You are on page 1of 386

Σελίδα |2

Σελίδα |3

Α’ Πανελλήνιος Διαγωνισμός Φεμινιστικής


και
Κουήρ Λογοτεχνίας
Σελίδα |4

AUThors

Α’ Πανελλήνιος Διαγωνισμός Φεμινιστικής


και
Κουήρ Λογοτεχνίας

Διακριθέντα και Συμμετέχοντα

Κείμενα 1ου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού

Φεμινιστικής και Κουήρ Λογοτεχνίας


Σελίδα |5

Συντελεστές της έκδοσης:

Η αξιολόγηση των κειμένων που περιέχονται στην παρούσα έκδοση έγινε

από την κριτική επιτροπή

του 1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Φεμινιστικής και Κουήρ Λογοτεχνίας

Μέλη της κριτικής επιτροπής είναι ανά κατηγορία:

Ποίηση

Αντωνία Τόνια Μποτονάκη, συγγραφέας – ποιήτρια

Αριστείδης Κλειώτης, ακαδημαϊκός ερευνητής και ποιητής

Γιώργης Σαράτσης, ποιητής - συγγραφέας

Δούκισσα Βουλτσίδου, δικηγόρος- απόφοιτος Δημοσιογραφίας ΑΠΘ

Μαρίνα Γαλανού, πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), ιδρύτρια του
Πολύχρωμου Πλανήτη, ακτιβίστρια

Sam Albatros, συγγραφέ@, ποιητ@, καλλιτέχν@, διδάκτωρ γνωσιακής νευροεπιστήμης,


University College London

Διήγημα

Δούκισσα Βουλτσίδου, δικηγόρος- απόφοιτος Δημοσιογραφίας ΑΠΘ

Μαρίνα Γαλανού, πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), ιδρύτρια του
Πολύχρωμου Πλανήτη, ακτιβίστρια

Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη, διδάσκουσα Τμήματος Πολιτισμού και Δημιουργικών Μέσων


και Βιομηχανιών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας/Διδάσκουσα ΣΕΠ, Ελληνικό Ανοικτό
Πανεπιστήμιο

Σοφία Νικολαΐδου, συγγραφέας

Θέατρο

Αντωνία Μποτονάκη, συγγραφέας – ποιήτρια

Κατερίνα Κίτση-Μυτάκου, καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας, Πολιτισμού και Σπουδών


Φύλου, τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΑΠΘ

Μαρία Ριστάνη, θεατρολόγος, διδάσκουσα Αγγλικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού, τμήμα


Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, ΑΠΘ

Μαρίνα Γαλανού, πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), ιδρύτρια του
Πολύχρωμου Πλανήτη, ακτιβίστρια
Σελίδα |6

Συντονισμός δράσης του 1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Φεμινιστικής και Κουήρ Λογοτεχνίας
AUThors: Αντώνιος Κίτσιος

Καλλιτεχνική επιμέλεια έκδοσης: Αντώνιος Κίτσιος

2021
Σελίδα |7

AUThors

Α’ Πανελλήνιος Διαγωνισμός Φεμινιστικής


και
Κουήρ Λογοτεχνίας

Διακριθέντα και Συμμετέχοντα

Κείμενα 1ου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού

Φεμινιστικής και Κουήρ Λογοτεχνίας

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2021
Σελίδα |8
Σελίδα |9

Στη Μαρίνα Γαλανού


Σ ε λ ί δ α | 10
Σ ε λ ί δ α | 11

σε αγνάντευα κρυφά από τον καθρέφτη:


τα μαλλιά σου μεταξένια,
λιναρένια,
από την πνοή του αέναου ξανθού ήλιου χαϊδεμένα•
τα ακροδάκτυλά σου κομψά,
λεπτεπίλεπτα,
με την αβρότητα τη θεάς Αφροδίτης καμωμένα•
ακουμπούν απαλά τα γράμματα της γραφομηχανής,
αποτυπώνουν τις σκέψεις σου στο χαρτί με πραότητα αναψυχής•
επιτέλους ζεις:
τα όνειρά σου ανθίζουν,
τα μάτια σου λαμπυρίζουν,
τα μάγουλά σου ροδίζουν,
τα χείλη σου σφραγίζουν
τις πύλες της συγγραφικής με τη ζεστή πνοή της ζωής

Αριστείδης Κλειώτης - αντανακλώντας το μέλλον


Σ ε λ ί δ α | 12

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Χαιρετισμός και Ευχαριστίες του Συντονιστή της AUThors,
Αντώνιου Κίτσιου ................................................................. 14

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ – ΠΟΙΗΣΗ 18


Διακριθέντα Έργα ................................................................ 20
Συμμετέχοντα Έργα ............................................................. 30

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ – ΔΙΗΓΗΜΑ 48


Διακριθέντα Έργα ................................................................ 50
Συμμετέχοντα Έργα ............................................................. 76

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ – ΘΕΑΤΡΟ 87


Διακριθέντα Έργα ................................................................ 89

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ 287


Συμμετέχοντα Έργα ........................................................... 288

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ – ΝΟΥΒΕΛΑ 292


Συμμετέχοντα Έργα ........................................................... 293

Βιβλιογραφία ....................................................................... 384


Σ ε λ ί δ α | 13
Σ ε λ ί δ α | 14

Χαιρετισμός και Ευχαριστίες

Φεμινισμός, Κουήρ και Λογοτεχνία. Τρεις λέξεις βαρυσήμαντες το μέγεθος των


οποίων ούτε προδίδεται ούτε και συλλαμβάνεται από τις λίγες αράδες που
μετουσιώθηκαν σε συλλαβές για να τις καθ-ορίσουν. Εύκολα, μάλιστα, ο ίδιος ο
ορισμός τους καταλήγει σε παρωδία αν προσπαθούσαμε εδώ και τώρα να
προσποιηθούμε πως γνωρίζουμε με σαφήνεια το πού ξεκινά και το πού τελειώνει ένα
φάσμα δίχως τέλος ή αρχή. Ξεκινάμε, λοιπόν, να διαβάζουμε φεμινιστική και κουήρ
λογοτεχνία με τούτη την παραδοχή⸱ πως αυτό που διαβάζουμε είναι αδιέξοδο. Ένα
αδιέξοδο που σαφώς αντανακλά τη ματαιότητα της φύσης της ίδιας της φεμινιστικής
ή της κουήρ ταυτότητας εκτός του εξιδανικευμένου πλαισίου λογοτεχνικής της
αναφοράς. Ένα αδιέξοδο που αντανακλάται στα σώματα και στις ιδέες ανθρώπων
που επιμένουν σθεναρά να αποτάσσουν εκείνο το πρόθημα της λέξης επι-βιώνω έτσι
που πια να μπορούν να φωνάξουν και να φωνάξουμε και μεις μαζί τους πανηγυρικά
πως βιώνουμε αυτό που είμαστε και είμαστε αυτό που βιώνουμε ανεξαρτήτως
σωματικότητας, βιολογικού ή κοινωνικού φύλου, ταυτότητας φύλου, σεξουαλικού
προσανατολισμού, συναισθηματικής ή/και σεξουαλικής έλξης, έκφρασης φύλου κ.α.
Αν δεχτούμε την παραπάνω συνθήκη, κρίνεται σκόπιμο να παραδεχτούμε και το εξής:
το να γράφουμε φεμινιστική και κουήρ λογοτεχνία αποτελεί κι αυτό ένα βέβαιο
αδιέξοδο. Ίσως μόνο αν δεχτούμε πως η ζωή μας είναι γεμάτη αδιέξοδα θα
καταφέρουμε να χαράξουμε παράδρομους στα χείλη της. Ίσως μόνο αν ακούσουμε
και μιλήσουμε για το ατομικό μας βίωμα να μπορούμε να κοινωνήσουμε τη ρευστή
μα συλλογική συνείδηση στους κόλπους της. Έτσι που να γίνουμε ορατά, πρώτα για
τα εαυτά μας και ύστερα για όλους τους άλλους.

Η παρούσα Ανθολογία, επομένως, δεν αποτελεί αυτοσκοπό⸱ μία ωδή στην αναλγησία
των προλεγόμενων αδιεξόδων ή έναν ευφημισμό στο κάλλος της αρχέγονης Τέταρτης
Τέχνης. Αντίθετα, ορμάται από την απουσία και στοχεύει στην ανάδειξη της
Ελληνικής Φεμινιστικής και Κουήρ λογοτεχνικής κουλτούρας. Κρίνεται, έτσι,
επιτακτική η ενθάρρυνση της λογοτεχνικής έκφρασης αφανών ή και καταπιεσμένων
φωνών φεμινιστών και κουήρ συγγραφέων και κοινοτήτων ως εργαλείο άσκησης
κριτικής στις παθογένειες και τα “κακώς κείμενα” στον χώρο της λογοτεχνίας και κατ’
επέκταση της κοινωνίας μας. Οφείλουμε, τότε, πολλά σε εκείνους τους ανθρώπους
δίχως τους οποίους η παρούσα Ανθολογία δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί ένα
φευγαλέο όνειρο στη μνήμη μίας άδοξης συντεχνίας ονειροπόλων παραθεριστών με
παραβατικές αν όχι αποκλίνουσες, από τα κονφορμιστικά κοινωνικά πρότυπα,
συμπεριφορές. Πιο συγκεκριμένα, εκ μέρους της πρωτοβουλίας AUThors,
ευχαριστούμε το σεβαστό σώμα κριτών για τη δίκαιη κρίση του, τα συμμετέχοντα
πρόσωπα στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που δεν φοβήθηκαν να φέρουν στο φως
τραύματα, βιώματα και προκλήσεις των καιρών τους, το σύνολο των χορηγών
Σ ε λ ί δ α | 15

επικοινωνίας που επικοινώνησαν ουκ ολίγες φορές την προσπάθειά μας, τις αδερφές
και τα αδέρφια μας για την πολύτιμη γνώμη και βοήθειά τους στην τελική μορφή που
έμελλε να πάρει η Ανθολογία αλλά και εκείνους που θα συνεχίσουν να μας
πληγώνουν γιατί αρνούμαστε να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερο από τα εαυτά μας.
Τέλος, ιδιαίτερα ευχαριστήρια θα πρέπει να δοθούν στο σύνολο του αναγνωστικού
μας κοινού για την ανάγνωση και την αποδοχή ενός διαχρονικού μα αόρατου για τη
χώρα μας λογοτεχνικού είδους μέσα από τα δικά του μάτια.

Τι μένει, τελικά, να πούμε όταν δεν έχει τίποτα ειπωθεί;

Ο λόγος… στα κείμενα.

Ο Ιδρυτής και Συντονιστής,

Αντώνιος Κίτσιος
Σ ε λ ί δ α | 16
Σ ε λ ί δ α | 17

AUThors

Πολιτιστική Δράση με τίτλο: Α’ Πανελλήνιος


Διαγωνισμός Φεμινιστικής και Κουήρ
Λογοτεχνίας

1ος Διαγωνισμός

Κατηγορίες:

Ποίηση
Διήγημα
Θέατρο
Μετάφραση
Νουβέλα
Δοκίμιο
Σ ε λ ί δ α | 18
Σ ε λ ί δ α | 19

Οι συγγραφείς των διακριθέντων έργων: 2η τιμητική διάκριση (δύο εκ των τριών) δεν
επιθυμούν τη συμπερίληψή τους στην ανθολογία.
Σ ε λ ί δ α | 20

ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 21

1ο Βραβείο

Σταμάτης Δεμερτζής

ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ 40°C

Ρυθμίζω το πλυντήριο

στην ένδειξη:

«ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ 40°C».

Τοποθετώ μέσα του

αντωνυμίες, βιώματα

και την ληξιαρχική πράξη γέννησης.

Χίλιες στροφές

μέχρι να ζαλιστούν

και να ξεράσουν όλη

την πικρή τους αλήθεια.

Το απορρυπαντικό

αφαιρεί τους λεκέδες

της ετεροκανονικότητας

των απλύτων μου.

Μόλις σημάνει η λήξη,

απλώνω τα πλυμένα μου

σε όλο το φάσμα

του φύλου

και τα φορώ

μόλις στεγνώσουν.
Σ ε λ ί δ α | 22

1ο Βραβείο

Αργυρώ Αξιώτη

στο παρκέ

στο παρκέ

σε μια γωνιά

στοίβα

εφημερίδες

παλιά κόμικ

γυαλιστερά περιοδικά

προγράμματα παραστάσεων

καρτ ποστάλ

ραβασάκια

μπροσούρες

αφίσες στραβοτυλιγμένες

υλικό για το ψαλίδι μου

ίσως

στο επόμενο κολάζ

καταφέρω

να φτιάξω ένα σώμα

για μένα
Σ ε λ ί δ α | 23

2ο Βραβείο

Saph Oh

R52: πατριαρχικό άλγος που δεν προσδιορίζεται αλλιώς

Θέλω να ξανά οικειοποιηθώ την θηλυκή εαυτή μου.

Αυτή που της αρέσει το ροζ χρώμα, τα εμπριμέ υφάσματα και τα φτερά.

Αυτή που συνταγογραφεί στατίνες με χρυσό στυλό και κρατά σημειώσεις με καλλιγραφικά
σε αρωματισμένα επιστολόχαρτα.

Αυτή που είναι «σωστή φεμινίστρια» ακόμα και με λεοπαρ γούνα και τακούνια.

Αυτή που δεν θα χρειάζεται να υπερασπίζεται ή να δικαιολογήσει την σεξουαλικότητά της


(ή την απουσία της εν γένει).

Αυτή που δεν θα υιοθετεί την στάση εκνευρισμένου τσιουάουα για να την ακούσουν.

Θέλω να είμαι περισσότερα από τα μαλλιά και τα ρούχα μου.

Θέλω να μαι το κορίτσι που δεν θα φοβάται πως σε 2,5 εβδομάδες θα καταρρεύσει η
ψευδαίσθηση που δημιούργησε.

Θέλω τον κόσμο. Αλλά όχι αυτόν.

Αυτός διαλύεται μπρος στα μάτια μου σαν τρίμματα μηλόπιτας υπό το βάρος υπερβολικά
πολύ παγωτού.

Μένω, λοιπόν, μόνη ανάμεσα σε μόνες, να διαπραγματεύομαι ποιο παιδί της πατριαρχίας
θα μας σκοτώσει σήμερα.

Γιατί εμένα οι φίλες μου δεν πεθαίνουν από γηρατειά.

Τις τρώει ο πόνος και τις τσακίζει το βάρος.

Εμένα οι φίλες μου πριν πεθάνουν πονάνε.

Πονάνε κάθε μήνα που ματώνουν.

Πονάνε κάθε μέρα που διεκδικούν χώρο για την σκιά τους.

Πονάνε κάθε ώρα που φοβούνται.

Πονάνε κάθε λεπτό τους που χάνεται σε άβολα χαμόγελα και μαγκωμένες λέξεις.

-Που πονάς;

-Δεν είμαι σίγουρη. Υπάρχει διάγνωση γι’ αυτό;


Σ ε λ ί δ α | 24

-R52 κατά icd 10. Υποσημείωση: χρόνια έκθεση σε σεξισμό.

-Θεραπεία;

-Ανίατο αδερφή μου. Δυστυχώς όμως, θα ζήσεις για να τα θυμάσαι.

Δυστυχώς δεν θα ξεχρεώσεις ποτέ το παράβολο της ταυτότητάς σου.


Σ ε λ ί δ α | 25

3ο Βραβείο

Αφροδίτη Καριοφύλλη

Φταις

Φταις

Γεννήθηκες κορίτσι

Η φωνή σου λεπτή, αθόρυβη

Τα μάτια σου λαμπερά, πονηρά.

Φταις

Έφτασες έφηβη

Οι κινήσεις σου γατίσιες, τολμηρές

Το σώμα σου απαλό, βέβηλο.

Φταις

Έγινες γυναίκα

Η ψυχή σου πεινασμένη, δαιμονισμένη

Το μυαλό σου παντοδύναμο, τρομακτικό.

Φταις

Αν υποκύψεις φταις

Αν πολεμήσεις φταις

Αν θες να γίνει κάτι άλλο δε θα γίνει

Γιατί φταις.
Σ ε λ ί δ α | 26

Φταις

Προκάλεσες, τι κι αν παρακάλεσες;

Τι κι αν πεις ναι, τι κι αν πεις όχι;

Είσαι γυναίκα, το θυμάσαι;

Πάντα φταις.

Φταις

Όταν θα βρίσκεσαι δυο μέτρα μες το χώμα

Να μην ξεχάσεις να ουρλιάξεις

Στη φύση που σε έπλασε γυναίκα

«Φταις»
Σ ε λ ί δ α | 27

1η Τιμητική Διάκριση

Παντελής Κύρκος

Ρόλοι

Ανάγλυφα ποτάμια,

γραμμές θάλασσας κάτω από επιδερμίδα καύσιμη

να κουβαλούνε σκέψεις επανάστασης

που θα’ θελες να κάνεις

και άλλοι δεν σ’ αφήνουν.

Άγριο δέρμα να γρατζουνά.

Κάτι άλλο έψαχνε κάποτε,

αν θυμάμαι καλά -καλά θυμάμαι!

Δέντρα αρσενικά,

σε λόφους μόχθου που πάλλονται.

Και οι φλέβες αγανάκτησης,

κιθάρα στην αφή μου.

Πέρασα ωραία γιατί με ξεπέρασα.

Κι όμως ο χρόνος γέρασε πάλι γρήγορα.

Φεύγεις γι’ απόψε

και πρέπει να φορέσεις τον εαυτό σου,

την ταυτότητά σου

και να βγεις.

Στέρεο περπάτημα·
Σ ε λ ί δ α | 28

Χειρονομίες κοφτές·

Λόγια λίγα,

πλούσια με νόημα·

Επιταγές που κληρονόμησες δίχως να το θες.

Κάπου στην βρωμιά του κόσμου

ανακάλυψα την ανάγκη ενός συνοδηγού,

που την δική του σήψη

έχει ζήσει ήδη.


Σ ε λ ί δ α | 29

2η Τιμητική Διάκριση

Νέαρχος

Η ΑΛΛΗ ΜΟΥ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Ενώπιος με τη σιωπή ενωπίω


στης τοιχογραφίας μου αντίκρυ το κάτοπτρο
εθελοντής φιδοσέρνομαι σκλάβος
το πορτραίτο μου να σκιαγραφήσω καλούμαι.
Ξεγυμνώθηκε ψυχικά ολοκάθαρο
το απόκρυφο της ζωής μου περίγραμμα
στων μονοπατιών αφέθηκα τον οδοποιό
στην κοινωνική να με οδηγήσει αρένα.
Στης φρενολογίας παραδόθηκα τον δόκτορα
με το υπογνάθιο γένι φυρόμυαλο
σύγχρονος μοιάζει μα ζέχνει εφιάλτες
είναι ο συντάκτης της άλλης μου ταυτότητας.
Έμφορτος με της ζωής το πάθος
κάποιος αλλοτινών καιρών αντιφωνητής
δίχως γενετικά του εγκεφάλου όργανα
σε νιογέννητους με προσκαλεί αστερισμούς.
Παραείναι σήμερα ψηλά ο ουρανός
και γω ένα ανέκφραστο τίποτα
πού νικητήριους άθλους ποθεί
την επίγεια διασχίζοντας κόλαση.
Με του τσιγάρου μου τη σιωπή
με κάποια θρησκεία συμπότης
ήχους περιστοιχίζομαι και σκιές
προσμένοντας τον αποστακτήρα του χρόνου...
Σ ε λ ί δ α | 30

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 31

Κύκνος

Ανώνυμο συναίσθημα

Ανώνυμο συναίσθημα
Αόριστες στιγμές

Δεν ξέρεις πώς το λένε


Μα ξέρεις πως το θες

Δεν έχω ενοχές

Παίρνω ό,τι χρειάζομαι


Τι είναι αυτό δε νοιάζομαι

Κι ας κάποιοι αμφιβάλουνε αν είναι σοβαρό

Εγώ ποτέ δεν έβαλα, και ούτε θα δεχτώ,


ταμπέλα από κανένα ή χαρακτηρισμό

Γι' αυτό μένει κρυφό


Για να μην πουν οι άλλοι τι ζω και τι δε ζω

Το νιώθω τόσο απλό


που τίποτα για 'κείνο δεν θέλω να σας πω

Κάθε άγγιγμα
είναι αίνιγμα

Και κάθε μας φιλί


σφραγίζει τη σιωπή
Σ ε λ ί δ α | 32

Αντώνιος Ευθυμίου

ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ

Έβρεξε αίμα παστρικό,

πλησίον της Οδού Ελευθερίας,

έξω από ένα ρετιρέ υπόγειο

μιας ανωδομής αδιάστατης

που ιχνογράφησε η μνήμη.

Ένα χέρι πελώριο, χριστιανικό,

σαν αφίλητος σταυρός,

μωλώπισε την ανάγια θωριά σου,

σακάτεψε το θνητό περιτύλιγμα

της φυλακισμένης σου ψυχής.

Μα εσύ, μια τραβεστί αγέρωχη,

περήφανη σα μεσιανό κατάρτι,

δε λύγισες στο ράπισμα της μοίρας.

Φόρεσες τα σπασμένα σου τακούνια

κι ατένισες την αθέατη ανθρωπιά μας...

Κι εμείς, στης Συγγρού τα ντεφιλέ

και στις πιάτσες των ονείρων

παζαρεύουμε την ηθική σου αδίκως.

Χόρτασες πια την ηδονή, δε θέλεις άλλο.

«Έλλειψη βαρύτητας» το νέο σου σινιάλο.


Σ ε λ ί δ α | 33

Astrid

Εν Απορία

Εν απορία

περί της θηλυκότητος της γραφής μας

οι κώδικες υποχωρούν βιαστικοί,

φοβικοί…

Μην τυχόν κι αποκαλυφθεί

μια “δήθεν” απάτη.

Ψιθύρων παρελθόν

κι ανώνυμων γραφουσών

στοιχειώνουν διαβάσεις στο Έλεφαντ και Κασλ,

εκεί όπου η Τζούντιθ κείται δολοφονημένη.

Πένες φαλλικές

βιάζουν με το μελάνι τους

σελίδες επί σελίδων,

το παρελθόν μας ουρλιάζει

και η παροντικότητα μοιάζει

να ζαλίζεται

καθώς στροβιλίζεται

σε ανακυκλωμένες προόδους·

ύλη περασμένων και μελλοντικών

καταπατήσεων.

Η ιστορικότητα ξεφεύγει

από

τον
Σ ε λ ί δ α | 34

άξονά

της

και οι ριπές

μεταφράζονται

εξακολουθητικά.

Ελπίζω.
Σ ε λ ί δ α | 35

Η ΣΚΛΗΡΗ ΜΑΝΙΑΤΙΣΣΑ

Έρως

Η αίσθηση του ωραίου

Πάντα

Με διεγείρει

Επίσης

Μου αρέσει

Πολύ

Ο θαυμασμός

Το κοίταγμα

Η βλεμματική επαφή

Όπου

Με έμμεσο τρόπο

Ζητά

Όλο υποσχέσεις
Σ ε λ ί δ α | 36

Ντέμη Ρούσσα

Ήσυχη αυλή

Στην πρώτη μου ανάσα, ήρθε η ζωή και μου δήλωσε με τόνο βιαστικό και δασκαλίστικο, μη
υποφερτό για τον εγωισμό μου τον ανθρώπινο.
Αποφάσισε πού θες να ζήσεις.
Εκεί έχει μια αυλή, έχει δέντρα πυκνά, καμία βροχή δε θα ποτίσει το κορμί σου. Έχει
τοίχους ψηλούς ολόγυρα. Κανένας αγέρας δε θα πουντιάσει το πρόσωπό σου. Κανένα
αρπακτικό δε θα σε βρει.
Κοίτα κι από την άλλη.
Εκεί είναι ένα ξέφραγο χωράφι. Τίποτα δε θα σε προστατεύσει από την καταιγίδα, το αγιάζι
και τους άγριους.
Διάλεξε πού θα ζήσεις. Βιάζομαι.
Με πόδια κομμένα από το φόβο, έτρεξα προς την αυλή και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Κι έτσι όπως περνούσαν οι ανάσες από τα πνευμόνια μου, τα χρόνια από το κορμί μου,
αυτή η αυλή, έκλεβε το χρόνο μου.
Τα δέντρα θέριευαν μέρα με τη μέρα.
Δεν κατάφερα να δω τον ήλιο.
Οι τοίχοι ψήλωναν κάθε που έστεκα παγωμένος από τη δειλία μου.
Δεν κατάφερα να νιώσω το καλοκαιρινό αεράκι. Μήτε την αδρεναλίνη του αγγίγματος.
Κι ας ήταν άγγιγμα κινδύνου. Άγγιγμα θανάσιμο.
Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Χρόνια που κουβαλούσα το ασήκωτο φορτίο της άδειας μου
ψυχής, στη μικρή μου αυλή.
Ώσπου ξεχείλισε ο άνθρωπος μέσα μου, και φώναξα, και ούρλιαξα, και γέμισα κραυγές την
ήσυχη αυλή μου.
Κι εμφανίστηκε η ζωή μπροστά μου. Ανυπόμονη κι αλαφιασμένη. Βιαστική.
Όπως τότε στην πρώτη μας συνάντηση. Στην πρώτη μου ανάσα.
Έστεκε να με κοιτά, με βλέμμα δασκάλας που μαλώνει τον άτακτο μαθητή.
Θέλω να φύγω, φώναξα. Θέλω το ξέφραγο χωράφι, θέλω τον ήλιο, θέλω να νιώσω, θέλω να
είμαι εγώ η δύναμη μου η λίγη και η πολλή. Άσε με να φύγω, δώσε μου το κλειδί.
Κι η ζωή με κοίταξε σχεδόν ειρωνικά. Μου έδειξε την πόρτα.
Ξέρεις, μου είπε, αυτή η πόρτα ήταν πάντα ξεκλείδωτη.
Σ ε λ ί δ α | 37

Μαχητής

Η Φωτιά

Πόσο μ’ άρεσε η φωτιά

Η πύρινη και ασβέστη

Η ανόθευτη και όσια

Η μόνη αθώα και παρθένα.

Αυτή που με καίει

Που καίει τα σωθικά μου

Καυτηριάζει τις πληγές

Γεμίζει τα όνειρά μου.

Σε σένα προστρέχω

Και τρέχω να φύγω

Εμμονή και προσοχή

Προσευχή και επιμονή.

Δεν αντέχω, σε φτύνω

Και φτάνω και πίνω

Απ' τους πύρινους ποταμούς σου

Το νέκταρ των υπόκοσμων θεών.

Συγγνώμη, και κλαίω

Πως φοβάμαι την νύχτα

Γνωρίζω τουλάχιστον τι με περιμένει

Αν σε αγαπήσω.

Χάρισέ μου το αγνό σου μίσος


Σ ε λ ί δ α | 38

Το όμοιο μίσος

Το μίσος που χαρίζουμε σε, όχι εχθρούς,

Μα προδότες της γης.

Σύμμαχος ή Διώκτης;

Να φοβηθώ ή να προστρέξω στην φωνή σου;

Πηγή δικαίου ή πηγή ανομίας;

Όπλο σωφροσύνης ή τάχα πρόφαση διαστροφής;


Σ ε λ ί δ α | 39

Άνεμος

Κόκκινα τακούνια

Η νύχτα πέρασε σκυφτή

με κόκκινα τακούνια

δεν είχε χρόνο να σκεφτεί

αν ήταν Τρίτη ή Κυριακή

που ήμουν μωρό στην κούνια.

Στον χαμένο νου

ποιου ωκεανού

άγριος καρχαρίας

πίσω απ’ τα μπετά

να ζητάει φωτιά

πριν πλακώσει η ΔΙ.ΑΣ.

Η νύχτα ήρθε φωτεινή

με κόκκινα τακούνια

κι είχε ποτήρι με κρασί

και μια πολύχρωμη ευχή

κι εγώ μωρό στην κούνια.

Να κοιτάζω αλλού
Σ ε λ ί δ α | 40

και όχι εκεί και πού

μου έλεγαν να πάμε

σε ζωή καρμπόν

δεν θα πω παρών

δεν θα πω φοβάμαι...
Σ ε λ ί δ α | 41

Διρμένεια

περιφορά

Να πιστεύεις ή όχι – ένα χάσμα χρόνων και χαρακτήρων μεσολαβεί τις σύντομες αυτές
λέξεις

Κάθε μου ακύρωση ένα νέο απάντεμα

Αγαπάω τη θλίψη που εδώ αφήνω ακριβώς όπως τη προηγούμενη ίσως και πιο
παθιασμένα.

Η σκουριά σ αυτή τη πόλη δίνει στα πάντα μια προστυχιά αιθυλική

Έτσι με πόθους σφηνωμένους στις κάλτσες

Βρέχουμε τις μέρες μας στους δρόμους της διεκδίκησης

Ή διεκδικώντας τους δρόμους σήμερα είναι λίγο πολύ το ίδιο -είδες; ιστορικά μεγαλεία -

είδες που τελικά δεν αδικηθήκαμε.

Την καλύτερη αναμέτρηση την κράτησαν για εμάς

Και με ρωτάς αν θα συμμετάσχω

Καιρό το ίδιο παιχνίδι παρατηρώ και το ξέρεις με έλκει

Με καλείς να παίξουμε μωρό μου

Ένα παιχνίδι για ενήλικες

Σε μια αλάνα αυτοκινήτων τα βήματά μας να εδραιώσουμε

Και πιάνουν βροχές και δεν σε νοιάζει

Δεν νοιάζει κανέναν

Δυσφορώ με την ευαισθησία μου

Με τιμάει όμως που με θεωρείς συμπαίκτρια

Τι θα γίνει όμως με τα χιλιάδες αύριο που έχω να περιμένω


Σ ε λ ί δ α | 42

Ραδάμανθυ

πέτα μακριά

πόδια κλειδωμένα,

χέρια αγκυλωμένα

και μια καρδιά που βγάζει φτερά·

το μυαλό πετάει φεύγει ταξιδεύει,

το σώμα μένει εκεί,

στην αέναη ακινησία·

πόσα χρώματα λέξεις συναισθήματα γεννά η ακινησία:

το πουθενά

που μπορεί να σε ταξιδέψει στο παντού·

ανοίγεις τα φτερά και φεύγεις,

πετάς,

το ταξίδι τώρα αρχίζει,

η ζωή δεν σε φοβίζει.

Φεύγεις μακριά μένοντας εδώ,

το μέλλον σου ανήκει, όπως και το παρόν


Σ ε λ ί δ α | 43

Ιφιγένεια Παπά

Πρώτη φορά

Με χάιδευε σιγά σιγά και έπειτα με φίλησε,

Με ρώτησε για άλλη μια φορά αν είμαι έτοιμη, τον διαβεβαίωσα πως είμαι ,

Φαινόταν το άγχος του από χιλιόμετρα μακριά, φοβόταν μην με πονέσει,

ήθελε να νιώσω ωραία και να μου αρέσει η πρώτη μου φορά.

Έτσι σιγά σιγά και απαλά γλίστρησε μέσα μου.

Το πήγαινε σιγά, δίχως απότομες κινήσεις,

Ήταν διστακτικός, προσπαθούσε να εξετάσει αν μου άρεσε, αν πονούσα

Πονούσα; Όχι ! Ούτε λίγο.

Τα μάτια του με ηρεμούσαν.

Μου έδειχνε την αγάπη του με πολλούς τρόπους,

Πρώτα με τα μάτια του που ήταν γεμάτα αγάπη για μένα,

ύστερα με τις αργές κινήσεις του για να μην πονέσω,

και τέλος το χαμογελαστό σ’ αγαπώ που βγήκε από τα χείλη του όταν τελειώσαμε.

Ήταν Κύριος με Κ κεφαλαίο.

Μου έδωσε άπειρη αγάπη και τρυφερότητα όχι μόνο την πρώτη φορά, αλλά κάθε φορά.

Ό,τι χρειάζεται κάθε γυναίκα.


Σ ε λ ί δ α | 44

Αναστασία Κοντολέτα

Στιγμή

Η δροσιά αγκαλιάζει τους βλαστούς


και αυτοί ανθίζουν.
Ο άνεμος φιλά τις ηλιαχτίδες
κι αυτές κεντούν το φόρεμά σου.

Το φως χαϊδεύει τα μάτια σου


και αυτά δακρύζουν.
Η μέρα χτυπά την πόρτα σου
κι συ ανοίγεις την αγκαλιά σου.

Τα χελιδόνια παίζουν στον κήπο σου


και συ λύνεις τα μαλλιά σου.
Οι παπαρούνες βάφουν τα χείλη σου
κι αυτά λιώνουν από τα φιλιά σου!

Το δειλινό σού στέλνει ένα σύννεφο


που αγγίζει με πάθος τη μοναξιά σου.
Η νύχτα κεντά ένα όνειρο
κι αυτό πλαγιάζει με τη χαρά σου.
Σ ε λ ί δ α | 45

Φι Άλφα

Τότε

Την είχα γνωρίσει ένα καλοκαίρι,

έκαιγε σαν διάολος

κι αυτή και το καλοκαίρι.

Ζωγράφιζε πεταλούδες πάνω στο δέρμα της,

έμοιαζε σαν μια από αυτές

κι όταν κινούσε τα φτερά της

ο κόσμος κάπως άλλαζε.

Οι λέξεις, έχαναν το νόημά τους μες τα μάτια της

και το βρίσκαν ανάμεσα στα χείλη της.

Μια έντονη επιθυμία μέσα μου,

να μυρίσω το άρωμα που αναδύεται απ’ το δέρμα της, ξανά.

Τώρα ίσως κάποια άλλη να την αγγίζει μα,

όπως την άγγιζα εγώ, αποκλείεται.

Έρχονται θύμησες θολές,

το στήθος της στο στήθος μου που ξάπλωνε,

τα χείλη της με τα δικά μου, συναντιόντουσαν…

Κρυφά στα φανερά, την αγαπούσα.

Δύο κορίτσια,

τότε,

δύο κορίτσια που ήξεραν ότι ο έρωτάς τους δεν είναι απειλή

για κανέναν

μα κάποιοι, έτσι τον έβλεπαν.

Κανείς δεν ήξερε, αν φιλιόντουσαν στα μάγουλα ή στο στόμα

ήξεραν εκείνες κι αυτό αρκούσε,

τότε.
Σ ε λ ί δ α | 46

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

ΤΟ ΤΡΙΠΛΟ ΧΑΙΚΟΥ

Σεξ Φύλο

Ή αντωνυμία οριστική

Λάθος;

Στον Νότο βρίσκεις

Μόνο Μαθητή:

Δασκάλα Τραβεστί;

Όμορφο Τραβεστί

Διασχίζει Δρόμους

Ή τρέχει;
Σ ε λ ί δ α | 47
Σ ε λ ί δ α | 48
Σ ε λ ί δ α | 49

Οι συγγραφείς των διακριθέντων έργων: 2ο Βραβείο δεν επιθυμούν τη συμπερίληψή τους


στην ανθολογία.
Σ ε λ ί δ α | 50

ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 51

1ο Βραβείο

Simone Bosmou
Ο Γρέβιας

Είμαι ο Γρέβιας. Από μικρός… από όταν γεννήθηκα ζω σε τούτο το χωριό εδώ
πάνω στα βράχια και στις ρεματιές. Μόνη μου παρέα ήταν οι δυο γονείς μου. Αυτοί
με υιοθέτησαν. Χαρτιά από τους πραγματικούς μου γονείς δεν έχω. Εξάλλου ποτέ δεν
έμαθα να διαβάζω. Ναι, ναι πήγα σχολείο κάποιες τάξεις μακριά, αλλά βλέπεις τα
ζώα. Δεν μπορείς να τα αφήσεις. Κι οι γονείς μου αρρώστησαν νωρίς. Τα ζώα μου
είναι πια η μόνη μου παρέα. Αλλά κι αυτά κινδυνεύουν μέρα με τη μέρα. Λύκοι,
αρκούδες, γεράκια και αετοί καραδοκούν πάνω στο βουνό. Γι’ αυτό πολλές φορές τα
κατεβάζω κάτου κει στο ποτάμι. Τα ποτίζω και όση ώρα αυτά βοσκάνε εγώ κάθομαι
ξάπλα στα χόρτα και κοιτάζω τον ουρανό ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων.
Εκεί έβρισκα κάθε μέρα εκείνον. Κατέβαινε κι εκείνος με τα ζώα του στο ποτάμι και
πολλές φορές κοιτούσαμε τα σύννεφα μαζί και λέγαμε με τι μοιάζει το καθένα. Ε ρε
κάτι γέλια που κάναμε. Και ήρθαμε πιο κοντά. Και πιο κοντά. Τόσο κοντά όσο τα ζώα
μας. Και ένα απόγευμα έπιασε δυνατή βροχή. Τα ζώα μας πήγαν κάτω από ένα πυκνό
δέντρο για να προστατευτούν κι εμείς μαζί τους τυλιγμένοι με την κάπα μου. Εκεί με
φίλησε. Τον έσπρωξα. Τα ζώα αδημονούσαν να μη βραχούν και βέλαζαν. Μέσα στο
σαματά με ξαναφίλησε. Μερικές φορές τα σκυλιά μου που είναι σερνικά κάνανε ότι
κι εμείς. Την άλλη μέρα βγήκε ο ήλιος. Τα ζώα ήταν απλωμένα στο λιβάδι κι εμείς
αγκαλιά. Η ζωή μας ήταν σκληρή. Άρμεγμα, τάισμα, σκούπισμα, ξανά τάισμα και ένα
σωρό άλλα. Πώς και πώς περιμέναμε να δούμε ο ένας τον άλλο.

Ώσπου έπρεπε να νοικοκυρευτούμε, να παντρευτούμε. Να κάμουμε


απογόνους και να δουν οι δικοί μας όσο προλάβαιναν κανένα εγγονάκι. Είχαμε πάει
και δεκαοχτώ. Ολόκληροι άντρες.
Σ ε λ ί δ α | 52

Εμένα εκείνη τη μέρα του προξενιού με πήγανε στο ποτάμι και με λούσανε
δέκα άτομα μαζί. Το κορμί μου με έτρωγε και συνέχεια ξυνόμουν. Για να μη βρωμάω
είπαν. Όχι δε βρωμάω. Κάθε βδομάδα κάνω μπάνιο τις ζεστές μέρες. Όταν πήγαμε
σπίτι για τα προξενιά με τον κουτσό πατέρα μου και τη φιλάσθενη μάνα μου εγώ δεν
είχα πει τη γνώμη μου. Αυτοί αποφάσισαν με τους γονείς της κοπέλας από το χωριό
κει κάτου στον κάμπο. Κοιτούσα συνέχεια κάτω από τη ντροπή μου και αυτοί είπαν
δυο λόγια. Η κοπέλα ήταν μέσα στη σάλα και βγήκε ένα λεπτό. Τα πόδια της είδα
μόνο. Ντρεπόμουν. Δε σήκωσα βλέμμα. Έδωσαν τα χέρια οι μεγάλοι και φύγαμε.
Εκείνη τη μέρα ξαναπήγα στο ποτάμι και εκείνος μου είπε ότι και αυτόν τον πάνε για
προξενιό. Ναι, αγκαλιαστήκαμε. Σφιχτά. Τα ζώα ευτυχώς δε λένε το μυστικό μας.
Τους έχω εμπιστοσύνη. Αν όμως μας έβλεπαν στο χωριό σίγουρα θα μας έλεγαν κι
εμάς «χαντούμηδες» σαν τα κοκόρια που δεν «κοκοτεύουν» τις κότες… και μετά.
Χαθήκαμε. Πάνε και τα προξενιά. Πάνε κι όλα. Και για μια ζωή θα μας καταργιούνται
οι δικοί μας και δε θα’ χουμε στον ήλιο μοίρα χωρίς γυναίκες και παιδιά να μας
βοηθάνε σε τούτες τις δουλειές που έχουμε στα χωράφια και με τα ζώα.

Κλάψαμε. Πολύ. Αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Δυο κοπέλια μαζί; Πού
ακούστηκε; Όχι, όχι δεν ήταν σωστό. Κάτι μου έλεγε όμως πως ήταν σωστό. Ήρθαν τα
προξενιά του και πλησίαζε ο γάμος μου. Πού να τολμούσα να πάω να τα χαλάσω όλα!
Θα με σκότωνε ο πατέρας αυτοστιγμής με την καραμπίνα. Εκείνος τουλάχιστον την
είδε. Του είπε μάλιστα πως δεν τον ήθελε αλλά ούτε κι αυτή τολμούσε να μιλήσει.
Βγήκα έξω και πήρα μια πέτρα και την χτύπησα στο κεφάλι μου. Ήθελα να ’χα πεθάνει
μα με σώσανε. Μου το δέσανε με κάτι πανιά και με διάβασε κι ο παπάς. Παραλίγο
να με διάβαζε μια και καλή. Το προτιμούσα από αυτές τις ζαλάδες.

Εκείνο το απόγευμα συναντηθήκαμε ξανά. Κάτω εκεί στο εκκλησάκι του Αη


Γιώργη. Μακριά από το χωριό. Δε μιλούσαμε και μόνο αγκαλιασμένοι ήμασταν.

- Αντίο.
- Μη φεύγεις ακόμη…
- Νυχτώνει…
- Ναι, νυχτώνει στην ψυχή μου…
- Στην ψυχή μας…
Σ ε λ ί δ α | 53

Έφευγε και εγώ κοιτούσα και ξαναγύρισε τρέχοντας και με αγκάλιασε πολύ
σφιχτά και έκλαιγε γοερά. Πέσαμε κάτω. Σηκώθηκα. Τον σήκωσα. Τίναξα τα φύλλα
από την κάπα του ενώ τα πρόβατα είχαν πάρει το δρόμο μέσα από το μονοπάτι για
το χωριό.

- Πήγαινε. Του είπα και του έγνεψα προς το χωριό ενώ μέσα μου είχα γίνει
κομμάτια. Ήξερα όμως πόσο πονούσε. Αυτό το συναίσθημα μέσα μου
ήταν πρωτόγνωρο αλλά πολύ όμορφο.
- Σ’ αγαπάω Γρέβια. Σ’ αγαπάω. Ψιθύρισε κοιτώντας δεξιά αριστερά αλλά
και προς τους αγίους της εκκλησίας.
Πήραμε από δυο λαμπάδες και κάναμε κατά το χωριό. Στη διαδρομή
κοιταζόμασταν και τα μάτια μας λαμπύριζαν. Όχι όχι δεν κλαίγαμε. Δεν
κλαίνε οι άντρες όπως λένε στο χωριό.

Λόγω του χτυπήματός μου ο γάμος μου άργησε λίγο αλλά ο δικός του ήρθε.
Ήθελα να πεθάνω. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρούμενα ενώ μέσα μου χτυπούσε το
πένθιμο σήμαντρο, ως σήμερα χτυπάει. Άκουγα τα γλέντια στην πλατεία και τα
τουφέκια και σαν τα ζώα τρόμαζα κι εγώ. Μακάρι να με πετύχαινε ένα εδώ ανάμεσα
στα στήθια. Οι γονιοί μου δεν πήγαν στο γάμο αλλά μου είπαν να πάω εγώ να πάω
και το δώρο. Δεν ήθελα αλλά τους είπα ότι θα πάω. Και δεν πήγα. Πήρα το δώρο και
πήγα εκεί κάτου στον Αη Γιώργη. Εκεί που κάτσαμε τελευταία φορά και ναι… η
καρδιά μου έγινε κομμάτια. Γυρίζοντας σπίτι κατάλαβα ότι είχα ξεχάσει το δώρο εκεί
κάτω στον άγιο. Είπα στους γονείς μου ότι όλα ήταν καλά στο γάμο και μου είπαν
«Και στα δικά σου».

Δεν άργησαν να έρθουν.

Και να ’σου με ντύνανε γαμπρό κι εγώ έκανα πως χαιρόμουν. Όχι δεν την
ξαναείδα τη νύφη. Ήταν ηθικών αρχών. Όλοι μου εύχονταν και έπιανα το βλέμμα μου
να ψάχνει εκείνον. Απ’ ό,τι έμαθα είναι έγκυος η γυναίκα του. Και με τσαμπούνες με
συνόδεψαν ως την εκκλησία και εγώ σερνόμουν. Και πετούσαν ρύζι. Και ήταν σα να
μου πετούσαν κοτρόνες. Και να ‘σου μπροστά στην εκκλησία στην πλατεία η νύφη.
Μέσα μου φλέγονταν όλα. Κάρβουνο είχαν γίνει. Αν τα κατέστρεφα όλα όλο το χωριό
θα με κυνηγούσε μέχρι να με σκοτώσει για την ατιμία που έκανα. Μπρος σε ένα
Σ ε λ ί δ α | 54

ατιμωτικό θάνατο προτίμησα να πεθάνω μέσα σε ένα γάμο που δεν ήθελα. Και άπαξ
και μπήκα δεν μπορούσα να ξαναβγώ. Τι τα θες; Αφού πια εκείνος είχε μπει… Είχε
νεκρώσει με λίγα λόγια ήταν η σειρά μου να πεθάνω κι εγώ… Η ψυχή μου βασικά. Σε
ένα γάμο που θα κρατήσει μια ζωή και θα είναι μακριά του.

Ανέβηκα τα σκαλιά και πήρα τη νύφη από το χέρι. Τότε η μάνα φώναξε…

«Ε! Αυτή δεν είναι η νύφη που μας δείξατε, είναι άλλη μεγαλύτερη!»

Το συνήθιζαν αυτό τότε στο χωριό. έδειχναν την πιο όμορφη και πιο νέα από
τις αδερφές και σα νύφη σου φέρνανε την πιο άσχημη και πιο μεγάλη για να «φεύγει»
από πάνω από την οικογένεια το βάρος μη και τους μείνει ανύπαντρη. Μεγάλη
ντροπή. Τότε έπιασα το χέρι της μάνας και της έγνεψα ότι δεν πειράζει. Δεν της
καλοάρεσε αλλά το κατάπιε.

Τελικά το βράδυ κοιμηθήκαμε μαζί και έπρεπε να νιώσω όπως με εκείνον.


Έκλεισα τα μάτια και το προσπάθησα. Είχα πια πεθάνει ψυχικά. Κι αυτός. Το
αισθανόμουν. Από το πρωί μπήκαμε στις δουλειές, στα χωράφια και στα ζώα.

Από τότε δεν τον έχω ξαναδεί από κοντά… Μόνο από μακριά… Μόνο που πια
τα μαλλιά μας έχουν ασπρίσει αρκετά και έχουμε κι οι δύο από τέσσερα
κουτσούβελα. Καλή ήταν η γυναίκα μου κι από ότι έχω μάθει κι η δικιά του.

Και σήμερα ανεβαίνοντας στο βουνό να μαζέψω κλαρί για τις γίδες τον είδα.
Ανέβαινε κι αυτός. Ο παπάς μου είχε πει αν τυχόν ποτέ συμβεί και τον δω να τον
αποφύγω μιας και είναι σπουδαία αμαρτία. Μα εμένα η ψυχή μου είχε πεθάνει με
το γάμο μου. Οπότε σχεδόν έτρεξα. Όταν με είδε σαν να είδε φάντασμα άρχισε να
πηγαίνει πιο γρήγορα και να εξαφανίζεται. Χώθηκα μέσα στα βράχια και πιλαλούσα
σα το κατσίκι και λίγο πιο πέρα τον είδα αγκομαχώντας να σταματάει ακουμπώντας
μια κοτρόνα και να παίρνει βαθιές ανάσες. Τον πλησίασα και άγγιξα την πλάτη του.
οι ανάσες μας έγιναν γοργές όπως τότε. Με απώθησε. Πήγα να τον ξαναγγίξω. Μου
έσπρωξε το χέρι. Πήγα να μιλήσω και μου έκλεισε το στόμα.

Γιατί; Γιατί με κοιτούσε απλά και δε μιλούσε; Ξαφνικά κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω
αριστερά και πουθενά. Μα που είναι; Που χάθηκε;
Σ ε λ ί δ α | 55

Τότε συνειδητοποιώ πως ο ήλιος με είχε χτυπήσει για τα καλά στο σημείο που
βρισκόμουν. Μα τι έγινε; Τα χέρια μου κρατούσαν ακόμη το βιβλίο. Α! Ναι, ναι το
ημερολόγιο που βρήκα κρυμμένο μέσα στο σεντούκι του παππού. Να ήταν αλήθεια
όλα αυτά; Να τα διάβασα στο ημερολόγιο; Ή να ήταν μια οφθαλμαπάτη; Ό,τι και να
είναι σήμερα είμαι περήφανος για τον παππού μου και για το όμορφο χωριό του. Δεν
είχα ξανάρθει ποτέ εδώ πάνω. Ας είναι καλά ο άνθρωπος που με έφερε εδώ πάνω.
Μα πού πήγε;

-Εδώ είσαι; Σε έψαχνα παντού. Ήθελα να σου δώσω αυτό το σεντόνι. Το είχε
ο παππούς μου στην ντουλάπα και μέσα ένα χαρτάκι που έγραφε: «Από τον Γρέβια
που αγαπώ».

Πήρα το σεντόνι και αγκάλιασα τον άνθρωπο. Ήταν εγγονός του ανθρώπου
που αγάπησε ο παππούς μου; Και να σας πω και κάτι…; Μου αρέσει!
Σ ε λ ί δ α | 56

3ο Βραβείο

Δημήτρης Γιαννόπουλος

Αριστερό χέρι

Το αριστερό μου χέρι είναι το αδύναμο, καθότι δεξιόχειρας. Στους αριστερόχειρες


όμως αυτό είναι το δυνατό. Θυμάμαι στα αγωνίσματα που περάσαμε για έφεδροι
αξιωματικοί στον στρατό. Έπρεπε να ρίξουμε μια σιδερένια σφαίρα που ζύγιζε κοντά στα
πέντε, με το κάθε χέρι ξεχωριστά. Από 'κει θα έβγαινε ένας μέσος όρος. Λες και η ικανότητα
ενός ανθρώπου κρίνεται από το πόσο μακριά πετάει μια μεταλλική σφαίρα. Μάλλον θα το
ξεπατικώσαμε από κάποιο σύστημα εκπαίδευσης του αγγλικού στρατού, μιας και εμείς
όταν γίναμε κράτος ούτε να φάμε δεν είχαμε. Τέλος πάντων, θυμάμαι ξεκάθαρα σαν τώρα
τη φράση που ακούστηκε από κάποιον φαντάρο, μετά τη ρίψη της σφαίρας:

«Πω, με το αριστερό τίποτα! Τζίφος! Σαν πούστης ρίχνω!»

Αδύναμο ήθελε να πει το αριστερό. Και αυτοί που ήταν αριστερόχειρες θα έπρεπε
να έλεγαν “πούστικο” το δεξί. Έτσι θα “έπρεπε” να πηγαίνει...

Αργότερα, το απόγευμα όταν πίναμε καφέ κάτω από εκείνα τα πεύκα του κέντρου
νεοσυλλέκτων, θυμήθηκα τον κουμπάρο του πατέρα μου, που ήταν αριστερόχειρας εκ
γενετής.

«Ο Θανάσης έχει τρακάρει πάρα πολλές φορές. Μπερδεύει τα πεντάλ. Το καλό του
πόδι είναι το αριστερό. Άσε που στο σχολείο, τότε στη Χούντα, τον έβαζε με το ζόρι ο
δάσκαλος να γράφει με το δεξί. Μπάλα με το αριστερό έπαιζε. Κανονικά έπρεπε να βγάζουν
αυτοκίνητα με ανάποδα πεντάλ. Αλλά πες το αυτό στις αυτοκινητοβιομηχανίες...»

«Αν γράφεις με το ανάποδο χέρι από το κανονικό σου, μπορεί να σου δημιουργηθεί
πρόβλημα τραυλισμού. Σ' αυτούς που είναι δεξιόχειρες, το κέντρο που ελέγχει τη γραφή,
είναι στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Αν το αλλάξεις με το ζόρι, προκαλείς
σύγχυση, κι εξού ο τραυλισμός...»
Σ ε λ ί δ α | 57

Αλλά όχι! Για να μην είναι κανείς “αριστερός”, ούτε και σε κάτι τόσο απλό και
φυσικό, οι δάσκαλοι είχαν ρητή εντολή να μαθαίνουν τους αριστερόχειρες να γράφουν
“σωστά”.

Μετά ήταν άλλη μια αχρείαστη γνώση: οι αριστερόχειρες σπρώχνουν το μολύβι,


αντί να το τραβούν, όταν γράφουν. Μας το έμαθε ο Νταν Μπράουν στον “Κώδικα Ντα
Βίντσι”. Χρήσιμο κι αυτό να το ξέρεις. Το λες σε καμιά παρέα, περνιέσαι και για
διαβασμένος...

Ύστερα εκείνο το άλλο άρθρο; Ναι, από εκείνα που διάβαζες στη δουλειά το πρωί,
ενώ χαζεύεις στο ίντερνετ. Ναι, εκείνο. Που έλεγε ότι σε μια έρευνα που έγινε από
αμερικάνικο πανεπιστήμιο, βρέθηκε ότι οι αριστερόχειρες ζούνε λιγότερο από τους
δεξιόχειρες. Εντυπωσιακό κι αυτό. Ειδικά αν κάποιος στην παρέα είναι αριστερόχειρας. Τον
τρομοκρατείς σχεδόν. Σαν να του λες ότι θα πεθάνει επί τόπου. Κούφια η ώρα...

Ο Ιατροδικαστής το πρωί εκείνο επικοινώνησε με τους γονείς του παιδιού. Ρωτούσε


να μάθει ποιό ήταν το καλό του χέρι.

«Ναι, οι αριστερόχειρες ζούνε κατά μέσο όρο λιγότερο από τους δεξιόχειρες». Ιδίως
όταν χρησιμοποιούν το αριστερό τους χέρι για να κόψουν τις φλέβες του δεξιού.

Γονάτισε στο χορτάρι. Τα δάκρυα έφτασαν άραγε πρώτα στο χώμα ή το αίμα;
Έκλαιγε από πριν μάλλον. Όχι, όχι, δεν είχαμε Χούντα. Ναι, με το αριστερό είχε μάθει να
γράφει. Να τρακάρει δεν πρόλαβε. Ίσως να μην ήξερε καν να οδηγεί. Σφαίρα στο στρατό
δεν έριξε. Ούτε με το αριστερό, ούτε με το άλλο, το “πούστικο”, όπως θα το έλεγαν. Όχι,
όχι, τίποτα από όλα αυτά δεν έκανε. Δεν πρόλαβε άλλωστε· οι αριστερόχειρες ζούνε
λιγότερο από τους δεξιόχειρες. Ζούνε λιγότερο από τους δεξιόχειρες που τους πετάνε
κέρματα για να τραγουδήσουν, που τους κλειδώνουν σε ντουλάπες, γιατί δεν είναι αρκετά
άντρες όσο εκείνοι, πουτσαράδες, “κρητίκαροι”, γαμιάδες, μάγκες. Όχι, όχι, εκείνος είναι
αριστερόχειρας. Και προς Θεού, μη βρεθεί κανείς να το συσχετίσει με τα πολιτικά αυτό.
Όχι, όχι, φλώρος ήταν εκείνος. Αριστερόχειρας. Εξάλλου ξέρεις πόση απελπισία χρειάζεται
για να κόψεις τις φλέβες σου με μαχαίρι και να κάτσεις να πεθάνεις από αιμορραγία, ενώ
πριν λίγο μιλούσες με τη μάνα σου στο τηλέφωνο;

«Με το αριστερό τίποτα! Τζίφος! Σαν πούστης ρίχνω!»

«Τραγούδα ρε!»
Σ ε λ ί δ α | 58

«Μη σε ξαναδώ να γράφεις με αυτό! Θα φύγεις με αποβολή!»

«Τραγούδα ρε! Δεν σ' ακούμε!»

«Πάτα το συμπλέκτη σιγά σιγά τώρα, και βάλε πρώτη»

«Τραγούδα ρε!»

«Σαν πούστης...»

«Τραγούδα ρε!»

Φτάνει!

Σιωπή
Σ ε λ ί δ α | 59

1η Τιμητική Διάκριση

Κώστας Τερζανίδης

I wanna be yours

– Αυτά για σήμερα, παιδιά. Τα λέμε ξανά τη Δευτέρα. Καλό σαββατοκύριακο


και να θυμάστε: Μένουμε σπίτι!
Ο Ανέστης ούτε που πήρε είδηση πότε τελείωσε το μάθημα. Τα τελευταία δέκα
λεπτά ξαναγύρισε στο κρεβάτι του και αφέθηκε στη ζεστασιά που του παρείχε το
πάπλωμα έχοντας πρώτα απενεργοποιήσει την κάμερα του λάπτοπ. Το άφησε στην
άκρη και έπιασε το κινητό του. Μπήκε στο προφίλ του στο facebook. Φτωχό.
Ελάχιστοι φίλοι, μόνο οι συμμαθητές του. Κι απ’ αυτούς οι μισοί. Για φωτογραφίες
δικές του ούτε λόγος. Μόνο κάτι τοπία. Άμα δεν ξέρει ο άλλος ποιος είσαι, πώς θα
σου στείλει αίτημα φιλίας, ρε βλάκα; Έψαξε στο φάκελο με τις φωτογραφίες, μπας
και βρει έστω και μία καλή. Η μόνη που είχε ήταν μία με τη Λούσυ από τα γενέθλιά
του. Μήπως ήταν από τα περσινά; Καλός είμαι εδώ, σκέφτηκε κοιτάζοντας
διστακτικά τη φάτσα του. Αν την κόψω, θα είναι μια χαρά.
Η Λούσυ, η Λουκία δηλαδή, έτσι την γνώρισε αυτός από τότε που πήγαιναν στο
Δημοτικό, ήταν και η μοναδική του φίλη. Οι μανάδες τους έκαναν παρέα και στις
επισκέψεις που αντάλλασσαν κουβαλούσαν μαζί και τα παιδιά τους για να παίξουν.
Τα βρήκαν αμέσως μεταξύ τους, αφού με την πρώτη ματιά αντιλήφθηκαν ότι
εκπέμπουν στο ίδιο μήκος κύματος. Ταυτόσημη ήταν και η γνώμη που σχημάτισαν
για τους συμμαθητές τους, ειδικά στο Γυμνάσιο, τους οποίους θεωρούσαν το
λιγότερο ανεγκέφαλους. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να αναγνωρίσει ο ένας την αξία του
άλλου και να γίνουν κολλητοί, τόσο που όλοι τούς έπαιρναν για ζευγάρι. Δεν τους
ενοχλούσε καθόλου, ίσα-ίσα τους βόλευε κιόλας και γι’ αυτό φρόντιζαν να
συντηρούν τον μύθο επιδεικνύοντας ιδιαίτερη διαχυτικότητα μπροστά σε τρίτους,
αν και ήξεραν καλά ότι ποτέ δεν πρόκειται να γίνουν πραγματικό ζευγάρι.
Σ ε λ ί δ α | 60

Ο Ανέστης άνοιξε το YouTube και πληκτρολόγησε τον τίτλο του τραγουδιού: I


wanna be yours. Αν και προτιμούσε τα πιο δυναμικά, ροκ κομμάτια των Arctic
Monkeys, τελευταία είχε κολλήσει με το συγκεκριμένο. Ήταν η μελωδία του, τόσο
απαλή, ερωτική. Και αυτοί οι στίχοι… Τι στίχοι, Θεέ μου! Χτες όλο το βράδυ
προσπαθούσε να το παίξει στα ντραμς. Ποια ντραμς δηλαδή; Ένα practice pad είχε
καταφέρει να αγοράσει, για να κάνει λίγη εξάσκηση. Από πέρσι είχε ξεκινήσει
μαθήματα μόνο και μόνο για να κάνει το χατίρι της μάνας του, η οποία
ανησυχώντας για την μαλθακότητα του γιου της, σχεδόν τον εκβίασε να αποκτήσει
μια εξωσχολική δραστηριότητα. Για άθλημα ούτε λόγος. Μισούσε κάθε μορφή
κίνησης, όταν μάλιστα αυτή συνδυάζεται με κούραση και ιδρώτα. Τις ξένες γλώσσες
τις βαριόταν. Άλλωστε, το πτυχίο του Lower στα Αγγλικά τού ήταν υπεραρκετό.
Σκέφτηκε ότι η μουσική ίσως του έδινε τη λύση και, γιατί όχι, και μια ικανοποίηση.
Έπρεπε να επιλέξει όμως έξυπνα το όργανο. Τα ντραμς ήταν το ιδανικότερο, μιας
και δεν υπήρχε περίπτωση να του αγοράσουν οι γονείς του ολόκληρο σετ, για να
παίζει στο σπίτι. Το να πηγαίνει μία φορά την εβδομάδα στο στούντιο και να βαράει
τα τύμπανα δεν φαινόταν άσχημο. Έλα όμως που από το δεύτερο κιόλας μάθημα
κόλλησε. Η ένταση που έβγαζε την ώρα που έπαιζε σε συνδυασμό με τη
θεραπευτική ικανότητα της μουσικής τού άνοιξε την όρεξη. Ειδικά φέτος που άρχισε
δειλά-δειλά να παίζει ολόκληρα κομμάτια. Έστω, στο μικροσκοπικό pad.
Ξαναγύρισε στο facebook. Άτομα που ίσως γνωρίζετε. Νάτος πάλι! Πρώτος-
πρώτος. Ανδρέας Παπακώστας. Φοιτά στο Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του
Δ.Π.Θ. Τόπος καταγωγής: Φλώρινα. Ένας κοινός φίλος. Σωτήρης Τσομακίδης, Ο
Σώτος, ο δάσκαλός του στα ντραμς. Το σκέφτηκε για λίγο. Πολύ λίγο. Προσθήκη. Το
πάτησε. Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει επικίνδυνα στο κεφάλι του και την καρδιά του
να χτυπά πιο γρήγορα. Τα αυτιά του πλημμύριζαν από τη μελωδία του αγαπημένου
του τραγουδιού. Κι αυτοί οι αναθεματισμένοι στίχοι! Αυτή τη φορά έβαλε το βίντεο
από μια live εμφάνιση του συγκροτήματος, για να παρατηρεί τις κινήσεις των
χεριών του ντράμερ. Το βλέμμα του έφυγε από τον ντράμερ και κατευθύνθηκε στις
κινήσεις των γοφών του Alex Turner. Σέξι! Έβαλε το χέρι του μέσα στην πιτζάμα του.
Του άρεσε να παίζει με τις τρίχες που ξεφύτρωναν όλο και πιο πυκνές στην περιοχή
γύρω από τον αφαλό. Το χέρι του κατέβηκε πιο κάτω και χώθηκε στο εσώρουχό του.
Σ ε λ ί δ α | 61

Έκλεισε τα μάτια. Οι κινήσεις του έγιναν πιο ρυθμικές ακολουθώντας το τέμπο του
κομματιού. I wanna be yours… I wanna be yours…
Ο ήχος της βιντεοκλήσης από το Messenger τον αιφνιδίασε διακόπτοντας βίαια την
απόλαυση στην οποία είχε παραδοθεί.
– Σου είπα, ρε μαλάκα, να με πάρεις αμέσως μετά το μάθημα. Γιατί
άργησες;
– Ε, να… έβλεπα κάτι βιντεάκια στο YouTube και αφαιρέθηκα…
– Καλά, την είδες σήμερα την Φουντουκλή; Η ρίζα της έχει ήδη βγει. Δεν
πρόλαβε, φαίνεται, η καημένη να πάει στο κομμωτήριο, πριν κλείσουν λόγω
κορωνοϊού. Μα καλά, δεν μπορεί να τα βάψει από μόνη της; Ντιπ άχρηστη!
Ο Ανέστης δεν άκουγε τι του έλεγε η Λούσυ, η φλυαρία της οποίας μπορούσε να
γίνει εύκολα ανυπόφορη. Αυτός άλλωστε πάλευε εδώ και μερικά λεπτά με το
πάπλωμα προσπαθώντας να ξεφορτωθεί από τη μια το λάπτοπ που του πλάκωνε το
στήθος και από την άλλη την περήφανη στύση του, η οποία είχε δεχτεί ύπουλο
πλήγμα αναγκάζοντάς τον να τερματίσει άδοξα την ηδονή που του χάρισε.
– Καλέ, με ακούς που σου μιλάω; Τι κάνεις εκεί; Γιατί κουνιέται έτσι η
κάμερα; Α! μη μου πεις ότι τον παίζεις πάλι; Σ’ έπιασα στα πράσα!
– Σκάσε, ρε ηλίθια!
– Θα σταματήσεις επιτέλους να κουνιέσαι; Με ζάλισες! Δε μου λες; Μήπως
μιλούσες με κάποιον άλλον και σας διέκοψα;
– Με ποιον, μωρή να μιλήσω; Λες κι έχω άλλον στον κόσμο εκτός από σένα;
– Μμμμμ! Αρχίσαμε πάλι το δακρύβρεχτο σενάριο, είμαι μόνος και
καταφρονεμένος. Δεν φταίει κανείς που είσαι μονόχνοτος και αντικοινωνικός.
Σήμερα, ας πούμε, γιατί έκλεισες την κάμερα την ώρα του μαθήματος;
– Δεν είχα καμία όρεξη να βλέπω τις κωλόφατσες των κάφρων συμμαθητών
μας και φυσικά ούτε να με βλέπουν αυτοί.
– Ναι, μωρέ, όλοι οι άλλοι είναι κάφροι, ενώ εσύ είσαι ο μόνος έξυπνος.
– Άντε, καλά. Κι εσύ κάτι λες.
– Και η Κατερίνα; Που σε συμπαθεί τόσο; Καλέ, τι λέω; Λιώνει για πάρτη σου.
– Λούσυ, άσε το δούλεμα.
– Τελικά πρέπει να κάνω λίγο στην άκρη. Αρκετή χαλάστρα σου κάνω, νομίζω.
– Ναι, για τόλμησε…
Σ ε λ ί δ α | 62

– Έτσι κι αλλιώς, έτσι όπως είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας, δεν πρόκειται
να δούμε χαρά στα σκέλια μας. Γαμώτο! Και πάνω που υποσχέθηκα στον εαυτό μου
ότι φέτος θα το κάνω.
– Με ποιον θα το έκανες, ρε; Αφού η μόνη αρσενική γάτα που σε πλησιάζει
είμαι εγώ.
– Αν θες να ξέρεις, χτες συνάντησα στις σκάλες τον φοιτητή που μένει από
κάτω μας και έκανε στην άκρη να περάσω. Μου χαμογέλασε κιόλας.
– Σε απέφυγε, ρε ηλίθια! Φοβήθηκε μην τον κολλήσεις με κορωνοϊό.
– Ναι, καλά… Δε θα βγούμε κάποια στιγμή από την καραντίνα; Θα σκάσεις
από
τη ζήλια σου που εγώ θα έχω κάνει σεξ κι εσύ θα είσαι ακόμα με το πουλί στο χέρι.
Στο άκουσμα της λέξης φοιτητής ο Ανέστης τσέκαρε το κινητό του. Καμία
ειδοποίηση στο facebook. Η Λούσυ το παρατήρησε.
– Μπα! Τι βλέπω; Έβαλες φωτογραφία με τη φάτσα σου στο προφίλ σου;
Επιτέλους! Μπας και ξεστραβωθεί κανένας και σου κάνει αίτημα φιλίας.
– Σ’ αρέσει;
– Ωραίος είσαι. Για περίμενε… Αυτή δεν είναι που βγάλαμε πέρσι στα γενέθλιά
σου; Εγώ πού είμαι; Μ’ έκοψες, ρε αρχίδι;
– Λες να έβαζα κι εσένα δίπλα μου; Πώς την είδες δηλαδή;
– Σε πειράζω, βρε! Κούκλος είσαι. Άντε να δούμε τώρα τι πουλιά θα πιάσεις.
Κυριολεκτώ, ε;
Από τότε που εκμυστηρεύθηκε στη Λούσυ το μεγάλο του μυστικό, δε σταματούσε
να τον πειράζει. Ο Ανέστης είχε επιλέξει το πάρτι για τα δέκατα έκτα γενέθλιά του
για να αποκαλύψει στη φίλη του τις ερωτικές του προτιμήσεις. Ποιο πάρτι δηλαδή,
αφού οι δυο τους ήταν πάλι. Η Λούσυ έδειξε υπερβολικό ενθουσιασμό με την
αποκάλυψη. Όχι ότι δεν το υποψιαζόταν ότι ο φίλος της ήταν γκέι. Τόσα χρόνια
κολλητοί και δεν της την είχε πέσει. Και δεν την έπειθαν οι δικαιολογίες ότι ήταν
φίλοι. Δεν απογοητεύτηκε όμως, αφού και η ίδια δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Ήθελε μόνο να πειραματιστεί πάνω σε αυτόν τον τομέα και το μόνο διαθέσιμο
πειραματόζωο ήταν ο Ανέστης. Μάλιστα, τον έπεισε να φιληθούν εκείνο το βράδυ,
αφού πρώτα είχαν καταναλώσει άφθονη ποσότητα μπίρας. Η άμεση αντίδραση του
Ανέστη ήταν ένας γενναιόδωρος εμετός, ευτυχώς πρόλαβε κι έτρεξε στη λεκάνη της
Σ ε λ ί δ α | 63

τουαλέτας χωρίς να λερώσει το πανάκριβο χαλί της μαμάς του. Η Λούσυ πάντως
αυτό δεν το εξέλαβε ως επακόλουθο του φιλιού.
– Α! δε σου είπα. Ξεκίνησα μια φοβερή σειρά στο Netflix. The end of the
fucking world. Φοβερή μιλάμε! Είναι δύο φίλοι, αγόρι και κορίτσι, λίγο psycho, σαν
εμάς ένα πράγμα, που το σκάνε από τα σπίτια τους και μπλέκουν σε απίθανες
καταστάσεις. Πάνε σ’ ένα μοτέλ και…
Η γνωστή φλυαρία της Λούσυ. Την είχε συνηθίσει πια, απλά από κάποια στιγμή κι
έπειτα έπαυε να την ακούει, την έβαζε στο αθόρυβο. Όχι πάντα. Όταν είχε άλλα στο
μυαλό του. Όπως τώρα.
– Λούσυ… έστειλα.
– Τι έστειλες;
– Αίτημα φιλίας;
– Σε ποιον;
Ο Ανέστης την κοιτούσε όλο νόημα μ’ ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τ’ αυτιά. Η
Λούσυ μπορούσε εύκολα να διακρίνει τον ενθουσιασμό του ακόμα και μέσα από
την άψυχη οθόνη του υπολογιστή που εμπόδιζε τη φυσική τους επαφή. Ο
αιφνιδιασμός από τη δήλωση του φίλου της κράτησε μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Η
Λούση τα έπιανε αμέσως κάτι τέτοια.
– Μη μου πεις; Πότε; Πώς;
Το πρόσωπό του έλαμπε ολόκληρο κάνοντας τις όποιες ατέλειες, όπως η μικρή
απόσταση που είχαν τα μάτια του μεταξύ τους ή τα υπερβολικά στενά του χείλια
και φυσικά τα αναπόφευκτα σπυράκια της εφηβείας, να σβήνουν μεμιάς. Η Λούσυ
δεν μπορούσε παρά να παρασυρθεί από τη χαρά του φίλου της. Η αλήθεια είναι ότι
δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοιες παράτολμες ενέργειες. Είσαι πολύ low profile, του
έλεγε, πρέπει να γίνεις πιο risky, να τολμάς. Έτσι, θα δείχνεις πιο γοητευτικός, πιο
μυστήριος. Να! σαν εμένα. Ειδικά στον ερωτικό τομέα ο Ανέστης δεν είχε να
επιδείξει σπουδαίες επιδόσεις. Όχι αδικαιολόγητα. Το να μεγαλώνει ένας έφηβος
σε μια μικρή επαρχιακή πόλη δεν είναι κι εύκολη υπόθεση, πόσο μάλλον όταν
συνειδητοποιεί ότι είναι ομοφυλόφιλος. Πάλι καλά που είχε δίπλα του τη Λούσυ
που τον ενθάρρυνε και τον στήριζε. Δεν είχε εκφραστεί ανοιχτά ποτέ για κανέναν
ούτε είχε αφήσει να εννοηθεί ότι γουστάρει κάποιον. Και όταν πριν δύο εβδομάδες
περίπου της είπε ότι γνώρισε ένα φοιτητή στο στούντιο όπου μαθαίνει ντραμς, δεν
Σ ε λ ί δ α | 64

έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Σιγά τώρα μην ασχοληθεί ο φοιτητής του Πολυτεχνείου
με τον μαθητή της Β΄Λυκείου.
Εδώ που τα λέμε, δεν είχε γίνει και καμιά σπουδαία γνωριμία. Ο φοιτητής είχε
μάθημα αμέσως μετά τον Ανέστη, στις οχτώμιση. Με το που τελείωνε το μάθημα,
περνούσε στο διπλανό δωματιάκι που το χώριζε από την αίθουσα διδασκαλίας μια
μεγάλη τζαμαρία και από κει έπαιρνε μάτι τον φοιτητή καθυστερώντας –όλως
τυχαίως– την αναχώρησή του. Παρατηρούσε τον τρόπο που κουνούσε τα μεγάλα
αδέξια χέρια του, τα μακριά του πόδια που προσπαθούσαν να βολευτούν ανάμεσα
στα τύμπανα, το μεγάλο του στόμα που αποκάλυπτε το κενό ανάμεσα στα
μπροστινά του δόντια και κυρίως τα μακριά σγουρά μαλλιά που έπεφταν μπροστά
στα μάτια του και ενοχλούσαν το οπτικό του πεδίο. Δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα,
μόνο ένα χαμόγελο την ώρα που ο ένας έπαιρνε τη θέση του άλλου στο μικρό
σκαμπό μπροστά στο σετ. Ώσπου, ο δάσκαλος, σαν να διάβασε τη σκέψη του
μικρού μαθητή του, πήρε την πρωτοβουλία και τους σύστησε. Το πρώτο βήμα έγινε.
Για το επόμενο έπρεπε να αναλάβει ο ίδιος δράση.
– Και; Το έκανε δεκτό;
– Όχι ακόμα. Περιμένω.
Η Λούσυ διέκρινε την αγωνία στα μάτια του φίλου της. Για την ακρίβεια δεν ήταν
τόσο αγωνία. Πιο πολύ περιέργεια για το τι θα συμβεί και ανυπομονησία για την
πιθανή ευτυχή ή μη έκβαση των πραγμάτων. Δεν είχε και πολλή σημασία. Ούτως ή
άλλως, ο Ανέστης είχε καταφέρει κάτι πολύ σπουδαίο, κάτι που μόνο περήφανο
έπρεπε να τον κάνει και να μην τον καταβάλλει το άγχος και η αγωνία.
– Τι ώρα το έστειλες;
– Πριν λίγο.
– Α, εντάξει. Νωρίς είναι. Δεν ξέρεις ότι οι φοιτητές κοιμούνται τέτοια ώρα;
Κατά το απογευματάκι να περιμένεις.
– Κι άμα έχει γκόμενα;
– Κοίτα, το πιο πιθανό είναι να έχει και μάλιστα αυτή τη στιγμή να κοιμάται
δίπλα της μετά από ένα ολονύκτιο πήδημα. Αλλά τι σε νοιάζει; Δεν του ζήτησες να
τον πιάσεις γκόμενο, φίλοι τού ζήτησες να γίνετε. Ποιο το κακό;
Είχε δίκιο η Λούσυ. Δεν υπήρχε κανένα κακό στην κίνησή του. Γιατί όμως αυτός
φοβόταν ότι ο έμπειρος φοιτητής θα καταλάβαινε τις προθέσεις του; Ή μήπως τις
Σ ε λ ί δ α | 65

έχει καταλάβει ήδη; Δεν έχει δει άραγε που τρέμει ολόκληρος, όταν συναντιούνται
στο στούντιο; Πώς τον τρώει με τα μάτια του την ώρα που παίζει; Πως μπέρδεψε τα
λόγια του όταν συστήθηκαν και αντί να πει ότι είναι μαθητής είπε φοιτητής κι
έσκασε στα γέλια ο δάσκαλός του; Κι αν τον κάνει βούκινο σε όλο το στούντιο, σε
όλο το σχολείο, σε όλη την πόλη;
– Ωχ! έκανε ο Ανέστης.
Τον παραλογισμό του διέκοψε η ειδοποίηση που εμφανίστηκε στο προφίλ του. Ο
Ανδρέας Παπακώστας αποδέχτηκε το αίτημα φιλίας σας.
– Τι έπαθες;
– Έλα, σε κλείνω… τα λέμε μετά.
Γίναμε φίλοι! Γίναμε φίλοι! Ο Ανέστης δεν το πίστευε. Σηκώθηκε αμέσως απ’ το
κρεβάτι του και άρχισε να περπατάει πέρα-δώθε. Δεν τον χωρούσε το δωμάτιό του,
ένιωθε ότι πνιγόταν, ήθελε να φωνάξει από χαρά. Τόσα συναισθήματα μαζεμένα
πώς να τα ελέγξει; Άνοιξε το παράθυρο και πήρε βαθιές ανάσες. Ήλπιζε ότι το
δροσερό αεράκι θα του καθάριζε το μυαλό. Και τώρα τι κάνω; Να περιμένει μέχρι
την επόμενη συνάντηση. Και πότε θα είναι αυτή; Με τα αυστηρά περιοριστικά
μέτρα που επιβλήθηκαν είναι πολύ πιθανό να μη ξαναγίνουν μαθήματα. Δηλαδή δε
θα τον ξαναδώ; Χωρίς να το σκεφτεί άλλο, άρπαξε το κινητό και μπήκε στο
Messenger.
– Γεια χαρά! Πώς είσαι;
Γεια χαρά, πώς είσαι; Κάτι καλύτερο δεν μπορούσε να βρει να στείλει; Και τι να
έστελνε; Ούτε κάτι πολύ φιλικό αλλά ούτε και εντελώς ουδέτερο. Κάτι τυπικό αλλά
και χιουμοριστικό και κάπως πνευματώδες. Να αφήνει κι ένα υπονοούμενο.
Ηρέμησε, Ανέστη!
– Πώς πάει, φίλε; Εγώ δεν την παλεύω. Τόσες μέρες μέσα έχω λαλήσει.
– Δεν έχετε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο;
Τι βλάκας! Εννοείται πως δεν έχουν.
– … Τηλεμαθήματα εννοώ.
– Ντάξει, κάνουμε κι απ’ αυτά. Εσείς;
– Κι εμείς κάνουμε, αλλά χαλαρά.
– Άσε, φίλε, μεγάλη πίκρα. Ούτε έναν καφέ να πιεις έξω στον ήλιο, ούτε ένα
μπασκετάκι να παίξεις. Ευτυχώς έχω το σετ και ξεδίνω.
Σ ε λ ί δ α | 66

– Α! έχεις σετ στο σπίτι; Τέλεια! Του δίνεις και καταλαβαίνει.


– Δε λες τίποτα! Να φανταστείς χτες πορώθηκα και δεν ξέρω πόσες ώρες
βάραγα τα τύμπανα, ώσπου ήρθε η γειτόνισσα και μου έκανε παρατήρηση.
– Κι εμένα μου λείπουν πολύ. Μου φαίνεται θα ξεχάσω και αυτά που έμαθα.
– Γιατί δεν έρχεσαι καμιά μέρα στο σπίτι να παίξεις;
– Εεεε… πώς;
– Δε θα κολλήσεις τίποτα. Εγώ θα είμαι στο διπλανό δωμάτιο, αν φοβάσαι…
– Όχι, δεν…
– Θα κρατάμε τις αποστάσεις… Χαχα!
– …
– Λοιπόν;
Η καρδιά του Ανέστη είχε σταματήσει, αλλά η σκέψη του έτρεχε με χίλια. Να πάω;
Να μην πάω; Τι θα πω στη μαμά; Θα πάω το πρωί που θα λείπει στη δουλειά. Είναι
δυνατόν να μην πάω; Τι θα φορέσω; Δεν πρόλαβα και να κουρευτώ. Να πάρω τη
Λούσυ. Το σπυράκι στη μύτη έφυγε;
Έκλεισε τα μάτια. Ηρέμησε! Πήρε μια βαθιά ανάσα. Κοίταξε τις μπακέτες. Κοίταξε
το wallpaper του Alex Turner στο λάπτοπ. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη.
– Οκ!
Σ ε λ ί δ α | 67

2η Τιμητική Διάκριση

Μαρία Νικολούδη

Ανατροπές

Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση. Ήταν τόσοι πολλοί μέσα, που ακόμα και όταν
άνοιξε τις πόρτες του και μερικοί σαρδελοποιημένοι κατέβηκαν, δεν μπορούσες να
φανταστείς ότι όσοι περίμεναν θα μπορούσαν να επιβιβαστούν. Παρόλα αυτά,
σπρώχνοντας, άρχισαν να ανεβαίνουν όσοι περίμεναν στη στάση. Η Αλίνα κοίταξε το ρολόι
της, είχε ήδη καθυστερήσει, πήρε μια βαθιά ανάσα και χώθηκε και αυτή στο τσούρμο που
ανέβαινε.
Το αυτοκίνητο της, ενός έτους πανάκριβο αυτοκίνητο, σήμερα αποφάσισε να μην
πάρει μπροστά και διάλεξε και τη μέρα που είχαν απεργία οι ταξιτζήδες. Η μοναδική
επιλογή που είχε για να πάει στη δουλεία της, ήταν να πάρει το λεωφορείο. Με το ένα
χέρι ψηλά να πιάνει τη χειρολαβή, προσπαθούσε να σταθεροποιηθεί. Της ήρθε να κλείσει
τη μύτη της από τη μασχαλίλα που αναδυόταν από τόσα σηκωμένα χέρια. Με το χέρι που
κρεμόταν η τσάντα της, σήκωσε το σακάκι της και έβαλε όσο πιο κοντά γινόταν τη μύτη
της, για να εισπνέει όσο το δυνατόν το άρωμά της. Και το χέρι που κρατιόταν από τη
χειρολαβή να ελευθέρωνε πού θα πήγαινε; Να πέσει ούτε λόγος, θα ακούμπαγε
περισσότερο σε κάποιον από τους συνεπιβάτες της. Η σκέψη την ανακάτεψε ή η
μασχαλίλα; Δεν ήταν σίγουρη.
Αφού, εν τέλει, κατάφερε να υπομείνει το μισάωρο της διαδρομής, κατέβηκε
κακήν κακώς και ορκίστηκε στον εαυτό της να μην ξαναμπεί σε λεωφορείο. Η εμφάνισή
της, παρά την ταλαιπωρία, παρέμεινε αψεγάδιαστη, από το σινιόν που συγκρατούσε τα
κατάξανθα μαλλιά της δεν ξέφευγε ούτε τρίχα, τα πανάκριβα ρούχα της ήταν ατσαλάκωτα
και ο αέρας που απέπνεε σε προϊδέαζε, πως πρόκειται, για ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη
γυναίκα.
Σ ε λ ί δ α | 68

Μπήκε μέσα στο γραφείο που είχε ταμπέλα «Διευθύνων σύμβουλος». Ο Παύλος
μιλούσε στο τηλέφωνο. Έσκυψε και τον φίλησε φευγαλέα στα χείλη. Όταν κατάλαβε πως
η συνομιλία δεν θα τελείωνε σύντομα, του χαμογέλασε και έφυγε για το γραφείο της.
Οι ματιές του υπόλοιπου προσωπικού είχαν γίνει πολύ επιφυλακτικές, έως και
εχθρικές. Τους είχε ακούσει να την λένε «σκρόφα».
Άκουσε το κινητό της να χτυπάει, στην οθόνη αναγραφόταν ένας άγνωστος
αριθμός «Ναι» απάντησε. Δεν άκουσε τίποτα.
Πάνω που ετοιμαζόταν να το κλείσει ακούει «Κα κα κα κα κα καλημέρα σας».
Ωραία! Τώρα της έκαναν και πλάκα.
«Το το το το πο πορτοφόλι σας» συνέχισε η φωνή.
«Ρε άι σιχτίρ» απάντησε αγριεμένα και διέκοψε την κλήση.
Πέταξε το κινητό με δύναμη πάνω στο γραφείο της. Τα νεύρα της είχαν αρχίσει να
τεντώνονται, άρχισε να παίρνει βαθιές εισπνοές και να μετράει. Πριν τελειώσει η δεύτερη
εκπνοή πετάχτηκε όρθια, πήγε στο ντουλάπι που έβαζε την τσάντα της και την άνοιξε. Δεν
έβλεπε πουθενά το πορτοφόλι της. Έπιασε την τσάντα και μέσα στον πανικό της την
αναποδογύρισε πάνω στο γραφείο της. Χίλια δύο πράγματα ξεχύθηκαν, αλλά το
πορτοφόλι της ήταν άφαντο. Στη σκέψη πως είχε μέσα ένα σωρό κάρτες, της κόπηκαν τα
πόδια. Βούτηξε το κινητό της και κάλεσε τον τελευταίο αριθμό. Με το που κατάλαβε πως
κάποιος απάντησε στην κλήση της άρχισε απολογητικά «Χίλια συγνώμη» πήγε να πει που
σας έβρισα, αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε, «που ήμουν τόσο αγενής» είπε τελικά,
«νόμιζα πως κάποιος μου έκανε πλάκα. Έχετε βρει το πορτοφόλι μου;»
«Το το το το βρη βρηκα ε ε ε έξω από την πόρτα μου, και και και πα πα πάνω που
που ε ε ε ετοιμαζόμουν να να να το πάω στην α α α α αστυνομία είδα το σημείωμά σας με
το κι κι κι κινητό σας».
«Σας παρακαλώ πολύ, μπορείτε να μου στείλετε τη διεύθυνσή σας σε μήνυμα, να
περάσω το απογευματάκι να το πάρω;» Αν περίμενε να της πει τη διεύθυνσή του θα
ξημερώνονταν, «και θα ήθελα να ανοίξετε το πορτοφόλι και να μου πείτε αν έχει μέσα 7
κάρτες τραπεζών, αλλιώς να τις ακυρώσω».
Μετά από λίγη καθυστέρηση τον άκουσε να λέει «Ε ε ε ε έχει. Λε λε λε λεφτά δεν
έχει»
Σ ε λ ί δ α | 69

«Καλά, αυτό το περίμενα, αλλά τουλάχιστον δεν θα μπω σε άλλη ταλαιπωρία. Σας
παρακαλώ, στείλετε μου τη διεύθυνσή σας και θα περάσω κατά τις 5:00 και πάλι χίλια
ευχαριστώ».
«Κα κα κα κα καλά» απάντησε και η συνομιλία έλαβε τέλος.
Μετά από ένα λεπτό της ήρθε το μήνυμα με τη διεύθυνση. Ευτυχώς, στα δάχτυλα
ήταν γρήγορος. Πήρε στο εσωτερικό τηλέφωνο την Άννα, που έμενε στην ίδια περιοχή με
τον Άρη, έτσι τον έλεγαν σύμφωνα με το μήνυμα που της έστειλε και της ζήτησε να την
πάρει μαζί της όταν θα έφευγε. Μετά έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά που είχε μείνει
πίσω με όλα τα πρωινά συμβάντα.
Πότε πέρασε η ώρα ούτε που το κατάλαβε. Στις 4:00 περίπου είδε στο εσωτερικό
να την καλεί ο Παύλος. «Έλα αγάπη μου!»
«Μπορείς να έρθεις στο γραφείο μου;»
«Σε δύο λεπτά είμαι εκεί» απάντησε η Αλίνα.
Χτύπησε την πόρτα και μπήκε χαμογελαστή. Ο Παύλος καθόταν στο γραφείο του
στριφνός. «Τί έγινε αγάπη μου, γιατί έχεις αυτά τα μούτρα; Πόσα καράβια σου, έπεσαν
έξω;» των ρώτησε πειραχτικά.
«Έμαθε για εμάς η γυναίκα μου» της είπε ο Παύλος μελοδραματικά.
Η Αλίνα στο άκουσμα της πρότασή του ξεφύσηξε «Καιρός ήταν να το μάθει, αφού
εσύ τόσο καιρό δεν το έπαιρνες απόφαση να της το πεις. Έστω κι έτσι θα μπορέσουμε να
κάνουμε μαζί όσα σχεδιάζαμε, να και ένα ευχάριστο νέο σήμερα». Τον κοίταξε που
καθόταν ακόμα σκυθρωπός.
Ο Παύλος δεν φαινόταν να συμμερίζεται την χαρά της. Έβηξε καθάρισε το λαιμό
του και είπε «Η γυναίκα μου έχει το 51 % της εταιρείας, μου ζήτησε να σε απολύσω, όπως
καταλαβαίνεις δεν υπάρχει κάποια άλλη λύση».
Η Αλίνα τον κοίταξε συγχυσμένη «δε μπορεί να μιλάς σοβαρά…»
«Μην το κάνεις πιο δύσκολο, έχω φροντίσει να πάρεις πολύ καλή αποζημίωση,
παρόλο που η γυναίκα μου επέμενε να μην πάρεις τίποτα».
Έτσι όπως της το έλεγε έπρεπε να του πει και ευχαριστώ. Τον κοίταξε σαν να τον
έβλεπε πρώτη φορά.
Η Αλίνα προσπάθησε να περισώσει όσο μπορούσε την αξιοπρέπειά της. Έμεινε
ανέκφραστη και τον κοίταξε, μετά γύρισε και έφτασε ως την πόρτα, δεν κρατήθηκε,
έστρεψε το κεφάλι της και του είπε δυνατά «η αλήθεια είναι ότι είσαι πολύ
Σ ε λ ί δ α | 70

μικροτσούτσουνος, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε άλλο». Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο


Παύλος έγινε κατακόκκινος. Μόνο αυτό μπόρεσε να δει πριν γυρίσει και με το κεφάλι
ψηλά κάνει ηρωική έξοδο. Τουλάχιστον 20 υπάλληλοι είχαν ακούσει την τελευταία ατάκα
της. Θα έπρεπε να σκεφτεί κάτι πιο κυριλέ όμως η προδοσία, της θόλωσε το μυαλό. Και
μόνο η τελευταία αντίδραση του Παύλου, όπως είχε αποτυπωθεί στο μυαλό της, της
προκαλούσε βαθιά ικανοποίηση.

Η διεύθυνση που της είχε δώσει ο Άρης την οδήγησε σε μια πανέμορφη
μονοκατοικία. Η σκέψη πως αυτός την είχε κλέψει και περίμενε να πάρει και εύρετρα
ξεθώριασε στο μυαλό της. Χτύπησε το κουδούνι, η πόρτα της εισόδου άνοιξε και
εμφανίστηκε ένα περίεργος τύπος. Φορούσε μια πράσινη ζακέτα και ένα φουλάρι κίτρινο
με μπλε. Τα μαλλιά του ήταν μακριά μέχρι τους ώμους. «Πε πε πε περάστε».
Η Αλίνα προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού και η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν
πως για να ολοκληρωθεί αυτή η τέλεια ημέρα, ο παράξενος οικοδεσπότης θα την βίαζε,
θα την σκότωνε και μετά θα την έκανε κομματάκια και θα την έβαζε σε πλαστικές
σακούλες.
Φευγαλέα, της πέρασε από το μυαλό, πως ο οικοδεσπότης είναι gay. Και ήταν
σίγουρη, γιατί αυτός, παραδόξως, δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Τουναντίον.
Συνέχισε να βαδίζει προς το εσωτερικό του σπιτικού. Τα έπιπλα ήταν ελάχιστα και
ο χώρος τεράστιος. Όχι από έλλειψη επίπλων αλλά από άποψη, για αυτό ήταν σίγουρη.
Μια εντελώς μίνιμαλ διακόσμηση. Ένας καναπές σε σκούρο καφέ, μια πολυθρόνα μπεζ
και ένα τραπεζάκι, τίποτα άλλο.
Πάνω στο τραπεζάκι είχε το πορτοφόλι της. Το πήρε στα χέρια της. «Σας ευχαριστώ
πολύ, τι σας οφείλω;»
Ο Άρης δεν φάνηκε να περίμενε την ερώτηση. Την κοίταξε ερωτηματικά;
«Για το πορτοφόλι» εξήγησε η Αλίνα.
«Τι τι τι τι τίποτα, α α α αλλοίμονο, θε θε θέλετε ένα ποτό;»
Η Αλίνα δεν έπινε, αλλά αυτή η πρόταση, στην παρούσα κατάσταση, της φάνηκε
πολύ δελεαστική «Ευχαρίστως».
Ο Άρης εξαφανίστηκε σε μία πόρτα. Ο Άρης από τον Άρη, σκέφτηκε η Αλίνα και
γέλασε μόνη της, καθώς καθόταν στον καναπέ. Επέστρεψε με ένα κρυστάλλινο κολονάτο
Σ ε λ ί δ α | 71

ποτήρι με μπράντι. Η Αλίνα, αφού το σήκωσε ψηλά, ως ένδειξη πως έπινε στην υγειά του
οικοδεσπότη, στη συνέχεια το έφερε στα χείλι της και το κατέβασε μονορούφι.
Ο Άρης δεν της το είχε. Φαινόταν πολύ καθωσπρέπει, γεμάτη με στεγανά, αλλά
φυσικά, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και η ζωή του.
Η Αλίνα κατακάηκε από το σκουρόχρωμο υγρό. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Δεν
συνηθίζω να πίνω» είπε στον Άρη απολογητικά «αλλά με πετύχατε σε πολύ δύσκολη
μέρα».
Ο Άρης εξαφανίστηκε για ένα λεπτό και επέστρεψε με το μπουκάλι. Της το έδειξε
σαν βουβή ερώτηση για να ξαναγεμίσει το ποτήρι της. Απέφευγε τα λόγια.
«Ναι σας παρακαλώ». Μετά το πρώτο σοκ του οργανισμού, ένιωσε να λύνετε.
Και το δεύτερο το κατέβασε εν ριπή οφθαλμού. Τώρα ένιωθε πολύ καλύτερα.
Ο Άρης είχε κάτσει στην πολυθρόνα και την παρακολουθούσε.
«Αν έπρεπε να διαλέξετε πώς θα σας έβλεπαν οι άλλοι, ως πρόβατο ή ως γεράκι,
τί θα επιλέγατε;» ρώτησε η Αλίνα απροσδόκητα.
Ο Άρης φάνηκε να το σκέφτετε «ω ω ω ω ως σκύλος» είπε τελικά.
Η Αλίνα προβληματίστηκε από την απάντηση. «Α, αυτή την επιλογή δεν σας την
έδωσα» και συνέχισε με πικρία «αλλά το χειρότερο είναι, ότι δεν την έδωσα ούτε στον
εαυτό μου».
Ο Άρης δεν κατάλαβε τί ήθελε να πει, αλλά ούτε και ρώτησε.
Η Αλίνα πήρε το μπουκάλι και ξαναγέμισε το ποτήρι της. «Σήμερα με απολύσανε»
είπε και ξαναστράγγισε το ποτήρι. Ο Άρης που αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να την
αφήσει να πίνει, αποφάσισε, μετά την τελευταία εκμυστήρευση, να την αφήσει ελεύθερη.
Δεν είναι λίγο να χάνεις τη δουλεία σου στις μέρες μας. Βέβαια, δεν μπορούσε να
φανταστεί πως θα κατέληγε.
Ο Άρης καθόταν στην πολυθρόνα και κοιτούσε ήρεμα και υπομονετικά την Αλίνα.
Όπως είχε σταυρώσει τα πόδια του φτανόντουσαν οι κόκκινες κάλτσες του. Εικοσιτέσσερις
ώρες πριν, θα τον είχε χλευάσει για την ομιλία του, για τον εμφανή προσανατολισμό του,
για το ντύσιμό του, για την ανεκτική συμπεριφορά του. Τώρα όμως, της έβγαζε κάτι
διαφορετικό. Τι να έφταιγε; Τα σημερινά συμβάντα ή το ποτό;
«Είχα σχέση με το αφεντικό μου» ξεφούρνησε και περίμενε αντιδράσεις.
Ο Άρης την κοίταζε χωρίς να την κρίνει. Αυτό της έδωσε θάρρος να συνεχίσει.
Μίλαγε και έπινε, έπινε και μίλαγε. Τα λεπτά έγιναν ώρες. Όσα δεν είχε ξεστομίσει ποτέ
Σ ε λ ί δ α | 72

στη ζωή της, έφραζαν το λαιμό της και ζητούσαν διέξοδο. Ξεπήδαγαν άναρχα και χωρίς
συνοχή. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τα σταματήσει.
Ξεκίνησε με τα πιο πρόσφατα. Μίλησε για τον Παύλο, μίλησε για τη δουλεία της,
μίλησε για τους συναδέλφους της. Του αποκάλυψε πως την αποκαλούσαν «σκρόφα» και
πως μέχρι εχθές το φχαριστιόταν κιόλας. Μετά, έπιασε παλιότερες αμαρτίες. Του μίλησε
για τη σχέση που είχε κάνει με έναν καθηγητή της στο πανεπιστήμιο. Κι αυτός
παντρεμένος. Για το κουταλάκι που είχε κλέψει σε μία χοροεσπερίδα. Του μίλησε για την
υπερβολική και σπαστική μάνα της, που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να την
παντρέψει. Θυμήθηκε τη μοναδική της φίλη την Μαρία, που δεν πήγε στο γάμο της για να
τελειώσει ένα πρότζεκτ. Έκτοτε δεν την ξαναείδε. Μίλησε, μίλησε, μίλησε... Ότι μπορούσε
να θυμηθεί από το κακό παρελθόν της, το είπε χωρίς καμία αναστολή.
Όταν το μπουκάλι στέρεψε, στέρεψαν και οι λέξεις. Έγειρε το κεφάλι της στον
καναπέ και παρέμεινε ακούνητη. Ο Άρης βόλεψε το κεφάλι της σε ένα μαξιλάρι και την
σκέπασε με μια κουβέρτα.

Το πρωί το κεφάλι της κόντευε να σπάσει. Με πολύ αργές κινήσεις κατάφερε να


κατεβάσει τα πόδια της από τον καναπέ και να ανασηκωθεί. Εκείνη την ώρα μπήκε στο
δωμάτιο ο Άρης κρατώντας μια κούπα. Της την άφησε μπροστά της στο τραπεζάκι. Ο
καφές μοσχομύριζε. Η Αλίνα σήκωσε το χέρι της και το κούνησε ακριβώς πάνω από το
κεφάλι της.
«Τι τι τι κα κάνεις;» ρώτησε ο Άρης.
«Ψάχνω τον ελέφαντα που έχει κάτσει πάνω στο κεφάλι μου».
Ο Άρης χαμογέλασε, εξαφανίστηκε και μετά από ένα λεπτό επέστεψε με ένα κουτί
ασπιρίνες και ένα ποτήρι νερό. Τα ακούμπησε και αυτά πάνω στο τραπεζάκι.
Η Αλίνα πήρε το κουτί με τις ασπιρίνες. Έβγαλε την καρτέλα και ρώτησε «όλες να
τις πιώ;»
Πάνω που πήγε να απαντήσει ο Άρης, η Αλίνα χαμογέλασε «Πλάκα κάνω, αν και
φαντάζομαι ότι θα σου φαινόταν κι αυτό πιθανό».
Αφού ήπιε την ασπιρίνη πήγε στην τουαλέτα. Με το που αντίκρισε τον εαυτό της
στον καθρέφτη της ήρθε κόλπος. Έμοιαζε και με ζουρλή και με μαστουρωμένη. Τα μαλλιά
της είχαν ξεφύγει από τον κότσο και έπεφταν ανάκατα από δω και από κει. Το
Σ ε λ ί δ α | 73

αναμαλλιασμένο λουκ της όμως δεν έπιανε τίποτα μπροστά στο φοβιστικό πρόσωπό της.
Τα μάτια της ήταν κατάμαυρα. Το χθεσινό μακιγιάζ είχε απλωθεί παντού στο πρόσωπο
της. Σαπουνίστηκε, χτενίστηκε και επέστρεψε στο δωμάτιο. Έτσι ταλαιπωρημένη και
άβαφη, έμοιαζε μικρή και άβγαλτη.
Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό της. Κοίταξε την οθόνη. Η μάνα της. Είχε τρεις
αναπάντητες. Αν είχε καλέσει στο σπίτι, θα είχε ανησυχήσει. «Έλα μαμά» απάντησε, «όχι
δεν κοιμήθηκα σπίτι, κοιμήθηκα σε έναν φίλο». Τί να έλεγε ότι κοιμήθηκε σε έναν ξένο;
«Θα σε πάρω πιο μετά» και έκλεισε. Φανταζόταν τη μάνα της να χοροπηδάει από τη χαρά
της. Το κατάλαβε από τον τόνο της φωνής της. Το απόγευμα θα της έλεγε να διαλέξουν
μπομπονιέρες. Βέβαια, αν έβλεπε τον Άρη θα της έμενε η χαρά στα δόντια, αλλά δεν τον
έβλεπε. Σήμερα οι επιλογές του ήταν πιο εξτρίμ. Είχε βάλει όλα τα χρώματα πάνω του. Δεν
είχε ξαναδεί πιο παρδαλό ντύσιμο στη ζωή της. Της ίδιας όμως, ίσως και λόγω της χτεσινής
βραδιάς, της σηματοδοτούσε μια ελευθερία, που ήταν άγνωστη για αυτή. Άγνωστη αλλά
απελευθερωτική.
«Δεν ξέρω τι να πω» τον κοίταξε αβέβαια «Τα είπα όλα το βράδυ» είπε τελικά.
«Ο ο ο όλοι έ ε ε έχουμε άσχημες στιγμές. Χαί χαι χαι χαίρομαι που φάνηκα
χρήσιμος».
«Εκτός από όλα αυτά που είπα το βράδυ, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του εαυτού
μου που είναι καλή, το ξέρω ότι είσαστε ένας ξένος και πως δεν σας νοιάζει, αλλά νιώθω
την ανάγκη να υπερασπιστώ κάπως τον εαυτό μου» ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα,
«πρέπει να φύγω, ώστε να μη χρειαστεί να με πετάξετε έξω με τις κλωτσιές, αρκετά
καταχράστηκα το χρόνο σας». Έσκυψε πήρε το πορτοφόλι της και το πέταξε στην τσάντα
της. Κοντοστάθηκε «Θα μπορούσατε να μου δανείσετε 10 ευρώ για το ταξί; Σας υπόσχομαι
ότι θα σας τα επιστρέψω».
Ο Άρης έβγαλε από την τσέπη του 10 ευρώ και της τα έδωσε.
«Σας ευχαριστώ πολύ» είπε και σε κλάσματα δευτερολέπτου εξαφανίστηκε.

Δυο μέρες μετά έστειλε μήνυμα τον Άρη: «Θα μπορούσα να περάσω σήμερα όποια
ώρα σας βολεύει να σας δώσω τα χρήματά σας;»
Ο Άρης απάντησε: «Θα προτιμούσα να σας κάνω το τραπέζι στο ziz, έχω μια
επαγγελματική πρόταση να σας κάνω».
Σ ε λ ί δ α | 74

Η Αλίνα παραξενεύτηκε, το ziz ήταν πανάκριβο, ο Άρης δεν της είχε δώσει την
εντύπωση ότι δούλευε, αλλά πάλι φαινόταν ότι διαθέτει κάποια οικονομική επιφάνεια.
Παλιότερα, θα ντρεπόταν να εμφανιστεί δημόσια με κάποιον τόσο διαφορετικό και
αλλόκοτο όπως ο Άρης, τώρα όμως είχε αρχίσει να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά «στις
8 θα είμαι εκεί» απάντησε στο μήνυμα.

Το φαγητό ήταν υπέροχο. Κάποια στιγμή η Αλίνα τον κοίταξε παραξενεμένη. Ο


Άρης την κοίταξε ερωτηματικά. «Σήμερα η ομιλία σου δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο
πρόβλημα. Κάνω λάθος;»
«Ο όταν νιώθω άνετα και οικεία με τους άλλους δεν κεκεδίζω, ή η τουλάχιστον δεν
κεκεδίζω έντονα»
«Να κι ένα καλό, σου έχω πει όλα τα σωψυχά μου και εσύ νιώθεις οικεία, αλήθεια
τι επαγγελματική πρόταση ήταν αυτή που ανέφερες;»
«Ει είμαι ζωγράφος και έργα μου θα εκτεθούν στην γκαλερί «Βεντούρη» για
κάποιους μήνες, θέλω ένα άτομο για τις δημόσιες σχέσεις, ένα άτομο που να νιώθω άνετα
και να του έχω εμπιστοσύνη, εσύ μου φαίνεσαι κατάλληλη. Δη δημόσιες σχέσεις δε μου
είπες ότι έχεις σπουδάσει;»
«Μα εγώ δεν έχω καμία σχέση με την τέχνη, το μόνο που ξέρω ότι η γκαλερί
«Βεντούρη» είναι πολύ διάσημη, πως είναι το επώνυμό σου;»
«Σταθόπουλος».
«Να βλέπεις, ούτε εσένα σε ξέρω. Για να εκθέτεις τα έργα σου εκεί θα είσαι αρκετά
γνωστός, παρόλα αυτά, πρώτη φορά ακούω το όνομά σου».
«Μη μην ανησυχείς, είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις».
«Επειδή με εσένα μου βγαίνει πάντα η ωμή αλήθεια να σου πω κάτι;» Ο Άρης
περίμενε τη συνέχεια, «όταν σε πρωτοείδα, με τα παρδαλά ρούχα σου, την
διαφορετικότητα σου γενικώς, σε παρεξήγησα, μου βγήκε κάτι κοροϊδευτικό».
«Αν αν σε κάνει να νιώσεις καλύτερα κι εγώ το ίδιο ένιωσα».
«Τι εννοείς;»
«Να, ήσουν πολύ στημένη, πολύ άχρωμη, πολύ στεγνή. Κι εγώ σε παρεξήγησα».
Της Αλίνας ούτε που της πέρναγε απ’ το μυαλό κάτι τέτοιο. Λες και η κριτική είναι
μονόπλευρη. Λες και δικαίωμα στην κριτική έχουν μόνο οι πιο συνηθισμένοι. Είχε πάρει
Σ ε λ ί δ α | 75

πολλά μαθήματα τον τελευταίο καιρό. Και μάλιστα ιδιαίτερα χρήσιμα. «Τώρα είμαστε
πάτσι» αποκρίθηκε.

Εκείνη την ώρα άκουσε πάνω από το κεφάλι της «κ. Αρμή, χαίρομαι τόσο που
βρίσκεστε εδώ!» Η Αλίνα σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε τον Παύλο.
«Αλίνα...» είπε κάπως μαγκωμένα «Δεν ήξερα ότι γνωρίζεις τον «Αρμή»
προσωπικά» συνέχισε με δέος ο Παύλος.
«Αρμής», ρε το μπαγάσα. Τί να μου πει το «Σταθόπουλος»; Μα καλά να μην τον
αναγνωρίσω… σκεφτόταν η Αλίνα.
Ο Παύλος πήρε ένα δουλικό ύφος και άρχισε να γλύφει τον Άρη. Η Αλίνα τον
κοιτούσε παραξενεμένη και απορούσε τί του βρήκε. «Ξέρετε με την Αλίνα είμαστε πολύ
φίλοι» τον άκουσε να λέει.
Ο Άρης την κοίταξε αντιλαμβανόμενος ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. «Άρη από δω
ο Παύλος» έκανε τις συστάσεις τελικά.
Ο Παύλος περίμενε εναγωνίως την προσοχή του Άρη. «Ο ο ο μικροτσούτσουνος;»
άκουσε τον Άρη να λέει. Ο Παύλος πνίγηκε και άρχισε να βήχει, απομακρύνθηκε κακήν
κακώς και εξαφανίστηκε.
«Άρη είσαι καταπληκτικός!» Η Αλίνα σηκώθηκε και του έδωσε ένα φιλί στο
μάγουλο «Αρη είσαι μοναδικός! Νιώθω πολύ τυχερή που σε γνώρισα».
«Τιμή μου».
Η ημέρα που θεωρούσε χειρότερη στη ζωή της, ήταν το ξεκίνημα μιας νέας ζωής.
Άλλη φορά, δεν θα βιαζόταν να κρίνει ανθρώπους και καταστάσεις. Τελικά οι ανατροπές
μπορεί να μας επιφυλάσσουν ευχάριστες εκπλήξεις.
Σ ε λ ί δ α | 76

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 77

Αντώνιος Ευθυμίου

ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΑ ΠΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Άδραξε νωχελικά το πόμολο κι άνοιξε διστακτικά την πόρτα. Πέρασαν έτη


πολλά κι ακόμη δεν κατάφερε να συνηθίσει τη νοσηρή καθημερινότητα. Κρέμασε με
απαλές κινήσεις το καμηλό παλτό της στον μαύρο μεταλλικό καλόγερο κι απίθωσε τη
γαλαζοπράσινη δερμάτινη τσάντα της στο δρύινο τραπεζάκι του χολ. Δεν έχασε
στιγμή κι έβγαλε βιαστικά τις κόκκινες γόβες της, όπως ακριβώς οι μπαλαρίνες τις
πουέντ, όταν τελειώνει ο χορός και κατεβαίνουν απ’ τη σκηνή. Ένιωσε ξαφνικά μια
φευγαλέα ανακούφιση, σα να ξέρασε μια ολόκληρη τρικυμία από μέσα της.
Φευγαλέα, βέβαια, διότι σε λίγο θα φορούσε και πάλι τα πορφυρά σανδάλια της
οδύνης.

Γνωρίζει καλά πως δε ζει σε μια κοινωνία αγγέλων. Αλλά, τι κοινωνία είναι
αυτή που μαντρώνει τα πρόβατα και λευτερώνει τα θηρία; Γιατί είναι όλοι επιβάτες
στο ίδιο τρένο, θύτες και θύματα; Πώς κατάντησε έτσι το σπίτι της, από ναός αγνού
έρωτα σε τεκέ δόλιων αισθημάτων; Όλες αυτές οι σκέψεις τριβελίζουν το μυαλό της
κάθε φορά που επιστρέφει απ’ τη δουλειά της. Στιγμές στιγμές αισθάνεται άοπλη,
ανυπεράσπιστη και καταδικασμένη. Νιώθει έρμαιο μιας διττής πραγματικότητας·
αυτής που ζει κι εκείνης που θα έπρεπε να ζει. Αισθάνεται πως η μέρα ξεψυχά στις
καταπληγιασμένες χούφτες της. Ασφαλώς, είναι μια γυναίκα με ιώβειο υπομονή κι
αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα της.

Ο οξύς ήχος απ’ το κουδούνι τράνταξε το νευρικό της σύστημα. Ο σύζυγός της
φαίνεται πως ξέχασε πάλι τα κλειδιά του. Το τελευταίο διάστημα είναι υπέρ το δέον
αφηρημένος κι αυτό την έχει βάλει σε υποψίες. Κάποιοι επιστήμονες υποστηρίζουν
πως η αφηρημάδα είναι δείγμα υψηλής ευφυΐας. Όμως, στην περίπτωσή του, είναι
απλά δείγμα απιστίας. Εργάζεται ως οδηγός σε μια πολύ μεγάλη μεταφορική
εταιρεία και συνήθως επιστρέφει σπίτι αργά το βράδυ. Σήμερα, για κακή της τύχη,
γύρισε πολύ νωρίς και βρήκε άστρωτο το τραπέζι. Πού να προλάβει η δύσμοιρη να
μαγειρέψει και τώρα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες. Αυτό το δυσβάσταχτο
«πρέπει» που έχει επιβάλει η ωμή ρουτίνα.
Σ ε λ ί δ α | 78

Αρχικά, την βομβάρδισε με απειλές, κατάρες και βρισιές. Έπειτα, την άρπαξε
από το μπράτσο σα σφαχτάρι και την φίλησε με βαναυσότητα. Δεν ένιωσε καθόλου
πάθος, μονάχα φαρμάκι ν’ αργοκυλάει στα ροδαλά χείλη της. Τα χνότα του
βρωμοκοπούσαν οργή και μοχθηρότητα. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει σαν άλικα
ρουμπίνια κι οι φλέβες του πετάχτηκαν σα σάρκινα ρυάκια. Ήξερε πολύ καλά τι θα
επακολουθούσε. Την πέταξε άτσαλα στον καναπέ κι άρχισε να την χτυπάει. Πρώτα
στα χλομά της μάγουλα κι ύστερα σε όλο της το κορμί. Την έδερνε αλύπητα σα να
ήταν σάκος του μποξ. Τα συνεχόμενα ραπίσματα ηχούσαν όπως οι κλαγγές του
πολέμου, συνθέτοντας το ρέκβιεμ της θλίψης. Εκείνη δεν αντέδρασε. Άφησε μόνο
ένα δάκρυ να μουλιάσει το αλαβάστρινο δέρμα της. Έμοιαζε με εικόνα Παναγιάς που
έκλαιγε για την κατάντια της ανθρωπότητας.

Τίποτα δεν την απασχολούσε πια. Ούτε η χειροδικία, ούτε ο εξευτελισμός,


μήτε κι η ψευδής συνείδηση του κόσμου. Το μόνο που την τρόμαζε ήταν το
παγόβουνο της αβεβαιότητας. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο μεγάλο ξύλινο ρολόι
του τοίχου. Έμαθε να μετράει τον χρόνο για να ξεχνάει τον πόνο. Ο λεπτοδείκτης ήταν
πάντα το συρίγγιο της λήθης για τους εθισμένους στη στασιμότητα. Τότε θυμήθηκε
ένα άρθρο που είχε διαβάσει προσφάτως σε μια ιστοσελίδα κι έφερε τον τίτλο: «Όταν
σιωπάς, συνηγορείς στην καταδίκη σου». Ο δημοσιογράφος αναφερόταν στην
κακοποίηση των γυναικών σαν ένα νομιμοποιημένο φασισμό, αλλά και στο μίσος,
που όταν μπολιάζεται με μίσος, ριζοβολούν τα παράσιτά του. Στο τέλος του κειμένου
υπήρχε η διαφήμιση της διεθνούς καμπάνιας της «Μαύρης Κηλίδας». Αυτό ήταν. Ο
πόνος μόνο με πόνο φεύγει και μια μαύρη κηλίδα θα εξαφάνιζε εσαεί την κηλίδα
στην καρδιά της.

Σηκώθηκε από τον καναπέ τρεκλίζοντας και με τις λιγοστές δυνάμεις που της
απέμειναν κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο. Άνοιξε βιαστικά το συρτάρι του
κομοδίνου, πήρε έναν μαύρο μαρκαδόρο και ζωγράφισε μια μαύρη κηλίδα στην
αριστερή παλάμη της. Κατόπιν έβγαλε μια φωτογραφία με το κινητό της και την
ανέβασε στο διαδίκτυο. Προσδοκούσε αρκετό καιρό τη λύτρωση, σα φυλακισμένο
αγρίμι. Τα ψέματα είναι το άυλο σάβανο όσων φοβούνται να πεθάνουν για την
αλήθεια, μα εκείνη -έστω και μ’ έναν παράδοξο τρόπο- αποκάλυψε τελικά το ένοχο
μυστικό που κυοφορούσε βαθιά μες στην ψυχή της. Όλα αυτά τα χρόνια τα σπλάχνα
Σ ε λ ί δ α | 79

της πυορροούσαν, θαρρείς και μαβιά γεράνια φύτρωναν στα φυλλοκάρδια της. Η
έμφυλη βία έχει πολλά πρόσωπα και αποχρώσεις· λεκτική, ψυχολογική, σωματική,
σεξουαλική. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι πάντα το ίδιο: η μόνιμη βλάβη όσων την
υφίστανται.

Μετά από λίγη ώρα, ακούστηκε το κουδούνι. Αυτή τη φορά ήχησε σαν
πρελούδιο αγαλλίασης στα αυτιά της. Μάλλον, κάποιος φίλος της είδε τη
φωτογραφία με τη μαύρη κηλίδα και κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Κοίταξε τον
άντρα της κατάματα για τελευταία φορά, μήπως ανακαλύψει κάποιο ψήγμα
μεταμέλειας στο βλοσυρό του βλέμμα. Δυστυχώς, οι τύψεις είναι κάτι λιλιπούτειες
σκιές που για να τις προσέξει κανείς, πρέπει πρώτα ν' αγνοήσει τη δική του γιγάντια
σκιά. Σίγουρα δεν τον απεχθάνεται, επειδή πιστεύει ακράδαντα πως κάθε άνθρωπος
σέρνει στις πλάτες του έναν απάνθρωπο εαυτό κι ότι ο φόβος είναι ένας δυνάστης
που καθυποτάσσει τις ανθρώπινες αντιστάσεις. Όμως, τον λυπάται λίγο, αφού ήταν
τόσο ανόητος που δεν κατάλαβε πως η κατανόηση κι ο αλληλοσεβασμός είναι η
πεμπτουσία της αγάπης.

Ακούμπησε το αριστερό της χέρι στο στήθος της κι ένιωσε τη μαύρη κηλίδα
να επουλώνει μία μία τις πληγές της, σα βάλσαμο. Επιτέλους, μπορούσε ν’ ανασάνει
το οξυγόνο της ελευθερίας και ν’ αποδράσει απ’ τα δεσμά της. Οι εφιάλτες
διαλύθηκαν μεμιάς κι η γυάλα έσπασε, έχοντας για όπλο όχι την κηλίδα, αλλά τη
φωνή της. Γιατί η φωνή ακόμα κι όταν δεν έχει ήχο, προκαλεί αντάρα.
Σ ε λ ί δ α | 80

Κασσάνδρα Αλογοσκούφι

Η ΓΛΑΥΚΑ

Τετάρτη 4.08.2020

Ένα ενθύμιο ήρθε στα χέρια μου. Ήταν ένα μενταγιόν που άνοιγε σαν αχιβάδα
και κρεμόταν απ’ τη χρυσή αλυσίδα. Μέσα αντί για υγρό μαλάκιο ή ασημένια πέρλα,
έβρισκες μια φωτογραφία κομμένη με ψαλιδάκι ίσα που να την χωράει στο
στρογγυλό πλαίσιό της. Μέσα στη φωτογραφία ένας άντρας και μια γυναίκα -η
Γλαύκα και ο Βαγγέλης- χαμογελαστοί. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Πίσω αχνοφαίνεται
ένα τμήμα από τα κάστρα της Θεσσαλονίκης που σχηματίζουν οχυρό. Πάνω στο
οχυρό ένα παράθυρο κενό, αποκαλύπτει ξανά ένα μικρό κομμάτι του ουρανού που
κρύβει το κάστρο.

Ο τοίχος ήταν σαν παραπέτασμα στη μνήμη. Νόμιζες ότι ήξερες καλά τον
εαυτό σου, αλλά ξαφνικά ορθωνόταν αυτό το κτίσμα και σου έσβηνε γεγονότα και
θάματα, αφήνοντας μόνο εντυπώσεις και ερείπια αναμνήσεων που συνήθως
επανέρχονταν στον άνθρωπο κατακερματισμένες, τμηματικές και γεμάτες
παραμορφώσεις.

Υπήρχε λοιπόν αυτός ο τοίχος της λησμονιάς, της αμνησίας και της
αδιαφορίας, που επενέβαινε ανάμεσα στο λογικό και το θυμικό
αλληλεπικαλύπτοντας ολόκληρα περιστατικά μέσα στην ομίχλη. Ακόμα χειρότερα, η
αμνησία ή η απουσία αναμνήσεων μπορεί να έπιανε ολόκληρες χρονικές περιόδους
της ζωής μας.

Και τότε ερχόταν ένα τρελό παράθυρο που αρχικά μπορεί να ξεκίναγε σα
ρωγμή στον τοίχο, ύστερα άνοιγε σαν ξήλωμα και όσο κοιτάμε εμείς μέσα του, τόσο
ανοίγει και γίνεται πρώτα φινιστρίνι και έπειτα δίφυλλο παράθυρο που χάσκει
αχόρταγο. Αποκαλύπτει θαρρείς εκείνο τον αισθαντικό ουρανό της Θεσσαλονίκης,
που απλώνεται σε όλη την κατηφόρα της λεκάνης -της Άνω και Κάτω Πόλης- που
διαβρέχεται κάτω χαμηλά στον κόλπο του Θερμαϊκού. Ένα σφαλιστό παράθυρο
Σ ε λ ί δ α | 81

μνήμης που ξυπνά συνήθως με κάποιο ενθύμιο ή ακόμα και τραγούδι ή φράση ή ήχο
φωνής και καταλήγει να το ανοίξει διάπλατο, τρομερό και αβυσσαλέο
επαναφέροντας όλους τους χυμούς της φύσης και ιδίως την τρέλα των ανθρώπων με
τα χίλια χρώματα της και τον ήχο των λέξεων που ντύνει τον παροξυσμό των έντονων
πλασμάτων.

Έτσι, θυμήθηκα εκείνη τη φίλη της αδερφής μου που ήταν σαν κουκουβάγια
και τη φώναζαν χαϊδευτικά Γλαύκα, ενώ το όνομα της ήταν Ζηνοβία, της είχε
παραπέσει βλέπετε εκείνο το μενταγιόν που σας ανέφερα μέσα στο δωμάτιό μου και
φεύγοντας το κράτησα για πάντα σαν αναμνηστικό.

Η Γλαύκα ήταν κοντούλα λεμονιά με καμπύλες και σγουρό μαλλί. Είχε ένα
φιλήδονο πρόσωπο, άσχημο που ίσως να ομοίαζε σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες με
λεσβίες του μεσοπολέμου που αλληλομαστιγώνονται με μαγκούρα. Σπούδαζε
Ιατρική στη Βουλγαρία. Ήταν μία αχαλίνωτη σεξουαλικά περσόνα, που απαύτωνε ό,τι
αρσενική γάτα μυριζόταν. Βάραγε τους άντρες και τους πατίκωνε κάτω. Είχε μαύρη
ζώνη στο καράτε και της άρεσε να διαβάζει Κορνήλιο Καστοριάδη και φυσικά τα
ποιήματα του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Εκείνη την περίοδο ξελόγιαζε έναν παντρεμένο
πενηνταπεντάρη Έλληνα γιατρό που της δήλωνε «ερωτευμένος με την εικοσιπεντάρα
ράμπο», ωστόσο στις γιορτές δεν πέρναγε μαζί της, αλλά μεταμορφωνόταν σε καλό
οικογενειάρχη. Όταν συναντιόνταν ξεκίναγαν με κάμποσες μπουνιές στα καλάμια και
τα πλευρά. Το πρόσωπο το κράταγε καθαρό για τους ασθενείς του. Η Γλαύκα
καμωνόταν τη δασκάλα και ο γερο-ιατρός το σκυλάκι. Βαγγέλη τον λέγανε. Ήταν
ψηλός καραφλός ήταν «εικοσάρης», λάτρευε τα πλακομούνια της Γλαύκας και της
έγραφε τρυφερές κασέτες με Bob Dylan, N. Young και Leonard Cohen, για να τον
σκέφτεται, όταν έλειπε.

Νοικιάζαμε εκείνη την περίοδο εγώ με την αδερφή μου ένα σαραβαλιασμένο
σπιτάκι, μια ετοιμόρροπη μονοκατοικία με είσοδο, σκαλιά και παράθυρο που κοίταζε
απέναντι από το Δημαρχείο στον Άγιο Παύλο, λίγο πιο ψηλά από την Άνω Πόλη της
Θεσσαλονίκης.

Η Γλαύκα ήρθε για επίσκεψη για να δει την αδερφή μου που’ ταν η καλύτερή
της φίλη, η ανδροπρεπής Θυμιούλα με τα αξύριστα πόδια και μασχάλες,
Σ ε λ ί δ α | 82

συμμαθήτριά της στο Λύκειο, καλό και αγαπημένο της κελεπούρι. Είχαν γνωριστεί σε
μία κοινή αποβολή που πήραν για απρεπή συμπεριφορά. Εκδικήθηκαν με μια
πράσινη κιλότα που φόρεσε η καθεμία για μία βδομάδα. Συρράψαν έπειτα
μουνότριχες και την πέταξαν σαν υγειονομική βόμβα μέσα στο γραφείο των
καθηγητών. Έπειτα, οι καθηγητές κλείδωσαν για μια βδομάδα την αίθουσα και
έβγαλαν σπαραχτικό λόγο για τη γυναικεία απρέπεια και καθαριότητα. Η Γλαύκα της
έφερε δώρο κάτι που είχε βρει σε παζάρι της Βουλγαρίας -πράγμα που της έκανε
τρομερή εντύπωση- μία παλαιά κασέτα με ρετρό ελληνικά τραγούδια του
μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με Τζένη Χαρίτου στο τιμόνι του
τραγουδιού, με Δανάη, με Πόπη Σερρά και τις απελπισμένες εκκλήσεις της Στέλλας
Γκρέκα και την έπαιζε στη διαπασών σ’ όλη τη στενούλα γειτονιά.

Έτσι, ο ερχομός της Γλαύκας στο σπιτάκι μας ήταν σαν ξεδιάντροπο τσουνάμι
για όλη τη γειτονιά. Ο τέντζερης και το καπάκι. Η Γλαύκη και η Θυμιούλα που
ξανασυναντιόνταν. Η Γλαύκη γινόταν άλλος άνθρωπος με την Έφη της. Άνοιγε όλα τα
παράθυρα και τις πόρτες. Έκανε πάστρα με λάστιχο και σαπουνάδες, με σφουγγάρια,
φωνές και γέλια. Συνέδεε το λάστιχο με τη βρύση του μπάνιου και το τραβούσε ως
έξω στην είσοδο. Έριχνε απορρυπαντικά αλύπητα και έπαιζε με τα νερά στέλνοντάς
τα με μία σκούπα στις σκάλες και από τις σκάλες στον χωματόδρομο μπροστά μας
δημιουργώντας μία τεράστια λίμνη λάσπης έξω από την είσοδο και εκ’ τούτου έξω
απ’ την είσοδο του δημαρχείου.

Η Γλαύκα με τη μουσική διαπασών τραγούδαγε με μία άσχημη φωνή σαφώς


καλύτερη από τη φάτσα της. Πότιζε τις γλάστρες με νερό που εκτοξευόταν, έσκυβε
φύλαγε τα λουλούδια στα φύλλα τους και τους φώναζε βρομόλογα για να τα
κανακέψει. Υπήρχαν και δύο σκυλιά στο σπίτι και της φύλαγαν τη «φωλίτσα». Το
κοντό κανισάκι απλά μπερδευόταν σαν πατσαβούρα στα πόδια της. Το μεγάλο όμως
όλο τη μύριζε. Σκύλα προς σκύλα. Η Γλαύκη του έριχνε νερό και παίζανε όλοι μαζί σαν
τρελό παρεάκι στην είσοδο.

Στην αρχή οι περαστικοί δεν κοιτούσαν από διακριτικότητα. Ωστόσο, όλος


αυτός ο συρφετός, η αντάρα, τα βρομόλογα και η ρετρό μουσική τους κινούσε την
περιέργεια και βλεφαρίζανε φευγαλέα. Η Γλαύκα μας φώναζε για την πούτσα του
Βαγγέλη από το άλλο δωμάτιο. Εμείς είχαμε κρυφτεί στην κουζίνα και δε
Σ ε λ ί δ α | 83

μπορούσαμε να λύσουμε από τα γέλια. Φανταζόμασταν τις εκφράσεις των γειτόνων.


Η Γλαύκη ήταν σαν κινητή ντουντούκα. Ειδικά, όταν ξεκίνησε το τραγούδι, όχι μόνο
κοιτούσαν, αλλά γούρλωναν τα μάτια και πολλοί έκαναν ένα βήμα όπισθεν για να
δουν αν αυτό που είδαν ήταν πραγματικότητα ή βγαλμένο από μια ξαναμμένη
φαντασία. Ο Αυγουστιάτικος ήλιος τους είχε ψήσει τα μυαλά και τα παντελόνια. Η
Γλαύκα ήταν μια δροσερή όαση μούρλας, τρέλας και αχαλίνωτης φαντασίας. Τυφλοί
όπως ήταν από τον ήλιο και διψασμένοι, έτρωγαν τη μπάφλα της Γλαύκας που τους
πιτσίλιζε με το νεροπίστολό της.

Η Γλαύκα τώρα έπιασε μ’ έναν κουβά σαπουνάδες και με ένα τεράστιο κίτρινο
σφουγγάρι έτριβε τους τοίχους, την καγκελαρία και το πάτωμα τινάζοντας τα βυζάκια
της δεξιά-αριστερά.

-Μωρή βρωμιάρα! Έλα και το μουνί σου έχει πιάσει αράχνες, έλα μωρή
Θυμιούλα! Έλα μωρή μουνάρα να στο πλύνω. Αυτά φώναζε ή για την ακρίβεια
ούρλιαζε.

Μάλιστα για να καθαρίσει καλύτερα είχε σηκώσει το ένα πόδι και το είχε
περάσει πάνω από το κάγκελο της σκάλας πλευρικά.

Έξω από το σπίτι είχε γεμίσει ο λάκκος νερά και λάσπη. Αναγκαστικά οι
περαστικοί έπρεπε να περπατήσουν πλευρικά εφαπτόμενοι με τον τοίχο και με την
είσοδό μας. Το πρόσωπό τους κόλλαγε με τον τοίχο και κάναν τον βηματισμό του
κάβουρα προκειμένου να προσπεράσουν το χαμόσπιτό μας. Και τότε ερχόντουσαν
πρόσωπο με πρόσωπο με τη Γλαύκα, κι όχι ακριβώς πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά με
την πίσω πλευρά του τρελού αυτού πλάσματος και το σγουρό αξύριστο της.

Όταν είχε τελειώσει με απολογητική φωνή εξηγούσε:

-Πετάω τα ρούχα μου μωρή Θυμιούλα, γιατί ούτε κλιματισμό δεν έχεις με
σαράντα βαθμούς, ούτε ανεμιστήρα. Ιδρώνω, γεμίζω λάσπες από τις σκόνες του
δρόμου, έχω τα αγάμητα σκυλιά σου που με γεμίζουν τρίχες και πρέπει ξανά και ξανά
να κάνω μπάνιο.
Σ ε λ ί δ α | 84

Με τη διαφορά ότι η Γλαύκα όταν έλεγε πετάω τα ρούχα μου, εννοούσε όλα
τα ρούχα και το εσώρουχο. Σουτιέν δε φόραγε ποτέ. Τα θέλω ελεύθερα τα «αρνάκια»
μου, μας έκανε.

Κάποιους μήνες μετά ξενοικιάσαμε. Το σπίτι κατεδαφίστηκε. Φαντάζομαι η


Γλαύκα το ταρακούνησε το ετοιμόρροπο οίκημα. Ή μας έδιωξαν οι
σπιτονοικοκύρηδες, αφού ακούσανε όλο αυτό το παραμυθολόϊ με τη Γλαύκα. Το
σίγουρο ήταν ότι επαναλάμβαναν από το τηλέφωνο: «Οι σκύλες σου γαβγίζουν». Το
σπίτι ούτως ή άλλως θα γκρεμιζόταν, η συντέλεια όμως του κόσμου ήρθε νωρίτερα.
Ειδικά, όταν ο Δήμαρχος ήρθε φάτσα με φάτσα με το περίεργο πλάσμα. Έβαλε,
ύστερα, υπαλλήλους του δήμου να ελέγξουν το οίκημα ως προς τα κατεδαφιστέα.
Τράβηξαν με κόκκινη μπογιά ένα κόκκινο σύμβολο, όπως αυτό στις ταινίες πορνώ.
Ακατάλληλο και για ανηλίκους και για ενήλικες.

Η Γλαύκα μετά παραδέχτηκε ότι είχε χαιρετίσει τον Δήμαρχο που τράβηξε με
δύναμη τη γραβάτα του προς τα κάτω κι απομακρύνθηκε με θιγμένη την αξιοπρέπειά
του. Ίσα που πρόλαβε να ηρεμήσει το περιεχόμενο από το παντελόνι του, ο
υποκριτής.

Δεν έχω περάσει ξανά από κείνη τη γειτονιά και πάνε 22 χρόνια. Ίσως έχει
χτιστεί μία μικρή πολυκατοικία στη θέση της μονοκατοικίας μας.

Τη Γλαύκα την πέτυχα τυχαία στο δρόμο, στο Μοναστηράκι, έξω από το
σουβλατζίδικο του Μπαϊρακτάρη. Είχε κόσμο πολύ και μας σκούνταγε δείχνοντας
μας ότι έπρεπε να προχωρήσουμε μπροστά τις ζωές μας. Μου πε ότι έκανε το
αγροτικό της στη Λήμνο και ζει εκεί έκτοτε μ’ έναν γέρο που τις έκανε γλειφομούνια.
Δεν έβριζε πια τόσο πολύ, αλλά επέμενε ότι τρώει «καλαμάκια». Ύστερα, χωρίσαμε,
το τηλέφωνο που μου έγραψε σε χαρτάκι έπεσε από την τσέπη μου. Η αδερφή μου
την είχε κάνει πέρα για άσχετο λόγο, ίσως επειδή η Γλαύκα ζούσε μια ασυμβίβαστη
και παρατεταμένη εφηβεία.

~
Σ ε λ ί δ α | 85

Όσο για το μέρος που έμενα στον Άγιο Παύλο, όποιος κι αν ζει τώρα εκεί,
φαντάζομαι ότι ίσως πολιορκείται από το σύνδρομο της Γλαύκας.

Πετάει τα ρούχα του γυμνός. Ποτίζει μ’ένα λάστιχο που δε ρίχνει νερό, σε
γλάστρες που δεν υφίστανται…
Σ ε λ ί δ α | 86
Σ ε λ ί δ α | 87
Σ ε λ ί δ α | 88

Οι συγγραφείς των διακριθέντων έργων: 1ο Βραβείο δεν επιθυμούν τη συμπερίληψή τους


στην ανθολογία.
Σ ε λ ί δ α | 89

ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 90

2ο Βραβείο

Γιώργης Δεσποτάκης

TERAΣ
Μια σύγχρονη Ελληνική Τραγωδία, σε δύο πράξεις
Σ ε λ ί δ α | 91

Χαρακτήρες

2003
ΝΕΑΡΟΣ TOM (TOMMY) 15, γεννημένος Αμερική, μεγαλωμένος στο
νησί

ΝΕΑΡΗ ΒΑΡΒΑΡΑ (BARB) 17, βέρα νησιώτισσα, ερωτευμένη με την


Αγγλία

ΠΕΤΕΚ 20άρης, πρώτος έρωτας του Tommy και αγόρι της Barb, γιος
μεταναστών

2020
ΤΟΜ και ΒΑΡΒΑΡΑ 30άρηδες, τα ενήλικα αδέλφια,

ÇERI 17, το νόθο αδέρφι τους

XΑΝ 20άρης, νιόπαντρος σύζυγος του Tom, Αμερικάνος

ΜΑΝΟΣ 15, νησιώτης, συμμαθητής Geri

ΚΥΡΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ 70άρα, γιαγιά του Μάνου


Σ ε λ ί δ α | 92

Σημειώσεις

Οι διαφορετικές ηλικίες ΒΑΡΒΑΡΑ / ΒΑRΒ και TOM / ΤΟΜΜΥ παίζονται από


έναν ηθοποιό για κάθε χαρακτήρα. Το ίδιο μπορεί να γίνει και με τους
ΜΑΝΟ / ΠΕΤΕΚ.

Το έργο διαδραματίζεται στην απόμακρη νήσο, Τέρας, κάπου στη


Μεσόγειο.
Σ ε λ ί δ α | 93

Σκηνικό
Πρώην στάβλος που έχει μετατραπεί σε σπίτι. Το υπόγειό του σκαμμένο μες στο
βράχο. Το βάθος της σκηνής σαν ο τελευταίος τοίχος που ‘χει απομείνει, ενώ οι άκρες
του σβήνουν σε ερείπια...

Πίσω δεξιά σκηνής

1. Πόρτα στάβλου – το πάνω κομμάτι ανοίγει ανεξάρτητα. Γνωστή κι


ως «Κουτσομπόλα». Κάνανε οι κυράδες τις δουλειές τους μέσα τις
ζεστές μέρες κι είχαν και την ευκαιρία να τα πούνε με όποιους
περαστικούς…

Πίσω κέντρο
Σ ε λ ί δ α | 94

2. Παράθυρο που του λείπει το τζάμι. Είναι καλυμμένο με


γαλακτώδες πλαστικό σεντόνι οικοδομής: το μπερντέ μας. [Το
πλαστικό κρατά στη θέση του κίτρινη ταινία με μαύρα γράμματα σε
Αγγλικά και Ελληνικά (CAUTION – ΠΡΟΣΟΧΗ)]. Εκεί βλέπουμε:

• Ζωντανό θέατρο σκιών με φιγούρες


• Εξωτερικές τοποθεσίες (ξωκλήσι, θάλασσα, λιμάνι) επίσης ως
σκιές
• Θέατρο σκιών με ηθοποιούς ταυτόχρονα με δράση έμπροσθεν
της οθόνης μας
• Προβολή τελικού κινούμενου σχεδίου.

Μπροστά κέντρο

3. Μετακινούμενος «μαρμάρινος» πάγκος. Φαινομενικά βαρύς,


έχοντας κάτι από τάφο. (Δρα ως κορυφή λόφου, πάγκος κουζίνας και
κατάστρωμα πλοίου).

Πίσω αριστερά

4. Υπερμεγέθης εικόνα της Αγίας Βαρβάρας με κεράκια μπροστά της.


Η Αγία φορά κορώνα και πέπλο και έχει φωτοστέφανο. Κρατά ένα
μεγάλο ασημένιο σταυρό στο ένα χέρι και τη μινιατούρα ενός
πύργου στο άλλο.

5. Τρεις καρέκλες μεταξύ τους παράταιρες…

🡪Έξοδοι

A. Όταν ηθοποιοί βγαίνουν από την Κουτσομπόλα φεύγουν από


το σπίτι.
B. Όταν βγαίνουν δεξιά της σκηνής κατεβαίνουν στο Υπόγειο.
C. Όταν βγαίνουν αριστερά μπαίνουν στου κατάκοιτου Μπαμπά.
Σ ε λ ί δ α | 95
Σ ε λ ί δ α | 96
Σ ε λ ί δ α | 97
Σ ε λ ί δ α | 98

ΠΡΑΞΗ 1

ΣΚΗΝΗ 1A– 2020 – ΠΑΤΡΙΚΟ

Αχνά, τα φώτα ανάβουνε, σα ροδοδάχτυλη αυγή. Στον πάγκο της κουζίνας


είναι ένα παλιό σταθερό τηλέφωνο και τρία μπουκάλια νερό. Το μέρος
φαίνεται αφημένο. 17 χρόνια έχει να το φροντίσει κάποιος. Ακούμε βήματα
σε ξύλινα σκαλιά… Μπαίνει η ΒΑΡΒΑΡΑ από το Υπόγειο. Φορά μαύρα.
Ρόμπα και σάλι στους ώμους να προστατευτεί απ’ τη δροσιά του πρωινού.
Τα μαλλιά της κοντά κι ένας μεγάλος ασημένιος σταυρός στο στήθος της.
Εκπνέει αέρα θλίψης.

Πάει κέντρο σκηνής, βγάζει μαύρο πλαστικό γάντι που φορά και το πετά
πίσω από τον πάγκο. Κάνει παύση - αναστενάζει σα να κρατούσε ώρα την
ανάσα της. Ύστερα, πάει στην εικόνα και γυρνά πλάτη στο κοινό. Όταν
απομακρύνεται τα κεριά είναι πλέον αναμμένα.

Η ΒΑΡΒΑΡΑ κρατά το σταυρό της και στρέφει το βλέμμα προς το σπασμένο


παράθυρο. Σαν απ’ το φως των κεριών, τρεις φιγούρες εμφανίζονται στο
σεντόνι οικοδομής: ΜΗΤΕΡΑ κρατά ΜΩΡΟ, ΠΑΤΕΡΑΣ δίπλα τους φορά κάτι
μεταξύ κορώνας και καπέλου πιλότου.

ΜΗΤΕΡΑ και ΠΑΤΕΡΑΣ αποχαιρετούν το κοινό και βγαίνουν εκτός


παραθύρου. Ένα ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ διασχίζει έναστρο ουρανό (με 50 αστέρια)
από τα ανατολικά προς τα δυτικά. ΜΗΤΕΡΑ και ΠΑΤΕΡΑΣ επιστρέφουν,
ανάμεσα στα αστέρια, χορεύοντας, ρομαντικά. Ακούμε ένα μωρό να κλαίει
κι η ΜΗΤΕΡΑ βγαίνει... ΜΗΤΕΡΑ επιστρέφει τώρα με φουσκωμένη την
κοιλιά -εμφανώς έγκυος- και κρατώντας το ΜΩΡΟ στα χέρια. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
χαϊδεύει την κοιλιά της. Κοιτιόνται. Του δίνει το ΜΩΡΟ και αποχωρεί ξανά.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ πετά το ΜΩΡΟ ψηλά και το ξαναπιάνει -ακούμε γέλια
μωρουδιακά- μια, δυο… και την τρίτη φορά η φιγούρα του ΜΩΡΟΥ
αντικαθίσταται και προσγειώνεται στα χέρια του ΠΑΤΕΡΑ ως νεαρό
ΚΟΡΙΤΣΙ. Ακούμε κλάματα μωρού. Η φιγούρα του ΠΑΤΕΡΑ αφαιρείται από
την οθόνη άξαφνα, αφήνοντας το ΚΟΡΙΤΣΙ μόνο.

ΠΑΤΕΡΑΣ επιστρέφει. Το ΚΟΡΙΤΣΙ σηκώνει το βλέμμα του σ’ εκείνον.

ΠΑΤΕΡΑΣ γονατίζει και αφαιρεί την κορώνα του, καθώς χαμηλώνει το


κεφάλι του θλιμμένα.

ΠΑΤΕΡΑΣ και ΚΟΡΙΤΣΙ πέφτουνε από την οθόνη. Τ’ αστέρια επίσης...

Το ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ διασχίζει το παράθυρο από τη Δύση προς την Ανατολή.

ΠΑΤΕΡΑΣ και ΚΟΡΙΤΣΙ μπαίνουν με βαριά βήματα. Εκείνη κρατάει τώρα το


ΜΩΡΟ.

ΜΠΑΜΠΑΣ (εκτός σκηνής, αυξανόμενος πανικός) Βα- Βαρβάρα; Βαρβάρα! Βαρβάρα!


Σ ε λ ί δ α | 99

(ΠΑΤΕΡΑΣ και ΚΟΡΙΤΣΙ πέφτουν από την οθόνη.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (επιστρέφει στο παρόν) Ε; Έρχομαι. Έρχομαι, Μπαμπά!

(Καθώς η ΒΑΡΒΑΡΑ σηκώνεται...)

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 100

ΣΚΗΝΗ 1B – 2020 – ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ

Στο σκοτάδι, ακούγεται βουητό εντόμου και ντους που τρέχει.


Τρυφερό φως επιστρέφει τώρα στο παράθυρο, ρίχνει τη σιλουέτα του
ΧΑΝ στο μπερντέ - ο οποίος σηκώνεται από κρεβάτι, τεντώνεται.

ΧΑΝ (squeaks) Ah!

TOM (εκτός, απ’ το ντους) Whaaat?

XAN The mosquito’s back.

TOM (εκτός) Ασ’ το. I’ll get it.

(Ding! – XAN reads text and laughs.)

TOM (εκτός) Whaaat?

XAN Nothing.

(Ding!)

TOM (εκτός) Τι nothing? Ιt’s dinging.

XAN I’ll put it on silent.

(Το νερό σταματά – σιλουέτα TOM μπαίνει από αριστερά σκηνής,


πετσέτα στη μέση. Πιάνει γυαλιά οράσεως από δίπλα απ’ το κρεβάτι
και τα βάζει, κοιτά τηλέφωνο του ΧΑΝ.

(Το βουητό του εντόμου πλησιάζει. Ο TOM το διώχνει με το χέρι.)

XAN Hot, right?

TOM Καύλα.

XAN Soοοοο?

TOM (αφηρημένος) Do you hear that? It’s close.

XAN No? (pouting) Aw.

TOM You’re acting like I didn’t just blow you ten minutes ago. Άει πλύσου.

XAN (handing TOM his phone, tuts) So bossy!

(XAN βγαίνει προς ντους. Βουητό εντόμου πλησιάζει περαιτέρω.)

TOM Που ‘σαι ρε, τέρας;


Σ ε λ ί δ α | 101

(TOM πετά το τηλέφωνο στο κρεβάτι, βγάζει την πετσέτα του, την
τυλίγει και τη χρησιμοποιεί ως όπλο / μαστίγιο. Το βουητό τον
τριγυρίζει… ο ΤΟΜ ετοιμάζεται να επιτεθεί και… ουα-ΤΣΣΣΣ!

Το βουητό του εντόμου σταματά. Τη θέση του παίρνει βουητό


τηλεφώνου.)

XAN (off) He’s really insistent. Are you sure we don’t have time?

TOM (ενθουσιασμένος) Ε-o! Επιτέλους. (σκύβει πάνω από το θύμα του)


Oh!

(Νερό σταματά.)

XAN (entering) What’s wrong?

TOM (με παράπονο) Δεν ήτανε κουνούπι, ρε συ.

XAN Huh?

TOM I killed a bee.

XAN Well, it was not a bee that stung me.

ΤΟΜ Έλα να στο φιλήσω να περάσει.

(ΤΟΜ πλησιάζει, παίρνει τον XAN αγκαλιά και τον φιλά τρυφερά, το
πράμα ζεσταίνει κι ο ΤΟΜ κάνει πίσω--)

Θα αργήσουμε…

ΧΑΝ Let’s be late.

TOM What about the wine tour?

XAN I’d rather get drunk on you.

TOM (γελά) Χαζό!

(ΤΟΜ και ΧΑΝ φιλιόνται, τώρα πιο παθιασμένα. Οι σκιές ενώνονται,


και-- Καινούριο βουητό τηλεφώνου, τώρα συνεχές.)

XAN He’s trying to call now??

TOM Did you give him your number?

XAN No!

TOM I thought we talked about this.

XAN Uh, I think it’s your phone.


Σ ε λ ί δ α | 102

TOM Oh! (TOM πιάνει ρούχα από το πάτωμα και βρίσκει το τηλέφωνο του
σε μια τσέπη) It must be the producer!

XAN Pick up, pick up!

TOM (κοιτά το τηλέφωνο) Oh…

(TOM διστάζει. XAN looks over his shoulder.)

XAN Oh my God! (excited) Is that your sister???

TOM Do you… mind if I take it?

XAN Of course not. Tell’er I say hi!

TOM (απαντά) Έλα. Τι γίνεται; Όχι, αύριο. Τώρα φεύγαμε για—Τι;;

XAN What?

TOM (κάνει το ΧΑΝ άκρη) Πότε;; Έρχομαι. Ερχόμαστε.

(TOM το κλείνει. Μένει ζαβλακωμένος, σε κάποιου είδους σοκ.)

XAN …What’s going on?

TOM I have to go home.

(Παύση.

XAN nods and rushes to the bathroom to get ready.

Το νερό ξεκινά.

Το βουητό του εντόμου επιστρέφει...)

(ξεσπά) FUCK!

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 103

ΣΚΗΝΗ 2 – 2003 – ΞΩΚΛΗΣΙ

Καλοκαιρινοί ήχοι. Κύμα. Τζιτζίκια. Άλλη μια ροδοδάχτυλη αυγούλα


φωτίζει τώρα τον ΝΕΑΡΟ ΤΟΜ (TOMMY για ευκολία) -με μαγιό,
γυαλαμπούκες και ανοιχτό πουκαμισάκι. Με μολύβι και τετράδιο στο
χέρι, σκαρφαλώνει πάνω στον πάγκο. Καθώς το κάνει αυτό, στο
παράθυρο πίσω του πέφτει θέα κορυφής λόφου: στα δεξιά οθόνης
ένα γηραιό ελαιόδεντρο και αριστερά, λίγο πιο κάτω στο λόφο, μια
μικρή Ορθόδοξη εκκλησιά με το σταυρό της στην κορυφή.

Ο TOMMY κάθεται, ανοίγει το τετράδιο. Η ΝΕΑΡΗ ΒΑΡΒΑΡΑ (BARB) -


με πλούσια ατίθασα μαλλιά- μπαίνει κρυφά από δεξιά της σκηνής και
σκαρφαλώνει από πίσω του. Τα πόδια της γυμνά, φορά ένα λευκό
μαγιό με κεράσια, έχει στο λαιμό της ριγμένη μια πετσέτα και κρατά
και τσάντα θαλάσσης. Τσιγκλάει τον TOMMY, κάνοντάς τον να
αναπηδήσει και να τσιρίξει.

Η BARB μιμείται Βρετανική προφορά, υψηλής κοινωνίας, ο TOMMY το


παίζει Αμερικάνος... Ανεπιτυχώς.

BARB (γελώντας) Hey, kitty. Πότε έφτασες;

TOMMY For fuck’s sake. You scared the shit out of me.

BARB Ένας μήνας στην Αμερική το διεύρυνε πολύ το λεξιλόγιό σου, ε;


Σσσσς. Κουβέντα στο Μπαμπά. (με βαριά Ελληνική προφορά) Is this
what I sent you to America for? So my son speak like a βοθρατζής;

TOMMY Whatever.

(TOMMY ανοίγει το τετράδιο, ξεκινά να σχεδιάζει. BARB βάζει κάτω


την πετσέτα της, κάθεται δίπλα του και βάζει αντιηλιακό στα πόδια
της.)

BARB (τραγουδά, εκπληκτικά παράφωνα) Θα πιώ απόψε το φεγγάρι και θα


μεθύσω και θα πω. Αφού πονάς για κάποιον άλλον, ρίξε μαχαίρι να
κοπώ… Κι όταν με κόψει το μαχαίρι, μετανοιωμένη θα μου πεις. Πάρε
του φεγγαριού το δάκρυ--

(Βγάζει γυαλιά ηλίου με φακούς σε σχήμα καρδιών και τα φορά.)

Like?

(TOMMY την αγνοεί. Εκείνη βγάζει γυαλιά ηλίου με φακούς σε σχήμα


αστεριών και του τα προσφέρει.)

Ορίστε.

(TOMMY τα βάζει, πάνω από τα γυαλιά οράσεως, χαμογελά


ντροπαλά.)
Σ ε λ ί δ α | 104

You look like an absolute star!

TOMMY (γελά) Stupid.

BARB I got them at a πανηγύρι what did you expect?

TOMMY Τι, ε… τραγουδούσες;

BARB Λέω να το πω στους εορτασμούς του Δεκαπενταύγουστου, next


month.

ΤΟΜΜΥ Είσαι σίγουρη;

BARB Παλιό, το ξέρω. Θα προτιμούσα κάνα acoustic Hot in Herre ή Murder


on the Dancefloor αλλά σ ’αυτό το κωλόνησο ποιος θα τα ‘πιανε
αυτά; Πρέπει να μεριμνήσω για το κοινό μου.

TOMMY Κάνε compromise και κάνε κάτι Ελληνικό but modern, like το
Θυμήσου της Βανδή. Ή… Ή! Μη Μου Κλείνεις το Φως! Που ‘ναι και
πιο… μιλητό.

BARB Τι θες να πεις;

ΤΟΜΜΥ Τίποτα! Ό,τι θες εσύ. Πάντως, Δέσποινα είναι κι άλλο όνομα για τη
virgin τη Μαιρούλα…

(BARB το σκέφτεται. Του δίνει το αντηλιακό και ξαπλώνει μπρούμυτα)

BARB Πλάτη.

(Δυσαρεστημένος, ο TOMMY σκαρφαλώνει πάνω της και της βάζει


κρέμα.)

Αχ ρε συ! Έπρεπε να ‘χες γυρίσει νωρίτερα. Έχασες πολλά. Έχει


κορώσει το φετινό το καλοκαίρι. Πιο πολλοί τουρίστες κι απ’ τα τρία
προηγούμενα χρόνια μαζί. Ο Μπαμπάς λέει είναι λόγω των
Ολυμπιακών του χρόνου. Ανεβάζει λέει το προφίλ της χώρας. Όλο σε
πτήσεις είναι εντωμεταξύ. Ελάχιστα τον έχω δει.

(TOMMY τελειώνει με την πλάτη, ξεκαβαλά και συνεχίζει το σκίτσο


του.)

That’s a good boy.

TOMMY Μπορείς να πεις και thank you, ας πούμε.

BARB Γιατί τα παίρνεις όλα τόσο personally, βρε kitty?

TOMMY Μη με λες έτσι.

BARB Προτιμάς… Θωμούκο; Μούλη; Μικρή Θουθού;


Σ ε λ ί δ α | 105

TOMMY Λέγε με Tommy. Έτσι με λέγανε στο summer school.

(Παύση.)

BARB Το μαγιώ μου πώς σου φαίνεται;

TOMMY (χωρίς να κοιτά) It’s nice.

BARB Marks & Spencer. Σούπερ ε! Δε μου πάει τρελά; Το ‘φερε ο Μπαμπάς
από την τελευταία του πτήση στο Λονδίνο… Α και ξέρεις τι; Λέει όταν
μετακομίσω το φθινόπωρο για πανεπιστήμιο θα φροντίσει να μου
νοικιάσει κάτι δίπλα σε Marks & Sparks.

TOMMY (αλλού) Μχμ.

BARB (ανασηκώνεται να τον κοιτάξει) Καλέ τι έχεις; (βάζει το χέρι της στον
ώμο του) Was little Tommy’s visit to the States not good?

TOMMY (διώχνει το χέρι της) Μια χαρά ήταν.

BARB Πώς ήτανε το school?

TOMMY Fine.

BARB Και τα άλλα boys?

TOMMY Fine.

BARB Κανά γκομενάκι;

TOMMY Shut up!!

BARB Aw. (ειλικρινά) Σε κορόιδεψαν που κουνάς τους γοφούς σου όταν
τρέχεις;

TOMMY (πετάγεται πάνω, πανικόβλητος) Ρούλα!

BARB Στο ‘χω πει, πρέπει να το συμμαζέψεις.

TOMMY Ρούλα, σταμάτα!

BARB Γιακ. “Ρούλα” είναι sooooo επαρχία. Αν είσαι εσύ ο Tommy, call me…
(σα να το βλέπει σε φωτεινή επιγραφή) Barb!

TOMMY Αν σ’ άκουγε κανείς;

BARB So what? Τη δική μας τη γλώσσα δεν τη μιλά κανένας. Besides, είναι
το μέρος μας. Ποιος άλλος έρχεται εδώ πάνω;

TOMMY Ε, ο παπάς;
Σ ε λ ί δ α | 106

BARB (αράζοντας) Λες και δεν ξέρει ο τράγος από πούτσες.

TOMMY (κοιτά τριγύρω με μεγάλο φόβο) Παναγία μου και Χριστέ μου!

(BARB γελά. TOMMY βαδίζει νευρικά.)

What’s wrong with you? Δεν ντρέπεσαι; Κι αν περνούσε ο Μπαμπάς;!


Ή— ή ο Πέτεκ.

BARB (Παύση. Μετά:) Ο Πέτεκ.

TOMMY Ξέρεις, που… δουλεύει στα ferry..

BARB Oh! (με πονηρό χαμόγελο) You mean Peter. Τον μετονόμασα..

TOMMY (σταματά) Τον «μετονόμασες»;

BARB Τι θα κάνει εδώ πέρα μια ζωή αν τον σκέφτονται για ξένο;

TOMMY Τον… έχεις δει τελευταία, δηλαδή;

BARB Ooooh! Άκου κουτσομπολιό! Θυμάσαι τη Maureen τη Saunders? Ο


πατέρας της χτίζει το Palace Ηotel ανατολικά απ’ το λιμάνι; Ε, έχασε
δυο κιλά το χειμώνα και την είδε ξαφνικά Giselle. Γυρίζει ο Peter από
τη θητεία του ε, κι έχει αντρέψει κάπως και χώνεται η Maureen… να
τον αποπλανήσει!

(BARB λύνεται στα γέλια, ο TOMMY γελά μα εμφανώς νιώθει άβολα.)

Stupid cow. Αν είναι δυνατόν. Μα με το γιο της καθαρίστριάς μας; Όχι


πες μου τι θα’ λεγε το χωριό αν τα ‘φτιαχνε η κόρη του μέγα χορηγού,
Saxon Saunders, με τον αλλοδαπό που είναι μια ζωή ξυπόλητος.

TOMMY Και;

BARB Τι και;

TOMMY Του άρεσε;

BARB Ευτυχώς είμαι καλή φίλη. I said to her, της λέω “Maureen, you are a
stupid cow. Αν νομίζεις ότι είναι καλή ιδέα να χαλάσεις τη φήμη σου
στο νησί για να σε χουφτώσει λίγο ένας φερρυμποτάς, δικαίωμά σου.
But I would not be a good friend if I didn’t tell you how stupid that
was”.

TOMMY (σαρκαστικά) You’re such a good friend.

BARB Είχε διαλέξει μέχρι και φόρεμα. Poor thing.

(BARB γελά και απλώνεται. TOMMY κάθεται, ζωγραφίζει).


Σ ε λ ί δ α | 107

Παύση.

BARB γυρνά στον TOMMY, κατεβάζει τα γυαλιά της).

Θα καείς.

TOMMY Whatever.

BARB Μη μου κλαίγεσαι τότε όταν γίνεις σαν αστακός βρασμένος.

TOMMY Ούτε καν!

BARB (τραγουδιστά) Στάνταρ…

TOMMY Ώχου ρε Βαρβάρα—

BARB Barb!

TOMMY Αμάν πια!

(TOMMY σηκώνεται τσαντισμένος, πετά τα γυαλιά


ηλίου του κάτω.)

BARB Θωμά, περίμενε. (απλώνει το χέρι της) Up.

(TOMMY ξεφυσά και τη σηκώνει. BARB τον παίρνει


αγκαλιά).

Θα αλλάξουνε τα πράγματα.

(Κάνει λίγο πίσω, του χαϊδεύει το πρόσωπο και μιλά


τρυφερά.)

There’s such a big world waiting for you. Μπορεί ο Μπαμπάς να σε


αφήσει να φύγεις για το boarding school επιτέλους.

TOMMY Νομίζω και μόνο που επισκέφθηκα του έπεσε πολύ…

BARB You can’t blame him for that, kitty.

TOMMY Tommy.

BARB Ε δεν μπορείς Tommy μου να τον κατηγορήσεις. Δεν είναι εύκολη
ιδέα για αυτόν το ότι θα φύγουμε μια μέρα. ΟΚ τον πείσαμε με τα
χίλια να σ’ αφήσει να πας για λίγο αλλά και να μεταναστεύσεις;
Κατάλαβε τον. Για εκείνον η Αμερική μας πήρε τη Mαμά…

TOMMY Γιατί παίρνεις πάντα το μέρος του;

BARB Ουφ! Please!


Σ ε λ ί δ α | 108

TOMMY Είναι λες κι έχετε συμμαχία απλά γιατί γεννήθηκες πριν από μένα.

BARB Συμμαχία; Μα καλά πόσο reality TV είδες όταν ήσουν εκεί πέρα;

TOMMY Σταμάτα να με κοροϊδεύεις!

BARB Ε, σταμάτα να λες βλακείες!

(TOMMY αποτραβιέται μα η BARB κρατά το χέρι του και ξεκινά έναν


χορό. Στροφή με κάθε ατάκα, μια εκείνος μια εκείνη.:)

Oh, boo-hoo! Η αδερφή σου σε πειράζει και ο Μπαμπάς σου σ’


αγαπά υπερβολικά για να σ’ αφήσει να του φύγεις. Ενηλικιώσου
πρώτα και μετά κάνεις ό,τι θες.

TOMMY Δεν είναι έτσι, ρε συ… Μένω πίσω. Όλοι μου οι συμμαθητές λένε τι
έχουν κάνει με κοπέλες στα διαλείμματα…

BARB Ε και; Θες κι εσύ;

TOMMY (Παύση. Μετά:) Όχι. …αλλά γιατί όχι κι εγώ;

BARB Γιατί δεν είσαι σαν τους άλλους εδώ, αγάπη μου. Έχεις τύχες που δεν
έχουνε. Language is a gate, Tom. And you have a first-class ticket to
the whole world! Εν καιρώ θα πας όπου θες και με όποιον θες.

TOMMY «Όπου θέλω» δεν μπορώ να πάω… Αν θέλω να μείνω στη χώρα, στα
δεκαοκτώ πρέπει να πάω στρατό, ξέρεις.

BARB So what? Θα πίνεις φραπέδες, θα κάνεις και καμιά σκοπιά. Μπορεί


να χρειαστείς να ξεκινήσεις και το κάπνισμα για το ενιάμηνο. Σιγά!
Μια εγκυμοσύνη περισσότερο κρατάει. Besides, υπάρχουν τρόποι να
αποφύγεις το στρατό.

TOMMY Ναι, γιατί ο Μπαμπάς θα το ‘παιρνε πολύ χαλαρά αν δήλωνα


αδερφή…

BARB Για σπουδές λέω. Αναβολή; Hello?

TOMMY But that’s just that. Μια αναβολή μονάχα. Δεν μπορώ να κάνω ό,τι
θέλω. Για να το κάνω πρέπει να φύγω από ‘δω. Και θα μου
επιτρέπονται τριάντα μέρες το χρόνο στον τόπο που μεγάλωσα.
That’s, like, really sad.

(Ο χορός τελειώνει. Ησυχία)

BARB Μα… Θες να μείνεις εδώ πέρα;

TOMMY Δεν είναι τέλεια, OK. Most of the time νιώθω εξωγήινος. Οι ντόπιοι
δεν πάνε το Μπαμπά γιατί τους άφησε για την Αμερική και γύρισε
Σ ε λ ί δ α | 109

ατιμασμένος και οι ξένοι θεωρούν πως ό,τι πατήσουνε είναι δικό


τους… Μα/αν… αν υπήρχε ένα άτομο που σε έκανε να νιώθεις…
ασφαλής. Να νιώθεις ο εαυτός σου με τρόπο που κανείς ποτέ δε σε’
έχει κάνει…

BARB Μα πού σου ‘ρθανε αυτά; Από μωρά λέμε πως θα την κάνουμε από
δω.

TOMMY Δε θα ‘θελες--

BARB Μύγα σε τσίμπησε;

TOMMY (θυμωμένος) Δε θα ‘θελες να δεις άμα μπορείς να μείνεις πλάι του;


(μετά, σιγανά) Δε φοβάσαι;

BARB Kitty… You don’t need to worry about that. I will always be here for
you.

TOMMY (ξαφνιασμένος) Oh… Σ’ αγαπάω αδελφούλα μου, δε λέω.

BARB Uh, duh!

TOMMY Αλλά έλεγα, like, ρο-- ρομαντικά.

(BARB γελά.)

Οπότε όχι για ‘σένα. Προφανώς.

BARB It’ll happen for you.

TOMMY Βασικά... Υπάρχει κάποιος.

BARB Now you’re talking. Είχε γκομενάκια στο summer school.

TOMMY Είχα μια… σκέψη; Ένα συναίσθημα. Από πάντα. Ή προαίσθημα; …Σα
να ‘ξερα το σχήμα του μα όχι το περιεχόμενο πριν από τώρα…

BARB Great! Λοιπόν, πάμε να τον βρούμε και να τον φιλήσεις, τσακ-μπαμ
ερωτευόσαστε και όταν έρθει η ώρα κάνετε και babies.

TOMMY (σαρκαστικά) Ναι, αμέ. Πώς;;

BARB Ξέρω γω; Θα πάρετε ένα Κινεζάκι. Ή θα σας κάνω την παρένθετη

TOMMY Άχου κόφ’ το. Είναι πολύ freaky αυτό που λες. Και νομίζω και racist.

BARB Oh, it’s happening. Μα θα μου σχεδιάσεις το νυφικό ως αντάλλαγμα.

TOMMY (περιπαικτικά) Έκλεισε.

BARB So, ποιος είναι ο τυχερός;


Σ ε λ ί δ α | 110

TOMMY Ε, ξέρεις—Τον-- Τον είδα έξω απ΄ το αεροδρόμιο όταν έφτασα.


Μάζευε--

BARB Κάποιος απ’ το νησί;!

(Παύση. ΠΕΤΕΚ μπαίνει διακριτικά από τα αριστερά της σκηνής.)

Δε μου το ‘χες πει αυτό…

TOMMY Και τι μ’ αυτό;

BARB It matters, Θωμά. Πρέπει να ‘σαι προσεκτικός και— κι υπομονετικός.


Και μια μέρα όλα θα τα μπορέσεις. (του πιάνει το πρόσωπο) It
happened for me. It can for you.

TOMMY (παιχνιδογκρινιάζει, χτυπά το πόδι του) But I want it now!

(Χτυπάνε καμπάνες:)

Κάτσε. What happened to you?

(ΠΕΤΕΚ έχει πλησιάσει, σκαρφαλώνει πάνω – το γαλάζιο του


πουκάμισο είναι γαριασμένο και ξεθωριασμένο απ’ τον ήλιο –
σταματά πίσω από τον TOMMY. Η BARB κάνει τον TOMMY παρακεί
και ορμά στον ΠΕΤΕΚ, τον φιλά παθιασμένα. Ο TOMMY κουμπώνει το
πουκάμισό του βιαστικά.)

BARB (στον ΠΕΤΕΚ, λάγνα) Hey you... (Μετά) Θυμάσαι τον αδερφό μου--

ΠΕΤΕΚ Θωμά…

TOMMY Πέτεκ.

BARB Αγόρια, είστε έτοιμοι για το καλοκαίρι της ζωής σας; (βάζει ένα χέρι
γύρω από τους ώμους του καθενός τους) Θα περάσουμε τέλεια οι
τρεις μας!

(BARB πανευτυχής, TOMMY και ΠΕΤΕΚ κοιτιόνται πετρωμένοι. Μετά:)

TOMMY (κοφτά) Ο Μπαμπάς θέλει να πάρω μια κάσα απ’ το κόκκινο του
Τάσου.

BARB Το θέλει για το Δεκαπενταύγουστο καλέ το κρασί, από τώρα θα το


πάρεις;

(ΠΕΤΕΚ σηκώνει το τετράδιο του TOMMY και το ξεφυλλίζει

TOMMY αρπάζει το τετράδιο, κοκκινίζοντας, γυρνά να φύγει.)

ΠΕΤΕΚ (γελώντας) Γιατί τρέχεις, ρε; Με φοβάσαι;


Σ ε λ ί δ α | 111

BARB Wait! (μαζεύει τα γυαλιά αστέρια, τα κρατά ψηλά) Το δώρο σου!

(TOMMY κατεβαίνει από τον πάγκο, βγαίνει δεξιά σκηνής, βιαστικά.)

Wait, καλέ! (φωνάζει) Δε μου ‘πες ποιος σ’ αρέσει!

(Παύση. Καμία απάντηση από TOMMY.)

Πραγματικά κουνιέσαι! (ΠΕΤΕΚ την κοιτά περίεργα) Τι; Πρέπει να το


μαζέψει. Για καλό το λέω.

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 112

ΣΚΗΝΗ 3 – 2020 – ΠΑΤΡΙΚΟ

Πρωινό φως βρίσκει ΒΑΡΒΑΡ, ÇERI και ΜΑΝΟ στις καρέκλες.


ΒΑΡΒΑΡΑ πίσω από τον πάγκο, προς το κοινό – έχει αφήσει τη ρόμπα
της μα παραμένει απεριποίητη και σφιχτά τυλιγμένη στο σάλι της.
ÇERI και MANOΣ μπροστά, αντικριστά, φορώντας σορτς και
μπλουζάκια που έχουνε κληρονομήσει από μεγαλύτερα αδέλφια. Η
ΒΑΡΒΑΡΑ έχει ανοιχτό ένα σχολικό βιβλίο. Τα παιδικά τετράδια, όπου
ÇERI σχεδιάζει αφηρημένα. Στον πάγκο, δίπλα στο τηλέφωνο, υπάρχει
μια πιατέλα με μπόλικα πράσινα μήλα και δυο κόκκινα. Απομένουν
δυόμισι μπουκάλια νερό.

Η προφορά της ΒΑΡΒΑΡΑΣ παραμένει Βρετανική από πεποίθηση. ÇERI


έχει προφορά Ελληνική μα μιλά άπταιστα. Ο MANOΣ πάλι… Καθώς η
ΒΑΡΒΑΡΑ παλεύει να τον διδάξει, ÇERI παρατηρεί ένα έντομο το
οποίο ακούμε να πετά στο χώρο.

MANOΣ Τι;

ΒΑΡΒΑΡΑ Not “τι;”. “What?”. Καλύτερα: “excuse me?” or “could you repeat,
please?”.

(Παύση.)

ΜΑΝΟΣ Ε;!

ΒΑΡΒΑΡΑ (αναστενάζει) Geri?

ÇERI (αλλού) The first conditional structure refers to the present or future
where the situation is real.

ΒΑΡΒΑΡΑ So, this is a type one conditional. Does that make sense?

ΜΑΝΟΣ (γνέφει) Yes.

ÇERI Κατάλαβες;

ΜΑΝΟΣ Τσου.

ÇERI He didn’t get it.

ΒΑΡΒΑΡΑ (του δείχνει το βιβλίο) Read this for me. Έλα, διάβασε. “If I…”

ΜΑΝΟΣ “If I… had.”

ΒΑΡΒΑΡΑ “Made”.

ΜΑΝΟΣ “Made… (υπερβολική έμφαση) dee-feh-rent choy-sez”.


Σ ε λ ί δ α | 113

ΒΑΡΒΑΡΑ (γνέφει ενθαρρυντικά) “My life…”

ΜΑΝΟΣ “My life wooled be… better?”

ΒΑΡΒΑΡΑ Geri… Geri?

ÇERI (επιστρέφει) Τ’ ακούτε αυτό;

(Η ΒΑΡΒΑΡΑ παίζει νευρικά με το σταυρό γύρω απ’ το λαιμό της.)

ΜΑΝΟΣ Τι;

ÇERI Νομίζω είναι μια μέλισσα παγιδευμένη στο σπίτι.

ΜΑΝΟΣ Να τη σκοτώσουμε!

ÇERI Όχι, ρε συ.

ΒΑΡΒΑΡΑ OK! Now do this whole thing again in English.

ΜΑΝΟΣ (αντιδρά στην αυστηρή έκφραση της ΒΑΡΒΑΡΑΣ) W-- What?

ÇERI (ξεφυσά) I think there’s a bee trapped in the house.

ΜΑΝΟΣ (κοιτά τη ΒΑΡΒΑΡΑ που του γνέφει «προχώρα») We kill it!

ΒΑΡΒΑΡΑ Let’s…

ΜΑΝΟΣ Let’s we kill it!

ΒΑΡΒΑΡΑ No “we”. “Let’s kill it”. Go on.

ÇERI No, man.

ΒΑΡΒΑΡΑ (απελπισμένη) Geri, please.

(Η ΒΑΡΒΑΡΑ σηκώνεται με το βιβλίο της, πάει προς Κουτσομπόλα.)

ÇERI Αυτό είπα πριν. Μεταφράζω.

ΒΑΡΒΑΡΑ Oh. Yes. (Στο ΜΑΝΟ) “If we killed the bee, it wouldn’t make honey”. Τι
είδους conditional είναι αυτό;

ΜΑΝΟΣ Tree?

ΒΑΡΒΑΡΑ Ναι, δέντρο είναι μπράβο. Three!

ΜΑΝΟΣ Ε αυτό λέω.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ε δεν είναι αυτό.

(Με το βιβλίο, η ΒΑΡΒΑΡΑ οδηγεί το έντομο προς την πόρτα.)


Σ ε λ ί δ α | 114

Geri! Give us another example.

(Η ΒΑΡΒΑΡΑ ανοίγει το πάνω μέρος της πόρτας και απελευθερώνει το


έντομο. Το βουητό υποχωρεί…)

ÇERI If I had left for work early I wouldn’t have to put up with this.

ΒΑΡΒΑΡΑ (κάθεται) That’s type three. Εδώ δεν καταλαβαίνει το zero!

ÇERI Κι εγώ τι φταίω;;

ΜΑΝΟΣ You talking to me?

ΒΑΡΒΑΡΑ Mano. Can you give an example of a conditional? Any type!

ΜΑΝΟΣ Yes.

(Παύση.)

ÇERI Αμάν ρε, Μάνο! Πες κάτι το υποθετικό.

ΜΑΝΟΣ Α! Αν η γιαγιά μου είχε καρούλια θα ’τανε καρότσα.

(Ο ΜΑΝΟΣ ξεκαρδίζεται με το σπουδαίο αστείο του.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Again, in English. If…

ΜΑΝΟΣ If my grandmother had the wheels she would… be a… κάροτς!

(ΜΑΝΟΣ και ÇERI γελούν.)

ΒΑΡΒΑΡΑ “Carrots” is καρότα. Καρότσα is “carriage”. Write it down.

ÇERI (στο βλοσυρό βλέμμα της Βαρβάρας) What? It’s kinda funny. Σκέψου
τη Μαρτζ καρότσα.

ΒΑΡΒΑΡΑ Μπορείς να με κάνεις back up ρε παιδί μου; Μια φορά!

ÇERI Ώχου, βρε αδερφέ!

(ΜΑΝΟΣ γράφει στο smartphone του.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Αλήθεια έτσι θες να ‘ναι η τελευταία μέρα σου;

ÇERI Ποιος λέει ότι είναι τελευταία μου μέρα;

ΒΑΡΒΑΡΑ Τα είπαμε αυτά… Ο Μπαμπάς είπε/ θέλει να πας.

ÇERI Δε μου το ‘πε εμένα!

ΒΑΡΒΑΡΑ Περίμενε να φτάσει ο αδερφός σου, κακομοίρα μου!


Σ ε λ ί δ α | 115

ÇERI Do you really want to go into it with him here?

ΒΑΡΒΑΡΑ I’d have more of a chance of a donkey understanding me.

ΜΑΝΟΣ (απορροφημένος στο τηλέφωνο) Γαμάει το Donkey Kong!!! Retro


φάση.

ΒΑΡΒΑΡΑ Είδες; Χρειάζεται τη help μας!

ÇERI Καλά, κάποιο είδους help σίγουρα το χρειάζεται…

ΒΑΡΒΑΡΑ Σοβαρά, Geri! Αυτό έχουμε να προσφέρουμε εδώ, OK? …Όπως όταν
μας διάβαζε ο Μπαμπάς τη Narnia, remember? Τo να ξέρεις μια
γλώσσα είναι σαν να ‘χεις access to this magical wardrobe—

ÇERI Πού σε πάει στη Νάρνια;

ΒΑΡΒΑΡΑ Που σου δίνει τη δυνατότητα να πας σε τόσα πολλά μέρη στον κόσμο.

ÇERI Οπότε λες ότι οι γλώσσες είναι σα μαγικές ντουλάπες;

ΒΑΡΒΑΡΑ Οι γλώσσες είναι… σαν πύλες θα μπορούσαμε να πούμε.

ÇERI Κι αν τ’ Αγγλικά είναι πύλη σου εσύ γιατί είσαι ακόμα εδώ;

(Beat.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Έχασα την πτήση μου.

ΜΑΝΟΣ I go now. Have get my γιαγιά from the boh-at. She lose.

ΒΑΡΒΑΡΑ (διορθώνει) She gets lost.

ÇERI Θα με πας στη δουλειά;

ΜΑΝΟΣ (φλερτ) Κι εσύ τι θα μου δώσεις;

ÇERI (σηκώνει απειλητική γροθιά) Δε θα σε βαρέσω. Πώς σου φαίνεται


αυτό;

ΜΑΝΟΣ (υποχωρεί) OK, OK!

(ΜΑΝΟΣ πάει προς πόρτα, ΒΑΡΒΑΡΑ διστάζει, σηκώνεται, τον


σταματά.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Could you please ask your γιαγιά when she’ll be able to pay me?

ΜΑΝΟΣ (παίζει με το τηλέφωνο) Eh?

ΒΑΡΒΑΡΑ Πες της κυρά Μαργαρίτας της κάνω έκπτωση, όχι δώρο.
Σ ε λ ί δ α | 116

(ΜΑΝΟΣ παίζει με το τηλέφωνο)

Ε, ψιτ. Εδώ σε θέλω. Ήδη μου ‘φερες λάθος την παραγγελία το πρωί.
(κάνει νόημα προς την πιατέλα) Does that look like a dozen Pink
Ladies?

ΜΑΝΟΣ Έ, δεν είχαμε άλλες Ladies τι να—

ΒΑΡΒΑΡΑ Εnglish, ρε!

ΜΑΝΟΣ We has only left Grand mother Smith.

ΒΑΡΒΑΡΑ Δε δουλεύω βερεσέ, μικρέ. Πες της γιαγιάς σου να με πληρώσει.

(ΜΑΝΟΣ πάει να ξαναστείλει κι η ΒΑΡΒΑΡΑ του γραπώνει το


τηλέφωνο.)

Or I’m keeping this.

ΜΑΝΟΣ Όχι-- (ΒΑΡΒΑΡΑ κάνει να το πετάξει) NO! Soon Miz Roula, he say soon.

ΒΑΡΒΑΡΑ Did she say when?

(ΜΑΝΟΣ σηκώνει τους ώμους.)

It’s Mrs. Barbara by the way.

ΜΑΝΟΣ But you no marry.

ΒΑΡΒΑΡΑ Αυτό τον κανόνα το θυμάσαι ρε σκατό;

ΜΑΝΟΣ (προς ÇERI) Έλα, πες της κάτι.

ÇERI Τι να της πω; Εσένα οι αδερφές σου σ’ ακούν ποτέ;

ΜΑΝΟΣ Ούτε οι θείες μου, ούτε η γιαγιά μου…

ÇERI OK! Let’s go. Πάμε.

(ΜΑΝΟΣ μουρτζουφλιάζει. ÇERI τον σπρώχνει προς την


Κουτσομπόλα.)

ÇERI Θα γυρίσω με το που τελειώσω. (βγαίνοντας) Don’t smoke, έτσι;


Σοβαρολογώ. Αν καπνίσεις σ’ έφαγα.

ΒΑΡΒΑΡΑ Geri. Ger, wait.

ÇERI (σταματά) Τι;

(ΒΑΡΒΑΡΑ κοιτά γύρω, πιάνει ένα πράσινο μήλο και το δίνει σε ÇERI.)
Σ ε λ ί δ α | 117

ΒΑΡΒΑΡΑ Κάτι να σε κρατήσει μέχρι τ’ απόγεμα.

ÇERI Thanks, sis. (ανταλλάσσει το πράσινο για ένα κόκκινο μήλο) Bye!

ΒΑΡΒΑΡΑ …Αν δείτε την οικογένεια του Μάνου, γενικά με τους ανθρώπους του
χωριού, προσπάθησε να ’σαι λίγο πιο— Λιγότερο α— Μήπως να σου
φτιάξω μισό τα μαλλιά σου;

(ΒΑΡΒΑΡΑ πάει να ακουμπήσει, ÇERI διώχνει το χέρι.)

ÇERI Σε έχεις δει; Να μου κάνει κόμμωση για να ανεβώ στη μηχανή λέει.
ΟΚ.

ΒΑΡΒΑΡΑ Έλα κατευθείαν σπίτι. Ο Θωμάς θα—

ÇERI Αμάν. I know.

ΒΑΡΒΑΡΑ Και μην ξοδευτείς στο Internet café ξανά.

ÇERI Δικός μου μισθός είναι, ό,τι θέλω τον κάνω.

(ÇERI παίρνει το τηλέφωνο του ΜΑΝΟΥ απ’ τη ΒΑΡΒΑΡΑ και βγαίνει.


ΒΑΡΒΑΡΑ ακολουθεί.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (φωνάζει) Φόρα το extra κράνος του τουλάχιστον!

ÇERI (εκτός, φωνάζει πίσω) Ούτε ένα δεν έχει.

(ΒΑΡΒΑΡΑ ξεφυσά. Κάθεται, κάνει μασάζ στους κροτάφους της. Κοιτά


προς δωμάτιο Μπαμπά... Εμφανίζει τσιγάρο κι αφαιρεί το κάτω μέρος
του σταυρού της, αποκαλύπτοντας κρυφό αναπτήρα. Ανάβει και
καπνίζει…

Ήχος μηχανής που απομακρύνεται – ΒΑΡΒΑΡΑ σηκώνει το τηλέφωνο.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (σταυρώνεται. Μετά, ακούει:) Δόξα σοι ο Θεός. Δουλεύει ακόμα.


(παίρνει… καμία απάντηση. Κλείνει, παίρνει νέο νούμερο) Ναι, γεια
σας, αεροδρόμιο; Ήθελα να μάθω αν έχει έρθει ένας επιβάτης. Η
πτήση εί— Δε μπορείς να μου πεις αν ήτανε στην πτήση, ρε μαλάκα;
…Ναι; Ναι;!

(Βαρά το ακουστικό, βουρκωμένη από θυμό. Κρύβει τα δάκρυα στον


καπνό απ’ το τσιγάρο. Βογγητό πόνου από εκτός σκηνής...)

ΒΑΡΒΑΡΑ Έρχομαι Μπαμπά. Έρχομαι αμέσως.

(ΒΑΡΒΑΡΑ σβήνει το τσιγάρο της πίσω απ’ τον πάγκο.)

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 118

ΣΚΗΝΗ 4 – 2020 – ΚΑΡΑΒΙ / ΛΙΜΑΝΙ

Θέα ανοιχτής θάλασσας πέφτει πίσω από TOM και XAN - όρθιοι πάνω
στον πάγκο, που τώρα είναι κάθετος στον ορίζοντα της σκηνής ως
κατάστρωμα. Φορούν χρωματιστά, καλοκαιρινά ρούχα. Τα γυαλιά του
TOM έχουν κάλυπτρα ηλίου. XAN φορά messenger bag, κρατά
κουλούρι. Ταλαντεύονται με την κίνηση του πλοίου. Ακούγονται
άνεμοι και κύμα ενώ τα φώτα μάς χτυπάνε μεσημέρι. TOM κοιτά προς
κοινό, XAN δαγκώνει το κουλούρι.

*Σημείωση: Στα Ελληνικά του ΧΑΝ τα γραμματικά λάθη είναι


επίτηδες.

XAN (διαβάζει tablet) How about? “Family is a compound word here.


Οικογένεια. It comes from house and birth. So, I want to thank you for
accepting me into your home today and may this meeting between us
give birth to a new family.” Think they’ll like it? Τώρα μόνο πρέπει να
το... translate. Ναι; (looks to TOM) ...Bae?

TOM Πώς πέρασε ένας μήνας…

XAN I know. (αγναντεύοντας το κοινό) Πολύ όμορφη Μεσογείων!

TOM Μεσόγειος.

ΧΑΝ What did I say?

TOM Ασ’ το.

ΧΑΝ No, please! Παρακαλώ. Αν δε μιλάμε Ελληνικά πώς θα μάθω;

(ΧΑΝ cutes it up. ΤΟΜ ενδίδει)

ΤΟΜ Lesson one. Honeymoon is μήνας του μέλιτος which would translate
to—

XAN Mmm… Month! Of honey.

TOM Yup!

XAN (reading form his notes) Ανυπομονώ να γνωρίζω τις αδέρφια σου! OK,
τεστ: Geri μισό-μισό—

ΤΟΜ Ετεροθαλής.

ΧΑΝ Και… αρέσουν υπολογιστές και super heroes. Barb αρέσει… τραγούδι;

TOM Βαρβάρα τη λένε τώρα. Αν τραγουδάει ακόμα…; Καλύτερα αν τ’


άφηνε.
Σ ε λ ί δ α | 119

XAN (trying it out) Βάρβαρα.

TOM Βαρβάρα.

XAN Τι λέω εγώ;

TOM Δεν πειράζει.

XAN Τι έχεις, bae? You seem (checks notebook ) τσαντισμένος από τότε
που πήρε η Barb-áh-ra.

TOM Ε, εντάξει μου τη σπάει.

XAN Γιατί;

ΤΟΜ Ε τι; Με παίρνεις στο honeymoon… Δεν έχεις ευχηθεί τίποτα και «έλα
σπίτι γιατί ο Μπαμπάς…» Δεν ξέρω κι εγώ τι. Από τότε που ‘φυγα
«όλο ο Μπαμπάς θέλει, ο Μπαμπάς λέει, έλα για το Μπαμπά»...

ΧΑΝ Ε; Άλλη μια φορά;

ΤΟΜ She wants what she wants when she wants it, ρε παιδί μου.

ΧΑΝ Έλα! It’s OK. We’re in Greece!! Δεν ήτανε σχέδιά μας αλλά χαίρομαι
που θα δω από πού είσαι.

TOM (αναστενάζει) Να, ΟΚ, καλό αυτό λες...

XAN (του τρίβει τον ώμο) Aw, my boo. Come’ere.

(TOM πάει να αγκαλιάσει καθώς ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ μπαίνει από δεξιά


σκηνής, διασχίζοντας κατάστρωμα κάτω απ’ τα αγόρια. Βλέποντας την
TOM αλλάζει - βάζει χέρι φιλικά γύρω από λαιμό του XAN. Buzz απ’
την τσάντα.)

TOM Ωχ! Get it, get it! Ο παραγωγός.

XAN (ψάχνει, βγάζει τηλέφωνο) It’s just that kid from the app. Ο αγόρι από
το Γρινδρ; (γελά) Καταπληκτικό data roaming!

TOM (απογοητευμένος) Oh. Το δεκαεννιάχρονο; Τι θέλει;

XAN Hm… (looks close to the screen) Δεν ξέρω; Τι να καταλάβεις από close
up του… bellybutton του; Probably wants to see our dicks. (Buzz) Και
έστειλε τον κώλον του.

(Beat - XAN tilts his head and looks at his phone.)

It’s a nice ass... But, like, people who won’t show you their face ποτέ
δεν ξέρεις… This butt could really be ογδόντα χρονών. (Buzz.) Aaaand
we’ve got face! No way είναι δέκα εννέα. Δέκα εφτά. Πολύ πολύ.
Σ ε λ ί δ α | 120

TOM (κοιτά) Aw. Θυμάμαι που ’χα κι εγώ αυτό το σκιερό μουστακάκι φάση
. Barb kept pretending I had dirt on my lip και μου ‘λεγε όταν τρώγαμε
όλο να σκουπιστώ κι εγώ την πίστευα σα βλάκας.

XAN Είναι (checks book) νόμιμο εδώ;

TOM Οι φάρσες;

XAN Δέκα εφτά χρονών.

TOM Δεν είναι και πολλά παράνομα εδώ. Κι αν είναι, ακόμα οι άνθρωποι
τα κάνουνε. Σαν το κάπνισμα μέσα ή που δεν κόβουνε απόδειξη ποτέ.
Αλλά εντάξει είναι ακόμα παράνομο να τεκνοθετούν ομόφυλα
ζευγάρια. (με ψεύτικο πατριωτισμό) Κάποια τάξη πρέπει να μείνει σ’
αυτόν τον κόσμο!

XAN (unexpectedly earnest) It must be hard for you to be back here.

TOM (αλλάζει θέμα) Ooh! Κοίτα. (σηκώνει τα κάλυπτρα ηλίου) Το βλέπεις;

XAN (eating) Τι;

TOM Το σχήμα του (δείχνει) Πώς σχηματίζονται αυτοί οι τρεις λόφοι; Αυτά
θα ‘τανε οι… καμπούρες του… ή όπως τα λεν στους δεινοσαύρους.

XAN (checking tablet) Δεν έχει Wi-Fi στο πλοίο, huh?

TOM Like a stegosaurus, you know.

XAN (typing) Uh-huh. Uh-huh. No idea what you’re talking about.

TOM Look! Οι νησίδες που φεύγουν απ’ την όχθη σαν να’ ναι ουρά;

ΧΑΝ What the fuck’s “ισίδες”?

ΤΟΜ Those islets. See?

XAN Yes.

TOM Ψεύτη!

XAN Κουλούρι;

TOM Όχι, ευχαριστώ. Κοίτα!

XAN Suit yourself. (takes another bite, looks at phone - through mouthful of
koulouri) Wait! Έχει αεροδρόμιο το νησί;

TOM Ένα μικρούλι στο δεύτερο hump.

XAN Plate.
Σ ε λ ί δ α | 121

TOM Huh?

XAN Stegosauri had plates. They used them primarily for display and
possibly thermoregulation. 3G on the open sea bitch. (waving his
phone) Ακούω!

TOM (χαμογελά) Έχει μικρό αεροδρόμιο στην δεύτερη πλάκα λοιπόν.

XAN Και δεν πήγαμε με το αεροπλάνο γιατί…;

TOM Είναι μικρό σου λέω. It’s, like, uh, a runway.

XAN Ε, λατρεύω runway?

TOM Το καράβι είναι πιο φτηνό.

XAN Ναι, (takes a big bite) αν δεν κάνω εμετό.

TOM (αλλού) Ο Μπαμπάς ήταν ο μόνος πιλότος στο νησί χρόνια. Ο


πατέρας του ήτανε Καραγκιοζοπαίχτης και ο παππούς του συλλέκτης.
It was a thing here, Θέατρο Σκιών. Γεννήθηκε ως αντίσταση την εποχή
της Οθωμανικής κατοχής. Στα μάτια των κατακτητών Ο Καραγκιόζης
ήταν ο καημένος, κουτοπόνηρος Γρεκός. Μα για τους κατακτημένους
ήταν μήνυμα ελπίδας. Ο φτωχός και κατατρεγμένος Έλληνας που όλο
δοκιμάζει νέα σκαρφίσματα για να καλυτερέψει τη ζωή του και όσες
φορές κι αν τον πετάνε απ’ το Σαράι, πίσω στην παράγκα του, δεν το
βάζει ποτέ κάτω.

XAN I know Θέατρο…

TOM Σκιά is shadow.

XAN (another bite) Fascinating. Πώς δουλεύει;

(TOM βγάζει τετράδιο και τηλέφωνο από την τσάντα.)

TOM Τσίχλα;

XAN Κάπου…

(XAN ψάχνει, TOM διπλώνει μια σελίδα στα τέσσερα σαν concertina.)

TOM So, ο Παππούς…

XAN Grandfather. (offering gum) Here.

ΤΟΜ Μάσα την.

ΧΑΝ Uh… OK?

(XAN μασά όσο ΤΟΜ κόβει άλλη σελίδα σε λωρίδες.)


Σ ε λ ί δ α | 122

TOM …ταξίδευε στα νησιά και έκανε παραστάσεις για τα πανηγύρια των
αγίων, the festivals of the saints. Σπεσιαλιτέ του, Saint George and the
dragon.

(TOM προτείνει το χέρι του, ΧΑΝ φτύνει την τσίχλα. Την κόβει μικρά
κομμάτια και κολλά τις λωρίδες στην concertina.)

TOM Now, προπαππούς—

XAN Great-grandfather?

TOM Ding-ding-ding! He was obsessed με τις φιγούρες! Ναυτικός. Ταξίδευε


τον κόσμο και τις έψαχνε. Ινδία, Ταϊλάνδη, Συρία, Νεπάλ, Γερμανία,
Αίγυπτο κι Αμερική ακόμα. His συλλογή was just, just απίστευτη!

XAN (hesitant) Dis… gusting?

TOM (γελά) Amazing! Aaaand…

(TOM φορά τη μαριονέτα που μόλις έφτιαξε και χρησιμοποιεί το


φακό του τηλεφώνου για να ρίξει τη σκιά ενός τέρατος στο στομάχι
του XAN.)

TOM …Ta-da! (ως τέρας) Grrr! Argh!

(XAN γελά. TOM μετακινεί σκιά στο λαιμό του, κάνει πως τον
δαγκώνει.)

XAN (giggling) Ah! Σταμάτα!

TOM (βάζει τα πράματα πίσω στην τσάντα) …Προφανώς, χωρίς όραση


twenty-twenty δεν μπορούσα να ακολουθήσω την πορεία του
Μπαμπά. Οπότε δίχως το πιλοτιλίκι είπα να μπω στα βήματα των
παππούδων. Μα ο Μπαμπάς ούτε ν’ ακούσει να χρησιμοποιήσω τις
φιγούρες τους. Ε, έφτιαξα κι εγώ τις δικές μου. Μια οικογένεια από
χαρτόνι και ρυζόχαρτο και ξυλαράκια από παγωτά και έκανα πρόβες
ώρες ατελείωτες στο δωμάτιο μου και έκανα όλες τις φωνές. Like
(βαρύς) for the dad puppet or (μελωδικά γλυκός) the mother one.
Ήμουν επτά και είχα ετοιμάσει ολόκληρη παράσταση για το Μπαμπά
και τη Βαρβάρα. Ούτε δέκα λεπτά δεν έπαιξα. Ήρθε πίσω απ’ το
σεντόνι που ’χα στήσει και μου τις πήρε από τα χέρια. Μου λέει «αν
συνεχίσεις να κάνεις έτσι θα χαλάσεις τη φωνή σου». Ιf I kept on like
that I’d ruin my voice, λέει.

XAN Aw…

TOM Yeah. He was a gruff man.

XAN Και η μαμά σου;


Σ ε λ ί δ α | 123

TOM I… don’t know much. Barb says το όνειρο της ήταν φέρει το νησί στο
μέλλον. Ή το μέλλον στο νησί… Παίζει κα να ‘ταν η πρώτη γυναίκα
αρχιτέκτονας εδώ; Or a developer. Tις μισές ταβέρνες αυτή τις έστησε
λέει και το water delivery από τη Στερεά. Back in the ‘80s there δεν
είχαμε καν βασική ύδρευση. Ακόμα δεν μπορείς να πιείς νερό βρύσης

XAN (making note on tablet) Good to know.

(Buzz. TOM και XAN χώνονται κι οι δυο να ψάξουν.)

XAN (checking phone) The kid again.

TOM Αν είναι!

XAN …Πώς να είναι εδώ για αυτόν, ε;

TOM (αλλού) Hm?

XAN Not many people on the app στην άκρη της Μεσογείων, φαντάζομαι.
What must it be like να είσαι ένα από δέκα homosexuals στο μέρος
σου;

TOM Ή ο μόνος στο νησί.

(Παύση.)

I’ll tell you what, αν υπήρχαν αυτά τα apps όταν ήμουν εγώ έφηβος
ούτε ξέρω πόσο θα ‘χα μπλέξει…

ΧΑΝ Why? Πώς ήσουν ως teenager?

TOM Ντάξει. Ψιλομοναχικός. Με την αδερφή μου έκανα παρέα και…


(αποφεύγει) Βλέπεις το λόφο με την εκκλησιά;

XAN Με το δένδρο ελιά;

TOM (σα σ’ όνειρο) Πηγαίναμε εκεί οι δυο μας από τότε που θυμάμαι.
Μέχρι το καλοκαίρι πριν απ’ τους Ολυμπιακούς. Πριν,
σκαρφαλώναμε εκεί ψηλά παρέα κι ύστερα ένας-ένας, one, two,
three, βουτάγαμε -μπλουμ- κάτω. μερικές φορές περνάγαμε όλη μας
τη μέρα πάνω κάτω και αράζοντας στον ήλιο μετά την κάθε βουτιά κι
ανάβαση, να αναπνεύσουμε …

XAN Ποιος one, two, three?

TOM Eh? Eh, Εγώ η Βαρβάρα και ο… Πέτρος.

XAN Petros?
Σ ε λ ί δ α | 124

TOM Σου ‘χα πει. Ο… ξέρεις. Ο γιος της παραδουλεύτρας του Μπαμπά.

XAN The guy? Like your… (wiggles his eyebrows suggestively) o Πρώτος
σου;

TOM Φίλος μου ήταν!

XAN Ωραίος φίλος. Is he gonna be there?

TOM Στο νησί; Μπα. Γιατί να ’ναι;

XAN Δε θέλεις να τον ξαναδείς;

TOM Σχεδόν είκοσι χρόνια έχω να τον δω. Δεν είμαστε ούτε φίλοι στο
Facebook.

XAN That’s not really an answer.

(Buzz.)

TOM Oh! (αρπάζει το τηλέφωνο) It’s Theo! It’s the producer!

XAN I know who Theo is! Pick up, pick up!

TOM (το σηκώνει) This is Tom Pappas... Yes, hello, Theo! Yes, we’re—we’re
flying in tomorrow. We’ll be on schedule… He’s very excited too…
Thank you. Oh, OK. OK. I’ll wait for your call. Zie je snel.
[Τα λέμε σύντομα.]

XAN Soooooo?

TOM (και καλά χαλαρός) Ο Theo. Just wanted to make sure ότι θα
φτάσουμε εγκαίρως. Θα μου δώσει κάποια notes, λέει αργότερα.

XAN Το βιβλίο σου κάνουνε σειρά. Δεν είσαι εσύ το… (sexy) boss?

(ΧΑΝ κάνει και καλά να τον δαγκώσει)

TOM Έλα, μαζέψου.

XAN (NYC Jewish accent) Can I help it if my new husband makes me horny?

(XAN πλησιάζει. TOM κοιτά γύρω του άβολα μα ενδίδει στην αγκαλιά
και ένα γλυκό, θερμό φιλί. Αναστενάζει.)

Καλύτερα;

TOM (ντροπαλός) Μπορεί.

XAN (takes a bite) You know, it’s funny if you think about it.
Σ ε λ ί δ α | 125

TOM What is?

XAN Your παππούδες παίζανε με τις σκιές κι εσύ φτιάχνεις τα φώτα.

ΤΟΜ Ε;

XAN You know: Lights! Camera! Action!

TOM (γελά. Μετά:) Α, εκεί! (δείχνει προς κοινό) Το βλέπεις; Να η ουρά και
το σώμα – οι πλάκες: one, two, three- κι εκεί, το σπίτι μας, που
βλέπει το ξωκλήσι , στο λόφο που σκίζεται στα δυο.

XAN (recognizes, spits koulouri) Το στόμα! Βουνό είναι κεφάλι!

TOM (γελά, πετά ψίχουλα απ’ το πουκάμισό του) That’s why they call it
Teras.

XAN Wow. Now, I see.

ΤΟΜ Σα δράκος που χασμουριέται. Ή φίδι που δαγκώνει την ίδια την ουρά
του.

(ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ γυρνά από αριστερά σκηνής, γνέφει σε TOM.)

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Έ! Εσύ δεν είσαι ο γιός του Παπακωνσταντίνου;

TOM I’m sorry, I don’t speak your language.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Βρε, αχαΐρευτε. Πόσα χρόνια έχουμε να σε δούμε που ξέχασες και τα
Ελληνικά σου; Τι κάνει ο καμένος ο πατέρας σου;

(ΤΟΜ κάνει πως δεν καταλαβαίνει.)

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (φεύγει) Άει στο διάολο, ρε σκατό.

XAN Why did you tell her that?

TOM I don’t want every άσχετο to know πως γύρισα. Τα μεσάνυχτα είναι η
μέρα τριάντα μία και μετά παρανομώ, I’m here illegally, remember?

XAN You could’ve still said “γεια”.

TOM (αποφεύγει) Βλέπεις εκεί στο βράχο. Αυτό ήταν το παράθυρο μου.

XAN Αυτό που είναι μέσα-μέσα στο βουνό;

TOM Uh-huh. Ήταν σταύλος του προπαππού απ’ τη μεριά της Μάνας μου
κι όταν παντρεύτηκαν με τον Μπαμπά εκείνη το μετέτρεψε σε σπίτι.

XAN (checks book) Μεγάλωσες κάτω από γη;


Σ ε λ ί δ α | 126

TOM Heh. I guess.

XAN Ό άντρας μου ο τυφλοπόντικος.

(Κόρνα ferry.)

ΤΟΜ Almost there. You ready?

XAN Να γνωρίσω όλους σου τους συγγενείς. Αμέ!

(TOM γελά. Κόρνα.)

Προλαβαίνω να πάρω more koulouris?

TOM Αμέ.

XAN I’ll meet you στην ουρά?

(TOM γελά.)

Τι.

TOM Γλυκό που νομίζεις ότι οι Έλληνες κάνουν ουρά. Στον όχλο θα με
βρεις.

(XAN πάει για φιλί. ΤΟΜ διστάζει στιγμιαία, κοιτά γρήγορα γύρω του
και δίνει ένα συγκρατημένο φιλάκι.)

Τα λέμε στο λιμάνι.

XAN (with a last glance at the view) I didn’t realize monsters could be so
small.

(XAN κατεβαίνει εκτός θέας μας. TOM μένει, κοιτά προς κοινό.

Κόρνα άλλη μια φορά. TOM κατεβαίνει, παίρνει δυο βαλιτσούλες από
πίσω από τον πάγκο και κάνει μια, δυο περιστροφές γύρω του -καθώς
ακούμε τους ήχους πλοίου που δένει- και μια τρίτη.

Η θέα της θαλάσσης αντικαθίσταται από ενός πλοίου δεμένου στο


λιμάνι.

TOM έρχεται μπροστά, κοιτά ψηλά, προς το πατρικό του.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ μπαίνει από αριστερά σκηνής τραβώντας μαζί της το


ΜΑΝΟ.)

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (στο ΜΑΝΟ) Ρε, ο Θωμάς δεν είναι;

ΜΑΝΟΣ Πού να ξέρω εγώ;


Σ ε λ ί δ α | 127

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (στον TOM) Πόσα χρόνια έχουμε να σε δούμε; Πώς μεγάλωσες, φτου
σου.

ΜΑΝΟΣ She’s spitting you for luck.

TOM (κατεβάζει τα κάλυπτρα ηλίου) Thank her for me.

ΜΑΝΟΣ Ευχαριστώ λέει.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Τι ευχαριστώ, ρε; Ποιος ήταν αυτός μαζί σου παιδάκι μου, ο ξένος;

TOM I think you are mistaking me for someone else.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Ντιγκιντάνγκας φαίνεται.

ΜΑΝΟΣ Χαμένα τα ’χεις, γιαγιά.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Α ρε σκατό. Ξέρω τι σου λέω. Είναι ο γιος του Παπακωνσταντίνου που
πήγε στην Αμερική και του πέθανε η γυναίκα και μετά που γύρισε
γκάστρωσε την Άννα, την καθαρίστρια. Δεν ξεχνάω. Πες του!

ΜΑΝΟΣ (ντροπαλός) She say you are not the son of Mr. Papakostantinos? Mr.
Alexandros, the peelot, he go to America, his wife die…

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (σπρώχνει το ΜΑΝΟ) Πες του! Έκανε παιδί με την καθαρίστρια.

(TOM χαμογελά στο ΜΑΝΟ σε στυλ «τι λέει η τρελόγρια».)

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Να ’ναι καλά η αδερφή σου. Άγια που την παρατήσατε μονάχη να
φροντίζει τον πατέρα σου και το μπάσταρδό του. Αγία!

(TOM επιμένει να μην αντιδρά.)

ΜΑΝΟΣ Έλα, πάμε βρε γιαγιά. Ρεζίλι μ’ έκανες στον ξένο.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (του ρίχνει φάσκελο) Α να χαθείς!

(ΜΑΝΟΣ παίρνει τη ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ. Σταματά πριν βγουν.)

ΜΑΝΟΣ Sorry we bother you, mister. Καλή διαμονή.

(Βγαίνουν. TOM παρατηρεί καθώς η κόρνα ηχεί τρις δηλώνοντας την


άμεση αναχώρηση του πλοίου. Μετά:)

TOM Καλώς σας βρήκα… (σαν νa το φτύνει) Κωλόγρια.

(XAN με δυο κουλούρια. Φιλά τον TOM στο λαιμό και τον ξαφνιάζει.)

XAN Check it! Τwo for one. Έκανα παζάρια.


Σ ε λ ί δ α | 128

TOM (άγριος) No PDA on the island, OK? Δεν έχει χάδια στο νησί. Είναι
αλλιώς εδώ. Κατάλαβες;

XAN (military salutes) Sir, yes sir! (then, nodding after ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ and
ΜΑΝΟΣ) They seemed nice. Τι σε ρωτούσανε;

TOM Τίποτα. (σηκώνει τα κάλυπτρα, έντονος) Remember that it’s different


here.

(XAN γνέφει ΟΚ, με κουλούρι στο στόμα. TOM κατεβάζει τα


κάλυπτρα. Παίρνει ο καθένας μια βαλίτσα και--)

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 129

ΣΚΗΝΗ 5 – 2020 – ΠΑΤΡΙΚΟ

Μεσημεριανό φως αγγίζει το καλυμμένο παράθυρο. Ο πάγκος πάλι


παράλληλος στον ορίζοντα της σκηνής. Πάνω του η πιατέλα με τα
μήλα, το τηλέφωνο, 2 ½ μπουκάλια νερό και οι καρέκλες γύρω.
Φωτισμένη από πίσω, σιλουέτα TOM εμφανίζεται στο παράθυρο.

*Σημείωση: Στις μεικτές σκηνές, ηθοποιοί πίσω από το πλαστικό


δηλώνονται με υπογράμμιση.

TOM Δεν καταλαβαίνω γιατί τ’ αγόρασες αυτό τώρα.

XAN (off) Come on! Είναι πλάκα.

TOM Ασεβές είναι.

XAN (off) Ήτανε φτηνό! I’m telling you, you’ll be glad I got it.

(Παύση.)

TOM Άντε, έλα. Δεν έχουμε όλη μέρα.

(Σιλουέτα XAN μπαίνει στο frame, παίρνει φωτογραφίες με το tablet.)

XAN Chillax, bae. Δεν έχει network και χαίρεται τη φύση.

ΤΟΜ (διορθώνει) Χαίρομαι.

ΧΑΝ Me too! Ι mean (sighs) look at this view! Θέλω να φωτογραφήσω τη


θεά.

TOM Θέα.

XAN Θεά.

TOM ΘΕ-α.

XAN What am I saying?

TOM Θεά. Goddess. Θέα is view. Now hurry up, κατουριέμαι.

XAN (takes one last photo) Ευχαριστώ.

(Παύση.)

(gestures towards the door) You gonna go up and knock or…?

TOM Τώρα.

(TOM παίρνει το χέρι XAN και βγαίνουν εκτός, δεξιά του παραθύρου.
Σ ε λ ί δ α | 130

Παύση.

TOM χτυπά την Κουτσομπόλα.

Παύση.

TOM χτυπά ξανά – πιο δυνατά… ΒΑΡΒΑΡΑ ανεβαίνει από Υπόγειο.

TOM χτυπά ξανά).

ΒΑΡΒΑΡΑ Ποιος;

TOM (off) Τι ποιος; Εγώ.

ΒΑΡΒΑΡΑ Κι εσύ ποιος είσαι;

TOM (off) Εγώ είμαι, ρε Βαρβάρα.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ποιος σου ’πε το όνομά μου;

TOM (off, barks) Ο αδερφός σου είμαι, μωρή!

XAN (sighs) What a beautiful language!

ΒΑΡΒΑΡΑ Και τότε πώς σε λένε;

TOM (off) Tom.

ΒΑΡΒΑΡΑ Εγώ αδερφό Tom δεν έχω.

TOM (off) Your brother kitty then. Έτσι μπαίνω;

(ΒΑΡΒΑΡΑ χαίρεται. Αναποδογυρίζει την πιατέλα, ρίχνοντας τα μήλα


και τη χρησιμοποιεί ως καθρέπτη, φτιάχνεται και ανοίγει το πάνω
μέρος της Κουτσομπόλας στον TOM – τώρα χωρίς τα κάλυπτρά του.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Καμάρι μου!

TOM Βαρβάρα!

ΒΑΡΒΑΡΑ (τυλίγει τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του) Αδελφούλη μου.

TOM (ξεφεύγει από την αγκαλιά) Πόσο καιρό είναι σπασμένο το


παράθυρο;

ΒΑΡΒΑΡΑ Να σε δω, να σε δω.

(ΒΑΡΒΑΡΑ τον σπρώχνει πίσω. Ανοίγει το κάτω μέρος της πόρτας, του
επιτρέπει να μπει μέσα και τον κοιτά από πάνω μέχρι κάτω.)
Σ ε λ ί δ α | 131

ΒΑΡΒΑΡΑ Κούκλος. Ωραία που μεγαλώνεις. Γκρίζαρες. Άντρεψες. Κι εγώ; Κι


εγώ;

(ΒΑΡΒΑΡΑ κάνει σβούρα – XAN μπαίνει με την τσάντα. Φορά


μπλουζάκι με σχέδιο του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου. Τα
χέρια και το κεφάλι του ξεκινούν εκεί που λείπουν τα δικά της-
ΒΑΡΒΑΡΑ σταματά τη σβούρα της για να απορροφήσει το θέαμα.
TOM εμφανώς ντρέπεται.

(Παύση.)

TOM So! …Από ’δω ο Αλέξανδρός μου. Xan, this is my oldest sister,
Barbára.

ΒΑΡΒΑΡΑ Uhm, excuse me! Older sister. (προς XAN) Got it?

XAN Όχι! Πολύ νέα.

(XAN γελά, ΒΑΡΒΑΡΑ ακολουθεί.)

Δεξιά πρώτα, ναι;

(XAN και ΒΑΡΒΑΡΑ φιλιούνται σταυρωτά.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Σωστά! Love the t-shirt.

XAN (to TOM) See?

ΒΑΡΒΑΡΑ Σήμερα το πρωί σκεφτόμουνα: «Ξέρεις ποια πρέπει να βάλουμε στη


θέση της; Αυτή την κουλή την Αφροδίτη».

XAN (missing the shade) Χάρηκα, Barbara.

TOM Βαρβάρα.

XAN Barbara.

TOM Βαρβάρα.

ΒΑΡΒΑΡΑ Βαρβάρα!

XAN … Βαρβάρα;

TOM Yes!

XAN (taps TOM’s chest playfully) Don’t sound so surprised!

ΒΑΡΒΑΡΑ Don’t just stand there. Ελάτε, ελάτε.


Σ ε λ ί δ α | 132

(XAN και TOM μπαίνουν. ΒΑΡΒΑΡΑ βγάζει δυο διαφορετικά ποτήρια


και τους μοιράζει το απομένων μισό μπουκάλι νερό. XAN βγάζει και
ακουμπά την τσάντα του στον πάγκο.)

XAN (clocks her appearance and mess) Did we… wake you?

ΒΑΡΒΑΡΑ Ε;;

TOM Σε ξυπνήσαμε.

ΒΑΡΒΑΡΑ Όχι, καλέ.

TOM No.

XAN You have such a beautiful home! Ωραίο σπίτι.

TOM Μαθαίνει Ελληνικά.

ΒΑΡΒΑΡΑ (σαρκαστικά) Έλα, δεν το πιστεύω.

XAN Ωραία θεά;

ΒΑΡΒΑΡΑ (κοκέτικα) I mean, if you say so…

TOM (to XAN) That’s goddess again.

ΒΑΡΒΑΡΑ (γελά) Καλέ, τι ωραίοι που είστε. Μπράβο.

XAN Ευχαριστούμε.

(ΒΑΡΒΑΡΑ ξεκαρδίζεται.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (to TOM) Καλά, είναι δυναμό αυτός.

TOM Πού να στα λέω... Ο… ο Μπαμπάς είναι ξύπνιος;

(ΒΑΡΒΑΡΑ κοιτά προς XAN μετά γνέφει «όχι».

TOM και ΒΑΡΒΑΡΑ κάνουν μια παύση...)

XAN Πάω για τις βαλίτσες, ναι;

ΤΟΜ We’re not staying.

ΒΑΡΒΑΡΑ Δε θα μείνεις; (άγρια) Σου ‘πα χθες να ’ρθεις επειγόντως, μ’ έστησες


και τώρα you’re not staying?

XAN Uh. Πάω βαλίτσες… Give you a chance to catch up.

TOM Thanks, bae.


Σ ε λ ί δ α | 133

(XAN βγαίνει. ΒΑΡΒΑΡΑ γυρνά πλάτη στον TOM καθώς εκείνος


μαζεύει και τακτοποιεί τα μήλα πάλι στην πιατέλα, κόκκινο στην
κορυφή. Ύστερα πλησιάζει το παράθυρο, αγγίζει την ταινία που το
κρατά κλειστό.)

Είχε την καλύτερη θέα της εκκλησιάς απ’ εδώ... Τι έγινε;

(Παύση.)

Ρούλα…; (ΒΑΡΒΑΡΑ αγνοεί. Περιπαικτικά) Barb.

ΒΑΡΒΑΡΑ (χωρίς να γυρίσει) What?

TOM Τι τον έχεις βάλει εδώ πέρα αυτό το μπερντέ;

ΒΑΡΒΑΡΑ (χωρίς να γυρίσει) Κάποιοι από μας ζούμε εδώ και το χειμώνα.

TOM Πώς έσπασε εννοώ.

ΒΑΡΒΑΡΑ (χωρίς να γυρίσει) Κάτι παιδιά απ’ το χωριό.

TOM Γιατί; Γιατί να το κάνουν αυτό; …Γύρνα μου να σε δω, ρε συ.

(ΒΑΡΒΑΡΑ γυρνά διστακτικά. TOM πλησιάζει, κρατά τα χέρια της.)

TOM Αλήθεια you look good. Παιδούλα.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ίδιος ο Μπαμπάς όταν λες κάτι τέτοια φολκλόρ.

TOM Έχεις καμιά στέκα;

ΒΑΡΒΑΡΑ Ούτε καν;

TOM Χμ. Για δώσε το σάλι.

(ΒΑΡΒΑΡΑ, του το δίνει διστακτικά. ΤΟΜ το τυλίγει στο κεφάλι της


σαν τουρμπάνι, απελευθερώνοντας κάπως το πρόσωπό της)

Ορίστε. Model realness. Πότε… μπορώ να του μιλήσω;

ΒΑΡΒΑΡΑ Κοιμάται. Δες το μικρό πρώτα… και έχουμε κι εμείς να πούμε.

TOM (γνέφει «ναι») Να πούμε, ναι… Ο Xan κι εγώ… (τα νευρικά του χέρια
βρίσκουν το ‘να ποτήρι νερό. Το κατεβάζει. Μετά:) Οι δυο μας
είμαστε;

ΒΑΡΒΑΡΑ Μπαμπάς στο κρεβάτι, Geri στη δουλειά. Οι δυο μας.

(TOM τσεκάρει το τηλέφωνο.)

Περιμένεις κάποιον;
Σ ε λ ί δ α | 134

TOM Την ώρα κοιτάω.

ΒΑΡΒΑΡΑ Μόλις έφτασες.

(XAN επιστρέφει με τις βαλίτσες.)

XAN Που να τις βάλω;

ΒΑΡΒΑΡΑ Υπόγειο.

XAN Άλλη μια φορά, παρακαλώ;

ΒΑΡΒΑΡΑ Basement. You’re in Geri’s room. Ο Θωμάς θα πάρει το δικό μου.

XAN Oh, that’s so nice but/ we have to catch the last ferry so...

TOM Είπα. Δε θα μείνουμε.

(Παύση.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Είτε θα μείνετε είτε να φύγετε και οι τρεις για Αθήνα.

ΤΟΜ Τρεις;

ΧΑΝ (excited) Θα πάμε με Geri?

TOM (καγχάζει) Με Geri? Τι; (τσεκάρει τηλέφωνο) Πώς είναι το σήμα εδώ
αυτές τις μέρες; Το υπόγειο ακόμα dead zone?

(Παύση - ΒΑΡΒΑΡΑ κοιτά τον TOM δολοφονικά.)

XAN Ooof! It really is quite chilly in here, huh?

(ÇERI μπαίνει τρέχοντας από Κουτσομπόλα, με ποδιά σέρβις ακόμα.)

ÇERI Έφτασες επιτέλους!!!

(ÇERI ορμά στην αγκαλιά του ΤΟΜ.)

TOM Geri! (προσποιείται πόνο στη μέση ) Oh my god. You got so big!

ÇERI Ε δέκα χρόνια έχεις να με δεις… (κρεμάει την ποδιά απ’ το λαιμό σαν
να ‘ναι ο Clint Eastwood στο High Plains Drifter, cowboy:) You
shouldn’t have come back, Tommy Gun. This town ain’t big enough for
us both.

TOM So, whatchagonna do about it, son?

(ÇERI παίρνει στάση να πυροβολήσει. TOM μιμείται. Πάει για το


«όπλο» του μα ξεφεύγει επίτηδες, ώστε ο πρώτος πυροβολισμός να
‘ναι από ÇERI.)
Σ ε λ ί δ α | 135

TOM (πιάνει τα πλευρά του) Aaargh! You got me, you bastard. (κοιτά το
«αίμα» στα χέρια του) I always knew it would end like this.

(δραματικά πέφτει στα γόνατα, μετά κάτω με τα μούτρα, με κώλο


στον αέρα. ÇERI κάνει γυρίζει το πιστόλι με το δάχτυλο και φυσά τον
«καπνό» του.)

ÇERI Good riddance to a bad crook.

(ÇERI βάζει το όπλο στη θέση του. XAN ξεσπά σε χειροκρότημα.)

XAN Bravi. Bravi! Bae, I did not know you had it in ya.

ÇERI (σηκώνει τον TOM, τον αγκαλιάζει γερά) Καλώς μας βρήκες.

TOM Whoa. Δυνάμωσες.

ÇERI (βγάζει ποδιά, την αφήνει στο πάγκο) Ε, όλη μέρα στην ταβέρνα,
ξέρεις.

TOM Βασικά δεν ξέρω. (προς ΧΑΝ) I was a very delicate child.

XAN You? Noooooo.

ÇERI (για XAN, σε TOM) Κι αυτός;

TOM Ο συ-- This is… my husband. Alexander. (smiles). Husband-Alexander,


little sister, Geri.

(XAN πάει για σταυρωτό, ÇERI δίνει χειραψία. XAN τραβά το χέρι το
με πόνο.)

XAN Πωπω. Καλά the Hulk είσαι; Must be the island air, eh, Geraldine?

ÇERI Δε με λένε Geraldine. Geri και είναι Τούρκικο. Η μάνα μου το διάλεξε.

XAN Oops! Εμένα με λένε Xan. (Then) That’s cute! Tom and Geri.

ÇERI (χωρίς κατανόηση) Και;

XAN Ξέρεις. Tom και Jerry. Η γάτα που όλο χάνει και το ποντικός.

TOM (δείχνει) No TV. Μπαμπάς ξεφορτώθηκε the κεραία soon as I left


home.

ΒΑΡΒΑΡΑ Δε θέλαμε να γεμίσουμε κι άλλο μυαλό με τις ιδέες σου.

ÇERI (προς ΤΟΜ) Έχω ακόμα τη μικρή σου που ‘ναι και βίντεο.

TOM (γελά) Μπα; Επέζησε;


Σ ε λ ί δ α | 136

ÇERI Το ‘φτιαξα! Βλέπω τα αγαπημένα μου από τότε που ‘κλεισε το


σινεμά. The Outrage, The Ballad of Little Jo, The Three Amigos...

XAN (to TOM, disturbed) Westerns?

TOM Του Μπαμπά.

XAN (προς ÇERI) Δεν έχεις Internet??

ÇERI Είχαμε. Μα η αδερφούλα αποφάσισε πως ήταν «άσκοπο έξοδο».


Ούτε δικό μου τηλέφωνο δεν έχω, man.

ΒΑΡΒΑΡΑ (σαρκαστικά) You poor, deprived child.

XAN Leave it to your new brother-in-law! I’ll teach you all the retro things
from ‘Merry Melodies’ to ‘I Love Lucy’ and the ‘Golden Girls’. And
speaking of δώρα! Tommy here, brought you… (rummages through
bag, offers a package wrapped in pink) αυτό!

TOM Είναι κι απ’ τον Xan.

XAN Όχι, όχι. Απλά βρήκα έκπτωση, αγόρασα και τύλιξα. Τίποτα.

(ÇERI δέχεται το πακέτο και το ανοίγει.)

ÇERI A video game.

XAN Ta-da! And it’s portable. Κινητό; You can take it to work (stage
whisper) Μυστικό μας.

(Παύση.)

ÇERI Τίποτα με data έχει εκεί μέσα;

TOM Geri…

ÇERI (προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Βέβαια ούτε ηλεκτρικό δεν ξέρουμε αν θα ‘χουμε…

ΒΑΡΒΑΡΑ Σου ‘πα το πλήρωσα αυτό το μήνα.

XAN Something about paying this month.

ÇERI Να το δω και να μην το πιστέψω.

XAN I… don’t know that one.

(ΒΑΡΒΑΡΑ ξεφυσά, ανάβει τσιγάρο με το μυστικό της αναπτήρα.)

ÇERI Καπνίζεις πάλι.

XAN You smoke again!


Σ ε λ ί δ α | 137

ΒΑΡΒΑΡΑ My only παρηγοριά. Δεν έχεις δουλειά παιδί μου;

ÇERI Μ’ άφησαν να φύγω νωρίς να δω τον αδερφό μου. Μου ‘πε ο Μάνος
πως τον είδε στο λιμάνι! Τι θες;

XAN Something about work, early and brother?

(TOM gives XAN a thumbs up. ÇERI χτυπά το δώρο στον πάγκο.)

ÇERI Του κάνει κακό.

ΒΑΡΒΑΡΑ (ξεφυσά) Ώχου. Υπερβολικιά.

ÇERI Κοφ’ το.

(ΒΑΡΒΑΡΑ παίρνει προκλητική τζούρα. ÇERI βγάζει τασάκι απ’ τον


πάγκο, τσακώνει το τσιγάρο απ’ τη ΒΑΡΒΑΡΑ και το σβήνει.

Παύση.

ÇERI γυρνά σε TOM, με χαρά.)

ÇERI Χαίρομαι που γύρισες. Σε χρειαζόμαστε.

TOM Καλέ εδώ είμαι αλλά—

ÇERI (προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Θα αλλάξουνε τα πράματα.

TOM Ξέρω πως αυτό που ‘παθε ο Μπαμπάς πρέπει να σε σόκαρε…

ÇERI Θα χαρεί τόσο να σε δει. Μπορεί και να μιλήσει.

(ΒΑΡΒΑΡΑ καγχάζει. ÇERI της ρίχνει ψυχρό βλέμμα.)

XAN Your dad’s coming out? I need to freshen up first. I’ve got boat-breath.

TOM Actually, I should probably… talk to him, before you two meet…

ΒΑΡΒΑΡΑ (πάει προς δωμάτιο Μπαμπά) Είναι ώρα να δω τι κάνει, anyway.

ÇERI (έντονα) Κάτσε. Πάω εγώ..

(ÇERI πάει στου Μπαμπά με μια παύση στον TOM.)

Σε ευχαριστώ που γύρισες, bro.

(ÇERI βγαίνει.)

TOM (προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Τι εννοεί; Δε μιλάει ο Μπαμπάς; Δεν μπορεί;

XAN (looking around) Are there no mirrors in this house? Καθρέφτης;


Σ ε λ ί δ α | 138

(ΒΑΡΒΑΡΑ τραβά την πιατέλα, πετώντας τα μήλα κάτω, και του το


δίνει.)

XAN Uh…

(XAN κοιτά TOM που δίνει βλέμμα «ασ’ το τώρα…». XAN προσπαθεί
να φτιάξει τα μαλλιά του με τον καθρέπτη, μετά την οθόνη του tablet.
Μετά:)

May I use your bathroom, instead? Please?

TOM Barb?

XAN Μπάνιο, παρακαλώ;

TOM (δείχνει δεξιά σκηνής) Down the stairs, to the left.

ΒΑΡΒΑΡΑ Δε δουλεύει. Μόνο του Μπαμπά.

TOM Τι; Γιατί;

XAN Who’s at work?

TOM (έντονα) Μισό!

XAN OK, geez.

TOM No, I— The downstairs bathroom isn’t working. You can use the main
in Μπαμπάς room when Geri comes out.

XAN What’s wrong?

TOM I don’t know. Τι έχει το μπάνιο;

ΒΑΡΒΑΡΑ (τρίβει τα δάχτυλά της «χρήμα») Δεν έχουμε. No money, no water,


honey.

TOM I guess they haven’t called the plumber yet.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ha! Τι να σου πω, ρε Θωμά.

TOM Τι θες να του πω; Ότι έχεις αφήσει το σπίτι μας να γίνει παράγκα του
Καραγκιόζη;

XAN Should I be here?

TOM No. I mean yes. I thought it was clear. Έχουμε deadline. Πρέπει να
φύγουμε με το βραδινό καράβι για να ‘μαστε πίσω εγκαίρως να
πετάξουμε το πρωί για Rotterdam.

ΒΑΡΒΑΡΑ “Rotterdam” ε? Sounds rotten.


Σ ε λ ί δ α | 139

XAN Maybe we could stay a little longer.

TOM I can’t stay! Μας περιμένουν. Ο Theo! Όλη η παραγωγή!

XAN But I mean, you’re like the creator. Να σε περιμένουνε, όχι;

TOM Είμαι ανυπότακτος. Hello? Μου δίνουνε 30 μέρες κι αύριο είναι 30


μία…

ΒΑΡΒΑΡΑ Κατάλαβα. Σπουδαίες δικαιολογίες.

TOM Ε, έτσι είναι τι θες να--

ΒΑΡΒΑΡΑ No, no. Αυτό κάνω εγώ εδώ. Εγώ είμαι για να δείχνω κατανόηση, να
σας φροντίζω και να την ακούω από πάνω. Δική μου ζωή δεν έχω.

XAN Who’s a what now?

ΒΑΡΒΑΡΑ Ένα πες μου ρε Θωμά. Αν έχεις 30 μέρες στη διάθεση σου… 30
ολόκληρες, γιατί περίμενες να ‘ρθεις εδώ την τελευταία;

TOM Χτες μου ’πες ότι είναι άρρωστος!

ΒΑΡΒΑΡΑ Και πήρες και το πλοίο. Που κάνει μισή μέρα να φτάσει αντί για
πτήση μισή ώρα. Γιατί αυτό;

TOM Sorry κιόλας που δεν κατάφερα να σκεφτώ κατευθείαν και την
ιδανική διαδρομή όταν μου ξεφούρνισες τι έγινε.

ΒΑΡΒΑΡΑ Oh, sorry που το δεύτερό εγκεφαλικό του σου χάλασε το πρόγραμμα.

XAN Τι είναι “εγκεφαλικός”;

TOM Δεύτερο;

(Μπαίνει ÇERI.)

ÇERI Κοιμάται. Θα σηκωθεί σε λίγο και μπορείς να του μιλήσεις. Θα χαρεί.

TOM Geri… πρέπει να— (κωλώνει) Να πάει ο Xan στο μπάνιο του Μπαμπά;

ÇERI Ε… Ναι, ναι. Ησυχία. Δεν του αρέσει να τον ξυπνάνε.

XAN O… K.

TOM Go freshen up.

XAN Didn’t you wanna go?

TOM I’m fine!


Σ ε λ ί δ α | 140

XAN Σίγουρα δε θες;

(TOM γνέφει «ναι». XAN διστάζει.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Don’t be scared. Είναι μισόπαράλυτος. He can’t use his καραμπίνα.

XAN Uh… Like (mimics firing pistol) καραμπίνα;

ÇERI (κάνει πως πυροβολεί καραμπίνα) Ναι.

TOM (καγχάζει) No!

ΒΑΡΒΑΡΑ (tease) Not anymore…

(XAN γελά φοβισμένος, βγάζει νεσεσέρ από βαλίτσα κι αποχωρεί.)

TOM (τακτοποιεί πάλι τα μήλα στην πιατέλα, κόκκινο στην κορυφή. Μετά)
Geri, ξέρεις ήρθα για… για να φύγω. Ήρθαμε να πούμε γεια, να δούμε
τι κάνεις … Και... Δε θα μείνουμε... Τώρα με την παραγωγή πρέπει να-
-

ÇERI Α! Να σου δείξω κάτι. Είναι στο δωμάτιό μου. Στο δικό σου.

(ÇERI κάνει στον TOM να ακολουθήσει, παίρνει το δώρο και


κατεβαίνει.)

TOM (βάζει τηλέφωνό του στον πάγκο) Αν χτυπήσει, φώναξε, OK; Είναι
σημαντικό.

ΒΑΡΒΑΡΑ (τον πιάνει απ’ το χέρι) Άκου με, δεν έχουμε άλλο χρόνο. Ο Μπαμπάς
πρέπει να πεθάνει πριν απ’ αύριο.

TOM Τ- Τι;

ÇERI (off) Θωμά! …ΘΩΜΑ!

(TOM διστάζει, ύστερα ακολουθεί ÇERI.

ΒΑΡΒΑΡΑ ξεφυσά, πάει για το σταυρό αναπτήρα, τελευταία στιγμή...


προτιμά το τηλέφωνο του TOM.

Καλεί, περιμένει απάντηση. Δεν έρχεται. Το κλείνει καθώς μπαίνει


XAN.)

XAN Φαίνεται φοράω concealer? (looks around, notices TOM’s absence)


How long was I in there?

ΒΑΡΒΑΡΑ Είναι κάτω με το μικρό.

XAN Downstairs with the little... Ah! His sister? Other sister.
Σ ε λ ί δ α | 141

ΒΑΡΒΑΡΑ Ας πούμε ναι.

(XAN puts his toiletry bag back in the carry on.)

XAN And how are you, dear? Πώς είσαι;

(ΒΑΡΒΑΡΑ γελά.)

Did I not say that right?

ΒΑΡΒΑΡΑ Μια χαρά. Πάει πολύς καιρός που ‘χει να με ρωτήσει κάποιος τι
κάνω.

XAN I’m sorry to hear that.

ΒΑΡΒΑΡΑ (γνέφει κι ανάβει τσιγάρο) Δε φταις εσύ.

(ΧΑΝ bugs his eyes, surprised by her secret lighter.)

What?

XAN (covering) You said, something about fault? Φταίω... I wanted to get
you a little gift as well. Αλλά Tom δεν ήξερε τα γούστα σου these days,
ή τι χρειάζεσαι/ so σκέφτηκα ίσως να βγούμε για dinner απόψε—

ΒΑΡΒΑΡΑ Τίποτα δε χρειάζομαι.

(Παύση. ΒΑΡΒΑΡΑ καπνίζει, XAN βήχει, διώχνει τον καπνό...

ΠΑΡΑΘΥΡΟ – το μεσημεριανό φως σκοτεινιάζει σε κάτι πιο πεθαμένο,


καθώς σιλουέτες TOM και ÇERI μπαίνουν - μια ματιά στο Υπόγειο.

Συζητήσεις XAN & ΒΑΡΒΑΡΑ και TOM & ÇERI μπλέκουν η μία με την
άλλη ενώ τα δυο ζευγάρια δεν έχουν αίσθηση του τι λέει το άλλο.)

ÇERI Σ’ αρέσει;

TOM Wow. Πεντακάθαρο..

ÇERI Το λες λες και είναι κακό αυτό.

TOM Όχι, ναι. Καλό. Απλά εγώ όταν ήτανε δικό μου το δωμάτιο το ‘χα
καλυμμένο τοίχο-τοίχο με αφίσες Spice Girls που μου ’φερνε ο
Μπαμπάς απ' την Αγγλία. ‘Ντάξει, ίσως ήτανε για τη Βαρβάρα και τις...
αποσπούσα. Μου φώναζε μετά η Βαρβάρα... Νομίζω ο Μπαμπάς
χαιρότανε, αλλά για λάθος λόγους.

ÇERI Ο Μπαμπάς χαιρόταν που ‘χες κορίτσια στους τοίχους σου.

(Παύση.)
Σ ε λ ί δ α | 142

TOM Σ’ αρέσει εσένα κανένας ηθοποιός; Τραγουδιστής?

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI σηκώνει τους ώμους.)

Στο σχολείο πώς τα πας;

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI ανοίγει δώρο καθώς ο TOM παρατηρεί άβολα.)

XAN Would you help me practice? Θα με βοηθήσεις να…

ΒΑΡΒΑΡΑ Εξασκηθώ.

XAN Εξ-α. Εξ-α…

ΒΑΡΒΑΡΑ Ά-σκη-θω.

XAN Εξασκηθώ.

(XAN makes a note on his tablet. He smiles at ΒΑΡΒΑΡΑ.

ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI ξετυλίγει φορτιστή, το βάζει σε πρίζα. Θετικό ding.)

ÇERI (έκπληξη) Έλα. Το πλήρωσε.

TOM Το παιχνίδι είναι... πολύ καλό. Πολύ δημοφιλές με τους έφηβους.


Λέει. Κάπου. Ονλάην. Νομίζω.

ÇERI OK...

(Άβολη παύση.

ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI ανάβει και παίζει το παιχνίδι).

XAN Για παράδειγμα. Ναι; Όταν πήγα στο μπάνιο είδα κύριο Πάππας....

ΒΑΡΒΑΡΑ Who?

XAN Your Μπαμπά?

ΒΑΡΒΑΡΑ Oh. You’re using Tom’s καλλιτεχνικό.

ΧΑΝ …Uh?

ΒΑΡΒΑΡΑ His stage name, μωρέ.

XAN Ah!

ΒΑΡΒΑΡΑ Our real last name is Παπακωνσταντίνου. But we change what we


must to best get by don’t we… Well? Είχες μια ερώτηση;

XAN Πόσο καιρό… ε… πόσο καιρό…


Σ ε λ ί δ α | 143

ΒΑΡΒΑΡΑ Έχει να ζήσει;

XAN What’s that?

ΒΑΡΒΑΡΑ “How long has he got to live?”

XAN No! (mimics spitting) Φτου, φτου, φτου!! How long has he been sick!

ΒΑΡΒΑΡΑ «Πόσο καιρό είναι άρρωστος.»

(XAN makes a note on his tablet.)

Πάει ένας μήνας. Αυτό είναι το πρόβλημα.

XAN I’m sorry, what?

ΒΑΡΒΑΡΑ What?

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI παίρνει είδηση την προσοχή του TOM.)

ÇERI Τι;

TOM Τίποτα. Τι;

ÇERI Τι με κοιτάς έτσι;

XAN What’s bothering you, Barbie?

ΒΑΡΒΑΡΑ Barbie?

XAN No? (ΒΑΡΒΑΡΑ shakes her head “no”) Noted. You just seem…

ΒΑΡΒΑΡΑ Τι;

ÇERI Ρε συ, κόφ’ το.

XAN Δε θέλω να πω κουρασμένη. Γιαγιά μου λέει πολύ αγέν- αγέν-


αγένενα; Rude.

ΒΑΡΒΑΡΑ Μ’ έχουνε πει χειρότερα.

(Παύση.)

Τι άποψη πρέπει να ‘χεις για ‘μένα…

TOM Είπες ήθελες κάτι να μου δείξεις.

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI αφήνει το παιχνίδι, φέρνει μια αγκαλιά


φιγούρες...).

Πω πω! Πλάκα κάνεις. Του παππού;


Σ ε λ ί δ α | 144

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI γνέφει με ενθουσιασμό. TOM σηκώνει διάφορες


φιγούρες τη μία μετά την άλλη: μια όμορφη νησιώτισσα κυρά και
έναν Μεσαιωνικό ιππότη, ένα τέρας τρομερό, Ινδονησιακό, με δόντια
μεγάλα και μάτια άπλετα, μια θεά Ινδή, πολύχερη..).

XAN Ε… μου έχει πει τι έχεις περάσει.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ναι.

XAN Είμαστε παντρεμένοι.

ΒΑΡΒΑΡΑ Τι είπε ακριβώς;

ÇERI Το βρήκα σε ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι. Το ‘χες κολλήσει στις
σανίδες με ταινία;

TOM Βρήκες... τίποτα άλλο;

ÇERI Βρήκα και τις δικές σου.

(Του δίνει τις φιγούρες ΜΗΤΕΡΑ, ΠΑΤΕΡΑ και ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ. Ο ΤΟΜ


μαγεύεται και καθώς GERI ψάχνει κάτι ακόμα, εκείνος τις σηκώνει
μια-μια ψηλά. Του δίνει το ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ και ενθουσιασμένος παίζει,
πάλι παιδί.)

XAN Ήσουν τρία χρονών όταν φύγατε με γονείς για Αμερική;

ΒΑΡΒΑΡΑ Δυόμιση. Τέσσερα όταν γυρίσαμε.

ÇERI Α να! (του δίνει φωτογραφία) Κι αυτήν εδώ…

(Αν οι φιγούρες τον μάγεψαν η φωτογραφία τον ταράζει.)

XAN (emotional, takes ΒΑΡΒΑΡΑ’s free hand) To be torn from your home,
from who you are before you even have the chance to really know it
and then/ for your mother to…

ΒΑΡΒΑΡΑ Δεν ήθελες να εξασκηθείς;

(ΧΑN freezes up.)

I thought you said ήθελες να εξασκηθείς. Στα Ελληνικά σου.

XAN Α… Ε… Θέλω να σου πω είμαι πολύ impressed με ‘σένα. Πρέπει να


ήτανε δύσκολο που έμεινες με τον Μπαμπά σου όταν Tom… έφυγε .
Και βοήθη—βόηθό- βοήθησες; Μεγαλώσει αδέρφι σου. Νομίζω
χρειάζεται μια πολύ… how do you say again? Δυνατός--

ΒΑΡΒΑΡΑ Δυνατή.

ΧΑΝ Ναι, δυνατή γυναίκα κάνει αυτό.


Σ ε λ ί δ α | 145

ΒΑΡΒΑΡΑ (τραβά το χέρι της, φυσά καπνό στη μούρη του) Τι γλυκός.

XAN (coughs) Μόνη και με την οικογένεια πλάτη σου.

ÇERI Θωμά; Ποιος είναι αυτός;

TOM (αλλού) Ε;

ÇERI Ποιος είναι λέω.

TOM Ε... Είναι βασικά... ο άλλος σου αδερφός.

ÇERI Ο ποιός;

TOM (δείχνει πίσω από ÇERI) Α! Αυτός είμαι εγώ!

ÇERI Ε;

TOM (περνάει από άλλη μεριά ÇERI) Κοίτα μπούλη!

(Σηκώνει τη φιγούρα του ΜΩΡΟΥ, μ΄ αυτή την κίνηση ρίχνει κάτι


κάτω).

Ωχ, σορρυ…

(ÇERI πέφτει κάτω, μαζεύει…)

Τι είναι αυτά;

ÇERI (…σηκώνεται με μάτσο χαρτιά) Τίποτα. Τίποτα.

TOM Έλα ρε. Try me.

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI διστακτικά τα δίνει. TOM τα μελετά προσεκτικά...)

XAN I mean forgive me for eavesdropping but--.

ΒΑΡΒΑΡΑ Επ! Εξάσκηση είπαμε.

XAN Ε, ναι. Λέω συγγνώμη που... ε; Παρά άκουσα; Αλλά. Για αυτό
χαίρομαι που μπορούμε να βοηθάμε εσύ τώρα και πάρουμε αδερφή
σου.

ΒΑΡΒΑΡΑ (Παύση) Αυτό άκουσες; Μόνο;

ΧΑΝ (innocent smile) Αυτό κατάλαβα! Μιλάτε δυνατά, ναι; Ίσως καλό
πάρουμε Geri για να εξασκηθώ για το μέλλον, ε... στο Rotterdam.
(crosses his fingers) Ελπίζω. (off ΒΑΡΒΑΡΑ’s blank look) You know. Το
μωρό!

ÇERI Αν δε σ’ αρέσουνε πες το έτσι; Δε—


Σ ε λ ί δ α | 146

TOM Σου ‘πε η Βαρβάρα πως δεν είναι καλά;

ÇERI Τι; Όχι. Γιατί το λες α--

TOM Geri μου είναι πολύ καλά. Έχεις ταλέντο! Και πολύ υλικό...

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - TOM συνεχίζει).

ΒΑΡΒΑΡΑ Το μωρό.

XAN Ελπίζω μην θα φέρνω κακός… memόrias? Tom ίσως ήθελε έκ- έκ- έκ-/
έκπληξη—

ΒΑΡΒΑΡΑ You’re talking about my abortion.

XAN I— No. Whaaaaa--?

ΒΑΡΒΑΡΑ Έκτρωση το λένε στα Ελληνικά. Για την έκτρωσή μου λες που το ‘βαλε
στο καρτούν του.

XAN (in panic, babbles) No! I didn’t even—Δεν είχε πει… Εσύ;; That was
you? I— I thought ‘cause you guys had talked about surrogacy
maybe— It’s not even for sure. We did the application και εντάξει
could take— I don’t— δεν ξέρω how long και πολλά λεφτά— (notices
ΒΑΡΒΑΡΑ is deep in thought). Tom δεν σου είπε...;

(Σιωπή.)

TOM Oh.

ÇERI Τι;

TOM Ε...

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI αρπάζει τα χαρτιά).

ÇERI Όχι ρε πούστη μου!

TOM Ε!!!

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI γυρνά πλάτη σε TOM, σε αναστάτωση).

XAN (can’t handle silence) I grew up without too much family. Just my
Abuelita and me. Γιαγιά μου; Με μεγάλωσε. Νομίζω θα πηγαίνετε
καλά; Και αυτή δεν της άρεσει μιλάει…

ΒΑΡΒΑΡΑ Τι;

TOM Τι ήταν αυτό τώρα;

ÇERI Λάθος. Τίποτα. Δεν ήθελα να τα δεις αυτά τα σκίτσα και—


Σ ε λ ί δ α | 147

ΤΟΜ Και θα μου μιλήσεις έτσι;

ÇERI (γυρνά) Έλα ρε Θωμάαα— Σόρρυ λέμε. Μαλακία μου.

ΤΟΜ Μην το χρησιμοποιούμε απερίσκεπτα. Αυτό.

ÇERI Ναι! ΟΚ, διδάκτωρ.

ΤΟΜ Πες μου. Γιατί θύμωσες; …Ποιος είναι;

ÇERI Κανένας!

TOM Είναι κάποιος που σ' αρέσει;

ÇERI Ugh. Σκάσε!

TOM Ιιιιι! Είναι ο Μάνος, ρε; Ο εγγονός της τρελέγγως της Μαργαρίτας;

ÇERI Ξερνάω! Σταμάτα!

XAN I’m not just saying that. Αλήθεια. Αγαπάω γιαγιά μου πάρα πολύ και
νομίζω εσείς μπορείτε φίλες. Γυναίκες δυνατές, ήσυχες. Ακούνε όλα
και δε λένε.

ΒΑΡΒΑΡΑ (καγχάζει και σβήνει τσιγάρο) Νομίζεις.

TOM Δεν πειράζει αν... είναι αυτό ε; Κάποτε κι εγώ, κάποιον ε... έτσι το
ζωγράφιζα τέλος πάντων. Βασικά μια φορά φαντάσου και ‘μένα μ’
είχε ψιλοπιάσει ο Π-- κάποιος με—με-- κάποια.. αντίστοιχα σχέδια ε,
κι αυτό είχε οδηγήσει στο πρώτο μου— (συνέρχεται) Πω-πω. Σα να
‘μουν στο δωμάτιο μου μια στιγμή.

ÇERI Δικό σου είναι.

ΤΟΜ Όχι, όχι. Είναι δικό σου και πρέπει να νιώθεις βολικά. Όχι όπως εγώ
όταν ήμουνα εδώ. Συγγνώμη που είδα τη δουλειά σου ενώ δεν
ήθελες.

ÇERI (πάει να πει κάτι, μα… τελικά μόνο:) ΟΚ.

ΤΟΜ Και να ξέρεις, ό,τι νιώθεις είναι εντελώς φυσιολογικό.

ÇERI Ew. Σταμάτα.

TOM Απλά, κάπως... ίσως με ανησυχεί η... ακρίβεια


της ανατομίας;

ÇERI (φεύγει τρέχοντας) Παναγία μου και Χριστέ


μου!

ΤΟΜ (ακολουθεί) Geri, περίμενε! Μη ντρέπεσαι, ρε.


Σ ε λ ί δ α | 148

ÇERI (off) Για ‘σένα ντρέπομαι!

XAN (trying to soften her up) Σου αρέσουν χαρτιά και καφές;

(ΒΑΡΒΑΡΑ βγαίνει απ’ την έντονη σκέψη - σηκώνει φρύδι


επιφυλακτικά.)

Γιαγιά μου καπνίζει cigar-- Πουρό; Πούρο και παίζει με φίλες και
καφέδες. ΟΚ. Όχι καφέδες. Whiskey!

(ΒΑΡΒΑΡΑ γελά, γλυκαίνει και θεατρικά ανάβει καινούριο τσιγάρο.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Άντε. Tell your γιαγιά I’ll have red wine, darling.

(Το φως στο παράθυρο επιστρέφει σε μεσημεριανή ένταση καθώς


βήματα πλησιάζουν. Μπαίνει ÇERI, ακολουθεί TOM. XAN πετάγεται
πάνω.)

XAN Bae!

TOM Πώς τα πάτε;

XAN Φανταστικά! Τέλεια! (sotto) Can I talk to you?

ÇERI Πόσες φορές σου ‘χω πει να μην το κάνεις αυτό στο σπίτι.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ευτυχώς για ‘μένα εγώ είμαι ο ενήλικας κι εσύ το παιδί.

(ΒΑΡΒΑΡΑ παίρνει τζούρα.)

ÇERI (προς TOM) Πες της κάτι.

XAN It’s kind of important.

(ΒΑΡΒΑΡΑ ξεφυσά ένα προκλητικό δαχτυλίδι.)

ÇERI Θωμά!

TOM RELAX!! Όλοι! Λοιπόν— (κολλάει) Ε…

ΧΑΝ Maybe we could all wash up for dinner and--

ΤΟΜ Ναι. Geri, πήγαινε πλύσου να κάτσουμε να φάμε και μετά, χαλαρά--

ΒΑΡΒΑΡΑ Τι να φάμε; Δεν έχει εδώ.

ÇERI Φυσικά!

ΒΑΡΒΑΡΑ Δεν είμαι καμαριέρα σου, μικρό. Ούτε μαγείρισσά σου.

ÇERI Είναι που θέλουνε ταλέντο και τα δυο κι εσύ είσαι άχρηστη-
Σ ε λ ί δ α | 149

TOM Geri!

ÇERI Τι;!

TOM Άει πλύσου.

ÇERI Γιατί;

ΒΑΡΒΑΡΑ Δεν έχει φαΐ λέμε!

TOM Σουτ! Απλά. Πήγαινε. Πήγαινε πλύσου. Παρακαλώ. Για ‘μένα. Έλα.

ÇERI (γυρνά να φύγει) Whatever. (δηλητήριο) Άχρηστη.

ΒΑΡΒΑΡΑ Βλαμμένο! (προς TOM) Δεν ψήθηκε να φύγει μαζί σας, ε;

TOM Καμία σχέση. Μα τι λες πια;

ΧΑΝ Did she grill something?

ΒΑΡΒΑΡΑ (σκέφτεται. Mετά) Take Geri to dinner. Go out. Αν δεν είναι να φύγετε
απ’ το νησί οι τρεις παρέα τουλάχιστον βγείτε απ’ το σπίτι. Πάρτε την.

XAN That might be nice! Eh, bae?

TOM (κουνά κεφάλι αρνητικά) We don’t have time to eat out.

XAN Why not?

ΤΟΜ Δεν προλαβαίνουμε.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ε; Γιατί όχι;

TOM Γιατί! Γιατί είναι όλοι αργόσχολοι εδώ στο Τέρας και τεμπέληδες κι αν
κάτσουμε για ένα πιάτο πατάτες θα μας πιέσουνε να πάρουμε
ολόκληρο συμπόσιο, να το κατεβάσουμε και να μας δώσουν και
γλυκό από πάνω και σφηνάκια ύστερα και δε θα φύγουμε ούτε το
ξημέρωμα.

XAN Aw. That sounds nice.

TOM Δεν είναι “nice”!!!

XAN Uh, OK. Simmer down, Susan.

TOM Μη μου μιλάς έτσι, γαμώτο—!!


Σ ε λ ί δ α | 150

ΒΑΡΒΑΡΑ There’s nothing wrong with being a woman, Tom!

TOM Το ξέρω--! (συγκρατείται. Προσεκτικά σε ΧΑΝ) Just. Πρόσεχε τι λες σ’


αυτό το σπίτι. (νεύμα προς δωμάτιο Μπαμπά) Δε θέλω να ξυπνήσει ο
Μπαμπάς και ν’ ακούσει... πουστριλίκια.

XAN Wow. Gonna have to unpack that one later. (mimics putting a pin in it)
Listen, Μίλαγα με Barbarella—

ΒΑΡΒΑΡΑ Barbarella?

XAN Σου αρέσει;

ΒΑΡΒΑΡΑ (σκέφτεται…) Δε με χαλάει. (σηκώνεται) Πάω να τσεκάρω το


Μπαμπά.

TOM (sing-song) Μην κάνεις καμιά τρέλα.

(ΒΑΡΒΑΡΑ βγάζει ιατρικό γάντι από τον πάγκο και το φορά, ηχηρά.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (βγαίνει, sing-song) Βόηθα με τότε.

TOM Περίμενε Βαρ— ! (γρυλίζει) FUCK.

(Σε σύγχυση ψάχνει πίσω απ' τον πάγκο.)

(βαράει συρτάρι) Πού στο διάολο βάλανε τα μαχαίρια, γαμώτο;


(βρίσκει μαχαίρι για φρούτα) Α, μπράβο.

(XAN takes a deep breath. TOM παίρνει το απομένων κόκκινο μήλο.)

XAN You seem (checks his notebook) αναστατωμένος.

TOM Ω μπα. (ξεκινά να ξεφλουδίζει) Το ζάχαρο μου ‘πεσε...

ΧΑΝ I told you to have a κουλούρι.

(TOM τελειώνει το ξεφλούδισμα. XAN starts to stroke TOM’s back.)

TOM Ωχ... Τι έγινε;

XAN Τι έγινε;

TOM Πάντα μου τρίβεις έτσι την πλάτη αν έχεις να μου πεις άσχημα νέα.

XAN So... two things: Ένα. Είπα στη Βαρβάρα για το μωρό.

TOM Xaaaaaaan...

XAN Όχι “Xaaaaan”. Tooooom. Και γιατί δεν της είπες για μωρό, Toooom?
Σ ε λ ί δ α | 151

TOM Ρε συυυυυ. Πώς το πήρε;

XAN She... took it.

TOM (αναστενάζει, παίρνει μπουκιά) OK. Και το άλλο το κακό;

XAN Did you know your father’s on an oxygen tank?

TOM (πνίγεται) Τι;

(XAN χτυπά την πλάτη TOM μέχρι να σταματήσει να βήχει.)

TOM Τι εννοείς; Φοράει οξυγόνο; Μάσκα; Ο πατέρας μου;

XAN Μήπως να μείνουμε απόψε;

ΤΟΜ Δεν μπορούμε να κάτσουμε!

ΧΑΝ I think Barbara -Βαρβάρα- needs us. Να μείνουμε.

TOM Δεν μπορούμε να μείνουμε.

ΧΑΝ Πάμε για φαγητό με Geri τότε! Ωραία ιδέα. Κάνε μια χάρη αδερφή
σου!

TOM You don’t understand. We can’t! Δεν μπορούμε να φύγουμε απ' το


σπίτι πώς να σου το πω;

ΧΑΝ Μα δεν πρέπει να φύγουμε νησί πριν το μεσάνυχτα;

ΤΟΜ Αυτό σου λέω, αγάπη μου. Δεν είναι να λωλαθείς;

ΧΑΝ Who’s Lolathis?? Is he hot?

(ÇERI μπαίνει, πίσω από TOM, σκουπίζει πρόσωπό με πετσέτα -μαλλί


βρεγμένο, πίσω, φρέσκο αγορίστικο λουκ. Φορά το πουκάμισο του
Πέτεκ από Πράξη 1 – Σκηνή 2.)

ΧΑΝ Geraldine!

(ÇERI ξινίζει.)

ÇERI Δεν παίζει αυτό, είπαμε.

TOM (γυρνά σε ÇERI, έκπληκτος) Είναι— Αυτό είναι του...

ÇERI Σ’ αρέσει; Αγαπημένο μου.

(TOM άφωνος. XAN elbows him.)

TOM Σου πάει.


Σ ε λ ί δ α | 152

XAN Πω πω! Πολύ μοιάζετε!

ÇERI (προς TOM) Σ’ αρέσει;

TOM Ναι. Ναι! Φυσικά. Απλά μου ‘ναι... κάπως γνώριμο.

ÇERI Δικό σου δεν είναι; Το βρήκα στη ντουλάπα του Μπαμπά.

ΤΟΜ Στη ντουλάπα του Μπαμπά;

ÇERI Ναι. Τι;

(TOM άναυδος κοιτά ÇERI.)

XAN Ωχ! Πρέπει να πάω μπάνιο πάλι.

(XAN exits, giving TOM a thumbs up from behind ÇERI.)

ÇERI Ψύχωση με την καθαριότητα έχει ή συχνοουρία;

(TOM ψιλογελά. ÇERI χαμογελά προς TOM.)

Κόκκινο; Κι εμένα αυτά μ’ αρέσουνε. Τα πράσινα είναι πολύ ξινά.

(TOM αφήνει το μήλο του και σκουπίζει τα χέρια του.

Σιωπή…)

TOM Η Βαρβάρα έλεγε μήπως πάμε να φάμε...

ÇERI Δε θέλω να πάω πάλι πίσω στην ταβέρνα--

ΤΟΜ Όχι, όχι δεν πάμε πουθενά. Αλλά--

ÇERI (χαίρεται) Θα μείνεις;;

ΤΟΜ (κωλώνει) Πετάγεσαι στο μπακάλικο της κυρά Μαργαρίτας; Πάρε


μακαρόνια, ντοματοπολτό και ένα μπουκάλι απ’ το κόκκινο του
Τάσου. Έχουμε να γιορτάσουμε.

ÇERI Τι;

ΤΟΜ Έχουμε. (δίνει λεφτά) Πάρε. Μακαρόνια, πολτό.

ÇERI Κρασί. Του Τάσου;

TOM Ρώτα τον ποιο του αρέσει. Θα σου πει.

ÇERI Της κυρά Μαργαρίτας το γιο λες;

TOM Ναι, καλέ.


Σ ε λ ί δ α | 153

ÇERI Μα... δεν πέθανε πριν καν γεννηθώ;

(ΤΟΜ παγώνει).

ΤΟΜ Ναι. Σωστά…

ÇERI Πώς τον λέγανε; Το πρόβατο. Ή γαϊδούρι; Δεν είχε κάποιο


παρατσούκλι; Αυτός που έπεσε από την εκκλησία το
Δεκαπενταύγουστο.

(Παύση.)

TOM Το κατσίκι. (επανέρχεται) Το μπακάλικο λειτουργεί ακόμα;

ÇERI Το τρέχουνε οι κόρες της. Βοηθάει κι ο Μάνος. Άχρηστος είναι.


Εγγονό-κατάρα τον λέει, η Μαρτζ. Πάμε;

TOM Εγώ... Πρέπει να κάτσω.

(Παύση.)

Ρίγανη έχετε; Και ρίγανη πάρε κι αν έχει ρέστα πάρε κι εσύ ό,τι θες
εσύ.

ÇERI ΟΚ. Πάω σόλο, whatever. Τα κλειδιά σου;

TOM Παρδόν;

ÇERI Εντάξει μικρό το νησί αλλά αν το πάω με τα πόδια, μακαρόνια θα


φάμε αύριο το πρωί. Δώσε μου να πάρω το rental.

TOM Ναι οκ δεκαεπτάχρονε επαναστάτη. Έβγαλες μαγικά δίπλωμα;

ÇERI Δυο χρόνια οδηγώ το φορτηγάκι του Μπαμπά.

TOM Α ναι; Και δεν παίρνεις αυτό;

ÇERI Το χτύπησα.

TOM Χτύπησες;

ÇERI Κράσαρα.

TOM Τι λες;

ÇERI Έφυγα απ’ το δρόμο, ρε παιδί μου.

TOM Τι έγινε;!

ÇERI Ε. Γύρναγα απ' την ταβέρνα, είχα κάνει μερικές βάρδιες σερί… πήρα
λάθος τη στροφή, πέρασα το σπίτι κι ανέβαινα προς το εκκλησάκι.
Σ ε λ ί δ α | 154

Ήταν ένα κουκουβαγιάκι στο δρόμο, χαμένο στα φώτα μου και...
(κάνει παντομίμα ξαφνική στροφή, πτώση και…) ΜΠΛΟΥΜ!

TOM Θεός φυλάξει. Πότε;

ÇERI Κάνα μήνα;

TOM Είσαι καλά;

ÇERI Σιγά. Ξέρω να κολυμπάω.

TOM Έπεσες απ' το λόφο, παιδί μου;

ÇERI Κι εσείς από την ίδια εκκλησία πηδάγατε!

TOM Όχι μ’ αμάξι!!!

ÇERI Η γιατρός είπε είμαι εντάξει. Έχω φύλακα άγγελο.

ΤΟΜ (κάθεται, σε σοκ) Πώς δεν το ήξερα αυτό;

ÇERI So... (προτείνει χέρι) Κλειδιά; Ή θα ‘ρθεις;

(XAN μπαίνει, τινάζει τα χέρια του.)

XAN So sorry to bug you guys but... πετσέτα; (ÇERI του την πετά, στη
μούρη.)

TOM Αγάπη; Πας με τη Geri τ’ αυτοκίνητο μέχρι το λιμάνι;

XAN (drying hands) Uh, sure?

(ÇERI ξεφυσά, παίρνει το μήλο από TOM, δαγκώνει καθώς βγαίνει.)

XAN (folds towel onto counter) So, we’re staying for dinner?

TOM Stay there λίγη ώρα να μιλήσω στη Βαρβάρα. ΟΚ? It’s important.

XAN I’m glad we’re staying. I like your family.

(XAN gives TOM a kiss and exits. Παύση ενώ TOM κοιτάει έξω απ' το
παράθυρο. Μετά ένα αυτοκίνητο ξεκινά και απομακρύνεται.

Μπαίνει ΒΑΡΒΑΡΑ, πετάει γάντι πίσω από τον πάγκο της κουζίνας.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Σαν τη δική μας τη θέα τίποτα, ε;

TOM Τίποτα.

ΒΑΡΒΑΡΑ Οι άλλοι;
Σ ε λ ί δ α | 155

TOM Τους έστειλα στης κυρά Μαργαρίτας.

ΒΑΡΒΑΡΑ (σταυρώνεται) Καημένε Τάσο. Αιωνία η μνήμη του.

(Σιωπή)

Περιμένετε παιδί.

TOM Σου το 'πε ο άντρας μου.

ΒΑΡΒΑΡΑ Φτου σας.

TOM Δε στο ‘πα νωρίτερα να μη νομίζεις ότι περίμενα... Μετά από τι


έγινε…

ΒΑΡΒΑΡΑ Stop that! Σταμάτα! Αυτό το «με τρώνε οι Ερινύες» ήταν παλιό πριν
δέκα χρόνια που έπαψες καν να μας επισκέπτεσαι. Έχεις εμμονή πως
με κατέστρεψε εκείνο το καλοκαίρι.

TOM Δεν μπορώ να ξέρω πως σε έκανε να νιώσεις αυτό που συνέβη, ούτε
να—

ΒΑΡΒΑΡΑ Έκτρωση είπαμε. Πες το και τελείωνε.

TOM Τι να σου πω, ρε Βαρβάρα; Απλά δε σε καταλαβαίνω! Εσύ ήθελες να


φύγεις από ‘δω περισσότερο από οποιονδήποτε. Με έβαζες να σου
μιλάω Αγγλικά μια ζωή για να ‘μαστε έτοιμοι. Και ξαφνικά; Παρατάς
τον Πέτεκ, κάνεις την έκτρωσή σου -χαίρεσαι; το λέω- αλλά μένεις
εδώ να φροντίζεις το μπάσταρδο του Μπαμπά;

ΒΑΡΒΑΡΑ Μη μιλάς έτσι.

(Παύση.)

TOM Γιατί φοράει ο Μπαμπάς οξυγόνο;

ΒΑΡΒΑΡΑ (ψυχρή) Ξέρω γω, ρε Θωμά; Εσύ τι λες;

TOM Γιατί θέλει να μείνω; Για να με εκδικηθεί που έφυγα; Το στήσατε


παρέα;

(ΒΑΡΒΑΡΑ κακαρίζει απ ‘τα γέλια, γίνονται ασθματικός βήχας.

Στο τέλος ανάβει τσιγάρο.)

TOM Τι γελάς;

ΒΑΡΒΑΡΑ (κοροϊδευτικά) «Γιατί φοράει οξυγόνο; Για να με κρατήσει; Να με


εκδικηθεί;» Γελοίε.

TOM Τότε, τι;


Σ ε λ ί δ α | 156

ΒΑΡΒΑΡΑ Πεθαίνει, ηλίθιε!

(Παύση.)

Μα… αργεί.

TOM Τι;

ΒΑΡΒΑΡΑ (ξεφυσά) Ένα μήνα έχει παράλυτος. Όλη η αριστερή του πλευρά, από
το πρώτο εγκεφαλικό. Η γιατρός είπε είναι θέμα πότε θέλει να φύγει.
Ο ίδιος… Χθες έπαθε το δεύτερο και ήλπισα—Ήλπισα πως είχαμε
τελειώσει… Να μιλήσει δεν μπορεί πια, αλλά επιμένει να ζει… Κι όσο
επιμένει τόσο χρεωνόμαστε λεφτά που δεν έχουμε.

(ΒΑΡΒΑΡΑ κάθεται. TOM της προσφέρει το χέρι του. ΒΑΡΒΑΡΑ του


δίνει το τσιγάρο της και ανάβει καινούριο για τον εαυτό της, παίρνει
μπόλικες τζούρες. ΤΟΜ σβήνει το δικό του.)

Στην Ολλανδία η ευθανασία είναι νόμιμη.

TOM (γελά) Τι; Θέλεις να τον πάρω μαζί μου; Να τον τελειώσουνε οι
Ολλανδοί;

ΒΑΡΒΑΡΑ (laissez-faire) Well… Δεν κάνουνε απέλαση. Για εγκλήματα σε άλλες


χώρες που δε θεωρούνται εγκλήματα εκεί… Δε θα σε στέλναν πίσω.

TOM Τρελάθηκες;

ΒΑΡΒΑΡΑ Όχι για ‘μένα. Για το σπίτι μας. Αν συνεχίσει να κρατιέται θα το φάει
όλο η αρρώστια του. Άμα πεθάνει απόψε θα τον κληρονομήσουμε—

TOM Έχεις ξεφύγει!

ΒΑΡΒΑΡΑ --θα ξεπληρώσουμε τα χρέη του και θα μείνει και για τους τρεις μας--

TOM Θες να σκοτώσω τον πατέρα μας;;!

ΒΑΡΒΑΡΑ Ουφ! Drama queen! Να φύγετε θέλω. Geri εσύ και ο σύζυγός σου. Για
να ’μαι ελεύθερη να κάνω εγώ αυτό που χρειάζεται. Πριν να ‘ναι
αργά.

TOM (τσιρίζει) Είσαι τρελή!

ΒΑΡΒΑΡΑ (γαυγίζει) Εγωιστή.

(Ξεφυσούν σα ζώα – TOM τακτοποιεί τα κεριά της Αγίας Βαρβάρας


κατά ύψος. ΒΑΡΒΑΡΑ κάνει κύκλους προς Κουτσομπόλα.

Με πλάτη:)

TOM Γιατί δε μου ‘πες όταν πρωτοαρρώστησε;


Σ ε λ ί δ α | 157

ΒΑΡΒΑΡΑ Το ‘χα υπό έλεγχο.

TOM Γιατί δεν τον πήγες στην Αθήνα;

ΒΑΡΒΑΡΑ Πού να τον πάω; Ξέρεις πόσο κάνει ένα ελικόπτερο;

TOM Οι φήμες λένε πως διδάσκεις όλο το νησί Αγγλικά. Μέχρι κι η κυρά
Μαργαρίτα μη σου πω το χελό-γκουτμπάη το ‘χει κάνει καραμέλα.

ΒΑΡΒΑΡΑ Και λες έχει όλο το νησί να πληρώσει τη δασκάλα Αγγλικών... Φρούτα
με πληρώνουνε ρε και χάρες. Μόλις έφαγες δουλειά μιας ώρας.

TOM Γιατί δε μου ζήτησες βοήθεια νωρίτερα;

ΒΑΡΒΑΡΑ Δυο δεκαετίες περιμέναμε να βγάλεις κάνα χρήμα απ’ τα καρτούν


σου—

ΤΟΜ Graphic novel!

ΒΑΡΒΑΡΑ Δεν είναι λες και μου ‘πες εσύ τα καλά σου τα νέα. Ούτε για τις
τηλεοράσεις, ούτε για το γάμο. Και το μωρό! Πού το βάζεις το μωρό;

TOM (γυρνά προς εκείνην) Θα σε βοηθούσα τώρα μα βάλαμε όλες μας τις
αποταμιεύσεις στη μετακόμιση και την τεκνοθεσία. Μα— Μα τώρα
που με κάνουνε σειρά θα έρθουν λεφτά—Θα— Θα παίξει στο NPO 3
και το Omrop Fryslân!

ΒΑΡΒΑΡΑ (σταματά να περιφέρεται, προς ΤΟΜ) Ακούς τι λες; You’re such a


child! Ζωγραφίζεις τα cartoon σου και νομίζεις ότι έτσι απλοποιημένα
και δισδιάστατα είναι τα πράματα. Γιατί εγώ πάντα σου βγάζω το
φίδι από την τρύπα! Μια μικρή βοήθεια σου ζήτησα—

TOM Μικρή;!

ΒΑΡΒΑΡΑ Κι ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις; After everything I’ve done for
you!

(Δόνηση από τηλέφωνο TOM. Πάει να το πιάσει μα ΒΑΡΒΑΡΑ πιάνει


τον καρπό του και τον σταματά. As the buzzing continues…)

Έμεινα σ’ αυτό το βράχο για να μπορέσεις να φύγεις!

TOM Το ‘ξερα! Το ‘ξερα! Το ‘ξερα ότι μου το κρατούσες!

ΒΑΡΒΑΡΑ Φύγατε κι οι δυο -εσύ και ο Πέτρος- και εγώ έμεινα. Έμεινα να
φροντίζω το Geri, όταν πέθανε η μητέρα του, παρόλο που με μισούσε
από μωρό και ακόμα και για πάντα το καθίκι. Έμεινα εδώ και έδινα
στον πατέρα σου τα υπόθετά του.

TOM Μην το λες έτσι.


Σ ε λ ί δ α | 158

ΒΑΡΒΑΡΑ Πώς θες να το πω;

TOM Μην το λες, λες και είναι επειδή έφυγα—

ΒΑΡΒΑΡΑ Όχι πες μου--

ΤΟΜ Που αρρώστησε ο Μπαμπάς. Λες--

ΒΑΡΒΑΡΑ Πώς θες να το πω;

TOM Κι εσύ θα μπορούσες να ‘χες φύγει. Μπορούσες να φύγεις για


Αγγλία. Όπως σκοπεύαμε. Να μεγαλώσει ο Μπαμπάς το μπάσταρδό
του μόνος.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ε, μα κόλλημα μ’ αυτή τη λέξη!!

TOM (τραβάει το χέρι του) Εσύ διάλεξες να μείνεις.

ΒΑΡΒΑΡΑ Κι εσύ να μη γυρίσεις! Δεκαεπτά χρόνια λείπεις. Δέκα έχει να σε δει η


αδερφή σου… Το καταλαβαίνεις αυτό; Επτά λέει θες για μόνιμος
κάτοικος εξωτερικού. Αν είχες αλλάξει το status σου θα ‘χες έξι μήνες
στη διάθεσή σου να περνάς εδώ. Με μας. Εκατών ογδόντα μέρες το
χρόνο. Όχι τριάντα. Όχι την τελευταία μέρα σου να μας χαρίζεις, λες
και--

(TOM ανοίγει το στόμα του μα η ΒΑΡΒΑΡΑ μπουλντόζα. Buzz


σταματά.)

Έμεινα και άλλαζα τις πάνες του μικρού. Κι ύστερα, σα να ‘κλεισα τα


μάτια μου για μια στιγμή, να ξεκουραστώ, and in a blink, δεκαεπτά
χρόνια της ζωής μου πέρασαν και τώρα αλλάζω τις δικές του. Βάζω τα
γάντια μου τα ειδικά και παίρνω ένα χάπι way too big για το πού
πρέπει να πάει, τον βάζω να σκύψει και σπρώχνω και μετά κάθομαι
και περνάω το υπόλοιπό μου βράδι κλαίγοντας γι’ αυτόνα και για
‘μένα. Γιατί ακόμα κι όταν βγάζω τα γάντια μου και πλένομαι, ακόμα
κι όταν μπω στη θάλασσα, ακόμα μυρίζω τα σκατά του κάτω από τα
νύχια μου. Δε φεύγει αυτό. Εσύ έφυγες.

(Παύση.)

Οπότε πώς θέλεις να το πω;

(TOM’s phone begins to buzz once more.)

TOM (το πιάνει) Άγνωστο. (προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Θα ‘ναι δουλειά. (ΒΑΡΒΑΡΑ


πάει να πει κάτι. ΤΟΜ καλύπτει το τηλέφωνο.) Μην ξανακούσω λέξη.

ΒΑΡΒΑΡΑ Μου χρωστάς.

(TOM απομακρύνεται από ΒΑΡΒΑΡΑ.)


Σ ε λ ί δ α | 159

TOM (στο τηλέφωνο) Hi, Theo I-- …Who is this? No. Who are you? Εσύ με
πήρες ρε. Είμαι ο Tom Pappas, μαλάκα, who are you? And who the
fuck is Δόκτωρ Πέτρος Baruti, ρε--; (το στόμα του στεγνώνει) …Πέτεκ;
(καλύπτει το τηλέφωνο, τρομαγμένος) Πήρες τον Πέτεκ;

ΒΑΡΒΑΡΑ Κι οι δυο χρωστάτε. (αρπάζει το τηλέφωνο) Έλα Πέτρο. Χρόνια και


ζαμάνια. (καλύπτει τηλέφωνο, προς TOM) Πες ό,τι θες, εγώ ξέρω τι
χρειάζεται να γίνει. Θα βοηθήσεις; Έχει καλώς. Αλλιώς για άλλη μια
φορά θα κάνω εγώ το μεγάλο και το δύσκολο μονάχη μου γιατί
κωλώνετε τα αγοράκια. Όπως πάντα. (στο τηλέφωνο) Παίρνεις τον
αδερφό μου κι όχι έμενα, ε; Άκου να δεις τι θα μου κάνεις…

(ΒΑΡΒΑΡΑ βγαίνει από την Κουτσομπόλα, αφήνοντας ΤΟΜ σύξυλο…)

BLACKOUT

ΤΕΛΟΣ 1 ΠΡΑΞΗΣ
ης
Σ ε λ ί δ α | 160

ΠΡΑΞΗ II

ΣΚΗΝΗ 1 – 2003 – ΞΩΚΛΗΣΙ

Δειλινά φώτα. ΠΕΤΕΚ, καθισμένος στον πάγκο –με το ξεθωριασμένο


μπλε του πουκάμισο- στρίβει joint. Στο παράθυρο πέφτει η θέα απ’ το
ξωκλήσι – βράδι, με πανσέληνο. Ακούμε κύμα. ΠΕΤΕΚ τελειώνει, κοιτά
τη δουλειά του. BARB σκαρφαλώνει πίσω του, με λευκό καλοκαιρινό
φόρεμα.

Σταματά όταν τον βλέπει, πάει να φύγει μα--

ΠΕΤΕΚ (χωρίς να γυρίσει) Καλησπέρα.

BARB Πώς με κατάλαβες;

ΠΕΤΕΚ (γυρνά, με χαμόγελο) Μυρίζεις όμορφα.

(Παύση.)

BARB Και με πήρες μυρωδιά παρόλη τη μπόχα από το χόρτο σου;

ΠΕΤΕΚ Είναι που σε ξέρω.

(Παύση.)

Θα κάτσεις;

BARB (παίζει με το φόρεμά της) Δε νομίζω/

ΠΕΤΕΚ Εσύ είπες να μιλήσουμε/

BARB Το φόρεμα μου/

ΠΕΤΕΚ Τι πειράζει;

BARB Είναι από Αγγλία. Σήκω εσύ.

(Αντί να σηκωθεί, ΠΕΤΕΚ βγάζει το πουκάμισό του και το εναποθέτει


στο πάτωμα δίπλα του. Το ακουμπά, σαν πρόσκληση. BARB κάθεται.)

Δε θα το καπνίσεις;

(ΠΕΤΕΚ γνέφει «όχι».)

Δε θα μιλήσεις;

ΠΕΤΕΚ Εσύ είπες να μιλήσουμε.

(Παύση.)
Σ ε λ ί δ α | 161

BARB Έχεις τσιγάρο;

ΠΕΤΕΚ Κανονικό;

(BARB γνέφει ναι. ΠΕΤΕΚ στρίβει ένα γρήγορο τσιγάρο καθώς τον
κοιτά. Της το προσφέρει, μαζί με αναπτήρα. BARB παίρνει το τσιγάρο,
αφήνει τον αναπτήρα. ΠΕΤΕΚ καταλαβαίνει και την ανάβει.)

ΠΕΤΕΚ Λοιπόν;

BARB Τι λοιπόν;

ΠΕΤΕΚ Ρώτα με ό,τι θες.

(BARB καπνίζει, βήχει βήχα απειρίας. Μετά:)

BARB Τι τρέχει με τον Τομ;

ΠΕΤΕΚ Ε;

BARB Με το Θωμά, τι τρέχει λέω.

ΠΕΤΕΚ Τι τρέχει;

BARB Μη μου το παίζεις τώρα βλάκας--.

ΠΕΤΕΚ Δεν παίζω. Δεν ξέρω τι λες.

BARB (θυμωμένη) Ναι, καλά. Εντάξει. Τα λέμε.

(BARB σηκώνεται να φύγει.)

ΠΕΤΕΚ Κάτσε, ρε Ρούλα.

(BARB σταματά μα δεν κάθεται.)

BARB Τ’ άλλο βράδυ στην παραλία με τη φωτιά… Ήσασταν μαζί.

ΠΕΤΕΚ Ναι.

BARB Ναι.

(Παύση.)

Έγινε κάτι;

(BARB πετά στάχτη.)

ΠΕΤΕΚ Τι να γίνει;

BARB Ήσασταν πολύ κοντά.


Σ ε λ ί δ α | 162

ΠΕΤΕΚ Ε, και;

BARB Και του χάιδευες το χέρι.

ΠΕΤΕΚ (καγχάζει) Τι λες μωρέ;

BARB Αυτό που άκουσες.

ΠΕΤΕΚ (την πειράζει) Πόσο είχες πιει;

BARB I wasn’t drunk!

(Παύση).

Ξέρω τι είδα.

ΠΕΤΕΚ Καλά.

BARB Ξέρω τι είδα.

ΠΕΤΕΚ (παιχνιδιάρης) Είχε φαγούρα. Τον έξυνα.

BARB Είσαι γελοίος.

ΠΕΤΕΚ (θυμώνει) Ε μα, τι θες να σου πω, μ’ αυτά που λες; Κοιμότανε, τον
πείραζα. End of story.

BARB Τον πείραζες, ε;

ΠΕΤΕΚ Ε, ναι.

BARB ΟΚ.

(BARB καπνίζει.)

OK.

(BARB σταυρώνει τα χέρια της.)

Είσαι σίγουρος.

ΠΕΤΕΚ Ξέρω γω;

BARB Αν δεν ξέρεις εσύ, ποιος ξέρει;!

ΠΕΤΕΚ Δεν καταλαβαίνω την έκρηξή σου.

BARB Χθες. Χθες είχε μελτέμι και τουρτούριζα και μου ‘πες πήγαινε σπίτι.

ΠΕΤΕΚ Πλάκα έκανα!

BARB Κι αυτός λέει “έχει ψύχρα” και του ‘δωσες το πουκάμισό σου.
Σ ε λ ί δ α | 163

ΠΕΤΕΚ Και τώρα κάθεσαι εσύ πάνω. Και τι;

BARB Μου σπας τα νεύρα.

ΠΕΤΕΚ Δεν είναι σκοπός μου.

BARB Γιατί μου φέρεσαι έτσι;

ΠΕΤΕΚ Τα χαλάσαμε, ρε Ρουλάκι.

BARB Και τι που τα χαλάσαμε;

ΠΕΤΕΚ Μένω μακριά. Και για τους δύο.

BARB Για τους δυο μας;

ΠΕΤΕΚ Και για τους δυο μας…

(BARB κάθεται. Τελειώνει το τσιγάρο της και το πετάει, κάθεται πιο


κοντά του και βάζει το ‘να χέρι της γύρω απ’ το λαιμό του.)

BARB Σ’ αγαπώ.

ΠΕΤΕΚ (βλέμμα μπροστά) Αλλά φεύγεις και εγώ δεν μπορώ.

BARB Φυσικά μπορείς! Τι μας κρατάει; Όλοι θα φεύγαμε; Tom για


California prep Paradise, εγώ Vocal Studies στο Royal Academy. Ή
αρχιτεκτονική St. Martin’s, όπου μπω. Μακριά από ‘δω κι έρχεσαι
μαζί, you work and save. We can have a life. Που να μην περιορίζεται
από τις όχθες αυτού του μέρους και των μικροσκοπικών μυαλών των
ανθρώπου του. Δε θες να πας ιατρική; ΟΚ, ίσως όχι κατευθείαν αλλά
θα αποταμιεύσουμε…

ΠΕΤΕΚ Δεν καταλαβαίνεις, ρε συ. Με χρειάζεται η μάνα μου.

BARB Η Άννα μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της.

ΠΕΤΕΚ Δεν έχουμε σπίτι στο λόφο εμείς ούτε όνομα στο νησί.

(Παύση.)

BARB Τι έχει η μαμά σου;

(ΠΕΤΕΚ κουνάει το κεφάλι του αρνητικά, δε μιλά.)

(απελπισμένα) Μας μένουν μερικές μέρες τότε;

(ΠΕΤΕΚ γυρνά προς αυτή.)

Γιατί να μην τις εκμεταλλευτούμε;


Σ ε λ ί δ α | 164

(BARB του κάνει μασάζ στο λαιμό.)

Δε σ’ αρέσει να ‘σαι μαζί μου;

(ΠΕΤΕΚ κλείνει τα μάτια του και γνέφει «ναι».)

Εμένα μ’ αρέσει να ‘μαι μαζί σου, Πέτρο μου.

(ΠΕΤΕΚ κάνει ήχο ευχαρίστησης.)

Δεν το οφείλουμε στους εαυτούς μας να το εκμεταλλευτούμε;

(ΠΕΤΕΚ ανοίγει τα μάτια του, απομακρύνεται από το άγγιγμά της.)

(ενοχλημένη) Θα ’ρθεις τουλάχιστον να μ’ ακούσεις να τραγουδάω;

ΠΕΤΕΚ Δεν μπορώ.

BARB Γιατί;

ΠΕΤΕΚ Δεν μπορώ.

BARB Γιατί;

(ΠΕΤΕΚ σηκώνεται.)

Λόγω του Θωμά;

ΠΕΤΕΚ (εξαντλημένος) Ωχούυυυυυ…

(ΠΕΤΕΚ βαδίζει μακριά της. BARB σηκώνεται τον πιάνει απ’ το


μπράτσο.)

BARB Μη μου λες ώχου. Την αλήθεια πες μου.

ΠΕΤΕΚ (προσπαθεί να ξεφύγει…) Ξεκόλλα.

BARB (γαντζωμένη πάνω του) Πες μου.

(ΠΕΤΕΚ τραβιέται πιο έντονα, ξεφεύγει. BARB πιάνει τον άλλο του
βραχίονα, εκείνος τον αποσπά, πιο βίαια. BARB πάει να τον χτυπήσει
αλλά ΠΕΤΕΚ πιάνει το χέρι της. BARB πάει για το άλλο μα της το χτυπά
μακριά.)

BARB Άου!

(BARB γυρνά πλάτη, κρατά το χτυπημένο χέρι της.)

ΠΕΤΕΚ (ανήσυχος) Είσαι εντάξει;

(BARB του ρίχνει μια γερή ξανάστροφη. Παγώνουν.)


Σ ε λ ί δ α | 165

Σιωπή. Μόνο τα κύματα..)

BARB Είναι δεκαπέντε. Ασ’ τον ήσυχο.

(ΠΕΤΕΚ κάνει βήμα μπροστά, BARB πίσω, προς την άκρη του λόφου.)

ΠΕΤΕΚ Έχεις θελήσει ποτέ να πεθάνεις;

BARB Τι λες;

ΠΕΤΕΚ (κάνει μπροστά, BARB πίσω) Έχεις θελήσει ποτέ κάποιον τόσο που να
θες να τον σκοτώσεις και να πεθάνεις μαζί του;

(ΠΕΤΕΚ κάνει μπροστά – μια ανάσα απόσταση, BARB στην άκρη.)

Για να ‘σαστε πάντα μαζί.

BARB Με φοβίζεις

(Σιωπή.

Μετά ο ΠΕΤΕΚ κάνει πίσω, ρίχνει το κεφάλι του.)

ΠΕΤΕΚ Συγγνώμη. (δεν μπορεί να την κοιτάξει:) Συγγνώμη Ρούλα μου,


συγγνώμη. (κλαίει, τρέμοντας) Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη…

(BARB κοιτά σε σοκ. ΠΕΤΕΚ γονατίζει, σε λυγμούς.

BARB κάνει διστακτικό βήμα προς εκείνον… ακουμπά τον ώμο του.

ΠΕΤΕΚ τυλίγει τα χέρια του γύρω από τους γοφούς της...

BARB τινάζεται στο άγγιγμα, μα μαλακώνει, τον κοιτά με λύπη.)

BARB Τι είναι αγάπη μου; Τι έχεις;

(ΠΕΤΕΚ κλαίει πιο δυνατά.)

Peter…

(BARB γονατίζει δίπλα του. Ακουμπά το πρόσωπό του, τον χαϊδεύει,


ηρεμεί τους λυγμούς, και τον γυρνά να την κοιτάξει μα ο ΠΕΤΕΚ κρατά
τα μάτια του κλειστά. Σκουπίζει τα δάκρυά του και φιλά το μάγουλό
του, καθώς το σώμα του σείεται. Μετά τ’ άλλο μάγουλο και κρατά τα
χείλη της για πιο πολύ στο δέρμα του, μέχρι να καταλαγιάσει. Φιλά το
μέτωπό του ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που ο ΠΕΤΕΚ… σταματά.)

Πέτρο;

(ΠΕΤΕΚ βρίσκει ρυθμό στην αναπνοή του, μετά τολμά να την κοιτάξει.
Απαντά το οδυνηρό ερώτημα στο βλέμμα της φιλώντας τη στα χείλη.
Σ ε λ ί δ α | 166

BARB κάνει πίσω, μα μονάχα λίγο. ΠΕΤΕΚ κάνει μπροστά, αφήνοντας


μια απόσταση… που κλείνει η BARB. ΠΕΤΕΚ πάει να τη φιλήσει μα
BARB κάνει πάλι πίσω.

ΠΕΤΕΚ την πιάνει από τη μέση και την τραβάει πάνω του. Δεν τη φιλά.
Την κοιτά με αναμονή και… τον φιλά η BARB. ΠΕΤΕΚ τη φιλά
απελπισμένα και αναπνέουν τα χνώτα η μία του άλλου.

BARB βάζει τα χέρια της στο πρόσωπό του, ΠΕΤΕΚ τη σφίγγει, τα


σώματά τους πιέζονται μαζί. BARB κάνει πίσω από το φιλί να τον
κοιτάξει στα μάτια. ΠΕΤΕΚ πέφτει στο λαιμό της. BARB αντιδρά με
ηδονή μα τον τραβά πίσω απ’ τα μαλλιά τον αναγκάζει να την
κοιτάξει.

Παύση.

ΠΕΤΕΚ τη σηκώνει και την ξαπλώνει κάτω, στο πουκάμισό του.

Η εκκλησία χτυπά εννέα. Καθώς BARB και ΠΕΤΕΚ μισο-γδύνονται


απελπισμένα και ξεκινούν να κάνουν έρωτα…)

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 167

ΣΚΗΝΗ 2 – 2020 – ΠΑΤΡΙΚΟ

Σκοτάδι. Οι καμπάνες συνεχίζουν σε αυτή τη σκηνή, καθώς ΤΟΜ -


φορώντα ποδιά ÇERI- βγάζει μπρίκι, γκαζάκι και δυο κατσαρολάκια.
Μήλα, τηλέφωνο και δυο μπουκάλια νερό μένουν. ΒΑΡΒΑΡΑ μπαίνει,
δίνει στον TOM το τηλέφωνο, κάθεται απέναντί του. Τα αδέρφια
κοιτιόνται...

…Μπαίνουν XAN και ÇERI, αφήνουν τσάντα με ψώνια δίπλα στον


TOM. ÇERI κάθεται δίπλα στη ΒΑΡΒΑΡΑ. XAN βγαίνει δεξιά σκηνής.
TOM βγάζει μακαρόνια, σάλτσα κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.
Ανάβει το γκαζάκι με σπίρτο, με την τελευταία καμπάνα, καθώς
ανάβουν φώτα δειλινού.

TOM ανακατεύει σάλτσα στη μία άκρη του πάγκου. XAN επιστρέφει -
με βαθύ μπλε πουκάμισο- κάθεται απέναντι, δείχνει μια τράπουλα σε
ΒΑΡΒΑΡΑ και ÇERI…

TOM (τσεκάρει το τηλέφωνό του) Κιόλας;

ΒΑΡΒΑΡΑ Ξέχασες πώς είναι να ζεις με καμπάνες;

TOM Κι ακόμα κοιμάται ο Μπαμπάς;

ΒΑΡΒΑΡΑ (σαρκαστικά) Δεν πας να δεις;

XAN Focus, please! Λοιπόν, κατεβάζουμε τέσσερα στη σειρά ή τρία ίδια
χαρτιά, right? And if they’re in a row they also have to be the same
suit. Όλα καρδιές. Όλα διαμάντια. Ναι;

ΒΑΡΒΑΡΑ Ναι.

ÇERI Και ποιος κερδίζει;

XAN Όποιος μείνει χωρίς χαρτιά πρώτη. Και αν σου μείνουνε χαρτιά
παίρνεις κακούς πόντους. King and Jacks are worth ten, same as aces
and jokers.

ÇERI Κι οι Ντάμες πόσους πόντους;

XAN Gurl, Queens are extra!

ÇERI Πόσο παραπάνω;

XAN Όχι, πλάκα έκανα— Το ίδιο μετράει.

ΒΑΡΒΑΡΑ Where is the game from?


Σ ε λ ί δ α | 168

XAN (shuffling) Από γιαγιά μου από Κούβα. Abuelita! Total cardshark.

TOM Χαρτόμουτρο in Greek.

XAN Α ναι;

TOM (προς ÇERI) Έτσι ήταν κι η μάνα σου. Τη θυμάσαι καθόλου την Άννα;

(ÇERI σηκώνει τους ώμους.)

(προς XAN) Απίστευτη κυρία.

XAN Ναι;

(ΒΑΡΒΑΡΑ κάνει κίνηση «ου, που να ’ξερες».)

TOM Αν δεν είχε να καθαρίσει ήτανε με το καρέ της για πόκερ, ή


κολυμπούσε , όλο το χρόνο κολυμπούσε, σκαρφάλωνε σε σκάλες και
μάζευε τα φρούτα από τα δέντρα του Μπαμπά, μας έφτιαχνε
κορώνες από όμορφα αγριολούλουδα. Ακόμα κι αφότου αρρώστησε.
Τουλάχιστον στην αρχή.

ΒΑΡΒΑΡΑ (σταυρώνεται) Να ’ναι καλά όπου είναι.

ÇERI Μακάρι να τη θυμόμουνα.

TOM Ούτε εγώ θυμάμαι τη δική μου.

ΒΑΡΒΑΡΑ Τη δική μας.

XAN Γιαγιά Cristina δεν είναι έτσι. Κάθε φορά που τη βλέπω, μου λέει: (as
Abuelita) “Mi monito” -μικρή μου μαϊμού- she says, “monito, tengo lo
que nada puede curar”. (σε ΤΟΜ) Βοηθάς, αγάπη;

TOM «Έχω αυτό που τίποτα δεν μπορεί να θεραπεύσει.»

ΧΑΝ (as Abuelita) Ningún doctór puede ayudarme…

TOM «Δεν υπάρχει γιατρός να με βοηθήσει», λέει.

XAN (as Abuelita) Lo que es -- la vejez!

TOM «Έχω γηρατειά!!!»

(XAN γελά. Οι άλλοι σιωπηλοί.)

XAN OK, that kills in Cali… What? Did I miss something?

ÇERI Δε φαίνεσαι για Λατίνο.

XAN No?
Σ ε λ ί δ α | 169

ÇERI Πιο πολύ σα να’ σαι από δω.

XAN (γελά) Ε δε φαίνεται πάντα ποιοι είμαστε αλήθεια.

TOM (παίρνει κατσαρολάκι απ’ τη φωτιά και το καλύπτει, βάζει στη θέση
του το άλλο βάζει νερό από τα απομένοντα μπουκάλια, ανεβάζει τη
φωτιά) Το ίδιο κάνει. Στα Βαλκάνια έχουμε μπλέξει τα μπούτια μας
τόσο ανά τους αιώνες που ‘ναι χαζό να σκεφτόμαστε τους εαυτούς
μας διαφορετικούς. Από τα μέσα του 19 αρχές του 20 , θεωρούμεθα
ου ου

“ήμι-έγχρωμοι”. Δεν επιτρεπόταν η είσοδός μας σε Αυστραλία,


Καναδά ή τις ΗΠΑ…

ΒΑΡΒΑΡΑ (καγχάζει) Να σ’ άκουγε να τα λες αυτά ο Μπαμπάς...

XAN Practice round?

ΒΑΡΒΑΡΑ Why not?

(XAN μοιράζει.)

ÇERI Xan. Τι όνομα είναι αυτό;

XAN My father always loved mythology, warrior type stuff— So (frames face
with hands, a la Shirley Temple) Ta-da! …So, πρώτα εγώ, μετά εσύ.

(XAN παίζει, ÇERI ακολουθεί.)

TOM Τον βάφτισαν από το Μεγαλέξανδρο.

ΒΑΡΒΑΡΑ Συνονόματος με το Μπαμπά, ε; Πολύ ενδιαφέρον ψυχολογικά…

TOM Shut up.

XAN (προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Σειρά σου!

ÇERI Μα εκείνος ήτανε αληθινός.

XAN I’m sorry?

ÇERI Ο Μεγαλέξανδρος δεν ήτανε mythology.

XAN Oh, well, yeah…

(ΒΑΡΒΑΡΑ παίζει.)

ÇERI Και τι ’ναι το “Xan”?

XAN Μικρό “Alexander”. (Παύση.) “Παρτατσούλι”;

ΤΟΜ Παρατσούκλι.
Σ ε λ ί δ α | 170

ΧΑΝ Ναι! (teasing, stage-whisper to TOM) Νόμιζα είπες αδέρφι σου είναι
έξυπνο.

(XAN παίζει. ÇERI παίρνει από τα πεταμένα χαρτιά.)

Όχι! You can’t take this card, silly. Είναι καμένο αυτό.

ÇERI (με ενόχληση) Uh, OK. Που να το ξέρω;

(ÇERI παίρνει νέο χαρτί, ξεσκαρτάρει. XAN το μαζεύει.)

So, γιατί Xan?

XAN ‘Cause my dad liked G—

ÇERI Αλλά γιατί; Συγκεκριμένα “Xan!” Είναι σαν ήχος από videogame.

TOM Ε! Tι παίζει τώρα;

XAN I don’t know what y—

ÇERI Κάθε όνομα σημαίνει κάτι. Κρατά παράδοση, δύναμη. Like Αγία
Βαρβάρα (δείχνει προς την εικόνα) over there. Προστάτιδα των
στρατιωτών, των όπλων. Προστατεύει αυτούς που της προσεύχονται
από ξαφνικό θάνατο, από κεραυνούς και φωτιές… Ο πατέρας της την
έκλεισε σε έναν πύργο γιατί εκείνη απαρνήθηκε την παγανιστική
θρησκεία τους για το Χριστιανισμό. Ή ο Άπιστος Θωμάς, που αρνήθηκε
το γιο του Θεού τρεις φορές. Αναξιόπιστος και εγωιστής. A name
creates an air around the person who carries it. Κάποιες φορές το
δίνουμε απροπό και κάποιες ευφημιστκά, πως λέμε τον Ειρηνικό,
Ειρηνικό. So, γιατί να κόψεις το λαμπρό όνομα του Μεγαλέξανδρου,
protector of men, σε μια τέτοια αναξιοπρεπή μορφή;

XAN Guess your English is better than my Greek… Δεν κατάλαβα τίποτα.

TOM (προς ÇERI) Κοφ’ το.

ÇERI Σιγά λεβέντη μου, χαλάρωσε.

XAN Yeah, bae. I don’t mind.

(XAN πετάει χαρτί.)

TOM Ξέρεις ποιος λάτρευε μυθολογία; (το φτύνει προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Ο Πέτεκ.

ÇERI Ποιός;

TOM Ο Πέτρος. Ο άλλος σου αδερφός.


Σ ε λ ί δ α | 171

ÇERI Ο άγνωστος απ’ τη φωτογραφία κάτω;

ΒΑΡΒΑΡΑ Αυτό ας τ’ αφήσουμε καλύτερα.

ΤΟΜ (προς ΧΑΝ) Κι οι δυο είχαμε πώρωση. Οι στρατιώτες που εξυμνούσε ο


Όμηρος ήτανε οι πρώτοι μας superheroes.

XAN There’s so much history to this land! I would’ve liked to spend a whole
summer in Greece, not just a month, but you know Tommy can’t exceed
thirty days ‘cause of his army thing.

TOM Αντιρρησίας συνείδησης.

ΒΑΡΒΑΡΑ (διόρθωση) Ανυπότακτος εξωτερικού.

XAN Παντρεύτηκα “deserter abroad”! Ρομαντικό, ναι;

ÇERI Ό,τι πεις…

XAN Δεν έχω ζήσει μακριά από σπίτι! Πιο μακριά πήγα Hawaii και αυτό είναι
ακόμα State. Αλλά γνώρισα Tom και τώρα κάνουνε comic του—

TOM Graphic novel.

XAN --TV show και πάω A) να ζήσω Ολλανδία! What?! B) να τρέξω ομάδα
παιδικό θέατρο για non-binary kids!

ÇERI Α. Ηθοποιός είσαι; (σιγά) Πες το μας ντε...

XAN So, I ask you, young squire: Τι είναι το romance αν όχι κάτι που σε κάνει
να είσαι brave να παίρνεις risks?

(XAN και TOM κοιτιόνται θερμά, τρυφερά.)

ÇERI (προς TOM) Γι’ αυτό έφυγες; Από θάρρος; …Γι’ αυτό έκανες τόσα
χρόνια να γυρίσεις;

TOM Αυτό είναι… περίπλοκο.

ÇERI Γιατί;

TOM Γιατί μερικές φορές είναι.

(Παύση.)

ÇERI Γιατί το ‘παιξες ότι δεν ήσουν από ‘δω, στο Μάνο;

ΒΑΡΒΑΡΑ Καλό ερώτημα.

(ΒΑΡΒΑΡΑ χαμογελά χαιρέκακα στον TOM.)


Σ ε λ ί δ α | 172

ÇERI Λοιπόν;

XAN (stepping in) Why don’t you go wash up for dinner, sweetie? Give the
adults some time.

ÇERI (πετά τα χαρτιά στον πάγκο, σηκώνεται) Ώχου. Απ’ την ώρα που
‘ρθατε έχω πάει πιο πολύ για να «πλυθώ» απ’ ότι όλο το χρόνο .
(βγαίνοντας) Θα μουλιάσω!

XAN (μαζεύει τα χαρτιά) Η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά. (προς TOM)


Did I say that right?

ΒΑΡΒΑΡΑ (γελά) Ναι.

XAN So… Για να καταλάβω, ναι; What’s the deal with Petek?

ΒΑΡΒΑΡΑ Mmm. Θα σου πω εγώ. Ήταν τόσο γοητευτικός, you know?


Μυστηριώδης. Σα να ‘χε κάτι που πάντοτε το κρατούσε δικό του. Το
δέρμα του πάντα ηλιοκαμένο, δούλευε στα ferry... Μα είχε χέρια
τρυφερά. Πάντα ήθελε να φύγει απ’ το νησί και πάντα γύρναγε το
βράδι που ‘πεφτε ο ήλιος…

XAN (hits TOM on the bicep, sotto) So, ήτανε τελικά gay ή bi;

TOM Jesus Christ! Alexander!

XAN (laughs) What? You both dated him, right?

ΒΑΡΒΑΡΑ Ω, αλήθεια; Τι μου λες; Δεν το ‘ξερα αυτό.

TOM (προς ΧΑΝ) Χαμήλωσε τη φωνή σου!

ΒΑΡΒΑΡΑ (προς ΤΟΜ) Τα ‘χες αλήθεια κι εσύ με τον Πέτρο;

XAN Actually, it’s scientifically proven that if you keep your voice at a normal
speaking level, people are more likely to miss what you’re saying.
(whispers) They focus in on it instead if you modulate your volume or
whisper.

TOM Η Βαρβάρα τα ‘χε μαζί του και μόνο. Μετά τη χώρισε, την άφησε
έγκυο/, την έπεισε να μην το κρατήσει κι όταν ο Μπαμπάς άφησε τη
μάνα του έγκυο με τη Geri, Ο Πέτεκ το ‘σκασε.

ΒΑΡΒΑΡΑ Δεν «μ’ άφησε» τίποτα./ Πολύ μνησίκακος είσαι, kitty.

TOM Κοίτα ποιος μιλάει.


Σ ε λ ί δ α | 173

ΒΑΡΒΑΡΑ Άλλο μνησικακία κι άλλο να σου ξεπληρώσουνε αυτά που σου


χρωστάνε.

XAN (pretend understanding) Μάλιστα. (προς TOM, sotto) What?

TOM Κι ο Πέτεκ που έφυγε δε σε πειράζει;

ΒΑΡΒΑΡΑ Θωμά, δε σε κατηγορώ που έφυγες.

TOM Όλα ΟΚ, επειδή είναι γιατρός τώρα;

ΒΑΡΒΑΡΑ Χωρίς Σύνορα. Εξελλήνισε το όνομά του, σοφά, και δουλεύει στη
Μεσόγειο από το δεκαπέντε, δεν το ’χες ακούσει; Βοηθώντας με τους
πρόσφυγες. Του δώσανε μετάλλιο!

TOM Οπότε πέντε χρόνια μετάνοια επανορθώνει που σου γάμησε το Δία;/
Ή είναι που θεωρείς τη δουλειά του πιο σημαντική απ’ τη δική μου;

ΒΑΡΒΑΡΑ Δεν μου ‘κανε τίποτα.

XAN How do you know what he does?

ΒΑΡΒΑΡΑ Και τη δουλειά σου δεν τη «θεωρώ» τίποτα.

XAN But you said you’re not even friends on Facebook…

(Παύση.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (πειράζει) Α; Ψεματάκι στον αντρούλη μας;

(Παύση.)

TOM (προς XAN) Πας κάτω να μου φέρεις μια κόπια απ’ το βιβλίο μου; Το
θέλω για όταν πάρει πάλι ο Theo με τα notes.

(Short pause – XAN chooses not to fight). φαλι

XAN Tsk, tsk. Sure, Mr. Avoidington.

(XAN ξεκλέβει ματιά στη ΒΑΡΒΑΡΑ και βγαίνει.

Σιωπή…)

ΒΑΡΒΑΡΑ (μετά) Όσο και να λείπεις την προφορά σου στα Αγγλικά δεν τη
χάνεις, ε;

TOM Παρεξήγησε. Δεν «τα ’χα» με τον Πέτεκ ποτέ. Το ξέρεις ότι δεν έγινε
τίποτα.

ΒΑΡΒΑΡΑ Όχι;
Σ ε λ ί δ α | 174

TΟΜ Όχι!

ΒΑΡΒΑΡΑ (non-committal) M-hm.

TOM Δεν έχουμε πιο σοβαρά να πούμε; (ψιθυρίζει) Θες να σκοτώσω το


Μπαμπά;;;

ΒΑΡΒΑΡΑ Το διάβασα το cartoonάκι σου.

TOM Graphic novel.

ΒΑΡΒΑΡΑ “A magical, thrilling autobiography”/, σύμφωνα με το οπισθόφυλλο.

TOM Τι αλλάζεις το θέμα;

ΒΑΡΒΑΡΑ Γνώριμη ιστορία.

TOM Sorry?

ΒΑΡΒΑΡΑ Μετανάστης αφήνει την κοπέλα του σύξυλη, πάει στρατό στη χώρα
που τον υιοθέτησε κι εκεί ανακαλύπτει πως έχει θεραπευτικές
υπερδυνάμεις… όταν την πίνει!

TOM Και;

ΒΑΡΒΑΡΑ Πήρες την ιστορία μου.

ΤΟΜ Του Πέτεκ.

ΒΑΡΒΑΡΑ Του Πέτρου μου. Και τη διαστρέβλωσες --

TOM Α. (σαρκαστικά) Θύμισέ μου. Τι δυνάμεις είχε ο Πέτεκ;

ΒΑΡΒΑΡΑ Ο ήρωας σου καταφεύγει στο χόρτο επειδή αρρωσταίνει η μητέρα του.

TOM Ο Πέτεκ κάπνιζε από πριν.

ΒΑΡΒΑΡΑ Ο Πέτεκ πήγε στρατό. Εσύ όχι.

TOM Είναι αλληγορία.

ΒΑΡΒΑΡΑ (γελά) Α πες το έτσι!

TOM Δεν το μοιραστήκαμε αυτό που έγινε; Οι τρεις μας;

ΒΑΡΒΑΡΑ Τον έχεις να την αφήνει και να μην πληρώνει ούτε το μισό του της
έκτρωσης.

TOM Και;
Σ ε λ ί δ α | 175

ΒΑΡΒΑΡΑ Δε ζήτησα ποτέ λεφτά! Καταλαβαίνεις ότι και να ζήταγα δεν είχε να
τα δώσει; Και τον πατέρα της, τον έχεις κάνει μια φιγούρα τερατώδη
που την κάνει manipulate να το ρίξει για να ’ναι αυτός με την
ερωμένη του και να την έχει την κόρη Σταχτοπούτα.

TOM Ε πάντα του κεφαλιού του έκανε ο Μπαμπάς κι εμείς οι υπόλοιποι


έπρεπε να βγαίνουμε από το μονοπάτι της καταστροφής του.

ΒΑΡΒΑΡΑ (γελά) Ήμαρτον. Δεν έχεις ιδέα.

TOM Fictionalized biography το λένε! Έτσι κάνεις τους χαρακτήρες


θελκτικούς. Βρίσκεις τα σκιερά τους μέρη και βουτάς.

ΒΑΡΒΑΡΑ Χμ… Πες μου μεγάλε συγγραφέα: Μπορείς να τους λες «χαρακτήρες»
όταν τους έχεις πάρει καρμπόν απ’ τις ζωές μας;

TOM Ο πρωταγωνιστής μου είναι gay, so.

ΒΑΡΒΑΡΑ So?

TOM So, ξεκάθαρα δεν είναι ο Πέτρος σου!

(Παύση.)

Σωστά;

(XAN re-enters with a book.)

XAN Here ya go. Fresh off the presses! One boy’s journey of escape, self-
discovery and what home really means. Δεν είσαι πολύ περήφανη;

(TOM και ΒΑΡΒΑΡΑ ματο-μάχαιρα. TOM’s phone buzzes. Χώνονται και


οι δυο μα το προλαβαίνει XAN.)

Tom Pappas’ phone. Who’s speaking please? …Oh! Speak of the devil.
Ναι; Όχι, όχι. (covers phone, offers it to ΒΑΡΒΑΡΑ) Petros. Σε θέλει!

(ΒΑΡΒΑΡΑ το παίρνει, βγαίνει έξω απ ‘την Κουτσομπόλα. Η σιλουέτα


της εμφανίζεται στο ΠΑΡΑΘΥΡΟ – Ανάβει και καπνίζει καθώς μιλά
(χωρίς ήχο.)

XAN So… are we trying to fuck’im or what?

TOM Alexander!

XAN What? He sounds sexy… in a rough, salty ναυτικός kinda way.

TOM Not now!

XAN Πρώτη σoυ αγάπη,. Νέος άντρας σου. Τελευταία μέρα του
honeymoon.… Αν έχεις fantasy… I get it.
Σ ε λ ί δ α | 176

TOM We’re not trying to fuck him.

XAN Τότε γιατί τον κάλεσες;

TOM Δεν τον/ κάλεσα εγώ!

XAN Καλά, καλά. (playful) Στο τηλέφωνο είπε «δεν ξέρω αν θα προλάβω»,
so… Έλα τώρα. Πες μου αλήθεια. Μην ντρέπεσαι τον άντρα σου.

TOM Δεν ντρέπομαι.

XAN Τότε τι πειράζει; Είσαι περίεργος, bae. Τι τρέχει;

TOM Τίποτα δεν τρέχει! Είναι που ‘μαστε εδώ. Όταν γυρνάς στο σπίτι σου -
μην πω πατρίδα- υπάρχουν προηγούμενα, η ατμόσφαιρα βαραίνει ρε
παιδί μου.

XAN (scoffs) People make things heavy. Ο Buddha λέει αν θέλεις να πετάξεις
πρέπει να αφήσει πράγματα που σε βαραίνουνε.

TOM Πού το διάβασες αυτό, σε meme?

XAN Tommy! Με προσβάλεις! (Then) Yes.

(TOM γελά. XAN comes up to him, strokes his shoulders soothingly.)

There’s my guy. Just keep it light. Είμαστε με οικογένεια σου. (smiley)


Οικογένεια σημαίνει house and birth. You’re stuck with ‘em.

(TOM ρίχνει το βλέμμα, μετά κοιτά τη σιλουέτα της ΒΑΡΒΑΡΑΣ.)

Έβρασε όλο το νερό σου.

TOM Ε;

XAN (nodding towards pot) All your water boiled away.

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ΒΑΡΒΑΡΑ πετά το τσιγάρο της, μπαίνει, ανάβει άλλο.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (βαδίζει, συγχυσμένη) Δε θα προλάβει. Δε θα προλάβει. Είπε πως--

ÇERI (μπαίνει) Εντάξει τώρα; (βλέπει ΒΑΡΒΑΡΑ) Σβησ’ το.

(ΒΑΡΒΑΡΑ απαντά με τζούρα.)

Τρώμε.

ΒΑΡΒΑΡΑ Όχι απ’ ό,τι φαίνεται.

TOM Right, ναι. I’m on it.


Σ ε λ ί δ α | 177

(TOM βάζει νέο νερό στη κατσαρόλα – τελειώνει μπουκάλι. )

ÇERI (προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Σβήσε. Το τσιγάρο.

(ΒΑΡΒΑΡΑ ανοίγει το κρασί και βάζει ποτήρι στον εαυτό της.)

TOM Αυτό ήταν για το δείπνο--

(ΒΑΡΒΑΡΑ γλύφει σταγόνες από το λαιμό του μπουκαλιού, το


αποθέτει στον πάγκο επιδεικτικά.)

XAN Σ’ αρέσει αλήθεια το κρασί ….

ÇERI (προς TOM) Καλά θα την αφήσεις να σκοτώνει έτσι το Μπαμπά;

TOM Τ—Τι;! Τι λες, παιδί μου;

ÇERI Δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει εξαιτίας της.

TOM Σου το ‘πε εκείνος;

ÇERI Το βλέπω.

TOM Ger, ξέρω ότι είναι δύσκολο για ‘σένα στο νησί--

ÇERI Πού το ξέρεις;

TOM Ξέρω πως είναι to feel different. On a place/ like this.

ÇERI It’s “in” a place like this, βασικά. Γραμματική.

TOM On this island, λέω.

ÇERI Τι ξέρεις εσύ για το νησί, ρε;

XAN Έλα παιδιά, ηρεμία--

ÇERI (καγχάζει) Κι αυτός τώρα τι θέλει; Πρώτη φορά τον βλέπω στη ζωή
μου κυριολεκτικά και ξαφνικά I’m your new brother in law και by the
way φύγε απ’ το δωμάτιο, στο σπίτι σου για να πούμε για τον χαμένο
σου αδερφό που επίσης δεν ήξερες και τη μάνα σου που πέθανε μ’
εσένα στην απ’ έξω και θα παίξουμε χαρτιά, θα φάμε μακαρόνια και
θα το παίζουμε λες και όλο αυτό το σκηνικό είναι ΟΚ!!!

ΒΑΡΒΑΡΑ Πες τα!

(ΒΑΡΒΑΡΑ κατεβάζει το κρασί της και ξαναγεμίζει.)

ÇERI Σκάσε!

XAN Your water’s boiling again. Το νερό σου; Έβρασε.


Σ ε λ ί δ α | 178

TOM (προς ÇERI) Χαλάρωσε.

ÇERI ΕΣΥ χαλάρωσε!

XAN Should I— να βάλω μακαρόνια;

ΒΑΡΒΑΡΑ Άσε το παιδί να εκφράσει το θυμό του, Θωμά.

XAN I’m just gonna...

(XAN crosses to the other side of the island and puts pasta in the pot.)

TOM Ρε παιδί μου, πες μου ήρεμα παρακαλώ. Αδερφή προς αδερφό—

ΒΑΡΒΑΡΑ Ασ’ το παιδί να αναπνεύσει.

TOM (γαυγίζει) Άσε με ρε να της μιλήσω!!

(TOM χτυπά το χέρι του στον πάγκο, ρίχνοντας την κατσαρόλα απ’ το
γκάζι. XAN σπρώχνει ÇERI μακριά απ’ το καυτό νερό, μπαίνοντας
μπροστά. ΒΑΡΒΑΡΑ κινείται μόνο για τζούρα. Το βιβλίο γίνεται
μούσκεμα.)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ!

(TOM πάει για το βιβλίο μα τσουρουφλίζεται, αναγκάζεται να τ’


αφήσει.

Σιωπή…)

XAN (βγαίνει προς μπάνιο) I’ll give you guys a moment.

ÇERI (προς TOM, ήρεμα) Έτσι μπράβο. Θες να σου πω τι τρέχει; Κανένας
σας δεν θα ‘πρεπε να είναι εδώ. Ο Μπαμπάς είναι άρρωστος. Πρέπει
να ‘ναι με ανθρώπους που τον αγαπάνε και θέλουνε να γιάνει και
κανείς σας εδώ πέρα, κανείς σας δεν τον νοιάζεται. Εκείνος (XAN)
είναι ξένος, εσύ (TOM) έχεις δέκα χρόνια να ‘ρθεις κι αυτή εκεί πέρα
τον μισεί.

(Παύση.

TOM κρεμά το κεφάλι του.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Fuck you, μαλακισμένο. (πετά το τσιγάρο της προς ÇERI.)

ÇERI (αποφεύγοντας την καύτρα) Δεν είσαι καλά.

(ΒΑΡΒΑΡΑ πάει αριστερά σκηνής κι ανάβει νέο τσιγάρο).

Βαρβάρα! Σταμάτα!
Σ ε λ ί δ α | 179

ΒΑΡΒΑΡΑ Πολύ σκασμένο αυτό που είπες.

TOM Ρε, συ!

ΒΑΡΒΑΡΑ Δεν το ακούς το κωλόπαιδο;

TOM Προσπαθώ.

ΒΑΡΒΑΡΑ Αναίσθητο εντελώς. Κυριολεκτικά δεν έχει αίσθηση. Καμία μα καμία.

ÇERI Ο πατέρας μου δεν έχει ανάγκη το κράξιμο/ και τον καπνό σου και
την υπεράνω όλων συμπεριφορά σου. Άσε τον ήσυχο να συνέλθει.

ΒΑΡΒΑΡΑ Τίποτα δεν ξέρεις για τον πατέρα σου. (προς TOM) Μου λέει εμένα
ότι εγώ δεν αγαπάω το Μπαμπά. Εγώ, έτσι; Που μείναμε οι δυο μας
μ’ εσένανε μωρό. (προς ÇERI) Τι να σου πω; Να χαίρεσαι τον πατέρα
σου, πραγματικά. Άλλος σαν εκείνον δεν υπάρχει εκτός από ‘σένα.
Δειλός και τύραννος. Φτυστός εσύ!

ÇERI Εσύ τον αρρώστησες!

TOM Μάζεψε ρε τη γλώσσα σου...

(XAN peeks in.)

XAN Uh, guys?

TOM Είναι δύσκολος άνθρωπος. Αν τον ήξερες όπως εγώ και η Βαρβάρα--

XAN Hate to interrupt, really—

ÇERI Γιατί παίρνεις το μέρος της πουτάνας, γαμώτο;

TOM Μη. Μιλάς. Έτσι.

ÇERI ΓΙΑΤΙ;!

TOM Κοριτσάκι,/ πρέπει να δείξεις σεβασμό—

ÇERI Μη με λες «κοριτσάκι»!

TOM Αν ήξερες τι έχει περάσει η Βαρβάρα λόγω αυτού του γελοίου. Αν


ήξερες τι περνά τώρα—

ΒΑΡΒΑΡΑ (σηκώνεται αποφασιστικά -διακόπτοντας τον- παίρνει βαθιά ανάσα…


και τραγουδά παράφωνα όπως πάντα) Κι εγώ θα κόψω το φεγγάρι
θα σ’ το καρφώσω στα μαλλιά...

ÇERI Κοίτα τη. Είναι τρελή! Νομίζει ότι ’ναι η Κάλλας;!


Σ ε λ ί δ α | 180

ΒΑΡΒΑΡΑ (ανεβάζει τόνους) Και σαν πλαγιάσουμε θα έχω τον ουρανό στην
αγκαλιά…

(ÇERI και TOM φωνάζουν μέσα στο τραγούδι της ΒΑΡΒΑΡΑΣ.)

TOM Δεν την ξέρεις, OK; Δεν έχεις ιδέα τι έχει περάσει κι ακόμα και να το
‘ξερες δεν μπορείς να το καταλάβεις.

ÇERI Εσύ τη θυμάσαι πώς ήσασταν παιδιά.

TOM Στην ηλικία σου.

ΒΑΡΒΑΡΑ (τραγουδά) Κι όταν ξυπνήσουμε και παααααάμε ξανά στα στέκια τα


παλιά…

ÇERI Έχω ζήσει στη σκιά της από γεννησιμιού μου. Δεν ξέρεις πόσο κακιά
έχει γίνει και χειριστική και—και—Μακιαβέλλι! Κι όλοι στο νησί Αγία
Βαρβάρα την ανεβάζουν και την κατεβάζουνε! Αγία Βαρβάρα!!!

(TOM σηκώνει τα χέρια ψηλά.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (τραγουδά) Σκέψου τι όμορφη που θαααα ‘σαι…

TOM Έδωσε τη ζωή της για να σε φροντίσει. Γιατί ο αγαπημένος μας


Μπαμπάκας είναι ένας ανεύθυνος, που έχει κάνει check out πριν από
χρόνια. Εδώ, αν χρειάζεσαι υπενθύμιση.

(TOM σπρώχνει το βρεμένο του βιβλίο προς ÇERI.)

ΒΑΡΒΑΡΑ (τραγουδά) Με το φεγγάρι στα μαλλιάαααααα…

ÇERI (σηκώνει το βιβλίο) Δεν ξέρεις τίποτα. Δεν είναι αγία γιατί έτσι τη
λένε οι χωριάτες. Κι αυτός δεν είναι τέρας γιατί έτσι τον έγραψες εσύ.

ΒΑΡΒΑΡΑ (τραγουδά) Σκεεεεεέψου τι όμορφη που θα ‘σαι…

ÇERI Το ‘χω διαβάσει ήδη το στόρυ, φιλαράκο! Το κατέβασα παράνομα


πριν μας κόψει η Βαρβάρα το διαδίκτυο. Γιατί κόπια δε μας έστειλες.
Του το ‘δειξα… και έκλαψε που αυτό (πετά το νωπό βιβλίο στο πάγκο)
αυτό είναι το πώς τον βλέπεις... Που έτσι ντρέπεσαι.

(Παύση.)

Δεν είσαι ο Μπαμπάς. Δεν ξέρεις πως ήτανε γι’ αυτόν, για ‘μένα, για
κανένα μας ή τη ζωή που έχουμε εδώ πέρα. Έχεις φύγει καιρό.

(ÇERI βγαίνει προς Υπόγειο. Βήματα κατεβαίνουν, μετά:)

ΒΑΡΒΑΡΑ (τραγουδά σιγανά) Με το φεγγάρι στα μαλλιά.

(Σιωπή…
Σ ε λ ί δ α | 181

XAN μπαίνει, μελετά τη ΒΑΡΒΑΡΑ και τον TOM.)

XAN …OK. Τελειώσαμε φωνές; Great. This seems like the moment…. OK,
Band-Aid off: ο Μπαμπάς ξύπνησε!

(Τα αδέρφια παγώνουν….)

TOM Τι;!

ΒΑΡΒΑΡΑ Ωχ, Θεέ μου.

XAN Ναι. Και νομίζω σε ζητάει;

…Bae?

(Παύση.

Ένας υγρός λεκές απλώνεται απ’ τον καβάλο του TOM - κατουριέται.)

Oh my God!

(TOM ξεπαγώνει και το σκάει απ’ την Κουτσομπόλα...)

Tom? It’s OK— TOM! Where are you going? (looks around at a
complete loss, Then, to ΒΑΡΒΑΡΑ) ΟΚ!

ΒΑΡΒΑΡΑ ανάβει τσιγάρο στη φλόγα απ’ το μπρίκι. Καθώς ξεφυσά…)

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 182

ΣΚΗΝΗ 3 – 2020 – ΞΩΚΛΗΣΙ

Κύματα ψιθυρίζουν, τριζόνια τραγουδούν. Νυχτερινό φως στον TOM


που κάθεται στον πάγκο με τα γόνατά του αγκαλιά. Βραδινή θέα της
εκκλησιάς στο λόφο, πέφτει πίσω του, μ’ απόγιομο φεγγάρι. ΒΑΡΒΑΡΑ
μπαίνει από δεξιά σκηνής, το σάλι πίσω στους ώμους της απέναντι
στην ψύχρα της νύχτας και κρατά και μια αλλαξιά ρούχα. Περπατά
πίσω από τον πάγκο, χωρίς να την καταλάβει ο TOM, κοιτά τον αδερφό
της για ένα γεμάτο λεπτό. Μετά:

ΒΑΡΒΑΡΑ (προσφέρει τα ρούχα) Here.

TOM (γυρνά) You scared the shit out of me.

(ΒΑΡΒΑΡΑ απλώνει το χέρι της. TOM σηκώνεται και τη βοηθά να


ανέβει. Εκείνος κατεβαίνει, παίρνει τα ρούχα, γυρνά πλάτη και
αλλάζει).

TOM Όταν σου ‘πα πως δεν έγινε τίποτα με ‘μένα και τον Πέτεκ—

ΒΑΡΒΑΡΑ (κοιτά προς κοινό) Δε σε κατηγόρησα ποτέ, αλήθεια. Σε μίσησα


μερικές φορές… Που γεννήθηκες Αμερικάνος κι έτσι μπορούσες
πάντα να πας πιο μακριά από ‘μένα. Μου ‘λειπες και ναι σε μίσησα
κάποιες στιγμές. Μα ποτέ δε σε κατηγόρησα που έφυγες.

(TOM ντύνεται, σκαρφαλώνει πάλι πάνω. Φορά σορτς από ÇERI και το
μπλουζί του ΧΑΝ με την Αφροδίτη. Ακουμπά τα παπούτσια του στον
πάγκο.)

(Τον κοιτά χαμογελώντας τρυφερά. Μετά:) Τι έγινε;

TOM Την Παρασκευή πριν το Δεκαπεντάυγουστο. Είχαμε τσακωθεί με το


Μπαμπά για το σχολείο πάλι… Είχε έρθει ο Πέτεκ αλαφιασμένος.
Κάπνιζε πολύ -του ‘πα όχι στο σπίτι- και με ρώταγε για την Αμερική…
Έλεγε τι cool που θα πήγαινα… και να ‘ρθει να με δει. Και… Και μετά
με ρώτησε; Έχεις θελήσει/ ποτέ να πεθάνεις;

ΒΑΡΒΑΡΑ (αναγνωρίζει) Έχεις θελήσει ποτέ να πεθάνεις;

TOΜ / ΒΑΡΒΑΡΑ Έχεις θελήσει ποτέ κάποιον τόσο που να θες να τον σκοτώσεις και να
πεθάνεις μαζί του;

(Παύση.)

TOM / ΒΑΡΒΑΡΑ Για να ‘σαστε πάντα μαζί.


Σ ε λ ί δ α | 183

TOM Νόμιζα ότι έλεγε για ‘σένα. Του ‘λεγα θα τον πάρεις πίσω. Δεν ήξερα
τότε ότι σ’ άφησε εκείνος. Του ‘πα πως τον αγαπάς.

(Σιωπή)

Μου ‘δώσε μετά το μπάφο του. Δεν το ’χα ξαναδοκιμάσει. Μα εκείνη


τη στιγμή… Το ήθελα.

(ΒΑΡΒΑΡΑ σφίγγει το σάλι της).

Τ’ άγγιγμά του όταν μου το ‘δωσε, πώς φίλησαν τα δάχτυλα του τα


δικά μου. Με έλιωσε. Τον ήθελα… να μου κάνει τα πάντα. Μ’ είδε…
χλωμό και έβαλε τα χέρια του στα μάγουλά μου. «Θωμά; Είσαι
καλά;» Δε μ’ ένοιαζε τίποτα πια. Έφερε το πρόσωπό του κοντά μου.
Δε σκέφτηκα καν εσένα. «Είσαι καλά;» …Τα μισά του χείλη αγγίξανε
τα μισά δικά μου... Σαν κατά λάθος. Μα το ήξερα—Το ένιωσα—Κι
ήρθε σπίτι ο Μπαμπάς και ο Πέτεκ το ‘βαλε στα πόδια. Δεν τον
ξανάδα… Μια βδομάδα αργότερα ο Μπαμπάς μου ‘πε ότι ο Πέτεκ
έφυγε κι ότι εκείνος είχε αφήσει έγκυο την Άννα.

(Σιωπή)ΒΑΡΒΑΡΑ Εκείνο τον Δεκαπεντάυγουστο… Τι νόμιζες ότι


συνέβη με τον Τάσο;

TOM Τον Τάσο; Έπεσε… Δεν έπεσε;

ΒΑΡΒΑΡΑ …Τον σπρώξανε, αγάπη μου. Τον εδείραν πρώτα και τον πέταξαν απ’
το λόφο εδώ και όλο το Τέρας συνωμότησε και προσποιείται ότι
τίποτα δεν έγινε. Because if we don’t talk about it here it’s like it isn’t
real... Τον πιάσανε πίσω από την εκκλησία μας με έναν άλλον άνδρα
το ανήμερα της Παναγίας. Ίσως να νόμιζε πως θα ’ταν όλο το χωριό
στη Μητρόπολη και θα ‘ταν ασφαλής …Ήσουν σπίτι. Είχατε τσακωθεί
πάλι με το Μπαμπά για το αν θα φύγεις. Μα εγώ κι εκείνος ήμασταν
εκεί. Σταματήσαμε για να ανάψουμε κερί για τη μαμά, πριν
κατεβούμε στην πλατεία κι ακούσαμε τον παπά να βρίζει. Μου ‘πε ο
Μπαμπάς να τον περιμένω… μα τον ακολούθησα… Τους είδα να το
κάνουν… Ο παπάς τον χτύπαγε με το λιβανιστήρι, που ‘βγαζε
καπνούς, μύρο ακόμα.

(Ακούμε απόμακρη θυμωμένη αντρική φωνή κάτω απ’ τη ΒΑΡΒΑΡΑ).

«Βέβηλε! Εωσφόρε!» χωριάτες είχαν μαζευτεί απ’ τις φωνές και


έσφιγγαν γύρω τους…

(Ήχος αυξανόμενου όχλου).

…τον παπά, τον Τάσο και τη μάνα του…

(Ανοίγει η Κουτσομπόλα κι εκεί στέκεται η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, στο σκοτάδι).


Σ ε λ ί δ α | 184

…που πέταγε το σώμα της μπροστά στο γιο της και τα χτυπήματα του
πλήθους.

ΒΑΡΒΑΡΑ «Όχι το παιδί μου! ΜΗ!!!»

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Όχι το παιδί μου! ΜΗ!!!

ΒΑΡΒΑΡΑ …και την χτύπαγαν κι αυτήν και στον πανζουρλισμό ο άλλος άντρας
κάπως κατάφερε και ξέφυγε… μόνο τη σκιά του πρόλαβαν να δούνε…
Ούρλιαζαν κι έφτυναν τον Τάσο—

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Σταματήστε! Για όνομα του Θεού!

ΒΑΡΒΑΡΑ --and feeding off each other’s indignation that this πούστης, this
κίναιδος τόλμησε να αγγίξει κάποιον στο νησί... Την κρατάγανε.

(Χέρια πιάνουνε τη ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ – προσπαθεί να ξεφύγει).

Προσπάθησε να τους σταματήσει, προσπάθησε να τον προστατέψει,


να πάρει αυτή όλες τους τις βολές. Μα ήθελαν να τον εξαφανίσουν…

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (πλέον κλαίει και ουρλιάζει) Αφήστε τον. ΕΛΕΟΣ!

ΒΑΡΒΑΡ Τους είδα να τον σκοτώνουνε γιατί ήταν σαν κι εσένα… Και είδα τον
πατέρα μας να μην κάνει τίποτα για να το σταματήσει.

(Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ πέφτει στα γόνατα).

TOM (σε σοκ) Μα ο Τάσος… ήταν παντρεμένος.

(Τα χέρια τραβούν τη ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, εκτός οπτικής μας…)

ΒΑΡΒΑΡΑ Όταν έπαυσαν… Σκεφτόμουνα εσένα… Δε θα το άντεχα αν— Αν— Και


τότε είδα… στο χώμα, πιτσιλισμένο με αίμα, κάτι που ‘ξερα καλά...
Ξεφτισμένο απ’ τον ήλιο, λιωμένο από το σώμα του.

TOM …είχε παιδιά. Είχε γιο.

(TOM κάθεται.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Του Πέτεκ-- του Πέτρου το πουκάμισο …

(Παύση.)

Τον Τάσο τον σκοτώσανε γιατί δεν ήταν άνθρωπος στα μάτια τους.
Είχαν «το δίκιο» με το μέρος τους. Και αν ο Πέτεκ δεν είχε προλάβει να
τρέξει … Τα ίδια θα ‘χε πάθει. Ίσως και να αφήναν τον Τάσο… Στην
ιεραρχία της ανθρωπότητας πού πέφτει ο αμαρτωλός και πού ο ξένος;
Σ ε λ ί δ α | 185

(ΒΑΡΒΑΡΑ κάθεται δίπλα του. Φεγγαρόλουστη παύση και κύμα…)

TOM (παίρνει το χέρι της) Ένιωθα μόνος, τόσα χρόνια, Βαρβάρα. Νόμιζα
ότι ήμουνα ο μόνος στον κόσμο, δεν έβλεπα άλλον σαν κι εμένα…
Ήθελα να με θέλει ο Πέτεκ… γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ήταν κάποιος
άλλος… εδώ. Και θα μπορούσα να μείνω. Θα μπορούσα να μείνω εδώ
με ‘σένα και τον Μπαμπά κι εκείνον και να ‘μαι -κάπως να ‘μαι-
ευτυχισμένος.

ΒΑΡΒΑΡΑ (αφήνει το χέρι του) Ό,τι νομίζουμε πως δεν μπορούμε να ‘χουμε το
κάνουμε romantic στο μυαλό μας. Αγάπη, πατρότητα, σπίτι…
πατρίδα. Αλλά δεν είναι μέρος αυτό γι’ ανθρώπους με ψυχή σαν τη
δική σου… Δεν μπορούσα να σ’ αφήσω εδώ. Εγώ τον έπεισα… Εγώ
του ‘πα ποιος είσαι. Πώς ένιωθες για τον Πέτρο. Ότι απείλησες να
μείνεις να μεγαλώσουμε παρέα το μωρό μου… Του ‘πα δεν θα τον
άφηνα σε ησυχία και τον έπεισα: Να καλύψει τα έξοδα του Πέτεκ-
Peter-Πέτρου για τη σχολή, τη θεραπεία της Άννας, για να φύγει ο
Πέτεκ και να σ ’αφήσει ήσυχο... και εσένα και εμένα. And Πέτεκ took
it, Peter ran with it, ο Πέτρος έφυγε με το τελευταίο ferry. Στην
αίσθηση του καθήκοντος του μίλησα. Δεν ήταν από αγάπη. Όχι ότι σ’
αγαπούσε περισσότερο ο Μπαμπάς, I choose to believe, όχι. Από
καθήκον προς το γιο του... Να προσποιηθεί πως φέρθηκε
απερίσκεπτα και πρόδωσε τη μνήμη της μητέρας μας. Για να σε
θυμώσει, να σε διώξει. Να σε σώσει απ’ αυτό το μέρος.

(Βάζει το σάλι της γύρω απ’ τους δυο τους.)

TOM Γιατί δεν μου το ‘πες;

ΒΑΡΒΑΡΑ Αυτό χρειαζόσουν για να μείνεις μακριά.

TOM Μα εκείνος—

ΒΑΡΒΑΡΑ Δε μ’ ανάγκασε. Εγώ επέλεξα να μείνω. Και για ‘κείνον, ναι. Διάλεξα
να μείνω γιατί νόμιζα… πως έκανα αυτό που ήθελα εγώ. Έμεινα για
να φύγεις. Αλλά εγώ τα διάλεξα όλα. Εγώ.

TOM (ντροπή) Τότε πίστεψα πως έμεινες έγκυος για να μας τα χαλάσεις.

ΒΑΡΒΑΡΑ Αυτό ήταν έκπληξη. Μα που τον πρώτο-διάλεξα, αυτό ήταν για ‘σένα
.

(ΒΑΡΒΑΡΑ στέκεται. Αφήνει το σάλι της στον TOM, μιλά στο φεγγάρι.)

Όταν μου πρωτοήρθε η ιδέα, σκέφτηκα «αυτό το παιδί θα ’χει


καλύτερη τύχη σ’ αυτό τον κόσμο σαν μπάσταρδο του Μπαμπά από
δικό μου και ενός ξένου». Τους δούλευα όλους. -Αγία Βαρβάρα what
a stupid thing…
Σ ε λ ί δ α | 186

(Παύση.)

Πριν από τώρα δεν είχα αμφιβολία καμιά… Μας πέταξε ο Μπαμπάς
στην Αθήνα με την Άννα για την εγκυμοσύνη μου. Πρώτη μου χρονιά
στην “αρχιτεκτονική”. Ήμασταν σ’ ένα μικρό νεοκλασικό στου
Φιλοπάππου. Την πήγαινα μέχρι τη χημειοθεραπεία τα πρωινά. Την
υπόλοιπη μέρα καθάριζε σπίτια και γύριζε το απόγευμα και
περπατούσαμε τα πλακόστρωτα μαζί και με φρόντιζε. Τέτοια δύναμη
δεν έχω ξαναδεί... Όταν γυρίσαμε εδώ, με τη Geri κι η Άννα
χειροτέρεψε… την φρόντισα εγώ. Ποτέ δεν αμφέβαλα τι έπρεπε να
κάνω. Μονάχα— Μια στιγμή. Όταν φεύγαμε από ‘δω σ’ εκείνην την
πρώτη πτήση για τη Στερεά, πριν καταρρεύσουν όλα, όταν ήταν ένα
φασολάκι στην κοιλιά μου, είδα το νησί μας από πάνω και σκέφτηκα:
«άμα μου δώσουν το φασόλι μου και δεν μπορέσω να τ’ αφήσω…; Αν
δω το πρόσωπό του—» Το πρόσωπό του... Μα δεν ήτανε δύσκολο να
την αφήσω. Όταν μου τη δώσανε και μ’ είχε κάνει μούσκεμα στο αίμα
μας και στις ίδιες μου τις ακαθαρσίες και μου την δώσανε… Δεν
ήθελα καν να την κρατήσω. «Τι μου δίνετε; Εγώ έκανα αγόρι. Να ‘ναι
φτυστός ο πατέρας του και να τον μεγαλώσω στα κρυφά στο σπίτι
μας στο λόφο, να γίνει άντρας σωστός, καλύτερος από ‘κείνον».

(Παύση.)

TOM Είναι του Πέτεκ.

(ΒΑΡΒΑΡΑ γνέφει ναι. TOM σηκώνεται, αφήνει το σάλι κάτω.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Είναι δικό μου παιδί.

TOM Και όχι του Μπαμπά…

(Παύση.)

Της το έχεις… ε… τους το έχεις πει;

(ΒΑΡΒΑΡΑ γνέφει όχι και βγάζει ένα μισοκαπνισμένο


μπάφο.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Θες; Το τελευταίο μου από τα σπέσιαλ.

TOM Το ‘κοψα πριν πέντε χρόνια.

ΒΑΡΒΑΡΑ (ανάβει) Good for you.

TOM Ο Xan με έβαλε να κάνω και wellness blog. (μυρίζει) Κάτσε ρε, όταν λες
σπέσιαλ--;

ΒΑΡΒΑΡΑ Χορταράκι, ναι. I’m going through a lot. Haven’t you heard?

(ΒΑΡΒΑΡΑ παίρνει τρεις βαθιές τζούρες.)


Σ ε λ ί δ α | 187

Μια φορά ο Μπαμπάς μου ‘πε πως η ζωή του τελείωσε όταν πέθανε η
μαμά.

TOM Σοβαρά, είπε τέτοιο πράμα;

ΒΑΡΒΑΡΑ Τον είχα μαστουρώσει.

ΤΟΜ (γελά) Wow. (Μετά, σοβαρός:) …Πώς θα το ‘κανες;

ΒΑΡΒΑΡΑ …Θα του ‘κοβα τον αέρα. Δε θέλει και πολύ. Τη μάσκα να του βγάλω...
(καπνίζει, ξεφυσά) Πού θα πάει;

TOM Κι εμάς τι θα μας έλεγες;

ΒΑΡΒΑΡΑ Μας βρήκε κι άλλο εγκεφαλικό; Τρίτο και καλό. Ίσως ότι έφυγε στον
ύπνο του. Πως ξύπνησε μια τελευταία φορά κι είδε τον ήλιο και μετά
έκλεισε τα μάτια του για τα καλά. Κάτι χαζό, ρομαντικό… (δείχνει προς
λιμάνι) Κοίτα, έρχεται το τελευταίο πλοίο.

TOM (πάει για το μπάφο) Πρέπει να το προλάβω.

ΒΑΡΒΑΡΑ (του δίνει το μπάφο) Το ξέρω.

TOM Θα ‘σαι ΟΚ;

ΒΑΡΒΑΡΑ Πήγαινε. Θα κάτσω λίγο να δω το σπίτι όσο είναι ακόμα δικό μας.

(ΒΑΡΒΑΡΑ κάθεται. TOM ακολουθεί και ακουμπά κεφάλι στον ώμο


της.)

Έχεις σκεφτεί πως σαν κοιτάμε το φεγγάρι βλέπουμε τις ίδιες τις σκιές
μας;

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 188

ΣΚΗΝΗ 4 – 2020 – ΠΑΤΡΙΚΟ

Βραδινά φώτα σε ÇERI στο εικονοστάσι της Αγίας Βαρβάρας, πλάτη στο
κοινό. XAN ανεβαίνει, με βαλίτσες. Τηλέφωνο και μήλα πίσω στον
πάγκο και μένει ένα μπουκάλι νερό.

XAN I’m sorry to cut this lovely visit short but we need to be on this boat if
we’re-- (off ÇERI’s non-reaction) Ελπίζω να γυρίσει Tom για να
προλάβ—

ÇERI (γυρνά) Είχατε φύγει όλοι...

(TOM μπαίνει τρέχοντας από Κουτσομπόλα.)

TOM (βλέπει τις τσάντες) Ωραία. Πάμε. Έρχεται το καράβι.

XAN (XAN goes to ΤΟΜ) Listen… (a look ÇERI’s way) Νομίζω σε χρειάζονται.

TOM (σιγά) Αν έρθει Geri μαζί μας σε πειράζει; Τα γενέθλιά της— Του-- Σε
έξι μήνες τέλος πάντων γίνεται δεκαοκτώ. Μπορεί να μείνει στο
δωμάτιο του μωρού μέχρι να μας το δώσουνε κι ίσως να μας βοηθήσει
με κάνα babysitting, να του δώσουμε κάνα χαρτζιλίκι..

(XAN absorbs TOM’s pronoun shift.)

ÇERI Θα με ρωτήσει κανείς τι θέλω εγώ;

(TOM και XAN γυρνούν προς ÇERI.)

XAN Told you whispering draws attention.

TOM Έχεις δίκιο. Δεν ξέρω τι θέλεις. Και θα ’ναι περίεργο. Αφήνεις ό,τι ξέρεις
πίσω κι άνθρωποι εκεί μιλούν περίεργη γλώσσα. Και ξέρεις τι; Ούτε
εμένα δε με ξέρεις καλά-καλά. Έχει περάσει πολύς χρόνος χώρια. Αλλά
άμα θες μπορεί να ‘ναι αυτός ο κουλός μας τρόπος να γνωριστούμε
απ’ την αρχή.

(Παύση.)

Έχεις πέντε λεπτά να μαζευτείς αν θες. Σε δέκα φεύγουμε.

ÇERI Καλά, τρελάθηκες;

TOM Πιθανώς.

(ÇERI κοιτά τον TOM για μια παύση… μετά τρέχει κάτω.)

Βόηθα να μαζέψει σε παρακαλώ.

XAN (γελά) Sure. Κι εσύ;


Σ ε λ ί δ α | 189

TOM Πάω να χαιρετήσω το Μπαμπά.

XAN Είσαι καλά;

TOM Δεν ήθελα να τα δεις… όλα αυτά.

XAN Που, ε… έκανες πιπί;

TOM (πικρό γέλιο) Κι αυτό... Συγγνώμη που σε έφερα εδώ.

XAN Όχι!! Επιλέγω εσένα, ζουζουνάκι μου. Όλο τον όμορφο, creatívo,
tightly-wound self. Εντάξει, τι αν το honeymoon μας δεν είναι όλο ήλιος
και γέλιο; Περίμενα φωνές και πιπί; Όχι. But I’m not gonna hold it
against you. Ξέρω πώς είναι με την οικογένεια… (TOM nods) Η σκιά του
πατέρα σου είναι γιατί είσαι εσύ and I signed up for all of it; Το φως και
το σκοτάδι.

(XAN δίνει φιλάκι στον TOM, πάει να φύγει, σταματά.)

You smoke weed?

TOM Maybe?

XAN (shaking his head, tuts) Full of surprises.

TOM Πάω να τον αποχαιρετήσω.

XAN Do what you need to.

(XAN βγαίνει. Βήματα κατεβαίνουν, TOM γυρνά προς δωμάτιο


Μπαμπά... διστάζει. Παίρνει το τελευταίο μπουκάλι νερό και πίνει
κατευθείαν...

ΠΑΡΑΘΥΡΟ – Ένας γυμνός γλόμπος φως προστίθεται καθώς


εμφανίζεται σιλουέτα ÇERI, βγάζει βαλίτσα και πετά μέσα πράματα απ’
το δωμάτιο.

TOM παίρνει μαζί του το νερό και βγαίνει προς δωμάτιο Μπαμπά.

ΠΑΡΑΘΥΡΟ – Σιλουέτα XAN μπαίνει με ÇERI.)

XAN Is it cool having an underground bedroom?

ÇERI Πού να ξέρω; Δεν είχα ποτέ δωμάτιο μη υπόγειο.

XAN (picking up MOM and DAD puppets) Ooh! Του Προπαππού σου;

ÇERI Όχι, ο Θωμάς τις έφτιαξε αυτές.

XAN (plays with puppets for a beat. Then) Ωραία βαλίτσα.


Σ ε λ ί δ α | 190

ÇERI Μου την είχε φέρει δώρο ο Θωμάς. Πριν δέκα χρόνια.

(Παύση.)

XAN (approaching to help) Άμα you roll τα ρούχα σου χωράει πολύ παραπά-
-

ÇERI (σταματά, πετά τα ρούχα) Καλά σοβαρολογούμε τώρα;! Δεν ξέρω καν
αν θέλω να ‘ρθω.

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - ÇERI βγαίνει δεξιά. XAN πάει να ακολουθήσει, προσέχει


κάτι στο πάτωμα. Σηκώνει το τετράδιο και κοιτά το περιεχόμενο...

Βήματα ανεβαίνουν. ÇERI μπαίνει, πάει στο εικονοστάσι.

ΠΑΡΑΘΥΡΟ - XAN ξεφυλλίζει γρήγορα, σα flipbook… Το βάζει στην πίσω


τσέπη του, παίρνει τρεις φιγούρες και ο γλόμπος σβήνει καθώς
βγαίνει,

Βήματα ανεβαίνουν. Μπαίνει XAN, δίνει μια στιγμή σε ÇERI – πιάνει


πράσινο μήλο και το καθαρίζει στο πουκάμισό του).

XAN (taking a bite) Δεν να πρέπει να πας…

ÇERI Ε;

ΧΑΝ You don’t have to go, you know.

ÇERI Ο Θωμάς είπε—

XAN Tom λέει πολλά. He loooves saying stuff. Εσύ τι λες;

(Παύση.

XAN chews.)

ÇERI Με χρειάζεται ο Μπαμπάς…

XAN Είσαι σίγουρος;

ÇERI Εκείνη δεν μπορεί να τον φροντίσει.

(Παύση.)

XAN Να σε ρωτήσω κάτι personal?

ÇERI Τι;

XAN Don’t hate me… Αλλά σας άκουσα… πριν;

ÇERI Πότε;
Σ ε λ ί δ α | 191

XAN Like, όλη μέρα.

ÇERI Αλήθεια!

XAN Πώς θα ξέρω if you like me?!

(ÇERI γελά λίγο.)

Θα σε ρωτήσω honestly, ΟΚ; Το αυτοκίνητο του Μπαμπά σου;

(Παύση.)

Μπορεί να έφυγε από το δρόμο… επίτηδες;

(ÇERI αποφεύγει να τον κοιτάξει στα μάτια. XAN αφήνει το μήλο του.)

Can I tell you a story?

(ÇERI κάθεται.)

Δεν είμαι πολύ πιο μεγάλο από ‘σένα, αλλά δέκα χρόνια είναι δέκα
χρόνια… Δεν ήμουν πάντα Γιαγιά μου και εγώ.

(XAN κρατά τη ΜΗΤΕΡΑ -μη έγκυο- και το ΚΟΡΙΤΣΙ.)

ÇERI Αυτό είναι σα κορίτσι.

XAN Πειράζει; (off ÇERI’s silence) Εμένα όχι. (smiles) So, it was γιαγιά και
εγώ και… (σηκώνει τον ΠΑΤΕΡΑ) Μπαμπάς μου and when I was your
age, or a little before that, I felt… ένιωσα κάποια πράματα. Για το ποιο
είμαι και τι θέλω … Του μίλησα και θύμωσε; Like (gruff voice – acts out
with puppets) “why would you tell me this? This is your business” and I
was like “I don’t wanna have a secret from my dad, dad!”.

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ – Το φως δυναμώνει περισσότερο από ποτέ πριν,


προτείνει κάτι το εξωπραγματικό - εμφανίζεται η σιλουέτα του
ΜΠΑΜΠΑ στο κρεβάτι, με τη μάσκα οξυγόνο. Μπαίνει σιλουέτα TOM.)

Νομίζω, μεγαλώνω σημαίνει …σου λείπει πώς ένιωθες παλιά. Μου


λείπει το innocence πριν ξέρω ο πατέρας μου είναι άνθρωπος. Όχι
τέρας. Όχι άγιος. Όχι τέλειος, μόνο ένα άντρας που έκανε ό,τι ήξερε να
κάνει.

(XAN αφήνει τη φιγούρα ΠΑΤΕΡΑ.

ΠΑΡΑΘΥΡΟ - TOM πλησιάζει το ΜΠΑΜΠΑ.)

ÇERI Ο πατέρας σου έφυγε.

XAN (nods.) You are perceptive. (Κατεβάζει ΜΗΤΕΡΑ και ΚΟΡΙΤΣΙ.) And
talented! Είσαι πολύ διαφορετικός από τον κόσμο που είναι κοντά
Σ ε λ ί δ α | 192

σου. Μοιάζεις πολλά πολύ τον αδερφό σου. Αλλά μου θυμίζεις εμένα.
Αν είμαι λάθος, forgive me… Αλλά σου το λέω αυτό γιατί έχω ένα
feeling… ότι αν είπες στο Μπαμπά σου κάτι για ‘σένα και— Ίσως σου
είπε κάτι κακός, και ίσως νομίζεις είσαι κάτι λάθος… Αν έψαξες Γιαγιά’s
ψαλίδι από την κουζίνα or Μπαμπά’s gun, ή ήθελες να πέσεις από το
βράχο. Θέλω να ξέρεις… δεν είσαι κακός. Απλά… καινούργιος. Για
άλλους…

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ – ΜΠΑΜΠΑΣ αδύναμα απλώνει το χέρι και χαϊδεύει το


πρόσωπο του TOM. TOM του δίνει το απομένων νερό απ’ το
μπουκάλι.)

TOM Ξέρω ποιος είσαι.

XAN Σαν τον πατέρα σου…

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - TOM αφήνει το μπουκάλι χαϊδεύει το χέρι του


ΜΠΑΜΠΑ.)

TOM Ξέρω τι έκανες…

XAN Όχι γιατί δεν έχει χώρο για ‘σενα στον κόσμο. Αλλά γιατί κόσμος σαν
κι εσένα βγάλανε από ιστορία.

TOM Και σε συγχωρώ.

(XAN βάζει τετράδιο ÇERI’s στον πάγκο. ÇERI παγώνει.)

ΤΟΜ (με δάκρυα) Μπορείς να με συγχωρέσεις;

(Την ίδια στιγμή μπαίνει, TOMMY από αριστερά σκηνής…

*[Ο ΤΟΜ σιλουέτα είναι κόλπο.]

XAN και ÇERI δεν αντιδρούν σε αυτήν την εισβολή του παρελθόντος.

TOMMY μιλά στην άλλη μεριά του πάγκου λες κι εκεί είναι ο πατέρας
του. Φωνή ΜΠΑΜΠΑ έρχεται από το υπερπέραν.)

TOMMY Θα κάνετε παιδί. Με τη μάνα του Πέτεκ.

ΜΠΑΜΠΑΣ (off) Κάποτε θα καταλάβεις.

TOMMY Ρούλα! ΡΟΥΛΑ!!!

ΜΠΑΜΠΑΣ (off) Ηρέμησε παιδί μου.

TOMMY BARB!!!

ΜΠΑΜΠΑΣ (off) Όλοι κάνουμε ό,τι ξέρουμε να κάνουμε..


Σ ε λ ί δ α | 193

(Ανεβαίνουν βήματα… Προβολέας χτυπάει ÇERI από κατεύθυνση


κοινού, ρίχνοντας σκιά στην Κουτσομπόλα.)

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - TOM κλαίει στο στήθος του ΜΠΑΜΠΑ.)

(Ανοίγει το πάνω μέρος της Κουτσομπόλας -καμία αντίδραση από XAN


και ÇERI- εμφανίζεται το κεφάλι της BARB.)

BARB Παναγία μου. Γιατί φωνάζεις λες και σε σφάζουνε;

TOMMY Είναι αλήθεια; Σοβαρολογεί;

BARB Τι αν είναι—

TOMMY Ο Μπαμπάς κι η Άννα θα—

BARB Στα ‘πε…

TOMMY Κι εσύ δεν έχεις πρόβλημα;

BARB Τι πρόβλημα να ‘χω;

TOMMY Δεν τον αγαπούσες;

BARB (σηκώνει τους ώμους) Τελείωσε.

TOMMY Ήσουν έγκυος. Μαζί του. Δεν σε νοιάζει ούτε λίγο;

(Παύση.)

BARB Ήτανε σαν… να σπας σπυράκι.

TOMMY ΚΑΛΑ ΠΑΤΕ ΚΑΛΑ;!

(TOMMY κατεβαίνει στο Υπόγειο.)

BARB (με δάκρυα, προς αόρατο ΜΠΑΜΠΑ) Σου το ’πα θα δουλέψει.

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ - TOM σκουπίζει τα δάκρυά του, κοιτά τον ΜΠΑΜΠΑ που


γνέφει «ΝΑΙ» και απλώνει το χέρι του προς τη μάσκα… Χωρίς να
αφήνει το χέρι του πατέρα του ο ΤΟΜ αφαιρεί τη μάσκα με το άλλο.
Με χέρι τρεμάμενο μετά καλύπτει τη μύτη και το στόμα του
ΜΠΑΜΠΑ.)

XAN Αυτό που θέλω να σου πω πρέπει να είναι your choice το πού θέλεις
να είσαι και… μόνο εσύ ξέρεις ποιος είσαι.

(ΠΑΡΑΘΥΡΟ – το σώμα του ΜΠΑΜΠΑ σε σπασμούς. TOM αφήνει το


χέρι, ρίχνει το δικό του σώμα πάνω στον πατέρα του κρατώντας τον
στο κρεβάτι. ΜΠΑΜΠΑΣ μένει ακίνητος. TOM υποχωρεί… Κοιτά…
TOM βγαίνει και το φως πέφτει πάλι σε δειλινή ένταση.
Σ ε λ ί δ α | 194

ÇERI χαμογελά, σε σκέψη. XAN gives a fatherly tap on the chin.

TOM μπαίνει. Σκουπίζει το δακρύβρεχτο πρόσωπό του και σβήνει τα


κεριά μπροστά στην Αγία Βαρβάρα…

Ο προβολέας σε ÇERI σβήνει και εξαφανίζεται.

BARB υποχωρεί από Κουτσομπόλα, κλείνει το πάνω μέρος καθώς


φεύγει.

TOM γυρνά προς XAN και ÇERI, κάνει προσπάθεια να χαμογελάσει


καθώς η ακίνητη φιγούρα του ΜΠΑΜΠΑ σβήνει από το παράθυρο...)

XAN Bae?

TOM (προς ÇERI) Η βαλίτσα σου;

XAN (prompting) Ger.

ÇERI (με σεβασμό) Alexander. (προς TOM) Δε/ θέλω να φύγω.

TOM Δε θέλεις να έρθεις.

ΒΑΡΒΑΡΑ (μπαίνοντας) Αν έχει να κάνει με το Μπαμπά--

(TOM πάει αριστερά σκηνής, πλάτη σε όλους.)

--δεν χρειάζεται να μένεις για χάρη του καλό μου. Έχει εμένα.

ÇERI Κι εσύ ποιόν θα ΄χεις;

(XAN looks TOM’s way with concern.)

Ούτε να μαγειρέψεις δεν ξέρεις καλά-καλά και τα νερά σου ποιος θα


σου τα κουβαλάει μέχρι εδώ πάνω;

(ΒΑΡΒΑΡΑ κοιτά ÇERI από απόσταση. XAN πάει στον TOM.)

XAN Tommy?

ÇERI Μπορώ να φύγω όποτε θέλω.

ΒΑΡΒΑΡΑ Φυσικά.

ÇERI Είναι ακόμα ξύπνιος ο Μπαμπάς; Θέλω να του πω ότι δεν πάω
πουθενά.

XAN (resting a tentative hand on TOM’s back) Tom?

(TOM γυρνά. XAN somehow understands, covers his mouth in shock.


Σ ε λ ί δ α | 195

ÇERI κοιτά TOM, που αποφεύγει το βλέμμα, κοιτά τη ΒΑΡΒΑΡΑ.


ΒΑΡΒΑΡΑ πλησιάζει και βάζει χέρια της σε ώμους ÇERI.)

ÇERI Τι;

TOM Σηκώθηκε. Σε… σε ζήτησε.

ÇERI Μίλησε;

TOM Ήπιε— λίγο νερό. Είδε το φεγγάρι από το παράθυρό του. Κι έκλεισε
τα μάτια του.. (χαμογελά προς ÇERI, δακρυσμένος) Συγγνώμη. (προς
ΒΑΡΒΑΡΑ, κλαίγοντας) Συγγνώμη.

(ΒΑΡΒΑΡΑ γραπώνει το σταυρό / αναπτήρα της, καθώς η επίγνωση


του τι έκανε ο TOM περνάει μεταξύ τους.)

XAN Oh my God.

ÇERI Δεν καταλαβαίνω.

ΒΑΡΒΑΡΑ Πρέπει να φύγετε.

TOM Πρέπει να φύγουμε

ΒΑΡΒΑΡΑ Μη χάσετε το πλοίο.

TOM Να προλάβουμε τ’ αεροπλάνο.

XAN Μπορούμε να μείνουμε! We should stay.

(TOM παίρνει τις βαλίτσες και πάει για την πόρτα. Σταματά, γυρνά
πίσω και πιάνει ÇERI απ’ τους ώμους).

TOM Το σπίτι μας είναι δικό σου. Όπου και να ‘μαστε. Πάντα. (φιλά ÇERI
στο μέτωπο. Μετά, προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Στο επανιδείν.

(TOM βγαίνει, με βαλίτσες.)

XAN He. He must be in shock. (exiting after TOM) Tom? Tom! (off) ΘΩΜΑ!

ΒΑΡΒΑΡΑ (του φωνάζει) Θωμά, περίμενε! (προς ÇERI) Βοήθα το Xan να πάρει
τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο.

ÇERI Μα τι— ; Γιατί;

ΒΑΡΒΑΡΑ Άκου με.

(ÇERI βγαίνει. Μια στιγμή μετά μπαίνει TOM, κατατονικός.)

Θα γυρίσεις, ναι;
Σ ε λ ί δ α | 196

TOM Να φύγετε κι εσείς. Πούλα το και φύγε.

ΒΑΡΒΑΡΑ Θα μείνω κι εσείς θα γυρίσετε. Θα το αλλάξω αυτό το μέρος για να


μπορείτε να γυρίσετε όλοι πίσω. Είναι το σπίτι μας εδώ. Θα κάνουμε
τα καλοκαίρια μας εδώ με Geri και το Xan και το Κινέζικο μωρό σας.

(TOM γελά μέσα στη μαυρίλα του.)

Θα φέρω το μέλλον σ’ αυτό το νησί κι ας με σκοτώσει.

(ΒΑΡΒΑΡΑ τον αγκαλιάζει όσο σφιχτά μπορεί, ο TOM καταρρέει και


κλαίει… 17 χρόνια τώρα, το μόνο που ‘θελε εκείνος είναι να κλάψει
στην αγκαλιά της και να πάρει τη συγχώρεσή της κι εκείνη το μόνο
που ‘θελε είναι να ‘ναι ο ΤΟΜ ασφαλής ακόμα κι αν αυτό τον έπαιρνε
μακριά της...

Ακούγεται κόρνα πλοίου.)

ΒΑΡΒΑΡΑ Φύγε.

TOM (κάνει πίσω) Σ’ ευχαριστώ. Για όλα.

(TOM βγαίνει. Μια στιγμή αργότερα μπαίνει ÇERI, σε σύγχυση).

ÇERI Τι κάνει; Πού πάει;

(Κόρνα πλοίου ξανά.)

Γιατί τον άφησες να φύγει;

ΒΑΡΒΑΡΑ Πρέπει να πάρουμε τη γιατρό, έχουμε να κανονίσουμε πολλά… Μα—

(Κόρνα τελευταία φορά -ΒΑΡΒΑΡΑ κοιτά προς πρώην δωμάτιο


Μπαμπά.

Βγάζει τον αναπτήρα / σταυρό από το λαιμό της -σα να ‘τανε αγχόνη-
τον ακουμπά στον πάγκο.

Το χέρι της ΒΑΡΒΑΡΑΣ ακουμπά τετράδιο ÇERI – το ξεφυλλίζει.

ÇERI κοιτά. Κάτι αλλάζει μέσα τους, μπαίνει επιτέλους στη θέση του...

ΒΑΡΒΑΡΑ βγάζει το σάλι. Βαθιά ανάσα. Κρατά ισορροπία σε μια


καρέκλα.

ΒΑΡΒΑΡΑ I want to—

ÇERI Έχω κάτι να—


Σ ε λ ί δ α | 197

ÇERI I have something to—

ΒΑΡΒΑΡΑ Θέλω να—

(ΒΑΡΒΑΡΑ απλώνει το ελεύθερο χέρι της σε ÇERI.

ÇERI απλώνει χέρι προς ΒΑΡΒΑΡΑ και παγώνουν…)

Το παράθυρο γεμίζει με ρόδινο φως και παίζει το flipbook animation:

(Η φιγούρα ÇERI ως Υπερήρωα εμφανίζεται στο μπερντέ


περπατώντας. Περνάμε από φιγούρα σε κινούμενο σχέδιο που
επιτρέπει μεταμορφώσεις. Πλέον μια δύναμη ρευστή, ο χαρακτήρας
περνά από διάφορες μορφές και η σκιά του γεμίζει όλη την οθόνη /
οπτική μας. Βλέπουμε το εσωτερικό του σύμπαν: κύματα, σχέδια
Αρχαιοελληνικά, την Αργώ… Το σημαντικό δεν είναι το σώμα ή η ζωή
που μας τυχαίνει, μα το βάθος της ψυχής ).

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 198

ΣΚΗΝΗ 5 – 2003 / 2020 – ΞΩΚΛΗΣΙ

‘Θα Πιώ Απόψε το Φεγγάρι’ ντουέτο ηχογραφημένο από ΒΑΡΒΑΡΑ και


ΤΟΜ. Το προστατευτικό πλαστικό πλέον λείπει. Το παράθυρο είναι η
κορνίζα που κρατά μέσα της τις αναμνήσεις μας.

Πρωινό φως ανάβει στον TOMMY, καθισμένο οκλαδόν στον πάγκο,


σχεδιάζοντας στο τετράδιό του. Φορά τα γυαλιά αστέρια. Μπαίνει
ΠΕΤΕΚ από αριστερά σκηνής, ανεβαίνει και του χαλάει τα μαλλιά.
TOMMY το παίζει πειραγμένος μα ευχαριστιέται την προσοχή. ΠΕΤΕΚ
κορδώνεται, βλέπει τη θέα. TOMMY συνεχίζει να ζωγραφίζει, κλέβει
ματιά προς ΠΕΤΕΚ. BARB μπαίνει από Κουτσομπόλα, φορώντας
γυαλιά καρδιές, ανεβαίνει στα αγόρια. BARB φιλά τον TOMMY στο
μάγουλο και μετά παίρνει τον ΠΕΤΕΚ αγκαλιά.

Κάνει βήμα μπροστά, χαμογελά στον ΠΕΤΕΚ που της χαμογελά.


Ακουμπά τον TOMMY στη πλάτη, του κάνει νόημα να σηκωθεί – κι
εκείνος το κάνει. Οι τρεις κοιτούν κάτω απ’ το λόφο και μετά προς το
κοινό / τη θέa με δέος.

TOMMY ντροπαλά κοιτά προς ΠΕΤΕΚ που του δίνει ενθαρρυντικό


νεύμα.

ÇERI ανοίγει την Κουτσομπόλα, στέκεται στο κατώφλι και παρατηρεί:

BARB βγάζει τα γυαλιά της, πιάνει τα μαλλιά της και κάνει δυο
βήματα πίσω...

ΧΑΝ μπαίνει από δωμάτιο Μπαμπά, στέκεται μπροστά στην εικόνα


της Αγίας Βαρβάρας.

BARB παίρνει χέρι του TOMMY, μετά και του ΠΕΤΕΚ. Καθώς τρέχουν
μπροστά να πηδήξουν—

BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 199
Σ ε λ ί δ α | 200

3 Βραβείο
ο

Ντίβα

Οι φίρμες
Μονόπρακτο
Σ ε λ ί δ α | 201

Πρόσωπα του έργου

Ωραία Ελένη
Κλυταιμνήστρα
Πηνελόπη
Σ ε λ ί δ α | 202

Σκηνικό ελεύθερο. Οι δημιουργοί μπορούν να χειριστούν όπως θέλουν την


αισθητική, την εκφορά του λόγου, τη δράση.

Μπαίνουν με εντυπωσιακό τρόπο οι 3 ηρωίδες στη σκηνή. Μουσική. Ίσως


χορευτικό…

Σε όλη την παράσταση μιλούν κανονικά στο κοινό. Δεν υπάρχει τέταρτος τοίχος.
Ήρθαν για να τα πουν.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Καλησπέρα , καλησπέρα σε όλες και όλους!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Σας ευχαριστούμε που ήρθατε!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σας ευχαριστούμε που ντυθήκατε, στολιστήκατε για να έρθετε να μας


ακούσετε να μας τιμήσετε. Φαντάζομαι ξέρετε ποιες ήμαστε… Ναι;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Εγώ είμαι η ξακουστή “Ωραία Ελένη”.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Εγώ είμαι η πιστή Πηνελόπη…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και εγώ είμαι η… η…. ναι με ξέρετε… ξέρετε τι έκανα αλλά το
όνομα ξέρω είναι λιγάκι δύσκολο…Κλ… όχι Κλεοπάτρα, αυτή είναι φίρμα αλλά
μεταγενέστερη… Κλυ…ται…μνήστρα… η σύζυγος του Αγαμέμνονα… αυτόν τον μαλ…
ε …αυτόν τον ξέρετε…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ήρθατε να ακούσετε τις ιστορίες μας.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Βέβαια τις ξέρετε πάνω κάτω τις ιστορίες μας …

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ναι;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι; Αλήθεια;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ν ο μ ί ζ ε τ ε ότι ξέρετε τις ιστορίες μας…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ξέρετε αυτά που επιλέχθηκαν να μείνουν στην ιστορία…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όχι την αλήθεια ολάκερη…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αυτή που συνέφερε…


Σ ε λ ί δ α | 203

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και ξάφνου έχουμε γίνει η καθεμιά πρότυπο σε κάτι ή σύμβολο για
κάτι χωρίς ουσιαστικά να είναι αυτό που θέλουμε…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ή η αλήθεια…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ή αυτό που θα έπρεπε να είναι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Άρα… θα πούμε σήμερα η καθεμία τη δική της ιστορία…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Έτσι όπως τη βίωσε εκείνη …

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Για να μπούνε και κάποια πράγματα στη θέση τους…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και σε άλλη βάση…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και στο σωστό μέγεθος…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πάμε τώρα να πιάσουμε μία μία να δούμε τι υπάρχει στη συλλογική
μνήμη για αυτήν...

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τι ξέρετε για την καθεμιά.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τα sos δηλαδή…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Με ποια να ξεκινήσουμε;

Ρωτάνε κανονικά το κοινό

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ε;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Πάμε πρώτα με την «καλή» της παρέας;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Φαντάζομαι εγώ είμαι!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ε ναι!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λοιπόν! Πηνελόπη!!!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Η πιστή Πηνελόπη!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Για πείτε αυτά που σας έρχονται στο μυαλό!
Σ ε λ ί δ α | 204

Ρωτάνε κανονικά το κοινό και συμπληρώνουν και αυτές.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Πιστή…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ηθική γυναίκα…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άξια…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Περίμενε τον άντρα της…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Δεν τον απάτησε…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αγάπη αληθινή…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ρομαντική…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αυτό είναι αγάπη!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μπράβο της…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μπράβο μου!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αυτές είναι γυναίκες!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ωραία!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Συγχαρητήρια Πηνελόπη μου! Πάμε τώρα σε εμένα…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ωραία Ελένη…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Πάμε πείτε…μην ντρέπεστε…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ακόμα και τις βρισιές που σας έρχονται…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όμορφη…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άπιστη…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Παράτησε τον άντρα της…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Φταίχτρα!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τόσοι πέθαναν εξαιτίας της…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σα δε ντρέπεται…
Σ ε λ ί δ α | 205

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Πουτανί…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ωραιοπαθής…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Νάρκισσος…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ωραία, ωραία Ελένη…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Καταλάβαμε!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Πάμε τώρα και σε εσένα. Κλυταιμνήστρα!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ρίχτε τώρα και σε εμένα!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Σκύλα…Δολοφόνα

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σκότωσε το βασιλιά…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Είχε εραστή…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Καριόλα…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Καλά να πάθει που τη σκότωσε ο γιος της…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μπιτσόνι…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Υπέροχα…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Είδατε πόσα ξέρετε για εμάς και τους χαρακτήρες μας;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Όλα τα ξέρετε!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Είναι όμως έτσι;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πάμε λιγάκι να δούμε τι πραγματικά έχει γίνει.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Καταρχάς να πούμε το συγγενολόι.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Εγώ και η Κλυταιμνήστρα είμαστε αδέλφια.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι, αλλά ετεροθαλή.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι, αλλά ο πατέρας μας δεν το ήξερε.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Έκανε ότι δεν το ήξερε…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αλλά όλος ο άλλος κόσμος το είχε τούμπανο.


Σ ε λ ί δ α | 206

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Για να καταλάβετε…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Η Λήδα, η μαμά μας… παντρεύτηκε τον Τυνδάρεω το βασιλιά της
Σπάρτης.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Έκανε μαζί του την Κλυταιμνήστρα για αρχή…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αλλά επειδή ήταν κούκλα…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Την ερωτεύτηκε ο Δίας…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ο οποίος ως γνωστόν ήταν ατακτούλης…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : …και του άρεσε και το role play…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Να μεταμορφώνεται στο σεξ…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μια έγινε χρυσή βροχή με τη Δανάη….

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ: Μια ταύρος με την Ευρώπη…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ε, με τη μαμά έγινε κύκνος…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και καλά κύκνος πληγωμένος που η μαμά τον είδε, τον λυπήθηκε
και τον πήρε αγκαλιά να τον φροντίσει…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ακούστε τι λέει η Wikipedia για αυτό το περιστατικό:

«Συγκεκριμένα η κύρια επουράνια δύναμη, ο Δίας, προκειμένου να κατακτήσει την


όμορφη Λήδα μεταμορφώνεται σε λευκό κύκνο σκηνοθετώντας καταδίωξή του από
αετό που είχε μεταμορφωθεί η θεά Αφροδίτη, ανθρωπόμορφη έννοια της
ωραιότητας. Αντικρίζοντας η Λήδα τον καταδιωκόμενο λευκό κύκνο τον πήρε
αμέσως στην αγκαλιά της. Από τη συνεύρεση αυτή η Λήδα γέννησε δύο αυγά όπου
μετά εννέα μήνες εκκόλαψης από το ένα γεννήθηκαν οι λαμπροί Διόσκουροι και
από το άλλο η πανέμορφη Ελένη. Στη διάρκεια της εν λόγω συνεύρεσης της Λήδας
με τον ουράνιο κύκνο αυτή είχε μεταμορφωθεί σε χήνα.»

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τώρα και εμείς έχουμε απορίες αλλά…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αυτά είναι τα γεγονότα…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Άρα είμαστε αδερφές και έχουμε και 2 δίδυμα αδέλφια τον Κάστορα
και τον Πολυδεύκη, τους Διόσκουρους.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μέχρι εδώ το έχουμε καταλάβει;


Σ ε λ ί δ α | 207

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Επίσης εγώ είμαι ξαδέρφη των κοριτσιών. Γιατί ο μπαμπάς τους , ο
Τυνδάρεως ήταν αδερφός με το μπαμπά μου τον Ικάριο που ήταν και συμβασιλέας
με το θείο μου στη Σπάρτη.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Όλες μαζί μεγαλώσαμε!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Συνεχίζουμε!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τα αδέλφια Μενέλαο και Αγαμέμνονα τα ξέρετε ναι;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αλίμονο!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι! Ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος είναι αδέλφια…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τότε μπορούσαν αδέλφια να παντρευτούν αδερφές…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Οπότε όπως ξέρετε εγώ παντρεύτηκα το Μενέλαο…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και εγώ τον Αγαμέμνονα…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και εγώ τον Οδυσσέα.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Πώς φτάσαμε όμως εκεί;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Λοιπόοοονννν

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας είναι παιδιά του Ατρέα του Βασιλιά
των Μυκηνών…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ο Αγαμέμνονας ως μεγαλύτερος ήταν λοιπόν νόμιμος διάδοχος


για το θρόνο των Μυκηνών…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όταν λοιπόν πέθανε ο Ατρέας…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Από το χέρι του Αίγισθου…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Κρατήστε το όνομα…θα το ξανακούσετε…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αφού λοιπόν ο Ατρέας δολοφονήθηκε από τον Αίγισθο…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Νόμιμος βασιλέας ήταν ο Αγαμέμνονας…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο διάδοχος…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αλλά…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο αδερφός του μπαμπά τους , δηλαδή ο αδερφός του Ατρέα, δηλαδή
ο θείος τους, ο Θυέστης, πήρε το θρόνο και έγινε αυτός βασιλιάς. Ο Αγαμέμνονας
Σ ε λ ί δ α | 208

και ο Μενέλαος από φόβο μήπως τους καθαρίσει ο θείος για να μην είναι
παράνομα βασιλιάς αλλά νόμιμα , έφυγαν από τις Μυκήνες και ζήτησαν καταφύγιο
στη Σπάρτη για να οργανώσουν τον εγκέφαλό τους να δουν τι θα κάνουν…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Στη Σπάρτη…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Στον Τυνδάρεω…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Στο σπίτι μας δηλαδή…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άρα… εγώ και η Ελένη είμαστε σε επαφή με τον Αγαμέμνονα και
το Μενέλαο.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ως εδώ καλά; Έχουμε απορίες;

Διαδραστικό με κοινό. Οι ηθοποιοί θα ήταν καλό να έχουν κάνει έρευνα πάνω στο
γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ωραία! Συνεχίζουμε!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όταν έρχονται στο παλάτι ο Αγαμέμνονας με τον Μενέλαο, ο


Αγαμέμνονας αμέσως με προσεγγίζει…αλλά εγώ ήμουν ήδη παντρεμένη με τον
Τάνταλο, έναν υπέροχο άντρα και μάλιστα έχω κάνει και ένα μωράκι. Άρα τι ήταν
λογικό να κάνει ο Αγαμέμνονας;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Πάμε απαντήσεις…

Διαδραστικό με κοινό.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όταν βλέπεις μια γυναίκα , την ερωτεύεσαι ακαριαία αλλά αυτή
δε σε θέλει, είναι με άλλον και έχει ένα παιδάκι τι κάνεις αν είσαι αυτός ο άντρας;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Δείχνεις τον έρωτά σου αλλά ξέρεις ότι είναι αδιέξοδο;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αποδέχεσαι ότι άργησες και πας παρακάτω;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Στεναχωριέσαι αλλά έτσι είναι η ζωή τι να κάνουμε;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μάλιστα… αυτά θα ήταν τα λογικά…Τι έκανε όμως ο


Αγαμέμνονας;
Σ ε λ ί δ α | 209

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τι;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τι έκανε;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Σκότωσε τον άντρα μου, σκότωσε το παιδί μου, με βίασε και με
το έτσι θέλω με πήρε για γυναίκα του με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειάς μου
…διότι ο Αγαμέμνονας ήταν ο νόμιμος βασιλιάς των Μυκηνών, ο ανώτερος όλων και
είχε το δικαίωμα να πάρει όποια θέλει… και τι τύχη ήταν αυτή για εμένα έλεγαν
όλοι… να με διαλέξει ο μέγας, ο καλύτερος, ο πρώτος των πρώτων για γυναίκα… τι
τύχη ε;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τύχη να σκοτώνουν αυτόν που θες…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τύχη να σκοτώνουν το παιδί σου…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τύχη να σε βιάζουν μετά από όλα αυτά…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τύχη να σε παντρεύουν με αυτόν που τα έκανε όλα αυτά…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τύχη να είσαι η γυναίκα του μεγάλου βασιλιά..

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μεγάλη τύχη πραγματικά….

Παύση

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και παρ’όλα αυτά και στις Μυκήνες πήγες …

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και άξια σύζυγος ήσουν…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και τέσσερα παιδιά του έκανες…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Την Ιφιγένεια, την Ηλέκτρα, τη Χρυσόθεμη και τον Ορέστη…Ναι…


μια όμορφη βασιλική οικογένεια…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και πάμε τώρα στην Ελένη…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Εγώ, η ωραία Ελένη. Ναι, ήμουν όμορφη από μικρή. Ευχή και
κατάρα. Ήμουν τόσο όμορφη που όλοι μόνο αυτό έβλεπαν. Ένα όμορφο πλάσμα. Το
ομορφότερο. Ένα τρόπαιο. Είναι ωραίο να είσαι ωραία…αλλά…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Δεν έχει «αλλά». Η ομορφιά είναι μεγάλο προτέρημα και η


ευθύνη για όλα τα δεινά σου δεν είναι αυτό. Έχουν ευθύνη και οι άλλοι. Με ποιο
δικαίωμα κύριε την ορίζεις χωρίς τη βούλησή της σαν να είναι βραβείο; Όλοι έτσι
σου φέρθηκαν. Ακόμα και ο Πάρης που ερωτεύτηκες…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πάμε από την αρχή να τα εξηγήσουμε ξαδέρφη…


Σ ε λ ί δ α | 210

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Να πάμε. Και να τα πούμε. Γιατί η αδερφή μου είναι


βασανισμένο πλάσμα.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Από τα 12 άρχισαν τα μπλεξίματα…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Από τα 12 ο ξάδελφός της την απήγαγε για να την κάνει γυναίκα του.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ο Εναρφόρος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αφού γλίτωσε από εκεί, να σου ο πενηντάρης ο Θησέας !Τη


βλέπει να χορεύει σε έναν ναό, τη λιγουρεύεται, μαθαίνει ότι είναι και κόρη του
Δία… Η μικρή είναι μόλις 15 χρονών κοπελίτσα.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και με το έτσι θέλω, και αυτός γιατί ήταν βασιλιάς την αρπάζει και την
πάει στη μάνα του που ήταν ιέρεια στην Αθήνα να την κρατήσει και όταν μεγαλώσει
να την παντρευτεί.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Γιατί έτσι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Γιατί μπορούσε…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Γιατί ήταν βασιλιάς…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο πενηντάρης με το 15χρονο κοριτσάκι, που απλά το άρπαξε!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Γιατί ήταν πολύ όμορφο….

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ευτυχώς τα αδέλφια μας ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης έκαναν


πόλεμο με τη Αθήνα και τη έφεραν πίσω…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο πρώτος πόλεμος για χάρη της...

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Χωρίς να φταίω…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και για τον άλλο δεν έφταιγες, θα τα πούμε και αυτά….Και αφού
έρχεται επιτέλους σοκαρισμένο το μικρό στο σπίτι αρχίζει να απλώνεται η φήμη
της. Είχε φτάσει σε ηλικία γάμου και όλοι οι λεβέντες ήθελαν να παντρευτούν την
Ωραία Ελένη.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ήταν κολακευτικό αλλά και τρομακτικό συνάμα γιατί άρχισε όλο
αυτό να μην είναι απλά μια ερωτική ιστορία αλλά ένα πολιτικό θέμα και μάλιστα
πολύ επικίνδυνο για την ίδια τη Σπάρτη.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο Τυνδάρεως είχε μεγάλο θέμα. Πώς να διαλέξει κάποιον και πώς να
απορρίψει τους άλλους; Όλοι βασιλιάδες! Θα διάλεγε έναν και θα είχε αμέσως
όλους τους υπολοίπους εχθρούς.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και μιλάμε για 45 παλικάρια…


Σ ε λ ί δ α | 211

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Να άμα γκουγκλάρετε θα τα δείτε τα ονόματα.

Η Πηνελόπη γκουγκλάρει και λέει τα ονόματα. Σε κάθε όνομα κάνουν και κάποια
αντίδραση, μορφασμό.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Βάσει των παραπάνω καταλόγων μνηστήρες της Ωραίας Ελένης


αναφέρονται οι ακόλουθοι (κατ΄ αλφαβητική σειρά): Αγαπήνορας

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μα όνομα είναι αυτό;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αυτός ήταν και μέσα στο Δούρειο Ίππο, τον πήρε το ματάκι μου…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αγκαίος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αργοναύτης!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αίας ο Λοκρός

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αυτός είναι ο γνωστός Αίαντας;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όχι, αυτός είναι μετά.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Α!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αυτός ήταν τρομερός μαχητής, άψογος ακοντιστής και απίστευτα
ταχύς αν και μικρόσωμος.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αίας ο Τελαμώνιος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αυτός είναι ο γνωστός Αίαντας;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τι ωραίος που ήταν!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ναι!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Γίγαντας!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Πελώριος!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και καλό παιδί.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μετά τον Αχιλλέα ήταν ο καλύτερος πολεμιστής!


Σ ε λ ί δ α | 212

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αλλά…το αδικήσανε το παιδί…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δώσανε τα όπλα και την πανοπλία του Αχιλλέα στον δικό σου…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Οδυσσέα…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ε ναι, τιμητικά γιατί δική του ιδέα ήταν ο Δούρειος Ίππος!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Καλά της Αθηνάς ήταν η ιδέα…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι αλλά αυτός το ξεστόμισε!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μη μαλώσουμε πάλι για αυτό…Ναι και επειδή το αδικήσανε το


παιδί, αυτός θύμωσε και έκανε καυγά και για αυτό η Αθηνά τον έκανε να τρελαθεί,
να αφηνιάσει και να αυτοκτονήσει…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Της έθιξε της Αθηνάς τον Οδυσσέα της…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ε του είχε αδυναμία, τώρα θα τα βάλεις και με τη θεά;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μη μαλώνετε πάλι!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σωστά.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Κρίμα το παλικάρι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και ήταν τόσο ωραίος…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Γίγαντας!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Πελώριος!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και καλό παιδί!

Ξεφυσάνε

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αλκμαίων.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αχ αυτό το παιδί βασανισμένο…


Σ ε λ ί δ α | 213

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι, βλέπω εδώ, μητροκτονία, ερινύες…άστα…ένα δράμα… συνεχίζω…


Αμφίλοχος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αδερφός του προηγούμενου!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Χάλια οικογένεια!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μα καλά και ο ένας και ο άλλος;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ε άμα είχες περιουσία για γαμήλια δώρα γραφόσουν κατευθείαν


στη λίστα!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Βασιλιάς και αυτός…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ναι αλλά δευτερότοκος, που πας αγόρι μου;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι, αλλά ήταν και μάντης!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και τι να το κάνεις; Δε θέλω να ξέρω τα πάντα, θέλω να υπάρχει


σασπένς.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Να ξέρει δηλαδή τι κάνω και πότε θα λέω ψέματα;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μάντης για τα μελλούμενα ήταν όχι ο Δίας ο ίδιος!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Α πα πα δε θέλω εγώ τέτοια!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι και έπεσες σε άλλο κελεπούρι εσύ!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όλοι κελεπούρια ήταν οι δικοί μας…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αμφίμαχος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μυθικός βασιλιάς της Ήλιδας και της Ωλένου!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Πού ήταν αυτά;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Κοντά στην Πάτρα!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ξάδελφος του Θάλπιου…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ποιος ήταν αυτός;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ξάδερφος του Αμφίμαχου λέμε…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Την κολοκυθιά θα παίξουμε;


Σ ε λ ί δ α | 214

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ήταν και αυτός μνηστήρας μου, υποψήφιος…τον θυμάμαι γιατί και
αυτόν τον πήρε το ματάκι μου στο Δούρειο Ίππο….

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όταν φτάσουμε στο Θ να τον προσπεράσεις.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αντίοχος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αντίοχος; Αυτός ποιος ήταν;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δεν τον θυμάμαι καθόλου…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άκλαυτος πήγε αυτός!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Α στο google έχει πολλά αλλά ποιος να ήταν από όλους;

Κοιτάνε όλες το google.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ας πούμε ότι ήταν αυτός ο απόγονος του Ηρακλή…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ασκάλαφος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ακόμα στο Α ήμαστε καλά κρασιά!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ε τι να κάνουμε την έχουμε μεγάλη τη λίστα με τα


ονόματα…Ναι…και όλοι αυτοί με ερωτεύτηκαν…και καλά…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μην κλαίγεσαι!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Κλαίγομαι!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Κλάψου κορίτσι μου, κλάψου!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μα Ασκάλαφος, τι όνομα; Είναι δυνατόν να έπαιρνες έναν άντρα


που να τον έλεγαν Ασκάλαφο;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Καλά και το δικό σου Κλυταιμνήστρα δεν είναι και το καλύτερο!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τι ήταν αυτός;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αργοναύτης!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Διομήδης.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Α φτάσαμε στο Δ!


Σ ε λ ί δ α | 215

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Είδες μόνο να γκρινιάζεις…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αχ και αυτός ήταν λεβέντης

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Σαν τον Αίαντα!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι και έκανε παρέα και με τον δικό σου…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Οδυσσέα τον λένε!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι…τον Οδυσσέα…τον έξυπνο..

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ήταν έξυπνος…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Σταματήστε!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο Διομήδης λοιπόν…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ήταν ανιψιός του Ηρακλή!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άντε!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Έχει σχέση με αυτόν που είχε τα περίφημα άλογα του Διομήδη;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όχι αυτός ήταν άλλος , γιος του Άρη που είχε τα άλογα από τον άθλο
του Ηρακλή…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Που ο Ηρακλής ήταν θείος του δικού μας Διομήδη…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ναι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όλοι πάνω κάτω μια οικογένεια είμαστε!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ε οι sos οικογένειες συγκεκριμένες είναι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ελεφήνορας.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μα τι όνομα!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τι λες! Σημαίνει "ο ανδρείος καταστροφέας!"

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μάλιστα…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αλλά ήταν λιγάκι μπουνταλάς αυτός…


Σ ε λ ί δ α | 216

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Γιατί;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ε τι γιατί; Γιατί πήγε λέει να μαλώσει με ένα δούλο και κατά λάθος
σκότωσε το βασιλιά και παππού του!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Α καλά!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Επίστροφος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μμμ μελλοντικός βασιλιάς της Φωκίδας! Ήταν και αυτός με το
αδερφάκι του παρέα, τον Σχεδίο.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όταν φτάσουμε στο Σ να τον προσπεράσεις.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ήρθαν μαζί να έχουν συντροφιά μη βαρεθούν!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Εύμηλος , "αυτός που έχει πολλά πρόβατα"

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και βοσκοί ήρθαν ;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όχι καλέ, η ετυμολογία του ονόματος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αυτός ήταν Ηγεμόνας των Φερών, Βοίβης, Ιωλκού και Γλαφυρών…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ευρύπυλος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Θεσσαλός ήρωας… και αυτόν τον πήρε το ματάκι μου στον Δούρειο
Ίππο…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Θάλπιος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τον είπαμε!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Εμένα οι μνηστήρες ήταν 108..ελπίζω να μην τους πούμε όλους!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Θα φτάσουμε και σε εσένα…περίμενε!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Θόας.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Α αυτός ήταν γιός της Γόργης! Πολεμίστρια ! Αδερφή της γυναίκας
του Ηρακλή!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και αυτόν τον πήρε το μάτι μου στον Δούρειο Ίππο…Υπάρχει και μια
φήμη για τον δικό σου και την κόρη του…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Οδυσσέα τον λένε..

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι αυτόν…


Σ ε λ ί δ α | 217

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Από φήμες έχουμε ακούσει πολλά …όσο εγώ ήμουν πιστή για 20
χρόνια…Ιαλμένος, "αυτός που ορμά με μανία στη μάχη".

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Γιος του Άρη!!!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ιδομενέας .

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Βασιλιάς της Κρήτης!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ωραία η Κρήτη!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Εγγονός του Μίνωα!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άντε!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ξακουστός στο Δόρυ…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Κλύτιος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δε μου λέει κάτι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Δε βρίσκω κάτι…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δε μου θυμίζει τίποτα…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άκλαυτος και αυτός…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λεοντέας.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δε μου λέει κάτι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Δε βρίσκω κάτι…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δε μου θυμίζει τίποτα…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άκλαυτος και αυτός…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λήιτος .

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αργοναύτης! Τον έφαγε ο Έκτορας…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λυκομήδης.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Α αυτός έχει ψωμί…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Για πες…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Σε αυτόν έδωσε η Θέτιδα τον Αχιλλέα για να τον προστατεύσει…
Σ ε λ ί δ α | 218

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Από τι;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ε είναι μεγάλη ιστορία, ψάξτο μόνη σου άλλη στιγμή…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και καθώς λέει έπαιζε με μια από τις κόρες του, την άφησε έγκυο…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αααααα, ωραία παιχνίδια…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Επίσης αυτός λένε έσπρωξε το Θησέα από την άκρη του γκρεμού και
σκοτώθηκε.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Καλά του έκανε του γέρου!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ελένη!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι όταν με απήγαγε καλά ήταν…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μαχάων.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αχ ναι!! Τι καλό παιδί!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ήταν εκεί και ο αδερφός του ο Ποδαλείριος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όταν φτάσουμε στο Π να τον προσπεράσεις.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μορφωμένα παιδιά, καλλιεργημένα, γιατροί και οι δυο, γιοί του
Ασκληπιού!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μέγης .

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : «μέγιστος», «μεγαλόσωμος»!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Η μαμά του λέει ήταν αδερφή του Οδυσσέα μου…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Είχε τόσο μεγάλη αδερφή;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι…Μενέλαος

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Tο φαβορί!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μενεσθέας, σφετεριστής του θρόνου της Αθήνας.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι όταν με έκλεψε ο Θησέας που ήταν βασιλιάς της Αθήνας μετά
κατέβηκε για κάτι περιπέτειες στον Άδη και τα αδέλφια μου έβαλαν στο θρόνο το
Μενεσθέα…και αυτόν τον πήρε το μάτι μου στον Δούρειο Ίππο.
Σ ε λ ί δ α | 219

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μηριόνης.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Κρητικός, ωραίο παιδί!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Νηρέας .

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δε μου λέει κάτι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Δε βρίσκω κάτι…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δε μου θυμίζει τίποτα…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άκλαυτος και αυτός…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Οδυσσέας, ναι ήταν και ο δικός μου εκεί…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μπα τώρα δε λες το όνομα…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Θα τα πούμε τα χαΐρια του και σε αυτήν την ιστορία με τους


μνηστήρες σου…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πάτροκλος .

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ο ξάδερφος του Αχιλλέα;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μμμμ….

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι….

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πηνέλεως.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αργοναύτης!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ποδαλείριος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ο γιατρός, τον είπαμε.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ποδάρκης.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ικανός δρομέας…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πολύξενος. Άκου εδώ τώρα…αυτός ήταν υποψήφιος για εμένα…Πήγε


στον τρωικό πόλεμο για λίγο και μετά ήρθε για μνηστήρας σε εμένα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Επαγγελματίας μνηστήρας….


Σ ε λ ί δ α | 220

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πολυποίτης.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τον πήρε το ματάκι μου στον Δούρειο Ίππο.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πρόθοος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Γιος του Τενθηδρόνα!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μα τι ονόματα σε αυτήν την οικογένεια!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πρωτεσίλαος .

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αχ αυτό το παλικάρι τι κρίμα..

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τι;

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Είχαν οι Έλληνες χρησμό ότι ο πρώτος που θα πατούσε το πόδι του
στην Τροία θα χανόταν…και προσφέρθηκε αυτός…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Καλός μαλά….

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ήρωας! Ήρωας!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ναι, ήρωας με αυτοκτονικές τάσεις…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όλοι οι ήρωες έχουν αυτοκτονικές τάσεις…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ας μην πιάνουμε τώρα τέτοια…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Όχι να πιάσουμε! Τι δουλειά είχε το παλικαράκι δυο μέτρα στην
Τροία να έρθει να με πάρει; Τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί στην Τροία; Προστάτες στο
μουνί μου τους έβαλα;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ηρέμησε!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Όχι δεν ηρεμώ. Ήθελα να φύγω και έφυγα. Έχω το δικαίωμα να
είμαι με όποιον θέλω. Τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί εκεί;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Θα τα πούμε…αφού είχαν δώσει όρκο…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ερήμην μου όλα! 45 μνηστήρες και αποφάσισε ο πατέρας μου ποιον
να πάρω, με ποιον θα ζήσω εγώ. Πού είμαι εγώ αδερφή σε όλα αυτά; Όλα αυτά τα
παλικάρια ήρθαν να παντρευτούν εμένα και εγώ να κάθομαι αμίλητη σαν άγαλμα.
Να μου πουν ποιον θα παντρευτώ, τι θα κάνω… Και όταν έκανα για πρώτη φορά
αυτό που ήθελα όλοι με το στανιό να έρθουν να με πάρουν να με πάνε πού; Πού;
Άμα ήθελα δεν ήξερα το δρόμο να γυρίσω; Όχι… ακούω τόση ώρα τα παλικάρια
αυτά… τα πιο πολλά ήταν στον Τρωικό πόλεμο. Πέθαναν από μια ανοησία, από
Σ ε λ ί δ α | 221

έναν ανούσιο όρκο που έδωσαν να στηρίξουν αυτόν που θα έπαιρνα στο τέλος για
άντρα. Γιατί; Γιατί να τον στηρίξουν; Και γιατί εγώ να μην κάνω αυτό που θέλω;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ηρέμησε , θα τα πούμε! Κάτσε να τα πάρουμε με τη σειρά…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Πόσοι έμειναν ακόμα;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λίγοι…

Όταν μιλάει η Ελένη μέχρι να τελειώσουν οι μνηστήρες μιλάει γρήγορα να


τελειώνουν όσο γίνεται πιο σύντομα, της είναι δυσάρεστο.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σθένελος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δε μου λέει κάτι…Δε βρίσκω κάτι…Δε μου θυμίζει τίποτα…Άκλαυτος
και αυτός…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σχεδίος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τον είπαμε, αδελφός του Επίστροφου. Τον έφαγε ο Έκτορας…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τεύκρος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ο καλύτερος τοξότης. Τον πήρε το μάτι μου στον Δούρειο Ίππο.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τληπόλεμος.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μα τι όνομα!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Γιός του Ηρακλή, βασιλιάς στη Ρόδο. Σκοτώθηκε στον Πόλεμο.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Φείδιππος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Εγγονός του Ηρακλή, βασιλιάς στην Κω. Τη γλίτωσε.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τον ατελείωτο έχουν!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Φήμιος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τραγουδιστής.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Καλέ αυτός ήταν ο τραγουδιστής που είχαμε στην Ιθάκη!Πώς ξέμεινε
στη λίστα! Τι να πω; Και τέλος…..Φιλοκτήτης
Σ ε λ ί δ α | 222

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Α, αυτός έγινε και τραγωδία από τον Σοφοκλή! Λοιπόν, θα πω δυο
λόγια. Ο Φιλοκτήτης ήταν άριστος στο τόξο. Κάποια στιγμή λοιπόν τυχαία συναντά
τον Ηρακλή και το γιο του τον Υλλο που δίσταζε να ανάψει τη φωτιά για να τον
κάψει και να τελειώσει το μαρτύριό του. Τότε τη φωτιά άναψε ο Φιλοκτήτης και ο
Ηρακλής του έδωσε τα όπλα του. Καθώς λοιπόν πήγαιναν στην Τροία μετά από
χρόνια δαγκώνει ένα φίδι το Φιλοκτήτη και αρρωσταίνει βαριά. Το φίδι δωράκι από
την Ήρα γιατί βοήθησε στον Ηρακλή. Τον παρατάνε λοιπόν σε ένα νησί γιατί δεν
μπορεί να ακολουθήσει. Μα έλα που βγαίνει χρησμός ότι από τα όπλα του Ηρακλή
που έχει ο Φιλοκτήτης θα πέσει η Τροία… και πάει ο δικός σου…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Οδυσσέας…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι αυτός… πάει ξανά σαν βρεγμένη γάτα να βρει το Φιλοκτήτη που
τον παρατήσανε στο νησί…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και να πας να δεις την παράσταση… δεν θα κάνω spoiler! Όλα αυτά
τα παλικάρια λοιπόν στη λίστα για γαμπροί. Να διεκδικούν εμένα…όχι γιατί ήμουν
καλός άνθρωπος, γιατί ήμουν αξιαγάπητη, αλλά γιατί ήμουν όμορφη, τρόπαιο.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Να πούμε τελικά τι έγινε και τι είναι αυτός ο όρκος;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Έχουμε μπερδέψει το κοινό…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Λοιπόν ο δικός σου…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : ΟΔΥΣΣΕΑΣ!!!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι αυτός… αφού την ψυλλιάστηκε ότι δεν είχε ελπίδα καμιά…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και αφού με είδε και με ερωτεύτηκε...

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι…και αυτό…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Να μην ξεχνιόμαστε…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αφού λοιπόν κατάλαβε ότι δεν θα έπαιρνε την Ελένη, αφού είδε
την ανιψιά του Τυνδάρεω και του άρεσε και αφού έβλεπε μπροστά τον κίνδυνο
ενός σχεδόν εμφυλίου για το ποιος θα πάρει την Ελένη, είπε στον Τυνδάρεω την
εξής ιδέα… Να βάλει τους μνηστήρες να δώσουν όρκο ότι άμα θέλουν να
διεκδικήσουν την Ελένη θα πρέπει πρώτα να ορκιστούν στους θεούς ότι θα
σεβαστούν την όποια απόφαση του Τυνδάρεω και μάλιστα να συντρέξουν τον
άντρα της ,αν τυχόν χρειαστεί στο μέλλον! Τώρα αυτό το σκέφτηκε μόνος του ή πάλι
η Αθηνά του το είπε κανείς δεν ξέρει…
Σ ε λ ί δ α | 223

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Κλυταιμνήστρα!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Λέω…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Κατάλαβες τι μουχρίτσα ήταν ο Οδυσσέας; Σαν αντάλλαγμα φυσικά


για την ιδεάρα, ζήτησε την Πηνελόπη από τον Τυνδάρεω και αυτός δέχτηκε
εννοείται…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Χωρίς να σε ρωτήσει.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Χωρίς να με ρωτήσει…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Χωρίς να την ρωτήσει.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μου άρεσε βέβαια, αλλά… θα ήθελα να με είχαν ρωτήσει…εμένα δε


μου άρεσε η Ιθάκη…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι ,θα ήταν καλό να σε είχαν ρωτήσει ποιον ήθελες για άντρα.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όπως και εσένα.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όπως και εσένα.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο Τυνδάρεως λοιπόν τα βάζει κάτω και λέει… Η μεγάλη πήρε το


βασιλιά των Μυκηνών, αλλά δε θα ήταν καλύτερα να ισχυροποιήσουμε ακόμα πιο
πολύ τη θέση μας και να έχουμε και από κοντά τον αδερφό του; Να γίνει ο
Μενέλαος βασιλιάς στη Σπάρτη και έτσι η οικογένεια να είναι κυρίαρχη σε όλη την
Πελοπόννησο!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και έτσι διαλέγει το Μενέλαο.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Χωρίς να σε ρωτήσει

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Χωρίς να με ρωτήσει.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Χωρίς να την ρωτήσει…Βρήκα και τον όρκο: «οποιουδήποτε και αν


γίνει η Ελένη σύζυγος, πάντες οι λοιποί θα υπερασπίσουν αυτόν και αν κάποιος
ήθελε απαγάγει αυτήν από το συζυγικό της οίκο και καταλάβει παρ΄ αυτή του
συζύγου τη θέση, θα συνεκστρατεύσουν όλοι ένοπλα κατά του απαγωγέα και θα
κατασκάψουν την πόλη του, είτε Έλληνας τυγχάνει αυτός είτε βάρβαρος»

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μάλιστα!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και ο δικός μου ο αγάς, o Αγαμέμνονας, έδωσε τον όρκο γιατί
φοβήθηκε ο μπαμπάς μήπως ερωτευτεί στο μέλλον και αυτός την Ελένη.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τόσο ωραία πράγματα!


Σ ε λ ί δ α | 224

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και έτσι χωρίς κανείς να μας ρωτήσει παντρευτήκαμε βασιλιάδες…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τι τυχερές!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τι τυχερές!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τι τυχερές!

Παύση

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και πάμε στα του Πάρη! Μια μέρα έρχεται ως φιλοξενούμενος στο
παλάτι. Φίλος του Μενέλαου… και τον βλέπω… αυτό ήταν… στα γραπτά λένε ότι
μεσολάβησε η θεά Αφροδίτη για να τον ερωτευτώ σφόδρα…ναι το δέχομαι…ήταν
τόσο έντονο αυτό που ένιωσα που ναι… μπορεί να ήταν και θεϊκό…Το έχετε νιώσει
ποτέ εσείς; Έχετε νιώσει αυτόν τον έρωτα που σου τρυπάει την ψυχή; Που
ανατριχιάζει όλο το κορμί σου; Που νιώθεις την παρουσία του και ας είναι στην
άλλη άκρη του δωματίου; Που σε κοιτά και το βλέμμα του σου καίει τo δέρμα; Που
λαχταράς να κάνεις έρωτα μαζί του; Να κάνεις έρωτα… Να τον νιώσεις μέσα σου,
στο κορμί σου, να γίνετε ένα… αυτόν τον ανομολόγητο, ατέρμονο, απεριόριστο
έρωτα τον έχετε νιώσει; Ναι έφυγα μαζί του … Ναι δεν ήταν σωστό για το
Μενέλαο… ναι ήταν αδέξιο, προσβλητικό για το βασιλιά…ναι… αλλά ήταν δικαίωμά
μου. Ποτέ δε με ρώτησαν τι θέλω. Τι θέλω εγώ… και αφού δε με ρώτησαν δεν είχα
καμιά ευθύνη. Δεν είπα εγώ ναι στο Μενέλαο, ο πατέρας μου είπε…. Να πάει να
παντρευτεί λοιπόν ο Τυνδάρεως το Μενέλαο και να του μείνει πιστός. Εγώ
αναγκάστηκα να δεχθώ!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και ξεκουνήθηκαν όλοι να πάνε να την πάρουν. Άφησαν σπίτια,


οικογένειες και παιδιά για έναν γελοίο όρκο. Γιατί ο Αγαμέμνονας βρήκε αφορμή να
επιτεθεί στην Τροία που ήταν στρατηγικό σημείο και έβαλε αφορμή την Ελένη.
Γελοιότητες. Όλη η Ελλάδα ανάστατη γιατί η Ελένη έφυγε. Καλά έκανε! Και αν με
ρωτάς και εγώ αλλιώς έπρεπε να τα κάνω! Μόλις λίγα χρόνια παντρεμένη με τον
Οδυσσέα , με το παιδάκι μας μια σταλιά και φεύγει για πόλεμο! Γιατί; Για ποιόν; Τι
ανοησίες!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και δεν κατάλαβα κύριοι Έλληνες που ήρθατε! Θα κάνω αυτό που
θέλω εγώ! Δεν τον ήθελα πια το Μενέλαο. Τον βαρέθηκα. Ήθελα το πιπίνι. Φρουρό
στο κορμί μου σας έβαλα; Είστε εντελώς μαλάκες; Πάτε για πόλεμο γιατί εγώ
άφησα τον άντρα μου για άλλον άντρα; Ρε πάτε καλά ρε; Γούστο μου και καπέλο
μου. Είμαι ελεύθερος άνθρωπος το καταλάβατε; Είμαι ελεύθερη να κάνω αυτό που
λαχταρά η ψυχή μου.Ο Μενέλαος δεν ήταν αυτό που ήθελα. Δεν ταιριάζαμε. Εγώ
έκανα αυτό που πόθησα. Εσείς τι κάνετε; Έχετε φύγει από αυτούς που σας αγαπούν
γιατί ο Μενέλαος είναι κερατάς; Και τι σας μέλλει εσάς ρε;
Σ ε λ ί δ α | 225

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και πάμε λιγάκι στον Αγαμέμνονα τώρα…Το δικό μου το


αλάνι…Μαθαίνει για τον κερατά τον αδερφό του και αντί να του πει «μάγκα μου
ατύχησες, πάμε για άλλα, βασιλιάς είσαι θα βρεις μια γυναίκα που σε αγαπά»
εκείνος ξεσηκώνει όλο το πανελλήνιο, ξεφτιλίζει τον αδερφό του γιατί μέχρι και οι
πέτρες έμαθαν τα γεγονότα και ξεκουνάει όλα τα παλικάρια να πάνε με το ζόρι να
φέρουν πίσω μια γυναίκα που με δική της θέληση έφυγε. Για έναν γελοίο
όρκο…Μαζεύονται όλοι οι ανόητοι και περιμένουν στην Αυλίδα τον άνεμο. Και πάει
ο μαλάκας να κυνηγήσει ελάφια στο πασίγνωστο πάρκο της Αρτέμιδος που ξέρει ότι
είναι ιερό και μάλιστα ότι η θεά έχει αδυναμία στα ελαφάκια της και τιμωρεί
αυτούς που τα σκοτώνουν. Γνωστή πληροφορία εποχής…και πάει να κυνηγήσει
εκεί…και μάλιστα ελάφια…Γιατί αγάπη μου; Πήγαινε σε άλλο δάσος…Κυνήγα
κοτσύφια, λαγούς… Γιατί γλυκιά μου αγάπη να σκοτώσεις ελάφι; Πόσα κιλά
μαλάκας είσαι; Και σκοτώνει λοιπόν το ελάφι της θεάς και δε φυσά να φύγουν τα
πλοία και έρχεται ο χρησμός να σφάξουν την Ιφιγένεια. Και λέει ναι! Λέει ναι!
Συμφωνεί να σφάξει το παιδί μου, το παιδί του, επειδή ο Μενέλαος είναι κερατάς
και αυτός είναι πεισματάρης μαλάκας! Ναι! Και μου στέλνει εμένα αγγελιοφόρο να
πάω την Ιφιγένεια στην Αυλίδα για νύφη. Γιατί λέει θέλει ο Αχιλλέας να την
παντρευτεί! Την πάω για νύφη και αυτός την ετοιμάζει για σφακτό. Ταξιδεύω
περήφανη μητέρα να δω την κόρη μου νυφούλα και εγώ σε λίγο θα την κλαίω στο
βωμό μιας μεγάλης ανοησίας! Και το κάνει…Σφάζει δεύτερο παιδί μου…Σφάζει με
το έτσι θέλω δεύτερο παιδί μου…Σφάζει με το έτσι θέλω και δεύτερο παιδί μου!

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σφάζει δεύτερο παιδί της!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Σφάζει δεύτερο παιδί της!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Με τέτοιους οιωνούς ξεκινά ο πόλεμος…Και πάνε στον πόλεμο.


Και μένουν 10 χρόνια! Αν έχεις το θεό σου! Σπατάλησαν όλοι αυτοί οι ήρωες, οι
νοματαίοι, που ακόμα τους μελετάμε ευλαβικά, σπατάλησαν δέκα χρόνια από τη
ζωή τους για έναν ανούσιο πόλεμο. Και έχει ακόμα περίμενε! Για να δεις πόσο
μαλάκες είμαστε ακόμα εμείς που βγάζουμε και τα παιδιά μας «Αγαμέμνονα» αντί
να θάψουμε το όνομα σαν του Ιούδα. Και ξεκινά η Ιλιάδα του ομήρου. Γιατί η
Ιλιάδα του Ομήρου ξεκινά στον δέκατο χρόνο του πολέμου…όπου έρχεται ο
πατέρας της Χρυσηίδας, ο Χρύσης να τη ζητήσει από τον Αγαμέμνονα που την πήρε
αιχμάλωτη και την έχει ερωμένη…και ο Αγαμέμνονας δεν του τη δίνει…το θέλει το
κοριτσάκι να το έχει να το βιάζει κατά εξακολούθηση…ο μέγας βασιλιάς
Αγαμέμνονας… και ξεκινά λοιμός. Δε θα ασχοληθούμε τώρα με το απαράδεκτο του
βιασμού των κοριτσιών γιατί θα πάει αλλού το πράγμα αλλά όχι…ας πούμε κάτι… ας
κάνουμε μια μικρή κουβεντούλα…κάπως έτσι πάει…τη βρήκαμε…είμαστε
κατακτητές…την κλέβουμε... τη γαμάμε…ωραία τακτοποιημένα…νικητές…
επιστρέφουμε στην ιστορία…Αναγκάζεται λοιπόν ο άντρας μου ,το στεφάνι μου να
τη δώσει για να λήξει ο λοιμός, η χολέρα δηλαδή…Αλλά δε μπορεί ολάκερος
άρχοντας να μείνει χωρίς κοριτσάκι να βιάζει… Έτσι παίρνει το άλλο κακόμοιρο
κοριτσάκι που έχει να βιάζει ο άλλος υπέροχος ήρωας, ο Αχιλλέας… Έτσι όμορφα,
εμπόριο, παίρνω, δίνω…Και φυσικά ο Αχιλλέας θυμώνει που του πήρανε το
κοριτσάκι που βίαζε αυτός και σταματά να πολεμά. Και ο Αγαμέμνονας ενώ βλέπει
να ξεκληρίζεται ο στρατός των Ελλήνων γιατί ο Αχιλλέας κρέμασε σπαθί από τις
Σ ε λ ί δ α | 226

ανοησίες του, εκείνος εκεί!Γιατί ο μαλάκας είναι αμετανόητος. Άχρηστος βασιλιάς,


άχρηστος ηγέτης, δέκα χρόνια και με ματσακονιά τον κέρδισαν τον πόλεμο, με τον
δούρειο ίππο…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Του δικού μου ιδέα…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Της Αθηνάς Παλλάδας, μην το ξαναπιάσουμε! Γιατί αν περίμεναν


από τον Αγαμέμνονα ακόμα στην Τροία θα ήταν όλοι. Κερδίζουν και ετοιμάζονται
να γυρίσουν.Και τι κάνει ο Ελληνάρας ο Αγαμέμνονας; Τι κάνει το καμάρι των
Ελλήνων τώρα που επιτέλους γυρίζει στην οικογένεια του και τη γυναικούλα του
που πίκρανε πολύ; Παίρνει μαζί του την γκόμενά του κυρίες και κύριοι! Ναι, φέρνει
στο Άργος την γκόμενά του! Έρχεται στις Μυκήνες μετά από δέκα χρόνια και αφού
έχει σκοτώσει 2 παιδιά μου, έρχεται μαζί με την γκόμενά του την Κασσάνδρα που
είναι και έγκυος από τους αλλεπάλληλους βιασμούς…Τι να έκανα; Πόσο
προκλητικός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος; Να σας πω κάτι…καλά του έκανα…Δεν
είναι σωστό να σκοτώνεις αλλά για εμένα ήταν μονόδρομος…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Στην Κλυταιμνήστρα οφείλουμε πολλά. Ποιος ξέρει πόσες ακόμα
μαλακίες θα είχε κάνει ο Αγαμέμνονας αν πέθαινε σε βαθιά γεράματα!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και ναι είχα και γκόμενο και βασίλισσα ήμουν και την εξουσία
κρατούσα γερά! Έλειπε δέκα χρόνια και εγώ αυτόν τον αλήτη θα τον περίμενα
πιστή; Θα ήμουν δέκα χρόνια πιστή σε αυτόν τον άντρα; Όχι… Το έκανα. Και τον
απάτησα και εραστή είχα και χάρηκα τη ζωή μου, και το κορμί μου χόρτασα, και τις
Μυκήνες διαφέντεψα και δε με έδιωξε κανείς…και ναι… το πλήρωσα το τίμημα… με
σκότωσε ο γιός μου… πλήρωσα…αλλά έζησα… έστω για κάποια χρόνια έζησα τη ζωή
που επέλεξα. Εσείς ακόμα παίζετε την τραγωδία Ηλέκτρα όπου η κόρη μου ωρύεται
για το χαμό του μπαμπά της και όλοι στο τέλος χαίρονται με την ήττα της κακιάς
Κλυταιμνήστρας. Αποκατάσταση της τάξης… ποια ήταν ακριβώς η τάξη του
Αγαμέμνονα; Τι θα έπρεπε να είχα κάνει; Να τον περιμένω πιστή και ανέραστη μετά
από 10 χρόνια, να του παραδώσω το σκήπτρο να συνεχίσει την αξιόλογη πορεία του
ως αρχηγός των Ελλήνων, να ξεχάσω τους φόνους των παιδιών μου που εννοείται
κανένας δεν τον κατηγόρησε για αυτό και να υποδεχτώ και τη ερωμένη με
ορθάνοικτες αγκάλες; Ναι ο φόνος δεν είναι η λύση … εγώ όμως δεν έβλεπα άλλη
λύση… και αν είμαι κακούργα και καριόλα που σκότωσα αυτόν τον άνθρωπο ας με
κρίνει η σημερινή δικαιοσύνη και όχι η ανελέητη πατριαρχία που εδώ και χρόνια
βρωμίζει τις ψυχές μας…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο φόνος δεν είναι λύση…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Δεν είναι…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δεν είναι όχι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Η δικαιοσύνη είναι λύση…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ίσως…
Σ ε λ ί δ α | 227

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τι είναι δικαιοσύνη; Αλλάζει ανάλογα με τη μόδα των καιρών;

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και εγώ έπρεπε να έχω βρει εραστή. Έχασα 20 χρόνια από τη ζωή μου.
Ανέραστα χρόνια. Απότιστο γυναικείο κορμί. Είμαι σύμβολο πίστης και αγάπης! Με
έχουν και με προσκυνάνε ακόμα και σήμερα τόσες γυναίκες. Πιστή Πηνελόπη και
πιστή Πηνελόπη. Να πάτε όλοι στο διάολο. 20 χρόνια. Είκοσι χρόνια. Τα καλύτερά
μου χρόνια. Τα νιάτα μου. Και να έχω μέσα στο σπίτι 100 άντρες. 100 λαχταριστά
κορμιά και εγώ εκεί, πιστή. Πιστή σε ποιόν; Σε ποιόν; Ο Οδυσσέας στην Τροία είχε
πάντα την δικιά του ερωμένη στη σκηνή. Όταν τελείωσε ο πόλεμος έγινε εραστής
της Κίρκης, τάχα μου δήθεν για να σώσει τους συντρόφους του…ναι και έκατσε ένα
χρόνο εκεί…ένα χρόνο ολάκερο ήταν εραστής της θεάς Κίρκης , πόσο πια του πήρε
να σώσει αυτούς τους συντρόφους; Και όσο καλοπερνούσε εγώ πιστή…στον
αργαλειό… και μετά έκατσε με την Καλυψώ, στο νησί επτά χρόνια… επτά ολάκερα
χρόνια έμεινε με τη θεά καλύψω που τον είχε άντρα και εραστή και θεό κοντά της…
επτά χρόνια με την Καλυψώ και εγώ στον αργαλειό… για καθίστε να σκεφτείτε πόσα
είναι τα 7 χρόνια… 7 χρόνια… και εγώ ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει… και
σου λέει καθόταν και έκλαιγε τα βράδια στην παραλία… ναι…έκλαιγε από την τόση
καλοπέραση στην αγκαλιά της θεάς… τον παρηγορούσε καλά… και εγώ πιστή. Τι
ακριβώς θαυμάζετε σε όλη αυτήν την ηλιθιότητα; Γιατί εγώ παρέμεινα πιστή σε
έναν άνθρωπο που καλοέζησε τη ζωούλα του; Δεν τον βίασε καμιά από όλες αυτές…
τι ακριβώς θαυμάζετε σε εμένα; Γιατί αυτό που έκανα είναι παράσημο; Αν το έκανε
ο Οδυσσέας θα τον λέγατε μάγκα ή μαλάκα; Αν εκεί που βίαζαν τις αιχμάλωτες
έλεγε όχι, εγώ μόνο Πηνελόπη… πώς θα τον αντιμετώπιζαν; Ο μαλάκας της
παρέας… εγώ λοιπόν δεν έχω τη φήμη που έχουν οι ξαδέρφες μου αλλά τις
ζηλεύω… τις ζηλεύω γιατί έστω και έτσι έζησαν τη ζωή τους. Η Ελένη ερωτεύτηκε
τον Πάρη και έζησε τη μαγεία του αμοιβαίου έρωτα. Η Κλυταιμήστρα έζησε με τον
Αίγισθο που ήταν μαζί της ακόμα και στο θάνατο.. και εγώ άρχισα να ζω ως γυναίκα
ύστερα από 20 χρόνια… δε λέω… με αγαπούσε ο Οδυσσέας…αλλά θα με αγαπούσε
το ίδιο αν εγώ στο μεταξύ είχα εραστές; Θα με συγχωρούσε; Ή θα με έσφαζε στο
γόνατο; Θα με έδιωχνε; Και αν γυρνούσε και εγώ είχα κανονικά τον εραστή μου στο
παλάτι πώς θα με αντιμετωπίζατε και εσείς; Μήπως ακόμα μέσα σας έχετε το
ιδανικό της πιστής και ηθικής γυναίκας και θα με κατακρίνατε αν ζούσα και εγώ τη
ζωούλα μου σαν τον Οδυσσέα; Μήπως κατά βάθος είμαστε ακόμα
πατριαρχοπουριτανοηθικολογιστές; Άντρες και γυναίκες. Γιατί ακόμα και σήμερα
στο συλλογικό υποσυνείδητο εγώ είμαι η Πιστή Πηνελόπη , η Κλυταιμνήστρα είναι
καριόλα φόνισσα και η Ελένη πουτανί που παράτησε τον άντρα της και κανένας
ποτέ δεν έχει πει κάτι αντίθετο;Και έφταιγε η Ελένη που άφησε τον άντρα της και
σκοτώθηκαν όλοι αυτοί; Που είναι η προσωπική ευθύνη του καθενός; Είχαν επιλογή
να μην πάνε. Όταν ένας όρκος είναι ανόητος δεν είναι καταπάτηση να τον
αθετήσεις. Και έπεσε η Τροία και ο Μενέλαος την έφερε πίσω με το ζόρι. Τι είναι
αυτό; Αφού η γυναίκα σου δε σε θέλει, γιατί τη σέρνεις πίσω; Και όλες οι ιστορίες
μετά για να καλύψουν την τιμή της… ότι την άρπαξε χωρίς τη θέλησή της… ότι η
αληθινή Ελένη ήταν στην Αίγυπτο και στην Τροία ήταν το είδωλό της… Για ένα
πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη… γιατί; Για να καλύψουν τι; Ήθελε να φύγει. Τη
φέρατε πίσω με το ζόρι. Τέλος.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Έχουμε παράπονα ναι! Ναι, γιατί έχουμε τα δίκια μας!
Σ ε λ ί δ α | 228

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Βγήκαμε να τα πούμε σε εσάς γιατί εσείς σήμερα μπορείτε να


ακούσετε μια άλλη εκδοχή. Τη δική μας εκδοχή.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και ίσως να αρχίσετε να αναλογίζεσθε και άλλα πατροπαράδοτα


σύμβολα, να αναθεωρήσετε παγιωμένες ιδέες και για άντρες και για γυναίκες…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Γιατί όλα περνούν από γενιά σε γενιά ύπουλα, απαράλλακτα,


χωρίς κριτική σκέψη και δηλητηριάζουν τις νέες γενιές. Ελευθερία, αυτοδιάθεση,
κριτική σκέψη, προσωπική ευθύνη, έρευνα, τίποτα δεδομένο… Ακούγονται
διδακτικά όλα αυτά αλλά και πώς αλλιώς να τα ξεστομίσουμε;

Παύση.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πάντως κορίτσια … είπαμε για όλους της Ελένης αλλά εμένα με τους
μνηστήρες με ξεπετάξατε… και γενικά δεν είπατε και τη δική μου ιστορία…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αν θέλει το κοινό να πούμε 2 λόγια…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Θέλει; Δε θέλει. Μια ώρα μονόλογο είχες!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Πάντως Πηνελοπάκι εσύ το καλύτερο τέλος είχες…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Εμένα με σκότωσε το ίδιο μου το παιδί…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Εμένα με έφαγε μπαμπέσικα μια ροδίτισσα φίλη μου που πήγα να
την επισκεφτώ αλλά είχε χάσει τον άντρα της στον Τρωικό πόλεμο και μου την είχε
φυλαγμένη…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Εσύ Πηνελοπάκι μπορεί να έκανες υπομονή αλλά στο τέλος


ανταμείφτηκες…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Εντάξει…παράπονο δεν έχω…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Για πες…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τι να πω;

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Για πες στον κόσμο…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ε, εντάξει δε χρειάζεται…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Όχι να τα πεις…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Λοιπόν επειδή ντρέπεται θα τα πούμε εμείς…Ο Οδυσσέας όταν


ήταν στην Κίρκη έκανε μαζί της ένα παιδί, τον Τηλέγονο. Μόλις ο Τηλέγονος
μεγάλωσε, η μητέρα του τον έστειλε να βρει τον πατέρα του Οδυσσέα που ως
Σ ε λ ί δ α | 229

γνωστόν ήταν πια στην Ιθάκη. Όμως όταν έφθασε εκεί, τον σκότωσε κατά λάθος.
Επέστρεψε λοιπόν με το σώμα του Οδυσσέα στο νησί της Κίρκης, φέρνοντας μαζί
του τη χήρα πια Πηνελόπη και το γιο του Τηλέμαχο. Εκεί, η Κίρκη τους έκανε
αθάνατους και παντρεύτηκε τον Τηλέμαχο, ενώ ο Τηλέγονος νυμφεύθηκε την
Πηνελόπη…

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και αθάνατη και για πάντα με το πιπινάκι…

ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μου άξιζε!

ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Σου άξιζε Πηνελόπη! Σου άξιζε.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Σε όλους αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία!


Σ ε λ ί δ α | 230
Σ ε λ ί δ α | 231

1η Τιμητική Διάκριση

Τίνα Μέμου

Ωκυτοκίνη ή Μια Συνεδρία Ωκυτοκίνης


Σ ε λ ί δ α | 232

ΠΡΟΣΩΠΑ

Η Κυρία
Ο Σκλάβος
Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας - η φωνή της συνείδησης ή της τρέλας
Η Πηνελόπη – η σύντροφος του Σκλάβου
Η φίλη της Κυρίας - επίσης Κυρία, επαγγελματίας
Η φίλη της Πηνελόπης
Ένας γνωστός του Σκλάβου – μέλος, επίσης, χορτοφαγικής κίνησης πολιτών για την
ηθική αντιμετώπιση των ζώων
Σ ε λ ί δ α | 233

Εικόνα 1η
Στο Δωμάτιο Υποδοχής

Ο Σκλάβος έχει χωρίσει με την Πηνελόπη, η οποία δε μπορεί να ανεχτεί τις


σεξουαλικές του προτιμήσεις που περιλαμβάνουν πρακτικές υποταγής του από
Αφέντρες και τη συνομιλία του (sexting) με διάφορες γυναίκες του χώρου.
Επισκέπτεται την Κυρία, επαγγελματία στο είδος της. Πριν προχωρήσουν σε
συνεδρία, που θα πραγματοποιηθεί στο ειδικά διαμορφωμένο Κελί, προηγείται μια
εισαγωγική συζήτηση, όπου Κυρία και Σκλάβος, συζητούν τους λόγους που εκείνος
την επισκέπτεται και τις προτιμήσεις που έχει.

ΣΚΛΑΒΟΣ: Ήθελε να με ικανοποιεί και μάθαινε γρήγορα όσα της έδειχνα.


ΚΥΡΙΑ: Για παράδειγμα;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Καθόταν στο κεφάλι μου.
ΚΥΡΙΑ (διακόπτει): Όπως στα σκίτσα του Χαρουκάβα;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Ναι, σ’ αυτό το ύφος και εγώ έχυνα με ευχαρίστηση. Προσποιούνταν την
Κυρία.

Η Κυρία χαμογελάει αμυδρά. Σταυρώνει τα πόδια της.

ΚΥΡΙΑ: Συνέχισε.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Το πρόβλημα είναι ότι δεν το έκανε τόσο καλά όσο η πρώην μου. Δεν έχει
μέσα της πουτανιά. Είναι δύσκολο να καταλάβει αφού δεν ανήκει στον χώρο. Δεν
έχει μέσα της ούτε σαδισμό ούτε μαζοχισμό (αναστενάζει).
ΚΥΡΙΑ: Καταλαβαίνω. Και δε σε ικανοποιούσε όσο ήθελες. Εσύ, την ικανοποιούσες;
ΣΚΛΑΒΟΣ (αδιάφορα): Όχι, πολύ. (Μια ξαφνική έξαψη στο βλέμμα του) Εσείς, Κυρία,
τι επιθυμείτε από έναν σκλάβο σας;
ΚΥΡΙΑ: Αν και δεν είναι της παρούσης· μου αρέσει το ιατρικό κομμάτι αλλά δεν έχω
βρει ακόμα τον ιδανικό σκλάβο για να τελειοποιήσω τη φαντασίωσή μου.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Πείτε μου.
ΚΥΡΙΑ: Θα μου άρεσε να πειραματιζόμουν με τις αντοχές του. Να χρησιμοποιώ
πάνω του εργαλεία, κυρίως, εκείνα που φτιάχνω εγώ και να τον βλέπω να νιώθει
Σ ε λ ί δ α | 234

πόνο μαζί με ηδονή. Να εξαρτάται από ένα βλέμμα μου, επιδοκιμασίας, για να
νιώσει ότι εκπληρώνεται η ύπαρξή του.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Ω!
ΚΥΡΙΑ: Ένας σύγχρονος Μένγκελε! Ναι, αυτό είναι! (επανέρχεται από τη
φαντασίωσή της) Και τι έγινε τελικά με την κοπέλα σου;
ΣΚΛΑΒΟΣ (κάπως λυπημένα) : Βρήκε τις συνομιλίες μου με άλλες Κυρίες και με
χώρισε.
ΚΥΡΙΑ (με γλυκό ύφος): Από ό,τι καταλαβαίνω, έχεις μια δυσπεψία στις σχέσεις.
Και τι μπορώ να κάνω για σένα;
ΣΚΛΑΒΟΣ (με μάτια που γυαλίζουν): Δικός σας, Κυρία. Να με κάνετε ό,τι θέλετε,
αρκεί να μην πονέσω. Δεν, δεν, αντέχω τον πόνο, ξέρετε…
ΚΥΡΙΑ (γελάει λίγο): Εντάξει, πουτανάκι μου. Δε θα σε πονέσω. Να ξέρεις όμως, ότι
η τιμωρία διδάσκει.
ΣΚΛΑΒΟΣ (την κοιτάζει υπάκουα, σαν κουτάβι): Μάλιστα, Κυρία.
ΚΥΡΙΑ: Λοιπόν, για να δω εάν αξίζεις τις υπηρεσίες μου, πήγαινε σπίτι σου και χύσε
για μένα. Στείλε μου στο κινητό μια φωτογραφία. Τότε θα πειστώ ότι αξίζεις για τη
συνεδρία μας. Αν τα καταφέρεις, έλα αύριο, την ίδια ώρα.
ΣΚΛΑΒΟΣ (ξαναμμένος): Μάλιστα, Κυρία. Θα τελειώσω για εσάς. Θα δείτε, αξίζω για
δούλος σας.
ΚΥΡΙΑ (ανάβει τσιγάρο): Πήγαινε, τώρα.

Ο Σκλάβος φεύγει βιαστικά, μέσα σε μια χαρούμενη έξαψη. Η Κυρία είναι σκεπτική,
κάπως μελαγχολική. Ξαφνικά, βλέπει τον Ανυποψίαστο Θαμώνα να κάθεται στο
καναπεδάκι της απέναντι γωνίας του δωματίου, σιωπηλός, μέσα σε χαμηλό
φωτισμό με σκιές. Τινάζεται ελαφρώς φοβισμένη και πηγαίνει λίγο προς τα πίσω.

ΚΥΡΙΑ : Είσαστε ώρα, εδώ; Πώς μπήκατε;


ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ: Δεν ήθελα να σας διακόψω. Ήθελα να μάθω για τις
υπηρεσίες που παρέχετε (ανοίγει ένα φτηνό φυλλάδιο όπου αναγράφονται οι
υπηρεσίες και οι τιμές και διαβάζει δυνατά). Ποδολαγνεία, Oυρολαγνεία,
Κοπρολαγνεία (παίρνει μια έκφραση αηδίας), Βασανισμός Πέους, Ξυλιές,
Μαστίγωμα, Ιατρικό BDSM, Facesitting, Ω-κυ- το-κί-νη; Εδώ, γιατί δεν έχει τιμή;
ΚΥΡΙΑ: Γιατί είναι ανεκτίμητη.

Σιωπή.
Σ ε λ ί δ α | 235

Η Κυρία στέκεται ακίνητη και μελαγχολική.


Σκοτάδι στη σκηνή. Προβολέας στην Κυρία.
Σ ε λ ί δ α | 236

Εικόνα 2η

Στο Κελί

Επόμενη μέρα. Ο Σκλάβος, είναι σκυμμένος μπροστά στα πόδια της φορώντας μια
ματωμένη ποδιά χασάπη και το εσώρουχό του. Την ακούει. Εκείνη κάθεται
σταυρώνοντας τα πόδια της και καπνίζει με ύφος.

ΚΥΡΙΑ: Έχεις δει τον Θυρωρό της Νύχτας;


ΣΚΛΑΒΟΣ: Όχι, Κυρία.
ΚΥΡΙΑ: Ο Μαξ, πρώην αξιωματικός των SS, εξηγεί γιατί δουλεύει ως νυχτερινός
θυρωρός. Αισθάνεται ντροπή για το φως της ημέρας. Για φαντάσου…
ΣΚΛΑΒΟΣ: Μάλιστα, Κυρία.
ΚΥΡΙΑ: Μικρό μου (τον χαϊδεύει, επιδοκιμαστικά), πώς με παρακολουθείς!

Η Κυρία σηκώνεται και περπατάει στο Κελί κάπως μελαγχολικά, ο Σκλάβος σέρνεται
γρήγορα στα τέσσερα να την προλάβει, εκείνη του κάνει νόημα να μείνει στη θέση
του.

ΚΥΡΙΑ: Είναι σκληρή η ζωή σαν Αφέντρα. Σε πονάει αλλά πού και πού σου δείχνει το
γλυκό της πρόσωπο (γυρίζει χαμογελώντας προς τον Σκλάβο).

Ο Σκλάβος την κοιτάζει κάπως μπερδεμένος.

ΚΥΡΙΑ: Λοιπόν, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.

Ο Σκλάβος την κοιτάζει ξαναμμένος με βλέμμα που αστράφτει.

ΚΥΡΙΑ: Άρχισε να μαλακίζεσαι για την Κυρία σου.


ΣΚΛΑΒΟΣ: Για πόση ώρα, Κυρία;
ΚΥΡΙΑ: Δε θα χύσεις πριν σου πω.
Σ ε λ ί δ α | 237

ΣΚΛΑΒΟΣ (παραπονεμένος): Μα, Κυρία. Δε θα αντέξω.


ΚΥΡΙΑ (του δείχνει με το βλέμμα της το μαστίγιο στον απέναντι τοίχο): Μη με κάνεις
να το δοκιμάσω πάνω σου.
ΣΚΛΑΒΟΣ (το κοιτάζει έντρομος): Όχι, Κυρία. Δε θα αντέξω τον πόνο. Λυπηθείτε με!
ΚΥΡΙΑ: Αν είσαι υπάκουος, θα σου φτιάξω δικό σου κολάρο. Να ξέρεις πως ανήκεις
στην Κυρία σου.
ΣΚΛΑΒΟΣ (λίγο διστακτικά): Θα πρέπει να το φοράω και έξω;
ΚΥΡΙΑ: Μικρό μου, διακριτικό θα είναι. Θα το φοράς μόνο όταν θα σου λέω.
Χύσε τώρα για να ευχαριστήσεις την Κυρία σου. Η φωτογραφία που μου έστειλες
χτες ήταν αρκετά ικανοποιητική.
ΣΚΛΑΒΟΣ (χαρούμενα): Ευχαριστώ, Κυρία. Θα χύσω για εσάς.

Ο Σκλάβος βρίσκεται ξαπλωμένος σε έναν ξύλινο πάγκο και αυνανίζεται για την
Κυρία. Χαμηλώνει ο φωτισμός αλλά πέφτει ψυχρό φως στη ματωμένη του ποδιά.
Στο μπροστινό μέρος της σκηνής, η Κυρία, φοράει ένα καπέλο που θυμίζει εκείνα
των SS. Περπατάει αργά στο Κελί, σκεπτική. Βλέπει τον Ανυποψίαστο Θαμώνα να
στέκεται όρθιος σε έναν τοίχο και να την καρφώνει με το βλέμμα του.

ΚΥΡΙΑ: Τι θέλετε πάλι; Η παρουσία σας μου προκαλεί ρίγος.


ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ: O Baudrillard, λέει, πώς “κατά βάθος, η πορνογραφία
είναι σεξουαλικότητα στοιχειωμένη από την ίδια της την απουσία”. Και πώς σας
πάει το καπέλο!
ΚΥΡΙΑ (γελάει χαμηλόφωνα και ισιώνει το καπέλο της): Σταματήστε τις αηδίες. Θα
αποσυντονιστεί το κουτάβι μου και θα καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια το καημένο
για να με ικανοποιήσει. Δε βλέπετε; (Του κάνει νεύμα προς το μέρος του Σκλάβου).

Ακούγονται τα χαμηλά βογγητά του Σκλάβου.

ΚΥΡΙΑ: Εμείς εδώ, παρέχουμε υπηρεσίες κοινωνικού φροντιστηρίου. Μορφώνουμε


τον κόσμο και κατευνάζουμε τα πάθη του. Η κυρίαρχη ιδεολογία, που εγώ τη λέω
κυρίαρχη χυδαιολογία, μας επικρίνει, όμως κοιτάζει κρυφά από την κλειδαρότρυπα
τον κόσμο μας, εκεί που θα ήθελε αλλά δεν τολμά να εισχωρήσει. Δείτε τον αυτόν
(δείχνει προς τον Σκλάβο). Πιστεύετε ότι υπάρχει, για εκείνον, ελπίδα; Σε μας
έρχονται να τους νταντέψουμε. Εμείς εκπληρώνουμε τη φαντασίωση της μαμάς
τους. Εμείς πραγματοποιούμε όσα οι κοπέλες τους δεν τολμούν να κάνουν.
Σ ε λ ί δ α | 238

ΣΚΛΑΒΟΣ (κοιτάζει προς το μέρος της Κυρίας κάπως ανήσυχος): Τι είπατε, Κυρία;
ΚΥΡΙΑ: Τίποτα. Συνέχισε εσύ και έρχομαι να σε φροντίσω σε λίγο.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Μάλιστα, Κυρία. Ελάτε! Δεν ξέρω αν αντέχω για πολύ ακόμα!
ΚΥΡΙΑ: Υπομονή, μικρό μου και θα σε ανταμείψω. Αλλιώς, το μαστίγιο!
ΣΚΛΑΒΟΣ: Συγγνώμη, Κυρία.

Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας κάνει ένα βήμα προς την Κυρία. Εκείνη τον κοιτάζει σε
ετοιμότητα.

ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ: Ωραία, θα σας πω κάτι ακόμα καλύτερο και φεύγω. Ο


Χέγκελ δηλώνει πώς ο Αφέντης δε μπορεί ποτέ να πετύχει την αλήθεια του εαυτού
του με το να κυριαρχεί σε άλλη ανθρώπινη ύπαρξη που βρίσκεται σε καθεστώς
δουλείας και μοχθεί για τον Κύριο1. Σκεφτείτε το…
ΚΥΡΙΑ (κάπως σκεπτική): Για φαντάσου… (ξαφνικά συνέρχεται βγάζοντας μια
τσιρίδα). Φύγετε, επιτέλους! (Ρίχνει μια ανήσυχη ματιά προς τον Σκλάβο). Έρχομαι,
γλυκό μου.

Η Κυρία ξαναγυρίζει προς τον Ανυποψίαστο Θαμώνα και βλέπει ότι έχει
εξαφανιστεί. Κάνει ένα γρήγορο γύρο στο Κελί, σκοντάφτει κάπου με τα PVC
τακούνια της. Στρώνει λίγο καλύτερα τα ρούχα της, κρατάει την καρδιά της που
χτυπάει ακατάπαυστα και πηγαίνει προς τον Σκλάβο, στο πίσω μέρος της σκηνής.
ΚΥΡΙΑ: Για να δω το καβλί σου.
Ο Σκλάβος υπακούει και γυρίζει προς το μέρος της, παραμερίζοντας την ποδιά του.
ΚΥΡΙΑ: Ωραία, και τώρα η ανταμοιβή σου.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Ναι, Κυρία, ναι!

Η Κυρία κάθεται πάνω στο κεφάλι του. Τα βογκητά του Σκλάβου αυξάνονται. Η
Κυρία δεν τον αφήνει να ανασάνει. Ύστερα από λίγο παραμερίζει. Εκείνος ανασαίνει
ασθμαίνοντας και την τραβά να ξανακαθίσει πάνω του. Αυνανίζεται γρήγορα. Είναι
ιδρωμένος και βογκάει.

ΚΥΡΙΑ: Χύσε τώρα! Για μένα! Για την Κυρία σου!

1
Jack Zipes “The Master – Slave Dialectic” στο: The Sorcerer’s Apprentice, σελ. 10.
Σ ε λ ί δ α | 239

Ακούγονται τα πνιχτά βογκητά του Σκλάβου . Η Κυρία τού χαϊδεύει το πρόσωπο.


Σηκώνεται και τον αφήνει να ξεκουραστεί. Εκείνος ξαπλώνει εξουθενωμένος στον
πάγκο. Στο βάθος προβάλλεται στον τοίχο μια σειρά φωτογραφιών: μια
φωτογραφία από τα παιδικά χρόνια του Σκλάβου, είναι ντυμένος κάπως ασφυκτικά
με πολύ καλά ρούχα και φαίνεται σκυθρωπός, μια φωτογραφία του μαζί με την
Πηνελόπη σε στιγμές χαράς, η φωτογραφία που έστειλε στην Κυρία, μια
φωτογραφία με το στήθος του που έχει πάνω γραμμένο με κόκκινο κραγιόν
‘’Συγγνώμη, Κυρία’’, μια φωτογραφία από βασανιστήρια σε στήθη αιχμαλώτων
χαραγμένα με λεπίδα και ένα πολύ μικρό βίντεο, δευτερολέπτων, από σφαγείο. Μια
αγελάδα που της κόβουν το λαιμό, σπαρταρά πριν ξεψυχήσει.

Ο Σκλάβος ψιθυρίζει χαμηλόφωνα. Μέσα στους ψίθυρους ξεχωρίζει το όνομα της


Πηνελόπης. Μοιάζει ανακουφισμένος.
Σκοτάδι.
Φωτίζεται μόνο η ποδιά του Σκλάβου.
Σ ε λ ί δ α | 240

Εικόνα 3η
[Σε δυο εικόνες αλληλοδιαδεχόμενες]

Στο Δωμάτιο Υποδοχής

Αργότερα, την ίδια μέρα. Η Κυρία μιλάει στο τηλέφωνο. Έχει σταυρωμένα τα πόδια
της. Πίνει καφέ, καπνίζει, χαζεύει ένα περιοδικό και πληκτρολογεί έναν αριθμό στο
κινητό της τηλέφωνο.

ΚΥΡΙΑ: Έλα, εγώ είμαι. Επιτέλους, έφυγε αυτός. Θέλει να ξανάρθει, είπε. Μου
φαίνεται ότι θα μου γίνει τσιμπούρι.

Από το ακουστικό ακούγονται γέλια.

ΚΥΡΙΑ: Ναι, γελάς, εσύ, αλλά κάτσε να στον έδινα, να δεις τι φορτικός που είναι.
Φαντάζομαι την κοπέλα του πώς τον ανεχόταν (ακούει χαρούμενα τι της λέει η φίλη
της). Τι; Όχι, δεν είναι αυτός για τέτοια. Ούτε strap – on, ούτε μαστίγιο, ούτε σφήνα,
τίποτα σου λέω. Σκέτη απογοήτευση! Δε θέλει να πονέσει, λέει. Ε, τότε τι ήρθες εδώ
ρε φίλε; Να σε νταντέψω; Τι; Ναι, του ζήτησα φωτογραφία με τα χύσια του για να
τον δοκιμάσω και ο κακομοίρης, την έστειλε χτες, με το που έφυγε από εδώ. Μου
έστειλε και μια που γράφει με κραγιόν στο στήθος του ‘’Συγγνώμη, Κυρία” (γελάει
αλλά ξαφνικά σοβαρεύει) όμως δεν του τη ζήτησα εγώ. Μάλλον μπερδεύτηκε και
μου έστειλε φωτογραφία που του έχει ζητήσει κάποια άλλη Κυρία; Ίσως από sexting
που έκανε, όπως μου είπε. Φαίνεται άπειρος. Δε νομίζω να έχει ξανακάνει
συνεδρία. Αυτός μωρέ, θέλει γλυκούλικα πράγματα. Να κάθομαι στο κεφάλι του,
του αρκεί. Για φαντάσου! Γρήγορα λεφτά και ξεκούραστα (γυρίζει σελίδα στο
περιοδικό, σταυρώνει το άλλο πόδι, ακούει τη φίλη της). Ναι, γουστάρει
Χαρουκάβα. Να σου πω άλλο, τώρα, που θυμήθηκα. Πότε θα βγουν οι φωτογραφίες
από το φεστιβάλ; Θέλω να ποστάρω καινούριο υλικό στο facebook. Με έχουν
πρήξει οι άλλοι οι κακομοίρηδες να ανεβάσω. Δε βρίσκω κανέναν της προκοπής.
Τελείως άβουλοι, μαμάκηδες. Πιο subs, πεθαίνεις. Εσύ, έχεις βρει κανέναν που να
αξίζει; Εγώ κοντεύω να ξεχάσω και αυτά που ήξερα. Φαντασία, μηδέν.
Φοβητσιάρηδες και απαιτητικοί. Ο καθένας με την κάβλα του! (εύθυμα) Θυμάσαι,
τότε που τους κάναμε αποδοχή στο facebook, παίζαμε λίγο μαζί τους, τους
καβλώναμε και μετά από κανα δυο μέρες τους κάναμε unfriend και τους λέγαμε
‘’Λυπάμαι, δεν ήσουν άξιος για μια Κυρία σαν και μένα;’’ (γελάει δυνατά) Θυμάσαι,
τι γέλια κάναμε; Δεν ξεκολλούσαν. Και δικαιολογίες ένα σωρό (αλλάζει ύφος). Έχω
Σ ε λ ί δ α | 241

και κάτι γκρίνιες από μερικές κοπέλες τους που άλλοτε με απειλούν και άλλοτε με
παρακαλάνε να σταματήσω την επικοινωνία μαζί τους. Ε, κυρά μου. Ας ήσουν άξια
να τον κρατήσεις και μη μου μυξοκλαίς, τώρα. Θέλει τέχνη το πράγμα και αυτή η
μπούρδα το ‘’ Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι’’ μας έχει χαλάσει τη δουλειά. Έρχονται
και μου ζητάνε όλο μαλακίες. Τους βαρέθηκα όλους! (Ακούει τη φίλη της, κατεβάζει
τόνο). Θα πας τελικά, Ισπανία; Πόσο θα λείψεις; Κάπου δυο εβδομάδες; Εντάξει,
υποφέρεται. Θα περάσουν οι μέρες. Νιώθω πολύ μόνη! (αλλάζει ύφος). Να
ερχόμουν και εγώ; Ξέρεις, ότι τα αγγλικά μου δεν είναι πολύ καλά. Για ισπανικά, δεν
το συζητάμε. Εσύ, τους άρεσες και σε ζήτησαν. Άντε να γυρίσεις! (ακούει στο
τηλέφωνο) Ε, ναι, ακόμα δεν έφυγες, σωστά! Να μου πεις τι ζητάνε εκεί όλοι αυτοί
οι μαλάκες, που θα σου’ ρθουν για πελάτες! Θα είναι και αυτοί τόσο ανυπόφοροι;
Θα έχουν απωθημένα με τις μανάδες τους; Οι γυναίκες τους, τους ικανοποιούν;
Καλή υπομονή με όλους αυτούς! Να περάσεις όμορφα, όσο μπορείς! Στείλε μου,
μωρή και καμιά φωτογραφία! Μη με ξεχάσεις (πικρό χαμόγελο ζωγραφίζεται στα
χείλη της).

Η Κυρία, συνεχίζει να ακούει τη φίλη της μελαγχολικά και πίνει καφέ.


Σ ε λ ί δ α | 242

Στο σπίτι της Πηνελόπης


Η Πηνελόπη κάθεται στο σαλόνι με μια φίλη της. Πίνουν καφέ. Ακούγεται κλασική
μουσική. Περιγράφει τον χωρισμό της.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Έχω να σε δω μια ολόκληρη εβδομάδα και έχουν γίνει τόσα από τότε
(κλαίει και σκουπίζει τη μύτη της).
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Τι συμβαίνει; Χωρίσατε;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (κάνει νεύμα και αναστενάζει): Ξέρεις γιατί δεν ενδιαφερόταν για μένα;
Γιατί πάντα ήταν κάπου αλλού και στη σχέση, απών; Γιατί του έλειπε το σεξ με την
πρώην του. Αυτήν σκεφτόταν τόσο καιρό, θα τρελαθώ! Ακόμα και όταν το κάναμε,
εκείνη θα σκεφτόταν. Μου έλεγε να του κάνω πουτανιές και εγώ δεν ήθελα.
Ντρεπόμουν, δεν ένιωθα καλά με τον εαυτό μου. Αξιοπρέπεια την ονόμασε, εγώ τη
λέω συνέπεια προς τον εαυτό. Όπως και να’ χει, τελικά δεν την εκτίμησε. Ο κώλος
μου ήταν γι’ αυτόν όλη μου η προσωπικότητα. Τα είχε με έναν κώλο! Αυτό φαίνεται
θα έχει να θυμάται από εμένα. Ότι του άρεσε ο κώλος μου (ξεσπάει σε κλάματα).
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Και να σε ρωτήσω…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (τη διακόπτει): Με πίεζε, με πίεζε, συνέχεια να έχω ένα τάδε ύφος
κυριαρχικής, που τελικά ούτε κατάλαβα τι ήθελε. Ένα πρωί μου είπε ότι όλο το
βράδι έψαχνε τα μηνύματα της πρώην του, δεν τα έβρισκε και τρελάθηκε.
Τρελάθηκα και εγώ, μαζί! Τόσο καιρό, σκέφτομαι, αυτό κάνεις; Τη βρίσκεις με τα
μηνύματά της πρώην σου; Χώρια και το άλλο το μεγάλο θέμα, με όλες τις τσούλες.
Όποια ασχολιόταν με BDSM, κάτι Αφέντρες, κάτι άλλες wannabe Αφέντρες,
κοριτσάκια που πειραματίζονταν στο σεξ και κάτι αγριεμένες φεμινίστριες, έτοιμες
να σε ξεσκίσουν.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Τις radical, θα λες…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ναι. Με όλες μίλαγε. Όταν βρήκα τα μηνύματά του και κατάλαβα ότι
έχυνε για όλες αυτές, γκρεμίστηκε το σύμπαν μου, όλο (φυσάει τη μύτη της). Και να
τολμά να με πιέζει να γίνω όπως η πρώην του! Δεν αντέχω άλλο!
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Για κάνε μια παύση. Πιες μια γουλιά καφέ. Ωραίος είναι, γεύση,
βανίλια.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Καλό τον έφτιαξες. Ευχαριστώ.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Και τι σου είπε για τα μηνύματα; Τα παραδέχτηκε;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ναι, με πλήρη φυσικότητα. Έπρεπε να μάθει λέει παραπάνω για όσα
τον απασχολούν και έκανε ερωτήσεις. Ναι, αλλά έκανε και sexting παράλληλα
(σφίγγει τη γροθιά της). Άλλες πάλι που προσέγγιζε, άσχετες με τον χώρο, κάτι
γκομενίτσες που ανέβαζαν φωτογραφίες συνέχεια, το σώμα του, λέει, τις ποθεί
αυτές που δείχνουν τον κώλο τους. Το σώμα διψάει!
Σ ε λ ί δ α | 243

ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ρε συ, Πηνελόπη. Μου φαίνεται πολύ ξεφτίλας. Δε σου αξίζει
όλο αυτό.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Με αγαπούσε υποσιτισμένα. Μου ρουφούσε αγάπη αλλά δεν έδινε.
Ούτε με φιλούσε. Τσιγκούνικα τα φιλιά του. Σιχαινόταν τα σάλια και φοβόταν μην
πάθει ασφυξία. Γιατί, με τόσες που έχεις πάει, τα σάλια σε πείραξαν; Άντε να μην
πω για την άλλη, ασφυξία, που γούσταρε.

Η φίλη της Πηνελόπης, της ρίχνει μια ξαφνιασμένη ματιά.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Λοιπόν, άκου, δυο ήταν τα πιο χοντρά σκηνικά που μου έκανε. Και
έπρεπε να τον είχα χωρίσει από την αρχή αλλά ήταν μάλλον η χαμηλή μου
αυτοεκτίμηση, που δεν το έκανα (φυσάει τη μύτη της).
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Πιες λίγο νερό.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (πίνει): Ευχαριστώ. Άκου. Εν τω μεταξύ, θα βάλω να σιδερώσω και τα
αυριανά ρούχα για το γραφείο (σηκώνεται και πάει στη σιδερώστρα). Ξέρεις, πώς
με έλεγε υποτιμητικά; Λογίστρια.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Γιατί;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Γιατί ήμουν η πιο σοβαρή κοπέλα που είχε (κάνει κινήσεις με το σίδερο
στον αέρα καθώς μιλάει). Γιατί θεωρούσε ότι το σύστημα με έχει αφομοιώσει και
έχω ενταχθεί πλήρως, χάνοντας τη φαντασία μου. Ώρες ώρες, με έβλεπε σαν εχθρό.
Εκφραστή του συστήματος που θέλει να τον καταπιεί (κατεβάζει το σίδερο και
συνεχίζει το σιδέρωμα).
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ο άνθρωπος είναι βλαμμένος, έτσι; Πολύ Κάφκα διαβάζει αλλά
παρερμηνεύει.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Λοιπόν, στο θέμα μας. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε ήταν στην
αρχή της γνωριμίας μας, όταν πήγαμε εκείνο το διήμερο. Θυμάσαι;
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ναι, ακουγόσουν πολύ χαρούμενη τότε, όταν μιλήσαμε στο
τηλέφωνο. Προσποιούσουν;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ήμουν χαρούμενη, μέχρι να μου κάνει τη μαλακία (κατεβάζει το
σίδερο). Ήμασταν στο κρεβάτι, ήταν η πρώτη μας φορά και είχα τόσο άγχος μαζί και
ενθουσιασμό και.. ξαφνικά χτυπάει το κινητό του και πετάγεται. Μόλις το κλείνει,
μου λέει πώς ήταν μια φίλη του που είχε πρόβλημα. Αργότερα, μου ξεφουρνίζει
πως η υποτιθέμενη φίλη ήταν μια του χώρου, που μιλούσαν (κουνάει το κεφάλι της,
ειρωνικά) και ήθελε να διαπιστώσει εάν αυτός πήγε μαζί μου (υψώνει τη φωνή και
σηκώνει τα χέρια της). Να τρελαίνεσαι, δηλαδή!
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (με ενδιαφέρον, στραμμένη προς το μέρος της): Και συ τι έκανες;
Σ ε λ ί δ α | 244

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Με πήραν τα κλάματα, πήγα στο μπάνιο και λουζόμουν, κλαίγοντας.


Μετά ήρθε εκείνος, με παρηγόρησε. Με πήρε αγκαλιά και το κάναμε λίγο. Έτσι,
ήταν η πρώτη μας φορά.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ρε Πηνελόπη! Γιατί, πουλάκι μου, δεν τον σούταρες τότε; Αφού,
τα είχες τα δείγματά σου.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Γιατί, άσε… λάθη!
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ναι, αλλά να γίνονται και μάθημα.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Θες να μάθεις και το δεύτερο, ακόμα χειρότερο;
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (ξεφυσά κάπως νευριασμένα): Για πες; (σηκώνεται και πάει προς
το μέρος της).
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: (σταματάει ξανά το σιδέρωμα). Ήταν στο φεστιβάλ ερωτικών
φαντασιώσεων. Αυτό ήταν και το τελευταίο που ξεχείλισε το ποτήρι και χωρίσαμε.
Την προηγούμενη μέρα, είχε πάει με μια φίλη του
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Φίλη του;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Αυτό είναι το λιγότερο, σε σχέση με όλα τα άλλα. Όλο φίλες είχε και
κυρίως τις πρώην του. Φίλους, ούτε πέντε, μετρημένους. Ανασφαλής, τις ήθελε όλες
στη ζωή του. Με έπνιγε όλο αυτό. Να μου γνωρίζει συνέχεια και συνέχεια γυναίκες
(ξεφυσάει). Λοιπόν, τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, είχαμε πάει σε μια θεατρική
παράσταση και μετά κάναμε βόλτα. Εγώ ανυποψίαστη, δεν είχα καταλάβει ότι
σχεδίαζε να με πάει εκεί. Είχε σκοπό, είπε εκ των υστέρων, να προσπαθήσει, μέσω
του φεστιβάλ, να μου αφυπνίσει τον ερωτισμό, που μου έλειπε.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Την πορνό πλευρά, εννοείς.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ναι. Αυτό που μου έκανε εξαρχής άσχημη εντύπωση, ήταν το προφίλ,
πολλών αντρών, κυρίως, που φαίνονταν νοσταλγοί του ναζισμού. Όλο το βράδι,
έκανα αρκετές συνδέσεις μεταξύ αυτών των χιτλεριστών και του τι πρέσβευε ο
χώρος που βρισκόμασταν. Λοιπόν, ο δικός μου, άρχισε να μου κάνει παρατηρήσεις
για την εμφάνισή μου. Ξαφνικά, δεν του άρεσε η φούστα μου, ο τρόπος που
κρατούσα ένα μπουκάλι με νερό στα χέρια μου, πώς στεκόμουν. ‘’Μας κοιτάνε’’,
μου λέει. ‘’Πολλοί με ξέρουν εδώ. Έλα, πιο κοντά μου. Με περισσότερο νάζι, μη
στέκεσαι τόσο σοβαρή’’. Ξαφνικά, έρχεται μια και μου λέει: ‘’να στον πάρω για
λίγο;’’ Έρχεται μετά από λίγο ο δικός μου και μου λέει: ‘’Αυτή είναι φίλη μου’’.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Κι άλλη φίλη;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: (νευριασμένα) Ναι! ‘’Νόμιζε, λέει, ότι ήσουν Κυρία και ζήτησε να με
πάρει για λίγο’’. Οσκαρικές ερμηνείες!
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (κουνάει το κεφάλι της): Η Κυρία, της Κυρίας, ω Κυρία!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Κάπως έτσι. Άκου τη συνέχεια. Έρχεται και μας προσκαλεί αυτή η
αλόγα να καθίσουμε όλοι μαζί για να γνωρίσει στον δικό μου, τον sub της!
Σ ε λ ί δ α | 245

ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Έτσι το είπε;


ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ναι, νομίζεις έχουν ντροπές, αυτές; Του λέει: “να σου γνωρίσω τον sub
μου”. Καθόμαστε που λες, όλοι μαζί, ο δικός μου πάει να της φέρει καρέκλα. Δεν
κατάλαβα τότε, η χαζή, γιατί δεν ήξερα τους κανόνες . Ότι μια Κυρία δε φέρνει μόνη
της καρέκλα αλλά της τη φέρνουν.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Σιγά, θα της πέσει ο κώλος της μουλάρας! Και πώς εξελίχθηκε
τελικά αυτή η άβολη σκηνή;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Θέατρο εν θεάτρω! Η δική μας μικρή παράσταση μέσα σε όλο το
θεατρικό που εξελισσόταν, παράλληλα, ολόγυρά μας. Ημίγυμνες να κυκλοφορούν
πάνω σε γόβες, μια Αφέντρα ντυμένη full leather και μάσκα να σέρνει με λουριά
δυο σκλάβους της. Άλλοι παραπέρα, να κάνουν live session χτυπήματος του
μαστιγίου. Ωχ, Θεέ μου! Μια κουλτούρα του ‘’τίποτα’’. Άθλια εικόνα. Που λες,
καθόμασταν· η αλόγα, ο sub, ο wannabe sub, ο δικός μου και η sub του sub, εγώ.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Τι λες, τώρα;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ναι, τον ακούω να λέει στον άλλο: ‘’εγώ ήθελα να γίνω sub της’’.
Ήθελα, να ανοίξει η γη να με καταπιεί από τη στενοχώρια και τη ντροπή μου.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Και τι είπες;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Είπα μόνο ‘’ξέρεις, είμαι και εγώ εδώ, η κοπέλα σου’’. Λοιπόν,
(σηκώνει το σίδερο και το κουνάει στον αέρα), μια μέρα λέω να εξελίξω το
σιδέρωμα και αντί για ρούχα, λέω, ν’ αρχίσω να σιδερώνω καταστάσεις.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: (πνιχτό γέλιο) και πολύ άργησες. Και τελικά, πώς χωρίσατε;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Βρήκα μηνύματά του με όλες αυτές και ξεχείλισε το ποτήρι (οι κινήσεις
με το σίδερο γίνονται πιο έντονες. Η Φίλη της Πηνελόπης, πηγαίνει κοντά της, της
παίρνει το σίδερο από τα χέρια, το κατεβάζει, τρυφερά και την παίρνει να καθίσουν
στον καναπέ). Μια το θέμα με την πρώην του, που δεν μπορεί να την ξεπεράσει,
όλα αυτά που μου έκανε και με ξεφτίλισε, η αδιαφορία του για τη σχέση μας και η
ανωριμότητά του, τα μηνύματα με τις άλλες. Με τη δικαιολογία στο στόμα ήταν
‘’εγώ φταίω, που το σώμα μου επιθυμεί άλλες;’’ μου είπε. Εε, πόσα, πια (φωνάζει)!
Του έδωσα την αγάπη μου, το σώμα μου, τον φρόντισα για πολύ καιρό και με είχε
δεδομένη! Ξέρεις, μπήκα και εγώ από περιέργεια σε αυτές τις σελίδες που μιλούν
για BDSM.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (με ενδιαφέρον): Και, τι βρήκες;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Εκτός του ότι βρήκα αρκετές από εκείνες με τις οποίες μιλούσε,
διάβασα για τους κανόνες, το ύφος, την ορολογία που χρησιμοποιείται. Με έπνιξε
όλο αυτό. ‘’Τιμωρία και μετά φροντίδα και επιβράβευση’’, υποστήριζαν οι
συνομιλητές!
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ρε, τι ανωμαλία είναι όλο αυτό;
Σ ε λ ί δ α | 246

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Κυρίες, να λένε τις εμπειρίες τους με σκλάβους.


ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Τι, σκλάβους;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Καλά, δεν έχεις καταλάβει τίποτα από όσα λέμε, έ;
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: (δυσανασχετεί λίγο). Ε, δεν καταλαβαίνω, είναι τόσο παράλογα
όλα αυτά. Ακούγονται σαν πρακτικές βασανιστηρίων του Μεσαίωνα ή των SS.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ναι, και που να δεις στο ίντερνετ, τι πληθώρα κυκλοφορεί από
αξεσουάρ, ρούχα και εργαλεία βασανισμού, πανάκριβα, χειροποίητα, που
παραπέμπουν άλλα σε μεσαιωνικά και άλλα σε χιτλερικά.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ρε, πώς τη βρίσκει ο κόσμος! Και ο δικός σου, τέτοια ήθελε;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ευτυχώς, όχι! Άκου, ρε συ. Να συζητούν για το ‘’καψόνι’’ που έκανε
μια Κυρία στον Σκλάβο της. Να του μιλάει στην κάμερα, να τον διατάζει ‘’δείξε μου
την τρύπα σου’’.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (γουρλώνει τα μάτια)
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Να τον λέει ‘’πουτανάκι’’ της, να τον βάζει να αυνανιστεί για εκείνη
αλλά να του ελέγχει τον οργασμό και ο άλλος να υποφέρει, να την παρακαλάει να
τον αφήσει να τελειώσει και η άλλη, να λέει, με ύφος ότι θα του πει εκείνη, πότε.
Άσε, ρε! Τραγικές καταστάσεις! Αυτό που με τρελαίνει είναι ότι τους βασανίζουν και
αυτοί κολλάνε μαζί τους και γουστάρουν ακόμα πιο πολύ! Με τρώει η σκέψη πώς
τώρα που χωρίσαμε, μπορεί να πήγε σε κάποια από αυτές, για να πραγματοποιήσει
τις φαντασιώσεις του! Υπέφερα, μαζί του! (χτυπάει το κινητό της τηλέφωνο) Να τος!
(πετάγεται πάνω). Αυτός είναι, πάλι! Με έχει πάρει από χτες, δεν ξέρω και γω,
πόσες φορές! Το σήκωσα κάποια στιγμή, μου λέει ‘’Αγάπη, μόνο, θέλω’’ του λέω
‘’Σου έδωσα και τη θεώρησες, δεδομένη. Πήγαινε τώρα σε αυτές να στην δώσουν’’
και του το έκλεισα (φυσάει λίγο τη μύτη της). Εσύ, τι άλλα, νέα;
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: (προσπαθεί να βρει κάτι να πει, πέφτει το μάτι της στον
απέναντι τοίχο που κρέμεται ένας πίνακας, αντίγραφο του Y tenía corazón
(Anatomía del corazón), του ζωγράφου Enrique Simonet Lombardο). Αυτόν, τώρα τον
κρέμασες;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (κοιτάζει προς τον πίνακα, στεναχωρημένη): Πριν λίγο καιρό. Δε θα τον
είχες προσέξει, μάλλον. Του άρεσε πολύ. Τελικά, άρχισε να αρέσει και σε μένα.
Ειδικά ο τίτλος του. Πόσο οξύμωρο! Η πόρνη, πεθαίνει και ο ιατροδικαστής, εξετάζει
την καρδιά της και καταλαβαίνει πως εκείνη, η τιποτένια, τελικά, άξιζε. Τελικά είχε
καρδιά (τονίζει δυνατά και συγκινημένα. Η Φίλη της Πηνελόπης την παρατηρεί)
μοιάζει να συλλογίζεται! Η αξία της όμως, αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατό της
(γυρίζει προς τη φίλη της). Έδειξα μεγάλη ανοχή σε όσα μου έκανε αλλά τώρα
καταλαβαίνω ότι και κείνος και αυτές που μίλαγε, είναι δυστυχισμένες ψυχές.
Αρέσκονται σε μια σεξουαλική έκφραση που είναι κοινωνικά στιγματισμένη και
είναι καταδικασμένοι στα κρυφά, να την αναζητούν, μέχρι να βρουν το κατάλληλο
άτομο να την πραγματοποιήσουν. Μάλλον είναι η αδικία που γεννάει το σαδισμό.
Σ ε λ ί δ α | 247

ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Και εσύ, όμως, τι φταις, να το περνάς αυτό;


ΠΗΝΕΛΟΠΗ (συννεφιασμένη). Καταλαβαίνω, τώρα, αλλά είμαι μπερδεμένη. Δεν
ήταν ότι δε μου άρεσε. Μου ήταν πρωτόγνωρα όλα αυτά. Δε μπορούσα να τον
καταλάβω αλλά, ναι, γούσταρα κιόλας, μαζί του. Είναι τόσο σεξουαλικός για εμένα.
Γιατί να μη μου είναι πιστός; Πολυσυντροφικός δεν είναι. Γιατί να μου κάνει
απιστίες, στα κρυφά; Γιατί να μη θέλει μόνο εμένα;

Μένουν στον καναπέ να κουβεντιάζουν και η φίλη της την παρηγορεί χωρίς να
ακούγονται οι ομιλίες τους. Χαμηλώνει ο φωτισμός. Πέφτει φως στην Πηνελόπη,
στον πίνακα και στην παράλληλη σκηνή, φωτίζεται η Κυρία, που στέκεται, αμίλητη,
μελαγχολική. Το φως, μοιάζει με εκείνο που λούζει τις καθολικές εκκλησίες, μέσα
από τα παράθυρα των βιτρό.
Σ ε λ ί δ α | 248

Εικόνα 4η
[Σε τρεις εικόνες αλληλοδιαδεχόμενες]

Στο Δωμάτιο Υποδοχής

Επόμενο απόγευμα, αργά. Η Κυρία τρώει ένα μεγάλο χάμπουργκερ με κρέας,


μάλλον, βοδινό και κοιτάζει τις φωτογραφίες του Σκλάβου στον φορητό της
υπολογιστή. Μια κάμερα, προβάλλει στον τοίχο τις σελίδες πορνό που έχει
ανοιγμένες στον ηλεκτρονικό περιηγητή. Ο Σκλάβος της στέλνει μήνυμα και κείνη
του απαντάει ‘’θα σε φάω’’, δαγκώνοντας μια μπουκιά από το χάμπουργκερ.
Ξαφνικά, ρίχνει μια ματιά στον απέναντι τοίχο όπου βρίσκεται ο Ανυποψίαστος
Θαμώνας. Την κοιτάει χαμογελώντας, πονηρά και της συλλαβίζει, χωρίς να
ακούγεται η φωνή του, τη λέξη ‘’Ωκυτοκίνη’’. Εκείνη κάνει ένα αδιευκρίνιστο,
νευρικό, νεύμα στον αέρα, σαν να προσπαθεί να τον διώξει, όπως ένα σύννεφο
καπνού και πασχίζει να μην αντιδράσει και να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της.
Συγκεντρώνεται πάλι στον υπολογιστή και χαζεύει κάπως βαριεστημένα στο
youtube. Πέφτει τυχαία πάνω σε μια παράσταση του ‘’Περιμένοντας τον Γκοντό’’.
Άγνωστο το έργο για εκείνη, χαζεύει αρχικά με λίγο ενδιαφέρον, ώσπου
προχωρώντας το γρήγορα, πετυχαίνει την είσοδο του Πόντζο και του Λάκυ που της
κεντρίζει το ενδιαφέρον.

ΚΥΡΙΑ: Εδώ, αρχίζει και αποκτά ενδιαφέρον! (πλησιάζει προς την οθόνη και ανάβει
τσιγάρο). Ωραίος ο Πότζο! Μάλλον, αυτός ο Μπέκετ, κάτι ξέρει από BDSM. Και τι
υπακοή ο Λάκυ! Ναι, το μαστίγιο τον κάνει αφοσιωμένο! (στρέφει το βλέμμα της
προς τη μεριά του Ανυποψίαστου Θαμώνα, που της χαμογελά και αλλάζει ύφος). Τι
θες να μου πεις και χαμογελάς; Ότι ο Αφέντης εξαρτάται από τον δούλο; Ότι εγώ
δεν είμαι ελεύθερη; Ότι εγώ είμαι όσα είναι οι δούλοι μου και χωρίς αυτούς δε θα
ήμουν τίποτα; (ξεσπά) Πώς μου το είχες πει εκείνο; (ο Ανυποψίαστος Θαμώνας
μιλάει αργά αλλά χωρίς να ακούγεται) ‘’Ο Αφέντης δε μπορεί να πετύχει την
αλήθεια του εαυτού του όταν υποτάσσει μια άλλη ύπαρξη;’’ Έτσι μου το πες; (ο
Ανυποψίαστος Θαμώνας της κλείνει το μάτι ως επιβράβευση). Τι θες να πεις, ότι
εγώ εξαρτώμαι από όλα αυτά τα ανθρωπάρια;
Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας, με μια γρήγορη κίνηση βρίσκεται από πίσω της και πριν
προλάβει εκείνη να αντιδράσει της χώνει στο στόμα με βίαιο τρόπο το
χάμπουργκερ. Εκείνη προσπαθεί να φωνάξει αλλά δε μπορεί. Αντιδρά με
σπασμωδικές κινήσεις. Οι κινήσεις συνεχίζονται χωρίς να καταφέρνει να βγάλει ήχο.
Τελικά, καταφέρνει να φωνάξει ‘’Ήμαρτον!’’. Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας, συνεχίζει
πιο ήπια, εκείνη φωνάζει ‘’Έλεος!’’. Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας, σταματά.
Σ ε λ ί δ α | 249

Προβάλλεται στον τοίχο μια φωτογραφία του Σκλάβου με τα εσώρουχά του.


Σιωπή.
Σ ε λ ί δ α | 250

Στο Σπίτι του Σκλάβου

Ο Σκλάβος βρίσκεται μπροστά στον φορητό του υπολογιστή. Φοράει κάλτσες και
εσώρουχο. Σε έναν τοίχο βρίσκονται φωτογραφίες από διακοπές του, παλαιότερων
χρόνων σε στιγμές ανεμελιάς, από παραλίες, γυμνισμό, ελεύθερο κάμπινγκ, σε μέρη
αντιεμπορικά με έμφαση τη φύση και μια ελευθεριακή διάθεση αναβίωσης των
δεκαετιών ’60 και ’70. Η κάμερα προβάλλει στον τοίχο τις σελίδες που έχει ανοιχτές
στον περιηγητή του. Βλέπει μηνύματα από Αφέντρες και πορνό. Πληκτρολογεί ένα
νούμερο στο κινητό του τηλέφωνο.

ΣΚΛΑΒΟΣ: Έλα, ρε μαλάκα! Εγώ είμαι. Πού χάθηκες και δε σε βρίσκω; (χαζεύει
ταυτόχρονα πορνό και πιάνει ασυναίσθητα τα γεννητικά του όργανα). Έχουμε να
ετοιμαστούμε για τη δράση των επόμενων ημερών. Δε βλέπω ιδιαίτερη
κινητοποίηση από τους άλλους. Φυλλάδια, τυπωμένα, οκ. Εσύ, κανόνισες το πανό;
Ποιος θα είναι εκείνος που θα μιλήσει, τελικά; Η συνάντηση, όπως έχει κανονιστεί;
Την ίδια ώρα; Λέγε ρε, για να συντονιστούμε, μη γίνει κανένα λάθος (ρουφάει,
μάλλον χυμό, από ένα καλαμάκι) μμμ, μμμ, ναι. Πες μου τι θα γράφουν τα
συνθήματα στα πλακάτ; Ναι, πολύ ωραία, για το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης των
ζώων (χαζεύει ένα βίντεο πορνό με έναν σκλάβο στα τέσσερα, δεμένο με λουρί και
μια Κυρία να του πατάει το κεφάλι), ναι, ‘’το φαγητό σου είχε πρόσωπο’’ (η κάμερα
κάνει ζουμ στο πρόσωπο ενός Σκλάβου που πρωταγωνιστεί στο βίντεο και φοράει
δερμάτινη κουκούλα), ωραίο, δυνατό μήνυμα, ‘’αξίζει όλος αυτός ο πόνος για ένα
γεύμα;’’ ναι, ‘’αυτό είναι το σώμα κάποιου άλλου’’.
Ο Σκλάβος πλησιάζει με έξαψη προς το βίντεο και πιάνει τα γεννητικά του όργανα.
Σιωπή.
Σ ε λ ί δ α | 251

Στο Σπίτι της Πηνελόπης

Η Πηνελόπη βρίσκεται μόνη στο σαλόνι. Κρατάει ένα στυλό και περπατάει αργά,
απαγγέλνοντας το ποίημά της, που έχει γράψει για τον Σκλάβο, τον ‘’μικρό της
πρίγκιπα’’ όπως τον αποκαλούσε.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ:

Μικρό μου, ονειροπόλο αγόρι

Εσύ, που κουβαλάς τα προβλήματα όλου του κόσμου

Έλα, στην αγκαλιά μου να σε ξεκουράσω.

Να απαλύνω τον πόνο σου και να κοπάσω τους ανέμους που σε τριγυρίζουν, ψυχή
μου. Πώς τα έπαθες, εσύ, όλα αυτά;

Ακούμπησε στον ώμο μου, άγγελέ μου και κλείσε τα μάτια σου.

Μη σε ανησυχεί που ξέχασες

Μαζί θα μάθουμε, ξανά, να τονίζουμε τις λέξεις τις πιο αγαπημένες, τις πιο
λησμονημένες.

Ξεσπάει σε κλάματα με λυγμούς.


Σ ε λ ί δ α | 252

Εικόνα 5η
[Σε δυο εικόνες αλληλοδιαδεχόμενες]

Στο Δωμάτιο Υποδοχής

Επόμενο πρωί. Η Κυρία εμφανώς ταλαιπωρημένη, μπαίνει βιαστικά. Είναι


ατημέλητη. Βλέπει τα υπολείμματα από το χτεσινό φαγητό, τα μαζεύει γρήγορα και
τα πετάει. Αφήνει μερικές σακούλες, την τσάντα της και ανοίγει έναν φάκελο που
περιέχει μια καρτ ποστάλ. Χαρούμενη κοιτάζει τον αποστολέα. Είναι από τη φίλη της
που βρίσκεται στην Ισπανία. Διαβάζει το κείμενο, ρίχνει μια βιαστική ματιά στο
ρολόι της και με περιέργεια επικεντρώνεται στην εικόνα του πίνακα της κάρτας. Ο
πίνακας είναι ο Y tenía corazón (Anatomía del corazón). Προβάλλεται στον τοίχο με
κάμερα. Φως, που μοιάζει με αυτό που περνάει μέσα από τα βιτρό στις καθολικές
εκκλησίες, πέφτει πάνω στην Κυρία.
Σ ε λ ί δ α | 253

Στο Σπίτι του Σκλάβου

Ο Σκλάβος κοιτάζει το ρολόι στον τοίχο. Βλέπει ότι έχει ώρα και κάθεται στον
υπολογιστή του. Προβολή στον τοίχο με κάμερα. Κάνει εκκαθάριση σε φακέλους.
Πετυχαίνει ένα έγγραφο που γράφει το ποίημα του Καβάφη ‘’Εν απογνώσει’’.
Διαβάζει δυνατά:

ΣΚΛΑΒΟΣ:
Τον έχασ' εντελώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή
τα χείλη τα δικά του· στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ' εκείνον.

Τον έχασ' εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.


Γιατί ήθελε -είπ' εκείνος- ήθελε να σωθεί
απ' την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή·
απ' την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν καιρός ακόμη- ως είπε- να σωθεί.

Τον έχασ' εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.


Από την φαντασίαν, από τες παραισθήσεις
στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί·
γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του.

Σιωπή.
Σκουπίζει τα δάκρυά του. Ψιθυρίζει το όνομα της Πηνελόπης.
Ξανακοιτάει το ρολόι.

ΣΚΛΑΒΟΣ (φωνάζει): Η στιγματισμένη, η νοσηρά ηδονή! Η στιγματισμένη, του


αίσχους ηδονή! Η λαγνεία μου! Να πάρει!
Φως έντονο κόκκινο, ολόγυρα στο δωμάτιο.
Δακρύζει και κατεβάζει με δύναμη την οθόνη του υπολογιστή. Σηκώνεται απότομα
και βηματίζει στο δωμάτιο. Σκέφτεται. Ανοίγει πάλι τον υπολογιστή και κοιτάει τα
μηνύματά του.
Σ ε λ ί δ α | 254

ΣΚΛΑΒΟΣ: Στείλε μου τίποτα και συ, μωρή, καργιόλα! Όταν είναι να με διατάζεις,
μια χαρά, ενδιαφέρεσαι!

Λυπημένος, ψάχνει τη συνομιλία του με την Πηνελόπη. Ψάχνει το κινητό του


τηλέφωνο. Την καλεί. Το κατεβάζει, άπραγος.

ΣΚΛΑΒΟΣ: Δίκιο έχεις και εσύ, με τόσα που σου έκανα.

Συνεχίζει να διαβάζει τα μηνύματά τους. Ανοίγει παράλληλα και βλέπει μια


φωτογραφία της.
Σ ε λ ί δ α | 255

Εικόνα 6η
Στο Κελί

Αργότερα, το απόγευμα. Ο Σκλάβος βρίσκεται στο Κελί για την τελευταία τους
συνεδρία. Η Κυρία, κακόκεφη, προσπαθεί κάπως να το κρύψει. Εκείνος φοράει μόνο
το εσώρουχό του. Εκείνη, με pvc, σέξι, εμφάνιση. Ο Σκλάβος βλέπει την καρτ ποστάλ
της Κυρίας, ακουμπισμένη σε μια μεριά. Τη σηκώνει.

ΣΚΛΑΒΟΣ: Πού τη βρήκατε, αυτήν, Κυρία;


ΚΥΡΙΑ: Μου την έστειλε μια καλή μου, φίλη μου, από την Ισπανία. Τι παράξενος
πίνακας;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Είναι μια πόρνη
Η Κυρία τον κοιτάζει με ενδιαφέρον και τεντώνει το σώμα της.
ΣΚΛΑΒΟΣ: στον πάγκο του νεκροτομείου.
ΚΥΡΙΑ: Για κοίτα να δεις! Μια σεξεργάτρια… Τι γράφει από κάτω; Ισπανικά είναι;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Είναι ο τίτλος του πίνακα.
ΚΥΡΙΑ: Τι σημαίνει, στα ελληνικά;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Τελικά, είχε καρδιά…
ΚΥΡΙΑ (σκεπτική για δευτερόλεπτα, τεντώνεται απότομα και τινάζει τα μαλλιά της
προς τα πίσω): Πάμε, για τη συνεδρία μας, μικρό μου; (Τον πιάνει από τον αυχένα).
ΣΚΛΑΒΟΣ (μοιάζει να του αρέσει): Μάλιστα, Κυρία.
ΚΥΡΙΑ: Έφερα και το κολάρο σου, σήμερα.
Ο Σκλάβος, την κοιτάζει με έντονο βλέμμα, τρυφερά, όπως το κουτάβι τον ιδιοκτήτη
του.
ΚΥΡΙΑ: Αυτό δε σημαίνει κάτι, ακόμα. Εντάξει; (μιλάει αργά, όπως σε ένα μικρό
παιδί). Έχεις να μάθεις ακόμα μερικά πράγματα για να δούμε εάν θα γίνει αυτό.
Ο Σκλάβος, φαίνεται κάπως απογοητευμένος. Η Κυρία βάζει το χέρι της στα
γεννητικά του όργανα και τον χαϊδεύει για λίγο. Ύστερα, με βλέμμα επιτακτικό του
κάνει νεύμα να έρθει κοντά της να του βάλει το κολάρο. Από τον κρίκο, περνάει
λουρί.
ΣΚΛΑΒΟΣ (κάπως διστακτικά): Είναι… είναι δερμάτινο, Κυρία;
ΚΥΡΙΑ (το περιεργάζεται λίγο): δερματίνι.
Σ ε λ ί δ α | 256

Ο Σκλάβος παίρνει μια έκφραση επιδοκιμασίας. Η Κυρία, τον διατάζει να πέσει στα
γόνατα.
ΚΥΡΙΑ: Πέσε! Κάτω! Έτσι!
Ο Σκλάβος, την πιάνει από τους μηρούς, κτητικά. Εκείνη, αποτραβιέται, λίγο. Της
φιλάει τους αστραγάλους. Αρχίζει να την γλείφει.
ΚΥΡΙΑ: Έλα, σταμάτα.
Φανερά κακόκεφη, αρχίζει να περπατάει και τον σέρνει. Τον οδηγεί με το λουρί
προς τον ξύλινο πάγκο. Σκύβει, του το αφαιρεί και τον σηκώνει. Εκείνος την κοιτάει
βαθιά, μέσα στα μάτια. Του κάνει μερικά κόλπα, κουνώντας τον πισινό της. Εκείνος,
μοιάζει ξετρελαμένος. Την αγκαλιάζει από τους γοφούς. Τον σταματάει. Γυρίζει και
του κουνάει προειδοποιητικά το δάχτυλο.
ΚΥΡΙΑ: Όταν πει η Κυρία σου.
ΣΚΛΑΒΟΣ (πειθαρχεί): Μάλιστα, Κυρία. Συγγνώμη (κατεβάζει λίγο το κεφάλι).
ΚΥΡΙΑ: Ξάπλωσε! Άρχισε να μαλακίζεσαι για μένα!
Ο Σκλάβος υπακούει. Ξαπλώνει και πιάνει τα γεννητικά του όργανα. Αρχίζει να
αυνανίζεται.
ΚΥΡΙΑ: Το πουλί σου, μου ανήκει!
ΣΚΛΑΒΟΣ: Μάλιστα…, μαμά!
ΚΥΡΙΑ: Εγώ ξέρω τι χρειάζεσαι, μικρό μου (λικνίζεται δίπλα του και του χαϊδεύει
τους μηρούς). Εγώ, που σε φροντίζω. Θα χύσεις, γλυκά, για μένα!
ΣΚΛΑΒΟΣ (με πνιχτή φωνή): Ελάτε, πιο κοντά!
Η Κυρία, τον πλησιάζει. Ο Σκλάβος, ξαφνικά σταματά και γυρίζει το κεφάλι του στο
πλάι. Μένει ακίνητος.
ΚΥΡΙΑ (ανήσυχη): Τι συμβαίνει; Γιατί σταμάτησες;
Η Κυρία, σκύβει προς το πρόσωπό του, τρυφερά. Ο Σκλάβος, γυρίζει, το βλέμμα του,
αγριεύει και την αρπάζει από τον λαιμό. Εκείνη, ξαφνιάζεται, αντιστέκεται λίγο αλλά
τεντώνει το λαιμό προς τα πάνω, σαν να παραδίνεται σε κείνον και σταδιακά
αλλάζει ύφος καθώς αρχίζει να της αρέσει. Σηκώνεται αργά και την ξαπλώνει στον
πάγκο, ενώ εκείνη παραδίνεται, υποτακτικά.
ΚΥΡΙΑ: Κανονικά, θα’ πρεπε να σε τιμωρήσω γι’ αυτό.
Ο Σκλάβος σηκώνεται. Η Κυρία τον κοιτάζει αμήχανα.
ΚΥΡΙΑ: Πού πας;
Η Κυρία, τον ακολουθεί με το βλέμμα της, ανήσυχη, αλλά παραμένει ξαπλωμένη.
Κάνει αργές, ηδονικές κινήσεις. Ο Σκλάβος κάνει έναν βιαστικό γύρο στο κελί, σα να
Σ ε λ ί δ α | 257

ψάχνει κάτι. Σε μια μεριά, βλέπει ένα ιατρικό κρεβάτι εξέτασης. Ιμάντες κρέμονται
στις τέσσερις άκρες του. Ένα παραβάν είναι ανοιγμένο γύρω του. Στο πλάι του
κρεβατιού, έξω από το παραβάν, βρίσκονται μερικά ιατρικά εργαλεία. Πηγαίνει
βιαστικά προς την Κυρία και τη σηκώνει απότομα. Την κρατάει βίαια από τους
καρπούς, τα πόδια της, σχεδόν, σέρνονται.
ΚΥΡΙΑ (σαστισμένη): Τι…τι… θα μου κάνεις;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Τώρα, θα δεις.
Ο Σκλάβος την οδηγεί και την ξαπλώνει στο ιατρικό κρεβάτι. Την δένει. Πίσω από το
παραβάν, φαίνονται μόνο οι σκιές από τις κινήσεις.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Και τώρα… αλλάζουμε! Βγάλε τα ρούχα σου! Πιο γρήγορα! Άνοιξε τα
πόδια σου! (Ακούγεται ένα μουρμουρητό της Κυρίας, όχι ξεκάθαρο, σα να
διαμαρτύρεται). Έλα, τελείωνε, πιο πολύ, άνοιξ’ τα! (Ακούγονται μεταλλικά
εργαλεία). Σου αρέσει, έτσι, στο μουνάκι σου; Είναι κρύα η λαβή; Θα στο βάλω πιο
μέσα, αν δε σταματήσεις.
ΚΥΡΙΑ (πνιχτά): Αντέχω, Αφέντη μου! Πιο δυνατά!
ΣΚΛΑΒΟΣ: Σ’ αρέσει που πονάς, ε; Ε, τότε, πιο βαθιά! Για να δοκιμάσουμε και αυτό
με την πριονωτή άκρη.
ΚΥΡΙΑ (βγάζει μια μικρή τσιρίδα): Ήμαρτον! Όχι, αυτό, Αφέντη! Μη, πονάει αυτό,
πολύ.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Στους άλλους, πώς το χρησιμοποιείς; Δεν τους πονάει, εκείνους;
ΚΥΡΙΑ: Τιμώρησέ με! Σε παρακαλώ, Κύριε! Όμως, όχι αυτό!
Ο Σκλάβος μονολογεί χωρίς να ακούει την Κυρία που φωνάζει.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Αυτό; Όχι, μάλλον, το άλλο. Εκείνο… που είναι η άκρη του; Πώς
κουμπώνει; Να’ το! Για δες αυτό, μωρή! Σ’ αρέσει; Μην κλείνεις τα πόδια σου!
Κάτσε ακίνητη να σου ανοίξω τα χείλη. Α, μια τανάλια θα ‘ταν χρήσιμη. Να’ τη και η
τανάλια… Και μια σφήνα, πού είναι μια σφήνα;
Στο παραβάν διαγράφονται οι σκιές από τις σπασμωδικές κινήσεις της Κυρίας.
ΚΥΡΙΑ (ξέπνοα): Έλεος, Αφέντη μου!
Ο Σκλάβος δε σταματά. Ακούγονται τα μεταλλικά εργαλεία. Κάποια πέφτουν στο
πάτωμα. Φαίνονται σκιές από τις κινήσεις του Σκλάβου που σκύβει να σηκώσει τα
εργαλεία. Επιστρέφει στο κρεβάτι.
ΚΥΡΙΑ: Λυπήσου με! Έλεος!
Ο Σκλάβος, συνεχίζει. Μετά από λίγο σταματά. Σηκώνεται, λύνει την Κυρία, της
φοράει το εσώρουχό της, την ξαναδένει και τραβάει το παραβάν. Κατευθύνεται
προς την έξοδο του Κελιού. Η Κυρία ωρύεται πίσω του, δεμένη. Μεταλλικά βαρίδια
κρέμονται από τις ρώγες της.
Σ ε λ ί δ α | 258

ΚΥΡΙΑ (με βραχνή φωνή): Πού πας; Γιατί μ’ αφήνεις, εμένα; Που αγαπάω τα υγρά
σου; Εγώ, που καβλώνω με τα χύσια σου και τα θέλω δικά μου; Λύσε με!
Ο Σκλάβος βλέπει το ναζιστικό καπέλο της Κυρίας, κρεμασμένο σε μια άκρη. Το
παίρνει και κατευθύνεται προς την Κυρία. Της το φοράει. Κάθεται δίπλα της, στην
άκρη του κρεβατιού και τη χαϊδεύει. Της αφαιρεί τα βαρίδια.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Μπράβο. Ήσουν καλή. Σχεδόν, με καύλωσαν οι φωνές σου.
ΚΥΡΙΑ (διαμαρτύρεται): Εγώ είμαι μόνο Κυριαρχική.
ΣΚΑΒΟΣ: Δε φάνηκε κάτι τέτοιο (σηκώνεται).
ΚΥΡΙΑ: Πού πας;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Φεύγω. Δε σε χρειάζομαι άλλο.
Η Κυρία είναι θυμωμένη. Φαίνεται ότι θα τον βρίσει.
ΣΚΛΑΒΟΣ (της κλείνει ήσυχα το στόμα): Σσσς… θα σου πω πρώτα μια ιστορία.
Ένιωθα υποτακτικός από μικρό παιδί, από το δημοτικό, ακόμα. Στο συνοικιακό
ίντερνετ καφέ, βλέπαμε τσόντες με τους συμμαθητές, μετά το σχολείο. Μου άρεσαν
οι υποτακτικοί. Φανταζόμουν πως ήμουν ένας από αυτούς. Μερικές φορές, δεν
προλάβαινα να γυρίσω στο σπίτι και τελείωνα στο δρόμο, πάνω στο παντελόνι μου,
καθώς σκεφτόμουν τις Αφέντρες. Αργότερα, βρήκα και την κατηγορία που με
εξέφραζε περισσότερο: το facesitting. Όταν μια φορά είδα την ταινία ‘’Μουλέν
Ρουζ’’ με τη Νικόλ Κίντμαν, με απογείωσε η ιδέα να κρυφτώ κάτω από το φουστάνι
μιας γυναίκας. Σε συνδυασμό με το να γλείφω τον κώλο της και να μου φέρεται
κυριαρχικά με μια γλύκα, μητρική, ήταν η απόλυτη φαντασίωσή μου, που
δυστυχώς, πραγματοποιήθηκε μόνο με την προηγούμενη σχέση μου. Αυτά,
ξεκίνησαν από πολύ παλιά. Από τότε που η μητέρα μου με χτυπούσε γιατί δεν
ήμουν φρόνιμος. Μη νομίζεις, τίποτα το ιδιαίτερο δεν έκανα, απλές, παιδικές
σκανταλιές, όμως εκείνης τα νεύρα ήταν σπασμένα από την πίεση που δεχόταν από
τους συγγενείς του πατέρα μου, που δεν την ήθελαν. Ήταν μεγαλύτερή του,
ακούγονταν και φήμες για προηγούμενους εραστές και αυτά το χωριό δεν τα
συγχωρεί. Το προηγούμενο παιδί από εμένα, ο πατέρας μου, την ανάγκασε να το
ρίξει. Το ίδιο θα γινόταν και με μένα εάν δεν επενέβαινε ο παππούς μου, ο πατέρας
της, λέγοντας: ‘’κράτα το παιδάκι, θα το μεγαλώσω εγώ’’. Της έκαναν τέτοιο πόλεμο
νεύρων, όταν ήταν έγκυος σε μένα, για ασήμαντα πράγματα, όπως, ότι δεν είχε το
σπίτι καθαρό, σε σημείο που στον ύπνο της, άκουγε θορύβους από βήματα να την
πλησιάζουν. Όλα αυτά, σίγουρα επηρέασαν την ψυχολογία της και μαζί με κείνη και
εμένα (παίρνει μια βαθιά ανάσα). Αυτά, λοιπόν. Να πώς γίνεται κάποιος
υποτακτικός. Σε χαιρετώ.
ΚΥΡΙΑ (θυμωμένα): Στα τσακίδια να πας, παλιοσάμπ! Όταν ερχόσουν σε μένα,
καβλωμένος, ήταν καλά; Πώς με κατάντησες, άθλιε! Εμένα, μια Κυρία! Λύσε με!
ΣΚΛΑΒΟΣ: Εσύ, δεν έλεγες, πως η τιμωρία διδάσκει;
Σ ε λ ί δ α | 259

Η Κυρία κουνιέται βίαια, προσπαθώντας να λυθεί και τον φτύνει στο πρόσωπο.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Δε σε χρειάζομαι πια. Και συ υποτακτική είσαι. Έχεις άλλα θέματα μέσα
σου να λύσεις. Πιο σύνθετα από τα δικά μου. Αντίο.
ΚΥΡΙΑ: Λύσε με!
Ο Σκλάβος της πετάει τα λεφτά της συνεδρίας και φεύγει. Σταματάει για λίγο, να
ρίξει μια τελευταία ματιά στην καρτ ποστάλ. Η Κυρία παλεύει μάταια να λυθεί,
φωνάζοντας.
ΚΥΡΙΑ: Τέρμα πια ο παλιάτσος του βασιλιά! Δε θα είμαι διασκεδαστής κανενός, από’
δώ και πέρα (πέφτει στο κρεβάτι, εξουθενωμένη) !
Εμφανίζεται ο Ανυποψίαστος Θαμώνας. Πλησιάζει το κρεβάτι, η Κυρία τον κοιτάει
τρομαγμένη. Εκείνος σηκώνει τα πεσμένα εργαλεία και την λύνει. Η Κυρία τινάζει τα
άκρα της, να ξεπιαστεί και προσπαθεί να σηκωθεί γρήγορα. Ο Ανυποψίαστος
Θαμώνας, την συγκρατεί τρυφερά. Σκύβει, παίρνει τα ρούχα της και την ντύνει
αργά. Της βγάζει το καπέλο. Την βοηθάει να σηκωθεί από το κρεβάτι.
ΚΥΡΙΑ (σιγανά, τρομαγμένα): Τι θα μου κάνεις; Θα αποτελειώσεις ότι δεν κατάφερε
ο άλλος, ο άχρηστος;
ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ: Αχ, αυτό το πληγωμένο Εγώ της απόρριψης! Να
χαίρεσαι που έφυγε. Η τιμωρία διδάσκει μόνο τον σαδισμό. Τώρα είσαι ελεύθερη.
Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας την παίρνει στην αγκαλιά του τρυφερά και την βγάζει
από το Κελί. Φως όπως αυτό που περνάει μέσα από τα βιτρό των καθολικών
εκκλησιών, λούζει και τους δύο.
Σ ε λ ί δ α | 260

Εικόνα 7η
Στο Πάρκο

Αργότερα, το βράδι. Ο Σκλάβος φορώντας μπουφάν, κάθεται σε ένα παγκάκι σε


συνοικιακό πάρκο. Παραδίπλα είναι μερικά ξεχαρβαλωμένα απομεινάρια ενός
παλιού λούνα παρκ, με ένα – δυο αλογάκια. Τα κοιτάζει και περιμένει την Πηνελόπη
να έρθει. Η Πηνελόπη πλησιάζει. Εκείνος σηκώνεται με λαχτάρα και πάει προς το
μέρος της.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ήρθα. Είναι όμως αργά.
ΣΚΛΑΒΟΣ (κάπως μπερδεμένος): Τι εννοείς, Για την ώρα ή για τη σχέση μας;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (κάπως τσατισμένη): Και τα δυο!
ΣΚΛΑΒΟΣ (προσπαθεί να την καλοπιάσει): Σε ευχαριστώ που ήρθες, αγαπημένη
μου. Έλα, να καθίσουμε, εδώ. Μαζί, θα τα λύσουμε όλα (ακούγεται ήχος λήψης
μηνύματος από το κινητό του).
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ορίστε, μήνυμα από αυτές, πάλι;
ΣΚΛΑΒΟΣ (το διαβάζει γρήγορα και την πλησιάζει): Μην τσατίζεσαι, καλή μου. Η
αξία μου από μικρός εξαρτιόταν για μένα από το αν με θέλουν.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Βλέπω πού μπορείς να φτάσεις για τα πάθη σου και δε σε
εμπιστεύομαι. Δε σκέφτεσαι με το μυαλό. Το πουλί σου σε οδηγεί.
ΣΚΛΑΒΟΣ (διαμαρτύρεται): Δε σε απάτησα ποτέ, όσο ήμασταν μαζί!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Έχεις πάει με κάποια άλλη, αφού χωρίσαμε;
ΣΚΛΑΒΟΣ (αργεί να απαντήσει): Όχι. Είμαι μπερδεμένος. Θέλω να σκεφτώ τι είναι
καλό για μένα και θα πάρει χρόνο. Θα κλείσω ραντεβού σε ψυχίατρο να του πω για
την εξάρτησή μου αλλά φοβάμαι πως δε θα με ακούσει και θα με γεμίσει φάρμακα.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Μάλλον, ναι. Αν πας, θέλω να μου πεις τι σου είπε (αλλάζει ύφος).
Χτες, είδα μια γυναίκα, κατά πολύ μεγαλύτερή μου, που γελούσε με την καρδιά της.
Την χάρηκα, έτσι όπως έλαμπε και μετά αναρωτήθηκα ‘’εγώ, από πότε έχω να
νιώσω χαρούμενη;’’. Κατάλαβα ότι πάει πολύς καιρός που έχω να νιώσω έτσι.
Λοιπόν, φέτος, έθεσα δυο νέους στόχους για μένα. Ο ένας, είναι το δικαίωμα στη
σεξουαλική απόλαυση και ο δεύτερος, να είμαι χαρούμενη και μαζί σου δεν ήμουν.
Μαύρισε η ψυχή μου μέσα σε αυτή τη σχέση.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Αχ, τι θα κάνω! Εσύ θα το ξεπεράσεις, γρήγορα. Εγώ, τι να πω που είναι
δύσκολο να βρω αυτό που θέλω;
Σ ε λ ί δ α | 261

ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Συγγνώμη, για να τα βρούμε, δε με κάλεσες;


ΣΚΛΑΒΟΣ (προβληματισμένος): Αν τα βρούμε, θα ευχαριστιέμαι το σεξ όπως το
ευχαριστιόμουν; Αυτό μόνο θέλω. Το επίπεδο ευχαρίστησης είναι και η ποιότητα
του σεξ.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (φανερά εκνευρισμένη): Συγγνώμη, όταν σε έβαζα κάτω από τον κώλο
μου, δεν κάναμε το σεξ που ήθελες;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Πρακτικά, τυπικά ναι. Αλλά όλα αυτά δεν είναι τόσο στην πράξη όσο στο
μυαλό. Είναι μια ψυχολογία που δε δέχτηκες να μπει κι ούτε θα δεχτείς.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Σπατάλησα εμένα σε μια σχέση με τόσα προβλήματα για να μου πεις
εν τέλει, ότι δε σου κάνω στο σεξ.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Το ότι δεν κάνουμε το σεξ που θέλω, το γνώριζες από τον πρώτο καιρό.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Καθ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης, μόνο το τι ήθελες εσύ μετρούσε. Δε
σε ένοιαζε εάν εγώ απολαμβάνω το σεξ. Ήσουν ένας τέλειος νάρκισσος και είμαι
σίγουρη ότι, πάντα έτσι φερόσουν. Και να βρεις κάποια να σου κάνει το σεξ που
θέλεις και πάλι θα την χάσεις, γιατί νοιάζεσαι μόνο για την πάρτη σου.
Ο Σκλάβος δεν την προσέχει, χαζεύει το κινητό του. Η Πηνελόπη, δυναμώνει τη
φωνή της και σηκώνεται από το παγκάκι. Ακούγονται κεραυνοί.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Φαίνεται ότι έχεις πρόβλημα, γιατί έχεις κολλήσει σε πρότερο στάδιο
και δεν προχωράς. Μόνο το σεξ μετράει για σένα σε μια σχέση. Ούτε η αγάπη μου
μέτρησε, ούτε η φροντίδα μου, ούτε ο χρόνος που σπατάλησα για να είμαι συνέχεια
δίπλα σου, με τις ανασφάλειες που είχες! Φεύγω! Δεν έχει νόημα. Δεν αλλάζει
τίποτα. Ανακυκλώνουμε τα ίδια και τα ίδια, συνέχεια. Ήμουν χαζή που ήλπιζα
συνέχεια πώς θα αλλάξεις και τελικά θα είμαστε μαζί.
ΣΚΛΑΒΟΣ (διαμαρτύρεται): Έτσι, λέτε εσείς για όσους είναι διαφορετικοί. Πως έχουν
πρόβλημα και πρέπει να το λύσουν. Έτσι λέτε και για τους γκέι. Είμαστε
προβληματικοί που έχουμε μια διαφορετική σεξουαλικότητα. Εσείς είστε
προβληματικοί!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (καθώς απομακρύνεται): Από εδώ και πέρα, θέλω να μαθαίνω νέα,
μόνο, για την υγεία σου.
ΣΚΛΑΒΟΣ (κάπως αδιάφορα, κοιτώντας το κινητό του): Εις το επανιδείν, αγάπη μου.
Στην υγεία της σχέσης μας!
Η Πηνελόπη έχει φύγει. Πέφτει ψιλόβροχο. Ο Σκλάβος κοιτάει γύρω στο άδειο
πάρκο και σηκώνεται κατευθυνόμενος προς τα αλογάκια. Κάθεται σε ένα που τρίζει.
Κοιτάει με ενδιαφέρον το κινητό του. Προβάλλεται βίντεο πορνό. Η βροχή
δυναμώνει αλλά ο Σκλάβος δε σηκώνεται. Λικνίζεται στο αλογάκι που τρίζει και
σηκώνει το μπουφάν του να προφυλάξει την οθόνη του κινητού. Φαίνεται
ευτυχισμένος.
Σ ε λ ί δ α | 262

ΣΚΛΑΒΟΣ (κοιτάει τη βροχή που πέφτει πάνω του και μονολογεί): Άραγε, θα σε
ονειρευτώ πάλι απόψε; Μου έχουν λείψει τόσο πολύ όλα αυτά που μου έκανες…
Σ ε λ ί δ α | 263

Σημείωμα της Συγγραφέα

‘’Δε μπορείς να φανταστείς εκεί που έψαχνες καταπιεσμένους και κακοποιημένους


να βοηθήσεις , πόσοι μπορεί να κακοποιούνται με την πλήρη συναίνεσή τους.
Πόσοι υπογράφουν συμβόλαια υποταγής και τελειώνουν με ευχαρίστηση στην ιδέα
να πεθάνουν από ασφυξία. Πόσοι και πόσες τρελαίνονται να βιώσουν καταστάσεις
υποταγής ή κυριαρχίας, μέσα από την ασφάλεια πολλών ‘’μαγικών εάν’’
φαντασιώσεων, που προσφέρουν οι εικονικές περσόνες των κοινωνικών δικτύων’’.
Στο θεατρικό έργο ‘’Ωκυτοκίνη ή μια συνεδρία Ωκυτοκίνης’’ , θίγονται με
καυστικότητα θέματα σχετικά με την βρώση, τους βρωτούς και την εν τέλει
διάβρωσή τους. Θέματα που έχουν παρθεί μετά από προβληματισμό που μου
προκάλεσε το βιβλίο ‘’Θιασώτες και Φιλόσοφοι ‘’ 2 του καθηγητή, κυρίου Γεώργιου
Πεφάνη. Η βρώση του χάμπουργκερ της Κυρίας, αγορασμένο από κάποιο
ταχυφαγείο, παραλληλίζεται έντονα με το ταχυφαγείο ψυχών, το Κελί, όπου
δουλεύει και μυρίζει την ίδια κρεάτινη αγωνία του ζώου του σφαγείου. Όμοια και η
ματωμένη ποδιά που φοράει ο Σκλάβος, στη δεύτερη εικόνα και ξαπλώνει στον
ξύλινο πάγκο, που θα μπορούσε να είναι και πάγκος σφαγείου, δείχνει την κοινή
μοίρα όλων. Ο ένας τρώει τον άλλο. Η Κυρία το χάμπουργκερ αλλά και τον Σκλάβο.
Ας θυμηθούμε και το μήνυμα που του στέλνει ‘’θα σε φάω’’. Ο Σκλάβος,
φυσιολάτρης, γυμνιστής και φανατικός χορτοφάγος, μιλάει για το δικαίωμα της
αυτοδιάθεσης των ζώων αλλά δε μπορεί να επεκτείνει τη σκέψη του ώστε να
αντιληφθεί το οξύμωρο της έλλειψης της αυτοδιάθεσής του όταν βρίσκεται σε
καθεστώς σεξουαλικής υποδούλωσης από την Κυρία. Είναι ένας χορτοφάγος που
φυσικά δεν καταναλώνει κρέας αλλά αρέσκεται στην ‘’κατανάλωση της δικής του
σάρκας’’ από τις Κυρίες και το πορνό, στα πλαίσια μιας διαστρεβλωμένης εικόνας
για τα μοντέλα ελευθεριακού έρωτα που αναδύθηκαν τις δεκαετίες ’60 και ’70 και
αναβιώνουν στις μέρες μας. Η βιομηχανία του πορνό, η δουλειά της και η
συνείδησή της (ο Ανυποψίαστος Θαμώνας) τρώνε εκείνη ώσπου να έρθει η
εκδίκηση του θύματος Σκλάβου να ‘’φάει’’ την Κυρία. Ο Λάκυ τρώει τον Πότζο
τελικά, γιατί καταλαβαίνει ότι στη σχέση τους υπήρξε δυνατότερος, όμως και ο
Πότζο δε μπορεί να υπάρξει χωρίς τον Λάκυ. Είναι όμως ελεύθερος μέσα σε αυτή τη
σχέση ή θα ελευθερωθεί εάν αφήσει τον υποτακτικό του;
Η τιμωρία της Κυρίας από τον Σκλάβο, δεν είναι τίποτα άλλο από την τελική χάρη,
που της δίνεται, από τον υποτακτικό της. Η ελευθερία της αλλά και πώς να τη
διαχειριστεί όταν έχει μάθει ότι ‘’η τιμωρία διδάσκει’’; Τα βιώματά της, μάλλον,
τραυματικά. Η Πηνελόπη, σαφώς πιο μορφωμένη, αντιλαμβάνεται πως ‘’η αδικία,
μάλλον, γεννάει τον σαδισμό’. Πώς να διαχειριστεί η Κυρία, τελικά την ελευθερία
της όταν την πρωτοαντικρίζει, πώς αποτελεί επιλογή μα συνάμα και προσωπική
ευθύνη; Το ‘’πληγωμένο Εγώ της απόρριψής της’’ δεν την αφήνει να δει καθαρά

2
Πεφάνης, Γ. (2016) ‘’Θιασώτες και Φιλόσοφοι. Σκιαγράφηση μιας
Θεατροφιλοσοφίας’’, σελ. 228.
Σ ε λ ί δ α | 264

καθώς πάντα ήταν μόνη και στην προσωπική και στην κοινωνική ζωή, όχι, μάλλον,
από επιλογή. Τα λόγια του Ανυποψίαστου Θαμώνα, δυσνόητα για εκείνη. Όμως
δίνονται ελαφρυντικά στην ίδια, που δεν είχε επιλογή στα βιώματά της και τα
αναπαράγει. Έτσι και παρομοιάζεται με την πόρνη του πίνακα, που ‘’τελικά είχε
καρδιά’’ και την λούζει θεϊκό φως, όμοιο με εκείνο που περνάει μέσα από τα βιτρό
των καθολικών εκκλησιών.
Τέλος, ο Σκλάβος, χαμένος μέσα στον κόσμο της εξάρτησης και της σεξουαλικής του
ιδιαιτερότητας, απόρροια των βιωμάτων των παιδικών του χρόνων, από θύμα
γίνεται θύτης και μας θυμίζει τα λόγια του Μάριου Χάκκα στην ‘’ Τοιχογραφία’’ 3 ‘’Ο
ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει’’, όπως και στη λογική του BDSM
περί τιμωρίας και φροντίδας από την/τον Κυριαρχική/ό στην/ον Υποτακτική/ό ή και
στη λογική του ‘’τρώω και τρώγομαι’’, όπως αναφέραμε παραπάνω. Από αυτόν τον
κόσμο της εξάρτησης είναι δύσκολο να βγεις, αλλά και εάν τα καταφέρεις, το πρώτο
βήμα είναι να συνειδητοποιήσεις την εξάρτησή σου και ο Σκλάβος, δεν την
αντιλαμβάνεται.

3
Χάκκας, Μ. (1982) ‘’Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες’’, σελ. 56.
Σ ε λ ί δ α | 265
Σ ε λ ί δ α | 266

1η Τιμητική Διάκριση

Αντώνιος Ευθυμίου

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Σ ε λ ί δ α | 267

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Ο Στέφανος προσπαθεί να πνίξει τον πόνο του στις πιάτσες των τραβεστί. Εκεί θα συναντήσει
την Τζέσυ κι αργότερα μια φίλη της, την Σιλβή, που θα αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή του.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

 ΣΤΕΦΑΝΟΣ

 ΤΖΕΣΥ

 ΣΙΛΒΗ
Σ ε λ ί δ α | 268

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

ΣΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΤΩΝ ΤΡΑΒΕΣΤΙ

Ο Στέφανος, 35 ετών, βρίσκεται σε μια πιάτα τραβεστί. Είναι λεπτός με αδρά χαρακτηριστικά.
Φοράει ένα καρό πουκάμισο. Τον πλησιάζει μια ξανθιά τραβεστί με πλουμιστά ρούχα, η
Τζέσυ, και ξεκινάει ο διάλογος.

ΤΖΕΣΥ: (Με ελαφρό μειδίαμα) Καλώς το γκαραζότεκνο. Τι θες από τα μέρη μας;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Με σιγουριά) Εσένα, να σε πιω στο ποτήρι.

ΤΖΕΣΥ: (Κοφτά) Μπάστα ρε ποιητή. Μ’ ένα πομπίνο-φραπέ συμβιβάζεσαι;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Απορημένος) Δεν καταλαβαίνω τι λες.

ΤΖΕΣΥ: (Μικρή παύση) Από ποιο αμερικάνικο κολλέγιο το 'σκασες μανάρι μου και
δεν μπενάβεις Ελληνικά; Θα σουρομαδηθώ η ντεζοντουπού και δεν το θες. Πίστεψέ με.
Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Είσαι μέσα;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Την διακόπτει) Μια στιγμή. Να σου ξεκαθαρίσω πως δεν ψάχνω ξεπέτα.
Θέλω να σε νοικιάσω για μια ολόκληρη νύχτα.

ΤΖΕΣΥ: (Ειρωνικά) Ώστε θες κι αποκλειστικότητες; Συγκινήθηκα. Και τι είμαι ρε να με


νοικιάσεις, διαμέρισμα στην οδό Φυλής; Άκου δε θέλει ξεπέτες ο σχεσάκιας. Και για να
έχουμε καλό ρώτημα, από μπερντέ πώς πάμε;
Σ ε λ ί δ α | 269

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Μικρή παύση) Λεφτά εννοείς; Μην ανησυχείς θα σε πληρώσω καλά.

ΤΖΕΣΥ: Δε θέλω να με πληρώσεις καλά. Θέλω απλώς να πληρωθώ τις υπηρεσίες που
θα προσφέρω.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Και πόσο πάει το μαλλί;

ΤΖΕΣΥ: (Ικανοποιημένη) Άρχισες να μπαίνεις στο νόημα. Κοίτα, εσύ δε θες μια απλή
περμανάντ κι έξω απ’ την πόρτα. Όλο τον Κουρέα της Σεβίλλης του Πουτσίνι μου ζητάς.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Ελαφρό μειδίαμα) Του Ροσσίνι εννοείς.

ΤΖΕΣΥ: (Σηκώνει το κεφάλι) Όποιου έχεις ευχαρίστηση αγόρι μου. Δε χαλάω εγώ
χατίρι. Να ξέρεις πάντως σε συμπάθησα. Μόλις σε είδα, είπα λατσό το γκαραζότεκνο.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν μου απάντησες. Ποια είναι η ταρίφα σου;

ΤΖΕΣΥ: (Νευριασμένη) Για ταξιτζού με πέρασες; Μπερδεύεις πολύ τα επαγγέλματα.


Λοιπόν, επειδή είσαι όμορφος και θυμίζεις κάτι από Μίκι Ρουρκ, τρομάρα σου, 200 ευρώ,
μέσα κι ο ΦΠΑ.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Δίνει το χέρι του) Σύμφωνοι.

ΤΖΕΣΥ: (Σπρώχνει το χέρι του) Ρε, δεν πιστεύω να είσαι καμιά φίφα.
Σ ε λ ί δ α | 270

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Έκπληκτος) Τη Διεθνή Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία εννοείς; Παρακολουθείς


ποδόσφαιρο;

ΤΖΕΣΥ: (Χαμογελάει) Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις. Μη μπενά και φύγαμε για γκολ
αγόρι μου. Και μέχρι τις έξι να έχουμε τελειώσει, γιατί έχω να βγάλω για κατούρημα και το
τσιουάουα.

Ο Στέφανος και η Τζέσυ φεύγουν από την πιάτσα και σιγά σιγά σβήνουν τα φώτα. Ξεκινάει
να παίζει μουσική μέχρι να αλλάξει το σκηνικό και να περάσουμε στη δεύτερη σκηνή.
Σ ε λ ί δ α | 271

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ

Σταματάει η μουσική. Ο Στέφανος κι η Τζέσυ μπαίνουν στο διαμέρισμα. Είναι μικρό με λιτή
διακόσμηση. Ο Στέφανος ανάβει το φως του σαλονιού.

ΤΖΕΣΥ: (Χαρούμενη) Ωραίο το τσαρδάκι σου, λίγο στριμόκωλα βέβαια. Μόνος σου
μένεις;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Απότομα) Δεν είναι αυτό το σπίτι μου.

ΤΖΕΣΥ: (Μικρή παύση) Α, κατάλαβα. Το έχεις μόνο για να γυρίζεις σκηνές από τις «50
αποχρώσεις του γκρι». Πας και με μούντζες;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Δυνατά) Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. Γι’ αυτό πρόσεχε τι λες.

ΤΖΕΣΥ: (Χαμηλόφωνα) Μπα μπα κι εγώ που νόμιζα πως το αγοράκι είναι ατζινάβωτο.
Να συστηθούμε κιόλας. Τζέσυ η ντάνα.

Ο Στέφανος κι η Τζέσυ ανταλλάσσουν σύντομη χειραψία.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Χαίρω πολύ. Στέφανος ο ανυπόμονος..

ΤΖΕΣΥ: (Εκνευρισμένη) Άι μωρή ψαμοσκελού, είσαι κι ασυγκράτητος. Έφερες


τουλάχιστον καπότα;
Σ ε λ ί δ α | 272

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Νομίζω, κάπου εδώ την είχα βάλει.

Ο Στέφανος ψάχνει τις τσέπες του.

ΤΖΕΣΥ: (Κουνάει περιφρονητικά το κεφάλι της) Καλά μην σκιάζεσαι. Η τσάντα μου
είναι κινητό περίπτερο. Κάτι τελευταίο. Τι ρόλο θες να έχω, ενεργητικό ή παθητικό;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Διστακτικά) Παθητικό.

ΤΖΕΣΥ: (Ελαφρό μειδίαμα) Ήμουν σίγουρη. Θα σου κάνω κι ένα μασάζ στην αρχή,
για να χαλαρώσεις. Μου το 'μαθε μια γκέισα που είχα γνωρίσει στην Γιοκοχάμα όταν είχα
πάει για μετεκπαίδευση. Θυμάμαι και μια γιαπωνέζικη λέξη.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ποια;

ΤΖΕΣΥ: (Μικρή παύση) «Kokoro», που θα πει καρδιά.

Η Τζέσυ φεύγει και σιγά σιγά σβήνουν τα φώτα. Ξεκινάει να παίζει μουσική μέχρι να αλλάξει
το σκηνικό και να περάσουμε στην τρίτη σκηνή.
Σ ε λ ί δ α | 273

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ

Σταματάει η μουσική. Ο Στέφανος κι η Τζέσυ είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Ο Στέφανος είναι
κατσουφιασμένος κι η Τζέσυ προσπαθεί να τον παρηγορήσει.

ΤΖΕΣΥ: Έλα, μην στεναχωριέσαι. Σε όλους συμβαίνει.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Στεναχωρημένος) Όχι σε μένα. Πρώτη φορά συνέβη, στ’ ορκίζομαι.

ΤΖΕΣΥ: Πού θες να ορκιστείς μάνα μου, στο Ευαγγέλιο ή στο Κάμα Σούτρα;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Μήπως να ξαναπροσπαθήσουμε;

ΤΖΕΣΥ: (Ξεφυσώντας) Τόσην ώρα προσπαθούμε, δεν αντέχουν άλλο τα κανιά μου.
Ξεγοφιάστηκα η ντάνα. Μήπως ν’ ανοίξω το μπεναβοκουσκούσι ν’ ακούσουμε λίγη μουσική;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Απορημένος) Το ποιο;

ΤΖΕΣΥ: Το ραδιόφωνο ντε. Μα δεν καταλαβαίνεις νάκα;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Κατσουφιασμένος) Δεν έχω όρεξη για μουσική.


Σ ε λ ί δ α | 274

ΤΖΕΣΥ: Σαν πίνακας του Πικάσο είναι η μούρη σου, το ξέρεις; Πλήρης σύγχυση. Έχεις
ξαναπάει παιδάκι μου με τραβεστί ή τζάμπα καίει η λάμπα;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Με στεντόρεια φωνή) Ναι και ήμουν πάντα ντούρος.

ΤΖΕΣΥ: (Απογοητευμένη) Και τώρα ανεμίζει μεσίστια η σημαία σ’ ένδειξη πένθους


για τη χαμένη στύση. Κάτσε και νομίζω βρήκα τι φταίει. Η καούκα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Άναυδος) Η καούκα;

ΤΖΕΣΥ: (Πιάνει το μαλλί της) Ναι παιδί μου. Μπορεί το ξανθό μαλλί να μην σ’ ανάβει.
Μήπως έχεις καμιά περούκα εδώ ν’ αλλάξω;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Ειρωνικά) Βλέπεις κανένα βεστιάριο;

ΤΖΕΣΥ: Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. Επειδή εσύ έχεις ήδη πληρώσει για μια νύχτα
τρελού πάθους, θα σου βρω μια άλλη κοπέλα, μελαχρινή.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Με περιπαιχτικό ύφος) Όμορφη σαν και σένα;

ΤΖΕΣΥ: Και πιο μικρή από μένα. Καλά μη φανταστείς ότι κι εγώ είμαι καμιά πουρή.
Εκείνη, όμως, είναι σωστό μπουμπούκι.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Ειρωνικά) Μήπως χρειάζεται και πότισμα;.


Σ ε λ ί δ α | 275

ΤΖΕΣΥ: Πρόσεξε, όμως, όχι αυτόματο. Λοιπόν, δε χρειάζεται να πληρώσεις


παραπάνω. Θα μοιραστούμε τα χρήματα με τη φίλη μου. Όσο για μένα μην σκας. Με βολεύει
έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα. Θα βγάλω βόλτα και την Τζίλντα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Απορημένος) Ποια είναι αυτή πάλι;

ΤΖΕΣΥ: Η σκυλίτσα μου, το τσιουάουα που σου έλεγα. Κάτσε να την πάρω τηλέφωνο.
Σε δέκα λεπτά εδώ θα είναι.

Η Τζέσυ σηκώνεται να μιλήσει στο κινητό και ξεκινάει να παίζει μουσική. Αφού τελειώσει η
μουσική, ακούγεται ο ήχος του κουδουνιού. Η Τζέσυ βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα και
ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει μέσα μια μελαχρινή τραβεστί, η Σιλβή.

ΤΖΕΣΥ: (Νευριασμένη) Πού είσαι τόσην ώρα μωρή τζασλή; Γιαούρτι έπηζες;

ΣΙΛΒΗ: Έμπλεξα μ’ έναν πελάτη. Πού είναι η τεθλιμμένη χήρα;

ΤΖΕΣΥ: (Ελαφρό μειδίαμα) Για τη χήρα του Μάο λες; Μέσα είναι. Τον έχω βάλει στη
σαλαμούρα και σε περιμένει.

ΣΙΛΒΗ: Έχε χάρη που έχω ανάγκη τα 200 ευρώ, αλλιώς θα σου 'λεγα.

ΤΖΕΣΥ: (Με δυνατή φωνή) Ποια 200 φιλενάδα; Θες να μουτζοπιαστούμε στα καλά
καθούμενα; 100 συμφωνήσαμε να πάρει η καθεμιά μας.
Σ ε λ ί δ α | 276

ΣΙΛΒΗ: Εμ αυτό δεν είναι βίζιτα. Ψυχικό είναι.

ΤΖΕΣΥ: Και Φιλοθέη μη σου πω. Αχ, είσαι και ψυχοπονιάρα μωρή Οσία Γαβριέλλα.
Λοιπόν, εγώ φεύγω, γιατί η Τζίλντα θα έχει αφηνιάσει τόσες ώρες.

ΣΙΛΒΗ: (Απλώνει το χέρι) Τα 100 για να μην ξεχνιόμαστε.

ΤΖΕΣΥ: Είμαι αφηρημένη τελευταία, θα φταίει η αφρικανική σκόνη. (Ανοίγει την


τσάντα, βγάζει 100 ευρώ από το πορτοφόλι και της τα δίνει) Ορίστε.

ΣΙΛΒΗ: (Απότομα) Μια στιγμή, πώς την λένε την drama queen;

ΤΖΕΣΥ: Στέφανο, αλλά αν θες να τον ανάψεις μπορείς να τον αποκαλείς παιδαρά,
νταγκλαρά. Ξέρεις εσύ. Γιατί αν εγώ είμαι ντάνα, εσύ είσαι η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ κοριτσάρα
μου.

ΣΙΛΒΗ: Αχ, αυτή η πολυλογία σου δεν αντέχεται. Άιντε στο καλό κι από το
πεζοδρόμιο.

ΤΖΕΣΥ: Ε από πού θα πήγαινα; Και κάτι τελευταίο. Μην τον αποπάρεις.

Η Σιλβή μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα του Στέφανου και πάει να σβήσει το φως.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Δυνατά) Μην τολμήσεις και σβήσεις το φως.


Σ ε λ ί δ α | 277

ΣΙΛΒΗ: Ό,τι γουστάρει ο πελάτης. Θυμάμαι μια φορά ένας ήθελε την ώρα της πράξης
να του σιγομουρμουρίζω το κεντρικό θέμα του «Νονού» κι ένας άλλος να φωνάζω
κομμουνιστικά συνθήματα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Έλα, κάθισε σιμά μου.

Η Σιλβή κάθεται στο κρεβάτι, δίπλα στο Στέφανο.

ΣΙΛΒΗ: (Με βιασύνη) Να βγάλω τα ρούχα; Μη χάνουμε καιρό.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Όχι, να συζητήσουμε πρώτα.

ΣΙΛΒΗ: Εντάξει, αλλά εγώ το μόνο που ξέρω από τον Φρόιντ και τον Γιουνγκ είναι ότι
μιλούσαν Γερμανικά. Ξέρω, βέβαια, και μια γερμανική φράση: «Der letzte Mann».

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Αργά, σχεδόν συλλαβιστά) Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου.

ΣΙΛΒΗ: (Θυμωμένη) Δεν κάναμε καλή αρχή. Εγώ δε σ’ έβρισα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Χαμογελώντας) Αυτό που είπες είναι ο τίτλος μιας ταινίας του Μούρναου.

ΣΙΛΒΗ: Εγώ σ’ έναν τοίχο διάβασα τη φράση. Εξάλλου δεν παρακολουθώ ευρωπαϊκό
κινηματογράφο, προτιμώ τις αμερικάνικες κομεντί. Στέφανο σε λένε;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ακριβώς. Εσένα;


Σ ε λ ί δ α | 278

ΣΙΛΒΗ: Σιλβή.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Ειρωνικά) Κι από πού βγαίνει, από το Σίλβια Κριστέλ;

ΣΙΛΒΗ: (Απορημένη) Ορίστε;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Άστο καλύτερα. Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση; Δεν μιλάς καθόλου…

ΣΙΛΒΗ: (Τον διακόπτει) Καλιαρντά; Ε, φαίνεται δεν έχω έφεση στις ξένες γλώσσες.
(Μικρή παύση) Η Τζέσυ μου είπε πως δεν σου σηκωνόταν με τίποτα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Αλήθεια σου είπε.

ΣΙΛΒΗ: Και τι λες να κάνουμε γι’ αυτό; Μήπως έχεις άγχος;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Όχι, δεν είναι άγχος.

ΣΙΛΒΗ: Τότε τι είναι;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ξέρεις πόσο δύσκολη είναι η διαχείριση της απώλειας;

ΣΙΛΒΗ: (Απογοητευμένη) Μου φαίνεται πως η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο. Ένα λεπτό,
στην τσάντα τα έχω. Μα πού στο καλό είναι ο αναπτήρας μου;

Η Σιλβή ανοίγει την τσάντα και βγάζει τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Τότε της πέφτει η
ταυτότητα.
Σ ε λ ί δ α | 279

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Άναυδος) Τι είναι αυτό; Ταυτότητα; (Πιάνει την ταυτότητα να την διαβάσει)
Τι λέει, δεν βλέπω καθαρά. «Κώστας…».

Η Σιλβή αρπάζει την ταυτότητα από τα χέρια του Στέφανου.

ΣΙΛΒΗ: (Θυμωμένη) Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Ειρωνικά) Κώστας είναι το αντρικό σου; Και το έκανες Σιλβή; Μπορούσες να
το κάνεις Ντίνα ή Κωστούλα.

ΣΙΛΒΗ: Το θέμα δεν είμαι εγώ, αλλά εσύ.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ωραία Σιλβή, αφού θες να τ’ ακούσεις. Λοιπόν, είμαι παντρεμένος.

ΣΙΛΒΗ: Όπως οι περισσότεροι. Και γιατί το κάνεις αυτό; Δεν είσαι ευτυχισμένος;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τουναντίον, έχω μια υπέροχη σύζυγο που μ’ αγαπάει και την αγαπάω.

ΣΙΛΒΗ: Άρα έχεις πρόβλημα με τη δουλειά σου.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Καθόλου, είμαι ένας πολύ πετυχημένος δικηγόρος.

ΣΙΛΒΗ: Ώστε δικηγόρος. Μάλιστα. Τότε τι σε απασχολεί;


Σ ε λ ί δ α | 280

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Σιλβή δεν είμαι κίναιδος. Μου αρέσουν οι γυναίκες.

ΣΙΛΒΗ: (Απορημένη) Και τι γυρεύεις εδώ, μαζί μου;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Μικρή παύση) Ξέρεις τα τελευταία επτά χρόνια το κάνω. Από τότε που…
(Μεγάλη παύση)

ΣΙΛΒΗ: Τι πράγμα;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Από τότε που έχασα τον αδερφό μου.

ΣΙΛΒΗ: Πέθανε; Πολύ λυπάμαι! Ήταν ατύχημα ή αρρώστια;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν πέθανε. Εξαφανίστηκε.

ΣΙΛΒΗ: Πώς εξαφανίστηκε;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ο Αργύρης ήταν ένα πολύ ευάλωτο παιδί. Όχι αδύναμο, αλλά ευαίσθητο.
Κανείς δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ούτε οι συμμαθητές του, ούτε οι γονείς μου, ούτε
καν εγώ, ο ίδιος του ο αδερφός.

ΣΙΛΒΗ: Όλοι κρύβουμε μια ευαισθησία μέσα μας.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ο Αργύρης ήταν διαφορετικός από τα υπόλοιπα παιδιά. Πολύ εσωστρεφής


κι εύθραυστος. Το σώμα του ήταν τόσο λιγνό που θύμιζε μίσχο. Τα χέρια του έμοιαζαν με
φτερούγες πουλιού κι ο λαιμός του με αλαβάστρινο κηροπήγιο.
Σ ε λ ί δ α | 281

ΣΙΛΒΗ: Σωστό κορίτσι δηλαδή.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν ήταν καλός μαθητής, αλλά του άρεσε πολύ ο χορός. Αφού στη γειτονιά
τον φώναζαν «Μπίλι Έλιοτ».

ΣΙΛΒΗ: (Απορημένη) «Μπίλι Έλιοτ»;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Εκνευρισμένος) Μη με διακόπτεις συνέχεια. Όλοι στην οικογένεια


πιστεύαμε ότι αυτά ήταν απλά καπρίτσια της εφηβείας και πως όταν θα ενηλικιωνόταν θ’
άλλαζε. Ήμασταν μακριά νυχτωμένοι. Όταν έκλεισε τα δεκαεπτά, αποφασίσαμε να
διοργανώσουμε ένα πάρτι έκπληξη. Φύγαμε όλοι από το σπίτι, υποκρινόμενοι πως είχαμε
ξεχάσει τα γενέθλιά του. Ήταν Σάββατο βράδυ και το ολόγιομο φεγγάρι αντικατοπτριζόταν
στο βλέμμα μας. Σαν τώρα το θυμάμαι. Κοίταξα σε μια στιγμή το ρολόι. Ήταν εννιά η ώρα. Η
μητέρα μου κρατούσε ευλαβικά την τούρτα κι εγώ γύρισα νωχελικά το κλειδί στην πόρτα για
να μη μας ακούσει. Τα φώτα στο σαλόνι ήταν σβηστά. Παραξενευτήκαμε. Προχωρήσαμε
προς τα μέσα κι είδαμε φως στο δωμάτιό του. Τότε, ο πατέρας μου άνοιξε μ’ ενθουσιασμό
την πόρτα και αντικρίσαμε τον Αργύρη με…

O Στέφανος κομπιάζει και βουρκώνουν τα μάτια του.

ΣΙΛΒΗ: (Με αμηχανία) Κλαις;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Πιάσαμε τον αδερφό μου μ’ έναν συμμαθητή του. Ο πατέρας μου απειλούσε
πως θα τους σφάξει και τους δύο. Η μάνα μου κι εγώ είχαμε σαστίσει. Οι επόμενες μέρες
ήταν πολύ δύσκολες για όλους. Οι γονείς μου αποφάσισαν, τελικά, να στείλουν τον Αργύρη
στο χωριό, να μείνει κάποιο διάστημα με τον παππού και τη γιαγιά. Θα έπρεπε, όμως, να
σταματήσει και το σχολείο. Εκείνος δεν το δέχτηκε κι έτσι μια μέρα χωρίς να πει τίποτα σε
κανέναν, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Έτσι απλά.
Σ ε λ ί δ α | 282

ΣΙΛΒΗ: Συγγνώμη, να σε ρωτήσω κάτι; «Στέφανος» είναι το πραγματικό σου όνομα;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Με δυνατή φωνή) Αυτό δε σε αφορά. Δε θα δώσω τώρα λόγο και σ’ ένα
τραβέλι.

ΣΙΛΒΗ: Ναι, αλλά εσύ εδώ κι επτά χρόνια συχνάζεις στις πιάτσες μας. Γιατί το κάνεις
αυτό;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Στην αρχή έψαχνα τον Αργύρη, μήπως μάθω πού βρίσκεται. Μετά
προσπάθησα να καταλάβω τι τον διαφοροποιούσε από μένα. Γιατί του άρεσαν τ’ αγόρια.
Ξέρεις, είπα ψέματα στην Τζέσυ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δε μου σηκώθηκε. Όσες φορές
κι αν προσπάθησα, κατέληξα να κουβεντιάζω όπως τώρα. Βέβαια, νιώθω ανακουφισμένος
που σου τα είπα όλα. Θες μήπως να βγάλεις τα ρούχα σου να προσπαθήσουμε;

ΣΙΛΒΗ: Άστο καλύτερα Στέφανε.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Της αρπάζει το χέρι) Τόσα λεφτά έδωσα. Τι νόμισες μωρή, ότι ψάχνω για
ψυχολόγο;

ΣΙΛΒΗ: Νομίζω πως πρέπει να φύγω.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν έχεις να πας πουθενά. Φέρε πρώτα τα λεφτά.

O Στέφανος αρπάζει την τσάντα της Σιλβή και ψάχνει για τα χρήματα.

ΣΙΛΒΗ: Άσε κάτω την τσάντα σε παρακαλώ.


Σ ε λ ί δ α | 283

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Πού τα έχεις μωρή; Α, νάτα. (Βρίσκει τα λεφτά) 100 ευρώ μόνο; Τα υπόλοιπα
τα βούτηξε η φιλενάδα σου; Θα την κανονίσω κι αυτήν. Α, τι έχουμε εδώ; (Βρίσκει και την
ταυτότητα) Η ταυτότητα.

ΣΙΛΒΗ: (Προσπαθεί να του πάρει την ταυτότητα) Άφησέ την σε παρακαλώ.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ωραία, για να δούμε, λοιπόν, με ποιαν ή ποιον έχουμε να κάνουμε. (Διαβάζει
αργά) Αργύρης Κωστόπουλος. Ετών 24.

Η Στέφανος γυρίζει την ταυτότητα για να δει τη φωτογραφία.

ΣΙΛΒΗ: (Κλαίγοντας) Μην την γυρίσεις σε ικετεύω.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Μεγάλη παύση) Αργύρη εσύ είσαι; Βλέπω καλά;

ΣΙΛΒΗ: Ναι Χάρη. Και το «Σιλβή» βγαίνει από το «silver», το ασήμι στ’ Αγγλικά.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ίσως κι από το λατινικό «silvia», που σημαίνει «αυτή που κατοικεί στα δάση».
Μα πόσο έχεις αλλάξει Αργύρη!

ΣΙΛΒΗ: (Ελαφρό μειδίαμα) Πήρα μερικά κιλά. Τρώω τον αγλέορα η ρουφιάνα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Χαϊδεύει το πρόσωπό της) Τα μαλλιά σου, τα χείλη σου, το σώμα σου.
Μοιάζεις με κανονική γυναίκα. Μήπως έχεις κάνει κι εγχείρηση;

ΣΙΛΒΗ: Για χαζή μ’ έχεις; Πιο πολλά βγάζω έτσι.


Σ ε λ ί δ α | 284

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Με σοβαρό ύφος) Γιατί έφυγες Αργύρη;

ΣΙΛΒΗ: (Μικρή παύση) Επτά χρόνια πέρασαν κι ακόμη δεν μπόρεσες να καταλάβεις;
Νομίζατε όλοι πως ήμουν διαφορετικός. Η ντροπή της οικογένειας. Κι όμως όλοι άνθρωποι
είμαστε, με αδυναμίες και πάθη. Θαρρείς πως οι γονείς μας ήταν καλύτεροι από μένα; Ξεχνάς
που ο πατέρας μας ξυλοφόρτωνε τη μάνα μας; Αλήθεια η μάνα τι κάνει; Συνεχίζει να
κοροϊδεύει τον κοσμάκη με τις δήθεν προβλέψεις της;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Θυμωμένος) Μη μιλάς έτσι.

ΣΙΛΒΗ: Σου την θίξαμε. Ακόμη κι εσύ Χαρούλη. Ακολούθησες πιστά το σύστημα.
Σπούδασες νομική, έγινες ένας πετυχημένος δικηγόρος καθώς λες, παντρεύτηκες. Αλλά, αντί
να κοιμάσαι με τη γυναικούλα σου, αλλάζεις το όνομά σου σε Στέφανος και ψωνίζεσαι με
τραβεστί. Κοίταξε να δεις σύμπτωση. Κι ο αδερφός σου τραβεστί είναι. Μια ξεφωνημένη.
Πώς σου φαίνεται;

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Φωνάζοντας) Φτάνει πια.

ΣΙΛΒΗ: Τελικά έχεις δίκιο. Είμαι διαφορετικός, αλλά ξέρεις γιατί; Επειδή είμαι πολύ
πιο αξιοπρεπής από όλους σας. Ακολούθησα αυτό που έλεγε η ψυχή μου, αναλαμβάνοντας
την ευθύνη των πράξεών μου.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Έχεις αλλάξει πολύ Αργύρη.

ΣΙΛΒΗ: Αυτό μου το ξανάπες. Άλλαξα ναι. Αλλά κάτω από το μακιγιάζ και τα
γυναικεία ρούχα, ξέρεις τι κρύβεται; Η καρδιά μου. Αυτή δεν άλλαξε Χάρη.
Σ ε λ ί δ α | 285

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: «Kokoro».

ΣΙΛΒΗ: Κόκορα; Με κοροϊδεύεις.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ: «Kokoro» θα πει καρδιά Σιλβή. Τώρα το έμαθα κι εγώ.

Σβήνει το φως.
Σ ε λ ί δ α | 286
Σ ε λ ί δ α | 287
Σ ε λ ί δ α | 288

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 289

Αντώνιος Ευθυμίου

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΗΡΙΟ

Ίσως ακουστεί λίγο δραματικό,

αλλά εγώ ανάβω κεριά στο πρωινό μου,

γυρνάω στο σπίτι μια λευκή εσθήτα σαν παρθένα.

Σωστό ή λάθος, με συγχωρείτε;

Κανείς σ’ αυτήν την πόλη δε γνωρίζει τη συγχώρεση.

Αν απλώσω το βλέμμα μου μίλια μακριά από τα όρια,

είναι ο Ωρίων.

Αν υπάρχει παράδεισος, θα βρεθώ εκεί αυτοστιγμεί

για να δρασκελίσω τις φιλντισένιες πύλες,

σαν ένα κακούργο στοιχειό, για να τον βρω.

Φτιαγμένος από αίμα, από λάσπη, από σοφούς άνδρες.

Αλλά ποιος είμαι τώρα μετά από τόσα χρόνια

χωρίς εκείνον: αγόρι, χήρα, βάρβαρος,

που παγιδεύω σφήκες στο ελεεινό χαμόγελό μου.

Θα φοβηθεί πώς έχω γίνει έκτοτε. Θα καταλάβει ότι είμαι ένας ψεύτης,

ένας κατεργάρης, ένας ολόκληρος μπαξές που άρπαξε φωτιά.

(Hieu Minh Nguyen, 2019)


Σ ε λ ί δ α | 290

Astrid

Το Πρώτο Φιλί της Μητέρας Σου

Το πρώτο αγόρι που φίλησε την μητέρα σου βίασε γυναίκες αργότερα,
όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Θυμάται να το ακούει
από τον θείο σου, ύστερα να πηγαίνει στο δωμάτιό σου και να ξαπλώνει
κάτω, στο πάτωμα. Εσύ ήσουν στο σχολείο.

Η μητέρα σου ήταν δεκαέξι όταν την πρωτοφίλησε.


Και κράτησε την αναπνοή της για τόσο πολύ, που λιποθύμησε.
Με το που ξύπνησε διαπίστωσε ότι το φόρεμά της ήταν υγρό και κολλούσε
στο στομάχι της, στα μπούτια της αντίκρισε δαγκωμένα μισοφέγγαρα.

Το ίδιο ακριβώς απόγευμα επισκέφθηκε μια φίλη, ένα κορίτσι


που έφτιαχνε κρασί παράνομα στο υπνοδωμάτιό της.
Όταν η μητέρα σου ομολόγησε Δεν με έχουν αγγίξει
ποτέ ξανά έτσι, η φίλη γέλασε, με στόμα βαθυκόκκινο από τις ρώγες των
σταφυλιών,
κι ύστερα βύθισε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της μητέρας σου.

Την προηγούμενη εβδομάδα τον είδε να οδηγεί το λεωφορείο 18·


το μάγουλό του ήταν πρησμένο, σαν μακρόστενος λόφος, κι είχε μια ουλή
παράλληλη στο στόμα του και μακρουλή σαν κληματσίδα.
Ήσουνα μαζί της, κρατούσες μια τσάντα
χουρμάδες στο στήθος σου, άκουσες τον βαθύ στεναγμό που έβγαλε
όταν είδε πόσο του έμοιαζες.

(Warsan Shire, 2011)


Σ ε λ ί δ α | 291
Σ ε λ ί δ α | 292
Σ ε λ ί δ α | 293

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 294

Κατερίνα Δρούλια-Κουτσουμπού

ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Όταν ο Μανώλης στα εξήντα του χρόνια έχασε την όρασή του ύστερα από ένα
ατύχημα, νόμισε πως η ζωή είχε τελειώσει για αυτόν και ότι δεν υπήρχε χειρότερο
από αυτό που του συνέβη. Πέντε χρόνια αργότερα ευτυχώς βρέθηκε μόσχευμα και η
επιστήμη έκανε το θαύμα της. Ο Μανώλης ξαναβρήκε το φως του. Ακριβώς τότε είναι
που εντελώς συμπτωματικά μαθαίνει την ταυτότητα του δότη του. Και ακριβώς τότε
είναι που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Και από τότε είναι που ψάχνει να βρει
τόπο παρηγοριάς για να σταθεί μα δεν τον βρίσκει. Οι τύψεις και οι ενοχές που νιώθει
θα είναι πάντα μέσα του και θα του απευθύνουν το μεγάλο «κατηγορώ» για τον
τρόπο που είχε φερθεί στο γιό του, τον Ηρακλή. Τον «ιδιαίτερο» Ηρακλή, που
φεύγοντας από τη ζωή δώρισε στον πατέρα του το φως του. Έτσι, στο εξής θα ατενίζει
τον κόσμο με τα μάτια του αδικοχαμένου παιδιού του. Και μη μπορώντας να
διορθώσει τα λάθη του, το μόνο που του απομένει είναι να απευθύνεται ταπεινά σε
αυτόν, σίγουρος ότι τον ακούει από κει ψηλά, ικετεύοντάς τον: «συγχώρεσέ με μάτια
μου»
Σ ε λ ί δ α | 295

1. ΣΤΕΡΝΗ ΜΟΥ ΓΝΩΣΗ ΝΑ ΣΕ ΕΙΧΑ ΠΡΩΤΑ

-Ελεάννα έτοιμη; Βγαίνεις στον αέρα!


Η πανέμορφη και γνωστή στο πανελλήνιο δημοσιογράφος έλεγξε το ακουστικό της,
ίσιωσε τη φούστα της, περπάτησε με χάρη προς το κοινό της, φόρεσε το γλυκό της
χαμόγελο, κοίταξε κατευθείαν την κάμερα και ξεκίνησε την εκπομπή της, όπως
άλλωστε συμβαίνει κάθε μέρα εκτός Σαββατοκύριακου.
-Χαίρεσθε και ευτυχείτε αγαπητοί τηλεθεατές! Δευτέρα σήμερα τριάντα Οκτωβρίου
2017, και εμείς, πιστοί στο καθημερινό μας ραντεβού μαζί σας, είμαστε εδώ στο
«μαζί για τον άνθρωπο» για να σας κρατήσουμε συντροφιά αναδεικνύοντας θέματα
που προκαλούν το ενδιαφέρον μας και αγγίζουν ευαίσθητες χορδές της ψυχής μας.
Όπως θα ξέρετε οι περισσότεροι από σας, η προχθεσινή ημέρα, η εικοστή ογδόη
Οκτωβρίου δηλαδή, εκτός από ελληνική επέτειος του «όχι» τυγχάνει να είναι και
παγκόσμια ημέρα μεταμόσχευσης. Το σημερινό μας λοιπόν θέμα δεν θα μπορούσε
παρά να αφορά σε αυτή τη βαθιά ανθρώπινη πράξη αγάπης: τη δωρεά σώματος.
Κοντά μας για να μας ενημερώσουν σχετικά και να αναλύσουν τις απόψεις τους πάνω
στο θέμα είναι οι εκλεκτοί μας προσκεκλημένοι τους οποίους και σας παρουσιάζω:
Ο κύριος Αλέξης Π., πρόεδρος του εθνικού οργανισμού μεταμοσχεύσεων.
Ο κ. Παναγιώτης Τ., καρδιοχειρουργός στο Ωνάσειο.
Η κυρία Νατάσα Κ., διακεκριμένη ψυχίατρος - ψυχαναλύτρια
Ο πατήρ Νεκτάριος, ιερέας.
Τέλος ο κύριος Μανώλης Καμπόσος, που θα μοιραστεί μαζί μας τη δική του εμπειρία
όντας ο ίδιος μεταμοσχευμένος.
Όλοι τους, χαιρέτισαν ευγενικά την παρουσιάστρια, της έδωσαν συγχαρητήρια για
την εκπομπή της και δήλωσαν έτοιμοι να απαντήσουν στα ερωτήματα και να λύσουν
απορίες τόσο στους οικοδεσπότες της εκπομπής όσο και στους τηλεθεατές. Σε αυτό
το σημείο ένας από τους συμπαρουσιαστές της, γνωστοποίησε για άλλη μια φορά τη
διαδικτυακή διεύθυνση καθώς και τα τηλέφωνα της εκπομπής προκειμένου οι
ενδιαφερόμενοι τηλεθεατές να σχολιάσουν, να ρωτήσουν ή να καταθέσουν δικούς
τους προβληματισμούς και να λάβουν τις αντίστοιχες σχετικές απαντήσεις.
Στην αρχή μίλησε για το θέμα ο πρόεδρος του εθνικού οργανισμού
μεταμοσχεύσεων:
- Η μεταμόσχευση αποτελεί την ύστατη λύση για ορισμένες παθήσεις στις οποίες έχει
εξαντληθεί κάθε άλλου είδους θεραπευτική αγωγή. Χωρίς όμως κατάλληλα και
επαρκή μοσχεύματα αυτή η θεραπευτική λύση δεν είναι εφικτή. Η έλλειψη
μοσχευμάτων και η διαρκώς αυξανόμενη ψαλίδα ανάμεσα στα διαθέσιμα προς
μεταμόσχευση όργανα και στις ανάγκες των ασθενών, δυστυχώς διευρύνεται
συνεχώς και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ευαισθητοποίηση και συμμετοχή των
κοινωνικών φορέων αλλά και όλου του κοινωνικού συνόλου μπορούν να
εξισορροπήσουν τα παραπάνω προβλήματα. Θεωρητικά οι περισσότεροι από εμάς
Σ ε λ ί δ α | 296

είμαστε θετικοί στην ιδέα της δωρεάς οργάνων και μάλιστα θα θέλαμε να βρεθεί ένα
μόσχευμα για εμάς ή για αγαπημένο μας πρόσωπο σε περίπτωση ασθένειας. Στην
πράξη όμως αισθανόμαστε φόβο, επιφυλακτικότητα ή ακόμη και αδιαφορία.
-Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; απευθύνθηκε στη ψυχολόγο η Ελεάννα.
-Νομίζω ότι ο φόβος προκύπτει από την άγνοια και από την έλλειψη εμπιστοσύνης
προς το σύστημα υγείας μας γενικά. Πιστεύω ότι χρειάζεται να γίνει μια συστηματική
εκστρατεία ενημέρωσης για τη μεταμόσχευση κατά την οποία θα περιγράφεται με
απολύτως σαφή και κατανοητό τρόπο η διαδικασία από τη δωρεά έως τη
μεταμόσχευση ώστε να μην υπάρχει καμία δυσπιστία εκ μέρους των συγγενών του
δότη.
Έπειτα ας σκεφτούμε ότι η πιθανότητα να χρειαστούμε εμείς οι ίδιοι, κάποια στιγμή
της ζωής μας, ένα μόσχευμα είναι πολύ μεγαλύτερη από την πιθανότητα να
δωρίσουμε τα όργανα μας μετά θάνατον. Αν περιμένουμε λοιπόν να μας «δωρισθεί»
ένα μόσχευμα και με αυτόν τον τρόπο να σωθεί η ζωή μας, δεν είναι εξ ίσου δίκαιο
να «δωρίσουμε» και εμείς σε άλλους;
-Εσείς τι θα μας λέγατε ως χειρουργός τέτοιων επεμβάσεων, ρώτησε τον
καρδιοχειρουργό, η παρουσιάστρια
-Η δωρεά οργάνων αφορά στην προσφορά των οργάνων προς μεταμόσχευση από
έναν συνάνθρωπό μας που δεν είναι πια στη ζωή. Φανταστείτε ότι από ένα δότη,
μπορούν να σωθούν έως και είκοσι ασθενείς που έχουν ανάγκη από καρδιά,
πνεύμονες, συκώτι, νεφρά, κερατοειδείς, δέρμα ή ακόμα και οστά. Είναι επίσης
απαραίτητο να ξέρουμε όλοι ότι η δωρεά οργάνων πραγματοποιείται μόνο από
εγκεφαλικά νεκρούς ανθρώπους, που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής
θεραπείας. Ο εγκεφαλικός θάνατος είναι μία μη αναστρέψιμη κατάσταση που
ισοδυναμεί με τον θάνατο και δεν έχει καμία σχέση με τις χρόνιες φυτικές
καταστάσεις. Σε περίπτωση εγκεφαλικού θανάτου η οικογένεια του δυνητικού δότη
προσεγγίζεται από εξειδικευμένους γιατρούς της εντατικής και ενημερώνεται για τη
δυνατότητα δωρεάς οργάνων του εκλιπόντος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι
πάντοτε ζητείται η συναίνεση των συγγενών ανεξάρτητα αν ο εκλιπών είχε κάρτα
δωρεάς οργάνων εν ζωή. Αυτό γίνεται από σεβασμό στην οικογένεια του δυνητικού
δότη, ενώ σχεδόν πάντα η οικογένεια συναινεί, αν ο εκλιπών τους το είχε δηλώσει ή
είχε συζητήσει το θέμα με την οικογένεια όσο βρισκόταν ακόμη στη ζωή.
-Η εκκλησία πάτερ Νεκτάριε τι άποψη έχει επί του θέματος;
-Η εκκλησία αποδέχεται με σεβασμό την πράξη αυτή. Γνωρίζει καλύτερα από τον
καθένα ότι όταν κάποιος καταφέρνει να υπερβεί τον μεγάλο πόνο της απώλειας
δικού του ανθρώπου και να προβεί σε μια τέτοια πράξη δωρεάς, το κίνητρό του είναι
η αγάπη ο αλτρουϊσμός και η γενναιοδωρία. Αισθήματα για τα οποία η εκκλησία είναι
άλλωστε η πρώτη διδάξασα.
Συνέχισαν για αρκετή ώρα το διάλογο. Αναφέρθηκαν στη μυστικότητα της
ταυτότητας του δότη, στην άρτια γνώση του προσωπικού, στην ορθότητα και την
ταχύτητα της όλης διαδικασίας και σε άλλα πολλά.
Σ ε λ ί δ α | 297

-Κύριε Καμπόσο εσείς είστε ο ίδιος μεταμοσχευμένος και στα δύο σας μάτια. Πείτε
μας λοιπόν πριν πόσο καιρό χειρουργηθήκατε και πώς αισθάνεστε σήμερα;
-Η μεταμόσχευση έγινε δύο περίπου χρόνια πριν. Το Δεκέμβριο του 2015.
-Τί συνέβη με τα μάτια σας και φτάσατε σε αυτή τη λύση;
-Το 2010, πριν εφτά χρόνια δηλαδή, μου συνέβη ένα ατύχημα. Το φορτηγό που
οδηγούσα ντεραπάρισε με αποτέλεσμα να βρεθώ μέσα σε ένα τεράστιο λάκκο όπου
γινόταν το σβήσιμο της οικοδομικής ασβέστης. Από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα
στο απόλυτο σκοτάδι. Θα προτιμούσα να είχα πεθάνει παρά που έχασα το φως μου.
Η μοναδική λύση για το πρόβλημά μου ήταν η μεταμόσχευση. Μπήκα στη λίστα
προβαίνοντας σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και περίμενα. Πέντε ολόκληρα
χρόνια έζησα στο σκοτάδι ώσπου πριν δυο χρόνια χτύπησε το τηλέφωνο. «βρέθηκε
συμβατός δότης» μου είπαν και η ψυχή μου αναθάρρησε. «Λες να ξαναδώ;» τόλμησα
να αναρωτηθώ. Και οι γιατροί έκαναν το θαύμα τους. Τους ευχαριστώ και δημοσίως
από τα βάθη της καρδιάς μου για αυτό. Μα πιο πολύ και πάνω από όλα χρωστάω το
φως μου, και όχι μόνο των ματιών μου, στο δότη μου. Σε αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο
με το μεγαλείο ψυχής που βρίσκεται τώρα εκεί ψηλά άγγελος μεταξύ των αγγέλων.
Και εγώ το ελάχιστο που μπορώ να κάνω σήμερα για αυτόν είναι να τον ευχαριστήσω
δημόσια και να του πω με συντριβή και τύψεις εκτός από το μεγάλο «ευχαριστώ» και
ένα: «συγχώρεσέ με μάτια μου».
Η φωνή του εξηνταεφτάχρονου Μανώλη έσπασε από συγκίνηση και τα μάτια του
πλημμύρησαν από δάκρυα, παρόλο που έκανε μεγάλη προσπάθεια για να τα
συγκρατήσει.
Η Ελεάννα σεβόμενη την φορτισμένη ψυχολογική κατάσταση του καλεσμένου της,
κάλεσε τους αρμόδιους συνεργάτες της να πάνε σε διαφημιστικό διάλειμμα. Έτσι θα
έδινε το χρόνο στο Μανώλη να αποφορτιστεί συναισθηματικά και να μπορέσει να
μιλήσει για την εμπειρία του. Το δημοσιογραφικό δαιμόνιο της έλεγε μέσα της, ότι
κάτι συγκλονιστικό συμβαίνει, που κάνει την πράξη της δωρεάς σε αυτή την
περίπτωση πιο μεγαλειώδη από ότι συνήθως συμβαίνει. Τι ατυχία που δεν έχει πολύ
χρόνο. Μόνο πέντε λεπτά εκπομπής της απομένουν. Λες να δεχτεί να βρίσκεται και
σε επόμενη εκπομπή; Θα δείξει!
Το διάλειμμα τελείωσε και η εκπομπή μπήκε στην κανονική της ροή.
-Κύριε Καμπόσο σας ζητώ συγγνώμη για τη συναισθηματική φόρτιση που σας
προκαλέσαμε. Πιστέψτε με όμως, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μας. Δε θα θέλαμε με
τίποτα αυτά τα όμορφα πράσινα μάτια να τα δούμε δακρυσμένα. Είστε έτοιμος να
συνεχίσουμε; Δε θα σας κουράσουμε πολύ. Μόνο πέντε λεπτά μας έχουν μείνει.
Ο Μανώλης κούνησε καταφατικά το κεφάλι και η Ελεάννα συνέχισε.
-Από τον τρόπο που μιλήσατε για το δότη σας, εισέπραξα την εντύπωση, και
συγχωρέστε με αν κατάλαβα λάθος, ότι γνωρίζετε για αυτόν πράγματα που
δεοντολογικά δεν θα έπρεπε.
-Αυτά τα όμορφα, όπως εσείς είπατε μάτια, είναι δικό του δώρο ζωής προς τον
πατέρα του. Ο δότης ήταν γιός μου!
Σ ε λ ί δ α | 298

-Ωω! Ειλικρινά αυτό που μας λέτε είναι συγκλονιστικό.


-Το πιο συγκλονιστικό κυρία Ελεάννα είναι ότι εγώ δεν άξιζα τη δωρεά του. Τον είχα
απαρνηθεί με αδικαιολόγητη σκληρότητα για χρόνια. Λυπάμαι τόσο πολύ που δεν
μπορώ να γυρίσω το χρόνο πίσω και να επανορθώσω. Το μόνο που μπορώ να κάνω,
είναι να του ζητήσω δημοσίως συγγνώμη, σίγουρος ότι από κάπου εκεί ψηλά μας
βλέπει. Επίσης αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να περάσω ταπεινά ένα μήνυμα σε
όλους τους γονείς. Όχι επειδή ξέρω κάτι παραπάνω από αυτούς, αλλά επειδή
κατάλαβα επιτέλους -αλίμονο πολύ αργά- μέσα από όλη αυτή την περιπέτεια, αυτό
που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο για κάθε γονιό: «αγαπήστε και αποδεχτείτε τα
παιδιά σας για αυτό που μπορούν να είναι και όχι για αυτό που θα θέλατε εσείς να
είναι»
-Δυστυχώς κύριε Μανώλη, ο χρόνος της εκπομπής μας τελειώνει εδώ. Δεσμεύομαι
όμως, αν εσείς φυσικά θέλετε, να σας έχουμε σε προσεχή εκπομπή και να
μοιραστείτε μαζί μας τα βιώματά σας για να βοηθήσετε τους τηλεθεατές να
καταλάβουν σε βάθος τη σημασία του μηνύματός σας.
-Πολύ ευχαρίστως.
-Πριν κλείσουμε θα ήθελα να σας ευχαριστήσω από καρδιάς όλους σας για την
πολύτιμη παρουσία σας εδώ. Ευχαριστώ και εσάς αγαπημένοι μου τηλεθεατές που
για άλλη μια φορά μείνατε στη συχνότητά μας και στην εκπομπή «μαζί για τον
άνθρωπο». Αύριο την ίδια ώρα θα είμαστε και πάλι κοντά σας για να ξεδιπλώσουμε
μαζί ένα θέμα, που σίγουρα αφορά πολλούς συνανθρώπους μας αλλά και δεν παύει
να εγείρει εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις στην κοινωνία μας: την
ομοφυλοφιλία. Φιλιά σε όλους!
Καθώς έπεφτε το σήμα της εκπομπής ο Μανώλης απευθύνθηκε στη δημοσιογράφο.
-Μπορώ αν θέλετε να είμαι και αύριο στην εκπομπή σας.
-Ωραία, θα σας περιμένουμε με χαρά την ίδια ώρα. Θα φροντίσω να σας διαθέσω τον
απαιτούμενο χρόνο για να συμπληρώσετε αυτά που δεν προλάβαμε να
ολοκληρώσουμε σήμερα.
Ο Μανώλης έγνεψε στο γαμπρό του, που βρισκόταν κάπου εκεί ανάμεσα στο κοινό,
ότι είναι έτοιμος για να αποχωρήσουν. Οι οδηγίες που έχει λάβει μετεγχειρητικά από
τους γιατρούς είναι να αποφεύγει να οδηγεί. Έτσι ανέλαβε ο Θάνος, ο άντρας της
τριαντατετράχρονης κόρης του Κωνσταντίνας, να τον πάει με το αυτοκίνητό του στην
Αθήνα και φυσικά να τον φέρει πίσω στο διαμέρισμά του στην Κόρινθο, όπου τον
περίμενε η εξηνταδυάχρονη γυναίκα του, η Φανή. Είχε παρακολουθήσει την εκπομπή
από το σπίτι. Δεν μπόρεσε να τον συνοδεύσει, επειδή έπρεπε να προσέχει τον
εφτάχρονο εγγονό τους τον Νικήτα, μιας και η κόρη τους είχε υπηρεσία σήμερα.
Ανησυχούσε ιδιαίτερα γιατί ήξερε τι βαρύ φορτίο κουβαλά στη ψυχή του ο άντρας
της, και δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε να το διαχειριστεί δημοσίως. Ανάλογο
φορτίο, ίσως και μεγαλύτερο είναι αυτό που κουβαλά και ή ίδια χρόνια τώρα…
-Καλώς τον, είσαι καλά; τον καλωσόρισε γεμάτη αγωνία.
-Καααλά είμαι, της απάντησε βαριά και λακωνικά.
Σ ε λ ί δ α | 299

-Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να πας και αύριο; συνέχισε η Φανή


-Και βέβαια θα πάω. Πρέπει να τιμήσω τη μνήμη του. Πρέπει να μάθουν όλοι τι
υπέροχος άνθρωπος ήταν ο Ηρακλής, και πόσο περήφανος είμαι που ήταν γιός μας.
Να τους πω πόσο αβάσταχτο είναι που ζω εγώ και αυτός έχει φύγει.
-Έλα Μανώλη μου, άστα αυτά τώρα. Δε βγαίνει τίποτα. Τα έχουμε χιλιοειπωμένα.
Άντε να πιείς τα φάρμακά σου και έλα να σου βάλω να φας μια μπουκιά.
Ο Μανώλης με μηχανικές κινήσεις άνοιξε το συρτάρι με τα φάρμακα, πήρε το χαρτάκι
που έγραφε «Δευτέρα βράδυ», γέμισε ένα ποτήρι με νερό και σαν αυτόματο ήπιε τα
χάπια του.
Μετά κάθισε στο τραπέζι και ξεκίνησαν σιωπηλά να τρώνε τη βραδινή τους σούπα.
-Ο Νικήτας μας είναι καλά;
-Ναι, τον πήρε η Κωνσταντίνα επάνω. Τώρα θα έχει κοιμηθεί.
Για λίγο ακουγόταν μόνο ο ήχος των κουταλιών στα πιάτα τους.
-Πώς με άντεξες τόσα χρόνια βρε Φανή;
Η Φανή ξαφνιάστηκε. Ποτέ του δεν της είχε κάνει μια τέτοια ερώτηση. Δεν απάντησε.
Σκούπισε το στόμα της με τη χαρτοπετσέτα και χωρίς να τον κοιτάξει αρκέστηκε μόνο
να ανασηκώσει τους ώμους της.
-Απορώ πως δεν με χώρισες τότε. Ξέρω πόσο κονταροχτυπιόσουν μέσα σου. Αλήθεια
σου πέρασε από το μυαλό τότε να με χωρίσεις;
Τι τον έπιασε σήμερα και της ξύνει παλιές πληγές. Καλύτερα δεν είναι που έχει
κλειστεί στο προστατευτικό καβούκι της σιωπής της; Άλλωστε τι να του πει; Να του
πει ότι ήταν τόσο πολύ ερωτευμένη μαζί του που ό,τι και να της έλεγε τότε, ήταν για
αυτήν νόμος αλάθητος; Να του πει ότι τον έβαζε ακόμα και πάνω από το μητρικό της
φίλτρο. Να του πει ότι πράγματι είχε τις αντιρρήσεις της για την τότε απόφασή του;
Να του πει όμως και το χειρότερο, αυτό που σήμερα της ροκανίζει με τύψεις τα
σωθικά της; Να του πει δηλαδή ότι η ίδια στάθηκε τότε, πολύ χλιαρά και
αδικαιολόγητα, κατώτερη των περιστάσεων, απέναντι στο παιδί της; Είχε απλώς τις
αντιρρήσεις της. Ε! και; Αν θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, πρέπει να
παραδεχτεί ότι στο βάθος του μυαλού της και της καρδιάς της το είχε και εκείνη
απαρνηθεί.
-Όχι Μανώλη, είχα τις αντιρρήσεις μου, αλλά ειλικρινά δεν μου πέρασε από το μυαλό
ούτε για μια στιγμή να σε χωρίσω.
-Δε μου το συγχώρεσες ποτέ όμως και δικαίως. Έτσι δεν είναι; Άλλωστε από τότε
απομακρυνθήκαμε ο ένας από τον άλλο. Από τότε δεν ξαναείδα τα μάτια σου να
λάμπουν από ευτυχία. Ούτε ξανάκουσα το γάργαρο γέλιο σου κάθε φορά που γύριζα
στο σπίτι. Τα πάντα λειτουργούσαν μηχανικά. Και σαν μαχαιριά ακουγόταν κάθε
φορά το «γιατί» της Κωνσταντίνας μας. Ένα «γιατί» που δεν της απαντήθηκε ποτέ. Ή
μάλλον της απαντήθηκε με ψέμα. Για φαντάσου, και σήμερα που την είπα δημοσίως
την αλήθεια, η Κωνσταντίνα μας ήταν στη δουλειά της. Ίσως τη μάθει αύριο, αν τύχει
και ανοίξει την τηλεόραση. Ας είναι! Και όμως κάποτε είχαμε ερωτευτεί τρελά. Και
είχαμε ζήσει υπέροχες στιγμές ευτυχίας. Ώσπου μας έτυχε αυτό που δεν μπορούσα
Σ ε λ ί δ α | 300

με τίποτα να δεχτώ. Και θεώρησα αυτό αιτία που γκρεμίστηκε το όμορφο


οικοδόμημα της ζωής μας όπως το είχαμε μαζί χτίσει. Χρειάστηκε να περάσουν τόσα
χρόνια και να μεσολαβήσουν τόσα πολλά για να καταλάβω ότι εγώ και μόνο εγώ
ήμουν η αιτία αυτής της καταστροφής. Και σύ δεν με κατηγόρησες ποτέ. Μόνο
σιώπησες. Με μια σιωπή που έλεγε περισσότερα και από τα πιο σκληρά λόγια…
Πώς τον έπιασε σήμερα τέτοιο ντελίριο εξομολόγησης; Φαίνεται επηρεάστηκε από
τη σημερινή δημόσια παρουσία του.
-Σταμάτα να σκαλίζεις τα παλιά Μανώλη. Ό,τι και να πούμε ο χρόνος είναι αμείλικτος,
δεν γυρίζει πίσω. Ούτε και διορθώνεται τίποτα. Ας κοιτάξουμε μπροστά και να
βοηθήσουμε όσο μπορούμε την κόρη μας και την οικογένειά της να έχει αυτή
τουλάχιστον μια ευτυχισμένη ζωή.
-Κατάλαβα, δεν πρόκειται να με συγχωρήσεις ποτέ.
-Τον εαυτό μου δεν πρόκειται να συγχωρήσω Μανώλη. Αν εγώ κρατούσα σθεναρή
και σωστή στάση τότε, σήμερα τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά.
-Έτσι νομίζεις Φανή μου. Πιστεύεις ότι αν μου εναντιωνόσουν, εγώ θα άλλαζα στάση
και θα έκανα κάτι διαφορετικό; Πόσο λίγο με ήξερες. Θα ήταν σαν να χτυπούσες
γροθιά στο μαχαίρι.
-Ας ήταν γροθιά στο μαχαίρι. Δε θα μπορούσες όμως να με υποχρεώσεις να
υπογράψω με το ζόρι στο πρωτοδικείο. Και ότι ήθελε ας γινόταν. Όμως εγώ
προτίμησα να σταθώ δίπλα σου παρά να στηρίξω ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα, που
το πολεμούσαν ποιοι; αυτοί που θα έπρεπε με αγάπη, συνέπεια και αυτοθυσία να το
στηρίζουν και να το προστατεύουν. Αποδειχτήκαμε σκάρτοι γονείς Μανώλη, και αυτό
δεν θα αλλάξει ποτέ, και δεν έχει καμία σημασία να συγχωρήσει ο ένας τον άλλον.
Σημασία θα είχε να μας συγχωρούσε το παιδί μας. Αυτό όμως είναι ανθρωπίνως
αδύνατον. Βλέπεις οι ζωντανοί συγχωρούν τους πεθαμένους και όχι το αντίθετο.
-Μη μου ματώνεις και άλλο την καρδιά!
-Δε θέλω να στη ματώνω Μανώλη. Πάμε για ύπνο τώρα.
Λίγη ώρα αργότερα στο διπλό τους κρεβάτι ξαπλωμένοι με γυρισμένη την πλάτη ο
ένας στον άλλο, σκέφτονταν και οι δυο τους την ίδια ακριβώς ιστορία, σαν να
βρίσκονταν σε σινεμά και να παρακολουθούσαν την ίδια ταινία. Μόνο που
σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές και θεατές της παράστασης ήταν τα ίδια
και τα αυτά πρόσωπα: αυτοί οι ίδιοι. Και η παράσταση προβαλλόταν αδιαλείπτως
καθημερινά και πολλάκις για χρόνια ολόκληρα.
Σ ε λ ί δ α | 301

2. Η ΑΝΑΤΟΛΗ ΕΝΟΣ ΑΝΘΟΣΠΑΡΤΟΥ ΒΙΟΥ

Ανήμερα της Ζωοδόχου Πηγής του 1975.

-Ισθμός! Μισή ώρα στάση! είπε ο οδηγός του λεωφορείου που εκτελούσε την πρωινή
διαδρομή Πάτρα-Αθήνα.
Η εικοσάχρονη Φανή που είχε επιβιβαστεί στην Εθνική οδό στο ύψος του Αιγίου,
κατέβηκε μαζί με τους άλλους επιβάτες και κατευθύνθηκε προς τη πεζογέφυρα της
διώρυγας που έβλεπε προς την πλευρά του Σαρωνικού. Η απόσταση της γέφυρας από
την γαλάζια επιφάνεια της θάλασσας ήταν τόσο μεγάλη που σου έκοβε την ανάσα.
Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο μεταφορικό πλοίο με σβησμένες τις μηχανές του,
ρυμουλκούμενο από το μικρό ρυμουλκό πλοιάριο, κινείτο αργά με κατεύθυνση από
Σαρωνικό προς Κορινθιακό. Το πλήρωμα από το πλοίο και οι θεατές από τη γέφυρα
αλληλοχαιρετιούνταν με ενθουσιασμό κουνώντας τα χέρια τους και τα μαντήλια
τους. Η Φανή έμεινε εκεί, θαυμάζοντας όλη αυτή την εικόνα, μέχρι που το πλοίο
πέρασε κάτω από τη γέφυρα, αφήνοντας πίσω του έναν τεράστιο μακρύ ισοσκελές
τρίγωνο με μικρούς ακανόνιστους άσπρους αφρούς με φόντο τα γαλάζια νερά του
καναλιού. Γύρισε στον εξωτερικό χώρο του καφε-εστιατορίου που αν και πρωί
ακόμα, έσφιζε από κόσμο και αφού κατάφερε να βρει κενή καρέκλα σε ένα τραπεζάκι
παρήγγειλε μία πορτοκαλάδα. Η ώρα πέρασε γρήγορα και ο οδηγός φώναξε τους
επιβάτες να επιβιβαστούν. Η Φανή ήταν τελευταία. Το πόδι της ήταν έτοιμο να
πατήσει στο πρώτο σκαλί του λεωφορείου, όταν το μάτι της έπιασε προς τα αριστερά
της και πίσω από το λεωφορείο της, μια ασυνήθιστη κίνηση. Ένα αγοράκι γύρω στα
τρία, είχε προφανώς ξεφύγει από την προσοχή των γονέων του και κατευθυνόταν
προς το δρόμο. Σκαρφάλωσε στις προστατευτικές μπάρες και ετοιμάστηκε να κατεβεί
στο δρόμο, έχοντας πλήρη άγνοια του κινδύνου που διέτρεχε. Στη μέση του δρόμου
και στο ρεύμα προς Αθήνα ήταν ένα αντικείμενο, σαν δέμα, τυλιγμένο με πολύχρωμο
λουστρασιόν χαρτί. Φαίνεται ότι θα είχε πέσει από κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο
και ο μικρός βλέποντάς το, θεώρησε ότι κάποια λιχουδιά ή κάποιο φανταχτερό
παιχνίδι θα έκρυβε μέσα. Η Φανή άφησε το λεωφορείο και χωρίς δεύτερη σκέψη
έτρεξε με όλη της τη δύναμη προς τα εκεί, πήδησε τη μπάρα, άρπαξε το παιδί και το
τράβηξε πάνω της κάνοντας ταυτόχρονα δυο βήματα πίσω με αποτέλεσμα να πέσουν
στο έδαφος και οι δυο, τη στιγμή ακριβώς που ένα φορτηγό, με τα φρένα να
στριγγλίζουν, περνούσε ακριβώς πάνω από το σημείο που δέκατα του
δευτερολέπτου πριν βρισκόταν το μικρό αγόρι.
Η Φανή αφήνοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης, προσπάθησε να καθησυχάσει
το μικρό που είχε κατατρομάξει και έκλαιγε γοερά.
-Σώπα, σώπα μωρό μου, όλα είναι εντάξει, προσπάθησε να το καθησυχάσει. Και
συνέχισε:
-Πονάς κάπου;
Σ ε λ ί δ α | 302

-Θέλω … τη … μαμά μου…ουου… ήταν η διακεκομμένη από λυγμούς απάντηση του


παιδιού.
Οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες του συμβάντος άρχισαν να καταφθάνουν ανήσυχοι
στο σημείο και να εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους.
-Θέλετε βοήθεια;
Την ίδια στιγμή κατέφθασε αναστατωμένος και ο οδηγός του φορτηγού που γεμάτος
αγωνία ρώτησε:
-Είστε καλά κυρία μου;
Η Φανή κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
-Θα μου έκλεινες το σπίτι χριστιανή μου, ξέσπασε αυτός. Πως άφησες ανεξέλεγκτο
το παιδί σου;
-Δεν είναι δικό μου παιδί, απάντησε η κοπέλα αλλά η απάντησή της σκεπάστηκε από
τις φωνές της κυρίας, που έφτασε εκείνη τη στιγμή τρέχοντας και αλαφιασμένη.
Όρμησε προς το παιδάκι και το σήκωσε στην αγκαλιά της ουρλιάζοντας:
-Θοδωράκι μουου! Παιδάκι μουου! Τι σου έκαναν αγόρι μου;
-Μα…μάαα, συνέχισε τους λυγμούς το μικρό καθώς χωνόταν πιο βαθιά στη γνώριμη
αγκαλιά της μαμάς του.
Οι περισσότεροι, σεβόμενοι την ανησυχία και την αγωνία μιας μάνας δεν έδωσαν
συνέχεια στα λεγόμενά της αν και τους ενόχλησε ο τρόπος που αντέδρασε και μίλησε.
Πρώτον εκδήλωνε με τέτοιον τρόπο την ανησυχία της που αντί να ηρεμεί το παιδί της
το τρόμαζε περισσότερο. Δεύτερον ήταν έτοιμη να καταδικάσει αβασάνιστα τους
άλλους χωρίς να ξέρει καν τι είχε συμβεί. Και τέλος δεν αναλάμβανε, ως όφειλε,
καμία ευθύνη για το γεγονός ότι το παιδί βρέθηκε, χωρίς την επίβλεψη της ίδιας, στο
δρόμο, με ό,τι κίνδυνο αυτό συνεπάγεται. Κάποιος όμως από αυτούς που είχαν δει
ακριβώς το περιστατικό και όντας πιο ευέξαπτος δεν κρατήθηκε και ξεσπάθωσε:
-Τίποτα δεν του έκαναν κυρία μου του παιδιού σας. Απλά η κοπέλα από εδώ, με
κίνδυνο της ζωής της, το έσωσε από βέβαιο θάνατο. Αντί λοιπόν να ουρλιάζετε,
ευχαριστήστε το κορίτσι και ηρεμήστε σας παρακαλώ, για να ηρεμήσουμε όλοι, και
πρώτα πρώτα το παιδί σας. Άντε, μη πω τίποτα πιο χοντρό.
Η μητέρα κοκκίνισε και κατάπιε τη γλώσσα της από το ξάφνιασμα που της
προκάλεσαν τα λόγια του άγνωστου κυρίου. Ντροπιασμένη απευθύνθηκε προς τη
Φανή:
-Σας ευχαριστώ πολύ, είπε ψελλίζοντας και τρέμοντας. Είχε επιτέλους
συνειδητοποιήσει το κακό που θα είχε βρει το παιδί της, όση ώρα εκείνη είχε πιάσει
φιλάρεσκα την ψιλή κουβέντα με έναν παλιό γνωστό της.
-Παρακαλώ! είπε η Φανή και προσπάθησε επιτέλους να σηκωθεί. Μια δυνατή
κραυγή πόνου βγήκε από τα χείλη της καθώς ένας σουβλερός πόνος στον αστράγαλο
την ακινητοποίησε.
-Πονάτε; μήπως χρειάζεστε βοήθεια; τη ρώτησε ο οδηγός.
-Πονάω πολύ στον αστράγαλο. Δεν μπορώ να σηκωθώ.
Σ ε λ ί δ α | 303

-Κρατηθείτε από πάνω μου και προσπαθήστε να σηκωθείτε. Ή μάλλον…. αφεθείτε


πάνω μου…
Και χωρίς να χάσει καιρό έσκυψε, τη σήκωσε στην αγκαλιά του με απαλές κινήσεις
και την οδήγησε σε μία καρέκλα του καφενείου. Πίσω τους έφτασαν και οι υπόλοιποι
μάρτυρες.
-Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και συγγνώμη που σας κούρασα, του είπε κατακόκκινη
από ντροπή και υποχρέωση. Πρώτη φορά της συνέβαινε να βρεθεί έστω και υπό
τέτοιες συνθήκες σε αντρική αγκαλιά και η αναστάτωση που ένιωσε ήταν
πρωτόγνωρη και ευχάριστη.
-Τι λέτε δεσποινίς μου! εγώ πρέπει να σας ευχαριστήσω. Αν δεν ήσασταν εσείς,
γύρευε σε ποιο αστυνομικό τμήμα θα βρισκόμουν αυτή τη στιγμή και προπάντων σε
τι αλλόφρονη κατάσταση. Φαντάζεσθε να είχα σκοτώσει το παιδάκι! Πώς θα σήκωνα
ένα τέτοιο βάρος; Ο Θεός σας έστειλε στο δρόμο μου. Πείτε μου θα πάρετε κάτι;
-Όχι ευχαριστώ! Μόλις πριν λίγο ήπια μια πορτοκαλάδα.
-Αλήθεια πώς έγινε και βρεθήκατε εδώ;
-Ερχόμουν από Αίγιο με το λεωφορείο.
Του εξιστόρησε πώς είδε το παιδί να βγαίνει στο δρόμο, πώς η ίδια εκείνη τη στιγμή
ανέβαινε στο λεωφορείο μετά την καθιερωμένη του δεκαπεντάλεπτη στάση και πώς
έτρεξε να προλάβει το κακό. Καθώς μιλούσε ένας ένας οι άνθρωποι που ήταν μαζί
τους έφευγαν για να επιβιβαστούν είτε στα λεωφορεία τους ή στα Ι.Χ. τους. Τότε η
Φανή συνειδητοποίησε ότι το λεωφορείο της είχε πια φύγει. Ωωχ, και το χειρότερο
είχε τη βαλίτσα της στο πορτπαγκάζ του λεωφορείου. Τώρα έπρεπε να κανονίσει το
εισιτήριό της για… Στην Αθήνα δεν θα μπορούσε να πάει έτσι που πονούσε το πόδι
της. Πρέπει να γυρίσει πίσω στο σπίτι της.
-Συγγνώμη, πρέπει να βγάλω εισιτήριο να γυρίσω πίσω στο Αίγιο. Και να τους πω να
ειδοποιήσουν τον οδηγό του λεωφορείου να αφήσει τη βαλίτσα στο πρακτορείο στην
Αθήνα ώστε να πάει εκεί ο αδερφός μου να την πάρει.
Έκανε να σηκωθεί, αλλά ο πόνος του αστράγαλου την ξανακαθήλωσε στην καρέκλα
της.
-Νομίζω ότι πρέπει να σας πάω στο νοσοκομείο. Περιμένετε θα πάω να παρκάρω σε
ασφαλές μέρος το φορτηγό μου και θα πάρω ταξί να σας πάω στο νοσοκομείο της
Κορίνθου. Είναι πολύ κοντά από δω.
Η Φανή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς παρά να συμφωνήσει.
Σε λίγο γύρισε ο εεμ… οδηγός, φαντάσου ούτε το όνομά του δεν ήξερε ακόμα.
-Κάντε λίγο υπομονή, έχω ειδοποιήσει ήδη ταξί να μας πάρει. Πάω λοιπόν να πω στον
πράκτορα του Ισθμού να ειδοποιήσει το ΚΤΕΛ στον Κηφισό να κρατήσουν τη βαλίτσα
σας και να την δώσουν στον κύριοοο … πως λένε τον αδερφό σας;
-Ανέστη Πολίτη. Κοιτάξτε, η βαλίτσα έχει καρτελάκι που γράφει το ονοματεπώνυμό
μου και το τηλέφωνό μου: Φανή Πολίτη, 06…….. Το τηλέφωνο του αδερφού μου είναι
01…..
Σ ε λ ί δ α | 304

Ο οδηγός έβγαλε από την τσέπη του ένα σημειωματάριο και ένα στυλό και σημείωσε
ονόματα και τηλέφωνα. Ύστερα μπήκε στο πρακτορείο του Ισθμού, που έδρευε μέσα
στο καφενείο, ενημέρωσε την κυρία που ήταν στο γκισέ για το δρομολόγιο που
πραγματοποιούσε το συγκεκριμένο λεωφορείο και της έδωσε το χαρτάκι με το όνομα
και το τηλέφωνο του αδερφού της κοπέλας καθώς και τα στοιχεία που ήταν γραμμένα
στο καρτελάκι της βαλίτσας με την παράκληση να παραδοθεί σε αυτόν. Στη συνέχεια
τηλεφώνησε στον Ανέστη για να τον ενημερώσει σχετικά.
-Εντάξει δεσποινίς Φανή, είπε σε λίγο. Η βαλίτσα σας θα δοθεί στον αδερφό σας,
στον οποίο και τηλεφώνησα.
-Ωχ! θα κατατρόμαξε ο καημένος.
-Μην ανησυχείτε, του μίλησα με τρόπο.
Η Φανή είχε σχεδόν γοητευτεί από τη συμπεριφορά του και από την παρουσία του
γενικά. Τον είχε δει από τη τζαμαρία να μιλάει στο τηλέφωνο ύστερα να πληρώνει
και να ξαναγυρίζει κοντά της. Ήταν πολύ νέος γύρω στα είκοσι πέντε, ψηλός, λεπτός,
με σκούρα καστανά σγουρά μαλλιά και όμορφα εκφραστικά ανοιχτοπράσινα μάτια.
Φορούσε τζιν ανοιχτόχρωμο παντελόνι και κοντομάνικη εφαρμοστή μαύρη μπλούζα.
-Σας ευχαριστώ πολύ. Κάνετε τόσα πολλά για μένα και ούτε το όνομά σας δεν ξέρω.
-Ωω! Παράλειψή μου! να σας συστηθώ: Μανώλης Καμπόσος! Α! να αυτό πρέπει να
είναι το ταξί μας.
Έκανε νόημα στον οδηγό να πλησιάσει κοντά. Άνοιξε την πίσω πόρτα και για δεύτερη
φορά τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη βοήθησε να καθίσει στο κάθισμα. Έκανε το
γύρο, μπήκε από την άλλη πίσω πόρτα και κάθισε δίπλα της.
-Στο νοσοκομείο παρακαλώ, είπε.
-Γερό διάστρεμμα στον αστράγαλο και ένα μικρούτσικο τριχοειδές καταγματάκι, είπε
ο ορθοπεδικός μελετώντας προσεκτικά την ακτινογραφία. Θα χρειαστεί γύψο για δύο
εβδομάδες.
Σε λίγη ώρα ο αστράγαλός της είχε ακινητοποιηθεί μέσα στο γύψο. Αυτό τη βοήθησε
να μην πονάει τόσο πολύ, αλλά ο γιατρός είπε ότι δεν έπρεπε να το πατάει. Ο
Μανώλης ξανακάλεσε ταξί και γύρισαν στον Ισθμό όπου της έβγαλε εισιτήριο για το
Αίγιο και ειδοποίησε τους γονείς της να την περιμένουν στη στάση ώστε να την
παραλάβουν από το λεωφορείο και να την πάνε στο σπίτι τους με ταξί. Είχε περάσει
το μεσημέρι και ώσπου να φτάσει το λεωφορείο οι δυο νέοι είχαν αρκετό χρόνο για
να τσιμπήσουν κάτι. Έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουν περισσότερο και να
γνωριστούν καλύτερα. Ο ενικός τους προέκυψε αυθόρμητα και αυτό τους έδωσε
μεγαλύτερη άνεση στο να μάθουν κάποια βασικά πράγματα ο ένας για τον άλλο. Η
Φανή του είπε ότι, εδώ και δύο χρόνια που τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, δουλεύει
σε ένα εμπορικό κατάστημα ρούχων στο Αίγιο. Επειδή σήμερα είναι τοπική αργία της
πολιούχου Ζωοδόχου Πηγής, αποφάσισε να πάει στην Αθήνα να επισκεφθεί το
μικρότερο αδερφό της τον Ανέστη, που είναι πρωτοετής φοιτητής μαθηματικών και
επί τη ευκαιρία να κάνει και την εφόρμησή της στα μαγαζιά. Αλλά δυστυχώς την
πρόλαβαν τα γεγονότα. Ο Μανώλης δεν χόρταινε να την ακούει. Η μελωδική φωνή
Σ ε λ ί δ α | 305

που έβγαινε από τα καλλίγραμμα χείλη της τον είχε μαγέψει. Του άρεσε πολύ και όλη
η εμφάνισή της. Ήταν λεπτή με μέτριο ανάστημα. Φορούσε μία μακριά εμπριμέ
φούστα στα χρώματα του μωβ ροζ, που αγκάλιαζε εφαρμοστά τη μέση και τους
γοφούς της και έφτανε φαρδιά μέχρι κάτω από τα γόνατα. Από πάνω φορούσε ένα
εφαρμοστό ανοιχτό ροζ πουκαμισάκι με τα δυο πάνω κουμπιά ξεκούμπωτα που
άφηναν να φανεί το ασημένιο ματάκι που φορούσε στο λαιμό. Τα μαύρα ίσια μακριά
μαλλιά της έφταναν ελεύθερα μέχρι τη μέση της και έκαναν αισθητή αντίθεση με την
ανοιχτόχρωμη αψεγάδιαστη επιδερμίδα της. Τα μάτια της ήταν μαύρα και πολύ
εκφραστικά και το βλέμμα της μαγνήτιζε τον νεαρό άντρα που έβλεπε το χρόνο να
περνάει πολύ γρήγορα και δεν ήθελε με τίποτα η γνωριμία τους να τελειώσει άδοξα
εδώ.
-Λυπάμαι που ακυρώθηκαν τα σχέδιά σου Φανή, αλλά δεν σου κρύβω ότι χάρηκα
πάρα πολύ που σε γνώρισα. Και αν το θέλεις και εσύ θα μπορούσαμε να κρατήσουμε
έστω και μια τηλεφωνική επικοινωνία.
Χωρίς να χάσει καιρό έβγαλε το σημειωματάριό του, έγραψε το τηλέφωνό του και το
ονοματεπώνυμό του, έσκισε το φύλλο και της το έδωσε.
-Να ξέρεις ότι μετά τις έξι το απόγευμα συνήθως έχω γυρίσει από τη δουλειά και
είμαι στο σπίτι. Θα περιμένω τηλέφωνό σου να μάθω και πώς πάει το πόδι σου.
-Γράψε και το δικό μου, αν θέλεις. Εγώ είμαι στη δουλειά μου τις ώρες λειτουργίας
καταστημάτων. Τις άλλες ώρες βρίσκομαι στο σπίτι. Μπορείς να με παίρνεις και εσύ
όποτε θέλεις να μου λες τα νέα σου. Αλήθεια εσύ που πήγαινες σήμερα;
-Α! στην Αθήνα πήγαινα και εγώ σήμερα.
Η οικογένεια του Μανώλη κατοικούσε μόνιμα στην Κόρινθο. Ο πατέρας του δούλευε
σαν οδηγός φορτηγού, σε μια μεγάλη μεταφορική εταιρεία, που είχε έδρα στην
Κόρινθο και γραφεία σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Μετά από πολλά χρόνια
δουλειάς κατάφερε, κάνοντας αιματηρές οικονομίες, να αγοράσει δικό του φορτηγό.
Συνέχισε να δουλεύει στην εταιρεία ως μέτοχος πια, και γρήγορα έκανε απόσβεση.
Ήδη είχαν μεγαλώσει τα παιδιά του. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο κατατάχθηκαν ως
εθελοντές στο στρατό. Αμέσως μόλις απολύθηκαν η εταιρεία τα προσέλαβε αμέσως.
Η Φανή όλη την ώρα τον άκουγε με ενδιαφέρον. Ένιωσε εκτίμηση για αυτόν τον
άντρα που μπήκε από νεαρός στη βιοπάλη. Αν αποφάσιζε να κάνει οικογένεια, η
γυναίκα του θα ένιωθε μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά κοντά του.
-Σήμερα τι θα γίνει που σε περίμεναν να παραδώσεις τα πράγματά τους; τον ρώτησε
-Έννοια σου και τους έχω ειδοποιήσει. Θα ξεκινήσω αμέσως μόλις σε βοηθήσω να
επιβιβαστείς στο λεωφορείο σου.
-Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Α, παραλίγο να το ξεχνούσα. Άνοιξε την τσάντα
της και έβγαλε το πορτοφόλι της. Σου χρωστάω το ταξί, το εισιτήριο, τα
τηλεφωνήματα και το φαγητό. Είναι…
Λογάριασε με το νου της το ποσό και άνοιξε το πορτοφόλι της για να βγάλει τα
χρήματα. Ο Μανώλης ακούμπησε απαλά το χέρι του στο χέρι της και τη σταμάτησε.
Σ ε λ ί δ α | 306

-Δεν θα ξεμπέρδευα σήμερα ούτε και αν ξόδευα όλη μου την περιουσία, αν δεν
ήσουν εσύ να σταματήσεις το κακό. Άρα σου χρωστάω πολλά περισσότερα από αυτά
που λες ότι ξόδεψα. Πες ότι αυτά ήταν ένα κέρασμα από έναν άντρα σε μία όμορφη
κοπέλα στο πρώτο τους ραντεβού και τίποτα παραπάνω. Νομίζω ότι ήρθε το
λεωφορείο σου. Στηρίξου επάνω μου.
Τη βοήθησε να ανέβει και να καθίσει στο κάθισμά της.
-Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα. Σου εύχομαι περαστικά στο πόδι σου και καλό
σου ταξίδι.
-Σε ευχαριστώ για όλα. Και εσύ καλή συνέχεια στη δουλειά σου!
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε εντελώς ανεπάντεχα και επεισοδιακά η γνωριμία του Μανώλη
και της Φανής. Δυο νέων παιδιών γεμάτων όνειρα και όρεξη για ζωή. Μετά από
αμέτρητες ώρες τηλεφωνικής επικοινωνίας και μετά από πολλές συναντήσεις τους
που τις επεδίωκαν σε κάθε ευκαιρία, εντελώς φυσικά η πρώτη γνωριμία τους
εξελίχθηκε σε μια βαθιά σχέση αγάπης και έρωτα.
Τρία χρόνια μετά, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, προστάτιδάς τους, ανήμερα
της χάρης της, ο Μανώλης ντυμένος γαμπρός καλωσόριζε τη Φανή που τη συνόδευαν
οι γονείς της, ο αδερφός της και όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς και φίλοι της. Έλαμπε
από ευτυχία μέσα στο ολόλευκο δαντελωτό νυφικό της, καθώς ο Μανώλης της
πρόσφερε την νυφική ανθοδέσμη φιλώντας την θερμά ανάμεσα στα χειροκροτήματα
των καλεσμένων τους. Έτσι ξεκίνησαν τη νέα τους ζωή με τους καλύτερους οιωνούς
και τις θερμότερες ευχές να τους συντροφεύουν.
Σ ε λ ί δ α | 307

3. ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Πρωτομαγιά του 1980.

-Να σου ζήσει ο γιός Φανή! παίδαρος! τρία οχτακόσια! Τα λόγια του γιατρού
σκεπάζονταν από το ζωηρό κλάμα του νεογέννητου, καθώς ο ομφάλιος λώρος
κοβόταν, αποκόβοντάς το τελείως από το ζεστό και φιλόξενο σώμα της μαμάς του.
-Ευχαριστώ πολύ γιατρέ, απάντησε καταταλαιπωρημένη αλλά και συνάμα
τρισευτυχισμένη η εικοσιπεντάχρονη μανούλα. Το είπατε στο Μανώλη;
-Και βέβαια! τι, στην άγνοια θα τον αφήναμε το μπαμπά;
Λίγη ώρα αργότερα η Φανή και το μωρό είχαν μεταφερθεί στο δίκλινο δωμάτιο του
νοσοκομείου όπου τους περίμενε ο Μανώλης. Ανακουφισμένος που όλα πήγαν κατ’
ευχή αγκάλιασε και φίλησε τρυφερά τη Φανή.
-Να μας ζήσει αγάπη μου!
Ύστερα σήκωσε το μωρό πολύ προσεκτικά, λες και ήταν εύθραυστο γυαλί, και το
έφερε στην αγκαλιά του.
-Τι άντρας είσαι εσύ λεβέντη μου! και τι καρδιές έχεις να κάψεις! είπε ο
τριαντάχρονος πατέρας και η χαρά έκανε το χαμόγελό του να φτάνει μέχρι τα αυτιά
του.
Ή Φανή δε χόρταινε να καμαρώνει τους δυο άντρες της ζωής της και να θαυμάζει την
επικοινωνιακή κατάσταση που αναπτυσσόταν ήδη μεταξύ τους.
-Κύριε Καμπόσο, ελάτε όταν μπορέσετε στο γραφείο να πάρετε τη βεβαίωση του
γιατρού και να πάτε στο ληξιαρχείο να δηλώσετε τη γέννηση του παιδιού.
Ο Μανώλης κοίταξε ανήσυχος τη γυναίκα του.
-Πήγαινε αγάπη μου, είμαι εντάξει εγώ.
Ο νεαρός πατέρας απίθωσε το μωρό προσεκτικά στην κουνίτσα του και βγήκε από το
δωμάτιο.
Λίγο αργότερα στο διπλανό κρεββάτι έφεραν μία κυρία που φαινόταν ότι δεν είχε
συνέλθει ακόμα από τη νάρκωση. Η νοσοκόμα και ο κύριος που τη συνόδευε την
παρότρυναν να ξυπνήσει.
-Με ακούς Χάριετ; ξύπνα μάυ λαβ, της είπε με μισά ελληνικά και μισά αγγλικά ενώ
της χάιδευε με αγάπη το μέτωπο και τα μαλλιά της.
-Άσε με Τζίμη να κοιμηθώ, του είπε με εγγλέζικη προφορά. Είναι ωραία που δεν
πονάω πια και νυστάζω πολύ.
-Αφήστε τη να κοιμηθεί λίγο ακόμα, θα γυρίσω πάλι σε λίγο να δω πως πάει, είπε η
νοσοκόμα και βγήκε από το δωμάτιο.
-Εντάξει γλυκιά μου, κοιμήσου. Ό,τι χρειαστείς είμαι δίπλα σου, της είπε ο άντρας και
κάθισε στο κρεβάτι κρατώντας της το χέρι.
Σ ε λ ί δ α | 308

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι στο δωμάτιο βρισκόταν και η Φανή με το μωρό
της.
-Να σας ζήσει της ευχήθηκε καλοσυνάτα.
-Ευχαριστώ.
Ήταν ένας κύριος ψηλός, γύρω στα σαράντα με σκούρα καστανά μάτια και σγουρά
μαύρα μαλλιά που στους κροτάφους είχαν αρχίσει να γκριζάρουν.
-Αγόρι ή κορίτσι;
-Αγόρι!
-Μπράβο! Εμείς δυστυχώς δε σταθήκαμε τυχεροί. Είμαστε δέκα χρόνια παντρεμένοι
με τη Χάριετ, αλλά δεν μας αξίωσε ο Θεός να κάνουμε παιδάκι. Και εκεί που το είχαμε
πάρει απόφαση ότι δεν γίνεται τίποτα, έμεινε έγκυος. Δυστυχώς όμως ήταν
εξωμήτριος η κύηση και της κατέστρεψε τη μια της σάλπιγγα.
-Εύχομαι γρήγορα περαστικά της, είπε εγκάρδια η Φανή.
-Από το στόμα σας και στου θεού το αυτί. Σε τέσσερις μέρες τελειώνει η άδεια μου
και πρέπει να φύγουμε για Λονδίνο. Για να δούμε θα μας το επιτρέψει ο γιατρός.
-Στο Λονδίνο μένετε;
-Ναι, εδώ και πολλά χρόνια. Τα τελευταία καλοκαίρια ευτυχώς καταφέρνουμε και
ερχόμαστε στην Ελλάδα για να βλέπουμε τους γονείς μου και να κάνουμε τα μπάνια
μας. Φέτος είναι η μοναδική χρονιά που ήρθαμε νωρίτερα για να γιορτάσουμε το
Πάσχα με τους δικούς μου.
-Εδώ στην Κόρινθο μένουν οι γονείς σας;
-Όχι, στο Αίγιο μένουν.
-Αλήθεια; Ξέρετε, και εγώ από το Αίγιο είμαι.
-Είμαστε πατριώτες δηλαδή! Μένετε μέσα στο Αίγιο;
-Ναι κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Εσείς;
-Εγώ είμαι από τη Ροδοδάφνη.
-Α! εκεί μας πήγαινε ο πατέρας μου για τα μπάνια μας όταν είχε την καλοκαιρινή του
άδεια.
-Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας;
-Ήταν φύλακας στην Αγροτεξ. Θα το ξέρετε φαντάζομαι το εργοστάσιο.
-Τι μου λέτε τώρα; Εκεί δούλευα από πιτσιρικάς σε όλες σχεδόν τις διακοπές του
σχολείου. Φύλακας είπατε; Μη μου πείτε ότι πατέρας σας είναι ο κύριος Μάρκος;
-Σας το λέω!
-Τι μου θυμίσατε τώρα! Με γυρίσατε εικοσιπέντε χρόνια πίσω. Δεκαπεντάχρονο
παιδί ήμουν τότε και ήταν η πρώτη μέρα δουλειάς μου στο εργοστάσιο. Το μεσημέρι
που πήγαμε για φαγητό, ήρθε απρόσκλητο ένα κουταβάκι. Εγώ και ο φίλος μου το
πήγαμε στο φυλάκιο που ήταν το πόστο του πατέρα σας, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν
ήταν εκεί. Αρχίσαμε να παίζουμε με το σκυλάκι και δεν καταλάβαμε πως πέρασε η
ώρα και το μεσημεριανό διάλειμμα τελείωσε. Σε λίγο ήρθε ο κύριος Μάρκος και μας
ρώτησε: «Τι κάνετε εσείς εδώ. Δεν ακούτε που τα μηχανήματα πήραν εμπρός;»
Σ ε λ ί δ α | 309

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και να σου, φάνηκε ο επιστάτης αγριεμένος
για να μας επαναφέρει στη δουλειά. Ο καημένος ο κύριος Μάρκος για να μην φάμε
εμείς την κατσάδα προσποιήθηκε ότι είχε πέσει και είχε δήθεν στραμπουλήξει το
πόδι του την ώρα που πήγε να πιάσει το κουταβάκι και ότι μας χρειάστηκε για να τον
βοηθήσουμε να σηκωθεί -υποτίθεται ότι δεν μπορούσε να το πατήσει από τον πόνο-
για αυτό και καθυστερήσαμε. Από τότε έγινε ο δικός μας ο καλός μας κύριος Μάρκος.
Και το σκυλάκι το κράτησε κοντά του. Ο Μπρούνο το λυκόσκυλο, έγινε ο δεύτερος
φύλακας, σαν να λέμε ο καλύτερος συνάδελφος και σύντροφός του για χρόνια
ολόκληρα.
-Δεκαπέντε χρόνια έζησε ο Μπρούνο. Κάθε μέρα ο μπαμπάς μου, μου μετέφερε όλο
και κάποια ιστορία από το εργοστάσιο με πρωταγωνιστή το ….. συνομήλικό μου το
Μπρούνο!
-Αλήθεια, εξακολουθεί να εργάζεται στο εργοστάσιο; Θυμάμαι ότι ήταν πολύ νέος
τότε. Γύρω στα τριάντα.
-Είναι πενήντα πέντε χρονών σήμερα. Εργάζεται ακόμα εκεί. Θέλει πέντε χρόνια
ακόμα για να πάρει σύνταξη.
-Σας παρακαλώ να του μεταφέρετε τους χαιρετισμούς μου. Έστω και αν δεν με
θυμάται. Τόσα παιδιά πέρασαν από το εργοστάσιο!
-Πολύ ευχαρίστως!
-Τζίμη, πού βρίσκομαι; είπε χαμηλόφωνα η Χάριετ, που μόλις ξύπνησε.
-Εδώ είμαι γλυκιά μου. Πώς αισθάνεσαι;
-Πολύ κουρασμένη και πολύ νυσταγμένη. Τι ακριβώς μου συνέβη. Θυμάμαι ότι
πονούσα πάρα πολύ και μετά τίποτα. Μάι μπέιμπι; ρώτησε ανήσυχη.
-Αρκεί που είσαι εσύ καλά αγάπη μου.
-Μάι μπείμπυ; ξαναρώτησε γεμάτη αγωνία.
Ο Τζίμης της έπιασε τρυφερά το χέρι και την κοίταξε με όλη του την αγάπη.
-Ήταν εξωμήτριο καλή μου. Έπρεπε να γίνει διακοπή.
-Ωω, αμ σόου σόρυ, είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.
-Ησύχασε καρδιά μου. Είμαι εγώ εδώ για σένα. Όλα θα τα αντιμετωπίσουμε μαζί.
Η Φανή έγειρε στο πλάι διακριτικά, για να αφήσει το ζευγάρι να διαχειριστεί την
απώλειά του. Τράβηξε απαλά κοντά της το κουνάκι του μωρού της μέχρι που κόλλησε
στο κρεββάτι της. Χωρίς να πάρει το χέρι της από την κούνια και αποκαμωμένη όπως
ήταν, αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.
Αρκετή ώρα αργότερα έφτασε σαν όνειρο στα αυτιά της ο διάλογος του Μανώλη με
τη μαία.
-Γιατί κλαίει; τι θέλει τώρα; ρώτησε
-Μωρό είναι! δε θα κλάψει; Μπορεί να πεινάει, μπορεί να θέλει άλλαγμα, μπορεί να
ζεσταίνεται, μπορεί να πονάει. Ξεθεώθηκε βλέπεις ο «άνθρωπος» από το κοπιαστικό
του ταξίδι προς τον έξω κόσμο!
Ο Μανώλης το σήκωσε στην αγκαλιά του και το νεογέννητο έστρεψε ενστικτωδώς το
κεφαλάκι του προς το στέρνο του μπαμπά του, ψάχνοντας.
Σ ε λ ί δ α | 310

-Δεν έχω εγώ αυτό που ζητάς αγόρι μου. Μάλλον ήρθε η ώρα να αναλάβει η μαμά,
του είπε γελώντας.
Η Φανή που είχε ξυπνήσει ανασηκώθηκε στο κρεββάτι της. Η μαία πήρε το μωρό από
τον Μανώλη και το έδωσε με τρόπο στη μαμά του, δίνοντάς της ταυτόχρονα οδηγίες
για τον τρόπο του θηλασμού.
Ο Μανώλης κατευθύνθηκε προς το παράθυρο ευτυχισμένος. Όλα είναι τόσο όμορφα
σήμερα. Τα δέντρα στην αυλή του νοσοκομείου ήταν ανθισμένα. Καθώς λικνίζονταν
από το δροσερό απογευματινό αεράκι, το άρωμά τους έφτανε ως το παράθυρο. Ο
δρόμος απέναντι δεν άδειαζε σχεδόν καθόλου, καθώς ο κόσμος επέστρεφε στην
πρωτεύουσα μετά από την πρωτομαγιάτικη έξοδό του. Στους καθρέφτες, στους
προφυλακτήρες ή στις σκάρες των αυτοκινήτων δέσποζαν τα μαγιάτικα στεφάνια,
καμωμένα από μαργαρίτες, παπαρούνες και κάθε λογής αγριολούλουδα. Μακριά
στο βάθος απλωνόταν η θάλασσα. Και καθώς έπεφτε το δειλινό, το διάχυτο
πορτοκαλί του δύοντος ήλιου σε συνδυασμό με το βαθύ γαλάζιο του νερού, το
σκούρο σιελ του ουρανού και το γκρι των ασύμμετρων αχνοσύννεφων, ζωγράφιζαν
στον καμβά της φύσης έναν ειδυλλιακό και αξιοθαύμαστο πίνακα ζωγραφικής. «Σε
ευχαριστώ Παντοδύναμε, για τη χαρά που μου έδωσες σήμερα» σκέφτηκε ο
Μανώλης και γύρισε κοντά στο γιό του που ρουφούσε με βουλιμία το πρωτόγαλα
από το στήθος της μαμάς του.
Λίγη ώρα αργότερα μπήκε η νοσοκόμα και άρχισε να στρώνει το κρεβάτι της Χάριετ.
Τότε η Φανή συνειδητοποίησε ότι η Χάριετ με τον Τζίμη δεν ήταν εκεί.
-Πού είναι η κυρία που νοσηλευόταν εδώ προηγουμένως; ρώτησε.
-Προέκυψε κάποια επιπλοκή και έπρεπε να φύγει επειγόντως για την Αθήνα.
-Κρίμα. Μακάρι να πάνε όλα καλά στη γυναίκα. Φαντάσου πόσο βαθιά κοιμόμουν
που δεν κατάλαβα πότε έφυγαν. Εσύ Μανώλη τους πρόλαβες;
-Την κυρία όχι. Την είχαν ήδη επιβιβάσει στο ασθενοφόρο. Τον άντρα της είδα για
λίγο που ήρθε να πάρει τα πράγματά τους.
-Ξέρεις έ; Κατάγεται από το Αίγιο ο άντρας της. Φαντάσου, γνώριζε τον μπαμπά μου.
Η Φανή εξιστόρησε στο Μανώλη τη συνομιλία της με το Τζίμη και κατέληξε με την
ευχή να πάνε όλα καλά στη Χάριετ.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασε στο νοσοκομείο η μαμά της Φανής, η κυρία
Κωστούλα. Είχε τηλεφωνηθεί με το Μανώλη και είχε μάθει τα ευχάριστα. Επειδή την
επόμενη μέρα ο Μανώλης είχε δρομολόγιο με το φορτηγό που δεν γινόταν να
αναβληθεί, θα πήγαινε στο σπίτι τους απόψε για να κοιμηθεί. Έτσι στο νοσοκομείο
θα έμενε η κυρία Κωστούλα για να προσέχει την κόρη της και το μωρό.
-Να σας ζήσει παιδιά μου. Να τον καμαρώσετε όπως επιθυμείτε το γιό σας.
-Ευχαριστούμε μαμά. Ο μπαμπάς τι κάνει;
-Είναι νυχτερινός απόψε. Σας στέλνει τις ευχές του και τα φιλιά του. Είχε πάρει
τηλέφωνο και ο Ανέστης. Έχετε επίσης τις ευχές του. Με την πρώτη ευκαιρία θα
κατέβει στην Κόρινθο να σας δει και να γνωρίσει τον ανιψιό του. Για πες μου εσύ
κορίτσι μου πώς ήταν ο τοκετός; Γέννησες καλά;
Σ ε λ ί δ α | 311

-Όλα καλά μαμά μου. Άλλωστε μόλις άκουσα το κλάμα του, οι πόνοι έγιναν
παρελθόν.
Συνέχισαν μέχρι αργά την κουβέντα τους.
-Αγάπη μου, πρέπει να φύγω τώρα. Το πρωί πρέπει να ξεκινήσω χαράματα. Θέλεις
κάτι να σου φέρω πριν φύγω;
-Όχι ευχαριστώ Μανώλη μου. Μην ανησυχείς για μας. Άλλωστε έχω τη μαμά για ό,τι
χρειαστώ. Πήγαινε αγάπη μου, και να μου προσέχεις.
Η Φανή σκέφτηκε ότι στην πρώτη της έξοδο με το μωρό, όταν θα σαράντιζε, θα
αγόραζε τη μικρή αυτοκόλλητη κορνίζα που στο πάνω μέρος θα είχε θέση για
φωτογραφία και στο κάτω θα έγραφε με κεφαλαία γράμματα «μπαμπά μην τρέχεις».
Θα τοποθετούσε τη φωτογραφία του μωρού στην κορνιζούλα και θα την κόλλαγε στο
ταμπλό του φορτηγού. Μετά θα περίμενε να απολαύσει την έκφραση του άντρα της
όταν θα αντίκρυζε το πρώτο δώρο από το γιό του.
Ο Μανώλης καληνύχτισε τις δυο γυναίκες φίλησε τον «άντρα» της παρέας και
καμαρωτός έφυγε για το σπίτι.
-Οι γονείς του Μανώλη ήρθαν;
-Αύριο θα έρθουν. Επειδή ο κουνιάδος μου είχε δρομολόγιο σήμερα για
Θεσσαλονίκη, πήρε και τη γυναίκα του μαζί για να δει μια θεία της εκεί. Άφησαν τη
μικρούλα τους στα πεθερικά μου. Έτσι δεν μπόρεσαν να έρθουν σήμερα.
Μάνα και κόρη συνέχισαν την κουβέντα τους μέχρι αργά.
Τρεις μέρες αργότερα ο Μανώλης έφερε την οικογένειά του στο σπίτι τους. Ήταν ένα
συμπαθητικό οροφοδιαμέρισμα στο δεύτερο όροφο μιας οικογενειακής διώροφης
πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Στο ισόγειο έμεναν οι γονείς του Μανώλη και
στον πρώτο όροφο ο αδερφός του με τη γυναίκα του και την τρίχρονη κορούλα τους.
Στην πόρτα τους καλωσόρισε η μητέρα του Μανώλη έχοντας τοποθετήσει κατά το
έθιμο ένα σιδερένιο πλακίδιο για να πατήσει η Φανή και να είναι σιδερένια η υγεία
της.
Το διαμέρισμα ήταν τριάρι. Στην είσοδο ήταν το σαλόνι και δεξιά στον ίδιο ενιαίο
χώρο ήταν η τραπεζαρία. Δεξιά από την τραπεζαρία ήταν μία ευρύχωρη κουζίνα που
έβγαινε σε ένα μικρό μπαλκόνι. Μπροστά από τη σαλοτραπεζαρία ήταν ένα μικρό
χολ που σε οδηγούσε δεξιά και αριστερά στα δύο υπνοδωμάτια και στη μέση ακριβώς
ήταν το μπάνιο. Αριστερά στο σαλόνι ήταν μια μεγάλη μπαλκονόπορτα που σε
οδηγούσε σε μια επίσης μεγάλη βεράντα, πνιγμένη στο πράσινο. Στη μέση δέσποζε
ένα μεταλλικό στρογγυλό τραπέζι με τέσσερις μεταλλικές καρέκλες.
Ο Μανώλης ακούμπησε προσεκτικά το πορτ μπεμπέ στον καναπέ του σαλονιού.
-Καλωσόρισες στο σπίτι σου παλικάρι μου! Εδώ, σε αυτόν τον καναπέ θα τα λέμε σαν
άντρας προς άντρα μόλις μεγαλώσεις. Προς το παρόν κοιμήσου να φτιάξεις
μαγουλάκια. Άντε και μόλις ξυπνήσεις θα σε πάω να δεις το δωμάτιό σου!
Η Φανή κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο του μωρού για να δει αν όλα είχαν γίνει
όπως το είχαν σχεδιάσει. Πριν γεννήσει είχαν διαλέξει μία σειρά γαλάζια έπιπλα και
μια σειρά ροζ. Είχαν συνεννοηθεί με τον επιπλοποιό να τους φέρει τη μία ή την άλλη
Σ ε λ ί δ α | 312

σειρά ανάλογα με το φύλο του παιδιού όταν θα γεννιόταν. Το ίδιο συνέβη και με τον
έμπορο για τα σεντόνια, τις κουρτίνες και γενικά την προικούλα του μωρού. Έτσι ο
Μανώλης είχε φροντίσει να είναι όλα έτοιμα. Ικανοποιημένη προχώρησε στο δικό
τους υπνοδωμάτιο. Ξεντύθηκε, φόρεσε τις πιζάμες της και τις παντόφλες της και
γύρισε στο σαλόνι.
-Μωρέ Μανώλη, μόνο του θα το έχουμε στο δωμάτιό του; Φοβάμαι, να σου πω την
αλήθεια.
-Τι λες που θα το έχουμε μόνο του το παιδί. Θα βάλουμε ένα ντιβανάκι δίπλα στην
κούνια του και θα κοιμάμαι εγώ μαζί του!
-Χαζομπαμπά αρχίζω να ζηλεύω! Σαν να με παραμελείς εμένα μου φαίνεται!
-Ίσα ίσα ρε χαζούλα! Θα ασχολούμαι εγώ τη νύχτα μαζί του, και σύ θα ξεκουράζεσαι!
-Και όταν πρέπει να θηλάσει, είμαι περίεργη να δω πώς θα ασχοληθείς! τον
ειρωνεύτηκε γελώντας.
-Ε, εντάξει! τότε θα στον φέρνω, και μετά το γεύμα του θα στον ξαναπαίρνω.
Πόσο δίκιο είχε που τον είχε τόσο πολύ ερωτευτεί! Δεν ήξερε πολλούς άντρες και δη
φορτηγατζήδες, να νταντεύουν τα μωρά τους και οι γυναίκες τους να κοιμούνται!
Ήταν ήδη μεσημέρι και το ζευγάρι κάθισε να φάει την κοτόσουπα που είχε ετοιμάσει
η μητέρα του Μανώλη.
Το πορτμπεμπε άρχισε να σείεται και κάποιες άναρθρες κραυγές έγιναν επιτακτικό
κλάμα.
Ο Μανώλης πετάχτηκε σαν ελατήριο. Η Φανή προσπάθησε να τον σταματήσει:
-Περίμενε αγάπη μου. Θα τον πάρω εγώ. Είναι ώρα να φάει!
-Θα φάει. Πρώτα όμως θα τον ξεναγήσω στο δωμάτιό του!
Και χωρίς να χάσει καιρό πήρε στην αγκαλιά του το μωρό, που αμέσως σταμάτησε το
κλάμα, και το οδήγησε στο βασίλειό του. Όλο το δωμάτιο ήταν πνιγμένο στο γαλάζιο:
λευκό κρεβατάκι, γαλάζια σεντόνια με κεντημένα λευκά και χρυσά κοιμισμένα
αρκουδάκια, γαλάζια τούλινη κουνουπιέρα που από το στήριγμά της πάνω από την
κούνια κρέμονταν πολύχρωμα πάνινα παιχνίδια, γαλάζιες κουρτίνες με φιγούρες από
μίκυ μάους δεμένες με λευκό φιόγκο, γαλάζια ντουλάπα γεμάτη με την προικούλα
του μωρού και ανάμεσα στα δυο της φύλλα, γαλάζια ράφια που φιλοξενούσαν έναν
λευκό αρκούδο με κόκκινη κορδέλα στο λαιμό!
-Σου αρέσει μάτια μου;
Η απάντηση του μωρού ήταν μια άναρθρη, παραπονιάρικη κραυγούλα καθώς η
προσπάθειά του να βρει γάλα στο στέρφο στέρνο του μπαμπά του, απέβη άκαρπη.
-Εντάξει, του άρεσε! είπε στη Φανή καθώς τον απίθωνε γελώντας στη δική της
αγκαλιά, για να τον ταΐσει.
Λίγους μήνες αργότερα παρουσία συγγενών και φίλων έγινε η βάπτιση του μικρού.
Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι με το Μανώλη να έχει μετατρέψει το μπράτσο του
σε «αυτοκόλλητη βάση» για να μη ξεκολλάει από πάνω του ο μικρός νεοφώτιστος
Ηρακλής. Αγκαλιά περιφέρονταν σε όλα τα τραπέζια για να «συστήσει» στο μικρό
όλους τους καλεσμένους. Αγκαλιά χόρευαν και χοροπηδούσαν γελώντας. Αγκαλιά
Σ ε λ ί δ α | 313

έτρωγαν. Ο χαζομπαμπάς του έδινε με το κουταλάκι να δοκιμάσει μια λιωμένη


σταλιά από κάθε έδεσμα και έκανε χάζι που ο μικρός ξερογλειφόταν χαριτωμένα.
Οι μήνες περνούσαν και ο Μανώλης τις ώρες που δεν ήταν στη δουλειά του,
ασχολιόταν με το γιό του. Τι βόλτες στο πάρκο, τι για ψώνια στα παιχνιδάδικα, τι
τσάρκες με το φορτηγό. Ο Ηρακλής ήταν τρισευτυχισμένος. Το χαμόγελο δεν έσβηνε
από τα χείλη του. Ακόμα και στον πιο βαθύ του ύπνο χαμογελούσε. Ακόμα και εκείνες
τις ώρες το μυαλουδάκι του είχε τόσα όμορφα πράγματα να ανακυκλώσει και να
ονειρευτεί.
Είχε κλείσει τα τρία του χρόνια ο Ηρακλής, όταν ήρθε να συμπληρώσει την ευτυχία
τους ο ερχομός της μικρής πριγκηπέσσας τους, της Κωνσταντίνας.
Όταν τη Φανή την έπιασαν οι πόνοι, τον Ιούνιο του 1983 ο Μανώλης έλειπε ταξίδι με
το φορτηγό. Έτσι η Φανή πήγε με τη συννυφάδα της στο νοσοκομείο και ο Ηρακλής
έμεινε στο σπίτι με τη γιαγιά του και τη μεγαλύτερη ξαδερφούλα του. Σπάραξε στο
κλάμα που αποχωρίστηκε τη μαμά και την κοιλίτσα της. Τι και αν του είπαν ότι πάει
να γεννήσει το μωρό! Και ότι θα γυρίσει μαζί με το μωρό! Και ότι θα του φέρουν και
πολλά δώρα! Απαρηγόρητος ο μικρός. Δεν σταμάτησε να κλαίει μέχρι αργά το βράδυ
που γύρισε ο μπαμπάς του σπίτι μετά τη δουλειά του και αφού είχε περάσει πρώτα
από το νοσοκομείο να δει τη Φανή με τη νεογέννητη κορούλα τους. Τότε ξέχασε και
τη μαμά που έλειπε, ξέχασε και το μωρό στην κοιλίτσα, ξέχασε και τα δώρα. Ο
μπαμπάς του μπορούσε να υπερκαλύψει όλες του τις ανάγκες. Τον σήκωσε ψηλά με
τα δυνατά του μπράτσα, και τον γαργάλησε απαλά.
-Γιατί δεν κοιμάσαι εσύ; Και γιατί λέει η γιαγιά πως έκλαιγες όλη μέρα;
-Γιατί σε ήθελα! στρίγγλισε γελώντας ο μικρός
-Να μαι λοιπόν, που με ήθελες! Έλα τώρα να φωνάξουμε μαζί: τι είμαστε εμείς;
-Άντλεεες! ξεφώνισε.
-Και τι δεν πρέπει να κάνουνε οι άντρες;
-Να κλαίνεεε!
-Έτσι μπράβο! Οι άντρες δεν κλαίνε! Πάμε τώρα να κάνουμε νάνι και αύριο θα πάμε
μαζί να δούμε τη μαμά και το μωρό! Εντάξει;
-Εντάτσει! συμφώνησε ο Ηρακλής. Και πριν προλάβει να ακουμπήσει το κεφάλι του
στο μαξιλάρι, κατάκοπος από την αναστάτωση της ημέρας, αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα πατέρας και γιός πήγαν στο μαιευτήριο. Ο Ηρακλής όρμησε στην
αγκαλιά της μαμάς του.
-Πώς είναι σήμερα οι γυναίκες της ζωής μου; ρώτησε ο Μανώλης.
-Καλά είμαστε μπαμπά! Ανυπομονούσαμε να σας δούμε. Εσείς πώς περάσατε; Πώς
τα βγάλατε πέρα χωρίς εμάς;
-Μια χαρά είμαστε και μείς! Δε μασάμε! Μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα και μόνοι
μας! Είμαστε άντρες εμείς! Τι είμαστε Ηρακλή μου;
-Άντλες! απάντησε με στόμφο το αγοράκι ξέροντας ότι η απάντησή του ξετρέλαινε το
μπαμπά του! και συνέχισε:
- Ο μπαμπάς εμένα μου πήλε και παγωτό, άμα θέλεις να μάθεις μαμά!
Σ ε λ ί δ α | 314

-Αχ, αυτός ο μπαμπάς πώς σε κακομαθαίνει! Τι θα κάνω εγώ με σας, τους μάλωσε
τρυφερά!
Όση ώρα βρίσκονταν εκεί, ο Ηρακλής δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τη
νεογέννητη μπέμπα τους.
-Πολύ μικλούλι είναι το μωλό! σχολίασε. Αυτό κλυβόταν στην κοιλιά σου μαμά;
ρώτησε στη συνέχεια απορημένο.
Και όταν εκείνη του απάντησε καταφατικά, έτρεξε κοντά της και τράβηξε το σεντόνι
από πάνω της για να ικανοποιήσει την περιέργειά του και να διαπιστώσει ιδίοις
όμμασι ότι πράγματι η κοιλιά της είχε ξεφουσκώσει!
Οι δυο γονείς έσκασαν στα γέλια με τα καμώματα του παιδιού.
-Φανή μου, λέω μόλις βγούμε από το νοσοκομείο, να σας πάω στο Αίγιο και εγώ να
μείνω αγάπη μου να κάνω κάποιες αλλαγές στο σπίτι. Πρέπει να ετοιμάσουμε
δωμάτιο για τη μικρή. Δεν πρέπει τα παιδιά και ιδιαίτερα το μωρό να εισπνεύσουν
όλη τη σκόνη που θα δημιουργηθεί, από τόσα δομικά υλικά που θα
χρησιμοποιηθούν.
Έτσι και έγινε. Άλλωστε το είχαν συζητήσει πριν ακόμα γεννήσει η Φανή. Αν γεννιόταν
αγόρι θα μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο με τον Ηρακλή. Θα αγόραζαν ένα κρεββάτι και
μία ακόμα ντουλάπα και θα έκαναν τις απαιτούμενες μετακινήσεις ώστε να
βολεύονταν και τα δυο παιδιά. Τώρα που το μωρό είναι κοριτσάκι πρέπει να γίνουν
πιο δραστικές αλλαγές. Η κουζίνα θα μεταφερθεί στο χώρο της σαλοτραπεζαρίας και
θα αποτελέσει ενιαίο χώρο με αυτή. Η πρώην κουζίνα θα μετατραπεί σε
υπνοδωμάτιο του ζευγαριού. Και βέβαια το πρώην δωμάτιο του ζευγαριού θα
μεταμορφωθεί σε ένα ευρύχωρο ροζουλί κοριτσίστικο υπνοδωμάτιο εφάμιλλο με
αυτό του Ηρακλή.
Οι γονείς της Φανής στο Αίγιο τους υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Το παιδικό
δωμάτιο της Φανής και του Ανέστη είχε ετοιμαστεί να φιλοξενήσει τώρα τα δύο
μικρά. Είχε προστεθεί και μια ανοιγόμενη πολυθρόνα για να κοιμάται η Φανή μαζί
τους.
Δύο μήνες χρειάστηκαν για να γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές στο σπίτι τους. Όλο
αυτό το διάστημα ο Ηρακλής δεν σταματούσε να αναζητά το μπαμπά του. Και της
Φανής της έλειπε πολύ ο Μανώλης όμως η αλήθεια είναι ότι απολάμβανε τη βοήθεια
που της προσφερόταν απλόχερα από τους γονείς της. Ο παππούς Μάρκος μόλις
γύριζε από τη δουλειά ασχολιόταν αποκλειστικά με τον Ηρακλή. Τον έβγαζε βόλτα
στην πλατεία να παίζει με τα άλλα παιδάκια, έπαιζε μπάλα μαζί του λες και ήταν
συνομήλικοι, του αγόραζε από το περίπτερο ό,τι του ζητούσε, τον κάθιζε δίπλα του
στο καφενείο της πλατείας για να πιούν μαζί τον καφέ τους και την πορτοκαλάδα
τους, του έδινε να ρίχνει τα ζάρια στο τάβλι ή ακόμα και να τοποθετεί τα πούλια στη
θέση τους. Ο μικρός ήταν ξετρελαμένος με τον παππού του. Είχε γίνει η σκιά του. Η
γιαγιά Κωστούλα πάλι είχε αναλάβει όλα τα υπόλοιπα. Η Φανή θαύμαζε την ζωηράδα
και την αντοχή τους. Έδειχναν ότι δεν κουράζονταν ποτέ. Τώρα όμως που έγινε και η
Σ ε λ ί δ α | 315

ίδια μητέρα καταλαβαίνει πόσο κόπιασαν στη ζωή τους για να μεγαλώσουν τα παιδιά
τους, και πόσο κουραστικό θα τους είναι τώρα να ασχολούνται με τα εγγόνια τους.
Σ ε λ ί δ α | 316

4. ΓΟΝΙΟΣ ΓΙΝΕΣΑΙ ΚΑΙ ΑΛΛΙΩΣ

Αύγουστος του 1990.

Ο ήλιος έγερνε και κρυβόταν σιγά σιγά πίσω από τα απέναντι βουνά της Στερεάς
αφήνοντας πίσω του τα ειδυλλιακά χρώματα του ηλιοβασιλέματος.
Η Κάθυ τελείωσε το ντους της στις ντουζιέρες της ακτής, τυλίχτηκε με τη μεγάλη
λευκή πετσέτα της και κατευθύνθηκε προς την ξαπλώστρα της.
-Χάριετ, ήταν υπέροχα! είπε στην αδερφή της, που είχε βγει λίγο νωρίτερα από το
νερό και χαλάρωνε στη διπλανή ξαπλώστρα.
-Θα συμφωνήσω μαζί σου αδερφούλα.
Η Κάθυ έβγαλε το σκούφο του μπάνιου και αμέσως φόρεσε το πολύχρωμο μαντήλι
της για να καλύψει την περιοχή του κεφαλιού της.
Η καρδιά της Χάριετ σφίχτηκε για άλλη μια φορά. Δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί
ότι η αγαπημένη της αδερφή είχε χτυπηθεί από την επάρατη νόσο. Οι γιατροί δεν
ήταν καθόλου αισιόδοξοι για την πορεία της. Για την ακρίβεια ήταν σίγουροι ότι το
τέλος της δεν ήταν μακριά. Η Χάριετ αρνιόταν πεισματικά να δει τη σκληρή
πραγματικότητα, όσο και αν ο Τζίμης προσπαθούσε να την προετοιμάσει για αυτή.
-Η Κάθυ ήταν πάντα αγωνίστρια και νικήτρια, του απαντούσε.
-Αγάπη μου αυτός ο αγώνας είναι άνισος, προσπάθησε να το καταλάβεις.
-Να καταλάβω τι Τζίμη; Δεν βλέπεις με τι συνέπεια και επιμονή ακολουθεί όλες τις
οδηγίες των γιατρών; Όπως λοιπόν θεραπεύτηκε τότε που της παρουσιάστηκε στο
στήθος, έτσι θα τα καταφέρει και τώρα.
-Δεν είναι το ίδιο Χάριετ. Έχει κάνει μετάσταση γενικευμένη τώρα, και το πάγκρεας
θα την προδώσει.
-Και τι θα πει αυτό. Είναι σαράντα πέντε χρονών και δυνατή. Θα το παλέψει με νύχια
και με δόντια. Δε γεννήθηκε ακόμα η ασθένεια που θα λυγίσει την Κάθυ.
Ο Τζίμης σταματούσε τη συζήτηση. Καταλάβαινε ότι ήταν μάταιο να προσπαθεί να
την πείσει. Ήξερε πόσο δυνατός δεσμός έδενε τις δυο αδερφές, που είχαν γνωρίσει
από πολύ μικρές τον πόνο της απώλειας. Οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί και οι δυο σε
αεροπορικό δυστύχημα όταν η Χάριετ ήταν δέκα ετών και η Κάθυ πέντε. Μεγάλωσαν
με τη γιαγιά τους, τη μητέρα της μαμάς τους που ήταν και η μοναδική κοντινή
συγγενής τους. Οχτώ χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο των γονιών τους, τα δυο
κορίτσια έχασαν τη γιαγιά τους από καρκίνο. Η Χάριετ έγινε για τη δεκατριάχρονη
τότε Κάθυ ο φύλακας άγγελός της. Ήταν φυσικό σαν μεγαλύτερη να προστατεύει τη
μικρή της αδερφή. Το δέσιμό τους όλο και μεγάλωνε. Ακόμα και όταν έγιναν
ολόκληρες γυναίκες και παντρεύτηκαν με τους αγαπημένους τους και έφτιαξαν τη
δική τους ζωή η κάθε μια, οι σχέσεις τους παρέμειναν το ίδιο δυνατές. Φρόντισαν
ώστε και οι άντρες τους να αποκτήσουν μια δυνατή φιλία, πράγμα που δεν ήταν
Σ ε λ ί δ α | 317

καθόλου δύσκολο μιας και οι χαρακτήρες τους ταίριαζαν πολύ. Δυστυχώς όμως
τέσσερα χρόνια πριν, ο άντρας της Κάθυ έπαθε ξαφνικά καρδιακή προσβολή και
έφυγε από τη ζωή αφήνοντας μεγάλο κενό στην Κάθυ και στον εννιάχρονο τότε γιό
τους τον Τομ. Η Χάριετ για άλλη μια φορά στάθηκε δίπλα στην αδερφή της μέχρι να
καταλαγιάσει ο πόνος της και να μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια της. Ο μικρός
Τομ, ένιωσε να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια του τότε. Η Κάθυ και η θεία του με
το θείο του τον βοήθησαν να ξεπεράσει την απώλειά του. Σε αυτό βοήθησε και μια
μεγάλη του αγάπη: η μουσική. Ο πατέρας του ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή τον
είχε γράψει στο ωδείο και του είχε αγοράσει την πρώτη του κιθάρα. Φάνηκε αμέσως
πόσο κλίση είχε στη μουσική και πόσο αχώριστος έγινε με την κιθάρα του. Η
μελωδική φωνή του βελτιωνόταν συνεχώς και έδενε απίστευτα αρμονικά με το
μεταλλικό ήχο που έβγαζαν οι χορδές καθώς τα μικρά χέρια του τις έπαιζαν με
μαεστρία. «Φαινόμενο είναι αυτό το παιδί» έλεγε ο δάσκαλος της μουσικής.
Και τώρα πρέπει να οπλιστεί με όλες του τις δυνάμεις γιατί τον περιμένει και άλλη
απώλεια. Ο Τζίμης αυτή τη φορά καλείται να στηρίξει πρωτίστως τον Τομ αλλά και τη
Χάριετ που χάνει το πιο πολύτιμο πρόσωπο που είχε κοντά της από μικρή…..
-Δε μου έκανε καρδιά να βγω από το νερό αδερφούλα. Απορώ πως μπορείς να μένεις
στην ξαπλώστρα όταν η ζέστη είναι ανυπόφορη και η θάλασσα είναι τόσο δροσερή
και καθαρή.
-Μου αρέσει να χαλαρώνω απολαμβάνοντας την ησυχία του δειλινού.
-Εγώ προτιμώ τη φασαρία του πλατσουρίσματος. Άλλωστε σε λίγο καιρό δε θα έχω
τίποτα άλλο να απολαμβάνω εκτός από ύπνο και ατέλειωτη ησυχία.
-Τι λες τώρα;
-Αυτό που ξέρουμε λέω Χάριετ. Κουράστηκα πια να υποκρίνομαι πως δεν
καταλαβαίνω ότι το τέλος μου έρχεται. Και πρέπει και εσύ να το αποδεχτείς και να
μου σταθείς για άλλη μια φορά. Όπως έκανες πάντα άλλωστε.
-Ααα! Δε θέλω ηττοπάθειες Κάθυ. Σε παρακαλώ. Έχεις τον Τομ. Οφείλεις να
αγωνιστείς για χάρη του.
-Είναι άνισος ο αγώνας αδερφούλα! Το βλέπεις και σύ πως κάνω ό,τι περνάει από το
χέρι μου για να θεραπευτώ. Ξέρουμε και οι δυο τι σημαίνει για τον Τομ αν δεν τα
καταφέρω. Αγωνιώ για το πώς θα βιώσει το χαμό και του δεύτερου γονιού του και
ανησυχώ πολύ για το μέλλον του. Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι θα βρίσκεται
στα πιο έμπιστα και ικανά χέρια που είχα και εγώ στη ζωή μου. Στα δικά σου Χάριετ.
Θα αναλάβεις το μεγάλωμά του, έτσι δεν είναι; ρώτησε ικετευτικά.
-Έρχονται! είπε η Χάριετ ανακουφισμένη που βρήκε την ευκαιρία να αποφύγει να
απαντήσει στην αδερφή της.
Ο θόρυβος της μηχανής γινόταν όλο και πιο δυνατός καθώς το φουσκωτό σκάφος
πλησίαζε στην ακτή.
Ο Τζίμης έκοψε ταχύτητα και έσβησε τη μηχανή.
-Θένκιου θείε! Η βόλτα ήταν μπιούτιφουλ! είπε ενθουσιασμένο και με σπαστή
προφορά το δεκατριάχρονο αγόρι.
Σ ε λ ί δ α | 318

Ήταν ένα αγόρι ψηλό και αδύνατο με κατάξανθα ίσα μαλλιά, που έφταναν μέχρι τους
ώμους του, και γαλάζια μάτια. Το γεμάτο φακίδες πρόσωπό του είχε
αναψοκοκκινίσει από την έξαψη!
-Μάμυ οδήγησα το σκάφος! Χάσατε που δεν ήρθατε μαζί μας!
Τα ελληνικά του βελτιώνονταν χρόνο με το χρόνο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια από
τότε δηλαδή που έχασε τον πατέρα του, ο θείος Τζιμ με τη θεία Χάριετ τον έπαιρναν
μαζί τους τα καλοκαίρια στην Ελλάδα. Παράλληλα η Κάθυ είχε αναθέσει σε μια
ελληνίδα φοιτήτρια που σπούδαζε πολιτικές επιστήμες στο Λονδίνο, να διδάσκει δυο
φορές την εβδομάδα και στην ίδια και στο γιό της την ελληνική γλώσσα.
-Μπράβο αγόρι μου! είσαι σπουδαίος!
-Εγώ λέω ότι η βόλτα με το σκάφος μου άνοιξε την όρεξη. Τι λέτε πάμε στην
ταβερνούλα πιο πάνω να φάμε; πρότεινε ο Τζίμης.
Λίγη ώρα αργότερα καθισμένοι σε ένα από τα τραπέζια που βρίσκονταν στον
εξωτερικό χώρο της παραλιακής ταβέρνας έτρωγαν το ψάρι τους ατενίζοντας τη
θάλασσα που την είχε αγκαλιάσει πια το σκοτάδι και την ασημοφώτιζε το ολόγιομο
αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Μια παρέα από οχτώ άτομα ήρθε σε λίγο και κάθισε σε ένα από τα διπλανά
τραπέζια.
-Παππού εμάς δε μας αρέσει το ψάρι. Θα μας παραγγείλεις σουβλάκια;
-Ό,τι θέλουν τα παιδιά μου. Τους χαλάω εγώ χατίρι; απάντησε ο μεγαλύτερος κύριος
της παρέας.
Η φωνή φάνηκε γνώριμη στον Τζίμη. Προσπάθησε να θυμηθεί από πού του είναι
γνωστή. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς την παρέα και γύρισε το κεφάλι του να
δει. Ο ελάχιστος φωτισμός δεν του επέτρεψε να διακρίνει καθαρά τα πρόσωπα με
την πρώτη ματιά και από διακριτικότητα δεν επέμεινε να κοιτάζει προς τα εκεί. Όμως
τέντωσε τα αυτιά του μήπως και ακούσει κάτι που τον βοηθήσει να θυμηθεί.
-Αα, μπαμπά πολύ τα κακομαθαίνεις!
Και αυτή η γλυκιά γυναικεία φωνή κάτι του θύμιζε του Τζίμη αλλά τι; Όση ώρα πίεζε
το μυαλό του να θυμηθεί, η ματιά του χάζεψε στο νεαρό που περπατούσε κατά μήκος
της ακτής κρατώντας από το λουρί τον τετράποδο φίλο του.
-Φανή, σου θυμίζει τίποτα ο σκύλος που περνάει τώρα από μπροστά μας; ρώτησε ο
άλλος κύριος της παρέας.
-Αα ίδιος με τον Μπρούνο που είχαμε παλιά!
«Ο κύριος Μάρκος είναι» θυμήθηκε ο Τζίμης. «Και η κυρία που μίλησε ήταν η κόρη
του που είχε γεννήσει στο νοσοκομείο τότε που νοσηλεύτηκε και η Χάριετ. Προφανώς
το δεκάχρονο αγόρι της παρέας είναι το αγόρι που είχε γεννηθεί τότε».
Ο Τζίμης σηκώθηκε από την καρέκλα του και αφού περίμενε μέχρι να φύγει το
γκαρσόνι που έπαιρνε εκείνη τη στιγμή τις παραγγελίες πλησίασε στο διπλανό
τραπέζι και απευθύνθηκε στον μεγαλύτερο κύριο της παρέας.
-Καλησπέρα σας. Με συγχωρείτε για την ενόχληση, αλλά… είστε ο κύριος Μάρκος
Πολίτης;
Σ ε λ ί δ α | 319

-Ναι, εγώ είμαι. Αλλά εσείς που με ξέρετε; ρώτησε ξαφνιασμένος.


-Από το εργοστάσιο που δουλεύατε σας ξέρω. Δούλευα και εγώ εκεί τα καλοκαίρια
όσο πήγαινα γυμνάσιο. Τζίμης Ρώμας λέγομαι. Αλλά πού να με θυμάστε τώρα εσείς!
Έχουν περάσει και τόσα χρόνια!
-Αμ πώς δε σε θυμάμαι! και εσένα θυμάμαι -Δημήτρη σε ξέραμε τότε- και το φίλο
σου θυμάμαι, που μου είχατε φέρει το κουτάβι τότε ντε! Εσύ δεν είσαι που μου
έστειλες κάποτε χαιρετίσματα με την κόρη μου;
-Μπράβο μνημονικό κύριε Μάρκο! θαύμασε ο Τζίμης.
-Πού βρίσκεσαι τώρα εσύ παιδί μου;
-Μένω μόνιμα στο Λονδίνο με τη γυναίκα μου τη Χάριετ. Ερχόμαστε σχεδόν κάθε
χρόνο. Εδώ πιο πάνω είναι το πατρικό μου.
-Με τι ασχολείσαι εκεί αν επιτρέπεται;
-Μηχανικός είμαι στην αυτοκινητοβιομηχανία μόρις, στο τμήμα σέρβις. Εδώ και
τριάντα χρόνια δουλεύω εκεί.
-Μπράβο λεβέντη μου, κάθισε λίγο μαζί μας να σε κεράσουμε ένα κρασάκι. Και επί
τη ευκαιρία να σου γνωρίσω και την οικογένειά μου: Από δω η κυρά Κωστούλα η
γυναίκα μου. Η κόρη μου η Φανή και ο Μανώλης ο γαμπρός μου. Ο γιός μου ο
Ανέστης και η γυναίκα του η Αλίκη. Και αυτά είναι τα εγγονάκια μου, ο Ηρακλής και
η Κωνσταντίνα, της Φανής παιδιά.
Όλοι χάρηκαν για τη γνωριμία. Ο Τζίμης τους γνώρισε με τη σειρά του τους δικούς
του και αντάλλαξαν τα τηλέφωνά τους. Ο Μάρκος τους προσκάλεσε και στο σπίτι του
για καφέ για να τα πούνε καλύτερα.
Την επόμενη κιόλας μέρα καθισμένοι κάτω από την καταπράσινη κληματαριά από
όπου κρέμονταν πλούσια τσαπιά από σχεδόν ώριμα σταφύλια, απολάμβαναν τον
καφέ και τα πεντανόστιμα σπιτικά κουλουράκια που τους σέρβιρε η κυρία
Κωστούλα.
Όση ώρα οι μεγάλοι κουβέντιαζαν, ο Τομ, ο Ηρακλής και η Κωνσταντίνα χάζευαν με
το μουσικό πρόγραμμα της τηλεόρασης. Ο κύριος Μάρκος την είχε μεταφέρει
μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού και την είχε γυρίσει να κοιτάζει προς τα έξω
ώστε να μπορούν να τη βλέπουν και από την αυλή τους.
-Πολύ ωραία μουσική αυτή, είπε ο Τομ ενθουσιασμένος.
-Εμένα μου αρέσει η τραγουδίστρια, είπε η Κωνσταντίνα
-Εμένα μου αρέσει ο ήχος που βγαίνει από τις κιθάρες τους, είπε ο Ηρακλής.
-Και μένα, ξέρεις ε, μαθαίνω κιθάρα!
-Αλήθεια; θαύμασε ο Ηρακλής. Έχεις δική σου κιθάρα δηλαδή;
-Έχω! Και την κουβαλάω πάντα μαζί μου. Και τώρα που μιλάμε είναι στο αυτοκίνητο
του θείου Τζίμη!
-Μπορούμε να τη δούμε;
-Αμέ! πάω να τη φέρω. Θείε Τζίμη μου δίνεις πλιιζ τα κλειδιά να φέρω την κιθάρα
μου;
Σ ε λ ί δ α | 320

Λίγη ώρα αργότερα ο Ηρακλής κοίταζε έκθαμβος τον Τομ που αγγίζοντας με μαγικό
τρόπο τις χορδές της κιθάρας του τις ανάγκαζε να βγάζουν ολόκληρα μουσικά
κομμάτια. Και τι δε θα έδινε για να αποκτούσε και αυτός μια κιθάρα και πολύ
περισσότερο να πήγαινε σε ωδείο για να μάθει. Όμως πριν δυο χρόνια που είχε
ζητήσει από τον πατέρα του κάτι τέτοιο, σίγουρος ότι δεν θα του χαλούσε χατίρι,
αυτός αντέδρασε αρνητικά ξαφνιάζοντάς τον.
«-Κιθάρα; Χάθηκαν τόσα άλλα όργανα. Χάθηκε το μπουζούκι; Ή το κλαρίνο; Ή ένα
όργανο που να ταιριάζει σε άντρες τέλος πάντων; Δε βλέπεις που όσοι παίζουν
κιθάρα μοιάζουν με ντιντήδες; Άλλος με μακριά μαλλιά, άλλος με τατουάζ, άλλος με
σκουλαρίκι, άλλος με μάτι θολό από την πρέζα. Τι να σου πω ρε αγόρι μου. Εγώ
πάντως δεν πληρώνω για να γίνεις και συ ένας από αυτούς. Να πληρώσω χίλιες φορές
να πας ποδόσφαιρο ή γυμναστήριο ή κολυμβητήριο να δυναμώσεις κιόλας που μου
είσαι πετσί και κόκκαλο σαν τον όσιο Ονούφριο!» Ο Ηρακλής δεν πολυκατάλαβε το
λόγο της άρνησης του πατέρα του, αλλά ούτε και τόλμησε να ρωτήσει περαιτέρω. Το
μόνο που καταλάβαινε και αισθανόταν είναι ότι δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες
του πατέρα του. Ήταν ένα ντελικάτο ψιλόλιγνο αγόρι με καστανά σγουρά μαλλιά και
πράσινα μάτια. Φίλους ιδιαίτερα κολλητούς δεν είχε. Οι συμμαθητές του δεν
επεδίωκαν την παρέα του επειδή οι επιδόσεις του στα παιχνίδια του διαλείμματος
δεν ήταν ιδιαίτερα ικανές. Πολλές φορές μάλιστα αυτό γινόταν και αφορμή για
πειράγματα και αστεία εις βάρος του που τον έκαναν να γίνεται πιο εσωστρεφής. Του
άρεσε να μελετάει και οι επιδόσεις του στα μαθήματα ήταν πολύ καλές. Στις
γυμναστικές όμως δραστηριότητές του δεν τα πήγαινε και πολύ καλά και αυτό δεν
άρεσε καθόλου στο Μανώλη. Φέτος τον έγραψε σε ένα γυμναστήριο καράτε για να
δυναμώσει. Τρεις φορές την εβδομάδα πήγαινε, και για τον Ηρακλή οι ώρες αυτές
ήταν βασανιστικά ατέλειωτες. Ήθελε τόσο πολύ να σταματήσει, αλλά έκανε υπομονή
για χάρη του πατέρα του. Πόσο θα του άρεσε αυτές τις ώρες να ζωγράφιζε με την
Κωνσταντίνα με τα όμορφα χαρούμενα και απαλά χρώματα που ζωγράφιζε και
εκείνη. Θα προτιμούσε επίσης να έπαιζε κιθάρα ή να παρακολουθεί μαθήματα
μπαλέτου. Είχε δει στην τηλεόραση με τι χάρη και μαεστρία χόρευαν οι χορευτές. Οι
αέρινες κινήσεις τους τον μάγευαν. Θα μπορούσε με τόσα πράγματα να ασχοληθεί
που θα τον ευχαριστούσαν, όμως άλλα σκεφτόταν ο μπαμπάς του για αυτόν. Και ο
Ηρακλής δεν ήθελε με τίποτα να προδώσει τα όνειρα που είχε κάνει ο μπαμπάς του
για αυτόν. Και θα προσπαθούσε όσο περνούσε από το χέρι του να τον κάνει
περήφανο. Για να απολαμβάνει την αγάπη του και την αποδοχή του, που τόσο
ανάγκη την έχει το μικρό αγόρι και που για κάποιο αόριστο λόγο πλανιέται γύρω του
η αίσθηση ότι τη χάνει σιγά σιγά.
Καθώς παρακολουθούσε τον Τομ να παίζει την κιθάρα του σκέφτηκε τι καλά που θα
ήταν να πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και να ήταν φίλοι. Και στο διάλειμμα να έπαιζαν
κιθάρα και να ένωναν τις φωνές τους σε όμορφα τραγούδια. Και μετά όταν θα
μεγάλωναν να έκαναν περισσότερη παρέα. Να γίνονταν κολλητοί, και να έκαναν
ντουέτο όπως ας πούμε οι Σάϊμον και Καρφάγκελ. Και όχι μόνο…. Η σκέψη του τον
Σ ε λ ί δ α | 321

έστειλε σε άγνωστα μέχρι τώρα μονοπάτια που πολύ τον μπέρδεψαν. Πολύ γρήγορα
επανήλθε στο παρόν και απορροφήθηκε από τα όμορφα ακούσματα. Όταν θα του
δινόταν η ευκαιρία θα ξανασυζητούσε με τον πατέρα του το θέμα της μουσικής. Ίσως
τώρα που άκουσε και αυτός τον Τομ να παίζει τόσο ωραία, να άλλαζε γνώμη.
-Δεν πάτε στην πλατεία να παίξετε με τα άλλα παιδιά; τους πρότεινε ο παππούς
Μάρκος, που μάλλον ήθελε να κουβεντιάσει με τους συνομιλητές ήσυχα και χωρίς
μουσική υπόκρουση.
Τα παιδιά υπάκουσαν. Σε λίγη ώρα η Κωνσταντίνα έπαιζε με τα κοριτσάκια της
γειτονιάς και ο Τομ με τον Ηρακλή κουβέντιαζαν καθισμένα στο πέτρινο πεζούλι της
πλατείας.
-Αφού σου αρέσει τόσο η κιθάρα γιατί δε λες στον πατέρα σου να σου αγοράσει μία;
ρώτησε εύλογα ο Τομ.
-Α, δεν του αρέσει καθόλου η ιδέα. Εσένα ο πατέρας σου δεν είχε αντιρρήσεις;
-Όχι. Γιατί να είχε;
-Τι τυχερός που είσαι!
-Ήμουνα τυχερός. Τώρα δεν είμαι. Ο μπαμπάς μου πέθανε εδώ και τέσσερα χρόνια
και μου λείπει πάρα πολύ.
-Ωωω, είπε μόνο ο Ηρακλής που δέθηκε η γλώσσα του γιατί λυπήθηκε πολύ και δεν
ήξερε τι λένε σε αυτές τις περιπτώσεις.
-Το κακό είναι ότι θα χάσω και τη μητέρα μου. Νομίζω ότι δεν θα το αντέξω, είπε ο
Τομ και η φωνή του έσπασε καθώς τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια του
βούρκωσαν.
-Τι μου λες τώρα; Πώς είναι δυνατόν να ξέρεις κάτι τέτοιο. Ο παπάς στην εκκλησία,
μας λέει ότι κανείς δεν ξέρει το πότε θα είναι το τέλος του.
-Εγώ για τη μαμά μου το ξέρω. Μου το είπε η ίδια χτες το βράδυ. Έχει καρκίνο.
-Ναι αλλά έχει βρεθεί θεραπεία για τον καρκίνο. Μου το έχει πει ο παππούς μου
εμένα που ένας φίλος του είχε καρκίνο και θεραπεύτηκε.
Ο Τομ του εξήγησε ότι η ασθένεια της μαμάς του είναι, να δεις πώς το είπανε; α ναι:
ανίατη.
Κεραυνός εν αιθρία έπεσε χθες βράδυ στο κεφάλι του αγοριού μετά τη συζήτηση που
είχε με τη μητέρα του. Η Κάθυ ξέροντας πολύ καλά ότι το τέλος της πλησιάζει
θεώρησε σωστό να προετοιμάσει και να ατσαλώσει το γιό της για να μπορέσει να
αντέξει το χαμό της. Του είπε πόσο σίγουρη είναι για τη δύναμη που κρύβει μέσα του
και πόσο περήφανη είναι για αυτόν. Του μίλησε για τον παράδεισο και για τη δύναμη
που έχει το πνεύμα μας, να συντροφεύει και να προστατεύει τους ανθρώπους που
αγαπάμε όταν εμείς δεν υπάρχουμε πια. Του είπε πως τίποτα κακό δεν γίνεται στη
ζωή χωρίς να αποζημιωθεί με κάτι καλό, σαν αντίβαρο ας πούμε, έτσι ώστε να
υπάρχει ισορροπία στη ζωή μας. Του ανέφερε πως οι δυσκολίες είναι αυτές που μας
ατσαλώνουν και μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους και δυνατότερους αγωνιστές
της ζωής και της αγάπης. Τον παρότρυνε να κοιτάζει πάντα μπροστά του κυνηγώντας
τα όνειρά του. Να αποδέχεται και να αγαπάει πρωτίστως τον εαυτό του ώστε να είναι
Σ ε λ ί δ α | 322

γεμάτος αγάπη για να μπορεί να τη χαρίζει απλόχερα σε όσους την αξίζουν. Τέλος τον
καθησύχασε ότι δεν θα είναι μόνος στη ζωή, αφού θα έχει δίπλα του δυο υπέροχους
ανθρώπους αντάξιους, ίσως και ανώτερους, από τους γονείς του: τη θεία Χάριετ και
το θείο Τζίμη. Και όπως αυτή θα φύγει επαναπαυμένη ότι το παιδί της θα μείνει στα
πλέον κατάλληλα χέρια έτσι να είναι ήσυχος και αυτός ότι δεν θα χάσει την ασφάλεια
και τη θαλπωρή που έχει ανάγκη κάθε παιδί για να μεγαλώσει. Αυτά και άλλα πολλά
του είπε, και ο Τομ πήρε τα λόγια της αυτολεξεί και ατόφια και τα χάραξε ανεξίτηλα
στα βάθη της ψυχής του, σαν φυλαχτό, για να τον συντροφεύουν σε όλη του τη ζωή.
Κουβεντιάζοντας τώρα με τον Ηρακλή ανασύρθηκε στο νου του αυτό που του είπε η
μητέρα του για το αντίβαρο. Δεν θυμάται να είχε ξανοιχτεί ποτέ και να συζητήσει με
άλλον άνθρωπο αυτά που τον απασχολούσαν όπως έκανε σήμερα με τον Ηρακλή.
Νιώθει ότι σήμερα απέκτησε ένα καινούργιο πραγματικό φίλο και ας είναι
μικρότερός του. Θα ήθελε να κάνουν συχνά παρέα αλλά δυστυχώς έπρεπε σε δυο
μέρες να φύγει με τη μητέρα του και τους θείους του για το Λονδίνο. Τα δυο παιδιά
αντάλλαξαν τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις διαμονής τους για να μπορούν να
επικοινωνούν όποτε θέλουν. Και βέβαια ανανέωσαν το ραντεβού τους για το
επόμενο καλοκαίρι. Λίγη ώρα αργότερα Ο Τζίμης και οι δικοί του ευχαρίστησαν τον
κύριο Μάρκο και τους δικούς του για τη φιλοξενία τους και αφού
αλληλοχαιρετήθηκαν, έφυγαν για το πατρικό του Τζίμη.
Σε δυο μέρες προσγειώνονταν στο Λονδίνο. Και σε λίγες μέρες όλοι ξαναμπήκαν στη
ρουτίνα της καθημερινότητας. Ο Τζίμης και η Χάριετ επανήλθαν στη δουλειά τους. Ο
Τζίμης στο τμήμα σέρβις της Μόρις, και η Χάριετ στο τμήμα πωλήσεων της ίδιας
αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο Τομ ξεκίνησε το σχολείο του και η Κάθυ μπήκε πιο
εντατικά στον κύκλο των θεραπειών της, χωρίς δυστυχώς θετικό αποτέλεσμα. Λίγο
πριν τα Χριστούγεννα ταξίδεψε στον κόσμο των αγγέλων βυθίζοντας τους δικούς της
και ιδιαίτερα το παιδί της στη θλίψη και την απελπισία. Ο θείος του και η θεία του
ευτυχώς για αυτόν του άνοιξαν την αγκαλιά τους και εκεί ο μικρός βρήκε την
παρηγοριά που τόσο πολύ είχε ανάγκη. Όπως είχαν υποσχεθεί στην Κάθυ, νοίκιασαν
το σπίτι της και τα έσοδα του ενοικίου τα κατέθεταν στον τραπεζικό λογαριασμό του
Τομ. Και ο Τομ μετακόμισε στο σπίτι των θείων του. Στο εξής αυτοί θα είναι
ουσιαστικά οι γονείς του. Γιατί γονιός γίνεσαι και αλλιώς: πώς; μεγαλώνοντας και
φροντίζοντας ένα παιδί που δεν το έχεις γεννήσει.
Η χριστουγεννιάτικη κάρτα που έφτασε από την Ελλάδα με ευχές για ευτυχισμένο
έτος γλύκανε κάπως τη θλίψη του. Με τη σειρά του ανταπέδωσε και αυτός επίσης με
κάρτα τις ευχές του στον Ηρακλή, αναφέροντάς του το θάνατο της μαμάς του και την
επιθυμία του να βρεθούν το επόμενο καλοκαίρι.
Σ ε λ ί δ α | 323

5. Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεκέμβρης του 2005

Η ορκωμοσία στο ΤΕΙ Αθηνών μόλις τελείωσε.


Η Κωνσταντίνα κρατώντας το πτυχίο της όρμησε χαρούμενη στην αγκαλιά των γονιών
της.
-Συγχαρητήρια πριγκηπέσσα μου, την έσφιξε στην αγκαλιά του ο Μανώλης. Και
σιδεροκέφαλη! Είμαι πολύ περήφανος για σένα.
-Και από μένα συγχαρητήρια αγάπη μου, και καλή σταδιοδρομία, ευχήθηκε με θέρμη
η Φανή.
Η επαγγελματική της αποκατάσταση ήταν σχεδόν δρομολογημένη. Λίγους μήνες πριν
είχε δώσει εξετάσεις στο ασεπ και πήγε πολύ καλά. Είναι σίγουρη για την επιτυχία
της. Σε λίγο καιρό που θα βγουν και επίσημα τα αποτελέσματα θα διοριστεί
προφανώς ως μαία σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο και θα είναι πολύ ευτυχισμένη
για αυτό. Είχε κάνει την πρακτική της στο νοσοκομείο της Κορίνθου και είχε
κατενθουσιαστεί με τη δουλειά της. Θεωρούσε πολύ σπουδαίο να συμπαρίσταται και
να βοηθά τις επίτοκες να φέρνουν στον κόσμο μια καινούργια ζωή.
-Τι λέτε κυρίες μου; Πάμε να σας κάνω το τραπέζι;
-Και βέβαια μπαμπά. Μετά όμως θα πάω στο σπίτι της Αμαλίας, γιατί έχουμε
κανονίσει να πάμε έξω το βράδυ να το γιορτάσουμε. Θα είμαστε μεγάλη παρέα. Θα
μείνω σπίτι της το βράδυ και θα γυρίσω αύριο κάτω με το λεωφορείο. Εσείς τι θα
κάνετε;
-Θα αφήσω τη μαμά στο κτελ να πάρει το λεωφορείο για Κόρινθο και εγώ θα φύγω
για Σέρρες. Έχω φορτίο να παραδώσω αύριο πρωί πρωί.
-Ωραία! Πάμε να φάμε τώρα γιατί πείνασα.
Το φαστφουντάδικο ήταν γεμάτο. Ευτυχώς βρήκαν θέση γιατί μόλις εκείνη τη στιγμή
έφευγε μια παρέα αφήνοντας το τραπέζι αδειανό. Παρήγγειλαν το φαγητό τους και
ήπιαν στην υγειά της αποφοιτήσασας.
-Πού σκέφτεστε να το γιορτάσετε απόψε μικρή;
-Θα πάμε σε μια ταβέρνα στη Βουλιαγμένης. Την έχουν κλείσει απόψε οι
συμφοιτήτριές μου. Θα παίξει και θα τραγουδήσει η μουσική ομάδα του τμήματός
μας. Είναι απίθανη ομάδα. Φαντάσου ότι κατάφεραν τα γατόνια να φέρουν και τους
Ράμπο να πουν μαζί τους κάποια από τα τραγούδια τους. Αφού έκαναν και πρόβες
μαζί.
-Τι είναι αυτοί;
-Που ζεις βρε μπαμπά. Οι Ράμπο είναι ένα ξένο συγκρότημα. Έχουν κάνει θραύση στο
ίντερνετ αν και είναι μικροί σε ηλικία. Όλη η νεολαία τους ξέρει. Είναι τόσο γνωστοί
που απορώ πώς δέχτηκαν να τραγουδήσουν σε μια ελληνική ταβέρνα. Μάλλον θα το
είδαν σαν ευκαιρία να γνωρίσουν τα αξιοθέατα της Αθήνας. Θα βολιδοσκοπήσουν
Σ ε λ ί δ α | 324

και την απήχηση που θα έχουν σε ελληνικό χώρο ώστε να κανονίσουν στο μέλλον
καμμιά συναυλία στην Ελλάδα, λέω εγώ. Η Κωνσταντίνα άρχισε να μουρμουράει ένα
τραγούδι τους, μπας και φανεί γνωστό στους γονείς της, αλλά από ό,τι φαίνεται δεν
έχουν καμία επαφή με αυτού του είδους τη μουσική. Και τότε έφερε στο μυαλό της
έντονα για άλλη μια φορά τον Ηρακλή. Σκέφτηκε πόσο πολύ θα του άρεσαν οι Ράμπο.
Τι όμορφα θα ήταν να πήγαιναν μαζί το βράδυ στην εκδήλωση. Θα έπαιρνε μαζί του
και το κορίτσι του… Και αν δεν είχε κορίτσι, σίγουρα κάποια από τις συμφοιτήτριές
της θα του άρεσε. Για φαντάσου! Θα του έκανε λέει την προξενήτρα… Θα του γνώριζε
και το Θάνο το αγόρι της. Θα ήταν ο πρώτος από την οικογένειά της που θα του
εμπιστευόταν το αίσθημά της. Κρίμα! Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια ο νους της
δεν μπόρεσε ποτέ να χωρέσει ότι ο αγαπημένος της αδερφός, το στήριγμά της, έφυγε
από τη ζωή τόσο πρόωρα μα και τόσο άδικα.
-Εϊ, που τρέχει ο λογισμός σου κορίτσι μου.
-Σκεφτόμουνα τι να φορέσω το βράδυ μαμά! δικαιολογήθηκε.
-Ότι και να φορέσεις αγάπη μου, κούκλα θα είσαι!
Το κινητό της Κωνσταντίνας διέκοψε την κουβέντα τους.
-Ήταν η Αμαλία. Θα βρεθούμε σε ένα τέταρτο στο μετρό για να πάμε μαζί στο σπίτι
της. Θα σας αφήσω εγώ τώρα. Τα λέμε αύριο!
-Στο καλό κορίτσι μου. Καλή διασκέδαση.
Η Κωνσταντίνα περπάτησε ως το μετρό όπου την περίμενε η Αμαλία με τον αδερφό
της το Θάνο. Η Αμαλία θα πήγαινε προς Δάφνη για να κανονίσει στην ταβέρνα με
κάποιες άλλες κοπέλες τις τελευταίες λεπτομέρειες της βραδινής εκδήλωσης ενώ ο
Θάνος με την Κωνσταντίνα θα πήγαιναν στο σπίτι της Αμαλίας να προετοιμαστούν
για τη βραδινή τους έξοδο. Με το Θάνο είχαν γνωριστεί πριν έντεκα μήνες όταν η
Κωνσταντίνα και η Αμαλία ξεκίνησαν την πρακτική τους στο νοσοκομείο της
Κορίνθου. Ο Θάνος είχε προσληφθεί ήδη εκεί ως οδηγός ασθενοφόρου. Τα δυο
παιδιά ύστερα από αρκετές φιλικές και συναδελφικές συναντήσεις τους,
γνωρίστηκαν καλύτερα και σε προσωπικό επίπεδο. Η φιλία τους εξελίχθηκε εντελώς
φυσικά σε ένα μεγάλο έρωτα.
Μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα, η Κωνσταντίνα έβγαλε τα παπούτσια της και
σωριάστηκε στον καναπέ.
-Πόπο! Είμαι ψόφια από την κούραση.
-Και εγώ το ίδιο. Τι λες; Κοιμόμαστε καμιά ωρίτσα και μετά να ετοιμαστούμε;
-Να κοιμηθούμε είπες; τον λοξοκοίταξε παιχνιδιάρικα.
-Λέμε τώρα! της απάντησε πονηρά. Έσκασαν και οι δυο στα γέλια καθώς ο Θάνος τη
σήκωσε στην αγκαλιά του και την οδήγησε στο κρεβάτι.
-Μα τι κάνεις; διαμαρτυρήθηκε δήθεν εκείνη
-Κάνω πρόβα, βρε κουτή, για το πώς θα είναι στο γάμο μας, όταν θα σε σηκώσω κατά
το έθιμο στην αγκαλιά μου, της είπε δήθεν απολογητικά. Να μην έχω εξασκηθεί
λιγάκι! Τι, να πάθω κάνα λουμπάγκο γαμπρός πράγμα!
Σ ε λ ί δ α | 325

Η Κωνσταντίνα πήγε να απαντήσει αλλά το στόμα της φυλακίστηκε από το δικό του.
Και όχι μόνο. Η ύπαρξή της ολόκληρη παραδόθηκε στην αγκαλιά του…
Σχεδόν κόντευε να νυχτώσει όταν ξύπνησαν. Πετάχτηκαν γρήγορα από το κρεβάτι και
άρχισαν τις ετοιμασίες. Ο Θάνος μπήκε στο μπάνιο και η Κωνσταντίνα σιδέρωσε τα
ρούχα τους και τα ρούχα της Αμαλίας. Μετά συμμάζεψε λίγο το σπίτι και μπήκε με
τη σειρά της στο μπάνιο. Σε λίγο γύρισε και η Αμαλία. Έκανε και αυτή το μπάνιο της
και τα δυο κορίτσια στέγνωσαν και χτένισαν τα μαλλιά η μια της άλλης. Ύστερα
επιδόθηκαν στο ντύσιμο και στο βάψιμό τους. Η Αμαλία φόρεσε ένα μπλε εξώπλατο
εφαρμοστό φόρεμα σε αντίθεση με τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της και σε αρμονία
με τα γαλάζια μάτια της. Συμπλήρωσε το σύνολό της με τις ασημί άνετες γόβες της
και καμάρωσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η Κωνσταντίνα φόρεσε ριγέ
ασπρόμαυρη σατέν πανταλόνα που τόνιζε το ύψος της, και λευκό εφαρμοστό σατέν
πουκαμισάκι που τόνιζε το καλλίγραμμο κορμί της και έκανε αισθητή αντίθεση με τα
μαύρα μακριά μαλλιά της που κάλυπταν όλη της την πλάτη και έφταναν ως τη ζώνη
της πανταλόνας της. Είχε τονίσει διακριτικά τα πράσινα μάτια της και τα σαρκώδη
χείλη της με απαλά χρώματα. Τέλος φόρεσε τις κατακόκκινες χαμηλοτάκουνες γόβες
της και έφερε μια φούρλα μπροστά στο Θάνο.
-Πώς σου φαίνομαι; τον ρώτησε ναζιάρικα.
Στα μάτια του καθρεφτίστηκε ο θαυμασμός για την αγαπημένη του αλλά αρκέστηκε
να κουρντίσει λίγο τα κορίτσια:
-Σιγά καλέ! Και νύφες να ήσασταν, δε θα στολιζόσασταν έτσι! Ο ίδιος είχε αρκεστεί
στο αγαπημένο του τζιν παντελόνι με το μωβ του πουκάμισο. Τα καστανά ίσα μαλλιά
του κάλυπταν τα αυτιά του και η μπροστινή τούφα σχημάτιζε τη δεξιά του φράτζα
που κάθε τόσο έπεφτε μπροστά στο μέτωπό του και χρειαζόταν ένα απαλό τίναγμα
του κεφαλιού για να την επαναφέρει στη θέση της..
-Γκοτζάμ Ράμπο θα μας δούνε. Να μην τονίσουμε λίγο την ομορφιά μας;
-Μμμμ… σιγά τους Ράμπο!
-Ζηλεύεις ή μου φαίνεται Θανούλη;
-Ζηλεύεις ή μου φαίνεται αδερφούλη;
-Τι να ζηλέψω μωρέ εγώ, ο άντρας ο ωραίος, ο άντρας ο σωστός!
Το κουδούνι διέκοψε για λίγο τα πειράγματά τους. Για να γίνουν πιο έντονα όταν
προστέθηκε στην παρέα τους το αγόρι της Αμαλίας, ο Λάζαρος. Η ώρα πέρασε
ευχάριστα και γρήγορα. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, τα τέσσερα παιδιά φόρεσαν τα
πανωφόρια τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο του Λάζαρου και ξεκίνησαν για την
ταβέρνα.
Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα ήταν έντονα χριστουγεννιάτικη. Ένα τεράστιο δέντρο
στολισμένο με κόκκινες και χρυσές μπάλες δέσποζε στη γωνία της εισόδου. Τα κύρια
φώτα ήταν χαμηλωμένα. Σε κάθε τραπέζι υπήρχε ένα στεφάνι φτιαγμένο από
κλαδάκια έλατου, πεύκου και γκι και στη μέση του υπήρχε υποδοχή για ένα
κατακόκκινο αναμμένο κερί διακοσμημένο με χρυσά αστεράκια. Στα φωτιστικά, στις
κουρτίνες, στους τοίχους και στο ταβάνι δέσποζαν πολύχρωμες χριστουγεννιάτικες
Σ ε λ ί δ α | 326

μπάλες καθώς και πολύχρωμα φωτάκια που άλλα έμεναν μόνιμα αναμμένα και άλλα
αναβόσβηναν απογειώνοντας το χώρο. Στο βάθος είχαν στηθεί τα όργανα της
ορχήστρας και μπροστά της είχε διαμορφωθεί η πίστα του χορού. Η Αμαλία είχε
φροντίσει να τους κρατήσει θέση μπροστά μπροστά μαζί με άλλα τρία φιλικά τους
ζευγάρια.
Με χαρούμενη μουσική υπόκρουση, με ευχάριστα αστεία και πειράγματα
απόλαυσαν το φαγητό τους. Το κρασί που συνόδευε το φαγητό έφερε μεγαλύτερη
ευφορία στη διάθεση των παιδιών. Η μουσική ομάδα πήρε θέση στην ορχήστρα. Το
ρεπερτόριο στην αρχή περιείχε ελαφρά τραγούδια που στη συνέχεια έγιναν πιο
κεφάτα και οι ρυθμοί τους έντονα χορευτικοί. Η πίστα δεν άδειαζε σχεδόν καθόλου.
Συρτά, νησιώτικα, ζεϊμπέκικα, χασαποσέρβικα, τσιφτετέλια, σέικ, γιάνκα,
εναλλάσσονταν ασταμάτητα και το κέφι είχε ανάψει για τα καλά για ώρες. Αργά λίγο
μετά τα μεσάνυχτα, μία από τις κοπέλες ανήγγειλε τον ερχομό των Ράμπο:
-Και τώρα παιδιά ήρθε η ώρα να υποδεχτούμε τους σπουδαίους Ράμπο.
Οι δυο τραγουδιστές μπήκαν στην αίθουσα χαιρετώντας δεξιά και αριστερά καθώς
όλοι είχαν σηκωθεί όρθιοι και τους υποδέχονταν με θερμό χειροκρότημα και
αλλεπάλληλα σφυρίγματα. Έμοιαζαν μεταξύ τους σαν να ήταν αδέρφια. Ήταν και οι
δυο το ίδιο ψηλοί και το ίδιο λεπτοί. Είχαν και οι δυο μακριά μαλλιά και γένια. Μόνο
που του ενός, του Τομ, ήταν ξανθά και ίσα ενώ του άλλου, του Έρικ, ήταν καστανά
και λίγο σπαστά. Ο Τομ είχε πανέμορφα γαλάζια μάτια ενώ ο ΄Ερικ υπέροχα πράσινα.
Τα χειροκροτήματα δεν έλεγαν να σταματήσουν. Μέχρι που άγγιξαν τις χορδές της
κιθάρας τους. Τότε επικράτησε απόλυτη σιγή. Η μουσική τους και το τραγούδι τους
μάγεψε τους πάντες στην αίθουσα. Επί μια ώρα το ένα τραγούδι τους διαδεχόταν το
άλλο. Τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στην αίθουσα εκτός από τις κιθάρες τους και τα
τραγούδια τους. Μόνο στο τέλος κάθε τραγουδιού ερχόταν το παρατεταμένο
χειροκρότημα από το κοινό τους. Από κάποια στιγμή και μετά άρχισαν προς έκπληξη
όλων να τραγουδούν ελληνικά χορευτικά τραγούδια μαζί με την ομάδα την ελληνική.
Και λίγο αργότερα χωρίς να αφήσουν τις κιθάρες τους πέρασαν από ένα ένα τραπέζι
αφιερώνοντας λίγο από το χρόνο τους σε κάθε παρέα τραγουδώντας μαζί της. Στην
κυριολεξία αποθεώθηκαν. Πολλά από τα κορίτσια γοητευμένα τους παρακαλούσαν
να υπογράψουν στις μπλούζες τους ή να τους δώσουν αυτόγραφα ή ορμούσαν
επάνω τους για να ανταλλάξουν μαζί τους μια αγκαλιά και ένα φιλί.
Τελευταία πέρασαν από το τραπέζι της Κωνσταντίνας. Τότε ξεκρέμασαν τις κιθάρες
τους και άπλωσαν το χέρι τους ζητώντας την παρέα τους για να χορέψουν μαζί τους.
Ο Έρικ είχε σηκώσει από το τραπέζι το Θάνο και την Κωνσταντίνα, είχε μπει ανάμεσά
τους, τους είχε αγκαλιάσει και τους δυο από τον ώμο και χόρευε μαζί τους με κέφι
στο ρυθμό του χασαποσέρβικου. Ο Τομ είχε αγκαλιάσει την Αμαλία και το Λάζαρο
και χόρευε επίσης μαζί τους. Ακολούθησαν και πολλοί άλλοι στο χορό μέχρι που η
πίστα δεν χωρούσε άλλους πια. Το γλέντι κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Ένα ήταν
σίγουρο. Ότι θα έμενε αξέχαστο σε όλους!
Σ ε λ ί δ α | 327

Τέσσερις μήνες αργότερα, λίγο πριν το Πάσχα ήρθε ο διορισμός της Κωνσταντίνας
στο νοσοκομείο των Πατρών. Με τη βοήθεια των γονιών της αγόρασε ένα μικρό
αυτοκίνητο νοίκιασε σπίτι κοντά στη δουλειά της και ξεκίνησε κατενθουσιασμένη να
εργάζεται στο αντικείμενο που τόσο αγαπούσε. Το μόνο που περίμενε ήταν να
κενωθεί αντίστοιχη θέση στο νοσοκομείο της Κορίνθου για να πάρει μετάθεση και να
είναι μαζί με το Θάνο. Μέχρι τότε αρκούνταν και οι δυο να συναντιούνται τα
Σαββατοκύριακα και τις μέρες των αδειών της. Όταν της δινόταν η ευκαιρία
πεταγόταν μέχρι το Αίγιο να δει τον παππού Μάρκο και τη γιαγιά Κωστούλα. Και
μάλιστα κατά τις καλοκαιρινές επισκέψεις της τους έπαιρνε με το αυτοκινητάκι της
και πήγαιναν μαζί για μπάνιο στη θάλασσα. Αυτό γινόταν κυρίως απογευματινές
ώρες γιατί η γιαγιά Κωστούλα δεν άντεχε τον πολύ ήλιο. Ένα δειλινό καθώς
απολάμβαναν τη σιγαλιά του δειλινού μετά το μπάνιο τους, έφτασε στα αυτιά της
Κωνσταντίνας μια γνώριμη μουσική. Κοίταξε γύρω της και γύρω στα εκατό μέτρα
μακριά είδε δυο γνώριμες φιγούρες να παίζουν με τις κιθάρες τους και να
τραγουδούν με τη μοναδική φωνή τους.
-Δεν το πιστεύω, είναι οι Ράμπο! τσίριξε κατενθουσιασμένη.
-Σιγά παιδάκι μου, πώς κάνεις έτσι και τι είναι αυτοί οι Ράμπο;
-Που να σου εξηγώ τώρα ρε γιαγιά. Πάω να τους δω από κοντά.
-Μα πρέπει να φύγουμε Κωνσταντίνα μου. Σε λίγο είναι ώρα που ο παππούς πρέπει
να πάρει τα φάρμακά του.
-Δε θα αργήσω καλέ. Περιμένετέ με λίγο.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση περπάτησε με ταχύ βήμα προς τους Ράμπο. Την
ίδια στιγμή έφταναν εκεί και άλλοι πέντε-έξι νεολαίοι που έτυχε να βρίσκονται εκεί
κοντά. Ένα υπέροχο τραγούδι που δεν το είχαν ξανακούσει χάιδεψε τα αυτιά τους.
Όταν το τελείωσαν, όλοι όσοι είχαν μαζευτεί εκεί τους πλησίασαν περισσότερο για
να τους συγχαρούν για το τραγούδι τους και να τους ζητήσουν αυτόγραφα. Πρόθυμα
και ακούραστα τα δυο είδωλα, μοίρασαν στον καθένα τους από μία φωτογραφία που
πίσω της έγραψαν εκείνη τη στιγμή μια σύντομη αφιέρωση. Η Κωνσταντίνα πήρε το
αυτόγραφό της, τους ευχαρίστησε και έφυγε. Καθώς περπατούσε γύρισε τη
φωτογραφία στην πίσω πλευρά και διάβασε την αφιέρωση που ήταν γραμμένη στα
ελληνικά: στην αγαπημένη μας Κωνσταντίνα, με αγάπη. E-mail: Rabo@.... Πέταξε από
τη χαρά της. Θα μπορεί να επικοινωνεί μαζί τους! Μα τι απλοί και καλοδεκτικοί που
είναι!
Αφού άφησε τους παππούδες της στο σπίτι τους, γύρισε στην Πάτρα. Έκανε το μπάνιο
της και ξάπλωσε κατάκοπη αλλά καταχαρούμενη στο κρεβάτι της. Μίλησε με το Θάνο
στο τηλέφωνο για αρκετή ώρα μέχρι που την καληνύχτισε γιατί έπρεπε να μεταφέρει
εκτάκτως ασθενή στην Αθήνα με το ασθενοφόρο. Η Κωνσταντίνα έσβησε το φως του
πορτατίφ και έκλεισε τα μάτια της για να κοιμηθεί. Παρόλη την κούρασή της όμως
δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Στριφογύρισε για αρκετή ώρα αλλά τίποτα. Η χαρά που
έζησε σήμερα αντί να την ηρεμεί της έφερνε υπερένταση. Ο νους της έτρεξε στα
παιδικά της χρόνια που όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος σηκωνόταν και πήγαινε στο
Σ ε λ ί δ α | 328

δωμάτιο του Ηρακλή. Και αυτός -το στήριγμά της- της έκανε χώρο στο κρεβάτι και της
έλεγε παραμύθια μέχρι που αποκοιμιόταν με ένα χαμόγελο ευδαιμονίας στα χείλη
της. Ο Ηρακλής για να της δώσει χώρο σηκωνόταν από το κρεβάτι και πήγαινε στο
δικό της. «-Παναγιά μου! Τι στο καλό υπνοβάτησαν πάλι;», έλεγε η μητέρα τους το
πρωί.
Πόσο της λείπει! Όσα χρόνια και αν πέρασαν δεν είναι ικανά να της καλύψουν το
μεγάλο κενό που άφησε ο χαμός του. Οι γονείς της προσπάθησαν να μη δείχνουν τον
πόνο τους για να είναι η απώλεια για αυτήν λιγότερο βαριά. Είναι σίγουρη όμως ότι
ο πόνος τους είναι αξεπέραστος. Και σίγουρα, ιδιαίτερα ο πατέρας της, θα νιώθει
κάποιες τύψεις που ήταν ιδιαίτερα αυστηρός έως σκληρός μαζί του. Ίσως επειδή ήταν
μεγαλύτερος και είχε περισσότερες απαιτήσεις από αυτόν. Ίσως γιατί δεν
ακολουθούσε όπως θα ήθελε το δρόμο που του είχε ο ίδιος χαράξει, με τη δική του
νοοτροπία. Ίσως….. δεν ξέρει τι να σκεφτεί. Κοίτα τι θυμήθηκε τώρα: Αυτή θα ήταν
γύρω στα εφτά και ο Ηρακλής γύρω στα δέκα. Είχαν γυρίσει από το σπίτι του παππού
της, όπου είχε έρθει επίσκεψη κάποια οικογένεια που το παιδί τους έπαιζε κιθάρα.
Ο Ηρακλής, επηρεασμένος ίσως από αυτό, ζήτησε από τον πατέρα τους να του
αγοράσει κιθάρα και να τον γράψει στο ωδείο. Όμως αυτός ήταν ανένδοτος. Για
κάποιο λόγο θεωρούσε ότι άλλα ήταν τα όργανα που έπρεπε να παίζουν τα αγόρια.
Η Κωνσταντίνα μέχρι και σήμερα έβρισκε ακατανόητη και άδικη αυτή του την άποψη.
Ο Ηρακλής τότε έκλαψε μέχρι αργά τη νύχτα, ώσπου τον πήρε ο ύπνος. Η
Κωνσταντίνα αν και ξύπνια δεν πήγε στο κρεβάτι του. Ένιωθε ότι δε θα έβρισκε τρόπο
να τον παρηγορήσει. Άλλη μια φορά πάλι, περίπου ένα με δύο χρόνια αργότερα ο
πατέρας της παραφέρθηκε απέναντι στον Ηρακλή ενώ απέναντι στην ίδια ήταν για
τον ίδιο λόγο πολύ επιεικής. Επειδή η μαμά της της αγόραζε κυρίως φουστανάκια και
φούστες γιατί τα θεωρούσε πιο γουστόζικα επάνω της από ό,τι τα παντελόνια, η
Κωνσταντίνα τρελαινόταν σε κάθε ευκαιρία να φοράει τα παντελόνια του Ηρακλή.
Πολλές φορές έπαιζαν το παιχνίδι της ανταλλαγής των ρούχων. Ο Ηρακλής φορούσε
τα φουστάνια της, πασαλειβόταν με το κραγιόν της μαμά τους, κοιταζόταν στον
καθρέφτη και χόρευε τσιφτετέλι ενώ της Κωνσταντίνας της φαινόταν τόσο αστείος
που ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Αυτό γινόταν συχνά. Μία από εκείνες τις φορές μπήκε ο
πατέρας τους μέσα και τον είδε. Αντί να γελάσει και εκείνος μαζί τους, του φώναξε
τόσο άγρια, τον έβρισε π….η, τον έσυρε τραβώντας τον από το μπράτσο μέχρι το
δωμάτιό του και μπήκε μαζί του μέσα. Το στομάχι της Κωνσταντίνας σφίχτηκε τότε,
η καρδιά της χτύπησε τρελά από το φόβο της και τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα,
όταν άκουσε τις κραυγές πόνου του αδερφού της. Η μαμά της δυστυχώς δεν είχε
γυρίσει από τη δουλειά για να ηρεμήσει κάπως την κατάσταση. Από τότε και για πολύ
καιρό μετά ο πατέρας τους δούλευε όλο και περισσότερο. Αχάραγα έφευγε το πρωί
και μεσάνυχτα γύριζε. Τα παιδιά δεν τον έβλεπαν σχεδόν καθόλου. Λίγο καιρό μετά
ο Ηρακλής τελείωσε το δημοτικό. Και τότε προέκυψε σαν θεία δίκη για τη σκληρότητα
του μπαμπά της -πίστευε η Κωνσταντίνα- το θέμα της υγείας του. Ακόμα και τώρα
δεν έχει καταλάβει από τι ακριβώς έπασχε ο Ηρακλής. Οι γονείς της έστειλαν τον
Σ ε λ ί δ α | 329

Ηρακλή στο Αίγιο για να πάει εκεί Γυμνάσιο. Επειδή, λέει, η ασθένειά του ήθελε
ιδιαίτερη φροντίδα και επειδή οι γονείς τους δούλευαν πάρα πολλές ώρες, τον
έστειλαν εκεί για να έχει τη διαρκή φροντίδα της γιαγιάς. Απέφευγαν να πηγαίνουν
την Κωνσταντίνα να τον δει για να μην κολλήσει και η ίδια. Τώρα που το σκέφτεται
νομίζει ότι ουσιαστικά από τότε τον έχασε. Όταν ο Ηρακλής έγινε δεκατεσσάρων
χρόνων η υγεία του χειροτέρεψε, της είπαν. Έπρεπε να γίνει κάτι πιο αποτελεσματικό.
Υπήρχε, λέει, ένα κέντρο φιλοξενίας στην Ελβετία. Εκεί τον έστειλαν. Το μόνο
παρήγορο σε όλο αυτό ήταν ότι ο μπαμπάς τους πραγματοποιούσε δρομολόγια με
το φορτηγό στην Ευρώπη και ότι τον έβλεπε συχνά εκεί. Έτσι μάθαινε τα νέα του από
το στόμα του πατέρα της: Ότι τους διδάσκουν μαθήματα στα αγγλικά εκεί και ότι ο
Ηρακλής είναι ο πρώτος στην επίδοση. Ότι μαθαίνει μουσική και παίζει μπουζούκι
πολύ καλά σε σχέση με το λίγο χρόνο που έχει ασχοληθεί. Ότι έχει αποκτήσει πολλούς
φίλους και ότι είναι πολύ χαρούμενος για αυτό. Ότι είναι ιδιαίτερα δεμένος με ένα
άλλο κορίτσι από την ομάδα του και ότι ονειρεύεται κάποια μέρα να επισκεφτούν
μαζί την Ελλάδα. Βέβαια η υγεία του, της έλεγε, δυστυχώς χειροτέρευε. Η
Κωνσταντίνα όμως με την παιδιάστικη αφέλειά της πίστευε ότι θα γίνει καλά. Και τον
περίμενε. Με τι λαχτάρα τον περίμενε! Και όχι μόνο αυτή αλλά και όλοι οι δικοί της.
Μέχρι που συνέβη η τραγωδία. Είχαν πάει, λέει, εκδρομή με τα άλλα παιδιά σε ένα
κοντινό χιονοδρομικό κέντρο για να δουν αγώνα σκι, όταν έγινε το κακό. Μία
χιονοστιβάδα κατολίσθησε και πέρασε ακριβώς δίπλα από το σημείο που στέκονταν
τα παιδιά. Ο Ηρακλής εκείνη τη στιγμή που είχε σηκωθεί από τις κερκίδες για να πάει
στην τουαλέτα βρέθηκε στο δρόμο της. Έτσι τον παρέσυρε άγνωστο που, αφού δεν
βρέθηκε ποτέ, παρόλες τις προσπάθειες που έκαναν για καιρό εκεί οι διασώστες να
τον βρουν. Καημένε Ηρακλή τι σου έμελλε να πάθεις μόλις στα δέκα έξι σου χρόνια.
Θυμάται πόσο τον έκλαψαν όλοι οι συγγενείς και φίλοι της οικογένειας στο
μνημόσυνο που ακολούθησε. Θυμάται πόσο απαρηγόρητη ήταν η ίδια. Παρόλο που
προσπάθησαν να της το πουν με τρόπο. Τι και αν είχε να τον δει κάποια χρόνια. Τι και
αν οι γονείς της μάζεψαν όση δύναμη μπορούσαν για να φανούν ψύχραιμοι απέναντί
της και να την στηρίξουν όσο μπορούν στον πόνο της παρακάμπτοντας σχεδόν τον
δικό τους πόνο. Για την Κωνσταντίνα η γη έφυγε κάτω από τα πόδια της αφού το
στήριγμά της -έτσι είχε μείνει στο μυαλό της- έφυγε από τη ζωή. Τώρα καμιά ελπίδα
δεν μπορούσε να έχει μέσα της ότι θα γυρίσει πίσω. Και όμως, το μυαλό της κάπου
εκεί στο βάθος του, της έπαιζε περίεργο παιχνίδι και επέμενε να αφήνει μέχρι και
σήμερα μια ανεπαίσθητη αχτίδα φωτός ότι κάπου θα βρεθεί. Η φαντασία της είχε
πλάσει ολόκληρο σενάριο: ότι τάχα βρέθηκε σε ένα ερημικό και άγνωστο μέρος
χτυπημένος και παγωμένος αλλά ζωντανός χωρίς να θυμάται ποιος είναι. Ότι
κατάφερε με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να επιβιώσει σαν αγρίμι, και ότι με τις
υπάρχουσες εκεί συνθήκες η ίδια η φύση στάθηκε γιατρικό για την περίεργη
ασθένειά του. Και ότι κάποια στιγμή θα θυμηθεί και θα βρει τον τρόπο να περπατήσει
ως τον πολιτισμένο κόσμο και να πει ποιος είναι. Και τότε θα βοηθηθεί να γυρίσει
πίσω, στο σπίτι του, στους γονείς του και σε αυτήν. Τότε μόνο αυτή θα ησυχάσει. Και
Σ ε λ ί δ α | 330

θα μπορεί χωρίς καμία σκιά στη ζωή της, χαρούμενη και ευτυχισμένη να προχωρήσει
στη δημιουργία της δικής της οικογένειας με το Θάνο, συνοδευόμενη στης εκκλησιάς
την πόρτα, κατά το έθιμο, από τον πατέρα της και τον αδερφό της…
Σ ε λ ί δ α | 331

6. ΝΑ ΞΕΡΑΜΕ ΤΙ ΜΑΣ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ

Η μετάθεση της Κωνσταντίνας ήρθε δυο χρόνια αργότερα. Συμφώνησαν τότε με το


Θάνο ότι είναι ώρα πια να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, να ορίσουν την
ημερομηνία του γάμου τους και να ξεκινήσουν τις προετοιμασίες τους.
Ο Μανώλης σε συνεννόηση με τον αδερφό του και τους γονείς του έχτισε στην
ταράτσα της πολυκατοικίας τους, μία ευρύχωρη γκαρσονιέρα. Εκεί εγκαταστάθηκαν
οι γονείς του που μέχρι τώρα κατοικούσαν στο ισόγειο. Ο Μανώλης και η Φανή
εγκαταστάθηκαν στο ισόγειο και το διαμέρισμα που έμεναν μέχρι τώρα το έδωσαν
ως γαμήλιο δώρο στην Κωνσταντίνα.
Τέλη Αυγούστου του 2007 η Κωνσταντίνα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας
συνοδευόμενη βέβαια από το μπαμπά της και τη μαμά της. Το όνειρο δυστυχώς
παρέμεινε όνειρο. Ο Ηρακλής για άλλη μια φορά έκανε έντονα αισθητή την απουσία
του στην πιο ευτυχισμένη μέχρι τώρα στιγμή της ζωής της. Η Κωνσταντίνα αποφάσισε
τότε πολύ σοβαρά ότι ήρθε η ώρα να αποδεχτεί χωρίς «αλλά, όμως και μήπως», τη
σκληρή πραγματικότητα. Ο αδερφός της δεν θα γυρίσει ποτέ από τον κόσμο των
αγγέλων. Και δεν υπάρχει ούτε ο τάφος του για να τον επισκέπτεται. Θα ζει μόνο στη
σκέψη της μέσα από τις παιδικές της αναμνήσεις.
Κοίταξε το Θάνο με λατρεία, του έσφιξε απαλά το χέρι και του χαμογέλασε
ευτυχισμένη. Αυτός της ανταπέδωσε το βλέμμα θαυμάζοντάς τη, έτσι πανέμορφη
που ήταν μέσα στο κατάλευκο δαντελωτό νυφικό της σε πλήρη αντίθεση με τα μαύρα
μακριά μαλλιά της και σε αρμονία με τα καταπράσινα μάτια της. Αργότερα, μετά το
μυστήριο, στο κέντρο διασκέδασης χόρευε μαζί της το υπέροχο μπλουζ
ακολουθώντας το ρυθμό του «αι λαβ γιου» από το καινούργιο σιντί των Ράμπο. Η
Κωνσταντίνα ύστερα από τη συνάντηση που είχε μαζί τους στο Αίγιο, είχε
επικοινωνήσει στην ηλεκτρονική τους διεύθυνση αρκετές φορές μαζί τους για να τους
συγχαρεί για την επιτυχία τους και αυτοί της απαντούσαν κάθε φορά. Λίγες
εβδομάδες πριν το γάμο της ανακοίνωσε με ένα της μήνυμα μέσω του φέϊσμπουκ σε
όλους τους φίλους τους την ημερομηνία του γάμου της. Μαζί με την αναγγελία
ανάρτησε και μια φωτογραφία της με το Θάνο. Η σελίδα τους στο φέισμπουκ πήρε
φωτιά. Ολόθερμες ευχές έφταναν κάθε στιγμή. Μέχρι και οι Ράμπο τους ευχήθηκαν
να ζήσουν ευτυχισμένοι. Τις δύο τελευταίες εβδομάδες επίσης το σπίτι τους είχε
κατακλυστεί από συγγενείς και φίλους που τους έφερναν το δώρο του γάμου τους.
Μια ημέρα έφτασε ταχυδρομικά με κούριερ ένα δέμα. Η Κωνσταντίνα το άνοιξε
γεμάτη περιέργεια και τσίριξε από τη χαρά της.
-Κοίτα Θάνο! Οι Ράμπο μας έστειλαν δώρο το άλμπουμ τους με όλα τους τα σιντί. Στη
πρώτη σελίδα είχαν γράψει ιδιοχείρως: «Να ζήσετε ευτυχισμένοι. Θα είναι τιμή μας
αν στο γάμο σας επιλέξετε να χορέψετε ένα από τα τραγούδια μας!!!»
Μα μέσα στο μυαλό της να είναι αυτά τα παιδιά! Ήδη είχαν επιλέξει το «αι λαβ γιου»
με το Θάνο, όταν κανόνιζαν με τον ντιτζέι το μουσικό πρόγραμμα του γάμου τους.
Σ ε λ ί δ α | 332

Την επόμενη μέρα αναχώρησαν για Κέρκυρα. Αυτόν τον προορισμό είχαν επιλέξει για
το γαμήλιό τους ταξίδι, και έμειναν εκεί εφτά ολόκληρες μέρες.
Τρισευτυχισμένοι και με γεμάτες τις μπαταρίες της διάθεσής τους, γύρισαν στη
ρουτίνα του έγγαμου βίου και της δουλειάς τους.
Πέρασαν δύο χρόνια από το γάμο τους. Εκείνη την ημέρα ο Θάνος άργησε λίγο να
γυρίσει σπίτι λόγω έκτακτου δρομολογίου με το ασθενοφόρο.
-Ακόμα δεν ετοιμάστηκες; τη ρώτησε.
-Σκέφτηκα ότι μπορεί να είσαι κουρασμένος.
-Μα για αυτό θέλω να βγούμε, για να ξεκουραστώ!
Λίγο αργότερα καθισμένοι στο τραπέζι που είχαν κλείσει σε μια συμπαθητική
ταβερνούλα έξω από την πόλη, απολάμβαναν το κρασάκι τους.
-Σου έχω μια έκπληξη, είπαν σχεδόν ταυτόχρονα.
-Πρώτα εσύ! συνέχισαν πάλι εν χορώ.
-Όχι! Εσύ πρώτα! ξαναείπαν μαζί.
-Τι θα γίνει τώρα αγάπη μου; ξεσπάθωσε ο Θάνος. Τη χορωδία θα παίξουμε; Άντε, ας
κάνω εγώ το μικρότερο!
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του μπουφάν του -«τι το θέλεις το μπουφάν
καλοκαιριάτικα» τον είχε ρωτήσει προηγουμένως η Κωνσταντίνα- και έβγαλε ένα
βελούδινο κουτάκι. Το άνοιξε με τελετουργικές κινήσεις και έβγαλε από μέσα ένα
χρυσό καλόγουστο βραχιόλι.
-Για τη δεύτερη επέτειό μας κορίτσι μου! χρόνια μας πολλά! της είπε καθώς της το
φορούσε στο χέρι και προσπαθούσε να της το κουμπώσει.
-Οο! είναι πανέμορφο! σε ευχαριστώ αγάπη μου, του είπε και τον φίλησε απαλά στα
χείλη.
-Η σειρά σου τώρα κυρία μου!
-Α, ναι! σου έχω και εγώ ένα δώρο γλυκέ μου, αλλά δεν ξέρω πώς θα είναι!
Ο Θάνος την κοίταξε παραξενεμένος. Τι στο καλό; δεν ξέρει τι του αγόρασε; Τα μάτια
του καρφώθηκαν στην τσάντα της και περίμενε να του το παρουσιάσει.
-Δεν είναι στην τσάντααα, του είπε όλο νάζι με τραγουδιστή φωνή.
-Πού είναι; τη ρώτησε σαστισμένος
-Εδώ ή εδώ ή εδώ τέλος πάντων, του απάντησε και του έδειξε τρία διαδοχικά σημεία
στην κοιλιά της.
Ο Θάνος πετάχτηκε όρθιος
-Θέλεις να πεις ότι …..
-Ναι χαζούλη! άντε, τρόμαξες να πάρεις εμπρός, τον πείραξε.
-Δηλαδή θα κάνουμε μωρό; ξαναρώτησε για να σιγουρευτεί.
-Έχεις μήπως κάποια άλλη προτίμηση; τον έκανε χάζι η Κωνσταντίνα.
Και τότε προς έκπληξη των διπλανών παρακαθήμενων ο Θάνος άρχισε να έρχεται
γύρω γύρω από το τραπέζι χοροπηδώντας και τραγουδώντας:
-Θα κάνουμε μωρόο! Θα κάνουμε μωρόοο!
Σ ε λ ί δ α | 333

-Σταμάτα τρελέ! ρεζίλι γίναμε στους ξένους ανθρώπους! του είπε χαμηλόφωνα,
πιάνοντάς τον από το χέρι και αναγκάζοντάς τον να σταματήσει το χορευτικό του
σόου. Εκείνος στάθηκε δίπλα της, έσκυψε, τη φίλησε πεταχτά στα χείλη και της
ψιθύρισε στο αυτί:
-Και που να δεις αγάπη μου, τι έχουν να δουν του χρόνου τέτοια μέρα που θα είμαστε
εδώ, μαζί με το μωρό μας!
-Τι παιδί που γίνεσαι μερικές φορές!
-Από πότε το ξέρεις; σοβάρεψε εκείνος.
Εδώ και δέκα μέρες. Έκανα δυο φορές το τεστ για να σιγουρευτώ. Αλλά στο κρατούσα
ως δώρο έκπληξη για σήμερα.
-Πονηρούλα! για αυτό μου παραπονιόσουν για ψιλοζαλάδες και ψιλοναυτίες, και
μου έπαιζες και θέατρο: «κάτι θα έφαγα χθες βράδυ και με πείραξε».
Στην τελευταία φράση λέπτυνε τη φωνή του παριστάνοντάς την. Και συνέχισε:
-Για πες μου τώρα κυρία μου, στο γιατρό πότε θα πάμε;
-Έχω κανονίσει για αύριο. Μόλις τελειώσουμε τη βάρδια μας, θα μας περιμένει για
υπέρηχο. Ελπίζω να μη σου τύχει τίποτα έκτακτο, και να είσαι και σύ εκεί, το καλό
που σου θέλω, τον προειδοποίησε τρυφερά….
Πράγματι, την επόμενη μέρα, το ζευγάρι παρακολουθούσε στην οθόνη του υπέρηχου
το μικροσκοπικό καρπό του έρωτά τους, ακούγοντας ταυτόχρονα τους γρήγορους και
δυνατούς παλμούς της καρδούλας του.
-Όλα είναι μια χαρά παιδιά! Κωνσταντίνα κάνε αυτές τις εξετάσεις το συντομότερο,
και τα ξαναλέμε.
Οι εξετάσεις έδειξαν κάποια μικρή αναιμία και μια ουρολοίμωξη που σε συνδυασμό
και των δυο, ο γιατρός έκρινε ότι η Κωνσταντίνα έχρηζε πιο εξειδικευμένης εξέτασης
από ουρολόγο. Αυτός με τη σειρά του, τους παρέπεμψε σε μια σειρά εξετάσεων που
έπρεπε να πραγματοποιηθούν με τη δέουσα προσοχή ώστε να μη προκληθεί κάποια
βλάβη στο έμβρυο. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά: Η Κωνσταντίνα έπασχε
από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Και επειδή τα σημάδια της ασθένειας δεν ήταν
ακόμα εμφανή, ένας θεός ξέρει πότε θα το μάθαινε, αν δεν είχε προκύψει η
εγκυμοσύνη της. Ήδη το ένα νεφρό της ήταν κατεστραμμένο και το άλλο
λειτουργούσε κατά το ένα τέταρτο. Το ανησυχητικό για τους γιατρούς επίσης ήταν
ότι δεν μπόρεσαν να βρουν τι ήταν αυτό που προκάλεσε την ανεπάρκεια, ώστε
θεραπεύοντας την αιτία, να σταματήσει και η καταστροφική πορεία της ανεπάρκειας.
Αποφάσισαν ότι μέχρι να γεννήσει θα προσπαθούσαν με συντηρητικά μέσα να
αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και στη συνέχεια να προβούν σε πιο δραστικές
μεθόδους αντιμετώπισης. Αν και όπως έδειχναν τα πράγματα η Κωνσταντίνα δεν θα
γλύτωνε τη διαδικασία της χρόνιας αιμοκάθαρσης εκτός και αν γινόταν
μεταμόσχευση. Αλλά για αυτό έπρεπε να μπει σε λίστα, να περάσουν αρκετά χρόνια
-μέχρι και οχτώ ήταν τα μέχρι τώρα στοιχεία του κέντρου μεταμόσχευσης- να βρεθεί
συμβατός δότης και τέλος ο νεαρός οργανισμός της να μην απορρίψει το μόσχευμα.
Σ ε λ ί δ α | 334

Προς το παρόν το κύριο μέλημα της μέλλουσας μανούλας ήταν να φέρει στον κόσμο
με ασφάλεια το παιδί της.
Και σαν να μην έφτανε η αγωνία που είχαν όλοι για την πορεία της Κωνσταντίνας,
συνέβη και το σοβαρό ατύχημα του Μανώλη. Ήταν Φλεβάρης μήνας του 2010.
Βρισκόταν με το φορτηγό του φορτωμένο με σχετικά υλικά, σε χώρο ασβεστοποιίας.
Το χώμα εκεί ήταν ολισθηρό λόγω των πολλών βροχοπτώσεων των προηγούμενων
ημερών. Ο Μανώλης έχασε τον έλεγχο του τιμονιού και αυτό ακυβέρνητο και
ανεξέλεγκτο πια, γλίστρησε πέρα δώθε στη λάσπη ώσπου τούμπαρε καταλήγοντας
μέσα στον τεράστιο λάκκο όπου σβηνόταν η ασβέστη.
Ο Μανώλης υπέστη χημικά εγκαύματα σε όλο του το σώμα αλλά το σοβαρότερο ήταν
αυτό που υπέστη στα μάτια του, που του κατέστρεψε ανεπανόρθωτα τους
κερατοειδείς και του προκάλεσε εκτός από φρικτούς πόνους και τύφλωση. Τον πρώτο
καιρό παρακαλούσε να πεθάνει. Τι την ήθελε τέτοια ζωή ανήμπορος μέσα στο
σκοτάδι; Τι και αν είχε κοντά του τη Φανή. Η οποία παραιτήθηκε από τη δουλειά της
ως πωλήτρια σε εμπορικό έτοιμων ενδυμάτων και έκανε αίτηση για πρόωρη
συνταξιοδότησή της. Έτσι αφιερώθηκε στη φροντίδα και τη στήριξη του άντρα της.
Φοβόταν μήπως κάνει καμιά τρέλα στην κατάσταση που ήταν. Αλλά και για αυτήν
άλλαξαν τα δεδομένα της ζωής της. Εκεί που βρισκόταν επαναπαυμένη στην ομπρέλα
προστασίας του Μανώλη βρέθηκε ακάλυπτη και απροστάτευτη στο κυκεώνα των
απρόβλεπτων εξελίξεων. Εκεί που έτρεχε αυτός για όλες τις εξωτερικές δουλειές
τώρα ήταν υποχρεωμένη να αναλάβει τα πάντα εκείνη. Και της φαίνονταν βουνό
απροσπέλαστο. Λίγες εβδομάδες αφότου γύρισε ο Μανώλης από το νοσοκομείο, ο
Θάνος πήρε τηλέφωνο την πεθερά του να τρέξει στο νοσοκομείο γιατί έσπασαν τα
νερά της Κωνσταντίνας. Η Φανή άφησε τον Μανώλη στη φροντίδα του αδερφού του
και έτρεξε να συμπαρασταθεί στην κόρη της την ευλογημένη αυτή ώρα. Μετά από
πολλές ώρες η Κωνσταντίνα έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι. Ο γιατρός
ήσυχος που όλα πήγαν κατ’ ευχήν στον τοκετό έστρεψε όλη του την προσοχή στην
Κωνσταντίνα. Όλη η διαδικασία του τοκετού επιδείνωσε το πρόβλημα του
υπολειτουργούντος νεφρού της, δεδομένου ότι η μέχρι τώρα αντιμετώπιση του
προβλήματος ήταν πολύ ήπια για λόγους προστασίας του μωρού. Σε όλο το διάστημα
παραμονής της στο νοσοκομείο την παρακολουθούσε ο νεφρολόγος ο οποίος την
παρέπεμψε σε μία σειρά εξειδικευμένων εξετάσεων που τώρα μπορούσαν να γίνουν
με ασφάλεια αφού το μωρό είχε γεννηθεί. Ο Θάνος ήταν συνέχεια στο πλευρό της
για όσο καιρό η Κωνσταντίνα έμεινε στο νοσοκομείο και ακολουθούσε πιστά τις
οδηγίες των γιατρών της. Η Φανή ανέλαβε εκτός των άλλων και τη φροντίδα του
μικρού Νικήτα. Κάθε βράδυ μόλις αποκοιμιούνταν ο Μανώλης και ο Νικήτας,
κατάκοπη και εξουθενωμένη έπεφτε στο κρεβάτι και πριν την πάρει ο ύπνος έφερνε
στο νου της τον Ηρακλή. Γεμάτη τύψεις σκεφτόταν ότι κάπως έτσι θα είδε τη ζωή και
αυτός τότε: Σαν απροσπέλαστο βουνό. Και ήταν παιδί. Μόλις δεκατεσσάρων, και αν
υπολογίσεις και τα δυο προηγούμενα χρόνια, τότε μόλις δώδεκα. Θεέ μου πώς
Σ ε λ ί δ α | 335

μπορέσαμε; Για αυτό μας τιμωρείς έτσι τώρα. Και σάμπως έφταιγε σε τίποτα το
καημένο;
Σαν τις πληγές του Φαραώ έρχονταν το ένα μετά το άλλο τα δυσάρεστα γεγονότα.
Τον Ιούνιο του 2010 έφυγε από τη ζωή ο ογδονταοχτάχρονος πατέρας του Μανώλη.
Και πριν περάσουν καλά καλά έξι μήνες από τότε, τον ακολούθησε και η συνομήλικη
γυναίκα του. Και έπεται συνέχεια. Τον επόμενο χρόνο έφυγε από τη ζωή ο κύριος
Μάρκος ύστερα από ένα βαρύ εγκεφαλικό που τον κράτησε στο κρεβάτι κοντά ένα
χρόνο. Και τον μεθεπόμενο τον ακολούθησε η κυρία Κωστούλα μετά από την
καρδιακή προσβολή που υπέστη.
-Έλεος Θεέ μου! όχι άλλο κακό! προσευχόταν κάθε βράδυ η Φανή. Κόντευε να
ξεχάσει πως είναι να ζεις χωρίς το φόβο του θανάτου. Και μόνο τις ώρες που
ασχολείτο με το μικρό Νικήτα ένιωθε το γλυκό συναίσθημα του να απολαμβάνεις
κάτι όμορφο από τη ζωή. Μια φορά που είχε γυρίσει η Κωνσταντίνα από το
νοσοκομείο και ξεκουραζόταν στον καναπέ του σπιτιού των γονιών της, ο δίχρονος
Νικήτας έκλαιγε ασταμάτητα, επειδή ήθελε να του δώσουν να πιεί νερό με το γυάλινο
ποτήρι. Η Κωνσταντίνα ταλαιπωρημένη και σκεπτόμενη την κούραση της μητέρας της
του φώναξε θυμωμένη:
-Πάψε βρε σκασμένο, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι επικίνδυνο για να σπάσει και να
κοπείς;
Η αντίδραση της Φανής την ξάφνιασε.
-Μη το ξαναμαλώσεις ποτέ έτσι το παιδί. Με ακούς; Είναι μωρό. Δεν μπορεί να
σκεφτεί όπως εμείς. Και σηκώνοντάς το στην αγκαλιά της του έδωσε ένα πλαστικό
ποτηράκι και του είπε ότι μέσα έχει μια έκπληξη. Ένα μίνι αυτοκινητάκι που είχε
φροντίσει ή ίδια να το τοποθετήσει μέσα πριν του το δώσει. Ο Νικήτας σταμάτησε να
κλαίει και η γιαγιά του τον απίθωσε στο πάρκο του, μουρμουρίζοντας
φιλοσοφημένα:
-Πού ξέρουμε τι σου επιφυλάσσει και σένα η ζωή μικρούλι μου!
Παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι γιατροί και παρόλη τη συνέπεια της
Κωνσταντίνας στο να ακολουθεί την αγωγή που της συνιστούσαν, η ικανότητα
λειτουργίας του νεφρού της μειωνόταν και άλλο. Ήταν θέμα χρόνου ίσως και μηνών
να ξεκινήσει τη διαδικασία αιμοκάθαρσης. Απελπισμένη η νεαρή γυναίκα και με την
προτροπή των γιατρών και με τη βοήθεια του Θάνου, ξεκίνησε τις απαραίτητες
ενέργειες και εξετάσεις για να μπει στη λίστα των ατόμων προς μεταμόσχευση. Οι
προβλέψεις για ένα τέτοιο εγχείρημα την πήγαιναν πολύ μακριά, γύρω στο 2020.
Μετά δηλαδή από οχτώ χρόνια, σύμφωνα βέβαια με τον μέχρι σήμερα ρυθμό
προσφοράς των μοσχευμάτων. Εκτός και αν βρισκόταν ζωντανός δότης που θα
επιθυμούσε να της προσφέρει το ένα του νεφρό. Ο Μανώλης χωρίς δεύτερη σκέψη
προσφέρθηκε για αυτό. Έπρεπε να προβεί και αυτός στις απαραίτητες εξετάσεις
προκειμένου να εξασφαλιστεί πρώτα η συμβατότητα. Και εδώ όμως η Κωνσταντίνα
στάθηκε άτυχη. Δυστυχώς ο μπαμπάς της δεν ήταν ο κατάλληλος συμβατός δότης
της. Σειρά είχε η Φανή. Για άλλη μια φορά η Κωνσταντίνα ατύχησε. Οι εξετάσεις
Σ ε λ ί δ α | 336

δυστυχώς έδειξαν ότι ούτε με τη μαμά της υπήρχε συμβατότητα. Δεν τους έμενε
τίποτε άλλο από το να περιμένουν.
Την ίδια διαδικασία ακολούθησαν και για τον Μανώλη. Μπήκε και αυτός στη λίστα
για μεταμόσχευση κερατοειδών. Έστω και στο ένα μάτι. Να μπορέσει να ξαναβρεί το
φως του. Να γνωρίσει και οπτικά τον εγγονό του, που σχεδόν όλη του τη μέρα τον
κρατούσε στην αγκαλιά του και τον μάθαινε τα πρώτα του λογάκια. Και ο μικρός
χαρούμενος όλη την ώρα του έλεγε:
-Κοίτα παππού τι κρατάω! Κοίτα παππού τι έχω! Κοίτα παππού τι μπορώ να κάνω!
Κοίτα παππού πόσα παιχνίδια έχω! Όλες του οι φράσεις είχαν τη λέξη «κοίτα». Και ο
Μανώλης μαράζωνε που δεν μπορούσε να κοιτάξει.
Ο Θάνος με την Κωνσταντίνα το επόμενο καλοκαίρι αποφάσισαν επιτέλους να
κάνουν τη βάφτιση του Νικήτα. Με τόσα που είχαν μεσολαβήσει όλο το ανέβαλαν.
Είχε φτάσει τριών χρονών το παιδί και ακόμα ήταν αβάπτιστο. Όλη η εκδήλωση της
βάπτισης ήταν μια νότα χαράς και διασκέδασης για την οικογένεια. Για λίγο έβαλαν
στην άκρη τα σοβαρά προβλήματα που τους συνέβαιναν και γιόρτασαν με συγγενείς
και φίλους το σπουδαίο γεγονός.
Τον επόμενο Σεπτέμβρη ο Νικήτας ξεκίνησε να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό. Ο
Μανώλης ένιωθε μοναξιά τις ώρες που έλειπε το παιδί. Δεν είχε με τι να ασχοληθεί
και οι σκέψεις που έρχονταν στο μυαλό του, τον τρέλαιναν. Ο απολογισμός που έκανε
μέσα στο σκοτάδι για τη μέχρι τώρα ζωή του τον μπέρδευε. Ήταν ένας απολογισμός
όπου δεν ισοζυγίζονταν τα δούναι και τα λαβείν της ζωής του. Κάπου έκανε λάθος
και δεν κατέληγε σε ισολογισμό. Τώρα που έχει πολύ χρόνο να μετράει και να
ξαναμετράει τα συν και τα πλην, αρχίζει να αχνοφαίνεται κάπου το λάθος, αλλά
ακόμα ο ίδιος δεν θέλει να το παραδεχτεί. Για σκέψου, λέει, μακριά από μας, αλλά
υπόθεση κάνουμε, να συμβεί και στο Νικήτα ό,τι και στον Ηρακλή! Τι θα έπρεπε να
κάνει τότε ο Θάνος; Θα μπορούσε να το δεχτεί; Όχι βέβαια. Και αν του ζητούσε τη
συμβουλή του, και του έλεγε: «βρε πεθερέ, το και το μου συμβαίνει. Δεν μπορώ να
το δεχτώ. Ή θα ‘ρθει στον ίσιο δρόμο ή θα το διώξω από το σπίτι!» τι θα του
απαντούσε; Τώρα που βλέπει μικρό και ανυπεράσπιστο το Νικήτα, όσο και αν
καταλάβαινε το πώς θα αισθανόταν ο Θάνος σε μια τέτοια περίπτωση θα του
απαντούσε: «και πού να πάει μικρό παιδί; σκέφτεσαι τί θα απογίνει;» Αλήθεια, αυτός
σκέφτηκε τι θα απογίνει ο Ηρακλής; Και στο κάτω κάτω δικό του παιδί ήτανε. Μήπως
πρέπει να ψάξει τι λάθος έκανε και αυτός ως πατέρας για να βγει έτσι το παιδί. Έ, όχι
να νιώθει και ενοχές για τον τρόπο που μεγάλωνε το παιδί του. Που έκανε τα πάντα
για αυτό και προσπαθούσε να του δώσει όλα τα εφόδια για να γίνει ένας σωστός
άντρας. Αυτός έφταιγε δηλαδή, που το παιδί ξέφυγε; Όχι βέβαια. Μήπως δεν
χρησιμοποίησε κάθε τρόπο έως και βία, για να καταστείλει το κακό, όσο ήταν ακόμα
μικρός, πριν είναι αργά; Μωρέ καλά έκανε και το απομάκρυνε από την οικογένεια.
Και πάλι τυχερό στάθηκε που βρήκε όμοιούς του να το δεχτούν.
Και με αυτή τη σκέψη ο Μανώλης ησύχαζε για λίγο. Μόνο για λίγο. Μετά
κονταροχτυπιόταν πάλι. Θυμάται πόσο πολύ είχε ασχοληθεί με το γιό του όταν ήταν
Σ ε λ ί δ α | 337

μικρός. Δεν υπήρχε τίποτα πιο ιερό από την οικογένειά του. Λάτρευε τη γυναίκα του
και τη λατρεύει ακόμα. Λάτρευε τα παιδιά του. Ιδιαίτερα το γιό του που θα ήταν η
συνέχειά του. Τον είχε συνέχεια κοντά του για να του εμφυσήσει το αντρικό φιλότιμο
και να γίνει και αυτός κάποτε ένας καλός οικογενειάρχης με τη γυναίκα του και τα
παιδιά που θα κάνει. Άλλωστε, αυτός δεν είναι ο προορισμός του ανθρώπου στη ζωή;
Και να τον ντροπιάσει έτσι; Ε, αυτό δεν το θέλει ούτε ο θεός. Και στο φινάλε, δεν
έπρεπε τώρα που μεγάλωσε να καταλάβει ποιος είναι ο ίσιος δρόμος και να γυρίσει
στην ομαλότητα; Τότε θα τον ξαναδεχόταν με ανοιχτή αγκαλιά, παρόλο το φαρμάκι
που τον έχει ποτίσει μέχρι σήμερα. Γιατί να μην είναι δηλαδή κοντά τους σήμερα. Να
στηρίξει τη μάνα του που έχει τόσες ευθύνες; Να στηρίξει την αδερφή του; που έχει
τόσο πολύ κλάψει για αυτόν. Δεν ξέρει βέβαια την αλήθεια. Γιατί αν την ήξερε, ο
καημός της θα ήταν μεγαλύτερος, όπως είναι και για αυτόν. Για να την προστατέψουν
της είπαν ψέματα της Κωνσταντίνας. Τι να της έλεγαν δηλαδή; Το και το; Όχι, όχι… Δε
θα μπορούσε με τίποτα το κορίτσι να το δεχτεί. Θα καταστρεφόταν η ζωή της. Τώρα
έχει τον καημό ότι δεν έχει αδερφό. Σίγουρα λιγότερο κακό από την αλήθεια. Μωρέ
τι καλά που του έκοψε το μυαλό και της είπε την ιστορία του δήθεν χαμού του. Και
όχι μόνο στην Κωνσταντίνα αλλά και σε όλους τους συγγενείς και φίλους. Μήπως
μαζί με όλους δεν κλάψανε το χαμό του; Και έτσι το πήραν απόφαση όλοι ότι δεν θα
τον ξαναδούν.
Και εκεί που θαύμαζε το ταλέντο του στη μυθοπλασία, η σκέψη του έτρεχε στη Φανή.
Και τότε δώστου πάλι από την αρχή το μυαλό του βουρλιζόταν και ανταριαζόταν.
Αυτή και αν έσκασε από όλο αυτό. Έχασε το γέλιο της η γυναίκα. Βέβαια. Δεν ήταν
και λίγο αυτό που τους έτυχε. Σκέψου ότι δεν του εναντιώθηκε ούτε μία φορά στην
απόφασή του. Φαντάσου πόσο σκασμένη είναι μια μάνα για να φτάνει στο σημείο
να συμφωνεί στην απομάκρυνση του παιδιού της. Άντε το φαρμάκι που ήπιε αυτός,
ας πούμε ότι με χίλια ζόρια μπορεί να το καταπιεί. Τη στεναχώρια όμως που έδωσε
στη μάνα του δεν θα του τη συγχωρέσει ποτέ όσο ζει. Πάντα θα τον καταριέται για
αυτήν.
Και έτσι περνούσαν τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, μέσα στο σκοτάδι των
ματιών αλλά και στο σκοτάδι της αντιφατικότητας. Άκρη δεν μπορούσε να βρει
παρόλο που σε κάθε αναμέτρηση με την απόφασή του έβγαζε τον εαυτό του
δικαιολογημένο. Τι ήταν όμως αυτό που τον έκανε να ξανασκέφτεται από την αρχή
ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια; Μήπως ένα μικρό σποράκι αμφιβολίας και τύψης
φύτρωσε εκεί στο βάθος του μυαλού του, και αυτός κάνει τα πάντα για να μη το
καλλιεργήσει; Γιατί έτσι και καλλιεργηθεί, θα γιγαντωθεί και θα τον πνίξει. Και πού
θα βρει τόπο να σταθεί τότε.
Δεν ξέρει αλίμονο ότι αυτή του η τελευταία σκέψη είναι προφητική. Δεν μπορεί
φυσικά να φανταστεί ότι σε δύο χρόνια από τώρα ενώ η ζωή του θα βρει το φως της,
ο ίδιος δεν θα βρίσκει πουθενά τόπο παρηγοριάς για να σταθεί.
Σ ε λ ί δ α | 338

7. Η ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ

Ιούλιος του 2015

Η Χάριετ είχε σηκωθεί από το κρεββάτι και χαρούμενη ετοίμαζε πρωινό. Εδώ και
πολλά χρόνια έχουν συνταξιοδοτηθεί και αυτή και ο Τζίμης, μετά από τριάντα πέντε
και βάλε χρόνια δουλειάς. Για πολύ καιρό το σκέφτονταν αν έπρεπε να έρχονται μόνο
για διακοπές ή να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα. Ανειλημμένες υποχρεώσεις
όμως τους κρατούσαν για χρόνια στο Λονδίνο. Ώσπου τελικά το αποφάσισαν.
Νοίκιασαν το σπίτι τους εκεί, πούλησαν τα αυτοκίνητά τους και μετακόμισαν στην
Ελλάδα. Ανακαίνισαν, όπως ακριβώς το είχε ονειρευτεί από τα νιάτα του ο Τζίμης, το
πατρικό του σπίτι, και απολάμβαναν με ηρεμία πια τους κόπους ολόκληρης της ζωής
τους. Υποχρεώσεις σοβαρές δεν έχουν πια, μιας που ο ανιψιός τους και ο θετός γιός
τους έχουν μεγαλώσει. Και όχι μόνο δεν έχουν πια την ανάγκη των κηδεμόνων τους,
αλλά είναι και σε θέση να τους βοηθήσουν σε οτιδήποτε χρειαστούν. Στη σκέψη αυτή
η Χάριετ φούσκωσε από υπερηφάνεια. Δεν είναι λίγο πράγμα να βλέπει τα παιδιά
που με τόσο κόπο και ανεξάντλητη ανιδιοτελή αγάπη έχει μεγαλώσει, να έχουν
τέτοια επιτυχία στη ζωή τους. Νιώθει ότι ανήκει και σε αυτή και στο Τζίμη ένα τόσο
δα μέρος από αυτή τους την επιτυχία. Είναι υπέροχο και συνάμα απίστευτο το
γεγονός ότι είναι τόσο δημοφιλή και ότι η μουσική τους ακούγεται σε όλο τον κόσμο
από άκρη σε άκρη της γης. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι αυτή η επιτυχία δεν άλλαξε
το χαρακτήρα τους ούτε πήραν τα μυαλά τους αέρα. Με σύνεση και ωριμότητα,
εργάστηκαν σκληρά και με πάθος, από παιδιά, και η επιτυχία ήρθε σαν φυσικό
επακόλουθο. Παρόλο που έφτασαν τόσο ψηλά δεν έπαψαν ούτε στιγμή να
σκέφτονται αυτούς που έχουν ανάγκη. Εδώ και κάποια χρόνια περιοδεύουν σε όλο
τον κόσμο δίνοντας συναυλίες. Τα μισά από τα κέρδη τους τα διαθέτουν σε ιδρύματα
και οργανισμούς, κυρίως όπου το αντικείμενό τους έχει να κάνει με την προστασία
και τη φροντίδα κακοποιημένων παιδιών. Αυτό έχει πολύ μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Κάθε φορά τα εισιτήρια προπωλούνται πριν προλάβει καλά καλά να ανακοινωθεί η
συναυλία. Ο νους της αδυνατεί να χωρέσει μερικές φορές το μέγεθος όλου αυτού
που συμβαίνει και σχεδόν ανήσυχη προσεύχεται για αυτά: «Θεέ μου, δωσ’τους
υγεία, φώτιση και προστάτευσέ τα μου. Είναι τόσο μεγάλη η έκθεσή τους προς τον
κόσμο που μόνο εσύ μπορείς να τα ελέγχεις και να τα προστατεύεις». Πολλές φορές
πάλι, παρόλο που έχουν περάσει είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια από το χαμό της,
σκέφτεται την Κάθυ την αδερφή της. Πόσο άτυχη στάθηκε που έφυγε πρόωρα και
δεν πρόλαβε να καμαρώσει το βλαστάρι της. Δεκατριών χρονών παιδί ήταν τότε ο
Τομ, και ο Τζίμης με τη Χάριετ μένοντας πιστοί στο λόγο που είχαν δώσει στην αδερφή
της τον πήραν σπίτι τους και τον μεγάλωσαν καλύτερα από παιδί τους. Θυμάται πόσο
προσκολλημένος ήταν μαζί της. Φοβόταν μήπως χάσει και αυτήν. Σφίχτηκε η καρδιά
της όταν μια φορά τον άκουσε να εκμυστηρεύεται, σαν ώριμος άντρας, από το
Σ ε λ ί δ α | 339

τηλέφωνο στο φίλο του στην Ελλάδα: «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται για κάποιο
σκοπό. Εγώ γεννήθηκα για να χάνω πρόωρα αυτούς που αγαπώ». Και συνέχισε:
«Νομίζω όμως ότι ο θεός μου δίνει ταυτόχρονα και δύναμη για να το αντέχω αυτό.
Αλλιώς δεν εξηγείται πώς μπορώ και ζώ ακόμα». Πόσο τον καταλάβαινε! Μήπως και
αυτή έτσι ακριβώς δεν αισθανόταν! Μη κοιτάς που ήταν μεγάλη και μπορούσε να
σκέφτεται ορθολογικά. Από εκείνη την ημέρα η Χάριετ φρόντισε να είναι
περισσότερο κοντά του και να του δείχνει ακόμα πιο πολύ πόσο πολύ τον αγαπά και
πόσο της είναι απαραίτητος γιατί μέσα από αυτόν, του έλεγε, νιώθει ότι ζει η αδερφή
της. Αυτή η έντονη προσκόλληση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέχρι δηλαδή
που ο Τζίμης και η Χάριετ υιοθέτησαν με την προτροπή του Τομ, τον Έρικ. Τότε άλλαξε
η ζωή του Τομ. Δέθηκε πολύ με τον κατά τρία χρόνια μικρότερο ξάδερφό του. Είχαν
και μια κοινή αγάπη, τη μουσική. Παράλληλα με το σχολείο του ο Έρικ γράφτηκε και
αυτός στο ωδείο όπου εκτός από θεωρία μάθαινε και κιθάρα. Έχοντας στο σπίτι τον
Τομ να τον βοηθάει αρίστευε και προόδευε με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό το παιδί
ήταν γεννημένο με περίσσιο ταλέντο στη μουσική. Δύο χρόνια μετά τα δυο αγόρια
άρχισαν να συνθέτουν τα πρώτα τους τραγούδια. Η πορεία τους ήταν πια
προδιαγεγραμμένη.
Η Χάριετ ευχαριστεί το Θεό που τη φώτισε και αυτή και το Τζίμη ώστε να προβούν σε
μια τέτοια ενέργεια, αυτή της υιοθεσίας. Δε θα ξεχάσει ποτέ τη στιγμή που το παιδί,
σχεδόν την εκλιπαρούσε. Ήταν δεκατεσσάρων χρόνων αγόρι τότε. Κάτι δεν πήγε καλά
με τους βιολογικούς του γονείς. Κάθε φορά που το σκέφτεται η Χάριετ αγανακτεί.
Δεν μπορεί με τίποτα να δικαιολογήσει γονείς που απαρνιούνται τα παιδιά τους. Ό,τι
και να έχει συμβεί, τα παιδιά είναι δικαιολογημένα. Οι γονείς όχι. Άλλοι αγωνίζονται
για χρόνια για να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί και άλλοι που έχουν την ευλογία να
τα αποκτούν, να τα εγκαταλείπουν; Αυτό και αν είναι αδικία. Η Χάριετ το ξέρει καλά
αυτό, γιατί είχαν κάνει πολλές προσπάθειες με το Τζίμη για να αποκτήσουν παιδί
αλλά αποτύγχαναν. Είχαν σκεφτεί και την εκδοχή της υιοθεσίας αλλά τους πρόλαβε
ο θάνατος της Κάθυ. Δεν χρειάστηκε ούτε καν να μπουν στην τυπική αυτή διαδικασία
γιατί ούτως ή άλλως ήταν οι πιο κοντινοί αν όχι και οι μοναδικοί συγγενείς, οπότε ο
Τομ έμεινε μαζί τους χωρίς περεταίρω τυπικές ενέργειες. Όταν προέκυψε το θέμα
του Έρικ, το αποφάσισαν χωρίς πολλή σκέψη. Ήταν ο ίδιος ο Τομ που τους προέτρεψε
για αυτό και όταν τους το ζήτησε και ο ίδιος ο Έρικ, δεν δίστασαν καθόλου.
Είναι τόσο ευτυχισμένη. Δεν ζητά τίποτα παραπάνω από τη ζωή της σήμερα. Ή
μάλλον επειδή ο άνθρωπός είναι ον άπληστο και επειδή θέλει να είναι απόλυτα
ειλικρινής, το μόνο που θα ζητούσε παραπάνω είναι να βλέπει πιο συχνά τα παιδιά.
Δια ζώσης, και όχι μέσα από σκάιπ, φέϊσμπουκ, τηλεοράσεις και άλλα μέσα μαζικής
ενημέρωσης. Για να μπορεί όχι μόνο να τα βλέπει και να τα ακούει, αλλά και να τα
αγκαλιάζει. Αλλά πάλι, μην είναι και αχάριστη. Σημασία έχει το δικό τους καλό και όχι
η δική της επιθυμία.
Σήμερα λοιπόν έχει κάθε λόγο να πετάει από τη χαρά της. Ο Τομ και ο Έρικ βρίσκονται
στην Ελλάδα από προχθές το βράδυ. Έχει προγραμματιστεί για αρχές Αυγούστου η
Σ ε λ ί δ α | 340

συναυλία τους στο καλλιμάρμαρο στάδιο και ήρθαν για τις σχετικές προετοιμασίες.
Χθες το βράδυ άφησαν το μάνατζερ τους και όλους τους συνεργάτες τους στο
ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια» και μεταμφιεσμένοι από την ενδυματολόγο τους και
τη μακιγιέρ τους κατάφεραν να ξεφύγουν της προσοχής των δημοσιογράφων και να
αποδράσουν με ταξί στη Ροδοδάφνη όπου θα μείνουν όλη την εβδομάδα,
απολαμβάνοντας ήσυχα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τη μητρική
φροντίδα της Χάριετ και την παρέα του Τζίμη.
-Καλημέρα, μαμ! Ο Έρικ την αγκάλιασε ζεστά από τους ώμους και της έδωσε ένα
τρυφερό φιλί στο μάγουλο.
-Καλημέρα αγόρι μου! πως κοιμήθηκες απόψε;
-Θαύμα! Αλό ντάντ! Απευθύνθηκε στον Τζίμη που μόλις γύρισε από τον πρωινό του
περίπατο.
-Οο! Ξύπνησες παλικάρι μου! Ο Τομ;
-Κοιμάται ακόμα.
-Α, τον υπναρά. Πάντα του άρεσε ο ύπνος.
-Για αυτό και εμείς δεν πειράζει να ξεκινήσουμε το πρωινό μας χωρίς να τον
περιμένουμε. Αυτόν τον τρέφει ο ύπνος.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση ξεκίνησε με βουλιμία να τρώει το πρωινό του. Δεν
ήξερε από πού να αρχίσει. Η μύτη του είχε σπάσει από τις γαργαλιστικές μυρωδιές
που αναδύονταν από την ομελέτα με μπέικον και τα υπέροχα φρέσκα τυροπιτάκια.
Μπουκωμένος, πριν καλά καλά καταπιεί, ρώτησε:
-Το μεσημέρι τι θα διαθέτει το μενού κυρία σεφ;
-Μουσακά, γλυκέ μου, που αρέσει και στους δυο σας!
-Ποποπο! Μωρέ δεν πάει να φρίξει και ο διαιτολόγος μας! Στο διάολο η δίαιτα για
σήμερα! Χρυσοχέρα μου εσύ! Μόλις σηκωθεί ο Τομ θα πάμε για δίωρο τρέξιμο μπας
και κάψουμε καμιά θερμίδα και κάνουμε λίγο χώρο για αυτές που θα
καταβροχθίσουμε! Συνέχισαν τα αστεία τους μέχρι που χόρτασε για τα καλά.
-Λέω τώρα να πάω να την αράξω στην παραλία για να χωνέψω. Πείτε στον Τομ ότι
θα τον περιμένω στην καφετέρια. Φόρεσε το λευκό σορτσάκι του και το λευκό λακόστ
τισερτ του, έβαλε τα πανάκριβα αθλητικά του παπούτσια, μάζεψε τα μαλλιά του με
το μαύρο λαστιχάκι, φίλησε πεταχτά στο μάγουλο τους γονείς του, πήρε τα μαύρα
γυαλιά του και το κόκκινο καπέλο του και βγήκε έξω. Το σπίτι από τη θάλασσα απείχε
μόλις διακόσια μέτρα. Ο Έρικ τα διένυσε περπατώντας. Πού να μπορέσει να τρέξει με
τόσο που είχε φάει! Φτάνοντας στη θάλασσα έστριψε αριστερά και άρχισε να
περπατά κατά μήκος της ακτής απολαμβάνοντας την ομορφιά του πρωινού τοπίου.
Η θάλασσα ήταν ήσυχη σαν λάδι. Ελάχιστοι κολυμβητές, κυρίως ηλικιωμένοι έκαναν
το πρωινό μπάνιο τους προκαλώντας το γνώριμο θόρυβο του πλατσουρίσματος στο
νερό. Κάπου στα βαθιά ακουγόταν ο θόρυβος της μηχανής ενός καϊκιού που γύριζε
προφανώς από το ψάρεμα. Μακριά στον ορίζοντα αντανακλούσε το φως του ήλιου
που μόλις είχε ανατείλει. Και δειλά δειλά άρχισε να ακούγεται το τραγούδι των
τζιτζικιών. Γατζωμένα στους κορμούς των πεύκων, που ήταν φυτεμένα κατά μήκος
Σ ε λ ί δ α | 341

της ακτής, προμήνυαν τη ζέστη που θα ακολουθούσε τις επόμενες ώρες. Προχώρησε
μέχρι την πρώτη παραθαλάσσια καφετέρια. Είχε ήδη ανοίξει έτοιμη να υποδεχτεί
τους πρωινούς της πελάτες. Οι ξαπλώστρες με τις ομπρέλες τους κλειστές μιας και
ακόμα ο ήλιος δεν είχε απλώσει πάνω τους τις ακτίνες του, ήταν παρατεταγμένες στη
σειρά, σαν όρθιοι στρατιώτες έτοιμοι για παρέλαση. Ο Έρικ ξάπλωσε σε μία από
αυτές, κατεβάζοντας όσο πιο χαμηλά μπορούσε το γείσο του καπέλου του, ώστε να
κρύβει το πρόσωπό του, και όταν ήρθε το γκαρσόνι παρήγγειλε ένα σκέτο ελληνικό
καφέ. Χαλαρός και μακριά από τις υποχρεώσεις του, άφησε τη σκέψη του ελεύθερη
να ταξιδέψει πίσω μακριά στο χρόνο, όσο πίσω βέβαια του επέτρεπε η μνήμη του:
Καθισμένος στο κάθισμα του συνοδηγού ενός τριαξονικού φορτηγού ο τρίχρονος
μικρός Ηρακλής κοιτάζει με θαυμασμό τα στιβαρά μπράτσα του πατέρα του που με
δύναμη κρατούν το τιμόνι και κουμαντάρουν όλο αυτό το τεράστιο όχημα, ενώ
ταυτόχρονα κάνει χάζι το μικρό του γιό που τραγουδάει με σκερτσόζικο τρόπο το
«είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνωωω..» Μπροστά στη κονσόλα δεσπόζει η
φωτογραφία του μικρού και κάτω από αυτήν είναι γραμμένη με κεφαλαία γράμματα
η κλασική συμβουλή «μπαμπά μην τρέχεις»
-Θέλω να οδηγήσω και εγώ, απαιτεί.
-Θέλεις να οδηγήσεις είπες; Έλα λοιπόν, δεν του χαλάει χατίρι εκείνος.
Τα στιβαρά μπράτσα τον σηκώνουν από τη θέση του και τον καθίζουν στους
δυνατούς μηρούς. Το αγοράκι πιάνει το τιμόνι, προσπαθεί να το κουνήσει δεξιά -
αριστερά και τέλος πατά την κόρνα ξαναμμένο. Βρίσκονται ήδη μπροστά στο σπίτι
τους.
Σηκώνει τα μάτια του και αντικρύζει τη μαμά του να βγαίνει στο ανθισμένο μπαλκόνι
του δεύτερου ορόφου, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μωρό τυλιγμένο με ροζ
κουβερτούλα, και να τους χαιρετάει χαμογελαστή.
-Μαμάαα, κοίτα, οδηγάω! στριγκλίζει ενθουσιασμένο.
-Μπράβο παλικάρι μου, τον συγχαίρει εκείνη. Ελάτε τώρα επάνω να φάτε.
Με χίλια ζόρια αποχωρίζεται το φορτηγό και την κόρνα και σε λίγη ώρα απολαμβάνει
το αγαπημένο του φαγητό: παστίτσιο!
Καθισμένη στον καναπέ η μητέρα του θηλάζει τη μικρή του αδερφούλα. Από όσο
μπορεί να θυμηθεί μόνο αγάπη, τρυφερότητα και μια έντονη ανάγκη να την
προστατεύει ένιωθε για αυτήν. Ήταν πολύ ευαίσθητος σε σχέση με άλλα παιδάκια
της ηλικίας του, που συνήθως ζήλευαν και τσακώνονταν με τα μικρότερα αδέρφια
τους. Και καθώς μεγάλωναν τα δυο αδέρφια δένονταν όλο και πιο πολύ. Και όσο
περισσότερο δενόταν με την Κωνσταντίνα τόσο πιο πολύ ένιωθε να απομακρύνεται
από αυτόν ο πατέρας του. Ο Ηρακλής το ένιωθε μέσα του αλλά αδυνατούσε να το
δεχτεί. Κάποιες φορές όμως πληγωνόταν αφάνταστα επειδή σαν παιδάκι δεν
καταλάβαινε το λόγο. Αναρωτιόταν διαρκώς σαν τι μεγάλο κακό έκανε ώστε εκεί που
ο πατέρας του γινόταν χαλί να τον πατήσει, σιγά σιγά μεταλλασσόταν σε ένα άγριο
θηρίο που εκδήλωνε όλο και περισσότερη αυστηρότητα εναντίον του. Σήμερα
ξέροντας το λόγο χαμογελάει πικρά για την αδικία που είχε υποστεί από αυτόν.
Σ ε λ ί δ α | 342

Κουβαλώντας μια νοοτροπία με απόρθητα στεγανά δεν έβλεπε μπροστά του ότι έχει
να κάνει με ένα παιδί και τίποτε άλλο. Η μνήμη του είναι γεμάτη από καθημερινά
περιστατικά απόρριψης. Στέκεται όμως σε ελάχιστα, που έμειναν πληγή ανοιχτή
μέσα του και τον πονούν μέχρι σήμερα.
Εδώ λίγο πιο πάνω σε μια ταβέρνα, που λειτουργεί ακόμα, είχε βρεθεί ο Ηρακλής,
πριν από είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Ήταν τότε δέκα χρονών. Μαζί με τους γονείς
του, την αδερφή του, τον παππού Μάρκο, τη γιαγιά Κωστούλα, το θείο του και τη
θεία του, είχαν βγει για φαγητό. Δεν ξέρει ακριβώς το πως έγινε και συναντήθηκαν
με μια οικογένεια, που μάλιστα την άλλη μέρα την επισκέφτηκαν και στο σπίτι τους.
Εκεί συνάντησε τα πρόσωπα που έμελλε να γίνουν τα πιο σημαντικά της ζωής του:
Τον Τομ και τους θετούς του γονείς. Ο Ηρακλής από πολύ μικρός είχε μια έμφυτη
κλίση προς τη μουσική γενικά. Και όταν άκουσε τον Τομ να παίζει κιθάρα τότε η
επιθυμία του να μάθει και αυτός αυτό το υπέροχο όργανο έγινε πολύ πιο έντονη.
Όταν ζήτησε από τον πατέρα του για δεύτερη φορά στη ζωή του κάτι τέτοιο, αυτός
αγρίεψε.
-Σου είπα ότι κάτι τέτοιο εγώ δεν το εγκρίνω.
-Μα και εκείνο το παιδί έπαιζε…
-Και τι; Θέλεις να γίνεις σαν και του λόγου του; Δεν τον είδες που πιο πολύ μοιάζει με
κορίτσι;
-Όχι, δεν μοιάζει, αντέδρασε ο Ηρακλής. Έλα βρε μπαμπά. Γιατί δεν θέλεις να μου
κάνεις το χατίρι; συνέχισε.
-Θα στο πω για τελευταία φορά. Ότι όσο και να χτυπιέσαι κιθάρα δεν έχει. Εντάξει;
Εμπρός ύπνο τώρα.
Ο Ηρακλής είχε κλάψει πικρά εκείνο το βράδυ.
Μια άλλη φορά πάλι, στα έντεκά του, είχε γυρίσει χτυπημένος από το σχολείο. Μία
ομάδα παιδιών τον είχαν χτυπήσει επειδή δεν ήταν άξιος λέει, να αποκρούσει την
μπάλα. Αυτός δεν κάνει για τερματοφύλακας, «είσαι μια άχρηστη λουλού» τον είχαν
ειρωνευτεί χαρακτηριστικά.
-Εσύ χέρια δεν είχες; Τι στο διάολο πληρώνω για να πηγαίνεις καράτε. Μάθε
επιτέλους να αμύνεσαι. Και τέλος τέλος ας το έλεγες στη δασκάλα σου.
Αυτή ήταν η αντιμετώπιση του πατέρα του παρόλο που απόφυγε να αναφερθεί στο
χαρακτηρισμό των νταήδων.
Εκείνο όμως που τον πόνεσε πολύ ήταν ένα περιστατικό που συνέβη στα δωδεκάμισι
του χρόνια. Ήταν το καλοκαίρι που τελείωσε το δημοτικό. Αποφάσισαν με την
Κωνσταντίνα να παίξουν το παιχνίδι των μεταμφιέσεων. Για να την κάνει να γελάσει,
φόρεσε τα ρούχα της, βάφτηκε με το κραγιόν της μητέρας τους, φόρεσε και τα
τακούνια της και της παρίστανε την κυρία. Ορκίζεται και μάρτυς του ο θεός, ότι αυτό
το παιχνίδι ήταν μόνο ένα κωμικό θέατρο, και κατηγορηματικά όχι, καμία σχέση δεν
είχε με τις ας πούμε προεφηβικές σεξουαλικές προτιμήσεις του, που προφανώς
προείδε ο πατέρας του. Τότε ήταν που γύρισε στο σπίτι ο πατέρας τους. Τα δυο
παιδιά τον υποδέχτηκαν ξεκαρδισμένα στα γέλια. Και αυτός όχι μόνο δεν γέλασε,
Σ ε λ ί δ α | 343

αλλά θύμωσε υπερβολικά. Τον τράβηξε άγρια στο δωμάτιό του, έβγαλε τη ζωστήρα
του και άρχισε να τον δέρνει, ενώ ταυτόχρονα του φώναζε:
-Ώστε δεν σου αρέσει να είσαι άντρας έ; Προτιμάς να μου είσαι φουστίτσα κλαρωτή,
π…..η, έ π…..η. Μη σε ξαναδώ έτσι ντυμένο σε σκότωσα. Κατάλαβες; Εγώ έκανα γιό.
Προτιμώ να σε νεκροφιλήσω παρά να μου το γυρίσεις αλλιώς. Λέγε θα το ξανακάνεις;
Το αγόρι σφαδάζοντας από τον πόνο και προκειμένου να γλυτώσει, αναγκάστηκε,
χωρίς καν να ξέρει τι κακό έκανε, να πει κατατρομαγμένο:
-Όχι μπαμπά, δε θα το ξανακάνω, σταμάτα σε παρακαλώ…
Από όσο θυμάται, τον πατέρα του ελάχιστες φορές τον είδε από τότε. Νύχτα έφευγε
για δουλειά, νύχτα γύριζε. Ο Ηρακλής τις περισσότερες φορές κοιμόταν. Αλλά και
όταν ήταν ξύπνιος παρόλο που λαχταρούσε την πατρική αγκαλιά, έκανε ότι κοιμάται,
φοβούμενος μήπως πει ή διαπράξει κάτι που θα τον εξαγρίωνε.
Ένα από τα βράδια λοιπόν που προσποιούταν τον κοιμισμένο άκουσε τους γονείς του
να μιλούν χαμηλόφωνα. Στο διάλογό τους αναφέρθηκε και το όνομά του. Τέντωσε τα
αυτιά του όσο μπορούσε και προσπάθησε να ακούσει τι έλεγαν για αυτόν. Δεν
κατάφερε τελικά να ακούσει όλα όσα έλεγαν, αλλά μέσες άκρες κατάλαβε ότι είχαν
σκοπό να τον πάνε στο Αίγιο στον παππού του και στη γιαγιά του. Και ότι, αν άκουσε
καλά, αυτό θα είναι το καλύτερο για όλους. Και ακόμα ότι οι παππούδες του δεν είναι
ανάγκη να μάθουν την αλήθεια. Το μόνο που θα ξέρουν είναι ότι πάσχει από κάτι
σοβαρό και κολλητικό από το οποίο κινδυνεύουν να κολλήσουν ανήλικα άτομα του
άμεσου περιβάλλοντός του που δεν γίνεται να αποφύγουν τη στενή επαφή με αυτόν.
Για να μην κολλήσει η Κωνσταντίνα λοιπόν σκέφτηκαν προσωρινά αυτή τη λύση.
Μετά βλέποντας και κάνοντας. Σφίχτηκε το στομάχι του στη σκέψη ότι πάσχει από
κάτι κολλητικό και σοβαρό. Γύρευε αν και πότε θα γίνει καλά για να γυρίσει ξανά στο
σπίτι του, κοντά στην αδερφή του. Και αν δεν γίνει καλά; «Αχ, Παναγία μου βοήθησέ
με να γίνω καλά και να μην πεθάνω, και προστάτεψε την Κωνσταντίνα να μην
κολλήσει και αυτή», προσευχόταν. Παρόλο που το σπίτι του παππού του είναι τόσο
οικείο και σίγουρα θα τον δεχτούν με αγάπη, ένιωσε λίγο σαν ξεριζωμένο δεντράκι.
Δεν είναι εύκολο πράγμα να αποχωρίζεται κανείς το σπίτι του και πιο ειδικά το
δωμάτιό του, το κρεβάτι του, το γραφείο του και ό,τι τέλος πάντων δεν μπορεί να
πάρει μαζί του. Όπως τις μυρωδιές από την κουζίνα. Τη θαλπωρή από το σαλόνι. Την
άνεση από τα υπνοδωμάτια. Τον καθαρό μυρωδάτο αέρα από το μπαλκόνι…. Μα πιο
πολύ πώς θα αντέχει να ζει χωρίς την παρουσία των γονιών του και της αδερφής του.
Τώρα που πέρασαν τα χρόνια ξέρει ότι για όλα μπορεί να συγχωρήσει τον πατέρα
του, εκτός από το ότι τον χώρισε από την αδερφή του. Επειδή για όλα τα υπόλοιπα
βρήκε υποκατάστατο. Ο παππούς του και η γιαγιά του, δεν του στέρησαν ούτε την
αγάπη ούτε τη φροντίδα τους. Και μάλιστα έχοντας την ανησυχία ότι το παιδί κάτι
έχει, τον φρόντιζαν κάποιες φορές υπέρ του δέοντος. Δικαιολογούσαν επίσης το ότι
δεν έφερναν την Κωνσταντίνα να τον δει. Εκείνο όμως που τους έκανε την πιο
δυσάρεστη εντύπωση είναι που δεν έρχονταν οι γονείς του. Η Φανή απαντούσε ότι
δεν μπορεί να αφήσει μόνη της την Κωνσταντίνα και ο Μανώλης ότι λείπει διαρκώς
Σ ε λ ί δ α | 344

για δουλειά. Οι παππούδες στην αρχή τουλάχιστον το πίστευαν, γιατί ίσως στο βάθος
τους ικανοποιούσε το γεγονός ότι τα παιδιά τους τους εμπιστεύονταν ό,τι
πολυτιμότερο έχουν: το παιδί τους.
Στο Γυμνάσιο η επίδοσή του στα μαθήματα ήταν άριστη. Μόνο στη γυμναστική
υστερούσε λίγο. Αλλά ο γυμναστής τον παρότρυνε και τον βοηθούσε στο να
βελτιώνεται μέρα με τη μέρα και βέβαια του χαριζόταν στη βαθμολογία για να μην
του μειώνεται ο γενικός βαθμός. Εκεί όμως που αρίστευε περισσότερο ήταν στο
μάθημα της μουσικής. Ο καθηγητής του τον είχε ρωτήσει αν πηγαίνει σε κάποιο
ωδείο. Του πρότεινε μάλιστα να γραφτεί στη χορωδία του σχολείου. Για τον Ηρακλή
αυτό ήταν θείο δώρο. Εκεί ξεδιπλώθηκε όλο του το ταλέντο. Η φωνή του ήταν
μοναδική και η ικανότητά του στις διφωνίες τον έκανε να ξεχωρίζει από όλα τα
υπόλοιπα παιδιά της χορωδίας. Το εύρος της φωνής του ξεπερνούσε τις δυο οκτάβες.
Αλλά και στη θεωρία ήταν άριστος. Όλα του φαίνονταν εύκολα σε αυτό το μάθημα.
«Αν υπήρχε διαβάθμιση ως το τριάντα, με άριστα το είκοσι, τριάντα θα σου έβαζα»,
του είπε ο μουσικός και αυτός είχε φουσκώσει από ικανοποίηση και περηφάνεια. Θα
ένιωθε πλήρως ικανοποιημένος στον τομέα αυτό αν είχε και μια κιθάρα να συνοδεύει
τα τραγούδια του.
Δυο χρόνια πέρασαν και το πρόβλημα υγείας του Ηρακλή δεν βελτιωνόταν. Αλλιώς
δεν εξηγείται πώς οι γονείς του δεν τον έπαιρναν πίσω στο σπίτι τους. Μια φορά
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι άκουσε τον παππού
του να λέει στη γιαγιά του:
-Μωρέ μια χαρά φαίνεται το παιδί. Δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι κάτι άλλο
συμβαίνει. Μα αν είχε κάτι δεν θα έρχονταν να το δουν όσο πιο συχνά γίνεται; Δύο
χρόνια τώρα. Αυτοί λες και το εγκατέλειψαν. Γιατί όμως; Δεν μπορώ να καταλάβω.
Μήπως έχει μεταξύ του προβλήματα το ζευγάρι και δε θέλουν να δώσουν
δικαιώματα στο παιδί, που είναι μεγαλύτερο και καταλαβαίνει περισσότερα; Ή
μήπως είναι κάποιος από τους δυο τους σοβαρά άρρωστος και θέλουν να αφήσουν
το παιδί απερίσπαστο από τέτοιες έγνοιες. Θα μου πεις το κορίτσι γιατί το κράτησαν;
Ίσως είναι μικρότερο και μπορούν να το ξεγελάσουν.
-Τι να πω και εγώ, βρε Μάρκο. Δίκιο έχεις. Εδώ άλλοι δουλεύουν μετανάστες στο
εξωτερικό και πάλι έρχονται στην άδειά τους για να δουν τα παιδιά τους. Και τα δικά
μας, δυο βήματα από δω, που λέει ο λόγος, να μην έχουνε φανεί καθόλου; Ευτυχώς
που υπάρχει και το τηλέφωνο. Και μπορεί το καημένο να μιλάει με την αδερφή του
τουλάχιστον.
Η αλήθεια είναι ότι με την Κωνσταντίνα είχε σχεδόν καθημερινή επικοινωνία. Με τη
μητέρα του πάλι, όχι όση θα ήθελε. Πιο πολύ αυτή μιλούσε με τους γονείς της. Όσο
για τον πατέρα του δεν επικοινωνούσε μαζί του ούτε τηλεφωνικά. Μόνο την επιταγή
του εισέπρατταν συχνά με τον παππού του για να καλύπτουν και με το παραπάνω τα
έξοδά του.
Ήταν εύλογη λοιπόν η απορία των παππούδων του. Έμεινε στη φράση «λες και το
εγκατέλειψαν» και κατέληξε πικραμένος ότι κανένα πρόβλημα υγείας δεν τον
Σ ε λ ί δ α | 345

ταλανίζει, απλά τους ήταν ανεπιθύμητος. Ο λόγος; Συνδύασε τις αλυσιδωτές


αντιδράσεις του πατέρα του και άρχισε λίγο λίγο και αχνά να υποψιάζεται το γιατί. Η
καρδιά του νεαρού έφηβου, πλημμύρισε τότε με ανάμεικτα, αντιφατικά και δυνατά
συναισθήματα, έτοιμα να προκαλέσουν έκρηξη σε όλη του την ύπαρξη: Πίκρα για την
απόρριψη. Απογοήτευση από την έλλειψη αγάπης. Ενοχές για τη δική του
συμπεριφορά που προκάλεσε την αντίδρασή τους. Ανάγκη να αντιδράσει και να
προβάλει τα δικά του θέλω και τις δικές του προτιμήσεις. Ακόμα πιο δυνατή αγάπη
για την αδερφή του που του τη στέρησαν. Λαχτάρα και επιθυμία να τον δεχτούν ξανά.
Και τέλος δίψα για εκδίκηση, για όλο αυτό που ζει. Σκέψου, λέει, αυτός να γίνει μια
μέρα κάτι σπουδαίο, ας πούμε μεγάλος μουσικός, και να κερδίζει πολλά λεφτά.
Ύστερα να συμβεί κάτι στον πατέρα του που να μην μπορεί να δουλέψει. Και να
παρακαλάει το γιό του να τον βοηθήσει. Και τότε θα δει αυτός τι σημαίνει απόρριψη.
Θα του στείλει μια ψυχρή επιταγή και τίποτε άλλο. Ούτε «τι κάνεις», ούτε «πώς
έγινε» ούτε «μήπως χρειάζεσαι κάτι άλλο». Μόνο «σε μισώ για ό,τι αναίτια μου
στέρησες».
Μέσα σε όλο αυτό το μίγμα συναισθημάτων ευτυχώς που ήρθε και προστέθηκε αυτό
της αγάπης και της παρηγοριάς. Που προήλθε από τη σύναψη μιας δυνατής παιδικής
και άδολης φιλίας με τον Τομ. Ο Τομ ήταν ορφανός από πατέρα, και η μητέρα του
δυστυχώς έφυγε και εκείνη από τη ζωή λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους. Έτσι ο
Τομ έμεινε κοντά στο θείο του και στη θεία του. Τα δυο παιδιά κράτησαν κάποια
αραιή επικοινωνία στην αρχή που σιγά σιγά γινόταν όλο και πιο συχνή. Επειδή τα
τηλεφωνήματα από Ελλάδα προς εξωτερικό ήταν πανάκριβα ο Ηρακλής τα
απέφευγε. Έστελνε πιο πολύ κάρτες και γράμματα. Αυτός που τηλεφωνούσε ήταν ο
Τομ μιας και οι τηλεφωνικές εταιρείες στην Αγγλία πρόσφεραν πολύ οικονομικά
πακέτα.
Ο Ηρακλής θυμάται ακόμα το αίσθημα της προσμονής και της ανυπομονησίας που
ένιωθε όταν έμαθε ότι ο φίλος του θα ερχόταν το καλοκαίρι εκείνο με τους θείους
του και θα έμεναν δύο ολόκληρους μήνες. Θα ζητούσε από τον παππού του ή να
φιλοξενήσουν τον Τομ κάποιες μέρες στο σπίτι τους ή να πάει αυτός στο σπίτι του
Τομ. Στην ανάγκη αν αυτό δεν του το επιτρέψουν θα πηγαίνει κάθε μέρα με το
λεωφορείο στη θάλασσα και θα συναντιούνται εκεί.
Θυμάται σαν να είναι τώρα, το τηλεφώνημα που έγινε από τον Τομ όταν ήρθαν στην
Ελλάδα.
-Ήρθαμε Ηρακλή! Αύριο το πρωί θέλεις να περάσουμε με το αυτοκίνητο του θείου
γύρω στις δέκα να σε πάρουμε για θάλασσα;
-Ναι, συμφώνησε με ενθουσιασμό.
Μόλις άκουσε την κόρνα του αυτοκινήτου την άλλη μέρα το πρωί, πετάχτηκε έξω με
το σακίδιο στον ώμο του. Ξοπίσω του βγήκε και ο παππούς του για να καλωσορίσει
το Τζίμη.
-Κύριε Μάρκο θα στον φέρω εγώ το βραδάκι. Μην ανησυχείς αν αργήσουμε λίγο!
Σ ε λ ί δ α | 346

Τι όμορφα που πέρασαν τα δυο παιδιά τη μέρα τους. Κολύμπησαν, πήγαν βόλτα με
το φουσκωτό, έφαγαν μαζί το φαγητό που τους είχε ετοιμάσει η Χάριετ και φυσικά
ασχολήθηκαν με τη μουσική. Ο Τομ έπαιξε με την κιθάρα του και ο Ηρακλής τον
συνόδευσε με τη μελωδική φωνή του. Ύστερα ο Τομ του έδειξε τα πρώτα
ακομπανιαμέντα στην κιθάρα. Ο Ηρακλής την πήρε στα χέρια του με θρησκευτική
ευλάβεια και προσπάθησε να συντονίσει τα δάχτυλά του με αυτά που στη θεωρία τα
ρουφούσε σαν σφουγγάρι. Και όσο και αν οι χορδές πλήγωναν τις άκρες των
δαχτύλων του μέχρι που πονούσαν, τόσο αυτός επέμενε να τις πιέζει μέχρι να
ακουστεί ο επιθυμητός ήχος. Η μέρα πέρασε πολύ γρήγορα. Ο Τομ του πρότεινε να
επαναλάβουν και την επόμενη μέρα τις ίδιες δραστηριότητες αλλά να φέρει και τα
πράγματά του για να μείνει μαζί τους περισσότερες ημέρες. Αυτό ακριβώς πρότεινε
στο Μάρκο ο Τζίμης. Του είπε να μείνει ήσυχος και τον διαβεβαίωσε ότι θα προσέχει
ο ίδιος τον Ηρακλή όπως και τον Τομ. Έτσι και έγινε. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν
πιο ευχάριστη από την προηγούμενη. Οι δυο έφηβοι είχαν τόσα κοινά. Το πρόβλημα
ήταν ότι οι διακοπές θα τελείωναν και μαζί τους θα τελείωνε το όμορφο όνειρο που
ζούσε ο Ηρακλής. Θα ξαναγύριζε στη μοναξιά του και στην απόρριψη. Και θα ήταν
πιο δύσκολο τώρα που είχε δει στην οικογένεια του Τζίμη τι σημαίνει πραγματική
αγάπη, κατανόηση και αποδοχή. Τι καλά που θα ήταν να ήταν και αυτός μέλος της
οικογένειάς τους.
-Εμένα οι γονείς μου δεν με θέλουν, τους είμαι ανεπιθύμητος, είπε μια μέρα στον
Τομ την ώρα που συζητούσαν για τις οικογένειές τους.
-Πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο;
-Με έχουν εγκαταλείψει εδώ και δυο χρόνια.
-Μα γιατί;
-Αν σου πω ότι δεν ξέρω θα με πιστέψεις; είπε ο Ηρακλής και άνοιξε την καρδιά του
στο φίλο του εξιστορώντας του όλα αυτά που είχε ζήσει σαν παιδί μέχρι σήμερα: Για
τη μετάλλαξη του πατέρα του, για την δήθεν ασθένειά του και για την απομάκρυνση
από το σπίτι του.
Ο Τομ έδειξε γνήσιο ενδιαφέρον για αυτά που άκουσε και εξέφρασε τη συμπόνοια
του και την κατανόηση στο φίλο του. Απέφυγε προς το παρόν να του πει αυτό που
διαισθάνθηκε σαν μεγαλύτερος. Ότι δηλαδή ο πατέρας του ήταν τόσο σκληρός και
άδικος μαζί του επειδή φοβόταν για τη σεξουαλική ταυτότητα που θα αποκτούσε ο
γιός του, και που διέβλεπε ότι δεν θα ήταν η «πρέπουσα». Σκέφτηκε πόσο τυχερός
ήταν ο ίδιος που είχε το θείο Τζίμη κοντά του και μπορούσε να του εκμυστηρεύεται
όλες του τις ανησυχίες. Που σε κάθε συζήτησή τους του εξέφραζε την αποδοχή του.
Που τον παρότρυνε να είναι ο εαυτός του. Που του εμφύσησε το δόγμα ότι όλοι οι
άνθρωποι έχουν δικαίωμα στη ζωή και τη χαρά ανεξαρτήτως χρώματος, ή φύλου, ή
εμφάνισης, ή προτίμησης. Που του δίδαξε επίσης ότι όλοι πρέπει να στεκόμαστε με
σεβασμό απέναντι στη διαφορετικότητα του καθενός αρκεί αυτή να μη προκαλεί
κακό στους συνανθρώπους μας. Και θα πρέπει, τον παρότρυνε, να βοηθάμε όσο
μπορούμε τους ανθρώπους που δεν έχουν την τύχη αυτού του σεβασμού. Ο Τομ
Σ ε λ ί δ α | 347

θυμήθηκε τα λόγια του θείου του και σκέφτηκε να του ζητήσει να βοηθήσουν από
κοινού τον Ηρακλή να βρει την αποδοχή και το σεβασμό που του αξίζει.
-Επιτέλους θείε, αν δεν τον θέλουν αυτοί ας τον υιοθετήσετε με τη θεία Χάριετ, του
πρότεινε μετά από αρκετή συζήτηση.
Ο Τζίμης το θεώρησε υπερβολή να φτάσουν σε τέτοια λύση. Αφού το συζήτησε με τη
Χάριετ ανέλαβε, σε πρώτη φάση την πρωτοβουλία να μιλήσει με το Μανώλη.
-Θα ήθελα να μιλήσουμε για τον Ηρακλή, του είπε μετά τα τετριμμένα τυπικά.
-Τι να πούμε; αντέδρασε απότομα ο Μανώλης.
-Επειδή έχουν κάνει αρκετή παρέα με τον Τομ και επειδή τώρα που μιλάμε τον
φιλοξενώ στο σπίτι μου, πήρα το θάρρος να σου τηλεφωνήσω και να σου εκφράσω
το θαυμασμό μου για το γιό σου. Είναι πολύ καλό παιδί.
-Μπράβο. Τον εξέφρασες. Τίποτε άλλο; έβγαλε την επιθετική του διάθεση ο
Μανώλης.
-Έλεγα μήπως συζητούσαμε για την εξομάλυνση των σχέσεών σας, που από ότι έχω
καταλάβει δεν είναι και οι καλύτερες…
-Και εσένα τι σε έβαλε; δικηγόρο του να πούμε; τον διέκοψε ο Μανώλης
-Το παιδί δεν με έβαλε καθόλου, ούτε μου έχει πει κάτι εναντίον σου, ξεσπάθωσε ο
Τζίμης. Μόνος μου πήρα την πρωτοβουλία αυτή. Άλλωστε πρέπει να καταλάβεις ότι
έχεις απέναντί σου ένα παιδί, και μάλιστα το παιδί σου.
-Ακριβώς όπως το είπες: το παιδί μου. Άρα καμία δουλειά δεν έχεις να ανακατεύεσαι.
-Κάνεις λάθος. Είναι υποχρέωσή μου να ανακατεύομαι όταν ξέρω ότι ένα παιδί
υποφέρει από τη συμπεριφορά των γονέων του.
-Ωραία. Και τι θα κάνεις δηλαδή;
-Κοίτα, η πρόθεσή μου είναι να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να είναι καλά το παιδί.
Αν θέλεις τη γνώμη μου φρονώ ότι το καλύτερο για αυτόν θα ήταν να είναι μαζί με
τους γονείς του και την αδερφή του. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, ή και αν γίνει θα
είναι δυστυχία για αυτόν, τότε τολμώ να προτείνω να μου επιτρέψεις να τον
υιοθετήσω.
Πώς του ξέφυγε κάτι τέτοιο; Η πρόθεσή του δεν ήταν να ωθήσει τα πράγματα σε μια
τέτοια λύση. Μήπως όμως ταρακουνηθεί μετά από αυτό και το σκεφτεί καλύτερα;
-Μπορείς να μου τον δώσεις λίγο στο τηλέφωνο;
Ο Τζίμης ταλαντεύτηκε λίγο. Και αν μιλήσει άσχημα στο παιδί; Εντάξει, και μήπως
είναι καλύτερα που δεν έχει μιλήσει μαζί του εδώ και δύο ολόκληρα χρόνια;
Επιτέλους ότι είναι να γίνει ας γίνει.
-Ευχαρίστως, απάντησε, και φώναξε τον Ηρακλή
-Θέλει ο πατέρας σου να σου μιλήσει στο τηλέφωνο, παιδί μου.
Το αγόρι ξαφνιάστηκε αλλά η λαχτάρα του για επανασύνδεση με τον πατέρα του τον
έκανε να σκεφτεί ότι ίσως και εκείνος τον ξαναθέλει κοντά του. Πήρε γεμάτος
συγκίνηση, το ακουστικό από το χέρι του Τζίμη και με φωνή που έτρεμε, είπε;
-Μπαμπά…
Σ ε λ ί δ α | 348

-Βλέπω απόκτησες και δικηγόρο, ακούστηκαν σαν χαστούκι τα λόγια του, και η φωνή
του παιδιού ράγισε:
-Μα μπαμπά…
-Δεν πάει να γίνεις δικό τους παιδί, καλύτερα. Θα πω ότι πέθανες για μένα.
Το κλικ του ακουστικού ήταν το τελευταίο αντίο του πατέρα του προς το γιό του.
Ο Ηρακλής έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Τώρα πια καμιά ελπίδα δεν του μένει
ότι μπορεί να τα ξαναβρεί μαζί του.
Σωριάστηκε στην καρέκλα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Η Χάριετ τον αγκάλιασε με συμπόνοια.
-Έλα αγόρι μου, όλα θα περάσουν κάποια στιγμή, τον παρηγόρησε.
-Πάρτε με μαζί σας στην Αγγλία, σας παρακαλώ και εγώ θα κάνω ό,τι μου ζητήσετε,
παρακάλεσε ανάμεσα στα αναφιλητά του το δεκατετράχρονο παιδί.
Έτσι δρομολογήθηκε η διαδικασία υιοθεσίας του Ηρακλή. Η μοναδική συνάντησή του
Τζίμη και της Χάριετ με το Μανώλη και τη Φανή ήταν παρουσία δικηγόρων τους σε
δικαστήριο της Αθήνας προκειμένου να υπογραφεί η πράξη υιοθεσίας. Έχοντας
συμπληρώσει την ηλικία των δώδεκα ετών, μεγάλη βαρύτητα είχε και η κατάθεση
του Ηρακλή ότι επιθυμεί να υιοθετηθεί. Η δικηγόρος του Μανώλη φρόντισε μετά από
αίτημα των βιολογικών γονέων να αποφευχθεί η συνάντησή τους με το παιδί. Επίσης
ο Μανώλης και η Φανή συγκατατέθηκαν με έναν όρο. Ότι ο Ηρακλής δεν θα
επικοινωνήσει πλέον με κανέναν συγγενή και ιδιαίτερα με την αδερφή του και τους
παππούδες του. Θα βρουν τρόπο να πείσουν τους πάντες ότι έφυγε από τη ζωή. Για
αυτό το λόγο άλλωστε πίεσαν τη δικηγόρο τους η οποία ασκούσε δικηγορία στην
Αθήνα να κανονίσει να γίνει η υιοθεσία σε δικαστήριο της Αθήνας ώστε να μην πέσει
στην αντίληψη κανενός γνωστού.
Κάποια από τις επόμενες μέρες η Φανή έλεγε στον πατέρα της ότι η ασθένεια του
παιδιού δεν παρουσιάζει βελτίωση και ότι πρέπει να μεταβεί στην Ελβετία για να
μπει σε ειδικό κέντρο και με ειδικό πρόγραμμα. Στη μητέρα της είπε να του ετοιμάσει
όλα του τα πράγματα και να τα δώσει στον κύριο Τζίμη που θα μεταφέρει το παιδί
στο αεροδρόμιο μιας και τυχαίνει να πετάνε την ίδια μέρα, με άλλη πτήση φυσικά.
Και να μη ανησυχούν τους είπε γιατί ο Μανώλης πραγματοποιεί συχνά ταξίδια στην
Ελβετία οπότε θα τον βλέπει συχνά. Άλλωστε εκεί υπάρχει σίγουρη μέθοδος
θεραπείας, έτσι σε ένα χρόνο το πολύ θα έχει γυρίσει κοντά τους.
Τέλος Αυγούστου, καθισμένα στο ίδιο κάθισμα του αεροπλάνου δύο παλικάρια,
ξαδέρφια πια μεταξύ τους, αποχαιρετούσαν την Ελλάδα, και τέσσερις ώρες αργότερα
προσγειώνονταν στο Λονδίνο μαζί με τους κηδεμόνες τους: Ήταν ο Τομ Ρούντυ και ο
Έρικ Ρώμας. Οι μελλοντικοί διάσημοι τραγουδιστές με το ψευδώνυμο Ράμπο!!!
-Έρικ!
Ο Έρικ επανήλθε στο σήμερα και χαμογέλασε στον Τομ.
-Έλα Τομ κάθισε. Να σου παραγγείλω καφέ;
-Ναι παρακαλώ. Ένα σκέτο ελληνικό.
Σ ε λ ί δ α | 349

-Έγινε! Μη βγάζεις το καπέλο σου. Έτσι και μας γνωρίσουν δεν πρόκειται να μας
αφήσουν στην ησυχία μας. Τι λες; Είσαι για τρέξιμο μόλις πιείς το καφεδάκι σου;
Ο Τομ συμφώνησε. Δυο ώρες αργότερα γύρισαν στο σπίτι τους όπου τους περίμεναν
οι δυο αξιολάτρευτοι γονείς και ο περίφημος μουσακάς της Χάριετ.
Για μια εβδομάδα θα έχουν τη χαρά να χορτάσουν την αγάπη τους και τη στοργή τους
από κοντά. Μετά πάλι στον αγώνα τους. Και ποιος ξέρει τι να τους επιφυλάσσει το
μέλλον.
Σ ε λ ί δ α | 350

8. ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ

11 Αυγούστου 2015

Το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι λούζει με το φως του όλη την Αθήνα


δημιουργώντας μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα.
Στο καλλιμάρμαρο στάδιο έρχονται αμέτρητες φωτοβολίδες και λευκοί καπνοί να
δώσουν μια τελευταία πινελιά διακοσμητικού φωτισμού στο χώρο. Στη θέση της
μεγάλης ορχήστρας δεκάδες μουσικοί με τα όργανά τους μόλις τελείωσαν τη δουλειά
τους. Μπροστά μπροστά στη σκηνή, σχεδόν στο τελείωμά της, ο Τομ και ο Έρικ με
κρεμασμένες τις κιθάρες τους στον ώμο, και πιασμένοι χέρι χέρι υποκλίνονται ξανά
και ξανά. Μόλις τελείωσε με επιτυχία το τρίωρο πρόγραμμά τους και το πλήθος από
δεκάδες χιλιάδες κόσμο, ιδιαίτερα νέους, τους αποθεώνει.
Τα χειροκροτήματα, τα σφυρίγματα και τα ουρλιαχτά ενθουσιασμού δεν λένε να
σταματήσουν. Νεαρά κορίτσια κρατούν στα χέρια τους τις λεπτές βραδινές ζακέτες
τους και τις περιστρέφουν γύρω γύρω και πάνω από τα κεφάλια τους δημιουργώντας
ένα πολύχρωμο κινητό ντεκόρ. Άλλα πάλι στη μέθη του ενθουσιασμού βγάζουν έως
και τις μπλούζες τους και μένουν με το εσώρουχό τους, ακολουθώντας την ίδια
κίνηση.
Οι Ράμπο δε σταματούν να λένε «ευχαριστώ» στον κόσμο. Κάποια στιγμή πια έπρεπε
να φύγουν από τη σκηνή. Πιάνουν τις κιθάρες τους και χωρίς τη βοήθεια της
υπόλοιπης ορχήστρας αρχίζουν να τραγουδούν το «αι λαβ γιου» απομακρυνόμενοι
βήμα βήμα από τη σκηνή. Το πλήθος ησυχάζει, ξανακάθεται στη θέση του και
μαγεμένο απολαμβάνει αυτό το υπέροχο άκουσμα που λίγο λίγο μειώνεται η ένταση
του μέχρι που χάνεται από τα αυτιά τους, καθώς οι δυο τραγουδιστές χάνονται και
αυτοί πίσω από τη σκηνή. Τότε μόνο σηκώνονται όρθιοι όλοι, και αφού χειροκροτούν
άλλη μία φορά αρχίζουν να αποχωρούν. Προς την έξοδο υπάρχουν τέσσερις κοπέλες
που μπροστά τους έχουν από ένα κιβώτιο με αυτόγραφα και τα μοιράζουν σε
όποιους ζητήσουν.
Κουρασμένοι αλλά ικανοποιημένοι από την επιτυχία της συναυλίας τους, γύρισαν
στο ξενοδοχείο τους. Όση ώρα ο Τομ έκανε μπάνιο ο Έρικ ετοίμασε τη βαλίτσα του
με τα αναγκαία ρούχα και τα προσωπικά του αντικείμενα. Την επομένη πρόκειται να
πάει στο «Λαϊκό Νοσοκομείο» για τις προεγχειρητικές του εξετάσεις. Και τη
μεθεπομένη θα χειρουργηθεί. Παρά τις προσπάθειες που έκανε ο Τομ για να τον
αποτρέψει, αυτός ήταν αποφασισμένος. Τα είχε όλα κανονίσει. Έτσι μη μπορώντας
να κάνει αλλιώς, ο Τομ σεβάστηκε την απόφασή του. Και θα του συμπαρασταθεί με
όλη του την ψυχή σε όλη αυτή την περιπέτεια. Φοβάται όμως πολύ. Όσο και αν η
λογική του, του λέει πως κάποια πράγματα είναι τυχερά και απλές συμπτώσεις, δεν
παύει να κλωθοφέρνει στο μυαλό του αυτό που ένιωθε από μικρός. Ότι δηλαδή
γεννήθηκε για να χάνει τους ανθρώπους που αγαπά. Βλέπεις, του έχει σφηνωθεί στο
Σ ε λ ί δ α | 351

μυαλό ότι όποιον αγαπάει πολύ, τον χάνει. Όπως έχασε τον πατέρα του, και μετά από
λίγα χρόνια και τη μητέρα του. Ήταν οι άνθρωποι που αγαπούσε πάνω από όλους στη
ζωή του. Τώρα αγαπάει τον Έρικ πιο πολύ και από την ίδια του τη ζωή. Για αυτό είναι
ιδιαίτερα ανήσυχος.
Ο Έρικ πάλι από την πλευρά του δεν έχει καμία ανησυχία. Εμπιστεύεται τους
επιστήμονες γιατρούς και είναι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά για αυτόν. Βέβαια ο
Τομ μήνες τώρα του λέει και του ξαναλέει ότι πρωτίστως πρέπει να σκεφτεί τον εαυτό
του.
-Δεν νομίζεις ότι η προσφορά έχει και τα όριά της. Σκέφτεσαι τι θα απογίνεις εσύ
μετά, αν κάτι δεν πάει καλά;
-Έχω εσένα να κάνεις αυτό που κάνω εγώ σήμερα Τομ. Ξέρω ότι για μένα, αν
χρειαζόταν, αυτό θα έκανες, έτσι δεν είναι;
-Έλα Έρικ ξέρεις ότι τη ζωή μου ολόκληρη θα έδινα για σένα. Και ξέρεις ότι χωρίς
εσένα η δική μου ζωή δεν θα έχει κανένα νόημα.
-Κουτέ, αφού ξέρεις ότι κανείς δεν είναι αναντικατάστατος σε αυτή τη ζωή.
-Εκτός από σένα, του απάντησε σοβαρά ο Τομ.
Τους δυο άντρες, πέρα από τη συγγενική εξ αγχιστείας σχέση που είχαν, τους έδενε
και μια δυνατή φιλία που γινόταν με το πέρασμα του χρόνου όλο και πιο δυνατή.
Χρόνια αργότερα όταν ο Τομ ήταν στα είκοσι πέντε και ο Έρικ στα είκοσι δύο,
απόλυτα σίγουροι πια για τα αισθήματά τους και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους, η
φιλία τους μετατράπηκε σε κάτι πιο βαθύ. Ο Τομ ήταν από πιο νωρίς
συνειδητοποιημένος για την σεξουαλική του ταυτότητα και για τα αισθήματά του.
Ποτέ όμως δεν εξέφρασε αυτού του είδους τα αισθήματα στον Έρικ μέχρι να
ανακαλύψει και αυτός το δικό του δρόμο. Άλλωστε δεν είχε ακόμα εκδηλώσει κάποια
προτίμηση. Ο Έρικ ήξερε ότι κουβαλά μέσα του μια προσωπικότητα μέσα σε λάθος
σώμα. Θα το είχε αποδεχτεί και θα το είχε εκδηλώσει. Όμως κουβαλώντας τα
βιώματα των παιδικών του χρόνων μπερδευόταν. Αυτό που δεν ήθελε με τίποτα να
δεχτεί, είναι το ότι ο πατέρας του είχε ας πούμε προφητεύσει και προδεί την
ιδιαιτερότητά του. Αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια ειδικού ο οποίος τον βοήθησε να
απεμπλακεί από το παρελθόν του και να απενεχοποιηθεί για τα αισθήματα που
νιώθει. Το τι πράττει κανείς στην προσωπική του ζωή αφορά τον ίδιο και τον
σύντροφό του, του είπε ο ειδικός ψυχαναλυτής. Όσο για αυτό που ονομάζουμε
ιδιαιτερότητα είναι η κοινωνία αυτή που αλλού τη θεωρεί ευχή και αλλού κατάρα.
-Σκέφτηκες, Έρικ ότι όλο αυτό που καταφέρνεις στον τομέα της μουσικής οφείλεται
στην ιδιαιτερότητα ενός άλλου κομματιού της προσωπικότητάς του; Γιατί λοιπόν η
μια πτυχή της προσωπικότητάς σου θα πρέπει να είναι αποδεκτή και η άλλη όχι. Με
την προϋπόθεση πάντα ότι δεν προκαλείται κακό σε κανέναν, άσε τον εαυτό σου
ελεύθερο να οδηγηθεί εκεί που επιθυμεί.
Χρειάστηκαν πολλές συνεδρίες για να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και να τον
αφήσει να παραδεχτεί και να εκδηλώσει αυτό το παραπάνω που αισθανόταν για τον
Τομ. Όντας πεπεισμένοι ότι αυτή η σχέση αφορά μόνο τους δυο τους και κανέναν
Σ ε λ ί δ α | 352

άλλο, την περιφρούρησαν στο δικό τους χώρο και δεν την έβγαλαν προς τα έξω.
Άλλωστε δεν συμφώνησαν ποτέ με τις ακραίες εκδηλώσεις για τα δικαιώματα των
ομοφυλόφιλων. Προτιμούσαν με διακριτικότητα, τώρα που η παρουσία τους έχει
μεγάλη απήχηση στον κόσμο, να περνούν τη φιλοσοφία του σεβασμού σε κάθε
είδους διαφορετικότητα. Και όταν οι δημοσιογράφοι έπεφταν επάνω τους για να
εκμαιεύσουν τα προσωπικά τους, έβρισκαν τον τρόπο να τους αποπροσανατολίζουν.
Και στην ερώτηση προς τον καθένα από τους δυο τους: «σκέφτεσαι να κάνεις
οικογένεια» απαντούσε, προς τέρψη των νεαρών κορασίδων, ο καθένας τους: «είμαι
μικρός ακόμα, προέχουν τα επαγγελματικά μου».
Ο Τομ αποκοιμήθηκε πρώτος. Ο ύπνος του όμως του έφερε αλλεπάλληλους εφιάλτες
που τον έκαναν να στριφογυρίζει ανήσυχος προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη
θέση που θα του εξασφάλιζε τον πολυπόθητο ήσυχο ύπνο.
Ο Έρικ ακούμπησε απαλά το χέρι του πάνω στο χέρι του Τομ και του ψιθύρισε
τρυφερά:
-Όλα θα πάνε καλά Τομ, ησύχασε…
Του ΄Ερικ πάλι δεν του κολλούσε ύπνος, από τη προσμονή της μεθαυριανής μεγάλης
μέρας. Το μυαλό του έτρεξε με μεγάλη ευγνωμοσύνη και αγάπη στον μπαμπά Τζίμη
και στη μαμά Χάριετ που ό,τι και να τους είχε ζητήσει δεν του το είχαν αρνηθεί. Έτσι
όχι μόνο δεν του αρνήθηκαν αλλά τον βοήθησαν κιόλας να ενημερώνεται για τα νέα
της βιολογικής του οικογένειας.
Θυμάται τότε που δεκατετράχρονο αγόρι, τους ακολούθησε φέρνοντας το όνομά
τους στο Λονδίνο. Στέκονταν δίπλα του σε κάθε δυσκολία. Και πραγματικά ένιωθε
ευτυχισμένος από την πρώτη μέρα που έμεινε μαζί τους σαν γιoς τους. Το μόνο που
τον στενοχωρούσε και τον βασάνιζε ήταν που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με την
Κωνσταντίνα. Και ως εκ τούτου δεν μπορούσε και να μαθαίνει νέα της. Ούτε πώς πάει
στο σχολείο, ούτε αν ξέρει που βρίσκεται ο αδερφός της, ούτε πώς είναι η εμφάνισή
της καθώς μεγαλώνει. Του φαινόταν ότι είχε ξεχάσει ήδη τα χαρακτηριστικά της. Να
δεις, πράσινα μάτια είχε ή γαλανά; Και τα μαλλιά της ήταν μαύρα ή σκούρα καστανά;
Και τότε ο καλός του ο «νταντ» έμεινε μια ολόκληρη νύχτα στο προσκεφάλι του για
να μοιραστεί μαζί του τις ανησυχίες και τα συναισθήματα του παιδιού του. Του είπε
να μην ανησυχεί και ότι θα του βρει τρόπο να μαθαίνουν τα νέα της. Και όχι μόνο της
αδερφής του αλλά και των γονιών του και των παππούδων του. Και κράτησε το λόγο
του, όπως άλλωστε έκανε σε όλη του τη ζωή. Είχε φίλους στην Κόρινθο με τους
οποίους επικοινωνούσε συχνά. Τους ρωτούσε για πολλούς κοινούς γνωστούς τους,
στους οποίους συμπεριέλαβε τεχνιέντως και την οικογένεια του Μανώλη. Μάθαινε
λοιπόν τα νέα τους και τα μετέφερε στον Ηρακλή. Θυμάται τι νευρικό γέλιο τον είχε
πιάσει όταν έμαθε ότι τέλεσαν και μνημόσυνο για το χαμό του. Του φάνηκε τόσο
απαράδεκτο αλλά συνάμα και τόσο αστείο, που γελούσε και γελούσε, μέχρι που
σκέφτηκε τη στεναχώρια που θα ένιωσε η αδερφή του. Τότε σταμάτησε να γελάει και
έκλαψε πικρά. Έμαθε ότι ήταν πολύ επιμελής μαθήτρια και ότι εξελισσόταν σε πολύ
όμορφη κοπέλα. Γιόρτασε με τους θετούς του γονείς την επιτυχία της στις
Σ ε λ ί δ α | 353

πανελλήνιες εξετάσεις. Είχε περάσει στη μαιευτική σχολή του ΤΕΙ Αθηνών. Και μετά
έκανε την πρακτική της άσκηση στο νοσοκομείο της Κορίνθου. Ο Έρικ είκοσι πέντε
χρονών άντρας τότε είχε έρθει για Πάσχα στην Ελλάδα, με τον Τομ και τους γονείς
τους. Τίποτε από το παρουσιαστικό του δεν θύμιζε το αμούστακο αγόρι των δώδεκα
και των δεκατεσσάρων ετών. Τους παρακάλεσε να σταματήσουν στο νοσοκομείο της
Κορίνθου μήπως καταφέρει να δει έστω και από μακριά την Κωνσταντίνα. Ρώτησε
που είναι το μαιευτικό τμήμα και μόλις έφτασε εκεί είδε στο γραφείο μία κοπέλα.
Την πλησίασε ευγενικά, προφασίστηκε ότι είχε την πληροφορία πως κάποια
οικογενειακή του φίλη είχε γεννήσει εκεί το μωρό της, και επιθυμεί να τη δει. Αυτή
σηκώθηκε όρθια για να τον εξυπηρετήσει και τον ρώτησε πως λέγεται η κυρία που
γυρεύει. Το καρτελάκι που είχε αριστερά στο στήθος της, είχε το όνομά της:
Κωνσταντίνα Καμπόσου. Πώς κρατήθηκε ο Έρικ και δεν έπεσε στην αγκαλιά της! Με
τρεμάμενη φωνή είπε ένα άσχετο γυναικείο όνομα. Η Κωνσταντίνα του απάντησε ότι
λυπάται πολύ και ότι σε κάποιο άλλο ίσως νοσοκομείο να είχε γεννήσει η φίλη του.
Την ευχαρίστησε ευγενικά, τη χαιρέτισε με χειραψία για να νιώσει έστω και αυτή τη
λίγη επαφή μαζί της και με πόδια που έτρεμαν από τη συγκίνηση έφυγε.
Εκείνο ακριβώς τον καιρό ήταν που η καριέρα των αγοριών άρχισε να εκτοξεύεται.
Ήδη τα πρώτα τους τραγούδια έγιναν γνωστά, και με τη πρόοδο του ίντερνετ και
γενικά των σόσιαλ μίντια η επιτυχία τους ήταν δεδομένη. Καθημερινά δέχονταν πάρα
πολλά μηνύματα και λάικ για τη δουλειά τους. Και μέσα από αυτή την επικοινωνία,
τι χαρά, δέχτηκαν και μία πρόσκληση για να τραγουδήσουν στην εκδήλωση που
διοργάνωναν λόγω της αποφοίτησής τους εκείνη τη χρονιά οι τελειόφοιτες κοπέλες
μαιευτικής Αθηνών. Παρακαλούσε να είναι παρούσα και η αδερφή του. Δεν θα το
άντεχε αν για κάποιο λόγο απουσίαζε. Τελικά η τύχη ήταν με το μέρος του. Ήταν εκεί
πανέμορφη και χαμογελαστή συνοδευόμενη από το αγόρι της. Ο Έρικ χόρεψε
ενθουσιασμένος μαζί τους για ώρες.
Μετά φρόντισε επιμελώς να ανταλλάξει μαζί τους τα ιμέιλ τους. Έτσι τώρα πια
μάθαινε από πρώτο χέρι τα νέα της. Έμαθε για το γάμο της και της έστειλε μάλιστα
ευχές και δώρο. Έμαθε αργότερα ότι θα γινόταν μανούλα και είχε τόσο πολύ χαρεί
για αυτό. Με τον ίδιο τρόπο έμαθε και το δυσάρεστο νέο για το ατύχημα του πατέρα
του, που συνέβη λίγες μέρες πριν τη γέννηση του μωρού. Πικρόχολα πέρασε από το
μυαλό του η σκέψη «κοίτα μωρέ που το πρόβλημά του επισκίασε τη χαρά της
Κωνσταντίνας». Και εκεί που νόμιζε ότι μόνο αρνητικά αισθήματα θα έτρεφε για
αυτόν, η καρδιά του πλημμύρισε από συμπόνοια και οίκτο. Ο καημένος! Τι
αβάσταχτο θα είναι για αυτόν να ζει σε μόνιμο σκοτάδι; Και ύστερα, ήρθαν οι
απανωτοί θάνατοι των παππούδων του. Ο Έρικ έκλαψε πολύ για αυτούς, και
ιδιαίτερα για τον παππού Μάρκο και τη γιαγιά Κωστούλα που δύο χρόνια κοντά τους
μόνο αγάπη του έδωσαν και φροντίδα. Μετά για λίγο καιρό η επικοινωνία από
μέρους της Κωνσταντίνας αραίωσε. Φυσικό και επόμενο. Οι υποχρεώσεις της
προφανώς δεν θα της άφηναν χρόνο για τέτοιες ασχολίες. Μέχρι που πριν λίγο καιρό
ενημερώθηκε για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που την ταλανίζει. Για σκέψου μέρα
Σ ε λ ί δ α | 354

παρά μέρα να κάνει αιμοκάθαρση. Και κανένας από τους γονείς να μην είναι
συμβατός δότης για να της δώσει πίσω την υγειά της. Και να πρέπει να περιμένει
χρόνια ολόκληρα μήπως και βρεθεί κατάλληλο μόσχευμα. Και τότε… σκέφτηκε να της
δωρίσει το δικό του νεφρό. Εφόσον βέβαια υπάρχει συμβατότητα μεταξύ τους. Δεν
ήθελε με τίποτα αυτή του η ενέργεια να γίνει γνωστή στην Κωνσταντίνα. Θα της
προκαλούσε προφανώς τέτοιο σοκ μια τέτοια αποκάλυψη και μπορεί να είχε
δυσάρεστα αποτελέσματα στην εξέλιξή της υγείας της. Ανέθεσε λοιπόν σε δικηγόρο
το νομικό μέρος της διαδικασίας ώστε να μην υπάρξει κανένα τυπικό κώλυμα. Ο ίδιος
χρειάστηκε να προβεί πριν από λίγους μήνες σε μια σειρά εξετάσεων προκειμένου
να εξακριβωθεί η συμβατότητα. Και όταν αυτή αποδείχτηκε θετική, ο δικηγόρος του
προέβη ως εντολέας του, στην κατάθεση της αίτησης για προσφορά οργάνου σε
συγκεκριμένο λήπτη χωρίς αυτός να γνωρίζει το δότη του. Συνάντησαν σχετικές
δυσκολίες σε αυτό διότι η νομοθεσία για ζώντες δότες έχει κάποιες διατάξεις που
αναφέρονται σε βαθμούς συγγενείας και άλλα τέτοια, αλλά ο δικηγόρος βρήκε
νόμιμο τρόπο να προχωρήσει η διαδικασία.
Οι μόνοι άνθρωποι που γνωρίζουν για αυτή του την απόφαση είναι ο Τομ, ο
δικηγόρος του και ο οικογενειακός του γιατρός στο Λονδίνο. Ο τελευταίος ήταν αυτός
που του εξέθεσε τους κινδύνους που διατρέχει ο ίδιος ύστερα από ένα τέτοιο
χειρουργείο. Ύστερα τον έβαλε να το σκεφτεί άλλη μια φορά γιατί είναι νέος
άνθρωπος και κάποια στιγμή ίσως βρεθεί σε παρόμοια θέση με το λήπτη του. Στους
θετούς γονείς του δεν έχει πει τίποτε ακόμη. Δεν θέλει με τίποτα να τους ανησυχήσει.
Αν χρειαστεί, το πολύ πολύ να τους πει ότι χρειάστηκε να κάνει μια έκτακτη επέμβαση
για αφαίρεση πέτρας από το νεφρό του.
Κάποια στιγμή επιτέλους τον πήρε ο ύπνος. Και ονειρεύτηκε την Κωνσταντίνα να
κάθεται στο γραφείο της δουλειάς της φορώντας την άσπρη ποδιά της με το
ταμπελάκι που έγραφε το όνομά της, να του χαμογελάει και να του λέει: «μοιάζεις
με τον Ηρακλή». «Εγώ είμαι, και μη φοβάσαι τίποτα» της απάντησε.
Το ξυπνητήρι διέκοψε τη συνομιλία τους. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και άρχισε να
ετοιμάζεται, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και ξυπνήσει τον Τομ. Αυτός όμως
ξύπνησε από την αγωνία του.
-Τομ, κοιμήσου καλέ μου. Δεν χρειάζεται εσύ να είσαι από σήμερα στο νοσοκομείο.
Κάποιες τυπικές προεγχειρητικές εξετάσεις θα μου κάνουν. Έλα αύριο το πρωί.
-Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνο ούτε στιγμή! είπε, και σηκώθηκε και
αυτός από το κρεβάτι.
Μια ώρα αργότερα επιβιβάζονταν στο ταξί και πήραν το δρόμο για το νοσοκομείο. Ο
ταξιτζής είχε βάλει το ραδιόφωνο που εκείνη τη στιγμή έλεγε ειδήσεις: «…. Χθες
βράδυ κυρίες και κύριοι στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο στάδιο έδωσαν συναυλία οι
διάσημοι τραγουδιστές Ράμπο. Το κοινό τους αποθέωσε. Τα μισά από τα έσοδα της
συναυλίας θα πάνε στο «χαμόγελο του παιδιού». Άλλωστε είναι πάγια τακτική των
Ράμπο: τα μισά από τα κέρδη των συναυλιών τους να δωρίζονται σε ιδρύματα που
φιλοξενούν παιδιά. Και τώρα οι αθλητικές μας ειδήσεις….»
Σ ε λ ί δ α | 355

-Μπράβο τους! είπε ο ταξιτζής. Να είναι καλά τα παιδιά. Είχε πάει η κόρη μου με τις
φίλες της και τους άκουσε. Γύρισε κατενθουσιασμένη. Λίγοι το κάνουν αυτό.
Συνήθως όσοι έχουν πολλά λεφτά έχουν και καβούρια στην τσέπη τους. Αυτοί
όμως…! Μωρέ και πάλι μπράβο στα παλικάρια! Εσείς; είχατε πάει;
-Ε, ναι. Ήμασταν και εμείς εκεί, απάντησε χαμογελώντας ο Έρικ, κλείνοντας πονηρά
το μάτι στον Τομ. Και συνέχισε:
- Είχε όντως πολύ κόσμ……
….Κορναρίσματα, φρεναρίσματα, οσμή από καμένα λάστιχα, εκκωφαντικός
μεταλλικός κρότος, φωνές πόνου και τρόμου, αίματα, λαμαρίνες και σίδερα ανάκατα
με ανθρώπινες σάρκες, ήρθαν ξαφνικά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να συνθέσουν το
σκηνικό μιας τραγωδίας. Ένα φορτηγό ήταν που παραβίασε το κόκκινο του φωτεινού
σηματοδότη και εμβόλισε από τα δεξιά το ταξί, σέρνοντάς το για πολλά μέτρα στην
άσφαλτο, μέχρι που σταμάτησε.
-Παιδιά, είστε καλά; Ρώτησε κάποια στιγμή βογκώντας ο ταξιτζής. Ήταν χτυπημένος
μάλλον στο δεξί του πόδι και στο πρόσωπο, αλλά διατηρούσε τις αισθήσεις του.
Ο Τομ που καθόταν στο αριστερό κάθισμα, πίσω από τον οδηγό, μπόρεσε να
απαντήσει:
-Εγώ δεν μπορώ να κουνηθώ, πονάω πολύ στον αυχένα και στο δεξί μου χέρι. Με
έχεις λιώσει Έρικ…
Μη παίρνοντας απάντηση ο Τομ συνέχισε:
-Έρικ με ακούς; Πώς είσαι καλέ μου;
Ένας πνιχτός στεναγμός σαν βρόγχος ακούστηκε από την πλευρά του Έρικ. Ο Τομ με
μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να στρέψει το κεφάλι του προς τον Έρικ και πάγωσε
ολόκληρος από το σοκ. Ο Έρικ αγκομαχούσε πνιγμένος στα αίματα με την πόρτα στα
δεξιά του να έχει στραβώσει και οι λαμαρίνες της να έχουν μπει στα πλευρά του.
-Έρικ, Έρικ με ακούς; Μείνε κοντά μου ζωή μου, σε παρακαλώ.
Ο Έρικ άνοιξε με δυσκολία τα μάτια τον κοίταξε και προσπάθησε να ψιθυρίσει κάτι.
Ο Τομ για να ακούσει, πλησίασε το αυτί του όσο πιο κοντά στον Έρικ μπορούσε.
-Τομ, … σε πα…ρακα…λώ και τα δύ..ο μου νεφ…ρά στην αδ…ερφή μου… και τα δ..υο
μου μάτ…ια στον πα…τέρα…μου. Αϊ λαβ γιου… αμ σοου..σορυ..., είπε και ξανάκλεισε
τα μάτια, βαριανασαίνοντας.
- Όχι Θεέ μου, όχι! Έρικ, Έρικ σου μιλάω, μη φύγεις, μη με αφήνεις, σε παρακαλώ
αγόρι μου, σπάραξε ο Τομ.
Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασαν ασθενοφόρα, αστυνομία και πυροσβεστική.
Μετά από λίγη σχετικά προσπάθεια κατάφεραν να ανοίξουν τις αριστερές πόρτες του
ταξί και να απεγκλωβίσουν τον ταξιτζή και τον Τομ. Ο Τομ αρνήθηκε να ξαπλώσει στο
φορείο και να μπει στο ασθενοφόρο παρόλο που πονούσε αφόρητα.
-Όχι εμένα. Τον Έρικ απεγκλωβίστε. Σας παρακαλώ! Κάντε γρήγορα. Είναι πολύ
άσχημα.
-Μην ανησυχείτε κύριε! Θα τον αναλάβουμε εμείς. Τι σας είναι;
-Είναι ξάδερφός μου κατάφερε να πει. «Τα πάντα μου είναι» ήθελε όμως να φωνάξει.
Σ ε λ ί δ α | 356

-Ωραία θα τον φέρουμε στο ίδιο νοσοκομείο που θα πάμε και σας. Στο Λαϊκό. Είναι
πολύ κοντά. Θα τον περιμένετε εκεί. Έχετε και σεις ανάγκη νοσηλείας.
-Δεν έχω ανάγκη εγώ! Θα περιμένω μέχρι να τον απεγκλωβίσετε. Πρέπει να είμαι
κοντά του. Πρέπει να νιώθει ότι είμαι κοντά του. Έρικ, αχ Έρικ…
-Χριστέ μου, είναι οι Ράμπο! ψιθύρισε ένας νεαρός αστυνομικός στον συνάδελφό
του, καθώς προσπαθούσαν με τους πυροσβέστες να απεγκλωβίσουν τον Έρικ. Είχα
υπηρεσία χθες στο Καλλιμάρμαρο, και τους είδα. Είμαι σίγουρος ότι είναι αυτοί. Τον
είπε «΄Ερικ»… Ωχ, νάτα τώρα, πλακώσαν και τα κανάλια.
Πράγματι είχε φτάσει ήδη το πρώτο τηλεοπτικό συνεργείο. Ο κάμεραμαν είχε
πλησιάσει στο ταξί και βιντεοσκοπούσε όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσε.
Ο Τομ στάθηκε μπροστά στον Έρικ με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα για να τον
προστατεύσει.
Ότι και αν έκανε όμως, ήδη το συμβάν άρχισε να διαδίδεται με ταχύτητα αστραπής.
-Οι Ράμπο ενεπλάκησαν σε ατύχημα…
-Οι Ράμπο έχουν τραυματιστεί…
-Δυστυχώς δεν έχουν καταφέρει ακόμα να απεγκλωβίσουν τον Έρικ, που φαίνεται να
είναι σοβαρά τραυματισμένος…
Ο Τομ τότε σκέφτηκε απελπισμένος το Τζίμη και τη Χάριετ. Πρέπει να προλάβει να
τους το πει ο ίδιος, με τρόπο, πριν το μάθουν από την τηλεόραση.
Απομακρύνθηκε λίγο από τη θέση του, έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και
κάλεσε το Τζίμη:
-Αλό θείε!
-Έλα Τομ! Πώς το ’παθες και ξύπνησες τόσο νωρίς μετά από τα χθεσινά μεγαλεία σας.
Συγχαρητήρια παιδί μου. Όλα τα κανάλια σας έδειξαν!
-Θείε άκουσέ με λίγο. Πηγαίναμε σε μια δουλειά με τον Έρικ, με ταξί. Κάτι πήγε
στραβά όμως, και πριν από λίγο τρακάραμε.
-Είσαστε καλά, παιδί μου;
-Εγώ καλά είμαι. Έχω χτυπήσει μόνο στον αυχένα και στο δεξί μου χέρι. Ο Έρικ έχει
χτυπήσει περισσότερο. Θα ξέρουμε πως είναι όταν τον πάμε στο νοσοκομείο.
-Μπορώ να του μιλήσω;
-Επειδή προσπαθούμε να τον απεγκλωβίσουμε, άστο για λίγο αργότερα θείε…
Ο Τομ έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην ξεσπάσει σε λυγμούς.
-Πες μου μόνο αν ζει…, την αλήθεια θέλω αγόρι μου.
-Ζει, θείε αλλά νομίζω ότι δεν είναι σε θέση να μιλήσει.
-Καλά παιδί μου. Μήπως ξέρεις σε ποιο νοσοκομείο θα σας πάνε.
-Στο Λαϊκό.
-Θα είμαστε και εμείς εκεί το συντομότερο δυνατό.
-Εντάξει θείε. Θα σας περιμένω εκεί.
Δεν πρόλαβε να κλείσει το ακουστικό και μια δημοσιογράφος τον πλησίασε και τον
ρώτησε;
-Πως είστε κύριε Τομ; Δεν νομίζω να κάνω λάθος! Σίγουρα είστε ο Τομ Ράμπο.
Σ ε λ ί δ α | 357

Ο Τομ παρόλο που ήταν συνηθισμένος να πέφτουν οι κάμερες επάνω του και να τον
κατακλύζουν οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων, ένιωσε πολύ άβολα. Πάντα φρόντιζε
να απαντάει ευγενικά και χωρίς να δείχνει την παραμικρή ενόχληση. Σήμερα όμως τα
πράγματα είναι διαφορετικά. Η ζωή του έχει ανατραπεί. Τρέμει για τον Έρικ. Όλη του
η έγνοια είναι αυτός. Πόσο θα ήθελε να μην απαντήσει. Και πάλι όμως υπερίσχυσε η
έμφυτη ευγένειά του.
-Είμαι ο Τομ, και αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της σύγκρουσης θα έλεγα ότι είμαι
αρκετά καλά. Εν αντιθέσει με τον Έρικ που φαίνεται να έχει χτυπήσει πιο σοβαρά.
-Πώς έγινε το ατύχημα; μπορείτε να μας το περιγράψετε;
-Επειδή έγινε σε χρόνο μηδέν δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω το πώς και το γιατί.
Θα σας παρακαλούσα να τα πούμε λίγο αργότερα όταν θα είναι και ο Έρικ σε θέση
να μιλήσει. Προτείνω τώρα να σεβαστούμε την κατάστασή του όλοι και να του
δώσουμε το χρόνο που χρειάζεται για να συνέλθει.
Η δημοσιογράφος κάτι πήγε να ρωτήσει ακόμα αλλά ο Τομ αποφασιστικά έκανε
μεταβολή και γύρισε πάλι κοντά στον Έρικ. Ακόμα προσπαθούσαν να κόψουν τις
λαμαρίνες, για να απεγκλωβιστεί. Δεν έδειχνε να πονά και γενικά δεν έδειχνε κάποια
αντίδραση. Μόνο ανάσαινε βαριά. Από την αριστερή πλευρά στη θέση που πριν
καθόταν ο Τομ είχε μπει κάποιος από το ασθενοφόρο ντυμένος στα άσπρα, μάλλον
γιατρός ή νοσηλευτής θα ήταν, του είχε φορέσει μια μάσκα οξυγόνου, του είχε
περάσει ορό στο αριστερό του χέρι και προσπαθούσε να του μιλάει για να τον
κρατάει στη ζωή.
Επιτέλους, κάποια στιγμή κατάφεραν να κόψουν τις λαμαρίνες να ανοίξουν την
πόρτα και να τον απεγκλωβίσουν. Ο τραυματιοφορέας έφερε το φορείο δίπλα στο
τρακαρισμένο ταξί, τον σήκωσαν προσεκτικά, τον εναπόθεσαν στο φορείο και από
κει τον έβαλαν στο ασθενοφόρο. Μαζί του επιβιβάστηκε και ο γιατρός για να τον
παρακολουθεί, και ο Τομ για να είναι κοντά του.
Ο οδηγός έβαλε εμπρός και ξεκίνησε για το νοσοκομείο με τις σειρήνες να
αναβοσβήνουν και να ουρλιάζουν. Μπροστά προπορευόταν επίσης με ιλιγγιώδη
ταχύτητα το περιπολικό της αστυνομίας για να ανοίγει δρόμο.
-Γιατρέ τι βλέπετε; πώς είναι;
-Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα ακόμα πριν γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις ώστε
να δούμε αν έχουν πληγεί ζωτικά όργανα.
Ο Τομ άκουγε και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Ήθελε να
φωνάξει: «Ξύπνα Έρικ, δώσε μου ένα σημάδι ζωής καλέ μου. Μη με εγκαταλείψεις
και εσύ. Δε θα έχω ζωή μετά.»
Με πολύ κόπο κατάφερε να συγκρατηθεί για να μην τον τρομάξει. Του χάιδεψε
απαλά το χέρι που είχε τον ορό και του ψιθύρισε:
-Θα δεις που όλα θα είναι εντάξει, καλέ μου. Θα γίνεις καλά και θα
ξανατραγουδήσουμε ξανά μαζί το «αι λάβ γιου».
Η φωνή του έσπασε και καινούργιο κύμα από δάκρυα πλημμύρισε τα μάτια του.
Σ ε λ ί δ α | 358

Μόλις έφτασαν στο νοσοκομείο μία ομάδα νοσοκομειακών τον περίμεναν και τον
μετέφεραν γρήγορα μέσα στο τμήμα των επειγόντων περιστατικών.
Ο Τομ έμεινε απέξω μόνος και χαμένος να περιμένει με αγωνία να τον ενημερώσουν
για την κατάστασή του. Ο γιατρός που ήταν στο ασθενοφόρο ήρθε δίπλα του και του
είπε:
-Είστε και εσείς τραυματισμένος. Ελάτε μαζί μου. Και τον οδήγησε και αυτόν στο ίδιο
τμήμα αλλά σε άλλο χώρο. Του εξέτασαν το χέρι και τον αυχένα καθώς και κάποιους
μώλωπες που είχε στο μέτωπο και στο δεξί του μάγουλο.
Του έβγαλαν ακτινογραφία όπου βρέθηκε το χέρι του να είναι σπασμένο σε δύο
σημεία, και ο ένας σπόνδυλος του αυχένα να έχει μετακινηθεί. Για αυτό πονούσε
τόσο πολύ. Στο χέρι του έβαλαν νάρθηκα μέχρις ότου του ορίσουν μέρα για να το
χειρουργήσουν. Ο αυχένας του είπαν ότι δεν χρειάζεται κάποια επέμβαση. Του
τοποθέτησαν ένα μεγάλο κολάρο για να σταθεροποιηθεί στη θέση του ο σπόνδυλος
και για να μην πονάει τόσο πολύ. Επίσης του περιποιήθηκαν τους μώλωπες. Και του
είπαν ότι πρέπει να ξεκουραστεί και να προσέχει ώστε αν του παρουσιαστεί κάποια
ζάλη να ξανάρθει στο νοσοκομείο.
-Μα δεν πρόκειται να φύγω, τους απάντησε. Θα μείνω εδώ κοντά στον Έρικ.
-Δεν μπορείτε να του προσφέρετε κάτι. Αυτή τη στιγμή έχει μεταφερθεί στην εντατική
μονάδα και είναι διασωληνωμένος και σε καταστολή.
-Θα μείνω οπωσδήποτε μέχρι νάρθουν οι γονείς του.
-Ωραία, μην στέκεστε όρθιος γιατί μπορεί να ζαλιστείτε. Καθίστε σε μία καρέκλα έξω
στην αναμονή και αν νιώσετε το οτιδήποτε, μας ειδοποιείτε.
-Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πολύ.
Ακολουθώντας τη συμβουλή του γιατρού και σχεδόν παραπατώντας κατευθύνθηκε
προς τις μπλε καρέκλες του διαδρόμου. Ένας κύριος που καθόταν σε μία από τις
καρέκλες ακουμπούσε τα χέρια του στο μπαστούνι του. Προφανώς είχε κάποιο
πρόβλημα με τα μάτια του. Ο Τομ δεν πρόσεξε καν ότι το μπαστούνι εξείχε λίγο από
τα πόδια του κατόχου του, και σκόνταψε επάνω του. Ευτυχώς ξαναβρήκε γρήγορα
την ισορροπία του και κάθισε ακριβώς στη διπλανή καρέκλα.
-Προσέξτε λίγο σας παρακαλώ, είπε ο κύριος που είχε ταραχτεί από το τράνταγμα του
μπαστουνιού του.
-Οο, με συγχωρείτε πολύ, δεν το ήθελα, απάντησε ο Τομ νιώθοντας άσχημα για το
συμβάν. Σας χτύπησα πολύ;
-Όχι, εντάξει είμαι τώρα.
Η ώρα δεν περνούσε. Περίεργο το πόσο σχετικός είναι ο χρόνος με την ψυχική
διάθεση του καθενός. Το ρολόι, χωρίς να υπολογίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα,
ακολουθεί σαν πιστός υπηρέτης, το χρόνο, που με σταθερή ταχύτητα πορεύεται
αμείλικτος στο σύμπαν. Λες όμως, και κάποιο μαγικό τρυκ συντελείται και ο πόνος ή
η αγωνία στο μυαλό του ανθρώπου επιβραδύνει στα μέγιστα την κίνησή του ενώ η
χαρά και η ευτυχία την επιταχύνει. Έτσι ο πόνος γίνεται ακόμα πιο βασανιστικά αργός
ενώ η χαρά ακόμα πιο ανεπιθύμητα ταχύτερη. Ο Τομ έκλεισε τα μάτια και
Σ ε λ ί δ α | 359

προσπάθησε να σκεφτεί όσο πιο θετικά μπορούσε. Θα βγει, ας πούμε, κάποιος


γιατρός και θα του πει το πολυπόθητο: «Μην ανησυχείτε, δεν υπάρχει κανένας
κίνδυνος για τη ζωή του ούτε για την αρτιμέλειά του. Είναι θέμα χρόνου να
διορθώσουμε κάποια τραύματα που έχει υποστεί αλλά που ευτυχώς δεν έχουν
πλήξει κανένα ζωτικό του όργανο…»
-Νάτος, εδώ είναι. Τομ!, ακούστηκε η φωνή της Χάριετ ενώ ταυτόχρονα το χέρι της
ζέστανε γλυκά τον ώμο του Τομ.
Άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε τους θείους του, που μόλις είχαν φτάσει κοντά του, και
ξέσπασε σε αναφιλητά.
-Δεν έχω κανένα νέο του… Είναι χτυπημένος πολύ άσχημα… Δεν είμαι σίγουρος αν
θα τα καταφέρει…, έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς του.
-Ησύχασε αγάπη μου, η επιστήμη κάνει θαύματα σήμερα. Πες μου, εσύ πώς είσαι;
-Άσε με εμένα θεία. Πονάω πολύ, αλλά δεν έχω τίποτα το σοβαρό. Μόνο το χέρι μου
έχω σπάσει. Θα μου το χειρουργήσουν και όλα θα είναι εντάξει. Ο Έρικ… τον έχουν
μεταφέρει στην εντατική.
-Τομ, προσπάθησε αγόρι μου να κάνεις υπομονή και πες μου, αν μπορείς, τι ακριβώς
συνέβη; ρώτησε ο Τζίμης.
-Δεν ξέρω θείε. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι μιλούσαμε αμέριμνοι μέσα στο ταξί.
Μετά…, δεν μπορώ να θυμηθώ. Σαν να μπήκαμε σε σκοτεινό τούνελ. Και όταν
βγήκαμε από αυτό, αντί για ξέφωτο, δεν ξέρω πως, βρεθήκαμε σε μια κόλαση.
Πονούσαμε, δεν μπορούσαμε να κινηθούμε, υπήρχαν αίματα παντού, και ήμουν
τόσο στριμωγμένος από το σώμα του Έρικ, που δυσκολευόμουν μέχρι και να
ανασάνω.
-Μιλήσατε καθόλου μέχρι να σας απεγκλωβίσουν;
-Ο Έρικ κατάφερε να μου πει κάτι … και μετά δεν ξαναμίλησε.
-Τι σου είπε, παιδί μου, θυμάσαι;
-Αχ θείε…., μου είπε: «και τα δυο νεφρά στην αδερφή μου, και τα δυο μάτια στον
πατέρα μου» και ότι «λυπάται πολύ»…
Ο Τζίμης και η Χάριετ κοιτάχτηκαν ανήσυχοι με την απελπισία και την απόγνωση
ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Ο Τομ τότε συνειδητοποίησε ότι οι θείοι του στέκονταν τόση ώρα όρθιοι.
Προσπάθησε με δυσκολία να σηκωθεί για να δώσει τη θέση του στη Χάριετ. Αυτή
αρνήθηκε κατηγορηματικά και τον ανάγκασε σπρώχνοντάς τον απαλά να
ξανακαθίσει. Αυτός ήταν ο τραυματισμένος. Μια γλυκιά αίσθηση προστασίας τον
τύλιξε. Για άλλη μια φορά παραμερίζοντας το δικό τους πόνο και παρά το
προχωρημένο της ηλικίας τους -έχουν ήδη περάσει τα εβδομήντα πέντε τους χρόνια-
στέκονται δίπλα του και τον στηρίζουν. Και αυτός παρά το ότι είναι μεγάλος πια,
τριάντα οχτώ χρονών άντρας, νιώθει ευγνώμων προς αυτούς τους δυο υπέροχους
ανθρώπους για αυτό το δίχτυ αγάπης και ασφάλειας που έχουν απλώσει γύρω του.
«Θεέ μου, μην αφήσεις να δοκιμάσουν το πικρό ποτήρι του χαμού του παιδιού τους»,
παρακαλεί.
Σ ε λ ί δ α | 360

Άλλες όμως «αι βουλαί του Κυρίου».


-Λύσε μου μια απορία βρε αγόρι μου: τι δουλειά είχατε εσείς πρωινές ώρες να
κυκλοφορείτε με ταξί στην Αθήνα;
«Τι να τους πω τώρα; Ότι πηγαίναμε στο νοσοκομείο; Ότι ο Έρικ θα έκανε τον
απαιτούμενο προεγχειρητικό έλεγχο; Ότι αύριο θα του γινόταν αφαίρεση του ενός
νεφρού του; Και το αποκορύφωμα: ότι αυτό το νεφρό θα μεταμοσχευόταν στην
νεφροπαθή βιολογική αδερφή του; Πού να βρω το θάρρος να τους το πω;» σκέφτηκε.
Έλα όμως που είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να τους ενημερώσει για αυτό! Και
οι καημένοι γονείς έχουν κάθε δικαίωμα να ξέρουν.
-Κοιτάξτε, είχαμε κανονίσει..., άρχισε να τους λέει διστακτικά.
Εκείνη τη στιγμή από το βάθος του διαδρόμου φάνηκε μία γιατρός να έρχεται προς
το μέρος τους.
-Μήπως βρίσκεται εδώ κάποιος πιο στενός συγγενής του Έρικ; ρώτησε
απευθυνόμενος στον Τομ.
-Ναι, από δω είναι οι γονείς του. Πείτε μας σας παρακαλώ, πώς είναι ο Έρικ;
-Θα σας πω. Μπορείτε να με ακολουθήσετε ως το γραφείο μου, να τα πούμε με την
ησυχία μας;
Όταν έφτασαν στο γραφείο η γιατρός τους είπε ότι είναι ψυχίατρος ψυχαναλύτρια
και αρμοδιότητά της είναι να ενημερώνει, εκ μέρους του ΕΟΜ (εθνικός οργανισμός
μεταμοσχεύσεων), τους συγγενείς του ασθενούς τόσο για την κατάστασή του όσο και
για το τι μέλλει γενέσθαι αν παρ’ ελπίδα η κατάστασή του γίνει μη αναστρέψιμη.
Τους μιλούσε και όλο τους μιλούσε και οι τραγικοί γονείς με τον ανιψιό τους,
μπερδεμένοι και χαμένοι στο λαβύρινθο της αγωνίας τους, προσπαθούσαν να βρουν
ένα μίτο να πιαστούν. Αλλά μάταια. Τα λεγόμενα της γιατρού, τους οδηγούσαν ακόμα
πιο βαθιά. Τους ρωτούσε τι γνώμη έχουν για τη δωρεά οργάνων και κάτι παρόμοια
που εκείνη τη στιγμή δεν ήταν καν σε θέση να σκεφτούν και να απαντήσουν. Ο Τομ
κατάφερε να κάνει τους συνειρμούς του και να εστιάσει στην απόφαση του Έρικ να
δωρίσει το ένα του νεφρό. Βέβαια! Πώς δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα να ενημερώσει
το νοσοκομείο για αυτό. Θα το ξέρουν άραγε ότι ο Έρικ είναι το ίδιο και το αυτό
πρόσωπο με τον Ηρακλή Ρώμα, ο οποίος αύριο θα δώριζε το νεφρό του για να
μεταμοσχευθεί σε συγκεκριμένο πρόσωπο: στην Κωνσταντίνα Καμπόσου; Στην
κατάσταση που είναι τώρα, προφανώς και δεν θα μπορεί να του γίνει αυτή η
επέμβαση. Άρα πρέπει να ενημερωθεί το αρμόδιο τμήμα και να αποφασίσουν πώς
θα αντιμετωπίσουν το θέμα. Σωστά; Πήρε το λόγο και μπροστά στα έκπληκτα μάτια
των θείων του και της γιατρού, προσπάθησε όσο πιο ξεκάθαρα γινόταν να τους
ενημερώσει σχετικά. Έτσι λύθηκε και η απορία τους για το πώς βρέθηκαν στο δρόμο
όπου συνέβη η τραγική σύγκρουση.
-Πιστέψτε με, έκανα ό,τι μπορούσα για να τον αποτρέψω. Ήταν ανένδοτος και με
έβαλε να του ορκιστώ ότι δεν θα σας έλεγα τίποτε.
Σ ε λ ί δ α | 361

Η γιατρός ήδη είχε σηκώσει το τηλέφωνο του αρμόδιου τμήματος για να αναφέρει το
θέμα. Είπε επίσης ότι σε λίγο θα τους ενημερώσει και για οτιδήποτε σχετικό
προκύψει.
Μα τι άλλο θα μπορούσε από μέρους τους να προκύψει; Έτσι και αλλιώς για να
συνέλθει τελείως ο Έρικ ώστε να είναι έτοιμος για τη δωρεά θα περάσει προφανώς
πολύς καιρός. Και ίσως μέχρι τότε να δει διαφορετικά τα πράγματα και να αλλάξει
γνώμη.
-Από αυτά που μου είπες Τομ, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ξάδερφός σου
«ήταν» (έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη λέξη η γιατρός) συνειδητοποιημένα υπέρ της
δωρεάς οργάνων. Φαντάσου ότι είχε ξεπεράσει το επίπεδο της δωρεάς από
πτωματικό δότη και είχε φτάσει στο επίπεδο δικής του προσφοράς ενώ «βρισκόταν
εν ζωή».
-Μα ο Έρικ είναι πάντα άνθρωπος της προσφοράς. Άλλωστε πάντα έχει μαζί του την
κάρτα δωρεάς οργάνων. Αλλά αυτό που ήταν έτοιμος να πράξει ξεπερνούσε τα όρια
της προσφοράς και έφτανε στα όρια της αυτοθυσίας.
-Δηλαδή μου λες ότι διαφωνούσες με το να δωρίσει το νεφρό του όσο ήταν εν ζωή,
αλλά θα συμφωνούσες να γίνει χρήση της κάρτας του αν του συνέβαινε το
αναπόφευκτο;
Ακούγοντας τη λέξη «αναπόφευκτο» ο Τζίμης που τόση ώρα άκουγε μπερδεμένος τη
στιχομυθία μεταξύ του Τομ και της γιατρού, κατάλαβε με πόνο ότι ο Έρικ μάλλον είχε
φύγει από κοντά τους. «Μα τι ηλίθιος που είμαι. Τόση ώρα η γυναίκα προσπαθεί με
τρόπο να μας πείσει να δωρίσουμε τα όργανά του και εμείς δεν θέλουμε να το
καταλάβουμε»
-Ο Έρικ έφυγε γιατρέ, έτσι; Και εμείς καλούμαστε τώρα να δώσουμε τη συγκατάθεσή
μας για τη διάθεση των οργάνων του.
-Λυπάμαι πολύ. Ο εγκεφαλικός θάνατος επήλθε αμέσως μετά την εισαγωγή του στην
εντατική παρά τις προσπάθειες των συναδέλφων να τον κρατήσουν στη ζωή...
-Όχι θεέ μου, όχι, σπάραξε η Χάριετ. Έρικ, πονεμένο μου αγόρι, δεν θα σε ξαναδώ…
Ο Τομ ξέσπασε ξανά σε λυγμούς. Ο Έρικ έσβησε, και μαζί του έσβησε ο κόσμος όλος.
Τίποτε δεν έχει πια σημασία στη ζωή του. Το μόνο που έρχεται επιτακτικά στο μυαλό
του είναι να σεβαστεί κάθε επιθυμία του Έρικ που μπορεί να πραγματοποιηθεί.
-Θείε, κατάφερε να πει κλαίγοντας, πρέπει να σεβαστούμε την τελευταία του
επιθυμία. Ξεπέρασε τον εαυτό του μέσα στο ταξί μετά το δυστύχημα για να μου την
εκφράσει. Όμως το είπε καθαρά: «και τα δυο νεφρά στην αδερφή μου και τα δυο
μάτια στον πατέρα μου»
-Δεν καταλαβαίνω, είπε η γιατρός. Έχει αδερφή; Και εσείς τι πρόβλημα έχετε με τα
μάτια σας;
-Δώστε μας λίγο χρόνο γιατρέ, είπε ο Τζίμης. Θα σας ενημερώσουμε σύντομα για την
απόφασή μας. Πριν σας πούμε το οτιδήποτε πρέπει πρώτα να λάβουμε υπόψη μας
τη γνώμη κάποιου προσώπου που μπορεί να μας καθοδηγήσει για το τι πρέπει να
Σ ε λ ί δ α | 362

κάνουμε και για το πώς πρέπει να προστατευτούν κάποιες πληροφορίες ώστε να μη


δουν το φως της δημοσιότητας.
-Ωραία. Πάρτε την κάρτα μου, και μόλις είστε έτοιμοι με καλείτε στο κινητό.
Βγήκαν και οι τρεις τους στο διάδρομο. Ο Τομ επικοινώνησε με το δικηγόρο τους και
του εξήγησε πως έχει η κατάσταση. Τους απάντησε ότι θα επιληφθεί ο ίδιος του
θέματος. Θα φροντίσει ώστε χωρίς τυπικά κωλύματα, και η επιθυμία του Έρικ να
πραγματοποιηθεί αλλά και επιπλέον άνθρωποι από τη λίστα αναμονής να έχουν την
τύχη να λάβουν άλλα όργανα από τον άτυχο νέο. Τους ρώτησε αν έχουν κάποιο
τηλέφωνο για να απευθυνθεί, και ο Τομ του έδωσε το νούμερο του κινητού της
ψυχιάτρου.
Λίγες ώρες αργότερα ο Τζίμης υπέγραφε τη σχετική δήλωση. Ο Έρικ, αυτός ο
μοναδικός και χαρισματικός άνθρωπος έφευγε από τη ζωή στα τριανταπέντε του
μόλις χρόνια, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό σε αυτούς που τον αγαπούσαν, αλλά
χαρίζοντας και ζωή σε πόσους άλλους ανθρώπους.
Σ ε λ ί δ α | 363

9. ΔΩΡΑ ΖΩΗΣ

Νωρίς το πρωί της ίδιας μέρας, η Κωνσταντίνα γεμάτη συγκρατημένη αισιοδοξία


αλλά και περίσσιο άγχος, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό τους. Δίπλα της στη θέση του
οδηγού κάθισε ο Θάνος και στα πίσω καθίσματα βολεύτηκαν οι γονείς της.
Απ’ έξω από το τζάμι του οδηγού βρισκόταν ο αδερφός του Μανώλη, και τους
κατευόδωνε
-Να πάτε στο καλό και να προσέχετε. Κωνσταντίνα μου σου εύχομαι κορίτσι μου όλα
να πάνε κατ’ ευχήν.
-Ευχαριστώ θείε. Και συγγνώμη που γίνομαι φορτική αλλά θα σε παρακαλέσω για
άλλη μια φορά να μου προσέχετε με τη θεία το Νικήτα.
-Κοίτα τον εαυτό σου κορίτσι μου, όσο για το Νικήτα μην ανησυχείς καθόλου. Ξέρεις
πόσο υπεύθυνη είναι η θεία σας.
-Ξέρω, ξέρω. Για αυτό και σας τον εμπιστεύομαι. Είναι καλό παιδάκι, δε θα σας
κουράσει πολύ φαντάζομαι. Γειά σου λοιπόν θείε! Στο επανιδείν.
-Ξεκινάμε; ρώτησε ο Θάνος, και χωρίς να περιμένει απάντηση, χαιρέτισε και αυτός το
θείο τους, έβαλε εμπρός το μπλε γιάρις και ξεκίνησε.
Την προηγούμενη μέρα η Κωνσταντίνα είχε δεχτεί ένα ανεπάντεχο τηλεφώνημα από
το «λαϊκό».
Της είπαν ότι πρέπει να επισκεφθεί το νοσοκομείο για μια ανανέωση; και κάποιες
εξετάσεις; γιατί υπάρχει περίπτωση να είναι αυτή η πιο κατάλληλη από άλλους
υποψήφιους λήπτες, για να δεχτεί κάποιο μόσχευμα που είναι διαθέσιμο;
Τέλος πάντων άφησε ότι απορίες είχε στην άκρη και κράτησε μόνο το ότι είναι
διαθέσιμο κάποιο μόσχευμα και ότι ενδέχεται αυτή να είναι η πιο κατάλληλη ως προς
τη συμβατότητα για να το δεχθεί. Ο Θάνος κανόνισε την άδειά του για να είναι κοντά
της. Η Φανή πήρε την απόφαση να συνοδεύσει και αυτή την κόρη της. Ο Μανώλης
ενώ θα μπορούσε να μείνει στο σπίτι με τον εγγονό του, τον αδερφό του και τη νύφη
του, αποφάσισε να πάει και αυτός στο νοσοκομείο. Ίσως μάλιστα εάν τα κατάφερνε
να επισκεπτόταν και τον οφθαλμίατρο για ένα τσεκάπ. Η Φανή αντέδρασε. Θα ήταν
δύσκολο για αυτήν να έχει την έγνοια του τη στιγμή που η κόρη τους θα την είχε
περισσότερο ανάγκη. Ο Μανώλης όμως ήταν ανένδοτος. Ήθελε να είναι και αυτός
κοντά στο παιδί τους. Δεν θα τον βαστούσε ο τόπος από την αγωνία του εάν καθόταν
στο σπίτι. Και ύστερα αν χρειαζόταν να γυρίσει σπίτι, θα τον έφερνε ο Θάνος κάποια
στιγμή που θα είχε ευχέρεια. Τι, μια ώρα δρόμος είναι. Στην ανάγκη θα έπαιρνε ταξί
βρε αδερφέ. Ας πάει τώρα κοντά τους και βλέπουμε.
Σε όλο το δρόμο δεν σταμάτησαν να συζητούν για το θέμα. Λες να είναι τυχερή η
Κωνσταντίνα; Και να σκεφτεί κανείς ότι το είχαν πάρει απόφαση ότι θα περίμεναν
σύμφωνα με τις στατιστικές κοντά μια πενταετία ακόμα. Έτσι πρέπει να το
αντιμετωπίσει αν τελικά δεν είναι αυτή η τυχερή. Να πει δηλαδή: «τι είχα τι έχασα;
Μήπως για αργότερα δεν το περίμενα;» Ό,τι και να πεις όμως θα είναι μεγάλη
Σ ε λ ί δ α | 364

απογοήτευση. Πάλι στους ρυθμούς της αιμοκάθαρσης, πάλι μέρα παρά μέρα η ίδια
κουραστική διαδικασία…
Ο δρόμος της φαινόταν ατέλειωτος. Λες και η απόσταση είχε μεγαλώσει. Και όταν
επιτέλους έφτασαν στην πόρτα του νοσοκομείου η καρδιά της πήγε να σπάσει από
την αγωνία και την προσμονή.
Ο Θάνος κανόνισε τα χαρτιά εισαγωγής της. Η μητέρα της την συνόδευε στα τμήματα
που έπρεπε να μεταβεί για να προβεί στις απαραίτητες εξετάσεις. Ο Μανώλης είχε
μείνει στο διάδρομο απέναντι από τα επείγοντα και είχε καθίσει σε μια καρέκλα. Τους
είπε να μην νοιάζονται για αυτόν. Θα ακούει τι γίνεται γύρω του και θα του περνάει
η ώρα. Ο Θάνος του είχε δώσει και ένα ραδιοφωνάκι με ακουστικά για να ακούει
ειδήσεις ή ότι άλλο θα ήθελε.
Και πράγματι ο Μανώλης δεν έπληξε καθόλου. Όλη την ώρα όλο και κάποιος θα ήταν
δίπλα του και θα έπιαναν κουβέντα.
Η αλήθεια είναι ότι αν δεν ήταν το πρόβλημα της Κωνσταντίνας να τον ανησυχεί, θα
έλεγε ότι το χάρηκε κιόλας. Τα τελευταία πέντε χρόνια βυθισμένος στο σκοτάδι του,
αρνιόταν να βγει από το σπίτι. Το πολύ μέχρι τη βεράντα και άντε να κατέβαινε στον
όροφο που έμενε ο αδερφός του.
Ένας κύριος που είχε φέρει τον πατέρα του για κάποιες εξετάσεις ήρθε κάποια στιγμή
και κάθισε δίπλα του. Ο Μανώλης εκείνη τη στιγμή είχε ανοίξει το ραδιοφωνάκι του
και άκουγε διάφορα νέα. Έβγαλε από την τσέπη του τα ακουστικά και προσπάθησε
να τα ξεμπερδέψει για να κουμπώσει το φισάκι τους στην σχετική υποδοχή του
ραδιοφώνου. Τον σταμάτησε η φωνή του κυρίου που πολύ ευγενικά του ζήτησε, αν
θέλει βεβαίως, να τον αφήσει να ακούσει λεπτομέρειες για την είδηση που μόλις
άκουσε.
-Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Μανώλης και τέντωσε και αυτός τα αυτιά του για να
ακούσει τι ήταν αυτή η ενδιαφέρουσα είδηση που προκάλεσε την προσοχή του
συγκαθήμενού του.
«-….και κάνουν τώρα τεράστιες προσπάθειες να απεγκλωβίσουν τον Έρικ, ο οποίος
δείχνει να είναι άσχημα χτυπημένος. Ο Τομ συντετριμμένος κάνει προσπάθειες να
τον προστατεύσει από τα φώτα της κάμερας. Και τώρα πάμε να δούμε την υπόλοιπη
επικαιρότητα. Θα επανερχόμαστε για κάθε νεότερο που θα έχουμε για το τροχαίο
των Ράμπο.»
-Εντάξει κύριε, σας ευχαριστώ. Άκουσα αυτό που ήθελα. Αν θέλετε μπορείτε να
βάλετε τα ακουστικά σας.
-Μπα, παιδί μου, δεν με ενδιαφέρει κάτι ιδιαίτερα, να ακούσω. Πού να έγινε άραγε
αυτό το τροχαίο; Και ποιοι είναι αυτοί οι Ράμπο; Σαν να το έχω ξανακούσει αυτό το
όνομα.
-Είναι διάσημοι τραγουδιστές και κιθαρίστες. Χθες το βράδυ είχαν συναυλία στο
Καλλιμάρμαρο. Είναι δημοφιλέστατοι τόσο για τη μουσική τους όσο και για τη
φιλανθρωπική τους δράση. Τα μισά από τα κέρδη της βραδιάς θα τα δωρίσουν στο
«χαμόγελο του παιδιού».
Σ ε λ ί δ α | 365

-Α, τους καημένους, είπε ο Μανώλης και αισθάνθηκε λίγο άσχημα που αυτός δεν
τους είχε ακούσει ποτέ. Σκέτη μάστιγα τα τροχαία, συνέχισε.
-Εμένα θα μου πείτε; Πριν έξι μήνες ο πατέρας μου τράκαρε με το μηχανάκι του και
έσπασε το πόδι του. Ακόμα τραβιόμαστε. Κάποια μόλυνση έπαθε στο σημείο της
τομής του και τον έφερα. Είναι πόση ώρα μέσα.
-Υπομονή παιδί μου. Και εγώ από τροχαίο έχασα το φως μου.
-Οο, λυπάμαι πολύ.
Τη συνομιλία τους τη διέκοψε η νοσοκόμα που άνοιξε την πόρτα και κάλεσε μέσα τον
κύριο. Αυτός χαιρέτισε ευγενικά το Μανώλη και την ακολούθησε.
Ο Μανώλης έμεινε για λίγο μόνος. Το μυαλό του έτρεξε στην είδηση που άκουσε
προηγουμένως. Μη έχοντας κάτι άλλο να σκεφτεί, προσπάθησε να θυμηθεί πού είχε
ξανακούσει πάλι το όνομα Ράμπο. «Σάμπως γερνάω μου φαίνεται και άρχισα να
ξεχνάω.» Ξαναέστιψε το μυαλό του με πείσμα μπας και θυμηθεί, αλλά τίποτα. Μετά
από λίγο ήρθε η Φανή για να του φέρει μια τυρόπιτα και ένα νερό. Του είπε ότι
περιμένουν τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων που έκανε η Κωνσταντίνα και μετά
θα την οδηγήσουν στο δωμάτιο νοσηλείας της. Αν όλα πάνε καλά, αύριο το πρωί θα
χειρουργηθεί.
-Θα γυρίσω να σε πάρω να πάμε στο δωμάτιό της. Εντάξει Μανώλη; Αν χρειαστείς
κάτι πάρε με στο κινητό. Α ναι, πέρασα και από το οφθαλμολογικό αλλά ο γιατρός
σου λείπει σήμερα. Οπότε άδικα ήρθες βρε Μανώλη.
-Δεν πειράζει. Μίλησα εδώ με πόσους ανθρώπους που έχουνε δικούς τους μέσα. Μια
χαρά είμαι. Πήγαινε στο κορίτσι εσύ.
«Αύριο θα χειρουργηθεί, άρα θα έχει βρεθεί το κατάλληλο μόσχευμα» σκέφτηκε. Και
καθώς έτρωγε την τυρόπιτά του και σκέφτηκε την Κωνσταντίνα, του ήρθε συνειρμικά
πάλι το όνομα των Ράμπο. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Να που δεν τάχω χάσει
ακόμα», αυτοθαυμάστηκε.
Θυμήθηκε ότι η Κωνσταντίνα είχε αναφέρει το όνομά τους όταν έτρωγαν μαζί, μετά
την ορκωμοσία της στην απονομή των πτυχίων. Του είχε πει χαρακτηριστικά: «Πού
ζεις βρε μπαμπά, γνωστοί ξένοι τραγουδιστές είναι, και τα γατόνια τα δικά μας
κατάφεραν να τους φέρουν στη γιορτή μας».
Μετά συνομίλησε και με άλλους συνοδούς ασθενών που έρχονταν δίπλα του. Κάποια
στιγμή ένιωσε κάποια έντονη κινητικότητα. Άκουγε το θόρυβο που κάνουν οι ρόδες
των φορείων και προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ρώτησε την κυρία που
καθόταν δίπλα του και αυτή του είπε ότι φέρανε τους Ράμπο. Βούιξαν οι τηλεοράσεις
και τα ραδιόφωνα του είπε χαρακτηριστικά. Τράκαρε λέει το ταξί που τους μετέφερε,
με ένα φορτηγό. Ο ένας πρέπει να είναι σοβαρά.
Απέξω από το νοσοκομείο έχουν μαζευτεί ένα σωρό δημοσιογράφοι και περιμένουν
να μάθουν για την κατάστασή τους…
Ο Μανώλης είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου όταν αισθάνθηκε ένα τράνταγμα.
Κάποιος σκόνταψε επάνω στο μπαστούνι του. Ευτυχώς που δεν έγινε κάποια ζημιά
από το χτύπημα.
Σ ε λ ί δ α | 366

Βέβαια, ο απρόσεχτος κύριος του ζήτησε ευγενικά συγνώμη, αλλά φαίνεται ότι δεν
είχε όρεξη για παραπάνω συζήτηση. Λίγο αργότερα κατάλαβε το λόγο. Δύο άνθρωποι
έφτασαν εκεί και απευθύνθηκαν στον απρόσεκτο. Από τα λεγόμενά τους φάνηκε ότι
επρόκειτο για τον ανιψιό τους. Και πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο ανιψιός τους ο
Τομ, όπως τον αποκάλεσαν ήταν ο ένας από τους δύο Ράμπο. Και ανησυχούσαν όλοι
για την κατάσταση του άλλου, του Έρικ που ήταν παιδί τους. Άκουγε τον Τομ να
διηγείται στους θείους του όλα αυτά που θυμόταν από τη μοιραία σύγκρουση.
Συγκινήθηκε πολύ όταν άκουσε ότι τα τελευταία λόγια του Έρικ ήταν μάλλον για
δωρεά νεφρού; ματιών; Δεν μπόρεσε να ακούσει καθαρά πως ακριβώς τα είπε ο Τομ,
γιατί τα λόγια του μπερδεύονταν με λυγμούς. Τους καημένους τους γονείς μακάρι να
συνέλθει το παλικάρι. Θα είναι αβάσταχτο για αυτούς αν δεν τα καταφέρει. Ο
Μανώλης όση ώρα μιλούσαν, τους άκουγε και είχε την αίσθηση ότι αυτές οι φωνές
σαν να μην του ήταν εντελώς άγνωστες. Σαν κάτι να του θύμιζαν αλλά τι; Μπα σε
καλό του σήμερα! Πολύ το έχει σκαλίσει το μυαλό του. Αλλά αν ήταν γνωστοί, δεν θα
τον αναγνώριζαν αυτοί; Ή μήπως μέσα στην αγωνία τους, δε έβλεπαν τίποτα γύρω
τους. Όλη τους η προσοχή είχε εστιαστεί στο δικό τους ομολογουμένως βαρύτατο
πρόβλημα.
Μετά ήρθε μία κυρία, προφανώς θα ήταν γιατρός γιατί τη ρώτησαν πως είναι ο Έρικ.
Τους είπε να πάνε στο γραφείο της για να τους ενημερώσει με την ησυχία τους. Έτσι
ο Μανώλης δεν κατάφερε να μάθει κάτι παραπάνω για την τύχη αυτού του Έρικ,
παρόλο που αυτή ιστορία του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, όπως και σε πολύ κόσμο
άλλωστε.
Το χέρι της Φανής που ακούμπησε στον ώμο του, τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
-Έλα Μανώλη, του είπε, πάμε στην Κωνσταντίνα. Είναι ήδη στο δωμάτιό της. Ο
Μανώλης την άφησε να τον οδηγήσει στο ασανσέρ και από κει στον τρίτο όροφο. Ο
Θάνος τους περίμενε στο διάδρομο και τους οδήγησε στο δωμάτιο της Κωνσταντίνας.
-Έλα βρε μπαμπά, θα κουράστηκες να περιμένεις. Πώς είσαι;
-Μπα, δεν κουράστηκα καθόλου. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Εσύ πως
είσαι κορίτσι μου; Σου έκαναν τις εξετάσεις; Και τι θα γίνει με την επέμβαση;.
-Σιγά! ένα-ένα καλέ. Μια χαρά είμαι. Όλες οι εξετάσεις ήταν εντάξει. Πριν από λίγο
όμως μου είπαν ότι κάποιο πρόβλημα έχει προκύψει στην όλη διαδικασία και ότι
προσπαθούν να το ξεπεράσουν. Δεν μου είπαν περισσότερα. Θα με ενημερώσουν
όταν θα είναι σίγουροι. Εγώ λέω να φύγετε εσείς το βραδάκι, να πάτε σπίτι να
ξεκουραστείτε και αύριο πρωί πρωί έρχεστε ξανά. Ούτως ή άλλως, νωρίτερα από
αύριο δεν πρόκειται να χειρουργηθώ. Ούτε μπορείτε να μου προσφέρετε κάτι τώρα.
Και συ μπαμπά νομίζω ότι είναι καλύτερα να μείνεις στο σπίτι, να έχει παρέα και το
παιδί. Μην είναι μόνο του με τους θείους.
Με τα πολλά συμφώνησε ο Μανώλης. Κάθισαν μαζί αρκετές ώρες. Συζήτησαν για
διάφορα θέματα. Η Κωνσταντίνα στενοχωρήθηκε πολύ που έμαθε για το ατύχημα
των Ράμπο. Ο Μανώλης της είπε όσες λεπτομέρειες είχε ακούσει και της άφησε το
ραδιοφωνάκι για να ακούει η ίδια ειδήσεις και ότι άλλο της αρέσει. Ήταν έτοιμοι να
Σ ε λ ί δ α | 367

φύγουν όταν μπήκε ο γιατρός και τους ενημέρωσε ότι τακτοποιήθηκε η δυσκολία που
είχε παρουσιαστεί και ότι αύριο πρωί πρωί θα γινόταν η μεταμόσχευση. Η χαρά της
Κωνσταντίνας ήταν απερίγραπτη. Άρχισε ήδη να κάνει όνειρα για το πώς θα είναι η
επόμενη μέρα. Οι δικοί της τη φίλησαν, της είπαν ότι θα τα ξαναπούν αύριο πρωί
πρωί και έφυγαν για το σπίτι τους.
Δεν πρόλαβαν καλά καλά να μπουν στο σπίτι τους όταν χτύπησε το κινητό του
Μανώλη.
-Ναι; ……, μάλιστα….., πότε;…., ναι ναι…., σας ευχαριστώ πολύ…, αν χρειαστώ κάτι θα
σας καλέσω σε αυτό το τηλέφωνο από όπου με πήρατε. Και πάλι σας ευχαριστώ.
Έκλεισε το τηλέφωνο, και είπε:
-Φανή, δεν το πιστεύω! Ήταν από το ΑΧΕΠΑ. Βρέθηκε λέει συμβατό μόσχευμα και
πρέπει οπωσδήποτε να πάω αύριο όσο πιο νωρίς μπορώ να με χειρουργήσουν. Τι
ανέλπιστη τύχη είναι αυτή;
-Ω, μωρέ Μανώλη, αύριο έτυχε, που θα χειρουργηθεί και η Κωνσταντίνα. Σε ποιον θα
πρωτοείμαι κοντά;
Ο Θάνος τους καθησύχασε.
-Μην ανησυχείτε, όλα θα γίνουν. Αρκεί που είναι για καλό. Ακούστε τι θα γίνει.
Ετοιμάστε τα πράγματά σας, και θα ξεκινήσουμε νύχτα από δω. Θα σας πάω στο
πρακτορείο των Αθηνών και θα πάρετε το πρώτο λεωφορείο για Θεσσαλονίκη. Όταν
φτάσετε εκεί παίρνετε ταξί και πάτε στο ΑΧΕΠΑ οι δυο σας. Πιστεύω ότι δεν θα
χρειαστεί να μείνετε πάνω από ένα βράδυ. Άντε δύο. Εγώ εν τω μεταξύ θα είμαι κοντά
στην Κωνσταντίνα και θα σας ενημερώνω για την πορεία της. Ευτυχώς που είναι ο
θείος με τη θεία εδώ και μπορούν να προσέχουν το παιδί.
Χωρίς να χάσει καιρό η Φανή ετοίμασε το σάκο με τα απαραίτητα πράγματά τους. Ο
Θάνος πήγε να δει το μικρό Νικήτα και να μεταφέρει στους θείους του τα νεότερα.
Τους ευχαρίστησε για τη βοήθειά τους και πήγε για ύπνο γιατί έπρεπε να έχει
δυνάμεις προκειμένου να συμπαρασταθεί αύριο στην γυναίκα του. Θα είναι μια
μεγάλη μέρα για αυτήν. Η Φανή έβαλε το ξυπνητήρι και ξάπλωσε και αυτή δίπλα στο
Μανώλη. Τους περίμενε και αυτούς μια μεγάλη μέρα αύριο.
Ο δρόμος για Θεσσαλονίκη έμοιαζε για το Μανώλη ατέλειωτος. Και τι θα γίνει εκεί
που θα πάει; Θα του κάνουν πρώτα κάποιες εξετάσεις; Θα βγουν καλές; Θα τον
χειρουργήσουν αμέσως; Θα τον ναρκώσουν ή θα του κάνουν τοπική αναισθησία; Και
ύστερα; Πότε θα μάθει αν πέτυχε η επέμβαση; Και πότε θα του βγάλουν τις γάζες;
Λες να καταφέρει να δει; Τι θείο δώρο θα είναι αυτό! Μετά από πέντε ολόκληρα
χρόνια στο σκοτάδι! Θα είναι σαν να ξαναγεννιέται. Θα μου πεις θα βλέπει μόνο από
το ένα μάτι. Ε, και; Λίγο είναι αυτό; Ανυπομονεί να’ ρθει η ώρα που θα αντικρύσει
τους δικούς του ξανά. Επιτέλους θα γνωρίσει εξ όψεως πια και το μικρό Νικήτα!
Η Φανή πάλι καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Η αγωνία της είχε φτάσει στο
αποκορύφωμά της. Άραγε θα πάνε όλα καλά για την Κωνσταντίνα και το Μανώλη.
Κοίτα βρε παιδί μου. Άλλος εδώ και άλλος εκεί την ίδια μέρα; Είναι βλέπεις που μόνο
στο ΑΧΕΠΑ γίνονται μεταμοσχεύσεις στα μάτια γιατί εκεί μόνο υπάρχει τράπεζα
Σ ε λ ί δ α | 368

τέτοιου είδους μοσχευμάτων. Άμα το σκεφτεί κανείς είναι απίστευτο του τι έχει
καταφέρει η επιστήμη. Βέβαια ότι και να κατάφερε η επιστήμη σε αυτόν τον τομέα
θα ήταν δώρο άδωρο αν δεν υπήρχαν άνθρωποι να προσφέρουν αυτά τα θεία δώρα
ζωής. Η Φανή ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη και υποκλίνεται μπροστά στο μεγαλείο
αυτών των ανθρώπων που παρά το μεγάλο τους πόνο αποφασίζουν μια τέτοια
πράξη. Ίσως να έχουν την αίσθηση ότι ο άνθρωπός τους εξακολουθεί να ζει μέσα από
κάθε λήπτη. Ποτέ της δεν θα ξεχάσει ότι την υγεία των δικών της ανθρώπων θα τη
χρωστάει στο θάνατο κάποιων άλλων. Όταν το ψυχοσάββατο θα δίνει τα ονόματα
δικών της στον ιερέα να τα διαβάσει δεν θα ξεχνάει από δω και στο εξής να προσθέτει
και υπέρ αναπαύσεως των «δωρούντων ζωής», και θα εννοεί τους δότες της κόρης
της και του άντρα της, που κοίτα σύμπτωση τους συνέβη το μοιραίο την ίδια μέρα. Ή
λες να είναι από τον ίδιο δότη; Καθόλου απίθανο.
Επιτέλους το λεωφορείο έφτασε στο πρακτορείο και η Φανή βοήθησε το Μανώλη να
κατεβεί. Ύστερα επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί και πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί
χρειάστηκε να κάνουν κάποιες εξετάσεις προεγχειρητικές γιατί ο γιατρός έκρινε πως
έπρεπε η επέμβαση να γίνει με ολική αναισθησία.
Κάποια στιγμή τους πήρε τηλέφωνο ο Θάνος στο κινητό για να τους πει ότι μόλις
βγήκε μια νοσοκόμα από το χειρουργείο και του είπε ότι όλα πάνε κατ’ ευχήν και ότι
η επέμβαση θα καθυστερήσει αρκετά αλλά να μην ανησυχεί λέει γιατί θα της
μεταμοσχεύσουν και τους δύο νεφρούς του δότη.
Οι γονείς της χάρηκαν πάρα πολύ για αυτό που άκουσαν. Φαίνεται ότι είναι η τυχερή
τους μέρα σήμερα.
Όλες οι εξετάσεις ήταν εντάξει και έτσι ο Μανώλης εισήχθη χωρίς μεγάλη
καθυστέρηση στο χειρουργείο για τη μεταμόσχευση.
-Καλή επιτυχία Μανώλη μου, του ευχήθηκε η Φανή και έμεινε απέξω από το
χειρουργείο να τον περιμένει με αγωνία.
Ο Μανώλης αφέθηκε στα χέρια των γιατρών και των νοσηλευτών, οι οποίοι ήταν
πολύ ευγενικοί μαζί του. Επειδή ήξεραν πως δεν βλέπει, τον ενημέρωναν πριν του
κάνουν οποιαδήποτε ενέργεια: ή για να του βάλουν τον ορό, ή για να του
σταθεροποιήσουν το κεφάλι ή για να του δέσουν τα χέρια… Μια γλυκιά ζάλη ένιωσε
και λίγο πριν βυθιστεί στο βαθύ ύπνο της νάρκωσης άκουσε που είπε ο γιατρός:
-Τυχερός που του δωρίζονται και οι δύο κερατοειδείς.
Και σίγουρος ότι ο Μανώλης έχει κοιμηθεί, συνέχισε.
-Και είναι και από διάσημο πρόσωπο.
Τι είναι το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο; Νομίζετε η κινηματογραφική ταινία στο
γρήγορο; Ή η δίνη; Ή η αστραπή; Ή μήπως το φως; Όχι, κάνετε λάθος! Το πιο γρήγορο
πράγμα στον κόσμο είναι η σκέψη. Τη στιγμή της βύθισης ο Μανώλης άκουσε την
τελευταία φράση του γιατρού. Και μέσα σε εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου
πέρασε από το μυαλό του αυτή η απίθανη τρελή σκέψη συνοδευμένη από τόσες
συμπτώσεις, τόσους συνειρμούς και συμπεράσματα που δεν χωρούσαν καμία
αμφιβολία ότι είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αλήθεια, τι νομίζετε ότι μπορεί να
Σ ε λ ί δ α | 369

χωρέσει μία σκέψη μέσα σε ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου; Σας απαντώ;
Ολόκληρη τη ζωή του Μανώλη. Ήθελε εκείνη την ώρα να τους πει, να τους φωνάξει
να του επιβεβαιώσουν αυτό για το οποίο είναι πια απόλυτα σίγουρος, αλλά δεν
μπορούσε να αντιδράσει καθώς το αναισθητικό είχε κάνει τη δουλειά του. Και η
σκέψη του τον συνταράσει, τον συγκλονίζει. Με τη σκέψη ακούει τώρα πεντακάθαρα
αυτό που εξιστορούσε ανάμεσα στους λυγμούς του ο Τομ: «και τα δυο νεφρά στην
αδερφή μου και τα δυο μάτια στον πατέρα μου». Επίσης, με τη σκέψη του
αναγνωρίζει τις δυο φωνές που δεν του ήταν άγνωστες: ήταν του Τζίμη Ρώμα και της
Χάριετ, που σπάραζαν για το παιδί τους: τον Έρικ. Ποιο παιδί τους; Ποιον Έρικ; Για το
δικό του παιδί σπάραζαν. Για τον Ηρακλή του. Και όταν ξυπνήσει; Πού θα χωρέσει
εκείνο το σποράκι της αμφιβολίας που τώρα έχει γιγαντωθεί και θεριέψει μέσα του;
Και πως θα αντέξει τις τύψεις του που ανελέητα θα τον κυνηγούν κάθε στιγμή της
ζωής του. Και πού θα βρει τόπο να σταθεί μπας και μπορέσει και βρει μια σταλιά
ανακούφισης; Πουθενά…
Όταν άρχισε να συνέρχεται από τη νάρκωση, δεν ξέρει πόσες ώρες μετά, τίποτα δεν
είχε αλλάξει γύρω του. Εξαιτίας των επιδέσμων που κάλυπταν τα μάτια του, όλα
εξακολουθούσαν να είναι βυθισμένα στο μαύρο σκοτάδι.
-Κύριε Μανώλη, με ακούτε; ακούστηκε η γλυκιά φωνή της νοσοκόμας.
-Ναι, είπε με μισοναρκωμένη φωνή.
-Ωραία, να ξέρετε ότι όλα πήγαν μια χαρά, και όταν θα φτάσει η ώρα που θα σας
βγάλει ο γιατρός τους επιδέσμους, θα βλέπετε μια χαρά και από τα δυο σας μάτια.
Τα λόγια της λες και έρχονταν από πολύ μακριά και μόλις που αντιλαμβανόταν τη
σημασία τους. Πίεσε τον εαυτό του να ξυπνήσει εντελώς και να χαρεί, αφού όλα είχαν
πάει τόσο καλά. Γιατί όμως δεν τον γέμιζε αυτή η χαρά; Τι ήταν αυτό το πέπλο που
του την επισκίαζε. Και καθώς η δράση της νάρκωσης περνούσε λεπτό το λεπτό τόσο
το μυαλό του ξεκαθάριζε. Και τότε θυμήθηκε τα πάντα. Ανήσυχος, έκανε
σπασμωδικές κινήσεις για να σηκωθεί και ταυτόχρονα παραμιλούσε:
-Ηρακλή μου, αγόρι μου γιατί εσύ και όχι εγώ; Δεν έπρεπε να γίνει έτσι, όχι, δεν
έπρεπε.
-Ηρεμήστε κύριε Μανώλη, όλα είναι εντάξει.
-Όχι δεν είναι, σας παρακαλώ αφήστε με να πεθάνω.
-Ησυχάστε καλέ. Τώρα να σας αφήσουμε να πεθάνετε; Τώρα που βρήκατε το φως
σας; Κάνετε λίγη υπομονή ακόμα.
-Η γυναίκα μου ξέρει;
-Ότι πήγε καλά η επέμβασή σας; Και βέβαια ξέρει. Την έχουμε ενημερώσει και
φαντάζομαι ότι είναι πολύ χαρούμενη για αυτό.
-Πρέπει να της μιλήσω τώρα. Πρέπει να μάθει και αυτή.
-Θα της μιλήσετε. Τώρα θα σας μεταφέρουμε στο δωμάτιό σας και θα της πείτε ό,τι
θέλετε.
Ο θόρυβος που έκαναν σε λίγο οι ρόδες του φορείου τον έκαναν να καταλάβει ότι
τον μετακινούσαν. Μία πόρτα άνοιγε, ύστερα από λίγο έκλεινε, μάλλον του ασανσέρ
Σ ε λ ί δ α | 370

θα ήταν, γιατί ένιωσε την ανοδική κίνησή του. Ύστερα πάλι ακούστηκε η πόρτα να
ανοίγει, και να πάλι ο ρυθμικός ήχος από τα ροδάκια του φορείου.
-Φτάσαμε στο κρεβάτι σας! Ελάτε σηκωθείτε καθιστός και αφήστε με να σας
καθοδηγήσω εγώ σε αυτό.
-Αφήστε τον σε μένα, άκουσε τη γνώριμη αγαπημένη φωνή της Φανής. Αφέθηκε στα
ακούραστα χέρια της, που τον βοήθησαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι του.
-Πώς αισθάνεσαι Μανώλη μου; Μου είπαν ότι όλα πήγαν καλύτερα από ό,τι
περίμεναν και ότι θα ξαναδείς και από τα δυο σου μάτια!
-Δεν έπρεπε να γίνει έτσι Φανή. Δεν θα το αντέξω.
-Μου φαίνεσαι αναστατωμένος. Θα είναι από τη νάρκωση φαίνεται. Εννοείς ότι δεν
θα αντέξεις μέχρι να σου βγάλουν τους επιδέσμους; Εδώ περίμενες πέντε ολόκληρα
χρόνια.
-Όχι, όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις. Δεν ξέρεις τίποτα ακόμα. Όταν μάθεις θα
καταλάβεις γιατί έχω σοκαριστεί έτσι. Αχ, Φανή μου, δεν βρίσκω τα κατάλληλα λόγια
να σου περιγράψω τι έχει συμβεί.
-Πες μου επιτέλους τι σου συμβαίνει παιδί μου, με όσο πιο απλά λόγια μπορείς, και
ας μην είναι τα κατάλληλα.
-Αχ, θεέ μου, τι να σου πω δηλαδή, ότι εντελώς τυχαία έμαθα ποιος είναι ο δότης;
-Έλα στα συγκαλά σου χριστιανέ μου. Αποκλείεται να στο είπε κάποιος.
Απαγορεύεται ρητά από το νόμο. Μήπως το ονειρεύτηκες;
-Μακάρι να το είχα ονειρευτεί.
-Πες μου χρυσόστομε και με έσκασες.
-Πρώτα πρώτα πες μου αν είναι άλλοι γύρω μας.
-Κανείς δεν είναι. Είναι τετράκλινο το δωμάτιο αλλά τα υπόλοιπα κρεββάτια είναι
άδεια.
Ο Μανώλης άρχισε να διηγείται όλα αυτά που έζησε και όλα αυτά που άκουσε και
όλα αυτά που κατάλαβε. Η Φανή τον άκουγε εμβρόντητη και αμίλητη. Τα πέντε
τελευταία χρόνια είχε αντιληφθεί, αλίμονο, το μέγεθος της δικής της ευθύνης
απέναντι στο θέμα του Ηρακλή. Αυτά τα χρόνια είναι που την ανάγκασαν, επειδή
βρέθηκε έξω από την ομπρέλα προστασίας του Μανώλη, να αντιμετωπίσει μόνη της
τόσες δυσκολίες που τους έτυχαν. Αλλά και τη δίδαξαν πολύ αργά ότι στη ζωή κάποια
πράγματα είναι υποχρέωσή μας να τα δεχόμαστε και να τα σεβόμαστε. Και να
στεκόμαστε ψηλά και πάνω από καθωσπρεπισμούς, φαίνεσθαι και υποκρισίες. Ο
καθένας μας γεννιέται μοναδικός, με αυτά που η φύση του έχει ορίσει. Και εμείς δεν
είμαστε δυνατότεροι από τη φύση για να τα αλλάξουμε. Μπορούμε όμως να
καλλιεργήσουμε ό,τι θετικό κουβαλάμε για να είμαστε πάνω από όλα άνθρωποι. Και
οι γονείς είναι αυτοί που πρώτοι θα διακρίνουν τα θετικά ενός παιδιού και θα το
βοηθήσουν να τα προβάλλει. Και ο Μανώλης με συνεργό τη Φανή τι έκαναν;
Προδίκασαν μία «αρνητική», κατά την αυθαίρετη άποψή τους, πλευρά του παιδιού
τους. Και άκουσον άκουσον, εξαιτίας αυτής της πλευράς, που σημειωτέον δεν είναι
και σίγουροι για την ταυτότητά της, πέταξαν στην κυριολεξία το παιδί τους έξω από
Σ ε λ ί δ α | 371

το σπίτι, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στην άλλη τη χαρισματική του πλευρά.


Ευτυχώς που κάποιοι άλλοι είχαν μάτια και είδαν, είχαν αγάπη και έδωσαν χωρίς
αλλά και προϋποθέσεις. Και ο Ηρακλής έγινε ο μεγάλος και τρανός Έρικ που
μετακόμισε από την απόρριψη στην αποδοχή και το θαυμασμό. Και σήμερα από την
αποδοχή στην αθανασία.
Τα πόδια της λύγισαν από τον πόνο και τις τύψεις. Σωριάστηκε στο διπλανό κρεβάτι,
και άφησε σιωπηλά τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα στο πρόσωπό της. Ήθελε
να φωνάξει με όλη της τη δύναμη. «Παιδί μου, παιδί μου, άγγελέ μου, ούτε τη
συγνώμη σου δεν αξίζαμε και συ μας έδωσες τη ζωή σου. Εμείς σε ποτίσαμε φαρμάκι
και συ το αθάνατο νερό. Αχ, παλικάρι μου, όσα συγνώμη και να πω είναι τόσο φτωχά
μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής σου….». Αλλά συγκρατιόταν για να μην ταραχτεί
και άλλο ο Μανώλης.
Δυο μέρες μετά ο Μανώλης αντικρύζοντας το φως και φορώντας τα μαύρα του
γυαλιά, μαζί με τη Φανή πήραν το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι τους και για την
καινούργια τους ζωή. Η Κωνσταντίνα πάλι θα νοσηλευόταν λίγες μέρες ακόμα και
μετά θα γύριζε στο παιδί της τρισευτυχισμένη που όλα πήγαν καλά και θα
προσαρμοζόταν αναγεννημένη στο νέο τρόπο ζωής της.
Αυτές τις ίδιες ώρες τρεις τραγικές φιγούρες με τη συμπαράσταση αμέτρητου
πλήθους αποχαιρετούσαν το καμάρι τους. Λίγο πιο πάνω από το σπίτι των γονιών του
και ανάμεσα στα ψηλά κυπαρίσσια θα είναι από δω και στο εξής η τελευταία κατοικία
του Έρικ. Αργότερα μια φωτογραφία θα δέσποζε κάτω από το μπρονζέ σταυρό που
ήταν κολλημένος στην κατάλευκη μαρμάρινη όρθια πλάκα: Ο Έρικ χαμογελαστός
πανέμορφος με την κιθάρα του κρεμασμένη στον ώμο του και τα χέρια του ανοιχτά
σαν να θέλει να αγκαλιάσει τον κόσμο όλο. Και στην οριζόντια πλάκα θα δέσποζε με
χαραγμένα γράμματα το όνομά του: Έρικ Ρώμας, 1980-2015. Ετών 35. Και από κάτω
επίσης κολλημένη μια μεταλλική κιθάρα στο ίδιο μπρονζέ χρώμα με το σταυρό, για
να θυμίζει σε όλους πόσο σπουδαίος μουσικός υπήρξε. Σύμπτωση. Στον ίδιο χώρο
λίγα ακριβώς μέτρα πιο πέρα, ο παππούς Μάρκος και η γιαγιά Κωστούλα θα τον
συντροφεύουν για πάντα.
Σ ε λ ί δ α | 372

10. ΟΛΑ ΣΤΟ ΦΩΣ

31-10-2017

Δυο χρόνια και κάτι έχουν περάσει από τότε που η Κωνσταντίνα ξαναγεννήθηκε. Έτσι
λέει σε όλους ότι νιώθει. Αυτή και ο Νικήτας είναι οι μόνοι από την οικογένεια που
έχουν άγνοια της ταυτότητας του δότη. Οι γονείς της κατάφεραν να την
προστατέψουν από αυτό. Και ο Θάνος επίσης αγνοούσε την αλήθεια. Την έμαθε
μόλις χθες, όταν χρειάστηκε να μεταφέρει τον πεθερό του σε μια δουλειά.
Συγκεκριμένα σε ένα τηλεοπτικό σταθμό. Εκεί άκουσε εμβρόντητος την αλήθεια. Ότι
δότης του πεθερού του ήταν λέει ο γιός του! Και όταν τον γύρισε σπίτι έμαθε καθ’
οδόν και όλες τις άλλες λεπτομέρειες. Δεν τόλμησε όμως να πει τίποτε στην
Κωνσταντίνα. Του ήταν πολύ δύσκολο. Το κακό είναι ότι ο πεθερός του θέλει να
παραστεί και σήμερα το απόγευμα στο σταθμό. Ευτυχώς που η Κωνσταντίνα θα είναι
απογευματινή στη δουλειά της, οπότε δεν θα δει τηλεόραση.
Στο ίδιο σκηνικό με χθες αλλά με άλλους καλεσμένους και το Μανώλη, η Ελεάνα
ξεκίνησε την εκπομπή της.
-Το θέμα μας σήμερα φίλες και φίλοι μου είναι η ομοφυλοφιλία. Πριν όμως
περάσουμε στο σημερινό μας θέμα, θα ακούσουμε τον κύριο Μανώλη Καμπόσο. Για
όσους δεν είδαν τη χθεσινή μας εκπομπή, σας γνωρίζουμε ότι το θέμα της ήταν η
μεταμόσχευση. Ο κύριος Μανώλης λοιπόν ήταν χθες στην εκπομπή μας και μας είπε
κάτι συγκλονιστικό. Δεν μας έφτασε όμως ο χρόνος να ολοκληρώσει την ιστορία του,
για αυτό τον ευχαριστούμε που μας έκανε την τιμή και σήμερα να είναι κοντά μας.
Κύριε Μανώλη, μας είπατε λοιπόν χθες ότι είχατε χάσει μετά από κάποιο ατύχημα
την όρασή σας, και ότι την ξαναβρήκατε μετά από λήψη μοσχεύματος. Αυτό βέβαια
μπορεί να συμβεί στον οποιοδήποτε που θα μπορούσε να είναι σε παρόμοια θέση
με σας. Αυτό όμως που έκανε συγκλονιστική τη δική σας περίπτωση είναι ότι με
κάποιο τρόπο έτυχε συμπτωματικά να μάθετε ποιος ήταν ο δότης σας. Θέλετε να μας
επαναλάβετε αν θέλετε, την ταυτότητα του δότη σας, και να μας μιλήσετε για όλα
αυτά που συνέβησαν τότε;
Ο Μανώλης ξεκίνησε να αφηγείται με συντομία, απλότητα, ειλικρίνεια και
προπάντων συντριβή, όλα αυτά που διαδραματίστηκαν στη ζωή του από τότε που
απαρνήθηκε το παιδί του μέχρι που χειρουργήθηκε και ξαναβρήκε την όρασή του…
Την ίδια σχεδόν ώρα που ξεκινούσε η εκπομπή, η Κωνσταντίνα είχε αφήσει το Νικήτα
στη μητέρα της και ετοιμαζόταν να φύγει για τη δουλειά της. Είχε απογευματινή
βάρδια και σήμερα. Την ώρα που άνοιγε την πόρτα της για να φύγει χτύπησε το
τηλέφωνό της.
Ήταν μία συνάδελφός της από το νοσοκομείο όπου εργαζόταν.
Σ ε λ ί δ α | 373

-Έλα Κωνσταντίνα, ευτυχώς που σε πρόλαβα σπίτι. Κοίτα μωρέ, μου έτυχε κάτι
επείγον για αύριο και δεν θα μπορέσω να δουλέψω. Σε πειράζει να κάνω εγώ τη
τωρινή σου βάρδια και να δουλέψεις εσύ αύριο στο ρεπό σου αντί για μένα;
-Δεν έχω κάτι ιδιαίτερο να κάνω αύριο, οπότε εντάξει.
Ξανάκλεισε την πόρτα, ξεντύθηκε και αποφάσισε να πιει έναν καφέ πριν πάει να
πάρει το Νικήτα από τη μαμά της. Ο Θάνος έλειπε, είχε πάει σε μια δουλειά με τον
πατέρα της, στην Αθήνα. Οπότε βρήκε την ευκαιρία να χαλαρώσει λίγο. Έφτιαξε τον
καφέ της και κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ να τον απολαύσει. Πιάνει το
τηλεκοντρόλ στο χέρι της και ανοίγει την τηλεόραση.
-….Μας είπατε λοιπόν χθες…, έλεγε η Ελεάνα, απευθυνόμενη στον καλεσμένο της.
Η Κωνσταντίνα έμεινε με το χέρι μετέωρο και ακίνητο να κρατάει το φλυτζάνι, χωρίς
να προλάβει να ρουφήξει την πρώτη γουλιά του καφέ της.
Είναι δυνατόν; Μα τι δουλειά μπορεί να έχει εκεί ένας δικός της άνθρωπος; Ναι, ναι,
σίγουρα δεν την γελούν τα μάτια της. Είναι ο πατέρας της αυτός που απαντάει στην
ερώτηση της παρουσιάστριας. Δυνάμωσε τον ήχο της φωνής και κράτησε έως και την
αναπνοή της προκειμένου να μη χάσει λέξη από τα λεγόμενα του πατέρα της. Δεν
μπορεί. Μάλλον έχει αποκοιμηθεί και ζει έναν εφιάλτη. Δεν γίνεται να είναι αληθινή
μια τέτοια συγκλονιστική ιστορία. Αυτά μόνο στα μυθιστορήματα τα διαβάζει κανείς.
Να, τώρα θα ξυπνήσει και θα βρεθεί πάλι στην πραγματικότητα. «Κάνε θεέ μου, να
ξυπνήσω», παρακάλεσε. Μία καυτή σταγόνα καφέ έσταξε κατά λάθος από το
φλυτζάνι στο πόδι της και ο πόνος που της προκάλεσε ήταν η απόδειξη ότι δεν
ονειρευόταν.
Πριν από είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια οι γονείς της προσπαθούσαν να την πείσουν
ότι Ο Ηρακλής είχε φύγει από τη ζωή και αυτή δεκατριάχρονο κορίτσι δεν μπορούσε
με τίποτα να το δεχτεί. Μέχρι και τις παραμονές του γάμου της με το Θάνο, έλπιζε
στο θαύμα και τον περίμενε. Ολόκληρο σενάριο είχε γράψει στο μυαλό της για αυτό.
Αλλά το σενάριο που γράφεται σήμερα από τα λεγόμενα του πατέρα της ξεπερνάει
κάθε φαντασία.
Το μυαλό της ακούει και συνδυάζει. Συνδυάζει γεγονότα: Όταν έκανε την πρακτική
της στο νοσοκομείο, ένας νεαρός -κούκλος, ίδιος με το διάσημο Έρικ Ρώμα-
επισκέφτηκε τάχα μια γνωστή του, που μόλις είχε γεννήσει. Στο χορό της
αποφοίτησης χόρεψε ξέφρενα για ώρες μαζί της και με το Θάνο. Όταν παντρεύτηκε
της έστειλε τις ευχές του. Το ίδιο και όταν γέννησε το Νικήτα. Και τώρα που έφυγε
από τη ζωή φρόντισε να της αφήσει ό,τι πολυτιμότερο χρειαζόταν για να γίνει
καλύτερη η δική της ζωή. Ο καλός της ο Ηρακλής. O προστάτης της. Ο φύλακας
άγγελός της.
-…Ραντεβού αγαπημένοι μου φίλοι αύριο την ίδια ώρα με θέμα: «το αλκοόλ και πώς
επηρεάζει τη συμπεριφορά μας»
Η Κωνσταντίνα έκλεισε την τηλεόραση. Ντύθηκε ξανά, πήρε τη τσάντα της και τα
κλειδιά του αυτοκινήτου της, βγήκε από το διαμέρισμά της και κατέβηκε τη σκάλα.
Άνοιξε την κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας και βγήκε έξω ξανακλείνοντας την
Σ ε λ ί δ α | 374

πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε για να μην την ακούσουν η μητέρα της και ο γιός
της. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητό της και ξεκίνησε. Σε λιγότερο από μία ώρα είχε
φτάσει στη Ροδοδάφνη. Στάθηκε σε ένα καφενείο και ρώτησε που είναι το σπίτι του
κυρίου Τζίμη Ρώμα. Σε λίγα λεπτά χτυπούσε το κουδούνι της σιδερένιας γκρι
εξώπορτας.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και η Χάριετ περπάτησε έως την αυλόπορτα κοιτάζοντας
ερωτηματικά την επισκέπτριά της.
-Γειά σας, είμαι η Κωνσταντίνα, η αδερφή του Έρικ, είπε.
Η Χάριετ άνοιξε την αυλόπορτα και αμέσως μετά την αγκαλιά της.
-Καλωσόρισες κορίτσι μου, έλα πέρασε μέσα.
Διασχίσανε μαζί το διάδρομο της αυλής που δεξιά και αριστερά ήταν πνιγμένος στο
πράσινο. Μερικά κίτρινα φύλλα είχαν αρχίσει να πέφτουν από την ακακία που
δέσποζε στη δεξιά πλευρά της αυλής. Ο ήλιος που μόλις εκείνη τη στιγμή βασίλευε
τα έκανε να χρυσίζουν περισσότερο. Στα αριστερά ήταν φυτεμένη η δίφορη λεμονιά
που τα άνθη της μοσχοβολούσαν και που για δεύτερη φορά μέσα στον ίδιο χρόνο
ήταν έτοιμα να δέσουν μυρωδάτα λεμόνια. Στην πόρτα του σπιτιού είχε σταθεί ο
κύριος Τζίμης που περίμενε με περιέργεια να μάθει ποια ήταν η επισκέπτριά τους.
-Τζίμη από δω η Κωνσταντίνα, η αδερφή του Έρικ.
-Καλώς μας ήρθες κοπέλα μου, πέρασε.
Ο χώρος στο σαλόνι ήταν το ίδιο ζεστός όσο και οι ιδιοκτήτες του. Οι τοίχοι ήταν
βαμμένοι στο απαλό ανοιχτό μουσταρδί χρώμα. Ο γωνιακός μπεζ καναπές έβλεπε η
μια του πλευρά προς το πέτρινο τζάκι και η άλλη προς το μεγάλο παράθυρο. Το
τραπεζάκι ήταν στο ίδιο χρώμα με την πόρτα, μακρόστενο με στρογγυλεμένες άκρες.
Οι κουρτίνες στο παράθυρο ήταν δίφυλλες σε μουσταρδί χρυσαφένιο χρώμα δεμένες
με δυο δεσίματα φτιαγμένα από το ίδιο ύφασμα, που άφηναν να φανεί πίσω τους η
αραχνούφαντη βουαλάζ λευκή κουρτίνα. Και πίσω από την μια πλευρά του καναπέ
ήταν το πάσο που χώριζε το χώρο από την κουζίνα. Στην γωνία του πάσο, δέσποζαν
πολλές φωτογραφίες του Έρικ.
-Κάθισε Κωνσταντίνα. Θέλεις καφέ ή τσάι ή αναψυκτικό;
-Δε θέλω να σας βάλω σε κόπο.
-Μα τι λες κανένας κόπος.
-Τότε ένα αναψυκτικό παρακαλώ.
Και συνέχισε:
-Θα αναρωτιέστε φαντάζομαι για το λόγο της επίσκεψής μου.
-Ομολογούμε πως ναι.
-Μήπως έτυχε να δείτε την εκπομπή της Ελεάνας σήμερα;
-Την είδαμε και συγκλονιστήκαμε. Ξύστηκαν παλιές πληγές και αυτό μας πόνεσε.
-Σας καταλαβαίνω. Ειλικρινά σας καταλαβαίνω. Όμως τολμώ να πω ότι
συγκλονίστηκα και εγώ το ίδιο αν όχι και περισσότερο. Σκεφτείτε ότι είχα πλήρη
άγνοια για όλα αυτά. Μου είχαν πει ότι ο Ηρακλής είχε πεθάνει από όταν ήταν
δεκαέξι χρονών. Φανταστείτε τι σοκ ήταν για μένα σήμερα να μάθω ότι όλα αυτά τα
Σ ε λ ί δ α | 375

χρόνια ζούσε. Και ότι ο ίδιος είναι αυτός που με το θάνατό του έκανε τη ζωή μου
υποφερτή και γεμάτη υγεία. Για αυτό ήρθα σε σας. Για να μάθω όσα γίνεται
περισσότερα για αυτόν. Και για να σας ευχαριστήσω που σταθήκατε κοντά του και
τον βοηθήσατε να φτάσει εκεί που έφτασε. Και γιατί δεν ήθελα να είμαι σπίτι μου
όταν θα γύριζε ο πατέρας μου. Δεν ξέρω πώς να τον αντιμετωπίσω. Μόνο αρνητικά
αισθήματα έχω αυτή τη στιγμή και για τους δυο γονείς μου. Θα ήθελα να τους
κοιτάξω στα μάτια και να τους ρωτήσω «με ποιο δικαίωμα μου στέρησαν τον αδερφό
μου όλα αυτά τα χρόνια». Εγκλημάτησαν απέναντι στο παιδί τους και δεν έχουν
κανένα ελαφρυντικό.
-Όλοι κάνουμε λάθη σε αυτή τη ζωή. Το σημαντικό είναι να τα αναγνωρίζουμε και αν
δεν είναι δυνατό να τα διορθώσουμε τουλάχιστον να τα ομολογούμε και να
μετανιώνουμε πραγματικά για αυτά. Όπως έκανε και ο πατέρας σου σήμερα. Βλέπεις
δεν μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω και να διορθώσει κάτι. Βρήκε τη δύναμη όμως
να ομολογήσει το λάθος του και μάλιστα δημόσια. Από κει και μετά άλλος θα τον
κρίνει ή θα τον καταδικάσει. Δεν είμαστε αρμόδιοι εμείς κορίτσι μου. Στάσου τώρα
να σου φέρω το χυμό σου. Πρώτα όμως θα σου φέρω τις φωτογραφίες του Έρικ για
να τον γνωρίσεις καλύτερα.
Η Χάριετ έφερε από τη βιβλιοθήκη του διαδρόμου τρία άλμπουμ μεγάλα και τα
ακούμπησε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Μετά πήγε στην κουζίνα, και σε λίγα λεπτά
σέρβιρε το χυμό και κάθισε κοντά στην Κωνσταντίνα. Καθώς εκείνη ξεφύλλιζε το
άλμπουμ, η Χάριετ της αφηγείτο την ιστορία που έκρυβε κάθε φωτογραφία: Εδώ
είναι στο σχολείο με τη καθηγήτρια μουσικής. Εδώ με τον Τομ την πρωτοχρονιά. Εδώ
στην αποφοίτησή του. Εδώ με τον Τζίμη και μένα στο αεροδρόμιο….
Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Είχε φτάσει έντεκα το βράδυ. Κανονικά τώρα θα
τέλειωνε η βάρδια της Κωνσταντίνας, αν δεν άλλαζε την υπηρεσία της με τη
συνάδελφό της. Η Κωνσταντίνα πήρε στο κινητό το Θάνο για να του πει ότι θα
καθυστερήσει αρκετά και ότι το πρωί θα έχει και πάλι βάρδια.
Μετά ευχαρίστησε το ηλικιωμένο ζευγάρι που την καλοδέχτηκαν με τόση καλοσύνη
και που της είπαν τόσα πράγματα που αφορούσαν τον Ηρακλή. Τους υποσχέθηκε ότι
θα τους ξαναεπισκεφθεί και μάλιστα σύντομα. Θα φροντίσει να μην έχει νυχτώσει
ώστε να προλάβουν να πάνε ως τον τάφο του Ηρακλή και να εναποθέσει λίγα
λουλούδια σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Πριν τους καληνυχτίσει ρώτησε για τον Τομ.
-Ο Τομ βρίσκεται στο Λονδίνο κορίτσι μου. Ο θάνατος του Έρικ ήταν για αυτόν
αξεπέραστο σοκ. Χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο για να μπορέσει να ξανασταθεί
στα πόδια του και να συνεχίσει την δουλειά του μόνος του. Και αυτό το έκανε για να
μη σβηστεί η μνήμη του Έρικ. Σε κάθε πρόγραμμά του ερμηνεύει κοινά τους
τραγούδια και αναφέρεται ανελλιπώς στο όνομά του. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ
τους. Ο Τομ έτρεμε για τον Έρικ. Ήθελε σαν μεγαλύτερος να τον προστατεύει από
κάθε κακό. Είχε βλέπεις, ο καημένος κακές εμπειρίες στη ζωή του. Έχασε τον πατέρα
του στα εννιά του, μετά τη μητέρα του στα δεκατρία του και τώρα τον Έρικ… Είχε
Σ ε λ ί δ α | 376

κάνει μεγάλη προσπάθεια για να τον αποτρέψει από το να δώσει για σένα το ένα του
νεφρό.
-Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Για πότε ακριβώς μου μιλάτε;
-Α, ξέχασα ότι δεν το ξέρεις κόρη μου. Ο Έρικ πήγαινε στο νοσοκομείο τη μοιραία
εκείνη μέρα για να κάνει τις απαραίτητες προεγχειρητικές εξετάσεις ώστε την
επομένη θα σου δώριζε το ένα του νεφρό. Τον πρόλαβε όμως το τραγικό γεγονός και
έτσι σου χάρισε και τα δύο.
Η φωνή της Χάριετ έσπασε και τα μάτια της δάκρυσαν. Η Κωνσταντίνα ενώ είχε
σηκωθεί έτοιμη να φύγει, ξανασωριάστηκε στον καναπέ.
-Χριστέ μου, ψέλλισε, εξαιτίας μου σκοτώθηκε. Αν δεν ήταν στο δρόμο για μένα,
τώρα θα ζούσε…
-Ησύχασε καλή μου. Έτσι και αλλιώς άλλος ορίζει το πότε και το πώς θα φύγουμε από
τούτη τη ζωή. Δεν φταις εσύ σε τίποτα. Εσύ δεν ήξερες καν ότι ζούσε. Ηρέμησε λοιπόν
και πρόσεξε την υγεία σου. Να σκέφτεσαι ότι όσο υπάρχεις εσύ, θα υπάρχει στη ζωή
και ένα κομμάτι δικό του.
-Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ για όλα. Πρέπει να φύγω τώρα, το πρωί έχω δουλειά είπε
η Κωνσταντίνα και σηκώθηκε όρθια. Καληνύχτα σας. Θα τα ξαναπούμε σύντομα.
Χαμένη στις σκέψεις της ούτε που κατάλαβε για πότε έφτασε στο σπίτι της.
Ξεκλείδωσε όσο μπορούσε πιο αθόρυβα την εξώπορτα και ανέβηκε στο διαμέρισμά
της. Ο Θάνος δεν είχε κοιμηθεί ακόμα. Έβλεπε κάποια εκπομπή στην τηλεόραση.
-Έλα παιδί μου, τι έγινε και σχόλασες τόσο αργά;
-Δεν ήμουνα στη δουλειά. Άλλαξα υπηρεσία με τη Σούλα και θα πάω αύριο.
-Τότε που ήσουνα μέχρι τόσο αργά;
-Είχα πάει στο Αίγιο.
-Τέτοια ώρα; Τι πήγες να κάνεις εκεί;
-Πήγα να βρω τους θετούς γονείς του Ηρακλή.
Ο Θάνος κατάλαβε ότι η Κωνσταντίνα είχε δει την εκπομπή και ήταν πλέον ενήμερη
για το τι είχε συμβεί στον αδερφό της.
Καταλαβαίνει πώς θα νιώθει τώρα, και προσπαθεί να βρει τρόπο να την
παρηγορήσει. Την πιάνει από το χέρι, την τραβάει απαλά αναγκάζοντάς την να
καθίσει δίπλα του, και την αγκαλιάζει προστατευτικά από τον ώμο της
-Έλα δω αγάπη μου. Να ξέρεις πως ό,τι απασχολεί εσένα απασχολεί και μένα το ίδιο.
-Μου έκρυψες όμως ότι και χθες είχες συνοδεύσει τον πατέρα μου στο στούντιο, του
παραπονέθηκε.
-Θα στο έλεγα καρδιά μου. Αλλά δεν βρήκα την κατάλληλη στιγμή.
-Πώς θα αντικρύσω ξανά τον πατέρα μου, μου λες;
-Νομίζω ότι το πρόβλημα το έχει ο ίδιος. Άλλωστε το ότι ομολόγησε δημόσια τα λάθη
του δείχνει πόσες ενοχές αισθάνεται και πόσο έχει μετανιώσει για αυτά. Θαρρώ
λοιπόν ότι είναι πλέον έτοιμος να δεχτεί και το δικό σου «κατηγορώ» και να ζητήσει
και τη δική σου συγγνώμη.
Σ ε λ ί δ α | 377

-Δεν ξέρω αν μπορώ να τη δεχτώ. Αχ Θάνο, νόμιζα ότι αυτά συμβαίνουν μόνο σε
κινηματογραφικές ταινίες. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι συνέβησαν όλα αυτά στη δική
μου οικογένεια. Μου φαίνεται ότι παρακολουθώ τα δρώμενά μας σαν απλός θεατής,
λες και είμαι αμέτοχη σε όλα αυτά.
-Έλα τώρα να κοιμηθούμε κορίτσι μου. Αύριο πρέπει να σηκωθούμε πρωί πρωί. Το
μεσημέρι που θα σχολάσουμε θα δούμε πώς θα χειριστούμε το θέμα.
-Δεν γίνεται να χειριστούμε όλο αυτό. Τα αισθήματά μου απέναντι στους γονείς μου
είναι τόσο αντιφατικά. Δεν μπορώ να παραβλέψω όλα αυτά που μου έχουν
προσφέρει, σε όλα τα επίπεδα. Δεν μπορώ όμως και να παραβλέψω ότι μου
στέρησαν τον αδερφό. Επίσης δεν γίνεται να μην τους κρίνω σαν γονείς. Φέρθηκαν
αδικαιολόγητα.
-Μην το λες αυτό. Νομίζω ότι και ο πατέρας σου θύμα μιας ρατσιστικής νοοτροπίας
ήταν που τον ώθησε να πράξει όπως έπραξε. Και ίσως την ίδια νοοτροπία
κουβαλούσε και η μητέρα σου, για αυτό και δεν αντέδρασε όπως θα όφειλε. Αυτό
που πρέπει να διδαχτούμε από όλα αυτά είναι να αποδεχόμαστε και να στηρίζουμε
το παιδί μας σε κάθε του βήμα, και να σεβόμαστε την προσωπικότητά του. Και εν
γένει να σεβόμαστε την προσωπικότητα όλων των ανθρώπων ως εκεί που αυτή δεν
μπορεί να βλάψει τους άλλους.
Την επόμενη μέρα ο Θάνος και η Κωνσταντίνα μόλις σχόλασαν από τη δουλειά τους
πέρασαν από το διαμέρισμα των γονιών τους για να πάρουν το Νικήτα. Τους άνοιξε
ο Μανώλης. Λίγες ώρες πριν ο Θάνος του είχε τηλεφωνήσει για να του πει ότι η
Κωνσταντίνα ήξερε και να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την αντίδρασή της.
-Μπαμπά…, είπε η Κωνσταντίνα και έπεσε στην αγκαλιά του.
-…Συγγνώμη παιδί μου, συγγνώμη…., συγγνώμη…
-Μαμά, παππού γιατί κλαίτε; απόρησε ο Νικήτας
-Θυμήθηκαν μια συγκινητική ιστορία, αγόρι μου, του είπε ο Θάνος.
-Τι ιστορία;
-Έλα, πάμε να σου εξηγήσω, του απάντησε και τον πήρε από το χέρι για να τον
οδηγήσει στην ασφάλεια του σπιτιού τους, αφήνοντας την Κωνσταντίνα και τους
γονείς της να δώσουν τις εξηγήσεις τους, να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και
να αποφασίσουν να πορευτούν από δω και στο εξής κουβαλώντας ο καθένας το
φορτίο του.
Δυο μέρες αργότερα ο Τζίμης και η Χάριετ δέχονταν την επίσκεψη όλης της
οικογένειας του Μανώλη. Η ζεστασιά και η καλοσύνη αυτών των δυο υπέροχων
ανθρώπων βοήθησε ώστε το κλίμα της συνάντησης αυτής να αποφορτιστεί και να
κυλίσει όσο πιο ομαλά γινόταν. Όλη η συζήτηση στράφηκε κυρίως γύρω από τη ζωή
του Έρικ και από τον θαυμάσιο χαρακτήρα του. Όλοι μαζί επισκέφτηκαν τον Έρικ
αφήνοντάς του μαζί με τα δάκρυά τους από ένα μπουκέτο χρυσάνθεμα.
Η Κωνσταντίνα άφησε και ένα σημείωμα που έγραφε: «Σε ευχαριστώ! Θα σε
σκέφτομαι πάντα και θα ζεις μαζί μου όσο ζω. Καλή αντάμωση όποτε ο Θεός κρίνει.»
Σ ε λ ί δ α | 378

Από τότε σχεδόν κάθε Κυριακή όλη η οικογένεια του Μανώλη πήγαινε με το
αυτοκίνητο του Θάνου στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στη Ροδοδάφνη. Και
ανελλιπώς επισκέπτονταν τον Έρικ στην τελευταία του κατοικία.
Σ ε λ ί δ α | 379

11. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

6 Δεκεμβρίου 2033

Μέρα χαράς στο σπίτι του Θάνου και της Κωνσταντίνας.


Σήμερα γιορτάζει ο εικοσιτριάχρονος Νικήτας. Χθες το τμήμα μουσικών σπουδών της
φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών είχε προγραμματίσει την τελετή
ορκωμοσίας. Οι γονείς του περήφανοι και συγκινημένοι καταχειροκρότησαν το
παλικάρι τους την ώρα που ο πρύτανης του απένειμε το πολυπόθητο πτυχίο του,
αποτέλεσμα επιμελούς και σκληρής μελέτης.
Το κρύο έχει μπει για τα καλά, και τα πρώτα χιόνια φαίνονται στα γύρω βουνά. Έχει
νυχτώσει για τα καλά. Από το δρόμο αν κοιτάξει κανείς προς το μπαλκόνι της
Κωνσταντίνας, θα δει τις σεφλέριες και τα μπένζαμιν πνιγμένα στα πολύχρωμα
χριστουγεννιάτικα στολίδια και φωτάκια. Από το τζάμι και την μισάνοιχτη κουρτίνα
διακρίνεται το χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με πολύχρωμες μπάλες και
χρυσά σιρίτια ενώ στην κορυφή του δεσπόζει ένα ολόχρυσο αστέρι. Τα δεκάδες
πολύχρωμα φωτάκια αναβοσβήνουν καθιστώντας την ατμόσφαιρα πιο γιορτινή. Η
Κωνσταντίνα τακτοποιεί τις τελευταίες λεπτομέρειες και τρέχει στο δωμάτιό της να
ντυθεί. Ο Θάνος είναι ήδη έτοιμος. Κάθεται στον καναπέ με τον πεθερό του και
βλέπουν ειδήσεις στην τηλεόραση. Η Φανή ρίχνει μια τελευταία ματιά στο φούρνο
όπου ψήνεται το φαγητό. Εκείνη την ώρα βγαίνουν φρεσκαρισμένοι και χαρούμενοι
από το δωμάτιό τους ο Νικήτας με την κοπέλα του, την Άρτεμη.
-Πόπο, τι ομορφιές είναι αυτές, τους λέει με θαυμασμό η Φανή.
-Αλήθεια γιαγιά; Σου αρέσουν τα ρούχα μου;
-Και βέβαια αγόρι μου. Κούκλος είσαι. Ε, και λίγο πιο ανοιχτόχρωμα να ήταν, καλά
θα ήταν. Η Άρτεμη, μάλιστα!
Ο Νικήτας και η Άρτεμη έσκασαν στα γέλια.
Ο Νικήτας φορούσε μαύρο τζιν παντελόνι με μαύρο λακόστ μακρυμάνικο εφαρμοστό
ζιβάγκο που τόνιζε την ψιλή κορμοστασιά του, και έκανε αντίθεση με τα ξανθά
μακριά μαλλιά του και τα πράσινα μάτια του. Η Άρτεμη φορούσε ένα μαύρο κολάν
και από πάνω ένα ζακάρ εφαρμοστό μπλουζόν στα χρώματα του κόκκινου του λευκού
και του μαύρου. Το πρόσωπό της έλαμπε καθώς είχε τονίσει τα εκφραστικά καστανά
μάτια της, και τα καλλίγραμμά χείλη της. Τα πυρόξανθα μαλλιά της έπεφταν
ελεύθερα στους ώμους της και έφταναν ως τη λεπτή μέση της. Είχε φορέσει τις
χαμηλοτάκουνες μαύρες μπότες της για να κινείται με άνεση. Άλλωστε είναι αρκετά
ψιλή ώστε να μην χρειάζεται να προσδώσει άλλο ύψος στην κορμοστασιά της.
Σε λίγο άρχισαν να φτάνουν οι πρώτοι καλεσμένοι. Οι θείοι του, τα ξαδέρφια του και
βέβαια οι φίλοι τους. Τη μεγαλύτερη αίσθηση όμως την έκανε ο ερχομός του
πενηνταεξάχρονου Τομ, που συνόδευε υποβαστάζοντας τους υπερήλικες θείους του.
Όλοι τούς υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά.
Σ ε λ ί δ α | 380

Το φαγοπότι άρχισε. Το κρασάκι τους έκανε όλους να νιώσουν πιο χαλαρά. Σε λίγο η
Άρτεμη κάθισε στο πιάνο και άρχισε να παίζει ανάλαφρα κομμάτια. Οι φίλοι τους
είχαν φέρει και αυτοί τα όργανά τους και έτσι στήθηκε ολόκληρη ορχήστρα.
-Θείε Τομ εσύ δε θα παίξεις; Έχεις φέρει την κιθάρα σου;
-Όχι, θα παίξω με τη δική σου!
-Και εγώ;
-Εσύ Νικήτα μου θα παίξεις με αυτή που σου έφερα. Περίμενε λίγο.
Ο Τομ έφυγε για λίγο και γύρισε κρατώντας μία κιθάρα κλεισμένη σε μια δερμάτινη
θήκη.
-Σου εύχομαι καλή σταδιοδρομία παιδί μου. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να περάσει στα
δικά σου χέρια, του είπε.
Ο Νικήτας άνοιξε τη θήκη και με θρησκευτική ευλάβεια έβγαλε από μέσα την κιθάρα,
όπου στη πρόσοψή της κοντά στο τελείωμα των χορδών ήταν ζωγραφισμένο το
πρόσωπο του Έρικ. Με τρεμάμενα χέρια την αγκάλιασε και τα επιδέξια δάχτυλά του
έδωσαν ζωή στο άψυχο όργανο καθώς με την υπέροχη φωνή του, ίδια με του Έρικ,
άρχισε να τραγουδάει το «άι λαβ γιου». Η καριέρα του ήταν δρομολογημένη. Με τη
συμπαράσταση του Τομ κάποια στιγμή θα εκτοξευόταν εκεί που είχε φτάσει των
θείων του.
Ο Τομ πήρε στα χέρια την κιθάρα του Νικήτα και ένωσε τις νότες και τη φωνή του με
αυτή του ανιψιού του. Όλοι οι καλεσμένοι άκουγαν εκστασιασμένοι τη θεία μελωδία.
Πάνω από το πιάνο δέσποζε η μεγάλη κορνιζαρισμένη φωτογραφία όπου ο Έρικ
κοιτούσε κατάματα τον καθένα τους και χαμογελούσε.
Το ρεπερτόριο άρχισε σιγά σιγά να γίνεται όλο και πιο ανάλαφρο, όλο και πιο κεφάτο.
Μετακίνησαν στην άκρη το τραπεζάκι του σαλονιού και η νεολαία ξεκίνησε το χορό.
Ήταν πια μεσάνυχτα και το γλέντι είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του.
Ο Μανώλης σηκώθηκε με δυσκολία από τον καναπέ και βγήκε για λίγο έξω στο
μπαλκόνι. Ανάσανε το μυρωμένο αέρα της νυχτιάς και κοίταξε προς τον ουρανό.
Χιλιάδες αστέρια είχαν την τιμητική τους. Άλλα με σταθερό φως, άλλα με τρεμάμενο,
φώτιζαν το χειμωνιάτικο νυχτιάτικο μοτίβο τους.
Ο Μανώλης ένιωσε το κρύο να τον διαπερνά και κούμπωσε το μπουφάν του.
«Ποιο από όλα αυτά τα αστέρια να είσαι αγόρι μου; που να κοιτάξω για να σε βρω;
Εσύ άραγε μπορείς να δεις τι γίνεται εδώ απόψε; Αλλά με τι να δεις. Τα μάτια σου,
βλέπεις, τα έχω εγώ. Εσύ τι κράτησες για σένα; Τίποτα. Όλα τα έδωσες καρδιά μου.
Έφυγες εσύ και έμεινα εγώ ο ανάξιος να εκλιπαρώ τη συγγνώμη σου. Το μόνο που με
παρηγορεί είναι ότι ο καιρός περνάει. Και λογικά η στιγμή που θα έρθω κοντά σου
δεν πρέπει να είναι μακριά. Και τότε θα σου πω από κοντά: Συγχώρεσέ με μάτια
μου!»

ΤΕΛΟΣ
Σ ε λ ί δ α | 381
Σ ε λ ί δ α | 382
Σ ε λ ί δ α | 383

Τελικά, και άκρως κατηγορηματικά, οι λέξεις, όπως οι εαυτές μας, προκειμένου να υπάρξουν, χρήζουν
ιδιωτικότητας. Αναμφίβολα αρέσκονται στο να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε πριν ακόμα τις
χρησιμοποιήσουμε⸱ αγαπούν ωστόσο και τις παύσεις μας⸱ τότε που γινόμαστε ασύνειδα όντα. Το ασυνείδητό μας
είναι η ιδιωτικότητά τους⸱ το σκοτάδι μας, το φως τους… Τούτη η παύση έπεσε, τούτο το πέπλο ερέβους έδυσε,
μήπως και δελεαστούν εκείνες να χορέψουν σε ένα από κείνα τα σβέλτα παντρέματα που είναι τέλειa εικόνa
αειθαλούς ομορφιάς. Όμως όχι — τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί απόψε. Οι φουκαριάρες είναι φουρκισμένες,
κακοκαρδισμένες, ανυπάκουες, σε μέθη. Τι μουρμουρίζουν εκεί πέρα; «Τέλος χρόνου! Σιωπή!»

Βιρτζίνια Γουλφ – Δεξιοτεχνία1


Σ ε λ ί δ α | 384

1.Το απόσπασμα προέρχεται από τη ραδιοφωνική αναμετάδοση του δοκιμίου της


Βιρτζίνια Γουλφ, όπως αυτό καταγράφηκε αργότερα στο συλλογικό τόμο The
Death of a Moth and Other Essays.

Woolf, Virginia. "Craftsmanship." The Death of a Moth and Other Essays,


edited by Leonard Woolf, Harcourt Brace Jovanovich, 1974, pp. 165

Το βιβλίο ………|Κείμενα 1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού

Φεμινιστικής και Κουήρ Λογοτεχνίας: Μία Πολιτισμική

Δράση της Φοιτητικής Πρωτοβουλίας για το Φύλο και

τη Σεξουαλικότητα AUThors σχεδιάστηκε και αυοεκδό-

θηκε από τον Αντώνιο Κίτσιο τον Νοέμβριο του 2021.


Σ ε λ ί δ α | 385

Απαγορεύεται ρητά η οποιαδήποτε χρήση, αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή,


αποθήκευση, πώληση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, μετάφραση, τροποποίηση με
οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά του περιεχομένου της Ανθολογίας, χωρίς την
προηγούμενη άδεια των «Συντελεστών» ή την αναφορά προς το πρόσωπό τους όταν γίνεται
χρήση αυτού. Η χρήση, αναδημοσίευση, κυκλοφορία κλπ. ή η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο,
ακόμη και μελλοντικό, εκμετάλλευση των στοιχείων χωρίς την άδεια της δικαιούχου επισύρει
σωρεία αστικών και ποινικών κυρώσεων, ιδίως εκ του νόμου 2121/1993 "περί πνευματικής
ιδιοκτησίας", του Π.Κ., και του άρθρου 60 του Α.Κ., καθώς και άλλων ειδικότερων νόμων.
Σ ε λ ί δ α | 386

Ξ εκινάμε, λοιπόν, να διαβάζουμε φεμινιστική και κουήρ λογοτεχνία με τούτη την

παραδοχή⸱ πως αυτό που διαβάζουμε είναι αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που σαφώς
αντανακλά τη ματαιότητα της φύσης της ίδιας της φεμινιστικής ή της κουήρ
ταυτότητας εκτός του εξιδανικευμένου πλαισίου λογοτεχνικής της αναφοράς. Ένα
αδιέξοδο που αντανακλάται στα σώματα και στις ιδέες ανθρώπων που επιμένουν
σθεναρά να αποτάσσουν εκείνο το πρόθημα της λέξης επι-βιώνω έτσι που πια να
μπορούν να φωνάξουν και να φωνάξουμε και μεις μαζί τους πανηγυρικά πως
βιώνουμε αυτό που είμαστε και είμαστε αυτό που βιώνουμε ανεξαρτήτως
σωματικότητας, βιολογικού ή κοινωνικού φύλου, ταυτότητας φύλου, σεξουαλικού
προσανατολισμού, συναισθηματικής ή/και σεξουαλικής έλξης, έκφρασης φύλου
κ.α.

Η παρούσα Ανθολογία, επομένως, δεν αποτελεί αυτοσκοπό⸱ μία ωδή στην


αναλγησία των προλεγόμενων αδιεξόδων ή έναν ευφημισμό στο κάλλος της
αρχέγονης Τέταρτης Τέχνης. Αντίθετα, ορμάται από την απουσία και στοχεύει στην
ανάδειξη της Ελληνικής Φεμινιστικής και Κουήρ λογοτεχνικής κουλτούρας.
Κρίνεται, έτσι, επιτακτική η ενθάρρυνση της λογοτεχνικής έκφρασης αφανών ή και
καταπιεσμένων φωνών φεμινιστών και κουήρ συγγραφέων και κοινοτήτων ως
εργαλείο άσκησης κριτικής στις παθογένειες και τα “κακώς κείμενα” στον χώρο της
λογοτεχνίας και κατ’ επέκταση της κοινωνίας μας.

You might also like