You are on page 1of 25

Η µελωδία της συλλογικής ευη

ευηµερίας
και του ελεύθερου χρόνου
ΤΖΟΝ ΜΕΪΝΑΡΝΤ ΚΕΪΝΣ:
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΥ ΖΗΝ

-«Don’t mourn for me, friends, don’t weep for me never,


For I’m going to do nothing for ever and ever.
[…]
With psalms and sweet music the heavens’ll be ringing,
But I shall have nothing to do with the singing».

Παλιά επιτάφια επιγραφή που έγραψε για τον εαυτό


της μια ετοιμοθάνατη ηλικιωμένη παραδουλεύτρα.
[John Maynard Keynes (1930), Economic
Possibilities for Οur Grandchildren].

«…και µετά θα κάααααθοµαι»!..

[Γνωστή ατάκα του Μίµη Φωτόπουλου (βλ. εδώ)]

1
Ο νατουραλιστής γκουρού, ο Μπέρτραντ Ράσελ και ο Κέινς

«Φ ιλοσοφία σηµαίνει αγάπη της σοφίας. Αλλά ξεφυλλίζοντας τα


σκονισµένα παλιά βιβλία φιλοσοφίας που στοιβάζονται στα ράφια των
πανεπιστηµιακών βιβλιοθηκών δε βρήκα ούτε την αγάπη ούτε τη σοφία». Αν δε
µε απατά η µνήµη µου, το άκουσα στη Γαλλία την περίοδο 1980-81 από
κάποιον γκουρού της επιστροφής στη φύση και πολέµιο της σύγχρονης
τεχνολογίας. Ένα σεβάσµιο, ψηλό και ξερακιανό ερηµίτη, µε µακριά βιβλική
γενειάδα, που ντυµένος µ’ έναν ολόλευκο µακρύ χιτώνα και µια ποιµαντορική
µαγκούρα ανά χείρας εκήρυττε τις νατουραλιστικές ιδέες του από τον άµβωνα
της τηλεόρασης, µε το τηλεοπτικό συνεργείο να τον ακολουθεί κατά πόδας!
Ήταν µια όντως σουρεαλιστική εικόνα. Οµολογώ ότι είχα εντυπωσιαστεί, γι’
αυτό και προσπάθησα να θυµηθώ ποιος ήταν αυτός o γκουρού, σαρώνοντας
το σύµπαν του διαδικτύου. Μάταιος κόπος. ∆ε σας κρύβω ότι µπήκα στον
πειρασµό να οικειοποιηθώ το προκλητικό αυτό απόφθεγµα. Αλλά δε
συµφωνώ µε το περιεχόµενό του και έτσι δε είχε νόηµα να το κάνω.

Πιστεύω ότι και οι φιλόσοφοι (όπως και πολλοί άλλοι διανοούµενοι, αλλά και
θυµόσοφοι) µπορεί να µας φανούν ιδιαίτερα χρήσιµοι στην αναζήτηση του ευ
ζην. ∆είτε για παράδειγµα τι λέει για το θέµα αυτό ο µεγάλος ειρηνιστής
φιλόσοφος και στοχαστής Μπέρτραντ Ράσελ, που πήρε και βραβείο Νόµπελ
λογοτεχνίας το 1950: «Η καλή ζωή εµπνέεται από την αγάπη και καθοδηγείται
από τη γνώση. Ούτε η αγάπη χωρίς γνώση, ούτε η γνώση χωρίς αγάπη µπορούν
να δηµιουργήσουν µια καλή ζωή». Βέβαια ο προσδιορισµός και η αναζήτηση
του ευ ζην είναι ένα θέµα που απασχολεί τους φιλοσόφους από πολύ παλιά.
Για παράδειγµα, το αριστοτέλειο ευ ζην είναι συνώνυµο της «ευδαιµονίας».
Πρόκειται για το ύψιστο αγαθό και τον απώτερο στόχο του ανθρώπου, που
για να τον πετύχει πρέπει να ακολουθήσει το δρόµο της αρετής και της
µεσότητας. Αλλά και το επικούρειο ευ ζην είναι συνώνυµο της ευδαιµονίας και
της «µακαριότητας», της ιδανικής εκείνης ανθρώπινης κατάστασης που
χαρακτηρίζεται από την απουσία φυσικού και ψυχικού πόνου, την εσωτερική
γαλήνη και την απόλαυση µιας φυσικής και ευχάριστης ζωής. Αυτό το ευ ζην
είναι προσιτό σ’ όλους, έστω και αν ποτέ δεν µπορεί να επιτευχθεί απολύτως.
Και είναι συλλογική υπόθεση. Ευδοκιµεί σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον φιλικών
και κοινοτικών δεσµών και κοινωνικών σχέσεων. Φυσικά δεν είναι µόνον ο
Ράσελ, ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος. Πλείστοι όσοι φιλόσοφοι –παλαιοί και
νέοι- ασχολούνται µε το ευ ζην και ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Αν µη τι άλλο,
γιατί αυτό είναι το αντικείµενο της δουλειάς τους! Κι ας λέει ό,τι θέλει ο
νεολουδίτης γκουρού που εκήρυττε την επιστροφή στη φύση…

Θα µου πείτε τώρα τι δουλειά έχω εγώ, ένας οικονοµολόγος, να ασχολούµαι


µε τη φιλοσοφία και την αναζήτηση του ευ ζην. Έχω και παραέχω! Και οι

2
οικονοµολόγοι φιλόσοφοι είναι. Ιδιότυποι µεν, φιλόσοφοι δε. «Κοσµικούς
φιλόσοφους» (worldly philosophers) τους αποκαλεί στο οµώνυµο έργο του ο
Ρόµπερτ Χαϊλµπρόνερ (κατά κοινή οµολογία το καλύτερο βιβλίο ιστορίας
οικονοµικών θεωριών που έχει γραφτεί ποτέ - βλ. εδώ). Θα γνωρίζετε
φαντάζοµαι ότι και ο πατέρας της πολιτικής οικονοµίας Άνταµ Σµιθ ήταν κι
αυτός φιλόσοφος. Φιλόσοφος των αγορών, αλλά και των ηθικών προς τον
πλησίον συναισθηµάτων ενός κατά άλλα συµφεροντολόγου και ιδιοτελούς
οικονοµικού ανθρώπου. Βέβαια είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι
οικονοµολόγοι αντιλαµβάνονται τον άνθρωπο εντελώς µονοδιάστατα, ως
homo œconomicus. Ως µια ανελέητη χρησιµοθηρική µηχανή µεγιστοποίησης
του οφέλους και ελαχιστοποίησης του κόστους, που αποτιµά όλες τις
ανθρώπινες αξίες αποκλειστικά και µόνο σε χρήµα και µε βάση αυτό
πορεύεται σ’ όλη την επίγεια ζωή του.

Ωστόσο κάποιοι µεγάλοι οικονοµολόγοι του παρελθόντος είχαν πολύ


ευρύτερους πνευµατικούς ορίζοντες. Ενέτασσαν τις οικονοµικές θεωρίες τους
σε µια γενικότερη κοσµοθεωρία, που δεν είχε ως βάση µια τόσο στενή και
µονοδιάστατη αντίληψη για τη ζωή, για τη φύση των ανθρώπινων αναγκών
και για την ανθρώπινη συµπεριφορά. Με άλλα λόγια οι θεωρίες τους είχαν
φιλοσοφική βάση. Για παράδειγµα ο Τζον Μέιναρντ Κέινς συµµερίζεται την
παραπάνω άποψη του Μπέρτραντ Ράσελ ότι το ευ ζην είναι ένας συνδυασµός
αγάπης, οµορφιάς και γνώσης. Φυσικά µε την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος
έχει προηγουµένως εξασφαλίσει τα αναγκαία υλικά αγαθά που του
επιτρέπουν µια στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση. Αλλά δεν είναι µόνον αυτό,
που κάνει τον Κέινς να ξεχωρίζει. Ο (φίλος του) Μπέρτραντ Ράσελ, παρότι
δέκα χρόνια µεγαλύτερος και παρόλο που θεωρείται ένας από τους
επιφανέστερους φιλοσόφους και στοχαστές του εικοστού αιώνα, δε δίστασε
να εκθειάσει δηµοσίως την πνευµατική υπεροχή και την ασύγκριτη ευφυΐα
του µεγάλου βρετανού οικονοµολόγου µε διθυραµβικά σχόλια. Έφτασε
µάλιστα στο σηµείο να εκµυστηρευτεί ότι συνήθως ένοιωθε ολίγον τι ανόητος
οσάκις συζητούσε µαζί του! «Το µυαλό του Κέινς ήταν το πιο κοφτερό και
διαυγές µυαλό που έχω συναντήσει ποτέ στη ζωή µου. Όταν συζητούσα µαζί του
ένιωθα να παίρνω τη ζωή στα χέρια µου και σπάνια έφευγα χωρίς να νιώθω
κάπως ανόητος. Μερικές φορές είχα την τάση να αισθάνοµαι ότι τόση πολλή
ευφυΐα πρέπει να είναι ασυµβίβαστη µε τη βαθιά γνώση, αλλά δεν νοµίζω ότι
αυτό το συναίσθηµα ήταν δικαιολογηµένο».
[Παρένθεση: Καταλαβαίνετε –υποθέτω- ότι όταν ολόκληρος Μπέρτραντ
Ράσελ υποκλίνεται µε δέος µπροστά στη διάνοια και στο πνευµατικό µεγαλείο
του Κέινς, τα µυαλά κάποιων κεϊνσιανών οικονοµολόγων, όπως εγώ, µπορεί
κάλλιστα να πάρουν αέρα. Και να αρχίσουµε να ατενίζουµε τους φιλοσόφους
αφ’ υψηλού! Ποιους; Τους φιλοσόφους! Που από την εποχή του Πλάτωνα και
του Αριστοτέλη πάσχουν από ένα ανεξήγητο σύµπλεγµα ανωτερότητας,
πιστεύοντας ούτε λίγο ούτε πολύ ότι κατοικοεδρεύουν στην κορυφή του

3
θεϊκού Ολύµπου ως περιούσιοι βασιλιάδες-φιλόσοφοι, σχεδόν ισάξιοι
συγκάτοικοι του ∆ία! Κλείνει η παρένθεση].

Η κεϊνσιανή εκδοχή του ευ ζην

Το 1930 (µεσούσης της Μεγάλης Ύφεσης του 1929-1933) ο Κέινς δηµοσίευσε


ένα δοκίµιο µε τον χαρακτηριστικό τίτλο Οι Οικονοµικές Προοπτικές για τα
Εγγόνια µας (Economic Possibilities for Our Grandchildren - βλ. εδώ). Το δοκίµιο
αυτό έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή για πρώτη φορά ο µέγιστος
θεωρητικός των οικονοµικών κρίσεων και των Μεγάλων Υφέσεων κάνει µια
εξαίρεση. ∆εν ασχολείται µε το «εδώ και τώρα» και µε την επιθετική
νοµισµατική και δηµοσιονοµική πολιτική που απαιτείται για την άµεση και
αποτελεσµατική αντιµετώπιση των οικονοµικών κρίσεων, αλλά µε τη
µακροχρόνια εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήµατος. Προσπαθεί να
προβλέψει ποιο θα είναι το βιοτικό επίπεδο και ο τρόπος ζωής µετά από εκατό
χρόνια, το 2030. Θεωρεί λοιπόν ότι µέσα σ’ έναν αιώνα ο άνθρωπος θα έχει
λύσει οριστικά το αιώνιο πιεστικό οικονοµικό πρόβληµα. Η πρόβλεψή του
ήταν σαφής και συγκεκριµένη και είχε δύο σκέλη: (1) «Προβλέπω ότι το
πρότυπο ζωής στις προοδευτικές χώρες σε εκατό χρόνια από τώρα θα είναι από
τέσσερις έως οκτώ φορές υψηλότερο από το σηµερινό […] (2) Οι τρίωρες βάρδιες
ή η εβδοµάδα των δεκαπέντε ωρών µπορεί να µας απαλλάξουν από το οικονοµικό
πρόβληµα για µεγάλο χρονικό διάστηµα».
*

Ως προς το πρώτο σκέλος της, η πρόβλεψή του αποδείχτηκε κάτι παραπάνω


από σωστή. Το βιοτικό επίπεδο των προηγµένων χωρών, που εκφράζεται µε
το µέγεθος του ΑΕΠ, είναι σήµερα πενταπλάσιο ή εξαπλάσιο από εκείνο του
1930 (και δε φθάσαµε ακόµη στο 2030). Κι αυτό παρ’ όλο που µεσολάβησε ο
Β΄ Παγκόσµιος Πόλεµος και η παγκόσµια οικονοµική κρίση του 2008 (ο Κέινς
είχε προβλέψει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί 4 έως 8 φορές, υπό την προϋπόθεση
ότι δε θα µεσολαβήσει παγκόσµιος πόλεµος ή κάποιο άλλο συνταρακτικό
γεγονός).

Η αισιοδοξία του βρετανού οικονοµολόγου ήταν κατανοητή και αναµενόµενη,


παρόλο που εκφράζεται εν µέσω της φοβερής και τροµερής Μεγάλης Ύφεσης
της δεκαετίας του ’30, της µεγαλύτερης οικονοµικής κρίσης που έχει γνωρίσει
ποτέ ο βιοµηχανικός καπιταλισµός. Είναι αισιόδοξος γιατί είναι γνήσιο τέκνο
του ευρωπαϊκού διαφωτισµού και έχει εµπιστοσύνη στην ανθρώπινη ευφυΐα
και στα ανεξάντλητα αποθέµατα της ανθρώπινης δηµιουργικότητας.
Τουτέστιν πιστεύει ακράδαντα στις τεράστιες δυνατότητες της επιστήµης και
της τεχνολογίας. Με τις αισιόδοξες προβλέψεις του προσπαθεί να αντιστρέψει
το κλίµα πεσιµισµού που ήταν διάχυτο την εποχή εκείνη. Πηγή αυτής της
4
απαισιοδοξίας ήταν η πολύ διαδεδοµένη αντίληψη ότι έχουν πλέον εξαντληθεί
τα όρια του τεχνολογικού συστήµατος που πυροδότησε την εντυπωσιακή
οικονοµική ανάπτυξη µετά τη βιοµηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα
(άνθρακας, ατµός, ηλεκτρισµός, µηχανές εσωτερικής καύσης, χάλυβας,
αυτοκίνητο, χηµικές βιοµηχανίες, ηµιαυτόµατες γραµµές παραγωγής κτλ.),
που οδήγησε στο πρότυπο της µαζικής παραγωγής των αρχών του 20ου
αιώνα. Ανάλογη απαισιοδοξία για τη µακροχρόνια τάση του καπιταλισµού
διαπιστώνουµε και σήµερα µε την επανεµφάνιση οικονοµικών θεωριών που
προβλέπουν ότι µπαίνουµε σε µια νέα εποχή χαµηλών προσδοκιών, σε µια
εποχή «αέναης στασιµότητας» (secular stagnation), που θα χαρακτηρίζεται από
πολύ χαµηλούς ή και µηδενικούς ρυθµούς ανάπτυξης. Για τον ίδιο, φευ, λόγο!
Επειδή και το σηµερινό τεχνολογικό καθεστώς υποτίθεται ότι έχει εξαντλήσει
τα όριά του και την αναπτυξιακή δυναµική του. Κυριότερος προφήτης του
νέου τεχνολογικού πεσιµισµού είναι ο αµερικανός καθηγητής Ντέιβιντ
Γκόρντον (βλ. εδώ).

Ο Κέινς είναι κατηγορηµατικά αντίθετος µε τέτοιου είδους διαγνώσεις.


Θεωρεί ότι το βασικό πρόβληµα του καπιταλισµού δεν είναι η τεχνολογική
ανεπάρκεια και το έλλειµµα τεχνολογίας. Αντίθετα –λέει- πρόκειται για ένα
σύστηµα που πάσχει από τεχνολογική υπερεπάρκεια, από πλεόνασµα
τεχνολογίας. Η επιστήµη και η τεχνολογία εξελίσσονται ραγδαία, αλλά η
οικονοµία και η κοινωνία δεν είναι σε θέση να προχωρήσουν στις απαραίτητες
προσαρµογές µε την ίδια ταχύτητα. ∆ε µπορούν να αφοµοιώσουν εγκαίρως
την εντυπωσιακή τεχνολογική πρόοδο. Αποτέλεσµα; Υψηλή (τεχνολογική)
ανεργία και µεγάλες εισοδηµατικές ανισότητες.

Αυτό όµως είναι κάτι που κατά τη γνώµη του µπορεί να διορθωθεί. Με ποιόν
τρόπο; Με τον κατάλληλο θεσµικό εκσυγχρονισµό. Μπολιάζοντας το άναρχο
σύστηµα της ελεύθερης αγοράς µε σοσιαλιστικά στοιχεία –στοιχεία
οικονοµικού σχεδιασµού και προγραµµατισµού- και µετατρέποντας το
άναρχο «laissez-faire» σε οργανωµένο καπιταλισµό µε κρατική ρύθµιση, ο
οποίος δε θα κυριαρχεί µόνο στο χώρο της παραγωγής, αλλά και στο χώρο της
κατανάλωσης. Αυτό µπορεί πρωτίστως να επιτευχθεί µε µακροοικονοµικές
πολιτικές που επιδιώκουν πλήρη απασχόληση και µείωση των ανισοτήτων
(θεσµοθετηµένες αυξήσεις µισθών ανάλογα µε την παραγωγικότητα και
καθιέρωση έντονα προοδευτικής φορολογικής κλίµακας). ∆ε χωρά αµφιβολία
ότι ο Κέινς δικαιώθηκε, δεδοµένου ότι µεταπολεµικά η τεχνολογική πρόοδος
συνέχισε ακάθεκτη την εντυπωσιακή πορεία της και πλαισιωµένη από νέους
κοινωνικοοικονοµικούς θεσµούς δικής του έµπνευσης απογείωσε την
παραγωγικότητα της εργασίας και το µέγεθος του ΑΕΠ των προηγµένων
δυτικών χωρών, βελτιώνοντας θεαµατικά το βιοτικό τους επίπεδο.

5
Ως προς το δεύτερο όµως σκέλος της, δηλ. ως προς το ωράριο εργασίας, η
πρόβλεψη του Κέινς διαψεύστηκε παταγωδώς. Στην αρχή βέβαια υπήρξε µια
σχετική µείωση, µε την κατάκτηση και στη συνέχεια καθιέρωση του οκτάωρου
και της εβδοµάδας των 48 ωρών (και αργότερα των 40 ωρών). Ωστόσο από
την τρίωρη καθηµερινή εργασία και από την εβδοµάδα των 15 ωρών που
προέβλεπε ο Κέινς απέχουµε έτη φωτός. Και µάλιστα τα τελευταία χρόνια η
προγενέστερη τάση έχει αντιστραφεί. Αντί για µείωση, παρατηρείται αύξηση
των ωρών εργασίας. Σε τι οφείλεται άραγε η καταφανώς λανθασµένη αυτή
πρόβλεψη; Γιατί έπεσε τόσο πολύ έξω ο µεγάλος βρετανός οικονοµολόγος;
Φαίνεται ότι «φταίει» η αντίληψή του για τον άνθρωπο, τις ανθρώπινες
ανάγκες και τα κίνητρα της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Πίστευε ότι µόλις η
κοινωνία λύσει το πιεστικό οικονοµικό πρόβληµα και επιτρέψει στον άνθρωπο
να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του (διατροφή, στέγη, υγεία, ασφάλεια),
τότε αυτός θα σπεύσει να αφιερώσει περισσότερο χρόνο για τη βελτίωση της
κοινωνικής ζωής του και την καλλιέργεια της προσωπικότητάς του. Έχοντας
εξασφαλίσει τα προς το ζην, λογικά θα έπρεπε να στραφεί προς την
αναζήτηση του ευ ζην.

Τόνιζε µάλιστα ότι αυτή η στροφή προς το ευ ζην θα προκαλέσει πολιτισµικό


σοκ, «ένα γενικό ‘νευρικό κλονισµό’» (a general ‘nervous breakdown’), γιατί από
καταβολής κόσµου ο άνθρωπος αγωνιζόταν σκληρά για την εξασφάλιση της
επιβίωσής του και γι’ αυτό έχει γαλουχηθεί µε την ηθική του µόχθου και της
σκληρής δουλειάς. Αλλά η πρόοδος της τεχνολογίας άνοιξε το δρόµο για
δραστική µείωση του χρόνου εργασίας και αντίστοιχη αύξηση του ελεύθερου
χρόνου, που θα µπορεί πλέον να διατίθεται για τη βελτίωση της ποιότητας
ζωής (για πολιτιστικές δραστηριότητες και ψυχαγωγία). Η ηθική του µόχθου
και της δουλειάς θα πρέπει να δώσει τη θέση της σε µια νέα ηθική των
απολαύσεων, σε µια νέα ελευθερία. Αυτό βέβαια είναι κάτι που δε µπορεί να
συµβεί από τη µια µέρα στην άλλη. Θα είναι –λέει- µια επίπονη και οδυνηρή
διαδικασία που θα απαιτήσει πολύ χρόνο. Μόνον όσοι κατέχουν «την τέχνη
της ζωής» (the art of life), η οποία είναι εν πολλοίς επίκτητη, θα µπορέσουν να
απολαύσουν τη µελλοντική αφθονία. Γι’ αυτό πρέπει να (εκ)τιµούµε όσους
κατέχουν (και άρα µπορούν να µας µεταδώσουν) την τέχνη του ευ ζην, «τους
γοητευτικούς ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να αντλούν άµεση απόλαυση
από τα πράγµατα, τα κρίνα του αγρού που δε µοχθούν ούτε γνέθουν».
Οι απόψεις αυτές δεν πρέπει να µας εκπλήσσουν. Ο Κέινς ήταν δραστήριο
µέλος της γνωστής Οµάδας Μπλούµσµπερι -ενός στενού κύκλου προοδευτικών
διανοουµένων του University of Cambridge µε επικεφαλής τη Βιρτζίνια
Γουλφ- που µε τις προκλητικές και πρωτοποριακές ιδέες τους για την τέχνη
και τη ζωή προκάλεσαν ευθέως τη σεµνοτυφία και τον πουριτανισµό της
βικτωριανής Αγγλίας και επηρέασαν καθοριστικά τις εξελίξεις της εποχής
τους στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στην οικονοµία, στη ψυχολογία και στη
φιλοσοφία. Η Οµάδα Μπλούµσµπερι ήταν σαφώς επηρεασµένη από τις

6
απόψεις του φιλοσόφου του University of Cambridge Τζόρτζ Μουρ, που στο
βιβλίο του Principia Ethica αναφέρει ότι το σηµαντικότερο πράγµα στη ζωή
είναι «η απόλαυση της ανθρώπινης επαφής και των ωραίων αντικειµένων» και
ότι αυτή ακριβώς η απόλαυση είναι που αποτελεί «τον ορθολογικό απώτερο
στόχο της κοινωνικής προόδου». Όπερ µεθερµηνευόµενο σηµαίνει ότι η
κοινωνική πρόοδος δεν είναι τόσο συνάρτηση του επιπέδου του Ακαθάριστου
Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), όσο της σωµατικής και ψυχικής ευεξίας των
ανθρώπων.

Για τον Κέινς ο άνθρωπος είναι δηµιουργικό ον, αποτελεί µια ενιαία σωµατική
και πνευµατική οντότητα που παράγει πολιτισµό. Από τη στιγµή που η
κοινωνία την οποία οραµατίζεται θα έχει λύσει το πιεστικό οικονοµικό
πρόβληµα του παρελθόντος, ο άνθρωπος θα απελευθερωθεί από τα δεσµά της
ανάγκης και του καθηµερινού µόχθου. Θα έρθει τότε αντιµέτωπος µε το
πραγµατικό, το ουσιαστικό πρόβληµα, που δεν είναι άλλο από την κατάλληλη
οργάνωση του ελεύθερου χρόνου που του παρέχει απλόχερα η νέα
τεχνολογία, ώστε να µπορεί να ζήσει µια ζωή συνετή και ευχάριστη. Θα
µπορέσει επιτέλους να απαλλαγεί από την τυραννία του αναγκαίου και του
χρήσιµου και να ασχοληθεί µε την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του µέσα
από την επιδίωξη του καλού κἀγαθού. Τουτέστιν της σωµατικής και
πνευµατικής αρµονίας, που συνδυάζει γνώση, οµορφιά, αγάπη και αρετή. Και
για να τα πραγµατοποιήσει όλα αυτά θα χρειαστεί όσο το δυνατόν
περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Όχι για να τεµπελιάζει και να απολαµβάνει
παθητικά τη µουσική πανδαισία και το τραγούδι, σαν την ηλικιωµένη
παραδουλεύτρα της προµετωπίδας που πέρασε τη ζωή της δουλεύοντας
νυχθηµερόν ή σαν τον Μίµη Φωτόπουλο, που αντιλαµβάνεται την καλή ζωή
ως «αραλίκι, ξάπλες, έξω οι έγνοιες κι άγιος ο Θεός», αλλά για να συµµετέχει στο
πολιτιστικό γίγνεσθαι ως δηµιουργός. Για να µετατραπεί από παθητικός
δέκτης πολιτισµού, σε ενεργό υποκείµενο και δηµιουργό πολιτισµού. Για να
ολοκληρώσει την προσωπικότητά του, για να γίνει αυτό που µπορεί, αυτό που
έχει την ικανότητα να γίνει.

Μήπως λοιπόν ο τρόπος ζωής των πλουσίων της εποχής του, που σίγουρα
είχαν λύσει το πιεστικό οικονοµικό τους πρόβληµα, µας δείχνει το δρόµο που
πρέπει να ακολουθήσουµε στη µελλοντική κοινωνία της αφθονίας; Κάθε άλλο!
Ο τρόπος –λέει- που ζουν οι πλούσιοι δεν πρέπει να αποτελεί παράδειγµα
προς µίµηση, αλλά παράδειγµα προς αποφυγήν! Οι περισσότεροι πλούσιοι
αντιµετωπίζουν το χρήµα ως αυτοσκοπό και όχι ως µέσο για την ικανοποίηση
των ανθρώπινων αναγκών. Αλλά για τον Κέινς η αγάπη για το χρήµα ως
χρήµα αποτελεί νοσηρό φαινόµενο και ένδειξη αποκρουστικής ψυχασθένειας
(«disgusting morbidity», «mental disease»). Μπορεί στον καπιταλισµό η επιδίωξη
του κέρδους και του προσωπικού συµφέροντος να µην είναι επιλήψιµη και να
συµβάλει στην οικονοµική και κοινωνική πρόοδο, όπως µας δίδαξε ο Άνταµ
Σµιθ, αλλά η πλεονεξία, η απληστία και η συσσώρευση πλούτου για τον

7
πλούτο εξακολουθούν -σύµφωνα µε τον Κέινς- να αποτελούν απεχθή
προσωπικά και κοινωνικά ελαττώµατα. Γι’ αυτό πρέπει να υιοθετήσουµε ένα
πρότυπο ζωής πολύ διαφορετικό από εκείνο των πλουσίων, που συνηθίζουν να
τα µετρούν όλα µε το χρήµα. Ένα πρότυπο που στην κλίµακα των αξιών θα
τοποθετεί τους σκοπούς πάνω από τα µέσα και το καλό πάνω από το αναγκαίο
και χρήσιµο.

Ποιο είναι όµως το βασικό χαρακτηριστικό και ο απώτερος στόχος αυτής της
στροφής προς την κοινωνία του ευ ζην; Η απάντηση του Κέινς είναι εντελώς
απρόσµενη: «Μας βλέπω λοιπόν ελεύθερους να επιστρέψουµε σε κάποιες από τις
πιο σίγουρες και ασφαλείς αρχές της θρησκείας και της παραδοσιακής αρετής –
ότι η φιλαργυρία είναι ελάττωµα, ότι η τοκογλυφία είναι παράπτωµα και ότι η
αγάπη για το χρήµα είναι απεχθής…». Αλήθεια, ποιος θα περίµενε από έναν
αβάν-γκαρντ εστέτ της προκλητικής Οµάδας Μπλούµσµπερι να οραµατίζεται
την επιστροφή σε παραδοσιακές ηθικές αρχές και αξίες του µακρινού
παρελθόντος; Ηθικές αρχές και αξίες που πρέσβευαν ο Άγιος Θωµάς ο
Ακινάτης (µεσαίωνας), ο Άγιος Βασίλειος Καισαρείας και ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστοµος (4ος αιώνας µ.Χ.) ή ακόµη παλαιότερα ο Αριστοτέλης, από τις
οποίες υποτίθεται ότι µας είχε απαλλάξει οριστικά ο Άνταµ Σµιθ, ήδη από τα
τέλη του 18ου αιώνα, αποδεικνύοντας ότι η επιδίωξη του κέρδους δεν αποτελεί
αµαρτία, αλλά κοινωνική αρετή;

Φαίνεται εν προκειµένω ότι ο Κέινς παραδέχεται (εµµέσως πλην σαφώς) ότι


υπάρχει µια βαθύτερη φύση του ανθρώπου την οποία κατέστρεψε ο
καπιταλισµός και την οποία έφτασε η ώρα να αποκαταστήσουµε. Μοιάζει στο
θέµα αυτό µε τον θεµελιωτή της κλασικής µεταπολεµικής σοσιαλδηµοκρατίας
Κάρολο Πόλανι, ο οποίος θεωρεί ότι ο καπιταλισµός είναι ένα παρά φύσιν
σύστηµα που κατέστρεψε τον κοινωνικό ιστό, επειδή εµπορευµατοποίησε τον
άνθρωπο, τη φύση και το χρήµα. Μόνο που για τον Κέινς αυτό ήταν ένα
(επιθυµητό) αναγκαίο κακό. Ήταν το τίµηµα που έπρεπε να πληρώσει η
κοινωνία για να δει –µέσω του καπιταλισµού- την παραγωγικότητα να
αυξάνεται αλµατωδώς και να βελτιώνει θεαµατικά το βιοτικό επίπεδο των
ανθρώπων. Γιατί αυτός είναι υπέρµαχος του καπιταλισµού, τον οποίο θεωρεί
σαφώς υπέρτερο από τα προγενέστερα κοινωνικά συστήµατα (εν αντιθέσει µε
τον Πόλανι). Κινείται στο ίδιο µήκος κύµατος µε τον Κάρολο Μαρξ, ο οποίος
στο Κοµµουνιστικό Μανιφέστο –στο πλαίσιο της µακροχρόνιας ανάλυσης του
ιστορικού υλισµού- εκθειάζει τα ανεπανάληπτα οικονοµικά επιτεύγµατα του
καπιταλισµού, που προώθησε τις παραγωγικές δυνάµεις όσο κανένα άλλο
σύστηµα στο παρελθόν, καθιστώντας έτσι δυνατή τη θεµελίωση του
επιστηµονικού σοσιαλισµού και του κοµµουνισµού. Για τον Μαρξ λοιπόν ο
καπιταλισµός είναι επίσης ένα αναγκαίο κακό, το οποίο όµως πρέπει να
ανατραπεί όταν πια εκ των πραγµάτων θα εµποδίζει την περαιτέρω
οικονοµική ανάπτυξη. Ενώ για τον Κέινς είναι ένα αναγκαίο κακό που πρέπει
να µεταρρυθµιστεί κατάλληλα, γιατί µόνον αυτός µπορεί να εξασφαλίσει τους

8
υψηλούς ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης που εν ευθέτω χρόνω θα
επιτρέψουν το πέρασµα στην κοινωνία της αφθονίας, του ελεύθερου χρόνου
και του ευ ζην.

Είναι το ευ ζην συµβατό µε τον καπιταλισµό;

Μπορεί όµως ένας τέτοιος τρόπος ζωής να λάβει σάρκα και οστά στα πλαίσια
του βιοµηχανικού καπιταλισµού, έστω και µε τις συστηµατικές κρατικές
παρεµβάσεις που προτείνει ο Κέινς; Σίγουρα όχι, αν πιστέψουµε τους
θεωρητικούς της ριζοσπαστικής αριστεράς και των κοινωνικών κινηµάτων της
δεκαετίας του ’60. Την εποχή δηλαδή που η οικονοµική ανάπτυξη των
καπιταλιστικών χωρών ήταν εντυπωσιακή και η συγκυρία κατάλληλη για να
αρχίσει επιτέλους να υλοποιείται το όραµα του Κέινς για µια κοινωνία
απαλλαγµένη από το πιεστικό οικονοµικό πρόβληµα, για µια κοινωνία της
αφθονίας και του ελεύθερου χρόνου. ∆ε συνέβη όµως αυτό, αλλά κάτι άλλο,
εντελώς διαφορετικό. Αντί για µείωση του χρόνου εργασίας και αύξηση του
ελεύθερου χρόνου, η τεχνολογική πρόοδος και η αυξηµένη παραγωγικότητα
οδήγησαν στη διαβόητη καταναλωτική κοινωνία. Ο καπιταλισµός επεκτάθηκε
και στο χώρο της κατανάλωσης, τον οποίο άρχισε σιγά-σιγά να οργανώνει µε
βάση τη λογική του κέρδους, όπως ακριβώς και το χώρο της παραγωγής. Για
να επιβιώσει και να αναπτυχθεί ένα τέτοιο σύστηµα χρειάζεται να υπάρχει
υψηλή ροπή προς κατανάλωση. Ο µοντέρνος βιοµηχανικός τρόπος
παραγωγής -το µοντέλο της µαζικής παραγωγής- που διακρίνεται για την
υψηλή παραγωγικότητά του, έχει ανάγκη και από έναν αντίστοιχο τρόπο
ζωής, που θα βασίζεται στην υψηλή κατανάλωση.

Η εναρµόνιση των καταναλωτικών προτύπων µε τα πρότυπα παραγωγής είναι


δουλειά της διαφήµισης (και γενικότερα του µάρκετινγκ), που φυσικά δεν
αρκείται στην κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών, αλλά υποδαυλίζει
και εξάπτει τις καταναλωτικές επιθυµίες και δη µε ρυθµό πολύ γρηγορότερο
από το ρυθµό ικανοποίησης αυτών των επιθυµιών. Έτσι δηµιουργεί στους
καταναλωτές αίσθηµα ψυχολογικής στέρησης, παρά το γεγονός ότι αυτοί
καταναλώνουν ολοένα και περισσότερα προϊόντα. Εννοείται ότι το
µεγαλύτερο µέρος αυτής της κατανάλωσης αποτελεί σπατάλη, γιατί δεν
καλύπτει πραγµατικές ανάγκες, αλλά τεχνητές επιθυµίες. Όσο για τα δηµόσια
αγαθά από τα οποία εξαρτάται άµεσα η ποιότητα ζωής των ανθρώπων
(περιβάλλον, υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες, βιβλιοθήκες, πάρκα, αθλητικά
κέντρα και κάθε είδους αστικές υποδοµές), αυτά είναι εντελώς
υποβαθµισµένα, επειδή δεν είναι συµβατά µε τη λογική του κέρδους. Είναι
προφανές ότι η καταναλωτική κοινωνία δε θυµίζει σε τίποτα το παραδείσιο
πρότυπο του δηµιουργικού ευ ζην που είχε στο µυαλό του ο Κέινς. Όχι µόνο
δεν απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσµά της επώδυνης και κοπιαστικής
εργασίας, αλλά τουναντίον χαλκεύει νέα δεσµά, που εκτείνονται πέραν του

9
χώρου και του χρόνου της εργασίας. Αυτό γίνεται µε την εισαγωγή νέων
µορφών καταπίεσης και κοινωνικού ελέγχου, που υπαγορεύονται από τη
σύγχρονη τεχνολογία, η κυριαρχία της οποίας δεν περιορίζεται µόνο στο χώρο
της παραγωγής, αλλά αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της καθηµερινής ζωής των
ανθρώπων.

Η καταναλωτική κοινωνία αµφισβητήθηκε έµπρακτα από τα ριζοσπαστικά


φοιτητικά και κοινωνικά κινήµατα της Νέας Αριστεράς τη δεκαετία του ’60,
µε αποκορύφωµα το Μάη του ’68 στη Γαλλία. Ιδιαίτερη επιρροή στα κινήµατα
αυτά άσκησε η κριτική θεωρία του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών του
Πανεπιστηµίου της Φρανκφούρτης (γνωστού και ως «Σχολή της
Φρανκφούρτης»), στην οποία ανήκαν µεγάλοι στοχαστές, όπως ο Μαξ
Χορκχάιµερ, ο Χέρµπερτ Μαρκούζε, ο Θίοντορ Αντόρνο, ο Βάλτερ
Μπένγιαµιν, ο Γιούργκεν Χάµπερµας κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις
µαρξιστικές καταβολές τους, η κριτική που ασκούσαν οι θεωρητικοί της
Σχολής της Φρανκφούρτης στο καπιταλιστικό σύστηµα των προηγµένων
χωρών δεν αφορούσε στο µέγεθος και στον άδικο τρόπο διανοµής του
κοινωνικού προϊόντος (ΑΕΠ), αλλά στη σύνθεσή του. Με άλλα λόγια δεν
επέκριναν το σύστηµα για το πόσο λίγα παράγει και πόσο άδικα τα διανέµει,
αλλά για το τι παράγει. Κι αυτό για ευνόητους λόγους. Ο καπιταλισµός την
εποχή εκείνη αναπτυσσόταν µε εντυπωσιακούς ρυθµούς και τα εργατικά
συνδικάτα ήταν πανίσχυρα και είχαν κατορθώσει να επιβάλουν τον κανόνα
της αύξησης των µισθών ανάλογα µε την αύξηση της παραγωγικότητας. Εν
τοιαύτη περιπτώσει θα ήταν εντελώς άστοχο πολιτικά να επικρίνει κανείς τον
καπιταλισµό ότι δεν προωθεί αρκούντως τις παραγωγικές δυνάµεις και ότι
εκµεταλλεύεται υπέρ το δέον την εργατική τάξη. Η µόνη εναλλακτική που
είχαν ήταν να επικρίνουν πρωτίστως τη σύνθεση του παραγόµενου πλούτου.
Η βασική ιδέα ήταν ότι το είδος των αγαθών που παράγει το καπιταλιστικό
σύστηµα δεν υπαγορεύεται από τις πραγµατικές ανάγκες των ανθρώπων,
αλλά από τη λογική του κέρδους και τις ανάγκες του κεφαλαίου.

Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο της τεχνολογίας, η καταναλωτική κοινωνία,


στην οποία συµµετείχε και η εργατική τάξη, πόρρω απείχε από την κοινωνία
του ελεύθερου χρόνου και του ευ ζην που οραµατιζόταν ο Κέινς, ακριβώς
επειδή η τελευταία δε συµβιβάζεται µε τον καπιταλισµό και τη λογική του
κέρδους. Σ’ αυτό το µήκος κύµατος κινείται και η κριτική που άσκησε στο
βιβλίο του Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος (1964) ο φιλόσοφος Χέρµπερτ
Μαρκούζε, βασικός εκπρόσωπος της Σχολής της Φρανκφούρτης. Και αυτός –
όπως και ο Κέινς- επιθυµούσε να δει τον άνθρωπο να απελευθερώνεται από
τα δεσµά του µόχθου για την καθηµερινή επιβίωση, ώστε µέσα από ένα
κατάλληλο πλέγµα διαπροσωπικών και κοινωνικών σχέσεων να µπορεί να
ζήσει µια πολύπλευρη και πλούσια ζωή (πνευµατική, πολιτιστική, πολιτική,
θρησκευτική) σε συνθήκες πλήρους αυτονοµίας και απόλυτης ελευθερίας,
µακριά από κάθε είδους οικονοµικό και κοινωνικό καταναγκασµό. Με τη

10
διαφορά ότι ο Μαρκούζε αποκλείει ότι αυτό µπορεί να συµβεί στο πλαίσιο του
υφιστάµενου συστήµατος, για τον απλούστατο λόγο ότι ο καπιταλισµός είναι
ένα ταξικό σύστηµα εκµετάλλευσης που δε διαµορφώνει τη ζωή των
ανθρώπων σύµφωνα µε τις πραγµατικές ανάγκες τους, αλλά µε βάση τη
λογική του κέρδους και τις ανάγκες των µεγάλων επιχειρήσεων. Γι’ αυτό και
θεωρεί ότι πρέπει να ανατραπεί και να δώσει τη θέση του σ’ ένα εναλλακτικό
σύστηµα οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης που θα επιτρέπει «την
προγραµµατισµένη χρησιµοποίηση των πόρων για την ικανοποίηση ζωτικών
αναγκών µε τον ελάχιστο δυνατό µόχθο, τη µετατροπή της σχόλης σε
δηµιουργικό ελεύθερο χρόνο, τη χαλάρωση του αγώνα για την επιβίωση».
Το λάθος του Κέινς είναι ότι θεωρεί την τεχνολογία εντελώς αυτόνοµη και
κοινωνικά ουδέτερη, ενώ στην πραγµατικότητα είναι σε µεγάλο βαθµό
προϊόν κοινωνικής στρατηγικής. Η κατεύθυνση που θα πάρει, ο ρυθµός µε τον
οποίο θα εξελιχθεί, αλλά και ο τρόπος µε τον οποίο θα εφαρµοστεί
καθορίζεται εν πολλοίς από την κυρίαρχη τάξη. Αυτή διατηρεί την
πρωτοβουλία των κινήσεων και αυτή κινεί τα νήµατα, γιατί αυτή είναι που
χρηµατοδοτεί τις σχετικές επενδύσεις στο πεδίο της επιστηµονικής και
τεχνολογικής έρευνας. Η εντυπωσιακή πρόοδος της τεχνολογίας και της
παραγωγικότητας µας παρέχει όντως τη δυνατότητα να µειώσουµε το χρόνο
εργασίας και να αυξήσουµε τον ελεύθερο χρόνο. Η εξέλιξη όµως αυτή δεν
είναι νοµοτελειακή. ∆εν πρόκειται να συµβεί αφ’ εαυτής και αυτοµάτως, όπως
αφελώς φαίνεται να πιστεύει ο Κέινς. Χρειάζεται να υιοθετηθεί από
κοινωνικές δυνάµεις που θα είναι σε θέση να επιβάλουν µια τέτοια πολιτική
επιλογή. Και δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έχει συµβεί µέχρι τώρα.

Ο νεοφιλελεύθερος παροξυσµός

Αντίθετα ο κοινωνικός συσχετισµός δύναµης που έχει διαµορφωθεί σήµερα


ανά την υφήλιο είναι συντριπτικά υπέρ της εργοδοσίας και εις βάρος του
κόσµου της εργασίας. Το χειρότερο απ’ όλα όµως δεν είναι ότι η εργοδοσία
κυριαρχεί σ’ όλα τα µέτωπα, αλλά το ότι άρχει µε γνώµονα µια πρωτόγονη
οικονοµική και κοινωνική φιλοσοφία που δεν έχει καµία σχέση µε το
φιλολαϊκό προφίλ του κρατικού παρεµβατισµού κεϊνσιανού τύπου. Η
νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τη φύση του ανθρώπου, τις αξίες και τη ζωή
βρίσκεται στους αντίποδες της κοινωνίας του ευ ζην και του ελεύθερου
χρόνου που οραµατιζόταν ο Κέινς. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80
επικρατεί παντού, ολοένα και περισσότερο, µια ακραία εκδοχή οικονοµικού
φιλελευθερισµού που έχει τις ρίζες της στον αχαλίνωτο ανταγωνισµό και στον
κοινωνικό δαρβινισµό. Κακώς βέβαια συνδέεται µε τον Άνταµ Σµιθ. Ο
τελευταίος επιθυµούσε µια ελεύθερη αγορά αρµονικά ενταγµένη στην
ευρύτερη κοινωνική ζωή. Μια ελεύθερη αγορά που θα λειτουργεί µε βάση

11
τους πολιτισµικούς κανόνες, τα ήθη και τα έθιµα της κάθε εποχής. Αλλά ο
νεοφιλελεύθερος homo œconomicus είναι ένα εγωπαθές υπεριστορικό άτοµο,
χωρίς κοινωνικές ή πολιτισµικές ρίζες και ηθικούς φραγµούς. Η υποτιθέµενη
φύση του τον κάνει να υπακούει αποκλειστικά και µόνο σε οικονοµικά
κίνητρα, ενώ τα βασικά χαρακτηριστικά που διαθέτει είναι η απληστία, η
φιλαργυρία και η άκρατη ιδιοτέλεια. Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά των
πλουσίων που ο Κέινς θεωρούσε νοσηρά και απεχθή. Στη µεταµοντέρνα όµως
νεοφιλελεύθερη κοινωνία, που αποθεώνει την πλεονεξία («Greed is good!») και
την υπερ-ανταγωνιστικότητα, τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται
ανεκτίµητες κοινωνικές αρετές. Το κοντράστ είναι εντυπωσιακό. Και εξηγεί σε
µεγάλο βαθµό γιατί έπεσε τόσο έξω στις σχετικές προβλέψεις του ο Κέινς.

Πράγµατι, από τη στιγµή που ήρθε στα πράγµατα ο νεοφιλελευθερισµός


προσπάθησε να διαµορφώσει και να επιβάλει στην κοινωνία το πρότυπο ενός
µονοδιάστατου και σκληροπυρηνικού οικονοµικού ανθρώπου, που αξιολογεί
τα πάντα µε βάση το χρήµα και ενδιαφέρεται αποκλειστικά γι’ αυτό. Είναι
προφανές ότι στην πραγµατικότητα ο άνθρωπος δε συµπεριφέρεται πάντα
ορµώµενος από οικονοµικά και µόνον κίνητρα. ∆εν είναι αυτή η πραγµατική
φύση του ανθρώπου. Πολλές φορές η συµπεριφορά του καθοδηγείται και από
µη οικονοµικά κίνητρα. Μπορεί µάλιστα να υπαγορεύεται και από ηθικά
συναισθήµατα που δείχνουν ότι ενδιαφέρεται για το συνάνθρωπό του
(εντιµότητα, καλοσύνη, συµπόνια, ευσπλαχνία, φιλανθρωπία, γενναιοδωρία,
φιλία, αλληλεγγύη, αλτρουϊσµός και -πάνω απ’ όλα- δικαιοσύνη). Αυτό
σηµαίνει ότι ο µονοδιάστατος οικονοµικός άνθρωπος δεν ανταποκρίνεται
στην πραγµατικότητα, αλλά είναι κοινωνική επινόηση, κοινωνική κατασκευή.

Ο τρόπος ζωής και τα καταναλωτικά πρότυπα που υιοθετεί διαµορφώνονται


από τη διαφήµιση µε βάση τους κανόνες της ψυχολογίας και διαχέονται στην
κοινωνία δια µέσου των ΜΜΕ (τηλεόραση, τύπος, διαδίκτυο,
κινηµατογράφος). Ένα µεγάλο µέρος της ατοµικής κατανάλωσης δεν
καλύπτει απλώς κάποιες υλικές ανάγκες ή επιθυµίες, αλλά έχει και µια
καθαρά συµβολική διάσταση. Πρόκειται για την λεγόµενη «επιδεικτική
κατανάλωση», που τονώνει το αίσθηµα κοινωνικής υπεροχής και αποτελεί
ένδειξη κοινωνικής καταξίωσης. Τα ρούχα που φορά κανείς, τα εστιατόρια και
τα κέντρα διασκέδασης στα οποία συχνάζει, το αυτοκίνητο που χρησιµοποιεί,
το σχολείο στο οποίο φοιτά (και πολλά άλλα), σηµατοδοτούν έναν τρόπο ζωής
που αντανακλά τη συγκεκριµένη θέση του στην κλίµακα της κοινωνικής
ιεραρχίας. Αυτό το καταναλωτικό πρότυπο, αυτός ο τρόπος ζωής, δεν
περιορίζεται µόνο στα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα. Μεταδίδεται ως
«όνειρο», ως επιδιώξιµος στόχος, ως παράδειγµα προς µίµηση και στα
υπόλοιπα κοινωνικά στρώµατα. Συνήθως οι καταναλωτές υιοθετούν τα
καταναλωτικά πρότυπα ανθρώπων που θαυµάζουν ή βρίσκονται πιο πάνω
από απ’ αυτούς στην κλίµακα της κοινωνικής ιεραρχίας. Αυτή η µιµητική
συµπεριφορά είναι ο βασικός µηχανισµός που διαµορφώνει νέες

12
καταναλωτικές επιθυµίες και νέα πρότυπα πολυτελούς διαβίωσης όχι µόνο
στη κορυφή της κοινωνικής πυραµίδας, αλλά και στις µεσαίες τάξεις, που
µέσω της επιδεικτικής κατανάλωσης επιδιώκουν επίµονα την κοινωνική
αναγνώριση, την κοινωνική καταξίωση και την κοινωνική ανέλιξη.

Το χειρότερο όµως απ’ όλα είναι ότι µε το νεοφιλελευθερισµό επανέρχεται στο


προσκήνιο το πιεστικό οικονοµικό πρόβληµα και η οικονοµική ανασφάλεια,
από τα οποία υποτίθεται ότι θα µας απάλλασσε οριστικά η νέα τεχνολογία.
Από υποτιθέµενο θείο δώρο που µειώνει τον ανθρώπινο µόχθο, αυξάνει την
παραγωγικότητα και τον ελεύθερο χρόνο και βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο, η
νέα τεχνολογία µετατρέπεται σε φοβερό δεινό που πλήττει την απασχόληση,
αυξάνει την ανεργία και καταδυναστεύει τη ζωή των ανθρώπων. Για την
τεχνολογική αυτή φοβία δεν ευθύνεται η ίδια η τεχνολογία, αλλά η νέα
οικονοµική φιλοσοφία, που εγκαταλείπει τον κρατικό παρεµβατισµό και τις
κεϊνσιανές πολιτικές διαµόρφωσης της συνολικής ζήτησης και επιστρέφει στο
παρωχηµένο οικονοµικό δόγµα του laissez-faire.

Σε µια εποχή επαναστατικών νέων τεχνολογιών -ψηφιακή τεχνολογία,


τεχνητή νοηµοσύνη, ροµποτική, βιοτεχνολογία- και νέων µορφών οργάνωσης,
που καθιστούν το οικονοµικό σύστηµα εξαιρετικά παραγωγικό (περισσότερο
από κάθε άλλη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας), όλως παραδόξως η
οικονοµική πολιτική στρέφει το ενδιαφέρον της από το σκέλος της ζήτησης
στο σκέλος της προσφοράς (supply-side economics). Εγκαταλείπει το στόχο της
ενίσχυσης και της θεσµικής κατοχύρωσης των µισθολογικών αυξήσεων και
µοναδικό µέληµά της γίνεται πλέον η ενίσχυση των κερδών. Το σκεπτικό της
είναι απλό και ευλογοφανές: στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονοµίας το
κέρδος είναι το κίνητρο που ενεργοποιεί την οικονοµική δραστηριότητα και
την οικονοµική ανάπτυξη και γι’ αυτό πρέπει να ενισχύεται πάση θυσία. Εν
ανάγκη (ή και πρωτίστως) εις βάρος των µισθών. Ο µισθός όµως δεν είναι
µόνο στοιχείο του κόστους παραγωγής, που πρέπει να συµπιέζεται για να
αυξάνει την ανταγωνιστικότητα. Είναι και αγοραστική δύναµη που πρέπει να
ενισχύεται για να επιτρέπει στους µισθωτούς να αγοράζουν τα προϊόντα που
παράγουν οι επιχειρήσεις. Όταν συµπιέζεται υπέρµετρα δηµιουργεί σοβαρό
πρόβληµα ζήτησης για τα προϊόντα αυτά. Αυτό όµως δεν απασχολεί τους
νεοφιλελεύθερους supply siders, που οµνύουν στον παλιό καλό «Νόµο του Σε»
(1803), σύµφωνα µε τον οποίο η προσφορά δηµιουργεί αυτοµάτως τη δική της
ζήτηση, χωρίς να χρειάζεται γι’ αυτό κρατική παρέµβαση. Αρκούν οι
απρόσωπες δυνάµεις της προσφοράς και της ζήτησης και το «αόρατο χέρι»
της ελεύθερης αγοράς. Χωρίς υπερβολή, η νεοφιλελεύθερη συνταγή των
οικονοµικών της προσφοράς είναι ό,τι πιο αναχρονιστικό και παρωχηµένο θα
µπορούσε να διανοηθεί κανείς για τις συνθήκες του σηµερινού προηγµένου
καπιταλισµού.

Το νεοφιλελεύθερο αφήγηµα είναι αφοπλιστικά αφελές και προκλητικό. Ό,τι


είναι καλό για τους πλουσίους είναι καλό και για την κοινωνία. ∆εν πρέπει –

13
λέει- να µας ανησυχεί η σκανδαλώδης ενίσχυση των κερδών, που αυξάνει τις
εισοδηµατικές ανισότητες και συγκεντρώνει τον πλούτο στην κορυφή της
κοινωνικής πυραµίδας. Γιατί κάποια στιγµή (χωρίς να προσδιορίζεται πότε
και πώς) ο πλούτος αυτός θα διαχυθεί προς τη βάση της πυραµίδας,
ενισχύοντας όλα τα ενδιάµεσα εισοδήµατα (trickle-down economics). ∆ε
χρειάζεται να παρεµβαίνει το κράτος και να εφαρµόζει εισοδηµατικές και
φορολογικές πολιτικές για την αναδιανοµή του εισοδήµατος και τη µείωση
των εισοδηµατικών ανισοτήτων, γιατί έτσι πλήττει τα υψηλά εισοδήµατα και
τα κέρδη, από τα οποία εξαρτώνται οι επενδύσεις και η οικονοµική ανάπτυξη.

Αυτά ισχυρίζεται η θεωρία της διάχυσης του πλούτου από την κορυφή προς τη
βάση της κοινωνικής πυραµίδος. Αλλά η ιστορική εµπειρία δείχνει ότι η
διάχυση αυτή αποτελεί φενάκη. Στην πραγµατικότητα εδώ και αρκετές
δεκαετίες συµβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παρατηρείται µεταφορά
εισοδήµατος από τη βάση προς την κορυφή της κοινωνικής πυραµίδας µέσω
της εισοδηµατικής και της φορολογικής πολιτικής, οι οποίες έχουν οδηγήσει
σε εκρηκτικές οικονοµικές ανισότητες. Αλλά το αφήγηµα της διάχυσης του
πλούτου προς τα κάτω παραµένει ακλόνητο. Είναι ένα χαρακτηριστικό
παράδειγµα που δείχνει πώς οι αφηρηµένες αρχές ενός ιδεατού θεωρητικού
µοντέλου στην πράξη εκφυλίζονται σε ιδεοληψία, µετατρέποντας τους
ευαγγελιστές του νεοφιλελεύθερου δόγµατος σε ένθερµους απολογητές ενός
στυγνού και ανάλγητου οικονοµικού και κοινωνικού δαρβινισµού.

Η µετωπική επίθεση στον κόσµο της εργασίας και στο εισόδηµα των
εργαζοµένων γίνεται µε αιχµή του δόρατος τις διαβόητες διαρθρωτικές
µεταρρυθµίσεις στην αγορά εργασίας. Η κατάργηση των κανόνων και των
ρυθµίσεων και η πλήρης «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας επιδιώκει να
µεταβάλει την εργασία σε αναλώσιµο εξάρτηµα, σε µια φθηνή εισροή που θα
µπορεί να χρησιµοποιείται εάν, όταν, όπως και όπου το επιθυµεί ο εργοδότης,
ανάλογα µε τις ανάγκες της οικονοµικής συγκυρίας. Ο κατάλογος των
σχετικών µεταρρυθµίσεων είναι ενδεικτικός του νεοφιλελεύθερου τρόπου
σκέψης και δράσης: αποδυνάµωση των συνδικάτων, κατάργηση των
συλλογικών διαπραγµατεύσεων και εξατοµίκευση των συµβάσεων,
απελευθέρωση των απολύσεων και κατάργηση ή µείωση των σχετικών
αποζηµιώσεων, µείωση της αµοιβής των υπερωριών, αύξηση του ωραρίου και
διευθέτηση του συνολικού χρόνου εργασίας σύµφωνα µε τις ανάγκες του
εργοδότη, θεσµοθέτηση και εκρηκτική ανάπτυξη της προσωρινής
απασχόλησης, της µερικής απασχόλησης, της ενοικίασης εργαζοµένων κτλ.

Με άλλα λόγια, στο όνοµα της ευελιξίας και της ανταγωνιστικότητας γίνεται
µια σαφής προσπάθεια να (επαν)εµπορευµατοποιηθεί η εργασία, δηλαδή ο
ίδιος ο άνθρωπος. Τουτέστιν να ξαναγίνει εµπόρευµα σαν όλα τα άλλα. Με
απώτερο βέβαια στόχο να επανέλθει το καθεστώς της πλήρους
απελευθέρωσης που ίσχυε πριν από τη δεκαετία του ’30. Είναι σαφές ότι οι
φανατικοί της αγοράς δεν µπορούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν την

14
ειδοποιό διαφορά του συντελεστή εργασία από τους υπόλοιπους
παραγωγικούς συντελεστές και από τα υπόλοιπα προϊόντα. ∆εν
καταλαβαίνουν ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι η εργασία παρέχεται
από ανθρώπους που επιδιώκουν µια οµαλή οικογενειακή ζωή, που έχουν
συγγενείς, φίλους και γνωστούς, που είναι δεµένοι µε τον τόπο τους και τον
πολιτισµό τους, που θέλουν να αισθάνονται ασφαλείς απέναντι σ’
οποιαδήποτε φυσική ή κοινωνική απειλή.

Πουθενά αλλού δεν φαίνεται τόσο ξεκάθαρα η αντιστροφή στην κλίµακα των
ανθρώπινων αξιών όσο στην περιβόητη απελευθέρωση και ελαστικοποίηση
της αγοράς εργασίας. Τα πράγµατα έχουν πλέον αντιστραφεί εντελώς. Ζούµε
για να δουλεύουµε, δε δουλεύουµε για να ζούµε. Πράγµατι, µε την κατάργηση
των κανόνων προστασίας και την απορρύθµιση της αγοράς εργασίας, οι ρόλοι
αντιστρέφονται πλήρως. Η ανθρώπινη ύπαρξη παύει πια να είναι αυτοσκοπός
και υπέρτατη αξία. Μετατρέπεται σε εργαλείο που χρησιµοποιείται χωρίς
όρους και προϋποθέσεις για την εξυπηρέτηση στυγνών οικονοµικών
συµφερόντων. Η τεχνολογία και η οικονοµία, από υπηρέτες, γίνονται
δυνάστες του ανθρώπου και της κοινωνίας. Η αγορά και η ανταγωνιστικότητα
αυτοανακηρύσσονται σε απόλυτες αξίες. Όλα τα άλλα έπονται και
προσαρµόζονται αναλόγως.

Αυτές οι πολιτικές µαστιγίου στην αγορά εργασίας, που επιδιώκουν αύξηση


της κερδοφορίας µε πρωτόγονα µέσα εκµετάλλευσης, συνοδεύονται και από
διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις στο πεδίο του κοινωνικού κράτους (δραστική
µείωση των κοινωνικών δαπανών για την παιδεία και την υγεία) και του
φορολογικού συστήµατος (δραστική µείωση των ανώτατων φορολογικών
συντελεστών για τα κέρδη και τα υψηλά εισοδήµατα). Έτσι έχουµε µια
συνολική εικόνα για τους µηχανισµούς µέσω των οποίων οξύνονται οι
εισοδηµατικές ανισότητες. Και για το πώς οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι
και οι φτωχοί φτωχότεροι, µε αποτέλεσµα να ανοίγει διαρκώς η ψαλίδα
µεταξύ πλούτου και φτώχειας και οι ανισότητες να γίνονται εκρηκτικές. ∆ε
χωρά αµφιβολία ότι η σηµερινή κοινωνία έχει προ πολλού επανέλθει στο
status quo ante. ∆εν υπάρχει πια συλλογική ευηµερία. Οι περισσότεροι
άνθρωποι αγωνίζονται σκληρά να τα βγάλουν πέρα και να εξασφαλίσουν τον
επιούσιο. Έχουν πάψει να ενδιαφέρονται για το ευ ζην και πασχίζουν
εναγωνίως να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.

Η νεοφιλελεύθερη οικονοµική ιδεολογία του laissez-faire δεν έχει κανένα


επιστηµονικό υπόβαθρο. Πηγάζει από τη βαθιά θρησκευτική πίστη -ή απλώς
πανουργία- ότι ο δηµιουργός «τα πάντα εν σοφία εποίησε» τόσο στη φύση,
όσο και στην κοινωνία. Και άρα και στην οικονοµία υπάρχει µια εγγενής
φυσική τάξη και αρµονία, που δεν πρέπει να διαταράσσεται από εξωγενείς
ανθρώπινες παρεµβάσεις. Ωστόσο η φύση λειτουργεί µε βάση το νόµο του
ισχυρού και τους κανόνες της φυσικής επιλογής. Η κατάργηση των κανόνων
και των ρυθµίσεων στην οικονοµία, για να µπορεί να λειτουργεί χωρίς

15
φραγµούς σύµφωνα µε τα πρότυπα και τους νόµους της φύσης, οδηγεί εκ του
ασφαλούς στο νόµο της ζούγκλας και στην κυριαρχία των πιο ισχυρών.
Τουτέστιν στην απάρνηση κάθε έννοιας ουσιαστικής ελευθερίας, κάθε έννοιας
κοινωνίας και πολιτισµού.

Οι επίγονοι του Κέινς για το ευ ζην

Το ερώτηµα που τίθεται ευλόγως είναι πώς ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισµός,


που µε τις πολιτικές της προσφοράς όξυνε στο έπακρο τις εισοδηµατικές
ανισότητες, αντιµετώπισε το πρόβληµα της ζήτησης. Γιατί επί τόσες δεκαετίες
δεν είχε ξεσπάσει καµία κρίση ζήτησης; Ενώ λογικά θα έπρεπε. Η απάντηση
είναι: «µ’ ένα πολύ ευρηµατικό τέχνασµα». Με την απλόχερη παροχή δανείων
στους µισθωτούς. Όλες οι προηγµένες οικονοµίες την περίοδο αυτή
µετατρέπονται σε δανειακές οικονοµίες, σε οικονοµίες χρέους. ∆ε µπορούν να
λειτουργήσουν χωρίς τα δεκανίκια του χρέους. Η χαµένη καταναλωτική
ευηµερία του παρελθόντος επιστρέφεται στους µισθωτούς δια της τραπεζικής
οδού, µε τη µορφή πιστωτικών καρτών και καταναλωτικών δανείων
(στεγαστικά δάνεια, δάνεια για την αγορά αυτοκινήτου, δάνεια για αγορά
µετοχών, δάνεια για διακοπές, εορτοδάνεια, δάνεια για σπουδές κτλ.). Με τον
τρόπο αυτό ενισχύεται η συνολική αγοραστική δύναµη και λύνεται προσωρινά
το πρόβληµα της ανεπαρκούς ζήτησης. Αλλά τα δάνεια αυτά έχουν ένα
αξεπέραστο εγγενές µειονέκτηµα: επειδή υποκαθιστούν πραγµατικό
εισόδηµα, το πρόβληµα της ζήτησης και των αγορών επανέρχεται δριµύτερο
όταν φτάνει η ώρα να αποπληρωθούν. Κι αυτό γιατί από το ήδη χαµηλό
διαθέσιµο εισόδηµα των µισθωτών (που είναι η βασική αιτία του δανεισµού),
πρέπει τώρα να αφαιρεθούν και οι δόσεις των δανείων.

Πού βρήκε όµως το τραπεζικό σύστηµα την απαιτούµενη ρευστότητα για να


µπορεί να παρέχει αφειδώς δάνεια ακόµη και σε αφερέγγυους δανειολήπτες;
Μα από τα τεράστια εισοδηµατικά πλεονάσµατα που προκάλεσαν οι
εισοδηµατικές πολιτικές µαστιγίου και οι µεγάλες φοροαπαλλαγές και
µειώσεις φόρων υπέρ των πλουσίων. ∆υστυχώς τα πλεονάσµατα αυτά δε
διοχετεύτηκαν στην πραγµατική οικονοµία για να µετατραπούν εκεί σε
αυξηµένες επενδύσεις (όπως υποστήριζε η σχετική θεωρία), αλλά στη
χρηµατοπιστωτική σφαίρα, η οποία διογκώθηκε υπέρµετρα. Έτσι αντί για
αυξηµένες επενδύσεις στην πραγµατική οικονοµία είχαµε αυξηµένη ζήτηση
για χρηµατοοικονοµικούς τίτλους, που εκτόξευσε τις τιµές τους σε πρωτοφανή
ύψη, δηµιουργώντας επικίνδυνες πιστωτικές φούσκες. Μία από τις φούσκες
αυτές, η φούσκα των στεγαστικών δανείων της Wall Street -η πιο µεγάλη και
η πιο επικίνδυνη- έσκασε το 2008 µε την πτώχευση της Lehman Brothers και
προκάλεσε τη µεγαλύτερη οικονοµική κρίση των τελευταίων ογδόντα ετών.

16
Τη δεινή αυτή ιστορική συγκυρία επέλεξε ο λόρδος Ρόµπερτ Σκιντέλσκι, ο
σηµαντικότερος εν ζωή βιογράφος του Κέινς, για να εκδώσει το 2012 ένα πολύ
ενδιαφέρον βιβλίο µε τίτλο Πόσος Πλούτος είναι Αρκετός; (How Much is
Enough?) και υπότιτλο Το Χρήµα και η Καλή Ζωή (Μoney and the Good Life).
Πρόκειται για έναν από τους σηµαντικότερους επιγόνους του Κέινς, οµότιµο
καθηγητή πολιτικής οικονοµίας του University of Warwick, που συνέγραψε το
βιβλίο αυτό µε το γιό του Έντουαρντ, λέκτορα φιλοσοφίας του University of
Exeter. Ουσιαστικά ο Σκιντέλσκι δεν πρωτοτυπεί. Απλώς ακολουθεί τα χνάρια
του µεγάλου του µέντορα Τζον Μέιναρντ Κέινς, ξεκινώντας την ανάλυσή του
από το δοκίµιο που αναλύσαµε πιο πάνω, που κι αυτό είχε γραφεί κατά τη
διάρκεια µιας ακόµα µεγαλύτερης διεθνούς οικονοµικής κρίσης, της Μεγάλης
Ύφεσης της δεκαετίας του ’30. Φαίνεται ότι οι συστηµικές οικονοµικές κρίσεις
είναι κατάλληλες και προσφέρονται για τέτοιου είδους προβληµατισµό, για
έναν πολύ απλό λόγο. Αποτελούν σηµεία καµπής που θέτουν ντε φάκτο επί
τάπητος το ζήτηµα της αναθεώρησης των καθιερωµένων προτύπων
οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης, δεδοµένου ότι αυτά παύουν να είναι
αποτελεσµατικά και οδηγούνται σε αδιέξοδο. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο
ουσιαστικός έως και ριζικός αναπροσανατολισµός της οικονοµίας και η
αλλαγή προτύπου οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης προβάλλουν ως
επιτακτική και αδήριτη ανάγκη.

Ο Σκιντέλσκι διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτηµα σε σχέση µε τον Κέινς.


Γράφει το βιβλίο του 80 και πλέον χρόνια µετά το δοκίµιο του δασκάλου του
και έτσι έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει στην πράξη ότι ο καπιταλισµός δεν
αυξάνει εντυπωσιακά µόνον τον υλικό πλούτο και το ΑΕΠ, αλλά και την
ακόρεστη δίψα των ανθρώπων για ολοένα και περισσότερο πλούτο,
περισσότερα χρήµατα, περισσότερα υλικά αγαθά. Ο Κέινς έπεσε έξω στις
προβλέψεις του επειδή υιοθέτησε µια θεωρία αναγκών σύµφωνα µε την οποία
οι ανάγκες είναι φυσικές και υπάρχει κατά το µάλλον ή ήττον η δυνατότητα
να προσδιορίζονται και να µετρώνται αυτοτελώς και µε αντικειµενικό τρόπο.
Όπως και το ύψος του εισοδήµατος και της κατανάλωσης που απαιτείται για
την ικανοποίησή τους. Μόνον που τα πράγµατα δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος
δεν είναι Ροβινσώνας Κρούσος, αλλά κοινωνικό ον. Οι ανθρώπινες επιθυµίες
(αν όχι οι ανάγκες) και τα καταναλωτικά πρότυπα επηρεάζονται σε µεγάλο
βαθµό από το κοινωνικό περιβάλλον. ∆εν είναι εξωγενώς δεδοµένα και
σταθερά. Μεταβάλλονται διαρκώς από το ίδιο το οικονοµικό και κοινωνικό
σύστηµα µέσα από τους ενδογενείς µηχανισµούς της διαφήµισης, της
επιδεικτικής κατανάλωσης και της µιµητικής συµπεριφοράς των ανθρώπων.
Αυτό έχει ως αποτέλεσµα η επιδίωξη του χρήµατος και του πλούτου να γίνεται
αυτοσκοπός και αέναος φαύλος κύκλος. Όσο περισσότερα καταναλωτικά
αγαθά αποκτά κανείς τόσο περισσότερα επιθυµεί.

Αλλά για τον Σκιντέλσκι, όπως και για τον Κέινς, η επιδίωξη του χρήµατος για
το χρήµα και του πλούτου για τον πλούτο είναι διαστροφή και δεν οδηγεί στο
ευ ζην. Μεγαλύτερο ΑΕΠ και περισσότερος πλούτος δε σηµαίνουν κατ’
17
ανάγκην καλύτερη ποιότητα ζωής και ευτυχέστερη κοινωνία. Το χρήµα πρέπει
να είναι µέσο για την απόκτηση χρήσιµων αγαθών και όχι αυτοσκοπός. Τα
βασικά αγαθά από τα οποία, κατά τον συγγραφέα, εξαρτάται άµεσα η
ποιότητα ζωής των ανθρώπων είναι επτά: υγεία, ασφάλεια, εκτίµηση και
σεβασµός, κατάλληλες συνθήκες για τη διαµόρφωση της προσωπικότητας,
αρµονία µε τη φύση, φιλία και ελεύθερος χρόνος. Για να ζουν καλά, «οι
άνθρωποι χρειάζονται ένα υγιές σώµα και ελεύθερο πνεύµα. Χρειάζονται αγάπη,
ασφάλεια για να έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάζουν και να καινοτοµούν,
προσωπικό χώρο για να µπορούν «να είναι ο εαυτός τους» και ελεύθερο χρόνο για
να κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί και όχι αυτό που πρέπει. ∆εν χρειάζονται
πακέτα σούσι και προ-πλυµένα φύλλα σαλάτας. Ένα οικονοµικό σύστηµα που
παράγει πρωτίστως µπιχλιµπίδια και µαραφέτια µας αποµακρύνει από το ευ ζην,
δε µας οδηγεί προς αυτό» (βλ. εδώ). Είναι προφανές ότι ο Σκιντέλσκι,
παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Κέινς, προσπαθεί να δώσει πιο συγκεκριµένο
και απτό περιεχόµενο στον όρο ευ ζην. Καλή ζωή σηµαίνει γι’ αυτόν να
διαθέτει κανείς αρκετή ποσότητα από τα προαναφερθέντα βασικά αγαθά.
Οπότε και στο ερώτηµα «Πόσος Πλούτος είναι Αρκετός» µπορούµε να δώσουµε
συγκεκριµένη απάντηση: όσος πλούτος αρκεί για να ζήσει κανείς µια καλή
ζωή. Η οποία εξαρτάται µεν άµεσα από τα βασικά αυτά αγαθά, χωρίς ωστόσο
να είναι για όλους ίδια. ∆ιαφοροποιείται ανάλογα µε την ηλικία, τις
προτιµήσεις, τις περιστάσεις και την ιδιοσυγκρασία.

Τίθεται όµως κι ένα άλλο ερώτηµα. Ακόµη κι αν έχουµε στη διάθεσή µας
περισσότερο χρόνο, θα έχουµε άραγε την ικανότητα να τον καλύπτουµε µε
δραστηριότητες που µας ενδιαφέρουν και κάνουν τη ζωή µας καλύτερη; Γιατί
υπάρχουν και άνθρωποι που δεν ξέρουν τι να κάνουν στον ελεύθερο χρόνο
τους και γι’ αυτό γίνονται εργασιοµανείς. Εν τοιαύτη περιπτώσει
(αυτο)σκοπός τους δεν είναι το χρήµα, αλλά η ίδια η δουλειά. Πόσοι όµως
είναι ευχαριστηµένοι από τη δουλειά που κάνουν; Ελάχιστοι. Άρα η
εργασιοµανία (ή η υπερεργασία) δεν είναι λύση. Βλάπτει σοβαρά την υγεία
και καταστρέφει την οικογενειακή ζωή. ∆εν οδηγεί στο ευ ζην. Όπως είδαµε, ο
Κέινς υποστήριξε ότι το πέρασµα από το ζην στο ευ ζην, από την ηθική της
σκληρής δουλειάς στην ηθική των απολαύσεων, θα προκαλέσει πολιτισµικό
σοκ και θα πάρει πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί. Η βασικότερη ίσως
δυσκολία είναι να µάθουν οι άνθρωποι να γεµίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους
µε ευχάριστες και δηµιουργικές ασχολίες που δε θα συνδέονται µε την υλική
κατανάλωση, αλλά µε την ανάπτυξη της προσωπικότητας και της κοινωνικής
ζωής. Και κάτι ακόµη. Ελεύθερος χρόνος δε σηµαίνει τεµπελιά. Η τεµπελιά
είναι ένα εύλογο δικαίωµα, αλλά µόνον περιστασιακά, για όσο χρονικό
διάστηµα χρειάζεται για να ξαναγεµίσει κανείς τις µπαταρίες της ζωής. Το
«και µετά θα κάαααααθοµαι!» του Μίµη Φωτόπουλου δε µπορεί να αποτελεί
µόνιµη και γενική στρατηγική ζωής, γιατί η τεµπελιά οδηγεί αποδεδειγµένα
στην ανία και στη βαριεστιµάρα.

18
Η ικανότητα να ασχολείται κανείς µε ευχάριστες και δηµιουργικές
δραστηριότητες στον ελεύθερο χρόνο του είναι σε µεγάλο βαθµό επίκτητη,
όπως ακριβώς και η τεχνογνωσία της δουλειάς. Άρα είναι θέµα παιδείας. Το
εκπαιδευτικό σύστηµα δεν πρέπει να µας παρέχει µόνον επαγγελµατικές
γνώσεις και δεξιότητες για τη δουλειά που έχουµε αποφασίσει να κάνουµε.
Πρέπει να µας µαθαίνει και την «την τέχνη της ζωής» (the art of life), το πώς να
περνάµε ευχάριστα και δηµιουργικά τον ελεύθερο χρόνο µας. Κι όχι µόνον
αυτό. Το κράτος πρέπει να παρέµβει ενεργά µε ένα ευρύ πλέγµα οικονοµικών
και κοινωνικών πολιτικών που θα έχουν ως στόχο αφενός την οικονοµική
στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων και αφετέρου την αύξηση του
δηµιουργικού ελεύθερου χρόνου µε παράλληλη συρρίκνωση της υλικής
κατανάλωσης, ώστε να βελτιωθεί ουσιαστικά η ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
Αυτές οι πολιτικές του ευ ζην προβλέπουν ένα βασικό εισόδηµα για όλους τους
πολίτες χωρίς προϋποθέσεις, νοµοθετικές ρυθµίσεις για τη µείωση του χρόνου
εργασίας, δυνατότητα επιµερισµού και συγκατοχής των υφιστάµενων θέσεων
εργασίας (work sharing), περιορισµό της διαφήµισης (π.χ. µε κατάργηση της
διάταξης που προβλέπει έκπτωση των διαφηµιστικών δαπανών από το
φορολογητέο εισόδηµα των επιχειρήσεων), επιβολή προοδευτικού φόρου
κατανάλωσης για να αποτραπεί η υπερκατανάλωση υλικών αγαθών και, last
but not least, επιβολή φόρου στις χρηµατοοικονοµικές συναλλαγές για να
αποτραπεί όσο γίνεται η κερδοσκοπία και η υπερδιόγκωση του τραπεζικού
συστήµατος. Εποµένως για τον Σκιντέλσκι το ευ ζην δεν είναι µόνον
οικονοµικό, αλλά και πολιτικό πρόβληµα. Το κράτος πρέπει να οργανώσει
κατάλληλα τη συλλογική µας ύπαρξη, ώστε να µπορούν οι άνθρωποι να
απολαµβάνουν το ευ ζην.

Σηµειωτέον ότι ο Σκιντέλσκι δεν είναι ο µόνος επίγονος του Κέινς που
ασχολήθηκε µε το θέµα του ευ ζην. Είχε προηγηθεί πολύ πιο πριν (1958) ένας
άλλος µεγάλος κεϊνσιανός -πρωθιερέας της µεταπολεµικής θεσµικής πολιτικής
οικονοµίας και ένας από τους πιο επιφανείς και πολυδιαβασµένους
συγγραφείς του 20ου αιώνα- ο αείµνηστος Τζον Κένεθ Γκάλµπρεϊθ, µε το
βιβλίο του Η Κοινωνία της Αφθονίας (The Affluent Society). Ο Γκάλµπρεϊθ είχε
αντιληφθεί εγκαίρως ότι η καπιταλιστική κοινωνία δεν πήρε την τροπή που
περίµενε ο µέντοράς του, ο Κέινς. Η υψηλή παραγωγικότητα που εξασφάλιζε
η πρόοδος της τεχνολογίας δε χρησιµοποιήθηκε για τη µείωση του χρόνου
εργασίας και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, αλλά για τη δηµιουργία
περιττών καταναλωτικών προϊόντων που κάθε άλλο παρά βελτιώνουν την
ποιότητα ζωής. Ουσιαστικά είναι αυτός ο οποίος εγκαινιάζει τις αναλύσεις
αυτού του είδους, που επικρίνουν το περιεχόµενο και τη σύνθεση του ΑΕΠ,
τονίζοντας ότι µεγαλύτερο ΑΕΠ δε σηµαίνει καλύτερη ποιότητα ζωής ή –κατά
µείζονα λόγο- ανθρώπινη ευτυχία. Την οπτική αυτή υιοθέτησαν αργότερα ο
Μαρκούζε (1964), ο γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ

19
(µε τα βιβλία του Η καταναλωτική κοινωνία - La société de consommation, 1970
και Για µια κριτική της πολιτικής οικονοµίας του σήµατος - Pour une critique
de l'économie politique du signe, 1972) και πιο πρόσφατα οι Σκιντέλσκι (πατήρ
και υιός) (2012).

Η βασική διαπίστωση που κάνει ο Γκάλµπρεϊθ στο βιβλίο αυτό είναι ότι οι
επενδύσεις που ενσωµατώνουν την τεχνολογική πρόοδο πραγµατοποιούνται
στην ιδιωτική οικονοµία, γιατί εκεί κυριαρχεί η ελεύθερη αγορά και υπάρχει
το κίνητρο του κέρδους. Έτσι στον προηγµένο καπιταλισµό διαµορφώνεται
ένα δυαδικό οικονοµικό σύστηµα, στο οποίο συνυπάρχουν ταυτόχρονα ένας
πλούσιος ιδιωτικός τοµέας και ένας φτωχός δηµόσιος τοµέας. Ωστόσο η
ποιότητα ζωής εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τον υπανάπτυκτο κρατικό
τοµέα, που παρέχει τα δηµόσια αγαθά. Επειδή όµως εκεί δεν υπάρχει το
κίνητρο του κέρδους, δεν γίνονται οι απαραίτητες επενδύσεις και έτσι τα
δηµόσια αγαθά παραµένουν υποβαθµισµένα. Αλλά και στον ιδιωτικό τοµέα η
καταναλωτική αφθονία δε βελτιώνει την ποιότητα ζωής. Η διαφήµιση και το
µάρκετινγκ χειραγωγούν τους καταναλωτές και συχνά δηµιουργούν ζήτηση
για άχρηστα προϊόντα που δεν καλύπτουν τις πραγµατικές ανάγκες τους.
Εκτός αυτού, το σύστηµα της ελεύθερης αγοράς δηµιουργεί µεγάλες
οικονοµικές ανισότητες και έτσι ένα µέρος του πληθυσµού παραµένει φτωχό
και δε µπορεί να συµµετέχει σ’ αυτή την υπερκατανάλωση. Αποτέλεσµα; Κακή
ποιότητα ζωής και διαιώνιση της φτώχειας εν µέσω καταναλωτικής αφθονίας.
Οι µεγάλες δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογική πρόοδος δε
χρησιµοποιούνται για τη µείωση του χρόνου εργασίας και την ουσιαστική
βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, αλλά για την εξυπηρέτηση της
κερδοφορίας των µεγάλων επιχειρήσεων.

Ο Γκάλµπρεϊθ ήταν ένας διαπρεπής ακαδηµαϊκός που είχε την ικανότητα να


γράφει γλαφυρά και να απλοποιεί δυσνόητες οικονοµικές έννοιες και θεωρίες
και περίπλοκα οικονοµικά θέµατα και να τα καθιστά προσιτά στους µη
ειδικούς. Οι θεωρίες του διαπνέονται από µια ουµανιστική φιλοσοφία που
ενδιαφέρεται πάντα για τις ηθικές προεκτάσεις και τις κοινωνικές συνέπειες
των οικονοµικών πολιτικών που εφαρµόζονται. Ήταν όµως και άνθρωπος της
δράσης. Κι αυτό είχε ακόµη µεγαλύτερη σηµασία. ∆εν περιορίστηκε µόνο σε
κάποιες οξυδερκείς και ενδιαφέρουσες θεωρητικές ερµηνείες και
διαπιστώσεις. Συµµετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ µε σκοπό να
ανατρέψει το κοινωνικό status quo και να αλλάξει την ροή των πραγµάτων.
Υπήρξε κατά καιρούς στενός σύµβουλος -και ενίοτε λογογράφος- τριών
προέδρων του δηµοκρατικού κόµµατος (του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, του Τζον
Κένεντι και του Λίντον Τζόνσον), αλλά και δύο αποτυχόντων υποψηφίων
(Άντλαϊ Στίβενσον και Γιουτζίν Μακάρθι).

Αν ο Κέινς θεωρείται εµπνευστής της «Νέας Συµφωνίας» (New Deal), του


ρηξικέλευθου προγράµµατος οικονοµικής πολιτικής που εφάρµοσε µετά το
1933 ο πρόεδρος Ρούσβελτ για να βγάλει τη χώρα του από τη Μεγάλη Ύφεση

20
(Great Depression), ο Γκάλµπρεϊθ είναι εµπνευστής και αρχιτέκτονας της
«Μεγάλης Κοινωνίας» (Great Society), ενός ευρύτατου προγράµµατος
προοδευτικών µεταρρυθµίσεων που άρχισε να εφαρµόζει ο πρόεδρος Λίντον
Τζόσνον, όταν -µετά τη δολοφονία του Τζον Κένεντι- κέρδισε τις εκλογές του
1964 µε πολύ µεγάλη πλειοψηφία (61%). Η κεντρική ιδέα ήταν να
χρησιµοποιηθεί και σε καιρό ειρήνης και έντονης οικονοµικής ανάπτυξης η
τεχνογνωσία κρατικού παρεµβατισµού που απέκτησαν οι ΗΠΑ κατά τη
διάρκεια του New Deal και του πολέµου. Με άλλα λόγια αυτή τη φορά η
κεϊνσιανή πολιτική να µην εφαρµοστεί για την καταπολέµηση της οικονοµικής
κρίσης, αλλά για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής εν µέσω υλικής αφθονίας.

Πρόκειται για το πιο φιλόδοξο πρόγραµµα κοινωνικής πολιτικής στην ιστορία


των ΗΠΑ. Μέσα σε δύο µόλις χρόνια (1964 και 1965) κατατέθηκαν και
ψηφίστηκαν περισσότερα νοµοσχέδια οικονοµικού και κοινωνικού
περιεχοµένου απ’ ό,τι την περίοδο του New Deal. Στόχος ήταν η αναµόρφωση
της ζωής στις πόλεις, στην ύπαιθρο και στα σχολεία, για να πάψει πια η χώρα
να είναι δηµοκρατία των λίγων και ισχυρών και να µετατραπεί σε δηµοκρατία
των πολλών και µη προνοµιούχων. Με ποιον τρόπο; Με την εξάλειψη της
φτώχειας και των φυλετικών διακρίσεων, µε την ενίσχυση της δηµόσιας
παιδείας, της δηµόσιας υγείας, των κρατικών συγκοινωνιών και της
κοινωνικής στέγης υπέρ των φτωχών και των ηλικιωµένων, µε την ενίσχυση
της ανθρωπιστικής παιδείας, των τεχνών και του πολιτισµού, µε την
αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωµάτων και την επέκταση του
δικαιώµατος ψήφου στις µειονότητες, µε τον περιορισµό της οικονοµικής και
πολιτικής ισχύος των µεγάλων επιχειρήσεων και µε την προστασία του
φυσικού περιβάλλοντος («το νερό που πίνουµε, το φαγητό που τρώµε και ο
αέρας που αναπνέουµε κινδυνεύουν από τη µόλυνση» - βλ. εδώ το λόγο που
εκφώνησε προεκλογικά στο University of Michigan ο Λίντον Τζόνσον,
ανακοινώνοντας για πρώτη φορά την ατζέντα της «Μεγάλης Κοινωνίας», το
Μάιο του 1964).

Είναι όντως µακρύς και εντυπωσιακός ο κατάλογος των οικονοµικών και


κοινωνικών νοµοθετηµάτων της «Μεγάλης Κοινωνίας». Αλλά δυστυχώς ο
Λίντον Τζόνσον δεν έµεινε γνωστός στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ ως ο
πρόεδρος των µεγάλων προοδευτικών µεταρρυθµίσεων, αλλά ως ο πρόεδρος
του πολέµου του Βιετνάµ. Η µοιραία επιλογή του να κλιµακώσει τον πόλεµο
προκάλεσε παγκόσµια κοινωνική κατακραυγή και τον ανάγκασε να µην
επιδιώξει την επανεκλογή του (τον εγκατέλειψε και ο Γκάλµπρεϊθ εξαιτίας του
πολέµου). Η «Μεγάλη Κοινωνία» του βούλιαξε στο βάλτο του «Βρώµικου
Πολέµου» του Βιετνάµ. Παρά τους εντυπωσιακούς ρυθµούς ανάπτυξης
εκείνης της περιόδου (περί το 6% του ΑΕΠ - οι υψηλότεροι της µεταπολεµικής
περιόδου), η παράλληλη χρηµατοδότηση των κοινωνικών δαπανών και των
εξοπλιστικών προγραµµάτων δηµιούργησε τεράστια δηµοσιονοµική πίεση,
που ανάγκασε αργότερα τον πρόεδρο Νίξον να αποσυνδέσει το δολάριο από

21
το χρυσό (1971). Για να αρχίσει έτσι µια περίοδος υψηλών ποσοστών
πληθωρισµού, στην οποία εν συνεχεία ήρθαν να προστεθούν και τα υψηλά
ποσοστά ανεργίας, δηµιουργώντας µια πρωτόγνωρη και παράδοξη κρίση
στασιµοπληθωρισµού, που ήταν η βασική αιτία της ντε φάκτο εγκατάλειψης
των κεϊνσιανών πολιτικών και της επικράτησης του νέου οικονοµικού
φιλελευθερισµού.

Έτσι το σχέδιο του Γκάλµπρεϊθ να δηµιουργήσει µια «Μεγάλη Κοινωνία», µε


τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας του ευ ζην που οραµατιζόταν ο µέντοράς
του Τζον Μέιναρντ Κέινς, είχε άδοξο τέλος. Αλλά δεν το έβαλε κάτω.
Επανήλθε δριµύτερος το 1996, µε το βιβλίο του Η Καλή Κοινωνία: Η
Ουµανιστική Ατζέντα (The Good Society: The Humane Agenda), που ουσιαστικά
ήταν µια επικαιροποίηση της Κοινωνίας της Αφθονίας (The Affluent Society).
Αυτή τη φορά είναι πιο ρεαλιστής και πιο προσγειωµένος, λόγω της εµπειρίας
που απέκτησε στις τέσσερις δεκαετίες που µεσολάβησαν. Αλλά το ίδιο
αρνητικός τόσο έναντι του άρτι καταρρεύσαντος υπαρκτού σοσιαλισµού, όσο
και του καλπάζοντος αγοραίου καπιταλισµού. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει:
«Ευτυχώς ή δυστυχώς τα ανθρώπινα όντα δε µπορούν να αρθούν στο ύψος των
περιστάσεων [που απαιτεί ο σοσιαλισµός]. Είναι κάτι που διαπίστωσαν µε
απογοήτευση και συχνότερα µε θλίψη πολλές γενιές σοσιαλιστών και ηγετών µε
κοινωνικό προσανατολισµό». Γι’ αυτό λοιπόν «η καλή κοινωνία πρέπει να
δέχεται τους άνδρες και τις γυναίκες όπως είναι». Απορρίπτει ωστόσο και το
µοντέλο του laissez-faire και της ελεύθερης αγοράς. Σε µια εποχή που ο
αγοραίος καπιταλισµός καλπάζει ακάθεκτος και όλοι πλέουν σε πελάγη
ευτυχίας και θριαµβολογούν για τα επιτεύγµατα της νεοφιλελεύθερης
παγκοσµιοποίησης, αυτός επικρίνει µε αµείωτη ένταση τις εκρηκτικές
οικονοµικές ανισότητες που προκαλεί αυτή η παγκοσµιοποίηση. Αν µάλιστα
προσθέσουµε και την κριτική που είχε ήδη ασκήσει από το 1990 στον
χρηµατοοικονοµικό καπιταλισµό, µε το βιβλίο του Μια Σύντοµη Ιστορία της
Χρηµατοπιστωτικής Ευφορίας (A Short History of Financial Euphoria), τότε
εύκολα αντιλαµβανόµαστε ότι οι αναλύσεις του ήταν ορθές και οι προβλέψεις
του προφητικές. Πράγµατι οι περισσότεροι οικονοµολόγοι θεωρούν σήµερα
ότι η παγκόσµια πιστωτική κρίση του 2008 οφείλεται πρωτίστως στους
δυσµενείς παράγοντες που είχε επισηµάνει ο Γκάλµπρεϊθ. Στην υπερδιόγκωση
του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, στον υπερδανεισµό και στις µεγάλες
οικονοµικές ανισότητες.

Όσο για το δια ταύτα και το τι δέον γενέσθαι, η θέση του Γκάλµπρεϊθ είναι
σαφής και κατηγορηµατική: ο σύγχρονος καπιταλισµός είναι ένα εξαιρετικά
προηγµένο και περίπλοκο κοινωνικοοικονοµικό σύστηµα και η
αποτελεσµατική διαχείρισή του απαιτεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά
συστηµατική κρατική παρέµβαση. Οι άλλες δύο εναλλακτικές λύσεις (το
µοντέλο κεντρικού σχεδιασµού σοσιαλιστικού τύπου και η πλήρως

22
αποκεντρωµένη και άναρχη οικονοµία της ελεύθερης αγοράς) χρεοκόπησαν
ιστορικά το 1989 και το 2008. Στην ιστορική αυτή συγκυρία που οι πολίτες
εγκαταλείπουν την Αριστερά και στρέφονται προς την Άκρα ∆εξιά, ο µόνος
εφικτός δρόµος που αποµένει για την οικοδόµηση της δηµοκρατικής «καλής
κοινωνίας» είναι ο ενδεικτικός σχεδιασµός και η µικτή οικονοµία κεϊνσιανού
τύπου.

Επίλογος

Η τροπή που πήρε ο καπιταλισµός µετά τη δεκαετία του ’80 οδήγησε στη
διαµόρφωση προτύπων οικονοµικής και καταναλωτικής συµπεριφοράς που
αποθεώνουν την απληστία, την κερδοσκοπία και τον υπερκαταναλωτισµό. Η
διαφήµιση ζει και βασιλεύει. Τα ΜΜΕ έχουν µετατραπεί σε σύγχρονα
εργαστήρια κοινωνικής αρχιτεκτονικής που συνειδητά ή ασυναίσθητα
διαπλάθουν και διαχέουν στην κοινωνία το πιο σκληροπυρηνικό και
κραυγαλέο πρότυπο µονοδιάστατου οικονοµικού ανθρώπου στη µακραίωνη
ιστορία της ανθρωπότητας. Ποτέ άλλοτε το αξιακό µας σύστηµα και η
ανθρώπινη υπόσταση δεν είχαν ταυτιστεί τόσο πολύ µε το χρήµα και το
όραµα του υλικού πλουτισµού. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισµός απαιτεί απ’
όλους ολοένα και πιο σκληρή δουλειά και υπόσχεται –τι άλλο;- κατανάλωση,
µεγαλύτερη κατανάλωση, ακόµα µεγαλύτερη κατανάλωση (χωρίς ωστόσο να
µπορεί να τηρήσει αυτή την υπόσχεση, όπως αποδεικνύεται από την
πρωτοφανή έξαρση των οικονοµικών ανισοτήτων και την παγκόσµια
οικονοµική κρίση του 2008). ∆ε µπορεί όµως να ταυτίζουµε την ευηµερία µε
τον καταναλωτισµό. ∆ε µπορεί να ορίζουµε την οικονοµική ανάπτυξη και την
κοινωνική πρόοδο ως µια ατέρµονη διαδικασία δηµιουργίας και ικανοποίησης
αναγκών ή επιθυµιών, γιατί αυτό οδηγεί σ’ έναν αέναο φαύλο κύκλο και σ’ ένα
διαρκές σύνδροµο στέρησης εν µέσω αφθονίας. Χρειαζόµαστε επειγόντως µια
θεωρία αντικειµενικών αναγκών που θα προσδιορίζει εξωγενώς και µε
σαφήνεια τις προς ικανοποίηση βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Έτσι ώστε να
µη δηµιουργούνται διαρκώς νέες, τεχνητές ανάγκες και επιθυµίες, που
µετατρέπουν την οικονοµική δραστηριότητα σε µαρτύριο του Σισύφου.

Αυτό όµως δε σηµαίνει ότι πρέπει να αρνηθούµε την οικονοµική πρόοδο και
την οικονοµική ανάπτυξη. Χρειαζόµαστε την υψηλότερη παραγωγικότητα -
που οδηγεί σε ταχύτερους ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης και σε µεγαλύτερο
ΑΕΠ- όχι όµως για να αυξήσουµε την άχρηστη κατανάλωση, αλλά για να
παράγουµε πιο αποτελεσµατικά και σε λιγότερο χρόνο αγαθά και υπηρεσίες
που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής. Ή/και για να µπορούµε να µειώσουµε το
χρόνο εργασίας και να αυξήσουµε τον ελεύθερο χρόνο. Η «αποανάπτυξη», που
συχνά θέτει σαν στόχο το οικολογικό κίνηµα, σε καµιά περίπτωση δεν (πρέπει
να) αποτελεί στρατηγική µείωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων. Η κριτική
πρέπει να στρέφεται συγκεκριµένα κατά του σηµερινού µοντέλου παραγωγής
23
και κατανάλωσης άχρηστων καταναλωτικών προϊόντων, που δεν καλύπτουν
πραγµατικές ανάγκες και όχι γενικά κατά της τεχνολογίας και του
«παραγωγισµού». ∆ε φταίει η υψηλή παραγωγικότητα αυτή καθεαυτή, αλλά ο
τρόπος που χρησιµοποιείται και το είδος των προϊόντων που παράγει.
Χρειαζόµαστε ένα παραγωγικό πρότυπο που θα δίνει έµφαση στα συλλογικά
αγαθά, στα δηµόσια αγαθά, από τα οποία εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό η
ποιότητα ζωής.

Το οικολογικό αδιέξοδο που αντιµετωπίζει σήµερα ο πλανήτης οφείλεται στο


ενεργοβόρο και υπερκαταναλωτικό µοντέλο ανάπτυξης που προωθεί ο
νεοφιλελεύθερος καπιταλισµός. Η στροφή προς τις ανανεώσιµες πηγές
ενέργειας αναβάλλεται διαρκώς ή πραγµατοποιείται µε πολύ αργούς ρυθµούς,
επειδή προσκρούει στα κατεστηµένα οικονοµικά συµφέροντα των µεγάλων
εταιρειών πετρελαίου. Η προγραµµατισµένη επίσπευση του κύκλου ζωής των
βιοµηχανικών προϊόντων, που έχει ως στόχο την τεχνητή ανανέωση των
αγορών για να εξασφαλίζεται εσαεί και αδιαλείπτως η κερδοφορία των
επιχειρήσεων, αποτελεί πλέον γενικευµένη εταιρική πρακτική. ∆εν
εφαρµόζεται µόνο στα αυτοκίνητα και στα κλασικά διαρκή καταναλωτικά
αγαθά, αλλά και σε µια µεγάλη γκάµα καινοτόµων και δηµοφιλών συσκευών
της ψηφιακής τεχνολογίας, όπου τα µοντέλα αλλάζουν εν ριπή οφθαλµού
(υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα κτλ.). Η βιοµηχανία δεν κατασκευάζει –ενώ
µπορεί- ανθεκτικά προϊόντα που θα διαρκούν µια ζωή, επειδή κάτι τέτοιο
είναι ασύµφορο από οικονοµική άποψη! Αυτό σηµαίνει ότι οι υλικές
καταστροφές δε συµβαίνουν πια µόνον σε περιόδους οικονοµικών κρίσεων,
πολέµων και ακραίων φυσικών φαινοµένων, αλλά έχουν ενσωµατωθεί και στη
φυσιολογική καθηµερινή λειτουργία του οικονοµικού συστήµατος. Ο
επιστηµονικός προγραµµατισµός της φυσικής ή τεχνολογικής φθοράς των
διαρκών καταναλωτικών αγαθών είναι το πιο παράλογο και αντιοικολογικό
χαρακτηριστικό της σύγχρονης βιοµηχανικής παραγωγής. Εξαντλεί τα φυσικά
αποθέµατα πρώτων υλών που υπάρχουν στον πλανήτη µε ιλιγγιώδεις
ρυθµούς. Είναι πια σαφές ότι ο σηµερινός αγοραίος καπιταλισµός δεν είναι
συµβατός µε την οικολογία και τη βιώσιµη ανάπτυξη. Πολλώ δε µάλλον που
τα ολέθρια αυτά πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης έχουν υιοθετηθεί κι
από τις χώρες της αναδυόµενης Ασίας, όπου κατοικούν τα 4,5 από τα
συνολικά 7,5 δισεκατοµµύρια των ανθρώπων που ζουν σήµερα στον πλανήτη.

Ωστόσο, παρά την παγκόσµια οικονοµική κρίση του 2008, ο καπιταλισµός δεν
υποχώρησε και ο σοσιαλισµός παραµένει µακρινό όνειρο. Μήπως λοιπόν
πρέπει να το βάλουµε κάτω και να το πάρουµε απόφαση ότι τα πράγµατα
αυτά δεν αλλάζουν, γιατί αποτελούν πεπρωµένο; Όχι βέβαια. Ο αγώνας για τη
βελτίωση της ποιότητας ζωής δεν έχει σχέση µε το υφιστάµενο οικονοµικό και
κοινωνικό σύστηµα. Πάντα πρέπει να αγωνιζόµαστε, αν όχι για την ιδανική
κοινωνία, τουλάχιστο για µια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Στις
σηµερινές συνθήκες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισµού ο αγώνας της
Αριστεράς πρέπει να είναι διµέτωπος. Οφείλει να αγωνίζεται και για την

24
(ανα)διανοµή του πλούτου, αλλά και για την εκλογίκευση του πλούτου, ώστε
να προστατευτεί το φυσικό περιβάλλον και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής. Η
µείωση των µεγάλων οικονοµικών και κοινωνικών ανισοτήτων προϋποθέτει
αποεµπορευµατοποίηση του τραπεζικού συστήµατος και της αγοράς εργασίας
µε την καθιέρωση δηµοκρατικών θεσµών κοινωνικού ελέγχου. Προϋποθέτει
επίσης καταπολέµηση της φοροδιαφυγής και διαµόρφωση ενός δικαιότερου
συστήµατος προοδευτικής φορολογίας.

Πρέπει επειγόντως να αποκαταστήσουµε τη δηµόσια εξουσία και να


διαµορφώσουµε ένα αρκούντως ισχυρό δηµοκρατικό πολιτικό σύστηµα , που
θα περιορίσει τα µεγάλα οικονοµικά συµφέρονται µε απώτερο στόχο να
ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να καταστεί κυρίαρχο. Για να
µπορεί κάποια στιγµή η πολιτική να υπαγορεύει στην οικονοµία τους
κοινωνικούς στόχους από θέση ισχύος και όχι να υπακούει και να τους
υφίσταται σε ρόλο υπηρέτη της χρηµατοοικονοµικής ολιγαρχίας. ∆εν υπάρχει
άλλος δρόµος. There Is No Alternative. TINA!..

Γιώργος ∆ουράκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονοµίας
Τµήµα Πολιτικών Επιστηµών

25

You might also like