Professional Documents
Culture Documents
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
Συγγενικές λέξεις
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
Ετυμολογία ονομαστική ο πραματευτής οι
πραματευτές
& πραματευτάδες
πραματευτής < αρχαία ελληνική πραματευτών
γενική του πραματευτή των
πραγματευτής (άνθρωπος του & πραματευτάδων
εμπορίου)
πραματευτές
αιτιατική τον πραματευτή τους
& πραματευτάδες
Ουσιαστικό πραματευτές
κλητική πραματευτή
& πραματευτάδες
Κατηγορία όπως «πραματευτής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πραματευτής αρσενικό
Συγγενικές λέξεις
πραμάτεια
πραματευτάδικο
Μεταφράσεις
πραματευτής
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί
να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.