲ μετὰ χεῖρας προφητεία εἴτε εἰς αὐτὸν λέλεκται τὸν
Σολομῶντα, εἴτε αὐτοῦ ἐστι κατὰ τοὺς λοιποὺς ἑρμη-
νευτάς· οἱ λόγοι ἕτερόν τινα παριστῶσι προφητευό-
μενον. Διὸ οὔτε ψαλμὸς, οὔτε ᾠδὴ, οὔτε ὕμνος, οὔτε

 125.Ευσέβιος Fragmenta in Lucam {2018.037} (A.D. 4) Vol. 24 p. 560 line


16

 κρείττοσι βάμμασιν, ἐν ὑμέσι λεπτοῖς καὶ εὐανθέσι


τὸν ἐξ αὐτοῦ κόσμον ἐν αὐτῇ καταθέμενος· ὡς μηδε-   (15)
νὸς τρυφηλοῦ βασιλέως, μηδ’ αὐτοῦ Σολομῶνος τοῦ
παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἐπὶ σοφίᾳ καὶ πλούτῳ καὶ τρυφῇ
βοηθέντος τοσαύτην εὑρεθῆναι φιλόκαλον τέχνην, ὡς
 

 126. Επιφάνιος Eccl. Homilia in divini corporis sepulturam [Sp.]


{2021.013} (A.D. 4) Vol. 43 p. 453 line 15

 ἐπ’ αἰῶνα]. Καὶ ἔτι ἐκεῖ Δαβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, ἐξ οὗ τὸ


κατὰ σάρκα Χριστός. Καὶ τί λέγω Δαβὶδ καὶ Ἰωνᾶν
1204

καὶ Σολομῶντα; Ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ὁ πολὺς Ἰωάννης,   (15)


ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν, ὡς ἐν τῇ σκοτεινῇ
μήτρᾳ Χριστὸν προκηρύττων τοῖς ἐν ᾅδῃ ἅπασιν·
 

 127. Επιφάνιος Eccl. Homilia in assumptionem Christi [Sp.] {2021.015}


(A.D. 4) Vol. 43 p. 477 line 54

 λιβδώδεις αὔρας καταστείλατε· καὶ τὰ κύματα τῆς


φλυαρίας γαληνιάσατε· καὶ σχολάζουσάν μοι τὴν
ἀκοὴν παράσχητε. Κατὰ γὰρ τὸν σοφὸν Σολομῶντα,
λόγοι σοφῶν ἐν ἀναπαύσει ἀκούονται. Πρώτη τοίνυν    (55)
(480) ἑορτὴ ἡ φρικτὴ καὶ θαυμαστὴ κατὰ σάρκα τοῦ Χρι-
 

 128. Επιφάνιος Eccl. Tractatus de numerorum mysteriis [Sp.] {2021.018}


(A.D. 4) Vol. 43 p. 509 line 48

 χρυσῇ μὴ προσκυνήσαντες· Σιδρὰχ, Μισὰχ, Ἀβδε-


ναγώ.
  Διὰ τριῶν σείεται ἡ γῆ, ὡς ἔλεγε Σολομών· ἐὰν    (48)
οἰκέτης, φησὶ, βασιλεύσῃ, καὶ ἄφρων πλησθῇ σιτίων,
καὶ μισητὴ γυνὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ. Τρία ἐστὶν,   (50)
 

 129. Επιφάνιος Eccl. Enumeratio lxxii prophetarum et prophetissarum [Sp.]


{2021.020} (A.D. 4) P. 2 line 2

 ιαʹ. Μωδάδ. ιβʹ. Ἰώβ. ιγʹ. Σαμουήλ. ιδʹ. Ναθάν. ιεʹ. Δαβίδ.    (20)
(2) ιϛʹ. Γάδ. ιζʹ. Ἰδιθούμ. ιηʹ. Ἀσάφ. ιθʹ. Αἰμάν. κʹ. Αἰθάμ.
καʹ. Σολομῶν. κβʹ. Ἀχιάς. κγʹ. Σαμέας. κδʹ. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ
θεοῦ, ὁ Σήθ. κεʹ. Ἠλί, ὁ καὶ Σιλώμ. κϛʹ. Ἰωάδ. κζʹ. Ἀδδῶ.
κηʹ. Ἀζαρίας. κθʹ. Ἀνανί, ὁ καὶ Ἀνανίας. λʹ. Ἰηοῦ. λαʹ. Μι-
 

 130. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016} (A.D. 4) Vol.


35 p. 460 line 35

 μὴ ἀκουόντων. Οὕτως οὐδ’ αὐτὸ τοῦτό εἰσι σοφοὶ,


τὴν ἑαυτῶν γινώσκειν ἀπαιδευσίαν. Καί μοι δοκεῖ
καλῶς ἔχειν τὸ τοῦ Σολομῶντος περὶ αὐτῶν εἰ-   (35)
πεῖν· Ἔστι πονηρία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον,
ἄνδρα δόξαντα παρ’ ἑαυτῷ σοφὸν εἶναι· καὶ ὃ
 

 131. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016} (A.D. 4) Vol.


35 p. 481 line 7

 σχόντι πρὸς τὴν βροχὴν καὶ τὰ πνεύματα. Οὐαί   (5)


σοι, πόλις, ἧς ὁ βασιλεύς σου νεώτερός ἐστι,
φησὶ Σολομῶν· καὶ, Μὴ ἴσθι ταχὺς ἐν λό-
γοις, τοῦ αὐτοῦ Σολομῶντος φωνὴ, πρᾶγμά τι
1205

ἔλαττον, λέγοντος, τὸ περὶ λόγον τάχος τῆς


 

 132. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016} (A.D. 4) Vol.


35 p. 481 line 8

 σοι, πόλις, ἧς ὁ βασιλεύς σου νεώτερός ἐστι,


φησὶ Σολομῶν· καὶ, Μὴ ἴσθι ταχὺς ἐν λό-
γοις, τοῦ αὐτοῦ Σολομῶντος φωνὴ, πρᾶγμά τι
ἔλαττον, λέγοντος, τὸ περὶ λόγον τάχος τῆς
περὶ πρᾶξιν θερμότητος. Καὶ τίς ἐστι παρὰ ταῦτα   (10)
 

 133. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016} (A.D. 4) Vol.


35 p. 481 line 44

 ἀθάνατον, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, ἁπτόμενον Θεοῦ


καὶ οὐ περιδρασσόμενον, ἐγγίζον καὶ μακρυνόμενον;
Εἶπα, σοφισθήσομαι, φησὶν ὁ Σολομῶν, καὶ αὐτὴ
ἐμακρύνθη ἀπ’ ἐμοῦ μακρὸν ὑπὲρ ὃ ἦν, τὴν σο-   (45)
φίαν λέγων. Καὶ ὄντως ὁ προστιθεὶς γνῶσιν
 

 134. Γρηγόριος Ναζιανζηνός De pace 1 (orat. 6) {2022.020} (A.D. 4) Vol.


35 p. 721 line 30

 ἀκολουθίας εἶναι πνευματικῆς ὑπελάμβανον· καὶ


ὥσπερ καιρὸς ἐπὶ παντὶ πράγματι καὶ μικρῷ
καὶ μείζονι (τὸ γὰρ τοῦ Σολομῶντος εὖ ἔχει καὶ    (30)
λίαν ἐπεσκεμμένως), οὕτω καὶ λόγου καὶ σιωπῆς, εἰ
καί τις ἄλλος, καιρὸν ἐγίνωσκον.

 (A.D. 4) Vol. 23 p. 792 line 54

 ταῦτα μὲν, εἴπερ εἰς αὐτοῦ προσώπου τοῦ Σολομῶντος


ἀναφέροιτο ἡ προγραφὴ κατὰ τοὺς Ἑβδομήκοντα
φέρουσα, «εἰς Σολομῶντα·» εἰ δὲ κατὰ τοὺς λοιποὺς
ἑρμηνευτὰς τοῦ Σολομῶντος εἶναι λέγοιτο ἡ προφη-    (55)
τεία, φήσομεν, ὅτι αὐτὸς ὁ Σολομὼν, Πνεύματος
 

 102.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 792


line 55

 ἀναφέροιτο ἡ προγραφὴ κατὰ τοὺς Ἑβδομήκοντα


φέρουσα, «εἰς Σολομῶντα·» εἰ δὲ κατὰ τοὺς λοιποὺς
ἑρμηνευτὰς τοῦ Σολομῶντος εἶναι λέγοιτο ἡ προφη-    (55)
τεία, φήσομεν, ὅτι αὐτὸς ὁ Σολομὼν, Πνεύματος
πληρωθεὶς, τρία διὰ τούτων παρίστησι πρόσωπα·
 
1206

 103.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 792


line 56

 φέρουσα, «εἰς Σολομῶντα·» εἰ δὲ κατὰ τοὺς λοιποὺς


ἑρμηνευτὰς τοῦ Σολομῶντος εἶναι λέγοιτο ἡ προφη-    (55)
τεία, φήσομεν, ὅτι αὐτὸς ὁ Σολομὼν, Πνεύματος
πληρωθεὶς, τρία διὰ τούτων παρίστησι πρόσωπα·
τὸν Θεὸν, ᾧ τὴν εὐχὴν ἀναπέμπει, καὶ τὸν βασιλέα,
 

 104.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 793


line 2

 ὃν πέπειστο βασιλεύειν τῶν ὅλων, δηλαδὴ τὸν Υἱὸν


(793) τοῦ Θεοῦ· καὶ τρίτον ὃν ἀνείληφεν ἄνθρωπον ἐκ
σπέρματος Δαυῒδ ἐξ αὐτοῦ τε τοῦ Σολομῶντος γεννώ-
μενον, ἕτερον ὄντα παρὰ τὸν βασιλέα τὸν διὰ τοῦ
ψαλμοῦ φάντα· «Ἐγὼ δὲ κατεστάθην βασιλεὺς ὑπ’
 

 105.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 793


line 13

 μου εἶ σύ· ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε. Αἴτησαι


παρ’ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου.»
Οἶδε δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Σολομὼν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ,
σοφίαν ὀνομάζων αὐτὸν, ἐν οἷς ἐξ αὐτοῦ προσώπου
ἐν Παροιμίαις τάδε φησίν· «Ἐγὼ ἡ Σοφία κατ-    (15)
 

 106.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 793


line 23

 Γέννημα τοίνυν τοῦ Θεοῦ ἡ σοφία καὶ ὁ Υἱὸς αὐτοῦ


ὁ Μονογενής· καὶ περὶ αὐτοῦ τὴν παροῦσαν εὐχὴν
ἀναπέμπει ὁ Σολομὼν φάσκων· «Ὁ Θεὸς, τὸ κρίμα
σου τῷ βασιλεῖ δὸς,» δῆλον δ’ ὅτι τῷ Μονογενεῖ
Λόγῳ σου. Ἐπειδὴ γὰρ ἔκρινας αὐτὸν ἐπὶ γῆς ὀφθῆ-   (25)
 

 107.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 793


line 33

 ὁ προὼν τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐξ ἁγίου Πνεύματος καὶ


τῆς ἁγίας Παρθένου συνεστήσατο· ὃν καὶ ἐν Παροι-
μίαις αἰνίττεσθαι τὸν Σολομῶντα ἡγοῦμαι δι’ ὧν γρά-
φει λέγων· «Τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη; Τίς
συνήγαγεν ἀνέμους ἐν κόλπῳ; Τίς συνέστρεψεν ὕδωρ    (35)
 

 108.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 793


line 47
1207

 ὃς αὐτὰ δὴ ταῦτα διδάσκων ἔλεγεν· «Οὐδεὶς ἀναβέ-    (45)


βηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς ὁ Υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου·» Ὁ δ’ ἐνταῦθα λεγόμενος
αὐτοῦ Υἱὸς εἴη ἂν ὁ κατὰ σάρκα νοούμενος, ἣν ἀνείληφεν ἐκ σπέρματος
Δαυῒδ καὶ Σολομῶντος γενομένην.
  Ἀλλ’ ἐπεὶ Ἰουδαίων παῖδες τὰς προκειμένας τῶν
Παροιμιῶν φωνὰς εἰς τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἀνάξου-
 

 109.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 808


line 32

 ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, καὶ κατακρινεῖ τὴν γενεὰν ταύτην,    (30)


ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σο-
φίαν Σολομῶντος·» σαφῶς παριστὰς ὡς ἐν τοῖς πέρασι
τῆς γῆς τὸ Σαβὰ ἔθνος τυγχάνει. Ἱστορεῖ δὲ καὶ ἡ
τρίτη τῶν Βασιλειῶν περὶ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ταῦτα·
 

 110.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 808


line 35

 τῆς γῆς τὸ Σαβὰ ἔθνος τυγχάνει. Ἱστορεῖ δὲ καὶ ἡ


τρίτη τῶν Βασιλειῶν περὶ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ταῦτα·
«Καὶ βασίλισσα Σαβὰ ἤκουσε τὸ ὄνομα Σολομῶντος, καὶ    (35)
ἦλθε πειράσαι αὐτὸν ἐν αἰνίγμασι. Καὶ ἦλθεν εἰς Ἱε-
ρουσαλὴμ ἐν δυνάμει βαρείᾳ σφόδρα. Καὶ κάμηλοι
 

 111.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 813


line 36

 καὶ τὸ Σαβαϊτῶν ἔθνος λέγεται εἶναι τῆς Ἀραβίας


τῆς καλουμένης Εὐδαίμονος· ἐντεῦθέν τε ἱστορεῖται    (35)
τῷ Σολομῶνι φέρεσθαι μετὰ τῶν ἄλλων καὶ χρυσίον
ἐκλεκτόν. Καὶ ἄλλως δὲ αὐτοῖς ὀφθαλμοῖς ὁρῶμεν
ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Χριστοῦ μυρία κειμήλια ἀπὸ
 

 112.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 852


line 17

 δὲ συστάντος πω τοῦ τόπου προαναφωνεῖ. Ὁ μὲν γὰρ    (15)


Ἀσὰφ, δι’ οὗ ταῦτα προεφητεύετο, σύγχρονος γέγονε
τῷ Δαυΐδ· Σολομὼν δὲ μετὰ τὴν τοῦ Δαυῒδ τελευτὴν
οἰκοδομεῖ τὸν νεών. Δύο δὲ πορθήσεις προθεωρήσας
τοῦ τόπου, τήν τε προτέραν τὴν ὑπὸ Βαβυλωνίων γε-
 

 113.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1016


line 2
1208

 νον τῆς συστάσεως τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐν ὅλοις γὰρ


(1016) χιλίοις ἔτεσι συνέστη ὁ ἐν αὐτῇ νεώς· τοσαῦτα γὰρ
ἦν τὰ ἀπὸ τῆς Σολομῶντος κατασκευῆς τοῦ ναοῦ μέχρι
τῆς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν παρουσίας, ἃ καὶ αὖθις δηλοῦ-
σθαι ἡγοῦμαι διὰ τοῦ πθʹ ψαλμοῦ, ὃς ἐπιγέγραπται
 

 114.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1040


line 40

 αὐτῶν προφητευθέντες. Αὐτίκα γοῦν ἐπιγέγραπταί


τις Μωϋσέως, καὶ ἕτεροι τοῦ Ἀσὰφ, καὶ τοῦ Δαυῒδ
πάλιν ἕτεροι, καὶ ὁ Σολομῶντος ἄλλος, καὶ πάλιν Αἰ-   (40)
θὰν τοῦ Ἐσδραΐτου· καὶ ἕτεροι δὲ πλεῖστοι ὅσοι παρὰ
τούτους φέρονται ἀνεπίγραφοι, οὐ δυναμένων ἡμῶν
 

 115.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1053


line 10

 ἐπιγεγραμμένον, Αἰθὰμ τῷ Ἐσδραΐτῃ· ἀλλὰ καὶ πε-


ρὶ αὐτῶν λελέχθαι ἐν τῇ τρίτῃ τῶν Βασιλειῶν· Καὶ
ἐσοφίσατο Σολομὼν ὑπὲρ Αἰθὰν τὸν Ἐσδραΐτην,    (10)
καὶ Αἰμὰν, καὶ τὸν Χαλχὰλ καὶ τὸν Δαρδάν. Ταῦ-
τα μὲν οὖν εἰς τὴν ἱστορίαν εἰρήσθω. Εἰ δέ τι συμ-
 

 116.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1116


line 8

 θαλάσσης, οὐδὲ βασιλείαν κτησάμενος τὴν παρεκτα-


θεῖσαν ἕως τῶν περάτων τῆς οἰκουμένης. Ἀλλ’ οὐδ’
ἐπὶ τὸν ἐξ αὐτοῦ γενόμενον Σολομῶνα ταῦτα πάντα
ἐφαρμοσθήσεται· οὐ πλέον γὰρ τῆς Ἰουδαίας οὐδ’ οὗ-
τος κρατήσας ὁμοίως τῷ ἑαυτοῦ ἱστορεῖται πατρί·    (10)
 

 117.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1116


line 16

 κομανίαν καὶ εἰδωλολατρείαν διαβάλλεσθαι, ὧν ἕνεκα


καὶ Σατανᾶν αὐτῷ ἐπιπέμψαι λέγεται ὁ Θεός. Ἀλλ’    (15)
οὐδ’ ἐφ’ ἕτερον τὸν μετὰ Σολομῶνα τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους
ἐκ σπέρματος καὶ διαδοχῆς Δαυῒδ βασιλευσάντων ἀνα-
φέρεσθαι δύναται τὰ ἐπηγγελμένα· πάντα δὲ ὁμοῦ
 

 118.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1124


line 29

 νων, οὔποτε μεταβάλλει τὴν αὑτοῦ φύσιν. Ἡμεῖς


δὲ, κατὰ καιροὺς παριόντες εἰς τὸν βίον, χειμάῤῥου
1209

τρόπον ἀποῤῥέομεν· ἐπεὶ καὶ κατὰ τὸν Σολομῶνα,


Γενεὰ πορεύεται, καὶ Γενεὰ ἔρχεται, καὶ τὰ ἀν-    (30)
θρώπινα πράγματα δὲ οὐδὲ πώποτε ἐν ταὐτῷ μένει,
 

 119.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1128


line 40

 μακρὰν ἀπᾴδει ἡ ἐνταῦθα φήσασα λέξις· Πρὸ τοῦ


ὄρη γενηθῆναι καὶ πλασθῆναι τὴν γῆν καὶ τὴν
οἰκουμένην σὺ εἶ, ὁ Θεός· τῆς παρὰ Σολομῶνι ἐκ   (40)
προσώπου τῆς σοφίας φασκούσης, Πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων
βουνῶν γεννᾷ με· δι’ ὧν
ἔοικεν αἰνίττεσθαι τὰς ἀσωμάτους καὶ ἀγγελικὰς δυνάμεις, ὧν προϋπάρχειν
τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον καὶ τὴν
 

 120.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1133


line 39

 κεσε τὰ τῆς ἐν τόπῳ λατρείας· ἃ δὴ καὶ ἀριθμεῖται


τοῦτον τὸν τρόπον. Ἀπὸ μὲν τῆς πρώτης τοῦ ἱεροῦ
κατασκευῆς καὶ τῶν Σολομῶνος χρόνων μέχρι τῆς
ὑπὸ Βαβυλωνίων πολιορκίας ἔτη συνάγεται υλβʹ· με-    (40)
τὰ δὲ ταῦτα εἰς ἔρημον περιστάντος τοῦ τόπου, αὖθις
 

 121.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 23 p. 1337


line 8

 τέρων ἀρετὴ πολλάκις καὶ πλημμελήσαντας ὤνησε


παῖδας, ὡς τοὺς Ἰουδαίους τοῦ Ἀβραὰμ ἡ πίστις,
ὡς τὸν Σολομῶντα τοῦ Δαυῒδ ἡ εὐσέβεια· πονηρία δὲ
πατέρων τοῖς ὁμοίοις παισὶν ἐπαύξει τὴν τιμωρίαν·
οὐδεμία γὰρ οὐδαμόθεν εὑρίσκεται φειδοῦς ἀφορμή.   (10)
 

 122.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 24 p. 20


line 12

 (20) ΨΑΛΜΟΣ ΡΚϛʹ.    (10)

  Κατὰ τὸ Ἑβραϊκὸν καὶ τοὺς ἑρμηνεύσαντας ἅπαν-


τας, ἡ παροῦσα νῦν ᾠδὴ Σολομῶντός ἐστιν (ὥσπερ
ἄλλοι ἄλλων εἰσὶν ἐπιγεγραμμένοι ψαλμοὶ) προφητι-
κῶς ὑπ’ αὐτοῦ λεχθεῖσα ὁπηνίκα τὸν ναὸν κατεσκεύαζε·
 

 123.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 24 p. 20


line 36
1210

 κότως· τὸ γὰρ Ἑβραϊκὸν τὸ ἀσεβεῖν ἔχει, ὅπερ καὶ


ἐν ἑτέροις εἴδωλον ἑρμηνεύεται· προορᾷ δὲ τῷ    (35)
πνεύματι Σολομῶν, ὡς οἱ μέλλοντες οἰκεῖν τὸν ὑπ’
αὐτοῦ γινόμενον οἶκον, εἰδώλοις προσκείσονται, δαί-
μοσι λατρεύοντες ἐν αὐτῷ· λέγει τοίνυν, μετὰ τὴν
 

 124.Ευσέβιος Σχόλια στους Ψαλμούς. {2018.034} (A.D. 4) Vol. 24 p. 41


line 43

 Ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τοῦ πτω-


χοῦ.

  Ἐντεῦθεν ὁ Σολομὼν ὠφεληθεὶς τὸν πατέρα φησὶν


ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ· Τέλος λόγου τὸ πᾶν ἄκουε,
ὅτι πᾶν τὸ ποίημα ἄξει ὁ Θεὸς εἰς κρίσιν, ἐν παν-   (45)
 

 125.Ευσέβιος Fragmenta in Lucam {2018.037} (A.D. 4) Vol. 24 p. 560 line


16

 κρείττοσι βάμμασιν, ἐν ὑμέσι λεπτοῖς καὶ εὐανθέσι


τὸν ἐξ αὐτοῦ κόσμον ἐν αὐτῇ καταθέμενος· ὡς μηδε-   (15)
νὸς τρυφηλοῦ βασιλέως, μηδ’ αὐτοῦ Σολομῶνος τοῦ
παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἐπὶ σοφίᾳ καὶ πλούτῳ καὶ τρυφῇ
βοηθέντος τοσαύτην εὑρεθῆναι φιλόκαλον τέχνην, ὡς
 

 126. Επιφάνιος Eccl. Homilia in divini corporis sepulturam [Sp.]


{2021.013} (A.D. 4) Vol. 43 p. 453 line 15

 ἐπ’ αἰῶνα]. Καὶ ἔτι ἐκεῖ Δαβὶδ ὁ Θεοπάτωρ, ἐξ οὗ τὸ


κατὰ σάρκα Χριστός. Καὶ τί λέγω Δαβὶδ καὶ Ἰωνᾶν
καὶ Σολομῶντα; Ἐκεῖ καὶ αὐτὸς ὁ πολὺς Ἰωάννης,   (15)
ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν, ὡς ἐν τῇ σκοτεινῇ
μήτρᾳ Χριστὸν προκηρύττων τοῖς ἐν ᾅδῃ ἅπασιν·
 

 127. Επιφάνιος Eccl. Homilia in assumptionem Christi [Sp.] {2021.015}


(A.D. 4) Vol. 43 p. 477 line 54

 λιβδώδεις αὔρας καταστείλατε· καὶ τὰ κύματα τῆς


φλυαρίας γαληνιάσατε· καὶ σχολάζουσάν μοι τὴν
ἀκοὴν παράσχητε. Κατὰ γὰρ τὸν σοφὸν Σολομῶντα,
λόγοι σοφῶν ἐν ἀναπαύσει ἀκούονται. Πρώτη τοίνυν    (55)
(480) ἑορτὴ ἡ φρικτὴ καὶ θαυμαστὴ κατὰ σάρκα τοῦ Χρι-
 

 128. Επιφάνιος Eccl. Tractatus de numerorum mysteriis [Sp.] {2021.018}


(A.D. 4) Vol. 43 p. 509 line 48
1211

 χρυσῇ μὴ προσκυνήσαντες· Σιδρὰχ, Μισὰχ, Ἀβδε-


ναγώ.
  Διὰ τριῶν σείεται ἡ γῆ, ὡς ἔλεγε Σολομών· ἐὰν    (48)
οἰκέτης, φησὶ, βασιλεύσῃ, καὶ ἄφρων πλησθῇ σιτίων,
καὶ μισητὴ γυνὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ. Τρία ἐστὶν,   (50)
 

 129. Επιφάνιος Eccl. Enumeratio lxxii prophetarum et prophetissarum [Sp.]


{2021.020} (A.D. 4) P. 2 line 2

 ιαʹ. Μωδάδ. ιβʹ. Ἰώβ. ιγʹ. Σαμουήλ. ιδʹ. Ναθάν. ιεʹ. Δαβίδ.    (20)
(2) ιϛʹ. Γάδ. ιζʹ. Ἰδιθούμ. ιηʹ. Ἀσάφ. ιθʹ. Αἰμάν. κʹ. Αἰθάμ.
καʹ. Σολομῶν. κβʹ. Ἀχιάς. κγʹ. Σαμέας. κδʹ. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ
θεοῦ, ὁ Σήθ. κεʹ. Ἠλί, ὁ καὶ Σιλώμ. κϛʹ. Ἰωάδ. κζʹ. Ἀδδῶ.
κηʹ. Ἀζαρίας. κθʹ. Ἀνανί, ὁ καὶ Ἀνανίας. λʹ. Ἰηοῦ. λαʹ. Μι-
 

 130. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016} (A.D. 4) Vol.


35 p. 460 line 35

 μὴ ἀκουόντων. Οὕτως οὐδ’ αὐτὸ τοῦτό εἰσι σοφοὶ,


τὴν ἑαυτῶν γινώσκειν ἀπαιδευσίαν. Καί μοι δοκεῖ
καλῶς ἔχειν τὸ τοῦ Σολομῶντος περὶ αὐτῶν εἰ-   (35)
πεῖν· Ἔστι πονηρία, ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον,
ἄνδρα δόξαντα παρ’ ἑαυτῷ σοφὸν εἶναι· καὶ ὃ
 

 131. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016} (A.D. 4) Vol.


35 p. 481 line 7

 σχόντι πρὸς τὴν βροχὴν καὶ τὰ πνεύματα. Οὐαί   (5)


σοι, πόλις, ἧς ὁ βασιλεύς σου νεώτερός ἐστι,
φησὶ Σολομῶν· καὶ, Μὴ ἴσθι ταχὺς ἐν λό-
γοις, τοῦ αὐτοῦ Σολομῶντος φωνὴ, πρᾶγμά τι
ἔλαττον, λέγοντος, τὸ περὶ λόγον τάχος τῆς
 

 132. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016} (A.D. 4) Vol.


35 p. 481 line 8

 σοι, πόλις, ἧς ὁ βασιλεύς σου νεώτερός ἐστι,


φησὶ Σολομῶν· καὶ, Μὴ ἴσθι ταχὺς ἐν λό-
γοις, τοῦ αὐτοῦ Σολομῶντος φωνὴ, πρᾶγμά τι
ἔλαττον, λέγοντος, τὸ περὶ λόγον τάχος τῆς
περὶ πρᾶξιν θερμότητος. Καὶ τίς ἐστι παρὰ ταῦτα   (10)
 

 133. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016} (A.D. 4) Vol.


35 p. 481 line 44

 ἀθάνατον, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, ἁπτόμενον Θεοῦ


καὶ οὐ περιδρασσόμενον, ἐγγίζον καὶ μακρυνόμενον;
1212

Εἶπα, σοφισθήσομαι, φησὶν ὁ Σολομῶν, καὶ αὐτὴ


ἐμακρύνθη ἀπ’ ἐμοῦ μακρὸν ὑπὲρ ὃ ἦν, τὴν σο-   (45)
φίαν λέγων. Καὶ ὄντως ὁ προστιθεὶς γνῶσιν
 

 134. Γρηγόριος Ναζιανζηνός De pace 1 (orat. 6) {2022.020} (A.D. 4) Vol.


35 p. 721 line 30

 ἀκολουθίας εἶναι πνευματικῆς ὑπελάμβανον· καὶ


ὥσπερ καιρὸς ἐπὶ παντὶ πράγματι καὶ μικρῷ
καὶ μείζονι (τὸ γὰρ τοῦ Σολομῶντος εὖ ἔχει καὶ    (30)
λίαν ἐπεσκεμμένως), οὕτω καὶ λόγου καὶ σιωπῆς, εἰ
καί τις ἄλλος, καιρὸν ἐγίνωσκον.
 

 135. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In laudem sororis Gorgoniae (orat. 8)


{2022.021} (A.D. 4) Vol. 35 p. 797 line 39

 οἴκῳ μετ’ αὐτὴν ἐγκαταλιποῦσα σιωπῶσαν παραί-   (35)


νεσιν.
  Θʹ. Ὁ μὲν δὴ θεῖος Σολομὼν ἐν τῇ παιδαγωγικῇ   (39)
σοφίᾳ, ταῖς Παροιμίαις λέγω, ἐπαινεῖ καὶ οἰκου-    (40)
ρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν, καὶ ἀντιτίθησι τῇ ἔξω
 

 136. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In patrem tacentem (orat. 16) {2022.029}


(A.D. 4) Vol. 35 p. 937 line 16

 ταύτης δὲ βάσανος ἀκριβεστάτη τῆς σοφίας χρόνος,


καὶ στέφανος ὄντως γῆρας καυχήσεως. Εἰ γὰρ οὐ    (15)
χρὴ μακαρίζειν πρὸ τελευτῆς ἄνθρωπον, ὡς Σολο-
μῶντι κἀμοὶ δοκεῖ, καὶ ἄδηλον ὃ παρὰ τῆς ἐπιούσης
τεχθήσεται, πολλὰς στροφὰς ἐχούσης ἡμῶν τῆς κάτω
ζωῆς, καὶ τοῦ τῆς ταπεινώσεως σώματος ἄνω καὶ
 

 137. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Ad cives Nazianzenos (orat. 17) {2022.030}


(A.D. 4) Vol. 35 p. 969 line 19

 ἅγιοι καὶ οἱ λογισμοὶ βούλονται, καὶ ὁ ἐμὸς ἀπαιτεῖ


λόγος. Ἀλλὰ δέξασθε λόγους φρονήσεως, ὥς φη-
σιν ὁ θεῖος Σολομὼν, ἵνα μὴ ἐμπεσόντες εἰς κακῶν
βάθος καταφρονήσητε, μηδὲ ὑπὸ τῆς ἰδίας ἀμα-    (20)
θίας μᾶλλον ἢ τῆς κατεχούσης δυσχερείας κατα-
 

 138. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Funebris oratio in patrem (orat. 18)


{2022.031} (A.D. 4) Vol. 35 p. 988 line 10

 χρόνῳ μακρῷ συνελέξατο, πλήρης ἡμερῶν τε ὁμοῦ


καὶ φρονήσεως, καὶ τῷ τῆς καυχήσεως γήρᾳ, εἰ δεῖ
τὸ τοῦ Σολομῶντος εἰπεῖν, στεφανούμενος. Ποί-   (10)
1213

μνιον ἠπορημένον, καὶ καταβεβλημένον, καὶ


ὁρᾷς ὅσης γέμον ἀθυμίας καὶ κατηφείας· οὐκ ἔτι τόπῳ
 

 139. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Funebris oratio in patrem (orat. 18)


{2022.031} (A.D. 4) Vol. 35 p. 993 line 48

 τῷ περὶ ἑκάτερον ἄκρῳ, καὶ τῷ μόνη τὰ δύο συν-


αγαγεῖν. Οὕτω μὲν τὸν οἶκον συναύξουσα ταῖς ἑαυ-
τῆς ἐπιμελείαις καὶ περινοίαις, κατὰ τοὺς Σολο-
μῶντος περὶ τῆς ἀνδρείας γυναικὸς ὅρους καὶ νό-
(996) μους, ὡς εὐσεβεῖν οὐκ εἰδυῖα· οὕτω δὲ προσκειμένη
Θεῷ καὶ τοῖς θείοις, ὡς οἰκουρίας πλεῖστον ἀπ-
 

 140. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Funebris oratio in patrem (orat. 18)


{2022.031} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1008 line 40

 τοῖς περιττοῖς μόνον, ἀλλὰ δὴ καὶ τοῖς ἀναγκαίοις,


ἥπερ δὴ σαφεστάτη φιλοπτωχίας ἀπόδειξις, καὶ δι-
δοὺς μερίδα, οὐ τοῖς ἑπτὰ μόνον, κατὰ τὴν τοῦ Σο-   (40)
λομῶντος νομοθεσίαν, ἀλλ’ εἰ προσέλθοι καὶ ὄγδοος,
μηδὲ ἐνταῦθα μικρολογούμενος, ἀλλ’ ἥδιον ἀποκτώ-
μενος, ἢ κτωμένους ἄλλους γινώσκομεν· ἀναιρῶν
 

 141. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Funebris oratio in patrem (orat. 18)


{2022.031} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1009 line 22

 λαγος, ἢ εἴ τι ἄλλο τῶν μεγίστων, ἤρκεσεν ἂν ἀπαν-    (20)


τλούμενον; τοσοῦτος ἔρως τοῦ παρέχειν αὐτῇ, καὶ οὕ-
τως ἄμετρος· ἣ τὴν Σολομώντειον βδέλλαν εἰς τοὐναν-
τίον ἐζήλωσε, τῇ περὶ τὸ κρεῖττον ἀπληστίᾳ τὴν
εἰς τὸ χεῖρον νικήσασα, καὶ κόρον οὐκ ἔχουσα
 

 142. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Ad Julianum tributorum exaequatorem (orat.


19) {2022.032} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1061 line 21

 γήσεται ἡμῖν βίβλος ἐν ἡμέρᾳ ἀποκαλύψεως. Μικρὸς


μὲν καὶ μέγας ἐκεῖ ἐστι, καὶ θεράπων ὁμοῦ δεσπότῃ,   (20)
τὸ Σολομῶντος φθέγξομαι, καὶ βασιλεὺς ἀρχο-
μένῳ, καὶ ἀπογραφεὺς ἀπογραφομένῳ, καὶ ἡ
λαμπρότης ἐγγύθεν. Καὶ τὸ δύσφημον σιωπήσομαι·
 

 143. Γρηγόριος Ναζιανζηνός De dogmate et constitutione episcoporum


(orat. 20) {2022.033} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1069 line 33

 τῷ τῷ Πατρὶ, καὶ τῷ Υἱῷ, καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι


θαῤῥήσαντες, περὶ ὧν ὁ λόγος. Εὔχομαι δὲ τὸ τοῦ
Σολομῶντος παθεῖν, μηδὲν ἴδιον ἐννοῆσαι περὶ Θεοῦ,
1214

μηδὲ φθέγξασθαι. Ὅταν γὰρ λέγῃ, Ἀφρονέστατος


γάρ εἰμι πάντων ἀνθρώπων, καὶ φρόνησις ἀν-   (35)
 

 144. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In laudem Athanasii (orat. 21) {2022.034}


(A.D. 4) Vol. 35 p. 1085 line 14

 δώδεκα πατριάρχας, τὸν Μωϋσέα, τὸν Ἀαρὼν,


τὸν Ἰησοῦν, τοὺς Κριτὰς, τὸν Σαμουὴλ, τὸν Δαβὶδ,
τὸν Σολομῶντα μέχρι τινὸς, τὸν Ἡλίαν, τὸν Ἐλισ-
σαῖον, τοὺς πρὸ τῆς αἰχμαλωσίας προφήτας, τοὺς με-   (15)
τὰ τὴν αἰχμαλωσίαν· καὶ τὰ τελευταῖα δὴ ταῦτα
 

 145. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In laudem Athanasii (orat. 21) {2022.034}


(A.D. 4) Vol. 35 p. 1105 line 1

 χαμευνιῶν, καὶ τῆς ἄλλης κακοπαθείας, ἣν ἐκεῖνοι


τρυφῶσιν ἀεὶ, ἐνθεώτερόν τε καὶ ὑψηλότερον.
(1105)   ΚΑʹ. Ὁ μὲν οὖν ἐν τούτοις ἦν, καὶ τὸ τοῦ Σολο-
μῶντος ἐπῄνει, καιρὸν εἶναι παντὶ πράγματι φιλο-
σοφήσαντος. Καὶ διὰ τοῦτο ἀπεκρύπτετο μικρὸν,
ὅσον τὸν τοῦ πολέμου καιρὸν διαφεύγων, ἵνα
 

 146. Γρηγόριος Ναζιανζηνός De pace 2 (orat. 22) {2022.035} (A.D. 4) Vol.


35 p. 1148 line 37

 συμμετρίᾳ· ὧν τὸ μὲν κάλλος, τὸ δὲ ὑγίεια ἔστι τε


καὶ ὀνομάζεται.
  ΙΕʹ. Ἐπαινῶ δὲ ἔγωγε καὶ τὸ τοῦ Σολομῶν-   (37)
τος, ὥσπερ παντὶ πράγματι, οὕτω δὲ καὶ πολέμῳ
καὶ εἰρήνῃ νομοθετοῦντος καιρόν. Ἐκεῖνο προσθήσω
μόνον, ἀμφοτέρων μὲν τὸν καιρὸν τηρητέον, ἐπειδὴ    (40)
 

 147. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In laudem Cypriani (orat. 24) {2022.037}


(A.D. 4) Vol. 35 p. 1180 line 10

 ἄγαλμα ἔμψυχον, ἀνάθημα ἄσυλον, τέμενος ἀνεπί-


βατον, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη
(προσᾳδέτω γάρ τι καὶ Σολομὼν), μόνῳ Χριστῷ τη-   (10)
ρουμένη. Ταύτης ὁ μέγας ἥλω Κυπριανὸς, οὐκ οἶδ’
ὅθεν καὶ ὅπως, τῆς πάντα ἀσφαλοῦς καὶ κοσμίας.
 

 148. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In seipsum, cum rure rediisset, post ea quae a


Maximo perpetrata fuerant (orat. 26) {2022.039} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1245
line 41

 οἶδα, τὸ φοβεῖσθαι Θεὸν (Ἀρχή τε γὰρ σοφίας, φό-


βος Κυρίου· καὶ τέλος λόγου, τὸ πᾶν ἄκουε, τὸν   (40)
1215

Θεὸν φοβοῦ. Ταῦτα Σολομὼν ὁ σοφώτατος. Δειξά-


τωσαν οὖν ἄφοβον, καὶ νικησάτωσαν· τῆς δὲ
ἄλλης σοφίας, τὴν μὲν παρέδραμον, τὴν δὲ προσλα-
 

 149. Γρηγόριος Ναζιανζηνός De moderatione in disputando (orat. 32)


{2022.040} (A.D. 4) Vol. 36 p. 180 line 45

 μὲν οὐκ ἐγγίζουσα τῷ καλῷ, ἡ δὲ ὑπερπίπτουσα,


καὶ τοῦ δεξιοῦ ποιουμένη τι δεξιώτερον. Ὅπερ καὶ
ὁ θεῖος Σολομὼν καλῶς ἐπιστάμενος, Μὴ ἐκκλί-    (45)
νῃς, φησὶν, εἰς τὰ δεξιὰ, μηδ’ εἰς τὰ ἀριστερά·
μηδὲ διὰ τῶν ἐναντίων εἰς κακὸν ἴσον ἐμπέσῃς,
 

 150. Γρηγόριος Ναζιανζηνός De moderatione in disputando (orat. 32)


{2022.040} (A.D. 4) Vol. 36 p. 204 line 30

 δοκιμήσῃς ἐν τοῖς πλείοσι. Κρείσσων μι-


κρὰ μερὶς μετὰ ἀσφαλείας, ἢ μεγάλη μετὰ σαθρό-
τητος, παιδευέτω σε τῇ συμβουλῇ Σολομών· καὶ,   (30)
Κρείσσων ἄπορος πορευόμενος ἐν ἁπλότητι
αὐτοῦ (μία καὶ αὕτη τῶν παροιμιῶν σοφῶς ἔχουσα),
 

 151. Γρηγόριος Ναζιανζηνός De seipso et ad eos qui ipsum cathedram


Constantinopolitanam affectare dicebant (orat. 36) {2022.044} (A.D. 4) Vol.
36 p. 272 line 7

 τας, καὶ Μαριὰμ ἐλέπρωσε κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μόνον    (5)


γογγύσασαν. Οὗτος καὶ προφητῶν αἵμασι τὴν γῆν
ἐμίανε, καὶ Σολομῶντα γυναιξὶ κατέσεισε τὸν σοφώ-
τατον. Οὗτος καὶ Ἰούδαν προδότην ἀνέδειξεν, ἀργυ-
ρίῳ μικρῷ κλαπέντα, τὸν ἀγχόνης ἄξιον· καὶ Ἡρώ-
 

 152. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In sancta lumina (orat. 39) {2022.047} (A.D.


4) Vol. 36 p. 344 line 1

 σοφήσωμεν τὰ περὶ Θεοῦ καὶ τὰ θεῖα. Φιλοσοφήσω-


μεν δὲ, ἀρχόμενοι, ὅθεν ἄρχεσθαι ἄμεινον· ἄμει-
(344) νον δὲ, ὅθεν Σολομὼν ἡμῖν ἐνομοθέτησεν· Ἀρχὴ σο-
φίας, φησὶ, κτῆσαι σοφίαν· τί τοῦτο λέγων ἀρχὴν
σοφίας; Τὸν φόβον. Οὐ γὰρ ἀπὸ θεωρίας ἀρξαμένους.
 

 153. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In sancta lumina (orat. 39) {2022.047} (A.D.


4) Vol. 36 p. 345 line 15

 τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν, καὶ ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδίᾳ δια-


θέμενοι, καὶ νεώσαντες ἑαυτοῖς νεώματα, καὶ σπεί-
ραντες εἰς δικαιοσύνην, ὡς Σολομῶντι, καὶ Δαβὶδ,   (15)
1216

καὶ Ἱερεμίᾳ δοκεῖ, φωτίσωμεν ἑαυτοῖς φῶς γνώσεως·


τηνικαῦτα λαλῶμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τὴν
 

 154. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In sanctum baptisma (orat. 40) {2022.048}


(A.D. 4) Vol. 36 p. 376 line 34

 ρήνης, καὶ γάμου, καὶ τῶν οὐ γάμου, καὶ φιλίας,


καὶ διαστάσεως, ἂν ταύτης δεήσῃ, καὶ παντὸς ὅλως
πράγματος, εἴ τι τῷ Σολομῶντι πειστέον. Πει-
στέον δέ· καὶ γὰρ ὠφέλιμος ἡ παραίνεσις. Ἀεὶ    (35)
δὲ τὴν σωτηρίαν ἐργάζου, καὶ πᾶς ἔστω σοι καιρὸς
 

 155. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In sanctum baptisma (orat. 40) {2022.048}


(A.D. 4) Vol. 36 p. 392 line 17

 θινοῦ φωτὸς, τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον    (15)


ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Οἴεσθε δὲ καὶ τὸν
Σολομῶντα πικρῶς ὑμῖν ὀνειδίζειν τοῖς ἀργοτέροις ἢ
νωθεστέροις· Ἕως πότε, ὀκνηρὲ, κατάπεισαι,
λέγοντα; Πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἀναστήσῃ; Τὸ καὶ τὸ
 

 156. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In sanctum baptisma (orat. 40) {2022.048}


(A.D. 4) Vol. 36 p. 397 line 15

 ρισμα γνησιότητος. Τί τοσοῦτον πονήσεις, οἷον ἡ τῶν


Αἰθιόπων βασίλισσα, ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς
ἀπαναστᾶσα, ἵνα ἴδῃ τὴν σοφίαν Σολομῶν-   (15)
τος; Καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε, παρὰ τοῖς
τελείως λογιζομένοις. Μὴ κατοκνήσῃς, μὴ ὁδοῦ μῆ-
κος, μὴ μέτρα θαλάσσης, μὴ πῦρ, εἰ καὶ τοῦτο πρό-
 

 157. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In sanctum baptisma (orat. 40) {2022.048}


(A.D. 4) Vol. 36 p. 397 line 16

 Αἰθιόπων βασίλισσα, ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς


ἀπαναστᾶσα, ἵνα ἴδῃ τὴν σοφίαν Σολομῶν-   (15)
τος; Καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε, παρὰ τοῖς
τελείως λογιζομένοις. Μὴ κατοκνήσῃς, μὴ ὁδοῦ μῆ-
κος, μὴ μέτρα θαλάσσης, μὴ πῦρ, εἰ καὶ τοῦτο πρό-
 

 158. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In pentecosten (orat. 41) {2022.049} (A.D. 4)


Vol. 36 p. 432 line 23

 τῶν ψυχῶν, ὡς δοθῆναι μερίδα, τοῖς ἑπτὰ,


καί γε τοῖς ὀκτὼ, καθὼς ἤδη τινὲς τῶν πρὸ ἡμῶν
τὸ Σολομώντειον ἐξειλήφασι.
  Γʹ. Τῆς δὲ τοῦ ἑπτὰ τιμῆς, πολλὰ μὲν τὰ    (27)
1217

μαρτύρια, ὀλίγα δὲ ἐκ πολλῶν ἡμῖν ἀρκέσει. Ὡς


 

 159. Γρηγόριος Ναζιανζηνός In novam Dominicam (orat. 44) {2022.051}


(A.D. 4) Vol. 36 p. 612 line 43

 τῶν πρὸ αὐτῆς, ὑψηλῆς ὑψηλοτέρα, καὶ θαυμασίας


θαυμασιωτέρα. Πρὸς γὰρ τὴν ἄνω φέρει κατάστασιν
ἣν καὶ ὁ θεῖος Σολομὼν αἰνίττεσθαί μοι δοκεῖ, διδόναι
μερίδα τοῖς ἑπτὰ, τῷ βίῳ τούτῳ, νομοθετῶν·
(613) καί γε τοῖς ὀκτὼ, τῷ μέλλοντι· ἐκ τῆς ἐντεῦθεν εὐ-
 

 160. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Carmina dogmatica {2022.059} (A.D. 4)


Column 473 line 7

   Καὶ Παραλειπόμεναι. Ἔσχατον Ἔσδραν ἔχεις.   (5)


  Αἱ δὲ στιχηραὶ πέντε, ὧν πρῶτός γ’ Ἰώβ·
  Ἔπειτα Δαυΐδ· εἶτα τρεῖς Σολομωντίαι·
  Ἐκκλησιαστὴς, ᾌσμα καὶ Παροιμίαι.
  Καὶ πένθ’ ὁμοίως Πνεύματος προφητικοῦ.
 

 161. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Carmina dogmatica {2022.059} (A.D. 4)


Column 481 line 8

 Συμφέρεθ’ ὡς ἐπὶ πόντον ἀπείρονα Χριστὸν ὁδεύων.


Ὧδέ κεν ἀθρήσειας, ἐμῷ δ’ ἐπιπείθεο μύθῳ·
Δαυῖδαι, Σολομών τε, Νάθαν τ’ ἔσαν, ὧν ὁ μὲν εἷλκεν
Ὥς τε ῥόον μεγάλου ποταμοῦ, βασιλήϊον αἷμα·
Αὐτὰρ ὅγ’ εὐαγέων τε φαεινοτάτων θ’ ἱερήων.    (10)
 

 162. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Carmina dogmatica {2022.059} (A.D. 4)


Column 481 line 13

 Χριστὸς δ’ ἀμφότερ’ ἔσκεν, ἄναξ μέγας, ἀρχιερεύς τε.


Τοὔνεκα Ματθαῖος μὲν ἐγράψατο πνεύματι θείῳ
Τοὺς Σολομωντιάδας, Λουκᾶς δ’ ἐς Νάθαν ὄρουσεν.
(482) Ἐκ δὲ δύω γενεῶν, τῆς μὲν πλέον, ἐξ ἑτέρης δὲ
Παυρότερον τὸ ῥέεθρον ἐπελθέμεν· οὐ μέγα θαῦμα.
 

 163. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Carmina dogmatica {2022.059} (A.D. 4)


Column 482 line 12

 Ὄφρα κε μὴ νώνυμος ἐν ἀνθρώποισιν ὄληται.    (10)


Τοὔνεκα κρυπτὸν ὕπερθε Θεοῦ βροτέου τόδ’ ἀνεῦρον.
Ματθὰν ἐκ Σολομῶνος ἄγων γένος, ἠγάγετ’ Ἐσθάν.
(483) Τοῦ δ’ ἄρ’ ἀποφθιμένοιο, Ναθείδης οὔνομα Μελχί.
Καὶ τῷ μὲν Ἰακὼβ, τῷ δ’ Ἡλεὶ γείνατο παῖδας.
 
1218

 164. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Carmina dogmatica {2022.059} (A.D. 4)


Column 487 line 8

   Σπορὰν, τίθησι τοῦ γένους ἀνακτόρων.


  Εἰσὶν δ’ ὅσοι τε καὶ τίνες, λελέξεται.
Δαυίδης, Σολομὼν, Ῥοβοὰμ, Ἀβίας τε, Ἀσά τε.
Τοῦ δ’ Ἰωσαφὰτ ἔσκεν. Ὁ δ’ ἕβδομος ἦεν Ἰωράμ.
Ὀζίας, ἠδ’ Ἰωάθαμ, ἠδ’ Ἄχαζ, Ἐζεκίας τε,   (10)
 

 165. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Carmina moralia {2022.060} (A.D. 4) Column


546 line 11

 Καὶ σὺ, μάκαρ, χριστοῖσι φέρων κέρας, ἁγνὲ Σαμουὴλ,


Δαβὶδ ἐν βασιλεῦσιν ἀοίδιμος ἦεν ἅπασι,    (10)
Καὶ Σολομὼν σοφίης πρῶτον κλέος. Οὐδὲ προφητῶν
Λήσομαι. Ἡλίαν δὲ πρὸς οὐρανὸν ἥρπασεν ἅρμα.
Τίς δὲ νόμοιο μέσον καὶ πνεύματος οὐχὶ τέθηπε
 

 166. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Carmina moralia {2022.060} (A.D. 4) Column


559 line 12

 Ἰσακίδαι δ’ Ἡσαῦ τε κακὸς, Ἰακώβ τε φέριστος·   (10)


Καὶ πλέον, ἐκ γὰρ ἑνὸς δίδυμος γόνος οὐδὲν ὁμοῖος.
Καὶ Σολομὼν τὰ πρῶτα σοφὸς, μετέπειτα κάκιστος,
Ἡνίκα θηλυτέρῃσιν ἐφωμάρτησεν ἀλιτραῖς.
Ἔμπαλιν αὖ Παύλοιο μέγα σθένος ἀμφοτέρωθεν,
 

 167. Γρηγόριος Ναζιανζηνός Carmina moralia {2022.060} (A.D. 4) Column


774 line 1

   Ποινὴ χειροτέρη τῶν ὅσα ἐνθάδ’ ἔχεις.


Ποῦ μοι πρωτογόνοιο μέγα κλέος; ὤλετ’ ἐδωδῇ.   (15)
(774)   Ποῦ Σολομὼν πινυτός; ἀλλὰ γυναιξὶ δάμη.
Ποῦ δὲ δυωδεκάδος συναρίθμιος ἦν, ὅτ’ Ἰούδας,
  Κέρδεος ἀντ’ ὀλίγου ἀμφεχύθη σκοτίην.
 

 168. Αθανάσιος θεολόγος Apologia ad Constantium imperatorem


{2035.011} (A.D. 4) Section 12 line 16

 αὐτοῦ ἠσφαλίσθησαν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ κατὰ τὸ γεγραμμένον·


«Μόνα βασιλεῖ δεκτὰ χείλη δίκαιά ἐστιν». Οὕτω γὰρ    (15)
καὶ κατορθοῦσθαι τὸν θρόνον τῆς βασιλείας διὰ Σολομῶντος
λεχθῆναι πεποίηκας.
  Οὐκοῦν ὅλως ἐρώτησον, μαθέτωσαν οἱ κατειρηκότες
 

 169. Αθανάσιος θεολόγος Apologia ad Constantium imperatorem


{2035.011} (A.D. 4) Section 12 line 32
1219

 ὀξύτερα τὰ ἐκ τῆς διαβολῆς ἐστι πλήγματα· «Ῥόπαλόν    (30)


ἐστιν ἡ διαβολή, καὶ μάχαιρα, καὶ τόξευμα ἀκιδωτὸν»,
ὡς εἶπε Σολομών· καὶ ταῦτα μόνη ἡ ἀλήθεια ἰᾶσθαι
δύναται· ταύτης δὲ παρορωμένης, αὐξάνει δεινότερον τὰ
τραύματα.
 

 170. Αθανάσιος θεολόγος Apologia ad Constantium imperatorem


{2035.011} (A.D. 4) Section 20 line 24

 λέγουσαν ἐντολήν· «Οὐ παραδέξῃ ἀκοὴν μάταιαν».


Μάταια δὲ καὶ τὰ τούτων ἐστὶ παρὰ σοί· ᾔτησας γὰρ
ὡς ὁ Σολομὼν καὶ σὺ παρὰ Κυρίου, καὶ εἰληφέναι πίστευε,
τὸ μάταιον λόγον καὶ ψευδῆ μακρὰν ἀπὸ σοῦ γενέσθαι   (25)
προσήκειν.
 

 171. Αθανάσιος θεολόγος Orationes tres contra Arianos {2035.042} (A.D.


4) Vol. 26 p. 40 line 2

 τὴρ μείζων μοῦ ἐστι· καὶ νῦν προείρηκα ὑμῖν,


(40) πρὶν γενέσθαι, ἵνα, ὅταν γένηται, πιστεύσητε·
περὶ δὲ τῆς κτίσεως διὰ Σολομῶνός φησι· Πρὸ τοῦ
τὴν γῆν ποιῆσαι, καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσσους
ποιῆσαι, καὶ πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν
 

 172. Αθανάσιος θεολόγος Orationes tres contra Arianos {2035.042} (A.D.


4) Vol. 26 p. 41 line 12

 των γινομένη· συνορῶσι γὰρ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀλήθειαν·    (10)


ἀλλὰ πρόφασίς ἐστιν Ἰουδαϊκὴ, καὶ θελόντων, ὡς
εἶπεν ὁ Σολομὼν, ἀπὸ τῆς ἀληθείας χωρίζεσθαι.
Οὐ γὰρ ἔκ τινος ἀρχῆς προϋπαρχούσης ὁ Πατὴρ καὶ
ὁ Υἱὸς ἐγεννήθησαν, ἵνα καὶ ἀδελφοὶ νομισθῶσιν·
 

 173. Αθανάσιος θεολόγος Orationes tres contra Arianos {2035.042} (A.D.


4) Vol. 26 p. 52 line 24

 καὶ τὴν Σοφίαν ἀΐδιον εἶναι δεῖ. Ἐν ταύτῃ γὰρ καὶ


τὰ πάντα γέγονεν, ὡς ψάλλει Δαβίδ· Πάντα ἐν Σοφίᾳ
ἐποίησας· καὶ Σολομών φησιν· Ὁ Θεὸς τῇ Σοφίᾳ
ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς ἐν    (25)
φρονήσει. Αὐτή τε ἡ Σοφία ἐστὶν ὁ Λόγος, καὶ
 

 174. Αθανάσιος θεολόγος Orationes tres contra Arianos {2035.042} (A.D.


4) Vol. 26 p. 128 line 17

 ρίσῃ. Καὶ τούτων ἔχομεν τὴν ἀπόδειξιν ἐκ τῶν θείων    (15)


Γραφῶν, τοῦ μὲν Δαβὶδ ψάλλοντος, Κρείσσων ἡμέρα
1220

μία ἐν ταῖς αὐλαῖς σου ὑπὲρ χιλιάδας· τοῦ δὲ Σο-


λομῶνος ἀναφωνοῦντος· Λάβετε παιδείαν, καὶ
μὴ ἀργύριον, καὶ γνῶσιν ὑπὲρ χρυσίον δεδοκι-
μασμένον· κρείσσων γὰρ σοφία λίθων πολυτελῶν·    

You might also like