You are on page 1of 3

Θανάσης Τζούλης (1932-2010) Επικαλούμαι τον Οδυσσέα Ελύτη αντί διαβατηρίου

Στο σπίτι μας ήταν οι αποθήκες του ΕΛΑΣ. Εμείς πεινούσαμε κι ο


πατέρας μου δε μας επέτρεπε να πάρουμε ούτε μια ελιά! Όταν ήρθαν
σπίτι μας τρεις Ρώσοι αιχμάλωτοι, δραπέτες των Γερμανών, και
είδαν από τη μια οχτώ παιδιά να πεινούνε και από την άλλη την
αποθήκη γεμάτη, παραβίασαν την πόρτα, πήραν τρόφιμα και μας
έφεραν να φάμε!
(Θ.Τ., μια συζήτηση με τον Κ.Κ., περιοδικό Μανδραγόρας τχ. 8-9, Ιούλιος 1995)

«Ο Θανάσης Τζούλης ανακαλύπτει τον κόσμο μέσα από τον πολυπαιδεμένο ή


πολυπεπαιδευμένο εαυτό του και τον βαθύτερο εαυτό των κειμένων που αναλύει
χρησιμοποιώντας όχι τις εξαντλητικές του γνώσεις, αλλά και το πιο εξαντλητικό
εσωτερικό –θα τολμούσα να πω ενορασιακό– εξόρυγμα…», συμπύκνωνε σε επιστολή
της, πριν 15 χρόνια, η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ για το έργο και τη ζωή του Θανάση
Τζούλη (γεν. Μαυρονόρος Ιωαννίνων 1932). Μέσα από δύσκολα εμπόλεμα και
εμφύλια παιδικά χρόνια (Εγώ πάντως λέω για το χαμένο κεφάλι που έπεσε/ αντί
σταυρού στο αίμα του καιρού…) ο ποιητής, που παρέμεινε δάσκαλος κι όχι
επισκέπτης καθηγητής είκοσι χρόνια στην ακριτική Αλεξανδρούπολη (μη ξεχνάτε
πως είμαι δάσκαλος με σαραντάχρονη εμπειρία λόγου και διαλόγου με τα παιδιά∙ είναι
το ιερό τέμπλο μου τα πρόσωπά τους…), δεν έχανε την ευκαιρία ν’ αναφέρεται στην
απουσία οργανωμένης κρατικής μέριμνας, να μιλά για τις ταλαιπωρίες των απλών
ανθρώπων από τους μηχανισμούς της γραφειοκρατίας, να στηρίζει έμπρακτα τους
Πομάκους, τους Ελληνοπόντιους μετανάστες, να απαλύνει, μέσω της οικογενειακής
συμβουλευτικής, το φόρτο των μουσουλμάνων γυναικών. Με ειδίκευση στην
ψυχοπαθολογία και την ψυχανάλυση της τέχνης στο Aix-en-Provence της Γαλλίας, (η
διδακτορική του διατριβή είχε ως θέμα την επιθυμία και την απαγόρευση στο έργο
του Φραντς Kάφκα), καθηγητής Ψυχαναλυτικής Ψυχολογίας στο Δημοκρίτειο
Πανεπιστήμιο Θράκης, ο Τζούλης εμπλούτισε το περιεχόμενο της ποίησής του μέσω
της μύησης και μελέτης του στην επιστήμη της Ψυχανάλυσης, με άξονα κυρίως το
λακανικό έργο και τις μεθόδους της μεταβίβασης των συναισθημάτων προκειμένου
να προσεγγιστούν οι ουσιώδεις λειτουργίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Για τούτο και
κυριαρχούν στο έργο του οι σταθερές και ταυτοχρόνως ασταθείς (και γι’ αυτό
μεταβλητές) έννοιες του έρωτα και του θανάτου, το όριο, ως χρονικός και τοπικός
προσδιορισμός, κυριαρχούν οι «γαιωλέξεις» του: τα ουρανόμηλα, τα ντροπαλά
κούμαρα, το κόκκινο, το μοβ, το κοκκινόχωμα, η κοπριά ―πηγή οργανικής
ανασύνθεσης και ζωής από τα περιττώματα―, το καστανόχωμα, τα φαιά αυγά των
κοριτσιών, οι δαφνώνες. Όλα όσα συνομιλούν με συχνότητα στα ποιήματά του δεν
είναι απλές έννοιες, αποκτούν οντότητα γήινη, έχουν ζωή και υπόσταση, λειτουργούν
και ανήκουν. «Έχουν εσωτερικευτεί, έχουν ταμιευτεί μέσα από όλες τις αισθήσεις
μου και όλους τους πόρους του κορμιού μου. Eίναι το “μάγμα” μου για να πω μια
λέξη του Kαστοριάδη», σημείωνε ο Τζούλης σπεύδοντας από την άλλη να ορίσει με
σαφήνεια και την άλλη, την αποδομητική λειτουργία της τέχνης: «προσφέρει την
αναίρεση, την αίρεση, γιατί οι αιρετικοί διαμορφώνουν τον πολιτισμό∙ ένας
Κατσαρός, ένας Μαγιακόφσκι, είπαν και έκαναν πράγματα που οι πολλοί δεν
τολμούσαν να εκστομίσουν…».
Oι ποιητές και οι μυθιστοριογράφοι, έλεγε ο Freud, είναι πολύτιμοι σύμμαχοι και
η μαρτυρία τους πρέπει να εκτιμάται πάρα πολύ, γιατί γνωρίζουν πράγματα που η
δική μας σχολική σοφία δε θα μπορούσε ακόμα να ονειρευτεί. Eίναι δάσκαλοι στη
γνώση της ψυχής, γιατί αντλούν από πηγές που δεν τις έχουμε ακόμα καταστήσει
προσιτές στην επιστήμη . O λόγος του Freud βρίσκει την εφαρμογή του στην
1

περίπτωση του T. που μέσω ενός ψυχαναλυτικού υπερρεαλισμού, καταφέρνει να


δώσει υπόσταση και περιεχόμενο σε όλα όσα τον διαμόρφωσαν σταδιακά. Πολύ πριν
προσεγγίσει θεωρητικά την ψυχανάλυση , αποτύπωσε στην ποίηση του εν είδει
2

ερμηνευτικής όχι των ονείρων αλλά των βιωμάτων του, όλα όσα απορρέουν από το
ασυνείδητο του δημιουργού («το ποίημα ξέρει περισσότερα από τον ποιητή»). Με
αυτόν τον τρόπο πέτυχε να ανακτήσει και να διεκδικήσει τη χαμένη παιδικότητά του.
Αυτός ακριβώς ο συσχετισμός παιχνιδιού/ καλλιτεχνικής δημιουργίας, επέτρεψαν
στον T. να κατασκευάζει και να καταστρέφει με αθωότητα εφήβου στο διηνεκές,
νέους κόσμους ―μέσω των στίχων του― που ανάπλαθε, ανασυνέθετε, ανακάτευε,
αποδομούσε με ιδιαίτερη ευκολία, κορφολογώντας στίχους και στροφές,
αναποδογυρίζοντας ολόκληρα ποιήματα, κατά τα πρότυπα και τους κανόνες της
αυτόματης γραφής. Την απόλυτη ελευθερία που παρείχε ο υπερρεαλισμός στους
καλλιτέχνες, όπως το προσδιόρισε ο Εμπειρίκος στην περίφημη διάλεξη του 1935:
«…δια της ενσυνειδήτου συναρμολογήσεως λέξεων και εικόνων, γίνεται σήμερα[…]
όχι μόνο ποίηση-μέσον εκφράσεως, μα ποίηση-ενέργεια, ποίηση-λειτουργία του
πνεύματος, ποίηση-ζωή.», ο Τζούλης την αξιοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Κατά τη γνώμη μου βασική επιδίωξή του δεν ήταν η αισθητική τελείωση αλλά η
διαφύλαξη/απελευθέρωση των μνημονικών συμβόλων, που εδράζονται είτε στο
αρχικό στάδιο των ψυχοσυγκρουσιακών εμπειριών, είτε στην αναλλοίωτη ανάγκη του
ανθρώπου-δημιουργού να διατηρεί ανέπαφες, ακέραιες και παρούσες ―άρα
ζωντανές― τις αναμνήσεις, δηλαδή την ύπαρξή του, αλλά και τη ζωντανή παρουσία
των προσφιλών του, προσώπων ή αντικειμένων: Γι’ αυτό τα σπίτια είναι έξω από τους
τέσσερις τοίχους/ όπως τα ζωντανά του κατωγιού που ξενυχτούν/ κι έρχεται ο νεκρός
γείτονας που τα μετράει κάθε νύχτα/ φυσώντας από μέσα του μια φλόγα// να τον
γνωρίζουν και να χάνονται. (Από την τελευταία του συλλογή «Και Γάμον Έβρου του
ποταμού», Μανδραγόρας 1996).
Νομίζω πως η ποίηση δε θα το βάλει κάτω, προέβλεπε συχνά στις ολονύκτιες
συζητήσεις μας και συμπλήρωνε: «δεν έχουμε άλλα υδραγωγεία για την ξηρασία και
την ανέχεια. Το σημειώνει κι ο Πλούταρχος: όταν οι Αθηναίοι απειλούνταν με
αφανισμό στα λατομεία της Σικελίας, στην ποίηση αναγύρεψαν σωσίβιο».
Όσο για την ψυχανάλυση και τη στήριξή του στον Λακάν, μολονότι λακανιστής ο
ίδιος, προσπάθησε να διασκεδάσει τις πολεμικές της φίλης του ποιήτριας Μαντώς
Αραβαντινού, ρίχνοντας περισσότερο το βάρος στην κοινή λογοτεχνική τους
αφετηρία, παρά στις διαφορές τους στα ψυχαναλυτικά θέματα: «κατά βάθος η Μαντώ
ήταν πλατωνικά ερωτευμένη με τον Λακάν και γι’ αυτό τον απέρριπτε με τόση
μανία», έδινε τη δική του ερμηνεία στο γεγονός.
Τι άλλο θα μπορούσε να επικαλεστεί ένας δημιουργός που φρόντιζε να εξαντλεί –
και το πλήρωσε– στο έπακρο τα όριά του: («εγώ ζω διπλή ζωή με το ξυπνώ στις
τέσσερις το πρωί», μας έλεγε), πέρα από την ανάγκη για διαρκή ανησυχία, έναντι του
πλαδαρού εφησυχασμού μας. Στο βιβλίο του Το ασυνείδητο και η συμβολική τάξη,
(Από τον Freud στον Lacan, Αθήνα 1985) έγραφε: «Μπορούμε να πούμε πως σ’

1 Sigmund Freud, Délire et rêve dans la «Gradiva» de Jensen, εκδ. Gallimard, Paris 1971.
2 Σπούδασε (1971) στη Γαλλία στο «Πανεπιστήμιο Aνθρωπιστικών Σπουδών της Aix-en-Provence)
ψυχολογία και ειδικεύτηκε στην ψυχοπαθολογία και την ψυχανάλυση της τέχνης. Ένα μέρος των
σπουδών του, για την απόκτηση του μεταπτυχιακού διπλώματος D.E.A., έγινε στη Συγκριτική
Λογοτεχνία με καθηγητή το Raymond Jean. H διδακτορική του διατριβή (1979) ανιχνεύει την επιθυμία
και την απαγόρευση στο έργο του Φραντς Kάφκα. Tο θέμα της είναι «L’écriture de Kafka et la
demande interdite (essai de critique littéraire psychanalytique).
όποια από τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου κι αν αφοσιωθεί να δουλέψει
κανείς θα συναντήσει τη λακανική πρόκληση, όχι για να του χορηγήσει λύσεις, αλλά
για να τον βασανίσει με την ευεργετική της αμφιβολία».
Κώστας Κρεμμύδας

Franz Kafka φοβούμαι να σε πάρω από το βρεφικό σταθμό

Franz Kafka φοβούμαι να σε πάρω από το βρεφικό σταθμό


όχι πως δεν βρίσκω έναν Λάιο για το ανάποδο αίμα σου
είναι εύκαιρο το κορμί μου πίσω από τους ήχους των φιδιών
στην άγρια κλίνη σου

φοβούμαι να σου δώσω τα κλειδιά


κι ας ξέρω πως λερώνω το γάλα της καρύδας
που είναι ο κόσμος

κι άλλοι το λερώνουν

κι ακούω το κλάμα του ασβού


που σε γνώρισε από το περιβραχιόνιο
στη χιονισμένη Kalda

ανάμεσα στα καραβάνια που δε φτάνουν πουθενά

You might also like