Professional Documents
Culture Documents
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ
1
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ.......................................................................................................... 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´.....................................................................................................12
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ................................................................................. 12
1. Τί εἶναι ἡ θεία ἀποκάλυψη;..................................................................................................12
2. Ποιές εἶναι οἱ πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως; ............................................................... 12
3. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς ἁγίας Γραφῆς;........................................... 12
4. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι αὐτάρκης κώδικας τῆς θείας ἀλήθειας;......................................13
5. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς Παλαιᾶς πρός τήν Καινή Διαθήκη;.........................................13
6. Ποιά ἔννοια ἔχει ἡ διάκριση τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς σέ κανονικά καί
ἀναγινωσκόμενα;.......................................................................................................................14
7. Τί εἶναι ἡ ἱερά Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας;....................................................................... 14
8. Ποιό εἶναι τό κριτήριο γνησιότητας τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως;....................................... 15
9. Τί φρονοῦν περί παραδόσεως οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί;............................................... 15
10. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως πρός τήν αὐθεντία τῆς
᾿Εκκλησίας;.................................................................................................................................. 16
11. Τί φρονοῦν περί ἐκκλησιαστικοῦ κριτηρίου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;............................ 17
12. ᾿Επιτρέπονται ἡ ἀνάγνωση καί ἡ μετάφραση τοῦ ἀρχετύπου κειμένου τῆς ἁγίας
Γραφῆς;.........................................................................................................................................19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´..................................................................................................... 21
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΘΕΟΣ................................................................................. 21
13. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ;.................................................................. 21
14. Πῶς πρέπει νά ἐκλάβουμε τίς ὑποστάσεις στό Θεό;..................................................21
15. Τί εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες;..................................................................................................21
16. ῾Η Ρωμαϊκή θεολογία δέχεται τή διάκριση τῶν θείων ἐνεργειῶν;........................... 22
17. Ποιές εἶναι οἱ σχέσεις τῶν τριαδικῶν προσώπων πρός ἄλληλα;.............................. 22
18. Ποιά εἶναι τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Τριάδος;........................... 22
19. Τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος μαρτυρεῖται στήν ἁγία Γραφή;................................... 23
20. Μαρτυρεῖται ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στή Γραφή;............... 24
21. Εἶναι κατανοητό διά τοῦ λόγου τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος;..................................24
22. Τί φρονοῦν περί τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ οἱ Προτεστάντες;............................................... 25
24. ῎Εχει Γραφική θεμελίωση τό filioque;.............................................................................. 26
25. Πῶς κρίνεται τό filioque ἀπό ἱστορική ἐκκλησιαστική ἄποψη;..................................27
26. Θεολογικά γιατί εἶναι ἀξιοκατάκριτο τό filioque;.........................................................27
27. Τό filioque ἔχει πρακτικότερες συνέπειες γιά τήν ᾿Εκκλησία;................................... 28
28. Τί σημαίνει ὁ τύπος ἐκπορεύσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος «ἐκ Πατρός δι’ Υἱοῦ»;.. 28
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´......................................................................................................30
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ............................................................................................. 30
29. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;..........................................................................................................30
30. ᾿Από ποῦ προῆλθε ὁἄνθρωπος;........................................................................................ 30
31. ῾Η γυναίκα βρίσκεται στό αὐτό δημιουργικό ὕψος μέ τόν ἄντρα;............................ 30
32. Ποιά εἶναι τά συστατικά μέρη τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου;...................................... 31
33. ῾Ο ᾿Αδάμ ἦταν ὁ γενάρχης τοῦἀνθρώπινου γένους;....................................................32
34. Πῶς μεταδίδεται ἡ ψυχή στόν ἄνθρωπο;........................................................................32
35. Τί εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» μέ τά ὁποῖα πλάστηκε ὁ πρῶτος
ἄνθρωπος;....................................................................................................................................33
36. Πῶς ζοῦσε στόν παράδεισο ὁ πρωτόπλαστος;..............................................................34
37. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τήν ὁποία ἦταν προικισμένος
ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;..................................................................................................................34
3
38. Ποιά ἦταν ἡ σχέση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης πρός τή θεία εἰκόνα στόν
ἄνθρωπο;......................................................................................................................................35
39. Ποιά εἶναι ἡ περί ἀρχέγονης δικαιοσύνης διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν;... 35
40. ῾Υπάρχει διαφορά στή διδασκαλία περί ἀρχέγονης δικαιοσύνης μεταξύ τῆς
ὀρθόδοξης καί τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας;...............................................................36
41. Τί διδάσκουν περί ἀρχεγόνου δικαιοσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..............................37
42. Γιατί τόἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ καλεῖται προπατορικό; Τίἦταν στήν οὐσία του τό
ἁμάρτημα αὐτό;..........................................................................................................................37
43. ᾿Αλήθεια, πῶς ὑπῆρξε φιλαυτία στόν προπάτορα;......................................................38
44. Γιατίὁ Θεός ὑπέβαλε σέ δοκιμασία τόν ᾿Αδάμ;............................................................. 38
45. Ποιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ παρέβη ὁ᾿Αδάμ;.......................................................................... 38
46. Εἶχε ἐξωτερική ἀφορμή γιά τήν πτώση του ὁ᾿Αδάμ;................................................... 38
47. Τό ὅτι ὁ᾿Αδάμ παρασύρθηκε στήν πτώση ἀπό τό διάβολο εἶχε κάποιο καλό γιά
τόν παραβάτη;.............................................................................................................................39
48. ᾿Αφοῦὁ Θεός προεγνώριζε τήν πτώση τοῦ᾿Αδάμ, γιατί δέν τόν ἐμπόδισε ἀλλά
τόν ἄφησε νά πέσει στήν καταστροφή;.................................................................................39
49. Κάτω ἀπό ποιές μορφές νοεῖται τό προπατορικό ἁμάρτημα;.................................... 40
50. Πῶς καταλογίζεται ἡ ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στούς ἀπογόνους
τοῦ᾿Αδάμ;..................................................................................................................................... 40
51. ᾿Εξαιρεῖται κανείς ἀπό τό κληρονομικό ἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ;..................................41
52. ῾Η Θεοτόκος Μαρία ἦταν ἐλεύθερη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος;................... 41
53. Ποιές ἦταν οἱ ἀκολουθίες τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως;............................................... 42
54. Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος κατά τή
Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία;.................................................................................................... 43
55. Τί λέγει περί τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὁ
Προτεσταντισμός;...................................................................................................................... 44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´..................................................................................................... 46
ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ.....................................................................................................46
56. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ περί Θεοῦ διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης πίστης;....... 46
57. Πῶς μπορεῖ νά προσεγγίσει κανείς τό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ;......................... 47
58. Σέ τί συνίσταται τό τριαδολογικό πρόβλημα;................................................................48
59. Ποιά εἶναι ἡ περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου θεωρία;.............................................48
60. Ποιά ἦταν ἡ θεωρία τῆς ὑποταγῆς τοῦ Λόγου στόν Πατέρα [59];.............................48
61. Ποιός ἦταν ὁ Σαβέλλιος καί τί δίδασκε;.......................................................................... 49
62. Τί δίδασκε ὁ῎Αρειος [65];..................................................................................................... 50
63. ῎Εχουν καμιά σχέση μέ τόν ῎Αρειο οἱ σημερινοί Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ;.................50
64. Τό filioque εἶναι τριαδολογική κακοδοξία;..................................................................... 51
65. ῾Η ἄρνηση τῶν θείων ἐνεργειῶν στό Θεό παραβλάπτει τό δόγμα περί τῆς ῾Αγίας
Τριάδος;........................................................................................................................................ 52
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´......................................................................................................54
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ.................................................................................................... 54
66. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ ὀρθόδοξη χριστολογία;................................................54
67. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;................56
68. Ποιά ἦταν ἡ ἐπίδραση τῶν ἀρχαίων θεολογικῶν σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας
καί᾿Αντιοχείας στή διαμόρφωση τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων [73];............................ 56
69. Πῶς κατέληγαν στίς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί;...................................................... 57
70. Σέ τί συνίσταται τό χριστολογικό πρόβλημα;................................................................57
71. Τί δίδασκε ὁ Δυναμικός Μοναρχιανισμός ἤ Υἱοθετισμός;.......................................... 57
72. Τί δίδασκαν οἱ Δοκῆτες;...................................................................................................... 58
73. Τί δίδασκε ὁ᾿Απολλινάριος [79];........................................................................................59
74. Ποιάἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου [80];.......................................................................... 59
4
75. Ποιό ἦταν τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς χριστολογίας τοῦ Θεοδώρου
Μοψουεστίας [81];...................................................................................................................... 61
76. Τί δίδασκε ὁ Μονοφυσιτισμός [82];...................................................................................61
77. Ποῦ ὀφείλουν τήν ὀνομασία τους οἱ᾿Αφθαρτοδοκῆτες;.............................................. 62
78. Ποιές ἦταν οἱ ἐπιδράσεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως (τῆς φιλοσοφίας) πάνω
στή θεολογική σκέψη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας;..................................................................63
................................................................................................................................. 63
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´...................................................................................................64
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ..................................................................................................... 64
79. Τί σημαίνει γιά τήν ᾿Ορθοδοξία ἡ Παναγία της;.......................................................... 64
80. Μποροῦσε ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα νά γεννήσει τό Θεό;........................................... 64
81. Τί πρεσβεύει περί τῆς Θεοτόκου ὁ Προτεσταντισμός;................................................. 65
82. ῏Ηταν ἀναμάρτητη ἡ Παναγία;........................................................................................ 66
83. Πέθανε ἀληθινά ἡ Θεοτόκος;............................................................................................67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´..................................................................................................... 68
Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ............................................................................................... 68
84. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας ἀπολύτρωση;.............................................................................. 68
85. Εἰδικότερα ἀπό τί ἐλευθερώθηκε ὁ πεσμένος ἄνθρωπος;.......................................... 68
86. Δέν μποροῦσε ὁ Θεός μέἕνα νεῦμα του νά σώσει τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά τήν
πτώση του; Καί γιατίἀνέβαλε ἐπί τόσους αἰῶνες τή σωτηρία του;................................. 69
87. ῾Η ἀναβολή τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας δέν ζημίωσε τούς ἀνθρώπους, πού ἔζησαν
πρίν ἀπό αὐτό;............................................................................................................................ 70
88. Πῶς ἔσωσε τόν κόσμο ὁ Θεός;...........................................................................................70
89. ῾Ο θάνατος τοῦ Θεοῦ ἐπέφερε πραγματική νέκρωση στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ;...... 71
90. Μέ τό θάνατο ἐγκατέλειψε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο (Χριστό);........................................ 72
91. ῾Ο Χριστός πέθανε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους;........................................................... 72
92. Ποιά ἦταν ἡ δραστικότητα τῆς ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ σταυροῦ;................................72
93. Συμφωνεῖ μέ αὐτά ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία;.........................................................73
94. Τί διδάσκουν περί θανάτου καί ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὁρισμένες
προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανοί καί ᾿Αρμινιανοί);...........................................73
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´.....................................................................................................75
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ.............................................................................................. 75
95. Τί εἶναι ἡ᾿Εκκλησία;.............................................................................................................75
96. ῾Υπάρχουν μαρτυρίες στή Γραφή περί τῆς ᾿Εκκλησίας;..............................................75
97. Ποιός εἶναι ὁ κυριότερος σκοπός τῆς ᾿Εκκλησίας;........................................................ 76
98. Τόἀξίωμα «ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» εἶναι ἀπόλυτο;...............76
99. Πόσες εἶναι οἱ ὄψεις τῆς ᾿Εκκλησίας;...............................................................................77
100. Τί σημαίνει ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;......................................................................... 78
101. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;......................................... 79
102. Τί σημαίνει ἡἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;........................................................................ 80
103. Τί σημαίνει ἡ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;.............................................................. 81
104. Τί εἶναι ἡ ἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;................................................................. 81
105. Τί εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία;*...............................................................................82
106. ῾Η ὕπαρξη τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ ἱερατείου;
........................................................................................................................................................ 82
107. Πόσοι εἶναι οἱ βαθμοί τῆς ἱερωσύνης;........................................................................... 83
108. Ποιός εἶναι ὁ ἀνώτατος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας;............................. 84
109. Τί εἶναι τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα;.........................................................................................85
110. Τί εἶναι τό παπικό ἀλάθητο;............................................................................................ 86
111. Τί φρονοῦν περί᾿Εκκλησίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;...................................................... 87
5
112. Τί εἶναι ἡ θεωρία τῶν Κλάδων;....................................................................................... 88
113. Τί εἶναι ἡ περί ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας θεωρία;................................................................88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´.....................................................................................................90
Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ.....................................................................................................90
114. Τί εἶναι ἡ θεία χάρις;......................................................................................................... 90
115. Τί φρονεῖ περί χάριτος ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία;..............................................................90
116. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά σωθεῖ;............................................................ 90
117. Μπορεῖ ὁ φυσικός ἄνθρωπος νά καταστήσει ἑαυτόν δικαιοῦχο τῆς θείας
χάριτος;.........................................................................................................................................91
118. ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του ν’ ἀρχίσει τή σωτηρία του;.....................91
119. Δύναται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀπορρίψει τή χάρη τοῦ Θεοῦ;.............................................. 92
120. Τί φρονοῦν περί ἐνέργειας τῆς χάριτος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..................................92
121. Τί εἶναι ὁἀπόλυτος προορισμός;..................................................................................... 93
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´...................................................................................................... 95
Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ................................................................... 95
122. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας δικαίωση;.................................................................................... 95
123. Ποιό εἶναι τό ληπτικό ὄργανο τῆς δικαιώσεως;...........................................................95
124. Ποιό εἶναι τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως;.....................................95
125. ῾Υπάρχουν ἄλλα στάδια δικαιώσεως;........................................................................... 96
126. ῾Υπάρχουν διαβαθμίσεις στή δικαίωση;....................................................................... 96
127. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκπέσει τῆς δικαιώσεως;.......................................................97
128. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως;................................................................................ 98
129. Ποιά εἶναι ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία τῶν Διαμαρτυρομένων;....................... 99
130. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως κατά τούς Διαμαρτυρομένους;...................... 100
131. Εἶναι τά ἀγαθά ἔργα ἀξιόμισθα;.................................................................................. 101
132. ῾Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;............................................................................................ 102
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´................................................................................................ 103
Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ.......................................... 103
133. Εἶναι δυνατή ἡ πλήρωση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου;...................................................103
134. Ποιά εἶναι τά ἔργα τάὁποῖα ὀφείλει νά τελεῖ ὁ ἀναγεννημένος πιστός;............ 103
135. Τί φρονοῦν σχετικά οἱ Ρωμαιοκαθολικοί;...................................................................105
136. Τί διδάσκουν περί ἔργων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..........................................................105
137. Τί διδάσκει περί παραβάσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἡ ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία;......
106
138. Τί διδάσκουν σχετικά οἱ Διαμαρτυρόμενοι;................................................................107
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´..................................................................................................109
ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ...............................................................................109
139. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγωγός τῆς θείας χάριτος;................................................109
140. Τί φρονοῦν περί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ οἱ Προτεστάντες;.......................................... 109
141. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;............................................ 110
142. Μποροῦμε ν’ ἀμφιβάλλουμε γιά τή δραστικότητα τῶν μυστηρίων;.................... 110
143. Ποιός εἶναι ὁ ἱδρυτής τῶν μυστηρίων;.........................................................................111
144. ᾿Από πόσα μέρη ἀποτελεῖται κάθε ἐκκλησιαστικό μυστήριο;............................... 111
145. Εἶναι ἀναγκαία ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων;..............................................................112
146. ῾Η θεία χάρη ἐνεργεῖ πάντοτε λυτρωτικά στόν ἄνθρωπο;..................................... 112
147. Εἶναι ὑποχρεωτικά ὅλα τά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας;.............................................113
148. Τίἐννοοῦμε λέγοντας τελείωση τῶν μυστηρίων;...................................................... 114
149. ῾Η τέλεση τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν
τελείωση τοῦ μυστηρίου;........................................................................................................ 114
150. Μποροῦν οἱ λαϊκοί νά τελέσουν τάἐκκλησιαστικά μυστήρια;...............................114
6
151. Εἶναι ἔγκυρα τά ὑπό τῶν αἱρετικῶν τελούμενα μυστήρια;.................................... 115
152. Πόσα εἶναι τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια;.................................................................... 116
153. Τί εἶναι ὁ ἀνεξάλειπτος χαρακτήρας τῶν μυστηρίων;............................................ 117
154. Τί εἶναι οἱ μυστηριοειδεῖς τελετές;................................................................................117
155. Τί φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τῶν μυστηρίων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;....................... 118
156. Δέχονται ὅλα τά μυστήρια οἱ Προτεστάντες;............................................................ 119
157. ᾿Επιτρέπεται ἡ διαμυστηριακή ἐκκλησιαστική κοινωνία;.......................................119
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´.................................................................................................. 121
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΕΙΔΙΚΑ..................................................................... 121
α. ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ............................................................................................. 121
158. Τί εἶναι τό βάπτισμα;.......................................................................................................121
159. ῎Εχει θεία σύσταση τό βάπτισμα;................................................................................. 121
160. Τό βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία;....................................................... 122
161. Ποιά ἔννοια ἔχει ὁ νηπιοβαπτισμός;............................................................................122
162. ῾Υπάρχουν καί ἄλλα Βαπτίσματα ἐκτός ἀπό τό ἐν ὕδατι;......................................123
163. Τί εἶναι τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας;............................................................................123
164. Ποιά εἶναι ἡ τύχη τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα;....................................123
165. Τί φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;.................... 124
166. Εἶναι σωστό τό δι’ ἐπιχύσεως βάπτισμα τῶν Παπικῶν;..........................................125
167. Μπορεῖ ἄλλο πρόσωπο ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει τό βάπτισμα;................ 126
168. Ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ προσώπου τοῦ λειτουργοῦ στήν τέλεση τῶν
ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;..................................................................................................126
β. ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ.................................................................................................... 127
169. Τί εἶναι τό χρίσμα;............................................................................................................127
170. Ποιός εἶναι ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου τοῦ χρίσματος;........................................ 128
171. Ποιός εἶναι ὁ κατάλληλος χρόνος τελέσεως τοῦ χρίσματος;................................. 128
172. Τί φρονοῦν περί τοῦ χρίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..............................................129
γ. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ.................................................................................. 130
173. Ποιά εἶναι ἡ σύσταση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας;................................130
174. Πῶς παρίσταται ὁ Χριστός στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;.........................130
175. Τί φρονοῦν οἱ Προτεστάντες περί τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία;...
131
176. Τί εἶναι ὁ ἐναρτισμός;......................................................................................................131
177. Τί εἶναι ἡ θεωρία της «πανταχού παρουσίας» [237]................................................. 132
178. Τί φρονοῦν περί θείας εὐχαριστίας οἱ ὑπόλοιποι Προτεστάντες;......................... 133
179. Ποιός εἶναι ὁ θυτήριος χαρακτήρας τῆς θείας εὐχαριστίας;.................................. 134
180. Μπορεῖ νά τελεῖται πολλές φορές ἡ θυσία τῆς εὐχαριστίας ἀπό τόν ἴδιο ἱερέα
στήν ἴδια ἐκκλησία καί πάνω στό ἴδιο θυσιαστήριο;........................................................ 134
181. Τί φρονοῦν περί τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς εὐχαριστίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..
135
182. Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί
αἷμα Χριστοῦ;............................................................................................................................ 135
183. ῞Οταν κοινωνοῦμε ἕνα μικρό τεμάχιο τῶν θείων ἁγιασμάτων, πόσο μέρος
κοινωνοῦμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ;.........................................................136
184. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι παρόντα σέἕνα μόνο ποτήριο, σέἕνα ναό
καί σέ μία θεία λειτουργία;.................................................................................................... 137
185. ῾Υπάρχει περιορισμός στήν προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;......
137
186. Ποιοί εἶναι οἱ καρποί τῆς θείας εὐχαριστίας;.............................................................138
187. ᾿Επιτρέπεται ἡ χρήση ἀζύμων γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας;............... 139
7
188. Εἶναι σωστή ἡ ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ θείου ποτηρίου (τοῦ
οἴνου);..........................................................................................................................................139
189. Τί εἶναι ὁ θεολογικός ὅρος «συνακολουθία»;.............................................................140
190. Τά βαπτισμένα νήπια πρέπει νά κοινωνοῦν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ
Χριστοῦ;...................................................................................................................................... 140
191. Πότε γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;.......
141
δ. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ................................................................................................142
192. Τί εἶναι τό μυστήριο τῆς μετάνοιας;.............................................................................142
193. Ποιός εἶναι ὁἱδρυτής τοῦ μυστηρίου;........................................................................... 142
194. Στό μυστήριο τῆς μετάνοιας συγχωροῦνται ὅλες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων;......
142
195. Ποιά εἶναι τά συστατικά τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας;.........................................143
196. Δέν μπορεῖ ὁ ἁμαρτωλός νά λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό
κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογεῖται στόν ἱερέα τίς
ἁμαρτίες του;.............................................................................................................................143
197. Πότε παρέχεται ἡἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων;............................................................ 144
198. Τί εἶναι τά ἐπιτίμια (ὁ κανόνας);...................................................................................144
199. ῾Υπάρχουν διαφορές στό μυστήριο τῆς μετάνοιας μεταξύ᾿Ορθοδόξων καί
Ρωμαιοκαθολικῶν;...................................................................................................................145
200. Τά μνημόσυνα πού κάνουμε γιά τούς νεκρούς ἔχουν κάποια ἀναλογία μέ τήν
περί καθαρτηρίου πυρός πρακτική τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας;.....................................146
201. Τί διδάσκουν περί μετανοίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;.................................................. 147
ε. Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ..................................................................................................148
202. Τί εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης;............................................................................ 148
203. Μαρτυροῦνται στήν ῾Αγία Γραφή οἱ τρεῖς ἱερατικοί βαθμοί;................................148
204. Τί εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή;..................................................................................... 149
205. ᾿Επιτρέπεται ἡ κατά βούληση μετάβαση τῶν κληρικῶν στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν;..
149
206. Τί φρονοῦν περί ἱερωσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..................................................... 150
στ. Ο ΓΑΜΟΣ..................................................................................................... 151
207. Τί εἶναι ὁ γάμος;............................................................................................................... 151
208. ῾Ο γάμος εἶναι δεσμός σταθερός καί ἀδιάλυτος;...................................................... 151
209. ῾Υπάρχουν περιπτώσεις διαλύσεως τοῦ γάμου;....................................................... 152
210. Ποιές διαφορές περί γάμου ὑπάρχουν μεταξύ ᾿Ορθοδόξων καί
Ρωμαιοκαθολικῶν;...................................................................................................................152
211. Νά νυμφεύονται οἱ κληρικοί ἤ νά μένουν ἄγαμοι;...................................................152
212. Τί εἶναι οἱ μικτοί γάμοι;...................................................................................................153
213. Τί φρονοῦν περί γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;............................................................ 153
ζ. ΤΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ............................................................................................... 155
214. Τί εἶναι τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου;.............................................................................155
215. Θεραπεύονται ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἀσθενεῖς διά τοῦ εὐχελαίου;........................... 155
216. Τί λένε οἱ Ρωμαιοκαθολικοί περί τοῦ εὐχελαίου [289];............................................ 156
217. Τί λένε σχετικά οἱ Προτεστάντες;.................................................................................156
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ..................................................................................................... 157
Α. Οἱ πηγές τῆς πίστεως (σσ. 11-26)..................................................................................... 157
Β. ῾Ο χριστιανικός Θεός (σσ. 28-43)...................................................................................... 157
Γ. ᾿Ανθρωπολογία (σσ. 45-73)................................................................................................ 158
Δ. Τριαδολογία (σσ. 75-89)...................................................................................................... 158
Ε. Χριστολογία (σσ. 91-109).....................................................................................................159
ΣΤ. ῾Η Θεοτόκος (σσ. 111-119)................................................................................................159
8
Ζ. ῾Η ἀπολύτρωση (σσ. 121-134)............................................................................................ 160
Η. ᾿Εκκλησιολογία (σσ. 135-161)........................................................................................... 160
9
10
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
11
Παναγιώτη Τρεμπέλα καθώς καί τά δικά μας ἱστορικοδογματικά καί συμβολικά
μελετήματα.
Τό ἔργο αὐτό θά μᾶς δώσει μεγάλη χαρά, ἄν κατορθώσει ν’ ἀγγίξει ἔστω καί
λίγες καρδιές ἀπό ἐκεῖνες πού θά ἐπιχειρήσουν νά τό ἀναγνώσουν.
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´
13
θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας. Οὔτε εἶναι σωστή ἡ θεωρία ἡ ἀναπτυχθείσα ἀπό
τούς χρόνους τῆς μεταρρυθμίσεως, ὅτι ἡ θεοπνευστία εἶναι ἡ «κατά λέξιν
ἔμπνευσις» τῶν θείων ἀληθειῶν. ῎Αν ἦταν ἔτσι, δέν ἐξηγοῦνται ὁρισμένα
πράγματα, συγκεκριμένα ὁ προσωπικός περί τήν ἔκθεση χαρακτήρας τῶν ἱερῶν
συγγραφέων, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ὁμοιόμορφος, ἡ διαφορά στήν ἔκθεση τῶν
αὐτῶν πραγμάτων, ἀλλ’ οὔτε καί οἱ μεταφράσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖες
δέν θάἔπρεπε νά γίνονται ὡς βεβηλώσεις τοῦ ἱεροῦ λόγου. ᾿Αλλά καί ἡ ἄλλη
θεωρία κατά τήν ὁποία ἡ θεοπνευστία περιορίζεται μόνο στή δογματική καί
ἠθική διδασκαλία, σέ ὅ,τι δηλαδή ἀφορᾶ στή σωτηρία, ἐνῶ στά ὑπόλοιπα
ἱστορικά μέρη τῆς Γραφῆς ὑπάρχει ἁπλή μόνο ἐπιστασία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος,
εἶναι ἄκρως ἐπισφαλής, δεδομένου ὅτι ἐλλείπει τό κριτήριο διακρίσεως καί
καθορισμοῦ τῆς καθαυτό θεοπνευστίας ἀπό τῆς ἁπλῆς ἐπιστασίας, ἐλλοχεύει δέ
πάντοτε ὁ κίνδυνος ὀρθολογιστικῆς ἐκδοχῆς τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Τό καλύτερο εἶναι νά περιοριστοῦμε στή γενικότητα, ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
εἶναι τό λαλοῦν στίς ἅγιες Γραφές καί ὅτι δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτές ἀντιφάσεις καί
πλάνες. Θά μοῦ πεῖτε, δέν ὑπάρχουν ἀντιφάσεις στήν ἁγία Γραφή; Διαφορές
περί τήν ἔκθεση βεβαίως ὑπάρχουν, ὄχι ὅμως καί ἀντιφάσεις. ῎Αν δέ κάπου
παρατηροῦνται διαφωνίες, αὐτές δέν εἶναι οὐσιαστικές ἀλλ’ ἐπιφανειακές,
ὀφειλόμενες σέ σφάλματα ἀντιγραφῆς τῶν χειρογράφων, στίς μεταφράσεις καί
στή δική μας περιορισμένη νοητική ἀντίληψη.
14
ἄλλη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, προσαρμοσμένη βέβαια στήν πνευματική καί ἠθική
κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ὅπου ἀπουσίαζε στό πλήρωμά της ἡ
λυτρωτική χάρη, πού θά λειτουργοῦσε τέλεια στόν κόσμο διά τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ Π. Διαθήκη, ὡς τύπος καί προέκθεση τῆς ἀλήθειας καί ὡς
στάδιο προπαρασκευῆς τῆς πλήρους ἀποκαλύψεως ἐν Χριστῷ᾿Ιησοῦ, πρέπει νά
μελετᾶται καί νά κρίνεται πάντοτε μέ κέντρο καί στάθμη τήν Καινή Διαθήκη.
᾿Από τήν ἄποψη αὐτή ὄχι μόνο συμβάλλει στήν ὀρθή κατανόηση τῆς Κ.
Διαθήκης, ἀλλ’ ἀποβαίνει καί εἰκόνα πιστή τῶν παιδαγωγικῶν τοῦ Θεοῦ
βουλῶν, ὁ τύπος καί ἡ προέκθεση τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν.
6. Ποιά ἔννοια ἔχει ἡ διάκριση τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς σέ κανονικά
καί ἀναγινωσκόμενα;
Κανονικά βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἐκεῖνα πού γράφτηκαν μέ τήν
ἐπιστασία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Εἶναι βιβλία θεόπνευστα, στά ὁποῖα ἔχει
καταχωρηθεῖ ἀλαθήτως ὁ λυτρωτικός λόγος τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως εἴπαμε, τά βιβλία
αὐτά ἀποτελοῦν τό πρῶτο σκέλος τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως,
ἡἀνάγνωση τῶν ὁποίων εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν
πιστῶν καί τή σωτηρία τους. Εἶναι δέ αὐτά τά γνωστά 49 βιβλία τῆς Π. Διαθήκης
καί τά 27 τῆς Καινῆς, δηλαδή συνολικά 76, τάὁποῖα ἀπαρτίζουν τόν ἐπίσημο
Κανόνα τῆς ἁγίας Γραφῆς.
᾿Αναγινωσκόμενα εἶναι σειρά βιβλίων τῶν ὁποίων ἡ κανονικότητα
ἀμφισβητεῖται. Εἶναι δέ αὐτά δέκα· ῎Εσδρας Α´, Τωβίτ, ᾿Ιουδίθ, Σοφία
Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, ᾿Επιστολή῾Ιερεμίου, καί τά τρία βιβλία τῶν
Μακκαβαίων. Στή Δυτική ᾿Εκκλησία ἡ κανονικότητα τῶν βιβλίων αὐτῶν γίνεται
ἀποδεκτή, ἀντίθετα δέ ἀπορρίπτεται ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους. Στήν
᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἐλλειπούσης αὐθεντικῆς συνοδικῆς κυρώσεως,
παρατηρεῖται διακύμανση ἀπόψεων, ἄλλων δεχομένων τήν κανονικότητα
αὐτῶν καί ἄλλων ὄχι. ῾Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος τά χαρακτηρίζει ὡς
ἀναγινωσκόμενα καί τά διαστέλλει ἀπό τά κανονικά. Οἱ δέ τοπικές σύνοδοι ἐν
῾Ιερουσαλήμ, ᾿Ιασίῳ καί Κωνσταντινουπόλει, ἀναγνωρίζουν τήν κανονικότητά
τους, ἐλέγχοντας μάλιστα τόν Κύριλλο Λούκαρι ὁ ὁποῖος δέν τά περιέλαβε στά
κανονικά. ᾿Αντίθετα ἡ σύνοδος τῆς Κων/πόλεως (1672) παρατηρεῖ, ὅτι τά βιβλία
αὐτά εἶναι «καλά καί ἐνάρετα», ἐνῶ ὁ Κριτόπουλος στήν ἀπολογία του λέγει
περί αὐτῶν· «Πολλά ἠθικά πλείστου ἐπαίνου ἄξια ἐμπεριέχεται τούτοις· ὡς
κανονικά δέ καί αὐθεντικά οὐδέποτε ἀπεδέξατο ἡ τοῦ Χριστοῦ᾿Εκκλησία, ὡς
μαρτυροῦσι πολλοί μέν καί ἄλλοι, μάλιστα δέ ὅ τε Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ
ἅγιος ᾿Αμφιλόχιος καί τελευταῖος ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός» [4]. ῾Η αὐτή,
τέλος, διακύμανση καί διαφωνία παρατηρεῖται καί μεταξύ ὀρθοδόξων
θεολόγων.
15
τῶν προφητῶν καί διδάσκαλος, τίποτε τό γραπτό δέν παρέδωσε στούς
᾿Αποστόλους καί τήν ᾿Εκκλησία, κηρύσσοντας προφορικά τό περιεχόμενο τῆς
θείας του ἀποκαλύψεως. Τό αὐτό ἔκαναν στήν ἀρχή καί οἱ᾿Απόστολοι
ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου, κηρύσσοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ
στό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τό πέρασμα ὅμως τοῦ χρόνου καί πρός
ἀντιμετώπιση τῶν αὐξανόμενων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τοῦ κηρύγματος,
ἄρχισαν νά καταγράφουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ στά γνωστά κείμενα τῆς ἁγίας
Γραφῆς.
Τό ἴδιο ἔκανε στή συνέχεια καί ἡ᾿Εκκλησία καί μέ τόν τρόπο αὐτό διαμορφώθηκε
σιγά σιγά καί γραπτῶς ἡ ζωντανή παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτή μποροῦμε νά
δοῦμε στά πολυειδή γραπτά μνημεῖα τά ἐκφράζοντα τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας,
ὅπως εἶναι οἱ δογματικοί ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ἀποφάσεις τῶν
τοπικῶν πού κυρώθηκαν ἀπό σύνοδο οἰκουμενική, οἱ ἱεροί Κανόνες, τά
συγγράμματα τῶν Πατέρων, τά κείμενα τῆς θείας λατρείας καί οἱ
ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι, τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου κ.ἄ.
Τήν ἀνάγκη τῆς ζωντανῆς παραδόσεως σέ παράλληλη βάση πρός τό γραπτό
λόγο ἐξαίρει ὁἀπόστολος Παῦλος, παραινῶν τούς πιστούς· «῎Αρα οὖν, ἀδελφοί,
στήκετε, καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’
ἐπιστολῆς ἡμῶν» [5].
16
ἐκλαμβάνει τήν παράδοση μέ ἔννοια ἐλαστική, ὡς ταμεῖο πίστεως, στό ὁποῖο
μπορεῖ νά προσφεύγει, ὅταν θέλει νά διατυπώσει κάποιο νέο δόγμα ἤ νά
ἀνυψώσει σέ δόγματα μεταγενέστερες θεολογικές γνῶμες καί δοξασίες. Τέτοια
δόγματα ὑπάρχουν πολλά (ἄσπιλος σύλληψις κ.ἄ.), ὡς καί διάφορες ἄλλες
καινοτομίες, κυρίως στήν τέλεση καί μετάδοση τῶν μυστηρίων (στέρηση τοῦ
λαοῦἐκ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐχαριστίας, ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν νηπίων
κ.τ.ὅ.). ῎Αν θέλαμε νά κάνουμε συσχετισμό, θά λέγαμε, ὅτι κατά τήν ὀρθόδοξη
πίστη ἡ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ πιστός τηρητής καί φύλακας τῆς παραδόσεως, ἐνῶ
κατά τή ρωμαιοκαθολική αὐτή παρουσιάζεται μᾶλλον ὡς κυρίαρχος,
μεταποιώντας αὐτή κατά βούληση καί προσπαθώντας, νά συμβιβάσει τά
παλαιά μέ τάἑκάστοτε νέα.
Παράλληλα, οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν ἀναγνωρίζουν τήν παράδοση ὡς πηγή τῆς
θείας ἀποκαλύψεως. Οἱ λόγοι εἶναι προφανεῖς. Κατ’ αὐτούς ἡ ἁγία Γραφή εἶναι
ἡ μόνη πηγή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ πλήρης καί αὐτάρκης κώδικας τῆς
χριστιανικῆς πίστεως, ὁ περιέχων ὅλες τίς ἀναγκαῖες ἀλήθειες πρός σωτηρία.
Τήν παράδοση τήν ἀπορρίπτουν ὡς αὐθεντική πηγή τῆς πίστεως, ἀνεχόμενοι
αὐτή στό μέτρο, πού δέν ἀντιφάσκει πρός τή Γραφή, καί ὡς ὠφέλιμο πλήν ὄχι
καί ἀλάθητο χειραγωγό στήν ἑρμηνεία τῆς ἁγίας Γραφῆς. ᾿Εντούτοις παρά τή
βασική τους αὐτή τοποθέτηση, δέ φαίνεται ν’ ἀπομακρύνονται ὁλοσχερῶς ἀπό
τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. ᾿Ασχέτως πρός τά πολλά πού
παρέλαβαν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ὁ Λούθηρος, τόν ὁποῖο
ἀποκαλοῦν θεῖον καί τρίτον ᾿Ηλία, καί τά συγγράμματα τοῦ ὁποίου μεγάλως
ἐκτιμῶνται στή συνείδηση τῶν Διαμαρτυρομένων, ὡς ἀντικαταστήσαντα τά
ἔργα τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ἔχει μεγάλο κύρος γι’ αὐτούς, ἐνῶ
παράλληλα τά συμβολικά τους βιβλία ἔχουν ἀποκτήσει ἕνα εἶδος «κανόνος
πίστεως», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ συνεκτικό δεσμό τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους
ταυτότητος καί βάση τοῦἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος καί τῆς ἑρμηνείας τῆς
ἁγίας Γραφῆς. Μέ ἄλλα λόγια ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
10. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως πρός τήν
αὐθεντία τῆς ᾿Εκκλησίας;
῞Οπως εἴπαμε στά προηγούμενα, τό περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἔχει
ἀποθησαυρισθεῖ στίς δύο πηγές της, τήν ἁγία Γραφή καί τήν ἱερά Παράδοση.
῞Ομως, γιά νά μπορέσει ἡ θεία ἀλήθεια νάἐπιτελέσει τό σωτήριο προορισμό της
πρέπει νάὑπάρχει κάποιο μέσο διά τοῦὁποίου θά φθάσει στίς ψυχές τῶν
ἀνθρώπων ἀθόλωτη καί διαυγής, ὅπως πρωτοβγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου
καί τῶν ᾿Αποστόλων. Τό μέσο αὐτό πρέπει νά εἶναι αὐθεντικό καίἀλάθητο καί
αὐτό φυσικά δέν εἶναι οἱἄνθρωποι «οἱ πλανῶντες καί πλανώμενοι». Κατά τήν
ὀρθόδοξη πίστη, πρός τήν ὁποία συμφωνεῖ καίἡ Ρωμαιοκαθολική, τό κριτήριο
αὐτό εἶναι ἡ᾿Εκκλησία, στήν ὁποία διαιωνίζεται ἱστορικάὁ Χριστός καί τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τή διακρατεῖ καί τήν ἐμψυχώνει, ὁδηγώντας την «εἰς πᾶσαν
τήν ἀλήθειαν»6.
῾Η Γραφή καί ἡ Παράδοση, λαμβανόμενες καθ’ ἑαυτές, εἶναι σχήματα ἀσαφή
καί ἀόριστα, ἀσπόνδυλα, θά λέγαμε, καί χωρίς ἐξωτερικό συνεκτικό δεσμό. ῎Ετσι
ἡ μέν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς δέν μπορεῖ νά ἐπιχειρηθεῖ ἀπ’ εὐθείας χωρίς
αὐθεντική ἐκκλησιαστική χειραγώγηση [7], δεδομένης τῆς ἀσάφειας, πού
17
παρατηρεῖται σέ ὁρισμένα σημεῖα τῆς διδασκαλίας της. Στήν ἀπροϋπόθετη αὐτή
ἑρμηνεία ὀφείλονται, οἱ τόσες παρερμηνεῖες της καί οἱ κακοδοξίες ὅλων τῶν
αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες, χωρίς ἐξαίρεση, στηρίζουν τά διδάγματά τους στήν ἁγία
Γραφή. ᾿Αλλά καί ἡ Παράδοση ἔχει ἀνάγκη αὐθεντικοῦ κριτηρίου γιά τή
γνησιότητά της, ἄν λάβουμε ὑπόψη, ὅτι οἱ ὅποιες διδασκαλίες καί γνῶμες τῶν
ἀνθρώπων δέν μποροῦν ἀπό μόνες τους νά διατηρηθοῦν ἀλώβητες στήν
ἀνέλιξη τοῦ χρόνου καί τῆς ἱστορίας.
Τό αὐθεντικό κριτικό αὐτό ἔργο ἐνασκεῖ ἡ ᾿Εκκλησία εἴτε διά τῶν ἱεραρχῶν της
στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες διδάσκουσα τή σωτηριώδη ἀλήθεια, εἴτε διά τοῦ
συνόλου τῶν ἀρχιερέων της σέ συνόδους οἰκουμενικές διατυπώνουσα ἐπίσημα
καί πανηγυρικά τή θεία ἀλήθεια, κυρίως σέ ὅσες περιπτώσεις ἀπειλοῦν αὐτήν ἡ
κακοδοξία καί ἡ πλάνη. Τό ἔργο αὐτό τῆς ᾿Εκκλησίας φαίνεται κατεξοχήν στήν
αὐθεντική διατύπωση τοῦ δόγματος τοῦ ὁμοουσίου στή σύνοδο τῆς Νίκαιας (325)
καί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ σέ μιά ὑπόσταση στή σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος
(451), δόγματα ὑπάρχοντα φυσικά συνεπτυγμένως στή θεία Γραφή καί τήν ἱερά
Παράδοση. Στήν οἰκουμενική σύνοδο ἡ ὁμοφωνία τῶν ἱεραρχῶν δέν εἶναι
μαθηματική, ἀλλ’ ἠθική. ῞Οταν ὁρισμένοι ἐπιφανεῖς ἱεράρχες ἀποφαίνονται γιά
κάποιο ζήτημα δογματικό, οἱ δέ λοιποί δέν ἀντιλέγουν, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
διατυπούμενη διδασκαλία εἶναι αὐθεντική καί ἀλάθητη. ῾Η διδασκαλία αὐτή
καταχωρίζεται στούς ὅρους τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη, πού
δέν κυρώθηκε ἀπό συνόδους οἰκουμενικές, εἶναι ἀπαθησαυρισμένη στά
πολυειδή γραπτά μνημεῖα τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως.
Κάτω ἀπό τό πνεῦμα αὐτόἡ᾿Εκκλησία νοεῖται ὡς μία εὐρύτερη παράδοση, στήν
ὁποία ἐμπεριέχονται ἡἁγία Γραφή καίἡἱερά παράδοση μέ τή στενή της ἔννοια.
Τά δύο αὐτάἡ᾿Εκκλησία περιβάλλει καί καθορίζει μέ τήν αὐθεντία καί τό κύρος
της, προστατεύοντάς τα ἀπό κάθε κακόβουλη παράσταση καίἐπιβουλή. Μόνο μέ
τήν παρουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας διακρατεῖται ὁλόκληρο τό
οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ, διασφαλίζεται ἡἑνότητα τοῦἐκκλησιαστικοῦ
σώματος καί πετυχαίνεται ἡὑψηλήἀποστολή τοῦ χριστιανισμοῦ, ὡς λυτρωτικῆς
ἐξ ἀποκαλύψεως θείας θρησκείας.
18
ἀμηχανία τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι ἐν προκειμένω ἐμφανής. Γιά νά
οἰκονομήσουν δέ τά πράγματα διατυπώνουν περίεργες θεωρίες· ὅτι περί τοῦ
κανόνος τῆς Γραφῆς μαρτυρεῖ ἐσωτερικά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (τό ἴδιο Πνεῦμα
δημιουργεῖ καί τήν πνευματική᾿Εκκλησία) καί ὅτι κανονικά βιβλία εἶναι ὅσα διά
τῆς ἱστορικῆς κριτικῆς ἔρευνας ἀποδεικνύονται ὡς συνταχθέντα ὑπό τῶν
᾿Αποστόλων καί τῶν Προφητῶν, στά ὁποῖα δέν περιέχονται ἀλλόκοτα καί
παράλογα πράγματα.
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές δέν εἶναι σωστές. ῾Η μαρτυρία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στίς
καρδιές τῶν πιστῶν δέν εἶναι κάτι τό σταθερό καί συγκεκριμένο, ὥστε ν’
ἀποτελέσει κριτήριο τῆς γνησιότητας τῶν πηγῶν τῆς πίστεως. Εἶναι κάτι τό
ὑποκειμενικό, πού δέν μπορεῖ σαφῶς νά καθορίσει τά πράγματα, ἀλλά ἀντίθετα
μπορεῖ νά διαμορφώσει πολλές καί ποικίλλουσες ἀντιλήψεις, κάτι πού μπορεῖ
νά ἄρει τό αὐθεντικό κύρος τῆς Γραφῆς καί νά ὁδηγήσει σέ ὀρθολογιστική
ἐκτίμηση τοῦ ἱεροῦ κανόνα της. Παράλληλα ἡ διά τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας
προσέγγιση τοῦ ζητήματος εἶναι πολύ ἐπισφαλής, καθόσον ἀνοίγει ἐλεύθερο
πεδίο στήν ἔρευνα, μέ κίνδυνο ν’ ἀμφισβητηθεῖ ἡ γνησιότητα βιβλίων τῆς ἁγίας
Γραφῆς.
῾Ως πρός τήν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, βασική προτεσταντική ἀρχή εἶναι, ὅτι αὐτή
ἑρμηνεύεται δι’ ἑαυτῆς, χωρίς νά ἔχει ἀνάγκη ἄλλου αὐθεντικοῦ ἐξωτερικοῦ
ἑρμηνευτικοῦ κριτηρίου {δηλ. ἡ ἁγία Γραφή εἶναι ὁ νόμιμος ἑρμηνευτής τοῦ
ἑαυτοῦ της). Τά σκοτεινά καί ἀσαφή χωρία πρέπει νά ἑρμηνεύονται κατά τήν
ἀναλογία τῆς πίστεως, δηλαδή μέσα στό σύνολο τῆς δογματικῆς διδασκαλίας,
πού συνάγεται ἀπό τά ἐναργή χωρία. Κατά τήν ἴδια ἀντίληψη στήν ὀρθή
κατανόηση τῆς Γραφῆς συμβάλλεται σημαντικά καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
φωτίζοντας τή φύση τοῦἀνθρώπου καί εἰσάγοντας στό ἀληθές νόημα τῆς
Γραφῆς, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά κάνει κάθε ἄλλη γραμματική καί ἱστορική
μέθοδος ἑρμηνείας. Βέβαια καμιά ἀμφιβολία δέν ὑπάρχει, ὅτι ὁ φωτισμός
τοῦ῾Αγίου Πνεύματος εἶναι ἀπαραίτητος, ὥστε ὁἑρμηνευτής νά φθάσει στά
ὀρθά ἑρμηνευτικά συμπεράσματα καί αὐτό ὀρθῶς διδάσκεται ἀπό τούς
Διαμαρτυρομένους.
Παρά ταῦτα σέ ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπως σέ συγκρούσεις ἑρμηνευτικές (ἔριδες
Λουθήρου καί Ζβιγγλίου), ἡ ἀπουσία αὐθεντικοῦ ἑρμηνευτικοῦ κριτηρίου τῆς
Γραφῆς γίνεται ἐξόχως αἰσθητή. ῎Ετσι πρός κατοχύρωση τῶν ἀπόψεών τους
ἄλλοι προσφεύγουν στά συμβολικά ὁμολογιακά μνημεῖα τῆς Διαμαρτυρήσεως,
πράγμα ὅμως ἄχαρο, δεδομένου ὅτι τά κείμενα αὐτά στόν Προτεσταντισμό δέν
θεωροῦνται αὐθεντικά· ἐνῶ ἄλλοι καταφεύγουν στή γνώμη εὐσεβῶν κριτικῶν
ὡς αὐθεντική (πράγμα ὁμοίως ἄχαρο) καί ἄλλοι ὁμιλοῦν περί δώρου ἑρμηνείας,
ὁ δέ Καλβίνος ἔφθασε σέ σημεῖο, νά ποθεῖ τήν ἀνασύσταση τῶν οἰκουμενικῶν
Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἀποφαίνονται ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι(!).
Δέν εἶναι περίεργο γιατί σέ μιά τέτοια δίνη ἑρμηνευτικῶν ἀρχῶν ὁ
Προτεσταντισμός εἶναι δυνατό, νά καταλήξει εἴτε στή φασμαγωγία τῶν
Κουακέρων, κατά τήν ὁποία ἡ μόρφωση καί ἡ γλωσσική σπουδή εἶναι κάτι τό
περιττό καί ἕνας ὀλιγογράμματος μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τή Γραφή καλύτερα
ἀπό τούς μορφωμένους, διότι αὐτό πού ἔχει πρωταρχική σημασία εἶναι ὁ
ἐσωτερικός φωτισμός καί ἡ μαρτυρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, εἴτε στήν
ὀρθολογιστική μεταχείριση τῆς Γραφῆς ἀπό τούς Σωκινιανούς καί᾿Αρμινιανούς,
19
οἱ ὁποῖοι, ἄν καί δέχονται τή θεοπνευστία τῆς Γραφῆς, ἐντούτοις τήν
ὑποτάσσουν στόν ὀρθό λόγο, ὑποστηρίζοντας ὅτι τά ἑρμηνευτικά πορίσματα δέν
πρέπει νά περιέχουν πράγματα ἀντίθετα πρός τά διδάγματα τοῦ ὀρθοῦ λόγου.
20
τήν ἱεροπρέπεια τοῦ κειμένου, ἀποφευγομένων ὅλων τῶν λεκτικῶν
ἐκκεντρικοτήτων καί τῆς φραστικῆς χυδαιότητας, πού μποροῦν νά βλάψουν τό
κύρος τῶν Γραφῶν καί νά ζημιώσουν τή σωτήρια ἐπίδρασή τους. ᾿Εννοοῦμε
μεταφράσεις ἁπλές καί ζωντανές πού μποροῦν νά μιλήσουν εὐεργετικά στή
συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας.
21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΘΕΟΣ
22
ἐνέργειες εἶναι μεθεκτές καί κοινωνητές. Στή διάστασή τους τελεῖται ὅ,τι
βρίσκεται ἔξω ἀπό τό Θεό, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡ ἐξωτερική φανέρωση τοῦ
Θεοῦ καί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἐνέργειες εἶναι πολλές ἀνάλογα μέ τό
εἶδος τῆς ἐξωτερικῆς δραστηριότητας τοῦ Θεοῦ. ῎Αλλες ὀνομασίες τῆς θείας
ἐνέργειας εἶναι· θεία χάρη, ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος.
23
Γιά τόν Υἱό, ἡ γέννηση. ῾Ο Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα ἀϊδίως. Καί εἶναι μέν
ἄχρονος μέ τή χρονική ἔννοια τοῦἐπιθέτου, ὄχι ὅμως καί μέ τήν ἔννοια τῆς
προελεύσεως, καθόσον τή θεότητά του τή δέχεται ἀπό τόν Πατέρα.
Καί γιά τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο, ἡἐκπόρευση. Γέννηση καί ἐκπόρευση δέν εἶναι τό
ἴδιο πράγμα. Διαφέρουν μεταξύ τους, χωρίς νά γνωρίζουμε τή φύση τῆς
διαφορᾶς.
Τά ὑποστατικά ἰδιώματα εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀμετάδοτα καί
ἀκοινώνητα. Δέν μποροῦν, δηλαδή, νά μεταδοθοῦν ἀπό τό ἕνα πρόσωπο στά
ἄλλα. Αὐτή ἡ ἀρχή συνιστᾶ τήν τάξη τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἡ κατάλυση τῆς ὁποίας
ἀνατρέπει αὐτή τήν ἔννοια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια
μιλώντας γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
24
᾿Ιωάν. 1,1· «᾿Εν ἀρχῇἦν ὁ Λόγος, καίὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ
Λόγος...», ὅπου ἐκφράζεται ρητάἡἐσωτερική διάκριση καί σύναψη τοῦ Λόγου μέ
τόν Πατέρα, καί
Α´ Κορ. 2,10· «Τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ», ὅπου τό
Πνεῦμα παρουσιάζεται ὡς ξεχωριστό πρόσωπο, τόὁποῖο ἐρευνᾶ τά βάθη τῆς
οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
Μέ βάση τίς πολλές καί σαφεῖς ἀναφορές τῆς Κ. Διαθήκης, ἡ᾿Εκκλησία ἐκύρωσε
αὐθεντικά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος στόἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῶν δύο
πρώτων οἰκουμ. Συνόδων, Νικαίας (325) καί Κωνσταντινουπόλεως (381).
20. Μαρτυρεῖται ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στή Γραφή;
Βεβαιότατα μαρτυρεῖται. Τά σχετικά χωρία εἶναι ἀναμφισβήτητα καί ἐναργῆ,
πρέπει δέ νά τά γνωρίζουμε καλῶς γιά νά μποροῦμε ν’ ἀνατρέψουμε ὅλους
ἐκείνους (κυρίως τούς Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ πού εἶναι πιστότατοι μαθητές
τοῦ᾿Αρείου, ἔστω κι ἄν ἔζησαν 1600 χρόνια μετά ἀπό αὐτόν), οἱ ὁποῖοι μέ λύσσα
στρέφονται κατά τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
Καί περί μέν τῆς θεότητας τοῦ῾Αγίου Πνεύματος κλασικό χωρίο εἶναι τό Πράξ.
5.5, ὅπου ὁ᾿Ανανίας φέρεται ψευδόμενος στό Θεό· «Οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις,
ἀλλά τῷ Θεῷ». Περισσότερες δέ εἶναι οἱ μαρτυρίες περί τῆς θεότητας τοῦ Λόγου.
Τά σχετικά χωρία εἶναι· ᾿Ιωάν. 20.28· «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου», ὅπου
ἐκφράζεται ἐνάρθρως [15] ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. ῎Οχι ἁπλά Θεός, ἀλλά ὁ Θεός
(ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ μετά τήν ἀνάσταση). Τίτ. 2.13· «τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί
Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». Α´᾿Ιωάν. 5.20· «Καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ
Υἱῷ αὐτοῦ᾿Ιησοῦ Χριστῷ. Οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός». Ρωμ. 9,5· «᾿Εξ ὧν ὁ
Χριστός τό κατά σάρκα, ὁ ὤν ἐπί πάντων Θεός εὐλογητός εἰς τόν αἰῶνα». Α´ Τιμ.
3,16· «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις...» (ἡ
σωστή ἀνάγνωση ἐδῶ εἶναι· «ὅς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»).
21. Εἶναι κατανοητό διά τοῦ λόγου τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος;
῎Οχι, δέν εἶναι κατανοητό. Τό περί Τριάδος δόγμα, ὡς καί τό τῆς ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Λόγου καί τῆς θείας εὐχαριστίας ἀποτελοῦν τά κορυφαῖα μυστήρια τοῦ
Θεοῦ, στά ὁποῖα ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει γυμνός ὁἀνθρώπινος λόγος. Εἶναι
ἀλήθειες ἀπόκρυφες καί ἀδιάγνωστες. ῾Ο ἀνθρώπινος λόγος ἀσθμαίνει στή
προσπάθειά του νά τίς περιλάβει καί νά τίς κατανοήσει. Τά φτερά του εἶναι λίγα
στό πέταγμα πρός τό ὑπερβατικό καί ἀκατάσχετο. Τό πῶς μποροῦμε νά
ἐναρμονίσουμε τήν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας μέ τήν τριαδικότητα τῶν
προσώπων, τό πῶς δηλαδή ὁ ἕνας στήν οὐσία Θεός ὑπάρχει ὁλόκληρος σέ τρεῖς
ξεχωριστές ὑποστάσεις χωρίς ὡστόσο νά ὑπάρχουν καί τρεῖς θεοί ἤ χωρίς νά
συγχέωνται καί ν’ ἀφανίζονται τά πρόσωπα, εἶναι κάτι πού μᾶς προσπερνᾶ καί
μᾶς ἀφήνει πίσω, κλεισμένους ἑρμητικά στό κέλυφος τῆς σύμφυτης ἀδυναμίας
μας. ῾Η γνώση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς εἶναι γιά μᾶς πολύ σημαντική γιά νά
γνωρίζουμε τά ὅρια καί τήν ἀντοχή τῆς φύσεώς μας μπροστά στό μυστήριο τοῦ
Θεοῦ, μέχρι ποῦ μποροῦμε νά προχωρήσουμε στήν ἔρευνα τοῦ μυστηρίου καί
πότε νά σταματήσουμε, γιά νά μή χάσουμε στό τέλος τό μυαλό μας. Καί γιά
ἕναν ἄλλο λόγο, νά μή στενοχωριόμαστε, ὅταν οἱ ἄλλοι μᾶς ζητοῦν νά τούς
ἀποδείξουμε λογικά τό δόγμα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ κι ἐμεῖς φυσικά ἀδυνατοῦμε,
25
νά τούς ἀπαντήσουμε. Νά ἔχουμε τήν αἴσθηση, ὅτι μόνο διά τῆς πίστεως καί μέ
τό φωτισμό τοῦ παναγίου Πνεύματος μποροῦμε, νά δεχτοῦμε λιγοστές μόνο
ἀκτίνες ἀπό τό φῶς πού περιβάλλει τήν ἀδιάγνωστη οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἐπειδή εἶναι στή φύση του, νά ἐρευνᾶ καί μάλιστα
τά κορυφαῖα καί δύσκολα ζητήματα τῆς ὑπάρξεώς του, δέν κάθεται μέ
σταυρωμένα τά χέρια μπροστά στό ὑπερλογικό μυστήριο τοῦ Θεοῦ,
προσπαθώντας μέ ὅ,τι διαθέτει νά τό ἐξηγήσει ἐξωτερικά καί νά τό κάνει
σαφέστερο στήν ἀνθρώπινη διάνοια. ᾿Από παλαιά δέ, προσπάθησε νά τό
διασαφήσει μέ παραδείγματα ἀπό τή φυσική ἐμπειρία, τήν ψυχολογία καί τήν
ἠθική. Κατά τή γνώμη μου προσφυέστερο παράδειγμα εἶναι τό ἡλιακό φῶς, τήν
ἀναλογία τοῦ ὁποίου χρησιμοποιεῖ καί τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως· «Φῶς ἐκ
φωτός». Τοῦ παραδείγματος τοῦ φωτός ἔκαναν χρήση καί οἱ ἀρχαῖοι
᾿Απολογητές στίς γραφές τους πρός τούς ἐθνικούς. ῞Οπως –ἔλεγαν– ὅταν
ἀνάψεις ἀπό μιά ἀναμμένη λαμπάδα δύο ἄλλες λαμπάδες, ἔχουμε τρεῖς
ξεχωριστές λαμπάδες πού ὅμως φέρουν τό ἴδιο φῶς, ἔτσι καί στήν ῾Αγία Τριάδα
ἔχουμε τρία ξεχωριστά πρόσωπα στά ὁποῖα ὑπάρχει ἀπαράλλακτη ἡ μία θεία
οὐσία. Τό παράδειγμα αὐτό ἔχει φυσικά κάποια ἀξία, χωρίς ὅμως αὐτό –καθώς
καί τά λοιπά παραδείγματα– νά μποροῦν νά ἐξαντλήσουν τό ἀβυσσῶδες
μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἁπλές ἀναλογίες, ἀναγκαῖες καί χρήσιμες γιά τό
μυαλό μας.
26
ἀναγκαίως καί στή θεία οὐσία. Τό μόνο γνήσιο δίδαγμα τῆς Γραφῆς εἶναι ὅτι ὁ
Πατήρ εἶναι κατά κυριολεξία Θεός, τά δ έἄλλα δύο πρόσωπα λέγονται ἔτσι
καταχρηστικῶς. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός λέγεται Θεός ἤ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος γεννήθηκε θαυμαστῶς καί ἐστάλη ἀπό τό Θεό στόν κόσμο γιά νά
διδάξει τίς αἰώνιες ἀλήθειες καί νά δώσει ἀπαράμιλλο πρότυπο βίου ἠθικοῦ,
καίὁὁποῖος, ἀφοῦ ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ἔγινε βασιλιάς τοῦ νέου
᾿Ισραήλ, τιμώμενος καί λατρευόμενος ἀπό τούς πιστούς. Τό δέ ῞Αγιο Πνεῦμα δέν
εἶναι πραγματικό πρόσωπο ἀλλά δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζουσα τόν ἄνθρωπο. Οἱ
ἀντιλήψεις αὐτές ἀκούονται σήμερα πολύ καί ἀπό τούς Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ.
23. Τί εἶναι τό fillio qve (και εκ του υιού);
Εἶναι αἵρεση τριαδολογική, τήν ὁποία ἀποδέχονται ἀπό κοινοῦ ἡ
Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι. ᾿Ενῶ κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογία
τό ῞Αγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνον τοῦ Πατρός [16], κατά τή ρωμαϊκή
ἀντίληψη τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. ῾Η κακοδοξία τοῦ
fillio qve εἰσήχθη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως στήν ῾Ισπανία σέ σύνοδο τοῦ
Τολέδου τό 589, προφανῶς γιά νά στηρίξει τή θεότητα τοῦ Λόγου, ἡ ὁποία τότε
καταπολεμοῦνταν σφοδρῶς στή χώρα αὐτή ἀπό τό Δυτικογοτθικό ᾿Αρειανισμό.
᾿Αργότερα ἡ προσθήκη πέρασε στή Γαλλία καί κατόπιν στή Ρώμη, ὄχι βέβαια
χωρίς ἀντίδραση. Εἶναι ἐνδεικτικό, ὅτι ὁ πάπας Λέων ὁ Γ´, προσκληθείς ἀπό τή
σύνοδο τοῦ᾿Ακυϊσγράνου, νάἐκφέρει γνώμη ὑπέρ τοῦ fillio qve, ἀποδοκίμασε τήν
προσθήκη, ἐγγράψας ἀκέραιο τό Σύμβολο σέ δυό ἀργυρές πλάκες στό Βατικανό
[17]. ῾Η κακοδοξία τοῦ fillio qve καί ἡ προσθήκη τοῦ ὅρου στό ἱερό Σύμβολο τῆς
Πίστεως συνετέλεσαν μεταξύ ἄλλων στό χωρισμό τῶν ἀδελφῶν ᾿Εκκλησιῶν
᾿Ανατολῆς καί Δύσεως, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐπί Πατριάχου Κων/πόλεως Φωτίου
(Σχίσμα τοῦ 867) καί συμπληρώθηκε ἐπί Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054). Μετά τό
Σχίσμα τό filio qve ἔγινε τό κέντρο σφοδρῶν δογματικῶν ἐρίδων
μεταξύ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως καίἀφορμή συγγραφῆς –κυρίως ἀπό πλευρᾶς τῆς
᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας– πλήθους ἀντιρρητικῶν κα ίἐλεγκτικῶν θεολογικῶν
συγγραφῶν.
27
Πατρός μόνον ἐκπορευόμενον», ἀφήνοντας ἔτσι ἀνοικτή τήν ὑπόθεση τοῦ
filioque. Δέ νομίζετε ὅμως, ὅτι οἱ συλλογισμοί αὐτοί τῶν Παπικῶν εἶναι ἁπλά
θεολογικά τεχνάσματα; Γιατί, ἀντιστρέφοντας τό συλλογισμό, θά μπορούσαμε
κι ἐμεῖς νά ποῦμε· ῎Αν τό filioque εἶχε κάποια δυνατότητα στή σκέψη τοῦ Κυρίου,
γιά ἕνα τόσο κορυφαῖο σημεῖο τοῦ δόγματος δέ θά ἔλεγε ρητά ὁ Σωτήρ· «ὅ παρά
τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται;» ἤ ὁ συνοδικός ὅρος· «τό ἐκ τοῦ Πατρός
καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον;» Γιατί ν’ ἀποκρύψει μιά τόσο μεγάλη ἀλήθεια ὁ
Κύριος; Μήπως γιά νά δημιουργήσει ζητήματα στήν ᾿Εκκλησία του;
Στό πνεῦμα τέλος τοῦ χωρίου τοῦ᾿Ιωάννου (15,26), δηλαδή τῆς ἀϊδίου
ἐκπορεύσεως ἐκ τοῦ Πατρός καί τῆς ἐν χρόνῳ πέμψεως ὑπό τοῦ Χριστοῦ πρέπει
νά ἑρμηνευθεῖ καί τό χωρίο ᾿Ιωάν. 16,13-15· «῞Οταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα
τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν· οὐ γάρ λαλήσει ἀφ’
ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ὅσα ἄν ἀκούσῃ λαλήσει, καί τά ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν». Στό
χωρίο ὅμως αὐτό στηρίζουν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τήν περί filioque διδασκαλία
τους, συνδέοντας στενά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τήν ἐκπόρευση καί τήν
ἀποστολή τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
28
τριαδικῆς θεότητας. ᾿Αντί τῆς μίας ἀρχῆς ἀπό τήν ὁποία ἀνελίσσεται ἡ ῾Αγία
Τριάδα, ἔχουμε δύο ἀρχές. ῾Ο Πατήρ παύει νά εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς θεότητας,
στήν ὁποία τώρα προστίθεται ὡς παράλληλη πηγή καίὁ Υἱός. ῾Η εἰσαγωγή ὅμως
καί δεύτερης πηγῆς φέρει ἀναστάτωση καί συγχυση στά ὑποστατικά ἰδιώματα
τῶν προσώπων. Τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ δέν εἶναι πιά μόνο ἡ γέννηση,
ἀλλά καί ἡ ἐκπόρευση· τοῦ δέ ῾Αγίου Πνεύματος ἡ ἐκπόρευση δέν εἶναι ἐκ μόνο
τοῦ Πατρός ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Στή βάση αὐτή τῆς συγχύσεως τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων διερωτᾶται κανείς·
γιατί ἡ σύγχυση νά μήν ἐπεκταθεῖ καί περαιτέρω, δηλαδή ὁ Υἱός νά μή γεννᾶ
τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα νά μήν ἐκπορεύει τόν Υἱόν κ.λπ.; Ποῦ θά χαράξουμε
τή διαχωριστική γραμμή καί ποῦ θά σταματήσουμε στήν κατάλυση τοῦ
δόγματος τῆς ῾Αγίας Τριάδος;
29
ἀπό τούς πολλούς πιστούς, γιά τούς ὁποίους γενικά ἡ θεολογία εἶναι δύσκολη
καί δυσνόητη. ᾿Εμεῖς ἐδῶ, ἀποφεύγοντας τίς πολύπλοκες θεολογικές σκέψεις, θά
δώσουμε μιά βασική ἀπάντηση, ἡ ὁποία δέν ἐξέρχεται τῆς διδασκαλίας τοῦ Δ´
Εὐαγγελίου (᾿Ιωάν. 15,26).
῾Η πρόθεση ἐκ γλωσσικά σημαίνει τήν αἰτία ἐκ τῆς ὁποίας γίνεται κάτι, ἐνῶ ἡ
διά σημαίνει τήν αἰτία διά τῆς ὁποίας γίνεται κάτι. Στή θεολογική Τριάδα ἡ ἐκ
ἀναφέρεται στόν Πατέρα ἐκ τοῦ ὁποίου τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀϊδίως,
λαμβάνοντας παρ’ αὐτοῦ τή θεότητα («τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», «ὅ
παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»).
῾Η δέ πρόθεση διά ἀναφέρεται στόν Υἱό στό ὄνομα τοῦ ὁποίου πέμπεται τό
Πνεῦμα στόν κόσμο, χωρίς αὐτό φυσικά νά σημαίνει ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἁπλό
ὑπηρετικό ὄργανο τοῦ Πατρός. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ διά στή σχέση τῆς
ἐκπορεύσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος ἀναφέρεται στήν οἰκονομική Τριάδα,
δηλαδή στίς ἐξωτερικές ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. ῞Οτι ἀφετέρου ἡ διά
ἐκφράζει τήν ταυτότητα φύσεως μεταξύ Υἱοῦ καί Πνεύματος εἶναι ὁμοίως
φανερό. Σ’ αὐτό στηρίζεται καί τόἄλλο, ὅτι τό Πνεῦμα ἀναπαύεται στόν Υἱό
(«καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον») καί λέγεται «ἴδιον τοῦ Υἱοῦ» {20}.
30
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
31
νά μήν τό ἔχει καί αὐτή. Εἶναι ἄρτιος καί ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος στό αὐτό
μέτρο πού εἶναι καί ὁ ἄντρας. ῎Εχει πλήρη ὅλα τά συστατικά τῆς φύσεως μέρη,
σῶμα καί ψυχή. ῾Ο Θεός ὅταν θέλησε νά πλάσει τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἔπλασε
μόνο ἄντρα, ἀλλά καί γυναίκα. ῾Η πραγματική ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου, θεωρεῖται
ἰσότιμα καί στά δύο φύλα, μᾶλλον στήν ἕνωση τῶν δύο. Χωρίς τό ἕνα ἀπ’ αὐτά ἡ
ἀνθρώπινη ἰδέα εἶναι ἐλλιπής. ῎Αν ἡ Γραφή λέει, ὅτι ἡ γυναίκα πλάστηκε ἀπό τό
Θεό μετά τήν πλάση τοῦ ἄντρα καί ἀπό τήν πλευρά του [22], αὐτό δέν σημαίνει
ὁποιαδήποτε ὑποτίμηση τῆς γυναίκας, ἀλλά τό στενό σύνδεσμο καί τήν
ἀλληλεξάρτηση τῶν δύο φύλων, ἄσχετα ἄν στήν ἱεράρχηση τῆς ζωῆς ὁ ἄντρας
φέρεται –ὄχι πάντοτε βέβαια– νά προέχει τῆς γυναίκας. Αὐτό εἶναι ἄλλο
ζήτημα, ὀφειλόμενο σέ πολλούς λόγους ὄχι πάντοτε ἀδιάβλητους. Στίς
καταχρήσεις στόν τομέα αὐτό ὀφείλουν τή γένεσή τους καί τά διάφορα
φεμινιστικά κινήματα, τά ὁποῖα ὅμως δέν εἶναι κι αὐτά πάντα ἀδιάβλητα.
῾Η γυναίκα εἶναι ἴση μέ τόν ἄντρα τόσο στή φυσική τάξη τῆς δημιουργίας, ὅσο
καί στό πεδίο τῆς χάριτος καί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῞Οσοι κακολογοῦν καί
ὑποβαθμίζουν τή γυναίκα –στό μεσαίωνα ἔφθασαν σέ σημεῖο νά διερωτῶνται
ἄν ἡ γυναίκα ἔχει ψυχή!– εἶναι ἀνόητοι. ῎Αλλωστε ἀπό γυναίκα δέ γεννήθηκε ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀνέδειξε «τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν
ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ;» [23].
32
πράγματα (πνεῦμα), εἴτε στά ὑλικά καί τά χαμαίζηλα (ζωική ψυχή). ῎Ετσι ἡ
Γραφή τόν ἄνθρωπο πού εἶναι ἀφοσιωμένος στό Θεό καί κινεῖται ἀπό τή χάρη
τοῦ῾Αγίου Πνεύματος τόν ἀποκαλεῖ πνευματικό, τόν δέ ἀποκομμένο ἀπό τό Θεό
καί προσηλωμένο στά ὑλικά πράγματα τῆς γῆς τόν χαρακτηρίζει σαρκικό ἤ
ψυχικό [28].
33
μέ τό σῶμα διά τῆς φυσικῆς συλλήψεως. ῾Η θεωρία αὐτή, πού εἶναι σύμφωνη μέ
τούς νόμους γεννήσεως τῶν ἄλλων ὄντων, ἐξηγεῖ κάπως τή μετάδοση τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ἐξαίρει τήν πανσοφία τοῦ Θεοῦ πού
δημιούργησε τά πάντα ἐφάπαξ, χωρίς νάἔχουν αὐτά ἀνάγκη ἄλλης
δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ἐκτός μόνο τῆς συντηρητικῆς Του θείας
πρόνοιας. ᾿Από τήν ἄλλη ὅμως μεριά ἀντίκειται πρός τήν περιωπή τῆς
πνευματικῆς ψυχῆς, τήν ὁποία κατεβάζει στή στάθμη τῆς φυσικῆς συλλήψεως
τοῦ ὑλικοῦ σώματος.
Κατά τή θεωρία, τέλος, τῆς δημιουργίας, τήν ὁποία δέχονται οἱ Λατίνοι Πατέρες,
ὁ Θεός δημιουργεῖ κάθε φορά τήν ψυχή τήν ὁποία στέλλει νά ἑνωθεῖ μέ τό ὑλικό
σῶμα (τό ἔμβρυο) πού μορφώνεται διά τῆς γαμικῆς ἑνώσεως στή μήτρα τῆς
γυναίκας. ῾Η θεωρία αὐτή, ὑπέρ τῆς ὁποίας φαίνεται νά συμφωνοῦν ἀρκετά
χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἐξαίρει μέν τό μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ψυχῆς
δημιουργουμένης ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό, τήν παρουσιάζει ὅμως νά μολύνεται
ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα μέ τήν ἕνωσή της μέ τό ὑλικό σῶμα, πράγμα πού
θυμίζει μανιχαϊστικές διαρχικές ἀντιλήψεις.
34
ἐπίμονη κατεργασία τοῦ ἀγαθοῦ, νά πετύχει τήν ἠθική του ἀτρεψία καί νά
θεωθεῖ, μοιάζοντας μέ τόν πανάγαθο πλαστουργό του.
᾿Απόὅσα ἀνωτέρω εἰπώθηκαν, γίνεται σαφής ἡ σχέση τῆς εἰκόνος πρός τή θεία
ὁμοίωση. ῾Η εἰκόνα εἶναι ἡ ὁμοίωση δυνάμει. Σ’ αὐτήν ἔπρεπε σιγά σιγά νά
καταλήξει διαπράττοντας τό ἀγαθό. ᾿Ενῶ ἡὁμοίωση εἶναι ἡ εἰκόνα ἐν ἐνεργείᾳ,
ὅταν δηλαδή ἡ τελευταία θά ἔφθανε στά τέλεια ἠθικά μέτρα της.
37. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τήν ὁποία ἦταν
προικισμένος ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;
῾Η ἀρχέγονη δικαιοσύνη ἦταν μιά σειρά δώρων μέ τά ὁποῖα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ
διακόσμησε τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο, ὥστε αὐτή εὐκολότερα, νά πετύχει
τόν τελικό προορισμό της, τήν ὁμοίωση τοῦἀνθρώπου μέ τό Θεό. Τά δῶρα αὐτά
ἦταν –ἐκτός ἀπό τήν κυριαρχία τοῦἀνθρώπου ἐπάνω στή ζωική καί φυσική
κτίση–, ἡ ἀπάθεια καί ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἡ θεογνωσία καί ἡ
εὐθύτητα τῆς θελήσεως τῶν πρωτοπλάστων.
Καί ἡ μέν ἀπάθεια καί ἀθανασία τοῦ ᾿Αδάμ δέν πρέπει, νά νοηθοῦν ὡς
κατάσταση τέλεια καί ἀπροϋπόθετη, ἀλλά σχετική καί ὑπό ὅρους. ῾Ο ᾿Αδάμ
στόν παράδεισο εἶχε τή δυνατότητα νά μήν ἀποθάνει, ὄχι καί τό ἀδύνατο νά
ἀποθάνει, καί αὐτό ἀνάλογα μέ τή στροφή τῆς βουλήσεώς του στό ἀγαθό (ἄν
δέν ἁμάρτανε) καί τή στροφή της μακριά ἀπό τό Θεό (πού πραγματικά ἔγινε καί
ἀπέφερε τήν πτώση του). Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀθανασία τοῦ προπάτορα δέν ἦταν
ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική καί ὑπό ὅρους.
῾Η δέ θεογνωσία ἐκινεῖτο μέν σέ ἕναν εὐρύ κύκλο γνώσεων, χωρίς ὅμως νά εἶναι
καί παγγνωσία, ἰδίωμα ἀποκλειστικό τῆς θείας φύσεως. ῞Οτι ὁ᾿Αδάμ γνώριζε
πολλά, φαίνεται ἀπό τίς διάφορες ὀνομασίες πούἔδωσε στά ζῶα, τάὁποῖα τοῦ
παρουσίασε ὁ Θεός νά ὀνομάσει [32]. ᾿Επίσης καί ἀπό τήν προφητεία, τήν ὁποία
εἶπε μόλις εἶδε τή γυναίκα του (Εὔα), πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός [33] σάν
συμπλήρωμα καί βοηθό του [34].
35
Τέλος, ὡς πρός τήν εὐθύτητα τῆς βουλήσεως τῶν πρωτοπλάστων, πρῶτο
στοιχεῖο της ἦταν ἡ ἀθωότητα, ἡ ἁγνότητα καί τό ἀπονήρευτο. Πρίν ἀπό τήν
πτώση οἱ πρωτόπλαστοι ἦταν γυμνοί στόν παράδεισο χωρίς νά ντρέπονται [35].
Τήν ντροπή τήν ἔνιωσαν εὐθύς μετά τήν πτώση, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τούς
ἔντυνε σάν ἱμάτιο, τούς ἐγκατέλειψε. ῎Ενοχοι τότε κατανόησαν τή γύμνια τους
καί ἔραψαν φύλλα συκῆς νά τή σκεπάσουν [36].
῎Αλλο στοιχεῖο ἦταν ἡ ἀκακία τῶν προπατόρων. Στή φύση τους δέν ὑπῆρχε τό
κακό, οὔτε ἡ θέλησή τους ἔρεπε πρός αὐτό. ῎Αλλο βέβαια τό ζήτημα ὅτι οἱ
πρωτόπλαστοι μποροῦσαν νά διακρίνουν στοιχειωδῶς τό καλό (τήν ὑπακοή στό
Θεό), ἀπό τό κακό (τήν παρακοή). ῾Ο ἄνθρωπος πού γνωρίζει τό κακό, δέ
σημαίνει ὅτι εἶναι κατ’ ἀνάγκην κακός. ῎Αλλωστε στή στερέωση τῆς διακρίσεως
αὐτῆς ἀπέβλεπε καί ἡ ἀπαγόρευση τῆς βρώσεως τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως τοῦ
καλοῦ καί τοῦ κακοῦ [37], πού ἦταν φυτευμένο στόν παράδεισο. ῾Ομοίως πρέπει
νά σημειωθεῖ ὅτι ἡἀθωότητα καί ἡ νηπιακή πρός τά πνευματικά κατάσταση τῶν
πρωτοπλάστων δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς ἠθική ἀδιαφορία, ἡ ὁποία, θέτοντας
σέ ἴση μοίρα τά κατώτερα καί τά ἀνώτερα, τίς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας καί τά
αἰτήματα τοῦ πνεύματος, εἶναι εὔκολο νά ὁδηγήσει τή βούληση πρός τό κακό.
῎Αλλωστε, στοιχεῖο τῆς θείας εἰκόνος στόν ἄνθρωπο –ὅπως εἴδαμε– ἦταν ἡ
θετική φορά της πρός τό ἀγαθό. Στή βάση αὐτή καί στή βοήθεια τῆς θείας
χάριτος ἡ εἰκόνα ἔμελλε, καλλιεργούμενη καί προκόπτουσα, νά φθάσει στήν
ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.
Τήν αὐτή, τέλος, ἔννοια ἔχουν ἡ ἀρετή καί ἡ ἁγιότητα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Οἱ
καταστάσεις αὐτές δέν ἦταν τέλειες καί ὁλοκληρωμένες στόν προπάτορα, ἀλλά
σχετικές. ᾿Αρετή ἀπηρτισμένη εἶναι ἔννοια ἀντιφατική. Γιά νά κατακτήσεις τήν
ἀρετή καί νά γίνεις ἅγιος, πρέπει νά δουλέψεις ἐλεύθερα, νά παλαίψεις. Μέ
αὐτό τόν τρόπο ἡ εἰκόνα μποροῦσε νά γίνει ὁμοίωση.
38. Ποιά ἦταν ἡ σχέση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης πρός τή θεία εἰκόνα
στόν ἄνθρωπο;
῾Ο διάκοσμος τῆς θείας δικαιοσύνης δέν ἦταν δῶρο πρόσθετο τῆς χάριτος τοῦ
Θεοῦ, χαλαρά καί ἐξωτερικά συνδεδεμένο μέ τήν εἰκόνα (Ρωμαιοκαθολικοί),
οὔτε ταυτιζόταν ἐσωτερικά μέ τήν πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου
(Προτεστάντες), ἀλλά κάτι τό ἐνδιάμεσο, δωρεά σέ ἐσωτερική σχέση καί
ὀργανικό σύνδεσμο μέ τό «κατ’ εἰκόνα» (᾿Ορθόδοξοι).
Τό σημεῖο αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό γιά τό ἀνθρωπολογικό δόγμα τῶν
διαφόρων ᾿Εκκλησιῶν, στό ὁποῖο παρατηροῦνται ἀρκετές δογματικές διαφορές,
τίς ὁποῖες θά δοῦμε στή συνέχεια.
36
Φυσικό ἦταν ἡ φύση καθ’ ἑαυτήν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα ὑλικό, πού δέν
εἶναι οὔτε θνητό οὔτε ἀθάνατο, καί ἀπό τή νοερά ψυχή, ἡ ὁποία συμπίπτει μέ τό
«κατ’ εἰκόνα». Στή φύση αὐτή ὑπῆρχαν ἀντίρροπες ὀρέξεις, οἱ σωματικές καί οἱ
ψυχικές, οἱ ὁποῖες ὄφειλαν νά ὑποτάσσονται καί νά καθοδηγοῦνται ἀπό τόν
ὀρθό λόγο.
῾Υπερφυσικό ἦταν τά ὑπερφυσικά δῶρα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τάὁποῖα
συνιστοῦσαν τό διάκοσμο τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης. Τά δῶρα αὐτά δόθηκαν
στόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό μέ σκοπό, νά ἐξισορροποῦν τίς ὁρμές τῆς φύσεως
(σαρκικές καί ψυχικές) καί νά ἐνισχύουν τόν ἄνθρωπο στήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ
τῆς ζωῆς του. Τά δῶρα αὐτά ἦταν· ἡ ἀπάθεια (ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη καί τίς
ἀσθένειες) καί ἡ ἀθανασία τοῦ σώματος, ἡ ἐναρμόνιση τῶν ὁρμῶν καί τῶν
ὀρέξεων τῆς ψυχῆς ὑποτασσόμενων στό λόγο, ἡ κυριαρχία ἐπί τῶν ζώων καί τῆς
φύσεως καίἡὑπέροχη διανοητική καίἠθική τελειότητα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου.
῎Αν τά δῶρα αὐτά τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ἦταν ὀργανικά συνδεδεμένα μέ τή
φύση, ἤ ἄν προστέθηκαν κατόπιν στή φύση (ἀφοῦ δηλ. πλάστηκε πρῶτα αὐτή),
δέν ὑπάρχει συμφωνία μεταξύ τῶν θεολόγων τῆς Δύσεως. Στό μεσαίωνα ἰδίως
τό θέμα συζητιόταν ζωηρά. Μᾶλλον ἐπικρατέστερη θεωρεῖται ἡ δευτέρα ἄποψη,
ὅτι ὁ ὑπερφυσικός διάκοσμος τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ἦταν δῶρο πρόσθετο,
ἐξωτερικά καί χαλαρά συνδεδεμένο μέ τή φύση.
37
Τέλος καί τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ πού σάν κύριο σκοπό εἶχε τήν
ἀνάπλαση τῆς φθαρείσας εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, θάἔπρεπε στό πλαίσιο τῶν δυτικῶν
ἀντιλήψεων νά ἐκληφθεῖ ὁμοίως ὡς κάτι ἐξωτερικό καί μηχανικό, πράγμα
φυσικά πού δέ δέχεται ἡ δυτική᾿Εκκλησία.
38
43. ᾿Αλήθεια, πῶς ὑπῆρξε φιλαυτία στόν προπάτορα;
᾿Αγνοοῦμε. ῎Αν ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ νοσηρά στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ἴδιο
ἐγώ, μιά κατάσταση ἐσωτερικῆς φαυλότητας καί φθορᾶς, τότε δέν κατανοοῦμε
πῶς τό σπέρμα αὐτό τό ταπεινό μποροῦσε νά ὑπάρχει σέ φύση πού δέν εἶχε
κλίση πρός τό κακό, ἦταν καλή καί ἁγνή καί θετικά φερόταν πρός τό ἀγαθό καί
τό Θεό.
39
εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς ἀπόκλισης. ᾿Αλλιώτικα δέν θά εἶχε νόημα. Αὐτό ὅμως
λύει τό αἴνιγμα τῆς πτώσεως;
Παραλλήλως ὁ᾿Αδάμ εἶχε καί ἐξωτερική ἀφορμή γιά τήν πτώση του. Στό
περιβόλι τῆς ᾿Εδέμ κρυβόταν ὁ ἐχθρός [39], ὁ διάβολος. ῾Ο δράκων [40] ὁ ἀρχαῖος,
πού πρῶτος εἶχε ἐκπέσει ἀπό τό ἀγαθό καί ἔβαλε σκοπό του, νά ἀντιμάχεται τό
Θεό καί τά ἔργα του καί κύρια τόν ἄνθρωπο, τό λογικό δημιούργημα, τό ὁποῖο
ζήλευε καί μισοῦσε θανάσιμα. Κρύφτηκε σ’ ἕνα φίδι, ζῶο τοῦ παραδείσου, γιατί
δέν μποροῦσε ἀπροκάλυπτα, νά φανερωθεῖ στόν ἄνθρωπο. Θέλησε, νά
ἐκμεταλλευθεῖ τήν ἀθωότητα καί τήν πνευματική ἀπειρία τῶν πρωτοπλάστων,
γιά νά τούς παραπλανήσει καί τούς καταστρέψει. ῎Ετσι ὁἐφευρέτης τῆς κακίας, ὁ
πανοῦργος πειραστής, δημιουργώντας ἀμφιβολία γιά τήν ἀλήθεια τῆς ἐντολῆς
καί διαβάλλοντας τό νόημά της, ὅτι τάχα διά τῆς βρώσεως θά γνώριζαν τό καλό
καί θά γίνονταν θεοί ὅπως ὁ δημιουργός τους [41], κατώρθωσε, νά
παραπλανήσει πρῶτα τήν Εὔα καί δι’ αὐτῆς κατόπιν τόν ᾿Αδάμ, νά φάγουν ἀπό
τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἀθετώντας τό θέλημα καί τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι
συντελέστηκε ἡ ἁμαρτία στόν Παράδεισο, στόν ὄμορφο κῆπο τῆς ᾿Εδέμ!
47. Τό ὅτι ὁ᾿Αδάμ παρασύρθηκε στήν πτώση ἀπό τό διάβολο εἶχε κάποιο
καλό γιά τόν παραβάτη;
᾿Αρνητικά, ναί. Εἶχε τό ἐλαφρυντικό, ὅτι παγιδεύτηκε ἀπό τόν ἐφευρέτη τῆς
κακίας, τόν μισόκαλο δαίμονα. ῎Αν ἀποβλέψουμε καί στό αἰσθητό μέρος τῆς
φύσεως, τό ὁποῖο καταλλήλως διεγειρόμενο μποροῦσε νά κινηθεῖ πρός τή βρώση
τοῦ καρποῦ (ὅπως καίἔγινε· πρώτη ὑπέκυψε ἡ Εὔα καίἀργότερα μαζί της καί ὁ
᾿Αδάμ), κατανοοῦμε πῶς ὁ᾿Αδάμ ὑπέκυψε στόν πειρασμό, ἁμάρτησε καί
κατόπιν μεταμελήθηκε, ὥστε νά γίνει δεκτικός ἀφέσεως καί συγχωρήσεως.
᾿Αντίθετα ὁ῾Εωσφόρος, πού δέν εἶχε φύση αἰσθητή ἀλλ’ ἦταν πνεῦμα ἀμιγές
καί ἄυλο, συνέλαβε ἀπ’ εὐθείας στή φύση του τήν ἰδέα τῆς ἀποστασίας ἀπό τό
Θεό, ἁμάρτησε ἐλεύθερα καί ἡ ἁμαρτία ταυτίστηκε μέ τήν ἄυλη φύση του, ὥστε
νά μήν εἶναι πλέον ἐπιδεκτικός μετάνοιας καί σωτηρίας.
48. ᾿Αφοῦὁ Θεός προεγνώριζε τήν πτώση τοῦ᾿Αδάμ, γιατί δέν τόν ἐμπόδισε
ἀλλά τόν ἄφησε νά πέσει στήν καταστροφή;
Τό ἐρώτημα μᾶς βάζει δύσκολα. Βάζει σέ μιά ἄχαρη προσπάθεια ἐμᾶς, τά μικρά
καί ἐλάχιστα πλάσματα, νά εἰσχωρήσουμε μέ τό πενιχρό μυαλό πού διαθέτουμε
στό βάθος τῆς ἄπειρης θείας βουλῆς καί νά ἐξερευνήσουμε τόν τρόπο μέ τόν
ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ τριαδική θεία ἐνέργεια. Τό τελευταῖο δέν εἶναι γιά μᾶς, ἀλλ’
εἶναι προσωπική ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός λειτουργεῖ ὅπως θέλει –ὄχι φυσικά
αὐθαίρετα– καί δέν δίνει λογαριασμό σέ κανέναν [42]. Μόνο ὁ ἴδιος γνωρίζει πῶς
λειτουργεῖ ἡ ἄπειρη φύση του καί κανένας ἄλλος. Βεβαίως τίς θεῖες ἐνέργειες τίς
γνωρίζουμε ἀπό τίς ἐξωτερικές τους ἐκδηλώσεις καί ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ
Θεοῦ. ῞Εως ἐδῶ ὅμως καί πάντα στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων τῆς πεπερασμένης
μας φύσεως. Κανένα πλάσμα σ’ ὁποιαδήποτε κατάσταση κι ἄν βρίσκεται
(ἄγγελος ἤ ἄνθρωπος) δέν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει στό βάθος τῆς θείας ἀπειρίας
καί νά νοήσει τά ἀκατανόητα καί ἀκατάληπτα [43].
Τό ἐρώτημα, ἄν γίνεται ἀπό ἀγαθή συνείδηση, ἔχει καλῶς. Πραγματικά εἶναι
κάτι πού τόν καθένα μας μπορεῖ ν’ ἀπασχολήσει. ῎Αν ὅμως προέρχεται ἀπό
40
ἄλλα ἐλατήρια καί ἔχει ἄλλους σκοπούς, θέλει δηλαδή νά πουλήσει πνεῦμα ἤ
νά ἐπιφέρει σύγχυση στήν πίστη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι κατακριτέο καί πονηρό.
᾿Αρκεῖ ὁ μόχθος πού ἔχουμε στόν ἀγώνα τῆς πίστης μας, νά φορτίζουμε τό
μυαλό μας καί μέ τόσο σκληρά ἐρωτήματα;
41
συνεπῶς ἁμαρτία, τήν ὁποία κληρονομεῖ ὁ ἄνθρωπος διά τῆς φυσικῆς του
γεννήσεως.
42
πίστεως, τή διδασκαλία περί᾿Ασπίλου Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, ὅτι δηλαδή «ἡ
μακαρία Παρθένος Μαρία κατά τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεώς της, δυνάμει
μιᾶς μοναδικῆς δωρεᾶς καί προνομίας τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ καί ἐπί τῇ
προόψει τῆς ἀξιομισθίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου
γένους, συνελήφθη ἐλευθέρα ἀπό κάθε ρύπο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος»
[48].
Τή διδασκαλία της αὐτή, πού πέρασε πολλά στάδια συζητήσεων μεταξύ τῶν
λατίνων θεολόγων τῆς δύσεως, ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία, χωρίς νά ἔχει ἐρείσματα
στούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, τή στηρίζει στά χωρία τῆς Γραφῆς· Λουκ. 1,28·
«Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν», Λουκ.
1,42· «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου» καί
κυρίως στό χωρίο τῆς Γεν. 3,15· «Καί ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σοῦ καί ἀνά μέσον
τῆς γυναικός καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματός σου καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος
αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει τήν κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν».
῞Οτι τά χωρία αὐτά δέν στηρίζουν τό παπικό δόγμα δέν εἶναι δύσκολο νά
καταδειχθεῖ. Τά δύο πρῶτα, ἐξαίροντα τήν καθαρότητα τῆς Παρθένου καί τήν
εὐλογία τοῦ Θεοῦ πού τήν ἀνέδειξε μητέρα τοῦ Υἱοῦ του, τίποτα δέν λέγουν περί
ἀσπίλου συλλήψεως. Τό δέ τρίτο, ἐξαίροντας τήν ἀντιθετική σχέση μεταξύ τοῦ
ὄφεως καί τῆς Εὔας (Μαρίας), κατ’ οὐσίαν μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τοῦ Χριστοῦ,
τονίζει τήν τιτάνια διαπάλη μεταξύ τούτων· ὁ μέν διάβολος θά κεντοῦσε τήν
πτέρνα τοῦ σπέρματος τῆς Εὔας, δηλαδή θά σταύρωνε τόν Υἱό τῆς Μαρίας,
αὐτός δέ (ὁ Χριστός) θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως (τοῦ διαβόλου),
καταργώντας τό κράτος του καί λυτρώνοντας ἀπό τά δεσμά του τό γένος τῶν
ἀνθρώπων, μεταξύ τῶν ὁποίων φυσικά ἦταν καί ἡ Μητέρα του, ἡ ὁποία ἔφερε
μέσα της τό μολυσμό τοῦ προπάτορα.
Τό δόγμα αὐτό πού ἀποτελεῖ σαφή κακοδοξία, τό καταδικάζουν τόσο οἱ
᾿Ορθόδοξοι, ὅσο καί οἱ Προτεστάντες.
43
πού εἶχε πρός τό Θεό καί τά θεῖα πράγματα, στράφηκε πρός τήν ὕλη καί τά
πράγματα τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἡ βούλησή του, πού κι αὐτή φερόταν πρός τό Θεό καί
ἤθελε τά πράγματα τοῦ Θεοῦ, μετά τήν πτώση φέρεται σταθερά πρός τό κακό,
ἐπιθυμώντας τήν ἁμαρτία. Σέ τέτοια κατάσταση εὑρεθείς ὁ μεταπτωτικός
ἄνθρωπος παραβάλλεται προσφυῶς πρός τή φύση τοῦ ἐμπεσόντος στούς ληστές
(κατά τήν παραβολή τοῦ Κυρίου), τήν ὁποία ἐκεῖνοι γύμνωσαν καί κακοποίησαν
[49].
Εἶναι σημαντικό νά σημειωθεῖ, ὅτι τήν ἀχρείωση τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἡ ὀρθόδοξη
ἀνθρωπολογία δέν τήν ἐκδέχεται ὡς πλήρη ἀπόσβεση καί καταστροφή, ὥστε ὁ
μεταπτωτικός ἄνθρωπος νά εἶναι πνευματικά ἀναίσθητος καί νεκρός. Καί μέ τή
φθαρείσα εἰκόνα του ὁἄνθρωπος δέν ἔπαυσε νά διασώζει στή φύση του ἴχνη τοῦ
θείου φωτός, βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ, νά κάνει τό καλό, ὅπως λέγει ὁ᾿Απ.
Παῦλος [50], μαρτυροῦν δέ στήν Π. Διαθήκη οἱ μαῖες πού ἀθέτησαν τή διαταγή
τοῦ Φαραώ [51] καί Ραάβ ἡ πόρνη πούἔσωσε τούς ἀγγέλους (ἀπεσταλμένους)
τοῦ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναυῆ [52]. Τό φυσικό αὐτό καλό δέν μπορεῖ βέβαια νά σώσει τόν
ἄνθρωπο, ἀλλ’ οὔτε καί νά τόν κατακρίνει. Τό καλό δέν μπορεῖ νά γίνει κακό.
Μόνο τό πνευματικό καλό (δηλ. τοῦἀναγεννημένου) μπορεῖ νά συμβάλλει στή
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Τέλος ὡς πρός τό φρόνημα τῆς σαρκός, τήν ἁμαρτητική ὁρμή, πού βρίσκεται σέ
κάθε ἄνθρωπο, πρέπει νά γίνει διαστολή τῆς παρουσίας του στό φυσικό
ἄνθρωπο (τόν μή βαπτισμένο) καί τῆς παρουσίας του στόν ἀναγεννημένο. Στόν
πρῶτο ἡ παρουσία τοῦ ἁμαρτητικοῦ, προερχομένου ἀπό ἔδαφος ψυχῆς
μολυσμένο ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, εἶναι ἁμαρτία καί κατακρίνεται· ἐνῶ
στό δεύτερο, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή εἶναι ἀναγεννημένη διά τοῦ βαπτίσματος, δέν
εἶναι ἁμαρτία ἀλλά κατάσταση ἀδιάφορη, ἐκτοπισμένη στήν κατώτερη σφαίρα
τῆς φύσεως, πού στά χέρια τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ μπορεῖ, νά διαδραματίσει
ἄριστο μέσο παιδαγωγίας τοῦ ἀνθρώπου. Στό μέτρο δηλαδή πού ὁ ἄνθρωπος (ὁ
ἀναγεννημένος φυσικά) καταγωνίζεται τό ἁμαρτητικό αὐτό μπορεῖ, μέ τή
βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, νά τό περιστείλει, προαγόμενος πνευματικά καί
τελειούμενος. ᾿Αντίθετα, ἄν ὀλιγωρήσει, μπορεῖ νά κυριευθεῖ ἀπό τήν
ἁμαρτητική ὁρμή, νά ἐκπέσει ἀπό τό ἀγαθό καί νά ἀπολεσθεῖ.
Βεβαίως αὐτά τά πράγματα ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι δύσκολα τά καταλαβαίνουμε. Δέν
μποροῦμε δηλαδή νά κατανοήσουμε, πῶς τό ἱερό βάπτισμα ἀφανίζει τήν
ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή καί ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο πνευματικά καί τήν ἴδια
στιγμή παραμένει στή φύση ἡ ἁμαρτητική ὁρμή, πού εἶναι λείψανο τῆς
ἁμαρτίας.
44
ἀντιμαχόμενες ὀρέξεις καί ὁρμές (σαρκικές καί ψυχικές), τίς ὁποῖες
ἐξισορροποῦσε ἡ παρουσία τῶν ὑπερφυσικῶν δώρων τῆς χάριτος, πού σάν
σκοπό εἶχαν νά ἠρεμοῦν τόν ἄνθρωπο καί νά τόν βοηθοῦν στήν ἐπιτυχία τοῦ
σκοποῦ τῆς δημιουργίας του. Τά δῶρα αὐτά δέν βρίσκονταν σέἐσωτερική σχέση
καί ὀργανικό σύνδεσμο μέ τήν πνευματική οὐσία τοῦἀνθρώπου, ἀλλ’ ἦταν
πρόσθετο δῶρο τῆς χάριτος, πού βρισκόταν σέ ἐξωτερική σχέση μέ τό «κατ’
εἰκόνα».
Διά τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τά ὑπερφυσικά αὐτά δῶρα ἀφανίστηκαν. ῾Η
χάρη ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο, ἡ φύση τοῦ ὁποίου παρέμεινε στήν προπτωτική
της κατάσταση. Τό «κατ’ εἰκόνα» ἐξασθένισε μέν, δέν ἔπαθε ὅμως οὐσιαστική
ζημιά. ᾿Εγυμνώθηκε ἁπλῶς, μένοντας ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση. ῾Η
ἁμαρτητική ὁρμή, ἡ ἄτακτη κίνηση τοῦ νοῦ καί τῆς βουλήσεως, δέν εἶναι ὁ
εἰδικός καρπός καί ἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀφοῦ ὅλα αὐτά
ἦταν καί στήν πρώτη φύση, τά δέ δῶρα τῆς χάριτος ἐμπόδιζαν τή
δραστηριοποίησή τους.
Στόν κύκλο τῶν σκέψεων αὐτῶν τό προπατορικό ἁμάρτημα χάνει τήν
οὐσιαστική σημασία του, περιοριζόμενο ἀρνητικά στή στέρηση τῶν δώρων τῆς
ἀρχέγονης δικαιοσύνης. ῞Οτι οἱ ἀντιλήψεις αὐτές φέρουν ἀπόχρωση
πελαγιανική, εἶναι αὐτονόητο. ῾Ομοίως εἶναι δύσκολη ἡ ἐξήγηση τοῦ
καταλογισμοῦ τῆς ἐνοχῆς διά τό ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα. Οἱ δυτικοί θεολόγοι
προσπαθοῦν, νά τήν ἐξηγήσουν μέ τήν ἰδέα, ὅτι ὅλοι οἱἄνθρωποι,
περιλαμβανόμενοι στή φύση τοῦ ᾿Αδάμ, συναμάρτησαν μαζί του στόν
παράδεισο.
45
ἀγαθῶν, ἀλλά καί ὅτι ἀντί τῆς ἀπολεσθείσης εἰκόνος τοῦ Θεοῦἐν τῷ ἀνθρώπῳ
ὑπάρχει ἐσωτάτη, χειρίστη, βαθυτάτη, δίκην ἀβύσσουν ἀνεξερεύνητος καί
ἀνέκφραστος διαφθορά πάσης τῆς φύσεως καί πασῶν τῶν δυνάμεων καί πρό
πάντων τῶν ἀνωτάτων καί κυριωτάτων ψυχικῶν δυνάμεων, τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου,
τῆς καρδίας καί τῆς θελήσεως. Διό ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτῶσιν κληρονομεῖ
παρά τῶν γονέων αὑτοῦ σύμφυτον κακήν τινα δύναμιν, ἐσωτερικήν τινα
ἀκαθαρσίαν τῆς καρδίας, κακάς ἐπιθυμίας καί κακάς κλίσεις» [53].
῞Οτι τά διδάγματα αὐτά τοῦ Προτεσταντισμοῦ διαπνέονται ἀπό ἔντονη
θρησκευτικότητα, εἶναι ἀναντίρρητο. ῾Ο ἄνθρωπος, μή ἔχοντας πεποίθηση στίς
δικές του δυνάμεις τίς κυριαρχούμενες ἀπό τή σύμφυτη φθορά τῆς ἁμαρτίας,
στρέφεται ἀποκλειστικά πρός τό Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο προσδοκᾶ τή σωτηρία του.
῾Ο ὑπερτονισμός ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀπονεκρώσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μή
δυνάμενου νά στοχασθεῖ καί νά πράξει τό ἀγαθό, εἶναι δίδαγμα ἀσύστατο καί
καταστρεπτικό, ἀντιφάσκον πρός τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου,
τήν πνευματική ἱστορία του καί τά διδάγματα τῆς ἁγίας Γραφῆς. ῾Η Γραφή
ἀναγνωρίζει στόν πεσμένο ἄνθρωπο τήν «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» [54], ὡς τή
δυνατότητα νά τελεῖ ἐμφύτως τό νόμο τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Νῶε ἀναδείχτηκε δίκαιος ὄχι
μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ τίς δικές του ἠθικές καί πνευματικές
δυνάμεις. ᾿Αλλά καί ὁ ἀλγεινός πόθος τῶν ἀνθρώπων γιά τή θρησκευτική ζωή
δέν θά εἶχε νόημα, σέ περίπτωση πλήρους πνευματικῆς τους ἀπονεκρώσεως. Θά
ἦταν δέ ἀνεξήγητη καί ἡ παιδαγωγία τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά δεχτοῦν οἱ
ἄνθρωποι τήν ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτοί ἦταν ἀκίνητοι
πρός τά πνευματικά. Καί γιατί νά ἀνέβαλλε τήν ἔλευσή του στόν κόσμο ὁ Θεός;
46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´
ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ
56. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ περί Θεοῦ διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης
πίστης;
῾Ο Θεός τῆς ὀρθόδοξης πίστεως εἶναι ἕνας στήν οὐσία καί τριαδικός στίς
ὑποστάσεις. Δέν ἔχει τήν «πενία» θεότητας τοῦ Θεοῦ τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος
καμιά διάκριση δέν δέχεται στή θεότητα, οὔτε πάλι τήν πολλότητα θεῶν τῆς
ἀρχαίας εἰδωλολατρίας, στήν ὁποία εἶναι ἄγνωστη ἡ ἑνότητα τῆς οὐσίας τοῦ
Θεοῦ. ῾Ο χριστιανικός Θεός βρίσκεται στό μέσο τῶν δύο αὐτῶν ἀκροτήτων. Εἶναι
καί ἕνας (οὐσία) καί τρεῖς (ὑποστάσεις). Εἶναι Θεός τριαδικός.
῾Η μία οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀόρατη [55] καί ἀκατάληπτη, πληροῦται ἰσομερῶς καί
στά τρία πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα τό
῞Αγιο. Τά θεῖα πρόσωπα εἶναι ἴδια τό ἕνα μέ τά ἄλλα ὡς πρός τήν οὐσία, ἄρα δέν
ἔχουμε τρεῖς διαφορετικούς θεούς, ἀλλά ἕνα καί μόνο. ῾Η κατηγορία ἐπί
τριθεϊσμῷ εἶναι ἐντελῶς ξένη καί ἀνάρμοστη πρός τήν ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ
Θεοῦ.
Πηγαία θεότητα στήν ῾Αγία Τριάδα εἶναι μόνος ὁ Πατήρ (ἀρχή τῆς θεότητος =
μοναρχία). ᾿Απ’ αὐτόν γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο. Τά
ὑποστατικά ἰδιώματα, ἐκφράζοντα τόν τρόπο προέλευσης τῶν προσώπων, εἶναι
τό ἄναρχο καί ἀγέννητο γιά τόν Πατέρα, τό γεννητό γιά τόν Υἱό καί τό
ἐκπορευτό γιά τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Τά ἰδιώματα αὐτά εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά,
ἀκίνητα καί ἀσύγχυτα. ᾿Αποτελοῦν δέ σχέσεις στήν Τριάδα ἀΐδιες, δέν ὑπάρχει
δηλαδή σ’ αὐτές ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου, τό πρότερο καί τό ὕστερο. ῾Ο Υἱός, ἐπειδή
γεννᾶται, δέν σημαίνει, ὅτι εἶναι μεταγενέστερος καί κατώτερος ἀπό τόν
Πατέρα, οὔτε καί τό῞Αγιο Πνεῦμα: «῞Αμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα
῞Αγιον». Στή βάση, ὅτι ὑπάρχει μία οὐσία στά θεῖα πρόσωπα, αὐτά εἶναι ἰσότιμα
καί δέν ὑποτάσσονται τό ἕνα στά ἄλλα. ῎Εχουν τό αὐτό ἀξίωμα καί τήν αὐτή
περιωπή στή θεότητα.
Οἱ ὑποστάσεις δέν εἶναι κέντρα τοπικά στά ὁποῖα μερίζεται ὁ ἕνας Θεός, ἀλλά
διακρίσεις θεοπρεπεῖς στή μία οὐσία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία δέν συνθέτουν,
καταλείποντας ἀνέπαφη τήν ἀπόλυτη ἁπλότητά της.
Τά θεῖα πρόσωπα εἶναι ξεχωριστά καί ἴδια. ᾿Εντούτοις δέν εἶναι ξένα μεταξύ
τους. ᾿Εμπεριχωροῦν τό ἕνα τά ἄλλα. ῾Ο δεσμός τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως αὐτῆς
εἶναι ἡ ἀγάπη. Στήν ῾Αγία Τριάδα ὑπάρχει, τέλος, ἑνότητα βουλῆς καί ἐνέργειας
κατά τόν καθιερωμένο τύπο· «ἐκ Πατρός δι’ Υἱοῦ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι». ῾Ο Πατήρ
συλλαμβάνει «ἀπ’ αἰῶνος» (= πρό τοῦ χρόνου) τό σχέδιο τῆς δημιουργίας καί
τῶν ἄλλων ἐξωτερικῶν ἐνεργειῶν τῆς θεότητος, τό ὁποῖο φέρει εἰς τό εἶναι ὁ
Υἱός καί τελειοποιεῖ τό Πνεῦμα τό῞Αγιο.
᾿Εκτός τῆς οὐσίας καί τῶν προσώπων (ὑποστάσεων) ὑπάρχουν στή θεότητα καί
οἱ θεῖες ἐνέργειες. ῾Ο Θεός δέν εἶναι κρυμμένος καί ἀδρανής, ἀνενέργητος στήν
ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα τῆς θείας οὐσίας του. ῎Αν αὐτό συνέβαινε, θά ἦταν
Θεός ἄχρηστος, ἀνέκφραστος, ἕνα φάσμα θεότητας. Ποιός καί γιατί θά τόν
47
ἐγνώριζε; ᾿Αντίθετα, εἶναι δραστήριος καί ἐνεργός. Αὐτό γίνεται στίς θεῖες του
ἐνέργειες. Εἶναι δέ οἱ θεῖες ἐνέργειες θεοπρεπεῖς διακρίσεις στή θεότητα, στόν
ἴδιο βαθμό πού εἶναι καί οἱ θεῖες ὑποστάσεις. ῞Οπως δέ αὐτές διακρίνουν τή
θεότητα χωρίς νά τή συνθέτουν, ἔτσι καί οἱ θεῖες ἐνέργειες ἐκφράζουν τό Θεό,
χωρίς νά ἐπιφέρουν σύνθεση στήν ἁπλή φύση του. ῞Οπως οἱ ὑποστάσεις, ἔτσι
καί οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι διακρίσεις ἀΐδιες στόν Τριαδικό Θεό. Δέν
προσδιορίζονται ἀπό τό χρόνο, ὁ ὁποῖος εἶναι τό μέτρο διαδοχῆς καί ἐξελίξεως
τῶν φυσικῶν ὄντων. Δέν ὑπάρχει σ’ αὐτές τό πρότερο καί τό ὕστερο, πού θά
ἀλλοίωνε τή φύση τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτές δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ θεότητα. Οἱ
θεῖες ἐνέργειες εἶναι ὁ ἔμφυτος πλοῦτος τῆς θεότητας. Σέ ἀντίθεση μέ τή θεία
οὐσία, πού εἶναι ἀπόλυτα ὑπερβατική, ἀνέκφραστη καί ἀκοινώνητη, οἱ θεῖες
ἐνέργειες εἶναι κοινωνητές καί μεταδοτές. Μέ αὐτές ὁ Θεός ἐξωτερικεύεται,
δημιουργεῖ τά ὄντα, ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο γιά τόν ὁποῖο προνοεῖ καί
ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο σώζοντάς τον ἀπό τήν ἁμαρτία. Οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι
πολλές, ἀνάλογα μέ τό ἐξωτερικό ἔργο τῆς Τριαδικῆς θεότητος (ἐνέργεια
δημιουργική, προνοητική, σοφοποιός, ἁγιαστική, θεοποιητική κ.τ.ὅ.). Οἱ θεῖες
ἐνέργειες –συνωνυμικά· χάρις, φῶς Χριστοῦ, δόξα τῆς Τριάδος– εἶναι μέγεθος
ἄκτιστο καί ἀδημιούργητο.
Στή θεότητα, τέλος, ἔχουμε τίς διακρίσεις καί τίς ἑνώσεις. Τίς πρῶτες συνιστοῦν
οἱ ὑποστάσεις καί οἱ θεῖες ἐνέργειες, ἐνῶ τίς δεύτερες ἡ θεία οὐσία, ἡἑνότητα τῆς
θείας βουλῆς καί ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριαδικῶν προσώπων. Στά δύο αὐτά
πνευματικά μεγέθη ἐξισορροπεῖται ἡ ἀληθινή ἰδέα τοῦ χριστιανικοῦ Τριαδικοῦ
Θεοῦ.
48
χάρη καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτό τό ἔργο ὁ λόγος εἶναι πολύ λιγοστός,
θρυμματίζεται εὔκολα, φθείρεται καί παραμορφώνεται.
60. Ποιά ἦταν ἡ θεωρία τῆς ὑποταγῆς τοῦ Λόγου στόν Πατέρα [59];
Εἶναι θεωρία παρεμφερής πρός τήν προηγούμενη. Τήν διετύπωσαν ὁ ᾿Ιουστίνος,
ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, καί ἄλλοι ᾿Απολογητές.
Τό κύριο μέλημα τοῦ᾿Ιουστίνου ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἑνότητας τοῦ Θεοῦ, τήν
ὁποία ἐκ πρώτης ὄψεως ἀπειλεῖ ἡ παραδοχή εἰς αὐτόν (τόν Θεό) δύο προσώπων
διαφερόντων «τῷ ἀριθμῷ», δηλαδή ξεχωριστῶν καί πραγματικῶν. Πῶς εἶναι
δυνατό νά εἶναι ἕνας ὁ Θεός ὅταν σ’ αὐτόν ὑπάρχουν δύο πρόσωπα (καί τρία μέ
τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο); ῎Ετσι ἀνακύπτει ἡ περί διπλῆς καταστάσεως τοῦ Λόγου
θεωρία [60], ὅπως τήν εἴδαμε στό προηγούμενο ἐρώτημα. Στήν πρώτη
κατάσταση ὁ Λόγος βρισκόταν ὡς δύναμη ἰδιωματική στό Θεό καί ὄχι ὡς
πρόσωπο ξεχωριστό καί πραγματικό. Αὐτό ἔγινε ὅταν ὁ Θεός θέλησε νά
δημιουργήσει τά ἐξωτερικά ὄντα. ᾿Επειδή δέ αὐτός, ὡς ἀπόλυτα ὑπερβατικός,
δέν μποροῦσε νά δημιουργήσει ἄμεσα τόν κόσμο (ἰδέα πλατωνική, φιλώνεια),
49
σύρει τόν Λόγο ἀπό τήν ἐνδιάθετη ἰδιωματική του κατάσταση καί τόν γεννᾶ,
ἀπό τή βουλή του, προφορικόν, δηλαδή ὡς πρόσωπο ξεχωριστό, τό ὁποῖο
χρησιμεύει στό Θεό σάν ὄργανο, γιά νά δημιουργήσει δι’ αὐτοῦ τά ὄντα. ῾Ο
Λόγος εἶναι ὑπηρετικό ὄργανο τοῦ Πατρός καί ὡς τέτοιος δέν μπορεῖ νά εἶναι
ἴσος μέ τόν Πατέρα, ἀλλά κατώτερος αὐτοῦ. ῾Ο Λόγος εἶναι ὑποταγμένος στόν
Πατέρα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στό πεδίο τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπου ὁ Λόγος, ὡς
ὄργανο τοῦ Πατρός, φανερώνει στόν κόσμο τό θέλημα καί τίς βουλές τοῦ
Πατρός.
Δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ, ὅτι τόσο τά περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου
διδάγματα, ὅσο καίἡ περί ὑποταγῆς θεωρία εἶναι ἐπικίνδυνα, ὡς θέτοντα σέ
ἀμφιβολία τό θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ Λόγου, δηλαδή τήν αἰωνιότητα, τήν
αὐτοτέλεια καί τή θεότητά του. ῞Ενα μόνο βῆμα χωρίζει τά διδάγματα αὐτά ἀπό
τόν ᾿Αρειανισμό, στόν ὁποῖο ὅμως δέν ὑπέπεσε ὁ ἱερός ᾿Απολογητής.
50
αὐτόν ποτέ μέν ὡς Πατέρα φανῆναι, ποτέ δέ ὡς Υἱόν, ποτέ δέ ὡς Πνεῦμα ἅγιον
μεταμορφούμενον καί ἄλλοτε ἄλλως μετασχηματιζόμενον» [64].
51
πιάνει μανία ὅταν ἀκοῦνε γιά τή θεότητα τοῦ Λόγου. ῞Οπως ὁ ῎Αρειος, ἔτσι καί
αὐτοί πολεμοῦν μέ λύσσα τό κορυφαῖο αὐτό δόγμα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Κατ’ αὐτούς ὁ Λόγος εἶναι μέν Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καί Θεός. Τονίζουν τή
θεία υἱότητα τοῦ Λόγου γιά νά πάρουν μέ τό μέρος τους τούς ἀδαεῖς καί ἀφελεῖς,
ὅτι τάχα τιμοῦν τό ἀξίωμα τοῦ Λόγου, ἐνῶ συγχρόνως ἀθετοῦν τή θεότητά του,
προσβάλλοντας κατά τόν πιό βάναυσο τρόπο τό θεοπρεπές ἀξίωμά του. Βέβαια
εἶναι σωστή ἡ θέση ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἐλλιπής. ῾Η
ὀρθή καί ὁλοκληρωμένη πίστη εἶναι· ῾Ο Λόγος εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός. ῾Ο
τονισμός μόνο τοῦ πρώτου σκέλους τῆς ὁμολογίας σέ συνδυασμό μέ τήν
παρασιώπηση τοῦ δεύτερου σκέλους, δέν λέει καί πολλά πράγματα.
῾Απλούστατα, γιατί υἱοί Θεοῦ λέγονται στή Γραφή καί οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι.
Κατά τί διαφέρει ἡ υἱότητα τοῦ Λόγου (τοῦ Χριστοῦ) ἀπό τήν υἱότητα π.χ.
τοῦ᾿Αβραάμ ἤ τοῦ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ;
῾Ο Λόγος δέν εἶναι Θεός. ᾿Από τή βάση αὐτή δέν θέλουν νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ
Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ, ἐμμένοντας σ’ αὐτή πεισματικά. ῞Οπως ὁ῎Αρειος, ἔτσι κι
αὐτοί κατατάσσουν τό Λόγο στή σειρά τῶν κτισμάτων. Εἶναι δημιούργημα τοῦ
Θεοῦ, τό πρῶτο καί καλύτερο. Κακῶς δέ λατρεύεται ἀπό τούς χριστιανούς. Τώρα
πῶς μπορεῖ ἕνα κτίσμα, ὅσο λαμπρό κι ἄν εἶναι, νά σώσει τόν κόσμο ἀπό τήν
ἁμαρτία, εἶναι ἀμήχανο καί ἄπορο. ῎Οχι φυσικά γι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
ἀπορρίπτουν τήν ἰδέα τῆς κολάσεως. ᾿Από τί νά σωθεῖ –ἀλήθεια– ὁἄνθρωπος;
Μιά καί μιλᾶμε γιά τούς Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ, ἄς ποῦμε λίγα λόγια καί γιά τήν
ἰδιαίτερη ταυτότητά τους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν εἶναι ἁπλά βλάσφημοι τοῦ
ὀνόματος καί τοῦ ἀξιώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ εἶναι κυριολεκτικά ἀντίχριστοι.
Μάχονται τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Κυρίου, τοῦ ἱδρυτῆ τοῦ χριστιανισμοῦ καί
τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας του. Γιά νά βρεῖτε τί πιστεύουν, δέν ἔχετε παρά νά
ἀντιστρέψετε ὅ,τι διδάσκει ἡ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας μας, σέ ὅλο τό φάσμα τῶν
θείων δογμάτων της. ῞Ολα τά ἀνατρέπουν καί τά μάχονται. Εἶναι οἱ ἐχθροί τοῦ
Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας, τήν καταστροφή τῶν ὁποίων ἔχουν τάξει ὡς
ἰδιαίτερο στόχο τοῦ σκοτεινοῦἔργου τους. Προσοχή ἀπ’ αὐτούς!
52
θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ Λατινική ᾿Εκκλησία τό προσέθεσε στό ἱερό
Σύμβολο τῆς Πίστεως στήν ᾿Ισπανία σέ σύνοδο τοῦ Τολέδου τό 589, προφανῶς
γιά νά στηρίξει τήν πίστη στή θεότητα τοῦ Λόγου, πού πολεμοῦσε τότε
λυσσωδῶς ὁ Δυτικογοτθικός ᾿Αρειανισμός. ᾿Από τήν ῾Ισπανία μεταφέρθηκε τό
filioque καί σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες, ὄχι βέβαια χωρίς ἀντίδραση.
Τό filioque, πού δέν ἔχει πραγματικό ἔρεισμα στή Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν
ἁγίων Πατέρων, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τό εἶδε σάν δεινή τριαδολογική αἵρεση
καί τό πολέμησε ἰσχυρά. 1) Γιατί καταργεῖ τό ἀξίωμα τοῦ Πατρός ὡς πηγαίας
θεότητας. 2) Καταλύει «τό τῆς μοναρχίας πολυύμνητον κράτος», εἰσάγοντας δύο
ἀρχές στή θεότητα, τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. 3) ᾿Επιφέρει σύγχυση τῶν
ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν προσώπων, τά ὁποῖα (ἰδιώματα) εἶναι αὐστηρῶς
προσωπικά, ἀμετακίνητα καί ἀμετάδοτα, ὥστε νά διερωτᾶται κανείς· γιατί ὁ
Πατήρ νά μή γεννᾶται ἀπό τόν Υἱό καί ὁ Υἱός νά ἐκπορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα;
κ.ο.κ. 4) ῾Υποβαθμίζει τό Πνεῦμα ἔναντι τοῦ Υἱοῦ, ὑποβαθμίζοντας τό
θεοπρεπές του ἀξίωμα καί θέτοντας σέ κίνδυνο τό ἁγιαστικό ἔργο του.
Τό filioque πούἔγινε αἰτία διασχίσεως τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν ἐπί Φωτίου (867) καί
Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054) δέν εἶναι «θεολογούμενον» [66], μία δηλαδή
ἀμφιλεγόμενη δογματική δοξασία, τῆς ὁποίας ἡ ἀθέτηση δέν ἔχει καί τόσο
μεγάλη σημασία. Τουναντίον, γιά τή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία εἶναι κορυφαῖο δόγμα
πίστεως, τοῦ ὁποίου ἡ ἄρνηση στερεῖ τόν ἄνθρωπο τῆς σωτηρίας· γιά δέ τήν
᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι ἀθέτηση κορυφαίας στιγμῆς τῆς περί῾Αγίας Τριάδος
διδασκαλίας, τῆς ὁποίας ἡ ἀποδοχή καταδικάζει αἰώνια τόν ἄνθρωπο.
Στό θεολογικό διάλογο πού διεξάγουμε μέ τή Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία τό
filioque ἀποτελεῖ πρόβλημα ἀκανθῶδες. Πρέπει δέ νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί
καί νά μήν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς».
65. ῾Η ἄρνηση τῶν θείων ἐνεργειῶν στό Θεό παραβλάπτει τό δόγμα περί τῆς
῾Αγίας Τριάδος;
Ναί, τό παραβλάπτει. Φθείρει τήν ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. ῞Οπως
σημειώσαμε στό προηγούμενο, στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχουν· ἡ οὐσία, οἱ
ὑποστάσεις καί οἱ θεῖες ἐνέργειες. ῎Αν λείψει ἕνα ἀπό τά τρία αὐτά, φθείρεται ἡ
ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Αἵρεση δέν εἶναι μόνο ἡ ἄρνηση ἤ ἡ παρεκδοχή τῆς
θείας οὐσίας ἤ τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ἀλλά καί ἡ ἄρνηση ἤ παρεκδοχή τῶν
ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν.
Τίς θεῖες ἐνέργειες ἀρνεῖται ἀπό τό Θεό ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία. Τίς ἀπορρίπτει
γιατί κατ’ αὐτήν ἡ ὕπαρξη τῶν θείων ἐνεργειῶν συνθέτει τή φύση τοῦ Θεοῦ, τῆς
ὁποίας καταλύει τήν ἄπειρη ἁπλότητα. Βεβαίως ὑπάρχουν δυνάμεις στό Θεό,·
ὅμως αὐτές δέν εἶναι ἄκτιστες, ὅπως ἄκτιση δέν εἶναι καί ἡ θεία χάρη καί τό φῶς
τοῦ Χριστοῦ. ῞Ολα αὐτά κατά τή λατινική θεολογία εἶναι μεγέθη κτιστά, τά
ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ὑπερβατικός Θεός γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Γύρω ἀπό τό
ζήτημα τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν διεξήχθησαν σκληροί ἀγῶνες μεταξύ τῆς
ὀρθόδοξης ᾿Ανατολῆς καί τῆς λατινικῆς Δύσεως. ῾Ο μοναχός Βαρλαάμ,
ἐκπρόσωπος τοῦ λατινικοῦ πνεύματος, καταπολέμησε σφοδρῶς τήν ὀρθόδοξη
διδασκαλία· αὐτόν δέ ἀντιμετώπισε σθεναρά ὁ μεγάλος πρόμαχος τῆς
᾿Ορθοδοξίας Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Σύνοδοι τῆς
53
᾿Εκκλησίας δικαίωσαν τούς ἀγῶνες καί τή διδασκαλία τοῦ῾Αγίου, καί
καταδίκασαν τόν λατινόφρονα Βαρλαάμ [67].
Τό ζήτημα τῶν θείων ἐνεργειῶν εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν
᾿Ορθόδοξη Καθολική᾿Εκκλησία, ὄχι μονάχα γιά τήν ὁλοκληρία τῆς περί῾Αγίας
Τριάδος διδασκαλίας της, ἀλλά καί γιά ὅλη τήν ὑπόστασή της καί τό λυτρωτικό
ἔργο της. ῾Η ἄκτιστη θεία ἐνέργεια (ἡ χάρη) ἀποτελεῖ τόν ζωτικό καί ἁγιαστικό
τῆς ᾿Ορθοδοξίας δεσμό. Μέ τή βαθιά ἕνωση μαζί της θεοποιεῖται ὁἄνθρωπος. Θά
μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ θέωση, ἄν ἡ θεία ἐνέργεια (ἡ χάρη) δέν ἦταν μέγεθος
ἄκτιστο ἀλλά κτιστό; ᾿Αλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά συνοικήσουν ᾿Ορθοδοξία
καί Ρωμαιοπαπισμός μέ τόσο ἔντονες σωτηριολογικές καί ἐσχατολογικές
ἀποκλίσεις καί διαφορές; Οἱ μέν ᾿Ορθόδοξοι νά ὁραματίζονται καί νά σπεύδουν
πρός τή θέωση, οἱ δέ Ρωμαιοκαθολικοί νά εἶναι ἀνίδεοι τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ
πράγματος;
54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
55
τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ὁποία κληροδοτεῖ τήν πνευματική ἀναγέννηση καί τή
σωτηρία στούς πιστεύοντες.
῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ὑποστατική, ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη.
Λέγοντας ὑποστατική ἕνωση ἐννοοῦμε ὅτι αὐτή ἔγινε στήν ὑπόσταση (ἐξ οὗ καί
τό ὄνομα) ἤ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. ᾿Επαναλαμβάνουμε καί πάλι ὅτι ἡ
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνυπόστατη, δηλαδή δέν ἔζησε ποτέ ἀπό
μόνη της ἔξω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία. Στήν
ἕνωση οἱ φύσεις δέν ἐπηρέασαν ἡ μία τήν ἄλλη, δέν μετατράπηκε ἡ μία στή
φυσική ποιότητα τῆς ἄλλης, ἀλλά παρέμειναν κάθε μιά στή φυσική της
ποιότητα καί πληρότητα, χωρίς στό ἑξῆς ν’ ἀποχωρίζονται ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη.
῾Ενώθηκαν «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» [69].
῾Ο Χριστός εἶχε δύο φυσικά θελήματα καί δύο ἐνέργειες. ῎Ηθελε καί ἐνεργοῦσε
ἑνιαῖα καί ὡς ἄνθρωπος καί ὡς Θεός. Τό ἀνθρώπινό του θέλημα, ἄν καί
ἐλεύθερο, ὑποτασσόταν στό θεῖο του θέλημα, χωρίς νά ἀντιπαλαίει καί ν’
ἀντιπίπτει πρός αὐτό [70]. Δέν εἶχε θέλημα γνωμικό. Δέν ἤθελε ξεχωριστά ὡς
ἄνθρωπος, πράγμα, πού προϋποθέτει τήν ὕπαρξη ἀνθρώπινου προσώπου, καί
ἄφηνε ἀνοικτή τή δυνατότητα νά ὑποπέσει ὁ Κύριος στήν ἁμαρτία. Τό ἴδιο
συμβαίνει καί μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός ἐνεργοῦσε ἑνιαία καί τά
θεῖα καί τά ἀνθρώπινα, χωρίς ἡ μία του ἐνέργεια νά ἀντιφέρεται πρός τήν ἄλλη.
᾿Από τή σύνθεση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τίς ἑξῆς
ἀκολουθίες:
1) Τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
῾Η μία φύση ἀντιδίδει τά ἰδιώματά της στήν ἄλλη. Τά ἰδιώματα δέν ἀντιδίδονται
ἀπ’ εὐθείας στίς φύσεις, δηλαδή καθ’ ἑαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θά τίς συνέχεε
καί θά ὁδηγοῦσε στό Μονοφυσιτισμό, ἀλλά αὐστηρῶς στό ἕνα του θεανδρικό
πρόσωπο. ῎Ετσι δέν λέμε, ὅτι ἡ θεότητα ἔπαθε ἤ ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν στούς
οὐρανούς πρίν δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος, ἀλλ’ ὅτι ὁ Χριστός, ὡς πρόσωπο ἑνιαῖο
καί ἀδιαχώριστο, ἔπαθε ὡς Θεός (στή σάρκα του φυσικά· «σαρκί») καί βρισκόταν
ὡς ἄνθρωπος στούς οὐρανούς. Στήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων ἡ θεία φύση
ἀντιδίδει κυρίως τά δικά της στήν ἀνθρώπινη καί ὄχι τό ἀντίθετο. ῾Η πτυχή αὐτή
τοῦ δόγματος εἶναι πολύ σημαντική, γιατί ἀποτελεῖ τή λυδία λίθο
ἀναγνωρίσεως καί σταθμίσεως τῶν χριστολογικῶν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων.
2) Τόν ὅρο «Θεοτόκος» πού ἀποδίδεται στή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η Μαρία
γέννησε τό Χριστό. ῎Οχι βέβαια τή θεία φύση του καθ’ ἑαυτήν, γιατί ὁ Θεός, ὡς
τό ἀπειροτέλειο ὄν, δέν μπορεῖ νά ὑπαχθεῖ στούς φυσικούς νόμους, νά γεννηθεῖ
δηλαδή μέ τόν ἴδιο τρόπο πού γεννιοῦνται οἱ ἄνθρωποι. ῾Η Μαρία γέννησε τό
Θεό «σαρκί». Αὐτό πού γεννήθηκε, ἦταν ὁ Χριστός, στόν ὁποῖο ὁ τέλειος Θεός
ἦταν ἑνωμένος «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» μέ τόν υἱό τοῦ ἀνθρώπου στή θεοχώρητη
μήτρα τῆς πάναγνης Κόρης. ῾Ο ὅρος «Θεοτόκος» ἀποτελεῖ συνοπτικήἐκφορά τοῦ
χριστολογικοῦ δόγματος, πάνω στόν ὁποῖο σάν σέ κυματοθραύστη,
προσέκρουσε καί διαλύθηκε ἡ νεστοριανή λαίλαπα.
3) Τή μία υἱότητα καί λατρεία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶχε διπλή γέννηση, μία
ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ καί μία ὡς Υἱός τῆς Παρθένου. ῾Η πρώτη ἦταν ἡ ἀΐδια γέννηση
ἐκ τοῦ Πατρός (τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Λόγου), ἡ δεύτερη ἦταν ἡ ἔγχρονη ἐκ
τῆς Παρθένου διά τῆς δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος. Οἱ δύο αὐτές
γεννήσεις ἦταν σαφεῖς καί ξεχωριστές ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Δέν εἶχε ὅμως καί
56
δύο υἱότητες. Δέν ἦταν Υἱός Θεοῦ καί Υἱός τῆς Παρθένου ξεχωριστά. Αὐτό θά
σήμαινε ὅτι εἶχε δύο πρόσωπα, ἕνα ὡς Θεός καί ἕνα ὡς ἄνθρωπος. Αὐτό δέν
συνέβαινε. ῾Ο Χριστός, ὅπως εἴπαμε, εἶχε ἕνα πρόσωπο, ἦταν ἕνας καί ὄχι
πολλοί. ῾Ως ἕνας εἶχε μία υἱότητα, ὡς Θεός καί ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός. Δέν
ὑπῆρχαν σ’ αὐτόν δύο υἱοί ξεχωριστοί, ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος. Στή μία υἱότητα
τοῦ Χριστοῦ ἀναλογεῖ καί μία λατρεία καί προσκύνηση.
4) Τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός ὄχι ἁπλά δέν ἁμάρτησε
κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του [71], ἀλλά δέν μποροῦσε κάν νά
ἁμαρτήσει. Αὐτό ἀπαιτεῖ ἡ σύνθεση τοῦ προσώπου του. Δέν μποροῦσε ν’
ἁμαρτήσει, γιατί δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος. ῾Η ἰδέα ὅτι
μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει ὁ Κύριος, διχάζει τό ἕνα του πρόσωπο σέ δύο φυσικά
πρόσωπα, κάτι πού καταλύει τό χριστολογικό μυστήριο. ῾Η ἰδέα εἶναι ἀλλόκοτη.
῎Αν ὑποτεθεῖ, ὅτι ὁ Χριστός μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει σάν ἄνθρωπος, μποροῦσε ν’
ἁμαρτήσει μαζί του κι ὁ Θεός, ἰδέα ἀσεβής καί βλάσφημη.
67. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;
Εἶναι προϊόν τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, συγκεκριμένα τῆς
ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀνθρώπινη
φύση τοῦ Χριστοῦ δέχεται ὅλα τά αὐχήματα τῆς θεότητας, γίνεται θείας φύσεως
κοινωνός, θεοποιεῖται. Στή βάση τῆς θεώσεως αὐτῆς θεοποιοῦνται ἐν δυνάμει
καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού πιστεύουν στό Χριστό [72] καί εἶναι μυστικά
ἐνσωματωμένοι στήν ἀνθρώπινη φύση του διά τοῦ βαπτίσματος. Σάν
παράδειγμα τῆς θεώσεως αὐτῆς φέρεται ὁ πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά καί
σίδηρος δέν χάνουν μέν τή φυσική τους ποιότητα, ὅμως εἶναι δεμένα τόσο βαθιά
μεταξύ τους, ὥστε νά μή ξεχωρίζονται τό ἕνα ἀπό τόἄλλο. ῎Ετσι καί ἡ φύση τοῦ
ἀνθρώπου διαπερᾶται ἀπό τή φωτιά τῆς θείας ἐνέργειας, χωρίς νά μπορεῖ νά
ἀποχωρισθεῖ ἀπ’ αὐτήν. ῾Η φύση τοῦ ἀνθρώπου βέβαια δέν χάνεται, οὔτε
ἀπορροφᾶται οὔτε καί ἀναλύεται πανθεϊστικά στή θεότητα, ὅπως θά διδάξουν
ὁρισμένοι αἱρετικοί (Μονοφυσίτες).
57
69. Πῶς κατέληγαν στίς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί;
Κατέληγαν στήν προσπάθειά τους νά κατανοήσουν καί νά ἑρμηνεύσουν διά τοῦ
λόγου τά ἀκατανόητα καί ἀνερμήνευτα. Δέν μπορεῖ νά κατανοήσει κανείς τά
δόγματα τῆς πίστεως, γιατί αὐτά εἶναι ἀλήθειες μυστηριακές, πού ὑπερβαίνουν
τήν ἀνθρώπινη κατάληψη. ῾Ο ἄνθρωπος μέ μόνο τό μυαλό του ἀδυνατεῖ νά τίς
προσεγγίσει. Μόνο μέ τήν πίστη φωτιζόμενη ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ [74],
μπορεῖ νά ἔχει κάποια πρόσβαση στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτήν ἐπιχειρεῖ
τό ἀκατόρθωτο. Προσπαθεῖ νά χωρέσει στό μυαλό του τό ἄπειρο καί
ἀπερίληπτο.
Αὐτό πάθαιναν οἱ αἱρετικοί. ᾿Εμπιστευόμενοι τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις τους,
προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν τήν ὑπερβατική ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τό
ἐγχείρημά τους ἦταν ἄνισο, ὅπως ἄνιση εἶναι ἡ σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου,
πεπερασμένου καί ἀπείρου. Μέ τήν ἔλλειψη αἰσθήσεως τῶν δυσαναλογιῶν καί
μέ πνεῦμα φίλαυτο καί ἐγωιστικό, ἀντί νά ἑρμηνεύσουν τά δόγματα τά
παραμόρφωναν καί τά διέλυαν. Μέ τό ὄχημα τοῦ φυσικοῦ λόγου τους δέν
ἔφθαναν ποτέ στό τέρμα τοῦ δρόμου τους, λοξοδρομοῦσαν καί χάνονταν.
᾿Εγωπαθεῖς δέ καί ἐριστικοί, δημιουργοῦσαν κόμματα στήν ᾿Εκκλησία, τή ζωή
τῆς ὁποίας ἔβλαπταν ἀφάνταστα. Κατέλυαν τήν ἀγάπη, τήν ἑνότητα καί τήν
εἰρηνική συμβίωση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ [75]. Οἱ αἱρέσεις εἶναι ὁ χειρότερος
ἐχθρός τῆς ᾿Εκκλησίας, τά ζιζάνια, πού σπείρει ὁἐχθρός στή φυτεία τῆς θείας
βασιλείας.
58
᾿Εκπρόσωποι τῆς αἱρέσεως ἦταν: Θεόδωρος ὁ Σκυτεύς, Θεόδωρος ὁ Τραπεζίτης,
ὁ᾿Αρτέμων ἤ᾿Αρτεμᾶς, μέ σημαντικότερο ὅλων Παῦλο τόν Σαμοσατέα [78], ὁ
ὁποῖος συστηματοποίησε τή διδασκαλία τῆς αἱρέσεως καί ὑπῆρξε πρόδρομος τοῦ
᾿Αρειανισμοῦ καί τοῦ Νεστοριανισμοῦ.
῾Ο Παῦλος ὁ Σαμοσατέας ἦταν ἀνήρ ὑψηλόφρων καί κοσμικός. Γιά λίγο
διάστημα διετέλεσε ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας (260) καί «δουκηνάριος (ἀνώτερος
οἰκονομικός ὑπάλληλος) τῆς βασίλισσας τῆς Παλμύρας Ζηνοβίας.
῏Ηταν θεολόγος μοναρχιανός, ἀρνούμενος τή διάκριση τῶν προσωπικῶν
ὑποστάσεων στό Θεό. Κατ’ αὐτόν ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί μόνος (ὁ Πατήρ). ῾Ο Υἱός
καί τό Πνεῦμα δέν ἔχουν δική τους ὑπόσταση καί θεότητα. ῾Ο Πατήρ εἶναι
ἄγονος Υἱοῦ, ὁ δέ Λόγος ἄκαρπος Θεοῦ. ῾Επομένως ὁ Πατήρ καί ὁ Λόγος εἶναι
ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἕνα πρόσωπο συνιστοῦν ὁ ἄνθρωπος καί ὁ ὑπάρχον σ’
αὐτόν φυσικός λόγος. ῾Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τόν Λόγο του, τόν
γεννᾶ, ὥστε νά ὀνομάζεται Υἱός. ᾿Εντούτοις ὁ Λόγος δέν παύει νά εἶναι
ἀπρόσωπος, ὅπως ἀπρόσωπος εἶναι καί ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου.
Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος στό θεολογικό
σύστημα Παύλου τοῦ Σαμοσατέα. ῾Ο Λόγος ἐνοίκησε ἁπλῶς στό Χριστό «ὡς ἐν
ναῷ». ῾Ο Λόγος ὅμως δέν ἦταν προσωπικός καί ἐνυπόστατος, ἀλλά ἀπρόσωπη
δύναμη τῆς Σοφίας τοῦ Πατρός. ῾Ο Χριστός ἦταν ἴδιο ὑποκείμενο, στό ὁποῖο
ἐνοικοῦσε ἁπλῶς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τό περιεχόμενο τῆς
ζωῆς καί τῆς δραστηριότητάς του.
῾Η ὑπόσταση τοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἦταν καθαρά ἀνθρώπινη. ῾Η φύση του ἦταν ἡ
κοινή φύση τῶν ἀνθρώπων. ῏Ηταν ἄνθρωπος ψιλός (ἁπλός), γεννηθείς ἀπό τήν
Παρθένο μέ τή συνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῏Ηταν ἐκ τῶν κάτω (ἐπίγειος)
«καί ἐν αὐτῷ ἐνέπνευσεν ἄνωθεν ὁ Λόγος». Μέ τήν ἔμπνευση αὐτή ὁ Λόγος
ἑνώθηκε μέ τό Χριστό. ῾Η ἕνωση ὅμως αὐτή δέν ἦταν φυσική, ἀλλ’ ἠθική. ῏Ηταν
ἁπλή «συνέλευσις», στήν ὁποία ἄλλος ἦταν ὁ Χριστός καί ἄλλος ὁ συνελθών
Λόγος. ῏Ηταν ἕνωση «κατά μάθησιν καί μετουσίαν», ἕνωση θελήσεως καί
ἀγάπης. Διά τῆς χρίσεώς του ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα ὁ Χριστός κατέστη ὄν
μοναδικό καί ἐξαίρετο. ῎Εγινε ἅγιος καί δίκαιος, ὑπερβάς τήν ἁμαρτία τοῦ
᾿Αδάμ. ῾Ως ἀνταμοιβή τῆς ἁγιότητάς του ἔλαβε τή δύναμη νά κάνει θαύματα
καί νά πετύχει τήν ἠθική του ἀποθέωση.
Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέα ὁδήγησαν στά διδάγματα τόσο
τοῦ Σαβελλίου ὅσο καί τοῦ Νεστορίου.
59
Εἶναι εὔκολο νά καταλάβει κανείς γιατί δίδασκαν αὐτά τά πράγματα οἱ
Δοκῆτες. ᾿Αρνοῦνταν τό πραγματικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὡς ὑλικό τό
θεωροῦσαν ἀπό τή φύση του κακό. Πῶς μποροῦσε νά ἔχει ἕνα τέτοιο σῶμα ὁ
Χριστός; ῾Ο Δοκητισμός μείωνε τό Χριστό, ἀπό τόν ὁποῖο ἀφαιροῦσε τήν ἀλήθεια
τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του.
60
Κληρονόμος τοῦ θεολογικοῦ κλίματος τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς, τόνιζε τήν
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αναιρώντας τίς κακοδοξίες τοῦ᾿Απολλιναρίου
καί τῶν Δοκητῶν, δεχόταν τήν πραγματικότητα τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου. ῾Ο
Χριστός ἦταν ἀληθής κατά φύσιν Θεός καί ἀληθής κατά φύσιν ἄνθρωπος. Οἱ
φύσεις του στήν ἕνωση ἦταν ἀσύγχυτες καί ἀπαράτρεπτες. ᾿Απ’ αὐτό τό πνεῦμα
ἐμφορούμενος, δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τήν πραγματική ἔννοια τῆς θείας
ἐνανθρωπήσεως, πῶς δηλαδή ὁ Θεός μπορεῖ νά γίνει ἄνθρωπος. ῾Η
ἐνανθρώπηση γι’ αὐτόν σήμαινε μεταβολή τῶν φύσεων σέ μιά σύνθετη φύση,
ὅπου ἡ θεότητα μπαίνει σέ ἕνα νέο τρόπο ὑπάρξεως, γίνεται φθαρτή καί
παθητή, ὁ δέ Λόγος χάνει τό ὁμοούσιό του πρός τόν Πατέρα. Κατά τό Νεστόριο ἡ
Μαρία δέν μποροῦσε νά γεννήσει τό Θεό. Θά τό ἔκανε μόνο ἄν κι αὐτή ἦταν
θεά, γιατί μόνο τό ὅμοιο γεννᾶται ἀπό τό ὅμοιο. Κακῶς λοιπόν ὀνομάζεται
«Θεοτόκος». ῾Ο πραγματικός τίτλος της εἶναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή
τόν ἄνθρωπο Χριστό μέ τόν ὁποῖο ἀργότερα ἑνώθηκε ὁ Λόγος.
᾿Επηρεαζόμενος ἀπό τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία κατά τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά
ὑπάρξει φύση ἀπρόσωπη, ὁ Νεστόριος δέν μποροῦσε νά ἐννοήσει τήν περί
ἑνότητος τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εφόσον
ὑπάρχουν στό Χριστό δύο πλήρεις καί τέλειες φύσεις, πρέπει κατ’ ἀνάγκην νά
ὑπάρχουν καί δύο πλήρη καί τέλεια πρόσωπα, ἀνεξάρτητα τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο.
Τήν ἰδέα αὐτή τή δίδαξε. Διασποῦσε τό ἕνα θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ σέ
δύο ξεχωριστά καί ἰδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αὐτό τοῦ κόστισε τή μομφή
τῆς αἱρέσεως, πού γιά νά τήν ἀποσείσει ἀναγκάστηκε νά δεχθεῖ καί ἕνα
πρόσωπο στό Χριστό, τό ὁποῖο ἀποκαλοῦσε ἠθικό πρόσωπο τῆς ἑνώσεως. Αὐτό
φυσικά δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό προσπάθεια συμβιβασμοῦ τῶν
ἀσυμβίβαστων. ῎Ετσι ὁ Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στό Χριστό· ἕνα τοῦ
Θεοῦ Λόγου, ἕνα τοῦἀνθρώπου Χριστοῦ καί ἕνα τῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων.
Σύμφωνα πρός τίς ἀντιλήψεις αὐτές ἦταν καί τά ὑπόλοιπα χριστολογικά
διδάγματα τοῦ Νεστορίου. ῾Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπέρριπτε τήν
περί φυσικῆς ἑνώσεως διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας. ῾Η ἕνωση κατ’
αὐτόν δέν ἦταν ἕνωση πραγματική, ἀλλά ἁπλή συνάφεια, ἕνας ἐξωτερικός
πλησιασμός, μιά ἐνοίκηση τοῦ Λόγου στόν ἄνθρωπο ὡς «ἐν ναῷ». Τήν ἕνωση
αὐτή χαρακτήριζε καί μέ πολλές ἄλλες ὀνομασίες. ᾿Επίσης ἀπέρριπτε τόν ὅρο
«Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας). Κατ’ αὐτόν ὁ Χριστός
ἦταν «θεοφόρος ἄνθρωπος».
Τέλος, ὁ Νεστόριος προέβαινε καί στό διχασμό τῆς μίας υἱότητας τοῦ Χριστοῦ σέ
δυό φυσικές υἱότητες ξεχωριστές, τήν υἱότητα τοῦ Λόγου καί τήν υἱότητα τοῦ
ἀνθρώπου. Στίς υἱότητες αὐτές ἀπένειμε ἀντίστοιχα καί δύο ξεχωριστές
προσκυνήσεις καί λατρεῖες. Περί πραγματικῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν
φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος στό
χριστολογικό σύστημα τοῦ Νεστορίου.
Μέ τά διδάγματά του αὐτά ὁ Νεστόριος διατύπωσε μιά δεινή αἵρεση στούς
κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, τή ζωή τῆς ὁποίας συνετάραξε ἐπί μακρόν. Τήν αἵρεση
αὐτή καταπολέμησε ἐπιτυχῶς ὁ διαπρεπής θεολόγος τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας,
ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας.
61
75. Ποιό ἦταν τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς χριστολογίας τοῦ
Θεοδώρου Μοψουεστίας [81];
῾Ο Θεόδωρος ἦταν ὁ διαπρεπέστερος ἐκπρόσωπος τῆς θεολογίας τῆς
᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς καί διδάσκαλος τοῦ Νεστορίου. ᾿Από τήν πλούσια
διδασκαλία του (ὅμοια τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεστορίου) θά ἀνασύρουμε μιά
μόνο πτυχή πού χαρακτηρίζει εἰδικότερα τά χριστολογικά του διδάγματα.
῾Ως ἀντιοχειανός θεολόγος ὁ Θεόδωρος δίδασκε τήν πραγματικότητα τῶν δύο
φύσεων τοῦ Χριστοῦ, στίς ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν δύο ξεχωριστά φυσικά πρόσωπα,
ἄν καί δεχόταν τήν ὕπαρξη καί τρίτου προσώπου, τοῦ ἠθικοῦ προσώπου τῆς
ἑνώσεως.
Ποιά ὅμως ἦταν ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ πρός τόν ἄπειρο Λόγο τοῦ
Πατρός; Τόἐρώτημα αὐτό ἀπασχολοῦσε ἔντονα τή θεολογική σκέψη τοῦ
Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα μέ τό ὅλο χριστολογικό πνεῦμα του ὁ
Θεόδωρος δέν μποροῦσε νά συλλάβει αὐτήν παρά ὡς σχέση σαφῶς ἠθική.
᾿Εμπειρικός στή σκέψη του, ἔβλεπε καθαρά τά πράγματα. Τό ἀνθρώπινο
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πλῆρες καί τέλειο, καμιά δέν ὑπέστη μείωση στήν ἕνωση
τῶν φύσεων. ῏Ηταν πρόσωπο προικισμένο μέ ἐλευθέρα βούληση, ἡ ὁποία σέ
καμιά περίπτωση δέν ἐξαφανίστηκε ἤ ὑπέστη μείωση κατά τή διάρκεια τῆς
ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου. ῾Η ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς του ἐκδηλωνόταν
πρωτίστως στούς ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν ψυχικῶν παθῶν, ἀπό τά ὁποῖα ὡς
ἄνθρωπος πραγματικός «ὠχλεῖτο», καί τά ὁποῖα ἐδάμαζε «κρείττονι λογισμῷ».
Στούς πειρασμούς του ἰδιαίτερα στήν ἔρημο «ἔδειξεν ἑαυτόν ἡδονῆς κρατοῦντα».
᾿Ενῶ ὁ Χριστός μποροῦσε νά ἁμαρτήσει, ὅμως δέν ἁμάρτησε, μαχόμενος κατά
τῶν παθῶν μέ τίς δικές του φυσικές δυνάμεις, ἐπικουρούμενες ὅμως ἀπό τό
Λόγο τοῦ Θεοῦ.
῾Η ἐλευθέρα βούληση τοῦ Κυρίου ἦταν –κατά τόν Θεόδωρο– ἡ βάση τῆς ἐν αὐτῷ
ἐνοικήσεως τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος προγνωρίζοντας τήν ἀρετή τοῦ᾿Ιησοῦ τοῦ
χορηγοῦσε «μείζονα χάριν». ῾Ο Χριστός ἀποδείχτηκε ἀπό τή δική του γνώμη
ἄξιος τῆς ἑνώσεως μέ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο ἔπαιρνε βοήθεια νά
πράττει τό ἀγαθό καί τήν ἀρετή. Πρῶτος αὐτός ἀξιώθηκε τῆς ἐνοικήσεως τοῦ
῾Αγίου Πνεύματος σέ βαθμό ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό ὅσο σε ὅλους τούς ἄλλους
ἀνθρώπους. ῾Η ἀρετή του ἦταν μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀρετή τοῦ᾿Ιωάννη τοῦ
Βαπτιστῆ. Εἶναι τό πλῆρες καί τέλειο πρόσωπο ἀρετῆς καί χάριτος, ἀπ’ αὐτόν δέ,
ὡς ἀπό πηγή, μετοχετεύεται ἡ χάρις πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Θεοδώρου ἄσκησαν τεράστια ροπή στή θεολογική
σκέψη ὅλων τῶν αἰώνων. ῞Ομως ἡἀντίθεσή τους πρός τή διδασκαλία τῆς
ἐπίσημης ᾿Εκκλησίας ἀμαύρωσε τόὄνομά του, τό ὁποῖο καταχωρήθηκε μέ
μελανά χρώματα στή χορεία τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων.
62
Βασικό πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας
ἦταν ὁ καθορισμός τῆς σχέσεως μεταξύ πνεύματος καί ὕλης, μεταξύ τοῦ
ἀπολύτου καί τοῦ κόσμου. Δύο δέ τρόποι καθορισμοῦ ἦσαν δυνατοί: ὁ
μονιστικός, κατά τόν ὁποῖο τό πεπερασμένο ἐκλαμβάνεται πανθεϊστικά ὡς
ἐκδήλωση τοῦ ἄπειρου καί αἰώνιου, καί ὁ δυιστικός, ὁ ὁποῖος ἐκλαμβάνει τό
αἰσθητό ὡς προϊόν πτώσεως, τό ὁποῖο πρέπει ν’ ἀπορροφηθεῖ καί ν’ ἀναλυθεῖ
στό θεῖο. Οἱ τελευταῖες αὐτές ἰδέες, ὀρφικῆς κυρίως προελεύσεως, υἱοθετήθηκαν
ἀπό τόν Πλατωνισμό καί τόν Νεοπλατωνισμό καί ἐπηρέασαν αἰσθητά τή
θεολογική σκέψη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
᾿Αρχηγέτης τῆς αἱρέσεως ἦταν ὁ Εὐτυχής, ἀρχιμανδρίτης τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. ῾Ο Εὐτυχής ἀπέρριπτε τήν ἀσύγχυτη καί ἄτρεπτη ἕνωση
τῶν φύσεων στό Χριστό, ὅπως περί αὐτοῦ εἶχε ἀποφανθεῖ ἡ Γ´ἐν ᾿Εφέσῳ
Οἰκουμενική Σύνοδος. Κατ’ αὐτόν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἦταν μέν ἀνθρώπινο, ὄχι
ὅμως καί ὁμοούσιο μέ τό δικό μας, κάτι πού θεωροῦσε ἀνάρμοστο στή θεότητα
τοῦ Λόγου. ᾿Αποδεχόταν ὅμως τή θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ,
τήν ὁποία ἀπέφευγε νά προσδιορίσει· «φυσιολογεῖν ἐμαυτῷ οὐκ ἐπέτρεπον». Τόν
ἰσχυρισμό, ὅτι δεχόταν οὐράνιο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐχαρακτήριζε ὡς
συκοφαντία.
῾Ο Εὐτυχής, ὅπως καί ὅλοι οἱ ὁμόφρονές του, δέχονταν μία φύση στό Χριστό
μετά τήν ἕνωση· «ὁμολογῶ ἐκ δύο φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον ἡμῶν πρό τῆς
ἑνώσεως, μετά δέ τήν ἕνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ». Κατά τόν Θεοδώρητο
Κύρου, ὁ αἱρεσιάρχης μιλοῦσε ρητῶς περί καταπόσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως
τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή θεία φύση. Δέν πρόκειται βέβαια περί ἀφανισμοῦ, ἀλλά περί
μεταποιήσεώς της στήν οὐσία τῆς θεότητας. ῾Ως παράδειγμα ἔφερε τή σταγόνα
τοῦ ὄξους, ἡ ὁποία ρίπτεται στή θάλασσα. ῞Οπως δηλαδή τό ὄξος (τό ξύδι) πού
ρίπτεται στά θαλάσσια νερά ἀναλύεται στή φύση τους, χωρίς ὡστόσο νά
χάνεται, ἔτσι καί ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀναλύθηκε στήν ἀπειρία τῆς
θεότητας.
῾Η συγγένεια τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μέ τόν ᾿Απολλιναρισμό εἶναι ἐμφανής. ῾Ο
μέν ᾿Απολλινάριος προσέβαλλε τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἐνῶ ὁ
Εὐτυχής δεχόταν τήν κατάποσή της, ἀπό τή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Σεβηριανοί ἀντίθετα ἦταν μετριοπαθεῖς. Μιλοῦσαν μέν γιά μία φύση μετά
τήν ἕνωση, ὅμως δέχονταν τό ἄτρεπτο καί ἀσύγχυτο τῶν φύσεων στό Χριστό.
63
τῆς φύσεως. ᾿Αδιάβλητα δέ, γιατί ἡ ἱκανοποίησή τους δέν εἶναι ἁμαρτία. ῎Αν δέ
στή Γραφή ὁ Χριστός φέρεται νά τρώγει, νά πίνει, νά συγκινεῖται κ.τ.ὅ., αὐτό δέν
σημαίνει ὅτι εἶχε πραγματικές ἀνάγκες τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά ἱκανοποιήσει, ἀλλ’
ἦταν σκόπιμες καί φαινομενικές κινήσεις τῆς φύσεως, τίς ὁποῖες ἐπέτρεπε ὁ
Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τούς σκοπούς τῆς θείας λυτρωτικῆς οἰκονομίας του. Δηλαδή
πεινοῦσε, ὅταν ἤθελε ὁ Θεός νά πεινάσει κ.ο.κ.
Μιά μερίδα αὐτῶν μέ ἀρχηγό τόν ᾿Αμμώνιο πήγαιναν μακρύτερα, λέγοντας ὅτι
τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἁπλῶς ἄκτιστο, ἀλλά μαζί καί ἄυλο. Γιαυτό κι
ὀνομάζονταν «᾿Ακτιστίται». ῏Ηταν ἀκρότατοι μονοφυσίτες. ῞Οπως
ἀντιλαμβανόμαστε, κύριος στόχος ὅλων τῶν Μονοφυσιτῶν ἦταν ἡ ἀπάμβλυνση
καί ἡ πλήρης ἀπομάκρυνση τῆς αἰσθητῆς φύσεως ἀπό τό Θεό, ἡ ὁποία, σύμφωνα
μέ τίς διαρχικές ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς, θεωροῦνταν ἀνάξια τῆς θείας φύσεως.
64
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ
65
συλλήψεως». ᾿Εδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κέντρο τοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖο ἐμεῖς οἱ
ἄνθρωποι δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε. Αὐτό πού βγῆκε ἀπό τήν κοιλιά τῆς
Μαρίας δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος («ψιλός» ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος), ἀλλ’
ἄνθρωπος ἑνωμένος στενά μέ τή θεότητα ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς
συλλήψεως. ῏Ηταν Θεάνθρωπος. ῎Ετσι τοῦ Χριστοῦ ἡ μέν γέννηση ὡς ἀνθρώπου
ἦταν φυσική, ὡς Θεοῦ δέ ὑπερφυσική. ᾿Από τήν πλευρά τῆς Μαρίας ὁ Χριστός
πῆρε φύση ἀνθρώπινη πραγματική. ῾Η Μαρία ἦταν ἄνθρωπος καί γέννησε
ἄνθρωπο. ᾿Από δέ τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, ἡ σύλληψη καί ἡ γέννησή του ἦταν
γεγονότα ὑπερφυσικά.
῾Η σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἦταν παρθενική, ὅπως παρθενική ἦταν καί ἡ γέννησή
του. Σ’ αὐτές δέν λειτούργησαν οἱ φυσικοί νόμοι, ὅπως σέ ὅλους τούς ἄλλους
ἀνθρώπους. ῾Ο Χριστός δέν συνελήφθη μέ τή φυσική σύμπραξη τοῦ ἀνδρός,
ἀλλά μέ τήν συνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. Μέ τή σύλληψη ἑπομένως ἡ
Μαρία δέν ἔχασε τήν παρθενία της, ὅπως δέν τήν ἔχασε καί μέ τή γέννηση τοῦ
τόκου της. ῾Η Μαρία ἦταν καί παρθένος καί μητέρα, Παρθενομήτωρ. Αὐτό
συνιστοῦσε τό θαῦμα της· «Τίς γάρ ἔγνω μητέρα ἄνευ ἀνδρός τετοκυῖαν;»
ψάλλει μέ σεμνοπρέπεια ἡ᾿Εκκλησία μας. ῾Ως ὑπερφυσική ἡ γέννηση τοῦ
Χριστοῦ ἦταν ἀνώδυνη (χωρίς νά προκαλέσει πόνο) καί ἀλόχευτη. ῾Η Μαρία δέν
ἔνιωσε τίς ὀδύνες τοῦ τοκετοῦ, οἱ ὁποῖες ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως [85].
Οὔτε εἶχε καί τά φυσικά λόχια, πού ἀκολουθοῦν σέ κάθε φυσική γέννηση.
῾Η Μαρία ἦταν Μητέρα ἀειπάρθενη. Σ’ αὐτό ἐπικεντρώνεται ἡ πίστη τῆς
᾿Ορθοδοξίας μας, πού ψάλλει μέ περίσεμνη χαρά τά μεγαλεῖα τοῦ ἀπείρανδρου
τόκου της.
66
τοῦ Κυρίου καί τό Ματθ. 1,25· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς
τόν πρωτότοκον». Κακῶς ὅμως, γιατί ἀδελφοί τοῦ ᾿Ιησοῦ μποροῦν νά εἶναι
στενοί συγγενεῖς του εἴτε ἀπό τήν πλευρά τοῦ᾿Ιωσήφ (φυσικά τέκνα του ἀπό
πρότερο γάμο) εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς Θεοτόκου. Τήν ἔννοια τοῦ ἀδελφοῦ
σημαίνοντος τόν ἐξάδελφον ἤ ἀνεψιό, ἀπαντοῦμε σέ πολλά χωρία τῆς Γραφῆς·
Γεν. 12,5. 13,8. 29,15. ῾Η φράση «ἕως οὗ» στήν ὁποία στηρίζουν οἱ
Διαμαρτυρόμενοι τή γνώμη τους, ὅτι δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ δέν εἶχε σαρκική σχέση μέ
τή Μαρία μέχρις ὅτου γέννησε τόν Υἱό της καί μετά ταῦτα ἦλθε σέ γαμική
συνένωση μέ τή Μαρία, δέν μπορεῖ ἀναγκαίως νά στηρίξει τίς ἀπόψεις τους. ῾Ο
χρονικός προσδιορισμός ἀναφέρεται σέ ἕνα ὁρισμένο χρονικό σημεῖο γιά τό
ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ ὁμιλῶν, ἀφήνοντας τή χρονική συνέχεια ἀκαθόριστη. Στό
Γεν. 8,7 γίνεται λόγος περί τοῦ κόρακος πού βγῆκε ἀπό τήν κιβωτό τοῦ Νῶε, ὁ
ὁποῖος δέν ἐπέστρεψε σ’ αὐτήν «ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ». Αὐτό δέν
σημαίνει βέβαια, ὅτι ὁ κόραξ γύρισε πίσω μετά τήν ἀποξήρανση τῶν ὑδάτων
(βλ. Ψαλμ. 122,2). ῾Ομοίως καί ἡ λέξη «πρωτότοκος» δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην
τόν πρῶτο μεταξύ πολλῶν ἀδελφῶν, ἀλλά τόν πρῶτο γεννηθέντα (βλ. ᾿Εξόδ.
34,19 ἑξ.), ἄσχετα ἄν ἀκολουθοῦν ἤ ὄχι ἄλλοι ἀδελφοί.
῎Αλλωστε δέν θά ἦταν σοβαρό νά πιστέψουμε, ὅτι ἡ Θεοτόκος μετά τήν πείρα
της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ καί τήν αἴγλη τοῦ θαύματος, στό ὁποῖο τόσο ἐπάξια
λειτούργησε, θά εἶχε σκέψη καί ἐπιθυμία, νά ἔλθει σέ γαμική σχέση μέ ἄντρα
[88]. ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἦταν ἁπλῶς «μνήστωρ» (ἀρραβωνιστικός τῆς Θεοτόκου) καί ὄχι
σύζυγός της.
67
Στή δυναμική αὐτή εἶναι τοποθετημένοι καί οἱ ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι μέ τή σταθερή
τους προσήλωση στό ἀγαθό καί μέ τή βοήθεια πάντοτε τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ,
φθάνουν στά μέτρα τῆς πνευματικῆς τελειότητας, μένοντας δυσκίνητοι πρός
τήν ἁμαρτία καί τό κακό. Σέ πλῆρες μέτρο αὐτό ἔγινε στούς ἀγαθούς ἀγγέλους.
῾Η ἀναμαρτησία τῆς Θεοτόκου δέν ἦταν ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική· τό πλῆρες
σημεῖο ἠθικῆς τελειώσεως στό ὁποῖο μποροῦσε νά φθάσει πλάσμα ἀνθρώπινο.
῏Ηταν τό ἀπαστράπτον δοχεῖο τῆς χάριτος, τό ὄρος τό «τετυρωμένον ἐν
Πνεύματι» [90], τό ὁποῖο ἕλκυσε τήν ἀγάπη τοῦ Πλάστη [91], ὥστε νά λάβει ἀπό
τά πάναγνα αἵματά της τήν ἀνθρώπινη φύση του μέ τήν ὁποία ἔσωσε τόν κόσμο
ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Στή διάσταση τῆς σχετικῆς αὐτῆς ἀναμαρτησίας
πρέπει νά νοηθοῦν ὅλες οἱ ἐπωνυμίες μέ τίς ὁποῖες διακοσμεῖ ἡ ᾿Εκκλησία τό
ἄχραντο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου: ῎Ασπιλη, ἀμόλυντη, ἄχραντη, πανάμωμη κ.τ.τ.
68
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´
Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ
69
Τόν πνίγουν ἐχθρότητες καί μίση. Εἶναι ἄφιλος καί ἔρημος. Μαστίζεται ἀπό τά
πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του. Εἶναι ἄτομο διχασμένο. Δέν ξέρει οὔτε τί θέλει οὔτε
τί ἐπιδιώκει. Δέν ἔχει πυξίδα στή ζωή του. Οἱ προσανατολισμοί του εἶναι
ὁμιχλώδεις καί ἀδιόρατοι. ῾Υποφέρει στό ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς του. ῾Η συνείδησή
του εἶναι διαρκῶς ταραγμένη. Φοβᾶται τό θάνατο. Διερωτᾶται γιατί ζεῖ καί
καμιά φορά ὁ ἴδιος θέτει τέρμα στή ζωή του.
Καί διερωτᾶται κανείς, πῶς συμβαίνει ὁἄνθρωπος, πού καί μυαλό ἔχει καί
ἐπιστήμη καί τεχνική καί δυνατότητες νά κτίσει μιά ὄμορφη ζωή, νά ζεῖ τόσο
ἄθλια καί τραγικά πάνω στή γῆ; ῾Η ἀπάντηση δέν εἶναι δύσκολη· γιατί εἶναι
κακός καί ἁμαρτωλός. ῾Η ἁμαρτία εἶναι τό πικρό δηλητήριο πού σκοτώνει τήν
ὕπαρξη, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό θάνατο. Τόν χωρίζει ἀπό τό Θεό, τήν πηγή τῆς
πραγματικῆς χαρᾶς. Στήν ἁμαρτία ὁἄνθρωπος χάνει τήν ἀλήθεια του, ντύνεται
τό ψεῦδος καί τήν πλάνη, νεκρώνεται πνευματικά.
Καί καλά ἐδῶ κάτω στή γῆ, ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλα πολύ χειρότερα, ἡ ζωή τοῦ
ἀνθρώπου πού ξεδιπλώνεται, ὅταν κλείσει ὁριστικά τά μάτια του. ῾Η ζωή πού
ξετυλίγεται στήν αἰωνιότητα. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος στήν ἐδῶ ζωή του δέν μετανιώσει
γιά τήν κακότητα καί τίς ἁμαρτίες του, ἄν κουβαλήσει μαζί του τή νέκρωση τῆς
φθορᾶς τῆς ἁμαρτίας, θά παραδοθεῖ στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο, πού θά
εἶναι ὁ ὁριστικός ἀποχωρισμός του ἀπό τό Θεό, τήν αἰώνια πηγή τῆς ἀληθινῆς
ζωῆς. Θά περιέλθει σέ μιά ὀδυνηρή κατάσταση [96], πού τήν ἀποκαλοῦμε
κόλαση, τῆς ὁποίας ἀρχηγός εἶναι ὁ διάβολος. ῞Οσοι δούλεψαν στό διάβολο καί
πέθαναν ἀμετανόητοι θά πᾶνε μέ τό διάβολο, ἐκεῖ πού εἶναι τό σκοτάδι, ὁ
κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων [97].
᾿Από τήν ἀθλιότητα, λοιπόν, τῆς ζωῆς αὐτῆς καί τό φρικτό τέλος τοῦ αἰώνιου
πνευματικοῦ θανάτου καί τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου μᾶς ἔσωσε ὁ Κύριος μέ
τό λυτρωτικό ἔργο του. Κοντά του ὁ ἄνθρωπος γαληνεύει [98], ἐλευθερώνεται
ἀπό τά δεσμά του, βλέπει τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς, ἀτενίζει τό φῶς καί
ζεῖ πραγματικά εὐτυχισμένος, ἱκανοποιώντας ὅλες τίς ὑπαρξιακές ἀνάγκες του.
Κοντά στό Χριστό ὑπάρχει τό φῶς, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή [99].
86. Δέν μποροῦσε ὁ Θεός μέἕνα νεῦμα του νά σώσει τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά
τήν πτώση του; Καί γιατίἀνέβαλε ἐπί τόσους αἰῶνες τή σωτηρία του;
Καί βέβαια μποροῦσε νά τόν σώσει ὁ Θεός εὐθύς μετά τήν πτώση του. ῾Ο Θεός
εἶναι παντοδύναμος. Κανένα ἐμπόδιο δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μπροστά στίς ἅγιες
βουλές του. Μόνο τήν ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά κάνει, γιατί αὐτό θ’ ἀναιροῦσε τήν
πανάγια φύση του. ῾Η «ἀδυναμία» αὐτή δέν περιορίζει τήν ἀπόλυτη
παντοδυναμία του, τουναντίον τή βεβαιώνει καί τή στηρίζει. Δυνατός δέν εἶναι
ἐκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ἀλλ’ αὐτός πού τήν ἀποφεύγει. Τό κακό γενικά
δέν εἶναι δύναμη, ἀλλά ἀδυναμία.
῾Ο Θεός δέν ἔσωσε τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά τήν πτώση του, ὄχι γιατί δέν
μποροῦσε, ἀλλά γιατί δέν ἤθελε. ῾Η βουλή καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι
δυνάμεις τυφλές καί αὐθαίρετες, ἀλλ’ ἐνταγμένες στήν ἀγάπη, τήν ἁγιότητα
καί τή δικαιοσύνη του. Δέν εἶναι παρορμητικός ὁ Θεός, ὥστε νά ἐνεργεῖ
αὐθαίρετα καί σπασμωδικά, ἐπηρεαζόμενος ἀπό παράγοντες ἐσωτερικούς καί
ἐξωτερικούς. ῾Ο Θεός ἔχει τά δικά του κριτήρια, τά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ φτωχικοί
ἄνθρωποι ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε. Εἶναι δέ τά κριτήρια αὐτά κριτήρια
70
ἀληθινῆς ἀγάπης πρός τά πλάσματά του, πούἀποβλέπουν πάντοτε στό
πνευματικό συμφέρον καί τή σωτηρία τους [100].
῾Ο Θεός θέλησε νά σώσει τόν ἄνθρωπο στόν κατάλληλο καιρό, στό πλήρωμα
τοῦ χρόνου [101]. Προηγούμενα ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νά ποθήσει ὁ ἴδιος τή
σωτηρία του. ῎Αν τόν ἔσωζε ὁ Θεός εὐθύς μετά τήν πτώση του, χωρίς καμιά ἄλλη
ἐσωτερική διεργασία, τό πράγμα δέν θά εἶχε νόημα γιά ἕνα πλάσμα λογικό πού
θέλει καί βουλεύεται ἐλεύθερα. ῾Η παιδαγωγούσα πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἄφησε τόν
ἄνθρωπο στήν κακότητα καί τήν ἀθλιότητα τῆς φύσεώς του, νά πονέσει,
νάὑποφέρει, νά συνειδητοποιήσει τό βάρος τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ν’
ἀπελπισθεῖ ἀπό κάθε δυνατότητα νά σωθεῖ ἀπό μόνος του καί ἔτσι, νά στραφεῖ
ἐναγώνια πρός τό Θεό, ζητώντας τήν ἐξ ὕψους δύναμη. ᾿Από τήν ἄλλη ὁ Θεός
δέν ἄφησε ἀβοήθητο τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Μέ τήν παλαιά διαθήκη του, μέ
τό φῶς τοῦ σπερματικοῦ λόγου, πού ὑπάρχει σέ κάθε ἄνθρωπο καί κάτω ἀπό
τήν ἐπήρεια τοῦ ἑκάστοτε πνευματικοῦ καί ἱστορικοῦ περιβάλλοντος ἡ πρόνοια
τοῦ Θεοῦ προετοίμαζε τό ἔδαφος καί καλλιεργοῦσε τά πνεύματα, ὥστε
εὐκολότερα νά γίνει ἀποδεκτό τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας ἀπό τόν πονεμένο
ἄνθρωπο.
87. ῾Η ἀναβολή τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας δέν ζημίωσε τούς ἀνθρώπους, πού
ἔζησαν πρίν ἀπό αὐτό;
Οὐσιαστικά δέν γνωρίζουμε, ὅπως δέν γνωρίζουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιά
τούς ἀνθρώπους, πού ἔζησαν καί ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν μετά τήν ἔλευση τοῦ
Χριστοῦ, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἀκούσει γιά τό λυτρωτικό ἔργο του. Αὐτές εἶναι
ὑποθέσεις τοῦ Θεοῦ, πού δέν μποροῦμε ἐμεῖς οἱἄνθρωποι νά ἐξιχνιάσουμε. Τό
μόνο πού γνωρίζουμε εἶναι, ὅτι ὁ Θεός ὡς στοργικός πατέρας ἐνεργεῖ πάντοτε
πρός τό συμφέρον τῶν λογικῶν πλασμάτων του. Πιστεύουμε ἀκράδαντα στήν
παιδαγωγούσα του πρόνοια. Οὔτε εἶναι συνετό, νά θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας
προνομιούχους γιατί ζοῦμε στήν ἱστορική διάσταση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ
Χριστοῦ, γιατί τά ἔσχατα (ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ) εἶναι ἐνδεχόμενο νά μᾶς
ἐπιφυλάξουν πολλές ἐκπλήξεις [102]!
Στούς πρό Χριστοῦ ζήσαντες δόθηκε ἡ εὐκαιρία σωτηρίας μέ τό λυτρωτικό
κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ στόν ἅδη [103], στούς ζοφερούς μυχούς τοῦ ὁποίου
βρίσκονταν πεπεδημένα τά πνεύματα. ῞Οσοι ἀποδέχτηκαν τό κήρυγμα τῆς
σωτηρίας λυτρώθηκαν ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Οἱ ἄλλοι ὄχι.
Τά πράγματα αὐτά δέν πρέπει βέβαια, νά τά πιέζουμε πολύ, γιατί ὑπάρχει
κίνδυνος ὄχι μόνο νά μή φτάσουμε πουθενά, ἀλλά νά ταραχθεῖ καί τό μυαλό
μας.
71
γεγονός τῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, στή γέννηση τοῦ σαρκωμένου
Λόγου.
῾Ο Χριστός ἔσωσε τόν κόσμο ἀσκώντας τό προφητικό του ἀξίωμα. ῾Ως
αὐτοαλήθεια καί ζωή δίδαξε τήν ἀλήθεια στόν ἄνθρωπο, φωτίζοντας τόν
σκοτισμένο νοῦ του καί ἐλευθερώνοντας τόν πλανεμένο ἀπό τήν ἀγνωσία, στήν
ὁποία τόν ὁδήγησε ἡ παρακοή. ῾Η ἀλήθεια ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο [105],
χαρίζοντάς του τή χαρά καί τήν ἄνεση τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Χριστός λύτρωσε παράλληλα τόν ἄνθρωπο ἐνασκώντας τό ἀρχιερατικό του
ἀξίωμα. Πρόσφερε στόν οὐράνιο Πατέρα του θυσία ἱλαστήρια τήν ἅγια ζωή του.
῎Εχυσε τό αἷμα του ἐπάνω στό σταυρό γιά νά ξεπλύνει τά αἴσχη τῆς φθορᾶς καί
τό ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως. Μέ τό θάνατό του πάτησε τό θάνατο [106],
ἀμβλύνας τό φοβερό κέντρο του καί μεταλλάσσοντάς τον σέ πύλη εἰσάγουσα
στήν οὐράνια ζωή. ῞Απλωσε τίς παλάμες του στό σταυρό καί εἰρήνευσε τήν
κτίση, μάζεψε τά σκορπισθέντα καί «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα» [107], δηλαδή
τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πού εἶχε χωρίσει ἡ προπατορική ἁμαρτία. ῎Εκαμε τόν
ἁμαρτωλό καί πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ ἀγαπητό, τοῦ ἄνοιξε διάπλατα τίς πύλες τῆς
πατρικῆς ἑστίας καί τόν ὁδήγησε στά δώματα τῆς θείας βασιλείας.
῾Ο Χριστός ἐνασκώντας τό βασιλικό λυτρωτικό του ἀξίωμα, ἔσωσε τόν ἄνθρωπο
καί μέ τή ζωηφόρο του ᾿Ανάσταση. Νίκησε τελειωτικά τό θάνατο, ἀφοῦ
προηγούμενα τό συνέτριψε μέ τήν κατάβασή του στόν ἅδη, ἐγκεντρίσας στήν
πεσμένη φύση τή ζωή τοῦ Θεοῦ. ῾Η φύση στόν ἀναστάντα Κύριο ἀπέθεσε τή
φθορά τοῦ δέντρου τῆς παρακοῆς, ντύθηκε τά ἱμάτια τοῦ παραδείσου τῆς χαρᾶς,
φόρεσε τήν ἀστραφτερή ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, ἔλαμψε τό φῶς τοῦ Θεοῦ
καί κέρδισε ἀμετάτρεπτα τήν ἀθανασία καί τήν ἀειζωία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ
Κυρίου ἀνακαίνισε γῆ καί οὐρανούς.
Τέλος ὁ Κύριος ἔσωσε τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔνδοξη στόν οὐρανό ᾿Ανάληψή του.
Στήν ᾿Ανάληψη θεωρεῖται πλῆρες καί τέλειο τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Φέρει τή σφραγίδα καί τήν ὑπογραφή τοῦ Θεοῦ. Τό θεωμένο πλάσμα
θρονιάζεται ἀκλόνητα στούς κόλπους τῆς θεότητας, στήν τριαδική φωταύγεια
καί δόξα.
῞Ολες οἱ πιό πάνω στιγμές, ἀδιαχώριστες, ἐκφράζουν ὁλοκληρωμένο τό σχέδιο
τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπο οἰκονομίας, τό ναί τοῦ Θεοῦ στό ὄχι τῆς
ἐκτροχιασθείσας πλάσης.
89. ῾Ο θάνατος τοῦ Θεοῦ ἐπέφερε πραγματική νέκρωση στό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ;
Ναί. Πρέπει ὅμως νά προσέξουμε. Δέν λέμε ὁ θάνατος τῆς θεότητας. Αὐτό θά
ἦταν λάθος. ῾Η θεότητα ἀπό τή φύση της δέν πεθαίνει. Οὔτε μπορεῖ νά
ἐφαρμοστεῖ σ’ αὐτήν ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων. Κάτι τέτοιο θά ἐπέφερε
σύγχυση τῶν φύσεων. Εἶναι ὅμως ὀρθό νά λέμε ὅτι ὁ Θεός πέθανε. Πέθανε στό
Χριστό «σαρκί», δηλαδή στή σάρκα του πού πῆρε ἀπό τήν ἁγία Θεοτόκο. Οἱ
᾿Αφθαρτοδοκῆτες δέν θά δέχονταν πραγματικό θάνατο τῆς Κυριακῆς σαρκός,
ἀλλά φαινομενικό, οἰκονομικό («κατ’ οἰκονομίαν»). Τό σῶμα ὅμως τοῦ Χριστοῦ
πραγματικά νεκρώθηκε ἐπάνω στό σταυρό. ᾿Από τήν πλευρά του ἔρρευσαν
«αἷμα καί ὕδωρ», ὅταν αὐτή κεντήθηκε ἀπό τή λόγχη τοῦ στρατιώτη [108]. ῞Αμα
ἐξέπνευσε ὁ Κύριος (παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν οὐράνιο Πατέρα [109]), τό
72
σῶμα του νεκρό κατατέθηκε στό μνῆμα, ὅπου πῆγαν νά τό μυρίσουν οἱ ἅγιες
γυναῖκες.
Δέν ἦταν φενάκη ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἀλλά γεγονός πραγματικό καί
ἱστορικό, ὅπως ἀληθινή ἦταν καί ἡ ἀνθρώπινη φύση του. ᾿Αλλιώτικα, πῶς θά
μποροῦσε νά σώσει πραγματικά τόν ἄνθρωπο;
73
93. Συμφωνεῖ μέ αὐτά ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία;
῎Οχι. Κατά τή διδασκαλία της ἡ θυσία τοῦ Κυρίου ἔχει ὑπεραρκή ἀξιομισθία·
πρῶτον διότι τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ (παθήματα τοῦ Θεοῦ «σαρκί») εἶχαν
ἄπειρη ἀξιομισθία· καί δεύτερον, γιατί ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἐφαρμόζεται ἡ
ἀξιομισθία αὐτή, εἶναι ὄν πεπερασμένο, ἄρα καί ἡ ἐνοχή του εἶναι ὁμοίως
πεπερασμένη. ᾿Από τήν ἄλλη, κάνοντας διάκριση μεταξύ ἐνοχῆς καί ποινῶν,
φρονεῖ, ὅτι μόνον ἡἐνοχή καί οἱ ποινές τῶν πρό τοῦ βαπτίσματος ἁμαρτιῶν
συγχωροῦνται, ἐνῶ γιά τίς μετά τό βάπτισμα ἀπαιτοῦνται πρόσκαιρες ποινές
τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἐδῶ καί στό καθαρτήριο πῦρ. Τίς πρόσκαιρες αὐτές ποινές
μπορεῖ νά συντέμνει ἤ καί νά τίς αἴρει κατά βούληση ἡ ᾿Εκκλησία. Τίς
ἀντιλήψεις της αὐτές ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία στηρίζει καί στόν ἑξῆς συλλογισμό·
ἀφοῦ τῆς ἀξιομισθίας τοῦ Κυρίου δέν κοινώνησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, συνεπές
εἶναι νά ὑπάρχουν ἀδιάθετα περισσεύματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά
χρησιμοποιηθοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία γιά τήν πλήρωση τοῦ ταμείου τῶν
ἀξιομισθιῶν (τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων), στό ὁποῖο στηρίζονται οἱ περίφημες
λυσίποινες ἀφέσεις (συγχωροχάρτια).
Τά διδάγματά της αὐτά ἡ Δυτική ᾿Εκκλησία στηρίζει κυρίως στό χωρίο τῆς
Γραφῆς Ρωμ. 5,15· «Εἰ γάρ τῷ τοῦ ἑνός παραπτώματι οἱ πολλοί ἀπέθανον, πολλῷ
μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ δωρεά ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ εἰς τούς πολλούς ἐπερίσσευσεν». Στό χωρίο ὅμως αὐτό γίνεται
θεωρητικά σύγκριση τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος μέ τή χάρη πού
ἀπέρρευσε ἀπό τήν ἱλαστική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Λέγεται, δηλαδή, ἄν ἡ ἁμαρτία
τοῦ᾿Αδάμ ὁδήγησε τούς πολλούς (ὅλους) στό θάνατο, πολύ περισσότερο καί
βεβαιότερο ἔκανε τή σωτηρία ἡ χάρη τοῦ Σταυροῦ. ῾Η σύγκριση λαμβάνει
πρακτική σημασία, εὐθύς ὡς τό ὑποτιθέμενο περίσσευμα τῆς δωρεᾶς τοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ σχηματίσει τό ταμεῖο τῆς περισσεύουσας ἀξιομισθίας πού ἀποτελεῖ
τή βάση τῶν ἀφέσεων. Περί αὐτοῦ ὅμως σέ προσεχές μας ἐρώτημα.
᾿Από τήν ἄλλη οἱ Ρωμαιοκαθολικοί γιά νά στηρίξουν τή διάκριση ποινῶν
αἰώνιων καί πρόσκαιρων παρουσιάζουν καί παραδείγματα ἀνδρῶν (Μωυσῆς,
Δαβίδ, ᾿Ααρών), οἱ ὁποῖοι ἄν καί συγχωρήθηκαν ἀπό τό Θεό, ὅμως ἐπεβλήθηκαν
σ’ αὐτούς πρόσκαιρες ποινές. Αὐτό εἶναι βέβαια ἀληθές. ῞Ομως οἱ ἐπιβληθεῖσες
αὐτές ποινές δέν εἶχαν χαρακτήρα ἱκανοποιητικό· ἦταν παιδαγωγίες τοῦ Θεοῦ,
φάρμακα, τά ὁποῖα ἀποσκοποῦσαν στήν ἠθική τῶν ἁμαρτωλῶν βελτίωση. Αὐτό
φρονεῖ ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία.
῾Η διάκριση, τέλος, αἰώνιων ποινῶν τίς ὁποῖες στό μυστήριο τῆς μετανοίας
συγχωρεῖ ὁ Θεός, ἀπό τίς πρόσκαιρες γιά τίς ὁποῖες πρέπει, τιμωρούμενος ὁ
ἁμαρτωλός, νά ἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη, ὁδηγεῖ στό ἄτοπο
συμπέρασμα, ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει ἤ δέν μπορεῖ νά συγχωρήσει τήν ἁμαρτία σέ
ὅλη της τήν ἔκταση, ἰδέα βλάσφημη καί ὑβριστική γιά τό μέγεθος τῆς ἀγάπης
καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ.
94. Τί διδάσκουν περί θανάτου καί ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὁρισμένες
προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανοί καί ᾿Αρμινιανοί);
Στίς αἱρέσεις αὐτές εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁὀρθός λόγος
ἐφαρμοζόμενος στό χῶρο τῆς πίστεως, μπορεῖ νά καταστρέψει τήν οὐσία καί τό
μυστηριακό χαρακτήρα τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν.
74
Προτοῦ, ὅμως ἀποδιοργανώσουν τά δόγματα περί θανάτου καί ἱλαστικῆς
θυσίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ αἱρέσεις αὐτές ἀποδιοργάνωσαν ἤδη τό χριστολογικό
δόγμα τῆς πίστεως. Νιώθοντας ὅπως καί οἱ Νεστοριανοί, δέν πιστεύουν, ὅτι ὁ
Χριστός ἦταν πλήρης καί τέλειος Θεός, ἀλλά ἁπλός ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο
ἑνώθηκε ἀργότερα ἠθικά ὁ Θεός. Στήν βάση αὐτή κτίζονται στή συνέχεια οἱ
πολλές ἀτοπίες καί οἱ ἀλογίες τοῦ συστήματος αὐτῶν. ῎Ας τίς δοῦμε συνοπτικά.
῾Ο θάνατος ἑνός ἀνθρώπου –ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι ἑνωμένος μέ τό Θεό– δέν
ἔχει ἀπό μόνος του τή δύναμη νά ἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη καί δέν ἀρκεῖ
νά ἐξιλεώσει τά ἁμαρτήματα τόσων μυριάδων ἀνθρώπων πού ἔζησαν πάνω στή
γῆ. ῎Αν ὅμως αὐτό ἤρκεσε, δέν ὀφείλεται στή θυσία τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτήν,
ἀλλά στό ὅτι, μιᾶς καί προσφέρθηκε σ’ αὐτόν ἀπό τόν Υἱό του, εὐδόκησε ὁ Θεός
στήν ἄμετρη ἀγάπη του νά τήν ἀποδεχτεῖ καί νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλό
ἄνθρωπο. ῎Απορο βέβαια εἶναι πῶς ὁ ἅγιος Θεός δέχτηκε μιά θυσία πού δέν εἶχε
καμία ἀξία λυτρωτική καί στή βάση της ἱκανοποιήθηκε ἀπό αὐτή καί ἐξάλειψε
τήν ἐνοχή καί τίς ποινές τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων!
῾Η θυσία τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη καί νά
συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Μιά τέτοια ἱκανοποίηση δέν ἔχει
νόημα. Αὐτός πού ἱκανοποιεῖται, ἀφοῦ πάρει αὐτό πού θέλει, δέν χαρίζεται στόν
ὀφειλέτη. ῾Ο πανάγαθος Θεός παρουσιάζεται νά μήν μπορεῖ, χωρίς
ἱκανοποίηση, νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. ῾Ομοίως ἡ θυσία τοῦ
Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ἐπεκτείνει τήν ἀξιομισθία της καί σέ ἄλλους ἁμαρτωλούς
ἀνθρώπους, ἁπλούστατα γιατί ἡ ὀφειλόμενη στήν ἁμαρτία ποινή εἶναι αὐστηρά
προσωπική καί δέν μεταφέρεται σέ ἄλλους. ῎Επειτα ὁ Κύριος δέν ἀπέτισε τή θεία
δίκη σέ ὅλη της τήν ἔκταση, ἀφοῦ ὑποστάς τό θάνατο ἀναστήθηκε ἐκ τῶν
νεκρῶν. ῾Ο θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἠθική καί παιδαγωγική μόνο σημασία. Δι’
αὐτοῦ ὁ Κύριος δίδαξε τούς ἀνθρώπους σωτήρια διδάγματα περί χάριτος,
μετανοίας, ἁγιασμοῦ καί αἰώνιας ζωῆς, καταστήσας σαφές ὅτι ὁ θάνατος εἶναι
ἀσφαλής ὁδός, ὁδηγούσα στήν ἀνάσταση καί τή δόξα, ἀναρριπίζοντας τήν
ἐλπίδα τῶν πιστῶν γιά τή μέλλουσα σωτηρία, καί τό συνδοξασμό τους μέ τό
Χριστό στή θεία βασιλεία.
Εἶναι ἐνδεικτικό ὅτι γιά τούς αἱρετικούς αὐτούς τό μόνο λυτρωτικό ἀξίωμα τοῦ
Χριστοῦ εἶναι τό προφητικό, στό ὁποῖο ὑπάγονται τά ἄλλα δύο, τό ἀρχιερατικό
καί τό βασιλικό. Τά τελευταῖα αὐτά ἀξιώματα περιεδύθη ὁ Χριστός μετά τήν
ὕψωσή του στή δόξα τοῦ Θεοῦ.
᾿Απ’ ὅλα αὐτά γίνεται σαφές πῶς ἡ ἄμετρη χρήση τοῦ ὀρθοῦ λόγου στά δόγματα
τῆς πίστεως μπορεῖ, νά καταστρέψει τό μυστηριακό λόγο τοῦ Θεοῦ.
75
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ
76
ἀπαγκιστρωνόταν μορφούμενη σέ αὐτοτελή κοινότητα, ἀντίθετη πρός τήν
᾿Ιουδαϊκή συναγωγή.
98. Τόἀξίωμα «ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» εἶναι ἀπόλυτο;
Ναί εἶναι, ἀπό ὁρισμένη ὅμως ἄποψη. Τό ἐρώτημα δέν πρέπει νά τό θέτουμε
ἀρνητικά, ἀλλά μᾶλλον θετικά· «Μέσα στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχει ἀπόλυτη
βεβαιότητα περί σωτηρίας;» Περί αὐτοῦ δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία. ῞Οταν
κανείς εἶναι συνειδητό μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας, δηλαδή πληροῖ ὅλες τίς
προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας (πίστη ἐνεργουμένη δι’ ἀγάπης) εἶναι ἀπόλυτα
βέβαιο ὅτι θά σωθεῖ. ᾿Εδῶ ἡ ἀπολυτότητα ἀναφέρεται στή θετική ὄψη τῆς
σωτηρίας. Τό ἄν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία δυνατότητα σωτηρίας, αὐτό δέν
θίγει τήν ἀπολυτότητα τοῦ λυτρωτικοῦ ἀξιώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ὡς νόμιμου
καί κανονικοῦ φορέα τῆς σωτηρίας. Δέν εἶναι ἔργο δικό μας ἀλλά τοῦ Θεοῦ,
ὁὁποῖος θέλει «πάντως ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν
[124]». ῾Η δυνατότητα αὐτή εἶναι ἔκτακτη κινούμενη πέρα ἀπό τά πλάσια τῆς
ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ἕνα θαῦμα τῆς χάριτος καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ.
῎Εξω δέ ἀπό τήν ᾿Εκκλησία εἶναι ὅσοι δέν πιστεύουν στό Χριστό (οἱ μή
Χριστιανοί) καί οἱ ἑτερόδοξοι, ὅσοι δηλαδή λόγω αἱρέσεως ἔθεσαν ἑαυτούς ἐκτός
τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας (τῆς ᾿Ορθόδοξης). ῞Ολοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι θά
77
καταδικαστοῦν ἀπό τό Θεό συλλήβδην; Στούς μή χριστιανούς δέν ὑπάρχουν
ἄνθρωποι ἀξιοπρεπεῖς μέ ὑγιεῖς θρησκευτικές καί ἠθικές ἀρχές, τίς ὁποῖες
παίρνουν ἀπό τά θρησκεύματα στά ὁποῖα ἀνήκουν καί μέ βάση τίς ὁποῖες
ρυθμίζουν τήν ἰδιωτική καί τήν κοινωνική τους ζωή; Καί πῶς θά καταδικάσει
στήν κόλαση ὁ Θεός τά παιδιά του, πού ἴσως νά μήν ἄκουσαν ποτέ περί τοῦ
Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου καί τῆς ᾿Εκκλησίας του; ᾿Αλήθεια πῶς; ᾿Αλλά καί
τούς ἑτερόδοξους πού βρίσκονται ἀναίτια στήν κακοδοξία, χωρίς νά ἔχουν
ἐπίγνωση τῆς πλάνης τους, καί οἱ ὁποῖοι δέν βλέπουν τήν ἀνάγκη νά
ὑπερπηδήσουν τούς ὁμολογιακούς φραγμούς καί νά προσέλθουν στούς κόλπους
τῆς ᾿Ορθοδοξίας, θά τούς καταδικάσει συλλήβδην στό πῦρ τό αἰώνιο; ῾Η ἄγνοια
καί ἡ ἀναίτια πλάνη δέν εἶναι ἰσχυρή ἀπολογία στό βῆμα τοῦ δικαιοκρίτη Θεοῦ;
Θά μοῦ πεῖτε, βέβαια, ἡ δυνατότητα αὐτή σωτηρίας πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς
ἱστορικῆς ᾿Εκκλησίας δέν μειώνει τήν ἀπολυτότητα τοῦ κοσμοσωτήριου ἔργου
τοῦ Χριστοῦ; Γιατί, λοιπόν, ὁ Σωτήρ ἦλθε στόν κόσμο, ἀφοῦ μποροῦσαν νά
σωθοῦν καί χωρίς αὐτόν οἱ ἄνθρωποι;
᾿Επαναλαμβάνουμε· δέν καταλύεται στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ μοναδικότητα
τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας του, γιατί αὐτές δέν εἶναι ὁ γενικός κανόνας
ἀλλ’ οἱ ἐξαιρέσεις, στίς ὁποῖες ἡ θεία χάρις λειτουργεῖ θαυματουργικά. ῾Η
σωτηρία σέ ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτές δέν εἶναι ἀσφαλής καί βεβαία. Αὐτήν
γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διαθέτει τή λυτρωτική Οἰκονομία του, πάντοτε
ἀνάλογα μέ τήν ἠθική καί πνευματική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, ὑπέρ ὧν
πάντων Χριστός ἀπέθανε [125]. Λέγοντας αὐτά φυσικά δέν παραθεωροῦμε τόν
θεολογικό ἀντίλογο (προπατορικό ἁμάρτημα στίς ψυχές τῶν ἀβαπτίστων,
ἀπουσία τοῦ ἁγιαστικοῦ ἔργου τῆς μυστηριακῆς χάριτος κ.λπ.) πού καθιστοῦν
ἐξόχως προβληματικούς τούς ἀνωτέρω συλλογισμούς.
᾿Εν πάσει ὅμως περιπτώσει ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ὁ ἔχων ἀπόλυτη βεβαιότητα
περί τῆς σωτηρίας του, δέν πρέπει νά προσπαθεῖ νά ἐξιχνιάσει τή μυστηριώδη
βουλή τοῦ Θεοῦ, συζητώντας πράγματα ἀπρόσιτα στή διάνοιά του, ὁ ὁποῖος
(Θεός) σάν στοργικός πατέρας θέλει τή σωτηρία ὅλων τῶν τέκνων του. Στό κάτω
κάτω μακάρι νά εἶναι ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά πληθύνει ὁ ἀριθμός τῶν
μελῶν τῆς ἐπουράνιας θείας βασιλείας!
78
συγκεκριμένων ἀνθρώπων, ἐπιδιωκόντων τούς ἴδιους σκοπούς. ᾿Επίσης τά ἱερά
μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας τά ἁγιάζοντα τόν ἄνθρωπο εἶναι, κατά τό αἰσθητό
τους μέρος, τελετές ἐξωτερικές ὑποπίπτουσες στή φυσική αἴσθηση καί τήν
ἐξωτερική πείρα τῶν ἀνθρώπων. Τέλος καί ἡ ἱεραρχία ἡ διοικούσα καί
ποιμαίνουσα τήν ᾿Εκκλησία, ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους ἱστορικούς,
ἀναγόμενη διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱστορικά βεβαιουμένης, στούς
᾿Αποστόλους καί τόν Κύριο. ᾿Από τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποκόπτονται μόνο οἱ
αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί, οἱ ἀποστάτες καί ὅσοι δι’ ἀναθεματισμοῦ ἐξέπεσαν
ἀπό αὐτήν. ῞Ολους αὐτούς τούς ἀποδοκιμάζει ἡ᾿Εκκλησία μέ σκοπό νά τούς
ὁδηγήσει σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή στούς κόλπους της.
Τήν ἀόρατη δέ ὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποτελοῦν σειρά θείων στοιχείων
ἀντιστοιχούντων πρός τόν ἀόρατο χαρακτήρα της. ῎Ετσι ὄχι μόνο ὁἱδρυτής τῆς
᾿Εκκλησίας, ὁ αἰώνιος Θεός ὁ ἐνδυσάμενος τή σάρκα εἶναι ὁ ἀόρατος Λόγος τοῦ
Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ θεότητα κρυβόταν κάτω ἀπό τό ἐξωτερικό κάλυμμα τῆς
σάρκας, ἀλλά καί τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο, ὁ θεῖος Παράκλητος ὁ ἁγιάζων καί
ζωογονῶν αὐτήν, εἶναι ὁμοίως θεία καί ἀόρατη ἀρχή, ὅπως ἀόρατη εἶναι καί ἡ
χάρη ἡ ἁγιάζουσα καί σώζουσα τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ζωογόνος πνοή ἡ ἀναγεννώσα
τούς πιστούς καί συνάπτουσα αὐτούς μέ τόν Σωτήρα Κύριο.
Στό σύνδεσμο τῶν δύο ὄψεων τῆς ᾿Εκκλησίας βλέπουμε τήν ἀληθινή φύση της
ὡς θεανθρώπινου καθιδρύματος ἀποβλέποντος στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
79
γ. Τέλος, ἡ ἐν τῇ διοικήσει ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐκφράζεται διά τῆς ὑποταγῆς
τῶν χριστιανῶν σέ μίαν ἀρχή καί αὐθεντία, τήν ἱεραρχία. Τήν ἀνάγκη αὐτή
ἀπαιτεῖ ἡ παράσταση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς βασιλείας καί ἑνιαίου σώματος καί
κοινωνίας, ἡ ὁποία προφανῶς δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς κύρος καί αὐθεντία,
ὅπως ἄλλωστε αὐτό συμβαίνει καί σέὅλα τά ἄλλα κοινωνικά σώματα καί
ὀργανισμούς τοῦ κόσμου τούτου.
80
ἀλήθειες καί τῶν ὁποίων ἡ προσέλευση στήν ᾿Ορθοδοξία (λόγω ἐγγύτητος) εἶναι
εὐχερέστερη.
81
καί διάλεξαν τά καλά καί χρήσιμα ψάρια ἀπό τά κακά καί ἄχρηστα. ῞Ομοια καί
τό ἁλώνι του [136] θά καθαρίσει ὁ Χριστός, καί τό μέν στάρι (τούς καλούς) θά τό
βάλει στίς ἀποθῆκες, τά δέ ἄχυρα (τούς κακούς) θά κάψει μέ φωτιά. Τή βασιλεία
του (τήν ᾿Εκκλησία) ὁ Χριστός παρέβαλε καί μέ γεῦμα, στό ὁποῖο [137] οἱ
προσκαλεσμένοι δέν εἶχαν ὅλοι ἔνδυμα γάμου.
῾Η ᾿Εκκλησία ἀπό παλαιά καταδίκαζε τίς ἀσκητικές ὑπερβολές ὅλων ἐκείνων
(Νοβατιανῶν κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι ἡ᾿Εκκλησία πρέπει, νά περιλαμβάνει
στούς κόλπους της μόνο τέλειους καί ἁγίους. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι
πρέπει ν’ ἀδιαφορεῖ γιά τήν πνευματική κατάσταση τῶν ἁμαρτωλῶν μελῶν της,
τά ὁποῖα πρέπει νά παιδαγωγεῖ ἐν Χριστῷ, οὔτε καί νά μένει ἀπαθής πρός τά
τυχόν σκάνδαλα, τά ὁποῖα ἐκταράσσουν τή συνείδηση τοῦ ποιμνίου.
82
λίθο τόν ἴδιο τόν Κύριο [140]. Δύο εἶναι τά στοιχεῖα πού ἐκφράζουν τήν
ἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρῶτα τό γεγονός, ὅτι σ’ αὐτή φυλάσσεται
ἀνόθευτη ἡ διδασκαλία τῶν ᾿Αποστόλων ὅπως καί τό σύστημα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί δεύτερον, ἡ ἑνότητα τῶν ἐπισκόπων μέ τούς
᾿Αποστόλους διά τῆς λεγόμενης ἀποστολικῆς διαδοχῆς, δηλαδή τῆς συνέχειας
τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος τό ὁποῖο μεταδίδεται διά κανονικῆς χειροτονίας τῶν
ἐπισκόπων, μαρτυρουμένης ἱστορικῶς. Οἱ ᾿Απόστολοι, δηλαδή, χειροτόνησαν
τούς διαδόχους των ἐπισκόπους, αὐτοί τούς δικούς τους, οἱ ἄλλοι τούς ἄλλους
κ.ο.κ. μέχρι σήμερα. ῾Η ἀποστολική διαδοχή σέ σύνδεσμο μέ τήν ἑνότητα
πίστεως καί διοικήσεως (στοιχεῖα πού ὅπως εἴδαμε –ἀναφέρονται στήν
καθολικότητα καί τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας), εἶναι ἡ λυδία λίθος πού
διακρίνει τήν ἀληθινή ᾿Εκκλησία ἀπό κάθε ἄλλο αἱρετικό καί σχισματικό
κατασκεύασμα. ῾Η ᾿Εκκλησία, πού διατηρεῖ τήν ἀποστολική διαδοχή, εἶναι
γνήσια καί αὐθεντική, ἐνῶ ἐκείνη, πού τήν ἔχει χάσει, εἶναι ψεύτικη καί
ἀναληθής. Βεβαίως ὑπάρχουν ᾿Εκκλησίες οἱ ὁποῖες διατηροῦν τή διαδοχή στόν
ἐπισκοπικό τους βαθμό, πού ὅμως δέν εἶναι γνήσιες καί αὐθεντικές, διότι στό
δρόμο χάλασαν, ἀφοῦ ἀλλοίωσαν ὁρισμένα δόγματα τῆς πίστεως
(Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία). Δηλαδή μία ᾿Εκκλησία τότε μόνο εἶναι ἀποστολική, ὅταν
μαζί μέ τήν φύλαξη τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, δέν ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἀπό τήν
αἵρεση καί τήν πλάνη.
106. ῾Η ὕπαρξη τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ
ἱερατείου;
῎Οχι, δέν τήν ἀναιρεῖ, γιατί ἄλλο πράγμα εἶναι τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο. Τό
βασίλειο ἱεράτευμα εἶναι ἡ καθολική ἱερωσύνη, πού ἀποδίδεται γενικά σ έὅλους
τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται ἀπό τή Γραφή «γένος ἐκλεκτόν,
βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν...» [142]. ῾Η γενική
ἱερωσύνη ἡ ἐκφραζόμενη διά τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος εἶναι δίδαγμα σωστό.
Τό σῶμα τῶν πιστῶν βάσει τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος
διά τῶν ὁποίων ἐνσωματώνονται στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετέχουν,
ὅπως καί οἱ κληρικοί, κατά εἰδικό βέβαια τρόπο, στό λυτρωτικό ἀξίωμα τοῦ
83
Χριστοῦ, ὄντας διδάσκαλοι, ἱερεῖς καί βασιλεῖς στήν προσωπική τους ζωή καί
στόν εἰδικό χῶρο τῆς λειτουργικότητάς τους. Αὐτή ὅμως ἡ γενικότερη καί
εὐρύτερη ἱερωσύνη δέν καθιστᾶ περιττή οὔτε ἀντικαθιστᾶ τήν εἰδική ἱερωσύνη,
ἡ ὁποία ἀνήκει αὐστηρά σέ ὁρισμένη τάξη χριστιανῶν, τούς κληρικούς. Οἱ δύο
ἱερωσύνες, ἡ εἰδική καί ἡ γενική, συνυπάρχουν παράλληλα στήν ᾿Εκκλησία,
χωρίς ἡ μία νά καταργεῖ τήν ἄλλη.
Εἶναι ἐνδεικτικό, ὅτι καί στήν Π. Διαθήκη, ὅπου ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ
χαρακτηριζόταν ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα» [142α], παράλληλα μέ τήν γενική
αὐτή ἱερωσύνη ὑπῆρχε καί τό εἰδικό ἱερατεῖο τοῦ ᾿Ααρών. Τόσο δέ αὐστηρό καί
προσωπικό ἦταν τό ἱερατεῖο αὐτό, ὥστε ὅταν ὁ βασιλιάς ᾿Οζίας τόλμησε νά
προσφέρει θυμίαμα στό ναό κτυπήθηκε ἀπό τό Θεό μέ λέπρα [143], τούς δέ ἐκ
τῆς φυλῆς τοῦ Ρουβήμ καί τοῦ Λευΐ, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβήτησαν τήν ἱερωσύνη τοῦ
οἴκου τοῦ ᾿Ααρών, ἄνοιξε καί τούς κατάπιε ἡ γῆ [144]. ῾Επομένως δέν ἔχουν δίκιο
οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ὁποῖοι μέ βάση τή γενική ἱερωσύνη τοῦ λαοῦ ἀρνοῦνται
τό εἰδικό ἱερατεῖο τῆς ᾿Εκκλησίας.
84
στηρίζουν ὁρισμένοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων τή γένεση τοῦ ἐπισκοπικοῦ
ἀξιώματος. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σωστό, γιατί, κι ἄν ἀλήθευε ἡ γνώμη αὐτή, δέν
ἐξηγεῖται πῶς σέ ὅλα τά μέρη καί κατά τόν ἴδιο τρόπο κανονίσθηκε τό πράγμα.
Οὔτε πάλι εἶναι σωστή ἡ ἄλλη προτεσταντική θεωρία κατά τήν ὁποία πρώϊμα
ὁρισμένοι φίλαρχοι πρεσβύτεροι σφετερίσθηκαν τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, δηλαδή
ἀνακηρύχθηκαν οἱ ἴδιοι ἐπίσκοποι. ῞Ενα τέτοιο «πραξικόπημα» θά δημιουργοῦσε
ὁπωσδήποτε ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν μαρτυροῦνται πουθενά, οὔτε τό
φαινόμενο τῆς ὑφαρπαγῆς μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἀρχαίας
᾿Εκκλησίας. Τουναντίον οἱ ἐπισκοπικοί κατάλογοι τῶν ὀρθόδοξων ᾿Εκκλησιῶν
ἀνέρχονται ἀδιάκοπα μέχρι τῶν ᾿Αποστόλων.
85
109. Τί εἶναι τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα;
Εἶναι αἵρεση τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας ἀναφερόμενη στό διοικητικό σύστημα
τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ενῶ κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅλοι οἱ᾿Επίσκοποι εἶναι
ἴσοι μεταξύ τους, τήν δέ ἀνώτατη ἀρχή καί ἐξουσία συγκεντρώνει τό σύνολο τῶν
ἐπισκόπων της, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ νόμιμος καί ἀλάθητος φορέας τῆς ἐξουσίας
αὐτῆς, στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία φορέας ὅλων τῶν ἐξουσιῶν εἶναι ὁ ἐπίσκοπος
Ρώμης. ῾Ο Πάπας κατέχει τήν πλήρη καί ὕψιστη δύναμη δικαιοδοσίας σ’
ὁλόκληρη τήν ᾿Εκκλησία, ὄχι ἁπλῶς σέ ζητήματα πίστεως καί ἤθους, ἀλλά καί
στήν πειθαρχία καί τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας [148]. Τήν πίστη τους αὐτή
στηρίζουν στό ὅτι ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ᾿Απ. Πέτρου στόν ἐπισκοπικό
θρόνο τῆς Ρώμης, σ’ αὐτόν δέ μεταβιβάζει ἐκεῖνος ὅλες τίς προνομίες πού εἶχε
ἀπό τό Διδάσκαλο. Τῷ ὄντι πιστεύουν, ὅτι ὁ Χριστός κατέστησε τόν Πέτρο πρῶτο
μεταξύ τῶν ἄλλων ᾿Αποστόλων καί ὁρατή κεφαλή τῆς ὅλης ᾿Εκκλησίας,
παραχωρήσας σ’ αὐτόν ἄμεσα καί προσωπικά (στό πρόσωπό του) τό πρωτεῖο
δικαιοδοσίας πάνω σέ ὅλη τήν ᾿Εκκλησία [149]. Τό πρωτεῖο αὐτό τοῦ ἐπισκόπου
Ρώμης, στή διατύπωση τοῦ ὁποίου ὠθεῖτο ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἀπό τό
ἐξουσιαστικό καί ἀπολυταρχικό πνεῦμα της, στήν ἀρχή ἐκδιπλωνόταν ἐπί τῆς
κοσμικῆς ἐξουσίας, βραδύτερα ὅμως καί ἰδίως ἀπό τόν θ´ αἰώνα ἄρχισε νά
στοχεύει ἐμφανέστερα καί τήν πνευματική ἐπί τῆς ᾿Εκκλησίας κυριαρχία.
Τά δόγματα ὅμως αὐτά τῶν Παπικῶν κάθε ἄλλο παρά σωστά εἶναι. Τό χωρίο
Ματθ. 16,18· «Σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν
ἐκκλησίαν» στό ὁποῖο στηρίζονται κυρίως οἱ παπικές ἀξιώσεις, δέν σημαίνει ὅ,τι
συνήθως ἀντιλαμβάνονται οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. ῾Η λέξη πέτρα μέ ὁποιαδήποτε
ἔννοια κι ἄν νοηθεῖ, εἴτε σημαίνουσα τόν Πέτρο σάν βράχο τῆς πίστεως εἴτε –τό
κυριότερο– τήν ὁμολογία πίστεως τοῦ μαθητῆ, σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ
νά σημαίνει, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά κτιζόταν ἐπί μόνου τοῦ᾿Αποστόλου
Πέτρου. Καί ἡ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας», πού χορηγεῖται στή
συνέχεια τοῦ χωρίου στόν Πέτρο (Ματθ. 16,19· «Καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς
βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅ ἐάν δήσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς
οὐρανοῖς...») χορηγεῖται ἐπίσης ἀπό τόν Κύριο καί στούς ἄλλους μαθητές· «ἄν
τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»
[150], ὅπως καί ἡ ἐποικοδόμηση τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω στόν Πέτρο σάν σέ λίθο
μερικότερο (ἀκρογωνιαῖος εἶναι ὁ Χριστός· Α´ Κορ. 3,11), δέν ἀποκλείει τοῦ
προνομίου αὐτοῦ καί τούς ἄλλους μαθητές, «Οὐκέτι ἐστέ ξένοι καί πάροικοι,
ἀλλά συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπί τῷ
θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ» (᾿Εφεσ. 2,19-20).
῞Οπως ὅμως μαρτυροῦν οἱ Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων καί οἱ ἄλλες ἐπιστολές, ὁ
Πέτρος δέν εἶχε λάβει ἀπό τόν Κύριο καμιά ὑπεροχή ἔναντι τῶν ἄλλων
᾿Αποστόλων. ᾿Αλλά καί ἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οὐδέποτε τό προνόμιο αὐτό
θά μεταβιβαζόταν στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς διάδοχο τοῦ Πέτρου, ἁπλούστατα
γιατί ὁ Πέτρος μαρτύρησε μέν στή Ρώμη, ποτέ ὅμως δέν ἐχρημάτισε πρῶτος
ἐπίσκοπος αὐτῆς [151]. Καί βέβαια εἶχε πρεσβεῖα ὁ Ρώμης στήν ἀρχαία
᾿Εκκλησία. Αὐτά ὅμως δέν ἦταν πρεσβεῖα ἐξουσίας καί ἐκκλησιαστικῆς
δικαιοδοσίας, ἀλλ’ ἁπλά πρεσβεῖα τιμῆς, ἐπειδή ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, τῆς
86
λαμπρᾶς καί δοξασμένης πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τῆς
μητέρας τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων [152].
᾿Εάν πάλι ὁἐπίσκοπος Ρώμης εἶχε ex officio τήν ἐξουσία του ἐπί τῆς ᾿Εκκλησίας
ὡς διάδοχος δῆθεν τοῦ Πέτρου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης, τότε καί ἄλλοι
ἐπίσκοποι κατασταθέντες ἀπό τόν Πέτρο (μάλιστα ὁ᾿Αντιοχείας) ἔπρεπε μέ τό
αὐτό σκεπτικό, νά ἦταν μέτοχοι σέ ἴση μοίρα στήν ὑποτιθέμενη ἐξουσία καί τά
πρωτεῖα τοῦ πάπα Ρώμης. Τέλος, ἄν οἱ Πάπες, ἐκχριστιανίζοντες τά βάρβαρα
φύλα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης εἶχαν ὄντως ἐξουσία ἐπ’ αὐτῶν καί παράλληλα
ηὔξαναν τήν κοσμική ἐπιρροή τους διά τῶν σχέσεων, πού εἶχαν μέ τούς
ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης, ἡ ᾿Ανατολική᾿Εκκλησία ἔμενε πάντοτε ἐλεύθερη καί
ἀνεξάρτητη ἀπό τή Ρώμη, ἀποκρούουσα πάντοτε τίς φίλαρχες ἀξιώσεις τῶν
Παπῶν.
87
111. Τί φρονοῦν περί᾿Εκκλησίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
῾Η περί᾿Εκκλησίας προτεσταντικήἐκδοχή εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν ὀρθόδοξη καί
τή ρωμαιοκαθολική. Θά λέγαμε, ὅτι εἶναι μόνο κατά τό ἥμισυ ἀληθής. Τό
κυριότερό της γνώρισμα εἶναι ὁ τονισμός τοῦ ἀόρατου στοιχείου τῆς ᾿Εκκλησίας,
σέ βάρος τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Κατά τήν Αὐγουσταία ῾Ομολογία
ἡ᾿Εκκλησία εἶναι «κοινωνία πίστεως καί ἁγίου Πνεύματος στίς καρδιές» ἤ κατά
ἕναν ἄλλο ὁρισμό «κοινωνία τῶν ἁγίων στήν ὁποία διδάσκεται ὀρθῶς τό
εὐαγγέλιο καί τελοῦνται τά μυστήρια» [155}. Εἶναι φανερό ὅτι μιά τέτοια
κοινωνία ἁγίων διακεχυμένη σέ ὅλο τόν κόσμο καί ἀποτελούμενη ἀπό μέλη
ἅγια γνωστά μόνο στό Θεό, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ ὁρατή καί
ἐξωτερική᾿Εκκλησία, ἡ ἱεραρχικῶς διοργανωμένη καί ἔχουσα σταθερό σύστημα
δογματικῶν, ἠθικῶν καί τελετουργικῶν διατάξεων, ἀλλά κάτι ἄλλο ἐσωτερικό,
πνευματικό καί ἀόρατο. Φυσικά μιά τέτοια ᾿Εκκλησία, στό βαθμό πού τά μέλη
της, ἔστω ἑνωμένα μυστικῶς μέ τόν Κύριο, δέν παύουν ὡστόσο νά εἶναι
ἄνθρωποι ἱστορικοί καί ὁρατοί, δέν μπορεῖ παρά νά λαμβάνει καί ὁρατή μορφή.
῞Ομως σ’ αὐτή δέν μπορεῖ ν’ ἀνακλᾶ ἡ ἀληθινή ᾿Εκκλησία, καθόσον στούς
κόλπους της δέν περιλαμβάνονται μόνο πιστοί καί ἅγιοι, ἀλλά καί ἀσεβεῖς καί
ὑποκριτές. Στήν ὁρατή αὐτή ᾿Εκκλησία δέν μποροῦν νά κατηγορηθοῦν οἱ
ἰδιότητες τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· «μία, ἁγία, καθολική καί
ἀποστολική».
Στήν ἰδέα τῆς ἀόρατης ᾿Εκκλησίας κατέληξαν οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀπό μιά
μεγάλη ἐκκλησιολογική ἀνάγκη. ῾Ως γνωστό, διά τῆς Διαμαρτυρήσεως αὐτοί
βρέθηκαν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό τούς ἔκανε μεγάλη
ζημιά. ῎Επρεπε νά βροῦν κάποιο τρόπο νά στεγασθοῦν καί πάλι κάτω ἀπό τήν
ἱστορική ᾿Εκκλησία. Τί νά ἔκαναν; Νά γύριζαν πίσω στήν ὁρατή᾿Εκκλησία ἀπό
τήν ὁποία ἀποσπάσθηκαν, θά ἦταν ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Νά
ἵδρυαν ἐξαρχῆς νέα ᾿Εκκλησία μετά πάροδο τόσων αἰώνων, θά ἦταν
καθαρήἀπόνοια. ῎Επρεπε λοιπόν, νά βροῦν μιά τέτοια ὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας στήν
ὁποία ἐντασσόμενοι ἀφενός μέν θά πετύχαιναν τούς σκοπούς τῆς
Διαμαρτυρήσεως, τή ρήξη δηλαδή μέ τήν ὁρατή ᾿Εκκλησία τοῦ
Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀφετέρου δέ θά διατηροῦσαν τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι
ἐνταγμένοι μέσα στήν ἀληθινή ᾿Εκκλησία τοῦ Κυρίου. Τέτοια ᾿Εκκλησία ἦταν
μόνο ἡ ἀόρατη καί πνευματική. Σ’ ἕνα τέτοιο ἀκαθόριστο καί ὁμιχλῶδες
κατασκεύασμα, χωρίς ἐξωτερικά σύνορα καί διαχωριστικές γραμμές, θά
μποροῦσαν θαυμάσια νά ἐνταχθοῦν μέ τό στοιχεῖο τῆς πίστεως καί τόν
ἐσωτερικό φωτισμό τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Καί τό ἔκαναν.
Τά γνωματεύματα ὅμως αὐτά τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι αὐθαίρετα καί
ἀναληθή. ῞Οπου ἡ Γραφή ὁμιλεῖ περί᾿Εκκλησίας ἐννοεῖ κοινωνία ἀνθρώπων
εὑρισκομένων σέ ἑνότητα μετά τοῦ Χριστοῦ, γνώρισμα τῆς θείας ἀποστολῆς τοῦ
Κυρίου. ῞Οτι εἶναι κοινωνία συγκεκριμένη ἐκφράζουν οἱ περί ᾿Εκκλησίας εἰκόνες
τῆς Γραφῆς ὡς οἴκου Θεοῦ, ὡς σώματος καί ὡς νύμφης Χριστοῦ. ῞Ενα τέτοιο
καθίδρυμα οἰκοδόμησε ὁ Χριστός, τό ὁποῖο θάἄντεχε στό χρόνο καί θά νικοῦσε
καί αὐτόν ἀκόμη τόν ῞Αδη, ἵδρυμα ὁρατό καί περιγραπτό, ἱεραρχικό
συγκροτημένο, τό ὁποῖο θά ἀντιμαχόταν τήν κακότητα τοῦ κόσμου καί στό
ὁποῖο ὁ πιστός εἶχε τήν ὑποχρέωση νά καταγγέλλει τόν ἁμαρτάνοντα ἀδελφό
του [156]. ῞Ολα αὐτά –καί ἄλλα ἀκόμη– δέν συμβιβάζονται μέ τήν
88
προτεσταντική ἐκδοχή. Βέβαια κι ἐμεῖς δεχόμαστε τήν ἀόρατη ὄψη τῆς
᾿Εκκλησίας, τήν ὁποία ὅμως πάντοτε ἐναρμονίζουμε μέ τήν ὁρατή. ᾿Επιλήψιμος
εἶναι μόνο ὁ ὑπερτονισμός τῆς ὄψεως αὐτῆς σέ βάρος τοῦ ὁρατοῦ στοιχείου τῆς
᾿Εκκλησίας, πού υἱοθετοῦν γιά λόγους εὐνόητους, ὅπως εἴδαμε, οἱ
Διαμαρτυρόμενοι.
89
ὁποῖες κατέχει τμῆμα μεγαλύτερο ἤ μικρότερο αὐτῆς. ῞Ολες δέ μαζί, παρά τίς
ἀντιθέσεις μεταξύ τους καί τίς ἀδυναμίες τους, προώρισται νά πορεύονται ἡ μία
κοντά στήν ἄλλη τελειοποιούμενες μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὥστε κάποτε νά
ἀπομάξουν τόν τύπο τῆς τέλειας ᾿Εκκλησίας.
Μέ τή θεωρία αὐτή, ὅπως καί μέ τή θεωρία τῶν κλάδων, ἱκανοποιοῦνται οἱ
ἐκκλησιολογικές ἀνάγκες τοῦ Προτεσταντισμοῦ. ᾿Αφοῦ οἱ ἐπί μέρους ᾿Εκκλησίες
ὡς ἀτελεῖς μορφές τῆς ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι οὐχ ἧττον νόμιμες καί ἰσότιμες
μορφές αὐτῆς, μέρη ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας πάροχα, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς
᾿Εκκλησίες τῶν Διαμαρτυρομένων, ἄσχετα ἄν ἡ Διαμαρτύρηση μέ τό κίνημά της
τῆς ΙΣΤ´ ἑκατονταετηρίδος ἔκοψε τούς δεσμούς της μέ τήν ὁρατή᾿Εκκλησία τῆς
Δύσεως.
Περιττό νά τονίσουμε ὅτι ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη τέτοια ἐκκλησιολογικά
κατασκευάσματα εἶναι ἐντελῶς κατακριτέα καί ἀπαράδεκτα, φοβερά δέ
ἐπικίνδυνα γιά τήν καθαρότητα τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας.
90
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´
Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ
91
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές τοῦ Πελαγίου εἶναι ἐσφαλμένες. ῾Ο ἄνθρωπος, λόγῳ τῆς
βλάβης τῆς πνευματικῆς του φύσεως (τοῦ «κατ’ εἰκόνα»), ὄχι μόνο δέν μπορεῖ ν’
ἀνορθωθεῖ μόνος στό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ἀνορθωθείς ἔχει
ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γιά νά προκόψει στό ἀγαθό καί νά σωθεῖ.
῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ὁμιλεῖ σχετικά· «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ
Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» [157]. «᾿Εάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί
Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» [158]. «῾Ο Θεός
ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας» [159].
῎Αλλωστε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναγκαία γιά ν’ ἀπαλειφθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο
ἡ κατάρα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. ῎Αν ἡ παρουσία τῆς θείας χάριτος
δέν ἦταν ἀπόλυτα ἀναγκαία γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά μόνο σχετικά
(ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς ἁπλῆς ἐνδυναμώσεως τῶν φυσικῶν του δυνάμεων), τότε τό
λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ σχετικοποιεῖται, ἀποβάλλοντας τόν ἀπόλυτα
ὑπερφυσικό χαρακτήρα του.
Τίς αἱρετικές ἀντιλήψεις τοῦ Πελαγίου ἡ᾿Εκκλησία καταδίκασε στή σύνοδο τῆς
Καρθαγένης.
92
χάρη τοῦ Θεοῦ, παρά ἐκεῖνος, πού ζεῖ στή νάρκωση τῆς ἁμαρτίας, ὅπως μαρτυρεῖ
ἡ περίπτωση τοῦ Κορνηλίου καί διαπιστώνει ἡ μαρτυρία τῆς ἱστορίας κατά τήν
ὁποία πολλοί ἐκ τῶν Πλατωνικῶν ἐδέχθησαν τή σωτηρία, ἐνῶ ἐκ τῶν
᾿Επικουρείων (ὑλιστῶν φιλοσόφων) κανείς. Τά παραδείγματα ὅμως αὐτά δέν
σημαίνουν, ὅτι οἱ φυσικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν τή γέφυρα, διά τῆς
ὁποίας ὁἄνθρωπος μπορεῖ νά μεταπηδήσει στό κράτος τῆς χάριτος καί νά
καλύψει τό χάσμα τό διαχωρίζον τήν πεσμένη φύση ἀπό τό Θεό. Τά
ἡμιπελαγιανικά διδάγματα ἀλλοιώνουν τή φύση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παύει νά
εἶναι ὁ ἰατρός ὁ θεραπεύων τόν ἡμιθανή καί τραυματισμένο ἄνθρωπο [160], ἀλλ’
ὁ ὀφειλέτης πού ὀφείλει νά ἀνταμείψει τήν ἀρετή τοῦἀνθρώπου, τή δέ σωτηρία
κατεβάζουν στό ἐπίπεδο τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα μπορεῖ νά πετύχει ἀπό
μόνος του ὁ ἄνθρωπος.
93
ἀπορρέει. Κατά τή βασική προτεσταντική ἀρχή –περί τῆς ὁποίας μιλήσαμε στά
προηγούμενα– ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πτώση του στήν ἁμαρτία νεκρώθηκε
πνευματικά. ῎Εχασε τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ἡ δέ θεία εἰκόνα πού
ὑπάρχει στή φύση του καταστράφηκε ὁλοσχερῶς. ῎Ετσι μένει νεκρός καί
ἀκίνητος πρός τά πνευματικά. Δέν μπορεῖ νά συνεργήσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
γιά τή σωτηρία του. ῞Ολα ἐξαρτῶνται ἀπό τή σωστική ἐνέργεια τῆς θείας
χάριτος.
Τό ὠμό αὐτό δόγμα τους προσπαθοῦν νά τό στηρίξουν σέ χωρία τῆς Γραφῆς·
Ρωμ. 9,16· «῎Αρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος
Θεοῦ». Πράξ. 13,48· «Καί ἐπίστευσαν ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον».
᾿Εφεσ. 2,8.9· «Τῇ γάρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· καί τοῦτο οὐκ ἐξ
ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον». Τά χωρία ὅμως αὐτά δέν εἶναι σαφή. Λέγουν μέν ὅτι ἡ
σωτηρία προέρχεται ἀπό τό Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀποσαφηνίζουν ἄν ἡ σωτήρια
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτη, ἤ ἄν σ’ αὐτήν μπορεῖ νά συνεργήσει καί ὁ
ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Τό ζήτημα πρέπει νά μελετηθεῖ μέ τήν ἐξέταση ἄλλων
σαφέστερων χωρίων τῆς Γραφῆς, σέ ὁρισμένα ἀπό τά ὁποῖα γίνεται σαφής
λόγος περί ἀντιστάσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· Ματθ. 23,37.
Πράξ. 7,51. ᾿Αποκ. 3,20, ὁ δέ Παῦλος τονίζει τή συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στό
ἔργο τῆς σωτηρίας· «Συνεργοῦντες δέ καί παρακαλοῦμεν μή εἰς κενόν τήν χάριν
τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ἡμᾶς»162. ᾿Από τήν ἄλλη, σέ περίπτωση, πού ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀναίσθητος πρός τά πνευματικά, δέν θά εἶχαν κανένα νόημα οἱ πολυειδεῖς
παραινέσεις τῆς Γραφῆς νά ἐπιδιώκει (ὁ ἄνθρωπος) τό ἀγαθό καί τήν ἀρετή καί
ἡ ἀπειλή τιμωρίας καί αἰώνιων βασάνων γιά τούς ἁμαρτωλούς.
94
ἀσφαλής βεβαιότητα περί σωτηρίας στίς ψυχές τῶν ἐκλεκτῶν. Αὐτοί, ἔχοντας
στίς ψυχές τους τή μαρτυρία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ὅτι εἶναι οἱἐκλεκτοί τοῦ
Θεοῦ, εἶναι βέβαιοι γιά τή σωτηρία τους, πεποίθηση πού τούς χαρίζει ἐσωτερική
χαρά καί ἠρεμία καί γεμίζει τίς καρδιές τους ἀπό εὐγνωμοσύνη καί ταπείνωση,
νιώθοντας ὅτι ὁ Θεός ὅρισε αὐτούς ὡς ἐκλεκτούς ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων.
Οἱ ἀντιλήψεις ὅμως αὐτές τοῦ Καλβίνου δέν εἶναι σωστές. Καί ἀληθεύει μέν ὅτι
«Θεός γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς
εὐδοκίας» (Φιλιππ. 2,13)· ὅμως αὐτό σέ καμία περίπτωση δέν ἀποκλείει τόν
ἀνθρώπινο παράγοντα στό ἔργο τῆς σωτηρίας (σχετικός προορισμός). ῾Ο Θεός
εἶναι βέβαιο, ὅτι θέλει τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό,
πρέπει νά θέλουν ἐλεύθερα καί οἱ ἄνθρωποι. ῎Ασχετα μέ τό ὅτι δέν μποροῦμε νά
κατανοήσουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ θεία βούληση ἅπτεται τῆς ἀνθρώπινης
καί ἡ τελευταία καθιστᾶ ἀνενεργό τήν πρώτη (ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν σώζονται)
[164], ὅμως ὁ παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης συνέργειας στό ἔργο τῆς σωτηρίας
εἶναι κάτι, πού πρακτικά ἱκανοποιεῖ τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦἀνθρώπου.
῎Αν ὅλα ἐξηρτῶντο ἀπό τήν ἀπόλυτη βουλή τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ ἄνθρωπος ἦταν
ἀπόλυτα βέβαιος περί τῆς σωτηρίας του, ἡ Γραφή δέν θά παραινοῦσε τούς
πιστούς νά κατεργάζονται μέ φόβο καί τρόμο τή σωτηρία τους καί ὁ Παῦλος δέν
θά πολεμοῦσε τήν βεβαιότητα περί σωτηρίας, τονίζοντας «ὁ δοκῶν ἑστάναι
βλεπέτω μή πέσῃ».
῾Ο ἀπόλυτος ὅμως προορισμός ὁδηγεῖ καί σέ ἄλλα τερατώδη ἀτοπήματα. ῎Αν ἡ
σωτηρία καί ἡ κατάκριση τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀπόρροια τῆς αἰώνιας βουλῆς τοῦ
Θεοῦ, ἡ δέ πτώση τοῦἀνθρώπου στήν ἁμαρτία προδιατάχθηκε ἀπό τό Θεό, ὁ
Θεός στό πλέγμα τῶν ἀντιλήψεων αὐτῶν παρουσιάζεται ὡς ἡ πηγή τοῦ κακοῦ,
μεταποιούμενος σέ τυφλό καί αὐθαίρετο δυνάστη, τό δέ κακό ἀνάγεται σέ
στοιχεῖο τοῦ ἀγαθοῦ στήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος χάνει τήν
ὅποια ἠθική καί πνευματική αὐτοτέλειά του καί οὐσιαστικά εἶναι ἀνεύθυνος γιά
τίς πράξεις του. Πῶς ὅμως θά τόν κρίνει ὁ Θεός γιά τίς ἠθικές ἐνέργειές του;
Εἶναι ἀγαθός καί δίκαιος ὁ Θεός ὅταν τυφλά καί αὐθαίρετα καταδικάζει τούς
πολλούς σέ κόλαση αἰώνια;
95
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´
96
βαπτισθοῦν καί γίνουν ἐπίσημα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι
ἡ προπαρασκευή αὐτή δέν εἶναι ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς δικαιώσεως, ἀλλά
ἁπλή συνθήκη παροχῆς αὐτῆς. Οὔτε δέ εἶναι ἔργο ἀξιόμισθο, τό ὁποῖο ὀφείλει
νά ἀμείψει ὁ Θεός, συγχωρώντας καί ἀνακαινίζοντας τόν ἄνθρωπο.
97
127. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκπέσει τῆς δικαιώσεως;
Βεβαίως μπορεῖ. ῞Οπως δηλαδή ὁ πιστός συμπράττων μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
μπορεῖ νά προχωρήσει στόν ἁγιασμό, τήν ἕνωσή του μέ τό Θεό καί τή δόξα του
κληρονομώντας τήν αἰώνια ζωή, ἔτσι ὁ ἴδιος, ἄν ἀδιαφορήσει γιά τό πνευματικό
ἀγαθό καί κυριευθεῖ ἀπό τό ἁμαρτητικό τῆς φύσεώς του καταπατώντας τό νόμο
τοῦ Θεοῦ καί πράττοντας ἔργα αἰσχύνης καί φθορᾶς, μπορεῖ νά ἐκπέσει τῆς
δωρεᾶς τοῦ῾Αγίου Πνεύματος καί νά χαθεῖ.
῾Η ἁμαρτία εἶναι τό μέτρο ἐκπτώσεως τοῦἀνθρώπου ἀπό τό ἀγαθό τῆς
δικαιώσεως. ῎Αν καί δέν εἶναι πάντα εὐχερής καί ἀκίνδυνη ἡ διάκριση τῶν
ἁμαρτημάτων, γίνεται ἀπό κοινοῦ παραδεκτό, ὅτι αὐτά διακρίνονται σέ δύο
ὁμάδες, τά συγγνωστά καί τά θανάσιμα. Τά πρῶτα εἶναι κοινά γιά ὅλους τούς
πιστούς. Μόνο ὁ Χριστός καί σέ κάποιο στάδιο ἡ Θεοτόκος ἐξαιρέθηκαν ἀπό
αὐτά (σχετική ἀναμαρτησία τῆς Παρθένου). Κατά τόν ἀδελφόθεο ᾿Ιάκωβο
«πολλά πταίομεν ἅπαντες» [169], ἐνῶ κατά τόν εὐαγγελιστή ᾿Ιωάννη «ἐάν
εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν
ἐν ἡμῖν (Α´᾿Ιωάν. 1,18). ᾿Ενδεικτικά ὁμοίως εἶναι καί τά λόγια τοῦ Κυρίου· «Καί
ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν» (Ματθ. 6,12).
Τά δεύτερα δέ, τά θανάσιμα, εἶναι σοβαρές παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ,
ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἄν δέν συγχωρηθοῦν μέ τή μετάνοια, θά ὁδηγήσουν στόν
πνευματικό θάνατο, δηλαδή τόν αἰώνιο ἀποχωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τή ζωή τοῦ
Θεοῦ. ῾Ως τέτοια ἡ Γραφή ἀναφέρει τά ἁμαρτήματα τοῦ Δαβίδ, τοῦ Σολομώντα
καί τοῦ Πέτρου, τά ὁποῖα βέβαια ἀπαλείφθηκαν μέ τή μετάνοια. ᾿Αντίθετα τό
παράπτωμα τοῦ ᾿Ιούδα, γιά τόν ὁποῖον εἶπε ὁ Κύριος ὅτι καλό θά ἦταν νά μήν
ἐρχόταν κἄν στόν κόσμο [170], τόν ὁδήγησε στήν ἀγχόνη καί τήν αἰώνια
ἀπώλεια. ᾿Ενδεικτικά, τέλος, εἶναι καί τά λόγια τοῦ ᾿Απ. Παύλου, ὁ ὁποῖος
διακρίνοντας τούς ἐργαζόμενους στό ναό σ’ ἐκείνους πού καταθέτουν χρυσό,
ἄργυρο, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτο, καλάμη, ἀπ’ αὐτούς πού φθείρουν τό ναό
τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι αὐτός πού καταθέτει ξύλα, χόρτα καί καλάμη δύσκολα θά
σωθεῖ («ὡς διά πυρός»), ἐνῶ αὐτός πού φθείρει τό ναό τοῦ Θεοῦ θά καταστραφεῖ
[171].
Παράλληλα μέ τή διάκριση βαθμῶν ἁγιασμοῦ καί δόξας στή βασιλεία τῶν
οὐρανῶν, ὑπάρχει καί ἡ διάκριση βαθμῶν σκοτισμοῦ καί κολάσεων στό βασίλειο
τοῦ σκότους, πού θά εἶναι ἀνάλογη πρός τό βαθμό πωρώσεως στήν ἁμαρτία καί
τῆς ἐκπτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλιώτικα θά
βασανίζονται ὁ Σατανᾶς καί οἱ διαβόητοι ἁμαρτωλοί, ἀπό τούς ἁπλούς
παραβάτες τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Θά μοῦ πεῖτε βέβαια, ποιά σημασία θά ’χει, ἄν
οἱ κολαζόμενοι θά εἶναι σέ μεγάλη ἤ σέ μικρή φωτιά; Διαφοροποιοῦνται οἱ
καταστάσεις αὐτές; ῾Ο συλλογισμός αὐτός εἶναι βάσιμος. Φαίνεται ὅμως, ὅτι οἱ
καταστάσεις αὐτές εἶναι καθαρά προσωπικές, πού δέν μποροῦμε νά τίς ξέρουμε
ἐμεῖς πού βρισκόμαστε ἔξω ἀπ’ αὐτές. Μόλις μποῦμε στή διαδικασία φυσικά θά
τίς μάθουμε, ὅ μή γένοιτο! Καί δυό λόγια ἀκόμη. Τή διάκριση τῶν ἁμαρτημάτων
πού κάνει ὁ ἠθικός νόμος τήν υἱοθετεῖ καί τό ἀνθρώπινο δίκαιο, πού διακρίνει
τίς παραβάσεις τοῦ νόμου σέ πλημμελήματα καί ἐγκλήματα, τά ὁποῖα καί
ἀνάλογα τιμωρεῖ.
98
128. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως;
Εἶναι δύο: ἡ πίστη καί τά ἀγαθά ἔργα.
῾Η πίστη ἡ δικαιούσα τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνο μία ἁπλή συγκατάθεση τοῦ
νοῦ στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μιά νοητική ἀποδοχή τοῦ θεωρητικοῦ
μέρους τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ὅπως αὐτές περιέχει ἡ θεία
ἀποκάλυψη (οἱ πηγές τῆς πίστεως). Μιά τέτοια πίστη εἶναι ἄχρηστη γιά τόν
ἄνθρωπο. Αὐτή μποροῦν νά ἔχουν καί τά δαιμόνια, πού πιστεύουν καί φρίσσουν
[172], χωρίς αὐτό νά τά βοηθεῖ σέ τίποτε. ᾿Αλλά, παράλληλα μέ τή νοητική
παραδοχή, ἡ πίστη εἶναι καί ἀφοσίωση τῆς ψυχῆς στό λυτρωτικό ἀγαθό,
ἔνθερμη πεποίθηση στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ [173] καί στροφή τῆς βούλησης στό
ἀγαθό καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πίστη πρέπει νά εἶναι καί ἔργο
καρδιᾶς ἠθικό.
Τά ἀγαθά ἔργα εἶναι καρπός τῆς πίστεως, πού ζωογονεῖται ἀπό τήν ἀγάπη πρός
τό Θεό καί τόν πλησίον. Τά ἔργα εἶναι ἡ ζωντανή πιστοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς
πίστεως [174], καί ὡς τέτοια ἔχουν τή θέση τους στή δικαίωση. ῾Ο τύπος ὁ
ἐκφράζων συνοπτικά τήν ὀρθόδοξη περί τῶν ὅρων τῆς δικαιώσεως ἀντίληψη,
εἶναι ἡ πρόταση: ῾Ο ἄνθρωπος δικαιοῦται (σώζεται) διά τῆς πίστεως «τῆς δι’
ἀγάπης ἐνεργουμένης» [175]. Τόσο ἡ πίστη ὅσο καί ἡ ἀγάπη (τά ἀγαθά ἔργα)
εἶναι οἱ ἀπαραίτητες συνθῆκες τῆς σωτηρίας. Λόγω δέ τῆς ἐμπεριχωρήσεως τῶν
ἐννοιῶν πίστη, ἀγάπη, ἀγαθά ἔργα, εἴτε ποῦμε ὅτι ἡ πίστη σώζει ἤ ἡ ἀγάπη ἤ τά
ἀγαθά ἔργα, λέμε ἕνα καί τό αὐτό πράγμα.
Τούς ὅρους τῆς δικαιώσεως κατά τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη διατυπώνει ἄριστα ἡ
῾Ομολογία τοῦ Δοσιθέου σέ ὅσα γράφει· «Πιστεύομεν μηδένα σῴζεσθαι ἄνευ
πίστεως. Καλοῦμεν δέ πίστιν τήν οὖσαν ἐν ἡμῖν ὀρθοτάτην ὑπόληψιν περί Θεοῦ
καί τῶν θείων, ἥτις ἐνεργουμένη διά τῆς ἀγάπης, ταὐτόν εἰπεῖν διά τῶν θείων
ἐντολῶν, δικαιοῖ ἡμᾶς παρά Χριστοῦ καί ταύτης ἄνευ τῷ Θεῷ εὐαρεστῆσαι
ἀδύνατον» [176]. Οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως ἄριστα διατυπώνονται καί στήν ἁγία
Γραφή. ῎Ετσι ὁ μέν ᾿Ιωάννης γράφει, ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ εἶναι «νά
πιστεύωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀγαπῶμεν
ἀλλήλους» [177] (σύνδεσμος πίστεως καί ἀγάπης), ὁ δέ ᾿Ιάκωβος «ἐξ ἔργων
δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος καί οὐκ ἐκ πίστεως μόνον» [178], ἐνῶ ὁ Παῦλος τονίζει
ὅτι «ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά πίστις δι’
ἀγάπης ἐνεργουμένη» [179]. ᾿Εκ τῶν ἱερῶν τούτων συγγραφέων ὁ μέν ᾿Ιάκωβος
ἐξαίρει, σύμφωνα μέ τούς πρακτικούς σκοπούς τῆς ἐπιστολῆς του, ὡς ὅρο
δικαιώσεως τά ἀγαθά ἔργα ὡς καρπούς τῆς ζωντανῆς πίστεως, τά ὁποῖα
ἀντιβάλλει πρός τή νεκρή καί ἄχρηστη πίστη, τήν ὁποία ὁμολογοῦν καί τά
δαιμόνια. ῾Ο δέ Παῦλος ἐκφράζει τούς ὅρους τῆς δικαιώσεως στόν μεταξύ τους
ὀργανικό σύνδεσμο καί τήν ἀλληλουχία πίστεως καί ἀγάπης. Εἶναι ἀναντίρρητο
βέβαια ὅτι ὁ᾿Απόστολος σέ ἄλλα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του, ἐξαίρει μόνο τήν
πίστη ὡς ὅρο τῆς δικαιώσεως, ἀποκλείων τά ἔργα· «Λογιζόμεθα δικαιοῦσθαι
πίστει ἄνθρωπον χωρίς ἔργων νόμου» [180] καί «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ
ἔργων νόμου ἐάν μή διά πίστεως» [181]. ῞Ομως τά ἔργα αὐτά πού δέν μετέχουν
στή δικαίωση δέν εἶναι τά ἔργα πού βλαστάνουν διά τῆς χάριτος στήν καρδιά
τοῦ ἀναγεννημένου, ἀλλά τά ἔργα τοῦ νόμου τά ἐκτρέφοντα στήν ψυχή τό
αἴσθημα τῆς αὐτοδικαιώσεως καί τῆς ἐγωιστικῆς ἐγκαυχήσεως, ὅπως ἦταν τά
99
ὑποκριτικά ἔργα τῶν Φαρισαίων, τά ὁποῖα μέ σφοδρότητα ἐστηλίτευσε ὁ Κύριος
[182].
Σύμφωνα μέ ὅσα εἴπαμε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος σώζεται στό πεδίο τοῦ ἁγιασμοῦ,
ὅταν ἔχει πίστη φλογερή καί ζωντανή, ὁλόψυχη ἀφοσίωση στό λυτρωτικό ἔργο
τοῦ Χριστοῦ καί παράλληλα ἔχει ἀγάπη εἰλικρινή καί ἀνυπόκριτη στό Θεό καί
τούς ἀνθρώπους, πού ἐξωτερικεύεται σέ ἔργα αὐποιΐας πρός τό συνάνθρωπο,
ἔργα δυνάμενα νά φθάσουν μέχρι αὐτοθυσίας στή διακονία τοῦ πλησίον.
100
βέβαια ἀκολουθεῖ στή δικαίωση, ἐπιτυγχανόμενος μέ τή συνέργεια Θεοῦ καί
ἀνθρώπου, ὅμως δέν πρέπει ν’ ἀποχωρίζεται ἐκείνης, ἀποτελώντας τή δυναμική
ἀξιοποίηση τῆς δικαιώσεως.
᾿Αλλά καί ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ὡς πραγματικῆς καταστάσεως στόν ἄνθρωπο,
ἡ ὁποία τόν ἀποξενώνει ἀπό τόν Θεό, φθείροντας τήν ὑπόστασή του, κρατύνει
τήν ἀντίληψη τῆς δικαιώσεως ὡς θετικῆς καταστάσεως, ὡς πραγματικῆς
ἀναγεννήσεως τῆς φύσεώς του. ῞Οτι, τέλος, καί τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ
ὡς ἀνακαίνιση καί θέωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, χάνει μέ τήν
προτεσταντική ἐκδοχή τό ἀληθινό νόημά του, δέν εἶναι δύσκολο νά καταδειχθεῖ.
101
131. Εἶναι τά ἀγαθά ἔργα ἀξιόμισθα;
Σέ ἀντίθεση μέ τήν προτεσταντική ἀρχή ἡ ὁποία ἀποκλείει τά ἀγαθά ἔργα ἐκ
τῆς δικαιώσεως καί σωτηρίας, δεχόμενη ὅτι ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο ἀπό τή
χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς πίστεως, ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀναγνωρίζει τή θέση τῶν
ἀγαθῶν ἔργων στή δικαίωση, ὄχι βέβαια ἐκείνων πού γίνονται κατά τό
προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως (γιατί ἡ ψυχή τοῦἀνθρώπου εἶναι
ἀκόμα μολυσμένη), ἀλλά τῶν ἔργων πού γίνονται μέ τήν πνοή τῆς χάριτος στίς
ἀναγεννημένες ψυχές, ἀπονέμοντας σ’ αὐτά σχετική ἀξιομισθία. Τά ἀγαθά
ἔργα, ὡς καρποί καί ἔνδειξη τῆς ζωντανῆς πίστεως, ἀποτελοῦν ἀπαραίτητη
ὑποκειμενική συνθήκη γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Σώζονται μόνο οἱ ἄξιοι
πιστοί, αὐτοί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιοποιοῦν στή ζωή τους τό ἀγαθό τῆς
δικαιώσεως. Λέγουμε δέ σχετική ἀξιομισθία, γιά νά τήν ἀντιδιαστείλουμε ἀπό
τήν ἀπόλυτη, ἡ ὁποία δέν ταιριάζει στά πλάσματα.
Καί εἶναι βέβαια ἀλήθεια –ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα– ὅτι σέ ἀρκετά χωρία
τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἡ δικαίωση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τῆς θείας
χάριτος. Στά χωρία ὅμως αὐτά δέν ἀποκλείεται ρητά ἡ σχετική ἀξιομισθία τῶν
ἀγαθῶν ἔργων. ῎Ετσι στό κλασικό χωρίο, στό ὁποῖο ἐπιμένουν πολύ οἱ
Διαμαρτυρόμενοι· «τῇ χάριτι ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως καί τοῦτο οὐκ ἐξ
ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων ἵνα μή τις καυχήσηται» [186], τίποτε δέν
λέγεται περί δικαιώσεως χωρίς ἔργα, ἤ ὅτι ἡ ἠθική ζωή δέν ἀσκεῖ ροπή ἐπί τῆς
σωτηρίας τῶν χριστιανῶν. ῾Ο ᾿Απόστολος λέγει γενικά στούς ᾿Εφεσίους, ὅτι
ἐσεῖς πού ζούσατε στά σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας, σωθήκατε μέ τή δωρεά τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ, μή μπορώντας ἔτσι νά καυχηθεῖτε γιά τά ὅποια καλά ἔργα
σας.
῾Η γενικώτερη ὅμως διδασκαλία τῆς Γραφῆς συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς σχετικῆς
ἀξιομισθίας τῶν ἀγαθῶν ἔργων. Σέ πλῆθος χωρίων [187] της ἡ αἰώνια ζωή
παρουσιάζεται ὡς ἀμοιβή, ἡ δέ σωτηρία τίθεται σέ οὐσιώδη συνάφεια μέ τά
ἀγαθά ἔργα. Θά μνημονεύσουμε ἁπλᾶ τή Β´ πρός Κορινθ. ἐπιστολῆς (5,10), ὅπου
λέγεται· «Τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ
Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος, πρός ἅ ἔπραξεν εἴτε
ἀγαθόν εἴτε κακόν» καί τῆς περικοπῆς Ματθ. 25,31-46, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θά
συναχθοῦν ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου τοῦ Χριστοῦ γιά νά κριθεῖ ἕκαστος ἀνάλογα
μέ τά ἔργα του, ἀγαθά ἤ κακά, κληρονομώντας ἀντίστοιχα εἴτε τήν αἰώνια ζωή
εἴτε τήν αἰώνια κόλαση.
Οἱ αἰτιάσεις τῶν Διαμαρτυρομένων, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη περί ἀγαθῶν ἔργων
ἀντίληψη αἴρει τό ἀπόλυτο τῆς θείας χάριτος, μειώνει τήν ἀξιομισθία τοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ καί ἐκτρέφει τόν ἐγωισμό καί τήν αὐτοπεποίθηση στίς ψυχές τῶν
ἀνθρώπων, μπορεῖ μέν νά ἔχουν βάση σέ περιπτώσεις ἐκτροπῆς ἀπό τό γνήσιο
χριστιανικό πνεῦμα σέ ἀστήρικτες ψυχές, ὄχι ὅμως καί σ’ ἐκεῖνες πού μέ φόβο
καί τρόμο κατεργάζονται τή σωτηρία τους [188]. Τόν ἐγωισμό καί τήν
αὐτοπεποίθηση ἐκτρέφουν τά ἔργα τοῦ παλαιοῦ νόμου, τά ὁποῖα τόσο ἔντονα
καυτηρίασε ὁ Παῦλος. ῎Αλλωστε τά ἀγαθά ἔργα, ὡς ἤδη σημειώσαμε, εἶναι
σχετικῶς ἀξιόμισθα. Δέν εἶναι αὐτοδύναμα, ἀλλά προϊόντα τῆς χάριτος τοῦ
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμείβοντας αὐτά στεφανώνει τά ἴδια τάἔργα του.
102
132. ῾Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;
῾Η θεωρία περί δύο δικαιώσεων διατυπώθηκε ἀπό προτεστάντες θεολόγους,
υἱοθετηθείσα καί ἀπό ὀρθοδόξους (᾿Αντώνιος, Μακάριος, Δαμαλᾶς) γιά νά
συμβιβασθεῖ ἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία ἄλλοτε μέν ὁμιλεῖ περί
δικαιώσεως καί σωτηρίας ἐκ πίστεως, ἄλλοτε δέ διά πίστεως ἐνεργουμένης ἐν
ἀγάπῃ. Κατά τή θεωρία, ἡ δικαίωση διά πίστεως τελεῖται ἐδῶ κάτω στή γῆ, ἐνῶ ἡ
δεύτερη διά πίστεως καί ἀγαθῶν ἔργων θά γίνει κατά τήν καθολική κρίση. ῾Ο
Χριστός δηλαδή ὅσους ἐδικαίωσε κατά τό βάπτισμα διά τῆς πίστεως, θά
δικαιώσει γιά δεύτερη φορά κατά τήν κρίση μέ βάση τήν πίστη καί τά ἀγαθά
ἔργα τους. Στή δεύτερη περίπτωση ἡ δικαίωση συμπίπτει μέ τή σωτηρία.
Σχηματικά ἡ θεωρία αὐτή εἶναι ὀρθή. Δεδομένου δέ, ὅτι ὅσοι δικαιώνονται στό
βάπτισμα δέν διαπτύσσουν τή δικαίωσή τους σέ βίο θεοφιλή καί ἐνάρετο
προαγόμενοι μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος στό πεδίο τοῦ ἁγιασμοῦ, εἶναι λογικό ὁ
Θεός νά σώσει μόνο ἐκείνους, πού πίστευσαν καί συγχρόνως παρήγαγαν ἔργα
ἀγαθά. Οὐσιαστικά ὅμως φαίνεται περιττή καί χωρίς περιεχόμενο ἡ διαίρεση
τῆς μίας δικαιώσεως σέ δύο, στήν ἐπίγεια καί τήν ἐπουράνια. ῾Η δεύτερη
δικαίωση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἔσχατη κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θά
κρίνει καί θά σώσει τόν κόσμο, σταθμώμενος τή δικαίωση, πού ἔφερε
ὁἄνθρωπος κατά τή στιγμή τοῦ θανάτου του, ἄν δηλαδή οἰκειοποιήθηκε τό
λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἔζησε μέ πίστη στό Σωτήρα καί παρήγαγε ἔργα
ἀγαθά καί ἐνάρετα. ῾Η μία δηλαδή πίστη ἡ ἐν ἀγάπῃ ἐνεργουμένη, ἡ ὁποία
ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς δικαιώσεως, ἁπλά θά ἐπιβραβευθεῖ ἀπό τό Θεό ὡς
σωτηρία πλέον καί εἴσοδος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
103
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´
104
β) Τά ἔργα πού δέν εἶναι ὑποχρεωτικά γιά ὅλους, ἡ πλήρωση τῶν ὁποίων
ἀφήνεται στήν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦἀνθρώπου. Τά ἔργα αὐτά ὀνομάζονται
εὐαγγελικές παραινέσεις (συμβουλές). Αὐτές εἶναι συνήθως τρεῖς· ἡ παρθενία, ἡ
ἀκτημοσύνη καί ὁ μοναχικός βίος. Τά ἔργα αὐτά δέν δευσμεύουν ὅλους τούς
πιστούς, ἀλλά μόνον ὀλίγους, αὐτούς πού θέλουν ἐλεύθερα νά τά ἀναλάβουν.
Οἱ εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι καθ’ ἑαυτές ἀξιόμισθες. Εἶναι μέν ἔργα
ἐπαινετά, ὄχι ὅμως καί ἀξιόμισθα. ῾Η ἀξίωση, λόγου χάρη, ὅτι τό νά μένει κανείς
ἄγαμος καί νά νηστεύει κάνει κάτι ἀξιόμισθο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἐπικίνδυνη, γιατί ὑποτιμᾶ τόν γάμο σάν κάτι ἀκάθαρτο καί διακρίνει τίς τροφές
σέ κατακριτέες καί μή, κάτι πού ἀντιβαίνει στό γενικότερο πνεῦμα τοῦ
Εὐαγγελίου. ᾿Εντούτοις, ἄν οἱ εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι ἀξιόμισθες,
εἶναι ὡστόσο μέσα ἀξιόλογα νά πράττει κανείς εὐχερέστερα τήν ἀρετή καί νά
διακονεῖ ἀπερίσπαστα τόν Κύριο. Εκ τοῦ λόγου τούτου εἶναι προτιμητέες καί γιά
ὁρισμένους ἀνθρώπους καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, ἀναγκαῖες καί
ἐπιβαλλόμενες. ῞Οτι οἱ παραινέσεις δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιά ὅλους, δηλώνουν
τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τόν πλούσιο νεανίσκο· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε
πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί
δεῦρο ἀκολούθει μοι» [190], ὅπου ἡ τέλεια ἀκτημοσύνη καί ἡ ἀποστολική
μαθητεία ἀφήνονται στήν προαίρεση τοῦ νεανίσκου, ὅπως καί τό παράδειγμα
τοῦ Ζακχαίου, ὁ ὁποῖος ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Κύριο ὡς υἱός ᾿Αβραάμ μέ τήν
προαιρετική προσφορά τοῦ μισοῦ μέρους τῆς περιουσίας του [191]. ῞Οτι ὅμως οἱ
περιπτώσεις τῶν ᾿Αποστόλων καί ἄλλων ἀσκητῶν καί ἁγίων, οἱ ὁποῖοι,
ἐγκαταλείψαντες τά πάντα ἀφιερώθηκαν ὁλόψυχα στή διακονία τοῦ Κυρίου,
εἶναι κάτι ἐντελῶς διαφορετικό ἀπό τή συμπεριφορά τοῦ νεανίσκου τοῦ μή
δυναμένου ν’ ἀποκολληθεῖ ἀπό τά ὑπάρχοντά του, εἶναι φανερόν.
᾿Ενδεικτικές ἐπίσης εἶναι καί οἱ παραινέσεις τοῦ᾿Απ. Παύλου· «Λέγω δέ τοῖς
ἀγάμοις καί ταῖς χήραις καλόν αὐτοῖς, ἐάν μένωσιν ὡς κἀγώ» [192]. ᾿Εδῶ ὁ
᾿Απόστολος προτείνει ἁπλῶς τήν ἀγαμία σάν κάτι πού διευκολύνει τήν
ἀπερίσπαστη διακονία τοῦ Εὐαγγελίου, δεδομένου μάλιστα ὅτι ὁ «γαμήσας
μεριμνᾷ τά τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί» [193]. ᾿Από τήν ἄλλη ὁ αὐτός
᾿Απόστολος τοποθετεῖ τήν ἀγαμία πιό πάνω ἀπό τόν γάμο· «῾Ο ἐκγαμίζων
καλῶς ποιεῖ, ὁ δέ μή ἐκγαμίζων κρεῖττον ποιεῖ» [194]. Τότε μόνον εἶναι
προτιμότερος ὁ γάμος ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντέχει τήν πύρωση τῆς σάρκας·
«Κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἤ πυροῦσθαι» [195].
῾Υπάρχει βέβαια καί ἡ ἀντίληψη, ὅτι ἡ διάκριση τῶν ἁπλῶν καθηκόντων ἀπό τίς
εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι σωστή, ἕνεκα τῶν ἐκτάκτων δώρων καί
δυνάμεων μέ τίς ὁποῖες εἶναι ἐφοδιασμένοι οἱ ἀναλαμβάνοντες τίς εὐαγγελικές
συμβουλές, οἱ ὁποῖες εἶναι σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἁπλά καθήκοντα γιά τούς
δυναμένους. ῾Η ἄποψη ὅμως αὐτή δέν εἶναι σωστή. Τά μεγάλα ἀπό τό Θεό δῶρα
δέν ἀρκοῦν πάντοτε γιά τήν ἀνάληψη τῶν εὐαγγελικῶν παραινέσεων, ἀλλ’
ἀπαιτεῖται παράλληλα καί ἡ ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου, πράγμα πού δέν
συμβαίνει πάντοτε, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἱστορική πείρα. ῾Υπάρχουν δηλαδή
ἄνθρωποι, πού ἄν καί ἔλαβαν ἔκτακτα χαρίσματα ἀπό τό Θεό, ὅμως δέν
ἀνέλαβαν τίς εὐαγγελικές παραινέσεις, πολλές δέ φορές περιῆλθαν στήν ἠθική
κατάπτωση καί τή διαφθορά.
105
Τό πράγμα βέβαια διαφέρει, ἄν μελετηθεῖ ἀπό τήν ὑποκειμενική του πλευρά.
῞Οσο περισσότερο προχωρεῖ κανείς στό στάδιο τῆς ἠθικῆς τελειώσεως, τόσο
περισσότερο συνειδητοποιεῖ τήν πνευματική του κατάσταση καί ἐκεῖνο πού οἱ
πολλοί θεωροῦν ὡς ἔκτακτο ἔργο καί ὑψηλή ἀποστολή, αὐτός τό θεωρεῖ ὡς ἁπλό
χρέος καί ἐπιταγή, ὡς καθῆκον τόὁποῖον ὀφείλει νά ἐπιτελέσει ὡς «ἀχρεῖος
δοῦλος» [196]. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκη καί τήν ἐξ ἀντικειμένου
ἐξάλειψη τῆς διακρίσεως τῶν ἁπλῶν ἐντολῶν ἀπό τίς εὐαγγελικές παραινέσεις.
106
῾Η πιό πάνω διδασκαλία τοῦ Προτεσταντισμοῦ δέν εἶναι σύμφωνη μέ τή
διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἐπιτάσσει ἐμφαντικά τήν τέλεση τῶν
θείων ἐντολῶν, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ῞Οπως δέ εἶναι
παράλογο νά ζητεῖ κανείς ἀπό κάποιον νά κάνει τό ἀνέφικτο καί ἀκατόρθωτο,
πολύ περισσότερο εἶναι ἀκατατανόητο πῶς ὁ ἅγιος καί δίκαιος Θεός μπορεῖ ν’
ἀπαιτεῖ τήν τέλεση τοῦ νόμου του, ἡ ὁποία εἶναι ἀνέφικτη στόν ἄνθρωπο.
῎Επειτα εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητη ἡ τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν γιά τίς ὅποιες
παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Διότι, οἱ θεῖες ἐντολές ἤ εἶναι δυνατές καί
συνεπῶς ἀναγκαῖες, ἡ δέ παράβασή τους συνεπάγεται τιμωρία καί ποινές, ἤ
εἶναι ἀνέφικτες, ὁπότε ἡ παράβασή τους δέν εἶναι ἐπικριτέα καί κολάσιμη.
107
138. Τί διδάσκουν σχετικά οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Δέν συμφωνοῦν μέ τήν ὀρθόδοξη καί τή ρωμαιοκαθολική ἀντίληψη. Καί ἐδῶ ἡ
διδασκαλία τους προσδιορίζεται ἀπό τίς περί πτώσεως καί δικαιώσεως ἰδιαίτερες
ἀντιλήψεις τους. ᾿Αφοῦ κατά τή βασική προτεσταντική ἀρχή ὁ φυσικός
ἄνθρωπος εἶναι ἠθικά νεκρός (καταστροφή διά τῆς πτώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα»),
μή μπορώντας νά συμπράξει στό ἔργο τῆς σωτηρίας του, ἡ δέ προπατορική
ἁμαρτία καί σ’ αὐτόν ἀκόμη τόν ἀναγεννημένο κυριαρχεῖ σ’ ὅλες τίς δυνάμεις
του καί εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων, εἶναι φυσικό ὅλα τά
ἁμαρτήματα, νά εἶναι φύσει θανάσιμα,ὡς προερχόμενα ἀπό τή μόνη πηγή τῆς
διαφθορᾶς, τόν παλαιό᾿Αδάμ.
Βεβαίως στό προτεσταντικό δόγμα ὑπάρχει ἡ διάκριση μεταξύ θανάσιμων καί
συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὅμως ἡ διάκριση αὐτή δέν γίνεται μέ βάση τήν
οὐσία τῆς ἁμαρτωλῆς πράξεως, ἀλλά ἀπό τή διαφορά τῶν ἁμαρτανόντων
προσώπων. Κριτήριο σέ κάθε περίπτωση εἶναι ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι
συγγνωστά ἁμαρτήματα εἶναι αὐτά πού προέρχονται ἀπό ἀνθρώπινη ἀσθένεια
καί μποροῦν νά συνυπάρχουν μέ τήν πίστη, ἐνῶ θανάσιμα εἶναι τά βαριά
ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἀποδιώκουν τήν πίστη. Μόνο κατά τούς ἀκραίους
Καλβινιστές, αὐτοί πού εἶναι προορισμένοι ἀπό τό Θεό γιά τήν αἰώνια ζωή δέν
μποροῦν ν’ ἁμαρτήσουν θανάσιμα ἀλλά μόνο συγγνωστά. ῾Ο Θεός δέν
ἐπιτρέπει σ’ αὐτούς, ὡς ἐκλεκτούς, νά πράξουν θανάσιμο ἁμάρτημα καί ἔτσι νά
χάσουν τό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καί τήν κατάσταση τῆς δικαιώσεως.
῾Η ἄρση ὅμως πάσης οὐσιαστικῆς διαφοροποιήσεως τῶν ἁμαρτημάτων εἶναι
πολύ ἐπικίνδυνη, γιατί ἀμβλύνει τό συναίσθημα τῆς ἐνοχῆς καί καταστρέφει
κάθε κριτήριο ἠθικοῦ καταλογισμοῦ στόν ἄνθρωπο καί ἀφανίζει τή φρικίαση
τῆς ψυχῆς μπροστά στά μεγάλα ἠθικά κακουργήματα. Παράλληλα προσκρούει
καί στή μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ῞Οπως καί στά προηγούμενα εἴπαμε, ἡ
Γραφή διακρίνει «ἁμαρτίαν πρός θάνατον» καί «ἁμαρτίαν οὐ πρός θάνατον»
[199]. ῾Ομιλεῖ περί «κάρφους» (δηλ. μικρῆς ἁμαρτίας) καί περί «δοκοῦ» (μεγάλης
ἁμαρτίας) [200]. Διδάσκει ὅτι ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί αὐτοί οἱ δίκαιοι, ἐννοώντας
φυσικά τά ἐλαφρά ἁμαρτήματα. Διακρίνει ἔργα δικαίων, πού εἶναι ἀσυμβίβαστα
μέ τήν ἁγιότητα τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, καί ἔργα χριστιανῶν, πού φθείρουν τόν ναό
τοῦ Θεοῦ, μέ συνέπεια αὐτοί νά χάσουν τήν αἰώνια ζωή.
᾿Από τήν ἄλλη, ἡ ἀντίληψη ὅτι ἄλλα τῶν ἁμαρτημάτων συγχωροῦνται καί ἄλλα
ὄχι, δέν ὁδηγεῖ πουθενά. ᾿Αφοῦ στόν ἄνθρωπο παραμένει ὁ παλαιός ᾿Αδάμ, τόν
ὁποῖο δέν ἐθανάτωσε ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, τά δέ ἁμαρτήματα εἶναι ἀδιακρίτως
ἴσα καί θανάσιμα, δέν ἔχει νόημα νά λέμε ὅτι μερικά ἁμαρτήματα
συγχωροῦνται καί ἄλλα ὄχι. Τό φυσικό πόρισμα τῶν προτεσταντικῶν
ἀντιλήψεων εἶναι ὅτι ὅλα τά ἁμαρτήματα συγχωροῦνται, ἐκτός ἀπό τήν
ἀπιστία.
Τήν ἀντίληψη αὐτή πού σαφῶς ὁδηγεῖ στόν ἀντινομισμό (νά παραβαίνει κανείς
ἀδεῶς τό νόμο χωρίς συνέπεια) διατυπώνουν ἐπιφανεῖς ἀρχηγέτες τοῦ
Προτεσταντισμοῦ. ῎Ετσι ὁ Μελάγχθων ἔγραφε· «῞Ο,τι καί ἄν πράττεις... καί ἄν
ἁμαρτάνεις, νά θυμᾶσαι τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ... ὅτι δέν ἔχεις κανένα κριτή
στόν οὐρανό, ἀλλά πατέρα πού σέ ἀγαπᾶ ἐγκάρδια, ὅπως οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τά
τέκνα τους».
108
῾Ο δέ Λούθηρος σέ μία ἐπιστολή του πρός τόν Μελάγχθονα ἔγραφε τά ἑξῆς
ἐκκεντρικά· «῾Αμάρτανε ἰσχυρότερα, ἀλλά νά μένεις ἰσχυρότερα στήν πίστη, καί
νά χαίρεις ἐν Χριστῷ πού εἶναι ὁ νικητής τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ
κόσμου. Πρέπει νά ἁμαρτάνουμε, ἐφ’ ὅσον εἴμαστε ἐδῶ, ἀρκεῖ νά γνωρίζουμε
τόν ἀμνό τοῦ Θεοῦ τόν αἴροντα τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο δέν
μπορεῖ νά μᾶς ἀποσπάσει ἡ ἁμαρτία, ἔστω κι ἄν χίλιες φορές τήν ἡμέρα
πορνεύουμε ἤ φονεύουμε» [201].
109
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´
110
ὥστε φθάνουν στό σημεῖο νά δέχονται μυστική ἕνωση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος μέ
τό γράμμα τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία πρέπει νά λατρεύεται, μέ τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν
ὁποῖο οἱ᾿Ορθόδοξοι καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί λατρεύουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου στήν
εὐχαριστία.
῞Οτι ἐδῶ ἔχουμε ἀκρότητες καί ὑπερβολές, δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ
στήν προτεσταντική αὐτή ἐκκλησιολογική πνευματοκρατία.
111
143. Ποιός εἶναι ὁ ἱδρυτής τῶν μυστηρίων;
῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Εἴπαμε πιό πάνω, ὅτι τά μυστήρια δέν εἶναι
ἔργα ἀνθρώπων, ἀλλά τοῦ ἴδιου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ καί σ’
αὐτό ὀφείλεται ἡ ἀπόλυτη δραστικότητά τους. Εἶναι βέβαια ἀληθές ὅτι στήν
῾Αγία Γραφή ρητή μαρτυρία περί τῆς ἱδρύσεως τῶν μυστηρίων ἀπό τόν Κύριο,
ἔχουμε μόνο γιά τό βάπτισμα καί τήν εὐχαριστία. ῞Ομως δέν ἔχουμε μαρτυρία
καί γιά τό ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή τά ὑπόλοιπα πέντε ἱδρύθηκαν ἀπό τούς
᾿Αποστόλους ἤ τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Εκεῖνο, λοιπόν, πούἰσχύει γιά τά δύο πρέπει κατ’
ἀναλογία νά ἰσχύσει καί γιά τά ὑπόλοιπα πέντε. ῎Αλλωστε στήν ἀρχαία
᾿Εκκλησία τά ἱερά μυστήρια ἦταν συνδεδεμένα μέ ποικίλες ἄλλες
μεταγενέστερες ἱερουργίες, τῶν ὁποίων ἡ ἱστορική ἀρχή δέν εἶναι εὔκολο νά
καθοριστεῖ. Γιά τήν ἵδρυση ὅλων τῶν μυστηρίων ἀπό τόν Κύριο πρῶτος μίλησε ὁ
ψευδώνυμος ᾿Αμβρόσιος [205].
῾Η ἰδέα ἡ διατυπωθείσα ἀπό ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, ὅτι τά μυστήρια τοῦ
βαπτίσματος καί τῆς εὐχαριστίας ἱδρύθηκαν ἄμεσα ἀπό τόν Κύριο, τά δέ
ὑπόλοιπα ἔμμεσα διά τῶν ᾿Αποστόλων, δέν μειώνει τό κύρος τῶν
ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων, γιατί σέ κάθε περίπτωση δέν παύουν αὐτά νά εἶναι
ἀγωγοί τῆς θείας χάριτος. ῾Η ἐκδοχή ὅμως αὐτή δέν μπορεῖ νά στηριχθεῖ σέ
μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ᾿Επίσης, ὅταν λέμε, ὅτι ὁ Κύριος ἵδρυσε ὅλα
τάἐκκλησιαστικά μυστήρια, δέν πρέπει νά κατερχόμαστε σέ λεπτομέρειες,
ἀποδίδοντας στόν Κύριο καί τή διατύπωση τοῦ τυπικοῦ μέρους τῆς τελέσεως
αὐτῶν, ἡ διαμόρφωση τοῦ ὁποίου μπορεῖ ν’ ἀποδοθεῖ στούς ᾿Αποστόλους. Αὐτό
φυσικά δέν προσβάλλει τή θεία σύσταση τῶν μυστηρίων. Στό μυστήριο, λόγου
χάρη, τῆς μετάνοιας ὁ Κύριος ἔδωσε στούς ᾿Αποστόλους τή δύναμη νά
συγχωροῦν ἁμαρτίες, αὐτοί δέ ἤ ἡ ᾿Εκκλησία καθόρισαν τήν τυπική τελετουργία
τοῦ μυστηρίου.
112
πού μετράει εἶναι ἡ, οὕτως ἤ ἄλλως, πραγματική μετάδοση τῆς θείας χάριτος, ἡ
ὁποία ὅμως δέν εἶναι ἡ ἴδια σέ ὅλα τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια. ῎Ετσι
διακρίνουμε χάρη διά τῆς ὁποίας δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος (βάπτισμα, χρίσμα),
χάρη διά τῆς ὁποίας τρέφεται καί ζωογονεῖται ὁ πιστός (εὐχαριστία), χάρη διά
τῆς ὁποίας ἀνακτᾶται ἡ χαμένη πνευματική καί σωματική ὑγεία τοῦἀνθρώπου
(μετάνοια - εὐχέλαιο) καί χάρη διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ἱκανός ν’
ἀναλάβει ὁρισμένα καθήκοντα καί νά εἰσέλθει σέ ὁρισμένες σχέσεις (ἱερωσύνη,
γάμος). ῞Ολ’ αὐτά φυσικά ἀπορρέουν ἀπό τήν πάνσοφη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος γνωρίζει ἄριστα τίς ἀνάγκες τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας του.
113
ἄνθρωπος πρέπει νά θέλει τή σωστική τους ἐπενέργεια καί νά εἶναι κατάλληλα
προπαρασκευασμένος νά τή δεχτεῖ. Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἄν εἶναι ὑποκριτής
καί ἠθικά ἀκάθαρτος, ἄν προσέρχεται μηχανικά χωρίς ἐπίγνωση καί αἴσθηση
τοῦ πράγματος, τίποτε δέν θά ὠφεληθεῖ. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά θά προσθέσει
στό παθητικό του μιά ἄλλη πολύ μεγάλη ἁμαρτία. ᾿Αντί ὠφέλεια πνευματική
θά τρυγήσει κατάκριση καί θάνατο.
῎Ας πάρουμε παράδειγμα τή θεία εὐχαριστία. ῞Ολοι οἱ προσερχόμενοι στό ἱερό
μυστήριο, εἴτε εἶναι καλοί εἴτε κακοί, θά κοινωνήσουν ὁπωσδήποτε σώματος καί
αἵματος Χριστοῦ. Δέν θά εἶναι ὅμως ἴδια τάἀποτελέσματα τῆς θείας κοινωνίας.
Οἱ καλοί πού προσέρχονται μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη, γνωρίζουν δηλαδή
τί κάνουν καί παρασκευάζονται κατάλληλα γιά τή λήψη τοῦ Θεοῦ, θά λάβουν
τή θεία εὐλογία, θά ἑνωθοῦν μυστικά μέ τό Σωτήρα, θά προαχθοῦν πνευματικά
καί θά ἐνισχυθοῦν στόν ἀγώνα τους ἐναντίον τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, τά
ὁποῖα ὑποδαυλίζουν τά πονηρά πνεύματα τῆς ἀποστασίας. ᾿Αντίθετα, ὅσοι
προσέρχονται ἀδιάφορα καί μηχανικά, χωρίς νά γνωρίζουν τί κάνουν (μή
διακρίνοντες τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου) καί μέ ἀκάθαρτο τό σῶμα καί τήν
ψυχή τους, αὐτοί ὄχι μόνο δέν ὠφελοῦνται ἀπό τή θεία μετάληψη, ἀλλά
ἀποκομίζουν καταδίκη (κοινωνοῦν κρίμα ἤ κατάκριμα) [207]. ᾿Αντί ἡ κοινωνία
νά τούς βγεῖ σέ καλό, τούς γκρεμίζει στό θάνατο.
114
γεμίσει ἀπό Θεό, νά τραφεῖ πνευματικά καί νά καταπαλαίσει τό διάβολο καί τήν
ἁμαρτία. Καί τέλος θά προσέλθει στό εὐχέλαιο γιά νά λάβει ἴαση τῶν
σωματικῶν του ἀσθενειῶν.
Δέν ὑπάρχει μέτρο καί κανόνας, πού νά ρυθμίζουν τήν προσέλευση αὐτή. ῾Ο
ἴδιος ὁ πιστός, σέ συνεννόηση βέβαια μέ τόν πνευματικό του, θά ρυθμίζει τά
σημαντικά αὐτά ζητήματα τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
149. ῾Η τέλεση τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά
τήν τελείωση τοῦ μυστηρίου;
῾Η τέλεση τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου, πού εἶναι τό αἰσθητό σημεῖο
του καί ἀποτελεῖται ἀπό λόγους καί τελετές καθορισμένες ἀπό τήν ᾿Εκκλησία,
εἶναι ἀναγκαία γιά τήν τελείωση τοῦ μυστηρίου.
Δέν πρέπει ὅμως νά ἐκληφθεῖ ὡς κάτι τό μαγικό, πούἐνεργεῖ ἁπλά μέ συλλαβές
καί ἐξωτερικές κινήσεις, καί μηχανικά διοχετεύει τήν ἁγιάζουσα χάρη, ἀλλά σάν
λογική παράσταση καί ἔκφραση τῆς πίστεως τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία προτίθεται
νά μεταδώσει τή σώζουσα χάρη. Αὐτό φυσικά ἔχει σημασία γιά τίς χριστιανικές
ἐκεῖνες κοινότητες πού, ἄν καί κατά τό ἐξωτερικό μέρος τελοῦν ὀρθῶς τά
μυστήρια, ὅμως ἄλλα πρεσβεύουν περί τῆς οὐσίας τους. Τό φαινόμενο αὐτό
δημιουργεῖ προβλήματα στήν κατ’ οἰκονομίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων στούς
κόλπους τῆς ᾿Ορθόδοξης Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας.
115
διδασκαλία (νά δείξει δηλαδή σέ κάποιον πῶς τελεῖται τό μυστήριο), ἀλλά μέ
σοβαρότητα, σύμφωνα μέ τόν καθιερωμένο τύπο τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αρκεῖ βέβαια
νά ἐνεργεῖ ἐλεύθερα καί ὄχι ἀναγκαστικά.
116
152. Πόσα εἶναι τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια;
Εἶναι ἑπτά: Τό βάπτισμα, τό χρίσμα, ἡ εὐχαριστία, ἡ μετάνοια, ἡ ἱερωσύνη, ὁ
γάμος καί τό εὐχέλαιο.
Τό γιατί ὁ Χριστός ἵδρυσε μόνο ἑπτά μυστήρια δέν εἶναι δικό μας ζήτημα νά
ἐρευνήσουμε. Εἶναι κάτι, πού ἀνήκει στήν ἀγαθότητα καί τήν πανσοφία τοῦ
Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀγνοοῦμε. Φυσικά δέν εἶναι αὐθαίρετη ἡ βουλή καί ἡ
ἐνέργεια τοῦ Κυρίου. ᾿Εκ τῶν ὑστέρων μελετώντας τά μυστήρια βλέπουμε τή
σοφή καί σκόπιμη διάταξή τους σάν τελετές, πού ἀποβλέπουν στόν
ὁλοκληρωτικό ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, στή σφαιρική πλήρωση τῶν
πνευματικῶν, σωματικῶν καί κοινωνικῶν του ἀναγκῶν. ῞Οπως δηλαδή ὁ
ἄνθρωπος γεννιέται φυσικῶς, προάγεται καί τρέφεται, ἔτσι διά τοῦ βαπτίσματος
δημιουργεῖται ἡ νέα πνευματική ὕπαρξη, ἡ ὁποία προάγεται διά τοῦ χρίσματος
καί τρέφεται διά τῆς θείας εὐχαριστίας. Περαιτέρω διά τῆς μετάνοιας καί τοῦ
εὐχελαίου ἀποκαθίστανται στούς πιστούς ἡ διαταραχθείσα ἀπό τήν ἁμαρτία
πνευματική ὑγεία τῆς ψυχῆς καί ἀντιμετωπίζονται οἱ φυσικές τοῦ σώματος
ἀσθένειες, ἐνῶ διά τοῦ γάμου ἀποσκοπεῖται ἡ μετάδοση τοῦ γένους καί διά τῆς
ἱερωσύνης ἐξασφαλίζεται ἡ διακυβέρνηση τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτά ὅλα φυσικά
εἶναι σχηματικά καί ἐκ τῶν ὑστέρων διαπιστώσεις πού κάνουμε, γιά νά βροῦμε
τόν ἰδιαίτερο λόγο τῆς συστάσεως καί τῆς σκοπιμότητας τῶν μυστηρίων.
Στήν ῾Αγία Γραφή ἐλλείπουν μαρτυρίες περί τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά τῶν μυστηρίων,
ἄν καί ὑπάρχουν σ’ αὐτήν ἀρκετές ἐνδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τῶν ἐπί μέρους
μυστηρίων. ῾Ομοίως καί στήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας δέν μνημονεύονται μαζί
καί τά ἑπτά μυστήρια. Μόλις τόν 13ον αἰώνα ἀναφέρονται γιά πρώτη φορά εἰς
μέν τήν ᾿Ανατολή ἀπό τό μοναχό ᾿Ιώβ καί τόν Μιχαήλ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος τό
1274 ὑπέβαλε στή σύνοδο τῆς Λυών ὁμολογία ἀριθμούσα τά ἑπτά μυστήρια, ἐνῶ
στή Δύση ἀναφέρονται γιά πρώτη φορά ἀπό τόν ᾿Αλέξανδρο Γ´ καί τόν Πέτρο
τόν Λομβαρδό. ῾Ο λόγος τῆς παρασιώπησης αὐτῆς ὀφείλεται στό γεγονός, ὅτι ἡ
ἀρχαία ᾿Εκκλησία δέν εἶχε λόγο εἰδικό νά μελετήσει συστηματικά τά ἱερά
μυστήρια καί νά καθορίσει τόν ἀριθμό τους. ῎Επειτα τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια
στήν ἀρχή ἐφέρονταν συνδεδεμένα μέ ἄλλα ἱερά πράγματα καί πράξεις, ὅπως ὁ
μοναχικός βίος, ἡ ἐπικήδεια ἀκολουθία, ὁ σταυρός κ.ἄ. ῞Οπως εἶναι φυσικό αὐτό
δημιουργοῦσε σύγχυση καί δυσκόλευε τό σαφή καθορισμό τοῦ ἀριθμοῦ τῶν
μυστηρίων.
᾿Εν πάσῃ περιπτώσει οἱ ἱεροί Πατέρες φαίνεται νά γνωρίζουν καί τά ἑπτά
ἐκκλησιαστικά μυστήρια, ἄσχετα ἄν στά ἔργα τους μνημονεύουν
ἀποσπασματικά ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις καί τίς ἀνάγκες
τοῦ διδακτικοῦ καί ποιμαντικοῦ ἔργου τους. ῎Αν δέ παραμένει κάποια
ἀμφιβολία, αὐτήν αἴρουν τόσο ἡ πράξη τῆς ᾿Ανατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς
᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἐγνώριζαν ἀνέκαθεν τόν ἀριθμό ἑπτά τῶν μυστηρίων,
ὅπως μαρτυροῦν τά ἀρχαῖα τους λειτουργικά καί εὐχολόγια, ὅσο καί ἡ πράξη
τῶν Μονοφυσιτῶν καί Νεστοριανῶν, τῶν ἀποκοπέντων ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τήν
Ε´ ἑκατονταετηρίδα, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν καί χρησιμοποιοῦν ὅλα τά
ἐκκλησιαστικά μυστήρια.
117
153. Τί εἶναι ὁ ἀνεξάλειπτος χαρακτήρας τῶν μυστηρίων;
Εἶναι διδασκαλία, πού προσπαθεῖ νά ἐξηγήσει τή μή ἐπανάλειψη τῶν μυστηρίων
τοῦ βαπτίσματος, τοῦ χρίσματος καί τῆς ἱερωσύνης. ῾Ως γνωστό, τά μυστήρια
αὐτά τελοῦνται μία μόνο φορά. ῾Η θεωρία διατυπώθηκε ἀπό τή σχολαστική
θεολογία τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔκανε τήν εἴσοδό της καί στήν ὀρθόδοξη
θεολογία [209]. Στά μυστήρια αὐτά, ἐκτός ἀπό τή θεία χάρη ἡ ὁποία μεταδίδεται
στούς βαπτιζομένους, χριομένους καί ἱερωμένους, χαράσσεται σ’ αὐτούς κάποιο
σημεῖο, κάποια σφραγίδα, ἕνας χαρακτήρας ἀνεξάλειπτος, πού τούς ξεχωρίζει
ἀπό τούς ἄλλους. ῞Οπως ὁ ποιμένας –λένε– χαράσσει στό πρόβατό του κάποιο
σημάδι, τό ὁποῖο δέν φεύγει ἀπό πάνω του ἔστω κι ἄν αὐτό χαθεῖ, ἔτσι καί σ’
ὅσους δέχονται τό βάπτισμα, τό χρίσμα καί τήν ἱερωσύνη ἀποτίθεται κάποιο
σημάδι, κάποια σφραγίδα, πού δέν χάνεται, ἔστω κι ἄν ὁἄνθρωπος ἐκπέσει τῆς
χάριτος, δυνάμει τῆς ὁποίας ἔχει τήν ἰδιότητα νά δέχεται καί νά μεταδίδει θεῖες
δωρεές.
῾Η διδασκαλία αὐτή δέν ἔχει ἐρείσματα στήν ῾Αγία Γραφή. Τά χωρία ᾿Εφεσ. 1,13
καί Β´ Κορ. 1,21-22 εἶναι πολύ ἀόριστα, ὥστε νά στηρίξουν μιά τέτοια
διδασκαλία. ᾿Επίσης γενικές καί ἀόριστες εἶναι καί οἱ σχετικές μαρτυρίες
ὁρισμένων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν (Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων, ᾿Ωριγένης). Τό
πολύ ἡ θεωρία αὐτή μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογική γνώμη γιά τήν
ἐξήγηση τῆς μή ἐπαναλήψεως τῶν μυστηρίων κυρίως στίς περιπτώσεις
ἐπιστροφῆς τῶν ἐξωμοτῶν, αἱρετικῶν καί σχισματικῶν στούς κόλπους τῆς
ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας, ἀπό τήν ὁποία ἐξέπεσαν.
118
βεβαία, ἐξαρτώμενη ἀπό ὑποκειμενικούς παράγοντες ἐκ μέρους αὐτῶν πού
δέχονται τή θεία εὐλογία. ῎Αν δέν κάνουμε αὐτό, εἶναι πολύ πιθανό νά
περιπέσουμε σέ σύγχυση καί παρεκδοχή τῶν πραγμάτων.
119
χάρη ἀφέσεως ἀλλά καί ἀνακαινίσεως καί ἀναγεννήσεως τῆς φύσεως τοῦ
ἀνθρώπου.
120
χέρια τους καί τά ἄχραντα μυστήρια. Τό «κατ’ οἰκονομίαν» δεκτό εἶναι κάτι τό
ἔκτακτο, τόὁποῖο ἐφαρμόζεται στίς περιπτώσεις μόνο προσχωρήσεως τῶν
ἑτεροδόξων στούς κόλπους τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας, τό ὁποῖο αὐτή ἐπιτρέπει
γιά τούς δικούς της σκοπούς. ῎Εξω ἀπό τό μέτρο αὐτό τά μυστήρια τῶν
ἑτεροδόξων εἶναι –ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα– ἄκυρα.
῎Αλλωστε ποιά εἶναι ἡ σκοπιμότητα καί ἡ ὠφέλεια γιά ἕνα συνεπή ὀρθόδοξο
πιστό νά κοινωνεῖ ἀπό τούς ἑτεροδόξους, ὅταν ἀμφιβάλλει ἄν αὐτό πού
λαμβάνει εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ; ῎Οχι μόνο σέ τίποτε δέν ὠφελεῖται, ἀλλ’
ὑπάρχει ἀνοικτός ὁ κίνδυνος μ’ αὐτό πού κάνει νά γίνει κοινωνός τῆς
ἑτεροδοξίας καί τῆς πλάνης. Οὔτε πάλι ἡ διατυμπανιζόμενη ἀγάπη μπορεῖ νά
γίνει τό ἐφαλτήριο σέ ὕποπτες φιλενωτικές πρακτικές. ῎Εχουμε ὑποχρέωση νά
ἀγαπᾶμε τούς ὀπαδούς ὅλων τῶν θρησκευμάτων, χωρίς ὡστόσο αὐτό νά μᾶς
δεσμεύει ν’ ἀκολουθοῦμε τίς ἰδιαίτερες διδασκαλίες καί τίς θρησκευτικές τους
πρακτικές. Στή διαμυστηριακή κοινωνία προσχωροῦν μόνο τά ἀμαθή καί
ἀνθρωπάρεσκα πνεύματα. Δηλαδή κοινωνεῖ ἀπό τούς παπικούς ὁ ὀρθόδοξος γιά
ν’ ἀρέσει σ’ αὐτούς. Κατά βάθος δέν ἔχει σαφή αἴσθηση τοῦ τί κάνει, ἔχοντας
χαλαρή τήν ὀρθόδοξη εὐαισθησία καί αὐτοσυνειδησία του.
121
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´
α. ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
122
βαπτίσθηκε στόν ᾿Ιορδάνη ἤ ὅταν ἔστειλε τούς μαθητές του νά βαπτίζουν ἤ,
τέλος, κατά τό νυχτερινό ἰδιωτικό διάλογο πού εἶχε μέ τό Νικόδημο, εἶναι
ἀστήρικτη καί ἀβάσιμη. ῞Ενεκα τῆς ἀναντίλεκτης σύστασής του ἀπό τόν Κύριο
τό βάπτισμα ὀνομάζεται μυστήριο «κυριακόν».
123
Δέν ὑπάρχει δέ καμία ἀμφιβολία, ὅτι τό τέλειο βάπτισμα εἶναι ἐκεῖνο, στό ὁποῖο
ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται μέ πίστη στό Σωτήρα καί μέ συναίσθηση τῆς σημασίας
τῆς μυστηριακῆς τελετῆς, δηλαδή τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων. ᾿Εντούτοις ἡ
ἔλλειψη τῆς πίστεως δέν παρακωλύει τή λυτρωτική ἐνέργεια τῆς χάριτος στά
τρυφερά νήπια, στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει καί τό στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς
ἁμαρτίας, πού ἀποτελεῖ τό κύριο ἐμπόδιο ἐπενέργειας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
124
Τό ἐρώτημα πού θέσαμε εἶναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται ἀπό δύο βασικές
προτάσεις ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους· πρῶτον, τά νήπια πού πεθαίνουν
ἀβάπτιστα ἐπειδή φέρουν τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν μποροῦν νά εἰσέλθουν
στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί δεύτερον, τά αὐτά νήπια ἐπειδή δέν ἔχουν
προσωπικές ἁμαρτίες δέν μποροῦν νά ἐξακοντισθοῦν στήν αἰώνια κόλαση. ῾Ο
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γράφει· «Τούς δέ (τά νήπια πού πέθαναν
ἀβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά τοῦ δικαίου
κριτοῦὡς ἀσφραγίστους μέν ἀπονήρους δέ, ἀλλά παθόντας μᾶλλον ἤ
δράσαντας»222α. Νάὑποθέσουμε ὅτι τάἀβάπτιστα νήπια βρίσκονται ἐνδιάμεσα
μεταξύ παραδείσου καί κολάσεως (ὑπάρχει μιά τέτοια ἐνδιάμεση κατάσταση;)
ἤὅτι ὑφίστανται ἐλαφρότατες βασάνους;
᾿Εν πάσῃ ὅμως περιπτώσει θεωρίες πού διατυπώνονται ἀπό ρωμαιοκαθολικούς
θεολόγους πρός ἐξοικονόμηση τῆς δυσχέρειας, ὅτι οἱ προσευχές τῶν γονέων
μποροῦν νά σώσουν τά ἀβάπτιστα νήπια ἤ ὅτι αὐτά, ἀποκτῶντα συνείδηση,
μποροῦν νά σωθοῦν διά τοῦ βαπτίσματος τοῦ πόθου πρός τό βάπτισμα, εἶναι
θεωρίες ἀλλόκοτες καί ἀστήρικτες, πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός τήν περί
βαπτίσματος διδασκαλία τῆς πίστεως.
125
γίνεται χωρίς ἀντίφαση πρός τή θεμελιώδη προτεσταντική ἀρχή περί πίστεως,
ὡς τῆς μόνης δυνάμεως πού προσδιορίζει τήν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου. Πῶς
μπορεῖ νά ἐνεργήσει τό βάπτισμα στά νήπια, τά ὁποῖα στεροῦνται λόγου καί
πίστεως; Πρός ἐξοικονόμηση τοῦ πράγματος διατυπώθηκαν ἀλλόκοτες θεωρίες,·
ὅτι τά νήπια πού εἶναι εὐάρεστα στό Θεό καί προστατεύονται ἀπό τούς
ἀγγέλους, πιστεύουν κι αὐτά χωρίς νά κατανοοῦν τό Θεό, ὅπως ὁ Δαβίδ στήν
κοιλιά τῆς μητέρας του ἐξεδήλωνε τήν ἀφοσίωσή του στό Θεό καί ὁ Βαπτιστής
᾿Ιωάννης σκιρτοῦσε ὁμοίως στήν κοιλιά τῆς ᾿Ελισάβετ, ὅταν αὐτή ἄκουε τό
χαιρετισμό τῆς Παρθένου Μαρίας [223]. ῎Αλλωστε ἡ πίστη δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ
λόγου, ὁ ὁποῖος καμιά φορά τήν ἐμποδίζει, ἀλλ’ εἶναι προϊόν τοῦ παναγίου
Πνεύματος.
Τέλος ὅσοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων (Καυάκεροι, Σωκινιανοί, ᾿Αρμινιανοί,
Μεννωνίτες, ᾿Αναβαπτιστές) ἀπορρίπτουν τόν μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ
βαπτίσματος, φρονοῦντες ὅτι εἶναι ἁπλή τελετή ἱδρυθείσα ὄχι ἀπό τόν Κύριο
ἀλλά ἀπό τούς ᾿Αποστόλους γιά τούς ἐξ ᾿Ιουδαίων καί ἐθνικῶν ἐπιστρέφοντας
τῶν ὁποίων ἐδήλωνε δημόσια τήν εἴσοδο στήν ᾿Εκκλησία, ἤ εἶναι ἁπλή εἰκόνα
τῆς ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦἀνθρώπου καί φραγίδα τῆς ἀφέσεως τῶν
ἁμαρτιῶν στούς πιστεύοντες καί μετανοοῦντες, συναπορρίπτουν ὅλοι τόν
νηπιοβαπτισμό, τοῦ ὁποίου δέν κατανοοῦν τή φύση καί τούς σκοπούς.
126
καινοτομίας στή σειρά πολλῶν ἄλλων καινοτομιῶν τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς, μετά
τά ὅσα εἴπαμε δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ.
167. Μπορεῖ ἄλλο πρόσωπο ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει τό βάπτισμα;
Ναί μπορεῖ, σέ ἔκτακτες ὅμως περιπτώσεις. Τό βάπτισμα αὐτό εἶναι ὁμοίως
βάπτισμα ἀνάγκης. Γίνεται δέ συνήθως ἐνόψη ἐπικείμενου θανάτου. ῞Οταν,
λόγου χάρη, ἕνα ἀβάπτιστο παιδί ἀσθενήσει ξαφνικά καί κινδυνεύει νά πεθάνει,
τότε μπορεῖ νά τό βαπτίσει καί λαϊκός, ἄνδρας ἤ γυναίκα [225], κατά κανόνα
ὅμως ὀρθόδοξος. Τό βάπτισμα μπορεῖ νά τό κάνει σέ νερό ἁπλό καί φυσικό,
κάνοντας τίς τρεῖς καταδύσεις καί λέγοντας τά καθιερωμένα λόγια· «Βαπτίζεται
ὁ δοῦλος (ἤἡ δούλη) τοῦ Θεοῦ τάδε... εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί
τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἀμήν». ᾿Ελλείψει ὕδατος τό βάπτισμα μπορεῖ νά γίνει καί
στόν ἀέρα (ἀεροβάπτισμα). Καί στίς δύο περιπτώσεις (κυρίως ὅμως στήν πρώτη)
τό βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο καί δέν μπορεῖ νάἐπαναληφθεῖ, ὅταν παρέλθει ὁ
κίνδυνος θανάτου.
Τό ἔκτακτο αὐτό βάπτισμα τελεῖ καί ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, διευρύνουσα ὅμως
τόν κύκλο τῶν προσώπων πού μποροῦν νά τό ἐπιτελέσουν. Σέ ἀντίθεση μέ τή
δική μας ᾿Εκκλησία πού ἐπιτρέπει τήν τέλεσή του μόνο σέ ὀρθόδοξους λαϊκούς,
ἡ Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία τό ἐπιτρέπει καί σέ μή χριστιανούς, σέ᾿Ιουδαίους
καί σέ ἐθνικούς. ῞Οτι ὅμως μιά τέτοια θεωρία, διαταράσσουσα τή «λογική» καί
τόν φυσικό κύκλο τῶν μυστηρίων, εἶναι ἄκρως μηχανική, εἶναι προφανές καί
αὐτονόητο.
Καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι, τέλος, δέχονται τήν τέλεση τοῦ βαπτίσματος ἀπό
πρόσωπα λαϊκά, ἐκτός ἀπό τούς Καλβινιστές, οἱ ὁποῖοι, ἀποδεχόμενοι ὅτι ὁ Θεός
σώζει καί χωρίς τό βάπτισμα τούς προορισμένους στήν αἰώνια ζωή, δέν δίνουν
καμιά σημασία στό ἔκτακτο βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.
168. Ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ προσώπου τοῦ λειτουργοῦ στήν τέλεση τῶν
ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;
῞Οπως εἰπώθηκε στά προηγούμενα, ὁ τελετουργός τῶν μυστηρίων εἶναι κατ’
οὐσίαν ὁ ἱδρυτής αὐτῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ο ἱερέας εἶναι
ἁπλόὄργανο διά τοῦὁποίου ἐπιτελοῦνται τά μυστήρια.
Στό πνεῦμα αὐτό ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας κρύβει ἐπιμελῶς τό πρόσωπό του κατά τήν
τέλεση τῶν μυστηρίων, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ τύπο παθητικό (σέ
τρίτο ἑνικό πρόσωπο) ὅπως· Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί χρίεται,
ἀρραβωνίζεται, στέφεται, μεταλαμβάνει, προχειρίζεται κ.τ.λ.
᾿Αντίθετα στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ὁ λειτουργός φέρεται νά τελεῖ ὁ ἴδιος τά
μυστήρια, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ πρῶτο ἑνικό πρόσωπο, ὅπως: ἐγώ σέ
βαπτίζω, σέ χρίω κ.ο.κ. Τό ὕφος αὐτό εἶναι ἐκφραστικό τοῦ ὀξέος χωρισμοῦ τοῦ
κλήρου ἀπό τόν λαό, πού παρατηρεῖται στή Λατινική᾿Εκκλησία.
127
β. ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ
128
μυστήριο ἡ διά μύρου καθιέρωση ναῶν καί ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως καί ἡ περιβολή
τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος διά τυπώσεως μύρου.
129
χρίσματος σέ νηπιακή ἡλικία, τότε γιατί τελοῦμε τό βάπτισμα στήν ἡλικία αὐτή;
Μήπως τά βαπτιζόμενα νήπια ἔχουν ἀναπτυγμένη συνείδηση καί λόγο;
῎Αλλωστε ἡ καταβολή τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἀρχίζει ἤδη ἀπό τοῦ
λίκνου, ἄν μή καί ἐνωρίτερα. Γιά ποιό λόγο νά στερηθεῖ τό νήπιο τῆς
εὐεργετικῆς ἐνέργειας τῶν δώρων τοῦ῾Αγίου Πνεύματος γιά τή βαθμιαία
ἀνάπτυξη τοῦ χαρακτήρα καί τῆς προσωπικότητάς του;
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά ἡ τέλεση τοῦ χρίσματος εὐθύς μετά τό βάπτισμα ἀποτελεῖ
πράξη ἀρχαιότατη τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντί πάσης ἄλλης μαρτυρίας παραθέτουμε
τή μαρτυρία τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου· «Οἱ φωτιζόμενοι μετά τό βάπτισμα
χρίονται χρίσματι ἐπουρανίῳ» [233].
130
γ. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
131
ἀναπτύξεώς του ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο μέχρι τῆς ἐκ
δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρας του· στόν οἶνο δέ, κατά τό αἷμα του πού χύθηκε
ἐπάνω στό σταυρό.
Στό μυστήριο τῆς εὐχαριστίας τά φυσικά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου
χάνουν τή φυσική τους ὑπόσταση, ἡ ὁποία μετατρέπεται στήν οὐσία τῆς
ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στό σῶμα καί τό αἷμα του. ᾿Αλλάζουν
οὐσία, γιαυτό καί ἡ μεταβολή καλεῖται «μετουσίωση». Τό μόνο πού παραμένει
στά φυσικά στοιχεῖα εἶναι τά λεγόμενα συμβεβηκότα, αὐτά πού δέν ἀνήκουν
στήν οὐσία ἀλλά τήν περιβάλλουν, οἱ φυσικές ποιότητες, ὅπως ἡ μορφή, τό
βάρος, ἡ ὀσμή, ἡ γεύση κ.τ.λ. Αὐτό εἶναι μέτρο τῆς θείας παιδαγωγίας, ἡ ὁποία
καλύπτει κάτω ἀπό τά συμβεβηκότα τήν οὐσία τοῦ κυριακοῦ σώματος καί
αἵματος, γιά νά διευκολύνει τήν κοινωνία τῶν πιστῶν, πού σάν ἄνθρωποι
ἀσθενεῖς δέν θά ἄντεχαν νά μεταλάβουν γυμνά, δηλαδή ὅπως στήν
πραγματικότητα εἶναι, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου.
132
μεταποιοῦνται εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, δέν μποροῦν καί δέν πρέπει νά εἶναι
ἀντικείμενο προσκυνήσεως [236] καί λατρείας.
Στή διατύπωση τῆς θεωρίας του ὁδηγήθηκε ὁ Λούθηρος ἀπό τή μιά μεριά γιά ν’
ἀποφύγει τή θεωρία τῆς μετουσιώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, καί ἀπό τήν
ἄλλη τή συμβολική περί εὐχαριστίας ἀντίληψη τῶν ἄλλων προτεσταντικῶν
῾Ομολογιῶν. ᾿Εντούτοις ἀντί νά ἐπιλύσει τό πρόβλημα τῆς παρουσίας τοῦ
Χριστοῦ, τό ἔκανε περισσότερο πολύπλοκο καί δυσνόητο. ᾿Απόβλητη κυρίως
εἶναι ἡ προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς θεωρίας μέ βάση τό χριστολογικό δόγμα. ῾Η
ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ἕνωση προσωπική (στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ
Λόγου), ἐνῶ στόν ἐναρτισμό εἶναι ἕνωση μυστηριακή, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν
νοητική τοῦ ἀνθρώπου κατάληψη. ᾿Από τήν ἄλλη μεριά ἡ ἄρνηση
προσκυνήσεως τῶν τιμίων δώρων ἀντιβαίνει πρός τό ἔθος καί τήν πράξη τῆς
ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας.
133
Θεός στήν ἀνθρώπινη φύση του εἶναι πανταχοῦ παρών καί ὄχι ἡ ἀνθρωπότητά
του.
Τέλος εἶναι ἀλλόκοτη ἡ ἰδέα ὅτι τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι
παρόν καί στή θεία εὐχαριστία. ῎Αν ἦταν ἔτσι, τό σῶμα τοῦ Κυρίου θά ἦταν
παρόν καί σέ κάθε φυσική τροφή καί δέν θά ὑπῆρχε λόγος νά τό
μεταλαμβάνουμε εἰδικά στή θεία εὐχαριστία. Θά τό τρώγαμε καί στά λάχανα!
134
ἐννοοῦσε τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος δείχνει ἡ ἀντίδραση τῶν ἀκροατῶν του, οἱ
ὁποῖοι δυσφορώντας ἔλεγαν· «Πῶς δύναται οὗτος δοῦναι ἡμῖν τήν σάρκα
φαγεῖν» [246]; ῾Ομοίως καί οἱ μαθητές· «Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος οὗτος· τίς
δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» [247]. Καί ὁ Παῦλος, ἀποκαλώντας τό κυριακό δεῖπνο
«κοινωνίαν» τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τό βρίσκει ἀσυμβίβαστο
πρός τήν κοινωνία τῶν εἰδωλοθύτων, πού φυσικά δέν ἦταν τροφή συμβολική
ἀλλά πραγματική. Μάλιστα δέ τούς τονίζει· «῞Ος ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον ἤ πίνῃ τό
ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ
Κυρίου» [248]. Πῶς ὅμως ἐνοχοποιεῖται κάποιος ὅταν τρώγει κάτι πού δέν εἶναι
πραγματικό, ἀλλά εἰκονικό; ᾿Αλλά καί κατά τούς Πατέρες ἡ Εὐχαριστία, ἡ
προτυπωθείσα στήν Π. Διαθήκη ὑπό τοῦ μάννα, τοῦ Πασχάλιου ᾿Αμνου, τῆς
θυσίας τῶν Μελχισεδέκ κ.ἄ., ἄν καί κατά τήν αἴσθηση καί τή γεύση φαίνεται
ἁπλός ἄρτος καί οἶνος, ὅμως δέν εἶναι ἔτσι ἀλλά τό πραγματικό σῶμα καί τό
αἷμα τοῦ Χριστοῦ· τήν πραγματικότητα δέ αὐτή τήν χρησιμοποιοῦσαν σάν
ἐπιχείρημα κατά τῶν Δοκητῶν, πού ἀρνοῦνταν τή σωματική φύση τοῦ Κυρίου.
180. Μπορεῖ νά τελεῖται πολλές φορές ἡ θυσία τῆς εὐχαριστίας ἀπό τόν ἴδιο
ἱερέα στήν ἴδια ἐκκλησία καί πάνω στό ἴδιο θυσιαστήριο;
Φυσικά ὄχι. ῾Ως λογική λατρεία καί προσφορά πρός τό Θεό, στήν ὁποία μετέχει
ὡς σύνολο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ (κλῆρος καί λαός) μιά φορά μόνο την ημέρα
μπορεῖ νά τελεσιουργεῖται. ᾿Αντίθετα ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἀποκλίνουσα ἀπό
τό ἔθος καί τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, ἐπιτρέπει τήν καθημερινή
τέλεση πολλῶν θυσιῶν στό ἴδιο θυσιαστήριο καί στόν ἴδιο ναό καί μάλιστα ἀπό
τόν ἴδιο ἱερέα καί χωρίς τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φανερό, ὅτι στήν
135
πράξη αὐτή ἀποσκοπεῖται ἡ ἔξαρση τοῦ κλήρου, ὡς μεσίτη μεταξύ Θεοῦ καί
ἀνθρώπων, ὑπέρ τόν λαόν, πράγμα σύμφωνο πρός τό γενικότερο
κληρικοκρατικό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς.
182. Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ
σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;
Στή θεία εὐχαριστία ὁ Χριστός εἶναι παρών μέ τό σῶμα καί τό αἷμα του στά
ὁποῖα μεταβάλλονται τά φυσικά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. ῾Ο Χριστός
136
εἶναι παρών στήν εὐχαριστία ὄχι μόνο κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων
καί κατά τήν κοινωνία αὐτῶν ἀπό τούς πιστούς, ἀλλά καί μετά ταῦτα. Τό
εὐχαριστιακό μυστήριο δέν εἶναι προσωρινό καί καταργούμενο. ῾Η ἀλήθεια
αὐτή φαίνεται στήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας κατά τήν ὁποία τά
ἁγιασθέντα τίμια δῶρα φυλάσσονταν στούς ναούς καί μεταφέρονταν ἀπό τούς
διακόνους στά σπίτια καί στίς φυλακές γιά νά κοινωνήσουν οἱ ἀσθενεῖς καί οἱ
αἰχμάλωτοι [256]. Τό ἴδιο πράγμα ἐξαίρει καί τό ἔθος νά παραλαμβάνεται ἡ
εὐχαριστία ἀπό πιστούς, ἀσκητές καί ὁδοιπόρους γιά κατ’ ἰδίαν χρήση, ὅπως καί
ἡ ἱερουργία τῆς εὐχαριστίας ἀπό ἄρτο καί οἶνο πού προαγιάσθηκαν κατά τή
λειτουργία τῶν προηγιασμένων. Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση δείχνει καί ἡ
λατρευτική προσκύνηση τῶν τιμίων δώρων. Οἱ πιστοί κλίνουν γόνυ [257] κατά
τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί κατά τήν εἴσοδο τῶν προηγιασμένων,
θεωρώντας τόν ναό ὄχι ἁπλῶς σάν τόπο συνάξεως τῶν πιστῶν, ἀλλά σάν
πραγματικό οἶκο Θεοῦ, στόν ὁποῖο ὁ Θεός παραμένει ὑπό τά εἴδη τῆς
εὐχαριστίας.
Πρέπει βέβαια νά σημειωθεῖ, ὅτι τά δῶρα τῆς θείας εὐχαριστίας δέν λατρεύονται
καθ’ ἑαυτά ἄσχετα πρός τό εὐχαριστιακό μυστήριο, γιατί ὡς τέτοια εἶναι ἁπλά
φυσικά στοιχεῖα καί ἡ λατρεία τους εἶναι σαφῶς εἰδωλολατρία· ἀλλά
λατρεύονται γιατί εἶναι σῶμα καί αἷμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ἡ ἀνθρώπινη φύση
τοῦ Χριστοῦ δέν λατρεύεται καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά γιατί εἶναι ἡ φύση τοῦ
ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
183. ῞Οταν κοινωνοῦμε ἕνα μικρό τεμάχιο τῶν θείων ἁγιασμάτων, πόσο
μέρος κοινωνοῦμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ;
Τό ἐρώτημα εἶναι ἄχρηστο, γιατί δέν κοινωνοῦμε ποσοτικά ἀπό τό σῶμα καί τό
αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στή θεία μετάληψη δεχόμαστε ὁλόκληρο τό σῶμα καί τό αἷμα
τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι μέρος αὐτῶν πού ἀναλογεῖ στήν ποσότητα καί τήν ἔκταση
τῆς μερίδας τῶν θείων ἁγιασμάτων. ῾Ο ᾿Αμνός τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως,
«μερίζεται καί διαμερίζεται... ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος». ῎Αν δέ
ὑπάρχει μερισμός, αὐτός δέν ἀφορᾶ στήν οὐσία τῆς μυστηριακῆς σαρκός καί τοῦ
αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στά συμβεβηκότα, στά ὁποῖα ὑποκρύπτεται τό
ἀπερινόητο μυστήριο. ῾Ο ἄρτος καί ὁ οἶνος τεμαχίζονται, ὡς στοιχεῖα ἀνούσια
καί ἐξωτερικά, καί ὄχι ἡ οὐσία τους ἡ ὁποία μεταβλήθηκε σέ σῶμα καί αἷμα
Χριστοῦ. Καί δέν κοινωνοῦμε μονάχα τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
στά ὁποῖα ἑστιάζεται τό ἄχραντο μυστήριο, ἀλλά καί κάτι περισσότερο, τῆς
ὁλότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου (σῶμα - αἷμα - ψυχή), ἐπί πλέον δέ
καί τῆς θεότητάς του, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιαχώριστα ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρωπότητα
(οἱ φύσεις στό Χριστό εἶναι ἀχωρίστως ἑνωμένες) καί ὅλου τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ
(ἀφοῦ ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένη, εἶναι ὁμοούσια μέ τή
θεότητα τῶν δύο ἄλλων προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ). Μέ μία λέξη
κοινωνοῦμε τοῦ ὅλου Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ἡ θεία εὐχαριστία εἶναι
τό κατ’ ἐξοχήν θεοποιητικό μυστήριο.
137
184. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι παρόντα σέἕνα μόνο ποτήριο,
σέἕνα ναό καί σέ μία θεία λειτουργία;
῎Οχι. Αὐτό μᾶς ἀπαγορεύει νά τό σκεφθοῦμε ἡ ὁλότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ
σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα εἶναι παρόντα στήν εὐχαριστία
ὄχι ἐκτατῶς καί ποσοτικῶς. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παρόντα ὄχι
σέ ἕνα μόνο ἱερό ποτήριο, ἀλλά σέ ὅλα τά ποτήρια καί σέ ὅλες τίς λειτουργίες
πού τελοῦνται σέ ὅλους τούς ὀρθόδοξους ναούς πού ὑπάρχουν σέ ὅλα τά μέρη
τῆς γῆς. Αὐτό φυσικά συμβαίνει, ὄχι ἐπειδή τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι
πανταχοῦ παρόν. ῞Οπως εἴδαμε στά προηγούμενα, ἡ ἰδέα αὐτή τήν ὁποία
διατύπωσε ὁ Λούθηρος, εἶναι ἐντελῶς ἀσύστατη καί ἀπορριπτέα, καθότι
ἀποδίδει στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτό τήν ἰδιότητα τῆς πανταχοῦ
παρουσίας, ἡ ὁποία ἀνήκει μόνο στό Χριστό (ὡς Θεό).
Τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία, ὅπως καί ἡ μεταβολή
τῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, καθώς καί τό
μυστήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἀποτελοῦν τά
κορυφαῖα μυστήρια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἀδυνατεῖ νά
προσεγγίσει ἡ φυσική τοῦ ἀνθρώπου διάνοια. Πῶς ὁ Χριστός εἶναι «ὅλος ὅλῳ,
ὅλος μέρει καί ὅλος ἐκτός τοῦ ὅλου», δηλαδή εἶναι παρών ὅλος σέ ὅλη τήν
ποσότητα τῆς θείας κοινωνίας, ὅλος σέ κάθε μέρος αὐτῆς καί ὅλος ἔξω ἀπ’
αὐτήν σέ ὅλους τούς τόπους πού τελεσιουργεῖται τό μυστήριο, εἶναι κάτι πού
συντρίβει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, καί τό ὁποῖο γνωρίζει μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι δέ
φανερό ὅτι καμία ἀναλογία ἀπό τήν περιοχή τῆς φυσικῆς αἰσθήσεως καί τοῦ
πνεύματος δέν μπορεῖ νά παραδειγματίσει τό φρικῶδες μυστήριο τῆς δυνάμεως
καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.
138
῞Οπως καί σέ ὅλα τά ἄλλα πνευματικά πράγματα, ἔτσι καί ἐδῶ χρειάζεται ἡ
δέουσα ἐξισορρόπηση. Οὔτε ν’ ἀργεῖ κανείς πολύ νά προσέρχεται στήν μυστική
τράπεζα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά καταποθεῖ ἀπό τό δαίμονα, οὔτε
πάλι νά εἶναι πολύ πρόχειρος καί βιαστικός, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά
περιπέσει σέ μία τυπικότητα καί σ’ ἕνα ἐθισμό, πού θ’ ἀμβλύνουν στήν ψυχή
του τήν αἴσθηση τῆς σημασίας καί τῆς σπουδαιότητας τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Πῶς
νά νιώθουν ἄραγε οἱ ἱερεῖς, οἱὁποῖοι εἶναι «ὑποχρεωμένοι» ὄχι ἁπλῶς νά
κοινωνοῦν σέ κάθε θεία λειτουργία, ἀλλά νά καταλύουν στό τέλος ὁλόκληρη
τήν ποσότητα τοῦ ἁγιασμένου ἄρτου καί τοῦ οἴνου; Βλέπει ὁρισμένους κανείς
καί νιώθει ἄβολα, κυρίως ὅταν βιάζονται.
139
στούς κόλπους τῆς θείας βασιλείας, ἀθανασία ζωῆς κοντά στόν ἄφθαρτο Θεό,
σέ ἀντίθεση μέ τόν πνευματικό θάνατο [262], τή ζωή δηλαδή τήν ἀθάνατη
μακριά ἀπό τό Θεό, στόν τόπο τῆς βασάνου. Τήν ἀθανασία αὐτή προετοιμάζει ἡ
θεία κοινωνία πού σάν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει τήν ἀνθρώπινη φύση στή
δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της τήν ἄφθαρτη ζωή στόν ἄπειρο αἰώνα τοῦ
Θεοῦ.
187. ᾿Επιτρέπεται ἡ χρήση ἀζύμων γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας;
῎Οχι, δέν ἐπιτρέπεται. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά τήν τέλεση τῆς θείας
εὐχαριστίας χρησιμοποιοῦνται ἔνζυμος ἄρτος (κοινό ψωμί ζυμωτό) καί οἶνος
«ὕδατι κεκραμένος» (νά ἔχει μέσα του ἀνακατεμένο νερό). Τή θέση αὐτή
ἐκφράζει ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατά τή διήγηση τοῦ Δ´
Εὐαγγελίου τό Πάσχα τότε δέν συνέπιπτε τήν Παρασκευή, 14 τοῦ μήνα Νισάν,
ἄλλα τό Σάββατο, 15 τοῦ ἴδιου μήνα. Γιαυτό καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς
δέν εἰσῆλθαν στό πραιτώριο τήν Παρασκευή, ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ,
«ἵνα μή μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τό Πάσχα» [263]. ῾Ως γνωστόν, ἡ βρώση
τῶν ἀζύμων ἄρχιζε ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, δηλαδή τό ἑσπέρας τῆς
Παρασκευῆς (14 Νισάν) καί διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. ῾Ο Κύριος τό τελευταῖο
Πάσχα τῆς ζωῆς του τό ἔφαγε τό βράδυ τῆς Πέμπτης (13 Νισάν), δηλαδή σέ
ἐποχή πού δέν ἦταν ἐν χρήσει ἄζυμος ἄρτος. ῎Αρα ὁ Κύριος, συστήνοντας τό
Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης, χρησιμοποίησε σαφῶς ἔνζυμο ἄρτο. ᾿Αλλά καί οἱ
Χριστιανοί τῆς πρώτης ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ προσκαρτεροῦντες στά
῾Ιεροσόλυμα «τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» [264], χρησιμοποιοῦσαν ἔνζυμο ἄρτο,
ἐξαιρουμένων τῶν ᾿Ιουδαϊζόντων, πού χρησιμοποιοῦσαν ἄζυμα.
᾿Από τήν πράξη αὐτή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας παρεξέκλιναν οἱ
Ρωμαιοκαθολικοί (ἀπό τόν 10 αἰώνα) καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι (οἱ᾿Αγγλικανοί
χρησιμοποιοῦν καί ἔνζυμο ἄρτο), χρησιμοπιοῦντες ἄζυμο ἄρτο γιά τήν τέλεση
τῆς θείας εὐχαριστίας.
140
πούἔχουν πολλοί νά γεύονται τοῦ οἴνου (τῆς ὀξύτητας προφανῶς), τό ἀδύνατο
νά διατηρεῖται ὁ οἶνος ἐπί μακρό χρονικό διάστημα κ.ἄ. ῞Οτι οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι
ἀνίσχυροι νά δικαιολογήσουν μιά τέτοια σημαντική καινοτομία, εἶναι φανερό
γιά ἕνα ἀπροκατάληπτο κριτή. ᾿Απομένει ὡς βασικός λόγος ἡ ἐξύψωση τοῦ
κλήρου ὑπέρ τόν λαό, πράγμα πού ταιριάζει στό πνεῦμα καί τίς τάσεις τῆς
᾿Εκκλησίας αὐτῆς.
141
191. Πότε γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα
Χριστοῦ;
Κατά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἡ μεταβολή τῶν τιμίων δώρων γίνεται διά τῆς
ἐπικλήσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος· «Καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον
σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου κ.λπ.», μετά τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα· «Τά σά ἐκ τῶν
σῶν...». ῾Η στιγμή αὐτή εἶναι ἡ ἱερότερη τῆς θείας λειτουργίας, κατ’ αὐτή δέ
γονατίζουν μέ εὐλάβεια οἱ πιστοί [270]. ᾿Αντίθετα κατά τή Δυτική᾿Εκκλησία ἡ
μεταβολή γίνεται κατά τήν ἐκφώνηση τῶν ἱδρυτικῶν λόγων τοῦ μυστηρίου·
«Λάβετε, φάγετε κ.λπ.».
῞Οτι πρόκειται κι ἐδῶ περί καινοτομίας εἶναι φανερό. Σέ ὅλες τίς ἀρχαῖες
λειτουργίες ὑπάρχει ἡ πρός μεταβολήν ἐπίκληση, πράγμα πού τονίζει τήν
πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Εἶναι δέ ἐνδεικτικοί καί οἱ λόγοι τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου· «Τά τῆς ἐπικλήσεως ρήματα ἐπί τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς
εὐχαριστίας καί τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τίς τῶν ῾Αγίων ἐγγράφως ἡμῖν
καταλέλοιπε;».
142
δ. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ
143
Δονατιστές, Λουκιφεριανούς), οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας αὐστηρές ἀρχές,
ἀμφισβητοῦσαν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ βαριά
ἁμαρτήματα, ὅπως ἦταν ὁ φόνος, τά σαρκικά μολύσματα, ἡ εἰδωλολατρία καί ἡ
ἔκπτωση ἀπό τήν πίστη κατά τούς διωγμούς. Καί λέγεται μέν στή Γραφή, ὅτι ἡ
ἁμαρτία κατά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος δέν συγχωρεῖται οὔτε στόν παρόντα αἰώνα
οὔτε καί στόν μέλλοντα, ὅμως αὐτό δέν ὀφείλεται σέ ἀδυναμία τῆς μυστηριακῆς
χάριτος νά συγχωρήσει τήν ἁμαρτία αὐτή, ἀλλά στίς ὑποκειμενικές συνθῆκες
τοῦ βλασφημοῦντος, ὁ ὁποῖος σέἔσχατη πώρωση ψυχῆς περιελθών, διασύρει
βάναυσα τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά μετανοήσει καί
νά συγχωρεθεῖ.
196. Δέν μπορεῖ ὁ ἁμαρτωλός νά λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό
Θεό κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογεῖται στόν
ἱερέα τίς ἁμαρτίες του;
῞Οτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καί πρέπει νά ζητεῖ ἀπό τό Θεό ἄφεση ἁμαρτιῶν διά τῆς
προσευχῆς εἶναι ἀναντίρρητο. Αὐτό ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο μιᾶς ἀληθινῆς
προσευχῆς. Αὐτό μᾶς διέταξε καί ὁ Κύριος, δίνοντάς μας τό πρότυπο τῆς
ἀληθινῆς προσευχῆς· «Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν». Αὐτό ὅμως σέ
καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τό ἱερό μυστήριο τῆς μετάνοιας,
ἀλλά νά γίνεται παράλληλα μέ αὐτό. ῎Αραγε νά μή γνώριζε καλά τά πράγματα
ὁ Κύριος, ὅταν ἵδρυε τό μυστήριο καί τό παρέδιδε στούς μαθητές του μέ τή μορφή
τῆς ἐξαγορεύσεως; ᾿Αλλά καί ψυχολογικά, ὅταν ἀπευθύνουμε στό Θεό τό
144
αἴτημα ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, μήπως ἔχουμε βεβαίωση περί πληρώσεως
τῆς προσευχῆς μας; Εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων μας;
Βέβαια ὄχι. ῾Η πλήρωση ἤ ὄχι τοῦ αἰτήματός μας εἶναι κρυμμένη βαθιά στή
βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀγνοοῦμε πιστεύοντας βέβαια ὅτι θά τήν πετύχουμε.
᾿Αντίθετα, στό ἱερό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ὅταν προσερχόμαστε σ’ αὐτό
καθώς πρέπει, ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα γιά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ
χάρη Του θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς καί τῶν ποινῶν τῶν
προσωπικῶν μας ἁμαρτημάτων. ῾Η αἴσθηση καί ἡ πληροφόρηση αὐτή εἶναι
ὑπέρτατο ἀγαθό, τό ὁποῖο γεμίζει ἀνακούφιση, χαρά καί ἀγαλλίαση τίς
πονεμένες ψυχές πού μαστιγώνονται ἀλύπητα ἀπό τήν ἁμαρτία, τό φαρμάκι
αὐτό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά ὑποθέσουμε, ὅτι οἱ αἰτιάσεις κατά τῆς
ἐξομολογήσεως προέρχονται ἀπό ντροπή νά φανερώσουμε στόν ἱερέα τ’
ἁμαρτήματά μας;
145
Σέ κάθε περίπτωση ἡ ἐπιβολή τῶν ἐπιτιμίων εἶναι σκόπιμη, γι’ αὐτό μποροῦν
εἴτε νά μετριασθοῦν εἴτε τελείως νά ἀρθοῦν, ἀνάλογα μέ τήν ἐκτίμηση τοῦ
πνευματικοῦ πατέρα. Αὐτό ὅμως πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία εἶναι νά μήν τά
θεωρήσουμε ὡς ποινές, πού ἐπιβάλλονται στόν ἁμαρτωλό γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει σχετικά ἡ Δυτική᾿Εκκλησία. Δέν ἔχουν
δηλαδή χαρακτήρα ἱκανοποιητικό.
146
λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μή μπορεῖ νά ἀφανίσει στήν ὁλότητά
τους τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας; Νά δύναται τό μεγαλύτερο καί τό
σημαντικότερο καί νά μή μπορεῖ τό μικρότερο καί τό λιγότερο σημαντικό; ᾿Αλλά
γιατί ὁ Θεός νά μή συγχωρεῖ τίς ἐλαφρότερες ποινές καί νά ζητεῖ ἰδιαίτερη
ἱκανοποίηση ἀπό τό ἁμαρτωλό πλάσμα του; Μήπως διατηρεῖ μέσα του
σπινθήρα ὀργῆς τόν ὁποῖο πρέπει νά σβήσει ὁ ἁμαρτωλός εἰδικά τιμωρούμενος;
Καί στό ζήτημα τῶν ἀφέσεων ὑπάρχουν πολλά δυσοικονόμητα καί ἀκατανόητα.
῾Η σύντμηση ἤ ἡ πλήρης ἄρση τῶν ἐπιτιμίων στήν παρούσα ζωή εἶναι κάτι τό
ὑγιές. Καί στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ὁ ἱερέας μπορεῖ νά συντομεύσει ἤ νά ἄρη
τελείως τά ἐπιτίμια. Αὐτό ἔγκειται στήν ἱερατική ἐξουσία του, πού εἶναι δοσμένη
σ’ αὐτόν ἀπό τό Θεό. Ποιά ὅμως ἔννοια ἔχει ἡ μετά θάνατο προέκταση τῆς
διαδικασίας στό καθαρτήριο; Διότι, ἄν σκοπός εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ
ἄρση της ὁπωσδήποτε θά βλάψει τήν ψυχή, ἀνακόπτοντας τήν ἀποκάθαρσή της.
῎Αλλωστε ποιά ἔννοια μπορεῖ νάἔχει ἡ κάθαρση τῶν ψυχῶν σέ χώρους ὅπου
ἀπουσιάζει κάθε δυνατότητα ἠθικῆς βελτιώσεως καί ἐξελίξεως; ᾿Εκτός κι ἄν ἡ
ὅλη διαδικασία νοεῖται ὡς μηχανική ἀπότριψη τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας, πράγμα
φυσικά ἐντελῶς ἀπαράδεκτο.
Τέλος καί ἡ διδασκαλία περί τοῦ θησαυροῦ ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων, ὅπως τήν
ἐννοεῖ καί τή χρησιμοποιεῖ ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, δέν βγάζει καί πολύ νόημα.
῞Ο,τι καλό κάνουν οἱ ἅγιοι τό κάνουν μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί
ποτέ δέν βγαίνει ἔξω ἀπό τόν προσωπικό κύκλο τοῦ χρέους. Στή βάση αὐτή
κρίνεται ἡ σωτηρία καί ἡ δόξα τους. ᾿Αλλά καί σέ περίπτωση πού ὑπάρχει
περίσσεια ἀξιομισθίας, δέν κατανοοῦμε πῶς τά περισσεύματα αὐτά
συγκεντρώνονται σέ ἰδιαίτερο ταμεῖο καί μάλιστα μποροῦν νά διατεθοῦν ἀπό
τήν ᾿Εκκλησία γιά τή βοήθεια τῶν ἐνδεῶν μελῶν της πού τά ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ
σχέσεις στό πεδίο τῆς χάριτος εἶναι καθαρά προσωπικές. Δέν εἶναι σχέσεις
λογιστικές καί ἐμπορικές, ὥστε νά μεταφέρει ὁ ἕνας στόν ἄλλον τά πνευματικά
του πλεονεκτήματα. ῾Ο ἄνθρωπος σώζεται μέ βάση τό δικό του προσωπικό ἔργο.
Φυσικά τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας βοηθοῦν τό ἕνα τόἄλλο πνευματικά, μόνο ὅμως
διά τῆς προσευχῆς, τά δέ ἀποτελέσματα εἶναι καθαρά ζήτημα τῆς ἀγαθότητας
τοῦ Θεοῦ. Περισσότερα ὅμως περί τῶν ὑπερτάτων ἔργων πού εἶναι ἡ βάση τῶν
ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων, κάναμε ἰδιαίτερο λόγο σέ προηγούμενό μας ἐρώτημα.
200. Τά μνημόσυνα πού κάνουμε γιά τούς νεκρούς ἔχουν κάποια ἀναλογία
μέ τήν περί καθαρτηρίου πυρός πρακτική τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας;
Μόνο γενική καί ἀπώτερη ἀναλογία ἔχουν, γιατί καί τά δύο ἀναφέρονται στή
μετά θάνατο τύχη τῶν κεκοιμημένων. Στήν οὐσία ὅμως διαφέρουν σημαντικά.
Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη τά μνημόσυνα εἶναι ἁπλές εὐχές τῆς ᾿Εκκλησίας πρός
τό Θεό γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τῶν μελῶν της πού τά ἀπέσπασε ὁ
θάνατος. Οἱ ἄνθρωποι πού πεθαίνουν δέν κουβαλᾶνε ὅλοι μαζί τους τήν ἴδια
πνευματική κατάσταση. ῎Αλλοι εἶναι δίκαιοι, ἄλλοι μεγάλοι ἁμαρτωλοί πού δέν
μετάνιωσαν γιά τ’ ἁμαρτήματά τους καί ἄλλοι, μετανοημένοι μέν, χωρίς ὅμως
νά ἀξιοποιήσουν, ἀπό ἀδιαφορία καί ἀμέλεια, τή μετάνοιά τους. ῾Ο θάνατος
τούς βρῆκε μέ κηλίδες ἁμαρτίας, οἱ ὁποῖες τούς ἐμποδίζουν νά δοῦν τό πρόσωπο
τοῦ Θεοῦ. Γιά τ’ ἁμαρτήματα αὐτά οἱ ψυχές ὀδυνῶνται στή μέση κατάσταση,
ὅπου πηγαίνουν μετά θάνατο ὅλοι οἱ νεκροί. ῾Υπέρ ὅλων αὐτῶν ἡ᾿Εκκλησία,
147
σάν στοργική μητέρα, τελεῖ τά ἱερά μνημόσυνα πρός ἀνακούφιση τῶν ψυχῶν
καί ἀπαλλαγή τους ἀπό τήν ὀδύνη καί τόν πόνο τοῦ πνευματικοῦ μαρτυρίου.
Τῶν μνημοσύνων ἔχουν ἀνάγκη κυρίως ἡ τρίτη τάξη τῶν νεκρῶν, γιατί τόσο οἱ
δίκαιοι ὅσο καί οἱ ἄδικοι δέν χρειάζονται τά ἱερά μνημόσυνα, οἱ μέν πρῶτοι γιατί
ζοῦν μέ γαλήνη καί ἠρεμία κοντά στό Θεό (στή μέση κατάσταση ἐννοεῖται), οἱ δέ
ἄδικοι εἶναι δυνάμει καταδικασμένοι στήν κόλαση. Τά μνημόσυνα δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρά προσευχές, οἱ ὁποῖες παρέχουν ὄνηση (ὠφέλεια) στίς ψυχές
τῶν νεκρῶν, χωρίς νά γνωρίζουμε τή φύση καί τήν ἔκταση τῆς ὠφέλειας αὐτῆς,
τήν ὁποία γνωρίζει καί ρυθμίζει μόνο ὁ πανάγαθος Θεός.
Οἱ ἀντιλήψεις τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι αἰσθητά ἀντίθετες μέ τίς πιό
πάνω ἐκτεθεῖσες. Κατ’ αὐτήν τό καθαρτήριο πῦρ δέν εἶναι προσευχή τῆς
᾿Εκκλησίας ὑπέρ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων, ἀλλά τόπος καθάρσεως καί
ποινῶν τίς ὁποῖες πρέπει νά ἐκτίσει ἡ ψυχή πού εὑρίσκεται σ’ αὐτό, γιά νά
ἱκανοποιηθεῖἡ θεία δικαιοσύνη. Εἶναι πεδίο στό ὁποῖο ἐφαρμόζεται ἀπό τήν
᾿Εκκλησία ἡ πρακτική τῶν λυσιποίνων ἀφέσεων (συγχωροχαρτίων), τίς ὁποῖες
χορηγεῖ ἐξουσιαστικά ἡ ᾿Εκκλησία (ὁ Πάπας). Παλαιότερα ἡ χορήγηση τῶν
συγχωροχαρτίων γινόταν κατόπιν καταβολῆς χρημάτων ἀπό τούς συγγενεῖς
τῶν πεθαμένων, πράγμα πού πολύ ἔβλαψε καί διέσυρε τήν ᾿Εκκλησία αὐτή στή
Δύση. Εἶναι φανερόν ὅτι καμία οὐσιώδης ἀναλογία δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν
ὀρθοδόξων μνημοσύνων καί τοῦ λατινικοῦ δόγματος περί καθαρτηρίου πυρός.
148
ε. Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ
149
πρεσβυτέρων στήν ῎Εφεσο, ὅτι τό «῞Αγιον Πνεῦμα ἔθετο αὐτούς ἐπισκόπους
ποιμαίνειν τήν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» [279].
῾Η χάρη πού χορηγεῖται διά τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ πνευματική ἐξουσία πρός
ἐπιτέλεση τῶν ἱερατικῶν καθηκόντων, μαζί μέ εἰδική ἀντίληψη ἀπό τό Θεό γιά
θεάρεστη ἐπιτέλεση τῶν ἱερῶν λειτουργιῶν καί γιά βίο θεοφιλή καί ἐνάρετο.
῞Οπως εἴπαμε πιό πάνω, ἡ ἱερατική χάρη χορηγεῖται διαφόρως στούς τρεῖς
ἱερατικούς βαθμούς.
205. ᾿Επιτρέπεται ἡ κατά βούληση μετάβαση τῶν κληρικῶν στίς τάξεις τῶν
λαϊκῶν;
Κατ’ οὐδένα τρόπο. ᾿Αποτελεῖ βαρύτατο παράπτωμα, τό ὁποῖο τιμωρεῖται
αὐστηρά ἀπό τούς ἱερούς κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν μποροῦν δηλαδή οἱ
κληρικοί, κυρίως οἱ ἄγαμοι, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, εἴτε γιατί δέν
ἀντέχουν τό πύρωμα τῆς ἀγαμίας εἴτε ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια ἤ ἐπιδίωξη ἄλλων
κοσμικῶν σκοπῶν, νά καταπατοῦν τόν ὅρκο τους καί, ἀποβάλλοντας τό ἱερατικό
σχῆμα τους, νά συνάπτουν γάμο ἤ νά ζοῦν σάν ἀνίεροι στήν κοινωνία. Θά μοῦ
πεῖτε, βέβαια, στίς περιπτώσεις πού δέν μπορεῖ ἕνας ἄγαμος κληρικός νά
ὑποφέρει τό πύρωμα τῆς σάρκας του, δέν θά ἦταν προτιμότερο ν’ ἀποβάλει τό
σχῆμα του καί νά λάβει νόμιμη σύζυγο, παρά νά μένει ἱερωμένος καί νά
ἱκανοποιεῖ ἀναίσχυντα τίς ὅποιες αἰσθήσεις καί ὀρέξεις του, ἐμπαίζοντας Θεό
καίἀνθρώπους; Τό θέμα φυσικά εἶναι ἐπιδεκτικό συζητήσεως.
᾿Επειδή ἡ χάρη ἡ μεταδιδόμενη στό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἀνεξάλειπτη,
διά τοῦτο παράλληλα μέ τήν κατά βούληση μετάβαση στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν,
ἀπαγορεύεται αὐστηρά καί ἡ ἀναχειροτόνησή τους.
150
206. Τί φρονοῦν περί ἱερωσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
῎Αν ἐξαιρέσουμε τούς ᾿Αγγλικανούς οἱ ὁποῖοι δέχονται τήν ἱερωσύνη ὡς
μυστήριο, οἱ ὑπόλοιποι Προτεστάντες ἀρνοῦνται τό μυστηριακό χαρακτήρα της.
Αὐτοί, ἀποκόψαντες κάθε ἐξωτερικό δεσμό μετά τῆς ᾿Εκκλησίας τήν ὁποία
ἀντιλαμβάνονται ὡς κοινωνία πνευματική καί ἀόρατη, συναρνούμενοι δέ καί
τήν εὐχαριστία ὡς ἱλαστική θυσία (ὥστε νάὑπάρχει ἀνάγκη ἱερέων), τούς δέ
πιστούς ὅλους δεχόμενοι ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α´ Πέτρ. 2,5), ἦταν φυσικό
νάἀπορρίψουν τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο, τῆς θείας χάριτος παρεκτικό. ῾Η
ἱερωσύνη δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐν κυριολεξίᾳ μυστήριο, ἀλλά διάταξη ὠφέλιμη
τοῦ Θεοῦ280, ἀποσκοπούσα στό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν τέλεση
τῶν μυστηρίων (βαπτίσματος καί θείας εὐχαριστίας). ῾Η ἀνάδειξη γίνεται διά
χειροθεσίας καί δι’ εὐχῆς σέ πρόσωπα κατάλληλα νά ἀναλάβουν τήν
ἐκκλησιαστική αὐτή διακονία. Στή χειροθεσία ἐπιμένουν κυρίως οἱ Λουθηρανοί,
οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά διακόψουν κάθε ἐξωτερικό δεσμό μετά τῆς ὁρατῆς
᾿Εκκλησίας. Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ διατάξεις αὐτές δέν χορηγοῦν τή θεία χάρη,
ὅπως ἕνα ἀληθινό μυστήριο, ἀλλ’ ἔχουν μόνο ἠθική ἐπίδραση, ὅπως καί οἱ ἄλλες
ἐκκλησιαστικές εὐχές. ᾿Επίσης εἶναι εὐνόητο γιατί σ’ αὐτούς ἡ ἐπάνοδος τοῦ
κλήρου στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν εἶναι κάτι εὔκολο καί ἀδιάφορο.
151
στ. Ο ΓΑΜΟΣ
152
209. ῾Υπάρχουν περιπτώσεις διαλύσεως τοῦ γάμου;
Ναί, ὑπάρχουν. Φυσικός λύτης τοῦ γάμου εἶναι ὁ θάνατος, ὅπως καί ἡ πορνεία.
Περί τῆς τελευταίας ὁ Κύριος εἶναι κατηγορηματικός· «῞Ος ἄν ἀπολύσῃ τήν
γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτός λόγου πορνείας καί γαμήσῃ ἄλλην μοιχᾶται» [285]. ῾Η
πορνεία διαλύει τόν γάμο, γιατί καταστρέφει τά κύρια συστατικά του, τήν πίστη
καί τήν ἀγάπη. Τό διαζύγιο σέ τέτοιες περιπτώσεις ἐπιτρέπεται, χωρίς ὅμως καί
νά ἐπιβάλλεται. Τό ἀπατηθέν μέλος ἔχει δικαίωμα νά λύσει τόν γάμο, ὄχι ὅμως
καί ὑποχρέωση. ῎Αν θέλουν οἱ σύζυγοι, μποροῦν νά τόν διατηρήσουν καί μετά
τήν προσβολή. Λόγῳ ὅμως τῶν πολλῶν δυσχερῶν περιστάσεων καί τῶν
προβλημάτων τοῦ συζυγικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ἡ λύση τοῦ γάμου
ἐπιτρέπεται καί γιά ἄλλους λόγους μέ τούς ὁποίους ἀσχολεῖται τό Κανονικό
Δίκαιο τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί μιά τελευταία λέξη. Μετά τή διάλυση τοῦ πρώτου
γάμου ὁ ὀρθόδοξος μπορεῖ νά τελέσει κατά συγκατάβαση δεύτερο καί τρίτο
γάμο, ὄχι ὅμως καί τέταρτο. ῾Η τετραγαμία ἀπαγορεύεται.
153
᾿Εκκλησία στήν ἐπιθυμία της νά προφυλάξει τόν κλῆρο της ἀπό ἀταξίες
σαρκικές καί σκάνδαλα διασύροντα τήν περιωπή τῆς ἱερωσύνης καί
σκανδαλίζοντα τό ποίμνιο, ἐπιτρέπει τό γάμο στούς διακόνους καί τούς
πρεσβυτέρους, ἀπαγορεύουσα τοῦτον μόνο στούς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά
προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν παρθένων (μοναχῶν). Τό τελευταῖο αὐτό
φυσικά δέν σημαίνει ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἀσυμβίβαστος πρός τήν ἱερωσύνη, ἀφοῦ
οἱ δυό πρῶτοι ἱερατικοί βαθμοί τελοῦν γάμο, εἰς δέ τήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία
ὑπῆρχαν καί ἔγγαμοι ἀρχιερεῖς (ἕνα μυστήριο δέν μπορεῖ νά συγκρούεται μέ
ἄλλο), ἀλλά καί γιά ἄλλους μέν λόγους σκοπιμότητας, κυρίως ὅμως γιά νά
μένουν ἀπερίσπαστοι στήν ὑψηλή διακονία τους. ῎Αλλωστε ἡ ἡλικία
προσέλευσης στήν ἀρχιερωσύνη καί ἡ ὑποτιθέμενη ἄσκησή τους ὡς μοναχῶν,
ἐγγυῶνται κατά τεκμήριο τή σώφρονα καί ἐνάρετη διαγωγή τους.
Γάμος μετά τήν ἱερωσύνη καί δεύτερος σέ περίπτωση χηρείας δέν ἐπιτρέπονται.
Τά θέματα βέβαια αὐτά καθώς καί ὁ γάμος τῶν ἀρχιερέων εἶναι ζητήματα πού
μποροῦν –ἄν παραστεῖ ἀνάγκη– νά συζητηθοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία.
Σέ ἀντίθεση μέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἡ Λατινική ἀπαγορεύει τό γάμο καί
στούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς, πράγμα βέβαια στή φιλοσοφία του ὀρθό, ὅμως
στήν πρακτική του ἄκρως ἐπικίνδυνο, γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε πιό
πάνω. ῎Αν ἡ ἀγαμία γενικά εἶναι δυσβάστακτος θεσμός γιά κάθε ἐποχή, σήμερα
πού ὁ κοινωνικός βίος ἔχει ἐξελιχθεῖ καί ἐπιταχυνθεῖ, ἡ ζωή τῶν ἀγάμων
κληρικῶν σέ μεγάλες ἰδίως κοινωνίες γίνεται πολύ προβληματική, δέν εἶναι δέ
λίγοι οἱ κληρικοί τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἀπό τόν Πάπα
ἄδεια νά λάβουν νόμιμη σύζυγο στά πλαίσια τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου.
154
προτεσταντικούς δέ κύκλους προέκυψε καί ὁ πολιτικός γάμος, ἕνα συμβόλαιο
κοινωνικό, πού καμιά σχέση δέν ἔχει μέ τήν εὐλογία τῆς ᾿Εκκλησίας καί τήν
καθαγίαση αὐτοῦ ὡς ἱεροῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ. ῾Ο πολιτικός γάμος, ὡς μή ὤφελε,
παρεισέφρησε τελευταῖα καί στήν ὀρθόδοξη χώρα μας, ἀποτελώντας ἐμπαιγμό
τοῦ δόγματος, τοῦ ἤθους καί τῆς μυστηριακῆς ὑποστάσεως τῆς ᾿Ορθοδοξίας!
῾Ως αἰτία διαλύσεως τοῦ γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι θεωροῦν τήν πορνεία καί
τήν ἐγκατάλειψη. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι καί πολύ ἀκόλουθο μέ τή βασική τους
περί γάμου ἐκδοχή, γιατί μιά καί δέν τόν θεωροῦν ὡς μυστήριο, ἀλλά μᾶλλον ὡς
σχέση φυσική, δέν εἶναι λογικό νά μή δέχονται τήν αὐθαίρετη διάλυσή του.
Δέχονται καί αὐτοί τούς μικτούς γάμους, ὡς κώλυμα δέ τοῦ γάμου δέχονται
μόνο τή συγγένεια τοῦ αἵματος καί ὄχι τήν πνευματική.
155
ζ. ΤΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ
156
ὀφείλεται μόνο στήν ἔλλειψη πίστεως ἀπό μέρους τοῦ ἀσθενοῦντος πού δέχεται
τό ἱερό μυστήριο, ἀλλά γενικότερα στή θεία βούληση, ἡ ὁποία θέλησε μέν τήν
ἴαση τῶν ἀσθενούντων μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας (ἡ ὁποία πολλάκις
πραγματοποιεῖται), ὄχι ὅμως καί νά ἐξαλείψει ὁλοσχερῶς τίς σωματικές
ἀσθένειες ἤ ν’ ἀποσοβήσει τό θάνατο, πράγματα πού εἶναι ἄλλωστε σημαντικά
μέσα στούς παιδαγωγικούς σκοπούς τῆς θείας πρόνοιας.
῎Αν ὅμως τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου δέν λειτουργεῖ ἐξ ἀνάγκης ὡς πρός τό
πρῶτο σκέλος του (τήν ἴαση τῶν ἀσθενειῶν), λειτουργεῖ πάντοτε ἐξ ἀνάγκης
ὅσον ἀφορᾶ στό δεύτερο σκέλος του, δηλαδή τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γιά τόν
λόγο αὐτό ἡ ᾿Εκκλησία συνδέει τό εὐχέλαιο μέ τή μετάνοια, ἐπιτελώντας αὐτό
καί σέ ὑγιεῖς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἑτοιμάζονται γιά τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων
μυστηρίων. Δυσκολία ἀναφύεται μόνο ὡς πρός τό εἶδος τῶν ἁμαρτιῶν πού
συγχωροῦνται στό εὐχέλαιο, δεδομένου ὅτι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων
ὑπάρχει εἰδικό μυστήριο, ἡ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση, στό ὁποῖο εἶναι
ὑποχρεωμένος νά προσέλθει ὁ πιστός.
Τό εὐχέλαιο μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή μετάνοια; ῎Αν δέ ὁ πιστός ἔλαβε
ἄφεση στό μυστήριο τῆς μετάνοιας, τί περισσό θά ἔχει ἀπό τό εὐχέλαιο; Νά
ὑποθέσουμε, ὅτι στούς ἀσθενοῦντες πιστούς τό εὐχέλαιο ἐξαφανίζει τά ὅποια
ἐναπομείναντα λείψανα τῆς ἁμαρτίας, πού συνδέονται μέ τή σωματική
ἀσθένεια, ἤ τίς ἁμαρτίες ἐκεῖνες πού λόγῳ καταστάσεώς του ὁ ἀσθενής
ἀδυνατεῖ νά ἐξομολογηθεῖ στόν ἱερέα; Ποιός ἄραγε γνωρίζει αὐτά τά πράγματα;
157
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
158
Γ. ᾿Ανθρωπολογία (σσ. 45-73)
21. ῞Ολα αὐτάἐκφράζουν συνοπτικά τό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν», μέ
τάὁποῖα πλάστηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καί τάὁποῖα τόν ξεχωρίζουν ἀπό τήν
ὑπόλοιπη ζωική κτίση.
22. Γεν. 2,21-22.
23. Μεγαλυνάριο τῆς Θεοτόκου, τόὁποῖο ψάλλει πανηγυρικάἡ᾿Εκκλησία.
24. Γεν. 2,7.
25. Γεν. 2,7.
26. ῾Εβρ. 4,12.
27. Α´ Θεσ. 5,23.
28. Α´ Κορ. 2,14,15.
29. Πράξ. 17,26.
30. Γεν. 5,1.
31. Γεν. 1,28.
32. Γεν. 2,19.
33. Γεν. 2,23.
34. Γεν. 2,18.
35. Γεν. 2,25.
36. Γεν. 3,7.
37. Γεν. 2,17.
38. Γεν. 2,17,17.
39. ῾Υπό τή μορφήὄφεως, πούἦταν ὁ «φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπί
γῆς γῆς» (Γεν. 3,1).
40. ᾿Αποκ. 12,9.
41. Γεν. 3,1 ἑξ.
42. Ρωμ. 9,20· «Μήἐρεῖ τό πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί μέἐποίησας οὕτως;»
43. Ρωμ. 11,34· «Τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦἐγένετο;»
44. ῎Ετσι ὁ Δαβίδ, ἄν καί συχωρέθηκε ἀπό τό Θεό γιά τό διπλό του ἁμάρτημα
(μοιχεία καί φόνο), ὅμως οὐδέποτε διέφυγε τήν πίεση τῆς συνειδήσεώς του οὔτε
ἐλησμόνησε τά φοβερά του ἐγκλήματα. Τόἴδιο καίὁ Παῦλος ὁ δεινός διώκτης τῆς
πρώτης ᾿Εκκλησίας τοῦ Κυρίου.
45. Ρωμ. 5,12· «ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον».
46. Λουκ. 1,35· «Πνεῦμα ῞Αγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ, καί δύναμις ὑψίστου
ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ».
47. Α´ Κορ. 15,47.
48. Βλ. ἃ῟ὶἧἂὼ Οὦὦ, ὒἶ῟ὃὶἶἂὖὖὶὸἶὂὰὦ῍῏῝ἂὖὴ῍ὸὃἲ῏ὼἣὰὦἂὂ, ͺἶὸἂὲ῟ἶὼ 31957, σελ. 240.
49. Λουκ. 10,30 ἑξ.
50. Ρωμ. 1,19.
51. Νά φονεύουν τάἀρσενικά νεογέννητα τῶν ῾Εβραίων (᾿Εξόδ. 1,17).
52. ᾿Ιησ. τοῦ Ναυῆ, 2,3 ἑξ.
53. Παρά Χρ. ᾿Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 192-3.
54. Α´ Κορ. 11,7· «εἰκών καί δόξα Θεοῦὑπάρχων».
159
56. «῎Απειρον τό θεῖον καί δυσθεώρητον καί τοῦτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ
μόνον ἡἀπειρία» (Γρηγ. Ναζιανζηνοῦ, Λόγ. 38. Ρὒ 36,317).
57. Ρωμ. 8,27.
58. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστορία τῶν δογμάτων, τόμ. Α´, μέρος δεύτερον. ᾿Εν
᾿Αθήναις, σελ. 75 ἑξ.
59. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περίὑποταγῆς θεωρία ἐν τῇἀρχαίᾳ᾿Εκκλησίᾳ. ᾿Εν
᾿Αθήναις 1961.
60. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί δύο Λόγων θεωρία ἐν τῇ θεολογικῇ γραμματείᾳ
τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1984.
61. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστορία Δογμάτων (Β´), σελ. 421.
62. Αὐτ. 422.
63. Αὐτ. 427.
64. ᾿Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα, 1952, σελ. 75.
65. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η ἐπίδρασις τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως ἐπί τῶν θεολογικῶν
Σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας καί᾿Αντιοχείας, ᾿Αθῆναι 1983.
66. Γιά μέν τούς Ρωμαιοκαθολικούς εἶναι διδασκαλία ἲὸὺἂὶὸ (Βλ. ἃ. Οὦὦ, μν. ἐρ.,
σελ. 76), γιά μᾶς δέ κορυφαία στρέβλωση τοῦ δόγματος περί῾Αγίας Τριάδος.
67. Βλ. Τόμους τῶν ἐν Κων/πόλει συνόδων τοῦ 1341 καί 1351 περί τοῦ῾Ησυχασμοῦ
(᾿Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα, 1952, σελ. 294 ἑξ.).
160
84. Αὐτή τή σκέψη ἔκανε καίὁ Νεστόριος, ὅπως εἴδαμε, ὁὁποῖος δέν μποροῦσε νά
κατανοήσει τήν ἀλήθεια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
85. Γεν. 3,16· «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα».
86. ᾿Ησ. 7,14· «᾿Ιδούἡ παρθένος ἐν γαστρίἕξει καί τέξεται υἱόν».
87. Ματθ. 12,46. Μάρκ. 3,31. Λουκ. 8,19. ᾿Ιωάν. 2,12.
88. «Πῶς γάρ ἄν Θεόν γεννήσασα καίἐκ τῆς τῶν παρηκολουθηκότων πείρας τό
θαῦμα γνωρίσασα ἀνδρός συνάφειαν κατεδέξατο; ῎Απαγε· οὐ σωφρονοῦντος
λογισμοῦ τά τοιαῦτα νοεῖν μήὅτι καί πράττειν» (᾿Ιωάν. Δαμασκηνός. Χρ.
᾿Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 173).
89. «Τίς γάρ καθαρός ἔσται ἀπόῥύπου; ἀλλ’ οὐδείς. ᾿Εάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος
αὐτοῦἐπί τῆς γῆς».
90. ᾿Από τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο.
91. Ψαλμ. 44,11.12.
92. Κορυφαία θεομητορικήἑορτή.
161
120. Λουκ. 10,16.
121. Ματθ. 18,18.
122. Πράξ. 4,12.
123. Κατά Αἱρ. ΙΙΙ,24.
124. Β´ Τιμ. 3,7.
125. Β´ Κορ. 5,15.
126. ᾿Ιωάν. 6,68.
127. ᾿Ιωάν. 10,16· «μία ποίμνη εἷς ποιμήν».
128. ῾Εβρ. 3,6· 10,21.
129. ᾿Εφεσ. 5,27.
130. ᾿Εφεσ. 4,3-14. Α´ Κορ. 1,10. Γαλ. 1,6-8. Τίτ. 3,10. Β´ Πέτρ. 2,1. Β´᾿Ιωάν. 1,10.
131. Πράξ. 9,32· 9,41· 26,10. Ρωμ. 16,15.
132. ᾿Εφεσ. 5,23.
133. ᾿Εφεσ. 5,27.
134. Ματθ. 13,24 ἑξ.
135. Ματθ. 13,47 ἑξ.
136. Ματθ. 3,12.
137. Ματθ. 22,10-12.
138. Ματθ. 28,19.
139. Μάρκ. 16,20.
140. ᾿Εφεσ. 2,20· «ἐποικοδομηθέντες ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί
προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ».
141. Ματθ. 10,1. Λουκ. 10,1. ᾿Ιωάν. 6,70. Πράξ. 2,1 ἑξ.
142. Α´ Πέτρ. 2,9.
162