You are on page 1of 186

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Υ∆ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Λ. ΠΥΤΙΚΑΚΗΣ
Γεωλόγος

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ Υ∆ΡΟΦΟΡΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ


ΤΟΥ Β∆ ΛΑΣΙΘΙΟΥ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΣΠΑΝΙΩΝ ΓΑΙΩΝ

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙ∆ΙΚΕΥΣΗΣ

ΠΑΤΡΑ 2005
Έξοδος των πηγών του Αλµυρού Αγίου Νικολάου

Στους Λουκά, Μαρία


Ζαχαρένια και Θεοδώρα
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Αισθάνοµαι την ανάγκη να ευχαριστήσω τους ανθρώπους που µου
συµπαραστάθηκαν σε αυτό το δύσκολο εγχείρηµα. Χωρίς την συµβολή τους πιθανά
να µην είχε πραγµατοποιηθεί η συγγραφή αυτής της διπλωµατικής εργασίας.
Η ανάθεση του θέµατος έγινε από τον Αναπληρωτή. Καθηγητή κ. Νικόλαο
Λαµπράκη, τον οποίο και ευχαριστώ θερµά, για την εµπιστοσύνη που έδειξε στο
πρόσωπο µου, καθώς και για την συνεχή καθοδήγηση του στο θέµα της εργασίας µου
και τις πολύτιµες συµβουλές.
Ευχαριστώ τον Καθηγητή Γεώργιο Κούκη για την ηθική συµπαράσταση που
µου παρείχε έως την ολοκλήρωση της διπλωµατικής εργασίας ειδίκευσης.
Τον λέκτορα κ. Αναστάσιο Γραµµατικόπουλο για την βοήθεια του τόσο στην
επεξεργασία των λεπτών τοµών όσο και για την ερµηνεία τους και την ψηφιακή
φωτογράφηση τους.
Τον διδάκτορα, µέλος ΕΤΕΠ κ. Παναγιώτη Στεφανόπουλο, για την βοήθεια
και τη γνώση που µου προσέφερε πάνω στη χρήση εξειδικευµένων λογισµικών.
Θέλω επίσης να ευχαριστήσω τον ∆ιδάκτορα και φίλο Γεώργιο Παναγόπουλο
τόσο για την βοήθεια του στις εργαστηριακές αναλύσεις όσο και για τις
εποικοδοµητικές του συµβουλές και την αµέριστη συµπαράσταση του.
Ευχαριστώ τους υπαλλήλους του γραφείου της Στατιστικής Υπηρεσίας για τη
διάθεση των στοιχείων απογραφών. Επίσης τον Γεωλόγο Εµµανουήλ Καλογιαννάκη
και τους εργαζόµενους στο ΙΓΜΕ του Αγίου Νικολάου για τη διάθεση γεωλογικών,
υδρογεωλογικών και υδροχηµικών στοιχείων.
Τους εργαζόµενους του ΤΟΕΒ ∆ρασίου και Λακωνίων για την κατανόηση
τους και την άψογη συνεργασία τους, στο στάδιο της δειγµατοληψίας νερού και
µέτρησης της στάθµης των υδροφόρων.
Τέλος θέλω να ευχαριστήσω το θείο µου, Ιωάννη Μαυροµάτη, για τη διάθεση
του χρόνου του, κατά τις εργασίες υπαίθρου στην περιοχή του Οροπεδίου Λασιθίου,
καθώς και για την παραχώρηση χρήσιµου υλικού.
Ευχαριστώ όλα τα µέλη της οικογένειάς µου για την αµέριστη ηθική και υλική
συµπαράσταση που ποτέ δεν µου απαρνήθηκαν και χωρίς αυτή δεν θα
ολοκληρωνόταν η παρούσα εργασία.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...........................................................................................................1
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................4
1.1. Θέση περιοχής έρευνας...........................................................................................4
1.2. Ιστορική αναδροµή. ................................................................................................5
1.3. Προγενέστερες υδρογεωλογικές έρευνες στην περιοχή. ........................................6
1.4. Στατιστικά στοιχεία της περιοχής έρευνας. ............................................................7
1.4.1. Πληθυσµιακή ανάπτυξη.......................................................................................7
1.4.2. Χρήσεις γης..........................................................................................................8
2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ...............................................................9
2.1. Πλακώδεις ασβεστόλιθοι. .....................................................................................10
2.2. Φυλλιτική – Χαλαζιτική σειρά .............................................................................11
2.3. Ζώνη Τρίπολης .....................................................................................................12
2.4. Ζώνη Πίνδου-Εθιάς. .............................................................................................13
2.5. Τεκτονικό κάλυµµα εσωτερικών ζωνών-οφιολιθικό κάλυµµα. ...........................13
2.6. Μεταλπικά ιζήµατα...............................................................................................14
2.6.1. Αποθέσεις Τριτογενούς......................................................................................15
2.6.2. Αποθέσεις Τεταρτογενούς .................................................................................15
2.7. Τεκτονική της Περιοχής .......................................................................................15
2.7.1. Γεωτεκτονική εξέλιξη της περιοχής ..................................................................15
2.7.2. Τεκτονικό καθεστώς. .........................................................................................17
2.7.2.1. Πτυχές, φολίωση και γραµµική κρυστάλλωση...............................................17
2.7.2.2. Ρήγµατα ..........................................................................................................18
3. ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ...............................................................................................27
3.1. Καρστ....................................................................................................................27
3.1.1. Έννοια του καρστ ..............................................................................................27
3.1.2. Παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη του καρστ. ....................................27
3.2 Η γεωµορφολογία του καρστ στην περιοχή του Μιραµπέλου. .............................28
3.2.1 Εξωκαρστικές µορφές.........................................................................................28
3.2.1.2. Γλυφές.............................................................................................................29
3.2.1.3.∆ολίνες.............................................................................................................29
3.2.1.4.Πόλγες..............................................................................................................31
3.2.1.5 Ποταµοκαρστικές µορφές................................................................................32
3.2.1.7. Καταβόθρες.....................................................................................................34
3.2.1.8. Καρστικές πηγές. ............................................................................................35
3.2.2. Ενδοκαρστικές µορφές. .....................................................................................36
3.2.2.1. Σπήλαια...........................................................................................................37
3.3. Γεωµορφολογική ανάλυση µε τη βοήθεια γεωγραφικών συστηµάτων
πληροφοριών................................................................................................................37
3.4. Η ισχύς των νόµων του Horton.............................................................................43
3.4.1 Λεκάνη Περαµπέλων ..........................................................................................44
3.4.2. Λεκάνη πόλγης Λασιθίου. .................................................................................44
3.4.3. Λεκάνη πόλγης Λακωνίων.................................................................................45
3.4.4. Λεκάνη Καλού Ρυακιού.....................................................................................45
3.4.5.Λεκάνη Σισίου. ...................................................................................................46
3.4.6. Λεκάνη Τζαµπίου. .............................................................................................46
3.4.7. Λεκάνη Βάλτου..................................................................................................46
3.4.8. Λεκάνη Ξερών Ξύλων. ......................................................................................47

1
3.4.10. Λεκάνη Βραχασίου. .........................................................................................48
3.4.11. Λεκάνη Ξηροπόταµου. ....................................................................................49
3.4.12.Οι µικρότερες λεκάνες της περιοχής έρευνας...................................................49
3.5. Γεωµορφολογία της περιοχής έρευνας. ................................................................50
4. ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ-Υ∆ΡΟΛΟΓΙΑ ..........................................................................55
4.1. Κατανοµή βροχοπτώσεων. ...................................................................................55
4.2.Κατασκευή ισοϋέτιων καµπυλών. .........................................................................58
4.3.Έλεγχος της οµοιογένειας των βροχοµετρικών δεδοµένων. .................................59
4.4. Σχέση υψοµέτρου και µέσης ετήσιας βροχόπτωσης.............................................60
4.5. Θερµοκρασία αέρα................................................................................................62
4.6. Σχέση υψοµέτρου θερµοκρασίας..........................................................................66
4.7. Σχετική υγρασία του αέρα. ...................................................................................68
4.8.Υδρολογικό ισοζύγιο. ............................................................................................69
4.8.1. Όγκος νερού από βροχοπτώσεις. .......................................................................70
4.8.2. Εξατµισοδιαπνοή (ΕΤ).......................................................................................73
4.8.2.1. ∆υνητική εξατµισοδιαπνοή.............................................................................73
4.8.2.2. Πραγµατική εξατµισοδιαπνοή. .......................................................................76
4.8.3. Επιφανειακή απορροή........................................................................................84
4.8.4. Κατείσδυση........................................................................................................85
4.8.5 Προσεγγιστικό υδρολογικό ισοζύγιο της περιοχής έρευνας...............................88
5. Υ∆ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑ...................................................................................................91
5.1. Εργασία υπαίθρου.................................................................................................91
5.2 Υδρολιθολογική ταξινόµηση των σχηµατισµών. ..................................................91
5.2.1. Πορώδη µη συνεκτικά πετρώµατα. ...................................................................91
5.2.2. Συνεκτικά πετρώµατα µε δευτερογενές πορώδες. .............................................93
5.2.3. Πετρώµατα συνεκτικά ή µη µε αµελητέα παρουσία νερού. ..............................96
5.3 Πιεζοµετρία των καρστικών υδροφόρων...............................................................97
5.3.1. Πιεζοµετρία του καρστικού υδροφόρου των Πλακώδων ασβεστόλιθων..........97
5.3.2. Πιεζοµετρία του καρστικού υδροφόρου των ασβεστόλιθων της ζώνης
Τρίπολης. ...................................................................................................................100
6. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ-Υ∆ΡΟΧΗΜΕΙΑ. ...........................................................................103
6.1. Γενικά..................................................................................................................103
6.2. ∆ειγµατοληπτική εργασία υπαίθρου...................................................................104
6.2.1. Λήψη δειγµάτων νερού από τα υδροσηµεία....................................................104
6.2.2. ∆ειγµατοληψία των πετρωµάτων.....................................................................104
6.3. Αναλυτικές τεχνικές............................................................................................106
6.3.1. Μετρήσεις και αναλύσεις υπαίθρου. ...............................................................106
6.3.2. Εργαστηριακές αναλύσεις. ..............................................................................106
6.3.3. Χηµικές αναλύσεις ιχνοστοιχείων, βαρέων µετάλλων και σπάνιων γαιών.....107
6.3.4. Πετρογραφικές τοµές και γεωχηµικές αναλύσεις των πετρωµάτων. ..............110
6.4.1. Επεξεργασία των χηµικών αναλύσεων. ...........................................................114
6.5. Χηµικός χαρακτήρας του καρστικού υδροφόρου των πετρωµάτων της ζώνης
Τρίπολης. ...................................................................................................................114
6.5.1. 1ος τύπος νερού-Περιοχή Α..............................................................................114
6.5.2. 2ος τύπος νερού-περιοχή Β...............................................................................121
6.5.3. 3ος τύπος νερού-περιοχή Γ. ..............................................................................122
6.6.1. Μηχανισµοί υφαλµύρινσης του νερού σε καρστικά συστήµατα.....................127
6.6.2. Η υφαλµύρινση στο καρστικό σύστηµα της πηγής Αλµυρού, Αγίου Νικολάου.
....................................................................................................................................128
6.6.3. Οι χηµικές διεργασίες κατά την υφαλµύρινση. ...............................................129

2
6.7. ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΑΙΕΣ. ..............................................................................................132
6.7.1.Γενικά................................................................................................................132
6.7.2. Κανονικοποίηση-οµαλοποίηση των σπάνιων γαιών. ......................................135
6.7.3. Πηγές και τρόποι µεταφοράς των σπάνιων γαιών. ..........................................145
6.7.4. Ανάλυση δεδοµένων σπάνιων γαιών από τα δείγµατα πετρωµάτων της περιοχής
έρευνας.......................................................................................................................149
6.7.5. Ανάλυση δεδοµένων σπάνιων γαιών από τα δείγµατα νερού της περιοχής
έρευνας.......................................................................................................................154
7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ..............................................................................................161
8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ..................................................................................................164

3
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1.1. Θέση περιοχής έρευνας
Η περιοχή έρευνας βρίσκεται στην Ανατολική Κρήτη και συγκεκριµένα στα
Β.∆. του Νοµού Λασιθίου. Περιλαµβάνει τις πρώην επαρχίες του Μιραµβέλου καθώς
και ένα τµήµα του Οροπεδίου Λασιθίου. ∆ιοικητικά αποτελείται από τους ∆ήµους
Αγίου Νικολάου, Νεάπολης και µερικά δηµοτικά διαµερίσµατα του δήµου Οροπεδίου
Λασιθίου. Γεωγραφικά εκτείνεται µεταξύ των µεσηµβρινών 25ο30΄ και 25ο45΄
ανατολικά του Greenwich και µεταξύ 35ο06΄ και 35ο21΄ των µέγιστων κύκλων του
γεωγραφικού πάτους.
Γεωµορφολογικά, η περιοχή εκτείνεται από δυτικά από το ρέµα του Αράπη
µέχρι τον Κόλπο του Μιραµπέλου και από νότια από το όρος ∆ίκτη (Λασιθιώτικα
βουνά και καταλήγει στο Κρητικό Πέλαγος. Η συνολική έκταση της περιοχής
έρευνας ανέρχεται σε 420 km2 περίπου.

Εικόνα 1.1. Χάρτης της περιοχής έρευνας που παρουσιάζει τις πόλεις και τα χωριά
καθώς και το οδικό δίκτυο.

4
1.2. Ιστορική αναδροµή.

Η περιοχή έχει κατοικηθεί από τους Προτεροµινωικούς χρόνους. Σύµφωνα µε


την µυθολογία το ∆ικταίο Άντρον ήταν η σπηλιά που γεννήθηκε ο ∆ίας και
αποτελούσε χώρο λατρείας για τους Μινωίτες, σύµφωνα µε τις αρχαιολογικές
ανασκαφές που έχουν πραγµατοποιηθεί. Εξάλλου πρωτοµινωιτικοί τάφοι έχουν
βρεθεί στα βουνά βορείως του Λασιθίου. Επίσης από τις αρχαιολογικές ανασκαφές
έχουν έρθει στο φως τέσσερις πολιτείες κράτη της κύριας µινωικής εποχής που
βρίσκονταν σε συνεχή διαµάχη µεταξύ τους για την κυριαρχία στην περιοχή. Αυτές
ήταν η ∆ρήρος, η Όλους, η Λατώ και η Μίλητος (µητρόπολη της πόλης της Μιλητού
στη Μικρά Ασία). Οι πόλεις αυτές καταστράφηκαν ή συµµάχησαν µε τους
Μυκηναίους κατά τη Μυκηναϊκή επέλαση.
Στην κλασική περίοδο της αρχαιότητας οι περισσότερες πόλεις παρακµάζουν.
Σηµάδια όµως ζωής παρουσιάζονται στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στην
ελληνιστική περίοδο (ο ναύαρχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν πιθανά από την
πόλη της αρχαίας Όλους ή Λατούς, καθώς επίσης οι Κρήτες συµµετείχαν στην
εκστρατεία του σαν τοξοβόλοι).
Στους Ρωµαϊκούς χρόνους, η περιοχή παρακµάζει από τις τοπικές διαµάχες
των πόλεων και στην περίοδο των Βυζαντινών χρόνων αναπτύσσονται πλέον µικρά
χωριά κυρίως στην ενδοχώρα του νησιού αφού τα παράλια ερηµώνονται από τις
επιθέσεις των κουρσάρων και των πειρατών.
Τον 12ο αιώνα η περιοχή αποτελεί µια περιφέρεια της ενετικής θαλάσσιας
αυτοκρατορίας και γνωρίζει σε εναλλαγές ανάπτυξη και καταστροφή ανάλογα µε τις
επαναστάσεις των Κρητών στην ενετική κυριαρχία. Όµως το 1671 η περιοχή περνάει
στην Οθωµανική αυτοκρατορία, αφού και το τελευταίο φρούριο της Κρήτης
(Φρούριο Σπιναλόγκας) αλώνετε. Η περιοχή διοικητικά αναδιοργανώνεται σε µικρά
χωριά και Μετόχια τα οποία διοικούνται από Τούρκο πασά µε έδρα την Φουρνή
Μιραµπέλου. Ο τόπος αναβιώνει τις καταστροφές και το µαρασµό κατά τις
επαναστάσεις των Κρητικών, εκτός του Οροπεδίου του Λασιθίου το οποίο αποτέλεσε
µέρος προστασίας των επαναστατών. Στις µεγαλύτερες καταστροφές
συµπεριλαµβάνεται η θυσία στο σπήλαιο της Μιλάτου όπου ο άµαχος πληθυσµός της
περιοχής ή σφαγιάστηκε ή πουλήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Μέσης Ανατολής.
Η κυριαρχία της Οθωµανικής αυτοκρατορίας λήγει στις αρχές του 20ου όπου η
Κρήτη προσαρτάται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην περιοχή αναπτύσσονται µεγάλα

5
χωριά που βασίζονται στην γεωργία και την κτηνοτροφία και που αργότερα θα
αναπτυχθούν αστικά κέντρα λόγω της έντονης τουριστικής ανάπτυξης.

1.3. Προγενέστερες υδρογεωλογικές έρευνες στην περιοχή.

Οι πρώτες υδρογεωλογικές έρευνες στην περιοχή πραγµατοποιήθηκαν στα


πλαίσια εργασίας του IΓΜΕ στην περιοχή για την διερεύνησης της καρστικής πηγής
του Αλµυρού του Αγίου Νικολάου σε συνδυασµό µε την παρακολούθηση του
υδατικού δυναµικού και της ποιότητας του υπόγειου νερού της πηγής.
Στα πλαίσια των εργασιών του ΙΓΜΕ πραγµατοποιήθηκαν ερευνητικές
γεωτρήσεις στις περιοχές του Οροπεδίου του Λασιθίου, ∆ρασίου, Λακωνίων
Νεάπολης καθώς και στις παράκτιες ζώνες των χωριών Βρουχά, Ελούντας και του
Αγίου Νικολάου.
Από τις έρευνες αυτές διαπιστώθηκαν τρεις ζώνες µε διαφορετικές ποιότητες
νερού, οι οποίες εκτείνονται από την πηγή του Αλµυρού έως την περιοχή του
∆ρασίου.
Οι κυριότερες εκθέσεις που προέκυψαν από τις υδρογεωλογικές έρευνες στην
περιοχή είναι:
Λεοντιάδη Ι. Λ., 1979., Α’ ενδιάµεση τεχνική έκθεση, Ισοτοπική υδρολογική έρευνα
Αγ. Νικολάου Κρήτης.
Κνιθάκη Μ., Καλογιαννάκη Μ., Ζαµπετάκη Γ., 1990., Έκθεση της
υδρογεωλογικής έρευνας της πηγής αλµυρού (Αγ. Νικολάου) και της ευρύτερης
περιοχής. (Συνοπτική αναφορά της έρευνας επί της δυνατότητας αξιοποίησης
υπόγειων νερών του συστήµατος της πηγής).
Κνιθάκης Μ., Παπαδόπουλος Κ., Mangin A., Bakalowicz M., D’ Hustl D.,
Andrieux C., 1996. Υδρογεωλογία των ανθρακικών υδροφόρων της περιοχής Αγίου
Νικολάου (Κρήτη, Ελλάδα).

6
1.4. Στατιστικά στοιχεία της περιοχής έρευνας.

1.4.1. Πληθυσµιακή ανάπτυξη.

Η στατιστική υπηρεσία διαθέτει στοιχεία του πληθυσµού της περιοχής από


την απογραφή του 1928. Ο Πίνακας 1.1 και το διάγραµµα της εικόνας 1.2
παρουσιάζουν την πληθυσµιακή µεταβολή από το 1928 έως την τελευταία απογραφή
του 2001. Ο πληθυσµός στην περίοδο 1928 έως 1981 αυξοµειωνόταν από 17871
άτοµα έως 23511 άτοµα. Από το 1981 έως το 2001 αυξήθηκε ως αποτέλεσµα της
έντονης κυρίως τουριστικής ανάπτυξης. Ο πληθυσµός το 2001 ανερχόταν σε 26227
κατοίκους µε τάση αύξησης 3 κατοίκων ανά 10000 άτοµα τον χρόνο.

Πίνακας 1.1: Πληθυσµιακή ανάπτυξη στην περιοχή έρευνας.


Χρονολογία απογραφής του πληθυσµού: Πληθυσµός:
1928 17831
1940 19564
1951 23511
1961 22546
1971 20762
1981 23326
1991 22598
2001 26227

Εικόνα 1.2: Γραφική απεικόνιση της πληθυσµιακής µεταβολής από το 1928-2001.

7
1.4.2. Χρήσεις γης.

Στην επαρχία του Μιραµπέλου καλλιεργούνται κυρίως ελαιόδεντρα, αµπέλια


λιβάδια καθώς και λαχανόκηποι µικρής έκτασης. Ο Πίνακας 1.2. παρουσιάζει τις
κύριες χρήσεις γης και τις καλλιέργειες στην περιοχή έρευνας σύµφωνα µε την
απογραφή που πραγµατοποιήθηκε το 2001. Παρατηρείται ότι οι δενδρώδεις εκτάσεις
(ελαιώνες κτλ.) καταλαµβάνουν το µεγαλύτερο µέρος της περιοχής, ενώ τα λιβάδια
και οι βοσκότοποι παρουσιάζονται στην δεύτερη θέση λόγω του έντονου ανάγλυφου
και υψοµέτρων σε µερικές περιοχές.

Πίνακας 1.2: Οι καλλιεργούµενες εκτάσεις στην περιοχή έρευνας κατά την απογραφή
του 2001 (σε στρέµµατα).
ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑ Α ΕΙ∆ΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ
ΛΟΙΠΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ
ΑΓΡΑΝΑ ΦΥΤΩΡΙ
ΕΤΗ ∆ΕΝ∆
ΜΟΝΙΜΑ ΠΑΥΣΕΙΣ ΟΙΚΟ Α
ΧΡΗΣΙΜΟ ΣΙΕΣ ΡΩ∆ΕΙ ΑΜΠΕ
∆ΗΜΟ ΛΙΒΑ∆ΙΑ ΓΕΝΕΙΑ ΚΑΡΠΟΦ
ΠΟΙ- ΚΑΛ Σ ΛΙΑ ΚΑΙ
Ι ΚΑΙ ΚΟΙ ..∆ΕΝ∆
ΟΥΜΕΝΗ ΛΙΕΡ- ΚΑΛΛ ΣΤΑΦΙ∆Α
ΚΟΙΝΟ ΒΟΣΚΟΤΟ ΛΑΧΑ ΡΩΝ,
ΓΕΩΡΓΙΚ ΓΕΙΕ ΙΕΡΓΕ ΜΠΕΛΑ
ΤΗΤΕΣ ΠΟΙ ΝΟ ΑΛΛΕΣ
Η Σ ΙΕΣ
ΚΗΠΟΙ ΠΟΛ.
ΕΚΤΑΣΗ
ΦΥΤΕΙΕΣ
ΕΚΤΑ ΕΚΤΑ ΕΚΤΑΣΕΙ ΕΚΤΑ ΕΚΤΑ ΕΚΤΑΣΕΙ
ΕΚΤ.
ΣΕΙΣ ΣΕΙΣ Σ ΣΕΙΣ ΣΕΙΣ Σ
ΑΓ.
ΝΙΚΟ 55557,1 2375,7 41515,9 1206,4 8864,5 825,7 768,9 0
ΛΑΟΥ
ΝΕΑΠΟ
93278,6 631,3 22573,6 495,5 69039,6 208,3 329,3 1
ΛΗΣ
Μέσα
3563,5 814,8 473,2 163,7 1700 405,9 5,9 0
Λασιθί

8
2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Το γεωλογικό υπόβαθρο της επαρχίας Μιραµπέλου αποτελείται από διάφορες


τεκτονικές ενότητες µεταµορφωµένων και µη-µεταµορφωµένων καλυµµάτων.
Γενικά, τα καλύµµατα αυτά, εντάσσονται στις Ελληνίδες. Οι Ελληνίδες οροσειρές
είναι το αποτέλεσµα της σύγκρουσης της Ευρασιατικής πλάκας µε την Απούλια
πλάκα (Mountrakis 1986, Clift 1992, Doutsos et al. 1993). Η Απούλια θεωρείται ότι
ήταν είτε µια µικροπλάκα ή µια προεκβολή της Γκοντβάνα προς το Νότο, κατά την
διάρκεια του Τριαδικού και Ιουρασικού η τεκτονική διάρρηξη και διάνοιξη οδήγησε
την διαίρεση της Απούλιας µικροπλάκας σε διάφορες ενότητες ρηχών πλατφόρµων
στα κεντρικά τµήµατα της (ζώνη Τρίπολης) και βαθέων λεκανών στα δυτικά και
ανατολικά (Ιόνια ζώνη, ενότητα Πλακωδών ασβεστόλιθων και ζώνη Πίνδου,
αντίστοιχα).
Οι ελληνίδες οροσειρές έχουν χωριστεί σύµφωνα µε γεωτεκτονικά κριτήρια
σε 12 γεωτεκτονικές ζώνες (Εικόνα 2.1). Σε αυτές τις ζώνες µπορούν να προστεθούν
η ενότητα των Πλακωδών ασβεστολίθων, που ανήκει στην Αδριατικοιόνιο και η
σειρά Φυλλιτών-Χαλαζιτών που τοποθετείται µεταξύ των Πλακωδών ασβεστόλιθων
και στη ζώνη Γαβρόβου-Τρίπολης.

9
Εικόνα 2.1: Γεωτεκτονικός χάρτης των Ελληνίδων (από Jacobshagen et al., 1978)

2.1. Πλακώδεις ασβεστόλιθοι.

Οι Πλακώδεις ασβεστόλιθοι αποτελούν την κατώτερη γεωτεκτονική ενότητα


της περιοχής, που εκτός από την περιοχή έρευνας (τεκτονικό Παράθυρο Ελούντας,
Σέλενας) απαντάται στον Ψηλορείτη και στα Λευκά Όρη.
Τα παλαιότερα στρώµατα αυτής της ενότητας βρίσκονται στα Ταλλαία Όρη.
Στην περιοχή της Ελούντας παρατηρούνται µε την µορφή λεπτό-µεσοκρυσταλλικών
µαρµάρων και κρυσταλλικών ασβεστόλιθων µε τεφρό έως µαύρο χρώµα που το
πάχος τους ποικίλει από λίγα εκατοστά µέχρι 1m,. Μεταξύ των στρωµάτων
παρεµβάλλονται διαστρώσεις ή βολβοί από πυριτόλιθο λευκού έως τεφρού χρώµατος
και λεπτές στρώσεις σερικιτικών φυλλιτών στα µεσαία στρώµατα της σειράς. Η
ηλικία τους κυµαίνεται από το ∆ογγέριο έως το Ανώτερο Ηώκαινο (Bizon Thiebault
1974) και το πάχος τους φτάνει τα 1500m.
Οι πλακώδεις προς τα ανώτερα τους τµήµατα µεταπίπτουν σε στρώµατα
ασβεστιτικών σχιστολίθων και ασβεστοφυλλιτών (περιοχή Αγ. Αντωνίου, Φινοκαλιά,

10
Σκινιά) τεφροπράσινου ή πορτοκαλί χρώµατος που θεωρούνται ότι αποτελούν τα
µεταβατικά στρώµατα προς τον µεταφλύσχη (στρώµατα Καλαβρού) και
χαρακτηρίζονται ως ο µεταφλύσχης των Πλακωδών ασβεστόλιθων (Φυτρολάκης,
1978). Το µέγιστο πάχος αυτών των στρωµάτων δεν υπερβαίνει τα 50m. και η ηλικία
τους εκτιµάται ως Άνω Ηωκαινική µέχρι Κάτω Ολιγοκαινική (Bizon & Thiebalt,
1974).

2.2. Φυλλιτική – Χαλαζιτική σειρά

Η φυλλιτική-χαλαζιτική σειρά συναντάται σε όλη την Κρήτη. Βρίσκεται


τεκτονικά µεταξύ των Πλακωδών ασβεστόλιθων και των µη µεταµορφωµένων
ανθρακικών πετρωµάτων της ζώνης της Τρίπολης. Το πάχος της σειράς αυτής φτάνει
και 600m.
Σύµφωνα µε τους Κνιθάκη κ.α. (γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας, Φύλλο
Άγιος Νικόλαος) φυλλιτική – χαλαζιτική σειρά αποτελείται κυρίως από φυλλίτες,
χαλαζίτες, αργιλικούς σχιστόλιθους µε επικρατέστερους α) τους µαρµαρυγιακούς-
ανθρακούχους σχιστόλιθους µε µικροκρυσταλλικό λεπιδοβλαστικό ιστό και συµπαγή
υφή. Αποτελούνται από µαρµαρυγίες και χλωρίτη στην µορφή των φυλλαρίων και
ινιδίων παράλληλα διευθετηµένων, όπου παρεµβάλλονται επιµήκεις κρύσταλλοι
ασβεστίτη, χαλαζία και αστρίων β) χαλαζιακούς ψαµµίτες µε ψαµµιτικό ιστό και
συµπαγή υφή µε µικροπτυχώσεις. Οι ψαµµίτες αποτελούνται από γωνιώδεις
κρυστάλλους χαλαζία και µικρό ποσοστό αστρίων και πυριτόλιθων, τα διάκενα των
οποίων πληρούν λεπτοφυλλάρια σερικίτη και βιοτίτη.
Τα στρώµατα των φυλλιτών–χαλαζιτών διακόπτονται από ανδροκρυσταλλικές
φλέβες χαλαζία, µέγιστου πάχους 10 cm, που παρουσιάζουν µαγµατική διάβρωση,
δικαιολογώντας έτσι την ηφαιστειακή προέλευση τους. Κατά θέσεις παρουσιάζονται
αµφιβολίτες και µεταβασίτες. Το µέγιστο πάχος της σειράς είναι 400 m. περίπου.
Σύµφωνα µε τον Κοκάλα, 2000, η σειρά των φυλλιτών-χαλαζιτών έχει πάχος
600-800m, αποτελείται από φυλλίτες χαλαζίτες, µάρµαρα, µετακροκαλοπαγή και
γύψους µε παρενστρώσεις κατά µέρη αλκαλικών βασαλτών και ασβεσταλκαλικών
ανδεσιτών. Τα απολιθώµατα που υπάρχουν έδειξαν ότι τα µητρικά ιζήµατα της
σειράς είχαν αποτεθεί σε ρηχό θαλάσσιο περιβάλλον κατά το Ανώτερο
Λινθανθρακοφόρο-Πέρµιο µέχρι το Άνω Τριαδικό ( Krahl et al. 1983, 1988).

11
Οι χρονολογήσεις που έγιναν µε την µέθοδο K-Ar σε κρυστάλλους µοσχοβίτη
έδωσαν ηλικίες 315-205 εκ. χρ. (Seidel et al., 1982), ενώ οι ηλικίες που
προσδιορίστηκαν από ραδιοχρονολόγηση σε κρυστάλλους κεροστίλβης ποικίλουν
από 300-270 εκ. χρ.
Οι πετρολογικές έρευνες που πραγµατοποιήθηκαν από τον Seidel (1978)
στους µεταηφαιστείτες έδειξαν ορυκτολογικές παραγενέσεις µαγνήσιο-ριβεκίτη και
αιγιρίνη αυγίτη, ενώ στους µεταπηλίτες η κύρια ορυκτολογική παραγένεση είναι
πυροφυλλίτη χλώριτη. Σύµφωνα µε αυτές τις παραγενέσεις υπολογίστηκαν οι
συνθήκες πίεσης και θερµοκρασίας της παραµόρφωσης στους 300±50οC και 8±3
kbar.

2.3. Ζώνη Τρίπολης

Αποτελεί µια από τις δύο αλλόχθονες ζώνες που απαντώνται στην περιοχή.
Πρόκειται µια ανθρακική ακολουθία που αναπτύσσεται πάνω στα µεταµορφωµένα
µικρού βαθµού µεταµόρφωσης στρώµατα Τυρού.
Η ζώνη της Τρίπολης αποτελείται από τρεις γενικά στρωµατογραφικές
ενότητες . Στην πρώτη εντάσσονται οι ασβεστόλιθοι, οι δολοµιτικοί ασβεστόλιθοι και
οι δολοµίτες του Ανώτερου Τριαδικού. Τα κατώτερα µέρη της αποτελείται από
ηµικρυσταλλικούς δολοµίτες, παχυστρωµατώδεις έως άστρωτους τεφρού χρώµατος
που µεταβαίνουν σε ασβεστόλιθους και δολοµιτικούς ασβεστόλιθους
µεσοστρωµατώδεις µε τεφρόλευκο έως µαύρο χρώµα στα ανώτερα τµήµατα της.
Στην ενότητα αυτή, στους ασβεστόλιθους, βρέθηκαν απολιθώµατα του
Τριαδικού (ελασµατοβράγχια) (Wurm, 1950) ενώ στους δολοµίτες βρέθηκαν
Μεγαλόδοντες και υπολείµµατα φυκών. Το πάχος της ενότητας αυτής υπολογίζεται
στα 800m.
Η δεύτερη ενότητα ηλικίας Κρητιδικού-Μέσου –Ανώτερου Ηωκαίνου
αποτελείται από τεφρούς έως µαύρους παχυστρωµατώδεις βιτουµενιούχους και κατά
µέρη δολοµιτικούς ασβεστόλιθους µε πλούσια νηριτική πανίδα. Το πάχος της
ενότητας υπολογίζεται στα 500 m περίπου.
Η ανώτερη ενότητα περιλαµβάνει τον φλύσχη της Τρίπολης ηλικίας Μέσου-
Ανώτερου Ηωκαίνου σύµφωνα µε τις έρευνες των Seidel (1968) και Zager (1972).
Πρόκειται για εναλλαγές καστανόχρωµων και ερυθρών αργιλικών σχιστολίθων και

12
ψαµµιτών που παρεµβάλλουν τέφροι ασβεστόλιθοι τουρβιδιτών. Το πάχος του
φλύσχη είναι περίπου 100 m. περίπου.

2.4. Ζώνη Πίνδου-Εθιάς.

Η ζώνη Πίνδου-Εθιάς εµφανίζεται στην περιοχή των Λασιθιώτικων Ορέων


επωθηµένη πάνω στον φλύσχη της ζώνης της Τρίπολης. Η ζώνη της Πίνδου-Εθιάς
περιλαµβάνει λεπτό-µεσοστρωµατώδεις λευκούς έως ροδότεφρους µικριτικούς
ασβεστόλιθους που είναι έντονα τεκτονισµένοι και πτυχωµένοι. Η ηλικία τους,
σύµφωνα µε τα απολιθώµατα που βρέθηκαν (Globotruncana) υπολογίζεται ως
Ανώτερη Κρητιδική έως Κατώτερη Ηωκαινική.

2.5. Τεκτονικό κάλυµµα εσωτερικών ζωνών-οφιολιθικό κάλυµµα.

Πρόκειται για ένα τεκτονικό κάλυµµα, που αποτελεί την ανώτερη ενότητα
των Αλπικών σχηµατισµών. Έχει διακριθεί σύµφωνα µε τον Bonneau, 1972, σε
επιµέρους ανεξάρτητα τεκτονικά καλύµµατα της «Άρβης», «Μίαµου» κτλ.
Το κάλυµµα αυτό χαρακτηρίζεται από ένα οφιολιθικό σύµπλεγµα που
αποτελείται από σερπεντινίτες, περιδοτίτες, γάββρους, δολερίτες και βασάλτες µε
µεταµορφωµένα πετρώµατα διαφορετικής προέλευσης και διαφορετικού βαθµού
µεταµόρφωσης (αµφιβολίτες, γνεύσιοι, µαρµαρυγιακοί σχιστόλιθοι) καθώς και από
ιζηµατογενή πετρώµατα (ασβεστόλιθοι και ραδιολαρίτες) και µαγµατικά (γρανίτες,
γρανοδιορίτες, σπηλίτες).
Οι ασβεστόλιθοι είναι τέφροι άστρωτοι και ανακρυσταλλωµένοι Κρητιδικής
ηλικίας, οι οφιόλιθοι σχηµατίστηκαν πιθανά στο Μαιστρίχτιο, ενώ οι
ραδιοχρονολογήσεις Κ-Ar που πραγµατοποιήθηκαν στους γρανίτες και στους
γρανοδιορίτες δίνουν ηωκαινική ηλικία
Παλαιογεωγραφικά αυτό το τεκτονικό κάλυµµα τοποθετείται είτε σε ένα
νησιωτικό τόξο ή σε ένα ηπειρωτικό περιθώριο.

13
2.6. Μεταλπικά ιζήµατα.

Τα µεταλπικά ιζήµατα χρονολογούνται στο Τριτογενές και το Τεταρτογενές.


Έχουν αποτεθεί σε ασυµφώνια, σε µερικές περιπτώσεις, πάνω στους
παραµορφωµένους αλπικούς σχηµατισµούς. Οι τεταρογενείς αποθέσεις έχουν
επηρεαστεί από τις ευστατικές κινήσεις και τις συνεχείς επικλύσεις και αποσύρσεις
της θάλασσας της Μεσογείου. Οι µεταβολές της στάθµης της Μεσογείου στο
Τεταρτογενές παρουσιάζονται στην Εικόνα 2.2.

Εικόνα 2.2: Μεταβολές της στάθµης της θάλασσας κατά το Τεταρτογενές (από D.
Burdon- N. Papakis, 1963)

Τα µεταλπικά ιζήµατα συναντώνται κυρίως στις περιοχές της Πόλγης του


Λασιθίου, στην Κριτσά, στο Σίσι, Αλµυρό και Βόρεια πάνω από τους Πλακώδεις
ασβεστόλιθους στις περιοχές του Σκινιά-Φινοκαλιά.

14
2.6.1. Αποθέσεις Τριτογενούς

Στις αποθέσεις του Τριτογενούς εντάσσονται οι σχηµατισµοί του


Σερραβαλλίου- Τορτονίου καθώς και του Πλειοκαίνου. Οι σχηµατισµοί του
Σερραβαλλλίου-Τορτονίου αποτελούνται από κλαστικά πετρώµατα, καλά
ενστρωµένα λατυποπαγή και κροκαλοπαγή ανθρακικής κυρίως σύστασης που
προέρχεται από τα ανθρακικά πετρώµατα της ζώνης της Τρίπολης. Το συνδετικό τους
υλικό είναι ψαµµιτοµαργαϊκό. Στα ανώτερα µέρη αυτά τα πετρώµατα εναλλάσσονται
µε µαργαϊκά στρώµατα. Το µέγιστο πάχος του σχηµατισµού υπολογίζεται στα 300m.
περίπου. Κατά το Πλειόκαινο αποτέθηκαν λεπτό-µεσοστρωµατώδεις λευκοκίτρινοι
µαργαϊκοί ασβεστόλιθοι και µάργες µε µέγιστο πάχος 200m.

2.6.2. Αποθέσεις Τεταρτογενούς

Κατά το Πλειστόκαινο (Τυρρήνιο) αποτέθηκαν βιοκλαστικοί ασβεστόλιθοι


πλούσιοι σε Τρηµατοφόρα και Φύκη που το πάχος τους δεν υπερβαίνει τα 10m.
Στους σχηµατισµούς τους Ολοκαίνου συγκαταλέγονται οι αλλουβιακές αποθέσεις, οι
κώνοι κορηµάτων καθώς και οι αναβαθµίδες των χειµάρρων. Οι αλλουβιακές
αποθέσεις αποτελούνται κυρίως από χαλαρά αργιλοαµµώδη υλικά, ερυθρογή µε
λατύπες και κροκάλες. Οι κώνοι κορηµάτων και τα υλικά των αναβαθµίδων
αποτελούνται από λατύπες ανθρακικής κυρίως σύστασης µε αργιλοµαργαϊκό υλικό ή
ερυθρογή να πληρούν τα κενά τους. Το πάχος των αναβαθµίδων ανέρχεται στα 5m.

2.7. Τεκτονική της Περιοχής

2.7.1. Γεωτεκτονική εξέλιξη της περιοχής

Η περιοχή του Αιγαίου αποτελεί το πιο ενεργό τµήµα της ζώνης σύγκρουσης
της Ευρασιατικής και της Αφρικάνικης πλάκας (Εικόνα 2.3). Τα σεισµικά κέντρα σε
µεγάλα βάθη στο Κρητικό Πέλαγος οφείλονται στην καταβύθιση του ωκεάνιου
φλοιού της Ασιατικής πλάκας κάτω από ηπειρωτικό περιθώριο της Ευρασιατικής
πλάκας, ενώ οι ρηχοί σεισµοί στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας σχετίζονται µε τις

15
µετακινήσεις του Αιγιακού χώρου προς τα Ν∆. Η κίνηση του Αιγιακού χώρου
σύµφωνα µε τα γεωδυναµικά µοντέλα που έχουν αναπτυχθεί είναι συνδυασµός δύο
κυρίων παραγόντων: α) της µετακίνησης της πλάκας της Ανατολίας προς τα δυτικά
και β) της οπισθοχώρησης της καταδυόµενης Αφρικανικής πλάκας προς το νότο. Η
πρώτη µετακίνηση έχει ρυθµό µετατόπισης 3.5 εκ. /χρ., ενώ ο ρυθµός καταβύθισης
της Αφρικανικής πλάκας είναι 1 εκ. /χρ., έτσι η σύγκλιση στην περιοχή υπολογίζεται
στα 4.5 εκ. /χρ.
Η διαστολή στην περιοχή του Αιγαίου άρχισε κατά το Σερραβάλιο και
συνεχίζεται µέχρι σήµερα. Σύµφωνα µε τις παλαιοµαγνητικές έρευνες το Αιγιακό
τόξο είχε ένα ευθύγραµµο σχήµα στο Κατώτερο Μειόκαινο, και το δυτικό µέρος του
οποίου υπέστη µια δεξιόστροφη στροφή 45ο σε δύο στάδια, στο πρώτο, που
τερµατίστηκε πριν 12 εκ. χρ. στράφηκε κατά 20ο και το δεύτερο που συνεχίζεται
µέχρι σήµερα µε ρυθµό 5ο και άρχισε πριν 5 εκ. χρ.

Εικόνα 2.3: α) Χάρτης που δείχνει το γεωδυναµικό καθεστώς κατά την σύγκρουση
των λιθοσφαιρικών πλακών (τροποποιηµένος από Mc Kenzie, 1972). β) Χάρτης που
παρουσιάζει τα δοµικά στοιχεία του Ελληνικού τόξου.

16
2.7.2. Τεκτονικό καθεστώς.

2.7.2.1. Πτυχές, φολίωση και γραµµική κρυστάλλωση.

Στις ενότητες των Πλακωδών ασβεστολίθων και στην σειρά των Φυλλιτών-
Χαλαζιτών παρουσιάζεται φολίωση, που αναπτύσσεται σύµφωνα µε την διεύθυνση
της διάταξης των ορυκτών του µαρµαρυγία και των χλωριτοειδών. Η διεύθυνση της
σε πολλές περιοχές είναι ΒΒ∆-ΝΝΑ (τεκτονικό παράθυρο Ελούντας), ενώ σε λίγες
περιοχές η διεύθυνση της είναι Α-∆. (τεκτονικό παράθυρο Σέλενας). Στο επίπεδο της
φολίωσης αναπτύσσεται κρυσταλλική γράµµωση από τους επιµηκυσµένους
κρυστάλλους του χαλαζία, χλωριτοειδούς, µοσχοβίτη και σερικίτη µε διεύθυνση
∆Β∆-ΑΝΑ. έως Α-∆ κατά µήκος των τεκτονικών επαφών των Φυλλιτών-Χαλαζιτών
και των πλακωδών ασβεστόλιθων. Η κρυσταλλική γράµµωση στρέφεται από Β.Β∆-
Ν.ΝΑ. διεύθυνση σε ∆.Β∆-Α.ΝΑ. στα νότια. Επίσης οι κλειστές ισοκλινείς πτυχές
των πλακωδών ασβεστόλιθων και των Φυλλιτών-Χαλαζιτών έχουν παρόµοια
διεύθυνση, δείχνοντας έτσι µια δεξιόστροφη διατµητική κίνηση πλαστικού τύπου
παραµόρφωσης.
Οι αλλαγές στην διεύθυνση των κρυσταλλικών γραµµών που παρουσιάζονται
στα ρήγµατα ΒΑ-Ν∆ διεύθυνσης (ρήγµα Πλάκας) συµπίπτουν µε την σχετική κίνηση
των πλακών κατά την διάρκεια της σύγκλισης.
Στην φολίωση και στη γράµµωση µπορούν να προστεθούν οι πτυχές, που
οφείλονται στο ίδιο παραµορφωτικό παράγοντα και παρουσιάζουν Βόρεια-Νότια
διεύθυνση µε διπλή συµµετρία. Πρόκειται για πτυχές, κατακεκλιµένες, πολύ κλειστές
µέχρι ισοκλινείς που έχουν τα αξονικά τους επίπεδα παράλληλα µε την φολίωση.
Μια άλλη οµάδα πτυχών περιλαµβάνει εκείνες που είναι κλειστές ασύµµετρες
µε διεύθυνση αξόνων Α-∆, όπου τα αξονικά επίπεδα κλίνουν οµαλά προς τον Βορρά.
Οι πτυχές αυτές οφείλονται στην διατµητική ολίσθηση που συµβαίνει προς Ν-ΝΑ.
Στα κατώτερα µέλη τους οι Πλακώδεις ασβεστόλιθοι παρουσιάζουν
αντικλινικές δοµές και µεγάλες πτυχές, µήκους εκατοντάδων µέτρων που βυθίζονται
Νότια.

17
2.7.2.2. Ρήγµατα

Στη ζώνη της Τρίπολης, κυρίως, αναπτύσσονται κανονικά ρήγµατα


διευθύνσεως ΒΒΑ-ΝΝ∆ και ΒΑ-Ν∆, που υπερτίθενται σε όλες τις τεκτονικές δοµές,
υποδηλώνοντας τον έντονο εφελκυσµό κάθετα στην διεύθυνση κίνησης. Τα ρήγµατα
µετατοπίζουν την επαφή των Φυλλιτών-Χαλαζιτών και της ζώνης της Τρίπολης, η
οποία παρουσιάζεται ως µια ζώνη αποκόλλησης πάχους 3-4 m ήπιας κλίσης. Η
τεκτονική επαφή των Φυλλιτών-Χαλαζιτών και των ανθρακικών σχηµατισµών της
ζώνης Τρίπολης είναι µια ζώνη πάχους 20-30 m κατακερµατισµένων κροκαλοπαγών.
Η µυλωνιτική ζώνη που αναπτύσσεται στα ρήγµατα µεταξύ των παλκωδών
ασβεστολίθων και της σειράς των Φυλλιτών-Χαλαζιτών έχει πάχος 20m (περιοχή
Αγίου Νικολάου, Νεάπολης, Βραχασίου), ενώ στο τεκτονικό παράθυρο της Σελένας
παρουσιάζεται πτυχωµένη µε γαλονοειδείς πτυχές που κλίνουν προς Ν-ΝΑ. Οι
µυλωνιτικές ζώνες µεταβαίνουν σταδιακά σε κατακλαστικές ζώνες, δείχνοντας την
ένταση της διατµητικής τάσης που επικρατεί στην περιοχή.

Εικόνα 2.4: ∆ιαγράµµατα c-αξόνων χαλαζία και σκελετοδιαγράµµατα από το


τεκτονικό παράθυρο της Σέλενας (Κοκάλας, 1990).

18
Εικόνα 2.5: Χάρτης της χωρικής κατανοµής της παραµόρφωσης στους Φυλλίτες-
Χαλαζίτες, στους Πλακώδεις, στο τεκτονικό παράθυρο της Σέλενας (Κοκάλας, 1990).

Εικόνα 2.6: ∆οµικός χάρτης των τεκτονικών παραθύρων της Ελούντας και της
Σέλενας, καθώς και στερεογραφικές προβολές των τεκτονικών στοιχείων, (Κοκάλας,
1990).

Εικόνα 2.7: Στερεογραφικές προβολές στους Πλακώδεις ασβεστόλιθους και στους


Φυλλίτες-Χαλαζίτες, των πτυχών και των κρυσταλλικών γραµµών, (Κοκάλας, 1990).

19
Εικόνα 2.8: Kink τύπου πτυχές στην περιοχή της Νεάπολης και ζώνη διάτµησης
χαµηλής κλίσης στη µυλονιτική ζώνη µεταξύ των Πλακωδών ασβεστολίθων και των
φυλλιτών-Χαλαζιτών στο τεκτονικό παράθυρο της Σέλενας, (Κοκάλας, 1990).

Εικόνα 2.9: Ανοικτή πτυχή στο τεκτονικό παράθυρο της Ελούντας (στην περιοχή της
Νεάπολης) και ασύµµετρη κλειστή πτυχή στο τεκτονικό παράθυρο της Σέλενας,
(Κοκάλας, 1990).

20
Εικόνες 2.10 και 2.11: Boudinage πυριτόλιθου στα µάρµαρα των Πλακωδών
ασβεστολίθων και κανονικό ρήγµα στους δολοµιτικούς ασβεστόλιθους στην περιοχή
της λίµνης Αγίου Νικολάου.

Εικόνα 2.12: Κανονικό ρήγµα


στους Πλακώδεις ασβεστόλιθους.

21
Εικόνα 2.13: Το κανονικό ρήγµα της Ελούντας (Πλακώδεις ασβεστόλιθοι).

Εικόνα 2.14: Τεκτονικό κέρας στους Πλακώδεις ασβεστόλιθους στην περιοχή της
Ελούντας.

22
Εικόνα 2.15: ∆ολοµιτικοί ασβεστόλιθοι της ζώνης Τρίπολης.

Εικόνα 2.16: Καθρέπτης του ρήγµατος της Ελούντας.

23
Εικόνα 2.17: Γεωλογικές τοµές στην περιοχή έρευνα (Α-Α΄, Β-Β΄, Γ-Γ΄).

24
Εικόνα 2.18: Η στρωµατογραφική στήλη της περιοχής έρευνας.

25
Εικόνα 2.19: Ο γεωλογικός χάρτης της περιοχής έρευνας.

26
3. ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

3.1. Καρστ

3.1.1. Έννοια του καρστ

Ο όρος καρστ χρησιµοποιείται για να περιγράψει γεωµορφολογικά περιοχές


που παρουσιάζουν χαρακτηριστικές γεωµορφολογικές µορφές που έχον προκύψει
από την διαλυτοποίηση των ανθρακικών της πετρωµάτων.
Το ανθρακικό ασβέστιο CaCO3 (ασβεστίτης) και το ανθρακικό µαγνήσιο
(δολοµίτης) των ανθρακικών σχηµατισµών διαλύεται σύµφωνα µε τις χηµικές
αντιδράσεις:
CO2(g) ↔CO2(l)
CO2(l) +H20↔H2CO3
H2CO3↔HCO3- +H+
CaCO3↔Ca2+ +CO32-
Οπότε
CaCO3+CO2+H20↔Ca2+ +2HCO3-
Με τον ίδιο τρόπο διαλύεται και ο δολοµίτης

3.1.2. Παράγοντες που καθορίζουν την ανάπτυξη του καρστ.

Η καρστικοποίηση ενός ασβεστόλιθου σε µια περιοχή εξαρτάται από τις


κλιµατολογκές, γεωµορφολογικές, γεωλογικές και τεκτονικές συνθήκες που
επικρατούν στην περιοχή.
Το ποσοστό του ασβεστίτη στο πέτρωµα του ασβεστόλιθου είναι ίσως ο
κυριότερος παράγοντας ανάπτυξης του καρστ σε µια περιοχή. Τα ανθρακικά
πετρώµατα δεν αποτελούνται µόνο από ασβεστίτη ή από δολοµίτη αλλά περιέχουν σε
κάποιο ποσοστό και άλλα ορυκτά τα οποία δεν είναι ευδιάλυτα στο ανθρακικό οξύ.
Η παρουσία των δυσδιάλυτων ορυκτών επηρεάζει την οµοιογένεια και την
ισοτροπία του ασβεστόλιθου. Έτσι ώστε η καρστοποίηση να διαφέρει από περιοχή σε
περιοχή ανάλογα µε το ποσοστό των ανθρακικών ορυκτών.

27
Εκτός από αυτόν τον ορυκτολογικό παράγοντα εξίσου σηµαντικό ρόλο
παίζουν και οι γεωµετρικοί χαρακτήρες του ασβεστόλιθου, όπως το πάχος και η
έκταση του. Σηµαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι η µορφολογία των
ασβεστόλιθων. Εάν ο ασβεστόλιθος παρουσιάζεται σαν παχυστρωµατώδης και
άστρωτος αναπτύσσονται σε µεγάλο αριθµό οι µορφές των δολίνων, ενώ στην
αντίθετη περίπτωση των καλών στρωµατωποιηµένων ασβεστόλιθων αναπτύσσονται
περισσότερο οι ουβάλες.
Ο τεκτονισµός των πετρωµάτων αναµφισβήτητα µπορεί να επηρεάσει την
ανάπτυξη του καρστ. Έτσι, σε µια έντονα τεκτονισµένη περιοχή µε παρουσία
εντόνων διαρηγµένων πετρωµάτων το καρστ είναι πιο έντονο από την περίπτωση
ενός συµπαγή ασβεστόλιθου και αυτό διότι στις ασυνέχειες το νερό βρίσκει την δίοδο
ροής και διάλυσης µεγαλύτερης επιφάνειας του ασβεστόλιθου.
Τέλος οι ευστατικές κινήσεις της στάθµης της θάλασσας την περίοδο του
Πλειοκαίνου-Τεταρτογενούς επηρέασαν το παραθαλάσσιο καρστικό σύστηµα της
περιοχής. Σύµφωνα µε τους D. Burdon-N. Papakis, 1963, αναγνωρίστηκαν 9
ευστατικά επίπεδα, από τα οποία τα τέσσερα είναι της παγετώδους περιόδου. Το
τελευταίο παρατηρείται σε υποθαλάσσιο βάθος των 140 περίπου µέτρων. Αυτό έχει
σαν συνέπεια την ανάπτυξη του βασικού επιπέδου του καρστ σε αρνητικά υψόµετρα.

3.2 Η γεωµορφολογία του καρστ στην περιοχή του Μιραµπέλου.

Στην περιοχή του Μιραµπέλου εµφανίζονται τόσο εξωκαρστικές όσο και


ενδοκαρστικές µορφές. Στις εξωκαρστικές µορφές συγκαταλέγονται οι γεωµορφές
που παρατηρούνται στην επιφάνεια των πετρώµατων, ενώ µε τον όρο ενδοκάρστ
αναφέρονται οι γεωµορφές που παρατηρούνται στο εσωτερικό των πετρωµάτων.

3.2.1 Εξωκαρστικές µορφές.

Οι εξωκαρστικές µορφές παρατηρούνται και στα δύο ανθρακικά συστήµατα


της περιοχής,(µάρµαρα και ασβεστόλιθους στην σειρά των Πλακώδων ασβεστολίθων
και στους ασβεστόλθους και δολοµιτικούς ασβεστόλιθους της ζώνης Τρίπολης.
Ωστόσο, παρατηρείται ότι οι εξωκαρστικές µορφές είναι περισσότερες και πιο
µεγάλες στις περιοχές όπου καταλαµβάνονται από τα ανθρακικά πετρώµατα της

28
ζώνης Τριπολης πάρα στις περιοχές όπου αναπτύσσεται η ενότητα των Πλακώδων
ασεστολίθων.

3.2.1.2. Γλυφές.

Οι γλυφές είναι οι πιο κοινές γεωµορφές του καρστ. Πρόκειται για τις
νεώτερες και τις πιο επιφανειακές µορφές του καρστ (το βάθος τους δεν ξεπερνά τα
5µ.). Αναπτύσσονται κυρίως στις ρωγµές των ασβεστόλιθων, µε εύρος ελαχίστων
εκατοστών και µήκος από µερικά εκατοστά έως 1-2 µέτρα. Χαρακτηριστικές γλυφές
παρουσιάζονται στις εικόνες 3.2α και 3.2β.

Εικόνα 3.2: Γλυφές στην περιοχή Φινοκαλιά, στους σχηµατισµούς των Πλακώδων
ασβεστολίθων.

3.2.1.3.∆ολίνες

Οι δολίνες προκύπτουν είτε από την διάλυση του ασβεστόλιθου εκεί όπου
ενώνονται δύο ρήγµατα είτε από την πτώση της οροφής σπηλαίων και καρστικών
αγωγών. Οι δολίνες αναπτύσσονται τόσο στους ασβεστόλιθους της σειράς Τρίπολης

29
όσο και στους Πλακώδεις ασβεστόλιθους. Στις περισσότερες δολίνες ο πυθµένας
καλύπτεται από αλλουβιακές αποθέσεις και από ερυθρογή.
Μια χαρακτηριστική δολίνη αναπτύσσεται στην πόλη του Αγίου Νικολάου
στην οµώνυµη λίµνη της Βουλισµένης ή Βουλιαγµένης, που έχει σχηµατιστεί στην
ένωση δύο κανονικών ρηγµάτων Πρόκειται για µια ελλειψοειδή δολίνη συνολικής
έκτασης 7 περίπου στρεµµάτων (Εικόνα 3.3), µε µέγιστο βάθος 78 m κάτω από την
στάθµη της θάλασσας. Σύµφωνα µε τελευταίες µελέτες έχουν παρατηρηθεί
καρστικές υποθαλάσσιες πηγές στην λίµνη.

Εικόνα 3.3: Φωτογραφία µέρους της λίµνης Βουλισµένης, Αγίου Νικολάου.

Στους Πλακώδεις ασβεστόλιθους παρατηρούνται οι δολίνες, της Χώρας, του


Καλού Λάκκου, και ∆ρήρου Η δολίνη της Χώρας έχει έκταση 0,64 km2, βάθος 84 m.
Η δολίνη αυτή παρουσιάζει έναν κύριο άξονα ΑΒΑ-∆Ν∆ διεύθυνσης. Η δολίνη της
Χώρας έχει έκταση 0,12 km2 και βάθος 25 m περίπου, µε κύριο άξονα της ίδιας
διεύθυνσης µε τον κύριο άξονα της δολίνης της Χώρας. Η δολίνη της ∆ρήρου είναι
µικρότερης έκτασης από τις προηγούµενες δολίνες µε έκταση 0,03 km2 και βάθος 6 m
περίπου.

30
Στις περιοχές που καταλαµβάνονται από τους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης εµφανίζονται περισσότερες δολίνες αλλά µικρότερου µεγέθους. Το µέγεθος
τους κυµαίνεται από 0,01 έως 0,22 km2.

3.2.1.4.Πόλγες.

Οι πόλγες µοιάζουν µε τις δολίνες αλλά έχουν µεγαλύτερη επιφάνεια, που


ξεπερνά το 1 km2, ο πυθµένας τους καλύπτεται από αλλουβιακές αποθέσεις και από
ερυθρογή. Οι περισσότερες πόλγες έχουν ένα δίκτυο αποστράγγισης όπου καταλήγει
στις καταβόθρες.
Η πιο γνωστή πόλγη, η πόλγη του Λασιθίου βρίσκεται σε υψόµετρο 780 m
περίπου και έχει ένα βάθος 260 m. Πρόκειται για µια ελλειψοειδή πόλγη που
προέκυψε από την πτώση οροφής σπηλαίου ή σπηλαίων, µε κύριο άξονα ∆-A. Κατά
την περίοδο του χειµώνα η πόλγη πληµµυρίζει από τα επιφανειακά νερά, αφού η
αποστραγγευτική ικανότητα της καταβόθρας, που βρίσκεται στην δυτική πλευρά της,
δεν επαρκεί.
Στο εσωτερικό πόλγης εµφανίζονται οι ασβεστόλιθοι µε την µορφή λόφων
(περιοχή Αγίου Κωνσταντίνου και Αγίου Γεωργίου), που είναι γνωστοί µε τον όρο
hum.
∆ύο άλλες όµορες πόλγες στα ανθρακικά πετρώµατα της ζώνης Τρίπολης
είναι αυτές των Μέσα Λακωνίων (Εικόνα 3.4) και Έξω Λακωνίων (Εικόνα 3.5.) Η
πόλγη των Μέσα Λακωνίων καταλαµβάνει µια έκταση 1,5 km2 µε κύριο άξονα Β-Ν,
και βάθος 31 m. Ο πυθµένας της καλύπτεται από αλλουβιακές αποθέσεις. Η πόλγη
των Έξω Λακωνίων καταλαµβάνει έκταση 1,47 km2 µε κύριο άξονα ΒΒ∆-ΝΝΑ
διεύθυνσης και µε βάθος 23 m.

31
Εικόνα 3.4: Πανοραµική άποψη της πόλγης των Μέσα Λακωνίων.

Εικόνα 3.5: Η πόλγη των Έξω Λακωνίων από το Ν∆ άκρο της.

Η µοναδική πόλγη που παρατηρείται στους Πλακώδεις ασβεστόλιθους είναι


αυτής της Φουρνής, ΒΑ της Νεάπολης. Βρίσκεται σε υψόµετρο 313 m, και έχει βάθος
32 m περίπου. Καταλαµβάνει έκταση 1,87 km2 µε κύριους άξονες κατεύθυνσης ∆-Α
και ΒΒΑ-ΝΝ∆. Ο πυθµένας της καλύπτεται από αλλουβιακές αποθέσεις.

3.2.1.5 Ποταµοκαρστικές µορφές.

Ο όρος ποταµοκαρστική µορφή αναφέρεται στις καρστικές κοιλάδες όπου


βρίσκονται πάνω από ενεργά καρστικά συστήµατα και είναι σήµερα ανενεργές.
Μια τέτοια καρστική κοιλάδα συναντάται Ν∆ της πόλγης του Λασιθίου, σε
υψόµετρο 1100 m, στην περιοχή του Καθαρού. Ενώνεται µε την πόλγη του Λασιθίου
µε ένα φαράγγι µήκους 1.8 km.

32
3.2.1.6 Φαράγγια.

Το φαράγγι είναι ένα τύπος ποταµοκαρστικής µορφής, που µπορεί να ενταχθεί


στις καρστικές κοιλάδες. Όµως οι πλευρές του είναι πιο απότοµες από ότι στις
κοιλάδες. Ένα φαράγγι µπορεί να προκύψει από την ποτάµια διάβρωση και διάλυση
των ανθρακικών πετρωµάτων ή από την κατάρρευση οροφής υπόγειων αγωγών και
ρευµάτων.
Η περιοχή µελέτης χαρακτηρίζεται από πολυάριθµα φαράγγια ποικίλου
µεγέθους και βάθους. Τα µεγαλύτερα σε µήκος απαντώνται στους ανθρακικούς
σχηµατισµούς της Ζώνης Τρίπολης. Στους πλακώδεις ασβεστόλιθους είναι
µικρότερου µήκους αλλά περισσότερα που διευθύνονται παράλληλα ή σχεδόν
παράλληλα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα φαράγγια, στις περιοχές που
καταλαµβάνονται από τα ανθρακικά πετρώµατα της ζώνης Τρίπολης καταλήγουν σε
κοιλάδες ή σε πόλγες και δολίνες, ενώ στην περίπτωση των Πλακώδων
ασβεστόλιθων καταλήγουν στην θάλασσα.
Η διεύθυνσης τους είναι κυρίως Β-Ν και ενίοτε ΒΒΑ-ΝΝ∆, παρόµοιας
διεύθυνσης µε τα κανονικά ρήγµατα των περιοχών που συναντώνται, επισηµαίνοντας
ότι τα φαράγγια αυτά έχουν αναπτυχθεί πάνω η παράλληλα στα ρήγµατα. Το µήκος
τους κυµαίνεται από 0,9 έως 4.8 Km,ενώ το πλάτος από µερικά m έως και10-20 m.
Τέλος το βάθος τους κυµαίνεται από µερικά m, έως και 100-120m.

33
Εικόνα 3.6: Καρστικό φαράγγι στην περιοχή Φινοκαλιάς.

Εικόνα 3.7: Καρστικό φαράγγι στην περιοχή της Κριτσάς.

3.2.1.7. Καταβόθρες

Οι καταβόθρες αποτελούν την εµφάνιση στην επιφάνεια καρστικών αγωγών


όπου αποστραγγίζουν τα επιφανειακά νερά και τροφοδοτούν έναν καρστικό
υδροφορέα. Οι καταβόθρες µπορεί να είναι είτε ανοιχτές σαν φρέατα είτε να
σεπάζονται µε αποθέσεις.

34
Στην περιοχή έρευνας, οι καταβόθρες παρουσιάζονται στα περιθώρια των
πολγών και των δολίνων, όπου και τις αποστραγγίζουν, στις κοίτες ποταµών όπου
διαρρέουν µέσα από τα καρστικά φαράγγια και στις παρυφές καρστικών συστηµάτων
µε την µορφή ασυνεχειών.
Η γνωστότερη καταβόθρα είναι αυτή που αποστραγγίζει την πόλγη του
Λασιθίου κατά την χειµερινή περίοδο. Πρόκειται για µια καταβόθρα που έχει
αναπτυχθεί στις αλλουβιακές αποθέσεις. Έχει χοανοειδή µορφή µε διάµετρο περίπου
100-150 m και βάθος µερικά m.
Μια σειρά από καταβόθρες υπάρχουν στο καρστικό φαράγγι που
αναπτύσσεται στο ποτάµι που αποστραγγίζει την λεκάνη του Επάνω Μιραµπέλου
µεταξύ των χωριών Λατσίδα και Μιλάτου (το όνοµα Λατσίδα είναι τοπωνύµιο που
σηµαίνει ότι και η λέξη καταβόθρα).
Άλλες καταβόθρες παρατηρούνται στις πόλγες της Φουρνής και των Μέσα
Λακωνίων, στο χωριό Νοφαλιά-Περάµπελα.

3.2.1.8. Καρστικές πηγές.

Οι καρστικές πηγές είναι οι εκροές του υπόγειου νερού από καρστικούς


αγωγούς που τροφοδοτούνται από ανώτερα καρστικά συστήµατα. Αναπτύσσονται
στο τοπικό επίπεδο βάσης του καρστ κάθε περιοχής ή στο απόλυτο επίπεδο βάσης. Οι
περισσότερες δεν έχουν σταθερή ροή επειδή η παροχή τους εξαρτάται άµεσα από τις
βροχοπτώσεις στις περιοχές εµπλουτισµούς τους. Έτσι το καλοκαίρι και ιδιαίτερα
στην ξηρή περίοδο παρουσιάζεται µείωση της παροχής τους.
Οι πηγές του Αλµυρού στην περιοχή του Αγίου Νικολάου είναι οι
µεγαλύτερες και οι σηµαντικότερες από τις καρστικές πηγές (Εικόνες 3.8α και β).
Αναπτύσσονται στο απόλυτο επίπεδο βάσης σε ένα υψόµετρο από 0,5-1 m σε µήκος
200 m και απέχουν από τη θάλασσα περίπου 50 m. Η συνολική παροχή των πηγών
κυµαίνεται από 3500 m3/h µέχρι 9000 m3/h, η αγωγιµότητα τους από 7250 ως 12200
µS/cm. Το αξιοσηµείωτο για αυτές τις πηγές είναι ότι η µεταβολή της αγωγιµότητας
ακολουθεί αυτή την των πηγών. Η αιτία αυτού του φαινοµένου θα εξηγηθεί στο
σχετικό κεφάλαιο της Υδροχηµείας.
Εκτός των πηγών του Αλµυρού, στον Άγιο Νικόλαο εµφανίζονται και άλλες
καρστικές πηγές που όµως δεν είναι τόσο γνωστές όσο του Αλµυρού. Πρόκειται για
την υποθαλάσσια ή τις υποθαλάσσιες πηγές της λίµνης του Αγίου Νικολάου, που

35
µαρτυρούν ότι το απόλυτο επίπεδο βάσης του καρστ στην περιοχή της πόλης είναι
κάτω από τη στάθµη της θάλασσας.
Οι υπόλοιπες πηγές που εµφανίζονται στα παράκτια της περιοχής είτε έχουν
µικρότερες παροχές και είναι διασκορπισµένες σε πολλά µέτωπα σε ασύνδετα
κροκαλοπαγή ασβεστολιθικής σύστασης, είτε είναι υποθαλάσσιες και δεν έχουν
ακόµα εξερευνηθεί.

Εικόνα 3.8:α) Η µεγαλύτερη πηγή του Αλµυρού Αγίου Νικολάου, στο ύψος του
δρόµου Αγίου Νικολάου-Ιεράπετρας, β) η δεύτερη πηγή του Αλµυρού σε απόσταση
10 m από την πρώτη πηγή.

Εικόνα 3.9: Το ρεύµα που σχηµατίζεται από τις καρστικές πηγές του Αλµυρού.

3.2.2. Ενδοκαρστικές µορφές.

Με τον όρο ενδοκαρστικές µορφές εννοούµε τις µορφές του υπόγειου καρστ,
οι οποίες έχουν σχηµατιστεί κατά την διάλυση του ασβεστόλιθου κατά την υπόγεια
ροή του νερού µέσα από τη µάζα του.

36
3.2.2.1. Σπήλαια.
Τα σπήλαια είναι καρστικοί αγωγοί που συνδέονται και εµφανίζονται στην
επιφάνεια της γης µε τη µορφή ανοιγµάτων. Μπορεί να προέρχονται είτε από την
διεύρυνση ενός αγωγού µε την χηµική διάλυση και την επέκταση του, είτε µε την
συνένωση πολλών αγωγών που ευνοούν την ανάπτυξη πιο πολύπλοκων και
πολυσχιδών σπηλαίων.
Ένα σπήλαιο µπορεί να αναπτύσσει αίθουσες σε πολλά επίπεδα. Οι αίθουσες
αυτές µπορεί να επικοινωνούν µεταξύ τους µε αγωγούς ποικίλων κλίσεων και
διαστάσεων.
Η ύπαρξη του νερού σε ένα σπήλαιο εξαρτάται από το βάθος, τη θέση του.
Έτσι σπήλαια που συναντώνται σε µεγάλα υψόµετρα στις υγρές περιόδους
παρουσιάζουν ροή νερού και λειτουργούν σαν υπόγειοι αγωγοί τροφοδοσίας του
υπόγειου καρστικού συστήµατος.
Το πιο γνωστό σπήλαιο στην περιοχή έρευνας είναι το ∆ικταίο Άντρο, στις
βόρεια πλευρά του όρους ∆ίκτυ και νότια της πόλγης του Λασιθίου, σε υψόµετρο 950
m. Στην χειµερινή περίοδο, η κύρια αίθουσα του σπηλαίου κατακλύζεται από νερό.
Άλλα σπήλαια είναι αυτά της Μιλάτου και του Αγίου Ανδρέα στο χωριό
Φινοκαλιάς. Η έξοδος του σπηλαίου της Μιλάτου βρίσκεται στις παρυφές ενός
φαραγγιού και θεωρείται ότι καταλήγει στην θάλασσα. Μόνο η πρώτη αίθουσα του
σπηλαίου είναι γνωστή.

3.3. Γεωµορφολογική ανάλυση µε τη βοήθεια γεωγραφικών


συστηµάτων πληροφοριών.
Η ψηφιοποίηση του τοπογραφικού χάρτη της περιοχής (Γεωγραφική
Υπηρεσία Στρατού, Φύλλο Άγιος Νικόλαος, Κλίµακα 1:50.000), µε ισοδιάσταση 20
m περίλαβε την αποτύπωση όλων των υψοµετρικών γραµµών, των οδικών δικτύων
των πόλεων, των εκκλησιών και των υδρογραφικών συστηµάτων. Πιο συγκεκριµένα,
για τα υδρογραφικά συστήµατα, ψηφιοποιήθηκαν όλες οι υδρογραφικές λεκάνες, οι
υδροκρίτες και τα υδρορεύµατα.
Μετά την τοπογραφική, ψηφιακή αποτύπωση της περιοχής υπολογίστηκαν οι
µορφολογικές παράµετροι κάθε υδρογραφικής λεκάνης. Τα αποτελέσµατα που
προέκυψαν από την ψηφιοποίηση και τον υπολογισµό των µορφολογικών
παραµέτρων παρουσιάζονται στους πίνακες που ακολουθούν.

37
Πίνακας 3.1:Οι κλάδοι και τα µέσα µήκη των ποταµών της περιοχής.
Σύνολο Κλάδων Μέσο µήκος κλάδων (m)

Ποτάµι 1ης 2ης 3ης 4ης 5ης 1ης 2ης 3ης 4ης 5ης

Περάµπελα 15 5 1 691,33 572 7300

Λασίθι 31 8 2 1 772,6 2053,8 4230 5480

Λακώνια 18 4 1 745,6 1652,5 1100

Καλό Ρυάκι 18 5 1 867,8 952 5010

Σίσι 10 2 1 331 1265 1910

Τζαµπί 7 1 457,1 2410

Βάλτος 15 4 1 610,7 937,5 4290

Ξερά Ξύλα 28 7 2 1 767,5 1057,1 3955 1170

Μίλατος 62 18 3 1 548,2 837,8 1913,3 7200

Βραχάσι 31 7 3 1 580,6 622,9 2670 4380

Καλός Ποταµός 135 30 11 2 1 592,1 1325 1557,3 7705 1610

Ξηροπόταµος 145 36 8 3 1 553,5 577,8 1845 6706,7 8310

Φινοκαλιάς 7 2 1 1210 2830 350

Φουρνή 11 2 570 600

Ποτάµι 1 2 1 470 1270

Ποτάµι 2 2 1 1170 490

Ποτάµι 3 1 1500

Ποτάµι 4 1 1740

Ποτάµι 5 1 1750

Ποτάµι 6 3 1 460 2300

Ποτάµι 7 2 1 620 190

Ποτάµι 8 2 1 210 580

Ποτάµι 9 2 1 1060 1470

Ποτάµι 10 3 1 680 1370

Ποτάµι 11 1 750

Ποτάµι 12 2 1 550 530

Ποτάµι 13 4 1 1330 1970

Ποτάµι 14 1 1470

Ποτάµι 15 3 1 680 5270

Ποτάµι 16 2 1 310 800

Ποτάµι 17 7 2 1 620 660 1500

Ποτάµι 18 1 520

Ποτάµι 19 2 1 740 370

Ποτάµι 20 2 1 420 300

Ποτάµι 21 1 760

Ποτάµι 22 1 390

Ποτάµι 23 2 1 170 240

Ποτάµι 24 1 300

Ποτάµι 25 1 630

38
Σύνολο Κλάδων Μέσο µήκος κλάδων (m)

Ποτάµι 1ης 2ης 3ης 4ης 5ης 1ης 2ης 3ης 4ης 5ης

Ποτάµι 26 1 290

Ποτάµι 27 1 500

Ποτάµι 28 1 620

Ποτάµι 29 1 470

Ποτάµι 30 3 1 420 2250

Ποτάµι 31 2 1 490 2170

Ποτάµι 32 19 3 1 360 920 2280

Ποτάµι 33 3 1 260 420

Ποτάµι 34 5 2 1 390 480 60

Ποτάµι 35 9 2 1 560 3390 810

Ποτάµι 36 3 1 680 1350

Ποτάµι 37 1 1850

Ποτάµι 38 1 1190

Ποτάµι 39 2 1 260 770

Ποτάµι 40 3 1 700 1800

Ποτάµι 41 2 1 1060 1610

Ποτάµι 42 5 1 470 2410

Ποτάµι 43 9 3 1 540 960 500

Συν. Περ. έρευνας 654 165 40 9 2 696,63 1317,88 2428,29 5440,33 4960

Πίνακας 3.2: Το µέγιστο µήκος, πλάτος και η έκταση των λεκανών.


Μέγιστο µήκος Μέγιστο πλάτος Έκταση λεκάνης
Ποτάµι
(Km) (Km) (Km2)
Περάµπελα 7,82 2,15 9,27
Λασίθι 12,9 7,9 57,85
Λακώνια 5,97 4,3 19,36
Καλό Ρυάκι 6,68 3,21 21,22
Σίσι 3,57 1,79 3,65
Τζαµπί 2,8 1,89 2,43
Βάλτος 4,86 2,52 7,25
Ξερά Ξύλα 7,66 4,13 16,08
Μίλατος 9,59 5,57 28,56
Βραχάσι 8,98 4,29 21,13
Καλός Ποταµός 20,39 9,96 99,76
Ξηροπόταµος 22,3 12,55 105,63
Φινοκαλιάς 7,84 1,85 6,85
Φουρνή 7,48 5,48 22,02
Ποτάµι 1 1,87 0,85 1,05
Ποτάµι 2 2,57 0,71 1,44
Ποτάµι 3 1,94 0,63 0,94
Ποτάµι 4 1,9 0,69 0,81
Ποτάµι 5 2,61 0,9 1,72
Ποτάµι 6 3,02 1,15 1,87

39
Μέγιστο µήκος Μέγιστο πλάτος Έκταση λεκάνης
Ποτάµι
(Km) (Km) (Km2)
Ποτάµι 7 1,13 0,64 0,44
Ποτάµι 8 1,26 0,38 0,37
Ποτάµι 9 3,21 0,8 1,8
Ποτάµι 10 2,57 1,14 1,55
Ποτάµι 11 0,99 0,5 0,3
Ποτάµι 12 1,32 0,76 0,57
Ποτάµι 13 3,82 1,49 3,26
Ποτάµι 14 2,08 0,61 0,74
Ποτάµι 15 6,74 1,34 4,3
Ποτάµι 16 1,33 0,45 0,35
Ποτάµι 17 3,6 2,31 3,48
Ποτάµι 18 0,7 0,19 0,1
Ποτάµι 19 1,83 0,88 0,97
Ποτάµι 20 0,97 0,75 0,33
Ποτάµι 21 1,4 0,77 0,48
Ποτάµι 22 0,69 0,31 0,12
Ποτάµι 23 0,77 0,32 0,2
Ποτάµι 24 0,7 0,28 0,15
Ποτάµι 25 0,98 0,66 0,33
Ποτάµι 26 0,52 0,19 0,09
Ποτάµι 27 0,83 0,34 0,16
Ποτάµι 28 1,17 0,6 0,42
Ποτάµι 29 0,68 0,27 0,13
Ποτάµι 30 2,69 0,78 1,1
Ποτάµι 31 2,78 0,77 0,85
Ποτάµι 32 3,39 2,95 4,44
Ποτάµι 33 1,22 0,82 0,59
Ποτάµι 34 1,3 1,23 0,91
Ποτάµι 35 7,09 2,7 8,72
Ποτάµι 36 2,69 1,14 0,07
Ποτάµι 37 2,26 0,8 0,84
Ποτάµι 38 2,72 0,86 1,77
Ποτάµι 39 1,9 0,92 0,925
Ποτάµι 40 3,6 2,16 2,21
Ποτάµι 41 2,81 1,47 2,67
Ποτάµι 42 3,42 2,51 5,4
Ποτάµι 43 3,18 2,48 4,03
Συν. Περιοχής. 484,055
έρευνας

40
Πίνακας 3.3: Το συνολικό µήκος των υδατορευµάτων και µορφολογικές παράµετροι.
Συνολικό µήκος
Ποτάµι Rb Rl RD RN Rf
(m)
Περάµπελα 20530 4 0,65 2,12 2,27 1,18
Λασίθι 54320 3,29 0,55 0,94 0,73 4,48
Λακώνια 21130 4,25 0,98 1,09 1,19 3,24
Καλό Ρυάκι 25390 4,3 0,55 1,2 1,13 3,18
Σίσι 7750 3,5 0,46 2,12 3,56 1,02
Τζαµπί 5610 7 0,19 2,31 3,29 0,86
Βάλτος 17200 3,88 0,44 2,37 2,76 1,49
Ξερά Ξύλα 37970 3,17 1,46 2,36 2,36 2,1
Μίλατος 56630 4,15 0,45 1,98 2,94 2,98
Βραχάσι 34750 3,25 0,58 1,64 1,99 2,35
Καλός Ποταµός 153840 3,68 0,58 1,54 1,79 4,89
Ξηροπόταµος 144250 3,84 0,59 1,37 1,83 4,74
Φινοκαλιάς 14470 2,75 4,26 2,11 1,46 0,87
Φουρνή 745 5,5 0,95 0,03 0,59 2,94
Ποτάµι 1 2210 2 37 2,1 2,86 0,56
Ποτάµι 2 1290 2 2.39 0,9 2,08 0,56
Ποτάµι 3 1500 1,6 1,06 0,48
Ποτάµι 4 1740 2,15 1,23 0,43
Ποτάµι 5 1750 1,02 0,58 0,66
Ποτάµι 6 3670 3 0,2 1,96 2,14 0,62
Ποτάµι 7 1430 2 3,26 3,25 6,82 0,39
Ποτάµι 8 1000 2 0,36 2,7 8,11 0,29
Ποτάµι 9 3580 2 0,72 1,99 1,67 0,56
Ποτάµι 10 3420 3 0,5 2,21 2,58 0,6
Ποτάµι 11 750 2,5 3,33 0,3
Ποτάµι 12 1620 2 1,04 2,84 5,26 0,43
Ποτάµι 13 7270 4 0,68 2,23 1,53 0,85
Ποτάµι 14 1470 1,99 1,35 0,36
Ποτάµι 15 7310 3 0,13 1,7 0,93 0,64
Ποτάµι 16 1420 2 0,39 4,06 8,57 0,26
Ποτάµι 17 7120 2,75 0,69 2,05 0,86 0,97
Ποτάµι 18 520 5,2 10 0,14
Ποτάµι 19 1850 2 2 1,91 3,09 0,53
Ποτάµι 20 1140 2 1,4 3,45 9,1 0,34
Ποτάµι 21 760 1,58 2,08 0,34
Ποτάµι 22 390 3,25 8,33 0,17
Ποτάµι 23 580 2 0,71 2,9 15 0,26
Ποτάµι 24 300 2 6,67 0,21
Ποτάµι 25 630 1,91 3,03 0,34

41
Συνολικό µήκος
Ποτάµι Rb Rl RD RN Rf
(m)
Ποτάµι 26 290 3,22 11,11 0,17
Ποτάµι 27 500 3,13 6,25 0,19
Ποτάµι 28 620 1,48 2,38 0,36
Ποτάµι 29 470 3,62 7,69 0,19
Ποτάµι 30 3500 3 0,19 3,18 3,64 0,41
Ποτάµι 31 3150 2 0,23 3,71 3,53 0,31
Ποτάµι 32 11910 4,67 0,39 2,68 5,18 1,31
Ποτάµι 33 1190 3 0,62 2,02 6,78 0,48
Ποτάµι 34 2970 2,25 4,41 3,26 8,79 0,7
Ποτάµι 35 12630 3,25 2,1 1,45 1,38 1,23
Ποτάµι 36 3380 3 0,5 48,3 57,14 0,03
Ποτάµι 37 1850 2,2 1,19 0,37
Ποτάµι 38 1190 0,67 0,56 0,65
Ποτάµι 39 1290 2 0,34 1,39 4,32 0,49
Ποτάµι 40 3910 3 0,39 1,77 1,81 0,61
Ποτάµι 41 3730 2 0,66 1,4 1,12 0,95
Ποτάµι 42 4770 5 0,2 0,88 1,11 1,58
Ποτάµι 43 8220 3 1,24 2,04 3,23 1,27
Συν. Περ.
714875 3,12 1,78 2,96 4,62
έρευνας

Το µέγιστο µήκος των λεκανών µετρήθηκε σε µια ευθεία παράλληλη µε το


κύριο κλάδο του ποταµού, ενώ το µέγιστο πλάτος, µετρήθηκε σε µια ευθεία κάθετη
στην ευθεία, που χρησιµοποιήθηκε για τον υπολογισµό του µέγιστου µήκους. Η
έκταση της λεκάνης, που δίνεται σε km2, υπολογίστηκε βάση της ψηφιοποίησης τους
στο ΑRCVIEW 3.2. Όµοια µετρήθηκαν και οι κλάδοι των ρευµάτων και το συνολικό
µήκος τους προέκυψε προσθέτοντας το µήκος κάθε κλάδου.
Κάθε κλάδος ταξινοµήθηκε σύµφωνα µε τη µέθοδο Strahler (1952), όπου τα
µικρότερα ρεύµατα που δεν δέχονται νερό από άλλα ρεύµατα ονοµάζονται 1ης τάξης,
οι κλάδοι που προκύπτουν από την συνένωση 2 κλάδων 1ης τάξης ονοµάζονται 2ης
τάξης, οι κλάδοι που προκύπτουν από την συνένωση 2 κλάδων 2ης τάξης ονοµάζονται
3ης τάξης κ.ο.κ. Στην περίπτωση όπου ένας κλάδος µικρότερης τάξης ενώνεται µε ένα
κλάδο µεγαλύτερης τάξης, τότε ο κλάδος της µεγαλύτερης τάξης εξακολουθεί να
παραµένει στην ίδια τάξη.
Ο συντελεστής µορφής (Rf) είναι το πηλίκο της συνολικής έκτασης της
λεκάνης απορροής ενός ποταµού (Α) ως προς το µέγιστο µήκος της λεκάνης
απορροής (Lmax). ∆ηλαδή:

42
Rf=A/Lmax (3.1)
Ο συντελεστής διακλάδωσης, (Rb) είναι το πηλίκο του αριθµού των κλάδων
µιας δεδοµένης τάξης ως προς τον αριθµό των κλάδων της ακριβώς µεγαλύτερης
τάξης. ∆ηλαδή:
Rb=Nu/Nu+1 (3.2)
Ο συντελεστής διακλάδωσης κυµαίνεται συνήθως από 2 έως 5 και αυξάνει όσο πιο
επιµήκης είναι οι λεκάνες αποστράγγισης.
Ο συντελεστής µήκους, (RL) είναι ο λόγος του αθροιστικού µέσου µήκους των
κλάδων µιας τάξης ως προς το αθροιστικό µέσο της ανώτερης τάξης, δηλαδή
RL=∑Ḹu/∑Ḹu+1 (3.3)
Η πυκνότητα αποστράγγισης, (RD) είναι ο λόγος του συνολικού µήκους των
κλάδων του ποταµού ως προς την έκταση της λεκάνης απορροής του ποταµού,
δηλαδή:
RD =∑L/A (3.4)
Η υδρογραφική πυκνότητα (RN)ορίζεται σαν το λόγο του συνόλου των
κλάδων µιας λεκάνης ως προς την έκταση της λεκάνης.
RN =∑N/A (3.5)

3.4. Η ισχύς των νόµων του Horton.

Σύµφωνα µε τον πρώτο νόµο του Horton, «ο αριθµός των κλάδων των
διαδοχικών µικρότερων τάξεων ενός υδρογραφικού δικτύου σχηµατίζει µια αύξουσα
γεωµετρική ακολουθία µε κλίση ίση τον συντελεστή διακλάδωσης (Rb)». ∆ηλαδή:
Nu=Rb(k-u) (3.6)
Ο δεύτερος νόµος του Horton διατυπώνεται ως «τα αθροιστικά µέσα µήκη
των κλάδων των διαδοχικών µεγαλύτερων τάξεων ενός υδρογραφικού δικτύου
σχηµατίζουν µια αύξουσα γεωµετρική ακολουθία, που ο πρώτος όρος είναι το µέσο
µήκος των κλάδων 1ης τάξης και έχει για τάση τον συντελεστή µήκους (RL)». Ο
νόµος αυτός διατυπώνεται µαθηµατικά ως εξής:
Ḹu=Ḹ1RL(u-1) (3.7)
Στους Πίνακες που ακολουθούν παρουσιάζεται το κατά πόσο ισχύουν οι νόµοι
του Horton στα ποτάµια της περιοχής έρευνας και στο παράρτηµα Ι παρατίθονται τα
διαγράµµατα των κύριων υδρορευµάτων, τα οποία προέκυψαν από την εφαρµογή των

43
δύο νόµων. Η ισχύς των νόµων του Horton εξαρτάται από το πόσο καλά
σχηµατισµένες είναι οι λεκάνες αποστράγγισης µιας περιοχής, δηλαδή εξαρτώνται
από την µορφολογία, την τεκτονική, το κλίµα και την φυτοκάλυψη της περιοχής.

3.4.1 Λεκάνη Περαµπέλων

Η λεκάνη των Περαµπέλων βρίσκεται ΒΑ της Νεάπολης, στους Πλακώδεις


ασβεστόλιθους. Πρόκειται για µια ηµιορεινή-πεδινή λεκάνη, που πηγάζει από τον
ορεινό όγκο της Στειροµάνδρας. Καταλαµβάνει µια έκταση 9,7 Km2.
Το ποτάµι που αποστραγγίζει τα νερά της λεκάνης είναι 3ης τάξης, µε 21
κλάδους που το µήκος τους είναι 20,53 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης είναι ίσως
µε 4, ο συντελεστής µήκους είναι 0,65.
Εφαρµόζοντας τους νόµους του Horton προκύπτουν οι παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) =1,8011 -0,5881u (1ος Νοµος του Horton) (3.8)

log(ΣLu) = 0,5118u + 2,1298 (2ος Νοµος του Horton) (3.9)


Η υδρογραφική πυκνότητα είναι ίση µε 2,12 και η υδρογραφική συχνότητα
ίση µε 2,27.

3.4.2. Λεκάνη πόλγης Λασιθίου.

Η λεκάνη του Λασιθίου είναι µια ορεινή λεκάνη που βρίσκεται από υψόµετρο
των 800 m έως και 2100 m. Το εµβαδόν που καλύπτει είναι ίσως µε 57, 8 km2, µε
µέγιστο µήκος και πλάτος 12,9 και 7,9 km, αντίστοιχα.
Το ποτάµι που αποστραγγίζει τη λεκάνη είναι 4ης τάξης µε 42 κλάδους,
συνολικού µήκους 54,32 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης και µήκους είναι 3,29 και
0,55 αντίστοιχα. Η εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,5076u + 1,9429 (1ος Νοµος του Horton) (3.10)

log(ΣLu) = 0,2866u + 2,6748 (2ος Νοµος του Horton) (3.11)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 0,94 και 0,73 αντίστοιχα.

44
3.4.3. Λεκάνη πόλγης Λακωνίων.

Πρόκειται για µια παρόµοια λεκάνη µε αυτή του Λασιθίου, όµως είναι πεδινή
µε µέσο υψόµετρο 110 m. Βρίσκεται µέσα σε νεογενείς αποθέσεις αλλά οι λόφοι που
την περικλείουν είναι ανθρακικής σύστασης, ασβεστόλιθοι και δολοµιτικοί
ασβεστόλιθοι της ζώνης Τρίπολης.
Η συνολική έκταση που καταλαµβάνει είναι 19,36 km2, µε µέγιστο µήκος και
πλάτος 5,97 και 4,3 km, αντίστοιχα.
Το ποτάµι που την διαρρέει είναι 3ης τάξης µε 23 κλάδους συνολικού µήκους
21,13 km, µε συντελεστή διακλάδωσης και µήκους 4,25 και 0,98 αντίστοιχα. Η
εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,6276u + 1,8744 (1ος Νοµος του Horton) (3.12)

log(ΣLu) = 0,0844u + 2,8751 (2ος Νοµος του Horton) (3.13)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 1,09 και 1,19 αντίστοιχα.

3.4.4. Λεκάνη Καλού Ρυακιού.

Η λεκάνη του Καλού Ρυακιού βρίσκεται Νότια του χωριού Σισίου.


Καταλαµβάνει µια έκταση 21,22 km2,µέσα σε ασβεστολιθικά και νεογενή
πετρώµατα. Πρόκειται για µια πεδινή παράκτια λεκάνη µε µέσο υψόµετρο 200 m,
που έχει µέγιστο µήκος και πλάτος 6,68 και 3,21 km.
Το ποτάµι Καλό Ρυάκι είναι 3ης τάξης µε 24 κλάδους συνολικού µήκους 25,4
km περίπου. Ο συντελεστής διακλάδωσης και µήκους είναι 4,3 και 0,55 αντίστοιχα.
Η εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,6276u + 1,9067 (1ος Νοµος του Horton) (3.14)

log(ΣLu) = 0,3807u + 2,4442 (2ος Νοµος του Horton) (3.15)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 1,2 και 1,13 αντίστοιχα.

45
3.4.5.Λεκάνη Σισίου.

Η λεκάνη του Σισίου πηγάζει στους ασβεστόλιθους της Τρίπολης στο βουνό
του Ανάβλοχου σε υψόµετρο 400 m. Το µέγιστο υψόµετρο είναι 150 m. περίπου. Το
εµβαδόν που καταλαµβάνει είναι 3,65 km2, µε µέγιστο µήκος και πλάτος της λεκάνης
3,57 και 1,79 km, αντίστοιχα.
Το ποτάµι που διαρρέει τη λεκάνη του Σισίου είναι 3ης τάξης µε 13 κλάδους
συνολικού µήκους 7,75 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης και µήκους είναι 3,5 και
1,47 αντίστοιχα. Η εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,5u + 1,4337 (1ος Νοµος του Horton) (3.16)

log(ΣLu) = 0,3806u + 2,2064 (2ος Νοµος του Horton) (3.17)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 2,12 και 3,56 αντίστοιχα.

3.4.6. Λεκάνη Τζαµπίου.

Πρόκειται για µια ηµιορεινή-πεδινή λεκάνη που βρίσκεται µέσα στους


πλακώδεις ασβεστόλιθους. Το εµβαδόν της είναι µόλις 2, 43 km2, µε µέγιστο µήκος
και πλάτος λεκάνης 2, 8 και 1,9 km, αντίστοιχα.
Το ποτάµι που την διαρρέει είναι 2ης τάξης µε 8 κλάδους συνολικού µήκους
5,61 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης και µήκους είναι 7 και 0,19, αντίστοιχα. Η
εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,8451u + 1,6902 (1ος Νοµος του Horton) (3.18)

log(ΣLu) = 0,7202u + 1,9399 (2ος Νοµος του Horton) (3.19)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 2,31 και 3,29 αντίστοιχα.

3.4.7. Λεκάνη Βάλτου.

Η λεκάνη του Βάλτου είναι πεδινή λεκάνη µε µέσο υψόµετρο 250 m.


βρίσκεται στους πλακώδεις ασβεστόλιθους και πηγάζει σε υψόµετρο 590 m. Το

46
µέγιστο µήκος και πλάτος της λεκάνης είναι 4,86 και 2,52 km, ενώ το εµβαδόν της
ισούται µε 7,25 km2.
Το ποτάµι της λεκάνης αυτής είναι 3ης τάξης, έχει 20 κλάδους και το συνολικό
µήκος των κλάδων του είναι ίσο µε 17,2 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης και µήκους
είναι 3,88 και 0,44 αντίστοιχα. Η εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις
παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,588u + 1,7688 (1ος Νοµος του Horton) (3.20)

log(ΣLu) = 0,4233u + 2,2835 (2ος Νοµος του Horton) (3.21)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 2,37 και 2,76 αντίστοιχα.

3.4.8. Λεκάνη Ξερών Ξύλων.

Η λεκάνη αυτή είναι ηµιορεινή µε µέσο υψόµετρο 400 m και µέγιστο


υψόµετρο 780 m, περίπου. Οι πηγές του βρίσκονται στον ορεινό όγκο του Τιµίου
Σταυρού, βόρεια της Νεάπολης. Το ποτάµι του διαρρέει τους σχηµατισµούς των
πλακώδων ασβεστόλιθων. Το εµβαδόν του είναι ίσο µε 16,1 km2, περίπου, ενώ το
µέγιστο µήκος και πλάτος της λεκάνης είναι 7,66 και 4,13, km αντίστοιχα.
Το ποτάµι είναι 4ης τάξης µε συνολικά 38 κλάδους µήκους 37,97 km. Ο
συντελεστής διακλάδωσης και µήκους είναι 3,17 και 1,46 αντίστοιχα. Η εφαρµογή
των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,4685u + 1,8028 (1ος Νοµος του Horton) (3.22)

log(ΣLu) = 0,1122u + 2,863 (2ος Νοµος του Horton) (3.23)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 2,36 και για τους δύο αυτούς
γεωµορφολογικούς συντελεστές.

3.4.9. Λεκάνη Μιλάτου.

Η λεκάνη της Μιλάτου είναι πεδινή µε µέσο υψόµετρο 350 m και µέγιστο
υψόµετρο 900 m, περίπου. Η λεκάνη της Μιλάτου ξεκινά από τη Νεάπολη προς την
Ανατολή και περιορίζεται από Βορρά από το βουνό του Τιµίου Σταυρού και από τον

47
Νότο από τους ορεινούς όγκους του Καλαρείτη και του Ανάβλοχου. Τα πετρώµατα
που φιλοξενούν την λεκάνη είναι οι ασβεστόλιθοι της Τρίπολης, οι φυλλίτες τα
νεογενή της κοιλάδας του Πάνω Μιραµπέλου και τέλος οι πλακώδεις ασβεστόλιθοι.
Το µέγιστο µήκος και πλάτος της λεκάνης είναι 9,59 και 5,57 km αντίστοιχα ενώ το
εµβαδόν της είναι 28,56 km2.
Το ποτάµι της λεκάνης της Μιλάτου είναι 4ης τάξης µε 84 κλάδους συνολικού
µήκους 56,63 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης και µήκους είναι 4,15 και 0,45
αντίστοιχα. Η εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,6155u + 2,42 (1ος Νοµος του Horton) (3.24)

log(ΣLu) = 0,3714u + 2,2718 (2ος Νοµος του Horton) (3.25)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 1,98 και 2,94 αντίστοιχα.

3.4.10. Λεκάνη Βραχασίου.

Η λεκάνη του Βραχασίου βρίσκεται Ν∆ της λεκάνης Μιλάτου. Περιορίζεται


από τον Βορρά από το βουνό Ανάβλοχο και από το Νότο από το βουνό Φονιάς. Το
εµβαδόν που καλύπτει είναι 21,1 km2, περίπου, ενώ το µέγιστο µήκος και πλάτος της
είναι 9 και 4,3 km αντίστοιχα. Η λεκάνη βρίσκεται στους σχηµατισµούς των
Φυλλιτών-Χαλαζιτών, µε τους ορεινούς της όγκους να αποτελούνται κυρίως από τους
ασβεστόλιθους της ζώνης Τρίπολης.
Το ποτάµι της λεκάνης του Βραχασίου είναι 4ης τάξης µε 82 κλάδους
συνολικού µήκους 34,75 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης και µήκους είναι 3,25 και
0,58 αντίστοιχα. Η εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,4842u + 1,9139 (1ος Νοµος του Horton) (3.26)

log(ΣLu) = 0,3265u + 2,3403 (2ος Νοµος του Horton) (3.27)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 1,64 και 1,94 αντίστοιχα.

48
3.4.11. Λεκάνη Ξηροπόταµου.

Η λεκάνη του Ξηροπόταµου είναι η µεγαλύτερη υδρολογική λεκάνη στην


περιοχή έρευνας µε συνολικό εµβαδόν 105,6 km2, και µε µέγιστο µήκος και πλάτος
23,2 και 12, 6 km, αντίστοιχα. Η διεύθυνση της λεκάνης είναι ∆-Α. Το µέγιστο
υψόµετρο της είναι τα 1661 m στην περιοχή του Καθαρού. Βόρεια συνορεύει µε τη
λεκάνη της Μιλάτου, ∆υτικά µε τη λεκάνη της πόλγης του Λασιθίου και Νότια µε τη
λεκάνη του Καλού Ποταµού. Από το Βορά περιορίζεται από τους ορεινούς όγκους
της ∆ρήρου, Ανεµόσπηλου και από το Νότο από τα ανατολικές απολήξεις του ∆ίκτυ.
Ο Ξηροπόταµος διαρρέει στο µεγαλύτερο του µέρος στα ανθρακικά
πετρώµατα της ζώνης Τρίπόλης, ενώ σε µερικές περιοχές συναντά τους Πλακώδεις
ασβεστόλιθους και τις Νεογενείς αποθέσεις. Εκβάλει ανατολικά, στον Κόλπο του
Μιραµπέλου, Νότια της πόλης του Αγίου Νικολάου και βορείως σε απόσταση
µερικών εκατοντάδων µέτρων από τις καρστικές πηγές του Αλµυρού.
Ο Ξηροπόταµος είναι ένα ποτάµι 5ης τάξης µε 193 κλάδους, συνολικού
µήκους 144,25 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης και µήκους είναι 3,84 και 0,59
αντίστοιχα. Η εφαρµογή των νόµων του Horton έδωσε τις παρακάτω εξισώσεις:
log(Nu) = -0,5402u + 2,6402 (1ος Νοµος του Horton) (3.28)

log(ΣLu) = 0,3418u + 2,2781 (2ος Νοµος του Horton) (3.29)


Η υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα είναι 1,37 και 1,83 αντίστοιχα.

3.4.12.Οι µικρότερες λεκάνες της περιοχής έρευνας.

Πρόκειται για 43 µικρές λεκάνες µε ρέµατα 3ης έως και 1ης τάξης, που το
εµβαδόν της µεγαλύτερης δεν ξεπερνά τα 8 km2, µε µέγιστα µήκη από 7,1 έως 0,7 km
και µέγιστα πλάτη από 5 έως 0,1 km. Ο συντελεστής διακλάδωσης κυµαίνεται από 5
έως 2, ενώ ο συντελεστής µήκους κυµαίνεται από 0,7 έως 3,5. Η ελάχιστη τιµή της
υδρογραφικής πυκνότητας για αυτές τις λεκάνες είναι 0,7 και η µέγιστη 4,06 ενώ για
την υδρογραφική συχνότητα οι αντίστοιχες τιµές είναι 0,58 και 11,1.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε κανένα από τα ποτάµια της περιοχής έρευνας
δεν σηµειώνεται απορροή λόγω της έντονης κατείσδυσης του επιφανειακού νερού

49
στους καρστοποιηµένους ανθρακικούς σχηµατισµούς της περιοχής αλλά και στους
υπόλοιπους µη καρστοποιηµένους σχηµατισµούς. Μόνο σε ακραία πληµµυρικά
γεγονότα που έχουν σηµειωθεί στο παρελθόν έχουν αναφερθεί πληµµυρικές
απορροές που κράτησαν για µερικές µόνο ώρες.

3.5. Γεωµορφολογία της περιοχής έρευνας.

Η επαρχία Μιραµπέλου και Λασιθίου, στο σύνολο τους µπορούν να κριθούν


σαν µια ηµιορεινή περιοχή, µε ήπιες κλίσεις στην παράκτια ζώνη και στις πεδινές
περιοχές µέχρι του υψοµέτρου των 200 m, µε µέσες κλίσεις στις ηµιορεινές ζώνης και
µεγάλες κλίσεις και ανάγλυφο στους ορεινούς όγκους της. Έτσι η περιοχή από
γεωµορφολογική άποψη µπορεί να διαιρεθεί σε τρεις ζώνες:
Α) η πεδινή ζώνη που εκτείνεται στις παράκτιες περιοχές από το Κρητικό πέλαγος
και τον Κόλπο του Μιραµπέλου έως και το υψόµετρο των 200 m περιλαµβάνοντας
τις παράκτιες κοιλάδες του Σισίου, Μιλάτου Σκινιά και Ελούντας στον Βορά, και στα
ανατολικά τις κοιλάδες των Λιµνών, Αγίου Νικολάου, Λακωνίων και Κριτσάς. Η
πεδινή ζώνη γεωλογικά αποτελείται από αλλουβιακές αποθέσεις, µάργες και
µαργαϊκούς ασβεστόλιθους, πλακώδεις ασβεστόλιθους, ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης και τέλος από κλαστικά ιζήµατα.
Β) Η ηµιορεινή ζώνη που χαρακτηρίζεται από το υψόµετρο των 200 έως 600 m και
περιλαµβάνει την ενδοχώρα της περιοχής. Σε αυτή τη ζώνη κατατάσσονται οι
περιοχές της κοιλάδας του Βραχασίου, η λεκάνη του Πάνω Μιραµπέλου, ο Άγιος
Κωνσταντίνος, το ∆ράσι, οι Τάπες και ο Κρούστας. Αυτή η ζώνη αποτελείται κυρίως
από τους σχηµατισµούς των πλακώδων ασβεστόλιθων, των Φυλλιτών-Χαλαζιτών και
τους ασβεστόλιθους και φλύσχη της ζώνης Τρίπολης. Στις περιοχές επίσης του
∆ρασίου και Λιµνών συναντώνται αλλουβιακές αποθέσεις.
Γ) Η ορεινή ζώνη που εκτείνεται από το υψόµετρο των 600 m µέχρι τα 1668 m, και
καταλαµβάνει το κεντρικό τµήµα της περιοχής, αποτελείται από τα βόρεια από τους
ορεινούς όγκους του Ανάβλοχου (620 m), του Τιµίου Σταυρού (793 m) και της
Στειρόµανδρας (762 m), στο κέντρο µε τα βουνά του Φονιά (790 m), Φονιά Κεφάλι
(1481 m), Μαύρου ∆άσους (1002 m), Καβαλαράς (760 m), και στα νότια µε τo όρος
του Καθαρό Τσιβί (1668 m). Τα πετρώµατα που απαρτίζουν την ορεινή ζώνη της

50
περιοχής είναι οι Πλακώδεις ασβεστόλιθοι (Ανάβλοχος, Τίµιος Σταυρός,
Στειρόµανδρα, Σαµιά, Περισταριάς), και οι ασβεστόλιθοι της Τρίπολης (Καθαρό
Τσιβί, Φονιά Κεφάλι, Φονιά ∆έτη, Ανάβλοχος, Μαχαιράς, Καβαλαρά). Στην Εικόνα
3. 10 παρουσιάζεται η κατανοµή των καρστικών µορφών, στην Εικόνα 3.11
παρουσιάζεται ο χάρτης των εδαφικών κλίσεων που δείχνει πως µεταβάλλεται η
γήινη επιφάνεια στον χώρο και στην Εικόνα 3.12 παρουσιάζεται το σκιασµένο
ανάγλυφο της περιοχής έρευνας, που δείχνει τον ρυθµό µεταβολής των εδαφικού
ανάγλυφου.

Εικόνα 3.10: Χάρτης που παρουσιάζει τις καρστικές µορφές (µπλε χρώµα).

51
Εικόνα 3.11: Χάρτης εδαφικών κλίσεων.

52
Εικόνα 3.12: Σκιασµένο ανάγλυφο της περιοχής έρευνας.

53
Εικόνα 3.13: Οι κύριες υδρολογικές λεκάνες της περιοχής έρευνας.

54
4. ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ-Υ∆ΡΟΛΟΓΙΑ

Για να υπολογιστεί να αξιόπιστο υδρολογικό ισοζύγιο θα πρέπει να


διατίθενται αξιόπιστα και επαρκή κλιµατολογικά και υδρολογικά δεδοµένα της
περιοχής έρευνας. Η επεξεργασία και η παρουσίαση των µετεωρολογικών και
υδρολογικών δεδοµένων είναι το αντικείµενο αυτού του Κεφαλαίου.

4.1. Κατανοµή βροχοπτώσεων.

Για τον υπολογισµό του µέσου ετήσιου ύψους βροχόπτωσης στην περιοχή
έρευνας χρησιµοποιήθηκαν οι υδροµετρικοί σταθµοί των Λακωνίων, Κριτσάς
Καθαρού, Αγίου Κωνσταντίνου, Ταπών και Ποτάµων. Περισσότερες πληροφορίες
για τους συγκεκριµένους σταθµούς περιλαµβάνονται στον Πίνακα 4.1, ενώ η θέση
τους παρουσιάζεται στην Εικόνα 4.1

Πίνακας 4.1: Οι βροχοµετρικοί σταθµοί της περιοχής καθώς και ο φορέας


λειτουργίας, το υψόµετρο και η περίοδος λειτουργίας τους.
ΠΕΡΙΟ∆ΟΣ
ΣΤΑΘΜΟΣ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΦΟΡΕΑΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
ΛΑΚΩΝΙΑ 100 ΙΓΜΕ 1981-2000
ΚΡΙΤΣΑ 580 ΙΓΜΕ 1981-2000
ΚΑΘΑΡΟ 1200 ΓΜΕ 1981-2000
ΑΓΙΟΣ
300 ΙΓΜΕ 1981-2000
ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΣ
ΤΑΠΕΣ 541 ΙΓΜΕ 1981-2000
ΠΟΤΑΜΟΙ 880 ΙΓΜΕ 1981-2000

Τα ετήσια ύψη βροχόπτωσης των σταθµών της περιοχής παρουσιάζονται στον


Πίνακα 4.2 και η γραφική τους παρουσίαση στην Εικόνα 4.2. Από το διάγραµµα
προκύπτει ότι υπάρχει µια ευρεία διακύµανση των βροχοπτώσεων τόσο κατά τον
χρόνο όσο και ανά το υψόµετρο. Οι υψηλότερες ετήσιες βροχοπτώσεις
παρατηρούνται στους βροχοµετρικούς σταθµούς των µεγαλύτερων υψοµέτρων του

55
Καθαρού και των Ποτάµων, ενώ οι µικρότερες παρουσιάζονται στους σταθµούς των
Λακωνίων και Ταπών.

Εικόνα 4.1: Οι θέσεις των βροχοµετρικών σταθµών.

56
Πίνακας 4.2: Ετήσια ύψη βροχόπτωσης (σε mm) των σταθµών κατά τα υδρολογικά
έτη 1981-2000.
ΕΤΗ
ΑΓΙΟΣ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΛΑΚΩ-
ΚΡΙΤΣΑ ΚΑΘΑΡΟ ΚΩΝΣΤΑΝ- ΤΑΠΕΣ ΠΟΤΑΜΟΙ
ΤΩΝ ΝΙΑ
ΤΙΝΟΣ
ΣΤΑΘΩΝ
1981 562 478 716 722 732 1033
1982 595 469 512 735 604 937
1983 919 720 813 1126 979 1570
1984 985 1224 1278 1007 1382 1485
1985 628 681 716 612 799 904
1986 641 792,1 831 994,1 510,8 1015
1987 496,2 495,3 752 721,2 577,2 997
1988 333,5 505,9 619,4 488,4 577,8 922
1989 309,1 372 428,8 355,8 351,6 509
1990 476,9 590,4 601,2 586,8 701 889
1991 598 773,8 452,4 885,8 798 1243
1992 341 485 378 440,4 486 859
1993 515,8 577,2 739,1 570,8 763 1046
1994 826,6 884 724,8 917,6 922,2 1309
1995 543 852 1048,4 670,8 780,1 997
1996 659,5 650,4 770,3 696,1 601,3 1559
1997 625 710,2 909,6 820,5 809,1 982
1998 485 446 626 557 398 829
1999 417 563 613 547 562 839
ΜΕΓΙΣΤΟ 985 1224 1278 1126 1382 1570
ΕΛΑΧΙΣΤΟ 309,1 372 378 355,8 351,6 509
Μ. ΟΡΟΣ 576,8 645,8 712,1 708,1 701,8 1048,6

57
Εικόνα 4.2: ∆ιάγραµµα ύψους βροχόπτωσης-βροχοµετρικού έτους για κάθε
βροχοµετρικό σταθµό στην διάρκεια της λειτουργίας του.

Από το διάγραµµα συµπεραίνεται ότι κατά τα υδρολογικά έτη 1988-1989 και


1992 υπάρχει µια γενική µείωση της βροχόπτωσης σε όλους τους σταθµούς της
περιοχής και σε ένα ποσοστό 23,4%, 47% και 33,7 αντίστοιχα. Αυτά τα έτη µπορούν
να χαρακτηριστούν σαν ξηρά έτη.

4.2.Κατασκευή ισοϋέτιων καµπυλών.

Για την κατασκευή των ισοϋέτιων καµπυλών και τον υπολογισµό της
βροχοβαθµίδας χρησιµοποιήθηκαν οι βροχοµετρικοί σταθµοί του Πίνακα 4.1, αφού
υπολογίστηκε πρώτα η συσχέτιση των δεδοµένων των σταθµών. Ο τρόπος που
χρησιµοποιήθηκε για τον έλεγχο της οµοιογένειας είναι ο παραλληλισµός των
αντίστοιχων ετήσιων υψών βροχόπτωσης του κάθε σταθµού µε τους υπόλοιπους.
Στον Πίνακα 4.3. παρουσιάζονται οι συσχετίσεις των δεδοµένων κάθε σταθµού µε
τους υπόλοιπους.
Οι σταθµοί που χρησιµοποιήθηκαν για τον υπολογισµό του µέσου ετήσιου
ύψους βροχόπτωσης είναι οι βροχοµετρικοί σταθµοί των Λακωνίων, Αγίου
Κωνσταντίνου, Ταπών και Ποταµών λόγω της καλής συσχέτισης τους στις τιµές
βροχόπτωσης ανά βροχοµετρικό έτος (0,69<R2<0,79).

58
Πίνακας 4.3: Οι συσχετίσεις των βροχοµετρικών σταθµών (οι τιµές σε R2).
Λακώνια Κριτσά Καθαρό Άγιος. Τάπες Ποτάµοι
Κων/νος
Λακώνια 1
Κριτσά 0,6265 1
Καθαρό 0,4486 0,5933 1
Άγιος 0,798 0,5019 0,3177 1
Κων/νος
Τάπες 0,6914 0,7106 0,5033 0,4574 1
Ποτάµοι 0,6955 0,4307 0,2725 0,593 0,4882 1

Από τον Πίνακα 4.3 παρατηρείται ότι οι σταθµοί που συσχετίζονται καλύτερα
από όλους είναι οι σταθµοί των Λακωνίων, του Αγίου Κωνσταντίνου των Ταπών και
των Ποταµών και συνεπώς µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τον υπολογισµό του
υδρολογικού ισοζυγίου της ευρύτερης περιοχής τους.

4.3.Έλεγχος της οµοιογένειας των βροχοµετρικών δεδοµένων.

Η οµοιογένεια των σταθµών έγινε µε τη µέθοδο της ανάλυσης διπλής µάζας.


Σύµφωνα µε αυτή τη µέθοδο κατασκευάζεται ένα διάγραµµα των αθροιστικών
ετήσιων υψών βροχόπτωσης ενός σταθµού Χ µε το µέσο όρο των αθροιστικών
ετήσιων υψών βροχόπτωσης των σταθµών βάσης (ΣΡΒ). Εάν παρατηρείται
οµοιογένεια µεταξύ των δεδοµένων των σταθµών, τότε τα σηµεία θα βρίσκονται
πάνω σε µια ευθεία, ενώ αν τα δεδοµένα είναι ανοµοιογενή τότε η κλίση της ευθείας
θα αλλάζει. Η µέθοδος στηρίζεται στο γεγονός, ότι εάν για κάποιο λόγο
µεταβάλλονται τα βροχοµετρικά δεδοµένα σε ένα σταθµό, τότε η µεταβολή αυτή
µπορεί να διορθωθεί µε βάση τα αντίστοιχα δεδοµένα των βασικών σταθµών.
Τα αποτελέσµατα του ελέγχου της οµοιογένειας των βροχοµετρικών
δεδοµένων στους σταθµούς της περιοχής έρευνας παρουσιάζονται στην Εικόνα 4.3.
Σύµφωνα µε τις ευθείες της Εικόνας 4.3, όλοι οι σταθµοί µπορούν να θεωρηθούν
οµοιογενείς.

59
4.4. Σχέση υψοµέτρου και µέσης ετήσιας βροχόπτωσης.

Ο σηµαντικότερος παράγοντας που επηρεάζει το ετήσιο ύψος βροχοπτώσεων


είναι το υψόµετρο της περιοχής ενώ µικρότερης σηµασίας είναι η µορφολογία
(διεύθυνση διάταξης της λεκάνης που βρίσκεται ο σταθµός, το αιολικό δυναµικό της
περιοχής κ.ά.). Σε αυτό το υποκεφάλαιο γίνεται προσπάθεια να συσχετιστεί το
υψόµετρο µε τη µέση ετήσια βροχόπτωση.

Εικόνα 4.3: Οι ευθείες διπλής µάζας των βροχοµετρικών δεδοµένων των σταθµών της
περιοχής.

Μπορεί να αντιστοιχηθεί κάθε µέση τιµή της βροχόπτωσης µε το αντίστοιχο


υψόµετρο µε µια γραµµική σχέση της µορφής y=ax+b, όπου η τιµή x, η ανεξάρτητη
µεταβλητή, παίρνει την τιµή του υψοµέτρου και η εξαρτηµένη µεταβλητή y εκφράζει
το µέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης. Η εξίσωση που προκύπτει ονοµάζεται εξίσωση
της βροχοβαθµίδας. Η εξίσωση της βροχοβαθµίδας χρησιµοποιείται για την
κατασκευή του βροχοµετρικού χάρτη της περιοχής, ο οποίος στα επόµενα στάδια

60
χρησιµοποιείται για την εύρεση του όγκου του νερού που δέχεται η περιοχή από τα
ατµοσφαιρικά κατακρηµνίσµατα.
Από την εφαρµογή της γραµµικής εξίσωσης στα δεδοµένα των τεσσάρων
σταθµών που επιλέχθηκαν και που παρουσιάζονται στον Πίνακα 4.4. προέκυψε η
εξίσωση της βροχοβαθµίδας (Εικόνα 4.4) για την περιοχή. Η εξίσωση της
βροχοβαθµίδας έχει τη µορφή:
y = 0,5643x + 501,91 (4.1)
όπου y είναι το µέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης, και x είναι το υψόµετρο της
περιοχής από την επιφάνεια της θάλασσας. Σύµφωνα µε την εξίσωση το µέσο ετήσιο
ύψος βροχόπτωσης στην επιφάνεια της θάλασσας, στην περιοχή, ισούται µε 501,91
mm,ενώ το ύψος βροχόπτωσης αυξάνει κατά 56, 43 mm ανά 100 m.

Πίνακας 4.4: Οι σταθµοί που επιλέχθηκαν για τον υπολογισµό της βροχοβαθµίδας,
καθώς και το υψόµετρο και το µέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης τους.
ΒΡΟΧΟΜΕΤΡΙΚΟΣ ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΜΕΣΟ ΕΤΗΣΙΟ ΥΨΟΣ
ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗΣ
ΛΑΚΩΝΙΑ 100 576,8
ΑΓΙΟΣ 300 708,1
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΤΑΠΕΣ 541 701,8
ΠΟΤΑΜΟΙ 880 1048,6

61
Εικόνα 5.4: ∆ιάγραµµα µέσου ετήσιου ύψους βροχόπτωσης σε σχέση µε το
υψόµετρο.

Στην Εικόνα 4.5 παρουσιάζεται ο χάρτης των ισοϋέτιων καµπυλών για την
περιοχή έρευνας. Σύµφωνα µε αυτόν τον χάρτη και τον τοπογραφικό χάρτη
παρατηρείται η έντονη επίδραση του µορφολογικού ανάγλυφου στο µέσο ετήσιο
ύψος βροχόπτωσης.

4.5. Θερµοκρασία αέρα.

Η θερµοκρασία του αέρα επηρεάζει σε µεγάλο βαθµό την εξατµισοδιαπνοή,


για αυτό κρίνεται απαραίτητη η γνώση της χωροχρονικής κατανοµής της
θερµοκρασίας.
Στην περιοχή έρευνας δεν υπάρχουν διαθέσιµα στοιχεία για τον παράγοντα
της θερµοκρασίας, όµως διατίθονται στοιχεία από άλλους σταθµούς, που βρίσκονται
σε όµορες περιοχές µε παραπλήσιο ή το ίδιο θερµοκρασιακό καθεστώς. Οι
παρατηρήσεις της θερµοκρασίας προέρχονται από τους σταθµούς Ηρακλείου (1955-
1995), Καστέλι Πεδιάδος (1977-1990), Σητείας (1961-1990), Παχιάς Άµµου (1974-
1998), Καλού Χωριού (1974-1998) και Μύθων (1972-1998). Από τα στοιχεία αυτά
υπολογίστηκαν οι µέσες µηνιαίες θερµοκρασίες για την περίοδο λειτουργίας τους,
που παρουσιάζονται στον Πίνακα 4.5.

62
Πίνακας 4.5: Οι µέσες µηνιαίες θερµοκρασίες σε oC για τους µετεωρολογικούς
σταθµούς, στην περίοδο λειτουργίας τους.

ΜΕΣΗ ΕΤΗΣΙΑ
ΣΤΑΘΜΟΣ Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν ∆
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ
ΗΡΑΚΛΕΙΟ 12,3 12,2 13,5 16,5 20,2 24,2 26 26 23,4 20 16,6 13,7 18,7
ΚΑΣΤΕΛΙ 9,5 9,1 10,7 14 17,6 21,5 23,2 23,2 20,9 17,3 13,5 10,9 16
ΣΗΤΕΙΑ 12,1 12,3 13,7 16,8 20,4 24,3 25,9 25,7 23,6 23,1 16,8 14 18,8
ΠΑΧΙΑ
10,5 10,5 11,8 15,1 19,1 24 26 26,3 23,4 19,7 15,5 12 17,8
ΑΜΜΟΣ
ΚΑΛΟ
12,1 11,9 13,1 15,7 19,5 23,8 26,3 26,1 23,4 19,9 16,1 13,2 18,4
ΧΩΡΙΟ
ΜΥΘΟΙ 11,8 12 13,3 16,2 20,3 24,8 27,1 27,1 24,6 21,3 16,8 13,5 19

Από τον Πίνακα 4.5 προκύπτει ότι ο ψυχρότερος µήνας του έτους είναι ο
Ιανουάριος (9,5 oC), εκτός από τους σταθµούς του Καστελίου και του Καλού
Χωριού, που είναι ο Φεβρουάριος (9,1 oC) και (11,9 oC) αντίστοιχα. Ο θερµότερος
µήνας είναι ο Ιούλιος για τους σταθµούς Ηρακλείου (26 oC), Σητείας (25,9 oC),
Καλού Χωριού (26,3 oC) και Μύθων (27,1 oC), ενώ για τους σταθµούς του
Καστελίου και της Παχιάς Άµµου είναι ο Αύγουστος µε θερµοκρασίες 23,2 oC και
26,3 oC αντίστοιχα.

63
Εικόνα 4.5: Χάρτης των ισοϋέτιων καµπυλών.

64
Στις Εικόνες 4.6, 4.7, 4.8 και 4.9 παρουσιάζονται οι µέσες, ελάχιστες και οι
µέγιστες µηνιαίες θερµοκρασίες που προέκυψαν από την επεξεργασία των δεδοµένων
από τους µετεωρολογικούς σταθµούς Καλού Χωριού, Μύθων, Παχιάς Άµµου και
Σητείας.

Εικόνα 4.6: Οι µηνιαίες θερµοκρασίες για τον µετεωρολογικό σταθµό του Καλού
Χωριού.

Εικόνα 4.7: Οι µηνιαίες θερµοκρασίες για τον µετεωρολογικό σταθµό των Μύθων.

65
Εικόνα 4.8: Οι µηνιαίες θερµοκρασίες για τον µετεωρολογικό σταθµό της Παχιάς
Άµµου.

Εικόνα 4.9: Οι µηνιαίες θερµοκρασίες για τον µετεωρολογικό σταθµό της Σητείας.

4.6. Σχέση υψοµέτρου θερµοκρασίας.

Η θερµοκρασία του αέρα, όπως είναι γνωστό µεταβάλλεται σε σχέση µε το


υψόµετρο. Η µεταβολή της θερµοκρασίας σε σχέση µε το υψόµετρο εκφράζεται από
µια γραµµική εξίσωση της µορφής y=-ax+b, µε µια παρόµοια δηλαδή σχέση µε αυτή
της βροχοβαθµίδας, αλλά η κλίση αυτής της εξίσωσης είναι αρνητική. Ο ρυθµός της
µεταβολής της θερµοκρασίας (a) ως προς το υψόµετρο καλείται θερµοβαθµίδα. Στην
προηγούµενη εξίσωση το x είναι η ανεξάρτητη µεταβλητή και εκφράζει το υψόµετρο,

66
ενώ η y, που είναι η εξαρτηµένη µεταβλητή, εκφράζει τη δεδοµένη θερµοκρασία στο
υψόµετρο x, ενώ b είναι η θερµοκρασία στην επιφάνεια ης θάλασσας.
Η διαδικασία υπολογισµού της θερµοβαθµίδας είναι η ίδια µε αυτή που
χρησιµοποιήθηκε για τον υπολογισµό της βροχοβαθµίδας. Για τον υπολογισµό της
θερµοβαθµίδας χρησιµοποιήθηκαν οι παρατηρήσεις της θερµοκρασίας από τους
µετεωρολογικούς σταθµούς του Ηρακλείου, Καστελίου, Καλού Χωριού, Μύθου και
Σητείας (Πίνακας 4.6).

Πίνακας 4.6: Οι µέσες ετήσιες θερµοκρασίες των µετεωρολογικών σταθµών.


ΥΨΟΣ
ΜΕΣΗ ΕΤΗΣΙΑ
ΣΤΑΘΜΟΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΟΥ
ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ (oC)
ΣΤΑΘΜΟΥ (m)
ΚΑΛΟ ΧΩΡΙΟ 12 18,4
ΠΑΧΙΑ ΑΜΜΟΣ 50 17,8
ΣΗΤΕΙΑ 114,08 18
ΚΑΣΤΕΛΙ 350 16
ΗΡΑΚΛΕΙΟ 30 18,7

Εικόνα 4.10: Η σχέση υψοµέτρου-θερµοκρασίας.

Η εξίσωση της θερµοκρασίας που προκύπτει έχει τη µορφή:


Τ=-0,0068z+18,41 (4.2)

67
Σύµφωνα µε την εξίσωση της θερµοβαθµίδας, η θερµοκρασία στην επιφάνεια
της θάλασσας είναι ίση µε 18,4 oC ενώ µειώνεται κατά 0,68 oC ανά 100 m αύξησης
του υψοµέτρου. Στην Εικόνα 4.11 παρουσιάζεται η κατανοµή της µέσης ετήσιας
θερµοκρασίας σε σχέση µε το υψόµετρο στην περιοχή έρευνας.

4.7. Σχετική υγρασία του αέρα.

Οι βροχοπτώσεις σε µια περιοχή εξαρτώνται από την ατµοσφαιρική υγρασία.


Η προέλευση των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων είναι η ποσότητα των
υδρατµών που περιέχονται στην ατµόσφαιρα. Επίσης, η υγρασία επιδρά στην
εξατµισοδιαπνοή. Στον Πίνακα 4.7 δίνονται οι µηνιαίες τιµές της σχετικής υγρασίας
για τον µετεωρολογικό σταθµό του Ηρακλείου.

Πίνακας 4.7: Μέση µηνιαία σχετική υγρασία του σταθµού Ηρακλείου 1985-1995
(στοιχεία ΕΜΥ).

Μην. 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995
Ιαν. 69 65 63 62 68 69 65 68 69 66
Φεβρ. 66 63 63 57 61 62 70 62 63 66 65
Μαρ. 70 71 65 61 69 62 71 64 60 67 63
Απρ 56 58 64 63 59 61 64 58 60 61 58
Μ. 66 63 62 56 63 55 60 66 66 58 53
Ιουν. 60 60 57 51 56 54 57 57 55 55 56
Ιούλ. 55 61 59 56 59 54 60 59 52 57 58
Αυγ. 59 62 59 59 63 58 61 63 58 54 63
Σεπτ. 61 66 60 60 63 62 59 56 61 64 61
Οκτ. 65 65 63 65 66 65 64 58 65 72 64
Νοεµ. 66 67 69 64 69 66 68 65 66 65 57
∆εκ. 72 69 64 69 68 68 68 64 70 68 69

68
4.8.Υδρολογικό ισοζύγιο.

Το υδρολογικό ισοζύγιο είναι η ποσοτική έκφραση µιας γενικότερης αρχής,


της αρχής διατήρησης µάζας. Η γενική σηµασία του υδρολογικού ισοζυγίου είναι ότι
η ποσότητα που δέχεται µια περιοχή θα είναι ίση µε τις ποσότητες των υδάτινων
µαζών που εξατµίζονται στην ατµόσφαιρα, που απορρέουν µε τη µορφή ποταµιών και
τέλος που κατεισδύουν και κινούνται υπόγεια. Η µαθηµατική έκφραση του
υδρολογικού ισοζυγίου µπορεί να γραφεί σαν :
P=R+ET+I (5.3)
Όπου P είναι η ποσότητα των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων, R είναι το κλάσµα
που απορρέει, ΕΤ είναι το κλάσµα του νερού που επιστρέφει στην ατµόσφαιρα µε το
φαινόµενο της εξατµισοδιαπνοής και τέλος Ι είναι το κλάσµα του νερού που
κατεισδύει στα υδροφόρα συστήµατα. Η µαθηµατική αυτή εξίσωση µπορεί να
εκφραστεί είτε σαν ύψη νερού µε µονάδες mm, είτε σαν όγκοι νερού µε µονάδες m3,
είτε ακόµα σαν ποσοστό %.
Για τον υπολογισµό του προσεγγιστικού υδρολογικού ισοζυγίου της περιοχής
χρησιµοποιήθηκαν, όλα τα µετεωρολογικά στοιχεία που ήταν διαθέσιµα για τον
υπολογισµό του ύψους βροχόπτωσης P και για την εκτίµηση της εξατµισοδιαπνοής.
Η εξατµισοδιαπνοή εκτιµήθηκε µε διάφορες µεθοδολογίες αλλά για το ισοζύγιο
χρησιµοποιήθηκε η αντιπροσωπευτικότερη. Εάν λάβουµε υπόψη, ότι οι απορροές
στην περιοχή είναι αµελητέες και ότι το σφάλµα που προκαλείται λαµβάνοντας τις
ίσες µε µηδέν είναι πολύ µικρό, τότε από την εξίσωση 4.3 µπορεί να προκύψει το
κλάσµα που κατεισδύει στους υδροφόρους.

69
Εικόνα 4.11: Χάρτης της µέσης ετήσιας θερµοκρασίας.Ψ

4.8.1. Όγκος νερού από βροχοπτώσεις.


Για να υπολογιστεί ο µέσος ετήσιος όγκος νερού από βροχόπτωση,
χρησιµοποιήθηκαν οι ισοϋέτιες καµπύλες. Υπολογίζεται η µέση βροχόπτωση µεταξύ
δύο ισοϋψών ισοδιάστασης 100 m, πολλαπλασιάζοντας το µέσο υψόµετρο των δύο

70
αυτών ισοϋψών µε το αντίστοιχο µέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης. Ο όγκος του νερού
που δέχεται η περιοχή είναι ίση µε το γινόµενο του εµβαδού της περιοχής που
περικλείεται στις δύο ισοϋψείς επί το µέσο ύψος βροχόπτωσης.
Στον Πίνακα 4.8 παρουσιάζεται το µέσο ύψος βροχόπτωσης και ο όγκος
νερού που δέχεται η περιοχή ανά 1 km2 από 0-2100 m υψόµετρο. Στον Πίνακα 4.9
παρουσιάζονται τα ύψη βροχόπτωσης και όγκος νερού που δέχεται κάθε γεωλογικός
σχηµατισµός, στην περιοχή έρευνας. Ο υπολογισµός του όγκου νερού σε κάθε
γεωλογικό σχηµατισµό προκύπτει µε τον πολλαπλασιασµό του εµβαδού της
εµφάνισης του γεωλογικού σχηµατισµού µε το αντίστοιχο µέσο ύψος βροχόπτωσης
του µέσου υψοµέτρου του σχηµατισµού.

Πίνακας 4.8: Το ύψος και ο όγκος βροχόπτωσης που δέχεται η περιοχή ανά 100 m.
Μέσο ύψος Όγκος νερού ανά
Υψόµετρο (m) Μέσο Υψόµετρο (m)
βροχόπτωσης (mm) km2 (106 m3)
0-100 50 530,1 0,53
100-200 150 586,6 0,587
200-300 250 643 0,643
300-400 350 699,4 0,7
400-500 450 755,8 0,756
500-600 550 812,3 0,812
600-700 650 868,7 0,869
700-800 750 925,1 0,925
800-900 850 981,6 0,982
900-1000 950 1038 1,038
1000-1100 1050 1094,4 1,094
1100-1200 1150 1150,9 1,151
1200-1300 1250 1207,3 1,207
1300-1400 1350 1263,7 1,264
1400-1500 1450 1320,1 1,32
1500-1600 1550 1376,6 1,377
1600-1700 1650 1433 1,433
1700-1800 1750 1489,4 1,489
1800-1900 1850 1545,9 1,546
1900-2000 1950 1602,3 1,602
2000-2100 2050 1658,7 1,659

71
Από τον Πίνακα 4.8 παρατηρείται ότι το µέσο ύψος βροχόπτωσης στις πεδινές
περιοχές ισούται µε 555 mm σε κάθε km2, ή 0,555x106 m3, στις ηµιορεινές περιοχές
755,8 mm , ή 0,756 x106 m3 και στις ορεινές περιοχές 1263,7 mm, ή 0,1264 x106 m3
αντίστοιχα.

Πίνακας 4.9: Ο όγκος του νερού που δέχεται κάθε γεωλογικός σχηµατισµός της
περιοχής.

Μέσο
Όγκος νερού
υψόµετρο Μέσο ύψος
Γεωλογικός Έκταση από Ποσοστό
2
γεωλογικού βροχόπτωσης
σχηµατισµός (Km ) βροχόπτωση (%)
σχηµατισµού (mm)
(106 m3)
(m)
Πλακώδεις
180,25 - 743,13 133,95 36,96
ασβεστόλιθοι
Φυλλίτες-
34,12 - 849,06 28,97 8
Χαλαζίτες
Ασβεστόλιθοι
152,74 - 916,92 140,05 38,64
Τρίπολης
Φλύσχης
16,41 - 964,66 15,83 4,37
Τρίπολης
Ασβεστόλιθοι
2,05 1250 1207,29 2,47 0,68
Πίνδου
Κλαστικά
16,04 450 755,85 12,12 3,34
πετρώµατα
Μάργες-
µαργαϊκοί 16,11 - 551,21 8,88 2,45
ασβεστόλιθοι
Αλλουβιακές
20,19 - 799,9 16,15 4,46
αποθέσεις
Κορήµατα 3,54 - 906,78 3,21 0.88
Οφιόλιθοι 0,91 - 912.1 0,83 0,22
Σύνολο 442,36 362,46 100

72
Ο όγκος του νερού από βροχόπτωση σε ένα σχηµατισµό εξαρτάται από το
εµβαδόν του, και το ύψος βροχόπτωσης, δηλαδή από το µέσο υψόµετρο στο οποίο
εµφανίζεται. Τις περισσότερες βροχοπτώσεις δέχονται οι ασβεστόλιθοι της ζώνης
Τρίπολης µε ποσοστό 38,68 % και ακολουθούν οι Πλακώδεις ασβεστόλιθοι µε
ποσοστό 36,96 %. Οι φυλλίτες-χαλαζίτες συγκεντρώνουν µόνο το 8% της
βροχόπτωσης. Συνολικά οι ανθρακικοί σχηµατισµοί της περιοχής δέχονται το 76,32
% της βροχόπτωσης. Το µεγάλο αυτό ποσοστό βροχόπτωσης αποτελεί τον κυριότερο
παράγοντα στην ανάπτυξη των καρστικών υδροφόρων στους ανθρακικούς
σχηµατισµούς, αφού η τροφοδοσία τους από τις βροχοπτώσεις είναι η µεγαλύτερη
από ότι στους άλλους υδροπερατούς σχηµατισµούς.

4.8.2. Εξατµισοδιαπνοή (ΕΤ).

Με τον όρο εξατµισοδιαπνοή ορίζονται οι σύνθετες διαδικασίες εξάτµισης του


νερού από τις υγρές περιοχές και της διαπνοής από τα φυτά δηλαδή τη µεταφορά του
νερού από την επιφάνεια στην ατµόσφαιρα και από την υγρή φάση στην αέρια. Οι
παράγοντες που επηρεάζουν το φαινόµενο της εξατµισοδιαπνοής είναι η
θερµοκρασία του εδάφους και του αέρα, η εδαφική και η ατµοσφαιρική υγρασία, η
ηλιοφάνεια, η ταχύτητα του ανέµου, η βλάστηση και η τοπογραφία.

4.8.2.1. ∆υνητική εξατµισοδιαπνοή.

Ο όρος της δυνητικής εξατµισοδιαπνοής χρησιµοποιήθηκε πρώτα από τον


Thorhthwaite (1944) για να περιγράψει το µέρος του νερού που θα επέστρεφε στην
ατµόσφαιρα µέσω της εξατµισοδιαπνοής εάν υπήρχε αρκετή ποσότητα νερού έτσι
ώστε να κάλυπτε την παραπάνω ποσότητα. Μια προϋπόθεση για τον υπολογισµό της
δυνητικής εξατµισοδιαπνοής είναι ότι η θερµοκρασία του νερού στην επιφάνεια της
εξάτµισης πρέπει να είναι ίση µε τη θερµοκρασία της ατµόσφαιρας. Για τον
υπολογισµό της δυνητικής εξατµισοδιαπνοής έχουν προταθεί διάφορες µεθοδολογίες,
χωρίς όµως καµία από αυτές να µπορεί να βρει καθολική εφαρµογή. Η επιλογή της
µεθοδολογίας υπολογισµού της δυνητικής εξατµισοδιαπνοής εξαρτάται από τις
κλιµατικές συνθήκες που επικρατούν σε µια περιοχή, στις γεωµορφολογικές
συνθήκες καθώς και από τα δεδοµένα που υπάρχουν στην διάθεση.

73
Ο Thorhthwaite (1944) εισήγαγε µια µεθοδολογία υπολογισµού της δυνητικής
εξατµισοδιαπνοής για υγρές περιοχές. Στην µεθοδολογία αυτή, η δυνητική
εξατµισοδιαπνοή για ένα συγκεκριµένο µήνα εξαρτάται από τη µέση µηνιαία
θερµοκρασία του αέρα και από τον ετήσιο θερµικό δείκτη. Η εξίσωση αυτής της
µεθοδολογίας περιγράφεται µαθηµατικά από τη σχέση:

(4.4)
όπου:
PE, η δυναµική εξατµισοδιαπνοή του µήνα m (mm/month)
km, ο µηνιαίος συντελεστής διόρθωσης, που εξαρτάται από το γεωγραφικό
πλάτος
k1= 16mm/month
k2= 6.75 x 10po-7 oC-3
k3= -7.71 x 10-5 oC-2
k4= 1.792 x 10-2 oC-1
k5= 0.49239
j, ο ετήσιος θερµικός δείκτης, ο οποίος δίνεται από τη σχέση:

Ο Penman το 1948 προσδιόρισε την εξάτµιση από µια ελεύθερη επιφάνεια.


Κατοπινές µελέτες απέδειξαν ότι η εξάτµιση που υπολογιζόταν από µια ελεύθερη
επιφάνεια σύµφωνα µε τον Penman είναι σχεδόν ίση µε την δυνητική
εξατµισοδιαπνοή. Η εξίσωση του Penman καθορίζεται από τη σχέση:

όπου:
PE, η δυναµική εξατµισοδιαπνοή (mm/day).
A, ο συντελεστής, συνάρτηση της θερµοκρασίας του αέρα.
En, ηλιακή ακτινοβολία εκφρασµένη σε µονάδες ρυθµού εξάτµισης (mm/day).
Ea, ρυθµός εξάτµισης µεταφοράς µάζας (mm/day).
Η παράµετρος En δίνεται από τη σχέση:

74
όπου:
C1, σταθερά µετατροπής των µονάδων και ισούται µε 1000 mm/m
Qn, ηλιακή ακτινοβολία (cal/m2·day)
ρ, πυκνότητα του νερού (Kg/m3)
L, λανθάνουσα θερµότητα εξάτµισης (cal/Kg),
Ο ρυθµός εξάτµισης µεταφοράς µάζας (Εα) υπολογίζεται από µια εξίσωση µεταφοράς
µάζας. Στην περίπτωση αυτή χρησιµοποιείται η σχέση των Dunne και Leopold
(1978):

όπου:
r, η σχετική υγρασία του αέρα (%)
c2= 0.1733 mm/(day mmHg)
c3= 0.0512 mm·hour/(day Km mmHg)
W , η ταχύτητα του ανέµου σε ύψος 2 m πάνω από την επιφάνεια (Km/hour)
e5, η κορεσµένη πίεση ατµών στη θερµοκρασία του αέρα στην επιφάνεια
(mmHg).
Στην Ελλάδα έχει χρησιµοποιηθεί ευρέως για τον υπολογισµό της
εξατµισοδιαπνοής, µε ικανοποιητικά αποτελέσµατα και η µέθοδος εκτίµησης του
Turc:

όπου:
Tam, η µέση µηνιαία θερµοκρασία αέρα του µήνα m (oC)
Qn, η µέση ολική µηνιαία ηλιακή ακτινοβολία του µήνα m [cal/(cm2 · day)].
Το µειονέκτηµα των µεθόδων προσδιορισµού της δυνητικής
εξατµισοδιαπνοής είναι ότι για τον υπολογισµό της χρειάζονται πλήρη κλιµατικά
δεδοµένα, σε αντίθεση µε τη µέθοδο του Turc που για τον υπολογισµό της
εξατµισοδιαπνοής χρειάζεται µόνο η θερµοκρασία της ατµόσφαιρας.
Στον Πίνακα 4.10 παρουσιάζεται η δυνητική εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα µε
τον τύπο του Thornthwaite για τους µετεωρολογικούς σταθµούς του Ηρακλείου και
Καστελίου για την περίοδο 1970-1992.

75
Πίνακας 4.10: Η µέση µηνιαία δυνητική εξατµισοδιαπνοή κατά Thornthwaite για
τους σταθµούς Ηρακλείου-Καστελίου.

Σταθµός Ιαν Φεβ Μαρ Απρ Μ Ιουν Ιουλ Αυγ Σεπ Οκτ Νοεµ ∆εκ
Ηράκλειο 24 25 37 58 96 137 161 150 108 75 46 28
Καστέλι 23 21 31 51 83 115 132 125 94 65 37 25

Στον Πίνακα 4.11 παρουσιάζεται η δυνητική εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα µε


τον τύπο του Penman για τους µετεωρολογικούς σταθµούς του Ηρακλείου και
Καστελίου για την περίοδο 1970-1992.

Πίνακας 4.11: Η µέση µηνιαία δυνητική εξατµισοδιαπνοή κατά Penman για


τους σταθµούς Ηρακλείου-Καστελίου.

Σταθµός Ιαν Φεβ Μαρ Απρ Μ Ιουν Ιουλ Αυγ Σεπ Οκτ Νοεµ ∆εκ
Ηράκλειο 32 40 61 90 117 148 167 151 111 73 36 28
Καστέλι 29 36 55 83 110 138 155 140 101 67 32 26

Τέλος στον Πίνακα 4.12 παρατίθεται η δυνητική εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα


µε τον τύπο του Turc για τους µετεωρολογικούς σταθµούς του Ηρακλείου και
Καστελίου για την περίοδο 1970-1992.

Πίνακας 4.12: Η µέση µηνιαία δυνητική εξατµισοδιαπνοή κατά Turc για τους
σταθµούς Ηρακλείου-Καστελίου.

Σταθµός Ιαν Φεβ Μαρ Απρ Μ Ιουν Ιουλ Αυγ Σεπ Οκτ Νοεµ ∆εκ
Ηράκλειο 24 25 37 58 96 137 161 150 108 75 46 28
Καστέλι 23 21 31 51 83 115 132 125 94 65 37 27

4.8.2.2. Πραγµατική εξατµισοδιαπνοή.

Η πραγµατική εξατµισοδιαπνοή είναι η ποσότητα του νερού που εξατµίζεται


από την επιφάνεια της γης και επιστρέφει στην ατµόσφαιρα, σύµφωνα µε τις

76
κλιµατικές συνθήκες που επικρατούν. Η πραγµατική εξατµισοδιαπνοή εξαρτάται
κυρίως από την περιεχόµενη υγρασία του εδάφους, από το συνολικό ύψος
βροχόπτωσης, τις µετεωρολογικές συνθήκες (θερµοκρασία αέρα-εδάφους, άνεµος
κτλ.), τις γεωµορφολογικά και τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής.
Έχουν προταθεί διάφορες µεθοδολογίες για τον υπολογισµό και την εκτίµηση
της πραγµατικής εξατµισοδιαπνοής.
Ο Turc, αφού µελέτησε την πραγµατική εξατµισοδιαπνοή σε 254 λεκάνες,
ανέπτυξε την εξής σχέση:

όπου
AE, η µέση ετήσια πραγµατική εξατµισοδιαπνοή (mm).
P, το µέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης (mm).
L, η συνάρτηση της θερµοκρασίας και δίνεται από τη σχέση:

όπου
T,η µέση ετήσια θερµοκρασία (oC).
Ο τύπος του Turc δεν περιέχει πουθενά κάποιον παράγοντα της βλάστησης.
Επίσης δίνει ικανοποιητικά αποτελέσµατα για περιοχές µε υψηλές βροχοπτώσεις και
µικρές µέσες θερµοκρασίες.
Εφαρµόζοντας τον τύπο του Turc για τα δεδοµένα των σταθµών Ηρακλείου,
Καστελίου, καθώς και για τις µεγαλύτερες λεκάνες της περιοχής έρευνας προκύπτουν
τα αποτελέσµατα της πραγµατικής εξατµισοδιαπνοής στους Πίνακες 4.13 και 4.14.

77
Πίνακας 4.13: Η µέση ετήσια πραγµατική εξατµισοδιαπνοή για τους σταθµούς
Ηρακλείου και Καστελίου κατά Turc.

Μέσο ετήσιο
Πραγµατική
ύψος Θερµοκρασία
Σταθµός εξατµισοδιαπνοή Ποσοστό (%)
βροχόπτωσης (oC)
(mm)
(mm)
Ηράκλειο 459,2 18,78 433,1 94,3
Καστέλι 704,6 15,98 573,8 81,4

Για τον υπολογισµό της µέσης ετήσιας πραγµατικής εξατµισοδιαπνοής στις


κυριότερες λεκάνες της περιοχής, χρησιµοποιήθηκε η µέση ετήσια θερµοκρασία του
µέσου υψόµετρου της λεκάνης. Έτσι υπολογίστηκε για τις λεκάνες του Σισίου,
Βραχασίου, Νεάπολης, ∆ρασίου, Λασιθίου, Λακωνίων, Ξηροπόταµου, Ελούντας και
Κριτσάς. Επίσης υπολογίστηκε η µέση ετήσια εξατµισοδιαπνοή για τους
γεωλογικούς σχηµατισµούς της περιοχής και παρατίθεται στον Πίνακα 4.15.

Πίνακας 4.14: Η µέση ετήσια πραγµατική εξατµισοδιαπνοή για τις κυριότερες


λεκάνες της περιοχής κατά Turc.

Μέσο ετήσιο
Πραγµατική Ποσοστό σε
ύψος Θερµοκρασία
Σταθµός εξατµισοδιαπνοή σχέση µε τη
βροχόπτωσης (oC)
(mm) βροχόπτωση(%)
(mm)
Σίσι 535,84 18 496,15 92,6
Βραχάσι 716,38 15,82 576,79 80,5
Νεάπολη 660 16,5 558,85 84,7
∆ράσι 727,67 15,7 580,28 79,7
Λασίθι 1320,145 8,55 507,75 38,46
Λακώνια 750,2 15,42 586,1 78,13
Ξηροπόταµος 925,14 13,31 593,04 64,1
Ελούντα 671,14 16,37 563,98 84,03
Κριτσά 784,06 15,01 589,52 75,02

78
Πίνακας 4.15: Η µέση ετήσια πραγµατική εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα µε τον Turc για
τους σχηµατισµούς στην περιοχή έρευνας.

Μέσο ετήσιο Ποσοστό σε


Πραγµατική
Γεωλογικός ύψος σχέση µε τη
Θερµοκρασία (oC) εξατµισοδιαπνοή
σχηµατισµός βροχόπτωσης βροχόπτωση
(mm)
(mm) (%)
Πλακώδεις
743,13 15,49 585,14 78,74
ασβεστόλιθοι
Φυλλίτες-
849,06 14,23 597,93 70,42
Χαλαζίτες
Ασβεστόλιθοι
916,92 13,41 595,4 64,93
Τρίπολης
Φλύσχης
964,66 12,83 647,42 67,11
Τρίπολης
Ασβεστόλιθοι
1207,29 9,94 674,46 55,87
Πίνδου
Κλαστικά
755,85 15,35 585,93 77.52
πετρώµατα
Μάργες-
µαργαϊκοί 551,21 17,8 430,63 84,24
ασβεστόλιθοι
Αλλουβιακές
799,9 14,81 592,52 74,07
αποθέσεις
Κορήµατα 906,78 13,51 596,57 65,79
Οφιόλιθοι 912,1 13,45 629,03 68,97

Ο Coutagne (1949) διατύπωσε µια εµπειρική σχέση για την εύρεση της
πραγµατικής εξατµισοδιαπνοής, βάση της οποίας:

όπου:
l, η συνάρτηση της θερµοκρασίας και δίνεται από τη σχέση:

για να ισχύει όµως η σχέση του Coutagne, θα πρέπει να ικανοποιείται η συνθήκη:

δηλαδή η βροχόπτωση θα πρέπει να είναι ίση η µεγαλύτερη από το l/8 και µικρότερη
του l/2, διαφορετικά στην πρώτη περίπτωση η εξατµισοδιαπνοή είναι ίση µε την
βροχόπτωση και στην δεύτερη περίπτωση η εξατµισοδιαπνοή υπολογίζεται από τον
τύπο:

79
ΑΕ=0,2+0,35Τ (4.15)
Η βροχόπτωση στην περιοχή ικανοποιεί αυτή την συνθήκη και µπορεί να
υπολογιστεί η πραγµατική εξατµισοδιαπνοή µε τη µέθοδο του Coutagne. Τα
αποτελέσµατα που προκύπτουν ;από αυτή τη µέθοδο παρουσιάζονται στον Πίνακα
4.16 για τους µετεωρολογικούς σταθµούς του Ηρακλείου και Καστελίου και στον
Πίνακα 4.17 για τις αντίστοιχες λεκάνες του Πίνακα 4.14, καθώς και για τους
γεωλογικούς σχηµατισµούς της περιοχής, στον Πίνακα 4.18. Η µέθοδος του Coutagne
βρίσκει εφαρµογή µε ικανοποιητικά αποτελέσµατα εξατµισοδιαπνοής για περιοχές µε
χαµηλά υψόµετρα και µέτριες θερµοκρασίες.

Πίνακας 4.16: Η µέση ετήσια εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα µε τον τύπο του Coutagne
για τους µετεωρολογικούς σταθµούς Ηρακλείου και Καστελίου.

Μέσο ετήσιο
Πραγµατική
ύψος Θερµοκρασία
Σταθµός εξατµισοδιαπνοή Ποσοστό (%)
βροχόπτωσης (oC)
(mm)
(mm)
Ηράκλειο 459,2 18,78 397,7 86,6
Καστέλι 704,6 15,98 540,6 76,7

Πίνακας 4.17: Η µέση ετήσια εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα µε τον τύπο του Coutagne
για τις κυριότερες λεκάνες της περιοχής έρευνας.

Μέσο ετήσιο
Πραγµατική
ύψος Θερµοκρασία
Σταθµός εξατµισοδιαπνοή Ποσοστό (%)
βροχόπτωσης (oC)
(mm)
(mm)
Σίσι 535,84 18 451,31 84,2
Βραχάσι 716,38 15,82 547,03 76,3
Νεάπολη 660 16,5 526 79,7
∆ράσι 727,67 15,7 551,06 75,2
Λασίθι 1320,145 8,55 448,85 34
Λακώνια 750,2 15,42 562,65 75
Ξηροπόταµος 925,14 13,31 601,34 65
Ελούντα 671,14 16,37 523,49 78
Κριτσά 784,06 15,01 572,36 73

80
Πίνακας 4.18: Η µέση ετήσια πραγµατική εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα µε τον
Coutagne για τους σχηµατισµούς στην περιοχή έρευνας.

Μέσο ετήσιο Ποσοστό σε


Πραγµατική
Γεωλογικός ύψος σχέση µε τη
Θερµοκρασία (oC) εξατµισοδιαπνοή
σχηµατισµός βροχόπτωσης βροχόπτωση
(mm)
(mm) (%)
Πλακώδεις
743,13 15,49 557,35 75
ασβεστόλιθοι
Φυλλίτες-
849,06 14,23 594,342 70
Χαλαζίτες
Ασβεστόλιθοι
916,92 13,41 605,17 66
Τρίπολης
Φλύσχης
964,66 12,83 607,74 63
Τρίπολης
Ασβεστόλιθοι
1207,29 9,94 543,28 45
Πίνδου
Κλαστικά
755,85 15,35 562,35 74,4
πετρώµατα
Μάργες-
µαργαϊκοί 551,21 17,8 459,16 83,3
ασβεστόλιθοι
Αλλουβιακές
799,9 14,81 577,21 72,2
αποθέσεις
Κορήµατα 906,78 13,51 601,2 66,3
Οφιόλιθοι 912,1 13,45 607,46 66,6

Τέλος η πραγµατική εξατµισοδιαπνοή µπορεί να υπολογιστεί µέσω του


υδρολογικού ισοζυγίου κατά Thornthwaite και Mather, γνωρίζοντας την δυνητική
εξατµισοδιαπνοή. Οι παραδοχές που γίνονται για τον υπολογισµό της
εξατµισοδιαπνοής βάση του ισοζυγίου είναι:
- Αν η βροχόπτωση υπερβαίνει την δυνητική εξατµισοδιαπνοή, τότε αυτή είναι ίση µε
την πραγµατική, δηλαδή ΑΕ=ΡΕ και η διαφορά µεταξύ της βροχόπτωσης και της
εξατµισοδιαπνοής διηθείται στο έδαφος, σαν υγρασία εδάφους, µέχρι τι έδαφος να
κορεστεί από την υγρασία (πλεόνασµα υγρασίας). Η υγρασία του εδάφους εξαρτάται
από την σύσταση του καθώς και από τη βλάστηση. Μια αντιπροσωπευτική τιµή για
την περιοχή είναι ίση µε 110 mm και για τους ασβεστόλιθους ίση µε 60 mm.
- Εάν το ύψος βροχόπτωσης είναι µικρότερο από την δυνητική εξατµισοδιαπνοή ,
τότε δεν υπάρχει πλεόνασµα υγρασίας και η πραγµατική εξατµισοδιαπνοή είναι ίση
µε το άθροισµα της βροχόπτωσης και ενός µέρους της υγρασίας του εδάφους.

81
Η µηνιαία πραγµατική εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα µε το υδρολογικό ισοζύγιο
του Thornthwaite για τους µετεωρολογικούς σταθµούς Ηρακλείου και Καστελίου,
δίνεται στον Πίνακα 4.19.

Πίνακας 4.19: Η µηνιαία πραγµατική εξατµισοδιαπνοή (mm) κατά τον Thornthwaite


για τους µετεωρολογικούς σταθµούς Ηρακλείου και Καστελίου.

Σταθµός Ιαν Φεβ Μαρ Απρ Μ Ιουν Ιουλ Αυγ Σεπ Οκτ Νοεµ ∆εκ
Ηράκλειο 24 25 37 58 87 3,5 1,1 0,7 20 66 46 28
Καστέλι 23 21 31 51 83 47 3,3 1,9 13 49 37 27

Η µέθοδος του Turc και του Coutagne για τους σταθµούς Ηρακλείου και
Καστελίου δίνει υψηλές τιµές εξατµισοδιαπνοής, 81,5%-94% για το Ηράκλειο και
92,6 %-84,2 % για το Καστέλι. Η µέθοδος υπολογισµού της εξατµισοδιαπνοής µέσω
του ισοζυγίου του Thornthwaite δίνει για τους µετεωρολογικούς σταθµούς του
Ηρακλείου και Καστελίου συντελεστές µέσης ετήσιας πραγµατικής
εξατµισοδιαπνοής 79,5 % και 55 %, αντίστοιχα.
Για να υπολογιστεί ο όγκος του νερού που επιστρέφει στην ατµόσφαιρα µε το
φαινόµενο της εξατµισοδιαπνοής, κατασκευάστηκε το διάγραµµα υψοµέτρου-
εξατµισοδιαπνοής. Όπως και στις περιπτώσεις της βροχοβαθµίδας και της
θερµοβαθµίδας, η εξίσωση που συσχετίζει το υψόµετρο µε την εξατµισοδιαπνοή είναι
γραµµική 1ου βαθµού της µορφής y=ax+b. Έτσι η εξίσωση στην περιοχή έρευνας
παίρνει τη µορφή:
y = -0,0467x + 74,057 (4.15)
όπου:
y, είναι η πραγµατική εξατµισοδιαπνοή και
x, είναι το υψόµετρο.
Σύµφωνα µε την Εξίσωση 4.15 η µέση ετήσια πραγµατική εξάτµιση σε
υψόµετρο ίσο µε την επιφάνεια της θάλασσας είναι ίση µε 74,1 % της µέσης ετήσιας
βροχόπτωσης και µειώνεται κατά 4,7% ανά 100 m.

82
Εικόνα 4.12: Το διάγραµµα της µεταβολής της πραγµατικής εξατµισοδιαπνοής σε
σχέση µε το υψόµετρο.
Από την προηγούµενη εξίσωση µπορούµε να υπολογίσουµε την
εξατµισοδιαπνοή για κάθε γεωλογικό σχηµατισµό στην περιοχή έρευνας. Το µέσο
ετήσιο ύψος εξατµισοδιαπνοής, ο όγκος του νερού της εξατµισοδιαπνοής και το
ποσοστό σε σχέση µε ύψος βροχόπτωσης παρουσιάζονται στον Πίνακα 4.20.

Πίνακας 4.20: Η µέση ετήσια εξατµισοδιαπνοή σε κάθε γεωλογικό σχηµατισµό της


περιοχής έρευνας, βάση του υδρολογικού ισοζυγίου.

Ποσοστό σε
Όγκος νερού Μέσο ετήσιο ύψος
Γεωλογικός Επιφάνεια σχέση µε τη
εξατµισοδιαπνοής (106 εξατµισοδιαπνοής
σχηµατισµός (Km2) βροχόπτωση
m3) (mm)
(%)
Πλακώδεις
180,25 79 438,28 58,98
ασβεστόλιθοι
Φυλλίτες-
34,12 14,58 427,32 50,34
Χαλαζίτες
Ασβεστόλιθοι
152,74 62,64 410,11 44,73
Τρίπολης
Φλύσχης
16,41 6,45 393,05 40,76
Τρίπολης
Ασβεστόλιθοι
2,05 0,52 253,66 20,92
Πίνδου
Κλαστικά
16,04 7,03 438,28 58,04
πετρώµατα
Μάργες-
µαργαϊκοί 16,11 6,65 412,79 74,84
ασβεστόλιθοι
Αλλουβιακές
20,19 8,87 439,33 54,93
αποθέσεις
Κορήµατα 3,54 1,46 412,43 45,43
Οφιόλιθοι 0,91 0,37 406,59 44,97

83
Το µεγαλύτερο ποσοστό εξατµισοδιαπνοής παρουσιάζουν οι µάργες-
µαργαϊκοί ασβεστόλιθοι µε 74,84 % και το µικρότερο οι ασβεστόλιθοι της ζώνης
Πίνδου. Η διαφορά του ύψους βροχόπτωσης και της εξατµισοδιαπνοής αντιστοιχεί
στο κλάσµα του νερού που κατεισδύει και απορρέει.
Ο Πίνακας 4.21 δίνει το ποσοστό της εξατµισοδιαπνοής σε σχέση µε τη µέσο
ετήσιο ύψος βροχόπτωσης, στους γεωλογικούς σχηµατισµούς, έτσι όπως
υπολογίστηκαν από τις µεθόδους του Turc, Coutagne και του υδρολογικού ισοζυγίου,
αντίστοιχα.

Πίνακας 4.21: Το ποσοστό εξατµισοδιαπνοής, σύµφωνα µε τις µεθόδους


υπολογισµού της, σε σχέση µε τη βροχόπτωση.

Εξατµισοδιαπνοή
Γεωλογικός Εξατµισοδιαπνοή Εξατµισοδιαπνοή σύµφωνα µε το
σχηµατισµός κατά Turc (%) κατά Coutagne (%) υδρολογικό
ισοζύγιο (%)
Πλακώδεις
78,74 75 58,98
ασβεστόλιθοι
Φυλλίτες-
70,42 70 50,34
Χαλαζίτες
Ασβεστόλιθοι
64,93 66 44,73
Τρίπολης
Φλύσχης Τρίπολης 67,11 63 40,76
Ασβεστόλιθοι
55,87 45 20,92
Πίνδου
Κλαστικά
77.52 74,4 58,04
πετρώµατα
Μάργες-µαργαϊκοί
84,24 83,3 74,84
ασβεστόλιθοι
Αλλουβιακές
74,07 72,2 54,93
αποθέσεις
Κορήµατα 65,79 66,3 45,43
Οφιόλιθοι 68,97 66,6 44,97

4.8.3. Επιφανειακή απορροή.

Με τον όρο απορροή εννοείται το κλάσµα των βροχοπτώσεων, το οποίο ρέει


µέσα σε επιφανειακά ρεύµατα παροδικά ή µόνιµα, αποστραγγίζοντας επιφανειακά
µια περιοχή. Σύµφωνα µε το υδρολογικό ισοζύγιο, το κλάσµα του νερού που

84
απορρέει είναι ίσο µε την διαφορά της βροχόπτωσης µείον τη εξατµισοδιαπνοή και τη
κατείσδυση, δηλαδή η επιφανειακή απορροή αποτελεί το περίσσευµα της
βροχόπτωσης.
Η επιφανειακή απορροή εξαρτάται από τους κλιµατικούς, και τους
γεωµορφολογικούς παράγοντες καθώς και από την χλωρίδα της περιοχής. Στους
κλιµατικούς παράγοντες περιλαµβάνονται η εξατµισοδιαπνοή, οι βροχοπτώσεις
(ένταση, διάρκεια, κατανοµή κ.ά.). Στους γεωµορφολογικούς παράγοντες
συγκαταλέγονται η κλίση του ανάγλυφου, η ανάπτυξη των λεκανών (σχήµα, µέγεθος,
υδρογραφική πυκνότητα και συχνότητα κ.α.), τέλος στην χλωρίδα περιλαµβάνεται το
είδος της, η κατανοµή, η πυκνότητα φυτοκάλυψης κ.ά.
Στην περιοχή έρευνας, απουσιάζει η απορροή, ακόµη και στους χειµερινούς
µήνες. Μόνο η περιοχή της πόλγης του Λασιθίου παρουσιάζει απορροή την άνοιξη,
όµως το νερό που αποστραγγίζεται προς την καταβόθρα του Λασιθίου προέρχεται
από τη ∆ίκτυ, Ν∆ της περιοχής έρευνας. Από αναφορές κατοίκων των περιοχών
έρευνας, έχουν παρουσιαστεί απορροές κάτω όµως, από ακραίες συνθήκες
βροχόπτωσης (µεγάλης έντασης και διάρκειας).
Σύµφωνα µε τα προηγούµενα, η απορροή στην περιοχή έρευνας µπορεί να
χαρακτηριστεί αµελητέα και το κλάσµα του νερού που απορρέει αµελητέο, και η
αποδοχή ότι η απορροή θα απουσιάζει από την εξίσωση του υδρολογικού ισοζυγίου
είναι σωστή, χωρίς να αποδίδει κάποιο σηµαντικό σφάλµα στο ισοζύγιο.

4.8.4. Κατείσδυση.

Η κατείσδυση, αποτελεί το µέρος εκείνο των βροχοπτώσεων που διηθείται


στο έδαφος, διαπερνά τον εδαφικό ορίζοντα, κινείται κατακόρυφα στην ακόρεστη
ζώνη και φθάνει στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα, όπου προστίθεται µε τα άλλα
αποθέµατα υπόγειου νερού και παίρνει µέρος στη ροή του υπόγειου νερού. Η
κατείσδυση µπορεί να είναι άµεση κατά την οποία το νερό κατέρχεται απευθείας από
την επιφάνεια προς τον υδροφόρο και έµµεση µέσω της επιφανειακής απορροής,
δηλαδή ο υδροφόρος να εµπλουτίζεται από τα ποτάµια της περιοχής.
Η κατείσδυση εξαρτάται από τη λιθολογία της περιοχής, από τα
χαρακτηριστικά των βροχοπτώσεων, την εξατµισοδιαπνοή, το έδαφος, τη χλωρίδα

85
την εδαφική κλίση. Επίσης σηµαντικό ρόλο παίζει και το υψόµετρο της περιοχής,
αφού το υψόµετρο είναι ρυθµιστικός παράγοντας για την βροχόπτωση την
εξατµισοδιαπνοή τη βλάστηση και το έδαφος.
Όπως καθορίστηκε ο συντελεστής εξατµισοδιαπνοής και απορροής, έτσι
ορίζεται και ο συντελεστής κατείσδυσης για να εκφραστεί το κλάσµα της
βροχόπτωσης το οποίο καταλήγει στον υπόγειο υδροφόρο. ∆ηλαδή ο συντελεστής
κατείσδυσης είναι το πηλίκο του ύψους ή του όγκου του νερού που κατεισδύει ως
προς το ύψος ή τον όγκο του νερού της βροχόπτωσης σε µια υδρολογική λεκάνη ή σε
ένα γεωλογικό σχηµατισµό.
Η υδρογραφική πυκνότητα αποτελεί ένα µέτρο έκφρασης της ανάπτυξης µιας
υδρολογικής λεκάνης σε ένα γεωλογικό σχηµατισµό. Σαν παράγοντας της υδρολογίας
είναι αντιστρόφως ανάλογος µε την κατείσδυση στο γεωλογικό σχηµατισµό. ∆ηλαδή
όσο µεγαλύτερη είναι η υδρογραφική πυκνότητα τόσο µικρότερο θα είναι το κλάσµα
του νερού που κατεισδύει.
Σύµφωνα µε τον Παναγόπουλο, 2004, ο συντελεστής κατείσδυσης συνδέεται
µε την υδρογραφική πυκνότητα σύµφωνα µε τη σχέση:
ID=31,6-29,3D+0,0174Hµ (4.16)
όπου
ID, είναι ο συντελεστής κατείσδυσης,
D, η υδρογραφική πυκνότητα του κάθε γεωλογικού σχηµατισµού (Km2),
Hµ, το µέσο υψόµετρο του κάθε σχηµατισµού (m).

Η εξίσωση 4.16 εφαρµόστηκε για τους γεωλογικούς σχηµατισµούς της περιοχής


έρευνας και οι συντελεστές κατείσδυσης που προέκυψαν παρατίθενται στον Πίνακα
4.22.

86
Πίνακας 4.22: Ο συντελεστής κατείσδυσης για τους σχηµατισµούς της περιοχής
έρευνας.

Υδρογαφική Συντελεστής
Γεωλογικός Μέσο υψόµετρο
πυκνότητα D κατείσδυσης ID
σχηµατισµός Hµ (m)
(Km-1) (%)
Πλακώδεις
0,7 430 23,3
ασβεστόλιθοι
Φυλλίτες-
1,1 615 10
Χαλαζίτες
Ασβεστόλιθοι
0,6 735 27
Τρίπολης
Φλύσχης
1,3 820 8
Τρίπολης
Ασβεστόλιθοι
0,9 1245 27
Πίνδου
Κλαστικά
0,8 450 16
πετρώµατα
Μάργες-
µαργαϊκοί 0,6 90 16
ασβεστόλιθοι
Αλλουβιακές
0,5 530 26
αποθέσεις
Κορήµατα 0,4 720 32
Οφιόλιθοι 1 730 15

Από τον Πίνακα 4.16 παρατηρείται ότι οι ανθρακικοί σχηµατισµοί


χαρακτηρίζονται από τον µεγαλύτερο συντελεστή κατείσδυσης 27 % και 23,3 %, ενώ
ο µικρότερος συντελεστής παρατηρείται στους σχηµατισµούς των φυλλιτών-
χαλαζιτών και στον φλύσχη της ζώνης Τρίπολης. Θα πρέπει να τονισθεί ότι οι
συντελεστές κατείσδυσης είναι µεγαλύτεροι από αυτούς που υπολογίστηκαν µε την
εµπειρική εξίσωση 4.16, στους ανθρακικούς σχηµατισµούς, λόγω της ανάπτυξης του
δευτερογενούς τους πορώδους.
Στον Πίνακα 4. 23, παρατίθενται ο συνολικός όγκος του νερού που κατεισδύει
κάθε χρόνο στους υδροφόρους, κατά µέσο όρο. Οι τιµές προκύπτουν µε τον
πολλαπλασιασµό του συντελεστή κατείσδυσης του σχηµατισµού µε το αντίστοιχο
όγκο νερού βροχόπτωσης.

87
Πίνακας 4.23: Ο µέσος ετήσιος όγκος κατείσδυσης στους σχηµατισµούς

Γεωλογικός Επιφάνεια Όγκος νερού Μέσο ετήσιο ύψος


σχηµατισµός (Km2) κατείσδυσης (106 m3) κατείσδυσης (mm)

Πλακώδεις
180,25 31,21 173,15
ασβεστόλιθοι
Φυλλίτες-
34,12 2,9 85
Χαλαζίτες
Ασβεστόλιθοι
152,74 37,81 247,54
Τρίπολης
Φλύσχης Τρίπολης 16,41 1,27 77,4
Ασβεστόλιθοι
2,05 0,67 326,83
Πίνδου
Κλαστικά
16,04 1,94 120,95
πετρώµατα

Μάργες-µαργαϊκοί
16,11 1,42 88,14
ασβεστόλιθοι

Αλλουβιακές
20,19 4,2 208
αποθέσεις
Κορήµατα 3,54 1,03 290,96
Οφιόλιθοι 0,91 0,12 131,87
Περιοχή έρευνας 442,36 82,57 174,98

Ο µεγαλύτερος όγκος νερού κατείσδυσης παρατηρείται στους ασβεστόλιθους


της ζώνης Τρίπολης, ενώ ο µικρότερος παρατηρείται στο οφιολιθικό σύµπλεγµα στην
περιοχή της Κριτσάς, λόγω της µικρής έκτασης τους.

4.8.5 Προσεγγιστικό υδρολογικό ισοζύγιο της περιοχής έρευνας.

Με βάση τα συµπεράσµατα που προέκυψαν για τη βροχόπτωση, την


εξατµισοδιαπνοή, την απορροή και την κατείσδυση, κατασκευάστηκε το
προσεγγιστικό υδρολογικό ισοζύγιο για τους γεωλογικούς σχηµατισµούς της
περιοχής έρευνας. Σύµφωνα µε την εξίσωση του υδρολογικού ισοζυγίου στην
περιοχή:
P=E+R+I (4.17)
όπου:
P, ο όγκος του νερού από βροχόπτωση.

88
Ε, ο όγκος του νερού που επιστρέφει στην ατµόσφαιρα µε το φαινόµενο της
εξατµισοδιαπνοής,
R, o όγκος του νερού που απορρέει
και Ι, ο όγκος του νερού που κατεισδύει.
Επιλύνοντας την εξίσωση 4.17 ως προς R βρίσκεται ο µέσος όγκος του νερού
που απορρέει κάθε χρόνο. Για την εξατµισοδιαπνοή χρησιµοποιήθηκε ο όγκος του
νερού που υπολογίστηκε από τον τύπο του Turc.

Πίνακας 4.24: Το υδρολογικό ισοζύγιο στην περιοχή έρευνας.

Γεωλογικός
Ρ (106 m3) Ε (106 m3) R (106 m3) Ι (106 m3)
σχηµατισµός
Πλακώδεις
133,95 105,47 0 28,48
ασβεστόλιθοι
Φυλλίτες-
28,97 20,4 5,67 2,9
Χαλαζίτες
Ασβεστόλιθοι
140,05 90,93 11,31 37,81
Τρίπολης
Φλύσχης
15,83 10,62 3,94 1,27
Τρίπολης
Ασβεστόλιθοι
2,47 1,38 0,42 0,67
Πίνδου
Κλαστικά
12,12 9,4 0,78 1,94
πετρώµατα
Μάργες-
µαργαϊκοί 8,88 7,48 0 1,4
ασβεστόλιθοι
Αλλουβιακές
16,15 11,96 0 4,2
αποθέσεις
Κορήµατα 3,21 2,11 0,07 1,03
Οφιόλιθοι 0,83 0,57 0,14 0,12
Περιοχή
362,46 260,32 19,57 82,57
έρευνας

Ο Πίνακας 4.24 παρουσιάζει το προσεγγιστικό υδρολογικό ισοζύγιο,


σύµφωνα µε το οποίο η εξατµισοδιαπνοή, η απορροή και η κατείσδυση εκφράζουν το
71,8 %, 5,4 % και 22,8 % της συνολικής ετήσιας βροχόπτωσης. Στην Εικόνα 4.13
παρουσιάζονται τα κλάσµατα του νερού για κάθε γεωλογικό σχηµατισµό, ενώ η
Εικόνα 4.14 παρουσιάζει το συνολικό υδρολογικό ισοζύγιο στην περιοχή έρευνας.

89
Εικόνα 4.13: Το ιστόγραµµα του υδρολογικού ισοζυγίου ανά γεωλογικό σχηµατισµό
στην περιοχή έρευνας.

Εικόνα 4.14: Το διάγραµµα κατανοµής του όγκου της βροχόπτωσης στα κλάσµατα
της εξατµισοδιαπνοής, απορροής και κατείσδυσης.

90
5. Υ∆ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΑ.

5.1. Εργασία υπαίθρου

Στα πλαίσια της έρευνας της υπόγειας ροής του νερού στους υδροφόρους
στην περιοχή έρευνας, πραγµατοποιήθηκε η λεπτοµερής χαρτογράφηση των σηµείων
ύδατος (πηγές, πηγάδια, υδρογεωτρήσεις) µε την αποτύπωση τους σε χάρτη Εικόνα
5.1.Η χαρτογράφηση των σηµείων ύδατος περιλάµβανε εκτός από τη λήψη των
συντεταγµένων της θέσης τους µε GPS και την καταγραφή των στοιχείων τους
(ιδιοκτήτης, παροχή, ύψος, βάθος υδρογεωτρήσεων και πηγαδιών, στρωµατογραφική
τοµή των γεωτρήσεων). Επίσης µετρήθηκαν οι στάθµες των υδροφόρων κατά
υδρολογικό έτος 2004-2005, για την κατασκευή των πιεζοµετρικών χαρτών για τους
κύριους υδροφόρους της περιοχής.

5.2 Υδρολιθολογική ταξινόµηση των σχηµατισµών.

Σύµφωνα µε τα υδραυλικά χαρακτηριστικά τους (πάχος, έκταση,


µεταβιβαστικότητα και αποθηκευτικότητα),οι γεωλογικοί σχηµατισµοί µπορούν να
κατηγοριοποιηθούν σε τρεις οµάδες. Η πρώτη οµάδα περιλαµβάνει τα πορώδη
πετρώµατα, η δεύτερη, τα συνεκτικά πετρώµατα που έχουν αναπτύξει δευτερογενές
πορώδες και η τρίτη τα πετρώµατα συνεκτικά ή µη, τα οποία δεν έχουν συγκέντρωση
υπόγειου νερού, ή αν έχουν είναι χωρίς πρακτική σηµασία.
Αυτή η κατηγοριοποίηση χρησιµοποιήθηκε για τον διαχωρισµό των
πετρωµάτων της περιοχής έρευνας και τη κατασκευή του υδρολιθολογικού χάρτη.

5.2.1. Πορώδη µη συνεκτικά πετρώµατα.

Η κατηγορία αυτή περιλαµβάνει τους παρακάτω γεωλογικούς σχηµατισµούς:


α) κλαστικά πετρώµατα, που συναντώνται στο Ν-ΝΑ περιθώριο της περιοχής έρευνας
µε πάχος 300 m, αποτελούνται από λατυποπαγή, λατυποκροκαλοπαγή και
κροκαλοπαγή µε υλικό πλήρωσης κυρίως ασβεστοµαργαϊκό. Οι λατύπες και οι
κροκάλες είναι ασβεστολιθικής σύστασης και προέρχονται από τα ανθρακικά
πετρώµατα της ζώνης Τρίπολης. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις συναντώνται και

91
Εικόνα 5.1: Θέσεις σηµείων ύδατος.

92
µεγάλες µάζες των ασβεστόλιθων της ζώνης Τρίπολης. Οι στρωµατογραφικές
εναλλαγές είναι έντονες και µπορούν να διακριθούν λιθολογικοί κύκλοι από
στρώµατα λεπτοµερούς υλικού (άργιλοι και µάργες), και από στρώµατα µε
χονδρόκοκκο υλικό λατύπες-άµµο και κροκάλες-άµµο. Στον σχηµατισµό αυτό
αναπτύσσονται κατά θέσεις υδροφόροι υπό πίεση.
β) αλλουβιακές αποθέσεις, πρόκειται για ερυθρογή άργιλο κροκάλες και λατύπες
ασβεστολιθικής σύστασης µε µέγιστο πάχος 50 m περίπου. Βρίσκονται εκατέρωθεν
των ποταµοχειµάρων καθώς και στις καρστικές επιφανειακές µορφές (Λασίθι, Καλός
Λάκκος, Φουρνή, Λακώνια, ∆ράσι). Στις αλλουβιακές αποθέσεις αναπτύσσονται
περιορισµένης έκτασης και πάχους υδροφόροι, οι οποίοι εµπλουτίζονται από την
άµεση κατείσδυση. Στην επαφή τους µε τα ανθρακικά πετρώµατα αναπτύσσονται
πηγές µε µικρές παροχές (περιοχή ∆ρασίου) που δεν ξεπερνούν τα 5 m3/h. Για την
εκµετάλλευση τους έχουν εξορυχτεί αβαθή φρέατα που οι παροχές τους δεν
ξεπερνούν τα 40 m3/h, (περιοχές Λασιθίου, Σισίου, Νεάπολης, Μιλάτου και Αγίου
Νικολάου).
γ) Κώνοι κορηµάτων, βάση κορηµάτων αναβαθµίδες ποταµών, αποτελούνται κυρίως
από χαλαρά, αργιλοαµµώδη υλικά, ερυθρογή, κροκάλες και λατύπες και απατούνται
σε µικρές λεκάνες και στις κοίτες και εκβολές των ποταµών στην θάλασσα. Λόγω του
µικρού τους µεγέθους δεν µπορεί να αναπτυχθεί κάποιου είδους υδροφόρος.

5.2.2. Συνεκτικά πετρώµατα µε δευτερογενές πορώδες.

Στα συνεκτικά πετρώµατα µε δευτερογενές πορώδες ανήκουν τα ανθρακικά


πετρώµατα των ζωνών Τρίπολης και Πίνδου καθώς και των Πλακωδών
ασβεστόλιθων. Πρόκειται για κατακερµατισµένα και έντονα καρστοποιηµένα
ασβεστολιθικά πετρώµατα.
Ο Cvijic διέκρινε τρεις υδρολογικές ζώνες στο καρστ:
1) Τη ζώνη κατείσδυση; ή ζώνη αερισµού, που τη θεωρεί καρστικά αδρανή και για
αυτό την ονοµάζει και ξηρή ζώνη. Επικρατεί καθοδική ροή των ατµοσφαιρικών
νερών και χαρακτηρίζεται από τη δηµιουργία υδροφόρων οριζόντων που
επικρέµονται και οφείλονται στην ετερογένεια της περατότητας του καρστ ή στην
παρεµβολή σχετικά στεγανών σχηµατισµών.

93
2) Τη ζώνη εποχικών διακυµάνσεων της πιεζοµετρικής επιφάνειας, ή ζώνη
υπερχείλισης, στην οποία οφείλουν τη γένεση τους οι διαλείπουσες πηγές. Σε αυτή τη
ζώνη η κίνηση του νερού είναι καθοδική, ανοδική και οριζόντια.
3) Τη ζώνη κορεσµού, που περιλαµβάνει το κύριο καρστικό σύστηµα. Η κίνηση του
νερού είναι πλευρική.
α)ασβεστόλιθοι, δολοµίτες και δολοµιτικοί ασβεστόλιθοι της ζώνης Τρίπολης,
αποτελούν το µεγαλύτερο µέρος της περιοχής έρευνας, καταλαµβάνοντας τοκεντρικό
και το νότιο τµήµα της. Πρόκειται για παχυστρωµατώδεις άστρωτους
κατακερµατισµένους και καρστοποιηµένους ασβεστόλιθους που µεταβαίνουν σε
δολοµιτικούς ασβεστόλιθους και δολοµίτες. Λόγω της έντονης διάρρηξης έχει
αναπτυχθεί το καρστ στη µεγαλύτερη του έκταση τόσο επιφανειακά όσο και υπόγεια,
ώστε η ροή του νερού µέσα σε αυτό τον σχηµατισµό να θεωρείται προνοµιακή µέσα
σε καρστικούς αγωγούς. Η καρστοποίηση είναι εντονότερη στους ασβεστόλιθους
παρά στους δολοµίτες και τους δολοµιτικούς ασβεστόλιθους (η καρστοποίηση
εξαρτάται από τη δολοµιτίωση του ασβεστόλιθου). Πρέπει να τονισθεί ότι η
δολοµιτίωση είναι ακανόνιστη χωριστά, έτσι όπως προκύπτει από την τοµές σε
αυτούς τους σχηµατισµούς.
Ο εµπλουτισµός του καρστικού υδροφόρου είναι πιο εύκολος και πιο
σηµαντικός από τους υδροφόρους µε πρωτογενές πορώδες.
Η γεωµετρία του υδροφόρου καθορίζεται από τη στρωµατογραφία και από τη
τεκτονική της περιοχής. Τα ανθρακικά πετρώµατα της ζώνης Πίνδου είναι
επωθηµένα πάνω στα στεγανά πετρώµατα των φυλλιτών-χαλαζιτών. Το επίπεδο της
επώθησης που είναι και το τοπικό επίπεδο της βάσης του καρστ είναι ένα σύγκλινο µε
τον κύριο άξονα Β-Β∆ . Ένα µέρος του υπόγειου νερού κινείται Α-NA και
εκφορτίζεται στις καρστικές πηγές του Αλµυρού, ενώ το υπόλοιπο εκφορτίζεται προς
τα Β-B∆, στην περιοχή του Σισίου.
Στην γραµµή επώθησης των ασβεστόλιθων της Τρίπολης και των φυλλιτών-
χαλαζιτών, στις περιοχές Βραχασίου, Λατσίδας, Βουλισµένης, Νεάπολης
Κρεµαστών, παρουσιάζονται διαλείπουσες πηγές επαφής. Οι παροχές των πηγών τα
τελευταία χρόνια έχουν µειωθεί.
Η ταχύτητα ροής στους καρστικούς υδροφόρους δεν συσχετίζεται µε την
υδραυλική κλίση σε µερικές περιπτώσεις, αφού οι µέσες ταχύτητες είναι µεγάλες
στην υγρή και µικρές στη ξηρή περίοδο του χρόνου, κατά την οποία το νερό
συγκρατείται σε σίφωνες.

94
Πέρα από τη µεταβολή της φαινόµενης ταχύτητας ροής µε το χρόνο, ένα άλλο
χαρακτηριστικό είναι ότι στη περίπτωση ιδιαίτερα προνοµιακών ροών, η φαινόµενη
ταχύτητα µπορεί να φτάσει σε µερικά χιλιόµετρα την ηµέρα, δηλαδή µε ταχύτητα
κατά µερικές χιλιάδες φορές µεγαλύτερη από τους προσχωµατικούς υδροφόρους.
Ένα µειονέκτηµα των υδροφόρων είναι η παρουσία της ερυθρογής στα
καρστικά έγκοιλα και στις ρωγµές που µειώνουν την υδροπερατότητα και την
ποιότητα του υπόγειου νερού.
β)πλακώδεις ασβεστόλιθοι, καταλαµβάνουν το βόρειο µέρος της περιοχής έρευνας και
είναι ανοικτοί προς τη θάλασσα. Αποτελούνται από κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους
και µάρµαρα µε πυριτικές ενστρώσεις.
Η υδροφορία τους οφείλεται όπως και στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης, στη διαλυτοποίηση των ανθρακικών σχηµατισµών της ενότητας. Η
καθαρότητα των σχηµατισµών αυτών σε ασβεστίτη είναι µικρότερη από εκείνη των
ασβεστόλιθων της Τρίπολης και παρά τον έντονο τεκτονισµό που παρατηρείται
(ρήγµατα, διακλάσεις, πτυχές) το καρστ δεν έχει αναπτυχθεί στον ίδιο βαθµό µε
εκείνο της προηγούµενης ζώνης, αλλά παρατηρείται σε προκαθορισµένες θέσεις τόσο
σε επιφανειακές µορφές, πόλγες, φαράγγια, δολίνες όσο και σε υπόγειες µε σπήλαια
και καταβόθρες.
Η θέση του επιπέδου βάσης του καρστ, στους πλακώδεις ασβεστόλιθους, είναι
αποτέλεσµα των ευστατικών κινήσεων κατά το Τεταρτογενές καθώς και από τις
νεοτεκτονικές κινήσεις στην περιοχή. Οι πηγές αναπτύσσονται στα παράλια καθώς
και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας (περιοχή Θοδωράδων).
Γενικά δεν υπάρχει υδραυλική επικοινωνία µε τους ασβεστόλιθους της
Τρίπολης, λόγω της παρεµβολής των φυλλιτών χαλαζιτών. Μόνο στην περιοχή της
Μιλάτου, οι ασβεστόλιθοι της ζώνης Τρίπολης επωθούνται απευθείας στους
Πλακώδεις ασβεστόλιθους. Στη θέση αυτή, τα υπόγεια νερά του υδροφόρου των
ασβεστολίθων της ζώνης Τρίπολης εµπλουτίζουν τους Πλακώδεις ασβεστόλιθους. Η
απόδοση στις γεωτρήσεις στην περιοχή της Μιλάτου είναι µεγαλύτερη από αυτή που
χαρακτηρίζει τους πλακώδεις ασβεστόλιθους σε όλη την υπόλοιπη του έκταση.
Στην περιοχή του Αγίου Νικολάου λόγω του ρήγµατος Αγίου Νικολάου-
Μιλάτου, οι Πλακώδεις ασβεστόλιθοι έρχονται σε πλευρική επαφή µε τους
ασβεστόλιθους της ζώνης Τρίπολης. Η επαφή αυτή έχει ένα µέγιστο πάχος 100 m
περίπου. Σε αυτό το βάθος µπορούν να έχουν σχηµατιστεί σε σηµαντικό βαθµό
καρστικοί αγωγοί σύνδεσης των υδροφόρων των δύο σχηµατισµών.

95
γ) Αβεστόλιθοι ζώνης Πίνδου, παρατηρούνται µε τη µορφή τεκτονικών τεµάχων,
επωθηµένων πάνω στο φλύσχη της ζώνης Τρίπολης, στο νότια της πόλγης του
Λασιθίου, στο ∆ικταίο όρος. Πρόκειται για λεπτό-µεσοστρωµατώδεις τεκτονισµένους
και πτυχωµένους ασβεστόλιθους, που το µέγιστο πάχος τους δεν ξεπερνά τα 150 m.
πάρα του ότι βρίσκονται σε µεγάλο υψόµετρο και οι βροχοπτώσεις είναι έντονες και
η εξατµισοδιαπνοή µικρή, η υδροφορία που παρουσιάζουν είναι µικρή λόγω της
περιορισµένης εµφάνισης τους.

5.2.3. Πετρώµατα συνεκτικά ή µη µε αµελητέα παρουσία νερού.

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι φυλλίτες-χαλαζίτες, µάργες-µαργαϊκοί


ασβεστόλιθοι, ο φλύσχης της ζώνης Τρίπολης και το οφιολιθικό σύµπλεγµα. Είναι
θεωρητικά στεγανοί σχηµατισµοί και οποιαδήποτε ανάπτυξη υδροφορίας στη µάζα
τους οφείλεται κυρίως σε τεκτονικά αίτια.
α) Φυλλίτες-χαλαζίτες, βρίσκονται στην περιοχή του Πάνω Μιραµπέλου και
αποτελούνται από φυλλίτες, χαλαζίτες και σχιστόλιθους. Πρόκειται για συνεκτικά
πετρώµατα µε ελάχιστη υδροφορία που περιορίζεται σε χαλαζιακούς φακούς, σε
ασβεστιτικές παρενστρώσεις και σε ψαµµιτικούς ορίζοντες (η µοναδική γεώτρηση
που εξορύχθηκε σε αυτό τον σχηµατισµό έχει µικρή παροχή). Ο ρόλος τους όµως
είναι διττός .Πρώτον, επειδή αυτός ο σχηµατισµός αυτός είναι αδιαπέρατος και λόγω
της θέσης του διαχωρίζει τους ασβεστόλιθους της ζώνης Τρίπολης µε τους
Πλακώδεις ασβεστόλιθους, εµποδίζοντας την περαιτέρω διείσδυση του θαλασσινού
νερού από τους Πλακώδεις στους ασβεστόλιθους της ζώνης Τρίπολης. ∆εύτερον,
σχηµατίζει το αδιαπέρατο υπόβαθρο, σχηµατίζοντας τη συγκλινική δοµή που
προαναφέρθηκε και εµποδίζοντας έτσι την διείσδυση της θάλασσας από τα ανατολικά
από την περιοχή του Αγίου Νικολάου.
β) Μάργες-Μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι, βρίσκονται στα βόρεια παράλια και νότια της
περιοχής του Αλµυρού. Πρόκειται για λεπτό-µεσοστρωµατώδεις οµογενείς
σχηµατισµούς µέγιστου πάχους 200 m. Η υδροφορία τους είναι περιορισµένη λόγω
τόσο της λιθολογικής τους σύστασης αλλά και λόγω της µικρής επιφανειακής
τροφοδοσίας από τη βροχόπτωση, του µεγάλου συντελεστή εξατµισοδιαπνοής.
γ) Φλύσχης ζώνης Τρίπολης, συναντάται στο νότιο περιθώριο της περιοχής έρευνας
και στην ευρύτερη περιοχή της Κριτσάς. Αποτελείται από εναλλαγές αργιλικών

96
σχιστόλιθων, ψαµµιτών και ασβεστολιθικών τουρβιδιτών. Η υδροφορία του είναι
επιφανειακή και η εκµετάλλευση των υδροφόρων γίνεται από ρηχά πηγάδια.
δ) οφιολιθικό σύµπλεγµα, βρίσκεται στη λεκάνη της Κριτσάς. Αποτελείται από
σερπεντινίτες, περιδοτίτες, διαβάσες, διορίτες και αµφιβολίτες. Κατά θέσεις το
οφιολιθικό σύµπλεγµα περιλαµβάνει µαργαϊκούς ασβεστόλιθους. Το δευτερογενές
πορώδες του συµπλέγµατος οφείλεται στον κατακερµατισµό τους. Η υδροφορία του
είναι αµελητέα.

5.3 Πιεζοµετρία των καρστικών υδροφόρων.

Η πιεζοµετρική επιφάνεια ενός υδροφόρου αποτελεί την εικόνα του


δείχνοντας την κατάσταση του. Από την πιεζοµετρική επιφάνεια µπορούν να
αντληθούν πληροφορίες όπως η ποσότητα του υπόγειου νερού, η κατεύθυνση ροής,
τη υδραυλική κλίση. Επίσης από τη πιεζοµετρική επιφάνεια µπορούν να
προσδιοριστούν οι πηγές τροφοδοσίες του υδροφόρου.
Η υδροληψία του νερού από τους υπόγειους υδροφόρους γίνεται από
τουλάχιστον από µερικές δεκάδες γεωτρήσεις και από λίγες χιλιάδες πηγάδια. Οι
γεωτρήσεις στο σύνολο τους έχουν εξορυχτεί στους σχηµατισµούς των Πλακώδων
ασβεστόλιθων και στους ασβεστόλιθους της ζώνης Τρίπολης και µέχρι υψόµετρο 550
m. Τα πηγάδια βρίσκονται µέσα στα αλλουβιακά ριπίδια στις περιοχές του Αγίου
Νικολάου, Λιµνών, Νεάπολης, Μιλάτου, Λακωνίων και Λασιθίου. Το βάθος τους δεν
ξεπερνά τα 20 m.

5.3.1. Πιεζοµετρία του καρστικού υδροφόρου των Πλακώδων


ασβεστόλιθων.

Από τις περίπου 30 γεωτρήσεις που έχουν γίνει στην περιοχή, όπου
καλύπτεται από τους Πλακώδεις ασβεστόλιθους, χρησιµοποιήθηκαν µόνο 9, επειδή οι
γεωτρήσεις δεν διαθέτουν πιεζοµετρικό σωλήνα ή εάν διαθέτουν αυτά βρίσκονται σε
αχρηστεία. Έτσι η πιεζοµετρία έγινε στις γεωτρήσεις που στο στόµιο τους υπήρχε
κενό.

97
Οι καµπύλες των υδροϊσουψών κατασκευάστηκαν µε την παραδοχή ότι ο
υδροφόρος είναι οµοιογενής και ισότροπος, χωρίς να επικρατεί µια κυρίαρχη ροή
µέσα από τους καρστικούς αγωγούς.
Από τις Εικόνες 5.2 και 5.3 προκύπτουν τα παρακάτω συµπεράσµατα για τον
υδροφόρο των Πλακώδων ασβεστόλιθων:
- Η πηγή τροφοδοσίας του υδροφόρου είναι η ορεινή περιοχή του Τιµίου
Σταυρού και της Λιθόµανδρας. Το υδραυλικό φορτίο σε αυτή την περιοχή είναι 9 m
και 7 m, περίπου για την περίοδο του Μαρτίου και Ιουνίου του 2005, αντίστοιχα.
- Η διεύθυνση ροής του υπόγειου νερού είναι από τη κεντρική περιοχή του
Τιµίου Σταυρού προς BA, στο Ακρωτήριο του Άγιου Ιωάννη του Αφορισµένου και
προς τα Ν-NA,. στην περιοχή Λίµνες και Αγίου Νικολάου.
- Το υδραυλικό φορτίο στο Ακρωτήρι είναι -16 m, στις Λίµνες -1 m και στον
Άγιο Νικόλαο 0 m, την περίοδο του Μαρτίου 2005. Για την περίοδο του Ιουνίου του
2005 το υδραυλικό φορτίο είναι -28, 1 και 0 m αντίστοιχα.

Εικόνα 5.2: Χάρτης υδροϊσουψών καµπυλών του καρστικού υδροφόρου των


Πλακώδων ασβεστόλιθων στην περίοδο του Μαρτίου 2005.

98
- Η υδραυλική κλίση για τους Πλακώδεις ασβεστόλιθους, κυµαίνεται από 0,3
‰ έως 1,2 ‰ η ελάχιστη στην περιοχή του Καλού Λάκκου. Η µέγιστη τιµή της
υδραυλικής κλίσης είναι σταθερή και ίση µε 2 %, ενώ η µέση τιµή ποικίλει από 1,2
έως 5 ‰.
- Το υδραυλικό φορτίο στην περιοχή του Ακρωτηρίου βρίσκεται σε αρνητικό
υψόµετρο, ευνοώντας έτσι το φαινόµενο της ανάµειξης του γλυκού µε το θαλασσινό
νερό. Οι αρνητικές τιµές του υδραυλικού φορτίου οφείλονται τόσο σε φυσικά αίτια
(ανάπτυξη του καρστ σε αρνητικό υψόµετρο) όσο και από τις υπεραντλήσεις στην
θερινή κυρίως περίοδο.

Εικόνα 5.3: Χάρτης υδροϊσουψών καµπυλών του καρστικού υδροφόρου των


Πλακώδων ασβεστόλιθων στην περίοδο του Ιουνίου 2005.

99
5.3.2. Πιεζοµετρία του καρστικού υδροφόρου των ασβεστόλιθων της
ζώνης Τρίπολης.
Η µέτρηση της στάθµης του υδροφόρου στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης έγινε στις ίδιες περιόδους µε τη µέτρηση της στάθµης του υδροφόρου στους
Πλακώδεις ασβεστόλιθου. Από τις περίπου 80 γεωτρήσεις, που έχουν γίνει για την
άντληση του υπόγειου νερού σε αυτόν τον σχηµατισµό, µόνο οι 21 µπορούν να
δώσουν πληροφορίες για την στάθµη του υδροφόρου. Στις υπόλοιπες είναι αδύνατη η
µέτρηση του ύψους του υδροφόρου.
Από τη µέτρηση των σταθµών στις γεωτρήσεις στους ασβεστόλιθους της
ζώνης Τρίπολης, στις περιόδους του Μαρτίου και Ιουνίου του 2005, προέκυψαν οι
χάρτες των Εικόνων 5.4 και 5.5 αντίστοιχα, που αναπαριστούν τις υδροϋσοιψείς
καµπύλες του υδροφόρου.

Εικόνα 5.3: Χάρτης υδροϊσουψών καµπυλών του καρστικού υδροφόρου των


ασβεστόλιθων της ζώνης Τρίπολης, στην περίοδο του Μαρτίου 2005.

100
Από τις εικόνες 5.4 και 5.5 προκύπτουν τα εξής συµπεράσµατα:
- Οι πηγές τροφοδοσίας του υδροφόρου είναι οι ορεινοί όγκοι του Μαύρου
∆άσους δυτικά του ∆ρασίου και τα ανατολικά βουνά του ∆ίκτυ.
- Το µέγιστο υδραυλικό φορτίο στην περιοχή του ∆ρασίου είναι 300 m, ενώ το
ελάχιστο βρίσκεται στην περιοχή του Αγίου Νικολάου µε 0 m.

Εικόνα 5.4: Χάρτης υδροϊσουψών καµπυλών του καρστικού υδροφόρου των


ασβεστόλιθων της ζώνης Τρίπολης, στην περίοδο του Ιουνίου 2005.

- Η διεύθυνση της ροής του υπόγειου νερού είναι Α-ΝΑ, από την περιοχή του
∆ρασίου στα Λακώνια και στον Άγιο Νικόλαο.
- Η µέγιστη υδραυλική κλίση παρουσιάζεται στην περιοχή του ∆ρασίου και
παίρνει τις τιµές 9,4 % , ενώ η µικρότερη υδραυλική κλίση παρουσιάζεται στα

101
Λακώνια και κυµαίνεται από 1,2 % (περίοδος Ιουνίου) µέχρι 2 % (περίοδος
Μαρτίου). Η µέση τιµής της υδραυλικής κλίσης υπολογίζεται ότι κυµαίνεται από 3,6
% (περίοδος Ιουνίου) µέχρι 4 % (περίοδος Μαρτίου). Οι µεγάλες τιµές του
υδραυλικού φορτίου δείχνουν ότι ο υδροφόρος των ασβεστόλιθων της ζώνης
Τρίπολης χαρακτηρίζεται από µικρή υδραυλική αγωγιµότητα.

102
6. ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ-Υ∆ΡΟΧΗΜΕΙΑ.

6.1. Γενικά.
Η οικιστική ανάπτυξη µιας περιοχής είναι συνυφασµένη µε την ποσότητα και
την ποιότητα του νερού που διαθέτει. Η ποσότητα του νερού καθορίζει την επάρκεια
των υδροβόρων απαιτήσεων και αναγκών του ανθρώπου, ενώ η ποιότητα του νερού
καθορίζει σε ένα ποσοστό την ποιότητα της ζωής.
Η ποιότητα του υπόγειου νερού καθορίζεται τόσο από φυσικούς παράγοντες
όσο και από ανθρωπογενείς. Οι φυσικές παράµετροι που ελέγχουν την ποιότητα του
νερού είναι η χηµική αλληλεπίδραση µεταξύ του υπόγειου νερού και των
πετρωµάτων στα οποία αναπτύσσονται οι υδροφόροι, η φυσική διείσδυση του
θαλασσινού νερού σε µεγάλο βάθος και η ανάµειξη του µε το γλυκό νερό. Ο
άνθρωπος σε µερικές περιπτώσεις συµβάλλει στην ποιοτική υποβάθµιση του
υπόγειου νερού. Η ανάπτυξη τόσο των πόλεων όσο και των τουριστικών
καταλυµάτων στην περιοχή έρευνας, στις τελευταίες δεκαετίες, είχε µεν σαν
αποτέλεσµα την αύξηση των απαιτήσεων σε αποθέµατα και σε ποιότητα του νερού
όσο δε και την ποιοτική υποβάθµιση και ποσοτική ελάττωση του. Επίσης οι
σύγχρονες απαιτήσεις σε αγροτικά προϊόντα συνέβαλε στην χρήση µεγάλων
ποσοτήτων φυτοφαρµάκων και λιπασµάτων, ώστε οι σχηµατισµοί των υδροφόρων,
που φιλοξενούν γεωργικές καλλιέργειες να δέχονται ένα µέρος αυτών σαν φυσική
συνέπεια των διαδικασιών της διάλυσης, διείσδυσης, απορρόφησης και κατείσδυσης
τους.
Σηµαντικό µέρος µιας υδρογεωλογικής έρευνας κατέχει η Υδροχηµεία και η
Γεωχηµεία του υπόγειου ή του επιφανειακού νερού της περιοχής έρευνας. Μια
υδροχηµική έρευνα έχει σαν στόχο τον καθορισµό των χηµικών διεργασιών, που
λαµβάνουν χώρα κατά την κίνηση του νερού στον υδροφόρο, την κατανόηση του
τρόπου ανάµειξης των ρυπαντών και τέλος την εύρεση µεθοδολογιών και τρόπων
αντιµετώπισης των προβληµάτων της ποιοτικής υποβάθµισης του.

103
6.2. ∆ειγµατοληπτική εργασία υπαίθρου.

6.2.1. Λήψη δειγµάτων νερού από τα υδροσηµεία.

Στα πλαίσια της υδροχηµικής έρευνας, αναλύθηκαν 18 δείγµατα νερού από


τους καρστικούς υδροφόρους των Πλακώδων ασβεστόλιθων και των ασβεστόλιθων
της ζώνης Τρίπολης. Επίσης ελήφθη ένα δείγµα νερού της θάλασσας από την περιοχή
της Αµµουδάρας. Τα υπόλοιπα δείγµατα προέρχονται, 2 από την περιοχή του
Οροπεδίου Λασιθίου, 2 από το ∆ράσι, 4 από την Περιοχή των Λακωνίων, 2 από την
περιοχή του Αγίου Νικολάου, 1 από την πηγή του Αλµυρού και τα άλλα έξι από τις
γεωτρήσεις των Λιµνών, Νεάπολης και Ελούντας. Η δειγµατοληψία
πραγµατοποιήθηκε κατά τον Μάρτιο του 2003.
Τα δείγµατα συλλέχθηκαν σε διάρκεια 3 ηµερών µε τον εξής τρόπο: Μετά
από άντληση 1 ώρας, το νερό της γεώτρησης τοποθετήθηκε σε 2 πλαστικές φιάλες
από πολυαιθυλένιο όγκου 500 ml και 100 ml. Το νερό της πρώτης φιάλης
χρησιµοποιήθηκε για την χηµική ανάλυση των ανιόντων. Το νερό της δεύτερης
φιάλης επεξεργάστηκε περαιτέρω µε την διήθηση από ηθµό µε πόρους 0,45 µm για
την αποµάκρυνση των αιωρούµενων σωµατιδίων και την οξίνιση µε πυκνό νιτρικό
οξύ ώστε το pH του νερού να φθάσει περίπου το 2. η οξίνιση έγινε για να
παραµείνουν εν διάλυση τα κατιόντα και να µην προσροφηθούν στα τοιχώµατα της
φιάλης. Το νερό της δεύτερης φιάλης χρησιµοποιήθηκε για την χηµική ανάλυση των
κατιόντων. Πριν χρησιµοποιηθούν οι φιάλες είχαν καθαριστεί µε διάλυµα νιτρικού
οξέος, ξεπλυθεί µε νερό της βρύσης και απεσταγµένο νερό για τουλάχιστον 5 φορές.
Μετά από τη δειγµατοληψία, οι φιάλες διατηρήθηκαν σε ψυγείο σε θερµοκρασία 4οC.
Εκτός από τη λήψη των δειγµάτων παράλληλα έγιναν και µετρήσεις των
ασταθών φυσικοχηµικών παραµέτρων του νερού.

6.2.2. ∆ειγµατοληψία των πετρωµάτων.

Η δειγµατοληψία των πετρωµάτων πραγµατοποιήθηκε την άνοιξη του 2005


από επιφανειακά πετρώµατα όλων των σχηµατισµών της περιοχής έρευνας. Τα
δείγµατα που επιλέχθηκαν ήταν αντιπροσωπευτικά για την εµφάνιση κάθε
σχηµατισµού. Οι θέσεις που επιλέχτηκαν δεν ήταν τυχαίες αλλά αντιπροσωπεύουν
την χηµική εξαλλοίωση και αποσάθρωση των πετρωµάτων από το νερό, ώστε αυτά

104
τα δείγµατα να δείχνουν το µέγεθος της αλληλεπίδρασης µε το νερό και να
προκύψουν συµπεράσµατα για τον εµπλουτισµό των υδροφόρων µετά από την
έρευνα τους σε σπάνιες γαίες. Το βάρος του κάθε δείγµατος ήταν περίπου 500 gr.
Οι θέσεις δειγµατοληψίας του νερού παρουσιάζονται στην Εικονα 6.1.

Εικόνα 6.1: Θέσεις δειγµατοληψίας νερού.

105
6.3. Αναλυτικές τεχνικές.

6.3.1. Μετρήσεις και αναλύσεις υπαίθρου.

Οι ασταθείς φυσικοχηµικές παράµετροι µετρήθηκαν στα σηµεία


δειγµατοληψίας, αφού η οποιαδήποτε µέτρηση τους εκτός µετά από καθυστέρηση θα
έχει σαν συνέπεια την µεταβολή τους και την εξαγωγή λαθεµένων συµπερασµάτων.
Οι παράµετροι αυτοί συγκεκριµένα είναι:
- Η θερµοκρασία (Τ) και η ηλεκτρική αγωγιµότητα (E. C.) που µετρήθηκαν µε
ηλεκτρόδια θερµοκρασίας και αγωγιµότητας της Delta Ohm ®
- Το pH και το δυναµικό οξειδοαναγωγής (Eh) που µετρήθηκαν µε ηλεκτρόδια της
Consort.
- Το διαλελυµένο οξυγόνο (D.O.) προσδιορίστηκε µε ογκοµετρική µέθοδο.
- Η αλκαλικότητα (Total alkalinity) µετρήθηκε µε ογκοµετρική τιτλοδότηση µε το
Kit του ψηφιακού τιτλοδότη της Hach.

6.3.2. Εργαστηριακές αναλύσεις.

Τα δείγµατα νερού µεταφέρθηκαν στο Εργαστήριο Υδρογεωλογίας του


Πανεπιστηµίου Πατρών και αναλύθηκαν µε τον εξοπλισµό, που διαθέτει σε σύντοµο
χρονικό διάστηµα. Τα ιόντα ΝΟ3-, NO2-, NH4+, SO42-,PO43-, προσδιορίστηκαν µε τη
µέθοδο της φασµατοφωτοµετρίας µε τη χρήση των καταλλήλων προγραµµάτων του
φασµατοφωτοµέτρου DR-4000, και των αντίστοιχων χηµικών αντιδραστηρίων του
Οίκου Hach. Τα ιόντα των χλωριόντων Cl-, µετρήθηκαν µε ψηφιακό τιτλοδότη της
Hach, µε την µέθοδο της ογκοµέτρησης µε νιτρικό υδράργυρο.
Τα κύρια κατιόντα, Ca2+, Mg2+, Na+ και K+ µετρήθηκαν µε
φασµατοφωτόµετρο ατοµικής απορρόφησης τύπου Avanta. Για τη βαθµονόµηση του
οργάνου κατασκευάστηκαν πρότυπα διαλύµατα των αντίστοιχων στοιχείων, που οι
συγκεντρώσεις τους καθοριζόταν µέσα στο εύρος περίπου της κύµανσης των
συγκεντρώσεων των δειγµάτων. Για τα Ca2+, Mg2+ τόσο στα πρότυπα διαλύµατα
βαθµονόµησης όσο και στα διαλύµατα προστέθηκε όγκος La2O3 ως αντισταθµιστή,
σε αναλογία 1/10 κ. β.

106
6.3.3. Χηµικές αναλύσεις ιχνοστοιχείων, βαρέων µετάλλων και σπάνιων
γαιών.
Οι χηµικές αναλύσεις των ιχνοστοιχείων έγιναν µε τη µέθοδο της
φασµατοφωτοµετρίας µάζας µε επαγωγικά συζευγµένο πλάσµα (ICP-MS) ELAN της
Perkin Elmer. Τα ιχνοστοιχεία και οι σπάνιες γαίες που µετρήθηκαν µε αυτή τη
µέθοδο, καθώς και η µάζα τους και τα όρια ανίχνευσης της µεθόδου παρουσιάζονται
στον Πίνακα 7.1 και 7.2, αντίστοιχα. Στον Πίνακα 7.3 παρουσιάζονται οι τεχνικές
παράµετροι και οι παράµετροι λειτουργίας του ICP-MS. Τα όρια ανίχνευσης της
µεθόδου εξαρτώνται από τις παρεµβολές από τα οξείδια ή υδροξείδια άλλων
στοιχείων που έχουν περίπου την ίδια µάζα µε το µετρούµενο στοιχείο. Τα όρια
ανίχνευσης για ένα στοιχείο υπολογίζονται από επαναληπτικές µετρήσεις του
δείγµατος τυφλού που θεωρητικά η συγκέντρωση του στη µάζα του συγκεκριµένου
στοιχείου είναι µηδέν. Τα όρια ανίχνευσης των στοιχείων είναι ίσα µε την τρεις φορές
τυπική απόκλιση 20 µετρήσεων του τυφλού διαλύµατος.

Πίνακας 6.1: Τα ιχνοστοιχεία, οι µάζες τους και τα όρια ανίχνευσης τους.

Ιχνοστοιχείο Ισοτοπική µάζα (amu) Όρια ανίχνευσης (µg/l)


Li 7 0,1
Be 9 0,1
B 11 4
P 31 10
Sc 45 1
Ti 48 1
V 51 1
Cr 52 1
Mn 55 1
Fe 56 20
Ni 58 1
Co 59 0,1
Cu 63 1
Zn 64 1
Ga 69 1
As 75 1
Rb 85 0,1
Sr 88 1
Se 82 1
Y 89 1
Mo 95 0,1
Cd 114 0,1
Ba 138 1
Te 130 0,1
Tl 205 0,1
Pb 208 0,1
Bi 209 0,1
U 238 0,1

107
Πίνακας 6.2: Οι σπάνιες γαίες, οι µάζες τους και τα όρια ανίχνευσης τους.

Στοιείο Ισοτοπική µάζα (amu) Όρια ανίχνευσης (ppt)


Ce 140 10
Dy 164 0,1
Er 166 0,1
Eu 153 1
Gd 158 1
Ho 165 0,01
La 139 10
Lu 175 0,1
Nd 142 1
Pr 141 1
Sm 152 1
Tb 159 0,1
Th 232 0,1
Tm 169 0,1
Yb 174 0,1

Πίνακας 6.3:Οι τεχνικές παράµετροι του ICP-MS

Nebulizer Meinhard AC Rod Offset -6


Spray Chamber Cyclonic Service DAC 1 60
Cones Ni Quadrupole Rod Offset 0
Plasma Gas flow 15 l/min Scan Mode Peak Hoping
Auxiliary Gas flow 1,2 l/min Detector Mode Dual
Nebulizer Gas flow 0,84 l/min Process Spectral Peak Average
Lens Voltage 6,5 V Process Signal Profile Average
ICP RF Power 1150 W Acq. Dead Time 65 ns
Analog Stage Voltage -2050 Dewell Time 100ns
Pulse Stage Voltage 1250 Sweeps/Reading 20
Discriminator Threshold 70 Replicates 4

Πριν τη µέτρηση των στοιχείων το ICP-MS ρυθµιζόταν έτσι ώστε να


βελτιωθεί η ευαισθησία του και να µειωθούν τα όρια ανίχνευσης για το κάθε
στοιχείο. Η διαδικασία ρύθµισης περιλάµβανε την «ηµερήσια βελτίωση»,(daily
performance), στην οποία περιλαµβάνει την ευθυγράµµιση του συστήµατος

108
εισαγωγής και ροής των δειγµάτων, ρύθµιση της ροής του αερίου Ar στον εκνεφωτή
και ρύθµιση της τάσης των φακών. Μετά το daily performance, ρυθµίζεται η ροή των
οξειδίων των δισθενών µετάλλων . Θα πρέπει ο λόγος MeO/Me να είναι µικρότερος
από 3%. Ο έλεγχος των οξειδίων γίνεται µε ένα πρότυπο διάλυµα που περιέχει
οξείδια των µετάλλων που η µάζα τους κυµαίνεται στο εύρος των µαζών των
στοιχείων που θα µετρηθούν. Τέλος ρυθµίζεται το όργανο ώστε να έχει καλό
συντονισµό και µεγάλη διακριτικότητα των στοιχείων στον ανιχνευτή.
Μετά τη ρύθµιση του οργάνου ακολουθεί η βαθµονόµηση του µε
πολυστοιχειακά πιστοποιηµένα διαλύµατα. Από τα πιστοποιηµένα διαλύµατα
προκύπτουν τα διαλύµατα βαθµονόµησης του οργάνου, µε διαδοχική αραίωση τους
σε συγκεντρώσεις που κυµαίνονται στο εύρος των τιµών των αναλυόµενων
δειγµάτων. Σαν τυφλό διάλυµα χρησιµοποιείται διάλυµα 2% νιτρικού οξέος. Τέλος
στα πρότυπα διαλύµατα προστέθηκε διάλυµα In, ως ενδο-πρότυπο (internal standard)
για τον καθορισµό των παρεµβολών των οξειδίων κατά την διάρκεια των µετρήσεων.
Κάθε επίδραση από τα οξείδια διορθώνεται αυτόµατα, σύµφωνα µε το µέσο όρο των
συγκεντρώσεων του In στα πρότυπα διαλύµατα. Όταν οι συγκεντρώσεις του In
λάµβαναν τιµές κάτω από 70% της αρχικής του συγκέντρωσης το όργανο ρυθµιζόταν
ξανά. Η απότοµη πτώση στη συγκέντρωση µπορεί να οφειλόταν στις επικαθίσεις των
αλάτων, ή των οξειδίων των µετάλλων στα τοιχώµατα στον θάλαµο εκνέφωσης ή
στους κώνους. Η συνέχιση των αναλύσεων σε αυτή την περίπτωση κρινόταν
ακατάλληλη λόγω της επίδρασης των αλάτων στις επόµενες µετρήσεις (αύξηση του
R.S.D.). Η λειτουργία του οργάνου σταµατούσε και καθαριζόταν οι κώνοι και ο
θάλαµος εκνέφωσης.
Για να αποφευχθεί το clocking (µείωση της ευαισθησίας του οργάνου), τα
δείγµατα που είχαν TDS µεγαλύτερο από 1500 mg/l αραιωνόταν. Τα πρότυπα
διαλύµατα και τα δείγµατα εισαγόταν στο ICP-MS µέσω αυτόµατου δειγµατολήπτη,
έτσι ώστε να αποφευχθεί η παρεµβολή ανθρώπινου χεριού που θα είχε σαν
αποτέλεσµα την µόλυνση των διαλυµάτων. Επίσης ο αυτόµατος δειγµατολήπτης είχε
την δυνατότητα της αυτόµατης αραίωσης εάν έστω η συγκέντρωση ενός στοιχείου
από τα προγραµµατισµένα για ανάλυση ξεπερνούσε το εύρος της µέτρησης.

109
6.3.4. Πετρογραφικές τοµές και γεωχηµικές αναλύσεις των πετρωµάτων.

Η χηµική σύσταση του υπόγειου νερού εξαρτάται από την ορυκτολογική και
χηµική σύσταση των πετρωµάτων του υδροφορέα, αφού η χηµική αλληλεπίδραση
του νερού και των πετρωµάτων, µέσα από τα οποία διέρχεται είναι η κύρια
διαδικασία, που καθορίζει τον χηµικό χαρακτήρα των υπόγειων νερών. Έτι έγιναν
ορυκτολογικές τοµές και χηµικές αναλύσεις ιχνοστοιχείων και σπανίων γαιών στα
πετρώµατα που είχαν συλλεχθεί.
Οι λεπτές ορυκτολογικές τοµές έγιναν στο εργαστήριο παρασκευής λεπτών
τοµών του τµήµατος Γεωλογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών. Οι λεπτές τοµές
περιγράφηκαν ορυκτολογικά και πετρογραφικά στο εργαστήριο Ορυκτολογίας. Οι
τοµές περιλάµβαναν πετρώµατα από τους πλακώδεις ασβεστόλιθους, από τους
φυλλίτες-χαλαζίτες, τα ανθρακικά πετρώµατα και τον φλύσχη της ζώνης Τρίπολης,
τους µαργαϊκούς ασβεστόλιθους και τις µάργες και από τις αργίλους των
αλλουβιακών ριπιδίων. Στον πίνακα 6.4 παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα της
ορυκτολογικής ανάλυσης των δειγµάτων, ενώ στις Εικόνες 6.2, 6.3, 6.4, 6.5
παρουσιάζονται φωτογραφίες από τις τοµές στο µικροσκόπιο.

Πίνακας 6.4: Η ορυκτολογική παραγένεση των κυριότερων σχηµατισµών της


περιοχής έρευνας.

∆ εί γµ α Ο ρυ κ το λογικ ή πα ρα γ ένεση
Α σβ εσ τί τ ης>80%, Na-Πλαγιό κλαστα
DK-3 Μαρ µ αρυγίες ( Μο σχο βί της ) σ ε φ λε βί δ ι α
Χλωρίτης
Χ αλ αζ ί ας , Χλωρίτης (π ι θ αν ά
εξαλλοίωση από µο σ χοβ ί τη ),
D-21
ασβεστίτης , αργιλικά ορυκτά και
ο ξείδ ι α
D-1 Α σβ εσ τί τ ης> 9 9 % , χ α λ αζ ί α ς
D-5 Α σβ εσ τί τ ης , χ αλ α ζ ί ας , ο ξ ε ί δ ι α
Χ αλ αζ ί ας , ασ β εσ τί τ ης , δο λοµί τ ης ,
D-18
µ αρµ αρυγίες
Χ αλ αζ ί ας , Μαρ µ αρυγίες , χλ ω ρί τ ης ,
D-28
ο ξείδ ι α
Χ αλ αζ ί ας , ασ β εσ τί τ ης , χ λω ρ ί τ η ς,
D-20 πλαγιό κλαστα κ αι ο ξε ίδι α το υ F e,
απατίτης
Χ αλ αζ ί ας , πλαγιό κλαστα , χ λω ρί τ η ς ,
D-19 µο σχο βί τ ης , ασβεστίτης , ζιρκόνιο και
ε π ί δ ο το

110
Εικόνα 6.2: Κρύσταλλος ζιρκονίου σε // και ⊥ Nickols στο D-19 (µεγέθυνση x16).

Εικόνα 6.3: Κρύσταλλοι ζιρκονίου σε // Nickols στο δείγµα D-19 (µεγέθυνση x16).

Εικόνα 6.4: Κρύσταλλοι πλαγιόκλαστων, ασβεστίτη µε επικάλυψη οξειδίων και


χλωρίτη ασβεστίτη και πλαγιόκλαστου (⊥ Nickols) στο δείγµα DK-3 (µεγέθυνση x16,
x4).

111
Εικόνα 6.5:Κρύσταλλοι χλωρίτη που περικλείονται από κρυστάλλους ασβεστίτη στο
δείγµα D-21 (⊥ Nickols) (µεγέθυνση x4).

Εικόνα 6.6: Κρύσταλλοι χλωρίτη, ασβεστίτη και χαλαζία, (⊥ Nickols),( µεγέθυνση


x16).

Τα δείγµατα των πετρωµάτων κονιοποιήθηκαν στο παρασκευαστήριο των ορυκτών


πρώτων υλών του Τµήµατος Γεωλογίας. Στα κονιοποιηµένα δείγµατα προστέθηκαν
µίγµατα οξέων και χωνεύθηκαν σε φούρνο µικροκυµάτων, MLS-1200 MEGA,
χρησιµοποιώντας πρόγραµµα χώνευσης της εταιρείας παραγωγής του φούρνου. Σε
κάθε σειρά δειγµάτων χώνευσης προστέθηκε και ένα τυφλό διάλυµα που αποτελείτο
µόνο από οξέα για τον υπολογισµό της τυχόν µόλυνσης από τα οξέα. Οι
συγκεντρώσεις των ιχνοστοιχείων κάθε τυφλού αφαιρέθηκαν από τα αντίστοιχα
διαλύµατα της σειράς χώνευσης. Το βάρος των δειγµάτων που επιλέχθηκε για την
χώνευση κυµαινόταν από 0,5 gr έως 0,1 gr. Το µίγµα των οξέων καθώς και όγκος
τους, εξαρτήθηκε από το βάρος του δείγµατος καθώς και από την ορυκτολογική του
σύσταση. Ο τελικός όγκος του διαλύµατος χώνευσης ήταν 100 ml. ∆ιαιρώντας τον
τελικό όγκο του διαλύµατος µε το βάρος του δείγµατος, που χρησιµοποιήθηκε για τη
χώνευση, προκύπτει ο συντελεστής αραίωσης της χώνευσης (drgestion, dilutor

112
factor), ο οποίος χρησιµοποιείται για τον υπολογισµό των συγκεντρώσεων των
ιχνοστοιχείων στο σύνολο του στερεού πετρώµατος και από το διάλυµα της
χώνευσης. Τα δείγµατα, τα βάρη που χρησιµοποιήθηκαν για τη χώνευση, τα µίγµατα
των οξέων παρουσιάζονται στον Πίνακα 6.5 και στον Πίνακα 6.6 τα στάδια του
προγράµµατος του φούρνου µικροκυµάτων (digestion microwave furnace).

Πίνακας 6.5: Τα δείγµατα που χωνεύτηκαν για την ανάλυση των ιχνοστοιχείων.

∆είγµα Βάρος (gr) Οξέα


8 ml HNO3, 1ml HF, 1ml
D-26 0,511
HClO4
D-11 0,2003 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-14 0,2086 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-13 0,2138 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-1 0,2021 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-15 0,2013 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-29 0,204 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-17 0,2068 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-10 0,2042 5 ml HNO3, 1ml HClO4
8 ml HNO3, 1ml HF, 1ml
D-6 0,2018
HClO4
8 ml HNO3, 1ml HF, 1ml
D-18 0,2011
HClO4
D-16 0,2003 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-1 0,2017 5 ml HNO3, 1ml HClO4
DK-3 0,2041 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-8 0,2022 5 ml HNO3, 1ml HClO4
D-23 0,2047 5 ml HNO3, 1ml HClO4
8 ml HNO3, 2ml HF, 2ml
D-27 0,2006
HCl

Πίνακας 6.6: Τα στάδια του προγράµµατος χώνευσης.

Στάδιο Χρόνος (min.) Ισχύς (Watt)


1 10 250
2 1 0
3 4 500
4 1 0
5 4 500
6 0 0
Validation time: Χρόνος ψύξης καθορίστηκε στα 45 min.

113
6.4.1. Επεξεργασία των χηµικών αναλύσεων.

Η επεξεργασία των χηµικών δεδοµένων έγινε µε το πρόγραµµα λογισµικού


AquaChem 3.7 (Calmbach 1997). Με τη βοήθεια αυτού του προγράµµατος
κατασκευάστηκαν τα διαγράµµατα Piper και Durov και υπολογίστηκε το αναλυτικό
σφάλµα σύµφωνα µε την εξίσωση της ηλεκτρικής ουδετερότητας:
Σ(%)=(ΣΚ-ΣΑ)/(ΣΚ+ΣΑ) (6.1)
Όπου
ΣΚ, είναι το άθροισµα των κατιόντων σε meq/l, και
ΣΑ είναι το σύνολο των ανιόντων σε meq/l.
Το αναλυτικό σφάλµα για τα κύρια στοιχεία δεν ξεπερνά το 5%, ενώ το
µεγαλύτερο σφάλµα για τα ιχνοστοιχεία δεν υπερέβαινε το 10%.
Τα αποτελέσµατα των χηµικών αναλύσεων των δειγµάτων νερού για τα κύρια
στοιχεία, τα ιχνοστοιχεία και τις σπάνιες γαίες παρουσιάζονται στους Πίνακες 6.7,
6.8 και 6.9 αντίστοιχα. Οι συγκεντρώσεις των ιχνοστοιχείων και των σπάνιων γαιών
των δειγµάτων των πετρωµάτων παρουσιάζονται στους Πίνακες 6.10 και 6.11.

6.5. Χηµικός χαρακτήρας του καρστικού υδροφόρου των πετρωµάτων


της ζώνης Τρίπολης.

Ο υδροφόρος των ανθρακικών πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης µπορεί να


χωριστεί σε τρεις περιοχές σύµφωνα µε τον χηµικό τύπο του νερού. Μπορούν να
αναγνωριστούν 3 τύποι νερού, σύµφωνα µε τα στοιχεία που συµµετέχουν στον
υδροχηµικό τύπο. Στον υδροχηµικό τύπο του νερού συµµετέχουν τα ιόντα Ca2+,
Mg2+, Na+, K+, HCO3-, Cl-, SO42-.

6.5.1. 1ος τύπος νερού-Περιοχή Α.

Η περιοχή Α χαρακτηρίζεται από Ca-HCO3, και Ca-Mg-HCO3 τύπο νερού. Ο


χηµικός αυτός τύπος εκφράζει το γλυκό νερό και ο χηµικός του χαρακτήρας

114
επηρεάζεται από τη διάλυση των ανθρακικών πετρωµάτων, (ασβεστίτη και
δολοµίτη). Οι συγκεντρώσεις στα κύρια στοιχεία είναι µικρότερη σε σύγκριση µε τις
άλλες περιοχές. Το περιβάλλον είναι οξειδωτικό µε τιµές πάνω από 150 mV. Η
περιοχή Α περιλαµβάνει τη περιοχή τροφοδοσίας του καρστικού υδροφόρου και
αποτελείται από τις περιοχές του Οροπεδίου Λασιθίου, ∆ρασίου, και Σέλενας.

115
Πίνακας 6.7: Οι φυσικοχηµικοί παράµετροι και τα κύρια στοιχεία των δειγµάτων νερού.
T E.C. E.h.
∆είγµα x y pH O2 Alkal. Ca2+ Mg2+ Na+ K+ NH4+ Cl- SO42- N03- NO2- HCO3-
(oC) (µS/cm) (mV)
S. Mesa
638278 3897570 9,9 7,13 328 179 7,9 159,8 76,4 5 13,5 0,4 0 16 34,4 3,917 0,0132 195
Potami
S. Ag.
649191 3890433 14,5 7,97 417 208 9,7 123 59,6 4,8 21,3 1 0,026 31,2 28,9 3,25 0,0132 150,1
Ioannis
S.
655228 3893425 14,4 7,59 8930 158 8,3 125 91 210 1786 93 0 3320 533 1,69 0,0132 152,5
Almyros
Dinierakis 637784 3906175 15,1 7,76 436 176 11,8 137 45,6 12,8 7,9 1,7 0 41,6 15,6 2,54 0,0132 167,14
Marakis 637571 3892677 13,3 7,34 430 271 11,4 163 65 7,4 10 0,4 0,014 4,1 29,1 24,2 0,0198 198,86
Havgas 638686 3892157 11,5 7,42 174 259 9,8 96 36,8 4,5 6,9 0,6 0,071 7,1 11,5 2,61 0,0132 117,12
GK-98 650609 3892449 15,7 7,77 2350 10,8 128 84,8 48 304 15,5 0,083 692 144,4 3,96 0,0132 156,16
GK-85 651186 3897921 7,98 1797 147 73,6 39,2 210,9 6,6 0,078 415 82,8 3,96 0,0132 179,34
GK-87 652047 3897670 19,2 7,21 740 9,8 249 64,4 34,6 32,5 1,1 0,044 82 13,5 3,39 0,0165 303,78
GK-35 644183 3900025 16,8 7,35 888 9,1 252 100,4 12 63,8 3,2 0,015 128 40,5 3,39 0,0165 307,44
GK-32 645456 3903668 18,4 7,45 1123 40 9,1 96 80,4 5,8 31,9 2,2 0,005 94,4 18,5 7,19 0,0198 117,12
GK-50 649708 3898860 8,61 3070 47 80,8 43,6 404,4 17,2 0,152 755 114,4 3,96 0,0132 57,34
GK-48 647829 3898469 18,1 7,66 820 9,6 182 44 26,6 18,8 0,7 0,014 40,4 13,8 4,25 0,0066 222,04
GK-27 649231 3901454 19,7 7,55 1658 9,1 124 108 9,1 57,1 2,8 0,026 188 22,2 5,22 0,0132 151,28
GK-73 650605 3896846 19 7,4 1640 162 234 125,6 41,4 133,2 3,6 0,035 353 68,1 7,19 0,0132 285,48
GK-31 644183 3900025 16,8 7,35 888 252 64,8 36,4 23,9 0,7 0,05 4,3 22 5,9 0,0165 307,44
GK-42 645683 3898554 15,9 7,4 455 167 211 54,4 24,8 14,2 0,6 0,03 23,8 0,3 3,58 0.0099 257,42
Σηµείωση: Οι συντεταγµένες (m) εκφράζονται στο γεωγραφικό σύστηµα συντεταγµένων ΕΓΣΑ 87, οι συγκεντρώσεις των στοιχείων δίνονται σε
mg/l.

116
Πίνακας 6.8: Οι συγκεντρώσεις των ιχνοστοιχείων των δειγµάτων νερού (ppb).
∆είγµα As Ba Be Cd Cr Cu Fe Hg Li Mn Ni Pb Sc Se Te Ti Y Zn P
Sea
47,2 15,9 0,15 1,15 9 139,3 0 0 72,95 3,3 12,35 19,65 0 105,4 0 379,9 0,25 309,6 0
Amoudara
Almiros 7,8 38 0 0,182 1,533 10,451 0 0 13,538 1,547 4,319 5,313 1,876 26,971 0 130,1 0,077 414,3 0
GK-50 3,8 260,9 0,004 0,086 0,526 4,958 0 0 3,72 48,19 2,496 1,65 1,308 6,392 0 57,8 0,05 41,4 0
GK-98 1,436 47,3 0 0,064 0,328 2,598 0 0 2,834 2,024 1,446 1,608 0,724 4,808 0 52,3 0,014 139,2 0
GK-85 0,783 30,9 0 0,033 0,639 2,059 0 0,164 0,584 85,461 1,26 0,276 0,297 2,541 0 32,3 0,003 5,2 0
GK-31 1,079 69,8 0,002 0,051 0,326 1,417 0 0,465 0,633 0,507 2,686 0,394 0,849 0,659 0 35,4 0,012 12,2 0
GK-73 0,837 28,4 0,002 0,028 0,52 1,497 0 0,072 0,646 0,227 0,942 0,296 0,903 1,96 0 43,9 0,012 6,6 0
GK-32 0,417 99,9 0 0,011 0,899 0,497 0 0,034 0,181 0,723 0,516 0,104 0,662 0,518 0 27,7 0,004 8,1 0
GK-27 0,811 116,5 0,003 0,026 0,758 0,527 0 0,097 0,339 1,479 0,511 0,276 0,771 1,02 0 35,3 0,005 3 0
GK-87 0,393 5,5 0 0,001 1,096 0,342 0 0,046 0,207 0,548 0,335 0,105 0,668 0,532 0 22,5 0,001 5,9 0
GK-48 0,468 11,9 0 0,026 3,161 2,336 20,9 0,345 0,419 1,061 0,642 0,361 0,797 0,464 0 49,7 0,006 30,5 16,5
GK-35 0,303 11,4 0,002 0,05 2,411 4,191 83 0,374 0,761 5,124 2,474 0,636 1,064 0,667 0 52,2 0,017 20 8,5
Dinierakis 0,408 7,5 0 0,077 3,156 5,899 20,1 0,39 0,791 0,69 4,58 8,39 0,367 0,684 0 52 0,021 72,7 6,6
Ag
0,552 16,7 0,001 0,027 3,647 2,485 27,1 0,39 0,605 0,726 3,661 0,222 1,41 0,678 0 47,9 0,012 20,4 4,7
Ioannis
P.
0,116 25,6 0 0,025 8,708 2,102 30,8 0,442 0,405 3,908 1,012 0,233 0,813 0,294 0 63,7 0,074 13,7 11,6
Marakis
GK-42 0,293 7,4 0,008 0,053 2,083 10,196 119,7 1,082 0,581 3,302 2,193 2,52 0,884 0,638 0 68,7 0,039 113,9 6
Havgas 0,254 12,3 0 0,009 2,775 1,54 53,1 0,599 0,475 2,023 1,18 0,167 0,414 0,251 0 43,9 0,057 2,2 1,4
Mesa
0,183 2,7 0 0,037 1,502 0,742 15 0,608 1,069 0,764 0,246 0,261 0,95 0,391 0 53,3 0,092 6,5 1,5
Potami

117
Πίνακας 6.9: Οι συγκεντρώσεις των σπάνιων γαιών των δειγµάτων νερού (ppt).
∆είγµα La Ce Pr Nd Sm Eu Gd Tb Dy Ho Er Tm Yb Lu ΣREE
GK-27 2166,1 208,9 22,8 50,557 93,475 61,9 7,62 0,494 0,845 0,059 0,323 0 0 0 447,1
MARAKIS 314,4 131,7 15,9 48,028 16,627 8,4 9,562 1,235 5,718 1,062 3,584 0,253 1,593 0 243,6
GK-48 2585,7 238,6 27 59,658 4,729 3,8 7,319 0,483 0,483 0 0,179 0,024 0 0 342,3
GK-42 792,4 405,5 39,3 99,11 11,151 4,5 18,62 1,886 6,829 1,038 3,548 0,543 1,735 0,337 594,1
HAVGAS 218,7 126 18 46,464 12,142 5,8 9,525 1,123 6,473 0,873 3,298 0,217 1,336 0,15 231,4
AG.
297,9 108,1 12,5 29,07 7,937 5,2 4,7 0,269 0,219 0,224 0,502 0 0 0 168,7
IOANNIS
GK-50 1310,3 1258,4 162,6 309,87 145,042 100,3 34,192 2,133 2,135 0,083 1,505 0 0 0 2016,3
GK-35 1478,1 286,6 30,7 72,044 7,16 3,3 10,402 0,876 1,654 0,083 1,29 0 0 0 414,1
GK-85 1375,1 276,6 30,1 66,74 26,205 16,6 7,926 0,651 0,467 0,106 0,466 0 0 0 425,9
GK-87 1220,6 168,5 13,6 38,803 4,607 3,7 4,791 0,359 0,26 0 0,502 0,06 0 0 235,3
DINIERAKIS 2932,9 435,4 47,6 78,259 5,01 3 11,974 0,696 1,721 0,224 1,577 0,072 0 0 585,5
GK-73 6519,4 291,8 35,9 72,649 24,963 16,7 10,887 0,696 1,969 0,377 1,541 0,157 0,334 0 457,9
M. POTAMI 223 329 36,8 126,109 7,7 3,6 18,361 1,83 6,712 1,392 3,441 0,205 1,258 0,025 536,4
GK-98 1315,7 260,9 29,4 78,884 35,546 20,6 7,796 0,932 1,248 0,248 0,466 0,253 0 0 436,3
GK-32 719,8 85,2 9,6 24,57 84,829 55 2,132 0,371 0,197 0,083 0,143 0,036 0 0,125 262,3
GK-31 6012,6 114,6 14,6 43,235 75,593 49,8 5,788 1,011 3,019 1,191 2,617 1,182 1,225 0,924 314,9

118
Πίνακας 6.10: Οι συγκεντρώσεις των ιχνοστοιχείων για τα δείγµατα πετρωµάτων (ppm).

∆είγµα X (m) Y (m) As Ag Cd Cr Cu Mn Ni Pb U Zn Co Mo Ba B Ga Rb Sr V


DK-26 638096 3891925 5,89 0,02 0,12 0,18 0,39 4,91 0,74 0,18 0,37 3,91 2,93 0,04 1,47 0 0 0,06 16,17 2,19
DK-5 654233 3898705 5,71 0,24 0 71,19 7,31 28,04 0 4,26 0,97 91,87 16,27 0,24 33,46 109,7 24,17 10,65 2,91 145,5
DK-28 638093 3896505 6,3 0,05 0,01 10,15 44,48 1431 44,38 4,88 0,25 35,12 40,49 0,89 562,2 19,9 21,48 27,09 35,22 1,8
DK-11 644510 3899549 16,68 0,2 0,35 4,09 2,7 8,39 4,79 2,34 2,35 47,28 2,8 0,7 3,04 0 0 0,55 80,89 8,84
DK-13 647128 3898820 17,07 0,19 0,14 1,59 0,65 10,9 4,12 2,1 3,69 8,18 4,07 0,7 1,07 0 0 0 87 3,32
DK-15 654847 3893190 16,71 0,54 0,1 1,83 1,88 17,95 3,47 2,18 2,33 12,2 7,39 0,6 2,78 26,38 0,15 0,15 53,55 53,79
DK-18 652773 2890339 10,69 0,2 0,2 101,2 19,15 730,4 65,29 9,2 0,95 94,54 21,23 0,15 116 16,76 13,58 39,98 215,3 73,95
DK-6 652377 3899226 12,29 0,1 0,15 31,72 50,25 226,4 25,87 3,07 0,3 71,01 162,6 0,2 153,2 70,28 13,38 83,01 30,88 61,6
DK-4 656117 3911000 164,4 0 0,1 36,92 4,49 334,3 69,15 8,29 1,97 62,24 210,8 7,16 17,62 27,2 3,65 33,27 185,5 49,11
DK-12 641507 3899544 11,93 0,59 2,13 89,4 35,69 934,8 0 89,25 1,68 180,1 19,95 4,8 61,03 52,22 17,82 1,43 7,23 186,2
DK-22 650694 3890025 6,22 0 0,1 378,8 18,08 759,4 340,1 6,62 1,05 51,89 25,8 0,15 62,8 17,23 6,97 27,84 64,39 63,1
DK-24 652297 3895028 11,27 0 0,4 40,18 24,28 745,4 30,91 11,81 1,49 14,9 19,64 2,54 43,77 223 12,11 52,24 132,6 98,75
DK-29 639653 3996971 39,26 0,01 0 3,04 4,85 337,5 7,5 1,47 0,64 0 10,54 0,2 23,77 0 0,39 0 377 1,47
DK-10 645445 3897646 28,35 0,01 0 6,46 5,34 82,51 11,61 4,85 7,59 0,32 5,92 3,77 14,98 12,88 2,1 16,45 73,55 9,11
DK-17 650596 3895877 16,39 0,19 5,27 1,69 0,58 9,96 0,97 0,14 1,69 0 2,9 0,53 1,886 0 0 0 83,9 5,17
DK-1 28,95 0,05 0,4 5,35 4,46 271,8 10,16 1,39 0,05 8,32 7,09 0,05 30,54 0 1,09 3,22 592,5 1,83
DK-3 651188 3911125 6,96 0,01 0,44 34,2 21,46 356,2 20,48 2,45 0,05 9,9 9,02 1,27 1034 3,09 35,18 20,43 270,3 16,86
DK-8 647123 3900268 19,39 0,2 0,01 1,23 2,47 8,01 10,29 4,15 2,67 10,29 5,59 0,3 2,37 0 0 0,1 7,32 14,19
DK-23 649943 3894189 37,76 0,01 0,19 2,64 2,98 15,73 5,42 1,42 1,03 10,55 3,76 2,15 6,6 0 0,2 1,22 827,6 9,62
DK-16 654405 3893716 26,51 0,2 0,15 8,84 5,84 214,3 13,18 9,34 1,85 28,86 6,34 1,4 24,57 5,04 2,05 8,23 78,44 26,1

119
Πίνακας 6.11: Οι συγκεντρώσεις των σπάνιων γαιών, για τα δείγµατα πετρωµάτων (ppm).

∆είγµα La Ce Pr Nd Sm Eu Gd Tb Dy Ho Er Tm Yb Lu
DK-27 855 2667 376,4 1611,4 390,7 113,1 397,4 56,53 332,5 57,38 157,33 20,49 133,1 17,75
DG-4 22,9 309,5 69,65 214,4 38,65 8,24 37,32 1,53 24,93 2,912 12,44 0 9,675 0
DK-24 0 621,1 88,08 283,2 84,84 23,48 96,11 10,87 82,4 14,51 43,47 2,841 29,26 2,642
DK-12 0 1634 19,5 116,3 49,99 18,07 57,42 6,14 64,3 12,23 43,11 4,851 52,62 6,138
DK-22 1121 800,1 114,2 390,9 99,35 35,26 111,75 13,74 108,2 21,56 66,23 6,225 49,1 6,125
DK-3 21024 27736 4397 18140 3997 1090 4095 556,4 3144 575,6 1600 206,68 1234 165,7
DK-8 0 459,3 171,7 208,3 36,95 7,32 43,23 3,66 26,7 4,155 13,8 0,445 12,13 0,643
DK-23 480,3 1194 307,1 635,2 121,7 28,95 136,4 17,09 93,29 17,92 49,89 6,688 42,38 6,347
DK-6 7859 23680 2238 9978 2159 498 2591 367,2 2214 450,9 1290 170,2 996,9 136,7
DK-18 10980 18952 2313 9710 2229 578,2 2637 408,2 2479 487,6 1401 195 1260 183,7
DK-29 899,6 1961 701,5 2601 533,5 137,1 662,6 94,07 575,9 125,1 362,6 48,14 293,3 43,48
DK-17 0 250,1 137,2 112,5 20,94 5,51 27,66 3,434 19,83 5,706 11,84 2,176 10,74 2,031
DK-10 0 2740 704,9 2549 635,9 139,3 626,1 82,27 428,1 73,9 197,4 22,87 142,7 18,66
DK-11 622,1 1161 243,3 469,4 61,51 12,38 77,84 7,2 44,69 6,94 22,07 1,498 18,07 1,748
DK-13 895,6 258,6 152,3 107,3 17,16 3,04 22,5 0,748 12,81 1,684 6,314 0 5,098 0
DK-1 1706 858,6 376,9 651,2 121,2 29,04 152,4 18,65 114 22,17 69,124 7,372 50,96 6,779
DK-15 1111 623,6 196 347,3 59,69 13,78 71,3 7,834 54,19 9,569 29 2,479 23,84 3,322
DK-26 0 0 13,4 2,04 2,27 1,017 0 0,274 1,624 0,372 0,313 0,274 0,978 0,294

120
6.5.2. 2ος τύπος νερού-περιοχή Β.

Η περιοχή Β χαρακτηρίζεται από νερά τύπου Ca-Na-HCO3-Cl που σταδιακά


µεταβαίνουν σε νερά τύπου Na-Ca-Cl-HCO3. Η περιοχή αυτή εκτείνεται Β∆ και Α-
ΝΑ της περιοχής τροφοδοσίας και περιλαµβάνει το Σίσι προς τα Β∆, και τα Λακώνια,
Κριτσά προς Α-ΝΑ. Από τον χηµικό τύπο των νερών, γίνεται φανερό ότι ο καρστικός
υδροφόρος των περιοχών αυτών έχει επηρεαστεί από την διείσδυση του θαλασσινού
νερού και τη µείξη του µε το γλυκό νερό, έτσι ώστε το πρώτο ή το δεύτερο
επικρατέστερο κατιόν και ανιόν να είναι το Na και το Cl.αντίστοιχα. Τα ολικά
διαλελυµένα στερεά (TDS) είναι περισσότερα από ότι στον πρώτο τύπο νερού, οι
θερµοκρασίες του νερού είναι µεγαλύτερη και το δυναµικό οξειδοαναγωγής
παραµένει στα ίδια επίπεδα µε το δυναµικό οξειδοαναγωγής της πρώτης περιοχής.
Στις εικόνες 6.7-6.16 παρουσιάζονται οι χωρικές κατανοµές της θερµοκρασίας, της
αγωγιµότητας, του O2, της αλκαλικότητας, Ca, Mg, Na, K, Cl και SO42-.

Εικόνα 6.7: Χωρική κατανοµή της θερµοκρασίας νερού στον καρστικό υδροφόρο των
πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης (oC).

121
Εικόνα 6.8: Χωρική κατανοµή της αγωγιµότητας του νερού στον καρστικό υδροφόρο
των πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης (οι τιµές της αγωγιµότητας εκφράζονται σε
µS/cm).

6.5.3. 3ος τύπος νερού-περιοχή Γ.

Ο 3ος τύπος νερού, Na-Cl, χαρακτηρίζει το αλµυρό νερό του υδροφόρου. Σε


αυτόν τον τύπο το θαλασσινό νερό συµµετέχει σε ποσοστό µεγαλύτερο από 60%. Τα
επικρατέστερα ιόντα είναι το Na και το Cl ενώ οι συγκεντρώσεις των Ca, Mg και
HCO3 κυµαίνονται στα ίδια πλαίσια µε αυτές της περιοχής Β. Η αγωγιµότητα
υπερβαίνει τα 6.000 µS/cm. Η περιοχή Γ περιλαµβάνει τις τοποθεσίες του Αγίου
Νικολάου και του Αλµυρού, στα ΝΑ της περιοχής έρευνας.
Τα διαγράµµατα Piper και Durov για τα δείγµατα νερού του καρστικού
υδροφόρου, που αναπτύσσεται στα ανθρακικά πετρώµατα της ζώνης Τρίπολης,
παρουσιάζονται στις Εικόνες 6.17 και 6.18.

122
Εικόνα 6.9: Χωρική κατανοµή του διαλελυµένου O2 (mg/l) του νερού στον καρστικό
υδροφόρο των πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης.

Εικόνα 6.10: Χωρική κατανοµή των χλωριόντων (mg/l) του νερού στον καρστικό
υδροφόρο των πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης.

123
Εικόνα 6.11: Χωρική κατανοµή της αλκαλικότητας (mg/l CaCO3) του νερού στον
καρστικό υδροφόρο των πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης.

Εικόνα 6.12: Χωρική κατανοµή τoυ Ca (mg/l) του νερού στον καρστικό υδροφόρο
των πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης.

124
Εικόνα 6.13 Χωρική κατανοµή τoυ Mg (mg/l) του νερού στον καρστικό υδροφόρο
των πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης.

Εικόνα 6.14 Χωρική κατανοµή τoυ Na (mg/l) του νερού στον καρστικό υδροφόρο
των πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης.

125
Εικόνα 6.15: Χωρική κατανοµή των SO42- (mg/l) του νερού στον καρστικό υδροφόρο
των πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης.

Εικόνα 6.16: Χωρική κατανοµή του Κ (mg/l) του νερού στον καρστικό υδροφόρο των
πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης.

126
6.6.1. Μηχανισµοί υφαλµύρινσης του νερού σε καρστικά συστήµατα.

Σε ένα παράκτιο καρστικό σύστηµα, όπως αυτού της ευρύτερης περιοχής του
Μιραµπέλου, αναπτύσσονται τρεις ζώνες (Stepanovic, 1962) όσο αφορά την
διείσδυση του θαλασσινού νερού. Η πρώτη ζώνη παρατηρείται στην παράκτια
περιοχή, όπου στις πηγές και στις γεωτρήσεις αναβλύζει αλµυρό νερό (περιοχές
Αλυρού, Αγίου Νικολάου). Η δεύτερη ζώνη βρίσκεται στο εσωτερικό της πρώτης και
προς την ενδοχώρα, αποτελεί την µεταβατική ζώνη του γλυκού νερού προς το αλµυρό
νερό (περιοχές Λακωνίων και Κριτσάς). Σε αυτή τη ζώνη παρατηρείται η µείξη του
γλυκού µε το αλµυρό νερό. Η τρίτη ζώνη, ή ζώνη γλυκού νερού, παρατηρείται στην
κύρια ενδοχώρα του καρστικού συστήµατος (ορεινές περιοχές Λασιθίου, ∆ρασίου).
Έχουν προταθεί πολλοί µηχανισµοί υφαλµύρινσης του νερού σε ένα παράκτιο
καρστικό σύστηµα. Ο Kohut et al (1972) θεώρησαν ότι η αλµύρινση γίνεται µέσω
αγωγών, οι οποίοι καταλήγουν στον πυθµένα της θάλασσας. Ο Milanovic (1981)
θεώρησε ότι η αλµύρινση ενός παράκτιου καρστικού συστήµατος συντελείται µε τους
παρακάτω µηχανισµούς:
- σε καρστικούς αγωγούς που κατά µήκος τους βρίσκονται σε επαφή µε τη στάθµη
της θάλασσας,
- όταν το στεγανό διάφραγµα, ανάµεσα στο καρστικό σύστηµα και στη θάλασσα
διαταραχθεί κατά θέσεις από την διάβρωση ή τον τεκτονισµό
- όταν το στεγανό διάφραγµα βρίσκεται κάτω από τη στάθµη της θάλασσας και
όταν το στεγανό διάφραγµα είναι πολύ ρηχό και η κυκλοφορία γίνεται κάτω από
αυτό.
Ο Mijatovic (1967) υποστήριξε ότι η ανάµιξη του γλυκού και του αλµυρού
νερού συντελείται µε την βοήθεια των τριχοειδών φαινοµένων µε τους µηχανισµούς
της διάχυσης.
Ο Wiebel (1873) ανέπτυξε την θεωρία της υφαλµύρινσης σε παράκτιες
καρστικές πηγές µέσω της στένωσης στην ένωση δύο καρστικών αγωγών, σαν
σωλήνα Venturi. Στο σηµείο όπου οι δύο αγωγοί ενώνονται η πίεση του νερού
αυξάνει, λόγω της στένωσης, µε αποτέλεσµα να γίνεται αναρρόφηση του θαλασσινού
νερού. Όµως, σύµφωνα µε τον Djurasin (1942) η υφαλµύρινση των παράκτιων πηγών
δεν µπορεί να πραγµατοποιηθεί σύµφωνα µε τον µηχανισµό που ερµήνευσε ο Wiebel,
γιατί η αναρρόφηση είναι ανάλογη µε το τετράγωνο της παροχής της πηγής και το

127
φαινόµενο της υφαλµύρινσης θα ήταν πιο έντονο τις υγρές περιόδους, παρά τις ξηρές,
που στις περισσότερες περιπτώσεις των παράκτιων καρστικών πηγών δεν
παρατηρείται.
Εκτός από το µειονέκτηµα, που σηµείωσε ο Djurasin, ο µηχανισµός
αλµύρινσης του Wiebel παρουσιάζει και άλλα. Ο Καλλέργης (2001) αναφέρει µερικά
από τα µειονεκτήµατα:
- Οι µεγάλες παροχές που παρατηρούνται στους καρστικούς αγωγούς δεν µπορεί να
περάσει από το στένωµα του σωλήνα Venturi.
- Η αναρρόφηση δεν µπορεί να πραγµατοποιείται σε µεγάλο µέρος λόγω της
ταχύτητας ροής του νερού, και
- Λόγω των ασυνεχειών ο σωλήνας Ventouri δεν µπορεί να διατηρηθεί.

6.6.2. Η υφαλµύρινση στο καρστικό σύστηµα της πηγής Αλµυρού, Αγίου


Νικολάου.

Η καρστική πηγή του Αλµυρού, σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις του ΙΓΜΕ


παρουσιάζει παροχή της τάξης 1,5-3 m3/s, µε µέση περιεκτικότητα χλωριόντων 3000
mg/l.. Αυτή η περιεκτικότητα αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό συµµετοχής του
θαλασσινού νερού στο 12 % περίπου. Από τις εβδοµαδιαίες καταγραφές της παροχής,
των σταθµών και της αγωγιµότητας των πηγών (ΙΓΜΕ, 1980-1995) παρατηρείται µια
ανάλογη µεταβολή της παροχής των πηγών 1 και 2 του Αλµυρού και των χλωριόντων
κατά την υγρή και την ξηρή περίοδο, φαινόµενο που µπορεί να εξηγηθεί ότι
οφείλεται στις συνθήκες της καρστικής ροής σε σωλήνα Venturi.
Στην αρχή κάθε υγρής περιόδου,(Οκτώβριο), όπου η παροχή των πηγών
αρχίζουν να αυξάνονται, παρατηρείται και µια ανάλογη αύξηση της περιεκτικότητας
των χλωριόντων. Η αύξηση αυτή συνεχίζεται µέχρι τα τέλη της υγρής περιόδου
(Απρίλιο-Μάιο). Η αντίστροφη διαδικασία σηµειώνεται κατά την ξηρή περίοδο
(Ιούνιος-Σεπτέµβριος).
Η υφαλµύρινση του καρστικού συστήµατος φτάνει µέχρι µερικά χιλιόµετρα
στην ενδοχώρα επηρεάζονται την ποιότητα νερού στις περιοχές της Κριτσάς και των
Λακωνίων. Όµως µεταξύ της περιοχής των Λακωνίων και Αγίου Κωνσταντίνου-
∆ρασίου παρατηρείται µια απότοµη αλλαγή του νερού από υφάλµυρο σε γλυκό, που
δείχνει ότι η υφαλµύρινση δεν µπορεί να συνεχιστεί σε µεγαλύτερο βάθος της

128
ενδοχώρας. Σηµαντικό ρόλο στην απότοµη µεταβολή του υδροχηµικού χαρακτήρα
του νερού παίζουν οι πετρογραφικοί σχηµατισµοί και ο τεκτονισµός. Η απότοµη αυτή
αλλαγή µπορεί να ερµηνευθεί, είτε στην παρουσία κάποιου φραγµού που περιορίζει
την διείσδυση του θαλασσινού νερού, είτε στην ανύψωση του τοπικού επιπέδου
βάσεως. Και στις δύο περιπτώσεις το καρστ θα αναπτύσσεται σε επίπεδα που
βρίσκονται µερικές δεκάδες µέτρα πάνω από τη στάθµη της θάλασσας. Η απάντηση
σε αυτή την απότοµη αλλαγή µπορεί να δοθεί όταν εξορυχτούν ερευνητικές
γεωτρήσεις στην περιοχή, όπου θα δίνεται η δυνατότητα της στρωµατογραφικής
περιγραφής, του απόλυτου υψοµέτρου της στάθµης του υδροφόρου και της
καταγραφής της αγωγιµότητας του νερού σε σχέση µε το χρόνο.
Από τις προηγούµενες παρατηρήσεις καθώς και από τους πιεζοµετρικούς
χάρτες του υδροφόρου στα ανθρακικά πετρώµατα της ζώνης Τρίπολης προκύπτει ότι
η υφαλµύρινση του καρστικού συστήµατος οφείλεται κυρίως σε γεωλογικά αίτια και
ελάχιστα ή καθόλου δεν επηρεάζεται από τις αντλήσεις των γεωτρήσεων που
αναπτύχθηκαν στο καρστικό σύστηµα. Το πλεόνασµα του υπόγειου νερού, που
προκύπτει από την διαφορά του νερού που κατεισδύει και ρέει στους καρστικούς
αγωγούς του συστήµατος µε την ποσότητα του νερού που αντλείται από τις
υδρογεωτρήσεις της περιοχής, συµβάλει στην σταθεροποίηση του υδραυλικού
φορτίου σε θετικά υψόµετρα, αναπτύσσοντας υδραυλικές πιέσεις αρκετές ώστε να
αποφευχθεί το φαινόµενο της αναστροφής της υδραυλικής βαθµίδας σε αρνητικά
υψόµετρα.

6.6.3. Οι χηµικές διεργασίες κατά την υφαλµύρινση.

Κατά την διείσδυση του θαλασσινού νερού και τη µίξη του µε το γλυκό νερό,
πραγµατοποιείται ένα σύνολο χηµικών αντιδράσεων µεταξύ του γλυκού νερού, του
αλµυρού νερού και του κρυσταλλογραφικού πλέγµατος του υδροφορέα. Εάν
θεωρηθεί ότι η µίξη είναι απλή µεταξύ δύο ακραίων µελών, του γλυκού (χηµικός
τύπος Ca-HCO3ή Ca-Mg-HCO3 για την περίπτωση των δολοµιτικών ασβεστολίθων)
και του υφάλµυρου (χηµικός τύπος Na-Cl) τότε στη ζώνη υφαλµύρινσης θα
συντελείτε µια αποµάκρυνση των ιόντων του γλυκού νερού και µια επικράτηση των
ιόντων του αλµυρού νερού µέχρι να κυριαρχήσει. Η µίξη του νερού συντελείται µε
τέτοιο τρόπο έτσι ώστε οι συγκεντρώσεις του Να και Cl να αυξάνονται µε τον ίδιο

129
ρυθµό. Η αναλογία Να και Cl εκφράζεται σε αυτή την περίπτωση από την ευθεία
µίξης. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όπου τα σηµεία που προβάλλονται στο διάγραµµα
αποκλίνουν από τη µείξη, τότε εκτός από την χηµική διεργασία της απλής µίξης του
γλυκού µε το αλµυρό νερό συντελείται και η διεργασία ιοντοανταλαγής µεταξύ του
υφάλµυρου νερού και του ασβεστόλιθου. Παράλληλα λαµβάνει χώρα στο
κρυσταλλικό πλέγµα του ασβεστόλιθου η αντικατάσταση του Ca από το Na, K και
Mg του αλµυρού νερού. Η αντικατάσταση του Ca από το Na περιγράφεται από την
χηµική εξίσωση (Appelo και Postma, 1994):
2Νa++CaCO3→ Na2CO3+Ca2+ (6.1)
µε τον ίδιο τρόπο συντελείται η αντικατάσταση του Ca από το K, Mg. Στην
περίπτωση της απορρύπανσης του υδροφόρου πραγµατοποιείται η αντίστροφη
χηµική αντίδραση.
Το ποσοστό συµµετοχής του θαλασσινού νερού στο υφάλµυρο µπορεί να γίνει
µε τη συγκέντρωση των χλωριόντων, αφού θεωρούνται συντηρητικά ιόντα και δεν
λαµβάνουν µέρος σε καµιά χηµική αντίδραση ιοντοανταλλαγής Appelo και Postma,
1994):

όπου:
fsea, το ποσοστό συµµετοχής του θαλασσινού νερού,
m Cl,sample, η συγκέντρωση του Cl στο δείγµα νερού (mmol/l),
m Cl,fresh, η συγκέντρωση του Cl στο γλυκό νερό (mmol/l),
m Cl,sea, η συγκέντρωση του Cl στο θαλασσινό νερό (mmol/l),
Το µέγεθος των αντιδράσεων ιοντοανταλαγής µπορεί να υπολογιστεί,
λαµβάνοντας υπόψη τις συγκεντρώσεις των στοιχείων του υφάλµυρου νερού, εάν δεν
υπήρχαν τα φαινόµενα της ιοντοανταλαγής. Η συγκέντρωση ενός ιόντος υπολογίζεται
από τη σχέση(Appelo and Postma 1994):
mi,mix=fseami,sea+(1-fsea)mi,fresh (6.3)
όπου:
mi είναι η συγκέντρωση του ιόντος i (mmol/l) και
οι δείκτες mix, sea και fresh αντιστοιχούν στο συντηρητικό µίκτη και τα ακραία µέλη του
θαλασσινού και του γλυκού νερού αντίστοιχα.

130
Η µεταβολή από τη µετρηµένη τιµή και αυτή που υπολογίζεται από την
Εξίσωση 6.2, θα οφείλεται στις αντιδράσεις ιοντοανταλαγής. ∆ηλαδή:
mi,react=mi,sample–mi,mix (6.4)
Εφαρµόζοντας τις Εξισώσεις 6.2, 6.3 και 6.4 στα δείγµατα των τριών ζωνών
του υδροφόρου προκύπτει ο Πίνακας 6.12.

Πίνακας 6.12: Μεταβολές των κύριων στοιχείων κατά την ιοντοανταλλαγή (το
ποσοστό συµµετοχής του θαλασσινού νερού δίνεται %, ενώ οι µεταβολές στις
συγκεντρώσεις των στοιχείων εκφράζονται σε mg/l).

Ζώνη Α Ζώνη Β Ζώνη Γ


fsea 0,1 2 7
Nareact -0,09 -34,2 20
Kreact -0,05 3,8 -0,3
Careact 4 -2,4 60
Mgreact 1,2 15,7 -0,3

Το ποσοστό συµµετοχής του θαλασσινού νερού στη ζώνη Β, κατά µέσο όρο
είναι περίπου 2 %, ενώ στην ζώνη Γ, ο µέσος όρος συµµετοχής είναι 7 %. Η
συµµετοχή του θαλασσινού νερού, στο υφάλµυρο νερό των πηγών Αλµυρού Αγίου
Νικολάου υπολογίζεται σε 16,9 % ποσοστό πολύ µικρό σε σχέση µε το ποσοστό που
υπολογίζεται από το ΙΓΜΕ για τις πηγές της λίµνης Βουλισµένης, που ανέρχεται σε
79 % περίπου.
Από τον Πίνακα 6.12 προκύπτει ότι οι διαδικασίες ιοντοανταλλαγής είναι
εντονότερες στην ζώνη Γ, παρά στις άλλες δύο ζώνες. Έτσι στα δείγµατα
παρουσιάζονται µεγαλύτερες συγκεντρώσεις στα στοιχεία Na και Ca, ενώ οι
συγκεντρώσεις τους στο Κ και Mg είναι µειωµένες από αυτές που θα αναµενόταν
όταν θα υπήρχε µια απλή, συντηρητική µείξη του γλυκού µε το θαλασσινό νερό.

131
6.7. ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΑΙΕΣ.

6.7.1.Γενικά.

Η οµάδα των σπάνιων γαιών αποτελεί την έβδοµη σειρά του περιοδικού
πίνακα µε ατοµικούς αριθµούς από 57-70 (Εικόνα 6.22). Η σειρά των σπάνιων γαιών
αποτελείται από τα La, Ce, Pr, Nd, Pm, Sm, Eu, Gd, Tb, Dy, Ho, Er, T, Yb και συχνά
αναφέρονται και σαν λανθανίδες. Το κύριο χηµικό χαρακτηριστικό των λανθανίδων
είναι ότι κάτω από κανονικές συνθήκες παρουσιάζονται ως τρισθενείς, εκτός του Ce,,
που σε οξειδωτικό περιβάλλον παρουσιάζεται σαν τετρασθενή και του Eu, που σε
αναγωγικές συνθήκες ανάγεται σε δισθενή. Τα ορυκτά που περιέχουν σπάνιες γαίες
είναι ο µοναζίτης, σερίτης, ο γαδολινίτης και ο σαµαρσκίτης.

Εικόνα 6.22: Η σειρά των λανθανίδων στον περιοδικό χηµικό Πίνακα.

Το La, ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό χηµικό Carl Gustav Mosander,


το 1839. Οι κύριες πηγές του La, είναι τα ορυκτά µοναζίτης και απατίτης, ενώ
συναντάται προσροφηµένο στα ορυκτά του ασβεστίτη και φθορίτη. Τα οξείδια του

132
Λανθανίου χρησιµοποιούνται για την παρασκευή οπτικού γυαλιού. Το σηµείο τήξης
του είναι περίπου 918° C,. βρασµού 3464° C και έχει ειδικό βάρος 6,15. Το ατοµικό
βάρος του Λανθανίου είναι 138,91.
Το Ce, είναι το πιο άφθονο στη φύση στοιχείων των σπάνιων γαιών.
Ανακαλύφθηκε το 1803 από του Σουηδούς χηµικούς Baron Jöns Jakob Berzelius και
Wilhelm Hisinger και από τον Γερµανό Martin Heinrich Klaproth. Τα ορυκτά που
περιέχουν το Ce είναι ο µοναζίτης, ο µπαστνίτης, ο σερίτης και ο αλλανίτης. Τα
σηµεία τήξεως και βρασµού του Ce είναι798° C και 3443° C αντίστοιχα, και έχει
ειδικό βάρος 6,77. Το ατοµικό του βάρος είναι 140,12.
Το Ce χρησιµοποιείται για την παρασκευή γυαλιού, κεραµικών, ηλεκτροδίων
λαµπτήρων και φωτοηλεκτρικών κελιών, στην φαρµακευτική και στα χηµικά
εργαστήρια σαν οξειδωτικό αντιδραστήριο.
Το Pr, ανακαλύφθηκε το 1885 από τον Γερµανό χηµικό Carl Auer von
Welsbach,που το διαχώρισε από το Nd. Βρίσκεται στον cerite και σε άλλα σπάνια
ορυκτά.Το Pr λειώνει στους 931° C περίπου, βράζει στους 520° Cκαι έχει ειδικό
βάρος 6,64. Το ατοµικό του βάρος είναι 140,9.
Το Nd,ανακαλύφθηκε το 1885 από τον Γερµανό χηµικό Carl Auer von
Welsbach, ο οποίος το διαχώρισε από το Pr. Πριν το διαχωρισµό τα στοιχεία αυτά
θεωρούνταν ένα και οναµαζόταν ∆ιδύµιο. Το µεταλλικό οξείδιο του χρησιµοποιείται
για τη κατασκευή καθοδικών λυχνιών έγχρωµων τηλεοράσεων και των lasers.Το
σηµείο τήξεως και βρασµού είναι περίπου 1021° C και 3074° C αντίστοιχα. Το ειδικό
βάρος και τι ατοµικό βάρος είναι 7,01 και 144,24 αντίστοιχα.
Το Προµήθειο, Pr, είναι ένα από τα τελευταία ανακαλυφθέντα στοιχεία.
Ανακαλύφθηκε το 1926 όταν αυτό προέκυψε από τη διάσπαση του ουρανίου, από
τους Αµερικάνους χηµικούς Charles DuBois Coryell, Jacob A. Marinsky, και
Lawrence E. Glendenin, στο εργαστήριου του Oak Ridge, Tennessee.Το πιο σταθερό
ισότοπο του Pr, έχει χρόνο ηµιζωής 2.6 χρόνια. Χρησιµοποιείται για την παρασκευή
ατοµικών µπαταριών και για πηγή έκλυσης σωµατιδίων-β. Το Pr τήκεται στους 1042°
C περίπου, βράζει στους 3000° C περίπου και έχει ειδικό βάρος 7,26.
Το Σαµάριο, Sm, ανακαλύφθηκε από τον Γάλλο χηµικό P. E. Lecoq de
Boisbaudran, το 1879. Όπως και για τις άλλες σπάνιες γαίες, και αυτό βρίσκεται στα
ορυκτά, όπως cerite, gadolinite, και samarskite. Το οξείδιο του Sm χρησιµοποιείται
στις καθόδους ελέγχου των ατοµικών αντιδραστήρων. Το Sm λειώνει περίπου στους t
1074° C ,και τήκεται στους1794° C. Έχει εδικό βάρος 7,52 και ατοµικό βάρος 150,4.

133
Το Ευρώπιο, Eu, ανακαλύφθηκε φασµατοφωτοµετρικά από τον Γάλλο χηµικό
Eugène Demarçay το 1896. Βρίσκεται στα ορυκτά monazite, bastnaesite, όπως και
στα προϊόντα διάσπασης του ουρανίου, θορίου και πλουτωνίου.Το Ευρώπιο λειώνει
στους 822° C, βράζει στους 1527° C και έχει ειδικό βάρος 5,2. Το ατοµικό του βάρος
είναι 151,96. Η οθόνη του αγωγού έγχρωµων τηλεοράσεων επικαλύπτεται µε Eu, που
όταν βοµβαρδίζεται µε ηλεκτρόνια, παράγει κόκκινο χρώµα. Επειδή απορροφά
εύκολα τα νετρόνια, χρησιµοποιείται στον έλεγχο της πυρηνικής διάσπασης στους
αντιδραστήρες.
Το Γαδολίνιο, Gd, πήρε το όνοµα του από τον Φιλανδό χηµικό John Gadolin.
Το Γαδολίνιο βρίσκεται σε πολλά ορυκτά όπως τα samarskite, gadolinite, monazite,
και ytterspar. Έχει σηµείο τήξεως και ζέσεως τους 1313° C και 3273° C αντίστοιχα.
Το ειδικό βάρος και το ατοµικό του βάρος είναι7,9 και157,25, αντίστοιχα. Το οξείδιο
του διαχωρίστηκε από τον Σουηδό χηµικό Jean de Marignac το 1880.
Χρησιµοποιείται στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, στις ηλεκτρονικές συσκευές σαν
φορτιστής και πυκνωτής και σε µεταλλικά κράµατα σε φούρνους υψηλής
θερµοκρασίας
Το Τέρβιο, Tb, ανακαλύφθηκε το 1843 από τον Σουηδό χηµικό Carl Gustav
Mosander. Βρίσκεται σε µικρές συγκεντρώσεις σαν οξείδιο γνωστό ως terbia, Tb2O3,
σε ορυκτά όπως το gadolinite.Το Τέρβιο βρίσκει εφαρµογές σε κράµατα µετάλλων,
σε υλικά µε µεγάλη αντοχή στην θερµοκρασία και σε ηλεκτρονικά εξαρτήµατα. Το
σηµείο τήξεως κα ζέσεως του είναι 1356° C και 3230° C αντίστοιχα, και έχει ειδικό
βάρος 8,23. Το ατοµικό βάρος του τέρβιου είναι 158,925.
Το ∆υσπρόσιο, Dy, ανακαλύφθηκε από τον Paul Émile Lecoq de
Boisbaudran, το 1886, ο οποίος το διαχώρισε από ένα οξείδιο του Χολµίου. Το
δυσπρόσιο συναντάται στα ορυκτά gadolinite, xenotime, euxenite και fergusonite.
Λειώνει στους 1412° C περίπου και βράζει στους 2567° C περίπου.Το ειδικό του
βάρος είναι 8,55 και το ατοµικό το βάρος162,5.
Το Χόλµιο, Ho,έχει µερικές πρακτικές εφαρµογές σε ηλεκτρονικές συσκευές
και έχει χρησιµοποιηθεί ως καταλύτης σε βιοµηχανικές χηµικές αντιδράσεις.
Ανακαλύφθηκε το 1878 από τον Σουηδούς χηµικούς Jacques Louis Soret, Marc
Delafontaine, και από τους Per Teodor Cleve το 1879.Το όνοµα του το πήρε από το
αντίστοιχο λατινικό της πόλης Στοκλχόµης. Το Χόλµιο έχει ατοµικό βάρος 164,93
και ειδικό βάρος 8,8. Το σηµείο ζέσεως και τήξεως είναι αντίστοιχα 1474° C και
2700° C. Υπάρχει κυρίως στο ορυκτό

134
Το Έρβιο, Er, ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό χηµικό Carl Gustav Mosander
το 1843. Er. Βρίσκεται στα ίδια ορυκτά µε το ∆υσπρόσιο. Το ατοµικό του βάρος είναι
167,26. Το σηµείο τήξεως και ξέσεως είναι αντίστοιχα 1529° C και 2868° C και έχει
ειδικό βάρος 9,1. Το έρβιο χρησιµοποιείται στην παρασκευή οπτικών ινών.
Το Υττέρβιο, Yb, ανακαλύφθηκε το 1878 από τον Σουηδό χηµικό Jean
Charles de Marignac ο οποίος το διαχώρισε από τις άλλες σπάνιες γαίες. Όµως το
1907 και 1908, ο Γάλλος χηµικός Georges Urbain και ο Αυστριακός Carl Auer von
Welsbach ανεξάρτητα διαχώρισαν το «Marignac's ytterbium» σε δύο στοιχεία τα
οποία τα ονόµασαν υττέρβιο και λουτίσιο. Το υττέρβιο είναι αξιοσηµείωτα σταθερό
αλλά δρα µε το νερό αργά και απελευθερώνει υδρογόνο. Το υττέρβιο υπάρχει στα
ορυκτά xenotime, euxenite, monazite, και gadolinite.Το υττέρβιο βρίσκει εφαρµογή
στα κράµατα, τα ηλεκτρονικά και στα µαγνητικά υλικά. Το σηµείο τήξεως και
βρασµού είναι αντίστοιχα 819° C και 1196° C. Το ειδικό του βάρος είναι 7 και το
ατοµικό του είναι 173,04.
Το λουτήσιο (λατινική ονοµασία του Παρισιού),Lu, ανακαλύφθηκε
ανεξάρτητα από δύο ερευνητές τους Georges Urbain και Carl Auer von Welsbach
ταυτόχρονα, το 1907.Είναι το πιο σπάνιο µέταλλο της οµάδας των λανθανίδων και
συνυπάρχει στα ορυκτά µε το Ύττριο. Το ραδιενεργό ισότοπο του λουτήσιου έχει
χρόνο ηµιζωής περίπου 30 δισεκατοµµύρια χρόνια και χρησιµοποιείται για τον
υπολογισµό της ηλικίας των µετεωριτών σε σχέση µε την ηλικία της γης. Το σηµείο
τήξεως και ζέσεως είναι 1663° C και 3402° C αντίστοιχα και έχει ειδικό βάρος 9,84.
Το ατοµικό του βάρος είναι 174,97.

6.7.2. Κανονικοποίηση-οµαλοποίηση των σπάνιων γαιών.

Για να υπάρξει ένα µέτρο σύγκρισης, περιγραφής και παρουσίασης των


ποσοτήτων των σπάνιων γαιών, στα πετρώµατα, ιζήµατα και νερά, αναπτύχθηκε µια
µέθοδος οµαλοποίησης-κανονικοποίησης των τιµών. Η µέθοδος αυτή στηρίζεται
στην µέτρηση µερικών δειγµάτων πετρωµάτων, µετεωριτών και θαλασσινού νερού,
που θεωρούνται ως πρότυπα. Για τα πετρώµατα έχουν επιλεχθεί οι βασάλτες, οι
σχιστές άργιλοι και οι χονδρίτες..
Οι συγκεντρώσεις των σπάνιων γαιών που χρησιµοποιούνται για την
κανονικοποίηση προκύπτουν σαν ο µέσος όρος των συγκεντρώσεων των δειγµάτων
µιας ευρείας περιοχής. Έτσι υπάρχουν πρότυπα σχιστών αργίλων για την Ευρώπη,

135
την Βόρεια Αµερική και την Αυστραλία, θαλασσινού νερού για τον Ατλαντικό
Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό.
Οι λόγοι των συγκεντρώσεων των σπάνιων γαιών των δειγµάτων ως προς τις
αντίστοιχες συγκεντρώσεις των πρότυπων, προβάλλονται µε βάση τον ατοµικό
αριθµό των σπάνιων γαιών , σε αύξουσα σειρά σε µια λογαριθµική κλίµακα
επιτρέποντας την απευθείας συγκέντρωση των σχετικών συγκεντρώσεων των
σπάνιων γαιών, µε αυτή κάποιου άλλου δείγµατος των απόλυτων συγκεντρώσεων
στα 2. ΄Έτσι µπορούν να διακριθούν µικρές αλλά σηµαντικές διαφορές από τα
διαγράµµατα των κανονικοποιηµένων σπάνιων γαιών.
Στην παρούσα έρευνα κρίθηκε κατάλληλο να χρησιµοποιηθεί ο µέσος όρος
των συγκεντρώσεων των σχιστόλιθων της Ευρώπης όπως δίνονται από τον
Sholkovitz, 1988. Οι συγκεντρώσεις των σπάνιων γαιών για αυτό το πρότυπο
δίνονται στον Πίνακα 6.13.

Πίνακας 6.13: Ο µέσος όρος των συγκεντρώσεων των σχιστών αργίλων της Ευρώπης,
κατά Sholkovitz, 1988.

Σπάνιες γαίες Μέσος όρος συγκεντρώσεων (ppm)


La 41
Ce 83
Pr 10,1
Nd 38
Sm 7,5
Eu 1,61
Gd 6,35
Tb 1,23
Dy 5,49
Ho 1,34
Er 3,75
Tm 0,63
Yb 3,51
Lu 0,61

136
Τα κανονικοποιηµένα διαγράµµατα των σπάνιων γαιών για τα δείγµατα τόσο
του νερού όσο των πετρωµάτων παρουσιάζονται στις Εικόνες 6.23-6.67. Επίσης τα
κανονικοποιηµένα διαγράµµατα των πετρωµάτων παρουσιάζονται γεωγραφικά στην
Εικόνα 6.68 και των δειγµάτων νερού στην Εικόνα 6.69.
Εικόνα 6.23: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα νερού του
Χαβγά.

Εικόνα 6.24: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού,
Μαράκη.

Εικόνα 6.25: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
Μέσα Ποτάµοι.

Εικόνα 6.26: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
Άγιου Ιωάννη.

137
Εικόνα 6.27: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
GK-98.
NORMALIZED REE/EUROPEAN

100
Εικόνα 6.28: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
-6

10
SHALEx10

1 GK-87.
La Ce Pr Nd Sm Eu Gd T b Dy Ho Er T m Yb Lu

0,1

REE

Εικόνα 6.29: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα Gk-85.

Εικόνα 6.30: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
GK-73.

Εικόνα 6.31: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
∆ινιεράκη.

138
Εικόνα 6.32: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα νερού GK-
50.

Εικόνα 6.33: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
GK-48.

Εικόνα 6.44: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
GK-42.

Εικόνα 6.45: Κανονικοποιηµενο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού
GK-35.

Εικόνα 6.46: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού GK-
32.

139
Εικόνα 6.47: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα νερού GK-
31.

Εικόνα 6.48: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα νερού GK-
27.

Εικόνα 6.49: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα
πετρώµατος DK-24.
NORMALIZED REE/EUROPEAN

100
Εικόνα 6.50: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα
SHALE

10

πετρώµατος DK-12.
1
La Ce Pr Nd Sm Eu Gd T b Dy Ho Er T m Yb Lu

REE

Εικόνα 6.51: Κανονικποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα
πετρώµατος DK-17.

140
Εικόνα 6.52: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-10.

Εικόνα 6.53: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-26.

Εικόνα 6.54: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-27.

Εικόνα 6.55: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-22.

Εικόνα 6.56: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-8.

141
Εικόνα 6.57: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-23.

Εικόνα 6.58: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-29.
NORMALIZED REE/EUROPEAN

1000
Εικόνα 6.59: Κανονικοποιηµένο διάγραµµα
100
REE για το δείγµα πετρώµατος DK-11.
SHALE

10

1
La Ce Pr Nd Sm Eu Gd T b Dy Ho Er T m Yb Lu

REE

Εικόνα 6.60: Κανονικοποιηµένο διάγραµµα


REE για το δείγµα πετρώµατος DK-13.

Εικόνα 6.61: Κανονικοποιηµένο διάγραµµα


REE για το δείγµα πετρώµατος DK-1.

142
Εικόνα 6.62: Κανονικοποιηµένο
διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-15.

Εικόνα 6.63: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-1.

Εικόνα 6.64: Κανονικοποιηµένα


διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-3.

Εικόνα 6.65: Κανονικοποιηµένο


διάγραµµα REE για το δείγµα πετρώµατος
DK-6.

Eικόνα 6.66: Κανονικοποιηµένο διάγραµµα


REE για το δείγµα πετρώµατος DK-18.

143
Eικόνα 6.67: Κανονικοποιηµένο διάγραµµα
REE για το δείγµα πετρώµατος DK-4.

Εικόνα 6.68: Σχηµατική απεικόνιση των κανονικοποιηµένων διαγραµµάτων REE ως


προς τις αντίστοιχες σπάνιες γαίες του πρότυπου αργιλικού σχιστόλιθου Ευρώπης,
κατά τις θέσεις δειγµατοληψίας των αντίστοιχων πετρωµάτων.

144
Εικόνα 6.69: Σχηµατική απεικόνιση των κανονικοποιηµένων διαγραµµάτων REE των
δειγµάτων νερού, ως προς τις συγκεντρώσεις των σπάνιων γαιών του πρότυπου
αργιλικού σχιστόλιθου Ευρώπης.

6.7.3. Πηγές και τρόποι µεταφοράς των σπάνιων γαιών.

Σηµαντικές συγκεντρώσεις των σπάνιων γαιών έχουν καταγραφεί στα ορυκτά


του οπάλιου του φιλιψίτη φωσφορίτη, βαρίτη, ζιρκονίου σερικίτη και στις
µοντµοριλονιτικές αργίλους. Επίσης σηµαντικές µπορεί να θεωρηθούν και οι
ποσότητες των ελαφρών σπάνιων γαιών στα ανθρακικά ορυκτά στα Fe-Mn oορυκτά

145
καθώς και στα υδρό-οξείδια τους. Έτσι τα όξινα µαγµατικά και ηφαιστειακά
πετρώµατα καθώς και οι µάργες µερικώς οι ασβεστόλιθοι µπορεί να θεωρηθούν σαν
πηγές τροφοδοσίας των σπάνιων γαιών στο υπόγειο νερό, µε τη βοήθεια των
αποσαθρωτικών και διαβρωτικών παραγόντων και της απόπλυσης.

Εικόνα 6.70. Η χωρική κατανοµή του La (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης στις περιοχές Λακωνίων-Κριτσάς.

Όµως η ποσότητα των σπάνιων γαιών στα πετρώµατα δεν εξαρτάται µόνο από
την ορυκτοχηµεία και την ορυκτολογία τους. Σηµαντικός επίσης είναι και ο ρόλος
των οξειδοαναγωγικων συνθηκών και των συνθηκών κορεσµού, που επικρατούν κατά
την διάρκεια σχηµατισµού τους είτε κατά την κρυστάλλωση του µητρικού µάγµατος

146
είτε κατά την απόθεση τους. Το Ce κάτω από οξειδωτικές συνθήκες οξειδώνεται από
την τρισθενή του µορφή στην τετρασθενή του και καθιζάνει µε τη µορφή του
ορυκτού Ce2O4, cerite, ενώ το Eu σε αναγωγικές συνθήκες ανάγεται στη δισθενή του
µορφή. Οι βαριές σπάνιες γαίες, HREE, (Tb, Dy, Ho, Er Tm, Yb, Lu), µε µεγαλύτερο
ατοµικό βάρος από τις ελαφριές, LREE, (La, Ce, Pr, Nd, Sm, Eu, Gd) είναι λιγότερο
ευκίνητες µε αποτέλεσµα να κλασµατώνονται ευκολότερα και κατακρηµνίζονται στα
αρχικά στάδια είτε της ιζηµατογένεσης είτε της κρυστάλλωσης του µάγµατος.

Εικόνα 6.71. Η χωρική κατανοµή του Ce (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

147
Οι σπάνιες γαίες µεταφέρονται στο µεγαλύτερο ποσοστό τους στο
αιωρούµενο υλικό είτε σαν προσροφηµένες είτε συµµετέχοντας στο κρυσταλλικό
πλέγµα αυτών. Το αιωρούµενο υλικό αποτελείται από υδρο-οξείδια του Fe-Mn και
άλλες οργανικές ενώσεις. Ένα πολύ µικρό µέρος των σπάνιων γαιών µεταφέρεται µε
εν διαλύσει µορφή. Έχει υπολογιστεί ότι περίπου το 95 µε 97% των σπάνιων γαιών
µεταφέρεται µε τη µορφή αιωρούµενου υλικού και ότι µόνο το 3-5 % µεταφέρεται
σαν διαλελυµένο στο υπόγειο νερό και στο νερό των ποταµών (Elderfield).

Εικόνα 6.72. Η χωρική κατανοµή του Pr (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

148
6.7.4. Ανάλυση δεδοµένων σπάνιων γαιών από τα δείγµατα
πετρωµάτων της περιοχής έρευνας.

Στην περιοχή έρευνας, τα πετρώµατα µπορούν να διακριθούν τρεις


διαφορετικές οµάδες σύµφωνα µε τις συγκεντρώσεις τους σε σπάνιες γαίες. Η πρώτη
οµάδα αποτελείται από τα πετρώµατα που οι συγκεντρώσεις τους σε σπάνιες γαίες
υπερβαίνουν αυτές του πρότυπου των αργιλικών σχιστόλιθων κατά 10-100 φορές, η
δεύτερη από 1-10 και η τρίτη όπου οι συγκεντρώσεις είναι µικρότερες ή ίσες µε αυτές
του πρότυπου.

Εικόνα 6.73. Η χωρική κατανοµή του Nd (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

149
Εικόνα 6.74. Η χωρική κατανοµή του Sm (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

Η πρώτη οµάδα αποτελείται από τα δείγµατα DK-3, DK-23 και DK-18. Το


δείγµα DK-3 έχει προκύψει από τη διάλυση ασβεστοφυλλίτη, που έχει θεωρηθεί σαν
µεταφλύσχης των Πλακώδων ασβεστόλιθων. Η ορυκτολογική του σύνθεση είναι
κυρίως από αργιλικά ορυκτά χλωρίτη και ασβεστίτη. Το δείγµα DK-23 προέρχεται
από τον φλύσχη της ζώνης Τρίπολης, στην περιοχή της Κριτσάς και αποτελείται από
την λεπτοµερή φάση του φλύσχη. Το δείγµα DK-18 αποτελείται κυρίως από τα
ορυκτά του δολοµίτη και του ασβεστίτη και βρίσκεται στην περιοχή των Λακωνίων.
Η οµάδα αυτή παρουσιάζει µια αξιοσηµείωτη αύξηση στις ελαφριές σπάνιες γαίες και
µια ελάχιστη µείωση στις βαριές σπάνιες γαίες.

150
Εικόνα 6.75. Η χωρική κατανοµή του Eu (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

Η δεύτερη οµάδα αποτελείται από τα δείγµατα DK-29, DK-27, DK-22 και


DK-24. Τα δείγµατα της οµάδας αυτής αποτελούνται από ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης µε κύρια ορυκτολογική σύνθεση τον ασβεστίτη και τον δολοµίτη. Οι θέσεις
δειγµατοληψίας τους είναι το Λασίθι, οι Ποτάµοι, οι Τάπες και η Κριτσά αντίστοιχα.
Γενικό χαρακτηριστικό αυτής της οµάδας εκτός του ότι παρουσιάζονται να έχουν
αυξηµένες συγκεντρώσεις µέχρι και 10 φορές σε σχέση µε το πρότυπο
κανονικοποίησης και µια µείωση της συγκέντρωσης τους σύµφωνα µε τον ατοµικό
αριθµό των σπάνιων γαιών, δηλαδή παρατηρείται µια µείωση της συγκέντρωσης των
βαρέων σπάνιων γαιών γεγονός που οφείλεται στην κλασµάτωση των βαρύτερων

151
µελών των σπάνιων γαιών και της έλλειψης τους από τα ανθρακικά πετρώµατα. Οι
αιτίες της απουσίας και της έλλειψης των βαρύτερων σπάνιων γαιών πρέπει να
αναζητηθούν στις συνθήκες δηµιουργίας των ασβεστόλιθων της ζώνης Τρίπολης.

Εικόνα 6.76. Η χωρική κατανοµή του Gd (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

Η τρίτη οµάδα περιλαµβάνει τα δείγµατα DK-11, DK-17, DK27 και DK-


15.Πρόκειται για δείγµατα από πηλό, άργιλο και ασύνδετες κροκάλες από τις
περιοχές του Λασιθίου, ∆ρασίου Καστελίου και του Αλµυρού. Οι µειωµένες
συγκεντρώσεις τους σε σπάνιες γαίες οφείλονται σε δύο παράγοντες. Ο πρώτος
παράγοντας είναι ότι σε αυτούς τους σχηµατισµούς δεν παρατηρούνται ορυκτά

152
πλούσια σε σπάνιες γαίες και ούτε ορυκτά που να προσροφούν σπάνιες γαίες. Ο
δεύτερος παράγοντας είναι συνδεδεµένος µε τη µορφολογία και την κλιµατολογία της
περιοχής. Τα περισσότερα δείγµατα αυτής της οµάδας βρίσκονται στην ορεινή
περιοχή µε έντονες βροχοπτώσεις και µεγάλες κλίσεις. Οι έντονες βροχοπτώσεις
ευνοούν την απόπλυση των πετρωµάτων και την αποµάκρυνση των σπάνιων γαιών
που βρίσκονται προσροφηµένες στις επιφάνειες των ορυκτών.

Εικόνα 6.77. Η χωρική κατανοµή του Tb (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

153
6.7.5. Ανάλυση δεδοµένων σπάνιων γαιών από τα δείγµατα νερού της
περιοχής έρευνας.

Η σύσταση το νερού σε σπάνιες γαίες συσχετίζεται άµεσα µε τη σύσταση των


σπάνιων γαιών στον υδροφορέα, µε την απόσταση από τη περιοχή τροφοδοσίας, την
ταχύτητα ροής του υπόγειου νερού, την υδραυλική επικοινωνία των υδροφόρων, την
επαφή τους µε τα αδιαπέρατα πετρώµατα και τις φυσικοχηµικές συνθήκες που
ευνοούν την απόπλυση, τη µεταφορά, τη κλασµάτωση και κατακρήµνιση των
σπάνιων γαιών.

Εικόνα 6.78. Η χωρική κατανοµή του Dy (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

154
Βάση της Εικόνας 6.69 και των χωρικών κατανοµών των σπάνιων γαιών που
προβάλλονται στις Εικόνες 6.70-6.83 έγινε προσπάθεια για την ερµηνεία της
υδραυλικής επικοινωνίας µεταξύ των Πλακώδων ασβεστόλιθων και των
ασβεστόλιθων της ζώνης Τρίπολης και της πορείας των σπάνιων γαιών κατά την ροή
του υπόγειου νερού στους ανθρακικούς σχηµατισµούς της ζώνης Τρίπολης σύµφωνα
µε τις φυσικοχηµικές συνθήκες που επικρατούν στον υδροφόρο.
Οι συγκεντρώσεις του La παρουσιάζουν αύξηση από τον ορεινό όγκο της Σέλενας
µέχρι την πόλγη της περιοχής των Λακωνίων, όπου και εµφανίζει τη µέγιστη τιµή. Το
σχήµα των καµπυλών του La οφείλεται στην σταδιακή αποσάθρωση των
ασβεστολίθων της ζώνης Τρίπολης και την απελευθέρωση τους στον υδροφόρο µε τη

Εικόνα 6.79. Η χωρική κατανοµή του Ho (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

155
Εικόνα 6.80. Η χωρική κατανοµή του Er (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

µορφή των αιωρούµενων και των δεδιαλυµένων σωµατιδίων. Η διατήρηση αλλά και
η αύξηση των συγκεντρώσεων κατά την ροή του υπόγειου νερού αποδεικνύει ότι το
La δεν προσεγγίζει τον κορεσµό και δεν σχηµατίζει συσσωµατώµατα. Ένα άλλο αίτιο
που προξενεί την αύξηση του La στην περιοχή των Λακωνίων είναι διαδεδοµένη
χρήση φωσφορικών και αζωτούχων λιπασµάτων που περιέχουν σε ιχνοστοιχειακή
µορφή (της τάξης ppm). Η άµεση απόπλυση τους, από το αρδευόµενο νερό και η
κατείσδυση τους ανοιξιάτικους µήνες, προσθέτει µια επιπλέον ποσότητα La σε αυτό
που µεταφέρεται από τις περιοχές τροφοδοσίας. Σηµαντικό ρόλο διαδραµατίζει η
ύπαρξη της κοιλάδας των Λακωνίων. Το υλικό πλήρωσης της αποτελείται από

156
κροκάλες, λατύπες άµµο και άργιλο µε αποτέλεσµα να παρατηρείται µείωση της
ταχύτητας ροής του υπόγειου νερού στην περιοχή που συνεπάγεται στην αύξηση του
χρόνου αντίδρασης του νερού µε τον υδροφορέα.
Οι υπόλοιπες ελαφριές σπάνιες γαίες (Ce, Nd, Sm, Eu, Gd) παρουσιάζουν την
ίδια συµπεριφορά µε το La. Όµως στην περιοχή του ∆άµακα Β∆ του Αγίου Νικολάου
εµφανίζεται στις χωρικές τους κατανοµές µια θετική ανωµαλία, στην περιοχή όπου
γεωλογικά µπορεί να χαρακτηριστεί σαν «τριπλό σηµείο». Σε αυτό το σηµείο
εφάπτονται τα µάρµαρα των πλακώδων ασβεστόλιθων µε τους φυλλίτες-χαλαζίτες
και τους ασβεστόλιθους της ζώνης Τρίπολης. Η ανωµαλία αυτή µπορεί να ερµηνευθεί

Εικόνα 6.81. Η χωρική κατανοµή του Tm (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

157
Εικόνα 6.82. Η χωρική κατανοµή του Yb (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

µε την ύπαρξη τοπικής υδραυλικής επικοινωνίας των υδροφόρων των πλακώδων


ασβεστόλιθων µε τα ανθρακικά πετρώµατα της ζώνης Τρίπολης. Σύµφωνα µε τον
πιεζοµετρικό χάρτη του υδροφόρου των πλακώδων ασβεστόλιθων, το υπόγειο νερό
(πλούσιο σε ελαφρές σπάνιες γαίες) κινείται κατά µήκος της επαφής των πλακώδων
µε τους φυλλίτες-χαλαζίτες σε κατεύθυνση Ν-ΝΑ. Στο τριπλό σηµείο έρχεται σε
επαφή µε τους φυλλίτες-χαλαζίτες που τους αποπλένει και τροφοδοτείται µε σπάνιες
γαίες από τα αργιλικά ορυκτά και τα οξείδια Fe-Mn του. Στην συνέχεια µια ποσότητα
αυτού του νερού τροφοδοτεί τον υδροφόρο της ζώνης Τρίπολης.

158
Εικόνα 6.83. Η χωρική κατανοµή του Lu (ppt) στους ασβεστόλιθους της ζώνης
Τρίπολης.

Αντίθετα από τις ελαφρές σπάνιες γαίες, οι βαριές σπάνιες γαίες (Dy, Ho, Er,
Tm, Yb και Lu) παρουσιάζουν µείωση των συγκεντρώσεων τους κατά την ροή του
υπόγειου νερού µέχρι να µηδενιστούν στην περιοχή των πηγών του Αλµυρού Αγίου
Νικολάου. Αιτία του φαινοµένου αυτού είναι η σταδιακή κλασµάτωση των σπάνιων
γαιών αυτής της οµάδας. Η κλασµάτωση των σπάνιων γαιών έχει σαν συνέπεια την
καθίζηση τους ή τη συσσωµάτωση τους και την µεταφορά τους µε τη µορφή
αιωρούµενων σωµατιδίων είτε µε οργανικό υλικό είτε µε υδρό-οξείδια Fe-Mn.
Αξιοσηµείωτη είναι η θετική ανωµαλία που παρουσιάζεται στην περιοχή του ∆άµακα
και που ερµηνεύεται µε τον ίδιο τρόπο µε αυτόν των ελαφρών σπάνιων γαιών. Όµως

159
η έκταση της θετικής ανωµαλίας είναι περιορισµένη σε σύγκριση µε την ανωµαλία
που παρουσιάζουν οι ελαφρές σπάνιες γαίες, ως αποτέλεσµα της κλασµατώσης.

160
7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι η έρευνα των υδρολογικών,


υδρογεωλογικών και υδροχηµικών συνθηκών της ευρύτερης περιοχής των πηγών του
Αλµυρού Αγίου Νικολάου, έτσι ώστε να βρεθούν οι πηγές τροφοδοσίας και οι τυχόν
πηγές ρύπανσης του καρστικού συστήµατος της πηγής. Για το σκοπό αυτό
χρησιµοποιήθηκαν εξειδικευµένες αναλύσεις σπάνιων γαιών τόσο σε δείγµατα
πετρωµάτων όσο και σε δείγµατα νερού.
Τα συµπεράσµατα που προκύπτουν από αυτή την εργασία µπορούν να
συνοψιστούν ως εξής:
• Η περιοχή έρευνας καταλαµβάνει 420 km2 περίπου, που περιβάλει τους
διευρυµένους δήµους Νεάπολης, Αγίου Νικολάου και του Οροπεδίου Λασιθίου.
• Το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής αποτελείται από τους Πλακώδεις
ασβεστόλιθους, τους φυλλίτες-χαλαζίτες, τους ασβεστόλιθους και τον φλύσχη της
ζώνης Τρίπολης και τους ασβεστόλιθους της ζώνης Πίνδου-Εθιάς. Τα µεταλπικά
ιζήµατα αποτελούνται από τις Τριτογενείς αποθέσεις, τα κλαστικά πετρώµατα, τα
λατυποπαγή και κροκαλοπαγή που εναλλάσσονται µε µάργες. Τα Τεταρτογενή
ιζήµατα αποτελούνται από τους βιοκλαστικούς ασβεστόλιθους και τις Ολοκαινικές
αλλουβιακές αποθέσεις µε τους κώνους κορηµάτων.
• Από τεκτονική σκοπιά, το κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής έρευνας είναι
οι ισοκλινείς πτυχές της ίδιας διεύθυνσης των πλακώδων ασβεστόλιθων και των
φυλλιτών-χαλαζιτών.
• Αναπτύσσονται κανονικά ρήγµατα ΒΒΑ-ΝΝ∆ και ΒΑ-Ν∆ διεύθυνσης, που
φέρνουν σε πλευρική επαφή τους πλακώδεις ασβεστόλιθους µε τους φυλλίτες-
χαλαζίτες.
• Στις περιοχές ∆ρασίου-Λακωνίων σχηµατίζεται ένα γεωτεκτονικό σύγκλινο.
• Λόγω της εκτεταµένης διάδοσης των ανθρακικών σχηµατισµών στην περιοχή,
αναπτύσσονται τόσο επιφανειακές όσο και υπόγειες καρστικές µορφές.
• Στην περιοχή αναπτύσσονται 12 ποτάµια και περίπου 50 χείµαρροι που δεν
παρουσιάζουν όµως σηµαντική απορροή.

161
• Ο µέσος ετήσιος όγκος νερού από βροχόπτωση ανέρχεται σε 362,46x106 m3,
ενώ η µέση ποσότητα του νερού που εξατµίζεται, απορρέει και κατεισδύει ετησίως,
υπολογίζεται σε 260, 32 x106 m3, 19,57x106 m3 και 82,57x106 m3, αντίστοιχα.
• Ο συντελεστής εξάτµισης, απορροής και κατείσδυσης είναι 71,8 %, 5,4 % και
22,8 % αντίστοιχα.
• Σύµφωνα µε τα υδραυλικά τους χαρακτηριστικά οι σχηµατισµοί µπορούν να
κατηγοριοποιηθούν σε 3 οµάδες. Η πρώτη οµάδα περιλαµβάνει τα πορώδη
πετρώµατα (κλαστικά πετρώµατα, αλλουβιακές αποθέσεις και κώνους κορηµάτων), η
δεύτερη οµάδα αποτελείται από τα συνεκτικά πετρώµατα που έχουν αναπτύξει
δευτερογενές πορώδες (ανθρακικά πετρώµατα ζώνης Τρίπολης, πλακώδεις
ασβεστόλιθοι, ασβεστόλιθοι ζώνης Πίνδου) και η τρίτη οµάδα που αποτελείται από
συνεκτικά ή µη πετρώµατα χωρίς ή µε αµελητέα παρουσία νερού (φυλλίτες-
χαλαζίτες, µάργες-µαργαϊκοί ασβεστόλιθοι, φλύσχης ζώνης Τρίπολης).
• Οι πηγές τροφοδοσίας του καρστικού συστήµατος των πλακώδων
ασβεστόλιθων είναι ο ορεινός όγκος του Τιµίου Σταυρού και η κίνηση του υπόγειου
νερού είναι B-BΝ και Ν-ΝΑ.
• Οι πηγές τροφοδοσίας του καρστικού συστήµατος των ανθρακικών
πετρωµάτων της ζώνης Τρίπολης είναι η περιοχή του ∆ρασίου, ο ορεινός όγκος της
Σέλενας και τα ανατολικά βουνά του ∆ίκτυ. Η διεύθυνση ροής είναι ∆-Α.
• Από υδροχηµική άποψη, ο καρστικός υδροφόρος των ασβεστόλιθων της
ζώνης Τρίπολης µπορεί να διαιρεθεί σε 3 ζώνες. Η πρώτη ζώνη περιλαµβάνει τις
περιοχές τροφοδοσίας του καρστικού συστήµατος και επικρατεί ο χηµικός τύπος Ca-
HCO3, Ca-Mg-HCO3, η δεύτερη ζώνη χαρακτηρίζεται από µικρή επίδραση της
διείσδυσης του θαλασσινού νερού και ο χηµικός τύπος του νερού είναι Ca-HCO3-Cl,
µέχρι Ca-Na-HCO3-Cl και η τρίτη ζώνη που αποτελείται από την παράκτια περιοχή
του καρστικού συστήµατος µε χηµικό τύπο νερού Na-Ca-Cl-HCO3 µέχρι Na-Cl.
• Η ποιότητα του νερού του καρστικού υδροφόρου δεν έχει επηρεαστεί από
ανθρώπινες δραστηριότητες (καλλιέργειες, χρήση λιπασµάτων και υπεραντλήσεις).
• Οι πηγές εµπλουτισµού των σπάνιων γαιών για το υπόγειο νερό του
υδροφόρου είναι τα αργιλικά ορυκτά, ο χλωρίτης, το ζιρκόνιο, τα ανθρακικά ορυκτά
και τα λιπάσµατα.
• Οι ελαφρές σπάνιες γαίες αυξάνουν κατά τη ροή του υπόγειου νερού από τις
περιοχές τροφοδοσίας προς τις πηγές του Αλµυρού Αγίου Νικολάου. Το αντίθετο
παρατηρείται για τις βαριές σπάνιες γαίες.

162
• Από τις χωρικές κατανοµές των σπάνιων γαιών συµπεραίνεται η τοπική
υδραυλική επικοινωνία, στην περιοχή ∆άµακας, µεταξύ του υδροφόρου των
πλακώδων ασβεστόλιθων και του υδροφόρου των ανθρακικών πετρωµάτων της
ζώνης Τρίπολης.

163
8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Appelo, C. A. J., Postma, D. 1994. Geochemistry, groundwater and pollution. A. A.


Balkema, Rotterdam, Netherlands, 536

Astrom M., Corin, N., 2003. distribution of rare earth elements in anionic, cationic
and particulate fractions in boreal humus-rich streams affected by acid sulphate
soils. Water Research 37, 273-280

Βαρνάβας, Σ. Π. 1986. Γεωχηµεία. Πανεπιστήµιο Πατρών, 207 σελ.

Bau, M., 1999. Scavenging of dissolved yttrium and rare earths by precipitating iron
oxydroxide: Experimental evidence for Ce oxidation, Y-Ho fractionation, and
lanthanide tetrad effect. Geochimica et Cosmochimica Acta. 63, 67-77

Biddau, R., Cidu, R., Frau, F., 2002. Rare earth elements in waters from the albitite-
bearing granodiorites of Central Sardinia, Italy. Chemical Geology 182, 1-14

Bizon, G., Thiebault, F., 1974. Donnes nouvelles sur l’ age des marbles et quartzites
du Taygete ( peloponnese meridional, Greece). C R Acad Sci Paris 278, 9-12

Burdon, D. J., Papakis, N. 1963. Handbook of Karst Hydrogeology with special


reference to the carbonate aquifers of the Mediterranean region. U.N. special
fund, karst Groundwater, Investigations. Inst. For Geol. And Subsurface
Research, 1-276, Athens.

Calmbach, L., 1997.AquaChem, Version 3.7. Aqueous Geochemical Data Analysis


and Plotting. Waterloo. Hydrogeologic, Ontario, Canada

Clift., P., R., 1992. The collision tectonics of the southern Greek Neotethys.
Geologische Rundschau. 81, 669-679

164
De Baar, H. J. W., Brewer, P. G., Bacon, M. P. 1985. anomalies in rare earth
distributions in seawater: Gd and Tb. Geochimica et Cosmochimica Acta. 54,
1961-1969

De Boer, J. L. M., Verweij, W., Velde-Koerts, T., Mennes, W., 1996. Levels of rare
earth elements in Dutch drinking water and its sources. Determination by
intuctively coupled plasma mass spectrometry and toxicological implications. A
pilot study. Water Recources 30, 190-198

De Carlo, E. H., Green, W. J. 2002. Rare earth elements in the water column of Lake
Vanda, McMurdo Dry Valleys, Antarctica. Geochimica et Cosmochimica Acta.
66, 1323-1333

Dia, A., Gruau, G., Olivie-Lauquete, G., Riou, C., Molenat, J., Curmi P. 2000. The
distribution of rare earth elements in groundwaters: Assessing the role of source-
rock composition, redox changes and colloidal particles. Geochimica et
Cosmochimica Acta. 64, 4131-4151

Doutsos, T., Piper, G., Boronkay, K., Koukouvelas, I., 1993. Kinematics of the
Central Hellenides. Tectonics 12, 936-953

Dubinin, A. V., Strekpytov, S. V. 2001 Behavior of Rare Earth Elements during


Leaching of the Oceanic Sediments. Geochemistry International 39, 692-701

Elderfied, H., Upstill-Coddard, R., Sholkovitz, E. R. 1989. The rare earth elements in
rivers, and coastal seas and their significance to the composition of ocean waters.
Geochimica et Cosmochimica Acta. 54, 971-991

Evensen, N. M., Hamilton, P. J., Onions, R. K., 1978. Rare-earth abundances in


chondritic meteorites. Geochimica et Cosmochimica Acta. 42, 1199-1212

165
Feng, X., Kirehner, W. J., Renshaw, C. E., Osterhuber, R. S., Klaue B., Taylor, S.
2001. A study of solute transport mechanisms using rare earth element tracers and
artificial rainstorms on snow. Water Resources Research. 37, 1425-1435

Fytrolakis, N., 1980. Der geologische Bau von Kreta. Probleme, Beobachtungen und
Erbebnisse. Habil thesis. Techical University of Athens, 146

Gruau, G., Dia, A., Olivie-Lauquet, G., Davranche, M., Pinay, G. 2004. Controls on
the distribution of rare earth elements in shallow goundwaters. Water Research,
3576-3586

Gromet, I. P., Dymek, R. F. 1984. The North American shale composite: Its
compilation, major and trace element characteristics. 48, 2469-2482

Hannigan, R. E. 2001. The development of middle rare earth elements in freshwaters:


weathering of phosphate minerals. Chemical Geology. 175, 495-508

Horton, R. E. 1932. Drainage basin characteristics. Am. Geoph. Union 13, 350-361

ΙΓΜΕ, 1987. Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδος 1:50000, Φύλλο Άγιος Νικόλαος.
Αθήνα

ΙΓΜΕ, 1990. Έκθεση της υδρογεωλογικής έρευνας πηγής Αλµυρού (Αγ. Νικολάου)
και της ευρύτερης περιοχής. Ρέθυµνο

ΙΓΜΕ, 1996. Υδρογεωλογία των ανθρακικών υδροφόρων της περιοχής Αγίου


Νικολάου (Κρήτη, Ελλάδα). Ρέθυµνο

Jacobshagen, V., Durr, S., Kockel, F., Kopp, K., O., Kowalczyk., G., 1978. Structure
and geodynamic evolution of the Aegean region . In: Closs H., Roeder D.,
Schmidt K., (eds) Alps, Apennines, Hellenides. Int Union Comm. Geodyn Sci
Rep 38, 537-564

166
Jarvis, I., Jarvis, K. E. 1985. Rare-Earth Element geochemistry of Standard sediments:
A study using Inductively Coupled Plasma Spectrometry. Chemical Geology. 53,
335-344

Johannesson, K. H., Stetzenbach, K. J., Hodge, V. F. 1997. Rare earth elements as


geochemical tracers of regional groundwater mixing. Geochimica et
Cosmochimica Acta. 61, 3605-3618

Johannesson, K. H., Stetzenbach, K. J., Hodge, V. F., Kreamer, D. K., Zhou, X. 1997.
Delineation of Ground-water Flow Systems in the Southern Great Basin Using
Aqueous Rare Earth Element Distributions. Ground Water, 807-819

Johannesson, K. H., Farnham, I. M., Guo, C., Stetzenbach, K. I. 1999. Rare earth
element fractionation and concentration variatons along a groyndwater flow path
within a shallow, basin-fill aquifer, southern Nevada, USA. Geochimica et
Cosmochimica Acta. 63, 2697-2708

Καλλέργης, Γ. 1999. Εφαρµοσµένη – Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία. Τόµος Α. 2η


Έκδοση. Έκδοση Τ.Ε.Ε., Αθήνα.

Καλλέργης, Γ. 2000. Εφαρµοσµένη – Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία. Τόµος Β. 2η


Έκδοση. ΤΕΕ, Αθήνα, 345 σελ.

Καλλέργης, Γ. 2001. Εφαρµοσµένη – Περιβαλλοντική Υδρογεωλογία. Τόµος Γ. 2η


Έκδοση. Έκδοση Τ.Ε.Ε., Αθήνα

Κοκκάλας, Σ. 2000. Γεωδυναµική Εξέλιξη του ΝΑ Τµήµατος του Ελληνικού Τόξου.


∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Πάτρα

Krahl. J., Kauffmann,G., Kozur, H., Richter, D., Forster, O., Heinritzi, F., 1983. Neue
Daten zur Bostratigraphie and zur tectonischen Lagerung der Phyllit-Gruppe und
der Trypali-Gruppe auf der Insel Kreta (Griechenland). Geol. Rundsch 72, 1147-
1166

167
Krahl, J., Richter, D., Forster, O., Kozur, H., Hall, R., 1988. Zur Steellung der Talea
Ori im Baudes kretischen Deckenstapels (Griecheland). Z. Dt. Geol. Ges. 139,
191-227

Λαµπράκης, Ν. 1992. Εισαγωγή στην Υδροχηµεία. Πανεπιστήµιο Πατρών, 158

Mc Kenzie, D., P., 1972. Active tectonics of the Mediterranean region. Geophys J. R.
Astron Soc. 30, 109-185

Mountrakis, D., 1986. The Pelagonian zone in Greece. Apolyphase-deformed


fragment of the Cimmerian continent and its role in geotectonic evolution of the
eastern Mediterranean. Journal of Geology. 94, 335-347

Παναγόπουλος, Γ. Π. 2004. Περιβαλλοντική υδρογεωλογική έρευνα των υδροφόρων


οριζόντων της Ν∆ Τριφυλίας. ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Πάτρα

Pattan, J. N., Rao, Ch. M., Migdisov, A. A., Colley, S., Higgs, N. C., Demidenko, I.,
2001. Ferromanganese Nodules and their Associated Sediments from the Central
Indian Ocean Basin: Rare Earth Element Geochemistry. Marine Geosources and
Geotechnology, 155-165

Piper, D. Z. 1974. Rare earth elements in the sedimentary cycle: A summary. Cemical
Geology. 14, 285-304

Σακκάς, Ι. 1985. Τεχνική Υδρολογία, Τεύχος 1, Υδρολογία επιφανειακών υδάτων.


Εκδ. ΑΙΒΑΖΗ, Θεσσαλονίκη, 371

Seidel, E., 1968. Die Tripolotza und Pindos series im Raum von Paleochora (SW
Kreta, Griechenland). Dissertation, University of Wurtzburg, Wurtzburg.

Seidel, E., 1978. Zur Petrologie der Phyllit-Quartzite Series Kretas.


Habilitationschrift, Universitat Braunschweig, 165

168
Seidel, E., Kreuzer, H., Harre, W. 1982. A late Oligocene/early Miocene high
pressure belt in the external Hellenides. Geol Jahrb 23, 165-206

Sholkovitz. E. R. 1988. Rare earth elements in the sediments of the North Atlantic
Ocean, Amazon Delta, and East China Sea: Reinterpetation of terrigenous input
patterns to the Oceans. American Journal of Science 288, 236-281

Sholkovitz. E. R. 1992. The geochemistry of rare earth elements in the Amazon River
estuary. Geochimica et Cosmochimica Acta, 57, 2181-2190

Sholkovitz. E. R., Elderfield, H., Szymczak, R., Casey, K., 1999. Island weathering:
river sources of rare earth elements to the Western Pacific Ocean. Marine
Chemistry 68, 39-57

Smedley, P. L. 1991. The geochemistry of rare earth elements in groundwater from


the Carnmenellis area, southwest England. Geochimica et Cosmochimica Acta,
55, 2767-2779

Strahler, A. N. 1952. Hypsometric (area – altitude) analysis of erosional topography.


Bull. Geol. Soc. Am. 63, 1117-1142.

Thornthwaite, C. W. 1944. Report of the comitee on transpiration and evaporation.


Am. Geoph. Union 25 (5), 683-693.

Thornthwaite, C. W. and Mather, J. R. 1955. The water balance. Thornthwaite Ass.


Lab., New Jersey. In: Climatology 8 (1), 1-37.

Turc, L. 1949. Nouvelle formule pour le calcul du bilan de l’ eau en function des
valeurs moyennes annuelles des precipitations et de la temperature. C. R. As. Sc.,
233.

Uysal, I. T., Golding, S. D. 2003. Rare earth element fractionation in authigenic illite-
smectite from Late Permian clastic rocks, Bowen Basin, Australia: implications

169
for physico-chemical environments of fluids during illitization. Chemical
Geology 193, 167-179

Χριστοδούλου, Γ. Ε. 1982. Στρωµατογραφία της Ελλάδας. Πανεπιστήµιο Πατρών,


303

Weber, E. T., Owen, R. M., Dickens, G. R., Rea, D. K., 1998. Causes and
implications of the middle rare earth element depletion in the eolian component of
North Pacific sediment. Geochimica et Cosmochimica Acta. 62, 1735-1744

Wurm, A.,1950. Zur Kenntnis des Metamorphikums der Insel Kreta. N Jh Geol
Manatsh, 206-239

Zhang Jing, Liu Cong-Qiang,. 2004. Major and rare earth elements in rainwaters from
Japan and East China Sea: Natural and anthropogenic sources. Chemical Geology
209, 315-326

170
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

171
Εικόνα 1.1: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το ποτάµι
των Περαµπέλων.

Εικόνα 1.2: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το ποτάµι
του Λασιθίου.

.Εικόνα 1.3: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το
ποτάµι των Λακωνίων.

Εικόνα 1.4: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το ποτάµι
Καλό Ρυάκι.

172
Εικόνα 1.5: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το ποτάµι
του Σισίου.

Εικόνα 1.6: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το ποτάµι
του Τζαµπίου.

Εικόνα 1.7: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το ποτάµι
του Βάλτου.

Εικόνα 1.8: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το ποτάµι
των Ξερών Ξύλων.

173
Εικόνα 1.9: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το ποτάµι
της Μιλάτου.

Εικόνα 1.10: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το
ποτάµι του Βραχασίου.

Εικόνα 1.11: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το
ποτάµι του Καλού Ποταµού.

Εικόνα 1.12: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το
ποτάµι του Ξηροπόταµου.

174
Εικόνα 1.13: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το
ποτάµι του Φινοκαλιά.

Εικόνα 1.14: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το
ποτάµι της Φουρνής.

Εικόνα 1.15: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 1ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.16: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 2ο
ποτάµι.

175
Εικόνα 1.17: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 6ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.18: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 7ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.19: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 8ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.20: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 9ο
ποτάµι.

176
Εικόνα 1.21: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 10ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.22: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 12ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.23: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 13ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.24: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 15ο
ποτάµι.

177
Εικόνα 1.25: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 16ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.26: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 17ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.27: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 19ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.28: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 20ο
ποτάµι.

178
Εικόνα 1.29: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 23ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.30: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 30ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.31: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 31ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.32: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 32ο
ποτάµι.

179
Εικόνα 1.33: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 33ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.34: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 34ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.35: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 35ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.36: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 36ο
ποτάµι.

180
Εικόνα 1.37: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 39ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.38: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 40ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.39: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 41ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.40: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 42ο
ποτάµι.

181
Εικόνα 1.41: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το 43ο
ποτάµι.

Εικόνα 1.42: Εφαρµογή του 1ου και του 2ου νόµου του Horton αντίστοιχα για το
σύνολο των υδρορευµάτων της περιοχής έρευνας.

182
183

You might also like