Professional Documents
Culture Documents
εικονομαχία
εικονομαχία
στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 8ου και το πρώτο μισό
του 9ου αιώνα, αναφορικά (σε πρώτο επίπεδο) με τη λατρεία των χριστιανικών
εικόνων. Η Εικονομαχία διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε
Εικονομάχους (επίσης αναφερόμενους ως Εικονοκλάστες[σ 1]) και Εικονολάτρες
(επίσης αναφερόμενους ως Εικονόφιλους και Εικονόδουλους[σ 2]).
Επί Λέοντος Ε΄ άρχισε με οξύτητα η δεύτερη φάση της Εικονομαχίας. Πιεζόμενος και
από τον στρατό, ο αυτοκράτορας διέταξε την καθαίρεση των εικόνων και συγκάλεσε
σύνοδο η οποία κατήργησε τις αποφάσεις της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου και
αναγνώρισε αντ’ αυτής την σύνοδο της Ιερείας. Ο δολοφόνος και διάδοχός του,
Μιχαήλ Β´, τήρησε επαμφοτερίζουσα πολιτική, δυσαρεστώντας τους πάντες και
αφήνοντας το θέμα σε εκκρεμότητα. Ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Θεόφιλος
αναδείχθηκε σε υπέρμαχο της Εικονομαχίας και οι απαγορεύσεις των εικόνων και οι
διωγμοί των μοναχών επαναλήφθηκαν.
Το τέλος της Εικονομαχίας επήλθε το 842, αμέσως μετά τον θάνατο του Θεόφιλου,
με ενέργειες της χήρας του Θεοδώρας, που ασκούσε την εξουσία επ’ ονόματι του
ανηλίκου Μιχαήλ Γ΄. Το κύρος της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας
ανορθώθηκε, οι εικόνες αναστηλώθηκαν, τα καταργηθέντα μοναστήρια
ανασυστάθηκαν και τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα αποδόθηκαν στις
εκκλησίες και στις μονές.
Το τέλος της Εικονομαχίας σήμανε και το τέλος των οικονομικών και νομοθετικών
μεταρρυθμίσεων που είχαν επιβληθεί από τους βασιλείς της και οι οποίες κρίνεται
από πολλούς συγγραφείς ότι υπήρξαν ιδιαίτερα εποικοδομητικές.
Πίνακας περιεχομένων
1 Συνθήκες εκδήλωσης της εικονομαχίας
2 Πρώτη περίοδος της Εικονομαχίας (726-787)
o 2.1 Λέων Γ΄
2.1.1 Πρώτες ενέργειες του Λέοντα Γ'
2.1.2 Αντίδραση Ελλαδικού Θέματος
2.1.3 Σιλέντιον
2.1.4 Σχέσεις με τη Δύση
2.1.5 Ιωάννης ο Δαμασκηνός
o 2.2 Κωνσταντίνος Ε'
2.2.1 Η ανταρσία του Αρτάβασδου
2.2.2 Ενέργειες Κωνσταντίνου Ε'
2.2.3 Εικονομαχική σύνοδος (754 μ.Χ.)
2.2.4 Αντιδράσεις-Διωγμοί
2.2.5 Θάνατος Κωνσταντίνου Ε’
o 2.3 Κάμψη εικονοκλαστικής κίνησης-Αναστήλωση εικόνων
2.3.1 Περίοδος Λέοντος Δ’ (775-780)
2.3.2 Περίοδος Ειρήνης της Αθηναίας
2.3.3 Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787)
2.3.4 Νικηφόρος Α΄ και Μιχαήλ Α΄
3 Β΄ Περίοδος της Εικονομαχίας (814-842)
o 3.1 Λέων Ε΄ ο Αρμένιος
o 3.2 Μιχαήλ Β΄
o 3.3 Θεόφιλος
4 Το τέλος της Εικονομαχίας
5 Η Εικονομαχία μετά την Εικονομαχία
6 Δείτε επίσης
7 Σημειώσεις
8 Παραπομπές
9 Πρωτογενείς πηγές
10 Δευτερογενείς πηγές και Βιβλιογραφία
11 Λογοτεχνικές αναπλάσεις
12 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Συνθήκες εκδήλωσης της εικονομαχίας
Στο 20ό κεφάλαιο του δευτέρου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται:
«οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα
ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς,
οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς.»[σ 3]
Στη διάρκεια των αιώνων βέβαια η λατρεία των ιερών εικόνων διαδόθηκε ευρέως στο
Βυζαντινό κράτος, ιδίως μετά τον Ιουστινιανό Α', και αποτέλεσε σημαντική έκφανση
της ευσέβειας των Βυζαντινών. Από την άλλη μεριά, δεν έλειψαν και μέσα στην ίδια
την Εκκλησία εικονοκλαστικές τάσεις, ιδιαίτερα ισχυρές στις ανατολικές επαρχίες
της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν σημαντικά υπολείμματα των Μονοφυσιτών και
κέρδιζε συνεχώς έδαφος ο Παυλικιανισμός, αίρεση εχθρική προς κάθε μορφή
εκκλησιαστικής λατρείας. Επίσης, η επαφή με τον αραβικό κόσμο και οι ιδέες που
εκπορεύονταν απ’ αυτόν επί του θέματος επιτάχυναν τις εξελίξεις.[σ 4]
Η πρώτη ξεκάθαρη πράξη του Λέοντα Γ΄ εναντίον της λατρείας των εικόνων
εκδηλώθηκε το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της
Μικράς Ασίας, οι όποιοι είχαν μεταβεί πριν από λίγο καιρό στην Κωνσταντινούπολη.
Αφορμή στάθηκε η ηφαιστειακή έκρηξη που σημειώθηκε στο νησί της Θήρας το 726.
Η θεαματική αυτή έκρηξη ερμηνεύτηκε ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της
λατρείας των εικόνων.[4][5] Ο Λέων διέταξε έναν αξιωματικό του (σπαθαροκανδιδάτο)
να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού, που ήταν αναρτημένη στη Χαλκή πύλη των
ανακτόρων, και να αναρτήσει στη θέση της τον «τρισόλβιο τύπο του σταυρού» καθώς
και εγχάρακτο εξάστιχο επίγραμμα. Με αυτόν τον τρόπο δοκίμαζε τις διαθέσεις του
λαού της πρωτεύουσας προς την εικονομαχική του πολιτική. Προκλήθηκε έκρηξη της
λαϊκής οργής και το εξαγριωμένο πλήθος σκότωσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο
επί τόπου.[6]
Σιλέντιον
Από επιστολή του Λέοντος Γ΄ στον πάπα Γρηγόριο Β΄, Travaux et mémoires 3 (1968)
279
Τα κείμενα των χρονογράφων συνδέουν τους χρόνους των διωγμών των εικόνων με
την πτώση του μορφωτικού επιπέδου.[10] Η επικράτηση του διωγμού των εικόνων
συμπίπτει με την οπισθοδρόμηση των κλασικών γραμμάτων· για αυτό οι εικονόφιλοι
κατηγόρησαν την αντίπαλη παράταξη για απαιδευσία, ενώ την οριστική αποτυχία της
εικονομαχικής κινήσεως ακολουθεί η στροφή προς τον αρχαίο κόσμο και η προβολή
ανθρωπιστικών ροπών στο ιστορικό προσκήνιο.[11]Σημειωτέον όμως ότι ο Θεοφάνης
αναφέρεται (σημ.12) μόνο στην «ευσεβή παίδευσιν» και ότι στα χρόνια του
τελευταίου εικονομάχου Θεόφιλου παρατηρείται λαμπρή ανάπτυξη της επιστήμης και
των τεχνών.
Σχέσεις με τη Δύση
Ο Λέων απέτυχε να επιβάλλει την εικονομαχία στην απόμερη Ιταλία και οι σχέσεις
Κωνσταντινούπολης-Ρώμης επιδεινώθηκαν. Μετά τη δημοσίευση του
εικονοκλαστικού διατάγματος, που κατέστησε την εικονομαχική διδασκαλία επίσημο
δόγμα του κράτους και της Εκκλησίας, ήταν πλέον αναπόφευκτη η ανοικτή ρήξη, που
υποδαυλιζόταν από καιρό. Ο πάπας Γρηγόριος Γ΄ καταδίκασε σε σύνοδο τις
εικονομαχικές απόψεις του Λέοντος κι αυτός ο τελευταίος έριξε τους απεσταλμένους
του Γρηγορίου Γ' στη φυλακή. Τη θρησκευτική διαφωνία ακολούθησε η πολιτική
αποξένωση. Πρώτες πολιτικές συνέπειες της εικονομαχίας ήταν η διεύρυνση του
χάσματος ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη και η επικίνδυνη
αποδυνάμωση της θέσεως του Βυζαντίου στην Ιταλία.
Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός
Κωνσταντίνος Ε'
Τον Ιούνιο του 742[15] ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε εναντίον των Αράβων, και
περνώντας με το στρατό του από το θέμα (επαρχία) του Οψικίου δέχτηκε επίθεση από
τον Αρτάβασδο και ηττήθηκε. Ο τελευταίος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας μετά από
διαπραγματεύσεις με τον Θεοφάνη Μονώτη που ο Κωνσταντίνος είχε διορίσει
αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη.[16] Ο Αρτάβασδος εισήλθε με το στρατό του
στην Κωνσταντινούπολη και δέχτηκε το στέμμα από τον Πατριάρχη Αναστάσιο[17]
υπό τις επευφημίες του λαού και πολλών ανώτερων αξιωματούχων, γεγονός που
δείχνει ότι η εικονοκλαστική πολιτική δεν είχε υιοθετηθεί τελείως ούτε από τους πιο
στενούς συνεργάτες του αυτοκράτορα.[18] Οι ιερές εικόνες αποκαταστάθηκαν πάλι
στην Κωνσταντινούπολη και η περίοδος της εικονομαχίας φάνηκε ότι έκλεισε.[19]
Εἰ σταυρὸν καὶ λόγχην καὶ κάλαμον καὶ σπόγγον, δι' ὧν οἱ θεοκτόνοι Ἰουδαῖοι τὸν
κύριόν μου ἐνύβρισαν καὶ ἀπέκτειναν, ὡς αἴτια σωτηρίας προσκυνῶ καὶ σέβω, τὰς
ἐπὶ δόξῃ καὶ μνήμῃ τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἀγαθῷ σκοπῷ ὑπὸ τῶν πιστῶν
κατασκευαζομένας εἰκόνας οὐ προσκυνήσω; Εἰ σταυροῦ εἰκόνα ἐξ οἱασοῦν ὕλης
κατασκευασθεῖσαν προσκυνῶ, τοῦ σταυρωθέντος καὶ τὸν σταυρὸν σωτήριον
δείξαντος τὴν εἰκόνα οὐ προσκυνήσω; Ὅτι δὲ οὐ τῇ ὕλῃ προσκυνῶ, δῆλον·
καταλυθέντος γὰρ τοῦ ἐκτυπώματος τοῦ σταυροῦ, εἰ τύχοι, ἐκ ξύλου
κατεσκευασμένου, πυρὶ τὸ ξύλον παραδίδωμι, ὁμοίως καὶ τῶν εἰκόνων.
Εφόσον προσκυνώ και σέβομαι το σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και τον σπόγγο,
με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι προσέβαλαν και σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί
όλα αυτά στάθηκαν όργανα του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, πώς να μην
προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με
σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Και εφόσον
προσκυνώ την εικόνα του σταυρού που κατασκευάζεται από οποιοδήποτε υλικό, πώς
να μην προσκυνήσω την εικόνα του Χριστού που κατέστησε σωτήριο τον σταυρό;
Ότι δεν προσκυνώ την ύλη είναι φανερό, διότι, αν καταστραφεί το εκτύπωμα ενός
σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, παραδίδω το ξύλο στη φωτιά. Το ίδιο
συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν αυτά καταστραφούν.
Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων, Λόγος δεύτερος κεφ. 19, Migne, Patrologia
Graeca, τ. 94, στήλη 1305
Από τις 10 Φεβρουαρίου 754 ως τις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου στο ανάκτορο της
Ιέρειας[σ 5] στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου συγκλήθηκε σύνοδος με συμμετοχή
338 επισκόπων, που χωρίς εξαίρεση, υποστήριξαν την εικονοκλαστική διδασκαλία, [22]
αλλά χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας,
Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι εικονόφιλοι ονόμασαν τη σύνοδο ειρωνικά
«ακέφαλη σύνοδο», αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα μέλη της να διεκδικήσουν το κύρος
οικουμενικής συνόδου.
Υποστηρίχτηκε εξ αρχής το αδύνατο της απεικονίσεως του Χριστού και με τη χρήση
χωρίων από την Αγία Γραφή και την πατερική γραμματεία κατέληξαν στην καταδίκη
των ιερών εικόνων και της λατρείας τους με το ακόλουθο σκεπτικό: είναι ανάξιο για
τα ιερά πρόσωπα να απεικονίζεται η μορφή τους σε ευτελή ύλη· η μορφή του Χριστού
δεν είναι δυνατό να απεικονισθεί, εφόσον οι δύο φύσεις του είναι αμέριστες και
ασύγχυτες· επειδή υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η προσκύνηση των εικόνων αναβίωση
της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό πρέπει να αποκλεισθεί.[23] Επιβλήθηκε λοιπόν η ολοσχερής
καταστροφή των εικόνων, αναθεματίστηκαν οι οπαδοί της εικονόφιλης παράταξης,
όπως ήταν ο πατριάρχης Γερμανός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι,[24] ενώ
εξυμνούνταν ο αυτοκράτορας ως Ισαπόστολος.
Αντιδράσεις-Διωγμοί
Από την άλλη οι εικονόφιλοι συσπειρώθηκαν γύρω από μοναχούς, όπως τον Στέφανο
το Νέο, ηγούμενο της μονής στο όρος Αυξέντιο, κι άρχισε ένας άγριος αγώνας
μεταξύ των δύο πλευρών, που έφτασε στο απόγειό του στη δεκαετία του 760. Το
Νοέμβριο του 767 ο Στέφανος κατακρεουργήθηκε στους δρόμους της
Κωνσταντινουπόλεως από τον εξαγριωμένο όχλο, κάτι που αναβίωσε την παράδοση
των μαρτύρων της εποχής των διωγμών. Η αντίσταση όμως κατά των ενεργειών του
Κωνσταντίνου εξακολουθούσε αμείωτη, κι αυτό φαίνεται από την απόφαση του
αυτοκράτορα να τιμωρήσει δεκαεννέα ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και
στρατιωτικούς με την κατηγορία της συνωμοσίας. Μετά από διαπόμπευση στον
Ιππόδρομο, εκτέλεσε δύο απ’ αυτούς και τους υπόλοιπους, αφού τύφλωσε
ορισμένους, τους εξόρισε.[26]
Ως ο πλέον ανηλεής διώκτης των μοναχών αναδείχτηκε ο στρατηγός του θέματος των
Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Όπως αναφέρει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο
Μιχαήλ πουλούσε τις περιουσίες των μοναστηριών, έριχνε τα ιερά τους βιβλία στην
πυρά και τιμωρούσε ανελέητα τους μοναχούς που είχαν και προσκυνούσαν άγια
λείψανα τυφλώνοντάς τους και σκοτώνοντάς τους. Για τις υπηρεσίες του αυτές ο
Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε με προσωπική ευχαριστήρια επιστολή.[28]
Ο διωγμός που εξαπέλυσε ο Κωνσταντίνος ξεπέρασε ακόμη και τις αποφάσεις της
εικονομαχικής συνόδου του 754. Κι όχι μόνο στράφηκε εναντίον της προσκύνησης
των εικόνων και των λειψάνων των αγίων, αλλά απαγόρευσε και τη λατρεία των
αγίων και της Θεοτόκου.[29]
Θάνατος Κωνσταντίνου Ε’
Φραγμό στις εικονομαχικές αυτές διώξεις έβαλε ο θάνατος του Κωνσταντίνου του Ε’
στις 14 Σεπτεμβρίου του 775.[30] Η πολιτική του εναντίον των εικονολατρών είχε
ξεπεράσει κατά πολύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ως εκ τούτου τα
προσωνύμια «Κοπρώνυμος» και «Καβαλλίνος» που του προσήψαν οι αντίπαλοί του
ήταν μόνο η αρχή της αντίδρασης, που έφτασε μέχρι του σημείου να απομακρυνθεί
το νεκρό σώμα του αυτοκράτορα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου
βρίσκονταν οι τάφοι των Βυζαντινών ηγεμόνων. Ωστόσο δε λησμονήθηκαν οι
πολεμικές επιτυχίες και τα ηρωικά του κατορθώματα. Όταν στις αρχές του 9ου αιώνα
το Βυζάντιο δοκιμαζόταν από την πίεση των Βουλγάρων, ο λαός συγκεντρώθηκε
στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε' και ικέτευε το νεκρό αυτοκράτορα να αναστηθεί, για
να σώσει την αυτοκρατορία από την ταπείνωση».[31][29]
Μεταβατική περίοδο από την έξαρση της εικονομαχικής πολιτικής επί Κωνσταντίνου
του Ε’ στην αναστήλωση των εικόνων επί Ειρήνης της Αθηναίας αποτελεί η περίοδος
της βασιλείας του Λέοντος Δ’, γιου του Κωνσταντίνου Ε’. Ο Λέων, φύσει
μετριοπαθής φυσιογνωμία, εγκατέλειψε την αντιμοναστική πολιτική του πατέρα του,
αν και οι εικονομαχικές διώξεις συνεχίστηκαν, με πολύ μικρότερη ένταση και σε
πολύ περιορισμένη έκταση.
Ο πρόωρος θάνατος του Λέοντα Δ’ (8 Σεπτεμβρίου 780) έφερε στον θρόνο το γιο του
Κωνσταντίνο Στ’, σε ηλικία μόλις δέκα χρονών. Χρέη αντιβασιλέως ανέλαβε η
Ειρήνη, σύζυγος του Λέοντα και μητέρα του Κωνσταντίνου Στ’, που καταγόταν από
την εικονόφιλη Αθήνα. Αφού κατέστειλε συνωμοσία που προερχόταν από
εικονομαχικά στοιχεία,[32] προχώρησε στο αποφασιστικό βήμα για την επαναφορά της
λατρείας των εικόνων. Οι αλλαγές που επήλθαν έγιναν έπειτα από αργές αλλά
σταθερές και αποφασιστικές κινήσεις.
Μετά το θάνατο του εικονομάχου πατριάρχη Παύλου (21 Αυγούστου 784) η Ειρήνη
προσπάθησε να δώσει στην εκλογή νέου πατριάρχη χαρακτήρα δημοψηφίσματος.
Κάλεσε λοιπόν όλο το λαό στο ανάκτορο στη Μαγναύρα,[33] όπου εξελέγη, στις 25
Δεκεμβρίου 784, πατριάρχης ο γραμματέας της αυτοκράτειρας Ταράσιος και άρχισαν
οι προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα ακύρωνε τις
αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας. Ο πάπας Ρώμης και οι υπόλοιποι πατριάρχες
χαιρέτησαν τις θετικές εξελίξεις και έστειλαν αντιπροσώπους.
Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια[34] για σύγκληση της συνόδου τον Ιούλιο του
786 στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, η σύνοδος συνήλθε
τελικά στη Νίκαια, όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε συγκαλέσει και την Πρώτη
Οικουμενική Σύνοδο.
350 περίπου επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών μετείχαν στις εργασίες της
συνόδου από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 13 Οκτωβρίου.[35] Εφαρμόζοντας συνετή
πολιτική δέχτηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας και τους επισκόπους που είχαν
αναπτύξει εικονοκλαστική δραστηριότητα, μετά από προηγούμενη αποκήρυξη της
αίρεσης και πλάνης τους.
Αν και δεν κατήργησε τις διατάξεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αν και επέλεξε ως
διάδοχο του αποβιώσαντος Ταρασίου τον μετριοπαθή εικονόφιλο Νικηφόρο -τον
γνωστό χρονογράφο- ο νέος αυτοκράτορας περιεπλάκη σε οξύτατη διαμάχη με τους
άκρους εικονόφιλους, επίκεφαλής των οποίων ήταν οι μοναχοί της μονής Στουδίου
Πλάτων και Θεόδωρος. Προσπάθησε -και πέτυχε- να ανορθώσει τα οικονομικά και
να αναδιοργανώσει την διοίκηση του κράτους αλλά έπεσε σε μάχη εναντίον των
Βουλγάρων.
Στα τέλη του 814 ο Λέων ζήτησε από τον πατριάρχη Νικηφόρο να γίνει κάτι στο
θέμα των εικόνων.[42] Ο Νικηφόρος ήταν άνθρωπος μετριοπαθής και θα μπορούσε να
εξευρεθεί μια μέση οδός, αλλά πιεζόταν ασφυκτικά από τους μοναχούς και ιδιαίτερα
από τον Θεόδωρο Στουδίτη. Συγκάλεσε αυθημερόν μια σύνοδο εκ των ενόντων,
μοναχών κυρίως, αλλά αμέσως ο Λέων την απαγόρευσε και έθεσε τον πατριάρχη σε
προσωρινή αργία. Ούτε ο αυτοκράτορας ήθελε να παροξύνει τα πράγματα αλλά
πιεζόταν κι αυτός ασφυκτικά από τον στρατό ο οποίος είχε αρχίσει να ενεργεί χωρίς
να περιμένει εντολές.[43] Διέταξε λοιπόν την καθαίρεση των εικόνων[44] για να
προλάβει χειρότερα και συγκάλεσε σύνοδο αρχιερέων η οποία αναθεμάτισε τον
Νικηφόρο και τους άλλοτε πατριάρχες Γερμανό και Ταράσιο, όλους μετριοπαθείς
εικονόφιλους. Ο Νικηφόρος παραιτήθηκε και αποσύρθηκε εξόριστος σε μοναστήρι
(μέσα Μαρτίου 815).
Μιχαήλ Β΄
Τα Χριστούγεννα του 820 ο Λέων δολοφονήθηκε από τον παλιό του συναγωνιστή
στρατηγό Μιχαήλ τον Τραυλό. Ο νέος βασιλιάς, ο οποίος θεωρείται ότι ήταν τελείως
αδιάφορος για τα θεολογικά ζητήματα, ανακάλεσε από την εξορία τον Νικηφόρο και
τον Στουδίτη αλλά διατήρησε τις διατάξεις της συνόδου του 815 και δεν
αποκατέστησε τον Νικηφόρο στον πατριαρχικό θρόνο όταν αυτός χήρεψε. Επέτρεψε
όμως την κατ’ ιδίαν προσκύνηση των εικόνων σε σπίτια ή μοναστήρια.[45] Ευνόητο
είναι ότι οι αποφάσεις του δυσαρέστησαν εξαιρετικά την εικονόφιλη παράταξη αλλά
και ότι δεν ικανοποίησαν την εικονομαχική, η οποία υποστήριζε την ολοσχερή
εξαφάνιση των εικόνων. Η αντίσταση του Θεόδωρου Στουδίτη εξακολούθησε μέχρι
τον θάνατό του το 826. Το 828 πέθανε ο πατριάρχης Νικηφόρος και το 829 ο Μιχαήλ.
Θεόφιλος
Ο γιος και διάδοχος του Μιχαήλ Θεόφιλος δεν αδιαφορούσε για τα θρησκευτικά
ζητήματα όπως ο πατέρας του[46] και δεν ακολούθησε την επαμφοτερίζουσα και
ασαφή πολιτική του. Το 832 απαγόρευσε την λατρεία των εικόνων, δηλαδή την
προσκύνησή τους, τους ασπασμούς και την προσαγωγή φώτων. Το 833 αναγόρευσε
πατριάρχη τον δάσκαλό του Ιωάννη Γραμματικό, λόγιο και υπέρμαχο της
θρησκευτικής μεταρρύθμισης, ο οποίος έπεισε τον αυτοκράτορα ότι έπρεπε να δοθεί
οριστική λύση στο πρόβλημα.
Σύνοδος που συγκροτήθηκε στην εκκλησία των Βλαχερνών αναθεμάτισε τους
εικονόφιλους ενώ με βασιλικό διάταγμα απαγορεύθηκαν οι εικόνες και διατάχθηκε η
αφαίρεσή τους από όλες τις εκκλησίες. Οι μοναχοί όσων μοναστηριών βρίσκονταν
μέσα σε πόλεις ή σε χωριά διατάχθηκαν να τα εγκαταλείψουν, ενώ στους μοναχούς
των μοναστηριών της υπαίθρου απαγορεύτηκε η είσοδος σε κατοικημένα μέρη.
Ο πατριάρχης Ιωάννης ο Γραμματικός απομακρύνθηκε διά της βίας από την πόλη και
συγκλήθηκε αμέσως εικονόφιλη σύνοδος που τον καθήρεσε και τον αναθεμάτισε
όπως και όλους τους ομόφρονές του, ανόρθωσε το κύρος της Ζ΄Οικουμενικής
Συνόδου της Νικαίας και παρέδωσε τους περισσότερους επισκοπικούς θρόνους σε
μοναχούς. Νέος πατριάρχης χειροτονήθηκε ο Μεθόδιος και τελέσθηκε εορτή της
ορθοδοξίας την πρώτη Κυριακή των νηστειών του 842 (19 Φεβρουαρίου). Έκτοτε η
πρώτη Κυριακή των νηστειών γιορτάζεται ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας».
Ας δούμε και την ιστοριογραφική άποψη : Σύμφωνα με τον χρονογράφο του 9ου
αιώνα Γεώργιο Αμαρτωλό και όπως συνάγεται από το κείμενο του 9ου κανόνα της Ζ΄
Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, πολλοί ήταν αυτοί που έγραψαν υπέρ της
Εικονομαχίας. Ο 9ος αυτός κανόνας όριζε να παραδοθούν τα βιβλία των εικονομάχων
στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και προφανώς αυτά κάηκαν, σύμφωνα με τα
οριζόμενα σε προηγούμενους συνοδικούς κανόνες για την τύχη των αιρετικών
βιβλίων. Τα ίδια εξυπακούεται ότι συνέβησαν μετά τον οριστικό θρίαμβο των
εικόνων. Τα έργα των εικονομάχων συγγραφέων «εξηφανίσθησαν υπό της
θρησκομανίας της βραδύτερον θριαμβευσάσης αντιπάλου μερίδος».[49] Συνεπώς ό,τι
γνωρίζουμε σήμερα για την περίοδο αυτή της ιστορίας προέρχεται από εικονόφιλους
ιστορικούς.
Δύο είναι τα έργα πάνω στα οποία βασίζονται, αποκλειστικά σχεδόν, οι πληροφορίες
μας για την πρώτη και σπουδαιότερη περίοδο της Εικονομαχίας : Η Χρονογραφία του
Θεοφάνη του Ομολογητή και η Ιστορία Σύντομος του πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Α΄.
Για την δεύτερη περίοδο της Εικονομαχίας πληροφορούμαστε από τον ανώνυμο
χρονογράφο του Λέοντος του Αρμενίου, τον Ιωσήφ Γενέσιο, την κατά παραγγελίαν
του Πορφυρογεννήτου χρονογραφία (Συνεχισταί του Θεοφάνους), τον Συμεών
Μάγιστρο και τον Γεώργιο Μοναχό (Αμαρτωλό). Αυτοί είναι οι πλησιέστεροι στην
εποχή συγγραφείς, εικονόφιλοι βέβαια όλοι, που επιφυλάσσουν στους εικονομάχους
βασιλείς μεταχείριση παρόμοια μ’ αυτήν του Θεοφάνη αν όχι χειρότερη.
Αλλά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος με το έργο του
«Βυζαντιναὶ μελέται» και κυρίως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος με την «Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους» διατύπωσαν εντελώς διαφορετική άποψη. Ο
Παπαρρηγόπουλος ήλεγξε ανηλέητα τον Θεοφάνη, τον ανέταμε θα λέγαμε
αντιπαραβάλλοντάς τον με τον πολύ πιο ψύχραιμο Νικηφόρο, προσέφυγε σε ό,τι
ακόμη είχε περισωθεί, στη νομοθεσία του Λέοντα Γ΄δηλαδή, σε αποφάσεις των
συνόδων και σε κάθε τι από το οποίο θα μπορούσε να συναγάγει συμπεράσματα, και
κατέληξε ότι η περίοδος της λεγομένης Εικονομαχίας ήταν θρησκευτική αλλά κυρίως
κοινωνική μεταρρύθμιση που σκόπευε στον περιορισμό του ρόλου της Εκκλησίας και
των μοναχών, στην κατάργηση της δουλοπαροικίας, σε μία στοιχειώδη
ανεξιθρησκεία, στην ανύψωση της θέσης της γυναίκας και στην αναδιοργάνωση της
διοίκησης και του στρατού. Είδε την θρησκευτική διαμάχη σαν μία μόνο (απαραίτητη
βέβαια για την επιτυχία των υπολοίπων) από τις εκφάνσεις της προσπάθειας για
διοικητική, κοινωνική, οικονομική μεταβολή. Επιγράφει το δέκατο βιβλίο της
Ιστορίας του «Η Μεταρρύθμισις» και την συγκρίνει ευνοϊκά προς την Μεταρρύθμιση
της βόρειας Ευρώπης του δεκάτου έκτου αιώνα.
Ο Λουί Μπρεϊέ αμφισβήτησε αυτή την ομοιότητα της εικονομαχικής πολιτικής, των
Ισαύρων κυρίως, με την ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση. Κατ'αυτόν σωστή ήταν η άποψη
του Λομπάρ που δεχόταν ότι ήταν ήταν θέμα προσηλυτισμού, δηλαδή θεολογικό. [50]
Αλλά πέρα από την δογματική και την πολιτική του Κωνσταντίνου Ε΄, που ήταν
οφθαλμοφανώς παρόμοιες με αυτές των Γερμανών και Σκανδιναβών ηγεμόνων και
του Ερρίκου Η΄της Αγγλίας, έχουμε την γνώμη των Γίββων και Μακώλαιυ : Οι
πολιτικά προσκείμενοι και δογματικά συγγενέστατοι με τον Κωνσταντίνο Ε΄
Παυλιανίτες ήταν αυτοί που μετέδωσαν στην δυτική Ευρώπη τα σπέρματα της
Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα.