You are on page 1of 2

πραματευτής

Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
Συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
Ετυμολογία ονομαστική ο πραματευτής οι
πραματευτές
& πραματευτάδες
πραματευτής < αρχαία ελληνική πραματευτών
γενική του πραματευτή των
πραγματευτής (άνθρωπος του & πραματευτάδων
εμπορίου)
πραματευτές
αιτιατική τον πραματευτή τους
& πραματευτάδες
Ουσιαστικό πραματευτές
κλητική πραματευτή
& πραματευτάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πραματευτής αρσενικό

o πλανόδιος έμπορος, o γυρολόγος

Συγγενικές λέξεις
πραμάτεια
πραματευτάδικο

Μεταφράσεις
πραματευτής

αγγλικά : peddler (en) , hawker (en)


γαλλικά : colporteur (fr) , camelot (fr) , marchand
(fr) ambulant (fr)

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πραματευτής&oldid=4869862"


Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Οκτωβρίου 2020, στις 05:16.

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί
να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

You might also like