Professional Documents
Culture Documents
Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια
ΠΕΡΙ ΦΙΛΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
Θεσσαλονίκη 2020
2
3
Περιεχόμενα
Παράδειγμα στενής φιλίας υπήρξε και εκείνη που συνέδεε τον Θησέα με
τον βασιλιά των Λαπιθών Πειρίθου. Στην εικόνα ο Θησέας απάγει τη
βασίλισσα των Αμαζόνων, ενώ ο Πειρίθους φυλάει τα νώτα τους (500-
490 π.Χ., Μουσείο Λούβρου)
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ-ΑΧΙΛΛΕΑΣ
κάποιες σοβαρές υποθέσεις υπό τον όρο -αν δεν επιστρέψει εγκαίρως -
να εκτελεστεί αντ'αυτού ο φίλος του Δάμωνας, που προσφέρθηκε επί
τούτου εθελοντικά.
Η βασική ιστορία
Στον Άμλετ του Σέξπιρ ο Άμλετ αποκαλεί το φίλο του Οράτιο "ω,
αγαπητέ Δάμωνα" ( "O Damon dear".)
Παραπομπές
Γάιος Ιούλιος Υγίνος, στο Fabulae, στο 257: "Στη Σικελία, ο σκληρός
τύραννος Διονύσιος καταδίκαζε τους πολίτες σε βασανιστικό θάνατο. Ο
Μοίρος θέλησε να σκοτώσει τον τύραννο αλλά τον βρήκαν οι φρουροί
ένοπλο και τον οδήγησαν στο βασιλιά. Ανακρινόμενος είπε ότι ήθελε να
σκοτώσει το Βασιλιά και εκείνος διέταξε να σταυρωθεί, όμως ο Μοίρος
ικέτευσε για παράταση 3 ημερών, ώστε να ρυθμίσει το γάμο της αδελφής
του, λέγοντας ότι θα έδινε στον τύραννο το φίλο και σύντροφό του
Σελινούντιο ως εγγύηση ότι την τρίτη ημέρα θα επανέλθει. Ο Βασιλιάς
του έδωσε τρεις μέρες καιρό για να παντρέψει την αδελφή του και είπε
στον Σελινούντιο ότι αν δεν επανέλθει ο Μοίρος την καθορισμένη μέρα,
θα υπέκειτο εκείνος στην ίδια τιμωρία. Καθώς ο Μοίρος επέστρεφε,
αφού παρέδωσε την αδελφή του στο γαμπρό, μια μπόρα ανέβασε τη
στάθμη του ποταμού και δεν μπορούσε κανείς να τον διαβεί ούτε με
άμαξα ούτε κολυμπώντας. Ο Μοίρος έκατσε στην όχθη και έκλαιγε για
το φίλο του που θα πέθαινε στη θέση του. Όταν ο Φάλαρις διέταξε να
σταυρωθεί ο Σελινούντιος επειδή είχαν περάσει 6 ώρες από την τρίτη
ημέρα και ο Μοίρος δεν είχε ακόμα φανεί, ο Σελινούντιος είπε ότι
«ακόμα η μέρα δεν τελείωσε». Όταν πέρασαν εννέα ώρες, ο Βασιλιάς
διέταξε να πάνε τον Σελινούντιο στο σταυρό. Καθώς τον οδηγούσαν εκεί,
ο Μοίρος με τα πολλά είχε καταφέρει να περάσει με δυσκολία το ποτάμι,
έτρεξε πίσω από το δήμιο και κραύγασε «Σταμάτα δήμιε! Εδώ είμαι εγώ
για τον όποιο εκείνος εγγυήθηκε!» Αυτό αναφέρθηκε στον Βασιλιά που
ζήτησε να τους φέρουν μπροστά του. Χάρισε τη ζωή στο Μοίρο και
ικέτευσε να τον δεχτούν ως τρίτο φίλο τους"
Ferguson, Kitty (2008, Pythagoras His Lives and the Legacy of a
Rational Universe
Earlier and Later Versions of the Friendship-Theme. "Damon and
Pythias" J. F. L. Raschen 1919
9
2.000 χρόνια μετά τον θάνατό του, έχει κατορθώσει να παραμείνει ένας
από τους πιο γνωστούς στοχαστές της ιστορίας.
Ενώ, λοιπόν, η επιρροή του είναι φανερή σε πολλά θέματα της σημερινής
εποχής, κάποιες από τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις του σχετίζονται με
τη φιλία. Έβλεπε τη φιλία ως μία από τις πραγματικές χαρές της ζωής
και θεωρούσε πως για να ζήσει κάποιος μια ευτυχισμένη ζωή, χρειάζεται
μια πραγματική φιλία. Με δικά του λόγια:
Οι συμπτωματικές φιλίες
1) Φιλία ωφελιμότητας
2) Φιλία απόλαυσης
13
Συνήθως, αυτή η φιλία κρατάει μέχρι τέλους, αλλά για τη δημιουργία της
απαιτείται η ύπαρξη ενός βασικού επίπεδου καλοσύνης στο καθένα από
τα δύο άτομα. Σαν να μην έφτανε αυτό, απαιτούν χρόνο και εμπιστοσύνη
για να σφυρηλατηθούν σωστά.
Οι άνθρωποι που δεν έχουν ενσυναίσθηση και δεν νοιάζονται για τον
συνάνθρωπό τους συχνά αποτυγχάνουν να αναπτύξουν τέτοιες σχέσεις
και καταλήγουν στα πρώτα δύο είδη φιλιών. Ο κάθε άνθρωπος έχει
περισσότερες πιθανότητες να πετύχει αυτό το επίπεδο φιλίας με κάποιον
που ξέρει πολύ καλά, τον έχει δει στη χειρότερη φάση της ζωής του και
έπειτα τον είδε να την ξεπερνάει. Το ίδιο πράγμα ισχύει και για φίλους
που αντιμετώπισαν και ξεπέρασαν μαζί τις ίδιες δυσκολίες.
Πέρα από το βάθος και την οικειότητα που προκύπτει σε αυτές τις
σχέσεις, η ομορφιά τους κρύβεται και στο γεγονός πως
συμπεριλαμβάνουν τα πλεονεκτήματα και από τα δύο προηγούμενα είδη
φιλίας. Είναι ωφέλιμες και απολαυστικές.
14
Όταν σέβεσαι τον άλλον και νοιάζεσαι για το καλό του, χαίρεσαι και
μόνο που είσαι μαζί του, μπορείτε να βρείτε πράγματα που θα
διασκεδάσουν και τους δύο σας, αλλά και να βοηθήσετε ο ένας τον
άλλον.
Αν σε διαβάζουν για πάνω από 2.000 χρόνια, τότε κάτι πρέπει να έχεις
κάνει σωστά.
Για τον μέσο άνθρωπο, όμως, τα πιο χρήσιμα διδάγματα του Αριστοτελή,
με αξία και στη σημερινή εποχή, είναι αυτά που σχετίζονται με τις καλές
σχέσεις. Ο Αριστοτέλης είδε την αξία των συμπτωματικών φιλιών, αλλά
η προσωρινή τους φύση, τον έσπρωξε να να τις απορρίψει. Στα μάτια
του, δεν είχαν γερά θεμέλια.
[III] Διαφέρει δὲ ταῦτα ἀλλήλων εἴδει· καὶ αἱ φιλήσεις ἄρα καὶ αἱ φιλίαι.
τρία δὴ τὰ τῆς φιλίας εἴδη, ἰσάριθμα τοῖς φιλητοῖς· καθ᾽ ἕκαστον γάρ
ἐστιν ἀντιφίλησις οὐ λανθάνουσα, οἱ δὲ φιλοῦντες ἀλλήλους βούλονται
τἀγαθὰ ἀλλήλοις ταύτῃ ᾗ φιλοῦσιν. οἱ μὲν οὖν διὰ τὸ χρήσιμον
φιλοῦντες ἀλλήλους οὐ καθ᾽ αὑτοὺς φιλοῦσιν, ἀλλ᾽ ᾗ γίνεταί τι αὐτοῖς
παρ᾽ ἀλλήλων ἀγαθόν. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ δι᾽ ἡδονήν· οὐ γὰρ τῷ ποιούς
τινας εἶναι ἀγαπῶσι τοὺς εὐτραπέλους, ἀλλ᾽ ὅτι ἡδεῖς αὑτοῖς. οἵ τε δὴ
διὰ τὸ χρήσιμον φιλοῦντες διὰ τὸ αὑτοῖς ἀγαθὸν στέργουσι, καὶ οἱ δι᾽
ἡδονὴν διὰ τὸ αὑτοῖς ἡδύ, καὶ οὐχ ᾗ ὁ φιλούμενός ἐστιν, ἀλλ᾽ ᾗ
χρήσιμος ἢ ἡδύς. κατὰ συμβεβηκός τε δὴ αἱ φιλίαι αὗταί εἰσιν· οὐ γὰρ ᾗ
ἐστὶν ὅσπερ ἐστὶν ὁ φιλούμενος, ταύτῃ φιλεῖται, ἀλλ᾽ ᾗ πορίζουσιν οἳ
μὲν ἀγαθόν τι οἳ δ᾽ ἡδονήν. εὐδιάλυτοι δὴ αἱ τοιαῦταί εἰσι, μὴ
διαμενόντων αὐτῶν ὁμοίων· ἐὰν γὰρ μηκέτι ἡδεῖς ἢ χρήσιμοι ὦσι,
παύονται φιλοῦντες. τὸ δὲ χρήσιμον οὐ διαμένει, ἀλλ᾽ ἄλλοτε ἄλλο
16
εἰ μὴ καὶ φιλητοί, καὶ τοῦτ᾽ ἴσασιν· βούλησις μὲν γὰρ ταχεῖα φιλίας
γίνεται, φιλία δ᾽ οὔ.
[3] Οι τρεις αυτοί λόγοι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος — άρα
και οι μορφές της αγάπης και τη φιλίας. Τρία, επομένως, είδη φιλίας
υπάρχουν, ακριβώς όσα είναι και τα πράγματα που είναι άξια να
αγαπηθούν. Πραγματικά, στην καθεμιά από τις τρεις αυτές περιπτώσεις
υπάρχει φανερή αμοιβαία αγάπη, και αυτοί που αγαπούν ο ένας τον
άλλον θέλουν ο ένας το καλό του άλλου για τον λόγο ακριβώς που ο
ένας αγαπάει τον άλλον. Αυτοί λοιπόν που αγαπούν ο ένας τον άλλον
και γίνονται φίλοι για τη χρησιμότητα, δεν αγαπούν τον άλλον
καθεαυτόν, αλλά για το αγαθό που μπορεί να πάρει από αυτόν. Το ίδιο
και στην περίπτωση που οι άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλον και
γίνονται φίλοι για χάρη της ευχαρίστησης· πραγματικά, οι άνθρωποι
αγαπούν τους χαριτολόγους όχι για τον χαρακτήρα τους, αλλά γιατί
τους είναι ευχάριστοι.
Και αυτοί λοιπόν που αγαπούν τους άλλους και τους κάνουν φίλους
τους για τη χρησιμότητά τους τούς αγαπούν για χάρη αυτού που είναι
αγαθό γι᾽ αυτούς τους ίδιους, και αυτοί που αγαπούν τους άλλους και
τους κάνουν φίλους τους για χάρη της ευχαρίστησης τούς αγαπούν για
χάρη αυτού που είναι ευχάριστο γι᾽ αυτούς τους ίδιους, και όχι γιατί το
πρόσωπο που αγαπούν έχει αυτές κι αυτές τις ιδιότητες, αλλά γιατί
είναι γι᾽ αυτούς ένα πρόσωπο χρήσιμο ή ευχάριστο. Αυτές λοιπόν οι
φιλίες είναι φιλίες για έναν λόγο συμπτωματικό, αφού το πρόσωπο που
αγαπιέται δεν αγαπιέται επειδή είναι αυτό που είναι, αλλά επειδή
εξασφαλίζει σ᾽ αυτόν που το αγαπάει κάποιο αγαθό ή κάποια
ευχαρίστηση. Ε, αυτού του είδους οι φιλίες διαλύονται εύκολα, αν τα
δύο μέρη δεν παραμένουν αυτό που ήταν· πραγματικά, αν ο ένας δεν
είναι πια ευχάριστος ή χρήσιμος στον άλλον, ο άλλος παύει να τον
αγαπάει. Το χρήσιμο όμως δεν μένει σταθερά το ίδιο, αλλά συνεχώς
αλλάζει. Αν λοιπόν λείψει ο λόγος για τον οποίο τα δύο αυτά άτομα
ήταν φίλοι, διαλύεται και η φιλία, αφού η φιλία τους είχε
δημιουργηθεί μόνο για τον συγκεκριμένο λόγο.
Αυτού του είδους η φιλία φαίνεται ότι γεννιέται κατά κύριο λόγο
μεταξύ των μεγάλης ηλικίας ανθρώπων (γιατί οι άνθρωποι αυτής της
ηλικίας δεν επιδιώκουν το ευχάριστο αλλά το ωφέλιμο), και από αυτούς
που βρίσκονται στην ακμή της ηλικίας τους, αλλά και από τους νέους
όσοι επιδιώκουν το συμφέρον τους. Ούτε και η συμβίωση αρέσει και
18
τόσο στους ανθρώπους αυτούς· γιατί είναι φορές που δεν είναι ούτε
και ευχάριστοι ο ένας στον άλλον· δεν τη χρειάζονται λοιπόν οι
άνθρωποι αυτοί αυτού του είδους τη συντροφιά, εκτός κι αν είναι
ωφέλιμοι ο ένας στον άλλον· γιατί ως εκεί είναι οι άνθρωποι αυτοί
ευχάριστοι ο ένας στον άλλον, όσο έχουν ελπίδες για κάποιο όφελος ο
ένας από τον άλλον. Σ᾽ αυτού του είδους τη φιλία εντάσσει ο κόσμος
και τη φιλία από φιλοξενία ξένου ανθρώπου.
Αντίθετα, η φιλία των νέων ανθρώπων θεωρείται ότι έχει για στόχο της
την ευχαρίστηση· γιατί αυτοί ζουν κάτω από την επήρεια και την
καθοδήγηση του πάθους, και αυτό που κατά κύριο λόγο επιδιώκουν
είναι η ευχαρίστηση και ό,τι είναι παρόν. Καθώς όμως προχωρεί η
ηλικία, αλλάζουν και τα πράγματα που τους είναι ευχάριστα. Αυτός
είναι ο λόγος που οι νέοι άνθρωποι γίνονται γρήγορα φίλοι και
γρήγορα, πάλι, παύουν να είναι φίλοι: η φιλία τους αλλάζει καθώς
αλλάζει αυτό που τους είναι ευχάριστο, [1156b] και αυτού του είδους η
ευχαρίστηση αλλάζει γρήγορα. Είναι και ερωτικοί οι νέοι· γιατί η
ερωτική φιλία σχετίζεται κατά κύριο λόγο με το πάθος και την
ευχαρίστηση· αυτός είναι και ο λόγος που οι νέοι ερωτεύονται και ο
έρωτάς τους περνάει γρήγορα, — τα αισθήματά τους αλλάζουν πολλές
φορές μέσα στην ίδια μέρα. Οι άνθρωποι, πάντως, αυτοί θέλουν να
περνούν μαζί τις μέρες τους και να συμβιώνουν: έτσι την
καταλαβαίνουν αυτοί τη φιλία.
Τέλεια είναι η φιλία αυτών που είναι αγαθοί και όμοιοι στην αρετή·
γιατί οι άνθρωποι αυτοί θέλουν με τον ίδιο τρόπο ο ένας το καλό του
άλλου, και μόνο για τον λόγο ότι είναι άνθρωποι αγαθοί, και αγαθοί
καθεαυτούς. Οι άνθρωποι όμως που θέλουν το καλό των φίλων τους
για χάρη των φίλων τους είναι οι γνησιότεροι φίλοι: ο λόγος είναι ότι
αυτό το κάνουν επειδή αυτή είναι η φύση τους και όχι για έναν
συμπτωματικό λόγο. Διαρκεί λοιπόν η φιλία αυτών των ανθρώπων για
όσο διάστημα αυτοί είναι αγαθοί — και η αρετή είναι κάτι το μόνιμο. Ο
καθένας από τους δύο είναι καθεαυτόν αγαθός και αγαθός για τον φίλο
του· πραγματικά, οι αγαθοί άνθρωποι είναι και καθεαυτούς αγαθοί και
ωφέλιμοι ο ένας στον άλλον. Με τον ίδιο τρόπο είναι και ευχάριστοι ο
ένας στον άλλον· πραγματικά, οι αγαθοί άνθρωποι είναι και
καθεαυτούς ευχάριστοι και ευχάριστοι ο ένας στον άλλον· γιατί στον
κάθε άνθρωπο είναι πηγή ευχαρίστησης και οι δικές του πράξεις και
όσες άλλες μοιάζουν με τις δικές του — και οι πράξεις των αγαθών
19
ΧΟΡΟΣ
μηδὲν φοβηθῇς·
[στρ. α. (128)
φιλία γὰρ ἥδε τάξις (128)
πτερύγων θοαῖς ἁμίλλαις
προσέβα τόνδε πάγον, πα- (130)
1.138.
22
ὥστε εὐθὺς ἔργου ἔχεσθαι καὶ ἰέναι ἐπὶ τὰς οἰκίας τῶν
ἐχθρῶν, γνώμην δ’ ἐποιοῦντο κηρύγμασί τε χρήσασθαι
ἐπιτηδείοις καὶ ἐς ξύμβασιν μᾶλλον καὶ φιλίαν τὴν πόλιν (5)
ἀγαγεῖν (καὶ ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ, εἴ τις βούλεται κατὰ τὰ
πάτρια τῶν πάντων Βοιωτῶν ξυμμαχεῖν, τίθεσθαι παρ’ αὑτοὺς
2.8.
δεινοῖς ἀφιστάμεθα.
3.12.
δέξαισθε;
5.95.
5.96.
6.22.
Ἰλιάδα σκοπιὰν
πέρσαντες ἥξετ’ οἴκους;
λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος
[ἀντ. β (932)
λιποῦσα, Δωρὶς ὡς κόρα,
σεμνὰν προσίζουσ’ οὐκ
ταύτας ἄτας,
ὄφρα με βίος ἔχῃ· (225)
τίνι γάρ ποτ’ ἄν, ὦ φιλία γενέθλα,
πρόσφορον ἀκούσαιμ’ ἔπος,
τίνι φρονοῦντι καίρια;
(32) Τῷ γὰρ πάθει τοῦ σώματος καὶ τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς συνο-
μολογεῖν ἀνέχεται. (Maxime le Confesseur, vol. 91, p. 981.)
(33) Ἡ ἀληθινὴ φιλία τρία ζητεῖ μάλιστα· τὴν ἀρετὴν ὡς
καλὸν, καὶ τὴν συνήθειαν ὡς ἡδὺ καὶ τὴν χρείαν ὡς ἀναγκαῖον.
Δεῖ γὰρ ἀποδέξασθαι κρίναντα καὶ χαίρειν συνόντα καὶ χρῆσθαι
ποττὰς σπονδάς, (1264)
ὡς συνέχῃς πολὺν ἁμὲ χρόνον. Νῦν δ’ (1265)
αὖ φιλία τ’ ἀὲς εὔπορος εἴη (1266-1267)
ταῖσι συνθήκαισι, καὶ τᾶν αἱμυλᾶν ἀ- (1268-1269)
λωπέκων παυαἵμεθα. (1270)
ὄντως ἐπεραίνετο.
(4) Εἰπόντος δὲ Δημοτίωνος ἐν τῷ δήμῳ τῶν Ἀθηναίων ὡς
ἡ μὲν πρὸς τοὺς Ἀρκάδας φιλία καλῶς αὐτῷ δοκοίη πράτ-
τεσθαι, τοῖς μέντοι στρατηγοῖς προστάξαι ἔφη χρῆναι ὅπως
καὶ Κόρινθος σῴα ᾖ τῷ δήμῳ τῶν Ἀθηναίων· ἀκούσαντες δὲ
καὶ σὺν ὑμῖν ὅ τι ἂν δέῃ πείσομαι. καὶ οὔποτε ἐρεῖ οὐδεὶς (5)
ὡς ἐγὼ Ἕλληνας ἀγαγὼν εἰς τοὺς βαρβάρους, προδοὺς τοὺς
(6) Ἕλληνας τὴν τῶν βαρβάρων φιλίαν εἱλόμην, ἀλλ’ ἐπεὶ
ὑμεῖς ἐμοὶ οὐ θέλετε πείθεσθαι, ἐγὼ σὺν ὑμῖν ἕψομαι καὶ
ὅ τι ἂν δέῃ πείσομαι. νομίζω γὰρ ὑμᾶς ἐμοὶ εἶναι καὶ
ἐπιδεικνύμενοι.
5.5.
ἱμάτια. (5)
(6) Ἐντεῦθεν ὁ Ἡρακλείδης ἠχθέσθη τε καὶ ἔδεισε μὴ ἐκ
τῆς Σεύθου φιλίας ἐκβληθείη, καὶ ὅ τι ἐδύνατο ἀπὸ ταύτης
(7) τῆς ἡμέρας Ξενοφῶντα διέβαλλε πρὸς Σεύθην. οἱ μὲν δὴ
στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν·
195. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. (5-4 B.C.) Book 6 ch. 4 sec. 6 line
3
196. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 1 sec. 2 line
3
197. Ξενοφών. Κύρου Παιδεία. (5-4 B.C.) Book 8 ch. 2 sec. 2 line
4
63
3.
3.
οὐ πολλοὶ ἐθέλουσι.
(6) Προσήκει δὲ ἱππάρχῳ ἔτι ἐν εἰρήνῃ ἐπιμελεῖσθαι ὅπως
ἐμπείρως ἕξει τῆς τε πολεμίας καὶ τῆς φιλίας χώρας· ἢν
δ’ ἄρα αὐτὸς ἀπείρως ἔχῃ, τῶν ἄλλων γε δὴ τοὺς ἐπιστη-
μονεστάτους ἑκάστων τόπων παραλαμβάνειν. πολὺ γὰρ
γράμμα ὃ βούλεται.
Μανθάνω, εἰπεῖν τὸν Σωκράτη, ὦ Παρμενίδη, ὅτι Ζήνων
ὅδε οὐ μόνον τῇ ἄλλῃ σου φιλίᾳ βούλεται ᾠκειῶσθαι, ἀλλὰ (5)
καὶ τῷ συγγράμματι. ταὐτὸν γὰρ γέγραφε τρόπον τινὰ
ὅπερ σύ, μεταβάλλων δὲ ἡμᾶς πειρᾶται ἐξαπατᾶν ὡς ἕτερόν
καὶ εὐσέβειαν.
218.
θὸν οὔτε κακὸν ὄν, διὰ τὴν νόσον, τοῦτο δὲ διὰ τὸ κακόν,
τῆς ἰατρικῆς φίλον ἐστίν, ἀγαθὸν δὲ ἰατρική· ἕνεκα δὲ τῆς
ὑγιείας τὴν φιλίαν ἡ ἰατρικὴ ἀνῄρηται, ἡ δὲ ὑγίεια ἀγαθόν.
ἦ γάρ; — Ναί. — Φίλον δὲ ἢ οὐ φίλον ἡ ὑγίεια; — Φίλον. — (5)
Ἡ δὲ νόσος ἐχθρόν. — Πάνυ γε. — Τὸ οὔτε κακὸν οὔτε
508.
508.
244.
731.
837.
τινί φησιν εἶναι· πότερον οὖν ὁ λόγος ἐστὶν ἡ ψυχή, ἢ μᾶλ- (20)
λον ἕτερόν τι οὖσα ἐγγίνεται τοῖς μέρεσιν; ἔτι δὲ πότερον ἡ
φιλία τῆς τυχούσης αἰτία μίξεως ἢ τῆς κατὰ τὸν λόγον, καὶ
αὕτη πότερον ὁ λόγος ἐστὶν ἢ παρὰ τὸν λόγον ἕτερόν τι;
ταῦτα μὲν οὖν ἔχει τοιαύτας ἀπορίας. εἰ δ’ ἐστὶν ἕτερον ἡ
91
περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἀρετῶν τῶν ἐπαινετῶν εἴρηται σχε-
δόν· περὶ δὲ δικαιοσύνης ἤδη λεκτέον.
περὶ φιλίας, τί ἐστι καὶ ποῖόν τι, καὶ τίς ὁ φίλος, (18)
καὶ πότερον ἡ φιλία μοναχῶς λέγεται ἢ πλεοναχῶς, καὶ
εἰ πλεοναχῶς, πόσα ἐστίν, ἔτι δὲ πῶς χρηστέον τῷ φίλῳ (20)
γυναικός. καὶ τὰ ἴδια δίκαια τὰ πρὸς τοὺς φίλους ἐστὶν ἐφ’ ἡμῖν
μόνον, τὰ δὲ πρὸς τοὺς ἄλλους νενομοθέτηται, καὶ οὐκ ἐφ’ ἡμῖν.
ἀπορεῖται δὲ πολλὰ περὶ τῆς φιλίας, πρῶτον μὲν ὡς οἱ ἔξω-
θεν παραλαμβάνοντες καὶ ἐπὶ πλέον λέγοντες· δοκεῖ γὰρ τοῖς (5)
μὲν τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ εἶναι φίλον, ὅθεν εἴρηται
δό-
ξαι περὶ φιλίας εἰσί, λίαν τε καθόλου καὶ κεχωρισμέναι τοσοῦτον·
(30)
ἄλλαι δὲ ἤδη ἐγγυτέρω καὶ οἰκεῖαι τῶν φαινομένων. τοῖς μὲν γὰρ
οὐκ ἐνδέχεσθαι δοκεῖ τοὺς φαύλους εἶναι φίλους, ἀλλὰ μόνον τοὺς
οὐκ ἐνδέχεσθαι δοκεῖ τοὺς φαύλους εἶναι φίλους, ἀλλὰ μόνον τοὺς
ἀγαθούς· τοῖς δ’ ἄτοπον εἰ μὴ φιλοῦσιν αἱ μητέρες τὰ τέκνα
(φαίνεται δὲ καὶ ἐν τοῖς θηρίοις ἐνοῦσα φιλία· προαποθνήσκειν
γοῦν αἱροῦνται τῶν τέκνων)· τοῖς δὲ τὸ χρήσιμον δοκεῖ φίλον εἶναι
(35)
μόνον. σημεῖον δ’ ὅτι καὶ διώκουσι ταῦτα πάντες, τὰ δὲ ἄχρηστα
δος. ὥστε καὶ περὶ τῆς φιλίας οὐ δύνανται πάντ’ ἀποδιδό- (25)
ναι τὰ φαινόμενα. οὐ γὰρ ἐφαρμόττοντος ἑνὸς λόγου οὐκ
οἴονται τὰς ἄλλας φιλίας εἶναι· αἳ δ’ εἰσὶ μέν, ἀλλ’ οὐχ ὁμοίως
εἰσίν· οἳ δ’ ὅταν ἡ πρώτη μὴ ἐφαρμόττῃ, ὡς οὖσαν καθόλου
ἄν, εἴπερ ἦν πρώτη, οὐδ’ εἶναι φιλίας τὰς ἄλλας φασίν· ἔστι
οἴονται τὰς ἄλλας φιλίας εἶναι· αἳ δ’ εἰσὶ μέν, ἀλλ’ οὐχ ὁμοίως
εἰσίν· οἳ δ’ ὅταν ἡ πρώτη μὴ ἐφαρμόττῃ, ὡς οὖσαν καθόλου
ἄν, εἴπερ ἦν πρώτη, οὐδ’ εἶναι φιλίας τὰς ἄλλας φασίν· ἔστι
δὲ πολλὰ εἴδη φιλίας. τῶν γὰρ ῥηθέντων ἦν ἤδη, ἐπειδὴ (30)
διώρισται τριχῶς λέγεσθαι τὴν φιλίαν. ἣ μὲν γὰρ διώρι-
ἄν, εἴπερ ἦν πρώτη, οὐδ’ εἶναι φιλίας τὰς ἄλλας φασίν· ἔστι
δὲ πολλὰ εἴδη φιλίας. τῶν γὰρ ῥηθέντων ἦν ἤδη, ἐπειδὴ (30)
διώρισται τριχῶς λέγεσθαι τὴν φιλίαν. ἣ μὲν γὰρ διώρι-
95
ἡ μὲν οὖν πρώτη φιλία, καὶ δι’ ἣν αἱ ἄλλαι λέγονται, ἡ (30)
κατ’ ἀρετὴν ἐστί, καὶ δι’ ἡδονὴν τὴν ἀρετῆς, ὥσπερ εἴρηται πρό-
τερον· αἱ δ’ ἄλλαι ἐγγίνονται φιλίαι καὶ ἐν παισὶ καὶ θη-
ρίοις καὶ τοῖς φαύλοις. ὅθεν λέγεται, “ἥλιξ ἥλικα τέρπει” καὶ
“κακὸς κακῷ δὲ συντέτηκεν ἡδονῇ.”
νοίας. δοκεῖ γὰρ τοῖς μὲν εἶναι ταὐτά, τοῖς δ’ οὐκ ἄνευ ἀλ-
λήλων. ἔστι δ’ ἡ εὔνοια τῆς φιλίας οὔτε πάμπαν ἕτερον
οὔτε ταὐτόν. διῃρημένης γὰρ τῆς φιλίας κατὰ τρεῖς τρόπους,
οὔτ’ ἐν τῇ χρησίμῃ οὔτ’ ἐν τῇ καθ’ ἡδονὴν ἐστίν. εἴτε γὰρ (5)
ὅτι χρήσιμον, βούλεται αὐτῷ τἀγαθά, οὐ δι’ ἐκεῖνον ἀλλὰ
δῆλον ὅτι περὶ τὴν ἠθικὴν φιλίαν ἡ εὔνοια ἐστίν. ἀλλὰ τοῦ (10)
μὲν εὐνοοῦντος βούλεσθαι μόνον ἐστί, τοῦ δὲ φίλου καὶ πράττειν
ἃ βούλεται. ἔστι γὰρ ἡ εὔνοια ἀρχὴ φιλίας· ὁ μὲν γὰρ φί-
106
καὶ περὶ μὲν φιλίας τῆς πρὸς αὑτὸν καὶ τῆς ἐν πλείοσι (10)
διωρίσθω τὸν τρόπον τοῦτον· δοκεῖ δὲ τό τε δίκαιον εἶναι
ἴσον τι καὶ ἡ φιλία ἐν ἰσότητι, εἰ μὴ μάτην λέγεται
ἰσότης [ἡ] φιλότης. αἱ δὲ πολιτεῖαι πᾶσαι δικαίου τι εἶ-
δος· κοινωνία γάρ, τὸ δὲ κοινὸν πᾶν διὰ τοῦ δικαίου
καὶ τοῦ δικαίου εἴδη ἔσται καὶ τῆς φιλίας καὶ τῆς κοινωνίας.
κατ’ ἀριθμὸν μὲν γὰρ ἡ δημοκρατικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἑταιρικὴ
(35)
φιλία, τῷ γὰρ αὐτῷ ὅρῳ μετρεῖται· κατ’ ἀναλογίαν δὲ ἡ ἀρι-
στοκρατικὴ ἀρίστη καὶ βασιλική. οὐ γὰρ ταὐτὸν δίκαιον τῷ ὑπε-
ρέχοντι καὶ ὑπερεχομένῳ, ἀλλὰ τὸ ἀνάλογον. καὶ ἡ φι-
ἐστί τις φιλία. δεσπότου μὲν οὖν καὶ δούλου ἥπερ καὶ
τέχνης καὶ ὀργάνων καὶ ψυχῆς καὶ σώματος, αἱ δὲ
τοιαῦται οὔτε φιλίαι οὔτε δικαιοσύναι, ἀλλ’ ἀνάλογον, (30)
ὥσπερ καὶ τὸ ὑγιεινὸν οὐ δίκαιον, ἀλλ’ ἀνάλογον· γυναι-
κὸς δὲ καὶ ἀνδρὸς φιλία ὡς χρήσιμον καὶ κοινωνία· πα-
καὶ ἐν πᾶσιν ἀηδὴς δύσερίς τις καὶ δύσκολος. εἰσὶ δὲ καὶ (30)
τι, ἔοικε δὲ μάλιστα φιλίᾳ. τοιοῦτος γάρ ἐστιν ὁ κατὰ τὴν (20)
μέσην ἕξιν οἷον βουλόμεθα λέγειν τὸν ἐπιεικῆ φίλον, τὸ
στέργειν προσλαβόντα. διαφέρει δὲ τῆς φιλίας, ὅτι ἄνευ
πάθους ἐστὶ καὶ τοῦ στέργειν οἷς ὁμιλεῖ· οὐ γὰρ τῷ φιλεῖν ἢ
ἐχθαίρειν ἀποδέχεται ἕκαστα ὡς δεῖ, ἀλλὰ τῷ τοιοῦτος
φιλίᾳ ἔοικεν εἶναι, ταύτης δὲ μάλιστ’ ἐφίενται καὶ τὴν στά- (25)
σιν ἔχθραν οὖσαν μάλιστα ἐξελαύνουσιν· καὶ φίλων μὲν ὄντων
οὐδὲν δεῖ δικαιοσύνης, δίκαιοι δ’ ὄντες προσδέονται φιλίας,
καὶ τῶν δικαίων τὸ μάλιστα φιλικὸν εἶναι δοκεῖ. οὐ μόνον
δ’ ἀναγκαῖόν ἐστιν ἀλλὰ καὶ καλόν· τοὺς γὰρ φιλοφίλους
ἀλλοτριώτερα.
Ἔοικε δέ, καθάπερ ἐν ἀρχῇ εἴρηται, περὶ ταὐτὰ καὶ (25)
ἐν τοῖς αὐτοῖς εἶναι ἥ τε φιλία καὶ τὸ δίκαιον. ἐν ἁπάσῃ
γὰρ κοινωνίᾳ δοκεῖ τι δίκαιον εἶναι, καὶ φιλία δέ· προσ-
αγορεύουσι γοῦν ὡς φίλους τοὺς σύμπλους καὶ τοὺς συστρα-
γιστα τῶν παρ’ αὑτοῖς, καὶ ἃ παρ’ ἄλλων οὐκ ἦν, καὶ ἐν (15)
κινδύνοις ἢ τοιαύταις χρείαις. ἆρ’ οὖν διὰ μὲν τὸ χρήσιμον
τῆς φιλίας οὔσης ἡ τοῦ παθόντος ὠφέλεια μέτρον ἐστίν; οὗτος
γὰρ ὁ δεόμενος, καὶ ἐπαρκεῖ αὐτῷ ὡς κομιούμενος τὴν
ἴσην· τοσαύτη οὖν γεγένηται ἡ ἐπικουρία ὅσον οὗτος ὠφέλη-
142
δρα δὴ πρὸς ὀλίγους. οὕτω δ’ ἔχειν ἔοικε καὶ ἐπὶ τῶν πρα-
γμάτων· οὐ γίνονται γὰρ φίλοι πολλοὶ κατὰ τὴν ἑταιρικὴν
φιλίαν, αἱ δ’ ὑμνούμεναι ἐν δυσὶ λέγονται. οἱ δὲ πολύφιλοι (15)
καὶ πᾶσιν οἰκείως ἐντυγχάνοντες οὐδενὶ δοκοῦσιν εἶναι φίλοι,
πλὴν πολιτικῶς, οὓς καὶ καλοῦσιν ἀρέσκους. πολιτικῶς μὲν
ταῦτα.
Ἔτι δὲ περὶ κινήσεως ἁπλῶς λέγει· οὐ γὰρ ἱκανὸν (22)
εἰπεῖν διότι ἡ φιλία καὶ τὸ νεῖκος κινεῖ, εἰ μὴ τοῦτ’ ἦν φιλίᾳ
εἶναι τὸ κινήσει τοιᾳδί, νείκει δὲ τὸ τοιᾳδί. Ἔδει οὖν ἢ
ὁρίσασθαι ἢ ὑποθέσθαι ἢ ἀποδεῖξαι, ἢ ἀκριβῶς ἢ μαλακῶς, (25)
147
ταῦτα.
Ἔτι δὲ περὶ κινήσεως ἁπλῶς λέγει· οὐ γὰρ ἱκανὸν (22)
εἰπεῖν διότι ἡ φιλία καὶ τὸ νεῖκος κινεῖ, εἰ μὴ τοῦτ’ ἦν φιλίᾳ
εἶναι τὸ κινήσει τοιᾳδί, νείκει δὲ τὸ τοιᾳδί. Ἔδει οὖν ἢ
ὁρίσασθαι ἢ ὑποθέσθαι ἢ ἀποδεῖξαι, ἢ ἀκριβῶς ἢ μαλακῶς, (25)
τὸν κόσμον ὁμοίως ἔχειν φησὶν ἐπί τε τοῦ νείκους νῦν καὶ
πρότερον ἐπὶ τῆς φιλίας. Τί οὖν ἐστὶ τὸ κινοῦν πρῶτον καὶ
αἴτιον τῆς κινήσεως; οὐ γὰρ δὴ ἡ φιλία καὶ τὸ νεῖκος, ἀλλά
τινος κινήσεως ταῦτα αἴτια· εἰ δ’ ἔστιν, ἐκεῖνο ἀρχή·
ἄτοπον δὲ καὶ εἰ ἡ ψυχὴ ἐκ τῶν στοιχείων ἢ ἕν τι αὐτῶν· αἱ (10)
τὰ (35)
αὐτοῦ τοῦ ἑνὶ εἶναι καὶ ὄντι· οἱ δὲ περὶ φύσεως, οἷον Ἐμ-
πεδοκλῆς ὡς εἰς γνωριμώτερον ἀνάγων λέγει ὅ τι τὸ ἕν
ἐστιν· δόξειε γὰρ ἂν λέγειν τοῦτο τὴν φιλίαν εἶναι (αἰτία
γοῦν ἐστὶν αὕτη τοῦ ἓν εἶναι πᾶσιν), ἕτεροι δὲ πῦρ, οἱ δ’ (15)
ἀέρα φασὶν εἶναι τὸ ἓν τοῦτο καὶ τὸ ὄν, ἐξ οὗ τὰ ὄντα
καὶ τὸ λέγειν ὅτι πέφυκεν οὕτως καὶ ταύτην δεῖ νομίζειν εἶ-
ναι ἀρχήν, ὅπερ ἔοικεν Ἐμπεδοκλῆς ἂν εἰπεῖν, ὡς τὸ κρα-
τεῖν καὶ κινεῖν ἐν μέρει τὴν φιλίαν καὶ τὸ νεῖκος ὑπάρχει
τοῖς πράγμασιν ἐξ ἀνάγκης, ἠρεμεῖν δὲ τὸν μεταξὺ χρό-
νον. τάχα δὲ καὶ οἱ μίαν ἀρχὴν ποιοῦντες, ὥσπερ Ἀναξα- (10)
νεται γὰρ ἐπί τινων οὕτως. τὸ δὲ καὶ δι’ ἴσων χρόνων δεῖ-
τοῦτ’ ἔργον ἴδιόν ἐστιν. ἔτι δὲ καὶ πρὸς ἡδονὴν ἀμύθητον ὅσον
(40)
διαφέρει τὸ νομίζειν ἴδιόν τι. μὴ γὰρ οὐ μάτην τὴν πρὸς
(1263b) αὑτὸν αὐτὸς ἔχει φιλίαν ἕκαστος, ἀλλ’ ἔστι τοῦτο
φυσικόν.
τὸ δὲ φίλαυτον εἶναι ψέγεται δικαίως· οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο τὸ
φιλεῖν ἑαυτόν, ἀλλὰ τὸ μᾶλλον ἢ δεῖ φιλεῖν, καθάπερ
νοντο κατὰ τὰς πόλεις καὶ φατρίαι καὶ θυσίαι καὶ δια-
γωγαὶ τοῦ συζῆν. τὸ δὲ τοιοῦτον φιλίας ἔργον· ἡ γὰρ τοῦ
συζῆν προαίρεσις φιλία. τέλος μὲν οὖν πόλεως τὸ εὖ ζῆν,
ταῦτα δὲ τοῦ τέλους χάριν. πόλις δὲ ἡ γενῶν καὶ κωμῶν (40)
(1281a) κοινωνία ζωῆς τελείας καὶ αὐτάρκους. τοῦτο δ’ ἐστίν, ὡς
157
πλείοσιν.
Τρία δέ τινα χρὴ ἔχειν τοὺς μέλλοντας ἄρξειν τὰς
κυρίας ἀρχάς, πρῶτον μὲν φιλίαν πρὸς τὴν καθεστῶσαν
πολιτείαν, ἔπειτα δύναμιν μεγίστην τῶν ἔργων τῆς ἀρχῆς, (35)
τρίτον δ’ ἀρετὴν καὶ δικαιοσύνην ἐν ἑκάστῃ πολιτείᾳ τὴν
Ο ορισμός της φιλίας. Ανθολόγιο Φιλοσοφικών Κειμένων (Γ
Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο).
Ας πούμε τώρα ποιους αγαπούν οι άνθρωποι και θέλουν να τους
έχουν φίλους τους και ποιους μισούν 2, καθώς και για ποιον λόγο –
αφού όμως πρώτα δώσουμε τον ορισμό της φιλίας και της αγάπης.
Ας δεχθούμε, λοιπόν, ότι αγαπώ κάποιον και θέλω να τον έχω φίλο
μου θα πει θέλω γι' αυτόν καθετί που το θεωρώ καλό, όχι για να
κερδίσω κάτι ο ίδιος, αλλά αποκλειστικά για χάρη εκείνου· κάνω
μάλιστα και ό,τι μπορώ για να αποκτήσει αυτά τα καλά εκείνος.
Φίλος είναι το πρόσωπο που αγαπά με τον ίδιο τρόπο που είπαμε
και αγαπιέται με τον ίδιο τρόπο: όσοι πιστεύουν ότι η σχέση τους
είναι αυτού του είδους, θεωρούν ότι είναι φίλοι 5. Με όλα αυτά να τα
έχουμε δεχτεί, καταλήγουμε πια –υποχρεωτικά– στο ότι φίλος είναι
αυτός που χαίρεται με τα καλά και λυπάται με τα δυσάρεστα που
συμβαίνουν στον φίλο του – και αυτό όχι για κανένα άλλο λόγο
παρά μόνο για χάρη εκείνου.
(Ἀριστοτέλης, Ρητορική, Β, 1380b 35-1381a 10)
159
σιν εἶναι.
(27) Ὧν ἡ σοφία παρασκευάζεται εἰς τὴν τοῦ
ὅλου βίου μακαριότητα πολὺ μέγιστόν ἐστιν ἡ τῆς φιλίας κτῆσις.
(28) Ἡ αὐτὴ γνώμη θαρρεῖν τε ἐποίησεν ὑπὲρ τοῦ μηθὲν
αἰώνιον εἶναι δεινὸν μηδὲ πολυχρόνιον καὶ τὴν ἐν αὐτοῖς τοῖς
ἀπόλαυσις.
(28) Οὔτε τοὺς προχείρους εἰς φιλίαν οὔτε τοὺς ὀκνηροὺς δοκι-
μαστέον· δεῖ δὲ καὶ παρακινδυνεῦσαι χάριν, χάριν φίλιας.
(29) Παρρησίᾳ γὰρ ἔγωγε χρώμενος φυσιολογῶν χρησμῳδεῖν τὰ
συμφέροντα πᾶσιν ἀνθρώποις μᾶλλον ἂν βουλοίμην, κἂν μηδεὶς
χαίρω σοι.
(77) Τῆς αὐταρκείας καρπὸς μέγιστος ἐλευθερία.
(78) Ὁ γενναῖος περὶ σοφίαν καὶ φιλίαν μάλιστα γίγνεται, ὧν
τὸ μέν ἐστι θνητὸν ἀγαθόν, τὸ δὲ ἀθάνατον.
(79) Ὁ ἀτάραχος ἑαυτῷ καὶ ἑτέρῳ ἀόχλητος.
ζόμενα.
(12) Νέων: Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος. περὶ τῆς πρὸς
Φίλιππον τούτου φιλίας Θεόπομπος ἐν βʹ Φιλιππικῶν ἱστορεῖ.
(13) Νεώρια καὶ νεώσοικοι: μήποτε νεώρια λέγεται ὁ τόπος ἅπας
167
14.4.
34.2.
35.2.
174
35.6.
Ἀφροδίτη καὶ Σελήνη ἀγαθοὶ μὲν περὶ τὰς δόξας καὶ τὰς (25)
περικτήσεις καὶ περὶ τὰς τῶν πραγμάτων ἀφορμάς, περὶ δὲ τὰς
συμβιώσεις καὶ φιλίας καὶ συναρμογὰς ἄστατοι, ἀντιζηλίας καὶ
ἔχθρας ἐπιφέροντες καὶ συγγενικῶν ἢ φίλων κακουργίας ἢ
ταραχάς·
ὁμοίως δὲ καὶ εἰς τὸν περὶ τέκνων ἢ σωμάτων τόπον οὐκ
ἔχ-
θραις περιτρεπομένους διά τινας τοῦ λογισμοῦ ἀκρισίας. (5)
πατρι- (10)
κῶν, ἀπὸ Κρόνου· περὶ δὲ δόξης καὶ φιλίας καὶ συστάσεως καὶ
κτήσεως ἀπὸ τοῦ Διός· ὅταν δὲ περὶ κοινωνίας ἢ δουλικῶν ἢ
σωματικῶν ἢ δόσεως ἢ λήψεως ἢ γραπτῶν, ἀπὸ Ἑρμοῦ. καὶ
γενήσονται.
Ἑρμῆς Διὶ πρακτικὸς μὲν καὶ εὐεπήβολος συστάσεις καὶ
φιλίας ἐπάγων κατορθώσεις τε πραγμάτων καὶ διοικονομίας καὶ
(10)
μάντεις καὶ περὶ λόγους καὶ ψήφους εὐημερίας· πλὴν καθολικῶς
ἐν ὄχλοις ἐπιταράσσονται καὶ περιβοησίας καὶ φόβους
ὑπομένουσιν
ἀπὸ Σελήνης ἐπὶ Ἄρεα διὰ τὸ κέντρον καὶ ἀπὸ ὡροσκόπου καὶ
Ἄρεως ἐπὶ τὸν Ταῦρον τουτέστι τὸ μεσουράνημα. ἔπραξε γὰρ
τῷ χρόνῳ ἐπὶ ξένης καὶ φιλίας μειζόνων ἔσχε καὶ διὰ
θηλυκὸν (20)
πρόσωπον ἐκινδύνευσεν ἀπολέσθαι τομαῖς τε καὶ αἱμαγμοῖς περι-
έπεσε· καὶ ἄλλαι δὲ παραδόσεις ἐχρημάτισαν τῷ χρόνῳ τούτῳ,
φωσὶ καὶ Ἀφροδίτῃ καὶ ὡροσκόπῳ καὶ Ἑρμῇ διὰ δωρεᾶς παρέσχεν
ἔτος ἐσήμαινε μὲν Λέων ιθʹ καὶ Διὸς ἐπικειμένου ιβʹ, ὧν τὸ δί-
μοιρον γίνεται ἔτη κʹ μῆνες ηʹ· ἀλλὰ καὶ τὸ τρίγωνον Διὸς καὶ
Ἡλίου τὸ αὐτὸ ἐδήλου· ἔσχεν οὖν φιλίαν πρὸς μείζονα καὶ βασι-
(20)
λικὸν πρόσωπον, παρ’ οὗ καὶ στεμματοφορίαν καὶ ἀρχιερωσύνην
προσεδόκησεν. ἀναμφιλέκτως οὖν τὸ τοιοῦτο ἐγεγόνει ἄν, εἰ μὴ
ἄνθρωποι.
(44) Ἵππος εἰ τυγχάνοι κηδεμονίας, ἀμείβεται τὸν
εὐεργέτην εὐνοίᾳ τε καὶ φιλίᾳ. καὶ ὁποῖος μὲν ἦν ὁ
Βουκεφάλας ἐς Ἀλέξανδρον διαρρεῖ πανταχόσε ὁ λό-
γος, καὶ οὔ μοι λέγειν αὐτὸν ἥδιόν ἐστι. καὶ τὸν
μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικός, καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ
σπέρματος
σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς». εὐγνωμόνως οὖν
ἀκούοιμεν, (50)
πῶς ὁ θεὸς ἔχθραν ποιεῖ τὴν πρὸς τόνδε, ἵνα φιλίαν ποιήσῃ τὴν
πρὸς τὸν Χριστόν· ἀδύνατον γὰρ ἅμα εἶναι φίλον τῶν ἐναντίων.
καὶ ὥσπερ «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», οὕτως οὐδεὶς
δύναται εἶναι φίλος καὶ ‹θεῷ καὶ μαμωνᾷ›, φίλος καὶ Χριστῷ καὶ
ὄφει. ἀλλὰ ἀνάγκη καὶ τὴν φιλίαν τὴν πρὸς τὸν Χριστὸν
ἔχθραν (55)
ποιῆσαι πρὸς τὸν ὄφιν, καὶ τὴν φιλίαν τὴν πρὸς τὸν ὄφιν ἔχθραν
γεννῆσαι τὴν πρὸς τὸν Χριστόν.
«Ἀθεσίαν καὶ ταλαιπωρίαν ἐπικαλέσομαι». ἵνα δὲ μᾶλλον νοή-
ἀκοὴ πρὸς τὸν λόγον. Καὶ οὕτω τὴν ψυχὴν διακείμε- (55)
νος, τί περιστέλλεις τῇ ὑποκρίσει τὴν νόσον; Πῶς
σοι τὸ τῆς φιλίας προσωπεῖον διὰ τῆς κατεσχηματισ-
μένης εὐνοίας ἐπιμορφίζεται; Τί δεξιοῖς ταῖς εὐφή-
202
τῆς κατὰ Θεὸν εὐλαβείας, περὶ τῆς εἰς τοὺς ἱερεῖς (30)
τιμῆς, περὶ τῆς εἰς τοὺς κακουμένους ἐπισκέψεως.
Περὶ τοῦ μὴ μάχεσθαι, μὴ ὀνειδίζειν, μὴ παρορᾷν
διηγημάτων σοφῶν γερόντων. Περὶ σωφροσύνης, περὶ
φιλίας, περὶ τοῦ μὴ ζηλοῦν ἁμαρτωλούς. Περὶ κριτοῦ
συνετοῦ καὶ ἄφρονος, περὶ ὑπερηφανίας, περὶ ἐπιει- (35)
κείας, περὶ τοῦ μὴ ἀκρίτως καὶ ἀνεξετάστως μέμφε-
σθαι. Περὶ τοῦ φυλάττεσθαι τοὺς πονηρούς. Περὶ τῆς
Τιμόθεος ἐν τῷ Περὶ βίων (FHG IV. 523). οὗτος, φησί, πρὸς τὸν
ἐρῶντα πλούσιον ἀμόρφου ἔφη, “τί δέ σοι δεῖ τούτου; ἐγὼ γάρ σοι
δέκα ταλάντων εὐμορφοτέραν εὑρήσω.”
Καταλέλοιπε δὲ πάμπλειστα ὑπομνήματα καὶ διαλόγους πλείο-
νας, ἐν οἷς καὶ
Ἀρίστιππον τὸν Κυρηναῖον,
Περὶ πλούτου αʹ,
Περὶ ἡδονῆς αʹ,
Περὶ δικαιοσύνης αʹ,
Περὶ φιλοσοφίας αʹ,
Περὶ φιλίας αʹ,
Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) Book 9, ch. 10, sec.
5, line 12
{ΤΟΞΑΡΙΣ}
Εἰ μὲν καὶ τὰ ἄλλα ἡμεῖς τῶν Ἑλλήνων καὶ
δικαιότεροι τὰ πρὸς τοὺς γονέας καὶ ὁσιώτεροί
ἐσμεν, οὐκ ἂν ἐν τῷ παρόντι φιλοτιμηθείην πρὸς
σέ. ὅτι δὲ οἱ φίλοι οἱ Σκύθαι πολὺ πιστότεροι τῶν
Ἑλλήνων φίλων εἰσὶν καὶ ὅτι πλείων φιλίας λόγος
παρ' ἡμῖν ἢ παρ' ὑμῖν, ῥᾴδιον ἐπιδεῖξαι· καὶ
πρὸς θεῶν τῶν Ἑλλήνων μὴ πρὸς ἀχθηδόνα μου
ἀκούσῃς ἢν εἴπω τι ὧν κατανενόηκα πολὺν ἤδη
χρόνον ὑμῖν συγγινόμενος.
Ὑμεῖς γάρ μοι δοκεῖτε τοὺς μὲν περὶ φιλίας
λόγους ἄμεινον ἄλλων ἂν εἰπεῖν δύνασθαι, τἄργα
δὲ αὐτῆς οὐ μόνον οὐ κατ' ἀξίαν τῶν λόγων
ἐκμελετᾶν, ἀλλ' ἀπόχρη ὑμῖν ἐπαινέσαι τε αὐτὴν
καὶ δεῖξαι ἡλίκον ἀγαθόν ἐστιν· ἐν δὲ ταῖς χρείαις
προδόντες τοὺς λόγους δραπετεύετε οὐκ οἶδ' ὅπως
ἐκ μέσων τῶν ἔργων. καὶ ὁπόταν ὑμῖν οἱ τραγῳ-
δοὶ τὰς τοιαύτας φιλίας ἐπὶ τὴν σκηνὴν ἀναβιβά-
σαντες δεικνύωσιν ἐπαινεῖτε καὶ ἐπικροτεῖτε καὶ
κινδυνεύουσιν αὐτοῖς ὑπὲρ ἀλλήλων οἱ πολλοὶ
καὶ ἐπιδακρύετε, αὐτοὶ δὲ οὐδὲν ἄξιον ἐπαίνου
αὐτὸς δοκεῖ ἀνὴρ εἶναι καὶ ἀγαθὸς καὶ φίλος, καὶ φιλία
ἠθική τις εἶναι ἕξις, καὶ ἐάν τις βούληται ποιῆσαι ὥστε μὴ
γὰρ ἀρετή τις ἢ μετ' ἀρετῆς, ἔτι δ' ἀναγκαιότατον εἰς τὸν
βίον. ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ' ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ
ἀγαθὰ πάντα· καὶ γὰρ πλουτοῦσι καὶ ἀρχὰς καὶ δυναστείας
κεκτημένοις δοκεῖ φίλων μάλιστ' εἶναι χρεία· τί γὰρ ὄφελος
τῆς τοιαύτης εὐετηρίας ἀφαιρεθείσης εὐεργεσίας, ἣ γίγνεται
μάλιστα καὶ ἐπαινετωτάτη πρὸς φίλους; ἢ πῶς ἂν τηρηθείη
καὶ σῴζοιτ' ἄνευ φίλων; ὅσῳ γὰρ πλείων, τοσούτῳ ἐπισφα-
λεστέρα. ἐν πενίᾳ τε καὶ ταῖς λοιπαῖς δυστυχίαις μόνην
οἴονται καταφυγὴν εἶναι τοὺς φίλους. καὶ νέοις δὲ πρὸς τὸ
πολλῆς ἀσυμφωνίας
ἔγεμεν ὁ λόγος, ὃν ἐποι-
ήσατο περὶ τούτων καὶ
[ὅτι .......... ἄκ]ρως
col. XI ..ους, ἀλλὰ γόη[τες πά]ν-
τεσ̣ ε̣ὑρίσκοντα̣ι̣ κατὰ
τ̣ὸν ὑφηγημένον τρό-
π̣ο̣ν̣ ἀποθεω[ρούμε-]
νοι̣, μακρὰν ἀπ̣έ̣χοντες
τοῦ τῶν δεόντωντιλέγειν
περὶ φιλίας καὶτῶν λοιπῶν,
ὅσα̣ σ̣υντεί[ν]ει πρὸς τὸ
βιῶσαι μακαρίως κτλ.
col. XIII [γέγ]ο̣νεν ἤπερ ἐπ̣ὶ τῶι
τὸ στερέμνιον ἦρ̣θαι
247
τὸ λυπούμενον, ὡς ὁ μὴ
το[ι]οῦτος γινόμενος
ἐ̣π̣' [ἄλ]λων [σπ]ουδαίων
....τηι ἀλλοῖον ἑαυ-
τόν. εἰσάγει ο[ὖ]ν ἐν τῶι
Δίων Κάσσιος. Historiae Romanae Book 41, ch. 53, sec. 2, line 1
τὰς δ' αἰτίας, δι' ἃς εἰς τὸν πόλεμον κατέστησαν ἀδικεῖσθαι
λέγοντες ἀμφότεροι, καὶ τὸν χρόνον, ἐν ὧι τὴν εἰρήνην ἔλυσαν, ἀκριβῶς
δηλοῖ
Φιλόχορος ἐν τῆι ἕκτηι τῆς Ἀτθίδος βύβλωι. θήσω δ' ἐξ αὐτῆς τὰ
ἀναγκαιότατα.
«Θεόφραστος Ἁλαιεύς· ἐπὶ τούτου Φίλιππος τὸ μὲν
πρῶτον ἀναπλεύσας Περίνθωι προσέβαλεν, ἀποτυχὼν δὲ ἐν-
τεῦθεν Βυζάντιον ἐπολιόρκει καὶ μηχανήματα προσῆγεν».
ἔπειτα διεξελθὼν ὅσα τοῖς
ἡ αὐτὴ πρᾶξις καὶ ἐνέργεια αὐτοῖς. διὸ καὶ ὁ πρῶτος θεὸς ἀεὶ μίαν καὶ
ἁπλῆν χαίρει ἡδονὴν, ἁπλουστάτης ὢν φύσεως καὶ οὐσίας· ἐπεὶ δὲ εἴρη-
ται ἡδονὴ ἐνέργεια, ὑπολαμβάνουσι δέ τινες τὴν ἐνέργειαν κίνησιν ἢ
κινήσεώς
τι ἔργον, ὁ δὲ πρῶτος θεὸς ἀκίνητος, φησὶν οὐ μόνον κινήσεως εἶναι
ἐνέργειαν
ἀλλὰ καὶ ἀκινησίας· εἶδος γάρ τι ἡ ἐνέργεια καὶ τελειότης. διὸ καὶ ἡ
ἡδονὴ
μᾶλλον ἐν ἠρεμίᾳ ἐστὶν ἢ ἐν κινήσει· ἡ γὰρ ἡδίστη καὶ ἀληθεστάτη ἡδονὴ
τῷ ὡσαύτως ἔχοντι καὶ ἀεὶ περὶ τὴν τῶν καλλίστων θεωρίαν ἐνεργοῦντι·
ὃ δὲ λέγουσί τινες “μεταβολὴ πάντων γλυκύ” περὶ τῆς πονηρίας καὶ
εὐμετα-βόλου φύσεως λέγουσι· τοιαύτη δὲ ἡ φθαρτή.
Περὶ φιλίας οἰκειότατόν ἐστιν διελθεῖν τῷ περὶ ἠθῶν καὶ ἀρετῶν ἐπι-
σκοποῦντι· ἔστι γὰρ ἀρετή τις ἢ μετ' ἀρετῆς, ὥς φησι. καὶ γὰρ μίαν
τῶν ἀρετῶν ἔστιν εἰπεῖν τὴν φιλίαν οὕτως ὡς τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν
σωφρο-
σύνην καὶ τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν ἑκάστην. καὶ γὰρ αὕτη περὶ πάθη καὶ
πράξεις ἐστὶν ὥσπερ αἱ λοιπαί. καὶ γὰρ πράξεις εἰσὶ φιλικαὶ καὶ τὸ φιλεῖν
πάθος τι. ἔτι δὲ μεσότης κολακείας λέγοιτ' ἂν καὶ ἀνωνύμου τινὸς διαθέ-
σεως, οἷον ἀγριότητός τινος οὔσης ἢ δυσκολίας ἀνθρώπου μὴ πεφυκότος
πρὸς
ἡδονὴν ὁμιλεῖν. καὶ ὁ μὲν κόλαξ κατὰ τὴν ὑπερβολὴν σφόδρα ἡδὺς εἶναι
βουλόμενος, ὁ δὲ φίλος μέσως τούτῳ χρῆται, ὅτε δεῖ ἡδὺς γινόμενος,
262
τῷ ὡσαύτως ἔχοντι καὶ ἀεὶ περὶ τὴν τῶν καλλίστων θεωρίαν ἐνεργοῦντι·
ὃ
δὲ λέγουσί τινες “μεταβολὴ πάντων γλυκύ” περὶ τῆς πονηρίας καὶ
εὐμετα-
βόλου φύσεως λέγουσι· τοιαύτη δὲ ἡ φθαρτή.
Περὶ φιλίας οἰκειότατόν ἐστιν διελθεῖν τῷ περὶ ἠθῶν καὶ ἀρετῶν ἐπι-
σκοποῦντι· ἔστι γὰρ ἀρετή τις ἢ μετ' ἀρετῆς, ὥς φησι. καὶ γὰρ μίαν
τῶν ἀρετῶν ἔστιν εἰπεῖν τὴν φιλίαν οὕτως ὡς τὴν ἀνδρείαν καὶ τὴν
σωφρο-
σύνην καὶ τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν ἑκάστην. καὶ γὰρ αὕτη περὶ πάθη καὶ
πράξεις ἐστὶν ὥσπερ αἱ λοιπαί. καὶ γὰρ πράξεις εἰσὶ φιλικαὶ καὶ τὸ φιλεῖν
πάθος τι. ἔτι δὲ μεσότης κολακείας λέγοιτ' ἂν καὶ ἀνωνύμου τινὸς διαθέ-
σεως, οἷον ἀγριότητός τινος οὔσης ἢ δυσκολίας ἀνθρώπου μὴ πεφυκότος
πρὸς
ἡδονὴν ὁμιλεῖν. καὶ ὁ μὲν κόλαξ κατὰ τὴν ὑπερβολὴν σφόδρα ἡδὺς εἶναι
βουλόμενος, ὁ δὲ φίλος μέσως τούτῳ χρῆται, ὅτε δεῖ ἡδὺς γινόμενος, ὅτε
δὲ μὴ δεῖ, μὴ γινόμενος, ὁ δὲ ὅλως ἐλλείπων ἐν τῷ ἡδὺς εἶναι κατὰ τὴν
ἔλλει-ψιν τέτακται. ἴσως δὲ καὶ ἄλλως ἔστιν ἐπινοῆσαι τὸν ὑπερβάλλοντα
καὶ τὸν
οὗ
ὀρεγόμεθα (οὐδὲν γὰρ αὑτοῦ ὀρέγεται οὐδὲ τοῦ παρόντος αὐτῷ καθὸ
πάρεστιν), ἢ τοῦ εἶναι αὐτοὺς ἡμᾶς ὀρεγόμεθα ἁπλῶς, ἐπεὶ μὴ ἐκείνως
οἷόν τε. οὐ γὰρ ἡμεῖς γε ἡμῶν αὐτῶν ἄλλοι. καὶ μοχθηρῶς ἄρα καὶ
λυπηρῶς. καὶ γὰρ ἐν τούτοις ὄντες ὅμως ἐσμέν. εἰσὶν δὲ οἱ λέγοντες
ἡδονὴν εἶναι κατὰ Ἀριστοτέλη τὸ πρῶτον οἰκεῖον,
Carneiscus Phil., Philistas (lib. ii) (P. Herc. 1027) Sec. 3, fragment 15,
line 7
[τω]ν δὲ τε̣[τη]ρημένων,
Ζ̣ώπυρε, νομ̣ίζω φανε-
ρὸν γεγ[ο]νέναι, διότι μα-
κρὰν ἀπεῖχε Πραξιφά-
νης τοῦ τῶν δεόντων
τι λελογίσθαι περὶ φιλί-
ας καὶ τὴν πρ̣ο̣σήκουσαν
ἔχειν κ̣ατάστασιν ἐμ-
φίλω̣ν τελευταῖς καὶ ὡς
πολλῆς ἀσυμφωνίας
ἔγεμεν ὁ λόγος, ὃν ἐποι-
ήσατο περὶ τούτων καὶ
[ – – – ]ΡΩΣ
[...]Ο̣Υ., ἀλλὰ γόη̣[τες πάν-]
τε[ς ε]ὑρίσκοντα̣[ι] κατὰ
τ̣ὸν ὑφηγημένον τρό-
[πον] ἀποθεω[ρο]ύ[μ]ε̣
Carneiscus Phil., Philistas (lib. ii) (P. Herc. 1027) Sec. 3, fragment 16,
line 7
πολλῆς ἀσυμφωνίας
ἔγεμεν ὁ λόγος, ὃν ἐποι-
ήσατο περὶ τούτων καὶ
[ – – – ]ΡΩΣ
[...]Ο̣Υ., ἀλλὰ γόη̣[τες πάν-]
τε[ς ε]ὑρίσκοντα̣[ι] κατὰ
τ̣ὸν ὑφηγημένον τρό-
[πον] ἀποθεω[ρο]ύ[μ]ε̣-
265
κὸν ἀνασκευάσομεν ὅτι μὴ πᾶς ἔρως φαῦλος, διελόντες τὸν ἔρωτα εἴς τε
σύντονον ὄρεξιν ἀφροδισίων ὡς Ἐπίκουρος λέγει, ὃν οὐχ οἷόν τε ἀστεῖον
εἶναι,
καὶ εἰς ἐπιβολὴν φιλοποιΐας διὰ κάλλος ἐμφαινόμενον, ὡςοἱ ἀπὸ τῆς
Στοᾶς.
Clemens Al. Strom. II p. 483 Pott.Τριττὰ δὲ εἴδη φιλίας
διδασκόμεθα καὶ τούτων τὸ μὲν πρῶτον καὶ ἄριστον τὸ κατ' ἀρετήν·
στεῤῥὰ
γὰρ ἡ ἐκ λόγου ἀγάπη· τὸ δὲ δεύτερον καὶ μέσον κατ' ἀμοιβήν·
κοινωνικὸν
δὲ τοῦτο καὶ μεταδοτικὸν καὶ βιωφελές· κοινὴ γὰρ ἡ ἐκ χάριτος φιλία· τὸ
διαγινώσκετε
οὐδένα τῶν ὁμιλούντων, αἰσθήσει τε πολλῷ ὑστεροῦντες ἀργῶς καὶ
ἀφυλάκ-
τως ζῆτε. λοιδόρου δὲ καὶ παμφάγου τοῦ ζῴου πεφυκότος, ἔτι δὲ
ταλαιπώρου
καὶ γυμνοῦ τὸν βίον, ἄμφω ταῦτα μελετᾶτε, κακολόγοι καὶ βοροὶ πρός τε
τού-
τοις ἄνοικοι καὶ ἀνέστιοι βιοῦντες.
Athenaeus XII 533 e: Κλέαρχος δὲ ἐν πρώτῳ περὶ φιλίας τὸν
Θεμιστοκλέα φησὶ τρίκλινον οἰκοδομησάμενον περικαλλέστατον
ἀγαπᾶνἂν
ἔφησεν, εἰ τοῦτον φίλων πληρώσειεν.
Athenaeus VIII 349 f: Κλέαρχος δ' ἐν δευτέρῳ περὶ φιλίας
Στρατόνικος, φησίν, ὁ κιθαριστὴς ἀναπαύεσθαι μέλλων ἐκέλευεν ἀεὶ τὸν
παῖδα
προσφέρειν αὑτῷ πιεῖν. οὐχ ὅτι διψῶ, φησίν, ἵνα δὲ μὴ διψήσω.
Athenaeus VI 255 c: Κλέαρχος δ' ὁ Σολεὺς ἐν τῷ ἐπιγραφο-
μένῳ Γεργιθίῳ καὶ πόθεν ἡ ἀρχὴ τοῦ ὀνόματος τῶν κολάκων παρῆλθεν
διη-
γεῖται [καὶ] αὐτὸν τὸν Γεργίθιον ὑποτιθέμενος, ἀφ' οὗ τὸ βιβλίον ἔχει τὴν
ἐπι-γραφήν, ἕνα γεγονότα τῶν Ἀλεξάνδρου κολάκων. διηγεῖται δὲ οὕτως,
τὴν
κολακείαν ταπεινὰ ποιεῖν τὰ ἤθη τῶν κολάκων καταφρονητικῶν ὄντων
τῶν περὶ
αὐτούς. σημεῖον δὲ τὸ πᾶν ὑπομένειν εἰδότας οἷα τολμῶσι. τὰ δὲ τῶν
κολακευο-
μένων ἐμφυσωμένων τῇ κολακείᾳ χαῦνα καὶ κενὰ ποιοῦσαναὐτήν, πάντα
ἐν
ὑπεροχῇ παρ' αὐτοῖς ὑπολαμβάνεσθαι κατασκευάζεσθαι. ἑξῆς τε
διηγούμενος
διακειμ(έν)ους, Πελοποννησίων δὲ
τοὺς μ(ὲν) Θηβαίοις, τοὺς δ(ὲ) Λακεδαιμο-
νίοις τὸν νοῦν προσέχοντας, Χίους
δ(ὲ) κ(αὶ) Ῥοδίους κ(αὶ) τοὺς τούτων συμμά-
χους πρὸς μ(ὲν) τὴν πόλιν ἐχθρῶς
[δ]ιακειμένους, Φ[ι]λίππωι δ[ὲ] περὶ φιλίας διαλεγομένους.»
– ΔΙΔΥΜΟΥ – ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ – ΚΗ – ΦΙΛΙΠΠΙΚΩΝΓ
ΘΠολλῶν, ὦ ἄνδ(ρες) Ἀθ(ηναῖοι̣) Dem. 9
ΙΚαὶ σπουδαῖα νομίζων Dem. 10
Ι[Α][Ὅ]τ[ι] μ(ὲν) ὦ (ἄνδρες) Ἀθ(ηναῖοι) Φ[ί]λιπ(πος) Dem. 11
ΙΒΠερὶ μὲ[ν τ]οῦ π(αρ)όν(τος) Dem. 13
Ἐὰν ὁ κύριος τοῦ κλήρου τῆς φιλίας ἐπιθεωρήσῃ τὸν κλῆρον τῶν
ἀδελφῶν, φίλους λέγε τοὺς ἀδελφούς. ἐὰν ὁ Ζεὺς καὶ ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ
Ἑρμῆς ἐπίσημοι τύχωσι τοῖς τόποις καὶ καλαῖς φάσεσι, ἐν μὲν θηλυ-
κοῖς ζῳδίοις θηλείας ἀδελφὰς διδόασιν, ἐν δὲ ἀρσενικοῖς ἄρρενας καὶ
πολυχρονίους. εἰ δὲ κακοῖς τόποις τύχωσιν, διδόασι μέν, ὀλιγοχρο-
νίους δὲ ἢ ἐχθροὺς ἢ σεσινωμένους, μάλιστα εἰ δὲ καὶ κακαῖς φάσεσι
τύχωσιν. εἰ δὲ Κρόνος καὶ Ἄρης καὶ Σελήνη ἐν ἀλλοτρίοις τόποις
τύχωσιν, τοὺς ἀδελφοὺς ἀναιροῦσιν. εἰ δ' εἶς τιςτούτων τῶν ἀστέρων
ἴδιον ἔχει τόπον, οὐκ ἀσινεῖς ποιεῖ ἀλλὰ τῇ ψυχῇ δαμαζομένους, ἢ
ἀνωφελεῖς ἔσονται πρὸς ἀλλήλους· αἱ γὰρ τῶν φαύλων παροχαὶ
ρινοῦ ζῳδίου, οἷον Ταῦρος καὶ Ἰχθύες, Δίδυμοι καὶ Ὑδροχόος, καὶ
ἐφεξῆς τὰ ἄλλα ζῴδια· Κριὸς δὲ καὶ Ζυγός, φησὶν ἀκολουθῶν Θρασύλ-
λῳ, οὐκ ἀκούει ἀλλήλων. βλέποντα δὲ ζῴδια τὰ ἴσον ἀπέχοντα τῶν
τροπικῶν ζῳδίων. Κριὸς δὲ ἐπιτάττει τῷ Ζυγῷ διὰ τὸ ἐν μὲν Κριῷ
αὔξειν τὴν ἡμέραν, ἐν δὲ Ζυγῷ μειοῦν· ὁμοίως καὶ Ταῦρος Παρθένῳ
ἐπιτάττει τῷ αὐτῷ τρόπῳ, καὶ τὰ ἄλλα. καὶ τὰ ἰσανάφορα δὲ ζῴδια
συμπαθῆ ἐστιν ἀλλήλοις, μάλιστα ἐὰν τῶν δύο γενέσεων οἱ κλῆροι τοῦ
ἔρωτος ἐμπέσωσιν εἰς αὐτά. ἔστι δὲ καὶ ἐν τούτοις πλείων ἰσχὺς καὶ
ἐλάττων, πλείων μὲν ἐν τοῖς ἀπὸ Κριοῦ ἕως Παρθένου καὶ αὐτῆς, ἐλάτ-
των δὲ ἐν τῷ ἄλλῳ ἡμισφαιρίῳ. οὐ μόνον δὲ χρὴ ἐπὶ τῶν φίλων τὰ περὶ
φιλίας σκοπεῖν ἐν τοῖς προεκτεθειμένοις σχήμασιν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ
γυναικὸς καὶ ἀνδρός, καὶ πατρὸς καὶ μητρὸς καὶ τέκνων.
Κλῆρος φιλίας Παρθένουδλζ, κλῆρος ἔρωτος Σκορπίουϛλε· καὶ
ἐπειδὴ οὗτοι μὲνοἱ κλῆροι ἐν κακοῖς πεπτώκασι τόποις, οἱ δὲ τού-
των οἰκοδεσπόται ἐν καλοῖς εὑρέθησαν τόποις καὶ ἔξαυγοι, μαρτυρού-
μενοι ὑπό τε ἀγαθοποιῶν καὶ κακοποιῶν, ἕξει παρὰ φίλων ὠφελείας
μὲν μᾶλλον, βλάβας δὲ ἧττον.
Ὅτι ἐπὶ πάσης καταρχῆς δεῖ τοὺςδκλήρους θεωρεῖν – τύχης,
δαίμονος, ἀνάγκης, ἔρωτος. καὶ ἄπορον πότερον κατὰ τὸν Τρισμέγι-
στον Ἑρμῆν δεῖ τὴν ἀνάγκην καὶ τὸν ἔρωτα διεκβάλλειν ἢ καθὼς ἐν τῷ
δʹ βιβλίῳ Δωρόθεος ἱστορεῖ τὴν τῶν Αἰγυπτίων δόξαν ἢ ὡς ὁ αὐτὸς
Στράττις Μακεδόσι
τὸν πέπλον δὲ τοῦτον
ἕλκουσ' ὀνεύοντες τοπείοις ἄνδρες ἀναρίθμητοι
εἰς ἄκρον ὥσπερ ἱστίου τὸν ἱστόν.
Ἄρχιππος Ὄνῳ
τροχιλίαισι ταῦτα καὶ τοπείοις
ἱστᾶσιν οὐκ ἄνευ πόνου.
Τί ἐστι τὸ ἐν τοῖς Δημοσθένους Φιλιππικοῖς “καὶ τὸ θρυλούμενόν
“ποτε ἀπόρρητον ἐκεῖνο,” Θεόπομπος ἐν λαʹ δεδήλωκε. φησὶ γὰρ
“καὶ πέμπει πρὸς τὸν Φίλιππον πρεσβευτὰς Ἀντιφῶντα καὶ Χαρί-
“δημον πράξοντας καὶ περὶ φιλίας, οἳ παραγενόμενοι συμπείθειν
“αὐτὸν ἐπεχείρουν ἐν ἀπορρήτῳ συμπράττειν Ἀθηναίοις ὅπως ἂν λά-
“βωσιν Ἀμφίπολιν, ὑπισχνούμενοι Πύδναν. οἱ δὲ πρέσβεις οἱ τῶν
“Ἀθηναίων εἰς μὲν τὸν δῆμον οὐδὲν ἀπήγγελλον, βουλόμενοι λανθά-
“νειν τοὺς Πυδναίους, ἐκδιδόναι μέλλοντες αὐτοὺς, ἐν ἀπορρήτῳ δὲ
“μετὰ τῆς βουλῆς ἔπραττον.”
Τορώνη: Ἰσοκράτης Παναθηναϊκῷ. πόλις ἐν Θράκῃ, ὡς Ἔφορος
ἐν δʹ ἱστορεῖ.
ἴστε γάρ που ὅτι Ὅμηρος πάντα ὅσα ὀνομάζει καὶ ἐπαινεῖ
273
ΠΕΡΙ ΦΙΛΙΑΣ
Τί δή ποτε, ὦ μακάριοι, ἂν μέν τις ὑμῖν διηγῆται περὶ
τῶν Τρώων καὶ Ἀχαιῶν, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους,
ἢ περὶ τῆς Ξέρξου στρατείας, ἣν ἤλασεν ὑπὲρ Ἑλλησπόντου
κατὰ τῆς Ἑλλάδος, ἢ περὶ τῆς Ἑλλάδος αὐτῆς, ὁπόσα ἀν-
έτλη πρὸς ἑαυτὴν στασιάζουσα, ἐκ τούτων μὲν ἥδεσθε τῶν
λόγων καὶ κατέχεσθε κηλούμενοι καὶ τοὺς υἱεῖς ἀξιοῦτε
μανθάνειν ἀρξαμένους ἀπὸ τῆς μήνιδος τῆς Ἀχιλλέως, ὡς
ταύτην οὖσαν ἱκανὴν παιδεύειν καὶ διὰ τοῦτο σοφωτέρους
ἐσομένους, ἐὰν ἐπίστωνται πόλεών τε καὶ ἰδιωτῶν πολέ-
μους τε καὶ ἔχθρας καὶ τὰς ἀπ' αὐτῶν συμφοράς, τῶν δὲ
III p. 88 Schweigh.).
Τὸ δὲ Λυκούργου τοῦ Λακεδαιμονίου τίς ἡμῶν οὐ
θαυμάζει; πηρωθεὶς γὰρ ὑπό τινος τῶν πολιτῶν τῶν
ὀφθαλμῶν τὸν ἕτερον καὶ παραλαβὼν τὸν νεανίσκον παρὰ
τοῦ δήμου, ἵνα τιμωρήσαιτο ὅπως αὐτὸς βούλεται· τού-
του μὲν ἀπέσχετο, παιδεύσας δὲ αὐτὸν καὶ ἀποφήνας
ἄνδρα ἀγαθόν, παρήγαγεν εἰς τὸ θέατρον. θαυμαζόντων
δὲ τῶν Λακεδαιμονίων ‘τοῦτον μέν τοι λαβών’ ἔφη ‘παρ'
ὑμῶν ὑβριστὴν καὶ βίαιον, ἀποδίδωμι ὑμῖν ἐπιεικῆ καὶ
δημοτικόν’.
κδʹΠερὶ ξενιτείας
εἶδος.
Καὶ ἄλλως δὲ προγνωσόμεθα πεπηγμένης τῆς καταρχῆς
ἐπ' ἐνίων οὕτως. ἐπὰν ὁ κλῆρος τῆς τύχης εἰς τὸ γʹ ζῴδιον
ἀπὸ τοῦ ὡροσκόπου ἐμπέσῃ, ὁ δὲ κύριος τοῦ ζῳδίου
ἐναντιωθῇ αὐτῷ, ἰστέον ὅτι πρὸς φίλον ἔχθραν καὶ δια-
φορὰν σημαίνει, εἰ δὲ δίσωμον τύχῃ τὸ ζῴδιον καὶ ἤδη
προγεγενημένην καὶ αὖθις ἐσομένην. ὁ δὲ ἀστὴρ ὁ κύριος
τοῦ κλήρου δηλώσει τὰ πρόσωπα καθὼς προδεδήλωται.
ὁπόταν δὲ πάλιν ὁ κλῆρος εἰς τὸ περὶ φιλίας, τουτέστι τὸ
τρίτον, πέσῃ, ὁ δὲ κύριος αὐτοῦ κακοδαιμονῇ σὺν τοῖς
ἀγαθοποιοῖς ἢ τῷ κυρίῳ τῆς ὥρας, ὅ τε τοῦ κακοδαιμονή-
ματος δεσπότης ὡροσκοπήσῃ ἀκακώτου τῆς Σελήνης
τυχούσης, εὑρίσκεται περὶ δόξης καὶ ἀρχῆς αὐτεξουσίου
καὶ ἐλευθερίου ἡ καταρχή. ἐὰν δὲ πάλιν εὑρεθῇ ὁ κλῆρος
ἐν τῷ περὶ θανάτου τόπῳ σὺν τῷ ἰδίῳ κυρίῳ ὑπὸ τῆς
Σελήνης κεκακωμένης καθυπερτερούμενος ἀσυντελὴς
ἔσται πᾶσα ἡ καταρχή.
Ἐπετήρησαν δὲ ἀκριβῶς εἰς πρόγνωσιν οἱ παλαιοὶ καὶ
ἐκ τῆς ποσότητος τῶν μοιρῶν τοῦ ὡροσκόπου οὗ ἔσται
ιʹΠερὶ συνελεύσεως
λʹΠερὶ δούλων
εἶπεν, ‘ἐγὼ καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς ὀδόντας ἀποβαλεῖν καὶ τοιούτου καλοῦ
μὴ ἀποτυχεῖν. τί γὰρ καὶ δεῖ ἐνταῦθα ὀδόντων ἐπιπροσθούντων μᾶλλον
τῇ χρείᾳ καὶ οὐκ ἐώντων ἀθρόον εἰσοχετευθῆναι τὸν φίλτατον; γένοιτο
δ' οὖν ἐκεῖνον, ὃς ἂν ᾖ, τοὺς ὀδόντας ἀλγῆσαι καὶ πλέον, ὡς ἂν καὶ ἡμεῖς
μᾶλλον πιόντες ἡσθείημεν.’
299
Ταῦτα μὲν ἐκεῖνος. ‘ἐγὼ δὲ βουλοίμην ἂν οὐκ εἶναι τόδε’, φησί πού τις,
βαρεῖαν ἀποδιοπομπούμενος συμφοράν· οὐ γὰρ ἀγαπῶ φίλων ἀνιωμένων
ἡδόμενος. τοῦτο δ' εἰπεῖν ἔχω μόνον, ὅτι δείξεις αὐτός, καὶ μετὰ τὴν
ἀρρωστίαν, εἴτ' ἐκείνῃ προσήκει λογίζεσθαι τὴν τοῦ οἴνου χάριν εἴτε τῇ
προαιρέσει σου.
ταῦτα, ἐκείνῳ δ' αὖ, ὅτι τὸν ἀδελφὸν κτείνας οὐκ ἂν ἔτι δύναιτο
τοῖς θεοῖς θύειν, ἀλλὰ δεῖν ἕτερον τοῦτο ποιεῖν. ὁ δ' ἵνα μὴ τῆς
ἀρχῆς διὰ τοῦτ' ἐκπέσοι, πεισθεὶς ἀληθῆ λέγειν αὐτόν, ἐνιαυτὸν
διαλιπὼν προσείλετο κοινωνόν. καὶ ὁ μὲν τοῦθ' ὅπερ ἐτέχναζεν
κατειργάσατο διὰ τὴν εὐήθειαν ἐκείνου, καὶ ἀμφότεροι Σικυῶνος
ἦρχον. πολὺ μέντοι μᾶλλον Κλεισθένει προσεῖχον οἱ ἄνθρωποι
ἅτε φοβερῷ ὄντι καὶ δραστηρίῳ, καὶ οἱ ἐκείνου φίλοι τούτῳ προς-
εχώρουν. τελευτῶν δὲ καὶ τῆς ἀρχῆς τὸν Ἰσόδημον ἀπεστέρησεν
τοιόνδε τι τεχνάσας. ἦν τις Χαιρέδημος, ἀνὴρ τῶν ἀστῶν Ἰσο-
δήμου φίλος. οὗτος ὁρῶν τὸν Κλεισθένη ἐργασιμώτερον, προσιὼν
περὶ φιλίας διελέγετο. πολλὰ δὲ ὑπισχνουμένου, Κλεισθένης ἐκέ-
λευσεν αὐτὸν εἰς πίστιν ὧν φησι παρελθόντα Ἰσοδήμῳ παραινεῖν
ἀπενιαυτίσαι διὰ τὸν φόνον, ὅπερ ἔθος ἦν ποιεῖν, ὡς καὶ θύειν
αὐτῷ καὶ τὰ ἱερὰ ἐξέσται κεκαθαρμένῳ καὶ τοῖς ἐκείνου παισὶν
ἄρχειν· εἰ δὲ μή, ἔνοχον ὄντα χαλεπῶς μὲν αὐτὸν ἐμμενεῖν τῇ
τυραννίδι, χαλεπῶς δὲ ἐγγόνοις λείψειν. ταῦτα λέγοντα ὁ Χαιρέ-
δημος ἐδέξατο, καὶ τῷ Ἰσοδήμῳ συνεβούλευε μεταστῆναι ἐπ' ἐνι-
αυτόν. ὁ δὲ οἷα ἀνὴρ ἄκακος πεισθεὶς ἐπ' εὐνοίᾳ λέγειν αὐτόν.
ἀπεχώρησεν εἰς Κόρινθον, παραδοὺς Κλεισθένει τὴν τυραννίδα.
ὁ δὲ παραχρῆμα ἐξελθόντος διέβαλλεν ὡς μετὰ τῶν Κυψελιδῶν
οἱ ἐπιβουλεύοντα, ὅπως ἂν μόνος ἄρχοι. καὶ διὰ τοῦτο στρατὸν
κοῦσι πρὸς ἀλλήλους ἄλλος ἄλλο τι λέγων τὴν ἀρχήν, καὶ τὴν διαφορὰν
αὐτῶν παραδίδωσι. καὶ ὅπως εἰς συμφωνίαν καὶ αὕτη περιάγεται, καλῶς
καὶ σαφῶς ἐπιδείκνυσι. καὶ τὴν μὲν διαφορὰν δηλοῖτοὺς μὲν πρότερα
τῇ φύσειτοὺς δὲ ὕστερα λαμβάνεινεἰπών,καὶ τοὺς μὲν γνωριμώ-
τερα κατὰ τὸν λόγον, τοὺς δὲ κατὰ τὴν αἴσθησινἤτοι τὰ αὐτὰ
λέγωντάτεπρότερατῇ φύσει καὶτὰ γνωριμώτερα κατὰ τὸν λόγον,
καὶ αὖ πάλιν τὰ ὕστερα τῇ φύσει καὶ κατὰ τὴν αἴσθησιν γνωριμώτερα.
καὶ
τῶν παραδειγμάτωντὸ μὲν περιττὸν καὶ ἄρτιονκαὶνεῖκος καὶ
φιλίαν ὡς πρότερα τῇ φύσει, καὶ κατὰ τὸν λόγον ἀλλ' οὐχὶ κατὰ τὴν
αἴσθησιν γνωριμώτερα τοῖς προτέροις προσήκοντα παρέθετο (νοητὰ γὰρ
ταῦτα· διὸ κατὶ Ἐμπεδοκλῆς περὶ φιλίας λέγων
ἀλλὰ νόῳ δέρκου, φησί, μηδ' ὄμμασιν ἧσο τεθηπώς),
τὸ δὲθερμὸν καὶ ψυχρὸνκαὶὑγρὸν καὶ ξηρὸνὡς ὕστερα τῇ φύσει
καὶ κατὰ τὴν αἴσθησιν γνωριμώτερα τοῖς ὑστέροις ἀπένειμε. καὶ τὸ μὲν
θερμὸν καὶ ψυχρὸν Παρμενίδης φησί, τὸ δὲ ὑγρὸν καὶ ξηρὸν Ἀλέξανδρος
μὲν ἤτοι αὐτόν φησιν εἰρηκέναι τὸν τὸ θερμὸν καὶ ψυχρὸν εἰπόντα ἢ Ἐμ-
πεδοκλέα πρὸς τῷ νείκει καὶ τῇ φιλίᾳ τὰ τέτταρα στοιχεῖα ἀρχὰς
θέμενον.
ὁ μέντοι Πορφύριος οἰκειότερον εἰς Ἀναξιμένην τὴν δόξαν ἀνέπεμψε
ταύ-την εἰπόντα γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἐσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται.
ἀνεπιτήδειος
ηὑρέθη πρὸς φιλοσοφίαν, ἐξῆγον αὐτὸν μετὰ τῆς οὐσίας καὶ κενοτάφιον
ἐποίουν
καὶ ὡς περὶ ἀποιχομένου ἀπωδύροντο. Γύλων δέ τις εἰσελθὼν καὶ
πεπονθὼς
τοῦτο ὑφῆψε πῦρ τῷ διδασκαλείῳ καὶ πάντες ἐκαύθησαν πλὴν δύο,
Φιλολάου
καὶ Ἱππάρχου. ἦλθεν οὖν ὁ Φιλόλαος εἰς Θήβας ὀφείλων χοὰς τῷ οἰκείῳ
διδασκάλῳ τεθνεῶτι καὶ ἐκεῖ τεθαμμένῳ ποιήσασθαι, τῷ Λύσιδι, οὗ καὶ
κατὰ
ὁμωνυμίαν γέγραπται τῷ Πλάτωνι διάλογος ‘Λύσις ἢ περὶ φιλίας’. ταῦτα
ἔχει
ἡ θεωρία.
Ἀλλὰ μὴν καὶ ἐγὼ ἐξ ἀκοῆς περὶ αὐτῶν λέγω[61d9]: ‘ἐξ ἀκοῆς’,
τουτέστιν οὐκ ἀπὸ διαθέσεως τοιαύτης, ἀλλὰ ἐξ ἀκοῆς δίκην θυλάκου ἐν
ᾧ
ἦσαν οἱ λόγοι.
Ἃ μὲν οὖν τυγχάνω ἀκηκοὼς φθόνος οὐδεὶς λέγειν[61d9 – 10]:
τὸ γὰρ φθονεῖν ἔσχατον πάθος ἐστὶ τῇ ὕλῃ ἀνῆκον τῇ μεταλαμβανούσῃ
μόνον.
⟦οὐκ⟧ ἔστι δὲ φθονεῖν τὸ μεταλαμβάνειν μόνον, ἀλλὰ ⟦καὶ τὸ⟧ μὴ
μεταδιδόναι.
Καὶ γὰρ ἴσως καὶ μάλιστα πρέπει μέλλοντα ἐκεῖσε ἀποδημεῖν
[61d10 – e1]: τὸ μὲν ‘ἴσως’ εἴρηται διὰ τὸ μυθικὸν ἐπιχείρημα, τὸ δὲ
‘μάλιστα’
διὰ τὸ φιλόσοφον. μήποτε οὐ καλῶς εἶπεν ‘ἀποδημεῖν’, ἔδει γὰρ εἰπεῖν
‘ἐπιδη
Περὶ φιλίας καὶ τῶν παρ' ἑκάτερα κακιῶν δυσκολίας καὶ κολα-
κείας. κεφ. ηʹ.
Αἱ μὲν οὖν περὶ τὴν ὀργὴν ἕξεις εἴρηνται. εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι ἕξεις
ἐν ταῖς τῶν ἀνθρώπων κοινωνίαις ταῖς πρὸς ἀλλήλους, αἵτινες ἐν λόγοις
καὶ ἐν πράγμασι γίνονται· περὶ ταύτας τοίνυν τὰς κοινωνίας δυνατὸν
ἐπαι-
νεῖσθαί τινα καὶ ψέγεσθαι. ἐπεὶ δὲ ἡ μὲν μεσότης ἐπαινετόν, ψεκτὸν δὲ
αἱ ὑπερβολαὶ καὶ ἐλλείψεις, φανερὸν ὅτι ἐν ταῖς κοινωνίαις ταύταις ὑπερ-
βολὴ καὶ ἔλλειψίς ἐστι καὶ μεσότης· οἱ μὲν γὰρ ἄλυποι παντάπασι βού-
λονται εἶναι τοῖς ἐντυγχάνουσι καὶ πάντα ἐπαινοῦσι καὶ πᾶσιν
ἀρέσκεσθαι
βούλονται δοκεῖν καὶ οὐδενὶ περὶ οὐδενὸς ἀντιλέγουσιν· οἱ δὲ ἐκ διαμέ-
τρου τούτοις ἔχουσι καὶ πάντας λυποῦσι καὶ πάντα ψέγουσι καὶ οὐδὲν αὐ
ἐστιν ἕκαστον αὐτῶν καὶ πῶς τὰ μὲν ἀγαθὰ τὰ δὲ κακά, εἴρηται· λοιπὸν
δὲ περὶ φιλίας ἐροῦμεν.
καὶ περὶ αὐτῆς εἰπεῖν, ἐπεὶ καὶ ἀναγκαιότατόν ἐστιν εἰς τὸν βίον.ἄνευ
γὰρ φίλων οὐδεὶς ἂν ἕλοιτο ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα·
καὶ γὰρ τοῖς πλουτοῦσι καὶ ἀρχὰς καὶ δυναστείας κεκτημένοις δοκεῖ
μάλιστα χρείαν εἶναι φίλων.τί γὰρ ὄφελος τῆς τοιαύτηςεὐδαιμονίας
οὐδεὶς
πατὴρ ἀφίσταται τοῦ υἱοῦ, εἰ μὴ ὑπερβαλλόντως εἴη μοχθηρός· ἥ τε γὰρ
φυσικὴ φιλία εἰς τοῦτο ἐπείγει καὶ ἅμα ἀνθρώπινόν ἐστι τὴν ἐπικουρίαν
μὴ διωθεῖσθαι· τῷ δὲ υἱῷ μοχθηρῷ ὄντι μισητόν, ἢ οὐ λίαν σπουδάζεται
τῷ πατρὶ ἐπαρκεῖν· οἱ γὰρ πολλοὶ εὖ πάσχειν βούλονται, τὸ δὲ εὖ ποιεῖν
φεύγουσιν ὡς ἀλυσιτελές.περὶ μὲν οὖν τούτων ἐπὶ τοσοῦτον εἰρή-
σθω.
τι συντελοῦν. περὶ τούτων δὴ τῶν μερῶν ἢ εἰδῶν τῆς φιλίας καὶ ἁπλῶς
περὶ φιλίας εἰπὼν ἐν τῷ πρὸ τούτου βιβλίῳ, τίς τέ ἐστι καὶ ἐν τίσι καὶ
περί τι, τίς τε, ὅτι ἀρετή τις ἢ μετ' ἀρετῆς (καὶ γὰρ καὶ ἡ φιλία περὶ
πράξεις καὶ πάθη ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ ἀρετή· εἰσὶ γὰρ πράξεις φιλικαί,
καὶ αὐτὸ δὲ τὸ φιλεῖν πάθος ἐστίν), ἐν τίσι δέ, ὅτι καὶ ἐν τοῖς ὁμοίοις
καὶ ἐν τοῖς ἀνομοίοις (ἡ μὲν γὰρ πρώτη καὶ κυρίως φιλία ἐν τοῖς ὁμοίοις,
ἐν γὰρ τοῖς σπουδαίοις καὶ ἀγαθοῖς. φιλοῦσι γὰρ οὗτοι ἀλλήλους, ᾗ
ἀγαθοὶ καὶ ᾗ σπουδαῖοι καὶ ᾗ ὅμοιοί εἰσιν. αἱ δὲ λοιπαὶ ἥ τε διὰ τὸ
χρήσιμον καὶ ἡδὺ ἐν τοῖς ἀνομοίοις), περὶ τί δὲ ὅτι περὶ τὸ ἀγαθὸν καὶ
καὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ χρήσιμον. ταῦτα δὴ εἰπὼν ἐν ἐκείνῳ τῷ βιβλίῳ καὶ
ἕτερα πολλὰ τοῖς περὶ φιλίας ὄντα λόγοις οἰκεῖα ἐν τούτῳ τῷ βιβλίῳ
ἐνάτῳ ὄντι τὰ λείποντα τοῖς περὶ φιλίας ἐκτίθεται.
περὶ φιλίας εἰπὼν ἐν τῷ πρὸ τούτου βιβλίῳ, τίς τέ ἐστι καὶ ἐν τίσι καὶ
περί τι, τίς τε, ὅτι ἀρετή τις ἢ μετ' ἀρετῆς (καὶ γὰρ καὶ ἡ φιλία περὶ
πράξεις καὶ πάθη ἐστὶν ὥσπερ καὶ ἡ ἀρετή· εἰσὶ γὰρ πράξεις φιλικαί,
καὶ αὐτὸ δὲ τὸ φιλεῖν πάθος ἐστίν), ἐν τίσι δέ, ὅτι καὶ ἐν τοῖς ὁμοίοις
καὶ ἐν τοῖς ἀνομοίοις (ἡ μὲν γὰρ πρώτη καὶ κυρίως φιλία ἐν τοῖς ὁμοίοις,
ἐν γὰρ τοῖς σπουδαίοις καὶ ἀγαθοῖς. φιλοῦσι γὰρ οὗτοι ἀλλήλους, ᾗ
ἀγαθοὶ καὶ ᾗ σπουδαῖοι καὶ ᾗ ὅμοιοί εἰσιν. αἱ δὲ λοιπαὶ ἥ τε διὰ τὸ
χρήσιμον καὶ ἡδὺ ἐν τοῖς ἀνομοίοις), περὶ τί δὲ ὅτι περὶ τὸ ἀγαθὸν καὶ
καὶ τὸ ἡδὺ καὶ τὸ χρήσιμον. ταῦτα δὴ εἰπὼν ἐν ἐκείνῳ τῷ βιβλίῳ καὶ
317
ἕτερα πολλὰ τοῖς περὶ φιλίας ὄντα λόγοις οἰκεῖα ἐν τούτῳ τῷ βιβλίῳ
ἐνάτῳ ὄντι τὰ λείποντα τοῖς περὶ φιλίας ἐκτίθεται.
χαίρειν οὐκ ἔστιν. ἕλκουσιν οὖν τὸν ἄθλιον ὁ λόγος καὶ τὸ ἄλογον, ὁ
μὲν δεῦρο, τὸ δὲ δεῦρο διασπῶντα καὶ ἀνθ' ἑνὸς πολλὰ ποιοῦντα. ταῖς
δὲ διαφόροις μᾶλλον δὲ ἐναντίαις ὀρέξεσι καὶ ἐπιθυμίαις καὶ ἅμα ἥδεται
καὶ λυπεῖται, ὅτι ὅτε ἥδεται θάτερον, οἷον τὸ ἄλογον, τότε λυπεῖται ὁ
λόγος, ἢ ἔμπαλιν. εἰ δὲ μὴ δυνατόν, φησίν, ἅμα ἥδεσθαι καὶ λυπεῖσθαι,
ἀλλὰ μετὰ μικρὸνλυπεῖται ὅτι ἥσθηκαὶ ὅτι ἡδέα γέγονεν αὐτῷ ἐκεῖνα,
οἷς μικρὸν ἡσθεὶς ἄρτι μεταμέλεται. εἰ δὴ ὡς λέγομεν ἀθλίως καὶ
πάντῃ κακῶς ὁ πονηρὸς διαπορεύεται, φευκτέον τὴν πονηρίαν οὐ βάδην
ἀλλ' ὠκέως πάνυ.
Τῷ περὶ φιλίας λέγοντι ἀκόλουθόν ἐστι καὶ περὶ εὐνοίας δοκούσης
εἶναι φιλίας ἐπισκέψασθαι, πότερον φιλία ἐστὶ καθάπερ δοκεῖ ἢ φιλία
μὲν
οὐκ ἔστι, φιλίας δέ τι. ἔστι δὲ ὡς δόξει οὐ φιλία, ἀρχὴ δὲ φιλίας. οὐκ
ἔστι δὲ ταὐτὸν ἡ ἀρχὴ τῷ οὗ ἐστιν ἀρχή. λέγει δὴ ὅτι ἡ εὔνοιαφιλίᾳ
μὲν ἔοικεν,οὐκ ἔστι δέ. ἡ φιλία μὲν γὰρ πρὸς ἐκείνους λέγεται, οἷς
καὶ τὸ φιλεῖν καὶ ἀντιφιλεῖσθαι καὶ πρὸς εἰδότας, ὅτι ἀλλήλους φιλοῦσι,
καὶ πρὸς γνωρίμους, εὔνοια δὲ γίνεται καὶ πρὸς μὴ ἀντιφιλοῦντας καὶ
318
πρὸς
ἀγνῶτας. ἀκούσαντες γὰρ πολλάκις περί τινος, ὃν οὐδέποτε τεθεάμεθα,
ὅτι ἀγαθός ἐστι τὰ πολεμικὰ ἢ ὅτι μουσικός ἐστι σπουδαῖος ἢ ὅτι δεινὸς
πόλεως ἄρχειν, εὖνοι τούτῳ γινόμεθα ἐκείνου μὴ εἰδότος, ὡς εὐνοικῶς
ἔχο-
μεν πρὸς ἐκεῖνον. καὶ γὰρ ὡς αὐτὸς Ἀριστοτέλης ἐν ἄλλοις λέγει, τῷ
τοῦ ἀνθρώπου ἡδονὴ ἢ ἡδοναί. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπὶ τὸν περὶ εὐδαιμο-
νίας ἵεται λόγον. αὕτη γάρ ἐστιν ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἐνέργεια, ἣν ζητοῦμεν.
ἐπεὶ δὲ ἡ εὐδαιμονία διττή, ἥ τε ἐπανθοῦσα ταῖς ἡδοναῖς περὶ ἧς εἴπομεν
ἐν τῷ πρώτῳ βιβλίῳ, καὶ ἡ νοερὰ ζῳή, περὶ ἧς ἐρεῖ, διττὴ ἂν εἴη καὶ
ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἐνέργεια, ὥστε καὶ ἡ ἡδονή.
(ὀνομάζει δὲ νοῦν τὴν λογικὴν ζωήν, ἤτοι αὐτὸ τὸ λογικὸν τῆς ψυχῆς
μέρος, ὃν δὴ νοῦν καὶ ὄντως καὶ πρώτως καὶ μάλιστα ἄνθρωπον τίθεται),
διττὴν καὶ τὴν εὐδαιμονίαν εὑρίσκει, τὴν μὲν νοερὰν καὶ τελείαν, ἣν
καλεῖ
θεωρητικήν, τὴν δὲ μετὰ τῶν ἐκτὸς ὑφισταμένην. ἐκτὸς δὲ λέγουσι τήν
τε τοῦ σώματος ὑγίειαν, τὴν τῆς ὕλης χορηγίαν, τὴν εὐγένειαν καὶ τὴν
εὐτεκνίαν. καὶ εἰκότως τοῦτο λέγει καὶ σύμφωνον ἑαυτῷ. τῷ γὰρ τὸν
μέρος, ὃν δὴ νοῦν καὶ ὄντως καὶ πρώτως καὶ μάλιστα ἄνθρωπον τίθεται),
διττὴν καὶ τὴν εὐδαιμονίαν εὑρίσκει, τὴν μὲν νοερὰν καὶ τελείαν, ἣν
καλεῖ
θεωρητικήν, τὴν δὲ μετὰ τῶν ἐκτὸς ὑφισταμένην. ἐκτὸς δὲ λέγουσι τήν
τε τοῦ σώματος ὑγίειαν, τὴν τῆς ὕλης χορηγίαν, τὴν εὐγένειαν καὶ τὴν
εὐτεκνίαν. καὶ εἰκότως τοῦτο λέγει καὶ σύμφωνον ἑαυτῷ. τῷ γὰρ τὸν
ἄνθρωπον ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος ἀφορίζοντι ἀνάγκη καὶ τὴν τοῦ σώμα-
τος ἕξιν εἰς τὴν τῆς ἀνθρωπίνηςεὐδαιμονίαςσυμπλήρωσιν
παραλαμβάνειν.
οὐ γὰρ δήπου θατέρου τῶν τοῦ ὅλου μορίων κακῶς ἔχοντος εὔδαιμον
ἔσται ποτὲ τὸ ὅλον. διότι μὲν οὖν τέλος ἐστὶ τὸ διττὸν τοῦτο τῆς εὐδαι-
μονίας τῶν ἀρετῶν, διὰ τοῦτο τὰ περὶ τῶν ἀρετῶν διῆλθεν ἀμφοτέρων,
τῶν τε πρακτικῶν καὶ τῶν λογικῶν. περὶ φιλίας δὲ εἶπεν, ὅτι ταύτης τὸ
μέν ἐστι τοῦ ἐπιθυμητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, καθ' ἣν φυσικῶς οἱ συγ-
γενεῖς ἀλλήλους φιλοῦσι καὶ τοὺς παῖδας οἱ πατέρες, τὸ δὲ τοῦ θυμοει-
δοῦς, καθ' ἣν οἱ συστρατευόμενοι καὶ συμπολεμοῦντες συμπνέουσι καὶ
οὗτοι φυσικῶς ἀλλήλοις, τὸ δὲ τοῦ λογιστικοῦ, ἥτις παρὰ τοῖς σπουδαίοις
μάλιστα θεωρεῖται δι' εὐζωΐας κοινῆς καὶ θεωρίας συνάπτουσα τὰς τῶν
φίλων ψυχάς. περὶ δὲ ἡδονῆς πάλιν εἴρηκεν, ὅτι μικτόν ἐστι τὸ τέλος
ἡμῶν, ὅ ἐστιν ἡ εὐδαιμονία, ἔκ τε νοερᾶς ζωῆς καὶ ἡδονῆς. οὔτε γὰρ ἡ
νοερὰ ζωὴ δίχα ἡδονῆς πρὸς εὐδαιμονίαν ἀρκεῖ (οὐ γὰρ ἕξει τὸ ἐφετὸν
ἀνήδονος οὖσα) οὔτ' αὖ ἡ ἡδονὴ χωρὶς τῆς τοιαύτης ζωῆς συμπληροῦν
καὶ ἀπαρτίζειν δύναται τὴν εὐδαιμονίαν. οὐ γὰρ ἕξει τὸ ἱκανὸν καὶ αὔταρ
Ἆρ' οὖν εἰ περὶ τούτων καὶ τῶν ἀρετῶν, ἔτι δὲ περὶ φιλίας καὶ ἡδονῆς
ἱκανῶς εἴρηται.
320
Πληρώσας τὸν περὶ τὰς ἠθικὰς καὶ λογικὰς ἀρετὰς σύμπαντα λόγον
διὰ τῶν προκειμένων λέξεων καὶ τῶν ἐχομένων αὐτοῦ, ἀναπείθειν ἡμᾶς
πειρᾶται πρὸς τὴν κατ' αὐτὰς ἐνέργειαν. οἱ γὰρ λόγοι μόνοι καὶ ἡ διὰ τῶν
λεγομένων αὐτῶν γνῶσις μόνη οὔτε εὐδαίμονας οὔτε πολιτικοὺς οὔτε
θεω-
ρητικοὺς ἀποτελεῖν δύνανται, ἀλλὰ πάμπαν ἀδρανεῖς εἰσι καὶ ἀνίσχυροι·
προτρέψασθαι μὲν γὰρ πρὸς τὰς πράξεις τοὺς ἐλευθερίους καὶ καλῶς
τρα-
φέντας καὶ ἀναχθέντας τῶν νέων ἰσχύουσιν, εἰς εὐδαιμονίαν δὲ ἀγαγεῖν
καὶ τὴν ταύτης τεῦξιν ἀδυνατοῦσι. καλῶς δὲ τρέφονται καὶ ἀνάγονται οἱ
ἐν ἀρίστῃ πόλει διάγοντες. τοιαύτη δ' ἐστὶν ἡ νόμοις σπουδαιοτάτοις
χρωμένη καὶ ἔθεσιν ἐπιεικέσι πολιτευομένη. εἰ δὲ τὸ τέλος τῶν
ὑποστελοῦμαι
διὰ φιλίαν, ἀλλ' ἀπηλεγέως ἀπείπω. Τοῦτο δὲ μετ' ὀλίγα στερρῶς
ἀπειπεῖν
λέγει. (v. 312 s.) Τῷ δὲ ῥηθέντι προοιμίῳ ἐπάγει γνωμικὴν κατασκευὴν
τῆς
αὐτοῦ προτάσεως ταύτην «ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν,
ὅς χ'
ἕτερον μὲν κεύθει ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ βάζει». Καὶ σημείωσαι, ὅτι τὸν ἐπὶ
κακῷ
κρυψίνουν Ἅιδῃ ἐοικέναι φησὶ διὰ τὸ τοῦ νοῦ σκοτεινὸν καὶ τὴν ἐντεῦθεν
Τήϊος.
οἱ ἐννέα ἄρχοντες.
(1) οἱ ἐννέα ἄρχοντες, κατ' ἐνιαυτὸν καθιστάμενοι, ὤμνυον μὴ
παρανομήσειν, εἰ δὲ φωραθεῖεν, ἐκ καταδίκης τῷ Ἀπόλλωνι πέμπειν
εἰκόνα χρυσῆν, ἐπὶ καταδίκῃ τοῦ ἄρχοντος, χαριστήριον δὲ τῷ θεῷ
παρὰ Ἀθηνῶν. Σωκράτει γοῦν ὑπισχνεῖται Φαῖδρος, εἰ καλλίω λόγον
εἴποι Λυσίου, καθάπερ οἱ ἄρχοντες, εἰκόνα καὶ αὑτοῦ καὶ Σωκράτους
Σιμικίνθιον:φακιόλιον, ἢ σουδάριον.
Σιμήσιον:τὸ παρ' ἡμῖν. ἤτοι τοῦ σῴου τὸ ἥμισυ· σιμὸς γὰρ ὁ
κολοβός· τὸ κεκολοβώμενον ἀπὸ τοῦ νομίσματος.
Σιμμίας,Ῥόδιος, γραμματικός. ἔγραψε Γλώσσας βιβλία γʹ·
ποιήματα διάφορα βιβλία δʹ. ἦν δὲ τὸ ἐξαρχῆς Σάμιος· ἐν δὲ τῷ
ἀποικισμῷ τῆς Ἀμοργοῦ ἐστάλη καὶ αὐτὸς ἡγεμὼν ὑπὸ Σαμίων.
ἔκτισε δὲ Ἀμοργὸν εἰς τρεῖς πόλεις, Μινῴαν, Αἰγιαλόν, Ἀρκεσίμην.
γέγονε δὲ μετὰ υϛʹ ἔτη τῶν Τρωϊκῶν· καὶ ἔγραψε κατά τινας πρῶ-
τος ἰάμβους, καὶ ἄλλα διάφορα, Ἀρχαιολογίαν τε τῶν Σαμίων.
Σιμμίας,Θηβαῖος, φιλόσοφος, μαθητὴς Σωκράτους. ἔγραψε
Περὶ σοφίας, Περὶ φιλίας, Περὶ ἀληθείας, Περὶ μουσικῆς, Περὶ αἱρετοῦ
καὶ φευκτοῦ, Περὶ ἐπιμελείας ψυχῆς· καὶ ἄλλα φιλόσοφα.
Σιμμίχη.
Σιμόεις:ὄνομα ποταμοῦ. καὶ ἐξ αὐτοῦ Σιμοείσιον πεδίον.
Σιμοκάττης,ποιητής. ἐπώνυμον Θεοφυλάκτου σοφιστοῦ.
Σιμός:ὁ προσάντης τόπος. καὶ σιμὸν οὐδετέρως. Ἀριστοφάνης
ἐν Βαβυλωνίοις· μέσην ἔρειδε πρὸς τὸ σιμόν. καὶ πλατύ. καὶ ἐν
Νίκαις· τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σιμὸν αἰεί.
Σιμός:ὁ ἐναντίος τῷ γρυπῷ. σιμὸς τὴν ῥῖνα. καὶ Φιλό-
στρατος· ἀναπηδῶντι τῷ ἵππῳ πρὸς τὸ σιμὸν ἐφεῖναι τὸν χαλινόν.
Σῖμος·Δημοσθένης ὑπὲρ Κτησιφῶντος. εἷς τῶν Ἀλευαδῶν
φέρειν αὐτά· ὥσπερ οὖν καί φησι συμβῆναι περὶ τὴν μάχην.]
ἀλλὰ γὰρ εἴ τις ἅπαντα ἐλέγχοι, πολὺ ἂν ἔργον εἴη. τὸ γὰρ ψεῦ-
δος ἐξ αὑτοῦ φανερόν ἐστι τοῖς προσέχουσιν· ὥστε οὐδενὶ ἄδηλον
καὶ τῶν ὀλίγον νοῦν ἐχόντων ὅτι σχεδὸν ὑπόβλητός ἐστιν ὁ Πάτρο-
κλος καὶ τοῦτον ἀντήλλαξεν Ὅμηρος τοῦ Ἀχιλλέως, βουλόμενος τὸ
κατ' ἐκεῖνον κρύψαι. ὑφορώμενος δὲ μή τις ἄρα καὶ τοῦ Πατρό-
κλου ζητῇ τάφον· ὥσπερ οἶμαι καὶ τῶν ἄλλων ἀριστέων τῶν ἀπο-
θανόντων ἐν Τροίᾳ φανεροί εἰσιν οἱ τάφοι· διὰ τοῦτο προκατα-
λαμβάνων οὐκ ἔφη τάφον αὐτοῦ γενέσθαι καθ' αὑτόν, ἀλλὰ μετὰ
τοῦ Ἀχιλλέως τεθῆναι. [καὶ Νέστωρ μὲν οὐκ ἠξίωσε μετ' Ἀντι-
λόχου ταφῆναι δι' αὐτὸν ἀποθανόντος, οἴκαδε τὰ ὀστᾶ κομίσας·
τὰ δὲ τοῦ Ἀχιλλέως ὀστᾶ ἀνεμίχθη τοῖς τοῦ Πατρόκλου;] μάλιστα
μὲν οὖν ἐβούλετο Ὅμηρος ἀφανίσαι τὴν τοῦ Ἀχιλλέως τελευτὴν
ὡς οὐκ ἀποθανόντος ἐν Ἰλίῳ. τοῦτο δὲ ἐπεὶ ἀδύνατον ἑώρα, τῆς
φήμης ἐπικρατούσης καὶ τοῦ τάφου δεικνυμένου, τό γε ὑφ' Ἕκτορος
τον· ἀέρα μὲν τὴν πρώτην καὶ ἀναγκαιοτάτην καὶ συνεχῆ τροφήν,
337
ἀδιαστά-
τως μεθ' ἡμέραν τε καὶ νύκτωρ ἀναπνεόμενον· ἔπειτα δὲ πηγὰς ἀφθόνους
– – πρὸς πότου χρῆσιν· ἔπειτα εἰς ἐδωδὴν φορὰς παντοίων καρπῶν καὶ
δένδρων ἰδέας, αἳ τὰς ἐτησίους ὀπώρας ἀεὶ φέρουσι.
Athenaeus I 18b. ἐς τὸ πρέπον δὲ Ὅμηρος ἀφορῶν τοὺς
ἥρωας οὐ παρήγαγεν ἄλλο τι δαινυμένους ἢ κρέα καὶ ταῦτα ἑαυτοῖς
σκευάζοντας. οὐ γὰρ ἔχει γέλωτα οὐδ' αἰσχύνην ὀψαρτύοντας αὐτοὺς
καὶ ἕψοντας ὁρᾶν. ἐπετήδευον γὰρ τὴν αὐτοδιακονίαν καὶ
ἐκαλλωπίζοντο, φησὶ Χρύσιππος, τῇ ἐν τούτοις εὐστροφίᾳ.
Ὀδυσσεὺς γοῦν δαιτρεῦσαί τε καὶ “πῦρ νηῆσαι” οἷος οὐκ ἄλλος δεξιὸς
εἶναί φησι (ο 322). καὶ ἐν Λιταῖς δὲ Πάτροκλος καὶ Ἀχιλλεὺς πάντα
εὐτρεπίζει (Ι 202. 209). καὶ Μενελάου δὲ τελοῦντος γάμους ὁ νυμ-
φίος Μεγαπένθης οἰνοχοεῖ (ο 141). νῦν δὲ ἐπὶ τοσοῦτον ἐκπεπτώ-
καμεν, ὡς κατακεῖσθαι δαινύμενοι.
Athenaeus III 104b. εἰς ταῦτ' οὖν τις ἀποβλέπων, ἄνδρες
φίλοι, εἰκότως ἂν ἐπαινέσειεν τὸν καλὸν Χρύσιππονκατιδόντα ἀκρι-
βῶς τὴν Ἐπικούρου φύσιν καὶ εἰπόντα μητρόπολιν εἶναι τῆς
φιλοσοφίας αὐτοῦ τὴν Ἀρχεστράτου Γαστρολογίαν, ἣν πάντες
οἱ τῶν φιλοσόφων γαστρίμαργοι Θέογνίν τινα αὑτῶν εἶναι λέγουσι
τὴν καλὴν ταύτην ἐποποιΐαν. idem VII 278e. Χρύσιππος δ' αὐτὸν (scil.
Archestratum),
πρῶτοι ἐμισθοφόρησαν. (v. 876 s.) Ὅτι Σαρπηδὼν Λυκίων ἦρχε «καὶ
Γλαῦκος
ἀμύμων τηλόθεν ἐκ Λυκίας, Ξάνθου ἀπὸ δινήεντος». τελευταίους δὲ τῶν
ἐπικού-
ρων τοὺς Λυκίους ἔθετο, ἵνα καὶ οὕτως εἶεν ἐπίσημοι. οὐ γὰρ ἀεὶ τὸ τῆς
μνήμης
ὕστερον ὑπόπτωσιν τῶν μνημονευθέντων ποιεῖ. ἐν ὀλίγῳ δὲ καὶ τούτους
ἐπιτρέχει, δι' ἣν αἰτίαν καὶ τοὺς λοιποὺς ἐπικούρους, καθυποδεικνύς, ὡς
οὐ
μόνον ἐμπλατύνεσθαι γράφων πολυτρόπως δύναται, ἀλλὰ καὶ
στενολεσχεῖν
οὐχ' ἥκιστα. Ὅτι δὲ πολλοῦ λόγου ἄξιος ὁ Σαρπηδὼν καὶ οἱ περὶ αὐτὸν
καὶ ὡς
πολὺ ἐφείλκετο συμμαχικόν, ἐν τοῖς ἑξῆς φανήσεται. Ὅτι δὲ καὶ
ὑποστρατήγων
χρεία τοῖς μεγάλοις ἀρχηγοῖς, ἱκανῶς ἡ τακτικὴ αὕτη Βοιωτία ἔδειξεν.
ὕπαρχος οὖν καὶ τῷ Σαρπηδόνι Γλαῦκος, ἔτι γε μὴν καὶ φίλος ἑταῖρος, ὡς
καὶ
Ἀχιλλεῖ Πάτροκλος καὶ Μηριόνης Ἰδομενεῖ καὶ Διομήδει Σθένελος.
Λυκία
δὲ χώρα καὶ Λύκιοι τὸ ἔθνος ἀπὸ Λύκου, υἱοῦ Πανδίονος, ὃν ἐκπεσόντα
τῆς
οἰκείας ὁ ἐκ τῆς Κρήτης Σαρπηδὼν ἐδέξατο, φασίν, ἐπὶ μέρει τῆς ἀρχῆς.
Σόλυμοι δέ, φασί, τὰ πρῶτα ἐλέγοντο. τοῦτο δὲ οὐχ' ὁμολογεῖ τοῖς τοῦ
Ὁμήρου,
ὃς ἐν Ἰλιάδι μὲν χωρίζει Λυκίους καὶ Σολύμους, ἐν δὲ Ὀδυσσείᾳ
340
ἐκτετοπισμέ-
νους τινὰς πλάττει Σολύμους καὶ δυσγνώστους τοῖς πλείοσι. Δῆλον δέ,
ὅτι
μέχρι καὶ νῦν μέρος Λυκίας ὑποπτεύονται καὶ οἱ Σόλυμοι, ἐρυμνὸν μὲν
χωρίον ἔχοντες, βαρβαρικώτερον δὲ [Τζέλυμοι] ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων
καλούμενοι.
(v. 876) Ἰστέον δέ, ὅτι Σαρπηδὼν μὲν οὗτος ὁ Λύκιος Διὸς υἱὸς καὶ
Λαοδα-μείας τῆς τοῦ Βελλεροφόντου, ὁ δὲ ἀνωτέρω ῥηθεὶς Κρητικὸς
ἀδελφὸς ἦν Μίνω καὶ Ῥαδαμάνθυος, ᾧ Μίλητον συνέκτισαν κατὰ τὸν
Γεωγράφον προσληφθέντες
Ἄϊδόσδε ὅτι ταὐτόν ἐστι τῷ εἰς Ἅιδου καὶ ὅτι Ἀττικῶς ἐλλέλειπται, καθὰ
καὶ τὸ ἐς μυσταγωγοῦ, δῆλόν ἐστιν. Ὡς δὲ καὶ οὐ μόνον ἀντὶ προθέσεως
κἀνταῦθα κεῖται ὁ δε, ἀλλὰ καὶ ὡς οἷά τις ἐπέκτασις, προδεδήλωται. (v.
332)
Τὸ δὲ «αὐτοὶ ἀγρόμενοι» αὐτοδιακονεῖν ἐν καιρῷ καὶ τοὺς ἀρίστους
βούλεται.
[Καὶ δηλοῦται τοῦτο ἔκ τε ἄλλων μυρίων τῶν κατὰ τοὺς ἥρωας, καὶ οἷς
δὲ
Πάτροκλος καὶ Ἀχιλλεὺς ἐν ταῖς Λιταῖς αὐτοὶ τὰ τῆς δεξιώσεως τῶν
φίλων
πρέσβεων εὐτρεπίζουσι, καὶ οἷς Μενελάου, φασί, τελοῦντος γάμους ὁ
νυμφίος
οἰνοχοεῖ. καὶ Ὀδυσσεὺς δέ που δαιτρεῦσαι καὶ πῦρ εὐνῆσαι καὶ ξύλα
κεάσαι
δεξιὸς εἶναι λέγει. Τὸ πᾶν δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς εἰπεῖν, ἐπετήδευον οἱ
ἥρωες
τὴν αὐτοδιακονίαν καὶ ἐκαλλωπίζοντο τῇ ἐν τοῖς τοιούτοις εὐστροφίᾳ.
Καὶ
ἔστιν εἰπεῖν, ὡς ἐφιλοτιμοῦντο οὕτω αὐτάρκεις εἶναι δοκεῖν καὶ τέλειοι
καὶ
341
σχῆμα μέν ἐστι σύνηθες ἐπαναφορᾶς, δηλοῖ δὲ διὰ τοῦ ἐνέθηκεν, ὅ ἐστιν
δὲ τὸ κρεῖον νοηθείη κανοῦν, τότε δὴ τὸ «ἐν δ' ἄρα νῶτον ἔθηκε» καὶ
ἑξῆς,
ληφθήσεται ἀντὶ τοῦ ἔθηκεν ὁ Πάτροκλος καὶ τὸ κανοῦν ἐν τῷ τόπῳ
ἐκείνῳ
καὶ τὰ ἐπαγόμενα κρέα, ὧν αὐτουργοὶ πρὸς ὄπτησιν ὁ Αὐτομέδων, ὁ
Πάτρο-
κλος, καὶ ὁ Ἀχιλλεύς. Δύνανται δὲ τὰ τοιαῦτα καὶ πρὸς τὸ κρεῖον, ὅπερ
ἐστὶ κατά τινας κρέας, συμβιβάζεσθαι ἀσφαλέστερον ἤπερ ἐπὶ τοῦ
κρεῖον, τὸ κρεω-δόχον ἀγγεῖον]. Σίαλος δὲ χοῖρος ἐντρόφιος παρὰ τὸ ἅλις
σιτεῖσθαι. [Αὐτὸ δὲ
τὸ συὸς σιάλοιο ψευδοπαρηχεῖται, καθὰ καὶ ἄλλα γέγραπται ἀλλαχοῦ. Ἡ
δὲ ῥάχις τὰς ῥάχιας παράγει πέτρας, ἴσως δὲ καὶ τὰ βράχεα πλεονασμῷ
τοῦ β
κατὰ τὸ ῥάκος βράκος καὶ τὰ ὅμοια]. Ἀλοιφή δὲ τὸ λίπος, ἤτοι ἡ πιμελή.
342
δὲ τὸ κρεῖον νοηθείη κανοῦν, τότε δὴ τὸ «ἐν δ' ἄρα νῶτον ἔθηκε» καὶ
ἑξῆς,
ληφθήσεται ἀντὶ τοῦ ἔθηκεν ὁ Πάτροκλος καὶ τὸ κανοῦν ἐν τῷ τόπῳ
ἐκείνῳ
καὶ τὰ ἐπαγόμενα κρέα, ὧν αὐτουργοὶ πρὸς ὄπτησιν ὁ Αὐτομέδων, ὁ
Πάτροκλος, καὶ ὁ Ἀχιλλεύς. Δύνανται δὲ τὰ τοιαῦτα καὶ πρὸς τὸ κρεῖον,
ὅπερ ἐστὶ
κατά τινας κρέας, συμβιβάζεσθαι ἀσφαλέστερον ἤπερ ἐπὶ τοῦ κρεῖον, τὸ
κρεω-
δόχον ἀγγεῖον]. Σίαλος δὲ χοῖρος ἐντρόφιος παρὰ τὸ ἅλις σιτεῖσθαι.
[Αὐτὸ δὲ
τὸ συὸς σιάλοιο ψευδοπαρηχεῖται, καθὰ καὶ ἄλλα γέγραπται ἀλλαχοῦ. Ἡ
δὲ ῥάχις τὰς ῥάχιας παράγει πέτρας, ἴσως δὲ καὶ τὰ βράχεα πλεονασμῷ
τοῦ β
κατὰ τὸ ῥάκος βράκος καὶ τὰ ὅμοια]. Ἀλοιφή δὲ τὸ λίπος, ἤτοι ἡ πιμελή.
(v. 209 – 17) Ὅρα δὲ ὅτι κἀνταῦθα, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ, αὐτουργοῦσιν
ἥρωες.
»ἔχε μὲν γάρ» φησίν, «Αὐτομέδων», τὰ κρέατα δηλαδή, «τάμνε δ' ἄρα
δῖος
Ἀχιλλεύς. καὶ τὰ μὲν εὖ», ὡς καὶ ἀλλαχοῦ κεῖται, «μίστυλλε καὶ ἀμφ'
ὀβελοῖσιν ἔπειρε. πῦρ δὲ Μενοιτιάδης δαῖε», τουτέστιν ἀνῆπτε, «μέγα
ἰσόθεος φώς. αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη, ἀνθρακιὴν
στορέσας
343
οὕτω καὶ μάχη, καθ' ἣν ἀσπὶς ἀσπίδα ἐρείδει, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ'
ἀνήρ.
ὥστε εἴη ἂν καὶ τοῦτο πυργηδὸν οἷον φράττεσθαι. (v. 213) Τὸ δὲ
«δώματος
ὑψηλοῖο» καὶ τὸ «βίας ἀνέμων» τὴν τῶν λίθων ἐπιτείνει πύκνωσιν. τὸ
γὰρ
ἄλλως ἐν τούτοις ἀραιὸν καὶ ὑπόκενον εὐκατάβλητον. ἔστι δὲ τὸ «βίας
ἀνέμων
ἀλεείνων» καὶ τελικὸν αἴτιον τῆς τῶν λίθων ἐν οἰκοδομαῖς πυκνότητος
καὶ
δηλωτικὸν δὲ ἰσχύος ἀνέμων, οἳ τὰ μὴ πυκνὰ καὶ εὐπαγῆ δώματα
καταρριπτεῖν
δύνανται βιαζόμενοι. (v. 212) Τοῦ δὲ «ἀράρῃ» καὶ τοῦ «ἄραρον»
ἐνεστὼς
ἀράρω, γεγονὼς ἀπὸ τοῦ ἄραρε παρακειμένου, ὡς ἐκ τοῦ πέπληγα τὸ
πεπλήγω,
καὶ πέφυκα πεφύκω, καὶ τὰ ὅμοια. (v. 218 – 20) Ὅτι δύο ἄνδρε
Πάτροκλος καὶ Αὐτομέδων πάντων προπάροιθεν «θωρήσσεσθον, ἕνα
θυμὸν ἔχοντες, πρόσθεν Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν», ἤγουν προμάχεσθαι.
συζυγία δὲ καὶ
αὕτη ἀγαθὴ φίλων. Ἔνθα σημείωσαι τὸ «ἔνα θυμὸν ἔχοντες»
προκατασκευα-
στικὸν ὂν τῆς ὕστερον ἡνιοχείας τοῦ Αὐτομέδοντος. εἰ γὰρ ἕνα θυμὸν
εἶχον
οὗτοι, καλῶς ἄρα μετὰ Πάτροκλον ὁ Αὐτομέδων ἡνιοχεῖ τῷ Ἀχιλλεῖ, ὁ
καὶ φίλτατος τῷ Πατρόκλῳ μετὰ τὸν Ἀχιλλέα, ὡς προείρηται, ἵνα τριῶν
τούτων ἡρώων φιλτάτων διαβαίνοι τὰ τῆς φιλίας ἐπὶ τοὺς τρεῖς, καὶ ὁ τῷ
ἑταίρῳ Πατρόκλῳ φίλτατος φιλοῖτο καὶ τῷ Ἀχιλλεῖ. Μήποτε δὲ ἄρα ἐξ
Ὁμήρου λαβόντες οἱ μετ' αὐτὸν ἐκ τοῦ Αὐτομέδων συνέθεντο τὸν
αὐτοκράτορα.
εἰ γὰρ μέδειν καὶ ἄρχειν ταὐτόν ποτε δηλοῦσιν, οὐκ ἀπεικὸς εἰπεῖν καί,
ὡς ὁ
Αὐτομέδων καὶ ὁ αὐτοκράτωρ οὐ μακρὰν ἀλλήλων κεῖνται. Ἰστέον δὲ ὅτι
τινα, ὅμως ἐκτείνουσι, ποτὲ δὲ ποιοῦσι καὶ ἀνάπαλιν. (v. 276 s.) Ὅτι πρὸ
τούτων μὲν θάλασσα ἐκλύσθη τερατωδέστερον ἐπὶ τῷ Ποσειδῶνι,
ἐνταῦθα
δέ, ὡς εἰκός, ἐπεὶ ἐνέπεσον Τρώεσσιν ἀολλέες οἱ Μυρμιδόνες, κτύπος
καινός
347
τις ἐξηχήθη, ὁ καὶ ἀλλαχοῦ γραφείς. Φησὶ γὰρ «ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον
κονάβη-
σαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν». Καὶ ἔστιν ὁ κόναβος οἰκεῖος ξηρότητι ξύλων
τιμῆσαι τὸν υἱόν, ὅπερ γενήσεται. οὕτω καὶ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς δʹ ῥαψῳδίας
προ-
εκτίθεται τὰ ἑξῆς πλασθησόμενα. καὶ προϊὼν δὲ καθίσει τὸ μέγα
348
συνέδριον,
προεκθησόμενος τὰ ἐπὶ τῷ Ἀχιλλεῖ. καὶ ἐνταῦθα οὖν ὁμοίως προεκτίθεται
τὰ κατὰ τὸν Σαρπηδόνα, μυθικῶς μὲν διὰ τοῦ Διός, ἄλλως δὲ διὰ τοῦ καθ'
ἑαυτὸν νοῦ. Ἐν οἷς γὰρ τὸν Δία λέγει ὁρμαίνειν περὶ Σαρπηδόνος, εἰ τόδε
ἢ τόδε ποιήσει, τὸ ἑαυτοῦ λέγει. αὐτὸς γὰρ λογίζεται διχθά, εἰ τοιάδε ἢ
τοιάδε
πλάσεται, καὶ ὡς αὐτὸς νοεῖ, ἐπικρίνει ὃ χρὴ ποιῆσαι. πεσόντος γὰρ τοῦ
Σαρπηδόνος φρονηματίζεται Πάτροκλος καὶ κροαίνει περαιτέρω καὶ
πίπτει.
καὶ οὕτως ἐναγωνιωτέρα τε γίνεται ἡ τοῦ λόγου διασκευὴ καὶ ὁ τοῦ
Ἀντιλόχου
ἐν τοῖς ἑξῆς δρόμος καιρὸν ἔχει καὶ τἆλλα. (v. 433 – 8) Ἔστι δὲ ἡ ἐν
τούτοις
Ὁμηρικὴ φράσις τοιαύτη «ὤμοι ἐγών, ὅτε μοι Σαρπηδόνα φίλτατον
ἀνδρῶν
μοῖρα ὑπὸ Πατρόκλοιο δαμῆναι. δίχθα δέ μοι κραδίη μέμονε φρεσὶν
ὁρμαίνοντι,
ἤ μιν ζωὸν ἐόντα μάχης ἄπο δακρυοέσσης θείω ἀναρπάξας Λυκίης ἐν
πίονι
δήμῳ, ἢ ἤδη ὑπὸ χερσὶ Μενοιτιάδαο δαμάσω». Καὶ ὅρα τὸ «ἤδη
δαμάσω».
συντέτακται γὰρ καὶ νῦν τὸ «ἤδη» μέλλοντι ἀνακολούθως τῇ χρήσει τῶν
ὕστερον Ἀττικιστῶν, ὧν ἐστι καὶ ὁ Λουκιανός. (v. 433) Φίλτατον δὲ
ἀνδρῶν
καὶ οὐχ' ἁπλῶς φίλον ὁ Ζεὺς τὸν Σαρπηδόνα φησὶ καὶ τὸ «ὤμοι ἐγών» ἐπ'
καὶ σθένος διά τε τὸ ἡφαιστότευκτον καὶ διὰ τὸν Δία, ὃς μέγα κράτος
αὐτῷ
ἐγγυαλίξειν κατένευσεν. ἄλλως δὲ ἡ συμμετρία τῶν ὅπλων δοκεῖ
συνεισάγειν
ἀλκῆς τι, καὶ μάλιστα τὸ πολὺ τοῦ ἐπ' αὐτοῖς χαίρειν καὶ τὸ εἰς μάχην
ἐντεῦθεν
πρόθυμον καὶ ἐνθουσιαστικόν. τὸν μέντοι Ἀχιλλέα ἐν τοῖς ἑξῆς ὡς καὶ
αἴρει τὰ
ὅπλα καὶ ὡσεὶ πτερὰ ἐκείνῳ γίνονται, εἰρήσεται κατὰ καιρόν. Πάνυ δὲ
349
σεμνύνει
τὰ τοῦ Ἀχιλλέως ὅπλα ὁ ποιητής, εἰ οὕτω δυνάμεως ἐμπιπλῶσι τὸν
Ἕκτορα,
ὡς καὶ κάτοχον οἷον γενέσθαι Ἄρεϊ. (v. 210) τοῦτο γὰρ δηλοῦται ἐν τῷ
«δῦ δέ
μιν Ἄρης», ἤγουν ἔνθεος γέγονε πλησθεὶς Ἄρεος. ἔδυ γὰρ ὥσπερ τὰ
τεύχεα
Πάτροκλος, οὕτως αὐτὸν Ἄρης. ἔστι δὲ νοεῖν ὡς τοιοῦτος ἦν καὶ
Πάτροκλος
καὶ πρὸ αὐτοῦ Ἀχιλλεὺς τὰ τοιαῦτα ἔχων ὅπλα. (v. 212) Τὸ δὲ «μετὰ
ἐπικούρους» ἢ ἐκ μέρους τὸν ὅλον δηλοῖ στρατὸν ἢ μόνους αὐτούς, ὡς
τοῦ
Ἕκτορος φιλοτιμίαν σχόντος αὐτοῖς ἐμφανισθῆναι, καὶ μᾶλλον ὅτι
βούλεται καὶ
δημηγορῆσαι πρὸς αὐτούς. (v. 213) Τὸ δὲ «μέγα ἰάχων» εἴ τις ἐρεῖ οὐ
διαφέρειν τοῦ «ὀξέα κεκληγώς» καὶ «ὀξὺ βοήσας», ἃ πρὸ ὀλίγων ἐπὶ
Ἕκτορος ὁ
ποιητὴς εἶπεν, οὐκ ἔξω λόγου ἐπιβαλεῖ. (v. 215) Ὅτι ἐρεθίσεως εἰς ἔργον
τὸ
»ὤτρυνε δὲ ἕκαστον ἐποιχόμενος ἐπέεσσιν». Ἔνθα ὅρα τὸ τοῦ στίχου
πάθος. ἡ
γὰρ λήγουσα τοῦ «ἐποιχόμενος» ἐκτέταται τῇ στιγμῇ καὶ τῷ
ἐπιφερομένῳ
φωνήεντι κατὰ τὸ «Νέστορα δ' οὐκ ἔλαθεν ἰαχή». ἐν οἷς ἰσχύων ὁ
ποιητὴς δι'
ἐπενθέσεως τοῦ ῥασυνδέσμου ἢ τοῦ γεκαὶ συναλιφῆς αὐτῶν ἰάσασθαι τὸ
πάθος
δακτυλικῶς ὅμως οὐκ ἀπέκρινε τὸ σύνηθες τοῖς μέτροις ἐν δέοντι
παθητικόν, οἷα
εἶναι», ὃ μετὰ τῶν ἑξῆς οἶκτον κινεῖ ἐπὶ νεκρῷ. (v. 671) Ὅρα δὲ τὸ
»ἐπίστατο» ἀκριβῶς φρασθέν. τὸ γὰρ ἠπίστατο οὐκ ἀναλόγως ἔχει καθὰ
οὐδὲ
τὸ ἤμελλεν οὐδὲ τὸ ἠβούλετο. διέστρεψε δὲ τὰ τοιαῦτα ἡ χρῆσις τοῦ
διηκόνησε.
καὶ ἐκεῖ γὰρ τὸ μετὰ τὴν ἄρχουσαν κείμενον ἦτα παραδοξίαν ἔχει τινά.
(v. 670) Τὸ δὲ «νῦν» ἐπίρρημα δὶς ἐν τοῖς ῥηθεῖσι λεχθέν, ἀνεπαχθῶς
ταὐτολογεῖ καὶ αὐτό. (v. 670 s.) Ὅτι δὲ ἐνηὴς καὶ μείλιχος ὁ Πάτροκλος,
καὶ
ὅτι ὁ μείλιχος καὶ μειλίχιος λέγεται, καὶ ὅτι τὸ δειλός ἐπὶ οἴκτῳ ἐρρέθη,
οὐ μὴν
ἐπὶ ψόγῳ, δῆλόν ἐστιν. (v. 673 – 8) Ὅτι Μενέλαος ἰδέσθαι θέλων, εἴ που
ζωὸς
ἔτι ἐστὶν Ἀντίλοχος, ἀπέβη «πάντοσε παπταίνων ὥς τ' αἰετός, ὅν ῥά τέ
φασιν
ὀξύτατον δέρκεσθαι ὑπουρανίων πετεηνῶν, ὅν τε καὶ ὑψόθ' ἐόντα πόδας
ταχὺς
οὐκ ἔλαθε πτὼξ θάμνῳ ὑπ' ἀμφικόμῳ κατακείμενος, ἀλλά τ' ἐπ' αὐτῷ
ἔσσυτο,
καί τέ μιν ὦκα λαβὼν ἐξείλετο θυμόν». (v. 679 – 81) Εἶτα φιλητικῶς
ἀποστρέφων τὴν ἀπόδοσιν καὶ πρὸς τὸν Μενέλαον, ἐξ οὗ καὶ τὴν
ῥαψῳδίαν
ταύτην οἱ Ὁμηρικοὶ ἐπέγραψαν ζηλωταί, φησὶν «ὣς τότε σοί, Μενέλαε
διοτρεφές, ὄσσε φαεινὼ πάντοσε δινείσθην, εἴ που Νέστορος υἱὸν ζώοντα
ἴδοιο».
(v. 702 s.) Καὶ μετ' ὀλίγα δὲ ἀποφατικῶς ἀποστρέφει ἐν τῷ «οὐδ' ἄρα
σοί,
Μενέλαε, ἤθελε θυμὸς τειρομένοις ἑτάροισιν ἀμύνειν», φιλῶν καθὰ τὸν
«δούπησε
δὲ πεσών, μέγα δ' ἤκαχε λαὸν Ἀχαιῶν», καὶ «πολέας πέφνοντα Μενοιτίου
ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ.
Θεωρία.
On numbers:
356
– – 233 – 239 (ἀλλὰ μὴν τεκμήραιτο ἄν τις καὶ περὶ τοῦ μὴ παρέργως
αὐτοὺς τὰς ἀλλοτρίας ἐκκλίνειν φιλίας, ἀλλὰ καὶ πάνυ σπουδαίως
περικάμπτειν αὐ-
τὰς καὶ φυλάττεσθαι, καὶ περὶ τοῦ μέχρι πολλῶν γενεῶν τὸ φιλικὸν πρὸς
ἀλλή-
λους ἀνένδοτον διατετηρηκέναι, ἔκ τε ἄλλων πολλῶν καὶ ἐξὧν
Ἀριστόξενος
ἐν τῶι Περὶ Πυθαγορικοῦ βίου [fr. 9 FHG II 273] αὐτὸς διακηκοέναι
φησὶ Διο-
νυσίου τοῦ Σικελίας τυράννου, ὅτε ἐκπεσὼν τῆς μοναρχίας γράμματα ἐν
Κορίνθωι
ἐδίδασκε. (234) φησὶ γὰρ οὕτως ὁ Ἀριστόξενος). ‘οἴκτων δὲ καὶ δακρύων
καὶ
πάντων τῶν τοιούτων εἴργεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐκείνους ὡς ἐνδέχεται
μάλιστα, ὁ
αὐτὸς δὲ λόγος καὶ περὶ θωπείας καὶ δεήσεως καὶ λιτανείας καὶ πάντων
τῶν
τοιούτων. Διονύσιος γοῦν [ὁ] ἐκπεσὼν τῆς τυραννίδος καὶ ἀφικόμενος εἰς
Κό-
ρινθον πολλάκις ἡμῖν διηγεῖτο περὶ τῶν κατὰ Φιντίαν τε καὶ Δάμωνα [c.
55] τοὺς
Πυθαγορείους. ἦν δὲ ταῦτα τὰ περὶ τὴν τοῦ θανάτου γενομένην ἐγγύην. ὁ
δὲ
τρόπος τῆς ἐγγυήσεως τοιόσδε τις ἦν. εἶναίτινας ἔφη τῶν περὶ αὑτὸν
διατρι-βόντων, οἳ πολλάκις ἐποιοῦντο μνείαν τῶν Πυθαγορείων
διασύροντες καὶ διαμω-κώμενοι καὶ ἀλαζόνας ἀποκαλοῦντες αὐτοὺς καὶ
λέγοντες, ὅτι ἐκκοπείη ἂν αὐτῶν ἥ τε σεμνότης αὕτη καὶ ἡ προσποίητος
πίστις καὶ ἡ ἀπάθεια, εἴ τις περιστήσειεν εἰς φόβον ἀξιόχρεων. (235)
ἀντιλεγόντων δέ τινων καὶ γινομένης φιλονικίας συνταχθῆναι ἐπὶ τοὺς
περὶ Φιντίαν δρᾶμα τοιόνδε· μεταπεμψάμενος ὁ Διονύσιος
ἔφη τὸν Φιντίαν, ἐναντίον τέ τινα τῶν κατηγόρων αὐτοῦ εἰπεῖν, ὅτι
φανερὸς γέγονε μετά τινων ἐπιβουλεύων αὐτῶι,
οὕτως ἕκαστον ἡμῶν διὰ τὸ φιλόκαινον καὶ ἁψί-
κορον ὁ πρόσφατος ἀεὶ καὶ ἀνθῶν ἐπάγεται, καὶ
μετατίθησι πολλὰς ὁμοῦ καὶ ἀτελεῖς ἀρχὰς πράτ-
τοντας φιλίας καὶ συνηθείας, ἔρωτι τοῦ διωκομέ-
νου παρερχομένους τὸν καταλαμβανόμενον.
Πρῶτον μὲν οὖν ὥσπερ ἀφ' ἑστίας ἀρξάμενοι
τῆς τοῦ βίου φήμης ἣν ὑπὲρ φίλων βεβαίων
ἀπολέλοιπεν ἡμῖν, τὸν μακρὸν καὶ παλαιὸν αἰῶνα
μάρτυρα ἅμα τοῦ λόγου καὶ σύμβουλον λάβωμεν,
ἐν ᾧ κατὰ ζεῦγος φιλίας λέγονται Θησεὺς καὶ Πειρίθους, Ἀχιλλεὺς καὶ
Πάτροκλος, Ὀρέστης καὶ Πυλάδης, Φιντίας καὶ Δάμων,
Ἐπαμεινώνδας καὶ Πελοπίδας. σύννομον γὰρ ἡ φιλία ζῷον οὐκ
ἀγελαῖόν ἐστιν οὐδὲ κολοιῶδες, καὶ τὸ ἄλλον
αὑτὸν ἡγεῖσθαι τὸν φίλον καὶ προσαγορεύειν
ἑταῖρον ὡς ἕτερον, οὐδέν ἐστιν ἢ μέτρῳ φιλίας
τῇ δυάδι χρωμένων. οὔτε γὰρ δούλους οὔτε φίλους
ἔστι κτήσασθαι πολλοὺς ἀπ' ὀλίγου νομίσματος.
τί οὖν νόμισμα φιλίας; εὔνοια καὶ χάρις μετ'
ἀρετῆς, ὧν οὐδὲν ἔχει σπανιώτερον ἡ φύσις...
Πλούταρχος. De amicorum multitudine (93a-97b) Stephanus p. 96, sec.
C, line 11
Παυσανίας περιηγητής. Graeciae descriptio Book 3, ch. 18, sec. 15, line
6
Παυσανίας περιηγητής. Graeciae descriptio Book 10, ch. 29, sec. 9, line
2
προσεύχου καὶ αὐτὸς περὶ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ ἵνα σωθῶ σὺν ὑμῖν. ὁ
ἀδελφὸς Νικόλαος προσαγορεύει.
Δωροθέῳ τέκνῳ
ἐπὰν ἐμονώθης διὰ τὸν θεὸν ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν σου. ὢ τῆς καλῆς σου
ὁμολογίας, ὢ τῆς διὰ Κύριόν σου φυλακῆς· ὃ ἐζήτεις ἔκπαλαι φιλῶν
τὸν Χριστόν, νῦν ἐπιτυχὼν ἀγάλλου, τέρπου. καὶ τί γὰρ εἴη ἄλλο
τερπνότερον τοῦ μετὰ Χριστοῦ συμπάσχειν; ἐξέλαμψες ἐν τοῖς ἀδελ-
φοῖς σου, ἀγωνίζῃ ἴσα τῶν ἀληθῶς ἐπισκόπων καὶ ἡγουμένων· ὃ
οὐδεὶς ὑποτακτιτῶν ἠξίωται, πλὴν τῶν συγκοινοβιωτῶν σου, σὺ
δεδόξασαι. ἐξέπεσαν ἀφ' ὑμῶν ὁ ἐλεεινὸς Ὀρέστης καὶ Ἀφράτης·
καὶ οὐ θαῦμα, ἐπειδὴ ἀρχαῖοι ἄπιστοι ἀμφότεροι, καί γε ἀρνητὴς ὁ
δεύτερος. σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν Κυρίῳ, καθὼς ἤρξω
κλήσει θεοῦ, καὶ τελείωσόν σου τὸν δρόμον. φέρε εὐψύχως τὰ τῆς
φυλακῆς δυσχερῆ, ἡμέραν ἐξ ἡμέρας προσδεχόμενος τὸ σωτήριον
τοῦ θεοῦ. ἂν δεῖ καὶ ἀποθανεῖν διὰ Χριστόν, ἀποθάνωμεν, ἵνα
ζήσωμεν.
Ὦ καλὲ Δωρόθεε, στῆθι γενναίως ὡς δῶρον θεοῦ. προσεύχου καὶ
περὶ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ ἵνα σῴζωμαι ἐν Κυρίῳ. προσαγορεύει σε ὁ
ἀδελφὸς Νικόλαος. ἡ χάρις τοῦ Κυρίου εἴη μετὰ τοῦ πνεύματός σου.
θεῷ μου ἐπὶ σοί, ὅτι ὑπὲρ ὃ ἤλπιζον εὗρόν σε τανῦν πιστὸν ἐν Κυρίῳ,
ἄνδρα γενναῖον, φύλακα ἀνοθεύτου ὑποταγῆς, ἄρνα Χριστοῦ, ὑπὲρ
αὐτοῦ προαιρούμενον ἀποθνήσκειν. ἐγὼ καὶ ἐκ τῶν πρώτων γραμ-
μάτων σου ᾔνεσά σε καὶ ἀπεδεξάμην, φανερώσαντά μοι τὰ συμβεβη-
κότα ὑμῖν καὶ μετὰ τοσαύτης εὐψυχίας. εὖγε, καλόν μου τέκνον
Βασσιανέ· τάχα οἰκονομία γέγονεν θεοῦ μὴ ἆραί σέ με ἐν τῇ ἐξορίᾳ
μου, ἵνα τὸ δοκίμιόν σου τῆς ἀρετῆς φανῇ. ὡμολόγησας, ἐφρουρί-
σθης, ἐπυρώθης ὡς χρυσὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ τῇ ἀσθενείᾳ· ἔτι, τέκνον
μου, ἐπίμεινον μακροθύμως ὅπως ἐκλάμψοις ὡς ὁ ἥλιος. ὁ γὰρ
Ὀρέστης καὶ Ἀφράτης μικρὸν οὐκ ἤνεγκαν λυπηθῆναι· διὸ γεγό-
νασιν υἱοὶ σκότους. κακοπάθησον ὅσον ὅσον ὡς στρατιώτης Χρι-
στοῦ, τὰ ἄνω ὁρῶν, τὰ μέλλοντα σκοπῶν· τὰ γὰρ παρόντα ὡς ὀνείρατα
ἀφίπταται. οἷον μέλλεις σκιρτᾶν μικρὸν ὕστερον, οὐ μόνον ἐν τῷ
μέλλοντι αἰῶνι, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα. διὸ εὐψύχει, διαβίβαζε ὥραν ἐξ
ὥρας, σκοπῶν καὶ τοὺς ἔνδοθεν ἐχθροὺς ἵνα πάντοθεν ἀκυρίευτοι
ὦμεν. κἂν δὲ μικρόν τι παραπίπτωμεν, θᾶττον διανιστάμεθα. προς-
ευχώμεθα, κλαίωμεν, ἄρωμεν τὴν καρδίαν πρὸς θεὸν καὶ παραυ-
τίκα ἡ βοήθεια.
Ναί, τέκνον μου, παρακαλῶ, ναί, δέομαί σου τῆς ἀγάπης. τελείω-
375
σόν σου τὸν ἀγῶνα, προσευχόμενος καὶ περὶ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ
ἵνα σῴζωμαι. ὁ ἀδελφὸς Νικόλαος προσαγορεύει σε.
ἀγρὸν
τὸν ἀμπελῶνα ἐργάσασθαι, ἀνεσπακὼς δὲ δικέλλῃ προρρίζους τὰς
ἀμπέλους
νωτοφορήσας τε αὐτὰς εἰς τὸ οἴκημα τοῦ ἀγροῦ ἄρτους τε μεγάλους
ἐποίησε
καὶ τὸν κρείττω τῶν βοῶν θύσας καὶ τὸν πιθεῶνα διαρρήξας καὶ τὸν
κάλλιστον
πίθον ἀποπωμάσας τὰς θύρας τε ὡς τράπεζαν θεὶς ἤσθιε καὶ ἔπινεν ᾄδων,
καὶ
τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε καὶ
πλα-
κοῦντας· καὶ τέλος ὅλον ποταμὸν πρὸς τὴν ἔπαυλιν τρέψας τὰ πάντα
κατέκλυσεν.
ἔστι δὲ τὸ τοιοῦτον Εὐριπίδου δράμα· τοιαῦτα δέ εἰσι τὰ σατυρικὰ
δράματα.
τέλος δὲ τραγῳδίας μὲν λύειν τὸν βίον, κωμῳδίας δὲ συνιστᾶν αὐτόν,
σατυρικῆς
ἔτη φναʹ ἐν γενεαῖς ιδʹ ἤτοι βασιλεῦσιν· ὧν θʹ μὲν κυρίως Ἀργεῖοι λέ-
γονται, εʹ δὲ Δαναΐδαι οἱ ἀπὸ Δαναοῦ ἕως Ἀκρισίου ἄρξαντες, καθ' οὓς
καὶ Δαναοὶ Ἀργεῖοι ἐλέγοντο. μετὰ δὲ τούτους ἐβασίλευσε τοῦ Ἄργους
Πέλοψ, παρ' Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ λεγόμενος πλήξιππος ἐν τῇ Ἰλιάδι τὸ
σκῆπτρον τῆς βασιλείας παρ' αὐτοῦ Διὸς εἰληφέναι· οὗτος Ἀτρεῖ παιδὶ
κατέλιπε τὴν βασιλείαν. μεθ' οὓς Θυέστης, εἶτα Ἀγαμέμνων καὶ Μενέ-
λαος υἱοὶ Ἀτρέως, οἳ καὶ κατὰ τῆς Τροίας διὰ τὴν Ἑλένης κλοπὴν ἐπι-
στρατεύσαντες σὺν Ἀχιλλεῖ καὶ Ὀδυσσεῖ καὶ Αἴαντι καὶ τοῖς λοιποῖς τῆς
Εὐρώπης καὶ τῶν νήσων βασιλεῦσι καὶ ναυσὶ καὶ στρατεύμασι. μεθ' οὓς
Αἴγισθος, εἶτα Ὀρέστης καὶ οἱ λοιποὶ Πελοπίδαι Ἀργείων καὶ αὐτοὶ
βασι-
λεῖς ἀναγορευόμενοι κατὰ τὴν Ὁμήρου ποίησιν, κατὰ δέ τινας τῶν
ἱστορι-
κῶν Μυκηνῶν διὰ τὸ κυριεύειν ἄμφω τῶν χωρῶν, οἷς καὶ Εὐσέβιος
ἕπεται.
ἡμεῖς δὲ αὐτοὺς Ἀργείων ἐφεξῆς κατατάττομεν λογιζόμενοι κατὰ συν-
έχειαν τῶν Δαναϊδῶν τοῦ Ἄργους μὲν βασιλεύσαντας, Πελοπίδας δὲ κα-
λουμένους ἀπὸ Πέλοπος, εἰς ὃν καὶ τὸ γένος ἀναφέρουσι, καὶ τὴν
Ἀργείων
ἀρχὴν ἐπὶ πλέον αὐξήσαντας. τινὲς δὲ διαφέρονται λέγοντες μετὰ Ἀκρί-
σιον εἰς Μυκήνας μετατεθείσης τῆς ἀρχῆς τῶν Ἀρείων βασιλεῦσαι Περ-
σέα, Σθένελον, Εὐρυσθέα πρὸ τοῦ Ἀτρέως, Πέλοπος μνήμην οὐδ' ὅλως
ποιούμενοι, οἷς οὐχ ἑπόμεθα μάρτυρα ἔχοντες Ὅμηρον.
τοῦ φιλοσόφου· μίαν γὰρ λέγει τὴν τοιαύτην σχέσιν, καθὸ ἑκατέρα αὐτῶν
εἴδους ἐστὶ σχέσις· ἡ μὲν γὰρ ἀνθρώπου πρὸς τὸ ζῷον εἴδους ἐστὶ πρὸς
τὸ γένος, ἡ δὲ ἀνθρώπου πρὸς Σωκράτην καὶ Ἀλκιβιάδην εἴδους ἐστὶ
πρὸς
τὰ ἄτομα. δικαίως οὖν ταύτην μίαν καλεῖ διὰ τὸ τὴν αὐτὴν εἶναι. τὰ
μέντοι ὑπάλληλα διττὴν ἔχει τὴν σχέσιν, καθὸ οὐ τὴν αὐτὴν πρὸς τὸ ἄνω
καὶ τὸ κάτω ἔχει· πρὸς μὲν γὰρ τὸ ἄνω ὡς εἶδός ἐστι πρὸς γένος, πρὸς
δὲ τὸ κάτω ὡς γένος πρὸς εἶδος. παραδείγματι δὲ σαφεῖ τὸ λεγόμενον
παραβάλλει· φησὶ γάρ· νόησόν μοι τὸν Δία ἀρχὴν εἶναι τοῦ γένους τῶν
Τανταλιδῶν καὶ ἀπ' αὐτοῦ κατάγεσθαι Τάνταλον, ἀπὸ Ταντάλου Πέλοπα,
ἀπὸ Πέλοπος Ἀτρέα, ἀπὸ Ἀτρέως Ἀγαμέμνονα, ἀφ' οὗ Ὀρέστης. καὶ τὸν
ἐγεννήθησαν.
οὕτως οὖν καὶ ἐπὶ τῶν προκειμένων ἔστιν εἰπεῖν· τὴν μὲν γὰρ οὐσίαν
μόνον
γενικώτατον λέξομεν, καθὸ γένος πρὸ αὐτῆς οὐκ ἔχει, τὸν δὲ ἄνθρωπον
μόνον εἰδικώτατον, καθὸ εἶδος μόνον ἐστὶ καὶ οὐ γένος, τὸ δὲ ἔμψυχον
καὶ
τὸ ζῷον καὶ τὸ λογικὸν ὑπάλληλα, καθὸ δύνανται καὶ γένη εἶναι καὶ εἴδη.
ΚΑΣ ΕΓΕΝΟΝΤΟ.
ΦΙΛΑΔΕΛΦΟΙ.
ΦΙΛΕΤΑΙΡΟΙ.
Σοφοκλῆς, ἔνθα καὶ ἐτυμολογίαν αὐτοῦ τινα λέγει ἐν τῷ «ὦ πῦρ σύ», καὶ
ἑξῆς,
[ἵνα ᾖ κατ' αὐτὸν ὁ Πύρρος αὐτόχρημα πῦρ, οὐ μὴν πυρῶδές τι, ὡς ὁ
Πυραίχμης
καὶ εἴ τις ἄλλος τοιοῦτος. εἴη δ' ἂν ὁ ῥηθεὶς Πύρρος, ᾧπερ ὁμωνύμως καὶ
ὁ ὕστε-
ρον Ἠπειρώτης, διαστελλόμενος τῇ βαρυτονήσει τοῦ πυρροῦ, ὅπερ ἐστι
πυρσοῦ.
μυρία γάρ ἐστι πρὸς διάφορον σημασίαν διαφόρως τονούμενα, ὧν ἐστι
καὶ ὁ
Τελέστης βαρυτόνως τὸ κύριον, ὡς Ὀρέστης, καὶ ὀξυτόνως τελεστής τὸ
ἐπίθετον.] Ἔστι δὲ κατά τινας ἐξ Ἰφιγενείας, ὡς καὶ Λυκόφρονι δοκεῖ,
ἥτις καὶ
κλαπεῖσα, ὥς φησι Δοῦρις, εἰς Σκῦρον ἐξετέθη. ὅθεν καὶ ἐκεῖ ὁ παῖς
ἐτρέφετο.
390
Ἀτρέως Ὀρέστης: –
ἄλλως: φίλου μοι πατρός: ὅ ἐστι συγγενοῦς μοι πατρὸς υἱός.
πάλιν δὲ τὸ κακόηθες τοῦ ἀνδρὸς δείκνυται, ὅτι τὸν ἀδελφὸν φίλον
εἶπεν: –
γράφεται ἀφ' Ἑλλάδος: – Mi
τὸν πρὸς γένους συγγενῆ: – MgBi
εἰς παροιμίαν ὁ στίχος οὗτος ἐχώρησιν: – MiBi
καὶ τῶν νόμων γε μὴ πρότερον εἶναι θέλειν: σὺ τοίνυν
ἀδικεῖς τοὺς νόμους ἀγαπῶν τὸν μιαιφόνον. ὁ δέ φησιν ὅτι ἀναγκάζει
με τὸ συγγενές: –
ἄλλως: ἐπεὶ Ὀρέστης καὶ παρὰ νόμους καὶ παρὰ φύσιν τὴν μητέρα
ἀνεῖλε, καίτοι, φησὶν, Ἑλληνικὸν τὸ μὴ κρείττονα τῶν νόμων ἐθέλειν
εἶναι καὶ φθάνειν τὴν τούτων βούλησιν: –
πᾶν τοὐξ ἀνάγκης δοῦλόν ἐστ' ἐν τοῖς σοφοῖς: ἡ
τῆς φύσεως ἀνάγκη, ὅ ἐστιν ἡ συγγένεια, πάντα δουλοῖ κατά τε τὴν
κρίσιν τῶν νόμων καὶ τῶν σοφῶν. δοῦλον οὖν ἀντὶ τοῦ δουλοποιόν·
οὐχ οἷόν τε γὰρ παραιτήσασθαι τὴν συγγένειαν: –
ἄλλως: δοῦλον: δουλοποιόν, τουτέστι· παρὰ τοῖς φρονίμοις ἡ
ἀνάγκη νικᾷ. τιμῶμεν οὖν τὸν Ὀρέστην διὰ τὴν συγγένειαν καὶ δου-
λεύομεν τῇ ἀνάγκῃ ταύτῃ: –
φυγὰς ὤν:MV 1H
post ἂν gloss. τὸν τῆς μανίας δαίμοναM int. 1H
ἔκτοθεν οὐ ῥᾳδίως· καὶ
(post sch. ad γὰρ ἀνδρὸς κακῶς πράσσοντος ἐκποδὼν φίλοι
976 scr.) τὸ δὲ συγγενὲς κατὰφυσικὴν ἀνάγκην δοῦλον
ὡς καὶ ἐν δυσκόλῳ φησὶν ὁ μένανδρος “οὐκ
ἔνεστ' οὐκ ἔστ'
ἴσως φυγεῖν οἰκειότητα δᾶερ: ἄλλως: ὡς
φίλων μὲν ἂν γήμαιμ' ἀπ' ἀνδρῶν φεύγων
ἀπ' οἴκων:(MV) 3H(?)
μυκηναῖος γὰρ ὢν ὁ ὀρέστης καὶ γαμῶν
(ante sch. ad συγγενῆ σπαρτιάτιδα ἐδύνατο τὴν
975 scr.) πατρίδα φεύγων διὰ τὸν νόμον
εἰς τὸν οἶκον τῆς γαμετῆς ὅ ἐστι εἰς
τὴν σπάρτην φεύγειν καὶ μὴ ἐν ξένοις
ἀ̣λᾶσθαι: ἀλλ' ἀραιότερον φησὶ φυγὴν
εὑρεῖν εἰς οἶκον γαμετὴς ὤν: (MV) 3H(?)
..?. ονειδί-
ζων..?.1H
οὐκ ὀρθῶςπεπτω-
κυίαςVat. pal. 287 (apud Dindorf) 1H
Σχόλια στον Όμηρο Ιλιάδα. Book of Iliad 13, verse 470c1, line of
scholion 3
οἴκους κατεστρέψατο.
DGQ Ἀμύκλαις:κατὰ μέν τινας πόλις, κατὰ δέ τινας
δῆμος Λακωνικῆς.
DGQ ἁβρότατος:τῆς εὐδαιμονίας, τῆς τρυφῆς. (49.) ἀπὸ
δὲ κοινοῦ τὸ ἵκων.
BDEGQ νέᾳ κεφαλᾷ:ἀντὶ τοῦ νέος ὢν ἔτι. ὁ δὲ Ὀρέστης,
φησὶν, ἔτι νεώτερος ὢν τὰς τῆς μητρὸς ἀποφεύγων χεῖρας
πρὸς Στρόφιον τὸν Πυλάδου πατέρα παρεγένετο, οἰκοῦντα
πρὸς τὸ ἔσχατον τοῦ Παρνασοῦ.
BDEGQ ἀλλὰ χρόνῳ σὺν Ἄρει:ἀλλὰ χρόνῳ ποτὲ ἡβήσας
ὁ Ὀρέστης καὶ ἐν τῇ πατρίδι παραγεγονὼς τῷ ξίφει ἀνεῖλε
τὴν μητέρα, καὶ τὸν Αἴγισθον ἔθηκεν ἐν φοναῖς. φοναὶ δὲ
οἱ τόποι εἰς οὓς φονεύονται καλοῦνται. Ὅμηρος (Κ 521)·
ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν.
BDEGQ ἦ ῥ', ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον:συνῄσθηται
καὶ αὐτὸς ἀκαίρῳ παρεκβάσει κεχρημένος καί φησι γοῦν·
ἆρα, ὦ φίλοι, ἐπλανήθην τῆς ὁδοῦ τὸ πρότερον ὀρθὴν πο-
ρευόμενος [ὁδὸν], ἢ ἄνεμός με τοῦ πλοῦ παρέσφηλεν; ἀμευσί-
πορον δὲ, ἣν ἀμειβόμεθα καὶ ἀνύομεν καὶ μὴ κατὰ πλάνην
παρεκτρεπόμενοι πορευόμεθα. διὸ ἀπέστρεψε τὸν λόγον πρὸς
τὴν Μοῦσαν καί φησιν· εἰ συνέθου καὶ μισθὸν ἔλαβες, ἵν'
397
ἀνδρῶν καὶ τί ἑκάστῳ τὸ δῶρον καὶ πῶς ἐφευρέθησαν καὶ διὰ τί λέγονται
τότε κατῴκισαν, τὴν μὲν οἱ περὶ Μέγιλλον καὶ Φέριστον ἐξ Ἐλέας, τὴν
δ' οἱ περὶ Γόργον ἐκ Κέω [ἐκ]πλεύσαντες καὶ συναγαγόντες τοὺς
ἀρχαίους
πολίτας· οἷς οὐ μόνον ἀσφάλειαν ἐκ πολέμου τοσούτου καὶ γαλήνην
ἱδρυομένοις παρασχών, ἀλλὰ καὶ τἆλλα παρασκευάσας καὶ συμπροθυμη-
θείς, ὥσπερ οἰκιστὴς ἠγαπᾶτο. καὶ τῶν ἄλλων δὲ διακειμένων ὁμοίως
ἁπάντων πρὸς αὐτόν, οὐ πολέμου τις λύσις, οὐ νόμων θέσις, οὐ χώρας
κατ-
οικισμός, οὐ πολιτείας διάταξις ἐδόκει καλῶς ἔχειν, ἧς ἐκεῖνος μὴ προς-
άψαιτο μηδὲ κατακοσμήσειεν, ὥσπερ ἔργῳ συντελουμένῳ δημιουργὸς
ἐπιθείς τινα χάριν θεοφιλῆ καὶ πρέπουσαν.
Πολλῶν γοῦν κατ' αὐτὸν Ἑλλήνων μεγάλων γενομένων καὶ μεγάλα
κατεργασαμένων, ὧν καὶ Τιμόθεος ἦν καὶ Ἀγησίλαος καὶ Πελοπίδας καὶ
ὁ μάλιστα ζηλωθεὶς ὑπὸ Τιμολέοντος Ἐπαμεινώνδας, αἱ μὲν ἐκείνων
πράξεις βίᾳ τινὶ καὶ πόνῳ τὸ λαμπρὸν ἐξενηνόχασι μεμειγμένον, ὥστε καὶ
ΠΕΛΟΠΙΔΑΣ
λεῖον, ἀλλ' οὐδ' ἐπιβαλόμενον, μίαν δὲ τῶι βίωι γραμμὴν διανύσαντα, καὶ
ταύ-
την οὐδὲ σπουδαίαν τρόπον τινὰ πρὸς τὸ μέγεθος τῆς οἰκουμένης, λέγω
δὲ τὴν
405
ἐκ τῆς πατρίδος εἰς Συρακούσσας. (7) ἀλλά μοι δοκεῖ πεισθῆναι Τίμαιος
ὡς,
ἂν Τιμολέων, πεφιλοδοξηκὼς ἐν αὐτῆι Σικελίαι, καθάπερ ἐν ὀξυβάφωι,
σύγ-
κριτος φανῆι τοῖς ἐπιφανεστάτοις τῶν ἡρώων, κἂν αὐτὸς ὑπὲρ Ἰταλίας
μόνον καὶ Σικελίας πραγματευόμενοςεἰκότως παραβολῆς ἀξιωθῆναι
τοῖς ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης καὶ τῶν καθόλου πράξεων πεποιημένοις τὰς
συντάξεις.
PLUTARCH. Timol. 36: πολλῶν γοῦν κατ' αὐτὸν Ἑλλήνων μεγάλων
γενομένων καὶ μεγάλα κατεργασαμένων, ὧν καὶ Τιμόθεος ἦν καὶ
Ἀγησίλαος καὶ Πελοπίδας καὶ ὁ μάλιστα ζηλωθεὶς ὑπὸ Τιμολέοντος
Ἐπαμεινώνδας, αἱ μὲν ἐκείνων πράξεις βίαι τινὶ καὶ πόνωι τὸ λαμπρὸν
ἐξενηνόχασι μεμειγμένον, ὥστε καὶ μέμψιν ἐνίαις ἐπιγίνεσθαι καὶ
μετάνοιαν· (2) τῶν δὲ Τιμολέοντος ἔργων, ἔξω λόγου θεμένοις τὴν περὶ
τὸν ἀδελφὸν ἀνάγκην (F 116), οὐδέν ἐστιν ὧι μὴ τὰ τοῦ Σοφοκλέους (F
790 N2), ὥς φησι Τίμαιος, ἐπιφωνεῖν
ἔπρεπεν· «ὦ θεοί, τίς ἆρα Κύπρις ἢ τίς Ἵμερος / τοῦδε ξυνήψατο;»
CICERO Ad. fam. 5, 12, 7: ... si in tua scripta pervenero ... ingenium
mihi .... suppeditatum fuerit tuum, sicut Timoleonti a Timaeo aut ab
Herodoto Themistocli. DIODOR. 20, 79, 5: ὁ δ' Ἀγαθοκλῆς γνοὺς αὐτοῦ
τὴν ἐπίνοιαν,
ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ
μυξυν ἐπίκλησιν καλέουσι. τῶν δ' ἐγὼ οὐδενὸς ἦσθον ἁπλῶς, μεστὸς δ'
ἀνε-
κείμην. ὡς δὲ ἴδον ξανθόν, γλυκερόν, μέγαν ἔγκυκλον, ἄνδρες, Δήμητρος
411
οὐκ ὀλίγους δὲ καὶ φυγαδεύσας ἐποίησε πλήρεις τὰς νήσους καὶ πόλεις
ἀνδρῶν γραμματικῶν, φιλοσόφων, γεωμετρῶν, μουσικῶν, ζωγράφων,
παιδο-
τριβῶν, ἰατρῶν, ἄλλων τεχνιτῶν, οἳ διὰ τὸ πένεσθαι διδάσκοντες ἃ
ἠπίσταντο
πολλοὺς κατεσκευάσαν ἄνδρας ἐλλογίμους. ἔμελε δὲ τοῖς πάλαι πᾶσι
μουσικῆς διὸ καὶ ἡ αὐλητικὴ περισπούδαστος ἦν. Λακεδαιμόνιοι γοῦν
καὶ
Θηβαῖοι πάντες αὐλεῖν ἐμάνθανον Ἡρακλεῶται τε οἱ ἐν Πόντῳ καὶ
Ἀθηναίων
οἱ περιφενέστατοι, Καλλίας ὁ Ἱππονίκου, Κριτέας ὁ Καλαίσχρου,
412
Ἀλκιβιάδης
παρὰ Προνόμου τοῦ μεγίστην ἐσχηκότος δόξαν. Ἀριστόξενός τε καὶ
Ἐπα-
μεινώνδας παρὰ Οὐλπιοδώρῳ καὶ Ὀρθάγορᾳ, Εὐφράνωρ τε καὶ Ἀρχύτας
οἱ
Πυθαγορικοὶ οἳ καὶ συγγράμματα περὶ αὐλῶν κατέλιπον. Ἀθηνᾶν δέ
φησιν
Ἐπίχαρμος ἐπαυλῆσαι τοῖς Διοσκούροις τὸν ἐνόπλιον· Ἴων δὲ ἀλέκτορα
τὸν αὐλὸν καλεῖ, ἀλλαχοῦ δὲ τὸν ἀλεκτρυόνα Ἰδαῖον σύριγγα καλεῖ· ὁ
αὐτὸς καὶ ῥυθμὸν τρέχοντα τὸν Φρύγιον καλεῖ καὶ βαρὺν αὐλὸν τὸν
Φρύγιον.
βαρὺς γὰρ οὗτος τῷ ὄντι παρ' ὃ καὶ τὸ κέρας αὐτῷ προσάπτουσιν ἀνα-
λογοῦν τῷ τῶν σαλπίγγων κώδωνι.
Τὸ μὲν πάρεργον ἔργον ὣς ποιούμεθα, τὸ δ' ἔργον ὡς πάρεγρον
ἐκπονού-
μεθα, φησὶν ὁ καλὸς Ἀγαθών. ὅτι δοκεῖ ἔχειν τι πρὸς φιλοσοφίαν ὁ οἶνος
ἑλκυστικὸν παραθερμαίνων τὴν ψυχὴν καὶ διαχέων. διόπερ οὐδὲ
πρότερον
ἠρώτων οἵτινες εἶεν ἀλλ' ὕστερον, ὡς δῆλον ἐκ τοῦ Βελλεροφόντου
ξενομένου
τῷ Ἰοβάτῃ ὡς τὴν ξενίαν αὐτὴν τιμῶντες, ἀλλ' οὐ τοὺς ἐν μέρει καὶ καθ'
ἕκαστον ἡμῶν. τῶν δὲ νῦν δείπνων προνοοῦντες οἱ νομοθέται τά τε
φυλετικὰ
Φίλων Ιουδαίος. Legatio ad Gaium (0018: 031)
“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 6”, Ed. Cohn, L.,
Reiter, S.Berlin: Reimer, 1915, Repr. 1962.Sec. 78, line 3
πόλοι καὶ νομεῖς, οὔτε βόες εἰσὶν οὔτε αἶγες οὔτε ἄρνες, ἀλλ' | ἄνθρωποι
κρείττονος μοίρας καὶ κατασκευῆς ἐπιλαχόντες, τὸν αὐτὸν τρόπον
ἀγελαρ-
χοῦντα κἀμὲ τῆς ἀρίστης ἀνθρώπων γένους ἀγέλης νομιστέον διαφέρειν
καὶ μὴ κατ' ἄνθρωπον εἶναι, μείζονος δὲ καὶ θειοτέρας μοίρας
τετυχηκέναι.
ταύτην τὴν ὑπόληψιν ἐνσφραγισάμενος τῇ διανοίᾳ περιέφερεν ὁ ἠλίθιος
ἐν ἑαυτῷ μυθικὸν πλάσμα ὡς ἀψευδεστάτην ἀλήθειαν. καὶ ἐπειδὴ ἅπαξ
ἐθρασύνατο καὶ ἀπετόλμησεν εἰς τοὺς πολλοὺς ἐξενεγκεῖν τὴν
ἀθεωτάτην
ἐκθέωσιν αὑτοῦ, τὰ ἀκόλουθα καὶ συνῳδὰ πράττειν ἐπεχείρει καὶ οἷα
δι' ἀναβαθμῶν ἐκ τοῦ κατ' ὀλίγον εἰς τὸ ἄνω προῄει. ἤρχετο γὰρ
ἐξομοιοῦν τὸ πρῶτον τοῖς λεγομένοις ἡμιθέοις ἑαυτόν, Διονύσῳ καὶ
Ἡρακλεῖ καὶ Διοσκούροις, Τροφώνιον καὶ Ἀμφιάραον καὶ Ἀμφίλοχον
καὶ
τοὺς ὁμοίους χρηστηρίοις αὐτοῖς καὶ ὀργίοις χλεύην τιθέμενος κατὰ
413
τυχεῖν. ὁρῶ γὰρ οὐκ ἄλλα μὲν ὑμῖν, ἄλλα δὲ ἡμῖν δο-
κοῦντα, ἀλλ' ὑμᾶς τε ἀχθομένους καὶ ἡμᾶς τῇ Πλαταιῶν
καὶ Θεσπιῶν ἀναιρέσει. πῶς οὖν οὐκ εἰκὸς τὰ αὐτὰ γιγ-
νώσκοντας φίλους μᾶλλον ἀλλήλοις ἢ πολεμίους εἶναι; καὶ
σωφρόνων μὲν δήπου ἐστὶ μηδὲ εἰ μικρὰ τὰ διαφέροντα εἴη
πόλεμον ἀναιρεῖσθαι· εἰ δὲ δὴ καὶ ὁμογνωμονοῖμεν, οὐκ ἂν
πάνυ τῶν θαυμαστῶν εἴη μὴ εἰρήνην ποιεῖσθαι; δίκαιον μὲν
οὖν ἦν μηδὲ ὅπλα ἐπιφέρειν ἀλλήλοις ἡμᾶς, ἐπεὶ λέγεται
μὲν Τριπτόλεμος ὁ ἡμέτερος πρόγονος τὰ Δήμητρος καὶ
Κόρης ἄρρητα ἱερὰ πρώτοις ξένοις δεῖξαι Ἡρακλεῖ τε τῷ
ὑμετέρῳ ἀρχηγέτῃ καὶ Διοσκούροιν τοῖν ὑμετέροιν πολίταιν,
καὶ τοῦ Δήμητρος δὲ καρποῦ εἰς πρώτην τὴν Πελοπόννησον
σπέρμα δωρήσασθαι. πῶς οὖν δίκαιον ἢ ὑμᾶς, παρ' ὧν
ἐλάβετε σπέρματα, τὸν τούτων ποτὲ καρπὸν ἐλθεῖν δῃώσον-
τας, ἡμᾶς τε, οἷς ἐδώκαμεν, μὴ οὐχὶ βούλεσθαι ὡς πλείστην
τούτοις ἀφθονίαν τροφῆς γενέσθαι; εἰ δὲ ἄρα ἐκ θεῶν πε-
415
μησαν ἀπηρέα νισσομένοισι» οὐκ ἔστι τύπου τῶν διὰ τοῦ ηρης, ἐβαρύ-
νετο γὰρ ἂν ὡς χαλκήρης, κωπήρης.
Ἔτι τὰ διὰ τοῦ ωρης βαρύνονται, νεώρης, αὐτώρης, κατώ-
ρης, ὑληώρης, μεσσώρης, Διώρης ὄνομα κύριον. Λυκώρης. ἡ
422
δὲ Λυκωρέος γενικὴ παρὰ Καλλιμάχῳ (hymn. Apoll. 94) ἀπὸ τῆς Λυ-
κωρεύς εὐθείας ἐκφέρεται.
Τὰ εἰς σης βαρύνεται, Ἀγχίσης, Ἀντίσης, Ἀμφίσης, Ἐρί-
σης, ὄνομα κύριον, Κυρίσης ποταμὸς Κελτικῆς, Τιπανίσης, ἔθνος
παρὰ τὸν Καύκασον. Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ. Βασανίσης ἔθνος Θρᾴκιον,
Ὀδρύσης ἔθνος Θρᾴκης· Στράβων ἑβδόμῃ (fr. 48), Λαπέρσαι· οὕτως
οἱ Διόσκουροι ἐκλήθησαν Λᾶν πόλιν Λακωνικὴν ἑλόντες.
Τὰ εἰς της ἁπλᾶ ἀρσενικὰ καθαρὸν ἔχοντα τὸ τ βραχείᾳ παραλη-
γόμενα ὑπὲρ δύο συλλαβὰς βαρύνεται, ἐργάτης, ἐλάτης, Ἰξιβάτης
ἔθνος πρὸς τῷ Πόντῳ προσεχὲς τῇ Σινδικῇ. Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ. Ἰαζα-
βάτης ἔθνος παρὰ Μαιῶτιν, οὓς Σαυρομάτας φησὶν Ἔφορος. Σαρ-
μάτης ἔθνος Σκυθικόν, Σαυρομάτης ἔθνος Ἰνδικόν. λέγονται καὶ
Συρμάται, ὡς Εὔδοξος πρώτῳ «ποταμὸν τοῦ Τανάϊδος Συρμάτας
κατοικεῖν». Γαλάτης ἔθνος πρὸς νότον τοῖς Παφλαγόσιν· ἀπὸ τῶν
ἐν τῇ Κελτικῇ Γαλατῶν, οἳ πλανηθέντες πολὺν χρόνον καὶ καταλαβόν-
τες τὴν χώραν οὕτως ὠνόμασαν. παρήχθη δὲ τὸ Γαλάτης ἐκ τοῦ Γάλ-
λος ὑφέσει τοῦ ἑνὸς λ. Ἀβρινάτης Ποντικὸν ἔθνος καὶ μετὰ τοῦ ρ
ἑκάστη λέγουσα. ὁ δὲ ὑπολαβὼν τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν
ἀδελφήν, κτίζει τρεῖς πόλεις ἀπὸ μὲν τῆς ἀδελφῆς Λαοδίκης Λαοδίκειαν,
ἀπὸ δὲ τῆς γυναικὸς Νύσης Νῦσαν, ἀπὸ δὲ τῆς μητρὸς Ἀντιοχίδος
Ἀντιόχειαν». δωδεκάτη ἐν τῇ Μαργιανῇ Παρθυαίων. Στράβων ἑνδεκάτῃ
(p. 516). τρισκαιδεκάτη ἡ Ταρσός. τεσσαρεσκαιδεκάτη Ἰσαυρίας ἡ Λαμ-
πωτὶς λεγομένη. Ἀσπαλάθεια πόλις Ταφίων. Νίκανδρος ἑτεροιουμέ-
νων πρώτῃ «Ἀσπαλάθεια βοήροτος». Ἀττάλεια πόλις Λυδίας. Ἁγνώ-
νεια πόλις Θρᾴκης πλησίον Ἀμφιπόλεως, Ἅγνωνος κτίσμα τοῦ
στρατηγοῦ
τῶν Ἀθηναίων. Αἰξώνεια πόλις Μαγνησίας. Ἀκαδήμεια γυμνάσιον
Ἀθήνησιν ἀπὸ Ἀκαδήμου. γράφεται καὶ διὰ τοῦ ε Ἐκαδήμεια· οἱ δ' ὅτι
Ἔχεμος ὁ Ἀρκὰς συστρατεύσας τοῖς Διοσκούροις ὑποχείριον ἔσχε τὴν
Ἀττι-
κήν, ἐξ οὗ Ἐχεδήμειάν φασιν. μὴ βουλόμενοι δὲ σώζεσθαι τὸ ὄνομα
Ἀκα-
δήμειαν ἔφασαν. ἀκρώρεια ἄκρον ὄρους. Ἀλύζεια πόλις Ἀκαρνανίας
ἀπὸ τοῦ παιδὸς Ἰκαρίου κληθεῖσα Ἀλύζου. Ἀμάσεια πόλις Ποντική.
Ἄμφεια πόλις Μεσσήνης. Παυσανίας τετάρτῳ (5, 8). Ἁρπαλύκεια πό-
λις Φρυγίας κτίσμα Γορδιοτειχιτῶν. Βάλκεια πόλις περὶ τὴν Προποντίδα.
Βατίεια τόπος τῆς Τρωάδος ὑψηλὸς ἀπὸ Βατείας τινός, ὡς Ἑλλάνικος
ἐν πρώτῃ Τρωϊκῶν ἤ, ὡς Ἐπαφρόδιτός φησιν, ἀπὸ τοῦ πάτου τῶν ἵππων
423
ἤγουν τῆς ἀναστροφῆς τροπῇ τοῦ π εἰς β ἢ ἀπὸ τῶν βάτων. Ὅμηρος
(Β 813) «τὴν ἤτοι ἄνδρες Βατίειαν κικλήσκουσιν». Βοαύλεια πόλις
Διδύμων.
Αίλιος Αριστείδης. Εἰς Δία (0284: 001)“Aristides, vol. 1”, Ed. Dindorf,
W.Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Jebb page 7, line 21
Ἀθάναθεν.
λῆξιν εἶναι ... περὶ δὲ τῆς εἰς Κόρινθον μετοικήσεως Ἵππυς (III) ἐκτί-
439
... ἔλαχε Θησεύς, καὶ παραλαβὼν τὴν παρθένον οὔπω γάμων ὥραν
ἔχουσαν
εἰς Ἀφίδνας ἐκόμισε· καὶ τὴν μητέρα καταστήσας μετ' αὐτῆς Ἀφίδνωι
παρέδωκεν ὄντι φίλωι ... αὐτὸς δὲ Πειρίθωι τὴν ὑπουργίαν ἀποδιδοὺς
εἰς Ἤπειρον συναπεδήμησεν ἐπὶ τὴν Ἀιδωνέως θυγατέρα τοῦ Μολοσσῶν
στρατεύσαντος.
Προτερεῖν ἄρα Μωυσῆς ἀποδείκνυται τῆς μὲν Διονύσου ἀπο-
θεώσεως ἔτη ἑξακόσια τέσσαρα, εἴ γε τῆς Περσέως βασιλείας τῷ
τριακοστῷ δευτέρῳ ἔτει ἐκθεοῦται, ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν τοῖς
Χρονικοῖς. ἀπὸ δὲ Διονύσου ἐπὶ Ἡρακλέα καὶ τοὺς περὶ Ἰάσονα
ἀριστεῖς τοὺς ἐν τῇ Ἀργοῖ πλεύσαντας συνάγεται ἔτη ἑξήκοντα τρία·
Ἀσκληπιός τε καὶ Διόσκουροι συνέπλεον αὐτοῖς, ὡς μαρτυρεῖ ὁ Ῥό-
διος Ἀπολλώνιος ἐν τοῖς Ἀργοναυτικοῖς. ἀπὸ δὲ τῆς Ἡρακλέους ἐν
Ἄργει βασιλείας ἐπὶ τὴν Ἡρακλέους αὐτοῦ καὶ Ἀσκληπιοῦ ἀποθέωσιν
ἔτη συνάγεται τριάκοντα ὀκτὼ κατὰ τὸν χρονογράφον Ἀπολλόδωρον.
ἐντεῦθεν δὲ ἐπὶ τὴν Κάστορος καὶ Πολυδεύκους ἀποθέωσιν ἔτη πεν-
τήκοντα τρία. ἐνταῦθά που καὶ ἡ Ἰλίου κατάληψις. εἰ δὲ χρὴ
πείθεσθαι καὶ Ἡσιόδῳ τῷ ποιητῇ, ἀκούσωμεν αὐτοῦ·
Ζηνὶ δ' ἄρα Ἀτλαντὶς Μαίη τέκε κύδιμον Ἑρμῆν,
κήρυκ' ἀθανάτων, ἱερὸν λέχος εἰσαναβᾶσα·
Καδμείη δ' ἄρα οἱ Σεμέλη τέκε φαίδιμον υἱόν,
μιχθεῖσ' ἐν φιλότητι, Διώνυσον πολυγηθῆ.
[ΑΡΓΟΛΙΚΑ.]
ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ.
ἀϋτή ἐπὶ μὲν τῆς φωνῆς “ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἵκανεν,” ἐπὶ δὲ τῆς
μάχης “ῥεῖα δέ κ' ἀκμῆτες κεκμηότας ἄνδρας ἀϋτῇ.”
αὐγάζομαι ὁρῶ.
αὐΐαχοι μετὰ μεγάλης ἰαχῆς.
454
φορυτόν, καὶ τῶι ἡλίωι αὐτὰς τερσαίνειν· ἀλλὰ καὶ στέγας ἐξεῦρον. ἀπὸ
τούτων
ἐγένοντο ἕτεροι, ὧν ὁ μὲν Ἀγρὸς ἐκαλεῖτο, ὁ δὲ Ἀγροῦ ἥρως ἢ Ἀγρότης,
οὗ
καὶ ξόανον εἶναι μάλα σεβάσμιον καὶ ναὸν ζυγοφορούμενον ἐν Φοινίκηι·
παρὰ δὲ Βυβλίοις ἐξαιρέτως θεῶν ὁ μέγιστος ὀνομάζεται. (13) ἐπενόησαν
ἀμφωτίδες (Aesch. fr. 102 N2)· ἃς ἔχουσιν οἱ παλαισταὶ περὶ τοῖς ὠσίν.
Ἀναγυράσιος δαίμων· [ἐπεὶ τὸν παροικοῦντα πρεσβύτην καὶ ἐκτέμνοντα
τὸ
ἄλσος ἐτιμωρήσατο Ἀνάγυρος ἥρως. Ἀναγυράσιοι δὲ δῆμος τῆς Ἀττικῆς]
τούτου [δέ] τις ἐξέκοψε
τὸ ἄλσος. ὁ δὲ τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐπέμηνε τὴν παλλακήν, ἥτις μὴ δυναμένη
συμπεῖσαι τὸν παῖδα διέβα-
λεν ὡς ἀσελγῆ τῷ πατρί. ὁ δὲ ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν. ἐπὶ
τούτοις καὶ ὁ πατὴρ ἑαυ-
τὸν ἀνήρτησεν, ἡ δὲ παλλακὴ εἰς φρέαρ ἑαυτὴν ἔρριψεν. ἱστορεῖ δὲ
Ἱερώνυμος ἐν τῷ Περὶ τραγῳ-
διοποιῶν (fr. 4 Hiller) ἀπεικάζων τούτοις τὸν Εὐριπίδου Φοίνικα (p. 621
N2).
ἀναίσχυντος καὶ σιδηροῦς ἄνθρωπος (cf. Ar. Ach. 491)· ἐπὶ τῶν ἀπηρυ-
θριακότων καὶ μηδεμίαν μεταβολὴν τοῦ τρόπου ποιουμένων.
Ἀνάκεια· ἑορτὴ Διοσκούρων. τριττύαν δὲ τὴν θυσίαν ταύτην εἶναι
συμβαίνει Διος-
κούροις καὶ Ἑλένῃ, δι' ἣν εἰς τὴν Ἀττικὴν ἐμβαλόντες ἐκεῖνοι οὐκ
ἠδίκησαν οὐδένα τῶν ἐγχωρίων.
ἀνακῶς· ἀντὶ τοῦ φυλακτικῶς καὶ προνοητικῶς. Ἡρόδοτος (VIII 109, 4
et I
24, 7) καὶ Θουκυδίδης (VIII 102).
ἄναντα· ἄνω, ἀνωφερῆ, δυσχερῆ.
ἀναπίπτειν· τὸ ἀθυμεῖν λέγεται παρὰ τοῖς παλαιοῖς (cf. Thuc. I 70, 5).
ἀναρρύει· ἀντὶ τοῦ θύει καὶ σφάττει, Εὔπολις (II 576 M. = fr. 395 K.).
καὶ
ἡ θυσία ἀνάρρυσις.
ἀνάστατοι· πλακοῦντος εἶδος. οὗτοι δὲ αὐταῖς ταῖς Ἀρρηφόροις
ἐγίνοντο. ἐλέ-
γοντο δέ τινες πλακοῦντες καὶ χαρίσιοι. οὗτοι δὲ ἀπὸ τῶν
καταλειπομένων συμμειγνύμενοι ἐγίνοντο.
καὶ δημιουργοὶ ἔπλασσον. Ἀριστοφάνης Δαιταλεῦσι (II 1027 M. = fr. 202
K.)·
καὶ ὁ μὲν Ἅιδης τὴν χθονίαν ὅλην συνέχει ζωήν, ὁ δὲ Διόνυσος τὴν
ὑγρὰν καὶ
θερμὴν ἐπιτροπεύει γένεσιν, ἧς καὶ ὁ οἶνος σύμβολον ὑγρὸς ὢν καὶ
θερμός. πάντες
δὲ οὗτοι κατὰ μὲν τὰς εἰς τὰ δεύτερα ποιήσεις διεστήκασι, ἥνωνται δὲ
ἀλλήλοις.
διὸ καὶ κατὰ μίαν αὐτῶν γωνίαν συνάγει τὴν ἕνωσιν ὁ Φ. p. 173, 11 καὶ
πρὸς
τούτοις ὁ Φ. κατ' ἄλλην ἐπιβολὴν τὴν τοῦ τετραγώνου γωνίαν Ῥέας καὶ
Δήμητρος
καὶ Ἑστίας ἀποκαλεῖ. p. 174, 12 τὴν γὰρ τοῦ δωδεκαγώνου γωνίαν Διὸς
εἶναί
φησιν ὁ Φ., ὡς κατὰ μίαν ἕνωσιν τοῦ Διὸς ὅλον συνέχοντος τὸν τῆς
δυωδεκάδος
ἀριθμόν. DAMASC. II 127, 7 Ruelle διὰ τί γὰρ τῶι μὲν [τῶν θεῶν] τὸν
κύ-
κλον ἀνιέρουν οἱ Πυθαγόρειοι, τῶι δὲ τρίγωνον, τῶι δὲ τετράγωνον, τῶι
δὲ ἄλλο καὶ
ἄλλο τῶν εὐθυγράμμων [τῶν] σχημάτων, ὣς δὲ καὶ μικτῶν, ὡς τὰ
ἡμικύκλια τοῖς
459
ΓΛΑΥΚΟΣ ΠΟΝΤΙΟΣ
Σκεδάννυται, οὐ σκορπίζεται.
Ἐνθήκη ἄτοπον, παρενθήκη δέ.
Ἐξυπνισθῆναι πάρες· ἀφυπνισθῆναι δέ.
Ἀρτοποιός καὶ ἀρτοπόπος.
Βασίλεσσα· οὐδεὶς εἶπε τῶν ἀρχαίων, ἀλλὰ βασίλεια καὶ βασιλίς.
Σικχαίνομαι· τῷ ὄντι ναυτίας ἄξιον τοὔνομα· ἀλλ' ἐρεῖς βδελύτ-
τομαι.
Ἀλεκτρυὼν καὶ ἐπὶ θήλεος καὶ ἐπὶ ἄρρενος.
Γλωττίδας αὐλῶν καὶ ὑποδημάτων, οὐ γλωσσίδας.
Διώρυγος· οἱ δὲ ἀρχαῖοι διώρυχος.
461
Διόσκοροι, οὐ Διόσκουροι.
Ὑστερίζειν τῷ καιρῷ οὐ λέγεται, ἀλλὰ τοῦ καιροῦ.
Ἐπαοιδὴ ποιητικόν· σὺ δὲ ἐπῳδὴ λέγε.
Διδόασιν, οὐ διδοῦσιν.
Πήχεος καὶ πήχεων δέον, οὐ πηχὸς καὶ πηχῶν.
Συντυχίαν λέγε, οὐ σύμπτωμα· ἢ οὕτω “συνέπεσεν αὐτῷ τόδε γε-
νέσθαι”.
Κατορθῶσαι δόκιμον· τὸ δὲ κατόρθωμα ἀποδιοπομπώμεθα. λέγειν
οὖν χρὴ ἀνδραγαθήματα.
Flavius Claudius Julianus Imperator Phil., Εἰς τὸν βασιλέα Ἥλιον πρὸς
Σαλούστιον (2003: 011)“L'empereur Julien. Oeuvres complètes, vol.
2.2”, Ed. Lacombrade, C.Paris: Les Belles Lettres, 1964.Sec. 26, line 38
δὲ καὶ Ἀλῆται καὶ Τιτᾶνες καλοῦνται. ἀπὸ τούτων γενέσθαι Ἄμυνον καὶ
Μάγον, οἳ κατέδειξαν κώμας καὶ ποίμνας. ἀπὸ τούτων γενέσθαι Μισὼρ
καὶ Συδύκ, τουτέστιν εὔλυτον καὶ δίκαιον. οὗτοι τὴν τοῦ ἁλὸς χρῆσιν
εὗρον.
ἀπὸ Μισὼρ ὁ Τάαυτος, ὃς εὗρεν τὴν τῶν πρώτων στοιχείων γραφήν· ὃν
Αἰγύπτιοι μὲν Θωύθ, Ἀλεξανδρεῖς δὲ Θώθ, Ἕλληνες δὲ Ἑρμῆν
ἐκάλεσαν.
ἐκ δὲ Συδὺκ Διόσκουροι ἢ Κάβειροι ἢ Κορύβαντες ἢ Σαμοθρᾷκες. οὗτοι
(φησί) πρῶτοι πλοῖον εὗρον. ἐκ τούτων γεγόνασιν ἕτεροι, οἳ καὶ βοτάνας
εὗρον καὶ τὴν τῶν δακετῶν ἴασιν καὶ ἐπῳδάς. κατὰ τούτους γίνεταί τις
Ἐλιοῦμ,
καλούμενος Ὕψιστος, καὶ θήλεια, λεγομένη Βηρούθ· οἳ καὶ κατῴκουν
περὶ
Βύβλον. ἐξ ὧν γεννᾶται Ἐπίγειος Αὐτόχθων, ὃν ὕστερον ἐκάλεσαν
Οὐρα-
νόν· ὡς ἀπ' αὐτοῦ καὶ τὸ ὑπὲρ ἡμᾶς στοιχεῖον δι' ὑπερβολὴν τοῦ κάλλους
ὀνομάζειν οὐρανόν. γεννᾶται δὲ τούτῳ ἀδελφὴ ἐκ τῶν προειρημένων, ἣ
καὶ
463
ἐκλήθη Γῆ. καὶ διὰ τὸ κάλλος ἀπ' αὐτῆς (φησίν) ἐκάλεσαν τὴν ὁμώνυμον
γῆν. ὁ δὲ τούτων πατὴρ ὁ Ὕψιστος ἐν συμβολῇ θηρίων τελευτήσας
ἀφιερώθη,
ᾧ χοὰς καὶ θυσίας οἱ παῖδες ἐτέλεσαν. παραλαβὼν δὲ ὁ Οὐρανὸς τὴν τοῦ
Eusebius Scr. Eccl., Theol., Praeparatio evangelica Book 10, ch. 9, sec.
10, line 1
Eusebius Scr. Eccl., Theol., Praeparatio evangelica Book 10, ch. 12, sec.
464
18, line 3
ἐπιτρέπουσι ποιεῖν;
Ἵνα γὰρ ἐκ πολλῶν ὀλίγα μνημονεύσω διὰ τὸ πλῆθος, τίς ἰδὼν
αὐτοῦ τὴν εἰς Σεμέλην καὶ Λήδαν καὶ Ἀλκμήνην καὶ Ἄρτεμιν καὶ
Λητὼ καὶ Μαῖαν καὶ Εὐρώπην καὶ Δανάην καὶ Ἀντιόπην παρανομίαν
καὶ φθοράν· ἢ τίς, ἰδὼν τὴν εἰς τὴν ἰδίαν ἀδελφὴν αὐτοῦ ἐπιχείρη-
465
σιν καὶ τόλμαν, ὅτι τὴν αὐτὴν ἀδελφὴν εἶχε καὶ γυναῖκα, οὐκ ἂν
χλευάσειε, καὶ ζημιώσειε θανάτῳ; ὅτι μὴ μόνον ἐμοίχευσεν, ἀλλὰ
καὶ τοὺς ἐκ τῆς μοιχείας γενομένους αὐτῷ παῖδας θεοποιήσας
ἀνέθηκεν, ἐπικάλυμμα τῆς παρανομίας αὐτοῦ τὴν τῆς θεοποιίας
φαντασίαν κατασκευάζων· ὧν εἰσι Διόνυσος καὶ Ἡρακλῆς καὶ
Διόσκουροι καὶ Ἑρμῆς καὶ Περσεὺς καὶ Σώτειρα. τίς, ἰδὼν τὴν τῶν
λεγομένων θεῶν ἀκατάλλακτον πρὸς ἑαυτοὺς ἔριν ἐν Ἰλίῳ
τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Τρώων χάριν, οὐ καταγνώσεται τῆς ἀσθενείας
αὐτῶν, ὅτι διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους φιλονεικίαν καὶ τοὺς ἀνθρώπους
παρώξυναν; τίς, ἰδὼν ὑπὸ μὲν Διομήδους τιτρωσκομένους Ἄρεα καὶ
Ἀφροδίτην, ὑπὸ δὲ Ἡρακλέους τὴν Ἥραν καὶ τὸν Ὑποχθόνιον ὃν
καλοῦσι θεὸν Ἀϊδωνέα, καὶ Διόνυσον μὲν ὑπὸ Περσέως, Ἀθηνᾶν δὲ
ὑπὸ Ἀρκάδος, καὶ τὸν Ἥφαιστον ῥιπτόμενον καὶ χωλαίνοντα, οὐ
καταγνώσεται τῆς φύσεως, καὶ ἀποστραφήσεται μὲν τοῦ λέγειν
αὐτοὺς ἔτι εἶναι θεούς, φθαρτοὺς δὲ καὶ παθητοὺς αὐτοὺς ἀκούων,
οὐδὲν ἄλλο ἢ ἀνθρώπους αὐτούς, καὶ ἀνθρώπους ἀσθενεῖς ἐπιγνώσε
ἐπαφεῖναι τὸν λόγον; Πλὴν τοσοῦτον ἔξεστιν εἰπεῖν πρὸς τοὺς τὴν
πολύθεον πλάνην θρησκεύοντας, ὡς εἷς δοῦλος Χριστοῦ καὶ ἡμέτερος
ὁμόδουλος πολλῶν τῶν παρ' ὑμῖν νομιζομένων θεῶν ἐνεργείας πληροῖ.
Καὶ σιωπάτω τὰ μαντεῖα, ὥσπερ οὖν καὶ κατεσιγάσθη ταῖς παρ'
ἡμῖν προρρήσεσι τοῦ δικαίου νικώμενα. Ἀργείτω δὲ ἰατρικῆς ἐργας-
τήρια καὶ Ἀσκληπιὸς μὴ προσκυνείσθω· Διόσκουροι δὲ μὴ
467
νομιζέσθωσαν
ναύταις συναγωνίζεσθαι· ἴσασι γὰρ οἱ πλέοντες τὸν τῶν κινδύνων
ἐπίκουρον. Ποῦ ἡ Πυθία, γυνὴ ψευδόμαντις λοξὰς καὶ ἀσαφεῖς τοῖς
πυνθανομένοις τὰς ἀποκρίσεις παρέχουσα, ἵνα τῇ τῶν λογίων ἀμφιβολίᾳ
τῆς ἀποτυχίας καὶ τοῦ ψεύδους ἀπολογίαν προευτρεπίσηται; Ποῦ πηγὴ
μαντικὸν ὕδωρ νομιζομένη γεννᾶν; Οὐ πάντα λῆρος καὶ φλήναφος, ἃ
πρὸς τὴν πλάνην ἐδημαγώγει τοὺς ἀθλίους λαούς;
ΠΕΡΙ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ.
17. (5, 79, 2). Ὅτι διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς περὶ αὐτὸν δικαιο-
σύνης μεμυθολογῆσθαι δικαστὴν αὐτὸν ἀποδεδεῖχθαι καθ' Ἅιδου
καὶ διακρίνειν τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς πονηρούς. τετευχέναι δὲ
τῆς αὐτῆς τιμῆς καὶ τὸν Μίνω, βεβασιλευκότα νομιμώτατα δικαιο-
σύνης πεφροντικότα.
18. (6, 6, 1). Ὅτι παραδέδονται Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης, οἱ
καὶ Διόσκουροι, πολὺ τῶν ἄλλων ἀρετῇ διενεγκεῖν καὶ συστρατεῦ-
σαι τοῖς Ἀργοναύταις ἐπιφανέστατα· πολλοῖς δὲ δεομένοις ἐπι-
κουρίας βεβοηθηκέναι. καθόλου δὲ ἐπ' ἀνδρείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ,
πρὸς δὲ τούτοις στρατηγίᾳ καὶ εὐσεβείᾳ παρὰ πᾶσι σχεδὸν ἀν-
θρώποις ἔσχον δόξαν, ἐπιφανεῖς βοηθοὶ τοῖς παρὰ λόγον κιν-
δυνεύουσι γινόμενοι. διὰ δὲ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀρετῆς Διὸς
υἱοὺς νενομίσθαι καὶ ἐξ ἀνθρώπων μεταστάντας τιμῶν τυχεῖν
ἀθανάτων.
ἄτω, ἀτίζω.
Ἀτλητῶν. μὴ καρτερῶν, μὴ φέρων, δυσανασχε-
τῶν. πάρειμ' ἀτλητῶν.
Ἀτροφῆσαν. μὴ τραφέν.
Ἀτυζόμενος. αἰολικόν ἐστι· σημαίνει δὲ τὸ λυ-
πούμενος, θορυβούμενος, ταρασσόμενος.
τετραγώνου ἥδε μὲν ἡ γωνία τῆς Ῥέας, ἥδε δὲ τῆς Ἥρας, ἄλλη δὲ ἄλλης
θεοῦ· καὶ ὅλος ἐστιν ὁ θεολογικὸς περὶ τῶν σχημάτων ἀφορισμός.
478
βαλόντες», ἀντὶ τοῦ νικήσαντες διὰ τὸ πολλοὶ εἶναι. ἀλλὰ πῶς ἂν εἴη
πλῆθος ἡ
δυάς; πῶς δὲ οἱ τῇ συμφυΐᾳ μοναζόμενοι νοηθεῖεν ἂν πολλοί; εἰ μὴ ἄρα,
ὅτι
ἄλλως διφυεῖς ὄντες καὶ δισώματοι, καὶ ἀνὰ τέσσαρας χεῖρας εἶχον καὶ
τἆλλα
μέρη ὁμοίως, καὶ τοῦτο αὐτοῖς τὸ πλῆθος, τὸ κατὰ μέρη δηλαδή. ἕτεροι
δὲ τὸ
»πλήθει πρόσθε βάλοντες» ἀντὶ τοῦ νικήσαντες πολλοῖς ἅρμασιν οἷς
ἐνεπόδιζον.
πολλὰ γὰρ ἴσως εἰς τὸν ἀγῶνα διὰ τῶν ὑπ' αὐτοὺς θεραπόντων καθῆκαν
ἅρματα.
ἄλλοι δὲ ἀντὶ τοῦ τῷ πλήθει τῶν θεατῶν νικήσαντες, ὡς τῶν
ἀθλοθετούντων
πρὸς αὐτῶν ὄντων. [Ῥητέον δ' ἐνταῦθα καὶ ὅτι τῷ διφυεῖ τῶν
Ἀκτοριώνων
τιθέμενος καὶ ὁ μελοποιὸς Ἴβυκος, ἐξ οὗ παρεφθάρθαι τοῖς Τεχνικοῖς
δοκεῖ τὸ
βυκινίζειν, φησὶ καὶ τοὺς Μολιονίδας ἐξ ᾠοῦ γεννηθῆναι, ὁμοίως δηλαδὴ
τοῖς
487
μῦθος ἂν φιλοίη, ὃς οὐδὲ τὴν Λήδαν ἀφίησιν εἶναι αὐτοῖς μητέρα, λέγων
διὰ τοῦ
ποιήσαντος τὰ Κύπρια, ὅτι Διοσκούρους καὶ Ἑλένην ἡ Νέμεσις ἔτεκεν, ἣ
διωκομένη, φησίν, ὑπὸ Διὸς μετεμορφοῦτο. κύριον δὲ πάντως ἐνταῦθα ἡ
Νέμεσις, οὐ μὴν ἡ ψυχικὴ ποιότης, καθ' ἣν εἴρηται τὸ «μή μοι νέμεσις
θεόθεν
καταπνεύσῃ», ἤγουν μή με νεμεσήσῃ τὸ θεῖον. καὶ τοιάδε μὲν καὶ ταῦτα.]
τὸν Οἰδίποδα φαίνεται εἰδὼς ὁ ποιητής, καὶ ὅτι οὐδὲν οὐδὲ τὸν Εὐρύαλον
ἐφάμαρτος ἐκβῆναι. (v. 563 s.) Εἶτα λέγει καὶ λόγον γνωριμότητος καὶ
θεοφιλείας τὸ «καὶ δέ σε γινώσκω φρεσὶν οὐδέ με λήθεις, ὅττι θεός σε
ἤγαγεν».
(v. 565 s.) Εἶτα φράζει ἀσφαλῆ φυλακὴν στρατοπέδου ἐν τῷ «οὐ γάρ κεν
τλαίη
βροτὸς ἐλθέμεν, οὐδὲ μάλ' ἡβῶν, ἐς στρατόν· οὐδὲ γὰρ ἂν φυλάκους
λάθοι».
(v. 566 s.) Τὸ δὲ ἑξῆς οἴκου φράζει ἀσφάλειαν, τὸ «οὐδέ κ' ὀχῆας ῥεῖα
μετοχλίσσειε θυράων ἡμετεράων». ἰστέον δὲ ὅτι παρὰ τῷ ποιητῇ τριχῶς
λέγον-
ται οἱ τοῦ φυλάσσειν. φυλακτῆρές τε γάρ, ὡς πρὸ ὀλίγων, καὶ φύλακες
κοινῶς,
καὶ ποιητικῶς φύλακοι, οὓς Ἀρίσταρχος λέγεται οὐ βαρυτόνως φυλάκους
προφέρειν, ἀλλ' ὀξυτόνως, καὶ κανόνα παράγειν, ὡς τὰ εἰς κος ὑπὲρ δύο
συλλαβάς, παραληγόμενα τῷ α, ἐπιθετικὰ ὄντα, ὀξύνονται· μαλακός,
παρδακός, φαρμακός, ἀνακός· ὅθεν καὶ τὸ «ἀνακοῖν Διοσκούροιν». καὶ
οὕτω μὲν
κατὰ Ἀρίσταρχον. ἄλλως δὲ τὸ βαρυτονεῖσθαι τὴν λέξιν πιθανὸν ἐκ τοῦ
φύλαξ
φύλακος, ἐξ οὗ ὁ φύλακος, ἀναδραμούσης εἰς εὐθεῖαν τῆς γενικῆς. Ὅρα
δὲ καὶ
τό· οὐ μετοχλίσει τοὺς ὀχέας τῶν θυρῶν, ἀντὶ τοῦ οὐ μετακινήσει. ἀπὸ
γὰρ
τοιαύτης στερήσεως καὶ τοῦ ὀχλίζειν ῥήματος γίνεται μοχλός, ὁ μὴ
ὀχλιζόμε-
νος, ἤγουν οὐ μετακινούμενος, ἐκθλιβέντος τοῦ η. (v. 568 – 70) Ἰστέον
δὲ καὶ
ὡς ἀγρίου ἤθους παρῳδηθὲν τὸ «μή μοι μᾶλλον ἐν ἄλγεσι θυμόν», ὡς
490
εἴρηται,
»ὀρίνῃς, μὴ τόδε τι ποιήσας θεοῦ ἀλίτωμαι ἐφετμάς». (v. 570) Ὅρα δὲ
καὶ
ὅπως αἰδοῖος ὁ ἱκέτης διὰ τὸν ἱκέσιον Δία, εἰς ὃν ὁ ἁμαρτὼν εἰς θεοῦ
ἐφετμὰς
ἤλιτε. (v. 569) Τὸ δὲ «οὐδ' αὐτὸν ἐάσω» εἴρηται πρὸς τὸ «ἐπεί με πρῶτος
ἄρσαι νῆα. τὸ μὲν, ἐπὶ ναυπηγίας. τὸ δὲ ἐπὶ ἐξαρτίσεως τὴν εἰς πλοῦν
ὥσπερ ἐνταῦθα. Ὅτι δὲ καὶ
εἴκοσι δίχα τοῦ ν λέγεται καὶ εἴκοσιν μετὰ τοῦ ν, ὡς καὶ πέρυσι πέρυσιν.
καὶ ὡς ἐν συνθέσει ποτὲ
μὲν, φυλάττει τὸ ι. ποτὲ δὲ αὐτὸ εἰς α τρέπει, οἷον, εἰκοσιστάδιον καὶ
εἰκοσαστάδιον, Αἴλιος Διο-
νύσιος λέγει. οὕτω δέ φησι καὶ τὸ πέντε ἐν συνθέσει φυλάττον τὸ ε. οἷον.
πεντέπηχυ. πεντέκλινον.
πεντέχαλκον. πεντέμηνον. πεντεσύριγγον ξύλον, ὅμως παρ' ἑτέροις διὰ
τοῦ α λέγεται. πεντάπηχυ καὶ τὰ
λοιπὰ ὁμοίως. ὅμοιον δέ τι πάσχει καὶ ὁ ὀκτὼ ἀριθμός. (Vers. 284.) Ὅτι
τὴν τοῦ Διὸς ὄσσαν ἐπαι-
νῶν, φησίν. ἢ μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισιν, ἤγουν φήμην καὶ ἀκοὴν
τοῦ μέλλοντος. κλέος γὰρ
καὶ Ἑλένῃ δι' ἣν εἰς τὴν Ἀττικὴν ἐμβαλόντες ἐκεῖνοι, οὐκ ἠδίκησαν
οὐδένα τῶν ἐγχωρίων. Ἰστέον δὲ
ὅτι καθὰ οἴκου τις ἄναξ ἐστὶν ὡς οἰκοδεσποτῶν, οὕτω καὶ χειρὸς ὡς
εἰκός. ὅθεν σύνθετον, ὁ χειροά-
ναξ. καὶ συνελόντα φάναι, χειρώναξ. εἶεν δ' ἂν χειρώνακτες οἳ καὶ
χειρομάχα πληθὺς λέγονται παρὰ
τοῖς παλαιοῖς. εἰ δὲ μὴ ὥσπερ ἐκ τοῦ ἀνδρῶν ἄναξ συνετέθη Ἀνδρώναξ
τὸ κύριον, οὕτως ἔδοξέ τισιν
εἰπεῖν καὶ ἐκ τοῦ, οἴκου ἄναξ οἰκώναξ πρὸς ἀναλογίαν τοῦ Ἱππώναξ
Πλειστώναξ καὶ τῶν τοιούτων,
λογοπραγείσθω ἡ χρῆσις. Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι τὸ ἄναξ ἄνακτος
προσλαβὸν ἐν τῇ κλίσει τὸ τ,
εἰπεῖν καὶ θεοῦ μοῖραν, ὅπερ ἀνωτέρω ἐῤῥέθη ἐν τῷ, θεοῦ κατὰ μοῖρ'
ἐπέδησεν. (Vers. 297.) Ὅτι
ἡ Λήδα ἐξ Αἰτωλῶν ἦν Πλευρωνία, παῖς μὲν Θεστίου, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ
προεδηλώθη, Τυνδαρέου δὲ
κατὰ τὸν ποιητὴν παράκοιτις τοῦ ἐκ Λακεδαίμονος, ἣ δὴ ὑπὸ Τυνδαρέῳ
κρατερόφρονε γείνατο παῖδε,
Κάστορά θ' ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα. τοὺς ἄμφω ζωοὺς
κατέχει φυσίζοος αἶα, οἳ καὶ
νέρθεν γῆς τιμὴν παρὰ Ζηνὸς ἔχοντες, (Vers. 302.) ἄλλοτε μὲν ζώουσ'
ἑτερήμεροι, ἄλλοτε τεθνᾶσι.
τιμὴν δὲ λελόγχασιν ἶσα θεοῖσι. τούτων δὲ κατὰ τοὺς νεωτέρους
Πολυδεύκης μὲν θείου αἵματος λέγεται
εἶναι, Κάστωρ δὲ θνητοῦ, τοῦ Τυνδάρεω γάρ. ὃν Ὅμηρος μὲν κοινῶς
κλίνει καθὰ δηλοῖ τὸ, Τυνδαρέου
παράκοιτιν ὡς Πανδαρέου, καὶ τὸ, ὑπὸ Τυνδαρέω παροξυτόνως λεχθέν.
οἱ μέντοι μεθ' Ὅμηρον Ἀττικοὶ
Τυνδάρεων προπαροξυτόνως φασὶν, ὡς Μενέλεων. οὕτω δὲ καὶ τὸν
Πηνέλεων Ἀττικοὶ μὲν διὰ μακρᾶς
ληγούσης προάγουσι καὶ προπαροξυτονοῦσι κατὰ πᾶσαν τὴν κλίσιν. ὁ δὲ
ποιητὴς κοινότερον προφέρει,
ὡς δηλοῖ καὶ τὸ, Πηνελέοιο ἄνακτος. (Vers. 299.) Ἰστέον δὲ ὅτι
θρυλοῦνται οἱ ῥηθέντες Διόσκουροι
ἐπὶ φιλαδελφίᾳ, καθὰ καὶ οἱ Ἀκτορίωνες, περὶ ὧν ἐν τῇ Ἰλιάδι ἐγράφη, οἳ
καὶ Διόσκοροι δίχα τοῦ υ
λέγονται, ἀδελφοὶ (Vers. 302.) ὄντες Ἑλένης, ἐφ' ὧν τὸ ἑτερήμεροι
ζώουσιν, ἀντὶ τοῦ παρημέραν,
ὡς μιᾷ μὲν τεθνάναι ἀμφοτέρους, τῇ ἑτέρᾳ δὲ ζῆν. ἡμισεύθη γὰρ τῷ
Πολυδεύκει τὸ τῆς ἀθανασίας
495
γεγαῶτας ἐν ᾠέῳ ἀργυρέῳ καθὰ καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ἰλιάδα ἐγράφη. ἡ δὲ
λυρικὴ Σαπφὼ καὶ αὐτὴ στοι-
χοῦσα τῷ εἰρημένῳ περὶ τῶν Διοσκούρων μύθῳ, ἀλλ' αὐτὴ οὔτε ᾠὸν
δυσυλλάβως οὔτε ὤεον διὰ τοῦ ε
τρισυλλάβως γράφει, ἀλλὰ στίξασα καὶ οὕτως ἐκφωνήσασα τὸ ι
προσγέγραπται ἐν τῷ ᾠὸν, τρισυλλάβως
προφέρει ἐν τῷ, φασὶ δή ποτε Λήδαν ὤϊον εὑρεῖν. καὶ ἀλλαχοῦ, ὠΐου
πολὺ λευκότερον. καὶ οὕτω μὲν
ἡ Σαπφώ. Ἐπίχαρμος δέ φασι καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ ε λέγει ὤεον ὁμοίως τῷ
Ἰβύκῳ, ἐν τῷ, ὤεα χανός.
καὶ Σιμωνίδης ἐν τῷ, οἷόν τε χηνὸς ὤεον Μαιανδρίου. Ἀθήναιος δὲ ὁ
ταῦτα παραδοὺς καὶ ᾠάριον οἶδε
διὰ τεσσάρων, ἤγουν τετρασυλλάβως. ὡς καὶ σταμνάριον τὸ σταμνίον, ἐξ
οὗ καὶ Ζεὺς παρὰ τῷ κωμικῷ
Στάμνιος, παίζοντι τὰ συνήθη, ἔνθα σταμνίου Διὸς υἱὸν λέγει τὸν
Διόνυσον. καὶ ταῦτα μὲν τοιαῦτα.
(Vers. 297.) ἡ δὲ Λήδα ἴσως ἂν ἀπὸ τοῦ λῄδιον γίνοιτο. ἔστι δὲ λῄδιον
Ἀττικῶς, λειόν τι περιβόλαιον
(Vers. 297.) ἡ δὲ Λήδα ἴσως ἂν ἀπὸ τοῦ λῄδιον γίνοιτο. ἔστι δὲ λῄδιον
Ἀττικῶς, λειόν τι περιβόλαιον
οἰκεῖον τοῖς τρυφῶσιν. εἰ δὲ τοῦθ' οὕτως ἔχει, ἔστιν ἀπορῆσαι πῶς μὴ καὶ
ἡ Λήδα προσγεγραμμένον
ἔχει τὸ ι ἐν τῇ παραληγούσῃ κατὰ τὸ λῄδιον. ὃ διαλυθὲν ἐκ τοῦ λεῖον,
εἶτα τρέψαν τὸ προπαραλῆγον
ε εἰς η καὶ γενόμενον ὑποκοριστικῶς ἐν τετρασυλλαβίᾳ ληΐδιον,
συνῃρέθη τῇ προσγραφῇ τοῦ ι εἰς
λῄδιον. περὶ οὗ φησὶν Ἀθήναιος, ὅτι περιᾴδονται τὰ Κορίνθια λῄδια. τό
δέ γε παρὰ Ἡροδότῳ λήδα-
νον ἀπέοικε τῶν τοιούτων βάρβαρον ὂν, ὡς αὐτὸς ἐκεῖνος ἐπισημαίνεται.
(Vers. 299.) Περὶ δὲ Διος-
κούρων διείληπται μὲν καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ἰλιάδα, ῥητέον δὲ καὶ νῦν ὅτι
κατ' ἐξαίρετον αὐτοὶ ἔχουσι
τὸ ὑφὲν λέγεσθαι συγκειμένως. ἄλλως μέντοι ἐν παραθέσει πολλοὶ
ἐλέγοντο τοῦ Διὸς κοῦροι, καθότι
καὶ Ἑλένη κούρη Διός. ἔτι δὲ καὶ Ἀφροδίτη. ἱστορία δὲ, ἡ λέγουσα ὅτι
Ξενοφῶν ὁ γλυκὺς ἐκεῖνος Ἀτ-
τικὸς μέλισσα ἐπωνομάζετο, παραδίδωσι καὶ ὅτι οἱ ἐξ ἐκείνου καὶ
498
τὸ μέγα καὶ τέλειον. ὁ δὲ Πολέμων (p. 140 Pr.) τὸ ἐκ τοῦ Διῒ
διὰ τοῦ ινης εἰς ου ἔχει τὴν γενικήν· Λεπτίνης Αἰσχίνης. οὕτως οὖν
καὶ τὸ Ἀΐδης Ἀΐδου, παρὰ τὸ ἰδεῖν, ὅτι οὐδὲν ἂν αὐτίκα ἴδοις.
{Ἰωάννου Λυδοῦ} Διόνυσος· θεός· παρὰ τὸ τὰς δύο νύσους τῶν κέντρων
τοῦ ι.
Διόσκουροι: Οἱ τοῦ Διὸς ἐπιμελούμενοι· τὸ γὰρ
ἐπιμελεῖσθαι κορεῖν λέγουσιν. Ἢ ὅτι τοῦ Διὸς
κοῦροι, ὅ ἐστι νέοι.
Διόσκορος: Οἱ μὲν παραθέσει λέγουσιν, ὅτι
ἡ Διὸς γενικὴ ἐν τῇ συνθέσει ἀποβάλλει τὸ σ· εἰ
οὖν τὸ Διόσκορος ἐφύλαξε τὸ σ, δηλονότι ἐν παρα-
θέσει ἐστί. Δεῖ σημειώσασθαι τὸ διόσθυος παρὰ
Καλλιμάχῳ· ἐν συνθέσει γὰρ ὢν ἐφύλαξε τὸ σ.
Ἔστι δὲ ὄνομα μηνός. Οἱ δὲ ἐν συνθέσει λέγουσιν,
ὅτι ἀπὸ δύο λέξεων ἐν συνθέσει οὐσῶν γίνονται παρα-
γωγαί· οἷον Ἱεράπολις, Ἱεραπολίτης· Νεάπολις,
τὴν πόλιν τῆς Ἀθηνᾶς· καὶ ἀποτυχὼν ἀπέκτεινεν αὐτόν, καὶ διὰ τοῦτο
μορίαι ἐκλήθησαν. φασὶν ἐρίζοντα Ποσειδῶνα μετὰ τῆς Ἀθηνᾶς ἐπὶ τῇ
τῆς ἐλαίας εὑρέσει καὶ ἐπιδείξει καὶ ἡττηθέντα πέμψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ
⌈Ἁλιρρόθιον l ταύτην ἐκτεμεῖν. ὁ δὲ ἀνατείνας τὸν πέλεκυν καὶ ταύτης
ἀποτυχὼν τὸν ⌈ἴδιον
l πόδα ⌈ἀπέτεμε, [αὐτοῦ ἔτεμε,] καὶ ἀπὸ τότε μωρία ἡ ἐλαία ἐκλήθη.
ὑποθρέξεις] ὑποδράμοις Lbb(Harl.5 ἀποθρέξῃ], sed ἀ- ex ὑ- et
-ῃ ex -εις), διάξεις l.
στεφανωσάμενος] στεφανωθείς lh, ἑαυτόν Chalc.
τὸ θέμα μέλας. διὰ τὸ ἀπέριττον καὶ ἀπερίεργον· διὸ καὶ οἱ Διό-
σκουροι καλάμῳ ἐστεφανοῦντο.
λευκῷ] περικαλλεῖ καὶ ὡραίῳ ChisReg.
σώφρονος] κοσμίου l.
ἡλικιώτου] συμπαίστορος Chis, τῆς αὐτῆς ὄντος ἡλικίας Reg,
συνηλικιώτου Cant.2, μειρακίου Lb, ὁμήλικός σοι Va, ὁμοδιαίτου Chalc.
σμίλακος] εἶδός ἐστι βοτάνης Lbb (cf. sch.vet. 1007a) εὐώδους b.
ὄζων] μυρίζων Cant.2, ὀδμὴν Cr(mrg.) ὀσμὴν lb ἀποπέμπων
αὐτὸς οὖν ὁ Ἴδας τὴν ἰδίαν μερίδα κατέφαγε καὶ τὴν τοῦ
ἀδελφοῦ καὶ τοὺς βόας ἤλασεν εἰς Μεσήνην. στρατεύσαν-
τες δὲ οἱ Διόσκουροι καὶ τὴν ἀγέλην ἐκείνην τῶν βοῶν
ἤλασαν καὶ ἄλλα πολλὰ κἀκείνους ἐλόχων. Λιγγεὺς δὲ ἰδὼν
Κάστορα ἐμήνυσε τῷ Ἴδᾳ, ὃς καὶ κτείνει αὐτόν. Πολυδεύκης
δὲ διώκων αὐτοὺς τὸν Λιγγέα κτείνει δόρατι, ὑπὸ δὲ τοῦ
Δωρίου μέλους.
BCDEQ νεοσίγαλον τρόπον: νεοποίκιλτον ἐπινοήσαντι
ὑπόθεσιν, τὸ γράψαι εἰς θεοξένια. 7cC
BCDEQ Δωρίῳ φωνάν: τρεῖς ἁρμονίαι, Δωρία, Φρυγία,
Τηλεμάχου
καταλύσαντος τὸν τῶν Ἀκραγαντίνων τύραννον Φάλαριν
παῖς γίνεται Ἐμμενίδης, οὗ Αἰνησίδαμος, οὗ Θήρων καὶ
Ξενοκράτης· Θήρωνος δὲ Θρασυδαῖος, Ξενοκράτους δὲ Θρα-
σύβουλος.
Bgl (πλείσταισι:) πεπληρωμέναις.
BCDEQ ξενίαις ἐποίχονται: ὅτι ἡ γινομένη θυσία τοῖς
Διοσκούροις ξενισμὸς λέγεται.
ταῖς γινομέναις [οὖν]
θυσίαις τοῖς Διοσκούροις ὑπ' αὐτῶν ὡς εὐσεβῶν ὄντων.
ἀγαθῇ [οὖν] γνώμῃ καὶ συνειδήσει οἱ Ἐμμενίδαι τὰς
θυσίας ἀεὶ πληροῦσιν. ABgl ἐποίχονται: ἀντὶ τοῦ περιέπουσι, τιμῶσιν.
οἱ Ἐμμενίδαι.
εἰ μὴ εὐρύθμως γέγραπται.
BEFGQ τὸ Καστόρειον: τὸν ἐπίνικον ἐπὶ μισθῷ συν-
τάξας ὁ Πίνδαρος ἐκ περιττοῦ συνέπεμψεν αὐτῷ προῖκα
ὑπόρχημα, οὗ ἡ ἀρχή (fr. 105)·
Σύνες ὅ τοι λέγω ζαθέων ἱερῶν ἐπώνυμε,
ὃ δὴ Καστόρειον εἶπε διὰ τὸ τὴν ἔνοπλον ὄρχησιν κατ' ἐνίους
τοὺς Διοσκούρους εὑρεῖν· ὀρχηστικοὶ γάρ τινες οἱ Διόσκουροι.
ὁ δὲ Ἐπίχαρμος (fr. 75) τὴν Ἀθηνᾶν φησι τοῖς Διοσκούροις τὸν
ἐνόπλιον νόμον ἐπαυλῆσαι, ἐξ ἐκείνου δὲ τοὺς Λάκωνας μετ'
BDEFGQ αὐλοῦ τοῖς πολεμίοις προσιέναι. τινὲς δὲ ῥυθμόν τινά φασι
τὸ Καστόρειον, χρῆσθαι δὲ αὐτῷ τοὺς Λάκωνας ἐν ταῖς πρὸς
τοὺς πολεμίους συμβολαῖς. διέλκεται δὲ ἡ τῆς πυρρίχης ὄρ-
χησις, πρὸς ἣν τὰ ὑπορχήματα ἐγράφησαν. ἔνιοι μὲν οὖν
φασι τὴν ἔνοπλον ὄρχησιν πρῶτον Κούρητας εὑρηκέναι καὶ
ὑπορχήσασθαι, αὖθις δὲ Πύρριχον Κρῆτα συντάξασθαι,
Θαλήταν δὲ πρῶτον τὰ εἰς αὐτὴν ὑπορχήματα· Σωσίβιος δὲ,
τὰ ὑπορχηματικὰ πάντα μέλη Κρηταϊκὰ λέγεσθαι.
ὄρος ὑψηλὸν ἀκούσωμεν· οὐδὲ γὰρ νῦν τοῖς κατὰ τὴν Ἀρ-
καδίαν τελουμένοις ἡ κατὰ Τροίαν συντελεῖ.
ὁ δὲ νοῦς
οὕτως· ὁ δὲ Ζεὺς πυρφόρον καὶ τεφρώδη κεραυνὸν προσέρ-
ρηξεν ἀμφοτέροις, ὁμοῦ δὲ ἐκαίοντο ἐρημωθέντες. χαλεπὴ δὲ
καὶ δεινοτάτη ἡ ἔρις τοὺς ἀνθρώποις ἡ κατὰ τῶν κρειττόνων.
ἡ γὰρ πρὸς τοὺς κρείττονας, φησίν, ἔρις χαλεπή ἐστιν,
ὥστε ὁμιλεῖν αὐτοῖς καὶ προσφέρεσθαι. ἀποδιοπομπεῖσθαι δεῖ
οὖν τὴν ἔριν τὴν πρὸς τοὺς κρείττονας· ἡ μὲν γὰρ πρὸς
τοὺς ἴσους ὁμιλία εὐκτή, ἡ δὲ πρὸς τοὺς κρείττονας χαλεπή·
544
τὴν πόλιν τοῦ Θήρωνος. – τιμῶν. – διὰ τῶν τοῦ Θήρωνος
ἐγκωμίων. τὸν ἐκ τῆς ἐν Ὀλυμπίᾳ νίκης αὐτῷ καταστάντα.
ἐγείρας, ἀνυψώσας· – διὰ τοῦ ὀρθῶ-σαι ἤγουν ἀνεγεῖραι. – τῶν
ἀκαμάντους καὶ ταχεῖς πόδας ἐχόν-
των.
ἀπάνθισμα, καρπόν· τῆς γὰρ αὐτῶν νίκης ὁ ὕμνος
καρπός.
Tr. Ἀναχωρῶν εἰς θεοὺς Ἡρακλῆς τοῖς Διοσκούροις
τὸν Ὀλυμπιακὸν ἀγῶνα ἐπέτρεψε τελεῖν. οὗτοι δὲ πρὸς τούτῳ
καὶ ἑτέραν ἑορτὴν ἐξεῦρον, ἣν διὰ τὸ πρὸς πάντας τοὺς θεοὺς
γίνεσθαι Θεοξένια ἐκάλουν, οἱονεὶ ξενίαν καὶ τράπεζαν τῶν
θεῶν. θύοντι οὖν Θήρωνι καὶ ἑορτάζοντι τὰ Θεοξένια ἠγγέλθη,
ὡς ἐν Ὀλυμπίᾳ οἱ αὐτοῦ ἵπποι ἐνίκησαν. διὰ τοῦτο οὖν ὁ ποιη-
τὴς εὔχεται τοῖς Διοσκούροις καὶ τῇ αὐτῶν ἀδελφῇ Ἑλένῃ ὡς
καταστήσασι πρώτοις τὴν τῶν Θεοξενίων ἑορτήν. λέγει οὖν·
γεραίρων καὶ τιμῶν τὴν κλεινὴν Ἀκράγαντα, ὀρθώσας καὶ ἐγεί-
ρας καὶ ἀνυψώσας ὕμνον τοῦ Θήρωνος Ὀλυμπιονίκην καὶ ἐκ τῆς
Ὀλυμπίας αὐτῷ καταστάντα, ἄωτον καὶ ἀπάνθισμα καὶ καρπὸν
κάμῳ Ἑλένῃ.
ἡ ποιητικὴ γνῶσις. – τὸ οὕτω διὰ τὸ ἁρμόσαι
λέγει. – ἐπῆλθε.
ἐν τῷ ἄρει βοηθῶν ἢ ὁ δι' ἀρᾶς τὴν νίκην ποιούμενος. ὅμοια (leg. ὁμοίως)
καὶ ἀ-
ρηίθοος ἢ ἐν τῷ ἄρει θέων. βοηθεῖν γὰρ κυρίως ἐπὶ τοῦ πολέμου λέγεται.
καὶ Ὅμη-
ρος (Β 408)· βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος. φασὶν οἱ παλαιοὶ ὅτι, ὅταν ἡ ναῦς
ἐν τῇ θαλάσσῃ καταποντίζηται, τότε ἐν τῇ κεραίᾳ φαίνεται ὡς φέγγος καὶ
σῴζεται
ἀπ' αὐτοῦ τοῦ φαινομένου ἡ ναῦς καὶ οἱ ἐν αὐτῇ ὄντες ἐν θελήσει θεοῦ.
μυθολογοῦνται δὲ οἱ Ἕλληνες ὅτι οἱ Διόσκουροί εἰσιν. FOm
γενεᾶς: ἀπό. Fsl οἱ καταγόμενοι. OHsl
549
Τὸ ω μετὰ τοῦ ρ.
καὶ Περὶ ἐπιχειρημάτων ἐν βιβλίοις εʹ, Περὶ πειθοῦς βʹ, Περὶ τοῦ
Νείλου, τέχνην ῥητορικήν· καὶ ἕτερα. ζήτει περὶ ἀγαλμάτων Κάστορος
καὶ Πολυδεύκους ἐν τῷ Διόσκουροι.
Καστρεύσαντες· καστρεύσαντες δὲ ἑαυτοὺς περὶ τὸν ἀρχιεπί-
σκοπον διὰ παρακλήσεως πείθειν ἐνόμιζον.
Κάστρον: κατὰ Ῥωμαίους παρεμβολὴ ἀσφαλής.
Κατά: κυρίως ἐξ, ἐπί, ἐκ, ἀπό. ἢ ἀντὶ τοῦ εἶτα. κᾆτα ἐπειδὰν
ὑπεκβάντες ποιήσωνται τὴν ὁρμήν, σοὶ δῆτα μελήσει. κᾆτα ἐσκήψατο
μεθύειν. ἀντὶ τοῦ ὑπεκρίθη.
Κατανδρίζομαι· γενικῇ.
Κατάβα: ἀντὶ τοῦ κατάβηθι. Ἀριστοφάνης Βατράχοις· κατάβα
πανοῦργε. μόνως γὰρ λέγεσθαι ἀξιοῦσί τινες τὸ κατάβηθι. καὶ
Πολύενος: ὁ πολυχρόνιος.
Πολύευκτον: τίμιον, πολυπόθητον.
εἴρηται τοῦτο εἰς τὸν τέταρτον τόπον. ἡρπάγη γὰρ πρὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου
ἡ Ἑλένη ὑπὸ Θησέως, Ἕλληνος σώφρονος καὶ μεγάλου, υἱοῦ Αἰγέως τῷ
φαινομένῳ, τῇ δ' ἀληθείᾳ Ποσειδῶνος, οὔπω μὲν ἀκμάζουσα, εἴδει δὲ
τῶν ἄλλων ἀκμάζουσα. εἰς Ἄφιδναν δὲ πόλιν τῆς Ἀττικῆς ταύτην ἐκό-
μισε παραθέμενος τὴν κόρην Αἴθρᾳ, τῇ Πιτθέως μὲν θυγατρί, μητρὶ δὲ
ἑαυτοῦ· ὅτε καὶ οἱ Διόσκουροι λαφυραγωγοῦσι τὰς Ἀθήνας μὴ τυχόντες
Θησέως, αἰχμαλωτίζουσι δὲ καὶ Αἴθραν τὴν αὐτοῦ μητέρα.
[1397 b 21] Καὶ εἰ μὴ Τυνδαρίδαι, οὐδ' Ἀλέξανδρος. Τυν-
δάρεως καὶ Ἀφαρεὺς καὶ Λεύκιππος ἀδελφοί. ὁ δὲ Λεύκιππος εἶχε θυγα-
τέρας δύο, Φοίβην καὶ Ἱλάειραν, ἃς οἱ Διόσκουροι ἔτι παρθένους οὔσας
ἐξήρπασαν. εἰ γοῦν μὴ οἱ Τυνδαρίδαι πρῶτοι περὶ τὰς ἐξαδέλφας αὐτῶν
ἐμάνησαν, οὐδ' ἂν Ἀλέξανδρος περὶ τὴν αὐτῶν ἀδελφήν. οὕτως ἐν τῷ
γάμμα τὸ λεξικὸν τοῦ Ὁμήρου λέγει, εἰ καὶ ὁ Λυκόφρων ἄλλως λέγει
περί τε τούτων ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν τοῦ Ἀφαρέως υἱῶν, Ἴδου καὶ Λυγκέως.
κοντος ἀύπνου.
ἐπὶ τοῦτο πεμπόμενος Ἰάσων Ἄργον παρεκάλεσε
τὸν Φρίξου, κἀκεῖνος Ἀθηνᾶς ὑποθεμένης πεντηκόν-
τορον ναῦν κατεσκεύασε τὴν προσαγορευθεῖσαν ἀπὸ τοῦ
κατασκευάσαντος Ἀργώ· κατὰ δὲ τὴν πρῷραν ἐνήρμο-
σεν Ἀθηνᾶ φωνῆεν φηγοῦ τῆς Δωδωνίδος ξύλον. ὡς
δὲ ἡ ναῦς κατεσκευάσθη, χρωμένῳ ὁ θεὸς αὐτῷ πλεῖν
ἐπέτρεψε συναθροίσαντι τοὺς ἀρίστους τῆς Ἑλλάδος.
οἱ δὲ συναθροισθέντες εἰσὶν οἵδε· Τῖφυς Ἁγνίου, ὃς
ἐκυβέρνα τὴν ναῦν, Ὀρφεὺς Οἰάγρου, Ζήτης καὶ Κά-
λαϊς Βορέου, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης Διός, Τελαμὼν
καὶ Πηλεὺς Αἰακοῦ, Ἡρακλῆς Διός, Θησεὺς Αἰγέως,
Ἴδας καὶ Λυγκεὺς Ἀφαρέως, Ἀμφιάραος Ὀικλέους,
Καινεὺς Κορώνου, Παλαίμων Ἡφαίστου ἢ Αἰτωλοῦ,
Κηφεὺς Ἀλεοῦ, Λαέρτης Ἀρκεισίου, Αὐτόλυκος Ἑρ-
μοῦ, Ἀταλάντη Σχοινέως, Μενοίτιος Ἄκτορος, Ἄκτωρ
Ἱππάσου, Ἄδμητος Φέρητος, Ἄκαστος Πελίου, Εὔρυ-
τος Ἑρμοῦ, Μελέαγρος Οἰνέως, Ἀγκαῖος Λυκούργου,
Εὔφημος Ποσειδῶνος, Ποίας Θαυμάκου, Βούτης Τε-
λέοντος, Φᾶνος καὶ Στάφυλος Διονύσου, Ἐργῖνος Πο-
σειδῶνος, Περικλύμενος Νηλέως, Αὐγέας Ἡλίου,
ταὐτόν ἐστι κατά τινα τῶν προειρημένων. ἢ ἄλλος τις οὗτος ταὐτοῦ
τρόπος
παρὰ τοὺς εἰρημένους τρεῖς. ἀριθμῷ μὲν γὰρ οὐκ ἔστι ταὐτά· κεχώρισται
γὰρ ἀπ' ἀλλήλων. ἀλλ' οὐδὲ εἴδει πάλιν ἁπλῶς δόξαιεν ἂν εἶναι ταὐτά·
εἴδει γὰρ ταὐτὸν καὶ τὸ ἀπὸ διαφόρων κρηνῶν καὶ τὸ ἀπὸ ποταμοῦ καὶ
πηγῆς καὶ λίμνης· καθόλου γὰρ πᾶν ὕδωρ παντὶ ὕδατι ὁμοειδές, καὶ μά-
λιστα, εἰ ἔτι τῆς αὐτῆς ποιότητος εἴη, οἷον γλυκὺ γλυκεῖ. τὸ δὲ ἀπὸ τῆς
αὐτῆς κρήνης πλεῖόν τι δοκεῖ ἔχειν τῆς κατὰ τὸ εἶδος ὁμοιότητος καὶ
εἶναι
μεταξὺ τοῦ τε ἀριθμῷ ταὐτοῦ καὶ τοῦ τῷ εἴδει. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὰ
οὕτως ταὐτὰ τῷ εἴδει ταὐτά φησιν εἶναι· οὐδὲν γὰρ ἄλλο αὐτοῖς ὑπάρχει
ἢ ἡ κατὰ τὸ εἶδος ταὐτότης ἐπιτεταμένη τε καὶ σφοδροτέρα. ὡς ἔχει καὶ
ἐπὶ τῶν διδύμων· καὶ γὰρ Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης οἱ αὐτοὶ τῷ εἴδει·
παρηλλαγμένη γὰρ ἡ τούτων κατὰ τὸ εἶδος τῆς τῶν ἄλλων ὁμοιότητος
ἀνθρώπων πρὸς ἀλλήλους, οὐ μὴν ἡ τῆς ὁμοιότητος ἐπίτασις ἓν αὐτοὺς
ἐποίησε κατ' ἀριθμόν. τὸ δὲ διὰ τὸ ἔχειν τινὰ ὁμοιότητα ἐπὶ τοῦ
ὕδατος εἶπεν ἀντὶ τοῦ ‘διὰ τὸ τὸν αὐτὸν εἶναι λόγον τὸν καθ' ὃ ὕδωρ’·
τοιαῦτα γὰρ τὰ ὁμοειδῆ. p. 103a23
Constantinus VII Porphyrogenitus Imperator Hist., De virtutibus et
vitiis Volume 1, page 210, line 10
16. (5, 79, 1). Ὅτι τὸν Ῥαδάμανθύν φασι τὰς κρίσεις πάν-
των δικαιοτάτας πεποιῆσθαι καὶ τοῖς λησταῖς καὶ ἀσεβέσι καὶ
τοῖς ἄλλοις κακούργοις ἀπαραίτητον ἐνηνοχέναι τιμωρίαν. κα-
τακτήσασθαι δὲ καὶ χώραν πολλήν, πάντων ἑκουσίως παραδιδόν-
των ἑαυτοὺς διὰ τὴν δικαιοσύνην.
17. (5, 79, 2). Ὅτι διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς περὶ αὐτὸν δικαιο-
σύνης μεμυθολογῆσθαι δικαστὴν αὐτὸν ἀποδεδεῖχθαι καθ' Ἅιδου
καὶ διακρίνειν τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς πονηρούς. τετευχέναι δὲ
τῆς αὐτῆς τιμῆς καὶ τὸν Μίνω, βεβασιλευκότα νομιμώτατα δικαιο-
560
σύνης πεφροντικότα.
18. (6, 6, 1). Ὅτι παραδέδονται Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης, οἱ
καὶ Διόσκουροι, πολὺ τῶν ἄλλων ἀρετῇ διενεγκεῖν καὶ συστρατεῦ-
σαι τοῖς Ἀργοναύταις ἐπιφανέστατα· πολλοῖς δὲ δεομένοις ἐπι-
κουρίας βεβοηθηκέναι. καθόλου δὲ ἐπ' ἀνδρείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ,
πρὸς δὲ τούτοις στρατηγίᾳ καὶ εὐσεβείᾳ παρὰ πᾶσι σχεδὸν ἀν-
θρώποις ἔσχον δόξαν, ἐπιφανεῖς βοηθοὶ τοῖς παρὰ λόγον κιν-
δυνεύουσι γινόμενοι. διὰ δὲ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀρετῆς Διὸς
υἱοὺς νενομίσθαι καὶ ἐξ ἀνθρώπων μεταστάντας τιμῶν τυχεῖν
ἀθανάτων.
19. (6, 6, 2). Ὅτι Ἐπωπεὺς βασιλεὺς Σικυῶνος τοὺς θεοὺς εἰς
μάχην προκαλούμενος τὰ τεμένη καὶ τοὺς βωμοὺς αὐτῶν
ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΣ
Τὸ δὲ ἅμα τριχῶς λέγεται· ἢ γὰρ χρόνῳ ἐστὶν ἅμα, ὡς Κάστωρ καὶ
Πολυδεύκης εἰ τύχοι, ἢ ὡς τὰ ἀντιστρέφοντα, ἐν οἷς οὐκ ἔστι τὸ αἴτιον
καὶ τὸ αἰτιατόν, ἀντιστρέφοντα μόνως κατὰ τὴν τοῦ εἶναι ἀκολούθησιν,
μηδαμῶς δὲ θάτερον θατέρου ἐστὶν αἴτιον πρὸς τὸ εἶναι, ὡς ἔχει ἐπὶ
διπλασίου καὶ ἡμίσεως· διπλασίου γὰρ ὄντος ἔσται καὶ ἥμισυ, καὶ
ἡμίσεως
ὄντος ἔσται διπλάσιον, οὐδέτερον δὲ οὐδετέρου αἴτιόν ἐστι τοῦ εἶναι. ἢ
ὡς τὰ
ὁμοειδῆ, ὡς ἄνθρωπος . ἀλλὰ ἀποροῦσί τινες λέγοντες ὅτι εἰ τὸ ἅμα
μέσον ἐστὶν προτέρου καὶ ὑστέρου, ὁσαχῶς δὲ τὰ ἄκρα, τοσαυταχῶς καὶ
τὸ μέσον, διὰ τί τὸ μὲν πενταχῶς λέγεται, τὸ πρότερον δηλονότι, τὸ δὲ
τριχῶς, τοῦτ' ἔστι τὸ ἅμα. πρὸς τούτους φαμὲν ὅτι πᾶσι τοῖς σημαινο-
μένοις τοῦ προτέρου τὰ σημαινόμενα τοῦ ἅμα ἀντίκειται· τὸ μὲν γὰρ
χρόνῳ
τοῦ ἅμα ἀντίκειται τῷ χρόνῳ τοῦ προτέρου, τὸ δὲ ὡς ἀντιστρέφοντα
λέγεσθαι,
ΦΙΛΑΔΕΛΦΟΙ.
Τὸ ω μετὰ τοῦ ρ.
Λείψανον: τὸ κατάλειμμα.
Λειψυδρία: ἡ λεῖψις τοῦ ὕδατος.
Λήβω: τὸ λαμβάνω. ὅτι τὸ λήβω ἐπὶ μὲν τῶν ἐνεργητικῶν αἰτιατικῇ
συντάσσεται, ἐπὶ δὲ παθητικῶν γενικῇ.
Ληγατάριος: εἶδος ἄρχοντος παρὰ Ῥωμαίοις. καὶ Ληγάτον,
τὸ ἐν διαθήκαις λιμπανόμενον παρὰ Ῥωμαίοις. καὶ Ἐληγάτευσεν,
ἀπένειμε.
Λῆγε· γενικῆ. παύου.
Λῃδάριον: θέριστρον. ἄλλως· εὐτελὲς ἱμάτιον θερινόν. Ἀρι-
στοφάνης· καὶ λῃδάριόν τι πρίασθαι.
Λήδας υἱέε: Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης.
Λήδη: ὄνομα κύριον.
Λῄδιον: τὸ τριβώνιον.
Λήθαργος: ἐπιλήσμων.
Λήθαργος κύων: ὁ προσσαίνων μέν, λάθρα δὲ δάκνων. καὶ
τῶν ἵππων οἱ μὲν ἀμελεῖς καὶ ἀβλεμεῖς καὶ νωθροὶ λήθαργοι καλοῦνται.
ἔστι δὲ καὶ πάθος τι σὺν πυρετῷ.
γενέσθαι καὶ πᾶσι τυράννοις καὶ τοῖς ἐπὶ μέγα πλούτου προήκουσι.
καὶ αὖθις Αἰλιανός· τιμησαίμην τὸν βίον πάντα τριημέρου, εἰ μὴ
ἔχοιμι τοὺς ἐμοὺς κηδεμόνας. ἀντὶ τοῦ ἀλλάξοιμι.
Τιμήσεως: εὐθύνης, ζημίας. ἡ Ῥώμη ἑαυτὴν ἐπιδέδωκεν εἰς
πολυανθρωπίαν, ὡς ἐκ τῆς ἔγγιστα τιμήσεως ἐφάνη, ἐν ᾗ Ῥωμαίων
τῶν ἐν ἥβῃ δέκα τέσσαρες μυριάδες ἠριθμήθησαν τριῶν ἀποδέουσαι
χιλιάδων.
Τιμησίθεος, τραγικός. δράματα αὐτοῦ Δαναΐδες βʹ, Ἕκτορος
λύτρα, Ἡρακλῆς, Ἰξίων, Καπανεύς, Μέμνων βʹ, Μνηστῆρες, Ζηνὸς
γοναί, Ἑλένης ἀπαίτησις, Ὀρέστης, Πυλάδης, Κάστωρ καὶ
Πολυδεύκης.
καὶ
πινακίδιον ἠκολούθει, κατεγέλων οἱ Μακεδόνες, μετὰ τῶν ἄλλων καλῶν
τὸν Εὐμενῆ καὶ τῆς κατὰ τὸν γάμον οἰκειότητος ὑπὸ τοῦ βασιλέως
εἰδότες
ἀξιωθέντα. Βαρσίνην γὰρ τὴν Ἀρταβάζου πρώτην ἐν Ἀσίᾳ γνοὺς ὁ Ἀλέξ-
ανδρος, ἐξ ἧς υἱὸν ἔσχεν Ἡρακλέα, τῶν ταύτης ἀδελφῶν Πτολεμαίῳ μὲν
Ἀπάμαν, Εὐμενεῖ δ' Ἄρτωνιν ἐξέδωκεν, ὅτε καὶ τὰς ἄλλας Περσίδας διέ-
νειμε καὶ συνῴκισε τοῖς ἑταίροις.
Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ προσέκρουσε πολλάκις Ἀλεξάνδρῳ καὶ παρεκινδύ-
νευσε δι' Ἡφαιστίωνα. πρῶτον μὲν γὰρ Εὐΐῳ τῷ αὐλητῇ τοῦ Ἡφαιστίω...
ταχὺ μέντοι μεταπεσὼν αὖθις εἶχε τὸν Εὐμενῆ δι' ὀργῆς, ὡς ὕβρει μᾶλλον
ἐκπέμπων μετὰ νεῶν ἐπὶ τὴν ἔξω θάλασσαν, ᾔτει χρήματα τοὺς φίλους·
οὐ γὰρ ἦν ἐν τῷ βασιλείῳ. τοῦ δ' Εὐμενοῦς αἰτηθέντος μὲν τριακόσια τά-
λαντα, δόντος δ' ἑκατὸν μόνα, καὶ ταῦτα γλίσχρως καὶ μόλις αὐτῷ συνει-
λέχθαι διὰ τῶν ἐπιτρόπων φάσκοντος, οὐδὲν ἐγκαλέσας οὐδὲ δεξάμενος,
ἐκέλευσε τοὺς παῖδας κρύφα τῇ σκηνῇ τοῦ Εὐμενοῦς πῦρ ἐνεῖναι, βουλό-
μενος ἐκκομιζομένων τῶν χρημάτων λαβεῖν ἐπ' αὐτοφώρῳ ψευδόμενον.
Diodorus Siculus Hist., Bibliotheca historica (lib. 1-20) Book 17, chapter
47, section 1, line 4
τὰ τῆς
προσκυνήσεως. τὸν δὲ πρῶτον ἐκπιόντα τὴν φιάλην προσκυνῆσαί τε
ἀναστάντα καὶ
φιληθῆναι πρὸς αὐτοῦ, καὶ τοῦτο ἐφεξῆς διὰ πάντων χωρῆσαι. (4) ὡς δὲ
ἐς
Καλλισθένην ἧκεν ἡ πρόποσις, ἀναστῆναι μὲν Καλλισθένην καὶ ἐκπιεῖν
τὴν φιάλην
καὶ προσελθόντα ἐθέλειν φιλῆσαι οὐ προσκυνήσαντα. τὸν δὲ τυχεῖν μὲν
τότε δια-
λεγόμενον Ἡφαιστίωνι· οὔκουν προσέχειν τὸν νοῦν, εἰ καὶ τὰ τῆς
προσκυνήσεως
ἐπιτελῆ τῶι Καλλισθένει ἐγένετο. (5) ἀλλὰ Δημήτριον γὰρ τὸν
Πυθώνακτος, ἕνα
τῶν ἑταίρων, ὡς προσήιει αὐτῶι ὁ Καλλισθένης φιλήσων, φάναι ὅτι οὐ
προσκυνήσας
πρόσεισιν. καὶ τὸν Ἀλέξανδρον οὐ παρασχεῖν φιλῆσαι ἑαυτόν, τὸν δὲ
Καλλισθένην
’φιλήματι’ φάναι, ‘ἔλαττον ἔχων ἄπειμι’.
(6) καὶ τούτων ἐγὼ ὅσα ἐς ὕβριν τε τὴν Ἀλεξάνδρου τὴν ἐν τῶι
παραυτίκα
καὶ ἐς σκαιότητα τὴν Καλλισθένους φέροντα οὐδὲν οὐδαμῆι ἐπαινῶ .....
(7) οὔκουν
ἀπεικότως δι' ἀπεχθείας γενέσθαι Ἀλεξάνδρωι Καλλισθένην τίθεμαι ἐπὶ
τῆι ἀκαί-
ρωι τε παρρησίαι καὶ ὑπερόγκωι ἀβελτερίαι· ἐφ' ὅτωι τεκμαίρομαι μὴ
χαλεπῶς
πιστευθῆναι τοὺς κατειπόντας Καλλισθένους ὅτι μετέσχε τῆς ἐπιβουλῆς
τῆς γενομένης
Ἀλεξάνδρωι ἐκ τῶν παίδων, τοὺς δὲ ὅτι καὶ ἐπῆρεν αὐτοὺς ἐς τὸ
ἐπιβουλεῦσαι.
ἑκὼν ἀπώλεσεν.”
ἀπαγομένου δέ τινος μοιχοῦ ἀναιρεθῆναι προσπίπτει Ἀλε-
ξάνδρῳ. ὁ δὲ λέγει αὐτῷ· “σὺ τί;” ὁ δέ· “τῷ ὀβολῷ πολεμοῦ-
μαι.” ὁ δὲ Ἀλέξανδρος· “τὸ [ἐωνο]πωλούμενον [θάνατον] ἠγόρασες.”
Σαρδώ, τῷ μὲν μεγέθει παραπλήσιος τῇ Σι-
κελίᾳ, κατοικουμένη δ' ὑπὸ βαρβάρων τῶν ὀνομα-
ζομένων Ἰολαείων, οὓς νομίζουσιν ἀπογόνους εἶναι
τῶν μετὰ Ἰολάου καὶ τῶν Θεσπιαδῶν κατοικησάν-
των. κατὰ γὰρ τοὺς χρόνους ἐν οἷς Ἡρακλῆς τοὺς
579
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ
Etymologicum Magnum, 304, 481, 482, 136, 137, 138, 139, 140, 141, 142, 143,
483 185, 186, 221, 222, 223, 224, 348
Friendship, 8, 14 Αριστοφάνης, 40
Αθηναίος Δειπνοσοφιστές, 199, 200, 388, Αρποκρατίων, 150, 187, 249
389 ἀσάλευτον τὴν φιλίαν φυλάξομεν, 310
Αίλιος Αριστείδης, 382, 404, 405, 406, Ἀχιλλεὺς, 314, 315, 316, 319, 324, 327,
407 329, 330, 331, 332, 339, 341, 347, 366,
Αίλιος Ηρωδιανός, 224, 399, 400, 401, 368, 425, 448, 460, 463, 478
402 Βέττιος Βάλενς. Ανθολόγιον, 160, 161,
Αισχύλος., 19, 20 162, 163, 164, 165, 166, 167, 168, 169,
Ἀλέξανδρος, 32, 151, 208, 228, 285, 287, 170
340, 384, 401, 416, 453, 505, 506, 533, Βίος Αισώπου, 146
545, 547, 548, 549, 550, 551, 552, 554 γίγνονται φιλίας ἄξιοι, 195
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΗΦΑΙΣΤΙΩΝΑΣ, Γρηγόριος Νύσσης, 181, 182
5 Δάμων, 5, 6, 7, 332, 339, 347, 366
Απολλόδωρος Βιβλιοθήκη, 149, 150, 419, Δάμωνα, 5, 7, 332, 333, 334, 335, 336,
420, 421, 535 337
Αριστοτέλη, 11, 14 Δάμωνας, 5, 6, 7, 11
Αριστοτέλης, 11, 12, 13, 14, 15, 81, 82, 83, Δημοσθένης, 80, 150, 151, 187, 249, 306,
84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 311, 312, 528
95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, Διογένης Λαέρτιος, 191, 313, 384
104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, Διόδωρος Σικελός, 205, 342, 343, 348,
112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 381
120, 121, 122, 123, 124, 125, 126, 127, Διονύσιος Αλικαρνασσέας, 209, 210,
128, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 211, 212, 213, 214, 215, 216, 217, 218,
219, 220, 221
580
Διόσκουροι, 384, 394, 395, 396, 397, 399, Ἡφαιστίωνος, 545, 546, 548, 549, 550,
400, 402, 404, 405, 409, 412, 414, 415, 552
416, 417, 418, 419, 420, 425, 426, 427, Θησέας, 4, 10
428, 430, 431, 432, 433, 434, 437, 438, Θησεὺς, 277, 332, 338, 339, 341, 342,
439, 440, 441, 442, 443, 444, 447, 448, 343, 344, 346, 347, 366, 387, 410, 414,
449, 450, 452, 453, 454, 456, 457, 458, 424, 442, 487, 494, 498, 532, 533, 535,
459, 460, 461, 462, 463,464, 465, 466, 536, 537
468, 471, 472, 474, 475, 476, 477, 479, Θησεὺς τῷ Πειρίθῳ, 340
480, 481, 482, 485, 486, 487, 489, 490, Θουκυδίδης, 15, 20, 21, 22, 23, 24, 25,
491, 492, 493, 494, 495, 496, 498, 499, 26, 27, 28, 183, 189, 190, 225, 307, 340,
500, 501, 503, 505, 506, 507, 508, 509, 432, 435, 453
512, 513, 514, 515, 517, 518, 519, 520, Ιάμβλιχος, 253, 335, 336
522, 526, 527, 528, 529, 530, 531, 532, Ιόλαος, 4, 555
533, 537, 541, 542, 543 Ἱππόδαμος ὁ Πυθαγόρειος, 304
Διοσκούροιν, 386, 392, 395, 397, 398, Ισοκράτης, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39,
408, 423, 424, 446, 454, 467 184, 200, 201, 533
Διοσκούροις, 387, 389, 390, 391, 396, Ιωάννης Χρυσόστομος, 189, 275, 276
400, 401, 405, 406, 407, 409, 410, 411, Κάστορος, 420, 425, 442, 484, 501, 519,
413, 418, 421, 422, 427, 428, 429, 436, 520, 525, 529, 530, 531, 541
445, 446, 447, 449, 451, 452, 453, 455, Κάστωρ, 366, 384, 420, 423, 427, 428,
464, 465, 469, 470, 475, 476, 477, 479, 449, 472, 495, 498, 500, 501, 520, 527,
484, 486, 487, 488, 495, 504, 505, 506, 528, 529, 533, 534, 535, 536, 537, 538,
510, 511, 512, 513, 514, 515,516, 517, 539, 540, 541, 542, 543, 544
518, 519, 521, 522, 523, 524, 525, 530 Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης, 366, 449, 500,
Δίων Κάσσιος, 226 501, 528, 534, 535, 536, 537, 539, 541,
Επαμεινώνδας, 11, 377 542, 543, 544
Ευρυπίδης, 28, 29, 30, 31 Κλαύδιος Πτολεμαίος, 170, 171, 172, 173,
Ευσέβιος. Σχόλια στους Ψαλμούς, 182, 174
183 κοινωνῆσαι φιλίας, 248, 268
Ευστάθιος Ομήρου Ιλιάδα, 455, 456, Κωνσταντίνος 7ος πορφυρογέννητος,
457, 458, 459, 460, 461, 462, 463, 464, 278, 279, 280, 281, 359, 360, 361
465, 466 Λεξικόν Δημητράκου, 8
Ευστάθιος Ομήρου Οδύσσεια, 467, 468, Λουκιανός, 206, 207, 327, 395, 396
469, 470, 471, 473, 475, 476 Λυσίας, 79, 80, 249, 313
Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Μάξιμος. Διαλέξεις., 151, 152, 153, 154,
Ιλιάδα, 300, 301, 318, 319, 320, 321, 155, 156, 157, 158, 159
322, 323, 324, 325, 326, 327, 328, 329, μεταβάλλειν τὰς φιλίας, 310
330, 367 Ξενοφών, 15, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46,
Ζώσιμος ιστορικός, 302, 303 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57,
Ηθικά Νικομάχεια, 104, 105, 106, 107, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 184, 185, 202,
108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 115, 203, 340, 392, 393
116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123, Ορέστης, 11, 347
124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, 131, Ὀρέστης, 188, 274, 332, 339, 341, 347,
186 348, 349, 350, 351, 352, 353, 354, 355,
Ηρακλής, 4, 15, 555 356, 357, 358, 359, 360, 361, 362, 363,
Ηρόδοτος, 32 364, 366, 367, 369, 370, 371, 372, 374,
Ηφαιστίων, 6, 265, 266, 267, 268, 269, 375, 376, 539, 545
270, 271, 273, 545 ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΥΛΑΔΗΣ, 350, 536
Ἡφαιστίωνα, 546, 547, 549, 550, 552 Ὀρέστης καὶ Πυλάδης, 358
Ηφαιστίωνας, 5 Πάτροκλος, 4, 11, 313, 314, 315, 316,
317, 318, 319, 320, 322, 323, 325, 326,
581
327, 328, 329, 330, 331, 332, 339, 347, 131, 132, 133, 134, 135, 137, 138, 139,
366 140, 141, 142, 144, 145, 152, 153, 154,
Παυσανίας περιηγητής, 345, 346, 349, 155, 156, 157, 159, 172, 174, 175, 176,
408, 409, 410, 411, 412, 413, 414, 415 177, 178, 179, 180, 181, 186, 222, 233,
Πειρίθου, 4, 208, 342, 343, 345, 346 244, 275, 277, 286, 288, 291, 292, 293,
Πειρίθους, 4, 332, 338, 339, 341, 342, 294, 295, 296, 304, 307, 308, 311, 332,
344, 345, 346, 347, 417, 418, 487, 494, 339, 347
498, 535 φιλίᾳ, 23, 24, 26, 27, 28, 41, 43, 44, 49,
Πελοπίδας, 11, 332, 339, 347, 363, 377, 51, 54, 55, 56, 58, 61, 62, 63, 64, 65, 69,
378, 379, 380, 381, 382, 383, 384 74, 81, 95, 98, 101, 102, 104, 105, 106,
περὶ φιλίας, 105, 186, 188, 192, 194, 200, 111, 114, 116, 118, 122, 123, 124, 132,
207, 209, 219, 223, 226, 228, 231, 236, 143, 148, 152, 155, 156, 163, 171, 173,
237, 238, 244, 245, 246, 250, 254, 255, 175, 177, 181, 218, 287, 296, 308, 309
271, 274, 275, 277, 282, 284, 294, 295, φιλίαι, 15, 32, 59, 70, 90, 91, 92, 95, 98,
302, 308, 309 99, 101, 107, 110, 114, 115, 118, 119,
Πλάτων, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 121, 127, 134, 154, 167, 168, 169, 233,
72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 135, 136, 295, 296
185, 204, 305, 309, 310, 317, 341, 357, φιλίαις, 44, 78, 102, 115, 116, 123, 125,
455 127, 139, 162, 163, 165, 166, 293, 295
Πλάτωνα, 11, 310, 334, 407 φιλίαν, 16, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28,
Πλούταρχος, 146, 147, 148, 186, 187, 192, 29, 30, 31, 33, 35, 37, 38, 39, 42, 43, 44,
193, 194, 195, 196, 197, 198, 199, 331, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 56,
338, 339, 340, 347, 377, 378, 379, 380, 57, 60, 61, 63, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71,
386, 387, 456 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 82, 83,
Πολυδεύκη, 384 84, 85, 86, 87, 92, 94, 95, 96, 102, 103,
Πολυδεύκους, 420, 425, 442, 500, 501, 104, 107, 109, 112, 113, 121, 124, 125,
529, 531, 539, 541 127, 129, 130, 134, 135, 136, 137, 138,
Πυλάδης, 11, 332, 339, 341, 347, 354, 139, 140, 141, 142, 144, 145, 147, 148,
355, 358, 360, 361, 366, 370, 545 149, 151, 152, 154, 155, 156, 158, 159,
Σούδα, 311, 312, 375, 527, 529, 530, 531, 160, 169, 170, 171, 172, 173, 174, 175,
532, 543, 544 176, 178, 179, 180, 182, 183, 185, 201,
Στράβων, 225, 226, 289, 400, 402, 451 203, 206, 208, 216, 222, 229, 233, 240,
Σχόλια στον Άρατον, 488, 489, 491 241, 256, 261, 277, 279, 282, 286, 293,
Σχόλια στον Θουκυδίδη, 311, 526 295, 300, 304, 308, 309, 310, 311, 323,
Σχόλια στον Λυκόφρονα, 497, 498, 499, 334, 337, 338, 339, 346, 378, 393, 498,
500, 501, 502, 503, 504, 505, 506, 507, 545, 550
508, 509, 540, 541, 542 φιλίας, 4, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 19,
Σχόλια στον Όμηρο Ιλιάδα, 374, 493, 20, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 32, 34, 35,
494, 495 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46,
Σχόλια στον Πίνδαρο, 374, 510, 511, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 58, 59, 60,
513, 514, 515, 516, 517, 518, 519, 520, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71,
521, 522, 523, 524 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81,
φιλαδελφοτάτοις, 391 82,83, 84, 85, 86, 88, 90, 91, 92, 93, 94,
φιλία, 5, 6, 7, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 17, 95, 96, 97, 98, 99, 103, 104, 105, 106,
19, 20, 22, 24, 25, 27, 31, 40, 45, 47, 48, 107, 108, 110, 111, 112, 113, 115, 116,
53, 54, 57, 58, 59, 64, 66, 68, 70, 71, 75, 117, 120, 123, 124, 125, 126, 128, 129,
76, 77, 81, 82, 83, 84, 86, 87, 88, 89, 90, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 137, 140,
91, 93, 94, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 141, 142, 143, 144, 146, 147, 148, 149,
104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 150, 151, 152, 153, 154, 155, 156, 157,
112, 113, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 158, 159, 160, 161, 162, 163, 164, 165,
121, 122, 123, 125, 126, 128, 129, 130, 166, 167, 168, 170, 171, 177, 178, 180,
582
181, 182, 183, 184, 185, 186, 187, 188, 307, 308, 309, 310, 311, 312, 313, 325,
189, 190, 191, 193, 195, 196, 197, 198, 332, 337, 339, 347
199, 200, 201, 203, 204, 205, 206, 207, φιλίας καὶ συμμαχίας, 37, 39, 184, 192,
208, 209, 210, 211, 212, 213, 214, 215, 201, 213, 221, 228, 229, 230, 240, 278,
216, 217, 218, 219, 220, 221, 222, 223, 281, 286, 311
224, 225, 226, 227, 228, 229, 230, 231, Φίλων Ιουδαίος, 390
232, 233, 234, 235, 236, 237, 238, 239, Φιντία, 5, 7
240, 241, 242, 244, 245, 246, 247, 248, Φιντίαν, 332, 333, 334, 335, 336, 337
249, 250, 251, 252, 253, 254, 255, 256, Φιντίας, 5, 6, 7, 11, 331, 332, 333, 336,
257, 258, 259, 260, 261, 262, 264, 265, 339, 347
266, 267, 268, 269, 270, 271, 272, 273, Φώτιος, 189, 299, 367, 454
274, 275, 276, 277, 278, 279, 280, 281, Ωριγένης, 175, 176, 177, 178, 179, 180,
283, 284, 285, 286, 287, 288, 289, 290, 181
291, 292, 293, 294, 295, 296, 297, 298,
299, 300, 301, 302, 303, 304, 305, 306,