You are on page 1of 13

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.1.16–2.1.

32

  Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Ξενοφώντος


Ελληνικά Α', Β', Γ'. Εισαγωγή, μετάφραση,
σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

[2.1.16] οἱ δ’ Ἀθηναῖοι ἐκ τῆς Σάμου Οι Αθηναίοι, με ορμητήριο τη Σάμο,


ὁρμώμενοι τὴν βασιλέως κακῶς λεηλατούσαν τη χώρα του Πέρση
ἐποίουν, καὶ ἐπὶ τὴν Χίον καὶ τὴν βασιλιά και βάδιζαν με τα πλοία
Ἔφεσον ἐπέπλεον, καὶ τους εναντίον της Χίου και της
παρεσκευάζοντο πρὸς ναυμαχίαν, Εφέσου και ετοιμάζονταν για
καὶ στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ναυμαχία και εξέλεξαν νέους
ὑπάρχουσι προσείλοντο στρατηγούς επιπλέον από αυτούς
Μένανδρον, Τυδέα, Κηφισόδοτον. που είχαν, το Μένανδρο δηλαδή και
τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο.

Κι ο Λύσανδρος, ξεκινώντας από τη


[2.1.17] Λύσανδρος δ’ ἐκ τῆς Ῥόδου
Ρόδο, δίπλα από τα παράλια της
παρὰ τὴν Ἰωνίαν ἐκπλεῖ πρὸς τὸν
Ιωνίας, εκπλέει προς τον
Ἑλλήσποντον πρός τε τῶν πλοίων
Ελλήσποντο, για να αντιμετωπίσει
τὸν ἔκπλουν καὶ ἐπὶ τὰς
τα πλοία των Αθηναίων και τις
ἀφεστηκυίας αὐτῶν πόλεις. πόλεις που είχαν αποστατήσει απ' τη
ἀνήγοντο δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τῆς συμμαχία τους. Κι είχαν βγει από τη
Χίου πελάγιοι· [2.1.18] ἡ γὰρ Ἀσία Χίο στα ανοιχτά της θάλασσας και
πολεμία αὐτοῖς ἦν. Λύσανδρος δ’ οι Αθηναίοι. Γιατί η Ασία ήταν
ἐξ Ἀβύδου παρέπλει εἰς Λάμψακον εχθρική γι' αυτούς. Ο Λύσανδρος,
σύμμαχον οὖσαν Ἀθηναίων· καὶ οἱ λοιπόν, από την Άβυδο
Ἀβυδηνοὶ καὶ οἱ ἄλλοι παρῆσαν κατευθυνόταν προς τη Λάμψακο,
πεζῇ. ἡγεῖτο δὲ Θώραξ που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων.
Λακεδαιμόνιος. Οι Αβυδηνοί και οι άλλοι
ακολουθούσαν από τη στεριά.
Αρχηγός τους ήταν ο Θώρακας ο
Λακεδαιμόνιος.

Και, αφού επιτέθηκαν εναντίον της


[2.1.19] προσβαλόντες δὲ τῇ πόλει
πόλης, την κυριεύουν με έφοδο και
αἱροῦσι κατὰ κράτος, καὶ
οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν,
διήρπασαν οἱ στρατιῶται οὖσαν
καθώς ήταν πλούσια και γεμάτη με
πλουσίαν καὶ οἴνου καὶ σίτου κρασί, σιτάρι και άλλα εφόδια.
καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδείων πλήρη· Όλους τους πολίτες ο Λύσανδρος
τὰ δὲ ἐλεύθερα σώματα δεν τους πείραξε. Οι Αθηναίοι, που
πάντα ἀφῆκε Λύσανδρος. [2.1.20] οἱ τους ακολουθούσαν από κοντά,
δ’ Ἀθηναῖοι κατὰ πόδας πλέοντες αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα της
ὡρμίσαντο τῆς Χερρονήσου ἐν Χερσονήσου με εκατόν ογδόντα
Ἐλαιοῦντι ναυσὶν ὀγδοήκοντα καὶ πλοία. Την ώρα που αυτοί έτρωγαν
ἑκατόν. ἐνταῦθα δὴ εκεί για μεσημέρι, τους
ἀριστοποιουμένοις ανακοινώνονται τα σχετικά με την
αὐτοῖς ἀγγέλλεται τὰ περὶ πτώση της Λαμψάκου και αμέσως
Λάμψακον, καὶ εὐθὺς ἀνήχθησαν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος
εἰς Σηστόν. κατευθυνόμενοι προς τη Σηστό.

[2.1.21] ἐκεῖθεν δ’ εὐθὺς Αφού εφοδιάστηκαν με τρόφιμα,


ἐπισιτισάμενοι ἔπλευσαν αμέσως αποκεί έπλευσαν για τους
εἰς Αἰγὸς ποταμοὺς ἀντίον τῆς
Αιγός ποταμούς, απέναντι από τη
Λάμψακο. Ο Ελλήσποντος σ' αυτό
Λαμψάκου· διεῖχε δ’ ὁ
το σημείο είχε πλάτος περίπου
Ἑλλήσποντος ταύτῃ σταδίους ὡς
δεκαπέντε στάδια. Εκεί,
πεντεκαίδεκα. ἐνταῦθα
ετοιμάζονταν για δείπνο. Την
δὴ ἐδειπνοποιοῦντο. [2.1.22] επόμενη νύχτα ο Λύσανδρος,
Λύσανδρος δὲ τῇ ἐπιούσῃ νυκτί, αμέσως μόλις ξημέρωσε, έδωσε το
ἐπεὶ ὄρθρος ἦν, ἐσήμηνεν εἰς τὰς σύνθημα, αφού φάνε, αμέσως να
ναῦς ἀριστοποιησαμένους επιβιβαστούν στα καράβια και, αφού
εἰσβαίνειν, πάντα δὲ τακτοποίησε τα πάντα για
παρασκευασάμενος ὡς εἰς επικείμενη ναυμαχία και αφού
ναυμαχίαν καὶ τὰ παραβλήματα τοποθέτησε στα πλάγια των πλοίων
παραβάλλων, προεῖπεν ὡς μηδεὶς προστατευτικά παραπετάσματα,
κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως μηδὲ προειδοποίησε να μην απομακρυνθεί
ἀνάξοιτο. κανείς από την παράταξή του ούτε
να ξανοιχθεί στο πέλαγος.

Παράλληλα, οι Αθηναίοι με την


ανατολή του ηλίου παρατάχτηκαν
[2.1.23] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι
στο λιμάνι κατά μέτωπο, όπως για
ἅμα τῷ ἡλίῳ ἀνίσχοντι ἐπὶ τῷ
ναυμαχία. Επειδή, μάλιστα, δε
λιμένι παρετάξαντο ἐν
βγήκε κι ο Λύσανδρος για να τους
μετώπῳ ὡς εἰς ναυμαχίαν. ἐπεὶ δὲ
αντιμετωπίσει, ήταν και περασμένη
οὐκ ἀντανήγαγε Λύσανδρος, καὶ η ώρα, γύρισαν πάλι στους Αιγός
τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν, ἀπέπλευσαν ποταμούς. Ο Λύσανδρος διέταξε τα
πάλιν εἰς τοὺς Αἰγὸς ποταμούς. ταχύτερα από τα πλοία του να
[2.1.24] Λύσανδρος δὲ τὰς ταχίστας ακολουθήσουν τους Αθηναίους και,
τῶν νεῶν ἐκέλευσεν ἕπεσθαι τοῖς μόλις αποβιβαστούν αυτοί, αφού
Ἀθηναίοις, ἐπειδὰν δὲ ἐκβῶσι, τους κατασκοπεύσουν για ό,τι
κατιδόντας ὅ τι ποιοῦσιν ἀποπλεῖν κάνουν, να επιστρέψουν και να τον
καὶ αὐτῷ ἐξαγγεῖλαι. καὶ οὐ ενημερώσουν. Και δεν αποβίβασε τα
πρότερον ἐξεβίβασεν ἐκ τῶν νεῶν πληρώματα των πλοίων του, παρά
πρὶν αὗται ἧκον. ταῦτα δ’ ἐποίει αφού επέστρεψαν αυτά (τα
τέτταρας ἡμέρας· καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ταχύπλοια πλοία του). Αυτό το
ἐπανήγοντο. έκανε για τέσσερις συνεχόμενες
μέρες. Και οι Αθηναίοι ξανοίγονταν
καθημερινά στο πέλαγος και
επέστρεφαν στη βάση τους.

Ο Αλκιβιάδης, επειδή έβλεπε από τα


τείχη ότι οι Αθηναίοι
[2.1.25] Ἀλκιβιάδης δὲ κατιδὼν ἐκ
αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και
τῶν τειχῶν τοὺς μὲν
μακριά από οποιαδήποτε πόλη και
Ἀθηναίους ἐν αἰγιαλῷ ὁρμοῦντας να προμηθεύονται τα τρόφιμα από
καὶ πρὸς οὐδεμιᾷ πόλει, τὰ δ’ τη Σηστό, που απείχε από τα πλοία
ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας τους περίπου δεκαπέντε στάδια, ενώ
πεντεκαίδεκα σταδίους ἀπὸ τῶν οι εχθροί ήταν μέσα σε λιμάνι και σε
νεῶν, τοὺς δὲ πολεμίους ἐν λιμένι πόλη διαθέτοντας τα πάντα, τους
καὶ πρὸς πόλει ἔχοντας πάντα, οὐκ γνωστοποίησε ότι δεν έχουν καλό
ἐν καλῷ ἔφη αὐτοὺς ὁρμεῖν, ἀλλὰ αραξοβόλι και τους συμβούλευσε να
μεθορμίσαι εἰς Σηστὸν παρῄνει μετακομίσουν κοντά στο λιμάνι και
πρός τε λιμένα καὶ πρὸς πόλιν· στην πόλη. «Αποκεί», είπε, «όταν
[2.1.26] οὗ ὄντες ναυμαχήσετε, ἔφη, θελήσετε, θα ναυμαχήσετε». Οι
ὅταν βούλησθε. οἱ δὲ στρατηγοί, Αθηναίοι στρατηγοί, περισσότερο ο
μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος, Τυδέας και ο Μένανδρος, τον
ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν· αὐτοὶ διέταξαν να φύγει, γιατί, τώρα ήταν
γὰρ νῦν στρατηγεῖν, οὐκ ἐκεῖνον. στρατηγοί αυτοί κι όχι εκείνος· κι
καὶ ὁ μὲν ᾤχετο. αυτός πράγματι έφυγε.

Ο Λύσανδρος την πέμπτη μέρα της


[2.1.27] Λύσανδρος δ’, ἐπεὶ ἦν
εξόδου των Αθηναίων διέταξε
ἡμέρα πέμπτη
αυτούς που τους ακολουθούσαν,
ἐπιπλέουσι τοῖς Ἀθηναίοις, εἶπε
όταν τους δουν να αποβιβάζονται
τοῖς παρ’ αὐτοῦ ἑπομένοις, και να διασκορπίζονται στη
ἐπὰν κατίδωσιν αὐτοὺς Χερσόνησο, πράγμα που έκαναν
ἐκβεβηκότας καὶ ἐσκεδασμένους σχεδόν καθημερινά, γιατί
κατὰ τὴν Χερρόνησον, ὅπερ προμηθεύονταν τα τρόφιμα από
ἐποίουν πολὺ μᾶλλον καθ’ μακριά και δε λογάριαζαν το
ἑκάστην ἡμέραν, τά τε σιτία Λύσανδρο, αφού δεν έβγαινε στο
πόρρωθεν ὠνούμενοι καὶ πέλαγος να τους αντιμετωπίσει, να
καταφρονοῦντες δὴ τοῦ επιστρέψουν αμέσως κοντά του και
Λυσάνδρου, ὅτι οὐκ ἀντανῆγεν, να σηκώνουν για σύνθημα μια
ἀποπλέοντας τοὔμπαλιν παρ’ ασπίδα στο μέσο της απόστασης
αὐτὸν ἆραι ἀσπίδα κατὰ μέσον τὸν μεταξύ τους. Αυτοί έκαναν αυτά,
πλοῦν. οἱ δὲ ταῦτα ἐποίησαν ὡς όπως διατάχτηκαν.
ἐκέλευσε.
[2.1.28] Λύσανδρος δ’ εὐθὺς Τότε ο Λύσανδρος διέταξε αμέσως
ἐσήμηνε τὴν ταχίστην πλεῖν· να επιτεθούν από τη θάλασσα. Κι
συμπαρῄει δὲ καὶ Θώραξ ακολουθούσε και ο Θώρακας απ' τη
τὸ πεζὸν ἔχων. Κόνων δὲ ἰδὼν τὸν στεριά με το πεζικό. Μόλις ο
ἐπίπλουν, ἐσήμηνεν Κόνωνας είδε την επιθετική κίνηση,
εἰς τὰς ναῦς βοηθεῖν κατὰ κράτος. διέταξε τους ναύτες να τρέξουν
αμέσως στα πλοία. Επειδή όμως οι
διεσκεδασμένων δὲ τῶν
ναύτες ήταν διασκορπισμένοι εδώ κι
ἀνθρώπων, αἱ μὲν τῶν νεῶν
εκεί, άλλες από τις τριήρεις
δίκροτοι ἦσαν, αἱ δὲ μονόκροτοι, αἱ
βρέθηκαν με δύο σειρές κωπηλάτες,
δὲ παντελῶς κεναί· ἡ δὲ Κόνωνος
άλλες με μια σειρά κι άλλες τελείως
καὶ ἄλλαι περὶ αὐτὸν ἑπτὰ πλήρεις άδειες· μόνο η τριήρης του Κόνωνα
ἀνήχθησαν ἁθρόαι καὶ ἡ Πάραλος, και άλλες εφτά τριγύρω του με τα
τὰς δ’ ἄλλας πάσας Λύσανδρος πληρώματα στη θέση τους
ἔλαβε πρὸς τῇ γῇ. τοὺς δὲ ξανοίχτηκαν στο πέλαγος καθώς και
πλείστους ἄνδρας ἐν τῇ γῇ η Πάραλος, ενώ όλα τα άλλα τα
συνέλεξεν· οἱ δὲ καὶ ἔφυγον εἰς τὰ έπιασε ο Λύσανδρος στην ακτή.
τειχύδρια. Τους περισσότερους ναύτες τους
έπιασε στη στεριά. Μερικοί
πρόλαβαν να φύγουν στα κοντινά
μικρά οχυρά.

[2.1.29] Κόνων δὲ ταῖς ἐννέα ναυσὶ


φεύγων, ἐπεὶ ἔγνω Ο Κόνωνας, απομακρυνόμενος με
τῶν Ἀθηναίων τὰ πράγματα τα εννέα πλοία, όταν διαπίστωσε ότι
διεφθαρμένα, κατασχὼν ἐπὶ οι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί,
τὴν Ἀβαρνίδα τὴν Λαμψάκου
αφού προσορμίστηκε στην
Αβαρνίδα, ακρωτήριο της
ἄκραν ἔλαβεν αὐτόθεν τὰ
Λαμψάκου, άρπαξε αποκεί τα
μεγάλα τῶν Λυσάνδρου νεῶν
μεγάλα πανιά των πλοίων του
ἱστία, καὶ αὐτὸς μὲν ὀκτὼ
Λυσάνδρου και ο ίδιος με οχτώ
ναυσὶν ἀπέπλευσε παρ’ Εὐαγόραν πλοία απέπλευσε στον Ευαγόρα της
εἰς Κύπρον, ἡ δὲ Πάραλος εἰς τὰς Κύπρου, ενώ η Πάραλος απέπλευσε
Ἀθήνας ἀπαγγελοῦσα τὰ για την Αθήνα, για να αναγγείλει τη
γεγονότα. συμφορά.

[2.1.30] Λύσανδρος Ο Λύσανδρος μετέφερε στη


δὲ τάς τε ναῦς καὶ τοὺς Λάμψακο τα πλοία και τους
αἰχμαλώτους καὶ τἆλλα πάντα εἰς αιχμαλώτους και όλα τα υπόλοιπα
Λάμψακον ἀπήγαγεν, ἔλαβε δὲ καὶ και έπιασε από τους στρατηγούς και
τῶν στρατηγῶν ἄλλους τε καὶ άλλους και το Φιλοκλή και τον
Φιλοκλέα καὶ Ἀδείμαντον. ᾗ δ’ Αδείμαντο· την ίδια μέρα που
ἡμέρᾳ ταῦτα κατειργάσατο, πέτυχε όλα αυτά έστειλε στη Σπάρτη
ἔπεμψε Θεόπομπον τὸν Μιλήσιον το Μιλήσιο πειρατή Θεόπομπο, για
λῃστὴν εἰς Λακεδαίμονα να ανακοινώσει τα γεγονότα, που
ἀπαγγελοῦντα τὰ γεγονότα, ὃς έφτασε σε τρεις μέρες και τα
ἀφικόμενος τριταῖος ἀπήγγειλε.
ανακοίνωσε.

[2.1.31] μετὰ δὲ ταῦτα Λύσανδρος


Ύστερα, ο Λύσανδρος συγκέντρωσε
ἁθροίσας
τους συμμάχους και τους πρότρεπε
τοὺς συμμάχους ἐκέλευσε να αποφασίσουν για την τύχη των
βουλεύεσθαι περὶ τῶν αιχμαλώτων. Εδώ ακούστηκαν
αἰχμαλώτων. ἐνταῦθα δὴ πολλά σε βάρος των Αθηναίων, και
κατηγορίαι ἐγίγνοντο πολλαὶ τῶν για όσες παρανομίες είχαν διαπράξει
Ἀθηναίων, ἅ τε ἤδη και για όσες σκόπευαν με ψήφισμα
παρενενομήκεσαν καὶ ἃ να κάνουν, αν επικρατούσαν στη
ἐψηφισμένοι ἦσαν ποιεῖν, εἰ ναυμαχία, να κόψουν δηλαδή το δεξί
κρατήσειαν τῇ ναυμαχίᾳ, τὴν χέρι όλων των αιχμαλώτων, και για
δεξιὰν χεῖρα ἀποκόπτειν τῶν το ότι συνέλαβαν δυο πλοία, ένα
ζωγρηθέντων πάντων, καὶ ὅτι Κορινθιακό κι ένα από την Άνδρο,
λαβόντες δύο τριήρεις, Κορινθίαν και όλους τους ναύτες αυτών τους
καὶ Ἀνδρίαν, τοὺς ἄνδρας ἐξ αὐτῶν έπνιξαν στη θάλασσα· κι ήταν ο
πάντας κατακρημνίσειαν· Φιλοκλής, ο στρατηγός των
Φιλοκλῆς δ’ ἦν στρατηγὸς τῶν Αθηναίων, που τους σκότωσε.
Ἀθηναίων, ὃς τούτους διέφθειρεν. Ακούστηκαν και άλλα πολλά και
[2.1.32] ἐλέγετο δὲ καὶ ἄλλα πολλά, αποφάσισαν να σκοτώσουν όσους
καὶ ἔδοξεν ἀποκτεῖναι τῶν από τους αιχμαλώτους ήταν
αἰχμαλώτων ὅσοι ἦσαν Αθηναίοι, εκτός από τον Αδείμαντο
Ἀθηναῖοι πλὴν Ἀδειμάντου, ὅτι που ήταν ο μόνος αντίθετος στην
εκκλησία του δήμου για το ψήφισμα
μόνος ἐπελάβετο ἐν τῇ
να κόψουν τα χέρια (των
ἐκκλησίᾳ τοῦ περὶ τῆς ἀποτομῆς
αιχμαλώτων). Μάλιστα,
τῶν χειρῶν ψηφίσματος· ᾐτιάθη
κατηγορήθηκε από κάποιους ότι
μέντοι ὑπό τινων προδοῦναι τὰς
πρόδωσε το στόλο.
ναῦς.

Λύσανδρος δὲ Φιλοκλέα πρῶτον


ἐρωτήσας, ὃς τοὺς Ἀνδρίους καὶ Ο Λύσανδρος, αφού πρώτα ρώτησε
Κορινθίους κατεκρήμνισε, τί εἴη το Φιλοκλή που έπνιξε τους
ἄξιος παθεῖν ἀρξάμενος Ανδρίους και Κορίνθιους ναύτες,
εἰς Ἕλληνας παρανομεῖν, ποια τιμωρία του αξίζει, καθώς
ἀπέσφαξεν. πρώτος έκανε την αρχή των
παρανομιών σε βάρος των Ελλήνων,
τον έσφαξε.
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.2.1–2.2.4

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002

[2.2.1] Ἐπεὶ δὲ τὰ ἐν τῇ Λαμψάκῳ Μετά την τακτοποίηση των


κατεστήσατο, ἔπλει ἐπὶ τὸ υποθέσεών του στη Λάμψακο (ο
Λύσανδρος) απέπλευσε για το
Βυζάντιον καὶ Καλχηδόνα. οἱ δ’
Βυζάντιο και την Καλχηδόνα. Οι
αὐτὸν ὑπεδέχοντο, τοὺς
κάτοικοι τον υποδέχτηκαν, αφού
τῶν Ἀθηναίων φρουροὺς
συμφώνησαν με τις αθηναϊκές
ὑποσπόνδους ἀφέντες. οἱ δὲ
φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν
προδόντες Ἀλκιβιάδῃ τὸ Βυζάντιον ανενόχλητες. Εκείνοι, πάλι, που
τότε μὲν ἔφυγον εἰς είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον
τὸν Πόντον, ὕστερον δ’ εἰς Ἀθήνας Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον
καὶ ἐγένοντο Ἀθηναῖοι. Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα,
όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες.

[2.2.2] Λύσανδρος δὲ τούς τε Ο Λύσανδρος έστελνε στην Αθήνα


φρουροὺς τῶν Ἀθηναίων καὶ εἴ τους Αθηναίους φρουρούς καθώς κι
τινά που ἄλλον ἴδοι Ἀθηναῖον, όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε,
ἀπέπεμπεν εἰς τὰς Ἀθήνας, εγγυώμενος ασφάλεια μόνο σ'
διδοὺς ἐκεῖσε μόνον πλέουσιν αυτούς που ταξίδευαν για κει και όχι
ἀσφάλειαν, ἄλλοθι δ’ οὔ, για αλλού, με τη σκέψη ότι, όσο
εἰδὼς ὅτι ὅσῳ ἂν πλείους
περισσότεροι συγκεντρώνονταν
στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο
συλλεγῶσιν εἰς τὸ ἄστυ καὶ τὸν
γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα
Πειραιᾶ, θᾶττον τῶν ἐπιτηδείων
τρόφιμα. Τέλος, αφού άφησε ο ίδιος
ἔνδειαν ἔσεσθαι. καταλιπὼν δὲ
διοικητή στο Βυζάντιο και στην
Βυζαντίου καὶ Καλχηδόνος Καλχηδόνα το Λάκωνα Σθενέλαο,
Σθενέλαον ἁρμοστὴν αφού γύρισε στη Λάμψακο,
Λάκωνα, αὐτὸς ἀποπλεύσας εἰς επισκεύαζε τα πλοία του.
Λάμψακον τὰς ναῦς ἐπε-
σκεύαζεν.
 [2.2.3] Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις τῆς Η «Πάραλος» έφερε νύχτα την
Παράλου ἀφικομένης νυκτὸς είδηση της συμφοράς στην Αθήνα
ἐλέγετο ἡ συμφορά, καὶ οἰμωγὴ ἐκ και θρήνος απλώθηκε από τον
τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν Πειραιά μέσα απ' τα Μακρά Τείχη
μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν, ὁ μέχρι την πόλη, καθώς το μήνυμα
ἕτερος τῷ ἑτέρῳ παραγ- περνούσε από στόμα σε στόμα.
γέλλων· ὥστ’ ἐκείνης τῆς νυκτὸς Έτσι, κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη
οὐδεὶς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον τη νύχτα, γιατί δεν έκλαιγαν μονάχα
τοὺς ἀπολωλότας πενθοῦντες, τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη
ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον ἔτι αὐτοὶ δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα
ἑαυτούς, πείσεσθαι νομίζοντες οἷα
πάθαιναν αυτά που είχαν κάνει και
οι ίδιοι στους Μηλίους, τους
ἐποίησαν Μηλίους τε
αποίκους των Λακεδαιμονίων, όταν
Λακεδαιμονίων ἀποίκους ὄντας,
τους κατέλαβαν ύστερα από
κρατήσαντες πολιορκίᾳ, καὶ
πολιορκία, και στους Iστιαιείς,
Ἱστιαιέας καὶ Σκιωναίους καὶ
στους Σκιωναίους, στους
Τορωναίους καὶ Αἰγινήτας καὶ Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε
ἄλλους πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων. πολλούς άλλους Έλληνες.

[2.2.4] τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἐκκλησίαν Την άλλη μέρα συγκάλεσαν


ἐποίησαν, ἐν ᾗ ἔδοξε τούς τε συνέλευση κι εκεί αποφάσισαν να
λιμένας ἀποχῶσαι πλὴν ἑνὸς επιχωματώσουν τα λιμάνια τους
καὶ τὰ τείχη εὐτρεπίζειν καὶ εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα
φυλακὰς ἐφιστάναι καὶ τἆλλα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές
πάντα ὡς εἰς πολιορκίαν και να ετοιμάσουν γενικά την πόλη
παρασκευάζειν τὴν πόλιν. για πολιορκία.
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.2.16–2.2.23

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002.

[2.2.16] τοιούτων δὲ ὄντων Ενώ εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, ο


Θηραμένης εἶπεν ἐν ἐκκλησίᾳ Θηραμένης είπε στη συνέλευση ότι,
αν θελήσουν να τον στείλουν στο
ὅτι εἰ βούλονται αὐτὸν πέμψαι
Λύσανδρο, θα γυρίσει ξέροντας για
παρὰ Λύσανδρον, εἰδὼς ἥξει
ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι
Λακεδαιμονίους πότερον
επιμένουν στο ζήτημα των τειχών,
ἐξανδραποδίσασθαι τὴν πόλιν
το κάνουν δηλαδή με σκοπό να
βουλόμενοι ἀντέχουσι περὶ τῶν υποδουλώσουν την πόλη ή για να
τειχῶν ἢ πίστεως ἕνεκα. πεμφθεὶς έχουν κάποια εγγύηση. Αφού
δὲ διέτριβε παρὰ Λυσάνδρῳ τρεῖς στάλθηκε, έμεινε κοντά στο
μῆνας καὶ πλείω, ἐπιτηρῶν Λύσανδρο περισσότερο από τρεις
ὁπότε Ἀθηναῖοι ἔμελλον διὰ τὸ μήνες, περιμένοντας πότε οι
ἐπιλελοιπέναι τὸν σῖτον ἅπαντα Αθηναίοι θα αποφάσιζαν να δεχτούν
ὅ τι τις λέγοι ὁμολογήσειν. ό,τι τους πρότειναν, αφού θα τους
τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα.

[2.2.17] ἐπεὶ δὲ ἧκε τετάρτῳ μηνί, Αφού, λοιπόν, γύρισε τον τέταρτο
ἀπήγγειλεν ἐν ἐκκλησίᾳ ὅτι αὐτὸν μήνα, ανάφερε στη συνέλευση ότι
Λύσανδρος τέως μὲν κατέχοι, εἶτα τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε ως
κελεύοι εἰς Λακεδαίμονα ἰέναι· οὐ τότε δέσμιο και ότι τώρα τον
γὰρ εἶναι κύριος ὧν ἐρωτῷτο ὑπ’ συμβουλεύει να πάει στη Σπάρτη.
αὐτοῦ, ἀλλὰ τοὺς ἐφόρους. μετὰ Γιατί, δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να
ταῦτα ᾑρέθη πρεσβευτὴς εἰς
απαντήσει στις ερωτήσεις του, αλλά
οι έφοροι. Ύστερα απ' αυτό
Λακεδαίμονα αὐτοκράτωρ
εκλέχτηκε να πάει στη Σπάρτη ως
δέκατος αὐτός.
πρέσβης με απεριόριστες
αρμοδιότητες μαζί μ' άλλους εννιά.
[2.2.18] Λύσανδρος δὲ τοῖς ἐφόροις Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε
ἔπεμψεν ἀγγελοῦντα μετ’ ἄλλων τους εφόρους, στέλνοντας τον
Λακεδαιμονίων Ἀριστοτέλην, Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και
φυγάδα Ἀθηναῖον ὄντα, ὅτι άλλους Λακεδαιμονίους, ότι είπε
ἀποκρίναιτο Θηραμένει ἐκείνους στο Θηραμένη ότι αυτοί μόνο είχαν
κυρίους εἶναι εἰρήνης καὶ πολέμου. εξουσία να αποφασίζουν για ειρήνη
ή για πόλεμο.

[2.2.19] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ ἄλλοι Όταν έφτασε ο Θηραμένης με τους


πρέσβεις ἐπεὶ ἦσαν ἐν Σελλασίᾳ, υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλάσια
ἐρωτώμενοι δὲ ἐπὶ τίνι λόγῳ ἥκοιεν και όταν τους ρώτησαν για ποιο
εἶπον ὅτι αὐτοκράτορες περὶ λόγο είχαν έλθει, αποκρίθηκαν ότι
εἰρήνης, μετὰ ταῦτα οἱ ἔφοροι ήρθαν απόλυτα πληρεξούσιοι για
καλεῖν ἐκέλευον αὐτούς. ἐπεὶ δ’ την ειρήνη, τότε οι έφοροι
ἧκον, ἐκκλησίαν ἐποίησαν, ἐν ᾗ
πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Κι
όταν ήρθαν, συγκάλεσαν
ἀντέλεγον Κορίνθιοι καὶ Θηβαῖοι
συνέλευση, όπου αντιδρούσαν
μάλιστα, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι τῶν
κυρίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι
Ἑλλήνων, μὴ σπένδεσθαι
αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες
Ἀθηναίοις, ἀλλ’ ἐξαιρεῖν. (προτείνοντας) να μην κάνουν
συνθήκη με τους Αθηναίους αλλά
να τους αφανίσουν.

[2.2.20] Λακεδαιμόνιοι δὲ οὐκ Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, δε


ἔφασαν πόλιν Ἑλληνίδα συμφωνούσαν να υποδουλώσουν
ἀνδραποδιεῖν μέγα ἀγαθὸν πόλη ελληνική, που είχε προσφέρει
εἰργασμένην ἐν τοῖς μεγίστοις μέγιστες υπηρεσίες τον καιρό του
κινδύνοις γενομένοις τῇ Ἑλλάδι, μεγαλύτερου κινδύνου που είχε
ἀλλ’ ἐποιοῦντο εἰρήνην ἐφ’ ᾧ τά τε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα, αλλά
μακρὰ τείχη καὶ τὸν Πειραιᾶ δέχονταν να γίνει ειρήνη με τον όρο
καθελόντας καὶ τὰς ναῦς πλὴν οι Αθηναίοι να γκρεμίσουν τα
δώδεκα παραδόντας καὶ τοὺς Μακρά Τείχη και τα τείχη του
φυγάδας καθέντας τὸν αὐτὸν Πειραιά, να παραδώσουν όλα τους
ἐχθρὸν καὶ φίλον νομίζοντας τα πλοία εκτός από δώδεκα, να
Λακεδαι μονίοις ἕπεσθαι καὶ κατὰ φέρουν πίσω τους εξόριστους, να
γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ὅποι ἂν έχουν τους ίδιους εχθρούς και
ἡγῶνται. φίλους με τους Λακεδαιμόνιους και
να εκστρατεύσουν μαζί τους στη
στεριά και τη θάλασσα, όπου τυχόν
τους οδηγούν αυτοί.

[2.2.21] Θηραμένης δὲ καὶ οἱ σὺν


Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις
αὐτῷ πρέσβεις ἐπανέφερον ταῦτα
μετέφεραν αυτές τις προτάσεις στην
εἰς τὰς Ἀθήνας. εἰσιόντας δ’ Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη,
αὐτοὺς ὄχλος περιεχεῖτο πολύς, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου,
φοβούμενοι μὴ ἄπρακτοι ἥκοιεν· φοβούμενοι μήπως γύρισαν
οὐ γὰρ ἔτι ἐνεχώρει μέλλειν διὰ τὸ άπρακτοι. Γιατί, δε σήκωνε άλλη
πλῆθος τῶν ἀπολλυμένων τῷ αναβολή, επειδή είχαν πεθάνει
λιμῷ. πολλοί από την πείνα.

[2.2.22] τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἀπήγγελλον


οἱ πρέσβεις ἐφ’ οἷς οἱ Την άλλη μέρα οι πρέσβεις
Λακεδαιμόνιοι ποιοῖντο τὴν ανάφεραν με ποιους όρους δέχονταν
εἰρήνην· προηγόρει δὲ αὐτῶν οι Λακεδαιμόνιοι την ειρήνη. Για
Θηραμένης, λέγων ὡς χρὴ λογαριασμό όλων μιλούσε ο
πείθεσθαι Λακεδαιμονίοις καὶ τὰ Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να
τείχη περιαιρεῖν. ἀντειπόντων δέ πεισθούν στους Λακεδαιμονίους και
τινων αὐτῷ, πολὺ δὲ πλειόνων να γκρεμίσουν τα Τείχη. Καθώς
συνεπαινεσάντων, ἔδοξε δέχεσθαι
μερικοί αντιμίλησαν και η μεγάλη
πλειοψηφία τα επικρότησε,
τὴν εἰρήνην.
αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
[2.2.23] μετὰ δὲ ταῦτα Λύσανδρός
Μετά απ' αυτά ο Λύσανδρος
τε κατέπλει εἰς τὸν Πειραιᾶ καὶ κατέπλευσε στον Πειραιά, οι
οἱ φυγάδες κατῇσαν καὶ τὰ τείχη εξόριστοι γύρισαν, και με πολλή
κατέσκαπτον ὑπ’ αὐλητρίδων όρεξη γκρέμιζαν τα Τείχη κάτω από
πολλῇ προθυμίᾳ, νομίζοντες τους ήχους των αυλητρίδων, με την
ἐκείνην τὴν ἡμέραν τῇ ψευδαίσθηση ότι κείνη τη μέρα
Ἑλλάδι ἄρχειν τῆς ἐλευθερίας. άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας.
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.3.50–2.3.56
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002.
[2.3.50] Ὡς δ’ εἰπὼν ταῦτα Μόλις μ' αυτά τα λόγια τελείωσε την
ἐπαύσατο, καὶ ἡ βουλὴ δήλη αγόρευσή του και η βουλή τον
ἐγένετο εὐμενῶς ἐπιθορυβήσασα, επιδοκίμασε φανερά, ο Κριτίας,
επειδή κατάλαβε ότι, αν άφηνε τη
γνοὺς ὁ Κριτίας ὅτι εἰ ἐπιτρέψοι τῇ
βουλή ν' αποφασίσει την τύχη του
βουλῇ διαψηφίζεσθαι περὶ αὐτοῦ,
με την ψήφο της, ο Θηραμένης θα
ἀναφεύξοιτο, καὶ τοῦτο οὐ βιωτὸν
γλίτωνε, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο
ἡγησάμενος, προσελθὼν καὶ
το θεωρούσε αβάσταχτο, αφού
διαλεχθείς τι τοῖς τριάκοντα πλησίασε τους Τριάντα και μίλησε
ἐξῆλθε, καὶ ἐπιστῆναι ἐκέλευσε για λίγο μαζί τους, βγήκε έξω και
τοὺς τὰ ἐγχειρίδια ἔχοντας πρόσταξε τους μαχαιροβγάλτες να
φανερῶς τῇ βουλῇ ἐπὶ τοῖς στηθούν προκλητικά στο ξύλινο
δρυφάκτοις. κιγκλίδωμα που χωρίζει το
ακροατήριο από τους βουλευτές.

[2.3.51] πάλιν δὲ εἰσελθὼν εἶπεν· Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:


Ἐγώ, ὦ βουλή, νομίζω προστάτου «Εγώ, κύριοι βουλευτές, πιστεύω ότι
ἔργον εἶναι οἵου δεῖ, ὃς ἂν ὁρῶν είναι καθήκον για ένα σωστό ηγέτη
τοὺς φίλους ἐξαπατωμένους μὴ που διαπιστώνει απόπειρα
ἐπιτρέπῃ. καὶ ἐγὼ οὖν τοῦτο εξαπάτησης φίλων του, να το
ποιήσω. καὶ γὰρ οἵδε οἱ
εμποδίσει. Αυτό θα κάνω, λοιπόν, κι
εγώ. Γιατί, αυτοί που στέκονται εκεί
ἐφεστηκότες οὔ φασιν ἡμῖν
πέρα δηλώνουν ότι δε θα μας το
ἐπιτρέψειν, εἰ ἀνήσομεν ἄνδρα τὸν
επιτρέψουν, αν αφήσουμε
φανερῶς τὴν ὀλιγαρχίαν
ατιμώρητο έναν άνδρα που βλάπτει
λυμαινόμενον. ἔστι δὲ ἐν τοῖς ολοφάνερα την ολιγαρχία. Γιατί,
καινοῖς νόμοις τῶν μὲν ἐν τοῖς σύμφωνα με την καινούρια
τρισχιλίοις ὄντων μηδένα νομοθεσία κανένας από τους Τρεις
ἀποθνῄσκειν ἄνευ τῆς ὑμετέρας Χιλιάδες δε μπορεί να θανατωθεί
ψήφου, τῶν δ’ ἔξω τοῦ καταλόγου χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ το
κυρίους εἶναι τοὺς τριάκοντα δικαίωμα να σκοτώνουν όσους δεν
θανατοῦν. ἐγὼ οὖν, ἔφη, είναι γραμμένοι στον κατάλογο το
Θηραμένην τουτονὶ ἐξαλείφω ἐκ έχουν οι Τριάκοντα. Εγώ λοιπόν,
τοῦ καταλόγου, συνδοκοῦν ἅπασιν είπε, διαγράφω αυτόν εδώ το
ἡμῖν. καὶ τοῦτον, ἔφη, ἡμεῖς Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη
θανατοῦμεν. σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και
αυτόν, πρόσθεσε, τον
καταδικάζουμε σε θάνατο».

[2.3.52] ἀκούσας ταῦτα ὁ Μόλις άκουσε αυτά ο Θηραμένης,


Θηραμένης ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὴν
πήδησε κοντά στο βωμό και είπε:
«Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω τα πιο
ἑστίαν καὶ εἶπεν· Ἐγὼ δ’, ἔφη, ὦ
δίκαια απ' όλα, να μη δοθεί δηλαδή
ἄνδρες, ἱκετεύω τὰ πάντων
στον Κριτία το δικαίωμα να
ἐννομώτατα, μὴ ἐπὶ Κριτίᾳ εἶναι
διαγράφει ούτε εμένα ούτε όποιον
ἐξαλείφειν μήτε ἐμὲ μήτε ὑμῶν ὃν θέλει από σας, αλλά να δικαζόμαστε
ἂν βούληται, ἀλλ’ ὅνπερ νόμον κι εσείς κι εγώ με όποιο νόμο αυτοί
οὗτοι ἔγραψαν περὶ τῶν ἐν τῷ ψήφισαν για όσους είναι στον
καταλόγῳ, κατὰ τοῦτον καὶ ὑμῖν κατάλογο.
καὶ ἐμοὶ τὴν κρίσιν εἶναι.

[2.3.53] καὶ τοῦτο μέν, ἔφη, μὰ τοὺς Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς,
θεοὺς οὐκ ἀγνοῶ, ὅτι οὐδέν μοι είπε, ότι σε τίποτα δε θα με
ἀρκέσει ὅδε ὁ βωμός, ἀλλὰ ωφελήσει αυτός ο βωμός, αλλά θέλω
βούλομαι καὶ τοῦτο ἐπιδεῖξαι, ὅτι να αποδείξω ακόμα και τούτο, ότι
οὗτοι οὐ μόνον εἰσὶ περὶ δηλαδή αυτοί δεν είναι μονάχα
ἀνθρώπους ἀδικώτατοι, ἀλλὰ καὶ κατεξοχήν άδικοι με τους
ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι
περὶ θεοὺς ἀσεβέστατοι. ὑμῶν προς τους θεούς. Απορώ όμως,
μέντοι, ἔφη, ὦ ἄνδρες καλοὶ πρόσθεσε, με σας, άνδρες ωραίοι και
κἀγαθοί, θαυμάζω, εἰ μὴ ενάρετοι, που δε σκέφτεστε να
βοηθήσετε ὑμῖν αὐτοῖς, καὶ ταῦτα υπερασπισθείτε τους εαυτούς σας,
γιγνώσκοντες ὅτι οὐδὲν τὸ ἐμὸν αν και ξέρετε ότι και το όνομα του
ὄνομα εὐεξαλειπτότερον ἢ τὸ ὑμῶν καθενός σας μπορεί να σβηστεί με
ἑκάστου. την ίδια ευκολία με το δικό μου».

Μετά από αυτά, ο κήρυκας των


[2.3.54] ἐκ δὲ τούτου ἐκέλευσε μὲν ὁ
Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να
τῶν τριάκοντα κῆρυξ τοὺς ἕνδεκα
συλλάβουν το Θηραμένη. Εκείνοι
ἐπὶ τὸν Θηραμένην· ἐκεῖνοι δὲ
μπήκαν με τους βοηθούς τους με
εἰσελθόντες σὺν τοῖς ὑπηρέταις,
αρχηγό το Σάτυρο, τον πιο θρασύ
ἡγουμένου αὐτῶν Σατύρου τοῦ και ξεδιάντροπο απ' όλους. Ο
θρασυτάτου τε καὶ ἀναιδεστάτου, Κριτίας τότε είπε: «Σας
εἶπε μὲν ὁ Κριτίας· Παραδίδομεν παραδίνουμε τούτον εδώ τον
ὑμῖν, ἔφη, Θηραμένην τουτονὶ Θηραμένη, που καταδικάστηκε
κατακεκριμένον κατὰ τὸν νόμον· σύμφωνα με το νόμο. Αφού τον
πιάσετε οι έντεκα και τον οδηγήσετε
εκεί που πρέπει, κάνετε τα
υπόλοιπα».

Μόλις ο Κριτίας είπε αυτά τα λόγια,


[2.3.55] ὑμεῖς δὲ λαβόντες καὶ ο Σάτυρος επιχειρούσε να τραβήξει
ἀπαγαγόντες οἱ ἕνδεκα οὗ δεῖ τὰ το Θηραμένη από το βωμό κι οι
ἐκ τούτων πράττετε. ὡς δὲ ταῦτα βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο
εἶπεν, εἷλκε μὲν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ ὁ Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό,
Σάτυρος, εἷλκον δὲ οἱ ὑπηρέται. ὁ επικαλούνταν θεούς κι ανθρώπους
δὲ Θηραμένης ὥσπερ εἰκὸς καὶ
ως μάρτυρες να δουν τα όσα
γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο
θεοὺς ἐπεκαλεῖτο καὶ ἀνθρώπους
έμεναν απαθείς, γιατί έβλεπαν ότι
καθορᾶν τὰ γιγνόμενα. ἡ δὲ βουλὴ
και αυτοί που στέκονταν στο
ἡσυχίαν εἶχεν, ὁρῶσα καὶ τοὺς ἐπὶ
κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου
τοῖς δρυφάκτοις ὁμοίους Σατύρῳ φυράματος με το Σάτυρο και ότι ο
καὶ τὸ ἔμπροσθεν τοῦ χώρος μπροστά από το βουλευτήριο
βουλευτηρίου πλῆρες τῶν ήταν γεμάτος από φρουρούς και
φρουρῶν, καὶ οὐκ ἀγνοοῦντες ὅτι γιατί ήξεραν ότι ήταν όλοι
ἐγχειρίδια ἔχοντες παρῆσαν. οπλισμένοι με εγχειρίδια.

Αυτοί, λοιπόν, έσερναν το


[2.3.56] οἱ δ’ ἀπήγαγον τὸν ἄνδρα Θηραμένη μέσα από την αγορά, ενώ
διὰ τῆς ἀγορᾶς μάλα μεγάλῃ τῇ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ
φωνῇ δηλοῦντα οἷα ἔπασχε. δυνατή φωνή για όσα πάθαινε.
λέγεται δ’ ἓν ῥῆμα καὶ τοῦτο Αποδίδεται και αυτή η κουβέντα στο
αὐτοῦ. ὡς εἶπεν ὁ Σάτυρος ὅτι Θηραμένη. Όταν του είπε ο Σάτυρος
οἰμώξοιτο, εἰ μὴ σιωπήσειεν, ότι θα μετανιώσει, αν δε σωπάσει,
ἐπήρετο· Ἂν δὲ σιωπῶ, οὐκ ἄρ’, ρώτησε: Δηλαδή, άμα σωπάσω, δε
ἔφη, οἰμώξομαι; καὶ ἐπεί γε θα μετανιώσω; Κι όταν, πάλι, τον
ἀποθνῄσκειν ἀναγκαζόμενος τὸ
ανάγκαζαν να πιει το κώνειο για να
πεθάνει, σκορπίζοντας τις
κώνειον ἔπιε, τὸ λειπόμενον
τελευταίες σταγόνες, όπως στο
ἔφασαν ἀποκοτταβίσαντα εἰπεῖν
παιχνίδι «κότταβος», είπε: «Αυτό ας
αὐτόν· Κριτίᾳ τοῦτ’ ἔστω τῷ καλῷ.
είναι στην υγεία του Κριτία του
καὶ τοῦτο μὲν οὐκ ἀγνοῶ, ὅτι ταῦτα ωραίου!». Ξέρω, βέβαια, ότι τέτοια
ἀποφθέγματα οὐκ ἀξιόλογα, λόγια δεν αξίζει να αναφέρονται,
ἐκεῖνο δὲ κρίνω τοῦ ἀνδρὸς αλλά αυτό βρίσκω αξιοθαύμαστο σ'
ἀγαστόν, τὸ τοῦ θανάτου αυτόν τον άνθρωπο, ότι δηλαδή
παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον ακόμα και μπροστά στο θάνατο δεν
μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ έχασε ούτε την αυτοκυριαρχία του
τῆς ψυχῆς. ούτε το χιούμορ του.

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.4.18–2.4.23


Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002

Αφού είπε αυτά και γύρισε προς το


[2.4.18] Ταῦτα δ’ εἰπὼν καὶ
μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί,
μεταστραφεὶς πρὸς τοὺς ἐναντίους,
ο μάντης συμβούλευε αυτούς να μην
ἡσυχίαν εἶχε· καὶ γὰρ ὁ μάντις επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή
παρήγγελλεν αὐτοῖς μὴ πρότερον τραυματισθεί κάποιος δικός τους•
ἐπιτίθεσθαι, πρὶν [ἂν] τῶν «κι όταν γίνει αυτό», είπε ο μάντης,
σφετέρων ἢ πέσοι τις ἢ τρωθείη· «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και
ἐπειδὰν μέντοι τοῦτο γένηται, σεις που θα ακολουθήσετε, θα
ἡγησόμεθα μέν, ἔφη, ἡμεῖς, νίκη δ’ νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα
ὑμῖν ἔσται ἑπομένοις, ἐμοὶ μέντοι σκοτωθώ».
θάνατος, ὥς γέ μοι δοκεῖ.

[2.4.19] καὶ οὐκ ἐψεύσατο, ἀλλ’ ἐπεὶ Και δε διαψεύστηκε, αλλά, όταν
ἀνέλαβον τὰ ὅπλα, αὐτὸς μὲν πήραν τα όπλα, εκείνος μ' ένα
ὥσπερ ὑπὸ μοίρας τινὸς ἀγόμενος πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα
ἐκπηδήσας πρῶτος ἐμπεσὼν τοῖς στους εχθρούς, λες και τον
πολεμίοις ἀποθνῄσκει, καὶ οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και
τέθαπται ἐν τῇ διαβάσει τοῦ σκοτώθηκε και βρίσκεται θαμμένος
Κηφισοῦ· οἱ δ’ ἄλλοι ἐνίκων καὶ
στο πέρασμα του Κηφισού· οι άλλοι
ωστόσο νικούσαν και καταδίωξαν
κατεδίωξαν μέχρι τοῦ ὁμαλοῦ.
τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ' αυτή
ἀπέθανον δ’ ἐνταῦθα τῶν μὲν
τη μάχη σκοτώθηκαν από τους
τριάκοντα Κριτίας τε καὶ
Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος,
Ἱππόμαχος, τῶν δὲ ἐν Πειραιεῖ από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά
δέκα ἀρχόντων Χαρμίδης ὁ ο Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από
Γλαύκωνος, τῶν δ’ ἄλλων περὶ τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου
ἑβδομήκοντα. καὶ τὰ μὲν ὅπλα εβδομήντα. Οι νικητές πήραν τα
ἔλαβον, τοὺς δὲ χιτῶνας οὐδενὸς όπλα των σκοτωμένων, όμως
τῶν πολιτῶν ἐσκύλευσαν. ἐπεὶ δὲ κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους
τοῦτο ἐγένετο καὶ τοὺς νεκροὺς χιτώνες.
ὑποσπόνδους ἀπεδίδοσαν, Αφού έγινε αυτό και έδωσαν,
προσιόντες ἀλλήλοις πολλοὶ ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς
διελέγοντο. για ταφή, πολλοί από τις δύο
παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας
τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους
συζήτηση.

[2.4.20] Κλεόκριτος δὲ ὁ τῶν Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των


μυστῶν κῆρυξ, μάλ’ εὔφωνος ὤν,
μυστηρίων, που είχε και πολύ
καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους
κατασιωπησάμενος ἔλεξεν· Ἄνδρες
άλλους σιωπή, είπε: «Συμπολίτες,
πολῖται, τί ἡμᾶς ἐξελαύνετε; τί
γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να
ἀποκτεῖναι βούλεσθε; ἡμεῖς γὰρ
μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας
ὑμᾶς κακὸν μὲν οὐδὲν πώποτε κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα
ἐποιήσαμεν, μετεσχήκαμεν δὲ ὑμῖν μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα
καὶ ἱερῶν τῶν σεμνοτάτων καὶ ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και
θυσιῶν καὶ ἑορτῶν τῶν καλλίστων, στις λαμπρότερες τελετές, μαζί
καὶ συγχορευταὶ καὶ συμφοιτηταὶ επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε
γεγενήμεθα καὶ συστρατιῶται, καὶ σπουδάσει και έχουμε πολεμήσει και
πολλὰ μεθ’ ὑμῶν κεκινδυνεύκαμεν μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές
καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν φορές, και στη στεριά και στη
ὑπὲρ τῆς κοινῆς ἀμφοτέρων ἡμῶν θάλασσα, για τη σωτηρία και την
σωτηρίας τε καὶ ἐλευθερίας. ελευθερία όλων μας.

[2.4.21] πρὸς θεῶν πατρῴων καὶ Στ' όνομα των θεών που
μητρῴων καὶ συγγενείας καὶ προστατεύουν την οικογένεια, στ'
κηδεστίας καὶ ἑταιρίας, πάντων όνομα των συγγενικών δεσμών και
γὰρ τούτων πολλοὶ κοινωνοῦμεν του συμπεθεριού και της φιλίας,
γιατί με όλα αυτά πολλοί
ἀλλήλοις, αἰδούμενοι καὶ θεοὺς καὶ
συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε
ἀνθρώπους παύσασθε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να
ἁμαρτάνοντες εἰς τὴν πατρίδα, καὶ κάνετε κακό στην πατρίδα και μην
μὴ πείθεσθε τοῖς ἀνοσιωτάτοις ακούτε τους απαίσιους Τριάντα
τριάκοντα, οἳ ἰδίων κερδέων ἕνεκα τυράννους, που για το προσωπικό
ὀλίγου δεῖν πλείους ἀπεκτόνασιν τους κέρδος κοντεύουν να έχουν
Ἀθηναίων ἐν ὀκτὼ μησὶν ἢ πάντες σκοτώσει μέσα σ' οχτώ μήνες πιο
Πελοποννήσιοι δέκα ἔτη πολλούς Αθηναίους απ' όσους
πολεμοῦντες. σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι
μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου.

Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά,


[2.4.22] ἐξὸν δ’ ἡμῖν ἐν εἰρήνῃ
αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο,
πολιτεύεσθαι, οὗτοι τὸν πάντων τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο
αἴσχιστόν τε καὶ χαλεπώτατον καὶ για τους θεούς και ανθρώπους
ἀνοσιώτατον καὶ ἔχθιστον καὶ εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε
θεοῖς καὶ ἀνθρώποις πόλεμον ἡμῖν καλά ότι μερικούς από αυτούς που
πρὸς ἀλλήλους παρέχουσιν. ἀλλ’ τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς
εὖ γε μέντοι ἐπίστασθε ὅτι καὶ τῶν αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους
νῦν ὑφ’ ἡμῶν ἀποθανόντων οὐ κλαίμε».
μόνον ὑμεῖς ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς ἔστιν
οὓς πολλὰ κατεδακρύσαμεν.
Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι
Ὁ μὲν τοιαῦτα ἔλεγεν· οἱ δὲ λοιποὶ υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν
ἄρχοντες καὶ διὰ τὸ τοιαῦτα προσθετικά κι αυτά, πήραν τους
προσακούειν τοὺς μεθ’ αὑτῶν άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω
ἀπήγαγον εἰς τὸ ἄστυ. στην πόλη.

[2.4.23] τῇ δ’ ὑστεραίᾳ οἱ μὲν


Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα
συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των
τριάκοντα πάνυ δὴ ταπεινοὶ καὶ
συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι
ἔρημοι συνεκάθηντο ἐν τῷ
κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους
συνεδρίῳ· τῶν δὲ τρισχιλίων ὅπου
Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα
ἕκαστοι τεταγμένοι ἦσαν, σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί,
πανταχοῦ διεφέροντο πρὸς εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες.
ἀλλήλους. ὅσοι μὲν γὰρ Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει
ἐπεποιήκεσάν τι βιαιότερον καὶ σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό
ἐφοβοῦντο, ἐντόνως ἔλεγον ὡς οὐ φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση
χρείη καθυφίεσθαι τοῖς ἐν ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν
Πειραιεῖ· ὅσοι δὲ ἐπίστευον μηδὲν στους επαναστάτες (από τον
ἠδικηκέναι, αὐτοί τε ἀνελογίζοντο Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον
καὶ τοὺς ἄλλους ἐδίδασκον ὡς εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε
οὐδὲν δέοιντο τούτων τῶν κακῶν, τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό
καὶ τοῖς τριάκοντα οὐκ ἔφασαν δικό τους κι εξηγούσαν και στους
χρῆναι πείθεσθαι οὐδ’ ἐπιτρέπειν άλλους ότι δεν ήταν καιρός για
ἀπολλύναι τὴν πόλιν. καὶ τὸ τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε
τελευταῖον ἐψηφίσαντο ἐκείνους να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να
μὲν καταπαῦσαι, ἄλλους δὲ τους αφήσουν να καταστρέψουν την
ἑλέσθαι. καὶ εἵλοντο δέκα, ἕνα ἀπὸ
πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με
ψηφοφορία εκείνους να τους
φυλῆς.
καθαιρέσουν και να εκλέξουν
άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν
δέκα, έναν από κάθε φυλή.
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ, 2.4.37–2.4.43
Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002
[2.4.37] ἐπεὶ μέντοι οὗτοι ᾤχοντο Αφού, λοιπόν, ξεκίνησαν αυτοί για
εἰς Λακεδαίμονα, ἔπεμπον δὴ καὶ τη Σπάρτη, έστειλαν αντιπροσώπους
οἱ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἐκ τοῦ ἄστεως κι οι επίσημοι ολιγαρχικοί (της
Αθήνας), λέγοντας ότι είναι έτοιμοι
λέγοντας ὅτι αὐτοὶ μὲν
να παραδώσουν τους εαυτούς τους
παραδιδόασι καὶ τὰ τείχη ἃ ἔχουσι
και τα τείχη τους στους
καὶ σφᾶς αὐτοὺς Λακεδαιμονίοις
Λακεδαιμονίους, για να κάνουν ό,τι
χρῆσθαι ὅ τι βούλονται· ἀξιοῦν δ’
θέλουν. Έλεγαν, όμως, ότι είχαν την
ἔφασαν καὶ τοὺς ἐν Πειραιεῖ, εἰ απαίτηση, αν οι επαναστάτες
φίλοι φασὶν εἶναι Λακεδαιμονίοις, ομολογούσαν ότι είναι φίλοι των
παραδιδόναι τόν τε Πειραιᾶ καὶ Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι
τὴν Μουνιχίαν. εκείνοι τον Πειραιά και τη
Μουνιχία.

[2.4.38] ἀκούσαντες δὲ πάντων Όταν άκουσαν όλα αυτά οι έφοροι


αὐτῶν οἱ ἔφοροι καὶ οἱ ἔκκλητοι, και η συνέλευση, έστειλαν στην
ἐξέπεμψαν πεντεκαίδεκα ἄνδρας Αθήνα δεκαπέντε άνδρες μ' εντολή
εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ ἐπέταξαν σὺν να συνεργαστούν με τον Παυσανία
Παυσανίᾳ διαλλάξαι ὅπῃ δύναιντο για συμφιλίωση, όπως θα
κάλλιστα. οἱ δὲ διήλλαξαν ἐφ’ ᾧτε μπορέσουν καλύτερα. Αυτοί τους
εἰρήνην μὲν ἔχειν ὡς πρὸς συμφιλίωσαν με ορούς να ζουν
ἀλλήλους, ἀπιέναι δὲ ἐπὶ τὰ μεταξύ τους ειρηνικά, να
ἑαυτῶν ἕκαστον πλὴν τῶν
επιστρέψουν στα σπίτια τους όλοι
εκτός από τους Τριάντα, τους
τριάκοντα καὶ τῶν ἕνδεκα καὶ τῶν
Έντεκα και τους δέκα άρχοντες του
ἐν Πειραιεῖ ἀρξάντων δέκα. εἰ δέ
Πειραιά. Όποιος από τους
τινες φοβοῖντο τῶν ἐξ ἄστεως,
ολιγαρχικούς φοβόταν, αποφάσισαν
ἔδοξεν αὐτοῖς Ἐλευσῖνα κατοικεῖν. ότι μπορούσε να μετοικήσει στην
Ελευσίνα.

[2.4.39] τούτων δὲ περανθέντων Αφού τέλειωσαν αυτά, ο Παυσανίας


Παυσανίας μὲν διῆκε τὸ αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ
στράτευμα, οἱ δ’ ἐκ τοῦ Πειραιῶς οι επαναστάτες, αφού ανέβηκαν με
ἀνελθόντες σὺν τοῖς ὅπλοις εἰς τὴν τα όπλα τους στην Ακρόπολη,
ἀκρόπολιν ἔθυσαν τῇ Ἀθηνᾷ. ἐπεὶ πρόσφεραν θυσία στην Αθηνά. Όταν
δὲ κατέβησαν οἱ στρατηγοί, ἔνθα κατέβηκαν οι στρατηγοί, ο
δὴ ὁ Θρασύβουλος ἔλεξεν· Θρασύβουλος έβγαλε λόγο ως εξής:

[2.4.40] Ὑμῖν, ἔφη, ὦ ἐκ τοῦ ἄστεως


«Εσάς, που ανήκετε στην
ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας
ἄνδρες, συμβουλεύω ἐγὼ γνῶναι
συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι
ὑμᾶς αὐτούς. μάλιστα δ’ ἂν
είστε. Και θα το καταλάβετε
γνοίητε, εἰ ἀναλογίσαισθε ἐπὶ τίνι
καλύτερα, αν σκεφτείτε για ποιο
ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστίν, ὥστε
λόγο πρέπει να είσθε τόσο
ἡμῶν ἄρχειν ἐπιχειρεῖν. πότερον υπεροπτικοί, ώστε να θέλετε να μας
δικαιότεροί ἐστε; ἀλλ’ ὁ μὲν δῆμος εξουσιάζετε. Μήπως είστε
πενέστερος ὑμῶν ὢν οὐδὲν πώποτε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός, αν
ἕνεκα χρημάτων ὑμᾶς ἠδίκηκεν· και είναι πολύ φτωχότερος από σας,
ὑμεῖς δὲ πλουσιώτεροι πάντων ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό
ὄντες πολλὰ καὶ αἰσχρὰ ἕνεκα συμφέρον. Εσείς, αντίθετα, αν και
κερδέων πεποιήκατε. ἐπεὶ δὲ είστε οι πιο πλούσιοι απ' όλους,
δικαιοσύνης οὐδὲν ὑμῖν προσήκει, έχετε κάνει πολλές ατιμίες στο βωμό
σκέψασθε εἰ ἄρα ἐπ’ ἀνδρείᾳ ὑμῖν του κέρδους. Αφού, λοιπόν, δεν σας
μέγα φρονητέον. διακρίνει καμιά δικαιοσύνη,
σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να
περηφανεύεσθε για την παλικαριά
σας.

Αλλά ποιο κριτήριο θα ήταν


[2.4.41] καὶ τίς ἂν καλλίων κρίσις καλύτερο γι αυτό από τον τρόπο του
τούτου γένοιτο ἢ ὡς ἐπολεμήσαμεν πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Αλλά
πρὸς ἀλλήλους; ἀλλὰ γνώμῃ θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε στην
φαίητ’ ἂν προέχειν, οἳ ἔχοντες καὶ εξυπνάδα, εσείς που, αν και είχατε
τεῖχος καὶ ὅπλα καὶ χρήματα καὶ και τείχη και όπλα και χρήματα και
συμμάχους Πελοποννησίους ὑπὸ τους Πελοποννησίους ως
τῶν οὐδὲν τούτων ἐχόντων συμμάχους, νικηθήκατε από μας που
περιείληφθε; ἀλλ’ ἐπὶ τίποτα δεν είχαμε απ' αυτά; Μήπως
νομίζετε ότι πρέπει να
Λακεδαιμονίοις δὴ οἴεσθε μέγα
υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη
φρονητέον εἶναι; πῶς, οἵγε ὥσπερ
των Λακεδαιμονίων; Πώς, αφού,
τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ
όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από
δήσαντες παραδιδόασιν, οὕτω
τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει,
κἀκεῖνοι ὑμᾶς παραδόντες τῷ έτσι κι εκείνοι σας παρέδωσαν στον
ἠδικημένῳ τούτῳ δήμῳ οἴχονται αδικημένο τούτο λαό και
ἀπιόντες; σηκώθηκαν και έφυγαν;

Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην


[2.4.42] οὐ μέντοι γε ὑμᾶς, ὦ παραβείτε κανέναν από τους όρκους
ἄνδρες, ἀξιῶ ἐγὼ ὧν ὀμωμόκατε που δώσατε, αλλά κοντά στις άλλες
παραβῆναι οὐδέν, ἀλλὰ καὶ τοῦτο αρετές σας να δείξετε ότι και
πρὸς τοῖς ἄλλοις καλοῖς ἐπιδεῖξαι, παραμένετε πιστοί στον όρκο σας
ὅτι καὶ εὔορκοι καὶ ὅσιοί ἐστε. και είσθε θεοφοβούμενοι!»
εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα, Αφού είπε αυτά κι άλλα παρόμοια κι
καὶ ὅτι οὐδὲν δέοι ταράττεσθαι, ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά
ἀλλὰ τοῖς νόμοις τοῖς ἀρχαίοις αναταραχή αλλά να εφαρμοστούν οι
χρῆσθαι, ἀνέστησε τὴν ἐκκλησίαν. παλαιότεροι νόμοι, διέλυσε τη
συνέλευση. Κι αφού διόρισαν
άρχοντες, ξανάρχισαν ομαλή
πολιτική ζωή.

Αργότερα, όταν έμαθαν ότι οι


ολιγαρχικοί της Ελευσίνας
[2.4.43] καὶ τότε μὲν ἀρχὰς στρατολογούσαν ξένους
καταστησάμενοι ἐπολιτεύοντο· μισθοφόρους, αφού έκαναν γενική
ὑστέρῳ δὲ χρόνῳ ἀκούσαντες επιστράτευση εναντίον τους, τους
ξένους μισθοῦσθαι τοὺς Ἐλευσῖνι, στρατηγούς των ολιγαρχικών τους
στρατευσάμενοι πανδημεὶ ἐπ’ σκότωσαν, όταν παρουσιάστηκαν
αὐτοὺς τοὺς μὲν στρατηγοὺς για διαπραγματεύσεις, και τους
αὐτῶν εἰς λόγους ἐλθόντας άλλους, αφού έστειλαν φίλους και
ἀπέκτειναν, τοῖς δὲ ἄλλοις συγγενείς, τους έπεισαν να
εἰσπέμψαντες τοὺς φίλους καὶ συμφιλιωθούν. Κι αφού έδωσαν
ἀναγκαίους ἔπεισαν όρκους ότι ειλικρινά δε θα
συναλλαγῆναι. καὶ ὀμόσαντες κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους,
ὅρκους ἦ μὴν μὴ μνησικακήσειν, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί ως
ἔτι καὶ νῦν ὁμοῦ τε πολιτεύονται συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί
καὶ τοῖς ὅρκοις ἐμμένει ὁ δῆμος. τηρούν πιστά τους όρκους τους.

You might also like