Professional Documents
Culture Documents
ΤΖΟΥΛΗΣ ΔΡΟΜΟΣ
ΤΖΟΥΛΗΣ ΔΡΟΜΟΣ
ερμηνευτικής όχι των ονείρων αλλά των βιωμάτων του, όλα όσα απορρέουν από το
ασυνείδητο του δημιουργού («το ποίημα ξέρει περισσότερα από τον ποιητή»). Με
αυτόν τον τρόπο πέτυχε να ανακτήσει και να διεκδικήσει τη χαμένη παιδικότητά του.
Αυτός ακριβώς ο συσχετισμός παιχνιδιού/ καλλιτεχνικής δημιουργίας, επέτρεψαν
στον T. να κατασκευάζει και να καταστρέφει με αθωότητα εφήβου στο διηνεκές,
νέους κόσμους ―μέσω των στίχων του― που ανάπλαθε, ανασυνέθετε, ανακάτευε,
αποδομούσε με ιδιαίτερη ευκολία, κορφολογώντας στίχους και στροφές,
αναποδογυρίζοντας ολόκληρα ποιήματα, κατά τα πρότυπα και τους κανόνες της
αυτόματης γραφής. Την απόλυτη ελευθερία που παρείχε ο υπερρεαλισμός στους
καλλιτέχνες, όπως το προσδιόρισε ο Εμπειρίκος στην περίφημη διάλεξη του 1935:
«…δια της ενσυνειδήτου συναρμολογήσεως λέξεων και εικόνων, γίνεται σήμερα[…]
όχι μόνο ποίηση-μέσον εκφράσεως, μα ποίηση-ενέργεια, ποίηση-λειτουργία του
πνεύματος, ποίηση-ζωή.», ο Τζούλης την αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Κατά τη γνώμη μου βασική επιδίωξή του δεν ήταν η αισθητική τελείωση αλλά η
διαφύλαξη/απελευθέρωση των μνημονικών συμβόλων, που εδράζονται είτε στο
αρχικό στάδιο των ψυχοσυγκρουσιακών εμπειριών, είτε στην αναλλοίωτη ανάγκη του
ανθρώπου-δημιουργού να διατηρεί ανέπαφες, ακέραιες και παρούσες ―άρα
ζωντανές― τις αναμνήσεις, δηλαδή την ύπαρξή του, αλλά και τη ζωντανή παρουσία
των προσφιλών του, προσώπων ή αντικειμένων: Γι’ αυτό τα σπίτια είναι έξω από τους
τέσσερις τοίχους/ όπως τα ζωντανά του κατωγιού που ξενυχτούν/ κι έρχεται ο νεκρός
γείτονας που τα μετράει κάθε νύχτα/ φυσώντας από μέσα του μια φλόγα// να τον
γνωρίζουν και να χάνονται. (Από την τελευταία του συλλογή «Και Γάμον Έβρου του
ποταμού», Μανδραγόρας 1996).
Νομίζω πως η ποίηση δε θα το βάλει κάτω, προέβλεπε συχνά στις ολονύκτιες
συζητήσεις μας και συμπλήρωνε: «δεν έχουμε άλλα υδραγωγεία για την ξηρασία και
την ανέχεια. Το σημειώνει κι ο Πλούταρχος: όταν οι Αθηναίοι απειλούνταν με
αφανισμό στα λατομεία της Σικελίας, στην ποίηση αναγύρεψαν σωσίβιο».
Όσο για την ψυχανάλυση και τη στήριξή του στον Λακάν, μολονότι λακανιστής ο
ίδιος, προσπάθησε να διασκεδάσει τις πολεμικές της φίλης του ποιήτριας Μαντώς
Αραβαντινού, ρίχνοντας περισσότερο το βάρος στην κοινή λογοτεχνική τους
αφετηρία, παρά στις διαφορές τους στα ψυχαναλυτικά θέματα: «κατά βάθος η Μαντώ
ήταν πλατωνικά ερωτευμένη με τον Λακάν και γι’ αυτό τον απέρριπτε με τόση
μανία», έδινε τη δική του ερμηνεία στο γεγονός.
Τι άλλο θα μπορούσε να επικαλεστεί ένας δημιουργός που φρόντιζε να εξαντλεί –
και το πλήρωσε– στο έπακρο τα όριά του: («εγώ ζω διπλή ζωή με το ξυπνώ στις
τέσσερις το πρωί», μας έλεγε), πέρα από την ανάγκη για διαρκή ανησυχία, έναντι του
πλαδαρού εφησυχασμού μας. Στο βιβλίο του Το ασυνείδητο και η συμβολική τάξη,
(Από τον Freud στον Lacan, Αθήνα 1985) έγραφε: «Μπορούμε να πούμε πως σ’
1 Sigmund Freud, Délire et rêve dans la «Gradiva» de Jensen, εκδ. Gallimard, Paris 1971.
2 Σπούδασε (1971) στη Γαλλία στο «Πανεπιστήμιο Aνθρωπιστικών Σπουδών της Aix-en-Provence)
ψυχολογία και ειδικεύτηκε στην ψυχοπαθολογία και την ψυχανάλυση της τέχνης. Ένα μέρος των
σπουδών του, για την απόκτηση του μεταπτυχιακού διπλώματος D.E.A., έγινε στη Συγκριτική
Λογοτεχνία με καθηγητή το Raymond Jean. H διδακτορική του διατριβή (1979) ανιχνεύει την επιθυμία
και την απαγόρευση στο έργο του Φραντς Kάφκα. Tο θέμα της είναι «L’écriture de Kafka et la
demande interdite (essai de critique littéraire psychanalytique).
όποια από τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου κι αν αφοσιωθεί να δουλέψει
κανείς θα συναντήσει τη λακανική πρόκληση, όχι για να του χορηγήσει λύσεις, αλλά
για να τον βασανίσει με την ευεργετική της αμφιβολία».
Κώστας Κρεμμύδας
κι άλλοι το λερώνουν