You are on page 1of 1

τανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και

είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν
αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η
βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου.

Η βασίλισσα έβαλε υποψία μήπως αγαπούσε καμιά παρακατινή ο


γιος της και δε θέλει ναν της το πει. Έβαλε δυο, τρεις να τον
παραφυλάνε, να ιδούνε πού πάει, τι κάνει, να της το πούνε, μα δε
κατάφεραν τίποτις. Εκεί κοντά, παρά κάτω απ’ το παλάτι, ήτανε ένα
κορίτσι πολύ όμορφο, αλλά φτωχό και μόνο. Το βράδυ που
νυχτέρευε, ενύσταζε· και για ναν της φύγει ο ύπνος έλεγε:

Ήρθες, ύπνε! καλώς ήρθες·


πάρε το σκαμνί και κάτσε,
ώς να νέσω* να ξενέσω
και τ’ αδράχτι να γεμίσω, κι ύστερα να κοιμηθούμε
και να σφιχταγκαλιαστούμε.

Αυτό το ’λεγε κάθε βράδυ, που νύσταζε, για ναν της περάσει ο ύπνος
της. Ένα βράδυ πέρασαν από κει οι άνθρωποι, που είχε βαλμένους η
βασίλισσα, και ακούσανε που είπε το κορίτσι «ήρθες ύπνε καλώς
ήρθες»· πάνε λοιπόν και λεν της βασίλισσας·

You might also like