You are on page 1of 52

4ο διήγημα

Ὁ Μοσκώβ Σελήμ

4.1. Το διήγημα

Ο Μοσκώβ Σελήμ είναι το έκτο, χρονολογικά το τελευταίο, διήγημα του


Γεωργίου Βιζυηνού 1 . ∆ημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία το 1895 σε συνέχειες,
(28 Απριλίου-16 Μαΐου 1895) 2 , αλλά η συγγραφή του είχε ολοκληρωθεί πριν τον
εγκλεισμό του στο ∆ρομοκαΐτειο το 1892 3 και έναν χρόνο πριν από το θάνατό του
(Απρίλιος 1896) 4 .
Με το «Αμάρτημα της μητρός μου» και το «Αι συνέπειαι της παλαιάς
ιστορίας» θεωρούνται ως δράματα. Η αποτελεσμαική διαγραφή των χαρακτήρων,
η διάρθρωση της πλοκής και η ψυχογραφική θεώρηση του ήρωα, πλαισιωμένη από
έντονη δραματικότητα, αποτελούν τα διακριτά του χαρακτηριστικά 5 . Με άλλα
λόγια, στον Μοσκώβ Σελήμ πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος που δεν είναι στενά
περιορισμένος στα όρια της εθνότητας 6 και στον οποίο εντοπίζεται μία κρίση
συνείδησης στη φαινομενική, από περίσσευμα ανθρωπιάς, εξωμοσία του 7 .
Ο αφηγητής με συνεχείς αναδρομικές αφηγήσεις επικοινωνεί στον αναγνώστη
αυτοβιογραφικά 8 τα γεγονότα της ζωής του Σελήμ, λειτουργώντας ως
χρονογράφος, όπως δηλώνει στο εισαγωγικό κείμενο, και παραχωρώντας τον ρόλο
του κύριου αφηγητή, αμέσως μετά την παρουσίασή του και την εξιστόρηση της
γνωριμίας τους, στον ήρωά του 9 . Ο Βιζυηνός αναλαμβάνει περιοδικά αφηγηματικό
ρόλο ως διαμεσολαβητής προς τον αναγνώστη για να εξηγήσει ή να συμπεράνει
αξιολογώντας τα αφηγούμενα του Σελήμ 10 . Χαρακτηριστικό της αφηγηματικής
τεχνικής αποτελεί …η εγκιβωτισμένη αφήγηση του Μοσκώβ-Σελήμ εγκιβωτίζει και
άλλες με τη σειρά της, και έτσι τα πρόσωπα του διηγήματος μεταβάλλονται σε
αφηγητές με την ίδια ευκολία που οι αφηγητές μεταβάλλονται σε πρόσωπα του
1
Χαρακτηρίζεται ως αριστούργημα (∆ούκα, ό.π., υποσ. 28, σ., σ. 12).
2
Σαχίνης, β, ό.π., υποσ. 15, σ., σ. 180.
3
Μητραλέξη, Κ. (2009). Το διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού και ο γερμανικός ποιητικός ρεαλισμός.
Στο Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, Σοφία Ντενίση (Επιμ.), Το διήγημα στην ελληνική και στις ξένες
λογοτεχνίες. Θεωρία-Γραφή-Πρόσληψη.). Αθήνα: GUTENBERG, σ. 416.
4
∆εληβοριά, Γ. (2004). Το φάσμα της τρέλας: Ζητήματα γραφής και αναπαράστασης στην ελληνική
πεζογραφία του 19ου και 20ού αιώνα. ∆ιδακτορική ∆ιατριβή. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Φιλολογίας ΑΠΘ,
Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, σ. 102. Υποστηρίζεται ότι η ολοκλήρωση του
έργου έγινε πολύ νωρίτερα, μετά τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 1886 (βλ. Μουλλάς, ό.π., υποσ.
53, σ., σ. πδ΄-πε΄·Χρυσανθόπουλος, ό.π., υποσ. 3, σ., σ. 16-18).
5
Σαχίνης, α, ό.π., υποσ. 15, σ., 152-258.
6
Στεργιόπουλος, Κ. (1997). «Γεώργιος Βιζυηνός». Στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές
της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τ. Στ΄, Αθήνα: Σοκόλης, σ. 51.
7
Ο Βιζυηνός στην εισαγωγή του διηγήματος διατυπώνει την ανασφάλειά του για την κριτική που
αναμένει με σημείο αναφοράς τον κεντρικό του ήρωα (Παναγιωτόπουλος, α, ό.π., υποσ. 131, σ., σ.
29· Ζανέκα, α, ό.π., υποσ. 422, σ., σ. 137).
8
Κάποιοι μελετητές του έργου του Γ. Βιζυηνού καταλήγουν στη διαπίστωση ότι ο Μοσκωβ Σελήμ
αποδεικνύεται ως το πιο αυτοβιογραφικό από όλα τα διηγήματά του (Χρυσανθόπουλος, ό.π., υποσ.
3, σ., σ. 1994· Αθανασόπουλος, α, ό.π., υποσ., σ. 3, σ. 213-214).
9
Ο Μοσκώβ Σελήμ είναι το διήγημα, στο οποίο ο Βιζηνός δεν έχει καμία δράση, αλλά λειτουργεί ως
παρατηρητής καί καταχωρητής ἁπλός τῆς ζωῆς πού τήν ἱστορεῖ ἕνας ἄλλος [Μελάς, Σπ. Πρόλογος*.
Απόσπασμα. (2002). Στο Kατερίνα Kωστίου (Επιμ.), Ημερολόγιο 2003. Xαλκίδα: ∆ιάμετρος,
Ημερολόγιο 2003, σ. 23]. *Το κείμενο του Μελά είναι απόσπασμα από: Τα Ἅπαντα τοῦ Γεωργίου
Βιζυηνοῦ, (1955). Πρόλογος Σπύρου Μελᾶ, Εἰσαγωγαί Κλ. Παράσχου-Κ. Μαμώνη, ἐπιμέλεια Κ.
Μαμώνη. Ἀθῆναι: Βίβλος.
10
Μαστοράκη, Αν. (2004). Βιζυηνός, «Ένας Μοντερνιστής Ηθογράφος». ∆ιαθέσιμο στο
www.archive.gr/news.php?readmore=55. Προσπελάστηκε στις 11/6/2012.
διηγήματος 11 .
Στο επίπεδο του ιστορικού χρόνου ιχνηλατεί τη διαδρομή ζωής από τη
γέννηση μέχρι τον θάνατό του, με επίκεντρο τη στρατιωτική δράση του, στο
πλαίσιο της οποίας εγκιβωτίζονται και οι αφηγήσεις της οικογενειακής ιστορίας
στα επτά χρόνια της απουσίας του στον πόλεμο, ενώ ο αφηγηματικός χρόνος
καταλαμβάνει κάποιες ώρες στο διάστημα των τριών ημερών, την ημέρα της
πρώτης τους συνάντησης, το επόμενο πρωινό και την ημέρα του θανάτου του 12 . Το
διήγημα έχει ένα σαφές ιστορικό υπόβαθρο, το οποίο σε συνάρτηση με τις
συμβάσεις της αφήγησης θα μας απασχολήσει στη συνέχεια της εργασίας σε σχέση
με τις τουρκικές λέξεις του διηγήματος, όπως έχει ήδη αναφερθεί.
Ο Μοσκώβ Σελήμ είναι αφήγημα με εσωτερική εστίαση, τεχνική του
νατουραλιστικού και ψυχολογικού μυθιστορήματος που στην Ελλάδα εισήγαγε ο
Βιζυηνός με τη μορφή του αναδρομικού αφηγήματος 13 , όπου ο λόγος του αφηγητή
αναπαριστά τη μνήμη και τη σκέψη, την εσωτερική εμπειρία με άλλα λόγια 14 .
Στο διήγημα η ρεαλιστική αποκάλυψη της πραγματικότητας φαίνεται ότι
πάντα συνοδεύεται από κάτι το παραισθητικό. Ο αφηγητής σωπαίνει μπροστά
στην οροθετούμενη κατανόηση της ατομικότητας και της διαφορετικότητάς της 15 .
Η ιστορία της ζωής του Σελήμ έχει ως κεντρικό θέμα τις διαρκείς παρερμηνείες των
ικανοτήτων και των προθέσεών του στο πλαίσιο συμφραζόμενων που ορίζονται
από τις επιθυμίες των άλλων και όχι από τις προσωπικές προσπάθειες για
δικαίωση 16 με κυρίαρχο σημείο αναφοράς την τρέλα του, τη μετάθεση μιας
απογοητευμένης φιλοπατρίας στην προσδοκώμενη θαλπωρή μιας ουτοπικής
Ρωσίας σε μία φαντασιακή επένδυση του πραγματικού 17 .
Τα πρόσωπα του έργου ακολουθούν τη γενικότερη προβληματική των
ταυτοτήτων της εργογραφίας του Βιζυηνού. Ορίζονται στη βάση αντιθετικών
δυώνυμων (δυαδικών αντιθέσεων): άντρας γενναίος ο Σελήμ του αφηγηματικού
παρόντος (vs) μεγαλωμένος σαν γυναίκα, μουσουλμάνος και Τούρκος ως
πρωταγωνιστής του διηγήματος (vs) Έλληνας και χριστιανός ο αφηγητής του 18 .
Η Καϊνάρτζα ως σημείο λειτουργίας του χώρου σε μικροεπίπεδο αποτελεί τη
βασική τοπιογραφική σκηνογραφία των σημαντικών σκηνών του διηγήματος, των
διαλόγων του πρωταγωνιστή με τον αφηγητή και της αισθητοποίησης της
διαπολιτισμικής «επικοινωνίας» τουρκικού και ρωσικού πολιτισμού.
Περιγράφεται με σχεδόν «μαγικές» ιδιότητες που υποστηρίζουν τη διαχείριση
συμβόλων και την επεξεργασία μεταφορών 19 .
Η ιδιαιτερότητα του Σελήμ 20 χαρακτηριζόταν ως τρέλα. Ουσιαστικά

11
Μουλλάς, ό.π., υποσ. 53, σ.,σ. ρκδ΄.
12
Παγανός, Γ. (1993). Η νεοελληνική πεζογραφία, θεωρία και πράξη, Τ. Β΄. Αθήνα: Κώδικας, σ. 104.
13
Peri, M., α, (1985). Το πρόβλημα της αφηγηματικής προοπτικής στα διηγήματα του Βιζυηνού.
Ελληνικά, τ. 36, σ. 287
14
ό.π.
15
Πολυχρονάκης, ∆. (2012). Η αποκάλυψη της πραγματικότητας στα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού.
Στο Το εύρος του έργου του Γεωργίου Βιζυηνού: παλαιότερες αναγνώσεις και νέες προσεγγίσεις.
Πρακτικά ∆ιημερίδας 30-31 Μαΐου 2009, ∆ΠΘ, Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας. Αθήνα: Σοκόλης-
Κουλεδάκης, σ. 92.
16
Ρίκου, Ελ. (2012). Με αφορμή τον «Μοσκώβ-Σελήμ»: Το έργο του Βιζυηνού: από τη σκοπιά της
σύγχρονης ανθρωπολογίας της τέχνης. Στο Το εύρος του έργου του Γεωργίου Βιζυηνού: παλαιότερες
αναγνώσεις και νέες προσεγγίσεις. Πρακτικά ∆ιημερίδας 30-31 Μαΐου 2009, ∆ΠΘ, Τμήμα Ελληνικής
Φιλολογίας. Αθήνα: Σοκόλης-Κουλεδάκης,σ. 234.
17
∆εληβοριά, ό.π. 449, σ., σ. 103-104.
18
Ρίκου, ό.π., σ. 231.
19
Ρίκου, ό.π., σ. 235.
20
Στο διήγημα αυτό ο συγγραφέας επειχειρεί την υπέρβαση των κθιερωμένων ορίων σε ό,τι αφορά την
εθνικότητα (Αθανασόπουλος, α, ό.π., υποσ, σ., σ. 162).
επρόκειτο για την εμφάνιση και τη διατήρηση της εμμονής στην εκτίμηση του
ρωσικού πολιτισμού και των φορέων του και στη διακήρυξη της προσδοκίας του
για την εμφάνιση των Ρώσων ως κυρίαρχων επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η εμμονή αυτή τον οδήγησε στην κοινωνική (αυτό) απομόνωση. Ο Βιζυηνός και
στο συγκεκριμένο διήγημα επιχειρεί να ψυχογραφήσει των ήρωά του 21
διερευνώντας την πολυεπίπεδη προβληματική ταυτότητά του, τη δομημένη στην
ακροβασία του μεταξύ εθνικών, θρησκευτικών και φυλικών ορίων 22 . Η ζωή του
ακολουθούσε πορεία προς μία πρωταρχική και μία δευτερογενή ταύτιση. Οι
προσωπικές του επιλογές αφορούσαν πάντα την κατά περίπτωση πρωταρχική
ταύτιση, όπως για παράδειγμα η κατάταξή του στο στρατό που ισοδυναμούσε με
την επιθυμία ταύτισης με τον κόσμο του πατέρα, και κάθε φορά οι ομάδες
αναφοράς τον οδηγούσαν στην απογοήτευση και στην τελική και καθοριστική για
την ταυτότητά του συμβολοποίηση μιας ουτοπικής Ρωσίας 23 με αποτέλεσμα να
καταγράφει διαρκείς παλινδρομήσεις ανάμεσα σε δίπολα: Τούρκος 24 -Ρώσος,
πατρικό πρότυπο-μητρικό πρότυπο, άρρεν-θήλυ, έμφρων-παράφρων, επιθυμώντας
και αγωνιζόμενος να συνταχτεί με τον πρώτο όρο και καταλήγοντας
απογοητευμένος στο δεύτερο 25 . Η αφηγηματική προσέγγιση της ιστορίας του
«προσώπου» επικεντρώνεται στα μάτια-το βλέμμα του Σελήμ, το οποίο αποτελεί
σημαντικό μέσο έκφρασης, αφού κατά τον Βιζυηνό το πρόσωπο και ιδιαίτερα το
βλέμμα φαίνεται να είναι «το κάτοπτρο της ψυχής» 26 .
Η διαχείριση των γλωσσικών επιλογών του συγγραφέα στο διήγημα είναι
συνεπής προς τη διαμορφωμένη ήδη στα προηγούμενα διηγήματα πρακτική.
Ακολουθείται το γνωστό στοχαστικό σχήμα: στις περιγραφές χρησιμοποιείται μια
απλή και θαυμάσια καθαρεύουσα, στους διαλόγους μεταξύ των πρωταγωνιστών η
δημοτική 27 . Στο συγκεκριμένο διήγημα 28 ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί μία
καθαρεύουσα στην οποία εντοπίζονται αρχαϊσμοί και ρητορικά σχήματα, στο
μέρος του κειμένου που αντιστοιχεί στον αφηγητή, ενώ στους διαλόγους και στις
αφηγήσεις του Μποσκώβ Σελήμ χειρίζεται τον λόγο με μία απλή δημοτική
απαλλαγμένη από κάθε λόγιο στόλισμα στην οποία είναι διακριτό το τοπικό,
γνήσιο, λαϊκό χρώμα 29 . Στο διήγημα Ορισμένες φορές όμως, ο συγγραφέας
ανακατεύει τις δύο γλωσσικές μορφές προκαλώντας περίεργες καταστάσεις.

21
Ο Γ. Μ. Βιζυηνός ήταν σίγουρα ένας από τους πρώτους Έλληνες συγγραφείς του 19ου αιώνα που
διερεύνησαν τις δυνατότητες του διηγήματος προς αυτήν την κατεύθυνση, ξεπερνώντας κατά πολύ
την απλή απεικόνιση ηθών και εθίμων της ελληνικής επαρχίας που υπαγόρευε η ηθογραφική στροφή
της γενιάς του 1880.
22
∆εληβοριά, ό.π., υποσ., σ., σ.
23
Τζιόβας, ∆. (1998). Η μελαγχολία του Μοσκώβ Σελήμ. Στο Γεώργιος Βιζυηνός. Πρακτικά ∆ιεθνούς
Συνεδρίου για τη ζωή και το έργο του. Κομοτηνή, 28-30 Μαρτίου 1997. Κομοτηνή: ∆ήμος
Κομοτηνής-Κέντρο Λαϊκών ∆ρωμένων, σ. 96.
24
Το διήγημα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως χαρακτηριστικό δείγμα μελέτης του ψυχολογικού
υπόβαθρου των ελληνοτουρκικών σχέσεων (Φωτέας, Π. (1988). Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στον
Βιζυηνό. Τετράδια «Ευθύνης», 29, σ. 121), πλαίσιο που αφορά και την παρούσα εργασία στο βαθμό
που οι λέξεις από την τουρκική γλώσσα συμμετέχουν στη διαμόρφωση της ετερότητας του
πρωταγωνιστή.
25
∆εληβοριά, ό.π., σ., σ. 103.
26
Τζιόβας, ό.π., σ. 94· ∆ημόπουλος, ό.π., υποσ. 322, σ., σ. 80. Συμπερασματικά μπορούμε να
διατυπώσουμε την άποψη ότι μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία αφήγηση ταυτότητας [βλ.
Πατερίδου, Γ. (2012). «Για νάρθω σ’ άλλη ξενιτειά». Αφηγήσεις του τόπου στην πεζογραφία της
γενιάς του 1880. Πάτρα: OPPORTUNA].
27
Με δεδομένη την κυριαρχία της αφήγησης του κεντρικού ήρωα στο πρώτο πρόσωπο, ένα μεγάλο
τμήμα του έργου είναι γραμμένο σε απλή δημοτική (Σαχίνης, α, ό.π., υποσ. 54, σ., σ. 341-342).
28
Αναφέρεται ως μάλλον διήγημα-μυθιστόρημα (Serrano, ό.π., υποσ. 48, σ.),
29
Vitti, Μ. (1987). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Μτφρ. Μυρσίνη Ζορμπά. Αθήνα:
Οδυσσέας, σ. 261.
∆εδομένου ότι ο πρωταγωνιστής είναι Τούρκος, χρησιμοποιεί επίσης αρκετές
λέξεις τουρκικής προέλευσης όπως –χαΐρι, –ντέρτι, –κισμέτι, –τσακπίνι 30 .
Στο Μοσκώβ Σελήμ εντοπίζονται στοιχεία του πολίτικου ιδιώματος, της
γλώσσας του λαού της Πόλης, το οποίο διαμορφώθηκε μέχρι τα τέλη του 19ου
αιώνα και ανάμεσα στα άλλα χαρακτηριστικά του διακρινόταν για τις προσμίξεις
λόγιων στοιχείων της ελληνικής και εμφανείς λεξιλογικές, κυρίως, επιδράσεις από
την τουρκική και δυτικές γλώσσες (γαλλική και αγγλική) 31 . Οι δάνειες λέξεις από
την τουρκική φαίνεται να διατηρούσαν την αρχική τους σημασία, αν και στην
παρούσα έρευνα καταλήγουμε και σε διαφορετικές διαπιστώσεις.

4.1.1. Τα πολιτισμικά στοιχεία του διηγήματος

Τα πολιτισμικά στοιχεία του διηγήματος είναι πολλά και εντοπίζονται σε όλο


το κείμενο ακολουθώντας την αφήγηση της ζωής του Μοσκώβ Σελήμ, η οποία στο
σύνολό της αποτελεί τόπο συνάντησης και διαλόγου πολιτισμών στο πλαίσιο μιας
υβριδικής εσωτερικής και εξωτερικής εστίασης των πολιτισμικών του
οροθετήσεων, με σημείο αναφοράς τα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά
συμφραζόμενα στις διάφορες φάσεις της προσωπικής του πορείας.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο διάλογος για την ταυτότητά του
στοιχειοθετείται σε συνάρτηση με τα πολιτισμικά περικείμενα 32 τα οποία και
διαπραγματεύονται για να (περι) ορίσουν την κεντρική έννοια της ετερότητας.
Η παιδική του ηλικία στον αφηγηματικό χωροχρόνο συνοδεύεται από
πληροφορίες για την κοινωνική και οικογενειακή ζωή της οθωμανικής οικογένειας
του 19ου αιώνα και ήθη και έθιμα της καθημερινότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζουν όσα αναφέρονται στην περίοδο της παρεκδυσίας του, όπου η
επίπλαστη με τη μητρική ευθύνη, σύγχυση της έμφυλης ταυτότητας μέχρι την
ηλικία των 12 ετών συνοδεύεται από πληροφορίες για τη ζωή στο χαρέμι αλλά και
την ενδυματολογική κουλτούρα, την κατά φύλο παγιωμένη. Η ενδυμασία του
Σελήμ αποτελεί στο αφήγημα κύριο συστατικό της ταυτότητάς του μέχρι το τέλος
της ζωής του και εποπτικοποιεί τις συγκρούσεις του, εσωτερικές και εξωτερικές,
συνήθως σε περιβάλλοντα πλάνης, όπου άλλοτε είναι αυτός που έχει πλανηθεί και
άλλοτε αυτός που (παρα) πλανά. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές για την
ενδυματολογική του εμφάνιση στο τέλος της ζωής του, κατά τη γνωριμία του με
τον συγγραφέα: αποτύπωνε την ακροβασία και το μετεωρισμό ανάμεσα σε ρώσικα
και τούρκικα χαρακτηριστικά, την μετωνυμία και την επιθυμία ανάμεσα στο «εγώ
και στον άλλο» 33 .Η διπλή του ταυτότητα επενδύεται και από ανάλογες, εκτός της
ενδυμασίας που προαναφέρθηκε, επιλογές στην αρχιτεκτονική του χώρου, στα
αντικείμενα και τις συνήθειες της καθημερινότητας όπου στο αφήγημα υπάρχουν
στοιχεία της τουρκικής αλλά και της ρωσικής κουλτούρας.
Ο Μοσκώβ Σελήμ ζούσε σε ένα πλέγμα σχέσεων που προϊόντος του χρόνου
30
Serrano, ό.π., όπου: Μία σύντομη περίληψη περί της γλώσσας του Μοσκώβ-Σελήμ, M. Serrano,
Μοσκώβ-Σελήμ. Η ιστορία ενός στρατιώτη. Κέντρο Βυζαντινών, Μεταβυζαντινών, Κυπριακών και
Ελληνικών Σπουδών, Γρανάδα 2002, ΧΧΧΙ-ΧΧΧΙV.
31
Οι Νεοελληνικές ∆ιάλεκτοι (1999) (Μια επιλογή από την επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας
του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου. ∆ιαθέσιμο στο
www.elia.org.gr/default.fds?langid. Προσπελάστηκε 10/7/2012.
32
Η σχεδόν ταυτολογική φράση ο Τούρκος έμεινε Τούρκος αποδεικνύεται ταυτολογική αφού ο
«τουρκισμός» του Σελήμ δεν προκύπτει μόνος του αλλά μέσω του «φιλορωσισμού» του. Αν αυτή η
διαλεκτική υπονοεί ότι ο Ρώσος μέσα στον Σελήμ ήταν επίπλαστος εαυτός είναι ειρωνικό το γεγονός
ότι ο πραγματικός Τούρκος πεθαίνει την ώρα που πεθαίνει ο ο φανταστικός Ρώσος μέσα του. Ο
Τούρκος που έμεινε Τούρκος είναι ένας ιδεατός, μετά θάνατον, Τούρκος (Πολυχρονάκης, ό.π., υποσ.
460, σ., σ. 92).
33
Μικέ, ό.π., υποσ. 339, σ., σ. 114-119.
μεγάλωνε και συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας πολλαπλής
υποκειμενικής ταυτότητας, την οποία η διαπολιτισμική θεώρηση των εννοιών του
γένους, του έθνους και της θρησκείας ιδεολογικοποίησε για να αποκτήσει
παγκόσμιο συμβολισμό όσον αφορά τον ουσιαστικό διαπολιτισμικό διάλογο και
την πεποίθηση ότι η κατανόηση των ανθρώπων και των λαών μπορεί να επιτευχθεί
αποπλαισιωμένη από τα κράτη 34 . Άλλωστε συνολικά το έργο χαρακτηρίζεται για
την οξεία κοινωνική κριτική που διατυπώνεται και αποτελεί το πρώτο κείμενο της
ελληνικής λογοτεχνίας στο οποίο επικοινωνούνται με σαφήνεια αντιπολεμικές
θέσεις 35 .

4.2. Οι τουρκικές λέξεις του διηγήματος

Προκειμένου, παράλληλα με την καταγραφή και την ετυμολογική-


σημασιολογική ανάλυση των τουρκικών λέξεων στο διήγημα, να
«χαρτογραφήσουμε» το αφηγηματικό περιεχόμενο με σημείο αναφοράς την
τοποθέτηση και τη συμβολή τους στην «κατασκευή» του νοήματος, θα
ακολουθήσουμε τις θεματικές ενότητες στις οποίες μπορεί να χωριστεί το κείμενο 36 .
Συγκεκριμένα:

Εισαγωγή: 202 (Ἤθελα νά μή σέ εἶχα συναντήσει ἐπί τῆς ὁδοῦ μου… Θά γράψω
τήν ἱστορίαν σου)

Στο εισαγωγικό, προοργανωτικό σχεδόν, σημείωμα το οποίο δημιουργεί τις


προϋποθέσεις αναγνωστικής ανταπόκρισης εντοπίζεται η λέξη Τούρκος:
…Ἐπότισας καί σύ ἀρκετήν τήν ψυχήν μου πικρίαν, ἀγαθέ, παράδοξε
Τοῦρκε 37 …(202). Η λέξη περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της ετερότητας προς τον
Έλληνα, χριστιανό συγγραφέα. Τα επίθετα που τη συνοδεύουν αναιρούν τις
στερεοτυπικές αντιλήψεις, δηλώνοντας τη διάθεση του αφηγητή να ακολουθήσει
την αφηγηματική πρακτική της μηδενικής εστίασης 38 , προδιαθέτοντας τον
αναγνώστη μέσα από μία υβριδική πρόληψη αναφορικά με τον χρόνο της
αφήγησης η οποία λειτουργεί στο επίπεδο της ηθογραφίας του ήρωα.
Στο σημείο αυτό, εξετάζουμε το όνομα Μοσκώβ-Σελήμ 39 το οποίο αναφέρεται
στον τίτλο και από την αρχή της αφήγησης συμβάλλει στην κατασκευή της
ταυτότητας του πρωταγωνιστή. Το όνομα Σελήμ 40 έφεραν μερικοί από τους πιο

34
Φωτέας, Π. (1988) Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Βιζυηνό. Τετράδια «Ευθύνης», τ. 29, σ. 122.
35
Γκόρπας, ό.π., υποσ. 37, σ.
36
Εισαγωγή (202)
Ενότητα 1η: 202-214
Ενότητα 2η: 214-221
Ενότητα 3η: 221-224
Ενότητα 4η: 224-234
Ενότητα 5η: 234-239
Ενότητα 6η: 239-242
Ενότητα 7η: 242-246
Ενότητα 8η: 246-247
Ενότητα 9η: 247-249
Ενότητα 10η: 249-252
37
Τοῦρκος, ό.π., υποσ. 181, σ.
38
Genette, G. (1972). Discours du récit essaie de methods. Figures III. Paris: de Seuil, p. 208-210).
39
Στο διήγημα του Μοσκώβ Σελήμ, όπου τα πρόσωπα ορίζονται με βάση δυαδικές αντιθέσεις, τα
όρια των ταυτοτήτων δηλώνονται με την παύλα: Μοσκώβ-Σελήμ (Ρίκου, ό.π., υποσ. 461, σ., σ. 231).
40
Σελήμ, τουρκικά Selim. Σε όλα τα τουρκικά λεξικά σημαίνει: 1. άντρας χωρίς ελάττωμα, γερός-
υγιής, ευθύς-ορθός-σωστός-τίμιος. 2. ακίνδυνος, αβλαβής, διασωθείς, απαλλαγμένος, ελευθερωμένος
3. καθαρός, ειλικρινής-εγκάρδιος [Dilipak, Α., Meriç, Ν. (2000). Ansiklopedik İsim Sözlüğü
γνωστούς σουλτάνους των Οθωμανών. Πρόκειται για ένα όνομα που έχει την ίδια
ρίζα με τη λέξη Ισλάμ προέρχεται από τα αραβικά, και κατ’ επέκταση από τα
οθωμανικά τουρκικά, δηλώνει τον σωστό και δυνατό άντρα. Η επιλογή του
ονόματος σαφώς δεν είναι τυχαία. Για όποιον γνώριζε την τουρκική γλώσσα
προσέδιδε στο άτομο που το έφερε κύρος και τις σημασιολογικές ιδιότητες. Το
Μοσκώβ αποτελεί παρανόμι που υποδεικνύει-υπομνηματίζει από τον τίτλο του
διηγήματος την ιδιαιτερότητά του για ένα διάστημα της ζωής του 41 .

Ενότητα 1η: 202-214 (Εἶχε παρέλθει σχεδόν τό θέρος· καί ἦτο πρός ἑσπέραν….
ἐχαμήλωσεν αἰδημόνως τούς ὀφθαλμούς καί ἢρχισε νά διηγῆται μετά φωνῆς
ἀσθενοῦς καί παλλομένης, οὓτως ὡς ἐάν ἐξήρχετο ἀπό χαλασμένου μουσικοῦ
ὀργάνου:).

Στην πρώτη νοηματική ενότητα ανήκει το χρονικό της γνωριμίας του αφηγητή
με τον Μοσκώβ-Σελήμ και της δεύτερης συνάντησης. Κυριαρχεί ο χώρος ως
στοιχείο δόμησης του κειμενικού νοήματος: Η Καϊνάρτζα, η ευρύτερη περιοχή και
το σπίτι του Μοσκώβ-Σελήμ.
Εντοπίζονται αρκετές τουρκικές λέξεις.
…Ἐπί τῆς ὑψηλῆς ἀκροπόλεως διεκρίνομεν ἤδη τούς μελανούς ὄγκους
καταπεπτωκότων βυζαντινῶν πύργων, καί ὕπερθεν τῶν ερυθροσκεπῶν
οἰκοδομημάτων ὑψοῦντο εὐθυτενεῖς οἱ δύο τρεῖς τῆς πολίχνης μιναρέδες,
περίλευκοι ὑπό τοῦ λαμπροῦ φωτός ἡρέμα δύοντος ἡλίου (σ. 202). Η λέξη
μιναρέδες 42 είναι τουρκική. Στο κείμενο εντάσσεται στην περιγραφική
παράγραφο, όπου ο Βιζυηνός αναδεικνύει τον περιβάλλοντα χώρο στην
προοπτική της σύζευξης των μνημειακών διπόλων. Ο χώρος ορίζεται με τη χρήση
ουσιαστικών που αφορούν τους συνθετικούς του παράγοντες με μία ανθρωπογενή
θεώρηση: αὐχμηρών χωρίων, ἕδρα ὑποδιοικήσεως, ἀνατολική Θράκη, ὑψηλής
ἀκροπόλεως, πύργων, ἐρυθροσκεπῶν οἰκοδομημάτων, πολίχνης, μιναρέδες. Τα
επίθετα με ακρίβεια αναδεικνύουν το ιστορικό παρελθόν στο αφηγηματικό παρόν:
καταπεπτωκότων βυζαντινῶν (πύργων)
εὐθυτενεῖς, περίλευκοι (μιναρέδες)
Ο χρόνος της ιστορίας τοποθετείται στο τέλος του θέρους και πιο
συγκεκριμένα πρός ἑσπέραν. Παρόλα αυτά οι μιναρέδες είναι περίλευκοι ενώ
σκηνοθετικά ο ήλιος δύει ήρεμα ὑπό τοῦ λαμπροῦ φωτός. Η θρησκευτική
διαφορετικότητα αφηγητή-ήρωα εγκεντρίζεται στο επίθετο βυζαντινῶν πύργων
έμμεσα για τον χριστιανό και στο ουσιαστικό μιναρέδες άμεσα για τον
μουσουλμάνο.
Ο Βιζυηνός στο σημείο αυτό του έργου επιλέγει την περιγραφή του τόπου,
όπου πρόκειται να εμφανιστεί ο πρωταγωνιστής και η οποία, ως στοιχείο καθαρά
ηθογραφικό, δεν έχει σκοπό να αποδώσει το ειδυλλιακό του περιβάλλοντος αλλά
βρίσκεται σε ανταπόκριση ή αντίθεση με ανθρώπινες ψυχικές καταστάσεις 43 .
Λειτουργεί πολυσημικά για να προε- τοιμάσει εύστοχα τον αναγνώστη για την

(Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ονομάτων. Istanbul: Risale Yayınevi, s. 332)].


Αναρτημένο στο: http://www.sevde.de/Isim_Sozlugu/Isim_Sozlugu.htm. Προσπελάστηκε στις
10/7/2012.
Οι ίδιες σημασίες και στο: Χλωρός, ό.π., υποσ. 100, σ., Τ. Α΄, σ. 886.
41
Μπακιρτζής, ό.π., υποσ. 157, σ., σ. 385.
42
μιναρές, τουρκικά minare (από τα αραβικά menâre): σημαίνει και στις δύο γλώσσες ψηλός και
στενός κυλινδρικός πύργος μουσουλμανικού τεμένους από τον εξώστη του οποίου ο μουεζίνης
καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν (∆ημάση, Νιζάμ., ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 56). Η ίδια σημασία και
στο λεξικό του Doğan (ό.π., υποσ. 96, σ. s. 919) και του ∆ημητράκου (ό.π., υποσ. 96, σ.,Τ. Θ΄, σ. 4701).
43
Μουλλάς, ό.π., υποσ. 53, σ., ρ).
ιστορία του ήρωα: …ἐνόμισα ὅτι μετετέθην αἴφνης εἰς τινα μικράν ὄασιν τῶν
στεππῶν τῆς μεσημβρινῆς Ρωσσίας (σ. 204).
Πρωταγωνιστικό «πρόσωπο» κατά το μοντέλο δράσης του Greimas 44 η πηγή,
η Καϊνάρτζα 45 .
- Ὄχι, θά ποτίσωμεν εἰς τήν “Καϊνάρτζα”, λιγάκι πάρα πέρα. ∆έν εἶναι ὅλως
διόλου πάνω στόν δρόμον μας, μά ὕστερα ἀπό τόσον κόπον ἀξίζει νά γνωρίσῃς
τήν Καϊνάρτζαν. Εἶναι ἀθάνατο νερό……Ἀληθῶς ἡ “Καϊνάρτζα” εἶναι τερπνότερον
θέαμα πηγῆς, ὀφείλουσα τό τουρκικόν αὐτῆς ὄνομα εἰς τό ὅτι ἀναβλύζουσα
παρέχει τό θέαμα σφοδρῶς κοχλάζοντας λέβητος (σ. 203).
Σύνθετες λέξεις, επιθετικοί προσδιορισμοί, υπερθετικός βαθμός σε επίθετα,
λογοτεχνικά τεχνάσματα δεν επιδιώκουν να επιτύχουν το ρηματικό ανοίκειο αλλά
να υποστηρίξουν την επιβλητικότητα της πηγής, η οποία σχεδόν ανθρωπομορφικά,
πλαισιώνει τον χώρο διαβίωσης του Σελήμ, την πρώτη γνωριμία του με τον
αφηγητή και την επάνοδο του δευτέρου. Ο συνοδός του συγγραφέα αφηγητή
αναφέρει το όνομα Μοσκώβ Σελήμ ως απάντηση στην ερώτηση Ποῖος κατοικεῖ
ἐδῶ; και τη διευκρίνιση Εἶναι Τοῦρκος ἐντόπιος (σ. 204) στην υπόθεση ότι
πρόκειται για κάποιο Ρώσο. Η λέξη χρησιμοποιείται ως αντίθετη του Ρώσος για να
δηλώσει τον «άλλο», καταρχήν σε επίπεδο εθνικής ετερότητας. Ως στοιχεία του
συγκείμενου αναφέρονται οι Τούρκοι ομοεθνείς του Σελήμ αλλά «απέναντί του»,
οι οποίοι είτε επιχειρώντας την εξόντωσή του είτε περιγελώντας τον
διαμορφώνουν το πλαίσιο της κοινωνικής του ετερότητας. Η Τουρκία 46
αναφέρεται ως η χώρα την οποία εγκατέλειψαν οι κοζάκοι 47 και πούλησαν στους
ντόπιους τα στρατιωτικά τους υποδήματα …καί μέ ἠρώτησε πόθεν ἔρχομαι, καί τί
γνωρίζω περί νέας τινός καθόδου τῶν Ρώσων εἰς την Τουρκίαν… (σ. 205).
Ακολουθεί μία ομάδα λέξεων που αφορούν την εξωτερική εμφάνιση του
πρωταγωνιστή: -Νάτος! ἀνεφώνησε. Νά ὁ Μοσκώβ-Σελήμ, πού σέ λέγω. Σέ εἶδε μέ
τό “καλπάκι” 48 καί μέ τά ποδήματα - χωρίς ἄλλο σέ πῆρε διά Ροῦσσον (ό.π.: 205).
… Τοῦτο καθίστα τό παράστημα τοῦ Μοσκώβ - Σελήμ τόσῳ μᾶλλον κωμικόν,
καθ’ ὅσον τό ἱμάτιον, ὅπερ ἔφερεν ἀμέσως ἐπί τῆς ζώνης καί τοῦ ὑποκαμίσου, ἦτο
προφανῶς παλαιός στρατιωτικός ἐπενδύτης φέρων ἀκόμη δύο τρία ἐπιμελῶς

44
Παγανός, ό.π., υποσ. 457, σ., σ. 77· Φρυδάκη, Ευ. (2010). Η θεωρία της λογοτεχνίας στην πράξη της
διδασκαλίας. Αθήνα: Κριτική, σ. 141.
45
Καϊνάρτζα, τουρκικά Kaynarca (kaynarca): 1. πηγή που αναβλύζει, νερομάνα 2. πηγή που
αναβλύζει ζεστό νερό, (ιαματική πηγή) 3. μείγμα μπαχαρικών με λάδι για άρρωστους (Türkçe
Sözlük, ό.π., υποσ. 106, C. 2, σ., s. 1252).
Η τοποθεσία Καϊνάρτζα περιγράφεται με σχεδόν «μαγικές» ιδιότητες που καθιστούν
αποτελεσματικότερη τη διαχείριση συμβόλων και την επεξεργασία μεταφορών του διηγήματος
(Ρίκου, ό.π., υποσ. 461, σ., σ. 235). Η διαμονή του Σελήμ στο χώρο της επιθυμίας-επιλογής του
συναρτάται με την αναθεώρηση της ταυτότητάς του και με σημείο αναφοράς, σε επίπεδο
δηλούμενων και συνυποδηλούμενων, την Καϊνάρτζα διαμορφώνει ένα είδος ετεροτοπίας
(Πατερίδου, ό.π., υποσ. 471, σ.).
46
Τουρκία, ό.π., υποσ. 96, σ.,
47
Στο ιστορικό πλαίσιο του διηγήματος θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
48
καλπάκι, τουρκικά kalpak: κάλυμμα κεφαλής που στο μεγαλύτερο μέρος του είναι γούνινο όπως
σ’ αυτό των Βουλγάρων και των Κιρκασίων ή μάλλινο όπως το φορούν οι Πέρσες και οι
Μαυροβούνιοι (Χλωρός ό.π., υποσ. 100, σ., Τ. Β΄, σ. 1302)· κάλυμμα κεφαλής που φτιάχνεται από
δέρμα ή ψευτοδέρμα, ή χνουδωτό ύφασμα (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 694).
Παλιότερα στην ελληνική γλώσσα σήμαινε είδος στρατιωτικού καπέλου και μάλιστα με ιδιαίτερες
λεπτομέρειες αναφορικά με τους λαούς που το χρησιμοποιούσαν, με σαφή εθνογραφικά στοιχεία:
…σύνηθες παρά τοῖς Σλαύοις καί τοῖς Τατάροις, καθώς και τη στρατιωτική του χρήση:… εἶδος
στρατιωτικοῦ πηλικίου οἶον τό ἐν χρήσει παρά τῇ ἀστυνομίᾳ πόλεων (∆ημητράκος, ό.π., υποσ., σ.,
Τ. Ζ΄, σ. 3587-3588). Σήμερα στα τουρκικά είναι δερμάτινος, πάνινος ή γούνινος σκούφος σε σχήμα
κόλουρου κώνου και στα ελληνικά είδος καπέλου από γούνα ή τσόχα χωρίς γύρο (∆ημάση, Νιζάμ,
ό.π., υποσ., σ., σ. 650).
ἐστιλβωμένα ρωσσικά κομβία, καί σώζων τά ἴχνη τῶν ἀποτετριμμένων σειριτίων 49
τοῦ περιλαιμίου καί τῶν χερίδων Εἰς ἐπίμετρον ἔφερεν ὁ Μοσκώβ - Σελήμ ἐπί τῆς
κεφαλῆς ὑψηλόν φέσιον 50 Τούρκου στρατιωτικοῦ, ἄνευ θυσάνου ὅμως, καί
περιδεδεμένον περί τούς κροτάφους διά λεπτοῦ πρασίνου μανδηλίου (σ. 205-206).
Από το συγκείμενο προκύπτει ότι οι λέξεις καλπάκι, σειρίτια και φέσιον
χρησιμοποιούνται ως εργαλεία ανάδειξης της θρησκευτικής και εθνικής
διαφορετικότητας του Σελήμ με σημείο αναφοράς τον Έλληνα χριστιανό
συγγραφέα και επομένως με τη σημασία τους στην ελληνική γλώσσα αλλά και σε
σχέση με την αποδεκτή συμπεριφορά της ομάδας του «εμείς» στην οποία γενετικά
ανήκε.
Ο Βιζυηνός στο ρόλο του αφηγητή, σ’ αυτή την πρώτη νοηματική ενότητα,
αυτοσυντήνεται ορίζοντας το πλαίσιο της ετερότητάς του με σημείο αναφοράς την
ταυτότητα του Τούρκου συνομιλητή και ταυτόχρονα πλαισιώνει το παράδοξο της
ετερότητας με βάση τις προσδοκίες του δεύτερου:
- Ὄχι Μοσκώβ! ἀπήντησα ἐγώ τότε στεναχωρημένος. Ὄχι Μοσκώβ! Χριστιάν,
Ροῦμ 51 (σ. 206). Η αμηχανία στο αρχικό στάδιο της γνωριμίας οδήγησαν τον
αφηγητή στην επιλογή να δεχτεί τον προσφερόμενο καφέ 52 δίπλα στην πηγή: …μέ
προσεκάλεσε νά πάρω ἕνα καφέ….Καί τον μέν καφέ προετίμησα νά τόν ροφήσω
ἐκεῖ παρά τά ἀναβλύζοντα τῆς Καϊνάρτζας νάματα…(σ. 207).
Στη σελίδα 208 ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τουρκική λέξη για να περιγράψει
εξαρτήματα του εξοπλισμού του ζώου-μεταφορικού μέσου:
- Τώρα δὲ μποροῦμε νὰ κουβεντιάσουμε. Τὰ ἄλογα περιμένουν νὰ φύγεις.
Ἐποτίσατε τ’ ἄλογα, καί δέν κάνει νά στέκουν·. πρέπει νά καβαλικεύσετε καί νά
σφίξετε κομμάτι τά “ζυγκιά” 53 γιά νά χωνέψουν τά ζῶα τό νερό τους (σ. 208).
Ο αφηγητής σκεφτόταν τον παράδοξο Τοῦρκο που του προκάλεσε το
ενδιαφέρον μέχρι που τον συνάντησε με δική του πρωτοβουλία και αυτός σε μία
διάθεση εξομολογητική ανέλαβε τον ρόλο του αφηγητή και διαλέχτηκε απευθείας
πλέον μαζί του και με τον αναγνώστη. Ο εθνοτικός προσδιορισμός Τοῦρκος
εναλλάσσεται με το όνομα Μοσκώβ- Σελήμ, κάποιες φορές ακολουθώντας τα
συναισθήματα του συγγραφέα.
Όπως ήδη σημειώθηκε, η Καϊνάρτζα εμφανίζεται ως ένα από τα δρώντα
πρόσωπα. Στο κείμενο συνυπάρχει με τη λέξη Τοῦρκος, προσδιορίζοντας την
ταυτότητα τού χωρο- χρόνου στο συγκεκριμένο αφηγηματικό σημείο.
Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Τούρκου παρά τήν Καϊνάρτζαν μέ τήν ἀλλόκοτον αὐτοῦ

49
σειρίτι-ον (σιρίτι-ον ή σειράδι-ον), τουρκικά şerit (από τα αραβικά şerait, şerit): πλακέ γαϊτάνι
ασημένιο, μάλλινο, μεταξωτό, σιρίτι που μπαίνει στις άκρες των ρούχων, σε παντελόνια, μανίκια
(Sami, ό.π., υποσ. 166, σ., s. 776)· 1. αρχιτεκτονικά στολίδια σε σχήμα σειριτιού 2. κομμάτι σε σχήμα
στενόμακρο, λουρίδα 3. μακρύς και ίσιος δρόμος 4. ταινία (στα έντερα) 5. αυτό που έχει σχήμα
σειριτιού (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ. 108, σ., s. 992).
Η λέξη στο κοινό ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο σημαίνει στα τουρκικά 1. στενόμακρο κομμάτι, πλεκτό
ή υφασμάτινο που εφαρμόζεται επάνω σε υφάσματα 2. στενόμακρη παραθαλάσσια περιοχή 3.
ταινία εντέρων και στα
ελληνικά διακοσμητικό κορδόνι, μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο, πλεκτό, που ράβεται πάνω σε
ενδύματα, καπέλα, στολές, κλπ. (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 85). Στο κείμενο
χρησιμοποιείται με την ελληνική σημασία, η οποία διατηρείται αναλλοίωτη από τα παλιότερα
λεξικά (∆ημητράκου, ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. ΙΓ΄, σ. 6485).
50
φέσιον, τουρκικά fes, ό.π., υποσ. 172, σ.
51
Ροῦμ, τουρκικά Rum (από τα αραβικά): κάτοικος ελληνικής υπηκο- ότητας σε μουσουλμανική
χώρα (Türkçe Sözlük, C. 2, ό.π. υποσ., σ., s. 1869).· Ρωμιός, Έλληνας της Κων/πολης, Έλληνας της
Μικράς Ασίας [Tuncay, F., Καρατζάς, Λ. (2000). Τουρκοελληνικό Λεξικό. Αθήνα: Κέ- ντρο
Ανατολικών Σπουδών, s. 613].
52
καφές, τουρκικά kahve: ό.π., υποσ. 189, σ.
53
ζυγκιά, τουρκικά üzengi: 1. μεταλλικός κρίκος όπου μπαίνει το πόδι 2. σίδερο λυγισμένο σε σχήμα
U (Doğan, ό.π. υποσ., σ., s. 1357)· αναβολέας (Türkçe Sözlük, C. 2, ό.π. υποσ., σ., s. 2322).
ἐνδυμασίαν, μέ τόν ρωσσικόν οἰκισμόν του, τόσῳ ἀσήμαντος, τόσο γελοία, ἐάν
θέλετε, εἰς πᾶσαν ἄλλην περίστασιν, κατώρθωσεν ἐκείνην τήν νύκτα, νά
κατακυριεύσῃ τήν φαντασίαν μου (ό.π.: 208).
… Ἀγανακτῶν δέ κυρίως κατ’ ἐμού αὐτού μᾶλλον ἤ κατά τοῦ Τούρκου
ἠγέρθην τῆς κλίνης ὄρθρου βαθέως, καί διασκευάσας τά τῆς ἐνδυμασίας μου
ἀψοφητεί καί ὅπως, ἔλαβον τήν πρός Καϊνάρτζαν ἄγουσαν (σ. 209). Όταν έφτασα
παρά την πηγήν, διέκρινα τον Μοσκώβ-Σελήμ σαρώνοντα το προαύλιον της
ιδιορρύθμου του κατοικίας (ό.π.).
Η φιλοξενία του Τούρκου ακολούθησε επιλογές της υβριδικής πολιτισμικής
του ταυτότητα. Το τσάι ως ρόφημα συνδέθηκε με την αγάπη του για τη Ρωσία:
- Ἔμαθα ὅτι ψήνεις καλό τσάι «κατά ρωσσικόν τρόπον», τῷ εἶπον, καί ἦλθα
νά τό δοκιμάσω. Εἶμαι πολύ φίλος τοῦ τσαϊοῦ, ὅταν ψήνεται «κατά ρωσσικόν
τρόπον» (ό.π.).
Το τσάι χρησιμοποιείται με βάση περικείμενο και συγκείμενο με το κοινό
σημασιολογικό πεδίο νέας ελληνικής και τουρκικής ως: τα ξεραμένα φύλλα του
ομώνυμου δεντρυλλίου από τα οποία παρασκευάζεται το ρόφημα και
προσφέρεται σε συγκέντρωση κάποιων ατόμων 54 . Εκείνο που εδώ αξίζει να
επισημανθεί είναι η χρήση του τουρκικού δανείου για την ανάδειξη της
επιδιωκόμενης ετερότητας του Σελήμ αφού το τσάι με το συνοδευτικό, μη
λειτουργικό αλλά κειμενικό μορφοείδωλο, σαμοβάρι λειτουργεί ως πολιτισμικό
σημείο αναφοράς για τον ρωσικό πολιτισμό 55 .

54
τσάι, τουρκικά çay (από τα κινεζικά): φύλλο που βράζεται για να παραχθεί ρόφημα (Sami, ό.π.
υποσ. 100, σ., s. 505). Παλιότερα στα ελληνικά σήμαινε: 1. το φυτό τεΐα 2. ελληνικό είδος φυτού
προσομοίου πρός τον ἐλελίφασκον, του οποίου το αφέψημα πίνεται ως θερμαντικό ποτό 3. ποτό από
τα αποξηραμένα φύλλα του φυτού 3. προσφορά τσαγιού και γλυκισμάτων σε προσκεκλημένους
(∆ημητράκος, ό.π. υποσ. 96, σ., Τ. Ι∆΄, σ. 7322). Η σημαντική σημασιολογική διεύρυνση παρατηρείται
και σήμερα, που η λέξη ανήκει στο κοινό ελληνοτουρκικό λεξικό και σημαίνει στα τουρκικά:
1.δεντρύλλιο που παράγει το τσάι 2. ξεραμένα φύλλα αυτού του δεντρυλλίου 3. ποτό που φτιάχνεται
με την χρήση των ξεραμένων φύλλων 4. συγκέντρωση κάποιων ατόμων, όπου εκεί τους σερβίρουν
τσάι, πάστες κ.λ.π. 5. συγκέντρωση μετά μουσικής και στα ελληνικά 1α. τα αποξηραμένα φύλλα του
ομώνυμου αρωματικού φυτού που καλλιεργείται στην Ανατολική και Νότια Ασία β. αρωματικό
ρόφημα από βρασμένα φύλλα τσαγιού 2. απογευματινή, συνήθως, συγκέντρωση που προσφέρεται
τσάι με βουτήματα και γλυκά (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π. υποσ. 5, σ., σ. 99).
Το τσάι φαίνεται να κατέχει σημαντική θέση στην καθημερινότητα των Τούρκων. Το γνώρισαν τον
19ο αιώνα, όπως προκύπτει από τα αρχεία των τελωνείων, στα οποία για την περίοδο πριν το 1879
υπάρχουν ελάχιστες αναφορές. Το τσάι το συναντάμε στα έργα συγγραφέων που το έχουν γνωρίσει
στο εξωτερικό, όπως για παράδειγμα του Hacı Mehmet İzzet Efendi, Νομάρχη Βασόρας, που γράφει
στο έργο του με τίτλο «Çay Risalesi» - «Πραγματεία του Τσαγιού», 1879, ότι έχει εθισθεί στο τσάι,
ότι ωφελεί την υγεία και συστήνει την πόση - κατανάλωσή του [βλ. Güneş S., (2012), Türk Çay
Kültürü ve Ürünleri. Millî Folklor, sayı 93, s. 235].
55
Η πρώτη αναφορά στο «σαμοβάρ» ως σκεύος εντοπίζεται το 1745. Η συνήθεια της κατανάλωσης
καφέ και τσαγιού στη καθημερινή ζωή των Ρώσων εμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα και
συνοδεύτηκε από την κατασκευή και τη χρήση νέων σκευών, απαραίτητων για την παρασκευή,
όπως ήταν τσαγιέρες, καφετιέρες και σαμοβάρια. Ειδικότερα, το σαμοβάρι ήταν (είναι) ένα
μεταλλικό σκεύος για βράσιμο νερού, το οποίο φέρει βρυσάκι (κάνουλα) και θάλαμο καύσης σε
μορφή ψηλού σωλήνα τον οποίο γέμιζαν με κάρβουνο. (βλ. Λεξικό Ожегов С.И. (1984). Словарь
русского языка. Москва: Русский язык, с. 618.)
Οι Ρώσοι έπιναν τσάι το πρωί, το μεσημέρι και οπωσδήποτε στις 16.00΄ το απόγευμα. Επρόκειτο για
συνήθεια που εντάχτηκε στην κοινωνική κουλτούρα, στο επίπεδο της οικογενειακής
καθημερινότητας αλλά την ίδια ώρα και τα μαγαζιά όπου σερβίρανε τσάι και τα πανδοχεία ήταν
γεμάτα και η ζωή προσωρινά σταματούσε. Ο Γκιλιαρόβσκι έγραφε ότι τα πανδοχεία
«αντικαθιστούσαν και την αγορά για τους εμπορευόμενους που έκαναν πάνω σ’ ένα φλιτζάνι
τσαγιού χιλιάδες δοσοληψίες, και τα εστιατόρια για τους μοναχικούς, και τις ώρες ανάπαυλας με
φιλική κουβέντα για κάθε είδους άνθρωπο, και τον χώρο επαγγελματικών συναντήσεων και έναν
περίπατο για όλους, από τους εκατομμυριούχους μέχρι τους αλήτες» [Львов В.Н. (1993). Шамсинор.//
БРЛ: В 6т. Τ. 3–Уфа, с. 436-447).
- Μή ρωτᾶς! εἶπε. ∆έν εἶχά ποτέ, πού νά τελείωσῃ. Τό Σαμοβάρ πού βλέπεις, τό
παράγγειλα ἐγώ καί τό ἔκαμαν ἐδώ ὅπως ἠμποροῦσαν. Τό τσάι πού βράζω μέσα,
δέν εἶναι διά σένα. Το βράζω μόνον ἔτσι διά παρηγοριά, ὅταν συλλογιοῦμαι (ό.π.).
Ο Σελήμ, πριν αποκαλύψει το ψευδεπίγραφο του καταρχήν ορατού
πολιτισμικού κοινού πλαισίου, εγγενούς και επίκτητης ταυτότητας:
- Βάι 56 , ἀνεφώνησε. Τί σ’ ἔκαμαν οἱ Ροῦσσοι καί δέν τούς ἀρέσεις; ΄Ἂμποτε νά
εἴχαμε κομμάτι ρούσσικο τσάι, νά πιῇς καί σύ, νά πιῶ κ’ ἐγώ! Ὁρίστε κάθισε (ό.π.).
Το επιφώνημα ακολουθεί το σημαινόμενο κατά την τουρκική λεξικογραφική
απόδοση: ξάφνιασμα.
Το τσάι εγκαταλείφτηκε και ο Τούρκος πρόσφερε καφέ, πολιτισμικό προϊόν
συνδεδεμένο με την οθωμανική και τουρκική κουλτούρα 57 . Η επάνοδος του
αφηγητή οδηγεί στην ουσιαστική προσέγγιση και την αναγωγή του ήρωα σε
αφηγητή των εγκιβωτισμένων αφηγήσεων που θα ακολουθήσουν με τον καφέ να
δημιουργεί την αίσθηση μιας οικείας καθημερινότητας.
- Ὁρίστε, στόν Θεό σου, κάθισε, ἐπανέλαβεν ὁ Σελήμ. Θά σέ ψήσω ἕναν καλόν
καφέ, σοῦ ἔχω καί δροσερούς καρπούς μαζευμένους, καί γάλα. Θαρρεῖς μέ τό εἶπεν
ὁ ὁδηγός μου πώς θά ἔλθῃς νά κουβεντιάσουμε. Κάθισε ἐδῶ σ’ αὐτό τό σκαμνί.
Βλέπεις αὐτό τό λειβάδι ἐκεῖ κάτω, σκεπασμένο μέ τήν καταχνιά; Νά, ἔτσι εἶναι
μερικοί τόποι στή Ρουσσία! (σ. 210).
Η Ρωσία αποτελεί, ως υδατογραφία, το πλαίσιο στο οποίο ορίζονται στο
σημείο αυτό οι αφηγηματικές σχέσεις και η διάθεση του Σελήμ να καταθέσει την
εμπειρία της ζωής του, ταλαντευόμενος σε επίπεδο καθημερινών βιωμάτων μεταξύ
των δύο πολιτισμών. Το υλικό κατασκευής του σκεύους για την παρασκευή του
τσαγιού (διαδικασία που δεν συμβαίνει εντέλει) αναφέρεται με τουρκική λέξη:
Ἀληθῶς δέ τό διά τεμαχίων παλαιοῦ τενεκέ 58 ἀκόμψως καί ἀμαθώς
συγκεκολλημένον ἐκεῖνο ἀγγεῖον, ὡμοίαζε τό ρωσσικόν Σαμοβάρ, ὅσον ὁ Σελήμ

56
βάι, τουρκικά vay: επιφώνημα που δήλωνε: 1. λύπη 2. ξάφνιασμα (Sami, ό.π. υποσ. 100, σ., s. 1485·
ξάφνιασμα, πόνο, στεναχώρια (Doğan, ό.π. υποσ. 96, σ., s. 1365). Στην ελληνική γλώσσα παλιά ήταν
επίσης επιφώνημα: πωπώ! αλοίμονο! Η διπλή εκφορά δήλωνε επιφώνημα θαυμασμού (∆ημητράκος,
ό.π. υποσ. 96, σ., Τ. Γ΄, σ. 1313). Σήμερα στα τουρκικά σημαίνει 1. ξάφνιασμα 2. πόνο, δυστυχία., ενώ
στα ελληνικά συνήθως χρησιμοποιείται με επανάληψη: βάι-βάι και δηλώνει ικανοποίηση, θαυμασμό,
κλπ. (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π, υποσ. 5, σ. 24). Στο κείμενο χρησιμοποιείται με τη σημασία του πόνου, του
δυσάρεστου ξαφνιάσματος
57
Το 1517 ο Βαλής της Υεμένης Özdemir Paşa, έφερε τον καφέ στην Πόλη, όπου οι Τούρκοι τον
παρασκεύασαν με νέα μέθοδο και καθιερώθηκε ως «τούρκικος καφές». Σύντομα έγινε συνήθεια στη
σουλτανική κουζίνα για να γενικευτεί στη συνέχεια αποτελώντας σημαντική συνιστώσα της
καθημερινότητας. Τον 16ο αιώνα ο καφές, λόγω «του λαϊκού ερείσματος», προκάλεσε την προσοχή
της θρησκευτικής και πολιτικής άρχουσας τάξης και επιχειρήθηκε η απαγόρευσή του. Παρόλα αυτά
διατήρησε τη θέση του στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
μέχρι σήμερα και παλιότερα ως κέρασμα ήταν ένδειξη κοινωνικής θέσης κύρους [Ulusoy, K. (2011).
Türk Toplum HayatındaYaşatılan Kahve ve Kahvehane Kültürü (Bir Sözlü Kültür ve Sosyal Çevre
Eğitimi Çalışması). Millî Folklor, sayı 89, s. 161]; Açıkgöz, N. (1999). Kahvename. Ankara: Akçağ, s.
170).
58
τενεκές, τουρκικά teneke: 1. ψιλή λαμαρίνα χωρίς καλάι (γάνωμα) 2. σκεύος κατασευασμένο από
αυτή τη λαμαρίνα 3. κάτι φτιαγμένο από αυτή τη λαμαρίνα 4. η χωρητικότητα αυτού του σκεύους
(Doğan, ό.π. υποσ. 96, σ., s. 1291). Στο λεξικό του ∆ημητράκου αναφέρονται τα εξής: 1. ο λευκο-
σίδηρος 2. ευτελές δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο 3. μτφ. (για πρόσωπο, υβριστικά) ο
άνθρωπος χωρίς αξία, ο μηδαμινός, ο τιποτένιος (∆ημητράκος, ό.π. υποσ. 96, σ., Τ. Ι∆΄, σ. 7153).
Σήμερα για την τουρκική γλωσσα παρατηρείται σχετική σημασιολογική σταθερότητα: 1. γανωμένο
λεπτό φύλλο από μαλακό ατσάλι 2. δοχείο, περίπου 20 λίτρων, φτιαγμένο από αυτό το υλικό 3.
χωρητικότητα αυτού του δοχείου 4. έχει φτιαχτεί από τενεκέ, ενώ στην ελληνική παρουσιάζεται
διεύρυνση: 1α. λευκοσίδηρος // (μειωτικά) για φτηνό μέταλλο κακής ποιότητας β. δοχείο
κατασκευασμένο από τενεκέ με ορισμένη, συνήθως, χωρητικότητα γ. μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο
για σκουπίδια, σκουπιδοτενεκές 2. μτφ. άνθρωπος που δεν αξίζει τίποτε, που δεν έχει τις γνώσεις για
να κάνει καλά τη δουλειά του (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π. υποσ. 5, σ., σ. 93-94).
τούς Ρώσσους στρατιώτας. Καί ὅταν ὁ Σελήμ αὐτός - εἶπον κατ’ ἐμαυτόν -
μοσκοβίζῃ ὅσον καί τό τέιόν του, οὐδείς κίνδυνος μή ἐκρωσσισθῇ ἐπί τέλους ἡ
Τουρκία (ό.π.).
Το τσάι γίνεται τέιον και ο αφηγητής διαρθρώνει την αξιολογική του κρίση
μέχρι τη συγκεκριμένη στιγμή σε μία αναλογία: τεμάχια παλαιού τενεκέ-άκομψο,
αμαθώς συγκεκολλημένο αγγείο-Σελήμ // ρωσικό σαμοβάρι-Μοσκώβ Σελήμ.
Ο καφές προσφέρθηκε και ο αφηγητής ευχήθηκε στον Τούρκο να μη βιώσει
στο μέλλον τη δυστυχία της αιχμαλωσίας στους Ρώσους. Φαίνεται να μην έχει λάβει
υπόψη τις μέχρι αυτή τη στιγμή ρηματικές δηλώσεις του πρωταγωνιστή, ο οποίος
εξανίσταται:
- Ἄπαγε τῆς βλασφημίας σου! ἀνέκραξεν ο Τοῦρκος ἔκπληκτος, καί μικροῦ
δεῖν ἄφηκε νά τοῦ πέσουν οἱ “τζισβέδες” 59 ἀπό τῶν χειρῶν του. Ἐάν ἐπιθυμεῖς τό
καλόν μου, εὐχήσου με αἰχμάλωτον εἰς τήν Ρουσσία! (σ. 211).
Ο Βιζυηνός επανέρχεται με τη χρήση τουρκικής λέξης τζισβέδες σχετικά με το
«τελετουργικό» της παρασκευής του καφέ.
Ο καφές, το κλίμα της διαμορφούμενης οικειότητας, η διαπιστούμενη θλίψη
στα μάτια του Μοσκώβ Σελήμ, το «πένθος τῆς καρδίας», οδηγούν στην
προετοιμασία της επόμενης νοηματικής ενότητας. Ο αφηγητής χρησιμοποιεί στο
λόγο του τουρκική λέξη με τη σημασία της στην ελληνική γλώσσα, ευχόμενος
προκοπή στον φιλοξενούντα:
- Ἄς εἶναι “χαΐρι” 60 , τοῦ εἶπον κατά τό ἰδίωμα τῶν Τούρκων (ό.π.). Το κοινό
σημασιολογικό πεδίο της λέξης για την γλωσσική κουλτούρα των διαλεγόμενων
προσώπων λειτουργεί προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ευνοϊκού ιδεολογικού
περιβάλλοντος για την επερχόμενη εξομολογητική αφήγηση. Ο Τούρκος απάντησε,
επαναλαμβάνοντας τη λέξη και δημιούργησε έμφαση με τη χρήση ευκτικού
πλαισίου, το οποίο στηρίζεται και από την άλλη τουρκική λέξη:
- “Ἰνσαλλάχ” 61 εἶναι χαΐρι, ἀπήντησεν ἐκεῖνος...(ό.π.).
Η Καϊνάρτζα επανέρχεται στο αφηγηματικό προσκήνιο και συμβάλει
ουσιαστικά στη δημιουργία του σκηνικού της οικειότητας (σ. 212).
Εἰς τό χωριό ἐρώτησα καί ἔμαθα ποιός εἶσαι. Θεός νά δώσῃ χαΐρι! εἶπα. Γι’
αὐτό μέ ἔσυρεν ὁ ἀέρας του κατόπιν του. Ἄν εἶναι λοιπόν ἔτσι, εἶπα μέσα μου,
αὐτός θά ξαναέλθῃ στήν Καϊνάρτζα. ∆έν γίνεται ἀλλοιώτικα.
Ακολουθεί σε τέσσερις προτάσεις η λέξη ντέρτι/α 62 . Η λέξη χρησιμοποιείται σε

59
τζισβέδες, τουρκικά cezve: ειδικό μικρό σκεύος με μακρύ χερούλι για το ψήσιμο του καφέ (Sami,
ό.π. υποσ. 100, σ., s. 472).
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει στα λεξικά της ελληνικής γλώσσας. Εντοπίζεται όμως στο
Θραψανιώτικο γλωσσάρι, ντοπιολαλιά της κρητικής διαλέκτου: τζισβές: μπρίκι. ∆ιαθέσιμο στο:
www.e-thrapsano.gr/cretan.../τζισβές-259/. Προσπελάστηκε στις 5/8/2012.
και στο Greek Cypriot - Hellenic Greek Glossary, Ελληνοκυπριακό Λεξικό.
∆ιαθέσιμο στο: www.translatum.gr/dictionary/cypriot.htm.
Προσπελάστηκε στις 5/8/2012.
60
Ἄς εἶναι “χαΐρι”. Είναι απόδοση των τουρκικών ευκτικών εκφράσεων: Hayır olsun: inşallah
hayırdır: να είναι για καλό, μακάρι (βλ. Aksoy, C. 2, ό.π. υποσ., σ., s. 850). Οι σημασίες της λέξης
χαΐρι, τουρκικά hayır (από τα αραβικά): αγαθό, καλό, αγαθοεργία (Χλωρός, ό.π., υποσ., σ., Τ. Α΄, σ.
761). Στο λεξικό του Doğan καταγράφονται περισσότερες σημασίες: 1. καλοσύνη, καλή πράξη, καλό
πράγμα 2. καλοσύνη χωρίς προσδοκίες ανταπόδοσης, βοήθεια 3. χαϊρλής, ιερό, όσιο (ό.π., υποσ. 96,
σ., s. 545). Παλιότερα στα ελληνικά σήμαινε 1. προκοπή 2. αποκατάσταση κάποιου 3. η
νοικοκυροσύνη, το νοικοκύρεμα (∆ημητράκος, ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. ΙΕ΄, σ. 7760).
Στο κοινό ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο αναφέρονται για τα τουρκικά οι σημασίες 1. ευεργεσία 2.
ωφέλιμος, χρήσιμος 3. όχι (όταν τονίζεται στο «a») και για τα ελληνικά: οικείο, προκοπή,
νοικοκύρεμα, αποκατάσταση (∆ημάση, Νιζάμ. ό.π., υποσ., σ., σ. 111).
61
ἰνσαλλάχ, τουρκικά inşallah (από τα αραβικά): μακάρι, αμήν και πότε, είθε, άμποτε (Tuncay,
Καρατζάς, ό.π., υποσ. 121, σ., s. 343).
62
ντέρτι/α, τουρκικά dert (από τα περσικά): πόνος, άλγος, πάθος, λύπη, θλίψη. (Χλωρός, ό.π. υποσ.
επίπεδο συνώνυμων (πλησιώνυμων) αποδόσεων κατά την τουρκική σημασία: η
στενοχώρια, το πρόβλημα, η ανησυχία στην οποία μόνο ως συνυποδηλούμενη στο
πλαίσιο της εξέλιξης της αφήγησης του Σελήμ μπορεί να θεωρηθεί και η ελληνική
επέκταση του νοήματος: η στενοχώρια και ο καημός, συνήθως ερωτικού
χαρακτήρα.
…Γιά πές μου, στόν Θεό σου! ∆έν εἶν’ ἀλήθεια πώς καί οἱ πέτρες, πού εἶναι
στόν κόσμο, ἄν εὕρισκαν κανένα νά ποῦν τά «ντέρτια» τους, θά ἦσαν
ἐλαφρότερες; (σ. 212).
…Αὐτό, εἶπεν Σελήμ, τό φαντάζομαι, γιατί νοιώθω τήν καρδιά μου νά γίνεται
ὁλοένα καί βαρύτερη ἀπό τά ντέρτια μου, τόσο πού καμμιά φορά μοῦ φαίνεται
πώς ἔγινε πιά πέτρα. Ἄλλον ἀπό αὐτό τό κρύο το νερό, πού ξερβουβουλᾷ ἀπό τόν
ἄψυχο τόν βράχο, δεν ἔχω ποιόν νά ἐμπιστευθῶ τόν πόνον μου (ό.π.).
…-∆έν ἔχω κανένα κρυφό νά σέ διηγηθῶ, μέ εἶπε τότε, ἤ κανένα «ντέρτι» πού
δέν ἠμποροῦσαν ν’ ἀκούσουν κι ἄλλοι. Μά γιά τούς ἄλλους ὁ Μοσκώβ - Σελήμ
εἶναι ἄνθρωπος σχεδόν τρελλός. Τί θέλεις νά τούς πῶ; Πῶς θέλεις νά μέ
καταλάβουν; (σ. 21)
Η λέξη χρησιμοποιείται καταρχήν από τον Τούρκο και στη συνέχεια από τον
αφηγητή. Η διαφορετικότητά του, όπως την κατέγραψε η κοινότητα των ομοεθνών
του Σελήμ, φαίνεται πως καθιστά σημαντική την παρουσία του Βιζυηνού ακροατή.
Η χρήση της λέξης από τον αφηγητή συνοδεύεται και με τη διαφορετική
επίκληση-χρήση του ονόματος:
…- Ἄν μπορῶ ν’ ἀκούσω ἐγώ τά ντέρτια σου, Σελήμ-Ἀγά 63 , τῷ εἶπον,
ὑπόσχομαι νά μείνω ἐδωνά ἀκίνητος, ἀμίλητος. Τι κρυφό πόνο ἔχεις στήν καρδιά
σου; (σ. 213).
Φαίνεται πως το όνομα Σελήμ-Ἀγά χρησιμοποιείται με συμπάθεια αλλά
αποδίδοντας χαρακτήρα τίτλου τιμής σε ιδιότητες που άμεσα συνδέονται στο
κείμενο με τις αποκλίνουσες ιδεολογικές επιλογές του πρωταγωνιστή και
απορρέουν από την δεκτικότητα του αφηγητή. Ο Σελήμ ήταν το πρόσωπο που
συμπαθούσε. Ο Τούρκος επανήλθε μαζί με τις αναδυόμενες αμφιβολίες και
επιφυλάξεις που απέρρεαν από την «ιστορικά» διαμορφωμένη αντίληψη της
θρησκευτικής και εθνικής ετερότητας:
Ἐνταῦθα πρέπει νά ὁμολογήσω ὅτι ἠδίκησα τόν Σελήμ ἔστω καί κατά
διάνοιαν…
Ἐσκέφθην ὅμως πάλιν ἐν ἀκαρεί, ὅτι ὁ λαλῶν πρός ἐμέ ἦτο Τοῦρκος· ἀνῆκε
δηλαδή εἰς τό Ἔθνος ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου ἰδιαίτατον χαρακτηριστικόν εἶναι ἡ
βαθεῖα περιφρόνησις παντός ὅ,τι δέν συμφωνεῖ πρός τήν θρησκείαν καί τάς
παραδόσεις αὐτοῦ, ἡ μετά τυφλοῦ φανατισμοῦ προσήλωσις εἰς ἐκείνας πρό

100, σ., Τ. A΄, σ. 775). Τις ίδιες περίπου σημασίες αναφέρει και το πολύ παλιό λεξικό της τουρκικής
γλώσσας του Sami: 1. σταναχώρια, πόνος, 2. κόπος, καταπίεση, ζόρι 3. ψυχικό άλγος (ό.π. υποσ. 166,
σ., s. 605). Σε άλλο λεξικό της τουρκικής παρουσιάζεται σημαντική σημασιολογική διεύρυνση:
αγωνία, ανησυχία, σταναχώρια, πόνος, γκαϊλές 2. αρρώστια 3. χρόνιο νόσημα 4. (στην ιατρική)
όγκος (ο,τιδήποτε πρησμένο) 5. εσωτερικός πόνος 6. βαρεμάρα, πλήξη, ανία (Doğan, ό.π. υποσ. 96, σ.,
s. 307).
Παλιότερα στην ελληνική γλώσσα υπήρχαν οι σημασίες: ψυχικό άλγο, πόνος, λύπη, καημός, μεράκι
(∆ημητράκος, ό.π. υποσ. 96, σ., Τ. Ι΄, σ, 4936).
Σήμερα στα τουρκικά έχουν επιβιώσει σημασίες και από τα τρία λεξικά της τουρκικής που
προαναφέρθηκαν: 1. η στεναχώρια 2. η ασθένεια και ο πόνος 3. μτφ. το πρόβλημα, η ανησυχία 4.
(λαϊκό) (στην ιατρική) ο όγκος, ενώ στην ελληνική γλώσσα παρατηρείται σχετική σημασιολογική
σταθερότητα: (λαϊκά) στενοχώρια, καημός, συνήθως ερωτικός (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ.
70). Στο κείμενο η λέξη έχει τις σημασίες στην παλιά τουρκική γλώσσα όπως αναφέρονται στους
Χλωρό και Sami, αλλά και στη σύγχρονη ελληνική, κυρίως στο επίπεδο των αναδρομικών
αφηγήσεων- καημός, συνήθως ερωτικός.
63
ἀγάς, ό.π. υποσ. 369, σ.,
πάντων τάς προλήψεις, ὧν ἀντικείμενον εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ἐθνικῆς φιλαυτίας
καί φιλοτιμίας... Καί θά ἦτο λοιπόν ὑπό πλείστας ἐπόψεις ἐνδιαφέρον νά γνωρίσῃ
τις ὁποῖοι λόγοι ἔκαμαν τόν Σελήμ νά ἀρνηθῇ, ν’ ἀποβάλῃ τόν ἐθνικόν αὐτοῦ
χαρακτῆρα (σ. 213).

Ενότητα 2η: 214-221 (-Ἐγεννήθημεν ἀπό Μπέηδιες και εἶχα πλουσίαν


οἰκογένειαν…Πολλά τά ἔτη τοῦ Σουλτάνου!).

Ακολουθεί η εγκιβωτισμένη αφήγηση του Σελήμ, η οποία ξεκινά από την


ημέρα της γέννησής του καιψ στην ενότητα αυτή φτάνει μέχρι την ολοκλήρωση
του πρώτη κύκλου της στρατιωτικής του θητείας και την άδεια επιστροφής στο
σπίτι του.
Είναι χαρακτηριστικός ο πολύ μεγαλύτερος αριθμός τουρκικών λέξεων μέχρι
του σημείου της αφήγησης της στρατιωτικής του θητείας. Εντάσσεται στην
περιγραφή της καθημερινότητας στο χαρέμι και στην εθιμικά καθιερωμένη
ενδυματολογία για το μπαϊράμι.
- Ἐγεννήθην ἀπό Μπέηδες 64 καί εἶχα πλουσίαν οἰκογενείαν (σ. 214).
Ο Σελήμ γεννήθηκε σε πλούσια οικογένεια, η οποία είχε μεγάλη υπόληψη και
σημαντικούς συγγενείς όπως ο Σερασκέρης, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η λέξη
Μπέηδες έχει τη σημασία 4 της λέξης στο λεξικό του Doğan στην υποσημείωση
265. Στο κείμενο δεν επιδέχεται μία συγχρονική προσέγγιση του σημαινόμενου.
…Ἐπειδή δέ ἤμην ὁ τελευταῖος, καί ἀδελφήν δέν εἴχομεν, ἡ μητέρα μας ἡ
συγχωρεμένη, ὄχι μόνον δέν ἤθελε νά μέ ἐβγάλῃ ἀπό τό ‘‘χαρέμι’’, ἀλλά καί μ’
ἐστόλιζεν ὡς νά ἤμουν κόρη (ό.π.).
Η συγκρότηση των λειτουργικών ρόλων με σημείο αναφοράς τον χώρο ήταν η
τυπική του οθωμανικού μουσουλμανικού σπιτιού 65 . Το χαρέμι 66 χρησιμοποιείται
με την πρώτη σημασία (τμήμα του σπιτιού που ήταν προορισμένο για τις γυναίκες)
ως δηλωτικό του χώρου στον οποίο έζησε τα πρώτα παιδικά και εφηβικά του
χρόνια. Οροθετεί ταυτόχρονα τη διαφορετική κουλτούρα σε επίπεδο ενδο-
οικογενειακών σχέσεων και την ιδιαίτερη διαχείριση του φύλου του από την
μητέρα, η οποία και όρισε τη διαταραγμένη επαφή του με τον πατέρα-σύμβολο 67 .
Ο Σελήμ έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο χαρέμι όπως συνέβαινε με όλα
τα αγόρια μέχρι την ενηλικίωσή τους 68 . Στην περίπτωσή του όμως υπάρχει
κοινωνικά αποκλίνουσα συμπεριφορά της μητέρας.
…Ἔγινα δώδεκα χρόνων παιδί καί ἀκόμη εἶχα μακρυά μαλλιά, ‘‘κηνιασμένα’’
νύχια,…(ό.π.).
Η λέξη κηνιασμένα 69 συστρατεύεται για την περιγραφή του Σελήμ ως προς

64
μπέης, τουρκικά bey (ό.π., υποσ., σ.). Στην περίπτωση του Σελήμ ισχύει η 4η σημασία στο λεξικό
της τουρκικής του Doğan και στο Κοινό Ελληνοτουρκικό Λεξιλόγιο.
65
Στην ηγετική βαθμίδα της οικογενειακής ιεραρχίας ήταν ο πατέρας ο οποίος διηύθυνε τους δύο
αυστηρά διαιρεμένους χώρους: selamlik και haremlik (Μπακιρτζής, ό.π., υποσ. 157, σ., σ. 395).
66
χαρέμι, τουρκικά harem, ό.π., υποσ. 235, σ.
67
Η θηλυπρεπής ανατροφή του στο χαρέμι θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποβολή των
χαρακτηριστικών του φύλου του, γεγονός που αποτράπηκε επειδή το υπερεγώ του υποκειμένου
βρήκε υποκατάσταστα στο μορφοεί- δωλο του πατέρα (Ζανέκα, α, ό.π., υποσ. 422, σ., σ. 163).
68
Ως ηλικιακό όριο έθεταν τα 12 έτη για τα αγόρια και τα 9 για τα κορίτσια (βλ. Mecelle mad, 985).
69
κηνιασμένα, τουρκικά kınalı: 1. βαμμένα με χένα 2. στο χρώμα της χένας (Tuncay, Καρατζάς, ό.π.,
υποσ. 121, σ., s. 412).
Η χρήση χένας στη μουσουλμανική πίστη και στο επίπεδο της κοινωνικής ηθικής συνδέεται με την
υπόδειξη-ανάδειξη του εκλεκτού, του «ταμένου», αφού θεωρείται ότι προέρχεται από τον
παράδεισο. Η σύνδεσή της με τη θρησκεία αποδεικνύεται και από το τελετουργικό πλύσιμο πριν τη
χρήση (απδέστι), που ταυτίζεται με το αντίστοιχο πριν την προσευχή. Έμψυχα και άψυχα που
φέρουν το σημάδι της χένας θεωρούνται ιερά και «ανέγγιχτα». Η επαφή εκλαμβάνεται ως έλλειψη
την εξωτερική του εμφάνιση και μάλιστα ως κύριο σημαινόμενο (και σημαίνον στο
κείμενο) για την οικοδόμηση του αλλότριου κοινωνικού μορφοειδώλου, το οποίο
κατασκεύαζε η μητέρα.
Ως αντίθετο εικονοποιείται το μορφοείδωλο του πατέρα. Σ’ αυτό το σημείο της
αφήγησης επικεντρώνεται στη συμπεριφορά απόρριψης προς τον γιο του 70 .
…Τόν πατέρα μας τόν ἔβλεπα πολύ σπανίως. ἦταν ὑπερήφανος, αὐστηρός
ἄνθρωπος καί δέν ὡμιλοῦσε πολύ εἰς τό χαρέμι. Ἐμένα ποτέ δέν μ’ ἐπῆρεν εἰς τήν
ποδιάν του νά μέ χαϊδεύσῃ· θαρρεῖς πώς μ’ ἐσυχαίνονταν ὅταν μ’ ἔβλεπε μέ μακρυά
μαλλιά καί κοριτσίστικα ροῦχα (ό.π.).
…Ἐγώ μέσα τόν ἐλάτρευα. κ’ ἐπιθυμοῦσα νά γίνω σάν ἐκεῖνον, ὡπλισμένος
καβαλάρης, τόσῳ θερμότερα, ὅσῳ περισσότερον ἐπέμεναν νά μέ κρατοῦν εἰς τό
χαρέμι! (ό.π.).
Το ἄτι αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο της πατρικής εικόνας και σημείο
αναφοράς του παιδικού θαυμασμού: - Μά ἔχει καί εὔμορφο “ἄτι” 71 ὁ πατέρας,
εἶπα ἐγώ τότε, ὡσάν παιδί, ἔχει καί χρυσά πιστόλια εἰς τήν μέση, γι’ αὐτό ἔχει καί
ἄλλην γυναῖκα (ό.π.).
Στην αφήγηση της μητέρα, η οποία εγκιβωτίζεται σ’ αυτήν του Σελήμ,
διαπιστώνεται η διάθεση «συμβιβασμού» της με τον θαυμασμό του αγοριού προς
τον πατέρα και την υπόσχεση διασφάλισης των αντικειμένων που οδήγησαν στη
διαμόρφωση των αντίστοιχων συναισθημάτων. Η υποσχεσιολογία συναρτάται με
το μπαϊράμι 72 , σε μία σύνδεση καθημερινότητας και θρησκευτικής κοινωνικής
ηθικής. Η λέξη στο κείμενο χρησιμοποιείται με την πρώτη σημασία στην τουρκική
γλώσσα (θρησκευτική ή εθνική γιορτή) 73 :
…- Καλά, εἶπεν ἡ μητέρα μου, ὕστερα ἀφοῦ ἐσκέφθη πολλήν ὥρα λυπημένη. Τό
μπαϊράμι δέν εἶναι μακρυά, ἀρνί μου. Ἄν θέλῃς νά μ’ ἀγαπᾷς ὅσον σ’ ἀγαπῶ ἐγώ,
καί πιστόλια θά σέ ἀγοράσω τότε και ὅ,τι ἄλλο θελήσῃς (σ. 214-215).
Στο σημείο αυτό υπογραμμίζουμε την προσφώνηση ἀρνί μου, η οποία
φαίνεται να αποδίδει το επιφώνημα kuzu-m, το οποίο στην τουρκική
χρησιμοποιείται όταν θέλει κάποιος να τραβήξει την προσοχή, να παρακαλέσει, να

σεβασμού η οποία, στο επίπεδο των λαϊκών δοξασιών πλέον, πιστεύεται ότι φέρνει γρουσουζιά και
καταστροφή με αποτέλεσμα να απολαμβάνουν ένα καθεστώς προστασίας. Σε θρησκευτικό πλαίσιο
εντάσσεται και περιστασιακή χρήση της χένας για τη βαφή των μαλλιών για το μπαϊράμι. Ήταν,
επίσης, πολύ συνηθισμένο σε γιορτές να βάφονται με χένα τα λευκά ή ξανθά μαλλιά
(Kalafat, Y. (1990). Doğu Anadolu’da Eski Türk İnançlarının İzleri. Ankara: Ebabil, s. 91; Topmak, Y.
(2009). Balıkesir ve Çevresindeki Kına Folkloru Üzerine Derlemeler ve İncelemeler. Balıkesir: Balıkesir
Üniversitesi, s. 194).
70
Η αυστηρότητα προς τους γιους σε αντίθεση με τη συχνά εκδηλούμενη συμπεριφορά στοργής και
τρυφερότητας προς τις κόρες (McCarthy, J. (1997). The Ottoman Turks-an introductory history to
1923. London and New York: Longman, p. 275-276) δε δικαιολογεί την απέχθεια προς τον Σελήμ ο
οποίος τη βίωσε διαχρονικά στον ιστορικό αλλά και τον αφηγηματικό χρόνο.
71
ἄτι, τουρκικά at, ό.π., υποσ. 173, σ. Στο κείμενο έχει τις σημασίες στην ελληνική γλώσσα, άλογο
βαρβάτο, ακμαίο και εύρωστο, όπως καταγράφονται στο λεξικό του ∆ημητράκου.
72
μπαϊράμι, τουρκικά bayram: ήταν δύο μεγάλες θρησκευτικές γιορτές των μουσουλμάνων, η μία
μετά το τέλος των νηστειών του ραμαζανίου και η άλλη μετά από εβδομήντα ημέρες (Χλωρός, ό.π.,
υποσ. 100, σ., Τ. Α΄, σ. 398)· μέρα χαράς, από θρησκευτικής και εθνικής πλευράς, ιδιαίτερης σημασίας
που γιορτάζεται από όλο το έθνος 2. γιορτή (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 140). Ο ∆ημητράκος,
αναφέρει ό,τι και ο Χλωρός (ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Θ΄, σ. 4777). Σήμερα ανήκει στο κοινό λεξιλόγιο
των δύο γλωσσών με τις εξής σημασίες: τουρκικά: 1. ονομασία θρησκευτικών ή εθνικών εορτών 2.
μτφ. χαρά 3. μέρα που γιορτάζεται ειδικά και ελληνικά: ονομασία δύο μεγάλων μουσουλμανικών
εορτών (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 59). Επισημαίνουμε τη σημασιολογική σταθερότητα στην
ελληνική γλώσσα και τη διεύρυνση στη νέα τουρκική.
73
Η διαμορφωμένη κοινωνική πρακτική υπαγόρευε και υπαγορεύει μέχρι σήμερα να αγοράζονται
παιχνίδια στα παιδιά και γενικά δώρα [Yüzyılın Eşiğinde Örf ve Adetlerimiz (Türk Töresi) (1997).
Ankara: Başbakanlık Basımevi, s. 186-187].
δείξει στοργή 74 . Πρόκειται για έκφραση που συνηθίζεται και σημαίνει μανάρι μου,
ματάκια μου. Το ἀρνί μου ίσως αποτελεί απόδοση του μανάρι μου 75 .
Το μπαϊράμι πλαισιώνεται με την περιγραφή της εμφάνισης του Σελήμ, η
οποία στηρίζεται σε τουρκικές κυρίως λέξεις:
Τό μπαϊράμι δέν ἄργησε νά ἒλθῃ, κ’ ἐγώ εὑρέθηκα ἒξαφνα παλληκαράκι μέ τό
“τιπελίδικό” 76 μου τό “φέσι”, μέ πράσινα “τζαμεντάνια” 77 καί “ποτούρια” 78 , μέ
χρυσοκέντητα “τοζλούκια” 79 , καί κατά τήν ὑπόσχεσιν τῆς μητρός, μέ δύο μικρά
«πιστολάκια» εἰς τό μεταξωτό μου ζωνάρι (σ. 215). Το φέσι με τη φούντα, τα
πράσινα 80 αμάνικα ρούχα-γιλέκα και το φαρδύ παντελόνι που στένευε στις άκρες
με τις περικνημίδες αποτελούσαν την ενδυμασία του νεαρού Τούρκου και
επομένως όριζαν στοιχεία της ετερότητάς του με σημείο αναφοράς τον Έλληνα
συγγραφέα.
Σημειώνουμε τα εισαγωγικά στη λέξη φέσι στη συγκεκριμένη παράγραφο, ενώ
στην πρώτη της εμφάνιση δεν υπήρχαν. Ίσως εδώ σηματοδοτεί τη συμβολή του
αντικειμένου στο οποίο αναφέρεται η λέξη ως σημείο υλικού πολιτισμού, το οποίο
συμβάλει στη διαμόρφωση της ετερότητας στη συγκεκριμένη χρήση, ενώ το φέσι ως
αντικείμενο αποτελούσε στοιχείο και της ελληνικής κουλτούρας.
Ο Σελήμ έφτασε στην ηλικία των 18 χρόνων. Η ζωή του καταγράφεται με
φόντο το χαρέμι (σ. 216), στο οποίο η μητέρα του επέμενε να τον κρατάει. Σταθμό
αποτέλεσε η κλήρωση του αδερφού του να υπηρετήσει στον στρατό του

74
kuzu-m: (επιφώνημα) 1. τρόπος προσφώνησης για να προκληθεί η προσοχή κάποιου, να δηλωθεί
στοργή, να διατυπωθεί παράκληση 2. φράση που συνηθίζεται και σημαίνει μανάρι μου, ματάκια μου
(Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 831; Tuncay, Καρατζάς, ό.π., υποσ. 121, σ., s. 461).
75
βλ. ό.π., υποσ. 362, σ.
76
τιπελίδικο-ς, τουρκικά (επίθετο) tepeli-k: διακοσμητικό από χρυσό ή ασήμι ή χαλκό σε γυναικείο
φέσι, το οποίο στην περιφέρεια κατέληγε σε φούντες από μαργαριτάρια, πολύτιμα μέταλλα, χρυσά
κλπ. Το διακοσμητικό μπορούσε να τοποθετείται απευθείας ως κάλυμμα κεφαλής, κατασκευασμένο
από χρυσό, ασήμι ή επίχρυσο χαλκό και άλλα πολύτιμα μέταλλα, μαλλακά και εύκαμπτα ώστε να
αποκτούν σχήμα που να επιτρέπει την εφαρμογή (Koçu, b, ό.π., υποσ. 237, σ., s. 227)· λοφίο, φούντα,
η κορυφή της κεφαλής (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ. 106, C. 2, σ., s. 2193). Στο σύνολο των
ενδυματολογικών επιλογών της συγκεκριμένης περιγραφικής παραγράφου αποτυπώνεται η
σύγκρουση των επιθυμιών και των προσδοκιών της μητέρας και φυσικά, με σημείο αναφοράς το
γενικότερο πλαίσιο παρενδυσίας αναφορικά με τα παιδικά-εφηβικά χρόνια του Σελήμ, το επίθετο
τιπελίδικο δηλώνει άμεσα την επιβίωση των επιλογών του «γυναικείου φύλου».
77
τζαμεντάνι-α, τουρκικά camedan (από τα περσικά): 1. αμάνικο κοντό ρούχο που φοριόταν σαν
γιλέκο, 2. σεντούκι ρούχων 3. γυλιός (Doğan, υποσ. 96, σ., s. 201· (παλιά) αμάνικο κοντό ρούχο που
μπροστά ενωνόταν χιαστά, γιλέκο που κυρίως το φορούσαν όλοι όσοι έκαναν δουλειές του
ποδαριού και οι εσνάφηδες. Γινόταν από τσόχα ή βελούδο. Μπροστά στις άκρες ήταν στολισμένο με
σειρίτια και με λεπτά κορδόνια. Καμιά φορά μπροστά και κάτω ήταν κεντημένο με ασημοκλωστή.
Είχε 7-9 κουμπιά σε μέγεθος καρυδιού. (Koçu, b, ό.π., s. 49). Το πράσινο, κυρίως σε επίπεδο
σημαινόμενων, συνδέεται με το χρώμα του συγκεκριμένου υφάσματος και έμμεσα -ίσως- με την
αντίστοιχη ισλαμική κουλτούρα.
78
ποτούρι-α, τουρκικά potur: φαρδύ πανταλόνι που στενεύει στις άκρες. (Türkçe Sözlük, ό.π., s.
1821; Τα ίδια και στο: Koçu, b, ό.π., s. 193).
79
τοζλούκι-α, τουρκικά tozluk: γκέτα, περικνημίδα, περιτυλίγματα κνημίδων (για να προστατεύει
από τη σκόνη, toz: σκόνη) (Türkçe Sözlük, C. 2, ό.π., υποσ. 106, σ., s., 2243). Στο εξειδικευμένο σε
ζητήματα ενδυματολογικής κουλτούρας Οθωμανών-Τούρκων λεξικό του Koçu αναφέρονται τα εξής:
πριν φορεθούν τα μακριά παντελόνια στην παλιά αντρική ενδυμασία, όσοι φορούσαν κοντά
παντελόνια και παπούτσια χωρίς κάλτσες, για να μη λερώνονται τα πόδια τους, φορούσαν
υφασμάτινες περικνημίδες από τσόχα και βελούδο, οι οποίες πάνω ήταν κεντημένες με
ασημοκλωστή. Υπήρχαν δύο ειδών τοζλούκια: ενιαία από το γόνατο ως τον αστράγαλο που
σκέπαζαν το παπούτσια ή κατασκευασμένα από δύο κομμάτια που σκέπαζαν τα πόδια από τον
αστράγαλο μέχρι το παπούτσι (ποτούρια) (ό.π., υποσ. 237, σ., s. 231).
80
Για τη σημειολογία των χρωμάτων γενικά και σχετικά με την ενδυμασία ειδικότερα στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και για τη σύνδεση ενδυμασίας και κουλτούρας, βλ. Küçük, S.
(2010). Eski Türk Kültüründe Renk Kavramı. Bilig. Ahmet Yesevi Üniversitesi, s. 185-210.
σουλτάνου 81 . Ο πατέρας χάρηκε:
- Χαίρω, πολύ χαίρω, εἶπεν ὁ πατέρας, ὅταν τοῦ ἐφέραμεν τήν εἴδησι. Ὁ
Σερασκέρης εἶναι κάπως συγγενής μας, καί ἀφοῦ “κισμέτι’’ σου ἦταν νά γένῃς
στρατιώτης, θέλω νά γένῃς μεγάλος εἰς τά στρατιωτικά. Θά στείλω ἕνα γράμμα εἰς
τόν Σερασκέρη καί θά κάμῃς καθώς σέ παραγγείλω (ό.π.).
Ο Σερασκέρης 82 , αξιωματικός του οθωμανικού στρατού και συγγενικό
πρόσωπο, αποτελεί το σημείο αναφοράς για την επίδειξη της ισχύος του πατέρα
και συνάμα την πλαισίωση των προσδοκιών του για τον μεγάλο γιο. Η λέξη χωρίς
εισαγωγικά, αφού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε περίοδο πολεμικών
συγκρούσεων η στρατιωτική ορολογία ήταν γνωστή στους ΄Ελληνες και μάλλον
κοινή μέχρι ένα σημείο.
Η σύνδεση του γεγονότος με τη μοίρα αποτελεί χαρακτηριστικό της
θρησκευτικής κουλτούρας των μουσουλμάνων και έτσι η αποδίδουσα,
ελληνοποιημένη μορφολογικά, λέξη είναι σε εισαγωγικά: “κισμέτι” 83 . Στο διήγημα
χρησιμοποιείται με την κοινή για τις δύο γλώσσες σημασία: η μοίρα, το πεπρωμένο,
ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία
όπως φαίνεται από τον πατρικό μονόλογο στη συνέχεια:
- ∆έν εἶναι τίποτε γιά νά φοβηθῇ κανείς, ἐξακολούθησε νά λέγῃ ὁ πατέρας,
ὅσον εἶναι γραφτό του ν’ ἀποθάνῃ μέ τό μολύβι, εἰς τῆς θαλασσας τον πάτο να
κρυφθῇ, πάλι μέ τό μολύβι θ’ ἀποθάνῃ. Ἀκούω ἔξω βροντᾷ τό τουμπελέκι - οἱ
νεοσύλλεκτοι μαζεύονται γιά νά διασκεδάσουν- ἄιντε 84 , πήγαινε ναὑρῇς τούς
συντρόφους σου (ό.π.).
Ο φόβος του αδερφού ερχόταν σε αντίθεση με τον ήχο από το τουμπελέκι 85 ,
το οποίο δημιουργούσε μία ατμόσφαιρα γενναιότητας με την αρωγή των λέξεων
νεοσύλλεκτοι, διασκεδάσουν, συντρόφους που διαμορφώνουν ένα πλαίσιο
81
Η κλήρωση των στρατιωτών έγινε με αφορμή την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου το 1853, οπότε ο
Σουλτάνος κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία [Παπαδόπουλος, Στ. (1977). Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο
Ελληνισμός. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σ. 143-144]. Ο
Σελήμ ήταν 18 χρονών, όπως προκύπτει από το κείμενο: Ἒγινα δεκαοκτώ χρόνων παλληκάρι…Ἐκεῖ
μία μέρα ἦλθαν νά κληρώσουν στρατιώτας…(Μουλλάς, ό.π., υποσ. 53, σ., σ. 216). Επομένως η
γέννησή του τοποθετείται το 1835.
82
Σερασκέρης: τουρκικά serasker (από τα περσικά και τα αραβικά): 1. αξιωματικός του στρατού
(Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ. 106, σ., C. 2, s., 1943)· 2. (μετά το Τανζιμάτ) εκπρόσωπος εθνικής
αντίστασης (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ. 108, σ., s. 939). Στο κείμενο έχει την πρώτη σημασία.
83
κισμέτ-ι, τουρκικά kιsmet (από τα αραβικά): 1. η μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη
μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία 2. για κορίτσι ή για γυναίκα τύχη
να παντρευτεί 3. «ίσως», «κάτι που δεν μπορούμε να το προβλέψουμε», «ίσως», «μπορεί να είναι ή
μπορεί και να μην είναι» 4. μοιρασιά: ο καθένας με την τύχη του (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 769).
Στο λεξικό του ∆ημητράκου αναφέρονται οι εξής σημασίες: η μοίρα, το πεπρωμένο, το ριζικό, η τύχη
(ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Η΄, σ. 3914). Η λέξη σήμερα ανήκει στο κοινό ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο και
στα τουρκικά έχει κοινές τις τρεις πρώτες σημασίες, όπως προαναφέρθηκαν στο λεξικό του Doğan,
με μικρές διαφοροποιήσεις εκτός από την πρώτη: (2. (για αγόρι ή κορίτσι) τύχη για γάμο 3. και ναι
και όχι:- Θα έρθεις αύριο; -kιsmet! Στα ελληνικά ισχύει μόνο η πρώτη σημασία: η μοίρα, το
πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία
(∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 46), σημειώνοντας απόκλιση σημασιολογική από το λεξικό του
∆ημητράκου.
84
ό.π., υποσ. 287 σ.,
85
τουμπελέκι και τουμπερλέκι, τουρκικά dümbek και dümbelek (από τα περσικά): μουσικό όργανο
που αποτελούνταν από πήλινο δοχείο χωρίς πάτο, στη θέση του οποίου υπήρχε τεντωμένο δέρμα 2.
(από τα αραβικά) ο σερσέμης, ο απτάλης (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 353). Στο λεξικό του
∆ημητράκου (ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Ι∆΄, σ. 7246) σημαίνει ένα είδος λαϊκού επιμήκους οργάνου που
είχε πήλινο ηχείο. Στο κοινό ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο, στα τουρκικά είναι 1. είδος μουσικού
οργάνου που μοιάζει με το τύμπανο 2. (λαϊκά) ανόητος, άνθρωπος χωρίς κατανόηση και στα
ελληνικά: λαϊκό μουσικό όργανο με πήλινο ηχείο που μοιάζει με μικρό τύμπανο (∆ημάση, Νιζάμ,
ό.π., υποσ., σ., σ. 98). Η λέξη και στις δύο γλώσσες παρουσιάζει σημασιολογική, αντίστοιχα,
σταθερότητα. Στο κείμενο είναι μουσικό όργανο.
συλλογικής ταυτότητα-συνείδησης.
Ο Βιζυηνός με τη χρήση συγκεκριμένων τουρκικών λέξεων συνεχίζει να
υφαίνει την πλοκή. Ο πατέρας, συγκινημένος για τη στράτευση του γιου στον
οποίο έχει αποθέσει τις ελπίδες για συνέχιση του ανδρικού ρόλου στην οικογένεια,
πήγε νωρίς το χαρέμι, αφού σηκώθηκε από το στρώμα του, το “μεντέρι” 86 . Ὁ
πατέρας ἐγύρισε το πρόσωπό του ἀπό την ἄλλη μεριά, ἐσηκώθηκεν ἀπό
το“μεντέρι”, και χωρίς να προσθέσῃ τίποτε, χωρίς να καλονυχτίσῃ, ἐπῆγεν εἰς το
χαρέμι. Ἄλλη φορά ποτέ δεν εἶχε πάγει τόσον ἐνωρίς εἰς το χαρέμι (σ. 217). Η λέξη
έχει σαφές πολιτισμικό φορτίο που συναρτάται με την ταυτότητα του «άλλου».
Η ατμόσφαιρα ήταν πολεμική. Τα τουμπελέκια έδιναν τον τόνο του λαϊκού
ενθουσιασμού στο συγκεκριμένο ιστορικό περικείμενο. Ο Σουλτάνος
«εμφανίζεται» πρώτη φορά, στο διήγημα αισθητοποιώντας τις έννοιες της
αφοσίωσης και της αγάπης προς την πατρίδα.
Ἦταν ἐπάνω-κάτω δειλινό. τά “τουμπελέκια” ἔρχονται ὁλονέν κοντήτερα.
φωνές ἀκούονταν: «Πολλά τά ἔτη τοῦ Σουλτάνου» 87 ! (ό.π.).
Ο αδερφός βίωνε τον τρόμο. …-∆έν πηγαίνω! εἶπεν. Θά μέ σκοτώσουν εἰς τόν
πόλεμο. ∆έν βαστῶ νά πάγω!
Ο Σελήμ επιχείρησε να παρηγορήσει τον αδερφό του:
- Μήν ἀπελπίζεσαι, τοῦ εἶπα, ἀφέντη μου. εἶναι καιρός ἀκόμη ἕως ὅτου νά
πᾷς ὁ πατέρας μπορεῖ ἀκόμη νά σ’ ἐξαγοράσῃ. καί ἄν δέν τό κάμῃ, ἐγώ πηγαίνω
.

εἰς τόν τόπο σου. Μή φοβᾶσαι! (ό.π.).


Ο συγγραφέας στη συνέχεια οικοδομεί την αφήγηση σε νοηματικά δίπολα, τα
οποία συγκεντρώνουν τα συναισθήματα της πόλωσης σε επίπεδο φυλετικό,
θρησκευτικό. Αδερφός: καημένος-φόβος-τρόμος-δειλία // μπαϊράκι, νεοσύλλεκτοι,
χαρούμενοι ασκέρι, γκιαούρηδες, καρίζι, άχτι.
Ὁ θόρυβος ἔφθασεν ἐπάνω στήν σκάλα. τό πράσινο “μπαϊράκι” 88 , ἡ σημαία
τῆς στρατολογίας, ἐφάνηκεν ἐμπρός. Οἱ νεοσύλλεκτοι κατόπιν. Μερικοί ἦσαν
μεθυσμένοι ἀπό κρασί καί ἀφιόνι. 89 μερικοί ἦσαν μεθυσμένοι χωρίς νά ἔπιαν
τίποτε. Ὅλοι ὅμως ἐφαίνονταν χαρούμενοι, καί ἄς μήν ἦσαν καθόλου.
- Ἔλα, ἀδελφέ Χασάνη, ἐφώναξεν ὁ σημαιοφόρος, ἕνας κοντός καί χοντρός
κακῆς διαγωγῆς ἂνθρωπος. Ἡ Βασιλεία μᾶς δίδει ὀχτώ μέρες διορία, νά χαροῦμε
ὅπως θέλουμε, πρίν ἔμβουμε στ’ “ἀσκέρι” 90 . Ἔλα. Καί σάν ἔχῃς στό μάτι καμμιάν
εὔμορφη ρωμιά καί σάν ἔχῃς κανένα ἀπό τούς γκιαούρηδες 91 “καρίζι” 92 - ἔλα· νά

86
μεντέρι, ό.π., υποσ. 386, σ.
87
Σουλτάνος, τουρκικά sultan, ό.π., υποσ.198, σ.
88
μπαϊράκι, τουρκικά bayrak. Στα παλιότερα λεξικά η λέξη έχει μία σημασία: σημαία (Devellioğlu,
b, ό.π., υποσ. 108, σ., s. 74 · ∆ημητράκος, ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Θ΄, σ. 4777). Στη σύγχρονη τουρκική οι
σημασίες έχουν διευρυνθεί: 1. η σημαία 2. μτφ. πρωτοπόρος 3. μτφ. σύμβολο 4. (στη βοτανική)
ονομασία πετάλου στα όσπρια. Το ίδιο διαπιστώνεται και για τη νέα ελληνική: η σημαία, ιδίως
πολεμική (πρβ παντιέρα)// η πολεμική σημαία ενός στρατιωτικού ηγέτη και κατ’ επέκταση το
στρατιωτικό του σώμα: πάω με το μπαϊράκι: εντάσσομαι στην παράταξή του, γίνομαι οπαδός
(∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., 59).
89
ἀφιόνι, ό.π., υποσ. 282, σ.
90
ἀσκέρι, ό.π., υποσ. 175, σ.
91
γκιαούρης, ό.π., υποσ. 361, σ.
92
καρίζι, τουρκικά garaz (από τα αραβικά): σκοπός, πρόθεση (Χλωρός, ό.π., υποσ. 100, σ., Τ. Β΄, σ.
1165). Σε άλλα λεξικά της τουρκικής, παλιά και μεταγενέστερα, σημειώνεται σημασιολογική
διεύρυνση: 1. στόχος, σκοπός, πρόθεση 2. κακή βούληση, μίσος, εχθρικότητα, έχθρα (Doğan, ό.π.,
υποσ. 96, σ., s. 451; το ίδιο και στο Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ. 106, σ., C. 1, s. 814). Τα δύο
προηγούμενα λεξικά αναφέρουν garaz και garez, από τα περσικά. Σε σύγχρονο ετυμολογικό λεξικό
της τουρκικής γλώσσας σημειώνεται στένωση των σημασιών: μνησικακία, μίσος, έχθρα, κακία, η
κακή βούληση και προέλευση της λέξης μόνο από τα περσικά [Kiraz, E. (2006). Etimolojik Türkçe
Sözlük, s. 141.
∆ιαθέσιμο στο: http://www.turkcebilgi.com/. Προσπελάστηκε 5/7/2012.];
καιρός τώρα νά βγάλῃς το “ἄχτι” 93 σου. Ὄ, τι κι ἄν κάνῃ κανείς τώρα, ὅλα
σχωρεμένα (ό.π.).
Η σημαία συμβολοποιεί την έξαψη και ενοχοποιεί τη δειλία του αδερφού. Οι
τουρκικές λέξεις, συσσωρεμένες αρκετές σε μία παράγραφο, «σκηνογραφούν» τη
μετάβαση του Σελήμ στο στάδιο της «ενηλικίωσης». Η χρήση και η κατ’ αναλογία
αναφορά του αφιονιού και των λέξεων καρίζι και ἄχτι καταγράφουν το
διαμορφωμένο κλίμα και «εικονοποιούν» την κορύφωση της έντασης που
προκαλούσε η εθνοτική ετερότητα της συγκεκριμένης συλλογικότητας:
γκιαούρηδες.
Ο Σελήμ επανέρχεται στο προσκήνιο. Παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Ο
αδερφός του αναχώρησε με τους νεοσύλλεκτους …... διά κλεψιές καί μπερμπατιές 94
πού ἐλογάριαζαν νά κάμουν! (ό.π.). Η αφηγηματική περιγραφή πλαισιώνει τις
διαμορφωμένες αντιλήψεις των μη Οθωμανών για την «πολεμική» συμπεριφορά
των Οθωμανών στρατιωτών που εμφανίζονται ως προς τις προθέσεις να έχουν τη
νοοτροπία του όχλου.
Ο ίδιος διαμόρφωνε το προφίλ του υπεύθυνου, που ο πατέρας του αφαίρεσε
στο πλαίσιο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Ο έντρομος αδερφός του με την
εποπτεία του μπαριακτάρη 95 , …ὁ ἀδελφός μου ἦταν κίτρινος σάν τό κερί. Ὁ
«μπαριακτάρης» τόν πῆρε καί τόν μίλησε ἰδιαιτέρως (ό.π.), απομακρύνθηκε από
το σελαμλίκι 96 (σ. 218), το αποχαιρετιστήριο γλέντι στον ανδρωνίτη του σπιτιού
στο οποίο, εθιμικώ δικαίω, έπρεπε να παρίσταται ο Σελήμ ως ο μικρότερος από τα
αδέρφια (αφού τα άλλα δύο έλειπαν). Οι ρηματικές αναφορές στο χώρο γίνονται
με τις λέξεις κατῶγι και σάλα. Η σημασία του ανδρωνίτη προκύπτει από το
συγκείμενο -απουσία γυναικών- ως χαρακτηρισμός που απορρέει από τη
συγκεκριμένη κοινωνική χρήση και όχι ως αυτό-προσδιοριζόμενος χώρος του

Στο κείμενο χρησιμοποιείται ως έκφραση garezi olmak: να τρέφεις για κάποιον μίσος, έχθρα (Türkçe
Sözlük, ό.π.).
93
άχτι, τουρκικά ahit (από τα αραβικά ahd): 1. να αναλάβεις κάτι, να δώσεις υπόσχεση 2. σύμφωνο,
συνθήκη, συμβόλαιο 3. αιώνας, χρόνος 4. σουλτανικό φιρμάνι 5. η υπόσχεση των ανθρώπων για
πίστη στο Θεό όταν δημιουργήθηκαν οι ψυχές (δηλ. ο άνθρωπος) (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 25).
Παλιότερα στην ελληνική γλώσσα ήταν: 1. διακαής πόθος, σφοδρή επιθυμία 2. μτφ. Εκδικούμαι,
ιακνοποιώ την έχθρα, το μίσος μου (∆ημητράκος, Τ. Γ΄, ό.π., υποσ. 96, σ., σ. 1288).
Σήμερα στα τουρκικά σημαίνει 1. υπόσχεση, όρκος 2. σύμφωνο, συνθήκη 3. (παλιά) καιρός, χρόνος
και στα ελληνικά: έντονη επιθυμία, λαχτάρα, επιθυμία για εκδίκηση. Η λέξη χρησιμοποιείται με την
ελληνική της σημασία (∆ημάση, Νιζάμ,, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 23).
94
μπερμπατιά, τουρκικά berbat (από τα περσικά ber-bad): κακό, αθλιότητα, κακία,
κατεστραμμένος, βρώμικος. Με το etmek=κάνω, προκύπτει η σημασία της λέξης στο κείμενο:
καταστρέφω. εξευτελίζω, ασχημονώ (Türkçe Sözlük, C. 1, ό.π., υποσ., σ., s. 270).
95
μπαριακτάρης, τουρκικά bayraktar: 1. σημαιοφόρος. 2. επικεφαλής, αρχηγός σε μία προσπάθεια
(Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 140). Στη σύγχρονη τουρκική παρατηρείται σημασιολογική στένωση,
αφού η λέξη αποδίδεται μόνο με τη σημασία: σημαιοφόρος (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ. 106, σ., C. 1., s.
249). Στην ελληνική γλώσσα παλιότερα αναφερόταν και ως μπαϊραχτάρης: 1. εκείνος που κρατούσε
το μπαϊράκι, σημαιοφόρος 2. κατ’ επέκταση, για τους Αλβανούς ο αρχηγός φυλής, ο φύλαρχος
(∆ημητράκος, ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Θ΄, σ. 4777). Στο συγκεκριμένο συγκείμενο χρησιμοποιέιται
μάλλον με τη 2η σημασία του Doğan: επικεφαλής, αρχηγός σε μία προσπάθεια-τη στρατολόγηση.
96
Για την προέλευση και τη σημασία της λέξης σελαμλίκι υπάρχουν δύο εκδοχές: selamlık: 1. χώρος
όπου υποδέχονταν τους άνδρες στα παλάτια 2. κονάκια και κιόσκια, ανδρωνίτης. Υπάρχει και η
τουρκική λέξη selametlemek αποχαιρετώ, ξεπροβοδίζω (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ., σ., C. 2, s. 1935)·
τα ίδια και στο Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 1156).
Ως απόδοση στην ελληνική γλώσσα εντοπίζεται η ακόλουθη: σελαμλίκι: αποχαιρετιστήριο γλέντι
(τουρκικά selametlemek: αποχαιρετώ, ξεπροβοδίζω) Γεώργιος Βιζυηνός - Μοσκώβ Σελήμ (θεατρική
διασκευή) Μετάβαση σε Ερμηνευτικά. ∆ιαθέσιμο στο:
www.phys.uoa.gr/.../o_moskwb_selhm_theatre.htm,
Προσπελάστηκε στις 20/4/20120).
Στο κείμενο, και με βάση το συγκείμενο, είναι το αποχαιρετιστήριο γλέντι που γίνεται στον
ανδρωνίτη.
σπιτιού 97 .
Ο στρατευμενος αδερφός δεν επέστρεψε στο σπίτι. Ο Σελήμ τον αναζήτησε:
- Ποῦ εἶναι ὁ Χασάν 98 ὁ ἀδερφός μου; Είναι η μόνη περίπτωση χρήσης του
ονόματος προσώπου του αφηγήματος. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί λέξεις
δηλωτικές στοιχείων της ταυτότητας (π.χ. της καταγωγής). Ο Μπαριακτάρης (ό.π.)
σε κατάσταση μέθης δεν έδινε σαφή απάντηση:
- Ἐπῆγε στό διάβολο…(ό.π.). Αναζήτησε πληροφορίες από τον δοῦλο ἑνός
πλούσιου νέου (ό.π.), λέγοντας ότι την προηγούμενη βραδιά ο αδερφός του ήταν με
τον αφέντη του.
- Μά ποῦ εἶναι; Στό κονάκι σας; (ό.π.). Η απάντηση ότι οι δύο νέοι ήταν μαζί
οδήγησε στην εύλογη απορία. Ο Βιζυηνός στην ίδια θεματική ενότητα και στην
ίδια σελίδα εναλλάσσει τη χρήση των λέξεων σπίτι και κονάκι ανάλογα με τον αν
αναφέρονται στο οίκημα ή στο βιωματικό χώρο. Η λέξη κονάκι 99 χρησιμοποιείται
με την κοινή για τις δύο γλώσσες σημασία, αυτή του σπιτιού άρχοντα και έρχεται
ως φυσική συνέχεια της λέξης αφέντης που προηγήθηκε.
Η πολιτισμένη συμπεριφορά εξανεμίστηκε όταν ο υπηρέτης ανέφερε τη
λιποταξία των νέων. Ο Σελήμ του επιτέθηκε: -Ἀμάν! ἀμάν! 100 ἐβόγγησεν
μισοπνιγμένος…(ό.π.). Το επιφώνημα έχει τη σημασία της παράκλησης για
συγχώρεση, δηλαδή χρησιμοποιείται κυριολεκτικά με βάση ένα από τα
ερμηνεύματα στην τουρκική γλώσσα. Ο «δούλος» υποσχέθηκε να μην κοινοποιηθεί
η πράξη του μεγάλου αδερφού. Ο Σελήμ τον αντικατέστησε στις στρατολογικές
καταστάσεις …ὁ γραμματεύς ἔσβησε τό ὄνομα τοῦ Χασάν καί ἔγραψε τό ἰδικό μου
(ό.π.). και έδωσε όρκο στο Σουλτάνο και στη σημαία (σ. 219). Η τουρκική λέξη εδώ
με τη σημασία του αρχηγού του κράτους, ο οποίος συναπαρτίζει με τη σημαία το
κορυφαίο ιδεολογικό δίδυμο 101 .
Στη συνέχεια η αφήγηση εξελίσσεται με σημείο αναφοράς τη διαφαινόμενη
στο άμεσο μέλλον στρατιωτική ζωή του πρωταγωνιστή, η οποία είχε ένα σαφές
ιστορικό πλαίσιο, όπως έχει ήδη αναφερθεί: …ἦταν ὁ πόλεμος τῆς Κριμαίας ὁπού
ἄρχισε (σ. 220).
Στο επίπεδο της προσωπικής βιωματικής αναδιήγησης σημειώνεται η αιφνίδια
αποδόμηση της μέχρι τότε καθημερινότητας του Σελήμ. Και πάλι με μία λέξη από
την τουρκική γλώσσα, η οποία οροθετεί σκηνογραφικά τον χώρο, ο Βιζυηνός
αλλάζει τον φόντο της αφήγησης και δημιουργεί ανάλογο ορίζοντα προσδοκιών
για τον αναγνώστη:
Μέ τόν κατάλογο στό χέρι, ὁ χιλίαρχος ἐμάνδριζ’ ἕναν ἕναν νεοσύλλεχτο μέσα
εἰς ἕνα “ἀχοῦρι”· ἐμένα μέ εἶχαν βάλει αὐτοῦ μέσα πρῶτο πρῶτο (ό.π.). Ο Σελήμ
μετά το μεγαλοπρεπές πατρικό του σπίτι, το χαρέμι και τη σάλα, διαμόρφωνε την
πρώτη συλλογική του ταυτότητα σε έναν εξαιρετικά ακατάστατο και βρώμικο
χώρο. Η λέξη ἀχοῦρι χρησιμοποιείται με τη σημασία που της απέδωσε η ελληνική
γλώσσα 102 .
97
Τους άντρες επισκέπτες (μουσαφίρηδες) υποδέχονταν μόνο στο σελαμλίκι “selamlık”, ενώ οι
γυναίκες υποδέχονταν στο “harem” χαρέμι (Pakalin, C. 3, ό.π., υποσ., σ., s. 155).
98
Χασάν, τουρκικά Hasan (ανδρικό όνομα από τα αραβικά): ομορφιά, καλοσύνη (Hasan: ήταν
εγγονός του Μωάμεθ. Το όνομα υπάρχει στο Κοράνιο) (Dilipak, Meriç, ό.π., υποσ. 485, σ.,
99
κονάκι, ό.π., υποσ. 166, σ.
100
ἀμάν, ό.π., υποσ. 313, σ.
101
Η έννοια της εξουσίας της εποχής εγκεντρίζεται απόλυτα στο πρόσωπο του μονάρχη-του
Σουλτάνου, ο οποίος θεωρείται ότι έχει επιλεγεί και υποστηρίζεται από τον Θεό (Μπακιρτζής, ό.π.,
υποσ. 157, σ. 386). Το κράτος οργάνωνε την κοινωνία με βασικό στόχο ο λαός να έχει τη συνείδηση
και τη συμπεριφορά του «πειθαρχημένου ποιμνίου» (ό.π., όπου: Σαρρής, ό.π., υποσ. 356, σ. 93), που
δεν έχει αντίρρηση να αποδεχθεί πως ό,τι υπάρχει στην επικράτεια του Σουλτάνου αποτελεί
προσωπική του κληρονομιά, με εξαίρεση τα βακούφια.
102
ἀχοῦρι, τουρκικά (παλιά) âhür, ahır (από τα περσικά): κλειστός χώρος όπου διαβιούν ζώα.
Η γενναία και υπεύθυνη στάση του απέναντι στο δεύτερο αδερφό του,
συνένοχο για την κάλυψη του λιποτάκτη, το έφερε σε πλήρη αντίθεση με τον
περιβάλλοντα χώρο. Έδωσε εντολή στον αδερφό του με επιχειρήματα να
ενημερώσει τον ένοχο για την κατάσταση. Εξακολουθούσε να τον αναφέρει ως
εφέντη: …ὁ ἐφέντης ὁ ἀδερφός μου εἶναι ἐκεῖ πού δέν ἔπρεπε νά εἶναι (ό.π.).
Αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία να διαχειριστεί την κρίση προσπαθούσε να
διατηρήσει την ιεραρχική δομή των οικογενειακών σχέσεων. Αφηγείται, με την
αντικειμενικότητα του εξωτερικού αφηγητή 103 , τα γεγονότα: είχε αναφερθεί στους
υπεύθυνους, είχε δώσει “τακρίρι’’ 104 και αντικατέστησε τον στρατευμένο (ό.π.). Ο
αδερφός του έπρεπε να συμπορευτεί με τις επιλογές του αν δεν ήθελε να βρει τόν
μπελᾶ του διά τήν ἄτιμη χάρι πού έκανε στον λιποτάκτη (ό.π.). Η λέξη
χρησιμοποιείται με την κοινή και για τις δύο γλώσσες σημασία: κατάσταση
ενοχλητική, δύσκολη ή επικίνδυνη 105 . Το θάρρος των λόγων του συνιστά μία άλλη
ταυτότητα σε σχέση με το προφίλ του Σελήμ μέχρι αυτό το σημείο της αφήγησης
και μπορεί να αιτιολογηθεί από τη δηλούμενη πεποίθηση ότι η κατάσταση θα
εξομαλυνθεί.
Ακολουθεί η «τελετουργική» αποστολή του δαχτυλι- διού του στη μητέρα για
την οποία ευχόταν να ανήκε στην τάξη των φτωχών και να μην υπήρχαν οι
απαγορεύσεις της κοινωνικής της τάξης που του στερούσαν μία τελευταία
συνάντηση. Στο πλαίσιο των συγκειμενικών αναφορών μάλλον πρόκειται για μία
ευχή απογαλακτισμού. Η παράγραφος αυτή έχει λέξεις που ανήκουν στην
κατηγορία των τουρκικών λέξεων που στοιχειοθετούν την κοινωνική ταυτότητα
του Σελήμ και κατ’ αναλογία την κοινωνική ετερότητα στη διαμορφωμένη νέα
κατάσταση: η μητέρα του ήταν μεγάλου μπέη 106 θυγατέρα (σ. 221) και δέν ἠμπορεῖ
νά ἔβγῃ ἀπό τό χαρέμι 107 (ό.π.). Ήταν χανούμισσα, γυναίκα εύπορη, υψηλής
κοινωνικής τάξης με κύρος 108 με την τουρκική σημασία της λέξης. Για τον μη
Οθωμανό Βιζυηνό ήταν «κυρία» με ό,τι ο χαρακτηρισμός σήμαινε επί Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας.
Η αφήγηση απομακρύνεται από την εστίαση στην προσωπική ιστορία του
Σελήμ. Μεταφέρεται στις τελευταίες στιγμές των στρατευμένων πριν την πορεία
προς τον πόλεμο. Η θρησκευτική ατμόσφαιρα διασφαλίζεται με τη λέξη
“ἰμάμης” 109 (ό.π.), θρησκευτικός λειτουργός, που εμφανίζεται να δρα ως φορέας
της λαϊκής κουλτούρας και της θρησκευτικής πίστης 110 : …Ἐμπρός εἰς την αὐλόθυρα

Έκφραση: Σαν στάβλος: βρώμικος και ακατάστατος χώρος (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 25). Στο
λεξικό του ∆ημητράκου αναφέρονται οι εξής σημασίες: 1. ο αχυρώνας, η αχυραποθήκη 2.
συνεκδοχικά, το μέρος όπου ζουν και τρέφονται με άχυρο ζώα, ο στάβλος // ειδικότερα ο στάβλος
των λόγων 3. μτφ. χώρος γεμάτος ρύπους ή ακαταστασία//φρ. μυρίζει αχούρι: αυτός που αγνοεί τους
τρόπους καλής συμπεριφοράς, ο αγενής (ό.π., υποσ., σ., Τ. Γ΄, σ. 1282). Αν και η λέξη ανήκει στο
κοινό ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο, στην ελληνική γλώσσα έχει και μία σημασία η οποία συνιστά
συνυποδήλωση της τουρκικής και έχει μεταφερθεί από την έκφραση που προαναφέρθηκε στον
Doğan ως σημασιολογικό δάνειο στην ελληνική:
τουρκικά: στάβλος, ελληνικά: 1. στάβλος 2. μτφ. εξαιρετικά ακατάστατος και βρώμικος χώρος
(∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 23).
103
Φρυδάκη, ό.π., υποσ. 489, σ., σ.148.
104
τακρίρι, τουρκικά tahrir: 1. εγγραφή, συγγραφή 2. συγγραφή βιβλίου 3. εγγραφή, εγγραφή σε
καταλόγους (Sami, ό.π., υποσ. 100, σ., s. 383).
105
μπελᾶς, ό.π., υποσ. 161, σ.,
106
μπέης, ό.π., υποσ. 265, σ.
107
Χαρέμι, ό.π., υποσ. 235, σ.
108
χανούμισσα, ό.π., υποσ. 196, σ.
109
ἰμάμης, ό.π., υποσ. 261, σ.
110
Για τον ρόλο του ιμάμη κατά την αναχώρηση των στρατιωτών, βλ. Yiyin, A. (2009). Türk
Kültüründe Asker Ocağı Etrafında Oluşan Halk Bilimi ve Halk Edebiyatı Ürünleri Üzerinde Bir
İnceleme. Balıkesir: Balıkesir Üniversitesi, Türk Dili ve Edebiyatı Ana Bilim Dalı, s. 96.
ἕνας “ἰμάμης” ἔσφαξ’ ἕνα πρόβατο, και ἐχύθηκε τό αἷμα εἰς τόν δρόμο μας· ὕστερα
ἐσήκωσε τά χέρια να προσευχηθῇ μέσ’ στήν καρδιά του και να μᾶς εὐλογήσῃ. Στο
όνομα του Σουλτάνου 111 υπό τη σκέπη της πράσινης σημαίας και τον γοργό ήχο
από το τουμπελέκι 112 οι στρατευμένοι ήταν συναισθηματικά έτοιμοι να
πολεμήσουν για την πατρίδα.

Ενότητα 3η: 221-224 (Ἔτσι ἐμβῆκα ἐγώ πού μέ βλέπεις εἰς τά


στρατιωτικά…δώδεκα ἡμερῶν δρόμο μακράν ἀπό τόν τόπον μου, τί ἤθελες νά
κάμω;)

Στην επόμενη νοηματική ενότητα η αφήγηση εγκεντρίζεται στην προσωπική


στρατιωτική δράση του Σελήμ. Η ταυτότητά του εμπλουτίζεται με στοιχεία όχι
μόνο ουσιαστικής ενηλικίωσης αλλά και υπεύθυνης συμπεριφοράς, υποδειγματικής
με σημείο αναφοράς την αφοσίωση στην αξία της φιλοπατρίας.
Η συμπεριφορά του χιλίαρχου, οι κόποι, οι στερήσεις είχαν γίνει “χαλάλι” 113
εἰς τόν ἀφέντη… τόν Σουλτάνο, χαλάλι καί τό αἷμα ὅσον μοῦ ἐχύθηκεν ἐμπρός εἰς
τήν Σιλίστριαν 114 · χαλάλι του τό ἔκαμα, καθώς κάμν’ ἡ μάνα στό τέκνο της χαλάλι
τό γάλα πού τό βύζαξε (σ. 221-222). Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη λέξη χαλάλι με
τη σημασία της στην ελληνική γλώσσα: ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται να διαθέτει
με ευχαρίστηση άμεσα το αίμα του και έμμεσα, υποδηλούμενα, την ψυχική,
συναισθηματική και σωματική του υγεία-ισορροπία, δήλωση πλαισιωμένη με την
αδιαμφισβήτητη αναλογία προς τον μητρικό ρόλο.
Ο Βιζυηνός χτίζει με τις τουρκικές λέξεις τη διαφορετικότητα του Σελήμ σε
σχέση με την προηγούμενη κοινωνική του ταυτότητα. Σε μία από τις
εγκιβωτισμένες αφηγήσεις καταγράφεται η ηρωική του δράση για την οποία
ενημερώθηκε ο ἀφέντης μας ὁ Σουλτάνος (σ. 222) και η ψυχική ευφορία που
προκλήθηκε από την προσδοκία της παρασημοφόρησης. Ο Σερασκέρης (6
αναφορές της λέξης, σ. 222-223) έδρασε ως θεματοφύλακας της «άδικης»
πριμοδότησης των υψηλόβαθμων του στρατεύματος σε βάρος των απλών,
αφοσιωμένων στρατιωτών 115 . Ο Σελήμ, (ο Βιζυηνός) σταθερά συνθέτει την εικόνα
του Οθωμανού αξιωματούχου που με τη σειρά του αποδομεί τις διαμορφωμένες
αντιλήψεις του ήρωα της αφήγησης και το σύστημα αξιών που έμαθε να υπηρετεί.
Υπεράνω τοποθετείται μόνον ο αφέντης Σουλτάνος, ο οποίος έστειλε το
παράσημο αλλά ο Σερασκέρης το απένειμε στο χιλίαρχο. Ο δειλός αλλά αμειφθείς
χιλίαρχος τον μετακίνησε σε αποστολή δημιουργίας οχυρωμάτων: Ἄιντε 116 νά μή
σέ ἰδοῦν τά μάτια μου ἄλλη φορά δῶ πέρα (σ. 222). Τον έστειλε εἰς τό Βαλκάνι

111
Σουλτάνος, ό.π., υποσ. 198, σ.
112
τουμπελέκι, ό.π., υποσ. 530, σ.
113
χαλάλι, τουρκικά helâl (από τα αραβικά halal): 1. πράγμα θεμιτό και όχι απαγορευμένο
θρησκευτικά, που αποκτήθηκε νόμιμα 2. νόμιμη γυναίκα (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ. 108, σ., s. 353).
Στο λεξικό του Χλωρού αναφέρεται η πρώτη σημασία (Χλωρός, Τ. A΄, ό.π., υποσ. 100, σ., σ. 708).
Η λέξη ανήκει στο κοινό λεξιλόγιο και των δύο γλωσσών και σημαίνει στα
τουρκικά: 1. ό,τι αναγνωρίζεται ως επάξια κατεχόμενο από κάποιον 2. η νόμιμη γυναίκα 3. ως
κατοχή η οποία δεν είναι αντίθετη στις προσταγές της θρησκείας και στα ελληνικά: αναφέρεται για
κάτι που, αν και μου κοστίζει, το διαθέτω με ευχαρίστηση (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 111).
114
Στη Σιλίστρια συμμετείχε στην πρώτη μεγάλη μάχη. Πρόκειται για παραποτάμια πόλη της νότιας
όχθης του κάτω ∆ούναβη. Οι Οθωμανοί νίκησαν και ανακατέλαβαν τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο
πόλεμος μεταφέρθηκε στην Κριμαία (Ιούνιος, 1854). Για τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του βλ. Efe, ό.π.,
υποσ. 141, σ., s. 161-163.
115
Κατά τον Μπακιρτζή υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που πιστοποιούν ανάλογες συμπεριφορές «….η
απαιδευσία και η αναξιοκρατία στους κόλπους του σώματος των αξιωματικών απονεύρωσε τον
οθωμανικό στρατό» (ό.π., υποσ. 157, σ., σ. 414).
116
ἄιντε, ό.π., υποσ. 287, σ.
(ό.π.), δύσβατη και δασώδη οροσειρά. Το συγκείμενο συνηγορεί υπέρ της άποψης
ότι η λέξη χρησιμοποιείται με την τουρκική της σημασία 117 .
Ο Σελήμ εναπέθεσε τις ελπίδες του για προστασία όχι στο συγγενή
αξιωματούχο Σερασκέρη αλλά στο Θεό και στο “κισμέτι” (σ. 223), το πεπρωμένο,
τη μοίρα ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη
μοιρολατρία 118 . Έτσι προσπάθησε να ξεπεράσει την αδικία …πού πῆραν τό σπαθί
καί τό ντουφέκι 119 ἀπό τό χέρι μου καί μ’ ἔδωκαν ἕνα κοφίνι κ’ ἕνα φκιάρι! (ό.π.).
Κλείνοντας αυτόν τον κύκλο ο ήρωας αφηγητής αναφέρει πως επί επτά χρόνια
υπηρέτησε τον βασιλέα τότε αλλά ἑφτά παράδες στό κεμέρι δεν είχε (ό.π.). Η
επανάληψη του αριθμού επτά καθιστά αναλογικά προφανή την άδικη
μεταχείριση: εφτά ολόκληρα χρόνια στην υπηρεσία του ἀφέντη τους του
Σουλτάνου και ούτε εφτά τούρκικα νομίσματα μικρής αξίας 120 δεν είχε στην
ειδική δερμάτινη ζώνη του 121 . Βέβαια δήλωνε ότι ο ίδιος, οι δικοί του, η ζωή και η
περιουσία όλων των Οθωμανών εἶναι κτῆμα τοῦ ἀφέντη μας τοῦ Σουτάνου καί
εἶναι χαΐρι 122 καί εὐτυχία ὅταν ἐξοδεύωνται εἰς τήν ὑπηρεσίαν του (ό.π.). Η
προσφορά στο Σουλτάνο θεωρούνταν ευεργεσία και ευτυχία από τον υπήκοο και
εκείνος ἀπό ἔλεος καί εὐσπλαχνία διά τόν λαόν του, διέταξε διά κάθε στρατιώτη,
καθώς τόν παίρνει διά τό ντοβλέτι 123 ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, ἔτσι νά τόν
γυρίζῃ πάλιν ὀπίσω (σ. 223- 224) πράγμα που δεν συνέβη στον ίδιο. Ο Σουλτάνος
στη συγκεκριμένη αναφορά εμφανίζεται ως ο αφέντης στο ντοβλέτι, στο κράτος, ο
οποίος δε θα ήθελε ποτέ την εξαθλίωση του άλλοτε περήφανου Σελήμ.

Ενότητα 4η: 224-234 (∆εν θέλω νά σέ εἰπῶ τό τί ὑπέφερα ἕως νά φθάσω εἰς τό
σπίτι μας…κ’ ἐμένα δέν μ’ ἐχωροῦσαν τά ροῦχα μου, ὅταν ἐσυλλογιζόμην πώς γίνετ’
ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου πόλεμος).

Ο πόλεμος τελείωσε. Ο Σελήμ έφτασε στο σπίτι του μέ τές πληγές εἰς τό στῆθος
καί μέ τόν “τρουβᾶ” 124 τοῦ ζητιάνου εἰς στήν ἀμασχάλη! (σ. 224). Η διαδικασία

117
Βαλκάνι-α, τουρκικά balkan, ό.π., υποσ. 177, σ. Για τους Οθωμανούς η δύσβατη οροσειρά
αποτελούσε σημαντικό φυσικό οχυρό, το οποίο ενίσχυαν γιατί πίστευαν ότι οι Ρώσοι δε θα
μπορούσαν να το περάσουν (Efe, ό.π., υποσ. 141, σ.)
118
κισμέτ-ι,, ό.π., υποσ. 528, σ.
119
ντουφέκι, ό.π., υποσ. 156, σ.
120
παρᾶς, ό.π., υποσ. 116, σ.
121
κεμέρι, ό.π., υποσ. 270, σ.
122
χαΐρι, ό.π., υποσ. 505, σ. Το συγκείμενο συνηγορεί με την άποψη ότι η λέξη χρησιμοποιείται με
την τουρκική της σημασία: 1. ευεργεσία 2. ωφέλιμος, χρήσιμος, όπως αναφέρεται στο ∆ημάση, Νιζάμ,
ό.π.
123
ντοβλέτι, τουρκικά devlet (από τα αραβικά): 1. η πολιτική οργάνωση μιας συγκεκριμένης χώρας
όπου υπάρχει κοινή διοίκηση και ισχύουν κοινοί νόμοι 2. τύχη, ευτυχία 3. μεγάλο αξίωμα, θέση 4. τα
αγαθά 5. ο εύπορος (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 312)· κράτος, δύναμη, βασίλειο (Χλωρός, Τ. Α΄, ό.π.,
υποσ. 100, σ., σ. 804). Παλιότερα στην ελληνική γλώσσα σήμαινε το κράτος, την κυβέρνηση,
ειδικότερα όσον αφορά την Τουρκία (∆ημητράκος, ό.π., υποσ., σ., Τ. Ι΄, σ. 4937). Στο κοινό
ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο η λέξη σημειώνει στένωση για την τουρκική γλώσσα και σχετική
διεύρυνση για την ελληνική. Υπάρχει και η κοινή και διαχρονικά σταθερή σημασία: το κράτος.
Αναλυτικότερα, στα τουρκικά σημαίνει 1. το κράτος 2. τα όργανα διοίκησης του κράτους και στα
ελληνικά 1. η κρατική εξουσία επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η δυναστεία 2. το κράτος //
(έκφραση) για κάποιον που υποστηρίζει πάντοτε αυτούς που κατέχουν εξουσία: Είναι πάντοτε με
το δοβλέτι (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 30).
124
τρουβᾶς, τουρκικά torba: υφασμάτινο ή δερμάτινο σκεύος, μικρό σακί 2. πρήξιμο στο σώμα 3.
στην ανατομία ο όρχις (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 1317). Στο λεξικό του ∆ημητράκου αναφέρονται
τα εξής: μικρός σάκος, σακίδιο (ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Ι΄, σ. 4937). Σήμερα στην τουρκική γλώσσα είναι
1. πάνινη ή πλαστική σακούλα 2. νάιλον σακούλα 3. όρχις και στην ελληνική: 1. πάνινη σακούλα
των χωρικών για να βάζουν την τροφή τους, ταγάρι 2. τροφή των ζώων-ταΐστρα-στη φράση: βάζω
το κεφάλι μου στον τουρβά: διακινδυνεύω, βάζω κάποιον στον τουρβά: τον εξαπατώ (∆ημάση,
επανένταξης είχε αρχίσει.
Στην παράγραφο όπου περιγράφεται η επιστροφή του στο σπίτι και η
οδυνηρή έκπληξη της καθολικής αποδόμησης της εικόνας του «δομημένου», κυρίως
σε επίπεδο ιεράρχησης των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που ζούσαν εκεί
(οικογένεια-«δούλοι»). Εἰς τά δικά μου χρόνια, ὅπου καί ἄν ἐγύριζες τό βλέμμα
σου, θά σ’ ἔλεγαν τά πράγματα πού βλέπεις, πώς ἐδῶ μέσα προστάζει ἕνας
αὐστηρός ἀφέντης, ἕνας ὅστις ἀγαπά τήν τάξι καί τήν ευμορφία καί τήν ἡσυχία.
Κάθε ἄλλο πρᾶγμα τώρα….. Ἡ βρύσις μέσα στήν αὐλή ἐστείρευσε. τῆς θύρας τά
κρικέλια ἐκοκκίνησαν ἀπό τήν σκουριά, καί στοῦ σπιτιοῦ τό ἔμβασμα κανένας δέν
ἔστεκε ὅπως άἄλλοτε μέ σταυρωμένα χέρια, ἕτοιμος ν’ ἀνοίξῃ εἰς τόν ἀφέντη του
τήν θύρα (ό.π.). Η λέξη αφέντης, η οποία αναφέρεται δύο φορές, επιστρατεύεται
για να αναδείξει την αλλαγή του «σκηνικού» της αφήγησης που αφορά τον
προσωπικό βιο-χώρο του πρωταγωνιστή. Η απογοήτευση γίνεται αγωνία και
ανακούφιση όταν η αφήγηση εστιάζει στα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα: Τά
ὅπλα του ἐκρέμοντο εἰς τόν τοῖχον. τό κομβολόγι, το “τσιμποῦκι” 125 του, τά
πράγματα ὅσα εἶχεν ἄλλοτε τριγύρω του, ἦσαν αὐτοῦ: ∆έν ἔπαθ’ ὁ πατέρας τίποτε!
(ό.π.).
Ο πατέρας δεν εμφανίστηκε. Ο γέρο υπηρέτης, ο Σακήρμπαμπας 126 , χάρηκε
για την επάνοδο και ένιωσε θλίψη για την εμφάνιση του ζητιάνου με τον τρουβᾶ
(σ. 225).
Ο Σελήμ επανέλαβε την πίστη και την αφοσίωση στο Σουλτάνο τον αφέντη
τους (ό.π.). Αναζήτησε τον αδερφό του, τον Χασάν (ο Βιζυηνός επανέρχεται στη
χρήση του ονόματος) τη θέση του οποίου πήρε στο στρατό …και στην ταλαιπωρία,
τον πατέρα του και τη μητέρα του την οποία τοποθέτησε στο φυσικό της χώρο στο
χαρέμι (ό.π.).
Οι αποκαλύψεις ήταν συγκλονιστικές με πρώτη την εμφάνιση στην

Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 97). Στο κείμενο έχει τη σημασία του σάκου, η οποία με μικρές
διαφοροποιήσεις διαχρονικά αποτελεί κοινή σημασία στις δύο γλώσσες.
125
τσιμποῦκι, τουρκικά çubuk, πολύ οικεία λέξη: ράβδος και βέργα, ίσιο κλαδί δέντρου, σιδερένια
ράβδος, μεταλλική: παραδείγματα-παράγωγα κλήμα αμπέλου, πλάγιοι ιστοί, γραμμή σε υφάσματα,
τσιμπούκι για κάπνισμα (Χλωρός, ό.π., υποσ. 100, σ., Τ. Α΄, σ. 652)· 1. σε σχήμα βέργας μακρύ, στενό,
ίσιο και μπορεί να σταθεί όρθιο 2. ίσια βέργα 3. το τσιμπούκι για το κάπνισμα 4. στην ύφανση
γραμμή-σχέδιο, δρόμος 5. στα κρουστά η βέργα 6. φρέσκο κλαδί για φύτευση 7. κλαδί κληματαριάς
8. κομμάτι της σιδηροδρομικής γραμμής 9. ο μοχλός της τυπογραφικής μηχανής…
(Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 272) Σήμερα σημαίνει στα τουρκικά: 1. φρέσκο κλαδί 2. έχει σχήμα
βέργας και συγχρόνως είναι μακρύ και σκληρό 3. είδος πίπας 4. ευθεία γραμμή στο ύφασμα και στα
ελληνικά: 1. είδος πίπας, που αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε κοιλότητα
στην οποία τοποθετείται ο καπνός 2. (χυδαία) πεολειχία (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 104).
Στο κείμενο είναι το τσιμπούκι για το κάπνισμα.
126
Σακήρμπαμπας, τουρκικά Şakir baba. Μελετώντας τις σημασίες των δύο συνθετικών της λέξης
καταγράφουμε τα εξής:
Şakir: είναι αντρικό όνομα (από τα αραβικά). Είναι ο ευγνώμων, ο ικανοποιημένος με την
κατάστασή του, ο ευγνώμων στον Θεό. Πρόκειται για μία συχνά εμφανιζόμενη λέξη στο κοράνι.
∆ιαθέσιμο στο:
http://www.islamkent.com/modules.php?name=isimler.
Προσπελάστηκε στις 25/7/2012.
baba: 1. μπαμπάς, πατέρας. 2. πρόγονος, παππούδες. 3. ηλικιωμένος, σεβάσμιος. 4. αρχηγός,
επικεφαλής. 5. ευεργέτης. 6. προστάτης. 7. πάτερο, δοκάρι. 8. κολόνα, δοκάρι. 9. κεντρική κολόνα σε
οικοδομή. 10. λοιμός, πανούκλα, πανώλη. 11. καλόγερος, σπυρί 12. όγκος, νεόπλασμα, πληγή. 13.
αρχηγός νονών της νύχτας. 14. μπαμπούλας, 15. σεΐχης στο τάγμα των μπεκτασίδων. 16. ανδρικό
όργανο αναπαραγωγής (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 113). Η λέξη μπαμπάς χρησιμοποιείται όπως στα
ελληνικά το μπάρμπα- (Γιάννης π.χ.) ως προσφώνηση για ένδειξη σεβασμού. Στο κείμενο είναι ο
άνθρωπος που είχε αναλάβει σημαντικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και ουσιαστικά
αποτελούσε τον δίαυλο επικοινωνίας της μητέρας με τον κόσμο έξω από το χαρέμι, συμπεριφορές
που εγκεντρίζονται στα σημαινόμενα του ονόματος.
αφηγηματική σκηνή της μικρής χανούμισσας του πατέρα 127 . Θεωρούσαν υπεύθυνο
για όλα, τα μη αποκεκαλυμμένα προς το παρόν, τον Σελήμ. Ο τελευταίος,
καθισμένος στο μεντέρι 128 , στοιχείο πολιτισμικό του χώρου, άκουγε τον
Σακήρμπαμπα να διηγείται τα δρώμενα σε μία ακόμη εγκιβωτισμένη αφήγηση. Ο
πατέρας εγκατέλειψε τον ρόλο του αφέντη και κανείς ἀπό τούς δούλους δέν ρωτᾷ
γιά τίποτε, κανείς δέν στέκεται “τσαπράζ – ντιβάνι” 129 (σ. 226), δεν του φέρονταν
με σεβασμό, επειδή η συμπεριφορά του, η οποία δεν ήταν φυσιολογική (ως
«μαγεμένος» 130 περιγράφεται) δεν τους ενέπνεε: …ἔστησε μέσα στό χαρέμι 131 τό
“μικιάνι” του (ό.π.). Στη συγκεκριμένη πρόταση διαχωρίζεται εννοιολογικά με
σαφή ιδεολογική κατεύθυνση το χαρέμι ως χώρος διαβίωσης της συζύγου από το
μικιάνι 132 , το «σπιτικό» του με τη δεύτερη γυναίκα του στην οποία παρέδωσε την
αξιοπρέπειά του: Αὐτός πού τόν ἐγνώριζες! Καί ἔδωκε τά γένεια του εἰς τῆς μικρᾶς
χανούμισσας τά χέρια, τῆς μητρυιᾶς σου (ό.π.). Η αναφορά είναι αρνητική με την
έννοια της απόκλισης από την αποδεκτή για την εποχή κοινωνική αξιακή κλίμακα.
Η λέξη χανούμισσα 133 , συνοδευόμενη από το επίθετο μικρά στη συγκεκριμένη
πρόταση μάλλον αποδίδεται με τη δεύτερη σημασία της στην τουρκική γλώσσα:
γυναίκα, σύζυγος 134 .
Ο Σελήμ περιήλθε σε κατάσταση συναισθηματικού σοκ: Σακήρμπαμπα! τοῦ
εἶπα τότε. Τί μέ σκεντζεύεις ἔτσι ἄσπλαχνα, τί σχίζεις φύλλο φύλλο τήν καρδιά
μου, ὡσάν νά ἤσουν ὁ χειρότερος ἐχθρός μου! (ό.π.). Όλα τα συναισθήματά του και
η δεινή του θέση εμπεριέχονται στη τουρκική λέξη σκεντζεύεις 135 . Πληροφορήθηκε
από τον γέροντα υπηρέτη, τον Τοῦρκο 136 , όπως υπενθυμίζει ο Βιζυηνός την εθνική-
φυλετική ετερότητα των πρωταγωνιστών της συγκεκριμένης εγκιβωτισμένης
αφήγησης, που επιφωνηματικά τον αποκαλεί αφέντη της ψυχής του (ό.π.), ότι τον
αδερφό του τον σκότωσαν. Ο θρήνος του τεκμηριώνεται στο δίπολο θάνατος για
την θρησκεία και για τον Καλίφη- παράδεισος//άδοξος θάνατος. Η λέξη Καλίφης
χρησιμοποιείται με τη σημασία ενός από τους τίτλους των Οθωμανών Σουλτάνων:
αυτοκρά- τορας 137 .

127
Ο δεύτερος γάμος του πατέρα του, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε ατονήσει παρόλο που η
πολυγαμία αποτελούσε νόμιμο ανδρικό δικαίωμα στην ισλαμική κοινωνία (βλ. Γαβρινιώτου, ό.π.,
υποσ. 187, σ., σ. 23-25). Ο πατέρας του Σελήμ δεν πήρε διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα, η
οποία ανέχτηκε τον παραγκωνισμό, τον δικό της και των παιδιών της, με τον φόβο του κοινωνικού
στίγματος (Για τον ρόλο των γυναικών στην οθωμανική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα σε σχέση
με τον γάμο και τη διάλυσή του, βλ: Jennings, R. C. (1973). Loan and Credit in Early 17th Century
Ottoman Judicial Records: The Sharia Court of Antolian Kayseri. Journal of the Economic and Social
History of the Orient, XVI, II-III, p. 165-216; Faroqhi, S. (1997). Osmanlı Kültürü ve Gündelik Yaşam-
Ortaçağdan Yirminci Yüzyıla, (μτφρ) Elif Kılıç. İstanbul: Tarih Vakfı, p. 116 -119).
128
μεντέρι (μιντέρι), ό.π., υποσ. 386, σ.,
129
τσαπράζ-ντιβάνι: πρόκειται για αυτούσια μεταφορά τουρκικής έκφρασης που σημαίνει:
στέκομαι-στέκεται κάποιος όρθιος μπροστά σε κάποιο υψηλό πρόσωπο με σταυρωμένα χέρια
(Aksoy, ό.π., υποσ. 199, σ., C.2, s. 726, 764).
130
Και οι Τούρκοι πίστευαν στα μάγια (Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, ό.π., υποσ., σ., σ. 49, όπου και
Βιζυηνός, ό.π., υποσ., σ., σ. 265).
131
χαρέμι-ον, ό.π., υποσ. 235, σ.,
132
μικιάνι, τουρκικά mekan: 1. τόπος 2. κατοικία Doğan, ό.π., υποσ., σ., s. 893); χώρος, τόπος, οίκος,
σπιτικό (Türkçe Sözlük, C. 2, ό.π., υποσ., σ., s. 1526).
133
χανούμισσα, ό.π., υποσ. 196, σ.,
134
Για τις σημασίες της λέξης, βλ. υποσ. 63, σελ. 38 του κειμένου.
135
σκεντζεύω, τουρκικά işkence (από το περσικό şikenc): 1. ασκώ πνευματική ή σωματική βία 2.
ασκώ βασανιστήρια για ομολογία 3. δεινή θέση (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ. 106, σ., C. 1, s. 1117).
136
Τοῦρκος, τουρκικά Τürk, ό.π., υποσ., σ.,
137
Καλίφης, από τα αραβικά halife: διάδοχος του Προφήτη. Τίτλος των διαδόχων του Προφήτη
Μωάμεθ στην πολιτική και θρησκευτική αρχηγία του Ισλάμ, χαλίφης, ένας από τους τίτλους των
Οθωμανών Σουλτάνων, αυτοκράτορας (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ. 106, σ., C. 1, s. 932; Devellioğlu, b,
ό.π., υποσ. 108, σ., s. 318). Η λέξη σημαίνει τον εκπρόσωπο του Προφήτη για τη λήψη θεολογικών-
Στη συνέχεια ο Σελήμ αφηγείται τα γεγονότα σε μία εξέλιξη γραμμική. Ο
πατέρας του κατήγγειλε τον αδερφό του ως λιποτάκτη εναντίον του εφέντη
Σουλτάνου (σ. 227) αλλά κριτής και μουφτῆς 138 τον ενημέρωσαν για την
αντικατάστασή του από τον μικρότερο γιό του. Εξακολούθησε να απαιτεί
τιμωρία: …Ἐάν δέν στείλετε κατόπιν του τούς “σουβαρῆδες” 139 , ἐάν δέν τόν
συλλάβετε, θά καταγγείλω εἰς αὐτόν τόν Σερασκέρη τό κακούργημα (ό.π.) και να
απαξιώνει τον Σελήμ (σ. 228). Η επιμονή του είχε ως αποτέλεσμα την καταδίωξη
και την εξόντωση των λιποτακτών:…τόν ἀδελφό μου τόν εὑρῆκαν ἀκουμβημένον
εἰς τό “μετερίζι” 140 του, αἱματόφυρτον, σκοτωμένον (ό.π.).
Η ικανοποίηση του πατέρα σε επίπεδο κοινωνικού προφίλ ακυρώθηκε
ουσιαστικά με τη σταδιακή αλλαγή της καθημερινότητάς του.
- Ἀλλά εὐθύς ὁπού τόν ἔθαψαν καί ἄδειασεν ὁ τόπος του μέσα στό σπίτι,
ἤρχισεν ὁ πατέρας σου ν’ ἀλλάζῃ, εἶπεν ὁ γέρος ὑπηρέτης. Αὐτός πού ἦτο τόσον
αὐστηρός μέσα στό κονάκι του, πού εἶχε τόση πιμέλεια στά κτήματά του. αὐτός
ὁπού δέν ἔβαλε ποτέ πιοτό στά χείλη του, ἔγινε τώρα νά τόν βλέπῃς καί νά κλαῖς.
Μήτε τά κτήματά τους ξεύρει, μήτε τό σπίτι του πονεῖ, μόνον κάθεται ἀπ’ τό πρωί
ὡς τά μεσάνυχτα μέ τήν μποτίλια τοῦ ρακιοῦ μπροστά του, κάθεται σάν τόπακας
μέσ’ στό χαρέμι (ό.π.).
Η διαφορετικότητα εντοπίζεται στην αλλαγή της ταυτότητας της πατρικής
φιγούρας. Υποστηρίζεται από τις λέξεις:
- κονάκι, μεγαλοπρεπής κατοικία του 141 που ορίζει τον χώρο στην κατάσταση
πριν τα γεγονότα και αντιδιαστέλλεται με το χαρέμι 142 , τον χώρο στον οποίο
ζούσαν οι γυναίκες ενός μουσουλμάνου και που στη συγκεκριμένη αναφορά
αποτελεί λέξη που τεκμηριώνει τη μετάβαση στο μερικό, την «υποχώρηση» του
κυρίαρχου ρόλου. Το ρακί 143 , η κατανάλωση αλκοολούχου ποτού αποτελούσε
ακόμα έναν παράγοντα της αλλαγής. Ο αξιοπρεπής, κυρίαρχος πατέρας

θρησκευτικών αποφάσεων. Χρησιμοποιείται για τον αρχηγό όλων των πιστών (Pakalin, ό.π.,
υποσ.105, σ., C. 1, s. 708).
138
μουφτῆς, τουρκικά mûftû (από τα αραβικά muftī):
Η λέξη müfti και müftü είναι πολύ παλιά. Εξελίχτηκε χρονικά ως εξής: Κατής kadı, μετά μουδερρίς
müderris και στη συνέχεια müfti-müftü. Ο μουφτής είναι ο μόνος αρμόδιος να απαντήσει ή να δώσει
έγγραφο, φετφά, (γνωμοδότηση) για οποιοδήποτε θρησκευτικό ζήτημα που κάθε φορά προκύπτει
(Pakalin, ό.π., υποσ. 105, σ., C. 2, s. 599).
Στο κοινό ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο σήμερα σημαίνει:
τουρκικά: θεολόγος, υπεύθυνος για τις θρησκευτικές υποθέσεις των μουσουλμάνων σε νομούς και
επαρχίες και ελληνικά: μουσουλμάνος θεολόγος και ειδικά ο ερμηνευτής των νόμων με
θρησκευτική, δικαστική και αστική δικαιοδοσία// θρησκευτικός αρχηγός της μουσουλμανικής
μειονότητας στην Ελλάδα (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 58). Στο κείμενο χρησιμοποιείται με
την κοινή σημασία: μουσουλμάνος θεολόγος και ειδικά ο ερμηνευτής των νόμων με θρησκευτική,
δικαστική και αστική δικαιοδοσία.
139
σουβαρήδες, τουρκικά süvari (από τα περσικά sevari): 1. έφιππος στρατώτης 2. καπετάνιος
πλοίου (Sami, ό.π., υποσ. 100, σ., s. 739); 1. έφιππος, καβαλάρης 2. στρατιωτικά έφιππος στρατιώτης
3. η τάξη των έφιππων στρατιωτών 4. καπετάνιος πλοίου 5. το μεγάλο μπάλωμα στο παντελόνι
(Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 1217); 1. στρατιώτης του ιππικού, καβαλάρης 2. καπετάνιος (Türkçe
Sözlük, ό.π., υποσ. 106, σ., C. 2, s. 2062). Η λέξη παρουσιάζει διαχρονική σημασιολογική
σταθερότητα. Στο κείμενο έχει τη σημασία: έφιππος καβαλάρης.
140
μετερίζι, τουρκικά meteris-metris (από τα περσικά): χαράκωμα στον πόλεμο 2. στερεότυπο στην
τυπογραφία (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 908). Παλιότερα στην ελληνική γλώσσα σήμαινε οχύρωμα,
πρόχωμα (∆ημη- τράκος, Τ. Θ΄, ό.π., υποσ. 96, σ., σ. 4641). Μέχρι και σήμερα έχει κοινή σημασία στις
δύο γλώσσες με την οποία και «εγγράφεται» στο κείμενο: προφυλαγμένη θέση μάχης. Στην ελληνική
γλώσσα σημαίνει, επίσης, μτφ., θέση από την οποία κάποιος κάνει οποιονδήποτε αγώνα (∆ημάση,
Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 56). Στο κείμενο έχει τη σημασία του χαρακώματος στον πόλεμο.
141
κονάκι-ον, ό.π., υποσ. 166, σ.,
142
χαρέμι-ον, ό.π., υποσ. 235, σ.,
143
ρακί,, ό.π., υποσ. 101, σ.,
μεταβλήθηκε σε έναν στρογγυλό σωρό, τόπακα 144 , βυθισμένος στην ακολασία,
…“σεριανίζῃ” 145 πῶς χορεύουνε γυμνές ἐμπρός του οἱ σκλάβες πού τοῦ ἔφερεν
ἐκείνη…(σ. 229), υποχείριο της δεύτερης γυναίκας του που συστηματικά διέβαλλε
τον γιο του για να διασφαλισθεί.
Η πρώτη γυναίκα και μητέρα του Σελήμ φαινόταν, απόλυτα
συνειδητοποιημένη, να υποχωρεί ως προς τον συζυγικό ρόλο και να διατηρεί τη
διαύγειά της και την επιθυμία για ζωή στο πλαίσιο του γονεϊκού της ρόλου,
ενδιαφερόμενη για την τύχη των γιων της και ειδικότερα του στρατιώτη Σελήμ.
…Κάθε λίγο μέ ἐφώναζε, καί μέ ρωτοῦσε γιά τόν πόλεμο, τί ἀκούω, καί τί
χαμπάρι 146 ἔρχετ’ ἀπό σένα.(ό.π.). Η αγωνία και αδυναμία ουσιαστικής
υποστήριξης την έκαναν να υιοθετεί σχεδόν δογματικά προκαταλήψεις και
λαϊκότροπες αντιλήψεις:
Ἕνα διαμάντι δαχτυλίδι πού εἶχεν εἰς τό δάχτυλό της τῆς φαινόταν πώς
ἐθόλωνε ὁλοένα περισσότερο. Εἶναι τά δάκρυα στά μάτια σου χανούμ -
Ἐφέντη 147 , πού δέν σ’ ἀφήνουνε νά τό ἰδῇς πόσον ἀστράφτει, τῆς ἔλεγα. Μά ἐκείνη
δέν ἐπίστευεν (ό.π.). Γύρω από το δαχτυλίδι που της άφησε φεύγοντας συνεχίζεται
η αφήγηση. Ο Σακήρμπαμπας, «κατασκεύασε», χαμπέρι για τον ἀφέντη Σελήμ:
παρασημοφορήθηκε από τον Βασιλέα (σ. 230). Η σπουδαία είδηση την άφησε
αδιάφορη μπροστά στο διαρκές μαύρισμα του δαχτυλιδιού. Το χάρισε ως σύμβολο
της αποδιδόμενης ελευθερίας, σε Κιρκάσια 148 δούλα: Ἐμπρός εἰς τό Θεό καί εἰς
αὐτούς τούς μάρτυρας, “σέ βγάζω τσιράκι” 149 , σέ δίδω τήν ἐλευθερία σου, στην
οποία και ανέθεσε την περιποίηση και τη φροντίδα του γιου της, του ἐφέντη της,

144
τόπακας, τουρκικά topak. Σημαίνει 1. στρόγγυλο, σαν μπάλα 2. η ζύμη για άνοιγμα φύλλου
(Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 1315); 1. στρογγυλό κομμάτι ζύμης για άνοιγμα φύλλου. 2. οποιοδήποτε
στρογγυλό αντικείμενο σαν μπάλα, σορός (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ. 106, σ., C. 2, s. 2233)
145
σεριανίζω, τουρκικά seyretmek: 1. κοιτάω, βλέπω, αγναντεύω 2. κοιτάω από μακριά χωρίς να
επεμβαίνω 3. περπατάω, κινούμαι (Doğan, ό.π., s. 1170); βλέπω, αγναντεύω, ατενίζω, παρακολουθώ,
πλέω, αρμενίζω (Tuncay, Καρατζάς, ό.π., υποσ. 121, σ., s. 644). Στην ελληνική γλώσσα η λέξη
σημαίνει κάνω σεργιάνι, βγαίνω βόλτα//γυρίζω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό (Λεξικό
της Κοινής Νεοελληνικής, ό.π., υποσ. 282, σ., σ. 1203). Ο Βιζυηνός τη χρησιμοποιεί με την τουρκική
της σημασία: βλέπω, παρακολουθώ.
146
χαμπάρι, τουρκικά haber (από τα αραβικά): τα τελευταία, τα πρόσφατα νέα, ενημέρωση 2.
είδηση που μεταδίδεται από στόμα σε στόμα (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ. 108, σ., s. 303)· και χαμπέρι
(συνήθως στον πληθυντικό) πρόσφατη είδηση, αγγελία, νέο (∆ημητράκος, Τ. ΙΕ΄, ό.π., υποσ. 96, σ., σ.
7784). Στο κοινό ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο στα τουρκικά σημαίνει 1. είδηση, αγγελία, το νέο
πληροφορία 2. ανταπόκριση 3. ειδοποίηση και στα ελληνικά: είδηση, νέο/στη φράση παίρνω
χαμπάρι: αντιλαμβάνομαι (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 112).
147
χανούμ-Εφέντη, τουρκικά hanımefendi: 1. κυρία, δεσποινίδα 2. αρχόντισσα, δεσποσύνη 3. κυρά,
μαντάμ, χανούμ 4. δεσποινίς~! κυρία!, κυρία μου! (Tuncay, Καρατζάς, ό.π., υποσ. 121, σ., s. 293).
148
Κιρκάσιοι και Γεωργιανοί του Καυκάσου αποτελούσαν δεξαμενές δούλων για την Οθωμανική
Aυτοκρατορία. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι Κιρκάσιοι δούλοι προορίζονταν για γεωργικές
εργασίες και για το χαρέμι (Μπακιρτζής, ό.π., υποσ. 157, σ., σ. 400).
149
Σε βγάζω τσιράκι. Θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε τη φράση. Στα τουρκικά çırak σημαίνει 1.
αυτός που εργάζεται κοντά σε ένα μάστορα και είναι μαθητευόμενος μιας τέχνης 2. αυτός που
κάνει τις ποδαροδουλειές ενός μαγαζιού 3. (παλ.) ο συνταξιοδοτημένος υπηρέτης. Θα μπορούσε στο
κείμενο να έχει την 3η σημασία. Με αυτή την έννοια, η μητέρα του Σελήμ τη συνταξιοδοτεί και έτσι
της δίνει την ελευθερία της.
Στην ελληνική γλώσσα η λέξη τσιράκι παρουσιάζει σημασιολογική επέκταση: 1. ο μαθητευόμενος
τεχνίτης 2. (μειωτικά) ο προσκολλημένος σε ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του
για δικό του όφελος (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 104).
Τοποθετώντας το γεγονός στον ιστορικό χρόνο της αφήγησης μπορούμε να διατυπώσουμε την
άποψη ότι η μητέρα του Σελήμ απελευθέρωσε τη Μελέικα με τη μονομερή δικαιοπραξία της
χειραφέτησης (i’tak) με αντάλλαγμα, για τη διασφάλιση της θεϊκής εύνοιας, τον γάμο με τον γιο της,
μάλλον χωρίς ανάλογο έγγραφο αλλά με την παρουσία μαρτύρων την οποία μπορούσε να
επικαλεστεί ενώπιον του ιεροδίκη (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ. 108, σ., s. 467).
αν επιστρέψει. Και πέθανε.…σέ κομμάτι ἀκούσαμε ἀπό το σελαμλίκι 150 τῶν
γυναικῶν τά κλάματα.
- Ἡ μεγάλη μας χανούμισσα παρέδωκεν εἰς τόν Θεό το πνεῦμα της!
Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η εγκιβωτισμένη αφήγηση του γέροντα
υπηρέτη. Ο Σελήμ, ορφανός και μισημένος, επιχείρησε την επάνοδό του καταρχήν
στο πατρικό σπίτι. Συμπαραστάτης του ο Σακήρμπαμπας, ο οποίος έφερε την
είδηση στο πατέρα του, τον μπέη-ἐφέντη 151 (σ. 231).
Ο μονόλογος του ήρωα-αφηγητή σκιαγραφεί τα συναισθήματά του για τον
πατέρα του. Όλη η περιπέτειά του στον πόλεμο στόχευε στην πατρική αποδοχή. Η
κοινωνική ταυτότητα του πατέρα του, όπως τη γνώριζε ο στρατιώτης γιος,
υπαγόρευε τη συμπεριφορά του στην κακή, την άθλια κατάσταση στην οποία
βρέθηκε. …Καί ἔκρυβα τό ὄνομά μου, ὅταν ἔφθασα εἰς τά περίχωρα ἐδἐ κοντά, διά
νά μή προσβληθῇ ἡ φιλοτιμία του ἀπό τά χάλια 152 ὁπού εἶχα (ό.π.).
Παρόλες τις ηρωικές δράσεις παρέμενε ένα παιδί που επιζητούσε απεγνωσμένα
την πατρική αγάπη-αναγνώριση και η οποία δεν ήρθε ούτε με την επιστροφή του.
Κατέληξε για ένα χρόνο στη φυλακή, αφού ο πατέρας επικαιροποίησε τη μήνυσή
του σχετικά με την αντικατάσταση, του αδερφού.
Εἰς πᾶσαν ἄλλην περίστασι θά ἤξευρα ν’ ἀπαλλαχθῇ ἀπό τοιαύτην καταδίκη,
θά ἤξευρα νά βάλω «τά δύο πόδια» τοῦ κριτοῦ «σ’ ἕνα παποῦτσι» 153 . Ἀλλά
ἐδέχθηκα τήν καταδίκη στό κεφάλι μου ἐπάνω διά νά γίνῃ τοῦ πατέρα μου τό
θέλημα. Μήπως τό σπίτι μας καθώς τό ηὗρα δέν ἦτο τάχατε δι’ ἐμέ χειρότερο ἀπό
φυλακή; (σ. 231-232).
Ο Σακήρμπαμπας τον φρόντιζε. Του ανέφερε θετικά σχόλια για τη Μελέικα
την Κιρκάσια 154 στην οποία η μητέρα του έδωσε το δαχτυλίδι του και την
ελευθερία της. Ο Σελήμ σκεφτόταν πλέον μήπως είναι η μοίρα του: …σ’ αὐτή τήν
κόρην ἔδωκεν ἡ μητέρα σου τό δαχτυλίδι, αὐτή θά εἶναι τό “κισμέτι” 155 σου (σ.
232). Το συγκείμενο συνηγορεί μάλλον στη χρήση της λέξης με μία από τις
σημασίες της στην τουρκική γλώσσα: τύχη για γάμο.
Η επανάσταση στην Ερζεγοβίνη 156 του έδωσε την εναλλακτική επιλογή: Ἐκεῖ
μανθάνομεν ἔξαφνα πώς ἔγιν’ ἐπανάστασις εἰς τήν Ἐρζεγοβίνα. ∆έν ἔχασα καιρό.
Ἒνα βαρβάτο ἄλογο ἀπό τον σταῦλο, μιά ἀσημένι’ ἀρματωσιά, καί δρόμο! (ό.π.).
Ο πρωταγωνιστής επιλέγει τον πόλεμο από την πιθανή προσωπική ευτυχία.
Μά δέν ἠξεύρεις πῶς μοῦ ἦλθε ὅταν ἤκουσα τόν πόλεμο. Θά πάγω νά ζητήσω τό
“κισμέτι”μου μέσα εἰς τόν καπνό καί τή φωτιά τῆς μάχης ἀκόμη μιά. Ἡ σπιτικιά
150
Με τη σημασία του ανδρωνίτη (βλ. υποσ. 541, σ. του κειμένου).
151
μπέη-ἐφέντη, τουρκικά beyefendi 1. κύριε, κύριέ μου 2. κύριος 3. τζέντελμαν! κύριε! (Tuncay,
Καρατζάς, ό.π. υποσ. 121, σ., s. 87).
152
χάλι-α, τουρκικά hâl (από τα αραβικά): 1. κατάσταση 2. το παρόν 3. δύναμη, αντοχή 4. κακή
κατάσταση, σταναχώρια, γκαϊλές 5. στεναχώρια, ντέρτι (Sami, ό.π., υποσ. 166, σ., s. 537)· κακή,
άθλια κατάσταση (∆ημητράκος, ό.π., υποσ., σ., Τ. ΙΕ΄, σ. 7765). Η λέξη εντάσσεται στο ενεργό κοινό
ελληνoτουρκικό λεξιλόγιο. Σημαίνει στα τουρκικά: 1. κατάσταση 2. συμπεριφορά 3. αυτό που ζούμε
τώρα, το παρόν 4. δύναμη, αντοχή 5. (μεταφορικά) κακή άθλια κατάσταση, δυσφορία, στεναχώρια
και στα ελληνικά: κακή, άθλια κατάσταση (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ., σ., σ. 111).
153
Η έκφραση βάζω «τα δύο πόδια σ’ ένα παπούτσι» ανήκει με την ίδια σημασία και στις δύο
γλώσσες (Aksoy, ό.π., υποσ. 199, σ., C.2, s. 874).
154
Η συγκεκριμένη Κιρκάσια-Τσερκέζα δούλη μάλλον αποκτήθηκε από τη μητέρα του Σελήμ πριν
από τον Κριμαϊκό πόλεμο, αφού στη διάρκειά του πέθανε. Ίσως να είχε αγοραστεί στην
Κωνσταντινούπολη από την περιοχή Karabas ή την ευρύτερη του Tophene που ήταν χώροι
αγοροπωλησίας Κιρκάσιων δούλων. Η Μελέικα ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που
εκπαιδεύονταν για υπηρετικό προσωπικό (Μπακιρτζής, ό.π., υποσ., σ., σ. 401-402).
155
κισμέτ-ι, ό.π. υποσ. 528, σ.,
156
Ο συγγραφέας αναφέρεται στην εξέγερση της Ερζεγοβίνης του 1858, η οποία διήρκησε μέχρι το
1862 (βλ. Kunt, M., Akşin, S., Ödekan, A., Toprak, Z., Yurdaydın. H.G. (1998). Türkiye Tarihi: C. 3.
Osmanlı Devleti 1600-1908. İstanbul: Cem Yayınevi, s. 138, 148.
ζωή, ἡ εὐτυχία τῆς οἰκογενείας δέν ἔγινε γραφτή δι’ ἐμένα. Κ’ ἐπῆγα (ό.π.). Στην
ίδια παράγραφο η λέξη κισμέτ-ι χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία: η
μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην
ανατολίτικη μοιρολατρία.
Ο χρόνος της αφήγησης προχωρά μία διετία. Ο Σελήμ επ;estrece με παράσημο
ανδρείας και επιτέλους συνάντησε στο σελαμλίκι, στον ανδρωνίτη 157 , τον πατέρα
του. Η συνάντηση-πατρική αποδοχή του γιου συνέπεσε με την πλήρη κατάρρευση
της εικόνας του σωματικά: …Τόν πατέρα μου! ἄν δέν μέ εἶχε γεννημένο, δέν θά τόν
ἐγνώριζα! Τί ἔγινε το ὑ- περήφανό του μέτωπο, τα’ ἀστραφτερά του μάτια, τά
πλατειά ἐκεῖνα στήθεια του, τί ἔγιναν; Θαρρεῖς πώς ὅλα αὐτά τά χρόνια πού δέν
τόν εἶδα, ἦταν ἄρρωστος εἰς τό κρεββάτι κ’ ἐκιτρίνισεν ἡ θωριά του κ’ ἐρυτιδόθηκε
τό μέτωπό του κ’ ἐλύγισε τό σῶμα του, κ’ ἔτρεμαν ὡσάν τό φύλλο τά χέρια καί τά
γόνατά του! Ἔτσι τόν ἐδιόρθωσεν ἡ νέα μου γυναῖκα! (σ. 232-233), και συναι-
σθηματικά. Τα προβλήματά του εγκεντρίζονται στην απομάκρυνσή του, του
εφέντη, από το χαρέμι από την αλεπού, τη νέα σύζυγο.
Ο γιος εξανέστη:
- Τί θά εἰπῇ, ἀφέντημ! τοῦ λέγω. Στήν οἰκογένειά μας πότε ἀκούστηκε νά
διώξῃ μιά γυναῖκα τόν ἐφέντη της ἀπό τόν ἴδιο του τό σπίτι! (σ. 233). Η όψιμη
παιδικότητά του πατέρα βρήκε «θεραπεία» στο ρακί (ό.π.) που ενοχοποιήθηκε για
την καταστροφή της ανδρικής ταυτότητας.
Το κείμενο επανέρχεται στην κύρια αφήγηση η οποία εκτυλίσσεται με
εξωτερική εστίαση και καταγράφει με τη λογική της σύνδεσης αιτιών και αιτιατών
την οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Ο Σελήμ επιχείρησε την
αποκατάσταση των παραμέτρων της ζωής του. Ασχολήθηκε με την καλλιέργεια
προικώου κτήματος, “νικιάχι” 158 , της μητέρα του και κέρδισε τον πολυπόθητο
θαυμασμό του πατέρα του, τον οποίο ακύρωσε στο πλαίσιο ενός εσωτερικού
διαλόγου: …Ὁ πατήρ τόν ὁποῖον ἐφίλει, ἦτο μέθυσος, ἠλίθιος γέρων,
ἀποβλακωμένος ὑπό τῆς τῶν πνευματωδῶν ποτῶν καταχρήσεως ἐπί τοσοῦτον,
ὥστε νά μή ἔχῃ πλέον σαφῆ συνείδησιν εἰμή ἐάν ταύτην τήν στιγμήν πίνῃ ἤ δέν
πίνῃ. Ἡ διάνοιά του εἶχεν ἐρημωθῆ ὑπό τῶν παθῶν, ἡ καρδία του ἐστείρευσεν ὑπό
τοῦ κόρου, στοργή καί ἀξιοπρέπεια πατρική δέν ὑπῆρχον πλέον παρ’ αὐτῷ (σ.
234).
Αποφάσισε τήν συνένωσίν του μετά τῆς Μελέικας τῆς Κιρκασίας 159 ,
ἀπελευθέρου τῆς μητρός του (ό.π.) την οποία θεωρεί ως το κισμέτι του επειδή η
μητέρα του της έδωσε το δαχτυλίδι του. Μαζί της δημιούργησε μία ζωή
ευδαιμονίας …ὅσον εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθῇ τοῦτο ἐν τῇ τουρκικῇ 160
οἰκογενείᾳ (ό.π.) και έγινε εύπορος γαιοκτήμονας, πατέρας τριών παιδιών.
Ο χρόνος των ιστορικών γεγονότων, 1875, φέρνει στο προσκήνιο την
τελευταία επανάσταση της Ερζεγοβίνης 161 και την εθνική συνείδηση-ταυτότητα

157
ό.π. υποσ. 541, σ.,
158
νικιάχι, τουρκικά nikah: στεφάνωμα, στέψη, τελετή του γάμου (Tuncay, Καρατζάς, ό.π. υποσ.
121, σ., s. 540).
Στο κείμενο έχει την έννοια του προικώου από την πραγματική του μητέρα. Η σημασία προκύπτει
ως εξής: Στο Ισλαμικό ∆ίκιο υπάρχει ο όρος mehir ο οποίος επιμερίζεται σε mehir-i mu'accel και
müeccel mehir. Στο γάμο (nikah) ό άνδρας πρέπει δώσει κάποια περιουσία στη γυναίκα: χρήματα,
αξίας κοσμήματα ή χωράφια, (mehir-i mu'accel), αλλά διασφαλίζει ότι θα τα πάρει σε περίπτωση
χωρισμού ή θανάτου του (müeccel mehir). Όλη αυτή η διαδικασία που έχει σχέση με τη διευθέτηση
των περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο ενός γάμου λαϊκά λέγεται nikah, νικιάχι. Με αυτή τη
σημασία αναφέρεται στο κείμενο (Pakalin, C. 2, ό.π. υποσ., σ., s. 443-444).
159
Κιρκάσια, ό.π. υποσ. 599, σ.,
160
τουρκικός, ό.π. υποσ. 195, σ.
161
Της εξέγερσης της Ερζεγοβίνης, η οποία συμπαρέσυρε και τη Βοσνία, προηγήθηκε η αποκήρυξη
των απαγορευτικών διατάξεων της συνθήκης των Παρισίων, σχετικά με το καθεστώς του Εύξεινου
του Σελήμ που βίωσε μία έντονη εσωτερική σύγκρουση: την οικογενειακή ευτυχία
απέναντι στην επιθυμία να υπηρετήσει την πατρίδα, τον Σουλτάνο 162 , όπως και το
1862: …ὅλοι μας οἱ κόποι καί τό αἷμα, πού ἐχύθηκε εἰς τά ἑξῆντα δύο, ἐπῆγαν
χαμένα (σ. 234).

Ενότητα 5η: 234-239 (∆έν ἐπέρασε πολύς καιρός, νά καί ἡ Σερβία σηκώθηκε…ὅταν
ἀκούσῃς ἀπ’ ἐδῶ κ’ ἐμπρός τήν ἱστορία μου).

Σερβία και Βουλγαρία 163 προστίθενται στην ιστορική αφήγηση


σκηνογραφώντας τις συνθήκες της προβλεπόμενης συμπεριφοράς του ήρωα: …μά
ὅταν ἔμαθα πώς ἑτοιμάζεται καί ἡ Ρουσσία, δέν ἐπερίμενα σειρά, δέν
ἐσυλλογίσθηκα, δέν ἄκουσα κανένα (σ. 235).
Στη συνέχεια ο Βιζυηνός παραθέτει αναφορές οι οποίες ορίζουν με ακρίβεια
την εθνική και θρησκευτική ετερότητα του Σελήμ σε σχέση με τους εχθρούς του
Σουλτάνου και πιο συγκεκριμένα τους Ρώσους. Είναι η πρώτη φορά που ο Σελήμ
αυτοπροσδιορίζεται στην αφήγηση με θρησκευτικό όρο: …Τό ξεύρεις ὅτι
ἀρχίεχθρος τοῦ ἔθνους μας λογίζεται ὁ Ροῦσσος. Τό νερό καί ἡ φωτιά μποροῦν νά
κάμουνε φιλία μεταξύ τους καί νά ἔχουνε. ὁ Μόσκοβος καί ὁ Ἰσλάμ ποτέ, ποτέ!
∆έν βλέπεις τούς Τατάρους, τούς Τζερκέζιδες, πού ἄφησαν τά σπίτια καί τό ἔχειν
τους καί ἦλθαν εἰς τό κράτος τοῦ Σουλτάνου, γυμνοί καί ἀνυπόδητοι καλλίτερα,
παρά νά κατοικοῦν εἰς ἕνα τόπο μέ τους Ρούσσους; (ό.π.).
Η αναλογία του διώνυμου φωτιά-νερό με τον Μόσκοβο και το Ισλάμ 164
ταυτίζει θρησκευτική και εθνική ετερότητα: ο Ρούσσος λογίζεται αρχίεχθρος του
έθνους. Ο συγγραφέας προβάλει την οπτική των μη μουσουλμάνων σχετικά με το
τι συνιστά το Ισλάμ στη διαμόρφωση της ταυτότητας των Οθωμανών: θρησκευτική
αλλά και εθνική ετερότητα. Τάταροι 165 και Τζερκέζιδες 166 για τον Σελήμ αφηγητή
επέλεξαν να αφοσιωθούν στο Σουλτάνο 167 . ∆εν χρειάστηκε έξωθεν μαρτυρίες, ούτε
καν τα ιστορικά γεγονότα, για να πεισθεί. Μεγάλωσε μισώντας τους Ρώσους και η
προηγούμενη στρατιωτική του εμπειρία πολλαπλασίασε τα αρνητικά-εχθρικά
συναισθήματα.
Η επιλογή του μονόδρομος: κατατάχτηκε στους εφέδρους. Η φιλοπατρία

Πόντου, από τη Ρωσία το 1870 [Κωφός, Ευ., α, (1977). Περίοδος περισυλλογής, στο: Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΓ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σ. 309].
162
Σουλτάνος, ό.π. υποσ. 198, σ.,
163
Πρόκειται για την εξέγερση της Βουλγαρίας τον Απρίλιο του 1876. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους
ξέσπασε ο σερβοτουρκικός πόλεμος στον οποίο συμμετείχε και το Μαυροβούνιο (Κωφός, Ευ., β,
(1977). Η Ανατολική κρίση (1875-1978). Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τ. ΙΓ΄, Αθήνα:
Εκδοτική Αθηνών, σ. 320-321).
164
Ἰσλάμ, τουρκικά islam (από τα αραβικά islâm): 1. η θρησκεία που απεστάλη από τον Θεό με τον
προφήτη Μωάμεθ 2. Η παράδοση στο Θεό. 3. μουσουλμάνος (Doğan, ό.π. υποσ. 96, σ., s. 645).
165
Τάταρος, τουρκικά Tatar*. Έχει τις εξής σημασίες: 1. λαός ή άτομο τουρκικής καταγωγής- γένους
που ζει στο Ταταριστάν, τη ∆υτική Σιβηρία ή σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας (Türkçe Sözlük, ό.π.
υποσ., σ., C. 2, s. 2151; Tuncay, Καρατζάς, ό.π. υποσ. 121, σ., s. 718).
*Συμπεριλαμβάνουμε τη λέξη στο διαμορφούμενο γλωσσάρι επειδή στα τουρκικά ετυμολογικά
λεξικά δεν αναφέρεται ως προερχόμενη από άλλη γλώσσα. Αξίζει να σημειωθεί η μοναδική
ετυμολογική αναφορά: από τα μογγολικά (Gülensoy, T. (2007). Türkiye Türkçesindeki Türkçe
Sözcüklerin Köken Bilgisi Sözlüğü. C.2. Ankara: Türk Dil Kurumu Yayınları, s. 868).
166
Τσερκέζης (Κιρκάσιος), τουρκικά Çerkez: 1. γένος-πατριά που ζει στην Καυκασία ή άτομο που
προέρχεται από αυτή τη γενιά 2. επίθετο σχετικό με τους Τσερκέζους (Türkçe Sözlük, ό.π. υποσ., σ.,
C. 1, s. 463; Tuncay, Καρατζάς, ό.π. υποσ. 121, σ., s. 143).
167
Οι μετακινήσεις των συγκεκριμένων πληθυσμών εντάσσονται στους εξαναγκασμούς των Ρώσων
στα τέλη της δεκαετίας του 1850. Ο Σελήμ, ως κάτοικος της Θράκης υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των
συγκεκριμένων μετακινήσεων, αφού αυτοί μεταφέρονταν με πλοία από συγκεκριμένες εισόδους της
Αυτοκρατορίας για να κατευθυνθούν σε διάφορες περιοχές (Μπακιρτζής, ό.π. υποσ. 157, σ., σ. 401).
προσωποποιήθηκε στον ἐφέντη Σουλτάνο. Η οικογένεια αποτέλεσε σημείο
αναφοράς για την πιστοποίηση των παραπάνω …Βιός καί γυναῖκα καί παιδιά
εἶναι κτῆμα τοῦ Σουλτάνου, καί ὅταν πολεμοῦμε μέ τόν Μόσκοβο, ἑπτά ζωές νά
ἔχω, καί τές ἑπτά τές χάνω εἰς τόν πόλεμο διά νά νικήσῃ ὁ ἐφέντης μας! (σ. 235).
Οι πρώτες συγκρούσεις έγιναν στη Σερβία. Ο Σελήμ καταθέτει τη μαρτυρία
τού αυτόπτη μάρτυρα με την προσδοκία της ανατροπής τυχόν αρνητικών σχολίων:
…∆έν ἠξεύρω τί νά ἐγράφηκεν εἰς τάς ἐφημερίδας διά τούς Τούρκους τότε (ό.π.). Το
ουσιαστικό προσδιορίζει ακόμη μία φορά την εθνική ετερότητα. Κατέλαβαν
ολόκληρη τη χώρα 168 … ὡσάν νά μήν ἦτο ἰδική μας! (ό.π.). Η αγανάκτηση
μετράπηκε σε προφανή απογοήτευση και προσέθεσε ακόμα ένα στοιχείο στην
αρνητική εικόνα του Σερασκέρη. Σ’ αυτόν χρεώθηκε η εθνική προδοσία 169 : …Ἕνα
παλιόχαρτο τοῦ Τσάρου, καί ὁ Σερασκέρης μᾶς ἐπρόσταξε νά βγοῦμε ἀπό τήν
Σερβία! Φτοῦ! πού νά τούς δώσῃ ὁ Θεός τόν μπελᾶ 170 τους! Ἦταν ὡσάν νά
ἐπρόσταζες κανένα νά ἔβγῃ μέσα ἀπό ἕνα σπίτι, ὁπού ἔκτισε μέ τό αἷμα καί μέ τά
κόκκαλα τά ἐδικά του. (ό.π.). Η κατάρα, να τους επιβάλει ο Θεός την ποινή που
τούς πρέπει 171 (το συγκείμενο επιτρέπει μία πολυσημική προσέγγιση των
αποδεκτών: ο Τσάρος-οι Ρώσοι, ο Σερασκέρης-η οθωμανική ηγεσία), αποτελεί
φυσική συνέπεια της απώλειας που κινείται στο επίπεδο της προσωπικής ζωής και
ιδιοκτησίας με την ανάλογη ιδεολογία του «ανήκειν» και της ευθύνης του έχοντος
και κατέχοντος.
Η ιστορική συνέχεια τον δικαίωσε. Η ειρήνη αποδείχτηκε τέχνασμα των
Ρώσων που ξεγέλασαν τον Σερασκέρη του Σουλτάνου και τους άλλους
χαραμοφαγάδες που κάνουν το “ντοβλέτι” (ό.π.). ∆ιαφυλάσσοντας το εθνικό
κύρος του Σουλτάνου, για να συντηρηθεί το προφίλ του αλάνθαστου, οι επικρίσεις
για την υποχώρηση-ήττα του στρατού επιρρίφθηκαν στον Σερασκέρη και όσους
απάρτιζαν τα όργανα της διοίκησης του κράτους 172 , οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως
χαραμοφαγάδες, άνθρωποι, αξιωματούχοι που δεν τιμούν ούτε την αποστολή ούτε
τη θέση τους 173 .
Παρά την αρρώστια και τις πίκρες δεν επιστρέφει στην οικογένειά του.
Πολεμάει τους Ρώσους που πέρασαν τον ∆ούναβη 174 . Οι Ρούσσοι πατήσανε το
χώμα του Σουλτάνου, είπα. ο Σελήμ πώς θα υπάγη να εμβή στο σπίτι του; (σ. 236).
Έλυσε το μαντήλι που κρατούσε το πληγωμένο χέρι του και παρουσιάστηκε στον
αξιωματικό των πρώτων στρατευμάτων που συνάντησε, ο οποίος τον δέχτηκε
χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, επειδή ήταν τσαούσης 175 , υπαξιωματικός του οθωμανικού

168
Ο τουρκικός στρατός σημείωσε αλλεπάλληλες επιτυχίες στο μέτωπο. Το Αλεξινάτς που
αναφέρεται στο κείμενο είναι πόλη της κεντρικής Σερβίας, κοντά στη Νις (Κωφός, β, ό.π., υποσ. 606,
σ., σ. 320-321).
169
Η ενδεχόμενη ολοκληρωτική καταστροφή της Σερβίας ενεργοποίησε τη ρωσική διπλωματία. Η
Πύλη απειλήθηκε με δυναμική επέμβαση στην περίπτωση που συνέχιζε τις εχθροπραξίες. Ο
Σουλτάνος υποχώρησε (για το ιστορικό πλαίσιο όσων αναφέρονται (βλ., Efe, ό.π., υποσ. 141, σ.).
170
μπελᾶς, ό.π., υποσ. 161, σ.
171
Στο κείμενο η λέξη μπελᾶς χρησιμοποιείται από τον Βιζυηνό με μία από τις σημασίες της στην
τουρκική γλώσσα: ποινή που δικαιούται κανείς (ό.π.).
172
Στο σημείο αυτό η λέξη ντοβλέτι χρησιμοποιείται με άλλη σημασία από την τουρκική γλώσσα: τα
όργανα διοίκησης του κράτους (βλ. υποσ. 568, σελ. του κειμένου).
173
χαραμοφαγάς (χαραμοφάης), ό.π., υποσ. 4-7, σ.,
174
Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία στις 24 Απριλίου 1877. Ο ρωσικός
στρατός διέσχισε τη Ρουμανία και στα τέλη του Ιουνίου πέρασε τον ∆ούναβη και έφτασε στην
οροσειρά του Αίμου (Κωφός, β, ό.π., υποσ. 606, σ., 321, 324, 326-326).
175
τσαούσης, τουρκικά çavuş: λοχίας (Χλωρός, ό.π., υποσ., σ., Τ. Α΄, σ. 651). 1. αξίωμα πάνω από τον
δεκανέα 2. ο καλός μαθητής στις στρατιωτικές σχολές, δηλαδή ο εκπρόσωπος της τάξης 3.
επιτηρητής 4. ο τελάλης που ανακοινώνει τις κρατικές εντολές 5. ο υπασπιστής στην ανώτατη
διοίκηση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία 6. στους Γενίτσαρους κατά τη διάρκεια του πολέμου
αυτός που μεταβίβαζε τις εντολές στους κατώτερους αξιωματούχους (Doğan, ό.π. υποσ. 96, σ., s. 244;
στρατού: Τότε ἄν ἦταν βολετό, ἤθελε κάμουν στρατιώτας ὥς καί αὐτές τές
μνηματόπετρες. Ἐγώ μουν “τσαούσης”. μ’ ἐδέχθηκε χωρίς πολλήν ἐξέτασι, κ’
ἐπήγαμε (ό.π.). Η ταυτότητα του Σελήμ-στρατιώτη εμπλουτίζεται λεξιλογικά με
λίγες αλλά σημασιοδοτικά πολύ σημαντικές λέξεις από την τουρκική γλώσσα. Και
πάλι απογοητεύτηκε. Μετά τη θητεία του στους πολέμους στα Μπαλκάνια
θεωρούσε, αρχικά, ως ήσσονος σημασίας συνεισφορά στον εθνικό πόλεμο το ότι
βρέθηκε στην Πλεύνα 176 .
Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας επανέρχεται στην κύρια αφήγηση. Κύριο
χαρακτηριστικό είναι η απροκάλυπτη εχθρικότητα του Σελήμ προς τους Ρώσους, η
οποία είχε αναχθεί σε σχεδόν προσωπική υπόθεση τιμής: Ὕστερ’ ἀπό τῆς Κριμαίας
τόν καιρό πρώτη φορά τούς ξαναέβλεπα ἐμπρός μου. καθένας των μ’ ἐφαίνετο
ἑφτά φορές κακώτερος ἀπό τόν διάβολο! Ἀρχιεχθρός τοῦ γένους, π’ ἀνάθεμά τον!
ἔλεγα, ὅταν μ’ ἐτύχαινε κανένας πληγωμένος ἀβοήθητος, καί τόν ἀπετελείωνα κ’
ἐκεῖνον μέ θηριώδη εὐχαρίστησι (ό.π.). Όλα αυτά με φόντο τα Μπαλκάνια. Κι ο
εκατόνταρχος Σελήμ έφτασε στην Πλεύνα σε βοήθεια του γερο ήρωα Ὀσμάν 177 -
πασᾶ 178 , σεβαστού, όπως φαίνεται, ανώτατου στρατιωτικού Οθωμανού
αξιωματούχου. Η συνέχεια ως παραληρηματική αφήγηση μπορεί να χαρακτηρισθεί
με σημείο αναφοράς το μίσος του πρωταγωνιστή εναντίον των Ρώσων και τις
αγριότητές του στον πόλεμο. Ο τραυματισμός του συνδέεται με την εποχή του
χειμώνα και αποτελεί κύριο παράγοντα στη συνέχεια της αφήγησης…. Νά ἰδῇς πού
ἀναγκάσθηκεν ὁ Γαζῆ-Ὀσμάν 179 πασσᾶς νά τραβηχθῇ ἀπό εδώ πέρα! Παίρνω
λόγυρα. οἱ δρόμοι ἄδειοι! (σ. 237). Στη φυγή των ομοεθνών η σωματική του
αδυναμία διαμορφώνει μία διαφορετική ετερότητα για τον Σελήμ. Ήταν ο «άλλος»
όχι σε σχέση με τους εχθρούς αλλά με τους δικούς του. …Στόν δρόμο εὕρηκα καί

αξίωμα πάνω από τον δεκανέα (Devellioğlu, b, ό.π. υποσ. 108, σ., s. 154). Στο λεξικό του ∆ημητράκου
η λέξη έχει τις σημασίες: 1. άνθρωπος του οποίου το κάλυμμα του κεφαλιού είναι διακοσμημένο με
λοφίο 2. βαθμός υπαξιωματικού του τουρκικού στρατού, αντίστοιχος αυτού του λοχία 3.
(παλαιότατο) πολιτικοστρατιωτικό αξίωμα, διαγγελεύς, σπάνια και πολιτκός σύμβουλος αρχηγού
σώματος σε εκστρατεία ή απομακρυσμένης επαρχίας ή νησιού (ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Ι∆΄, σ. 7324). Στη
σύγχρονη τουρκική γλώσσα είναι: 1. υπάλληλος του οθωμανικού κράτους με διάφορα καθήκοντα 2.
ο βαθμοφόρος του οθωμανικού στρατού που μετέδιδε τις διαταγές των ανωτέρων αξιωματικών
στους κατώτερους 3. ανώτερος του δεκανέα, διοικητής διμοιρίας 4. ο επιστάτης 5. ο αριστούχος
μαθητής κάθε τάξης σε στρατιωτικές σχολές και στην ελληνική: 1. βαθμός υπαξιωματικού του
οθωμανικού στρατού 2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για άνθρωπο πεισματάρη, απαιτητικό,
δυναμικό Στο κείμενο έχει την κοινή και διαχρονικά στεθερή σημασία στις δύο γλώσσες.
176
Στην Πλεύνα, δύο εβδομάδες μετά την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου, οι Ρώσοι
συνάντησαν ισχυρή αντίσταση. Προκλήθηκε μεγάλη αιματοχυσία και στις δύο πλευρές. Οι Ρώσοι
απώλεσαν 68.000 άντρες σε σύνολο 100.000 του στρατεύματος της επίθεσης (Κωφός, β, ό.π., υποσ.
606, σ., σ. 326-328· Kunt, Akşin, Ödekan, Toprak, Yurdaydın, ό.π., υποσ. 601, σ., σ. 161-162). Η
πολιορκία είχε μεγάλη διάρκεια επειδή δεν ήταν πλήρης ο αποκλεισμός της πόλης με αποτέλεσμα να
ενισχύονται οι αμυνόμενοι. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η άφιξη του Σελήμ.
177
Ὀσμάν, τουρκικά Osman (ανδρικό όνομα από τα αραβικά): 1. είδος πουλιού ή δράκος 2.
γαμπρός του Μωάμεθ και ο 3ος Χαλίφης 3. ο ιδρυτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Dilipak,
Meriç, ό.π., υποσ. 485, σ.
178
πασᾶς (πασσᾶς), ό.π., υποσ. 266, σ.,
179
Γαζή, τουρκικά gazi (από τα αραβικά): αγωνιστής και νικητής· νικητής τροπαιούχος (Χλωρός,
ό.π., υποσ. 100, σ., Τ. Β΄, σ. 1159). Στο λεξικό του Doğan σημειώνεται σημαντική διεύρυνση των
σημασιών: 1. αυτός που πολεμάει για τη θρησκεία 2. αυτός που πολεμάει για τα ιδανικά της
πατρίδας 3. ο τραυματίας στη διάρκεια του πολέμου 4. τιμητικός τίτλος για όσους πολέμησαν
γενναία 5. χρυσό νόμισμα που εκδόθηκε στη βασιλεία του Μαχμούτ του Β΄ (ό.π. υποσ. 96, σ., s. 456).
Οι πρώτες σημασίες διατηρήθηκαν, όπως σημειώνεται σε μεταγενέστερα λεξικά της τουρκικής:
1. (στο Ισλάμ) όποιος έχει πολεμήσει τον εχθρό 2. τίτλος τιμής αξιωματούχων που έδειξαν μεγάλο
ζήλο και νίκησαν σε πόλεμο 3. τίτλος τιμής για όποιον επιστρέφει ζωντανός και νικητής από τον
πόλεμο (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ., σ., C. 1., σ. 821). Ονομάζονταν έτσι και όσοι τραυματίζονταν
στον πόλεμο (Tuncay, Καρατζάς, ό.π. υποσ. 121, σ., s. 250), όπως στην περίπτωση του κειμένου
συνέβη με τον Ὀσμάν πασά στην Πλεύνα.
ἄλλους πληγωμένους, χωλούς μέ δεκανίκια. Ἐπήγαιναν βιαστικά καί αὐτοί, ὅπως
ἠμποροῦσεν ὁ καθένας, καί ἐβόγγιζαν καί ἔκλαιαν καί ἐβλαστημοῦσαν. Τότε
ἀγρίεψε καθ’ ἑαυτό ἡ καρδιά μου. Ἐσφίχθηκα μέ ὅλη μου τήν δύναμι κ’
ἐπρόφθασα ἕνα “ταμποῦρι” 180 πού ἐπήγαινε σιωπηλά κ’ ἕνα ἄλλο πού καταίβαινεν
ἀπό τό πλάγι κατά πάνω μου (ό.π.). Αξιωματικός στο ταμπούρι, στην ομάδα των
στρατιωτών που οργανωμένοι αποχωρούσαν, τον απέτρεψε από το να τους
ακολουθήσει. Η αυτοπαρουσίαση
- Εἶμαι ὁ Σελήμ, ὁ ἑκαντόταρχος δεν ήταν αρκετή για να αλλάξει την
απόφαση. Ακολουθεί επιχειρηματολογία, συναισθηματικά φορτισμένη: …Ὅσον
ἠμποροῦσα νά σηκώσω τό ντουφέκι, νά σύρω τό σπαθί, τό πρόσταγμα ἦταν
«ἐμπρός»!, καί τώρα πού πληγώθηκα, προστάζεις νά γυρίσω πίσου, (ό.π.) με την
συνεπικούρηση επικλήσεων θρησκευτικού χαρακτήρα και αφοσίωσης στον ηγέτη
του έθνους:
- Ἄν εἶσαι λάτρης τοῦ Μωάμεθ 181 τοῦ Προφήτου μας, τοῦ εἶπα, τράβα καί
κόψε τό κεφάλι μου! Εἰκοσιπέντε χρόνια στρατιώτης τοῦ Σουλτάνου, πῶς μ’
ἀπαρνεῖσθε καί μέ ἀφίνετε νά πέσω ζωντανός στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μου; (σ. 238).
Η λιποθυμία, μετά την απώθηση και την εγκληματική συμπεριφορά των
υποχωρούντων ομοεθνών, σηματοδοτεί την αλλαγή «σκηνικού» όσον αφορά τη
ταυτότητα του Σελήμ. Άκουγε τους ήχους των μαχών, αλλά: …Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! 182
Στά χείλη μου δέν θέλει ν’ ἀναβῇ μιά προσευχή διά τούς έδελφούς μου! ∆έν ἠμπορῶ
νά πῶ: Θεός βοήθειά τους! Τόσο μεγάλο ἦταν τό παράπονο τῆς καρδιᾶς μου, γιατί
μέ ἄφηκαν στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μας (ό.π.).
Η υβριδική ετερότητα στοιχειοθετείται στο πλαίσιο των κοινών θρησκευτικών
χαρακτηριστικών της πλειονοτικής ομάδας για την Οθωμανική Αυτοκρατορία:
…Εὑρέθηκα ὅλως διόλου χωρίς ὅπλα. ὁ Θεός -ὄχι ὁ Θεός- οἱ ὁμόθρησκοί μου με
παράδωκαν “κουρμπάνι” στόν ἐχθρό μας (ό.π.). Με μία λέξη ο συγγραφέας δίνει
όλα τα στοιχεία της δραματικής αφηγηματικής εξέλιξης: κουρμπάνι: θυσία 183 . Μαζί
με τον πρωταγωνιστή αιχμάλωτοι των Ρώσων ήταν σαράντα χιλιάδες στρατιώτες
και ο Ὀσμάν πασσᾶς και τόσοι άλλοι πασσάδες (ό.π.) 184 .

180
ταμποῦρι, τουρκικά tabur: στρατιωτικό σώμα μικρότερο από σύνταγμα. Αποτελείται από 4
λόχους 2. στοιχημένη, πειθαρχημένη στρατιωτική ομάδα (Doğan, ό.π., υποσ., σ., s. 1249).
Η λέξη ανήκει στο κοινό ελληνοτουρκικό λεξιλόγιο. Στο κείμενο χρησιμοποιείται με την τουρκική
της σημασία: 1. ομάδα στρατιωτών αποτελούμενη από τέσσερις λόχους υπό την διοίκηση του
ταγματάρχη 2. στοιχημένη ομάδα ανθρώπων. Στην ελληνική γλώσσα έχει τις σημασίες: 1. φυσικό ή
τεχνητό οχύρωμα 2. (μεταφορικά) πολιτικός ή κοινωνικός θεσμός πίσω από τον οποίο μπορεί κανείς
να καλυφθεί και να δικαιολογήσει τη στάση του ή τις ενέργειές του: Πολέμησε να γκρεμίσει τα
ταμπούρια του καταστημένου (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ., σ., σ. 91).
Σημειώνουμε ότι στα σύγχρονα λεξικά της τουρκικής γλώσσας η λέξη έχει κοινή σημασία με αυτή
της ελληνικής: 1. Οχύρωμα με σκοπό να ανακόψει την επίθεση του εχθρού και για άμυνα 2.
Μηχανικοί που ασχολούνται με την οχύρωση [Yeni Tarama Sözlüğü (1983). Ankara: Ankara
Üniversitesi, s. 200].
181
Μωάμεθ, τουρκικά Muhammed: (δοξασμένος), ο Προφήτης. Ως κύριο όνομα ανθρώπων
προφέρεται Μεχμέτ και Μεμέτ (Χλωρός, ό.π., υποσ., σ., Τ. Β΄, σ. 1605)· ο πιο υμνημένος, αυτός που
έχει πολλούς καλούς χαρακτήρες, το όνομα του Προφήτη (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 935).
182
Ἀλλάχ, αραβικά Αllãh και τουρκικά Allah: 1. κραυγή πολέμου 2. επιφώνημα θυμός, ξάφνιασμα
(Doğan, ό.π., s. 49); 1. επιφώνημα που δείχνει σάστισμα, ξάφνιασμα 2. Κραυγή επίθεσης του
τουρκικού στρατού (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ., σ., C. 1, s. 85).
Σήμερα στα τουρκικά υπάρχει πλήρης διαφοροποίηση της σημασίας, η οποία πλέον έχει
διαμορφωμένη σχέση ομωνυμίας με την αρχική: 1. Ο ∆ημιουργός των πάντων, ο Προστάτης τους, το
Ανώτατο Ον 2. (μεταφορικά) ο πιο μεγάλος, ο πιο ικανός, ο καλύτερος: Είσαι ο Αλλάχ και ξέρεις τα
πάντα. Στα ελληνικά είναι ο θεός των μουσουλμάνων // (ειρ.) ο Θεός: ∆όξα να έχει ο Αλλάχ!
(∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 19).
Στο κείμενο, Ἀλλάχ! Ἀλλάχ!, έχει τη σημασία της κραυγής των επιτιθέμενων Οθωμανών.
183
κουρμπάνι, ό.π., υποσ. 203, σ.
184
Ο Σελήμ μεταξύ άλλων 4.000 περίπου αρρώστων και τραυματιών, εγκαταλείφθηκε στην Πλεύνα.
Ενότητα 6η: 239-242 (Καί ὁΣελήμ προσεπάθησε νά μέ παραστήσῃ ὁποίαν ἔκπληξιν
ᾐσθάνθη…χωρίς ν’ ἀφήσω ἕνα κομμάτι τῆς ψυχῆς μου εἰς τήν Ρουσσία!...).

Η αφήγηση συνεχίζεται στην επόμενη νοηματική ενότητα με τη μεταστροφή


του Σελήμ και τα συναισθήματά του για τους Ρώσους, εγκαινιάζοντας μία περίοδο
διαμόρφωσης μιας νέας ταυτότητας. Η αιχμαλωσία, η παραμονή και η θεραπεία
του στην Πλεύνα δημιούργησαν συγκρίσεις και ανέδειξαν την πλάνη. Η
καθημερινότητά του παραλληλίστηκε με αυτή των πασσάδων πριν την ήττα. Η
αναγνώριση της αξίας του με βάση τα τραύματά του και η ύψιστη «κολακεία»:
…Τῷ ἔδωκαν νά ἐννοήσῃ ὅτι, ἐάν ὁ Τσάρος εἶχε στρατιώτας μόνον τοιούτους, οἷος
ὁ Σελήμ, θά ἦτο Σουλτάνος ὅλου τοῦ κόσμου (σ. 239) φαίνεται να αντιστρέφει τα
διώνυμα που χαρτογραφούν τη δράση του ως αφηγηματικού προσώπου.
Ἄκουσε επιτέλους ένα “ἀφερήμ”, ένα μπράβο 185 , από τους «άλλους». Οι
εκπλήξεις της Πλεύνας έγιναν περισσότερες κατά την παραμονή των Τούρκων
αιχμαλώτων στη Ρωσία (ό.π.):
Ἐκ πολιτικῆς ὀπισθοβουλίας οἱ Ρῶσσοι ἐπεδαψίλευσαν τοῖς ἐν τῷ πολέμῳ
ἐκείνη αἰχμαλωτισθεῖσι Τούρκους περιποιήσεις σχεδόν ἀπιστεύτους. ∆άκρυα
ἀνέβαινον εἰς τούς ὀφθαλμούς τοῦ Σελήμ, ὅτε διηγεῖτο τήν εὐμενῆ καί
συμπαθητικήν ὑποδοχήν, ἧς ἔτυχον ὅθεν κι ἄν διῆλθον. Οἱ Ρῶσσοι χωρικοί
ἐχαιρέτιζον τούς αἰχμαλώτους ἐχθρούς προσαγορεύοντες αὐτούς Bratuska, δηλαδή
ἀδελφούς! 186 προκαλώντας στην κατά βάθος χρηστή και ευαίσθητη καρδιά του
Σελήμ ἀληθῆ ἐπανάστασιν συναισθημάτων (ό.π.).
Η αφήγηση αποδομεί σταθερά και καταλυτικά την εικόνα του εχθρού
«άλλου» που είχε εσωτερικεύσει για τους Ρώσους (σ. 240). Η ελευθερία των
αιχμαλώτων στην τέλεση των. Οι τουρκικές λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι:
Σελήμ 187 , Ἰσλάμ 188 , Μωαμεθανῶν 189 , Τουρκία. 190 Ο Σελήμ έγινε ριζοσπαστικός
όσον αφορά την υποστήριξή του στη συμβίωση Μωαμεθανών και Ρώσων και στην
εισβολή των τελευταίων στην Ευρωπαϊκή Τουρκία. - Ἡ Ντουνιά τοῦ Θεοῦ εἶναι
μεγάλη, ἔλεγε, καί ὁ φτωχός ὁ Τσάρος δέν ἔχει πῶς νά ἐξοικονομήσῃ τούς
ὑπηκόους του. Εἶναι τόσο καλοί ἄνθρωποι. ἄς ἔλθουν εἰς τόν τόπο μας. Τί τόν
κουστίζει τόν Σουλτάνο; Το “ζεῦκι” πού τραβᾷ μέσα στήν Πόλι, μπορεῖ νά τό
τραβᾷ καί στό Μπαγδάτι καί στήν ∆αμασκό. ∆έν εἶναι πού θά ζήσουμε σάν
ἀδελφάκια μέ τούς Ρούσσους; Bratuska! Bratuska! (ό.π.). Πιστός ακόμα στο

Οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους μέχρι την εγκατάσταση των Ρώσων στην πόλη (Μπακιρτζής,
ό.π., υποσ. 157, σ., σ. 436).
185
ἀφερήμ, ἄφεριμ, ό.π., υποσ. 368, σ.
186
Η μεταφορά του Σελήμ και άλλων αιχμαλώτων στη Ρωσία έγινε με τον σιδηρόδρομο. Τόπος προ-
ορισμού για το σύνολο σχεδόν των Οθωμανών αιχμαλώτων και πιθανότατα του Σελήμ ήταν το
Χάρκοβο, η παλιά πρωτεύουσα της Ουκρανίας (Μπακιρτζής, ό.π., υποσ., σ., σ. 443-444). Με σημείο
αναφοράς τα καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα, η «αφηγηματική» αλήθεια του πρωταγωνιστή
μάλλον διαφοροποιείται από την «ιστορική» αλήθεια σχετικά με το απολύτως θετικό πρόσημο στη
συμπεριφορά των Ρώσων προς τους Οθωμανούς αιχμαλώτους (ό.π., 447-448). Ο Βιζυηνός «δημιουρ-
γεί» έναν ενθουσιώδη, μετανιωμένο Τούρκο για να ερμηνεύσει τη μεταστροφή του και να επιχειρή-
σει να αναγάγει το ατομικό στο συλλογικό και το ειδικό στο γενικό.
187
Σελήμ, ό.π., υποσ. 485, σ.,
188
Ἰσλάμ, ό.π., υποσ. 609. σ.
189
Μωαμεθανός-ή. Ως παράγωγο της λέξης Μωάμεθ, Muhammed συμπεριλαμβάνεται στο γλωσσάρι
των λέξεων από την τουρκική γλώσσα στο συγκεκριμένο διήγημα. Για τη λέξη Μωάμεθ, βλ. υποσ.
626, σ. Στην ελληνική γλώσσα μωαμεθανός είναι ο οπαδός της θρησκείας του Μωάμεθ,
μουσουλμάνος (∆ημητράκος, ό.π., υποσ. 96, σ. Τ. Θ΄, σ. 4831).
190
Τουρκία, ό.π., υποσ. 96, σ.,
Σουλτάνο με τον οποίο και συνέδεε την παλιά του ταυτότητα σκεφτόταν ότι αυτός
είχε μεγάλο χώρο επιρροής (ελεύθερη απόδοση της λέξης Ντουνιά 191 ) και δε θα
έχανε κάτι από τις απολαύσεις του (ζεῦκι 192 ) αν οι Ρώσοι εγκατασταθούν στην
Αυτοκρατορία του, αφού άλλωστε μπορούσε να τις έχει και εκτός της Πόλης.
Οι εκατό και πλέον χιλιάδες Τοῦρκοι αιχμάλωτοι αντιμετωπίστηκαν ως φιλο-
ξενούμενοι των Ρώσων προς τους οποίους έπρεπε να ανταποδώσουν την ίδια …ἐν
τῷ μέλλοντι τήν αὐτήν διαγωγήν καί πολιτείαν, ἥν ἡ θρησκεία τοῦ Μωάμεθ ὑπα-
γορεύει τοῖς πιστοῖς πρός πάντας ὑφ’ ὧν τήν στέγην ἤθελον ὡς ξένοι γευθῆ «ἄρτον
και ἅλας» (ό.π.) 193 . Λέξεις που οροθετούσαν την εθνική-φυλετική-θρησκευτική ετε-
ρότητα του Σελήμ όπως Τοῦρκος και Μωάμεθ στο συγκεκριμένο συγκείμενο απο-
τελούν μέρος του ρηματικού περιβάλλοντος που στοιχειοθετεί τη διαμορφούμενη
νέα ταυτότητα, η οποία ενσωματώνει στοιχεία της προηγούμενης σε έναν διαφορε-
τικό «άλλο» 194 .
Ο έρωτάς του για μία νεαρή Ρωσίδα χήρα συνέβαλε καταλυτικά στις εξελίξεις
αλλά και σταθεροποίησε τα συναισθήματά του για τους πρώην «εχθρούς». Το ηθι-
κό προπέτασμα διασφαλίζεται με τη λέξη χαΐρι: - Νά βλέπῃ τις τήν εὐμορφιά εἶναι
χαΐρι,…(σ. 241) θεϊκή ευεργεσία 195 . Η πρό- σκληση του γέροντα αξιωματικού για
τσάι (ό.π.) προς τον Τούρκο αιχμάλωτο τεκμηρίωσε όσα προαναφέρθηκαν για την
κοινωνικο-συναισθηματική πλαισίωση των απόψεών του για τους προαιώνιους ε-
χθρούς.
Η επιχειρηματολογία του Σελήμ για την αιτιολόγηση του έρωτά του
συνεχίζεται: …Ὁ ἄντρας της, ἕνα “τσακπίνι”, χρόνους και καιρούς τῆς ἔκαμνε τόν
ἀγαπητικό, ἕως ὅτου κατώρθωσε καί τήν ἐπῆρε (ό.π.) Η λέξη τσακπίνι επανα-
λαμβάνεται με τη χρήση ισχυρού σημείου στίξης: Ἕνα τσακπίνι! (ό.π.), ένας
άντρας οκνηρός και άτακτος 196 . Ο πρωταγωνιστής διηγείται ότι η σχέση τους έγινε

191
ντουνιάς, τουρκικά dünya (από τα αραβικά dünya): κόσμος, γη (Χλωρός, ό.π., υποσ., σ., Τ. Α΄, σ.
793)· ο κόσμος που ζούμε μέσα του, η γήινη σφαίρα (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ. 108, σ., s. 194). Στο
λεξικό του ∆ημητράκου αναφέρονται οι εξής σημασίες: ο κόσμος, η γη ἡ ἐπίγειος σε αντίθεση προς
τον επουράνιο κόσμο//πλήθος πολύ, κοσμάκης (ό.π., υποσ., σ., Τ. Ι΄, σ. 4938). Είναι προφανής η
σημασιολογική διεύρυνση η οποία εξελίσσεται και είναι εμφανής στο κοινό ελληνοτουρκικό
λεξιλόγιο, όπου στην τουρκική γλώσσα υπάρχουν οι σημασίες: 1. το ουράνιο σώμα που ζούμε πάνω
του, η γη 2. το περιβάλλον και ο γύρω χώρος 3. κοινότητα ή χώρα με κοινή πίστη 4. ο κόσμος της
αίσθησης της σκέψης και της φαντασίας 5. όλοι 6. συνεύρεση σε επαγγελματικό ή εργασιακό
σωματείο και στην ελληνική: κόσμος, ο ψεύτικος, για να δηλώσουμε τη ματαιότητα της ζωής του
κόσμου (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 72).
Στο κείμενο αναφέρεται ως η Ντουνιά. Ο Βιζυηνός δεν ελληνοποιεί μορφολογικά το τουρκικό
δάνειο. Η έλλειψη του καταληκτικού ς (-ας) υπαγορεύει το θηλυκό άρθρο και την αντίστοιχη
γραμματική κατηγοριοποίηση.
192
ζεῦκι, τουρκικά zevk και zevki: 1. η αίσθηση της γεύσης 2. ευχάριστη κατάσταση, ευαρέσκεια 3.
πνευματική τέρψη 4. γλέντι, διασκέδαση 5. ικανότητα να επιλέγεις το όμορφο από το άσχημο 6. η
κοροϊδία (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ., σ., s. 1183); 1. απόλαυση, κέφι, αναγάλλιασμα, ψυχαγωγία,
τέρψη 2. καλαισθησία, γούστο 3. ηδονή (Tuncay, Καρατζάς, ό.π., υποσ., σ., s. 858). Για την ελληνική
γλώσσα καταγράφεται ως λέξη στο λεξικό του ∆ημητράκου: διασκέδασις, εὐωχία, φαγοπότι (Τ. ΣΤ΄,
ό.π., υποσ., σ., σ. 3192).
193
Στα hadis, (hadis: ο λόγος του Προφήτη Μωάμεθ), υπάρχουν πολλές αναφορές στη φιλοξενία η ο-
ποία περιβάλλεται με θρησκευτική ιερότητα (βλ. σχετικά:
http://www.dinimizislam.com/detay.asp?Aid=1484).
194
Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας διερμηνεύει τη συμπεριφορά των Ρώσων ως υποκινούμενη από
πολιτική οπισθοβουλία, ότι απέβλεπαν δηλαδή στη δημιουργία αυτοπτών μαρτύρων οι οποίοι στο
άλλαζαν γνώμη με σκοπό τη μελλοντική υποστήριξη των ρωσικών σχεδίων εναντίον της Οθωμανι-
κής Αυτοκρατορίας.
195
Η λέξη και στη συγκεκριμένη αναφορά (όπως και στην υποσ. 505, σελ. του κειμένου) έχει την
τουρκική σημασία της: ευεργεσία.
196
τσαχπίνης (τσακπίνι), τουρκικά çapkın: 1. αυτός που τρέχει πίσω από γοητευτικές γυναίκες 2.
αυτός που ενεργοποιεί τις ερωτικές επιθυμίες 3.οκνηρός, άτακτος, σερσέμης, ντερμπεντέρης 4. (παλιό
για άλογα) γρήγορο, αυτό που τρέχει γρήγορα (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 239). Στην ελληνική
στενή, όπως το επιδίωξε ο Ρώσος: …δέν μέ ἀφῆκε πλέον τόν γιακά 197 μου. Μέ
διηγεῖτο τούς πολέμους, ὅσους ἐπολέμησε, καί μέ ἄκουε νά ἐπαινῶ τούς Ρούσσους
μέ μεγάλην εὐχαρίστησι (ό.π.).
Στη συνέχεια της αφήγησης εντοπίζεται μία πλήρης ανατροπή στον άξονα:
συμπαραστάτες (vs) αντίμαχοι κατά το μοντέλο των δρώντων προσώπων του
Greimas 198 : η όμορφη Ρωσίδα προκάλεσε δηλώσεις που οριστικοποίησαν τη
διαφορετική ετερότητα του Σελήμ με σημείο αναφοράς την κοινωνική οροθέτηση
του ρόλου των δύο φίλων. Η Ρωσίδα τον θεωρούσε καλύτερο από τους Ρώσους
…που μεθούν και παίζουν “κουμάρι” 199 . Κι εκείνος είχε πεισθεί για τη δική της
ετερότητα, κατ’ αναλογία των γυναικών που ανήκουν στην πλειονοτική για την
περίπτωση ομάδα-Ρωσίδες γυναίκες, σε αντιπαράθεση με τις Τουρκάλες: …Ἦταν
ὡραία ἡ Μελέικα, ἡ γυναῖκα μου, ὡραία καί καλή, μά - Τί νά σέ εἰπῶ; Στά σπίτια
τά δικά μας οἱ γυναῖκες οἱ πιο καλές εἶναι ὡσάν τά πρόβατα.(ό.π.).

γλώσσα παλιότερα υπήρχαν οι σημασίες που αφορούσαν τη συμπεριφορά προσώπου: άνθρωπος,


ιδίως νέος, πονηρός, καταφερτζής, κατεργάρης//ειδικότερα ο επιδέξιος στις ερωτικές κατακτήσεις
(∆ημη- τράκος, ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Ι∆΄, σ. 7323). Σήμερα, αναλυτικά, η λέξη, η οποία ανήκει στις
δύο γλώσσες, σημάνει τα εξής στα τουρκικά: 1. αυτός που τρέχει πίσω από ευκαιριακούς έρωτες 2.
περιέχει ή θυμίζει σεξουαλικότητα 3. οκνηρός, άτακτος 4. χρησιμοποιείται και σαν χαϊδευτική λέξη
και στα ελληνικά: αυτός που με χαριτωμένα καμώματα προσελκύει την προσοχή και τη συμπάθεια
των άλλων και κυρίως, για γυναίκα που προκαλεί το ενδιαφέρον (∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ.,
σ. 102). Η λέξη χρησιμοποιείται με την τουρκική σημασία, αν και θα μπορούσαμε να σημειώσουμε
ότι στη συγκεκριμένη παράγραφο «επιτρέπονται» και υποθέσεις που υποστηρίζουν τη «συνύπαρξη»
και «συλλειτουργία» περισσότερων σημασιών.
197
…δεν με αφήκε πλέον τον γιακά μου. Στο κείμενο μάλλον έχει τη σημασία τουρκικής έκφρασης*
yakasını bırakmamak: «φορτώνεσαι» σε κάποιον μέχρι που τον αγανακτείς (Aksoy, ό.π., υποσ. 199,
σ., C.2, s. 1102).
Για τη λέξη γιακάς, στα τουρκικά (yaka), βλ., ό.π., υποσ. 376, σ.,
* για τις εκφράσεις στην τουρκική γραμματολογία βλ. Türk Atasözleri ve Deyimleri I, (1992).
İstanbul: M.E.B, s. VII.
198
Παγανός, ό.π., υποσ. 457, σ., σ. 7, Φρυδάκη, ό.π., υποσ. 489, σ., σ. 141.
199
κουμάρι, τουρκικά kumar (από τα αραβικά): παιχνίδι που παίζεται με ακτσά ή με άλλα
νομίσματα (Sami, ό.π., υποσ. 100, σ., s. 1082)· παιχνίδι που παίζεται με χρήματα (Devellioğlu, b, ό.π.,
υποσ. 108, σ., s. 527). Στο λεξικό του ∆ημητράκου αναφέρεται και μία διαφορετική σημασία: 1.
πήλινο ή γυάλινο αγγείο για νερό, κανάτι 2. είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με χρήματα
(∆ημητράκος, ό.π., υποσ. 96, σ., Τ. Η΄, σ. 4081). Η λέξη έχει σήμερα και στις δύο γλώσσες κοινή-
ταυτόσημη σημασία: τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα και αποκλειστικό σκοπό το κέρδος
(∆ημάση, Νιζάμ, ό.π., υποσ. 5, σ., σ. 48), η οποία και αποτελεί τη σημασία της λέξης στο
συγκεκριμένο συγκείμενο.
Ενότητα 7η: 242-246 (Καί ὕστερ’ ἀπό τόσην εὐτυχία εἰς την αἰχμαλωσία μου,…ἦταν
τό μόνο πού μοῦ ἔμεινεν εἰς αὐτόν τόν κόσμο!).

Η εσωτερική του σύγκρουση όχι σε ιδεολογικό αλλά σε επίπεδο προσωπικής


ηθικής, ο έρωτας για την όμορφη Παυλόφσκα και η αγάπη για την έντιμη Μελέικα,
υποχώρησαν στις συγκινήσεις και στις εξωτερικές και εσωτερικές αντιπαραθέσεις
που εκδηλώνονταν πλέον ανάμεσα στην προηγούμενη και την τωρινή (στον αφη-
γηματικό χρόνο) συλλογική συνείδηση των Τούρκων αιχμαλώτων που επέστρεψαν
στην πατρίδα για να βυθιστούν σε μία υποκριτική δυστυχία προς όφελος εθνικών
στρατηγικών που βασίζονταν στην ενίσχυση της αρνητικής εικόνας του εχθρού
«άλλου» (σ. 242-243). Σε μία Κωνσταντινούπολη όπου οι πρόσφυγες από τη Βουλ-
γαρία είχαν κατακλύσει κάθε δημόσιο και ιδιωτικό κονάκι, τη φροντίδα των Ρώ-
σων διαδέχτηκε η αδιαφορία και ανοργανωσιά των Τούρκων:
- Ὅταν ἐνθυμοῦμαι, ἔλεγεν ὁ Σελήμ, ὅτι ὕστερα ἀπό τόσους ἀγῶνας καί τόσα
κατορθώματα, ἐμεῖς οἱ στρατιῶται τοῦ Σουλτάνου καταδεχθήκαμε νά παίρνωμεν
ἐλεημοσύνην ὡς καί ἀπό τούς Ἑβραίους, ἐνῷ οἱ λεπτοκαμωμένοι ἐφέντηδες, μέ τές
μεταξωτές ὀμβρέλλες, μέ τά γάντια τους, ἐπερνοῦσαν κ’ ἔκαμναν πώς δέν μᾶς βλέ-
πουν, ραγίζεται ἡ καρδιά μου! Ὁ Θεός ἐσήκωσε τό “μερχαμέτι” ἀπό πάνω ἀπό τόν
“ἱσλάμ”! (σ. 243). Η εξοικείωση με τους Ρώσους δεν είχε άρει την πεποίθηση του
«άλλου», του κατώτερου «άλλου» για τους Εβραίους. Ο Θεός, λοιπόν, κατά τον ή-
ρωα, είχε αποσύρει το μερχαμέτι 200 , την ευσπλαχνία από το Ισλάμ και τους πι-
στούς του. Οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες. Πολιόρκησαν την αυλή του Σερα-
σκεράτου 201 , του Υπουργείου των Στρατιωτικών και κατέληξαν περιορισμένοι
στις αυλές τῶν μεγάλων τζαμίων (σ. 244). Τα τζαμιά 202 , χώροι ομαδικής προσευχής
των μουσουλμάνων και επομένως στοιχείο «χωροθέτησης» της θρησκευτικής ετερό-
τητας σε συλλογικό επίπεδο, μέσα από την αφήγηση μετατρέπονται σε μάρτυρες υ-
πέρ της νέας ταυτότητας του Σελήμ, η οποία επιχειρείται να παρουσιαστεί ως επι-
λογή πολλών ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά.
Η σύγκρουση επήλθε όταν νεαρός αστυνομικός προσπάθησε να του αποσπά-
σει μικρό σπαθί, δώρο της Παυλόφσκα:
- Σκύλλε, τοῦ εἶπα, ἀπό τοῦ Σελήμ τοῦ “Γιούζμπασι” τά χέρια μήτε ὁ Μόσκο-
βος δέν ἀξιώθηκε νά πάρῃ ἕνα ὅπλο! (ό.π.). Ο σκληρός χαρακτηρισμός μετατοπίζε-
ται από τον εθνικά «άλλο» στον ομοεθνή ανάξιο. Ο ήρωας επικαλέστηκε ως ανα-
πόσπαστο στοιχείο της ταυτότητάς του και αποδεικτικό προσφοράς και γενναιό-
τητας τον στρατιωτικό του βαθμό: εκατόνταρχος 203 . Τον συνέλαβαν, τον κακοποί-
ησαν, του αφαίρεσαν τα σειράδια 204 . Τον κατηγόρησαν ότι με τη συμπεριφορά του
ντροπιάζει το “ντοβλέτι”, μάλλον με τη σημασία των οργάνων της διοίκησης του
κράτους 205 . Καί μ’ ἔδωκεν ὁ Θεός ὑπομονή, καί ἔσυρα τό ἄρρωστο κουφάρι μου

200
μερχαμέτι, τουρκικά merhamet: να δείχνεις στοργή, συμπόνια (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ. 108, σ.,
s. 621); έλεος, οίκτος, επιείκεια, ευσπλαχνία, συμπόνια, λύπηση 2. ψυχικό (Tuncay, Καρατζάς, ό.π., υ-
ποσ. 121, σ., s. 497).
201
Σερασκεράτο, τουρκικά seraskerlik: το υπουργείο των στρατιωτικών (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s.
1162); (ιστορικά) το αξίωμα, το καθήκον του Σερασκέρη ή η θέση, το σημείο, ο τόπος, το μέρος, η ε-
στία: ο τόπος η εστία του Σερασκέρη είναι το στρατόπεδο (Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ. 106, σ., C. 2, s.
1943). Στο λεξικό του ∆ημητράκου, ορίζεται ως η έδρα του Σερασκέρη, το στρατηγείο (ό.π., υποσ.
96, σ., Τ. ΙΓ΄, σ. 6495). Στο κείμενο χρησιμοποιείται με τη σημασία: το Υπουργείο των Στρατιωτικών.
202
τζαμί, τουρκικά cami (από τα αραβικά), ό.π., υποσ. 228, σ.
203
Γιούζμπασι, τουρκικά yüzbaşı: αξίωμα στο στρατό κάτω από αυτό του ταγματάρχη, διοικητής
λόχου ή πυροβολαρχίας (Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 1434); 1. λοχαγός 2. εκατόνταρχος (Tuncay, Κα-
ρατζάς, ό.π., υποσ. 121, σ., s. 851).
204
σειράδι-ον, ό.π., υποσ. 494, σ.
205
Στο σημείο αυτό του κειμένου με την τουρκική σημασία: 1. το κράτος 2. τα όργανα διοίκησης του
κράτους (βλ. υποσ. 528, σ. του κειμένου).
ἀκόμη δυό τρεῖς μῆνας μέσα εἰς τούς δρόμους τῆς Πόλεως ἕως ὅτου ἔλυωσαν τά
χιόνια κι ἄνοιξαν οἱ δρόμοι καί ἠμπόρεσα νά σουρμαλισθῶ 206 νά φθάσω γάλι -
γάλι εἰς τό σπίτι μου (σ. 245).
Η προσδοκία του αναγνώστη για λύτρωση του Σελήμ διαψεύδεται. Σε μία α-
φηγηματική αναδρομή αναφέρονται οι βιαιότητες που έκαναν οι ἐφέντηδες που έ-
μειναν να κυβερνούν τον τόπο, όσο οι στρατιώτες προστάτευαν τον θρόνο του
Σουλτάνου στα Βαλκάνια 207 , ενώθηκαν με τους Τσερκέζους 208 και με τους Μουχα-
τζήριδες 209 …ὁπού ἔφευγαν ἀπό τή Βουλγαρία κ’ ἐπάτησαν χριστιανικά χωριά καί
σπίτια κ’ ἐχάλασαν τόση ζωή, καί ἅρπαξαν τόση περιουσία. Κάτι παλληκαριά
θαρροῦσαν πώς ἐκάνανε! (ό.π.). Μετά την ήττα στην Πλεύνα κατέφυγαν για να
μείνουν ατιμώρητοι στην Πόλη.
Ο πατέρας του είχε πεθάνει από το ρακί που έπινε. Η δεύτερη γυναίκα του πή-
ρε τον παρᾶ και παντρεύτηκε στην Πόλη. …Τό μετρικό που ἔπεφτε σέ μένανε-
ἑξῆντα χιλιάδες γρόσια - τό ἔβαλεν ὁ “μουφτῆς” 210 εἰς τό διάφορο, νά μείνουν εἰς
τά παιδιά μου, ἄν τύχῃ καί δέν ἔλθω. Μά κοντά στό ξερό τό ξύλο καίεται καί τό
χλωρό, κ’ ἡ καϋμένη ἡ γυναῖκα μου - βλέπεις τήν ἄφηκ’ ἀβοήθητη διά νά βοηθήσω
τό ντοβλέτι! - σάν ἔμαθε πώς ἔρχεται ὁ Μόσκοβος, ἐσμίχθηκε κ’ ἐκείνη μέ τές ἄλλες
οἰκογένειες κ’ ἔφυγε στήν Πόλι (ό.π.). Ο μουφτῆς και το ντοβλέτι με την έννοια
του κράτους συνιστούν τη σκηνογραφία της ετερότητας σε επίπεδο κρατικής δομής
και οργάνωσης. Το σκηνικό της καταστροφής αντιστράφηκε. Οι χριστιανοί εκδι-
κήθηκαν τους Τούρκους μόλις έμαθαν ότι οι ἐφέντηδες εγκατέλειψαν τον τόπο. Τό-
τε χάθηκε και η οικογένειά του 211 . Η αφήγηση είναι δραματική: …Ἡ πεῖνα, τό κρῦο
καί ἡ λοιμική, μ’ ὠρφάνεψαν ἐκεῖ ἀπό τά παιδιά κι ἀπό τή γυναῖκα μου! Καί ἀπο-
μάξας τά δάκρυά του ὁ Σελήμ: - Μπροστά εἰς τόν θρόνον τοῦ Σουλτάνου, ἀνέκρα-
ξε, πού τόν ἐμπροστάτευσα τόσες φορές μέ τή ζωή μου, ξεψύχησαν τρία παιδιά καί
μιά γυναῖκα, πρίν ἔλθῃ το “ἐτζέλι” 212 τους, καί αὐτά ἦταν δικά μου... ἦταν τό μόνο
πού μου ἔμεινεν εἰς αὐτόν τόν κόσμο!... (σ. 246). Ο Σουλτάνος για πρώτη φορά δεν
ήταν στο απυρόβλητο. Άλλωστε ο πρόωρος χαμός των δικών του δεν επέτρεπε την
ταυτότητα του στρατιώτη να υπερκεράσει αυτή του συζύγου και πατέρα.

Ενότητα 8η: 246-247 (Ὁ τάλας ἔκλινε τήν κεφαλήν ἐπί τοῦ στήθους…Ἀμήν! νά

206
Η λέξη δεν εντοπίζεται σε κανένα από τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιήθηκαν
στην παρούσα εργασία. Πρόκειται για άμεσο δανεισμό από το τουρκικό ρήμα sürünmek: σέρνομαι
(Doğan, ό.π., υποσ. 96, σ., s. 1216).
207
Βαλκάνια, ό.π., υποσ. 177, σ.
208
Τσερκέζης, ό.π., υποσ. 611, σ.
209
Μουχατζήριδες, τουρκικά muhacir (από τα αραβικά): πρόσφυγας (Devellioğlu, b, ό.π., υποσ. 108,
σ., s. 665). Στα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, υποχωρούντες ηττημένοι στρατιώτες και ο ντόπιος
μουσουλμανικός πληθυσμός αναγκάστηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Πόλη (Kunt, Akşin,
Ödekan, Toprak,Yurdaydın, ό.π., υποσ. 601, σ., s. 162). Για το ιστορικό πλαίσιο, τη διοικητική οργά-
νωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Προσφύγων που αφορά την περίοδο στην οποία αναφέρετα
το διήγημα αλλά και γενικότερα, βλ. Ακτσόγλου, Ι. (2012). Όψη της διοικητικής οργανώσεως της έ-
δρας της ∆ιοικήσεως Γκιουμουλτζίνε και στοιχεία για τον πληθυσμό της περί τα τέλη του 19ου αιώ-
να. Κομοτηνή: Ακτσόγου, Ι.-Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, σ. 88-89.
210
μουφτῆς, ό.π., υποσ. 583, σ.
211
Το προσφυγικό ρεύμα των μουσουλμάνων άρχισε από την άνοιξη του 1877. Η ιστορική βιβλιο-
γραφία αναφέρει βιαιοπραγίες και αφανισμούς ολόκληρων ομάδων από τα ρωσικά στρατεύματα. Ο
κύριος όγκος των προσφύγων κατευθύνονταν προς την Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Ανατολι-
κής Θράκης μεταξύ Έβρου και Μαύρης Θάλασσας εκκενώθηκε από τον μουσουλμανικό πληθυσμό
με εξαίρεση τις πόλεις όπου κατοικούσαν και Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι, στην παρουσία των οποί-
ων οι μουσουλμάνοι είχαν εναποθέσει ελπίδες διάσωσης (Μπακιρτζής, ό.π., υποσ. 157, σ. 406-409).
212
ἐτζέλι, τουρκικά ecel (από τα αραβικά): το τέλος της ζωής, ο θάνατος, το μοιραίο (Devellioğlu, b,
ό.π., υποσ. 108, σ., s. 201)· η ίδια σημασία και στο Türkçe Sözlük, ό.π., υποσ., σ., C. 1, s. 668). Στο κεί-
μενο μάλλον με την έννοια: πριν την ώρα τους.
δώσῃ ὁ Θεός! ἀνεφώνησεν ὁ Τοῦρκος ὑψώσας πρός τούς οὐρανούς τα ὄμματα).

Στη συνέχεια της κύριας αφήγησης ο Σελήμ, ως διατύπωση αξιολογικής κρίσης


για όσα αφηγήθηκε, υπερασπίζεται την ολική αλλαγή της ταυτότητάς του στον
συγγραφέα:
- Ἄς ἔλθῃ τώρα, εἶπε, ὅποιος ἐπλάσθη ἀπό τόν Θεό μέ καρδιά στά στήθη, ἄς
έλθῃ νά τόν κατηγορήσῃ τόν Σελήμ 213 διά τά φρονήματά του! Ἐσήκωσ’ ὁ Θεός τό
“μερχαμέτι” 214 του ἀπ’ αὐτόν τόν τόπο, διά τίς κακίες τῶν ἐφέντηδων καί τῶν
ἀγάδων 215 . Καί ἔκαμε τή χώρα μας “κισμέτι” τῆς Ρουσσίας, διά τήν καλωσύνη καί τή
φρονιμάδα της…. Παντοῦ ἐνικήσαμε καί παντοῦ ἐχάσαμε! Γι’ αὐτό δέν θέλω πλέον
νά ἠξεύρω τίποτε. Ὀλίγα χρόνια πού μ’ ἐχάρισεν ἀκόμη ὁ Θεός, εἶναι κισμέτι μου
καί εἶναι δίκαιο νά τά ζήσω πλέον ὅπως μοῦ ἀρέσει. … Μόνον τά αἴτια δέν θέλουν
νά γνωρίσουν, και δι’ αὐτό μέ παίρνουν δι’ ἀνόητον, καί ἴσως ἴσως θά μέ πάρουν διά
κακόν καί διά λιποτάκτην, ὅταν ἀκούσουν ὅτι ὁ Σελήμ ὁ ἑκατόνταρχος ἐπῆγε μέ τό
Μόσκοβο (ό.π.).
Το θρησκευτικό επίχρισμα εγκεντρίζεται στη φράση: Ἐσήκωσ’ ὁ Θεός τό
“μερχαμέτι” του ἀπ’ αὐτόν τόν τόπο. Ο Θεός απέσυρε την ευσπλαχνία του εξαιτίας
της συμπεριφοράς ἐφέντηδων και ἀγάδων. Αν ο Σουλτάνος δεν διέσωσε το κύρος
του στη συνείδηση του Σελήμ, ο Θεός δεν αμφισβητήθηκε για την ευθυκρισία του
ποτέ. Η λέξη κισμέτι εδώ φαίνεται να έχει τη σημασία του δώρου, της προσφοράς
που δεν εγγράφεται σε λεξικά των δύο γλωσσών στην αναφορά: Καί ἔκαμε τή
χώρα μας “κισμέτι” 216 τῆς Ρουσσίας, διά τήν καλωσύνη καί τή φρονιμάδα της, ενώ
έχει την κοινή σημασία: η μοίρα, το πεπρωμένο στο πεδίο της προσωπικής
ιστορίας.
Η ιστορία του έπεισε τον συγγραφέα που δηλώνει υποστηρικτής του,
υποστηρικτής του δικαιώματος σε μία νέα ετερότητα, η οποία τον συνδέει με τον
αλλόθρησκο και αλλοεθνή ακροατή του:
- Αὐτό κανείς δέν θά τολμήσῃ νά τό εἰπῇ, σέ βεβαιῶ, τοῦ εἶπα. Τώρα ὁπού
ἔμαθα ἐγώ τήν ἱστορία σου κανείς δέν θά τό εἰπῇ. Εἶσαι γενναῖος ἄνθρωπος,
Σελήμ - Ἀγᾶ! Καί εἶσαι πολύ ἀδικημένος! (ό.π.).
Οι σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης και εμπιστοσύνης επισφραγίστηκαν με τη
διατύπωση αιτήματος του Σελήμ προς τον Βιζυηνό για την έγκαιρη πληροφόρησή
του εάν το ευκταίο, η έλευση των Ρώσων, συμβεί και την αντίστοιχη διαβεβαίωση,
η οποία ενισχύεται σε ένα πλαίσιο έγκυρων πληροφοριών: …Τό βέβαιον εἶναι ὅτι
τά πράγματα κρυφοβράζουν πάλιν εἰς τήν Βουλγαρία· ἡ Ρωσσία δέν θέλει τόν
ἡγεμόνα της…(σ. 247).
Η ενότητα ολοκληρώνεται με την ευχή Ἀμήν! …ἀνεφώνησεν ὁ Τοῦρκος…(ό.π.).
Το πολιτισμικό δίπολο αμήν-Τούρκος προστίθεται στα στοιχεία της ταυτότητας
του Μοσκώβ-Σελήμ και ουσιαστικά αποτελεί συμπερίληψη όλων όσων έχουν μέχρι
αυτό το σημείο του διηγήματος κατατεθεί.

Ενότητα 9η: 247-249 (Μετά τινας ἔτι παρηγόρους διαβεβαιώσεις ἀπεχαιρέτησα τόν
Μοσκώβ Σελήμ… καθ’ ἥν ὁ Καλίφης χρεωστεῖ νά μεταφέρῃ τόν θρόνον του εἰς
∆αμασκόν ἤ εἰς Βαγδάτην;)

Η συνάντηση ολοκληρώθηκε. Ο Βιζυηνός αναχώρησε. Μετά τινας ἔτι


παρηγόρους διαβεβαιώσεις ἀπεχαιρέτησα τόν Μοσκώβ-Σελήμ ἐγκαρδίως καί

213
Σελήμ, ό.π., υποσ. 485, σ.
214
μερχαμέτι, ό.π., υποσ. 645, σ.
215
ἀγάς, ό.π., υποσ. 369, σ.
216
κισμέτι, ό.π., υποσ. 528, σ.
ἀνηρχόμην ἀπό τῆς Καϊνάρτζας σύννους (σ. 247). Η Καϊνάρτζα 217 αποτελεί το
σημείο αναφοράς της αφήγησης: ο χώρος της αρχικής γνωριμίας - ο χώρος του
αποχαιρετισμού μετά την εξομολογητική συνάντηση και τη σχέση εκτίμησης και
εμπιστοσύνης.
Η αποχώρηση του συγγραφέα συνοδεύεται από μία ψυχαναλυτική
προσέγγιση της ταυτότητας του Σελήμ. Το κείμενο δεν εμπεριέχει αρκετές
τουρκικές λέξεις: …ἡ ἀγαθή ἐκείνη χανούμισσα 218 ἔπλαττεν ἐν ἑαυτῇ κατά
φαντασίαν θῆλυ τέκνον ἐνδύουσα καί βάφουσα τόν ἀνδρικώτατον Σελήμ ὡς
θυγάτριον (σ. 248).
Η προσδοκία της έλευσης των Ρώσων και η απόφαση του Τούρκου να ενωθεί
μαζί τους πριμοδοτείται με πληροφορίες στρατηγικής σημασίας. Η ανάλυση της
κατάστασης με βάση τα ιστορικά γεγονότα επιδιώκεται να είναι ακριβής με τη
χρήση των τουρκικών λέξεων: Τοῦρκοι, Σουλτάνος, Καλίφης, Μοσκώβ Σελήμ:
Γύρω από το πρόσωπο- θεσμό και το πρόσωπο-πρωταγωνιστή ολοκληρώνεται η
αφήγηση:
Πολλάκις ἤκουσα νά λέγεται παρά τῶν ἡμετέρων, ὅτι οἱ Τοῦρκοι οὐδέποτε
ἐθεώρησαν τάς ἐν Εὐρώπῃ κτήσεις τοῦ ὀθωμανικού κράτους ὡς πραγματικῶς εἰς
αὐτούς ἀνηκούσας (ό.π.)… Ἀφ’ ὅτου ἡ χαλυβδίνη τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως χειρ
συνέσεισε τό ἐν Εὐρώπῃ κράτος τοῦ Σουλτάνου, ἐπήνεγκεν εἰς αὐτό ρήγματα…(σ.
249)… Τί παράξενον λοιπόν, ἐάν ἄνθρωπος ὡς ὁ Μοσκώβ-Σελήμ, αἰσθάνεται ὡς
ἐπιστᾶσαν πλέον τήν εἱμαρμένην ἐκείνην ὥραν, καθ’ ἥν ὁ Καλίφης 219 χρεωστεῖ νά
μεταφέρῃ τόν θρόνον του εἰς ∆αμασκόν ἤ εἰς Βαγδάτην; (ό.π.).

Ενότητα 10η: 249-252 (Ὅτε τόν ἀπελθόντα Σεπτέμβριον ἐπανῆλθον… ὁ Τοῦρκος


ἔμεινε Τοῦρκος).

Ο συγγραφέας-αφηγητής, πιστός στις υποσχέσεις του, αναφερόταν στην


ιστορία του αγαθού Σελήμ και σε μία τέτοια συζήτηση πληροφορήθηκε ότι:
- Ἅμα ἠκούσθη τό πραξικόπημα τῶν Βουλγάρων, εἶπεν, ἐπῆγαν καί τόν
διεβεβαίωσαν ὅτι ἦλθαν οἱ Ρῶσσοι. Τήν ἄλλην τήν ἡμέρα μ’ ἔστειλεν ἡ ∆ημαρχία
νά τόν ἐπισκεφτῶ - τόν εὑρῆκα ἡμίπληκτον! βεβαίως τό ἔπαθε ἀπό τήν
ὑπερβολικήν χαρά του (σ. 250).
Είχε προηγηθεί η εξιστόρηση και η κατάληξη:
Ἐπαναβλέπων τώρα τόν ἱατρόν μετά τά ἐν Βουλγαρίᾳ γεγονότα:
- Αὔριον πρωί πρωί, τῷ εἶπον, σέ προσφέρω ἕναν καφέν παρά τά νάματα τῆς
ἐγχωρίου Κασταλίας.
- Ποιός θά μᾶς τόν ψήσῃ; ἠρώτησεν ἐκεῖνος ἀπορῶν.
- Ὁ Μοσκώβ - Σελήμ, βέβαια. ∆έν πιστεύω νά ἀνεχώρησε ἀκόμη διά τήν
Ρωσσίαν. ναῦλον δέν ἔχει. “τεσκερέν” δέν τοῦ δίδουν. περιμένει λοιπόν νά τῷ φέρῳ
εἰδήσεις περί τῆς ἀφίξεως τῶν Ρώσσων, καί θά περιμένῃ πολύν καιρόν ἀκόμη (σ.
249-250).
Ο καφές επικράτησε τελικά του τσαγιού στο επίπεδο της καθημερινότητας.
Αναδεικνύει τη λεξιλογική δημιουργική αναχώνευση μεταξύ των δύο γλωσσών. Ο
τεσκερές 220 επαναφέρει τη διήγηση στο περιβάλλον της Οθωμανικής

217
Καϊνάρτζα, ό.π., υποσ. 490, σ.,
218
χανούμισσα, ό.π., υποσ. 196, σ.
219
Καλίφης, ό.π., υποσ. 582, σ.,
220
τεσκερές, τουρκικά tezkere (από τα αραβικά tezkire): 1. απολυτήριο, σημείωμα 2. έγγραφο
αδείας που λαμβάνουμε από το κράτος 3. το βιογραφικό για κάποιους επαγγελματίες (Devellioğlu, b
ό.π., υποσ. 108, σ., s. 1106); 1. απολυτήριο 2. πιστοποιητικό 3. ένταλμα 4. υπόμνημα (Tuncay,
Καρατζάς, ό.π., υποσ. 121, σ., s. 746). Στο κείμενο η λέξη έχει μάλλον τη σημασία του επίσημου
ταξιδιωτικού εγγράφου, «διαβατηρίου» της εποχής.
Αυτοκρατορίας και της διοικητικής δομής της.
Η τελευταία συνάντηση του Έλληνα συγγραφέα και του «άλλου» φίλου του
εξελίσσεται με τη χρήση των εξής τουρκικών λέξεων: Σελήμ, Τοῦρκος.
Ακολούθησε μεγαλόφωνη εξομολόγηση-εξωτερίκευση εσωτερικών
συγκρούσεων:
- Ὁ πατέρας μου καί ἡ μητέρα μου ἦσαν ἰσλάμ 221 ... Ἐγώ κι ὅλοι οἱ
ὀσμανλῆδες κτῆμα τοῦ Σουλτάνου... Τό αἷμα καμμιά φορά νερό γίνεται;... Πῶς ν’
ἀρνηθῶ τό αἷμα μου!... Νά προδώσω τόν ἀφέντη μου!... Νά πάγω μέ τούς
Ρούσσους!... Αὐτή ἡ φοβερή ἰδέα μ’ ἐβασάνισε μιά νύχτα, ὅλη νύχτα... Μιά νύχτα,
ὅλη νύχτα ἐπάλευεν ὁ νοῦς μέ τήν καρδιά μου... Ἐπάνω στά ξημερώματα... ἀπό τήν
λύπην μου, ἀπό τή συλλογή μου, μ’ ἀποφάνηκε…(σ. 251). Η επαναφορά -
ενσυνείδητη και όχι ανώδυνη επιλογή- στην πρώτη ταυτότητα οροθετείται με τις
λέξεις: ἰσλάμ, θρησκευτική ετερότητα, ὀσμανλῆδες 222 , εθνική ετερότητα,
Σουλτάνος-αφέντης, η ταυτότητα του «προσώπου».
Ο τελευταίος διάλογος παραδοσιακών εχθρών εμπεριέχει τις λέξεις: Τοῦρκος,
Σουλτάνος και …την ἐπιφώνησιν: Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! 223 (σ. 252). Ο σεβασμός του
συγγραφέα στην ετερότητα του ήρωα κατατίθεται στη τελευταία πρόταση του
διηγήματος:…ὁ Τοῦρκος ἔμεινε Τοῦρκος (ό.π.). Η επανάληψη της λέξης Τοῦρκος 224
διασφαλίζει την έμφαση η οποία δεν χρειάζεται καν την υποστήριξη ισχυρής
στίξης.

Λέξεις στο διήγημα «Μοσκώβ Σελήμ» που προέρχονται από την τουρκική
γλώσσα
Στον πίνακα παρατίθενται:
1η στήλη: ο αύξων αρθμός
2η στήλη: η λέξη στο κείμενο του διηγήματος σε αλφαβητική κατάταξη
3η στήλη: η σελίδα στην οποία βρίσκεται με βάση το βιβλίο Γ. Μ. Βιζυηνός,
Νεοελληνικά ∆ιηγήματα, επιμ. Π. Μουλλάς, ΕΣΤΙΑ, 2003
4η στήλη: η σελίδα στην οποία υπάρχει στο κείμενο του παρόντος βιβλίου, όπου
και τα ερμηνευτικά σχόλια
5η στήλη: η αντίστοιχη τουρκική λέξη

Πίνακας 10
Λέξεις στο διήγημα «Μοσκώβ Σελήμ» που προέρχονται από την τουρκική
γλώσσα

Η σελίδα
Η
όπου
σελίδα Η αντίστοιχη
Η λέξη στο σχολιάζετ
Α/Α του τουρκική
κείμενο αι στο
κειμένο λέξη
παρόν
υ
βιβλίο
1. Ἀγᾶς 213, 246 ağa
2. Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! 238, 252 Allah! Allah!

221
ἰσλάμ, ό.π., υποσ. 609, σ.,
222
ὀσμανλῆδες, τουρκικά Osmanlı: 1. Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας που δημιούργησε ο Οσμάν
Γαζί τον 13ο αιώνα στην Ανατολία και διαλύθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Οθωμανοί 2. λέει
ό,τι σκέφτεται χωρίς δισταγμό, έχει αρμοδιότητες στην κοινωνία που βρίσκεται (Türkçe Sözlük, ό.π.,
υποσ. 106, σ., C. 2, s. 1702).
223
Ἀλλάχ! Ἀλλάχ!, ό.π., υποσ. 627, σ., Ο Σελήμ τλείωσε τη ζωή του επικαλούμενος το όνομα του
Θεού ως κραυγή πολεμική ςεπίθεσης.
224
Τοῦρκος, ό.π., υποσ. 181, σ.
3. ἀμάν 218 aman
4. ἀσκέρι 217 asker
5. ἄτι 214 at
6. ἀφερήμ 239 aferin
7. ἀφιόνι 217 afyon
(αντιδάνειο)
8. ἀχοῦρι 220 ahur
9. ἄχτι 217 ahit
10. βάι 209 vay
11. Βαλκάνι-α, 222, Balkan,
Μπαλκάνια 223, 236 balkanlar
(2,
Μπαλκά
νια), 245
(2)
12. Γαζῆ Ὀσμάν 237 Gazi Osman
πασσᾶς Paşa
13. γιακάς 241 yaka
14. Γιούσμπασι 244 yüzbaşı
15. γκιαούρης 217 gâvur
16. ἐτζέλι 246 ecel
17. ζεῦκι 240 zevk
18. ζυγκιά 208 üzengi
19. ἰμάμης 221 imam
20. ἰνσαλλάχ 211 inşallah
21. Ἰσλάμ 235, 243 islam
(ἰ), 251
(ἰ)
22. Καϊνάρτζα 203 (3), Kaynarca
207,
208,
209, 212
23. Καλίφης 226, 249 halife
24. καλπάκι 205 kalpak
25. καρίζι 217 garaz και
garez
26. καφές 207, 210 kahve
(2), 211
(2), 249
27. κεμέρι 223 kemer
28. κηνιασμένος-η- 214 kınalı
ο
29. κισμέτ-ι 216, kısmet
223, 232
(2), 234,
246 (2)
30. κονάκι 218, konak
228, 243
31. κουμάρι 241(2) kumar
32. κουρμπάνι 238 kurban
33. μεντέρι 217, 226 minder
34. μερχαμέτι 243, 246 merhamet
35. μετερίζι 228 metris
36. μικιάνι 226 mekan
37. μιναρές 202 minare
38. μουφτῆς 227, 245 müftü
39. Μουχατζήριδες 245 muhacir
40. μπαϊράκι 217 bayrak
41. μπαϊράμι 215 (2) bayram
42. μπαριακτάρης, 217, 218 bayraktar
μπαϊρακτάρης (Μ)
43. μπέης 214 (Μ), bey
220
44. μπέης-ἐφέντη 231 bey efendi
45. μπελᾶς 220, 235 bela
46. μπερμπατιά 217 berbat και
berbatlık
47. Μωάμεθ 237, 240 Muhammed
48. Μωαμεθανός 239 Müslüman
49. νικιάχι 233 nikah
50. ντέρτι/α 212 (2), dert
213(2)
51. ντοβλέτι 224, devlet
235,
244, 245
52. Ντουνιά 240 dünya
(ντουνιάς)
53. ντουφέκι 223, 237 tüfek
54. ὀθωμανικός-ή-ό 243 Osmanlı
55. Ὀσμάν-πασᾶς 236, 238 Osman Paşa
56. ὀσμανλήδες 251 Osmanlı
57. παποῦτσι 232 pabuç
58. παρᾶς 215, 223 para
59. πασσᾶς 238, 239 paşa
60. ποτούρι 215, 223 potur
61. ρακί 228, rakı
233, 245
62. Ροῦμ 206 Rum
63. Σακήρμπαμπας 225 (2), Şakir Baba
229,
231, 232
(2)
64. σειρίτι-ον 206 şerit
σειράδι 244
65. σελαμλίκι 230, selamlık
232, 244
66. σελαμλίκι 218 selametle-mek
67. Σελήμ 206(1), Selim
207(2),
210(3),
211(3),
212(4),
213(2),
225(3),
228,
230,
233(3),
234(6),
235,
236,
237,
238,
239(6),
240(5),
241(2),
242(3),
243(2),
244(5),
245(2),
246 (3),
247(3),
248(4),
249(2),
250(3),
251, 252
68. Μοσκώβ Σελήμ 204,
205(5),
206(2),
207(1),
209,
213,
247,
249(2)
69. Σελήμ Ἀγᾶς 246 Selim Αğa
70. Σερασκεράτο 243 (2) seraskerlik
71. Σερασκέρης 216 (2), serasker
222, 223
(5), 227,
235 (2),
238
72. σεριανίζω 229 seyretmek
73. σκεντζεύω 226 işkence
74. σουβαρῆς 227 süvari
75. Σουλτάνος 217, sultan
219,
221(2),
222(2),
223(2),
224,
225,
227,
234,
235(4),
243,
245,
246, 249
(2), 251
(2)
76. σουρμαλίζομαι 245 sürünmek
77. τακρίρι 220 tahrir
78. ταμποῦρι 237 tabur
79. Τάταρος 235 Tatar
80. τενεκές 210 teneke
81. τεσκερές 249 tezkere
82. τζαμεντάνια 215 camedan
83. τζαμί-ον 244 cami
84. τζισβέδες 211 cezve
85. τιπελίδικος-η-ο 215 tepeli-k
86. τοζλούκι 215 tozluk
87. τόπακας 228 topak
88. τουμπελέκι 216, dümbelek
217, 221
89. Τουρκία 205, Türkiye
207,
210,
213, 240
90. τουρκικός-ή-ό 206, Türkçe
234, 241
91. Τοῦρκος 202, Türk
204,
205(3),
206 (2),
208 (3),
209 (2),
211 (3),
213,
226,
235,
239,
240(2),
246(2),
247(2),
248(2),
249,
251,
252(2)
92. τρουβᾶς 224, 225 torba
93. τσάι 209 (4), çay
241
94. τσακπίνι 241(2) çapkın
95. τσαούσης 236 çavuş
96. τσαπράζ – 226 çapraz divan
ντιβάνι (durmak)
97. Τζερκέζιδες 235, 245 Çerkez
98. τσιμποῦκι 224 çubuk
99. τσιράκι 230 çırak
100. φέσι-ον 206, 215 fes
101. χαΐρι 211(2), hayır
212, 241
102. χαλάλι 221(2), helal
222(2)
103. χάλι 231 hâl
104. χαμπάρι/χαμπέ 229, haber
ρι 230(2)
105. χανούμ- 229 hanım efendi
Ἐφέντη
106. χανούμισσα 221, hanım
225,
226,
230, 248
107. χαραμοφαγάς 235 haram
yiyiciler
108. χαρέμι 214(3), harem
216,
217(2),
221,
225,
226,
227,
228,
229,
233, 247
109. Χασάν-ης 218, Hasan
219,
220,
221,
225,
227(2),
228 (2)

Πίνακας 11
Ταξινόμηση των λέξεων ανά ενότητα

Εισαγωγή Τούρκος
Ενότητα 1η Ἀγά(ᾶ)ς, βάι, ζυγκιά, ἰνσαλλάχ, Καϊνάρτζα,
καλπάκι, καφές, κηνιασμένος-η-ο, μιναρές,
Μπέης, ντέρτι/α, Ροῦμ, σειρίτι-ον, Σελήμ,
τενεκές, τζισβέδες, Τουρκία, Τοῦρκος, τσάι,
φέσι-ον, χαΐρι, χαρέμι

Ενότητα 2η ἄτι, ἀσκέρι, ἀφιόνι, ἄχτι, ἀμάν, ἀχοῦρι, βάι


ἰμάμης, γκιαούρης, Ἰνσαλλάχ, καρίζι, κισμέτ-ι,
κονάκι, μεντέρι, μπαϊράκι, μπαϊράμι,
μπαριακτάρης, μπέης, μπελᾶς, μπερμπατιά,
παρᾶς, ποτούρι, σελαμλίκι, Σερασκέρης,
Σουλτάνος, τακρίρι, τζαμεντάνια, τιπελίδικος-
η-ο, τοζλούκι, τουμπελέκι, φέσι-ον,
χανούμισσα, χαρέμι, Χασάν-ης
Ενότητα 3η Βαλκάνι-α, κεμέρι, κισμέτ-ι, ντοβλέτι,
ντουφέκι, παρᾶς, ποτούρι, Σερασκέρης,
Σουλτάνος, χαλάλι
Ενότητα 4η Καλίφης, κισμέτ-ι, κονάκι, μεντέρι, μετερίζι,
μικιάνι, μουφτῆς, μπέης-ἐφέντη, νικιάχι,
παποῦτσι, ρακί, Σακήρμπαμπας, σελαμλίκι,
Σελήμ, Σερασκέρης, σεριανίζω, σκεντζεύω,
σουβαρῆς, Σουλτάνος, τόπακας, τουρκικός-ή-
όν, τρουβᾶς, τσαπράζ – ντιβάνι, Τοῦρκος,
τσιμποῦκι, τσιράκι, χάλι, χαμπάρι/χαμπέρι,
χανούμ-Ἐφέντη, χανούμισσα, Χασάν-ης
Ενότητα 5η Ἀλλάχ! Ἀλλάχ!, Γαζῆ Ὀσμάν πασσᾶς, Ἰσλάμ,
κουρμπάνι, Μπαλκάνια, μπελᾶς, Μωάμεθ,
ντοβλέτι, χαραμοφαγάς, ντουφέκι, Ὀσμάν-
πασᾶς, πασσᾶς, Σελήμ, Σερασκέρης,
Σουλτάνος, ταμποῦρι, τσαούσης, Τάταροι,
Τζερκέζιδες
Ενότητα 6η ἀφερήμ, γιακάς, ζεῦκι, κουμάρι, Μωάμεθ,
Μωαμεθανός, Ντουνιά, πασσάς, Σελήμ,
Τουρκία, Τοῦρκος, τουρκικός-ή-ό, τσάι
Ενότητα 7η Βαλκάνι-α, Γιούσμπασι, ἐτζέλι, ἰσλάμ,
μερχαμέτι, μουφτῆς, Μουχατζήρι-δες,
ντοβλέτι, ὀθωμανικός-ή-ό, ρακί, σελαμλίκι,
Σελήμ, Σερασκεράτο, Σουλτάνος,
σουρμαλίζομαι, τζαμί-ον, Τοῦρκος, Τάταροι,
Τζερκέζιδες, χαΐρι,
Ενότητα 8η ἀγᾶς, κισμέτ-ι, μερχαμέτι, Σελήμ, Σελήμ Ἀγᾶς,
Τοῦρκος

Ενότητα 9η Σελήμ, Σουλτάνος, Τοῦρκος, χανούμισσα,


χαρέμι, Καλίφης
Ενότητα 10η Ἀλλάχ! Ἀλλάχ!, ἰσλάμ, καφές, Σελήμ,
ὀσμανλῆδες, Σουλτάνος, τεσκερές, Τοῦρκος
Ως προς τη γραμματική ταξινόμηση των λέξεων σημειώνουμε ότι είναι
ουσιαστικά 98, κοινά 72 και κύρια 26 (Ἀγᾶς, Ἀλλάχ, Βαλκάνι-α, Μπαλκάνια,
Γαζῆ Ὀσμάν, Γιούσμπασι, Ἰσλάμ, Καϊνάρτζα, Καλίφης, Μουχατζήριδες, Μωάμεθ,
Ντουνιά, Ὀσμάν-πασᾶς, Μωαμεθανός, Ροῦμ, Σακήρμπαμπας, Σελήμ, Μοσκώβ
Σελήμ, Σελήμ Ἀγᾶς, Σερασκεράτο, Σερασκέρης, Σουλτάνος, Τάταροι,Τουρκία,
Τοῦρκος, Τζερκέζιδες, Χασάν-ης), επίθετα 3, ρήματα 3 και επιφωνήματα 5.
Πίνακας 12
Τουρκικές λέξεις-στοιχεία δομής του διηγήματος

(η χαρτογράφηφη των λέξεων γίνεται με κύριο σημείο αναφοράς τον άξονα


χρόνου και συνδέονται ως προς τη χρήση με τα πρόσωπα)

Α. Χρόνος (πότε): → (η πρώτη συνάντηση του αφηγητή με τον Μοσκώβ Σελήμ)



Χώρος (πού):→ (μακροεπίπεδο Τουρκία/Ανατολική Θράκη-
μικροεπίπεδο Καϊνάρτζα) →μιναρέδες

Πρόσωπο/α: (ποιος/οι)

συνοδός του αφηγητή

Καϊνάρτζα, Σελήμ, Τοῦρκος-οι, καλπάκι

Μοσκώβ Σελήμ

σειρίτι-ον, φέσι-ον, Τοῦρκος, καφές, ζυγκιά
αφηγητής

Ροῦμ

Β. Χρόνος (πότε): → (η δεύτερη συνάντηση του αφηγητή με τον Μοσκώβ Σελήμ)

Χώρος (πού):→ (μακροεπίπεδο Τουρκία/Ανατολική Θράκη-
μικροεπίπεδο Καϊνάρτζα-σπίτι του Σελήμ)

Πρόσωπο/α: (ποιος/οι)

Μοσκώβ Σελήμ

τσάι, βάι, τζισβέδες, ἰνσαλλάχ, χαΐρι, τενεκές, καφές, Καϊνάρτζα, ντέρτια, κισμέτι

αφηγητής

τσάι, Σελήμ, χαΐρι, Τοῦρκος-οι, ντέρτια, Σελήμ Ἀγά(ᾶ)ς,
Ἀμήν

Γ. Χρόνος (πότε): → (αφήγηση της ζωής του Σελήμ μέχρι την
πρώτη επιστράτευση)

Χώρος (πού):→ (μακροεπίπεδο Τουρκία→ πατρικό σπίτι)

χαρέμι

Πρόσωπο/α: (ποιος/οι)

Σελήμ

κηνιασμένα, Μπέηδες, τιπελίδικο, φέσι, τζαμεντάνια, ποτούρια, τοζλούκια,

πατέρας→ ἄτι

μπαϊράμι, χαρέμι ← μητέρα

∆. Χρόνος (πότε): → (αφήγηση της ζωής του Σελήμ για την
πρώτη επιστράτευση)

Χώρος (πού):→ (μακροεπίπεδο Τουρκία,
μικροεπίπεδο πόλη-πατρικό σπίτι-στρατώνας
↓ ↓ ↓
τουμπελέκι, χαρέμι ἀχοῦρι
Σουλτάνος μεντέρι
μπαϊράκι

Πρόσωπο/α: (ποιος/οι)

Σερασκέρης, κισμέτι ←πατέρας
τουμπελέκι, χαρέμι

νεοσύλλεκτοι→ ἀφιόνι

σημαιοφόρος→ Χασάνη, ἀσκέρι,
γκιαούρηδες, καρίζι, ἄχτι,
μπαριακτάρης, μπερμπατιές

σελαμλίκι, Μπαριακτάρης ← Σελήμ→ υπηρέτης
Χασάν, κονάκι, Σουλτάνος, ↓ μπελᾶς, τακρίρι, χανούμισσα, μπέης, χαρέμι ἀμάν!

ο άλλος αδερφός του Σελήμ→ Χασάνης

Γ. Χρόνος (πότε): → (αφήγηση της ζωής του Σελήμ – η πρώτη στρατιωτική θητεία)

Χώρος (πού):
Σιλίστρια Βαλκάνι
↓ ↓
Πρόσωπο (ποιος) Πρόσωπο (ποιος)
↓ ↓
Σελήμ Σελήμ
↓ ↓
χαλάλι, Σουλτάνος, Σερασκέρης παράδες, κεμέρι, χαΐρι,
κισμέτι, ντουφέκι Σουλτάνος, ντοβλέτι

Γ. Χρόνος (πότε): → (αφήγηση της ζωής του Σελήμ – η
πρώτη επιστροφή στο σπίτι)

Χώρος (πού): (μικροεπίπεδο το πατρικό σπίτι) → σελαμλίκι

Πρόσωπο/α (ποιος/οι)

Σελήμ→Μελέικα→κισμέτι

τρουβᾶ, Σουλτάνος, χαρέμι, Χασάν,
Σακήρμπαμπας, με σκεντζεύεις, Τοῦρκος,
Χάλια, να βάλει τα δύο πόδια του κριτή σε ένα παποῦτσι,
νικιάχι, τουρκική (οικογένεια)

μετερίζι ←Χασάν ← πατέρας→τσιμποῦκι,
τσαπράζ-ντιβάνι, χαρέμι,
μικιάνι, Χασάν, μουφτῆς,
Σουλτάνος, σουβαρῆδες,
Σερασκέρης, Σελήμ, κονάκι,
ρακί, τόπακας, σεριανίζῃ,
μπέη-ἐφέντης, σελαμλίκι

Σακήρμπαμπας→ χανούμισσα, μεντέρι,
Καλίφης, Χασάν

χαμπάρι, χανούμ-Ἐφέντη← μητέρα
χαμπέρι-α,
έβγαλε ‘‘τσιράκι’’

∆. Χρόνος (πότε): → (αφήγηση της ζωής του Σελήμ – η
δεύτερη στρατιωτική θητείατου)

Χώρος (πού): (μακροεπίπεδο Οθωμανική Αυτοκρατορία)

Ἰσλάμ,
Τάταροι, Τζερκέζιδες

(μακροεπίπεδο Μπαλκάνια, Ἀλεξινάτς- Πλεύνα)

Σερασκέρης, Σουλτάνος,
χαραμοφαγάδες, ντοβλέτι, μπελᾶς,
Ὀσμάν πασᾶς, Γαζῆ Ὀσμάν πασσᾶς,
ταμποῦρι, Ἀλλάχ! Ἀλλάχ!, πασσᾶδες

Πρόσωπο (ποιος)

Σελήμ

τσαούσης, ντουφέκι, κουρμπάνι,

Ε. Χρόνος (πότε): → (αφήγηση της ζωής του Σελήμ – η
Αιχμαλωσία: Πλεύνα-Ρωσία)

Χώρος (πού): (μικροεπίπεδο κινητό ρωσικό νοσοκομείο)

Πρόσωπο/α (ποιος/οι)

Σουλτάνος, ἀφερήμ, Τοῦρκοι, Ἰσλάμ ← Ρώσοι

Τουρκίαν, Ντουνιά, ζεῦκι,
χαΐρι ← Σελήμ

Μωάμεθ ← Μωαμεθανοί

γέρος Ρώσος αξιωματικός

τσάι, γιακάς

τσακπίνι, κουμάρι ← σύζυγος χήρας κόρης

ΣΤ. Χρόνος (πότε): → (αφήγηση της ζωής του Σελήμ – η
δεύτερη επιστροφή)

Χώρος (πού): (Κωνσταντινούπολη – χώρα)→ μερχαμέτι,
↓ ἀγάδες, κισμέτι
κονάκια, ὀθωμανικός-ή-ό, Σερασεράτο, τζαμιά

Πρόσωπο/α (ποιος/οι) → στρατιώτες

Σουλτάνος, Ἰσλάμ, μερχαμέτι, ντοβλέτι,
Βαλκάνια,

Σελήμ

ἐτζέλι ←οικογένεια Σελήμ ← Γιούσμπασις, σειράδια,
μουφτῆς, ντοβλέτι,
Σουλτάνος, κισμέτι

οι κυβερνώντες τον τόπο

Τσερκέζοι, Μουχατζήριδες

Η. Χρόνος (πότε): → (αποχώρηση του αφηγητή-μονόλογος)

Πρόσωπο (ποιος)

αφηγητής → Σελήμ, Σουλτάνος, Τοῦρκος-οι,
χανούμισσα, χαρέμι

Θ. Χρόνος (πότε): → (αφήγηση της ζωής του Σελήμ – η
τελευταία συνάντηση με τον αφηγητή)

Χώρος (πού): (σπίτι του Σελήμ)

Πρόσωπο/α (ποιος/οι)

Σελήμ

ἰσλάμ, ὀσμανλῆδες, Σουλτάνος, Τοῦρκος, Ἀλλάχ! Ἀλλάχ!,

αφηγητής

καφές, Σελήμ, τεσκερές, Τοῦρκος
∆ιαπιστώσεις-Συμπεράσματα

Στο διήγημα Ὁ Μοσκώβ Σελήμ οι λέξεις από την τουρκική γλώσσα είναι
συνολικά 109, οι περισσότερες συγκριτικά με τα ευρήματα στα άλλα διηγήματα
που μελετήθηκαν. Σημασιολογικά καλύπτουν πολλές θεματικές περιοχές. Τα
πρόσωπα που τις χρησιμοποιούν είναι κυρίως ο πρωταγωνιστής Μοσκώβ Σελήμ
και δευτερευόντως ο αφηγητής.
Ο Βιζυηνός επέλεξε τις συγκεκριμένες λέξεις από την τουρκική γλώσσα για να
αναδείξει την διαρκώς διαμορφούμενη και μεταβαλλόμενη ετερότητα του Τούρκου
Σελήμ. Οι ταυτότητες αυτής της ετερότητας συντάσσονται με τα αφηγούμενα από
τον ίδιο στις πολλές αναδρομικές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις που χαρτογραφούν
την πορεία της ζωής του.
Συγκεκριμένα, με τις λέξεις που εντοπίστηκαν υποστηρίζεται η πληροφόρηση
για τη δομή και τη λειτουργία μιας οθωμανικής οικογένειας, με ιδιαίτερη έμφαση
στην «αποκλίνουσα» ανατροφή του νεαρού Σελήμ, στο πλαίσιο μιας
διαταραγμένης «έμφυλης ταυτότητας» για όλους τους άλλους εκτός από τη μητέρα
η οποία ευθυνόταν για αυτήν, την οποία περιγράφει ο συγγραφέας με σημείο
αναφοράς το φαινόμενο της παρενδυσίας.
Στη διάρκεια της στρατιωτικής του δράσης καταρχήν είναι φορέας της
ιδεολογίας και της ταυτότητας του Τούρκου, Μουσουλμάνου-εχθρού των
χριστιανών γενικά και ειδικά των Ρώσων. Λέξεις από την τουρκική συνθέτουν το
προφίλ του αφοσιωμένου και φανατικού στρατιώτη. Μέσα από διαδικασίες
αυτοκριτικής, αυτογνωσίας και αυτοκάθαρσης γίνεται φορέας και μάρτυρας μιας
διαπολιτσμικής ταυτότητας που διαλέγεται με τον εθνικά και θρησκευτικά «άλλο»
και τον οδηγεί στην περιθωριοποίηση των ομοφύλων και ομοθρήσκων του και
πάλι με την αρωγή τουρκικών λέξεων.
Το διήγημα ολοκληρώνεται με την επιστροφή στην αποδοχή των
χαρακτηριστικών της ταυτότητας του Τούρκου, για να δώσει στον Βιζυηνό, με την
εμφαντική χρήση τουρκικών λέξεων, την ευκαιρία να τεκμηριώσει την προσωπική
διαπολιτισμική οπτική του για την εποχή του, την περιοχή της Θράκης και των
Βαλκανίων και τους ανθρώπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η διαχείριση των λέξεων από την τουρκική γλώσσα σε όλο το κείμενο γίνεται
με τέτοιο τρόπο ώστε να καταλήξει η αφηγηματική πλοκή στη λυτρωτική
αυτοδήλωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εναλλαγή του ονόματος
Σελήμ με το παρανόμι Μοσκώβ Σελήμ και κυρίως με το ουσιαστικό Τούρκος
ανάλογα με τη κατά περίπτωση συγκείμενο.

You might also like