Professional Documents
Culture Documents
Ανθολογία Φεμινιστικής και Κουήρ Λογοτεχνίας AUThors
Ανθολογία Φεμινιστικής και Κουήρ Λογοτεχνίας AUThors
Σελίδα |3
AUThors
Ποίηση
Μαρίνα Γαλανού, πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), ιδρύτρια του
Πολύχρωμου Πλανήτη, ακτιβίστρια
Διήγημα
Μαρίνα Γαλανού, πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), ιδρύτρια του
Πολύχρωμου Πλανήτη, ακτιβίστρια
Θέατρο
Μαρίνα Γαλανού, πρόεδρος του Σωματείου Υποστήριξης Διεμφυλικών (ΣΥΔ), ιδρύτρια του
Πολύχρωμου Πλανήτη, ακτιβίστρια
Σελίδα |6
Συντονισμός δράσης του 1ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Φεμινιστικής και Κουήρ Λογοτεχνίας
AUThors: Αντώνιος Κίτσιος
2021
Σελίδα |7
AUThors
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2021
Σελίδα |8
Σελίδα |9
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Χαιρετισμός και Ευχαριστίες του Συντονιστή της AUThors,
Αντώνιου Κίτσιου ................................................................. 14
Η παρούσα Ανθολογία, επομένως, δεν αποτελεί αυτοσκοπό⸱ μία ωδή στην αναλγησία
των προλεγόμενων αδιεξόδων ή έναν ευφημισμό στο κάλλος της αρχέγονης Τέταρτης
Τέχνης. Αντίθετα, ορμάται από την απουσία και στοχεύει στην ανάδειξη της
Ελληνικής Φεμινιστικής και Κουήρ λογοτεχνικής κουλτούρας. Κρίνεται, έτσι,
επιτακτική η ενθάρρυνση της λογοτεχνικής έκφρασης αφανών ή και καταπιεσμένων
φωνών φεμινιστών και κουήρ συγγραφέων και κοινοτήτων ως εργαλείο άσκησης
κριτικής στις παθογένειες και τα “κακώς κείμενα” στον χώρο της λογοτεχνίας και κατ’
επέκταση της κοινωνίας μας. Οφείλουμε, τότε, πολλά σε εκείνους τους ανθρώπους
δίχως τους οποίους η παρούσα Ανθολογία δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί ένα
φευγαλέο όνειρο στη μνήμη μίας άδοξης συντεχνίας ονειροπόλων παραθεριστών με
παραβατικές αν όχι αποκλίνουσες, από τα κονφορμιστικά κοινωνικά πρότυπα,
συμπεριφορές. Πιο συγκεκριμένα, εκ μέρους της πρωτοβουλίας AUThors,
ευχαριστούμε το σεβαστό σώμα κριτών για τη δίκαιη κρίση του, τα συμμετέχοντα
πρόσωπα στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που δεν φοβήθηκαν να φέρουν στο φως
τραύματα, βιώματα και προκλήσεις των καιρών τους, το σύνολο των χορηγών
Σ ε λ ί δ α | 15
επικοινωνίας που επικοινώνησαν ουκ ολίγες φορές την προσπάθειά μας, τις αδερφές
και τα αδέρφια μας για την πολύτιμη γνώμη και βοήθειά τους στην τελική μορφή που
έμελλε να πάρει η Ανθολογία αλλά και εκείνους που θα συνεχίσουν να μας
πληγώνουν γιατί αρνούμαστε να συμβιβαστούμε με κάτι λιγότερο από τα εαυτά μας.
Τέλος, ιδιαίτερα ευχαριστήρια θα πρέπει να δοθούν στο σύνολο του αναγνωστικού
μας κοινού για την ανάγνωση και την αποδοχή ενός διαχρονικού μα αόρατου για τη
χώρα μας λογοτεχνικού είδους μέσα από τα δικά του μάτια.
Αντώνιος Κίτσιος
Σ ε λ ί δ α | 16
Σ ε λ ί δ α | 17
AUThors
1ος Διαγωνισμός
Κατηγορίες:
Ποίηση
Διήγημα
Θέατρο
Μετάφραση
Νουβέλα
Δοκίμιο
Σ ε λ ί δ α | 18
Σ ε λ ί δ α | 19
Οι συγγραφείς των διακριθέντων έργων: 2η τιμητική διάκριση (δύο εκ των τριών) δεν
επιθυμούν τη συμπερίληψή τους στην ανθολογία.
Σ ε λ ί δ α | 20
ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 21
1ο Βραβείο
Σταμάτης Δεμερτζής
ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ 40°C
Ρυθμίζω το πλυντήριο
στην ένδειξη:
«ΕΥΑΙΣΘΗΤΑ 40°C».
αντωνυμίες, βιώματα
Χίλιες στροφές
μέχρι να ζαλιστούν
Το απορρυπαντικό
της ετεροκανονικότητας
σε όλο το φάσμα
του φύλου
και τα φορώ
μόλις στεγνώσουν.
Σ ε λ ί δ α | 22
1ο Βραβείο
Αργυρώ Αξιώτη
στο παρκέ
στο παρκέ
σε μια γωνιά
στοίβα
εφημερίδες
παλιά κόμικ
γυαλιστερά περιοδικά
προγράμματα παραστάσεων
καρτ ποστάλ
ραβασάκια
μπροσούρες
αφίσες στραβοτυλιγμένες
ίσως
καταφέρω
για μένα
Σ ε λ ί δ α | 23
2ο Βραβείο
Saph Oh
Αυτή που της αρέσει το ροζ χρώμα, τα εμπριμέ υφάσματα και τα φτερά.
Αυτή που συνταγογραφεί στατίνες με χρυσό στυλό και κρατά σημειώσεις με καλλιγραφικά
σε αρωματισμένα επιστολόχαρτα.
Αυτή που είναι «σωστή φεμινίστρια» ακόμα και με λεοπαρ γούνα και τακούνια.
Αυτή που δεν θα υιοθετεί την στάση εκνευρισμένου τσιουάουα για να την ακούσουν.
Θέλω να μαι το κορίτσι που δεν θα φοβάται πως σε 2,5 εβδομάδες θα καταρρεύσει η
ψευδαίσθηση που δημιούργησε.
Αυτός διαλύεται μπρος στα μάτια μου σαν τρίμματα μηλόπιτας υπό το βάρος υπερβολικά
πολύ παγωτού.
Μένω, λοιπόν, μόνη ανάμεσα σε μόνες, να διαπραγματεύομαι ποιο παιδί της πατριαρχίας
θα μας σκοτώσει σήμερα.
Πονάνε κάθε μέρα που διεκδικούν χώρο για την σκιά τους.
Πονάνε κάθε λεπτό τους που χάνεται σε άβολα χαμόγελα και μαγκωμένες λέξεις.
-Που πονάς;
-Θεραπεία;
3ο Βραβείο
Αφροδίτη Καριοφύλλη
Φταις
Φταις
Γεννήθηκες κορίτσι
Φταις
Έφτασες έφηβη
Φταις
Έγινες γυναίκα
Φταις
Αν υποκύψεις φταις
Αν πολεμήσεις φταις
Γιατί φταις.
Σ ε λ ί δ α | 26
Φταις
Προκάλεσες, τι κι αν παρακάλεσες;
Πάντα φταις.
Φταις
«Φταις»
Σ ε λ ί δ α | 27
1η Τιμητική Διάκριση
Παντελής Κύρκος
Ρόλοι
Ανάγλυφα ποτάμια,
Δέντρα αρσενικά,
και να βγεις.
Στέρεο περπάτημα·
Σ ε λ ί δ α | 28
Χειρονομίες κοφτές·
Λόγια λίγα,
πλούσια με νόημα·
2η Τιμητική Διάκριση
Νέαρχος
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 31
Κύκνος
Ανώνυμο συναίσθημα
Ανώνυμο συναίσθημα
Αόριστες στιγμές
Κάθε άγγιγμα
είναι αίνιγμα
Αντώνιος Ευθυμίου
ΕΛΛΕΙΨΗ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ
Astrid
Εν Απορία
Εν απορία
φοβικοί…
Ψιθύρων παρελθόν
κι ανώνυμων γραφουσών
Πένες φαλλικές
να ζαλίζεται
καθώς στροβιλίζεται
σε ανακυκλωμένες προόδους·
καταπατήσεων.
Η ιστορικότητα ξεφεύγει
από
τον
Σ ε λ ί δ α | 34
άξονά
της
και οι ριπές
μεταφράζονται
εξακολουθητικά.
Ελπίζω.
Σ ε λ ί δ α | 35
Η ΣΚΛΗΡΗ ΜΑΝΙΑΤΙΣΣΑ
Έρως
Πάντα
Με διεγείρει
Επίσης
Μου αρέσει
Πολύ
Ο θαυμασμός
Το κοίταγμα
Η βλεμματική επαφή
Όπου
Με έμμεσο τρόπο
Ζητά
Όλο υποσχέσεις
Σ ε λ ί δ α | 36
Ντέμη Ρούσσα
Ήσυχη αυλή
Στην πρώτη μου ανάσα, ήρθε η ζωή και μου δήλωσε με τόνο βιαστικό και δασκαλίστικο, μη
υποφερτό για τον εγωισμό μου τον ανθρώπινο.
Αποφάσισε πού θες να ζήσεις.
Εκεί έχει μια αυλή, έχει δέντρα πυκνά, καμία βροχή δε θα ποτίσει το κορμί σου. Έχει
τοίχους ψηλούς ολόγυρα. Κανένας αγέρας δε θα πουντιάσει το πρόσωπό σου. Κανένα
αρπακτικό δε θα σε βρει.
Κοίτα κι από την άλλη.
Εκεί είναι ένα ξέφραγο χωράφι. Τίποτα δε θα σε προστατεύσει από την καταιγίδα, το αγιάζι
και τους άγριους.
Διάλεξε πού θα ζήσεις. Βιάζομαι.
Με πόδια κομμένα από το φόβο, έτρεξα προς την αυλή και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Κι έτσι όπως περνούσαν οι ανάσες από τα πνευμόνια μου, τα χρόνια από το κορμί μου,
αυτή η αυλή, έκλεβε το χρόνο μου.
Τα δέντρα θέριευαν μέρα με τη μέρα.
Δεν κατάφερα να δω τον ήλιο.
Οι τοίχοι ψήλωναν κάθε που έστεκα παγωμένος από τη δειλία μου.
Δεν κατάφερα να νιώσω το καλοκαιρινό αεράκι. Μήτε την αδρεναλίνη του αγγίγματος.
Κι ας ήταν άγγιγμα κινδύνου. Άγγιγμα θανάσιμο.
Πέρασαν κι άλλα χρόνια. Χρόνια που κουβαλούσα το ασήκωτο φορτίο της άδειας μου
ψυχής, στη μικρή μου αυλή.
Ώσπου ξεχείλισε ο άνθρωπος μέσα μου, και φώναξα, και ούρλιαξα, και γέμισα κραυγές την
ήσυχη αυλή μου.
Κι εμφανίστηκε η ζωή μπροστά μου. Ανυπόμονη κι αλαφιασμένη. Βιαστική.
Όπως τότε στην πρώτη μας συνάντηση. Στην πρώτη μου ανάσα.
Έστεκε να με κοιτά, με βλέμμα δασκάλας που μαλώνει τον άτακτο μαθητή.
Θέλω να φύγω, φώναξα. Θέλω το ξέφραγο χωράφι, θέλω τον ήλιο, θέλω να νιώσω, θέλω να
είμαι εγώ η δύναμη μου η λίγη και η πολλή. Άσε με να φύγω, δώσε μου το κλειδί.
Κι η ζωή με κοίταξε σχεδόν ειρωνικά. Μου έδειξε την πόρτα.
Ξέρεις, μου είπε, αυτή η πόρτα ήταν πάντα ξεκλείδωτη.
Σ ε λ ί δ α | 37
Μαχητής
Η Φωτιά
Σε σένα προστρέχω
Αν σε αγαπήσω.
Το όμοιο μίσος
Σύμμαχος ή Διώκτης;
Άνεμος
Κόκκινα τακούνια
με κόκκινα τακούνια
ποιου ωκεανού
άγριος καρχαρίας
να ζητάει φωτιά
με κόκκινα τακούνια
Να κοιτάζω αλλού
Σ ε λ ί δ α | 40
σε ζωή καρμπόν
δεν θα πω παρών
δεν θα πω φοβάμαι...
Σ ε λ ί δ α | 41
Διρμένεια
περιφορά
Να πιστεύεις ή όχι – ένα χάσμα χρόνων και χαρακτήρων μεσολαβεί τις σύντομες αυτές
λέξεις
Αγαπάω τη θλίψη που εδώ αφήνω ακριβώς όπως τη προηγούμενη ίσως και πιο
παθιασμένα.
Ή διεκδικώντας τους δρόμους σήμερα είναι λίγο πολύ το ίδιο -είδες; ιστορικά μεγαλεία -
Ραδάμανθυ
πέτα μακριά
πόδια κλειδωμένα,
χέρια αγκυλωμένα
το πουθενά
πετάς,
Ιφιγένεια Παπά
Πρώτη φορά
Με ρώτησε για άλλη μια φορά αν είμαι έτοιμη, τον διαβεβαίωσα πως είμαι ,
και τέλος το χαμογελαστό σ’ αγαπώ που βγήκε από τα χείλη του όταν τελειώσαμε.
Μου έδωσε άπειρη αγάπη και τρυφερότητα όχι μόνο την πρώτη φορά, αλλά κάθε φορά.
Αναστασία Κοντολέτα
Στιγμή
Φι Άλφα
Τότε
Δύο κορίτσια,
τότε,
δύο κορίτσια που ήξεραν ότι ο έρωτάς τους δεν είναι απειλή
για κανέναν
τότε.
Σ ε λ ί δ α | 46
Κασσάνδρα Αλογοσκούφι
ΤΟ ΤΡΙΠΛΟ ΧΑΙΚΟΥ
Σεξ Φύλο
Ή αντωνυμία οριστική
Λάθος;
Μόνο Μαθητή:
Δασκάλα Τραβεστί;
Όμορφο Τραβεστί
Διασχίζει Δρόμους
Ή τρέχει;
Σ ε λ ί δ α | 47
Σ ε λ ί δ α | 48
Σ ε λ ί δ α | 49
ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 51
1ο Βραβείο
Simone Bosmou
Ο Γρέβιας
Είμαι ο Γρέβιας. Από μικρός… από όταν γεννήθηκα ζω σε τούτο το χωριό εδώ
πάνω στα βράχια και στις ρεματιές. Μόνη μου παρέα ήταν οι δυο γονείς μου. Αυτοί
με υιοθέτησαν. Χαρτιά από τους πραγματικούς μου γονείς δεν έχω. Εξάλλου ποτέ δεν
έμαθα να διαβάζω. Ναι, ναι πήγα σχολείο κάποιες τάξεις μακριά, αλλά βλέπεις τα
ζώα. Δεν μπορείς να τα αφήσεις. Κι οι γονείς μου αρρώστησαν νωρίς. Τα ζώα μου
είναι πια η μόνη μου παρέα. Αλλά κι αυτά κινδυνεύουν μέρα με τη μέρα. Λύκοι,
αρκούδες, γεράκια και αετοί καραδοκούν πάνω στο βουνό. Γι’ αυτό πολλές φορές τα
κατεβάζω κάτου κει στο ποτάμι. Τα ποτίζω και όση ώρα αυτά βοσκάνε εγώ κάθομαι
ξάπλα στα χόρτα και κοιτάζω τον ουρανό ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων.
Εκεί έβρισκα κάθε μέρα εκείνον. Κατέβαινε κι εκείνος με τα ζώα του στο ποτάμι και
πολλές φορές κοιτούσαμε τα σύννεφα μαζί και λέγαμε με τι μοιάζει το καθένα. Ε ρε
κάτι γέλια που κάναμε. Και ήρθαμε πιο κοντά. Και πιο κοντά. Τόσο κοντά όσο τα ζώα
μας. Και ένα απόγευμα έπιασε δυνατή βροχή. Τα ζώα μας πήγαν κάτω από ένα πυκνό
δέντρο για να προστατευτούν κι εμείς μαζί τους τυλιγμένοι με την κάπα μου. Εκεί με
φίλησε. Τον έσπρωξα. Τα ζώα αδημονούσαν να μη βραχούν και βέλαζαν. Μέσα στο
σαματά με ξαναφίλησε. Μερικές φορές τα σκυλιά μου που είναι σερνικά κάνανε ότι
κι εμείς. Την άλλη μέρα βγήκε ο ήλιος. Τα ζώα ήταν απλωμένα στο λιβάδι κι εμείς
αγκαλιά. Η ζωή μας ήταν σκληρή. Άρμεγμα, τάισμα, σκούπισμα, ξανά τάισμα και ένα
σωρό άλλα. Πώς και πώς περιμέναμε να δούμε ο ένας τον άλλο.
Εμένα εκείνη τη μέρα του προξενιού με πήγανε στο ποτάμι και με λούσανε
δέκα άτομα μαζί. Το κορμί μου με έτρωγε και συνέχεια ξυνόμουν. Για να μη βρωμάω
είπαν. Όχι δε βρωμάω. Κάθε βδομάδα κάνω μπάνιο τις ζεστές μέρες. Όταν πήγαμε
σπίτι για τα προξενιά με τον κουτσό πατέρα μου και τη φιλάσθενη μάνα μου εγώ δεν
είχα πει τη γνώμη μου. Αυτοί αποφάσισαν με τους γονείς της κοπέλας από το χωριό
κει κάτου στον κάμπο. Κοιτούσα συνέχεια κάτω από τη ντροπή μου και αυτοί είπαν
δυο λόγια. Η κοπέλα ήταν μέσα στη σάλα και βγήκε ένα λεπτό. Τα πόδια της είδα
μόνο. Ντρεπόμουν. Δε σήκωσα βλέμμα. Έδωσαν τα χέρια οι μεγάλοι και φύγαμε.
Εκείνη τη μέρα ξαναπήγα στο ποτάμι και εκείνος μου είπε ότι και αυτόν τον πάνε για
προξενιό. Ναι, αγκαλιαστήκαμε. Σφιχτά. Τα ζώα ευτυχώς δε λένε το μυστικό μας.
Τους έχω εμπιστοσύνη. Αν όμως μας έβλεπαν στο χωριό σίγουρα θα μας έλεγαν κι
εμάς «χαντούμηδες» σαν τα κοκόρια που δεν «κοκοτεύουν» τις κότες… και μετά.
Χαθήκαμε. Πάνε και τα προξενιά. Πάνε κι όλα. Και για μια ζωή θα μας καταργιούνται
οι δικοί μας και δε θα’ χουμε στον ήλιο μοίρα χωρίς γυναίκες και παιδιά να μας
βοηθάνε σε τούτες τις δουλειές που έχουμε στα χωράφια και με τα ζώα.
Κλάψαμε. Πολύ. Αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Δυο κοπέλια μαζί; Πού
ακούστηκε; Όχι, όχι δεν ήταν σωστό. Κάτι μου έλεγε όμως πως ήταν σωστό. Ήρθαν τα
προξενιά του και πλησίαζε ο γάμος μου. Πού να τολμούσα να πάω να τα χαλάσω όλα!
Θα με σκότωνε ο πατέρας αυτοστιγμής με την καραμπίνα. Εκείνος τουλάχιστον την
είδε. Του είπε μάλιστα πως δεν τον ήθελε αλλά ούτε κι αυτή τολμούσε να μιλήσει.
Βγήκα έξω και πήρα μια πέτρα και την χτύπησα στο κεφάλι μου. Ήθελα να ’χα πεθάνει
μα με σώσανε. Μου το δέσανε με κάτι πανιά και με διάβασε κι ο παπάς. Παραλίγο
να με διάβαζε μια και καλή. Το προτιμούσα από αυτές τις ζαλάδες.
- Αντίο.
- Μη φεύγεις ακόμη…
- Νυχτώνει…
- Ναι, νυχτώνει στην ψυχή μου…
- Στην ψυχή μας…
Σ ε λ ί δ α | 53
Έφευγε και εγώ κοιτούσα και ξαναγύρισε τρέχοντας και με αγκάλιασε πολύ
σφιχτά και έκλαιγε γοερά. Πέσαμε κάτω. Σηκώθηκα. Τον σήκωσα. Τίναξα τα φύλλα
από την κάπα του ενώ τα πρόβατα είχαν πάρει το δρόμο μέσα από το μονοπάτι για
το χωριό.
- Πήγαινε. Του είπα και του έγνεψα προς το χωριό ενώ μέσα μου είχα γίνει
κομμάτια. Ήξερα όμως πόσο πονούσε. Αυτό το συναίσθημα μέσα μου
ήταν πρωτόγνωρο αλλά πολύ όμορφο.
- Σ’ αγαπάω Γρέβια. Σ’ αγαπάω. Ψιθύρισε κοιτώντας δεξιά αριστερά αλλά
και προς τους αγίους της εκκλησίας.
Πήραμε από δυο λαμπάδες και κάναμε κατά το χωριό. Στη διαδρομή
κοιταζόμασταν και τα μάτια μας λαμπύριζαν. Όχι όχι δεν κλαίγαμε. Δεν
κλαίνε οι άντρες όπως λένε στο χωριό.
Λόγω του χτυπήματός μου ο γάμος μου άργησε λίγο αλλά ο δικός του ήρθε.
Ήθελα να πεθάνω. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρούμενα ενώ μέσα μου χτυπούσε το
πένθιμο σήμαντρο, ως σήμερα χτυπάει. Άκουγα τα γλέντια στην πλατεία και τα
τουφέκια και σαν τα ζώα τρόμαζα κι εγώ. Μακάρι να με πετύχαινε ένα εδώ ανάμεσα
στα στήθια. Οι γονιοί μου δεν πήγαν στο γάμο αλλά μου είπαν να πάω εγώ να πάω
και το δώρο. Δεν ήθελα αλλά τους είπα ότι θα πάω. Και δεν πήγα. Πήρα το δώρο και
πήγα εκεί κάτου στον Αη Γιώργη. Εκεί που κάτσαμε τελευταία φορά και ναι… η
καρδιά μου έγινε κομμάτια. Γυρίζοντας σπίτι κατάλαβα ότι είχα ξεχάσει το δώρο εκεί
κάτω στον άγιο. Είπα στους γονείς μου ότι όλα ήταν καλά στο γάμο και μου είπαν
«Και στα δικά σου».
Και να ’σου με ντύνανε γαμπρό κι εγώ έκανα πως χαιρόμουν. Όχι δεν την
ξαναείδα τη νύφη. Ήταν ηθικών αρχών. Όλοι μου εύχονταν και έπιανα το βλέμμα μου
να ψάχνει εκείνον. Απ’ ό,τι έμαθα είναι έγκυος η γυναίκα του. Και με τσαμπούνες με
συνόδεψαν ως την εκκλησία και εγώ σερνόμουν. Και πετούσαν ρύζι. Και ήταν σα να
μου πετούσαν κοτρόνες. Και να ‘σου μπροστά στην εκκλησία στην πλατεία η νύφη.
Μέσα μου φλέγονταν όλα. Κάρβουνο είχαν γίνει. Αν τα κατέστρεφα όλα όλο το χωριό
θα με κυνηγούσε μέχρι να με σκοτώσει για την ατιμία που έκανα. Μπρος σε ένα
Σ ε λ ί δ α | 54
ατιμωτικό θάνατο προτίμησα να πεθάνω μέσα σε ένα γάμο που δεν ήθελα. Και άπαξ
και μπήκα δεν μπορούσα να ξαναβγώ. Τι τα θες; Αφού πια εκείνος είχε μπει… Είχε
νεκρώσει με λίγα λόγια ήταν η σειρά μου να πεθάνω κι εγώ… Η ψυχή μου βασικά. Σε
ένα γάμο που θα κρατήσει μια ζωή και θα είναι μακριά του.
Ανέβηκα τα σκαλιά και πήρα τη νύφη από το χέρι. Τότε η μάνα φώναξε…
«Ε! Αυτή δεν είναι η νύφη που μας δείξατε, είναι άλλη μεγαλύτερη!»
Το συνήθιζαν αυτό τότε στο χωριό. έδειχναν την πιο όμορφη και πιο νέα από
τις αδερφές και σα νύφη σου φέρνανε την πιο άσχημη και πιο μεγάλη για να «φεύγει»
από πάνω από την οικογένεια το βάρος μη και τους μείνει ανύπαντρη. Μεγάλη
ντροπή. Τότε έπιασα το χέρι της μάνας και της έγνεψα ότι δεν πειράζει. Δεν της
καλοάρεσε αλλά το κατάπιε.
Από τότε δεν τον έχω ξαναδεί από κοντά… Μόνο από μακριά… Μόνο που πια
τα μαλλιά μας έχουν ασπρίσει αρκετά και έχουμε κι οι δύο από τέσσερα
κουτσούβελα. Καλή ήταν η γυναίκα μου κι από ότι έχω μάθει κι η δικιά του.
Και σήμερα ανεβαίνοντας στο βουνό να μαζέψω κλαρί για τις γίδες τον είδα.
Ανέβαινε κι αυτός. Ο παπάς μου είχε πει αν τυχόν ποτέ συμβεί και τον δω να τον
αποφύγω μιας και είναι σπουδαία αμαρτία. Μα εμένα η ψυχή μου είχε πεθάνει με
το γάμο μου. Οπότε σχεδόν έτρεξα. Όταν με είδε σαν να είδε φάντασμα άρχισε να
πηγαίνει πιο γρήγορα και να εξαφανίζεται. Χώθηκα μέσα στα βράχια και πιλαλούσα
σα το κατσίκι και λίγο πιο πέρα τον είδα αγκομαχώντας να σταματάει ακουμπώντας
μια κοτρόνα και να παίρνει βαθιές ανάσες. Τον πλησίασα και άγγιξα την πλάτη του.
οι ανάσες μας έγιναν γοργές όπως τότε. Με απώθησε. Πήγα να τον ξαναγγίξω. Μου
έσπρωξε το χέρι. Πήγα να μιλήσω και μου έκλεισε το στόμα.
Γιατί; Γιατί με κοιτούσε απλά και δε μιλούσε; Ξαφνικά κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω
αριστερά και πουθενά. Μα που είναι; Που χάθηκε;
Σ ε λ ί δ α | 55
Τότε συνειδητοποιώ πως ο ήλιος με είχε χτυπήσει για τα καλά στο σημείο που
βρισκόμουν. Μα τι έγινε; Τα χέρια μου κρατούσαν ακόμη το βιβλίο. Α! Ναι, ναι το
ημερολόγιο που βρήκα κρυμμένο μέσα στο σεντούκι του παππού. Να ήταν αλήθεια
όλα αυτά; Να τα διάβασα στο ημερολόγιο; Ή να ήταν μια οφθαλμαπάτη; Ό,τι και να
είναι σήμερα είμαι περήφανος για τον παππού μου και για το όμορφο χωριό του. Δεν
είχα ξανάρθει ποτέ εδώ πάνω. Ας είναι καλά ο άνθρωπος που με έφερε εδώ πάνω.
Μα πού πήγε;
-Εδώ είσαι; Σε έψαχνα παντού. Ήθελα να σου δώσω αυτό το σεντόνι. Το είχε
ο παππούς μου στην ντουλάπα και μέσα ένα χαρτάκι που έγραφε: «Από τον Γρέβια
που αγαπώ».
Πήρα το σεντόνι και αγκάλιασα τον άνθρωπο. Ήταν εγγονός του ανθρώπου
που αγάπησε ο παππούς μου; Και να σας πω και κάτι…; Μου αρέσει!
Σ ε λ ί δ α | 56
3ο Βραβείο
Δημήτρης Γιαννόπουλος
Αριστερό χέρι
Αδύναμο ήθελε να πει το αριστερό. Και αυτοί που ήταν αριστερόχειρες θα έπρεπε
να έλεγαν “πούστικο” το δεξί. Έτσι θα “έπρεπε” να πηγαίνει...
Αργότερα, το απόγευμα όταν πίναμε καφέ κάτω από εκείνα τα πεύκα του κέντρου
νεοσυλλέκτων, θυμήθηκα τον κουμπάρο του πατέρα μου, που ήταν αριστερόχειρας εκ
γενετής.
«Ο Θανάσης έχει τρακάρει πάρα πολλές φορές. Μπερδεύει τα πεντάλ. Το καλό του
πόδι είναι το αριστερό. Άσε που στο σχολείο, τότε στη Χούντα, τον έβαζε με το ζόρι ο
δάσκαλος να γράφει με το δεξί. Μπάλα με το αριστερό έπαιζε. Κανονικά έπρεπε να βγάζουν
αυτοκίνητα με ανάποδα πεντάλ. Αλλά πες το αυτό στις αυτοκινητοβιομηχανίες...»
«Αν γράφεις με το ανάποδο χέρι από το κανονικό σου, μπορεί να σου δημιουργηθεί
πρόβλημα τραυλισμού. Σ' αυτούς που είναι δεξιόχειρες, το κέντρο που ελέγχει τη γραφή,
είναι στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Αν το αλλάξεις με το ζόρι, προκαλείς
σύγχυση, κι εξού ο τραυλισμός...»
Σ ε λ ί δ α | 57
Αλλά όχι! Για να μην είναι κανείς “αριστερός”, ούτε και σε κάτι τόσο απλό και
φυσικό, οι δάσκαλοι είχαν ρητή εντολή να μαθαίνουν τους αριστερόχειρες να γράφουν
“σωστά”.
Ύστερα εκείνο το άλλο άρθρο; Ναι, από εκείνα που διάβαζες στη δουλειά το πρωί,
ενώ χαζεύεις στο ίντερνετ. Ναι, εκείνο. Που έλεγε ότι σε μια έρευνα που έγινε από
αμερικάνικο πανεπιστήμιο, βρέθηκε ότι οι αριστερόχειρες ζούνε λιγότερο από τους
δεξιόχειρες. Εντυπωσιακό κι αυτό. Ειδικά αν κάποιος στην παρέα είναι αριστερόχειρας. Τον
τρομοκρατείς σχεδόν. Σαν να του λες ότι θα πεθάνει επί τόπου. Κούφια η ώρα...
«Ναι, οι αριστερόχειρες ζούνε κατά μέσο όρο λιγότερο από τους δεξιόχειρες». Ιδίως
όταν χρησιμοποιούν το αριστερό τους χέρι για να κόψουν τις φλέβες του δεξιού.
Γονάτισε στο χορτάρι. Τα δάκρυα έφτασαν άραγε πρώτα στο χώμα ή το αίμα;
Έκλαιγε από πριν μάλλον. Όχι, όχι, δεν είχαμε Χούντα. Ναι, με το αριστερό είχε μάθει να
γράφει. Να τρακάρει δεν πρόλαβε. Ίσως να μην ήξερε καν να οδηγεί. Σφαίρα στο στρατό
δεν έριξε. Ούτε με το αριστερό, ούτε με το άλλο, το “πούστικο”, όπως θα το έλεγαν. Όχι,
όχι, τίποτα από όλα αυτά δεν έκανε. Δεν πρόλαβε άλλωστε· οι αριστερόχειρες ζούνε
λιγότερο από τους δεξιόχειρες. Ζούνε λιγότερο από τους δεξιόχειρες που τους πετάνε
κέρματα για να τραγουδήσουν, που τους κλειδώνουν σε ντουλάπες, γιατί δεν είναι αρκετά
άντρες όσο εκείνοι, πουτσαράδες, “κρητίκαροι”, γαμιάδες, μάγκες. Όχι, όχι, εκείνος είναι
αριστερόχειρας. Και προς Θεού, μη βρεθεί κανείς να το συσχετίσει με τα πολιτικά αυτό.
Όχι, όχι, φλώρος ήταν εκείνος. Αριστερόχειρας. Εξάλλου ξέρεις πόση απελπισία χρειάζεται
για να κόψεις τις φλέβες σου με μαχαίρι και να κάτσεις να πεθάνεις από αιμορραγία, ενώ
πριν λίγο μιλούσες με τη μάνα σου στο τηλέφωνο;
«Τραγούδα ρε!»
Σ ε λ ί δ α | 58
«Τραγούδα ρε!»
«Σαν πούστης...»
«Τραγούδα ρε!»
Φτάνει!
Σιωπή
Σ ε λ ί δ α | 59
1η Τιμητική Διάκριση
Κώστας Τερζανίδης
I wanna be yours
Έκλεισε τα μάτια. Οι κινήσεις του έγιναν πιο ρυθμικές ακολουθώντας το τέμπο του
κομματιού. I wanna be yours… I wanna be yours…
Ο ήχος της βιντεοκλήσης από το Messenger τον αιφνιδίασε διακόπτοντας βίαια την
απόλαυση στην οποία είχε παραδοθεί.
– Σου είπα, ρε μαλάκα, να με πάρεις αμέσως μετά το μάθημα. Γιατί
άργησες;
– Ε, να… έβλεπα κάτι βιντεάκια στο YouTube και αφαιρέθηκα…
– Καλά, την είδες σήμερα την Φουντουκλή; Η ρίζα της έχει ήδη βγει. Δεν
πρόλαβε, φαίνεται, η καημένη να πάει στο κομμωτήριο, πριν κλείσουν λόγω
κορωνοϊού. Μα καλά, δεν μπορεί να τα βάψει από μόνη της; Ντιπ άχρηστη!
Ο Ανέστης δεν άκουγε τι του έλεγε η Λούσυ, η φλυαρία της οποίας μπορούσε να
γίνει εύκολα ανυπόφορη. Αυτός άλλωστε πάλευε εδώ και μερικά λεπτά με το
πάπλωμα προσπαθώντας να ξεφορτωθεί από τη μια το λάπτοπ που του πλάκωνε το
στήθος και από την άλλη την περήφανη στύση του, η οποία είχε δεχτεί ύπουλο
πλήγμα αναγκάζοντάς τον να τερματίσει άδοξα την ηδονή που του χάρισε.
– Καλέ, με ακούς που σου μιλάω; Τι κάνεις εκεί; Γιατί κουνιέται έτσι η
κάμερα; Α! μη μου πεις ότι τον παίζεις πάλι; Σ’ έπιασα στα πράσα!
– Σκάσε, ρε ηλίθια!
– Θα σταματήσεις επιτέλους να κουνιέσαι; Με ζάλισες! Δε μου λες; Μήπως
μιλούσες με κάποιον άλλον και σας διέκοψα;
– Με ποιον, μωρή να μιλήσω; Λες κι έχω άλλον στον κόσμο εκτός από σένα;
– Μμμμμ! Αρχίσαμε πάλι το δακρύβρεχτο σενάριο, είμαι μόνος και
καταφρονεμένος. Δεν φταίει κανείς που είσαι μονόχνοτος και αντικοινωνικός.
Σήμερα, ας πούμε, γιατί έκλεισες την κάμερα την ώρα του μαθήματος;
– Δεν είχα καμία όρεξη να βλέπω τις κωλόφατσες των κάφρων συμμαθητών
μας και φυσικά ούτε να με βλέπουν αυτοί.
– Ναι, μωρέ, όλοι οι άλλοι είναι κάφροι, ενώ εσύ είσαι ο μόνος έξυπνος.
– Άντε, καλά. Κι εσύ κάτι λες.
– Και η Κατερίνα; Που σε συμπαθεί τόσο; Καλέ, τι λέω; Λιώνει για πάρτη σου.
– Λούσυ, άσε το δούλεμα.
– Τελικά πρέπει να κάνω λίγο στην άκρη. Αρκετή χαλάστρα σου κάνω, νομίζω.
– Ναι, για τόλμησε…
Σ ε λ ί δ α | 62
– Έτσι κι αλλιώς, έτσι όπως είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας, δεν πρόκειται
να δούμε χαρά στα σκέλια μας. Γαμώτο! Και πάνω που υποσχέθηκα στον εαυτό μου
ότι φέτος θα το κάνω.
– Με ποιον θα το έκανες, ρε; Αφού η μόνη αρσενική γάτα που σε πλησιάζει
είμαι εγώ.
– Αν θες να ξέρεις, χτες συνάντησα στις σκάλες τον φοιτητή που μένει από
κάτω μας και έκανε στην άκρη να περάσω. Μου χαμογέλασε κιόλας.
– Σε απέφυγε, ρε ηλίθια! Φοβήθηκε μην τον κολλήσεις με κορωνοϊό.
– Ναι, καλά… Δε θα βγούμε κάποια στιγμή από την καραντίνα; Θα σκάσεις
από
τη ζήλια σου που εγώ θα έχω κάνει σεξ κι εσύ θα είσαι ακόμα με το πουλί στο χέρι.
Στο άκουσμα της λέξης φοιτητής ο Ανέστης τσέκαρε το κινητό του. Καμία
ειδοποίηση στο facebook. Η Λούσυ το παρατήρησε.
– Μπα! Τι βλέπω; Έβαλες φωτογραφία με τη φάτσα σου στο προφίλ σου;
Επιτέλους! Μπας και ξεστραβωθεί κανένας και σου κάνει αίτημα φιλίας.
– Σ’ αρέσει;
– Ωραίος είσαι. Για περίμενε… Αυτή δεν είναι που βγάλαμε πέρσι στα γενέθλιά
σου; Εγώ πού είμαι; Μ’ έκοψες, ρε αρχίδι;
– Λες να έβαζα κι εσένα δίπλα μου; Πώς την είδες δηλαδή;
– Σε πειράζω, βρε! Κούκλος είσαι. Άντε να δούμε τώρα τι πουλιά θα πιάσεις.
Κυριολεκτώ, ε;
Από τότε που εκμυστηρεύθηκε στη Λούσυ το μεγάλο του μυστικό, δε σταματούσε
να τον πειράζει. Ο Ανέστης είχε επιλέξει το πάρτι για τα δέκατα έκτα γενέθλιά του
για να αποκαλύψει στη φίλη του τις ερωτικές του προτιμήσεις. Ποιο πάρτι δηλαδή,
αφού οι δυο τους ήταν πάλι. Η Λούσυ έδειξε υπερβολικό ενθουσιασμό με την
αποκάλυψη. Όχι ότι δεν το υποψιαζόταν ότι ο φίλος της ήταν γκέι. Τόσα χρόνια
κολλητοί και δεν της την είχε πέσει. Και δεν την έπειθαν οι δικαιολογίες ότι ήταν
φίλοι. Δεν απογοητεύτηκε όμως, αφού και η ίδια δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Ήθελε μόνο να πειραματιστεί πάνω σε αυτόν τον τομέα και το μόνο διαθέσιμο
πειραματόζωο ήταν ο Ανέστης. Μάλιστα, τον έπεισε να φιληθούν εκείνο το βράδυ,
αφού πρώτα είχαν καταναλώσει άφθονη ποσότητα μπίρας. Η άμεση αντίδραση του
Ανέστη ήταν ένας γενναιόδωρος εμετός, ευτυχώς πρόλαβε κι έτρεξε στη λεκάνη της
Σ ε λ ί δ α | 63
τουαλέτας χωρίς να λερώσει το πανάκριβο χαλί της μαμάς του. Η Λούσυ πάντως
αυτό δεν το εξέλαβε ως επακόλουθο του φιλιού.
– Α! δε σου είπα. Ξεκίνησα μια φοβερή σειρά στο Netflix. The end of the
fucking world. Φοβερή μιλάμε! Είναι δύο φίλοι, αγόρι και κορίτσι, λίγο psycho, σαν
εμάς ένα πράγμα, που το σκάνε από τα σπίτια τους και μπλέκουν σε απίθανες
καταστάσεις. Πάνε σ’ ένα μοτέλ και…
Η γνωστή φλυαρία της Λούσυ. Την είχε συνηθίσει πια, απλά από κάποια στιγμή κι
έπειτα έπαυε να την ακούει, την έβαζε στο αθόρυβο. Όχι πάντα. Όταν είχε άλλα στο
μυαλό του. Όπως τώρα.
– Λούσυ… έστειλα.
– Τι έστειλες;
– Αίτημα φιλίας;
– Σε ποιον;
Ο Ανέστης την κοιτούσε όλο νόημα μ’ ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τ’ αυτιά. Η
Λούσυ μπορούσε εύκολα να διακρίνει τον ενθουσιασμό του ακόμα και μέσα από
την άψυχη οθόνη του υπολογιστή που εμπόδιζε τη φυσική τους επαφή. Ο
αιφνιδιασμός από τη δήλωση του φίλου της κράτησε μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Η
Λούση τα έπιανε αμέσως κάτι τέτοια.
– Μη μου πεις; Πότε; Πώς;
Το πρόσωπό του έλαμπε ολόκληρο κάνοντας τις όποιες ατέλειες, όπως η μικρή
απόσταση που είχαν τα μάτια του μεταξύ τους ή τα υπερβολικά στενά του χείλια
και φυσικά τα αναπόφευκτα σπυράκια της εφηβείας, να σβήνουν μεμιάς. Η Λούσυ
δεν μπορούσε παρά να παρασυρθεί από τη χαρά του φίλου της. Η αλήθεια είναι ότι
δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοιες παράτολμες ενέργειες. Είσαι πολύ low profile, του
έλεγε, πρέπει να γίνεις πιο risky, να τολμάς. Έτσι, θα δείχνεις πιο γοητευτικός, πιο
μυστήριος. Να! σαν εμένα. Ειδικά στον ερωτικό τομέα ο Ανέστης δεν είχε να
επιδείξει σπουδαίες επιδόσεις. Όχι αδικαιολόγητα. Το να μεγαλώνει ένας έφηβος
σε μια μικρή επαρχιακή πόλη δεν είναι κι εύκολη υπόθεση, πόσο μάλλον όταν
συνειδητοποιεί ότι είναι ομοφυλόφιλος. Πάλι καλά που είχε δίπλα του τη Λούσυ
που τον ενθάρρυνε και τον στήριζε. Δεν είχε εκφραστεί ανοιχτά ποτέ για κανέναν
ούτε είχε αφήσει να εννοηθεί ότι γουστάρει κάποιον. Και όταν πριν δύο εβδομάδες
περίπου της είπε ότι γνώρισε ένα φοιτητή στο στούντιο όπου μαθαίνει ντραμς, δεν
Σ ε λ ί δ α | 64
έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Σιγά τώρα μην ασχοληθεί ο φοιτητής του Πολυτεχνείου
με τον μαθητή της Β΄Λυκείου.
Εδώ που τα λέμε, δεν είχε γίνει και καμιά σπουδαία γνωριμία. Ο φοιτητής είχε
μάθημα αμέσως μετά τον Ανέστη, στις οχτώμιση. Με το που τελείωνε το μάθημα,
περνούσε στο διπλανό δωματιάκι που το χώριζε από την αίθουσα διδασκαλίας μια
μεγάλη τζαμαρία και από κει έπαιρνε μάτι τον φοιτητή καθυστερώντας –όλως
τυχαίως– την αναχώρησή του. Παρατηρούσε τον τρόπο που κουνούσε τα μεγάλα
αδέξια χέρια του, τα μακριά του πόδια που προσπαθούσαν να βολευτούν ανάμεσα
στα τύμπανα, το μεγάλο του στόμα που αποκάλυπτε το κενό ανάμεσα στα
μπροστινά του δόντια και κυρίως τα μακριά σγουρά μαλλιά που έπεφταν μπροστά
στα μάτια του και ενοχλούσαν το οπτικό του πεδίο. Δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα,
μόνο ένα χαμόγελο την ώρα που ο ένας έπαιρνε τη θέση του άλλου στο μικρό
σκαμπό μπροστά στο σετ. Ώσπου, ο δάσκαλος, σαν να διάβασε τη σκέψη του
μικρού μαθητή του, πήρε την πρωτοβουλία και τους σύστησε. Το πρώτο βήμα έγινε.
Για το επόμενο έπρεπε να αναλάβει ο ίδιος δράση.
– Και; Το έκανε δεκτό;
– Όχι ακόμα. Περιμένω.
Η Λούσυ διέκρινε την αγωνία στα μάτια του φίλου της. Για την ακρίβεια δεν ήταν
τόσο αγωνία. Πιο πολύ περιέργεια για το τι θα συμβεί και ανυπομονησία για την
πιθανή ευτυχή ή μη έκβαση των πραγμάτων. Δεν είχε και πολλή σημασία. Ούτως ή
άλλως, ο Ανέστης είχε καταφέρει κάτι πολύ σπουδαίο, κάτι που μόνο περήφανο
έπρεπε να τον κάνει και να μην τον καταβάλλει το άγχος και η αγωνία.
– Τι ώρα το έστειλες;
– Πριν λίγο.
– Α, εντάξει. Νωρίς είναι. Δεν ξέρεις ότι οι φοιτητές κοιμούνται τέτοια ώρα;
Κατά το απογευματάκι να περιμένεις.
– Κι άμα έχει γκόμενα;
– Κοίτα, το πιο πιθανό είναι να έχει και μάλιστα αυτή τη στιγμή να κοιμάται
δίπλα της μετά από ένα ολονύκτιο πήδημα. Αλλά τι σε νοιάζει; Δεν του ζήτησες να
τον πιάσεις γκόμενο, φίλοι τού ζήτησες να γίνετε. Ποιο το κακό;
Είχε δίκιο η Λούσυ. Δεν υπήρχε κανένα κακό στην κίνησή του. Γιατί όμως αυτός
φοβόταν ότι ο έμπειρος φοιτητής θα καταλάβαινε τις προθέσεις του; Ή μήπως τις
Σ ε λ ί δ α | 65
έχει καταλάβει ήδη; Δεν έχει δει άραγε που τρέμει ολόκληρος, όταν συναντιούνται
στο στούντιο; Πώς τον τρώει με τα μάτια του την ώρα που παίζει; Πως μπέρδεψε τα
λόγια του όταν συστήθηκαν και αντί να πει ότι είναι μαθητής είπε φοιτητής κι
έσκασε στα γέλια ο δάσκαλός του; Κι αν τον κάνει βούκινο σε όλο το στούντιο, σε
όλο το σχολείο, σε όλη την πόλη;
– Ωχ! έκανε ο Ανέστης.
Τον παραλογισμό του διέκοψε η ειδοποίηση που εμφανίστηκε στο προφίλ του. Ο
Ανδρέας Παπακώστας αποδέχτηκε το αίτημα φιλίας σας.
– Τι έπαθες;
– Έλα, σε κλείνω… τα λέμε μετά.
Γίναμε φίλοι! Γίναμε φίλοι! Ο Ανέστης δεν το πίστευε. Σηκώθηκε αμέσως απ’ το
κρεβάτι του και άρχισε να περπατάει πέρα-δώθε. Δεν τον χωρούσε το δωμάτιό του,
ένιωθε ότι πνιγόταν, ήθελε να φωνάξει από χαρά. Τόσα συναισθήματα μαζεμένα
πώς να τα ελέγξει; Άνοιξε το παράθυρο και πήρε βαθιές ανάσες. Ήλπιζε ότι το
δροσερό αεράκι θα του καθάριζε το μυαλό. Και τώρα τι κάνω; Να περιμένει μέχρι
την επόμενη συνάντηση. Και πότε θα είναι αυτή; Με τα αυστηρά περιοριστικά
μέτρα που επιβλήθηκαν είναι πολύ πιθανό να μη ξαναγίνουν μαθήματα. Δηλαδή δε
θα τον ξαναδώ; Χωρίς να το σκεφτεί άλλο, άρπαξε το κινητό και μπήκε στο
Messenger.
– Γεια χαρά! Πώς είσαι;
Γεια χαρά, πώς είσαι; Κάτι καλύτερο δεν μπορούσε να βρει να στείλει; Και τι να
έστελνε; Ούτε κάτι πολύ φιλικό αλλά ούτε και εντελώς ουδέτερο. Κάτι τυπικό αλλά
και χιουμοριστικό και κάπως πνευματώδες. Να αφήνει κι ένα υπονοούμενο.
Ηρέμησε, Ανέστη!
– Πώς πάει, φίλε; Εγώ δεν την παλεύω. Τόσες μέρες μέσα έχω λαλήσει.
– Δεν έχετε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο;
Τι βλάκας! Εννοείται πως δεν έχουν.
– … Τηλεμαθήματα εννοώ.
– Ντάξει, κάνουμε κι απ’ αυτά. Εσείς;
– Κι εμείς κάνουμε, αλλά χαλαρά.
– Άσε, φίλε, μεγάλη πίκρα. Ούτε έναν καφέ να πιεις έξω στον ήλιο, ούτε ένα
μπασκετάκι να παίξεις. Ευτυχώς έχω το σετ και ξεδίνω.
Σ ε λ ί δ α | 66
2η Τιμητική Διάκριση
Μαρία Νικολούδη
Ανατροπές
Το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση. Ήταν τόσοι πολλοί μέσα, που ακόμα και όταν
άνοιξε τις πόρτες του και μερικοί σαρδελοποιημένοι κατέβηκαν, δεν μπορούσες να
φανταστείς ότι όσοι περίμεναν θα μπορούσαν να επιβιβαστούν. Παρόλα αυτά,
σπρώχνοντας, άρχισαν να ανεβαίνουν όσοι περίμεναν στη στάση. Η Αλίνα κοίταξε το ρολόι
της, είχε ήδη καθυστερήσει, πήρε μια βαθιά ανάσα και χώθηκε και αυτή στο τσούρμο που
ανέβαινε.
Το αυτοκίνητο της, ενός έτους πανάκριβο αυτοκίνητο, σήμερα αποφάσισε να μην
πάρει μπροστά και διάλεξε και τη μέρα που είχαν απεργία οι ταξιτζήδες. Η μοναδική
επιλογή που είχε για να πάει στη δουλεία της, ήταν να πάρει το λεωφορείο. Με το ένα
χέρι ψηλά να πιάνει τη χειρολαβή, προσπαθούσε να σταθεροποιηθεί. Της ήρθε να κλείσει
τη μύτη της από τη μασχαλίλα που αναδυόταν από τόσα σηκωμένα χέρια. Με το χέρι που
κρεμόταν η τσάντα της, σήκωσε το σακάκι της και έβαλε όσο πιο κοντά γινόταν τη μύτη
της, για να εισπνέει όσο το δυνατόν το άρωμά της. Και το χέρι που κρατιόταν από τη
χειρολαβή να ελευθέρωνε πού θα πήγαινε; Να πέσει ούτε λόγος, θα ακούμπαγε
περισσότερο σε κάποιον από τους συνεπιβάτες της. Η σκέψη την ανακάτεψε ή η
μασχαλίλα; Δεν ήταν σίγουρη.
Αφού, εν τέλει, κατάφερε να υπομείνει το μισάωρο της διαδρομής, κατέβηκε
κακήν κακώς και ορκίστηκε στον εαυτό της να μην ξαναμπεί σε λεωφορείο. Η εμφάνισή
της, παρά την ταλαιπωρία, παρέμεινε αψεγάδιαστη, από το σινιόν που συγκρατούσε τα
κατάξανθα μαλλιά της δεν ξέφευγε ούτε τρίχα, τα πανάκριβα ρούχα της ήταν ατσαλάκωτα
και ο αέρας που απέπνεε σε προϊδέαζε, πως πρόκειται, για ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη
γυναίκα.
Σ ε λ ί δ α | 68
Μπήκε μέσα στο γραφείο που είχε ταμπέλα «Διευθύνων σύμβουλος». Ο Παύλος
μιλούσε στο τηλέφωνο. Έσκυψε και τον φίλησε φευγαλέα στα χείλη. Όταν κατάλαβε πως
η συνομιλία δεν θα τελείωνε σύντομα, του χαμογέλασε και έφυγε για το γραφείο της.
Οι ματιές του υπόλοιπου προσωπικού είχαν γίνει πολύ επιφυλακτικές, έως και
εχθρικές. Τους είχε ακούσει να την λένε «σκρόφα».
Άκουσε το κινητό της να χτυπάει, στην οθόνη αναγραφόταν ένας άγνωστος
αριθμός «Ναι» απάντησε. Δεν άκουσε τίποτα.
Πάνω που ετοιμαζόταν να το κλείσει ακούει «Κα κα κα κα κα καλημέρα σας».
Ωραία! Τώρα της έκαναν και πλάκα.
«Το το το το πο πορτοφόλι σας» συνέχισε η φωνή.
«Ρε άι σιχτίρ» απάντησε αγριεμένα και διέκοψε την κλήση.
Πέταξε το κινητό με δύναμη πάνω στο γραφείο της. Τα νεύρα της είχαν αρχίσει να
τεντώνονται, άρχισε να παίρνει βαθιές εισπνοές και να μετράει. Πριν τελειώσει η δεύτερη
εκπνοή πετάχτηκε όρθια, πήγε στο ντουλάπι που έβαζε την τσάντα της και την άνοιξε. Δεν
έβλεπε πουθενά το πορτοφόλι της. Έπιασε την τσάντα και μέσα στον πανικό της την
αναποδογύρισε πάνω στο γραφείο της. Χίλια δύο πράγματα ξεχύθηκαν, αλλά το
πορτοφόλι της ήταν άφαντο. Στη σκέψη πως είχε μέσα ένα σωρό κάρτες, της κόπηκαν τα
πόδια. Βούτηξε το κινητό της και κάλεσε τον τελευταίο αριθμό. Με το που κατάλαβε πως
κάποιος απάντησε στην κλήση της άρχισε απολογητικά «Χίλια συγνώμη» πήγε να πει που
σας έβρισα, αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε, «που ήμουν τόσο αγενής» είπε τελικά,
«νόμιζα πως κάποιος μου έκανε πλάκα. Έχετε βρει το πορτοφόλι μου;»
«Το το το το βρη βρηκα ε ε ε έξω από την πόρτα μου, και και και πα πα πάνω που
που ε ε ε ετοιμαζόμουν να να να το πάω στην α α α α αστυνομία είδα το σημείωμά σας με
το κι κι κι κινητό σας».
«Σας παρακαλώ πολύ, μπορείτε να μου στείλετε τη διεύθυνσή σας σε μήνυμα, να
περάσω το απογευματάκι να το πάρω;» Αν περίμενε να της πει τη διεύθυνσή του θα
ξημερώνονταν, «και θα ήθελα να ανοίξετε το πορτοφόλι και να μου πείτε αν έχει μέσα 7
κάρτες τραπεζών, αλλιώς να τις ακυρώσω».
Μετά από λίγη καθυστέρηση τον άκουσε να λέει «Ε ε ε ε έχει. Λε λε λε λεφτά δεν
έχει»
Σ ε λ ί δ α | 69
«Καλά, αυτό το περίμενα, αλλά τουλάχιστον δεν θα μπω σε άλλη ταλαιπωρία. Σας
παρακαλώ, στείλετε μου τη διεύθυνσή σας και θα περάσω κατά τις 5:00 και πάλι χίλια
ευχαριστώ».
«Κα κα κα κα καλά» απάντησε και η συνομιλία έλαβε τέλος.
Μετά από ένα λεπτό της ήρθε το μήνυμα με τη διεύθυνση. Ευτυχώς, στα δάχτυλα
ήταν γρήγορος. Πήρε στο εσωτερικό τηλέφωνο την Άννα, που έμενε στην ίδια περιοχή με
τον Άρη, έτσι τον έλεγαν σύμφωνα με το μήνυμα που της έστειλε και της ζήτησε να την
πάρει μαζί της όταν θα έφευγε. Μετά έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά που είχε μείνει
πίσω με όλα τα πρωινά συμβάντα.
Πότε πέρασε η ώρα ούτε που το κατάλαβε. Στις 4:00 περίπου είδε στο εσωτερικό
να την καλεί ο Παύλος. «Έλα αγάπη μου!»
«Μπορείς να έρθεις στο γραφείο μου;»
«Σε δύο λεπτά είμαι εκεί» απάντησε η Αλίνα.
Χτύπησε την πόρτα και μπήκε χαμογελαστή. Ο Παύλος καθόταν στο γραφείο του
στριφνός. «Τί έγινε αγάπη μου, γιατί έχεις αυτά τα μούτρα; Πόσα καράβια σου, έπεσαν
έξω;» των ρώτησε πειραχτικά.
«Έμαθε για εμάς η γυναίκα μου» της είπε ο Παύλος μελοδραματικά.
Η Αλίνα στο άκουσμα της πρότασή του ξεφύσηξε «Καιρός ήταν να το μάθει, αφού
εσύ τόσο καιρό δεν το έπαιρνες απόφαση να της το πεις. Έστω κι έτσι θα μπορέσουμε να
κάνουμε μαζί όσα σχεδιάζαμε, να και ένα ευχάριστο νέο σήμερα». Τον κοίταξε που
καθόταν ακόμα σκυθρωπός.
Ο Παύλος δεν φαινόταν να συμμερίζεται την χαρά της. Έβηξε καθάρισε το λαιμό
του και είπε «Η γυναίκα μου έχει το 51 % της εταιρείας, μου ζήτησε να σε απολύσω, όπως
καταλαβαίνεις δεν υπάρχει κάποια άλλη λύση».
Η Αλίνα τον κοίταξε συγχυσμένη «δε μπορεί να μιλάς σοβαρά…»
«Μην το κάνεις πιο δύσκολο, έχω φροντίσει να πάρεις πολύ καλή αποζημίωση,
παρόλο που η γυναίκα μου επέμενε να μην πάρεις τίποτα».
Έτσι όπως της το έλεγε έπρεπε να του πει και ευχαριστώ. Τον κοίταξε σαν να τον
έβλεπε πρώτη φορά.
Η Αλίνα προσπάθησε να περισώσει όσο μπορούσε την αξιοπρέπειά της. Έμεινε
ανέκφραστη και τον κοίταξε, μετά γύρισε και έφτασε ως την πόρτα, δεν κρατήθηκε,
έστρεψε το κεφάλι της και του είπε δυνατά «η αλήθεια είναι ότι είσαι πολύ
Σ ε λ ί δ α | 70
Η διεύθυνση που της είχε δώσει ο Άρης την οδήγησε σε μια πανέμορφη
μονοκατοικία. Η σκέψη πως αυτός την είχε κλέψει και περίμενε να πάρει και εύρετρα
ξεθώριασε στο μυαλό της. Χτύπησε το κουδούνι, η πόρτα της εισόδου άνοιξε και
εμφανίστηκε ένα περίεργος τύπος. Φορούσε μια πράσινη ζακέτα και ένα φουλάρι κίτρινο
με μπλε. Τα μαλλιά του ήταν μακριά μέχρι τους ώμους. «Πε πε πε περάστε».
Η Αλίνα προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού και η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν
πως για να ολοκληρωθεί αυτή η τέλεια ημέρα, ο παράξενος οικοδεσπότης θα την βίαζε,
θα την σκότωνε και μετά θα την έκανε κομματάκια και θα την έβαζε σε πλαστικές
σακούλες.
Φευγαλέα, της πέρασε από το μυαλό, πως ο οικοδεσπότης είναι gay. Και ήταν
σίγουρη, γιατί αυτός, παραδόξως, δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Τουναντίον.
Συνέχισε να βαδίζει προς το εσωτερικό του σπιτικού. Τα έπιπλα ήταν ελάχιστα και
ο χώρος τεράστιος. Όχι από έλλειψη επίπλων αλλά από άποψη, για αυτό ήταν σίγουρη.
Μια εντελώς μίνιμαλ διακόσμηση. Ένας καναπές σε σκούρο καφέ, μια πολυθρόνα μπεζ
και ένα τραπεζάκι, τίποτα άλλο.
Πάνω στο τραπεζάκι είχε το πορτοφόλι της. Το πήρε στα χέρια της. «Σας ευχαριστώ
πολύ, τι σας οφείλω;»
Ο Άρης δεν φάνηκε να περίμενε την ερώτηση. Την κοίταξε ερωτηματικά;
«Για το πορτοφόλι» εξήγησε η Αλίνα.
«Τι τι τι τι τίποτα, α α α αλλοίμονο, θε θε θέλετε ένα ποτό;»
Η Αλίνα δεν έπινε, αλλά αυτή η πρόταση, στην παρούσα κατάσταση, της φάνηκε
πολύ δελεαστική «Ευχαρίστως».
Ο Άρης εξαφανίστηκε σε μία πόρτα. Ο Άρης από τον Άρη, σκέφτηκε η Αλίνα και
γέλασε μόνη της, καθώς καθόταν στον καναπέ. Επέστρεψε με ένα κρυστάλλινο κολονάτο
Σ ε λ ί δ α | 71
ποτήρι με μπράντι. Η Αλίνα, αφού το σήκωσε ψηλά, ως ένδειξη πως έπινε στην υγειά του
οικοδεσπότη, στη συνέχεια το έφερε στα χείλι της και το κατέβασε μονορούφι.
Ο Άρης δεν της το είχε. Φαινόταν πολύ καθωσπρέπει, γεμάτη με στεγανά, αλλά
φυσικά, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου και η ζωή του.
Η Αλίνα κατακάηκε από το σκουρόχρωμο υγρό. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Δεν
συνηθίζω να πίνω» είπε στον Άρη απολογητικά «αλλά με πετύχατε σε πολύ δύσκολη
μέρα».
Ο Άρης εξαφανίστηκε για ένα λεπτό και επέστρεψε με το μπουκάλι. Της το έδειξε
σαν βουβή ερώτηση για να ξαναγεμίσει το ποτήρι της. Απέφευγε τα λόγια.
«Ναι σας παρακαλώ». Μετά το πρώτο σοκ του οργανισμού, ένιωσε να λύνετε.
Και το δεύτερο το κατέβασε εν ριπή οφθαλμού. Τώρα ένιωθε πολύ καλύτερα.
Ο Άρης είχε κάτσει στην πολυθρόνα και την παρακολουθούσε.
«Αν έπρεπε να διαλέξετε πώς θα σας έβλεπαν οι άλλοι, ως πρόβατο ή ως γεράκι,
τί θα επιλέγατε;» ρώτησε η Αλίνα απροσδόκητα.
Ο Άρης φάνηκε να το σκέφτετε «ω ω ω ω ως σκύλος» είπε τελικά.
Η Αλίνα προβληματίστηκε από την απάντηση. «Α, αυτή την επιλογή δεν σας την
έδωσα» και συνέχισε με πικρία «αλλά το χειρότερο είναι, ότι δεν την έδωσα ούτε στον
εαυτό μου».
Ο Άρης δεν κατάλαβε τί ήθελε να πει, αλλά ούτε και ρώτησε.
Η Αλίνα πήρε το μπουκάλι και ξαναγέμισε το ποτήρι της. «Σήμερα με απολύσανε»
είπε και ξαναστράγγισε το ποτήρι. Ο Άρης που αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να την
αφήσει να πίνει, αποφάσισε, μετά την τελευταία εκμυστήρευση, να την αφήσει ελεύθερη.
Δεν είναι λίγο να χάνεις τη δουλεία σου στις μέρες μας. Βέβαια, δεν μπορούσε να
φανταστεί πως θα κατέληγε.
Ο Άρης καθόταν στην πολυθρόνα και κοιτούσε ήρεμα και υπομονετικά την Αλίνα.
Όπως είχε σταυρώσει τα πόδια του φτανόντουσαν οι κόκκινες κάλτσες του. Εικοσιτέσσερις
ώρες πριν, θα τον είχε χλευάσει για την ομιλία του, για τον εμφανή προσανατολισμό του,
για το ντύσιμό του, για την ανεκτική συμπεριφορά του. Τώρα όμως, της έβγαζε κάτι
διαφορετικό. Τι να έφταιγε; Τα σημερινά συμβάντα ή το ποτό;
«Είχα σχέση με το αφεντικό μου» ξεφούρνησε και περίμενε αντιδράσεις.
Ο Άρης την κοίταζε χωρίς να την κρίνει. Αυτό της έδωσε θάρρος να συνεχίσει.
Μίλαγε και έπινε, έπινε και μίλαγε. Τα λεπτά έγιναν ώρες. Όσα δεν είχε ξεστομίσει ποτέ
Σ ε λ ί δ α | 72
στη ζωή της, έφραζαν το λαιμό της και ζητούσαν διέξοδο. Ξεπήδαγαν άναρχα και χωρίς
συνοχή. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να τα σταματήσει.
Ξεκίνησε με τα πιο πρόσφατα. Μίλησε για τον Παύλο, μίλησε για τη δουλεία της,
μίλησε για τους συναδέλφους της. Του αποκάλυψε πως την αποκαλούσαν «σκρόφα» και
πως μέχρι εχθές το φχαριστιόταν κιόλας. Μετά, έπιασε παλιότερες αμαρτίες. Του μίλησε
για τη σχέση που είχε κάνει με έναν καθηγητή της στο πανεπιστήμιο. Κι αυτός
παντρεμένος. Για το κουταλάκι που είχε κλέψει σε μία χοροεσπερίδα. Του μίλησε για την
υπερβολική και σπαστική μάνα της, που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να την
παντρέψει. Θυμήθηκε τη μοναδική της φίλη την Μαρία, που δεν πήγε στο γάμο της για να
τελειώσει ένα πρότζεκτ. Έκτοτε δεν την ξαναείδε. Μίλησε, μίλησε, μίλησε... Ότι μπορούσε
να θυμηθεί από το κακό παρελθόν της, το είπε χωρίς καμία αναστολή.
Όταν το μπουκάλι στέρεψε, στέρεψαν και οι λέξεις. Έγειρε το κεφάλι της στον
καναπέ και παρέμεινε ακούνητη. Ο Άρης βόλεψε το κεφάλι της σε ένα μαξιλάρι και την
σκέπασε με μια κουβέρτα.
αναμαλλιασμένο λουκ της όμως δεν έπιανε τίποτα μπροστά στο φοβιστικό πρόσωπό της.
Τα μάτια της ήταν κατάμαυρα. Το χθεσινό μακιγιάζ είχε απλωθεί παντού στο πρόσωπο
της. Σαπουνίστηκε, χτενίστηκε και επέστρεψε στο δωμάτιο. Έτσι ταλαιπωρημένη και
άβαφη, έμοιαζε μικρή και άβγαλτη.
Την ίδια στιγμή χτύπησε το κινητό της. Κοίταξε την οθόνη. Η μάνα της. Είχε τρεις
αναπάντητες. Αν είχε καλέσει στο σπίτι, θα είχε ανησυχήσει. «Έλα μαμά» απάντησε, «όχι
δεν κοιμήθηκα σπίτι, κοιμήθηκα σε έναν φίλο». Τί να έλεγε ότι κοιμήθηκε σε έναν ξένο;
«Θα σε πάρω πιο μετά» και έκλεισε. Φανταζόταν τη μάνα της να χοροπηδάει από τη χαρά
της. Το κατάλαβε από τον τόνο της φωνής της. Το απόγευμα θα της έλεγε να διαλέξουν
μπομπονιέρες. Βέβαια, αν έβλεπε τον Άρη θα της έμενε η χαρά στα δόντια, αλλά δεν τον
έβλεπε. Σήμερα οι επιλογές του ήταν πιο εξτρίμ. Είχε βάλει όλα τα χρώματα πάνω του. Δεν
είχε ξαναδεί πιο παρδαλό ντύσιμο στη ζωή της. Της ίδιας όμως, ίσως και λόγω της χτεσινής
βραδιάς, της σηματοδοτούσε μια ελευθερία, που ήταν άγνωστη για αυτή. Άγνωστη αλλά
απελευθερωτική.
«Δεν ξέρω τι να πω» τον κοίταξε αβέβαια «Τα είπα όλα το βράδυ» είπε τελικά.
«Ο ο ο όλοι έ ε ε έχουμε άσχημες στιγμές. Χαί χαι χαι χαίρομαι που φάνηκα
χρήσιμος».
«Εκτός από όλα αυτά που είπα το βράδυ, υπάρχει και μια άλλη πλευρά του εαυτού
μου που είναι καλή, το ξέρω ότι είσαστε ένας ξένος και πως δεν σας νοιάζει, αλλά νιώθω
την ανάγκη να υπερασπιστώ κάπως τον εαυτό μου» ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα,
«πρέπει να φύγω, ώστε να μη χρειαστεί να με πετάξετε έξω με τις κλωτσιές, αρκετά
καταχράστηκα το χρόνο σας». Έσκυψε πήρε το πορτοφόλι της και το πέταξε στην τσάντα
της. Κοντοστάθηκε «Θα μπορούσατε να μου δανείσετε 10 ευρώ για το ταξί; Σας υπόσχομαι
ότι θα σας τα επιστρέψω».
Ο Άρης έβγαλε από την τσέπη του 10 ευρώ και της τα έδωσε.
«Σας ευχαριστώ πολύ» είπε και σε κλάσματα δευτερολέπτου εξαφανίστηκε.
Δυο μέρες μετά έστειλε μήνυμα τον Άρη: «Θα μπορούσα να περάσω σήμερα όποια
ώρα σας βολεύει να σας δώσω τα χρήματά σας;»
Ο Άρης απάντησε: «Θα προτιμούσα να σας κάνω το τραπέζι στο ziz, έχω μια
επαγγελματική πρόταση να σας κάνω».
Σ ε λ ί δ α | 74
Η Αλίνα παραξενεύτηκε, το ziz ήταν πανάκριβο, ο Άρης δεν της είχε δώσει την
εντύπωση ότι δούλευε, αλλά πάλι φαινόταν ότι διαθέτει κάποια οικονομική επιφάνεια.
Παλιότερα, θα ντρεπόταν να εμφανιστεί δημόσια με κάποιον τόσο διαφορετικό και
αλλόκοτο όπως ο Άρης, τώρα όμως είχε αρχίσει να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά «στις
8 θα είμαι εκεί» απάντησε στο μήνυμα.
πολλά μαθήματα τον τελευταίο καιρό. Και μάλιστα ιδιαίτερα χρήσιμα. «Τώρα είμαστε
πάτσι» αποκρίθηκε.
Εκείνη την ώρα άκουσε πάνω από το κεφάλι της «κ. Αρμή, χαίρομαι τόσο που
βρίσκεστε εδώ!» Η Αλίνα σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρισε τον Παύλο.
«Αλίνα...» είπε κάπως μαγκωμένα «Δεν ήξερα ότι γνωρίζεις τον «Αρμή»
προσωπικά» συνέχισε με δέος ο Παύλος.
«Αρμής», ρε το μπαγάσα. Τί να μου πει το «Σταθόπουλος»; Μα καλά να μην τον
αναγνωρίσω… σκεφτόταν η Αλίνα.
Ο Παύλος πήρε ένα δουλικό ύφος και άρχισε να γλύφει τον Άρη. Η Αλίνα τον
κοιτούσε παραξενεμένη και απορούσε τί του βρήκε. «Ξέρετε με την Αλίνα είμαστε πολύ
φίλοι» τον άκουσε να λέει.
Ο Άρης την κοίταξε αντιλαμβανόμενος ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. «Άρη από δω
ο Παύλος» έκανε τις συστάσεις τελικά.
Ο Παύλος περίμενε εναγωνίως την προσοχή του Άρη. «Ο ο ο μικροτσούτσουνος;»
άκουσε τον Άρη να λέει. Ο Παύλος πνίγηκε και άρχισε να βήχει, απομακρύνθηκε κακήν
κακώς και εξαφανίστηκε.
«Άρη είσαι καταπληκτικός!» Η Αλίνα σηκώθηκε και του έδωσε ένα φιλί στο
μάγουλο «Αρη είσαι μοναδικός! Νιώθω πολύ τυχερή που σε γνώρισα».
«Τιμή μου».
Η ημέρα που θεωρούσε χειρότερη στη ζωή της, ήταν το ξεκίνημα μιας νέας ζωής.
Άλλη φορά, δεν θα βιαζόταν να κρίνει ανθρώπους και καταστάσεις. Τελικά οι ανατροπές
μπορεί να μας επιφυλάσσουν ευχάριστες εκπλήξεις.
Σ ε λ ί δ α | 76
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 77
Αντώνιος Ευθυμίου
Γνωρίζει καλά πως δε ζει σε μια κοινωνία αγγέλων. Αλλά, τι κοινωνία είναι
αυτή που μαντρώνει τα πρόβατα και λευτερώνει τα θηρία; Γιατί είναι όλοι επιβάτες
στο ίδιο τρένο, θύτες και θύματα; Πώς κατάντησε έτσι το σπίτι της, από ναός αγνού
έρωτα σε τεκέ δόλιων αισθημάτων; Όλες αυτές οι σκέψεις τριβελίζουν το μυαλό της
κάθε φορά που επιστρέφει απ’ τη δουλειά της. Στιγμές στιγμές αισθάνεται άοπλη,
ανυπεράσπιστη και καταδικασμένη. Νιώθει έρμαιο μιας διττής πραγματικότητας·
αυτής που ζει κι εκείνης που θα έπρεπε να ζει. Αισθάνεται πως η μέρα ξεψυχά στις
καταπληγιασμένες χούφτες της. Ασφαλώς, είναι μια γυναίκα με ιώβειο υπομονή κι
αυτή είναι η αχίλλειος πτέρνα της.
Ο οξύς ήχος απ’ το κουδούνι τράνταξε το νευρικό της σύστημα. Ο σύζυγός της
φαίνεται πως ξέχασε πάλι τα κλειδιά του. Το τελευταίο διάστημα είναι υπέρ το δέον
αφηρημένος κι αυτό την έχει βάλει σε υποψίες. Κάποιοι επιστήμονες υποστηρίζουν
πως η αφηρημάδα είναι δείγμα υψηλής ευφυΐας. Όμως, στην περίπτωσή του, είναι
απλά δείγμα απιστίας. Εργάζεται ως οδηγός σε μια πολύ μεγάλη μεταφορική
εταιρεία και συνήθως επιστρέφει σπίτι αργά το βράδυ. Σήμερα, για κακή της τύχη,
γύρισε πολύ νωρίς και βρήκε άστρωτο το τραπέζι. Πού να προλάβει η δύσμοιρη να
μαγειρέψει και τώρα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες. Αυτό το δυσβάσταχτο
«πρέπει» που έχει επιβάλει η ωμή ρουτίνα.
Σ ε λ ί δ α | 78
Αρχικά, την βομβάρδισε με απειλές, κατάρες και βρισιές. Έπειτα, την άρπαξε
από το μπράτσο σα σφαχτάρι και την φίλησε με βαναυσότητα. Δεν ένιωσε καθόλου
πάθος, μονάχα φαρμάκι ν’ αργοκυλάει στα ροδαλά χείλη της. Τα χνότα του
βρωμοκοπούσαν οργή και μοχθηρότητα. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει σαν άλικα
ρουμπίνια κι οι φλέβες του πετάχτηκαν σα σάρκινα ρυάκια. Ήξερε πολύ καλά τι θα
επακολουθούσε. Την πέταξε άτσαλα στον καναπέ κι άρχισε να την χτυπάει. Πρώτα
στα χλομά της μάγουλα κι ύστερα σε όλο της το κορμί. Την έδερνε αλύπητα σα να
ήταν σάκος του μποξ. Τα συνεχόμενα ραπίσματα ηχούσαν όπως οι κλαγγές του
πολέμου, συνθέτοντας το ρέκβιεμ της θλίψης. Εκείνη δεν αντέδρασε. Άφησε μόνο
ένα δάκρυ να μουλιάσει το αλαβάστρινο δέρμα της. Έμοιαζε με εικόνα Παναγιάς που
έκλαιγε για την κατάντια της ανθρωπότητας.
Σηκώθηκε από τον καναπέ τρεκλίζοντας και με τις λιγοστές δυνάμεις που της
απέμειναν κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο. Άνοιξε βιαστικά το συρτάρι του
κομοδίνου, πήρε έναν μαύρο μαρκαδόρο και ζωγράφισε μια μαύρη κηλίδα στην
αριστερή παλάμη της. Κατόπιν έβγαλε μια φωτογραφία με το κινητό της και την
ανέβασε στο διαδίκτυο. Προσδοκούσε αρκετό καιρό τη λύτρωση, σα φυλακισμένο
αγρίμι. Τα ψέματα είναι το άυλο σάβανο όσων φοβούνται να πεθάνουν για την
αλήθεια, μα εκείνη -έστω και μ’ έναν παράδοξο τρόπο- αποκάλυψε τελικά το ένοχο
μυστικό που κυοφορούσε βαθιά μες στην ψυχή της. Όλα αυτά τα χρόνια τα σπλάχνα
Σ ε λ ί δ α | 79
της πυορροούσαν, θαρρείς και μαβιά γεράνια φύτρωναν στα φυλλοκάρδια της. Η
έμφυλη βία έχει πολλά πρόσωπα και αποχρώσεις· λεκτική, ψυχολογική, σωματική,
σεξουαλική. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι πάντα το ίδιο: η μόνιμη βλάβη όσων την
υφίστανται.
Μετά από λίγη ώρα, ακούστηκε το κουδούνι. Αυτή τη φορά ήχησε σαν
πρελούδιο αγαλλίασης στα αυτιά της. Μάλλον, κάποιος φίλος της είδε τη
φωτογραφία με τη μαύρη κηλίδα και κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Κοίταξε τον
άντρα της κατάματα για τελευταία φορά, μήπως ανακαλύψει κάποιο ψήγμα
μεταμέλειας στο βλοσυρό του βλέμμα. Δυστυχώς, οι τύψεις είναι κάτι λιλιπούτειες
σκιές που για να τις προσέξει κανείς, πρέπει πρώτα ν' αγνοήσει τη δική του γιγάντια
σκιά. Σίγουρα δεν τον απεχθάνεται, επειδή πιστεύει ακράδαντα πως κάθε άνθρωπος
σέρνει στις πλάτες του έναν απάνθρωπο εαυτό κι ότι ο φόβος είναι ένας δυνάστης
που καθυποτάσσει τις ανθρώπινες αντιστάσεις. Όμως, τον λυπάται λίγο, αφού ήταν
τόσο ανόητος που δεν κατάλαβε πως η κατανόηση κι ο αλληλοσεβασμός είναι η
πεμπτουσία της αγάπης.
Ακούμπησε το αριστερό της χέρι στο στήθος της κι ένιωσε τη μαύρη κηλίδα
να επουλώνει μία μία τις πληγές της, σα βάλσαμο. Επιτέλους, μπορούσε ν’ ανασάνει
το οξυγόνο της ελευθερίας και ν’ αποδράσει απ’ τα δεσμά της. Οι εφιάλτες
διαλύθηκαν μεμιάς κι η γυάλα έσπασε, έχοντας για όπλο όχι την κηλίδα, αλλά τη
φωνή της. Γιατί η φωνή ακόμα κι όταν δεν έχει ήχο, προκαλεί αντάρα.
Σ ε λ ί δ α | 80
Κασσάνδρα Αλογοσκούφι
Η ΓΛΑΥΚΑ
Τετάρτη 4.08.2020
Ένα ενθύμιο ήρθε στα χέρια μου. Ήταν ένα μενταγιόν που άνοιγε σαν αχιβάδα
και κρεμόταν απ’ τη χρυσή αλυσίδα. Μέσα αντί για υγρό μαλάκιο ή ασημένια πέρλα,
έβρισκες μια φωτογραφία κομμένη με ψαλιδάκι ίσα που να την χωράει στο
στρογγυλό πλαίσιό της. Μέσα στη φωτογραφία ένας άντρας και μια γυναίκα -η
Γλαύκα και ο Βαγγέλης- χαμογελαστοί. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Πίσω αχνοφαίνεται
ένα τμήμα από τα κάστρα της Θεσσαλονίκης που σχηματίζουν οχυρό. Πάνω στο
οχυρό ένα παράθυρο κενό, αποκαλύπτει ξανά ένα μικρό κομμάτι του ουρανού που
κρύβει το κάστρο.
Ο τοίχος ήταν σαν παραπέτασμα στη μνήμη. Νόμιζες ότι ήξερες καλά τον
εαυτό σου, αλλά ξαφνικά ορθωνόταν αυτό το κτίσμα και σου έσβηνε γεγονότα και
θάματα, αφήνοντας μόνο εντυπώσεις και ερείπια αναμνήσεων που συνήθως
επανέρχονταν στον άνθρωπο κατακερματισμένες, τμηματικές και γεμάτες
παραμορφώσεις.
Υπήρχε λοιπόν αυτός ο τοίχος της λησμονιάς, της αμνησίας και της
αδιαφορίας, που επενέβαινε ανάμεσα στο λογικό και το θυμικό
αλληλεπικαλύπτοντας ολόκληρα περιστατικά μέσα στην ομίχλη. Ακόμα χειρότερα, η
αμνησία ή η απουσία αναμνήσεων μπορεί να έπιανε ολόκληρες χρονικές περιόδους
της ζωής μας.
Και τότε ερχόταν ένα τρελό παράθυρο που αρχικά μπορεί να ξεκίναγε σα
ρωγμή στον τοίχο, ύστερα άνοιγε σαν ξήλωμα και όσο κοιτάμε εμείς μέσα του, τόσο
ανοίγει και γίνεται πρώτα φινιστρίνι και έπειτα δίφυλλο παράθυρο που χάσκει
αχόρταγο. Αποκαλύπτει θαρρείς εκείνο τον αισθαντικό ουρανό της Θεσσαλονίκης,
που απλώνεται σε όλη την κατηφόρα της λεκάνης -της Άνω και Κάτω Πόλης- που
διαβρέχεται κάτω χαμηλά στον κόλπο του Θερμαϊκού. Ένα σφαλιστό παράθυρο
Σ ε λ ί δ α | 81
μνήμης που ξυπνά συνήθως με κάποιο ενθύμιο ή ακόμα και τραγούδι ή φράση ή ήχο
φωνής και καταλήγει να το ανοίξει διάπλατο, τρομερό και αβυσσαλέο
επαναφέροντας όλους τους χυμούς της φύσης και ιδίως την τρέλα των ανθρώπων με
τα χίλια χρώματα της και τον ήχο των λέξεων που ντύνει τον παροξυσμό των έντονων
πλασμάτων.
Έτσι, θυμήθηκα εκείνη τη φίλη της αδερφής μου που ήταν σαν κουκουβάγια
και τη φώναζαν χαϊδευτικά Γλαύκα, ενώ το όνομα της ήταν Ζηνοβία, της είχε
παραπέσει βλέπετε εκείνο το μενταγιόν που σας ανέφερα μέσα στο δωμάτιό μου και
φεύγοντας το κράτησα για πάντα σαν αναμνηστικό.
Η Γλαύκα ήταν κοντούλα λεμονιά με καμπύλες και σγουρό μαλλί. Είχε ένα
φιλήδονο πρόσωπο, άσχημο που ίσως να ομοίαζε σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες με
λεσβίες του μεσοπολέμου που αλληλομαστιγώνονται με μαγκούρα. Σπούδαζε
Ιατρική στη Βουλγαρία. Ήταν μία αχαλίνωτη σεξουαλικά περσόνα, που απαύτωνε ό,τι
αρσενική γάτα μυριζόταν. Βάραγε τους άντρες και τους πατίκωνε κάτω. Είχε μαύρη
ζώνη στο καράτε και της άρεσε να διαβάζει Κορνήλιο Καστοριάδη και φυσικά τα
ποιήματα του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Εκείνη την περίοδο ξελόγιαζε έναν παντρεμένο
πενηνταπεντάρη Έλληνα γιατρό που της δήλωνε «ερωτευμένος με την εικοσιπεντάρα
ράμπο», ωστόσο στις γιορτές δεν πέρναγε μαζί της, αλλά μεταμορφωνόταν σε καλό
οικογενειάρχη. Όταν συναντιόνταν ξεκίναγαν με κάμποσες μπουνιές στα καλάμια και
τα πλευρά. Το πρόσωπο το κράταγε καθαρό για τους ασθενείς του. Η Γλαύκα
καμωνόταν τη δασκάλα και ο γερο-ιατρός το σκυλάκι. Βαγγέλη τον λέγανε. Ήταν
ψηλός καραφλός ήταν «εικοσάρης», λάτρευε τα πλακομούνια της Γλαύκας και της
έγραφε τρυφερές κασέτες με Bob Dylan, N. Young και Leonard Cohen, για να τον
σκέφτεται, όταν έλειπε.
Νοικιάζαμε εκείνη την περίοδο εγώ με την αδερφή μου ένα σαραβαλιασμένο
σπιτάκι, μια ετοιμόρροπη μονοκατοικία με είσοδο, σκαλιά και παράθυρο που κοίταζε
απέναντι από το Δημαρχείο στον Άγιο Παύλο, λίγο πιο ψηλά από την Άνω Πόλη της
Θεσσαλονίκης.
Η Γλαύκα ήρθε για επίσκεψη για να δει την αδερφή μου που’ ταν η καλύτερή
της φίλη, η ανδροπρεπής Θυμιούλα με τα αξύριστα πόδια και μασχάλες,
Σ ε λ ί δ α | 82
συμμαθήτριά της στο Λύκειο, καλό και αγαπημένο της κελεπούρι. Είχαν γνωριστεί σε
μία κοινή αποβολή που πήραν για απρεπή συμπεριφορά. Εκδικήθηκαν με μια
πράσινη κιλότα που φόρεσε η καθεμία για μία βδομάδα. Συρράψαν έπειτα
μουνότριχες και την πέταξαν σαν υγειονομική βόμβα μέσα στο γραφείο των
καθηγητών. Έπειτα, οι καθηγητές κλείδωσαν για μια βδομάδα την αίθουσα και
έβγαλαν σπαραχτικό λόγο για τη γυναικεία απρέπεια και καθαριότητα. Η Γλαύκα της
έφερε δώρο κάτι που είχε βρει σε παζάρι της Βουλγαρίας -πράγμα που της έκανε
τρομερή εντύπωση- μία παλαιά κασέτα με ρετρό ελληνικά τραγούδια του
μεσοπολέμου και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με Τζένη Χαρίτου στο τιμόνι του
τραγουδιού, με Δανάη, με Πόπη Σερρά και τις απελπισμένες εκκλήσεις της Στέλλας
Γκρέκα και την έπαιζε στη διαπασών σ’ όλη τη στενούλα γειτονιά.
Έτσι, ο ερχομός της Γλαύκας στο σπιτάκι μας ήταν σαν ξεδιάντροπο τσουνάμι
για όλη τη γειτονιά. Ο τέντζερης και το καπάκι. Η Γλαύκη και η Θυμιούλα που
ξανασυναντιόνταν. Η Γλαύκη γινόταν άλλος άνθρωπος με την Έφη της. Άνοιγε όλα τα
παράθυρα και τις πόρτες. Έκανε πάστρα με λάστιχο και σαπουνάδες, με σφουγγάρια,
φωνές και γέλια. Συνέδεε το λάστιχο με τη βρύση του μπάνιου και το τραβούσε ως
έξω στην είσοδο. Έριχνε απορρυπαντικά αλύπητα και έπαιζε με τα νερά στέλνοντάς
τα με μία σκούπα στις σκάλες και από τις σκάλες στον χωματόδρομο μπροστά μας
δημιουργώντας μία τεράστια λίμνη λάσπης έξω από την είσοδο και εκ’ τούτου έξω
απ’ την είσοδο του δημαρχείου.
Η Γλαύκα τώρα έπιασε μ’ έναν κουβά σαπουνάδες και με ένα τεράστιο κίτρινο
σφουγγάρι έτριβε τους τοίχους, την καγκελαρία και το πάτωμα τινάζοντας τα βυζάκια
της δεξιά-αριστερά.
-Μωρή βρωμιάρα! Έλα και το μουνί σου έχει πιάσει αράχνες, έλα μωρή
Θυμιούλα! Έλα μωρή μουνάρα να στο πλύνω. Αυτά φώναζε ή για την ακρίβεια
ούρλιαζε.
Μάλιστα για να καθαρίσει καλύτερα είχε σηκώσει το ένα πόδι και το είχε
περάσει πάνω από το κάγκελο της σκάλας πλευρικά.
Έξω από το σπίτι είχε γεμίσει ο λάκκος νερά και λάσπη. Αναγκαστικά οι
περαστικοί έπρεπε να περπατήσουν πλευρικά εφαπτόμενοι με τον τοίχο και με την
είσοδό μας. Το πρόσωπό τους κόλλαγε με τον τοίχο και κάναν τον βηματισμό του
κάβουρα προκειμένου να προσπεράσουν το χαμόσπιτό μας. Και τότε ερχόντουσαν
πρόσωπο με πρόσωπο με τη Γλαύκα, κι όχι ακριβώς πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά με
την πίσω πλευρά του τρελού αυτού πλάσματος και το σγουρό αξύριστο της.
-Πετάω τα ρούχα μου μωρή Θυμιούλα, γιατί ούτε κλιματισμό δεν έχεις με
σαράντα βαθμούς, ούτε ανεμιστήρα. Ιδρώνω, γεμίζω λάσπες από τις σκόνες του
δρόμου, έχω τα αγάμητα σκυλιά σου που με γεμίζουν τρίχες και πρέπει ξανά και ξανά
να κάνω μπάνιο.
Σ ε λ ί δ α | 84
Με τη διαφορά ότι η Γλαύκα όταν έλεγε πετάω τα ρούχα μου, εννοούσε όλα
τα ρούχα και το εσώρουχο. Σουτιέν δε φόραγε ποτέ. Τα θέλω ελεύθερα τα «αρνάκια»
μου, μας έκανε.
Η Γλαύκα μετά παραδέχτηκε ότι είχε χαιρετίσει τον Δήμαρχο που τράβηξε με
δύναμη τη γραβάτα του προς τα κάτω κι απομακρύνθηκε με θιγμένη την αξιοπρέπειά
του. Ίσα που πρόλαβε να ηρεμήσει το περιεχόμενο από το παντελόνι του, ο
υποκριτής.
Δεν έχω περάσει ξανά από κείνη τη γειτονιά και πάνε 22 χρόνια. Ίσως έχει
χτιστεί μία μικρή πολυκατοικία στη θέση της μονοκατοικίας μας.
Τη Γλαύκα την πέτυχα τυχαία στο δρόμο, στο Μοναστηράκι, έξω από το
σουβλατζίδικο του Μπαϊρακτάρη. Είχε κόσμο πολύ και μας σκούνταγε δείχνοντας
μας ότι έπρεπε να προχωρήσουμε μπροστά τις ζωές μας. Μου πε ότι έκανε το
αγροτικό της στη Λήμνο και ζει εκεί έκτοτε μ’ έναν γέρο που τις έκανε γλειφομούνια.
Δεν έβριζε πια τόσο πολύ, αλλά επέμενε ότι τρώει «καλαμάκια». Ύστερα, χωρίσαμε,
το τηλέφωνο που μου έγραψε σε χαρτάκι έπεσε από την τσέπη μου. Η αδερφή μου
την είχε κάνει πέρα για άσχετο λόγο, ίσως επειδή η Γλαύκα ζούσε μια ασυμβίβαστη
και παρατεταμένη εφηβεία.
~
Σ ε λ ί δ α | 85
Όσο για το μέρος που έμενα στον Άγιο Παύλο, όποιος κι αν ζει τώρα εκεί,
φαντάζομαι ότι ίσως πολιορκείται από το σύνδρομο της Γλαύκας.
Πετάει τα ρούχα του γυμνός. Ποτίζει μ’ένα λάστιχο που δε ρίχνει νερό, σε
γλάστρες που δεν υφίστανται…
Σ ε λ ί δ α | 86
Σ ε λ ί δ α | 87
Σ ε λ ί δ α | 88
ΔΙΑΚΡΙΘΕΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 90
2ο Βραβείο
Γιώργης Δεσποτάκης
TERAΣ
Μια σύγχρονη Ελληνική Τραγωδία, σε δύο πράξεις
Σ ε λ ί δ α | 91
Χαρακτήρες
2003
ΝΕΑΡΟΣ TOM (TOMMY) 15, γεννημένος Αμερική, μεγαλωμένος στο
νησί
ΠΕΤΕΚ 20άρης, πρώτος έρωτας του Tommy και αγόρι της Barb, γιος
μεταναστών
2020
ΤΟΜ και ΒΑΡΒΑΡΑ 30άρηδες, τα ενήλικα αδέλφια,
Σημειώσεις
Σκηνικό
Πρώην στάβλος που έχει μετατραπεί σε σπίτι. Το υπόγειό του σκαμμένο μες στο
βράχο. Το βάθος της σκηνής σαν ο τελευταίος τοίχος που ‘χει απομείνει, ενώ οι άκρες
του σβήνουν σε ερείπια...
Πίσω κέντρο
Σ ε λ ί δ α | 94
Μπροστά κέντρο
Πίσω αριστερά
🡪Έξοδοι
ΠΡΑΞΗ 1
Πάει κέντρο σκηνής, βγάζει μαύρο πλαστικό γάντι που φορά και το πετά
πίσω από τον πάγκο. Κάνει παύση - αναστενάζει σα να κρατούσε ώρα την
ανάσα της. Ύστερα, πάει στην εικόνα και γυρνά πλάτη στο κοινό. Όταν
απομακρύνεται τα κεριά είναι πλέον αναμμένα.
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 100
XAN Nothing.
(Ding!)
TOM Καύλα.
XAN Soοοοο?
TOM You’re acting like I didn’t just blow you ten minutes ago. Άει πλύσου.
(TOM πετά το τηλέφωνο στο κρεβάτι, βγάζει την πετσέτα του, την
τυλίγει και τη χρησιμοποιεί ως όπλο / μαστίγιο. Το βουητό τον
τριγυρίζει… ο ΤΟΜ ετοιμάζεται να επιτεθεί και… ουα-ΤΣΣΣΣ!
XAN (off) He’s really insistent. Are you sure we don’t have time?
(Νερό σταματά.)
XAN Huh?
(ΤΟΜ πλησιάζει, παίρνει τον XAN αγκαλιά και τον φιλά τρυφερά, το
πράμα ζεσταίνει κι ο ΤΟΜ κάνει πίσω--)
Θα αργήσουμε…
XAN No!
TOM Oh! (TOM πιάνει ρούχα από το πάτωμα και βρίσκει το τηλέφωνο του
σε μια τσέπη) It must be the producer!
XAN What?
(Παύση.
Το νερό ξεκινά.
(ξεσπά) FUCK!
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 103
TOMMY For fuck’s sake. You scared the shit out of me.
TOMMY Whatever.
Like?
Ορίστε.
TOMMY Κάνε compromise και κάνε κάτι Ελληνικό but modern, like το
Θυμήσου της Βανδή. Ή… Ή! Μη Μου Κλείνεις το Φως! Που ‘ναι και
πιο… μιλητό.
ΤΟΜΜΥ Τίποτα! Ό,τι θες εσύ. Πάντως, Δέσποινα είναι κι άλλο όνομα για τη
virgin τη Μαιρούλα…
BARB Πλάτη.
(Παύση.)
BARB Marks & Spencer. Σούπερ ε! Δε μου πάει τρελά; Το ‘φερε ο Μπαμπάς
από την τελευταία του πτήση στο Λονδίνο… Α και ξέρεις τι; Λέει όταν
μετακομίσω το φθινόπωρο για πανεπιστήμιο θα φροντίσει να μου
νοικιάσει κάτι δίπλα σε Marks & Sparks.
BARB (ανασηκώνεται να τον κοιτάξει) Καλέ τι έχεις; (βάζει το χέρι της στον
ώμο του) Was little Tommy’s visit to the States not good?
TOMMY Fine.
TOMMY Fine.
BARB Aw. (ειλικρινά) Σε κορόιδεψαν που κουνάς τους γοφούς σου όταν
τρέχεις;
BARB Γιακ. “Ρούλα” είναι sooooo επαρχία. Αν είσαι εσύ ο Tommy, call me…
(σα να το βλέπει σε φωτεινή επιγραφή) Barb!
BARB So what? Τη δική μας τη γλώσσα δεν τη μιλά κανένας. Besides, είναι
το μέρος μας. Ποιος άλλος έρχεται εδώ πάνω;
TOMMY Ε, ο παπάς;
Σ ε λ ί δ α | 106
TOMMY (κοιτά τριγύρω με μεγάλο φόβο) Παναγία μου και Χριστέ μου!
BARB Oh! (με πονηρό χαμόγελο) You mean Peter. Τον μετονόμασα..
BARB Τι θα κάνει εδώ πέρα μια ζωή αν τον σκέφτονται για ξένο;
TOMMY Και;
BARB Τι και;
BARB Ευτυχώς είμαι καλή φίλη. I said to her, της λέω “Maureen, you are a
stupid cow. Αν νομίζεις ότι είναι καλή ιδέα να χαλάσεις τη φήμη σου
στο νησί για να σε χουφτώσει λίγο ένας φερρυμποτάς, δικαίωμά σου.
But I would not be a good friend if I didn’t tell you how stupid that
was”.
Παύση.
Θα καείς.
TOMMY Whatever.
BARB Barb!
Θα αλλάξουνε τα πράγματα.
TOMMY Tommy.
BARB Ε δεν μπορείς Tommy μου να τον κατηγορήσεις. Δεν είναι εύκολη
ιδέα για αυτόν το ότι θα φύγουμε μια μέρα. ΟΚ τον πείσαμε με τα
χίλια να σ’ αφήσει να πας για λίγο αλλά και να μεταναστεύσεις;
Κατάλαβε τον. Για εκείνον η Αμερική μας πήρε τη Mαμά…
TOMMY Είναι λες κι έχετε συμμαχία απλά γιατί γεννήθηκες πριν από μένα.
BARB Συμμαχία; Μα καλά πόσο reality TV είδες όταν ήσουν εκεί πέρα;
TOMMY Δεν είναι έτσι, ρε συ… Μένω πίσω. Όλοι μου οι συμμαθητές λένε τι
έχουν κάνει με κοπέλες στα διαλείμματα…
BARB Γιατί δεν είσαι σαν τους άλλους εδώ, αγάπη μου. Έχεις τύχες που δεν
έχουνε. Language is a gate, Tom. And you have a first-class ticket to
the whole world! Εν καιρώ θα πας όπου θες και με όποιον θες.
TOMMY «Όπου θέλω» δεν μπορώ να πάω… Αν θέλω να μείνω στη χώρα, στα
δεκαοκτώ πρέπει να πάω στρατό, ξέρεις.
TOMMY But that’s just that. Μια αναβολή μονάχα. Δεν μπορώ να κάνω ό,τι
θέλω. Για να το κάνω πρέπει να φύγω από ‘δω. Και θα μου
επιτρέπονται τριάντα μέρες το χρόνο στον τόπο που μεγάλωσα.
That’s, like, really sad.
TOMMY Δεν είναι τέλεια, OK. Most of the time νιώθω εξωγήινος. Οι ντόπιοι
δεν πάνε το Μπαμπά γιατί τους άφησε για την Αμερική και γύρισε
Σ ε λ ί δ α | 109
BARB Μα πού σου ‘ρθανε αυτά; Από μωρά λέμε πως θα την κάνουμε από
δω.
TOMMY Δε θα ‘θελες--
BARB Kitty… You don’t need to worry about that. I will always be here for
you.
(BARB γελά.)
TOMMY Είχα μια… σκέψη; Ένα συναίσθημα. Από πάντα. Ή προαίσθημα; …Σα
να ‘ξερα το σχήμα του μα όχι το περιεχόμενο πριν από τώρα…
BARB Great! Λοιπόν, πάμε να τον βρούμε και να τον φιλήσεις, τσακ-μπαμ
ερωτευόσαστε και όταν έρθει η ώρα κάνετε και babies.
BARB Ξέρω γω; Θα πάρετε ένα Κινεζάκι. Ή θα σας κάνω την παρένθετη
TOMMY Άχου κόφ’ το. Είναι πολύ freaky αυτό που λες. Και νομίζω και racist.
(Χτυπάνε καμπάνες:)
BARB (στον ΠΕΤΕΚ, λάγνα) Hey you... (Μετά) Θυμάσαι τον αδερφό μου--
ΠΕΤΕΚ Θωμά…
TOMMY Πέτεκ.
BARB Αγόρια, είστε έτοιμοι για το καλοκαίρι της ζωής σας; (βάζει ένα χέρι
γύρω από τους ώμους του καθενός τους) Θα περάσουμε τέλεια οι
τρεις μας!
TOMMY (κοφτά) Ο Μπαμπάς θέλει να πάρω μια κάσα απ’ το κόκκινο του
Τάσου.
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 112
MANOΣ Τι;
ΒΑΡΒΑΡΑ Not “τι;”. “What?”. Καλύτερα: “excuse me?” or “could you repeat,
please?”.
(Παύση.)
ΜΑΝΟΣ Ε;!
ÇERI (αλλού) The first conditional structure refers to the present or future
where the situation is real.
ΒΑΡΒΑΡΑ So, this is a type one conditional. Does that make sense?
ÇERI Κατάλαβες;
ΜΑΝΟΣ Τσου.
ΒΑΡΒΑΡΑ (του δείχνει το βιβλίο) Read this for me. Έλα, διάβασε. “If I…”
ΒΑΡΒΑΡΑ “Made”.
ΜΑΝΟΣ Τι;
ΜΑΝΟΣ Να τη σκοτώσουμε!
ΒΑΡΒΑΡΑ Let’s…
ΒΑΡΒΑΡΑ Oh. Yes. (Στο ΜΑΝΟ) “If we killed the bee, it wouldn’t make honey”. Τι
είδους conditional είναι αυτό;
ΜΑΝΟΣ Tree?
ÇERI If I had left for work early I wouldn’t have to put up with this.
ΜΑΝΟΣ Yes.
(Παύση.)
ÇERI (στο βλοσυρό βλέμμα της Βαρβάρας) What? It’s kinda funny. Σκέψου
τη Μαρτζ καρότσα.
ΒΑΡΒΑΡΑ Σοβαρά, Geri! Αυτό έχουμε να προσφέρουμε εδώ, OK? …Όπως όταν
μας διάβαζε ο Μπαμπάς τη Narnia, remember? Τo να ξέρεις μια
γλώσσα είναι σαν να ‘χεις access to this magical wardrobe—
ΒΑΡΒΑΡΑ Που σου δίνει τη δυνατότητα να πας σε τόσα πολλά μέρη στον κόσμο.
ÇERI Κι αν τ’ Αγγλικά είναι πύλη σου εσύ γιατί είσαι ακόμα εδώ;
(Beat.)
ΜΑΝΟΣ I go now. Have get my γιαγιά from the boh-at. She lose.
ΒΑΡΒΑΡΑ Could you please ask your γιαγιά when she’ll be able to pay me?
ΒΑΡΒΑΡΑ Πες της κυρά Μαργαρίτας της κάνω έκπτωση, όχι δώρο.
Σ ε λ ί δ α | 116
Ε, ψιτ. Εδώ σε θέλω. Ήδη μου ‘φερες λάθος την παραγγελία το πρωί.
(κάνει νόημα προς την πιατέλα) Does that look like a dozen Pink
Ladies?
ΜΑΝΟΣ Όχι-- (ΒΑΡΒΑΡΑ κάνει να το πετάξει) NO! Soon Miz Roula, he say soon.
(ΒΑΡΒΑΡΑ κοιτά γύρω, πιάνει ένα πράσινο μήλο και το δίνει σε ÇERI.)
Σ ε λ ί δ α | 117
ÇERI Thanks, sis. (ανταλλάσσει το πράσινο για ένα κόκκινο μήλο) Bye!
ΒΑΡΒΑΡΑ …Αν δείτε την οικογένεια του Μάνου, γενικά με τους ανθρώπους του
χωριού, προσπάθησε να ’σαι λίγο πιο— Λιγότερο α— Μήπως να σου
φτιάξω μισό τα μαλλιά σου;
ÇERI Σε έχεις δει; Να μου κάνει κόμμωση για να ανεβώ στη μηχανή λέει.
ΟΚ.
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 118
Θέα ανοιχτής θάλασσας πέφτει πίσω από TOM και XAN - όρθιοι πάνω
στον πάγκο, που τώρα είναι κάθετος στον ορίζοντα της σκηνής ως
κατάστρωμα. Φορούν χρωματιστά, καλοκαιρινά ρούχα. Τα γυαλιά του
TOM έχουν κάλυπτρα ηλίου. XAN φορά messenger bag, κρατά
κουλούρι. Ταλαντεύονται με την κίνηση του πλοίου. Ακούγονται
άνεμοι και κύμα ενώ τα φώτα μάς χτυπάνε μεσημέρι. TOM κοιτά προς
κοινό, XAN δαγκώνει το κουλούρι.
TOM Μεσόγειος.
ΤΟΜ Lesson one. Honeymoon is μήνας του μέλιτος which would translate
to—
TOM Yup!
XAN (reading form his notes) Ανυπομονώ να γνωρίζω τις αδέρφια σου! OK,
τεστ: Geri μισό-μισό—
ΤΟΜ Ετεροθαλής.
ΧΑΝ Και… αρέσουν υπολογιστές και super heroes. Barb αρέσει… τραγούδι;
TOM Βαρβάρα.
XAN Τι έχεις, bae? You seem (checks notebook ) τσαντισμένος από τότε
που πήρε η Barb-áh-ra.
XAN Γιατί;
ΤΟΜ Ε τι; Με παίρνεις στο honeymoon… Δεν έχεις ευχηθεί τίποτα και «έλα
σπίτι γιατί ο Μπαμπάς…» Δεν ξέρω κι εγώ τι. Από τότε που ‘φυγα
«όλο ο Μπαμπάς θέλει, ο Μπαμπάς λέει, έλα για το Μπαμπά»...
ΤΟΜ She wants what she wants when she wants it, ρε παιδί μου.
ΧΑΝ Έλα! It’s OK. We’re in Greece!! Δεν ήτανε σχέδιά μας αλλά χαίρομαι
που θα δω από πού είσαι.
XAN (ψάχνει, βγάζει τηλέφωνο) It’s just that kid from the app. Ο αγόρι από
το Γρινδρ; (γελά) Καταπληκτικό data roaming!
XAN Hm… (looks close to the screen) Δεν ξέρω; Τι να καταλάβεις από close
up του… bellybutton του; Probably wants to see our dicks. (Buzz) Και
έστειλε τον κώλον του.
It’s a nice ass... But, like, people who won’t show you their face ποτέ
δεν ξέρεις… This butt could really be ογδόντα χρονών. (Buzz.) Aaaand
we’ve got face! No way είναι δέκα εννέα. Δέκα εφτά. Πολύ πολύ.
Σ ε λ ί δ α | 120
TOM (κοιτά) Aw. Θυμάμαι που ’χα κι εγώ αυτό το σκιερό μουστακάκι φάση
. Barb kept pretending I had dirt on my lip και μου ‘λεγε όταν τρώγαμε
όλο να σκουπιστώ κι εγώ την πίστευα σα βλάκας.
TOM Οι φάρσες;
TOM Δεν είναι και πολλά παράνομα εδώ. Κι αν είναι, ακόμα οι άνθρωποι
τα κάνουνε. Σαν το κάπνισμα μέσα ή που δεν κόβουνε απόδειξη ποτέ.
Αλλά εντάξει είναι ακόμα παράνομο να τεκνοθετούν ομόφυλα
ζευγάρια. (με ψεύτικο πατριωτισμό) Κάποια τάξη πρέπει να μείνει σ’
αυτόν τον κόσμο!
TOM Το σχήμα του (δείχνει) Πώς σχηματίζονται αυτοί οι τρεις λόφοι; Αυτά
θα ‘τανε οι… καμπούρες του… ή όπως τα λεν στους δεινοσαύρους.
TOM Look! Οι νησίδες που φεύγουν απ’ την όχθη σαν να’ ναι ουρά;
XAN Yes.
TOM Ψεύτη!
XAN Κουλούρι;
XAN Suit yourself. (takes another bite, looks at phone - through mouthful of
koulouri) Wait! Έχει αεροδρόμιο το νησί;
XAN Plate.
Σ ε λ ί δ α | 121
TOM Huh?
XAN Stegosauri had plates. They used them primarily for display and
possibly thermoregulation. 3G on the open sea bitch. (waving his
phone) Ακούω!
TOM Τσίχλα;
XAN Κάπου…
(XAN ψάχνει, TOM διπλώνει μια σελίδα στα τέσσερα σαν concertina.)
TOM …ταξίδευε στα νησιά και έκανε παραστάσεις για τα πανηγύρια των
αγίων, the festivals of the saints. Σπεσιαλιτέ του, Saint George and the
dragon.
(TOM προτείνει το χέρι του, ΧΑΝ φτύνει την τσίχλα. Την κόβει μικρά
κομμάτια και κολλά τις λωρίδες στην concertina.)
XAN Great-grandfather?
(XAN γελά. TOM μετακινεί σκιά στο λαιμό του, κάνει πως τον
δαγκώνει.)
XAN Aw…
TOM I… don’t know much. Barb says το όνειρο της ήταν φέρει το νησί στο
μέλλον. Ή το μέλλον στο νησί… Παίζει κα να ‘ταν η πρώτη γυναίκα
αρχιτέκτονας εδώ; Or a developer. Tις μισές ταβέρνες αυτή τις έστησε
λέει και το water delivery από τη Στερεά. Back in the ‘80s there δεν
είχαμε καν βασική ύδρευση. Ακόμα δεν μπορείς να πιείς νερό βρύσης
…
TOM Αν είναι!
XAN Not many people on the app στην άκρη της Μεσογείων, φαντάζομαι.
What must it be like να είσαι ένα από δέκα homosexuals στο μέρος
σου;
(Παύση.)
I’ll tell you what, αν υπήρχαν αυτά τα apps όταν ήμουν εγώ έφηβος
ούτε ξέρω πόσο θα ‘χα μπλέξει…
TOM (σα σ’ όνειρο) Πηγαίναμε εκεί οι δυο μας από τότε που θυμάμαι.
Μέχρι το καλοκαίρι πριν απ’ τους Ολυμπιακούς. Πριν,
σκαρφαλώναμε εκεί ψηλά παρέα κι ύστερα ένας-ένας, one, two,
three, βουτάγαμε -μπλουμ- κάτω. μερικές φορές περνάγαμε όλη μας
τη μέρα πάνω κάτω και αράζοντας στον ήλιο μετά την κάθε βουτιά κι
ανάβαση, να αναπνεύσουμε …
XAN Petros?
Σ ε λ ί δ α | 124
TOM Σου ‘χα πει. Ο… ξέρεις. Ο γιος της παραδουλεύτρας του Μπαμπά.
XAN The guy? Like your… (wiggles his eyebrows suggestively) o Πρώτος
σου;
TOM Σχεδόν είκοσι χρόνια έχω να τον δω. Δεν είμαστε ούτε φίλοι στο
Facebook.
(Buzz.)
TOM (το σηκώνει) This is Tom Pappas... Yes, hello, Theo! Yes, we’re—we’re
flying in tomorrow. We’ll be on schedule… He’s very excited too…
Thank you. Oh, OK. OK. I’ll wait for your call. Zie je snel.
[Τα λέμε σύντομα.]
XAN Soooooo?
TOM (και καλά χαλαρός) Ο Theo. Just wanted to make sure ότι θα
φτάσουμε εγκαίρως. Θα μου δώσει κάποια notes, λέει αργότερα.
XAN Το βιβλίο σου κάνουνε σειρά. Δεν είσαι εσύ το… (sexy) boss?
XAN (NYC Jewish accent) Can I help it if my new husband makes me horny?
(XAN πλησιάζει. TOM κοιτά γύρω του άβολα μα ενδίδει στην αγκαλιά
και ένα γλυκό, θερμό φιλί. Αναστενάζει.)
Καλύτερα;
XAN (takes a bite) You know, it’s funny if you think about it.
Σ ε λ ί δ α | 125
ΤΟΜ Ε;
TOM (γελά. Μετά:) Α, εκεί! (δείχνει προς κοινό) Το βλέπεις; Να η ουρά και
το σώμα – οι πλάκες: one, two, three- κι εκεί, το σπίτι μας, που
βλέπει το ξωκλήσι , στο λόφο που σκίζεται στα δυο.
TOM (γελά, πετά ψίχουλα απ’ το πουκάμισό του) That’s why they call it
Teras.
ΤΟΜ Σα δράκος που χασμουριέται. Ή φίδι που δαγκώνει την ίδια την ουρά
του.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Βρε, αχαΐρευτε. Πόσα χρόνια έχουμε να σε δούμε που ξέχασες και τα
Ελληνικά σου; Τι κάνει ο καμένος ο πατέρας σου;
TOM I don’t want every άσχετο to know πως γύρισα. Τα μεσάνυχτα είναι η
μέρα τριάντα μία και μετά παρανομώ, I’m here illegally, remember?
TOM (αποφεύγει) Βλέπεις εκεί στο βράχο. Αυτό ήταν το παράθυρο μου.
TOM Uh-huh. Ήταν σταύλος του προπαππού απ’ τη μεριά της Μάνας μου
κι όταν παντρεύτηκαν με τον Μπαμπά εκείνη το μετέτρεψε σε σπίτι.
(Κόρνα ferry.)
TOM Αμέ.
(TOM γελά.)
Τι.
TOM Γλυκό που νομίζεις ότι οι Έλληνες κάνουν ουρά. Στον όχλο θα με
βρεις.
(XAN πάει για φιλί. ΤΟΜ διστάζει στιγμιαία, κοιτά γρήγορα γύρω του
και δίνει ένα συγκρατημένο φιλάκι.)
XAN (with a last glance at the view) I didn’t realize monsters could be so
small.
(XAN κατεβαίνει εκτός θέας μας. TOM μένει, κοιτά προς κοινό.
Κόρνα άλλη μια φορά. TOM κατεβαίνει, παίρνει δυο βαλιτσούλες από
πίσω από τον πάγκο και κάνει μια, δυο περιστροφές γύρω του -καθώς
ακούμε τους ήχους πλοίου που δένει- και μια τρίτη.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ (στον TOM) Πόσα χρόνια έχουμε να σε δούμε; Πώς μεγάλωσες, φτου
σου.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Τι ευχαριστώ, ρε; Ποιος ήταν αυτός μαζί σου παιδάκι μου, ο ξένος;
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Α ρε σκατό. Ξέρω τι σου λέω. Είναι ο γιος του Παπακωνσταντίνου που
πήγε στην Αμερική και του πέθανε η γυναίκα και μετά που γύρισε
γκάστρωσε την Άννα, την καθαρίστρια. Δεν ξεχνάω. Πες του!
ΜΑΝΟΣ (ντροπαλός) She say you are not the son of Mr. Papakostantinos? Mr.
Alexandros, the peelot, he go to America, his wife die…
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ Να ’ναι καλά η αδερφή σου. Άγια που την παρατήσατε μονάχη να
φροντίζει τον πατέρα σου και το μπάσταρδό του. Αγία!
(XAN με δυο κουλούρια. Φιλά τον TOM στο λαιμό και τον ξαφνιάζει.)
TOM (άγριος) No PDA on the island, OK? Δεν έχει χάδια στο νησί. Είναι
αλλιώς εδώ. Κατάλαβες;
XAN (military salutes) Sir, yes sir! (then, nodding after ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ and
ΜΑΝΟΣ) They seemed nice. Τι σε ρωτούσανε;
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 129
XAN (off) Ήτανε φτηνό! I’m telling you, you’ll be glad I got it.
(Παύση.)
TOM Θέα.
XAN Θεά.
TOM ΘΕ-α.
(Παύση.)
TOM Τώρα.
(TOM παίρνει το χέρι XAN και βγαίνουν εκτός, δεξιά του παραθύρου.
Σ ε λ ί δ α | 130
Παύση.
Παύση.
ΒΑΡΒΑΡΑ Ποιος;
TOM Βαρβάρα!
ΒΑΡΒΑΡΑ (τυλίγει τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του) Αδελφούλη μου.
(ΒΑΡΒΑΡΑ τον σπρώχνει πίσω. Ανοίγει το κάτω μέρος της πόρτας, του
επιτρέπει να μπει μέσα και τον κοιτά από πάνω μέχρι κάτω.)
Σ ε λ ί δ α | 131
(Παύση.)
TOM So! …Από ’δω ο Αλέξανδρός μου. Xan, this is my oldest sister,
Barbára.
ΒΑΡΒΑΡΑ Uhm, excuse me! Older sister. (προς XAN) Got it?
TOM Βαρβάρα.
XAN Barbara.
TOM Βαρβάρα.
ΒΑΡΒΑΡΑ Βαρβάρα!
XAN … Βαρβάρα;
TOM Yes!
XAN (clocks her appearance and mess) Did we… wake you?
ΒΑΡΒΑΡΑ Ε;;
TOM Σε ξυπνήσαμε.
TOM No.
XAN Ευχαριστούμε.
(ΒΑΡΒΑΡΑ ξεκαρδίζεται.)
(Παύση.)
ΒΑΡΒΑΡΑ (χωρίς να γυρίσει) Κάποιοι από μας ζούμε εδώ και το χειμώνα.
TOM (γνέφει «ναι») Να πούμε, ναι… Ο Xan κι εγώ… (τα νευρικά του χέρια
βρίσκουν το ‘να ποτήρι νερό. Το κατεβάζει. Μετά:) Οι δυο μας
είμαστε;
Περιμένεις κάποιον;
Σ ε λ ί δ α | 134
ΒΑΡΒΑΡΑ Υπόγειο.
XAN Oh, that’s so nice but/ we have to catch the last ferry so...
(Παύση.)
ΤΟΜ Τρεις;
TOM (καγχάζει) Με Geri? Τι; (τσεκάρει τηλέφωνο) Πώς είναι το σήμα εδώ
αυτές τις μέρες; Το υπόγειο ακόμα dead zone?
TOM Geri! (προσποιείται πόνο στη μέση ) Oh my god. You got so big!
ÇERI Ε δέκα χρόνια έχεις να με δεις… (κρεμάει την ποδιά απ’ το λαιμό σαν
να ‘ναι ο Clint Eastwood στο High Plains Drifter, cowboy:) You
shouldn’t have come back, Tommy Gun. This town ain’t big enough for
us both.
TOM (πιάνει τα πλευρά του) Aaargh! You got me, you bastard. (κοιτά το
«αίμα» στα χέρια του) I always knew it would end like this.
XAN Bravi. Bravi! Bae, I did not know you had it in ya.
ÇERI (σηκώνει τον TOM, τον αγκαλιάζει γερά) Καλώς μας βρήκες.
ÇERI (βγάζει ποδιά, την αφήνει στο πάγκο) Ε, όλη μέρα στην ταβέρνα,
ξέρεις.
TOM Βασικά δεν ξέρω. (προς ΧΑΝ) I was a very delicate child.
(XAN πάει για σταυρωτό, ÇERI δίνει χειραψία. XAN τραβά το χέρι το
με πόνο.)
XAN Πωπω. Καλά the Hulk είσαι; Must be the island air, eh, Geraldine?
ÇERI Δε με λένε Geraldine. Geri και είναι Τούρκικο. Η μάνα μου το διάλεξε.
XAN Oops! Εμένα με λένε Xan. (Then) That’s cute! Tom and Geri.
XAN Ξέρεις. Tom και Jerry. Η γάτα που όλο χάνει και το ποντικός.
ÇERI (προς ΤΟΜ) Έχω ακόμα τη μικρή σου που ‘ναι και βίντεο.
XAN Leave it to your new brother-in-law! I’ll teach you all the retro things
from ‘Merry Melodies’ to ‘I Love Lucy’ and the ‘Golden Girls’. And
speaking of δώρα! Tommy here, brought you… (rummages through
bag, offers a package wrapped in pink) αυτό!
XAN Όχι, όχι. Απλά βρήκα έκπτωση, αγόρασα και τύλιξα. Τίποτα.
XAN Ta-da! And it’s portable. Κινητό; You can take it to work (stage
whisper) Μυστικό μας.
(Παύση.)
TOM Geri…
ÇERI Μ’ άφησαν να φύγω νωρίς να δω τον αδερφό μου. Μου ‘πε ο Μάνος
πως τον είδε στο λιμάνι! Τι θες;
(TOM gives XAN a thumbs up. ÇERI χτυπά το δώρο στον πάγκο.)
Παύση.
XAN Your dad’s coming out? I need to freshen up first. I’ve got boat-breath.
TOM Actually, I should probably… talk to him, before you two meet…
(ÇERI βγαίνει.)
XAN Uh…
(XAN κοιτά TOM που δίνει βλέμμα «ασ’ το τώρα…». XAN προσπαθεί
να φτιάξει τα μαλλιά του με τον καθρέπτη, μετά την οθόνη του tablet.
Μετά:)
TOM Barb?
TOM No, I— The downstairs bathroom isn’t working. You can use the main
in Μπαμπάς room when Geri comes out.
TOM Τι θες να του πω; Ότι έχεις αφήσει το σπίτι μας να γίνει παράγκα του
Καραγκιόζη;
TOM No. I mean yes. I thought it was clear. Έχουμε deadline. Πρέπει να
φύγουμε με το βραδινό καράβι για να ‘μαστε πίσω εγκαίρως να
πετάξουμε το πρωί για Rotterdam.
ΒΑΡΒΑΡΑ No, no. Αυτό κάνω εγώ εδώ. Εγώ είμαι για να δείχνω κατανόηση, να
σας φροντίζω και να την ακούω από πάνω. Δική μου ζωή δεν έχω.
ΒΑΡΒΑΡΑ Ένα πες μου ρε Θωμά. Αν έχεις 30 μέρες στη διάθεση σου… 30
ολόκληρες, γιατί περίμενες να ‘ρθεις εδώ την τελευταία;
ΒΑΡΒΑΡΑ Και πήρες και το πλοίο. Που κάνει μισή μέρα να φτάσει αντί για
πτήση μισή ώρα. Γιατί αυτό;
TOM Sorry κιόλας που δεν κατάφερα να σκεφτώ κατευθείαν και την
ιδανική διαδρομή όταν μου ξεφούρνισες τι έγινε.
ΒΑΡΒΑΡΑ Oh, sorry που το δεύτερό εγκεφαλικό του σου χάλασε το πρόγραμμα.
TOM Δεύτερο;
(Μπαίνει ÇERI.)
TOM Geri… πρέπει να— (κωλώνει) Να πάει ο Xan στο μπάνιο του Μπαμπά;
XAN O… K.
TOM (τακτοποιεί πάλι τα μήλα στην πιατέλα, κόκκινο στην κορυφή. Μετά)
Geri, ξέρεις ήρθα για… για να φύγω. Ήρθαμε να πούμε γεια, να δούμε
τι κάνεις … Και... Δε θα μείνουμε... Τώρα με την παραγωγή πρέπει να-
-
ÇERI Α! Να σου δείξω κάτι. Είναι στο δωμάτιό μου. Στο δικό σου.
TOM (βάζει τηλέφωνό του στον πάγκο) Αν χτυπήσει, φώναξε, OK; Είναι
σημαντικό.
ΒΑΡΒΑΡΑ (τον πιάνει απ’ το χέρι) Άκου με, δεν έχουμε άλλο χρόνο. Ο Μπαμπάς
πρέπει να πεθάνει πριν απ’ αύριο.
TOM Τ- Τι;
XAN Downstairs with the little... Ah! His sister? Other sister.
Σ ε λ ί δ α | 141
(ΒΑΡΒΑΡΑ γελά.)
ΒΑΡΒΑΡΑ Μια χαρά. Πάει πολύς καιρός που ‘χει να με ρωτήσει κάποιος τι
κάνω.
What?
XAN (covering) You said, something about fault? Φταίω... I wanted to get
you a little gift as well. Αλλά Tom δεν ήξερε τα γούστα σου these days,
ή τι χρειάζεσαι/ so σκέφτηκα ίσως να βγούμε για dinner απόψε—
Συζητήσεις XAN & ΒΑΡΒΑΡΑ και TOM & ÇERI μπλέκουν η μία με την
άλλη ενώ τα δυο ζευγάρια δεν έχουν αίσθηση του τι λέει το άλλο.)
ÇERI Σ’ αρέσει;
TOM Όχι, ναι. Καλό. Απλά εγώ όταν ήτανε δικό μου το δωμάτιο το ‘χα
καλυμμένο τοίχο-τοίχο με αφίσες Spice Girls που μου ’φερνε ο
Μπαμπάς απ' την Αγγλία. ‘Ντάξει, ίσως ήτανε για τη Βαρβάρα και τις...
αποσπούσα. Μου φώναζε μετά η Βαρβάρα... Νομίζω ο Μπαμπάς
χαιρότανε, αλλά για λάθος λόγους.
(Παύση.)
Σ ε λ ί δ α | 142
ΒΑΡΒΑΡΑ Εξασκηθώ.
ΒΑΡΒΑΡΑ Ά-σκη-θω.
XAN Εξασκηθώ.
ÇERI OK...
(Άβολη παύση.
XAN Για παράδειγμα. Ναι; Όταν πήγα στο μπάνιο είδα κύριο Πάππας....
ΒΑΡΒΑΡΑ Who?
ΧΑΝ …Uh?
XAN Ah!
XAN No! (mimics spitting) Φτου, φτου, φτου!! How long has he been sick!
ΒΑΡΒΑΡΑ What?
ÇERI Τι;
ΒΑΡΒΑΡΑ Barbie?
XAN No? (ΒΑΡΒΑΡΑ shakes her head “no”) Noted. You just seem…
ΒΑΡΒΑΡΑ Τι;
(Παύση.)
ΒΑΡΒΑΡΑ Ναι.
ÇERI Το βρήκα σε ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι. Το ‘χες κολλήσει στις
σανίδες με ταινία;
XAN (emotional, takes ΒΑΡΒΑΡΑ’s free hand) To be torn from your home,
from who you are before you even have the chance to really know it
and then/ for your mother to…
ΒΑΡΒΑΡΑ Δυνατή.
ΒΑΡΒΑΡΑ (τραβά το χέρι της, φυσά καπνό στη μούρη του) Τι γλυκός.
TOM (αλλού) Ε;
ÇERI Ο ποιός;
ÇERI Ε;
Ωχ, σορρυ…
Τι είναι αυτά;
XAN Ε, ναι. Λέω συγγνώμη που... ε; Παρά άκουσα; Αλλά. Για αυτό
χαίρομαι που μπορούμε να βοηθάμε εσύ τώρα και πάρουμε αδερφή
σου.
ΧΑΝ (innocent smile) Αυτό κατάλαβα! Μιλάτε δυνατά, ναι; Ίσως καλό
πάρουμε Geri για να εξασκηθώ για το μέλλον, ε... στο Rotterdam.
(crosses his fingers) Ελπίζω. (off ΒΑΡΒΑΡΑ’s blank look) You know. Το
μωρό!
TOM Geri μου είναι πολύ καλά. Έχεις ταλέντο! Και πολύ υλικό...
ΒΑΡΒΑΡΑ Το μωρό.
XAN Ελπίζω μην θα φέρνω κακός… memόrias? Tom ίσως ήθελε έκ- έκ- έκ-/
έκπληξη—
ΒΑΡΒΑΡΑ Έκτρωση το λένε στα Ελληνικά. Για την έκτρωσή μου λες που το ‘βαλε
στο καρτούν του.
XAN (in panic, babbles) No! I didn’t even—Δεν είχε πει… Εσύ;; That was
you? I— I thought ‘cause you guys had talked about surrogacy
maybe— It’s not even for sure. We did the application και εντάξει
could take— I don’t— δεν ξέρω how long και πολλά λεφτά— (notices
ΒΑΡΒΑΡΑ is deep in thought). Tom δεν σου είπε...;
(Σιωπή.)
TOM Oh.
ÇERI Τι;
TOM Ε...
TOM Ε!!!
XAN (can’t handle silence) I grew up without too much family. Just my
Abuelita and me. Γιαγιά μου; Με μεγάλωσε. Νομίζω θα πηγαίνετε
καλά; Και αυτή δεν της άρεσει μιλάει…
ΒΑΡΒΑΡΑ Τι;
ÇERI Κανένας!
TOM Ιιιιι! Είναι ο Μάνος, ρε; Ο εγγονός της τρελέγγως της Μαργαρίτας;
XAN I’m not just saying that. Αλήθεια. Αγαπάω γιαγιά μου πάρα πολύ και
νομίζω εσείς μπορείτε φίλες. Γυναίκες δυνατές, ήσυχες. Ακούνε όλα
και δε λένε.
TOM Δεν πειράζει αν... είναι αυτό ε; Κάποτε κι εγώ, κάποιον ε... έτσι το
ζωγράφιζα τέλος πάντων. Βασικά μια φορά φαντάσου και ‘μένα μ’
είχε ψιλοπιάσει ο Π-- κάποιος με—με-- κάποια.. αντίστοιχα σχέδια ε,
κι αυτό είχε οδηγήσει στο πρώτο μου— (συνέρχεται) Πω-πω. Σα να
‘μουν στο δωμάτιο μου μια στιγμή.
ΤΟΜ Όχι, όχι. Είναι δικό σου και πρέπει να νιώθεις βολικά. Όχι όπως εγώ
όταν ήμουνα εδώ. Συγγνώμη που είδα τη δουλειά σου ενώ δεν
ήθελες.
XAN (trying to soften her up) Σου αρέσουν χαρτιά και καφές;
Γιαγιά μου καπνίζει cigar-- Πουρό; Πούρο και παίζει με φίλες και
καφέδες. ΟΚ. Όχι καφέδες. Whiskey!
ΒΑΡΒΑΡΑ Άντε. Tell your γιαγιά I’ll have red wine, darling.
XAN Bae!
ÇERI Πόσες φορές σου ‘χω πει να μην το κάνεις αυτό στο σπίτι.
ÇERI Θωμά!
ΤΟΜ Ναι. Geri, πήγαινε πλύσου να κάτσουμε να φάμε και μετά, χαλαρά--
ÇERI Φυσικά!
ÇERI Είναι που θέλουνε ταλέντο και τα δυο κι εσύ είσαι άχρηστη-
Σ ε λ ί δ α | 149
TOM Geri!
ÇERI Τι;!
ÇERI Γιατί;
TOM Σουτ! Απλά. Πήγαινε. Πήγαινε πλύσου. Παρακαλώ. Για ‘μένα. Έλα.
ΒΑΡΒΑΡΑ (σκέφτεται. Mετά) Take Geri to dinner. Go out. Αν δεν είναι να φύγετε
απ’ το νησί οι τρεις παρέα τουλάχιστον βγείτε απ’ το σπίτι. Πάρτε την.
TOM Γιατί! Γιατί είναι όλοι αργόσχολοι εδώ στο Τέρας και τεμπέληδες κι αν
κάτσουμε για ένα πιάτο πατάτες θα μας πιέσουνε να πάρουμε
ολόκληρο συμπόσιο, να το κατεβάσουμε και να μας δώσουν και
γλυκό από πάνω και σφηνάκια ύστερα και δε θα φύγουμε ούτε το
ξημέρωμα.
XAN Wow. Gonna have to unpack that one later. (mimics putting a pin in it)
Listen, Μίλαγα με Barbarella—
ΒΑΡΒΑΡΑ Barbarella?
(ΒΑΡΒΑΡΑ βγάζει ιατρικό γάντι από τον πάγκο και το φορά, ηχηρά.)
XAN Τι έγινε;
TOM Πάντα μου τρίβεις έτσι την πλάτη αν έχεις να μου πεις άσχημα νέα.
XAN So... two things: Ένα. Είπα στη Βαρβάρα για το μωρό.
TOM Xaaaaaaan...
XAN Όχι “Xaaaaan”. Tooooom. Και γιατί δεν της είπες για μωρό, Toooom?
Σ ε λ ί δ α | 151
ΧΑΝ Πάμε για φαγητό με Geri τότε! Ωραία ιδέα. Κάνε μια χάρη αδερφή
σου!
ΧΑΝ Geraldine!
(ÇERI ξινίζει.)
ÇERI Δικό σου δεν είναι; Το βρήκα στη ντουλάπα του Μπαμπά.
Σιωπή…)
ÇERI Τι;
(ΤΟΜ παγώνει).
(Παύση.)
(Παύση.)
Ρίγανη έχετε; Και ρίγανη πάρε κι αν έχει ρέστα πάρε κι εσύ ό,τι θες
εσύ.
TOM Παρδόν;
ÇERI Το χτύπησα.
TOM Χτύπησες;
ÇERI Κράσαρα.
TOM Τι λες;
TOM Τι έγινε;!
ÇERI Ε. Γύρναγα απ' την ταβέρνα, είχα κάνει μερικές βάρδιες σερί… πήρα
λάθος τη στροφή, πέρασα το σπίτι κι ανέβαινα προς το εκκλησάκι.
Σ ε λ ί δ α | 154
Ήταν ένα κουκουβαγιάκι στο δρόμο, χαμένο στα φώτα μου και...
(κάνει παντομίμα ξαφνική στροφή, πτώση και…) ΜΠΛΟΥΜ!
XAN So sorry to bug you guys but... πετσέτα; (ÇERI του την πετά, στη
μούρη.)
XAN (folds towel onto counter) So, we’re staying for dinner?
TOM Stay there λίγη ώρα να μιλήσω στη Βαρβάρα. ΟΚ? It’s important.
(XAN gives TOM a kiss and exits. Παύση ενώ TOM κοιτάει έξω απ' το
παράθυρο. Μετά ένα αυτοκίνητο ξεκινά και απομακρύνεται.
Μπαίνει ΒΑΡΒΑΡΑ, πετάει γάντι πίσω από τον πάγκο της κουζίνας.)
TOM Τίποτα.
ΒΑΡΒΑΡΑ Οι άλλοι;
Σ ε λ ί δ α | 155
(Σιωπή)
Περιμένετε παιδί.
ΒΑΡΒΑΡΑ Stop that! Σταμάτα! Αυτό το «με τρώνε οι Ερινύες» ήταν παλιό πριν
δέκα χρόνια που έπαψες καν να μας επισκέπτεσαι. Έχεις εμμονή πως
με κατέστρεψε εκείνο το καλοκαίρι.
TOM Δεν μπορώ να ξέρω πως σε έκανε να νιώσεις αυτό που συνέβη, ούτε
να—
(Παύση.)
TOM Τι γελάς;
(Παύση.)
Μα… αργεί.
TOM Τι;
ΒΑΡΒΑΡΑ (ξεφυσά) Ένα μήνα έχει παράλυτος. Όλη η αριστερή του πλευρά, από
το πρώτο εγκεφαλικό. Η γιατρός είπε είναι θέμα πότε θέλει να φύγει.
Ο ίδιος… Χθες έπαθε το δεύτερο και ήλπισα—Ήλπισα πως είχαμε
τελειώσει… Να μιλήσει δεν μπορεί πια, αλλά επιμένει να ζει… Κι όσο
επιμένει τόσο χρεωνόμαστε λεφτά που δεν έχουμε.
TOM (γελά) Τι; Θέλεις να τον πάρω μαζί μου; Να τον τελειώσουνε οι
Ολλανδοί;
TOM Τρελάθηκες;
ΒΑΡΒΑΡΑ Όχι για ‘μένα. Για το σπίτι μας. Αν συνεχίσει να κρατιέται θα το φάει
όλο η αρρώστια του. Άμα πεθάνει απόψε θα τον κληρονομήσουμε—
ΒΑΡΒΑΡΑ --θα ξεπληρώσουμε τα χρέη του και θα μείνει και για τους τρεις μας--
ΒΑΡΒΑΡΑ Ουφ! Drama queen! Να φύγετε θέλω. Geri εσύ και ο σύζυγός σου. Για
να ’μαι ελεύθερη να κάνω εγώ αυτό που χρειάζεται. Πριν να ‘ναι
αργά.
Με πλάτη:)
TOM Οι φήμες λένε πως διδάσκεις όλο το νησί Αγγλικά. Μέχρι κι η κυρά
Μαργαρίτα μη σου πω το χελό-γκουτμπάη το ‘χει κάνει καραμέλα.
ΒΑΡΒΑΡΑ Και λες έχει όλο το νησί να πληρώσει τη δασκάλα Αγγλικών... Φρούτα
με πληρώνουνε ρε και χάρες. Μόλις έφαγες δουλειά μιας ώρας.
ΒΑΡΒΑΡΑ Δεν είναι λες και μου ‘πες εσύ τα καλά σου τα νέα. Ούτε για τις
τηλεοράσεις, ούτε για το γάμο. Και το μωρό! Πού το βάζεις το μωρό;
TOM (γυρνά προς εκείνην) Θα σε βοηθούσα τώρα μα βάλαμε όλες μας τις
αποταμιεύσεις στη μετακόμιση και την τεκνοθεσία. Μα— Μα τώρα
που με κάνουνε σειρά θα έρθουν λεφτά—Θα— Θα παίξει στο NPO 3
και το Omrop Fryslân!
TOM Μικρή;!
ΒΑΡΒΑΡΑ Κι ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις; After everything I’ve done for
you!
ΒΑΡΒΑΡΑ Φύγατε κι οι δυο -εσύ και ο Πέτρος- και εγώ έμεινα. Έμεινα να
φροντίζω το Geri, όταν πέθανε η μητέρα του, παρόλο που με μισούσε
από μωρό και ακόμα και για πάντα το καθίκι. Έμεινα εδώ και έδινα
στον πατέρα σου τα υπόθετά του.
(Παύση.)
TOM (στο τηλέφωνο) Hi, Theo I-- …Who is this? No. Who are you? Εσύ με
πήρες ρε. Είμαι ο Tom Pappas, μαλάκα, who are you? And who the
fuck is Δόκτωρ Πέτρος Baruti, ρε--; (το στόμα του στεγνώνει) …Πέτεκ;
(καλύπτει το τηλέφωνο, τρομαγμένος) Πήρες τον Πέτεκ;
BLACKOUT
ΤΕΛΟΣ 1 ΠΡΑΞΗΣ
ης
Σ ε λ ί δ α | 160
ΠΡΑΞΗ II
(Παύση.)
(Παύση.)
Θα κάτσεις;
ΠΕΤΕΚ Τι πειράζει;
Δε θα το καπνίσεις;
Δε θα μιλήσεις;
(Παύση.)
Σ ε λ ί δ α | 161
ΠΕΤΕΚ Κανονικό;
(BARB γνέφει ναι. ΠΕΤΕΚ στρίβει ένα γρήγορο τσιγάρο καθώς τον
κοιτά. Της το προσφέρει, μαζί με αναπτήρα. BARB παίρνει το τσιγάρο,
αφήνει τον αναπτήρα. ΠΕΤΕΚ καταλαβαίνει και την ανάβει.)
ΠΕΤΕΚ Λοιπόν;
BARB Τι λοιπόν;
ΠΕΤΕΚ Ε;
ΠΕΤΕΚ Τι τρέχει;
ΠΕΤΕΚ Ναι.
BARB Ναι.
(Παύση.)
Έγινε κάτι;
ΠΕΤΕΚ Τι να γίνει;
ΠΕΤΕΚ Ε, και;
(Παύση).
Ξέρω τι είδα.
ΠΕΤΕΚ Καλά.
ΠΕΤΕΚ (θυμώνει) Ε μα, τι θες να σου πω, μ’ αυτά που λες; Κοιμότανε, τον
πείραζα. End of story.
ΠΕΤΕΚ Ε, ναι.
BARB ΟΚ.
(BARB καπνίζει.)
OK.
Είσαι σίγουρος.
BARB Χθες. Χθες είχε μελτέμι και τουρτούριζα και μου ‘πες πήγαινε σπίτι.
BARB Κι αυτός λέει “έχει ψύχρα” και του ‘δωσες το πουκάμισό σου.
Σ ε λ ί δ α | 163
BARB Σ’ αγαπώ.
ΠΕΤΕΚ Δεν έχουμε σπίτι στο λόφο εμείς ούτε όνομα στο νησί.
(Παύση.)
BARB Γιατί;
BARB Γιατί;
(ΠΕΤΕΚ σηκώνεται.)
(ΠΕΤΕΚ τραβιέται πιο έντονα, ξεφεύγει. BARB πιάνει τον άλλο του
βραχίονα, εκείνος τον αποσπά, πιο βίαια. BARB πάει να τον χτυπήσει
αλλά ΠΕΤΕΚ πιάνει το χέρι της. BARB πάει για το άλλο μα της το χτυπά
μακριά.)
BARB Άου!
(ΠΕΤΕΚ κάνει βήμα μπροστά, BARB πίσω, προς την άκρη του λόφου.)
BARB Τι λες;
ΠΕΤΕΚ (κάνει μπροστά, BARB πίσω) Έχεις θελήσει ποτέ κάποιον τόσο που να
θες να τον σκοτώσεις και να πεθάνεις μαζί του;
BARB Με φοβίζεις
(Σιωπή.
BARB κάνει διστακτικό βήμα προς εκείνον… ακουμπά τον ώμο του.
Peter…
Πέτρο;
(ΠΕΤΕΚ βρίσκει ρυθμό στην αναπνοή του, μετά τολμά να την κοιτάξει.
Απαντά το οδυνηρό ερώτημα στο βλέμμα της φιλώντας τη στα χείλη.
Σ ε λ ί δ α | 166
ΠΕΤΕΚ την πιάνει από τη μέση και την τραβάει πάνω του. Δεν τη φιλά.
Την κοιτά με αναμονή και… τον φιλά η BARB. ΠΕΤΕΚ τη φιλά
απελπισμένα και αναπνέουν τα χνώτα η μία του άλλου.
Παύση.
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 167
TOM ανακατεύει σάλτσα στη μία άκρη του πάγκου. XAN επιστρέφει -
με βαθύ μπλε πουκάμισο- κάθεται απέναντι, δείχνει μια τράπουλα σε
ΒΑΡΒΑΡΑ και ÇERI…
XAN Focus, please! Λοιπόν, κατεβάζουμε τέσσερα στη σειρά ή τρία ίδια
χαρτιά, right? And if they’re in a row they also have to be the same
suit. Όλα καρδιές. Όλα διαμάντια. Ναι;
ΒΑΡΒΑΡΑ Ναι.
XAN Όποιος μείνει χωρίς χαρτιά πρώτη. Και αν σου μείνουνε χαρτιά
παίρνεις κακούς πόντους. King and Jacks are worth ten, same as aces
and jokers.
XAN (shuffling) Από γιαγιά μου από Κούβα. Abuelita! Total cardshark.
XAN Α ναι;
TOM (προς ÇERI) Έτσι ήταν κι η μάνα σου. Τη θυμάσαι καθόλου την Άννα;
XAN Ναι;
XAN Γιαγιά Cristina δεν είναι έτσι. Κάθε φορά που τη βλέπω, μου λέει: (as
Abuelita) “Mi monito” -μικρή μου μαϊμού- she says, “monito, tengo lo
que nada puede curar”. (σε ΤΟΜ) Βοηθάς, αγάπη;
XAN No?
Σ ε λ ί δ α | 169
TOM (παίρνει κατσαρολάκι απ’ τη φωτιά και το καλύπτει, βάζει στη θέση
του το άλλο βάζει νερό από τα απομένοντα μπουκάλια, ανεβάζει τη
φωτιά) Το ίδιο κάνει. Στα Βαλκάνια έχουμε μπλέξει τα μπούτια μας
τόσο ανά τους αιώνες που ‘ναι χαζό να σκεφτόμαστε τους εαυτούς
μας διαφορετικούς. Από τα μέσα του 19 αρχές του 20 , θεωρούμεθα
ου ου
(XAN μοιράζει.)
XAN My father always loved mythology, warrior type stuff— So (frames face
with hands, a la Shirley Temple) Ta-da! …So, πρώτα εγώ, μετά εσύ.
(ΒΑΡΒΑΡΑ παίζει.)
ΤΟΜ Παρατσούκλι.
Σ ε λ ί δ α | 170
ΧΑΝ Ναι! (teasing, stage-whisper to TOM) Νόμιζα είπες αδέρφι σου είναι
έξυπνο.
Όχι! You can’t take this card, silly. Είναι καμένο αυτό.
ÇERI Αλλά γιατί; Συγκεκριμένα “Xan!” Είναι σαν ήχος από videogame.
ÇERI Κάθε όνομα σημαίνει κάτι. Κρατά παράδοση, δύναμη. Like Αγία
Βαρβάρα (δείχνει προς την εικόνα) over there. Προστάτιδα των
στρατιωτών, των όπλων. Προστατεύει αυτούς που της προσεύχονται
από ξαφνικό θάνατο, από κεραυνούς και φωτιές… Ο πατέρας της την
έκλεισε σε έναν πύργο γιατί εκείνη απαρνήθηκε την παγανιστική
θρησκεία τους για το Χριστιανισμό. Ή ο Άπιστος Θωμάς, που αρνήθηκε
το γιο του Θεού τρεις φορές. Αναξιόπιστος και εγωιστής. A name
creates an air around the person who carries it. Κάποιες φορές το
δίνουμε απροπό και κάποιες ευφημιστκά, πως λέμε τον Ειρηνικό,
Ειρηνικό. So, γιατί να κόψεις το λαμπρό όνομα του Μεγαλέξανδρου,
protector of men, σε μια τέτοια αναξιοπρεπή μορφή;
XAN Guess your English is better than my Greek… Δεν κατάλαβα τίποτα.
TOM Ξέρεις ποιος λάτρευε μυθολογία; (το φτύνει προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Ο Πέτεκ.
ÇERI Ποιός;
XAN There’s so much history to this land! I would’ve liked to spend a whole
summer in Greece, not just a month, but you know Tommy can’t exceed
thirty days ‘cause of his army thing.
XAN Δεν έχω ζήσει μακριά από σπίτι! Πιο μακριά πήγα Hawaii και αυτό είναι
ακόμα State. Αλλά γνώρισα Tom και τώρα κάνουνε comic του—
XAN --TV show και πάω A) να ζήσω Ολλανδία! What?! B) να τρέξω ομάδα
παιδικό θέατρο για non-binary kids!
XAN So, I ask you, young squire: Τι είναι το romance αν όχι κάτι που σε κάνει
να είσαι brave να παίρνεις risks?
ÇERI (προς TOM) Γι’ αυτό έφυγες; Από θάρρος; …Γι’ αυτό έκανες τόσα
χρόνια να γυρίσεις;
ÇERI Γιατί;
(Παύση.)
ÇERI Γιατί το ‘παιξες ότι δεν ήσουν από ‘δω, στο Μάνο;
ÇERI Λοιπόν;
XAN (stepping in) Why don’t you go wash up for dinner, sweetie? Give the
adults some time.
ÇERI (πετά τα χαρτιά στον πάγκο, σηκώνεται) Ώχου. Απ’ την ώρα που
‘ρθατε έχω πάει πιο πολύ για να «πλυθώ» απ’ ότι όλο το χρόνο .
(βγαίνοντας) Θα μουλιάσω!
XAN So… Για να καταλάβω, ναι; What’s the deal with Petek?
XAN (hits TOM on the bicep, sotto) So, ήτανε τελικά gay ή bi;
XAN Actually, it’s scientifically proven that if you keep your voice at a normal
speaking level, people are more likely to miss what you’re saying.
(whispers) They focus in on it instead if you modulate your volume or
whisper.
TOM Η Βαρβάρα τα ‘χε μαζί του και μόνο. Μετά τη χώρισε, την άφησε
έγκυο/, την έπεισε να μην το κρατήσει κι όταν ο Μπαμπάς άφησε τη
μάνα του έγκυο με τη Geri, Ο Πέτεκ το ‘σκασε.
ΒΑΡΒΑΡΑ Χωρίς Σύνορα. Εξελλήνισε το όνομά του, σοφά, και δουλεύει στη
Μεσόγειο από το δεκαπέντε, δεν το ’χες ακούσει; Βοηθώντας με τους
πρόσφυγες. Του δώσανε μετάλλιο!
TOM Οπότε πέντε χρόνια μετάνοια επανορθώνει που σου γάμησε το Δία;/
Ή είναι που θεωρείς τη δουλειά του πιο σημαντική απ’ τη δική μου;
(Παύση.)
(Παύση.)
TOM (προς XAN) Πας κάτω να μου φέρεις μια κόπια απ’ το βιβλίο μου; Το
θέλω για όταν πάρει πάλι ο Theo με τα notes.
Σιωπή…)
ΒΑΡΒΑΡΑ (μετά) Όσο και να λείπεις την προφορά σου στα Αγγλικά δεν τη
χάνεις, ε;
TOM Παρεξήγησε. Δεν «τα ’χα» με τον Πέτεκ ποτέ. Το ξέρεις ότι δεν έγινε
τίποτα.
ΒΑΡΒΑΡΑ Όχι;
Σ ε λ ί δ α | 174
TΟΜ Όχι!
TOM Sorry?
ΒΑΡΒΑΡΑ Μετανάστης αφήνει την κοπέλα του σύξυλη, πάει στρατό στη χώρα
που τον υιοθέτησε κι εκεί ανακαλύπτει πως έχει θεραπευτικές
υπερδυνάμεις… όταν την πίνει!
TOM Και;
ΒΑΡΒΑΡΑ Ο ήρωας σου καταφεύγει στο χόρτο επειδή αρρωσταίνει η μητέρα του.
ΒΑΡΒΑΡΑ Τον έχεις να την αφήνει και να μην πληρώνει ούτε το μισό του της
έκτρωσης.
TOM Και;
Σ ε λ ί δ α | 175
ΒΑΡΒΑΡΑ Δε ζήτησα ποτέ λεφτά! Καταλαβαίνεις ότι και να ζήταγα δεν είχε να
τα δώσει; Και τον πατέρα της, τον έχεις κάνει μια φιγούρα τερατώδη
που την κάνει manipulate να το ρίξει για να ’ναι αυτός με την
ερωμένη του και να την έχει την κόρη Σταχτοπούτα.
ΒΑΡΒΑΡΑ Χμ… Πες μου μεγάλε συγγραφέα: Μπορείς να τους λες «χαρακτήρες»
όταν τους έχεις πάρει καρμπόν απ’ τις ζωές μας;
ΒΑΡΒΑΡΑ So?
(Παύση.)
Σωστά;
XAN Here ya go. Fresh off the presses! One boy’s journey of escape, self-
discovery and what home really means. Δεν είσαι πολύ περήφανη;
Tom Pappas’ phone. Who’s speaking please? …Oh! Speak of the devil.
Ναι; Όχι, όχι. (covers phone, offers it to ΒΑΡΒΑΡΑ) Petros. Σε θέλει!
TOM Alexander!
XAN Πρώτη σoυ αγάπη,. Νέος άντρας σου. Τελευταία μέρα του
honeymoon.… Αν έχεις fantasy… I get it.
Σ ε λ ί δ α | 176
XAN Καλά, καλά. (playful) Στο τηλέφωνο είπε «δεν ξέρω αν θα προλάβω»,
so… Έλα τώρα. Πες μου αλήθεια. Μην ντρέπεσαι τον άντρα σου.
TOM Τίποτα δεν τρέχει! Είναι που ‘μαστε εδώ. Όταν γυρνάς στο σπίτι σου -
μην πω πατρίδα- υπάρχουν προηγούμενα, η ατμόσφαιρα βαραίνει ρε
παιδί μου.
XAN (scoffs) People make things heavy. Ο Buddha λέει αν θέλεις να πετάξεις
πρέπει να αφήσει πράγματα που σε βαραίνουνε.
TOM Ε;
Τρώμε.
ÇERI Το βλέπω.
TOM Ger, ξέρω ότι είναι δύσκολο για ‘σένα στο νησί--
ÇERI (καγχάζει) Κι αυτός τώρα τι θέλει; Πρώτη φορά τον βλέπω στη ζωή
μου κυριολεκτικά και ξαφνικά I’m your new brother in law και by the
way φύγε απ’ το δωμάτιο, στο σπίτι σου για να πούμε για τον χαμένο
σου αδερφό που επίσης δεν ήξερες και τη μάνα σου που πέθανε μ’
εσένα στην απ’ έξω και θα παίξουμε χαρτιά, θα φάμε μακαρόνια και
θα το παίζουμε λες και όλο αυτό το σκηνικό είναι ΟΚ!!!
ÇERI Σκάσε!
(XAN crosses to the other side of the island and puts pasta in the pot.)
TOM Ρε παιδί μου, πες μου ήρεμα παρακαλώ. Αδερφή προς αδερφό—
(TOM χτυπά το χέρι του στον πάγκο, ρίχνοντας την κατσαρόλα απ’ το
γκάζι. XAN σπρώχνει ÇERI μακριά απ’ το καυτό νερό, μπαίνοντας
μπροστά. ΒΑΡΒΑΡΑ κινείται μόνο για τζούρα. Το βιβλίο γίνεται
μούσκεμα.)
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΟΥ!
Σιωπή…)
ÇERI (προς TOM, ήρεμα) Έτσι μπράβο. Θες να σου πω τι τρέχει; Κανένας
σας δεν θα ‘πρεπε να είναι εδώ. Ο Μπαμπάς είναι άρρωστος. Πρέπει
να ‘ναι με ανθρώπους που τον αγαπάνε και θέλουνε να γιάνει και
κανείς σας εδώ πέρα, κανείς σας δεν τον νοιάζεται. Εκείνος (XAN)
είναι ξένος, εσύ (TOM) έχεις δέκα χρόνια να ‘ρθεις κι αυτή εκεί πέρα
τον μισεί.
(Παύση.
Βαρβάρα! Σταμάτα!
Σ ε λ ί δ α | 179
TOM Προσπαθώ.
ÇERI Ο πατέρας μου δεν έχει ανάγκη το κράξιμο/ και τον καπνό σου και
την υπεράνω όλων συμπεριφορά σου. Άσε τον ήσυχο να συνέλθει.
ΒΑΡΒΑΡΑ Τίποτα δεν ξέρεις για τον πατέρα σου. (προς TOM) Μου λέει εμένα
ότι εγώ δεν αγαπάω το Μπαμπά. Εγώ, έτσι; Που μείναμε οι δυο μας
μ’ εσένανε μωρό. (προς ÇERI) Τι να σου πω; Να χαίρεσαι τον πατέρα
σου, πραγματικά. Άλλος σαν εκείνον δεν υπάρχει εκτός από ‘σένα.
Δειλός και τύραννος. Φτυστός εσύ!
TOM Είναι δύσκολος άνθρωπος. Αν τον ήξερες όπως εγώ και η Βαρβάρα--
ÇERI ΓΙΑΤΙ;!
ΒΑΡΒΑΡΑ (ανεβάζει τόνους) Και σαν πλαγιάσουμε θα έχω τον ουρανό στην
αγκαλιά…
TOM Δεν την ξέρεις, OK; Δεν έχεις ιδέα τι έχει περάσει κι ακόμα και να το
‘ξερες δεν μπορείς να το καταλάβεις.
ÇERI Έχω ζήσει στη σκιά της από γεννησιμιού μου. Δεν ξέρεις πόσο κακιά
έχει γίνει και χειριστική και—και—Μακιαβέλλι! Κι όλοι στο νησί Αγία
Βαρβάρα την ανεβάζουν και την κατεβάζουνε! Αγία Βαρβάρα!!!
ÇERI (σηκώνει το βιβλίο) Δεν ξέρεις τίποτα. Δεν είναι αγία γιατί έτσι τη
λένε οι χωριάτες. Κι αυτός δεν είναι τέρας γιατί έτσι τον έγραψες εσύ.
(Παύση.)
Δεν είσαι ο Μπαμπάς. Δεν ξέρεις πως ήτανε γι’ αυτόν, για ‘μένα, για
κανένα μας ή τη ζωή που έχουμε εδώ πέρα. Έχεις φύγει καιρό.
(Σιωπή…
Σ ε λ ί δ α | 181
XAN …OK. Τελειώσαμε φωνές; Great. This seems like the moment…. OK,
Band-Aid off: ο Μπαμπάς ξύπνησε!
TOM Τι;!
…Bae?
(Παύση.
Ένας υγρός λεκές απλώνεται απ’ τον καβάλο του TOM - κατουριέται.)
Oh my God!
Tom? It’s OK— TOM! Where are you going? (looks around at a
complete loss, Then, to ΒΑΡΒΑΡΑ) ΟΚ!
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 182
TOM Όταν σου ‘πα πως δεν έγινε τίποτα με ‘μένα και τον Πέτεκ—
(TOM ντύνεται, σκαρφαλώνει πάλι πάνω. Φορά σορτς από ÇERI και το
μπλουζί του ΧΑΝ με την Αφροδίτη. Ακουμπά τα παπούτσια του στον
πάγκο.)
TOΜ / ΒΑΡΒΑΡΑ Έχεις θελήσει ποτέ κάποιον τόσο που να θες να τον σκοτώσεις και να
πεθάνεις μαζί του;
(Παύση.)
TOM Νόμιζα ότι έλεγε για ‘σένα. Του ‘λεγα θα τον πάρεις πίσω. Δεν ήξερα
τότε ότι σ’ άφησε εκείνος. Του ‘πα πως τον αγαπάς.
(Σιωπή)
ΒΑΡΒΑΡΑ …Τον σπρώξανε, αγάπη μου. Τον εδείραν πρώτα και τον πέταξαν απ’
το λόφο εδώ και όλο το Τέρας συνωμότησε και προσποιείται ότι
τίποτα δεν έγινε. Because if we don’t talk about it here it’s like it isn’t
real... Τον πιάσανε πίσω από την εκκλησία μας με έναν άλλον άνδρα
το ανήμερα της Παναγίας. Ίσως να νόμιζε πως θα ’ταν όλο το χωριό
στη Μητρόπολη και θα ‘ταν ασφαλής …Ήσουν σπίτι. Είχατε τσακωθεί
πάλι με το Μπαμπά για το αν θα φύγεις. Μα εγώ κι εκείνος ήμασταν
εκεί. Σταματήσαμε για να ανάψουμε κερί για τη μαμά, πριν
κατεβούμε στην πλατεία κι ακούσαμε τον παπά να βρίζει. Μου ‘πε ο
Μπαμπάς να τον περιμένω… μα τον ακολούθησα… Τους είδα να το
κάνουν… Ο παπάς τον χτύπαγε με το λιβανιστήρι, που ‘βγαζε
καπνούς, μύρο ακόμα.
…που πέταγε το σώμα της μπροστά στο γιο της και τα χτυπήματα του
πλήθους.
ΒΑΡΒΑΡΑ …και την χτύπαγαν κι αυτήν και στον πανζουρλισμό ο άλλος άντρας
κάπως κατάφερε και ξέφυγε… μόνο τη σκιά του πρόλαβαν να δούνε…
Ούρλιαζαν κι έφτυναν τον Τάσο—
ΒΑΡΒΑΡΑ --and feeding off each other’s indignation that this πούστης, this
κίναιδος τόλμησε να αγγίξει κάποιον στο νησί... Την κρατάγανε.
ΒΑΡΒΑΡ Τους είδα να τον σκοτώνουνε γιατί ήταν σαν κι εσένα… Και είδα τον
πατέρα μας να μην κάνει τίποτα για να το σταματήσει.
(TOM κάθεται.)
(Παύση.)
Τον Τάσο τον σκοτώσανε γιατί δεν ήταν άνθρωπος στα μάτια τους.
Είχαν «το δίκιο» με το μέρος τους. Και αν ο Πέτεκ δεν είχε προλάβει να
τρέξει … Τα ίδια θα ‘χε πάθει. Ίσως και να αφήναν τον Τάσο… Στην
ιεραρχία της ανθρωπότητας πού πέφτει ο αμαρτωλός και πού ο ξένος;
Σ ε λ ί δ α | 185
TOM (παίρνει το χέρι της) Ένιωθα μόνος, τόσα χρόνια, Βαρβάρα. Νόμιζα
ότι ήμουνα ο μόνος στον κόσμο, δεν έβλεπα άλλον σαν κι εμένα…
Ήθελα να με θέλει ο Πέτεκ… γιατί αυτό θα σήμαινε ότι ήταν κάποιος
άλλος… εδώ. Και θα μπορούσα να μείνω. Θα μπορούσα να μείνω εδώ
με ‘σένα και τον Μπαμπά κι εκείνον και να ‘μαι -κάπως να ‘μαι-
ευτυχισμένος.
ΒΑΡΒΑΡΑ (αφήνει το χέρι του) Ό,τι νομίζουμε πως δεν μπορούμε να ‘χουμε το
κάνουμε romantic στο μυαλό μας. Αγάπη, πατρότητα, σπίτι…
πατρίδα. Αλλά δεν είναι μέρος αυτό γι’ ανθρώπους με ψυχή σαν τη
δική σου… Δεν μπορούσα να σ’ αφήσω εδώ. Εγώ τον έπεισα… Εγώ
του ‘πα ποιος είσαι. Πώς ένιωθες για τον Πέτρο. Ότι απείλησες να
μείνεις να μεγαλώσουμε παρέα το μωρό μου… Του ‘πα δεν θα τον
άφηνα σε ησυχία και τον έπεισα: Να καλύψει τα έξοδα του Πέτεκ-
Peter-Πέτρου για τη σχολή, τη θεραπεία της Άννας, για να φύγει ο
Πέτεκ και να σ ’αφήσει ήσυχο... και εσένα και εμένα. And Πέτεκ took
it, Peter ran with it, ο Πέτρος έφυγε με το τελευταίο ferry. Στην
αίσθηση του καθήκοντος του μίλησα. Δεν ήταν από αγάπη. Όχι ότι σ’
αγαπούσε περισσότερο ο Μπαμπάς, I choose to believe, όχι. Από
καθήκον προς το γιο του... Να προσποιηθεί πως φέρθηκε
απερίσκεπτα και πρόδωσε τη μνήμη της μητέρας μας. Για να σε
θυμώσει, να σε διώξει. Να σε σώσει απ’ αυτό το μέρος.
TOM Μα εκείνος—
ΒΑΡΒΑΡΑ Δε μ’ ανάγκασε. Εγώ επέλεξα να μείνω. Και για ‘κείνον, ναι. Διάλεξα
να μείνω γιατί νόμιζα… πως έκανα αυτό που ήθελα εγώ. Έμεινα για
να φύγεις. Αλλά εγώ τα διάλεξα όλα. Εγώ.
TOM (ντροπή) Τότε πίστεψα πως έμεινες έγκυος για να μας τα χαλάσεις.
ΒΑΡΒΑΡΑ Αυτό ήταν έκπληξη. Μα που τον πρώτο-διάλεξα, αυτό ήταν για ‘σένα
.
(ΒΑΡΒΑΡΑ στέκεται. Αφήνει το σάλι της στον TOM, μιλά στο φεγγάρι.)
(Παύση.)
Πριν από τώρα δεν είχα αμφιβολία καμιά… Μας πέταξε ο Μπαμπάς
στην Αθήνα με την Άννα για την εγκυμοσύνη μου. Πρώτη μου χρονιά
στην “αρχιτεκτονική”. Ήμασταν σ’ ένα μικρό νεοκλασικό στου
Φιλοπάππου. Την πήγαινα μέχρι τη χημειοθεραπεία τα πρωινά. Την
υπόλοιπη μέρα καθάριζε σπίτια και γύριζε το απόγευμα και
περπατούσαμε τα πλακόστρωτα μαζί και με φρόντιζε. Τέτοια δύναμη
δεν έχω ξαναδεί... Όταν γυρίσαμε εδώ, με τη Geri κι η Άννα
χειροτέρεψε… την φρόντισα εγώ. Ποτέ δεν αμφέβαλα τι έπρεπε να
κάνω. Μονάχα— Μια στιγμή. Όταν φεύγαμε από ‘δω σ’ εκείνην την
πρώτη πτήση για τη Στερεά, πριν καταρρεύσουν όλα, όταν ήταν ένα
φασολάκι στην κοιλιά μου, είδα το νησί μας από πάνω και σκέφτηκα:
«άμα μου δώσουν το φασόλι μου και δεν μπορέσω να τ’ αφήσω…; Αν
δω το πρόσωπό του—» Το πρόσωπό του... Μα δεν ήτανε δύσκολο να
την αφήσω. Όταν μου τη δώσανε και μ’ είχε κάνει μούσκεμα στο αίμα
μας και στις ίδιες μου τις ακαθαρσίες και μου την δώσανε… Δεν
ήθελα καν να την κρατήσω. «Τι μου δίνετε; Εγώ έκανα αγόρι. Να ‘ναι
φτυστός ο πατέρας του και να τον μεγαλώσω στα κρυφά στο σπίτι
μας στο λόφο, να γίνει άντρας σωστός, καλύτερος από ‘κείνον».
(Παύση.)
(Παύση.)
TOM Ο Xan με έβαλε να κάνω και wellness blog. (μυρίζει) Κάτσε ρε, όταν λες
σπέσιαλ--;
ΒΑΡΒΑΡΑ Χορταράκι, ναι. I’m going through a lot. Haven’t you heard?
Μια φορά ο Μπαμπάς μου ‘πε πως η ζωή του τελείωσε όταν πέθανε η
μαμά.
ΒΑΡΒΑΡΑ …Θα του ‘κοβα τον αέρα. Δε θέλει και πολύ. Τη μάσκα να του βγάλω...
(καπνίζει, ξεφυσά) Πού θα πάει;
ΒΑΡΒΑΡΑ Μας βρήκε κι άλλο εγκεφαλικό; Τρίτο και καλό. Ίσως ότι έφυγε στον
ύπνο του. Πως ξύπνησε μια τελευταία φορά κι είδε τον ήλιο και μετά
έκλεισε τα μάτια του για τα καλά. Κάτι χαζό, ρομαντικό… (δείχνει προς
λιμάνι) Κοίτα, έρχεται το τελευταίο πλοίο.
ΒΑΡΒΑΡΑ Πήγαινε. Θα κάτσω λίγο να δω το σπίτι όσο είναι ακόμα δικό μας.
Έχεις σκεφτεί πως σαν κοιτάμε το φεγγάρι βλέπουμε τις ίδιες τις σκιές
μας;
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 188
Βραδινά φώτα σε ÇERI στο εικονοστάσι της Αγίας Βαρβάρας, πλάτη στο
κοινό. XAN ανεβαίνει, με βαλίτσες. Τηλέφωνο και μήλα πίσω στον
πάγκο και μένει ένα μπουκάλι νερό.
XAN I’m sorry to cut this lovely visit short but we need to be on this boat if
we’re-- (off ÇERI’s non-reaction) Ελπίζω να γυρίσει Tom για να
προλάβ—
XAN (XAN goes to ΤΟΜ) Listen… (a look ÇERI’s way) Νομίζω σε χρειάζονται.
TOM (σιγά) Αν έρθει Geri μαζί μας σε πειράζει; Τα γενέθλιά της— Του-- Σε
έξι μήνες τέλος πάντων γίνεται δεκαοκτώ. Μπορεί να μείνει στο
δωμάτιο του μωρού μέχρι να μας το δώσουνε κι ίσως να μας βοηθήσει
με κάνα babysitting, να του δώσουμε κάνα χαρτζιλίκι..
TOM Έχεις δίκιο. Δεν ξέρω τι θέλεις. Και θα ’ναι περίεργο. Αφήνεις ό,τι ξέρεις
πίσω κι άνθρωποι εκεί μιλούν περίεργη γλώσσα. Και ξέρεις τι; Ούτε
εμένα δε με ξέρεις καλά-καλά. Έχει περάσει πολύς χρόνος χώρια. Αλλά
άμα θες μπορεί να ‘ναι αυτός ο κουλός μας τρόπος να γνωριστούμε
απ’ την αρχή.
(Παύση.)
TOM Πιθανώς.
(ÇERI κοιτά τον TOM για μια παύση… μετά τρέχει κάτω.)
XAN Όχι!! Επιλέγω εσένα, ζουζουνάκι μου. Όλο τον όμορφο, creatívo,
tightly-wound self. Εντάξει, τι αν το honeymoon μας δεν είναι όλο ήλιος
και γέλιο; Περίμενα φωνές και πιπί; Όχι. But I’m not gonna hold it
against you. Ξέρω πώς είναι με την οικογένεια… (TOM nods) Η σκιά του
πατέρα σου είναι γιατί είσαι εσύ and I signed up for all of it; Το φως και
το σκοτάδι.
TOM Maybe?
TOM παίρνει μαζί του το νερό και βγαίνει προς δωμάτιο Μπαμπά.
XAN (picking up MOM and DAD puppets) Ooh! Του Προπαππού σου;
ÇERI Μου την είχε φέρει δώρο ο Θωμάς. Πριν δέκα χρόνια.
(Παύση.)
XAN (approaching to help) Άμα you roll τα ρούχα σου χωράει πολύ παραπά-
-
ÇERI (σταματά, πετά τα ρούχα) Καλά σοβαρολογούμε τώρα;! Δεν ξέρω καν
αν θέλω να ‘ρθω.
ÇERI Ε;
(Παύση.
XAN chews.)
(Παύση.)
ÇERI Τι;
ÇERI Πότε;
Σ ε λ ί δ α | 191
ÇERI Αλήθεια!
(Παύση.)
(ÇERI αποφεύγει να τον κοιτάξει στα μάτια. XAN αφήνει το μήλο του.)
(ÇERI κάθεται.)
Δεν είμαι πολύ πιο μεγάλο από ‘σένα, αλλά δέκα χρόνια είναι δέκα
χρόνια… Δεν ήμουν πάντα Γιαγιά μου και εγώ.
XAN Πειράζει; (off ÇERI’s silence) Εμένα όχι. (smiles) So, it was γιαγιά και
εγώ και… (σηκώνει τον ΠΑΤΕΡΑ) Μπαμπάς μου and when I was your
age, or a little before that, I felt… ένιωσα κάποια πράματα. Για το ποιο
είμαι και τι θέλω … Του μίλησα και θύμωσε; Like (gruff voice – acts out
with puppets) “why would you tell me this? This is your business” and I
was like “I don’t wanna have a secret from my dad, dad!”.
XAN (nods.) You are perceptive. (Κατεβάζει ΜΗΤΕΡΑ και ΚΟΡΙΤΣΙ.) And
talented! Είσαι πολύ διαφορετικός από τον κόσμο που είναι κοντά
Σ ε λ ί δ α | 192
σου. Μοιάζεις πολλά πολύ τον αδερφό σου. Αλλά μου θυμίζεις εμένα.
Αν είμαι λάθος, forgive me… Αλλά σου το λέω αυτό γιατί έχω ένα
feeling… ότι αν είπες στο Μπαμπά σου κάτι για ‘σένα και— Ίσως σου
είπε κάτι κακός, και ίσως νομίζεις είσαι κάτι λάθος… Αν έψαξες Γιαγιά’s
ψαλίδι από την κουζίνα or Μπαμπά’s gun, ή ήθελες να πέσεις από το
βράχο. Θέλω να ξέρεις… δεν είσαι κακός. Απλά… καινούργιος. Για
άλλους…
XAN Όχι γιατί δεν έχει χώρο για ‘σενα στον κόσμο. Αλλά γιατί κόσμος σαν
κι εσένα βγάλανε από ιστορία.
XAN και ÇERI δεν αντιδρούν σε αυτήν την εισβολή του παρελθόντος.
TOMMY μιλά στην άλλη μεριά του πάγκου λες κι εκεί είναι ο πατέρας
του. Φωνή ΜΠΑΜΠΑ έρχεται από το υπερπέραν.)
TOMMY BARB!!!
BARB Τι αν είναι—
(Παύση.)
XAN Αυτό που θέλω να σου πω πρέπει να είναι your choice το πού θέλεις
να είσαι και… μόνο εσύ ξέρεις ποιος είσαι.
XAN Bae?
--δεν χρειάζεται να μένεις για χάρη του καλό μου. Έχει εμένα.
XAN Tommy?
ΒΑΡΒΑΡΑ Φυσικά.
ÇERI Είναι ακόμα ξύπνιος ο Μπαμπάς; Θέλω να του πω ότι δεν πάω
πουθενά.
ÇERI Τι;
ÇERI Μίλησε;
TOM Ήπιε— λίγο νερό. Είδε το φεγγάρι από το παράθυρό του. Κι έκλεισε
τα μάτια του.. (χαμογελά προς ÇERI, δακρυσμένος) Συγγνώμη. (προς
ΒΑΡΒΑΡΑ, κλαίγοντας) Συγγνώμη.
XAN Oh my God.
(TOM παίρνει τις βαλίτσες και πάει για την πόρτα. Σταματά, γυρνά
πίσω και πιάνει ÇERI απ’ τους ώμους).
TOM Το σπίτι μας είναι δικό σου. Όπου και να ‘μαστε. Πάντα. (φιλά ÇERI
στο μέτωπο. Μετά, προς ΒΑΡΒΑΡΑ) Στο επανιδείν.
XAN He. He must be in shock. (exiting after TOM) Tom? Tom! (off) ΘΩΜΑ!
ΒΑΡΒΑΡΑ (του φωνάζει) Θωμά, περίμενε! (προς ÇERI) Βοήθα το Xan να πάρει
τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο.
Θα γυρίσεις, ναι;
Σ ε λ ί δ α | 196
ΒΑΡΒΑΡΑ Φύγε.
Βγάζει τον αναπτήρα / σταυρό από το λαιμό της -σα να ‘τανε αγχόνη-
τον ακουμπά στον πάγκο.
ÇERI κοιτά. Κάτι αλλάζει μέσα τους, μπαίνει επιτέλους στη θέση του...
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 198
BARB βγάζει τα γυαλιά της, πιάνει τα μαλλιά της και κάνει δυο
βήματα πίσω...
BARB παίρνει χέρι του TOMMY, μετά και του ΠΕΤΕΚ. Καθώς τρέχουν
μπροστά να πηδήξουν—
BLACKOUT
Σ ε λ ί δ α | 199
Σ ε λ ί δ α | 200
3 Βραβείο
ο
Ντίβα
Οι φίρμες
Μονόπρακτο
Σ ε λ ί δ α | 201
Ωραία Ελένη
Κλυταιμνήστρα
Πηνελόπη
Σ ε λ ί δ α | 202
Σε όλη την παράσταση μιλούν κανονικά στο κοινό. Δεν υπάρχει τέταρτος τοίχος.
Ήρθαν για να τα πουν.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και εγώ είμαι η… η…. ναι με ξέρετε… ξέρετε τι έκανα αλλά το
όνομα ξέρω είναι λιγάκι δύσκολο…Κλ… όχι Κλεοπάτρα, αυτή είναι φίρμα αλλά
μεταγενέστερη… Κλυ…ται…μνήστρα… η σύζυγος του Αγαμέμνονα… αυτόν τον μαλ…
ε …αυτόν τον ξέρετε…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Βέβαια τις ξέρετε πάνω κάτω τις ιστορίες μας …
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ναι;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και ξάφνου έχουμε γίνει η καθεμιά πρότυπο σε κάτι ή σύμβολο για
κάτι χωρίς ουσιαστικά να είναι αυτό που θέλουμε…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ή η αλήθεια…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Για να μπούνε και κάποια πράγματα στη θέση τους…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πάμε τώρα να πιάσουμε μία μία να δούμε τι υπάρχει στη συλλογική
μνήμη για αυτήν...
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ε;
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Για πείτε αυτά που σας έρχονται στο μυαλό!
Σ ε λ ί δ α | 204
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Πιστή…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άξια…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ωραία!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όμορφη…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άπιστη…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Φταίχτρα!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σα δε ντρέπεται…
Σ ε λ ί δ α | 205
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Πουτανί…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ωραιοπαθής…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Νάρκισσος…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Καταλάβαμε!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Υπέροχα…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Είδατε πόσα ξέρετε για εμάς και τους χαρακτήρες μας;
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Η Λήδα, η μαμά μας… παντρεύτηκε τον Τυνδάρεω το βασιλιά της
Σπάρτης.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και καλά κύκνος πληγωμένος που η μαμά τον είδε, τον λυπήθηκε
και τον πήρε αγκαλιά να τον φροντίσει…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Άρα είμαστε αδερφές και έχουμε και 2 δίδυμα αδέλφια τον Κάστορα
και τον Πολυδεύκη, τους Διόσκουρους.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Επίσης εγώ είμαι ξαδέρφη των κοριτσιών. Γιατί ο μπαμπάς τους , ο
Τυνδάρεως ήταν αδερφός με το μπαμπά μου τον Ικάριο που ήταν και συμβασιλέας
με το θείο μου στη Σπάρτη.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Συνεχίζουμε!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αλίμονο!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Λοιπόοοονννν
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας είναι παιδιά του Ατρέα του Βασιλιά
των Μυκηνών…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο διάδοχος…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο αδερφός του μπαμπά τους , δηλαδή ο αδερφός του Ατρέα, δηλαδή
ο θείος τους, ο Θυέστης, πήρε το θρόνο και έγινε αυτός βασιλιάς. Ο Αγαμέμνονας
Σ ε λ ί δ α | 208
και ο Μενέλαος από φόβο μήπως τους καθαρίσει ο θείος για να μην είναι
παράνομα βασιλιάς αλλά νόμιμα , έφυγαν από τις Μυκήνες και ζήτησαν καταφύγιο
στη Σπάρτη για να οργανώσουν τον εγκέφαλό τους να δουν τι θα κάνουν…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άρα… εγώ και η Ελένη είμαστε σε επαφή με τον Αγαμέμνονα και
το Μενέλαο.
Διαδραστικό με κοινό. Οι ηθοποιοί θα ήταν καλό να έχουν κάνει έρευνα πάνω στο
γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου.
Διαδραστικό με κοινό.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Όταν βλέπεις μια γυναίκα , την ερωτεύεσαι ακαριαία αλλά αυτή
δε σε θέλει, είναι με άλλον και έχει ένα παιδάκι τι κάνεις αν είσαι αυτός ο άντρας;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Δείχνεις τον έρωτά σου αλλά ξέρεις ότι είναι αδιέξοδο;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τι έκανε;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Σκότωσε τον άντρα μου, σκότωσε το παιδί μου, με βίασε και με
το έτσι θέλω με πήρε για γυναίκα του με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειάς μου
…διότι ο Αγαμέμνονας ήταν ο νόμιμος βασιλιάς των Μυκηνών, ο ανώτερος όλων και
είχε το δικαίωμα να πάρει όποια θέλει… και τι τύχη ήταν αυτή για εμένα έλεγαν
όλοι… να με διαλέξει ο μέγας, ο καλύτερος, ο πρώτος των πρώτων για γυναίκα… τι
τύχη ε;
Παύση
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Εγώ, η ωραία Ελένη. Ναι, ήμουν όμορφη από μικρή. Ευχή και
κατάρα. Ήμουν τόσο όμορφη που όλοι μόνο αυτό έβλεπαν. Ένα όμορφο πλάσμα. Το
ομορφότερο. Ένα τρόπαιο. Είναι ωραίο να είσαι ωραία…αλλά…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Από τα 12 ο ξάδελφός της την απήγαγε για να την κάνει γυναίκα του.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και με το έτσι θέλω, και αυτός γιατί ήταν βασιλιάς την αρπάζει και την
πάει στη μάνα του που ήταν ιέρεια στην Αθήνα να την κρατήσει και όταν μεγαλώσει
να την παντρευτεί.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και για τον άλλο δεν έφταιγες, θα τα πούμε και αυτά….Και αφού
έρχεται επιτέλους σοκαρισμένο το μικρό στο σπίτι αρχίζει να απλώνεται η φήμη
της. Είχε φτάσει σε ηλικία γάμου και όλοι οι λεβέντες ήθελαν να παντρευτούν την
Ωραία Ελένη.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ήταν κολακευτικό αλλά και τρομακτικό συνάμα γιατί άρχισε όλο
αυτό να μην είναι απλά μια ερωτική ιστορία αλλά ένα πολιτικό θέμα και μάλιστα
πολύ επικίνδυνο για την ίδια τη Σπάρτη.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ο Τυνδάρεως είχε μεγάλο θέμα. Πώς να διαλέξει κάποιον και πώς να
απορρίψει τους άλλους; Όλοι βασιλιάδες! Θα διάλεγε έναν και θα είχε αμέσως
όλους τους υπολοίπους εχθρούς.
Η Πηνελόπη γκουγκλάρει και λέει τα ονόματα. Σε κάθε όνομα κάνουν και κάποια
αντίδραση, μορφασμό.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αυτός ήταν και μέσα στο Δούρειο Ίππο, τον πήρε το ματάκι μου…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αγκαίος.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Α!
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αυτός ήταν τρομερός μαχητής, άψογος ακοντιστής και απίστευτα
ταχύς αν και μικρόσωμος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ναι!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Γίγαντας!
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δώσανε τα όπλα και την πανοπλία του Αχιλλέα στον δικό σου…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Οδυσσέα…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ε ναι, τιμητικά γιατί δική του ιδέα ήταν ο Δούρειος Ίππος!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σωστά.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Γίγαντας!
Ξεφυσάνε
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αλκμαίων.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αμφίμαχος.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ήταν και αυτός μνηστήρας μου, υποψήφιος…τον θυμάμαι γιατί και
αυτόν τον πήρε το ματάκι μου στο Δούρειο Ίππο….
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Αντίοχος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Α στο google έχει πολλά αλλά ποιος να ήταν από όλους;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ασκάλαφος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Καλά και το δικό σου Κλυταιμνήστρα δεν είναι και το καλύτερο!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Διομήδης.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι και έκανε παρέα και με τον δικό σου…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Σταματήστε!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άντε!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Έχει σχέση με αυτόν που είχε τα περίφημα άλογα του Διομήδη;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Όχι αυτός ήταν άλλος , γιος του Άρη που είχε τα άλογα από τον άθλο
του Ηρακλή…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Που ο Ηρακλής ήταν θείος του δικού μας Διομήδη…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ναι…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ελεφήνορας.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μα τι όνομα!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μάλιστα…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ε τι γιατί; Γιατί πήγε λέει να μαλώσει με ένα δούλο και κατά λάθος
σκότωσε το βασιλιά και παππού του!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Α καλά!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Επίστροφος.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μμμ μελλοντικός βασιλιάς της Φωκίδας! Ήταν και αυτός με το
αδερφάκι του παρέα, τον Σχεδίο.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Αυτός ήταν Ηγεμόνας των Φερών, Βοίβης, Ιωλκού και Γλαφυρών…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ευρύπυλος.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Θεσσαλός ήρωας… και αυτόν τον πήρε το ματάκι μου στον Δούρειο
Ίππο…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Θάλπιος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Θόας.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Α αυτός ήταν γιός της Γόργης! Πολεμίστρια ! Αδερφή της γυναίκας
του Ηρακλή!
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και αυτόν τον πήρε το μάτι μου στον Δούρειο Ίππο…Υπάρχει και μια
φήμη για τον δικό σου και την κόρη του…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Από φήμες έχουμε ακούσει πολλά …όσο εγώ ήμουν πιστή για 20
χρόνια…Ιαλμένος, "αυτός που ορμά με μανία στη μάχη".
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ιδομενέας .
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Άντε!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Κλύτιος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λεοντέας.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λήιτος .
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λυκομήδης.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Σε αυτόν έδωσε η Θέτιδα τον Αχιλλέα για να τον προστατεύσει…
Σ ε λ ί δ α | 218
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και;
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και καθώς λέει έπαιζε με μια από τις κόρες του, την άφησε έγκυο…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Επίσης αυτός λένε έσπρωξε το Θησέα από την άκρη του γκρεμού και
σκοτώθηκε.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ελένη!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μαχάων.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Μορφωμένα παιδιά, καλλιεργημένα, γιατροί και οι δυο, γιοί του
Ασκληπιού!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μέγης .
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι…Μενέλαος
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι όταν με έκλεψε ο Θησέας που ήταν βασιλιάς της Αθήνας μετά
κατέβηκε για κάτι περιπέτειες στον Άδη και τα αδέλφια μου έβαλαν στο θρόνο το
Μενεσθέα…και αυτόν τον πήρε το μάτι μου στον Δούρειο Ίππο.
Σ ε λ ί δ α | 219
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μηριόνης.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Νηρέας .
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πάτροκλος .
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Μμμμ….
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πηνέλεως.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ποδαλείριος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ποδάρκης.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πολυποίτης.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πρόθοος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πρωτεσίλαος .
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τι;
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Είχαν οι Έλληνες χρησμό ότι ο πρώτος που θα πατούσε το πόδι του
στην Τροία θα χανόταν…και προσφέρθηκε αυτός…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Όχι να πιάσουμε! Τι δουλειά είχε το παλικαράκι δυο μέτρα στην
Τροία να έρθει να με πάρει; Τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί στην Τροία; Προστάτες στο
μουνί μου τους έβαλα;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ηρέμησε!
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Όχι δεν ηρεμώ. Ήθελα να φύγω και έφυγα. Έχω το δικαίωμα να
είμαι με όποιον θέλω. Τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί εκεί;
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ερήμην μου όλα! 45 μνηστήρες και αποφάσισε ο πατέρας μου ποιον
να πάρω, με ποιον θα ζήσω εγώ. Πού είμαι εγώ αδερφή σε όλα αυτά; Όλα αυτά τα
παλικάρια ήρθαν να παντρευτούν εμένα και εγώ να κάθομαι αμίλητη σαν άγαλμα.
Να μου πουν ποιον θα παντρευτώ, τι θα κάνω… Και όταν έκανα για πρώτη φορά
αυτό που ήθελα όλοι με το στανιό να έρθουν να με πάρουν να με πάνε πού; Πού;
Άμα ήθελα δεν ήξερα το δρόμο να γυρίσω; Όχι… ακούω τόση ώρα τα παλικάρια
αυτά… τα πιο πολλά ήταν στον Τρωικό πόλεμο. Πέθαναν από μια ανοησία, από
Σ ε λ ί δ α | 221
έναν ανούσιο όρκο που έδωσαν να στηρίξουν αυτόν που θα έπαιρνα στο τέλος για
άντρα. Γιατί; Γιατί να τον στηρίξουν; Και γιατί εγώ να μην κάνω αυτό που θέλω;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Λίγοι…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σθένελος.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Δε μου λέει κάτι…Δε βρίσκω κάτι…Δε μου θυμίζει τίποτα…Άκλαυτος
και αυτός…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Σχεδίος.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Τον είπαμε, αδελφός του Επίστροφου. Τον έφαγε ο Έκτορας…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τεύκρος.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ο καλύτερος τοξότης. Τον πήρε το μάτι μου στον Δούρειο Ίππο.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τληπόλεμος.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Μα τι όνομα!
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Γιός του Ηρακλή, βασιλιάς στη Ρόδο. Σκοτώθηκε στον Πόλεμο.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Φείδιππος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Φήμιος.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Καλέ αυτός ήταν ο τραγουδιστής που είχαμε στην Ιθάκη!Πώς ξέμεινε
στη λίστα! Τι να πω; Και τέλος…..Φιλοκτήτης
Σ ε λ ί δ α | 222
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Α, αυτός έγινε και τραγωδία από τον Σοφοκλή! Λοιπόν, θα πω δυο
λόγια. Ο Φιλοκτήτης ήταν άριστος στο τόξο. Κάποια στιγμή λοιπόν τυχαία συναντά
τον Ηρακλή και το γιο του τον Υλλο που δίσταζε να ανάψει τη φωτιά για να τον
κάψει και να τελειώσει το μαρτύριό του. Τότε τη φωτιά άναψε ο Φιλοκτήτης και ο
Ηρακλής του έδωσε τα όπλα του. Καθώς λοιπόν πήγαιναν στην Τροία μετά από
χρόνια δαγκώνει ένα φίδι το Φιλοκτήτη και αρρωσταίνει βαριά. Το φίδι δωράκι από
την Ήρα γιατί βοήθησε στον Ηρακλή. Τον παρατάνε λοιπόν σε ένα νησί γιατί δεν
μπορεί να ακολουθήσει. Μα έλα που βγαίνει χρησμός ότι από τα όπλα του Ηρακλή
που έχει ο Φιλοκτήτης θα πέσει η Τροία… και πάει ο δικός σου…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Οδυσσέας…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι αυτός… πάει ξανά σαν βρεγμένη γάτα να βρει το Φιλοκτήτη που
τον παρατήσανε στο νησί…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και να πας να δεις την παράσταση… δεν θα κάνω spoiler! Όλα αυτά
τα παλικάρια λοιπόν στη λίστα για γαμπροί. Να διεκδικούν εμένα…όχι γιατί ήμουν
καλός άνθρωπος, γιατί ήμουν αξιαγάπητη, αλλά γιατί ήμουν όμορφη, τρόπαιο.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : ΟΔΥΣΣΕΑΣ!!!
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι αυτός… αφού την ψυλλιάστηκε ότι δεν είχε ελπίδα καμιά…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Αφού λοιπόν κατάλαβε ότι δεν θα έπαιρνε την Ελένη, αφού είδε
την ανιψιά του Τυνδάρεω και του άρεσε και αφού έβλεπε μπροστά τον κίνδυνο
ενός σχεδόν εμφυλίου για το ποιος θα πάρει την Ελένη, είπε στον Τυνδάρεω την
εξής ιδέα… Να βάλει τους μνηστήρες να δώσουν όρκο ότι άμα θέλουν να
διεκδικήσουν την Ελένη θα πρέπει πρώτα να ορκιστούν στους θεούς ότι θα
σεβαστούν την όποια απόφαση του Τυνδάρεω και μάλιστα να συντρέξουν τον
άντρα της ,αν τυχόν χρειαστεί στο μέλλον! Τώρα αυτό το σκέφτηκε μόνος του ή πάλι
η Αθηνά του το είπε κανείς δεν ξέρει…
Σ ε λ ί δ α | 223
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Κλυταιμνήστρα!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Λέω…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Ναι ,θα ήταν καλό να σε είχαν ρωτήσει ποιον ήθελες για άντρα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και ο δικός μου ο αγάς, o Αγαμέμνονας, έδωσε τον όρκο γιατί
φοβήθηκε ο μπαμπάς μήπως ερωτευτεί στο μέλλον και αυτός την Ελένη.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Τι τυχερές!
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τι τυχερές!
Παύση
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και πάμε στα του Πάρη! Μια μέρα έρχεται ως φιλοξενούμενος στο
παλάτι. Φίλος του Μενέλαου… και τον βλέπω… αυτό ήταν… στα γραπτά λένε ότι
μεσολάβησε η θεά Αφροδίτη για να τον ερωτευτώ σφόδρα…ναι το δέχομαι…ήταν
τόσο έντονο αυτό που ένιωσα που ναι… μπορεί να ήταν και θεϊκό…Το έχετε νιώσει
ποτέ εσείς; Έχετε νιώσει αυτόν τον έρωτα που σου τρυπάει την ψυχή; Που
ανατριχιάζει όλο το κορμί σου; Που νιώθεις την παρουσία του και ας είναι στην
άλλη άκρη του δωματίου; Που σε κοιτά και το βλέμμα του σου καίει τo δέρμα; Που
λαχταράς να κάνεις έρωτα μαζί του; Να κάνεις έρωτα… Να τον νιώσεις μέσα σου,
στο κορμί σου, να γίνετε ένα… αυτόν τον ανομολόγητο, ατέρμονο, απεριόριστο
έρωτα τον έχετε νιώσει; Ναι έφυγα μαζί του … Ναι δεν ήταν σωστό για το
Μενέλαο… ναι ήταν αδέξιο, προσβλητικό για το βασιλιά…ναι… αλλά ήταν δικαίωμά
μου. Ποτέ δε με ρώτησαν τι θέλω. Τι θέλω εγώ… και αφού δε με ρώτησαν δεν είχα
καμιά ευθύνη. Δεν είπα εγώ ναι στο Μενέλαο, ο πατέρας μου είπε…. Να πάει να
παντρευτεί λοιπόν ο Τυνδάρεως το Μενέλαο και να του μείνει πιστός. Εγώ
αναγκάστηκα να δεχθώ!
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Και δεν κατάλαβα κύριοι Έλληνες που ήρθατε! Θα κάνω αυτό που
θέλω εγώ! Δεν τον ήθελα πια το Μενέλαο. Τον βαρέθηκα. Ήθελα το πιπίνι. Φρουρό
στο κορμί μου σας έβαλα; Είστε εντελώς μαλάκες; Πάτε για πόλεμο γιατί εγώ
άφησα τον άντρα μου για άλλον άντρα; Ρε πάτε καλά ρε; Γούστο μου και καπέλο
μου. Είμαι ελεύθερος άνθρωπος το καταλάβατε; Είμαι ελεύθερη να κάνω αυτό που
λαχταρά η ψυχή μου.Ο Μενέλαος δεν ήταν αυτό που ήθελα. Δεν ταιριάζαμε. Εγώ
έκανα αυτό που πόθησα. Εσείς τι κάνετε; Έχετε φύγει από αυτούς που σας αγαπούν
γιατί ο Μενέλαος είναι κερατάς; Και τι σας μέλλει εσάς ρε;
Σ ε λ ί δ α | 225
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Στην Κλυταιμνήστρα οφείλουμε πολλά. Ποιος ξέρει πόσες ακόμα
μαλακίες θα είχε κάνει ο Αγαμέμνονας αν πέθαινε σε βαθιά γεράματα!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Και ναι είχα και γκόμενο και βασίλισσα ήμουν και την εξουσία
κρατούσα γερά! Έλειπε δέκα χρόνια και εγώ αυτόν τον αλήτη θα τον περίμενα
πιστή; Θα ήμουν δέκα χρόνια πιστή σε αυτόν τον άντρα; Όχι… Το έκανα. Και τον
απάτησα και εραστή είχα και χάρηκα τη ζωή μου, και το κορμί μου χόρτασα, και τις
Μυκήνες διαφέντεψα και δε με έδιωξε κανείς…και ναι… το πλήρωσα το τίμημα… με
σκότωσε ο γιός μου… πλήρωσα…αλλά έζησα… έστω για κάποια χρόνια έζησα τη ζωή
που επέλεξα. Εσείς ακόμα παίζετε την τραγωδία Ηλέκτρα όπου η κόρη μου ωρύεται
για το χαμό του μπαμπά της και όλοι στο τέλος χαίρονται με την ήττα της κακιάς
Κλυταιμνήστρας. Αποκατάσταση της τάξης… ποια ήταν ακριβώς η τάξη του
Αγαμέμνονα; Τι θα έπρεπε να είχα κάνει; Να τον περιμένω πιστή και ανέραστη μετά
από 10 χρόνια, να του παραδώσω το σκήπτρο να συνεχίσει την αξιόλογη πορεία του
ως αρχηγός των Ελλήνων, να ξεχάσω τους φόνους των παιδιών μου που εννοείται
κανένας δεν τον κατηγόρησε για αυτό και να υποδεχτώ και τη ερωμένη με
ορθάνοικτες αγκάλες; Ναι ο φόνος δεν είναι η λύση … εγώ όμως δεν έβλεπα άλλη
λύση… και αν είμαι κακούργα και καριόλα που σκότωσα αυτόν τον άνθρωπο ας με
κρίνει η σημερινή δικαιοσύνη και όχι η ανελέητη πατριαρχία που εδώ και χρόνια
βρωμίζει τις ψυχές μας…
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ : Ίσως…
Σ ε λ ί δ α | 227
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Και εγώ έπρεπε να έχω βρει εραστή. Έχασα 20 χρόνια από τη ζωή μου.
Ανέραστα χρόνια. Απότιστο γυναικείο κορμί. Είμαι σύμβολο πίστης και αγάπης! Με
έχουν και με προσκυνάνε ακόμα και σήμερα τόσες γυναίκες. Πιστή Πηνελόπη και
πιστή Πηνελόπη. Να πάτε όλοι στο διάολο. 20 χρόνια. Είκοσι χρόνια. Τα καλύτερά
μου χρόνια. Τα νιάτα μου. Και να έχω μέσα στο σπίτι 100 άντρες. 100 λαχταριστά
κορμιά και εγώ εκεί, πιστή. Πιστή σε ποιόν; Σε ποιόν; Ο Οδυσσέας στην Τροία είχε
πάντα την δικιά του ερωμένη στη σκηνή. Όταν τελείωσε ο πόλεμος έγινε εραστής
της Κίρκης, τάχα μου δήθεν για να σώσει τους συντρόφους του…ναι και έκατσε ένα
χρόνο εκεί…ένα χρόνο ολάκερο ήταν εραστής της θεάς Κίρκης , πόσο πια του πήρε
να σώσει αυτούς τους συντρόφους; Και όσο καλοπερνούσε εγώ πιστή…στον
αργαλειό… και μετά έκατσε με την Καλυψώ, στο νησί επτά χρόνια… επτά ολάκερα
χρόνια έμεινε με τη θεά καλύψω που τον είχε άντρα και εραστή και θεό κοντά της…
επτά χρόνια με την Καλυψώ και εγώ στον αργαλειό… για καθίστε να σκεφτείτε πόσα
είναι τα 7 χρόνια… 7 χρόνια… και εγώ ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει… και
σου λέει καθόταν και έκλαιγε τα βράδια στην παραλία… ναι…έκλαιγε από την τόση
καλοπέραση στην αγκαλιά της θεάς… τον παρηγορούσε καλά… και εγώ πιστή. Τι
ακριβώς θαυμάζετε σε όλη αυτήν την ηλιθιότητα; Γιατί εγώ παρέμεινα πιστή σε
έναν άνθρωπο που καλοέζησε τη ζωούλα του; Δεν τον βίασε καμιά από όλες αυτές…
τι ακριβώς θαυμάζετε σε εμένα; Γιατί αυτό που έκανα είναι παράσημο; Αν το έκανε
ο Οδυσσέας θα τον λέγατε μάγκα ή μαλάκα; Αν εκεί που βίαζαν τις αιχμάλωτες
έλεγε όχι, εγώ μόνο Πηνελόπη… πώς θα τον αντιμετώπιζαν; Ο μαλάκας της
παρέας… εγώ λοιπόν δεν έχω τη φήμη που έχουν οι ξαδέρφες μου αλλά τις
ζηλεύω… τις ζηλεύω γιατί έστω και έτσι έζησαν τη ζωή τους. Η Ελένη ερωτεύτηκε
τον Πάρη και έζησε τη μαγεία του αμοιβαίου έρωτα. Η Κλυταιμήστρα έζησε με τον
Αίγισθο που ήταν μαζί της ακόμα και στο θάνατο.. και εγώ άρχισα να ζω ως γυναίκα
ύστερα από 20 χρόνια… δε λέω… με αγαπούσε ο Οδυσσέας…αλλά θα με αγαπούσε
το ίδιο αν εγώ στο μεταξύ είχα εραστές; Θα με συγχωρούσε; Ή θα με έσφαζε στο
γόνατο; Θα με έδιωχνε; Και αν γυρνούσε και εγώ είχα κανονικά τον εραστή μου στο
παλάτι πώς θα με αντιμετωπίζατε και εσείς; Μήπως ακόμα μέσα σας έχετε το
ιδανικό της πιστής και ηθικής γυναίκας και θα με κατακρίνατε αν ζούσα και εγώ τη
ζωούλα μου σαν τον Οδυσσέα; Μήπως κατά βάθος είμαστε ακόμα
πατριαρχοπουριτανοηθικολογιστές; Άντρες και γυναίκες. Γιατί ακόμα και σήμερα
στο συλλογικό υποσυνείδητο εγώ είμαι η Πιστή Πηνελόπη , η Κλυταιμνήστρα είναι
καριόλα φόνισσα και η Ελένη πουτανί που παράτησε τον άντρα της και κανένας
ποτέ δεν έχει πει κάτι αντίθετο;Και έφταιγε η Ελένη που άφησε τον άντρα της και
σκοτώθηκαν όλοι αυτοί; Που είναι η προσωπική ευθύνη του καθενός; Είχαν επιλογή
να μην πάνε. Όταν ένας όρκος είναι ανόητος δεν είναι καταπάτηση να τον
αθετήσεις. Και έπεσε η Τροία και ο Μενέλαος την έφερε πίσω με το ζόρι. Τι είναι
αυτό; Αφού η γυναίκα σου δε σε θέλει, γιατί τη σέρνεις πίσω; Και όλες οι ιστορίες
μετά για να καλύψουν την τιμή της… ότι την άρπαξε χωρίς τη θέλησή της… ότι η
αληθινή Ελένη ήταν στην Αίγυπτο και στην Τροία ήταν το είδωλό της… Για ένα
πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη… γιατί; Για να καλύψουν τι; Ήθελε να φύγει. Τη
φέρατε πίσω με το ζόρι. Τέλος.
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Έχουμε παράπονα ναι! Ναι, γιατί έχουμε τα δίκια μας!
Σ ε λ ί δ α | 228
Παύση.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Πάντως κορίτσια … είπαμε για όλους της Ελένης αλλά εμένα με τους
μνηστήρες με ξεπετάξατε… και γενικά δεν είπατε και τη δική μου ιστορία…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Ναι…
ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ : Εμένα με έφαγε μπαμπέσικα μια ροδίτισσα φίλη μου που πήγα να
την επισκεφτώ αλλά είχε χάσει τον άντρα της στον Τρωικό πόλεμο και μου την είχε
φυλαγμένη…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ : Τι να πω;
γνωστόν ήταν πια στην Ιθάκη. Όμως όταν έφθασε εκεί, τον σκότωσε κατά λάθος.
Επέστρεψε λοιπόν με το σώμα του Οδυσσέα στο νησί της Κίρκης, φέρνοντας μαζί
του τη χήρα πια Πηνελόπη και το γιο του Τηλέμαχο. Εκεί, η Κίρκη τους έκανε
αθάνατους και παντρεύτηκε τον Τηλέμαχο, ενώ ο Τηλέγονος νυμφεύθηκε την
Πηνελόπη…
1η Τιμητική Διάκριση
Τίνα Μέμου
ΠΡΟΣΩΠΑ
Η Κυρία
Ο Σκλάβος
Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας - η φωνή της συνείδησης ή της τρέλας
Η Πηνελόπη – η σύντροφος του Σκλάβου
Η φίλη της Κυρίας - επίσης Κυρία, επαγγελματίας
Η φίλη της Πηνελόπης
Ένας γνωστός του Σκλάβου – μέλος, επίσης, χορτοφαγικής κίνησης πολιτών για την
ηθική αντιμετώπιση των ζώων
Σ ε λ ί δ α | 233
Εικόνα 1η
Στο Δωμάτιο Υποδοχής
ΚΥΡΙΑ: Συνέχισε.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Το πρόβλημα είναι ότι δεν το έκανε τόσο καλά όσο η πρώην μου. Δεν έχει
μέσα της πουτανιά. Είναι δύσκολο να καταλάβει αφού δεν ανήκει στον χώρο. Δεν
έχει μέσα της ούτε σαδισμό ούτε μαζοχισμό (αναστενάζει).
ΚΥΡΙΑ: Καταλαβαίνω. Και δε σε ικανοποιούσε όσο ήθελες. Εσύ, την ικανοποιούσες;
ΣΚΛΑΒΟΣ (αδιάφορα): Όχι, πολύ. (Μια ξαφνική έξαψη στο βλέμμα του) Εσείς, Κυρία,
τι επιθυμείτε από έναν σκλάβο σας;
ΚΥΡΙΑ: Αν και δεν είναι της παρούσης· μου αρέσει το ιατρικό κομμάτι αλλά δεν έχω
βρει ακόμα τον ιδανικό σκλάβο για να τελειοποιήσω τη φαντασίωσή μου.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Πείτε μου.
ΚΥΡΙΑ: Θα μου άρεσε να πειραματιζόμουν με τις αντοχές του. Να χρησιμοποιώ
πάνω του εργαλεία, κυρίως, εκείνα που φτιάχνω εγώ και να τον βλέπω να νιώθει
Σ ε λ ί δ α | 234
πόνο μαζί με ηδονή. Να εξαρτάται από ένα βλέμμα μου, επιδοκιμασίας, για να
νιώσει ότι εκπληρώνεται η ύπαρξή του.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Ω!
ΚΥΡΙΑ: Ένας σύγχρονος Μένγκελε! Ναι, αυτό είναι! (επανέρχεται από τη
φαντασίωσή της) Και τι έγινε τελικά με την κοπέλα σου;
ΣΚΛΑΒΟΣ (κάπως λυπημένα) : Βρήκε τις συνομιλίες μου με άλλες Κυρίες και με
χώρισε.
ΚΥΡΙΑ (με γλυκό ύφος): Από ό,τι καταλαβαίνω, έχεις μια δυσπεψία στις σχέσεις.
Και τι μπορώ να κάνω για σένα;
ΣΚΛΑΒΟΣ (με μάτια που γυαλίζουν): Δικός σας, Κυρία. Να με κάνετε ό,τι θέλετε,
αρκεί να μην πονέσω. Δεν, δεν, αντέχω τον πόνο, ξέρετε…
ΚΥΡΙΑ (γελάει λίγο): Εντάξει, πουτανάκι μου. Δε θα σε πονέσω. Να ξέρεις όμως, ότι
η τιμωρία διδάσκει.
ΣΚΛΑΒΟΣ (την κοιτάζει υπάκουα, σαν κουτάβι): Μάλιστα, Κυρία.
ΚΥΡΙΑ: Λοιπόν, για να δω εάν αξίζεις τις υπηρεσίες μου, πήγαινε σπίτι σου και χύσε
για μένα. Στείλε μου στο κινητό μια φωτογραφία. Τότε θα πειστώ ότι αξίζεις για τη
συνεδρία μας. Αν τα καταφέρεις, έλα αύριο, την ίδια ώρα.
ΣΚΛΑΒΟΣ (ξαναμμένος): Μάλιστα, Κυρία. Θα τελειώσω για εσάς. Θα δείτε, αξίζω για
δούλος σας.
ΚΥΡΙΑ (ανάβει τσιγάρο): Πήγαινε, τώρα.
Ο Σκλάβος φεύγει βιαστικά, μέσα σε μια χαρούμενη έξαψη. Η Κυρία είναι σκεπτική,
κάπως μελαγχολική. Ξαφνικά, βλέπει τον Ανυποψίαστο Θαμώνα να κάθεται στο
καναπεδάκι της απέναντι γωνίας του δωματίου, σιωπηλός, μέσα σε χαμηλό
φωτισμό με σκιές. Τινάζεται ελαφρώς φοβισμένη και πηγαίνει λίγο προς τα πίσω.
Σιωπή.
Σ ε λ ί δ α | 235
Εικόνα 2η
Στο Κελί
Επόμενη μέρα. Ο Σκλάβος, είναι σκυμμένος μπροστά στα πόδια της φορώντας μια
ματωμένη ποδιά χασάπη και το εσώρουχό του. Την ακούει. Εκείνη κάθεται
σταυρώνοντας τα πόδια της και καπνίζει με ύφος.
Η Κυρία σηκώνεται και περπατάει στο Κελί κάπως μελαγχολικά, ο Σκλάβος σέρνεται
γρήγορα στα τέσσερα να την προλάβει, εκείνη του κάνει νόημα να μείνει στη θέση
του.
ΚΥΡΙΑ: Είναι σκληρή η ζωή σαν Αφέντρα. Σε πονάει αλλά πού και πού σου δείχνει το
γλυκό της πρόσωπο (γυρίζει χαμογελώντας προς τον Σκλάβο).
Ο Σκλάβος βρίσκεται ξαπλωμένος σε έναν ξύλινο πάγκο και αυνανίζεται για την
Κυρία. Χαμηλώνει ο φωτισμός αλλά πέφτει ψυχρό φως στη ματωμένη του ποδιά.
Στο μπροστινό μέρος της σκηνής, η Κυρία, φοράει ένα καπέλο που θυμίζει εκείνα
των SS. Περπατάει αργά στο Κελί, σκεπτική. Βλέπει τον Ανυποψίαστο Θαμώνα να
στέκεται όρθιος σε έναν τοίχο και να την καρφώνει με το βλέμμα του.
ΣΚΛΑΒΟΣ (κοιτάζει προς το μέρος της Κυρίας κάπως ανήσυχος): Τι είπατε, Κυρία;
ΚΥΡΙΑ: Τίποτα. Συνέχισε εσύ και έρχομαι να σε φροντίσω σε λίγο.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Μάλιστα, Κυρία. Ελάτε! Δεν ξέρω αν αντέχω για πολύ ακόμα!
ΚΥΡΙΑ: Υπομονή, μικρό μου και θα σε ανταμείψω. Αλλιώς, το μαστίγιο!
ΣΚΛΑΒΟΣ: Συγγνώμη, Κυρία.
Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας κάνει ένα βήμα προς την Κυρία. Εκείνη τον κοιτάζει σε
ετοιμότητα.
Η Κυρία ξαναγυρίζει προς τον Ανυποψίαστο Θαμώνα και βλέπει ότι έχει
εξαφανιστεί. Κάνει ένα γρήγορο γύρο στο Κελί, σκοντάφτει κάπου με τα PVC
τακούνια της. Στρώνει λίγο καλύτερα τα ρούχα της, κρατάει την καρδιά της που
χτυπάει ακατάπαυστα και πηγαίνει προς τον Σκλάβο, στο πίσω μέρος της σκηνής.
ΚΥΡΙΑ: Για να δω το καβλί σου.
Ο Σκλάβος υπακούει και γυρίζει προς το μέρος της, παραμερίζοντας την ποδιά του.
ΚΥΡΙΑ: Ωραία, και τώρα η ανταμοιβή σου.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Ναι, Κυρία, ναι!
Η Κυρία κάθεται πάνω στο κεφάλι του. Τα βογκητά του Σκλάβου αυξάνονται. Η
Κυρία δεν τον αφήνει να ανασάνει. Ύστερα από λίγο παραμερίζει. Εκείνος ανασαίνει
ασθμαίνοντας και την τραβά να ξανακαθίσει πάνω του. Αυνανίζεται γρήγορα. Είναι
ιδρωμένος και βογκάει.
1
Jack Zipes “The Master – Slave Dialectic” στο: The Sorcerer’s Apprentice, σελ. 10.
Σ ε λ ί δ α | 239
Εικόνα 3η
[Σε δυο εικόνες αλληλοδιαδεχόμενες]
Αργότερα, την ίδια μέρα. Η Κυρία μιλάει στο τηλέφωνο. Έχει σταυρωμένα τα πόδια
της. Πίνει καφέ, καπνίζει, χαζεύει ένα περιοδικό και πληκτρολογεί έναν αριθμό στο
κινητό της τηλέφωνο.
ΚΥΡΙΑ: Έλα, εγώ είμαι. Επιτέλους, έφυγε αυτός. Θέλει να ξανάρθει, είπε. Μου
φαίνεται ότι θα μου γίνει τσιμπούρι.
ΚΥΡΙΑ: Ναι, γελάς, εσύ, αλλά κάτσε να στον έδινα, να δεις τι φορτικός που είναι.
Φαντάζομαι την κοπέλα του πώς τον ανεχόταν (ακούει χαρούμενα τι της λέει η φίλη
της). Τι; Όχι, δεν είναι αυτός για τέτοια. Ούτε strap – on, ούτε μαστίγιο, ούτε σφήνα,
τίποτα σου λέω. Σκέτη απογοήτευση! Δε θέλει να πονέσει, λέει. Ε, τότε τι ήρθες εδώ
ρε φίλε; Να σε νταντέψω; Τι; Ναι, του ζήτησα φωτογραφία με τα χύσια του για να
τον δοκιμάσω και ο κακομοίρης, την έστειλε χτες, με το που έφυγε από εδώ. Μου
έστειλε και μια που γράφει με κραγιόν στο στήθος του ‘’Συγγνώμη, Κυρία” (γελάει
αλλά ξαφνικά σοβαρεύει) όμως δεν του τη ζήτησα εγώ. Μάλλον μπερδεύτηκε και
μου έστειλε φωτογραφία που του έχει ζητήσει κάποια άλλη Κυρία; Ίσως από sexting
που έκανε, όπως μου είπε. Φαίνεται άπειρος. Δε νομίζω να έχει ξανακάνει
συνεδρία. Αυτός μωρέ, θέλει γλυκούλικα πράγματα. Να κάθομαι στο κεφάλι του,
του αρκεί. Για φαντάσου! Γρήγορα λεφτά και ξεκούραστα (γυρίζει σελίδα στο
περιοδικό, σταυρώνει το άλλο πόδι, ακούει τη φίλη της). Ναι, γουστάρει
Χαρουκάβα. Να σου πω άλλο, τώρα, που θυμήθηκα. Πότε θα βγουν οι φωτογραφίες
από το φεστιβάλ; Θέλω να ποστάρω καινούριο υλικό στο facebook. Με έχουν
πρήξει οι άλλοι οι κακομοίρηδες να ανεβάσω. Δε βρίσκω κανέναν της προκοπής.
Τελείως άβουλοι, μαμάκηδες. Πιο subs, πεθαίνεις. Εσύ, έχεις βρει κανέναν που να
αξίζει; Εγώ κοντεύω να ξεχάσω και αυτά που ήξερα. Φαντασία, μηδέν.
Φοβητσιάρηδες και απαιτητικοί. Ο καθένας με την κάβλα του! (εύθυμα) Θυμάσαι,
τότε που τους κάναμε αποδοχή στο facebook, παίζαμε λίγο μαζί τους, τους
καβλώναμε και μετά από κανα δυο μέρες τους κάναμε unfriend και τους λέγαμε
‘’Λυπάμαι, δεν ήσουν άξιος για μια Κυρία σαν και μένα;’’ (γελάει δυνατά) Θυμάσαι,
τι γέλια κάναμε; Δεν ξεκολλούσαν. Και δικαιολογίες ένα σωρό (αλλάζει ύφος). Έχω
Σ ε λ ί δ α | 241
και κάτι γκρίνιες από μερικές κοπέλες τους που άλλοτε με απειλούν και άλλοτε με
παρακαλάνε να σταματήσω την επικοινωνία μαζί τους. Ε, κυρά μου. Ας ήσουν άξια
να τον κρατήσεις και μη μου μυξοκλαίς, τώρα. Θέλει τέχνη το πράγμα και αυτή η
μπούρδα το ‘’ Πενήντα Αποχρώσεις του Γκρι’’ μας έχει χαλάσει τη δουλειά. Έρχονται
και μου ζητάνε όλο μαλακίες. Τους βαρέθηκα όλους! (Ακούει τη φίλη της, κατεβάζει
τόνο). Θα πας τελικά, Ισπανία; Πόσο θα λείψεις; Κάπου δυο εβδομάδες; Εντάξει,
υποφέρεται. Θα περάσουν οι μέρες. Νιώθω πολύ μόνη! (αλλάζει ύφος). Να
ερχόμουν και εγώ; Ξέρεις, ότι τα αγγλικά μου δεν είναι πολύ καλά. Για ισπανικά, δεν
το συζητάμε. Εσύ, τους άρεσες και σε ζήτησαν. Άντε να γυρίσεις! (ακούει στο
τηλέφωνο) Ε, ναι, ακόμα δεν έφυγες, σωστά! Να μου πεις τι ζητάνε εκεί όλοι αυτοί
οι μαλάκες, που θα σου’ ρθουν για πελάτες! Θα είναι και αυτοί τόσο ανυπόφοροι;
Θα έχουν απωθημένα με τις μανάδες τους; Οι γυναίκες τους, τους ικανοποιούν;
Καλή υπομονή με όλους αυτούς! Να περάσεις όμορφα, όσο μπορείς! Στείλε μου,
μωρή και καμιά φωτογραφία! Μη με ξεχάσεις (πικρό χαμόγελο ζωγραφίζεται στα
χείλη της).
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Έχω να σε δω μια ολόκληρη εβδομάδα και έχουν γίνει τόσα από τότε
(κλαίει και σκουπίζει τη μύτη της).
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Τι συμβαίνει; Χωρίσατε;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (κάνει νεύμα και αναστενάζει): Ξέρεις γιατί δεν ενδιαφερόταν για μένα;
Γιατί πάντα ήταν κάπου αλλού και στη σχέση, απών; Γιατί του έλειπε το σεξ με την
πρώην του. Αυτήν σκεφτόταν τόσο καιρό, θα τρελαθώ! Ακόμα και όταν το κάναμε,
εκείνη θα σκεφτόταν. Μου έλεγε να του κάνω πουτανιές και εγώ δεν ήθελα.
Ντρεπόμουν, δεν ένιωθα καλά με τον εαυτό μου. Αξιοπρέπεια την ονόμασε, εγώ τη
λέω συνέπεια προς τον εαυτό. Όπως και να’ χει, τελικά δεν την εκτίμησε. Ο κώλος
μου ήταν γι’ αυτόν όλη μου η προσωπικότητα. Τα είχε με έναν κώλο! Αυτό φαίνεται
θα έχει να θυμάται από εμένα. Ότι του άρεσε ο κώλος μου (ξεσπάει σε κλάματα).
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Και να σε ρωτήσω…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (τη διακόπτει): Με πίεζε, με πίεζε, συνέχεια να έχω ένα τάδε ύφος
κυριαρχικής, που τελικά ούτε κατάλαβα τι ήθελε. Ένα πρωί μου είπε ότι όλο το
βράδι έψαχνε τα μηνύματα της πρώην του, δεν τα έβρισκε και τρελάθηκε.
Τρελάθηκα και εγώ, μαζί! Τόσο καιρό, σκέφτομαι, αυτό κάνεις; Τη βρίσκεις με τα
μηνύματά της πρώην σου; Χώρια και το άλλο το μεγάλο θέμα, με όλες τις τσούλες.
Όποια ασχολιόταν με BDSM, κάτι Αφέντρες, κάτι άλλες wannabe Αφέντρες,
κοριτσάκια που πειραματίζονταν στο σεξ και κάτι αγριεμένες φεμινίστριες, έτοιμες
να σε ξεσκίσουν.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Τις radical, θα λες…
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ναι. Με όλες μίλαγε. Όταν βρήκα τα μηνύματά του και κατάλαβα ότι
έχυνε για όλες αυτές, γκρεμίστηκε το σύμπαν μου, όλο (φυσάει τη μύτη της). Και να
τολμά να με πιέζει να γίνω όπως η πρώην του! Δεν αντέχω άλλο!
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Για κάνε μια παύση. Πιες μια γουλιά καφέ. Ωραίος είναι, γεύση,
βανίλια.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Καλό τον έφτιαξες. Ευχαριστώ.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Και τι σου είπε για τα μηνύματα; Τα παραδέχτηκε;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ναι, με πλήρη φυσικότητα. Έπρεπε να μάθει λέει παραπάνω για όσα
τον απασχολούν και έκανε ερωτήσεις. Ναι, αλλά έκανε και sexting παράλληλα
(σφίγγει τη γροθιά της). Άλλες πάλι που προσέγγιζε, άσχετες με τον χώρο, κάτι
γκομενίτσες που ανέβαζαν φωτογραφίες συνέχεια, το σώμα του, λέει, τις ποθεί
αυτές που δείχνουν τον κώλο τους. Το σώμα διψάει!
Σ ε λ ί δ α | 243
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ρε συ, Πηνελόπη. Μου φαίνεται πολύ ξεφτίλας. Δε σου αξίζει
όλο αυτό.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Με αγαπούσε υποσιτισμένα. Μου ρουφούσε αγάπη αλλά δεν έδινε.
Ούτε με φιλούσε. Τσιγκούνικα τα φιλιά του. Σιχαινόταν τα σάλια και φοβόταν μην
πάθει ασφυξία. Γιατί, με τόσες που έχεις πάει, τα σάλια σε πείραξαν; Άντε να μην
πω για την άλλη, ασφυξία, που γούσταρε.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Λοιπόν, άκου, δυο ήταν τα πιο χοντρά σκηνικά που μου έκανε. Και
έπρεπε να τον είχα χωρίσει από την αρχή αλλά ήταν μάλλον η χαμηλή μου
αυτοεκτίμηση, που δεν το έκανα (φυσάει τη μύτη της).
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Πιες λίγο νερό.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ (πίνει): Ευχαριστώ. Άκου. Εν τω μεταξύ, θα βάλω να σιδερώσω και τα
αυριανά ρούχα για το γραφείο (σηκώνεται και πάει στη σιδερώστρα). Ξέρεις, πώς
με έλεγε υποτιμητικά; Λογίστρια.
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Γιατί;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Γιατί ήμουν η πιο σοβαρή κοπέλα που είχε (κάνει κινήσεις με το σίδερο
στον αέρα καθώς μιλάει). Γιατί θεωρούσε ότι το σύστημα με έχει αφομοιώσει και
έχω ενταχθεί πλήρως, χάνοντας τη φαντασία μου. Ώρες ώρες, με έβλεπε σαν εχθρό.
Εκφραστή του συστήματος που θέλει να τον καταπιεί (κατεβάζει το σίδερο και
συνεχίζει το σιδέρωμα).
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ο άνθρωπος είναι βλαμμένος, έτσι; Πολύ Κάφκα διαβάζει αλλά
παρερμηνεύει.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Λοιπόν, στο θέμα μας. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε ήταν στην
αρχή της γνωριμίας μας, όταν πήγαμε εκείνο το διήμερο. Θυμάσαι;
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ: Ναι, ακουγόσουν πολύ χαρούμενη τότε, όταν μιλήσαμε στο
τηλέφωνο. Προσποιούσουν;
ΠΗΝΕΛΟΠΗ: Ήμουν χαρούμενη, μέχρι να μου κάνει τη μαλακία (κατεβάζει το
σίδερο). Ήμασταν στο κρεβάτι, ήταν η πρώτη μας φορά και είχα τόσο άγχος μαζί και
ενθουσιασμό και.. ξαφνικά χτυπάει το κινητό του και πετάγεται. Μόλις το κλείνει,
μου λέει πώς ήταν μια φίλη του που είχε πρόβλημα. Αργότερα, μου ξεφουρνίζει
πως η υποτιθέμενη φίλη ήταν μια του χώρου, που μιλούσαν (κουνάει το κεφάλι της,
ειρωνικά) και ήθελε να διαπιστώσει εάν αυτός πήγε μαζί μου (υψώνει τη φωνή και
σηκώνει τα χέρια της). Να τρελαίνεσαι, δηλαδή!
ΦΙΛΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (με ενδιαφέρον, στραμμένη προς το μέρος της): Και συ τι έκανες;
Σ ε λ ί δ α | 244
Μένουν στον καναπέ να κουβεντιάζουν και η φίλη της την παρηγορεί χωρίς να
ακούγονται οι ομιλίες τους. Χαμηλώνει ο φωτισμός. Πέφτει φως στην Πηνελόπη,
στον πίνακα και στην παράλληλη σκηνή, φωτίζεται η Κυρία, που στέκεται, αμίλητη,
μελαγχολική. Το φως, μοιάζει με εκείνο που λούζει τις καθολικές εκκλησίες, μέσα
από τα παράθυρα των βιτρό.
Σ ε λ ί δ α | 248
Εικόνα 4η
[Σε τρεις εικόνες αλληλοδιαδεχόμενες]
ΚΥΡΙΑ: Εδώ, αρχίζει και αποκτά ενδιαφέρον! (πλησιάζει προς την οθόνη και ανάβει
τσιγάρο). Ωραίος ο Πότζο! Μάλλον, αυτός ο Μπέκετ, κάτι ξέρει από BDSM. Και τι
υπακοή ο Λάκυ! Ναι, το μαστίγιο τον κάνει αφοσιωμένο! (στρέφει το βλέμμα της
προς τη μεριά του Ανυποψίαστου Θαμώνα, που της χαμογελά και αλλάζει ύφος). Τι
θες να μου πεις και χαμογελάς; Ότι ο Αφέντης εξαρτάται από τον δούλο; Ότι εγώ
δεν είμαι ελεύθερη; Ότι εγώ είμαι όσα είναι οι δούλοι μου και χωρίς αυτούς δε θα
ήμουν τίποτα; (ξεσπά) Πώς μου το είχες πει εκείνο; (ο Ανυποψίαστος Θαμώνας
μιλάει αργά αλλά χωρίς να ακούγεται) ‘’Ο Αφέντης δε μπορεί να πετύχει την
αλήθεια του εαυτού του όταν υποτάσσει μια άλλη ύπαρξη;’’ Έτσι μου το πες; (ο
Ανυποψίαστος Θαμώνας της κλείνει το μάτι ως επιβράβευση). Τι θες να πεις, ότι
εγώ εξαρτώμαι από όλα αυτά τα ανθρωπάρια;
Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας, με μια γρήγορη κίνηση βρίσκεται από πίσω της και πριν
προλάβει εκείνη να αντιδράσει της χώνει στο στόμα με βίαιο τρόπο το
χάμπουργκερ. Εκείνη προσπαθεί να φωνάξει αλλά δε μπορεί. Αντιδρά με
σπασμωδικές κινήσεις. Οι κινήσεις συνεχίζονται χωρίς να καταφέρνει να βγάλει ήχο.
Τελικά, καταφέρνει να φωνάξει ‘’Ήμαρτον!’’. Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας, συνεχίζει
πιο ήπια, εκείνη φωνάζει ‘’Έλεος!’’. Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας, σταματά.
Σ ε λ ί δ α | 249
Ο Σκλάβος βρίσκεται μπροστά στον φορητό του υπολογιστή. Φοράει κάλτσες και
εσώρουχο. Σε έναν τοίχο βρίσκονται φωτογραφίες από διακοπές του, παλαιότερων
χρόνων σε στιγμές ανεμελιάς, από παραλίες, γυμνισμό, ελεύθερο κάμπινγκ, σε μέρη
αντιεμπορικά με έμφαση τη φύση και μια ελευθεριακή διάθεση αναβίωσης των
δεκαετιών ’60 και ’70. Η κάμερα προβάλλει στον τοίχο τις σελίδες που έχει ανοιχτές
στον περιηγητή του. Βλέπει μηνύματα από Αφέντρες και πορνό. Πληκτρολογεί ένα
νούμερο στο κινητό του τηλέφωνο.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Έλα, ρε μαλάκα! Εγώ είμαι. Πού χάθηκες και δε σε βρίσκω; (χαζεύει
ταυτόχρονα πορνό και πιάνει ασυναίσθητα τα γεννητικά του όργανα). Έχουμε να
ετοιμαστούμε για τη δράση των επόμενων ημερών. Δε βλέπω ιδιαίτερη
κινητοποίηση από τους άλλους. Φυλλάδια, τυπωμένα, οκ. Εσύ, κανόνισες το πανό;
Ποιος θα είναι εκείνος που θα μιλήσει, τελικά; Η συνάντηση, όπως έχει κανονιστεί;
Την ίδια ώρα; Λέγε ρε, για να συντονιστούμε, μη γίνει κανένα λάθος (ρουφάει,
μάλλον χυμό, από ένα καλαμάκι) μμμ, μμμ, ναι. Πες μου τι θα γράφουν τα
συνθήματα στα πλακάτ; Ναι, πολύ ωραία, για το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης των
ζώων (χαζεύει ένα βίντεο πορνό με έναν σκλάβο στα τέσσερα, δεμένο με λουρί και
μια Κυρία να του πατάει το κεφάλι), ναι, ‘’το φαγητό σου είχε πρόσωπο’’ (η κάμερα
κάνει ζουμ στο πρόσωπο ενός Σκλάβου που πρωταγωνιστεί στο βίντεο και φοράει
δερμάτινη κουκούλα), ωραίο, δυνατό μήνυμα, ‘’αξίζει όλος αυτός ο πόνος για ένα
γεύμα;’’ ναι, ‘’αυτό είναι το σώμα κάποιου άλλου’’.
Ο Σκλάβος πλησιάζει με έξαψη προς το βίντεο και πιάνει τα γεννητικά του όργανα.
Σιωπή.
Σ ε λ ί δ α | 251
Η Πηνελόπη βρίσκεται μόνη στο σαλόνι. Κρατάει ένα στυλό και περπατάει αργά,
απαγγέλνοντας το ποίημά της, που έχει γράψει για τον Σκλάβο, τον ‘’μικρό της
πρίγκιπα’’ όπως τον αποκαλούσε.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ:
Να απαλύνω τον πόνο σου και να κοπάσω τους ανέμους που σε τριγυρίζουν, ψυχή
μου. Πώς τα έπαθες, εσύ, όλα αυτά;
Ακούμπησε στον ώμο μου, άγγελέ μου και κλείσε τα μάτια σου.
Μαζί θα μάθουμε, ξανά, να τονίζουμε τις λέξεις τις πιο αγαπημένες, τις πιο
λησμονημένες.
Εικόνα 5η
[Σε δυο εικόνες αλληλοδιαδεχόμενες]
Ο Σκλάβος κοιτάζει το ρολόι στον τοίχο. Βλέπει ότι έχει ώρα και κάθεται στον
υπολογιστή του. Προβολή στον τοίχο με κάμερα. Κάνει εκκαθάριση σε φακέλους.
Πετυχαίνει ένα έγγραφο που γράφει το ποίημα του Καβάφη ‘’Εν απογνώσει’’.
Διαβάζει δυνατά:
ΣΚΛΑΒΟΣ:
Τον έχασ' εντελώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή
τα χείλη τα δικά του· στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ' εκείνον.
Σιωπή.
Σκουπίζει τα δάκρυά του. Ψιθυρίζει το όνομα της Πηνελόπης.
Ξανακοιτάει το ρολόι.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Στείλε μου τίποτα και συ, μωρή, καργιόλα! Όταν είναι να με διατάζεις,
μια χαρά, ενδιαφέρεσαι!
Εικόνα 6η
Στο Κελί
Αργότερα, το απόγευμα. Ο Σκλάβος βρίσκεται στο Κελί για την τελευταία τους
συνεδρία. Η Κυρία, κακόκεφη, προσπαθεί κάπως να το κρύψει. Εκείνος φοράει μόνο
το εσώρουχό του. Εκείνη, με pvc, σέξι, εμφάνιση. Ο Σκλάβος βλέπει την καρτ ποστάλ
της Κυρίας, ακουμπισμένη σε μια μεριά. Τη σηκώνει.
Ο Σκλάβος παίρνει μια έκφραση επιδοκιμασίας. Η Κυρία, τον διατάζει να πέσει στα
γόνατα.
ΚΥΡΙΑ: Πέσε! Κάτω! Έτσι!
Ο Σκλάβος, την πιάνει από τους μηρούς, κτητικά. Εκείνη, αποτραβιέται, λίγο. Της
φιλάει τους αστραγάλους. Αρχίζει να την γλείφει.
ΚΥΡΙΑ: Έλα, σταμάτα.
Φανερά κακόκεφη, αρχίζει να περπατάει και τον σέρνει. Τον οδηγεί με το λουρί
προς τον ξύλινο πάγκο. Σκύβει, του το αφαιρεί και τον σηκώνει. Εκείνος την κοιτάει
βαθιά, μέσα στα μάτια. Του κάνει μερικά κόλπα, κουνώντας τον πισινό της. Εκείνος,
μοιάζει ξετρελαμένος. Την αγκαλιάζει από τους γοφούς. Τον σταματάει. Γυρίζει και
του κουνάει προειδοποιητικά το δάχτυλο.
ΚΥΡΙΑ: Όταν πει η Κυρία σου.
ΣΚΛΑΒΟΣ (πειθαρχεί): Μάλιστα, Κυρία. Συγγνώμη (κατεβάζει λίγο το κεφάλι).
ΚΥΡΙΑ: Ξάπλωσε! Άρχισε να μαλακίζεσαι για μένα!
Ο Σκλάβος υπακούει. Ξαπλώνει και πιάνει τα γεννητικά του όργανα. Αρχίζει να
αυνανίζεται.
ΚΥΡΙΑ: Το πουλί σου, μου ανήκει!
ΣΚΛΑΒΟΣ: Μάλιστα…, μαμά!
ΚΥΡΙΑ: Εγώ ξέρω τι χρειάζεσαι, μικρό μου (λικνίζεται δίπλα του και του χαϊδεύει
τους μηρούς). Εγώ, που σε φροντίζω. Θα χύσεις, γλυκά, για μένα!
ΣΚΛΑΒΟΣ (με πνιχτή φωνή): Ελάτε, πιο κοντά!
Η Κυρία, τον πλησιάζει. Ο Σκλάβος, ξαφνικά σταματά και γυρίζει το κεφάλι του στο
πλάι. Μένει ακίνητος.
ΚΥΡΙΑ (ανήσυχη): Τι συμβαίνει; Γιατί σταμάτησες;
Η Κυρία, σκύβει προς το πρόσωπό του, τρυφερά. Ο Σκλάβος, γυρίζει, το βλέμμα του,
αγριεύει και την αρπάζει από τον λαιμό. Εκείνη, ξαφνιάζεται, αντιστέκεται λίγο αλλά
τεντώνει το λαιμό προς τα πάνω, σαν να παραδίνεται σε κείνον και σταδιακά
αλλάζει ύφος καθώς αρχίζει να της αρέσει. Σηκώνεται αργά και την ξαπλώνει στον
πάγκο, ενώ εκείνη παραδίνεται, υποτακτικά.
ΚΥΡΙΑ: Κανονικά, θα’ πρεπε να σε τιμωρήσω γι’ αυτό.
Ο Σκλάβος σηκώνεται. Η Κυρία τον κοιτάζει αμήχανα.
ΚΥΡΙΑ: Πού πας;
Η Κυρία, τον ακολουθεί με το βλέμμα της, ανήσυχη, αλλά παραμένει ξαπλωμένη.
Κάνει αργές, ηδονικές κινήσεις. Ο Σκλάβος κάνει έναν βιαστικό γύρο στο κελί, σα να
Σ ε λ ί δ α | 257
ψάχνει κάτι. Σε μια μεριά, βλέπει ένα ιατρικό κρεβάτι εξέτασης. Ιμάντες κρέμονται
στις τέσσερις άκρες του. Ένα παραβάν είναι ανοιγμένο γύρω του. Στο πλάι του
κρεβατιού, έξω από το παραβάν, βρίσκονται μερικά ιατρικά εργαλεία. Πηγαίνει
βιαστικά προς την Κυρία και τη σηκώνει απότομα. Την κρατάει βίαια από τους
καρπούς, τα πόδια της, σχεδόν, σέρνονται.
ΚΥΡΙΑ (σαστισμένη): Τι…τι… θα μου κάνεις;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Τώρα, θα δεις.
Ο Σκλάβος την οδηγεί και την ξαπλώνει στο ιατρικό κρεβάτι. Την δένει. Πίσω από το
παραβάν, φαίνονται μόνο οι σκιές από τις κινήσεις.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Και τώρα… αλλάζουμε! Βγάλε τα ρούχα σου! Πιο γρήγορα! Άνοιξε τα
πόδια σου! (Ακούγεται ένα μουρμουρητό της Κυρίας, όχι ξεκάθαρο, σα να
διαμαρτύρεται). Έλα, τελείωνε, πιο πολύ, άνοιξ’ τα! (Ακούγονται μεταλλικά
εργαλεία). Σου αρέσει, έτσι, στο μουνάκι σου; Είναι κρύα η λαβή; Θα στο βάλω πιο
μέσα, αν δε σταματήσεις.
ΚΥΡΙΑ (πνιχτά): Αντέχω, Αφέντη μου! Πιο δυνατά!
ΣΚΛΑΒΟΣ: Σ’ αρέσει που πονάς, ε; Ε, τότε, πιο βαθιά! Για να δοκιμάσουμε και αυτό
με την πριονωτή άκρη.
ΚΥΡΙΑ (βγάζει μια μικρή τσιρίδα): Ήμαρτον! Όχι, αυτό, Αφέντη! Μη, πονάει αυτό,
πολύ.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Στους άλλους, πώς το χρησιμοποιείς; Δεν τους πονάει, εκείνους;
ΚΥΡΙΑ: Τιμώρησέ με! Σε παρακαλώ, Κύριε! Όμως, όχι αυτό!
Ο Σκλάβος μονολογεί χωρίς να ακούει την Κυρία που φωνάζει.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Αυτό; Όχι, μάλλον, το άλλο. Εκείνο… που είναι η άκρη του; Πώς
κουμπώνει; Να’ το! Για δες αυτό, μωρή! Σ’ αρέσει; Μην κλείνεις τα πόδια σου!
Κάτσε ακίνητη να σου ανοίξω τα χείλη. Α, μια τανάλια θα ‘ταν χρήσιμη. Να’ τη και η
τανάλια… Και μια σφήνα, πού είναι μια σφήνα;
Στο παραβάν διαγράφονται οι σκιές από τις σπασμωδικές κινήσεις της Κυρίας.
ΚΥΡΙΑ (ξέπνοα): Έλεος, Αφέντη μου!
Ο Σκλάβος δε σταματά. Ακούγονται τα μεταλλικά εργαλεία. Κάποια πέφτουν στο
πάτωμα. Φαίνονται σκιές από τις κινήσεις του Σκλάβου που σκύβει να σηκώσει τα
εργαλεία. Επιστρέφει στο κρεβάτι.
ΚΥΡΙΑ: Λυπήσου με! Έλεος!
Ο Σκλάβος, συνεχίζει. Μετά από λίγο σταματά. Σηκώνεται, λύνει την Κυρία, της
φοράει το εσώρουχό της, την ξαναδένει και τραβάει το παραβάν. Κατευθύνεται
προς την έξοδο του Κελιού. Η Κυρία ωρύεται πίσω του, δεμένη. Μεταλλικά βαρίδια
κρέμονται από τις ρώγες της.
Σ ε λ ί δ α | 258
ΚΥΡΙΑ (με βραχνή φωνή): Πού πας; Γιατί μ’ αφήνεις, εμένα; Που αγαπάω τα υγρά
σου; Εγώ, που καβλώνω με τα χύσια σου και τα θέλω δικά μου; Λύσε με!
Ο Σκλάβος βλέπει το ναζιστικό καπέλο της Κυρίας, κρεμασμένο σε μια άκρη. Το
παίρνει και κατευθύνεται προς την Κυρία. Της το φοράει. Κάθεται δίπλα της, στην
άκρη του κρεβατιού και τη χαϊδεύει. Της αφαιρεί τα βαρίδια.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Μπράβο. Ήσουν καλή. Σχεδόν, με καύλωσαν οι φωνές σου.
ΚΥΡΙΑ (διαμαρτύρεται): Εγώ είμαι μόνο Κυριαρχική.
ΣΚΑΒΟΣ: Δε φάνηκε κάτι τέτοιο (σηκώνεται).
ΚΥΡΙΑ: Πού πας;
ΣΚΛΑΒΟΣ: Φεύγω. Δε σε χρειάζομαι άλλο.
Η Κυρία είναι θυμωμένη. Φαίνεται ότι θα τον βρίσει.
ΣΚΛΑΒΟΣ (της κλείνει ήσυχα το στόμα): Σσσς… θα σου πω πρώτα μια ιστορία.
Ένιωθα υποτακτικός από μικρό παιδί, από το δημοτικό, ακόμα. Στο συνοικιακό
ίντερνετ καφέ, βλέπαμε τσόντες με τους συμμαθητές, μετά το σχολείο. Μου άρεσαν
οι υποτακτικοί. Φανταζόμουν πως ήμουν ένας από αυτούς. Μερικές φορές, δεν
προλάβαινα να γυρίσω στο σπίτι και τελείωνα στο δρόμο, πάνω στο παντελόνι μου,
καθώς σκεφτόμουν τις Αφέντρες. Αργότερα, βρήκα και την κατηγορία που με
εξέφραζε περισσότερο: το facesitting. Όταν μια φορά είδα την ταινία ‘’Μουλέν
Ρουζ’’ με τη Νικόλ Κίντμαν, με απογείωσε η ιδέα να κρυφτώ κάτω από το φουστάνι
μιας γυναίκας. Σε συνδυασμό με το να γλείφω τον κώλο της και να μου φέρεται
κυριαρχικά με μια γλύκα, μητρική, ήταν η απόλυτη φαντασίωσή μου, που
δυστυχώς, πραγματοποιήθηκε μόνο με την προηγούμενη σχέση μου. Αυτά,
ξεκίνησαν από πολύ παλιά. Από τότε που η μητέρα μου με χτυπούσε γιατί δεν
ήμουν φρόνιμος. Μη νομίζεις, τίποτα το ιδιαίτερο δεν έκανα, απλές, παιδικές
σκανταλιές, όμως εκείνης τα νεύρα ήταν σπασμένα από την πίεση που δεχόταν από
τους συγγενείς του πατέρα μου, που δεν την ήθελαν. Ήταν μεγαλύτερή του,
ακούγονταν και φήμες για προηγούμενους εραστές και αυτά το χωριό δεν τα
συγχωρεί. Το προηγούμενο παιδί από εμένα, ο πατέρας μου, την ανάγκασε να το
ρίξει. Το ίδιο θα γινόταν και με μένα εάν δεν επενέβαινε ο παππούς μου, ο πατέρας
της, λέγοντας: ‘’κράτα το παιδάκι, θα το μεγαλώσω εγώ’’. Της έκαναν τέτοιο πόλεμο
νεύρων, όταν ήταν έγκυος σε μένα, για ασήμαντα πράγματα, όπως, ότι δεν είχε το
σπίτι καθαρό, σε σημείο που στον ύπνο της, άκουγε θορύβους από βήματα να την
πλησιάζουν. Όλα αυτά, σίγουρα επηρέασαν την ψυχολογία της και μαζί με κείνη και
εμένα (παίρνει μια βαθιά ανάσα). Αυτά, λοιπόν. Να πώς γίνεται κάποιος
υποτακτικός. Σε χαιρετώ.
ΚΥΡΙΑ (θυμωμένα): Στα τσακίδια να πας, παλιοσάμπ! Όταν ερχόσουν σε μένα,
καβλωμένος, ήταν καλά; Πώς με κατάντησες, άθλιε! Εμένα, μια Κυρία! Λύσε με!
ΣΚΛΑΒΟΣ: Εσύ, δεν έλεγες, πως η τιμωρία διδάσκει;
Σ ε λ ί δ α | 259
Η Κυρία κουνιέται βίαια, προσπαθώντας να λυθεί και τον φτύνει στο πρόσωπο.
ΣΚΛΑΒΟΣ: Δε σε χρειάζομαι πια. Και συ υποτακτική είσαι. Έχεις άλλα θέματα μέσα
σου να λύσεις. Πιο σύνθετα από τα δικά μου. Αντίο.
ΚΥΡΙΑ: Λύσε με!
Ο Σκλάβος της πετάει τα λεφτά της συνεδρίας και φεύγει. Σταματάει για λίγο, να
ρίξει μια τελευταία ματιά στην καρτ ποστάλ. Η Κυρία παλεύει μάταια να λυθεί,
φωνάζοντας.
ΚΥΡΙΑ: Τέρμα πια ο παλιάτσος του βασιλιά! Δε θα είμαι διασκεδαστής κανενός, από’
δώ και πέρα (πέφτει στο κρεβάτι, εξουθενωμένη) !
Εμφανίζεται ο Ανυποψίαστος Θαμώνας. Πλησιάζει το κρεβάτι, η Κυρία τον κοιτάει
τρομαγμένη. Εκείνος σηκώνει τα πεσμένα εργαλεία και την λύνει. Η Κυρία τινάζει τα
άκρα της, να ξεπιαστεί και προσπαθεί να σηκωθεί γρήγορα. Ο Ανυποψίαστος
Θαμώνας, την συγκρατεί τρυφερά. Σκύβει, παίρνει τα ρούχα της και την ντύνει
αργά. Της βγάζει το καπέλο. Την βοηθάει να σηκωθεί από το κρεβάτι.
ΚΥΡΙΑ (σιγανά, τρομαγμένα): Τι θα μου κάνεις; Θα αποτελειώσεις ότι δεν κατάφερε
ο άλλος, ο άχρηστος;
ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ: Αχ, αυτό το πληγωμένο Εγώ της απόρριψης! Να
χαίρεσαι που έφυγε. Η τιμωρία διδάσκει μόνο τον σαδισμό. Τώρα είσαι ελεύθερη.
Ο Ανυποψίαστος Θαμώνας την παίρνει στην αγκαλιά του τρυφερά και την βγάζει
από το Κελί. Φως όπως αυτό που περνάει μέσα από τα βιτρό των καθολικών
εκκλησιών, λούζει και τους δύο.
Σ ε λ ί δ α | 260
Εικόνα 7η
Στο Πάρκο
ΣΚΛΑΒΟΣ (κοιτάει τη βροχή που πέφτει πάνω του και μονολογεί): Άραγε, θα σε
ονειρευτώ πάλι απόψε; Μου έχουν λείψει τόσο πολύ όλα αυτά που μου έκανες…
Σ ε λ ί δ α | 263
2
Πεφάνης, Γ. (2016) ‘’Θιασώτες και Φιλόσοφοι. Σκιαγράφηση μιας
Θεατροφιλοσοφίας’’, σελ. 228.
Σ ε λ ί δ α | 264
καθώς πάντα ήταν μόνη και στην προσωπική και στην κοινωνική ζωή, όχι, μάλλον,
από επιλογή. Τα λόγια του Ανυποψίαστου Θαμώνα, δυσνόητα για εκείνη. Όμως
δίνονται ελαφρυντικά στην ίδια, που δεν είχε επιλογή στα βιώματά της και τα
αναπαράγει. Έτσι και παρομοιάζεται με την πόρνη του πίνακα, που ‘’τελικά είχε
καρδιά’’ και την λούζει θεϊκό φως, όμοιο με εκείνο που περνάει μέσα από τα βιτρό
των καθολικών εκκλησιών.
Τέλος, ο Σκλάβος, χαμένος μέσα στον κόσμο της εξάρτησης και της σεξουαλικής του
ιδιαιτερότητας, απόρροια των βιωμάτων των παιδικών του χρόνων, από θύμα
γίνεται θύτης και μας θυμίζει τα λόγια του Μάριου Χάκκα στην ‘’ Τοιχογραφία’’ 3 ‘’Ο
ίδιος άνθρωπος δέρνει, δέρνεται και περιθάλπει’’, όπως και στη λογική του BDSM
περί τιμωρίας και φροντίδας από την/τον Κυριαρχική/ό στην/ον Υποτακτική/ό ή και
στη λογική του ‘’τρώω και τρώγομαι’’, όπως αναφέραμε παραπάνω. Από αυτόν τον
κόσμο της εξάρτησης είναι δύσκολο να βγεις, αλλά και εάν τα καταφέρεις, το πρώτο
βήμα είναι να συνειδητοποιήσεις την εξάρτησή σου και ο Σκλάβος, δεν την
αντιλαμβάνεται.
3
Χάκκας, Μ. (1982) ‘’Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες’’, σελ. 56.
Σ ε λ ί δ α | 265
Σ ε λ ί δ α | 266
1η Τιμητική Διάκριση
Αντώνιος Ευθυμίου
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Σ ε λ ί δ α | 267
Ο Στέφανος προσπαθεί να πνίξει τον πόνο του στις πιάτσες των τραβεστί. Εκεί θα συναντήσει
την Τζέσυ κι αργότερα μια φίλη της, την Σιλβή, που θα αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή του.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
ΤΖΕΣΥ
ΣΙΛΒΗ
Σ ε λ ί δ α | 268
ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ
Ο Στέφανος, 35 ετών, βρίσκεται σε μια πιάτα τραβεστί. Είναι λεπτός με αδρά χαρακτηριστικά.
Φοράει ένα καρό πουκάμισο. Τον πλησιάζει μια ξανθιά τραβεστί με πλουμιστά ρούχα, η
Τζέσυ, και ξεκινάει ο διάλογος.
ΤΖΕΣΥ: (Με ελαφρό μειδίαμα) Καλώς το γκαραζότεκνο. Τι θες από τα μέρη μας;
ΤΖΕΣΥ: (Μικρή παύση) Από ποιο αμερικάνικο κολλέγιο το 'σκασες μανάρι μου και
δεν μπενάβεις Ελληνικά; Θα σουρομαδηθώ η ντεζοντουπού και δεν το θες. Πίστεψέ με.
Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Είσαι μέσα;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Την διακόπτει) Μια στιγμή. Να σου ξεκαθαρίσω πως δεν ψάχνω ξεπέτα.
Θέλω να σε νοικιάσω για μια ολόκληρη νύχτα.
ΤΖΕΣΥ: Δε θέλω να με πληρώσεις καλά. Θέλω απλώς να πληρωθώ τις υπηρεσίες που
θα προσφέρω.
ΤΖΕΣΥ: (Ικανοποιημένη) Άρχισες να μπαίνεις στο νόημα. Κοίτα, εσύ δε θες μια απλή
περμανάντ κι έξω απ’ την πόρτα. Όλο τον Κουρέα της Σεβίλλης του Πουτσίνι μου ζητάς.
ΤΖΕΣΥ: (Σηκώνει το κεφάλι) Όποιου έχεις ευχαρίστηση αγόρι μου. Δε χαλάω εγώ
χατίρι. Να ξέρεις πάντως σε συμπάθησα. Μόλις σε είδα, είπα λατσό το γκαραζότεκνο.
ΤΖΕΣΥ: (Σπρώχνει το χέρι του) Ρε, δεν πιστεύω να είσαι καμιά φίφα.
Σ ε λ ί δ α | 270
ΤΖΕΣΥ: (Χαμογελάει) Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις. Μη μπενά και φύγαμε για γκολ
αγόρι μου. Και μέχρι τις έξι να έχουμε τελειώσει, γιατί έχω να βγάλω για κατούρημα και το
τσιουάουα.
Ο Στέφανος και η Τζέσυ φεύγουν από την πιάτσα και σιγά σιγά σβήνουν τα φώτα. Ξεκινάει
να παίζει μουσική μέχρι να αλλάξει το σκηνικό και να περάσουμε στη δεύτερη σκηνή.
Σ ε λ ί δ α | 271
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ
ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ
Σταματάει η μουσική. Ο Στέφανος κι η Τζέσυ μπαίνουν στο διαμέρισμα. Είναι μικρό με λιτή
διακόσμηση. Ο Στέφανος ανάβει το φως του σαλονιού.
ΤΖΕΣΥ: (Χαρούμενη) Ωραίο το τσαρδάκι σου, λίγο στριμόκωλα βέβαια. Μόνος σου
μένεις;
ΤΖΕΣΥ: (Μικρή παύση) Α, κατάλαβα. Το έχεις μόνο για να γυρίζεις σκηνές από τις «50
αποχρώσεις του γκρι». Πας και με μούντζες;
ΤΖΕΣΥ: (Χαμηλόφωνα) Μπα μπα κι εγώ που νόμιζα πως το αγοράκι είναι ατζινάβωτο.
Να συστηθούμε κιόλας. Τζέσυ η ντάνα.
ΤΖΕΣΥ: (Κουνάει περιφρονητικά το κεφάλι της) Καλά μην σκιάζεσαι. Η τσάντα μου
είναι κινητό περίπτερο. Κάτι τελευταίο. Τι ρόλο θες να έχω, ενεργητικό ή παθητικό;
ΤΖΕΣΥ: (Ελαφρό μειδίαμα) Ήμουν σίγουρη. Θα σου κάνω κι ένα μασάζ στην αρχή,
για να χαλαρώσεις. Μου το 'μαθε μια γκέισα που είχα γνωρίσει στην Γιοκοχάμα όταν είχα
πάει για μετεκπαίδευση. Θυμάμαι και μια γιαπωνέζικη λέξη.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ποια;
Η Τζέσυ φεύγει και σιγά σιγά σβήνουν τα φώτα. Ξεκινάει να παίζει μουσική μέχρι να αλλάξει
το σκηνικό και να περάσουμε στην τρίτη σκηνή.
Σ ε λ ί δ α | 273
ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ
ΣΤΗΝ ΚΡΕΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑ
Σταματάει η μουσική. Ο Στέφανος κι η Τζέσυ είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Ο Στέφανος είναι
κατσουφιασμένος κι η Τζέσυ προσπαθεί να τον παρηγορήσει.
ΤΖΕΣΥ: Πού θες να ορκιστείς μάνα μου, στο Ευαγγέλιο ή στο Κάμα Σούτρα;
ΤΖΕΣΥ: (Ξεφυσώντας) Τόσην ώρα προσπαθούμε, δεν αντέχουν άλλο τα κανιά μου.
Ξεγοφιάστηκα η ντάνα. Μήπως ν’ ανοίξω το μπεναβοκουσκούσι ν’ ακούσουμε λίγη μουσική;
ΤΖΕΣΥ: Σαν πίνακας του Πικάσο είναι η μούρη σου, το ξέρεις; Πλήρης σύγχυση. Έχεις
ξαναπάει παιδάκι μου με τραβεστί ή τζάμπα καίει η λάμπα;
ΤΖΕΣΥ: (Πιάνει το μαλλί της) Ναι παιδί μου. Μπορεί το ξανθό μαλλί να μην σ’ ανάβει.
Μήπως έχεις καμιά περούκα εδώ ν’ αλλάξω;
ΤΖΕΣΥ: Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. Επειδή εσύ έχεις ήδη πληρώσει για μια νύχτα
τρελού πάθους, θα σου βρω μια άλλη κοπέλα, μελαχρινή.
ΤΖΕΣΥ: Και πιο μικρή από μένα. Καλά μη φανταστείς ότι κι εγώ είμαι καμιά πουρή.
Εκείνη, όμως, είναι σωστό μπουμπούκι.
ΤΖΕΣΥ: Η σκυλίτσα μου, το τσιουάουα που σου έλεγα. Κάτσε να την πάρω τηλέφωνο.
Σε δέκα λεπτά εδώ θα είναι.
Η Τζέσυ σηκώνεται να μιλήσει στο κινητό και ξεκινάει να παίζει μουσική. Αφού τελειώσει η
μουσική, ακούγεται ο ήχος του κουδουνιού. Η Τζέσυ βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα και
ανοίγει την πόρτα. Μπαίνει μέσα μια μελαχρινή τραβεστί, η Σιλβή.
ΤΖΕΣΥ: (Νευριασμένη) Πού είσαι τόσην ώρα μωρή τζασλή; Γιαούρτι έπηζες;
ΤΖΕΣΥ: (Ελαφρό μειδίαμα) Για τη χήρα του Μάο λες; Μέσα είναι. Τον έχω βάλει στη
σαλαμούρα και σε περιμένει.
ΣΙΛΒΗ: Έχε χάρη που έχω ανάγκη τα 200 ευρώ, αλλιώς θα σου 'λεγα.
ΤΖΕΣΥ: (Με δυνατή φωνή) Ποια 200 φιλενάδα; Θες να μουτζοπιαστούμε στα καλά
καθούμενα; 100 συμφωνήσαμε να πάρει η καθεμιά μας.
Σ ε λ ί δ α | 276
ΤΖΕΣΥ: Και Φιλοθέη μη σου πω. Αχ, είσαι και ψυχοπονιάρα μωρή Οσία Γαβριέλλα.
Λοιπόν, εγώ φεύγω, γιατί η Τζίλντα θα έχει αφηνιάσει τόσες ώρες.
ΣΙΛΒΗ: (Απότομα) Μια στιγμή, πώς την λένε την drama queen;
ΤΖΕΣΥ: Στέφανο, αλλά αν θες να τον ανάψεις μπορείς να τον αποκαλείς παιδαρά,
νταγκλαρά. Ξέρεις εσύ. Γιατί αν εγώ είμαι ντάνα, εσύ είσαι η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ κοριτσάρα
μου.
ΣΙΛΒΗ: Αχ, αυτή η πολυλογία σου δεν αντέχεται. Άιντε στο καλό κι από το
πεζοδρόμιο.
ΤΖΕΣΥ: Ε από πού θα πήγαινα; Και κάτι τελευταίο. Μην τον αποπάρεις.
Η Σιλβή μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα του Στέφανου και πάει να σβήσει το φως.
ΣΙΛΒΗ: Ό,τι γουστάρει ο πελάτης. Θυμάμαι μια φορά ένας ήθελε την ώρα της πράξης
να του σιγομουρμουρίζω το κεντρικό θέμα του «Νονού» κι ένας άλλος να φωνάζω
κομμουνιστικά συνθήματα.
ΣΙΛΒΗ: Εντάξει, αλλά εγώ το μόνο που ξέρω από τον Φρόιντ και τον Γιουνγκ είναι ότι
μιλούσαν Γερμανικά. Ξέρω, βέβαια, και μια γερμανική φράση: «Der letzte Mann».
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Χαμογελώντας) Αυτό που είπες είναι ο τίτλος μιας ταινίας του Μούρναου.
ΣΙΛΒΗ: Εγώ σ’ έναν τοίχο διάβασα τη φράση. Εξάλλου δεν παρακολουθώ ευρωπαϊκό
κινηματογράφο, προτιμώ τις αμερικάνικες κομεντί. Στέφανο σε λένε;
ΣΙΛΒΗ: Σιλβή.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Άστο καλύτερα. Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση; Δεν μιλάς καθόλου…
ΣΙΛΒΗ: (Τον διακόπτει) Καλιαρντά; Ε, φαίνεται δεν έχω έφεση στις ξένες γλώσσες.
(Μικρή παύση) Η Τζέσυ μου είπε πως δεν σου σηκωνόταν με τίποτα.
ΣΙΛΒΗ: (Απογοητευμένη) Μου φαίνεται πως η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο. Ένα λεπτό,
στην τσάντα τα έχω. Μα πού στο καλό είναι ο αναπτήρας μου;
Η Σιλβή ανοίγει την τσάντα και βγάζει τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Τότε της πέφτει η
ταυτότητα.
Σ ε λ ί δ α | 279
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Άναυδος) Τι είναι αυτό; Ταυτότητα; (Πιάνει την ταυτότητα να την διαβάσει)
Τι λέει, δεν βλέπω καθαρά. «Κώστας…».
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Ειρωνικά) Κώστας είναι το αντρικό σου; Και το έκανες Σιλβή; Μπορούσες να
το κάνεις Ντίνα ή Κωστούλα.
ΣΙΛΒΗ: Όπως οι περισσότεροι. Και γιατί το κάνεις αυτό; Δεν είσαι ευτυχισμένος;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τουναντίον, έχω μια υπέροχη σύζυγο που μ’ αγαπάει και την αγαπάω.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Μικρή παύση) Ξέρεις τα τελευταία επτά χρόνια το κάνω. Από τότε που…
(Μεγάλη παύση)
ΣΙΛΒΗ: Τι πράγμα;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ο Αργύρης ήταν ένα πολύ ευάλωτο παιδί. Όχι αδύναμο, αλλά ευαίσθητο.
Κανείς δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ούτε οι συμμαθητές του, ούτε οι γονείς μου, ούτε
καν εγώ, ο ίδιος του ο αδερφός.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Δεν ήταν καλός μαθητής, αλλά του άρεσε πολύ ο χορός. Αφού στη γειτονιά
τον φώναζαν «Μπίλι Έλιοτ».
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Πιάσαμε τον αδερφό μου μ’ έναν συμμαθητή του. Ο πατέρας μου απειλούσε
πως θα τους σφάξει και τους δύο. Η μάνα μου κι εγώ είχαμε σαστίσει. Οι επόμενες μέρες
ήταν πολύ δύσκολες για όλους. Οι γονείς μου αποφάσισαν, τελικά, να στείλουν τον Αργύρη
στο χωριό, να μείνει κάποιο διάστημα με τον παππού και τη γιαγιά. Θα έπρεπε, όμως, να
σταματήσει και το σχολείο. Εκείνος δεν το δέχτηκε κι έτσι μια μέρα χωρίς να πει τίποτα σε
κανέναν, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Έτσι απλά.
Σ ε λ ί δ α | 282
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Με δυνατή φωνή) Αυτό δε σε αφορά. Δε θα δώσω τώρα λόγο και σ’ ένα
τραβέλι.
ΣΙΛΒΗ: Ναι, αλλά εσύ εδώ κι επτά χρόνια συχνάζεις στις πιάτσες μας. Γιατί το κάνεις
αυτό;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Στην αρχή έψαχνα τον Αργύρη, μήπως μάθω πού βρίσκεται. Μετά
προσπάθησα να καταλάβω τι τον διαφοροποιούσε από μένα. Γιατί του άρεσαν τ’ αγόρια.
Ξέρεις, είπα ψέματα στην Τζέσυ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δε μου σηκώθηκε. Όσες φορές
κι αν προσπάθησα, κατέληξα να κουβεντιάζω όπως τώρα. Βέβαια, νιώθω ανακουφισμένος
που σου τα είπα όλα. Θες μήπως να βγάλεις τα ρούχα σου να προσπαθήσουμε;
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Της αρπάζει το χέρι) Τόσα λεφτά έδωσα. Τι νόμισες μωρή, ότι ψάχνω για
ψυχολόγο;
O Στέφανος αρπάζει την τσάντα της Σιλβή και ψάχνει για τα χρήματα.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Πού τα έχεις μωρή; Α, νάτα. (Βρίσκει τα λεφτά) 100 ευρώ μόνο; Τα υπόλοιπα
τα βούτηξε η φιλενάδα σου; Θα την κανονίσω κι αυτήν. Α, τι έχουμε εδώ; (Βρίσκει και την
ταυτότητα) Η ταυτότητα.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ωραία, για να δούμε, λοιπόν, με ποιαν ή ποιον έχουμε να κάνουμε. (Διαβάζει
αργά) Αργύρης Κωστόπουλος. Ετών 24.
ΣΙΛΒΗ: Ναι Χάρη. Και το «Σιλβή» βγαίνει από το «silver», το ασήμι στ’ Αγγλικά.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Ίσως κι από το λατινικό «silvia», που σημαίνει «αυτή που κατοικεί στα δάση».
Μα πόσο έχεις αλλάξει Αργύρη!
ΣΙΛΒΗ: (Ελαφρό μειδίαμα) Πήρα μερικά κιλά. Τρώω τον αγλέορα η ρουφιάνα.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Χαϊδεύει το πρόσωπό της) Τα μαλλιά σου, τα χείλη σου, το σώμα σου.
Μοιάζεις με κανονική γυναίκα. Μήπως έχεις κάνει κι εγχείρηση;
ΣΙΛΒΗ: (Μικρή παύση) Επτά χρόνια πέρασαν κι ακόμη δεν μπόρεσες να καταλάβεις;
Νομίζατε όλοι πως ήμουν διαφορετικός. Η ντροπή της οικογένειας. Κι όμως όλοι άνθρωποι
είμαστε, με αδυναμίες και πάθη. Θαρρείς πως οι γονείς μας ήταν καλύτεροι από μένα; Ξεχνάς
που ο πατέρας μας ξυλοφόρτωνε τη μάνα μας; Αλήθεια η μάνα τι κάνει; Συνεχίζει να
κοροϊδεύει τον κοσμάκη με τις δήθεν προβλέψεις της;
ΣΙΛΒΗ: Σου την θίξαμε. Ακόμη κι εσύ Χαρούλη. Ακολούθησες πιστά το σύστημα.
Σπούδασες νομική, έγινες ένας πετυχημένος δικηγόρος καθώς λες, παντρεύτηκες. Αλλά, αντί
να κοιμάσαι με τη γυναικούλα σου, αλλάζεις το όνομά σου σε Στέφανος και ψωνίζεσαι με
τραβεστί. Κοίταξε να δεις σύμπτωση. Κι ο αδερφός σου τραβεστί είναι. Μια ξεφωνημένη.
Πώς σου φαίνεται;
ΣΙΛΒΗ: Τελικά έχεις δίκιο. Είμαι διαφορετικός, αλλά ξέρεις γιατί; Επειδή είμαι πολύ
πιο αξιοπρεπής από όλους σας. Ακολούθησα αυτό που έλεγε η ψυχή μου, αναλαμβάνοντας
την ευθύνη των πράξεών μου.
ΣΙΛΒΗ: Αυτό μου το ξανάπες. Άλλαξα ναι. Αλλά κάτω από το μακιγιάζ και τα
γυναικεία ρούχα, ξέρεις τι κρύβεται; Η καρδιά μου. Αυτή δεν άλλαξε Χάρη.
Σ ε λ ί δ α | 285
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: «Kokoro».
Σβήνει το φως.
Σ ε λ ί δ α | 286
Σ ε λ ί δ α | 287
Σ ε λ ί δ α | 288
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 289
Αντώνιος Ευθυμίου
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΗΡΙΟ
είναι ο Ωρίων.
Θα φοβηθεί πώς έχω γίνει έκτοτε. Θα καταλάβει ότι είμαι ένας ψεύτης,
Astrid
Το πρώτο αγόρι που φίλησε την μητέρα σου βίασε γυναίκες αργότερα,
όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Θυμάται να το ακούει
από τον θείο σου, ύστερα να πηγαίνει στο δωμάτιό σου και να ξαπλώνει
κάτω, στο πάτωμα. Εσύ ήσουν στο σχολείο.
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑ
Σ ε λ ί δ α | 294
Κατερίνα Δρούλια-Κουτσουμπού
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Όταν ο Μανώλης στα εξήντα του χρόνια έχασε την όρασή του ύστερα από ένα
ατύχημα, νόμισε πως η ζωή είχε τελειώσει για αυτόν και ότι δεν υπήρχε χειρότερο
από αυτό που του συνέβη. Πέντε χρόνια αργότερα ευτυχώς βρέθηκε μόσχευμα και η
επιστήμη έκανε το θαύμα της. Ο Μανώλης ξαναβρήκε το φως του. Ακριβώς τότε είναι
που εντελώς συμπτωματικά μαθαίνει την ταυτότητα του δότη του. Και ακριβώς τότε
είναι που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Και από τότε είναι που ψάχνει να βρει
τόπο παρηγοριάς για να σταθεί μα δεν τον βρίσκει. Οι τύψεις και οι ενοχές που νιώθει
θα είναι πάντα μέσα του και θα του απευθύνουν το μεγάλο «κατηγορώ» για τον
τρόπο που είχε φερθεί στο γιό του, τον Ηρακλή. Τον «ιδιαίτερο» Ηρακλή, που
φεύγοντας από τη ζωή δώρισε στον πατέρα του το φως του. Έτσι, στο εξής θα ατενίζει
τον κόσμο με τα μάτια του αδικοχαμένου παιδιού του. Και μη μπορώντας να
διορθώσει τα λάθη του, το μόνο που του απομένει είναι να απευθύνεται ταπεινά σε
αυτόν, σίγουρος ότι τον ακούει από κει ψηλά, ικετεύοντάς τον: «συγχώρεσέ με μάτια
μου»
Σ ε λ ί δ α | 295
είμαστε θετικοί στην ιδέα της δωρεάς οργάνων και μάλιστα θα θέλαμε να βρεθεί ένα
μόσχευμα για εμάς ή για αγαπημένο μας πρόσωπο σε περίπτωση ασθένειας. Στην
πράξη όμως αισθανόμαστε φόβο, επιφυλακτικότητα ή ακόμη και αδιαφορία.
-Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; απευθύνθηκε στη ψυχολόγο η Ελεάννα.
-Νομίζω ότι ο φόβος προκύπτει από την άγνοια και από την έλλειψη εμπιστοσύνης
προς το σύστημα υγείας μας γενικά. Πιστεύω ότι χρειάζεται να γίνει μια συστηματική
εκστρατεία ενημέρωσης για τη μεταμόσχευση κατά την οποία θα περιγράφεται με
απολύτως σαφή και κατανοητό τρόπο η διαδικασία από τη δωρεά έως τη
μεταμόσχευση ώστε να μην υπάρχει καμία δυσπιστία εκ μέρους των συγγενών του
δότη.
Έπειτα ας σκεφτούμε ότι η πιθανότητα να χρειαστούμε εμείς οι ίδιοι, κάποια στιγμή
της ζωής μας, ένα μόσχευμα είναι πολύ μεγαλύτερη από την πιθανότητα να
δωρίσουμε τα όργανα μας μετά θάνατον. Αν περιμένουμε λοιπόν να μας «δωρισθεί»
ένα μόσχευμα και με αυτόν τον τρόπο να σωθεί η ζωή μας, δεν είναι εξ ίσου δίκαιο
να «δωρίσουμε» και εμείς σε άλλους;
-Εσείς τι θα μας λέγατε ως χειρουργός τέτοιων επεμβάσεων, ρώτησε τον
καρδιοχειρουργό, η παρουσιάστρια
-Η δωρεά οργάνων αφορά στην προσφορά των οργάνων προς μεταμόσχευση από
έναν συνάνθρωπό μας που δεν είναι πια στη ζωή. Φανταστείτε ότι από ένα δότη,
μπορούν να σωθούν έως και είκοσι ασθενείς που έχουν ανάγκη από καρδιά,
πνεύμονες, συκώτι, νεφρά, κερατοειδείς, δέρμα ή ακόμα και οστά. Είναι επίσης
απαραίτητο να ξέρουμε όλοι ότι η δωρεά οργάνων πραγματοποιείται μόνο από
εγκεφαλικά νεκρούς ανθρώπους, που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής
θεραπείας. Ο εγκεφαλικός θάνατος είναι μία μη αναστρέψιμη κατάσταση που
ισοδυναμεί με τον θάνατο και δεν έχει καμία σχέση με τις χρόνιες φυτικές
καταστάσεις. Σε περίπτωση εγκεφαλικού θανάτου η οικογένεια του δυνητικού δότη
προσεγγίζεται από εξειδικευμένους γιατρούς της εντατικής και ενημερώνεται για τη
δυνατότητα δωρεάς οργάνων του εκλιπόντος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι
πάντοτε ζητείται η συναίνεση των συγγενών ανεξάρτητα αν ο εκλιπών είχε κάρτα
δωρεάς οργάνων εν ζωή. Αυτό γίνεται από σεβασμό στην οικογένεια του δυνητικού
δότη, ενώ σχεδόν πάντα η οικογένεια συναινεί, αν ο εκλιπών τους το είχε δηλώσει ή
είχε συζητήσει το θέμα με την οικογένεια όσο βρισκόταν ακόμη στη ζωή.
-Η εκκλησία πάτερ Νεκτάριε τι άποψη έχει επί του θέματος;
-Η εκκλησία αποδέχεται με σεβασμό την πράξη αυτή. Γνωρίζει καλύτερα από τον
καθένα ότι όταν κάποιος καταφέρνει να υπερβεί τον μεγάλο πόνο της απώλειας
δικού του ανθρώπου και να προβεί σε μια τέτοια πράξη δωρεάς, το κίνητρό του είναι
η αγάπη ο αλτρουϊσμός και η γενναιοδωρία. Αισθήματα για τα οποία η εκκλησία είναι
άλλωστε η πρώτη διδάξασα.
Συνέχισαν για αρκετή ώρα το διάλογο. Αναφέρθηκαν στη μυστικότητα της
ταυτότητας του δότη, στην άρτια γνώση του προσωπικού, στην ορθότητα και την
ταχύτητα της όλης διαδικασίας και σε άλλα πολλά.
Σ ε λ ί δ α | 297
-Κύριε Καμπόσο εσείς είστε ο ίδιος μεταμοσχευμένος και στα δύο σας μάτια. Πείτε
μας λοιπόν πριν πόσο καιρό χειρουργηθήκατε και πώς αισθάνεστε σήμερα;
-Η μεταμόσχευση έγινε δύο περίπου χρόνια πριν. Το Δεκέμβριο του 2015.
-Τί συνέβη με τα μάτια σας και φτάσατε σε αυτή τη λύση;
-Το 2010, πριν εφτά χρόνια δηλαδή, μου συνέβη ένα ατύχημα. Το φορτηγό που
οδηγούσα ντεραπάρισε με αποτέλεσμα να βρεθώ μέσα σε ένα τεράστιο λάκκο όπου
γινόταν το σβήσιμο της οικοδομικής ασβέστης. Από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα
στο απόλυτο σκοτάδι. Θα προτιμούσα να είχα πεθάνει παρά που έχασα το φως μου.
Η μοναδική λύση για το πρόβλημά μου ήταν η μεταμόσχευση. Μπήκα στη λίστα
προβαίνοντας σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες και περίμενα. Πέντε ολόκληρα
χρόνια έζησα στο σκοτάδι ώσπου πριν δυο χρόνια χτύπησε το τηλέφωνο. «βρέθηκε
συμβατός δότης» μου είπαν και η ψυχή μου αναθάρρησε. «Λες να ξαναδώ;» τόλμησα
να αναρωτηθώ. Και οι γιατροί έκαναν το θαύμα τους. Τους ευχαριστώ και δημοσίως
από τα βάθη της καρδιάς μου για αυτό. Μα πιο πολύ και πάνω από όλα χρωστάω το
φως μου, και όχι μόνο των ματιών μου, στο δότη μου. Σε αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο
με το μεγαλείο ψυχής που βρίσκεται τώρα εκεί ψηλά άγγελος μεταξύ των αγγέλων.
Και εγώ το ελάχιστο που μπορώ να κάνω σήμερα για αυτόν είναι να τον ευχαριστήσω
δημόσια και να του πω με συντριβή και τύψεις εκτός από το μεγάλο «ευχαριστώ» και
ένα: «συγχώρεσέ με μάτια μου».
Η φωνή του εξηνταεφτάχρονου Μανώλη έσπασε από συγκίνηση και τα μάτια του
πλημμύρησαν από δάκρυα, παρόλο που έκανε μεγάλη προσπάθεια για να τα
συγκρατήσει.
Η Ελεάννα σεβόμενη την φορτισμένη ψυχολογική κατάσταση του καλεσμένου της,
κάλεσε τους αρμόδιους συνεργάτες της να πάνε σε διαφημιστικό διάλειμμα. Έτσι θα
έδινε το χρόνο στο Μανώλη να αποφορτιστεί συναισθηματικά και να μπορέσει να
μιλήσει για την εμπειρία του. Το δημοσιογραφικό δαιμόνιο της έλεγε μέσα της, ότι
κάτι συγκλονιστικό συμβαίνει, που κάνει την πράξη της δωρεάς σε αυτή την
περίπτωση πιο μεγαλειώδη από ότι συνήθως συμβαίνει. Τι ατυχία που δεν έχει πολύ
χρόνο. Μόνο πέντε λεπτά εκπομπής της απομένουν. Λες να δεχτεί να βρίσκεται και
σε επόμενη εκπομπή; Θα δείξει!
Το διάλειμμα τελείωσε και η εκπομπή μπήκε στην κανονική της ροή.
-Κύριε Καμπόσο σας ζητώ συγγνώμη για τη συναισθηματική φόρτιση που σας
προκαλέσαμε. Πιστέψτε με όμως, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μας. Δε θα θέλαμε με
τίποτα αυτά τα όμορφα πράσινα μάτια να τα δούμε δακρυσμένα. Είστε έτοιμος να
συνεχίσουμε; Δε θα σας κουράσουμε πολύ. Μόνο πέντε λεπτά μας έχουν μείνει.
Ο Μανώλης κούνησε καταφατικά το κεφάλι και η Ελεάννα συνέχισε.
-Από τον τρόπο που μιλήσατε για το δότη σας, εισέπραξα την εντύπωση, και
συγχωρέστε με αν κατάλαβα λάθος, ότι γνωρίζετε για αυτόν πράγματα που
δεοντολογικά δεν θα έπρεπε.
-Αυτά τα όμορφα, όπως εσείς είπατε μάτια, είναι δικό του δώρο ζωής προς τον
πατέρα του. Ο δότης ήταν γιός μου!
Σ ε λ ί δ α | 298
-Ισθμός! Μισή ώρα στάση! είπε ο οδηγός του λεωφορείου που εκτελούσε την πρωινή
διαδρομή Πάτρα-Αθήνα.
Η εικοσάχρονη Φανή που είχε επιβιβαστεί στην Εθνική οδό στο ύψος του Αιγίου,
κατέβηκε μαζί με τους άλλους επιβάτες και κατευθύνθηκε προς τη πεζογέφυρα της
διώρυγας που έβλεπε προς την πλευρά του Σαρωνικού. Η απόσταση της γέφυρας από
την γαλάζια επιφάνεια της θάλασσας ήταν τόσο μεγάλη που σου έκοβε την ανάσα.
Εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο μεταφορικό πλοίο με σβησμένες τις μηχανές του,
ρυμουλκούμενο από το μικρό ρυμουλκό πλοιάριο, κινείτο αργά με κατεύθυνση από
Σαρωνικό προς Κορινθιακό. Το πλήρωμα από το πλοίο και οι θεατές από τη γέφυρα
αλληλοχαιρετιούνταν με ενθουσιασμό κουνώντας τα χέρια τους και τα μαντήλια
τους. Η Φανή έμεινε εκεί, θαυμάζοντας όλη αυτή την εικόνα, μέχρι που το πλοίο
πέρασε κάτω από τη γέφυρα, αφήνοντας πίσω του έναν τεράστιο μακρύ ισοσκελές
τρίγωνο με μικρούς ακανόνιστους άσπρους αφρούς με φόντο τα γαλάζια νερά του
καναλιού. Γύρισε στον εξωτερικό χώρο του καφε-εστιατορίου που αν και πρωί
ακόμα, έσφιζε από κόσμο και αφού κατάφερε να βρει κενή καρέκλα σε ένα τραπεζάκι
παρήγγειλε μία πορτοκαλάδα. Η ώρα πέρασε γρήγορα και ο οδηγός φώναξε τους
επιβάτες να επιβιβαστούν. Η Φανή ήταν τελευταία. Το πόδι της ήταν έτοιμο να
πατήσει στο πρώτο σκαλί του λεωφορείου, όταν το μάτι της έπιασε προς τα αριστερά
της και πίσω από το λεωφορείο της, μια ασυνήθιστη κίνηση. Ένα αγοράκι γύρω στα
τρία, είχε προφανώς ξεφύγει από την προσοχή των γονέων του και κατευθυνόταν
προς το δρόμο. Σκαρφάλωσε στις προστατευτικές μπάρες και ετοιμάστηκε να κατεβεί
στο δρόμο, έχοντας πλήρη άγνοια του κινδύνου που διέτρεχε. Στη μέση του δρόμου
και στο ρεύμα προς Αθήνα ήταν ένα αντικείμενο, σαν δέμα, τυλιγμένο με πολύχρωμο
λουστρασιόν χαρτί. Φαίνεται ότι θα είχε πέσει από κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο
και ο μικρός βλέποντάς το, θεώρησε ότι κάποια λιχουδιά ή κάποιο φανταχτερό
παιχνίδι θα έκρυβε μέσα. Η Φανή άφησε το λεωφορείο και χωρίς δεύτερη σκέψη
έτρεξε με όλη της τη δύναμη προς τα εκεί, πήδησε τη μπάρα, άρπαξε το παιδί και το
τράβηξε πάνω της κάνοντας ταυτόχρονα δυο βήματα πίσω με αποτέλεσμα να πέσουν
στο έδαφος και οι δυο, τη στιγμή ακριβώς που ένα φορτηγό, με τα φρένα να
στριγγλίζουν, περνούσε ακριβώς πάνω από το σημείο που δέκατα του
δευτερολέπτου πριν βρισκόταν το μικρό αγόρι.
Η Φανή αφήνοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης, προσπάθησε να καθησυχάσει
το μικρό που είχε κατατρομάξει και έκλαιγε γοερά.
-Σώπα, σώπα μωρό μου, όλα είναι εντάξει, προσπάθησε να το καθησυχάσει. Και
συνέχισε:
-Πονάς κάπου;
Σ ε λ ί δ α | 302
Ο οδηγός έβγαλε από την τσέπη του ένα σημειωματάριο και ένα στυλό και σημείωσε
ονόματα και τηλέφωνα. Ύστερα μπήκε στο πρακτορείο του Ισθμού, που έδρευε μέσα
στο καφενείο, ενημέρωσε την κυρία που ήταν στο γκισέ για το δρομολόγιο που
πραγματοποιούσε το συγκεκριμένο λεωφορείο και της έδωσε το χαρτάκι με το όνομα
και το τηλέφωνο του αδερφού της κοπέλας καθώς και τα στοιχεία που ήταν γραμμένα
στο καρτελάκι της βαλίτσας με την παράκληση να παραδοθεί σε αυτόν. Στη συνέχεια
τηλεφώνησε στον Ανέστη για να τον ενημερώσει σχετικά.
-Εντάξει δεσποινίς Φανή, είπε σε λίγο. Η βαλίτσα σας θα δοθεί στον αδερφό σας,
στον οποίο και τηλεφώνησα.
-Ωχ! θα κατατρόμαξε ο καημένος.
-Μην ανησυχείτε, του μίλησα με τρόπο.
Η Φανή είχε σχεδόν γοητευτεί από τη συμπεριφορά του και από την παρουσία του
γενικά. Τον είχε δει από τη τζαμαρία να μιλάει στο τηλέφωνο ύστερα να πληρώνει
και να ξαναγυρίζει κοντά της. Ήταν πολύ νέος γύρω στα είκοσι πέντε, ψηλός, λεπτός,
με σκούρα καστανά σγουρά μαλλιά και όμορφα εκφραστικά ανοιχτοπράσινα μάτια.
Φορούσε τζιν ανοιχτόχρωμο παντελόνι και κοντομάνικη εφαρμοστή μαύρη μπλούζα.
-Σας ευχαριστώ πολύ. Κάνετε τόσα πολλά για μένα και ούτε το όνομά σας δεν ξέρω.
-Ωω! Παράλειψή μου! να σας συστηθώ: Μανώλης Καμπόσος! Α! να αυτό πρέπει να
είναι το ταξί μας.
Έκανε νόημα στον οδηγό να πλησιάσει κοντά. Άνοιξε την πίσω πόρτα και για δεύτερη
φορά τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη βοήθησε να καθίσει στο κάθισμα. Έκανε το
γύρο, μπήκε από την άλλη πίσω πόρτα και κάθισε δίπλα της.
-Στο νοσοκομείο παρακαλώ, είπε.
-Γερό διάστρεμμα στον αστράγαλο και ένα μικρούτσικο τριχοειδές καταγματάκι, είπε
ο ορθοπεδικός μελετώντας προσεκτικά την ακτινογραφία. Θα χρειαστεί γύψο για δύο
εβδομάδες.
Σε λίγη ώρα ο αστράγαλός της είχε ακινητοποιηθεί μέσα στο γύψο. Αυτό τη βοήθησε
να μην πονάει τόσο πολύ, αλλά ο γιατρός είπε ότι δεν έπρεπε να το πατάει. Ο
Μανώλης ξανακάλεσε ταξί και γύρισαν στον Ισθμό όπου της έβγαλε εισιτήριο για το
Αίγιο και ειδοποίησε τους γονείς της να την περιμένουν στη στάση ώστε να την
παραλάβουν από το λεωφορείο και να την πάνε στο σπίτι τους με ταξί. Είχε περάσει
το μεσημέρι και ώσπου να φτάσει το λεωφορείο οι δυο νέοι είχαν αρκετό χρόνο για
να τσιμπήσουν κάτι. Έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουν περισσότερο και να
γνωριστούν καλύτερα. Ο ενικός τους προέκυψε αυθόρμητα και αυτό τους έδωσε
μεγαλύτερη άνεση στο να μάθουν κάποια βασικά πράγματα ο ένας για τον άλλο. Η
Φανή του είπε ότι, εδώ και δύο χρόνια που τέλειωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, δουλεύει
σε ένα εμπορικό κατάστημα ρούχων στο Αίγιο. Επειδή σήμερα είναι τοπική αργία της
πολιούχου Ζωοδόχου Πηγής, αποφάσισε να πάει στην Αθήνα να επισκεφθεί το
μικρότερο αδερφό της τον Ανέστη, που είναι πρωτοετής φοιτητής μαθηματικών και
επί τη ευκαιρία να κάνει και την εφόρμησή της στα μαγαζιά. Αλλά δυστυχώς την
πρόλαβαν τα γεγονότα. Ο Μανώλης δεν χόρταινε να την ακούει. Η μελωδική φωνή
Σ ε λ ί δ α | 305
που έβγαινε από τα καλλίγραμμα χείλη της τον είχε μαγέψει. Του άρεσε πολύ και όλη
η εμφάνισή της. Ήταν λεπτή με μέτριο ανάστημα. Φορούσε μία μακριά εμπριμέ
φούστα στα χρώματα του μωβ ροζ, που αγκάλιαζε εφαρμοστά τη μέση και τους
γοφούς της και έφτανε φαρδιά μέχρι κάτω από τα γόνατα. Από πάνω φορούσε ένα
εφαρμοστό ανοιχτό ροζ πουκαμισάκι με τα δυο πάνω κουμπιά ξεκούμπωτα που
άφηναν να φανεί το ασημένιο ματάκι που φορούσε στο λαιμό. Τα μαύρα ίσια μακριά
μαλλιά της έφταναν ελεύθερα μέχρι τη μέση της και έκαναν αισθητή αντίθεση με την
ανοιχτόχρωμη αψεγάδιαστη επιδερμίδα της. Τα μάτια της ήταν μαύρα και πολύ
εκφραστικά και το βλέμμα της μαγνήτιζε τον νεαρό άντρα που έβλεπε το χρόνο να
περνάει πολύ γρήγορα και δεν ήθελε με τίποτα η γνωριμία τους να τελειώσει άδοξα
εδώ.
-Λυπάμαι που ακυρώθηκαν τα σχέδιά σου Φανή, αλλά δεν σου κρύβω ότι χάρηκα
πάρα πολύ που σε γνώρισα. Και αν το θέλεις και εσύ θα μπορούσαμε να κρατήσουμε
έστω και μια τηλεφωνική επικοινωνία.
Χωρίς να χάσει καιρό έβγαλε το σημειωματάριό του, έγραψε το τηλέφωνό του και το
ονοματεπώνυμό του, έσκισε το φύλλο και της το έδωσε.
-Να ξέρεις ότι μετά τις έξι το απόγευμα συνήθως έχω γυρίσει από τη δουλειά και
είμαι στο σπίτι. Θα περιμένω τηλέφωνό σου να μάθω και πώς πάει το πόδι σου.
-Γράψε και το δικό μου, αν θέλεις. Εγώ είμαι στη δουλειά μου τις ώρες λειτουργίας
καταστημάτων. Τις άλλες ώρες βρίσκομαι στο σπίτι. Μπορείς να με παίρνεις και εσύ
όποτε θέλεις να μου λες τα νέα σου. Αλήθεια εσύ που πήγαινες σήμερα;
-Α! στην Αθήνα πήγαινα και εγώ σήμερα.
Η οικογένεια του Μανώλη κατοικούσε μόνιμα στην Κόρινθο. Ο πατέρας του δούλευε
σαν οδηγός φορτηγού, σε μια μεγάλη μεταφορική εταιρεία, που είχε έδρα στην
Κόρινθο και γραφεία σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Μετά από πολλά χρόνια
δουλειάς κατάφερε, κάνοντας αιματηρές οικονομίες, να αγοράσει δικό του φορτηγό.
Συνέχισε να δουλεύει στην εταιρεία ως μέτοχος πια, και γρήγορα έκανε απόσβεση.
Ήδη είχαν μεγαλώσει τα παιδιά του. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο κατατάχθηκαν ως
εθελοντές στο στρατό. Αμέσως μόλις απολύθηκαν η εταιρεία τα προσέλαβε αμέσως.
Η Φανή όλη την ώρα τον άκουγε με ενδιαφέρον. Ένιωσε εκτίμηση για αυτόν τον
άντρα που μπήκε από νεαρός στη βιοπάλη. Αν αποφάσιζε να κάνει οικογένεια, η
γυναίκα του θα ένιωθε μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά κοντά του.
-Σήμερα τι θα γίνει που σε περίμεναν να παραδώσεις τα πράγματά τους; τον ρώτησε
-Έννοια σου και τους έχω ειδοποιήσει. Θα ξεκινήσω αμέσως μόλις σε βοηθήσω να
επιβιβαστείς στο λεωφορείο σου.
-Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Α, παραλίγο να το ξεχνούσα. Άνοιξε την τσάντα
της και έβγαλε το πορτοφόλι της. Σου χρωστάω το ταξί, το εισιτήριο, τα
τηλεφωνήματα και το φαγητό. Είναι…
Λογάριασε με το νου της το ποσό και άνοιξε το πορτοφόλι της για να βγάλει τα
χρήματα. Ο Μανώλης ακούμπησε απαλά το χέρι του στο χέρι της και τη σταμάτησε.
Σ ε λ ί δ α | 306
-Δεν θα ξεμπέρδευα σήμερα ούτε και αν ξόδευα όλη μου την περιουσία, αν δεν
ήσουν εσύ να σταματήσεις το κακό. Άρα σου χρωστάω πολλά περισσότερα από αυτά
που λες ότι ξόδεψα. Πες ότι αυτά ήταν ένα κέρασμα από έναν άντρα σε μία όμορφη
κοπέλα στο πρώτο τους ραντεβού και τίποτα παραπάνω. Νομίζω ότι ήρθε το
λεωφορείο σου. Στηρίξου επάνω μου.
Τη βοήθησε να ανέβει και να καθίσει στο κάθισμά της.
-Χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα. Σου εύχομαι περαστικά στο πόδι σου και καλό
σου ταξίδι.
-Σε ευχαριστώ για όλα. Και εσύ καλή συνέχεια στη δουλειά σου!
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε εντελώς ανεπάντεχα και επεισοδιακά η γνωριμία του Μανώλη
και της Φανής. Δυο νέων παιδιών γεμάτων όνειρα και όρεξη για ζωή. Μετά από
αμέτρητες ώρες τηλεφωνικής επικοινωνίας και μετά από πολλές συναντήσεις τους
που τις επεδίωκαν σε κάθε ευκαιρία, εντελώς φυσικά η πρώτη γνωριμία τους
εξελίχθηκε σε μια βαθιά σχέση αγάπης και έρωτα.
Τρία χρόνια μετά, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, προστάτιδάς τους, ανήμερα
της χάρης της, ο Μανώλης ντυμένος γαμπρός καλωσόριζε τη Φανή που τη συνόδευαν
οι γονείς της, ο αδερφός της και όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς και φίλοι της. Έλαμπε
από ευτυχία μέσα στο ολόλευκο δαντελωτό νυφικό της, καθώς ο Μανώλης της
πρόσφερε την νυφική ανθοδέσμη φιλώντας την θερμά ανάμεσα στα χειροκροτήματα
των καλεσμένων τους. Έτσι ξεκίνησαν τη νέα τους ζωή με τους καλύτερους οιωνούς
και τις θερμότερες ευχές να τους συντροφεύουν.
Σ ε λ ί δ α | 307
-Να σου ζήσει ο γιός Φανή! παίδαρος! τρία οχτακόσια! Τα λόγια του γιατρού
σκεπάζονταν από το ζωηρό κλάμα του νεογέννητου, καθώς ο ομφάλιος λώρος
κοβόταν, αποκόβοντάς το τελείως από το ζεστό και φιλόξενο σώμα της μαμάς του.
-Ευχαριστώ πολύ γιατρέ, απάντησε καταταλαιπωρημένη αλλά και συνάμα
τρισευτυχισμένη η εικοσιπεντάχρονη μανούλα. Το είπατε στο Μανώλη;
-Και βέβαια! τι, στην άγνοια θα τον αφήναμε το μπαμπά;
Λίγη ώρα αργότερα η Φανή και το μωρό είχαν μεταφερθεί στο δίκλινο δωμάτιο του
νοσοκομείου όπου τους περίμενε ο Μανώλης. Ανακουφισμένος που όλα πήγαν κατ’
ευχή αγκάλιασε και φίλησε τρυφερά τη Φανή.
-Να μας ζήσει αγάπη μου!
Ύστερα σήκωσε το μωρό πολύ προσεκτικά, λες και ήταν εύθραυστο γυαλί, και το
έφερε στην αγκαλιά του.
-Τι άντρας είσαι εσύ λεβέντη μου! και τι καρδιές έχεις να κάψεις! είπε ο
τριαντάχρονος πατέρας και η χαρά έκανε το χαμόγελό του να φτάνει μέχρι τα αυτιά
του.
Ή Φανή δε χόρταινε να καμαρώνει τους δυο άντρες της ζωής της και να θαυμάζει την
επικοινωνιακή κατάσταση που αναπτυσσόταν ήδη μεταξύ τους.
-Κύριε Καμπόσο, ελάτε όταν μπορέσετε στο γραφείο να πάρετε τη βεβαίωση του
γιατρού και να πάτε στο ληξιαρχείο να δηλώσετε τη γέννηση του παιδιού.
Ο Μανώλης κοίταξε ανήσυχος τη γυναίκα του.
-Πήγαινε αγάπη μου, είμαι εντάξει εγώ.
Ο νεαρός πατέρας απίθωσε το μωρό προσεκτικά στην κουνίτσα του και βγήκε από το
δωμάτιο.
Λίγο αργότερα στο διπλανό κρεββάτι έφεραν μία κυρία που φαινόταν ότι δεν είχε
συνέλθει ακόμα από τη νάρκωση. Η νοσοκόμα και ο κύριος που τη συνόδευε την
παρότρυναν να ξυπνήσει.
-Με ακούς Χάριετ; ξύπνα μάυ λαβ, της είπε με μισά ελληνικά και μισά αγγλικά ενώ
της χάιδευε με αγάπη το μέτωπο και τα μαλλιά της.
-Άσε με Τζίμη να κοιμηθώ, του είπε με εγγλέζικη προφορά. Είναι ωραία που δεν
πονάω πια και νυστάζω πολύ.
-Αφήστε τη να κοιμηθεί λίγο ακόμα, θα γυρίσω πάλι σε λίγο να δω πως πάει, είπε η
νοσοκόμα και βγήκε από το δωμάτιο.
-Εντάξει γλυκιά μου, κοιμήσου. Ό,τι χρειαστείς είμαι δίπλα σου, της είπε ο άντρας και
κάθισε στο κρεβάτι κρατώντας της το χέρι.
Σ ε λ ί δ α | 308
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι στο δωμάτιο βρισκόταν και η Φανή με το μωρό
της.
-Να σας ζήσει της ευχήθηκε καλοσυνάτα.
-Ευχαριστώ.
Ήταν ένας κύριος ψηλός, γύρω στα σαράντα με σκούρα καστανά μάτια και σγουρά
μαύρα μαλλιά που στους κροτάφους είχαν αρχίσει να γκριζάρουν.
-Αγόρι ή κορίτσι;
-Αγόρι!
-Μπράβο! Εμείς δυστυχώς δε σταθήκαμε τυχεροί. Είμαστε δέκα χρόνια παντρεμένοι
με τη Χάριετ, αλλά δεν μας αξίωσε ο Θεός να κάνουμε παιδάκι. Και εκεί που το είχαμε
πάρει απόφαση ότι δεν γίνεται τίποτα, έμεινε έγκυος. Δυστυχώς όμως ήταν
εξωμήτριος η κύηση και της κατέστρεψε τη μια της σάλπιγγα.
-Εύχομαι γρήγορα περαστικά της, είπε εγκάρδια η Φανή.
-Από το στόμα σας και στου θεού το αυτί. Σε τέσσερις μέρες τελειώνει η άδεια μου
και πρέπει να φύγουμε για Λονδίνο. Για να δούμε θα μας το επιτρέψει ο γιατρός.
-Στο Λονδίνο μένετε;
-Ναι, εδώ και πολλά χρόνια. Τα τελευταία καλοκαίρια ευτυχώς καταφέρνουμε και
ερχόμαστε στην Ελλάδα για να βλέπουμε τους γονείς μου και να κάνουμε τα μπάνια
μας. Φέτος είναι η μοναδική χρονιά που ήρθαμε νωρίτερα για να γιορτάσουμε το
Πάσχα με τους δικούς μου.
-Εδώ στην Κόρινθο μένουν οι γονείς σας;
-Όχι, στο Αίγιο μένουν.
-Αλήθεια; Ξέρετε, και εγώ από το Αίγιο είμαι.
-Είμαστε πατριώτες δηλαδή! Μένετε μέσα στο Αίγιο;
-Ναι κοντά στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Εσείς;
-Εγώ είμαι από τη Ροδοδάφνη.
-Α! εκεί μας πήγαινε ο πατέρας μου για τα μπάνια μας όταν είχε την καλοκαιρινή του
άδεια.
-Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας;
-Ήταν φύλακας στην Αγροτεξ. Θα το ξέρετε φαντάζομαι το εργοστάσιο.
-Τι μου λέτε τώρα; Εκεί δούλευα από πιτσιρικάς σε όλες σχεδόν τις διακοπές του
σχολείου. Φύλακας είπατε; Μη μου πείτε ότι πατέρας σας είναι ο κύριος Μάρκος;
-Σας το λέω!
-Τι μου θυμίσατε τώρα! Με γυρίσατε εικοσιπέντε χρόνια πίσω. Δεκαπεντάχρονο
παιδί ήμουν τότε και ήταν η πρώτη μέρα δουλειάς μου στο εργοστάσιο. Το μεσημέρι
που πήγαμε για φαγητό, ήρθε απρόσκλητο ένα κουταβάκι. Εγώ και ο φίλος μου το
πήγαμε στο φυλάκιο που ήταν το πόστο του πατέρα σας, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν
ήταν εκεί. Αρχίσαμε να παίζουμε με το σκυλάκι και δεν καταλάβαμε πως πέρασε η
ώρα και το μεσημεριανό διάλειμμα τελείωσε. Σε λίγο ήρθε ο κύριος Μάρκος και μας
ρώτησε: «Τι κάνετε εσείς εδώ. Δεν ακούτε που τα μηχανήματα πήραν εμπρός;»
Σ ε λ ί δ α | 309
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και να σου, φάνηκε ο επιστάτης αγριεμένος
για να μας επαναφέρει στη δουλειά. Ο καημένος ο κύριος Μάρκος για να μην φάμε
εμείς την κατσάδα προσποιήθηκε ότι είχε πέσει και είχε δήθεν στραμπουλήξει το
πόδι του την ώρα που πήγε να πιάσει το κουταβάκι και ότι μας χρειάστηκε για να τον
βοηθήσουμε να σηκωθεί -υποτίθεται ότι δεν μπορούσε να το πατήσει από τον πόνο-
για αυτό και καθυστερήσαμε. Από τότε έγινε ο δικός μας ο καλός μας κύριος Μάρκος.
Και το σκυλάκι το κράτησε κοντά του. Ο Μπρούνο το λυκόσκυλο, έγινε ο δεύτερος
φύλακας, σαν να λέμε ο καλύτερος συνάδελφος και σύντροφός του για χρόνια
ολόκληρα.
-Δεκαπέντε χρόνια έζησε ο Μπρούνο. Κάθε μέρα ο μπαμπάς μου, μου μετέφερε όλο
και κάποια ιστορία από το εργοστάσιο με πρωταγωνιστή το ….. συνομήλικό μου το
Μπρούνο!
-Αλήθεια, εξακολουθεί να εργάζεται στο εργοστάσιο; Θυμάμαι ότι ήταν πολύ νέος
τότε. Γύρω στα τριάντα.
-Είναι πενήντα πέντε χρονών σήμερα. Εργάζεται ακόμα εκεί. Θέλει πέντε χρόνια
ακόμα για να πάρει σύνταξη.
-Σας παρακαλώ να του μεταφέρετε τους χαιρετισμούς μου. Έστω και αν δεν με
θυμάται. Τόσα παιδιά πέρασαν από το εργοστάσιο!
-Πολύ ευχαρίστως!
-Τζίμη, πού βρίσκομαι; είπε χαμηλόφωνα η Χάριετ, που μόλις ξύπνησε.
-Εδώ είμαι γλυκιά μου. Πώς αισθάνεσαι;
-Πολύ κουρασμένη και πολύ νυσταγμένη. Τι ακριβώς μου συνέβη. Θυμάμαι ότι
πονούσα πάρα πολύ και μετά τίποτα. Μάι μπέιμπι; ρώτησε ανήσυχη.
-Αρκεί που είσαι εσύ καλά αγάπη μου.
-Μάι μπείμπυ; ξαναρώτησε γεμάτη αγωνία.
Ο Τζίμης της έπιασε τρυφερά το χέρι και την κοίταξε με όλη του την αγάπη.
-Ήταν εξωμήτριο καλή μου. Έπρεπε να γίνει διακοπή.
-Ωω, αμ σόου σόρυ, είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.
-Ησύχασε καρδιά μου. Είμαι εγώ εδώ για σένα. Όλα θα τα αντιμετωπίσουμε μαζί.
Η Φανή έγειρε στο πλάι διακριτικά, για να αφήσει το ζευγάρι να διαχειριστεί την
απώλειά του. Τράβηξε απαλά κοντά της το κουνάκι του μωρού της μέχρι που κόλλησε
στο κρεββάτι της. Χωρίς να πάρει το χέρι της από την κούνια και αποκαμωμένη όπως
ήταν, αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.
Αρκετή ώρα αργότερα έφτασε σαν όνειρο στα αυτιά της ο διάλογος του Μανώλη με
τη μαία.
-Γιατί κλαίει; τι θέλει τώρα; ρώτησε
-Μωρό είναι! δε θα κλάψει; Μπορεί να πεινάει, μπορεί να θέλει άλλαγμα, μπορεί να
ζεσταίνεται, μπορεί να πονάει. Ξεθεώθηκε βλέπεις ο «άνθρωπος» από το κοπιαστικό
του ταξίδι προς τον έξω κόσμο!
Ο Μανώλης το σήκωσε στην αγκαλιά του και το νεογέννητο έστρεψε ενστικτωδώς το
κεφαλάκι του προς το στέρνο του μπαμπά του, ψάχνοντας.
Σ ε λ ί δ α | 310
-Δεν έχω εγώ αυτό που ζητάς αγόρι μου. Μάλλον ήρθε η ώρα να αναλάβει η μαμά,
του είπε γελώντας.
Η Φανή που είχε ξυπνήσει ανασηκώθηκε στο κρεββάτι της. Η μαία πήρε το μωρό από
τον Μανώλη και το έδωσε με τρόπο στη μαμά του, δίνοντάς της ταυτόχρονα οδηγίες
για τον τρόπο του θηλασμού.
Ο Μανώλης κατευθύνθηκε προς το παράθυρο ευτυχισμένος. Όλα είναι τόσο όμορφα
σήμερα. Τα δέντρα στην αυλή του νοσοκομείου ήταν ανθισμένα. Καθώς λικνίζονταν
από το δροσερό απογευματινό αεράκι, το άρωμά τους έφτανε ως το παράθυρο. Ο
δρόμος απέναντι δεν άδειαζε σχεδόν καθόλου, καθώς ο κόσμος επέστρεφε στην
πρωτεύουσα μετά από την πρωτομαγιάτικη έξοδό του. Στους καθρέφτες, στους
προφυλακτήρες ή στις σκάρες των αυτοκινήτων δέσποζαν τα μαγιάτικα στεφάνια,
καμωμένα από μαργαρίτες, παπαρούνες και κάθε λογής αγριολούλουδα. Μακριά
στο βάθος απλωνόταν η θάλασσα. Και καθώς έπεφτε το δειλινό, το διάχυτο
πορτοκαλί του δύοντος ήλιου σε συνδυασμό με το βαθύ γαλάζιο του νερού, το
σκούρο σιελ του ουρανού και το γκρι των ασύμμετρων αχνοσύννεφων, ζωγράφιζαν
στον καμβά της φύσης έναν ειδυλλιακό και αξιοθαύμαστο πίνακα ζωγραφικής. «Σε
ευχαριστώ Παντοδύναμε, για τη χαρά που μου έδωσες σήμερα» σκέφτηκε ο
Μανώλης και γύρισε κοντά στο γιό του που ρουφούσε με βουλιμία το πρωτόγαλα
από το στήθος της μαμάς του.
Λίγη ώρα αργότερα μπήκε η νοσοκόμα και άρχισε να στρώνει το κρεβάτι της Χάριετ.
Τότε η Φανή συνειδητοποίησε ότι η Χάριετ με τον Τζίμη δεν ήταν εκεί.
-Πού είναι η κυρία που νοσηλευόταν εδώ προηγουμένως; ρώτησε.
-Προέκυψε κάποια επιπλοκή και έπρεπε να φύγει επειγόντως για την Αθήνα.
-Κρίμα. Μακάρι να πάνε όλα καλά στη γυναίκα. Φαντάσου πόσο βαθιά κοιμόμουν
που δεν κατάλαβα πότε έφυγαν. Εσύ Μανώλη τους πρόλαβες;
-Την κυρία όχι. Την είχαν ήδη επιβιβάσει στο ασθενοφόρο. Τον άντρα της είδα για
λίγο που ήρθε να πάρει τα πράγματά τους.
-Ξέρεις έ; Κατάγεται από το Αίγιο ο άντρας της. Φαντάσου, γνώριζε τον μπαμπά μου.
Η Φανή εξιστόρησε στο Μανώλη τη συνομιλία της με το Τζίμη και κατέληξε με την
ευχή να πάνε όλα καλά στη Χάριετ.
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασε στο νοσοκομείο η μαμά της Φανής, η κυρία
Κωστούλα. Είχε τηλεφωνηθεί με το Μανώλη και είχε μάθει τα ευχάριστα. Επειδή την
επόμενη μέρα ο Μανώλης είχε δρομολόγιο με το φορτηγό που δεν γινόταν να
αναβληθεί, θα πήγαινε στο σπίτι τους απόψε για να κοιμηθεί. Έτσι στο νοσοκομείο
θα έμενε η κυρία Κωστούλα για να προσέχει την κόρη της και το μωρό.
-Να σας ζήσει παιδιά μου. Να τον καμαρώσετε όπως επιθυμείτε το γιό σας.
-Ευχαριστούμε μαμά. Ο μπαμπάς τι κάνει;
-Είναι νυχτερινός απόψε. Σας στέλνει τις ευχές του και τα φιλιά του. Είχε πάρει
τηλέφωνο και ο Ανέστης. Έχετε επίσης τις ευχές του. Με την πρώτη ευκαιρία θα
κατέβει στην Κόρινθο να σας δει και να γνωρίσει τον ανιψιό του. Για πες μου εσύ
κορίτσι μου πώς ήταν ο τοκετός; Γέννησες καλά;
Σ ε λ ί δ α | 311
-Όλα καλά μαμά μου. Άλλωστε μόλις άκουσα το κλάμα του, οι πόνοι έγιναν
παρελθόν.
Συνέχισαν μέχρι αργά την κουβέντα τους.
-Αγάπη μου, πρέπει να φύγω τώρα. Το πρωί πρέπει να ξεκινήσω χαράματα. Θέλεις
κάτι να σου φέρω πριν φύγω;
-Όχι ευχαριστώ Μανώλη μου. Μην ανησυχείς για μας. Άλλωστε έχω τη μαμά για ό,τι
χρειαστώ. Πήγαινε αγάπη μου, και να μου προσέχεις.
Η Φανή σκέφτηκε ότι στην πρώτη της έξοδο με το μωρό, όταν θα σαράντιζε, θα
αγόραζε τη μικρή αυτοκόλλητη κορνίζα που στο πάνω μέρος θα είχε θέση για
φωτογραφία και στο κάτω θα έγραφε με κεφαλαία γράμματα «μπαμπά μην τρέχεις».
Θα τοποθετούσε τη φωτογραφία του μωρού στην κορνιζούλα και θα την κόλλαγε στο
ταμπλό του φορτηγού. Μετά θα περίμενε να απολαύσει την έκφραση του άντρα της
όταν θα αντίκρυζε το πρώτο δώρο από το γιό του.
Ο Μανώλης καληνύχτισε τις δυο γυναίκες φίλησε τον «άντρα» της παρέας και
καμαρωτός έφυγε για το σπίτι.
-Οι γονείς του Μανώλη ήρθαν;
-Αύριο θα έρθουν. Επειδή ο κουνιάδος μου είχε δρομολόγιο σήμερα για
Θεσσαλονίκη, πήρε και τη γυναίκα του μαζί για να δει μια θεία της εκεί. Άφησαν τη
μικρούλα τους στα πεθερικά μου. Έτσι δεν μπόρεσαν να έρθουν σήμερα.
Μάνα και κόρη συνέχισαν την κουβέντα τους μέχρι αργά.
Τρεις μέρες αργότερα ο Μανώλης έφερε την οικογένειά του στο σπίτι τους. Ήταν ένα
συμπαθητικό οροφοδιαμέρισμα στο δεύτερο όροφο μιας οικογενειακής διώροφης
πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Στο ισόγειο έμεναν οι γονείς του Μανώλη και
στον πρώτο όροφο ο αδερφός του με τη γυναίκα του και την τρίχρονη κορούλα τους.
Στην πόρτα τους καλωσόρισε η μητέρα του Μανώλη έχοντας τοποθετήσει κατά το
έθιμο ένα σιδερένιο πλακίδιο για να πατήσει η Φανή και να είναι σιδερένια η υγεία
της.
Το διαμέρισμα ήταν τριάρι. Στην είσοδο ήταν το σαλόνι και δεξιά στον ίδιο ενιαίο
χώρο ήταν η τραπεζαρία. Δεξιά από την τραπεζαρία ήταν μία ευρύχωρη κουζίνα που
έβγαινε σε ένα μικρό μπαλκόνι. Μπροστά από τη σαλοτραπεζαρία ήταν ένα μικρό
χολ που σε οδηγούσε δεξιά και αριστερά στα δύο υπνοδωμάτια και στη μέση ακριβώς
ήταν το μπάνιο. Αριστερά στο σαλόνι ήταν μια μεγάλη μπαλκονόπορτα που σε
οδηγούσε σε μια επίσης μεγάλη βεράντα, πνιγμένη στο πράσινο. Στη μέση δέσποζε
ένα μεταλλικό στρογγυλό τραπέζι με τέσσερις μεταλλικές καρέκλες.
Ο Μανώλης ακούμπησε προσεκτικά το πορτ μπεμπέ στον καναπέ του σαλονιού.
-Καλωσόρισες στο σπίτι σου παλικάρι μου! Εδώ, σε αυτόν τον καναπέ θα τα λέμε σαν
άντρας προς άντρα μόλις μεγαλώσεις. Προς το παρόν κοιμήσου να φτιάξεις
μαγουλάκια. Άντε και μόλις ξυπνήσεις θα σε πάω να δεις το δωμάτιό σου!
Η Φανή κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο του μωρού για να δει αν όλα είχαν γίνει
όπως το είχαν σχεδιάσει. Πριν γεννήσει είχαν διαλέξει μία σειρά γαλάζια έπιπλα και
μια σειρά ροζ. Είχαν συνεννοηθεί με τον επιπλοποιό να τους φέρει τη μία ή την άλλη
Σ ε λ ί δ α | 312
σειρά ανάλογα με το φύλο του παιδιού όταν θα γεννιόταν. Το ίδιο συνέβη και με τον
έμπορο για τα σεντόνια, τις κουρτίνες και γενικά την προικούλα του μωρού. Έτσι ο
Μανώλης είχε φροντίσει να είναι όλα έτοιμα. Ικανοποιημένη προχώρησε στο δικό
τους υπνοδωμάτιο. Ξεντύθηκε, φόρεσε τις πιζάμες της και τις παντόφλες της και
γύρισε στο σαλόνι.
-Μωρέ Μανώλη, μόνο του θα το έχουμε στο δωμάτιό του; Φοβάμαι, να σου πω την
αλήθεια.
-Τι λες που θα το έχουμε μόνο του το παιδί. Θα βάλουμε ένα ντιβανάκι δίπλα στην
κούνια του και θα κοιμάμαι εγώ μαζί του!
-Χαζομπαμπά αρχίζω να ζηλεύω! Σαν να με παραμελείς εμένα μου φαίνεται!
-Ίσα ίσα ρε χαζούλα! Θα ασχολούμαι εγώ τη νύχτα μαζί του, και σύ θα ξεκουράζεσαι!
-Και όταν πρέπει να θηλάσει, είμαι περίεργη να δω πώς θα ασχοληθείς! τον
ειρωνεύτηκε γελώντας.
-Ε, εντάξει! τότε θα στον φέρνω, και μετά το γεύμα του θα στον ξαναπαίρνω.
Πόσο δίκιο είχε που τον είχε τόσο πολύ ερωτευτεί! Δεν ήξερε πολλούς άντρες και δη
φορτηγατζήδες, να νταντεύουν τα μωρά τους και οι γυναίκες τους να κοιμούνται!
Ήταν ήδη μεσημέρι και το ζευγάρι κάθισε να φάει την κοτόσουπα που είχε ετοιμάσει
η μητέρα του Μανώλη.
Το πορτμπεμπε άρχισε να σείεται και κάποιες άναρθρες κραυγές έγιναν επιτακτικό
κλάμα.
Ο Μανώλης πετάχτηκε σαν ελατήριο. Η Φανή προσπάθησε να τον σταματήσει:
-Περίμενε αγάπη μου. Θα τον πάρω εγώ. Είναι ώρα να φάει!
-Θα φάει. Πρώτα όμως θα τον ξεναγήσω στο δωμάτιό του!
Και χωρίς να χάσει καιρό πήρε στην αγκαλιά του το μωρό, που αμέσως σταμάτησε το
κλάμα, και το οδήγησε στο βασίλειό του. Όλο το δωμάτιο ήταν πνιγμένο στο γαλάζιο:
λευκό κρεβατάκι, γαλάζια σεντόνια με κεντημένα λευκά και χρυσά κοιμισμένα
αρκουδάκια, γαλάζια τούλινη κουνουπιέρα που από το στήριγμά της πάνω από την
κούνια κρέμονταν πολύχρωμα πάνινα παιχνίδια, γαλάζιες κουρτίνες με φιγούρες από
μίκυ μάους δεμένες με λευκό φιόγκο, γαλάζια ντουλάπα γεμάτη με την προικούλα
του μωρού και ανάμεσα στα δυο της φύλλα, γαλάζια ράφια που φιλοξενούσαν έναν
λευκό αρκούδο με κόκκινη κορδέλα στο λαιμό!
-Σου αρέσει μάτια μου;
Η απάντηση του μωρού ήταν μια άναρθρη, παραπονιάρικη κραυγούλα καθώς η
προσπάθειά του να βρει γάλα στο στέρφο στέρνο του μπαμπά του, απέβη άκαρπη.
-Εντάξει, του άρεσε! είπε στη Φανή καθώς τον απίθωνε γελώντας στη δική της
αγκαλιά, για να τον ταΐσει.
Λίγους μήνες αργότερα παρουσία συγγενών και φίλων έγινε η βάπτιση του μικρού.
Ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι με το Μανώλη να έχει μετατρέψει το μπράτσο του
σε «αυτοκόλλητη βάση» για να μη ξεκολλάει από πάνω του ο μικρός νεοφώτιστος
Ηρακλής. Αγκαλιά περιφέρονταν σε όλα τα τραπέζια για να «συστήσει» στο μικρό
όλους τους καλεσμένους. Αγκαλιά χόρευαν και χοροπηδούσαν γελώντας. Αγκαλιά
Σ ε λ ί δ α | 313
-Αχ, αυτός ο μπαμπάς πώς σε κακομαθαίνει! Τι θα κάνω εγώ με σας, τους μάλωσε
τρυφερά!
Όση ώρα βρίσκονταν εκεί, ο Ηρακλής δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από τη
νεογέννητη μπέμπα τους.
-Πολύ μικλούλι είναι το μωλό! σχολίασε. Αυτό κλυβόταν στην κοιλιά σου μαμά;
ρώτησε στη συνέχεια απορημένο.
Και όταν εκείνη του απάντησε καταφατικά, έτρεξε κοντά της και τράβηξε το σεντόνι
από πάνω της για να ικανοποιήσει την περιέργειά του και να διαπιστώσει ιδίοις
όμμασι ότι πράγματι η κοιλιά της είχε ξεφουσκώσει!
Οι δυο γονείς έσκασαν στα γέλια με τα καμώματα του παιδιού.
-Φανή μου, λέω μόλις βγούμε από το νοσοκομείο, να σας πάω στο Αίγιο και εγώ να
μείνω αγάπη μου να κάνω κάποιες αλλαγές στο σπίτι. Πρέπει να ετοιμάσουμε
δωμάτιο για τη μικρή. Δεν πρέπει τα παιδιά και ιδιαίτερα το μωρό να εισπνεύσουν
όλη τη σκόνη που θα δημιουργηθεί, από τόσα δομικά υλικά που θα
χρησιμοποιηθούν.
Έτσι και έγινε. Άλλωστε το είχαν συζητήσει πριν ακόμα γεννήσει η Φανή. Αν γεννιόταν
αγόρι θα μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο με τον Ηρακλή. Θα αγόραζαν ένα κρεββάτι και
μία ακόμα ντουλάπα και θα έκαναν τις απαιτούμενες μετακινήσεις ώστε να
βολεύονταν και τα δυο παιδιά. Τώρα που το μωρό είναι κοριτσάκι πρέπει να γίνουν
πιο δραστικές αλλαγές. Η κουζίνα θα μεταφερθεί στο χώρο της σαλοτραπεζαρίας και
θα αποτελέσει ενιαίο χώρο με αυτή. Η πρώην κουζίνα θα μετατραπεί σε
υπνοδωμάτιο του ζευγαριού. Και βέβαια το πρώην δωμάτιο του ζευγαριού θα
μεταμορφωθεί σε ένα ευρύχωρο ροζουλί κοριτσίστικο υπνοδωμάτιο εφάμιλλο με
αυτό του Ηρακλή.
Οι γονείς της Φανής στο Αίγιο τους υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Το παιδικό
δωμάτιο της Φανής και του Ανέστη είχε ετοιμαστεί να φιλοξενήσει τώρα τα δύο
μικρά. Είχε προστεθεί και μια ανοιγόμενη πολυθρόνα για να κοιμάται η Φανή μαζί
τους.
Δύο μήνες χρειάστηκαν για να γίνουν οι απαιτούμενες αλλαγές στο σπίτι τους. Όλο
αυτό το διάστημα ο Ηρακλής δεν σταματούσε να αναζητά το μπαμπά του. Και της
Φανής της έλειπε πολύ ο Μανώλης όμως η αλήθεια είναι ότι απολάμβανε τη βοήθεια
που της προσφερόταν απλόχερα από τους γονείς της. Ο παππούς Μάρκος μόλις
γύριζε από τη δουλειά ασχολιόταν αποκλειστικά με τον Ηρακλή. Τον έβγαζε βόλτα
στην πλατεία να παίζει με τα άλλα παιδάκια, έπαιζε μπάλα μαζί του λες και ήταν
συνομήλικοι, του αγόραζε από το περίπτερο ό,τι του ζητούσε, τον κάθιζε δίπλα του
στο καφενείο της πλατείας για να πιούν μαζί τον καφέ τους και την πορτοκαλάδα
τους, του έδινε να ρίχνει τα ζάρια στο τάβλι ή ακόμα και να τοποθετεί τα πούλια στη
θέση τους. Ο μικρός ήταν ξετρελαμένος με τον παππού του. Είχε γίνει η σκιά του. Η
γιαγιά Κωστούλα πάλι είχε αναλάβει όλα τα υπόλοιπα. Η Φανή θαύμαζε την ζωηράδα
και την αντοχή τους. Έδειχναν ότι δεν κουράζονταν ποτέ. Τώρα όμως που έγινε και η
Σ ε λ ί δ α | 315
ίδια μητέρα καταλαβαίνει πόσο κόπιασαν στη ζωή τους για να μεγαλώσουν τα παιδιά
τους, και πόσο κουραστικό θα τους είναι τώρα να ασχολούνται με τα εγγόνια τους.
Σ ε λ ί δ α | 316
Ο ήλιος έγερνε και κρυβόταν σιγά σιγά πίσω από τα απέναντι βουνά της Στερεάς
αφήνοντας πίσω του τα ειδυλλιακά χρώματα του ηλιοβασιλέματος.
Η Κάθυ τελείωσε το ντους της στις ντουζιέρες της ακτής, τυλίχτηκε με τη μεγάλη
λευκή πετσέτα της και κατευθύνθηκε προς την ξαπλώστρα της.
-Χάριετ, ήταν υπέροχα! είπε στην αδερφή της, που είχε βγει λίγο νωρίτερα από το
νερό και χαλάρωνε στη διπλανή ξαπλώστρα.
-Θα συμφωνήσω μαζί σου αδερφούλα.
Η Κάθυ έβγαλε το σκούφο του μπάνιου και αμέσως φόρεσε το πολύχρωμο μαντήλι
της για να καλύψει την περιοχή του κεφαλιού της.
Η καρδιά της Χάριετ σφίχτηκε για άλλη μια φορά. Δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί
ότι η αγαπημένη της αδερφή είχε χτυπηθεί από την επάρατη νόσο. Οι γιατροί δεν
ήταν καθόλου αισιόδοξοι για την πορεία της. Για την ακρίβεια ήταν σίγουροι ότι το
τέλος της δεν ήταν μακριά. Η Χάριετ αρνιόταν πεισματικά να δει τη σκληρή
πραγματικότητα, όσο και αν ο Τζίμης προσπαθούσε να την προετοιμάσει για αυτή.
-Η Κάθυ ήταν πάντα αγωνίστρια και νικήτρια, του απαντούσε.
-Αγάπη μου αυτός ο αγώνας είναι άνισος, προσπάθησε να το καταλάβεις.
-Να καταλάβω τι Τζίμη; Δεν βλέπεις με τι συνέπεια και επιμονή ακολουθεί όλες τις
οδηγίες των γιατρών; Όπως λοιπόν θεραπεύτηκε τότε που της παρουσιάστηκε στο
στήθος, έτσι θα τα καταφέρει και τώρα.
-Δεν είναι το ίδιο Χάριετ. Έχει κάνει μετάσταση γενικευμένη τώρα, και το πάγκρεας
θα την προδώσει.
-Και τι θα πει αυτό. Είναι σαράντα πέντε χρονών και δυνατή. Θα το παλέψει με νύχια
και με δόντια. Δε γεννήθηκε ακόμα η ασθένεια που θα λυγίσει την Κάθυ.
Ο Τζίμης σταματούσε τη συζήτηση. Καταλάβαινε ότι ήταν μάταιο να προσπαθεί να
την πείσει. Ήξερε πόσο δυνατός δεσμός έδενε τις δυο αδερφές, που είχαν γνωρίσει
από πολύ μικρές τον πόνο της απώλειας. Οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί και οι δυο σε
αεροπορικό δυστύχημα όταν η Χάριετ ήταν δέκα ετών και η Κάθυ πέντε. Μεγάλωσαν
με τη γιαγιά τους, τη μητέρα της μαμάς τους που ήταν και η μοναδική κοντινή
συγγενής τους. Οχτώ χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο των γονιών τους, τα δυο
κορίτσια έχασαν τη γιαγιά τους από καρκίνο. Η Χάριετ έγινε για τη δεκατριάχρονη
τότε Κάθυ ο φύλακας άγγελός της. Ήταν φυσικό σαν μεγαλύτερη να προστατεύει τη
μικρή της αδερφή. Το δέσιμό τους όλο και μεγάλωνε. Ακόμα και όταν έγιναν
ολόκληρες γυναίκες και παντρεύτηκαν με τους αγαπημένους τους και έφτιαξαν τη
δική τους ζωή η κάθε μια, οι σχέσεις τους παρέμειναν το ίδιο δυνατές. Φρόντισαν
ώστε και οι άντρες τους να αποκτήσουν μια δυνατή φιλία, πράγμα που δεν ήταν
Σ ε λ ί δ α | 317
καθόλου δύσκολο μιας και οι χαρακτήρες τους ταίριαζαν πολύ. Δυστυχώς όμως
τέσσερα χρόνια πριν, ο άντρας της Κάθυ έπαθε ξαφνικά καρδιακή προσβολή και
έφυγε από τη ζωή αφήνοντας μεγάλο κενό στην Κάθυ και στον εννιάχρονο τότε γιό
τους τον Τομ. Η Χάριετ για άλλη μια φορά στάθηκε δίπλα στην αδερφή της μέχρι να
καταλαγιάσει ο πόνος της και να μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια της. Ο μικρός
Τομ, ένιωσε να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια του τότε. Η Κάθυ και η θεία του με
το θείο του τον βοήθησαν να ξεπεράσει την απώλειά του. Σε αυτό βοήθησε και μια
μεγάλη του αγάπη: η μουσική. Ο πατέρας του ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή τον
είχε γράψει στο ωδείο και του είχε αγοράσει την πρώτη του κιθάρα. Φάνηκε αμέσως
πόσο κλίση είχε στη μουσική και πόσο αχώριστος έγινε με την κιθάρα του. Η
μελωδική φωνή του βελτιωνόταν συνεχώς και έδενε απίστευτα αρμονικά με το
μεταλλικό ήχο που έβγαζαν οι χορδές καθώς τα μικρά χέρια του τις έπαιζαν με
μαεστρία. «Φαινόμενο είναι αυτό το παιδί» έλεγε ο δάσκαλος της μουσικής.
Και τώρα πρέπει να οπλιστεί με όλες του τις δυνάμεις γιατί τον περιμένει και άλλη
απώλεια. Ο Τζίμης αυτή τη φορά καλείται να στηρίξει πρωτίστως τον Τομ αλλά και τη
Χάριετ που χάνει το πιο πολύτιμο πρόσωπο που είχε κοντά της από μικρή…..
-Δε μου έκανε καρδιά να βγω από το νερό αδερφούλα. Απορώ πως μπορείς να μένεις
στην ξαπλώστρα όταν η ζέστη είναι ανυπόφορη και η θάλασσα είναι τόσο δροσερή
και καθαρή.
-Μου αρέσει να χαλαρώνω απολαμβάνοντας την ησυχία του δειλινού.
-Εγώ προτιμώ τη φασαρία του πλατσουρίσματος. Άλλωστε σε λίγο καιρό δε θα έχω
τίποτα άλλο να απολαμβάνω εκτός από ύπνο και ατέλειωτη ησυχία.
-Τι λες τώρα;
-Αυτό που ξέρουμε λέω Χάριετ. Κουράστηκα πια να υποκρίνομαι πως δεν
καταλαβαίνω ότι το τέλος μου έρχεται. Και πρέπει και εσύ να το αποδεχτείς και να
μου σταθείς για άλλη μια φορά. Όπως έκανες πάντα άλλωστε.
-Ααα! Δε θέλω ηττοπάθειες Κάθυ. Σε παρακαλώ. Έχεις τον Τομ. Οφείλεις να
αγωνιστείς για χάρη του.
-Είναι άνισος ο αγώνας αδερφούλα! Το βλέπεις και σύ πως κάνω ό,τι περνάει από το
χέρι μου για να θεραπευτώ. Ξέρουμε και οι δυο τι σημαίνει για τον Τομ αν δεν τα
καταφέρω. Αγωνιώ για το πώς θα βιώσει το χαμό και του δεύτερου γονιού του και
ανησυχώ πολύ για το μέλλον του. Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι θα βρίσκεται
στα πιο έμπιστα και ικανά χέρια που είχα και εγώ στη ζωή μου. Στα δικά σου Χάριετ.
Θα αναλάβεις το μεγάλωμά του, έτσι δεν είναι; ρώτησε ικετευτικά.
-Έρχονται! είπε η Χάριετ ανακουφισμένη που βρήκε την ευκαιρία να αποφύγει να
απαντήσει στην αδερφή της.
Ο θόρυβος της μηχανής γινόταν όλο και πιο δυνατός καθώς το φουσκωτό σκάφος
πλησίαζε στην ακτή.
Ο Τζίμης έκοψε ταχύτητα και έσβησε τη μηχανή.
-Θένκιου θείε! Η βόλτα ήταν μπιούτιφουλ! είπε ενθουσιασμένο και με σπαστή
προφορά το δεκατριάχρονο αγόρι.
Σ ε λ ί δ α | 318
Ήταν ένα αγόρι ψηλό και αδύνατο με κατάξανθα ίσα μαλλιά, που έφταναν μέχρι τους
ώμους του, και γαλάζια μάτια. Το γεμάτο φακίδες πρόσωπό του είχε
αναψοκοκκινίσει από την έξαψη!
-Μάμυ οδήγησα το σκάφος! Χάσατε που δεν ήρθατε μαζί μας!
Τα ελληνικά του βελτιώνονταν χρόνο με το χρόνο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια από
τότε δηλαδή που έχασε τον πατέρα του, ο θείος Τζιμ με τη θεία Χάριετ τον έπαιρναν
μαζί τους τα καλοκαίρια στην Ελλάδα. Παράλληλα η Κάθυ είχε αναθέσει σε μια
ελληνίδα φοιτήτρια που σπούδαζε πολιτικές επιστήμες στο Λονδίνο, να διδάσκει δυο
φορές την εβδομάδα και στην ίδια και στο γιό της την ελληνική γλώσσα.
-Μπράβο αγόρι μου! είσαι σπουδαίος!
-Εγώ λέω ότι η βόλτα με το σκάφος μου άνοιξε την όρεξη. Τι λέτε πάμε στην
ταβερνούλα πιο πάνω να φάμε; πρότεινε ο Τζίμης.
Λίγη ώρα αργότερα καθισμένοι σε ένα από τα τραπέζια που βρίσκονταν στον
εξωτερικό χώρο της παραλιακής ταβέρνας έτρωγαν το ψάρι τους ατενίζοντας τη
θάλασσα που την είχε αγκαλιάσει πια το σκοτάδι και την ασημοφώτιζε το ολόγιομο
αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Μια παρέα από οχτώ άτομα ήρθε σε λίγο και κάθισε σε ένα από τα διπλανά
τραπέζια.
-Παππού εμάς δε μας αρέσει το ψάρι. Θα μας παραγγείλεις σουβλάκια;
-Ό,τι θέλουν τα παιδιά μου. Τους χαλάω εγώ χατίρι; απάντησε ο μεγαλύτερος κύριος
της παρέας.
Η φωνή φάνηκε γνώριμη στον Τζίμη. Προσπάθησε να θυμηθεί από πού του είναι
γνωστή. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς την παρέα και γύρισε το κεφάλι του να
δει. Ο ελάχιστος φωτισμός δεν του επέτρεψε να διακρίνει καθαρά τα πρόσωπα με
την πρώτη ματιά και από διακριτικότητα δεν επέμεινε να κοιτάζει προς τα εκεί. Όμως
τέντωσε τα αυτιά του μήπως και ακούσει κάτι που τον βοηθήσει να θυμηθεί.
-Αα, μπαμπά πολύ τα κακομαθαίνεις!
Και αυτή η γλυκιά γυναικεία φωνή κάτι του θύμιζε του Τζίμη αλλά τι; Όση ώρα πίεζε
το μυαλό του να θυμηθεί, η ματιά του χάζεψε στο νεαρό που περπατούσε κατά μήκος
της ακτής κρατώντας από το λουρί τον τετράποδο φίλο του.
-Φανή, σου θυμίζει τίποτα ο σκύλος που περνάει τώρα από μπροστά μας; ρώτησε ο
άλλος κύριος της παρέας.
-Αα ίδιος με τον Μπρούνο που είχαμε παλιά!
«Ο κύριος Μάρκος είναι» θυμήθηκε ο Τζίμης. «Και η κυρία που μίλησε ήταν η κόρη
του που είχε γεννήσει στο νοσοκομείο τότε που νοσηλεύτηκε και η Χάριετ. Προφανώς
το δεκάχρονο αγόρι της παρέας είναι το αγόρι που είχε γεννηθεί τότε».
Ο Τζίμης σηκώθηκε από την καρέκλα του και αφού περίμενε μέχρι να φύγει το
γκαρσόνι που έπαιρνε εκείνη τη στιγμή τις παραγγελίες πλησίασε στο διπλανό
τραπέζι και απευθύνθηκε στον μεγαλύτερο κύριο της παρέας.
-Καλησπέρα σας. Με συγχωρείτε για την ενόχληση, αλλά… είστε ο κύριος Μάρκος
Πολίτης;
Σ ε λ ί δ α | 319
Λίγη ώρα αργότερα ο Ηρακλής κοίταζε έκθαμβος τον Τομ που αγγίζοντας με μαγικό
τρόπο τις χορδές της κιθάρας του τις ανάγκαζε να βγάζουν ολόκληρα μουσικά
κομμάτια. Και τι δε θα έδινε για να αποκτούσε και αυτός μια κιθάρα και πολύ
περισσότερο να πήγαινε σε ωδείο για να μάθει. Όμως πριν δυο χρόνια που είχε
ζητήσει από τον πατέρα του κάτι τέτοιο, σίγουρος ότι δεν θα του χαλούσε χατίρι,
αυτός αντέδρασε αρνητικά ξαφνιάζοντάς τον.
«-Κιθάρα; Χάθηκαν τόσα άλλα όργανα. Χάθηκε το μπουζούκι; Ή το κλαρίνο; Ή ένα
όργανο που να ταιριάζει σε άντρες τέλος πάντων; Δε βλέπεις που όσοι παίζουν
κιθάρα μοιάζουν με ντιντήδες; Άλλος με μακριά μαλλιά, άλλος με τατουάζ, άλλος με
σκουλαρίκι, άλλος με μάτι θολό από την πρέζα. Τι να σου πω ρε αγόρι μου. Εγώ
πάντως δεν πληρώνω για να γίνεις και συ ένας από αυτούς. Να πληρώσω χίλιες φορές
να πας ποδόσφαιρο ή γυμναστήριο ή κολυμβητήριο να δυναμώσεις κιόλας που μου
είσαι πετσί και κόκκαλο σαν τον όσιο Ονούφριο!» Ο Ηρακλής δεν πολυκατάλαβε το
λόγο της άρνησης του πατέρα του, αλλά ούτε και τόλμησε να ρωτήσει περαιτέρω. Το
μόνο που καταλάβαινε και αισθανόταν είναι ότι δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες
του πατέρα του. Ήταν ένα ντελικάτο ψιλόλιγνο αγόρι με καστανά σγουρά μαλλιά και
πράσινα μάτια. Φίλους ιδιαίτερα κολλητούς δεν είχε. Οι συμμαθητές του δεν
επεδίωκαν την παρέα του επειδή οι επιδόσεις του στα παιχνίδια του διαλείμματος
δεν ήταν ιδιαίτερα ικανές. Πολλές φορές μάλιστα αυτό γινόταν και αφορμή για
πειράγματα και αστεία εις βάρος του που τον έκαναν να γίνεται πιο εσωστρεφής. Του
άρεσε να μελετάει και οι επιδόσεις του στα μαθήματα ήταν πολύ καλές. Στις
γυμναστικές όμως δραστηριότητές του δεν τα πήγαινε και πολύ καλά και αυτό δεν
άρεσε καθόλου στο Μανώλη. Φέτος τον έγραψε σε ένα γυμναστήριο καράτε για να
δυναμώσει. Τρεις φορές την εβδομάδα πήγαινε, και για τον Ηρακλή οι ώρες αυτές
ήταν βασανιστικά ατέλειωτες. Ήθελε τόσο πολύ να σταματήσει, αλλά έκανε υπομονή
για χάρη του πατέρα του. Πόσο θα του άρεσε αυτές τις ώρες να ζωγράφιζε με την
Κωνσταντίνα με τα όμορφα χαρούμενα και απαλά χρώματα που ζωγράφιζε και
εκείνη. Θα προτιμούσε επίσης να έπαιζε κιθάρα ή να παρακολουθεί μαθήματα
μπαλέτου. Είχε δει στην τηλεόραση με τι χάρη και μαεστρία χόρευαν οι χορευτές. Οι
αέρινες κινήσεις τους τον μάγευαν. Θα μπορούσε με τόσα πράγματα να ασχοληθεί
που θα τον ευχαριστούσαν, όμως άλλα σκεφτόταν ο μπαμπάς του για αυτόν. Και ο
Ηρακλής δεν ήθελε με τίποτα να προδώσει τα όνειρα που είχε κάνει ο μπαμπάς του
για αυτόν. Και θα προσπαθούσε όσο περνούσε από το χέρι του να τον κάνει
περήφανο. Για να απολαμβάνει την αγάπη του και την αποδοχή του, που τόσο
ανάγκη την έχει το μικρό αγόρι και που για κάποιο αόριστο λόγο πλανιέται γύρω του
η αίσθηση ότι τη χάνει σιγά σιγά.
Καθώς παρακολουθούσε τον Τομ να παίζει την κιθάρα του σκέφτηκε τι καλά που θα
ήταν να πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και να ήταν φίλοι. Και στο διάλειμμα να έπαιζαν
κιθάρα και να ένωναν τις φωνές τους σε όμορφα τραγούδια. Και μετά όταν θα
μεγάλωναν να έκαναν περισσότερη παρέα. Να γίνονταν κολλητοί, και να έκαναν
ντουέτο όπως ας πούμε οι Σάϊμον και Καρφάγκελ. Και όχι μόνο…. Η σκέψη του τον
Σ ε λ ί δ α | 321
έστειλε σε άγνωστα μέχρι τώρα μονοπάτια που πολύ τον μπέρδεψαν. Πολύ γρήγορα
επανήλθε στο παρόν και απορροφήθηκε από τα όμορφα ακούσματα. Όταν θα του
δινόταν η ευκαιρία θα ξανασυζητούσε με τον πατέρα του το θέμα της μουσικής. Ίσως
τώρα που άκουσε και αυτός τον Τομ να παίζει τόσο ωραία, να άλλαζε γνώμη.
-Δεν πάτε στην πλατεία να παίξετε με τα άλλα παιδιά; τους πρότεινε ο παππούς
Μάρκος, που μάλλον ήθελε να κουβεντιάσει με τους συνομιλητές ήσυχα και χωρίς
μουσική υπόκρουση.
Τα παιδιά υπάκουσαν. Σε λίγη ώρα η Κωνσταντίνα έπαιζε με τα κοριτσάκια της
γειτονιάς και ο Τομ με τον Ηρακλή κουβέντιαζαν καθισμένα στο πέτρινο πεζούλι της
πλατείας.
-Αφού σου αρέσει τόσο η κιθάρα γιατί δε λες στον πατέρα σου να σου αγοράσει μία;
ρώτησε εύλογα ο Τομ.
-Α, δεν του αρέσει καθόλου η ιδέα. Εσένα ο πατέρας σου δεν είχε αντιρρήσεις;
-Όχι. Γιατί να είχε;
-Τι τυχερός που είσαι!
-Ήμουνα τυχερός. Τώρα δεν είμαι. Ο μπαμπάς μου πέθανε εδώ και τέσσερα χρόνια
και μου λείπει πάρα πολύ.
-Ωωω, είπε μόνο ο Ηρακλής που δέθηκε η γλώσσα του γιατί λυπήθηκε πολύ και δεν
ήξερε τι λένε σε αυτές τις περιπτώσεις.
-Το κακό είναι ότι θα χάσω και τη μητέρα μου. Νομίζω ότι δεν θα το αντέξω, είπε ο
Τομ και η φωνή του έσπασε καθώς τα χείλη του έτρεμαν και τα μάτια του
βούρκωσαν.
-Τι μου λες τώρα; Πώς είναι δυνατόν να ξέρεις κάτι τέτοιο. Ο παπάς στην εκκλησία,
μας λέει ότι κανείς δεν ξέρει το πότε θα είναι το τέλος του.
-Εγώ για τη μαμά μου το ξέρω. Μου το είπε η ίδια χτες το βράδυ. Έχει καρκίνο.
-Ναι αλλά έχει βρεθεί θεραπεία για τον καρκίνο. Μου το έχει πει ο παππούς μου
εμένα που ένας φίλος του είχε καρκίνο και θεραπεύτηκε.
Ο Τομ του εξήγησε ότι η ασθένεια της μαμάς του είναι, να δεις πώς το είπανε; α ναι:
ανίατη.
Κεραυνός εν αιθρία έπεσε χθες βράδυ στο κεφάλι του αγοριού μετά τη συζήτηση που
είχε με τη μητέρα του. Η Κάθυ ξέροντας πολύ καλά ότι το τέλος της πλησιάζει
θεώρησε σωστό να προετοιμάσει και να ατσαλώσει το γιό της για να μπορέσει να
αντέξει το χαμό της. Του είπε πόσο σίγουρη είναι για τη δύναμη που κρύβει μέσα του
και πόσο περήφανη είναι για αυτόν. Του μίλησε για τον παράδεισο και για τη δύναμη
που έχει το πνεύμα μας, να συντροφεύει και να προστατεύει τους ανθρώπους που
αγαπάμε όταν εμείς δεν υπάρχουμε πια. Του είπε πως τίποτα κακό δεν γίνεται στη
ζωή χωρίς να αποζημιωθεί με κάτι καλό, σαν αντίβαρο ας πούμε, έτσι ώστε να
υπάρχει ισορροπία στη ζωή μας. Του ανέφερε πως οι δυσκολίες είναι αυτές που μας
ατσαλώνουν και μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους και δυνατότερους αγωνιστές
της ζωής και της αγάπης. Τον παρότρυνε να κοιτάζει πάντα μπροστά του κυνηγώντας
τα όνειρά του. Να αποδέχεται και να αγαπάει πρωτίστως τον εαυτό του ώστε να είναι
Σ ε λ ί δ α | 322
γεμάτος αγάπη για να μπορεί να τη χαρίζει απλόχερα σε όσους την αξίζουν. Τέλος τον
καθησύχασε ότι δεν θα είναι μόνος στη ζωή, αφού θα έχει δίπλα του δυο υπέροχους
ανθρώπους αντάξιους, ίσως και ανώτερους, από τους γονείς του: τη θεία Χάριετ και
το θείο Τζίμη. Και όπως αυτή θα φύγει επαναπαυμένη ότι το παιδί της θα μείνει στα
πλέον κατάλληλα χέρια έτσι να είναι ήσυχος και αυτός ότι δεν θα χάσει την ασφάλεια
και τη θαλπωρή που έχει ανάγκη κάθε παιδί για να μεγαλώσει. Αυτά και άλλα πολλά
του είπε, και ο Τομ πήρε τα λόγια της αυτολεξεί και ατόφια και τα χάραξε ανεξίτηλα
στα βάθη της ψυχής του, σαν φυλαχτό, για να τον συντροφεύουν σε όλη του τη ζωή.
Κουβεντιάζοντας τώρα με τον Ηρακλή ανασύρθηκε στο νου του αυτό που του είπε η
μητέρα του για το αντίβαρο. Δεν θυμάται να είχε ξανοιχτεί ποτέ και να συζητήσει με
άλλον άνθρωπο αυτά που τον απασχολούσαν όπως έκανε σήμερα με τον Ηρακλή.
Νιώθει ότι σήμερα απέκτησε ένα καινούργιο πραγματικό φίλο και ας είναι
μικρότερός του. Θα ήθελε να κάνουν συχνά παρέα αλλά δυστυχώς έπρεπε σε δυο
μέρες να φύγει με τη μητέρα του και τους θείους του για το Λονδίνο. Τα δυο παιδιά
αντάλλαξαν τα τηλέφωνα και τις διευθύνσεις διαμονής τους για να μπορούν να
επικοινωνούν όποτε θέλουν. Και βέβαια ανανέωσαν το ραντεβού τους για το
επόμενο καλοκαίρι. Λίγη ώρα αργότερα Ο Τζίμης και οι δικοί του ευχαρίστησαν τον
κύριο Μάρκο και τους δικούς του για τη φιλοξενία τους και αφού
αλληλοχαιρετήθηκαν, έφυγαν για το πατρικό του Τζίμη.
Σε δυο μέρες προσγειώνονταν στο Λονδίνο. Και σε λίγες μέρες όλοι ξαναμπήκαν στη
ρουτίνα της καθημερινότητας. Ο Τζίμης και η Χάριετ επανήλθαν στη δουλειά τους. Ο
Τζίμης στο τμήμα σέρβις της Μόρις, και η Χάριετ στο τμήμα πωλήσεων της ίδιας
αυτοκινητοβιομηχανίας. Ο Τομ ξεκίνησε το σχολείο του και η Κάθυ μπήκε πιο
εντατικά στον κύκλο των θεραπειών της, χωρίς δυστυχώς θετικό αποτέλεσμα. Λίγο
πριν τα Χριστούγεννα ταξίδεψε στον κόσμο των αγγέλων βυθίζοντας τους δικούς της
και ιδιαίτερα το παιδί της στη θλίψη και την απελπισία. Ο θείος του και η θεία του
ευτυχώς για αυτόν του άνοιξαν την αγκαλιά τους και εκεί ο μικρός βρήκε την
παρηγοριά που τόσο πολύ είχε ανάγκη. Όπως είχαν υποσχεθεί στην Κάθυ, νοίκιασαν
το σπίτι της και τα έσοδα του ενοικίου τα κατέθεταν στον τραπεζικό λογαριασμό του
Τομ. Και ο Τομ μετακόμισε στο σπίτι των θείων του. Στο εξής αυτοί θα είναι
ουσιαστικά οι γονείς του. Γιατί γονιός γίνεσαι και αλλιώς: πώς; μεγαλώνοντας και
φροντίζοντας ένα παιδί που δεν το έχεις γεννήσει.
Η χριστουγεννιάτικη κάρτα που έφτασε από την Ελλάδα με ευχές για ευτυχισμένο
έτος γλύκανε κάπως τη θλίψη του. Με τη σειρά του ανταπέδωσε και αυτός επίσης με
κάρτα τις ευχές του στον Ηρακλή, αναφέροντάς του το θάνατο της μαμάς του και την
επιθυμία του να βρεθούν το επόμενο καλοκαίρι.
Σ ε λ ί δ α | 323
5. Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
και την απήχηση που θα έχουν σε ελληνικό χώρο ώστε να κανονίσουν στο μέλλον
καμμιά συναυλία στην Ελλάδα, λέω εγώ. Η Κωνσταντίνα άρχισε να μουρμουράει ένα
τραγούδι τους, μπας και φανεί γνωστό στους γονείς της, αλλά από ό,τι φαίνεται δεν
έχουν καμία επαφή με αυτού του είδους τη μουσική. Και τότε έφερε στο μυαλό της
έντονα για άλλη μια φορά τον Ηρακλή. Σκέφτηκε πόσο πολύ θα του άρεσαν οι Ράμπο.
Τι όμορφα θα ήταν να πήγαιναν μαζί το βράδυ στην εκδήλωση. Θα έπαιρνε μαζί του
και το κορίτσι του… Και αν δεν είχε κορίτσι, σίγουρα κάποια από τις συμφοιτήτριές
της θα του άρεσε. Για φαντάσου! Θα του έκανε λέει την προξενήτρα… Θα του γνώριζε
και το Θάνο το αγόρι της. Θα ήταν ο πρώτος από την οικογένειά της που θα του
εμπιστευόταν το αίσθημά της. Κρίμα! Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια ο νους της
δεν μπόρεσε ποτέ να χωρέσει ότι ο αγαπημένος της αδερφός, το στήριγμά της, έφυγε
από τη ζωή τόσο πρόωρα μα και τόσο άδικα.
-Εϊ, που τρέχει ο λογισμός σου κορίτσι μου.
-Σκεφτόμουνα τι να φορέσω το βράδυ μαμά! δικαιολογήθηκε.
-Ότι και να φορέσεις αγάπη μου, κούκλα θα είσαι!
Το κινητό της Κωνσταντίνας διέκοψε την κουβέντα τους.
-Ήταν η Αμαλία. Θα βρεθούμε σε ένα τέταρτο στο μετρό για να πάμε μαζί στο σπίτι
της. Θα σας αφήσω εγώ τώρα. Τα λέμε αύριο!
-Στο καλό κορίτσι μου. Καλή διασκέδαση.
Η Κωνσταντίνα περπάτησε ως το μετρό όπου την περίμενε η Αμαλία με τον αδερφό
της το Θάνο. Η Αμαλία θα πήγαινε προς Δάφνη για να κανονίσει στην ταβέρνα με
κάποιες άλλες κοπέλες τις τελευταίες λεπτομέρειες της βραδινής εκδήλωσης ενώ ο
Θάνος με την Κωνσταντίνα θα πήγαιναν στο σπίτι της Αμαλίας να προετοιμαστούν
για τη βραδινή τους έξοδο. Με το Θάνο είχαν γνωριστεί πριν έντεκα μήνες όταν η
Κωνσταντίνα και η Αμαλία ξεκίνησαν την πρακτική τους στο νοσοκομείο της
Κορίνθου. Ο Θάνος είχε προσληφθεί ήδη εκεί ως οδηγός ασθενοφόρου. Τα δυο
παιδιά ύστερα από αρκετές φιλικές και συναδελφικές συναντήσεις τους,
γνωρίστηκαν καλύτερα και σε προσωπικό επίπεδο. Η φιλία τους εξελίχθηκε εντελώς
φυσικά σε ένα μεγάλο έρωτα.
Μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα, η Κωνσταντίνα έβγαλε τα παπούτσια της και
σωριάστηκε στον καναπέ.
-Πόπο! Είμαι ψόφια από την κούραση.
-Και εγώ το ίδιο. Τι λες; Κοιμόμαστε καμιά ωρίτσα και μετά να ετοιμαστούμε;
-Να κοιμηθούμε είπες; τον λοξοκοίταξε παιχνιδιάρικα.
-Λέμε τώρα! της απάντησε πονηρά. Έσκασαν και οι δυο στα γέλια καθώς ο Θάνος τη
σήκωσε στην αγκαλιά του και την οδήγησε στο κρεβάτι.
-Μα τι κάνεις; διαμαρτυρήθηκε δήθεν εκείνη
-Κάνω πρόβα, βρε κουτή, για το πώς θα είναι στο γάμο μας, όταν θα σε σηκώσω κατά
το έθιμο στην αγκαλιά μου, της είπε δήθεν απολογητικά. Να μην έχω εξασκηθεί
λιγάκι! Τι, να πάθω κάνα λουμπάγκο γαμπρός πράγμα!
Σ ε λ ί δ α | 325
Η Κωνσταντίνα πήγε να απαντήσει αλλά το στόμα της φυλακίστηκε από το δικό του.
Και όχι μόνο. Η ύπαρξή της ολόκληρη παραδόθηκε στην αγκαλιά του…
Σχεδόν κόντευε να νυχτώσει όταν ξύπνησαν. Πετάχτηκαν γρήγορα από το κρεβάτι και
άρχισαν τις ετοιμασίες. Ο Θάνος μπήκε στο μπάνιο και η Κωνσταντίνα σιδέρωσε τα
ρούχα τους και τα ρούχα της Αμαλίας. Μετά συμμάζεψε λίγο το σπίτι και μπήκε με
τη σειρά της στο μπάνιο. Σε λίγο γύρισε και η Αμαλία. Έκανε και αυτή το μπάνιο της
και τα δυο κορίτσια στέγνωσαν και χτένισαν τα μαλλιά η μια της άλλης. Ύστερα
επιδόθηκαν στο ντύσιμο και στο βάψιμό τους. Η Αμαλία φόρεσε ένα μπλε εξώπλατο
εφαρμοστό φόρεμα σε αντίθεση με τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της και σε αρμονία
με τα γαλάζια μάτια της. Συμπλήρωσε το σύνολό της με τις ασημί άνετες γόβες της
και καμάρωσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η Κωνσταντίνα φόρεσε ριγέ
ασπρόμαυρη σατέν πανταλόνα που τόνιζε το ύψος της, και λευκό εφαρμοστό σατέν
πουκαμισάκι που τόνιζε το καλλίγραμμο κορμί της και έκανε αισθητή αντίθεση με τα
μαύρα μακριά μαλλιά της που κάλυπταν όλη της την πλάτη και έφταναν ως τη ζώνη
της πανταλόνας της. Είχε τονίσει διακριτικά τα πράσινα μάτια της και τα σαρκώδη
χείλη της με απαλά χρώματα. Τέλος φόρεσε τις κατακόκκινες χαμηλοτάκουνες γόβες
της και έφερε μια φούρλα μπροστά στο Θάνο.
-Πώς σου φαίνομαι; τον ρώτησε ναζιάρικα.
Στα μάτια του καθρεφτίστηκε ο θαυμασμός για την αγαπημένη του αλλά αρκέστηκε
να κουρντίσει λίγο τα κορίτσια:
-Σιγά καλέ! Και νύφες να ήσασταν, δε θα στολιζόσασταν έτσι! Ο ίδιος είχε αρκεστεί
στο αγαπημένο του τζιν παντελόνι με το μωβ του πουκάμισο. Τα καστανά ίσα μαλλιά
του κάλυπταν τα αυτιά του και η μπροστινή τούφα σχημάτιζε τη δεξιά του φράτζα
που κάθε τόσο έπεφτε μπροστά στο μέτωπό του και χρειαζόταν ένα απαλό τίναγμα
του κεφαλιού για να την επαναφέρει στη θέση της..
-Γκοτζάμ Ράμπο θα μας δούνε. Να μην τονίσουμε λίγο την ομορφιά μας;
-Μμμμ… σιγά τους Ράμπο!
-Ζηλεύεις ή μου φαίνεται Θανούλη;
-Ζηλεύεις ή μου φαίνεται αδερφούλη;
-Τι να ζηλέψω μωρέ εγώ, ο άντρας ο ωραίος, ο άντρας ο σωστός!
Το κουδούνι διέκοψε για λίγο τα πειράγματά τους. Για να γίνουν πιο έντονα όταν
προστέθηκε στην παρέα τους το αγόρι της Αμαλίας, ο Λάζαρος. Η ώρα πέρασε
ευχάριστα και γρήγορα. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, τα τέσσερα παιδιά φόρεσαν τα
πανωφόρια τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο του Λάζαρου και ξεκίνησαν για την
ταβέρνα.
Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα ήταν έντονα χριστουγεννιάτικη. Ένα τεράστιο δέντρο
στολισμένο με κόκκινες και χρυσές μπάλες δέσποζε στη γωνία της εισόδου. Τα κύρια
φώτα ήταν χαμηλωμένα. Σε κάθε τραπέζι υπήρχε ένα στεφάνι φτιαγμένο από
κλαδάκια έλατου, πεύκου και γκι και στη μέση του υπήρχε υποδοχή για ένα
κατακόκκινο αναμμένο κερί διακοσμημένο με χρυσά αστεράκια. Στα φωτιστικά, στις
κουρτίνες, στους τοίχους και στο ταβάνι δέσποζαν πολύχρωμες χριστουγεννιάτικες
Σ ε λ ί δ α | 326
μπάλες καθώς και πολύχρωμα φωτάκια που άλλα έμεναν μόνιμα αναμμένα και άλλα
αναβόσβηναν απογειώνοντας το χώρο. Στο βάθος είχαν στηθεί τα όργανα της
ορχήστρας και μπροστά της είχε διαμορφωθεί η πίστα του χορού. Η Αμαλία είχε
φροντίσει να τους κρατήσει θέση μπροστά μπροστά μαζί με άλλα τρία φιλικά τους
ζευγάρια.
Με χαρούμενη μουσική υπόκρουση, με ευχάριστα αστεία και πειράγματα
απόλαυσαν το φαγητό τους. Το κρασί που συνόδευε το φαγητό έφερε μεγαλύτερη
ευφορία στη διάθεση των παιδιών. Η μουσική ομάδα πήρε θέση στην ορχήστρα. Το
ρεπερτόριο στην αρχή περιείχε ελαφρά τραγούδια που στη συνέχεια έγιναν πιο
κεφάτα και οι ρυθμοί τους έντονα χορευτικοί. Η πίστα δεν άδειαζε σχεδόν καθόλου.
Συρτά, νησιώτικα, ζεϊμπέκικα, χασαποσέρβικα, τσιφτετέλια, σέικ, γιάνκα,
εναλλάσσονταν ασταμάτητα και το κέφι είχε ανάψει για τα καλά για ώρες. Αργά λίγο
μετά τα μεσάνυχτα, μία από τις κοπέλες ανήγγειλε τον ερχομό των Ράμπο:
-Και τώρα παιδιά ήρθε η ώρα να υποδεχτούμε τους σπουδαίους Ράμπο.
Οι δυο τραγουδιστές μπήκαν στην αίθουσα χαιρετώντας δεξιά και αριστερά καθώς
όλοι είχαν σηκωθεί όρθιοι και τους υποδέχονταν με θερμό χειροκρότημα και
αλλεπάλληλα σφυρίγματα. Έμοιαζαν μεταξύ τους σαν να ήταν αδέρφια. Ήταν και οι
δυο το ίδιο ψηλοί και το ίδιο λεπτοί. Είχαν και οι δυο μακριά μαλλιά και γένια. Μόνο
που του ενός, του Τομ, ήταν ξανθά και ίσα ενώ του άλλου, του Έρικ, ήταν καστανά
και λίγο σπαστά. Ο Τομ είχε πανέμορφα γαλάζια μάτια ενώ ο ΄Ερικ υπέροχα πράσινα.
Τα χειροκροτήματα δεν έλεγαν να σταματήσουν. Μέχρι που άγγιξαν τις χορδές της
κιθάρας τους. Τότε επικράτησε απόλυτη σιγή. Η μουσική τους και το τραγούδι τους
μάγεψε τους πάντες στην αίθουσα. Επί μια ώρα το ένα τραγούδι τους διαδεχόταν το
άλλο. Τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στην αίθουσα εκτός από τις κιθάρες τους και τα
τραγούδια τους. Μόνο στο τέλος κάθε τραγουδιού ερχόταν το παρατεταμένο
χειροκρότημα από το κοινό τους. Από κάποια στιγμή και μετά άρχισαν προς έκπληξη
όλων να τραγουδούν ελληνικά χορευτικά τραγούδια μαζί με την ομάδα την ελληνική.
Και λίγο αργότερα χωρίς να αφήσουν τις κιθάρες τους πέρασαν από ένα ένα τραπέζι
αφιερώνοντας λίγο από το χρόνο τους σε κάθε παρέα τραγουδώντας μαζί της. Στην
κυριολεξία αποθεώθηκαν. Πολλά από τα κορίτσια γοητευμένα τους παρακαλούσαν
να υπογράψουν στις μπλούζες τους ή να τους δώσουν αυτόγραφα ή ορμούσαν
επάνω τους για να ανταλλάξουν μαζί τους μια αγκαλιά και ένα φιλί.
Τελευταία πέρασαν από το τραπέζι της Κωνσταντίνας. Τότε ξεκρέμασαν τις κιθάρες
τους και άπλωσαν το χέρι τους ζητώντας την παρέα τους για να χορέψουν μαζί τους.
Ο Έρικ είχε σηκώσει από το τραπέζι το Θάνο και την Κωνσταντίνα, είχε μπει ανάμεσά
τους, τους είχε αγκαλιάσει και τους δυο από τον ώμο και χόρευε μαζί τους με κέφι
στο ρυθμό του χασαποσέρβικου. Ο Τομ είχε αγκαλιάσει την Αμαλία και το Λάζαρο
και χόρευε επίσης μαζί τους. Ακολούθησαν και πολλοί άλλοι στο χορό μέχρι που η
πίστα δεν χωρούσε άλλους πια. Το γλέντι κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Ένα ήταν
σίγουρο. Ότι θα έμενε αξέχαστο σε όλους!
Σ ε λ ί δ α | 327
Τέσσερις μήνες αργότερα, λίγο πριν το Πάσχα ήρθε ο διορισμός της Κωνσταντίνας
στο νοσοκομείο των Πατρών. Με τη βοήθεια των γονιών της αγόρασε ένα μικρό
αυτοκίνητο νοίκιασε σπίτι κοντά στη δουλειά της και ξεκίνησε κατενθουσιασμένη να
εργάζεται στο αντικείμενο που τόσο αγαπούσε. Το μόνο που περίμενε ήταν να
κενωθεί αντίστοιχη θέση στο νοσοκομείο της Κορίνθου για να πάρει μετάθεση και να
είναι μαζί με το Θάνο. Μέχρι τότε αρκούνταν και οι δυο να συναντιούνται τα
Σαββατοκύριακα και τις μέρες των αδειών της. Όταν της δινόταν η ευκαιρία
πεταγόταν μέχρι το Αίγιο να δει τον παππού Μάρκο και τη γιαγιά Κωστούλα. Και
μάλιστα κατά τις καλοκαιρινές επισκέψεις της τους έπαιρνε με το αυτοκινητάκι της
και πήγαιναν μαζί για μπάνιο στη θάλασσα. Αυτό γινόταν κυρίως απογευματινές
ώρες γιατί η γιαγιά Κωστούλα δεν άντεχε τον πολύ ήλιο. Ένα δειλινό καθώς
απολάμβαναν τη σιγαλιά του δειλινού μετά το μπάνιο τους, έφτασε στα αυτιά της
Κωνσταντίνας μια γνώριμη μουσική. Κοίταξε γύρω της και γύρω στα εκατό μέτρα
μακριά είδε δυο γνώριμες φιγούρες να παίζουν με τις κιθάρες τους και να
τραγουδούν με τη μοναδική φωνή τους.
-Δεν το πιστεύω, είναι οι Ράμπο! τσίριξε κατενθουσιασμένη.
-Σιγά παιδάκι μου, πώς κάνεις έτσι και τι είναι αυτοί οι Ράμπο;
-Που να σου εξηγώ τώρα ρε γιαγιά. Πάω να τους δω από κοντά.
-Μα πρέπει να φύγουμε Κωνσταντίνα μου. Σε λίγο είναι ώρα που ο παππούς πρέπει
να πάρει τα φάρμακά του.
-Δε θα αργήσω καλέ. Περιμένετέ με λίγο.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση περπάτησε με ταχύ βήμα προς τους Ράμπο. Την
ίδια στιγμή έφταναν εκεί και άλλοι πέντε-έξι νεολαίοι που έτυχε να βρίσκονται εκεί
κοντά. Ένα υπέροχο τραγούδι που δεν το είχαν ξανακούσει χάιδεψε τα αυτιά τους.
Όταν το τελείωσαν, όλοι όσοι είχαν μαζευτεί εκεί τους πλησίασαν περισσότερο για
να τους συγχαρούν για το τραγούδι τους και να τους ζητήσουν αυτόγραφα. Πρόθυμα
και ακούραστα τα δυο είδωλα, μοίρασαν στον καθένα τους από μία φωτογραφία που
πίσω της έγραψαν εκείνη τη στιγμή μια σύντομη αφιέρωση. Η Κωνσταντίνα πήρε το
αυτόγραφό της, τους ευχαρίστησε και έφυγε. Καθώς περπατούσε γύρισε τη
φωτογραφία στην πίσω πλευρά και διάβασε την αφιέρωση που ήταν γραμμένη στα
ελληνικά: στην αγαπημένη μας Κωνσταντίνα, με αγάπη. E-mail: Rabo@.... Πέταξε από
τη χαρά της. Θα μπορεί να επικοινωνεί μαζί τους! Μα τι απλοί και καλοδεκτικοί που
είναι!
Αφού άφησε τους παππούδες της στο σπίτι τους, γύρισε στην Πάτρα. Έκανε το μπάνιο
της και ξάπλωσε κατάκοπη αλλά καταχαρούμενη στο κρεβάτι της. Μίλησε με το Θάνο
στο τηλέφωνο για αρκετή ώρα μέχρι που την καληνύχτισε γιατί έπρεπε να μεταφέρει
εκτάκτως ασθενή στην Αθήνα με το ασθενοφόρο. Η Κωνσταντίνα έσβησε το φως του
πορτατίφ και έκλεισε τα μάτια της για να κοιμηθεί. Παρόλη την κούρασή της όμως
δεν την έπαιρνε ο ύπνος. Στριφογύρισε για αρκετή ώρα αλλά τίποτα. Η χαρά που
έζησε σήμερα αντί να την ηρεμεί της έφερνε υπερένταση. Ο νους της έτρεξε στα
παιδικά της χρόνια που όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος σηκωνόταν και πήγαινε στο
Σ ε λ ί δ α | 328
δωμάτιο του Ηρακλή. Και αυτός -το στήριγμά της- της έκανε χώρο στο κρεβάτι και της
έλεγε παραμύθια μέχρι που αποκοιμιόταν με ένα χαμόγελο ευδαιμονίας στα χείλη
της. Ο Ηρακλής για να της δώσει χώρο σηκωνόταν από το κρεβάτι και πήγαινε στο
δικό της. «-Παναγιά μου! Τι στο καλό υπνοβάτησαν πάλι;», έλεγε η μητέρα τους το
πρωί.
Πόσο της λείπει! Όσα χρόνια και αν πέρασαν δεν είναι ικανά να της καλύψουν το
μεγάλο κενό που άφησε ο χαμός του. Οι γονείς της προσπάθησαν να μη δείχνουν τον
πόνο τους για να είναι η απώλεια για αυτήν λιγότερο βαριά. Είναι σίγουρη όμως ότι
ο πόνος τους είναι αξεπέραστος. Και σίγουρα, ιδιαίτερα ο πατέρας της, θα νιώθει
κάποιες τύψεις που ήταν ιδιαίτερα αυστηρός έως σκληρός μαζί του. Ίσως επειδή ήταν
μεγαλύτερος και είχε περισσότερες απαιτήσεις από αυτόν. Ίσως γιατί δεν
ακολουθούσε όπως θα ήθελε το δρόμο που του είχε ο ίδιος χαράξει, με τη δική του
νοοτροπία. Ίσως….. δεν ξέρει τι να σκεφτεί. Κοίτα τι θυμήθηκε τώρα: Αυτή θα ήταν
γύρω στα εφτά και ο Ηρακλής γύρω στα δέκα. Είχαν γυρίσει από το σπίτι του παππού
της, όπου είχε έρθει επίσκεψη κάποια οικογένεια που το παιδί τους έπαιζε κιθάρα.
Ο Ηρακλής, επηρεασμένος ίσως από αυτό, ζήτησε από τον πατέρα τους να του
αγοράσει κιθάρα και να τον γράψει στο ωδείο. Όμως αυτός ήταν ανένδοτος. Για
κάποιο λόγο θεωρούσε ότι άλλα ήταν τα όργανα που έπρεπε να παίζουν τα αγόρια.
Η Κωνσταντίνα μέχρι και σήμερα έβρισκε ακατανόητη και άδικη αυτή του την άποψη.
Ο Ηρακλής τότε έκλαψε μέχρι αργά τη νύχτα, ώσπου τον πήρε ο ύπνος. Η
Κωνσταντίνα αν και ξύπνια δεν πήγε στο κρεβάτι του. Ένιωθε ότι δε θα έβρισκε τρόπο
να τον παρηγορήσει. Άλλη μια φορά πάλι, περίπου ένα με δύο χρόνια αργότερα ο
πατέρας της παραφέρθηκε απέναντι στον Ηρακλή ενώ απέναντι στην ίδια ήταν για
τον ίδιο λόγο πολύ επιεικής. Επειδή η μαμά της της αγόραζε κυρίως φουστανάκια και
φούστες γιατί τα θεωρούσε πιο γουστόζικα επάνω της από ό,τι τα παντελόνια, η
Κωνσταντίνα τρελαινόταν σε κάθε ευκαιρία να φοράει τα παντελόνια του Ηρακλή.
Πολλές φορές έπαιζαν το παιχνίδι της ανταλλαγής των ρούχων. Ο Ηρακλής φορούσε
τα φουστάνια της, πασαλειβόταν με το κραγιόν της μαμά τους, κοιταζόταν στον
καθρέφτη και χόρευε τσιφτετέλι ενώ της Κωνσταντίνας της φαινόταν τόσο αστείος
που ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Αυτό γινόταν συχνά. Μία από εκείνες τις φορές μπήκε ο
πατέρας τους μέσα και τον είδε. Αντί να γελάσει και εκείνος μαζί τους, του φώναξε
τόσο άγρια, τον έβρισε π….η, τον έσυρε τραβώντας τον από το μπράτσο μέχρι το
δωμάτιό του και μπήκε μαζί του μέσα. Το στομάχι της Κωνσταντίνας σφίχτηκε τότε,
η καρδιά της χτύπησε τρελά από το φόβο της και τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα,
όταν άκουσε τις κραυγές πόνου του αδερφού της. Η μαμά της δυστυχώς δεν είχε
γυρίσει από τη δουλειά για να ηρεμήσει κάπως την κατάσταση. Από τότε και για πολύ
καιρό μετά ο πατέρας τους δούλευε όλο και περισσότερο. Αχάραγα έφευγε το πρωί
και μεσάνυχτα γύριζε. Τα παιδιά δεν τον έβλεπαν σχεδόν καθόλου. Λίγο καιρό μετά
ο Ηρακλής τελείωσε το δημοτικό. Και τότε προέκυψε σαν θεία δίκη για τη σκληρότητα
του μπαμπά της -πίστευε η Κωνσταντίνα- το θέμα της υγείας του. Ακόμα και τώρα
δεν έχει καταλάβει από τι ακριβώς έπασχε ο Ηρακλής. Οι γονείς της έστειλαν τον
Σ ε λ ί δ α | 329
Ηρακλή στο Αίγιο για να πάει εκεί Γυμνάσιο. Επειδή, λέει, η ασθένειά του ήθελε
ιδιαίτερη φροντίδα και επειδή οι γονείς τους δούλευαν πάρα πολλές ώρες, τον
έστειλαν εκεί για να έχει τη διαρκή φροντίδα της γιαγιάς. Απέφευγαν να πηγαίνουν
την Κωνσταντίνα να τον δει για να μην κολλήσει και η ίδια. Τώρα που το σκέφτεται
νομίζει ότι ουσιαστικά από τότε τον έχασε. Όταν ο Ηρακλής έγινε δεκατεσσάρων
χρόνων η υγεία του χειροτέρεψε, της είπαν. Έπρεπε να γίνει κάτι πιο αποτελεσματικό.
Υπήρχε, λέει, ένα κέντρο φιλοξενίας στην Ελβετία. Εκεί τον έστειλαν. Το μόνο
παρήγορο σε όλο αυτό ήταν ότι ο μπαμπάς τους πραγματοποιούσε δρομολόγια με
το φορτηγό στην Ευρώπη και ότι τον έβλεπε συχνά εκεί. Έτσι μάθαινε τα νέα του από
το στόμα του πατέρα της: Ότι τους διδάσκουν μαθήματα στα αγγλικά εκεί και ότι ο
Ηρακλής είναι ο πρώτος στην επίδοση. Ότι μαθαίνει μουσική και παίζει μπουζούκι
πολύ καλά σε σχέση με το λίγο χρόνο που έχει ασχοληθεί. Ότι έχει αποκτήσει πολλούς
φίλους και ότι είναι πολύ χαρούμενος για αυτό. Ότι είναι ιδιαίτερα δεμένος με ένα
άλλο κορίτσι από την ομάδα του και ότι ονειρεύεται κάποια μέρα να επισκεφτούν
μαζί την Ελλάδα. Βέβαια η υγεία του, της έλεγε, δυστυχώς χειροτέρευε. Η
Κωνσταντίνα όμως με την παιδιάστικη αφέλειά της πίστευε ότι θα γίνει καλά. Και τον
περίμενε. Με τι λαχτάρα τον περίμενε! Και όχι μόνο αυτή αλλά και όλοι οι δικοί της.
Μέχρι που συνέβη η τραγωδία. Είχαν πάει, λέει, εκδρομή με τα άλλα παιδιά σε ένα
κοντινό χιονοδρομικό κέντρο για να δουν αγώνα σκι, όταν έγινε το κακό. Μία
χιονοστιβάδα κατολίσθησε και πέρασε ακριβώς δίπλα από το σημείο που στέκονταν
τα παιδιά. Ο Ηρακλής εκείνη τη στιγμή που είχε σηκωθεί από τις κερκίδες για να πάει
στην τουαλέτα βρέθηκε στο δρόμο της. Έτσι τον παρέσυρε άγνωστο που, αφού δεν
βρέθηκε ποτέ, παρόλες τις προσπάθειες που έκαναν για καιρό εκεί οι διασώστες να
τον βρουν. Καημένε Ηρακλή τι σου έμελλε να πάθεις μόλις στα δέκα έξι σου χρόνια.
Θυμάται πόσο τον έκλαψαν όλοι οι συγγενείς και φίλοι της οικογένειας στο
μνημόσυνο που ακολούθησε. Θυμάται πόσο απαρηγόρητη ήταν η ίδια. Παρόλο που
προσπάθησαν να της το πουν με τρόπο. Τι και αν είχε να τον δει κάποια χρόνια. Τι και
αν οι γονείς της μάζεψαν όση δύναμη μπορούσαν για να φανούν ψύχραιμοι απέναντί
της και να την στηρίξουν όσο μπορούν στον πόνο της παρακάμπτοντας σχεδόν τον
δικό τους πόνο. Για την Κωνσταντίνα η γη έφυγε κάτω από τα πόδια της αφού το
στήριγμά της -έτσι είχε μείνει στο μυαλό της- έφυγε από τη ζωή. Τώρα καμιά ελπίδα
δεν μπορούσε να έχει μέσα της ότι θα γυρίσει πίσω. Και όμως, το μυαλό της κάπου
εκεί στο βάθος του, της έπαιζε περίεργο παιχνίδι και επέμενε να αφήνει μέχρι και
σήμερα μια ανεπαίσθητη αχτίδα φωτός ότι κάπου θα βρεθεί. Η φαντασία της είχε
πλάσει ολόκληρο σενάριο: ότι τάχα βρέθηκε σε ένα ερημικό και άγνωστο μέρος
χτυπημένος και παγωμένος αλλά ζωντανός χωρίς να θυμάται ποιος είναι. Ότι
κατάφερε με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης να επιβιώσει σαν αγρίμι, και ότι με τις
υπάρχουσες εκεί συνθήκες η ίδια η φύση στάθηκε γιατρικό για την περίεργη
ασθένειά του. Και ότι κάποια στιγμή θα θυμηθεί και θα βρει τον τρόπο να περπατήσει
ως τον πολιτισμένο κόσμο και να πει ποιος είναι. Και τότε θα βοηθηθεί να γυρίσει
πίσω, στο σπίτι του, στους γονείς του και σε αυτήν. Τότε μόνο αυτή θα ησυχάσει. Και
Σ ε λ ί δ α | 330
θα μπορεί χωρίς καμία σκιά στη ζωή της, χαρούμενη και ευτυχισμένη να προχωρήσει
στη δημιουργία της δικής της οικογένειας με το Θάνο, συνοδευόμενη στης εκκλησιάς
την πόρτα, κατά το έθιμο, από τον πατέρα της και τον αδερφό της…
Σ ε λ ί δ α | 331
Την επόμενη μέρα αναχώρησαν για Κέρκυρα. Αυτόν τον προορισμό είχαν επιλέξει για
το γαμήλιό τους ταξίδι, και έμειναν εκεί εφτά ολόκληρες μέρες.
Τρισευτυχισμένοι και με γεμάτες τις μπαταρίες της διάθεσής τους, γύρισαν στη
ρουτίνα του έγγαμου βίου και της δουλειάς τους.
Πέρασαν δύο χρόνια από το γάμο τους. Εκείνη την ημέρα ο Θάνος άργησε λίγο να
γυρίσει σπίτι λόγω έκτακτου δρομολογίου με το ασθενοφόρο.
-Ακόμα δεν ετοιμάστηκες; τη ρώτησε.
-Σκέφτηκα ότι μπορεί να είσαι κουρασμένος.
-Μα για αυτό θέλω να βγούμε, για να ξεκουραστώ!
Λίγο αργότερα καθισμένοι στο τραπέζι που είχαν κλείσει σε μια συμπαθητική
ταβερνούλα έξω από την πόλη, απολάμβαναν το κρασάκι τους.
-Σου έχω μια έκπληξη, είπαν σχεδόν ταυτόχρονα.
-Πρώτα εσύ! συνέχισαν πάλι εν χορώ.
-Όχι! Εσύ πρώτα! ξαναείπαν μαζί.
-Τι θα γίνει τώρα αγάπη μου; ξεσπάθωσε ο Θάνος. Τη χορωδία θα παίξουμε; Άντε, ας
κάνω εγώ το μικρότερο!
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του μπουφάν του -«τι το θέλεις το μπουφάν
καλοκαιριάτικα» τον είχε ρωτήσει προηγουμένως η Κωνσταντίνα- και έβγαλε ένα
βελούδινο κουτάκι. Το άνοιξε με τελετουργικές κινήσεις και έβγαλε από μέσα ένα
χρυσό καλόγουστο βραχιόλι.
-Για τη δεύτερη επέτειό μας κορίτσι μου! χρόνια μας πολλά! της είπε καθώς της το
φορούσε στο χέρι και προσπαθούσε να της το κουμπώσει.
-Οο! είναι πανέμορφο! σε ευχαριστώ αγάπη μου, του είπε και τον φίλησε απαλά στα
χείλη.
-Η σειρά σου τώρα κυρία μου!
-Α, ναι! σου έχω και εγώ ένα δώρο γλυκέ μου, αλλά δεν ξέρω πώς θα είναι!
Ο Θάνος την κοίταξε παραξενεμένος. Τι στο καλό; δεν ξέρει τι του αγόρασε; Τα μάτια
του καρφώθηκαν στην τσάντα της και περίμενε να του το παρουσιάσει.
-Δεν είναι στην τσάντααα, του είπε όλο νάζι με τραγουδιστή φωνή.
-Πού είναι; τη ρώτησε σαστισμένος
-Εδώ ή εδώ ή εδώ τέλος πάντων, του απάντησε και του έδειξε τρία διαδοχικά σημεία
στην κοιλιά της.
Ο Θάνος πετάχτηκε όρθιος
-Θέλεις να πεις ότι …..
-Ναι χαζούλη! άντε, τρόμαξες να πάρεις εμπρός, τον πείραξε.
-Δηλαδή θα κάνουμε μωρό; ξαναρώτησε για να σιγουρευτεί.
-Έχεις μήπως κάποια άλλη προτίμηση; τον έκανε χάζι η Κωνσταντίνα.
Και τότε προς έκπληξη των διπλανών παρακαθήμενων ο Θάνος άρχισε να έρχεται
γύρω γύρω από το τραπέζι χοροπηδώντας και τραγουδώντας:
-Θα κάνουμε μωρόο! Θα κάνουμε μωρόοο!
Σ ε λ ί δ α | 333
-Σταμάτα τρελέ! ρεζίλι γίναμε στους ξένους ανθρώπους! του είπε χαμηλόφωνα,
πιάνοντάς τον από το χέρι και αναγκάζοντάς τον να σταματήσει το χορευτικό του
σόου. Εκείνος στάθηκε δίπλα της, έσκυψε, τη φίλησε πεταχτά στα χείλη και της
ψιθύρισε στο αυτί:
-Και που να δεις αγάπη μου, τι έχουν να δουν του χρόνου τέτοια μέρα που θα είμαστε
εδώ, μαζί με το μωρό μας!
-Τι παιδί που γίνεσαι μερικές φορές!
-Από πότε το ξέρεις; σοβάρεψε εκείνος.
Εδώ και δέκα μέρες. Έκανα δυο φορές το τεστ για να σιγουρευτώ. Αλλά στο κρατούσα
ως δώρο έκπληξη για σήμερα.
-Πονηρούλα! για αυτό μου παραπονιόσουν για ψιλοζαλάδες και ψιλοναυτίες, και
μου έπαιζες και θέατρο: «κάτι θα έφαγα χθες βράδυ και με πείραξε».
Στην τελευταία φράση λέπτυνε τη φωνή του παριστάνοντάς την. Και συνέχισε:
-Για πες μου τώρα κυρία μου, στο γιατρό πότε θα πάμε;
-Έχω κανονίσει για αύριο. Μόλις τελειώσουμε τη βάρδια μας, θα μας περιμένει για
υπέρηχο. Ελπίζω να μη σου τύχει τίποτα έκτακτο, και να είσαι και σύ εκεί, το καλό
που σου θέλω, τον προειδοποίησε τρυφερά….
Πράγματι, την επόμενη μέρα, το ζευγάρι παρακολουθούσε στην οθόνη του υπέρηχου
το μικροσκοπικό καρπό του έρωτά τους, ακούγοντας ταυτόχρονα τους γρήγορους και
δυνατούς παλμούς της καρδούλας του.
-Όλα είναι μια χαρά παιδιά! Κωνσταντίνα κάνε αυτές τις εξετάσεις το συντομότερο,
και τα ξαναλέμε.
Οι εξετάσεις έδειξαν κάποια μικρή αναιμία και μια ουρολοίμωξη που σε συνδυασμό
και των δυο, ο γιατρός έκρινε ότι η Κωνσταντίνα έχρηζε πιο εξειδικευμένης εξέτασης
από ουρολόγο. Αυτός με τη σειρά του, τους παρέπεμψε σε μια σειρά εξετάσεων που
έπρεπε να πραγματοποιηθούν με τη δέουσα προσοχή ώστε να μη προκληθεί κάποια
βλάβη στο έμβρυο. Τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά: Η Κωνσταντίνα έπασχε
από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Και επειδή τα σημάδια της ασθένειας δεν ήταν
ακόμα εμφανή, ένας θεός ξέρει πότε θα το μάθαινε, αν δεν είχε προκύψει η
εγκυμοσύνη της. Ήδη το ένα νεφρό της ήταν κατεστραμμένο και το άλλο
λειτουργούσε κατά το ένα τέταρτο. Το ανησυχητικό για τους γιατρούς επίσης ήταν
ότι δεν μπόρεσαν να βρουν τι ήταν αυτό που προκάλεσε την ανεπάρκεια, ώστε
θεραπεύοντας την αιτία, να σταματήσει και η καταστροφική πορεία της ανεπάρκειας.
Αποφάσισαν ότι μέχρι να γεννήσει θα προσπαθούσαν με συντηρητικά μέσα να
αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και στη συνέχεια να προβούν σε πιο δραστικές
μεθόδους αντιμετώπισης. Αν και όπως έδειχναν τα πράγματα η Κωνσταντίνα δεν θα
γλύτωνε τη διαδικασία της χρόνιας αιμοκάθαρσης εκτός και αν γινόταν
μεταμόσχευση. Αλλά για αυτό έπρεπε να μπει σε λίστα, να περάσουν αρκετά χρόνια
-μέχρι και οχτώ ήταν τα μέχρι τώρα στοιχεία του κέντρου μεταμόσχευσης- να βρεθεί
συμβατός δότης και τέλος ο νεαρός οργανισμός της να μην απορρίψει το μόσχευμα.
Σ ε λ ί δ α | 334
Προς το παρόν το κύριο μέλημα της μέλλουσας μανούλας ήταν να φέρει στον κόσμο
με ασφάλεια το παιδί της.
Και σαν να μην έφτανε η αγωνία που είχαν όλοι για την πορεία της Κωνσταντίνας,
συνέβη και το σοβαρό ατύχημα του Μανώλη. Ήταν Φλεβάρης μήνας του 2010.
Βρισκόταν με το φορτηγό του φορτωμένο με σχετικά υλικά, σε χώρο ασβεστοποιίας.
Το χώμα εκεί ήταν ολισθηρό λόγω των πολλών βροχοπτώσεων των προηγούμενων
ημερών. Ο Μανώλης έχασε τον έλεγχο του τιμονιού και αυτό ακυβέρνητο και
ανεξέλεγκτο πια, γλίστρησε πέρα δώθε στη λάσπη ώσπου τούμπαρε καταλήγοντας
μέσα στον τεράστιο λάκκο όπου σβηνόταν η ασβέστη.
Ο Μανώλης υπέστη χημικά εγκαύματα σε όλο του το σώμα αλλά το σοβαρότερο ήταν
αυτό που υπέστη στα μάτια του, που του κατέστρεψε ανεπανόρθωτα τους
κερατοειδείς και του προκάλεσε εκτός από φρικτούς πόνους και τύφλωση. Τον πρώτο
καιρό παρακαλούσε να πεθάνει. Τι την ήθελε τέτοια ζωή ανήμπορος μέσα στο
σκοτάδι; Τι και αν είχε κοντά του τη Φανή. Η οποία παραιτήθηκε από τη δουλειά της
ως πωλήτρια σε εμπορικό έτοιμων ενδυμάτων και έκανε αίτηση για πρόωρη
συνταξιοδότησή της. Έτσι αφιερώθηκε στη φροντίδα και τη στήριξη του άντρα της.
Φοβόταν μήπως κάνει καμιά τρέλα στην κατάσταση που ήταν. Αλλά και για αυτήν
άλλαξαν τα δεδομένα της ζωής της. Εκεί που βρισκόταν επαναπαυμένη στην ομπρέλα
προστασίας του Μανώλη βρέθηκε ακάλυπτη και απροστάτευτη στο κυκεώνα των
απρόβλεπτων εξελίξεων. Εκεί που έτρεχε αυτός για όλες τις εξωτερικές δουλειές
τώρα ήταν υποχρεωμένη να αναλάβει τα πάντα εκείνη. Και της φαίνονταν βουνό
απροσπέλαστο. Λίγες εβδομάδες αφότου γύρισε ο Μανώλης από το νοσοκομείο, ο
Θάνος πήρε τηλέφωνο την πεθερά του να τρέξει στο νοσοκομείο γιατί έσπασαν τα
νερά της Κωνσταντίνας. Η Φανή άφησε τον Μανώλη στη φροντίδα του αδερφού του
και έτρεξε να συμπαρασταθεί στην κόρη της την ευλογημένη αυτή ώρα. Μετά από
πολλές ώρες η Κωνσταντίνα έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο αγοράκι. Ο γιατρός
ήσυχος που όλα πήγαν κατ’ ευχήν στον τοκετό έστρεψε όλη του την προσοχή στην
Κωνσταντίνα. Όλη η διαδικασία του τοκετού επιδείνωσε το πρόβλημα του
υπολειτουργούντος νεφρού της, δεδομένου ότι η μέχρι τώρα αντιμετώπιση του
προβλήματος ήταν πολύ ήπια για λόγους προστασίας του μωρού. Σε όλο το διάστημα
παραμονής της στο νοσοκομείο την παρακολουθούσε ο νεφρολόγος ο οποίος την
παρέπεμψε σε μία σειρά εξειδικευμένων εξετάσεων που τώρα μπορούσαν να γίνουν
με ασφάλεια αφού το μωρό είχε γεννηθεί. Ο Θάνος ήταν συνέχεια στο πλευρό της
για όσο καιρό η Κωνσταντίνα έμεινε στο νοσοκομείο και ακολουθούσε πιστά τις
οδηγίες των γιατρών της. Η Φανή ανέλαβε εκτός των άλλων και τη φροντίδα του
μικρού Νικήτα. Κάθε βράδυ μόλις αποκοιμιούνταν ο Μανώλης και ο Νικήτας,
κατάκοπη και εξουθενωμένη έπεφτε στο κρεβάτι και πριν την πάρει ο ύπνος έφερνε
στο νου της τον Ηρακλή. Γεμάτη τύψεις σκεφτόταν ότι κάπως έτσι θα είδε τη ζωή και
αυτός τότε: Σαν απροσπέλαστο βουνό. Και ήταν παιδί. Μόλις δεκατεσσάρων, και αν
υπολογίσεις και τα δυο προηγούμενα χρόνια, τότε μόλις δώδεκα. Θεέ μου πώς
Σ ε λ ί δ α | 335
μπορέσαμε; Για αυτό μας τιμωρείς έτσι τώρα. Και σάμπως έφταιγε σε τίποτα το
καημένο;
Σαν τις πληγές του Φαραώ έρχονταν το ένα μετά το άλλο τα δυσάρεστα γεγονότα.
Τον Ιούνιο του 2010 έφυγε από τη ζωή ο ογδονταοχτάχρονος πατέρας του Μανώλη.
Και πριν περάσουν καλά καλά έξι μήνες από τότε, τον ακολούθησε και η συνομήλικη
γυναίκα του. Και έπεται συνέχεια. Τον επόμενο χρόνο έφυγε από τη ζωή ο κύριος
Μάρκος ύστερα από ένα βαρύ εγκεφαλικό που τον κράτησε στο κρεβάτι κοντά ένα
χρόνο. Και τον μεθεπόμενο τον ακολούθησε η κυρία Κωστούλα μετά από την
καρδιακή προσβολή που υπέστη.
-Έλεος Θεέ μου! όχι άλλο κακό! προσευχόταν κάθε βράδυ η Φανή. Κόντευε να
ξεχάσει πως είναι να ζεις χωρίς το φόβο του θανάτου. Και μόνο τις ώρες που
ασχολείτο με το μικρό Νικήτα ένιωθε το γλυκό συναίσθημα του να απολαμβάνεις
κάτι όμορφο από τη ζωή. Μια φορά που είχε γυρίσει η Κωνσταντίνα από το
νοσοκομείο και ξεκουραζόταν στον καναπέ του σπιτιού των γονιών της, ο δίχρονος
Νικήτας έκλαιγε ασταμάτητα, επειδή ήθελε να του δώσουν να πιεί νερό με το γυάλινο
ποτήρι. Η Κωνσταντίνα ταλαιπωρημένη και σκεπτόμενη την κούραση της μητέρας της
του φώναξε θυμωμένη:
-Πάψε βρε σκασμένο, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι επικίνδυνο για να σπάσει και να
κοπείς;
Η αντίδραση της Φανής την ξάφνιασε.
-Μη το ξαναμαλώσεις ποτέ έτσι το παιδί. Με ακούς; Είναι μωρό. Δεν μπορεί να
σκεφτεί όπως εμείς. Και σηκώνοντάς το στην αγκαλιά της του έδωσε ένα πλαστικό
ποτηράκι και του είπε ότι μέσα έχει μια έκπληξη. Ένα μίνι αυτοκινητάκι που είχε
φροντίσει ή ίδια να το τοποθετήσει μέσα πριν του το δώσει. Ο Νικήτας σταμάτησε να
κλαίει και η γιαγιά του τον απίθωσε στο πάρκο του, μουρμουρίζοντας
φιλοσοφημένα:
-Πού ξέρουμε τι σου επιφυλάσσει και σένα η ζωή μικρούλι μου!
Παρόλες τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι γιατροί και παρόλη τη συνέπεια της
Κωνσταντίνας στο να ακολουθεί την αγωγή που της συνιστούσαν, η ικανότητα
λειτουργίας του νεφρού της μειωνόταν και άλλο. Ήταν θέμα χρόνου ίσως και μηνών
να ξεκινήσει τη διαδικασία αιμοκάθαρσης. Απελπισμένη η νεαρή γυναίκα και με την
προτροπή των γιατρών και με τη βοήθεια του Θάνου, ξεκίνησε τις απαραίτητες
ενέργειες και εξετάσεις για να μπει στη λίστα των ατόμων προς μεταμόσχευση. Οι
προβλέψεις για ένα τέτοιο εγχείρημα την πήγαιναν πολύ μακριά, γύρω στο 2020.
Μετά δηλαδή από οχτώ χρόνια, σύμφωνα βέβαια με τον μέχρι σήμερα ρυθμό
προσφοράς των μοσχευμάτων. Εκτός και αν βρισκόταν ζωντανός δότης που θα
επιθυμούσε να της προσφέρει το ένα του νεφρό. Ο Μανώλης χωρίς δεύτερη σκέψη
προσφέρθηκε για αυτό. Έπρεπε να προβεί και αυτός στις απαραίτητες εξετάσεις
προκειμένου να εξασφαλιστεί πρώτα η συμβατότητα. Και εδώ όμως η Κωνσταντίνα
στάθηκε άτυχη. Δυστυχώς ο μπαμπάς της δεν ήταν ο κατάλληλος συμβατός δότης
της. Σειρά είχε η Φανή. Για άλλη μια φορά η Κωνσταντίνα ατύχησε. Οι εξετάσεις
Σ ε λ ί δ α | 336
δυστυχώς έδειξαν ότι ούτε με τη μαμά της υπήρχε συμβατότητα. Δεν τους έμενε
τίποτε άλλο από το να περιμένουν.
Την ίδια διαδικασία ακολούθησαν και για τον Μανώλη. Μπήκε και αυτός στη λίστα
για μεταμόσχευση κερατοειδών. Έστω και στο ένα μάτι. Να μπορέσει να ξαναβρεί το
φως του. Να γνωρίσει και οπτικά τον εγγονό του, που σχεδόν όλη του τη μέρα τον
κρατούσε στην αγκαλιά του και τον μάθαινε τα πρώτα του λογάκια. Και ο μικρός
χαρούμενος όλη την ώρα του έλεγε:
-Κοίτα παππού τι κρατάω! Κοίτα παππού τι έχω! Κοίτα παππού τι μπορώ να κάνω!
Κοίτα παππού πόσα παιχνίδια έχω! Όλες του οι φράσεις είχαν τη λέξη «κοίτα». Και ο
Μανώλης μαράζωνε που δεν μπορούσε να κοιτάξει.
Ο Θάνος με την Κωνσταντίνα το επόμενο καλοκαίρι αποφάσισαν επιτέλους να
κάνουν τη βάφτιση του Νικήτα. Με τόσα που είχαν μεσολαβήσει όλο το ανέβαλαν.
Είχε φτάσει τριών χρονών το παιδί και ακόμα ήταν αβάπτιστο. Όλη η εκδήλωση της
βάπτισης ήταν μια νότα χαράς και διασκέδασης για την οικογένεια. Για λίγο έβαλαν
στην άκρη τα σοβαρά προβλήματα που τους συνέβαιναν και γιόρτασαν με συγγενείς
και φίλους το σπουδαίο γεγονός.
Τον επόμενο Σεπτέμβρη ο Νικήτας ξεκίνησε να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό. Ο
Μανώλης ένιωθε μοναξιά τις ώρες που έλειπε το παιδί. Δεν είχε με τι να ασχοληθεί
και οι σκέψεις που έρχονταν στο μυαλό του, τον τρέλαιναν. Ο απολογισμός που έκανε
μέσα στο σκοτάδι για τη μέχρι τώρα ζωή του τον μπέρδευε. Ήταν ένας απολογισμός
όπου δεν ισοζυγίζονταν τα δούναι και τα λαβείν της ζωής του. Κάπου έκανε λάθος
και δεν κατέληγε σε ισολογισμό. Τώρα που έχει πολύ χρόνο να μετράει και να
ξαναμετράει τα συν και τα πλην, αρχίζει να αχνοφαίνεται κάπου το λάθος, αλλά
ακόμα ο ίδιος δεν θέλει να το παραδεχτεί. Για σκέψου, λέει, μακριά από μας, αλλά
υπόθεση κάνουμε, να συμβεί και στο Νικήτα ό,τι και στον Ηρακλή! Τι θα έπρεπε να
κάνει τότε ο Θάνος; Θα μπορούσε να το δεχτεί; Όχι βέβαια. Και αν του ζητούσε τη
συμβουλή του, και του έλεγε: «βρε πεθερέ, το και το μου συμβαίνει. Δεν μπορώ να
το δεχτώ. Ή θα ‘ρθει στον ίσιο δρόμο ή θα το διώξω από το σπίτι!» τι θα του
απαντούσε; Τώρα που βλέπει μικρό και ανυπεράσπιστο το Νικήτα, όσο και αν
καταλάβαινε το πώς θα αισθανόταν ο Θάνος σε μια τέτοια περίπτωση θα του
απαντούσε: «και πού να πάει μικρό παιδί; σκέφτεσαι τί θα απογίνει;» Αλήθεια, αυτός
σκέφτηκε τι θα απογίνει ο Ηρακλής; Και στο κάτω κάτω δικό του παιδί ήτανε. Μήπως
πρέπει να ψάξει τι λάθος έκανε και αυτός ως πατέρας για να βγει έτσι το παιδί. Έ, όχι
να νιώθει και ενοχές για τον τρόπο που μεγάλωνε το παιδί του. Που έκανε τα πάντα
για αυτό και προσπαθούσε να του δώσει όλα τα εφόδια για να γίνει ένας σωστός
άντρας. Αυτός έφταιγε δηλαδή, που το παιδί ξέφυγε; Όχι βέβαια. Μήπως δεν
χρησιμοποίησε κάθε τρόπο έως και βία, για να καταστείλει το κακό, όσο ήταν ακόμα
μικρός, πριν είναι αργά; Μωρέ καλά έκανε και το απομάκρυνε από την οικογένεια.
Και πάλι τυχερό στάθηκε που βρήκε όμοιούς του να το δεχτούν.
Και με αυτή τη σκέψη ο Μανώλης ησύχαζε για λίγο. Μόνο για λίγο. Μετά
κονταροχτυπιόταν πάλι. Θυμάται πόσο πολύ είχε ασχοληθεί με το γιό του όταν ήταν
Σ ε λ ί δ α | 337
μικρός. Δεν υπήρχε τίποτα πιο ιερό από την οικογένειά του. Λάτρευε τη γυναίκα του
και τη λατρεύει ακόμα. Λάτρευε τα παιδιά του. Ιδιαίτερα το γιό του που θα ήταν η
συνέχειά του. Τον είχε συνέχεια κοντά του για να του εμφυσήσει το αντρικό φιλότιμο
και να γίνει και αυτός κάποτε ένας καλός οικογενειάρχης με τη γυναίκα του και τα
παιδιά που θα κάνει. Άλλωστε, αυτός δεν είναι ο προορισμός του ανθρώπου στη ζωή;
Και να τον ντροπιάσει έτσι; Ε, αυτό δεν το θέλει ούτε ο θεός. Και στο φινάλε, δεν
έπρεπε τώρα που μεγάλωσε να καταλάβει ποιος είναι ο ίσιος δρόμος και να γυρίσει
στην ομαλότητα; Τότε θα τον ξαναδεχόταν με ανοιχτή αγκαλιά, παρόλο το φαρμάκι
που τον έχει ποτίσει μέχρι σήμερα. Γιατί να μην είναι δηλαδή κοντά τους σήμερα. Να
στηρίξει τη μάνα του που έχει τόσες ευθύνες; Να στηρίξει την αδερφή του; που έχει
τόσο πολύ κλάψει για αυτόν. Δεν ξέρει βέβαια την αλήθεια. Γιατί αν την ήξερε, ο
καημός της θα ήταν μεγαλύτερος, όπως είναι και για αυτόν. Για να την προστατέψουν
της είπαν ψέματα της Κωνσταντίνας. Τι να της έλεγαν δηλαδή; Το και το; Όχι, όχι… Δε
θα μπορούσε με τίποτα το κορίτσι να το δεχτεί. Θα καταστρεφόταν η ζωή της. Τώρα
έχει τον καημό ότι δεν έχει αδερφό. Σίγουρα λιγότερο κακό από την αλήθεια. Μωρέ
τι καλά που του έκοψε το μυαλό και της είπε την ιστορία του δήθεν χαμού του. Και
όχι μόνο στην Κωνσταντίνα αλλά και σε όλους τους συγγενείς και φίλους. Μήπως
μαζί με όλους δεν κλάψανε το χαμό του; Και έτσι το πήραν απόφαση όλοι ότι δεν θα
τον ξαναδούν.
Και εκεί που θαύμαζε το ταλέντο του στη μυθοπλασία, η σκέψη του έτρεχε στη Φανή.
Και τότε δώστου πάλι από την αρχή το μυαλό του βουρλιζόταν και ανταριαζόταν.
Αυτή και αν έσκασε από όλο αυτό. Έχασε το γέλιο της η γυναίκα. Βέβαια. Δεν ήταν
και λίγο αυτό που τους έτυχε. Σκέψου ότι δεν του εναντιώθηκε ούτε μία φορά στην
απόφασή του. Φαντάσου πόσο σκασμένη είναι μια μάνα για να φτάνει στο σημείο
να συμφωνεί στην απομάκρυνση του παιδιού της. Άντε το φαρμάκι που ήπιε αυτός,
ας πούμε ότι με χίλια ζόρια μπορεί να το καταπιεί. Τη στεναχώρια όμως που έδωσε
στη μάνα του δεν θα του τη συγχωρέσει ποτέ όσο ζει. Πάντα θα τον καταριέται για
αυτήν.
Και έτσι περνούσαν τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, μέσα στο σκοτάδι των
ματιών αλλά και στο σκοτάδι της αντιφατικότητας. Άκρη δεν μπορούσε να βρει
παρόλο που σε κάθε αναμέτρηση με την απόφασή του έβγαζε τον εαυτό του
δικαιολογημένο. Τι ήταν όμως αυτό που τον έκανε να ξανασκέφτεται από την αρχή
ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια; Μήπως ένα μικρό σποράκι αμφιβολίας και τύψης
φύτρωσε εκεί στο βάθος του μυαλού του, και αυτός κάνει τα πάντα για να μη το
καλλιεργήσει; Γιατί έτσι και καλλιεργηθεί, θα γιγαντωθεί και θα τον πνίξει. Και πού
θα βρει τόπο να σταθεί τότε.
Δεν ξέρει αλίμονο ότι αυτή του η τελευταία σκέψη είναι προφητική. Δεν μπορεί
φυσικά να φανταστεί ότι σε δύο χρόνια από τώρα ενώ η ζωή του θα βρει το φως της,
ο ίδιος δεν θα βρίσκει πουθενά τόπο παρηγοριάς για να σταθεί.
Σ ε λ ί δ α | 338
Η Χάριετ είχε σηκωθεί από το κρεββάτι και χαρούμενη ετοίμαζε πρωινό. Εδώ και
πολλά χρόνια έχουν συνταξιοδοτηθεί και αυτή και ο Τζίμης, μετά από τριάντα πέντε
και βάλε χρόνια δουλειάς. Για πολύ καιρό το σκέφτονταν αν έπρεπε να έρχονται μόνο
για διακοπές ή να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα. Ανειλημμένες υποχρεώσεις
όμως τους κρατούσαν για χρόνια στο Λονδίνο. Ώσπου τελικά το αποφάσισαν.
Νοίκιασαν το σπίτι τους εκεί, πούλησαν τα αυτοκίνητά τους και μετακόμισαν στην
Ελλάδα. Ανακαίνισαν, όπως ακριβώς το είχε ονειρευτεί από τα νιάτα του ο Τζίμης, το
πατρικό του σπίτι, και απολάμβαναν με ηρεμία πια τους κόπους ολόκληρης της ζωής
τους. Υποχρεώσεις σοβαρές δεν έχουν πια, μιας που ο ανιψιός τους και ο θετός γιός
τους έχουν μεγαλώσει. Και όχι μόνο δεν έχουν πια την ανάγκη των κηδεμόνων τους,
αλλά είναι και σε θέση να τους βοηθήσουν σε οτιδήποτε χρειαστούν. Στη σκέψη αυτή
η Χάριετ φούσκωσε από υπερηφάνεια. Δεν είναι λίγο πράγμα να βλέπει τα παιδιά
που με τόσο κόπο και ανεξάντλητη ανιδιοτελή αγάπη έχει μεγαλώσει, να έχουν
τέτοια επιτυχία στη ζωή τους. Νιώθει ότι ανήκει και σε αυτή και στο Τζίμη ένα τόσο
δα μέρος από αυτή τους την επιτυχία. Είναι υπέροχο και συνάμα απίστευτο το
γεγονός ότι είναι τόσο δημοφιλή και ότι η μουσική τους ακούγεται σε όλο τον κόσμο
από άκρη σε άκρη της γης. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι αυτή η επιτυχία δεν άλλαξε
το χαρακτήρα τους ούτε πήραν τα μυαλά τους αέρα. Με σύνεση και ωριμότητα,
εργάστηκαν σκληρά και με πάθος, από παιδιά, και η επιτυχία ήρθε σαν φυσικό
επακόλουθο. Παρόλο που έφτασαν τόσο ψηλά δεν έπαψαν ούτε στιγμή να
σκέφτονται αυτούς που έχουν ανάγκη. Εδώ και κάποια χρόνια περιοδεύουν σε όλο
τον κόσμο δίνοντας συναυλίες. Τα μισά από τα κέρδη τους τα διαθέτουν σε ιδρύματα
και οργανισμούς, κυρίως όπου το αντικείμενό τους έχει να κάνει με την προστασία
και τη φροντίδα κακοποιημένων παιδιών. Αυτό έχει πολύ μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Κάθε φορά τα εισιτήρια προπωλούνται πριν προλάβει καλά καλά να ανακοινωθεί η
συναυλία. Ο νους της αδυνατεί να χωρέσει μερικές φορές το μέγεθος όλου αυτού
που συμβαίνει και σχεδόν ανήσυχη προσεύχεται για αυτά: «Θεέ μου, δωσ’τους
υγεία, φώτιση και προστάτευσέ τα μου. Είναι τόσο μεγάλη η έκθεσή τους προς τον
κόσμο που μόνο εσύ μπορείς να τα ελέγχεις και να τα προστατεύεις». Πολλές φορές
πάλι, παρόλο που έχουν περάσει είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια από το χαμό της,
σκέφτεται την Κάθυ την αδερφή της. Πόσο άτυχη στάθηκε που έφυγε πρόωρα και
δεν πρόλαβε να καμαρώσει το βλαστάρι της. Δεκατριών χρονών παιδί ήταν τότε ο
Τομ, και ο Τζίμης με τη Χάριετ μένοντας πιστοί στο λόγο που είχαν δώσει στην αδερφή
της τον πήραν σπίτι τους και τον μεγάλωσαν καλύτερα από παιδί τους. Θυμάται πόσο
προσκολλημένος ήταν μαζί της. Φοβόταν μήπως χάσει και αυτήν. Σφίχτηκε η καρδιά
της όταν μια φορά τον άκουσε να εκμυστηρεύεται, σαν ώριμος άντρας, από το
Σ ε λ ί δ α | 339
τηλέφωνο στο φίλο του στην Ελλάδα: «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται για κάποιο
σκοπό. Εγώ γεννήθηκα για να χάνω πρόωρα αυτούς που αγαπώ». Και συνέχισε:
«Νομίζω όμως ότι ο θεός μου δίνει ταυτόχρονα και δύναμη για να το αντέχω αυτό.
Αλλιώς δεν εξηγείται πώς μπορώ και ζώ ακόμα». Πόσο τον καταλάβαινε! Μήπως και
αυτή έτσι ακριβώς δεν αισθανόταν! Μη κοιτάς που ήταν μεγάλη και μπορούσε να
σκέφτεται ορθολογικά. Από εκείνη την ημέρα η Χάριετ φρόντισε να είναι
περισσότερο κοντά του και να του δείχνει ακόμα πιο πολύ πόσο πολύ τον αγαπά και
πόσο της είναι απαραίτητος γιατί μέσα από αυτόν, του έλεγε, νιώθει ότι ζει η αδερφή
της. Αυτή η έντονη προσκόλληση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέχρι δηλαδή
που ο Τζίμης και η Χάριετ υιοθέτησαν με την προτροπή του Τομ, τον Έρικ. Τότε άλλαξε
η ζωή του Τομ. Δέθηκε πολύ με τον κατά τρία χρόνια μικρότερο ξάδερφό του. Είχαν
και μια κοινή αγάπη, τη μουσική. Παράλληλα με το σχολείο του ο Έρικ γράφτηκε και
αυτός στο ωδείο όπου εκτός από θεωρία μάθαινε και κιθάρα. Έχοντας στο σπίτι τον
Τομ να τον βοηθάει αρίστευε και προόδευε με ταχύτατους ρυθμούς. Αυτό το παιδί
ήταν γεννημένο με περίσσιο ταλέντο στη μουσική. Δύο χρόνια μετά τα δυο αγόρια
άρχισαν να συνθέτουν τα πρώτα τους τραγούδια. Η πορεία τους ήταν πια
προδιαγεγραμμένη.
Η Χάριετ ευχαριστεί το Θεό που τη φώτισε και αυτή και το Τζίμη ώστε να προβούν σε
μια τέτοια ενέργεια, αυτή της υιοθεσίας. Δε θα ξεχάσει ποτέ τη στιγμή που το παιδί,
σχεδόν την εκλιπαρούσε. Ήταν δεκατεσσάρων χρόνων αγόρι τότε. Κάτι δεν πήγε καλά
με τους βιολογικούς του γονείς. Κάθε φορά που το σκέφτεται η Χάριετ αγανακτεί.
Δεν μπορεί με τίποτα να δικαιολογήσει γονείς που απαρνιούνται τα παιδιά τους. Ό,τι
και να έχει συμβεί, τα παιδιά είναι δικαιολογημένα. Οι γονείς όχι. Άλλοι αγωνίζονται
για χρόνια για να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί και άλλοι που έχουν την ευλογία να
τα αποκτούν, να τα εγκαταλείπουν; Αυτό και αν είναι αδικία. Η Χάριετ το ξέρει καλά
αυτό, γιατί είχαν κάνει πολλές προσπάθειες με το Τζίμη για να αποκτήσουν παιδί
αλλά αποτύγχαναν. Είχαν σκεφτεί και την εκδοχή της υιοθεσίας αλλά τους πρόλαβε
ο θάνατος της Κάθυ. Δεν χρειάστηκε ούτε καν να μπουν στην τυπική αυτή διαδικασία
γιατί ούτως ή άλλως ήταν οι πιο κοντινοί αν όχι και οι μοναδικοί συγγενείς, οπότε ο
Τομ έμεινε μαζί τους χωρίς περεταίρω τυπικές ενέργειες. Όταν προέκυψε το θέμα
του Έρικ, το αποφάσισαν χωρίς πολλή σκέψη. Ήταν ο ίδιος ο Τομ που τους προέτρεψε
για αυτό και όταν τους το ζήτησε και ο ίδιος ο Έρικ, δεν δίστασαν καθόλου.
Είναι τόσο ευτυχισμένη. Δεν ζητά τίποτα παραπάνω από τη ζωή της σήμερα. Ή
μάλλον επειδή ο άνθρωπός είναι ον άπληστο και επειδή θέλει να είναι απόλυτα
ειλικρινής, το μόνο που θα ζητούσε παραπάνω είναι να βλέπει πιο συχνά τα παιδιά.
Δια ζώσης, και όχι μέσα από σκάιπ, φέϊσμπουκ, τηλεοράσεις και άλλα μέσα μαζικής
ενημέρωσης. Για να μπορεί όχι μόνο να τα βλέπει και να τα ακούει, αλλά και να τα
αγκαλιάζει. Αλλά πάλι, μην είναι και αχάριστη. Σημασία έχει το δικό τους καλό και όχι
η δική της επιθυμία.
Σήμερα λοιπόν έχει κάθε λόγο να πετάει από τη χαρά της. Ο Τομ και ο Έρικ βρίσκονται
στην Ελλάδα από προχθές το βράδυ. Έχει προγραμματιστεί για αρχές Αυγούστου η
Σ ε λ ί δ α | 340
συναυλία τους στο καλλιμάρμαρο στάδιο και ήρθαν για τις σχετικές προετοιμασίες.
Χθες το βράδυ άφησαν το μάνατζερ τους και όλους τους συνεργάτες τους στο
ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια» και μεταμφιεσμένοι από την ενδυματολόγο τους και
τη μακιγιέρ τους κατάφεραν να ξεφύγουν της προσοχής των δημοσιογράφων και να
αποδράσουν με ταξί στη Ροδοδάφνη όπου θα μείνουν όλη την εβδομάδα,
απολαμβάνοντας ήσυχα και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τη μητρική
φροντίδα της Χάριετ και την παρέα του Τζίμη.
-Καλημέρα, μαμ! Ο Έρικ την αγκάλιασε ζεστά από τους ώμους και της έδωσε ένα
τρυφερό φιλί στο μάγουλο.
-Καλημέρα αγόρι μου! πως κοιμήθηκες απόψε;
-Θαύμα! Αλό ντάντ! Απευθύνθηκε στον Τζίμη που μόλις γύρισε από τον πρωινό του
περίπατο.
-Οο! Ξύπνησες παλικάρι μου! Ο Τομ;
-Κοιμάται ακόμα.
-Α, τον υπναρά. Πάντα του άρεσε ο ύπνος.
-Για αυτό και εμείς δεν πειράζει να ξεκινήσουμε το πρωινό μας χωρίς να τον
περιμένουμε. Αυτόν τον τρέφει ο ύπνος.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση ξεκίνησε με βουλιμία να τρώει το πρωινό του. Δεν
ήξερε από πού να αρχίσει. Η μύτη του είχε σπάσει από τις γαργαλιστικές μυρωδιές
που αναδύονταν από την ομελέτα με μπέικον και τα υπέροχα φρέσκα τυροπιτάκια.
Μπουκωμένος, πριν καλά καλά καταπιεί, ρώτησε:
-Το μεσημέρι τι θα διαθέτει το μενού κυρία σεφ;
-Μουσακά, γλυκέ μου, που αρέσει και στους δυο σας!
-Ποποπο! Μωρέ δεν πάει να φρίξει και ο διαιτολόγος μας! Στο διάολο η δίαιτα για
σήμερα! Χρυσοχέρα μου εσύ! Μόλις σηκωθεί ο Τομ θα πάμε για δίωρο τρέξιμο μπας
και κάψουμε καμιά θερμίδα και κάνουμε λίγο χώρο για αυτές που θα
καταβροχθίσουμε! Συνέχισαν τα αστεία τους μέχρι που χόρτασε για τα καλά.
-Λέω τώρα να πάω να την αράξω στην παραλία για να χωνέψω. Πείτε στον Τομ ότι
θα τον περιμένω στην καφετέρια. Φόρεσε το λευκό σορτσάκι του και το λευκό λακόστ
τισερτ του, έβαλε τα πανάκριβα αθλητικά του παπούτσια, μάζεψε τα μαλλιά του με
το μαύρο λαστιχάκι, φίλησε πεταχτά στο μάγουλο τους γονείς του, πήρε τα μαύρα
γυαλιά του και το κόκκινο καπέλο του και βγήκε έξω. Το σπίτι από τη θάλασσα απείχε
μόλις διακόσια μέτρα. Ο Έρικ τα διένυσε περπατώντας. Πού να μπορέσει να τρέξει με
τόσο που είχε φάει! Φτάνοντας στη θάλασσα έστριψε αριστερά και άρχισε να
περπατά κατά μήκος της ακτής απολαμβάνοντας την ομορφιά του πρωινού τοπίου.
Η θάλασσα ήταν ήσυχη σαν λάδι. Ελάχιστοι κολυμβητές, κυρίως ηλικιωμένοι έκαναν
το πρωινό μπάνιο τους προκαλώντας το γνώριμο θόρυβο του πλατσουρίσματος στο
νερό. Κάπου στα βαθιά ακουγόταν ο θόρυβος της μηχανής ενός καϊκιού που γύριζε
προφανώς από το ψάρεμα. Μακριά στον ορίζοντα αντανακλούσε το φως του ήλιου
που μόλις είχε ανατείλει. Και δειλά δειλά άρχισε να ακούγεται το τραγούδι των
τζιτζικιών. Γατζωμένα στους κορμούς των πεύκων, που ήταν φυτεμένα κατά μήκος
Σ ε λ ί δ α | 341
της ακτής, προμήνυαν τη ζέστη που θα ακολουθούσε τις επόμενες ώρες. Προχώρησε
μέχρι την πρώτη παραθαλάσσια καφετέρια. Είχε ήδη ανοίξει έτοιμη να υποδεχτεί
τους πρωινούς της πελάτες. Οι ξαπλώστρες με τις ομπρέλες τους κλειστές μιας και
ακόμα ο ήλιος δεν είχε απλώσει πάνω τους τις ακτίνες του, ήταν παρατεταγμένες στη
σειρά, σαν όρθιοι στρατιώτες έτοιμοι για παρέλαση. Ο Έρικ ξάπλωσε σε μία από
αυτές, κατεβάζοντας όσο πιο χαμηλά μπορούσε το γείσο του καπέλου του, ώστε να
κρύβει το πρόσωπό του, και όταν ήρθε το γκαρσόνι παρήγγειλε ένα σκέτο ελληνικό
καφέ. Χαλαρός και μακριά από τις υποχρεώσεις του, άφησε τη σκέψη του ελεύθερη
να ταξιδέψει πίσω μακριά στο χρόνο, όσο πίσω βέβαια του επέτρεπε η μνήμη του:
Καθισμένος στο κάθισμα του συνοδηγού ενός τριαξονικού φορτηγού ο τρίχρονος
μικρός Ηρακλής κοιτάζει με θαυμασμό τα στιβαρά μπράτσα του πατέρα του που με
δύναμη κρατούν το τιμόνι και κουμαντάρουν όλο αυτό το τεράστιο όχημα, ενώ
ταυτόχρονα κάνει χάζι το μικρό του γιό που τραγουδάει με σκερτσόζικο τρόπο το
«είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνωωω..» Μπροστά στη κονσόλα δεσπόζει η
φωτογραφία του μικρού και κάτω από αυτήν είναι γραμμένη με κεφαλαία γράμματα
η κλασική συμβουλή «μπαμπά μην τρέχεις»
-Θέλω να οδηγήσω και εγώ, απαιτεί.
-Θέλεις να οδηγήσεις είπες; Έλα λοιπόν, δεν του χαλάει χατίρι εκείνος.
Τα στιβαρά μπράτσα τον σηκώνουν από τη θέση του και τον καθίζουν στους
δυνατούς μηρούς. Το αγοράκι πιάνει το τιμόνι, προσπαθεί να το κουνήσει δεξιά -
αριστερά και τέλος πατά την κόρνα ξαναμμένο. Βρίσκονται ήδη μπροστά στο σπίτι
τους.
Σηκώνει τα μάτια του και αντικρύζει τη μαμά του να βγαίνει στο ανθισμένο μπαλκόνι
του δεύτερου ορόφου, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μωρό τυλιγμένο με ροζ
κουβερτούλα, και να τους χαιρετάει χαμογελαστή.
-Μαμάαα, κοίτα, οδηγάω! στριγκλίζει ενθουσιασμένο.
-Μπράβο παλικάρι μου, τον συγχαίρει εκείνη. Ελάτε τώρα επάνω να φάτε.
Με χίλια ζόρια αποχωρίζεται το φορτηγό και την κόρνα και σε λίγη ώρα απολαμβάνει
το αγαπημένο του φαγητό: παστίτσιο!
Καθισμένη στον καναπέ η μητέρα του θηλάζει τη μικρή του αδερφούλα. Από όσο
μπορεί να θυμηθεί μόνο αγάπη, τρυφερότητα και μια έντονη ανάγκη να την
προστατεύει ένιωθε για αυτήν. Ήταν πολύ ευαίσθητος σε σχέση με άλλα παιδάκια
της ηλικίας του, που συνήθως ζήλευαν και τσακώνονταν με τα μικρότερα αδέρφια
τους. Και καθώς μεγάλωναν τα δυο αδέρφια δένονταν όλο και πιο πολύ. Και όσο
περισσότερο δενόταν με την Κωνσταντίνα τόσο πιο πολύ ένιωθε να απομακρύνεται
από αυτόν ο πατέρας του. Ο Ηρακλής το ένιωθε μέσα του αλλά αδυνατούσε να το
δεχτεί. Κάποιες φορές όμως πληγωνόταν αφάνταστα επειδή σαν παιδάκι δεν
καταλάβαινε το λόγο. Αναρωτιόταν διαρκώς σαν τι μεγάλο κακό έκανε ώστε εκεί που
ο πατέρας του γινόταν χαλί να τον πατήσει, σιγά σιγά μεταλλασσόταν σε ένα άγριο
θηρίο που εκδήλωνε όλο και περισσότερη αυστηρότητα εναντίον του. Σήμερα
ξέροντας το λόγο χαμογελάει πικρά για την αδικία που είχε υποστεί από αυτόν.
Σ ε λ ί δ α | 342
Κουβαλώντας μια νοοτροπία με απόρθητα στεγανά δεν έβλεπε μπροστά του ότι έχει
να κάνει με ένα παιδί και τίποτε άλλο. Η μνήμη του είναι γεμάτη από καθημερινά
περιστατικά απόρριψης. Στέκεται όμως σε ελάχιστα, που έμειναν πληγή ανοιχτή
μέσα του και τον πονούν μέχρι σήμερα.
Εδώ λίγο πιο πάνω σε μια ταβέρνα, που λειτουργεί ακόμα, είχε βρεθεί ο Ηρακλής,
πριν από είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια. Ήταν τότε δέκα χρονών. Μαζί με τους γονείς
του, την αδερφή του, τον παππού Μάρκο, τη γιαγιά Κωστούλα, το θείο του και τη
θεία του, είχαν βγει για φαγητό. Δεν ξέρει ακριβώς το πως έγινε και συναντήθηκαν
με μια οικογένεια, που μάλιστα την άλλη μέρα την επισκέφτηκαν και στο σπίτι τους.
Εκεί συνάντησε τα πρόσωπα που έμελλε να γίνουν τα πιο σημαντικά της ζωής του:
Τον Τομ και τους θετούς του γονείς. Ο Ηρακλής από πολύ μικρός είχε μια έμφυτη
κλίση προς τη μουσική γενικά. Και όταν άκουσε τον Τομ να παίζει κιθάρα τότε η
επιθυμία του να μάθει και αυτός αυτό το υπέροχο όργανο έγινε πολύ πιο έντονη.
Όταν ζήτησε από τον πατέρα του για δεύτερη φορά στη ζωή του κάτι τέτοιο, αυτός
αγρίεψε.
-Σου είπα ότι κάτι τέτοιο εγώ δεν το εγκρίνω.
-Μα και εκείνο το παιδί έπαιζε…
-Και τι; Θέλεις να γίνεις σαν και του λόγου του; Δεν τον είδες που πιο πολύ μοιάζει με
κορίτσι;
-Όχι, δεν μοιάζει, αντέδρασε ο Ηρακλής. Έλα βρε μπαμπά. Γιατί δεν θέλεις να μου
κάνεις το χατίρι; συνέχισε.
-Θα στο πω για τελευταία φορά. Ότι όσο και να χτυπιέσαι κιθάρα δεν έχει. Εντάξει;
Εμπρός ύπνο τώρα.
Ο Ηρακλής είχε κλάψει πικρά εκείνο το βράδυ.
Μια άλλη φορά πάλι, στα έντεκά του, είχε γυρίσει χτυπημένος από το σχολείο. Μία
ομάδα παιδιών τον είχαν χτυπήσει επειδή δεν ήταν άξιος λέει, να αποκρούσει την
μπάλα. Αυτός δεν κάνει για τερματοφύλακας, «είσαι μια άχρηστη λουλού» τον είχαν
ειρωνευτεί χαρακτηριστικά.
-Εσύ χέρια δεν είχες; Τι στο διάολο πληρώνω για να πηγαίνεις καράτε. Μάθε
επιτέλους να αμύνεσαι. Και τέλος τέλος ας το έλεγες στη δασκάλα σου.
Αυτή ήταν η αντιμετώπιση του πατέρα του παρόλο που απόφυγε να αναφερθεί στο
χαρακτηρισμό των νταήδων.
Εκείνο όμως που τον πόνεσε πολύ ήταν ένα περιστατικό που συνέβη στα δωδεκάμισι
του χρόνια. Ήταν το καλοκαίρι που τελείωσε το δημοτικό. Αποφάσισαν με την
Κωνσταντίνα να παίξουν το παιχνίδι των μεταμφιέσεων. Για να την κάνει να γελάσει,
φόρεσε τα ρούχα της, βάφτηκε με το κραγιόν της μητέρας τους, φόρεσε και τα
τακούνια της και της παρίστανε την κυρία. Ορκίζεται και μάρτυς του ο θεός, ότι αυτό
το παιχνίδι ήταν μόνο ένα κωμικό θέατρο, και κατηγορηματικά όχι, καμία σχέση δεν
είχε με τις ας πούμε προεφηβικές σεξουαλικές προτιμήσεις του, που προφανώς
προείδε ο πατέρας του. Τότε ήταν που γύρισε στο σπίτι ο πατέρας τους. Τα δυο
παιδιά τον υποδέχτηκαν ξεκαρδισμένα στα γέλια. Και αυτός όχι μόνο δεν γέλασε,
Σ ε λ ί δ α | 343
αλλά θύμωσε υπερβολικά. Τον τράβηξε άγρια στο δωμάτιό του, έβγαλε τη ζωστήρα
του και άρχισε να τον δέρνει, ενώ ταυτόχρονα του φώναζε:
-Ώστε δεν σου αρέσει να είσαι άντρας έ; Προτιμάς να μου είσαι φουστίτσα κλαρωτή,
π…..η, έ π…..η. Μη σε ξαναδώ έτσι ντυμένο σε σκότωσα. Κατάλαβες; Εγώ έκανα γιό.
Προτιμώ να σε νεκροφιλήσω παρά να μου το γυρίσεις αλλιώς. Λέγε θα το ξανακάνεις;
Το αγόρι σφαδάζοντας από τον πόνο και προκειμένου να γλυτώσει, αναγκάστηκε,
χωρίς καν να ξέρει τι κακό έκανε, να πει κατατρομαγμένο:
-Όχι μπαμπά, δε θα το ξανακάνω, σταμάτα σε παρακαλώ…
Από όσο θυμάται, τον πατέρα του ελάχιστες φορές τον είδε από τότε. Νύχτα έφευγε
για δουλειά, νύχτα γύριζε. Ο Ηρακλής τις περισσότερες φορές κοιμόταν. Αλλά και
όταν ήταν ξύπνιος παρόλο που λαχταρούσε την πατρική αγκαλιά, έκανε ότι κοιμάται,
φοβούμενος μήπως πει ή διαπράξει κάτι που θα τον εξαγρίωνε.
Ένα από τα βράδια λοιπόν που προσποιούταν τον κοιμισμένο άκουσε τους γονείς του
να μιλούν χαμηλόφωνα. Στο διάλογό τους αναφέρθηκε και το όνομά του. Τέντωσε τα
αυτιά του όσο μπορούσε και προσπάθησε να ακούσει τι έλεγαν για αυτόν. Δεν
κατάφερε τελικά να ακούσει όλα όσα έλεγαν, αλλά μέσες άκρες κατάλαβε ότι είχαν
σκοπό να τον πάνε στο Αίγιο στον παππού του και στη γιαγιά του. Και ότι, αν άκουσε
καλά, αυτό θα είναι το καλύτερο για όλους. Και ακόμα ότι οι παππούδες του δεν είναι
ανάγκη να μάθουν την αλήθεια. Το μόνο που θα ξέρουν είναι ότι πάσχει από κάτι
σοβαρό και κολλητικό από το οποίο κινδυνεύουν να κολλήσουν ανήλικα άτομα του
άμεσου περιβάλλοντός του που δεν γίνεται να αποφύγουν τη στενή επαφή με αυτόν.
Για να μην κολλήσει η Κωνσταντίνα λοιπόν σκέφτηκαν προσωρινά αυτή τη λύση.
Μετά βλέποντας και κάνοντας. Σφίχτηκε το στομάχι του στη σκέψη ότι πάσχει από
κάτι κολλητικό και σοβαρό. Γύρευε αν και πότε θα γίνει καλά για να γυρίσει ξανά στο
σπίτι του, κοντά στην αδερφή του. Και αν δεν γίνει καλά; «Αχ, Παναγία μου βοήθησέ
με να γίνω καλά και να μην πεθάνω, και προστάτεψε την Κωνσταντίνα να μην
κολλήσει και αυτή», προσευχόταν. Παρόλο που το σπίτι του παππού του είναι τόσο
οικείο και σίγουρα θα τον δεχτούν με αγάπη, ένιωσε λίγο σαν ξεριζωμένο δεντράκι.
Δεν είναι εύκολο πράγμα να αποχωρίζεται κανείς το σπίτι του και πιο ειδικά το
δωμάτιό του, το κρεβάτι του, το γραφείο του και ό,τι τέλος πάντων δεν μπορεί να
πάρει μαζί του. Όπως τις μυρωδιές από την κουζίνα. Τη θαλπωρή από το σαλόνι. Την
άνεση από τα υπνοδωμάτια. Τον καθαρό μυρωδάτο αέρα από το μπαλκόνι…. Μα πιο
πολύ πώς θα αντέχει να ζει χωρίς την παρουσία των γονιών του και της αδερφής του.
Τώρα που πέρασαν τα χρόνια ξέρει ότι για όλα μπορεί να συγχωρήσει τον πατέρα
του, εκτός από το ότι τον χώρισε από την αδερφή του. Επειδή για όλα τα υπόλοιπα
βρήκε υποκατάστατο. Ο παππούς του και η γιαγιά του, δεν του στέρησαν ούτε την
αγάπη ούτε τη φροντίδα τους. Και μάλιστα έχοντας την ανησυχία ότι το παιδί κάτι
έχει, τον φρόντιζαν κάποιες φορές υπέρ του δέοντος. Δικαιολογούσαν επίσης το ότι
δεν έφερναν την Κωνσταντίνα να τον δει. Εκείνο όμως που τους έκανε την πιο
δυσάρεστη εντύπωση είναι που δεν έρχονταν οι γονείς του. Η Φανή απαντούσε ότι
δεν μπορεί να αφήσει μόνη της την Κωνσταντίνα και ο Μανώλης ότι λείπει διαρκώς
Σ ε λ ί δ α | 344
για δουλειά. Οι παππούδες στην αρχή τουλάχιστον το πίστευαν, γιατί ίσως στο βάθος
τους ικανοποιούσε το γεγονός ότι τα παιδιά τους τους εμπιστεύονταν ό,τι
πολυτιμότερο έχουν: το παιδί τους.
Στο Γυμνάσιο η επίδοσή του στα μαθήματα ήταν άριστη. Μόνο στη γυμναστική
υστερούσε λίγο. Αλλά ο γυμναστής τον παρότρυνε και τον βοηθούσε στο να
βελτιώνεται μέρα με τη μέρα και βέβαια του χαριζόταν στη βαθμολογία για να μην
του μειώνεται ο γενικός βαθμός. Εκεί όμως που αρίστευε περισσότερο ήταν στο
μάθημα της μουσικής. Ο καθηγητής του τον είχε ρωτήσει αν πηγαίνει σε κάποιο
ωδείο. Του πρότεινε μάλιστα να γραφτεί στη χορωδία του σχολείου. Για τον Ηρακλή
αυτό ήταν θείο δώρο. Εκεί ξεδιπλώθηκε όλο του το ταλέντο. Η φωνή του ήταν
μοναδική και η ικανότητά του στις διφωνίες τον έκανε να ξεχωρίζει από όλα τα
υπόλοιπα παιδιά της χορωδίας. Το εύρος της φωνής του ξεπερνούσε τις δυο οκτάβες.
Αλλά και στη θεωρία ήταν άριστος. Όλα του φαίνονταν εύκολα σε αυτό το μάθημα.
«Αν υπήρχε διαβάθμιση ως το τριάντα, με άριστα το είκοσι, τριάντα θα σου έβαζα»,
του είπε ο μουσικός και αυτός είχε φουσκώσει από ικανοποίηση και περηφάνεια. Θα
ένιωθε πλήρως ικανοποιημένος στον τομέα αυτό αν είχε και μια κιθάρα να συνοδεύει
τα τραγούδια του.
Δυο χρόνια πέρασαν και το πρόβλημα υγείας του Ηρακλή δεν βελτιωνόταν. Αλλιώς
δεν εξηγείται πώς οι γονείς του δεν τον έπαιρναν πίσω στο σπίτι τους. Μια φορά
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι άκουσε τον παππού
του να λέει στη γιαγιά του:
-Μωρέ μια χαρά φαίνεται το παιδί. Δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι κάτι άλλο
συμβαίνει. Μα αν είχε κάτι δεν θα έρχονταν να το δουν όσο πιο συχνά γίνεται; Δύο
χρόνια τώρα. Αυτοί λες και το εγκατέλειψαν. Γιατί όμως; Δεν μπορώ να καταλάβω.
Μήπως έχει μεταξύ του προβλήματα το ζευγάρι και δε θέλουν να δώσουν
δικαιώματα στο παιδί, που είναι μεγαλύτερο και καταλαβαίνει περισσότερα; Ή
μήπως είναι κάποιος από τους δυο τους σοβαρά άρρωστος και θέλουν να αφήσουν
το παιδί απερίσπαστο από τέτοιες έγνοιες. Θα μου πεις το κορίτσι γιατί το κράτησαν;
Ίσως είναι μικρότερο και μπορούν να το ξεγελάσουν.
-Τι να πω και εγώ, βρε Μάρκο. Δίκιο έχεις. Εδώ άλλοι δουλεύουν μετανάστες στο
εξωτερικό και πάλι έρχονται στην άδειά τους για να δουν τα παιδιά τους. Και τα δικά
μας, δυο βήματα από δω, που λέει ο λόγος, να μην έχουνε φανεί καθόλου; Ευτυχώς
που υπάρχει και το τηλέφωνο. Και μπορεί το καημένο να μιλάει με την αδερφή του
τουλάχιστον.
Η αλήθεια είναι ότι με την Κωνσταντίνα είχε σχεδόν καθημερινή επικοινωνία. Με τη
μητέρα του πάλι, όχι όση θα ήθελε. Πιο πολύ αυτή μιλούσε με τους γονείς της. Όσο
για τον πατέρα του δεν επικοινωνούσε μαζί του ούτε τηλεφωνικά. Μόνο την επιταγή
του εισέπρατταν συχνά με τον παππού του για να καλύπτουν και με το παραπάνω τα
έξοδά του.
Ήταν εύλογη λοιπόν η απορία των παππούδων του. Έμεινε στη φράση «λες και το
εγκατέλειψαν» και κατέληξε πικραμένος ότι κανένα πρόβλημα υγείας δεν τον
Σ ε λ ί δ α | 345
Τι όμορφα που πέρασαν τα δυο παιδιά τη μέρα τους. Κολύμπησαν, πήγαν βόλτα με
το φουσκωτό, έφαγαν μαζί το φαγητό που τους είχε ετοιμάσει η Χάριετ και φυσικά
ασχολήθηκαν με τη μουσική. Ο Τομ έπαιξε με την κιθάρα του και ο Ηρακλής τον
συνόδευσε με τη μελωδική φωνή του. Ύστερα ο Τομ του έδειξε τα πρώτα
ακομπανιαμέντα στην κιθάρα. Ο Ηρακλής την πήρε στα χέρια του με θρησκευτική
ευλάβεια και προσπάθησε να συντονίσει τα δάχτυλά του με αυτά που στη θεωρία τα
ρουφούσε σαν σφουγγάρι. Και όσο και αν οι χορδές πλήγωναν τις άκρες των
δαχτύλων του μέχρι που πονούσαν, τόσο αυτός επέμενε να τις πιέζει μέχρι να
ακουστεί ο επιθυμητός ήχος. Η μέρα πέρασε πολύ γρήγορα. Ο Τομ του πρότεινε να
επαναλάβουν και την επόμενη μέρα τις ίδιες δραστηριότητες αλλά να φέρει και τα
πράγματά του για να μείνει μαζί τους περισσότερες ημέρες. Αυτό ακριβώς πρότεινε
στο Μάρκο ο Τζίμης. Του είπε να μείνει ήσυχος και τον διαβεβαίωσε ότι θα προσέχει
ο ίδιος τον Ηρακλή όπως και τον Τομ. Έτσι και έγινε. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν
πιο ευχάριστη από την προηγούμενη. Οι δυο έφηβοι είχαν τόσα κοινά. Το πρόβλημα
ήταν ότι οι διακοπές θα τελείωναν και μαζί τους θα τελείωνε το όμορφο όνειρο που
ζούσε ο Ηρακλής. Θα ξαναγύριζε στη μοναξιά του και στην απόρριψη. Και θα ήταν
πιο δύσκολο τώρα που είχε δει στην οικογένεια του Τζίμη τι σημαίνει πραγματική
αγάπη, κατανόηση και αποδοχή. Τι καλά που θα ήταν να ήταν και αυτός μέλος της
οικογένειάς τους.
-Εμένα οι γονείς μου δεν με θέλουν, τους είμαι ανεπιθύμητος, είπε μια μέρα στον
Τομ την ώρα που συζητούσαν για τις οικογένειές τους.
-Πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο;
-Με έχουν εγκαταλείψει εδώ και δυο χρόνια.
-Μα γιατί;
-Αν σου πω ότι δεν ξέρω θα με πιστέψεις; είπε ο Ηρακλής και άνοιξε την καρδιά του
στο φίλο του εξιστορώντας του όλα αυτά που είχε ζήσει σαν παιδί μέχρι σήμερα: Για
τη μετάλλαξη του πατέρα του, για την δήθεν ασθένειά του και για την απομάκρυνση
από το σπίτι του.
Ο Τομ έδειξε γνήσιο ενδιαφέρον για αυτά που άκουσε και εξέφρασε τη συμπόνοια
του και την κατανόηση στο φίλο του. Απέφυγε προς το παρόν να του πει αυτό που
διαισθάνθηκε σαν μεγαλύτερος. Ότι δηλαδή ο πατέρας του ήταν τόσο σκληρός και
άδικος μαζί του επειδή φοβόταν για τη σεξουαλική ταυτότητα που θα αποκτούσε ο
γιός του, και που διέβλεπε ότι δεν θα ήταν η «πρέπουσα». Σκέφτηκε πόσο τυχερός
ήταν ο ίδιος που είχε το θείο Τζίμη κοντά του και μπορούσε να του εκμυστηρεύεται
όλες του τις ανησυχίες. Που σε κάθε συζήτησή τους του εξέφραζε την αποδοχή του.
Που τον παρότρυνε να είναι ο εαυτός του. Που του εμφύσησε το δόγμα ότι όλοι οι
άνθρωποι έχουν δικαίωμα στη ζωή και τη χαρά ανεξαρτήτως χρώματος, ή φύλου, ή
εμφάνισης, ή προτίμησης. Που του δίδαξε επίσης ότι όλοι πρέπει να στεκόμαστε με
σεβασμό απέναντι στη διαφορετικότητα του καθενός αρκεί αυτή να μη προκαλεί
κακό στους συνανθρώπους μας. Και θα πρέπει, τον παρότρυνε, να βοηθάμε όσο
μπορούμε τους ανθρώπους που δεν έχουν την τύχη αυτού του σεβασμού. Ο Τομ
Σ ε λ ί δ α | 347
θυμήθηκε τα λόγια του θείου του και σκέφτηκε να του ζητήσει να βοηθήσουν από
κοινού τον Ηρακλή να βρει την αποδοχή και το σεβασμό που του αξίζει.
-Επιτέλους θείε, αν δεν τον θέλουν αυτοί ας τον υιοθετήσετε με τη θεία Χάριετ, του
πρότεινε μετά από αρκετή συζήτηση.
Ο Τζίμης το θεώρησε υπερβολή να φτάσουν σε τέτοια λύση. Αφού το συζήτησε με τη
Χάριετ ανέλαβε, σε πρώτη φάση την πρωτοβουλία να μιλήσει με το Μανώλη.
-Θα ήθελα να μιλήσουμε για τον Ηρακλή, του είπε μετά τα τετριμμένα τυπικά.
-Τι να πούμε; αντέδρασε απότομα ο Μανώλης.
-Επειδή έχουν κάνει αρκετή παρέα με τον Τομ και επειδή τώρα που μιλάμε τον
φιλοξενώ στο σπίτι μου, πήρα το θάρρος να σου τηλεφωνήσω και να σου εκφράσω
το θαυμασμό μου για το γιό σου. Είναι πολύ καλό παιδί.
-Μπράβο. Τον εξέφρασες. Τίποτε άλλο; έβγαλε την επιθετική του διάθεση ο
Μανώλης.
-Έλεγα μήπως συζητούσαμε για την εξομάλυνση των σχέσεών σας, που από ότι έχω
καταλάβει δεν είναι και οι καλύτερες…
-Και εσένα τι σε έβαλε; δικηγόρο του να πούμε; τον διέκοψε ο Μανώλης
-Το παιδί δεν με έβαλε καθόλου, ούτε μου έχει πει κάτι εναντίον σου, ξεσπάθωσε ο
Τζίμης. Μόνος μου πήρα την πρωτοβουλία αυτή. Άλλωστε πρέπει να καταλάβεις ότι
έχεις απέναντί σου ένα παιδί, και μάλιστα το παιδί σου.
-Ακριβώς όπως το είπες: το παιδί μου. Άρα καμία δουλειά δεν έχεις να ανακατεύεσαι.
-Κάνεις λάθος. Είναι υποχρέωσή μου να ανακατεύομαι όταν ξέρω ότι ένα παιδί
υποφέρει από τη συμπεριφορά των γονέων του.
-Ωραία. Και τι θα κάνεις δηλαδή;
-Κοίτα, η πρόθεσή μου είναι να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να είναι καλά το παιδί.
Αν θέλεις τη γνώμη μου φρονώ ότι το καλύτερο για αυτόν θα ήταν να είναι μαζί με
τους γονείς του και την αδερφή του. Αν αυτό δεν μπορεί να γίνει, ή και αν γίνει θα
είναι δυστυχία για αυτόν, τότε τολμώ να προτείνω να μου επιτρέψεις να τον
υιοθετήσω.
Πώς του ξέφυγε κάτι τέτοιο; Η πρόθεσή του δεν ήταν να ωθήσει τα πράγματα σε μια
τέτοια λύση. Μήπως όμως ταρακουνηθεί μετά από αυτό και το σκεφτεί καλύτερα;
-Μπορείς να μου τον δώσεις λίγο στο τηλέφωνο;
Ο Τζίμης ταλαντεύτηκε λίγο. Και αν μιλήσει άσχημα στο παιδί; Εντάξει, και μήπως
είναι καλύτερα που δεν έχει μιλήσει μαζί του εδώ και δύο ολόκληρα χρόνια;
Επιτέλους ότι είναι να γίνει ας γίνει.
-Ευχαρίστως, απάντησε, και φώναξε τον Ηρακλή
-Θέλει ο πατέρας σου να σου μιλήσει στο τηλέφωνο, παιδί μου.
Το αγόρι ξαφνιάστηκε αλλά η λαχτάρα του για επανασύνδεση με τον πατέρα του τον
έκανε να σκεφτεί ότι ίσως και εκείνος τον ξαναθέλει κοντά του. Πήρε γεμάτος
συγκίνηση, το ακουστικό από το χέρι του Τζίμη και με φωνή που έτρεμε, είπε;
-Μπαμπά…
Σ ε λ ί δ α | 348
-Βλέπω απόκτησες και δικηγόρο, ακούστηκαν σαν χαστούκι τα λόγια του, και η φωνή
του παιδιού ράγισε:
-Μα μπαμπά…
-Δεν πάει να γίνεις δικό τους παιδί, καλύτερα. Θα πω ότι πέθανες για μένα.
Το κλικ του ακουστικού ήταν το τελευταίο αντίο του πατέρα του προς το γιό του.
Ο Ηρακλής έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Τώρα πια καμιά ελπίδα δεν του μένει
ότι μπορεί να τα ξαναβρεί μαζί του.
Σωριάστηκε στην καρέκλα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Η Χάριετ τον αγκάλιασε με συμπόνοια.
-Έλα αγόρι μου, όλα θα περάσουν κάποια στιγμή, τον παρηγόρησε.
-Πάρτε με μαζί σας στην Αγγλία, σας παρακαλώ και εγώ θα κάνω ό,τι μου ζητήσετε,
παρακάλεσε ανάμεσα στα αναφιλητά του το δεκατετράχρονο παιδί.
Έτσι δρομολογήθηκε η διαδικασία υιοθεσίας του Ηρακλή. Η μοναδική συνάντησή του
Τζίμη και της Χάριετ με το Μανώλη και τη Φανή ήταν παρουσία δικηγόρων τους σε
δικαστήριο της Αθήνας προκειμένου να υπογραφεί η πράξη υιοθεσίας. Έχοντας
συμπληρώσει την ηλικία των δώδεκα ετών, μεγάλη βαρύτητα είχε και η κατάθεση
του Ηρακλή ότι επιθυμεί να υιοθετηθεί. Η δικηγόρος του Μανώλη φρόντισε μετά από
αίτημα των βιολογικών γονέων να αποφευχθεί η συνάντησή τους με το παιδί. Επίσης
ο Μανώλης και η Φανή συγκατατέθηκαν με έναν όρο. Ότι ο Ηρακλής δεν θα
επικοινωνήσει πλέον με κανέναν συγγενή και ιδιαίτερα με την αδερφή του και τους
παππούδες του. Θα βρουν τρόπο να πείσουν τους πάντες ότι έφυγε από τη ζωή. Για
αυτό το λόγο άλλωστε πίεσαν τη δικηγόρο τους η οποία ασκούσε δικηγορία στην
Αθήνα να κανονίσει να γίνει η υιοθεσία σε δικαστήριο της Αθήνας ώστε να μην πέσει
στην αντίληψη κανενός γνωστού.
Κάποια από τις επόμενες μέρες η Φανή έλεγε στον πατέρα της ότι η ασθένεια του
παιδιού δεν παρουσιάζει βελτίωση και ότι πρέπει να μεταβεί στην Ελβετία για να
μπει σε ειδικό κέντρο και με ειδικό πρόγραμμα. Στη μητέρα της είπε να του ετοιμάσει
όλα του τα πράγματα και να τα δώσει στον κύριο Τζίμη που θα μεταφέρει το παιδί
στο αεροδρόμιο μιας και τυχαίνει να πετάνε την ίδια μέρα, με άλλη πτήση φυσικά.
Και να μη ανησυχούν τους είπε γιατί ο Μανώλης πραγματοποιεί συχνά ταξίδια στην
Ελβετία οπότε θα τον βλέπει συχνά. Άλλωστε εκεί υπάρχει σίγουρη μέθοδος
θεραπείας, έτσι σε ένα χρόνο το πολύ θα έχει γυρίσει κοντά τους.
Τέλος Αυγούστου, καθισμένα στο ίδιο κάθισμα του αεροπλάνου δύο παλικάρια,
ξαδέρφια πια μεταξύ τους, αποχαιρετούσαν την Ελλάδα, και τέσσερις ώρες αργότερα
προσγειώνονταν στο Λονδίνο μαζί με τους κηδεμόνες τους: Ήταν ο Τομ Ρούντυ και ο
Έρικ Ρώμας. Οι μελλοντικοί διάσημοι τραγουδιστές με το ψευδώνυμο Ράμπο!!!
-Έρικ!
Ο Έρικ επανήλθε στο σήμερα και χαμογέλασε στον Τομ.
-Έλα Τομ κάθισε. Να σου παραγγείλω καφέ;
-Ναι παρακαλώ. Ένα σκέτο ελληνικό.
Σ ε λ ί δ α | 349
-Έγινε! Μη βγάζεις το καπέλο σου. Έτσι και μας γνωρίσουν δεν πρόκειται να μας
αφήσουν στην ησυχία μας. Τι λες; Είσαι για τρέξιμο μόλις πιείς το καφεδάκι σου;
Ο Τομ συμφώνησε. Δυο ώρες αργότερα γύρισαν στο σπίτι τους όπου τους περίμεναν
οι δυο αξιολάτρευτοι γονείς και ο περίφημος μουσακάς της Χάριετ.
Για μια εβδομάδα θα έχουν τη χαρά να χορτάσουν την αγάπη τους και τη στοργή τους
από κοντά. Μετά πάλι στον αγώνα τους. Και ποιος ξέρει τι να τους επιφυλάσσει το
μέλλον.
Σ ε λ ί δ α | 350
8. ΤΟ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑ
11 Αυγούστου 2015
μυαλό ότι όποιον αγαπάει πολύ, τον χάνει. Όπως έχασε τον πατέρα του, και μετά από
λίγα χρόνια και τη μητέρα του. Ήταν οι άνθρωποι που αγαπούσε πάνω από όλους στη
ζωή του. Τώρα αγαπάει τον Έρικ πιο πολύ και από την ίδια του τη ζωή. Για αυτό είναι
ιδιαίτερα ανήσυχος.
Ο Έρικ πάλι από την πλευρά του δεν έχει καμία ανησυχία. Εμπιστεύεται τους
επιστήμονες γιατρούς και είναι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά για αυτόν. Βέβαια ο
Τομ μήνες τώρα του λέει και του ξαναλέει ότι πρωτίστως πρέπει να σκεφτεί τον εαυτό
του.
-Δεν νομίζεις ότι η προσφορά έχει και τα όριά της. Σκέφτεσαι τι θα απογίνεις εσύ
μετά, αν κάτι δεν πάει καλά;
-Έχω εσένα να κάνεις αυτό που κάνω εγώ σήμερα Τομ. Ξέρω ότι για μένα, αν
χρειαζόταν, αυτό θα έκανες, έτσι δεν είναι;
-Έλα Έρικ ξέρεις ότι τη ζωή μου ολόκληρη θα έδινα για σένα. Και ξέρεις ότι χωρίς
εσένα η δική μου ζωή δεν θα έχει κανένα νόημα.
-Κουτέ, αφού ξέρεις ότι κανείς δεν είναι αναντικατάστατος σε αυτή τη ζωή.
-Εκτός από σένα, του απάντησε σοβαρά ο Τομ.
Τους δυο άντρες, πέρα από τη συγγενική εξ αγχιστείας σχέση που είχαν, τους έδενε
και μια δυνατή φιλία που γινόταν με το πέρασμα του χρόνου όλο και πιο δυνατή.
Χρόνια αργότερα όταν ο Τομ ήταν στα είκοσι πέντε και ο Έρικ στα είκοσι δύο,
απόλυτα σίγουροι πια για τα αισθήματά τους και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους, η
φιλία τους μετατράπηκε σε κάτι πιο βαθύ. Ο Τομ ήταν από πιο νωρίς
συνειδητοποιημένος για την σεξουαλική του ταυτότητα και για τα αισθήματά του.
Ποτέ όμως δεν εξέφρασε αυτού του είδους τα αισθήματα στον Έρικ μέχρι να
ανακαλύψει και αυτός το δικό του δρόμο. Άλλωστε δεν είχε ακόμα εκδηλώσει κάποια
προτίμηση. Ο Έρικ ήξερε ότι κουβαλά μέσα του μια προσωπικότητα μέσα σε λάθος
σώμα. Θα το είχε αποδεχτεί και θα το είχε εκδηλώσει. Όμως κουβαλώντας τα
βιώματα των παιδικών του χρόνων μπερδευόταν. Αυτό που δεν ήθελε με τίποτα να
δεχτεί, είναι το ότι ο πατέρας του είχε ας πούμε προφητεύσει και προδεί την
ιδιαιτερότητά του. Αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια ειδικού ο οποίος τον βοήθησε να
απεμπλακεί από το παρελθόν του και να απενεχοποιηθεί για τα αισθήματα που
νιώθει. Το τι πράττει κανείς στην προσωπική του ζωή αφορά τον ίδιο και τον
σύντροφό του, του είπε ο ειδικός ψυχαναλυτής. Όσο για αυτό που ονομάζουμε
ιδιαιτερότητα είναι η κοινωνία αυτή που αλλού τη θεωρεί ευχή και αλλού κατάρα.
-Σκέφτηκες, Έρικ ότι όλο αυτό που καταφέρνεις στον τομέα της μουσικής οφείλεται
στην ιδιαιτερότητα ενός άλλου κομματιού της προσωπικότητάς του; Γιατί λοιπόν η
μια πτυχή της προσωπικότητάς σου θα πρέπει να είναι αποδεκτή και η άλλη όχι. Με
την προϋπόθεση πάντα ότι δεν προκαλείται κακό σε κανέναν, άσε τον εαυτό σου
ελεύθερο να οδηγηθεί εκεί που επιθυμεί.
Χρειάστηκαν πολλές συνεδρίες για να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του και να τον
αφήσει να παραδεχτεί και να εκδηλώσει αυτό το παραπάνω που αισθανόταν για τον
Τομ. Όντας πεπεισμένοι ότι αυτή η σχέση αφορά μόνο τους δυο τους και κανέναν
Σ ε λ ί δ α | 352
άλλο, την περιφρούρησαν στο δικό τους χώρο και δεν την έβγαλαν προς τα έξω.
Άλλωστε δεν συμφώνησαν ποτέ με τις ακραίες εκδηλώσεις για τα δικαιώματα των
ομοφυλόφιλων. Προτιμούσαν με διακριτικότητα, τώρα που η παρουσία τους έχει
μεγάλη απήχηση στον κόσμο, να περνούν τη φιλοσοφία του σεβασμού σε κάθε
είδους διαφορετικότητα. Και όταν οι δημοσιογράφοι έπεφταν επάνω τους για να
εκμαιεύσουν τα προσωπικά τους, έβρισκαν τον τρόπο να τους αποπροσανατολίζουν.
Και στην ερώτηση προς τον καθένα από τους δυο τους: «σκέφτεσαι να κάνεις
οικογένεια» απαντούσε, προς τέρψη των νεαρών κορασίδων, ο καθένας τους: «είμαι
μικρός ακόμα, προέχουν τα επαγγελματικά μου».
Ο Τομ αποκοιμήθηκε πρώτος. Ο ύπνος του όμως του έφερε αλλεπάλληλους εφιάλτες
που τον έκαναν να στριφογυρίζει ανήσυχος προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη
θέση που θα του εξασφάλιζε τον πολυπόθητο ήσυχο ύπνο.
Ο Έρικ ακούμπησε απαλά το χέρι του πάνω στο χέρι του Τομ και του ψιθύρισε
τρυφερά:
-Όλα θα πάνε καλά Τομ, ησύχασε…
Του ΄Ερικ πάλι δεν του κολλούσε ύπνος, από τη προσμονή της μεθαυριανής μεγάλης
μέρας. Το μυαλό του έτρεξε με μεγάλη ευγνωμοσύνη και αγάπη στον μπαμπά Τζίμη
και στη μαμά Χάριετ που ό,τι και να τους είχε ζητήσει δεν του το είχαν αρνηθεί. Έτσι
όχι μόνο δεν του αρνήθηκαν αλλά τον βοήθησαν κιόλας να ενημερώνεται για τα νέα
της βιολογικής του οικογένειας.
Θυμάται τότε που δεκατετράχρονο αγόρι, τους ακολούθησε φέρνοντας το όνομά
τους στο Λονδίνο. Στέκονταν δίπλα του σε κάθε δυσκολία. Και πραγματικά ένιωθε
ευτυχισμένος από την πρώτη μέρα που έμεινε μαζί τους σαν γιoς τους. Το μόνο που
τον στενοχωρούσε και τον βασάνιζε ήταν που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με την
Κωνσταντίνα. Και ως εκ τούτου δεν μπορούσε και να μαθαίνει νέα της. Ούτε πώς πάει
στο σχολείο, ούτε αν ξέρει που βρίσκεται ο αδερφός της, ούτε πώς είναι η εμφάνισή
της καθώς μεγαλώνει. Του φαινόταν ότι είχε ξεχάσει ήδη τα χαρακτηριστικά της. Να
δεις, πράσινα μάτια είχε ή γαλανά; Και τα μαλλιά της ήταν μαύρα ή σκούρα καστανά;
Και τότε ο καλός του ο «νταντ» έμεινε μια ολόκληρη νύχτα στο προσκεφάλι του για
να μοιραστεί μαζί του τις ανησυχίες και τα συναισθήματα του παιδιού του. Του είπε
να μην ανησυχεί και ότι θα του βρει τρόπο να μαθαίνουν τα νέα της. Και όχι μόνο της
αδερφής του αλλά και των γονιών του και των παππούδων του. Και κράτησε το λόγο
του, όπως άλλωστε έκανε σε όλη του τη ζωή. Είχε φίλους στην Κόρινθο με τους
οποίους επικοινωνούσε συχνά. Τους ρωτούσε για πολλούς κοινούς γνωστούς τους,
στους οποίους συμπεριέλαβε τεχνιέντως και την οικογένεια του Μανώλη. Μάθαινε
λοιπόν τα νέα τους και τα μετέφερε στον Ηρακλή. Θυμάται τι νευρικό γέλιο τον είχε
πιάσει όταν έμαθε ότι τέλεσαν και μνημόσυνο για το χαμό του. Του φάνηκε τόσο
απαράδεκτο αλλά συνάμα και τόσο αστείο, που γελούσε και γελούσε, μέχρι που
σκέφτηκε τη στεναχώρια που θα ένιωσε η αδερφή του. Τότε σταμάτησε να γελάει και
έκλαψε πικρά. Έμαθε ότι ήταν πολύ επιμελής μαθήτρια και ότι εξελισσόταν σε πολύ
όμορφη κοπέλα. Γιόρτασε με τους θετούς του γονείς την επιτυχία της στις
Σ ε λ ί δ α | 353
πανελλήνιες εξετάσεις. Είχε περάσει στη μαιευτική σχολή του ΤΕΙ Αθηνών. Και μετά
έκανε την πρακτική της άσκηση στο νοσοκομείο της Κορίνθου. Ο Έρικ είκοσι πέντε
χρονών άντρας τότε είχε έρθει για Πάσχα στην Ελλάδα, με τον Τομ και τους γονείς
τους. Τίποτε από το παρουσιαστικό του δεν θύμιζε το αμούστακο αγόρι των δώδεκα
και των δεκατεσσάρων ετών. Τους παρακάλεσε να σταματήσουν στο νοσοκομείο της
Κορίνθου μήπως καταφέρει να δει έστω και από μακριά την Κωνσταντίνα. Ρώτησε
που είναι το μαιευτικό τμήμα και μόλις έφτασε εκεί είδε στο γραφείο μία κοπέλα.
Την πλησίασε ευγενικά, προφασίστηκε ότι είχε την πληροφορία πως κάποια
οικογενειακή του φίλη είχε γεννήσει εκεί το μωρό της, και επιθυμεί να τη δει. Αυτή
σηκώθηκε όρθια για να τον εξυπηρετήσει και τον ρώτησε πως λέγεται η κυρία που
γυρεύει. Το καρτελάκι που είχε αριστερά στο στήθος της, είχε το όνομά της:
Κωνσταντίνα Καμπόσου. Πώς κρατήθηκε ο Έρικ και δεν έπεσε στην αγκαλιά της! Με
τρεμάμενη φωνή είπε ένα άσχετο γυναικείο όνομα. Η Κωνσταντίνα του απάντησε ότι
λυπάται πολύ και ότι σε κάποιο άλλο ίσως νοσοκομείο να είχε γεννήσει η φίλη του.
Την ευχαρίστησε ευγενικά, τη χαιρέτισε με χειραψία για να νιώσει έστω και αυτή τη
λίγη επαφή μαζί της και με πόδια που έτρεμαν από τη συγκίνηση έφυγε.
Εκείνο ακριβώς τον καιρό ήταν που η καριέρα των αγοριών άρχισε να εκτοξεύεται.
Ήδη τα πρώτα τους τραγούδια έγιναν γνωστά, και με τη πρόοδο του ίντερνετ και
γενικά των σόσιαλ μίντια η επιτυχία τους ήταν δεδομένη. Καθημερινά δέχονταν πάρα
πολλά μηνύματα και λάικ για τη δουλειά τους. Και μέσα από αυτή την επικοινωνία,
τι χαρά, δέχτηκαν και μία πρόσκληση για να τραγουδήσουν στην εκδήλωση που
διοργάνωναν λόγω της αποφοίτησής τους εκείνη τη χρονιά οι τελειόφοιτες κοπέλες
μαιευτικής Αθηνών. Παρακαλούσε να είναι παρούσα και η αδερφή του. Δεν θα το
άντεχε αν για κάποιο λόγο απουσίαζε. Τελικά η τύχη ήταν με το μέρος του. Ήταν εκεί
πανέμορφη και χαμογελαστή συνοδευόμενη από το αγόρι της. Ο Έρικ χόρεψε
ενθουσιασμένος μαζί τους για ώρες.
Μετά φρόντισε επιμελώς να ανταλλάξει μαζί τους τα ιμέιλ τους. Έτσι τώρα πια
μάθαινε από πρώτο χέρι τα νέα της. Έμαθε για το γάμο της και της έστειλε μάλιστα
ευχές και δώρο. Έμαθε αργότερα ότι θα γινόταν μανούλα και είχε τόσο πολύ χαρεί
για αυτό. Με τον ίδιο τρόπο έμαθε και το δυσάρεστο νέο για το ατύχημα του πατέρα
του, που συνέβη λίγες μέρες πριν τη γέννηση του μωρού. Πικρόχολα πέρασε από το
μυαλό του η σκέψη «κοίτα μωρέ που το πρόβλημά του επισκίασε τη χαρά της
Κωνσταντίνας». Και εκεί που νόμιζε ότι μόνο αρνητικά αισθήματα θα έτρεφε για
αυτόν, η καρδιά του πλημμύρισε από συμπόνοια και οίκτο. Ο καημένος! Τι
αβάσταχτο θα είναι για αυτόν να ζει σε μόνιμο σκοτάδι; Και ύστερα, ήρθαν οι
απανωτοί θάνατοι των παππούδων του. Ο Έρικ έκλαψε πολύ για αυτούς, και
ιδιαίτερα για τον παππού Μάρκο και τη γιαγιά Κωστούλα που δύο χρόνια κοντά τους
μόνο αγάπη του έδωσαν και φροντίδα. Μετά για λίγο καιρό η επικοινωνία από
μέρους της Κωνσταντίνας αραίωσε. Φυσικό και επόμενο. Οι υποχρεώσεις της
προφανώς δεν θα της άφηναν χρόνο για τέτοιες ασχολίες. Μέχρι που πριν λίγο καιρό
ενημερώθηκε για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που την ταλανίζει. Για σκέψου μέρα
Σ ε λ ί δ α | 354
παρά μέρα να κάνει αιμοκάθαρση. Και κανένας από τους γονείς να μην είναι
συμβατός δότης για να της δώσει πίσω την υγειά της. Και να πρέπει να περιμένει
χρόνια ολόκληρα μήπως και βρεθεί κατάλληλο μόσχευμα. Και τότε… σκέφτηκε να της
δωρίσει το δικό του νεφρό. Εφόσον βέβαια υπάρχει συμβατότητα μεταξύ τους. Δεν
ήθελε με τίποτα αυτή του η ενέργεια να γίνει γνωστή στην Κωνσταντίνα. Θα της
προκαλούσε προφανώς τέτοιο σοκ μια τέτοια αποκάλυψη και μπορεί να είχε
δυσάρεστα αποτελέσματα στην εξέλιξή της υγείας της. Ανέθεσε λοιπόν σε δικηγόρο
το νομικό μέρος της διαδικασίας ώστε να μην υπάρξει κανένα τυπικό κώλυμα. Ο ίδιος
χρειάστηκε να προβεί πριν από λίγους μήνες σε μια σειρά εξετάσεων προκειμένου
να εξακριβωθεί η συμβατότητα. Και όταν αυτή αποδείχτηκε θετική, ο δικηγόρος του
προέβη ως εντολέας του, στην κατάθεση της αίτησης για προσφορά οργάνου σε
συγκεκριμένο λήπτη χωρίς αυτός να γνωρίζει το δότη του. Συνάντησαν σχετικές
δυσκολίες σε αυτό διότι η νομοθεσία για ζώντες δότες έχει κάποιες διατάξεις που
αναφέρονται σε βαθμούς συγγενείας και άλλα τέτοια, αλλά ο δικηγόρος βρήκε
νόμιμο τρόπο να προχωρήσει η διαδικασία.
Οι μόνοι άνθρωποι που γνωρίζουν για αυτή του την απόφαση είναι ο Τομ, ο
δικηγόρος του και ο οικογενειακός του γιατρός στο Λονδίνο. Ο τελευταίος ήταν αυτός
που του εξέθεσε τους κινδύνους που διατρέχει ο ίδιος ύστερα από ένα τέτοιο
χειρουργείο. Ύστερα τον έβαλε να το σκεφτεί άλλη μια φορά γιατί είναι νέος
άνθρωπος και κάποια στιγμή ίσως βρεθεί σε παρόμοια θέση με το λήπτη του. Στους
θετούς γονείς του δεν έχει πει τίποτε ακόμη. Δεν θέλει με τίποτα να τους ανησυχήσει.
Αν χρειαστεί, το πολύ πολύ να τους πει ότι χρειάστηκε να κάνει μια έκτακτη επέμβαση
για αφαίρεση πέτρας από το νεφρό του.
Κάποια στιγμή επιτέλους τον πήρε ο ύπνος. Και ονειρεύτηκε την Κωνσταντίνα να
κάθεται στο γραφείο της δουλειάς της φορώντας την άσπρη ποδιά της με το
ταμπελάκι που έγραφε το όνομά της, να του χαμογελάει και να του λέει: «μοιάζεις
με τον Ηρακλή». «Εγώ είμαι, και μη φοβάσαι τίποτα» της απάντησε.
Το ξυπνητήρι διέκοψε τη συνομιλία τους. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και άρχισε να
ετοιμάζεται, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και ξυπνήσει τον Τομ. Αυτός όμως
ξύπνησε από την αγωνία του.
-Τομ, κοιμήσου καλέ μου. Δεν χρειάζεται εσύ να είσαι από σήμερα στο νοσοκομείο.
Κάποιες τυπικές προεγχειρητικές εξετάσεις θα μου κάνουν. Έλα αύριο το πρωί.
-Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνο ούτε στιγμή! είπε, και σηκώθηκε και
αυτός από το κρεβάτι.
Μια ώρα αργότερα επιβιβάζονταν στο ταξί και πήραν το δρόμο για το νοσοκομείο. Ο
ταξιτζής είχε βάλει το ραδιόφωνο που εκείνη τη στιγμή έλεγε ειδήσεις: «…. Χθες
βράδυ κυρίες και κύριοι στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο στάδιο έδωσαν συναυλία οι
διάσημοι τραγουδιστές Ράμπο. Το κοινό τους αποθέωσε. Τα μισά από τα έσοδα της
συναυλίας θα πάνε στο «χαμόγελο του παιδιού». Άλλωστε είναι πάγια τακτική των
Ράμπο: τα μισά από τα κέρδη των συναυλιών τους να δωρίζονται σε ιδρύματα που
φιλοξενούν παιδιά. Και τώρα οι αθλητικές μας ειδήσεις….»
Σ ε λ ί δ α | 355
-Μπράβο τους! είπε ο ταξιτζής. Να είναι καλά τα παιδιά. Είχε πάει η κόρη μου με τις
φίλες της και τους άκουσε. Γύρισε κατενθουσιασμένη. Λίγοι το κάνουν αυτό.
Συνήθως όσοι έχουν πολλά λεφτά έχουν και καβούρια στην τσέπη τους. Αυτοί
όμως…! Μωρέ και πάλι μπράβο στα παλικάρια! Εσείς; είχατε πάει;
-Ε, ναι. Ήμασταν και εμείς εκεί, απάντησε χαμογελώντας ο Έρικ, κλείνοντας πονηρά
το μάτι στον Τομ. Και συνέχισε:
- Είχε όντως πολύ κόσμ……
….Κορναρίσματα, φρεναρίσματα, οσμή από καμένα λάστιχα, εκκωφαντικός
μεταλλικός κρότος, φωνές πόνου και τρόμου, αίματα, λαμαρίνες και σίδερα ανάκατα
με ανθρώπινες σάρκες, ήρθαν ξαφνικά μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να συνθέσουν το
σκηνικό μιας τραγωδίας. Ένα φορτηγό ήταν που παραβίασε το κόκκινο του φωτεινού
σηματοδότη και εμβόλισε από τα δεξιά το ταξί, σέρνοντάς το για πολλά μέτρα στην
άσφαλτο, μέχρι που σταμάτησε.
-Παιδιά, είστε καλά; Ρώτησε κάποια στιγμή βογκώντας ο ταξιτζής. Ήταν χτυπημένος
μάλλον στο δεξί του πόδι και στο πρόσωπο, αλλά διατηρούσε τις αισθήσεις του.
Ο Τομ που καθόταν στο αριστερό κάθισμα, πίσω από τον οδηγό, μπόρεσε να
απαντήσει:
-Εγώ δεν μπορώ να κουνηθώ, πονάω πολύ στον αυχένα και στο δεξί μου χέρι. Με
έχεις λιώσει Έρικ…
Μη παίρνοντας απάντηση ο Τομ συνέχισε:
-Έρικ με ακούς; Πώς είσαι καλέ μου;
Ένας πνιχτός στεναγμός σαν βρόγχος ακούστηκε από την πλευρά του Έρικ. Ο Τομ με
μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να στρέψει το κεφάλι του προς τον Έρικ και πάγωσε
ολόκληρος από το σοκ. Ο Έρικ αγκομαχούσε πνιγμένος στα αίματα με την πόρτα στα
δεξιά του να έχει στραβώσει και οι λαμαρίνες της να έχουν μπει στα πλευρά του.
-Έρικ, Έρικ με ακούς; Μείνε κοντά μου ζωή μου, σε παρακαλώ.
Ο Έρικ άνοιξε με δυσκολία τα μάτια τον κοίταξε και προσπάθησε να ψιθυρίσει κάτι.
Ο Τομ για να ακούσει, πλησίασε το αυτί του όσο πιο κοντά στον Έρικ μπορούσε.
-Τομ, … σε πα…ρακα…λώ και τα δύ..ο μου νεφ…ρά στην αδ…ερφή μου… και τα δ..υο
μου μάτ…ια στον πα…τέρα…μου. Αϊ λαβ γιου… αμ σοου..σορυ..., είπε και ξανάκλεισε
τα μάτια, βαριανασαίνοντας.
- Όχι Θεέ μου, όχι! Έρικ, Έρικ σου μιλάω, μη φύγεις, μη με αφήνεις, σε παρακαλώ
αγόρι μου, σπάραξε ο Τομ.
Μέσα σε λίγα λεπτά έφτασαν ασθενοφόρα, αστυνομία και πυροσβεστική.
Μετά από λίγη σχετικά προσπάθεια κατάφεραν να ανοίξουν τις αριστερές πόρτες του
ταξί και να απεγκλωβίσουν τον ταξιτζή και τον Τομ. Ο Τομ αρνήθηκε να ξαπλώσει στο
φορείο και να μπει στο ασθενοφόρο παρόλο που πονούσε αφόρητα.
-Όχι εμένα. Τον Έρικ απεγκλωβίστε. Σας παρακαλώ! Κάντε γρήγορα. Είναι πολύ
άσχημα.
-Μην ανησυχείτε κύριε! Θα τον αναλάβουμε εμείς. Τι σας είναι;
-Είναι ξάδερφός μου κατάφερε να πει. «Τα πάντα μου είναι» ήθελε όμως να φωνάξει.
Σ ε λ ί δ α | 356
-Ωραία θα τον φέρουμε στο ίδιο νοσοκομείο που θα πάμε και σας. Στο Λαϊκό. Είναι
πολύ κοντά. Θα τον περιμένετε εκεί. Έχετε και σεις ανάγκη νοσηλείας.
-Δεν έχω ανάγκη εγώ! Θα περιμένω μέχρι να τον απεγκλωβίσετε. Πρέπει να είμαι
κοντά του. Πρέπει να νιώθει ότι είμαι κοντά του. Έρικ, αχ Έρικ…
-Χριστέ μου, είναι οι Ράμπο! ψιθύρισε ένας νεαρός αστυνομικός στον συνάδελφό
του, καθώς προσπαθούσαν με τους πυροσβέστες να απεγκλωβίσουν τον Έρικ. Είχα
υπηρεσία χθες στο Καλλιμάρμαρο, και τους είδα. Είμαι σίγουρος ότι είναι αυτοί. Τον
είπε «΄Ερικ»… Ωχ, νάτα τώρα, πλακώσαν και τα κανάλια.
Πράγματι είχε φτάσει ήδη το πρώτο τηλεοπτικό συνεργείο. Ο κάμεραμαν είχε
πλησιάσει στο ταξί και βιντεοσκοπούσε όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσε.
Ο Τομ στάθηκε μπροστά στον Έρικ με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα για να τον
προστατεύσει.
Ότι και αν έκανε όμως, ήδη το συμβάν άρχισε να διαδίδεται με ταχύτητα αστραπής.
-Οι Ράμπο ενεπλάκησαν σε ατύχημα…
-Οι Ράμπο έχουν τραυματιστεί…
-Δυστυχώς δεν έχουν καταφέρει ακόμα να απεγκλωβίσουν τον Έρικ, που φαίνεται να
είναι σοβαρά τραυματισμένος…
Ο Τομ τότε σκέφτηκε απελπισμένος το Τζίμη και τη Χάριετ. Πρέπει να προλάβει να
τους το πει ο ίδιος, με τρόπο, πριν το μάθουν από την τηλεόραση.
Απομακρύνθηκε λίγο από τη θέση του, έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και
κάλεσε το Τζίμη:
-Αλό θείε!
-Έλα Τομ! Πώς το ’παθες και ξύπνησες τόσο νωρίς μετά από τα χθεσινά μεγαλεία σας.
Συγχαρητήρια παιδί μου. Όλα τα κανάλια σας έδειξαν!
-Θείε άκουσέ με λίγο. Πηγαίναμε σε μια δουλειά με τον Έρικ, με ταξί. Κάτι πήγε
στραβά όμως, και πριν από λίγο τρακάραμε.
-Είσαστε καλά, παιδί μου;
-Εγώ καλά είμαι. Έχω χτυπήσει μόνο στον αυχένα και στο δεξί μου χέρι. Ο Έρικ έχει
χτυπήσει περισσότερο. Θα ξέρουμε πως είναι όταν τον πάμε στο νοσοκομείο.
-Μπορώ να του μιλήσω;
-Επειδή προσπαθούμε να τον απεγκλωβίσουμε, άστο για λίγο αργότερα θείε…
Ο Τομ έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην ξεσπάσει σε λυγμούς.
-Πες μου μόνο αν ζει…, την αλήθεια θέλω αγόρι μου.
-Ζει, θείε αλλά νομίζω ότι δεν είναι σε θέση να μιλήσει.
-Καλά παιδί μου. Μήπως ξέρεις σε ποιο νοσοκομείο θα σας πάνε.
-Στο Λαϊκό.
-Θα είμαστε και εμείς εκεί το συντομότερο δυνατό.
-Εντάξει θείε. Θα σας περιμένω εκεί.
Δεν πρόλαβε να κλείσει το ακουστικό και μια δημοσιογράφος τον πλησίασε και τον
ρώτησε;
-Πως είστε κύριε Τομ; Δεν νομίζω να κάνω λάθος! Σίγουρα είστε ο Τομ Ράμπο.
Σ ε λ ί δ α | 357
Ο Τομ παρόλο που ήταν συνηθισμένος να πέφτουν οι κάμερες επάνω του και να τον
κατακλύζουν οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων, ένιωσε πολύ άβολα. Πάντα φρόντιζε
να απαντάει ευγενικά και χωρίς να δείχνει την παραμικρή ενόχληση. Σήμερα όμως τα
πράγματα είναι διαφορετικά. Η ζωή του έχει ανατραπεί. Τρέμει για τον Έρικ. Όλη του
η έγνοια είναι αυτός. Πόσο θα ήθελε να μην απαντήσει. Και πάλι όμως υπερίσχυσε η
έμφυτη ευγένειά του.
-Είμαι ο Τομ, και αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος της σύγκρουσης θα έλεγα ότι είμαι
αρκετά καλά. Εν αντιθέσει με τον Έρικ που φαίνεται να έχει χτυπήσει πιο σοβαρά.
-Πώς έγινε το ατύχημα; μπορείτε να μας το περιγράψετε;
-Επειδή έγινε σε χρόνο μηδέν δεν πρόλαβα να συνειδητοποιήσω το πώς και το γιατί.
Θα σας παρακαλούσα να τα πούμε λίγο αργότερα όταν θα είναι και ο Έρικ σε θέση
να μιλήσει. Προτείνω τώρα να σεβαστούμε την κατάστασή του όλοι και να του
δώσουμε το χρόνο που χρειάζεται για να συνέλθει.
Η δημοσιογράφος κάτι πήγε να ρωτήσει ακόμα αλλά ο Τομ αποφασιστικά έκανε
μεταβολή και γύρισε πάλι κοντά στον Έρικ. Ακόμα προσπαθούσαν να κόψουν τις
λαμαρίνες, για να απεγκλωβιστεί. Δεν έδειχνε να πονά και γενικά δεν έδειχνε κάποια
αντίδραση. Μόνο ανάσαινε βαριά. Από την αριστερή πλευρά στη θέση που πριν
καθόταν ο Τομ είχε μπει κάποιος από το ασθενοφόρο ντυμένος στα άσπρα, μάλλον
γιατρός ή νοσηλευτής θα ήταν, του είχε φορέσει μια μάσκα οξυγόνου, του είχε
περάσει ορό στο αριστερό του χέρι και προσπαθούσε να του μιλάει για να τον
κρατάει στη ζωή.
Επιτέλους, κάποια στιγμή κατάφεραν να κόψουν τις λαμαρίνες να ανοίξουν την
πόρτα και να τον απεγκλωβίσουν. Ο τραυματιοφορέας έφερε το φορείο δίπλα στο
τρακαρισμένο ταξί, τον σήκωσαν προσεκτικά, τον εναπόθεσαν στο φορείο και από
κει τον έβαλαν στο ασθενοφόρο. Μαζί του επιβιβάστηκε και ο γιατρός για να τον
παρακολουθεί, και ο Τομ για να είναι κοντά του.
Ο οδηγός έβαλε εμπρός και ξεκίνησε για το νοσοκομείο με τις σειρήνες να
αναβοσβήνουν και να ουρλιάζουν. Μπροστά προπορευόταν επίσης με ιλιγγιώδη
ταχύτητα το περιπολικό της αστυνομίας για να ανοίγει δρόμο.
-Γιατρέ τι βλέπετε; πώς είναι;
-Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα ακόμα πριν γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις ώστε
να δούμε αν έχουν πληγεί ζωτικά όργανα.
Ο Τομ άκουγε και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την αγωνία. Ήθελε να
φωνάξει: «Ξύπνα Έρικ, δώσε μου ένα σημάδι ζωής καλέ μου. Μη με εγκαταλείψεις
και εσύ. Δε θα έχω ζωή μετά.»
Με πολύ κόπο κατάφερε να συγκρατηθεί για να μην τον τρομάξει. Του χάιδεψε
απαλά το χέρι που είχε τον ορό και του ψιθύρισε:
-Θα δεις που όλα θα είναι εντάξει, καλέ μου. Θα γίνεις καλά και θα
ξανατραγουδήσουμε ξανά μαζί το «αι λάβ γιου».
Η φωνή του έσπασε και καινούργιο κύμα από δάκρυα πλημμύρισε τα μάτια του.
Σ ε λ ί δ α | 358
Μόλις έφτασαν στο νοσοκομείο μία ομάδα νοσοκομειακών τον περίμεναν και τον
μετέφεραν γρήγορα μέσα στο τμήμα των επειγόντων περιστατικών.
Ο Τομ έμεινε απέξω μόνος και χαμένος να περιμένει με αγωνία να τον ενημερώσουν
για την κατάστασή του. Ο γιατρός που ήταν στο ασθενοφόρο ήρθε δίπλα του και του
είπε:
-Είστε και εσείς τραυματισμένος. Ελάτε μαζί μου. Και τον οδήγησε και αυτόν στο ίδιο
τμήμα αλλά σε άλλο χώρο. Του εξέτασαν το χέρι και τον αυχένα καθώς και κάποιους
μώλωπες που είχε στο μέτωπο και στο δεξί του μάγουλο.
Του έβγαλαν ακτινογραφία όπου βρέθηκε το χέρι του να είναι σπασμένο σε δύο
σημεία, και ο ένας σπόνδυλος του αυχένα να έχει μετακινηθεί. Για αυτό πονούσε
τόσο πολύ. Στο χέρι του έβαλαν νάρθηκα μέχρις ότου του ορίσουν μέρα για να το
χειρουργήσουν. Ο αυχένας του είπαν ότι δεν χρειάζεται κάποια επέμβαση. Του
τοποθέτησαν ένα μεγάλο κολάρο για να σταθεροποιηθεί στη θέση του ο σπόνδυλος
και για να μην πονάει τόσο πολύ. Επίσης του περιποιήθηκαν τους μώλωπες. Και του
είπαν ότι πρέπει να ξεκουραστεί και να προσέχει ώστε αν του παρουσιαστεί κάποια
ζάλη να ξανάρθει στο νοσοκομείο.
-Μα δεν πρόκειται να φύγω, τους απάντησε. Θα μείνω εδώ κοντά στον Έρικ.
-Δεν μπορείτε να του προσφέρετε κάτι. Αυτή τη στιγμή έχει μεταφερθεί στην εντατική
μονάδα και είναι διασωληνωμένος και σε καταστολή.
-Θα μείνω οπωσδήποτε μέχρι νάρθουν οι γονείς του.
-Ωραία, μην στέκεστε όρθιος γιατί μπορεί να ζαλιστείτε. Καθίστε σε μία καρέκλα έξω
στην αναμονή και αν νιώσετε το οτιδήποτε, μας ειδοποιείτε.
-Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πολύ.
Ακολουθώντας τη συμβουλή του γιατρού και σχεδόν παραπατώντας κατευθύνθηκε
προς τις μπλε καρέκλες του διαδρόμου. Ένας κύριος που καθόταν σε μία από τις
καρέκλες ακουμπούσε τα χέρια του στο μπαστούνι του. Προφανώς είχε κάποιο
πρόβλημα με τα μάτια του. Ο Τομ δεν πρόσεξε καν ότι το μπαστούνι εξείχε λίγο από
τα πόδια του κατόχου του, και σκόνταψε επάνω του. Ευτυχώς ξαναβρήκε γρήγορα
την ισορροπία του και κάθισε ακριβώς στη διπλανή καρέκλα.
-Προσέξτε λίγο σας παρακαλώ, είπε ο κύριος που είχε ταραχτεί από το τράνταγμα του
μπαστουνιού του.
-Οο, με συγχωρείτε πολύ, δεν το ήθελα, απάντησε ο Τομ νιώθοντας άσχημα για το
συμβάν. Σας χτύπησα πολύ;
-Όχι, εντάξει είμαι τώρα.
Η ώρα δεν περνούσε. Περίεργο το πόσο σχετικός είναι ο χρόνος με την ψυχική
διάθεση του καθενός. Το ρολόι, χωρίς να υπολογίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα,
ακολουθεί σαν πιστός υπηρέτης, το χρόνο, που με σταθερή ταχύτητα πορεύεται
αμείλικτος στο σύμπαν. Λες όμως, και κάποιο μαγικό τρυκ συντελείται και ο πόνος ή
η αγωνία στο μυαλό του ανθρώπου επιβραδύνει στα μέγιστα την κίνησή του ενώ η
χαρά και η ευτυχία την επιταχύνει. Έτσι ο πόνος γίνεται ακόμα πιο βασανιστικά αργός
ενώ η χαρά ακόμα πιο ανεπιθύμητα ταχύτερη. Ο Τομ έκλεισε τα μάτια και
Σ ε λ ί δ α | 359
Η γιατρός ήδη είχε σηκώσει το τηλέφωνο του αρμόδιου τμήματος για να αναφέρει το
θέμα. Είπε επίσης ότι σε λίγο θα τους ενημερώσει και για οτιδήποτε σχετικό
προκύψει.
Μα τι άλλο θα μπορούσε από μέρους τους να προκύψει; Έτσι και αλλιώς για να
συνέλθει τελείως ο Έρικ ώστε να είναι έτοιμος για τη δωρεά θα περάσει προφανώς
πολύς καιρός. Και ίσως μέχρι τότε να δει διαφορετικά τα πράγματα και να αλλάξει
γνώμη.
-Από αυτά που μου είπες Τομ, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο ξάδερφός σου
«ήταν» (έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη λέξη η γιατρός) συνειδητοποιημένα υπέρ της
δωρεάς οργάνων. Φαντάσου ότι είχε ξεπεράσει το επίπεδο της δωρεάς από
πτωματικό δότη και είχε φτάσει στο επίπεδο δικής του προσφοράς ενώ «βρισκόταν
εν ζωή».
-Μα ο Έρικ είναι πάντα άνθρωπος της προσφοράς. Άλλωστε πάντα έχει μαζί του την
κάρτα δωρεάς οργάνων. Αλλά αυτό που ήταν έτοιμος να πράξει ξεπερνούσε τα όρια
της προσφοράς και έφτανε στα όρια της αυτοθυσίας.
-Δηλαδή μου λες ότι διαφωνούσες με το να δωρίσει το νεφρό του όσο ήταν εν ζωή,
αλλά θα συμφωνούσες να γίνει χρήση της κάρτας του αν του συνέβαινε το
αναπόφευκτο;
Ακούγοντας τη λέξη «αναπόφευκτο» ο Τζίμης που τόση ώρα άκουγε μπερδεμένος τη
στιχομυθία μεταξύ του Τομ και της γιατρού, κατάλαβε με πόνο ότι ο Έρικ μάλλον είχε
φύγει από κοντά τους. «Μα τι ηλίθιος που είμαι. Τόση ώρα η γυναίκα προσπαθεί με
τρόπο να μας πείσει να δωρίσουμε τα όργανά του και εμείς δεν θέλουμε να το
καταλάβουμε»
-Ο Έρικ έφυγε γιατρέ, έτσι; Και εμείς καλούμαστε τώρα να δώσουμε τη συγκατάθεσή
μας για τη διάθεση των οργάνων του.
-Λυπάμαι πολύ. Ο εγκεφαλικός θάνατος επήλθε αμέσως μετά την εισαγωγή του στην
εντατική παρά τις προσπάθειες των συναδέλφων να τον κρατήσουν στη ζωή...
-Όχι θεέ μου, όχι, σπάραξε η Χάριετ. Έρικ, πονεμένο μου αγόρι, δεν θα σε ξαναδώ…
Ο Τομ ξέσπασε ξανά σε λυγμούς. Ο Έρικ έσβησε, και μαζί του έσβησε ο κόσμος όλος.
Τίποτε δεν έχει πια σημασία στη ζωή του. Το μόνο που έρχεται επιτακτικά στο μυαλό
του είναι να σεβαστεί κάθε επιθυμία του Έρικ που μπορεί να πραγματοποιηθεί.
-Θείε, κατάφερε να πει κλαίγοντας, πρέπει να σεβαστούμε την τελευταία του
επιθυμία. Ξεπέρασε τον εαυτό του μέσα στο ταξί μετά το δυστύχημα για να μου την
εκφράσει. Όμως το είπε καθαρά: «και τα δυο νεφρά στην αδερφή μου και τα δυο
μάτια στον πατέρα μου»
-Δεν καταλαβαίνω, είπε η γιατρός. Έχει αδερφή; Και εσείς τι πρόβλημα έχετε με τα
μάτια σας;
-Δώστε μας λίγο χρόνο γιατρέ, είπε ο Τζίμης. Θα σας ενημερώσουμε σύντομα για την
απόφασή μας. Πριν σας πούμε το οτιδήποτε πρέπει πρώτα να λάβουμε υπόψη μας
τη γνώμη κάποιου προσώπου που μπορεί να μας καθοδηγήσει για το τι πρέπει να
Σ ε λ ί δ α | 362
9. ΔΩΡΑ ΖΩΗΣ
απογοήτευση. Πάλι στους ρυθμούς της αιμοκάθαρσης, πάλι μέρα παρά μέρα η ίδια
κουραστική διαδικασία…
Ο δρόμος της φαινόταν ατέλειωτος. Λες και η απόσταση είχε μεγαλώσει. Και όταν
επιτέλους έφτασαν στην πόρτα του νοσοκομείου η καρδιά της πήγε να σπάσει από
την αγωνία και την προσμονή.
Ο Θάνος κανόνισε τα χαρτιά εισαγωγής της. Η μητέρα της την συνόδευε στα τμήματα
που έπρεπε να μεταβεί για να προβεί στις απαραίτητες εξετάσεις. Ο Μανώλης είχε
μείνει στο διάδρομο απέναντι από τα επείγοντα και είχε καθίσει σε μια καρέκλα. Τους
είπε να μην νοιάζονται για αυτόν. Θα ακούει τι γίνεται γύρω του και θα του περνάει
η ώρα. Ο Θάνος του είχε δώσει και ένα ραδιοφωνάκι με ακουστικά για να ακούει
ειδήσεις ή ότι άλλο θα ήθελε.
Και πράγματι ο Μανώλης δεν έπληξε καθόλου. Όλη την ώρα όλο και κάποιος θα ήταν
δίπλα του και θα έπιαναν κουβέντα.
Η αλήθεια είναι ότι αν δεν ήταν το πρόβλημα της Κωνσταντίνας να τον ανησυχεί, θα
έλεγε ότι το χάρηκε κιόλας. Τα τελευταία πέντε χρόνια βυθισμένος στο σκοτάδι του,
αρνιόταν να βγει από το σπίτι. Το πολύ μέχρι τη βεράντα και άντε να κατέβαινε στον
όροφο που έμενε ο αδερφός του.
Ένας κύριος που είχε φέρει τον πατέρα του για κάποιες εξετάσεις ήρθε κάποια στιγμή
και κάθισε δίπλα του. Ο Μανώλης εκείνη τη στιγμή είχε ανοίξει το ραδιοφωνάκι του
και άκουγε διάφορα νέα. Έβγαλε από την τσέπη του τα ακουστικά και προσπάθησε
να τα ξεμπερδέψει για να κουμπώσει το φισάκι τους στην σχετική υποδοχή του
ραδιοφώνου. Τον σταμάτησε η φωνή του κυρίου που πολύ ευγενικά του ζήτησε, αν
θέλει βεβαίως, να τον αφήσει να ακούσει λεπτομέρειες για την είδηση που μόλις
άκουσε.
-Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Μανώλης και τέντωσε και αυτός τα αυτιά του για να
ακούσει τι ήταν αυτή η ενδιαφέρουσα είδηση που προκάλεσε την προσοχή του
συγκαθήμενού του.
«-….και κάνουν τώρα τεράστιες προσπάθειες να απεγκλωβίσουν τον Έρικ, ο οποίος
δείχνει να είναι άσχημα χτυπημένος. Ο Τομ συντετριμμένος κάνει προσπάθειες να
τον προστατεύσει από τα φώτα της κάμερας. Και τώρα πάμε να δούμε την υπόλοιπη
επικαιρότητα. Θα επανερχόμαστε για κάθε νεότερο που θα έχουμε για το τροχαίο
των Ράμπο.»
-Εντάξει κύριε, σας ευχαριστώ. Άκουσα αυτό που ήθελα. Αν θέλετε μπορείτε να
βάλετε τα ακουστικά σας.
-Μπα, παιδί μου, δεν με ενδιαφέρει κάτι ιδιαίτερα, να ακούσω. Πού να έγινε άραγε
αυτό το τροχαίο; Και ποιοι είναι αυτοί οι Ράμπο; Σαν να το έχω ξανακούσει αυτό το
όνομα.
-Είναι διάσημοι τραγουδιστές και κιθαρίστες. Χθες το βράδυ είχαν συναυλία στο
Καλλιμάρμαρο. Είναι δημοφιλέστατοι τόσο για τη μουσική τους όσο και για τη
φιλανθρωπική τους δράση. Τα μισά από τα κέρδη της βραδιάς θα τα δωρίσουν στο
«χαμόγελο του παιδιού».
Σ ε λ ί δ α | 365
-Α, τους καημένους, είπε ο Μανώλης και αισθάνθηκε λίγο άσχημα που αυτός δεν
τους είχε ακούσει ποτέ. Σκέτη μάστιγα τα τροχαία, συνέχισε.
-Εμένα θα μου πείτε; Πριν έξι μήνες ο πατέρας μου τράκαρε με το μηχανάκι του και
έσπασε το πόδι του. Ακόμα τραβιόμαστε. Κάποια μόλυνση έπαθε στο σημείο της
τομής του και τον έφερα. Είναι πόση ώρα μέσα.
-Υπομονή παιδί μου. Και εγώ από τροχαίο έχασα το φως μου.
-Οο, λυπάμαι πολύ.
Τη συνομιλία τους τη διέκοψε η νοσοκόμα που άνοιξε την πόρτα και κάλεσε μέσα τον
κύριο. Αυτός χαιρέτισε ευγενικά το Μανώλη και την ακολούθησε.
Ο Μανώλης έμεινε για λίγο μόνος. Το μυαλό του έτρεξε στην είδηση που άκουσε
προηγουμένως. Μη έχοντας κάτι άλλο να σκεφτεί, προσπάθησε να θυμηθεί πού είχε
ξανακούσει πάλι το όνομα Ράμπο. «Σάμπως γερνάω μου φαίνεται και άρχισα να
ξεχνάω.» Ξαναέστιψε το μυαλό του με πείσμα μπας και θυμηθεί, αλλά τίποτα. Μετά
από λίγο ήρθε η Φανή για να του φέρει μια τυρόπιτα και ένα νερό. Του είπε ότι
περιμένουν τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων που έκανε η Κωνσταντίνα και μετά
θα την οδηγήσουν στο δωμάτιο νοσηλείας της. Αν όλα πάνε καλά, αύριο το πρωί θα
χειρουργηθεί.
-Θα γυρίσω να σε πάρω να πάμε στο δωμάτιό της. Εντάξει Μανώλη; Αν χρειαστείς
κάτι πάρε με στο κινητό. Α ναι, πέρασα και από το οφθαλμολογικό αλλά ο γιατρός
σου λείπει σήμερα. Οπότε άδικα ήρθες βρε Μανώλη.
-Δεν πειράζει. Μίλησα εδώ με πόσους ανθρώπους που έχουνε δικούς τους μέσα. Μια
χαρά είμαι. Πήγαινε στο κορίτσι εσύ.
«Αύριο θα χειρουργηθεί, άρα θα έχει βρεθεί το κατάλληλο μόσχευμα» σκέφτηκε. Και
καθώς έτρωγε την τυρόπιτά του και σκέφτηκε την Κωνσταντίνα, του ήρθε συνειρμικά
πάλι το όνομα των Ράμπο. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Να που δεν τάχω χάσει
ακόμα», αυτοθαυμάστηκε.
Θυμήθηκε ότι η Κωνσταντίνα είχε αναφέρει το όνομά τους όταν έτρωγαν μαζί, μετά
την ορκωμοσία της στην απονομή των πτυχίων. Του είχε πει χαρακτηριστικά: «Πού
ζεις βρε μπαμπά, γνωστοί ξένοι τραγουδιστές είναι, και τα γατόνια τα δικά μας
κατάφεραν να τους φέρουν στη γιορτή μας».
Μετά συνομίλησε και με άλλους συνοδούς ασθενών που έρχονταν δίπλα του. Κάποια
στιγμή ένιωσε κάποια έντονη κινητικότητα. Άκουγε το θόρυβο που κάνουν οι ρόδες
των φορείων και προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Ρώτησε την κυρία που
καθόταν δίπλα του και αυτή του είπε ότι φέρανε τους Ράμπο. Βούιξαν οι τηλεοράσεις
και τα ραδιόφωνα του είπε χαρακτηριστικά. Τράκαρε λέει το ταξί που τους μετέφερε,
με ένα φορτηγό. Ο ένας πρέπει να είναι σοβαρά.
Απέξω από το νοσοκομείο έχουν μαζευτεί ένα σωρό δημοσιογράφοι και περιμένουν
να μάθουν για την κατάστασή τους…
Ο Μανώλης είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου όταν αισθάνθηκε ένα τράνταγμα.
Κάποιος σκόνταψε επάνω στο μπαστούνι του. Ευτυχώς που δεν έγινε κάποια ζημιά
από το χτύπημα.
Σ ε λ ί δ α | 366
Βέβαια, ο απρόσεχτος κύριος του ζήτησε ευγενικά συγνώμη, αλλά φαίνεται ότι δεν
είχε όρεξη για παραπάνω συζήτηση. Λίγο αργότερα κατάλαβε το λόγο. Δύο άνθρωποι
έφτασαν εκεί και απευθύνθηκαν στον απρόσεκτο. Από τα λεγόμενά τους φάνηκε ότι
επρόκειτο για τον ανιψιό τους. Και πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο ανιψιός τους ο
Τομ, όπως τον αποκάλεσαν ήταν ο ένας από τους δύο Ράμπο. Και ανησυχούσαν όλοι
για την κατάσταση του άλλου, του Έρικ που ήταν παιδί τους. Άκουγε τον Τομ να
διηγείται στους θείους του όλα αυτά που θυμόταν από τη μοιραία σύγκρουση.
Συγκινήθηκε πολύ όταν άκουσε ότι τα τελευταία λόγια του Έρικ ήταν μάλλον για
δωρεά νεφρού; ματιών; Δεν μπόρεσε να ακούσει καθαρά πως ακριβώς τα είπε ο Τομ,
γιατί τα λόγια του μπερδεύονταν με λυγμούς. Τους καημένους τους γονείς μακάρι να
συνέλθει το παλικάρι. Θα είναι αβάσταχτο για αυτούς αν δεν τα καταφέρει. Ο
Μανώλης όση ώρα μιλούσαν, τους άκουγε και είχε την αίσθηση ότι αυτές οι φωνές
σαν να μην του ήταν εντελώς άγνωστες. Σαν κάτι να του θύμιζαν αλλά τι; Μπα σε
καλό του σήμερα! Πολύ το έχει σκαλίσει το μυαλό του. Αλλά αν ήταν γνωστοί, δεν θα
τον αναγνώριζαν αυτοί; Ή μήπως μέσα στην αγωνία τους, δε έβλεπαν τίποτα γύρω
τους. Όλη τους η προσοχή είχε εστιαστεί στο δικό τους ομολογουμένως βαρύτατο
πρόβλημα.
Μετά ήρθε μία κυρία, προφανώς θα ήταν γιατρός γιατί τη ρώτησαν πως είναι ο Έρικ.
Τους είπε να πάνε στο γραφείο της για να τους ενημερώσει με την ησυχία τους. Έτσι
ο Μανώλης δεν κατάφερε να μάθει κάτι παραπάνω για την τύχη αυτού του Έρικ,
παρόλο που αυτή ιστορία του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, όπως και σε πολύ κόσμο
άλλωστε.
Το χέρι της Φανής που ακούμπησε στον ώμο του, τον έβγαλε από τις σκέψεις του.
-Έλα Μανώλη, του είπε, πάμε στην Κωνσταντίνα. Είναι ήδη στο δωμάτιό της. Ο
Μανώλης την άφησε να τον οδηγήσει στο ασανσέρ και από κει στον τρίτο όροφο. Ο
Θάνος τους περίμενε στο διάδρομο και τους οδήγησε στο δωμάτιο της Κωνσταντίνας.
-Έλα βρε μπαμπά, θα κουράστηκες να περιμένεις. Πώς είσαι;
-Μπα, δεν κουράστηκα καθόλου. Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα. Εσύ πως
είσαι κορίτσι μου; Σου έκαναν τις εξετάσεις; Και τι θα γίνει με την επέμβαση;.
-Σιγά! ένα-ένα καλέ. Μια χαρά είμαι. Όλες οι εξετάσεις ήταν εντάξει. Πριν από λίγο
όμως μου είπαν ότι κάποιο πρόβλημα έχει προκύψει στην όλη διαδικασία και ότι
προσπαθούν να το ξεπεράσουν. Δεν μου είπαν περισσότερα. Θα με ενημερώσουν
όταν θα είναι σίγουροι. Εγώ λέω να φύγετε εσείς το βραδάκι, να πάτε σπίτι να
ξεκουραστείτε και αύριο πρωί πρωί έρχεστε ξανά. Ούτως ή άλλως, νωρίτερα από
αύριο δεν πρόκειται να χειρουργηθώ. Ούτε μπορείτε να μου προσφέρετε κάτι τώρα.
Και συ μπαμπά νομίζω ότι είναι καλύτερα να μείνεις στο σπίτι, να έχει παρέα και το
παιδί. Μην είναι μόνο του με τους θείους.
Με τα πολλά συμφώνησε ο Μανώλης. Κάθισαν μαζί αρκετές ώρες. Συζήτησαν για
διάφορα θέματα. Η Κωνσταντίνα στενοχωρήθηκε πολύ που έμαθε για το ατύχημα
των Ράμπο. Ο Μανώλης της είπε όσες λεπτομέρειες είχε ακούσει και της άφησε το
ραδιοφωνάκι για να ακούει η ίδια ειδήσεις και ότι άλλο της αρέσει. Ήταν έτοιμοι να
Σ ε λ ί δ α | 367
φύγουν όταν μπήκε ο γιατρός και τους ενημέρωσε ότι τακτοποιήθηκε η δυσκολία που
είχε παρουσιαστεί και ότι αύριο πρωί πρωί θα γινόταν η μεταμόσχευση. Η χαρά της
Κωνσταντίνας ήταν απερίγραπτη. Άρχισε ήδη να κάνει όνειρα για το πώς θα είναι η
επόμενη μέρα. Οι δικοί της τη φίλησαν, της είπαν ότι θα τα ξαναπούν αύριο πρωί
πρωί και έφυγαν για το σπίτι τους.
Δεν πρόλαβαν καλά καλά να μπουν στο σπίτι τους όταν χτύπησε το κινητό του
Μανώλη.
-Ναι; ……, μάλιστα….., πότε;…., ναι ναι…., σας ευχαριστώ πολύ…, αν χρειαστώ κάτι θα
σας καλέσω σε αυτό το τηλέφωνο από όπου με πήρατε. Και πάλι σας ευχαριστώ.
Έκλεισε το τηλέφωνο, και είπε:
-Φανή, δεν το πιστεύω! Ήταν από το ΑΧΕΠΑ. Βρέθηκε λέει συμβατό μόσχευμα και
πρέπει οπωσδήποτε να πάω αύριο όσο πιο νωρίς μπορώ να με χειρουργήσουν. Τι
ανέλπιστη τύχη είναι αυτή;
-Ω, μωρέ Μανώλη, αύριο έτυχε, που θα χειρουργηθεί και η Κωνσταντίνα. Σε ποιον θα
πρωτοείμαι κοντά;
Ο Θάνος τους καθησύχασε.
-Μην ανησυχείτε, όλα θα γίνουν. Αρκεί που είναι για καλό. Ακούστε τι θα γίνει.
Ετοιμάστε τα πράγματά σας, και θα ξεκινήσουμε νύχτα από δω. Θα σας πάω στο
πρακτορείο των Αθηνών και θα πάρετε το πρώτο λεωφορείο για Θεσσαλονίκη. Όταν
φτάσετε εκεί παίρνετε ταξί και πάτε στο ΑΧΕΠΑ οι δυο σας. Πιστεύω ότι δεν θα
χρειαστεί να μείνετε πάνω από ένα βράδυ. Άντε δύο. Εγώ εν τω μεταξύ θα είμαι κοντά
στην Κωνσταντίνα και θα σας ενημερώνω για την πορεία της. Ευτυχώς που είναι ο
θείος με τη θεία εδώ και μπορούν να προσέχουν το παιδί.
Χωρίς να χάσει καιρό η Φανή ετοίμασε το σάκο με τα απαραίτητα πράγματά τους. Ο
Θάνος πήγε να δει το μικρό Νικήτα και να μεταφέρει στους θείους του τα νεότερα.
Τους ευχαρίστησε για τη βοήθειά τους και πήγε για ύπνο γιατί έπρεπε να έχει
δυνάμεις προκειμένου να συμπαρασταθεί αύριο στην γυναίκα του. Θα είναι μια
μεγάλη μέρα για αυτήν. Η Φανή έβαλε το ξυπνητήρι και ξάπλωσε και αυτή δίπλα στο
Μανώλη. Τους περίμενε και αυτούς μια μεγάλη μέρα αύριο.
Ο δρόμος για Θεσσαλονίκη έμοιαζε για το Μανώλη ατέλειωτος. Και τι θα γίνει εκεί
που θα πάει; Θα του κάνουν πρώτα κάποιες εξετάσεις; Θα βγουν καλές; Θα τον
χειρουργήσουν αμέσως; Θα τον ναρκώσουν ή θα του κάνουν τοπική αναισθησία; Και
ύστερα; Πότε θα μάθει αν πέτυχε η επέμβαση; Και πότε θα του βγάλουν τις γάζες;
Λες να καταφέρει να δει; Τι θείο δώρο θα είναι αυτό! Μετά από πέντε ολόκληρα
χρόνια στο σκοτάδι! Θα είναι σαν να ξαναγεννιέται. Θα μου πεις θα βλέπει μόνο από
το ένα μάτι. Ε, και; Λίγο είναι αυτό; Ανυπομονεί να’ ρθει η ώρα που θα αντικρύσει
τους δικούς του ξανά. Επιτέλους θα γνωρίσει εξ όψεως πια και το μικρό Νικήτα!
Η Φανή πάλι καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Η αγωνία της είχε φτάσει στο
αποκορύφωμά της. Άραγε θα πάνε όλα καλά για την Κωνσταντίνα και το Μανώλη.
Κοίτα βρε παιδί μου. Άλλος εδώ και άλλος εκεί την ίδια μέρα; Είναι βλέπεις που μόνο
στο ΑΧΕΠΑ γίνονται μεταμοσχεύσεις στα μάτια γιατί εκεί μόνο υπάρχει τράπεζα
Σ ε λ ί δ α | 368
τέτοιου είδους μοσχευμάτων. Άμα το σκεφτεί κανείς είναι απίστευτο του τι έχει
καταφέρει η επιστήμη. Βέβαια ότι και να κατάφερε η επιστήμη σε αυτόν τον τομέα
θα ήταν δώρο άδωρο αν δεν υπήρχαν άνθρωποι να προσφέρουν αυτά τα θεία δώρα
ζωής. Η Φανή ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη και υποκλίνεται μπροστά στο μεγαλείο
αυτών των ανθρώπων που παρά το μεγάλο τους πόνο αποφασίζουν μια τέτοια
πράξη. Ίσως να έχουν την αίσθηση ότι ο άνθρωπός τους εξακολουθεί να ζει μέσα από
κάθε λήπτη. Ποτέ της δεν θα ξεχάσει ότι την υγεία των δικών της ανθρώπων θα τη
χρωστάει στο θάνατο κάποιων άλλων. Όταν το ψυχοσάββατο θα δίνει τα ονόματα
δικών της στον ιερέα να τα διαβάσει δεν θα ξεχνάει από δω και στο εξής να προσθέτει
και υπέρ αναπαύσεως των «δωρούντων ζωής», και θα εννοεί τους δότες της κόρης
της και του άντρα της, που κοίτα σύμπτωση τους συνέβη το μοιραίο την ίδια μέρα. Ή
λες να είναι από τον ίδιο δότη; Καθόλου απίθανο.
Επιτέλους το λεωφορείο έφτασε στο πρακτορείο και η Φανή βοήθησε το Μανώλη να
κατεβεί. Ύστερα επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί και πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί
χρειάστηκε να κάνουν κάποιες εξετάσεις προεγχειρητικές γιατί ο γιατρός έκρινε πως
έπρεπε η επέμβαση να γίνει με ολική αναισθησία.
Κάποια στιγμή τους πήρε τηλέφωνο ο Θάνος στο κινητό για να τους πει ότι μόλις
βγήκε μια νοσοκόμα από το χειρουργείο και του είπε ότι όλα πάνε κατ’ ευχήν και ότι
η επέμβαση θα καθυστερήσει αρκετά αλλά να μην ανησυχεί λέει γιατί θα της
μεταμοσχεύσουν και τους δύο νεφρούς του δότη.
Οι γονείς της χάρηκαν πάρα πολύ για αυτό που άκουσαν. Φαίνεται ότι είναι η τυχερή
τους μέρα σήμερα.
Όλες οι εξετάσεις ήταν εντάξει και έτσι ο Μανώλης εισήχθη χωρίς μεγάλη
καθυστέρηση στο χειρουργείο για τη μεταμόσχευση.
-Καλή επιτυχία Μανώλη μου, του ευχήθηκε η Φανή και έμεινε απέξω από το
χειρουργείο να τον περιμένει με αγωνία.
Ο Μανώλης αφέθηκε στα χέρια των γιατρών και των νοσηλευτών, οι οποίοι ήταν
πολύ ευγενικοί μαζί του. Επειδή ήξεραν πως δεν βλέπει, τον ενημέρωναν πριν του
κάνουν οποιαδήποτε ενέργεια: ή για να του βάλουν τον ορό, ή για να του
σταθεροποιήσουν το κεφάλι ή για να του δέσουν τα χέρια… Μια γλυκιά ζάλη ένιωσε
και λίγο πριν βυθιστεί στο βαθύ ύπνο της νάρκωσης άκουσε που είπε ο γιατρός:
-Τυχερός που του δωρίζονται και οι δύο κερατοειδείς.
Και σίγουρος ότι ο Μανώλης έχει κοιμηθεί, συνέχισε.
-Και είναι και από διάσημο πρόσωπο.
Τι είναι το πιο γρήγορο πράγμα στον κόσμο; Νομίζετε η κινηματογραφική ταινία στο
γρήγορο; Ή η δίνη; Ή η αστραπή; Ή μήπως το φως; Όχι, κάνετε λάθος! Το πιο γρήγορο
πράγμα στον κόσμο είναι η σκέψη. Τη στιγμή της βύθισης ο Μανώλης άκουσε την
τελευταία φράση του γιατρού. Και μέσα σε εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου
πέρασε από το μυαλό του αυτή η απίθανη τρελή σκέψη συνοδευμένη από τόσες
συμπτώσεις, τόσους συνειρμούς και συμπεράσματα που δεν χωρούσαν καμία
αμφιβολία ότι είναι πέρα για πέρα αληθινή. Αλήθεια, τι νομίζετε ότι μπορεί να
Σ ε λ ί δ α | 369
χωρέσει μία σκέψη μέσα σε ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου; Σας απαντώ;
Ολόκληρη τη ζωή του Μανώλη. Ήθελε εκείνη την ώρα να τους πει, να τους φωνάξει
να του επιβεβαιώσουν αυτό για το οποίο είναι πια απόλυτα σίγουρος, αλλά δεν
μπορούσε να αντιδράσει καθώς το αναισθητικό είχε κάνει τη δουλειά του. Και η
σκέψη του τον συνταράσει, τον συγκλονίζει. Με τη σκέψη ακούει τώρα πεντακάθαρα
αυτό που εξιστορούσε ανάμεσα στους λυγμούς του ο Τομ: «και τα δυο νεφρά στην
αδερφή μου και τα δυο μάτια στον πατέρα μου». Επίσης, με τη σκέψη του
αναγνωρίζει τις δυο φωνές που δεν του ήταν άγνωστες: ήταν του Τζίμη Ρώμα και της
Χάριετ, που σπάραζαν για το παιδί τους: τον Έρικ. Ποιο παιδί τους; Ποιον Έρικ; Για το
δικό του παιδί σπάραζαν. Για τον Ηρακλή του. Και όταν ξυπνήσει; Πού θα χωρέσει
εκείνο το σποράκι της αμφιβολίας που τώρα έχει γιγαντωθεί και θεριέψει μέσα του;
Και πως θα αντέξει τις τύψεις του που ανελέητα θα τον κυνηγούν κάθε στιγμή της
ζωής του. Και πού θα βρει τόπο να σταθεί μπας και μπορέσει και βρει μια σταλιά
ανακούφισης; Πουθενά…
Όταν άρχισε να συνέρχεται από τη νάρκωση, δεν ξέρει πόσες ώρες μετά, τίποτα δεν
είχε αλλάξει γύρω του. Εξαιτίας των επιδέσμων που κάλυπταν τα μάτια του, όλα
εξακολουθούσαν να είναι βυθισμένα στο μαύρο σκοτάδι.
-Κύριε Μανώλη, με ακούτε; ακούστηκε η γλυκιά φωνή της νοσοκόμας.
-Ναι, είπε με μισοναρκωμένη φωνή.
-Ωραία, να ξέρετε ότι όλα πήγαν μια χαρά, και όταν θα φτάσει η ώρα που θα σας
βγάλει ο γιατρός τους επιδέσμους, θα βλέπετε μια χαρά και από τα δυο σας μάτια.
Τα λόγια της λες και έρχονταν από πολύ μακριά και μόλις που αντιλαμβανόταν τη
σημασία τους. Πίεσε τον εαυτό του να ξυπνήσει εντελώς και να χαρεί, αφού όλα είχαν
πάει τόσο καλά. Γιατί όμως δεν τον γέμιζε αυτή η χαρά; Τι ήταν αυτό το πέπλο που
του την επισκίαζε. Και καθώς η δράση της νάρκωσης περνούσε λεπτό το λεπτό τόσο
το μυαλό του ξεκαθάριζε. Και τότε θυμήθηκε τα πάντα. Ανήσυχος, έκανε
σπασμωδικές κινήσεις για να σηκωθεί και ταυτόχρονα παραμιλούσε:
-Ηρακλή μου, αγόρι μου γιατί εσύ και όχι εγώ; Δεν έπρεπε να γίνει έτσι, όχι, δεν
έπρεπε.
-Ηρεμήστε κύριε Μανώλη, όλα είναι εντάξει.
-Όχι δεν είναι, σας παρακαλώ αφήστε με να πεθάνω.
-Ησυχάστε καλέ. Τώρα να σας αφήσουμε να πεθάνετε; Τώρα που βρήκατε το φως
σας; Κάνετε λίγη υπομονή ακόμα.
-Η γυναίκα μου ξέρει;
-Ότι πήγε καλά η επέμβασή σας; Και βέβαια ξέρει. Την έχουμε ενημερώσει και
φαντάζομαι ότι είναι πολύ χαρούμενη για αυτό.
-Πρέπει να της μιλήσω τώρα. Πρέπει να μάθει και αυτή.
-Θα της μιλήσετε. Τώρα θα σας μεταφέρουμε στο δωμάτιό σας και θα της πείτε ό,τι
θέλετε.
Ο θόρυβος που έκαναν σε λίγο οι ρόδες του φορείου τον έκαναν να καταλάβει ότι
τον μετακινούσαν. Μία πόρτα άνοιγε, ύστερα από λίγο έκλεινε, μάλλον του ασανσέρ
Σ ε λ ί δ α | 370
θα ήταν, γιατί ένιωσε την ανοδική κίνησή του. Ύστερα πάλι ακούστηκε η πόρτα να
ανοίγει, και να πάλι ο ρυθμικός ήχος από τα ροδάκια του φορείου.
-Φτάσαμε στο κρεβάτι σας! Ελάτε σηκωθείτε καθιστός και αφήστε με να σας
καθοδηγήσω εγώ σε αυτό.
-Αφήστε τον σε μένα, άκουσε τη γνώριμη αγαπημένη φωνή της Φανής. Αφέθηκε στα
ακούραστα χέρια της, που τον βοήθησαν να ξαπλώσει στο κρεβάτι του.
-Πώς αισθάνεσαι Μανώλη μου; Μου είπαν ότι όλα πήγαν καλύτερα από ό,τι
περίμεναν και ότι θα ξαναδείς και από τα δυο σου μάτια!
-Δεν έπρεπε να γίνει έτσι Φανή. Δεν θα το αντέξω.
-Μου φαίνεσαι αναστατωμένος. Θα είναι από τη νάρκωση φαίνεται. Εννοείς ότι δεν
θα αντέξεις μέχρι να σου βγάλουν τους επιδέσμους; Εδώ περίμενες πέντε ολόκληρα
χρόνια.
-Όχι, όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις. Δεν ξέρεις τίποτα ακόμα. Όταν μάθεις θα
καταλάβεις γιατί έχω σοκαριστεί έτσι. Αχ, Φανή μου, δεν βρίσκω τα κατάλληλα λόγια
να σου περιγράψω τι έχει συμβεί.
-Πες μου επιτέλους τι σου συμβαίνει παιδί μου, με όσο πιο απλά λόγια μπορείς, και
ας μην είναι τα κατάλληλα.
-Αχ, θεέ μου, τι να σου πω δηλαδή, ότι εντελώς τυχαία έμαθα ποιος είναι ο δότης;
-Έλα στα συγκαλά σου χριστιανέ μου. Αποκλείεται να στο είπε κάποιος.
Απαγορεύεται ρητά από το νόμο. Μήπως το ονειρεύτηκες;
-Μακάρι να το είχα ονειρευτεί.
-Πες μου χρυσόστομε και με έσκασες.
-Πρώτα πρώτα πες μου αν είναι άλλοι γύρω μας.
-Κανείς δεν είναι. Είναι τετράκλινο το δωμάτιο αλλά τα υπόλοιπα κρεββάτια είναι
άδεια.
Ο Μανώλης άρχισε να διηγείται όλα αυτά που έζησε και όλα αυτά που άκουσε και
όλα αυτά που κατάλαβε. Η Φανή τον άκουγε εμβρόντητη και αμίλητη. Τα πέντε
τελευταία χρόνια είχε αντιληφθεί, αλίμονο, το μέγεθος της δικής της ευθύνης
απέναντι στο θέμα του Ηρακλή. Αυτά τα χρόνια είναι που την ανάγκασαν, επειδή
βρέθηκε έξω από την ομπρέλα προστασίας του Μανώλη, να αντιμετωπίσει μόνη της
τόσες δυσκολίες που τους έτυχαν. Αλλά και τη δίδαξαν πολύ αργά ότι στη ζωή κάποια
πράγματα είναι υποχρέωσή μας να τα δεχόμαστε και να τα σεβόμαστε. Και να
στεκόμαστε ψηλά και πάνω από καθωσπρεπισμούς, φαίνεσθαι και υποκρισίες. Ο
καθένας μας γεννιέται μοναδικός, με αυτά που η φύση του έχει ορίσει. Και εμείς δεν
είμαστε δυνατότεροι από τη φύση για να τα αλλάξουμε. Μπορούμε όμως να
καλλιεργήσουμε ό,τι θετικό κουβαλάμε για να είμαστε πάνω από όλα άνθρωποι. Και
οι γονείς είναι αυτοί που πρώτοι θα διακρίνουν τα θετικά ενός παιδιού και θα το
βοηθήσουν να τα προβάλλει. Και ο Μανώλης με συνεργό τη Φανή τι έκαναν;
Προδίκασαν μία «αρνητική», κατά την αυθαίρετη άποψή τους, πλευρά του παιδιού
τους. Και άκουσον άκουσον, εξαιτίας αυτής της πλευράς, που σημειωτέον δεν είναι
και σίγουροι για την ταυτότητά της, πέταξαν στην κυριολεξία το παιδί τους έξω από
Σ ε λ ί δ α | 371
31-10-2017
Δυο χρόνια και κάτι έχουν περάσει από τότε που η Κωνσταντίνα ξαναγεννήθηκε. Έτσι
λέει σε όλους ότι νιώθει. Αυτή και ο Νικήτας είναι οι μόνοι από την οικογένεια που
έχουν άγνοια της ταυτότητας του δότη. Οι γονείς της κατάφεραν να την
προστατέψουν από αυτό. Και ο Θάνος επίσης αγνοούσε την αλήθεια. Την έμαθε
μόλις χθες, όταν χρειάστηκε να μεταφέρει τον πεθερό του σε μια δουλειά.
Συγκεκριμένα σε ένα τηλεοπτικό σταθμό. Εκεί άκουσε εμβρόντητος την αλήθεια. Ότι
δότης του πεθερού του ήταν λέει ο γιός του! Και όταν τον γύρισε σπίτι έμαθε καθ’
οδόν και όλες τις άλλες λεπτομέρειες. Δεν τόλμησε όμως να πει τίποτε στην
Κωνσταντίνα. Του ήταν πολύ δύσκολο. Το κακό είναι ότι ο πεθερός του θέλει να
παραστεί και σήμερα το απόγευμα στο σταθμό. Ευτυχώς που η Κωνσταντίνα θα είναι
απογευματινή στη δουλειά της, οπότε δεν θα δει τηλεόραση.
Στο ίδιο σκηνικό με χθες αλλά με άλλους καλεσμένους και το Μανώλη, η Ελεάνα
ξεκίνησε την εκπομπή της.
-Το θέμα μας σήμερα φίλες και φίλοι μου είναι η ομοφυλοφιλία. Πριν όμως
περάσουμε στο σημερινό μας θέμα, θα ακούσουμε τον κύριο Μανώλη Καμπόσο. Για
όσους δεν είδαν τη χθεσινή μας εκπομπή, σας γνωρίζουμε ότι το θέμα της ήταν η
μεταμόσχευση. Ο κύριος Μανώλης λοιπόν ήταν χθες στην εκπομπή μας και μας είπε
κάτι συγκλονιστικό. Δεν μας έφτασε όμως ο χρόνος να ολοκληρώσει την ιστορία του,
για αυτό τον ευχαριστούμε που μας έκανε την τιμή και σήμερα να είναι κοντά μας.
Κύριε Μανώλη, μας είπατε λοιπόν χθες ότι είχατε χάσει μετά από κάποιο ατύχημα
την όρασή σας, και ότι την ξαναβρήκατε μετά από λήψη μοσχεύματος. Αυτό βέβαια
μπορεί να συμβεί στον οποιοδήποτε που θα μπορούσε να είναι σε παρόμοια θέση
με σας. Αυτό όμως που έκανε συγκλονιστική τη δική σας περίπτωση είναι ότι με
κάποιο τρόπο έτυχε συμπτωματικά να μάθετε ποιος ήταν ο δότης σας. Θέλετε να μας
επαναλάβετε αν θέλετε, την ταυτότητα του δότη σας, και να μας μιλήσετε για όλα
αυτά που συνέβησαν τότε;
Ο Μανώλης ξεκίνησε να αφηγείται με συντομία, απλότητα, ειλικρίνεια και
προπάντων συντριβή, όλα αυτά που διαδραματίστηκαν στη ζωή του από τότε που
απαρνήθηκε το παιδί του μέχρι που χειρουργήθηκε και ξαναβρήκε την όρασή του…
Την ίδια σχεδόν ώρα που ξεκινούσε η εκπομπή, η Κωνσταντίνα είχε αφήσει το Νικήτα
στη μητέρα της και ετοιμαζόταν να φύγει για τη δουλειά της. Είχε απογευματινή
βάρδια και σήμερα. Την ώρα που άνοιγε την πόρτα της για να φύγει χτύπησε το
τηλέφωνό της.
Ήταν μία συνάδελφός της από το νοσοκομείο όπου εργαζόταν.
Σ ε λ ί δ α | 373
-Έλα Κωνσταντίνα, ευτυχώς που σε πρόλαβα σπίτι. Κοίτα μωρέ, μου έτυχε κάτι
επείγον για αύριο και δεν θα μπορέσω να δουλέψω. Σε πειράζει να κάνω εγώ τη
τωρινή σου βάρδια και να δουλέψεις εσύ αύριο στο ρεπό σου αντί για μένα;
-Δεν έχω κάτι ιδιαίτερο να κάνω αύριο, οπότε εντάξει.
Ξανάκλεισε την πόρτα, ξεντύθηκε και αποφάσισε να πιει έναν καφέ πριν πάει να
πάρει το Νικήτα από τη μαμά της. Ο Θάνος έλειπε, είχε πάει σε μια δουλειά με τον
πατέρα της, στην Αθήνα. Οπότε βρήκε την ευκαιρία να χαλαρώσει λίγο. Έφτιαξε τον
καφέ της και κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ να τον απολαύσει. Πιάνει το
τηλεκοντρόλ στο χέρι της και ανοίγει την τηλεόραση.
-….Μας είπατε λοιπόν χθες…, έλεγε η Ελεάνα, απευθυνόμενη στον καλεσμένο της.
Η Κωνσταντίνα έμεινε με το χέρι μετέωρο και ακίνητο να κρατάει το φλυτζάνι, χωρίς
να προλάβει να ρουφήξει την πρώτη γουλιά του καφέ της.
Είναι δυνατόν; Μα τι δουλειά μπορεί να έχει εκεί ένας δικός της άνθρωπος; Ναι, ναι,
σίγουρα δεν την γελούν τα μάτια της. Είναι ο πατέρας της αυτός που απαντάει στην
ερώτηση της παρουσιάστριας. Δυνάμωσε τον ήχο της φωνής και κράτησε έως και την
αναπνοή της προκειμένου να μη χάσει λέξη από τα λεγόμενα του πατέρα της. Δεν
μπορεί. Μάλλον έχει αποκοιμηθεί και ζει έναν εφιάλτη. Δεν γίνεται να είναι αληθινή
μια τέτοια συγκλονιστική ιστορία. Αυτά μόνο στα μυθιστορήματα τα διαβάζει κανείς.
Να, τώρα θα ξυπνήσει και θα βρεθεί πάλι στην πραγματικότητα. «Κάνε θεέ μου, να
ξυπνήσω», παρακάλεσε. Μία καυτή σταγόνα καφέ έσταξε κατά λάθος από το
φλυτζάνι στο πόδι της και ο πόνος που της προκάλεσε ήταν η απόδειξη ότι δεν
ονειρευόταν.
Πριν από είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια οι γονείς της προσπαθούσαν να την πείσουν
ότι Ο Ηρακλής είχε φύγει από τη ζωή και αυτή δεκατριάχρονο κορίτσι δεν μπορούσε
με τίποτα να το δεχτεί. Μέχρι και τις παραμονές του γάμου της με το Θάνο, έλπιζε
στο θαύμα και τον περίμενε. Ολόκληρο σενάριο είχε γράψει στο μυαλό της για αυτό.
Αλλά το σενάριο που γράφεται σήμερα από τα λεγόμενα του πατέρα της ξεπερνάει
κάθε φαντασία.
Το μυαλό της ακούει και συνδυάζει. Συνδυάζει γεγονότα: Όταν έκανε την πρακτική
της στο νοσοκομείο, ένας νεαρός -κούκλος, ίδιος με το διάσημο Έρικ Ρώμα-
επισκέφτηκε τάχα μια γνωστή του, που μόλις είχε γεννήσει. Στο χορό της
αποφοίτησης χόρεψε ξέφρενα για ώρες μαζί της και με το Θάνο. Όταν παντρεύτηκε
της έστειλε τις ευχές του. Το ίδιο και όταν γέννησε το Νικήτα. Και τώρα που έφυγε
από τη ζωή φρόντισε να της αφήσει ό,τι πολυτιμότερο χρειαζόταν για να γίνει
καλύτερη η δική της ζωή. Ο καλός της ο Ηρακλής. O προστάτης της. Ο φύλακας
άγγελός της.
-…Ραντεβού αγαπημένοι μου φίλοι αύριο την ίδια ώρα με θέμα: «το αλκοόλ και πώς
επηρεάζει τη συμπεριφορά μας»
Η Κωνσταντίνα έκλεισε την τηλεόραση. Ντύθηκε ξανά, πήρε τη τσάντα της και τα
κλειδιά του αυτοκινήτου της, βγήκε από το διαμέρισμά της και κατέβηκε τη σκάλα.
Άνοιξε την κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας και βγήκε έξω ξανακλείνοντας την
Σ ε λ ί δ α | 374
πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε για να μην την ακούσουν η μητέρα της και ο γιός
της. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητό της και ξεκίνησε. Σε λιγότερο από μία ώρα είχε
φτάσει στη Ροδοδάφνη. Στάθηκε σε ένα καφενείο και ρώτησε που είναι το σπίτι του
κυρίου Τζίμη Ρώμα. Σε λίγα λεπτά χτυπούσε το κουδούνι της σιδερένιας γκρι
εξώπορτας.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και η Χάριετ περπάτησε έως την αυλόπορτα κοιτάζοντας
ερωτηματικά την επισκέπτριά της.
-Γειά σας, είμαι η Κωνσταντίνα, η αδερφή του Έρικ, είπε.
Η Χάριετ άνοιξε την αυλόπορτα και αμέσως μετά την αγκαλιά της.
-Καλωσόρισες κορίτσι μου, έλα πέρασε μέσα.
Διασχίσανε μαζί το διάδρομο της αυλής που δεξιά και αριστερά ήταν πνιγμένος στο
πράσινο. Μερικά κίτρινα φύλλα είχαν αρχίσει να πέφτουν από την ακακία που
δέσποζε στη δεξιά πλευρά της αυλής. Ο ήλιος που μόλις εκείνη τη στιγμή βασίλευε
τα έκανε να χρυσίζουν περισσότερο. Στα αριστερά ήταν φυτεμένη η δίφορη λεμονιά
που τα άνθη της μοσχοβολούσαν και που για δεύτερη φορά μέσα στον ίδιο χρόνο
ήταν έτοιμα να δέσουν μυρωδάτα λεμόνια. Στην πόρτα του σπιτιού είχε σταθεί ο
κύριος Τζίμης που περίμενε με περιέργεια να μάθει ποια ήταν η επισκέπτριά τους.
-Τζίμη από δω η Κωνσταντίνα, η αδερφή του Έρικ.
-Καλώς μας ήρθες κοπέλα μου, πέρασε.
Ο χώρος στο σαλόνι ήταν το ίδιο ζεστός όσο και οι ιδιοκτήτες του. Οι τοίχοι ήταν
βαμμένοι στο απαλό ανοιχτό μουσταρδί χρώμα. Ο γωνιακός μπεζ καναπές έβλεπε η
μια του πλευρά προς το πέτρινο τζάκι και η άλλη προς το μεγάλο παράθυρο. Το
τραπεζάκι ήταν στο ίδιο χρώμα με την πόρτα, μακρόστενο με στρογγυλεμένες άκρες.
Οι κουρτίνες στο παράθυρο ήταν δίφυλλες σε μουσταρδί χρυσαφένιο χρώμα δεμένες
με δυο δεσίματα φτιαγμένα από το ίδιο ύφασμα, που άφηναν να φανεί πίσω τους η
αραχνούφαντη βουαλάζ λευκή κουρτίνα. Και πίσω από την μια πλευρά του καναπέ
ήταν το πάσο που χώριζε το χώρο από την κουζίνα. Στην γωνία του πάσο, δέσποζαν
πολλές φωτογραφίες του Έρικ.
-Κάθισε Κωνσταντίνα. Θέλεις καφέ ή τσάι ή αναψυκτικό;
-Δε θέλω να σας βάλω σε κόπο.
-Μα τι λες κανένας κόπος.
-Τότε ένα αναψυκτικό παρακαλώ.
Και συνέχισε:
-Θα αναρωτιέστε φαντάζομαι για το λόγο της επίσκεψής μου.
-Ομολογούμε πως ναι.
-Μήπως έτυχε να δείτε την εκπομπή της Ελεάνας σήμερα;
-Την είδαμε και συγκλονιστήκαμε. Ξύστηκαν παλιές πληγές και αυτό μας πόνεσε.
-Σας καταλαβαίνω. Ειλικρινά σας καταλαβαίνω. Όμως τολμώ να πω ότι
συγκλονίστηκα και εγώ το ίδιο αν όχι και περισσότερο. Σκεφτείτε ότι είχα πλήρη
άγνοια για όλα αυτά. Μου είχαν πει ότι ο Ηρακλής είχε πεθάνει από όταν ήταν
δεκαέξι χρονών. Φανταστείτε τι σοκ ήταν για μένα σήμερα να μάθω ότι όλα αυτά τα
Σ ε λ ί δ α | 375
χρόνια ζούσε. Και ότι ο ίδιος είναι αυτός που με το θάνατό του έκανε τη ζωή μου
υποφερτή και γεμάτη υγεία. Για αυτό ήρθα σε σας. Για να μάθω όσα γίνεται
περισσότερα για αυτόν. Και για να σας ευχαριστήσω που σταθήκατε κοντά του και
τον βοηθήσατε να φτάσει εκεί που έφτασε. Και γιατί δεν ήθελα να είμαι σπίτι μου
όταν θα γύριζε ο πατέρας μου. Δεν ξέρω πώς να τον αντιμετωπίσω. Μόνο αρνητικά
αισθήματα έχω αυτή τη στιγμή και για τους δυο γονείς μου. Θα ήθελα να τους
κοιτάξω στα μάτια και να τους ρωτήσω «με ποιο δικαίωμα μου στέρησαν τον αδερφό
μου όλα αυτά τα χρόνια». Εγκλημάτησαν απέναντι στο παιδί τους και δεν έχουν
κανένα ελαφρυντικό.
-Όλοι κάνουμε λάθη σε αυτή τη ζωή. Το σημαντικό είναι να τα αναγνωρίζουμε και αν
δεν είναι δυνατό να τα διορθώσουμε τουλάχιστον να τα ομολογούμε και να
μετανιώνουμε πραγματικά για αυτά. Όπως έκανε και ο πατέρας σου σήμερα. Βλέπεις
δεν μπορεί να γυρίσει το χρόνο πίσω και να διορθώσει κάτι. Βρήκε τη δύναμη όμως
να ομολογήσει το λάθος του και μάλιστα δημόσια. Από κει και μετά άλλος θα τον
κρίνει ή θα τον καταδικάσει. Δεν είμαστε αρμόδιοι εμείς κορίτσι μου. Στάσου τώρα
να σου φέρω το χυμό σου. Πρώτα όμως θα σου φέρω τις φωτογραφίες του Έρικ για
να τον γνωρίσεις καλύτερα.
Η Χάριετ έφερε από τη βιβλιοθήκη του διαδρόμου τρία άλμπουμ μεγάλα και τα
ακούμπησε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Μετά πήγε στην κουζίνα, και σε λίγα λεπτά
σέρβιρε το χυμό και κάθισε κοντά στην Κωνσταντίνα. Καθώς εκείνη ξεφύλλιζε το
άλμπουμ, η Χάριετ της αφηγείτο την ιστορία που έκρυβε κάθε φωτογραφία: Εδώ
είναι στο σχολείο με τη καθηγήτρια μουσικής. Εδώ με τον Τομ την πρωτοχρονιά. Εδώ
στην αποφοίτησή του. Εδώ με τον Τζίμη και μένα στο αεροδρόμιο….
Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Είχε φτάσει έντεκα το βράδυ. Κανονικά τώρα θα
τέλειωνε η βάρδια της Κωνσταντίνας, αν δεν άλλαζε την υπηρεσία της με τη
συνάδελφό της. Η Κωνσταντίνα πήρε στο κινητό το Θάνο για να του πει ότι θα
καθυστερήσει αρκετά και ότι το πρωί θα έχει και πάλι βάρδια.
Μετά ευχαρίστησε το ηλικιωμένο ζευγάρι που την καλοδέχτηκαν με τόση καλοσύνη
και που της είπαν τόσα πράγματα που αφορούσαν τον Ηρακλή. Τους υποσχέθηκε ότι
θα τους ξαναεπισκεφθεί και μάλιστα σύντομα. Θα φροντίσει να μην έχει νυχτώσει
ώστε να προλάβουν να πάνε ως τον τάφο του Ηρακλή και να εναποθέσει λίγα
λουλούδια σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Πριν τους καληνυχτίσει ρώτησε για τον Τομ.
-Ο Τομ βρίσκεται στο Λονδίνο κορίτσι μου. Ο θάνατος του Έρικ ήταν για αυτόν
αξεπέραστο σοκ. Χρειάστηκε έναν ολόκληρο χρόνο για να μπορέσει να ξανασταθεί
στα πόδια του και να συνεχίσει την δουλειά του μόνος του. Και αυτό το έκανε για να
μη σβηστεί η μνήμη του Έρικ. Σε κάθε πρόγραμμά του ερμηνεύει κοινά τους
τραγούδια και αναφέρεται ανελλιπώς στο όνομά του. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ
τους. Ο Τομ έτρεμε για τον Έρικ. Ήθελε σαν μεγαλύτερος να τον προστατεύει από
κάθε κακό. Είχε βλέπεις, ο καημένος κακές εμπειρίες στη ζωή του. Έχασε τον πατέρα
του στα εννιά του, μετά τη μητέρα του στα δεκατρία του και τώρα τον Έρικ… Είχε
Σ ε λ ί δ α | 376
κάνει μεγάλη προσπάθεια για να τον αποτρέψει από το να δώσει για σένα το ένα του
νεφρό.
-Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Για πότε ακριβώς μου μιλάτε;
-Α, ξέχασα ότι δεν το ξέρεις κόρη μου. Ο Έρικ πήγαινε στο νοσοκομείο τη μοιραία
εκείνη μέρα για να κάνει τις απαραίτητες προεγχειρητικές εξετάσεις ώστε την
επομένη θα σου δώριζε το ένα του νεφρό. Τον πρόλαβε όμως το τραγικό γεγονός και
έτσι σου χάρισε και τα δύο.
Η φωνή της Χάριετ έσπασε και τα μάτια της δάκρυσαν. Η Κωνσταντίνα ενώ είχε
σηκωθεί έτοιμη να φύγει, ξανασωριάστηκε στον καναπέ.
-Χριστέ μου, ψέλλισε, εξαιτίας μου σκοτώθηκε. Αν δεν ήταν στο δρόμο για μένα,
τώρα θα ζούσε…
-Ησύχασε καλή μου. Έτσι και αλλιώς άλλος ορίζει το πότε και το πώς θα φύγουμε από
τούτη τη ζωή. Δεν φταις εσύ σε τίποτα. Εσύ δεν ήξερες καν ότι ζούσε. Ηρέμησε λοιπόν
και πρόσεξε την υγεία σου. Να σκέφτεσαι ότι όσο υπάρχεις εσύ, θα υπάρχει στη ζωή
και ένα κομμάτι δικό του.
-Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ για όλα. Πρέπει να φύγω τώρα, το πρωί έχω δουλειά είπε
η Κωνσταντίνα και σηκώθηκε όρθια. Καληνύχτα σας. Θα τα ξαναπούμε σύντομα.
Χαμένη στις σκέψεις της ούτε που κατάλαβε για πότε έφτασε στο σπίτι της.
Ξεκλείδωσε όσο μπορούσε πιο αθόρυβα την εξώπορτα και ανέβηκε στο διαμέρισμά
της. Ο Θάνος δεν είχε κοιμηθεί ακόμα. Έβλεπε κάποια εκπομπή στην τηλεόραση.
-Έλα παιδί μου, τι έγινε και σχόλασες τόσο αργά;
-Δεν ήμουνα στη δουλειά. Άλλαξα υπηρεσία με τη Σούλα και θα πάω αύριο.
-Τότε που ήσουνα μέχρι τόσο αργά;
-Είχα πάει στο Αίγιο.
-Τέτοια ώρα; Τι πήγες να κάνεις εκεί;
-Πήγα να βρω τους θετούς γονείς του Ηρακλή.
Ο Θάνος κατάλαβε ότι η Κωνσταντίνα είχε δει την εκπομπή και ήταν πλέον ενήμερη
για το τι είχε συμβεί στον αδερφό της.
Καταλαβαίνει πώς θα νιώθει τώρα, και προσπαθεί να βρει τρόπο να την
παρηγορήσει. Την πιάνει από το χέρι, την τραβάει απαλά αναγκάζοντάς την να
καθίσει δίπλα του, και την αγκαλιάζει προστατευτικά από τον ώμο της
-Έλα δω αγάπη μου. Να ξέρεις πως ό,τι απασχολεί εσένα απασχολεί και μένα το ίδιο.
-Μου έκρυψες όμως ότι και χθες είχες συνοδεύσει τον πατέρα μου στο στούντιο, του
παραπονέθηκε.
-Θα στο έλεγα καρδιά μου. Αλλά δεν βρήκα την κατάλληλη στιγμή.
-Πώς θα αντικρύσω ξανά τον πατέρα μου, μου λες;
-Νομίζω ότι το πρόβλημα το έχει ο ίδιος. Άλλωστε το ότι ομολόγησε δημόσια τα λάθη
του δείχνει πόσες ενοχές αισθάνεται και πόσο έχει μετανιώσει για αυτά. Θαρρώ
λοιπόν ότι είναι πλέον έτοιμος να δεχτεί και το δικό σου «κατηγορώ» και να ζητήσει
και τη δική σου συγγνώμη.
Σ ε λ ί δ α | 377
-Δεν ξέρω αν μπορώ να τη δεχτώ. Αχ Θάνο, νόμιζα ότι αυτά συμβαίνουν μόνο σε
κινηματογραφικές ταινίες. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι συνέβησαν όλα αυτά στη δική
μου οικογένεια. Μου φαίνεται ότι παρακολουθώ τα δρώμενά μας σαν απλός θεατής,
λες και είμαι αμέτοχη σε όλα αυτά.
-Έλα τώρα να κοιμηθούμε κορίτσι μου. Αύριο πρέπει να σηκωθούμε πρωί πρωί. Το
μεσημέρι που θα σχολάσουμε θα δούμε πώς θα χειριστούμε το θέμα.
-Δεν γίνεται να χειριστούμε όλο αυτό. Τα αισθήματά μου απέναντι στους γονείς μου
είναι τόσο αντιφατικά. Δεν μπορώ να παραβλέψω όλα αυτά που μου έχουν
προσφέρει, σε όλα τα επίπεδα. Δεν μπορώ όμως και να παραβλέψω ότι μου
στέρησαν τον αδερφό. Επίσης δεν γίνεται να μην τους κρίνω σαν γονείς. Φέρθηκαν
αδικαιολόγητα.
-Μην το λες αυτό. Νομίζω ότι και ο πατέρας σου θύμα μιας ρατσιστικής νοοτροπίας
ήταν που τον ώθησε να πράξει όπως έπραξε. Και ίσως την ίδια νοοτροπία
κουβαλούσε και η μητέρα σου, για αυτό και δεν αντέδρασε όπως θα όφειλε. Αυτό
που πρέπει να διδαχτούμε από όλα αυτά είναι να αποδεχόμαστε και να στηρίζουμε
το παιδί μας σε κάθε του βήμα, και να σεβόμαστε την προσωπικότητά του. Και εν
γένει να σεβόμαστε την προσωπικότητα όλων των ανθρώπων ως εκεί που αυτή δεν
μπορεί να βλάψει τους άλλους.
Την επόμενη μέρα ο Θάνος και η Κωνσταντίνα μόλις σχόλασαν από τη δουλειά τους
πέρασαν από το διαμέρισμα των γονιών τους για να πάρουν το Νικήτα. Τους άνοιξε
ο Μανώλης. Λίγες ώρες πριν ο Θάνος του είχε τηλεφωνήσει για να του πει ότι η
Κωνσταντίνα ήξερε και να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την αντίδρασή της.
-Μπαμπά…, είπε η Κωνσταντίνα και έπεσε στην αγκαλιά του.
-…Συγγνώμη παιδί μου, συγγνώμη…., συγγνώμη…
-Μαμά, παππού γιατί κλαίτε; απόρησε ο Νικήτας
-Θυμήθηκαν μια συγκινητική ιστορία, αγόρι μου, του είπε ο Θάνος.
-Τι ιστορία;
-Έλα, πάμε να σου εξηγήσω, του απάντησε και τον πήρε από το χέρι για να τον
οδηγήσει στην ασφάλεια του σπιτιού τους, αφήνοντας την Κωνσταντίνα και τους
γονείς της να δώσουν τις εξηγήσεις τους, να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και
να αποφασίσουν να πορευτούν από δω και στο εξής κουβαλώντας ο καθένας το
φορτίο του.
Δυο μέρες αργότερα ο Τζίμης και η Χάριετ δέχονταν την επίσκεψη όλης της
οικογένειας του Μανώλη. Η ζεστασιά και η καλοσύνη αυτών των δυο υπέροχων
ανθρώπων βοήθησε ώστε το κλίμα της συνάντησης αυτής να αποφορτιστεί και να
κυλίσει όσο πιο ομαλά γινόταν. Όλη η συζήτηση στράφηκε κυρίως γύρω από τη ζωή
του Έρικ και από τον θαυμάσιο χαρακτήρα του. Όλοι μαζί επισκέφτηκαν τον Έρικ
αφήνοντάς του μαζί με τα δάκρυά τους από ένα μπουκέτο χρυσάνθεμα.
Η Κωνσταντίνα άφησε και ένα σημείωμα που έγραφε: «Σε ευχαριστώ! Θα σε
σκέφτομαι πάντα και θα ζεις μαζί μου όσο ζω. Καλή αντάμωση όποτε ο Θεός κρίνει.»
Σ ε λ ί δ α | 378
Από τότε σχεδόν κάθε Κυριακή όλη η οικογένεια του Μανώλη πήγαινε με το
αυτοκίνητο του Θάνου στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στη Ροδοδάφνη. Και
ανελλιπώς επισκέπτονταν τον Έρικ στην τελευταία του κατοικία.
Σ ε λ ί δ α | 379
11. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
6 Δεκεμβρίου 2033
Το φαγοπότι άρχισε. Το κρασάκι τους έκανε όλους να νιώσουν πιο χαλαρά. Σε λίγο η
Άρτεμη κάθισε στο πιάνο και άρχισε να παίζει ανάλαφρα κομμάτια. Οι φίλοι τους
είχαν φέρει και αυτοί τα όργανά τους και έτσι στήθηκε ολόκληρη ορχήστρα.
-Θείε Τομ εσύ δε θα παίξεις; Έχεις φέρει την κιθάρα σου;
-Όχι, θα παίξω με τη δική σου!
-Και εγώ;
-Εσύ Νικήτα μου θα παίξεις με αυτή που σου έφερα. Περίμενε λίγο.
Ο Τομ έφυγε για λίγο και γύρισε κρατώντας μία κιθάρα κλεισμένη σε μια δερμάτινη
θήκη.
-Σου εύχομαι καλή σταδιοδρομία παιδί μου. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να περάσει στα
δικά σου χέρια, του είπε.
Ο Νικήτας άνοιξε τη θήκη και με θρησκευτική ευλάβεια έβγαλε από μέσα την κιθάρα,
όπου στη πρόσοψή της κοντά στο τελείωμα των χορδών ήταν ζωγραφισμένο το
πρόσωπο του Έρικ. Με τρεμάμενα χέρια την αγκάλιασε και τα επιδέξια δάχτυλά του
έδωσαν ζωή στο άψυχο όργανο καθώς με την υπέροχη φωνή του, ίδια με του Έρικ,
άρχισε να τραγουδάει το «άι λαβ γιου». Η καριέρα του ήταν δρομολογημένη. Με τη
συμπαράσταση του Τομ κάποια στιγμή θα εκτοξευόταν εκεί που είχε φτάσει των
θείων του.
Ο Τομ πήρε στα χέρια την κιθάρα του Νικήτα και ένωσε τις νότες και τη φωνή του με
αυτή του ανιψιού του. Όλοι οι καλεσμένοι άκουγαν εκστασιασμένοι τη θεία μελωδία.
Πάνω από το πιάνο δέσποζε η μεγάλη κορνιζαρισμένη φωτογραφία όπου ο Έρικ
κοιτούσε κατάματα τον καθένα τους και χαμογελούσε.
Το ρεπερτόριο άρχισε σιγά σιγά να γίνεται όλο και πιο ανάλαφρο, όλο και πιο κεφάτο.
Μετακίνησαν στην άκρη το τραπεζάκι του σαλονιού και η νεολαία ξεκίνησε το χορό.
Ήταν πια μεσάνυχτα και το γλέντι είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του.
Ο Μανώλης σηκώθηκε με δυσκολία από τον καναπέ και βγήκε για λίγο έξω στο
μπαλκόνι. Ανάσανε το μυρωμένο αέρα της νυχτιάς και κοίταξε προς τον ουρανό.
Χιλιάδες αστέρια είχαν την τιμητική τους. Άλλα με σταθερό φως, άλλα με τρεμάμενο,
φώτιζαν το χειμωνιάτικο νυχτιάτικο μοτίβο τους.
Ο Μανώλης ένιωσε το κρύο να τον διαπερνά και κούμπωσε το μπουφάν του.
«Ποιο από όλα αυτά τα αστέρια να είσαι αγόρι μου; που να κοιτάξω για να σε βρω;
Εσύ άραγε μπορείς να δεις τι γίνεται εδώ απόψε; Αλλά με τι να δεις. Τα μάτια σου,
βλέπεις, τα έχω εγώ. Εσύ τι κράτησες για σένα; Τίποτα. Όλα τα έδωσες καρδιά μου.
Έφυγες εσύ και έμεινα εγώ ο ανάξιος να εκλιπαρώ τη συγγνώμη σου. Το μόνο που με
παρηγορεί είναι ότι ο καιρός περνάει. Και λογικά η στιγμή που θα έρθω κοντά σου
δεν πρέπει να είναι μακριά. Και τότε θα σου πω από κοντά: Συγχώρεσέ με μάτια
μου!»
ΤΕΛΟΣ
Σ ε λ ί δ α | 381
Σ ε λ ί δ α | 382
Σ ε λ ί δ α | 383
Τελικά, και άκρως κατηγορηματικά, οι λέξεις, όπως οι εαυτές μας, προκειμένου να υπάρξουν, χρήζουν
ιδιωτικότητας. Αναμφίβολα αρέσκονται στο να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε πριν ακόμα τις
χρησιμοποιήσουμε⸱ αγαπούν ωστόσο και τις παύσεις μας⸱ τότε που γινόμαστε ασύνειδα όντα. Το ασυνείδητό μας
είναι η ιδιωτικότητά τους⸱ το σκοτάδι μας, το φως τους… Τούτη η παύση έπεσε, τούτο το πέπλο ερέβους έδυσε,
μήπως και δελεαστούν εκείνες να χορέψουν σε ένα από κείνα τα σβέλτα παντρέματα που είναι τέλειa εικόνa
αειθαλούς ομορφιάς. Όμως όχι — τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί απόψε. Οι φουκαριάρες είναι φουρκισμένες,
κακοκαρδισμένες, ανυπάκουες, σε μέθη. Τι μουρμουρίζουν εκεί πέρα; «Τέλος χρόνου! Σιωπή!»
παραδοχή⸱ πως αυτό που διαβάζουμε είναι αδιέξοδο. Ένα αδιέξοδο που σαφώς
αντανακλά τη ματαιότητα της φύσης της ίδιας της φεμινιστικής ή της κουήρ
ταυτότητας εκτός του εξιδανικευμένου πλαισίου λογοτεχνικής της αναφοράς. Ένα
αδιέξοδο που αντανακλάται στα σώματα και στις ιδέες ανθρώπων που επιμένουν
σθεναρά να αποτάσσουν εκείνο το πρόθημα της λέξης επι-βιώνω έτσι που πια να
μπορούν να φωνάξουν και να φωνάξουμε και μεις μαζί τους πανηγυρικά πως
βιώνουμε αυτό που είμαστε και είμαστε αυτό που βιώνουμε ανεξαρτήτως
σωματικότητας, βιολογικού ή κοινωνικού φύλου, ταυτότητας φύλου, σεξουαλικού
προσανατολισμού, συναισθηματικής ή/και σεξουαλικής έλξης, έκφρασης φύλου
κ.α.