You are on page 1of 6

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ


ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΛΠ 30- ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΙΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
(19ος και 20ός αιώνας)

3η Γραπτή Εργασία
Ακαδημαϊκό έτος: 2022-2023
Οι προβληματισμοί των ποιητών στις αρχές του 20ου αιώνα

Φοιτήτρια: Φωτεινή Ξανθού


Α.Μ: 150013
Τμήμα: ΗΛΕ-47
Καθηγητής-Σύμβουλος: Ουρανία Πολυκανδριώτη

Αθήνα, Μάρτιος-2023
Ερώτημα 1
Μελετώντας τα δύο εμβληματικά ποιήματα του Άγγελου Σικελιανού και του Κώστα
Βάρναλη, Ιερά Οδός και Ένας-Όλοι αντίστοιχα, διαπιστώσαμε ότι οι δύο συνομήλικοι ποιητές
μοιράζονται τις κοινές εμπειρίες της γενιάς τους και κοινή κατά βάση κοσμοθεωρία. Οι δύο
ποιητές έχουν ζήσει το όραμα και την αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας, τα οικονομικά και
κοινωνικά προβλήματα και τον πολιτικό αναβρασμό, το προσφυγικό και τον
επαναπροσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας. Παράλληλα έχουν επηρεαστεί από τα φιλοσοφικά
ρεύματα της εποχής, τον ιρασιοναλισμό και την ιδεολογία του Νίτσε, παρουσιάζοντας τα πρώτα
εθνικά οράματα.1
Στο πλαίσιο της αναζήτησης μιας ενοποιητικής εθνικής ταυτότητας και μετά την αποτυχία
της Δελφικής Ιδέας, ο Σικελιανός γράφει το ποίημα, Ιερά Οδός, την πορεία προς την Ελευσίνα,
που αποκαλεί «ιερό της Ψυχής». Είναι μια μυσταγωγική πορεία προς την αλήθεια και την
ολοκλήρωση του ανθρώπου, που περνά μέσα από την καλλιέργεια πνευματικών αξιών και
υπερβατικών ιδιοτήτων (ιρασιοναλισμός). Η επίπονη διαδρομή, αποτελεί την ψυχική
εκπαίδευση του ποιητή, μέσω μιας εσωτερικής ενδοσκόπησης, που θα τον βοηθήσει να αναλάβει
τον ρόλο του ποιητή μύστη. Ο Σικελιανός οραματίζεται την κατάκτηση της ενότητας του
ελληνισμού και την ένταξή του σε μια πανανθρώπινη κοινότητα ισότητας και αλληλοσεβασμού,
με αυτόν να αναλαμβάνει το έργο της καλλιτεχνικής διαφώτισης. Η κοινωνία που ποθεί
συντίθεται από τον συγκερασμό διαφορετικών ιδεών, εθνών και παραδόσεων που δημιουργούν
μια αρμονική ολότητα, Φύσης, Ψυχής και Ιστορίας.2
Ο ποιητής στην Ιερά οδό χρησιμοποιεί σύμβολα, όπως ο «Ατσίγγανος» δυνάστης και οι
υποδουλωμένες αρκούδες, άνθρωποι που ζουν «την πίκρα της σκλαβιάς». Η μάνα αρκούδα,
σύμβολο της φύσης, (Μάνας- Γης), που καταδυναστεύεται από τον άνθρωπο, αλλά και της
αγάπης της μητρότητας. Μια αρχαιοελληνική Δήμητρα, μια «Αλκμήνη, ή Παναγία», γίνεται το
«μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου του κόσμου,» που υπομένει τη μοίρα του. Στοιχείο της
κοσμοθεωρίας του Σικελιανού είναι και ο θρησκευτικός συγκρητισμός, καθώς συνδέει όλες τις
θρησκείες, από τα βάθη των αιώνων, στην ιερή συμφιλιωτική αποστολή του, σε έναν κόσμο που

1
Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, μτφρ. E. Zουργού - M. Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα
1996, σ. 174.
2
Α. Βογιατζόγλου, «Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού», στο: Λάμπρος Βαρελάς, Αθηνά Βογιατζόγλου κ.ά.,
Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία.(19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Εγχειρίδιο Μελέτης,
ΕΑΠ, β΄ έκδοση, Πάτρα 2008, σ. 272,
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, 25η ανατύπωση, Αθήνα 2020, σ. 237-238.

1
θα εκλείπει ο πόνος και η καταπίεση. Στο τέλος του ποιήματος μάλιστα, αναρωτιέται αν θα έρθει
η στιγμή που το όραμα της ενωμένης οικουμένης θα πραγματοποιηθεί, «θέ νά ʼρτει η ώρα που η
ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου…θα γιορτάσουν μαζί;» και απαντά αισιόδοξα, «Θά ʼρτει.». 3
Ο Βάρναλης, ως ποιητής προφήτης αντίστοιχα, αφουγκράζεται τον πόνο και τις ανάγκες
της κοινωνίας και αντιλαμβάνεται το χρέος του, να εκφράσει και να ενώσει την ανθρωπότητα
μέσω της ποίησης. Όμως, βλέπει αυτήν την ενότητα, μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα.
Ενστερνιζόμενος τη μαρξιστική ιδεολογία και στρατευμένος στον σκοπό της κοινωνικής
απελευθέρωσης, γράφει το ποίημα, Ένας-Όλοι, με σκοπό να αφυπνίσει την ανθρωπότητα, που
θα σωθεί μόνο αν ενωθεί, «Σωτηρία…δεν υπάρχει (για Ένα!), πριν σωθούν αυτοί!».
Απευθύνεται στις λαϊκές τάξεις και προτρέπει τον καθένα, «μοναχός» ή με άλλους να παλέψει
για την ιδεολογία του, με όλους τους τρόπους-συνθήκες, που αναφέρει στις τέσσερις πρώτες
στροφές. Ο Σικελιανός σε αντιδιαστολή με τον Βάρναλη, απευθύνεται περισσότερο σε μια
κοινωνική ελίτ πνευματικών ανθρώπων, που μπορούσαν να κατανοήσουν το όραμά του και είναι
πιο αυτοαναφορικός, αποδεχόμενος τον εαυτό του, ως το «Μυημένο» ξεχωριστό ον, στον ρόλο
του καθοδηγητή.4
Αντίθετα ο Βάρναλης στηρίζει το όραμά του στον λαό, εκφράζοντας την πικρία του για τη
ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, «Ω! τί μαύρα σκότη…η ανθρωπότη κλαίει με βογγηχτά!»
αν δεν συνειδητοποιήσει την ανάγκη ενοποίησης σε μια κοινωνία ισότητας και αδελφοσύνης.
Αναζητά παντού τη χαρά της «σωτηρίας», αλλά δεν βρίσκει τη λύτρωση, παρά μόνο στο
ιδεολογικό του καταφύγιο, «Ιδέα θεά μου», που του δίνει δύναμη και ελπίδα για τη ζωή. Ο
Σικελιανός αντίστοιχα αφήνει μια νότα αισιοδοξίας, θεωρώντας ότι το έργο του δεν ήταν μάταιο
και το όραμά του θα αναγεννηθεί σε κάτι νέο. Οι δύο ποιητές έχουν κοινό όραμα και μιλούν στο
πρώτο πρόσωπο, σε απλή δημοτική γλώσσα μεταδίδοντας το πάθος τους και εκφράζοντας τις
προσωπικές τους αντιλήψεις. Ο Βάρναλης ως κομμουνιστής, μιλά πιο επαναστατικά και πιο
λαϊκά, (ρεματαριά, ντεληβοριά, κρασωμένος, αχόρταη) έχοντας την πεποίθηση ότι η λύση
βρίσκεται στα χέρια της εργατιάς, που έχουν τη δύναμη να ανατρέψουν τον κόσμο. Ο
Σικελιανός, με πιο επεξεργασμένο λεξιλόγιο, (άνοιξεν, ανασηκώθη, βυθίστη) την περίοδο που

3
Άγγελος, Σικελιανός, «Ιερά Οδός», Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία. Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών
Κειμένων (19ος-20ός αιώνας), επιμέλεια: Χρήστος Δανιήλ, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 364-367,
Α. Βογιατζόγλου, ό. π., σ. 272-273.
4
Κ. Καρατάσου, «Κώστας Βάρναλης. Νίκος Καζαντζάκης», στο: Λάμπρος Βαρελάς, Αθηνά Βογιατζόγλου κ.ά., ό.
π., σ. 287.

2
γράφει την Ιερά Οδό (1935), έχει ρίξει τους υψηλούς τόνους, που τον χαρακτηρίζουν και
επικεντρώνεται πιο πολύ στη μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων.5
Ερώτημα 2
Έχοντας ως επίκεντρο το θέμα της «κοινωνικής ευθύνης» που επωμίζεται ένας ποιητής,
διαπιστώνουμε αρκετά κοινά σημεία και διαφορές στα ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη,
Δυστυχία και Αυτό ήταν το ζήτημα, του Γιάννη Ρίτσου. Ο Καρυωτάκης αντιλαμβάνεται την
διάσταση της επιθυμίας του σε σχέση με την πραγματικότητα και τη βαριά μοίρα του, ως
ποιητή, καθώς συνεχώς διαπιστώνει την αναποτελεσματικότητα της ποίησής του και κατά
συνέπεια της ύπαρξής του ολόκληρης. Θεωρεί ότι ο ποιητής έχει χρέος να βρίσκεται σε συνεχή
επικοινωνία με το κοινωνικό του περιβάλλον και να αφουγκράζεται τις ανάγκες του, για να
μπορεί να τις εκφράσει μέσα από την ποίησή του και να προσφέρει διεξόδους. Εκείνος όμως
αισθάνεται καταραμένος και δεν καταφέρνει να ασκήσει τον ρόλο του ποιητή μύστη, όπως θα
ήθελε.6
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος, ο Καρυωτάκης εκφράζει την απόγνωσή του, απέναντι
στην αδικία, χρησιμοποιώντας σαρκαστικά μια φράση του Ευαγγελίου «κι ήρθαν οι έσχατοι
πρώτοι» και δείχνοντας την ηθική κατάπτωση της κοινωνίας και την υλική κυριαρχία, «Με
χρήμα …αποτιμάται ο φίλος». Ο ποιητής αναπολεί το αγνότερο παρελθόν, σε σχέση με το πικρό
και αδιέξοδο παρόν, «Αν άλλοτε…είναι η ζωή πια σκοτεινή κι ανέφικτη» και εκφράζει την
απελπισία που αισθάνεται από την έλλειψη ουσιαστικής κατανόησης του έργου του. Φωνάζει
μέσα στη νύχτα, προσπαθώντας να αφυπνίσει την ανθρωπότητα αλλά ο κόσμος κοιμάται. Μόνο
οι σκύλοι αντιδρούν στο ξέσπασμά του, στην κραυγή αγωνίας που βγάζει με τη λέξη
«Δυστυχία» κι αναρωτιέται, «άκουσαν οι σκύλοι…οι άνθρωποι δεν ακούνε;». 7 Για τον
Καρυωτάκη η ποίηση ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή, τόσο σοβαρό προφανώς αισθάνεται τον
ρόλο του ποιητή, για να καταλήξει τελικά στην αυτοχειρία. Υπάρχει μια μεγάλη διάσταση
μεταξύ των επιθυμιών του και της αντικειμενικής πραγματικότητας που τον οδηγεί στον
πεσιμισμό, στην οργή και στην οριστική ρήξη.8

5
Roderick Beaton, ό. π., σ. 153,
Α. Βογιατζόγλου, ό. π., σ. 268.
6
Ε. Γαραντούδης, «Η ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη», στο: Λάμπρος Βαρελάς, Αθηνά Βογιατζόγλου κ.ά., ό. π., σ.
324-327.
7
Ε. Γαραντούδης, ό. π. σ. 326-327.
8
Λίνος Πολίτης, ό. π. σ. 248.

3
Ο Ρίτσος, στο ποίημά του, Αυτό ήταν το ζήτημα, μοιράζεται τις ίδιες αγωνίες και
προβληματισμούς με τον Καρυωτάκη, αλλά την αρχική του «αμηχανία», διαδέχεται η ανησυχία
για το αν μπορεί με την ποίησή του να συμπαρασύρει στην πνευματική αφύπνιση, από τον
στίχο-σπάγκο που πιάστηκε «και κατέβαινε», κατά την άνοδο, έστω και έναν ακόμη. Εκείνος σε
αντίθεση με τον πεσιμισμό του Καρυωτάκη αγωνιά για την αναγνωσιμότητα του έργου του και
πασχίζει να το κάνει έναν οδηγό μάχης για την πνευματική εξύψωση του ανθρώπου χωρίς να
φαίνεται να χάνει την πίστη του σε αυτό. Απευθύνεται στον απλό λαό, προσπαθώντας να είναι
κατανοητός από όλους για να βρει συνοδοιπόρους στον δρόμο του. Δηλώνει «χαρούμενος», στο
βύθισμά του στον ιδεολογικό κόσμο της ποίησης και «σίγουρος» για την πνευματική του
ανύψωση «όποια στιγμή» θελήσει. Οι δύο ποιητές γράφουν δύο ποιήματα ποιητικής, ο πρώτος
την ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου και ο δεύτερος το 1959 μετά την επιστροφή του από
την εξορία έχοντας δυνατές εμπειρίες που οδηγούν σε κοινές αντιλήψεις και προβληματισμούς
για την τέχνη τους και για την κοινωνική ευθύνη του ευαισθητοποιημένου ποιητή. Όμως ο
Ρίτσος σαν να ασκεί έμμεσα μια κριτική στον Καρυωτάκη, από τον οποίο είναι μεν
επηρεασμένος, διαπιστώνει ότι το «ζήτημα» δεν είναι να «φωνάξει» ο ποιητής το πρόβλημα,
(δυστυχία), αλλά να επηρεάσει, βγάζοντας τον άνθρωπο από το συλλογικό αδιέξοδο και τη
ματαιότητα της ύπαρξής του.9

9
Τάκης Καγιαλής, «Η Μοντέρνα ποίηση και η Γενιά του ʼ30», στο: Λάμπρος Βαρελάς, Αθηνά Βογιατζόγλου κ.ά.,
ό. π. σ. 377-378,
Λίνος Πολίτης, ό. π. σ. 298.

4
Βιβλιογραφία
Βογιατζόγλου Αθηνά, «Η ποίηση του Άγγελου Σικελιανού», στο: Λάμπρος Βαρελάς, Αθηνά
Βογιατζόγλου κ.ά., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία.(19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική
Λογοτεχνία, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, β΄ έκδοση, Πάτρα 2008, σ. 261-280.
Γαραντούδης Ευριπίδης, «Η ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη», στο: Λάμπρος Βαρελάς, Αθηνά
Βογιατζόγλου κ.ά., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία.(19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική
Λογοτεχνία, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, β΄ έκδοση, Πάτρα 2008, σ. 319-336.
Καγιαλής Τάκης, «Η Μοντέρνα ποίηση και η Γενιά του ʼ30», στο: Λάμπρος Βαρελάς, Αθηνά
Βογιατζόγλου κ.ά., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία.(19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη Ελληνική
Λογοτεχνία, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, β΄ έκδοση, Πάτρα 2008, σ. 337-396.
Καρατάσου Κατερίνα, «Κώστας Βάρναλης. Νίκος Καζαντζάκης», στο: Λάμπρος Βαρελάς,
Αθηνά Βογιατζόγλου κ.ά., Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία.(19ος & 20ος αιώνας), Νεότερη
Ελληνική Λογοτεχνία, Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, β΄ έκδοση, Πάτρα 2008, σ. 281-317.
Πολίτης Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, 25η ανατύπωση, Αθήνα 2020.
Σικελιανός Άγγελος, «Ιερά Οδός», Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία. Ανθολόγιο
Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος-20ός αιώνας), επιμέλεια: Χρήστος Δανιήλ, ΕΑΠ,
Πάτρα 2008.

Εικόνα Εξωφύλλου: Κολάζ Α. Σικελιανός, Κ. Καρυωτάκης, Κ. Βάρναλης, Γ. Ρίτσος, από:


https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/biography.html?
cnd_id=6 (τελευταία ανάκτηση 17/3/23).

You might also like