You are on page 1of 27

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στη διαπραγμάτευση του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κο-


σμοσυστήματος που διεξήλθαμε στο ανά χείρας έργο, η βυζα-
ντινή οικουμένη καταλαμβάνει μια δυσανάλογα ισχυρή θέση
σε σχέση με τις προηγούμενες φάσεις, την κρατοκεντρική και
την οικουμενική, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής.
Η εν λόγω επιλογή κρίθηκε επιβεβλημένη, προεχόντως εκ του
γεγονότος ότι η συγκεκριμένη περίοδος υπήρξε κομβική από
κάθε άποψη για την κοσμοϊστορία, δεδομένου ότι συναντά-
ται με την απώτερη αρχαιότητα, τη μεταβυζαντινή εποχή του
ελληνισμού, τον κόσμο των ιταλικών πόλεων, τον εσπεριανό
Μεσαίωνα και, οπωσδήποτε, με τη μετάβαση στη μεγάλη κλί-
μακα, τη γνωστή και ως νεοτερικότητα.
Η εν λόγω προσέγγιση του Βυζαντίου κατέστη εκ των ων
ουκ άνευ αναγκαία από τη στιγμή που αποτέλεσε ένα σημείο
πρωτοφανούς ιδεολογικής χειραγώγησης, της οποίας οι συνέ-
πειες εξακολουθούν να βαρύνουν καταλυτικά, όχι μόνον στην
πρόσληψη του παρελθόντος, αλλά κυρίως του παρόντος και
του μέλλοντος.
Ώστε η επιλογή να ακολουθήσουμε τη μέθοδο της ανάδει-
ξης των πηγών σε προμετωπίδα της προβληματικής μας, σε
ό,τι αφορά ιδίως στο Βυζάντιο, υπαγορεύθηκε από τη διττή
ανάγκη αφενός να στηρίξουμε το εγχείρημά μας για την απο-
κάθαρση της κοινωνικής επιστήμης από το ιδεολογικό φορτίο

15
16 Γεωργιος Κοντογιωργης

της νεοτερικότητας, αφετέρου να συγκροτήσουμε μια στέρεη


γνωσιολογία. Αμφότερα τα εγχειρήματα βασίστηκαν στην
αδιαμφισβήτητη αποδεικτική αξία των πηγών.
Διαπιστώσαμε ήδη παραστατικά ότι η νεοτερικότητα πα-
ραμένει βυθισμένη στις ιδεολογικές βεβαιότητές της. Μάλι-
στα τις διακινεί δίκην απαράβατης επιστημονικής αλήθειας,
προκειμένου να νομιμοποιήσει κρίσιμες ως προς τη σημασία
τους επιλογές που υποκρύπτονται πίσω από τις δύο μεγάλες
ρήξεις, τις οποίες ο λεγόμενος Διαφωτισμός επεξεργάσθηκε
σταδιακά με αφετηρία τη μετάβαση από τη δεσποτεία στον
πρώιμο ανθρωποκεντρισμό.
Η υποβολή των πορισμάτων της νεοτερικής «επιστήμης»
στη δοκιμασία της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας αποτέ-
λεσε τη σταθερά σε όλη την έκταση του ανά χείρας έργου,
με σημείο αναφοράς την αποδεικτική ικανότητα των πηγών.
Εντούτοις, η περίπτωση του Βυζαντίου εγείρει πλήθος άλλων
ζητημάτων που επιβάλλουν έναν πιο διεξοδικό διάλογο της
κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστή-
μη». Από τον διάλογο αναμένεται να αναδειχθεί εναργέστερα
το γνωσιολογικό αβαθές της φερόμενης ως κοινωνικής επι-
στήμης που διακινεί η νεοτερικότητα και το οποίο ομολογεί,
σε τελική ανάλυση, την αδυναμία της να συναντηθεί με τις
πραγματικότητες της ίδιας της εποχής της. Ο δε διάλογος θα
αποκαλύψει έτι περαιτέρω τις μεθερμηνείες εις βάρος του
ελληνικού κόσμου της απωτάτης αρχαιότητας, προκειμένου
η νεοτερικότητα να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με
την ίδια τη φυσιογνωμία και τα πεπραγμένα της. Θα διευκρι-
νισθεί, επίσης, ο χαρακτήρας της μεταβυζαντινής θητείας του
ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κόσμου και εντέλει του εγχει-
ρήματος της δυτικής απολυταρχίας να επωφεληθεί της απο-
τυχίας του επαναστατικού διαβήματός του το 1821, προκει-
μένου να επιτύχει την τελική ακύρωση του ελληνικού δρόμου
προς τη μεγάλη κλίμακα.
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 17

Υπό το πρίσμα αυτό, αναμένεται να αποτιμηθούν οι συνέ-


πειες της επικράτησης του δυτικού δρόμου προς τη νεοτερι-
κότητα για τον σύγχρονο κόσμο, συνέπειες που καθίστανται
ορατές, κυρίως όμως εξαιρετικά επίκαιρες, στο μεταίχμιο της
μετάβασης στην επόμενη φάση της, καθοδόν προς την αν-
θρωποκεντρική ολοκλήρωση από την οποία διερχόμαστε στις
ημέρες μας.
Από τον διάλογο της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με
τη νεοτερική «επιστήμη» θα δοκιμασθεί προφανώς η επιχει-
ρησιακή αξία της επιστημονικής πρότασης που κομίζει, και
προεχόντως η συνειδητοποίηση της ανάγκης για ένα νέο γνω-
στικό εγχείρημα που θα δίνει απαντήσεις στα κρίσιμα ερω-
τήματα της επιστήμης και θα επικεντρώνεται στη θέση που
κατέχει η νεοτερικότητα στην ταξινομία της ανθρωποκεντρι-
κής βιολογίας και, κατ’ επέκταση, στην προβληματική της με-
τάβασης προς τη μετά από αυτήν εποχή.
Η ανάγκη μιας νέας επιστήμης αποβαίνει επιτακτική λόγω
της διαπιστούμενης ήδη υπέρβασης με ραγδαίους ρυθμούς
του (οικονομικού, επικοινωνιακού, θεσμικού, πολιτισμικού,
αξιακού κ.λπ.) κόσμου που οικοδόμησε η φάση της μετάβα-
σης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Υπέρβαση η
οποία μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο πεδίο των αξιών
και των θεσμών που στις ημέρες μας παραμένουν ερμητικά
εγκλεισμένοι στο σπήλαιο του 18ου αιώνα το οποίο οικοδόμη-
σαν οι πνευματικοί θύλακες του Διαφωτισμού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιστροφή των κοινωνιών
στο μέλλον δεν θα αναμένει τη διανόηση να υποδείξει τον
δρόμο, καθώς σε περιόδους μετάβασης οι φορείς της είναι
εκείνοι που περιχαρακώνονται στο βιούμενο παρελθόν, αρ-
νούμενοι να εναρμονισθούν με το δίκαιο της ανάγκης που κι-
νεί την Ιστορία. Η συγκρότηση, εντούτοις, ενός γνωσιολογι-
κού επιχειρήματος που θα απαντά στις απαιτήσεις της επιστή-
μης αποβαίνει στις ημέρες μας περισσότερο από αναγκαία,
18 Γεωργιος Κοντογιωργης

προκειμένου ο χειμαζόμενος κόσμος της νεοτερικότητας να


αποσείσει τις βεβαιότητές του, με τον ίδιο τρόπο που έπραξε
στη φάση της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκε-
ντρισμό με όχημα τον Διαφωτισμό. Ο τελικός στόχος είναι να
εγκατασταθεί σε ένα νέο διανοητικό περιβάλλον, ομοθετικό
προς την εποχή του και τη δυναμική της εξέλιξης.
Τέλος, θέλω να επανέλθω από τη θέση αυτήν και να επα-
ναλάβω τις ευχαριστίες μου σε όσους αναφέρω στον Πρόλογο
του Γ΄ τόμου του παρόντος έργου ότι με συνέδραμαν με τον
έναν ή τον άλλον τρόπο στο εγχείρημά μου, με την προσθή-
κη του Σιδέρη Τσανακτσή, ιδιαίτερα δε των κυριών Αλίκης
Σαλίμπα και Βανέσσας Ντόμη, που ανέλαβαν τη φιλολογική
επιμέλεια των Ε΄και ΣΤ΄τόμων με γνώση και υψηλό αίσθημα
ευθύνης.
Αθήνα, 18 Μαρτίου 2021
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η προσέγγιση του Βυζαντίου και του δεσποτικού ευρωπαϊ-


κού κόσμου, η ίδια η ανάδυση της λεγόμενης νεοτερικότητας
και η μετάβαση σε αυτήν φέρνουν εξ αντικειμένου στην επι-
φάνεια το μείζον ζήτημα της επάρκειας των γνωσιολογικών
εργαλείων της εποχή μας. Διαπιστώσαμε ήδη ότι το γνωσιο-
λογικό έλλειμμα της νεοτερικότητας είναι υπόλογο τόσο της
ανθρωποκεντρικής πρωιμότητάς της όσο και των ιδεολογικών
φορτίων τα οποία κλήθηκε να υποστηρίξει ο στοχαστικός κό-
σμος της.
Πράγματι, η κοινωνική επιστήμη της εποχής μας αντλεί το
εμπειρικό υλικό από το ανθρωποκεντρικό βίωμα ενός μόλις
αιώνα, αφού η διαδικασία απόσεισης της φεουδαρχίας/απολυ-
ταρχίας εμφανίζεται να αποκτά μια δυναμική υπέρβασης του
παλαιού καθεστώτος μόλις από τον 18ο αιώνα. Τούτο εξηγεί
γιατί ο χρόνος γένεσης των επιστημών του ανθρωποκεντρικού
ανθρώπου εντοπίζεται ουσιαστικά στο βάθος του 20ού αιώνα.
Εν είδει παραδείγματος αναφέρουμε ότι η εναρκτήρια πράξη
αναγνώρισης της πολιτικής επιστήμης ως αυτοτελούς αντικει-
μένου των κοινωνικών επιστημών συμπίπτει με το διευρωπαϊ-
κό συνέδριο που οργανώθηκε στο Παρίσι το 1949 υπό την αι-
γίδα της ΟΥΝΕΣΚΟ1, στη θεματική του οποίου εάν αναδιφή-

1. Β
 λέπε σχετικά La science politique contemporaine. Contribution à la re-
cherche, la méthode et l’enseignement, UNESCO, Παρίσι, 1950

19
20 Γεωργιος Κοντογιωργης

σει κανείς, θα διαπιστώσει ότι κυριαρχείται από την επιστήμη


του δικαίου, ενώ η παρουσία της πολιτικής επιστήμης είναι
οριακή. Στο απολογιστικό συνέδριο για την κατάσταση της
πολιτικής επιστήμης στην Ευρώπη, που οργανώθηκε επίσης
στο Παρίσι το 1996 ενόψει της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού
Δικτύου Πολιτικής Επιστήμης (EPSNET) υπό την αιγίδα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, προέκυψε ότι η θεματική των πανεπι-
στημιακών προγραμμάτων πολιτικής επιστήμης δεσποζόταν
ακόμη από το δημόσιο δίκαιο και την οικονομία2.
Συγχρόνως, οι επιστήμες του δικαίου, με πρωτοκύριο το
συνταγματικό δίκαιο, εξαντλούν το αντικείμενό τους στην κα-
ταγραφή και ανάλυση της ομόλογης πραγματικότητας της επο-
χής μας, ως εάν δεν υπήρξαν άλλα παραδείγματα πολιτειακής
δικαιοταξίας και η ανθρωπότητα να γεννήθηκε στον παρόντα
χρόνο, προοριζόμενη να παραμείνει στάσιμη και προσκολλη-
μένη σε αυτόν. Ανάλογη είναι η προσέγγιση και των λοιπών
επιστημών του κοινωνικού ανθρώπου, όπως της κοινωνιολογί-
ας, της οικονομίας, της ψυχολογίας, των διεθνών σχέσεων κ.λπ.
Εντούτοις, ο περιορισμένος χρονικός ορίζοντας της νεο-
τερικότητας δεν εξηγεί από μόνος του την αδυναμία της να
συγκροτήσει μια γνωσιολογία που να δίδει απαντήσεις στις
διερωτήσεις της επιστήμης. Συνδυάζεται, επίσης, με το γεγο-
νός ότι απέκοψε πρόωρα κάθε είδους διάλογο με το παρελθόν
του ανθρωποκεντρικού κόσμου, προτάσσοντας το επιχείρημα
ότι το στάδιο από το οποίο διέρχεται δεν προσφέρεται για ένα
τέτοιο εγχείρημα. Η απόρριψη του παρελθόντος έγινε από τη
στιγμή που η ίδια η νεοτερικότητα ανέδειξε εαυτήν στο ανώ-
τερο στάδιο της ανθρωποκεντρικής ανάπτυξης, σε πρότυπο
2. Σ
 χετικά στα πρακτικά της συνδιάσκεψης με τίτλο, The State of Political
Science in Europe /La science politique en Europe: Formation, coopération,
perspectives, Παρίσι, 1996, που πραγματοποιήθηκε από την Fondation
Nationale des Sciences Politiques και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επίσης,
Hans Klingemann (Επιμ.), The State of Political Science in Western Europe,
Budrich Barbara, 2007.
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 21

αναφοράς, επιφυλάσσοντας στο παρελθόν την κατηγορία της


φεουδαλικής «παράδοσης», της «προνεοτερικότητας», της
«προβιομηχανικής» εποχής, της «απολυταρχίας», της «θεο-
κρατίας», της «δουλοκτητικής» κοινωνίας κ.λπ.
Με διαφορετική διατύπωση, από τη νεοτερική «επιστήμη»
απουσιάζουν οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις που συγκροτούν
την έννοια της αυστηρής επιστημονικής πειθαρχίας, και συ-
γκεκριμένα η εννοιολογία, η τυπολογία, η βιολογία του κοι-
νωνικού φαινομένου και μια μεθοδολογία που να επιτρέπει
τη με όρους αναλογίας σύγκριση τυπολογικά διαφορετικών
εκδιπλώσεων του κοινωνικού πεδίου σε διαφορετικά επίπεδα
ανάπτυξης, όπως στην περίπτωση της διαφοράς κλίμακας.
Στο κλίμα αυτό, οι επιστήμες του κοινωνικού ανθρώπου,
έχοντας οριοθετήσει το αντικείμενό τους με εστιακό άξονα τη
νεοτερικότητα, περιόρισαν τη δυνατότητα της σύγκρισης στις
μορφολογικές διαφοροποιήσεις που απαντώνται στην ίδια τυ-
πολογική κατηγορία, ήτοι σε εκείνη της πρώιμης ανθρωποκε-
ντρικής φάσης στην οποία θητεύει. Ό,τι ανάγεται στο παρελ-
θόν αφέθηκε στην αρμοδιότητα της Ιστορίας, η οποία εντέ-
λει ανέλαβε να ικανοποιήσει την περιέργεια του σύγχρονου
ανθρώπου και κυριολεκτικά να συμμορφώσει ιδεολογικά την
κοσμοϊστορία με τις προτεραιότητες του ηγεμόνα της εποχής.
Ώστε, πέραν της γνωσιολογικής αδυναμίας, η επιλογή
υποκρύπτει κρίσιμης σημασίας ιδεολογικές προεκτάσεις που
χάνονται στο βάθος της Ιστορίας. Επισημάναμε τις διανοητι-
κές επεξεργασίες στις οποίες συναντώνται η κορύφωση της
απολυταρχικής/κρατικής δεσποτείας και του λεγόμενου δια-
φωτισμού, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στις δύο σπουδαίες
ρήξεις με το παρελθόν του ελληνισμού: η μία με τον εντέλει
γεννήτορα της νεοτερικότητας, τη βυζαντινή οικουμενική κο-
σμόπολη, η άλλη με την ίδια την κλασική εποχή της πόλης.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι δύο αυτές περίοδοι του ελ-
ληνικού κοσμοσυστήματος αποδίδουν τις αντίστοιχες φάσεις
22 Γεωργιος Κοντογιωργης

της ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης: την οικουμενική και την


κρατοκεντρική. Την μεν εξέβαλαν από την εξελικτική ομοθε-
σία του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού και κατ’ επέκταση από
την προϊστορία της νεοτερικότητας, έτσι ώστε όχι μόνο να νο-
μιμοποιήσουν την ανάληψη της σκυτάλης προς τη μετάβαση
από αυτήν, αλλά και να αποκρύψουν το γεγονός ότι η ηγεσία
της Εσπερίας συνεπήγετο την απόρριψη ολόκληρου του βιο-
λογικού κεκτημένου του ελληνικού πολιτισμού, επομένως την
ανθρωποκεντρική επανεκκίνησή της από μηδενική αφετηρία.
Την δε χειραγώγησαν εις τρόπον ώστε να την επικαλε-
σθούν προκειμένου να στηρίξουν το επιχείρημα της καθολι-
κής ανωτερότητας της νεοτερικότητας, ψευδώς διατεινόμενοι
ότι όλα άρχισαν από τη φεουδαλική της μήτρα, δηλαδή εκ του
μηδενός, ως εάν ο ανθρωποκεντρισμός είναι ομογάλακτος συ-
νοδοιπόρος της και όχι ο αντίποδάς της, η αναιρετική της προ-
ϋπόθεση, και ακόμη ότι άμα τη γενέσει της μετήχθη διά μιάς
στο τέλος της ανθρωποκεντρικής ωριμότητας, στη δημοκρα-
τία. Με τον τρόπο αυτόν, η δυτική ορθοταξία του Μεσαίωνα
αναδείχθηκε σε μέτρο για την αξιολόγηση και την ταξινομία
των πέραν της Εσπερίας κοινωνιών, και προεχόντως του Βυ-
ζαντίου, ενώ οι θεμέλιες έννοιες που παρήγαγε ο ελληνικός
ανθρωποκεντρισμός αποκενώθηκαν από το πρωτογενές περι-
εχόμενό τους για να αποδώσουν τα φαινόμενα της πρώιμης
ανθρωποκεντρικής εποχής της νεοτερικότητας ώστε να απο-
κτήσουν δημοκρατική νομιμοποίηση.
Ο εγκλεισμός της νεοτερικότητας στον αυτιστικό εαυτό
της και η επίρρωσή της από την οικοδόμηση ενός πλήρους
ιδεολογικού οπλοστασίου το οποίο ενέδυσε με επιστημονική
προφάνεια συμπληρώθηκε από την χειραγώγηση των πηγών,
οι οποίες κλήθηκαν να υπηρετήσουν τον σκοπό της ερμηνείας
των διατακτών της δυτικής ορθοφροσύνης που είχαν αναλά-
βει να «κατασκευάσουν τις μεθόδους και τα σχήματα της ιστο-
ρικής επιστήμης».
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 23

Υπό το πρίσμα αυτό, αυτομάτως ο βασιλέας εγίνετο αυ-


τοκράτορας, η κοσμόπολη αυτοκρατορία, η ανθρωποκε-
ντρική οικουμένη δεσποτικός Μεσαίωνας, η δημοκρατική/
πολεοκεντρική Εκκλησία του Δήμου των πιστών δεσποτική
θεοκρατία. Όπου αυτό δεν βόλευε, ένας ολόκληρος κόσμος
εξαφανιζόταν, όπως στην περίπτωση της βυζαντινής (και της
μεταβυζαντινής) εποχής οι πόλεις, η πολιτειότης, η εταιρική
οικονομία, το τέλος της δουλείας και πλήθος άλλων φαινομέ-
νων που δεν συνεμορφώνοντο με τη δυτική ορθοταξία.
Η ίδιοι αυτοί διατάκτες της νέας «επιστήμης» που ταξινό-
μησαν την ελληνική δημοκρατία στην «προνεοτερικότητα»,
τη μεθάρμοσαν επίσης σε άμεση για να χωρέσει στην τυπο-
λογία της ομόλογης πολιτείας η αποκλειθείσα «έμμεση δημο-
κρατία» και κυριολεκτικά η συνταγματική ή αιρετή μοναρχία
που διαδέχθηκε την κληρονομική/δεσποτική μοναρχία. Η ίδια
αυτή κατάσταση σκέψης ανακήρυξε την ατομική ελευθερία
ανώτερη της πολιτικής ελευθερίας, η οποία επιπλέον ορίσθη-
κε ως αναιρετική της ατομικότητας του πολίτη, την ατελή πο-
λιτειότητα και εντέλει το ιδιώνυμο του υπηκόου ως μοναδικό
θεσμικό ιδίωμα του ατόμου στο κράτος, το έθνος από πολιτι-
σμική συνείδηση κοινωνίας και πολιτική παράμετρο της ελευ-
θερίας σε επινόηση του μοναρχικού κράτους κ.λπ.
Εγκιβωτισμένη στον μονόλογό της, η νεοτερικότητα αι-
σθάνθηκε εντέλει ασφαλής στο διανοητικό σπήλαιο όπου
εγκαταστάθηκε. Δεν συνεκτίμησε όμως ότι θα ερχόταν η στιγ-
μή που το παρελθόν θα έπαιρνε τη εκδίκησή του μέσα από
τη δυναμική της υπέρβασης της πρώιμης ανθρωποκεντρικής
εποχής στην οποία εισήλθε από το τέλος του 20ού αιώνα.
Η απόσταση ανάμεσα στη μεγάλη κλίμακα που δημιουρ-
γούσε νέες προοπτικές για την ανθρώπινη κατάσταση και στο
πρώιμο ανθρωποκεντρικό στάδιο που υποχρεώθηκε ο νεότε-
ρος κόσμος μετά το λάκτισμα του γεννήτορά της στα αζήτητα
της Ιστορίας έμελλε να αποκαλύψει τη γύμνια του επιστημο-
24 Γεωργιος Κοντογιωργης

νικού περιβάλλοντος της εποχής μας, διότι εντέλει η νεοτε-


ρικότητα δεν διέρρηξε μόνο τη σχέση της με το παρελθόν·
έθεσε υπό απαγόρευση και το μέλλον. Με διαφορετική διατύ-
πωση, η νεοτερική «επιστήμη» φέρεται να αγνοεί πλήρως την
έννοια ή μάλλον την ύπαρξη της κοινωνικής βιολογίας. Εξού
και υποτάσσει την εξ υποκειμένου αδυναμία της να συλλάβει
τη φύση του κοινωνικού φαινομένου σε εξ αντικειμένου επι-
χείρημα.
Κατά τούτο, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι ουδείς εκ των
σύγχρονων διανοητών διατυπώνει πρόταση για το μέλλον της
ανθρωπότητας. Άπαντες, μηδενός εξαιρουμένου, ισχυρίζονται
ότι το αξιακό και θεσμικό οπλοστάσιο που επεξεργάσθηκε η
νεοτερικότητα ενόψει της εξόδου της από τη δεσποτεία και
ολοκλήρωσαν οι συγκαιρικοί της θεράποντες του 20ό αιώνα
οφείλει να παραμείνει ανάλλακτο, όπως διαμορφώθηκε στον
18ο αιώνα, μολονότι οι εξελίξεις που παρήγαγε η ίδια η νε-
οτερικότητα από το τέλος του 20ού αιώνα το έχουν θέσει σε
αχρησία.
Οι εν λόγω ανατροπές, καθώς στοιχειοθετούν την έννοια
της αλλαγής φάσης στο εσωτερικό του ανθρωποκεντρικού
κοσμοσυστήματος, δημιουργούν πιεστικά την ανάγκη ενός
νέου συστήματος γνώσης που θα αποσείει της ιδεολογικές
επιβαρύνσεις, θα κατανοεί τα συμβαίνοντα και θα ερμηνεύ-
ει τις εξελίξεις όπως ακριβώς επιτάσσει η δυναμική τους. Το
εγχείρημα είναι εφικτό μόνον υπό το πρίσμα της κοσμοσυ-
στημικής ανασυγκρότησης της κοσμοϊστορίας και συνακό-
λουθα της οικοδόμησης ενός γνωσιολογικού διαβήματος που
θα αποδίδει στον σύγχρονο άνθρωπο μια κοινωνική επιστήμη
ικανή να φωτίσει τον δρόμο του στο παρόν και στο μέλλον
της εξέλιξης.
Στις σελίδες που προηγήθηκαν καταδείξαμε την εφικτό-
τητα του εν λόγω εγχειρήματος υπό τον όρο της κοσμοσυ-
στημικής ενόρασης του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού και,
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 25

περαιτέρω, την αναγνώριση της κομβικής θέσης που κατέχει


το Βυζάντιο στην κοσμοϊστορία.

2. Η προβληματική για τη βυζαντινή κοσμόπολη και τη


σχέση της με την ευρωπαϊκή της περιφέρεια ή αλλιώς για τον
ελληνικό δρόμο προς τη φάση της μεγάλης κλίμακας μας φέρ-
νει αντιμέτωπους με το ζήτημα της ερμηνείας. Η καθολικά
κρατούσα άποψη διατείνεται ότι όχι μόνο δεν υπήρξε ελλη-
νικός δρόμος, αλλά και ότι ο δυτικός δρόμος προς τη μεγάλη
κλίμακα (συνακόλουθα και η νεοτερικότητα) αποτελεί ένα
καθόλα αυτοφυές, πρωτογενές, μοναδικό στην Ιστορία και
κατά τούτο κοσμοσυστημικά διαφορετικό ανθρωποκεντρικό
παράδειγμα.
Εντούτοις, εάν παρακολουθήσει κανείς την εξέλιξη της ευ-
ρωπαϊκής σκέψης καθοδόν προς τη μετάβαση από τον πρώτο
(την ιδιωτική δεσποτεία) στον δεύτερο (την κρατική δεσπο-
τεία) Μεσαίωνα έως την τελική αποτίναξή του, στο μεταίχμιο
μεταξύ του 19ου και του 20ού αιώνα, θα απολήξει σε ένα ενδι-
αφέρον συμπέρασμα. Καθόλον τον Μεσαίωνα ομολογείται η
εξάρτηση και ο θαυμασμός της Εσπερίας προς τη Βυζαντινή
οικουμένη. Η σχέση τους αρμόζει στο σχήμα κέντρου-περιφέ-
ρειας στην πιο παραστατική του έκφραση: η δεσποτική Εσπε-
ρία λειτουργούσε έναντι του ανθρωποκεντρικού κέντρου, του
Βυζαντίου, δίκην προσαρτηματικής περιφέρειας. Ακόμη και
μετά την είσοδο της Ευρώπης σε τροχιά μετάβασης από την
ιδιωτική στην κρατική δεσποτεία και την άνοδο της αναπό-
φευκτης αντιπαλότητάς της με το Βυζάντιο, η προσαρτηματι-
κή αυτή σχέση διήρκεσε επί μακρόν. Θα λέγαμε ότι, με ρητό
ή άρρητο τρόπο, η Εσπερία βίωνε την επιρροή της βυζαντινής
οικουμένης μέχρι το τέλος της απολυταρχίας. Όχι γιατί το Βυ-
ζάντιο ήταν η επιτομή της απολυταρχίας, της θεοκρατίας, της
αυτοκρατορίας και ό,τι άλλου του χρεώνει η ακολουθία της
νεοτερικότητας αναπαράγοντας τον εαυτό της, αλλά επειδή η
26 Γεωργιος Κοντογιωργης

σχέση τους συνέχεται με τη μετακένωση των θεμέλιων παρα-


μέτρων του κέντρου στην περιφέρεια, δηλαδή με την πρόσλη-
ψη των ανθρωποκεντρικών του θεμελίων από τον δεσποτικό
κόσμο που έγινε με γνώμονα την ιδιοσυστασία της.
Η στροφή σε ό,τι αφορά στην πρόσληψη του Βυζαντίου
συμβαίνει μόλις από το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, στην
κορύφωση της απολυταρχίας, με αιχμή του δόρατος τη δια-
νόηση που εκκολάφθηκε μεταξύ των ανθρωποκεντρικών θυ-
λάκων στο περιβάλλον της δεσποτείας. Άρα τη στιγμή που
οι ανθρωποκεντρικοί θύλακες ενσωματώθηκαν στο κλίμα του
δεσποτικού εισέτι κράτους που εκινείτο ωστόσο στο κλίμα
μεγάλης κλίμακας και αισθάνθηκαν ήδη ικανοί να αμφισβη-
τήσουν το παλαιό καθεστώς. Στην αντιπαράθεσή της με την
εκκλησιαστική και την κοσμική δεσποτεία, η διανόηση του
λεγόμενου διαφωτισμού θα στραφεί εναντίον του Βυζαντίου,
εξομοιώνοντάς το με τη δυτική απολυταρχία, και μάλιστα θε-
ωρώντας το περίπου υπεύθυνο για τη δυτική εκτροπή από τον
ανθρωποκεντρισμό. Της ήταν αδύνατον να διακρίνει την ειδο-
ποιό διαφορά μεταξύ του ανθρωποκεντρικού Βυζαντίου/κέ-
ντρου και της δεσποτικής περιφέρειας, δηλαδή το γεγονός ότι
η μετακένωση των παραμέτρων του στη Δύση ανέλαβε τον
ρόλο της ανθρωποκεντρικής της αφύπνισης, η οποία όμως
ήταν αναπόφευκτο να συντελεσθεί με μέτρο την εξελικτική
ακολουθία των σταδίων που υπαγορεύει η βιολογία της κοι-
νωνικής εξέλιξης.
Ακριβώς αυτή τη γνωσιολογική αδυναμία στην προσέγ-
γιση του Βυζαντίου και της σχέσης του με την ευρωπαϊκή
του περιφέρεια ήρθε να επιβεβαιώσει η άλλη ρήξη της νε-
οτερικής «επιστήμης» με την κλασική εποχή του ελληνικού
ανθρωποκεντρισμού. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι και
η προσέγγιση της κρατοκεντρικής φάσης του ελληνικού αν-
θρωποκεντρισμού έμελλε να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή.
Η Αναγέννηση εναγκαλίσθηκε τη διδαχή της κλασικής γραμ-
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 27

ματείας για να ανασυστήσει, όπως νόμιζε, την αρχαιότητα, εν


αντιθέσει προς την επόμενη περίοδο, κατά την οποία ανέλαβε
να την απογυμνώσει από την ουσία της, ώστε με το ιδιώνυμό
της να ενδύσει την ανθρωποκεντρική της βρεφικότητα με το
ένδυμα της ολοκλήρωσης.
Ο διάλογος με τη σύγχρονη επιστημονική κοινότητα κα-
λείται να επιβεβαιώσει ότι η απόφανση για την ιδιαίτερη φύση
του Βυζαντίου και τη θέση του στην ανθρωποκεντρική κο-
σμοϊστορία έχει βάθος, εστιάζοντας κυρίως στο γνωσιολογικό
της έλλειμμα. Είναι όμως εξίσου βεβαρημένη με ιδεολογικές
προσημειώσεις, των οποίων οι προεκτάσεις εφεξής ελάχιστα
σχετίζονται με την Ιστορία, καθώς καλούνται να υπηρετήσουν
διακυβεύματα και προτεραιότητες της εποχής μας.
Κατά τούτο, το αποτέλεσμα της διερώτησης που τεκμη-
ριώνει το ελληνικό ανθρωποκεντρικό συνεχές, με σημείο οι-
κουμενικής ολοκλήρωσης και ανάδυσης της φάσης της με-
γάλης κλίμακας το κοσμοπολιτειακό Βυζάντιο, από το οποίο
παρεξέκλινε η Ρώμη και πρωτογενώς η δυτική δεσποτεία, ή
που προκρίνει την παρεμβολή της φεουδαλικής/μεσαιωνικής
παρένθεσης προκειμένου να γεφυρωθεί το ανθρωποκεντρικό
κενό μεταξύ αρχαιότητας και νεοτερικότητας, θα αποφασίσει
σε ποιον βαθμό θα δυνηθεί η νεοτερικότητα να συγκροτήσει
ένα σύστημα γνώσης με επιστημονική αξίωση ή εάν θα εξα-
κολουθήσει να κινείται με γνώμονα τις ιδεολογικές παλινωδί-
ες του διαφωτισμού και της εποχής μας. Κρίσιμη παράμετρο
του γνωσιολογικού μας διαβήματος αποτελεί η επίλυση του
γρίφου εάν η νεοτερικότητα στοιχειοθετεί απλώς μια φάση
του εν γένει ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος που υπο-
δηλώνει τη μεθάρμοση κλίμακας ή αποδίδει ένα νέο ανθρω-
ποκεντρικό παράδειγμα/κοσμοσύστημα.
Οπωσδήποτε, αφετηρία του γνωσιολογικού μας διαβήμα-
τος σε ό,τι αφορά στη φύση της νεοτερικότητας, παραμένει η
προβληματική για την κοσμοσυστημική ανασύνταξη του πα-
28 Γεωργιος Κοντογιωργης

ρελθόντος και, συγκεκριμένα, του ελληνικού/ανθρωποκεντρι-


κού κόσμου. Σε ποιον βαθμό το διανοητικό αυτό εγχείρημα
δύναται να αποβεί ένας εξ αντικειμένου χορηγός μιας άνευ
προηγουμένου πηγής από την οποία δυνάμεθα να αντλήσου-
με το υλικό μιας νέας γνωσιολογίας και κατά τούτο μιας, υπό
την καθαρή έννοια, καθολικής επιστήμης του κοινωνικού αν-
θρώπου. Όπως γίνεται αντιληπτό, η διευκρίνιση του εν λόγω
διακυβεύματος εισέρχεται στον πυρήνα που σηματοδοτούν οι
εξελίξεις της εποχής μας.
Από την άλλη, ο διάλογος για την ελληνική ή τη μεσαιωνι-
κή ορθοταξία της ανθρωποκεντρικής συνέχειας μάς επιτρέπει
να αναλογισθούμε τις συνέπειες της επικράτησης του δυτικού
δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα/νεοτερικότητα. Η εκδοχή
του ελληνικού δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα, δυνάμει του
οποίου το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της μικρής κλίμακας
(της φάσης της οικουμένης) ενσωματώνεται στο περιβάλλον
της μεγάλης κλίμακας και συγκροτεί τη θεμέλια βάση του
(όπως ακριβώς συνέβη και με τη μετάβαση από τον κρατο-
κεντρισμό στην οικουμένη) τοποθετείται στον αντίποδα του
δυτικού δρόμου. Ο δρόμος αυτός απορρίπτει συλλήβδην το
ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της μικρής κλίμακας ως μη συμ-
βατό με τη μεγάλη κλίμακα, μολονότι στην πραγματικότητα
είναι αυτό που τροφοδότησε επί μακρόν τη μετάβαση, ενώ
όπως προκύπτει από τα πεπραγμένα της μικρής εισέτι ανθρω-
ποκεντρικής θητείας της νεοτερικότητας, οι «μικρές κοινωνί-
ες» διεκδικούν ήδη μερίδιο της κρατικής πολιτείας.
Το ερώτημα που επανέρχεται είναι σε ποιον βαθμό η εποχή
μας, με αφετηρία την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, εξάντλησε την
ανθρωποκεντρική βιολογία του κοινωνικού γίγνεσθαι ή απλώς
αδυνατεί να συγκροτήσει μια γνωσιολογία του κοινωνικού γί-
γνεσθαι που να συμβαδίζει με την εν γένει ανθρωποκεντρική
οδοιπορία, στην ταξινομία της οποίας θα εντάξει επίσης τον
εαυτό της. Το γεγονός ότι δεν απέρριψε απλώς τον γεννήτορά
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 29

της, το Βυζάντιο, και δι’ αυτού το κράτος της οικουμενικής


κοσμόπολης, αλλά και τις πολιτείες της αντιπροσώπευσης και
της δημοκρατίας που αναγνώρισε στην κρατοκεντρική εποχή
της μικρής ανθρωποκεντρικής κλίμακας, ομολογεί ακριβώς
ότι ανέφικτος δεν ήταν ο ελληνικός δρόμος, αλλά ότι ο δυτι-
κός ευρίσκετο εν αδυναμία να οδηγήσει στη μεγάλη κλίμακα
με σημείο αφετηρίας το ελληνικό κεντημένο της εποχής. Η
ρήξη με τον ελληνικό δρόμο έγινε αναπόφευκτη από τη στιγ-
μή που η ευρωπαϊκή/δεσποτική περιφέρεια ανέλαβε τη σκυ-
τάλη της ηγεσίας της μετάβασης και ο ένσαρκος φορέας του
ελληνικού δρόμου έπαψε να λειτουργεί ως παράδειγμα.
Σπεύδουμε ωστόσο να επαναφέρουμε το συμπέρασμα στο
οποίο ήδη απολήξαμε, είτε αποδεχθούμε τη μία είτε την άλλη
εκδοχή του δρόμου προς τη μεγάλη κλίμακα, ότι χωρίς το Βυ-
ζάντιο δεν θα είχε υπάρξει η μετάβαση στην ανθρωποκεντρι-
κή νεοτερικότητα. Η μετάβαση αναδύθηκε, όπως είδαμε, στο
μέσον της βυζαντινής οικουμένης, ενώ στο πεδίο του δυτικού
δρόμου διακινήθηκε με θεμέλιες παραμέτρους τις πόλεις, την
εταιρική οικονομία, ευρέως με το βυζαντινό νόμισμα, με τη
μοναρχική ιδέα που παρελήφθη από το Βυζάντιο ‒μολονό-
τι μεταλλαγμένη σε κρατική δεσποτεία‒, και βεβαίως με τη
χριστιανική Εκκλησία που λειτούργησε ως καλός αγωγός για
τη μεταφορά του πολιτισμικού υπόβαθρου της ελληνικής οι-
κουμένης στη δεσποτική περιφέρεια και για τη σφυρηλάτηση
της κοινής πολιτισμικής ταυτότητας του νέου ευρωπαϊκού κό-
σμου.
Όπως θα διαπιστώσουμε στη διάρκεια του διαλόγου της
κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας με τη νεοτερική «επιστήμη»,
το αβαθές της γνωστικής της αφετηρίας και οι ιδεολογικές της
εμμονές δεν της έχουν επιτρέψει ακόμη να κατανοήσει, πολ-
λώ δε μάλλον να θέσει σε συγκριτική δοκιμασία, φαινόμενα
που την υπερβαίνουν, με αποτέλεσμα να τα προσεγγίζει κατά
προβολήν του εαυτού της, δηλαδή των «παραστάσεών» της
30 Γεωργιος Κοντογιωργης

στο παρελθόν. Έτσι, κατά την ίδια έννοια που αγνοεί ότι ο βι-
ούμενος κρατοκεντρισμός αποτελεί στάδιο και όχι κατάληξη
του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι με ακόλουθη φάση την οι-
κουμένη και το ομόλογο κράτος της, την κοσμόπολη, αδυνα-
τεί επίσης να διακρίνει μεταξύ της πρωτοανθρωποκεντρικής
αιρετής μοναρχίας και του ανθρωποκεντρικού ολοκληρώμα-
τος που, κατά την τάξη της διαδοχής, αποτελούν η αντιπρο-
σώπευση και η δημοκρατία.
Η συγκεκριμένη αδυναμία είναι, όπως είδαμε, απότοκος
μιας καθολικής ως προς το διακύβευμα άγνοιας σε ό,τι αφο-
ρά στη φύση του κοινωνικού φαινομένου. Η νεοτερική «επι-
στήμη», βιώνοντας το πρωτοανθρωποκεντρικό της στάδιο,
δεν έχει φθάσει ακόμη στο σημείο να διακρίνει μεταξύ κρά-
τους και πολιτείας, πολιτικού φαινομένου και πολιτικής του
θέσμισης δίκην ισχύος, εξουσίας ή δύναμης, της ελευθερίας
και του δικαιώματος, όπως ακριβώς και τη διαφορά μεταξύ
δεσποτείας και ανθρωποκεντρισμού. Τούτο γίνεται εμφανές
όταν αθροίζει κανείς τα σημεία της αντίρρησής της αναφο-
ρικά με το ζήτημα της εξελικτικής διαδρομής στο σχήμα από
τη αρχαιότητα στη νεοτερικότητα. Η βυζαντινή εκδοχή της
συνέχειας περιέχει τόσο το ανθρωποκεντρικό ιδιώνυμο της
κοινωνίας της οικουμένης και του κράτους της, της κοσμόπο-
λης, όσο και την πολιτισμική τους ομοθεσία ή ταυτότητα με
τον προγενέστερο ελληνικό κόσμο.
Στον αντίποδα, από τη δυτική εκδοχή της συνέχειας απου-
σιάζει τόσο η θεμέλια βάση της, η ανθρωποκεντρική κοινωνία
και πολιτεία, όσο και η πολιτισμική/ταυτοτική συνάφεια του
κόσμου της με τον ελληνικό κόσμο. Για τη συγκάλυψη του
κενού αυτού εισήχθη ως τεκμήριο της συνέχειας η ρωμαϊκή
διαμεσολάβηση, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι επί αιώνες
διατέλεσε πολιτικός κληρονόμος και οδοιπόρος της ο βυζα-
ντινός ελληνισμός από τον οποίο η Εσπερία έλαβε γνώση της
ύπαρξής της. Με άλλα λόγια, ο δυτικός δρόμος χρεώνει στον
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 31

βυζαντινό κόσμο την ανθρωποκεντρική του ιδιοσυστασία και


την ελληνικότητά του, προκειμένου να τον εξοβελίσει από
την ελληνική του ομοθεσία.
Ένα μείζον ζήτημα, το οποίο θα κληθούμε να αντιμετω-
πίσουμε στην πορεία του διαλόγου της νεοτερικής «επιστή-
μης» με την κοσμοσυστημική γνωσιολογία, αφορά στη θέση
των πόλεων στη δυτική δεσποτεία και στον βυζαντινό κόσμο.
Μολονότι η πρωτοανθρωποκεντρική Εσπερία ταξινόμησε εξ
αποφάσεως τις πόλεις ως παραφυάδες του δεσποτικού Μεσαί-
ωνα που όφειλε εντέλει να καταργήσει, η νεοτερική «επιστή-
μη» δεν παύει να υπογραμμίζει τον κομβικό τους ρόλο στην
πορεία της μετάβασης. Σπεύδει όμως να ταυτίσει τη θεμέλια
κοινωνία της πόλης με το άστυ, ομολογώντας έτσι ότι η αγρο-
τική ύπαιθρος εξακολουθούσε να παραμένει φεουδαλική, μα-
κριά από τις πρακτικές της νομισματικής οικονομίας, ουσια-
στικά μέχρι τον 19ο αν όχι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού
αιώνα. Ευλόγως αποδέχεται επίσης ότι η δυτική πόλη ουδεμία
σχέση έχει με την αρχαία πόλη.
Στον αντίποδα, σε ό,τι αφορά στο Βυζάντιο, η νεοτερική
«επιστήμη» προσέρχεται να διακηρύξει το τέλος των πόλεων,
ενώ όπου, αργότερα, στο μέσον της άνω περιόδου, αποδέχε-
ται την ύπαρξή τους, σπεύδει να τις εμφανίσει ως παράγωγα
της δυτικής πόλης που απαντώνται αποκλειστικά στα αστικά
κέντρα, χωρίς να έχουν, όπως και οι δυτικές, την παραμικρή
σχέση με τις πόλεις της «αρχαιότητας».
Από μια προσεκτική αποτίμηση του εν λόγω ισχυρισμού
προκύπτει ότι: πρώτον, η «μεσαιωνική» πόλη έχει σχέση με
την πόλη της αρχαιότητας, πλην όμως προσιδιάζει με την
πόλη της ομόλογης πρώιμης εποχής της ελληνικής αρχαιό-
τητας, ενώ η βυζαντινή πόλη ταξινομείται στην ίδια ανθρω-
ποκεντρική τυπολογία με εκείνη της κλασικής πόλης όπως
εναρμονίσθηκε στο κλίμα της οικουμένης, απαλλαγμένη εν
προκειμένω από την ώνια εργασία/δουλεία.
32 Γεωργιος Κοντογιωργης

Δεύτερον, η βυζαντινή πόλη, σε αντίθεση με τη δυτική,


αποτελεί καθολικό φαινόμενο που συνάδει με την ανθρωπο-
κεντρική ιδιοσυστασία της σύνολης κοινωνίας. Εξού και απα-
ντάται επίσης στην αγροτική ύπαιθρο.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά στο Βυζάντιο, η απόσταση μεταξύ
του διακηρυγμένου τέλους των πόλεων και της επανεμφάνι-
σής τους είναι μόλις δύο αιώνες, όπερ δεν δικαιολογεί σε κα-
μιά περίπτωση τον ισχυρισμό, αφού, αν λάβει κανείς υπόψη
του ότι η πόλις υπήρξε η θεμέλιος κοινωνία του ελληνικού
ανθρωποκεντρικού κόσμου, η αιφνίδια εξαφάνιση και ιδίως
η επανεμφάνιση του φαινομένου δεν αρμόζει στη λογική της
κοινωνικής βιολογίας. Επιπλέον, η εξαφάνισή τους θα ήταν
νοητή κάτω από εξαιρετικά βίαιες ή έκτακτες συνθήκες, που
όμως δεν ανιχνεύονται στο διάστημα μεταξύ του 7ου και του
9ου αιώνα. Αντιθέτως, την περίοδο αυτή, η μαρτυρία των πη-
γών για την ύπαρξη των πόλεων πλεονάζει.
Τέταρτον, όπως συνάγεται από τις πηγές, ο ελληνικός κό-
σμος εισήλθε στην Τουρκοκρατία με θεμέλιο όχημα τις πό-
λεις/κοινά, τα οποία εμφανίζονται να λειτουργούν καθόλη τη
διάρκειά της, στη βάση ενός αξιακού και θεσμικού συστήμα-
τος που παραπέμπει ευθέως σε εκείνο της κλασικής και της
οικουμενικής εποχής.
Οπωσδήποτε, ο διάλογος για την ερμηνεία θα φέρει την
κοσμοσυστημική γνωσιολογία αντιμέτωπη με ορισμένους
από τους σημαίνοντες εκπροσώπους των μεγάλων σχολών
σκέψης της εποχής μας που καταπιάστηκαν με τον Μεσαίω-
να, το Βυζάντιο και τη νεοτερικότητα, έχοντας ως πρόσημο
την γνωσιολογική τους επιφάνεια. Από τον διάλογο αναμέ-
νεται να προκύψει η θέση του γερμανικού παράγοντα στη
νεοτερική αρχιτεκτονική, στο μέτρο που με την παρέμβασή
του στη δυτική Ρώμη διέσπασε την ανθρωποκεντρική ενότη-
τα της οικουμένης την οποία εξέφραζε το ρωμαϊκό ιμπέριουμ
και, αργότερα, με την είσοδό του στα πράγματα της λατινικής
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 33

Εκκλησίας και την αντιμαχία που τροφοδότησε με τον βυζα-


ντινό ελληνισμό, διαμόρφωσε τους όρους της νέας διαιρετι-
κής τομής μεταξύ του ανθρωποκεντρικού ελληνισμού και της
εξερχόμενης από τη δεσποτεία Εσπερίας.
Κατά τούτο, έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς το
πάθος με το οποίο μια μερίδα της γαλλικής ιστοριογραφίας,
ιδίως μεταξύ των μεσαιωνολόγων, επιδίδεται για την ανάδειξη
της γερμανικής συμβολής στη διαμόρφωση της «Ευρώπης»,
φθάνοντας μέχρι του σημείου να αρνείται ότι η σύγκρουση
με το Βυζάντιο αποτέλεσε μια εσωτερική υπόθεση, στη δια-
φύλαξη της οποίας, έναντι του αραβικού Ισλάμ, ο ρόλος της
λατινικής Εκκλησίας υπήρξε κρίσιμος.
Στο κλίμα αυτό, αντί η νεοτερική «επιστήμη» να συνομο-
λογήσει ότι η αποστροφή της Δύσης προς το Βυζάντιο ση-
μαίνει την αποστροφή της δεσποτικής περιφέρειας προς την
ανθρωποκεντρική της μήτρα, εστράφη προς τη γερμανική
Ευρώπη, προκειμένου να οριοθετήσει τη διαφοροποίησή της
με τη ρωσική εφεξής ορθοδοξία και ουσιαστικά να νομιμο-
ποιήσει τις καταστατικές ρήξεις της με τις δύο περιόδους της
ελληνικής/ανθρωποκεντρικής ολοκλήρωσης, της κλασικής
και της βυζαντινής, με πρόσημο τη δεσποτική σημειολογία
της θρησκείας. Αναγκαία συνέπεια των εν λόγω μαιανδρι-
σμών της νεοτερικής «επιστήμης» είναι η απόφανσή της ότι η
μεταμεσαιωνική Ευρώπη είναι εκείνη της δυτικής χριστιανο-
σύνης και στο βάθος η γερμανική Ευρώπη.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος. .............................................................................. 15
Εισαγωγή................................................................................ 19

ΜΕΡΟΣ Α΄
Η ΝΕΟΤΕΡΙΚΉ ‘ΕΠΙΣΤΉΜΗ’ ΣΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΊΑ
ΤΗΣ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΙΚΉΣ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΊΑΣ

Κεφάλαιο Α΄
Το Βυζάντιο και η Ευρώπη στην κοσμοσυστημική
γνωσιολογία........................................................................... 37
1. Η παλινδρόμηση της Δύσης ανάμεσα στην ιδεολογική
μεθάρμοση της κοσμοϊστορίας και στο γνωσιολογικό
έλλειμμα της νεοτερικότητας............................................ 37
α) Το διακύβευμα της μετάβασης από την «αρχαιότητα»
στη «νεοτερικότητα». Το εγχείρημα της υπεισέλευσης
του παρεκβατικού Μεσαίωνα ως μέτρου της
ανθρωποκεντρικής κοσμοϊστορίας.................................... 37
β) Από την αφάνεια της ιδιωτικής δεσποτείας στη διεκδίκηση
της πολιτικής χειραφέτησης της Εσπερίας. Το διακύβευμα
του «ρωμαϊκού ιμπέριουμ». .............................................. 41
γ) Σχετικά με το «τέλος της αρχαιότητας». Η «αρχαιότητα»
ως έννοια, η δυτική δεσποτεία και ο χρόνος του ελληνικού
κοσμοσυστήματος. ........................................................... 46

7
8 Γεωργιος Κοντογιωργης

αα) Το εγχείρημα της γεφύρωσης δύο περιόδων της


ανθρωποκεντρικής κοσμοϊστορίας από τον δεσποτικό Μεσαίωνα
και η δογμάτωση της μη συνέχειας του ελληνισμού........... 46
ββ) Το γνωσιολογικό αβαθές της νεοτερικότητας και οι
αντικατοπτρισμοί του στον βυθό της κοσμοσυστημικής
γνωσιολογίας............................................................... 51
δ) Το Βυζάντιο ως «ξένος πολιτισμός» και η αυθεντία
του δυτικού δρόμου προς τη «νεοτερικότητα»................... 54
2) Η νεοτερική «επιστήμη» στο εργαστήρι της
κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας...................................... 65
α) Η θρησκεία και η γεωγραφία ως επιχειρήματα
στη φαρέτρα της νεοτερικής «επιστήμης»......................... 65
β) Οι συναρμόσεις της δημόσιας σφαίρας στον νεοτερικό
εξελικτικό χρόνο............................................................... 74
γ) Το ζήτημα του έθνους, η νεοτερική «επιστήμη» και
το ελληνικό κοσμοσύστημα. Το βυζαντινό
ταυτοτικό διακύβευμα....................................................... 77
δ) Το άδηλον του χρόνου και το άφωνον του βυζαντινού
Μεσαίωνα. Οι σταθερές της «ρωμαϊκής» νομοθεσίας
και της οικουμενικής κοσμοπολιτείας................................ 90

Κεφάλαιο Β΄
Το μέτρο στην ταξινομία της κοσμοϊστορίας. .................. 99
1. Το Βυζάντιο ως μετρικός κόμβος της ανθρωποκεντρικής
τυπολογίας και ο παρένθετος χαρακτήρας της μεσαιωνικής
Εσπερίας............................................................................. 99
α) Η Δύση και το εγχείρημα της υφαρπαγής της ιστορίας:
«εδώ στη Δύση όπου κατασκευάζονται οι μέθοδοι και
τα σχήματα της ιστορικής επιστήμης… το αντικείμενο
μιας εξ υφαρπαγής μεταλλαγμένης ιστορίας».................... 99
β) Η κατασκευή των «μεθόδων και των σχημάτων της ιστορικής
επιστήμης» από τη Δύση, με μέτρο τις αναγνώσεις του
εσπεριανού Μεσαίωνα και την εκτροπή από την
κοσμοϊστορική τάξη. ........................................................ 104
γ) Η προβληματική για την αντιστροφή της λογικής
της κοσμοϊστορίας............................................................ 115
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 9

2. Η δυτική σχολή σκέψης και η φερτή αναγόμωση


της απολυταρχίας............................................................... 125
α) «Ο ευρωπαϊκός κόσμος, ως ευρωπαϊκός, είναι δημιούργημα
του Μεσαίωνα που με μια κίνηση [κάτι περίπου ως διά μαγείας!]
διέρρηξε τη –σχετική τουλάχιστον– ενότητα του μεσογειακού
πολιτισμού…».................................................................. 125
β) Η «συγγένεια» και ο «όρκος πίστεως» στη δεσποτεία και
στον ανθρωποκεντρισμό. Το Βυζάντιο ως «ξένο σώμα»
για την Ευρώπη και το εγχείρημα της γεφύρωσης
του χάσματος.................................................................... 131
γ) Η γνωστική μειονεξία της «νεοτερικότητας» και το
ιδεολόγημα ότι «το αποκορύφωμα της αρχαιότητας» είναι
η «Ρωμαϊκή αυτοκρατορία». Η αντίστιξη «ανθρωπισμού»
και ανθρωποκεντρισμού στη φαρέτρα της πρωτοτυπίας
της Εσπερίας. ................................................................... 145
δ) Το διακύβευμα της «λαφυραγώγησης» του ορθού
(ανθρωποκεντρικού) λόγου............................................... 160
ε) Από την Ευρώπη της «αρχαιότητας» στη
μεσαιωνική/δεσποτική Ευρώπη. Η διερώτηση για τη γένεση
της Ευρώπης και οι ιδεολογικές δολιχοδρομίες στις
χρήσεις της ιστορίας......................................................... 164
ζ) Η γνώση και η μέθοδος: το διακύβευμα του στοχάζεσθαι
με γνώμονα τη γνωσιολογία της ελληνικής γραμματείας
ή υπό το πρίσμα της εποχής του δυτικοευρωπαϊκού
διαφωτισμού..................................................................... 186

ΜΕΡΟΣ Β΄
Η ΝΕΟΔΥΤΙΚΉ ΟΠΤΙΚΉ ΤΟΥ «ΥΛΙΚΟΎ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ»
ΚΑΙ ΟΙ ΡΩΣΙΚΈΣ ΣΥΝΑΡΜΌΣΕΙΣ

Κεφάλαιο Α΄
Οι ιδεολογικοί μαιανδρισμοί της νεοτερικής «επιστήμης»
για τη λαφυραγώγηση της κοσμοϊστορίας και το
«εποικοδομητικό μίσος» ως τρόπος ηγεμονίας................ 211
10 Γεωργιος Κοντογιωργης

1. Το ιδεολογικό εγχείρημα του Φερνάν Μπροντέλ.


Ο Μπροντέλ ως η επιτομή της ιδεολογικής μεθάρμοσης
της κοσμοϊστορίας............................................................. 211
α) Η «γεωγραφία» ως η αιχμή του δόρατος για την ερμηνευτική
συναρμογή της ταξινομίας του πολιτισμού........................ 211
β) Το Βυζάντιο ως μια εξόχως ενοχλητική συνιστώσα
της κοσμοϊστορίας ........................................................... 216
γ) Το εκκλησιαστικό ιδιώνυμο ως γενεσιουργός αιτία και
ως μέτρο για την ταξινομία του πολιτισμού....................... 220
δ) Οι πόλεις «κόρες ενός μακρινού (ρωμαϊκού) παρελθόντος»
και το νόμισμα ως η αιχμή του δόρατος της δυτικής
πρωτοτυπίας. Η διαγραφή του πολεοτικού φαινομένου
από τη ζωή της βυζαντινής οικουμένης. ............................ 223
ε) Η Ευρώπη του Μπροντέλ είναι η φεουδαλική Ευρώπη,
«η δική μας/τους (δυτική) Ευρώπη», που οριοθετείται από
τη «δυτική χριστιανοσύνη» και τη δυτική σημειολογία
της Ρώμης......................................................................... 231
ζ) Η δυτική χριστιανοσύνη ως ο «λανθάνων κρίκος» μεταξύ
της «αρχαιότητας» και της «νεοτερικότητας».................... 237
η) Οι τρεις μείζονες πολιτισμοί: ο «Δυτικός, η παλαιά Ευρώπη»,
ο ισλαμικός και ο ελληνικός που συγκροτείται γύρω από
το Βυζάντιο. Το «εποικοδομητικό μίσος»
ως τρόπος ηγεμονίας......................................................... 242
2. Ο Jacques le Goff και ο «εξωτικός» Μεσαίωνας.
Το «χρήμα» στον Μεσαίωνα και η βυζαντινή
χρηματιστική οικονομία.................................................... 249
3. Ο Maurice Aymard και η Μεσόγειος
του Fernand Braudel.......................................................... 264
4. Ο Ανρί Πιρέν και η μεσαιωνική «επιστήμη»................... 271
5. Οι ρωσικές προσεγγίσεις του Βυζαντίου......................... 279
α) Η ιστορική σταθερά και οι συνεκδοχές
της ρωσικής ‘επιστήμης’................................................... 279
β) Από τη χριστιανική οικουμένη στον ελληνικό «εθνικισμό».
Η Ρωσία ως η Τρίτη (χριστιανική) Ρώμη........................... 281
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 11

γ) Η μαρξιστική ερμηνευτική του Βυζαντίου ως σημείο


προσομοίωσης της ρωσικής με τη δυτική ιστοριογραφία... 284
δ) Η ερμηνευτική της αντιμετάθεσης των ρόλων μεταξύ
κέντρου και περιφέρειας................................................... 294
ε) Οι θεμέλιες σταθερές της βυζαντινής οικουμένης ως
φανέρωση της γνωσιολογικής αποκαθήλωσης της
νεοτερικής «επιστήμης».................................................... 298
ζ) Η ιδεολογική συνάρμωση της δυτικής και της σλαβικής
«επιστήμης». .................................................................... 302
6. Το «τέλος των πόλεων» ως ιδεολογική προμετωπίδα
της νεοτερικότητας και η πλεκτάνη περί του τέλους
της «αρχαιότητας»............................................................. 311
α) Το θαυματούργημα της ολικής εξαφάνισης της Βυζαντίου
ανθρωποκεντρικής ιστορίας.............................................. 311
β) Το Βυζαντινό Λεξικό της Οξφόρδης και «το μεσαιωνικό
κράτος που διαδέχθηκε τη Ρώμη». Ο εξελληνισμός του
κράτους της βυζαντινής Ρώμης ως μέτρο αποξένωσής του
από τον ελληνικό κόσμο της «αρχαιότητας» και
περιαγωγής του στη δεσποτεία.......................................... 314
γ) Από τη «λεξικογραφία» στην «κενολογία» της
κοσμοϊστορίας. Από τις (ανθρωποκεντρικές) πόλεις
στα (φεουδαλικά) κάστρα. ................................................ 361
7. Σχετικά με τη βυζαντινή βασιλεία. Η οικουμενική
κοσμόπολη στην ερμηνευτική της νεοτερικότητας
και η προκρούστεια κλίνη της απολυταρχίας/θεοκρατίας,
της αυτοκρατορίας και του ολοκληρωτισμού. ................ 385
α) Η οικουμενική κοσμόπολη ως η ορίζουσα τον χαρακτήρα
της βασιλείας.................................................................... 385
β) Η βασιλεία ως αιρετή αντιπροσωπευτική αρχή και η εξ
αποφάσεως αντιγνωμία της νεοτερικής «επιστήμης»......... 402
8. Το ζήτημα της σύγκρισης στη μεθοδολογία της
κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας και της
νεοτερικής «επιστήμης».................................................... 407
12 Γεωργιος Κοντογιωργης

Κεφάλαιο Β΄
Οι θεολογικές αναγομώσεις του πολιτισμού
και το εγχείρημα της χριστιανικής ιδιοποίησης
του ελληνικού κόσμου. ........................................................ 419
1. Η θεολογία ως γνωσιολογία του κοινωνικώς επιστητού
και το εγχείρημα της εκκλησιαστικής ιδιοποίησης
της βυζαντινής οικουμένης. .............................................. 419
α) Η θρησκεία ως γνωσιολογικό επιχείρημα στη
γενεαλογία του πολιτισμού. .............................................. 419
β) Οι ιδεολογικές αντιλογίες του Ρωμανίδη και η
κοσμοσυστημική γνωσιολογία.......................................... 426
γ) Ο Ρωμανίδης «περί των ιστορικών και ιδεολογικών
πλαισίων και θεμελίων της ρωμαϊκής υποστάσεως
του Γένους»...................................................................... 430
δ) Το έθνος της ρωμ(α)ιοσύνης ως σύμμιγμα του έθνους
των Ρωμαίων και του ελληνικού πολιτισμικού ιδιώματος
υπό τη στέγη της ορίζουσας ταυτοτικής παραμέτρου
της «ορθοδοξίας». ............................................................ 433
ε) Ο Ρωμανίδης, θεράπων της ρωμαιοκρατίας και αρνητής
της κοινής εθνικής επιλογής των βυζαντινών Ελλήνων...... 437
2. Γνωσιολογικές παραναγνώσεις της βιολογίας
του κοινωνικού ανθρώπου. ............................................... 444
α) Ο δυτικός πολιτισμός ως «άλλος πολιτισμός» ή ως η
πρώιμη εκφορά τού ενγένει ανθρωποκεντρικού
κοσμοσυστήματος; Γνωσιολογικές παρανοήσεις της
βιολογίας του κοινωνικού ανθρώπου................................. 444
β) Η δυτική συγκατοίκηση του ερμηνευτικού διαβήματος
του Ρωμανίδη και η πολιτισμική πολυσημία της
οικουμενικής κοσμόπολης................................................. 447
3. Η ρωμ(α)ιοσύνη ως αναίρεση της ελληνικότητας.
Η «ορθοδοξία» ως καταλύτης για τη διεμβόλιση
του γένους των Ελλήνων................................................... 452
α) «Πρέπει να χαρακτηρίσωμεν τον ισχυρισμόν ότι η ρωμαϊκή
αυτοκρατορία έγινεν ελληνική και ως εκ τούτου βυζαντινή
όχι μόνον μύθον, αλλά και απάτην κακοήθη… Πάντοτε, ως
κύριον εθνικόν όνομα, είχομεν ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι
το Ρωμαίος ή το Ρωμηός μέχρι σήμερον».......................... 452
Το Ελληνικο Κοσμοσυστημα 13

β) Ο Ρωμανίδης και το τέλος της «αρχαιότητας». Οι Φράγκοι


ως η κινούσα αιτία της αποκοπής της δυτικής/λατινικής
ρωμιοσύνης από τον ρωμαϊκό εθνικό κορμό...................... 456
γ) Η «πατερική θεολογία και πνευματικότης» είναι ρωμαϊκή,
οι πατέρες αυτοί είναι ελληνόφωνοι όχι Έλληνες, πλάι τους
δε ενυπάρχουν «οι λατινόφωνοι πατέρες του
ρωμαϊκού έθνους». ........................................................... 466
δ) Το ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο ως πρωτογενής
πρωτοτυπία της χριστιανικής ορθοδοξίας.......................... 470
ε) Η εκκοσμίκευση της παπικής Εκκλησίας ως έκφραση του
διαρκούς πόθου της να λειτουργήσει ως εθναρχεύουσα
αρχή των ορθοδόξων Ρωμαίων, ελευθερώνοντάς τους
από τη φραγκική απειλή.................................................... 473

Επίλογος................................................................................. 477
Βιβλιογραφικές αναφορές. .................................................. 503
Ευρετήριο ονομάτων............................................................ 521
Ευρετήριο εννοιών και όρων. ............................................. 531

You might also like