Professional Documents
Culture Documents
ευηµερίας
και του ελεύθερου χρόνου
ΤΖΟΝ ΜΕΪΝΑΡΝΤ ΚΕΪΝΣ:
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΥ ΖΗΝ
1
Ο νατουραλιστής γκουρού, ο Μπέρτραντ Ράσελ και ο Κέινς
Πιστεύω ότι και οι φιλόσοφοι (όπως και πολλοί άλλοι διανοούµενοι, αλλά και
θυµόσοφοι) µπορεί να µας φανούν ιδιαίτερα χρήσιµοι στην αναζήτηση του ευ
ζην. ∆είτε για παράδειγµα τι λέει για το θέµα αυτό ο µεγάλος ειρηνιστής
φιλόσοφος και στοχαστής Μπέρτραντ Ράσελ, που πήρε και βραβείο Νόµπελ
λογοτεχνίας το 1950: «Η καλή ζωή εµπνέεται από την αγάπη και καθοδηγείται
από τη γνώση. Ούτε η αγάπη χωρίς γνώση, ούτε η γνώση χωρίς αγάπη µπορούν
να δηµιουργήσουν µια καλή ζωή». Βέβαια ο προσδιορισµός και η αναζήτηση
του ευ ζην είναι ένα θέµα που απασχολεί τους φιλοσόφους από πολύ παλιά.
Για παράδειγµα, το αριστοτέλειο ευ ζην είναι συνώνυµο της «ευδαιµονίας».
Πρόκειται για το ύψιστο αγαθό και τον απώτερο στόχο του ανθρώπου, που
για να τον πετύχει πρέπει να ακολουθήσει το δρόµο της αρετής και της
µεσότητας. Αλλά και το επικούρειο ευ ζην είναι συνώνυµο της ευδαιµονίας και
της «µακαριότητας», της ιδανικής εκείνης ανθρώπινης κατάστασης που
χαρακτηρίζεται από την απουσία φυσικού και ψυχικού πόνου, την εσωτερική
γαλήνη και την απόλαυση µιας φυσικής και ευχάριστης ζωής. Αυτό το ευ ζην
είναι προσιτό σ’ όλους, έστω και αν ποτέ δεν µπορεί να επιτευχθεί απολύτως.
Και είναι συλλογική υπόθεση. Ευδοκιµεί σ’ ένα ευρύτερο περιβάλλον φιλικών
και κοινοτικών δεσµών και κοινωνικών σχέσεων. Φυσικά δεν είναι µόνον ο
Ράσελ, ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος. Πλείστοι όσοι φιλόσοφοι –παλαιοί και
νέοι- ασχολούνται µε το ευ ζην και ενδιαφέρονται γι’ αυτό. Αν µη τι άλλο,
γιατί αυτό είναι το αντικείµενο της δουλειάς τους! Κι ας λέει ό,τι θέλει ο
νεολουδίτης γκουρού που εκήρυττε την επιστροφή στη φύση…
2
οικονοµολόγοι φιλόσοφοι είναι. Ιδιότυποι µεν, φιλόσοφοι δε. «Κοσµικούς
φιλόσοφους» (worldly philosophers) τους αποκαλεί στο οµώνυµο έργο του ο
Ρόµπερτ Χαϊλµπρόνερ (κατά κοινή οµολογία το καλύτερο βιβλίο ιστορίας
οικονοµικών θεωριών που έχει γραφτεί ποτέ - βλ. εδώ). Θα γνωρίζετε
φαντάζοµαι ότι και ο πατέρας της πολιτικής οικονοµίας Άνταµ Σµιθ ήταν κι
αυτός φιλόσοφος. Φιλόσοφος των αγορών, αλλά και των ηθικών προς τον
πλησίον συναισθηµάτων ενός κατά άλλα συµφεροντολόγου και ιδιοτελούς
οικονοµικού ανθρώπου. Βέβαια είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι
οικονοµολόγοι αντιλαµβάνονται τον άνθρωπο εντελώς µονοδιάστατα, ως
homo œconomicus. Ως µια ανελέητη χρησιµοθηρική µηχανή µεγιστοποίησης
του οφέλους και ελαχιστοποίησης του κόστους, που αποτιµά όλες τις
ανθρώπινες αξίες αποκλειστικά και µόνο σε χρήµα και µε βάση αυτό
πορεύεται σ’ όλη την επίγεια ζωή του.
3
θεϊκού Ολύµπου ως περιούσιοι βασιλιάδες-φιλόσοφοι, σχεδόν ισάξιοι
συγκάτοικοι του ∆ία! Κλείνει η παρένθεση].
Αυτό όµως είναι κάτι που κατά τη γνώµη του µπορεί να διορθωθεί. Με ποιόν
τρόπο; Με τον κατάλληλο θεσµικό εκσυγχρονισµό. Μπολιάζοντας το άναρχο
σύστηµα της ελεύθερης αγοράς µε σοσιαλιστικά στοιχεία –στοιχεία
οικονοµικού σχεδιασµού και προγραµµατισµού- και µετατρέποντας το
άναρχο «laissez-faire» σε οργανωµένο καπιταλισµό µε κρατική ρύθµιση, ο
οποίος δε θα κυριαρχεί µόνο στο χώρο της παραγωγής, αλλά και στο χώρο της
κατανάλωσης. Αυτό µπορεί πρωτίστως να επιτευχθεί µε µακροοικονοµικές
πολιτικές που επιδιώκουν πλήρη απασχόληση και µείωση των ανισοτήτων
(θεσµοθετηµένες αυξήσεις µισθών ανάλογα µε την παραγωγικότητα και
καθιέρωση έντονα προοδευτικής φορολογικής κλίµακας). ∆ε χωρά αµφιβολία
ότι ο Κέινς δικαιώθηκε, δεδοµένου ότι µεταπολεµικά η τεχνολογική πρόοδος
συνέχισε ακάθεκτη την εντυπωσιακή πορεία της και πλαισιωµένη από νέους
κοινωνικοοικονοµικούς θεσµούς δικής του έµπνευσης απογείωσε την
παραγωγικότητα της εργασίας και το µέγεθος του ΑΕΠ των προηγµένων
δυτικών χωρών, βελτιώνοντας θεαµατικά το βιοτικό τους επίπεδο.
5
Ως προς το δεύτερο όµως σκέλος της, δηλ. ως προς το ωράριο εργασίας, η
πρόβλεψη του Κέινς διαψεύστηκε παταγωδώς. Στην αρχή βέβαια υπήρξε µια
σχετική µείωση, µε την κατάκτηση και στη συνέχεια καθιέρωση του οκτάωρου
και της εβδοµάδας των 48 ωρών (και αργότερα των 40 ωρών). Ωστόσο από
την τρίωρη καθηµερινή εργασία και από την εβδοµάδα των 15 ωρών που
προέβλεπε ο Κέινς απέχουµε έτη φωτός. Και µάλιστα τα τελευταία χρόνια η
προγενέστερη τάση έχει αντιστραφεί. Αντί για µείωση, παρατηρείται αύξηση
των ωρών εργασίας. Σε τι οφείλεται άραγε η καταφανώς λανθασµένη αυτή
πρόβλεψη; Γιατί έπεσε τόσο πολύ έξω ο µεγάλος βρετανός οικονοµολόγος;
Φαίνεται ότι «φταίει» η αντίληψή του για τον άνθρωπο, τις ανθρώπινες
ανάγκες και τα κίνητρα της ανθρώπινης συµπεριφοράς. Πίστευε ότι µόλις η
κοινωνία λύσει το πιεστικό οικονοµικό πρόβληµα και επιτρέψει στον άνθρωπο
να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του (διατροφή, στέγη, υγεία, ασφάλεια),
τότε αυτός θα σπεύσει να αφιερώσει περισσότερο χρόνο για τη βελτίωση της
κοινωνικής ζωής του και την καλλιέργεια της προσωπικότητάς του. Έχοντας
εξασφαλίσει τα προς το ζην, λογικά θα έπρεπε να στραφεί προς την
αναζήτηση του ευ ζην.
6
απόψεις του φιλοσόφου του University of Cambridge Τζόρτζ Μουρ, που στο
βιβλίο του Principia Ethica αναφέρει ότι το σηµαντικότερο πράγµα στη ζωή
είναι «η απόλαυση της ανθρώπινης επαφής και των ωραίων αντικειµένων» και
ότι αυτή ακριβώς η απόλαυση είναι που αποτελεί «τον ορθολογικό απώτερο
στόχο της κοινωνικής προόδου». Όπερ µεθερµηνευόµενο σηµαίνει ότι η
κοινωνική πρόοδος δεν είναι τόσο συνάρτηση του επιπέδου του Ακαθάριστου
Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), όσο της σωµατικής και ψυχικής ευεξίας των
ανθρώπων.
Για τον Κέινς ο άνθρωπος είναι δηµιουργικό ον, αποτελεί µια ενιαία σωµατική
και πνευµατική οντότητα που παράγει πολιτισµό. Από τη στιγµή που η
κοινωνία την οποία οραµατίζεται θα έχει λύσει το πιεστικό οικονοµικό
πρόβληµα του παρελθόντος, ο άνθρωπος θα απελευθερωθεί από τα δεσµά της
ανάγκης και του καθηµερινού µόχθου. Θα έρθει τότε αντιµέτωπος µε το
πραγµατικό, το ουσιαστικό πρόβληµα, που δεν είναι άλλο από την κατάλληλη
οργάνωση του ελεύθερου χρόνου που του παρέχει απλόχερα η νέα
τεχνολογία, ώστε να µπορεί να ζήσει µια ζωή συνετή και ευχάριστη. Θα
µπορέσει επιτέλους να απαλλαγεί από την τυραννία του αναγκαίου και του
χρήσιµου και να ασχοληθεί µε την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του µέσα
από την επιδίωξη του καλού κἀγαθού. Τουτέστιν της σωµατικής και
πνευµατικής αρµονίας, που συνδυάζει γνώση, οµορφιά, αγάπη και αρετή. Και
για να τα πραγµατοποιήσει όλα αυτά θα χρειαστεί όσο το δυνατόν
περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Όχι για να τεµπελιάζει και να απολαµβάνει
παθητικά τη µουσική πανδαισία και το τραγούδι, σαν την ηλικιωµένη
παραδουλεύτρα της προµετωπίδας που πέρασε τη ζωή της δουλεύοντας
νυχθηµερόν ή σαν τον Μίµη Φωτόπουλο, που αντιλαµβάνεται την καλή ζωή
ως «αραλίκι, ξάπλες, έξω οι έγνοιες κι άγιος ο Θεός», αλλά για να συµµετέχει στο
πολιτιστικό γίγνεσθαι ως δηµιουργός. Για να µετατραπεί από παθητικός
δέκτης πολιτισµού, σε ενεργό υποκείµενο και δηµιουργό πολιτισµού. Για να
ολοκληρώσει την προσωπικότητά του, για να γίνει αυτό που µπορεί, αυτό που
έχει την ικανότητα να γίνει.
Μήπως λοιπόν ο τρόπος ζωής των πλουσίων της εποχής του, που σίγουρα
είχαν λύσει το πιεστικό οικονοµικό τους πρόβληµα, µας δείχνει το δρόµο που
πρέπει να ακολουθήσουµε στη µελλοντική κοινωνία της αφθονίας; Κάθε άλλο!
Ο τρόπος –λέει- που ζουν οι πλούσιοι δεν πρέπει να αποτελεί παράδειγµα
προς µίµηση, αλλά παράδειγµα προς αποφυγήν! Οι περισσότεροι πλούσιοι
αντιµετωπίζουν το χρήµα ως αυτοσκοπό και όχι ως µέσο για την ικανοποίηση
των ανθρώπινων αναγκών. Αλλά για τον Κέινς η αγάπη για το χρήµα ως
χρήµα αποτελεί νοσηρό φαινόµενο και ένδειξη αποκρουστικής ψυχασθένειας
(«disgusting morbidity», «mental disease»). Μπορεί στον καπιταλισµό η επιδίωξη
του κέρδους και του προσωπικού συµφέροντος να µην είναι επιλήψιµη και να
συµβάλει στην οικονοµική και κοινωνική πρόοδο, όπως µας δίδαξε ο Άνταµ
Σµιθ, αλλά η πλεονεξία, η απληστία και η συσσώρευση πλούτου για τον
7
πλούτο εξακολουθούν -σύµφωνα µε τον Κέινς- να αποτελούν απεχθή
προσωπικά και κοινωνικά ελαττώµατα. Γι’ αυτό πρέπει να υιοθετήσουµε ένα
πρότυπο ζωής πολύ διαφορετικό από εκείνο των πλουσίων, που συνηθίζουν να
τα µετρούν όλα µε το χρήµα. Ένα πρότυπο που στην κλίµακα των αξιών θα
τοποθετεί τους σκοπούς πάνω από τα µέσα και το καλό πάνω από το αναγκαίο
και χρήσιµο.
Ποιο είναι όµως το βασικό χαρακτηριστικό και ο απώτερος στόχος αυτής της
στροφής προς την κοινωνία του ευ ζην; Η απάντηση του Κέινς είναι εντελώς
απρόσµενη: «Μας βλέπω λοιπόν ελεύθερους να επιστρέψουµε σε κάποιες από τις
πιο σίγουρες και ασφαλείς αρχές της θρησκείας και της παραδοσιακής αρετής –
ότι η φιλαργυρία είναι ελάττωµα, ότι η τοκογλυφία είναι παράπτωµα και ότι η
αγάπη για το χρήµα είναι απεχθής…». Αλήθεια, ποιος θα περίµενε από έναν
αβάν-γκαρντ εστέτ της προκλητικής Οµάδας Μπλούµσµπερι να οραµατίζεται
την επιστροφή σε παραδοσιακές ηθικές αρχές και αξίες του µακρινού
παρελθόντος; Ηθικές αρχές και αξίες που πρέσβευαν ο Άγιος Θωµάς ο
Ακινάτης (µεσαίωνας), ο Άγιος Βασίλειος Καισαρείας και ο Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστοµος (4ος αιώνας µ.Χ.) ή ακόµη παλαιότερα ο Αριστοτέλης, από τις
οποίες υποτίθεται ότι µας είχε απαλλάξει οριστικά ο Άνταµ Σµιθ, ήδη από τα
τέλη του 18ου αιώνα, αποδεικνύοντας ότι η επιδίωξη του κέρδους δεν αποτελεί
αµαρτία, αλλά κοινωνική αρετή;
8
υψηλούς ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης που εν ευθέτω χρόνω θα
επιτρέψουν το πέρασµα στην κοινωνία της αφθονίας, του ελεύθερου χρόνου
και του ευ ζην.
Μπορεί όµως ένας τέτοιος τρόπος ζωής να λάβει σάρκα και οστά στα πλαίσια
του βιοµηχανικού καπιταλισµού, έστω και µε τις συστηµατικές κρατικές
παρεµβάσεις που προτείνει ο Κέινς; Σίγουρα όχι, αν πιστέψουµε τους
θεωρητικούς της ριζοσπαστικής αριστεράς και των κοινωνικών κινηµάτων της
δεκαετίας του ’60. Την εποχή δηλαδή που η οικονοµική ανάπτυξη των
καπιταλιστικών χωρών ήταν εντυπωσιακή και η συγκυρία κατάλληλη για να
αρχίσει επιτέλους να υλοποιείται το όραµα του Κέινς για µια κοινωνία
απαλλαγµένη από το πιεστικό οικονοµικό πρόβληµα, για µια κοινωνία της
αφθονίας και του ελεύθερου χρόνου. ∆ε συνέβη όµως αυτό, αλλά κάτι άλλο,
εντελώς διαφορετικό. Αντί για µείωση του χρόνου εργασίας και αύξηση του
ελεύθερου χρόνου, η τεχνολογική πρόοδος και η αυξηµένη παραγωγικότητα
οδήγησαν στη διαβόητη καταναλωτική κοινωνία. Ο καπιταλισµός επεκτάθηκε
και στο χώρο της κατανάλωσης, τον οποίο άρχισε σιγά-σιγά να οργανώνει µε
βάση τη λογική του κέρδους, όπως ακριβώς και το χώρο της παραγωγής. Για
να επιβιώσει και να αναπτυχθεί ένα τέτοιο σύστηµα χρειάζεται να υπάρχει
υψηλή ροπή προς κατανάλωση. Ο µοντέρνος βιοµηχανικός τρόπος
παραγωγής -το µοντέλο της µαζικής παραγωγής- που διακρίνεται για την
υψηλή παραγωγικότητά του, έχει ανάγκη και από έναν αντίστοιχο τρόπο
ζωής, που θα βασίζεται στην υψηλή κατανάλωση.
9
χώρου και του χρόνου της εργασίας. Αυτό γίνεται µε την εισαγωγή νέων
µορφών καταπίεσης και κοινωνικού ελέγχου, που υπαγορεύονται από τη
σύγχρονη τεχνολογία, η κυριαρχία της οποίας δεν περιορίζεται µόνο στο χώρο
της παραγωγής, αλλά αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της καθηµερινής ζωής των
ανθρώπων.
10
διαφορά ότι ο Μαρκούζε αποκλείει ότι αυτό µπορεί να συµβεί στο πλαίσιο του
υφιστάµενου συστήµατος, για τον απλούστατο λόγο ότι ο καπιταλισµός είναι
ένα ταξικό σύστηµα εκµετάλλευσης που δε διαµορφώνει τη ζωή των
ανθρώπων σύµφωνα µε τις πραγµατικές ανάγκες τους, αλλά µε βάση τη
λογική του κέρδους και τις ανάγκες των µεγάλων επιχειρήσεων. Γι’ αυτό και
θεωρεί ότι πρέπει να ανατραπεί και να δώσει τη θέση του σ’ ένα εναλλακτικό
σύστηµα οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης που θα επιτρέπει «την
προγραµµατισµένη χρησιµοποίηση των πόρων για την ικανοποίηση ζωτικών
αναγκών µε τον ελάχιστο δυνατό µόχθο, τη µετατροπή της σχόλης σε
δηµιουργικό ελεύθερο χρόνο, τη χαλάρωση του αγώνα για την επιβίωση».
Το λάθος του Κέινς είναι ότι θεωρεί την τεχνολογία εντελώς αυτόνοµη και
κοινωνικά ουδέτερη, ενώ στην πραγµατικότητα είναι σε µεγάλο βαθµό
προϊόν κοινωνικής στρατηγικής. Η κατεύθυνση που θα πάρει, ο ρυθµός µε τον
οποίο θα εξελιχθεί, αλλά και ο τρόπος µε τον οποίο θα εφαρµοστεί
καθορίζεται εν πολλοίς από την κυρίαρχη τάξη. Αυτή διατηρεί την
πρωτοβουλία των κινήσεων και αυτή κινεί τα νήµατα, γιατί αυτή είναι που
χρηµατοδοτεί τις σχετικές επενδύσεις στο πεδίο της επιστηµονικής και
τεχνολογικής έρευνας. Η εντυπωσιακή πρόοδος της τεχνολογίας και της
παραγωγικότητας µας παρέχει όντως τη δυνατότητα να µειώσουµε το χρόνο
εργασίας και να αυξήσουµε τον ελεύθερο χρόνο. Η εξέλιξη όµως αυτή δεν
είναι νοµοτελειακή. ∆εν πρόκειται να συµβεί αφ’ εαυτής και αυτοµάτως, όπως
αφελώς φαίνεται να πιστεύει ο Κέινς. Χρειάζεται να υιοθετηθεί από
κοινωνικές δυνάµεις που θα είναι σε θέση να επιβάλουν µια τέτοια πολιτική
επιλογή. Και δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έχει συµβεί µέχρι τώρα.
Ο νεοφιλελεύθερος παροξυσµός
11
τους πολιτισµικούς κανόνες, τα ήθη και τα έθιµα της κάθε εποχής. Αλλά ο
νεοφιλελεύθερος homo œconomicus είναι ένα εγωπαθές υπεριστορικό άτοµο,
χωρίς κοινωνικές ή πολιτισµικές ρίζες και ηθικούς φραγµούς. Η υποτιθέµενη
φύση του τον κάνει να υπακούει αποκλειστικά και µόνο σε οικονοµικά
κίνητρα, ενώ τα βασικά χαρακτηριστικά που διαθέτει είναι η απληστία, η
φιλαργυρία και η άκρατη ιδιοτέλεια. Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά των
πλουσίων που ο Κέινς θεωρούσε νοσηρά και απεχθή. Στη µεταµοντέρνα όµως
νεοφιλελεύθερη κοινωνία, που αποθεώνει την πλεονεξία («Greed is good!») και
την υπερ-ανταγωνιστικότητα, τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται
ανεκτίµητες κοινωνικές αρετές. Το κοντράστ είναι εντυπωσιακό. Και εξηγεί σε
µεγάλο βαθµό γιατί έπεσε τόσο έξω στις σχετικές προβλέψεις του ο Κέινς.
12
καταναλωτικές επιθυµίες και νέα πρότυπα πολυτελούς διαβίωσης όχι µόνο
στη κορυφή της κοινωνικής πυραµίδας, αλλά και στις µεσαίες τάξεις, που
µέσω της επιδεικτικής κατανάλωσης επιδιώκουν επίµονα την κοινωνική
αναγνώριση, την κοινωνική καταξίωση και την κοινωνική ανέλιξη.
13
λέει- να µας ανησυχεί η σκανδαλώδης ενίσχυση των κερδών, που αυξάνει τις
εισοδηµατικές ανισότητες και συγκεντρώνει τον πλούτο στην κορυφή της
κοινωνικής πυραµίδας. Γιατί κάποια στιγµή (χωρίς να προσδιορίζεται πότε
και πώς) ο πλούτος αυτός θα διαχυθεί προς τη βάση της πυραµίδας,
ενισχύοντας όλα τα ενδιάµεσα εισοδήµατα (trickle-down economics). ∆ε
χρειάζεται να παρεµβαίνει το κράτος και να εφαρµόζει εισοδηµατικές και
φορολογικές πολιτικές για την αναδιανοµή του εισοδήµατος και τη µείωση
των εισοδηµατικών ανισοτήτων, γιατί έτσι πλήττει τα υψηλά εισοδήµατα και
τα κέρδη, από τα οποία εξαρτώνται οι επενδύσεις και η οικονοµική ανάπτυξη.
Αυτά ισχυρίζεται η θεωρία της διάχυσης του πλούτου από την κορυφή προς τη
βάση της κοινωνικής πυραµίδος. Αλλά η ιστορική εµπειρία δείχνει ότι η
διάχυση αυτή αποτελεί φενάκη. Στην πραγµατικότητα εδώ και αρκετές
δεκαετίες συµβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Παρατηρείται µεταφορά
εισοδήµατος από τη βάση προς την κορυφή της κοινωνικής πυραµίδας µέσω
της εισοδηµατικής και της φορολογικής πολιτικής, οι οποίες έχουν οδηγήσει
σε εκρηκτικές οικονοµικές ανισότητες. Αλλά το αφήγηµα της διάχυσης του
πλούτου προς τα κάτω παραµένει ακλόνητο. Είναι ένα χαρακτηριστικό
παράδειγµα που δείχνει πώς οι αφηρηµένες αρχές ενός ιδεατού θεωρητικού
µοντέλου στην πράξη εκφυλίζονται σε ιδεοληψία, µετατρέποντας τους
ευαγγελιστές του νεοφιλελεύθερου δόγµατος σε ένθερµους απολογητές ενός
στυγνού και ανάλγητου οικονοµικού και κοινωνικού δαρβινισµού.
Η µετωπική επίθεση στον κόσµο της εργασίας και στο εισόδηµα των
εργαζοµένων γίνεται µε αιχµή του δόρατος τις διαβόητες διαρθρωτικές
µεταρρυθµίσεις στην αγορά εργασίας. Η κατάργηση των κανόνων και των
ρυθµίσεων και η πλήρης «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας επιδιώκει να
µεταβάλει την εργασία σε αναλώσιµο εξάρτηµα, σε µια φθηνή εισροή που θα
µπορεί να χρησιµοποιείται εάν, όταν, όπως και όπου το επιθυµεί ο εργοδότης,
ανάλογα µε τις ανάγκες της οικονοµικής συγκυρίας. Ο κατάλογος των
σχετικών µεταρρυθµίσεων είναι ενδεικτικός του νεοφιλελεύθερου τρόπου
σκέψης και δράσης: αποδυνάµωση των συνδικάτων, κατάργηση των
συλλογικών διαπραγµατεύσεων και εξατοµίκευση των συµβάσεων,
απελευθέρωση των απολύσεων και κατάργηση ή µείωση των σχετικών
αποζηµιώσεων, µείωση της αµοιβής των υπερωριών, αύξηση του ωραρίου και
διευθέτηση του συνολικού χρόνου εργασίας σύµφωνα µε τις ανάγκες του
εργοδότη, θεσµοθέτηση και εκρηκτική ανάπτυξη της προσωρινής
απασχόλησης, της µερικής απασχόλησης, της ενοικίασης εργαζοµένων κτλ.
Με άλλα λόγια, στο όνοµα της ευελιξίας και της ανταγωνιστικότητας γίνεται
µια σαφής προσπάθεια να (επαν)εµπορευµατοποιηθεί η εργασία, δηλαδή ο
ίδιος ο άνθρωπος. Τουτέστιν να ξαναγίνει εµπόρευµα σαν όλα τα άλλα. Με
απώτερο βέβαια στόχο να επανέλθει το καθεστώς της πλήρους
απελευθέρωσης που ίσχυε πριν από τη δεκαετία του ’30. Είναι σαφές ότι οι
φανατικοί της αγοράς δεν µπορούν ή δεν θέλουν να κατανοήσουν την
14
ειδοποιό διαφορά του συντελεστή εργασία από τους υπόλοιπους
παραγωγικούς συντελεστές και από τα υπόλοιπα προϊόντα. ∆εν
καταλαβαίνουν ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι η εργασία παρέχεται
από ανθρώπους που επιδιώκουν µια οµαλή οικογενειακή ζωή, που έχουν
συγγενείς, φίλους και γνωστούς, που είναι δεµένοι µε τον τόπο τους και τον
πολιτισµό τους, που θέλουν να αισθάνονται ασφαλείς απέναντι σ’
οποιαδήποτε φυσική ή κοινωνική απειλή.
Πουθενά αλλού δεν φαίνεται τόσο ξεκάθαρα η αντιστροφή στην κλίµακα των
ανθρώπινων αξιών όσο στην περιβόητη απελευθέρωση και ελαστικοποίηση
της αγοράς εργασίας. Τα πράγµατα έχουν πλέον αντιστραφεί εντελώς. Ζούµε
για να δουλεύουµε, δε δουλεύουµε για να ζούµε. Πράγµατι, µε την κατάργηση
των κανόνων προστασίας και την απορρύθµιση της αγοράς εργασίας, οι ρόλοι
αντιστρέφονται πλήρως. Η ανθρώπινη ύπαρξη παύει πια να είναι αυτοσκοπός
και υπέρτατη αξία. Μετατρέπεται σε εργαλείο που χρησιµοποιείται χωρίς
όρους και προϋποθέσεις για την εξυπηρέτηση στυγνών οικονοµικών
συµφερόντων. Η τεχνολογία και η οικονοµία, από υπηρέτες, γίνονται
δυνάστες του ανθρώπου και της κοινωνίας. Η αγορά και η ανταγωνιστικότητα
αυτοανακηρύσσονται σε απόλυτες αξίες. Όλα τα άλλα έπονται και
προσαρµόζονται αναλόγως.
15
φραγµούς σύµφωνα µε τα πρότυπα και τους νόµους της φύσης, οδηγεί εκ του
ασφαλούς στο νόµο της ζούγκλας και στην κυριαρχία των πιο ισχυρών.
Τουτέστιν στην απάρνηση κάθε έννοιας ουσιαστικής ελευθερίας, κάθε έννοιας
κοινωνίας και πολιτισµού.
16
Τη δεινή αυτή ιστορική συγκυρία επέλεξε ο λόρδος Ρόµπερτ Σκιντέλσκι, ο
σηµαντικότερος εν ζωή βιογράφος του Κέινς, για να εκδώσει το 2012 ένα πολύ
ενδιαφέρον βιβλίο µε τίτλο Πόσος Πλούτος είναι Αρκετός; (How Much is
Enough?) και υπότιτλο Το Χρήµα και η Καλή Ζωή (Μoney and the Good Life).
Πρόκειται για έναν από τους σηµαντικότερους επιγόνους του Κέινς, οµότιµο
καθηγητή πολιτικής οικονοµίας του University of Warwick, που συνέγραψε το
βιβλίο αυτό µε το γιό του Έντουαρντ, λέκτορα φιλοσοφίας του University of
Exeter. Ουσιαστικά ο Σκιντέλσκι δεν πρωτοτυπεί. Απλώς ακολουθεί τα χνάρια
του µεγάλου του µέντορα Τζον Μέιναρντ Κέινς, ξεκινώντας την ανάλυσή του
από το δοκίµιο που αναλύσαµε πιο πάνω, που κι αυτό είχε γραφεί κατά τη
διάρκεια µιας ακόµα µεγαλύτερης διεθνούς οικονοµικής κρίσης, της Μεγάλης
Ύφεσης της δεκαετίας του ’30. Φαίνεται ότι οι συστηµικές οικονοµικές κρίσεις
είναι κατάλληλες και προσφέρονται για τέτοιου είδους προβληµατισµό, για
έναν πολύ απλό λόγο. Αποτελούν σηµεία καµπής που θέτουν ντε φάκτο επί
τάπητος το ζήτηµα της αναθεώρησης των καθιερωµένων προτύπων
οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης, δεδοµένου ότι αυτά παύουν να είναι
αποτελεσµατικά και οδηγούνται σε αδιέξοδο. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο
ουσιαστικός έως και ριζικός αναπροσανατολισµός της οικονοµίας και η
αλλαγή προτύπου οικονοµικής και κοινωνικής οργάνωσης προβάλλουν ως
επιτακτική και αδήριτη ανάγκη.
Αλλά για τον Σκιντέλσκι, όπως και για τον Κέινς, η επιδίωξη του χρήµατος για
το χρήµα και του πλούτου για τον πλούτο είναι διαστροφή και δεν οδηγεί στο
ευ ζην. Μεγαλύτερο ΑΕΠ και περισσότερος πλούτος δε σηµαίνουν κατ’
17
ανάγκην καλύτερη ποιότητα ζωής και ευτυχέστερη κοινωνία. Το χρήµα πρέπει
να είναι µέσο για την απόκτηση χρήσιµων αγαθών και όχι αυτοσκοπός. Τα
βασικά αγαθά από τα οποία, κατά τον συγγραφέα, εξαρτάται άµεσα η
ποιότητα ζωής των ανθρώπων είναι επτά: υγεία, ασφάλεια, εκτίµηση και
σεβασµός, κατάλληλες συνθήκες για τη διαµόρφωση της προσωπικότητας,
αρµονία µε τη φύση, φιλία και ελεύθερος χρόνος. Για να ζουν καλά, «οι
άνθρωποι χρειάζονται ένα υγιές σώµα και ελεύθερο πνεύµα. Χρειάζονται αγάπη,
ασφάλεια για να έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάζουν και να καινοτοµούν,
προσωπικό χώρο για να µπορούν «να είναι ο εαυτός τους» και ελεύθερο χρόνο για
να κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί και όχι αυτό που πρέπει. ∆εν χρειάζονται
πακέτα σούσι και προ-πλυµένα φύλλα σαλάτας. Ένα οικονοµικό σύστηµα που
παράγει πρωτίστως µπιχλιµπίδια και µαραφέτια µας αποµακρύνει από το ευ ζην,
δε µας οδηγεί προς αυτό» (βλ. εδώ). Είναι προφανές ότι ο Σκιντέλσκι,
παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Κέινς, προσπαθεί να δώσει πιο συγκεκριµένο
και απτό περιεχόµενο στον όρο ευ ζην. Καλή ζωή σηµαίνει γι’ αυτόν να
διαθέτει κανείς αρκετή ποσότητα από τα προαναφερθέντα βασικά αγαθά.
Οπότε και στο ερώτηµα «Πόσος Πλούτος είναι Αρκετός» µπορούµε να δώσουµε
συγκεκριµένη απάντηση: όσος πλούτος αρκεί για να ζήσει κανείς µια καλή
ζωή. Η οποία εξαρτάται µεν άµεσα από τα βασικά αυτά αγαθά, χωρίς ωστόσο
να είναι για όλους ίδια. ∆ιαφοροποιείται ανάλογα µε την ηλικία, τις
προτιµήσεις, τις περιστάσεις και την ιδιοσυγκρασία.
Τίθεται όµως κι ένα άλλο ερώτηµα. Ακόµη κι αν έχουµε στη διάθεσή µας
περισσότερο χρόνο, θα έχουµε άραγε την ικανότητα να τον καλύπτουµε µε
δραστηριότητες που µας ενδιαφέρουν και κάνουν τη ζωή µας καλύτερη; Γιατί
υπάρχουν και άνθρωποι που δεν ξέρουν τι να κάνουν στον ελεύθερο χρόνο
τους και γι’ αυτό γίνονται εργασιοµανείς. Εν τοιαύτη περιπτώσει
(αυτο)σκοπός τους δεν είναι το χρήµα, αλλά η ίδια η δουλειά. Πόσοι όµως
είναι ευχαριστηµένοι από τη δουλειά που κάνουν; Ελάχιστοι. Άρα η
εργασιοµανία (ή η υπερεργασία) δεν είναι λύση. Βλάπτει σοβαρά την υγεία
και καταστρέφει την οικογενειακή ζωή. ∆εν οδηγεί στο ευ ζην. Όπως είδαµε, ο
Κέινς υποστήριξε ότι το πέρασµα από το ζην στο ευ ζην, από την ηθική της
σκληρής δουλειάς στην ηθική των απολαύσεων, θα προκαλέσει πολιτισµικό
σοκ και θα πάρει πολύ χρόνο για να ολοκληρωθεί. Η βασικότερη ίσως
δυσκολία είναι να µάθουν οι άνθρωποι να γεµίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους
µε ευχάριστες και δηµιουργικές ασχολίες που δε θα συνδέονται µε την υλική
κατανάλωση, αλλά µε την ανάπτυξη της προσωπικότητας και της κοινωνικής
ζωής. Και κάτι ακόµη. Ελεύθερος χρόνος δε σηµαίνει τεµπελιά. Η τεµπελιά
είναι ένα εύλογο δικαίωµα, αλλά µόνον περιστασιακά, για όσο χρονικό
διάστηµα χρειάζεται για να ξαναγεµίσει κανείς τις µπαταρίες της ζωής. Το
«και µετά θα κάαααααθοµαι!» του Μίµη Φωτόπουλου δε µπορεί να αποτελεί
µόνιµη και γενική στρατηγική ζωής, γιατί η τεµπελιά οδηγεί αποδεδειγµένα
στην ανία και στη βαριεστιµάρα.
18
Η ικανότητα να ασχολείται κανείς µε ευχάριστες και δηµιουργικές
δραστηριότητες στον ελεύθερο χρόνο του είναι σε µεγάλο βαθµό επίκτητη,
όπως ακριβώς και η τεχνογνωσία της δουλειάς. Άρα είναι θέµα παιδείας. Το
εκπαιδευτικό σύστηµα δεν πρέπει να µας παρέχει µόνον επαγγελµατικές
γνώσεις και δεξιότητες για τη δουλειά που έχουµε αποφασίσει να κάνουµε.
Πρέπει να µας µαθαίνει και την «την τέχνη της ζωής» (the art of life), το πώς να
περνάµε ευχάριστα και δηµιουργικά τον ελεύθερο χρόνο µας. Κι όχι µόνον
αυτό. Το κράτος πρέπει να παρέµβει ενεργά µε ένα ευρύ πλέγµα οικονοµικών
και κοινωνικών πολιτικών που θα έχουν ως στόχο αφενός την οικονοµική
στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων και αφετέρου την αύξηση του
δηµιουργικού ελεύθερου χρόνου µε παράλληλη συρρίκνωση της υλικής
κατανάλωσης, ώστε να βελτιωθεί ουσιαστικά η ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
Αυτές οι πολιτικές του ευ ζην προβλέπουν ένα βασικό εισόδηµα για όλους τους
πολίτες χωρίς προϋποθέσεις, νοµοθετικές ρυθµίσεις για τη µείωση του χρόνου
εργασίας, δυνατότητα επιµερισµού και συγκατοχής των υφιστάµενων θέσεων
εργασίας (work sharing), περιορισµό της διαφήµισης (π.χ. µε κατάργηση της
διάταξης που προβλέπει έκπτωση των διαφηµιστικών δαπανών από το
φορολογητέο εισόδηµα των επιχειρήσεων), επιβολή προοδευτικού φόρου
κατανάλωσης για να αποτραπεί η υπερκατανάλωση υλικών αγαθών και, last
but not least, επιβολή φόρου στις χρηµατοοικονοµικές συναλλαγές για να
αποτραπεί όσο γίνεται η κερδοσκοπία και η υπερδιόγκωση του τραπεζικού
συστήµατος. Εποµένως για τον Σκιντέλσκι το ευ ζην δεν είναι µόνον
οικονοµικό, αλλά και πολιτικό πρόβληµα. Το κράτος πρέπει να οργανώσει
κατάλληλα τη συλλογική µας ύπαρξη, ώστε να µπορούν οι άνθρωποι να
απολαµβάνουν το ευ ζην.
Σηµειωτέον ότι ο Σκιντέλσκι δεν είναι ο µόνος επίγονος του Κέινς που
ασχολήθηκε µε το θέµα του ευ ζην. Είχε προηγηθεί πολύ πιο πριν (1958) ένας
άλλος µεγάλος κεϊνσιανός -πρωθιερέας της µεταπολεµικής θεσµικής πολιτικής
οικονοµίας και ένας από τους πιο επιφανείς και πολυδιαβασµένους
συγγραφείς του 20ου αιώνα- ο αείµνηστος Τζον Κένεθ Γκάλµπρεϊθ, µε το
βιβλίο του Η Κοινωνία της Αφθονίας (The Affluent Society). Ο Γκάλµπρεϊθ είχε
αντιληφθεί εγκαίρως ότι η καπιταλιστική κοινωνία δεν πήρε την τροπή που
περίµενε ο µέντοράς του, ο Κέινς. Η υψηλή παραγωγικότητα που εξασφάλιζε
η πρόοδος της τεχνολογίας δε χρησιµοποιήθηκε για τη µείωση του χρόνου
εργασίας και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, αλλά για τη δηµιουργία
περιττών καταναλωτικών προϊόντων που κάθε άλλο παρά βελτιώνουν την
ποιότητα ζωής. Ουσιαστικά είναι αυτός ο οποίος εγκαινιάζει τις αναλύσεις
αυτού του είδους, που επικρίνουν το περιεχόµενο και τη σύνθεση του ΑΕΠ,
τονίζοντας ότι µεγαλύτερο ΑΕΠ δε σηµαίνει καλύτερη ποιότητα ζωής ή –κατά
µείζονα λόγο- ανθρώπινη ευτυχία. Την οπτική αυτή υιοθέτησαν αργότερα ο
Μαρκούζε (1964), ο γάλλος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ
19
(µε τα βιβλία του Η καταναλωτική κοινωνία - La société de consommation, 1970
και Για µια κριτική της πολιτικής οικονοµίας του σήµατος - Pour une critique
de l'économie politique du signe, 1972) και πιο πρόσφατα οι Σκιντέλσκι (πατήρ
και υιός) (2012).
Η βασική διαπίστωση που κάνει ο Γκάλµπρεϊθ στο βιβλίο αυτό είναι ότι οι
επενδύσεις που ενσωµατώνουν την τεχνολογική πρόοδο πραγµατοποιούνται
στην ιδιωτική οικονοµία, γιατί εκεί κυριαρχεί η ελεύθερη αγορά και υπάρχει
το κίνητρο του κέρδους. Έτσι στον προηγµένο καπιταλισµό διαµορφώνεται
ένα δυαδικό οικονοµικό σύστηµα, στο οποίο συνυπάρχουν ταυτόχρονα ένας
πλούσιος ιδιωτικός τοµέας και ένας φτωχός δηµόσιος τοµέας. Ωστόσο η
ποιότητα ζωής εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τον υπανάπτυκτο κρατικό
τοµέα, που παρέχει τα δηµόσια αγαθά. Επειδή όµως εκεί δεν υπάρχει το
κίνητρο του κέρδους, δεν γίνονται οι απαραίτητες επενδύσεις και έτσι τα
δηµόσια αγαθά παραµένουν υποβαθµισµένα. Αλλά και στον ιδιωτικό τοµέα η
καταναλωτική αφθονία δε βελτιώνει την ποιότητα ζωής. Η διαφήµιση και το
µάρκετινγκ χειραγωγούν τους καταναλωτές και συχνά δηµιουργούν ζήτηση
για άχρηστα προϊόντα που δεν καλύπτουν τις πραγµατικές ανάγκες τους.
Εκτός αυτού, το σύστηµα της ελεύθερης αγοράς δηµιουργεί µεγάλες
οικονοµικές ανισότητες και έτσι ένα µέρος του πληθυσµού παραµένει φτωχό
και δε µπορεί να συµµετέχει σ’ αυτή την υπερκατανάλωση. Αποτέλεσµα; Κακή
ποιότητα ζωής και διαιώνιση της φτώχειας εν µέσω καταναλωτικής αφθονίας.
Οι µεγάλες δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογική πρόοδος δε
χρησιµοποιούνται για τη µείωση του χρόνου εργασίας και την ουσιαστική
βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, αλλά για την εξυπηρέτηση της
κερδοφορίας των µεγάλων επιχειρήσεων.
20
(Great Depression), ο Γκάλµπρεϊθ είναι εµπνευστής και αρχιτέκτονας της
«Μεγάλης Κοινωνίας» (Great Society), ενός ευρύτατου προγράµµατος
προοδευτικών µεταρρυθµίσεων που άρχισε να εφαρµόζει ο πρόεδρος Λίντον
Τζόσνον, όταν -µετά τη δολοφονία του Τζον Κένεντι- κέρδισε τις εκλογές του
1964 µε πολύ µεγάλη πλειοψηφία (61%). Η κεντρική ιδέα ήταν να
χρησιµοποιηθεί και σε καιρό ειρήνης και έντονης οικονοµικής ανάπτυξης η
τεχνογνωσία κρατικού παρεµβατισµού που απέκτησαν οι ΗΠΑ κατά τη
διάρκεια του New Deal και του πολέµου. Με άλλα λόγια αυτή τη φορά η
κεϊνσιανή πολιτική να µην εφαρµοστεί για την καταπολέµηση της οικονοµικής
κρίσης, αλλά για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής εν µέσω υλικής αφθονίας.
21
το χρυσό (1971). Για να αρχίσει έτσι µια περίοδος υψηλών ποσοστών
πληθωρισµού, στην οποία εν συνεχεία ήρθαν να προστεθούν και τα υψηλά
ποσοστά ανεργίας, δηµιουργώντας µια πρωτόγνωρη και παράδοξη κρίση
στασιµοπληθωρισµού, που ήταν η βασική αιτία της ντε φάκτο εγκατάλειψης
των κεϊνσιανών πολιτικών και της επικράτησης του νέου οικονοµικού
φιλελευθερισµού.
Όσο για το δια ταύτα και το τι δέον γενέσθαι, η θέση του Γκάλµπρεϊθ είναι
σαφής και κατηγορηµατική: ο σύγχρονος καπιταλισµός είναι ένα εξαιρετικά
προηγµένο και περίπλοκο κοινωνικοοικονοµικό σύστηµα και η
αποτελεσµατική διαχείρισή του απαιτεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά
συστηµατική κρατική παρέµβαση. Οι άλλες δύο εναλλακτικές λύσεις (το
µοντέλο κεντρικού σχεδιασµού σοσιαλιστικού τύπου και η πλήρως
22
αποκεντρωµένη και άναρχη οικονοµία της ελεύθερης αγοράς) χρεοκόπησαν
ιστορικά το 1989 και το 2008. Στην ιστορική αυτή συγκυρία που οι πολίτες
εγκαταλείπουν την Αριστερά και στρέφονται προς την Άκρα ∆εξιά, ο µόνος
εφικτός δρόµος που αποµένει για την οικοδόµηση της δηµοκρατικής «καλής
κοινωνίας» είναι ο ενδεικτικός σχεδιασµός και η µικτή οικονοµία κεϊνσιανού
τύπου.
Επίλογος
Η τροπή που πήρε ο καπιταλισµός µετά τη δεκαετία του ’80 οδήγησε στη
διαµόρφωση προτύπων οικονοµικής και καταναλωτικής συµπεριφοράς που
αποθεώνουν την απληστία, την κερδοσκοπία και τον υπερκαταναλωτισµό. Η
διαφήµιση ζει και βασιλεύει. Τα ΜΜΕ έχουν µετατραπεί σε σύγχρονα
εργαστήρια κοινωνικής αρχιτεκτονικής που συνειδητά ή ασυναίσθητα
διαπλάθουν και διαχέουν στην κοινωνία το πιο σκληροπυρηνικό και
κραυγαλέο πρότυπο µονοδιάστατου οικονοµικού ανθρώπου στη µακραίωνη
ιστορία της ανθρωπότητας. Ποτέ άλλοτε το αξιακό µας σύστηµα και η
ανθρώπινη υπόσταση δεν είχαν ταυτιστεί τόσο πολύ µε το χρήµα και το
όραµα του υλικού πλουτισµού. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισµός απαιτεί απ’
όλους ολοένα και πιο σκληρή δουλειά και υπόσχεται –τι άλλο;- κατανάλωση,
µεγαλύτερη κατανάλωση, ακόµα µεγαλύτερη κατανάλωση (χωρίς ωστόσο να
µπορεί να τηρήσει αυτή την υπόσχεση, όπως αποδεικνύεται από την
πρωτοφανή έξαρση των οικονοµικών ανισοτήτων και την παγκόσµια
οικονοµική κρίση του 2008). ∆ε µπορεί όµως να ταυτίζουµε την ευηµερία µε
τον καταναλωτισµό. ∆ε µπορεί να ορίζουµε την οικονοµική ανάπτυξη και την
κοινωνική πρόοδο ως µια ατέρµονη διαδικασία δηµιουργίας και ικανοποίησης
αναγκών ή επιθυµιών, γιατί αυτό οδηγεί σ’ έναν αέναο φαύλο κύκλο και σ’ ένα
διαρκές σύνδροµο στέρησης εν µέσω αφθονίας. Χρειαζόµαστε επειγόντως µια
θεωρία αντικειµενικών αναγκών που θα προσδιορίζει εξωγενώς και µε
σαφήνεια τις προς ικανοποίηση βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Έτσι ώστε να
µη δηµιουργούνται διαρκώς νέες, τεχνητές ανάγκες και επιθυµίες, που
µετατρέπουν την οικονοµική δραστηριότητα σε µαρτύριο του Σισύφου.
Αυτό όµως δε σηµαίνει ότι πρέπει να αρνηθούµε την οικονοµική πρόοδο και
την οικονοµική ανάπτυξη. Χρειαζόµαστε την υψηλότερη παραγωγικότητα -
που οδηγεί σε ταχύτερους ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης και σε µεγαλύτερο
ΑΕΠ- όχι όµως για να αυξήσουµε την άχρηστη κατανάλωση, αλλά για να
παράγουµε πιο αποτελεσµατικά και σε λιγότερο χρόνο αγαθά και υπηρεσίες
που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής. Ή/και για να µπορούµε να µειώσουµε το
χρόνο εργασίας και να αυξήσουµε τον ελεύθερο χρόνο. Η «αποανάπτυξη», που
συχνά θέτει σαν στόχο το οικολογικό κίνηµα, σε καµιά περίπτωση δεν (πρέπει
να) αποτελεί στρατηγική µείωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων. Η κριτική
πρέπει να στρέφεται συγκεκριµένα κατά του σηµερινού µοντέλου παραγωγής
23
και κατανάλωσης άχρηστων καταναλωτικών προϊόντων, που δεν καλύπτουν
πραγµατικές ανάγκες και όχι γενικά κατά της τεχνολογίας και του
«παραγωγισµού». ∆ε φταίει η υψηλή παραγωγικότητα αυτή καθεαυτή, αλλά ο
τρόπος που χρησιµοποιείται και το είδος των προϊόντων που παράγει.
Χρειαζόµαστε ένα παραγωγικό πρότυπο που θα δίνει έµφαση στα συλλογικά
αγαθά, στα δηµόσια αγαθά, από τα οποία εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό η
ποιότητα ζωής.
Ωστόσο, παρά την παγκόσµια οικονοµική κρίση του 2008, ο καπιταλισµός δεν
υποχώρησε και ο σοσιαλισµός παραµένει µακρινό όνειρο. Μήπως λοιπόν
πρέπει να το βάλουµε κάτω και να το πάρουµε απόφαση ότι τα πράγµατα
αυτά δεν αλλάζουν, γιατί αποτελούν πεπρωµένο; Όχι βέβαια. Ο αγώνας για τη
βελτίωση της ποιότητας ζωής δεν έχει σχέση µε το υφιστάµενο οικονοµικό και
κοινωνικό σύστηµα. Πάντα πρέπει να αγωνιζόµαστε, αν όχι για την ιδανική
κοινωνία, τουλάχιστο για µια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Στις
σηµερινές συνθήκες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισµού ο αγώνας της
Αριστεράς πρέπει να είναι διµέτωπος. Οφείλει να αγωνίζεται και για την
24
(ανα)διανοµή του πλούτου, αλλά και για την εκλογίκευση του πλούτου, ώστε
να προστατευτεί το φυσικό περιβάλλον και να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής. Η
µείωση των µεγάλων οικονοµικών και κοινωνικών ανισοτήτων προϋποθέτει
αποεµπορευµατοποίηση του τραπεζικού συστήµατος και της αγοράς εργασίας
µε την καθιέρωση δηµοκρατικών θεσµών κοινωνικού ελέγχου. Προϋποθέτει
επίσης καταπολέµηση της φοροδιαφυγής και διαµόρφωση ενός δικαιότερου
συστήµατος προοδευτικής φορολογίας.
Γιώργος ∆ουράκης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονοµίας
Τµήµα Πολιτικών Επιστηµών
25