You are on page 1of 13

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ξεκινώντας να μιλήσουμε για τον Απολιναρισμό θα πρέπει να


καταλάβουμε πρώτα το ιστορικό, πολιτιστικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο
μέσα στο οποίο ξεπετιέται η διδασκαλία του Απολιναρίου προσπαθώντας
να εξηγήσει τον τρόπο πρόσληψης της ανθρώπινης φύσης από τον
Χριστό. Λίγο μετά την Α΄ οικ. συν. και αφού απαντήθηκε το πρόβλημα
της τελείας θεότητος του Χριστού, η θεολογική σκέψη ξεκινά να
συναντήσει το επόμενο και δύσκολο ερώτημα της πάνω στο πρόσωπο
του Χριστού. Σ΄έναν κόσμο χωρισμένο σε στρατόπεδα με διαφορετικές
ιδέες, η αλήθεια πάσχησε αλλά κατάφερε, στο τέλος, να ορθώσει το
αναστημά της και να φανερώσει για μια ακόμα φορά την ορθή πίστη στο
πρόσωπο του Θεανθρώπου.
Στην πρώτη μας αυτή απόπειρα να εργασθούμε επιστημονικά, θα
θέλαμε να φανούμε ολιγόλογοι και να αποτυπώσουμε σε σύντομες μα
περιεκτικές σελίδες την όλη προβληματική γύρω από το θεολογικό
φαινόμενο του απολιναρισμού.

Αθήνα Νοέμβριος 2009

1
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Οικ.συν. = Οικουμενική Σύνοδος

Δηλ. = δηλαδή

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1

ΣΥΝΤΟΜΕΥΣΕΙΣ 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ 7
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΑΤΑΔΙΚΗ 10
ΟΠΑΔΟΙ

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 12

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 13

3
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι πρώτοι αιώνες των χριστιανικών χρόνων χαρακτηρίζονται από


την έντονη προσπάθεια ερμηνείας των Ιερών Γραφών και καταγραφής
της αληθινής πίστης γύρω από το πρόσωπο του αποκαλυφθέντος Θεού
Ιησού Χριστού. Μέσα σ’ αυτήν την καταιγίδα απόψεων και θεολογικής
επιχειρηματολογίας πολλοί διέφθειραν την αλήθεια, με αποτέλεσμα να
καταδικαστούν οι διδασκαλίες τους ως αιρετικές κι οι ίδιοι ως
αιρεσιάρχες.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως οι αιρέσεις συνέβαλαν
στην ανάπτυξη του ορθοδόξου δόγματος αφού το σπουδαίο θεολογικό
έργο των Πατέρων της Εκκλησίας είχε σκοπό την απάντηση στις
αιρετικές διδασκαλίες και την θεμελίωση της αληθινής πίστης. 1 Το κύρος
κι η αυθεντικότητα των προτάσεων αληθείας που δέχτηκε η Εκκλήσια ως
ορθές μέσα από την βιωματική της εμπειρία, επικυρώθηκε από τις
εκάστοτε οικ. συν. με αποτέλεσμα τη δημιουργία δογματικών συμβόλων.
Μεταξύ άλλων, χριστολογικές ονομάζονται οι αιρέσεις η
διδασκάλια των οποίων αφορά το Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό. Στο
προσκήνιο των χριστολογικών αιρέσεων μπαίνει με πολλές αξιώσεις ο
Απολινάριος Λαοδικείας. Και ενώ καταδικάστηκε από την Β’
Οικουμενική Σύνοδο, η διδασκαλία του είχε εμφανείς επιπτώσεις σ’ όλες
τις μετέπειτα χριστολογικές αιρέσεις.2
Η αιρετική διδασκαλία του Απολιναρίου (ο σημαντικότερος ίσως
λόγιος του Δ’ μ.Χ. αιώνα, ένα πρόσωπο με ευρύτατη φιλοσοφική,
φιλολογική και θεολογική παιδεία. 3 ) είχε πρόδρομο τον Άρειο, ο οποίος
θέτει το πρόβλημα της πρόσληψης και της ακεραιότητας της ανθρώπινης
φύσης του Χριστού. Το πρόβλημα αυτό της πληρότητας της
ανθρωπότητας του Ιησού Χριστού έρχεται να αντιμετωπίσει ο
Απολινάριος, ο οποίος αγωνίστηκε θαρραλέα υπέρ του δόγματος της
Νίκαιας, αλλα εξ’ υπερβολής μετέφερε τις περί θεότητος έννοιες από την
τριαδολογία και στη χριστολογία.4

1
Α. Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου, Δοκίμιο πάνω στο παράλογο (μτφρ. Βαγγ. Χατζηδημητρίου), Αθήνα
(1973), σ. 132 : «Όμως η ιστορία των τολμηρών γνωστικών και η επιμονή των αναχωρητών οπαδών
του Μανιχαίου έχουν προσφέρει στην οικοδόμηση της Ορθοδοξίας περισσότερα απ’ όλες τις
προσευχές.»
2
Ν.Α.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, Θεσσαλονίκη (2008), σ. 245
3
Β.Ιω.Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα (2002), τ. 1, σ. 582
4
Π.Κ.Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη (2005), τ. 1, σ. 227

4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ

Ο Απολινάριος γεννήθηκε περίπου το 312 στη Λαοδικεία της


Συρίας. Ο πατέρας του, ο οποίος τον βοήθησε στη αργότερα στη
συγγραφή του ογκώδους αλλά χαμένου δυστυχώς έργου του, λεγόταν κι
αυτός Απολινάριος και καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε στη
Βηρυτό και στη συνέχεια στη Λαοδικεία της Συρίας όπου εγκαταστάθηκε
μόνιμα και παντρεύτηκε. Ο νεαρός Απολινάριος έλαβε πολύμορφη
παιδεία, φιλοσοφική και θεολογική. Χαρακτηριστικό ειναί το
περιστατικό της αποβολής πατέρα και υιού από την εκκλησιαστική
κοινωνία από τον τότε επίσκοπο Λαοδικείας Θεόδοτο, επειδή κατά την
διάρκεια διάλεξης του σοφιστή Επιφάνιου, την οποία παρακολουθούσαν,
ο σοφιστής τέλεσε ύμνο προς τιμήν του Διονύσου και αυτοί προτίμησαν
να παραμείνουν. Κατόπιν μετανοίας έγιναν και πάλι δεκτοί σε κοινωνία
και στη συνέχεια χειροτονήθηκαν ο μεν πατέρας σε πρεσβύτερο και ο δε
υιός σε αναγνώστη.5
Μετά το πέρας λαμπρών σπουδών αναδείχτηκε σε έγκριτο
διδάσκαλο της ρητορικής στη γενέτειρά του. Η περίοδος όμως της
ενεργού, και μάλιστα πολυπλεύρου , συμμετοχής του στα εκκλησιαστικά
πράγματα αρχίζει με την ανάδειξη του σε επίσκοπο της ορθόδοξης
κοινότητας Λαοδικείας το 361.6
Ο αντιαιρετικός του αγώνας κατά του αρειανισμού, και
συγκεκριμένα κατά των ακραίων αρειανοφρόνων, των Ανομοίων, τον
ανέδειξε σε υπέρμαχο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Ως επίσκοπος
Λαοδικείας και ως εξέχουσα πνευματική και θεολογική προσωπικότητα,
συνδέθηκε φιλικά με τους μεγάλους Πατέρες και εκκλησιαστικούς
συγγραφείς του Δ’ αιώνα, οι οποίοι όχι μόνο τον τιμούσαν ως πρόσωπο,
αλλά και επηρεάσθηκαν από το θεολογικό έργο ή τους αντιαιρετικούς
αγώνες του ( Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός,
Γρηγόριος Νύσσης, Ιερώνυμος, Επιφάνιος κ.ά. ).7 Για να αντιληφθούμε
τη σχέση του με τους Πατέρες, όταν ξεκίνησε η διαμάχη μεταξύ τους και
του Απολιναρίου ο γρηγόριος ο Θεολόγος την ονόμασε « ζυγομαχία
αδελφών».8
Πρώτη κίνηση του ως επισκόπου ήταν να αντιμετωπίσει την
αντιχριστιανική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη και
τις δοξασίες του εθνικού φιλοσόφου Πορφυρίου από τις οποίες
ενεπνεόνταν ο αυτοκράτορας. Κυρίως όμως αντιτάχθηκε στο νόμο του
5
Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη (1989),τ. 4, σ. 519
6
Αυτόθι, σ. 520
7
Β.Ιω.Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα (2002), τ. 1, σ. 582
8
Λόγος 22, 13

5
Ιουλιανού κατά τον οποίων απαγορευόταν στους χριστιανούς
διδασκάλους να παραδίδουν μαθήματα φιλολογίας, ρητορικής και
φιλοσοφίας, διότι θεωρούσε τερατώδες να διδάσκουν αυτοί πράγματα τα
οποία δεν πίστευαν.9Με τη σημαντική συμβολή του πατέρα του,
Απολιναρίου του Πρεσβύτερου, οδηγημένος από την επιθυμία του να
προσφέρει στους χριστιανούς νέους ότι στερούνταν από το διάταγμα,
δημιούργησε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη σε αντικατάσταση της κλασσικής
παιδείας που αποτελείτο από έπη, ωδές, διαλόγους, τραγωδίες και
κωμωδίες, με θέματα βιβλικής προέλευσης. Συγκρότησε επίσης σχολή
που επιδόθηκε στο έργο αυτό. Το έργο του όμως αυτό ποτέ δεν μπήκε
στην χριστιανική εκπαίδευση, διότι το διάταγμα εκείνο του Ιουλιανού
ανακλήθηκε από τον Ιοβιανό.10
Πρωτότυπος όπως ήταν σε όλα, αναζήτησε ιδιαίτερες μορφές
διατύπωσης της ορθόδοξης θεολογίας , αλλά κατά την προσπάθεια του
αυτή κατέληξε σε ανορθόδοξα συμπεράσματα περί της ενανθρωπήσεως
του Λόγου δια της πρόσληψης μόνο της ανθρώπινης σαρκός και όχι
ολοκλήρου του ανθρώπου.11Κατά το έτος 373 – 374 παρέδωσε σειρά
διαλέξεων στην Αντιόχεια, όπου μεταξύ άλλων τον άκουσε κι ο
Ιερώνυμος. Τότε πιθανώς, και μάλιστα εν όψει των αντιλήψεων των
Αντιοχειανών, ιδίως του καθηγητού και μετέπειτα επισκόπου Ταρσού
Διοδώρου, απέκτησε συνείδηση της διαφωνίας του με τις επίσημες
απόψεις.
Ο Μ. Βασίλειος μελέτησε τα συγγράματα του Απολιναρίου και
διεπίστωσε ότι αυτός, πλην της πλάνης του στο χριστολογικό πρόβλημα,
επλανάτο και ως προς την μετά θάνατον κατάσταση του ανθρώπου,
αποδεχόμενος χιλιαστικές αντιλήψεις, και ότι επιπλέον είχε δημιουργήσει
εκκλησιαστική παρασυναγωγή. Γι’ αυτό και ζήτησε την καταδίκη του
από τους Αιγύπτιους και Δυτικούς Πατέρες. Εν τω μεταξύ ο Απολινάριος
συστηματοποίησε το έργο διαδόσεως των δοξασιών του και ανύψωσε τον
Βιτάλιο στον θρόνο της Αντιόχειας, άρχισε δυσφήμηση των αντιπάλων
του και συνέταξε μεγάλο πλήθος θεολογικών πραγματειών.
Για πρώτη φορά καταδικάστηκε από την σύνοδο της Αντιόχειας το
379, όπου κυριαρχόυσε η μορφή του αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου
Γρηγοριού Νύσσης, και στη συνέχεια και από τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο
το 381. Για πρώτη φορά στη Δύση καταδικάστηκε μόλις το 382. Παρά
την καταδίκη του αυτός παρέμεινε αδιατάρακτος στην έδρα του, το 382
κατόρθωσε να συγκροτήσει σύνοδο στη Ναζιανζό η οποία τον δικαίωσε
και επέζησε μέχρι το 390 περίπου.12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ - ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
9
Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη (1989),τ. 4, σ. 520
10
Αυτόθι, σ. 520
11
Αυτόθι, σ. 521
12
Αυτόθι, σ.523

6
2.1 ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

Ο Απολινάριος όπως αναφέραμε και παραπάνω συνέγραψε ένα


ογκωδέστατο έργο, και μάλιστα με μεγάλη ποικιλία, ώστε να θεωρείται
από πολλούς ο ικανότερος εκκλησιαστικός συγγραφέας του Δ’ αιώνα.
Η καταδίκη όμως της διδασκαλίας του από τη Β’ οικ. συν. δεν
επέτρεψε τη διάσωση τόσο του θεολογικού, όσο και του φιλολογικού του
έργου.13 Το περίεργο όμως είναι ότι διασώθηκαν εκείνα ακριβώς τα έργα
του μόνο, τα οποία περιέχουν τη διατύπωση των αιρετικών του
δοξασιών. Αλλά αυτό συνέβει γιατί γι’ αυτά ακριβώς τα έργα του
μερίμνησαν οι οπαδοί του να διασωθούν κάτω από ξένα, ονομαστά και
σεβαστά ονόματα.14 Τα κυριότερα από τα διασωθέντα αποσπάσματα
περιέχονται στο έργο του Γρηγορίου Νύσσης ΄΄Προς τα Απολιναρίου
αντιρρητικός΄΄ ( PG 45, 1123-1270), ενώ ορισμένα σώθηκαν ολόκληρα
σε συριακή μετάφραση ( Η κατά μέρος πίστις, Περί της ενότητος σαρκός
και θεότητος εν Χριστώ, Περί πίστεως και ενσαρκώσεως κ.τ.λ. ). Στην
ελληνική σώζονται η Ομολογία πίστεως προς τον Ιοβιανό και δυο
σημαντικές επιστολές ( Προς τους εν Διοκαισαρεία επισκόπους, Προς
Διονύσιον ).15
Με σκοπό να διδάξει την κλασσική παιδεία μέσω χριστιανικών
βιβλίων συνέταξε ένα μεγάλο αριθμό διδακτικών συγγραμάτων απ’ όπου
δεν έλειπε τίποτε. Διασκεύασε το κείμενο της Καινής Διαθήκης σε
κλασσική γλώσσα υπό τη μορφή πλατωνικών διαλόγων, εξέθεσε την
ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης από το Μωυσή μέχρι το Σαούλ σε ηρωικά
εξάμετρα, συνέταξε τραγωδίες, κωμωδίες και λυρικά ποιήματα με
βιβλικά θέματα.16 Ίσως κάποια από τα άσματα του να έγιναν λαϊκό
ανάγνωσμα, δεν είχαν συνέχεια όμως γιατί ήταν προϊόν εσπευσμένης
αντίδρασης και μίμησης.
Εκτός αυτών το πλόυσιο συγγραφικό έργο του Απολιναρίου
αποτελείται από έργα απολογητικά, με γνωστότερο το ΄΄Κατά
Πορφυρίου΄΄, ερμηνευτικά, γι’ αυτό και θεωρείται από τους
μεγαλύτερους ερμηνευτές του Δ΄ αιώνα, αντιρρητικά, από τα οποία δεν
έχει διασωθεί τίποτα, πλήθος επιστολών, και τέλος τα δογματικά, τα
οποία είναι ευτύχημα που έχουν σωθεί, όπως αναφέραμε, μέσα από τη
βιτρίνα αξιοσέβαστων, για τους ορθοδόξους, ονομάτων. Κάτω από το
όνομα του Μεγάλου Αθανασίου περιήλθαν τρια συγγράματα του
Απολιναρίου. α) Ομολογία πίστεως προς Ιοβιανόν, β) Περί σαρκώσεως
13
Β.Ιω.Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα (2002), τ. 1, σ. 582-583
14
Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη (1989), τ. 4, σ. 523
15
Β.Ιω.Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα (2002), τ. 1, σ. 583
16
Π.Κ.Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη (2005), τ. 1, σ. 227

7
του Λόγου, και γ) Ότι εις εστίν ο Χριστός, ομιλία εις τα Επιφάνια. Κάτω
από το όνομα του Ιουλίου Ρώμης περιήλθαν άλλα τρια συγγράματά του.
α) Περί της εν Χριστώ ενότητος σαρκός και θεότητος, β) Περί πίστεως και
σαρκώσεως, και γ) Προς Διονύσιον επίσκοπον. Κάτω από το όνομα του
Γρηγορίου Θαυματουργού σώζεται το έργο Η κατά μέρος πίστις. Τέλος
το σημαντικότατο έργο του η Απόδειξις περί θείας σαρκώσεως της καθ’
ομοίωσιν ανθρώπου θα μπορούσε κατά μεγάλο μέρος να ανασυγκροτηθεί
από το αντιρρητικό σε αυτό έργο του Γρηγορίου Νύσσης.17

2.2. ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

Η χριστολογία στο έργο του Απολιναρίου είναι το σημείο κατά το


οποίο ο συγγραφέας απέκλεινε από το ορθόδοξο δόγμα, αφού
αποσκοπώντας να εξασφαλίσει πλήρη και τέλεια ενότητα στο πρόσωπο
του Ιησού Χριστού και αναχωρώντας από τη πλατωνική η μάλλον από
την νεοπλατωνική τριχοτομία, δόξαζε ότι από τα τρια συστατικά του
ανθρώπου ( σώμα, ψυχή και νου ) μόνο τα δυο πρώτα προσέλαβε ο
Κύριος κατά τη σάρκωση, δηλ. το σώμα και και την άλογη ψυχή, όχι
όμως και την λογική και ελεύθερη ψυχή ( νους, πνεύμα ), τη θέση της
οποίας κατέλαβε ο θείος Λόγος.18
Τα πράγματα δεν έφτασαν όμως έτσι απλά στο σημείο αυτό αφού
η ζύμωση στη σκέψη του Απολιναρίου είχε επιρροές αλλά και αδυναμίες.
Καθώς είπαμε, ο Απολινάριος ήταν από τους υπερμάχους της
Α΄οικ. συν. και του συμβόλου της Νίκαιας, κατά το οποίο ο Χριστός
είναι τέλειος Θεός. Ο άνθρωπος θεώνεται δια του Χριστού, επομένως
αυτός που ενεργεί τη θέωση πρέπει να είναι τέλειος Θεός. Κατά τον ίδιο
όρο ο Χριστός είναι και τέλειος άνθρωπός. Αυτό όμως δεν ήταν σαφές. 19
Μια τέτοια παραδοχή θα προκαλούσε μεν αφ’ ενός παράπλευρα
ερωτήματα ως προς τη δυνατότητα της αναμαρτησίας του Χριστού, αφ’
ετέρου δε την αντιοχειανή λογική ακολουθία της παραδοχής δυο Υιών,
δηλ. ενός κατά φύση και αιωνίου και ενός κατά υιοθεσία. 20 Στον όρο
΄΄τέλειος άνθρωπος΄΄ ο Απολινάριος διέβλεπε μια τάση υποτιμήσεως της
προσωπικότητας του Χριστού και θεώρησης του ως κάποιον προφήτη.
Επίσης δεν μπορούσε να κατανοήσει τον τρόπο συνύπαρξης των δυο
τελείων φύσεων αφού ΄΄δυο τέλεια έν γενέσθαι ου δύναται΄΄. 21
17
Βλ. Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη (1989), τ. 4, σ. 529
18
Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου και Καθολικής
Εκκλησίας, Αθήνα (1960), τ. 1, σ. 70
19
Π.Κ.Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη (2005), τ. 1, σ. 227-228
20
Β.Ιω.Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα (2002), τ. 1, σ. 584
21
Π.Κ.Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη (2005), τ. 1, σ. 228

8
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε επίσης το γεγονός ότι κατά την
διάρκεια του Γ΄ και Δ΄ αιώνος υπερτονίστηκε η ανθρώπότητα του
Χριστού λόγω της έντονης διαμάχης με τον Γνωστικισμό και το
Δοκητισμό, καθώς και τη σύγχυση από τους τότε θεολόγους των όρων
‘φύση’ και ΄πρόσωπο’. Κατά την αντίληψη αυτή, όπου υπάρχει
ολοκληρωμένη φύση ενός όντος, υπάρχει σ’ αυτό και ολοκληρωμένη
προσωπικότητα. Αν δε ο Χριστός είχε δυο φύσεις, θα έχει και δυο
προσωπικότητες, θεία και ανθρώπινη, με δυο θελήσεις. 22 Αν ο
Απολινάριος δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στον όρο φύση, ως κάτι το
κοινό, και στον όρο πρόσωπο, ως κάτι το ιδιαίτερο, ή ως φορέα της
φύσης, τότε δεχόταν πως οι δυο φύσεις είναι συνάμα και δυο πρόσωπα,
οπότε ο Χριστός δεν θα μπορούσε να έχει δυο πρόσωπα. 23 Γι’ αυτό
λοιπόν ο Απολινάριος κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο Χριστός είχε μόνο
μια φύση, και αυτή δεν θα ήταν δυνατό να είναι άλλη παρά η θεία.
Τη διδάσκαλία αυτή τη διετύπωσε σε συνάρτηση με το ηθικό
πρόβλημα, και ακολουθώντας τον Άρειο κατά τη χριστολογική αίρεση,
δέχεται ότι το σώμα, που προσέλαβε ο Λόγος, ήταν δίχως νου. 24 Διότι ο
νους είναι κι αυτός φορέας της αμαρτίας και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό,
αφού σ’ αυτόν διενεργούνται οι νοητικές διαδικασίες που ωθούν το
άτομο στην αμαρτία.
Βεβαίως ο Λόγος κάτι προσέλαβε , αυτό όμως είναι ότι δηλώνεται
από το ρήμα ΄΄ενσαρκώθη΄΄ , είναι η σάρκα μόνη, σύμφωνα προς το του
Ιωάννη ΄΄και ο Λόγος σαρξ εγένετο΄΄.
Ξεκινώντας από τη αρειανίζουσα διχοτόμιση λοιπόν, ο
Απολινάριος πέρασε στη νεοπλατωνική τριχοτομική θεώρηση του
ανθρώπου σε σώμα, βιολογική ψυχή και νου από τα οποία ο Λόγος
προσέλαβε τα δυο πρώτα, αντικαθιστώντας τον ανθρώπινο νου μια και
είναι η πηγή της νόησης και της λογικής. Φρονούσε δηλ. ότι στον Ιησού
Χριστό δεν ενώθηκε τέλεια θεία φύση προς τέλεια ανθρώπινη φύση,
αλλά κάπως ακρωτηριαμένη.25
Κλείνοντας, να κάνουμε σαφές ότι στην χριστολογία του
απολιναρισμού δεν συζητείται ο τρόπος ένωσης των δυο φύσεων. Ο
Απολινάριος δέχεται μια ένωση φυσική και πραγματική. 26

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΑΤΑΔΙΚΗ – ΟΠΑΔΟΙ
22
Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη (1989), τ. 4, σ. 530-531
23
Ν.Α.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, Θεσσαλονίκη (2008), σ. 246
24
Αυτόθι, σ. 245
25
Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου και Καθολικής
Εκκλησίας, Αθήνα (1960), τ. 1, σ. 70-71
26
Ν.Α.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, Θεσσαλονίκη (2008), σ. 248-249

9
3.1 ΚΑΤΑΔΙΚΗ

Πράγματι, καθώς είδαμε, στη Χριστολογία του Απολιναρίου η


ανθρώπινη φύση μετά την ένωση μπορεί να θεωρηθεί πως απορροφήθηκε
από τη θεία, ώστε ο Ιησούς Χριστός να μην είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά
μόνο τέλειος Θεός. Αλλά έτσι το σπουδαιότερο μέρος της ανθρώπινης
φύσης, το οποίο περισσότερο απ’ όλα είχε ανάγκη λύτρωσης, δηλ. η
λογική ψυχή, έμεινε απρόσληπτο και άρα ξένο και αμέτοχο της
σωτηρίας.27
Ο Απολινάριος έχει πρόθεση να ερμηνεύσει το γεγονός της
σωτηρίας του ανθρώπου με παραστάσεις υψηλές, μυστικές, και καθαρά
«πνευματικές». Τελικά ο κάθε άνθρωπος συνάπτει με το Θεό ηθική και
μυστική σχέση, όχι ύστερα από μια μεταβολή της κτιστής ακέραιης
φύσης διαμέσου των θείων ενεργειών.28
Η διδασκαλία του, όπως αναφέραμε, καταδικάστηκε από τη Β΄ οικ.
συν. το 381. Σύνθημα της κατά της διδασκαλίας του πολεμικής των
Πατέρων αποτέλεσε η πρόταση ΄΄το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον΄΄
του Γρηγορίου του Θεολόγου.29 Ο Γρηγόριος Θεολόγος αναιρεί τον
Απολιναρισμό με επιχειρήματα καθαρά σωτηριολογικά, και συνάμα
κοσμολογικά. Κατά ρητό και κατηγορηματικό τρόπο λέει πως η άποψη
του Απολιναρίου καταργεί την ίδια την προϋπόθεση της σωτηρίας, ως
θεραπείας του ανθρώπου. Αν ο Λόγος δεν προσέλαβε τη λογική ψυχή και
επομένως κατά βάση δεν προσέλαβε τον άνθρωπο, δεν είναι δυνατή η
σωτηρία της.30
Η εκκλησιαστική αντιμετώπιση του προβήματος ήταν διαφορετική
για το πρόσωπο και διαφορετική για τη διδασκαλία του Απολιναρίου.
Ηγετική προσωπικότητα στον αγώνα εναντίον των αρειανοφρόνων και
φίλος όλων των μεγάλων μορφών του Δ΄ αιώνα αντιμετωπίσθηκε, ως
πρόσωπο, με μεγάλη ευαισθησία.31

3.2 ΟΠΑΔΟΙ

27
Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου και Καθολικής
Εκκλησίας, Αθήνα (1960), τ. 1, σ. 71
28
Βλ. Ν.Α.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, Θεσσαλονίκη (2008), σ. 246-247
29
Π.Κ.Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη (2005), τ. 1, σ. 229
30
Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστολή 101 PG 37, 181C-184Α : « Το απρόσληπτον αθεράπευτον, ο δε
ήνωται Θεώ, τούτο και σώζεται».
31
Β.Ιω.Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα (2002), τ. 1, σ. 586

10
Η διαμορφωθείσα από τον Απολινάριο αίρεση κι εκκλησιαστική
οργάνωση διαδόθηκε ευρύτατα λόγω της σπουδαίας θεολογικής
παραγωγής και της μεγάλης του δραστηριότητας. Οι μαθητές του,
διαφόρων τάσεων εξ’ αρχής, μετά το θάνατο του διασπάστηκαν, και
μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ομάδες μεταξύ τους.
Την πρώτη και μετριοπαθή, εκπροσωπεί ο Βιτάλιος Αντιοχείας, ο
οποίος δεχόταν τη βασική διδασκαλία του Απολιναρίου, κατά την οποία
ο θείος Λόγος προσέλαβε μόνο σάρκα.
Ηγέτης της ακραίας μερίδας ήταν ο Πολέμων ή Πολέμιος, ο οποίος
ισχυριζόταν πως το ανθρώπινο σώμα ενώθηκε με τη θεότητα σε μια
ενιαία ουσία, ώστε ν’ αποκλείεται η ύπαρξη δυο φύσεων.
Ο Τιμόθεος, επίσκοπος Βηρυτού, τηρούσε στάση μεσάζοντα
μεταξύ των δυο μερίδων, δεχόμενος μεν το ομοούσιο του σώματος και
της θεότητος, αλλά μη αρνούμενος την ύπαρξη δυο φύσεων.32
Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, θα ήταν σφάλμα να μην
αναφέρουμε ότι σωστά ο Απολινάριος θεωρείται ως ο πρόδρομος του
Μονοφυσιτισμού.33

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

32
Βλ. Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη (1989), τ. 4, σ. 532-534
33
Ν.Α.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, Θεσσαλονίκη (2008), σ. 247

11
Ύστερα από τη σύντομη ενασχόληση μας με το πρόσωπο του
Απολιναρίου Λαοδικείας αντιλαμβανόμαστε ότι ήταν ένα πρόσωπο με
πολυσχυδή φιλοσοφική και θεολογική παιδεία. Με κάποια συμπόνια θα
βλέπαμε κι εμείς τον αιρεσιάρχη, όπως τον αντιμετώπησαν και οι
Πατέρες, διότι καθώς φαίνεται δόλος δεν υπήρχε στις προθέσεις του.
Παρ’ όλα αυτά όμως ο Απολινάριος προσπάθησε να εξηγήσει το
μυστήριο της ενανθρώπισης του Κυρίου με φιλοσοφικές ιδέες μην
έχοντας κατά νου τη θεμελιώδη για τη θεολογία πεποίθηση του οσίου
Νείλου : « ει θεολόγος ει, προσεύξη αληθώς. Και η αληθώς προσεύχη
θεολόγος ει ». Χωρίς αυτο κατά νου και η πιο αγνή πρόθεση μπορεί να
μεταβληθεί σε φορέα του ψεύδους και της διαβολής της αληθείας.

12
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου και


Καθολικής Εκκλησίας, Αθήνα (1960), τ. 1

Ν.Α.Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’, Θεσσαλονίκη


(2008)

Ιω.Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα (2002), τ. 1

Π.Κ.Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη (2005), τ. 1

Π.Κ.Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Θεσσαλονίκη (1989), τ. 4

A. Kαμύ, Ο μύθος του Σίσυφου, Δοκίμιο πάνω στο παράλογο (μτφρ. Βαγγ.
Χατζηδημητρίου), Αθήνα (1973)

13

You might also like