You are on page 1of 162

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ

ΚΟΖΑΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005

1
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ.......................................................................................................... 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´.....................................................................................................12
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ................................................................................. 12
1. Τί εἶναι ἡ θεία ἀποκάλυψη;..................................................................................................12
2. Ποιές εἶναι οἱ πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως; ............................................................... 12
3. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς ἁγίας Γραφῆς;........................................... 12
4. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι αὐτάρκης κώδικας τῆς θείας ἀλήθειας;......................................13
5. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς Παλαιᾶς πρός τήν Καινή Διαθήκη;.........................................13
6. Ποιά ἔννοια ἔχει ἡ διάκριση τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς σέ κανονικά καί
ἀναγινωσκόμενα;.......................................................................................................................14
7. Τί εἶναι ἡ ἱερά Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας;....................................................................... 14
8. Ποιό εἶναι τό κριτήριο γνησιότητας τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως;....................................... 15
9. Τί φρονοῦν περί παραδόσεως οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί;............................................... 15
10. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως πρός τήν αὐθεντία τῆς
᾿Εκκλησίας;.................................................................................................................................. 16
11. Τί φρονοῦν περί ἐκκλησιαστικοῦ κριτηρίου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;............................ 17
12. ᾿Επιτρέπονται ἡ ἀνάγνωση καί ἡ μετάφραση τοῦ ἀρχετύπου κειμένου τῆς ἁγίας
Γραφῆς;.........................................................................................................................................19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´..................................................................................................... 21
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΘΕΟΣ................................................................................. 21
13. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ;.................................................................. 21
14. Πῶς πρέπει νά ἐκλάβουμε τίς ὑποστάσεις στό Θεό;..................................................21
15. Τί εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες;..................................................................................................21
16. ῾Η Ρωμαϊκή θεολογία δέχεται τή διάκριση τῶν θείων ἐνεργειῶν;........................... 22
17. Ποιές εἶναι οἱ σχέσεις τῶν τριαδικῶν προσώπων πρός ἄλληλα;.............................. 22
18. Ποιά εἶναι τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Τριάδος;........................... 22
19. Τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος μαρτυρεῖται στήν ἁγία Γραφή;................................... 23
20. Μαρτυρεῖται ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στή Γραφή;............... 24
21. Εἶναι κατανοητό διά τοῦ λόγου τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος;..................................24
22. Τί φρονοῦν περί τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ οἱ Προτεστάντες;............................................... 25
24. ῎Εχει Γραφική θεμελίωση τό filioque;.............................................................................. 26
25. Πῶς κρίνεται τό filioque ἀπό ἱστορική ἐκκλησιαστική ἄποψη;..................................27
26. Θεολογικά γιατί εἶναι ἀξιοκατάκριτο τό filioque;.........................................................27
27. Τό filioque ἔχει πρακτικότερες συνέπειες γιά τήν ᾿Εκκλησία;................................... 28
28. Τί σημαίνει ὁ τύπος ἐκπορεύσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος «ἐκ Πατρός δι’ Υἱοῦ»;.. 28
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´......................................................................................................30
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ............................................................................................. 30
29. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;..........................................................................................................30
30. ᾿Από ποῦ προῆλθε ὁἄνθρωπος;........................................................................................ 30
31. ῾Η γυναίκα βρίσκεται στό αὐτό δημιουργικό ὕψος μέ τόν ἄντρα;............................ 30
32. Ποιά εἶναι τά συστατικά μέρη τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου;...................................... 31
33. ῾Ο ᾿Αδάμ ἦταν ὁ γενάρχης τοῦἀνθρώπινου γένους;....................................................32
34. Πῶς μεταδίδεται ἡ ψυχή στόν ἄνθρωπο;........................................................................32
35. Τί εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» μέ τά ὁποῖα πλάστηκε ὁ πρῶτος
ἄνθρωπος;....................................................................................................................................33
36. Πῶς ζοῦσε στόν παράδεισο ὁ πρωτόπλαστος;..............................................................34
37. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τήν ὁποία ἦταν προικισμένος
ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;..................................................................................................................34

3
38. Ποιά ἦταν ἡ σχέση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης πρός τή θεία εἰκόνα στόν
ἄνθρωπο;......................................................................................................................................35
39. Ποιά εἶναι ἡ περί ἀρχέγονης δικαιοσύνης διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν;... 35
40. ῾Υπάρχει διαφορά στή διδασκαλία περί ἀρχέγονης δικαιοσύνης μεταξύ τῆς
ὀρθόδοξης καί τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας;...............................................................36
41. Τί διδάσκουν περί ἀρχεγόνου δικαιοσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..............................37
42. Γιατί τόἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ καλεῖται προπατορικό; Τίἦταν στήν οὐσία του τό
ἁμάρτημα αὐτό;..........................................................................................................................37
43. ᾿Αλήθεια, πῶς ὑπῆρξε φιλαυτία στόν προπάτορα;......................................................38
44. Γιατίὁ Θεός ὑπέβαλε σέ δοκιμασία τόν ᾿Αδάμ;............................................................. 38
45. Ποιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ παρέβη ὁ᾿Αδάμ;.......................................................................... 38
46. Εἶχε ἐξωτερική ἀφορμή γιά τήν πτώση του ὁ᾿Αδάμ;................................................... 38
47. Τό ὅτι ὁ᾿Αδάμ παρασύρθηκε στήν πτώση ἀπό τό διάβολο εἶχε κάποιο καλό γιά
τόν παραβάτη;.............................................................................................................................39
48. ᾿Αφοῦὁ Θεός προεγνώριζε τήν πτώση τοῦ᾿Αδάμ, γιατί δέν τόν ἐμπόδισε ἀλλά
τόν ἄφησε νά πέσει στήν καταστροφή;.................................................................................39
49. Κάτω ἀπό ποιές μορφές νοεῖται τό προπατορικό ἁμάρτημα;.................................... 40
50. Πῶς καταλογίζεται ἡ ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στούς ἀπογόνους
τοῦ᾿Αδάμ;..................................................................................................................................... 40
51. ᾿Εξαιρεῖται κανείς ἀπό τό κληρονομικό ἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ;..................................41
52. ῾Η Θεοτόκος Μαρία ἦταν ἐλεύθερη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος;................... 41
53. Ποιές ἦταν οἱ ἀκολουθίες τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως;............................................... 42
54. Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος κατά τή
Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία;.................................................................................................... 43
55. Τί λέγει περί τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὁ
Προτεσταντισμός;...................................................................................................................... 44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´..................................................................................................... 46
ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ.....................................................................................................46
56. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ περί Θεοῦ διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης πίστης;....... 46
57. Πῶς μπορεῖ νά προσεγγίσει κανείς τό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ;......................... 47
58. Σέ τί συνίσταται τό τριαδολογικό πρόβλημα;................................................................48
59. Ποιά εἶναι ἡ περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου θεωρία;.............................................48
60. Ποιά ἦταν ἡ θεωρία τῆς ὑποταγῆς τοῦ Λόγου στόν Πατέρα [59];.............................48
61. Ποιός ἦταν ὁ Σαβέλλιος καί τί δίδασκε;.......................................................................... 49
62. Τί δίδασκε ὁ῎Αρειος [65];..................................................................................................... 50
63. ῎Εχουν καμιά σχέση μέ τόν ῎Αρειο οἱ σημερινοί Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ;.................50
64. Τό filioque εἶναι τριαδολογική κακοδοξία;..................................................................... 51
65. ῾Η ἄρνηση τῶν θείων ἐνεργειῶν στό Θεό παραβλάπτει τό δόγμα περί τῆς ῾Αγίας
Τριάδος;........................................................................................................................................ 52
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´......................................................................................................54
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ.................................................................................................... 54
66. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ ὀρθόδοξη χριστολογία;................................................54
67. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;................56
68. Ποιά ἦταν ἡ ἐπίδραση τῶν ἀρχαίων θεολογικῶν σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας
καί᾿Αντιοχείας στή διαμόρφωση τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων [73];............................ 56
69. Πῶς κατέληγαν στίς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί;...................................................... 57
70. Σέ τί συνίσταται τό χριστολογικό πρόβλημα;................................................................57
71. Τί δίδασκε ὁ Δυναμικός Μοναρχιανισμός ἤ Υἱοθετισμός;.......................................... 57
72. Τί δίδασκαν οἱ Δοκῆτες;...................................................................................................... 58
73. Τί δίδασκε ὁ᾿Απολλινάριος [79];........................................................................................59
74. Ποιάἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου [80];.......................................................................... 59

4
75. Ποιό ἦταν τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς χριστολογίας τοῦ Θεοδώρου
Μοψουεστίας [81];...................................................................................................................... 61
76. Τί δίδασκε ὁ Μονοφυσιτισμός [82];...................................................................................61
77. Ποῦ ὀφείλουν τήν ὀνομασία τους οἱ᾿Αφθαρτοδοκῆτες;.............................................. 62
78. Ποιές ἦταν οἱ ἐπιδράσεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως (τῆς φιλοσοφίας) πάνω
στή θεολογική σκέψη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας;..................................................................63
................................................................................................................................. 63
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´...................................................................................................64
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ..................................................................................................... 64
79. Τί σημαίνει γιά τήν ᾿Ορθοδοξία ἡ Παναγία της;.......................................................... 64
80. Μποροῦσε ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα νά γεννήσει τό Θεό;........................................... 64
81. Τί πρεσβεύει περί τῆς Θεοτόκου ὁ Προτεσταντισμός;................................................. 65
82. ῏Ηταν ἀναμάρτητη ἡ Παναγία;........................................................................................ 66
83. Πέθανε ἀληθινά ἡ Θεοτόκος;............................................................................................67
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´..................................................................................................... 68
Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ............................................................................................... 68
84. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας ἀπολύτρωση;.............................................................................. 68
85. Εἰδικότερα ἀπό τί ἐλευθερώθηκε ὁ πεσμένος ἄνθρωπος;.......................................... 68
86. Δέν μποροῦσε ὁ Θεός μέἕνα νεῦμα του νά σώσει τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά τήν
πτώση του; Καί γιατίἀνέβαλε ἐπί τόσους αἰῶνες τή σωτηρία του;................................. 69
87. ῾Η ἀναβολή τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας δέν ζημίωσε τούς ἀνθρώπους, πού ἔζησαν
πρίν ἀπό αὐτό;............................................................................................................................ 70
88. Πῶς ἔσωσε τόν κόσμο ὁ Θεός;...........................................................................................70
89. ῾Ο θάνατος τοῦ Θεοῦ ἐπέφερε πραγματική νέκρωση στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ;...... 71
90. Μέ τό θάνατο ἐγκατέλειψε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο (Χριστό);........................................ 72
91. ῾Ο Χριστός πέθανε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους;........................................................... 72
92. Ποιά ἦταν ἡ δραστικότητα τῆς ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ σταυροῦ;................................72
93. Συμφωνεῖ μέ αὐτά ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία;.........................................................73
94. Τί διδάσκουν περί θανάτου καί ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὁρισμένες
προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανοί καί ᾿Αρμινιανοί);...........................................73
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´.....................................................................................................75
ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ.............................................................................................. 75
95. Τί εἶναι ἡ᾿Εκκλησία;.............................................................................................................75
96. ῾Υπάρχουν μαρτυρίες στή Γραφή περί τῆς ᾿Εκκλησίας;..............................................75
97. Ποιός εἶναι ὁ κυριότερος σκοπός τῆς ᾿Εκκλησίας;........................................................ 76
98. Τόἀξίωμα «ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» εἶναι ἀπόλυτο;...............76
99. Πόσες εἶναι οἱ ὄψεις τῆς ᾿Εκκλησίας;...............................................................................77
100. Τί σημαίνει ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;......................................................................... 78
101. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;......................................... 79
102. Τί σημαίνει ἡἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;........................................................................ 80
103. Τί σημαίνει ἡ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;.............................................................. 81
104. Τί εἶναι ἡ ἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;................................................................. 81
105. Τί εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία;*...............................................................................82
106. ῾Η ὕπαρξη τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ ἱερατείου;
........................................................................................................................................................ 82
107. Πόσοι εἶναι οἱ βαθμοί τῆς ἱερωσύνης;........................................................................... 83
108. Ποιός εἶναι ὁ ἀνώτατος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας;............................. 84
109. Τί εἶναι τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα;.........................................................................................85
110. Τί εἶναι τό παπικό ἀλάθητο;............................................................................................ 86
111. Τί φρονοῦν περί᾿Εκκλησίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;...................................................... 87

5
112. Τί εἶναι ἡ θεωρία τῶν Κλάδων;....................................................................................... 88
113. Τί εἶναι ἡ περί ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας θεωρία;................................................................88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´.....................................................................................................90
Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ.....................................................................................................90
114. Τί εἶναι ἡ θεία χάρις;......................................................................................................... 90
115. Τί φρονεῖ περί χάριτος ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία;..............................................................90
116. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά σωθεῖ;............................................................ 90
117. Μπορεῖ ὁ φυσικός ἄνθρωπος νά καταστήσει ἑαυτόν δικαιοῦχο τῆς θείας
χάριτος;.........................................................................................................................................91
118. ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του ν’ ἀρχίσει τή σωτηρία του;.....................91
119. Δύναται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀπορρίψει τή χάρη τοῦ Θεοῦ;.............................................. 92
120. Τί φρονοῦν περί ἐνέργειας τῆς χάριτος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..................................92
121. Τί εἶναι ὁἀπόλυτος προορισμός;..................................................................................... 93
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´...................................................................................................... 95
Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ................................................................... 95
122. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας δικαίωση;.................................................................................... 95
123. Ποιό εἶναι τό ληπτικό ὄργανο τῆς δικαιώσεως;...........................................................95
124. Ποιό εἶναι τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως;.....................................95
125. ῾Υπάρχουν ἄλλα στάδια δικαιώσεως;........................................................................... 96
126. ῾Υπάρχουν διαβαθμίσεις στή δικαίωση;....................................................................... 96
127. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκπέσει τῆς δικαιώσεως;.......................................................97
128. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως;................................................................................ 98
129. Ποιά εἶναι ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία τῶν Διαμαρτυρομένων;....................... 99
130. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως κατά τούς Διαμαρτυρομένους;...................... 100
131. Εἶναι τά ἀγαθά ἔργα ἀξιόμισθα;.................................................................................. 101
132. ῾Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;............................................................................................ 102
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´................................................................................................ 103
Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ.......................................... 103
133. Εἶναι δυνατή ἡ πλήρωση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου;...................................................103
134. Ποιά εἶναι τά ἔργα τάὁποῖα ὀφείλει νά τελεῖ ὁ ἀναγεννημένος πιστός;............ 103
135. Τί φρονοῦν σχετικά οἱ Ρωμαιοκαθολικοί;...................................................................105
136. Τί διδάσκουν περί ἔργων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..........................................................105
137. Τί διδάσκει περί παραβάσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἡ ὀρθόδοξη ᾿Εκκλησία;......
106
138. Τί διδάσκουν σχετικά οἱ Διαμαρτυρόμενοι;................................................................107
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´..................................................................................................109
ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ...............................................................................109
139. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγωγός τῆς θείας χάριτος;................................................109
140. Τί φρονοῦν περί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ οἱ Προτεστάντες;.......................................... 109
141. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;............................................ 110
142. Μποροῦμε ν’ ἀμφιβάλλουμε γιά τή δραστικότητα τῶν μυστηρίων;.................... 110
143. Ποιός εἶναι ὁ ἱδρυτής τῶν μυστηρίων;.........................................................................111
144. ᾿Από πόσα μέρη ἀποτελεῖται κάθε ἐκκλησιαστικό μυστήριο;............................... 111
145. Εἶναι ἀναγκαία ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων;..............................................................112
146. ῾Η θεία χάρη ἐνεργεῖ πάντοτε λυτρωτικά στόν ἄνθρωπο;..................................... 112
147. Εἶναι ὑποχρεωτικά ὅλα τά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας;.............................................113
148. Τίἐννοοῦμε λέγοντας τελείωση τῶν μυστηρίων;...................................................... 114
149. ῾Η τέλεση τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν
τελείωση τοῦ μυστηρίου;........................................................................................................ 114
150. Μποροῦν οἱ λαϊκοί νά τελέσουν τάἐκκλησιαστικά μυστήρια;...............................114

6
151. Εἶναι ἔγκυρα τά ὑπό τῶν αἱρετικῶν τελούμενα μυστήρια;.................................... 115
152. Πόσα εἶναι τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια;.................................................................... 116
153. Τί εἶναι ὁ ἀνεξάλειπτος χαρακτήρας τῶν μυστηρίων;............................................ 117
154. Τί εἶναι οἱ μυστηριοειδεῖς τελετές;................................................................................117
155. Τί φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τῶν μυστηρίων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;....................... 118
156. Δέχονται ὅλα τά μυστήρια οἱ Προτεστάντες;............................................................ 119
157. ᾿Επιτρέπεται ἡ διαμυστηριακή ἐκκλησιαστική κοινωνία;.......................................119
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´.................................................................................................. 121
ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΕΙΔΙΚΑ..................................................................... 121
α. ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ............................................................................................. 121
158. Τί εἶναι τό βάπτισμα;.......................................................................................................121
159. ῎Εχει θεία σύσταση τό βάπτισμα;................................................................................. 121
160. Τό βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία;....................................................... 122
161. Ποιά ἔννοια ἔχει ὁ νηπιοβαπτισμός;............................................................................122
162. ῾Υπάρχουν καί ἄλλα Βαπτίσματα ἐκτός ἀπό τό ἐν ὕδατι;......................................123
163. Τί εἶναι τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας;............................................................................123
164. Ποιά εἶναι ἡ τύχη τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα;....................................123
165. Τί φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;.................... 124
166. Εἶναι σωστό τό δι’ ἐπιχύσεως βάπτισμα τῶν Παπικῶν;..........................................125
167. Μπορεῖ ἄλλο πρόσωπο ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει τό βάπτισμα;................ 126
168. Ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ προσώπου τοῦ λειτουργοῦ στήν τέλεση τῶν
ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;..................................................................................................126
β. ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ.................................................................................................... 127
169. Τί εἶναι τό χρίσμα;............................................................................................................127
170. Ποιός εἶναι ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου τοῦ χρίσματος;........................................ 128
171. Ποιός εἶναι ὁ κατάλληλος χρόνος τελέσεως τοῦ χρίσματος;................................. 128
172. Τί φρονοῦν περί τοῦ χρίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..............................................129
γ. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ.................................................................................. 130
173. Ποιά εἶναι ἡ σύσταση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας;................................130
174. Πῶς παρίσταται ὁ Χριστός στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;.........................130
175. Τί φρονοῦν οἱ Προτεστάντες περί τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία;...
131
176. Τί εἶναι ὁ ἐναρτισμός;......................................................................................................131
177. Τί εἶναι ἡ θεωρία της «πανταχού παρουσίας» [237]................................................. 132
178. Τί φρονοῦν περί θείας εὐχαριστίας οἱ ὑπόλοιποι Προτεστάντες;......................... 133
179. Ποιός εἶναι ὁ θυτήριος χαρακτήρας τῆς θείας εὐχαριστίας;.................................. 134
180. Μπορεῖ νά τελεῖται πολλές φορές ἡ θυσία τῆς εὐχαριστίας ἀπό τόν ἴδιο ἱερέα
στήν ἴδια ἐκκλησία καί πάνω στό ἴδιο θυσιαστήριο;........................................................ 134
181. Τί φρονοῦν περί τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς εὐχαριστίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..
135
182. Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί
αἷμα Χριστοῦ;............................................................................................................................ 135
183. ῞Οταν κοινωνοῦμε ἕνα μικρό τεμάχιο τῶν θείων ἁγιασμάτων, πόσο μέρος
κοινωνοῦμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ;.........................................................136
184. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι παρόντα σέἕνα μόνο ποτήριο, σέἕνα ναό
καί σέ μία θεία λειτουργία;.................................................................................................... 137
185. ῾Υπάρχει περιορισμός στήν προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;......
137
186. Ποιοί εἶναι οἱ καρποί τῆς θείας εὐχαριστίας;.............................................................138
187. ᾿Επιτρέπεται ἡ χρήση ἀζύμων γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας;............... 139

7
188. Εἶναι σωστή ἡ ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ θείου ποτηρίου (τοῦ
οἴνου);..........................................................................................................................................139
189. Τί εἶναι ὁ θεολογικός ὅρος «συνακολουθία»;.............................................................140
190. Τά βαπτισμένα νήπια πρέπει νά κοινωνοῦν τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ
Χριστοῦ;...................................................................................................................................... 140
191. Πότε γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;.......
141
δ. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ................................................................................................142
192. Τί εἶναι τό μυστήριο τῆς μετάνοιας;.............................................................................142
193. Ποιός εἶναι ὁἱδρυτής τοῦ μυστηρίου;........................................................................... 142
194. Στό μυστήριο τῆς μετάνοιας συγχωροῦνται ὅλες οἱ ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων;......
142
195. Ποιά εἶναι τά συστατικά τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας;.........................................143
196. Δέν μπορεῖ ὁ ἁμαρτωλός νά λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό
κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογεῖται στόν ἱερέα τίς
ἁμαρτίες του;.............................................................................................................................143
197. Πότε παρέχεται ἡἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων;............................................................ 144
198. Τί εἶναι τά ἐπιτίμια (ὁ κανόνας);...................................................................................144
199. ῾Υπάρχουν διαφορές στό μυστήριο τῆς μετάνοιας μεταξύ᾿Ορθοδόξων καί
Ρωμαιοκαθολικῶν;...................................................................................................................145
200. Τά μνημόσυνα πού κάνουμε γιά τούς νεκρούς ἔχουν κάποια ἀναλογία μέ τήν
περί καθαρτηρίου πυρός πρακτική τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας;.....................................146
201. Τί διδάσκουν περί μετανοίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;.................................................. 147
ε. Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ..................................................................................................148
202. Τί εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης;............................................................................ 148
203. Μαρτυροῦνται στήν ῾Αγία Γραφή οἱ τρεῖς ἱερατικοί βαθμοί;................................148
204. Τί εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή;..................................................................................... 149
205. ᾿Επιτρέπεται ἡ κατά βούληση μετάβαση τῶν κληρικῶν στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν;..
149
206. Τί φρονοῦν περί ἱερωσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;..................................................... 150
στ. Ο ΓΑΜΟΣ..................................................................................................... 151
207. Τί εἶναι ὁ γάμος;............................................................................................................... 151
208. ῾Ο γάμος εἶναι δεσμός σταθερός καί ἀδιάλυτος;...................................................... 151
209. ῾Υπάρχουν περιπτώσεις διαλύσεως τοῦ γάμου;....................................................... 152
210. Ποιές διαφορές περί γάμου ὑπάρχουν μεταξύ ᾿Ορθοδόξων καί
Ρωμαιοκαθολικῶν;...................................................................................................................152
211. Νά νυμφεύονται οἱ κληρικοί ἤ νά μένουν ἄγαμοι;...................................................152
212. Τί εἶναι οἱ μικτοί γάμοι;...................................................................................................153
213. Τί φρονοῦν περί γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;............................................................ 153
ζ. ΤΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ............................................................................................... 155
214. Τί εἶναι τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου;.............................................................................155
215. Θεραπεύονται ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἀσθενεῖς διά τοῦ εὐχελαίου;........................... 155
216. Τί λένε οἱ Ρωμαιοκαθολικοί περί τοῦ εὐχελαίου [289];............................................ 156
217. Τί λένε σχετικά οἱ Προτεστάντες;.................................................................................156
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ..................................................................................................... 157
Α. Οἱ πηγές τῆς πίστεως (σσ. 11-26)..................................................................................... 157
Β. ῾Ο χριστιανικός Θεός (σσ. 28-43)...................................................................................... 157
Γ. ᾿Ανθρωπολογία (σσ. 45-73)................................................................................................ 158
Δ. Τριαδολογία (σσ. 75-89)...................................................................................................... 158
Ε. Χριστολογία (σσ. 91-109).....................................................................................................159
ΣΤ. ῾Η Θεοτόκος (σσ. 111-119)................................................................................................159

8
Ζ. ῾Η ἀπολύτρωση (σσ. 121-134)............................................................................................ 160
Η. ᾿Εκκλησιολογία (σσ. 135-161)........................................................................................... 160

9
10
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τό βιβλίο αὐτό ἀπαντᾶ περιληπτικά σέ ἐρωτήματα ἀπό τόν


χῶρο τῶν θεολογικῶν μαθημάτων τῆς Δογματικῆς, τῆς
συγκριτικῆς Συμβολικῆς καί τῆς ῾Ιστορίας τῶν Δογμάτων.
Καί τά τρία ἀσχολοῦνται μέ τά ἱερά δόγματα τῆς πίστεως· ἡ
μέν Δογματική (ὁ κορμός τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης)
μελετώντας τα συστηματικά· ἡ δέ Συμβολική σέ συγκριτική
σχέση μέ τά δόγματα τῶν ἑτερόδοξων ᾿Εκκλησιῶν·
καίἡ῾Ιστορία τῶν Δογμάτων στή μορφολογική τους ἀνέλιξη
ἀπό τότε πού καταβλήθηκαν μέχρι σήμερα.
Τό σημαντικό στό κοινό αὐτόἔργο εἶναι ἡ σπουδή τοῦ δογματικοῦ θησαυροῦ τῆς
πίστεώς μας. ῞Οπως πολλές φορές ἐσημειώσαμε, ἡ μελέτη τῶν δογματικῶν
ἀληθειῶν, ὅπως αὐτές καταγράφονται στίς πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως, εἶναι
πολύ σημαντική γιά τήν πνευματική οἰκοδόμηση τῆς ὀρθόδοξης εὐαισθησίας
καί αὐτοσυνειδήσεως. ῞Ομως γιά νά εἶναι λυτρωτική ἡ ἀλήθεια δέν πρέπει ν’
ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἁπλῆς μόνο γνωστικῆς μαθήσεως, ἀλλά –καί κυρίως– ν’
ἀποβαίνει κέντρο βιωματικῆς αἰχμαλώτευσης τῆς καρδιᾶς. ῾Ο λυτρωτικός λόγος
τοῦ Θεοῦ, «ὁ τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (῾Εβρ. 4,12), δέν πρέπει
νά παραμένει μόνο σ έὀγκώδη δογματικά συγγράμματα στιβαγμένα στά ράφια
τῶν βιβλιοθηκῶν, δυσπρόσιτα στούς πολλούς καί δυσκατανόητα, ἀλλά νά ρέει
διαυγής καί ὁλόδροσος στίς ὀρθόδοξες ψυχές, διαθερμαίνοντας τίς καρδιές στό
ἀγαθό τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγώντας τες στή χαρισματική τους ἀρτίωση καί
ὁλοκλήρωση. ῾Η ἀλήθεια τῆς πίστεως εἶναι στή γεύση της γλυκύτερη ἀπό τό
μέλι καί στήν ἀξία της πολυτιμότερη ἀπό ὅλους τούς θησαυρούς τῆς γῆς. Αὐτός
πού τή βρῆκε, βρῆκε τό πᾶν, τό Θεό, τόν ἄνθρωπο, τή φύση, τό νόημα τῆς ζωῆς,
τήν ἐλευθερία καί τήν εὐτυχία του· δρασκελίζει τή γῆ καί χάνεται στήν ἀπειρία
τῆς θείας βασιλείας! ῾Ο δέ ὀρθόδοξος πιστός πού γνωρίζει καί ἀγαπᾶ τά
δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας του, ἔχει βρεῖ τό «δικό του», αὐτό πού δικαιωματικά τοῦ
ἀνήκει, τό ὁποῖο μπορεῖ νά διαστέλλει ἀπό ὅ,τι ἔχουν οἱ ἄλλοι, νά τό προβάλλει
καί νά τό ὑπερασπίζεται ἐνάντια σέ ὅσους προσπαθοῦν νά τό διαβάλλουν καί τό
καταστρέψουν.
᾿Από τό ἐκτεταμένο ὑλικό πού εἴχαμε στή διάθεσή μας ἐπιλέξαμε ὁρισμένα
καίρια σημεῖα, τά ὁποῖα προβάλλουμε μέ λόγο ἁπλό, σαφή καί περιεκτικό,
ἀποφεύγοντας τόσο τό πυκνό καί ἐξεζητημένο ὕφος πού βαρύνει συνήθως
ἀρνητικά στόν ἀναγνώστη, ὅσο καί τή σχολαστική παράθεση λεπτομερειῶν
καίἀναφορῶν πού δέν εἶναι πάντοτε ἐποικοδομητικές σέ ἔργα ἐκλαϊκευτικά,
ὅπως αὐτό πού παρουσιάζουμε. ῎Αν στή ροή ἐκθέσεώς μας ὁ ἀναγνώστης
συναντήσει ἐπαναλήψεις πού καμιά φορά γίνονται κουραστικές, ζητᾶμε τή
φιλική του κατανόηση.
Βάση στήν ἔκθεση τῆς ἐργασίας μας ἀποτέλεσαν τά δογματικά ἔργα τῶν
ἀείμνηστων καθηγητῶν Χρήστου ᾿Ανδρούτσου καί –σέ μικρότερη ἔκταση–

11
Παναγιώτη Τρεμπέλα καθώς καί τά δικά μας ἱστορικοδογματικά καί συμβολικά
μελετήματα.
Τό ἔργο αὐτό θά μᾶς δώσει μεγάλη χαρά, ἄν κατορθώσει ν’ ἀγγίξει ἔστω καί
λίγες καρδιές ἀπό ἐκεῖνες πού θά ἐπιχειρήσουν νά τό ἀναγνώσουν.

12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´

ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

1. Τί εἶναι ἡ θεία ἀποκάλυψη;


Λέγοντας αποκάλυψη δέν πρέπει να πηγαίνει το μυαλό μας στήν ᾿Αποκάλυψη,
τό προφητικό βιβλίο τῆς Κ. Διαθήκης, πού ἔγραψε ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στήν
Πάτμο, στόὁποῖο καταγράφονται, ὅσα τοῦἀποκάλυψε ὁ Θεός γιά τή
μελλοντικήἐξέλιξη τῆς ᾿Εκκλησίας καί τήν ἱστορία γενικότερα τοῦ κόσμου.
Λέγοντας ἐδῶ ἀποκάλυψη ἐννοοῦμε, ὅσα φανέρωσε ὁ Θεός στόν κόσμο στό
πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου του, μέ σκοπό νά ὁδηγήσει τόν
ἄνθρωπο στήν ἀληθινή θεογνωσία, νά τοῦ φανερώσει τήν ἀλήθεια καί τό
πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς καί τῆς εὐτυχίας του κοντά στό δημιουργό του. ῾Η
θεία ἀποκάλυψη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν μιά βαθιά ἀνάγκη καί ἀπό
μέρους τοῦ Θεοῦ καί ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία προκάλεσε ἡ ἀταξία
τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, πού ἐλεύθερα ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν πλάστη του,
ἔπεσε στή φθορά τῆς ἁμαρτίας καί τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου καί κινδύνευε,
νά χαθεῖ μέσα στήν ἄβυσσο τῆς κακοδαιμονίας καί τῆς ἀλογιστίας του
βαδίζοντας τυφλά στά σκοτάδια τῆς εἰδωλικῆς πλάνης του. ῾Ο Θεός «ὄφειλε» νά
σώσει τό πλάσμα του, τό δέ πλάσμα ἔπρεπε νά λυτρωθεῖ ἀπό τήν ἀθλιότητα τοῦ
ὑπαρξιακοῦ του δράματος. Τήν ἐπιτακτική αὐτή ἀνάγκη, τό χάσμα πούἔσταζε
πίκρα στήν ψυχή τοῦ παραβάτη, κάλυψε ὁἴδιος ὁ Θεός διά τῆς ἐνανθρωπήσεώς
του, φανερώνοντας στόν πεσμένο ἄνθρωπο τό μέγεθος τῆς ἀποστασίας του,
αὐτό πούἔχασε μέ τήν παρακοή του, ὁδηγώντας τον πίσω στήν ἀλήθεια καί τή
χαρά τῆς ὑπάρξεώς του.

2. Ποιές εἶναι οἱ πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως;


῾Η ἁγία Γραφή καί ἡ ἱερά παράδοση. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι ὁ γραπτός λόγος τοῦ
Θεοῦ. Διακρίνεται στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. ῾Η Παλαιά ἀποτελεῖται
ἀπό 49 βιβλία καί ἡ Καινήἀπό 27. Τά βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι θεόπνευστα
[1], δηλαδή, σ’ αὐτά πνέει ἡἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἁγία Γραφή σέ κανένα βιβλίο
της δέν ψεύδεται. Εἶναι ἀλάθητη, στό μέτρο πού ἀλάθητο εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ, τό ὁποῖο πνέει μέσα ἀπό τίς σελίδες της. Δέν εἶναι σάν τά βιβλία τῶν
ἀνθρώπων, στά ὁποῖα ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀνακατεμένη μέ τό ψέμα. Τό κύρος τῆς
ἁγίας Γραφῆς εἶναι αἰώνιο καί ἀκατάλυτο. ῾Η ἀνάγνωσή της εἶναι ἀναγκαία
πρός σωτηρία [2].
(Γιά τήν ἱερά παράδοση, βλ. ἐρώτημα 7).

3. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς ἁγίας Γραφῆς;


Γενικά, ὅτι τά ἱερά βιβλία της γράφτηκαν κατ’ ἔμπνευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
Οἱ ἱεροί συγγραφεῖς εἶναι ὄργανα κινούμενα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ [3] εἰς
ἀποκάλυψη θείων πραγμάτων. ῾Η ἄποψη τῶν ἀρχαίων Μοντανιστῶν, ὅτι οἱ
συγγραφεῖς κατά τήν ὥρα τῆς ἐμπνεύσεως πέφτουν σέ ἔκσταση, μένοντας
ἄβουλα ὄργανα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀποδοκιμάστηκε ἀπό τούς ἀρχαίους

13
θεολόγους τῆς ᾿Εκκλησίας. Οὔτε εἶναι σωστή ἡ θεωρία ἡ ἀναπτυχθείσα ἀπό
τούς χρόνους τῆς μεταρρυθμίσεως, ὅτι ἡ θεοπνευστία εἶναι ἡ «κατά λέξιν
ἔμπνευσις» τῶν θείων ἀληθειῶν. ῎Αν ἦταν ἔτσι, δέν ἐξηγοῦνται ὁρισμένα
πράγματα, συγκεκριμένα ὁ προσωπικός περί τήν ἔκθεση χαρακτήρας τῶν ἱερῶν
συγγραφέων, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ὁμοιόμορφος, ἡ διαφορά στήν ἔκθεση τῶν
αὐτῶν πραγμάτων, ἀλλ’ οὔτε καί οἱ μεταφράσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖες
δέν θάἔπρεπε νά γίνονται ὡς βεβηλώσεις τοῦ ἱεροῦ λόγου. ᾿Αλλά καί ἡ ἄλλη
θεωρία κατά τήν ὁποία ἡ θεοπνευστία περιορίζεται μόνο στή δογματική καί
ἠθική διδασκαλία, σέ ὅ,τι δηλαδή ἀφορᾶ στή σωτηρία, ἐνῶ στά ὑπόλοιπα
ἱστορικά μέρη τῆς Γραφῆς ὑπάρχει ἁπλή μόνο ἐπιστασία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος,
εἶναι ἄκρως ἐπισφαλής, δεδομένου ὅτι ἐλλείπει τό κριτήριο διακρίσεως καί
καθορισμοῦ τῆς καθαυτό θεοπνευστίας ἀπό τῆς ἁπλῆς ἐπιστασίας, ἐλλοχεύει δέ
πάντοτε ὁ κίνδυνος ὀρθολογιστικῆς ἐκδοχῆς τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Τό καλύτερο εἶναι νά περιοριστοῦμε στή γενικότητα, ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
εἶναι τό λαλοῦν στίς ἅγιες Γραφές καί ὅτι δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτές ἀντιφάσεις καί
πλάνες. Θά μοῦ πεῖτε, δέν ὑπάρχουν ἀντιφάσεις στήν ἁγία Γραφή; Διαφορές
περί τήν ἔκθεση βεβαίως ὑπάρχουν, ὄχι ὅμως καί ἀντιφάσεις. ῎Αν δέ κάπου
παρατηροῦνται διαφωνίες, αὐτές δέν εἶναι οὐσιαστικές ἀλλ’ ἐπιφανειακές,
ὀφειλόμενες σέ σφάλματα ἀντιγραφῆς τῶν χειρογράφων, στίς μεταφράσεις καί
στή δική μας περιορισμένη νοητική ἀντίληψη.

4. ῾Η ἁγία Γραφή εἶναι αὐτάρκης κώδικας τῆς θείας ἀλήθειας;


῎Οχι, δέν εἶναι. Παρότι εἶναι ὁ γραπτός λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅμως δέν περιλαμβάνει
στό πλήρωμά της τήν ἀποκαλυφθείσα θεία ἀλήθεια. Πρωτίστως δέν ἦταν
τέτοιος ὁ σκοπός της. Στίς σελίδες της δέν καταγράφτηκε σκόπιμα καί
συστηματικά ὁλόκληρη ἡ δογματική ἀλήθεια τῆς πίστεως. Γράφτηκε
περιστασιακά, γιά νά καλύψει τίς κηρυκτικές ἀνάγκες τῶν ᾿Αποστόλων καί
ἄλλων κηρύκων τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ν’ ἀντιμετωπίσει διάφορα διδακτικά καί
ποιμαντικά προβλήματα τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων, τήν ἐπίλυση
τῶν ὁποίων, λόγω τῶν ἀποστάσεων, δέν μποροῦσαν εὐχερῶς, νά
πραγματοποιήσουν διά ζώσης οἱ κήρυκες τοῦ λόγου. ῎Αλλωστε πολλές ἀλήθειες
τῆς πίστεως (ὁἀριθμός ἑπτά τῶν μυστηρίων, ὁ νηπιοβαπτισμός, τό δόγμα περί
τῶν ἁγίων καί τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί λειψάνων κ.ἄ.) δέν ἀπαντοῦν στήν ἁγία
Γραφή καί γιά νά τά δοῦμε πρέπει ν’ ἀνατρέξουμε στήν ἱερά Παράδοση τῆς
᾿Εκκλησίας. ᾿Εκτός τούτων ἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς δέν εἶναι πάντοτε διαυγής
καί εὐκρινής, ἀλλ’ ἐκφέρεται ἐνίοτε αἰνιγματικά καί συνεσκιασμένα, ὥστε γιά
νά τήν ἑρμηνεύσουμε ὀρθῶς πρέπει νά καταφύγουμε στήν ἑρμηνευτική
παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας.
᾿Εντούτοις αὐτά κατά τίποτε δέ μειώνουν τό κύρος καί τή θεοπνευστία τῆς ἁγίας
Γραφῆς, ἡὁποία ὡς αὐθεντικήἔκφραση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ σέ καμιά περίπτωση
δέν παύει νά εἶναι ἡ κύρια πηγή τῆς πίστεως καί τῆς σωτηρίας μας.

5. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς Παλαιᾶς πρός τήν Καινή Διαθήκη;


Στήν Παλαιά Διαθήκη καταγράφτηκε ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στό μεταπτωτικό
ἄνθρωπο μέ ἐπίκεντρο τό᾿Ισραήλ, τόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτήν ὑπάρχει
ἀποθησαυρισμένη ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στό Νόμο, τό προφητικό κήρυγμα καί τήν

14
ἄλλη παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ, προσαρμοσμένη βέβαια στήν πνευματική καί ἠθική
κατάσταση τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ὅπου ἀπουσίαζε στό πλήρωμά της ἡ
λυτρωτική χάρη, πού θά λειτουργοῦσε τέλεια στόν κόσμο διά τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι φανερό, ὅτι ἡ Π. Διαθήκη, ὡς τύπος καί προέκθεση τῆς ἀλήθειας καί ὡς
στάδιο προπαρασκευῆς τῆς πλήρους ἀποκαλύψεως ἐν Χριστῷ᾿Ιησοῦ, πρέπει νά
μελετᾶται καί νά κρίνεται πάντοτε μέ κέντρο καί στάθμη τήν Καινή Διαθήκη.
᾿Από τήν ἄποψη αὐτή ὄχι μόνο συμβάλλει στήν ὀρθή κατανόηση τῆς Κ.
Διαθήκης, ἀλλ’ ἀποβαίνει καί εἰκόνα πιστή τῶν παιδαγωγικῶν τοῦ Θεοῦ
βουλῶν, ὁ τύπος καί ἡ προέκθεση τῶν αἰώνιων ἀγαθῶν.

6. Ποιά ἔννοια ἔχει ἡ διάκριση τῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γραφῆς σέ κανονικά
καί ἀναγινωσκόμενα;
Κανονικά βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἐκεῖνα πού γράφτηκαν μέ τήν
ἐπιστασία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Εἶναι βιβλία θεόπνευστα, στά ὁποῖα ἔχει
καταχωρηθεῖ ἀλαθήτως ὁ λυτρωτικός λόγος τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως εἴπαμε, τά βιβλία
αὐτά ἀποτελοῦν τό πρῶτο σκέλος τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως,
ἡἀνάγνωση τῶν ὁποίων εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική πρόοδο τῶν
πιστῶν καί τή σωτηρία τους. Εἶναι δέ αὐτά τά γνωστά 49 βιβλία τῆς Π. Διαθήκης
καί τά 27 τῆς Καινῆς, δηλαδή συνολικά 76, τάὁποῖα ἀπαρτίζουν τόν ἐπίσημο
Κανόνα τῆς ἁγίας Γραφῆς.
᾿Αναγινωσκόμενα εἶναι σειρά βιβλίων τῶν ὁποίων ἡ κανονικότητα
ἀμφισβητεῖται. Εἶναι δέ αὐτά δέκα· ῎Εσδρας Α´, Τωβίτ, ᾿Ιουδίθ, Σοφία
Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ, Βαρούχ, ᾿Επιστολή῾Ιερεμίου, καί τά τρία βιβλία τῶν
Μακκαβαίων. Στή Δυτική ᾿Εκκλησία ἡ κανονικότητα τῶν βιβλίων αὐτῶν γίνεται
ἀποδεκτή, ἀντίθετα δέ ἀπορρίπτεται ἀπό τούς Διαμαρτυρομένους. Στήν
᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἐλλειπούσης αὐθεντικῆς συνοδικῆς κυρώσεως,
παρατηρεῖται διακύμανση ἀπόψεων, ἄλλων δεχομένων τήν κανονικότητα
αὐτῶν καί ἄλλων ὄχι. ῾Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος τά χαρακτηρίζει ὡς
ἀναγινωσκόμενα καί τά διαστέλλει ἀπό τά κανονικά. Οἱ δέ τοπικές σύνοδοι ἐν
῾Ιερουσαλήμ, ᾿Ιασίῳ καί Κωνσταντινουπόλει, ἀναγνωρίζουν τήν κανονικότητά
τους, ἐλέγχοντας μάλιστα τόν Κύριλλο Λούκαρι ὁ ὁποῖος δέν τά περιέλαβε στά
κανονικά. ᾿Αντίθετα ἡ σύνοδος τῆς Κων/πόλεως (1672) παρατηρεῖ, ὅτι τά βιβλία
αὐτά εἶναι «καλά καί ἐνάρετα», ἐνῶ ὁ Κριτόπουλος στήν ἀπολογία του λέγει
περί αὐτῶν· «Πολλά ἠθικά πλείστου ἐπαίνου ἄξια ἐμπεριέχεται τούτοις· ὡς
κανονικά δέ καί αὐθεντικά οὐδέποτε ἀπεδέξατο ἡ τοῦ Χριστοῦ᾿Εκκλησία, ὡς
μαρτυροῦσι πολλοί μέν καί ἄλλοι, μάλιστα δέ ὅ τε Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ
ἅγιος ᾿Αμφιλόχιος καί τελευταῖος ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός» [4]. ῾Η αὐτή,
τέλος, διακύμανση καί διαφωνία παρατηρεῖται καί μεταξύ ὀρθοδόξων
θεολόγων.

7. Τί εἶναι ἡ ἱερά Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας;


῞Οπως προειπώθηκε ἡ Παράδοση εἶναι ἡ δεύτερη πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως,
ἰσότιμη καί ἰσόκυρη πρός τήν ἁγία Γραφή. Εἶναι δέ ἡ Παράδοση ἡ διά ζώσης
διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν ᾿Αποστόλων, ἡ κυκλοφορούσα καί φυλασσόμενη
στή ζωή καί τή συνείδηση τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ως γνωστόν ὁ Κύριος, ὡς ὁ μέγιστος

15
τῶν προφητῶν καί διδάσκαλος, τίποτε τό γραπτό δέν παρέδωσε στούς
᾿Αποστόλους καί τήν ᾿Εκκλησία, κηρύσσοντας προφορικά τό περιεχόμενο τῆς
θείας του ἀποκαλύψεως. Τό αὐτό ἔκαναν στήν ἀρχή καί οἱ᾿Απόστολοι
ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Διδασκάλου, κηρύσσοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ
στό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας. Μέ τό πέρασμα ὅμως τοῦ χρόνου καί πρός
ἀντιμετώπιση τῶν αὐξανόμενων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τοῦ κηρύγματος,
ἄρχισαν νά καταγράφουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ στά γνωστά κείμενα τῆς ἁγίας
Γραφῆς.
Τό ἴδιο ἔκανε στή συνέχεια καί ἡ᾿Εκκλησία καί μέ τόν τρόπο αὐτό διαμορφώθηκε
σιγά σιγά καί γραπτῶς ἡ ζωντανή παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτή μποροῦμε νά
δοῦμε στά πολυειδή γραπτά μνημεῖα τά ἐκφράζοντα τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας,
ὅπως εἶναι οἱ δογματικοί ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ἀποφάσεις τῶν
τοπικῶν πού κυρώθηκαν ἀπό σύνοδο οἰκουμενική, οἱ ἱεροί Κανόνες, τά
συγγράμματα τῶν Πατέρων, τά κείμενα τῆς θείας λατρείας καί οἱ
ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι, τό κήρυγμα τοῦ θείου λόγου κ.ἄ.
Τήν ἀνάγκη τῆς ζωντανῆς παραδόσεως σέ παράλληλη βάση πρός τό γραπτό
λόγο ἐξαίρει ὁἀπόστολος Παῦλος, παραινῶν τούς πιστούς· «῎Αρα οὖν, ἀδελφοί,
στήκετε, καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι’
ἐπιστολῆς ἡμῶν» [5].

8. Ποιό εἶναι τό κριτήριο γνησιότητας τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως;


Τό κριτήριο πού διακρίνει τή γνήσια Παράδοση ἀπό κάθε ἄλλη ψευδή καί
κίβδηλη εἶναι ἡ ἀποστολικότητα. ῾Η Παράδοση γιά νά εἶναι γνήσια καί ἀληθινή
πρέπει ν’ ἀνάγεται στήν ἀποστολική ἐποχή, σέ χρόνους δηλαδή πού
φανερώθηκε ἁγνή καί ἀνόθευτη ἡ λυτρωτική ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου. Μέ ἄλλα
λόγια πρέπει νά ἀνάγεται στούς ἴδιους τούς ᾿Αποστόλους. Παράλληλα, ἄλλο
κριτήριο γνησιότητας εἶναι καί τό κριτήριο τῆς ὁμοφωνίας, ὅ,τι δηλαδή πιστεύει
καί παραδέχεται ὁμόφωνα τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας καί διδάσκουν οἱ ἱεροί
Πατέρες καί οἱ ποιμένες της. Τήν ἀλήθεια αὐτή τονίζει χαρακτηριστικά ὁ
Βιγκέντιος ὁ ἐκ Λειρίνου σέὅσα σχετικά γράφει: « ῞Ο,τι πανταχοῦ, πάντοτε καί
ὑπό πάντων ἐπιστεύθη».
Εἶναι φανερό, ὅτι φορεῖς τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως δέν μποροῦν νά εἶναι
ἐκεῖνοι, πού ἀποκόπηκαν ἀπό τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας, αἱρετικοί καί
σχισματικοί. Περιττό δέ νά σημειωθεῖ, ὅτι γνήσιος φορέας τῆς ἀποστολικῆς
παραδόσεως εἶναι μόνο ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία παρέλαβε καί
διατήρησε ἀνόθευτη τήν διδασκαλία τῶν ᾿Αποστόλων, ὅπως αὐτή φέρεται
ἀποθησαυρισμένη στά μνημεῖα τά ἐκφράζοντα τή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ὀκτώ
πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Τέλος, λέγοντας ἀποστολική παράδοση δέν ἐννοοῦμε ἀδιάκριτα κάθε παράδοση,
ἀλλά ἐκείνη πού ἀναφέρεται στή δογματική διδασκαλία καί τόἦθος τῆς
᾿Εκκλησίας καίὄχι σέ ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας.

9. Τί φρονοῦν περί παραδόσεως οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοί;


῾Η Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία δέχεται, ὅπως καί ἡ ᾿Ορθόδοξη, τήν ἱερά Παράδοση ὡς
πηγή τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἰσότιμη καί ἰσόκυρη πρός τήν ἁγία Γραφή.
᾿Εντούτοις στήν πράξη δέ συμφωνεῖ μέ τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, ἀλλά

16
ἐκλαμβάνει τήν παράδοση μέ ἔννοια ἐλαστική, ὡς ταμεῖο πίστεως, στό ὁποῖο
μπορεῖ νά προσφεύγει, ὅταν θέλει νά διατυπώσει κάποιο νέο δόγμα ἤ νά
ἀνυψώσει σέ δόγματα μεταγενέστερες θεολογικές γνῶμες καί δοξασίες. Τέτοια
δόγματα ὑπάρχουν πολλά (ἄσπιλος σύλληψις κ.ἄ.), ὡς καί διάφορες ἄλλες
καινοτομίες, κυρίως στήν τέλεση καί μετάδοση τῶν μυστηρίων (στέρηση τοῦ
λαοῦἐκ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐχαριστίας, ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν νηπίων
κ.τ.ὅ.). ῎Αν θέλαμε νά κάνουμε συσχετισμό, θά λέγαμε, ὅτι κατά τήν ὀρθόδοξη
πίστη ἡ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ πιστός τηρητής καί φύλακας τῆς παραδόσεως, ἐνῶ
κατά τή ρωμαιοκαθολική αὐτή παρουσιάζεται μᾶλλον ὡς κυρίαρχος,
μεταποιώντας αὐτή κατά βούληση καί προσπαθώντας, νά συμβιβάσει τά
παλαιά μέ τάἑκάστοτε νέα.
Παράλληλα, οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν ἀναγνωρίζουν τήν παράδοση ὡς πηγή τῆς
θείας ἀποκαλύψεως. Οἱ λόγοι εἶναι προφανεῖς. Κατ’ αὐτούς ἡ ἁγία Γραφή εἶναι
ἡ μόνη πηγή τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ πλήρης καί αὐτάρκης κώδικας τῆς
χριστιανικῆς πίστεως, ὁ περιέχων ὅλες τίς ἀναγκαῖες ἀλήθειες πρός σωτηρία.
Τήν παράδοση τήν ἀπορρίπτουν ὡς αὐθεντική πηγή τῆς πίστεως, ἀνεχόμενοι
αὐτή στό μέτρο, πού δέν ἀντιφάσκει πρός τή Γραφή, καί ὡς ὠφέλιμο πλήν ὄχι
καί ἀλάθητο χειραγωγό στήν ἑρμηνεία τῆς ἁγίας Γραφῆς. ᾿Εντούτοις παρά τή
βασική τους αὐτή τοποθέτηση, δέ φαίνεται ν’ ἀπομακρύνονται ὁλοσχερῶς ἀπό
τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. ᾿Ασχέτως πρός τά πολλά πού
παρέλαβαν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ὁ Λούθηρος, τόν ὁποῖο
ἀποκαλοῦν θεῖον καί τρίτον ᾿Ηλία, καί τά συγγράμματα τοῦ ὁποίου μεγάλως
ἐκτιμῶνται στή συνείδηση τῶν Διαμαρτυρομένων, ὡς ἀντικαταστήσαντα τά
ἔργα τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ἔχει μεγάλο κύρος γι’ αὐτούς, ἐνῶ
παράλληλα τά συμβολικά τους βιβλία ἔχουν ἀποκτήσει ἕνα εἶδος «κανόνος
πίστεως», ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ συνεκτικό δεσμό τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους
ταυτότητος καί βάση τοῦἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος καί τῆς ἑρμηνείας τῆς
ἁγίας Γραφῆς. Μέ ἄλλα λόγια ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.

10. Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῶν πηγῶν τῆς θείας ἀποκαλύψεως πρός τήν
αὐθεντία τῆς ᾿Εκκλησίας;
῞Οπως εἴπαμε στά προηγούμενα, τό περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεως ἔχει
ἀποθησαυρισθεῖ στίς δύο πηγές της, τήν ἁγία Γραφή καί τήν ἱερά Παράδοση.
῞Ομως, γιά νά μπορέσει ἡ θεία ἀλήθεια νάἐπιτελέσει τό σωτήριο προορισμό της
πρέπει νάὑπάρχει κάποιο μέσο διά τοῦὁποίου θά φθάσει στίς ψυχές τῶν
ἀνθρώπων ἀθόλωτη καί διαυγής, ὅπως πρωτοβγῆκε ἀπό τό στόμα τοῦ Κυρίου
καί τῶν ᾿Αποστόλων. Τό μέσο αὐτό πρέπει νά εἶναι αὐθεντικό καίἀλάθητο καί
αὐτό φυσικά δέν εἶναι οἱἄνθρωποι «οἱ πλανῶντες καί πλανώμενοι». Κατά τήν
ὀρθόδοξη πίστη, πρός τήν ὁποία συμφωνεῖ καίἡ Ρωμαιοκαθολική, τό κριτήριο
αὐτό εἶναι ἡ᾿Εκκλησία, στήν ὁποία διαιωνίζεται ἱστορικάὁ Χριστός καί τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τή διακρατεῖ καί τήν ἐμψυχώνει, ὁδηγώντας την «εἰς πᾶσαν
τήν ἀλήθειαν»6.
῾Η Γραφή καί ἡ Παράδοση, λαμβανόμενες καθ’ ἑαυτές, εἶναι σχήματα ἀσαφή
καί ἀόριστα, ἀσπόνδυλα, θά λέγαμε, καί χωρίς ἐξωτερικό συνεκτικό δεσμό. ῎Ετσι
ἡ μέν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς δέν μπορεῖ νά ἐπιχειρηθεῖ ἀπ’ εὐθείας χωρίς
αὐθεντική ἐκκλησιαστική χειραγώγηση [7], δεδομένης τῆς ἀσάφειας, πού

17
παρατηρεῖται σέ ὁρισμένα σημεῖα τῆς διδασκαλίας της. Στήν ἀπροϋπόθετη αὐτή
ἑρμηνεία ὀφείλονται, οἱ τόσες παρερμηνεῖες της καί οἱ κακοδοξίες ὅλων τῶν
αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες, χωρίς ἐξαίρεση, στηρίζουν τά διδάγματά τους στήν ἁγία
Γραφή. ᾿Αλλά καί ἡ Παράδοση ἔχει ἀνάγκη αὐθεντικοῦ κριτηρίου γιά τή
γνησιότητά της, ἄν λάβουμε ὑπόψη, ὅτι οἱ ὅποιες διδασκαλίες καί γνῶμες τῶν
ἀνθρώπων δέν μποροῦν ἀπό μόνες τους νά διατηρηθοῦν ἀλώβητες στήν
ἀνέλιξη τοῦ χρόνου καί τῆς ἱστορίας.
Τό αὐθεντικό κριτικό αὐτό ἔργο ἐνασκεῖ ἡ ᾿Εκκλησία εἴτε διά τῶν ἱεραρχῶν της
στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες διδάσκουσα τή σωτηριώδη ἀλήθεια, εἴτε διά τοῦ
συνόλου τῶν ἀρχιερέων της σέ συνόδους οἰκουμενικές διατυπώνουσα ἐπίσημα
καί πανηγυρικά τή θεία ἀλήθεια, κυρίως σέ ὅσες περιπτώσεις ἀπειλοῦν αὐτήν ἡ
κακοδοξία καί ἡ πλάνη. Τό ἔργο αὐτό τῆς ᾿Εκκλησίας φαίνεται κατεξοχήν στήν
αὐθεντική διατύπωση τοῦ δόγματος τοῦ ὁμοουσίου στή σύνοδο τῆς Νίκαιας (325)
καί τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ σέ μιά ὑπόσταση στή σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος
(451), δόγματα ὑπάρχοντα φυσικά συνεπτυγμένως στή θεία Γραφή καί τήν ἱερά
Παράδοση. Στήν οἰκουμενική σύνοδο ἡ ὁμοφωνία τῶν ἱεραρχῶν δέν εἶναι
μαθηματική, ἀλλ’ ἠθική. ῞Οταν ὁρισμένοι ἐπιφανεῖς ἱεράρχες ἀποφαίνονται γιά
κάποιο ζήτημα δογματικό, οἱ δέ λοιποί δέν ἀντιλέγουν, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
διατυπούμενη διδασκαλία εἶναι αὐθεντική καί ἀλάθητη. ῾Η διδασκαλία αὐτή
καταχωρίζεται στούς ὅρους τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη, πού
δέν κυρώθηκε ἀπό συνόδους οἰκουμενικές, εἶναι ἀπαθησαυρισμένη στά
πολυειδή γραπτά μνημεῖα τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως.
Κάτω ἀπό τό πνεῦμα αὐτόἡ᾿Εκκλησία νοεῖται ὡς μία εὐρύτερη παράδοση, στήν
ὁποία ἐμπεριέχονται ἡἁγία Γραφή καίἡἱερά παράδοση μέ τή στενή της ἔννοια.
Τά δύο αὐτάἡ᾿Εκκλησία περιβάλλει καί καθορίζει μέ τήν αὐθεντία καί τό κύρος
της, προστατεύοντάς τα ἀπό κάθε κακόβουλη παράσταση καίἐπιβουλή. Μόνο μέ
τήν παρουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας διακρατεῖται ὁλόκληρο τό
οἰκοδόμημα τοῦ Χριστιανισμοῦ, διασφαλίζεται ἡἑνότητα τοῦἐκκλησιαστικοῦ
σώματος καί πετυχαίνεται ἡὑψηλήἀποστολή τοῦ χριστιανισμοῦ, ὡς λυτρωτικῆς
ἐξ ἀποκαλύψεως θείας θρησκείας.

11. Τί φρονοῦν περί ἐκκλησιαστικοῦ κριτηρίου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


Τίποτε δέ φρονοῦν, ἁπλούστατα γιατί τέτοιο κριτήριο δέν ἔχουν. Αὐτό συμφωνεῖ
πρός τή βασική τους ἀρχή νά ἀπορρίπτουν τόν ἱστορικό χαρακτήρα τῆς ὁρατῆς
᾿Εκκλησίας, ἀποδεχόμενοι μόνο πνευματική καί ἀόρατη ᾿Εκκλησία. Εἶναι
φανερό, ὅτι μιά τέτοια ἀόριστη καί ὁμιχλώδης ᾿Εκκλησία δέν μπορεῖ νά ἔχει
ἐξωτερικό αὐθεντικό κριτήριο καί σέ πολλά μέν ἄλλα ζητήματα, ἀλλά κυρίως
στόν καθορισμό τοῦ κανόνος τῆς ἁγίας Γραφῆς, τόν ὁποῖο ἐντούτοις παρέλαβαν
ἀπό τήν Παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας(!).
Κατά τή βασική τους ἀρχή ἡ Γραφή εἶναι αὐτάρκης καί σαφής γιά ὅλα τά
ζητήματα τά ἀφορῶντα στή σωτηρία καί συνεπῶς δέν ἔχει ἀνάγκη ἄλλου
ἐξωτερικοῦ αὐθεντικοῦ βεβαιωτικοῦ κριτηρίου. Στό ζήτημα ὅμως τοῦ
καθορισμοῦ τοῦ κανόνος τῆς ἁγίας Γραφῆς, δηλαδή στή διακρίβωση ποιά εἶναι
τά γνήσια καί κανονικά της βιβλία, ἐμπλέκονται σέ μεγάλη δυσκολία,
ἁπλούστατα γιατί ἡ ἴδια ἡ Γραφή δέν μπορεῖ ν’ ἀποφανθεῖ γιά κάτι τό ὁποῖο
διαμορφώθηκε χρονικά ὕστερα ἀπό τή συγγραφή τῶν ἱερῶν βιβλίων της. ῾Η

18
ἀμηχανία τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι ἐν προκειμένω ἐμφανής. Γιά νά
οἰκονομήσουν δέ τά πράγματα διατυπώνουν περίεργες θεωρίες· ὅτι περί τοῦ
κανόνος τῆς Γραφῆς μαρτυρεῖ ἐσωτερικά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (τό ἴδιο Πνεῦμα
δημιουργεῖ καί τήν πνευματική᾿Εκκλησία) καί ὅτι κανονικά βιβλία εἶναι ὅσα διά
τῆς ἱστορικῆς κριτικῆς ἔρευνας ἀποδεικνύονται ὡς συνταχθέντα ὑπό τῶν
᾿Αποστόλων καί τῶν Προφητῶν, στά ὁποῖα δέν περιέχονται ἀλλόκοτα καί
παράλογα πράγματα.
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές δέν εἶναι σωστές. ῾Η μαρτυρία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στίς
καρδιές τῶν πιστῶν δέν εἶναι κάτι τό σταθερό καί συγκεκριμένο, ὥστε ν’
ἀποτελέσει κριτήριο τῆς γνησιότητας τῶν πηγῶν τῆς πίστεως. Εἶναι κάτι τό
ὑποκειμενικό, πού δέν μπορεῖ σαφῶς νά καθορίσει τά πράγματα, ἀλλά ἀντίθετα
μπορεῖ νά διαμορφώσει πολλές καί ποικίλλουσες ἀντιλήψεις, κάτι πού μπορεῖ
νά ἄρει τό αὐθεντικό κύρος τῆς Γραφῆς καί νά ὁδηγήσει σέ ὀρθολογιστική
ἐκτίμηση τοῦ ἱεροῦ κανόνα της. Παράλληλα ἡ διά τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας
προσέγγιση τοῦ ζητήματος εἶναι πολύ ἐπισφαλής, καθόσον ἀνοίγει ἐλεύθερο
πεδίο στήν ἔρευνα, μέ κίνδυνο ν’ ἀμφισβητηθεῖ ἡ γνησιότητα βιβλίων τῆς ἁγίας
Γραφῆς.
῾Ως πρός τήν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, βασική προτεσταντική ἀρχή εἶναι, ὅτι αὐτή
ἑρμηνεύεται δι’ ἑαυτῆς, χωρίς νά ἔχει ἀνάγκη ἄλλου αὐθεντικοῦ ἐξωτερικοῦ
ἑρμηνευτικοῦ κριτηρίου {δηλ. ἡ ἁγία Γραφή εἶναι ὁ νόμιμος ἑρμηνευτής τοῦ
ἑαυτοῦ της). Τά σκοτεινά καί ἀσαφή χωρία πρέπει νά ἑρμηνεύονται κατά τήν
ἀναλογία τῆς πίστεως, δηλαδή μέσα στό σύνολο τῆς δογματικῆς διδασκαλίας,
πού συνάγεται ἀπό τά ἐναργή χωρία. Κατά τήν ἴδια ἀντίληψη στήν ὀρθή
κατανόηση τῆς Γραφῆς συμβάλλεται σημαντικά καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
φωτίζοντας τή φύση τοῦἀνθρώπου καί εἰσάγοντας στό ἀληθές νόημα τῆς
Γραφῆς, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά κάνει κάθε ἄλλη γραμματική καί ἱστορική
μέθοδος ἑρμηνείας. Βέβαια καμιά ἀμφιβολία δέν ὑπάρχει, ὅτι ὁ φωτισμός
τοῦ῾Αγίου Πνεύματος εἶναι ἀπαραίτητος, ὥστε ὁἑρμηνευτής νά φθάσει στά
ὀρθά ἑρμηνευτικά συμπεράσματα καί αὐτό ὀρθῶς διδάσκεται ἀπό τούς
Διαμαρτυρομένους.
Παρά ταῦτα σέ ἀρκετές περιπτώσεις, ὅπως σέ συγκρούσεις ἑρμηνευτικές (ἔριδες
Λουθήρου καί Ζβιγγλίου), ἡ ἀπουσία αὐθεντικοῦ ἑρμηνευτικοῦ κριτηρίου τῆς
Γραφῆς γίνεται ἐξόχως αἰσθητή. ῎Ετσι πρός κατοχύρωση τῶν ἀπόψεών τους
ἄλλοι προσφεύγουν στά συμβολικά ὁμολογιακά μνημεῖα τῆς Διαμαρτυρήσεως,
πράγμα ὅμως ἄχαρο, δεδομένου ὅτι τά κείμενα αὐτά στόν Προτεσταντισμό δέν
θεωροῦνται αὐθεντικά· ἐνῶ ἄλλοι καταφεύγουν στή γνώμη εὐσεβῶν κριτικῶν
ὡς αὐθεντική (πράγμα ὁμοίως ἄχαρο) καί ἄλλοι ὁμιλοῦν περί δώρου ἑρμηνείας,
ὁ δέ Καλβίνος ἔφθασε σέ σημεῖο, νά ποθεῖ τήν ἀνασύσταση τῶν οἰκουμενικῶν
Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἀποφαίνονται ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι(!).
Δέν εἶναι περίεργο γιατί σέ μιά τέτοια δίνη ἑρμηνευτικῶν ἀρχῶν ὁ
Προτεσταντισμός εἶναι δυνατό, νά καταλήξει εἴτε στή φασμαγωγία τῶν
Κουακέρων, κατά τήν ὁποία ἡ μόρφωση καί ἡ γλωσσική σπουδή εἶναι κάτι τό
περιττό καί ἕνας ὀλιγογράμματος μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τή Γραφή καλύτερα
ἀπό τούς μορφωμένους, διότι αὐτό πού ἔχει πρωταρχική σημασία εἶναι ὁ
ἐσωτερικός φωτισμός καί ἡ μαρτυρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, εἴτε στήν
ὀρθολογιστική μεταχείριση τῆς Γραφῆς ἀπό τούς Σωκινιανούς καί᾿Αρμινιανούς,

19
οἱ ὁποῖοι, ἄν καί δέχονται τή θεοπνευστία τῆς Γραφῆς, ἐντούτοις τήν
ὑποτάσσουν στόν ὀρθό λόγο, ὑποστηρίζοντας ὅτι τά ἑρμηνευτικά πορίσματα δέν
πρέπει νά περιέχουν πράγματα ἀντίθετα πρός τά διδάγματα τοῦ ὀρθοῦ λόγου.

12. ᾿Επιτρέπονται ἡ ἀνάγνωση καί ἡ μετάφραση τοῦ ἀρχετύπου κειμένου


τῆς ἁγίας Γραφῆς;
Σέ ἀντίθεση μέ τό στενό κληρικοκρατικό πνεῦμα τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας στήν
ἱστορία τῆς ὁποίας μπορεῖ νά ἀνιχνεύσει κανείς ἀπαγορεύσεις τόσο στήν
ἐλεύθερη ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς ἀπό τό λαό, ὅσο καί στή μετάφραση τοῦ
ἐπίσημου λατινικοῦ κειμένου της, στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία στήν ὁποία
ἐναρμονίζεται ἡ ἐλεύθερη θεολογική ἔρευνα πρός τό πνεῦμα πειθαρχίας στήν
ἐκκλησιαστική αὐθεντία, πράγμα σαφῶς δημοκρατικό καί βρισκόμενο στό μέσο
μεταξύ τῆς ἀπολυταρχικῆς αὐθεντίας τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Ρώμης καί τῆς
ἀσυδοσίας τοῦ προτεσταντικοῦ φιλελευθερισμοῦ, ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν καί
ἡ μετάφρασή τους ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύονται, ἀλλά καί πολυειδῶς
ἐπιτρέπονται καί ἐνθαρρύνονται.
Τό πράγμα δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικό. ῾Η Γραφή, ὅπως ἤδη
σημειώσαμε, εἶναι ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Θεοῦ («πᾶσα γραφή θεόπνευστος»,
Β´ Τιμ. 3,16). ῾Ο δέ Κύριος, ἡ πηγή τῆς θείας ἀλήθειας, συστήνει τήν ἔρευνα τῶν
Γραφῶν, στήν ὁποία ὑπάρχει ζωή πνευματική· «᾿Ερευνᾶτε τάς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς
δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωήν αἰώνιον ἔχειν» (᾿Ιωάν. 5,39). ῾Ο ὀρθόδοξος πιστός ἔχει
πρωταρχικό χρέος, νά μελετᾶ τήν Γραφή μέ σεβασμό καί ἀγάπη, γιά νά
μαθαίνει τή θεία ἀλήθεια, νά καλλιεργεῖται πνευματικά καί νά ἑτοιμάζεται γιά
τήν αἰώνια ζωή. ῞Ενα τόσο σημαντικό ἔργο δέν μπορεῖ νά τό ἀπαγορεύσει ἡ
᾿Εκκλησία, γιατί ἔτσι ἔρχεται σέ ἀντίφαση πρός τήν πνευματικότητα καί τήν
ἀποστολή της. Μέ μία ὅμως ἐπιφύλαξη. ῾Η ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς, ἐπειδή οἱ
ἀλήθειες καί τά νοήματά της δέν εἶναι πάντοτε διαυγή, πρέπει νά γίνεται μέσα
στό παραδοσιακό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ πιστός φύλακας καί ὁ
ἀλάθητος ἑρμηνευτής της. ῾Η μελέτη τῆς Γραφῆς πρέπει, νά γίνεται μέ τή
χειραγωγία τῆς ᾿Εκκλησίας (ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα, σχολιασμοί, ἐξηγήσεις
κ.ἄ.), γιατί σέ ἐναντία περίπτωση ὑπάρχει κίνδυνος παρεκδοχῆς τῶν ἱερῶν
νοημάτων καί δημιουργίας αἱρέσεων, ὅπως αὐτό συμβαίνει στά πλαίσια τοῦ
φιλελεύθερου Προτεσταντισμοῦ. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό πρέπει, νά γίνει νοητή
καί ἡ θέση τῆς ῾Ομολογίας τοῦ Δοσιθέου, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία δέν θεωρεῖ πάντοτε
θεμιτή τήν ἀνάγνωση τῆς θείας Γραφῆς [8].
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή μετάφραση τῆς ἁγίας Γραφῆς. Καί ὡς πρός τή
μετάφραση τῶν ῾Εβδομήκοντα (Ο´) αὐτή ἀπολαμβάνει μεγάλου κύρους στήν
᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, στήν ὁποία ἡ μετάφραση βρίσκεται σέ λειτουργική χρήση,
ὡς ἔργο τῆς θείας πρόνοιας γιά τήν προετοιμασία τῶν ἐθνῶν, νά δεχτοῦν τή
χριστιναική ἀλήθεια. Αὐτό φυσικά δέ σημαίνει, ὅτι ἡ μετάφραση αὐτή εἶναι καί
θεόπνευστη, γιατί θεοπνευστία σέ μετάφραση δέν ἔχει νόημα. ῾Ως πρός τίς
ἄλλες μεταφράσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, τό φιλελεύθερο πνεῦμα τῆς ᾿Ανατολικῆς
᾿Εκκλησίας ἀνενδοίαστα τίς ἐπιτρέπει, οἱ δέ μή ἑλληνόφωνες ὀρθόδοξες
᾿Εκκλησίες ἔχουν ἡ κάθε μία μετάφραση τῆς Γραφῆς στή δική της ἐθνική
γλώσσα. Τέλος, ὡς πρός τή μετάφραση τῆς Γραφῆς στό ἑλληνικό γλωσσικό
ἰδίωμα, εἶναι περιττό νά σημειώσουμε ὅτι πρέπει νά γίνεται μέ σεβασμό πρός

20
τήν ἱεροπρέπεια τοῦ κειμένου, ἀποφευγομένων ὅλων τῶν λεκτικῶν
ἐκκεντρικοτήτων καί τῆς φραστικῆς χυδαιότητας, πού μποροῦν νά βλάψουν τό
κύρος τῶν Γραφῶν καί νά ζημιώσουν τή σωτήρια ἐπίδρασή τους. ᾿Εννοοῦμε
μεταφράσεις ἁπλές καί ζωντανές πού μποροῦν νά μιλήσουν εὐεργετικά στή
συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας.

21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´

Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΘΕΟΣ

13. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ;


Τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο τόν διαστέλλει
ἀπό κάθε ἄλλη ἐξωχριστιανική περί Θεοῦ ἀντίληψη, εἶναι ἡ σύναψη ἑνότητας
καί τριαδικότητας. Δηλαδή, ὁ Θεός εἶναι ἕνας κατά τήν οὐσία ἤ τή φύση καί
τριαδικός στά πρόσωπα ἤ τίς ὑποστάσεις. ῾Η ἑνότητα τῆς οὐσίας προφυλάσσει
τό χριστιανικό Θεό ἀπό κάθε πολυθεϊστική παράσταση (ὅπως στήν ἀρχαία
εἰδωλολατρική θρησκεία, ὅπου ὑπῆρχε δῆμος θεοτήτων), ἐνῶ ἡ πολλότητα τῶν
ὑποστάσεων τόν προφυλάσσει ἀπό τήν πενία θεότητας, ἀπό μία ξηρή καί
ἄκαμπτη παράσταση τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, ἀντίληψη πού εἶχε ἡ περί
Θεοῦἔννοια τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ.

14. Πῶς πρέπει νά ἐκλάβουμε τίς ὑποστάσεις στό Θεό;


Οἱ ὑποστάσεις στή θεότητα εἶναι τρεῖς· ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό῞Αγιο.
Δέν εἶναι δέ ψιλά ὀνόματα, ἁπλές ὀνομασίες χωρίς περιεχόμενο, οὔτε ἐκφάνσεις
ἤ προσωπεῖα τά ὁποῖα ὑποδύεται ἡ μία φύση τοῦ Θεοῦ γιά νά ἐπικοινωνεῖ
ἐξωτερικά μέ τόν κόσμο (δημιουργία, ἀποκάλυψη, σωτηρία), ὅπως δίδασκε στήν
ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὁ Σεβελλιανισμός, οὔτε πάλι τρία αὐθυπόστατα κέντρα στά
ὁποῖα νά μερίζεται καί νά ἐκφράζεται ἀδιάκριτα ἡ ὅλη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’
εἶναι τρόποι ὑπάρξεως τοῦ ἑνός Θεοῦ, στούς ὁποίους διακρίνεται καί συνάπτεται
συγχρόνως ἡ θεότητα. Οἱ τρεῖς ὑποστάσεις, ἄν καί εἶναι πραγματικές διακρίσεις
στό Θεό, ἐντούτοις δέν διασποῦν οὔτε κατατέμνουν τή μία φύση τοῦ Θεοῦ σέ
τρεῖς ἐπί μέρους Θεούς, καθόσον κάθε μία εἶναι πλήρης φορέας τῆς θείας
οὐσίας, ἐνέργειας καί βουλῆς, τά δέ πρόσωπα ἐμπεριχωροῦν ἄλληλα, δηλαδή τό
ἕνα βρίσκεται μέσα στά δύο ἄλλα, συναπτόμενα μεταξύ τους ἐν ἀγάπῃ. Στήν
Τριάδα ὑπάρχουν διακρίσεις καί ἑνώσεις. Διακρίσεις εἶναι οἱ ὑποστάσεις καί
ἑνώσεις ἡ μία οὐσία καί ἡ μία βουλή καί ἐνέργεια.

15. Τί εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες;


Οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι συστατικό στοιχεῖο τῆς ἔννοιας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀΐδιες
θεοπρεπεῖς διακρίσεις στή Θεότητα. ᾿Από τήν ἀρχή ὁ Θεός νοεῖται μέ τίς θεῖες
του ἐνέργειες, γιατί καί αὐτές εἶναι μέγεθος ἄκτιστο, ὁ πλήρης καί τέλειος Θεός
στό ἴδιο μέτρο, πού εἶναι οἱ ὑποστάσεις καί ἡ φύση τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐνέργειες εἶναι ὁ
ἐγγενής πλοῦτος τῆς θεότητας. Δέν εἶναι κάτι ἐξωτερικό ἤ πρόσθετο στήν οὐσία
τοῦ Θεοῦ οὔτε ἁπλές ὀνομασίες χωρίς οὐσιαστικό περιεχόμενο, πράγμα πού
ἰσχύει καί γιά τίς θεῖες ὑποστάσεις. Οἱ θεῖες ἐνέργειες δέν συνθέτουν τήν
ἀπόλυτη ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως. Εἶναι διακρίσεις πραγματικές μέν, ὅμως
θεοπρεπεῖς, δηλαδή συμβαίνουν κατά τρόπο ἁρμόζοντα στήν ἄπειρη φύση, κάτι
πού ξεπερνᾶ τή νοητική μας κατάληψη.
Οἱ θεῖες ἐνέργειες ἐπιτελοῦν σημαντικό ἔργο στή θεότητα. ᾿Ενῶ ἡ θεία οὐσία
εἶναι ἀπολύτως ὑπερβατική, ἀδιάγνωστη, ἀμέθεκτη καί ἀκοινώνητη, οἱ θεῖες

22
ἐνέργειες εἶναι μεθεκτές καί κοινωνητές. Στή διάστασή τους τελεῖται ὅ,τι
βρίσκεται ἔξω ἀπό τό Θεό, ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἡ ἐξωτερική φανέρωση τοῦ
Θεοῦ καί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἐνέργειες εἶναι πολλές ἀνάλογα μέ τό
εἶδος τῆς ἐξωτερικῆς δραστηριότητας τοῦ Θεοῦ. ῎Αλλες ὀνομασίες τῆς θείας
ἐνέργειας εἶναι· θεία χάρη, ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ, δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος.

16. ῾Η Ρωμαϊκή θεολογία δέχεται τή διάκριση τῶν θείων ἐνεργειῶν;


῎Οχι, δέν τή δέχεται, κυρίως ἀπό φόβο μήπως ἡ εἰσαγωγή τους στή θεότητα
καταλύσει τήν ἀπόλυτη ἁπλότητα τῆς θείας φύσεως. Κακῶς ὅμως, γιατί τό ἴδιο
θά ἔπρεπε νά συμβαίνει καί μέ τή διάκριση τῶν θείων ὑποστάσεων, πράγμα πού
ἀρνεῖται ἡ ρωμαϊκή θεολογία. Φυσικά ὁμιλεῖ περί ἐνεργειῶν στό Θεό καί περί
θείας χάριτος· αὐτά ὅμως δέν τά δέχεται ὡς μεγέθη ἄκτιστα, ἀλλ’ ὡς κτιστά, γιά
ν’ ἀποφύγει τό θεολογικό σκόπελο τῆς σχέσεως ἐνεργειῶν καί οὐσίας στό Θεό.
Γύρω ἀπό τό θέμα τῶν θείων ἐνεργειῶν (τοῦ ἀκτίστου φωτός τοῦ Χριστοῦ)
διεξήχθησαν, ὡς γνωστό, οἱ μεγάλες θεολογικές ἔριδες τῆς ιδ´ἑκατονταετηρίδας
μεταξύ τῆς ὀρθόδοξης Βυζαντινῆς ᾿Εκκλησίας καί τῆς λατινικῆς Δύσεως.

17. Ποιές εἶναι οἱ σχέσεις τῶν τριαδικῶν προσώπων πρός ἄλληλα;


Οἱ σχέσεις τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος πρός τόν Πατέρα εἶναι σχέσεις
γενετικές. ῾Ο Πατήρ στήν Τριάδα εἶναι ἡ πηγαία θεότητα. Εἶναι ἡ ἀρχή τῆς
θεότητας. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή εἶναι ἄναρχος, δέν ἔχει ἀρχή, προέλευση. Εἶναι
ἐπίσης ἄναρχος, μέ ἔννοια χρονική. Εἶναι ἀΐδιος. Τά δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς
Τριάδος ὡς πρός τόν Πατέρα δέν εἶναι ἄναρχα, γιατί ἔχουν ἀρχή, προέλευση.
Εἶναι ὅμως συνάναρχα καί συναΐδια. Τή θεότητά του ὁ Υἱός τή λαμβάνει ἀπό τόν
Πατέρα διά τῆς γεννήσεως. ῾Ομοίως καί τό Πνεῦμα λαμβάνει τή θεότητά του
ἀπό τόν Πατέρα διά τῆς ἐκπορεύσεως. Οἱ πρόοδοι αὐτές ἀπό τόν Πατέρα εἶναι
ἀΐδιες, δέν εἶναι χρονικές στιγμές στή θεότητα. Τό μέτρο τοῦ χρόνου δέν μπορεῖ
νά ἰσχύσει γιά τήν ἄπειρη φύση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο τύπος πού ἐκφράζει τήν ἀλήθεια
αὐτή εἶναι· «῞Αμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα ῞Αγιο». ῾Η εἰσαγωγή χρόνου
στίς τριαδικές σχέσεις καταστρέφει τήν ἀπειρία τῆς θεότητας.
῾Ο ῎Αρειος, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἔγινε στό χρόνο, ἀρνήθηκε
τή θεότητα τοῦ Λόγου. ῾Η ἰδέα τῆς ἀϊδιότητας στίς σχέσεις τῶν θείων προσώπων
καί ἡ ἀλήθεια, ὅτι κάθε πρόσωπο εἶναι πλήρης καί τέλειος φορέας τῆς θείας
φύσεως, ἀποκλείει τήν ἰδέα ὅτι ὁ Πατήρ, ὡς πηγαία θεότητα, ὡς «γεννήτωρ καί
προβολεύς» τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, εἶναι ἀνώτερος ἀπό τά δύο ἄλλα
πρόσωπα, ἤὅτι αὐτά ὑποτάσσονται στόν Πατέρα. Καί οἱ τρεῖς ὑποστάσεις τοῦ
Θεοῦ εἶναι ὁμοούσιες καί ἰσότιμες. Ποσοτικές κατηγορίες, τό μεῖζον καί τό
ἔλασσον, καμιά ἀναφορά δέν ἔχουν στήν ἀπειρία τῆς θεότητας.

18. Ποιά εἶναι τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Τριάδος;


Τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Τριάδος εἶναι·
Γιά τόν Πατέρα τό ἀγένητο καί ἄναρχο. ῾Ο Πατήρ δέν ἔχει πηγή προελεύσεως.
Δέ γεννᾶται ἀπό κανέναν, εἶναι αὐθύπαρκτος, παρέχοντας τή δική του θεότητα
στά δύο ἄλλα πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

23
Γιά τόν Υἱό, ἡ γέννηση. ῾Ο Υἱός γεννᾶται ἀπό τόν Πατέρα ἀϊδίως. Καί εἶναι μέν
ἄχρονος μέ τή χρονική ἔννοια τοῦἐπιθέτου, ὄχι ὅμως καί μέ τήν ἔννοια τῆς
προελεύσεως, καθόσον τή θεότητά του τή δέχεται ἀπό τόν Πατέρα.
Καί γιά τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο, ἡἐκπόρευση. Γέννηση καί ἐκπόρευση δέν εἶναι τό
ἴδιο πράγμα. Διαφέρουν μεταξύ τους, χωρίς νά γνωρίζουμε τή φύση τῆς
διαφορᾶς.
Τά ὑποστατικά ἰδιώματα εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά, ἀμετάδοτα καί
ἀκοινώνητα. Δέν μποροῦν, δηλαδή, νά μεταδοθοῦν ἀπό τό ἕνα πρόσωπο στά
ἄλλα. Αὐτή ἡ ἀρχή συνιστᾶ τήν τάξη τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἡ κατάλυση τῆς ὁποίας
ἀνατρέπει αὐτή τήν ἔννοια τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια
μιλώντας γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.

19. Τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος μαρτυρεῖται στήν ἁγία Γραφή;


Στήν Π. Διαθήκη τό δόγμα ὑπεμφαίνεται τόσο σκιωδῶς καί αἰνιγματικῶς, ὥστε
χωρίς τό φῶς πού ἐπιρρίπτει σ’ αὐτόἡ Κ. Διαθήκη νά εἶναι ἀδύνατο ν’
ἀναπλάσουμε τήν περί ῾Αγίας Τριάδος διδασκαλία. Τό δόγμα διαφαίνεται στά
χωρία ἐκεῖνα, ὅπου ὁ Θεός φέρεται σέ πληθυντικό πρόσωπο νά συσκέπτεται καί
νά διαλογίζεται: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν...» [9]
«᾿Ιδού᾿Αδάμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν» [10] «Δεῦτε καί καταβάντες συγχέωμεν
αὐτῶν ἐκεῖ τήν γλῶσσαν» [11]. ῾Υπαινιγμούς ἔχουμε ἐπίσης στήν ποικιλία τῶν
ὀνομάτων τῶν ἀποδιδομένων στό Θεό, ὅπως ᾿Ελωίμ, ᾿Αδωναΐ, Σαβαώθ, ᾿Ιεχωβᾶ
κ.λπ., ὅπως καί ἡ σέ τρία πρόσωπα (ἀγγέλους) ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ στόν
᾿Αβραάμ, κοντά στή Δρῦ τοῦ Μαμβρῆ [12]. Στό αὐτό τέλος πνεῦμα κινοῦνται καί
ὅσα λέγονται στήν Π. Διαθήκη περί τοῦ πνεύματος ὡς ἀρχῆς τῆς δυνάμεως καί
τῆς ζωῆς τῶν ὄντων [13] καί περί τῆς σοφίας ὡς ἐνυπάρχουσας στό Θεό καί τά
πάντα ἐργαζόμενης [14].
Σέ ἀντίθεση πρός τήν Π. Διαθήκη ὅπου τό δόγμα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπάρχει
ἀμυδρῶς, στήν Καινή Διαθήκη αὐτό μαρτυρεῖται πλουσιότερα, ἐναργέστερα καί
σαφέστερα. Τίς σχετικές μαρτυρίες μποροῦμε νά δοῦμε σέ δύο ἐπίπεδα.
α. Στά χωρία ὅπου γίνεται λόγος σαφής περί τῆς τριαδικότητας τοῦ χριστιανικοῦ
Θεοῦ, καί
β. Στά χωρία ὅπου ἐξαίρονται οἱἐνδοτριαδικές σχέσεις τῶν προσώπων.
Στά πρῶτα εἶναι τά χωρία:
Ματθ. 28,19· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τάἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς
τόὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος», ὅπου τονίζονται
συγχρόνως τόἑνιαῖο καί τό τριαδικό τῶν θείων προσώπων».
Β´ Κορ. 13,13· «῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καίἡἀγάπη τοῦ Θεοῦ
καίἡ κοινωνία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος μετά πάντων ὑμῶν», ἔνθα ἐμφανῶς
ἐκφράζεται ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ.
Α´ Πέτρ. 1,2· «Κατά πρόγνωσιν Θεοῦ Πατρός, ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος, εἰς
ὑπακοήν καίῥαντισμόν αἵματος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» καί
Α´᾿Ιωάν. 5,7· «Τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καί
τό῞Αγιον Πνεῦμα, καί οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσιν», κλασικόὄντως χωρίο περί τοῦ
τριαδικοῦ Θεοῦ, τόὁποῖο ὅμως θεωρεῖται ὡς μεταγενέστερη παρεμβολή στό
κείμενο τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Στά δεύτερα δέ, καταλέγονται πλῆθος χωρίων τά κυριότερα τῶν ὁποίων εἶναι:

24
᾿Ιωάν. 1,1· «᾿Εν ἀρχῇἦν ὁ Λόγος, καίὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ
Λόγος...», ὅπου ἐκφράζεται ρητάἡἐσωτερική διάκριση καί σύναψη τοῦ Λόγου μέ
τόν Πατέρα, καί
Α´ Κορ. 2,10· «Τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ», ὅπου τό
Πνεῦμα παρουσιάζεται ὡς ξεχωριστό πρόσωπο, τόὁποῖο ἐρευνᾶ τά βάθη τῆς
οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
Μέ βάση τίς πολλές καί σαφεῖς ἀναφορές τῆς Κ. Διαθήκης, ἡ᾿Εκκλησία ἐκύρωσε
αὐθεντικά τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος στόἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῶν δύο
πρώτων οἰκουμ. Συνόδων, Νικαίας (325) καί Κωνσταντινουπόλεως (381).

20. Μαρτυρεῖται ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στή Γραφή;
Βεβαιότατα μαρτυρεῖται. Τά σχετικά χωρία εἶναι ἀναμφισβήτητα καί ἐναργῆ,
πρέπει δέ νά τά γνωρίζουμε καλῶς γιά νά μποροῦμε ν’ ἀνατρέψουμε ὅλους
ἐκείνους (κυρίως τούς Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ πού εἶναι πιστότατοι μαθητές
τοῦ᾿Αρείου, ἔστω κι ἄν ἔζησαν 1600 χρόνια μετά ἀπό αὐτόν), οἱ ὁποῖοι μέ λύσσα
στρέφονται κατά τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
Καί περί μέν τῆς θεότητας τοῦ῾Αγίου Πνεύματος κλασικό χωρίο εἶναι τό Πράξ.
5.5, ὅπου ὁ᾿Ανανίας φέρεται ψευδόμενος στό Θεό· «Οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις,
ἀλλά τῷ Θεῷ». Περισσότερες δέ εἶναι οἱ μαρτυρίες περί τῆς θεότητας τοῦ Λόγου.
Τά σχετικά χωρία εἶναι· ᾿Ιωάν. 20.28· «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου», ὅπου
ἐκφράζεται ἐνάρθρως [15] ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ. ῎Οχι ἁπλά Θεός, ἀλλά ὁ Θεός
(ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ μετά τήν ἀνάσταση). Τίτ. 2.13· «τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί
Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ». Α´᾿Ιωάν. 5.20· «Καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ
Υἱῷ αὐτοῦ᾿Ιησοῦ Χριστῷ. Οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός». Ρωμ. 9,5· «᾿Εξ ὧν ὁ
Χριστός τό κατά σάρκα, ὁ ὤν ἐπί πάντων Θεός εὐλογητός εἰς τόν αἰῶνα». Α´ Τιμ.
3,16· «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις...» (ἡ
σωστή ἀνάγνωση ἐδῶ εἶναι· «ὅς ἐφανερώθη ἐν σαρκί»).

21. Εἶναι κατανοητό διά τοῦ λόγου τό δόγμα τῆς ῾Αγίας Τριάδος;
῎Οχι, δέν εἶναι κατανοητό. Τό περί Τριάδος δόγμα, ὡς καί τό τῆς ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Λόγου καί τῆς θείας εὐχαριστίας ἀποτελοῦν τά κορυφαῖα μυστήρια τοῦ
Θεοῦ, στά ὁποῖα ἀδυνατεῖ νά προσεγγίσει γυμνός ὁἀνθρώπινος λόγος. Εἶναι
ἀλήθειες ἀπόκρυφες καί ἀδιάγνωστες. ῾Ο ἀνθρώπινος λόγος ἀσθμαίνει στή
προσπάθειά του νά τίς περιλάβει καί νά τίς κατανοήσει. Τά φτερά του εἶναι λίγα
στό πέταγμα πρός τό ὑπερβατικό καί ἀκατάσχετο. Τό πῶς μποροῦμε νά
ἐναρμονίσουμε τήν ἑνότητα τῆς θείας οὐσίας μέ τήν τριαδικότητα τῶν
προσώπων, τό πῶς δηλαδή ὁ ἕνας στήν οὐσία Θεός ὑπάρχει ὁλόκληρος σέ τρεῖς
ξεχωριστές ὑποστάσεις χωρίς ὡστόσο νά ὑπάρχουν καί τρεῖς θεοί ἤ χωρίς νά
συγχέωνται καί ν’ ἀφανίζονται τά πρόσωπα, εἶναι κάτι πού μᾶς προσπερνᾶ καί
μᾶς ἀφήνει πίσω, κλεισμένους ἑρμητικά στό κέλυφος τῆς σύμφυτης ἀδυναμίας
μας. ῾Η γνώση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς εἶναι γιά μᾶς πολύ σημαντική γιά νά
γνωρίζουμε τά ὅρια καί τήν ἀντοχή τῆς φύσεώς μας μπροστά στό μυστήριο τοῦ
Θεοῦ, μέχρι ποῦ μποροῦμε νά προχωρήσουμε στήν ἔρευνα τοῦ μυστηρίου καί
πότε νά σταματήσουμε, γιά νά μή χάσουμε στό τέλος τό μυαλό μας. Καί γιά
ἕναν ἄλλο λόγο, νά μή στενοχωριόμαστε, ὅταν οἱ ἄλλοι μᾶς ζητοῦν νά τούς
ἀποδείξουμε λογικά τό δόγμα τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ κι ἐμεῖς φυσικά ἀδυνατοῦμε,

25
νά τούς ἀπαντήσουμε. Νά ἔχουμε τήν αἴσθηση, ὅτι μόνο διά τῆς πίστεως καί μέ
τό φωτισμό τοῦ παναγίου Πνεύματος μποροῦμε, νά δεχτοῦμε λιγοστές μόνο
ἀκτίνες ἀπό τό φῶς πού περιβάλλει τήν ἀδιάγνωστη οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἐπειδή εἶναι στή φύση του, νά ἐρευνᾶ καί μάλιστα
τά κορυφαῖα καί δύσκολα ζητήματα τῆς ὑπάρξεώς του, δέν κάθεται μέ
σταυρωμένα τά χέρια μπροστά στό ὑπερλογικό μυστήριο τοῦ Θεοῦ,
προσπαθώντας μέ ὅ,τι διαθέτει νά τό ἐξηγήσει ἐξωτερικά καί νά τό κάνει
σαφέστερο στήν ἀνθρώπινη διάνοια. ᾿Από παλαιά δέ, προσπάθησε νά τό
διασαφήσει μέ παραδείγματα ἀπό τή φυσική ἐμπειρία, τήν ψυχολογία καί τήν
ἠθική. Κατά τή γνώμη μου προσφυέστερο παράδειγμα εἶναι τό ἡλιακό φῶς, τήν
ἀναλογία τοῦ ὁποίου χρησιμοποιεῖ καί τό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως· «Φῶς ἐκ
φωτός». Τοῦ παραδείγματος τοῦ φωτός ἔκαναν χρήση καί οἱ ἀρχαῖοι
᾿Απολογητές στίς γραφές τους πρός τούς ἐθνικούς. ῞Οπως –ἔλεγαν– ὅταν
ἀνάψεις ἀπό μιά ἀναμμένη λαμπάδα δύο ἄλλες λαμπάδες, ἔχουμε τρεῖς
ξεχωριστές λαμπάδες πού ὅμως φέρουν τό ἴδιο φῶς, ἔτσι καί στήν ῾Αγία Τριάδα
ἔχουμε τρία ξεχωριστά πρόσωπα στά ὁποῖα ὑπάρχει ἀπαράλλακτη ἡ μία θεία
οὐσία. Τό παράδειγμα αὐτό ἔχει φυσικά κάποια ἀξία, χωρίς ὅμως αὐτό –καθώς
καί τά λοιπά παραδείγματα– νά μποροῦν νά ἐξαντλήσουν τό ἀβυσσῶδες
μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἁπλές ἀναλογίες, ἀναγκαῖες καί χρήσιμες γιά τό
μυαλό μας.

22. Τί φρονοῦν περί τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ οἱ Προτεστάντες;


Οἱ μεγάλες προτεσταντικές κοινότητες δέχονται ὀρθῶς τό δόγμα τοῦ τριαδικοῦ
Θεοῦ. ῾Ορισμένες μόνο παραφυάδες ἀνανέωσαν τίς ἀρχαῖες ἀντιτριαδικές
αἱρέσεις, ἐλαυνόμενες ἀπό τό φιλελεύθερο ὀρθολογιστικό πνεῦμα πού εἶναι
διάχυτο στήν προτεσταντική θεολογία, ἡ ὁποία κατά τίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας
εἶχε ἀνατρέψει ὁλόκληρο σχεδόν τό σύστημα τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν.
῎Ετσι οἱ᾿Αρμινιανοί, ἄν καί δέν ἀρνοῦνται ὁλότελα τό τριαδικό δόγμα
ἐπαναλαμβάνουν τήν ἀρχαία κακοδοξία περί ὑποταγῆς τῶν προσώπων,
ἰσχυριζόμενοι ὅτι ὁ Πατήρ, ὡς ἡ κεντρική θεότητα, ὑπερέχει τῶν δύο ἄλλων
προσώπων, λόγω τάξεως καί δυνάμεως καί ἀξιώματος, τά δέ ἄλλα δύο
πρόσωπα, ὁ Υἱός καί τό῞Αγιο Πνεῦμα, ὅ,τι ἔχουν, τή θεότητα δηλαδή καί τίς
θεῖες ἰδιότητες, δέν τά ἔχουν ὁμοίως καί ὁμοταγῶς (πρός τόν Πατέρα), ἀλλά
κατά τρόπο ὑποτάξεως. Μεγαλύτερο, λένε, εἶναι τό γεννᾶν ἀπό τό γεννᾶσθαι,
καί τό προβάλλειν ἀπό τό ἐκπορεύεσθαι. ᾿Ανάλογες ἀντιλήψεις στήν
ἀρχαιότητα ὁδήγησαν, ὡς γνωστό, στόν ᾿Αρειανισμό.
Οἱ δέ Σωκινιανοί ἀρνήθηκαν ἐντελῶς τό τριαδικό δόγμα, τό ὁποῖο, κατ’ αὐτούς,
ἀντιβαίνει στή Γραφή ἀλλά κυρίως στόν ὀρθό λόγο. Τό δεύτερο αὐτό εἶναι
φυσική συνέπεια γιά ὅσους θέτουν τήν ἀνθρώπινη διάνοια ὡς μέτρο κρίσεως
τῶν πραγμάτων τῆς πίστεως. ῞Οπως ἤδη ἔχουμε παρατηρήσει, δέν εἶναι δυνατό
τό μυαλό τοῦἀνθρώπου νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα, νά καταλάβει δηλαδή
πῶς σέ μιά καί τήν αὐτή οὐσία μποροῦν νά ὑπάρχουν τρία ξεχωριστά πρόσωπα
χωρίς ὡστόσο νά ὑπάρχουν καί τρεῖς θεοί. Κάτι τέτοιο δέν μποροῦμε νά τό
πιάσουμε μέ τίποτε. Στήν ἁγία δέ Γραφή ἀντιβαίνει –λέγουν– διότι ὄχι μόνο σέ
κανένα σημεῖο της δέν λέγεται σαφῶς, ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, ἀπό δέ τή
συμπαράθεση τῶν τριῶν προσώπων δέν συνάγεται ὅτι αὐτά ὑπάρχουν

26
ἀναγκαίως καί στή θεία οὐσία. Τό μόνο γνήσιο δίδαγμα τῆς Γραφῆς εἶναι ὅτι ὁ
Πατήρ εἶναι κατά κυριολεξία Θεός, τά δ έἄλλα δύο πρόσωπα λέγονται ἔτσι
καταχρηστικῶς. ῾Ο ᾿Ιησοῦς Χριστός λέγεται Θεός ἤ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος γεννήθηκε θαυμαστῶς καί ἐστάλη ἀπό τό Θεό στόν κόσμο γιά νά
διδάξει τίς αἰώνιες ἀλήθειες καί νά δώσει ἀπαράμιλλο πρότυπο βίου ἠθικοῦ,
καίὁὁποῖος, ἀφοῦ ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, ἔγινε βασιλιάς τοῦ νέου
᾿Ισραήλ, τιμώμενος καί λατρευόμενος ἀπό τούς πιστούς. Τό δέ ῞Αγιο Πνεῦμα δέν
εἶναι πραγματικό πρόσωπο ἀλλά δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζουσα τόν ἄνθρωπο. Οἱ
ἀντιλήψεις αὐτές ἀκούονται σήμερα πολύ καί ἀπό τούς Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ.
23. Τί εἶναι τό fillio qve (και εκ του υιού);
Εἶναι αἵρεση τριαδολογική, τήν ὁποία ἀποδέχονται ἀπό κοινοῦ ἡ
Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι. ᾿Ενῶ κατά τήν ὀρθόδοξη θεολογία
τό ῞Αγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνον τοῦ Πατρός [16], κατά τή ρωμαϊκή
ἀντίληψη τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ. ῾Η κακοδοξία τοῦ
fillio qve εἰσήχθη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως στήν ῾Ισπανία σέ σύνοδο τοῦ
Τολέδου τό 589, προφανῶς γιά νά στηρίξει τή θεότητα τοῦ Λόγου, ἡ ὁποία τότε
καταπολεμοῦνταν σφοδρῶς στή χώρα αὐτή ἀπό τό Δυτικογοτθικό ᾿Αρειανισμό.
᾿Αργότερα ἡ προσθήκη πέρασε στή Γαλλία καί κατόπιν στή Ρώμη, ὄχι βέβαια
χωρίς ἀντίδραση. Εἶναι ἐνδεικτικό, ὅτι ὁ πάπας Λέων ὁ Γ´, προσκληθείς ἀπό τή
σύνοδο τοῦ᾿Ακυϊσγράνου, νάἐκφέρει γνώμη ὑπέρ τοῦ fillio qve, ἀποδοκίμασε τήν
προσθήκη, ἐγγράψας ἀκέραιο τό Σύμβολο σέ δυό ἀργυρές πλάκες στό Βατικανό
[17]. ῾Η κακοδοξία τοῦ fillio qve καί ἡ προσθήκη τοῦ ὅρου στό ἱερό Σύμβολο τῆς
Πίστεως συνετέλεσαν μεταξύ ἄλλων στό χωρισμό τῶν ἀδελφῶν ᾿Εκκλησιῶν
᾿Ανατολῆς καί Δύσεως, ὁ ὁποῖος ἄρχισε ἐπί Πατριάχου Κων/πόλεως Φωτίου
(Σχίσμα τοῦ 867) καί συμπληρώθηκε ἐπί Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054). Μετά τό
Σχίσμα τό filio qve ἔγινε τό κέντρο σφοδρῶν δογματικῶν ἐρίδων
μεταξύ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως καίἀφορμή συγγραφῆς –κυρίως ἀπό πλευρᾶς τῆς
᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας– πλήθους ἀντιρρητικῶν κα ίἐλεγκτικῶν θεολογικῶν
συγγραφῶν.

24. ῎Εχει Γραφική θεμελίωση τό filioque;


῎Οχι, δέν ἔχει, ἄσχετο ἄν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί προσπαθοῦν νά τό στηρίξουν στήν
ἁγία Γραφή. Περί τῆς ὑποστάσεως καί τῆς ἰδιωματικῆς σχέσεως τοῦ῾Αγίου
Πνεύματος ὁμιλεῖ κατά τρόπο σαφή καί ἀναντίρρητο τό᾿Ιωάν. 15,26· «῞Οταν δέ
ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς
ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται...». Στό κλασικό αὐτό χωρίο γίνεται
διάκριση τῆς ἀϊδίου ἐκπορεύσεως τοῦ Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα καί τῆς ὑπό
τοῦ Υἱοῦ ἤ στό῎Ονομα τοῦ Υἱοῦ πέμψεως αὐτοῦ στόν κόσμο, ἐκείνης μέν
ἐκφραζόμενης διά τοῦ ἐνεστῶτος «ἐκπορεύεται», αὐτῆς δέ διά τοῦ μέλλοντος
«πέμψω». ῾Η κατηγορηματική διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, καταχωρήθηκε
αὐθεντικά καί ἀλάθητα στόἱερό Σύμβολο τῆς συνόδου τῆς
Κωνσταντινουπόλεως (381)· «Τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον». ῾Η πίστη ἐδῶ
τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι σαφής καί ἀναντίρρητη.
Κατά τούς Παπικούς ὅμως τά ἀνωτέρω χωρία ὁμιλοῦν μέν περί ἐκπορεύσεως
τοῦ Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός, ὅμως δέν ἀποκλείουν ρητά καί τό filioque (και εκ
του υιού). Δέ λένε δηλαδή· «ὅ μόνον παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» ἤ «τό ἐκ τοῦ

27
Πατρός μόνον ἐκπορευόμενον», ἀφήνοντας ἔτσι ἀνοικτή τήν ὑπόθεση τοῦ
filioque. Δέ νομίζετε ὅμως, ὅτι οἱ συλλογισμοί αὐτοί τῶν Παπικῶν εἶναι ἁπλά
θεολογικά τεχνάσματα; Γιατί, ἀντιστρέφοντας τό συλλογισμό, θά μπορούσαμε
κι ἐμεῖς νά ποῦμε· ῎Αν τό filioque εἶχε κάποια δυνατότητα στή σκέψη τοῦ Κυρίου,
γιά ἕνα τόσο κορυφαῖο σημεῖο τοῦ δόγματος δέ θά ἔλεγε ρητά ὁ Σωτήρ· «ὅ παρά
τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται;» ἤ ὁ συνοδικός ὅρος· «τό ἐκ τοῦ Πατρός
καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον;» Γιατί ν’ ἀποκρύψει μιά τόσο μεγάλη ἀλήθεια ὁ
Κύριος; Μήπως γιά νά δημιουργήσει ζητήματα στήν ᾿Εκκλησία του;
Στό πνεῦμα τέλος τοῦ χωρίου τοῦ᾿Ιωάννου (15,26), δηλαδή τῆς ἀϊδίου
ἐκπορεύσεως ἐκ τοῦ Πατρός καί τῆς ἐν χρόνῳ πέμψεως ὑπό τοῦ Χριστοῦ πρέπει
νά ἑρμηνευθεῖ καί τό χωρίο ᾿Ιωάν. 16,13-15· «῞Οταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα
τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν· οὐ γάρ λαλήσει ἀφ’
ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ὅσα ἄν ἀκούσῃ λαλήσει, καί τά ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν». Στό
χωρίο ὅμως αὐτό στηρίζουν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τήν περί filioque διδασκαλία
τους, συνδέοντας στενά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τήν ἐκπόρευση καί τήν
ἀποστολή τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.

25. Πῶς κρίνεται τό filioque ἀπό ἱστορική ἐκκλησιαστική ἄποψη;


῾Η εἰσαγωγή του στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι πραξικοπηματική καί
αὐθαίρετη. Οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων εἶναι μνημεῖα αὐθεντικά,
ἀλάθητα καί ἀμετακίνητα. Κανένας ἰδιώτης οὔτε καί τοπικές σύνοδοι δέν ἔχουν
τό δικαίωμα, ἔστω καί στό ἐλάχιστο, νά τούς μεταβάλλουν καί νά τούς
τροποποιήσουν. Μόνον ἄλλη οἰκουμενική σύνοδος μπορεῖ νά τό ἐπιχειρήσει. Τήν
ἄποψη αὐτή κατοχυρώνει ἐπίσημα ἡ Γ´ Οἰκ. Σύνοδος σέ ὅσα ἀποφαίνεται·
«Μηδενί ἐξεῖναι ἑτέραν πίστιν προφέρειν, ἤγουν συγγράφειν ἤ συντιθέναι παρά
τήν ὁρισθεῖσαν παρά τῶν ῾Αγίων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ συνελθόντων ἐν
῾Αγίῳ Πνεύματι». ῎Ετσι εἶδε τό πράγμα καί ὁ πρόεδρος τῆς συνόδου Κύριλλος, ὁ
ὁποῖος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ᾿Ιωάννη ᾿Αντιοχείας λέγει, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται
«λέξιν ἀμεῖψαι τῶν ἐγκειμένων ἐκεῖσε ἤ μίαν γοῦν παραβῆναι συλλαβήν» [18].
῾Η κακοποίηση τοῦ ὅρου τῆς Γ´ Οἰκ. Συνόδου ἀπό τούς παπικούς, ἐξωφρενική καί
ἀνεπίτρεπτη, ἐπέφερε σάλο στήν οἰκουμενική ᾿Εκκλησία, τήν ὁποία τελικά
κατάφερε νά διασχίσει.

26. Θεολογικά γιατί εἶναι ἀξιοκατάκριτο τό filioque;


Διότι καταστρέφει τή μοναρχία στή θεότητα καί ἐπιφέρει σύγχυση στά
ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων.
῾Η μοναρχία στή θεότητα ἀποτελεῖ κορυφαία στιγμή τοῦ τριαδικοῦ δόγματος
τῆς πίστεως, γύρω ἀπό τήν ὁποία διεξήχθησαν ἰσχυροί ἀγῶνες στήν ἀρχαία
᾿Εκκλησία. ῞Οπως εἴδαμε στά προηγούμενα, ὁ Πατήρ θεωρεῖται ὡς ἡ πηγαία
θεότητα. ᾿Απ’ αὐτόν πηγάζουν τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Τριάδος, ὁ Υἱός διά
τῆς γεννήσεως καί τό Πνεῦμα διά τῆς ἐκπορεύσεως. Στήν τάξη αὐτή τῆς Τριάδος
διασφαλίζονται τόσο ἡ ἑνότητα τῆς φύσεως ὅσο καί ἡ ἰσοτιμία τῶν προσώπων
τῆς Τριάδος. ῎Ετσι ἐνόησε τό πράγμα ἀπό παλαιά ἡ ᾿Ορθόδοξη θεολογία. Τό
filioque ὅμως ἀναιρεῖ τήν τάξη αὐτή. Δέν καταστρέφει μέν τήν ἑνότητα τῆς
φύσεως, καταστρέφει ὅμως τήν τάξη τῶν τριαδικῶν σχέσεων τῶν προσώπων.
Καταλύει τή μοναρχία στή θεότητα, εἰσάγοντας διαρχία στίς σχέσεις τῆς

28
τριαδικῆς θεότητας. ᾿Αντί τῆς μίας ἀρχῆς ἀπό τήν ὁποία ἀνελίσσεται ἡ ῾Αγία
Τριάδα, ἔχουμε δύο ἀρχές. ῾Ο Πατήρ παύει νά εἶναι ἡ μόνη πηγή τῆς θεότητας,
στήν ὁποία τώρα προστίθεται ὡς παράλληλη πηγή καίὁ Υἱός. ῾Η εἰσαγωγή ὅμως
καί δεύτερης πηγῆς φέρει ἀναστάτωση καί συγχυση στά ὑποστατικά ἰδιώματα
τῶν προσώπων. Τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ δέν εἶναι πιά μόνο ἡ γέννηση,
ἀλλά καί ἡ ἐκπόρευση· τοῦ δέ ῾Αγίου Πνεύματος ἡ ἐκπόρευση δέν εἶναι ἐκ μόνο
τοῦ Πατρός ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ.
Στή βάση αὐτή τῆς συγχύσεως τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων διερωτᾶται κανείς·
γιατί ἡ σύγχυση νά μήν ἐπεκταθεῖ καί περαιτέρω, δηλαδή ὁ Υἱός νά μή γεννᾶ
τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα νά μήν ἐκπορεύει τόν Υἱόν κ.λπ.; Ποῦ θά χαράξουμε
τή διαχωριστική γραμμή καί ποῦ θά σταματήσουμε στήν κατάλυση τοῦ
δόγματος τῆς ῾Αγίας Τριάδος;

27. Τό filioque ἔχει πρακτικότερες συνέπειες γιά τήν ᾿Εκκλησία;


Γιά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἔχει. Στό θεολογικό ἐπίπεδο, ἐκτός τοῦ ὅτι
καταστρέφει τό τῆς «μοναρχίας πολυΰμνητον καί θεοπρεπές κράτος» [19],
ἐπιφέρον σύγχυση τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν προσώπων, ὑποτιμᾶ σαφῶς
καί τό θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ παναγίου Πνεύματος. Πράγματι, ἄν τό Πνεῦμα τό
῞Αγιο δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἴδια πηγή (τόν Πατέρα) ὅπως καί ὁ Υἱός, κατά
διαφορετικό φυσικά τρόπο, ἀλλ’ ἐξαρτᾶται καί ἀπό δεύτερο παράγοντα (τόν
Υἱό), τότε εἶναι ὑποδεέστερο τοῦ Υἱοῦ, καί δέν ἔχει τό αὐτοτελές καί ὁμόλογο
πρός τόν Υἱό, πού θά εἶχε ἄν προερχόταν ἀμέσως ἀπό τόν Πατέρα.
Γιά τήν ὀρθόδοξη ὅμως ᾿Εκκλησία ἡ μείωση τοῦ Πνεύματος στό θεολογικό πεδίο,
ἔχει ἀντίκτυπο καί στό σωτηριολογικό. ῎Αν τό Πνεῦμα δέν εἶναι ὁμότιμο καί
ἰσότιμο πρός τόν Υἱό (καί φυσικά πρός τόν Πατέρα), εἶναι δηλαδή δευτέρας
τάξεως στήν ῾Αγία Τριάδα, τότε κινδυνεύει τό ἔργο του στό πεδίο τῆς σωτηρίας,
σάν ἀρχῆς τελειωτικῆς τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, τῆς ᾿Εκκλησίας καί
τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό γιά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία ζεῖ
καί κινεῖται στή χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἔχει φοβερές ἐπιπτώσεις στήν
ὑπόστασή της. Οἱ ἀγῶνες της κατά τοῦ «και εκ του υιού» δέν ἦσαν οὔτε εἶναι
«περί ὄνου σκιᾶς», ὅπως ἴσως θά νόμιζαν μερικοί, ἀλλ’ ἀγῶνες ὑπαρξιακοί, γιά
τή διατήρηση τῆς ὑποστάσεως καί τῆς οὐσίας της καί τήν ἐπιτυχία τῶν
σωτήριων σκοπῶν καί τοῦ λυτρωτικοῦ δυναμισμοῦ της.
῾Η ᾿Ορθοδοξία δέν μπορεῖ ν’ ἀποστεῖ τοῦ θεωτικοῦἔργου τοῦ῾Αγίου Πνεύματος,
στόὁποῖο ζεῖ, διακρατεῖται καί ἐλπίζει. Δέν εἶναι δέ χωρίς λόγο, ὅταν στούς
ὀρθόδοξους ναούς τό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας κάνει τό σταυρό του, ὅταν
ἀπαγγέλλεται τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί στό σημεῖο «τό ἐκ τοῦ Πατρός
ἐκπορευόμενον». Τό ζήτημα αὐτό εἶναι βαθιά χαραγμένο στήν πίστη καί τή
συνείδηση τοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ!

28. Τί σημαίνει ὁ τύπος ἐκπορεύσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος «ἐκ Πατρός δι’


Υἱοῦ»;
Κατά τούς ἱερούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας τό Πνεῦμα τό῞Αγιο «ἐκπορεύεται ἐκ
Πατρός δι’ Υἱοῦ». Αὐτός εἶναι ὁ συνήθης τύπος διά τοῦὁποίου ἐκφράζεται ἡ
πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας. Στό ζήτημα αὐτό παρεμβαίνουσα ἡ θεολογία διατυπώνει
πολλούς καί λεπτούς συλλογισμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι δύσκολο νά κατανοηθοῦν

29
ἀπό τούς πολλούς πιστούς, γιά τούς ὁποίους γενικά ἡ θεολογία εἶναι δύσκολη
καί δυσνόητη. ᾿Εμεῖς ἐδῶ, ἀποφεύγοντας τίς πολύπλοκες θεολογικές σκέψεις, θά
δώσουμε μιά βασική ἀπάντηση, ἡ ὁποία δέν ἐξέρχεται τῆς διδασκαλίας τοῦ Δ´
Εὐαγγελίου (᾿Ιωάν. 15,26).
῾Η πρόθεση ἐκ γλωσσικά σημαίνει τήν αἰτία ἐκ τῆς ὁποίας γίνεται κάτι, ἐνῶ ἡ
διά σημαίνει τήν αἰτία διά τῆς ὁποίας γίνεται κάτι. Στή θεολογική Τριάδα ἡ ἐκ
ἀναφέρεται στόν Πατέρα ἐκ τοῦ ὁποίου τό Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀϊδίως,
λαμβάνοντας παρ’ αὐτοῦ τή θεότητα («τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον», «ὅ
παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»).
῾Η δέ πρόθεση διά ἀναφέρεται στόν Υἱό στό ὄνομα τοῦ ὁποίου πέμπεται τό
Πνεῦμα στόν κόσμο, χωρίς αὐτό φυσικά νά σημαίνει ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἁπλό
ὑπηρετικό ὄργανο τοῦ Πατρός. Εἶναι φανερό ὅτι ἡ διά στή σχέση τῆς
ἐκπορεύσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος ἀναφέρεται στήν οἰκονομική Τριάδα,
δηλαδή στίς ἐξωτερικές ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. ῞Οτι ἀφετέρου ἡ διά
ἐκφράζει τήν ταυτότητα φύσεως μεταξύ Υἱοῦ καί Πνεύματος εἶναι ὁμοίως
φανερό. Σ’ αὐτό στηρίζεται καί τόἄλλο, ὅτι τό Πνεῦμα ἀναπαύεται στόν Υἱό
(«καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον») καί λέγεται «ἴδιον τοῦ Υἱοῦ» {20}.

30
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ

29. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος;


Εἶναι τό τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς. Πλάστηκε μετά τή
δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔφερε στό εἶναι διαδοχικά σέ
μακρά χρονικά διαστήματα, ἀκολουθώντας ἐξελικτική πορεία ἀπό τά
ἁπλούστερα καί ἀτελέστερα στά συνθετότερα καί τελειότερα, κατά τήν
παντοδυναμία του.
῾Ο ἄνθρωπος εἶναι σύνθετο ὄν. Στήν ὑπόστασή του μετέχει τῶν δύο κόσμων, οἱ
ὁποῖοι ὑπῆρχαν πρό τῆς δημιουργίας του· τοῦ πνευματικοῦ, μέ τήν ἄυλη, λογική
καί νοερά του ψυχή πούἔπλασε ὁ Θεός ἀπό τό μηδέν· καί τοῦ ὑλικοῦ καί
αἰσθητοῦ στόν ὁποῖο μετέχει μέ τόὑλικό σῶμα του, τόὁποῖο πλάστηκε ἀπό τό
χῶμα τῆς γῆς. ῎Ετσι ὁἄνθρωπος βρίσκεται στό μεταίχμιο τῶν δύο κόσμων, εἶναι
μία ἐπιτομή καί σύνοψη τῶν ὑπαρκτῶν δημιουργημάτων. Αὐτό τοῦ χαρίζει μιά
ἔξοχη θέση στήν πλάση καί μαζί μέ τά ἄλλα πλεονεκτήματα πού τοῦ χάρισε ὁ
Θεός τόν κάνει τό ὀμορφότερο δημιούργημα, τή λαμπρή κατακλείδα καί τό
στεφάνι τῆς δημιουργίας [21].

30. ᾿Από ποῦ προῆλθε ὁἄνθρωπος;


Φυσικά ἀπό τό Θεό. Εἶναι δημιούργημα τῆς ἐλεύθερης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς
θείας ἐνέργειας. Καμιά ἀνάγκη ἐσωτερική ἤ ἐξωτερική δέν πίεζε τό Θεό νά τόν
δημιουργήσει. Μόνο ἀπό ἀγαθότητα καί ἀγάπη τόν ἔφερε στό εἶναι ὁ
πλαστουργός μέ τή δημιουργική του ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι κοινωνητή καί
μεταδοτή στήν ἀπρόσιτη φύση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ· ἔτσι, πού νά ὑπάρχουν καί
ἄλλα ὄντα ἔξω ἀπό αὐτόν, τά ὁποῖα νά μετέχουν κάθε ἕνα μέ τή φυσική τάξη
του στή μακαριότητα τοῦ πλάστη τους.
῎Ετσι, σχετικά μέ τήν πλάση τοῦ κόσμου γενικά, εἶναι ἐσφαλμένες οἱ θεωρίες
πού ἐκλαμβάνουν τόν κόσμο σύγχρονο μέ τό Θεό, αὐθύπαρκτο καί ἀναίτιο ἤ τόν
ταυτίζουν μέ τό Θεό (ὑλισμός, πανθεϊσμός)· σχετικά δέ μέ τήν πλάση καί τή
σύνθεση τοῦ ἀνθρώπου, ἐσφαλμένα διδάσκουν τόσο ὁ Πνευματισμός, πού
ἀρνεῖται τή σωματική ἀρχή τοῦἀνθρώπου, θεωρώντας τό σῶμα του ὡς
ἀπείκασμα ἤ δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς, ὅσο καί ὁ ὑλισμός πού ἀρνεῖται τό πνεῦμα
(τήν ψυχή) μέ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις του τίς ὁποῖες θεωρεῖ ὡς ἐκφάνσεις καί
προϊόντα τῆς ὕλης· καί τέλος ὁ Δαρβινισμός κατά τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν
προῆλθε ἄμεσα ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά προέρχεται διά τῆς ἐξελίξεως ἀπό
τόν κατώτερο ζωϊκό κόσμο.

31. ῾Η γυναίκα βρίσκεται στό αὐτό δημιουργικό ὕψος μέ τόν ἄντρα;


᾿Απόλυτα ναί. ᾿Από τήν πλάση της ἡ γυναίκα δέν εἶναι κατώτερη ἀπό τόν
ἄντρα. Δέν ὑπάρχει κάτι οὐσιῶδες ἀπό τή φυσική ἀνθρώπινη ἰδιοσυστασία πού

31
νά μήν τό ἔχει καί αὐτή. Εἶναι ἄρτιος καί ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος στό αὐτό
μέτρο πού εἶναι καί ὁ ἄντρας. ῎Εχει πλήρη ὅλα τά συστατικά τῆς φύσεως μέρη,
σῶμα καί ψυχή. ῾Ο Θεός ὅταν θέλησε νά πλάσει τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἔπλασε
μόνο ἄντρα, ἀλλά καί γυναίκα. ῾Η πραγματική ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου, θεωρεῖται
ἰσότιμα καί στά δύο φύλα, μᾶλλον στήν ἕνωση τῶν δύο. Χωρίς τό ἕνα ἀπ’ αὐτά ἡ
ἀνθρώπινη ἰδέα εἶναι ἐλλιπής. ῎Αν ἡ Γραφή λέει, ὅτι ἡ γυναίκα πλάστηκε ἀπό τό
Θεό μετά τήν πλάση τοῦ ἄντρα καί ἀπό τήν πλευρά του [22], αὐτό δέν σημαίνει
ὁποιαδήποτε ὑποτίμηση τῆς γυναίκας, ἀλλά τό στενό σύνδεσμο καί τήν
ἀλληλεξάρτηση τῶν δύο φύλων, ἄσχετα ἄν στήν ἱεράρχηση τῆς ζωῆς ὁ ἄντρας
φέρεται –ὄχι πάντοτε βέβαια– νά προέχει τῆς γυναίκας. Αὐτό εἶναι ἄλλο
ζήτημα, ὀφειλόμενο σέ πολλούς λόγους ὄχι πάντοτε ἀδιάβλητους. Στίς
καταχρήσεις στόν τομέα αὐτό ὀφείλουν τή γένεσή τους καί τά διάφορα
φεμινιστικά κινήματα, τά ὁποῖα ὅμως δέν εἶναι κι αὐτά πάντα ἀδιάβλητα.
῾Η γυναίκα εἶναι ἴση μέ τόν ἄντρα τόσο στή φυσική τάξη τῆς δημιουργίας, ὅσο
καί στό πεδίο τῆς χάριτος καί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῞Οσοι κακολογοῦν καί
ὑποβαθμίζουν τή γυναίκα –στό μεσαίωνα ἔφθασαν σέ σημεῖο νά διερωτῶνται
ἄν ἡ γυναίκα ἔχει ψυχή!– εἶναι ἀνόητοι. ῎Αλλωστε ἀπό γυναίκα δέ γεννήθηκε ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀνέδειξε «τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν
ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ;» [23].

32. Ποιά εἶναι τά συστατικά μέρη τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου;


Εἶναι δύο, τό σῶμα καί ἡ ψυχή. Τό πρῶτο εἶναι ὑλικό, πλάστηκε ἀπό τό χῶμα τῆς
γῆς [24], καί εἶναι ἀπό τή φύση του φθαρτό (δέ θά πέθαινε βέβαια ἄν ὁ πρῶτος
ἄνθρωπος δέν ἔπεφτε στήν ἁμαρτία)· τό δεύτερο, ἡ ψυχή, δέν προέρχεται ἐξ
ἀπορροῆς ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ (δέν εἶναι δηλαδή κομμάτι της), ἀλλά οὐσία
ἄυλη καί νοερά, ἀθάνατη καί ἄφθαρτη, πού πλάστηκε «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπό τό
μηδέν) καί δόθηκε σάν ἐμφύσημα θεῖο [25] στό σῶμα, γιά νά τό κινεῖ καί νά τό
ζωογονεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀντίληψη στήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία.
Παράλληλα ὅμως μέ αὐτή ὑπάρχει καί μία ἄλλη θεωρία κατά τήν ὁποία ἡ φύση
τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τρία συστατικά μέρη, τό σῶμα, τό πνεῦμα καί τήν ψυχή.
Εἶναι ἡ τριχοτομική θεωρία πού ἐμπνέεται ἀπό τά διδάγματα τῆς Πλατωνικῆς
φιλοσοφίας. Σ’ αὐτή στηρίχθηκε ὁ᾿Απολλινάριος, ἐπίσκοπος Λαοδικείας τῆς
Συρίας, γιά νά διατυπώσει τά εἰδικά διδάγματά του στό πεδίο τῆς Χριστολογίας,
καθώς καί ἄλλοι ἀρχαῖοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας. Στή Γραφή ὑπάρχουν πολλά
χωρία πού ἐκ πρώτης ὄψεως στηρίζουν τή θεωρία αὐτή· «Ζῶν γάρ ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν δίστομον μάχαιραν διικνούμενος
ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς καί πνεύματος» [26]· «Αὐτός δέ ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι
ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα
ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη» [27]. Τά
χωρία ὅμως αὐτά καί ἄλλα παρόμοια διδάσκουν πράγματι τήν τριχοτομική
θεωρία;
῎Αν μελετηθοῦν προσεκτικά, νομίζω ὄχι. ῾Η διάκριση πού γίνεται μεταξύ
πνεύματος καί ψυχῆς εἶναι μᾶλλον φαινομενική, παρά πραγματική. Δέ
σημαίνει, ὅτι αὐτά τά δύο εἶναι ἴδια καί αὐτοτελή συστατικά μέρη στήν
πνευματική οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι δύο ὄψεις ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ
πράγματος, τῆς ψυχῆς, ἀνάλογα μέ τή στροφή της εἴτε στό Θεό καί τά θεῖα

32
πράγματα (πνεῦμα), εἴτε στά ὑλικά καί τά χαμαίζηλα (ζωική ψυχή). ῎Ετσι ἡ
Γραφή τόν ἄνθρωπο πού εἶναι ἀφοσιωμένος στό Θεό καί κινεῖται ἀπό τή χάρη
τοῦ῾Αγίου Πνεύματος τόν ἀποκαλεῖ πνευματικό, τόν δέ ἀποκομμένο ἀπό τό Θεό
καί προσηλωμένο στά ὑλικά πράγματα τῆς γῆς τόν χαρακτηρίζει σαρκικό ἤ
ψυχικό [28].

33. ῾Ο ᾿Αδάμ ἦταν ὁ γενάρχης τοῦἀνθρώπινου γένους;


Ναί, ἦταν. ῏Ηταν ἡ ρίζα τοῦἀνθρώπινου γένους, ἀπό τήν ὁποία ἐκβλαστάνουν
ὅλοι οἱ καταγόμενοι ἀπ’ αὐτόν ἄνθρωποι. ῾Η Γραφή λέγει· «(ὁ Θεός) ἐποίησεν ἐξ
ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς»
[29]. Στήν ἑνότητα αὐτή τῆς φύσεως δέ στηρίζεται μόνο ἡ καταγωγή τῶν
ἀνθρώπων ἀπό τό γενάρχη καί ἡ μετάδοση τῆς ἁμαρτίας τοῦ προπάτορα σέ
ὅλους τούς ἀπογόνους τοῦ ᾿Αδάμ, ἀλλά καί ἡ καταγωγή τῶν πιστῶν ἀπό τή νέα
πνευματική ρίζα τῆς ἀνθρωπότητας, τό Χριστό, καί ἡ μετάδοση σ’ αὐτούς τῶν
καρπῶν τοῦ σωτηρίου ἔργου Του.
῎Αν ὅμως ὅλοι οἱἄνθρωποι κατάγονται ἀπό τό αὐτό ζεῦγος (᾿Αδάμ καί Εὔα), τότε
ποῦ ὀφείλονται οἱ ποικίλες διαφορές πού παρατηροῦνται στούς ἀνθρώπους, ὡς
πρός τό κρανίο, τό χρῶμα, τή νοητική κατάσταση καί τή σωματική τους ἐν γένει
διάπλαση; Οἱ διαφορές αὐτές εἶναι πραγματικές· ὅμως δέν ὀφείλονται σέ
διαφορετικούς γενάρχες, τούς ὁποίους ἔπλασε τάχα ὁ Θεός μέ τά ἰδιαίτερα αὐτά
χαρακτηριστικά. ᾿Οφείλονται μᾶλλον στίς συνθῆκες τοῦ φυσικοῦ
περιβάλλοντος στό ὁποῖο ἔζησαν οἱ ἄνθρωποι, στό κλίμα, τή δίαιτα καί τά ἄλλα
συναφή. Τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀποτελοῦν μία πανανθρώπινη ἑνότητα
ἀποδεικνύουν ἡ γόνιμη σύζευξη μεταξύ τους, ἡ δι’ ἀσκήσεως δεκτικότητα τῶν
καθυστερημένων ἀνώτερης σκέψεως καί ζωῆς καί τά πορίσματα τῆς
συγκριτικῆς γλωσσολογίας, μυθολογίας καί ἐθνολογίας.

34. Πῶς μεταδίδεται ἡ ψυχή στόν ἄνθρωπο;


Στό ζήτημα αὐτό δέν ὑπάρχει ὁμοφωνία στήν ὀρθόδοξη θεολογία. ᾿Ενῶ γιά τήν
καταγωγή τοῦ σώματος, ὅτι δηλαδή αὐτό προέρχεται ἀπό τούς γονεῖς μέ τή
διαδικασία τῆς φυσικῆς συλλήψεως οἱ πάντες συμφωνοῦν, γιά τήν καταγωγή
τῆς ψυχῆς δέν ὑπάρχει ὁμόφωνη διδασκαλία.
Σχετικά μέ τό θέμα αὐτό ὑπάρχουν τρεῖς βασικές θεωρίες· ἡ τῆς προϋπάρξεως,
τῆς μεταφυτεύσεως καί τῆς δημιουργίας.
Κατά τή θεωρία τῆς προϋπάρξεως, οἱ ψυχές προϋπῆρχαν τῶν σωμάτων σέ ἕναν
ἄλλο κόσμο, στόν ὁποῖο ἐλεύθερα ἁμάρτησαν, καί ὁ Θεός γιά νά τίς τιμωρήσει
τίς στέλνει στή γῆ νά μποῦν σέ ὑλικά σώματα γιά νά καθαρθοῦν. Τή θεωρία
αὐτή, πού δίδαξε ὁ ᾿Ωριγένης, τήν καταδίκασε ἡ ᾿Εκκλησία. Κατά τή Γραφή ἡ
ἁμαρτία ἔλαβε ἀρχή ἀφότου ὁἄνθρωπος πῆρε ἀπό τό Θεό τήν ψυχοσωματική
του ὕπαρξη καί ὄχι νωρίτερα. ῎Αλλωστε κανένας ἱστορικός ἄνθρωπος δέν ἔχει
μέσα του τή συνείδηση, ὅτι ἁμάρτησε σέ ἕναν ἄλλο πρότερο κόσμο καί ὅτι στή
γῆ ζεῖ γιά νά καθαρθεῖ.
Κατά τή θεωρία τῆς μεταφυτεύσεως (ἀποσπάδα, ὑποφυάδα), τήν ὁποία
ἀποδέχονται ἀρκετοί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας (Τερτυλλιανός, Μ. ᾿Αθανάσιος,
Γρηγόριος Νύσσης), ἡ ψυχή καταβάλλεται στόν ἄνθρωπο ἀπό τούς γονεῖς μαζί

33
μέ τό σῶμα διά τῆς φυσικῆς συλλήψεως. ῾Η θεωρία αὐτή, πού εἶναι σύμφωνη μέ
τούς νόμους γεννήσεως τῶν ἄλλων ὄντων, ἐξηγεῖ κάπως τή μετάδοση τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ἐξαίρει τήν πανσοφία τοῦ Θεοῦ πού
δημιούργησε τά πάντα ἐφάπαξ, χωρίς νάἔχουν αὐτά ἀνάγκη ἄλλης
δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ἐκτός μόνο τῆς συντηρητικῆς Του θείας
πρόνοιας. ᾿Από τήν ἄλλη ὅμως μεριά ἀντίκειται πρός τήν περιωπή τῆς
πνευματικῆς ψυχῆς, τήν ὁποία κατεβάζει στή στάθμη τῆς φυσικῆς συλλήψεως
τοῦ ὑλικοῦ σώματος.
Κατά τή θεωρία, τέλος, τῆς δημιουργίας, τήν ὁποία δέχονται οἱ Λατίνοι Πατέρες,
ὁ Θεός δημιουργεῖ κάθε φορά τήν ψυχή τήν ὁποία στέλλει νά ἑνωθεῖ μέ τό ὑλικό
σῶμα (τό ἔμβρυο) πού μορφώνεται διά τῆς γαμικῆς ἑνώσεως στή μήτρα τῆς
γυναίκας. ῾Η θεωρία αὐτή, ὑπέρ τῆς ὁποίας φαίνεται νά συμφωνοῦν ἀρκετά
χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἐξαίρει μέν τό μεγαλεῖο τῆς πνευματικῆς ψυχῆς
δημιουργουμένης ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό, τήν παρουσιάζει ὅμως νά μολύνεται
ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα μέ τήν ἕνωσή της μέ τό ὑλικό σῶμα, πράγμα πού
θυμίζει μανιχαϊστικές διαρχικές ἀντιλήψεις.

35. Τί εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν» μέ τά ὁποῖα πλάστηκε ὁ


πρῶτος ἄνθρωπος;
Κατά τήν Γραφή ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα» καί «ὁμοίωσιν»
αὐτοῦ [30].
Τό «κατ’ εἰκόνα» σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἰκονίζει τό Θεό στή φύση του. ῾Ο
Θεός εἶναι τό πρότυπο καί ὁ ἄνθρωπος ἡ εἰκόνα του. ῾Η εἰκόνα φυσικά δέν
ἀναφέρεται στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὁ Θεός, ὡς ἄπειρη πνευματική οὐσία,
δέν ἔχει σῶμα αἰσθητό γιά νά τόν ἐξεικονίζει τό ὑλικό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. ῎Αν
ὁρισμένοι Πατέρες βάζουν τό ἀνθρώπινο σῶμα στό θεῖο ἐξεικονισμό, αὐτό
σημαίνει ὅτι τό σῶμα μέ τή βασιλική του παράσταση καί μεγαλοπρέπεια
ἐκφράζει τόν ὅλο ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι φανερό, ὅτι τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο ἐκφράζει τό πνευματικό του
στοιχεῖο, ἡ λογική, νοερά καί ἐλεύθερη ψυχή του, κάτι πού σέ ἀπόλυτο βαθμό
ἔχει ὁ Θεός. ῾Ο ἄνθρωπος εἰκονίζει τό Θεόὡς ἄυλη πνευματική ὀντότητα, ὡς
ψυχή δηλαδή λογική καί ἐλεύθερη. ῾Η θεία εἰκόνα νοεῖται βέβαια, στή θετική
της φορά πρός τό Θεό καί τό ἀγαθό. Εἶναι ἐλεύθερη στροφή ἐν ἀγάπη πρός τό
θεῖο ἀρχέτυπό της.
Μία ἄλλη ὄψη τῆς θείας εἰκόνας στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ κυριαρχία τοῦ λογικοῦ
πλάσματος ἐπί τῶν ἄλλων ζώων καί τῆς φυσικῆς κτίσεως. Αὐτό τό προνόμιο τό
ἔδωσε ὁἴδιος ὁ Θεός στό λογικό του πλαστούργημα· «Καί ηὐλόγησεν αὐτούς (τό
πρωτόπλαστο ζεῦγος) ὁ Θεός λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί
πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς
θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς
γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς»31.
Τό «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, ἦταν μιά δυνητική καί ἐξελικτική κατάσταση. ῾Η λογική
εἰκόνα ἔπρεπε βαθμηδόν, νά γίνει ὁμοίωση Θεοῦ. Αὐτό θά γινόταν μέ τή
σταθερή στροφή τῶν λογικῶν καί ἠθικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό,
μέ τή βοήθεια πάντοτε τῆς θείας χάριτος. ῾Ο ἄνθρωπος δηλαδή ἔπρεπε μέ τήν

34
ἐπίμονη κατεργασία τοῦ ἀγαθοῦ, νά πετύχει τήν ἠθική του ἀτρεψία καί νά
θεωθεῖ, μοιάζοντας μέ τόν πανάγαθο πλαστουργό του.
᾿Απόὅσα ἀνωτέρω εἰπώθηκαν, γίνεται σαφής ἡ σχέση τῆς εἰκόνος πρός τή θεία
ὁμοίωση. ῾Η εἰκόνα εἶναι ἡ ὁμοίωση δυνάμει. Σ’ αὐτήν ἔπρεπε σιγά σιγά νά
καταλήξει διαπράττοντας τό ἀγαθό. ᾿Ενῶ ἡὁμοίωση εἶναι ἡ εἰκόνα ἐν ἐνεργείᾳ,
ὅταν δηλαδή ἡ τελευταία θά ἔφθανε στά τέλεια ἠθικά μέτρα της.

36. Πῶς ζοῦσε στόν παράδεισο ὁ πρωτόπλαστος;


῾Η ζωή τοῦ πρωτόπλαστου στόν Παράδεισο ἦταν εἰρηνική καί εὐτυχής. Στόν
παράδεισο δέν ὑπῆρχε τό κακό, πού προκαλεῖ ἀναστατώσεις στή ζωή τῶν
ἀνθρώπων. ῾Ο ᾿Αδάμ εἰρήνευε μέ τόν ἑαυτό του. Δέν ὑπῆρχε στή φύση του ὁ
πόλεμος τῆς κατώτερης σφαίρας πρός τήν ἀνώτερη, ἡ διαπάλη σάρκας καί
πνεύματος, ἡ ὁποία καθιστᾶ δύσκολη τήν ἀνθρώπινη ζωή. ᾿Επίσης εἰρήνευε μέ
τό φυσικό περιβάλλον του. ῾Η γῆ τόν ὑπηρετοῦσε στίς ἀνάγκες του. Τά ζῶα
ὑποτάσσονταν πειθήνια στήν κυριαρχία του. ῾Η γῆ δέν εἶχε ταραχθεῖ ἀκόμα ἀπό
τήν ἁμαρτία. ῞Ολα ἦταν ἤρεμα στή ζωή τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. ῾Ο παράδεισος
ἦταν τόπος γαλήνης, χαρᾶς καί εὐτυχίας. Τέλος ὁ ἄνθρωπος εἰρήνευε μέ τό Θεό,
μέ τόν ὁποῖο εἶχε ἐλεύθερη ἐπικοινωνία, σάν παιδί πρός τόν πατέρα του,
καίἐντρυφοῦσε στίς θεῖες δωρεές του.
῾Ο πρωτόπλαστος ζοῦσε στόν παράδεισο τῆς τρυφῆς ἀμέριμνος καί ἄλυπος,
χωρίς τό μόχθο καί τόἄγχος τῆς μεταπτωτικῆς καθημερινότητας, χωρίς τή
σωματική κάκωση καί τίς ἀσθένειες, πού κατέκλυσαν τό βίο τοῦἀνθρώπου
εὐθύς μετά τήν πτώση του.

37. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τήν ὁποία ἦταν
προικισμένος ὁ πρῶτος ἄνθρωπος;
῾Η ἀρχέγονη δικαιοσύνη ἦταν μιά σειρά δώρων μέ τά ὁποῖα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ
διακόσμησε τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο, ὥστε αὐτή εὐκολότερα, νά πετύχει
τόν τελικό προορισμό της, τήν ὁμοίωση τοῦἀνθρώπου μέ τό Θεό. Τά δῶρα αὐτά
ἦταν –ἐκτός ἀπό τήν κυριαρχία τοῦἀνθρώπου ἐπάνω στή ζωική καί φυσική
κτίση–, ἡ ἀπάθεια καί ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἡ θεογνωσία καί ἡ
εὐθύτητα τῆς θελήσεως τῶν πρωτοπλάστων.
Καί ἡ μέν ἀπάθεια καί ἀθανασία τοῦ ᾿Αδάμ δέν πρέπει, νά νοηθοῦν ὡς
κατάσταση τέλεια καί ἀπροϋπόθετη, ἀλλά σχετική καί ὑπό ὅρους. ῾Ο ᾿Αδάμ
στόν παράδεισο εἶχε τή δυνατότητα νά μήν ἀποθάνει, ὄχι καί τό ἀδύνατο νά
ἀποθάνει, καί αὐτό ἀνάλογα μέ τή στροφή τῆς βουλήσεώς του στό ἀγαθό (ἄν
δέν ἁμάρτανε) καί τή στροφή της μακριά ἀπό τό Θεό (πού πραγματικά ἔγινε καί
ἀπέφερε τήν πτώση του). Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀθανασία τοῦ προπάτορα δέν ἦταν
ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική καί ὑπό ὅρους.
῾Η δέ θεογνωσία ἐκινεῖτο μέν σέ ἕναν εὐρύ κύκλο γνώσεων, χωρίς ὅμως νά εἶναι
καί παγγνωσία, ἰδίωμα ἀποκλειστικό τῆς θείας φύσεως. ῞Οτι ὁ᾿Αδάμ γνώριζε
πολλά, φαίνεται ἀπό τίς διάφορες ὀνομασίες πούἔδωσε στά ζῶα, τάὁποῖα τοῦ
παρουσίασε ὁ Θεός νά ὀνομάσει [32]. ᾿Επίσης καί ἀπό τήν προφητεία, τήν ὁποία
εἶπε μόλις εἶδε τή γυναίκα του (Εὔα), πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός [33] σάν
συμπλήρωμα καί βοηθό του [34].

35
Τέλος, ὡς πρός τήν εὐθύτητα τῆς βουλήσεως τῶν πρωτοπλάστων, πρῶτο
στοιχεῖο της ἦταν ἡ ἀθωότητα, ἡ ἁγνότητα καί τό ἀπονήρευτο. Πρίν ἀπό τήν
πτώση οἱ πρωτόπλαστοι ἦταν γυμνοί στόν παράδεισο χωρίς νά ντρέπονται [35].
Τήν ντροπή τήν ἔνιωσαν εὐθύς μετά τήν πτώση, ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τούς
ἔντυνε σάν ἱμάτιο, τούς ἐγκατέλειψε. ῎Ενοχοι τότε κατανόησαν τή γύμνια τους
καί ἔραψαν φύλλα συκῆς νά τή σκεπάσουν [36].
῎Αλλο στοιχεῖο ἦταν ἡ ἀκακία τῶν προπατόρων. Στή φύση τους δέν ὑπῆρχε τό
κακό, οὔτε ἡ θέλησή τους ἔρεπε πρός αὐτό. ῎Αλλο βέβαια τό ζήτημα ὅτι οἱ
πρωτόπλαστοι μποροῦσαν νά διακρίνουν στοιχειωδῶς τό καλό (τήν ὑπακοή στό
Θεό), ἀπό τό κακό (τήν παρακοή). ῾Ο ἄνθρωπος πού γνωρίζει τό κακό, δέ
σημαίνει ὅτι εἶναι κατ’ ἀνάγκην κακός. ῎Αλλωστε στή στερέωση τῆς διακρίσεως
αὐτῆς ἀπέβλεπε καί ἡ ἀπαγόρευση τῆς βρώσεως τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως τοῦ
καλοῦ καί τοῦ κακοῦ [37], πού ἦταν φυτευμένο στόν παράδεισο. ῾Ομοίως πρέπει
νά σημειωθεῖ ὅτι ἡἀθωότητα καί ἡ νηπιακή πρός τά πνευματικά κατάσταση τῶν
πρωτοπλάστων δέν πρέπει νά ἐκληφθεῖ ὡς ἠθική ἀδιαφορία, ἡ ὁποία, θέτοντας
σέ ἴση μοίρα τά κατώτερα καί τά ἀνώτερα, τίς ἀπαιτήσεις τῆς σάρκας καί τά
αἰτήματα τοῦ πνεύματος, εἶναι εὔκολο νά ὁδηγήσει τή βούληση πρός τό κακό.
῎Αλλωστε, στοιχεῖο τῆς θείας εἰκόνος στόν ἄνθρωπο –ὅπως εἴδαμε– ἦταν ἡ
θετική φορά της πρός τό ἀγαθό. Στή βάση αὐτή καί στή βοήθεια τῆς θείας
χάριτος ἡ εἰκόνα ἔμελλε, καλλιεργούμενη καί προκόπτουσα, νά φθάσει στήν
ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.
Τήν αὐτή, τέλος, ἔννοια ἔχουν ἡ ἀρετή καί ἡ ἁγιότητα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου. Οἱ
καταστάσεις αὐτές δέν ἦταν τέλειες καί ὁλοκληρωμένες στόν προπάτορα, ἀλλά
σχετικές. ᾿Αρετή ἀπηρτισμένη εἶναι ἔννοια ἀντιφατική. Γιά νά κατακτήσεις τήν
ἀρετή καί νά γίνεις ἅγιος, πρέπει νά δουλέψεις ἐλεύθερα, νά παλαίψεις. Μέ
αὐτό τόν τρόπο ἡ εἰκόνα μποροῦσε νά γίνει ὁμοίωση.

38. Ποιά ἦταν ἡ σχέση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης πρός τή θεία εἰκόνα
στόν ἄνθρωπο;
῾Ο διάκοσμος τῆς θείας δικαιοσύνης δέν ἦταν δῶρο πρόσθετο τῆς χάριτος τοῦ
Θεοῦ, χαλαρά καί ἐξωτερικά συνδεδεμένο μέ τήν εἰκόνα (Ρωμαιοκαθολικοί),
οὔτε ταυτιζόταν ἐσωτερικά μέ τήν πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου
(Προτεστάντες), ἀλλά κάτι τό ἐνδιάμεσο, δωρεά σέ ἐσωτερική σχέση καί
ὀργανικό σύνδεσμο μέ τό «κατ’ εἰκόνα» (᾿Ορθόδοξοι).
Τό σημεῖο αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό γιά τό ἀνθρωπολογικό δόγμα τῶν
διαφόρων ᾿Εκκλησιῶν, στό ὁποῖο παρατηροῦνται ἀρκετές δογματικές διαφορές,
τίς ὁποῖες θά δοῦμε στή συνέχεια.

39. Ποιά εἶναι ἡ περί ἀρχέγονης δικαιοσύνης διδασκαλία τῶν


Ρωμαιοκαθολικῶν;
῎Αν καί στό σημεῖο τῆς ἀρχέγονης καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου στή
ρωμαιοκαθολική θεολογία ὑπάρχουν πολλές ποικίλλουσες ἀποχρώσεις καί
διακυμάνσεις, ἐντούτοις θεμελιώδης ἰδέα εἶναι, ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅπως
βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του καί τοποθετήθηκε στόν παράδεισο,
ἀποτελοῦνταν ἀπό δύο συστατικά μέρη, ἕνα φυσικό καί ἕνα ὑπερφυσικό.

36
Φυσικό ἦταν ἡ φύση καθ’ ἑαυτήν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα ὑλικό, πού δέν
εἶναι οὔτε θνητό οὔτε ἀθάνατο, καί ἀπό τή νοερά ψυχή, ἡ ὁποία συμπίπτει μέ τό
«κατ’ εἰκόνα». Στή φύση αὐτή ὑπῆρχαν ἀντίρροπες ὀρέξεις, οἱ σωματικές καί οἱ
ψυχικές, οἱ ὁποῖες ὄφειλαν νά ὑποτάσσονται καί νά καθοδηγοῦνται ἀπό τόν
ὀρθό λόγο.
῾Υπερφυσικό ἦταν τά ὑπερφυσικά δῶρα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τάὁποῖα
συνιστοῦσαν τό διάκοσμο τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης. Τά δῶρα αὐτά δόθηκαν
στόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό μέ σκοπό, νά ἐξισορροποῦν τίς ὁρμές τῆς φύσεως
(σαρκικές καί ψυχικές) καί νά ἐνισχύουν τόν ἄνθρωπο στήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ
τῆς ζωῆς του. Τά δῶρα αὐτά ἦταν· ἡ ἀπάθεια (ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη καί τίς
ἀσθένειες) καί ἡ ἀθανασία τοῦ σώματος, ἡ ἐναρμόνιση τῶν ὁρμῶν καί τῶν
ὀρέξεων τῆς ψυχῆς ὑποτασσόμενων στό λόγο, ἡ κυριαρχία ἐπί τῶν ζώων καί τῆς
φύσεως καίἡὑπέροχη διανοητική καίἠθική τελειότητα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου.
῎Αν τά δῶρα αὐτά τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ἦταν ὀργανικά συνδεδεμένα μέ τή
φύση, ἤ ἄν προστέθηκαν κατόπιν στή φύση (ἀφοῦ δηλ. πλάστηκε πρῶτα αὐτή),
δέν ὑπάρχει συμφωνία μεταξύ τῶν θεολόγων τῆς Δύσεως. Στό μεσαίωνα ἰδίως
τό θέμα συζητιόταν ζωηρά. Μᾶλλον ἐπικρατέστερη θεωρεῖται ἡ δευτέρα ἄποψη,
ὅτι ὁ ὑπερφυσικός διάκοσμος τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ἦταν δῶρο πρόσθετο,
ἐξωτερικά καί χαλαρά συνδεδεμένο μέ τή φύση.

40. ῾Υπάρχει διαφορά στή διδασκαλία περί ἀρχέγονης δικαιοσύνης μεταξύ


τῆς ὀρθόδοξης καί τῆς ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας;
Ναί, ὑπάρχει.
1. ᾿Ενῶἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι στήν πρωτόκτιστη φύση δέν ὑπῆρχαν ἀντίρροπες
σαρκικές καί ψυχικές ὀρέξεις καί ὁρμές, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί πιστεύουν τό
ἀντίθετο, δεχόμενοι –ὅπως εἴδαμε– τήν ὕπαρξη τέτοιων ὀρέξεων, οἱ ὁποῖες
ἔπρεπε νά ὑποτάσσονται στόν ὀρθό λόγο καί νά ἐξισορροποῦνται στό πλέγμα
τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης.
2. ῾Υπάρχει διαφορά στόν τρόπο συνδέσεως τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ τήν
πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου (τό «κατ’ εἰκόνα»). ᾿Ενῶ ἡ ὀρθόδοξη
ἀνθρωπολογία φρονεῖ, ὅτι τά πνευματικά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης
βρίσκονταν σέ ἐσωτερική σχέση καί ὀργανικό σύνδεσμό μέ τή θεία εἰκόνα στόν
ἄνθρωπο, ἡ ρωμαιοκαθολική τά θεωρεῖ μᾶλλον ὡς πρόσθετα δῶρα, ὡς
προσθήκη στή φύση ἐξωτερική καί χαλαρή.
Οἱ ἰδέες αὐτές τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν δημιουργοῦν ὄντως προβλήματα. ῾Η
ἀντίθεση μεταξύ τῆς καθαρῆς φύσεως, τῆς ὑποκείμενης στή διαπάλη τῶν
ἀντίρροπων ὀρέξεων καί ὁρμῶν, καί τῆς ἀκεραίας φύσεως, δηλαδή τῆς
ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ἐξισορροπούσης τίς ὁρμές αὐτές, μειώνει τήν ἀξία τῆς
πρωτόκτιστης φύσεως, εἰσάγουσα διαρχία σ’ αὐτή μεταξύ ὕλης καί πνεύματος,
πού μπορεῖ νά καταλήξει σέ ἰδέες μανιχαϊκές.
Κατόπιν ὁ χωρισμός τῆς πρώτης φύσεως σέ δύο ἡμίσυ χαλαρῶς συνδεδεμένα
μεταξύ τους καί ἡ ἔξαρση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ὑπέρ τή φύση, τῆς πρώτης
συνεχούσης καί ἐξισορροπούσης τίς ὁρμές τῆς δεύτερης, κάνει ἀκατανόητη τήν
πτώση ὁδηγώντας στό ἐρώτημα· Πῶς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀπώθησε τά
συνέχοντα αὐτόν ἀγαθά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἤ πῶς τά ὑπερφυσικά δῶρα
ἐγκατέλειψαν τόν ἄνθρωπο;

37
Τέλος καί τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ πού σάν κύριο σκοπό εἶχε τήν
ἀνάπλαση τῆς φθαρείσας εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, θάἔπρεπε στό πλαίσιο τῶν δυτικῶν
ἀντιλήψεων νά ἐκληφθεῖ ὁμοίως ὡς κάτι ἐξωτερικό καί μηχανικό, πράγμα
φυσικά πού δέ δέχεται ἡ δυτική᾿Εκκλησία.

41. Τί διδάσκουν περί ἀρχεγόνου δικαιοσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


Οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέχονται ὅλα τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, τά ὁποῖα
ἐκάλλυναν τήν πρωτόκτιστη φύση. Μέ ἐπουσιώδεις ἀποχρώσεις καί
παραλλαγές δέχονται ὅ,τι καί οἱ᾿Ορθόδοξοι καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί.
Διαφορά ἀναφύεται ὡς πρός τόν τρόπο σύνδεσης τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης μέ
τή θεία εἰκόνα στόν ἄνθρωπο. ᾿Αποφεύγοντας τή διάκριση μεταξύ καθαρᾶς καί
ἀκεραίας φύσεως στόν ἄνθρωπο καί τῆς ἰδέας, ὅτι τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης
δικαιοσύνης ἦταν προσθήκη ἐξωτερική στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού κάνει ἡ
ρωμαιοκαθολική ἀνθρωπολογία, καί φρονώντας ὀρθῶς μέ τούς ᾿Ορθοδόξους ὅτι
ἡ ἀρχέγονη δικαιοσύνη βρισκόταν σέ ἐσωτερική σχέση μέ τό «κατ’ εἰκόνα»,
προχωροῦν ὅμως ἕνα βῆμα περισσότερο, φθάνοντας στήν ἀκραία τοποθέτηση
ὅτι ἡ ἀρχέγονη δικαιοσύνη ταυτιζόταν κατ’ οὐσίαν μέ τή θεία εἰκόνα. Κατά τή
φυσιοκρατική αὐτή ἀντίληψη ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν στή φύση του πλήρης
καί τέλειος, μή ἔχοντας ἀνάγκη τῆς θείας χάριτος γιά νά πετύχει τό σκοπό καί
τό τέλος τῆς δημιουργίας του.
Τά διδάγματα αὐτά δημιουργοῦν ἀρκετά προβλήματα. ῎Αν ἡ θεία χάρη δέν ἔχει
μέρος στήν πρωτόκτιστη φύση, χάνει τήν ἀληθινή σημασία της σάν δύναμη, ἡ
ὁποία δέν συμπληρώνει μόνο τή φύση ἀλλά καί τήν καθοδηγεῖ στό ὑπερφυές
τέλος της.
Κατόπιν ἡ ταύτιση ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί εἰκόνος ἔχει σάν ἀποτέλεσμα, μέ
τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, νά ἀφανισθοῦν ὄχι μόνο τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης
δικαιοσύνης, ἀλλά μαζί μέ αὐτά νά καταστραφεῖ καί τό «κατ’ εἰκόνα» μέ τό
ὁποῖο ἐκείνη (ἡ ἀρχέγονη δικαιοσύνη) ταυτίζεται, σέ σημεῖο ὥστε ὁ
μεταπτωτικός ἄνθρωπος νά γίνει πνευματικά νεκρός, ἀκίνητος πρός τό ἀγαθό
καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
῎Ετσι καταλήγουμε στό παράδοξο, ὁ μέν προπτωτικός ἄνθρωπος νά μήν ἔχει
ἀνάγκη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ μεταπτωτικός νά ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα καί νά
σώζεται μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

42. Γιατί τόἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ καλεῖται προπατορικό; Τίἦταν στήν οὐσία


του τό ἁμάρτημα αὐτό;
Καλεῖται προπατορικό, διότι ἦταν τό ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα. ῾Ως πρός τήν
οὐσία του ἦταν ἀνυπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς, ἡ
ὁποία προερχόταν ἀπό φιλαυτία τοῦ ᾿Αδάμ. ᾿Ενῶ δηλαδή ὁ γενάρχης στόν
παράδεισο ὄφειλε μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ἐλεύθερα νά
προχωρήσει στήν τελείωση τῆς φύσεώς του (τή θέωσή του), ἀντίθετα αὐτός
ἐπεδίωξε τή θέωσή του αὐτοτελῶς καί μέ τίς δικές του φυσικές δυνάμεις, χωρίς
τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

38
43. ᾿Αλήθεια, πῶς ὑπῆρξε φιλαυτία στόν προπάτορα;
᾿Αγνοοῦμε. ῎Αν ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ νοσηρά στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ἴδιο
ἐγώ, μιά κατάσταση ἐσωτερικῆς φαυλότητας καί φθορᾶς, τότε δέν κατανοοῦμε
πῶς τό σπέρμα αὐτό τό ταπεινό μποροῦσε νά ὑπάρχει σέ φύση πού δέν εἶχε
κλίση πρός τό κακό, ἦταν καλή καί ἁγνή καί θετικά φερόταν πρός τό ἀγαθό καί
τό Θεό.

44. Γιατίὁ Θεός ὑπέβαλε σέ δοκιμασία τόν ᾿Αδάμ;


῞Οπως στά προηγούμενα εἴπαμε, ὁ πρωτόπλαστος στόν παράδεισο ἦταν ἀγαθός
καί καλός. ῞Ομως δέν ἦταν τέλειος πνευματικά. Δέν εἶχε πείρα πνευματική.
Αὐτήν ἔπρεπε νά τήν ἀποκτήσει βαθμηδόν μέ τό ἐλεύθερο ἔργο τῆς βουλήσεώς
του καί σέ συνεργασία πάντοτε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Επρεπε νά φθάσει σέ
σημεῖο, διά τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀφοσιώσεώς του στό Θεό, νά διακρίνει τή δική
του θέληση, ἀπό τή θέληση τοῦ Θεοῦ, δηλαδή νά γνωρίσει τά ὅρια τῆς ἠθικῆς
του φύσεως. Μέ ἄλλα λόγια ἔπρεπε ἐνσυνείδητα, νά γνωρίσει τό Θεό καί
ἐλεύθερα νά ἐργάζεται τήν ἀρετή καί τό ἀγαθό. Γι’ αὐτό τοῦ δόθηκε, σάν
δοκιμασία, ἡ ἐντολή ἀπό τό Θεό.

45. Ποιά ἐντολή τοῦ Θεοῦ παρέβη ὁ᾿Αδάμ;


Κατά τή διήγηση τῆς Γραφῆς ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ [38] πάρθηκε ἀπό τό
περιβάλλον τῆς φυσικῆς τοῦ ἀνθρώπου ζωῆς. Στόν παράδεισο ἦταν φυτεμένα
πολλά δένδρα, πού ἐξυπηρετοῦσαν τόν ἄνθρωπο, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί
τό δένδρο γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Δηλαδή ὅποιος τό ἔτρωγε
μποροῦσε νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό. ῾Η διάκριση αὐτή καθ’ ἑαυτήν ἦταν
κακή γιά τόν πρωτόπλαστο; ᾿Ασφαλῶς, ὄχι. ῾Ως φαίνεται, κακή ἦταν ἡ πρόωρη
σπουδή γιά τήν ἀπόκτησή της. ῎Αλλωστε σ’ αὐτό ἀπέβλεπε ἡ δόση τῆς ἐντολῆς·
῾Ο ᾿Αδάμ σιγά σιγά μέ τίς δικές του ἠθικές δυνάμεις καί βοηθούμενος ἀπό τή
χάρη τοῦ Θεοῦ, νά γευθεῖ ἐλεύθερα τόν τέλειο καρπό τῆς γνώσεως, πού ἦταν
ὑπέρτατο ἀγαθό. ᾿Εν πάση περιπτώσει ποιά ἦταν οὐσιαστικά ἡ φύση τῆς θείας
ἐντολῆς, ἄν ἦταν κάτι φυσικό καί πραγματικό ἤ κάτι πνευματικότερο καί
συμβολικό, δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε.
Τό βέβαιο εἶναι ὅτι, μέ τήν πραγματιστική ἔννοια τῆς ἐντολῆς, ἡ τήρησή της
ἦταν πολύ εὔκολη. Πρῶτον, γιατί στόν παράδεισο ὁ᾿Αδάμ εἶχε ἀφθονία καρπῶν,
ὥστε ἡ στέρηση τῆς βρώσεως τῶν καρπῶν τοῦ δένδρου ἐκείνου νά μή τοῦ ἦταν
αἰσθητή καί πιεστική καί δεύτερον, γιατί ἡ φύση του σχετικῶς τέλεια ὅπως ἦταν,
εἶχε ὅλες τίς δυνάμεις νά τηρήσει εὔκολα τήν ἀπαγόρευση τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό τό
παράπτωμα τοῦ γενάρχη ἦταν πολύ μεγάλο.

46. Εἶχε ἐξωτερική ἀφορμή γιά τήν πτώση του ὁ᾿Αδάμ;


῾Ο ᾿Αδάμ ἁμάρτησε αὐτόβουλα. Παρήκουσε ἐλεύθερα τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Δέν
ἔκανε καλή χρήση τῆς λογικῆς του ἐλευθερίας, πού ἦταν στοιχεῖο καθοριστικό
τῆς πνευματικῆς του φύσεως. Φυσικά ἐμεῖς αὐτό δέν μποροῦμε εὔκολα νά τό
κατανοήσουμε. Πῶς δηλαδή, μιά ἐλευθερία πού δέν εἶχε ροπή πρός τό κακό,
τουναντίον μάλιστα φερόταν ἀπρόσκοπτα πρός τό ἀγαθό, περιβαλλόμενη ἀπό
τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ξαφνικά ἀθετεῖ τήν ἐντολή καί ἀπομακρύνεται ἀπό τήν πηγή
τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐδαιμονίας της. Βέβαια, στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας

39
εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς ἀπόκλισης. ᾿Αλλιώτικα δέν θά εἶχε νόημα. Αὐτό ὅμως
λύει τό αἴνιγμα τῆς πτώσεως;
Παραλλήλως ὁ᾿Αδάμ εἶχε καί ἐξωτερική ἀφορμή γιά τήν πτώση του. Στό
περιβόλι τῆς ᾿Εδέμ κρυβόταν ὁ ἐχθρός [39], ὁ διάβολος. ῾Ο δράκων [40] ὁ ἀρχαῖος,
πού πρῶτος εἶχε ἐκπέσει ἀπό τό ἀγαθό καί ἔβαλε σκοπό του, νά ἀντιμάχεται τό
Θεό καί τά ἔργα του καί κύρια τόν ἄνθρωπο, τό λογικό δημιούργημα, τό ὁποῖο
ζήλευε καί μισοῦσε θανάσιμα. Κρύφτηκε σ’ ἕνα φίδι, ζῶο τοῦ παραδείσου, γιατί
δέν μποροῦσε ἀπροκάλυπτα, νά φανερωθεῖ στόν ἄνθρωπο. Θέλησε, νά
ἐκμεταλλευθεῖ τήν ἀθωότητα καί τήν πνευματική ἀπειρία τῶν πρωτοπλάστων,
γιά νά τούς παραπλανήσει καί τούς καταστρέψει. ῎Ετσι ὁἐφευρέτης τῆς κακίας, ὁ
πανοῦργος πειραστής, δημιουργώντας ἀμφιβολία γιά τήν ἀλήθεια τῆς ἐντολῆς
καί διαβάλλοντας τό νόημά της, ὅτι τάχα διά τῆς βρώσεως θά γνώριζαν τό καλό
καί θά γίνονταν θεοί ὅπως ὁ δημιουργός τους [41], κατώρθωσε, νά
παραπλανήσει πρῶτα τήν Εὔα καί δι’ αὐτῆς κατόπιν τόν ᾿Αδάμ, νά φάγουν ἀπό
τόν ἀπαγορευμένο καρπό, ἀθετώντας τό θέλημα καί τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι
συντελέστηκε ἡ ἁμαρτία στόν Παράδεισο, στόν ὄμορφο κῆπο τῆς ᾿Εδέμ!

47. Τό ὅτι ὁ᾿Αδάμ παρασύρθηκε στήν πτώση ἀπό τό διάβολο εἶχε κάποιο
καλό γιά τόν παραβάτη;
᾿Αρνητικά, ναί. Εἶχε τό ἐλαφρυντικό, ὅτι παγιδεύτηκε ἀπό τόν ἐφευρέτη τῆς
κακίας, τόν μισόκαλο δαίμονα. ῎Αν ἀποβλέψουμε καί στό αἰσθητό μέρος τῆς
φύσεως, τό ὁποῖο καταλλήλως διεγειρόμενο μποροῦσε νά κινηθεῖ πρός τή βρώση
τοῦ καρποῦ (ὅπως καίἔγινε· πρώτη ὑπέκυψε ἡ Εὔα καίἀργότερα μαζί της καί ὁ
᾿Αδάμ), κατανοοῦμε πῶς ὁ᾿Αδάμ ὑπέκυψε στόν πειρασμό, ἁμάρτησε καί
κατόπιν μεταμελήθηκε, ὥστε νά γίνει δεκτικός ἀφέσεως καί συγχωρήσεως.
᾿Αντίθετα ὁ῾Εωσφόρος, πού δέν εἶχε φύση αἰσθητή ἀλλ’ ἦταν πνεῦμα ἀμιγές
καί ἄυλο, συνέλαβε ἀπ’ εὐθείας στή φύση του τήν ἰδέα τῆς ἀποστασίας ἀπό τό
Θεό, ἁμάρτησε ἐλεύθερα καί ἡ ἁμαρτία ταυτίστηκε μέ τήν ἄυλη φύση του, ὥστε
νά μήν εἶναι πλέον ἐπιδεκτικός μετάνοιας καί σωτηρίας.

48. ᾿Αφοῦὁ Θεός προεγνώριζε τήν πτώση τοῦ᾿Αδάμ, γιατί δέν τόν ἐμπόδισε
ἀλλά τόν ἄφησε νά πέσει στήν καταστροφή;
Τό ἐρώτημα μᾶς βάζει δύσκολα. Βάζει σέ μιά ἄχαρη προσπάθεια ἐμᾶς, τά μικρά
καί ἐλάχιστα πλάσματα, νά εἰσχωρήσουμε μέ τό πενιχρό μυαλό πού διαθέτουμε
στό βάθος τῆς ἄπειρης θείας βουλῆς καί νά ἐξερευνήσουμε τόν τρόπο μέ τόν
ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ τριαδική θεία ἐνέργεια. Τό τελευταῖο δέν εἶναι γιά μᾶς, ἀλλ’
εἶναι προσωπική ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός λειτουργεῖ ὅπως θέλει –ὄχι φυσικά
αὐθαίρετα– καί δέν δίνει λογαριασμό σέ κανέναν [42]. Μόνο ὁ ἴδιος γνωρίζει πῶς
λειτουργεῖ ἡ ἄπειρη φύση του καί κανένας ἄλλος. Βεβαίως τίς θεῖες ἐνέργειες τίς
γνωρίζουμε ἀπό τίς ἐξωτερικές τους ἐκδηλώσεις καί ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ
Θεοῦ. ῞Εως ἐδῶ ὅμως καί πάντα στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων τῆς πεπερασμένης
μας φύσεως. Κανένα πλάσμα σ’ ὁποιαδήποτε κατάσταση κι ἄν βρίσκεται
(ἄγγελος ἤ ἄνθρωπος) δέν μπορεῖ νά εἰσχωρήσει στό βάθος τῆς θείας ἀπειρίας
καί νά νοήσει τά ἀκατανόητα καί ἀκατάληπτα [43].
Τό ἐρώτημα, ἄν γίνεται ἀπό ἀγαθή συνείδηση, ἔχει καλῶς. Πραγματικά εἶναι
κάτι πού τόν καθένα μας μπορεῖ ν’ ἀπασχολήσει. ῎Αν ὅμως προέρχεται ἀπό

40
ἄλλα ἐλατήρια καί ἔχει ἄλλους σκοπούς, θέλει δηλαδή νά πουλήσει πνεῦμα ἤ
νά ἐπιφέρει σύγχυση στήν πίστη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι κατακριτέο καί πονηρό.
᾿Αρκεῖ ὁ μόχθος πού ἔχουμε στόν ἀγώνα τῆς πίστης μας, νά φορτίζουμε τό
μυαλό μας καί μέ τόσο σκληρά ἐρωτήματα;

49. Κάτω ἀπό ποιές μορφές νοεῖται τό προπατορικό ἁμάρτημα;


Κάτω ἀπό δύο· ῎Η εἶναι ἡ προσωπική ἁμαρτία τοῦ᾿Αδάμ, ἤ ἡ μολυσμένη
ἀτμόσφαιρα, πού ἐπήγασε ἀπ’ αὐτήν καί περιβάλλει κάθε ἄνθρωπο.
Τό πρῶτο εἶναι νοητό. ῾Ο ᾿Αδάμ ἁμάρτησε προσωπικά καί αὐτόβουλα, κατέστη
ἔνοχος μπροστά στή θεία δικαιοσύνη καί τιμωρήθηκε ἀπό τό Θεό.
Τό δεύτερο εἶναι ἐπίσης νοητό. ῞Οπως ἐμεῖς, ὅταν κάνουμε ἕνα θανάσιμο
ἁμάρτημα –ἕνα φόνο λόγου χάρη– πιεζόμαστε ἐφ’ ὅρου ζωῆς ἀπό τήν πικρή
ἀνάμνηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία δέν λέει, νά μᾶς ἐγκαταλείψει ἔστω κι ἄν
συγχωρεθήκαμε ἀπό τό Θεό [44], ἔτσι καί ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ προπάτορα, ὁ
ὁποῖος ἦταν ἡ ρίζα τοῦ γένους, δημιουργήθηκε μιά βαριά μολυσμένη
κατάσταση, στήν ὁποία περιέρχονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού κατάγονται ἀπ’
αὐτόν. Μέ τή διαφορά ὅτι, ἐνῶ στά προσωπικά μας ἁμαρτήματα ἔχουμε
ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, στό προπατορικό ἁμάρτημα δέν διασώζουμε
στή φύση μας καμιά συνενοχή.

50. Πῶς καταλογίζεται ἡ ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στούς


ἀπογόνους τοῦ᾿Αδάμ;
Εἴτε καταλογίζεται ἡ προσωπική ἐνοχή τοῦ᾿Αδάμ εἴτε ἡ ἐνοχή τῆς μολυσμένης
φύσεως τοῦ προπάτορα.
῾Ο πρῶτος καταλογισμός δημιουργεῖ δυσεπίλυτα προβλήματα. Καλά, ὁ᾿Αδάμ
ἁμάρτησε γιατί ἔτσι θέλησε. Δικαίωμά του ἦταν, ἁμάρτησε ἐλεύθερα καί
τιμωρήθηκε δίκαια. ᾿Εγώ ὅμως, ὡς ἄτομο ξεχωριστό καί ἐλεύθερο, πού ἔζησα
τόσες χιλιάδες χρόνια μετά τόν προπάτορα, γιατί νά κληρονομῶ τήν προσωπική
ἐνοχή ἐκείνου; Αὐτό δέν ἀντιβαίνει πρός τήν ἰδέα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐνοχῆς, ἡ
ὁποία ἐκεῖ μόνον καταλογίζεται, ὅπου ὑπάρχει ἡἐλεύθερη ἐπιλογή καί ἐνέργεια
τοῦ λογικοῦ δημιουργήματος; Καί πῶς ὁ δίκαιος Θεός καταλογίζει ξένη ἐνοχή
καί τιμωρεῖ τό πλάσμα του γιά κάτι γιά τό ὁποῖο δέν φέρει καμιά προσωπική
εὐθύνη καί συμμετοχή; ῾Η ἰδέα δέ, ὅτι ὁ ἄμεσος καταλογισμός τῆς προσωπικῆς
ἐνοχῆς τοῦ ἁμαρτήματος τοῦ᾿Αδάμ στηρίζεται στό γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι βρίσκονταν ἐνσωματωμένοι στή φύση τοῦ γενάρχη καί ἁμάρταναν
μαζί του στόν παράδεισο [45], ὄχι μόνο δέν ἐπιλύει τό πρόβλημα ἀλλά καί τό
ἐπιτείνει. ᾿Εγώ δέν θυμᾶμαι νά ἤμουνα ποτέ στόν παράδεισο μαζί μέ τόν
προπάτορα καί νά μετεῖχα στό προσωπικό του ἁμάρτημα. ᾿Αλλά καί ἄν ἤμουνα,
ἀποκλειόταν, ὡς ἐλεύθερο καί λογικό δημιούργημα, νά διεχώριζα τή βούλησή
μου ἀπό τή βούληση ἐκείνου καί νά μήν ἔπεφτα μαζί του στήν ἁμαρτία;
῾Ο δεύτερος καταλογισμός, ὁ ἔμμεσος, εἶναι συμφωνότερος πρός τίς
ἀνθρωπολογικές ἀντιλήψεις τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. ῾Η ἁμαρτωλή
κατάσταση δέν ὑπῆρχε στήν πρωτόκτιστη φύση στήν ᾿Εδέμ. ῏Ηταν σαφῶς
ἀπόρροια τῆς ἁμαρτίας τοῦ᾿Αδάμ. ῾Ως τέτοια δέν ἦταν ἀρεστή στό Θεό, ἦταν
κάτι ἐνάντιο στό θέλημά του, ἐνάντιο στή φυσική τάξη τῆς δημιουργίας. ῏Ηταν

41
συνεπῶς ἁμαρτία, τήν ὁποία κληρονομεῖ ὁ ἄνθρωπος διά τῆς φυσικῆς του
γεννήσεως.

51. ᾿Εξαιρεῖται κανείς ἀπό τό κληρονομικό ἁμάρτημα τοῦ᾿Αδάμ;


Κανείς. ῞Ολοι κληρονομοῦν τήν ἁμαρτωλή φύση τοῦ᾿Αδάμ καί αὐτοί ἀκόμη πού
γεννήθηκαν ἀπό γονεῖς, οἱ ὁποῖοι διά τοῦ βαπτίσματος ἀπέβαλαν τήν
προγονική ἁμαρτία. Τά τέκνα δέν κληρονομοῦν τή φύση τῶν γονέων τους, ἀλλά
μέσω αὐτῆς κληρονομοῦν τή φύση τοῦ ᾿Αδάμ πού εἶναι ἡ ρίζα τοῦ ἀνθρώπινου
γένους. Περί τῆς καθολικῆς ἁμαρτωλότητος τῆς φύσεως ἔχουν προσωπική πείρα
ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἄνθρωποι, περί αὐτῆς δέ μαρτυρεῖ ἡ πνευματική πείρα καί ἡ
ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.
᾿Εξαίρεση ὑπάρχει μόνο μία· ῾Ο Χριστός. ῾Ο ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν
ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος. ᾿Αφοῦ ὅμως ἦταν ἱστορικός
ἄνθρωπος, εἶχε δηλαδή ἀληθινή ἀνθρώπινη φύση, πῶς γίνεται νά εἶναι
ἀμέτοχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ προπάτορα; ῾Απλῶς γιατί δέν εἶχε προπάτορα τόν
᾿Αδάμ. Εἶχε μέν τήν ἀληθινή φύση τοῦ γενάρχη (σῶμα καί ψυχή), δέν ἦταν ὅμως
«ἐξ ᾿Αδάμ». ῾Η φύση του δέν συνείχετο στή φύση τοῦ προπάτορα, ὅπως
συνέχεται μέ αὐτήν ἡ φύση ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Δέν προῆλθε ἀπό γάμο
φυσικό. Εἶχε μέν ἀληθινή μητέρα (τή Θεοτόκο Μαρία) ἡ ὁποία τοῦ ἐξασφάλιζε
τήν πραγματικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του, ὄχι ὅμως καί πατέρα, τήν
ἀπουσία τοῦ ὁποίου ἀναπλήρωσε ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ παναγίου
Πνεύματος [46]. ῾Η σύλληψή Του ἦταν παρθενική καί ὑπερφυσική. Σ’ αὐτή
σταματᾶ ἡ συνέχεια τῆς φύσεως τοῦ᾿Αδάμ καί ἀρχίζει μία νέα πνευματική ρίζα
τῆς ἀνθρωπότητος. ῎Αρα ὁ Χριστός, μή ἔχοντας στή φύση του τήν ἀρρωστημένη
φύση τοῦ ᾿Αδάμ, ἦταν ἐλεύθερος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Εἶναι ὁ νέος
᾿Αδάμ τῆς χάριτος [47].

52. ῾Η Θεοτόκος Μαρία ἦταν ἐλεύθερη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος;


῎Οχι. ῾Ως πραγματική ἀπόγονος τοῦ᾿Αδάμ, συλληφθείσα καί γεννηθείσα ἀπό
φυσικούς γονεῖς (᾿Ιωακείμ καί῎Αννα), ὅπως καί οἱ λοιποί ἄνθρωποι, συνέχεται
στή φυσική ρίζα τοῦ γενάρχη, τοῦ ὁποίου κληρονομεῖ τή φθαρμένη φύση. ῾Η
Παρθένος Μαρία δέν ἀποτελεῖἐξαίρεση στόν καθολικό νόμο κληρονομιᾶς τῆς
ἀδαμικῆς παραβάσεως. Τό ἀντίθετο θά κατέστρεφε τήν ἀλήθεια τῆς
ἀνθρώπινης φύσεώς της καί θά μείωνε τή συμβολή της στό λυτρωτικό ἔργο τοῦ
Υἱοῦ της.
Καί ἀληθεύει μέν ὅτι στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ
προσαγορεύεται «Παναγία», «Πανάχραντος», «Πανάμωμος» κ.τ.ὅ.· αὐτό ὅμως
δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκη, ὅτι συνελήφθη ἀπό τούς γονεῖς της χωρίς, νά φέρει τό
ρύπο τοῦ προγονικοῦ ἁμαρτήματος, ἀπό τόν ὁποῖο καθαρίσθηκε ἀπό τό Πνεῦμα
τό ῞Αγιο κατά τή στιγμή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἀπό τόν ἄγγελο. Οἱ προσηγορίες
αὐτές τονίζουν τή σχετική τῆς Παρθένου ἀναμαρτησία, τήν καθαρότητα καί
ἁγιότητα τῆς φύσεώς της, οἱ ὁποῖες, σέ συνδυασμό μέ τήν περίοπτη θέση της στό
λυτρωτικό ἔργο τοῦ Υἱοῦ της, τήν ἀνέδειξαν «τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί
ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».
Διαφορετικά πράγματα διδάσκει ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία. ῾Ο Πάπας ὁ ΙΧ στήν
πολύκροτη Βούλα του τῆς 8ης Δεκεμβρίου 1854 θέσπισε ὡς κορυφαῖο δόγμα τῆς

42
πίστεως, τή διδασκαλία περί᾿Ασπίλου Συλλήψεως τῆς Θεοτόκου, ὅτι δηλαδή «ἡ
μακαρία Παρθένος Μαρία κατά τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεώς της, δυνάμει
μιᾶς μοναδικῆς δωρεᾶς καί προνομίας τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ καί ἐπί τῇ
προόψει τῆς ἀξιομισθίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου
γένους, συνελήφθη ἐλευθέρα ἀπό κάθε ρύπο τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος»
[48].
Τή διδασκαλία της αὐτή, πού πέρασε πολλά στάδια συζητήσεων μεταξύ τῶν
λατίνων θεολόγων τῆς δύσεως, ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία, χωρίς νά ἔχει ἐρείσματα
στούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, τή στηρίζει στά χωρία τῆς Γραφῆς· Λουκ. 1,28·
«Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν», Λουκ.
1,42· «Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου» καί
κυρίως στό χωρίο τῆς Γεν. 3,15· «Καί ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σοῦ καί ἀνά μέσον
τῆς γυναικός καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματός σου καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος
αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει τήν κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν».
῞Οτι τά χωρία αὐτά δέν στηρίζουν τό παπικό δόγμα δέν εἶναι δύσκολο νά
καταδειχθεῖ. Τά δύο πρῶτα, ἐξαίροντα τήν καθαρότητα τῆς Παρθένου καί τήν
εὐλογία τοῦ Θεοῦ πού τήν ἀνέδειξε μητέρα τοῦ Υἱοῦ του, τίποτα δέν λέγουν περί
ἀσπίλου συλλήψεως. Τό δέ τρίτο, ἐξαίροντας τήν ἀντιθετική σχέση μεταξύ τοῦ
ὄφεως καί τῆς Εὔας (Μαρίας), κατ’ οὐσίαν μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τοῦ Χριστοῦ,
τονίζει τήν τιτάνια διαπάλη μεταξύ τούτων· ὁ μέν διάβολος θά κεντοῦσε τήν
πτέρνα τοῦ σπέρματος τῆς Εὔας, δηλαδή θά σταύρωνε τόν Υἱό τῆς Μαρίας,
αὐτός δέ (ὁ Χριστός) θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως (τοῦ διαβόλου),
καταργώντας τό κράτος του καί λυτρώνοντας ἀπό τά δεσμά του τό γένος τῶν
ἀνθρώπων, μεταξύ τῶν ὁποίων φυσικά ἦταν καί ἡ Μητέρα του, ἡ ὁποία ἔφερε
μέσα της τό μολυσμό τοῦ προπάτορα.
Τό δόγμα αὐτό πού ἀποτελεῖ σαφή κακοδοξία, τό καταδικάζουν τόσο οἱ
᾿Ορθόδοξοι, ὅσο καί οἱ Προτεστάντες.

53. Ποιές ἦταν οἱ ἀκολουθίες τῆς ἀδαμικῆς παραβάσεως;


Στό σημεῖο αὐτό ὑπάρχουν σημαντικές διαφορές στή διδασκαλία τῶν
᾿Εκκλησιῶν, τίς ὁποῖες προσδιορίζουν κατά κανόνα τά περί πρώτης
καταστάσεως καί ἀρχέγονης δικαιοσύνης διδάγματα αὐτῶν.
Κατά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, δεδομένης τῆς διδασκαλίας της ὅτι ἡ ἀρχέγονη
δικαιοσύνη (τά δῶρα τῆς χάριτος μέ τά ὁποῖα κόσμησε τήν πρωτόκτιστη φύση ὁ
Θεός) δέν ἦταν ἁπλή ἐξωτερική προσθήκη ἀλλά σύνδεσμος ἐσωτερικός
καίὀργανικός μέ τό «κατ’ εἰκόνα» στόν ἄνθρωπο, ἡ ἁμαρτία τοῦ᾿Αδάμ ἀπό τή
μιά μεριά γύμνωσε τή φύση ἀπό τά πνευματικά δῶρα τῆς χάριτος (ἀφάνισε δηλ.
τήν ἀρχέγονη δικαιοσύνη), κι ἀπό τήν ἄλλη ἀμαύρωσε καί ἀχρείωσε τό «κατ’
εἰκόνα».
Μέ τήν ἀπώλεια τῶν δώρων τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ὁἄνθρωπος διέρρηξε
τήν κοινωνία, πού εἶχε μέ τόν Δημιουργό, ἔγινε ξένος καί ἔρημος τῆς χάριτος τοῦ
Θεοῦ, διετάραξε τή σχέση του μέ τήν φυσική κτίση, τήν ὁποία τελικά λάτρευσε,
καί ἀπορροφήθηκε ἀπό τά ὑλικά πράγματα τῆς γῆς.
῾Η δέ ἀχρείωση τοῦ κατ’ εἰκόνα σημαίνει φθορά καί καταστροφή τοῦ ἔσω
ἀνθρώπου κυριαρχομένου ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, τήν ἁμαρτητική ὁρμή. ῾Ο
νοῦς, τό κέντρο τῆς πνευματικῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν κατεύθυνση

43
πού εἶχε πρός τό Θεό καί τά θεῖα πράγματα, στράφηκε πρός τήν ὕλη καί τά
πράγματα τοῦ κόσμου, ἐνῶ ἡ βούλησή του, πού κι αὐτή φερόταν πρός τό Θεό καί
ἤθελε τά πράγματα τοῦ Θεοῦ, μετά τήν πτώση φέρεται σταθερά πρός τό κακό,
ἐπιθυμώντας τήν ἁμαρτία. Σέ τέτοια κατάσταση εὑρεθείς ὁ μεταπτωτικός
ἄνθρωπος παραβάλλεται προσφυῶς πρός τή φύση τοῦ ἐμπεσόντος στούς ληστές
(κατά τήν παραβολή τοῦ Κυρίου), τήν ὁποία ἐκεῖνοι γύμνωσαν καί κακοποίησαν
[49].
Εἶναι σημαντικό νά σημειωθεῖ, ὅτι τήν ἀχρείωση τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἡ ὀρθόδοξη
ἀνθρωπολογία δέν τήν ἐκδέχεται ὡς πλήρη ἀπόσβεση καί καταστροφή, ὥστε ὁ
μεταπτωτικός ἄνθρωπος νά εἶναι πνευματικά ἀναίσθητος καί νεκρός. Καί μέ τή
φθαρείσα εἰκόνα του ὁἄνθρωπος δέν ἔπαυσε νά διασώζει στή φύση του ἴχνη τοῦ
θείου φωτός, βάσει τῶν ὁποίων μπορεῖ, νά κάνει τό καλό, ὅπως λέγει ὁ᾿Απ.
Παῦλος [50], μαρτυροῦν δέ στήν Π. Διαθήκη οἱ μαῖες πού ἀθέτησαν τή διαταγή
τοῦ Φαραώ [51] καί Ραάβ ἡ πόρνη πούἔσωσε τούς ἀγγέλους (ἀπεσταλμένους)
τοῦ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναυῆ [52]. Τό φυσικό αὐτό καλό δέν μπορεῖ βέβαια νά σώσει τόν
ἄνθρωπο, ἀλλ’ οὔτε καί νά τόν κατακρίνει. Τό καλό δέν μπορεῖ νά γίνει κακό.
Μόνο τό πνευματικό καλό (δηλ. τοῦἀναγεννημένου) μπορεῖ νά συμβάλλει στή
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Τέλος ὡς πρός τό φρόνημα τῆς σαρκός, τήν ἁμαρτητική ὁρμή, πού βρίσκεται σέ
κάθε ἄνθρωπο, πρέπει νά γίνει διαστολή τῆς παρουσίας του στό φυσικό
ἄνθρωπο (τόν μή βαπτισμένο) καί τῆς παρουσίας του στόν ἀναγεννημένο. Στόν
πρῶτο ἡ παρουσία τοῦ ἁμαρτητικοῦ, προερχομένου ἀπό ἔδαφος ψυχῆς
μολυσμένο ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, εἶναι ἁμαρτία καί κατακρίνεται· ἐνῶ
στό δεύτερο, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή εἶναι ἀναγεννημένη διά τοῦ βαπτίσματος, δέν
εἶναι ἁμαρτία ἀλλά κατάσταση ἀδιάφορη, ἐκτοπισμένη στήν κατώτερη σφαίρα
τῆς φύσεως, πού στά χέρια τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ μπορεῖ, νά διαδραματίσει
ἄριστο μέσο παιδαγωγίας τοῦ ἀνθρώπου. Στό μέτρο δηλαδή πού ὁ ἄνθρωπος (ὁ
ἀναγεννημένος φυσικά) καταγωνίζεται τό ἁμαρτητικό αὐτό μπορεῖ, μέ τή
βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, νά τό περιστείλει, προαγόμενος πνευματικά καί
τελειούμενος. ᾿Αντίθετα, ἄν ὀλιγωρήσει, μπορεῖ νά κυριευθεῖ ἀπό τήν
ἁμαρτητική ὁρμή, νά ἐκπέσει ἀπό τό ἀγαθό καί νά ἀπολεσθεῖ.
Βεβαίως αὐτά τά πράγματα ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι δύσκολα τά καταλαβαίνουμε. Δέν
μποροῦμε δηλαδή νά κατανοήσουμε, πῶς τό ἱερό βάπτισμα ἀφανίζει τήν
ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή καί ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο πνευματικά καί τήν ἴδια
στιγμή παραμένει στή φύση ἡ ἁμαρτητική ὁρμή, πού εἶναι λείψανο τῆς
ἁμαρτίας.

54. Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τοῦ προπατορικοῦἁμαρτήματος κατά τή


Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία;
῾Ο σαφής καθορισμός τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας δέν
εἶναι πάντα εὐχερής, δεδομένης τῆς ποικιλίας ἀποχρώσεων στή θεολογική
σκέψη πολλῶν ἀπό τούς διδασκάλους της.
Πάντως τίς ἀκολουθίες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος πρέπει, νά
συσχετίσουμε πρός τά περί πρώτης καταστάσεως καί ἀρχέγονης δικαιοσύνης
διδάγματα τῆς λατινικῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οπως στά προηγούμενα σημειώσαμε,
στήν καθαρά φύση τοῦ προπάτορα στόν παράδεισο ὑπῆρχαν ἀντίρροπες καί

44
ἀντιμαχόμενες ὀρέξεις καί ὁρμές (σαρκικές καί ψυχικές), τίς ὁποῖες
ἐξισορροποῦσε ἡ παρουσία τῶν ὑπερφυσικῶν δώρων τῆς χάριτος, πού σάν
σκοπό εἶχαν νά ἠρεμοῦν τόν ἄνθρωπο καί νά τόν βοηθοῦν στήν ἐπιτυχία τοῦ
σκοποῦ τῆς δημιουργίας του. Τά δῶρα αὐτά δέν βρίσκονταν σέἐσωτερική σχέση
καί ὀργανικό σύνδεσμο μέ τήν πνευματική οὐσία τοῦἀνθρώπου, ἀλλ’ ἦταν
πρόσθετο δῶρο τῆς χάριτος, πού βρισκόταν σέ ἐξωτερική σχέση μέ τό «κατ’
εἰκόνα».
Διά τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τά ὑπερφυσικά αὐτά δῶρα ἀφανίστηκαν. ῾Η
χάρη ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο, ἡ φύση τοῦ ὁποίου παρέμεινε στήν προπτωτική
της κατάσταση. Τό «κατ’ εἰκόνα» ἐξασθένισε μέν, δέν ἔπαθε ὅμως οὐσιαστική
ζημιά. ᾿Εγυμνώθηκε ἁπλῶς, μένοντας ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση. ῾Η
ἁμαρτητική ὁρμή, ἡ ἄτακτη κίνηση τοῦ νοῦ καί τῆς βουλήσεως, δέν εἶναι ὁ
εἰδικός καρπός καί ἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀφοῦ ὅλα αὐτά
ἦταν καί στήν πρώτη φύση, τά δέ δῶρα τῆς χάριτος ἐμπόδιζαν τή
δραστηριοποίησή τους.
Στόν κύκλο τῶν σκέψεων αὐτῶν τό προπατορικό ἁμάρτημα χάνει τήν
οὐσιαστική σημασία του, περιοριζόμενο ἀρνητικά στή στέρηση τῶν δώρων τῆς
ἀρχέγονης δικαιοσύνης. ῞Οτι οἱ ἀντιλήψεις αὐτές φέρουν ἀπόχρωση
πελαγιανική, εἶναι αὐτονόητο. ῾Ομοίως εἶναι δύσκολη ἡ ἐξήγηση τοῦ
καταλογισμοῦ τῆς ἐνοχῆς διά τό ἁμάρτημα τοῦ προπάτορα. Οἱ δυτικοί θεολόγοι
προσπαθοῦν, νά τήν ἐξηγήσουν μέ τήν ἰδέα, ὅτι ὅλοι οἱἄνθρωποι,
περιλαμβανόμενοι στή φύση τοῦ ᾿Αδάμ, συναμάρτησαν μαζί του στόν
παράδεισο.

55. Τί λέγει περί τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὁ


Προτεσταντισμός;
Καί τοῦ συστήματος αὐτοῦ οἱ σχετικές ἀντιλήψεις προσδιορίζονται ἀπό τά περί
ἀρχέγονης καταστάσεως καί δικαιοσύνης διδάγματα αὐτῶν. Τήν ἀρχέγονη
δικαιοσύνη οἱ Προτεστάντες δέν φέρουν σέ ἐσωτερική μόνο σχέση καί ὀργανικό
σύνδεσμο μέ τό «κατ’ εἰκόνα», ἀλλά τήν ταυτίζουν πλήρως μέ τήν πνευματική
φύση τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Ορθῶς βέβαια ἐκδέχονται τό προπατορικό ἁμάρτημα
κατά τίς δύο βασικές του ὄψεις, ἀρνητική καί θετική, ἀφ’ ἑνός μέν ὡς ἀπώλεια
τῶν δώρων τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὡς διαφθορά καί μολυσμό
τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. ῾Η ταύτιση ὅμως ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί εἰκόνος τούς
ὁδηγεῖ σέ ἀκραῖες τοποθετήσεις. ῾Η καταστροφή τῶν δώρων τῆς θείας
δικαιοσύνης συνεπιφέρει καί τήν καταστροφή τῆς πνευματικῆς οὐσίας
τοῦἀνθρώπου, καταστροφή τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Μετά τήν πτώση του ὁἄνθρωπος
εἶναι πνευματικά νεκρός. Χωρίς τή δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος ὁ
μεταπτωτικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νοήσει καί νά πράξει τό ἀγαθό. Σέ τόση
διαφθορά καί νέκρωση ἔχει περιπέσει, ὥστε καί αὐτές οἱ ἐνάρετες πράξεις πού
κάνει νά μήν εἶναι ἄλλο παρά «ἐγκλήματα λάμποντα». ῾Η μόνη δυνατότητα
πού τοῦ ἀπέμεινε εἶναι νά ἐκλέγει καί νά πράττει ἔργα καλά ἤ κακά, πού
ἀναφέρονται στήν παρούσα ζωή (νά τρώγει, νά πίνει, νά δουλεύει, νά ἔχει
φίλους, νά μαθαίνει τέχνες κ.τ.ὅ.). ῾Ο Τύπος τῆς Συμφωνίας λέγει· «Τό
κληρονομικόν ἁμάρτημα ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει δέν εἶναι μόνον ἡ ἐντελής
ἀπουσία, ἡ ἔλλειψις πάντων τῶν πνευματικῶν καί εἰς τόν Θεόν ἀφορώντων

45
ἀγαθῶν, ἀλλά καί ὅτι ἀντί τῆς ἀπολεσθείσης εἰκόνος τοῦ Θεοῦἐν τῷ ἀνθρώπῳ
ὑπάρχει ἐσωτάτη, χειρίστη, βαθυτάτη, δίκην ἀβύσσουν ἀνεξερεύνητος καί
ἀνέκφραστος διαφθορά πάσης τῆς φύσεως καί πασῶν τῶν δυνάμεων καί πρό
πάντων τῶν ἀνωτάτων καί κυριωτάτων ψυχικῶν δυνάμεων, τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου,
τῆς καρδίας καί τῆς θελήσεως. Διό ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτῶσιν κληρονομεῖ
παρά τῶν γονέων αὑτοῦ σύμφυτον κακήν τινα δύναμιν, ἐσωτερικήν τινα
ἀκαθαρσίαν τῆς καρδίας, κακάς ἐπιθυμίας καί κακάς κλίσεις» [53].
῞Οτι τά διδάγματα αὐτά τοῦ Προτεσταντισμοῦ διαπνέονται ἀπό ἔντονη
θρησκευτικότητα, εἶναι ἀναντίρρητο. ῾Ο ἄνθρωπος, μή ἔχοντας πεποίθηση στίς
δικές του δυνάμεις τίς κυριαρχούμενες ἀπό τή σύμφυτη φθορά τῆς ἁμαρτίας,
στρέφεται ἀποκλειστικά πρός τό Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο προσδοκᾶ τή σωτηρία του.
῾Ο ὑπερτονισμός ὅμως τῆς πνευματικῆς ἀπονεκρώσεως τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μή
δυνάμενου νά στοχασθεῖ καί νά πράξει τό ἀγαθό, εἶναι δίδαγμα ἀσύστατο καί
καταστρεπτικό, ἀντιφάσκον πρός τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου,
τήν πνευματική ἱστορία του καί τά διδάγματα τῆς ἁγίας Γραφῆς. ῾Η Γραφή
ἀναγνωρίζει στόν πεσμένο ἄνθρωπο τήν «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» [54], ὡς τή
δυνατότητα νά τελεῖ ἐμφύτως τό νόμο τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Νῶε ἀναδείχτηκε δίκαιος ὄχι
μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ τίς δικές του ἠθικές καί πνευματικές
δυνάμεις. ᾿Αλλά καί ὁ ἀλγεινός πόθος τῶν ἀνθρώπων γιά τή θρησκευτική ζωή
δέν θά εἶχε νόημα, σέ περίπτωση πλήρους πνευματικῆς τους ἀπονεκρώσεως. Θά
ἦταν δέ ἀνεξήγητη καί ἡ παιδαγωγία τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά δεχτοῦν οἱ
ἄνθρωποι τήν ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἄν αὐτοί ἦταν ἀκίνητοι
πρός τά πνευματικά. Καί γιατί νά ἀνέβαλλε τήν ἔλευσή του στόν κόσμο ὁ Θεός;

46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´

ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ

56. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ περί Θεοῦ διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης
πίστης;
῾Ο Θεός τῆς ὀρθόδοξης πίστεως εἶναι ἕνας στήν οὐσία καί τριαδικός στίς
ὑποστάσεις. Δέν ἔχει τήν «πενία» θεότητας τοῦ Θεοῦ τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ, ὁ ὁποῖος
καμιά διάκριση δέν δέχεται στή θεότητα, οὔτε πάλι τήν πολλότητα θεῶν τῆς
ἀρχαίας εἰδωλολατρίας, στήν ὁποία εἶναι ἄγνωστη ἡ ἑνότητα τῆς οὐσίας τοῦ
Θεοῦ. ῾Ο χριστιανικός Θεός βρίσκεται στό μέσο τῶν δύο αὐτῶν ἀκροτήτων. Εἶναι
καί ἕνας (οὐσία) καί τρεῖς (ὑποστάσεις). Εἶναι Θεός τριαδικός.
῾Η μία οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀόρατη [55] καί ἀκατάληπτη, πληροῦται ἰσομερῶς καί
στά τρία πρόσωπα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Πνεῦμα τό
῞Αγιο. Τά θεῖα πρόσωπα εἶναι ἴδια τό ἕνα μέ τά ἄλλα ὡς πρός τήν οὐσία, ἄρα δέν
ἔχουμε τρεῖς διαφορετικούς θεούς, ἀλλά ἕνα καί μόνο. ῾Η κατηγορία ἐπί
τριθεϊσμῷ εἶναι ἐντελῶς ξένη καί ἀνάρμοστη πρός τήν ἔννοια τοῦ χριστιανικοῦ
Θεοῦ.
Πηγαία θεότητα στήν ῾Αγία Τριάδα εἶναι μόνος ὁ Πατήρ (ἀρχή τῆς θεότητος =
μοναρχία). ᾿Απ’ αὐτόν γεννᾶται ὁ Υἱός καί ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο. Τά
ὑποστατικά ἰδιώματα, ἐκφράζοντα τόν τρόπο προέλευσης τῶν προσώπων, εἶναι
τό ἄναρχο καί ἀγέννητο γιά τόν Πατέρα, τό γεννητό γιά τόν Υἱό καί τό
ἐκπορευτό γιά τό ῞Αγιο Πνεῦμα. Τά ἰδιώματα αὐτά εἶναι αὐστηρῶς προσωπικά,
ἀκίνητα καί ἀσύγχυτα. ᾿Αποτελοῦν δέ σχέσεις στήν Τριάδα ἀΐδιες, δέν ὑπάρχει
δηλαδή σ’ αὐτές ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου, τό πρότερο καί τό ὕστερο. ῾Ο Υἱός, ἐπειδή
γεννᾶται, δέν σημαίνει, ὅτι εἶναι μεταγενέστερος καί κατώτερος ἀπό τόν
Πατέρα, οὔτε καί τό῞Αγιο Πνεῦμα: «῞Αμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα
῞Αγιον». Στή βάση, ὅτι ὑπάρχει μία οὐσία στά θεῖα πρόσωπα, αὐτά εἶναι ἰσότιμα
καί δέν ὑποτάσσονται τό ἕνα στά ἄλλα. ῎Εχουν τό αὐτό ἀξίωμα καί τήν αὐτή
περιωπή στή θεότητα.
Οἱ ὑποστάσεις δέν εἶναι κέντρα τοπικά στά ὁποῖα μερίζεται ὁ ἕνας Θεός, ἀλλά
διακρίσεις θεοπρεπεῖς στή μία οὐσία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία δέν συνθέτουν,
καταλείποντας ἀνέπαφη τήν ἀπόλυτη ἁπλότητά της.
Τά θεῖα πρόσωπα εἶναι ξεχωριστά καί ἴδια. ᾿Εντούτοις δέν εἶναι ξένα μεταξύ
τους. ᾿Εμπεριχωροῦν τό ἕνα τά ἄλλα. ῾Ο δεσμός τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως αὐτῆς
εἶναι ἡ ἀγάπη. Στήν ῾Αγία Τριάδα ὑπάρχει, τέλος, ἑνότητα βουλῆς καί ἐνέργειας
κατά τόν καθιερωμένο τύπο· «ἐκ Πατρός δι’ Υἱοῦ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι». ῾Ο Πατήρ
συλλαμβάνει «ἀπ’ αἰῶνος» (= πρό τοῦ χρόνου) τό σχέδιο τῆς δημιουργίας καί
τῶν ἄλλων ἐξωτερικῶν ἐνεργειῶν τῆς θεότητος, τό ὁποῖο φέρει εἰς τό εἶναι ὁ
Υἱός καί τελειοποιεῖ τό Πνεῦμα τό῞Αγιο.
᾿Εκτός τῆς οὐσίας καί τῶν προσώπων (ὑποστάσεων) ὑπάρχουν στή θεότητα καί
οἱ θεῖες ἐνέργειες. ῾Ο Θεός δέν εἶναι κρυμμένος καί ἀδρανής, ἀνενέργητος στήν
ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα τῆς θείας οὐσίας του. ῎Αν αὐτό συνέβαινε, θά ἦταν
Θεός ἄχρηστος, ἀνέκφραστος, ἕνα φάσμα θεότητας. Ποιός καί γιατί θά τόν

47
ἐγνώριζε; ᾿Αντίθετα, εἶναι δραστήριος καί ἐνεργός. Αὐτό γίνεται στίς θεῖες του
ἐνέργειες. Εἶναι δέ οἱ θεῖες ἐνέργειες θεοπρεπεῖς διακρίσεις στή θεότητα, στόν
ἴδιο βαθμό πού εἶναι καί οἱ θεῖες ὑποστάσεις. ῞Οπως δέ αὐτές διακρίνουν τή
θεότητα χωρίς νά τή συνθέτουν, ἔτσι καί οἱ θεῖες ἐνέργειες ἐκφράζουν τό Θεό,
χωρίς νά ἐπιφέρουν σύνθεση στήν ἁπλή φύση του. ῞Οπως οἱ ὑποστάσεις, ἔτσι
καί οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι διακρίσεις ἀΐδιες στόν Τριαδικό Θεό. Δέν
προσδιορίζονται ἀπό τό χρόνο, ὁ ὁποῖος εἶναι τό μέτρο διαδοχῆς καί ἐξελίξεως
τῶν φυσικῶν ὄντων. Δέν ὑπάρχει σ’ αὐτές τό πρότερο καί τό ὕστερο, πού θά
ἀλλοίωνε τή φύση τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτές δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ θεότητα. Οἱ
θεῖες ἐνέργειες εἶναι ὁ ἔμφυτος πλοῦτος τῆς θεότητας. Σέ ἀντίθεση μέ τή θεία
οὐσία, πού εἶναι ἀπόλυτα ὑπερβατική, ἀνέκφραστη καί ἀκοινώνητη, οἱ θεῖες
ἐνέργειες εἶναι κοινωνητές καί μεταδοτές. Μέ αὐτές ὁ Θεός ἐξωτερικεύεται,
δημιουργεῖ τά ὄντα, ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο γιά τόν ὁποῖο προνοεῖ καί
ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο σώζοντάς τον ἀπό τήν ἁμαρτία. Οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι
πολλές, ἀνάλογα μέ τό ἐξωτερικό ἔργο τῆς Τριαδικῆς θεότητος (ἐνέργεια
δημιουργική, προνοητική, σοφοποιός, ἁγιαστική, θεοποιητική κ.τ.ὅ.). Οἱ θεῖες
ἐνέργειες –συνωνυμικά· χάρις, φῶς Χριστοῦ, δόξα τῆς Τριάδος– εἶναι μέγεθος
ἄκτιστο καί ἀδημιούργητο.
Στή θεότητα, τέλος, ἔχουμε τίς διακρίσεις καί τίς ἑνώσεις. Τίς πρῶτες συνιστοῦν
οἱ ὑποστάσεις καί οἱ θεῖες ἐνέργειες, ἐνῶ τίς δεύτερες ἡ θεία οὐσία, ἡἑνότητα τῆς
θείας βουλῆς καί ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριαδικῶν προσώπων. Στά δύο αὐτά
πνευματικά μεγέθη ἐξισορροπεῖται ἡ ἀληθινή ἰδέα τοῦ χριστιανικοῦ Τριαδικοῦ
Θεοῦ.

57. Πῶς μπορεῖ νά προσεγγίσει κανείς τό δόγμα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ;


῾Η περί τριαδικοῦ Θεοῦ διδασκαλία ἀποτελεῖ τό κορυφαῖο δόγμα τῆς ὀρθόδοξης
πίστεως. Εἶναι ἀλήθεια μυστηριακή, ὑπερβαίνουσα ἀπόλυτα τήν ἀνθρώπινη
κατάληψη [56]. ῾Ο ἀνθρώπινος λόγος μέ τήν ὅποια ἰδιοσυστασία καί τήν
ποιότητά του, ἀδυνατεῖ νά τήν προσεγγίσει. Οὔτε ὑπάρχει κτιστή ἀναλογία πού
νά τήν ἐκφράσει. Τόσο ὁ σοφός πιστός ὅσο καί ὁ ἀμαθής βρίσκονται σέ ἴση
ἀπόσταση ἀπό τό μέγεθος τῆς θείας ἀπειρίας. Μόνο μέ τή φωτισμένη πίστη
μποροῦμε κάπως νά προσεγγίσουμε τό ἀπερινόητο μυστήριο. ᾿Αλλά καί
προσεγγίζοντάς το νιώθουμε νά χανόμαστε στόν ὠκεανό τῆς θείας
ἀκαταληψίας. Τό μόνο πού αἰσθανόμαστε εἶναι ὅτι μιλᾶμε μέ τό Θεό, ὅτι τό
Πνεῦμα τό ῞Αγιο μιλάει στίς φτωχικές μας καρδιές [57]. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος
θησαυρός ὁ κρυμμένος στίς καθαρές καί ἄδολες ψυχές!
῾Ο ἄνθρωπος, ὁ φύσει ζητητικός καί ἐρευνητικός, δέν μπορεῖ παρά νά
προσπαθεῖ νά ἐρευνήσει τό Θεό. Αὐτό φυσικά δέν εἶναι κακό, ἀρκεῖ νά γίνεται
μέσα στά πλαίσια πού ὁριοθετοῦν ἡ θεία ἀποκάλυψη, ἡ αἴσθηση τῆς ἀπειρίας
τοῦ Θεοῦ καί ἡ συνείδηση τῆς πενιχρότητας τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ. Στήν
ἔρευνα δυστυχῶς αὐτή ὁ ἀνθρώπινος λόγος δέν παραμένει πάντοτε στά φυσικά
του ὅρια τά φωτιζόμενα ἀπό τήν πίστη, ἀλλά βγαίνει ἔξω, ἀπομακρύνεται ἀπό
τήν ἀληθινή διάστασή του καί ἀντί νά ἑρμηνεύσει τό μυστήριο, τό
διαστρεβλώνει καί τό καταστρέφει δημιουργώντας τίς διάφορες αἱρέσεις. Αὐτό
συμβαίνει ὅταν ὁ λόγος δουλεύει αὐτόνομα, χωρίς σχέση καί ἀναφορά πρός τή

48
χάρη καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτό τό ἔργο ὁ λόγος εἶναι πολύ λιγοστός,
θρυμματίζεται εὔκολα, φθείρεται καί παραμορφώνεται.

58. Σέ τί συνίσταται τό τριαδολογικό πρόβλημα;


Στή διαφύλαξη τῆς ἑνότητας τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ, δηλαδή στή σωστή σχέση
τῶν προσώπων πρός τή θεία οὐσία, ὥστε νά ὑπάρχει ἕνας μόνο Θεός καί ὄχι
τρεῖς, καί στή σωστή σχέση τῶν θείων προσώπων πρός ἄλληλα.
Τό ζήτημα αὐτό εἶναι ἀρκετά δύσκολο. Στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ἔγιναν πολλές
προσπάθειες ἑρμηνείας τοῦ δόγματος, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες κατέληξαν σέ
αἵρεση.

59. Ποιά εἶναι ἡ περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου θεωρία;


῾Η θεωρία αὐτή διατυπώθηκε πολύ νωρίς στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία κυρίως ἀπό
τούς ᾿Απολογητές (᾿Ιουστίνο καί Τατιανό) καί ἄλλους. ῎Ηθελαν νά ἐξηγήσουν τή
σχέση τοῦ Λόγου πρός τόν Πατέρα, πού εἶναι ἡ πηγή καί ἡ αἰτία τῆς θεότητας.
Κατά τή θεωρία (Τατιανός) ὁ ποιητής τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Πατήρ. Πρίν ἀπό τή
δημιουργία τῶν κτισμάτων ὁ Λόγος βρισκόταν σέ ἰδιωματική κατάσταση,
δηλαδή ἦταν ἁπλό ἰδίωμα, χωρίς προσωπική ὑπόσταση. ῏Ηταν λόγος
ἐνδιάθετος. ῞Ομως λίγο πρίν ἀπό τή δημιουργία, προπηδᾶ ἀπό τούς κόλπους τοῦ
Πατρός καί εἰσέρχεται στό στάδιο τῆς προσωπικῆς του καταστάσεως. Γίνεται
ἔργο «πρωτότοκον» τῆς βουλῆς τοῦ Πατρός. Διά τοῦ προσωπικοῦ πλέον Λόγου ὁ
Πατήρ δημιουργεῖ τόν κόσμο. Κατά τόν Τατιανό ὁ Λόγος δέν προέρχεται «κατ’
ἀποκοπήν», δέν εἶναι δηλαδή κομμάτι τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, ἀλλά «κατά
μερισμόν», κατά μετάδοσιν, ἀφήνοντας ἀνέπαφη τήν οὐσία τοῦ Πατρός. ῎Εφερε
καί παράδειγμα· ὅπως ἀπό μιά δάδα ἀνάβονται πολλά φῶτα, χωρίς αὐτά νά
μειώνουν τό ἀρχικό φῶς, ἔτσι καί ὁ Λόγος προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, χωρίς ἡ
φύση τοῦ τελευταίου νά ὑφίσταται μείωση ἀπό τήν προβολή.
Περιττό νά ποῦμε ὅτι τά διδάγματα αὐτά εἶναι πολύ ἐπικίνδυνα, δυνάμενα νά
ὁδηγήσουν στήν ἀρειανική κακοδοξία. Οἱ ᾿Απολογητές φυσικά δέν προχώρησαν
στό στάδιο αὐτό. ῎Εθεσαν βέβαια σέ ἀμφιβολία τήν αἰωνιότητα καί τήν
προσωπική ὑποστατική αὐτοτέλεια τοῦ Λόγου, δέν προχώρησαν ὅμως σέ
ἄρνηση τῆς θεότητάς του [58].

60. Ποιά ἦταν ἡ θεωρία τῆς ὑποταγῆς τοῦ Λόγου στόν Πατέρα [59];
Εἶναι θεωρία παρεμφερής πρός τήν προηγούμενη. Τήν διετύπωσαν ὁ ᾿Ιουστίνος,
ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, καί ἄλλοι ᾿Απολογητές.
Τό κύριο μέλημα τοῦ᾿Ιουστίνου ἦταν ἡ διαφύλαξη τῆς ἑνότητας τοῦ Θεοῦ, τήν
ὁποία ἐκ πρώτης ὄψεως ἀπειλεῖ ἡ παραδοχή εἰς αὐτόν (τόν Θεό) δύο προσώπων
διαφερόντων «τῷ ἀριθμῷ», δηλαδή ξεχωριστῶν καί πραγματικῶν. Πῶς εἶναι
δυνατό νά εἶναι ἕνας ὁ Θεός ὅταν σ’ αὐτόν ὑπάρχουν δύο πρόσωπα (καί τρία μέ
τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο); ῎Ετσι ἀνακύπτει ἡ περί διπλῆς καταστάσεως τοῦ Λόγου
θεωρία [60], ὅπως τήν εἴδαμε στό προηγούμενο ἐρώτημα. Στήν πρώτη
κατάσταση ὁ Λόγος βρισκόταν ὡς δύναμη ἰδιωματική στό Θεό καί ὄχι ὡς
πρόσωπο ξεχωριστό καί πραγματικό. Αὐτό ἔγινε ὅταν ὁ Θεός θέλησε νά
δημιουργήσει τά ἐξωτερικά ὄντα. ᾿Επειδή δέ αὐτός, ὡς ἀπόλυτα ὑπερβατικός,
δέν μποροῦσε νά δημιουργήσει ἄμεσα τόν κόσμο (ἰδέα πλατωνική, φιλώνεια),

49
σύρει τόν Λόγο ἀπό τήν ἐνδιάθετη ἰδιωματική του κατάσταση καί τόν γεννᾶ,
ἀπό τή βουλή του, προφορικόν, δηλαδή ὡς πρόσωπο ξεχωριστό, τό ὁποῖο
χρησιμεύει στό Θεό σάν ὄργανο, γιά νά δημιουργήσει δι’ αὐτοῦ τά ὄντα. ῾Ο
Λόγος εἶναι ὑπηρετικό ὄργανο τοῦ Πατρός καί ὡς τέτοιος δέν μπορεῖ νά εἶναι
ἴσος μέ τόν Πατέρα, ἀλλά κατώτερος αὐτοῦ. ῾Ο Λόγος εἶναι ὑποταγμένος στόν
Πατέρα. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στό πεδίο τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπου ὁ Λόγος, ὡς
ὄργανο τοῦ Πατρός, φανερώνει στόν κόσμο τό θέλημα καί τίς βουλές τοῦ
Πατρός.
Δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ, ὅτι τόσο τά περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου
διδάγματα, ὅσο καίἡ περί ὑποταγῆς θεωρία εἶναι ἐπικίνδυνα, ὡς θέτοντα σέ
ἀμφιβολία τό θεοπρεπές ἀξίωμα τοῦ Λόγου, δηλαδή τήν αἰωνιότητα, τήν
αὐτοτέλεια καί τή θεότητά του. ῞Ενα μόνο βῆμα χωρίζει τά διδάγματα αὐτά ἀπό
τόν ᾿Αρειανισμό, στόν ὁποῖο ὅμως δέν ὑπέπεσε ὁ ἱερός ᾿Απολογητής.

61. Ποιός ἦταν ὁ Σαβέλλιος καί τί δίδασκε;


῏Ηταν ὁ κυριότερος ἐκπρόσωπος τοῦ τροπικοῦ μοναρχινιασμοῦ ἤ
πατροπασχητισμοῦ, τριαδολογικῆς αἱρέσεως τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Σ’ αὐτήν
καταλέγονταν ὁ Πραξέας καί ὁ Νοητός. ῾Η αἵρεση ὀνομάζεται τροπικός
μοναρχιανισμός, γιατί δίδασκε αὐστηρά τή μοναρχία (= μία ἀρχή) στό Θεό (τόν
Πατέρα), ἀρνοῦνταν δέ τήν ὕπαρξη τῶν προσώπων ὡς αὐτοτελῶν ὑποστάσεων,
χαρακτηρίζοντάς τες ὄχι σάν πραγματικές ὑποστάσεις στή θεότητα, ἀλλά σάν
τρόπους μέ τούς ὁποίους ὁ ἕνας Θεός ἐνεργεῖ κάθε φορά στόν κόσμο.
Πατροπασχιτισμός δέ, γιατί μή διακρίνοντας τόν Πατέρα, ἀπό τόν Υἱό, σάν
πρόσωπο ξεχωριστό, στό πάθος τοῦ Χριστοῦ ἔλεγαν ὅτι δέν ἔπαθε ὁ Υἱός ἀλλά ὁ
Πατήρ.
Οἱ αἱρέσεις αὐτές ὡς κύριο μέλημα εἶχαν τήν πάση θυσία διαφύλαξη τῆς
μοναρχίας στή θεότητα, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ὄχι πολλοί. Κατ’ αὐτές
τήν πολλότητα στό Θεό εἰσηγεῖται ἡ παραδοχή τῶν ὑποστάσεων ὡς
πραγματικῶν προσώπων, πού μερίζουν τή θεότητα.
῾Ο Πραξέας [61] δίδασκε ὅτι ὁ Υἱός δέν ὑπάρχει κατ’ ἑαυτόν, εἶναι ἕνα ἄλλο
ὄνομα τοῦ Πατρός, ἕνα φύσημα φωνῆς, φωνή καί ἦχος στόματος, ἀέρας πού
κρούεται. Πατήρ καί Υἱός εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο. Μόνο ὁ Πατήρ
γεννήθηκε καί ἔπαθε πάνω στή γῆ (= Πατροπασχητισμός). Τίς ἴδιες ἀντιλήψεις
δίδασκε καίὁ Νοητός [62].
῾Ο Σαβέλλιος ἀνέπτυξε συστηματικότερα καί πληρέστερα τόν τροπικό
μοναρχιανισμό. ῾Ο Θεός δέν εἶναι Πατήρ καί Υἱός, ἀλλ’ «Υἱοπάτωρ» [63]. Τά
ὀνόματα Υἱός καί Πνεῦμα δέν σημαίνουν ἐσωτερικές διακρίσεις στή θεότητα,
ἀλλ’ ἐξωτερικές σχέσεις τοῦ Θεοῦ πρός τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο. Εἶναι
διαδοχικές ἱστορικές ἐμφανίσεις τῆς θεότητας, πού κάνουν ἐμφανεῖς τίς
ἐξωτερικές ἐνέργειες τοῦ ἑνός κατ’ οὐσίαν Θεοῦ. Τή θεότητα τήν ἀπαρτίζει μόνο
ὁ Πατήρ. ῾Ο Υἱός καί τό Πνεῦμα εἶναι περιστασιακές αὐτοφανερώσεις τοῦ
Πατρός. Στό πεδίο τῆς οἰκονομίας ὁ ἕνας Θεός πλατύνεται καί συστέλλεται
ἀνάλογα μέ τίς ἐνέργειές του στόν ἐξωτερικό κόσμο. Κατά τό Ζωναρᾶ καί τό
Βαλσαμώνα ὁ Σαβέλλιος ἐδογμάτιζε «συναλοιφήν καί σύγχυσιν, τάς τρεῖς
ὑποστάσεις τῆς μιᾶς οὐσίας καί θεότητας εἰς ἕν πρόσωπον συναιρῶν καί
συγχέων, καί ἕν πρεσβεύων ἐπί τῆς Τριάδος Τριώνυμον πρόσωπον, λέγων τόν

50
αὐτόν ποτέ μέν ὡς Πατέρα φανῆναι, ποτέ δέ ὡς Υἱόν, ποτέ δέ ὡς Πνεῦμα ἅγιον
μεταμορφούμενον καί ἄλλοτε ἄλλως μετασχηματιζόμενον» [64].

62. Τί δίδασκε ὁ῎Αρειος [65];


῾Ο ῎Αρειος ἦταν ὁ εἰσηγητής τῆς αἱρέσεως πού φέρει τό ὄνομά του
(᾿Αρειανισμός), ἡ ὁποία ἦταν ἡ σημαντικότερη αἵρεση πού συνεκλόνισε πέρα
ἀπό κάθε ἄλλη τήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία. ῏Ηταν μαθητής τοῦ Λουκιανοῦ
᾿Αντιοχείας καί ἀμιγεῖς ὀπαδοί του ἦταν ὁ Εὐνόμιος καί ὁ᾿Αέτιος.
῾Ο ῎Αρειος καί οἱ ὀπαδοί του εἶχαν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους. ᾿Επειδή ἦταν
μορφωμένοι (γνώριζαν διαλεκτική καί φιλοσοφία), θεωροῦσαν ἀνώτερους τούς
ἑαυτούς των καί περιφρονοῦσαν τούς «ἐκκλησιαστικούς», αὐτούς δηλαδή πού
πίστευαν, χωρίς ἔρευνα καί ἐμβάθυνση, τή διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο
ἐγωισμός καί ἡ ἔπαρση εἶναι τά κύρια χαρακτηριστικά κάθε αἱρέσεως. ῾Ο
ἄνθρωπος πού ἀντιμάχεται τό δόγμα τῆς ᾿Εκκλησίας του πρέπει νά εἶναι
αὐτάρεσκος, ἐγωιστής καί ὑπερφίαλος.
Καί τόν ῎Αρειο ἀπασχολοῦσε ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ. ᾿Ενῶ δέ οἱ πρό
αὐτοῦ ᾿Απολογητές καί οἱ τροπικοί Μοναρχιανοί προσπαθοῦσαν νά λύσουν τό
πρόβλημα μέ τήν ὑποβάθμιση τοῦ Λόγου, ἀμφισβητώντας εἴτε τήν αἰωνιότητα
εἴτε τό προσωπικό του ἀξίωμα, αὐτός ἀρνήθηκε μιά καί καλή τή θεότητά του κι
ἡσύχασε.
῾Ο ῎Αρειος συμμεριζόταν τήν περί δύο καταστάσεων τοῦ Λόγου διδασκαλία τῶν
᾿Απολογητῶν καί τῶν ἄλλων θεολόγων τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Αὐτό δέν
ἐνοχλοῦσε τότε τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία οὐδέποτε κατεδίκασε τά διδάγματα
αὐτά. ῾Ο ῎Αρειος κατέστη ἐπικίνδυνος μόλις πολέμησε τή θεότητα τοῦ Λόγου.
῎Εγραφε· «Πάντων γάρ γενομένων ἐξ οὐκ ὄντων... καί αὐτός ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος
ἐξ οὐκ ὄντων γέγονε». «῏Ην ποτε, ὅτε οὐκ ἦν· καί οὐκ ἦν πρίν γένηται, ἀλλ’
ἀρχήν τοῦ κτίζεσθαι ἔσχε καί αὐτός». ῾Ο Λόγος ἑπομένως δέν εἶναι πλήρης καί
τέλειος Θεός, ἀλλ’ ἁπλῶς «θεῖος». Τίς ἐπικίνδυνες αὐτές διδασκαλίες τοῦ᾿Αρείου
κατεδίκασε ἡ᾿Εκκλησία στήν πρώτη μεγάλη Σύνοδό της στή Νίκαια τῆς
Βιθυνίας (325).
῾Ο Λόγος, κατά τόν ῎Αρειο, δέν εἶναι ἀληθινός Θεός. Εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός, τό
τελειότερο βέβαια, «ὄν πεποιημένον», ἀνεξάρτητο καί ξένο τῆς οὐσίας τοῦ
Πατρός. «῎Ιδιον οὐδέν ἔχει τοῦ Θεοῦ καθ’ ὑπόστασιν ἰδιότητος, οὐδέ γάρ ἐστιν
ἴσος, ἀλλ’ οὐδέ ὁμοούσιος αὐτῷ». «Ξένος τοῦ υἱοῦ κατ’ οὐσίαν ὁ Πατήρ ὑπάρχει,
ὅτι ἄναρχος ὑπάρχει». ῾Ο Λόγος, ὡς μία τῶν δυνάμεων τοῦ Θεοῦ (μεταξύ τῶν
ὁποίων ἡ ἀκρίδα καί ἡ κάμπη) εἶναι αὐτεξούσιος, τρεπτός καί ἀλλοιωτός. ῞Ομως
διά τῆς σταθερῆς προσκολλήσεώς του στό ἀγαθό, ἔγινε ἄτρεπτος καί
ἀναλλοίωτος. ῾Ο Λόγος ἐντούτοις εἶναι τό τελειότερο τῶν κτισμάτων, δέν εἶναι
ὅπως τάὑπόλοιπα κτίσματα καί γεννήματα. ῾Ο Θεός, προβλέποντας τήν ἀρετή
του, τοῦ ἔδωσε τιμή καί δόξα. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς δικές του δυνάμεις
κατέστη «πλήρης Θεός μονογενής, ἀναλλοίωτος» (ἠθική θεοποίηση).

63. ῎Εχουν καμιά σχέση μέ τόν ῎Αρειο οἱ σημερινοί Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ;


῎Εχουν σχέση γενετική. Οἱ Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ κατάγονται πνευματικά ἀπό
τόν ᾿Αρειανισμό. ᾿Αναμασσοῦν τά διδάγματα τοῦ ἀρχαίου αἱρεσιάρχη. Κόκκινο
πανί στά μάτια τους εἶναι ἡ περί Θεοῦ Λόγου διδασκαλία τῆς πίστεως. Τούς

51
πιάνει μανία ὅταν ἀκοῦνε γιά τή θεότητα τοῦ Λόγου. ῞Οπως ὁ ῎Αρειος, ἔτσι καί
αὐτοί πολεμοῦν μέ λύσσα τό κορυφαῖο αὐτό δόγμα τῆς ᾿Εκκλησίας.
Κατ’ αὐτούς ὁ Λόγος εἶναι μέν Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως καί Θεός. Τονίζουν τή
θεία υἱότητα τοῦ Λόγου γιά νά πάρουν μέ τό μέρος τους τούς ἀδαεῖς καί ἀφελεῖς,
ὅτι τάχα τιμοῦν τό ἀξίωμα τοῦ Λόγου, ἐνῶ συγχρόνως ἀθετοῦν τή θεότητά του,
προσβάλλοντας κατά τόν πιό βάναυσο τρόπο τό θεοπρεπές ἀξίωμά του. Βέβαια
εἶναι σωστή ἡ θέση ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἐλλιπής. ῾Η
ὀρθή καί ὁλοκληρωμένη πίστη εἶναι· ῾Ο Λόγος εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός. ῾Ο
τονισμός μόνο τοῦ πρώτου σκέλους τῆς ὁμολογίας σέ συνδυασμό μέ τήν
παρασιώπηση τοῦ δεύτερου σκέλους, δέν λέει καί πολλά πράγματα.
῾Απλούστατα, γιατί υἱοί Θεοῦ λέγονται στή Γραφή καί οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι.
Κατά τί διαφέρει ἡ υἱότητα τοῦ Λόγου (τοῦ Χριστοῦ) ἀπό τήν υἱότητα π.χ.
τοῦ᾿Αβραάμ ἤ τοῦ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ;
῾Ο Λόγος δέν εἶναι Θεός. ᾿Από τή βάση αὐτή δέν θέλουν νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ
Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ, ἐμμένοντας σ’ αὐτή πεισματικά. ῞Οπως ὁ῎Αρειος, ἔτσι κι
αὐτοί κατατάσσουν τό Λόγο στή σειρά τῶν κτισμάτων. Εἶναι δημιούργημα τοῦ
Θεοῦ, τό πρῶτο καί καλύτερο. Κακῶς δέ λατρεύεται ἀπό τούς χριστιανούς. Τώρα
πῶς μπορεῖ ἕνα κτίσμα, ὅσο λαμπρό κι ἄν εἶναι, νά σώσει τόν κόσμο ἀπό τήν
ἁμαρτία, εἶναι ἀμήχανο καί ἄπορο. ῎Οχι φυσικά γι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
ἀπορρίπτουν τήν ἰδέα τῆς κολάσεως. ᾿Από τί νά σωθεῖ –ἀλήθεια– ὁἄνθρωπος;
Μιά καί μιλᾶμε γιά τούς Μάρτυρες τοῦ᾿Ιεχωβᾶ, ἄς ποῦμε λίγα λόγια καί γιά τήν
ἰδιαίτερη ταυτότητά τους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν εἶναι ἁπλά βλάσφημοι τοῦ
ὀνόματος καί τοῦ ἀξιώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ εἶναι κυριολεκτικά ἀντίχριστοι.
Μάχονται τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Κυρίου, τοῦ ἱδρυτῆ τοῦ χριστιανισμοῦ καί
τῆς ἁγίας ᾿Εκκλησίας του. Γιά νά βρεῖτε τί πιστεύουν, δέν ἔχετε παρά νά
ἀντιστρέψετε ὅ,τι διδάσκει ἡ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας μας, σέ ὅλο τό φάσμα τῶν
θείων δογμάτων της. ῞Ολα τά ἀνατρέπουν καί τά μάχονται. Εἶναι οἱ ἐχθροί τοῦ
Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας, τήν καταστροφή τῶν ὁποίων ἔχουν τάξει ὡς
ἰδιαίτερο στόχο τοῦ σκοτεινοῦἔργου τους. Προσοχή ἀπ’ αὐτούς!

64. Τό filioque εἶναι τριαδολογική κακοδοξία;


᾿Αναντιρρήτως ναί καί μάλιστα μεγάλη, γιατί φθείρει τήν περί Αγίας Τριάδος
διδασκαλία.
Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη τό῞Αγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός,
πού εἶναι ἡ πηγή τῆς θεότητας τῶν δύο ἄλλων προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ,
καί πέμπεται στόν κόσμο διά τοῦ Υἱοῦ πρός τελείωση τοῦἔργου τῆς
ἀπολυτρώσεως. ῾Η διδασκαλία αὐτή στηρίζεται στό κλασικό χωρίο τῆς Γραφῆς
᾿Ιωάν. 15,26· «῞Οταν δέ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ
Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ᾿Αληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται...», ὅπου ὁ
μέν ἐνεστώς «ἐκπορεύεται» σημαίνει τήν ἀΐδια πρόοδο τοῦ Πνεύματος παρά τοῦ
Πατρός, ὁ δέ μέλλων «πέμψω» τήν ἔγχρονη ἀποστολή τοῦ Πνεύματος ἀπό τόν
Υἱό. Αὐτός εἶναι γενικά ὁ ὀρθόδοξος τύπος ἐκπορεύσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
῾Η Ρωμαϊκή ὅμως ᾿Εκκλησία ἔχει ἄλλη ἀντίληψη. Διδάσκει ὅτι τό Πνεῦμα τό
῞Αγιο δέν ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἀλλά καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (filioque). Τή
διδασκαλία της αὐτή στηρίζει σέ χωρία τῆς Γραφῆς (᾿Ιωάν. 16,13.5 κ.ἄ.) τά ὁποῖα
ἑρμηνεύει μέ τό δικό της τρόπο. Τό filioque, ἡ ἰδέα τοῦ ὁποίου προέρχεται ἀπό τή

52
θεολογία τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ Λατινική ᾿Εκκλησία τό προσέθεσε στό ἱερό
Σύμβολο τῆς Πίστεως στήν ᾿Ισπανία σέ σύνοδο τοῦ Τολέδου τό 589, προφανῶς
γιά νά στηρίξει τήν πίστη στή θεότητα τοῦ Λόγου, πού πολεμοῦσε τότε
λυσσωδῶς ὁ Δυτικογοτθικός ᾿Αρειανισμός. ᾿Από τήν ῾Ισπανία μεταφέρθηκε τό
filioque καί σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες, ὄχι βέβαια χωρίς ἀντίδραση.
Τό filioque, πού δέν ἔχει πραγματικό ἔρεισμα στή Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν
ἁγίων Πατέρων, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τό εἶδε σάν δεινή τριαδολογική αἵρεση
καί τό πολέμησε ἰσχυρά. 1) Γιατί καταργεῖ τό ἀξίωμα τοῦ Πατρός ὡς πηγαίας
θεότητας. 2) Καταλύει «τό τῆς μοναρχίας πολυύμνητον κράτος», εἰσάγοντας δύο
ἀρχές στή θεότητα, τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. 3) ᾿Επιφέρει σύγχυση τῶν
ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων τῶν προσώπων, τά ὁποῖα (ἰδιώματα) εἶναι αὐστηρῶς
προσωπικά, ἀμετακίνητα καί ἀμετάδοτα, ὥστε νά διερωτᾶται κανείς· γιατί ὁ
Πατήρ νά μή γεννᾶται ἀπό τόν Υἱό καί ὁ Υἱός νά ἐκπορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα;
κ.ο.κ. 4) ῾Υποβαθμίζει τό Πνεῦμα ἔναντι τοῦ Υἱοῦ, ὑποβαθμίζοντας τό
θεοπρεπές του ἀξίωμα καί θέτοντας σέ κίνδυνο τό ἁγιαστικό ἔργο του.
Τό filioque πούἔγινε αἰτία διασχίσεως τῶν δύο ᾿Εκκλησιῶν ἐπί Φωτίου (867) καί
Μιχαήλ Κηρουλαρίου (1054) δέν εἶναι «θεολογούμενον» [66], μία δηλαδή
ἀμφιλεγόμενη δογματική δοξασία, τῆς ὁποίας ἡ ἀθέτηση δέν ἔχει καί τόσο
μεγάλη σημασία. Τουναντίον, γιά τή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία εἶναι κορυφαῖο δόγμα
πίστεως, τοῦ ὁποίου ἡ ἄρνηση στερεῖ τόν ἄνθρωπο τῆς σωτηρίας· γιά δέ τήν
᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι ἀθέτηση κορυφαίας στιγμῆς τῆς περί῾Αγίας Τριάδος
διδασκαλίας, τῆς ὁποίας ἡ ἀποδοχή καταδικάζει αἰώνια τόν ἄνθρωπο.
Στό θεολογικό διάλογο πού διεξάγουμε μέ τή Ρωμαιοκαθολική ᾿Εκκλησία τό
filioque ἀποτελεῖ πρόβλημα ἀκανθῶδες. Πρέπει δέ νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί
καί νά μήν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς».

65. ῾Η ἄρνηση τῶν θείων ἐνεργειῶν στό Θεό παραβλάπτει τό δόγμα περί τῆς
῾Αγίας Τριάδος;
Ναί, τό παραβλάπτει. Φθείρει τήν ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. ῞Οπως
σημειώσαμε στό προηγούμενο, στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχουν· ἡ οὐσία, οἱ
ὑποστάσεις καί οἱ θεῖες ἐνέργειες. ῎Αν λείψει ἕνα ἀπό τά τρία αὐτά, φθείρεται ἡ
ἔννοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Αἵρεση δέν εἶναι μόνο ἡ ἄρνηση ἤ ἡ παρεκδοχή τῆς
θείας οὐσίας ἤ τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων, ἀλλά καί ἡ ἄρνηση ἤ παρεκδοχή τῶν
ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν.
Τίς θεῖες ἐνέργειες ἀρνεῖται ἀπό τό Θεό ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία. Τίς ἀπορρίπτει
γιατί κατ’ αὐτήν ἡ ὕπαρξη τῶν θείων ἐνεργειῶν συνθέτει τή φύση τοῦ Θεοῦ, τῆς
ὁποίας καταλύει τήν ἄπειρη ἁπλότητα. Βεβαίως ὑπάρχουν δυνάμεις στό Θεό,·
ὅμως αὐτές δέν εἶναι ἄκτιστες, ὅπως ἄκτιση δέν εἶναι καί ἡ θεία χάρη καί τό φῶς
τοῦ Χριστοῦ. ῞Ολα αὐτά κατά τή λατινική θεολογία εἶναι μεγέθη κτιστά, τά
ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ὑπερβατικός Θεός γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Γύρω ἀπό τό
ζήτημα τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν διεξήχθησαν σκληροί ἀγῶνες μεταξύ τῆς
ὀρθόδοξης ᾿Ανατολῆς καί τῆς λατινικῆς Δύσεως. ῾Ο μοναχός Βαρλαάμ,
ἐκπρόσωπος τοῦ λατινικοῦ πνεύματος, καταπολέμησε σφοδρῶς τήν ὀρθόδοξη
διδασκαλία· αὐτόν δέ ἀντιμετώπισε σθεναρά ὁ μεγάλος πρόμαχος τῆς
᾿Ορθοδοξίας Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Σύνοδοι τῆς

53
᾿Εκκλησίας δικαίωσαν τούς ἀγῶνες καί τή διδασκαλία τοῦ῾Αγίου, καί
καταδίκασαν τόν λατινόφρονα Βαρλαάμ [67].
Τό ζήτημα τῶν θείων ἐνεργειῶν εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν
᾿Ορθόδοξη Καθολική᾿Εκκλησία, ὄχι μονάχα γιά τήν ὁλοκληρία τῆς περί῾Αγίας
Τριάδος διδασκαλίας της, ἀλλά καί γιά ὅλη τήν ὑπόστασή της καί τό λυτρωτικό
ἔργο της. ῾Η ἄκτιστη θεία ἐνέργεια (ἡ χάρη) ἀποτελεῖ τόν ζωτικό καί ἁγιαστικό
τῆς ᾿Ορθοδοξίας δεσμό. Μέ τή βαθιά ἕνωση μαζί της θεοποιεῖται ὁἄνθρωπος. Θά
μποροῦσε νά ἐπιτευχθεῖ ἡ θέωση, ἄν ἡ θεία ἐνέργεια (ἡ χάρη) δέν ἦταν μέγεθος
ἄκτιστο ἀλλά κτιστό; ᾿Αλήθεια, πῶς θά μποροῦσαν νά συνοικήσουν ᾿Ορθοδοξία
καί Ρωμαιοπαπισμός μέ τόσο ἔντονες σωτηριολογικές καί ἐσχατολογικές
ἀποκλίσεις καί διαφορές; Οἱ μέν ᾿Ορθόδοξοι νά ὁραματίζονται καί νά σπεύδουν
πρός τή θέωση, οἱ δέ Ρωμαιοκαθολικοί νά εἶναι ἀνίδεοι τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ
πράγματος;

54
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´

ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ

66. Ποιά εἶναι στόν πυρήνα της ἡ ὀρθόδοξη χριστολογία;


Τό δόγμα περί Χριστοῦ εἶναι ἐξ ἴσου σημαντικό, ὅσο καί τό δόγμα περί῾Αγίας
Τριάδος. Εἶναι δόγμα πίστεως κορυφαῖο, στό ποῖο ἀνακλᾶται ἡ οἰκονομική
Τριάδα. Λέγοντας αὐτό ἐννοοῦμε τόν Τριαδικό Θεό στίς ἐξωτερικές του
ἐνέργειες, στή δημιουργία τοῦ κόσμου καί τήν ἀπολύτρωση. ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ
πού στή μεταφυσική Τριάδα (στό Θεό καθ’ ἑαυτόν) σχετίζεται μέ τήν οὐσία καί
τίς ἄλλες δύο Τριαδικές ὑποστάσεις τῆς θεότητας, ἀφήνει τούς οὐρανούς –χωρίς
νά χάσει τό θεοπρεπές του ἀξίωμα– καί κατεβαίνει στή γῆ, γίνεται ἄνθρωπος
ἱστορικός γιά νά σώσει τόν πεσμένο ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. ῾Η εἴσοδος αὐτή
στό πεδίο τῆς ζωῆς καί ἡ ἀνάληψη τῆς κακοπάθειας τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς εἶναι
γνωστή ὡς «κένωσις» τοῦ Λόγου [68]. ῾Ο Λόγος γίνεται ἄνθρωπος γιά νά
λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό ζυγό τῆς ἁμαρτίας καί τήν ὀδύνη τοῦ
πνευματικοῦ θανάτου.
Στό Χριστό ὑπάρχουν δύο φύσεις, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, καί ἕνα πρόσωπο, τοῦ
ἀιδίου Λόγου. ῾Η ἀνθρώπινη φύση του δέν εἶχε δικό της πρόσωπο, ἦταν
ἀνυπόστατη.
῾Η θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ τέλεια φύση τῆς θεότητας. ᾿Επίσης τέλεια ἦταν
καί ἡ ἀνθρώπινη φύση του, στήν ὁποία ὑπῆρχε ψυχή νοερά καί λογική, ἑνωμένη
μέ σῶμα ὑλικό καί ἀληθινό. ῾Η ἕνωση τῶν φύσεων ἔγινε στή μήτρα τῆς
Παρθένου «ἐξ ἄκρας συλλήψεως». Μόλις δηλαδή ἡ Μαρία δέχτηκε τόν ἀσπασμό
τοῦ ἀγγέλου, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐμόρφωσε στήν παρθενική μήτρα της τό
ἔμβρυο Χριστό, μέ τό ὁποῖο ἑνώθηκε ἀμέσως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, χωρίς τό ἑνωθέν
(ἡ ἀνθρώπινη φύση) νά προφθάσει νά ζήσει ἔστω καί μία χρονική στιγμή ἔξω
ἀπό τήν ἕνωση, ὡς πρόσωπο ξεχωριστό καί ἴδιο. Συνεπῶς ὡς ἄνθρωπος ὁ
Χριστός δέν εἶχε δικό του ξεχωριστό πρόσωπο, ἀλλά φερόταν στό ἀΐδιο πρόσωπο
τοῦ Λόγου.
῾Η σύλληψη καί ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὑπερφυσικές. Σ’ αὐτές δέν
λειτούργησαν οἱ συνήθεις νόμοι τῆς φύσεως. ῾Η Μαρία δέν συνέλαβε μέ τή
γνωστή σύμπραξη ἀνδρός καί γυναικός, ἀλλά μέ τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ
παναγίου Πνεύματος. ῾Ο Χριστός ἦταν «ἀπάτωρ ἐκ μητρός», δέν εἶχε δηλαδή
πατέρα σύζυγο τῆς μητέρας του. ᾿Αφοῦ δέ δέν συνέπραξε ἄνδρας, ἡ Μαρία
συνέλαβε τό Χριστό χωρίς νά χάσει τήν παρθενία της. Στό αὐτό μέτρο
παρθενική καί ὑπερφυσική ἦταν καί ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου, γέννηση ἀνώδυνη
καί ἀλόχευτη (χωρίς τά φυσικά λόχια). ῾Η γέννηση τοῦ Σωτῆρος δέν
ἀκολούθησε τούς ρυθμούς τῆς φυσικῆς ἀνθρώπινης γεννήσεως. Γι’ αὐτό καί
γεννήθηκε χωρίς τό προπατορικό ἁμάρτημα, μέ τό ὁποῖο ἔρχονται στόν κόσμο
ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Στό Χριστό ἔσπασε ἡ συνέχεια τῆς ἁμαρτωλῆς φύσεως
τοῦ ᾿Αδάμ, ἡ ὁποία κληροδοτεῖ τό προπατορικό ἁμάρτημα σέ ὅσους ἐκφύονται
ἀπ’ αὐτήν. ῾Ο Χριστός εἶναι ὁ καινός ᾿Αδάμ τῆς χάριτος, ἡ νέα πνευματική ρίζα

55
τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ὁποία κληροδοτεῖ τήν πνευματική ἀναγέννηση καί τή
σωτηρία στούς πιστεύοντες.
῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ὑποστατική, ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη.
Λέγοντας ὑποστατική ἕνωση ἐννοοῦμε ὅτι αὐτή ἔγινε στήν ὑπόσταση (ἐξ οὗ καί
τό ὄνομα) ἤ τό πρόσωπο τοῦ Λόγου. ᾿Επαναλαμβάνουμε καί πάλι ὅτι ἡ
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνυπόστατη, δηλαδή δέν ἔζησε ποτέ ἀπό
μόνη της ἔξω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία. Στήν
ἕνωση οἱ φύσεις δέν ἐπηρέασαν ἡ μία τήν ἄλλη, δέν μετατράπηκε ἡ μία στή
φυσική ποιότητα τῆς ἄλλης, ἀλλά παρέμειναν κάθε μιά στή φυσική της
ποιότητα καί πληρότητα, χωρίς στό ἑξῆς ν’ ἀποχωρίζονται ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη.
῾Ενώθηκαν «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως» [69].
῾Ο Χριστός εἶχε δύο φυσικά θελήματα καί δύο ἐνέργειες. ῎Ηθελε καί ἐνεργοῦσε
ἑνιαῖα καί ὡς ἄνθρωπος καί ὡς Θεός. Τό ἀνθρώπινό του θέλημα, ἄν καί
ἐλεύθερο, ὑποτασσόταν στό θεῖο του θέλημα, χωρίς νά ἀντιπαλαίει καί ν’
ἀντιπίπτει πρός αὐτό [70]. Δέν εἶχε θέλημα γνωμικό. Δέν ἤθελε ξεχωριστά ὡς
ἄνθρωπος, πράγμα, πού προϋποθέτει τήν ὕπαρξη ἀνθρώπινου προσώπου, καί
ἄφηνε ἀνοικτή τή δυνατότητα νά ὑποπέσει ὁ Κύριος στήν ἁμαρτία. Τό ἴδιο
συμβαίνει καί μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός ἐνεργοῦσε ἑνιαία καί τά
θεῖα καί τά ἀνθρώπινα, χωρίς ἡ μία του ἐνέργεια νά ἀντιφέρεται πρός τήν ἄλλη.
᾿Από τή σύνθεση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τίς ἑξῆς
ἀκολουθίες:
1) Τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
῾Η μία φύση ἀντιδίδει τά ἰδιώματά της στήν ἄλλη. Τά ἰδιώματα δέν ἀντιδίδονται
ἀπ’ εὐθείας στίς φύσεις, δηλαδή καθ’ ἑαυτές, γιατί κάτι τέτοιο θά τίς συνέχεε
καί θά ὁδηγοῦσε στό Μονοφυσιτισμό, ἀλλά αὐστηρῶς στό ἕνα του θεανδρικό
πρόσωπο. ῎Ετσι δέν λέμε, ὅτι ἡ θεότητα ἔπαθε ἤ ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν στούς
οὐρανούς πρίν δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος, ἀλλ’ ὅτι ὁ Χριστός, ὡς πρόσωπο ἑνιαῖο
καί ἀδιαχώριστο, ἔπαθε ὡς Θεός (στή σάρκα του φυσικά· «σαρκί») καί βρισκόταν
ὡς ἄνθρωπος στούς οὐρανούς. Στήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων ἡ θεία φύση
ἀντιδίδει κυρίως τά δικά της στήν ἀνθρώπινη καί ὄχι τό ἀντίθετο. ῾Η πτυχή αὐτή
τοῦ δόγματος εἶναι πολύ σημαντική, γιατί ἀποτελεῖ τή λυδία λίθο
ἀναγνωρίσεως καί σταθμίσεως τῶν χριστολογικῶν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων.
2) Τόν ὅρο «Θεοτόκος» πού ἀποδίδεται στή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η Μαρία
γέννησε τό Χριστό. ῎Οχι βέβαια τή θεία φύση του καθ’ ἑαυτήν, γιατί ὁ Θεός, ὡς
τό ἀπειροτέλειο ὄν, δέν μπορεῖ νά ὑπαχθεῖ στούς φυσικούς νόμους, νά γεννηθεῖ
δηλαδή μέ τόν ἴδιο τρόπο πού γεννιοῦνται οἱ ἄνθρωποι. ῾Η Μαρία γέννησε τό
Θεό «σαρκί». Αὐτό πού γεννήθηκε, ἦταν ὁ Χριστός, στόν ὁποῖο ὁ τέλειος Θεός
ἦταν ἑνωμένος «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» μέ τόν υἱό τοῦ ἀνθρώπου στή θεοχώρητη
μήτρα τῆς πάναγνης Κόρης. ῾Ο ὅρος «Θεοτόκος» ἀποτελεῖ συνοπτικήἐκφορά τοῦ
χριστολογικοῦ δόγματος, πάνω στόν ὁποῖο σάν σέ κυματοθραύστη,
προσέκρουσε καί διαλύθηκε ἡ νεστοριανή λαίλαπα.
3) Τή μία υἱότητα καί λατρεία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός εἶχε διπλή γέννηση, μία
ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ καί μία ὡς Υἱός τῆς Παρθένου. ῾Η πρώτη ἦταν ἡ ἀΐδια γέννηση
ἐκ τοῦ Πατρός (τό ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Λόγου), ἡ δεύτερη ἦταν ἡ ἔγχρονη ἐκ
τῆς Παρθένου διά τῆς δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος. Οἱ δύο αὐτές
γεννήσεις ἦταν σαφεῖς καί ξεχωριστές ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Δέν εἶχε ὅμως καί

56
δύο υἱότητες. Δέν ἦταν Υἱός Θεοῦ καί Υἱός τῆς Παρθένου ξεχωριστά. Αὐτό θά
σήμαινε ὅτι εἶχε δύο πρόσωπα, ἕνα ὡς Θεός καί ἕνα ὡς ἄνθρωπος. Αὐτό δέν
συνέβαινε. ῾Ο Χριστός, ὅπως εἴπαμε, εἶχε ἕνα πρόσωπο, ἦταν ἕνας καί ὄχι
πολλοί. ῾Ως ἕνας εἶχε μία υἱότητα, ὡς Θεός καί ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός. Δέν
ὑπῆρχαν σ’ αὐτόν δύο υἱοί ξεχωριστοί, ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος. Στή μία υἱότητα
τοῦ Χριστοῦ ἀναλογεῖ καί μία λατρεία καί προσκύνηση.
4) Τήν ἀπόλυτη ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Χριστός ὄχι ἁπλά δέν ἁμάρτησε
κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του [71], ἀλλά δέν μποροῦσε κάν νά
ἁμαρτήσει. Αὐτό ἀπαιτεῖ ἡ σύνθεση τοῦ προσώπου του. Δέν μποροῦσε ν’
ἁμαρτήσει, γιατί δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος, ἀλλά Θεάνθρωπος. ῾Η ἰδέα ὅτι
μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει ὁ Κύριος, διχάζει τό ἕνα του πρόσωπο σέ δύο φυσικά
πρόσωπα, κάτι πού καταλύει τό χριστολογικό μυστήριο. ῾Η ἰδέα εἶναι ἀλλόκοτη.
῎Αν ὑποτεθεῖ, ὅτι ὁ Χριστός μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει σάν ἄνθρωπος, μποροῦσε ν’
ἁμαρτήσει μαζί του κι ὁ Θεός, ἰδέα ἀσεβής καί βλάσφημη.

67. Ποιά εἶναι ἡἔννοια τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ;
Εἶναι προϊόν τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, συγκεκριμένα τῆς
ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀνθρώπινη
φύση τοῦ Χριστοῦ δέχεται ὅλα τά αὐχήματα τῆς θεότητας, γίνεται θείας φύσεως
κοινωνός, θεοποιεῖται. Στή βάση τῆς θεώσεως αὐτῆς θεοποιοῦνται ἐν δυνάμει
καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού πιστεύουν στό Χριστό [72] καί εἶναι μυστικά
ἐνσωματωμένοι στήν ἀνθρώπινη φύση του διά τοῦ βαπτίσματος. Σάν
παράδειγμα τῆς θεώσεως αὐτῆς φέρεται ὁ πυρακτωμένος σίδηρος. Φωτιά καί
σίδηρος δέν χάνουν μέν τή φυσική τους ποιότητα, ὅμως εἶναι δεμένα τόσο βαθιά
μεταξύ τους, ὥστε νά μή ξεχωρίζονται τό ἕνα ἀπό τόἄλλο. ῎Ετσι καί ἡ φύση τοῦ
ἀνθρώπου διαπερᾶται ἀπό τή φωτιά τῆς θείας ἐνέργειας, χωρίς νά μπορεῖ νά
ἀποχωρισθεῖ ἀπ’ αὐτήν. ῾Η φύση τοῦ ἀνθρώπου βέβαια δέν χάνεται, οὔτε
ἀπορροφᾶται οὔτε καί ἀναλύεται πανθεϊστικά στή θεότητα, ὅπως θά διδάξουν
ὁρισμένοι αἱρετικοί (Μονοφυσίτες).

68. Ποιά ἦταν ἡ ἐπίδραση τῶν ἀρχαίων θεολογικῶν σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας


καί᾿Αντιοχείας στή διαμόρφωση τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων [73];
῾Ως γνωστόν, ἡ ἀρχαία ᾿Αλεξανδρινή Σχολή εἶχε ἰδιαίτερες θεωρητικές τάσεις
καί προκαταλήψεις. Οἱ θεολόγοι της τόνιζαν πιό πολύ τό θεῖο στοιχεῖο στό
Χριστό, ἀφήνοντας στή σκιά τό ἀνθρώπινο. ῾Ομοίως ἐξηγοῦσαν ἀλληγορικά τίς
Γραφές (ἔβλεπαν συμβολική ἔννοια σέ πολλές ἀπό τίς διηγήσεις της) καί ἔμεναν
ἀδιάφοροι στήν ἱστορική γραμματική ἑρμηνεία τοῦ κειμένου της. ᾿Από τούς
κόλπους της προῆλθαν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀρνοῦνταν τήν πραγματικότητα,
εἴτε τήν ὁλοκληρία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. (Δοκῆτες,
᾿Απολλινάριος, Μονοφυσίτες, ᾿Αφθαρτοδοκῆτες).
Στό ἀντίθετο ἄκρο βρισκόταν ἡ᾿Αντιοχειανή Σχολή, τῆς ὁποίας οἱ θεολόγοι
εἶχαν πρακτικότερες τάσεις. Τόνιζαν πιό πολύ τόἀνθρώπινο στοιχεῖο στό
Χριστό, καί ἄφηναν στό περιθώριο τό θεῖο. Οἱ ᾿Αντιοχεῖς θεολόγοι ἑρμήνευαν τίς
Γραφές χρησιμοποιώντας τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο καί ἀποστρεφόμενοι
τήν ἀλληγορία. ᾿Από τίς τάσεις τῆς Σχολῆς προῆλθε ὁ Νεστοριανισμός.

57
69. Πῶς κατέληγαν στίς κακοδοξίες τους οἱ αἱρετικοί;
Κατέληγαν στήν προσπάθειά τους νά κατανοήσουν καί νά ἑρμηνεύσουν διά τοῦ
λόγου τά ἀκατανόητα καί ἀνερμήνευτα. Δέν μπορεῖ νά κατανοήσει κανείς τά
δόγματα τῆς πίστεως, γιατί αὐτά εἶναι ἀλήθειες μυστηριακές, πού ὑπερβαίνουν
τήν ἀνθρώπινη κατάληψη. ῾Ο ἄνθρωπος μέ μόνο τό μυαλό του ἀδυνατεῖ νά τίς
προσεγγίσει. Μόνο μέ τήν πίστη φωτιζόμενη ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ [74],
μπορεῖ νά ἔχει κάποια πρόσβαση στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Χωρίς αὐτήν ἐπιχειρεῖ
τό ἀκατόρθωτο. Προσπαθεῖ νά χωρέσει στό μυαλό του τό ἄπειρο καί
ἀπερίληπτο.
Αὐτό πάθαιναν οἱ αἱρετικοί. ᾿Εμπιστευόμενοι τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις τους,
προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν τήν ὑπερβατική ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τό
ἐγχείρημά τους ἦταν ἄνισο, ὅπως ἄνιση εἶναι ἡ σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου,
πεπερασμένου καί ἀπείρου. Μέ τήν ἔλλειψη αἰσθήσεως τῶν δυσαναλογιῶν καί
μέ πνεῦμα φίλαυτο καί ἐγωιστικό, ἀντί νά ἑρμηνεύσουν τά δόγματα τά
παραμόρφωναν καί τά διέλυαν. Μέ τό ὄχημα τοῦ φυσικοῦ λόγου τους δέν
ἔφθαναν ποτέ στό τέρμα τοῦ δρόμου τους, λοξοδρομοῦσαν καί χάνονταν.
᾿Εγωπαθεῖς δέ καί ἐριστικοί, δημιουργοῦσαν κόμματα στήν ᾿Εκκλησία, τή ζωή
τῆς ὁποίας ἔβλαπταν ἀφάνταστα. Κατέλυαν τήν ἀγάπη, τήν ἑνότητα καί τήν
εἰρηνική συμβίωση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ [75]. Οἱ αἱρέσεις εἶναι ὁ χειρότερος
ἐχθρός τῆς ᾿Εκκλησίας, τά ζιζάνια, πού σπείρει ὁἐχθρός στή φυτεία τῆς θείας
βασιλείας.

70. Σέ τί συνίσταται τό χριστολογικό πρόβλημα;


Στήν κατανόηση τῆς σύνθεσης τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, στό
ὁποῖο ἑνώνονται δύο διαφορετικές φύσεις, χωρίς ἡ μία νά βλάψει τήν ἄλλη.
Τό μυστήριο εἶναι μέγα. Δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε πῶς στό Χριστό, ἄν καί
ὑπῆρχαν δύο πλήρεις καί ἀκέραιες φύσεις, ὑπῆρχε μόνο ἕνα πρόσωπο, πού ἦταν
ὁ κοινός φορέας τῶν θεανδρικῶν του ἐνεργειῶν. Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε
πῶς μία φύση, πλήρης καί ἀκέραιη, εἶναι συγχρόνως καί ἀπρόσωπη καί πῶς
λαμβάνει ὑπόσταση στό πρόσωπο μιᾶς ἄλλης φύσεως («ἐνυπόστατον» [76]).
Αὐτές εἶναι ἀντινομίες τίς ὁποῖες δέν μπορεῖ νά συμβιβάσει ἡ πενιχρή μας
λογική. Καμία σοφία ἀνθρώπινη δέν μπορεῖ, νά διαφωτίσει καί νά διαλευκάνει
τό σκοτεινό χριστολογικό μυστήριο. Πολλοί προσπαθοῦν, νά διασχίσουν τό
μυστηριώδη πέπλο του· λίγοι ὅμως βγαίνουν φέροντας τή φωταύγεια τῆς
χάριτος. Οἱ περισσότεροι παραμένουν στή σκοτεινιά τῆς διάνοιας,
ἀσθμαίνοντας στήν ἀπειρία τοῦ ὑπέρλογου θαύματος. ῞Οπως εἶπε ὁ θεοδόχος
Συμεών, ὁ Χριστός «κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν» [77]. Εἶναι τό
μεγάλο σκάνδαλο, πού ἄλλους μέν ἐξυψώνει καί λαμπρύνει στή φωτεινότητα
τῆς θείας βασιλείας καί ἄλλους ἐξακοντίζει στή ζοφερότητα τῆς πνευματικῆς
ἀπώλειας!

71. Τί δίδασκε ὁ Δυναμικός Μοναρχιανισμός ἤ Υἱοθετισμός;


῏Ηταν ἀρχαία χριστολογική καί τριαδολογική αἵρεση, οἱ ὀπαδοί τῆς ὁποίας
ἀρνοῦνταν τίς τριαδικές ὑποστάσεις στή θεότητα (δυνάμεις) καί στό Χριστό
δέχονταν ἐνοίκηση τοῦ Λόγου, πού δέν ἦταν ἀληθινός Θεός ἀλλά δύναμη τοῦ
Θεοῦ.

58
᾿Εκπρόσωποι τῆς αἱρέσεως ἦταν: Θεόδωρος ὁ Σκυτεύς, Θεόδωρος ὁ Τραπεζίτης,
ὁ᾿Αρτέμων ἤ᾿Αρτεμᾶς, μέ σημαντικότερο ὅλων Παῦλο τόν Σαμοσατέα [78], ὁ
ὁποῖος συστηματοποίησε τή διδασκαλία τῆς αἱρέσεως καί ὑπῆρξε πρόδρομος τοῦ
᾿Αρειανισμοῦ καί τοῦ Νεστοριανισμοῦ.
῾Ο Παῦλος ὁ Σαμοσατέας ἦταν ἀνήρ ὑψηλόφρων καί κοσμικός. Γιά λίγο
διάστημα διετέλεσε ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας (260) καί «δουκηνάριος (ἀνώτερος
οἰκονομικός ὑπάλληλος) τῆς βασίλισσας τῆς Παλμύρας Ζηνοβίας.
῏Ηταν θεολόγος μοναρχιανός, ἀρνούμενος τή διάκριση τῶν προσωπικῶν
ὑποστάσεων στό Θεό. Κατ’ αὐτόν ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί μόνος (ὁ Πατήρ). ῾Ο Υἱός
καί τό Πνεῦμα δέν ἔχουν δική τους ὑπόσταση καί θεότητα. ῾Ο Πατήρ εἶναι
ἄγονος Υἱοῦ, ὁ δέ Λόγος ἄκαρπος Θεοῦ. ῾Επομένως ὁ Πατήρ καί ὁ Λόγος εἶναι
ἕνα πρόσωπο, ὅπως ἕνα πρόσωπο συνιστοῦν ὁ ἄνθρωπος καί ὁ ὑπάρχον σ’
αὐτόν φυσικός λόγος. ῾Ο Πατήρ βέβαια προφέρει προαιωνίως τόν Λόγο του, τόν
γεννᾶ, ὥστε νά ὀνομάζεται Υἱός. ᾿Εντούτοις ὁ Λόγος δέν παύει νά εἶναι
ἀπρόσωπος, ὅπως ἀπρόσωπος εἶναι καί ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου.
Περί ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος στό θεολογικό
σύστημα Παύλου τοῦ Σαμοσατέα. ῾Ο Λόγος ἐνοίκησε ἁπλῶς στό Χριστό «ὡς ἐν
ναῷ». ῾Ο Λόγος ὅμως δέν ἦταν προσωπικός καί ἐνυπόστατος, ἀλλά ἀπρόσωπη
δύναμη τῆς Σοφίας τοῦ Πατρός. ῾Ο Χριστός ἦταν ἴδιο ὑποκείμενο, στό ὁποῖο
ἐνοικοῦσε ἁπλῶς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τό περιεχόμενο τῆς
ζωῆς καί τῆς δραστηριότητάς του.
῾Η ὑπόσταση τοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἦταν καθαρά ἀνθρώπινη. ῾Η φύση του ἦταν ἡ
κοινή φύση τῶν ἀνθρώπων. ῏Ηταν ἄνθρωπος ψιλός (ἁπλός), γεννηθείς ἀπό τήν
Παρθένο μέ τή συνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῏Ηταν ἐκ τῶν κάτω (ἐπίγειος)
«καί ἐν αὐτῷ ἐνέπνευσεν ἄνωθεν ὁ Λόγος». Μέ τήν ἔμπνευση αὐτή ὁ Λόγος
ἑνώθηκε μέ τό Χριστό. ῾Η ἕνωση ὅμως αὐτή δέν ἦταν φυσική, ἀλλ’ ἠθική. ῏Ηταν
ἁπλή «συνέλευσις», στήν ὁποία ἄλλος ἦταν ὁ Χριστός καί ἄλλος ὁ συνελθών
Λόγος. ῏Ηταν ἕνωση «κατά μάθησιν καί μετουσίαν», ἕνωση θελήσεως καί
ἀγάπης. Διά τῆς χρίσεώς του ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα ὁ Χριστός κατέστη ὄν
μοναδικό καί ἐξαίρετο. ῎Εγινε ἅγιος καί δίκαιος, ὑπερβάς τήν ἁμαρτία τοῦ
᾿Αδάμ. ῾Ως ἀνταμοιβή τῆς ἁγιότητάς του ἔλαβε τή δύναμη νά κάνει θαύματα
καί νά πετύχει τήν ἠθική του ἀποθέωση.
Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέα ὁδήγησαν στά διδάγματα τόσο
τοῦ Σαβελλίου ὅσο καί τοῦ Νεστορίου.

72. Τί δίδασκαν οἱ Δοκῆτες;


᾿Επηρεαζόμενοι ἀπό τά πλατωνικά διαρχικά διδάγματα περί ἀντιθέσεως
πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ, τό ὁποῖο (ὑλικό) θεωροῦσαν ἑστία καί ἕδρα τοῦ κακοῦ,
καθώς καί ἀπό τό θεωρητικό κλίμα τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς, ἡ ὁποία –ὅπως
εἴδαμε– τόνιζε τό θεῖο στοιχεῖο στό Χριστό εἰς βάρος τοῦ ἀνθρώπινου, δίδασκαν
ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε σῶμα ὑλικό. ᾿Εξωτερικά φαινόταν σάν ἄνθρωπος, στήν
πραγματικότητα ὅμως δέν ἦταν. ῏Ηταν ἄνθρωπος «κατά δόκησιν καί
φαντασίαν», καί ὄχι στήν πραγματικότητα ἀληθινός ἄνθρωπος. Τό σῶμα του
εἶχε τό ἐξωτερικό περίγραμμα τῆς φύσεως, δέν ἦταν ὅμως σῶμα ἀληθινό ὅπως
τό ἔχουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. ῏Ηταν ἕνα φάντασμα, μιά ὀπτασία, μιά
ἀνυπόστατη ἐξωτερική περιγραφή.

59
Εἶναι εὔκολο νά καταλάβει κανείς γιατί δίδασκαν αὐτά τά πράγματα οἱ
Δοκῆτες. ᾿Αρνοῦνταν τό πραγματικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὡς ὑλικό τό
θεωροῦσαν ἀπό τή φύση του κακό. Πῶς μποροῦσε νά ἔχει ἕνα τέτοιο σῶμα ὁ
Χριστός; ῾Ο Δοκητισμός μείωνε τό Χριστό, ἀπό τόν ὁποῖο ἀφαιροῦσε τήν ἀλήθεια
τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του.

73. Τί δίδασκε ὁ᾿Απολλινάριος [79];


῾Ο ᾿Απολλινάριος, ἐπίσκοπος Λαοδικείας τῆς Συρίας, ἦταν διαπρεπής θεολόγος
καίὁ πρῶτος πού προσπάθησε νά δώσει ἱκανοποιητική λύση στό χριστολογικό
πρόβλημα.
Τό κύριο μέλημα τῆς χριστολογίας του ἦταν ἡ διακρίβωση τῆς ποιότητας τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Κατ’ αὐτόν ὁ Χριστός ἦταν μέν τέλειος Θεός,
ὄχι ὅμως καί τέλειος ἄνθρωπος. ῎Αν ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἦταν πλήρης
καί τέλεια, θά εἶχε δική της ἐλεύθερη πνευματική ζωή, ὁ Χριστός δέν θά ἦταν
«ἄτρεπτος νοῦς», ἀλλά ὄν τρεπόμενο καί μεταβαλλόμενο, πού θά μποροῦσε
ἐλεύθερα νά ἁμαρτήσει, θέτοντας σέ κίνδυνο τό λυτρωτικό ἔργο του. ῾Η περί δύο
φύσεων καί προσώπων διδασκαλία τῶν ἀντιοχέων θεολόγων τοῦ ἦταν
ἀποκρουστική καί ἀντιφατική· «ἀδύνατον γάρ δύο νοερά καί θελητικά ἐν τῷ
ἅμα κατοικεῖν, ἵνα μή τό ἕτερον κατά τοῦ ἑτέρου ἀντιστρατεύηται διά τῆς
οἰκείας θελήσεως καί ἐνεργείας» (ἰδέα ἀριστοτελική).
Κατά τόν ᾿Απολλινάριον ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου, μή ἔχοντας δική της αὐτοτελή
ἐνέργεια καί ζωή, ἦταν παθητικό ὄργανο τῆς θεότητας. Κατ’ οὐσίαν ἡ ἐνέργεια
τοῦ Θεανθρώπου ἦταν μία, ἡ θεία, ἡ ὁποία ἔθετε σέ κίνηση τό ὄργανό της, τή
σάρκα.
῾Ο ᾿Απολλινάριος γιά νά λύσει τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ προέβαινε σέ ποιοτική
μείωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αφαιροῦσε ἀπ’ αὐτή τό λογικό
μέρος τῆς ψυχῆς. ῾Η σάρκα τοῦ Κυρίου ἦταν «ἄνους». Τήν ἀπουσία ὅμως τοῦ νοῦ
σ’ αὐτήν ἀναπλήρωνε ἡ παρουσία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στή διατύπωση τῶν
διδαγμάτων αὐτῶν βοήθησε τόν ᾿Απολλινάριο ἡ τριχοτομική περί συνθέσεως
τοῦἀνθρώπου θεωρία τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας· Στό Χριστό ὑπάρχει μέν
ψυχή, ἀπουσιάζουν ὅμως ἀπ’ αὐτήν ὁ νοῦς καί ὁ λόγος.
῾Η ἕνωση τῶν φύσεων, κατά τόν ᾿Απολλινάριο, ἦταν ἕνωση φυσική, μίξη τοῦ
θείου καί τοῦ ἀνθρώπινου. ῾Η φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν μία «σύγκρατος». ῞Οπως
ἔλεγε· «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Δέν ὑπῆρχε βέβαια σύγχυση καί
τροπή τῶν φύσεων. Στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου ἐγένετο ἡ ἀντίδοση τῶν
ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων.
Μέ δύο φύσεις στό Χριστό (ἡ ἀνθρώπινη μειωμένη καί ἐλλιπής) καί μέ ἕνα νοῦ
(τό πρόσωπο τοῦ Λόγου) ὁ᾿Απολλινάριος προσπάθησε νά λύσει τό χριστολογικό
πρόβλημα, διατυπώσας μιά πραγματικά ἔξυπνη θεωρία, ἡ ὁποία θά ἦταν
ὀρθόδοξη ἄν δέν ἐμείωνε ἐπικίνδυνα τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Σωτῆρος, πράγμα
πού τήν ὁδήγησε στήν αἵρεση.

74. Ποιάἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Νεστορίου [80];


῾Ο Νεστόριος, μοναχός κατ’ ἀρχάς, ἔγινε κατόπιν Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, διακριθείς γιά τήν πλούσια συγγραφική του δράση καί τή
ρητορική του δεινότητα.

60
Κληρονόμος τοῦ θεολογικοῦ κλίματος τῆς ᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς, τόνιζε τήν
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αναιρώντας τίς κακοδοξίες τοῦ᾿Απολλιναρίου
καί τῶν Δοκητῶν, δεχόταν τήν πραγματικότητα τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου. ῾Ο
Χριστός ἦταν ἀληθής κατά φύσιν Θεός καί ἀληθής κατά φύσιν ἄνθρωπος. Οἱ
φύσεις του στήν ἕνωση ἦταν ἀσύγχυτες καί ἀπαράτρεπτες. ᾿Απ’ αὐτό τό πνεῦμα
ἐμφορούμενος, δέν μποροῦσε νά κατανοήσει τήν πραγματική ἔννοια τῆς θείας
ἐνανθρωπήσεως, πῶς δηλαδή ὁ Θεός μπορεῖ νά γίνει ἄνθρωπος. ῾Η
ἐνανθρώπηση γι’ αὐτόν σήμαινε μεταβολή τῶν φύσεων σέ μιά σύνθετη φύση,
ὅπου ἡ θεότητα μπαίνει σέ ἕνα νέο τρόπο ὑπάρξεως, γίνεται φθαρτή καί
παθητή, ὁ δέ Λόγος χάνει τό ὁμοούσιό του πρός τόν Πατέρα. Κατά τό Νεστόριο ἡ
Μαρία δέν μποροῦσε νά γεννήσει τό Θεό. Θά τό ἔκανε μόνο ἄν κι αὐτή ἦταν
θεά, γιατί μόνο τό ὅμοιο γεννᾶται ἀπό τό ὅμοιο. Κακῶς λοιπόν ὀνομάζεται
«Θεοτόκος». ῾Ο πραγματικός τίτλος της εἶναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή
τόν ἄνθρωπο Χριστό μέ τόν ὁποῖο ἀργότερα ἑνώθηκε ὁ Λόγος.
᾿Επηρεαζόμενος ἀπό τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία κατά τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά
ὑπάρξει φύση ἀπρόσωπη, ὁ Νεστόριος δέν μποροῦσε νά ἐννοήσει τήν περί
ἑνότητος τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εφόσον
ὑπάρχουν στό Χριστό δύο πλήρεις καί τέλειες φύσεις, πρέπει κατ’ ἀνάγκην νά
ὑπάρχουν καί δύο πλήρη καί τέλεια πρόσωπα, ἀνεξάρτητα τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο.
Τήν ἰδέα αὐτή τή δίδαξε. Διασποῦσε τό ἕνα θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ σέ
δύο ξεχωριστά καί ἰδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αὐτό τοῦ κόστισε τή μομφή
τῆς αἱρέσεως, πού γιά νά τήν ἀποσείσει ἀναγκάστηκε νά δεχθεῖ καί ἕνα
πρόσωπο στό Χριστό, τό ὁποῖο ἀποκαλοῦσε ἠθικό πρόσωπο τῆς ἑνώσεως. Αὐτό
φυσικά δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό προσπάθεια συμβιβασμοῦ τῶν
ἀσυμβίβαστων. ῎Ετσι ὁ Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στό Χριστό· ἕνα τοῦ
Θεοῦ Λόγου, ἕνα τοῦἀνθρώπου Χριστοῦ καί ἕνα τῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων.
Σύμφωνα πρός τίς ἀντιλήψεις αὐτές ἦταν καί τά ὑπόλοιπα χριστολογικά
διδάγματα τοῦ Νεστορίου. ῾Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπέρριπτε τήν
περί φυσικῆς ἑνώσεως διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου ᾿Αλεξανδρείας. ῾Η ἕνωση κατ’
αὐτόν δέν ἦταν ἕνωση πραγματική, ἀλλά ἁπλή συνάφεια, ἕνας ἐξωτερικός
πλησιασμός, μιά ἐνοίκηση τοῦ Λόγου στόν ἄνθρωπο ὡς «ἐν ναῷ». Τήν ἕνωση
αὐτή χαρακτήριζε καί μέ πολλές ἄλλες ὀνομασίες. ᾿Επίσης ἀπέρριπτε τόν ὅρο
«Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας). Κατ’ αὐτόν ὁ Χριστός
ἦταν «θεοφόρος ἄνθρωπος».
Τέλος, ὁ Νεστόριος προέβαινε καί στό διχασμό τῆς μίας υἱότητας τοῦ Χριστοῦ σέ
δυό φυσικές υἱότητες ξεχωριστές, τήν υἱότητα τοῦ Λόγου καί τήν υἱότητα τοῦ
ἀνθρώπου. Στίς υἱότητες αὐτές ἀπένειμε ἀντίστοιχα καί δύο ξεχωριστές
προσκυνήσεις καί λατρεῖες. Περί πραγματικῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν
φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος στό
χριστολογικό σύστημα τοῦ Νεστορίου.
Μέ τά διδάγματά του αὐτά ὁ Νεστόριος διατύπωσε μιά δεινή αἵρεση στούς
κόλπους τῆς ᾿Εκκλησίας, τή ζωή τῆς ὁποίας συνετάραξε ἐπί μακρόν. Τήν αἵρεση
αὐτή καταπολέμησε ἐπιτυχῶς ὁ διαπρεπής θεολόγος τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας,
ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας.

61
75. Ποιό ἦταν τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς χριστολογίας τοῦ
Θεοδώρου Μοψουεστίας [81];
῾Ο Θεόδωρος ἦταν ὁ διαπρεπέστερος ἐκπρόσωπος τῆς θεολογίας τῆς
᾿Αντιοχειανῆς Σχολῆς καί διδάσκαλος τοῦ Νεστορίου. ᾿Από τήν πλούσια
διδασκαλία του (ὅμοια τῆς διδασκαλίας τοῦ Νεστορίου) θά ἀνασύρουμε μιά
μόνο πτυχή πού χαρακτηρίζει εἰδικότερα τά χριστολογικά του διδάγματα.
῾Ως ἀντιοχειανός θεολόγος ὁ Θεόδωρος δίδασκε τήν πραγματικότητα τῶν δύο
φύσεων τοῦ Χριστοῦ, στίς ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν δύο ξεχωριστά φυσικά πρόσωπα,
ἄν καί δεχόταν τήν ὕπαρξη καί τρίτου προσώπου, τοῦ ἠθικοῦ προσώπου τῆς
ἑνώσεως.
Ποιά ὅμως ἦταν ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ πρός τόν ἄπειρο Λόγο τοῦ
Πατρός; Τόἐρώτημα αὐτό ἀπασχολοῦσε ἔντονα τή θεολογική σκέψη τοῦ
Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα μέ τό ὅλο χριστολογικό πνεῦμα του ὁ
Θεόδωρος δέν μποροῦσε νά συλλάβει αὐτήν παρά ὡς σχέση σαφῶς ἠθική.
᾿Εμπειρικός στή σκέψη του, ἔβλεπε καθαρά τά πράγματα. Τό ἀνθρώπινο
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πλῆρες καί τέλειο, καμιά δέν ὑπέστη μείωση στήν ἕνωση
τῶν φύσεων. ῏Ηταν πρόσωπο προικισμένο μέ ἐλευθέρα βούληση, ἡ ὁποία σέ
καμιά περίπτωση δέν ἐξαφανίστηκε ἤ ὑπέστη μείωση κατά τή διάρκεια τῆς
ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου. ῾Η ἐλευθερία τῆς βουλήσεώς του ἐκδηλωνόταν
πρωτίστως στούς ἀγῶνες του ἐναντίον τῶν ψυχικῶν παθῶν, ἀπό τά ὁποῖα ὡς
ἄνθρωπος πραγματικός «ὠχλεῖτο», καί τά ὁποῖα ἐδάμαζε «κρείττονι λογισμῷ».
Στούς πειρασμούς του ἰδιαίτερα στήν ἔρημο «ἔδειξεν ἑαυτόν ἡδονῆς κρατοῦντα».
᾿Ενῶ ὁ Χριστός μποροῦσε νά ἁμαρτήσει, ὅμως δέν ἁμάρτησε, μαχόμενος κατά
τῶν παθῶν μέ τίς δικές του φυσικές δυνάμεις, ἐπικουρούμενες ὅμως ἀπό τό
Λόγο τοῦ Θεοῦ.
῾Η ἐλευθέρα βούληση τοῦ Κυρίου ἦταν –κατά τόν Θεόδωρο– ἡ βάση τῆς ἐν αὐτῷ
ἐνοικήσεως τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος προγνωρίζοντας τήν ἀρετή τοῦ᾿Ιησοῦ τοῦ
χορηγοῦσε «μείζονα χάριν». ῾Ο Χριστός ἀποδείχτηκε ἀπό τή δική του γνώμη
ἄξιος τῆς ἑνώσεως μέ τό Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τόν ὁποῖο ἔπαιρνε βοήθεια νά
πράττει τό ἀγαθό καί τήν ἀρετή. Πρῶτος αὐτός ἀξιώθηκε τῆς ἐνοικήσεως τοῦ
῾Αγίου Πνεύματος σέ βαθμό ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό ὅσο σε ὅλους τούς ἄλλους
ἀνθρώπους. ῾Η ἀρετή του ἦταν μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀρετή τοῦ᾿Ιωάννη τοῦ
Βαπτιστῆ. Εἶναι τό πλῆρες καί τέλειο πρόσωπο ἀρετῆς καί χάριτος, ἀπ’ αὐτόν δέ,
ὡς ἀπό πηγή, μετοχετεύεται ἡ χάρις πρός τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Θεοδώρου ἄσκησαν τεράστια ροπή στή θεολογική
σκέψη ὅλων τῶν αἰώνων. ῞Ομως ἡἀντίθεσή τους πρός τή διδασκαλία τῆς
ἐπίσημης ᾿Εκκλησίας ἀμαύρωσε τόὄνομά του, τό ὁποῖο καταχωρήθηκε μέ
μελανά χρώματα στή χορεία τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων.

76. Τί δίδασκε ὁ Μονοφυσιτισμός [82];


῾Ο Μονοφυσιτισμός πού βρισκόταν στόν ἀντίποδα τοῦ Νεστοριανισμοῦ,
ἐπηρεαζόταν αἰσθητά ἀπό τίς διαρχικές ἀντιλήψεις (πνεῦμα–ὕλη) τοῦ
Νεοπλατωνισμοῦ καί ἀπό τίς ἰδιαίτερες χριστολογικές τάσεις τῆς ἀρχαίας
᾿Αλεξανδρινῆς Σχολῆς. Οἱ ἰδέες του εἶχαν συγγένεια πρός τά διδάγματα τοῦ
᾿Απολλιναρισμοῦ.

62
Βασικό πρόβλημα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας
ἦταν ὁ καθορισμός τῆς σχέσεως μεταξύ πνεύματος καί ὕλης, μεταξύ τοῦ
ἀπολύτου καί τοῦ κόσμου. Δύο δέ τρόποι καθορισμοῦ ἦσαν δυνατοί: ὁ
μονιστικός, κατά τόν ὁποῖο τό πεπερασμένο ἐκλαμβάνεται πανθεϊστικά ὡς
ἐκδήλωση τοῦ ἄπειρου καί αἰώνιου, καί ὁ δυιστικός, ὁ ὁποῖος ἐκλαμβάνει τό
αἰσθητό ὡς προϊόν πτώσεως, τό ὁποῖο πρέπει ν’ ἀπορροφηθεῖ καί ν’ ἀναλυθεῖ
στό θεῖο. Οἱ τελευταῖες αὐτές ἰδέες, ὀρφικῆς κυρίως προελεύσεως, υἱοθετήθηκαν
ἀπό τόν Πλατωνισμό καί τόν Νεοπλατωνισμό καί ἐπηρέασαν αἰσθητά τή
θεολογική σκέψη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
᾿Αρχηγέτης τῆς αἱρέσεως ἦταν ὁ Εὐτυχής, ἀρχιμανδρίτης τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. ῾Ο Εὐτυχής ἀπέρριπτε τήν ἀσύγχυτη καί ἄτρεπτη ἕνωση
τῶν φύσεων στό Χριστό, ὅπως περί αὐτοῦ εἶχε ἀποφανθεῖ ἡ Γ´ἐν ᾿Εφέσῳ
Οἰκουμενική Σύνοδος. Κατ’ αὐτόν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἦταν μέν ἀνθρώπινο, ὄχι
ὅμως καί ὁμοούσιο μέ τό δικό μας, κάτι πού θεωροῦσε ἀνάρμοστο στή θεότητα
τοῦ Λόγου. ᾿Αποδεχόταν ὅμως τή θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ,
τήν ὁποία ἀπέφευγε νά προσδιορίσει· «φυσιολογεῖν ἐμαυτῷ οὐκ ἐπέτρεπον». Τόν
ἰσχυρισμό, ὅτι δεχόταν οὐράνιο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐχαρακτήριζε ὡς
συκοφαντία.
῾Ο Εὐτυχής, ὅπως καί ὅλοι οἱ ὁμόφρονές του, δέχονταν μία φύση στό Χριστό
μετά τήν ἕνωση· «ὁμολογῶ ἐκ δύο φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον ἡμῶν πρό τῆς
ἑνώσεως, μετά δέ τήν ἕνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ». Κατά τόν Θεοδώρητο
Κύρου, ὁ αἱρεσιάρχης μιλοῦσε ρητῶς περί καταπόσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως
τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή θεία φύση. Δέν πρόκειται βέβαια περί ἀφανισμοῦ, ἀλλά περί
μεταποιήσεώς της στήν οὐσία τῆς θεότητας. ῾Ως παράδειγμα ἔφερε τή σταγόνα
τοῦ ὄξους, ἡ ὁποία ρίπτεται στή θάλασσα. ῞Οπως δηλαδή τό ὄξος (τό ξύδι) πού
ρίπτεται στά θαλάσσια νερά ἀναλύεται στή φύση τους, χωρίς ὡστόσο νά
χάνεται, ἔτσι καί ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀναλύθηκε στήν ἀπειρία τῆς
θεότητας.
῾Η συγγένεια τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μέ τόν ᾿Απολλιναρισμό εἶναι ἐμφανής. ῾Ο
μέν ᾿Απολλινάριος προσέβαλλε τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἐνῶ ὁ
Εὐτυχής δεχόταν τήν κατάποσή της, ἀπό τή θεία φύση τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Σεβηριανοί ἀντίθετα ἦταν μετριοπαθεῖς. Μιλοῦσαν μέν γιά μία φύση μετά
τήν ἕνωση, ὅμως δέχονταν τό ἄτρεπτο καί ἀσύγχυτο τῶν φύσεων στό Χριστό.

77. Ποῦ ὀφείλουν τήν ὀνομασία τους οἱ᾿Αφθαρτοδοκῆτες;


᾿Από τή λέξη ἀφθαρσία, τήν ὁποία νόμιζαν, ὅτι εἶχε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Χριστοῦ, ὅταν αὐτός ζοῦσε στή γῆ.
Καί αὐτή ἡ αἵρεση ἀνῆκε στό ἰδιαίτερο θεολογικό κλίμα τῆς ᾿Αλεξανδρινῆς
Σχολῆς. ᾿Ενῶ οἱ Δοκῆτες ἀρνοῦνταν, ὅπως εἴδαμε, τήν πραγματικότητα τῆς
ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ᾿Απολλινάριος ἀφαιροῦσε ἀπ’ αὐτήν τό
λογικό στοιχεῖο της καί οἱ Μονοφυσίτες τήν ἤθελαν νά ἀπορροφᾶται καί νά
ἀναλύεται στή θεία φύση, οἱ ᾿Αφθαρτοδοκῆτες, θέλοντας νά τήν ἐξωραΐσουν,
ἀρνοῦνταν ἀπ’ αὐτήν τίς φυσικές ἀνάγκες καί τά ἀδιάβλητα πάθη της.
᾿Αρχηγός τῆς αἱρέσεως ἦταν ὁ᾿Ιούλιος ῾Αλικαρνασσεύς. Αὐτός δίδασκε ὅτι τό
σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπό τή σύλληψη καί τή γέννησή του ἦταν ὑπεράνω τῶν
φυσικῶν ἀναγκῶν, πείνα, δίψα, κάματο κ.λπ., τά γνωστά ὡς ἀδιάβλητα πάθη

63
τῆς φύσεως. ᾿Αδιάβλητα δέ, γιατί ἡ ἱκανοποίησή τους δέν εἶναι ἁμαρτία. ῎Αν δέ
στή Γραφή ὁ Χριστός φέρεται νά τρώγει, νά πίνει, νά συγκινεῖται κ.τ.ὅ., αὐτό δέν
σημαίνει ὅτι εἶχε πραγματικές ἀνάγκες τίς ὁποῖες ἔπρεπε νά ἱκανοποιήσει, ἀλλ’
ἦταν σκόπιμες καί φαινομενικές κινήσεις τῆς φύσεως, τίς ὁποῖες ἐπέτρεπε ὁ
Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τούς σκοπούς τῆς θείας λυτρωτικῆς οἰκονομίας του. Δηλαδή
πεινοῦσε, ὅταν ἤθελε ὁ Θεός νά πεινάσει κ.ο.κ.
Μιά μερίδα αὐτῶν μέ ἀρχηγό τόν ᾿Αμμώνιο πήγαιναν μακρύτερα, λέγοντας ὅτι
τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν ἁπλῶς ἄκτιστο, ἀλλά μαζί καί ἄυλο. Γιαυτό κι
ὀνομάζονταν «᾿Ακτιστίται». ῏Ηταν ἀκρότατοι μονοφυσίτες. ῞Οπως
ἀντιλαμβανόμαστε, κύριος στόχος ὅλων τῶν Μονοφυσιτῶν ἦταν ἡ ἀπάμβλυνση
καί ἡ πλήρης ἀπομάκρυνση τῆς αἰσθητῆς φύσεως ἀπό τό Θεό, ἡ ὁποία, σύμφωνα
μέ τίς διαρχικές ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς, θεωροῦνταν ἀνάξια τῆς θείας φύσεως.

78. Ποιές ἦταν οἱ ἐπιδράσεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψεως (τῆς


φιλοσοφίας) πάνω στή θεολογική σκέψη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας;
῏Ηταν καί θετικές καί ἀρνητικές, ἀνάλογα μέ τό πνεῦμα, τούς σκοπούς καί τίς
ἐπιδιώξεις ἐκείνων πού ἔκαναν χρήση αὐτῆς.
Θετικές ἦταν, ὅταν οἱ θεολόγοι τῆς ᾿Εκκλησίας ἔκαναν χρήση τῆς ἑλληνικῆς
σκέψεως γιά νά ἑρμηνεύσουν τίς δογματικές ἀλήθειες τῆς πίστεως, οἱ ὁποῖες
ἀπό τή φύση τους εἶναι σκοτεινές καί δυσερμήνευτες καί νά τίς κάνουν
εὐκολότερα ἀποδεκτές στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα καί τό πνευματικό
περιβάλλον τῆς ἐποχῆς. Κυρίως ἔπαιρναν φιλοσοφικούς ὅρους γιά ν’
ἀναπτύξουν μορφολογικά τά δόγματα, ὅπως ἦταν οἱ ὅροι: οὐσία, ὑπόσταση,
πρόσωπο, ὁμοούσιο, ἐνυπόστατο κ.ἄ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Α´ἐν Νικαίᾳ
Οἰκουμενική Σύνοδος (325) χρησιμοποίησε τόν ὅρο «ὁμοούσιος», γιά νά
διασαφήσει τή σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τό Θεό Πατέρα. Τό ἔργο αὐτό εἶναι κατά
πάντα νόμιμο καί χρήσιμο στήν ἱστορική ἀνέλιξη τοῦ δόγματος, τό ὁποῖο κατά
τήν οὐσία καί τόν ἐσώτερο πυρήνα του εἶναι αἰώνιο καί ἀμετάβλητο, δύναται
ὅμως νά ἐξελίσσεται μορφολογικά μέ τά ἑκάστοτε ἐπιστημονικά μέσα τῆς
ἐποχῆς, γιά νά γίνεται εὐκολότερα καταληπτό ἀπό τούς πιστούς.
᾿Αρνητικές ἦταν, ὅσες φορές ἡ ἑλληνική φιλοσοφία δέν χρησιμοποιοῦνταν μόνο
γιά τή μορφολογική ἑρμηνεία τῶν δογμάτων, ἀλλά προχωροῦσε βαθύτερα,
μεταφέροντας φιλοσοφικές ἰδέες καί ἔννοιες στίς δογματικές ἀλήθειες τῆς
᾿Εκκλησίας. Μέ τόν τρόπο αὐτόἡ φιλοσοφία γινόταν ὄργανο διαστροφῆς καί
καταλύσεως τῶν χριστιανικῶν δογμάτων.

64
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ

79. Τί σημαίνει γιά τήν ᾿Ορθοδοξία ἡ Παναγία της;


῾Η Παναγία εἶναι ἡ λαμπρότερη μορφή στό ἁγιολόγιο καί ἑορτολόγιο τῆς
᾿Ορθόδοξης Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας. Οἱ θεομητορικές γιορτές «πνίγουν»
κυριολεκτικά τήν ὀρθόδοξη εὐσέβεια. Τήν τιμᾶ ὡς τό γλυκύτερο καί ὑψηλότερο
δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας τή δόξα τοποθετεῖ πιό πάνω ἀπό τή δόξα τῶν
ἀγγέλων. Τήν ψάλλει ὡς «τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καίἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως
τῶν Σεραφείμ». Καί εἶναι μέν ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος «μείζων ἐν γεννητοῖς
γυναικῶν» [83], ὅμως ἡ τιμή καί ἡ χάρη του δέν μποροῦν νά παραβληθοῦν πρός
τό «μητροπάρθενον κλέος» τῆς ἁγνῆς Κόρης, ἡ ὁποία φιλοξένησε στή μήτρα της
καί γέννησε τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
῾Η μεγάλη τιμή τῆς Θεοτόκου ὀφείλεται στό μεγάλο ἀξίωμα πού τῆς χάρισε ὁ
ρόλος της στό χριστολογικό μυστήριο. ῾Η Μαρία ἦταν ἡ χρυσή πύλη, διά τῆς
ὁποίας εἰσῆλθε στόν κόσμο ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ. ᾿Από ἀνθρώπινη
πλευρά ἦταν ἡ ἀπαραίτητη συνθήκη γιά νά γίνει ἄνθρωπος ὁ Θεός. ῾Η
ἀνθρωπότητα πρόσφερε σάν δῶρο στό Θεό τήν Κόρη της, ἀπό τήν ὁποία
μποροῦσε ὁ Λόγος Του νά περάσει στό προσκήνιο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. ῾Ο
Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά περάσει ἀπό ἀνθρώπινη Μάνα γιά νά γίνει ἀληθινός
ἄνθρωπος. ῎Οχι ὅμως ἀπό ὅποια Μάνα, ἀλλά ἀπό Μάνα πού ἦταν ἄξια τοῦ
φοβεροῦ μυστηρίου. ῎Αν ἔλειπε αὐτή, δέν θά συντελοῦνταν τό θεανθρώπινο
μυστήριο. Καί σάν Μάνα του ἐπέλεξε ὁ Θεός τήν Μαρία, τήν κόρη τοῦ᾿Ιωακείμ
καί τῆς ῎Αννας· τό πλάσμα τό ὡραῖο καί πάγκαλο, τήν «κεχαριτωμένην», ἡ
πνευματική ὀμορφιά τῆς ὁποίας «μέθυσε» τόν ἄγγελο, ὅταν αὐτός τή χαιρέτισε
στό ταπεινό σπίτι τῆς Ναζαρέτ. ῾Η ᾿Ορθοδοξία τιμᾶ τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τό
σέμνωμα καί ἐγκαλλώπισμά της, τήν ὁποία βλέπει καί σάν δική της Μητέρα,
ἐλπίδα καί προστασία της.

80. Μποροῦσε ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα νά γεννήσει τό Θεό;


Μέ τό δικό μας μυαλό καί στή βάση τῆς φυσικῆς τάξεως τοῦ κόσμου κάτι τέτοιο
εἶναι ἀδύνατο νά συμβεῖ. ῾Ο Θεός δέν εἶναι ὄν φυσικό γιά νά μπορεῖ νά
γεννηθεῖ, ὅπως γεννῶνται ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Μιά τέτοια γέννηση δέν θά
εἶχε νόημα. Τότε μόνο θά ἦταν δυνατή, ἄν, εἴτε ἡ Μητέρα του ἦταν καί αὐτή
Θεά, τῆς ἴδιας δηλαδή φύσεως μέ αὐτόν, ὥστε τό ὅμοιο νά γεννήσει τό ὅμοιο,
εἴτε ὁ Θεός κατέβαινε στήν τάξη τῶν κτισμάτων, ὥστε κτίσμα νά γεννήσει ἄλλο
κτίσμα [84].
Ποία εἶναι τότε ἡ σημασία τῆς γεννήσεως τοῦ Θεοῦ; Γεννήθηκε ἤ ὄχι ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ; Καί γεννήθηκε καί δέν γεννήθηκε. Δέν γεννήθηκε φυσιολογικά,
γεννήθηκε ὅμως μυστηριακά. Τό πρῶτο, γιατί ἡ φύση τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά
ὑπαχθεῖ σέ φυσικές καταστάσεις ἁρμόζουσες σέ κτίσματα, τό δέ δεύτερο, γιατί
κατά τή γέννηση ὁ Θεός ἦταν βαθιά ἑνωμένος μέ τόν ἄνθρωπο «ἐξ ἄκρας

65
συλλήψεως». ᾿Εδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κέντρο τοῦ μυστηρίου, τό ὁποῖο ἐμεῖς οἱ
ἄνθρωποι δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε. Αὐτό πού βγῆκε ἀπό τήν κοιλιά τῆς
Μαρίας δέν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος («ψιλός» ὅπως ἔλεγε ὁ Νεστόριος), ἀλλ’
ἄνθρωπος ἑνωμένος στενά μέ τή θεότητα ἤδη ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς
συλλήψεως. ῏Ηταν Θεάνθρωπος. ῎Ετσι τοῦ Χριστοῦ ἡ μέν γέννηση ὡς ἀνθρώπου
ἦταν φυσική, ὡς Θεοῦ δέ ὑπερφυσική. ᾿Από τήν πλευρά τῆς Μαρίας ὁ Χριστός
πῆρε φύση ἀνθρώπινη πραγματική. ῾Η Μαρία ἦταν ἄνθρωπος καί γέννησε
ἄνθρωπο. ᾿Από δέ τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, ἡ σύλληψη καί ἡ γέννησή του ἦταν
γεγονότα ὑπερφυσικά.
῾Η σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἦταν παρθενική, ὅπως παρθενική ἦταν καί ἡ γέννησή
του. Σ’ αὐτές δέν λειτούργησαν οἱ φυσικοί νόμοι, ὅπως σέ ὅλους τούς ἄλλους
ἀνθρώπους. ῾Ο Χριστός δέν συνελήφθη μέ τή φυσική σύμπραξη τοῦ ἀνδρός,
ἀλλά μέ τήν συνέργεια τοῦ παναγίου Πνεύματος. Μέ τή σύλληψη ἑπομένως ἡ
Μαρία δέν ἔχασε τήν παρθενία της, ὅπως δέν τήν ἔχασε καί μέ τή γέννηση τοῦ
τόκου της. ῾Η Μαρία ἦταν καί παρθένος καί μητέρα, Παρθενομήτωρ. Αὐτό
συνιστοῦσε τό θαῦμα της· «Τίς γάρ ἔγνω μητέρα ἄνευ ἀνδρός τετοκυῖαν;»
ψάλλει μέ σεμνοπρέπεια ἡ᾿Εκκλησία μας. ῾Ως ὑπερφυσική ἡ γέννηση τοῦ
Χριστοῦ ἦταν ἀνώδυνη (χωρίς νά προκαλέσει πόνο) καί ἀλόχευτη. ῾Η Μαρία δέν
ἔνιωσε τίς ὀδύνες τοῦ τοκετοῦ, οἱ ὁποῖες ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως [85].
Οὔτε εἶχε καί τά φυσικά λόχια, πού ἀκολουθοῦν σέ κάθε φυσική γέννηση.
῾Η Μαρία ἦταν Μητέρα ἀειπάρθενη. Σ’ αὐτό ἐπικεντρώνεται ἡ πίστη τῆς
᾿Ορθοδοξίας μας, πού ψάλλει μέ περίσεμνη χαρά τά μεγαλεῖα τοῦ ἀπείρανδρου
τόκου της.

81. Τί πρεσβεύει περί τῆς Θεοτόκου ὁ Προτεσταντισμός;


Οἱ Προτεστάντες, ὡς ἄνθρωποι λογικοκρατούμενοι, ἀπορρίπτουν ὁρισμένες
πτυχές τοῦ θεομητορικοῦ δόγματος. Καί ἐνῶ δέχονται τήν παρθενική σύλληψη
τοῦ Χριστοῦ, περί τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ σαφῶς ἡ Γραφή [86], ἀρνοῦνται τήν
παρθενική γέννησή του, γιατί μιά γέννηση καταστρέφει φυσιολογικά τήν
παρθενία τῆς ὅποιας μητέρας. Αὐτό βέβαια εἶναι ἀληθινό στή φυσική τάξη τῶν
πραγμάτων. Κάθε μάνα πού γεννᾶ δέν μπορεῖ νά παραμένει παρθένος. Πέρα
ἀπό τά στεγανά ὅρια τῆς φύσεως καί τῆς λογικῆς οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν
αἴσθηση τῆς μυστηριακῆς πραγματικότητας, ἡ ὁποία νικᾶ «φύσεως τάξιν». Κατ’
αὐτούς ὁ τρόπος γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει μεγάλη σημασία. Δέν
προσδίδει μεγάλο ἀξίωμα στή Μητέρα. Δέν μποροῦν νά τήν ἐντοπίσουν στήν
ὑπερφυσική διάσταση τοῦ μυστηρίου της. Δέν μποροῦν νά δοῦν τήν καινότητα
τοῦ τόκου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται ἡ ἄφθαρτη ἀπαρχή μιᾶς νέας
πνευματικῆς ἀνακαίνισης καί ἀναγέννησης τῶν ἀνθρώπων. Μιᾶς ἀναγέννησης
πού σπάει τά δεσμά τῆς φθορᾶς πού ἀπορρέουν ἀπό τήν παλαιότητα τῆς
φύσεως τοῦ᾿Αδάμ. Μένουν ἀσάλευτα δεμένοι μέ τή φύση. ῾Η ὑπερφύση δέν τούς
ἀκουμπᾶ.
Πολύ λιγότερο δέν μποροῦν νά δεχτοῦν τό «ἀειπάρθενον» τῆς Θεοτόκου. Κατά
τούς Προτεστάντες μετά τή γέννηση τοῦ᾿Ιησοῦ, ἡ Μαρία ἦλθε σέ γαμική σχέση
μέ τόν ᾿Ιωσήφ, ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε τέκνα, τούς φερομένους ὡς ἀδελφούς
τοῦ Χριστοῦ [87]. Τίς ἀντιλήψεις τους αὐτές, προσπαθοῦν νά τίς στηρίξουν στήν
ἁγία Γραφή. ῎Ετσι προσάγουν τά χωρία, εἰς τά ὁποῖα μνημονεύονται οἱ ἀδελφοί

66
τοῦ Κυρίου καί τό Ματθ. 1,25· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς
τόν πρωτότοκον». Κακῶς ὅμως, γιατί ἀδελφοί τοῦ ᾿Ιησοῦ μποροῦν νά εἶναι
στενοί συγγενεῖς του εἴτε ἀπό τήν πλευρά τοῦ᾿Ιωσήφ (φυσικά τέκνα του ἀπό
πρότερο γάμο) εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς Θεοτόκου. Τήν ἔννοια τοῦ ἀδελφοῦ
σημαίνοντος τόν ἐξάδελφον ἤ ἀνεψιό, ἀπαντοῦμε σέ πολλά χωρία τῆς Γραφῆς·
Γεν. 12,5. 13,8. 29,15. ῾Η φράση «ἕως οὗ» στήν ὁποία στηρίζουν οἱ
Διαμαρτυρόμενοι τή γνώμη τους, ὅτι δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ δέν εἶχε σαρκική σχέση μέ
τή Μαρία μέχρις ὅτου γέννησε τόν Υἱό της καί μετά ταῦτα ἦλθε σέ γαμική
συνένωση μέ τή Μαρία, δέν μπορεῖ ἀναγκαίως νά στηρίξει τίς ἀπόψεις τους. ῾Ο
χρονικός προσδιορισμός ἀναφέρεται σέ ἕνα ὁρισμένο χρονικό σημεῖο γιά τό
ὁποῖο ἐνδιαφέρεται ὁ ὁμιλῶν, ἀφήνοντας τή χρονική συνέχεια ἀκαθόριστη. Στό
Γεν. 8,7 γίνεται λόγος περί τοῦ κόρακος πού βγῆκε ἀπό τήν κιβωτό τοῦ Νῶε, ὁ
ὁποῖος δέν ἐπέστρεψε σ’ αὐτήν «ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ». Αὐτό δέν
σημαίνει βέβαια, ὅτι ὁ κόραξ γύρισε πίσω μετά τήν ἀποξήρανση τῶν ὑδάτων
(βλ. Ψαλμ. 122,2). ῾Ομοίως καί ἡ λέξη «πρωτότοκος» δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκην
τόν πρῶτο μεταξύ πολλῶν ἀδελφῶν, ἀλλά τόν πρῶτο γεννηθέντα (βλ. ᾿Εξόδ.
34,19 ἑξ.), ἄσχετα ἄν ἀκολουθοῦν ἤ ὄχι ἄλλοι ἀδελφοί.
῎Αλλωστε δέν θά ἦταν σοβαρό νά πιστέψουμε, ὅτι ἡ Θεοτόκος μετά τήν πείρα
της ὡς Μητέρας τοῦ Θεοῦ καί τήν αἴγλη τοῦ θαύματος, στό ὁποῖο τόσο ἐπάξια
λειτούργησε, θά εἶχε σκέψη καί ἐπιθυμία, νά ἔλθει σέ γαμική σχέση μέ ἄντρα
[88]. ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἦταν ἁπλῶς «μνήστωρ» (ἀρραβωνιστικός τῆς Θεοτόκου) καί ὄχι
σύζυγός της.

82. ῏Ηταν ἀναμάρτητη ἡ Παναγία;


Φυσικά ὄχι. ᾿Αναμάρτητος στήν κυριολεξία εἶναι μόνον ὁ Θεός, πού κατοικεῖ
στούς οὐρανούς, ὁ πανάγιος Κύριος τῆς δόξης. ᾿Ιδέα ἤ ἴχνος ἁμαρτίας δέν μπορεῖ
νά ὑπάρξει στήν πανάσπιλη φύση του. ῎Αν μποροῦσε ν’ ἁμαρτήσει, δέν θά ἦταν
Θεός ἀληθινός, πανάγαθος, πάνσοφος καί παντοδύναμος. ῾Αμαρτία καί
θεότητα ἀποτελοῦν ἔννοιες ἀντικρουόμενες. Στή γῆ δέ, ἀναμάρτητος ὑπῆρξε
μόνον ὁ Κύριος, ὁ σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δέν
ἁμάρτησε, ἀλλ’ οὔτε εἶχε τή δυνατότητα νά ἁμαρτήσει. Αὐτό, ὡς εἴδαμε, ἦταν
ἀκολουθία τῆς μορφώσεως τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου του. ῎Αν καί ἐλεύθερος ὁ
Χριστός, δέν μποροῦσε ὡστόσο νά πέσει στήν ἁμαρτία, γιατί τό θέλημα τῆς
ἀνθρώπινης φύσεώς του, θεωμένο στήν ὑποστατική ἕνωση, ἀκολουθοῦσε
σταθερά τό θεῖο του θέλημα. ῎Αλλωστε ὁ Χριστός δέν εἶχε θέλημα γνωμικό,
δηλαδή θέλημα ἔξω ἀπό τό θεανδρικό του (Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος),
πού μποροῦσε ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα νά ἁμαρτήσει.
῾Η Παναγία ὅμως δέν ἦταν ἀναμάρτητη. ῾Ως γνήσια ἀπόγονος τοῦ᾿Αδάμ, εἶχε
στή φύση της τόν ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως καί τή φθορά τῆς πεσμένης
φύσεως. ᾿Απ’ αὐτά καθαρίστηκε κατά τή στιγμή τοῦ εὐαγγελισμοῦ της ἀπό τόν
ἄγγελο, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἐπισκίασε τή φωτεινή μήτρα της. Κατόπιν,
κατά τή Γραφή, κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀναμάρτητος, ἔστω καί ἄν μία ἡμέρα
εἶναι ἡ ζωή του ἐπί τῆς γῆς [89]. ᾿Ελαφρά καί συγγνωστά ἁμαρτήματα εἶχε ἡ
Θεοτόκος ὥς τό σημεῖο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της. Μετά ὅμως τή σύλληψη τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ ἀπό τό Πνεῦμα τό῞Αγιο, ἡ χάρη τοῦ θείου Παρακλήτου τήν ἐκαθάρισε
τόσο βαθιά καί τῆς ἔδωσε τέτοια δύναμη, ὥστε νά μήν πράττει καμιά ἁμαρτία.

67
Στή δυναμική αὐτή εἶναι τοποθετημένοι καί οἱ ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι μέ τή σταθερή
τους προσήλωση στό ἀγαθό καί μέ τή βοήθεια πάντοτε τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ,
φθάνουν στά μέτρα τῆς πνευματικῆς τελειότητας, μένοντας δυσκίνητοι πρός
τήν ἁμαρτία καί τό κακό. Σέ πλῆρες μέτρο αὐτό ἔγινε στούς ἀγαθούς ἀγγέλους.
῾Η ἀναμαρτησία τῆς Θεοτόκου δέν ἦταν ἀπόλυτη, ἀλλά σχετική· τό πλῆρες
σημεῖο ἠθικῆς τελειώσεως στό ὁποῖο μποροῦσε νά φθάσει πλάσμα ἀνθρώπινο.
῏Ηταν τό ἀπαστράπτον δοχεῖο τῆς χάριτος, τό ὄρος τό «τετυρωμένον ἐν
Πνεύματι» [90], τό ὁποῖο ἕλκυσε τήν ἀγάπη τοῦ Πλάστη [91], ὥστε νά λάβει ἀπό
τά πάναγνα αἵματά της τήν ἀνθρώπινη φύση του μέ τήν ὁποία ἔσωσε τόν κόσμο
ἀπό τό θάνατο τῆς ἁμαρτίας. Στή διάσταση τῆς σχετικῆς αὐτῆς ἀναμαρτησίας
πρέπει νά νοηθοῦν ὅλες οἱ ἐπωνυμίες μέ τίς ὁποῖες διακοσμεῖ ἡ ᾿Εκκλησία τό
ἄχραντο πρόσωπο τῆς Θεοτόκου: ῎Ασπιλη, ἀμόλυντη, ἄχραντη, πανάμωμη κ.τ.τ.

83. Πέθανε ἀληθινά ἡ Θεοτόκος;


Ναί, πέθανε. ᾿Αθάνατη εἶναι μόνο ἡ ἄυλη φύση τοῦ Θεοῦ, ὅπως γενικά καί ἡ
φύση τῶν πνευμάτων (ἀγγέλων καί δαιμόνων). ᾿Αθάνατη εἶναι καί ἡ
ἀνθρώπινη ψυχή. Σέ ἀντίθεση μέ τήν ἄυλη φύση τῶν πνευμάτων, τά ὑλικά
σώματα εἶναι ἀπό τή φύση τους θνητά. Διαγράφουν ἕναν κύκλο ζωῆς,
φθείρονται καί χάνονται. Σ’ αὐτά ἀνῆκε καί τό σῶμα τῆς Θεοτόκου. ῏Ηταν ὑλικό
καί φθαρτό, καταγόμενο ἀπό τή φυσική ρίζα τοῦ γενάρχη. ῾Ως τέτοιο ἦταν
ὑπήκοο θανάτου. Κανένας λόγος δέν ὑπῆρχε νά ἐξαιρεθεῖ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ
ἀπό τό καθολικό ἀπόκριμα τῆς ἁμαρτίας, τό θάνατο. Κάτι τέτοιο θά ἦταν
ἀφύσικο. Θά τήν ἀπέκοπτε ἀπότομα ἀπό τή συνέχεια τῆς κοινῆς ἀνθρώπινης
φύσεως καί θά ζημίωνε τό θεομητορικό της ἀξίωμα: ἄνθρωπος πραγματικός ὁ
Λυτρωτής ἀπό μητέρα ἄνθρωπο. ῎Ετσι εὐδόκησε νά σώσει ὁ Θεός τόν κόσμο σ’
ἕνα πλέγμα γνήσια ἀνθρώπινο. ᾿Από τό θάνατο εἶχε τή δυνατότητα νά
ἐξαιρεθεῖ μόνο ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία δέν ἦταν ἐνταγμένη στή
φυσική ροή τῆς ἀδαμιαίας φύσεως καί δέν εἶχε τό προπατορικό ἁμάρτημα.
Πέθανε ὅμως ἐθελούσια γιά νά πληρώσει τή θεία περί ἀπολυτρώσεως τοῦ
ἀνθρώπου βουλή.
Τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας γιορτάζει ἡ᾿Εκκλησία μας στίς 15 Αὐγούστου [92].

68
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´

Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ

84. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας ἀπολύτρωση;


᾿Εννοοῦμε τή σωτηρία τοῦἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ὄν λογικό καί
ἐλεύθερο. Εἶναι αὐτεξούσιος καί αὐτοπροαίρετος. ῎Εχει τή δυνατότητα νά
διαθέσει τή ζωή του, ὅπως αὐτός νομίζει. Μέ ποιά ἔννοια ὅμως εἶναι σκλάβος,
ἀπό τί πιέζεται καί ἀσφυκτιᾶ, ὥστε νά ἔχει ἀνάγκη σωτηρίας;
῾Ο ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι ἐξωτερικά ἐλεύθερος, ὅμως στό ἐσωτερικό βάθος
τῆς ψυχῆς του εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτωλῆς του φύσεως [93], τοῦ νόμου τῆς
σάρκας πού βασιλεύει στά μέλη του, δοῦλος κάτω ἀπό τόν πιεστικό ζυγό τοῦ
διαβόλου [94]. ᾿Από τότε πού ἔπεσε στήν ᾿Εδέμ, δυνάμεις ξένες πρός τή φύση του
εἰσώρμησαν σ’ αὐτή, τήν κατέλαβαν καί τήν καταδυνάστευσαν. Σκότισαν τό
μυαλό του, ἀδυνάτησαν τή βούλησή του, τόν αἰχμαλώτισαν στό ζυγό τῆς
ἀποστασίας. ῎Αλλαξε αὐθέντη ὁ ἄνθρωπος. ᾿Ενῶ στήν ἀρχή ἦταν δοσμένος
στόν Πλάστη του, ἀφοσιωμένος στό θεῖο Του θέλημα κι εὐτυχισμένος κοντά
Του, μέ τήν πτώση του ἄλλαξε αὐθέντη καί Κύριο, ὑποτάχθηκε στόν ἐχθρό τοῦ
Θεοῦ, τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τόν παραπλάνησε, ἔγινε ἄρχοντας τοῦ
κόσμου τούτου [95]. ῾Η ζωή τοῦ παραβάτη γέμισε ἔκτοτε δεινά καί ἀθλιότητα. ῾Η
ἁμαρτία τόν πίεζε μέχρι θανάτου, ἔκανε καυτή κόλαση τή ζωή του. Κινδύνευε
νά χαθεῖ τό πλάσμα πού τόσο ὄμορφα ἔπλασε ὁ Θεός. ῾Ο διάβολος φαινόταν ὅτι
νίκησε τό Θεό, ἀφοῦ μπόρεσε νά καταστρέψει τήν εἰκόνα Του!
Καμιά ἄλλη δύναμη κτιστή δέν μποροῦσε νά σώσει τό δυστυχισμένο πλάσμα
τοῦ Θεοῦ. Μόνο ὁ ἀγαθός, παντοδύναμος καί πάνσοφος δημιουργός μποροῦσε
νά πάρει στά χέρια του τό χαλασμένο πλάσμα του, τό σκεῦος του τό ὡραῖο καί
καλό, νά τό ἀναπλάσει, νά τοῦ κλείσει τίς ρωγμές καί τά χαλάσματα, νά τό
ἀναπαλαιώσει καί νά τό κάνει καί πάλι καινούργιο, ὁλοφώτεινο κι ἀστραφτερό,
ὅπως ἦταν ὅταν πρωτοβγῆκε ἀπό τά χέρια του. Γιά νά πετύχει αὐτόὁ Θεός ἔγινε
ἄνθρωπος, ἔζησε τήν ἱστορική ζωή στή γῆ, ἀναλαμβάνοντας ὁ ἴδιος νά
διεκπεραιώσει τήν ὑπόθεση τοῦ παραβάτη. Τόν πῆρε ἀπάνω του στό σημεῖο πού
ἐκεῖνος ἔπεσε, πῆρε τή σκυτάλη ἀπό τά χέρια τοῦ πεσμένου του πλάσματος καί
συνέχισε αὐτός νά ζεῖ τήν ἀληθινή ζωή, πετυχαίνοντας τόν προορισμό τοῦ
θεόμορφου ζώου.

85. Εἰδικότερα ἀπό τί ἐλευθερώθηκε ὁ πεσμένος ἄνθρωπος;


᾿Από τήν τραγικότητα τῆς ὑπάρξεως, ἀπό τή δυστυχία καί τήν ἀθλιότητα τῆς
ζωῆς. ῾Η τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ξετυλίγεται σέ δύο φάσεις, τήν
ἐπίγεια καί τήν οὐράνια. ῾Η τελευταία βέβαια ἀφορᾶ ὅσους πιστεύουν στή μετά
θάνατο ζωή. Οἱ ἄπιστοι δέν πολυσκοτίζονται γι’ αὐτά τά πράγματα.
῾Η ζωή τῶν ἀνθρώπων στή γῆ εἶναι πολύ μπερδεμένη. Πολλές φορές καταντᾶ
ἀφόρητη. ᾿Ενῶ τό ὄνειρο κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἡ εὐτυχία, ὁ πραγματικός κλῆρος
τῆς ζωῆς του εἶναι ἡ δυστυχία καί ἡ ἀθλιότητα. ῾Ο καθημερινός ἄνθρωπος εἶναι
ἀνήσυχος· δέν εἰρηνεύει οὔτε μέ τόν ἑαυτό του, ἀλλ’ οὔτε καί μέ τό συνάνθρωπο.

69
Τόν πνίγουν ἐχθρότητες καί μίση. Εἶναι ἄφιλος καί ἔρημος. Μαστίζεται ἀπό τά
πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του. Εἶναι ἄτομο διχασμένο. Δέν ξέρει οὔτε τί θέλει οὔτε
τί ἐπιδιώκει. Δέν ἔχει πυξίδα στή ζωή του. Οἱ προσανατολισμοί του εἶναι
ὁμιχλώδεις καί ἀδιόρατοι. ῾Υποφέρει στό ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς του. ῾Η συνείδησή
του εἶναι διαρκῶς ταραγμένη. Φοβᾶται τό θάνατο. Διερωτᾶται γιατί ζεῖ καί
καμιά φορά ὁ ἴδιος θέτει τέρμα στή ζωή του.
Καί διερωτᾶται κανείς, πῶς συμβαίνει ὁἄνθρωπος, πού καί μυαλό ἔχει καί
ἐπιστήμη καί τεχνική καί δυνατότητες νά κτίσει μιά ὄμορφη ζωή, νά ζεῖ τόσο
ἄθλια καί τραγικά πάνω στή γῆ; ῾Η ἀπάντηση δέν εἶναι δύσκολη· γιατί εἶναι
κακός καί ἁμαρτωλός. ῾Η ἁμαρτία εἶναι τό πικρό δηλητήριο πού σκοτώνει τήν
ὕπαρξη, ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό θάνατο. Τόν χωρίζει ἀπό τό Θεό, τήν πηγή τῆς
πραγματικῆς χαρᾶς. Στήν ἁμαρτία ὁἄνθρωπος χάνει τήν ἀλήθεια του, ντύνεται
τό ψεῦδος καί τήν πλάνη, νεκρώνεται πνευματικά.
Καί καλά ἐδῶ κάτω στή γῆ, ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλα πολύ χειρότερα, ἡ ζωή τοῦ
ἀνθρώπου πού ξεδιπλώνεται, ὅταν κλείσει ὁριστικά τά μάτια του. ῾Η ζωή πού
ξετυλίγεται στήν αἰωνιότητα. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος στήν ἐδῶ ζωή του δέν μετανιώσει
γιά τήν κακότητα καί τίς ἁμαρτίες του, ἄν κουβαλήσει μαζί του τή νέκρωση τῆς
φθορᾶς τῆς ἁμαρτίας, θά παραδοθεῖ στόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο, πού θά
εἶναι ὁ ὁριστικός ἀποχωρισμός του ἀπό τό Θεό, τήν αἰώνια πηγή τῆς ἀληθινῆς
ζωῆς. Θά περιέλθει σέ μιά ὀδυνηρή κατάσταση [96], πού τήν ἀποκαλοῦμε
κόλαση, τῆς ὁποίας ἀρχηγός εἶναι ὁ διάβολος. ῞Οσοι δούλεψαν στό διάβολο καί
πέθαναν ἀμετανόητοι θά πᾶνε μέ τό διάβολο, ἐκεῖ πού εἶναι τό σκοτάδι, ὁ
κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων [97].
᾿Από τήν ἀθλιότητα, λοιπόν, τῆς ζωῆς αὐτῆς καί τό φρικτό τέλος τοῦ αἰώνιου
πνευματικοῦ θανάτου καί τή δυνάστευση τοῦ διαβόλου μᾶς ἔσωσε ὁ Κύριος μέ
τό λυτρωτικό ἔργο του. Κοντά του ὁ ἄνθρωπος γαληνεύει [98], ἐλευθερώνεται
ἀπό τά δεσμά του, βλέπει τό πραγματικό νόημα τῆς ζωῆς, ἀτενίζει τό φῶς καί
ζεῖ πραγματικά εὐτυχισμένος, ἱκανοποιώντας ὅλες τίς ὑπαρξιακές ἀνάγκες του.
Κοντά στό Χριστό ὑπάρχει τό φῶς, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή [99].

86. Δέν μποροῦσε ὁ Θεός μέἕνα νεῦμα του νά σώσει τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά
τήν πτώση του; Καί γιατίἀνέβαλε ἐπί τόσους αἰῶνες τή σωτηρία του;
Καί βέβαια μποροῦσε νά τόν σώσει ὁ Θεός εὐθύς μετά τήν πτώση του. ῾Ο Θεός
εἶναι παντοδύναμος. Κανένα ἐμπόδιο δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μπροστά στίς ἅγιες
βουλές του. Μόνο τήν ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά κάνει, γιατί αὐτό θ’ ἀναιροῦσε τήν
πανάγια φύση του. ῾Η «ἀδυναμία» αὐτή δέν περιορίζει τήν ἀπόλυτη
παντοδυναμία του, τουναντίον τή βεβαιώνει καί τή στηρίζει. Δυνατός δέν εἶναι
ἐκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ἀλλ’ αὐτός πού τήν ἀποφεύγει. Τό κακό γενικά
δέν εἶναι δύναμη, ἀλλά ἀδυναμία.
῾Ο Θεός δέν ἔσωσε τόν ἄνθρωπο εὐθύς μετά τήν πτώση του, ὄχι γιατί δέν
μποροῦσε, ἀλλά γιατί δέν ἤθελε. ῾Η βουλή καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι
δυνάμεις τυφλές καί αὐθαίρετες, ἀλλ’ ἐνταγμένες στήν ἀγάπη, τήν ἁγιότητα
καί τή δικαιοσύνη του. Δέν εἶναι παρορμητικός ὁ Θεός, ὥστε νά ἐνεργεῖ
αὐθαίρετα καί σπασμωδικά, ἐπηρεαζόμενος ἀπό παράγοντες ἐσωτερικούς καί
ἐξωτερικούς. ῾Ο Θεός ἔχει τά δικά του κριτήρια, τά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ φτωχικοί
ἄνθρωποι ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε. Εἶναι δέ τά κριτήρια αὐτά κριτήρια

70
ἀληθινῆς ἀγάπης πρός τά πλάσματά του, πούἀποβλέπουν πάντοτε στό
πνευματικό συμφέρον καί τή σωτηρία τους [100].
῾Ο Θεός θέλησε νά σώσει τόν ἄνθρωπο στόν κατάλληλο καιρό, στό πλήρωμα
τοῦ χρόνου [101]. Προηγούμενα ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νά ποθήσει ὁ ἴδιος τή
σωτηρία του. ῎Αν τόν ἔσωζε ὁ Θεός εὐθύς μετά τήν πτώση του, χωρίς καμιά ἄλλη
ἐσωτερική διεργασία, τό πράγμα δέν θά εἶχε νόημα γιά ἕνα πλάσμα λογικό πού
θέλει καί βουλεύεται ἐλεύθερα. ῾Η παιδαγωγούσα πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἄφησε τόν
ἄνθρωπο στήν κακότητα καί τήν ἀθλιότητα τῆς φύσεώς του, νά πονέσει,
νάὑποφέρει, νά συνειδητοποιήσει τό βάρος τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ν’
ἀπελπισθεῖ ἀπό κάθε δυνατότητα νά σωθεῖ ἀπό μόνος του καί ἔτσι, νά στραφεῖ
ἐναγώνια πρός τό Θεό, ζητώντας τήν ἐξ ὕψους δύναμη. ᾿Από τήν ἄλλη ὁ Θεός
δέν ἄφησε ἀβοήθητο τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Μέ τήν παλαιά διαθήκη του, μέ
τό φῶς τοῦ σπερματικοῦ λόγου, πού ὑπάρχει σέ κάθε ἄνθρωπο καί κάτω ἀπό
τήν ἐπήρεια τοῦ ἑκάστοτε πνευματικοῦ καί ἱστορικοῦ περιβάλλοντος ἡ πρόνοια
τοῦ Θεοῦ προετοίμαζε τό ἔδαφος καί καλλιεργοῦσε τά πνεύματα, ὥστε
εὐκολότερα νά γίνει ἀποδεκτό τό κήρυγμα τῆς σωτηρίας ἀπό τόν πονεμένο
ἄνθρωπο.

87. ῾Η ἀναβολή τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας δέν ζημίωσε τούς ἀνθρώπους, πού
ἔζησαν πρίν ἀπό αὐτό;
Οὐσιαστικά δέν γνωρίζουμε, ὅπως δέν γνωρίζουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιά
τούς ἀνθρώπους, πού ἔζησαν καί ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν μετά τήν ἔλευση τοῦ
Χριστοῦ, καί οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἀκούσει γιά τό λυτρωτικό ἔργο του. Αὐτές εἶναι
ὑποθέσεις τοῦ Θεοῦ, πού δέν μποροῦμε ἐμεῖς οἱἄνθρωποι νά ἐξιχνιάσουμε. Τό
μόνο πού γνωρίζουμε εἶναι, ὅτι ὁ Θεός ὡς στοργικός πατέρας ἐνεργεῖ πάντοτε
πρός τό συμφέρον τῶν λογικῶν πλασμάτων του. Πιστεύουμε ἀκράδαντα στήν
παιδαγωγούσα του πρόνοια. Οὔτε εἶναι συνετό, νά θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας
προνομιούχους γιατί ζοῦμε στήν ἱστορική διάσταση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ
Χριστοῦ, γιατί τά ἔσχατα (ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ) εἶναι ἐνδεχόμενο νά μᾶς
ἐπιφυλάξουν πολλές ἐκπλήξεις [102]!
Στούς πρό Χριστοῦ ζήσαντες δόθηκε ἡ εὐκαιρία σωτηρίας μέ τό λυτρωτικό
κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ στόν ἅδη [103], στούς ζοφερούς μυχούς τοῦ ὁποίου
βρίσκονταν πεπεδημένα τά πνεύματα. ῞Οσοι ἀποδέχτηκαν τό κήρυγμα τῆς
σωτηρίας λυτρώθηκαν ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο. Οἱ ἄλλοι ὄχι.
Τά πράγματα αὐτά δέν πρέπει βέβαια, νά τά πιέζουμε πολύ, γιατί ὑπάρχει
κίνδυνος ὄχι μόνο νά μή φτάσουμε πουθενά, ἀλλά νά ταραχθεῖ καί τό μυαλό
μας.

88. Πῶς ἔσωσε τόν κόσμο ὁ Θεός;


Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου του. ῾Η σωτηρία καταβλήθηκε ἤδη
κατά τή στιγμή τῆς μορφώσεως τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. ῾Η
ἀνθρώπινη φύση μέ τήν ἕνωσή της μέ τή θεία φύση ἁγιάζεται καί θεοποιεῖται.
᾿Αποβάλλει τή φθορά, ἀνακαινίζεται καί ἀναδημιουργεῖται, ἀνατρέχουσα στήν
προπτωτική της κατάσταση, στήν καθαρότητα καί φωτοείδεια τῆς εἰκόνος, πού
ἀμαυρώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία. Μέ τή σάρκωσή του ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὁ
ἄνθρωπος κατά χάρη Θεός [104]. ῾Η ᾿Ορθοδοξία ἀποθέτει μεγάλο βάρος στό

71
γεγονός τῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, στή γέννηση τοῦ σαρκωμένου
Λόγου.
῾Ο Χριστός ἔσωσε τόν κόσμο ἀσκώντας τό προφητικό του ἀξίωμα. ῾Ως
αὐτοαλήθεια καί ζωή δίδαξε τήν ἀλήθεια στόν ἄνθρωπο, φωτίζοντας τόν
σκοτισμένο νοῦ του καί ἐλευθερώνοντας τόν πλανεμένο ἀπό τήν ἀγνωσία, στήν
ὁποία τόν ὁδήγησε ἡ παρακοή. ῾Η ἀλήθεια ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο [105],
χαρίζοντάς του τή χαρά καί τήν ἄνεση τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Χριστός λύτρωσε παράλληλα τόν ἄνθρωπο ἐνασκώντας τό ἀρχιερατικό του
ἀξίωμα. Πρόσφερε στόν οὐράνιο Πατέρα του θυσία ἱλαστήρια τήν ἅγια ζωή του.
῎Εχυσε τό αἷμα του ἐπάνω στό σταυρό γιά νά ξεπλύνει τά αἴσχη τῆς φθορᾶς καί
τό ρύπο τῆς προγονικῆς παραβάσεως. Μέ τό θάνατό του πάτησε τό θάνατο [106],
ἀμβλύνας τό φοβερό κέντρο του καί μεταλλάσσοντάς τον σέ πύλη εἰσάγουσα
στήν οὐράνια ζωή. ῞Απλωσε τίς παλάμες του στό σταυρό καί εἰρήνευσε τήν
κτίση, μάζεψε τά σκορπισθέντα καί «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα» [107], δηλαδή
τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πού εἶχε χωρίσει ἡ προπατορική ἁμαρτία. ῎Εκαμε τόν
ἁμαρτωλό καί πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ ἀγαπητό, τοῦ ἄνοιξε διάπλατα τίς πύλες τῆς
πατρικῆς ἑστίας καί τόν ὁδήγησε στά δώματα τῆς θείας βασιλείας.
῾Ο Χριστός ἐνασκώντας τό βασιλικό λυτρωτικό του ἀξίωμα, ἔσωσε τόν ἄνθρωπο
καί μέ τή ζωηφόρο του ᾿Ανάσταση. Νίκησε τελειωτικά τό θάνατο, ἀφοῦ
προηγούμενα τό συνέτριψε μέ τήν κατάβασή του στόν ἅδη, ἐγκεντρίσας στήν
πεσμένη φύση τή ζωή τοῦ Θεοῦ. ῾Η φύση στόν ἀναστάντα Κύριο ἀπέθεσε τή
φθορά τοῦ δέντρου τῆς παρακοῆς, ντύθηκε τά ἱμάτια τοῦ παραδείσου τῆς χαρᾶς,
φόρεσε τήν ἀστραφτερή ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, ἔλαμψε τό φῶς τοῦ Θεοῦ
καί κέρδισε ἀμετάτρεπτα τήν ἀθανασία καί τήν ἀειζωία. ῾Η ἀνάσταση τοῦ
Κυρίου ἀνακαίνισε γῆ καί οὐρανούς.
Τέλος ὁ Κύριος ἔσωσε τόν ἄνθρωπο μέ τήν ἔνδοξη στόν οὐρανό ᾿Ανάληψή του.
Στήν ᾿Ανάληψη θεωρεῖται πλῆρες καί τέλειο τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Φέρει τή σφραγίδα καί τήν ὑπογραφή τοῦ Θεοῦ. Τό θεωμένο πλάσμα
θρονιάζεται ἀκλόνητα στούς κόλπους τῆς θεότητας, στήν τριαδική φωταύγεια
καί δόξα.
῞Ολες οἱ πιό πάνω στιγμές, ἀδιαχώριστες, ἐκφράζουν ὁλοκληρωμένο τό σχέδιο
τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπο οἰκονομίας, τό ναί τοῦ Θεοῦ στό ὄχι τῆς
ἐκτροχιασθείσας πλάσης.

89. ῾Ο θάνατος τοῦ Θεοῦ ἐπέφερε πραγματική νέκρωση στό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ;
Ναί. Πρέπει ὅμως νά προσέξουμε. Δέν λέμε ὁ θάνατος τῆς θεότητας. Αὐτό θά
ἦταν λάθος. ῾Η θεότητα ἀπό τή φύση της δέν πεθαίνει. Οὔτε μπορεῖ νά
ἐφαρμοστεῖ σ’ αὐτήν ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων. Κάτι τέτοιο θά ἐπέφερε
σύγχυση τῶν φύσεων. Εἶναι ὅμως ὀρθό νά λέμε ὅτι ὁ Θεός πέθανε. Πέθανε στό
Χριστό «σαρκί», δηλαδή στή σάρκα του πού πῆρε ἀπό τήν ἁγία Θεοτόκο. Οἱ
᾿Αφθαρτοδοκῆτες δέν θά δέχονταν πραγματικό θάνατο τῆς Κυριακῆς σαρκός,
ἀλλά φαινομενικό, οἰκονομικό («κατ’ οἰκονομίαν»). Τό σῶμα ὅμως τοῦ Χριστοῦ
πραγματικά νεκρώθηκε ἐπάνω στό σταυρό. ᾿Από τήν πλευρά του ἔρρευσαν
«αἷμα καί ὕδωρ», ὅταν αὐτή κεντήθηκε ἀπό τή λόγχη τοῦ στρατιώτη [108]. ῞Αμα
ἐξέπνευσε ὁ Κύριος (παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν οὐράνιο Πατέρα [109]), τό

72
σῶμα του νεκρό κατατέθηκε στό μνῆμα, ὅπου πῆγαν νά τό μυρίσουν οἱ ἅγιες
γυναῖκες.
Δέν ἦταν φενάκη ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἀλλά γεγονός πραγματικό καί
ἱστορικό, ὅπως ἀληθινή ἦταν καί ἡ ἀνθρώπινη φύση του. ᾿Αλλιώτικα, πῶς θά
μποροῦσε νά σώσει πραγματικά τόν ἄνθρωπο;

90. Μέ τό θάνατο ἐγκατέλειψε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο (Χριστό);


῎Οχι. ῾Η ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό ἦταν ἀδιαίρετη καί ἀδιαχώριστη. ῾Η
θεότητα σέ καμιά περίπτωση δέν ἐγκατέλειψε τό πρόσλημμα τῆς ἀνθρώπινης
φύσεως. ῾Ο ἄνθρωπος στό Χριστό μένει εἰς τόν αἰώνα.
῎Ετσι στόν τάφο τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν ἔπαψε νά εἶναι ἑνωμένο μέ τή
θεότητα. ῏Ηταν σῶμα θεοφόρητο καί θεοδύναμο. Γιαυτό δέν μποροῦσε νά
χωρήσει στή διάλυση καί τήν ἀποσύνθεση. ῏Ηταν σῶμα πού δυναμίτισε τά
μνήματα. ᾿Αλλά καί ἡ ψυχή τοῦ Λυτρωτῆ, μετά τόν ἀποχωρισμό της ἀπό τό
σῶμα, δέν ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τή θεότητα. Καί αὐτή, θεοχώρητη καί
θεοδύναμη, κατέβηκε στό χωρίο τοῦ θανάτου, ὅπου ὁ ῞Αδης κατάπληκτος
ἔβλεπε ἄνθρωπο «κατάστικτον τοῖς μώλωψι καί πανσθενουργόν» [110]. ῾Η ψυχή
τοῦ Χριστοῦ μέ τή ρομφαία τῆς θεότητος κατέκοψε τά δεσμά τοῦ θανάτου,
νέκρωσε τόν ῞Αδη, συνέτριψε τό σκοτεινό δεσμωτήριο, ὅπου κρατοῦνταν ἀπ’
αἰῶνος αἰχμάλωτες οἱ ψυχές τῶν πεθαμένων ἀνθρώπων.
«᾿Εν τάφῳ σωματικῶς ἐν ῞Αδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός...» ἀπαγγέλλει
ὡραιότατα ἡ ᾿Εκκλησία μας, δηλώνοντας τήν κορυφαία στιγμή τοῦ
χριστολογικοῦ δόγματος τῆς πίστεως.

91. ῾Ο Χριστός πέθανε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους;


Ναί, πέθανε γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά τήν ἀνθρώπινη φύση γενικά, στήν
ὁποία περικλείονται ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ὑποστάσεις, ὅλα τά πρόσωπα τοῦ
λογικοῦ ζώου. «Χριστός ὑπέρ πάντων ἀπέθανε» [111], λέγει ἡ Γραφή. Δέν
πέθανε ἐπιλεκτικά γιά ὁρισμένους ἀνθρώπους. Κάτι τέτοιο θά ἦταν ἀνάρμοστο
πρός τή χρηστότητα καί τή δικαιοσύνη του. ῎Ασχετο βέβαια τό ζήτημα, ἄν ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι δέν ὠφελοῦνται ἀπό τή λυτρωτική δύναμη τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ.
Διότι, γιά νά γίνει αὐτό, πρέπει νά συμπράξει καί ὁ ἄνθρωπος μέ τή δική του
θέληση καί ἐνέργεια, κάτι πού δυστυχῶς δέν συμβαίνει. Γιά μερικούς σάν νά
μήν πέθανε ὁ Χριστός! ῾Η ζωή τους εἶναι τόσο ξένη πρός τό μυστήριο τοῦ
Χριστοῦ, ὥστε νά παραδίδονται ἀμαχητί στή νέκρωση τοῦ φυσικοῦ καί τοῦ
πνευματικοῦ θανάτου. Τό ὀξύμωρο τοῦ τραγικοῦ ζώου στήν πιό ἐλεεινή του
κορύφωση!

92. Ποιά ἦταν ἡ δραστικότητα τῆς ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ σταυροῦ;


Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἡ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου εἶναι δραστική, σώζουσα
τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. Σ’ αὐτή δέν γίνεται λόγος κατά πόσον ἡ θυσία
τοῦ Χριστοῦ καλύπτει ἤ ὑπερβάλλει τά ἀνθρώπινα ἁμαρτήματα. Διδάσκει
ἁπλῶς ὅτι ἡ θυσία τοῦ Κυρίου ἱκανοποιεῖ πλήρως τή θεία δικαιοσύνη, αἴρουσα
τήν ἐνοχή καί τίς ποινές τῆς ἁμαρτίας, χωρίς αὐτή (ἡ θεία δικαιοσύνη) νά ἔχει
ἀνάγκη ἄλλης ἱκανοποιήσεως γιά νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλόἄνθρωπο.

73
93. Συμφωνεῖ μέ αὐτά ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία;
῎Οχι. Κατά τή διδασκαλία της ἡ θυσία τοῦ Κυρίου ἔχει ὑπεραρκή ἀξιομισθία·
πρῶτον διότι τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ (παθήματα τοῦ Θεοῦ «σαρκί») εἶχαν
ἄπειρη ἀξιομισθία· καί δεύτερον, γιατί ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἐφαρμόζεται ἡ
ἀξιομισθία αὐτή, εἶναι ὄν πεπερασμένο, ἄρα καί ἡ ἐνοχή του εἶναι ὁμοίως
πεπερασμένη. ᾿Από τήν ἄλλη, κάνοντας διάκριση μεταξύ ἐνοχῆς καί ποινῶν,
φρονεῖ, ὅτι μόνον ἡἐνοχή καί οἱ ποινές τῶν πρό τοῦ βαπτίσματος ἁμαρτιῶν
συγχωροῦνται, ἐνῶ γιά τίς μετά τό βάπτισμα ἀπαιτοῦνται πρόσκαιρες ποινές
τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἐδῶ καί στό καθαρτήριο πῦρ. Τίς πρόσκαιρες αὐτές ποινές
μπορεῖ νά συντέμνει ἤ καί νά τίς αἴρει κατά βούληση ἡ ᾿Εκκλησία. Τίς
ἀντιλήψεις της αὐτές ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία στηρίζει καί στόν ἑξῆς συλλογισμό·
ἀφοῦ τῆς ἀξιομισθίας τοῦ Κυρίου δέν κοινώνησαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, συνεπές
εἶναι νά ὑπάρχουν ἀδιάθετα περισσεύματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά
χρησιμοποιηθοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία γιά τήν πλήρωση τοῦ ταμείου τῶν
ἀξιομισθιῶν (τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων), στό ὁποῖο στηρίζονται οἱ περίφημες
λυσίποινες ἀφέσεις (συγχωροχάρτια).
Τά διδάγματά της αὐτά ἡ Δυτική ᾿Εκκλησία στηρίζει κυρίως στό χωρίο τῆς
Γραφῆς Ρωμ. 5,15· «Εἰ γάρ τῷ τοῦ ἑνός παραπτώματι οἱ πολλοί ἀπέθανον, πολλῷ
μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ δωρεά ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ εἰς τούς πολλούς ἐπερίσσευσεν». Στό χωρίο ὅμως αὐτό γίνεται
θεωρητικά σύγκριση τῆς ἐνοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος μέ τή χάρη πού
ἀπέρρευσε ἀπό τήν ἱλαστική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Λέγεται, δηλαδή, ἄν ἡ ἁμαρτία
τοῦ᾿Αδάμ ὁδήγησε τούς πολλούς (ὅλους) στό θάνατο, πολύ περισσότερο καί
βεβαιότερο ἔκανε τή σωτηρία ἡ χάρη τοῦ Σταυροῦ. ῾Η σύγκριση λαμβάνει
πρακτική σημασία, εὐθύς ὡς τό ὑποτιθέμενο περίσσευμα τῆς δωρεᾶς τοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ σχηματίσει τό ταμεῖο τῆς περισσεύουσας ἀξιομισθίας πού ἀποτελεῖ
τή βάση τῶν ἀφέσεων. Περί αὐτοῦ ὅμως σέ προσεχές μας ἐρώτημα.
᾿Από τήν ἄλλη οἱ Ρωμαιοκαθολικοί γιά νά στηρίξουν τή διάκριση ποινῶν
αἰώνιων καί πρόσκαιρων παρουσιάζουν καί παραδείγματα ἀνδρῶν (Μωυσῆς,
Δαβίδ, ᾿Ααρών), οἱ ὁποῖοι ἄν καί συγχωρήθηκαν ἀπό τό Θεό, ὅμως ἐπεβλήθηκαν
σ’ αὐτούς πρόσκαιρες ποινές. Αὐτό εἶναι βέβαια ἀληθές. ῞Ομως οἱ ἐπιβληθεῖσες
αὐτές ποινές δέν εἶχαν χαρακτήρα ἱκανοποιητικό· ἦταν παιδαγωγίες τοῦ Θεοῦ,
φάρμακα, τά ὁποῖα ἀποσκοποῦσαν στήν ἠθική τῶν ἁμαρτωλῶν βελτίωση. Αὐτό
φρονεῖ ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία.
῾Η διάκριση, τέλος, αἰώνιων ποινῶν τίς ὁποῖες στό μυστήριο τῆς μετανοίας
συγχωρεῖ ὁ Θεός, ἀπό τίς πρόσκαιρες γιά τίς ὁποῖες πρέπει, τιμωρούμενος ὁ
ἁμαρτωλός, νά ἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη, ὁδηγεῖ στό ἄτοπο
συμπέρασμα, ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει ἤ δέν μπορεῖ νά συγχωρήσει τήν ἁμαρτία σέ
ὅλη της τήν ἔκταση, ἰδέα βλάσφημη καί ὑβριστική γιά τό μέγεθος τῆς ἀγάπης
καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ.

94. Τί διδάσκουν περί θανάτου καί ἱλαστικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὁρισμένες
προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανοί καί ᾿Αρμινιανοί);
Στίς αἱρέσεις αὐτές εἶναι χαρακτηριστικός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁὀρθός λόγος
ἐφαρμοζόμενος στό χῶρο τῆς πίστεως, μπορεῖ νά καταστρέψει τήν οὐσία καί τό
μυστηριακό χαρακτήρα τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν.

74
Προτοῦ, ὅμως ἀποδιοργανώσουν τά δόγματα περί θανάτου καί ἱλαστικῆς
θυσίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ αἱρέσεις αὐτές ἀποδιοργάνωσαν ἤδη τό χριστολογικό
δόγμα τῆς πίστεως. Νιώθοντας ὅπως καί οἱ Νεστοριανοί, δέν πιστεύουν, ὅτι ὁ
Χριστός ἦταν πλήρης καί τέλειος Θεός, ἀλλά ἁπλός ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο
ἑνώθηκε ἀργότερα ἠθικά ὁ Θεός. Στήν βάση αὐτή κτίζονται στή συνέχεια οἱ
πολλές ἀτοπίες καί οἱ ἀλογίες τοῦ συστήματος αὐτῶν. ῎Ας τίς δοῦμε συνοπτικά.
῾Ο θάνατος ἑνός ἀνθρώπου –ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι ἑνωμένος μέ τό Θεό– δέν
ἔχει ἀπό μόνος του τή δύναμη νά ἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη καί δέν ἀρκεῖ
νά ἐξιλεώσει τά ἁμαρτήματα τόσων μυριάδων ἀνθρώπων πού ἔζησαν πάνω στή
γῆ. ῎Αν ὅμως αὐτό ἤρκεσε, δέν ὀφείλεται στή θυσία τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτήν,
ἀλλά στό ὅτι, μιᾶς καί προσφέρθηκε σ’ αὐτόν ἀπό τόν Υἱό του, εὐδόκησε ὁ Θεός
στήν ἄμετρη ἀγάπη του νά τήν ἀποδεχτεῖ καί νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλό
ἄνθρωπο. ῎Απορο βέβαια εἶναι πῶς ὁ ἅγιος Θεός δέχτηκε μιά θυσία πού δέν εἶχε
καμία ἀξία λυτρωτική καί στή βάση της ἱκανοποιήθηκε ἀπό αὐτή καί ἐξάλειψε
τήν ἐνοχή καί τίς ποινές τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων!
῾Η θυσία τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιήσει τή θεία δικαιοσύνη καί νά
συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Μιά τέτοια ἱκανοποίηση δέν ἔχει
νόημα. Αὐτός πού ἱκανοποιεῖται, ἀφοῦ πάρει αὐτό πού θέλει, δέν χαρίζεται στόν
ὀφειλέτη. ῾Ο πανάγαθος Θεός παρουσιάζεται νά μήν μπορεῖ, χωρίς
ἱκανοποίηση, νά συγχωρήσει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. ῾Ομοίως ἡ θυσία τοῦ
Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ἐπεκτείνει τήν ἀξιομισθία της καί σέ ἄλλους ἁμαρτωλούς
ἀνθρώπους, ἁπλούστατα γιατί ἡ ὀφειλόμενη στήν ἁμαρτία ποινή εἶναι αὐστηρά
προσωπική καί δέν μεταφέρεται σέ ἄλλους. ῎Επειτα ὁ Κύριος δέν ἀπέτισε τή θεία
δίκη σέ ὅλη της τήν ἔκταση, ἀφοῦ ὑποστάς τό θάνατο ἀναστήθηκε ἐκ τῶν
νεκρῶν. ῾Ο θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἠθική καί παιδαγωγική μόνο σημασία. Δι’
αὐτοῦ ὁ Κύριος δίδαξε τούς ἀνθρώπους σωτήρια διδάγματα περί χάριτος,
μετανοίας, ἁγιασμοῦ καί αἰώνιας ζωῆς, καταστήσας σαφές ὅτι ὁ θάνατος εἶναι
ἀσφαλής ὁδός, ὁδηγούσα στήν ἀνάσταση καί τή δόξα, ἀναρριπίζοντας τήν
ἐλπίδα τῶν πιστῶν γιά τή μέλλουσα σωτηρία, καί τό συνδοξασμό τους μέ τό
Χριστό στή θεία βασιλεία.
Εἶναι ἐνδεικτικό ὅτι γιά τούς αἱρετικούς αὐτούς τό μόνο λυτρωτικό ἀξίωμα τοῦ
Χριστοῦ εἶναι τό προφητικό, στό ὁποῖο ὑπάγονται τά ἄλλα δύο, τό ἀρχιερατικό
καί τό βασιλικό. Τά τελευταῖα αὐτά ἀξιώματα περιεδύθη ὁ Χριστός μετά τήν
ὕψωσή του στή δόξα τοῦ Θεοῦ.
᾿Απ’ ὅλα αὐτά γίνεται σαφές πῶς ἡ ἄμετρη χρήση τοῦ ὀρθοῦ λόγου στά δόγματα
τῆς πίστεως μπορεῖ, νά καταστρέψει τό μυστηριακό λόγο τοῦ Θεοῦ.

75
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

95. Τί εἶναι ἡ᾿Εκκλησία;


῾Ο ὅρος σημαίνει κοινωνία, συγκέντρωση, συνάθροιση ἀνθρώπων γιά
ὁρισμένους σκοπούς. Μέ χριστιανική ἔννοια κυριολεκτεῖται σ’ αὐτούς πού
πιστεύουν στό Χριστό. Καθόσον δέ οἱ πιστοί δέν εἶναι ὅλοι σέ ἕναν ὁρισμένο
τόπο ἀλλά διασκορπισμένοι παντοῦ, ὁ ὅρος ᾿Εκκλησία σημαίνει ὅλες τίς κατά
τόπους ἐγκαταστημένες χριστιανικές παροικίες ἤ τήν καθόλου ᾿Εκκλησία.
᾿Εκκλησία εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ [112], πού εἴτε ζεῖ ἐδῶ
κάτω στή γῆ στρατευόμενο κατά τῆς ἁμαρτίας εἴτε ζεῖ θριαμβευτικά στόν
οὐρανό, ἀπολαμβάνοντας τή νίκη καί τό θρίαμβο τῆς πίστεως. Στούς κόλπους
τῆς ᾿Εκκλησίας περιλαμβάνονται ὄχι μόνο οἱ πιστοί τῆς Κ. Διαθήκης, ἀλλά καί
οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς καί οἱ ἄγγελοι, τό δοξασμένο πλήρωμα τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν.
῾Ορισμούς τῆς ᾿Εκκλησίας θά μποροῦσε, νά δώσει κανείς πολλούς ἀνάλογα πῶς
τή βλέπει, τονίζοντας τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τό στοιχεῖο της, αὐτήν ἤ ἐκείνη τήν ὄψη της.
Θά λέγαμε ὅτι ᾿Εκκλησία εἶναι τό ἱερό καθίδρυμα πού ἵδρυσε στή γῆ ὁ
σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τό ὁποῖο φέρει τό
κύρος καί τήν αὐθεντία τοῦ Θεοῦ καί περιλαμβάνει στούς κόλπους του
ἀνθρώπους, πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη, κοινωνοῦν τῶν αὐτῶν μυστηρίων καί
διοικοῦνται μέ τό ἴδιο σύστημα διοικήσεως καί τό ὁποῖο διακρίνεται σέ δύο
τάξεις, τόν ποιμαινόμενο λαό καί τόν ποιμαίνοντα κλῆρο, πού ἔχει τήν ἀναγωγή
του διά τῆς ἐπισκοπικῆς διαδοχῆς στούς ᾿Αποστόλους καί διά μέσου αὐτῶν στόν
Κύριο.

96. ῾Υπάρχουν μαρτυρίες στή Γραφή περί τῆς ᾿Εκκλησίας;


῾Υπάρχουν πολλές. Σ’ αὐτήν εἶναι μυριόλεκτη ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστός ἵδρυσε
ἐπί τῆς γῆς πνευματική βασιλεία ὡς διδάσκαλο τῆς ἀλήθειας καί ταμιοῦχο τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ. Στήν Π. Διαθήκη ἤδη προαναγγέλλεται ὅτι ὁ Μεσσίας θά
ἱδρύσει ἐπάνω στή γῆ βασιλεία καθολική, πού θά ὑπερέβαλλε σέ δύναμη τήν
ἰουδαϊκή θεοκρατία [113]. Στήν Καινή δέ, ὁ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής κηρύσσει ὅτι
«ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» [114], ἐνῶ ὁ Κύριος ὑπόσχεται τήν ἵδρυση τῆς
᾿Εκκλησίας του «ἧς πύλαι ῞ᾼδου οὐ κατισχύσουσι» [115] καί τήν ὁποία
«περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου του αἵματος»116. Τήν ᾿Εκκλησία του καθαγίασε
ἐπίσημα ὁ Σωτήρ κατά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, γενέθλιο ἡμέρα τῆς
᾿Εκκλησίας, κατά τήν ὁποία στάλθηκε στούς μαθητές τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τό
πρῶτο κήρυγμα ἀποδέχτηκαν τήν πίστη «ψυχαί ὡσεί τρισχίλιαι» [117]. ᾿Αλλά
καί οἱ ᾿Απόστολοι, ἱδρύοντες κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, εἶχαν τήν αἴσθηση, ὅτι
ἦταν συνεργοί τοῦ Κυρίου [118], πού ἦταν ὁ ἱδρυτής καί ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς
᾿Εκκλησίας [119]. Φυσικάἡ γένεση καί ἡ πρώτη διαμόρφωση τῆς ᾿Εκκλησίας
ἦταν συνδεδεμένες μέ τήν ᾿Ιουδαϊκή θεοκρατία, ἀπό τήν ὁποία βαθμηδόν

76
ἀπαγκιστρωνόταν μορφούμενη σέ αὐτοτελή κοινότητα, ἀντίθετη πρός τήν
᾿Ιουδαϊκή συναγωγή.

97. Ποιός εἶναι ὁ κυριότερος σκοπός τῆς ᾿Εκκλησίας;


Εἶναι ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Γιαυτό ἦλθε ὁ Χριστός στόν κόσμο, γιά νά
σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο. ῞Οπως
δέ ὁ Κύριος ἔσωσε τήν ἀνθρωπότητα ἀσκώντας τό τρισσό λυτρωτικό του ἀξίωμα,
τό προφητικό (ὡς διδάσκαλος τῆς θείας ἀλήθειας), τό ἀρχιερατικό (ὡς ὕψιστος
ἀρχιερέας μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων) καί τό βασιλικό (ὡς βασιλέας
πνευματικός τοῦ κόσμου καί τῆς ᾿Εκκλησίας), διδάσκοντας τή θεία ἀλήθεια,
ἁγιάζοντας τόν ἄνθρωπο καί ἀνοίγοντας τήν εἴσοδο στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν,
ἔτσι καί ἡ ᾿Εκκλησία, συνεχίζοντας τό ἔργο τοῦ Κυρίου της, φωτίζει, ἁγιάζει καί
ὁδηγεῖ τά μέλη της στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Πρός τόν σκοπό αὐτόὁ Κύριος ἐφοδίασε τούς μαθητές του μέ τό κύρος καί τήν
αὐθεντία τή δική του, εἰπών ὅτι «ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καί ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς
ἐμέ ἀθετεῖ» [120] καί «ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ,
καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» [121]. ῞Οπως δέ ὁ
Χριστός εἶναι ὁ μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, τό μόνο ὄνομα «ἐν ᾧ δεῖ
σωθῆναι ὑμᾶς» [122], ἔτσι καί ἡ ᾿Εκκλησία, ἡ συνεχίζουσα τό λυτρωτικόἔργο τοῦ
Κυρίου, εἶναι ὁ ἀνεπισφαλής διδάσκαλος τῆς ἀλήθειας, ὁ φορέας τῆς χάριτος καί
ἡ μόνη βεβαία κιβωτός τῆς σωτηρίας. Αὐτό ἐπιτελεῖ ἡ ᾿Εκκλησία ἀντλώντας ἀπό
τό κύρος καί τήν αὐθεντία τοῦ ἀρχηγοῦ της, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τό Πνεῦμα του νά
τήν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», διαφυλάσσοντάς την ἀπό τήν πλάνη τή
συμφυτη στά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Αὐτή τήν αἴσθηση εἶχε πάντοτε
ἡ᾿Εκκλησία κατά τή διάρκεια τῆς ἱστορικῆς της διαδρομῆς.
Οἱ ἱεροί Πατέρες ἐκφράζουν ὁμόφωνα ὅ,τι συνοπτικά παρατηρεῖ ὁ ἅγιος
Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνου: «ὅπου ἡ᾿Εκκλησία, ἐκεῖ καί τό Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ, καί ὅπου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ἡ᾿Εκκλησία καί ἡ χάρις τοῦ Κυρίου».
Καί: «Δέν μπορεῖ νά ἔχει τό Θεό Πατέρα, ὅποιος δέν ἔχει τήν ᾿Εκκλησία μητέρα».

98. Τόἀξίωμα «ἐκτός τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» εἶναι ἀπόλυτο;
Ναί εἶναι, ἀπό ὁρισμένη ὅμως ἄποψη. Τό ἐρώτημα δέν πρέπει νά τό θέτουμε
ἀρνητικά, ἀλλά μᾶλλον θετικά· «Μέσα στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχει ἀπόλυτη
βεβαιότητα περί σωτηρίας;» Περί αὐτοῦ δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία. ῞Οταν
κανείς εἶναι συνειδητό μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας, δηλαδή πληροῖ ὅλες τίς
προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας (πίστη ἐνεργουμένη δι’ ἀγάπης) εἶναι ἀπόλυτα
βέβαιο ὅτι θά σωθεῖ. ᾿Εδῶ ἡ ἀπολυτότητα ἀναφέρεται στή θετική ὄψη τῆς
σωτηρίας. Τό ἄν ὑπάρχει ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία δυνατότητα σωτηρίας, αὐτό δέν
θίγει τήν ἀπολυτότητα τοῦ λυτρωτικοῦ ἀξιώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ὡς νόμιμου
καί κανονικοῦ φορέα τῆς σωτηρίας. Δέν εἶναι ἔργο δικό μας ἀλλά τοῦ Θεοῦ,
ὁὁποῖος θέλει «πάντως ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν
[124]». ῾Η δυνατότητα αὐτή εἶναι ἔκτακτη κινούμενη πέρα ἀπό τά πλάσια τῆς
ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ἕνα θαῦμα τῆς χάριτος καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ.
῎Εξω δέ ἀπό τήν ᾿Εκκλησία εἶναι ὅσοι δέν πιστεύουν στό Χριστό (οἱ μή
Χριστιανοί) καί οἱ ἑτερόδοξοι, ὅσοι δηλαδή λόγω αἱρέσεως ἔθεσαν ἑαυτούς ἐκτός
τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας (τῆς ᾿Ορθόδοξης). ῞Ολοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι θά

77
καταδικαστοῦν ἀπό τό Θεό συλλήβδην; Στούς μή χριστιανούς δέν ὑπάρχουν
ἄνθρωποι ἀξιοπρεπεῖς μέ ὑγιεῖς θρησκευτικές καί ἠθικές ἀρχές, τίς ὁποῖες
παίρνουν ἀπό τά θρησκεύματα στά ὁποῖα ἀνήκουν καί μέ βάση τίς ὁποῖες
ρυθμίζουν τήν ἰδιωτική καί τήν κοινωνική τους ζωή; Καί πῶς θά καταδικάσει
στήν κόλαση ὁ Θεός τά παιδιά του, πού ἴσως νά μήν ἄκουσαν ποτέ περί τοῦ
Χριστοῦ, τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου καί τῆς ᾿Εκκλησίας του; ᾿Αλήθεια πῶς; ᾿Αλλά καί
τούς ἑτερόδοξους πού βρίσκονται ἀναίτια στήν κακοδοξία, χωρίς νά ἔχουν
ἐπίγνωση τῆς πλάνης τους, καί οἱ ὁποῖοι δέν βλέπουν τήν ἀνάγκη νά
ὑπερπηδήσουν τούς ὁμολογιακούς φραγμούς καί νά προσέλθουν στούς κόλπους
τῆς ᾿Ορθοδοξίας, θά τούς καταδικάσει συλλήβδην στό πῦρ τό αἰώνιο; ῾Η ἄγνοια
καί ἡ ἀναίτια πλάνη δέν εἶναι ἰσχυρή ἀπολογία στό βῆμα τοῦ δικαιοκρίτη Θεοῦ;
Θά μοῦ πεῖτε, βέβαια, ἡ δυνατότητα αὐτή σωτηρίας πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς
ἱστορικῆς ᾿Εκκλησίας δέν μειώνει τήν ἀπολυτότητα τοῦ κοσμοσωτήριου ἔργου
τοῦ Χριστοῦ; Γιατί, λοιπόν, ὁ Σωτήρ ἦλθε στόν κόσμο, ἀφοῦ μποροῦσαν νά
σωθοῦν καί χωρίς αὐτόν οἱ ἄνθρωποι;
᾿Επαναλαμβάνουμε· δέν καταλύεται στίς περιπτώσεις αὐτές ἡ μοναδικότητα
τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας του, γιατί αὐτές δέν εἶναι ὁ γενικός κανόνας
ἀλλ’ οἱ ἐξαιρέσεις, στίς ὁποῖες ἡ θεία χάρις λειτουργεῖ θαυματουργικά. ῾Η
σωτηρία σέ ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτές δέν εἶναι ἀσφαλής καί βεβαία. Αὐτήν
γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διαθέτει τή λυτρωτική Οἰκονομία του, πάντοτε
ἀνάλογα μέ τήν ἠθική καί πνευματική κατάσταση τῶν ἀνθρώπων, ὑπέρ ὧν
πάντων Χριστός ἀπέθανε [125]. Λέγοντας αὐτά φυσικά δέν παραθεωροῦμε τόν
θεολογικό ἀντίλογο (προπατορικό ἁμάρτημα στίς ψυχές τῶν ἀβαπτίστων,
ἀπουσία τοῦ ἁγιαστικοῦ ἔργου τῆς μυστηριακῆς χάριτος κ.λπ.) πού καθιστοῦν
ἐξόχως προβληματικούς τούς ἀνωτέρω συλλογισμούς.
᾿Εν πάσει ὅμως περιπτώσει ὁ ὀρθόδοξος πιστός, ὁ ἔχων ἀπόλυτη βεβαιότητα
περί τῆς σωτηρίας του, δέν πρέπει νά προσπαθεῖ νά ἐξιχνιάσει τή μυστηριώδη
βουλή τοῦ Θεοῦ, συζητώντας πράγματα ἀπρόσιτα στή διάνοιά του, ὁ ὁποῖος
(Θεός) σάν στοργικός πατέρας θέλει τή σωτηρία ὅλων τῶν τέκνων του. Στό κάτω
κάτω μακάρι νά εἶναι ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά πληθύνει ὁ ἀριθμός τῶν
μελῶν τῆς ἐπουράνιας θείας βασιλείας!

99. Πόσες εἶναι οἱ ὄψεις τῆς ᾿Εκκλησίας;


Εἶναι δύο, ἡ ὁρατή καί ἡ ἀόρατη, οἱ ὁποῖες ἀντιστοιχοῦν πρός τίς δύο φύσεις τῆς
᾿Εκκλησίας, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη. ῞Οπως στόν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό
ὑπῆρχαν δύο φύσεις ἑνωμένες στό ἕνα του πρόσωπο, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη,
ἐκείνη μέν ἀόρατη, αὐτή δέ ὁρατή, ἔτσι καί στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχουν δύο
φύσεις, ἡ ἀόρατη θεία καί ἡ ὁρατή ἀνθρώπινη. Τήν οὐσία τῆς ᾿Εκκλησίας
συναποτελοῦν οἱ δύο αὐτῆς φύσεις, οἱ ἀρρήκτως ἑνωμένες μεταξύ τους καί
συντρέχουσες σέ μία ἄρρητη καί ἀδιάπτωτη ἑνότητα.
Τόν ὁρατό τῆς ᾿Εκκλησίας χαρακτήρα ἐκφράζουν πολλά. ῾Ο ἱδρυτής της, ὁ
σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος, ἔζησε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τόν
εἶδαν καί τόν ἔζησαν οἱ ἄνθρωποι καί ἀπ’ αὐτόν δέχτηκαν τά ρήματα τῆς
αἰώνιας ζωῆς [126]. ῾Η ᾿Εκκλησία διαμορφώθηκε ἐπί τῆς γῆς ὡς καθίδρυμα
ἐξωτερικό καί ἱστορικό. Τά μέλη της εἶναι ὁμοίως ἄνθρωποι ἱστορικοί ζῶντες σέ
ὁρισμένο τόπο καί χρόνο, γνωριζόμενοι καί συνδεόμενοι μεταξύ τους ὡς ὁμάδες

78
συγκεκριμένων ἀνθρώπων, ἐπιδιωκόντων τούς ἴδιους σκοπούς. ᾿Επίσης τά ἱερά
μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας τά ἁγιάζοντα τόν ἄνθρωπο εἶναι, κατά τό αἰσθητό
τους μέρος, τελετές ἐξωτερικές ὑποπίπτουσες στή φυσική αἴσθηση καί τήν
ἐξωτερική πείρα τῶν ἀνθρώπων. Τέλος καί ἡ ἱεραρχία ἡ διοικούσα καί
ποιμαίνουσα τήν ᾿Εκκλησία, ἀποτελεῖται ἀπό ἀνθρώπους ἱστορικούς,
ἀναγόμενη διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱστορικά βεβαιουμένης, στούς
᾿Αποστόλους καί τόν Κύριο. ᾿Από τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποκόπτονται μόνο οἱ
αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί, οἱ ἀποστάτες καί ὅσοι δι’ ἀναθεματισμοῦ ἐξέπεσαν
ἀπό αὐτήν. ῞Ολους αὐτούς τούς ἀποδοκιμάζει ἡ᾿Εκκλησία μέ σκοπό νά τούς
ὁδηγήσει σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή στούς κόλπους της.
Τήν ἀόρατη δέ ὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποτελοῦν σειρά θείων στοιχείων
ἀντιστοιχούντων πρός τόν ἀόρατο χαρακτήρα της. ῎Ετσι ὄχι μόνο ὁἱδρυτής τῆς
᾿Εκκλησίας, ὁ αἰώνιος Θεός ὁ ἐνδυσάμενος τή σάρκα εἶναι ὁ ἀόρατος Λόγος τοῦ
Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ θεότητα κρυβόταν κάτω ἀπό τό ἐξωτερικό κάλυμμα τῆς
σάρκας, ἀλλά καί τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο, ὁ θεῖος Παράκλητος ὁ ἁγιάζων καί
ζωογονῶν αὐτήν, εἶναι ὁμοίως θεία καί ἀόρατη ἀρχή, ὅπως ἀόρατη εἶναι καί ἡ
χάρη ἡ ἁγιάζουσα καί σώζουσα τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ζωογόνος πνοή ἡ ἀναγεννώσα
τούς πιστούς καί συνάπτουσα αὐτούς μέ τόν Σωτήρα Κύριο.
Στό σύνδεσμο τῶν δύο ὄψεων τῆς ᾿Εκκλησίας βλέπουμε τήν ἀληθινή φύση της
ὡς θεανθρώπινου καθιδρύματος ἀποβλέποντος στή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

100. Τί σημαίνει ἡ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;


῞Οτι ὁ Χριστός μία ᾿Εκκλησία ἵδρυσε καί ὄχι πολλές παράλληλα φερόμενες. ῾Η
ἑνότητα εἶναι σύμφυτη στήν ἔννοια τῆς ᾿Εκκλησίας σάν κοινωνίας καί σώματος
συνεκτικοῦ. ῾Η συνύπαρξη ἑνότητας καί πολλότητας σέ ἕνα καί τό αὐτό σῶμα
εἶναι ἔννοια συγκρουόμενη καί ἀντιφατική. Τήν μία ᾿Εκκλησία προεικόνισε ἡ Π.
Διαθήκη σάν μιά βασιλεία, πού πρέπει νά περιλάβει στούς κόλπους της ὅλα τά
ἔθνη τῆς γῆς καί σάν ὅρος Κυρίου στό ὁποῖο θά συναχθοῦν ὅλοι οἱ λαοί. Στήν
Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος γιά μία ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία παρουσιάζεται σάν μία
ποίμνη [127], σάν οἶκος Θεοῦἤ Χριστοῦ [128], σάν μία νύμφη [129] καί ἕνα σῶμα
Χριστοῦ.
Τά οὐσιώδη στοιχεῖα τά ἀπεργαζόμενα τήν ᾿Εκκλησία σάν ἕνα σῶμα συνεκτικό
καί συμπαγές εἶναι τρία: ἡἑνότητα στήν πίστη, στή λατρεία καί στή διοίκηση.
α. ῾Η ἑνότητα στήν πίστη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό σύνδεσμο τόν συνάπτοντα τούς
πιστούς μεταξύ τους καί μέ τόν Κύριο, ἐπικεντρώνεται στήν ὁμολογία τῆς ἴδιας
δογματικῆς διδασκαλίας, καί στην ὁποία τοποθετεῖ μεγάλο βάρος ὁ ἀπόστολος
Παῦλος παραινώντας τούς πιστούς, νά φυλάσσουν τήν παρακαταθήκη τῆς
πίστεως, καταπολεμώντας συγχρόνως τούς ψευδοπροφῆτες καί τούς
ψευδοδιδασκάλους [130].
β. ῾Η λατρεία (φυσικά ἡ δογματική), ὡς δοξολογική ἀνύμνηση τοῦ ὀνόματος τοῦ
τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐκφράζουσα ὁμοίως τήν πίστη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί
ἑνιαίως τηρουμένη σέ ὅλο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, εἶναι ἐπίσης ἀξιόλογο συστατικό
στοιχεῖο τῆς ἑνότητας τῆς ᾿Εκκλησίας. Τά ποικίλλοντα λειτουργικά ἔθιμα καί οἱ
παραδόσεις, πού παρατηροῦνται στή λατρεία τῶν κατά τόπους ὀρθόδοξων
᾿Εκκλησιῶν, φυσικά δέν καταργοῦν τή βασική ἑνότητα λατρείας τῆς ᾿Ορθόδοξης
᾿Εκκλησίας.

79
γ. Τέλος, ἡ ἐν τῇ διοικήσει ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐκφράζεται διά τῆς ὑποταγῆς
τῶν χριστιανῶν σέ μίαν ἀρχή καί αὐθεντία, τήν ἱεραρχία. Τήν ἀνάγκη αὐτή
ἀπαιτεῖ ἡ παράσταση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς βασιλείας καί ἑνιαίου σώματος καί
κοινωνίας, ἡ ὁποία προφανῶς δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς κύρος καί αὐθεντία,
ὅπως ἄλλωστε αὐτό συμβαίνει καί σέὅλα τά ἄλλα κοινωνικά σώματα καί
ὀργανισμούς τοῦ κόσμου τούτου.

101. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;


Πρῶτα πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι τήν ἑνότητα στήν πίστη δέν τήν παραβλάπτει
τό γεγονός ὅτι τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας δέν πιστεύουν ὅλα στόν ἴδιο βαθμό καί
στήν ἴδια ἔκταση τό δογματικό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Καί νά θέλαμε νά
συνέβαινε αὐτό, ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι ἀδύνατο. Οἱ δογματικές ἀλήθειες εἶναι
πολλές καί δύσκολες καί ὁ πολύς λαός δέν μπορεῖ νά τίς νοήσει ὅλες καί
ἐπακριβῶς. Καί οἱ εἰδικοί ἀκόμη πολλές φορές μπερδεύονται. ᾿Εκεῖνο πού
ἀπαιτεῖται ἀπό τούς Χριστιανούς εἶναι, νά γνωρίζουν σέ γενικές γραμμές τά
βασικά δόγματα τῆς πίστεως καί νά πειθαρχοῦν στή διδακτική αὐθεντία τῆς
᾿Εκκλησίας. Μέ τίς λεπτομέρειες ἀσχολοῦνται οἱ θεολόγοι.
᾿Εκεῖνο πού διασπᾶ τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι κυρίως οἱ αἱρέσεις, τά
σχίσματα καί οἱ κάθε λογῆς ἀνταρσίες οἱἀναφυόμενες στούς κόλπους της
καίἐκταράσσουσες τήν εἰρηνική ζωή τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματός της. ῾Η
αἵρεση εἶναι ἡ ὁλική ἤ μερική ἄρνηση τῆς πίστεως, πού στό πρακτικό πεδίο
ἐκφράζεται συνήθως σάν ὁμαδική ἀναταραχή καί ἀναστάτωση, καταλύοντας
τήν ἀγάπη πού πρέπει νά συνδέει τά μέλη τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας
μεταξύ τους. Τό δέ σχίσμα, μέ τίς ἴδιες ἐπιπτώσεις, εἶναι ἡ ἀθέτηση τοῦ
διοικητικοῦ συστήματος τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐκεῖνο πού
κυριαρχεῖ εἶναι ἡ ἐγωπάθεια, ἡ φιλοδοξία καί τό πάθος, χωρίς ν’ ἀποκλείεται καί
μιά ἀνεπίγνωστη καί ὄχι πάντοτε ἀπό κακή προαίρεση ἀπόκλιση ἀπό τή θεία
ἀλήθεια.
Τήν αἵρεση καί τό σχίσμα ἡ ᾿Εκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς παράλληλα
ἐργαστήρια σωτηρίας·, ἔχοντας δέ τή συνείδηση ὅτι εἶναι ὁ φύλακας τῆς
παραδοθείσας θείας ἀλήθειας καί μετά ἀπό προσπάθεια, νά συνετίσει τούς
αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς, προέβαινε, στό μέτρο πού αὐτοί παρέμεναν
πεισματικά ἀμετάπειστοι, σέ ἀποκοπή τους ἀπό τό ὑγιές σῶμα της καί
παράδοσή τους στό Σατανᾶ, γιά δύο βασικούς λόγους: πρῶτα γιά νά προφυλάξει
τάὑγιή μέλη της ἀπό τή λύμη τῆς αἱρέσεως καί ἔπειτα γιά νά ὁδηγήσει τούς
ἀποκοπέντες σέ μετάνοια. ῾Η ᾿Εκκλησία βέβαια δέν ἀπέκοπτε ἀπό τό σῶμα της
πάντοτε ὅλα τά αἱρετικά καί σχισματικά κινήματα (λ.χ. τό σχίσμα ἐπί τοῦ
᾿Ακακίου). Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει, ὅτι τά κινήματα αὐτά εἶχαν αὐτοδίκαιη
θέση στούς κόλπους της. ῾Απλά ἡ ᾿Εκκλησία ἀνέβαλλε τήν ἀποκοπή τους
ἀποβλέποντας στή μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή τους. Οὔτε πάλι εἶναι σωστή ἡ
διάκριση τῶν δογμάτων σέ κύρια καί δευτερεύοντα καί ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς
᾿Εκκλησίας διασπᾶται μόνο ἀπό τά κύρια δόγματα καί ὄχι ἀπό τά δευτερεύοντα.
Οἱ δογματικές ἀλήθειες ἀποτελοῦν ἑνιαῖο σύνολο, τό ὁποῖο στέκει ἤ πέφτει
ὁλόκληρο. ῾Η ἄρνηση τῶν ἐπουσιωδῶν δογμάτων χωρεῖ ἀκολούθως καί στήν
ἄρνηση τῶν κύριων, ἀπό τά ὁποῖα ἐκεῖνα ἐξαρτῶνται. ᾿Από τήν ἄποψη αὐτή
αἱρετικοί εἶναι καί οἱ ἑτερόδοξοι, αὐτοί πού ἀρνοῦνται ἐπί μέρους δογματικές

80
ἀλήθειες καί τῶν ὁποίων ἡ προσέλευση στήν ᾿Ορθοδοξία (λόγω ἐγγύτητος) εἶναι
εὐχερέστερη.

102. Τί σημαίνει ἡἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;


῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι καθίδρυμα ἅγιο, ὡς ἀποτελούμενη ἀπό ἁγίους, ὅπως
ὀνομάζονταν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί [131], οἱ ὁποῖοι, ἀποχωριζόμενοι διά τοῦ
βαπτίσματος ἀπό τόν βέβηλο κόσμο, ἀφιερώνονταν στό Θεό. Εἰδικότερα ἡ
ἁγιότητα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐκτιμᾶται στίς δύο ὄψεις της, θεία καί ἀνθρώπινη.
Κατά τήν πρώτη εἶναι ἁγιότητα θεωρητική (μεταφυσική) καί ἀπόλυτη. Εἶναι ἡ
ἀπόλυτη ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἱδρυτής καί ἡ ἀόρατη κεφαλή της [132],
ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πού φόρεσε τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί μπῆκε στήν ἱστορία
τῶν ἀνθρώπων. Τήν ᾿Εκκλησία του ἀγάπησε ὁ Χριστός «καί ἑαυτόν παρέδωκεν
ὑπέρ αὐτῆς, ἵνα αὐτήν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ῥήματι, ἵνα
παραστήσῃ αὐτήν ἑαυτῷ ἔνδοξον τήν ἐκκλησίαν, μή ἔχουσαν σπίλον ἤ ῥυτίδα ἤ
τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καί ἄμωμος» [133]. ᾿Ακόμη ἅγιο εἶναι καί τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού ἐνοικεῖ στήν ᾿Εκκλησία, τήν ἁγιάζει καί τήν ὁδηγεῖ εἰς
«πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». ᾿Επιπλέον ἁγία εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία τρέφει
πνευματικά καί αὐξάνει τήν ᾿Εκκλησία, ἅγια τά μέσα τῆς σωτηρίας (τά ἱερά
μυστήρια) καί ἁγιαστικός ὁ σκοπός της, ὅπως μαρτυροῦν τό πλῆθος τῶν ἁγίων
καί τῶν ἡρώων τῆς πίστεως καί οἱ πολλές ἀρετές, πού βλαστάνουν στό
πνευματικό της ἔδαφος.
Τό πράγμα ὅμως διαφέρει, ἄν ἀποβλέψουμε στήν πρακτική ἐμπειρική της
ἁγιότητα, ἡ ὁποία ἀντιστοιχεῖ στήν ἀνθρώπινη πλευρά τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Εδῶ ἡ
ἁγιότητα δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Τά ἱστορικά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας δέν
εἶναι ὅλα ἅγια. ῾Ως ἄνθρωποι ἀδύνατοι ἔχουν ἁμαρτίες καί πάθη, τά ὁποῖα
προσπαθεῖ νά διορθώσει ἡ᾿Εκκλησία. ῾Η ἁμαρτωλή αὐτή κατάσταση τῶν μελῶν
τῆς ᾿Εκκλησίας δέν ἀναιρεῖ τήν ἀπόλυτη ἁγιότητά της, ὡς ἱδρύματος πού ἔχει
κεφαλή του τό Χριστό καί ψυχή τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο. ῾Η παντελής ἔλλειψη
ἁμαρτωλῶν μελῶν θά ἀναιροῦσε τόν ἁγιαστικό σκοπό τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Αν ἦταν
ὅλοι ἅγιοι, ποιόν θά ἁγίαζε ἡ ᾿Εκκλησία; Στό ἱστορικό ἐμπειρικό ἔδαφος τῆς
᾿Εκκλησίας, παράλληλα μέ τούς ἁγίους (σέ σχετικό βέβαια βαθμό, γιατί
ἀπόλυτα ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός), πού εἶναι μυστικά ἑνωμένοι μέ τό Σωτήρα (τό
μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ), θά ὑπάρχουν καί θά συμφύρονται μέ αὐτούς πολλοί
ἁμαρτωλοί χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι μοχθοῦν καί ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους.
῾Ο χωρισμός δέν πρόκειται νά γίνει ἐνόσω ἡ ᾿Εκκλησία θά ζεῖ τήν ἱστορική της
ἀποστολή στή γῆ. ῾Ο τελικός διαχωρισμός τῶν δικαίων ἀπό τούς ἀδίκους θά
γίνει κατά τή Δευτέρα Παρουσία καί μετά τήν καθολική κρίση καί ἀνταπόδοση.
Τήν κατάσταση αὐτή περιέγραψε ὁ Σωτήρας σέ πολλές παραβολές του. Στό
χωράφι στό ὁποῖο [134] βλάστησε καλό σπέρμα (σιτάρι) φύτρωσαν μαζί του καί
ζιζάνια (ἄχρηστα χόρτα). Οἱ ὑπηρέτες ζήτησαν ἀπό τόν κύριο τοῦἀγροῦ νά τούς
ἐπιτρέψει νά ξεριζώσουν τά ζιζάνια. ᾿Εκεῖνος ὅμως τούς ἀπέτρεψε ἀπό φόβο
μήπως μαζί μέ τά ζιζάνια ξεριζωθεῖ καί τό καλό σπέρμα. ῎Αστε τα –τούς εἶπε–
νά αὐξάνονται μαζί καί κατά τήν ὥρα τοῦ θερισμοῦ θά γίνει ὁ χωρισμός ἀπό
τούς θεριστές, οἱ ὁποῖοι τόν μέν σίτο θά φυλάξουν στίς ἀποθῆκες, τά δέ ζιζάνια
θά τά ρίξουν στή φωτιά νά καοῦν. ᾿Επίσης στή σαγήνη (τό δίχτυ) [135]
μαζεύτηκαν ψάρια κάθε εἴδους. ῞Οταν λοιπόν γέμισε, τό ἀνέσυραν στή στεριά

81
καί διάλεξαν τά καλά καί χρήσιμα ψάρια ἀπό τά κακά καί ἄχρηστα. ῞Ομοια καί
τό ἁλώνι του [136] θά καθαρίσει ὁ Χριστός, καί τό μέν στάρι (τούς καλούς) θά τό
βάλει στίς ἀποθῆκες, τά δέ ἄχυρα (τούς κακούς) θά κάψει μέ φωτιά. Τή βασιλεία
του (τήν ᾿Εκκλησία) ὁ Χριστός παρέβαλε καί μέ γεῦμα, στό ὁποῖο [137] οἱ
προσκαλεσμένοι δέν εἶχαν ὅλοι ἔνδυμα γάμου.
῾Η ᾿Εκκλησία ἀπό παλαιά καταδίκαζε τίς ἀσκητικές ὑπερβολές ὅλων ἐκείνων
(Νοβατιανῶν κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι ἡ᾿Εκκλησία πρέπει, νά περιλαμβάνει
στούς κόλπους της μόνο τέλειους καί ἁγίους. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι
πρέπει ν’ ἀδιαφορεῖ γιά τήν πνευματική κατάσταση τῶν ἁμαρτωλῶν μελῶν της,
τά ὁποῖα πρέπει νά παιδαγωγεῖ ἐν Χριστῷ, οὔτε καί νά μένει ἀπαθής πρός τά
τυχόν σκάνδαλα, τά ὁποῖα ἐκταράσσουν τή συνείδηση τοῦ ποιμνίου.

103. Τί σημαίνει ἡ καθολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;


῾Ο ὅρος «καθολική» ὁ ἀποδιδόμενος στήν ᾿Εκκλησία ἀπό τό ἱερό Σύμβολο τῆς
Πίστεως, μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ μέἔννοια εἴτε τοπική εἴτε τροπική. Μέ τήν τοπική
του ἔννοια ὁὅρος (καθολικός = ὁ τοῦ ὅλου, ὁ ἀναφερόμενος στό ὅλον) σημαίνει
τήν ᾿Εκκλησία τῆς ὁποίας ὁ ἐπεκτατικός δυναμισμός τείνει νά περιλάβει στούς
κόλπους της ὁλόκληρο τόν κόσμο καί ἡ ὁποία ἀριθμεῖ μέλη σέ ὅλους τούς λαούς
τῆς γῆς. Οἱ ᾿Απόστολοι, λαβόντες τήν ἐντολή τοῦ Διδασκάλου «πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...» [138], διέδωσαν τό Εὐαγγέλιο σ’ ὁλόκληρη τήν
κτίση, «τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καί τόν λόγον βεβαιοῦντος» [139]. Εἶναι
φανερόν, ὅτι ὁ καθολικός αὐτός δυναμισμός τῆς ᾿Εκκλησίας νά περιλάβει στούς
κόλπους της ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς, τήν ἀντιθέτει πρός τό στενό πνεῦμα τῆς
᾿Ιουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς περιοριζόμενης σέ ἕνα μόνον ἔθνος.
Μέ τήν τροπική της δέ ἔννοια (καί αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο) ἡ λέξη σημαίνει
τήν ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία, διαδεδομένη σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀποτελεῖ ἕνα
ἑνιαῖο ὅλο, σέ ἀντίθεση μέ τίς αἱρετικές ἤ σχισματικές ᾿Εκκλησίες, οἱ ὁποῖες
καταστρέφουν τήν ἑνότητα αὐτή. Ποιός ὅμως εἶναι ὁ συνεκτικός δεσμός ὁ
συνάπτων τίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες μεταξύ τους; ῾Ο δεσμός αὐτός εἶναι ἡ
ἑνότητα στήν πίστη, τή λατρεία καί τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας, στοιχεῖα τά
ὁποῖα ἀποτελοῦν –ὅπως εἴδαμε– καί τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από τήν
ἄποψη αὐτή ἡ καθολικότητα ἀποτελεῖ τήν ἱστορική πιστοποίηση τοῦ ἑνιαίου τῆς
᾿Εκκλησίας. ῾Η ᾿Εκκλησία εἶναι καθολική, καθόσον εἶναι μία. Εἶναι φανερόν ὅτι
μέ τήν ἔννοια τῆς καθολικῆς ἑνότητας καθολική μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ καί μία
τοπική᾿Εκκλησία (῾Ελλάδος, Κύπρου, Ρωσίας κ.λπ.). Εἶναι δέ καθολική, γιατί σ’
αὐτήν ὁμολογεῖται ἡ ἴδια πίστη καί τηρεῖται ἡἴδια λατρεία καί τό ἴδιο διοικητικό
σύστημα. Μέ ἄλλα λόγια εἶναι καθολική ἐπειδή εἶναι ὀρθόδοξη, τμῆμα τῆς μίας
ἁγίας ᾿Εκκλησίας τοῦ Κυρίου. Καί κάτι ἄλλο. Καθολική κακῶς προσαγορεύεται
ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, διότι δέν ἔμεινε πιστή στό ἀρχαιοπαράδοτο δόγμα τῆς
πίστεως καί στό πολίτευμα τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας (Παπικό πρωτεῖο).
Καθολική κατά κυριολεξία εἶναι μόνο ἡ᾿Ορθόδοξη ᾿Ανατολική᾿Εκκλησία, ἡ
ὁποία διακρατεῖ καί διδάσκει ἀνόθευτη τή διδασκαλία τῆς πίστεως.

104. Τί εἶναι ἡ ἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας;


῾Η ἀποστολικότητα ἐκφράζει τήν προέλευση τῆς ᾿Εκκλησίας ὡς ἱδρύματος πού
κτίσθηκε ἀπό τό Χριστό πάνω στό θεμέλιο τῶν ᾿Αποστόλων, μέ ἀκρογωνιαῖο

82
λίθο τόν ἴδιο τόν Κύριο [140]. Δύο εἶναι τά στοιχεῖα πού ἐκφράζουν τήν
ἀποστολικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρῶτα τό γεγονός, ὅτι σ’ αὐτή φυλάσσεται
ἀνόθευτη ἡ διδασκαλία τῶν ᾿Αποστόλων ὅπως καί τό σύστημα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί δεύτερον, ἡ ἑνότητα τῶν ἐπισκόπων μέ τούς
᾿Αποστόλους διά τῆς λεγόμενης ἀποστολικῆς διαδοχῆς, δηλαδή τῆς συνέχειας
τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος τό ὁποῖο μεταδίδεται διά κανονικῆς χειροτονίας τῶν
ἐπισκόπων, μαρτυρουμένης ἱστορικῶς. Οἱ ᾿Απόστολοι, δηλαδή, χειροτόνησαν
τούς διαδόχους των ἐπισκόπους, αὐτοί τούς δικούς τους, οἱ ἄλλοι τούς ἄλλους
κ.ο.κ. μέχρι σήμερα. ῾Η ἀποστολική διαδοχή σέ σύνδεσμο μέ τήν ἑνότητα
πίστεως καί διοικήσεως (στοιχεῖα πού ὅπως εἴδαμε –ἀναφέρονται στήν
καθολικότητα καί τήν ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας), εἶναι ἡ λυδία λίθος πού
διακρίνει τήν ἀληθινή ᾿Εκκλησία ἀπό κάθε ἄλλο αἱρετικό καί σχισματικό
κατασκεύασμα. ῾Η ᾿Εκκλησία, πού διατηρεῖ τήν ἀποστολική διαδοχή, εἶναι
γνήσια καί αὐθεντική, ἐνῶ ἐκείνη, πού τήν ἔχει χάσει, εἶναι ψεύτικη καί
ἀναληθής. Βεβαίως ὑπάρχουν ᾿Εκκλησίες οἱ ὁποῖες διατηροῦν τή διαδοχή στόν
ἐπισκοπικό τους βαθμό, πού ὅμως δέν εἶναι γνήσιες καί αὐθεντικές, διότι στό
δρόμο χάλασαν, ἀφοῦ ἀλλοίωσαν ὁρισμένα δόγματα τῆς πίστεως
(Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία). Δηλαδή μία ᾿Εκκλησία τότε μόνο εἶναι ἀποστολική, ὅταν
μαζί μέ τήν φύλαξη τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, δέν ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἀπό τήν
αἵρεση καί τήν πλάνη.

105. Τί εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία;*


Εἶναι τό διοικητικό σύστημα τῆς ᾿Εκκλησίας (ὁ κλῆρος γενικά), τό ὁποῖο ἀσκεῖ τό
τρισσό λυτρωτικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ, κηρύσσοντας τό λόγο τοῦ Θεοῦ
(προφητικό), τελώντας τά ἱερά μυστήρια (ἀρχιερατικό) καί διοικώντας
πνευματικά τούς πιστούς (βασιλικό). ῾Η ἱεραρχία ἀνάγει τήν ἀρχή της στόν
Κύριο, ὁ ὁποῖος ἐξέλεξε τούς δώδεκα ᾿Αποστόλους (καί τούς ῾Εβδομήκοντα)
στούς ὁποίους ἔδωσε τό δικό του κύρος καί τήν αὐθεντία, ἐφοδιάσας αὐτούς μέ
τή δύναμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος [141]. Αὐτοί μέ τή σειρά τους διώριζαν ἐν
῾Αγίῳ Πνεύματι τούς διαδόχους των ἐπισκόπους στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες,
χειροτονώντας συγχρόνως πρεσβυτέρους καί διακόνους γιά τήν πνευματική
διαποίμανση τῶν πιστῶν. ῎Ετσι τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας διαιρέθηκε σέ δύο
τάξεις, τόν ἱερό κλῆρο (τήν ἱεραρχία μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια) καί τόν λαό.
(* Περί ἱεραρχίας θά μιλήσουμε καί στή συνέχεια, ἐξετάζοντας τό μυστήριο τῆς
ἱερωσύνης).

106. ῾Η ὕπαρξη τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ
ἱερατείου;
῎Οχι, δέν τήν ἀναιρεῖ, γιατί ἄλλο πράγμα εἶναι τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο. Τό
βασίλειο ἱεράτευμα εἶναι ἡ καθολική ἱερωσύνη, πού ἀποδίδεται γενικά σ έὅλους
τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται ἀπό τή Γραφή «γένος ἐκλεκτόν,
βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν...» [142]. ῾Η γενική
ἱερωσύνη ἡ ἐκφραζόμενη διά τοῦ βασιλείου ἱερατεύματος εἶναι δίδαγμα σωστό.
Τό σῶμα τῶν πιστῶν βάσει τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος
διά τῶν ὁποίων ἐνσωματώνονται στό μυστικό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετέχουν,
ὅπως καί οἱ κληρικοί, κατά εἰδικό βέβαια τρόπο, στό λυτρωτικό ἀξίωμα τοῦ

83
Χριστοῦ, ὄντας διδάσκαλοι, ἱερεῖς καί βασιλεῖς στήν προσωπική τους ζωή καί
στόν εἰδικό χῶρο τῆς λειτουργικότητάς τους. Αὐτή ὅμως ἡ γενικότερη καί
εὐρύτερη ἱερωσύνη δέν καθιστᾶ περιττή οὔτε ἀντικαθιστᾶ τήν εἰδική ἱερωσύνη,
ἡ ὁποία ἀνήκει αὐστηρά σέ ὁρισμένη τάξη χριστιανῶν, τούς κληρικούς. Οἱ δύο
ἱερωσύνες, ἡ εἰδική καί ἡ γενική, συνυπάρχουν παράλληλα στήν ᾿Εκκλησία,
χωρίς ἡ μία νά καταργεῖ τήν ἄλλη.
Εἶναι ἐνδεικτικό, ὅτι καί στήν Π. Διαθήκη, ὅπου ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ
χαρακτηριζόταν ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα» [142α], παράλληλα μέ τήν γενική
αὐτή ἱερωσύνη ὑπῆρχε καί τό εἰδικό ἱερατεῖο τοῦ ᾿Ααρών. Τόσο δέ αὐστηρό καί
προσωπικό ἦταν τό ἱερατεῖο αὐτό, ὥστε ὅταν ὁ βασιλιάς ᾿Οζίας τόλμησε νά
προσφέρει θυμίαμα στό ναό κτυπήθηκε ἀπό τό Θεό μέ λέπρα [143], τούς δέ ἐκ
τῆς φυλῆς τοῦ Ρουβήμ καί τοῦ Λευΐ, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβήτησαν τήν ἱερωσύνη τοῦ
οἴκου τοῦ ᾿Ααρών, ἄνοιξε καί τούς κατάπιε ἡ γῆ [144]. ῾Επομένως δέν ἔχουν δίκιο
οἱ Διαμαρτυρόμενοι, οἱ ὁποῖοι μέ βάση τή γενική ἱερωσύνη τοῦ λαοῦ ἀρνοῦνται
τό εἰδικό ἱερατεῖο τῆς ᾿Εκκλησίας.

107. Πόσοι εἶναι οἱ βαθμοί τῆς ἱερωσύνης;


Εἶναι τρεῖς, ὁ τοῦ διακόνου, τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ ἐπισκόπου, ὅλοι
μαρτυρούμενοι στήν ῾Αγία Γραφή. Καί ὁ μέν ἐπίσκοπος εἶναι τό κέντρο τῆς
πνευματικῆς ἐξουσίας καί ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς κατά τόπους ᾿Εκκλησίας. Χωρίς
αὐτόν δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία [145]. Στό ἀξίωμά του καθίσταται διά
χειροτονίας ἀπό ἄλλους ἐπισκόπους, αὐτός δέ πάλι διά χειροτονίας καθιστᾶ
στόν οἰκεῖο βαθμό τούς διακόνους καί τούς πρεσβυτέρους. Οἱ διάκονοι εἶναι
ἁπλοί βοηθοί τῶν ἐπισκόπων καί τῶν πρεσβυτέρων, χωρίς εὐρύτερη μυστηριακή
δικαιοδοσία. Οἱ δέ πρεσβύτεροι τελοῦν ὅ,τι καί ὁ ἐπίσκοπος ἐκτός ἀπό τή
μετάδοση τῆς ἱερωσύνης καί τόν καθαγιασμό τοῦ ἁγίου μύρου, ἡ τέλεση τῶν
ὁποίων ἀνήκει μόνο στόν ἐπίσκοπο. Καλοῦνται δέ καί ἱερεῖς, ἐπειδή προσφέρουν
τή θυσία τῆς θείας Εὐχαριστίας.
᾿Αληθεύει βέβαια, ὅτι στήν Κ. Διαθήκη οἱ ὅροι ἐπίσκοπος καί πρεσβύτερος ἦταν
κατ’ ἀρχάς ἰσοδύναμοι καί ἐναλλάσσονταν. ῎Ετσι οἱ πρεσβύτεροι στήν ῎Εφεσο
καί τούς Φιλίππους ὀνομάζονταν καί ἐπίσκοποι [146]. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει
ταύτιση τῶν δύο ἱερατικῶν βαθμῶν. Παρά τήν ἐναλλαγή τῶν ὀνομάτων, ἄλλοι
ἦταν οἱ πρεσβύτεροι καί ἄλλοι οἱ ἐπίσκοποι. Πρῶτοι ἐπίσκοποι τῆς ᾿Εκκλησίας
ἦταν οἱ ᾿Απόστολοι, οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι χειροτονοῦσαν τούς ἰδίως
ἐπισκόπους ὡς διαδόχους των στό ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας. ῾Ως
τέτοιοι ἐπίσκοποι μνημονεύονται ὁ Τιμόθεος στήν ῎Εφεσο καί ὁ Τίτος στήν
Κρήτη, ὅπως ἐπίσκοποι ἦταν καί οἱ ἑπτά ἄγγελοι τῶν ᾿Εκκλησιῶν τῆς
᾿Αποκαλύψεως.
Τό τρισσόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας μαρτυρεῖται περιφανῶς ἀπό τή χορεία
τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ενδεικτική εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ ἁγίου
᾿Ιγνατίου ᾿Αντιοχείας· «῾Ομοίως πάντες ἐντρεπέσθωσαν τούς διακόνους ὡς
ἐντολήν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί τόν ἐπίσκοπον ὡς ᾿Ιησοῦν Χριστόν τούς δέ
πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον Θεοῦ καί ὡς σύνδεσμον τῶν ᾿Αποστόλων» [147].
Διατυπώθηκε βέβαια καί ἡ ἰδέα (῾Ιερώνυμος) ὅτι στήν ἀρχή τήν ᾿Εκκλησία
κυβερνοῦσαν οἱ πρεσβύτεροι καί ὅτι πρός ἀποφυγή ἐρίδων ἐξέλεξαν ἕνα ἐξ
αὐτῶν γιά νά τούς κυβερνᾶ, τόν ὁποῖον ὀνόμασαν ἐπίσκοπο. Στήν ἄποψη αὐτή

84
στηρίζουν ὁρισμένοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων τή γένεση τοῦ ἐπισκοπικοῦ
ἀξιώματος. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σωστό, γιατί, κι ἄν ἀλήθευε ἡ γνώμη αὐτή, δέν
ἐξηγεῖται πῶς σέ ὅλα τά μέρη καί κατά τόν ἴδιο τρόπο κανονίσθηκε τό πράγμα.
Οὔτε πάλι εἶναι σωστή ἡ ἄλλη προτεσταντική θεωρία κατά τήν ὁποία πρώϊμα
ὁρισμένοι φίλαρχοι πρεσβύτεροι σφετερίσθηκαν τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, δηλαδή
ἀνακηρύχθηκαν οἱ ἴδιοι ἐπίσκοποι. ῞Ενα τέτοιο «πραξικόπημα» θά δημιουργοῦσε
ὁπωσδήποτε ἀντιδράσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως δέν μαρτυροῦνται πουθενά, οὔτε τό
φαινόμενο τῆς ὑφαρπαγῆς μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἱστορία τῆς ἀρχαίας
᾿Εκκλησίας. Τουναντίον οἱ ἐπισκοπικοί κατάλογοι τῶν ὀρθόδοξων ᾿Εκκλησιῶν
ἀνέρχονται ἀδιάκοπα μέχρι τῶν ᾿Αποστόλων.

108. Ποιός εἶναι ὁ ἀνώτατος φορέας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας;


Φυσικά ὁ ἐπίσκοπος, δυνάμει τοῦ ἀξιώματος τῆς ἀρχιερωσύνης του. Στή βάση
αὐτοί ὅλοι οἱἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι μεταξύ τους. Τήν ἰσότητα αὐτή δέν
παραβλάπτουν ἐκκλησιαστικές διακρίσεις πού ἀπονέμονται σέ ἐπισκόπους
διοικητικῶν περιφερειῶν, τούς μητροπολίτες, ἤ ἐπίσημων πρωτευουσῶν πόλεων,
τούς Πατριάρχες, τέσσερις μετά τό σχίσμα: Κωνσταντινουπόλεως,
᾿Αλεξανδρείας, ᾿Αντιοχείας καί῾Ιεροσολύμων. Οἱ Πατριάρχες διαφέρουν ἀπό
τούς μητροπολίτες καί αὐτοί ἀπό τούς ἐπισκόπους μόνο κατά τήν καθέδρα καί
ἄλλα διοικητικά προνόμια (μέ αὐτά ἀσχολεῖται τό κανονικό δίκαιο). ῾Ως γνωστό,
σέ κάθε αὐτοκέφαλη ᾿Εκκλησία διοικητική ἀρχή εἶναι τό συνοδικό σύστημα.
῾Η ἀνώτατη ἀρχή τῶν τοπικῶν ᾿Εκκλησιῶν εἶναι ἡ σύνοδος τῶν ἐπισκόπων,
ὅλων δέ τῶν ὀρθόδοξων ᾿Εκκλησιῶν τό σύνολο τῶν ἐπισκόπων, συνερχομένων
σέ σύνοδο Οἰκουμενική. Σ’ αὐτήἐκφράζεται τό ἀλάθητο τῆς ᾿Εκκλησίας, πού
αὐτή ἔχει ἀπό τό῞Αγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο μένει σ’ αὐτή, τή φωτίζει καί τήν ὁδηγεῖ
«εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (᾿Ιωάν. 16,13). Οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν
οἰκουμενικῶν συνόδων ὡς ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι εἰλημμένες εἶναι ἀλάθητες,
αἰώνιες καί ἀκατάλυτες, δεσμεύουσες τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας. ῞Οτι δέ εἶναι
ἀποφάσεις λαμβανόμενες μέ τό φωτισμό καί τήν ἐπιστασία τοῦ ῾Αγίου
Πνεύματος, φανερώνει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ συνοδικοί ἐπίσκοποι
ὑπογράφουν τά θεσπίσματα τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων· «῎Εδοξε τῷ ἁγίῳ
Πνεύματι» καί «ταῦτα ὁρίσας ὑπέγραψα». Παρόλο ὅμως ὅτι οἱ ἐπίσκοποι στήν
οἰκουμενική σύνοδο ἀποφαίνονται «θείῳ δικαίῳ» καί ὄχι ὡς ἁπλοί ἐντολοδόχοι
τῶν πιστῶν, ἐντούτοις ἡ ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεών τους ἀπό τό πλήρωμα τῆς
᾿Εκκλησίας ἀποτελεῖ τό ἐξωτερικό κριτήριο, ὅτι δογματίζοντες χειραγωγοῦνταν
ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα καίἑρμήνευαν ὀρθῶς τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας.
Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος στίς οἰκουμενικές
συνόδους δέν εἶναι φανέρωση νέων δογμάτων, γιατί ἡ θεία ἀποκάλυψη ἔκλεισε
ὁριστικά στό πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἁπλή
ἐπιστασία, δηλαδή προφύλαξη τῶν συνοδικῶν ἀπό κάθε πλάνη, καί χειραγωγία
στήν ἀλάθητη διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως. Αὐτό διαπιστώνεται καί
ἀπό τό γεγονός, ὅτι οἱ ἐπίσκοποι στή σύνοδο δέν ἀναμένουν μηχανικά τήν
ἔμπνευση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἀλλά συζητοῦν ἐλεύθερα τά ζητήματα καί
ἐργάζονται μέ ὅσες δυνάμεις ὁ καθένας διαθέτει, τό δέ ἐπιστατοῦν Πνεῦμα,
χωρίς νά καταργεῖ τήν ἀνθρώπινη προσπάθειά τους, τήν ἐνισχύει καί τήν
καθοδηγεῖ στή διατύπωση τῆς θείας ἀλήθειας.

85
109. Τί εἶναι τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα;
Εἶναι αἵρεση τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας ἀναφερόμενη στό διοικητικό σύστημα
τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Ενῶ κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅλοι οἱ᾿Επίσκοποι εἶναι
ἴσοι μεταξύ τους, τήν δέ ἀνώτατη ἀρχή καί ἐξουσία συγκεντρώνει τό σύνολο τῶν
ἐπισκόπων της, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ νόμιμος καί ἀλάθητος φορέας τῆς ἐξουσίας
αὐτῆς, στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία φορέας ὅλων τῶν ἐξουσιῶν εἶναι ὁ ἐπίσκοπος
Ρώμης. ῾Ο Πάπας κατέχει τήν πλήρη καί ὕψιστη δύναμη δικαιοδοσίας σ’
ὁλόκληρη τήν ᾿Εκκλησία, ὄχι ἁπλῶς σέ ζητήματα πίστεως καί ἤθους, ἀλλά καί
στήν πειθαρχία καί τή διοίκηση τῆς ᾿Εκκλησίας [148]. Τήν πίστη τους αὐτή
στηρίζουν στό ὅτι ὁ Πάπας εἶναι διάδοχος τοῦ᾿Απ. Πέτρου στόν ἐπισκοπικό
θρόνο τῆς Ρώμης, σ’ αὐτόν δέ μεταβιβάζει ἐκεῖνος ὅλες τίς προνομίες πού εἶχε
ἀπό τό Διδάσκαλο. Τῷ ὄντι πιστεύουν, ὅτι ὁ Χριστός κατέστησε τόν Πέτρο πρῶτο
μεταξύ τῶν ἄλλων ᾿Αποστόλων καί ὁρατή κεφαλή τῆς ὅλης ᾿Εκκλησίας,
παραχωρήσας σ’ αὐτόν ἄμεσα καί προσωπικά (στό πρόσωπό του) τό πρωτεῖο
δικαιοδοσίας πάνω σέ ὅλη τήν ᾿Εκκλησία [149]. Τό πρωτεῖο αὐτό τοῦ ἐπισκόπου
Ρώμης, στή διατύπωση τοῦ ὁποίου ὠθεῖτο ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἀπό τό
ἐξουσιαστικό καί ἀπολυταρχικό πνεῦμα της, στήν ἀρχή ἐκδιπλωνόταν ἐπί τῆς
κοσμικῆς ἐξουσίας, βραδύτερα ὅμως καί ἰδίως ἀπό τόν θ´ αἰώνα ἄρχισε νά
στοχεύει ἐμφανέστερα καί τήν πνευματική ἐπί τῆς ᾿Εκκλησίας κυριαρχία.
Τά δόγματα ὅμως αὐτά τῶν Παπικῶν κάθε ἄλλο παρά σωστά εἶναι. Τό χωρίο
Ματθ. 16,18· «Σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν
ἐκκλησίαν» στό ὁποῖο στηρίζονται κυρίως οἱ παπικές ἀξιώσεις, δέν σημαίνει ὅ,τι
συνήθως ἀντιλαμβάνονται οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. ῾Η λέξη πέτρα μέ ὁποιαδήποτε
ἔννοια κι ἄν νοηθεῖ, εἴτε σημαίνουσα τόν Πέτρο σάν βράχο τῆς πίστεως εἴτε –τό
κυριότερο– τήν ὁμολογία πίστεως τοῦ μαθητῆ, σέ καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ
νά σημαίνει, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά κτιζόταν ἐπί μόνου τοῦ᾿Αποστόλου
Πέτρου. Καί ἡ ἐξουσία τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν ἁμαρτίας», πού χορηγεῖται στή
συνέχεια τοῦ χωρίου στόν Πέτρο (Ματθ. 16,19· «Καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς
βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅ ἐάν δήσῃς ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς
οὐρανοῖς...») χορηγεῖται ἐπίσης ἀπό τόν Κύριο καί στούς ἄλλους μαθητές· «ἄν
τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»
[150], ὅπως καί ἡ ἐποικοδόμηση τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω στόν Πέτρο σάν σέ λίθο
μερικότερο (ἀκρογωνιαῖος εἶναι ὁ Χριστός· Α´ Κορ. 3,11), δέν ἀποκλείει τοῦ
προνομίου αὐτοῦ καί τούς ἄλλους μαθητές, «Οὐκέτι ἐστέ ξένοι καί πάροικοι,
ἀλλά συμπολῖται τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, ἐποικοδομηθέντες ἐπί τῷ
θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ᾿Ιησοῦ
Χριστοῦ» (᾿Εφεσ. 2,19-20).
῞Οπως ὅμως μαρτυροῦν οἱ Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων καί οἱ ἄλλες ἐπιστολές, ὁ
Πέτρος δέν εἶχε λάβει ἀπό τόν Κύριο καμιά ὑπεροχή ἔναντι τῶν ἄλλων
᾿Αποστόλων. ᾿Αλλά καί ἄν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οὐδέποτε τό προνόμιο αὐτό
θά μεταβιβαζόταν στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς διάδοχο τοῦ Πέτρου, ἁπλούστατα
γιατί ὁ Πέτρος μαρτύρησε μέν στή Ρώμη, ποτέ ὅμως δέν ἐχρημάτισε πρῶτος
ἐπίσκοπος αὐτῆς [151]. Καί βέβαια εἶχε πρεσβεῖα ὁ Ρώμης στήν ἀρχαία
᾿Εκκλησία. Αὐτά ὅμως δέν ἦταν πρεσβεῖα ἐξουσίας καί ἐκκλησιαστικῆς
δικαιοδοσίας, ἀλλ’ ἁπλά πρεσβεῖα τιμῆς, ἐπειδή ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, τῆς

86
λαμπρᾶς καί δοξασμένης πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τῆς
μητέρας τῶν ἁγίων καί τῶν μαρτύρων [152].
᾿Εάν πάλι ὁἐπίσκοπος Ρώμης εἶχε ex officio τήν ἐξουσία του ἐπί τῆς ᾿Εκκλησίας
ὡς διάδοχος δῆθεν τοῦ Πέτρου στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Ρώμης, τότε καί ἄλλοι
ἐπίσκοποι κατασταθέντες ἀπό τόν Πέτρο (μάλιστα ὁ᾿Αντιοχείας) ἔπρεπε μέ τό
αὐτό σκεπτικό, νά ἦταν μέτοχοι σέ ἴση μοίρα στήν ὑποτιθέμενη ἐξουσία καί τά
πρωτεῖα τοῦ πάπα Ρώμης. Τέλος, ἄν οἱ Πάπες, ἐκχριστιανίζοντες τά βάρβαρα
φύλα τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης εἶχαν ὄντως ἐξουσία ἐπ’ αὐτῶν καί παράλληλα
ηὔξαναν τήν κοσμική ἐπιρροή τους διά τῶν σχέσεων, πού εἶχαν μέ τούς
ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης, ἡ ᾿Ανατολική᾿Εκκλησία ἔμενε πάντοτε ἐλεύθερη καί
ἀνεξάρτητη ἀπό τή Ρώμη, ἀποκρούουσα πάντοτε τίς φίλαρχες ἀξιώσεις τῶν
Παπῶν.

110. Τί εἶναι τό παπικό ἀλάθητο;


Εἶναι καί αὐτό παπική αἵρεση συνημμένη μέ τό πρωτεῖο, τό ὁποῖο θέλει νά
κατοχυρώσει δογματικά. ῾Ο Πάπας δέν εἶναι ἁπλά πρῶτος στήν ᾿Εκκλησία ἀλλά
καί ἀλάθητος, μή δεχόμενος κοντά του ἄλλες ἐκκλησιαστικές αὐθεντίες καί
ἐξουσίες. ῾Η σύνοδος τοῦ Βατικανοῦὁρίζει· «῞Οταν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης
ἀποφαίνεται ἀπό καθέδρας, δηλαδή ὅταν ἀσκώντας τό ἔργο του σάν ποιμένας
καί διδάσκαλος ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὁρίζει μέ τήν ὕψιστη ἀποστολική του
αὐθεντία κάποια διδασκαλία περί πίστεως ἤ πράξεως πού πρέπει νά γίνη
ἀποδεκτή ἀπό τήν ᾿Εκκλησία, βάσει τῆς θείας βοήθειας πού τοῦ δόθηκε σάν
ὑπόσχεση στό πρόσωπο τοῦ μακαρίου Πέτρου, ἔχει τό ἀλάθητο ἐκεῖνο, μέ τό
ὁποῖο ὁ θεῖος λυτρωτής θέλησε νά εἶναι ἐφοδιασμένη ἡ᾿Εκκλησία του στόν
καθορισμό κάποιας διδασκαλίας περί πίστεως ἤ πράξεως. Διά τοῦτο ὅλες οἱ
ὁριστικές ἀποφάσεις τῶν Ρωμαίων ἐπισκόπων εἶναι ἀπό μόνες τους ἀλάθητες
καί ὄχι ἀπό τή συναίνεση τῆς ᾿Εκκλησίας» [153].
Βεβαίως τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα δέν εἶναι δύναμη ἀπεριόριστη καί ἀνεξέλεγκτη.
῾Η σύνοδος θέτει περιορισμούς. ῾Ο Πάπας δέν εἶναι ἀλάθητος, ὅταν
ἀποφαίνεται ὡς ἰδιώτης, ἀλλ’ ὅταν ἀποφαίνεται ἐπίσημα ἀπό καθέδρας, δηλαδή
σάν ἐκπρόσωπος ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο περιορισμός αὐτός ἐφευρέθηκε γιά νά
καλύψει τό φαινόμενο πλάνης Παπῶν στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία (Λιβέριος,
᾿Ονώριος). Οἱ διακρίσεις ὅμως αὐτές, ἄλλοτε νά εἶναι ἀλάθητος ὁ Πάπας καί
ἄλλοτε ὄχι, δέν ἔχουν μεγάλη σημασία. Σημασία ἔχει ὅτι ὁ Πάπας σφετερίσθηκε
στό πρόσωπό του τήν ἀλάθητη φωνή μέ τήν ὁποία ὁ Σωτήρας ἐφοδιάσε τήν
᾿Εκκλησία του. ῾Η συμπύκνωση τοῦ ἀλαθήτου σέ μία μόνο ἀνθρώπινη κεφαλή
φορτισμένη μέ πολλή ἐγωπάθεια καί ἀλαζονεία, καθιστᾶ –κυρίως στίς ἡμέρες
μας– τό δόγμα αὐτό τοῦ Παπισμοῦ πολύ ἀποκρουστικό καί ἀπαράδεκτο.
Τέλος πολύ προβληματική εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα μέ τό ἀλάθητο
τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, τό ὁποῖο ἀποδέχεται ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία. ῎Η θά
ἔχουμε δύο παράλληλα ἀλάθητα, ἤ γιά τό ἀλάθητο τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων
(πού εἶναι πολλές στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία) ἀπαιτεῖται καί ἡ συναίνεση τοῦ
Πάπα, ὁπότε δέν ἐννοοῦμε τή φύση τοῦ ἀλαθήτου τῶν συνόδων πού τελικά
μεταβάλλονται σέ ἁπλό διάκοσμο τῆς Ρωμαϊκῆς ἕδρας.

87
111. Τί φρονοῦν περί᾿Εκκλησίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
῾Η περί᾿Εκκλησίας προτεσταντικήἐκδοχή εἶναι ἀντίθετη ἀπό τήν ὀρθόδοξη καί
τή ρωμαιοκαθολική. Θά λέγαμε, ὅτι εἶναι μόνο κατά τό ἥμισυ ἀληθής. Τό
κυριότερό της γνώρισμα εἶναι ὁ τονισμός τοῦ ἀόρατου στοιχείου τῆς ᾿Εκκλησίας,
σέ βάρος τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. Κατά τήν Αὐγουσταία ῾Ομολογία
ἡ᾿Εκκλησία εἶναι «κοινωνία πίστεως καί ἁγίου Πνεύματος στίς καρδιές» ἤ κατά
ἕναν ἄλλο ὁρισμό «κοινωνία τῶν ἁγίων στήν ὁποία διδάσκεται ὀρθῶς τό
εὐαγγέλιο καί τελοῦνται τά μυστήρια» [155}. Εἶναι φανερό ὅτι μιά τέτοια
κοινωνία ἁγίων διακεχυμένη σέ ὅλο τόν κόσμο καί ἀποτελούμενη ἀπό μέλη
ἅγια γνωστά μόνο στό Θεό, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ ὁρατή καί
ἐξωτερική᾿Εκκλησία, ἡ ἱεραρχικῶς διοργανωμένη καί ἔχουσα σταθερό σύστημα
δογματικῶν, ἠθικῶν καί τελετουργικῶν διατάξεων, ἀλλά κάτι ἄλλο ἐσωτερικό,
πνευματικό καί ἀόρατο. Φυσικά μιά τέτοια ᾿Εκκλησία, στό βαθμό πού τά μέλη
της, ἔστω ἑνωμένα μυστικῶς μέ τόν Κύριο, δέν παύουν ὡστόσο νά εἶναι
ἄνθρωποι ἱστορικοί καί ὁρατοί, δέν μπορεῖ παρά νά λαμβάνει καί ὁρατή μορφή.
῞Ομως σ’ αὐτή δέν μπορεῖ ν’ ἀνακλᾶ ἡ ἀληθινή ᾿Εκκλησία, καθόσον στούς
κόλπους της δέν περιλαμβάνονται μόνο πιστοί καί ἅγιοι, ἀλλά καί ἀσεβεῖς καί
ὑποκριτές. Στήν ὁρατή αὐτή ᾿Εκκλησία δέν μποροῦν νά κατηγορηθοῦν οἱ
ἰδιότητες τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς πίστεως· «μία, ἁγία, καθολική καί
ἀποστολική».
Στήν ἰδέα τῆς ἀόρατης ᾿Εκκλησίας κατέληξαν οἱ Διαμαρτυρόμενοι ἀπό μιά
μεγάλη ἐκκλησιολογική ἀνάγκη. ῾Ως γνωστό, διά τῆς Διαμαρτυρήσεως αὐτοί
βρέθηκαν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς ὁρατῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτό τούς ἔκανε μεγάλη
ζημιά. ῎Επρεπε νά βροῦν κάποιο τρόπο νά στεγασθοῦν καί πάλι κάτω ἀπό τήν
ἱστορική ᾿Εκκλησία. Τί νά ἔκαναν; Νά γύριζαν πίσω στήν ὁρατή᾿Εκκλησία ἀπό
τήν ὁποία ἀποσπάσθηκαν, θά ἦταν ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Νά
ἵδρυαν ἐξαρχῆς νέα ᾿Εκκλησία μετά πάροδο τόσων αἰώνων, θά ἦταν
καθαρήἀπόνοια. ῎Επρεπε λοιπόν, νά βροῦν μιά τέτοια ὄψη τῆς ᾿Εκκλησίας στήν
ὁποία ἐντασσόμενοι ἀφενός μέν θά πετύχαιναν τούς σκοπούς τῆς
Διαμαρτυρήσεως, τή ρήξη δηλαδή μέ τήν ὁρατή ᾿Εκκλησία τοῦ
Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀφετέρου δέ θά διατηροῦσαν τήν αἴσθηση ὅτι εἶναι
ἐνταγμένοι μέσα στήν ἀληθινή ᾿Εκκλησία τοῦ Κυρίου. Τέτοια ᾿Εκκλησία ἦταν
μόνο ἡ ἀόρατη καί πνευματική. Σ’ ἕνα τέτοιο ἀκαθόριστο καί ὁμιχλῶδες
κατασκεύασμα, χωρίς ἐξωτερικά σύνορα καί διαχωριστικές γραμμές, θά
μποροῦσαν θαυμάσια νά ἐνταχθοῦν μέ τό στοιχεῖο τῆς πίστεως καί τόν
ἐσωτερικό φωτισμό τοῦ῾Αγίου Πνεύματος. Καί τό ἔκαναν.
Τά γνωματεύματα ὅμως αὐτά τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι αὐθαίρετα καί
ἀναληθή. ῞Οπου ἡ Γραφή ὁμιλεῖ περί᾿Εκκλησίας ἐννοεῖ κοινωνία ἀνθρώπων
εὑρισκομένων σέ ἑνότητα μετά τοῦ Χριστοῦ, γνώρισμα τῆς θείας ἀποστολῆς τοῦ
Κυρίου. ῞Οτι εἶναι κοινωνία συγκεκριμένη ἐκφράζουν οἱ περί ᾿Εκκλησίας εἰκόνες
τῆς Γραφῆς ὡς οἴκου Θεοῦ, ὡς σώματος καί ὡς νύμφης Χριστοῦ. ῞Ενα τέτοιο
καθίδρυμα οἰκοδόμησε ὁ Χριστός, τό ὁποῖο θάἄντεχε στό χρόνο καί θά νικοῦσε
καί αὐτόν ἀκόμη τόν ῞Αδη, ἵδρυμα ὁρατό καί περιγραπτό, ἱεραρχικό
συγκροτημένο, τό ὁποῖο θά ἀντιμαχόταν τήν κακότητα τοῦ κόσμου καί στό
ὁποῖο ὁ πιστός εἶχε τήν ὑποχρέωση νά καταγγέλλει τόν ἁμαρτάνοντα ἀδελφό
του [156]. ῞Ολα αὐτά –καί ἄλλα ἀκόμη– δέν συμβιβάζονται μέ τήν

88
προτεσταντική ἐκδοχή. Βέβαια κι ἐμεῖς δεχόμαστε τήν ἀόρατη ὄψη τῆς
᾿Εκκλησίας, τήν ὁποία ὅμως πάντοτε ἐναρμονίζουμε μέ τήν ὁρατή. ᾿Επιλήψιμος
εἶναι μόνο ὁ ὑπερτονισμός τῆς ὄψεως αὐτῆς σέ βάρος τοῦ ὁρατοῦ στοιχείου τῆς
᾿Εκκλησίας, πού υἱοθετοῦν γιά λόγους εὐνόητους, ὅπως εἴδαμε, οἱ
Διαμαρτυρόμενοι.

112. Τί εἶναι ἡ θεωρία τῶν Κλάδων;


Εἶναι καί αὐτή προτεσταντική περί᾿Εκκλησίας θεωρία. ῎Εχει τήν προέλευσή της
ἀπό τήν ἀγγλικανική θεολογία. Σήμερα ἀποτελεῖ τή σπονδυλική στήλη τῆς
ἐκκλησιολογίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ἔχοντας σκοπό
νά δικαιολογήσει τήν ἐκκλησιολογική ὑπόσταση τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Κατά τή θεωρία αὐτή στόν κορμό τῆς ᾿Εκκλησίας ὑπάρχουν πολλά κλαδιά. Κάθε
κλαδί ἀντιπροσωπεύει ἕνα τμῆμα τῆς ᾿Εκκλησίας νόμιμο, ἰσότιμο καί ἰσόκυρο μέ
τά ἄλλα, χωρίς ὅμως νά ἐνσαρκώνει μονάχο του ὁλόκληρη τήν ᾿Εκκλησία, τήν
ὁποία γιά νά βροῦμε πρέπει νά τή δοῦμε στό σύνολό της, ἀθροίζοντας τά ἐπί
μέρους κομμάτια της. ῾Η ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό ὁλικό ἄθροισμα τῶν ἐπί
μέρους τμημάτων της, ἔστω κι ἄν αὐτά διαφέρουν μεταξύ τους.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἀλήθεια τήν ὁποία φανέρωσε ὁ Χριστός στόν κόσμο.
Καμιά ἐπί μέρους ᾿Εκκλησία, κανένα ἀπό τά ἱστορικά τμήματά της, δέν μπορεῖ
νά ἰσχυρισθεῖ, ὅτι κατέχει ὁλόκληρη τή θεία ἀλήθεια, ὅπως τή δίδαξε ὁ Χριστός,
γιατί στήν ἱστορία καμιά ἰδέα, κανένα θεώρημα δέν μπορεῖ νά παραμένει
ἀμετάβλητο καί ἀναλλοίωτο στή ροή τοῦ χρόνου καί στή συνεχή ἐξέλιξη τῶν
πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου. ῾Επομένως καμία ἀπό τίς λεγόμενες καθολικές
᾿Εκκλησίες (᾿Ορθόδοξη καί Ρωμαϊκή) –λιγότερο φυσικά οἱ Προτεσταντικές– δέν
μπορεῖ, νά ἰσχυρισθεῖ γιά τόν ἑαυτό της, ὅτι εἶναι ἡ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἤ ὅτι
κατέχει καθαρό καί ἀκέραιο τό θησαυρό τῆς ἀποκαλυφθείσας θείας ἀλήθειας.
Τί ἄλλο βέβαια θά ἔλεγε μιά χριστιανική ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἡ ὁποία ἔχει
χάσει τήν ἔννοια τῆς καθολικότητας, τοῦ κύρους καί τῆς αὐθεντίας τῆς
ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;
῾Η περί Κλάδων θεωρία εἶναι πολύ τῆς μόδας σήμερα καί συζητιέται πλατιά στά
σαλόνια τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου τῶν ᾿Εκκλησιῶν. Γιά μᾶς τούς ᾿Ορθοδόξους
ὅμως κρύβει παγίδες πολλές καί εἶναι ἀφάνταστα ἐπικίνδυνη. Πρέπει νά
εἴμαστε πολύ προσεκτικοί ἀπό τό θανάσιμο ἐναγκαλισμό της, ὁ ὁποῖος μπορεῖ
νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἄμβλυνση τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς μας συνειδήσεως,
τῆς ὁποίας εἶναι ἀπρόβλεπτες οἱ ὀλέθριες συνέπειες.

113. Τί εἶναι ἡ περί ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας θεωρία;


Εἶναι ἄλλη ἔκδοση τῆς περί κλάδων θεωρίας, ἀποβλέπουσα στούς αὐτούς καί
ἐκείνη σκοπούς. Κατά τή θεωρία αὐτή, πού ἐμπνέεται ἀπό τίς περί ἰδανικοῦ καί
τῶν ἐπί μέρους μορφῶν του ἀντιλήψεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ ᾿Εγέλου, ἡ ἀληθινή
᾿Εκκλησία εἶναι κάτι ἰδανικό καί ἀνέφικτο, καμία δέ μερική ᾿Εκκλησία δέν
ἀντιστοιχεῖ πρός τήν ἰδέα τῆς πραγματικῆς ᾿Εκκλησίας, πρός ὅ,τι δηλαδή ἔπρεπε
νά εἶναι ἡ᾿Εκκλησία. ᾿Απόδειξη τούτου εἶναι ἡ ἱστορική κατάσταση τῶν
᾿Εκκλησιῶν, στίς ὁποῖες ὑπάρχει τόση ἁμαρτία, κακότητα καί ἀταξία. ᾿Επειδή ἡ
ἰδέα ἐκφράζεται στούς ἐπί μέρους τύπους καί τίς μορφές της, ἔτσι καί ἡ ἰδέα τῆς
ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας πληροῦται στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες, κάθε μία ἀπό τίς

89
ὁποῖες κατέχει τμῆμα μεγαλύτερο ἤ μικρότερο αὐτῆς. ῞Ολες δέ μαζί, παρά τίς
ἀντιθέσεις μεταξύ τους καί τίς ἀδυναμίες τους, προώρισται νά πορεύονται ἡ μία
κοντά στήν ἄλλη τελειοποιούμενες μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ὥστε κάποτε νά
ἀπομάξουν τόν τύπο τῆς τέλειας ᾿Εκκλησίας.
Μέ τή θεωρία αὐτή, ὅπως καί μέ τή θεωρία τῶν κλάδων, ἱκανοποιοῦνται οἱ
ἐκκλησιολογικές ἀνάγκες τοῦ Προτεσταντισμοῦ. ᾿Αφοῦ οἱ ἐπί μέρους ᾿Εκκλησίες
ὡς ἀτελεῖς μορφές τῆς ἰδανικῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι οὐχ ἧττον νόμιμες καί ἰσότιμες
μορφές αὐτῆς, μέρη ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας πάροχα, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς
᾿Εκκλησίες τῶν Διαμαρτυρομένων, ἄσχετα ἄν ἡ Διαμαρτύρηση μέ τό κίνημά της
τῆς ΙΣΤ´ ἑκατονταετηρίδος ἔκοψε τούς δεσμούς της μέ τήν ὁρατή᾿Εκκλησία τῆς
Δύσεως.
Περιττό νά τονίσουμε ὅτι ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη τέτοια ἐκκλησιολογικά
κατασκευάσματα εἶναι ἐντελῶς κατακριτέα καί ἀπαράδεκτα, φοβερά δέ
ἐπικίνδυνα γιά τήν καθαρότητα τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας.

90
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´

Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ

114. Τί εἶναι ἡ θεία χάρις;


Εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό τό Θεό, διά τῆς ὁποίας ὁ ἁμαρτωλός
ἄνθρωπος μπορεῖ νά οἰκειοποιηθεῖ τό λυτρωτικόἔργο τοῦ Χριστοῦ καί νά πετύχει
τή σωτηρία του. Χρειάζεται ὅμως προσοχή. Λέγοντας θεία χάρη, δέν ἐννοοῦμε
μιά δύναμη ἀόριστη καί ἀπροσδιόριστη πού δέν εἶναι στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά
δημιουργεῖται ἀπό τό Θεό γιά νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά σωθεῖ. Τέτοια
ἀντίληψη δέν εἶναι σωστή. Τό κτιστό δέν μπορεῖ νά βοηθήσει δραστικά τόν
ἄνθρωπο νά σωθεῖ, ἀλλά τό ἄκτιστο, ὁ ἄκτιστος Θεός. ῾Η θεία χάρη ἀνήκει
οὐσιαστικά στή φύση τοῦ Θεοῦ. Ταυτίζεται μέ τή θεία ἐνέργεια, περί τῆς ὁποίας
μιλήσαμε στά προηγούμενα. Εἶναι ὁἴδιος ὁ Θεός ὁἐκφραζόμενος στίς θεῖες του
ἐνέργειες «ἐν τοῖς ἐκτός», ἀποκαλυπτόμενος στόν κόσμο καί σώζοντας τόν
ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία.

115. Τί φρονεῖ περί χάριτος ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία;


Διαφωνεῖ ριζικά μέ τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη. Δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ τή θεία χάρη
ὡς κάτι ἐγκείμενο οὐσιωδῶς στή φύση τοῦ Θεοῦ, γιατί κάτι τέτοιο θά κατέλυε
τήν ἁπλότητα τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἐπιφέροντας σύνθεση σ’ αὐτή. Κατ’ αὐτήν, ἡ
χάρη εἶναι μέγεθος κτιστό, τό ὁποῖο δημιουργεῖται γιά νά ἐπιτευχθοῦν μέσω
αὐτοῦ οἱ σκοποί τῆς σωτηρίας. Γύρω ἀπό τό ζήτημα αὐτό διεξήχθησαν σφοδροί
ἀγῶνες μεταξύ τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Ανατολῆς καί τῆς Λατινικῆς Δύσεως. Τίς
ἀντιλήψεις αὐτές καταδίκασε συνοδικῶς ἡ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τόν ιδ´ αἰώνα.
Τό ζήτημα βέβαια τῆς συνθέσεως τῆς ἁπλῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ, πού ἐκ πρώτης
ὄψεως φαίνεται νά δημιουργεῖ ἡ παραδοχή τῆς ἄκτιστης χάριτος, εἶναι ἀρκετά
σοβαρό. ῞Ομως δέν ἀληθεύουν οἱ ἰσχυρισμοί τῆς λατινικῆς θεολογίας. Οἱ
ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες (ἡ ἄκτιστη χάρη) εἶναι διακρίσεις θεοπρεπεῖς στή
θεότητα, πού δέν μοιάζουν μέ τίς διακρίσεις τῶν φυσικῶν πραγμάτων. ῞Οπως
καί οἱ θεῖες ὑποστάσεις διακρίνουν τόν Τριαδικό Θεό ἐκφράζοντας τόν ἀΐδιο
τρόπο τῆς ὑπάρξεώς του χωρίς ὡστόσο νά συνθέτουν τήν ὑπερβατική οὐσία του,
ἔτσι καί στίς θεῖες ἐνέργειες διακρίνεται ἡ θεότητα, χωρίς νά χάσει τήν ἀπόλυτη
ἁπλότητά της. Φυσικά αὐτά τά πράγματα δέν εἶναι εὔκολο νά τά
κατανοήσουμε.

116. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του νά σωθεῖ;


῎Οχι. Καταφατικά στό ἐρώτημα ἀπάντησε στήν ἀρχαιότητα ὁ μοναχός
Πελάγιος. Σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις του, ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν
ἁμαρτία ἄφησε ἀνέπαφη τήν ἀνθρώπινη φύση, δέν τήν κατέστρεψε. ῎Ετσι ὁ
ἄνθρωπος, διατηρώντας τίς λογικές καί ἠθικές δυνάμεις του, ἔχει τή δυνατότητα
νά στραφεῖ ἐλεύθερα στό ἀγαθό, νά διαπράξει τήν ἀρετή καί νά σωθεῖ, χωρίς
νάἔχει ἀνάγκη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

91
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές τοῦ Πελαγίου εἶναι ἐσφαλμένες. ῾Ο ἄνθρωπος, λόγῳ τῆς
βλάβης τῆς πνευματικῆς του φύσεως (τοῦ «κατ’ εἰκόνα»), ὄχι μόνο δέν μπορεῖ ν’
ἀνορθωθεῖ μόνος στό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά καί ἀνορθωθείς ἔχει
ἀπόλυτη ἀνάγκη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ γιά νά προκόψει στό ἀγαθό καί νά σωθεῖ.
῾Η ῾Αγία Γραφή μᾶς ὁμιλεῖ σχετικά· «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ
Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» [157]. «᾿Εάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί
Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» [158]. «῾Ο Θεός
ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας» [159].
῎Αλλωστε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναγκαία γιά ν’ ἀπαλειφθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο
ἡ κατάρα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. ῎Αν ἡ παρουσία τῆς θείας χάριτος
δέν ἦταν ἀπόλυτα ἀναγκαία γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά μόνο σχετικά
(ἐν τῇ ἐννοίᾳ τῆς ἁπλῆς ἐνδυναμώσεως τῶν φυσικῶν του δυνάμεων), τότε τό
λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ σχετικοποιεῖται, ἀποβάλλοντας τόν ἀπόλυτα
ὑπερφυσικό χαρακτήρα του.
Τίς αἱρετικές ἀντιλήψεις τοῦ Πελαγίου ἡ᾿Εκκλησία καταδίκασε στή σύνοδο τῆς
Καρθαγένης.

117. Μπορεῖ ὁ φυσικός ἄνθρωπος νά καταστήσει ἑαυτόν δικαιοῦχο τῆς


θείας χάριτος;
῎Οχι. ῾Η ἀντίθετη ἄποψη φθείρει τόν ὑπερφυσικό χαρακτήρα τῆς
ἀπολυτρώσεως, τήν ὁποία κατεβάζει στό ἐπίπεδο τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, πού
εἶναι ὁμόλογα πρός τή φύση τῶν ἀνθρώπων. ῾Ο ὅποιος ἀγαθός καί ἐνάρετος
ἄνθρωπος δέν μπορεῖ ν’ ἀξιώσει ἀπό τό Θεό τή σωτηρία του, ἡ ὁποία εἶναι
χάρισμα, δῶρο ἐλεύθερο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. ῾Η σωτηρία δέν εἶναι μισθός γιά
τήν ὅποια ἀξιοσύνη τοῦ ἀνθρώπου. Φυσικά ὁ ἄνθρωπος πού κάνει τό ἠθικό καλό
μέ τίς λογικές καί πνευματικές δυνάμεις, πού διατηροῦνται στήν πεσμένη φύση
του, μπορεῖ νά προπαρασκευάσει τόν ἑαυτό του καί νά δεχτεῖ εὐκολότερα τή
σωτηρία, παρά ἕνας ἄλλος πού ζεῖ στήν κακουργία τῆς ἁμαρτίας καί στά πάθη
του. Μέ αὐτή τήν ἔννοια πρέπει νά ἐκλάβουμε τό χωρίο Πράξ. 10,34· «ἐπ’
ἀληθείας καταλαμβάνομαι, ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ’ ἐν παντί
ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καί ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτός αὐτῷ ἐστι». ῾Ο
ἐθνικός Κορνήλιος δέν ἔλαβε τή σωτηρία σάν ἀμοιβή τῆς ἀρετῆς καί τῆς
χρηστῆς συμπεριφορᾶς του. ῏Ηταν ἁπλά παρασκευασμένος μέ τήν ἀγαθή
θέληση καί τή διαγωγή του, πράγμα πού δέν παρέβλεψε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ,
ὅπως δέν παραβλέπει καί κάθε ἄλλο χρηστό ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο στήν
κατάλληλη ὥρα θά καλέσει σέ σωτηρία.

118. ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του ν’ ἀρχίσει τή σωτηρία του;


῎Οχι. Τήν ἔναρξη τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου μόνο ἡ θεία χάρη μπορεῖ νά
ἐνεργήσει. ῾Η χάρη αὐτή καλεῖται προκαταρκτική. ῾Η διδασκαλία κατά τήν
ὁποία ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πρῶτος νά ἀρχίσει τόἔργο τῆς σωτηρίας του καί
κατόπιν νά ἔλθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ν’ ἀποτελειώσει τήν ἀρξάμενη διαδικασία τῆς
σωτηρίας, εἶναι διδασκαλία ἡμιπελαγιανική, λανθασμένη καί ἀπόβλητη.
Βεβαίως –ὅπως εἴδαμε καί στό προηγούμενο ἐρώτημα– μετά τήν πτώση
ὑπελείφθησαν δυνάμεις λογικές καί ἠ θικές, βάσει τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος
δύναται νά πράξει τό «ἠθικόν καλόν» καί νάἑλκύσει εὐχερέστερα τή λυτρωτική

92
χάρη τοῦ Θεοῦ, παρά ἐκεῖνος, πού ζεῖ στή νάρκωση τῆς ἁμαρτίας, ὅπως μαρτυρεῖ
ἡ περίπτωση τοῦ Κορνηλίου καί διαπιστώνει ἡ μαρτυρία τῆς ἱστορίας κατά τήν
ὁποία πολλοί ἐκ τῶν Πλατωνικῶν ἐδέχθησαν τή σωτηρία, ἐνῶ ἐκ τῶν
᾿Επικουρείων (ὑλιστῶν φιλοσόφων) κανείς. Τά παραδείγματα ὅμως αὐτά δέν
σημαίνουν, ὅτι οἱ φυσικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν τή γέφυρα, διά τῆς
ὁποίας ὁἄνθρωπος μπορεῖ νά μεταπηδήσει στό κράτος τῆς χάριτος καί νά
καλύψει τό χάσμα τό διαχωρίζον τήν πεσμένη φύση ἀπό τό Θεό. Τά
ἡμιπελαγιανικά διδάγματα ἀλλοιώνουν τή φύση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος παύει νά
εἶναι ὁ ἰατρός ὁ θεραπεύων τόν ἡμιθανή καί τραυματισμένο ἄνθρωπο [160], ἀλλ’
ὁ ὀφειλέτης πού ὀφείλει νά ἀνταμείψει τήν ἀρετή τοῦἀνθρώπου, τή δέ σωτηρία
κατεβάζουν στό ἐπίπεδο τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα μπορεῖ νά πετύχει ἀπό
μόνος του ὁ ἄνθρωπος.

119. Δύναται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀπορρίψει τή χάρη τοῦ Θεοῦ;


Βεβαίως μπορεῖ στή βάση πού εἶναι ὄν ἐλεύθερο καί αὐτεξούσιο. ῎Ετσι καί ὁ
᾿Αδάμ στόν παράδεισο, παρόλο πού ἡ φύση του ἦταν ἀγαθή καί καθαρή ἀπό τό
σπέρμα τῆς ἁμαρτίας, ἐντούτοις, ἐπειδή ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶχε τό αὐθαίρετο
καί αὐτεξούσιο, ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό Θεό, καταπατήσας τή χρηστότητα καί
τό θέλημά του. ᾿Επίσης ὁ ἀναγεννημένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό βάπτισμα,
παρόλο πού ἔχει καταστραφεῖ μέσα του τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, ἀκριβῶς ἐπειδή
διασώζει τήν ἐλευθερία του μπορεῖ νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τή θεία εὐλογία καί
νά περιέλθει ὑπό τό κράτος τῆς κατάρας καί τοῦ θανάτου. ῎Ετσι ἔπλασε ὁ Θεός
τόν ἄνθρωπο νά θέλει ἐλεύθερα καί ἐνσυνείδητα τόἀγαθό, νά κινεῖται ἐλεύθερα
στό χῶρο του, νά λέγει ναί ἤ ὄχι στό ἅγιο θέλημά του, νά ἐκλέγει μεταξύ ζωῆς
καί θανάτου καί ν’ αὐτοπροσδιορίζεται στήν ἐξέλιξη καί τόν προορισμό του.
῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι δῶρο καθολικό. Χορηγεῖται σέ ὅλους ἀνεξαίρετα τούς
ἀνθρώπους ἀποσκοπώντας στή σωτηρία τους. Δέν ἀποστέλλεται ἐπιλεκτικά σέ
λίγους, σ’ ἐκείνους πού εἶναι προορισμένοι νά σωθοῦν ἀπό τό Θεό. ῾Ο Θεός
«θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Κι
ὅμως ὅλοι δέν σώζονται. Γιά νά γίνει αὐτό, πρέπει νά θέλει καί ὁ ἄνθρωπος νά
δουλέψει ἐλεύθερα καί νά συμβάλει στή σωτηρία του. ᾿Αλλιώτικα ἡ κλήση τῆς
χάριτος μένει ἀνενέργητη. Μόνο ἐκεῖ, πού ὑπάρχει ἡ ἐλεύθερη συγκατάθεση,
μπορεῖ νά σώσει ἡ χάρη τόν ἁμαρτωλόἄνθρωπο. «᾿Εννοοῦμεν δέ τήν χρῆσιν τοῦ
αὐτεξουσίου οὕτως, ὥστε τῆς θείας καί φωτιστικῆς χάριτος, ἥν προκαταρκτικήν
προσαγορεύομεν, οἷον φῶς τοῖς ἐν σκότει, παρά τῆς θείας ἀγαθότητος πᾶσι
χορηγουμένης τοῖς βουλομένοις ὑπεῖξαι ταύτῃ –καί γάρ οὐ τούς μή θέλοντας,
ἀλλά τούς θέλοντας ὠφελεῖ– καί συγκατατεθῆναι ἐν οἷς ἐκείνη ἐντέλλεται πρός
σωτηρίαν οὖσιν ἀναγκαιοτάτοις, δωρεῖσθαι ἑπομένως καί εἰδικήν χάριν» [161].

120. Τί φρονοῦν περί ἐνέργειας τῆς χάριτος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


῾Η περί ἐνέργειας τῆς χάριτος διδασκαλία τῶν Διαμαρτυρομένων δέν εἶναι
πάντα συνεπής. ῾Η ἀσυνέπεια ὀφείλεται στήν προσπάθειά τους νά ἐξηγήσουν
ἀσάφειες, δυσκολίες καί διλήμματα καί νά τά προσαρμόσουν στή θεμελιώδη
περί χάριτος ἀντίληψη αὐτῶν.
῾Η βασική περί χάριτος διδασκαλία τοῦ Προτεσταντισμοῦ εἶναι ὁμόλογη πρός τά
περί πτώσεως τοῦἀνθρώπου διδάγματα τοῦ συστήματός τους, ἀπό τά ὁποῖα καί

93
ἀπορρέει. Κατά τή βασική προτεσταντική ἀρχή –περί τῆς ὁποίας μιλήσαμε στά
προηγούμενα– ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πτώση του στήν ἁμαρτία νεκρώθηκε
πνευματικά. ῎Εχασε τά δῶρα τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης, ἡ δέ θεία εἰκόνα πού
ὑπάρχει στή φύση του καταστράφηκε ὁλοσχερῶς. ῎Ετσι μένει νεκρός καί
ἀκίνητος πρός τά πνευματικά. Δέν μπορεῖ νά συνεργήσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
γιά τή σωτηρία του. ῞Ολα ἐξαρτῶνται ἀπό τή σωστική ἐνέργεια τῆς θείας
χάριτος.
Τό ὠμό αὐτό δόγμα τους προσπαθοῦν νά τό στηρίξουν σέ χωρία τῆς Γραφῆς·
Ρωμ. 9,16· «῎Αρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος
Θεοῦ». Πράξ. 13,48· «Καί ἐπίστευσαν ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον».
᾿Εφεσ. 2,8.9· «Τῇ γάρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· καί τοῦτο οὐκ ἐξ
ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον». Τά χωρία ὅμως αὐτά δέν εἶναι σαφή. Λέγουν μέν ὅτι ἡ
σωτηρία προέρχεται ἀπό τό Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀποσαφηνίζουν ἄν ἡ σωτήρια
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπόλυτη, ἤ ἄν σ’ αὐτήν μπορεῖ νά συνεργήσει καί ὁ
ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Τό ζήτημα πρέπει νά μελετηθεῖ μέ τήν ἐξέταση ἄλλων
σαφέστερων χωρίων τῆς Γραφῆς, σέ ὁρισμένα ἀπό τά ὁποῖα γίνεται σαφής
λόγος περί ἀντιστάσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ· Ματθ. 23,37.
Πράξ. 7,51. ᾿Αποκ. 3,20, ὁ δέ Παῦλος τονίζει τή συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στό
ἔργο τῆς σωτηρίας· «Συνεργοῦντες δέ καί παρακαλοῦμεν μή εἰς κενόν τήν χάριν
τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ἡμᾶς»162. ᾿Από τήν ἄλλη, σέ περίπτωση, πού ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀναίσθητος πρός τά πνευματικά, δέν θά εἶχαν κανένα νόημα οἱ πολυειδεῖς
παραινέσεις τῆς Γραφῆς νά ἐπιδιώκει (ὁ ἄνθρωπος) τό ἀγαθό καί τήν ἀρετή καί
ἡ ἀπειλή τιμωρίας καί αἰώνιων βασάνων γιά τούς ἁμαρτωλούς.

121. Τί εἶναι ὁἀπόλυτος προορισμός;


Εἶναι δόγμα φοβερό, στό ὁποῖο καταλήγει κανείς διαπτύσσοντας λογικά τά περί
ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί πτώσεως ἀνθρωπολογικά διδάγματα τοῦ
Προτεσταντισμοῦ. Φυσικά τό δόγμα αὐτό δέν γίνεται ἀποδεκτό ἀπό ὅλους τούς
Διαμαρτυρομένους θεολόγους, ἀλλά μόνον ἀπό τόν Καλβίνο καί τούς ὀπαδούς
του. Αὐτοί μέ βάση χωρία τῆς Γραφῆς (Ρωμ. 9. Πράξ. 13,48163 κ.ἄ.) εἶπαν, ὅτι ὁ
Θεός σύμφωνα μέ τήν αἰώνια βουλή του (προαιωνίως) ἄλλους μέν ἀπό
εὐσπλαχνία προόρισε νά κληρονομήσουν τήν αἰώνια ζωή, γιαυτό καί ἡ χάρη πού
τούς χορηγεῖται δέν μπορεῖ νά τούς ἐγκαταλείψει (εἶναι ἀναντίρρητη καί
ἀναπόβλητη, ἄλλους δέ, στούς ὁποίους δέν προσφέρεται ἡ χάρη, προόρισε σέ
αἰώνια κατάκριση. ῾Η καταδίκη αὐτή δέν εἶναι ἄδικη –λένε– γιατί ὁ φυσικός
ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά περιμένει ἀπό τό Θεό τίποτε ἄλλο παρά αἰώνιες
ποινές. ῞Οσο τά βόδια καί οἱ κύνες (τά σκυλιά) δέν μποροῦν νά αἰτιῶνται τό Θεό,
γιατί τούς ἔκανε ζῶα καί ὄχι ἀνθρώπους, ἄλλο τόσο καί οἱ ἁμαρτωλοί δέν
μποροῦν νά τόν αἰτιῶνται γιατί δέν τούς δέχεται στή θεία βασιλεία του. ῾Η
πτώση τοῦ᾿Αδάμ διατάχθηκε προαιωνίως ἀπό τό Θεό γιά τό καλό τῶν ἐκλεκτῶν,
οἱ ὁποῖοι κληρονομοῦν τήν αἰώνια ζωή. ῾Η βουλή αὐτή ἐξαίρει τό μεγαλεῖο τοῦ
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἄλλους μέν προσλαμβάνει στή βασιλεία του, ἄλλους δέ
ἀπορρίπτει, χωρίς κανείς νά μπορεῖ νά ἀντείπει στήν αἰώνια βούλησή του.
Οἱ λόγοι πού ὤθησαν τόν Καλβίνο στή διατύπωση τῶν διδαγμάτων αὐτῶν εἶναι
ἀπό τή μιά μεριά ἡ διασφάλιση τῆς ἀπολυτότητας τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ
ὁποῖες δέν ἐξαρτῶνται ἀπό ἀνθρώπινους παράγοντες· ἀπό τήν ἄλλη δέ, ἡ

94
ἀσφαλής βεβαιότητα περί σωτηρίας στίς ψυχές τῶν ἐκλεκτῶν. Αὐτοί, ἔχοντας
στίς ψυχές τους τή μαρτυρία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ὅτι εἶναι οἱἐκλεκτοί τοῦ
Θεοῦ, εἶναι βέβαιοι γιά τή σωτηρία τους, πεποίθηση πού τούς χαρίζει ἐσωτερική
χαρά καί ἠρεμία καί γεμίζει τίς καρδιές τους ἀπό εὐγνωμοσύνη καί ταπείνωση,
νιώθοντας ὅτι ὁ Θεός ὅρισε αὐτούς ὡς ἐκλεκτούς ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν
ἄλλων ἀνθρώπων.
Οἱ ἀντιλήψεις ὅμως αὐτές τοῦ Καλβίνου δέν εἶναι σωστές. Καί ἀληθεύει μέν ὅτι
«Θεός γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς
εὐδοκίας» (Φιλιππ. 2,13)· ὅμως αὐτό σέ καμία περίπτωση δέν ἀποκλείει τόν
ἀνθρώπινο παράγοντα στό ἔργο τῆς σωτηρίας (σχετικός προορισμός). ῾Ο Θεός
εἶναι βέβαιο, ὅτι θέλει τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό,
πρέπει νά θέλουν ἐλεύθερα καί οἱ ἄνθρωποι. ῎Ασχετα μέ τό ὅτι δέν μποροῦμε νά
κατανοήσουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ θεία βούληση ἅπτεται τῆς ἀνθρώπινης
καί ἡ τελευταία καθιστᾶ ἀνενεργό τήν πρώτη (ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν σώζονται)
[164], ὅμως ὁ παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης συνέργειας στό ἔργο τῆς σωτηρίας
εἶναι κάτι, πού πρακτικά ἱκανοποιεῖ τό θρησκευτικό συναίσθημα τοῦἀνθρώπου.
῎Αν ὅλα ἐξηρτῶντο ἀπό τήν ἀπόλυτη βουλή τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ ἄνθρωπος ἦταν
ἀπόλυτα βέβαιος περί τῆς σωτηρίας του, ἡ Γραφή δέν θά παραινοῦσε τούς
πιστούς νά κατεργάζονται μέ φόβο καί τρόμο τή σωτηρία τους καί ὁ Παῦλος δέν
θά πολεμοῦσε τήν βεβαιότητα περί σωτηρίας, τονίζοντας «ὁ δοκῶν ἑστάναι
βλεπέτω μή πέσῃ».
῾Ο ἀπόλυτος ὅμως προορισμός ὁδηγεῖ καί σέ ἄλλα τερατώδη ἀτοπήματα. ῎Αν ἡ
σωτηρία καί ἡ κατάκριση τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀπόρροια τῆς αἰώνιας βουλῆς τοῦ
Θεοῦ, ἡ δέ πτώση τοῦἀνθρώπου στήν ἁμαρτία προδιατάχθηκε ἀπό τό Θεό, ὁ
Θεός στό πλέγμα τῶν ἀντιλήψεων αὐτῶν παρουσιάζεται ὡς ἡ πηγή τοῦ κακοῦ,
μεταποιούμενος σέ τυφλό καί αὐθαίρετο δυνάστη, τό δέ κακό ἀνάγεται σέ
στοιχεῖο τοῦ ἀγαθοῦ στήν προαιώνια βουλή τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος χάνει τήν
ὅποια ἠθική καί πνευματική αὐτοτέλειά του καί οὐσιαστικά εἶναι ἀνεύθυνος γιά
τίς πράξεις του. Πῶς ὅμως θά τόν κρίνει ὁ Θεός γιά τίς ἠθικές ἐνέργειές του;
Εἶναι ἀγαθός καί δίκαιος ὁ Θεός ὅταν τυφλά καί αὐθαίρετα καταδικάζει τούς
πολλούς σέ κόλαση αἰώνια;

95
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

122. Τί ἐννοοῦμε λέγοντας δικαίωση;


Τήν ἀπελευθέρωση τοῦἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ὀφειλόμενη σ’ αὐτήν
ἐνοχή, τήν ἀναγέννηση, ἀνακαίνιση καί θέωση τῆς φύσεώς του, πού εἶναι ὅλα
καρποί τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. ῞Οπως ἡ ἁμαρτία μέ τήν εἰσήγηση
τοῦ πλάνου ἐπέφερε ἀχρείωση τῆς πνευματικῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί
ἐξασθένηση τῶν πνευματικῶν του δυνάμεων σταθερῶς ἀποκλινουσῶν ἀπό τό
Θεό καί φερομένων πρός τό κακό, ἔτσι καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια
ἀπέρρευσε ἀπό τό πάθος καί τήν ἱλαστική θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποκατέστησε τό
«κατ’ εἰκόνα» στήν ἀρχέγονή του εὔκλεια, ἐνισχύοντας τίς ἠθικές καί
πνευματικές δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου στό ἀγαθό καί τήν ἀρετή. Παρόλο ὅτι ἡ
δικαίωση εἶναι ἔργο καθαρό τῆς ἀγάπης καί τῆς χρηστότητας τοῦ Θεοῦ, ὅμως
γιά τήν πραγμάτωσή της ἀπαιτεῖται ἀπό μέρους τοῦἀνθρώπου ἡἐλεύθερη
σύμπραξη καί συνέργειά του μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τή δυνατότητα αὐτή τήν
ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ φύση δέν καταστράφηκε ὁλοσχερῶς διά τῆς
ἁμαρτίας, ἀλλά διασώζει, ἔστω καί τραυματισμένη, τήν ἐλευθερία της καί τόν
πόθο πρός τά πνευματικά καί τά ἐπουράνια. ῾Η δικαίωση μέ ἄλλα λόγια δέν
εἶναι ἔργο παθητικό. Καί προέρχεται μέν ἀπό τό Θεό, ὅμως γιά τήν ἐνεργό
ἀξιοποίησή της ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀπαραίτητη ὑποκειμενική
συνθήκη, ἡ ἐλεύθερη συνέργειά του.

123. Ποιό εἶναι τό ληπτικό ὄργανο τῆς δικαιώσεως;


Εἶναι τό ἱερό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Σ’ αὐτό ὁ βαπτιζόμενος ἀποθέτει μέν
τόν παλαιόν ἐν ἁμαρτίαις ἄνθρωπο, ἀναγεννιέται πνευματικά καί ἀνακτίζεται
σέ μιά νέα γεμάτη ἀπό Θεό ὕπαρξη καί ζωή. ῾Ο ἄνθρωπος γίνεται πραγματικά
δίκαιος στό ἱερό βάπτισμα. ῎Αν δέ τυχόν πεθάνει ἀμέσως μετά τήν τελετή τῆς
ἀναγεννήσεως, εἶναι βέβαιο ὅτι θά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή. Αὐτό
συμβαίνει μέ τά ἄρρωστα νήπια, πού βαπτίζονται λίγο πρίν πεθάνουν.

124. Ποιό εἶναι τό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως;


Τό χρονικό διάστημα πού προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος. Αὐτό φυσικά δέν
ἀναφέρεται στά νήπια, τά στερούμενα λόγου καί συνειδήσεως, ἀλλά μόνο στούς
ἐνήλικες. Στίς ψυχές αὐτῶν ἡ προκαταρκτική θεία χάρη γεννᾶ τή γενική
λεγόμενη πίστη, δηλαδή τήν ἀποδοχή τῶν ἀληθειῶν τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως,
ἐμφυσώντας σ’ αὐτές ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτία, φόβο πρό τῆς τιμωροῦ
δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καί πόθο ἀποκτήσεως τῆς δικαιώσεως τῆς χορηγούμενης
διά τοῦ βαπτίσματος. ῞Ολα αὐτά ἀποτελοῦν ἀπαραίτητη συνθήκη ἐπιτυχίας τῆς
δικαιώσεως. Κατά τή μαρτυρία τῆς Γραφῆς τῆς ἀναγεννήσεως προηγεῖτο
πάντοτε ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας καί ἡ μετάνοια ἤ ἡ κατάνυξη τῆς καρδίας
[165]. Στήν ἀρχαία δέ᾿Εκκλησία ὑπῆρχε ὁ θεσμός τῶν κατηχουμένων, οἱ ὁποῖοι
ζοῦσαν ἐν μετανοίᾳ, διδασκόμενοι τίς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, προτοῦ

96
βαπτισθοῦν καί γίνουν ἐπίσημα μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας. Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι
ἡ προπαρασκευή αὐτή δέν εἶναι ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς δικαιώσεως, ἀλλά
ἁπλή συνθήκη παροχῆς αὐτῆς. Οὔτε δέ εἶναι ἔργο ἀξιόμισθο, τό ὁποῖο ὀφείλει
νά ἀμείψει ὁ Θεός, συγχωρώντας καί ἀνακαινίζοντας τόν ἄνθρωπο.

125. ῾Υπάρχουν ἄλλα στάδια δικαιώσεως;


Ναί, ὑπάρχουν. ῾Η δικαίωση φυσικά, ὡς ἐνέργεια καί δωρεά χάριτος τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι μία· ἡ κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ πνευματική ἀναγέννηση.
᾿Εντούτοις δέν εἶναι ἔργο μαγικό καί παθητικό. ῾Ο λογικός ἄνθρωπος δέν μένει
στατικός καί ἀνενεργός στό χάρισμα τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δέ στό
προπαρασκευαστικό στάδιο δεχόμενος τήν κλήση τῆς χάριτος πρέπει νά
δουλέψει κι αὐτός γιά νά μπορέσει νά λάβει τή δικαίωση, ἔτσι κι ἀφοῦ τή λάβει,
πρέπει νά συμπράξει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἀξιοποιήσει ὑποκειμενικά
τήν εὐλογία τοῦ῾Αγίου Πνεύματος.
Τό στάδιο αὐτό στό ὁποῖο θά εἰσέλθει ὁ ἀναγεννηθείς ἄνθρωπος, εἶναι ὁ
ἁγιασμός. Εἶναι δέ αὐτός τό ἀγαθό φρόνημα, ἡ ἁγία διάθεση πού μορφώνεται
στή δικαιωμένη ψυχή ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται σέ χαρά καί
ἀκράτητη ὁρμή πρός τέλεση τοῦ ἀγαθοῦ καί νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος,
τό ὁποῖο πάντα ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο καί εἶναι ἐπικλινές καί εὐεπίφορο στήν
ἁμαρτία. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος προχωρεῖ ἀπό δύναμη σέ δύναμη καί
ἀπό δόξα σέ δόξα, προκόπτοντας στό ἀγαθό καί τελειούμενος πνευματικά [166].

126. ῾Υπάρχουν διαβαθμίσεις στή δικαίωση;


Βεβαίως ὑπάρχουν. ᾿Αφοῦ ἡ δικαίωση δέν εἶναι κάτι ἐξωτερικό στόν ἄνθρωπο,
ἀλλά ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό ἐσώτερο βάθος τῆς πνευματικῆς του φύσεως καί
συναρτᾶται πρός τήν ἐλεύθερη συνέργεια τοῦ λογικοῦ ὄντος, εἶναι φυσικό νά
μήν εἶναι ὅμοια σέ ὅλους τούς δικαιωμένους, ἀλλά νά διαφέρει ἀπό ἄνθρωπο σέ
ἄνθρωπο. Αὐτό θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό βαθμό προσοικειώσεως τῆς δικαιώσεως καί
τό μέτρο συνεργασίας τῶν ἀνθρώπων μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Καθόσον δέ οἱ
ἄνθρωποι συνεργάζονται διαφορετικά, ἄλλοι λιγότερο καί ἄλλοι περισσότερο,
μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, κατ’ ἀνάλογο τρόπο θά ποικίλλει καί ὁ βαθμός
ἁγιασμοῦ τῶν ἀνθρώπων καί ἡ δόξα ἡ ὀφειλόμενη σ’ αὐτούς στή βασιλεία τῶν
οὐρανῶν. Καί ἐνῶ τό ἀγαθό τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ἕνωση δηλαδή μέ τό Θεό καί ἡ
μακαριότητα τῶν δικαίων θά εἶναι τό ἴδιο σέ ὅλους, ὅμως ὁ βαθμός τῆς δόξας
τῶν δικαίων, ἡ ἀνάκρασή τους μέ τή φωτεινότητα τοῦ Θεοῦ καί ἡ λαμπρότητα
τῆς πνευματικῆς τους φύσεως δέν θά εἶναι ἡ ἴδια, ἀλλά θά ποικίλλει ἀνάλογα
μέ τό βαθμό τῆς προσωπικῆς τους οἰκειώσεως τοῦ ἀγαθοῦ τῆς σωτηρίας. Κατά
τούς λόγους τοῦ Κυρίου, στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν τά πνευματικά της ἀστέρια
δέν θά εἶναι τά ἴδια, δέν θά ἐκπέμπουν ὅλα τό ἴδιο φῶς, ἀλλά «ἀστήρ ἀστέρος
θά διαφέρει ἐν δόξῃ» [167], ὅπως θά ὑπάρχουν καί πολλές μονές «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ
Πατρός», ὅπου θά ἐνδιαιτῶνται οἱ῞Αγιοι [168]. ῾Η δόξα τῆς Θεοτόκου, λόγου
χάρη, καί τῶν ἄλλων μεγάλων ἁγίων, δέν θά εἶναι ὅμοια μέ αὐτήν πού θά ἔχει
ἕνας ἁπλός δικαιωμένος πιστός.

97
127. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἐκπέσει τῆς δικαιώσεως;
Βεβαίως μπορεῖ. ῞Οπως δηλαδή ὁ πιστός συμπράττων μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
μπορεῖ νά προχωρήσει στόν ἁγιασμό, τήν ἕνωσή του μέ τό Θεό καί τή δόξα του
κληρονομώντας τήν αἰώνια ζωή, ἔτσι ὁ ἴδιος, ἄν ἀδιαφορήσει γιά τό πνευματικό
ἀγαθό καί κυριευθεῖ ἀπό τό ἁμαρτητικό τῆς φύσεώς του καταπατώντας τό νόμο
τοῦ Θεοῦ καί πράττοντας ἔργα αἰσχύνης καί φθορᾶς, μπορεῖ νά ἐκπέσει τῆς
δωρεᾶς τοῦ῾Αγίου Πνεύματος καί νά χαθεῖ.
῾Η ἁμαρτία εἶναι τό μέτρο ἐκπτώσεως τοῦἀνθρώπου ἀπό τό ἀγαθό τῆς
δικαιώσεως. ῎Αν καί δέν εἶναι πάντα εὐχερής καί ἀκίνδυνη ἡ διάκριση τῶν
ἁμαρτημάτων, γίνεται ἀπό κοινοῦ παραδεκτό, ὅτι αὐτά διακρίνονται σέ δύο
ὁμάδες, τά συγγνωστά καί τά θανάσιμα. Τά πρῶτα εἶναι κοινά γιά ὅλους τούς
πιστούς. Μόνο ὁ Χριστός καί σέ κάποιο στάδιο ἡ Θεοτόκος ἐξαιρέθηκαν ἀπό
αὐτά (σχετική ἀναμαρτησία τῆς Παρθένου). Κατά τόν ἀδελφόθεο ᾿Ιάκωβο
«πολλά πταίομεν ἅπαντες» [169], ἐνῶ κατά τόν εὐαγγελιστή ᾿Ιωάννη «ἐάν
εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν
ἐν ἡμῖν (Α´᾿Ιωάν. 1,18). ᾿Ενδεικτικά ὁμοίως εἶναι καί τά λόγια τοῦ Κυρίου· «Καί
ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν» (Ματθ. 6,12).
Τά δεύτερα δέ, τά θανάσιμα, εἶναι σοβαρές παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ,
ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἄν δέν συγχωρηθοῦν μέ τή μετάνοια, θά ὁδηγήσουν στόν
πνευματικό θάνατο, δηλαδή τόν αἰώνιο ἀποχωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τή ζωή τοῦ
Θεοῦ. ῾Ως τέτοια ἡ Γραφή ἀναφέρει τά ἁμαρτήματα τοῦ Δαβίδ, τοῦ Σολομώντα
καί τοῦ Πέτρου, τά ὁποῖα βέβαια ἀπαλείφθηκαν μέ τή μετάνοια. ᾿Αντίθετα τό
παράπτωμα τοῦ ᾿Ιούδα, γιά τόν ὁποῖον εἶπε ὁ Κύριος ὅτι καλό θά ἦταν νά μήν
ἐρχόταν κἄν στόν κόσμο [170], τόν ὁδήγησε στήν ἀγχόνη καί τήν αἰώνια
ἀπώλεια. ᾿Ενδεικτικά, τέλος, εἶναι καί τά λόγια τοῦ ᾿Απ. Παύλου, ὁ ὁποῖος
διακρίνοντας τούς ἐργαζόμενους στό ναό σ’ ἐκείνους πού καταθέτουν χρυσό,
ἄργυρο, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτο, καλάμη, ἀπ’ αὐτούς πού φθείρουν τό ναό
τοῦ Θεοῦ, λέγει ὅτι αὐτός πού καταθέτει ξύλα, χόρτα καί καλάμη δύσκολα θά
σωθεῖ («ὡς διά πυρός»), ἐνῶ αὐτός πού φθείρει τό ναό τοῦ Θεοῦ θά καταστραφεῖ
[171].
Παράλληλα μέ τή διάκριση βαθμῶν ἁγιασμοῦ καί δόξας στή βασιλεία τῶν
οὐρανῶν, ὑπάρχει καί ἡ διάκριση βαθμῶν σκοτισμοῦ καί κολάσεων στό βασίλειο
τοῦ σκότους, πού θά εἶναι ἀνάλογη πρός τό βαθμό πωρώσεως στήν ἁμαρτία καί
τῆς ἐκπτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλιώτικα θά
βασανίζονται ὁ Σατανᾶς καί οἱ διαβόητοι ἁμαρτωλοί, ἀπό τούς ἁπλούς
παραβάτες τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Θά μοῦ πεῖτε βέβαια, ποιά σημασία θά ’χει, ἄν
οἱ κολαζόμενοι θά εἶναι σέ μεγάλη ἤ σέ μικρή φωτιά; Διαφοροποιοῦνται οἱ
καταστάσεις αὐτές; ῾Ο συλλογισμός αὐτός εἶναι βάσιμος. Φαίνεται ὅμως, ὅτι οἱ
καταστάσεις αὐτές εἶναι καθαρά προσωπικές, πού δέν μποροῦμε νά τίς ξέρουμε
ἐμεῖς πού βρισκόμαστε ἔξω ἀπ’ αὐτές. Μόλις μποῦμε στή διαδικασία φυσικά θά
τίς μάθουμε, ὅ μή γένοιτο! Καί δυό λόγια ἀκόμη. Τή διάκριση τῶν ἁμαρτημάτων
πού κάνει ὁ ἠθικός νόμος τήν υἱοθετεῖ καί τό ἀνθρώπινο δίκαιο, πού διακρίνει
τίς παραβάσεις τοῦ νόμου σέ πλημμελήματα καί ἐγκλήματα, τά ὁποῖα καί
ἀνάλογα τιμωρεῖ.

98
128. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως;
Εἶναι δύο: ἡ πίστη καί τά ἀγαθά ἔργα.
῾Η πίστη ἡ δικαιούσα τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι μόνο μία ἁπλή συγκατάθεση τοῦ
νοῦ στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μιά νοητική ἀποδοχή τοῦ θεωρητικοῦ
μέρους τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ὅπως αὐτές περιέχει ἡ θεία
ἀποκάλυψη (οἱ πηγές τῆς πίστεως). Μιά τέτοια πίστη εἶναι ἄχρηστη γιά τόν
ἄνθρωπο. Αὐτή μποροῦν νά ἔχουν καί τά δαιμόνια, πού πιστεύουν καί φρίσσουν
[172], χωρίς αὐτό νά τά βοηθεῖ σέ τίποτε. ᾿Αλλά, παράλληλα μέ τή νοητική
παραδοχή, ἡ πίστη εἶναι καί ἀφοσίωση τῆς ψυχῆς στό λυτρωτικό ἀγαθό,
ἔνθερμη πεποίθηση στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ [173] καί στροφή τῆς βούλησης στό
ἀγαθό καί τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πίστη πρέπει νά εἶναι καί ἔργο
καρδιᾶς ἠθικό.
Τά ἀγαθά ἔργα εἶναι καρπός τῆς πίστεως, πού ζωογονεῖται ἀπό τήν ἀγάπη πρός
τό Θεό καί τόν πλησίον. Τά ἔργα εἶναι ἡ ζωντανή πιστοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς
πίστεως [174], καί ὡς τέτοια ἔχουν τή θέση τους στή δικαίωση. ῾Ο τύπος ὁ
ἐκφράζων συνοπτικά τήν ὀρθόδοξη περί τῶν ὅρων τῆς δικαιώσεως ἀντίληψη,
εἶναι ἡ πρόταση: ῾Ο ἄνθρωπος δικαιοῦται (σώζεται) διά τῆς πίστεως «τῆς δι’
ἀγάπης ἐνεργουμένης» [175]. Τόσο ἡ πίστη ὅσο καί ἡ ἀγάπη (τά ἀγαθά ἔργα)
εἶναι οἱ ἀπαραίτητες συνθῆκες τῆς σωτηρίας. Λόγω δέ τῆς ἐμπεριχωρήσεως τῶν
ἐννοιῶν πίστη, ἀγάπη, ἀγαθά ἔργα, εἴτε ποῦμε ὅτι ἡ πίστη σώζει ἤ ἡ ἀγάπη ἤ τά
ἀγαθά ἔργα, λέμε ἕνα καί τό αὐτό πράγμα.
Τούς ὅρους τῆς δικαιώσεως κατά τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη διατυπώνει ἄριστα ἡ
῾Ομολογία τοῦ Δοσιθέου σέ ὅσα γράφει· «Πιστεύομεν μηδένα σῴζεσθαι ἄνευ
πίστεως. Καλοῦμεν δέ πίστιν τήν οὖσαν ἐν ἡμῖν ὀρθοτάτην ὑπόληψιν περί Θεοῦ
καί τῶν θείων, ἥτις ἐνεργουμένη διά τῆς ἀγάπης, ταὐτόν εἰπεῖν διά τῶν θείων
ἐντολῶν, δικαιοῖ ἡμᾶς παρά Χριστοῦ καί ταύτης ἄνευ τῷ Θεῷ εὐαρεστῆσαι
ἀδύνατον» [176]. Οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως ἄριστα διατυπώνονται καί στήν ἁγία
Γραφή. ῎Ετσι ὁ μέν ᾿Ιωάννης γράφει, ὅτι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ εἶναι «νά
πιστεύωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀγαπῶμεν
ἀλλήλους» [177] (σύνδεσμος πίστεως καί ἀγάπης), ὁ δέ ᾿Ιάκωβος «ἐξ ἔργων
δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος καί οὐκ ἐκ πίστεως μόνον» [178], ἐνῶ ὁ Παῦλος τονίζει
ὅτι «ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλά πίστις δι’
ἀγάπης ἐνεργουμένη» [179]. ᾿Εκ τῶν ἱερῶν τούτων συγγραφέων ὁ μέν ᾿Ιάκωβος
ἐξαίρει, σύμφωνα μέ τούς πρακτικούς σκοπούς τῆς ἐπιστολῆς του, ὡς ὅρο
δικαιώσεως τά ἀγαθά ἔργα ὡς καρπούς τῆς ζωντανῆς πίστεως, τά ὁποῖα
ἀντιβάλλει πρός τή νεκρή καί ἄχρηστη πίστη, τήν ὁποία ὁμολογοῦν καί τά
δαιμόνια. ῾Ο δέ Παῦλος ἐκφράζει τούς ὅρους τῆς δικαιώσεως στόν μεταξύ τους
ὀργανικό σύνδεσμο καί τήν ἀλληλουχία πίστεως καί ἀγάπης. Εἶναι ἀναντίρρητο
βέβαια ὅτι ὁ᾿Απόστολος σέ ἄλλα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του, ἐξαίρει μόνο τήν
πίστη ὡς ὅρο τῆς δικαιώσεως, ἀποκλείων τά ἔργα· «Λογιζόμεθα δικαιοῦσθαι
πίστει ἄνθρωπον χωρίς ἔργων νόμου» [180] καί «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ
ἔργων νόμου ἐάν μή διά πίστεως» [181]. ῞Ομως τά ἔργα αὐτά πού δέν μετέχουν
στή δικαίωση δέν εἶναι τά ἔργα πού βλαστάνουν διά τῆς χάριτος στήν καρδιά
τοῦ ἀναγεννημένου, ἀλλά τά ἔργα τοῦ νόμου τά ἐκτρέφοντα στήν ψυχή τό
αἴσθημα τῆς αὐτοδικαιώσεως καί τῆς ἐγωιστικῆς ἐγκαυχήσεως, ὅπως ἦταν τά

99
ὑποκριτικά ἔργα τῶν Φαρισαίων, τά ὁποῖα μέ σφοδρότητα ἐστηλίτευσε ὁ Κύριος
[182].
Σύμφωνα μέ ὅσα εἴπαμε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος σώζεται στό πεδίο τοῦ ἁγιασμοῦ,
ὅταν ἔχει πίστη φλογερή καί ζωντανή, ὁλόψυχη ἀφοσίωση στό λυτρωτικό ἔργο
τοῦ Χριστοῦ καί παράλληλα ἔχει ἀγάπη εἰλικρινή καί ἀνυπόκριτη στό Θεό καί
τούς ἀνθρώπους, πού ἐξωτερικεύεται σέ ἔργα αὐποιΐας πρός τό συνάνθρωπο,
ἔργα δυνάμενα νά φθάσουν μέχρι αὐτοθυσίας στή διακονία τοῦ πλησίον.

129. Ποιά εἶναι ἡ περί δικαιώσεως διδασκαλία τῶν Διαμαρτυρομένων;


῾Η περί δικαιώσεως τοῦἀνθρώπου προτεσταντική ἐκδοχή δέν εἶναι ὅμοια μέ τήν
ὀρθόδοξη καί τή ρωμαιοκαθολική. Δέν εἶναι ἐσωτερική ἀναγέννηση τῆς ψυχῆς
διά τῆς δυνάμεως τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅπως δέχονται αὐτές, ἀλλά
ἐξωτερική ἀπό τό Θεό ἀνακήρυξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς δικαίου, χωρίς νά
καταλογίζονται σ’ αὐτόν οἱ ἁμαρτίες του, ἕνεκα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἁπλά μιά δικαστική ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, χωρίς τό ἐσωτερικό περιεχόμενο
τοῦ πράγματος. ῾Η Αὐγουσταία ῾Ομολογία λέγει· «Δικαιοῦν κατά τήν δικανικήν
συνήθειαν σημαίνει ἀπολύειν τόν ἔνοχον καί κηρύττειν δίκαιον, ἀλλά διά ξένην
δικαιοσύνην, τήν μεταδιδομένην εἰς ἡμᾶς διά τῆς πίστεως», ὁ δέ τύπος τῆς
Συμφωνίας· «Τό ρῆμα δικαιοῦν ἐν τῷ ἔργῳ τούτῳ σημαίνει ἁπλῶς κηρύττειν
τινά δίκαιον, ἀπολύειν ἁπλῶς ἀπό τῶν ἁμαρτημάτων καί τῶν αἰωνίων δι’ αὐτά
ποινῶν διά τήν δικαιοσύνην τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀπό τοῦ Θεοῦ τῇ πίστει
καταλογιζομένην» [183].
Τά διδάγματα αὐτά τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἐπηρεαζόμενα ἀπό τήν περί
ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τους, δέν εἶναι
σωστά. ῾Η ἐξωτερική δικαστική ἀπόφαση καί ἡ κήρυξη ἑνός ὡς δικαίου ἰσχύει
μόνο γιά τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι κρίνοντες ἐξωτερικά καί ἐπί τῇ βάσει
ἀποδείξεων, δέν εἶναι σέ θέση νά γνωρίζουν τό ἐσωτερικό βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ
ἀνθρώπου καί μποροῦν καμιά φοράἐ λλείψει μαρτυριῶν καί τεκμηρίων ν’
ἀνακηρύξουν ἔνοχο τόν ἀθῶο καί ἀντίστροφα ἀθῶο τόν ἔνοχο. Στόν πάνσοφο
ὅμως καί δίκαιο Θεό δέν ἰσχύουν τέτοιες κρίσεις. Παρόλο ὅτι ὑπάρχουν χωρία
στή Γραφή μέ τήν ἔννοια τῆς δικαστικῆς ἀποφάσεως, ὅμως σέ ὅλες αὐτές τίς
περιπτώσεις ἡ ἀνακήρυξη ἀπό τό Θεό κάποιου ὡς δικαίου δέν μπορεῖ νά εἶναι
ἄσχετη πρός τήν ἐσωτερική του δικαίωση, πού δημιουργεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Αν
δέν συμβαίνει αὐτό, ὁ Θεός κρίνει ψευδῶς ἀνακηρύσσοντας δίκαιο τόν ἄδικο,
πράγμα πού φθείρει βάναυσα τήν ἔννοια τῆς θείας ἁγιότητας καί δικαιοσύνης.
Τό χωρίο τῆς Γραφῆς «οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου... δικαιωθήσονται» [184],
ἐντάσσεται στή σειρά τῆς πιό πάνω σκέψεως. Στή μέλλουσα ζωή ὁ Θεός θ’
ἀναγνωρίσει ὡς δίκαιους ὄχι τούς ἀκροατές ἀλλά τούς ποιητές τοῦ νόμου. ῾Η
ἀναγνώριση ὅμως αὐτή –γιά νά εἶναι ἀληθινή– προϋποθέτει τήν ἐσωτερική
δικαιοσύνη τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁποία ἔφτασε αὐτός μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
᾿Αλλά καί ὅλες οἱ ἄλλες θέσεις τῆς Γραφῆς, ὅπου ἡ ἔννοια τῆς δικαιώσεως
περιγράφεται ὡς ἔκπλυση τῶν ἁμαρτιῶν διά τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς
ἐσωτερική ἀνακαίνιση καί ἁγιασμός, ἀντίκεινται πρός τήν ἔννοια τῆς
δικαιώσεως ὡς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει, λοιπόν, νά
χωρίζονται οἱἔννοιες «δικαίωσις» καί «ἁγιασμός», ἀλλά νά βρίσκονται σέ
ὀργανικό σύνδεσμο σάν δύο σκέλη τῆς αὐτῆς πραγματικότητας. ῾Ο ἁγιασμός

100
βέβαια ἀκολουθεῖ στή δικαίωση, ἐπιτυγχανόμενος μέ τή συνέργεια Θεοῦ καί
ἀνθρώπου, ὅμως δέν πρέπει ν’ ἀποχωρίζεται ἐκείνης, ἀποτελώντας τή δυναμική
ἀξιοποίηση τῆς δικαιώσεως.
᾿Αλλά καί ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ὡς πραγματικῆς καταστάσεως στόν ἄνθρωπο,
ἡ ὁποία τόν ἀποξενώνει ἀπό τόν Θεό, φθείροντας τήν ὑπόστασή του, κρατύνει
τήν ἀντίληψη τῆς δικαιώσεως ὡς θετικῆς καταστάσεως, ὡς πραγματικῆς
ἀναγεννήσεως τῆς φύσεώς του. ῞Οτι, τέλος, καί τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ
ὡς ἀνακαίνιση καί θέωση τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, χάνει μέ τήν
προτεσταντική ἐκδοχή τό ἀληθινό νόημά του, δέν εἶναι δύσκολο νά καταδειχθεῖ.

130. Ποιοί εἶναι οἱ ὅροι τῆς δικαιώσεως κατά τούς Διαμαρτυρομένους;


Κατά τήν προτεσταντική ἐκδοχή κύριος καί ἀποκλειστικός ὅρος τῆς δικαιώσεως
εἶναι ἡ πίστη. Σ’ αὐτή δέν ἔχουν θέση τά ὅποια ἔργα τοῦ ἀνθρώπου εἴτε κατά τό
προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως εἴτε μετα ταῦτα. ῾Ο ἀποκλεισμός
τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἀπό τή δικαίωση καί σωτηρία εἶναι φυσική ἀκολουθία τῶν
περί ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδαγμάτων τοῦ
Προτεσταντισμοῦ. ᾿Εφόσον κατά τή βασική προτεσταντική ἀρχή διά τῆς
πτώσεως καταστράφηκε ὁλοσχερῶς τό «κατ’ εἰκόνα» μέ συνέπεια νά νεκρωθεῖ ἡ
πνευματική φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι καλό κι ἄν κάνει αὐτός φέρει τό
χαρακτήρα τῆς ἁμαρτίας καί εἶναι ἀδύνατο νά συμβάλει στή σωτηρία του.
῾Επομένως μόνο διά τῆς χάριτος καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά δικαιωθεῖ
καί νά σωθεῖ ὁ ἁμαρτωλός. Σ’ αὐτήν ἀνάγεται ὁ ἄνθρωπος ἀποκλειστικά διά τῆς
πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχή, τό μέσον καί τό τέλος τῆς σωτηρίας. ῾Η σώζουσα
πίστη δέν εἶναι φυσικά ἡ ἁπλή ἀποδοχή τῶν ἀληθειῶν τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως,
ἔργο δηλαδή νοητικό, ἀλλά ἡ πεποίθηση στή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀφοσίωση
στήν ἀξιομισθία τοῦ Χριστοῦ, μέ τή δύναμη τῆς ὁποίας συγχωροῦνται οἱ
ἁμαρτίες.
῾Η πίστη φυσικά θά ἔχει σάν φυσική ἀκολουθία της καλούς καρπούς, τήν ἀγάπη
καί τά ἀγαθά ἔργα. ῞Οπως ὅμως αὐτά παρόντα τίποτε δέν συνεισφέρουν στή
δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί ἀπόντα δέν μποροῦν νά τήν παραβλάψουν. Τά
ἀγαθά ἔργα εἶναι φυσικά ἀναγκαῖα, ἡ ἀναγκαιότητα ὅμως αὐτή ὀφείλεται στό
ὅτι εἴτε εἶναι ἐντάλματα τοῦ Θεοῦ εἴτε ὅτι εἶναι καρποί τῆς πίστεως. Πρός τή
σωτηρία ὅμως δέν ἔχουν καμία σχέση, οὔτε συμβάλλονται στή δικαίωση ἤ στήν
αὔξηση τῆς δικαιώσεως ἤ καί στήν παραμονή στή χάρη, καθόσον οἱ πιστοί
φρουροῦνται «ἐν δυνάμει Θεοῦ διά πίστεως εἰς σωτηρίαν ἑτοίμην
ἀποκαλυφθῆναι ἐν καιρῷ ἐσχάτῳ» [185].
᾿Ηπιότερη εἶναι ἡ περί ἀγαθῶν ἔργων διδασκαλία τῆς ᾿Αγγλικανικῆς
᾿Εκκλησίας (χωρίς βέβαια νά ἐξομαλύνονται πλήρως οἱ διαφορές της μέ τήν
ὀρθόδοξη ἀντίληψη), ἡ ὁποία στό 12ο ἄρθρο της λέγει, ὅτι τά ἀγαθά ἔργα ἄν καί
εἶναι ὁ καρπός τῆς πίστεως καί ἀκολουθοῦν στή δικαίωση, δέν μποροῦν μέν νά
ἐκπλύνουν τίς ἁμαρτίες μας καί νά ἀντέξουν στήν αὐστηρότητα τῆς κρίσεως τοῦ
Θεοῦ, ὅμως εἶναι ἀρεστά στό Θεό ἐν Χριστῷ, ἐκπηγάζοντα ἀναγκαίως ἀπό τήν
ἀληθινή καί ζωντανή πίστη, τῆς ὁποίας ἐκφράζουν τή ζωτικότητα καί διά τῶν
ὁποίων αὐτή γνωρίζεται, ὅπως γνωρίζονται τά δένδρα ἀπό τούς καρπούς τους.

101
131. Εἶναι τά ἀγαθά ἔργα ἀξιόμισθα;
Σέ ἀντίθεση μέ τήν προτεσταντική ἀρχή ἡ ὁποία ἀποκλείει τά ἀγαθά ἔργα ἐκ
τῆς δικαιώσεως καί σωτηρίας, δεχόμενη ὅτι ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο ἀπό τή
χάρη τοῦ Θεοῦ διά τῆς πίστεως, ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀναγνωρίζει τή θέση τῶν
ἀγαθῶν ἔργων στή δικαίωση, ὄχι βέβαια ἐκείνων πού γίνονται κατά τό
προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως (γιατί ἡ ψυχή τοῦἀνθρώπου εἶναι
ἀκόμα μολυσμένη), ἀλλά τῶν ἔργων πού γίνονται μέ τήν πνοή τῆς χάριτος στίς
ἀναγεννημένες ψυχές, ἀπονέμοντας σ’ αὐτά σχετική ἀξιομισθία. Τά ἀγαθά
ἔργα, ὡς καρποί καί ἔνδειξη τῆς ζωντανῆς πίστεως, ἀποτελοῦν ἀπαραίτητη
ὑποκειμενική συνθήκη γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Σώζονται μόνο οἱ ἄξιοι
πιστοί, αὐτοί πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιοποιοῦν στή ζωή τους τό ἀγαθό τῆς
δικαιώσεως. Λέγουμε δέ σχετική ἀξιομισθία, γιά νά τήν ἀντιδιαστείλουμε ἀπό
τήν ἀπόλυτη, ἡ ὁποία δέν ταιριάζει στά πλάσματα.
Καί εἶναι βέβαια ἀλήθεια –ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα– ὅτι σέ ἀρκετά χωρία
τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἡ δικαίωση καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τῆς θείας
χάριτος. Στά χωρία ὅμως αὐτά δέν ἀποκλείεται ρητά ἡ σχετική ἀξιομισθία τῶν
ἀγαθῶν ἔργων. ῎Ετσι στό κλασικό χωρίο, στό ὁποῖο ἐπιμένουν πολύ οἱ
Διαμαρτυρόμενοι· «τῇ χάριτι ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως καί τοῦτο οὐκ ἐξ
ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον· οὐκ ἐξ ἔργων ἵνα μή τις καυχήσηται» [186], τίποτε δέν
λέγεται περί δικαιώσεως χωρίς ἔργα, ἤ ὅτι ἡ ἠθική ζωή δέν ἀσκεῖ ροπή ἐπί τῆς
σωτηρίας τῶν χριστιανῶν. ῾Ο ᾿Απόστολος λέγει γενικά στούς ᾿Εφεσίους, ὅτι
ἐσεῖς πού ζούσατε στά σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας, σωθήκατε μέ τή δωρεά τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ, μή μπορώντας ἔτσι νά καυχηθεῖτε γιά τά ὅποια καλά ἔργα
σας.
῾Η γενικώτερη ὅμως διδασκαλία τῆς Γραφῆς συνηγορεῖ ὑπέρ τῆς σχετικῆς
ἀξιομισθίας τῶν ἀγαθῶν ἔργων. Σέ πλῆθος χωρίων [187] της ἡ αἰώνια ζωή
παρουσιάζεται ὡς ἀμοιβή, ἡ δέ σωτηρία τίθεται σέ οὐσιώδη συνάφεια μέ τά
ἀγαθά ἔργα. Θά μνημονεύσουμε ἁπλᾶ τή Β´ πρός Κορινθ. ἐπιστολῆς (5,10), ὅπου
λέγεται· «Τούς γάρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ
Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος, πρός ἅ ἔπραξεν εἴτε
ἀγαθόν εἴτε κακόν» καί τῆς περικοπῆς Ματθ. 25,31-46, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θά
συναχθοῦν ἐνώπιον τοῦ κριτηρίου τοῦ Χριστοῦ γιά νά κριθεῖ ἕκαστος ἀνάλογα
μέ τά ἔργα του, ἀγαθά ἤ κακά, κληρονομώντας ἀντίστοιχα εἴτε τήν αἰώνια ζωή
εἴτε τήν αἰώνια κόλαση.
Οἱ αἰτιάσεις τῶν Διαμαρτυρομένων, ὅτι ἡ ὀρθόδοξη περί ἀγαθῶν ἔργων
ἀντίληψη αἴρει τό ἀπόλυτο τῆς θείας χάριτος, μειώνει τήν ἀξιομισθία τοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ καί ἐκτρέφει τόν ἐγωισμό καί τήν αὐτοπεποίθηση στίς ψυχές τῶν
ἀνθρώπων, μπορεῖ μέν νά ἔχουν βάση σέ περιπτώσεις ἐκτροπῆς ἀπό τό γνήσιο
χριστιανικό πνεῦμα σέ ἀστήρικτες ψυχές, ὄχι ὅμως καί σ’ ἐκεῖνες πού μέ φόβο
καί τρόμο κατεργάζονται τή σωτηρία τους [188]. Τόν ἐγωισμό καί τήν
αὐτοπεποίθηση ἐκτρέφουν τά ἔργα τοῦ παλαιοῦ νόμου, τά ὁποῖα τόσο ἔντονα
καυτηρίασε ὁ Παῦλος. ῎Αλλωστε τά ἀγαθά ἔργα, ὡς ἤδη σημειώσαμε, εἶναι
σχετικῶς ἀξιόμισθα. Δέν εἶναι αὐτοδύναμα, ἀλλά προϊόντα τῆς χάριτος τοῦ
Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀμείβοντας αὐτά στεφανώνει τά ἴδια τάἔργα του.

102
132. ῾Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;
῾Η θεωρία περί δύο δικαιώσεων διατυπώθηκε ἀπό προτεστάντες θεολόγους,
υἱοθετηθείσα καί ἀπό ὀρθοδόξους (᾿Αντώνιος, Μακάριος, Δαμαλᾶς) γιά νά
συμβιβασθεῖ ἡ διδασκαλία τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία ἄλλοτε μέν ὁμιλεῖ περί
δικαιώσεως καί σωτηρίας ἐκ πίστεως, ἄλλοτε δέ διά πίστεως ἐνεργουμένης ἐν
ἀγάπῃ. Κατά τή θεωρία, ἡ δικαίωση διά πίστεως τελεῖται ἐδῶ κάτω στή γῆ, ἐνῶ ἡ
δεύτερη διά πίστεως καί ἀγαθῶν ἔργων θά γίνει κατά τήν καθολική κρίση. ῾Ο
Χριστός δηλαδή ὅσους ἐδικαίωσε κατά τό βάπτισμα διά τῆς πίστεως, θά
δικαιώσει γιά δεύτερη φορά κατά τήν κρίση μέ βάση τήν πίστη καί τά ἀγαθά
ἔργα τους. Στή δεύτερη περίπτωση ἡ δικαίωση συμπίπτει μέ τή σωτηρία.
Σχηματικά ἡ θεωρία αὐτή εἶναι ὀρθή. Δεδομένου δέ, ὅτι ὅσοι δικαιώνονται στό
βάπτισμα δέν διαπτύσσουν τή δικαίωσή τους σέ βίο θεοφιλή καί ἐνάρετο
προαγόμενοι μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος στό πεδίο τοῦ ἁγιασμοῦ, εἶναι λογικό ὁ
Θεός νά σώσει μόνο ἐκείνους, πού πίστευσαν καί συγχρόνως παρήγαγαν ἔργα
ἀγαθά. Οὐσιαστικά ὅμως φαίνεται περιττή καί χωρίς περιεχόμενο ἡ διαίρεση
τῆς μίας δικαιώσεως σέ δύο, στήν ἐπίγεια καί τήν ἐπουράνια. ῾Η δεύτερη
δικαίωση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἔσχατη κρίση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θά
κρίνει καί θά σώσει τόν κόσμο, σταθμώμενος τή δικαίωση, πού ἔφερε
ὁἄνθρωπος κατά τή στιγμή τοῦ θανάτου του, ἄν δηλαδή οἰκειοποιήθηκε τό
λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἔζησε μέ πίστη στό Σωτήρα καί παρήγαγε ἔργα
ἀγαθά καί ἐνάρετα. ῾Η μία δηλαδή πίστη ἡ ἐν ἀγάπῃ ἐνεργουμένη, ἡ ὁποία
ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς δικαιώσεως, ἁπλά θά ἐπιβραβευθεῖ ἀπό τό Θεό ὡς
σωτηρία πλέον καί εἴσοδος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

103
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´

Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ

133. Εἶναι δυνατή ἡ πλήρωση τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου;


῾Ο εὐαγγελικός νόμος ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό καταγράφτηκε
στίς δύο διαθῆκες του, τήν Παλαιά καί τήν Καινή. ᾿Εφόσον δέ τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἅγιο, ἔτσι καί ὁ νόμος ὁ ἐκφράζων αὐτό εἶναι ἅγιος. ῾Ο νόμος
ἐκφράζεται μέ τή μορφή ἐντολῶν, τίς ὁποῖες ὁ πιστός καλεῖται νάἐκτελεῖ. Μέ
τήν τέλεση τῶν ἐντολῶν ἐμπνεομένων ἀπό τήν πίστη καί τή ζωογόνο πνοή τῆς
χάριτος, ὁ χριστιανός πιστοποιεῖ τήν κλήση του, ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία
του ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, προάγεται στήν ἀρετή καί τήν
πνευματική του τελείωση καί γίνεται ἄξιος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Διά τῆς
πιστῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος σώζεται. ᾿Αντίθετα, ἄν
παραλείπει τήν τήρηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ἤ καί καταπατεῖ αὐτόν, ὡς συνέπεια
θά ἔχει τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του.
Εἶναι ὅμως ἐφικτή ἡ πλήρης καί τέλεια πλήρωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ; ῞Οπως καί
σέ ὅλες τίς ἄλλες καταστάσεις, τό ἀπόλυτο καί τέλειο διαφεύγει τίς ἀνθρώπινες
δυνατότητες. Τό τέλειο εἶναι μόνο γιά τόν τέλειο Θεό, ὄχι γιά τόν πεπερασμένο
ἄνθρωπο. ῎Αν ὅμως τό ἀπολύτως τέλειο ἰσχύει μόνο γιά τό Θεό, γιά τά
πλάσματα ἰσχύει τό σχετικῶς τέλειο. ῾Ο ἄνθρωπος δηλαδή πράττοντας τό νόμο
τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀπομάξει τό εὐαγγελικό ἰδεῶδες τό σύμμετρο πρός τίς
ἠθικοπνευματικές του δυνάμεις, τελώντας ἐλεύθερα τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί
ἐπικουρούμενος ἀπό τήν τελειωτική χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῞Οσοι
ἰσχυρίζονται, ὅτι στά σχετικά ἀνθρώπινα πλαίσια εἶναι ἀδύνατη ἡ πλήρωση τοῦ
εὐαγγελικοῦ ἰδεώδους δέν ἔχουν δίκαιο. Αὐτό θ’ ἀποτελοῦσε κατασυκοφάντηση
τοῦ ἁγίου Θεοῦ, πούἐπιτάσσει στούς ἀνθρώπους ἐντάλματα, τά ὁποῖα
ἀδυνατοῦν νά ἐκτελέσουν. Φυσικά ἡ πλήρωση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι
πάντοτε εὔκολη, ἀδύνατη δέ στίς δυνάμεις τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου. Μόνο στό
πεδίο τῆς χάριτος μπορεῖ νά ἐκπληρώσει ὁ πιστός τά ἐντάλματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό
θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τήν ἰδιοφυΐα καί τίς ὅποιες ἄλλες δυνατότητές του. ῎Αλλοι
μέν, οἱ ἅγιοι, φθάνουν στήν τελείωσή τους, ἄλλοι ἁπλῶς τήν πλησιάζουν, ἐνῶ
ἄλλοι μένουν μακριά. ᾿Εν πάση ὅμως περιπτώσει ἡ κατά τό δυνατόν πλήρωση
τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά ὅλους ἐφικτή καί ἐπιτακτική.

134. Ποιά εἶναι τά ἔργα τάὁποῖα ὀφείλει νά τελεῖ ὁ ἀναγεννημένος πιστός;


α) Αὐτά πού εἶναι ὑποχρεωτικά γιά ὅλους τούς πιστούς. Εἶναι οἱἐντολές τοῦ
Θεοῦ πού ὑπάρχουν στίς δύο Διαθῆκες του, κυρίως στό Δεκάλογο τῆς Π.
Διαθήκης. ῾Ο κάθε πιστός πρέπει, κατά τό μέτρο τῶν δυνάμεων καί τῶν
δυνατοτήτων του, νά τηρεῖ τό νόμο τοῦ Θεοῦ [189], νά μή φονεύει, νά μή
μοιχεύει, νά μήν κλέβει, νά ἀγαπᾶ τό Θεό καί τόν πλησίον του κ.λπ. ῾Η
καταπάτηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ συνεπάγεται τήν τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου, σέ
ἀκραῖες δέ περιπτώσεις καί ἄν δέν διορθωθεῖ ἐν τῷ μεταξύ, μπορεῖ ὁ ἁμαρτωλός
τελικά νά κατακριθεῖ καί νά χάσει τήν ψυχή του.

104
β) Τά ἔργα πού δέν εἶναι ὑποχρεωτικά γιά ὅλους, ἡ πλήρωση τῶν ὁποίων
ἀφήνεται στήν ἐλεύθερη προαίρεση τοῦἀνθρώπου. Τά ἔργα αὐτά ὀνομάζονται
εὐαγγελικές παραινέσεις (συμβουλές). Αὐτές εἶναι συνήθως τρεῖς· ἡ παρθενία, ἡ
ἀκτημοσύνη καί ὁ μοναχικός βίος. Τά ἔργα αὐτά δέν δευσμεύουν ὅλους τούς
πιστούς, ἀλλά μόνον ὀλίγους, αὐτούς πού θέλουν ἐλεύθερα νά τά ἀναλάβουν.
Οἱ εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι καθ’ ἑαυτές ἀξιόμισθες. Εἶναι μέν ἔργα
ἐπαινετά, ὄχι ὅμως καί ἀξιόμισθα. ῾Η ἀξίωση, λόγου χάρη, ὅτι τό νά μένει κανείς
ἄγαμος καί νά νηστεύει κάνει κάτι ἀξιόμισθο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἐπικίνδυνη, γιατί ὑποτιμᾶ τόν γάμο σάν κάτι ἀκάθαρτο καί διακρίνει τίς τροφές
σέ κατακριτέες καί μή, κάτι πού ἀντιβαίνει στό γενικότερο πνεῦμα τοῦ
Εὐαγγελίου. ᾿Εντούτοις, ἄν οἱ εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι ἀξιόμισθες,
εἶναι ὡστόσο μέσα ἀξιόλογα νά πράττει κανείς εὐχερέστερα τήν ἀρετή καί νά
διακονεῖ ἀπερίσπαστα τόν Κύριο. Εκ τοῦ λόγου τούτου εἶναι προτιμητέες καί γιά
ὁρισμένους ἀνθρώπους καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, ἀναγκαῖες καί
ἐπιβαλλόμενες. ῞Οτι οἱ παραινέσεις δέν εἶναι ὑποχρεωτικές γιά ὅλους, δηλώνουν
τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τόν πλούσιο νεανίσκο· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε
πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί
δεῦρο ἀκολούθει μοι» [190], ὅπου ἡ τέλεια ἀκτημοσύνη καί ἡ ἀποστολική
μαθητεία ἀφήνονται στήν προαίρεση τοῦ νεανίσκου, ὅπως καί τό παράδειγμα
τοῦ Ζακχαίου, ὁ ὁποῖος ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Κύριο ὡς υἱός ᾿Αβραάμ μέ τήν
προαιρετική προσφορά τοῦ μισοῦ μέρους τῆς περιουσίας του [191]. ῞Οτι ὅμως οἱ
περιπτώσεις τῶν ᾿Αποστόλων καί ἄλλων ἀσκητῶν καί ἁγίων, οἱ ὁποῖοι,
ἐγκαταλείψαντες τά πάντα ἀφιερώθηκαν ὁλόψυχα στή διακονία τοῦ Κυρίου,
εἶναι κάτι ἐντελῶς διαφορετικό ἀπό τή συμπεριφορά τοῦ νεανίσκου τοῦ μή
δυναμένου ν’ ἀποκολληθεῖ ἀπό τά ὑπάρχοντά του, εἶναι φανερόν.
᾿Ενδεικτικές ἐπίσης εἶναι καί οἱ παραινέσεις τοῦ᾿Απ. Παύλου· «Λέγω δέ τοῖς
ἀγάμοις καί ταῖς χήραις καλόν αὐτοῖς, ἐάν μένωσιν ὡς κἀγώ» [192]. ᾿Εδῶ ὁ
᾿Απόστολος προτείνει ἁπλῶς τήν ἀγαμία σάν κάτι πού διευκολύνει τήν
ἀπερίσπαστη διακονία τοῦ Εὐαγγελίου, δεδομένου μάλιστα ὅτι ὁ «γαμήσας
μεριμνᾷ τά τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί» [193]. ᾿Από τήν ἄλλη ὁ αὐτός
᾿Απόστολος τοποθετεῖ τήν ἀγαμία πιό πάνω ἀπό τόν γάμο· «῾Ο ἐκγαμίζων
καλῶς ποιεῖ, ὁ δέ μή ἐκγαμίζων κρεῖττον ποιεῖ» [194]. Τότε μόνον εἶναι
προτιμότερος ὁ γάμος ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντέχει τήν πύρωση τῆς σάρκας·
«Κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἤ πυροῦσθαι» [195].
῾Υπάρχει βέβαια καί ἡ ἀντίληψη, ὅτι ἡ διάκριση τῶν ἁπλῶν καθηκόντων ἀπό τίς
εὐαγγελικές παραινέσεις δέν εἶναι σωστή, ἕνεκα τῶν ἐκτάκτων δώρων καί
δυνάμεων μέ τίς ὁποῖες εἶναι ἐφοδιασμένοι οἱ ἀναλαμβάνοντες τίς εὐαγγελικές
συμβουλές, οἱ ὁποῖες εἶναι σ’ αὐτή τήν περίπτωση ἁπλά καθήκοντα γιά τούς
δυναμένους. ῾Η ἄποψη ὅμως αὐτή δέν εἶναι σωστή. Τά μεγάλα ἀπό τό Θεό δῶρα
δέν ἀρκοῦν πάντοτε γιά τήν ἀνάληψη τῶν εὐαγγελικῶν παραινέσεων, ἀλλ’
ἀπαιτεῖται παράλληλα καί ἡ ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου, πράγμα πού δέν
συμβαίνει πάντοτε, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἱστορική πείρα. ῾Υπάρχουν δηλαδή
ἄνθρωποι, πού ἄν καί ἔλαβαν ἔκτακτα χαρίσματα ἀπό τό Θεό, ὅμως δέν
ἀνέλαβαν τίς εὐαγγελικές παραινέσεις, πολλές δέ φορές περιῆλθαν στήν ἠθική
κατάπτωση καί τή διαφθορά.

105
Τό πράγμα βέβαια διαφέρει, ἄν μελετηθεῖ ἀπό τήν ὑποκειμενική του πλευρά.
῞Οσο περισσότερο προχωρεῖ κανείς στό στάδιο τῆς ἠθικῆς τελειώσεως, τόσο
περισσότερο συνειδητοποιεῖ τήν πνευματική του κατάσταση καί ἐκεῖνο πού οἱ
πολλοί θεωροῦν ὡς ἔκτακτο ἔργο καί ὑψηλή ἀποστολή, αὐτός τό θεωρεῖ ὡς ἁπλό
χρέος καί ἐπιταγή, ὡς καθῆκον τόὁποῖον ὀφείλει νά ἐπιτελέσει ὡς «ἀχρεῖος
δοῦλος» [196]. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει κατ’ ἀνάγκη καί τήν ἐξ ἀντικειμένου
ἐξάλειψη τῆς διακρίσεως τῶν ἁπλῶν ἐντολῶν ἀπό τίς εὐαγγελικές παραινέσεις.

135. Τί φρονοῦν σχετικά οἱ Ρωμαιοκαθολικοί;


Φαίνεται μᾶλλον νά παραθεωροῦν τήν ἐξ ὑποκειμένου ἐκτίμηση τῶν ἐκτάκτων
ἔργων. Τά ἔργα αὐτά κατ’ αὐτούς εἶναι ὑπέρτακτα , δηλαδή ξεφεύγουν ἀπό τόν
κύκλο τῶν κοινῶν καθηκόντων τοῦ ἀνθρώπου καί ἔχουν περισσεύουσαν
ἀξιομισθία, ἡ ὁποία μπορεῖ νά διατεθεῖ ὑπέρ τῶν ὑστερούντων μελῶν τῆς
᾿Εκκλησίας. Τά διδάγματα αὐτά εἶναι ἐπιλήψιμα καί ἐπικίνδυνα. ᾿Επιλήψιμα,
διότι ἡ ἔννοια τῆς περισσεύουσας ἀξιομισθίας τῶν ὑπερτάκτων ἔργων
προσκρούει στήν ἀξιομισθία τοῦ Κυρίου διά τῆς ὁποίας συγχωροῦνται οἱ
ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, καί στή χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος διά τῆς ὁποίας
τελοῦνται ὅλα τά ἀγαθά ἔργα. ᾿Επικίνδυνα δέ, γιατί προσκρούουν στήν
εὐαγγελική ταπείνωση καί ὁδηγοῦν στό φαρισαϊσμό. Βέβαια ἡ διάκριση τῶν
ὑπερτάκτων ἔργων γενικά δέν εἶναι ἀντίθετη πρός τήν ἀντίστοιχη ὀρθόδοξη
θεώρηση, ὅπως τήν εἴδαμε πιό πάνω. ῾Η διαφορά ἀρχίζει ἀπό τό στοιχεῖο τῆς
περισσεύουσας ἀξιομισθίας τῶν ἔργων τούτων, ἐπί τῶν ὁποίων θά στηθεῖ ἡ
διδασκαλία τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας περί θησαυροῦ ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων καί
διανομῆς της στούς ἔχοντας ἀνάγκη πιστούς. Τά διδάγματα αὐτά εἶναι ἐντελῶς
ἀσύστατα, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια.

136. Τί διδάσκουν περί ἔργων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


᾿Αφ’ ἑνός μέν δέν δέχονται τή διάκριση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ σέ ἐντολές καί
συμβουλές, καμία δέ ἀξία δέν ἀπονέμουν στήν ἀγαμία, τίς νηστεῖες, τό
μοναχικό βίο κ.τ.ὅ., ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν ἀποδέχονται τήν πλήρη τέλεση τοῦ θείου
νόμου, θεωροῦντες, ὅτι κάθε ἔργο ἀγαθό, αὐστηρά κρινόμενο, εἶναι ἀπόβλητο
ἀπό τό Θεό καί ἀξιοκατάκριτο.
Εἶναι φανερό, ὅτι στά διδάγματα αὐτά ὁδηγοῦνται οἱ Διαμαρτυρόμενοι
ἐπηρεαζόμενοι ἀπό τίς ἀνθρωπολογικές τους ἀντιλήψεις. ᾿Εφ’ ὅσον διά τῆς
πτώσεως καταστράφηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί νεκρώθηκε
πνευματικά ἡ φύση του, ὁ πεσμένος στήν ἁμαρτία ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά
πράξει τό ἀγαθό, πολύ δέ λιγότερο νά τελέσει τόν εὐαγγελικό νόμο. Κατ’ αὐτούς
ἡ τέλεση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἰδανικό ἀνέφικτο σέ κάθε ἄνθρωπο. Οἱ
Διαμαρτυρόμενοι συγχέουν, ὡς φαίνεται, τό ἄπειρο θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο
ὄντως εἶναι ἀνέφικτο σέ κάθε κτιστή φύση, ἀπό τήν πρακτική ἐφαρμογή του ὑπό
τή μορφή ἐντολῶν, πού εἶναι ἔστω καί δύσκολα ἐφικτή στόν ἄνθρωπο. Στό πεδίο
τῆς χάριτος οἱ πιστοί, ἐπικουρούμενοι ἀπό τήν ἐνίσχυση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος,
μποροῦν νά πλησιάσουν τό ἠθικό ἰδεῶδες τοῦ Εὐαγγελίου, ἄλλοι περισσότερο
καί ἄλλοι ὀλιγότερο, ἀνάλογα μέ τόν τύπο τοῦ καθενός, τίς δυνατότητες πού
ἔχει καί τίς περιστάσεις τῆς ζωῆς.

106
῾Η πιό πάνω διδασκαλία τοῦ Προτεσταντισμοῦ δέν εἶναι σύμφωνη μέ τή
διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἐπιτάσσει ἐμφαντικά τήν τέλεση τῶν
θείων ἐντολῶν, ἀπό τήν ὁποία ἐξαρτᾶ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ῞Οπως δέ εἶναι
παράλογο νά ζητεῖ κανείς ἀπό κάποιον νά κάνει τό ἀνέφικτο καί ἀκατόρθωτο,
πολύ περισσότερο εἶναι ἀκατατανόητο πῶς ὁ ἅγιος καί δίκαιος Θεός μπορεῖ ν’
ἀπαιτεῖ τήν τέλεση τοῦ νόμου του, ἡ ὁποία εἶναι ἀνέφικτη στόν ἄνθρωπο.
῎Επειτα εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητη ἡ τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν γιά τίς ὅποιες
παραβάσεις τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Διότι, οἱ θεῖες ἐντολές ἤ εἶναι δυνατές καί
συνεπῶς ἀναγκαῖες, ἡ δέ παράβασή τους συνεπάγεται τιμωρία καί ποινές, ἤ
εἶναι ἀνέφικτες, ὁπότε ἡ παράβασή τους δέν εἶναι ἐπικριτέα καί κολάσιμη.

137. Τί διδάσκει περί παραβάσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου ἡ ὀρθόδοξη


᾿Εκκλησία;
Περί τοῦ θέματος αὐτοῦ κάναμε λόγο καί στά προηγούμενα. Στήν ὀρθόδοξη
θεολογία, συμφωνούσης καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς, τά ἁμαρτήματα τῶν
Χριστιανῶν δέν εἶναι ὅλα ἴσα μεταξύ τους (αὐτό δίδασκαν στήν ἀρχαιότητα οἱ
Στωϊκοί), ἀλλά διακρίνονται σέ μεγαλύτερα καί μικρότερα, σέ ἀκούσια καί ἐκ
προθέσεως, σέ ἁμαρτήματα ἀπό ἀσθένεια καί διαστροφή, σ’ αὐτά πού
ἀποδιώκουν τήν χάρη καί σ’ ἐκεῖνα πού μποροῦν νά συνυπάρχουν μαζί της, μέ
μιά λέξη σέ θανάσιμα καί συγγνωστά.
Θανάσιμα εἶναι τά μεγάλα καί σοβαρά ἐκεῖνα ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα
ἀποχωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, διώχνουν τή χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος
καί παγώνουν στίς ψυχές τήν ἀγάπη πρός τό Θεό καί τόν πλησίον. ῾Ως τέτοια
ἁμαρτήματα φέρονται ἑπτά: ὑπερηφάνεια, πλεονεξία, πορνεία, φθόνος,
γαστριμαργία (κοιλιοδουλία), μνησικακία καί ἡ ἀκηδία (πνευματική χαύνωση
καί ἀδιαφορία). Τά ἁμαρτήματα αὐτά συγχωροῦνται ἀπό τό Θεό, κατόπιν
εἰλικρινοῦς μετάνοιας.
Παράλληλα μέ αὐτά ὑπάρχει ἡ μεγάλη ἁμαρτία κατά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ
ὁποία δέν μπορεῖ νά συγχωρηθεῖ οὔτε ἐδῶ οὔτε στήν ἄλλη ζωή. Τό ἁμάρτημα
αὐτό δέν συγχωρεῖται γιατί συνειδητά ἀποπτύει τή γνώση, τήν ἀλήθεια καί τήν
ἀναγεννητική δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος, προέρχεται δέ ἀπό πωρωμένη
ψυχή καί ἐμφανῶς ἀποκλείει τή μετάνοια. Τέλος ὑπάρχουν καί τά κραυγαλέα
ἁμαρτήματα τά ὁποῖα προκαλοῦν ἄμεσα τή θεία δίκη, ὅπως ἡ διαστροφή καί ἡ
κακία τῶν Σοδομιτῶν, ἡ καταδυνάστευση τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν κ.λπ.
[197].
Συγγνωστά δέ εἶναι τά ἐλαφρότερα ἁμαρτήματα, ἀπό τά ὁποῖα κανένας δέν
ἐξαιρεῖται. Αὐτά, ἄν καί ὑπόλογα καί κολάσιμα πρό τοῦ θείου κριτηρίου, ὅμως
δέν ἀποδιώκουν τήν χάρη τοῦ Θεοῦ οὔτε καί ἐπιφέρουν τόν αἰώνιο θάνατο. ῾Η
ὀρθόδοξη πίστη ὡς συγγνωστή ἁμαρτία καλεῖ «ἐκείνην τήν ὁποίαν οὐδένας
ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά φύγῃ ἔξω ἀπό τόν Χριστόν καί τήν Παρθένον Μαρίαν· μά
δέν μᾶς στερεύει ἀπό τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, μήτε μᾶς καθυποβάλλει εἰς τόν
αἰώνιον θάνατον» [198]. Τά ἁμαρτήματα ὅμως αὐτά, ἔστω καίἐλαφρά, δέν
πρέπει νά μένουν ἀδιόρθωτα, ἀλλά νά ἐπανορθώνονται μέ τή μετάνοια, γιατί
ἄν παραμείνουν ἐπί πολύ στήν ψυχή, μπορεῖ νά ὁδηγήσουν σέ θανάσιμα
ἁμαρτήματα καί στόν πνευματικό θάνατο.

107
138. Τί διδάσκουν σχετικά οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
Δέν συμφωνοῦν μέ τήν ὀρθόδοξη καί τή ρωμαιοκαθολική ἀντίληψη. Καί ἐδῶ ἡ
διδασκαλία τους προσδιορίζεται ἀπό τίς περί πτώσεως καί δικαιώσεως ἰδιαίτερες
ἀντιλήψεις τους. ᾿Αφοῦ κατά τή βασική προτεσταντική ἀρχή ὁ φυσικός
ἄνθρωπος εἶναι ἠθικά νεκρός (καταστροφή διά τῆς πτώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα»),
μή μπορώντας νά συμπράξει στό ἔργο τῆς σωτηρίας του, ἡ δέ προπατορική
ἁμαρτία καί σ’ αὐτόν ἀκόμη τόν ἀναγεννημένο κυριαρχεῖ σ’ ὅλες τίς δυνάμεις
του καί εἶναι ἡ πηγή ὅλων τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων, εἶναι φυσικό ὅλα τά
ἁμαρτήματα, νά εἶναι φύσει θανάσιμα,ὡς προερχόμενα ἀπό τή μόνη πηγή τῆς
διαφθορᾶς, τόν παλαιό᾿Αδάμ.
Βεβαίως στό προτεσταντικό δόγμα ὑπάρχει ἡ διάκριση μεταξύ θανάσιμων καί
συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὅμως ἡ διάκριση αὐτή δέν γίνεται μέ βάση τήν
οὐσία τῆς ἁμαρτωλῆς πράξεως, ἀλλά ἀπό τή διαφορά τῶν ἁμαρτανόντων
προσώπων. Κριτήριο σέ κάθε περίπτωση εἶναι ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι
συγγνωστά ἁμαρτήματα εἶναι αὐτά πού προέρχονται ἀπό ἀνθρώπινη ἀσθένεια
καί μποροῦν νά συνυπάρχουν μέ τήν πίστη, ἐνῶ θανάσιμα εἶναι τά βαριά
ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἀποδιώκουν τήν πίστη. Μόνο κατά τούς ἀκραίους
Καλβινιστές, αὐτοί πού εἶναι προορισμένοι ἀπό τό Θεό γιά τήν αἰώνια ζωή δέν
μποροῦν ν’ ἁμαρτήσουν θανάσιμα ἀλλά μόνο συγγνωστά. ῾Ο Θεός δέν
ἐπιτρέπει σ’ αὐτούς, ὡς ἐκλεκτούς, νά πράξουν θανάσιμο ἁμάρτημα καί ἔτσι νά
χάσουν τό χάρισμα τῆς υἱοθεσίας καί τήν κατάσταση τῆς δικαιώσεως.
῾Η ἄρση ὅμως πάσης οὐσιαστικῆς διαφοροποιήσεως τῶν ἁμαρτημάτων εἶναι
πολύ ἐπικίνδυνη, γιατί ἀμβλύνει τό συναίσθημα τῆς ἐνοχῆς καί καταστρέφει
κάθε κριτήριο ἠθικοῦ καταλογισμοῦ στόν ἄνθρωπο καί ἀφανίζει τή φρικίαση
τῆς ψυχῆς μπροστά στά μεγάλα ἠθικά κακουργήματα. Παράλληλα προσκρούει
καί στή μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ῞Οπως καί στά προηγούμενα εἴπαμε, ἡ
Γραφή διακρίνει «ἁμαρτίαν πρός θάνατον» καί «ἁμαρτίαν οὐ πρός θάνατον»
[199]. ῾Ομιλεῖ περί «κάρφους» (δηλ. μικρῆς ἁμαρτίας) καί περί «δοκοῦ» (μεγάλης
ἁμαρτίας) [200]. Διδάσκει ὅτι ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί αὐτοί οἱ δίκαιοι, ἐννοώντας
φυσικά τά ἐλαφρά ἁμαρτήματα. Διακρίνει ἔργα δικαίων, πού εἶναι ἀσυμβίβαστα
μέ τήν ἁγιότητα τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, καί ἔργα χριστιανῶν, πού φθείρουν τόν ναό
τοῦ Θεοῦ, μέ συνέπεια αὐτοί νά χάσουν τήν αἰώνια ζωή.
᾿Από τήν ἄλλη, ἡ ἀντίληψη ὅτι ἄλλα τῶν ἁμαρτημάτων συγχωροῦνται καί ἄλλα
ὄχι, δέν ὁδηγεῖ πουθενά. ᾿Αφοῦ στόν ἄνθρωπο παραμένει ὁ παλαιός ᾿Αδάμ, τόν
ὁποῖο δέν ἐθανάτωσε ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου, τά δέ ἁμαρτήματα εἶναι ἀδιακρίτως
ἴσα καί θανάσιμα, δέν ἔχει νόημα νά λέμε ὅτι μερικά ἁμαρτήματα
συγχωροῦνται καί ἄλλα ὄχι. Τό φυσικό πόρισμα τῶν προτεσταντικῶν
ἀντιλήψεων εἶναι ὅτι ὅλα τά ἁμαρτήματα συγχωροῦνται, ἐκτός ἀπό τήν
ἀπιστία.
Τήν ἀντίληψη αὐτή πού σαφῶς ὁδηγεῖ στόν ἀντινομισμό (νά παραβαίνει κανείς
ἀδεῶς τό νόμο χωρίς συνέπεια) διατυπώνουν ἐπιφανεῖς ἀρχηγέτες τοῦ
Προτεσταντισμοῦ. ῎Ετσι ὁ Μελάγχθων ἔγραφε· «῞Ο,τι καί ἄν πράττεις... καί ἄν
ἁμαρτάνεις, νά θυμᾶσαι τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ... ὅτι δέν ἔχεις κανένα κριτή
στόν οὐρανό, ἀλλά πατέρα πού σέ ἀγαπᾶ ἐγκάρδια, ὅπως οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τά
τέκνα τους».

108
῾Ο δέ Λούθηρος σέ μία ἐπιστολή του πρός τόν Μελάγχθονα ἔγραφε τά ἑξῆς
ἐκκεντρικά· «῾Αμάρτανε ἰσχυρότερα, ἀλλά νά μένεις ἰσχυρότερα στήν πίστη, καί
νά χαίρεις ἐν Χριστῷ πού εἶναι ὁ νικητής τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου καί τοῦ
κόσμου. Πρέπει νά ἁμαρτάνουμε, ἐφ’ ὅσον εἴμαστε ἐδῶ, ἀρκεῖ νά γνωρίζουμε
τόν ἀμνό τοῦ Θεοῦ τόν αἴροντα τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο δέν
μπορεῖ νά μᾶς ἀποσπάσει ἡ ἁμαρτία, ἔστω κι ἄν χίλιες φορές τήν ἡμέρα
πορνεύουμε ἤ φονεύουμε» [201].

109
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´

ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

139. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγωγός τῆς θείας χάριτος;


Ναί, εἶναι. Σ’ αὐτό συμφωνοῦν ἡ᾿Ορθόδοξη καί ἡ Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία.
Κοινό δίδαγμα ὅλων τῶν χριστιανικῶν ῾Ομολογιῶν εἶναι, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ,
πού πλούσια ἀπέρρευσε ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, ἐνεργεῖ μέν ἄμεσα
στόν ἔσω ἄνθρωπο, κυρίως ὅμως σέ συνδυασμό μέ αἰσθητά σημεῖα ἤ τελετές,
σύμφωνα μέ τή σύνθετη φύση τοῦ ἀνθρώπου, πού ἀποτελεῖται ἀπό πνεῦμα καί
ὕλη. ῾Η ὕλη καί γενικά τό αἰσθητό δέν ἀποδοκιμάζεται στή χριστιανική
κοσμοθεωρία ὡς κάτι ἀκάθαρτο καί φύσει κακό, ὅπως δέχεται ὁ Μανιχαϊσμός,
οὔτε πάλι ἀντιτίθεται πρός τό πνευματικό καί ὑπερφυσικό, ὡς θέλουν ἡ διαρχία
καί ὁ Πνευματισμός, ἀλλά μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς σύμβολο συγχρόνως καί
φορέας τῆς πνευματικῆς καί ὑπερφυσικῆς δυνάμεως, ὅπως εἶναι ἡ χάρη τοῦ
Θεοῦ.
Σ’ αὐτή τή διάσταση μπορεῖ νά λειτουργήσει καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ [202],
γραπτός καί προφορικός. Τόσο στό προπαρασκευαστικό στάδιο τῆς δικαιώσεως,
διεγείροντας τόν ἄνθρωπο νά ποθήσει τή σωτηρία, ὅσο καί στό στάδιο τοῦ
ἁγιασμοῦ, βοηθώντας τον νά προκόψει πνευματικά, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά
μεταδώσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων τή σώζουσα χάρη τοῦ Θεοῦ. Διαβάζοντας
τή Γραφή ἤ ἀκούοντας τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος διεγείρεται
πνευματικά, ὥστε μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος νά καταπολεμήσει τά πάθη
του καί τήν ἁμαρτία, νά προαχθεῖ πνευματικά στό πεδίο τῆς προσωπικῆς του
οἰκειώσεως τῆς δικαιώσεως.
Δέν πρέπει ὅμως νά νομισθεῖ, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅσον ἀφορᾶ τήν ποσότητα
καί τήν ποιότητα τῆς παρεχόμενης δι’ αὐτοῦ χάριτος, βρίσκεται στήν ἴδια μοίρα
καί στό αὐτό ἐπίπεδο μέ τήν ἀντίστοιχη ἐνέργεια τῶν ἐκκλησιαστικῶν
μυστηρίων. Διότι τά ἱερά μυστήρια εἶναι δραστικά μέσα τῆς χάριτος ἐξ ἀνάγκης,
δηλαδή σέ κάθε περίπτωση παρέχουν πραγματικά τή χάρη, ἐνῶ τό ἴδιο δέν
συμβαίνει μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἡ καρποφορία τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται ἀπό
ὑποκειμενικούς λόγους, ἀπό τήν ἐλευθερία καί τήν ἰδιοσυγκρασία τῶν
ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦν διαφορετικά στό κάλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

140. Τί φρονοῦν περί τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ οἱ Προτεστάντες;


Δέν ὑπάρχει ἑνιαία τοποθέτηση τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας πάνω στό θέμα
αὐτό. Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ἐκτιμοῦν ὑπέρμετρα τό λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς μέσο
παροχῆς τῆς θείας χάριτος, τόν ὁποῖο τοποθετοῦν πιό πάνω ἀπό ἐξωτερικές
τελετές, σύμφωνα μέ τό γενικότερο ἐκκλησιολογικό πνεῦμα τους καί μέ τήν περί
ἀόρατης καί πνευματικῆς ᾿Εκκλησίας διδασκαλία τους. Τό πνεῦμα αὐτό
καθρεφτίζεται καί στούς οἴκους λατρείας τους, οἱ ὁποῖοι εἶναι περισσότερο
αἴθουσες διδασκαλίας παρά θυσιαστήρια. Εἶναι εὐνόητο ὅτι στόν κύκλο τῶν
ἰδεῶν αὐτῶν τό κύριο ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό προφητικό. ῾Ως πρός τόν
γραπτό θεῖο λόγο, τήν ῾Αγία Γραφή, οἱ Προτεστάντες τόσο πολύ τήν ἐκτιμοῦν,

110
ὥστε φθάνουν στό σημεῖο νά δέχονται μυστική ἕνωση τοῦ῾Αγίου Πνεύματος μέ
τό γράμμα τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία πρέπει νά λατρεύεται, μέ τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν
ὁποῖο οἱ᾿Ορθόδοξοι καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί λατρεύουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου στήν
εὐχαριστία.
῞Οτι ἐδῶ ἔχουμε ἀκρότητες καί ὑπερβολές, δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ
στήν προτεσταντική αὐτή ἐκκλησιολογική πνευματοκρατία.

141. Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;


῾Η λέξη μυστήριο παράγεται ἀπό τό ρῆμα μύειν, πού σημαίνει κλείειν τό ὄργανο
τῆς μεταδόσεως (στόμα καί ὀφθαλμούς), ὥστε οἱ μυούμενοι νά μή βλέπουν καί
νά μή μεταδίδουν σέ ἄλλους αὐτό πού συμβαίνει σέ κάθε μύηση. Κατά τή γενική
αὐτή ἔννοια τά μυστήρια ἐκφράζουν κάτι τό μυστικό καί καλυμμένο, πράγματα
πού παριστοῦν ἤ συμβολίζουν μιά ἀπόκρυφη ἰδέα ἤ διδασκαλία, ὅπως εἶναι ὁ
σταυρός, τό ἅλας πού διδόταν στούς κατηχουμένους, ἤ τίς ὑπερφυσικές ἀλήθειες
τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως «τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον» [203], ὁ γάμος ὁ
συμβολίζων τήν ἕνωση τοῦ Χριστοῦ μετά τῆς ᾿Εκκλησίας, κ.ἄ. [204]. Στήν
ἐκκλησιαστική γλώσσα τά μυστήρια διαφέρουν ἀπό τά λοιπά, τόσο κατά τό
πράγμα πού ὑπεμφαίνουν, ὅσο καί κατά τόν τρόπο πού τό ἐκφράζουν. Δέν εἶναι
ἁπλοί συμβολισμοί, ἀλλά πραγματικά μεταδίδουν τήν ἁγιάζουσα θεία χάρη.
Κατά τή στενή αὐτή σημασία τά μυστήρια εἶναι «θεοσύστατες τελετές πού
ἐμφαίνουν καί συγχρόνως μεταδίδουν τήν ἀόρατη χάρη». Τό βάπτισμα δηλαδή
δέν συμβολίζει ἁπλῶς τήν ἀναγέννηση, ἀλλά εἶναι πραγματική ἀναγέννηση
ἐκείνου πού βαπτίζεται στό ὄνομα τῆς παναγίας Τριάδος. Στό σημεῖο αὐτό
συμφωνοῦν ἡ ὀρθόδοξη καί ἡ ρωμαιοκαθολική θεολογία.

142. Μποροῦμε ν’ ἀμφιβάλλουμε γιά τή δραστικότητα τῶν μυστηρίων;


῎Οχι δέν μποροῦμε, ἄν θέλουμε νά διατηρήσουμε τήν ταυτότητά μας ὡς
ἀληθινῶν ὀρθόδοξων μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας μας. Γιατί τά μυστήρια δέν εἶναι
ἀνθρώπινες τελετές, γιά τίς ὁποῖες μποροῦν νά δημιουργηθοῦν ὑποψίες καί
ἀμφιβολίες ὡς πρός τή δραστική δύναμη καί τήν ἐνέργειά τους. Δέν μπορεῖς
δηλαδή ν’ ἀμφιβάλλεις ἄν, δεχόμενος τόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς εὐχαριστίας,
κοινωνεῖς ἤ ὄχι τοῦ πραγματικοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Οὔτε
ὅταν προσέρχεσαι στό μυστήριο τῆς μετάνοιας, μπορεῖς ν’ ἀμφιβάλλεις ὅτι
λαμβάνεις ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Στά μυστήρια δέν ἐνεργοῦν αὐτοτελῶς ἄνθρωποι ἀτελεῖς καίἀδύναμοι (ἐδῶ δέν
ἔχει σημασία, ὅτι οἱ τελετουργοί τῶν μυστηρίων εἶναι οἱ ἱερεῖς, ἄνθρωποι
ἁμαρτωλοί καί ἀδύνατοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἁπλά μέσα, ὄργανα διά τῶν ὁποίων
τελοῦνται ἐξωτερικά τά μυστήρια), ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τό τελεταρχικό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ὁποῖο εἶναι πανάγιο, μήἔχοντας ἐλλείψεις καί ἀδυναμίες.
Τά μυστήρια στηρίζονται στό σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ, στό «εἰργαμένο ἔργο» –
ὅπως λέμε– πού πηγάζει ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου. Τό ἔργο αὐτό εἶναι
ἀλάθητο καί ἀδιάπτωτο καί στή βάση αὐτή εἶναι ἀδιάπτωτη καί ἡ λυτρωτική
χάρη ἡ ἀπορρέουσα ἀπ’ αὐτό. Τό νά ἀμφιβάλλει κανείς γιά τή δραστικότητα τῶν
μυστηρίων ἀποτελεῖ μεγάλη ἁμαρτία, πού θέτει σέ κίνδυνο τήν ἰδιότητα τοῦ
χριστιανοῦ.

111
143. Ποιός εἶναι ὁ ἱδρυτής τῶν μυστηρίων;
῾Ο Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Εἴπαμε πιό πάνω, ὅτι τά μυστήρια δέν εἶναι
ἔργα ἀνθρώπων, ἀλλά τοῦ ἴδιου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ καί σ’
αὐτό ὀφείλεται ἡ ἀπόλυτη δραστικότητά τους. Εἶναι βέβαια ἀληθές ὅτι στήν
῾Αγία Γραφή ρητή μαρτυρία περί τῆς ἱδρύσεως τῶν μυστηρίων ἀπό τόν Κύριο,
ἔχουμε μόνο γιά τό βάπτισμα καί τήν εὐχαριστία. ῞Ομως δέν ἔχουμε μαρτυρία
καί γιά τό ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή τά ὑπόλοιπα πέντε ἱδρύθηκαν ἀπό τούς
᾿Αποστόλους ἤ τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Εκεῖνο, λοιπόν, πούἰσχύει γιά τά δύο πρέπει κατ’
ἀναλογία νά ἰσχύσει καί γιά τά ὑπόλοιπα πέντε. ῎Αλλωστε στήν ἀρχαία
᾿Εκκλησία τά ἱερά μυστήρια ἦταν συνδεδεμένα μέ ποικίλες ἄλλες
μεταγενέστερες ἱερουργίες, τῶν ὁποίων ἡ ἱστορική ἀρχή δέν εἶναι εὔκολο νά
καθοριστεῖ. Γιά τήν ἵδρυση ὅλων τῶν μυστηρίων ἀπό τόν Κύριο πρῶτος μίλησε ὁ
ψευδώνυμος ᾿Αμβρόσιος [205].
῾Η ἰδέα ἡ διατυπωθείσα ἀπό ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, ὅτι τά μυστήρια τοῦ
βαπτίσματος καί τῆς εὐχαριστίας ἱδρύθηκαν ἄμεσα ἀπό τόν Κύριο, τά δέ
ὑπόλοιπα ἔμμεσα διά τῶν ᾿Αποστόλων, δέν μειώνει τό κύρος τῶν
ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων, γιατί σέ κάθε περίπτωση δέν παύουν αὐτά νά εἶναι
ἀγωγοί τῆς θείας χάριτος. ῾Η ἐκδοχή ὅμως αὐτή δέν μπορεῖ νά στηριχθεῖ σέ
μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. ᾿Επίσης, ὅταν λέμε, ὅτι ὁ Κύριος ἵδρυσε ὅλα
τάἐκκλησιαστικά μυστήρια, δέν πρέπει νά κατερχόμαστε σέ λεπτομέρειες,
ἀποδίδοντας στόν Κύριο καί τή διατύπωση τοῦ τυπικοῦ μέρους τῆς τελέσεως
αὐτῶν, ἡ διαμόρφωση τοῦ ὁποίου μπορεῖ ν’ ἀποδοθεῖ στούς ᾿Αποστόλους. Αὐτό
φυσικά δέν προσβάλλει τή θεία σύσταση τῶν μυστηρίων. Στό μυστήριο, λόγου
χάρη, τῆς μετάνοιας ὁ Κύριος ἔδωσε στούς ᾿Αποστόλους τή δύναμη νά
συγχωροῦν ἁμαρτίες, αὐτοί δέ ἤ ἡ ᾿Εκκλησία καθόρισαν τήν τυπική τελετουργία
τοῦ μυστηρίου.

144. ᾿Από πόσα μέρη ἀποτελεῖται κάθε ἐκκλησιαστικό μυστήριο;


῞Οπως στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν συνενωμένα δύο διαφορετικά στοιχεῖα, ἡ ἄυλη
ψυχή καί τό αἰσθητό ἤ ὑλικό σῶμα, καί ὅπως στήν ᾿Εκκλησία ὑπάρχει ἡ ἀόρατη
αὐτῆς πλευρά συνενωμένη μέ τήν ὁρατή ἱστορική, ἔτσι καί στά ἱερά μυστήρια
γιά νά συσταθοῦν αὐτά καί νά ἐνεργήσουν κανονικά χρειάζονται δύο
ἀπαραίτητα στοιχεῖα, τό αἰσθητό καί ὁρατό καί τό ὑπεραισθητό καί ἀόρατο. Τά
δύο αὐτά στοιχεῖα παριστάνονται καί μέ φιλοσοφικούς ὅρους, ὡς ὕλη καί εἶδος.
Τό αἰσθητό μέρος τῶν μυστηρίων ἐκφράζει ἡ τυπική τελετουργία τους,
ἀποτελεῖται δέ ἀπό εὐχές καί πράξεις, οἱ ὁποῖες ὑποπίπτουν στήν ἐξωτερική
αἴσθηση τοῦ ἀνθρώπου· ἐνῶ ὑπεραισθητό μέρος εἶναι ἡ θεία χάρη ἡ πληρούσα
τά μυστήρια, ἡ χορήγηση τῆς ὁποίας εἶναι μυστική καί ἀθέατη, μή ὑποπίπτουσα
στή φυσική ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου. Στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ
βαπτίσματος, λόγου χάρη, οἱ παριστάμενοι βλέπουν μέν τίς κινήσεις καί τίς
πράξεις τοῦ λειτουργοῦ καί ἀκούουν τήν ψαλμωδία καί τίς εὐχές, χωρίς ὅμως νά
βλέπουν τή θεία χάρη, ἡ ὁποία ἁγιάζει τό ὕδωρ καί ἀναγεννᾶ τό βαπτιζόμενο.
Στό ζήτημα τῆς σύνδεσης τῆς θείας χάριτος μέ τό αἰσθητό σημεῖο τῶν
μυστηρίων δέν ὑπάρχει ὁμοφωνία. ῎Αλλοι πιστεύουν, ὅτι ἡ ἀόρατη χάρη
περιέχεται στό αἰσθητό μέρος τοῦ μυστηρίου, καί ἄλλοι, ὅτι τό συνοδεύει. Οἱ
διακρίσεις βέβαια αὐτές εἶναι λεπτολόγες, χωρίς καμία ἰδιαίτερη σημασία. Αὐτό

112
πού μετράει εἶναι ἡ, οὕτως ἤ ἄλλως, πραγματική μετάδοση τῆς θείας χάριτος, ἡ
ὁποία ὅμως δέν εἶναι ἡ ἴδια σέ ὅλα τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια. ῎Ετσι
διακρίνουμε χάρη διά τῆς ὁποίας δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος (βάπτισμα, χρίσμα),
χάρη διά τῆς ὁποίας τρέφεται καί ζωογονεῖται ὁ πιστός (εὐχαριστία), χάρη διά
τῆς ὁποίας ἀνακτᾶται ἡ χαμένη πνευματική καί σωματική ὑγεία τοῦἀνθρώπου
(μετάνοια - εὐχέλαιο) καί χάρη διά τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος καθίσταται ἱκανός ν’
ἀναλάβει ὁρισμένα καθήκοντα καί νά εἰσέλθει σέ ὁρισμένες σχέσεις (ἱερωσύνη,
γάμος). ῞Ολ’ αὐτά φυσικά ἀπορρέουν ἀπό τήν πάνσοφη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος γνωρίζει ἄριστα τίς ἀνάγκες τῶν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας του.

145. Εἶναι ἀναγκαία ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων;


῞Οπου ὑπάρχει ἡ δυνατότητα κοινωνίας τῶν μυστηρίων, αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα
πρός σωτηρία. ῾Υπάρχουν βεβαίως περιπτώσεις πού ὁ ἄνθρωπος ποθεῖ καί θέλει
νά κοινωνήσει τῶν ἱερῶν μυστηρίων (νά ἐξομολογηθεῖ, λ.χ., καί νά μεταλάβει)
καί ὅμως οἱ συνθῆκες στίς ὁποῖες ζεῖ καί διάφοροι ἄλλοι παράγοντες δέν τοῦ τό
ἐπιτρέπουν. Τί γίνεται στίς περιπτώσεις αὐτές; Μπορεῖ ὁ Θεός ἄμεσα νά
χορηγήσει τή λυτρωτική χάρη του στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού τήν ποθοῦν;
῎Εκτακτη περίπτωση χορηγήσεως τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἔχουμε στό ληστή
ἐπάνω στό σταυρό, ὁ ὁποῖος μέ μιά μόνη του ὁμολογία κέρδισε τή βασιλεία τῶν
οὐρανῶν. ῎Αλλωστε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ «ὅπου θέλει πνεῖ» [206]. Δέν δεσμεύεται
ἀπόλυτα σέ τοπικούς θεσμούς καί σχήματα. Εἶναι εὔλογο, λοιπόν, νά
ὑποθέσουμε, ὅτι στίς περιπτώσεις πού πιό πάνω ἀναφέραμε, εἶναι δυνατή ἡ
παροχή τῆς χάριτος ἀπό τόν πανάγαθο Θεό. ῞Οπως ὅμως εἶναι νοητό, βαθύτερη
γνώση καί αἴσθηση τῶν καταστάσεων αὐτῶν δέν μποροῦμε νάἔχουμε. ῾Η ῾Αγία
Γραφή δέν ὁμιλεῖ σχετικά μέ σαφήνεια.
῞Οτι ὅμως τά μυστήρια εἶναι ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία τοῦἀνθρώπου, εἶναι
ἔξω ἀπό κάθε ἀμφισβήτηση. Σ’ αὐτό μᾶς προσανατολίζει ἡ θεία τῶν μυστηρίων
σύσταση. ῾Ο Κύριος ἐφοδίασε μέ αὐτά τήν ᾿Εκκλησία του, γιά νά ἔχουν
πνευματική ζωή οἱ πιστοί, νά ἁγιάζονται καί νά ἑνώνονται ἐσωτερικά μέ τό Θεό.
Τά μυστήρια εἶναι ἡ πνευματική ρίζα τῆς ζωῆς. ῞Οποιος δέν τά χρησιμοποιεῖ
μοιάζει σάν τό κλαδί, πού κόπηκε ἀπό τή ρίζα του καί ξηράθηκε. ῾Ο ἀκοινώνητος
εἶναι πνευματικά νεκρός. Εἶναι σάν τήν ἠλεκτρική λάμπα, πού ἀποσυνδέθηκε
ἀπό τή γεννήτρια τοῦ ἠλεκτρικοῦ ρεύματος. Οὔτε φῶς ἔχει οὔτε θερμότητα.
Εἶναι ἀναίσθητος στήν παγερότητα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. ῾Η ἀπό
ἀδιαφορία μή προσέλευση στά ἱερά μυστήρια εἶναι πολύἐπικίνδυνη. ῎Αν δέν
ἀναστραφεῖ μέ τή μετάνοια, θά γίνει αἰτία ὁ ἄνθρωπος νά χάσει τήν ψυχή του.

146. ῾Η θεία χάρη ἐνεργεῖ πάντοτε λυτρωτικά στόν ἄνθρωπο;


῎Οχι, δέν ἐνεργεῖ. ᾿Εδῶ πρέπει νά προσέξουμε. ῎Αλλο ἡ δραστική ἐνέργεια τῶν
μυστηρίων, πού χορηγεῖ τή χάρη «ἐξ ἀνάγκης». ῞Οπως εἴδαμε, τά μυστήρια εἶναι
δραστικά μέσα τῆς χάριτος. Αὐτό ὀφείλεται στή θεία σύστασή τους. Καί ἄλλο ἡ
σωτήρια ἐπενέργειά τους στούς πιστούς. Αὐτή δέν εἶναι πάντοτε δραστική.
Δηλαδή αὐτός πού μετέχει σ’ ἕνα μυστήριο δέν σημαίνει ἀπαραίτητα, ὅτι θά
καρπωθεῖ τή λυτρωτική του ἐνέργεια. Τά μυστήρια δέν εἶναι μαγικές τελετές,
πού παρέχουν τυφλά καί ἀσυλλόγιστα τή σωτηρία. Γιά νά λειτουργήσει
λυτρωτικά ἡ χάρη, πρέπει νά συντρέξουν ὁρισμένες ὑποκειμενικές συνθῆκες. ῾Ο

113
ἄνθρωπος πρέπει νά θέλει τή σωστική τους ἐπενέργεια καί νά εἶναι κατάλληλα
προπαρασκευασμένος νά τή δεχτεῖ. Σέ ἀντίθετη περίπτωση, ἄν εἶναι ὑποκριτής
καί ἠθικά ἀκάθαρτος, ἄν προσέρχεται μηχανικά χωρίς ἐπίγνωση καί αἴσθηση
τοῦ πράγματος, τίποτε δέν θά ὠφεληθεῖ. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά θά προσθέσει
στό παθητικό του μιά ἄλλη πολύ μεγάλη ἁμαρτία. ᾿Αντί ὠφέλεια πνευματική
θά τρυγήσει κατάκριση καί θάνατο.
῎Ας πάρουμε παράδειγμα τή θεία εὐχαριστία. ῞Ολοι οἱ προσερχόμενοι στό ἱερό
μυστήριο, εἴτε εἶναι καλοί εἴτε κακοί, θά κοινωνήσουν ὁπωσδήποτε σώματος καί
αἵματος Χριστοῦ. Δέν θά εἶναι ὅμως ἴδια τάἀποτελέσματα τῆς θείας κοινωνίας.
Οἱ καλοί πού προσέρχονται μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη, γνωρίζουν δηλαδή
τί κάνουν καί παρασκευάζονται κατάλληλα γιά τή λήψη τοῦ Θεοῦ, θά λάβουν
τή θεία εὐλογία, θά ἑνωθοῦν μυστικά μέ τό Σωτήρα, θά προαχθοῦν πνευματικά
καί θά ἐνισχυθοῦν στόν ἀγώνα τους ἐναντίον τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, τά
ὁποῖα ὑποδαυλίζουν τά πονηρά πνεύματα τῆς ἀποστασίας. ᾿Αντίθετα, ὅσοι
προσέρχονται ἀδιάφορα καί μηχανικά, χωρίς νά γνωρίζουν τί κάνουν (μή
διακρίνοντες τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου) καί μέ ἀκάθαρτο τό σῶμα καί τήν
ψυχή τους, αὐτοί ὄχι μόνο δέν ὠφελοῦνται ἀπό τή θεία μετάληψη, ἀλλά
ἀποκομίζουν καταδίκη (κοινωνοῦν κρίμα ἤ κατάκριμα) [207]. ᾿Αντί ἡ κοινωνία
νά τούς βγεῖ σέ καλό, τούς γκρεμίζει στό θάνατο.

147. Εἶναι ὑποχρεωτικά ὅλα τά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας;


῎Αλλα εἶναι καί ἄλλα ὄχι. Μή ὑποχρεωτικά ἤ προαιρετικά εἶναι ἡ ἱερωσύνη καί ὁ
γάμος. ῾Η ἱερωσύνη εἶναι βαρύς κλῆρος τόν ὁποῖο δέν εἶναι ὑποχρεωμένοι νά
ἀναλάβουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι φορτίο βαρύ, τό ὁποῖο δύσκολα μποροῦν νά
σηκώσουν οἱ ὦμοι ὅλων τῶν πιστῶν. Εἶναι ἰδιαίτερη κλήση ἀπό τό Θεό, τήν
ὁποίαν ἀκούουν λίγοι ἄνθρωποι, πούἔχουν τάἀνάλογα χαρίσματα καί τήν κλίση
ν’ ἀναλάβουν τό ὑψηλό ἐκκλησιαστικό λειτούργημα. ῎Αλλωστε ὑποχρεωτική
ἱερωσύνη δέν θά εἶχε νόημα. ῎Αν ἦταν ὅλοι ἱερεῖς, δέν θά ὑπῆρχαν οἱ λαϊκοί.
Οὔτε καί ὁ γάμος μπορεῖ νά εἶναι ὑποχρεωτικός. ῾Υπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν
παντρεύονται, γιατί ἔχουν ἄλλη ὑψηλότερη ἀφοσίωση στή ζωή τους. ῎Αλλοι
πάλι ἀπό τή φύση τους δέν μποροῦν νά συνάψουν γάμο. Καί ἄλλοι πού γιά
πολλούς καί διάφορους λόγους δέν μποροῦν ν’ ἀναλάβουν τή συζυγική ζωή. Τό
ζήτημα τοῦ γάμου παραμένει ἀνοικτό στήν προαίρεση τοῦἀνθρώπου. Εἶναι
ἐλεύθερη πράξη καί ὄχι ἀναγκαστική.
Τά ἄλλα μυστήρια εἶναι ὑποχρεωτικά. Δέν συζητᾶμε βέβαια γιά τό βάπτισμα
καί τό χρίσμα τά ὁποῖα γεννοῦν καί σφραγίζουν τή νέα πνευματική γέννηση τοῦ
ἀνθρώπου, καί τά ὁποῖα δέν ἐπαναλαμβάνονται, ὅπως δέν ἐπαναλαμβάνεται ἡ
φυσική γέννηση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος δέν γεννιέται πολλές φορές.
῞Οπως δέν ἐπαναλαμμβάνεται καί ἡ ἱερωσύνη. ᾿Επανάληψη τῶν μυστηρίων
αὐτῶν ἀποτελεῖ μεγάλο ἁμάρτημα, τό ὁποῖο κολάζεται αὐστηρά ἀπό τούς
ἱερούς κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας. Μιλᾶμε γιά τ’ ἄλλα μυστήρια τῆς μετάνοιας, τῆς
θείας εὐχαριστίας καί τοῦ εὐχελαίου. Αὐτά μπορεῖ νά τά ἐπαναλάβει πολλές
φορές ὁ πιστός ἀνάλογα μέ τίς σωματικές καί τίς πνευματικές ἀνάγκες του.
῎Ετσι στή μετάνοια θά προσέλθει, ὅταν θέλει ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό πιεστικό
βάρος τῆς ἐνοχῆς πού βασανίζει τήν ψυχή του, ὅταν παραβαίνει τό νόμο τοῦ
Θεοῦ. Στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας θά προσέλθει στήν ἀνάγκη του νά

114
γεμίσει ἀπό Θεό, νά τραφεῖ πνευματικά καί νά καταπαλαίσει τό διάβολο καί τήν
ἁμαρτία. Καί τέλος θά προσέλθει στό εὐχέλαιο γιά νά λάβει ἴαση τῶν
σωματικῶν του ἀσθενειῶν.
Δέν ὑπάρχει μέτρο καί κανόνας, πού νά ρυθμίζουν τήν προσέλευση αὐτή. ῾Ο
ἴδιος ὁ πιστός, σέ συνεννόηση βέβαια μέ τόν πνευματικό του, θά ρυθμίζει τά
σημαντικά αὐτά ζητήματα τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.

148. Τίἐννοοῦμε λέγοντας τελείωση τῶν μυστηρίων;


᾿Εννοοῦμε τά τέλεια μυστήρια, τά κανονικά καί ἔγκυρα, τά ὁποῖα τελούμενα
στούς πιστούς μποροῦν νά μεταδώσουν τά σωτήριά τους ἀποτελέσματα. Γιά νά
γίνει ὅμως αὐτό ἀπαιτοῦνται ὁρισμένοι ὅροι.

149. ῾Η τέλεση τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά
τήν τελείωση τοῦ μυστηρίου;
῾Η τέλεση τῆς ἐξωτερικῆς πράξεως τοῦ μυστηρίου, πού εἶναι τό αἰσθητό σημεῖο
του καί ἀποτελεῖται ἀπό λόγους καί τελετές καθορισμένες ἀπό τήν ᾿Εκκλησία,
εἶναι ἀναγκαία γιά τήν τελείωση τοῦ μυστηρίου.
Δέν πρέπει ὅμως νά ἐκληφθεῖ ὡς κάτι τό μαγικό, πούἐνεργεῖ ἁπλά μέ συλλαβές
καί ἐξωτερικές κινήσεις, καί μηχανικά διοχετεύει τήν ἁγιάζουσα χάρη, ἀλλά σάν
λογική παράσταση καί ἔκφραση τῆς πίστεως τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία προτίθεται
νά μεταδώσει τή σώζουσα χάρη. Αὐτό φυσικά ἔχει σημασία γιά τίς χριστιανικές
ἐκεῖνες κοινότητες πού, ἄν καί κατά τό ἐξωτερικό μέρος τελοῦν ὀρθῶς τά
μυστήρια, ὅμως ἄλλα πρεσβεύουν περί τῆς οὐσίας τους. Τό φαινόμενο αὐτό
δημιουργεῖ προβλήματα στήν κατ’ οἰκονομίαν εἰσδοχή τῶν ἑτεροδόξων στούς
κόλπους τῆς ᾿Ορθόδοξης Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας.

150. Μποροῦν οἱ λαϊκοί νά τελέσουν τάἐκκλησιαστικά μυστήρια;


῎Οχι, δέν μποροῦν. ῾Η ἰδέα ὅτι μποροῦν ἀνήκει στούς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι,
συνεπεῖς πρός τίς βασικές ἐκκλησιολογικές τους ἀρχές, ἀπέρριψαν τό ἱερατεῖο.
Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη τά μυστήρια τελεῖ μόνο τό ἱερατεῖο, ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ
πρεσβύτερος. Τῶν λειτουργῶν τῶν μυστηρίων τό ὁποιοδήποτε θρησκευτικό
φρόνημα ἤ ὁ ἠθικός βίος δέν ἀσκοῦν ἐπίδραση στό κύρος τῶν ἱερῶν μυστηρίων.
῾Ο λόγος εἶναι προφανής. Τά μυστήρια ἀντλοῦν τήν ὑπόσταση καί τήν ὅποια
δύναμή τους ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος παραμένει καί
ἐνεργεῖ τό σωτήριο ἔργο του στό μυστικό σῶμα του, τήν ᾿Εκκλησία. ῾Ο ἱερέας
εἶναι ἁπλά τό ἀπαραίτητο ὄργανο, διά τοῦ ὁποίου ἡ θεία χάρη τελειοῖ τό
μυστήριο.
Μέ ἄλλα λόγια τό κύρος τῶν μυστηρίων δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τό ὅποιο ποιόν τοῦ
λειτουργοῦ, ἀλλά ἀπό τήν κεφαλή τῆς ᾿Εκκλησίας, τόν Κύριο. ῎Αν ἐξαρτιόταν
ἀπό τό φρόνημα τοῦ λειτουργοῦ καί τήν ἠθική του ποιότητα, θά ἦταν κάτι
ἀμφίβολο πού θά ἔθετε σέ κίνδυνο τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Δέν μπορεῖς ν’
ἀμφιβάλλεις ἄν στό μυστήριο, λ.χ. τῆς θείας εὐχαριστίας, ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος δέν
μεταποιοῦνται σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἐπειδή ὁ ἱερέας εἶναι ἄτακτος στή ζωή
του. Κάτι τέτοιο θά ἦταν πραγματικά ὀλέθριο.
᾿Εκεῖνο πού ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἱερέα εἶναι ἡ πρόθεσή του, πού ἐκφράζεται
ἐξωτερικά, νά τελέσει τό μυστήριο ὄχι πρός ἐμπαιγμό ἤ ὑποδειγματική

115
διδασκαλία (νά δείξει δηλαδή σέ κάποιον πῶς τελεῖται τό μυστήριο), ἀλλά μέ
σοβαρότητα, σύμφωνα μέ τόν καθιερωμένο τύπο τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αρκεῖ βέβαια
νά ἐνεργεῖ ἐλεύθερα καί ὄχι ἀναγκαστικά.

151. Εἶναι ἔγκυρα τά ὑπό τῶν αἱρετικῶν τελούμενα μυστήρια;


᾿Ασφαλῶς ὄχι. ῎Εγκυρα καί κανονικά εἶναι μόνο τά μυστήρια τά ὁποῖα
τελοῦνται στό ἔδαφος τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ
᾿Ορθόδοξη Καθολική. ᾿Επί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς τῶν Πατέρων «ὅπου ἡ ᾿Εκκλησία
ἐκεῖ τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο», ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέχεται τήν ᾿Εκκλησία ὡς τή
μόνη ταμειοῦχο τῆς θείας χάριτος κιβωτό, ἑπομένως ὅ,τι ὑπάρχει ἔξω ἀπ’ αὐτή
δέν μπορεῖ νά μεταδώσει τή λυτρωτική χάρη τοῦ Κυρίου. Οἱ αἱρετικοί πού εἶναι
ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία δέν μποροῦν νά μεταδώσουν τή χάρη, τήν ὁποία ἔχασαν.
Δίδει κανείς ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει, ὄχι ἐκεῖνο πού δέν ἔχει.
Κατά ἀκρίβεια δογματική τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἑτεροδόξων
(Ρωμαιοκαθολικῶν, Προτεσταντῶν κ.ἄ.) εἶναι ἄκυρα, δηλαδή δέν παρέχουν τή
θεία χάρη. ῾Υπάρχει ὅμως παράλληλα καί ἕνα ἄλλο μέτρο ἐκτιμήσεως στήν
᾿Ορθόδοξη Καθολική ᾿Εκκλησία. Εἶναι τό μέτρο τῆς οἰκονομίας. Εἶναι δέ ἡ
οἰκονομία ἡ προσωρινή παρέκκλιση ἀπό τήν αὐστηρότητα τῆς δογματικῆς
ἀκρίβειας. ᾿Εκεῖνο δηλαδή πού κατά τή δογματική ἀκρίβεια ἀπορρίπτεται ὡς
ἀσύστατο καί ἄκυρο, κατά τήν οἰκονομία μπορεῖ κατά περίπτωση νά γίνει
ἀποδεκτό. Αὐτό, πού γινόταν καί στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία, εἶναι ἔκτακτη
συγκατάβαση τῆς ᾿Εκκλησίας, πού ἐξυπηρετεῖ τίς ἀνάγκες καί τό δικό της
πνευματικό ὄφελος. Τό μέτρο αὐτό, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι τακτικός θεσμός,
ἀφορᾶ μόνο στίς περιπτώσεις προσχωρήσεως τῶν αἱρετικῶν στούς κόλπους τῆς
᾿Ορθοδοξίας. Σέ περίπτωση, πού τό μέτρο τῆς οἰκονομίας διευρυνθεῖ ἔστω καί
γιά τά ἐκτός αὐτῆς μυστήρια, πού τελοῦνται μέ τό ὀρθό τελετουργικό τυπικό καί
στό ὄνομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τότε διευρύνονται καί τά ὅρια τῆς ὁρατῆς
᾿Εκκλησίας, πράγμα πολύ ἐπικίνδυνο γιά τή συνείδηση καί τήν πνευματική της
ζωή.
Τό δογματικό πρόβλημα, πού δημιουργεῖται μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ μέτρου τῆς
οἰκονομίας εἶναι μεγάλο. ῎Η τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀπό ἄποψη
δογματική ἄκυρα, ὁπότε ὅποιο μέτρο οἰκονομίας δέν ἔχει νόημα, ἤ τό μέτρο τῆς
οἰκονομίας εἶναι ἰσχυρό, ὁπότε παραβλάπτεται τό δόγμα τῆς πίστεως. Φυσικά,
ὅπως λένε καί γίνεται ἀποδεκτό, ἡ οἰκονομία δέν ἀφορᾶ ζητήματα δογματικά.
῞Ομως τό κύρος τῶν μυστηρίων δέν εἶναι θέμα δογματικό; Πῶς ἕνας ἑτερόδοξος,
φέρ’ εἰπεῖν, πού εἶναι ἐκτός τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας, γίνεται κοινωνός
ὀρθόδοξου μυστηρίου, συνάπτοντας γάμο μέ ὀρθόδοξο μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας; Τό
μυστήριο τοῦ γάμου δέν εἶναι θέμα δογματικό;
Τέλος εἶναι δύσκολο νά ἐννοήσουμε, πῶς ἕνα μυστήριον πού εἶναι φύσει ἄκυρο
(ἄν καίὄχι ἐντελῶς ἀνυπόστατο), μέ τό μέτρο τῆς οἰκονομίας γίνεται ἔγκυρο καί
ἀποδεκτό. Οἱ πρακτικοί βέβαια λόγοι εἶναι κατανοητοί. Μέ τό δόγμα ὅμως τί
γίνεται; Νά ὑποθέσουμε, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία, ὡς κυρίαρχο σῶμα, μπορεῖ νά
μεταβάλλει κατά τίς περιστάσεις τό φύσει ἄκυρο σέ ἔγκυρο πρός ἐξυπηρέτηση
τοῦ ποιμαντικοῦἔργου της;

116
152. Πόσα εἶναι τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια;
Εἶναι ἑπτά: Τό βάπτισμα, τό χρίσμα, ἡ εὐχαριστία, ἡ μετάνοια, ἡ ἱερωσύνη, ὁ
γάμος καί τό εὐχέλαιο.
Τό γιατί ὁ Χριστός ἵδρυσε μόνο ἑπτά μυστήρια δέν εἶναι δικό μας ζήτημα νά
ἐρευνήσουμε. Εἶναι κάτι, πού ἀνήκει στήν ἀγαθότητα καί τήν πανσοφία τοῦ
Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς ἀγνοοῦμε. Φυσικά δέν εἶναι αὐθαίρετη ἡ βουλή καί ἡ
ἐνέργεια τοῦ Κυρίου. ᾿Εκ τῶν ὑστέρων μελετώντας τά μυστήρια βλέπουμε τή
σοφή καί σκόπιμη διάταξή τους σάν τελετές, πού ἀποβλέπουν στόν
ὁλοκληρωτικό ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, στή σφαιρική πλήρωση τῶν
πνευματικῶν, σωματικῶν καί κοινωνικῶν του ἀναγκῶν. ῞Οπως δηλαδή ὁ
ἄνθρωπος γεννιέται φυσικῶς, προάγεται καί τρέφεται, ἔτσι διά τοῦ βαπτίσματος
δημιουργεῖται ἡ νέα πνευματική ὕπαρξη, ἡ ὁποία προάγεται διά τοῦ χρίσματος
καί τρέφεται διά τῆς θείας εὐχαριστίας. Περαιτέρω διά τῆς μετάνοιας καί τοῦ
εὐχελαίου ἀποκαθίστανται στούς πιστούς ἡ διαταραχθείσα ἀπό τήν ἁμαρτία
πνευματική ὑγεία τῆς ψυχῆς καί ἀντιμετωπίζονται οἱ φυσικές τοῦ σώματος
ἀσθένειες, ἐνῶ διά τοῦ γάμου ἀποσκοπεῖται ἡ μετάδοση τοῦ γένους καί διά τῆς
ἱερωσύνης ἐξασφαλίζεται ἡ διακυβέρνηση τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτά ὅλα φυσικά
εἶναι σχηματικά καί ἐκ τῶν ὑστέρων διαπιστώσεις πού κάνουμε, γιά νά βροῦμε
τόν ἰδιαίτερο λόγο τῆς συστάσεως καί τῆς σκοπιμότητας τῶν μυστηρίων.
Στήν ῾Αγία Γραφή ἐλλείπουν μαρτυρίες περί τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά τῶν μυστηρίων,
ἄν καί ὑπάρχουν σ’ αὐτήν ἀρκετές ἐνδείξεις περί τῆς ὑπάρξεως τῶν ἐπί μέρους
μυστηρίων. ῾Ομοίως καί στήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας δέν μνημονεύονται μαζί
καί τά ἑπτά μυστήρια. Μόλις τόν 13ον αἰώνα ἀναφέρονται γιά πρώτη φορά εἰς
μέν τήν ᾿Ανατολή ἀπό τό μοναχό ᾿Ιώβ καί τόν Μιχαήλ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος τό
1274 ὑπέβαλε στή σύνοδο τῆς Λυών ὁμολογία ἀριθμούσα τά ἑπτά μυστήρια, ἐνῶ
στή Δύση ἀναφέρονται γιά πρώτη φορά ἀπό τόν ᾿Αλέξανδρο Γ´ καί τόν Πέτρο
τόν Λομβαρδό. ῾Ο λόγος τῆς παρασιώπησης αὐτῆς ὀφείλεται στό γεγονός, ὅτι ἡ
ἀρχαία ᾿Εκκλησία δέν εἶχε λόγο εἰδικό νά μελετήσει συστηματικά τά ἱερά
μυστήρια καί νά καθορίσει τόν ἀριθμό τους. ῎Επειτα τά ἐκκλησιαστικά μυστήρια
στήν ἀρχή ἐφέρονταν συνδεδεμένα μέ ἄλλα ἱερά πράγματα καί πράξεις, ὅπως ὁ
μοναχικός βίος, ἡ ἐπικήδεια ἀκολουθία, ὁ σταυρός κ.ἄ. ῞Οπως εἶναι φυσικό αὐτό
δημιουργοῦσε σύγχυση καί δυσκόλευε τό σαφή καθορισμό τοῦ ἀριθμοῦ τῶν
μυστηρίων.
᾿Εν πάσῃ περιπτώσει οἱ ἱεροί Πατέρες φαίνεται νά γνωρίζουν καί τά ἑπτά
ἐκκλησιαστικά μυστήρια, ἄσχετα ἄν στά ἔργα τους μνημονεύουν
ἀποσπασματικά ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις καί τίς ἀνάγκες
τοῦ διδακτικοῦ καί ποιμαντικοῦ ἔργου τους. ῎Αν δέ παραμένει κάποια
ἀμφιβολία, αὐτήν αἴρουν τόσο ἡ πράξη τῆς ᾿Ανατολικῆς καί τῆς Δυτικῆς
᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἐγνώριζαν ἀνέκαθεν τόν ἀριθμό ἑπτά τῶν μυστηρίων,
ὅπως μαρτυροῦν τά ἀρχαῖα τους λειτουργικά καί εὐχολόγια, ὅσο καί ἡ πράξη
τῶν Μονοφυσιτῶν καί Νεστοριανῶν, τῶν ἀποκοπέντων ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τήν
Ε´ ἑκατονταετηρίδα, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν καί χρησιμοποιοῦν ὅλα τά
ἐκκλησιαστικά μυστήρια.

117
153. Τί εἶναι ὁ ἀνεξάλειπτος χαρακτήρας τῶν μυστηρίων;
Εἶναι διδασκαλία, πού προσπαθεῖ νά ἐξηγήσει τή μή ἐπανάλειψη τῶν μυστηρίων
τοῦ βαπτίσματος, τοῦ χρίσματος καί τῆς ἱερωσύνης. ῾Ως γνωστό, τά μυστήρια
αὐτά τελοῦνται μία μόνο φορά. ῾Η θεωρία διατυπώθηκε ἀπό τή σχολαστική
θεολογία τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔκανε τήν εἴσοδό της καί στήν ὀρθόδοξη
θεολογία [209]. Στά μυστήρια αὐτά, ἐκτός ἀπό τή θεία χάρη ἡ ὁποία μεταδίδεται
στούς βαπτιζομένους, χριομένους καί ἱερωμένους, χαράσσεται σ’ αὐτούς κάποιο
σημεῖο, κάποια σφραγίδα, ἕνας χαρακτήρας ἀνεξάλειπτος, πού τούς ξεχωρίζει
ἀπό τούς ἄλλους. ῞Οπως ὁ ποιμένας –λένε– χαράσσει στό πρόβατό του κάποιο
σημάδι, τό ὁποῖο δέν φεύγει ἀπό πάνω του ἔστω κι ἄν αὐτό χαθεῖ, ἔτσι καί σ’
ὅσους δέχονται τό βάπτισμα, τό χρίσμα καί τήν ἱερωσύνη ἀποτίθεται κάποιο
σημάδι, κάποια σφραγίδα, πού δέν χάνεται, ἔστω κι ἄν ὁἄνθρωπος ἐκπέσει τῆς
χάριτος, δυνάμει τῆς ὁποίας ἔχει τήν ἰδιότητα νά δέχεται καί νά μεταδίδει θεῖες
δωρεές.
῾Η διδασκαλία αὐτή δέν ἔχει ἐρείσματα στήν ῾Αγία Γραφή. Τά χωρία ᾿Εφεσ. 1,13
καί Β´ Κορ. 1,21-22 εἶναι πολύ ἀόριστα, ὥστε νά στηρίξουν μιά τέτοια
διδασκαλία. ᾿Επίσης γενικές καί ἀόριστες εἶναι καί οἱ σχετικές μαρτυρίες
ὁρισμένων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν (Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων, ᾿Ωριγένης). Τό
πολύ ἡ θεωρία αὐτή μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς θεολογική γνώμη γιά τήν
ἐξήγηση τῆς μή ἐπαναλήψεως τῶν μυστηρίων κυρίως στίς περιπτώσεις
ἐπιστροφῆς τῶν ἐξωμοτῶν, αἱρετικῶν καί σχισματικῶν στούς κόλπους τῆς
ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας, ἀπό τήν ὁποία ἐξέπεσαν.

154. Τί εἶναι οἱ μυστηριοειδεῖς τελετές;


Εἶναι τελετές καί ἱερουργίες, πού ἀπό παλαιά ὑπῆρχαν στήν ᾿Εκκλησία,
παρεμφερεῖς πρός τά ἱερά μυστήρια ἀπό τά ὁποῖα διαφέρουν κατά τό εἶδος καί
τά ἀποτελέσματα τῆς ἐνέργειας. ῾Η κύρια διαφορά εἶναι, ὅτι ἐνῶ τῶν μυστηρίων
ἡ ἐνέργεια γίνεται «ἐξ ἀνάγκης», δηλ. παρέχουν ἀναμφισβήτητα τή θεία χάρη, ἡ
εὐλογία ἡ παρεχόμενη διά τῶν μυστηριοειδῶν τελετῶν δέν εἶναι πάντοτε
βεβαία, ἐξαρτώμενη ἀπό τίς ὑποκειμενικές συνθῆκες τοῦ δεχομένου αὐτές
πιστοῦ.
Εἶναι δέ οἱ τελετές αὐτές εἴτε εὐλογίες εἴτε καθιερώσεις. Οἱ εὐλογίες πού
γίνονται διά τοῦ σταυροῦ ἤ καί μέ ἄλλο τρόπο εἶναι ἐπικλήσεις τῆς θείας
χάριτος καί βοήθειας στή λογική καί ἄλογη κτίση, οἱ δέ καθιερώσεις εἶναι
ἀρνητικά μέν προσευχές ἐξορκισμοῦ, δηλαδή δεήσεις γιά ἀπαλλαγή ἀπό τό
κράτος τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων εἴτε ἐπί τῶν ἀνθρώπων εἴτε ἐπί τῆς φυσικῆς
κτίσεως, ἐνῶ θετικά εἶναι ἡ καθιέρωση προσώπων ἤ πραγμάτων ἀπό τήν
καθημερινή τους χρήση σέ σκοπούς ἱεροπρεπεῖς. Οἱ ἱερουργίες αὐτές
στηρίζονται στή δύναμη μέ τήν ὁποία ὁ Χριστός ἐφοδίασε τήν ᾿Εκκλησία του
[210], νά καταγωνίζεται στό ὄνομά Του τίς σκοτεινές δυνάμεις τῆς ἁμαρτίας, πού
κυριαρχοῦν στή λογική καί ἄλογη κτίση. ῎Αλλες ἀπ’ αὐτές εἴτε θεσπίστηκαν ἀπό
τήν ἴδια τήν ᾿Εκκλησία εἴτε διαμορφώθηκαν σιγά σιγά κατ’ ἔθος στή ζωή της.
Πρέπει ὅμως νά εἴμαστε προσεκτικοί καί νά κάνουμε τή διάκριση περί τῆς
ὁποίας μιλήσαμε στήν ἀρχή τοῦ ἐρωτήματος, ὅτι τά μέν μυστήρια μετοχετεύουν
δραστικά τή θεία χάρη, χωρίς τό κύρος τους νάἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἠθικότητα τῶν
λειτουργῶν, ἐνῶ ἡ ἐνέργεια τῶν μυστηριοειδῶν τελετῶν δέν εἶναι πάντοτε

118
βεβαία, ἐξαρτώμενη ἀπό ὑποκειμενικούς παράγοντες ἐκ μέρους αὐτῶν πού
δέχονται τή θεία εὐλογία. ῎Αν δέν κάνουμε αὐτό, εἶναι πολύ πιθανό νά
περιπέσουμε σέ σύγχυση καί παρεκδοχή τῶν πραγμάτων.

155. Τί φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τῶν μυστηρίων οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


Οἱ Διαμαρτυρόμενοι διδάσκουν διαφορετικά πράγματα ἀπό ὅ,τι οἱ ᾿Ορθόδοξοι
καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί. ῞Ο,τι περί μυστηρίων πρεσβεύουν εἶναι ἀνάλογο πρός
τά περί ἀόρατης ᾿Εκκλησίας καί δικαιώσεως, ὡς ἐξωτερικῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ
πρός τόν ἄνθρωπο (ὄχι δηλαδή ὡς ἐσωτερικῆς οὐσιαστικῆς ἀναγεννήσεως),
διδάγματά τους. ᾿Από τά πολλά πού λένε, τά ὁποῖα δέν εἶναι πάντοτε συνεπή
πρός τίς βασικές τους ἀρχές, θά ἐπισημάνουμε λίγα μόνο ἐνδεικτικά. Τό κοινό
σημεῖο τῆς περί μυστηρίων προτεσταντικῆς διδασκαλίας εἶναι, ὅτι αὐτά δέν
εἶναι δραστικά μέσα τῆς χάριτος. ῎Αν ὄντως ἦταν ἔτσι, θάἔρχονταν σέἀντίθεση
πρός τά περί ἀόρατης ᾿Εκκλησίας ἰδιαίτερα διδάγματά τους. ῎Ετσι τά μυστήρια
δέν εἶναι κυρίως ὄργανα καί μέσα τῆς χάριτος, δηλαδή παρακολουθεῖ μέν μαζί
μέ τήν ὕλη τοῦ μυστηρίου ἡ θεία δωρεά, χωρίς ὅμως νά παρέχεται ἀνεξαίρετα σέ
ὅλους, ἀλλά μόνο στούς προορισμένους γιά τήν αἰώνια ζωή (Καλβίνος,
Ζβίγγλιος). Τά μυστήρια εἶναι ἁπλές τελετές ἀπό τίς ὁποῖες δέν παίρνουμε
τίποτε τό συγκεκριμένο, ἀλλά δείχνουμε ἁπλά τήν ὑπακοή μας στό Χριστό
(Σωκινιανοί). Εἶναι διακριτικά γνωρίσματα τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί σημεῖα
ἀπεικονίζοντα στό νοῦ μας τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἐπενέργεια τῶν ὁποίων
ὠφελούμεθα μόνο ἠθικῶς (᾿Αρμινιανοί καί Μεννωνίτες).
᾿Αξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Κουακέρων, ἡ ὁποία εἶναι σέ ὅλα
συνεπής πρός τή βασική προτεσταντική ἀρχή. ῎Ετσι, στηριζόμενοι στήν
ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός σώζει τόν ἄνθρωπο ἄμεσα, χωρίς ἐξωτερικά μέσα,
ἀρνήθηκαν τελείως τόν ἐξωτερικό χαρακτήρα τῶν μυστηρίων. Προσχωρήσαντες
δέ στήν Πνευματοκρατία, δέχτηκαν πνευματικό βάπτισμα (τήν ἐν Χριστῷ
κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία) καί πνευματική θεία εὐχαριστία (τή
μυστική ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τόν Κύριο), τῶν ὁποίων τύποι εἶναι τό δι’ ὕδατος
βάπτισμα καί ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος στήν εὐχαριστία.
῞Ομως οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν μένουν πάντα συνεπεῖς στή βασική τους
προτεσταντική ἀρχή. ῎Αν ἐξαιρέσει κανείς τούς ἀκραίους Καλβινιστές, οἱ ὁποῖοι
μένουν σταθερά προσκολλημένοι στά περί ἀπόλυτου προορισμοῦ διδάγματά
τους, οἱ ἄλλοι Προτεστάντες καί κυρίως οἱ Λουθηρανοί, πιεζόμενοι στόν ἀγώνα
τους ἐναντίον τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας καί ἐπιθυμοῦντες νά καθορίσουν τήν
ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα στόν κύκλο τῶν πολλῶν προτεσταντικῶν
παραφυάδων, πού ἀπέκλιναν αἰσθητά ἀπ’ αὐτούς, ἄρχισαν νά δέχονται τόν
ὑπερφυή χαρακτήρα τῶν μυστηρίων, ὡς τελετῶν στίς ὁποῖες ὁ Θεός παρέχει
στόν ἄνθρωπο αὐτό, πού ὑπόσχεται νά μεταδώσει ἡ συνδεδεμένη μέ τό
μυστήριο τελετή.
Σέ ὅλες ὅμως τίς περιπτώσεις οἱ Προτεστάντες δέν μποροῦν ν’ ἀποσείσουν
ἐντελῶς τήν Πνευματοκρατία, πού εἶναι σύμφυτη στό περί ᾿Εκκλησίας δόγμα
τους, οὔτε νά δεχτοῦν διαφοροποίηση τῆς παρεχόμενης διά τῶν μυστηρίων
χάριτος, δεχόμενοι μία κατ’ οὐσία χάρη, τή χάρη ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τήν
κρατύνουσα τήν εἰς Θεό πίστη. Σ’ αὐτό διαφοροποιοῦνται ριζικά ἀπό τήν
ὀρθόδοξη καί ρωμαιοκαθολική ἀντίληψη, κατά τήν ὁποία ἡ χάρη δέν εἶναι μόνο

119
χάρη ἀφέσεως ἀλλά καί ἀνακαινίσεως καί ἀναγεννήσεως τῆς φύσεως τοῦ
ἀνθρώπου.

156. Δέχονται ὅλα τά μυστήρια οἱ Προτεστάντες;


῎Οχι. ῎Εχοντας τήν ἀντίληψη ὅτι πραγματικά μυστήρια εἶναι ὅσα ἐκπεφρασμένα
στή Γραφή ἔχουν θεία σύσταση καί ἐξωτερική ὕλη, ὡς μυστήρια δέχονται δύο
μόνο, τό βάπτισμα καί τή θεία εὐχαριστία. Γιά τά ὑπόλοιπα πέντε φρονοῦν, ὅτι ἡ
μέν ἱερωσύνη, ἡ μετάνοια καί ὁ γάμος εἶναι ὠφέλιμες διατάξεις τοῦ Θεοῦ πού
παρέχουν εὐλογία στούς πιστούς, ἐνῶ τό χρίσμα καί τό εὐχέλαιο εἶναι
ἀνθρώπινα κατασκευάσματα περιττά γιά τήν ᾿Εκκλησία. Τίς ἀντιλήψεις βέβαια
αὐτές δέν τίς δέχονται ὅλοι οἱ Διαμαρτυρόμενοι. ῾Η ᾿Αγγλικανική᾿Εκκλησία
δέχεται καί τά ἑπτά ἐκκλησιαστικά μυστήρια, ἐνῶ οἱ Μεννωνίτες δέχονται καί
τό ποδόνιπτρον, ὡς θεοσύστατη τελετή ἀναγκαία διά τούς πιστούς καί ὠφέλιμη.
Δύο εἶναι κυρίως οἱ αἰτιάσεις τῶν Προτεσταντῶν κατά τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά τῶν
μυστηρίων· α) ὁ κυμαινόμενος ἀριθμός τους στήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας καί
β) ἡ θεία σύσταση καί τό αἰσθητό σημεῖο πού κατ’ αὐτούς δέν ἔχουν ὅλα τά
μυστήρια. Περί τούτων ὅμως εἴπαμε σχετικά σέ προηγούμενό μας ἐρώτημα. ῾Ως
πρός τό αἰσθητό σημεῖο εἰδικά, τό ὁποῖο θεωρεῖται ὡς βασικό στοιχεῖο τῆς
πραγματικότητας τῶν μυστηρίων, οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν εἶναι πάντοτε
συνεπεῖς, γιατί θά ἔπρεπε νά δεχθοῦν καί τόν ἱερό Νιπτήρα, ὡς μυστήριο,
διάταξη, πού ἔχει σαφῶς αἰσθητό ἐξωτερικό σημεῖο. ῾Ο ἀληθής ὅμως λόγος
ἀπορρίψεως τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά τῶν μυστηρίων εἶναι μᾶλλον τό εἶδος τῆς
χάριτος, τήν ὁποία διακονοῦν τά ἱερά μυστήρια. ᾿Αφοῦ κατά τή βασική
προτεσταντική ἀρχή τά μυστήρια παρέχουν μόνο τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν (ἰδέα
ἀνάλογη πρός τή φύση τῆς δικαιώσεως) καί ἐνισχύουν τήν περί τούτου πίστη
τῶν χριστιανῶν, ἦταν ἑπόμενο νά δεχτοῦν ὡς κύριο μυστήριο μόνο τό βάπτισμα,
τό ὁποῖο παρέχει ἄφεση ὄχι μόνο τῶν ἁμαρτημάτων πού προηγήθηκαν αὐτοῦ
ἀλλά καί ἐκείνων πού ἔγιναν μετά ταῦτα. ῞Οπως δέ εἶπε ὁ Λούθηρος, ὁ
ἁμαρτάνων μετά τό βάπτισμα ὑπεισέρπει τρόπον τινά σ’ αὐτό καί λαμβάνει τήν
ἄφεση τῶν παραπτωμάτων του.

157. ᾿Επιτρέπεται ἡ διαμυστηριακή ἐκκλησιαστική κοινωνία;


῎Οχι. Δέν ἐπιτρέπεται χριστιανός ὀρθόδοξος, νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων
μυστηρίων ἀπό ρωμαιοκαθολικό οὔτε ρωμαιοκαθολικός ἀπό ὀρθόδοξο. Εἶναι
πολύ μεγάλη ἁμαρτία. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός γράφει· «Πάσῃ δυνάμει
φυλαξώμεθα μή λαμβάνειν μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι... ἵνα μέτοχοι τῆς
κακοδοξίας καί τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως». Οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς
᾿Εκκλησίας ἀπαγορεύουν καί τήν συμπροσευχή ἀκόμη μετά τῶν αἱρετικῶν
(ἑτεροδόξων) καί ἀλλοπίστων· «Εἴ τις κληρικός ἤ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγωγήν
᾿Ιουδαίων ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καθαρείσθω καί ἀφοριζέσθω» [211].
῾Η διαμυστηριακή κοινωνία εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο τῆς ἑνότητας τῆς
᾿Εκκλησίας, ὑπάρχει δέ ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχουν ἕνας Κύριος, μία πίστη, ἕνα
βάπτισμα. Εἶναι φυσικό, λοιπόν, νά μήν μπορεῖ νά ὑπάρξει μεταξύ᾿Εκκλησιῶν
τίς ὁποῖες διαχωρίζουν πλῆθος δογματικῶν διαφορῶν. Οὔτε δέ, ἐπειδή ὁρισμένα
μυστήρια ἑτεροδόξων (βάπτισμα καί ἱερωσύνη) γίνονται «κατ’ οἰκονομίαν»
ἀποδεκτά ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη Καθολική᾿Εκκλησία, πρέπει νά παίρνουμε ἀπό τά

120
χέρια τους καί τά ἄχραντα μυστήρια. Τό «κατ’ οἰκονομίαν» δεκτό εἶναι κάτι τό
ἔκτακτο, τόὁποῖο ἐφαρμόζεται στίς περιπτώσεις μόνο προσχωρήσεως τῶν
ἑτεροδόξων στούς κόλπους τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας, τό ὁποῖο αὐτή ἐπιτρέπει
γιά τούς δικούς της σκοπούς. ῎Εξω ἀπό τό μέτρο αὐτό τά μυστήρια τῶν
ἑτεροδόξων εἶναι –ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα– ἄκυρα.
῎Αλλωστε ποιά εἶναι ἡ σκοπιμότητα καί ἡ ὠφέλεια γιά ἕνα συνεπή ὀρθόδοξο
πιστό νά κοινωνεῖ ἀπό τούς ἑτεροδόξους, ὅταν ἀμφιβάλλει ἄν αὐτό πού
λαμβάνει εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ; ῎Οχι μόνο σέ τίποτε δέν ὠφελεῖται, ἀλλ’
ὑπάρχει ἀνοικτός ὁ κίνδυνος μ’ αὐτό πού κάνει νά γίνει κοινωνός τῆς
ἑτεροδοξίας καί τῆς πλάνης. Οὔτε πάλι ἡ διατυμπανιζόμενη ἀγάπη μπορεῖ νά
γίνει τό ἐφαλτήριο σέ ὕποπτες φιλενωτικές πρακτικές. ῎Εχουμε ὑποχρέωση νά
ἀγαπᾶμε τούς ὀπαδούς ὅλων τῶν θρησκευμάτων, χωρίς ὡστόσο αὐτό νά μᾶς
δεσμεύει ν’ ἀκολουθοῦμε τίς ἰδιαίτερες διδασκαλίες καί τίς θρησκευτικές τους
πρακτικές. Στή διαμυστηριακή κοινωνία προσχωροῦν μόνο τά ἀμαθή καί
ἀνθρωπάρεσκα πνεύματα. Δηλαδή κοινωνεῖ ἀπό τούς παπικούς ὁ ὀρθόδοξος γιά
ν’ ἀρέσει σ’ αὐτούς. Κατά βάθος δέν ἔχει σαφή αἴσθηση τοῦ τί κάνει, ἔχοντας
χαλαρή τήν ὀρθόδοξη εὐαισθησία καί αὐτοσυνειδησία του.

121
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´

ΤΑ ΕΠΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΕΙΔΙΚΑ

α. ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

158. Τί εἶναι τό βάπτισμα;


Τό βάπτισμα εἶναι τό ἱερό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας κατά τό ὁποῖο ὁ πιστεύων
στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ἄνθρωπος βαπτιζόμενος μέ τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση
σέ ἁγιασμένο ὕδωρ καί στό ὄνομα τῆς ῾Αγίας Τριάδος, ἀπό τή μιά μεριά
ἐλευθερώνεται ἀπό τό σῶμα τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἐνοχῆς τῆς
ὀφειλόμενης σ’ αὐτή, ἀπό τήν ἄλλη δέ ἀναγεννᾶται πνευματικά σέ μία νέα
ἔνθεη ὕπαρξη καί ζωή, γίνεται υἱός τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμος τῆς ἀφθαρσίας καί
τῆς ἀθανασίας. Κατά τό βάπτισμα ὁἄνθρωπος ἀποβάλλει τόν παλαιό᾿Αδάμ καί
ντύνεται τό Χριστό, ἀποκτώντας καθαρή καί ἄσπιλη τή θεία εἰκόνα, μέ τήν
ὁποία πλάστηκε ἀπό τό Θεό καί τήν ὁποία ἀχρείωσε ἡ ἁμαρτία.
Παρ’ ὅλα τοῦτα καί κατά τρόπο μυστηριώδη καί ἀνεξήγητο ἡ ἁμαρτητική
ἐπιθυμία καί ὁρμή ἐξακολουθοῦν νά παραμένουν καί στό βαπτισθέντα, χωρίς
ὅμως νά καταλογίζονται σάν ἁμαρτία στή φύση πού ἐλευθερώθηκε ἀπό τό
προπατορικό ἁμάρτημα, ἐνῶ ἡ ἴδια ὁρμή στόν ἀβάπτιστο, πού ἔχει ψυχή
μολυσμένη ἀπό τήν ἀδαμική παράβαση, καταλογίζεται ὡς ἁμαρτία. ῾Η μετά τό
βάπτισμα παρουσία τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς ἀποτελεῖ προφανῶς μέσο τῆς θείας
παιδαγωγίας, ἀποτελούσα κίνητρο ἀγώνων τοῦ ἀναγεννημένου κατά τῶν
παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας καί μέσο ἠθικῆς καί πνευματικῆς ἐμπεδώσεως καί
τελειώσεως. ῾Η ἀδιαφορία ὅμως ἔναντι τῆς ἁμαρτητικῆς ὁρμῆς μπορεῖ νά
ὁδηγήσει τό βαπτισθέντα σέ πτώσεις ἠθικές καί στήν ἀπώλεια τῆς αἰώνιας
ζωῆς. Τό βάπτισμα εἶναι τό μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁἄνθρωπος γίνεται
ἐπίσημα μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀποκτᾶ τό δικαίωμα νά μετέχει καί τῶν
ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων.
Καί μιά τελευταία λέξη. ῞Οπως τ’ ἀποτελέσματα τῆς δικαιώσεως εἶναι καί
ἀρνητικά καί θετικά, δηλαδή ἀπό τή μιά μεριά κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί
ἀπό τήν ἄλλη πνευματική ἀναγέννηση καί ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, τά ἴδια
ἀποτελέσματα ἔχει καί τό ἱερό βάπτισμα, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, τό ὁποῖο εἶναι
καί τό ληπτικό ὄργανο τῆς δικαιώσεως.

159. ῎Εχει θεία σύσταση τό βάπτισμα;


῎Εχει καί μάλιστα τέτοια πού νά μήν μπορεῖ κανείς νά τήν ἀμφισβητήσει. Διότι
τό βάπτισμα τό ἵδρυσε ὁἴδιος ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάστασή του, ὅταν
ἐμφανισθείς στούς μαθητές τούς ἔδωσε ἐντολή νά μεταφέρουν τήν πίστη σέ ὅλα
τάἔθνη τῆς γῆς καί νά βαπτίζουν τούς ἀνθρώπους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί
τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, τονίζοντας ὅτι αὐτός πού θά πιστέψει καί θά
βαπτιστεῖ θά σωθεῖ, ἐνῶ ἐκεῖνος πού θ’ ἀπιστήσει θά κατακριθεῖ [212]. ῾Η γνώμη
ὅτι τό βάπτισμα συνεστήθη πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση, ὅταν ὁ Σωτήρας

122
βαπτίσθηκε στόν ᾿Ιορδάνη ἤ ὅταν ἔστειλε τούς μαθητές του νά βαπτίζουν ἤ,
τέλος, κατά τό νυχτερινό ἰδιωτικό διάλογο πού εἶχε μέ τό Νικόδημο, εἶναι
ἀστήρικτη καί ἀβάσιμη. ῞Ενεκα τῆς ἀναντίλεκτης σύστασής του ἀπό τόν Κύριο
τό βάπτισμα ὀνομάζεται μυστήριο «κυριακόν».

160. Τό βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο γιά τή σωτηρία;


Ναί, εἶναι. ῾Ο φυσικός ἄνθρωπος, πού κουβαλάει μέσα του τή νέκρωση τῆς
φθορᾶς καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, δέν μπορεῖ νά δεῖ τό Θεό καί νά ζήσει
στήν αἰώνια θεία βασιλεία. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι σέ ἔκτακτες
περιπτώσεις ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά χορηγήσει τή σωτηρία, παρακάμπτοντας τόν
κανονικό ἀγωγό τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος. Αὐτό βέβαια ἀποτελεῖ ἰδιωτική
ὑπόθεση τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε καί πολύ λιγότερο δέν
μποροῦμε ν’ ἀμφισβητήσουμε. Τήν ἀναγκαιότητα τοῦ βαπτίσματος ὡς μέσου
σωτηρίας βλέπουμε στά λόγια τοῦ Σωτῆρος στή συνομιλία πού εἶχε μέ τό
Νικόδημο· «᾿Αμήν ἀμήν λέγω σοι, ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος,
οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» [213].
Στό αὐτό πνεῦμα κινοῦνται καί οἱ λόγοι ᾿Ιωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, ὁ ὁποῖος
διαστέλλοντας τό δικό του βάπτισμα στόν ᾿Ιορδάνη «ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν»
ἀπό τό λυτρωτικό βάπτισμα τοῦ Κυρίου, τόνισε ὅτι «αὐτός –δηλ. ὁ Κύριος– ὑμᾶς
βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καί πυρί» [214]. Τήν ἴδια ἔννοια ἔχουν καί οἱ
χαρακτηρισμοί τοῦ βαπτίσματος ὡς «λουτροῦ παλιγγενεσίας καί ἀνακαινίσεως
Πνεύματος ῾Αγίου» [215], ὡς λουτροῦ δηλ. μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γίνεται πάλι,
ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση του καί ἀνακαινίζεται ἀπό τήν παλαιότητα τῆς
ἁμαρτίας, στήν ὁποία ὑποδουλώθηκε διά τῆς παρακοῆς τοῦ ᾿Αδάμ· ὡς φωτισμοῦ
ἤ φωτίσματος [216], μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ βαπτιζόμενος γεμίζει ἀπό τό φῶς τῆς
χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πού νά μπορεῖ νά ζεῖὡς «τέκνον φωτός» [217]. Στό
πνεῦμα αὐτό οἱ κατηχούμενοι καλοῦνταν στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία
«φωτιζόμενοι», οἱ νεοβαπτισθέντες «νεοφώτιστοι» καί τό βάπτισμα «ἔνδυμα
φωτεινόν».

161. Ποιά ἔννοια ἔχει ὁ νηπιοβαπτισμός;


Τά νήπια βαπτίζονται, γιά νά καθαρθοῦν ἀπό τό μολυσμό τοῦ προπατορικοῦ
ἁμαρτήματος καί νά εἶναι εὔθετα στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι ἡ παρουσία
τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος στά νήπια, ἔστω κι ἄν αὐτά δέν ἔχουν
προσωπικές ἁμαρτίες, τά ἐμποδίζει νά γίνουν μέτοχα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά ν’
ἀποφευχθεῖ δέ τό θλιβερό ἐνδεχόμενο, νά πεθάνουν ἀβάπτιστα, εἰσήχθη πολύ
νωρίς στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὁ νηπιοβαπτισμός, πού στήν ἐποχή τῶν αἱρέσεων
ἦταν ἰσχυρό ὅπλο κατά τοῦ Πελαγιανισμοῦ, πού δίδασκε, ὅτι διά τῆς
παραβάσεως τοῦ προπάτορα ἡ φύση δέν ἔπαθε καμιά οὐσιαστική ζημία ἀπό τήν
ἁμαρτία. Στήν ἁγ. Γραφή δέν ὑπάρχει βέβαια ἄμεση μαρτυρία περί τοῦ
νηπιοβαπτισμοῦ, ὑπάρχουν ὅμως ἔμμεσες μαρτυρίες καί ἐνδείξεις σέ ὅσα
λέγονται περί βαπτίσματος ὁλόκληρων οἴκων [218], στούς ὁποίους εἶναι λογικό
νά ὑποτεθεῖ, ὅτι ὑπῆρχαν καί μικρά παιδιά.
῾Υπάρχει βέβαια ἡ αἰτίαση κατά τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ὅτι στά νήπια ἐλλείπει ἡ
πίστη πού εἶναι ὁ ἀπαραίτητος ὅρος λήψεως τοῦ βαπτίσματος, σύμφωνα μέ ὅσα
εἶπε ὁ Κύριος· «῾Ο πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται». Αὐτό εἶναι ἀλήθεια.

123
Δέν ὑπάρχει δέ καμία ἀμφιβολία, ὅτι τό τέλειο βάπτισμα εἶναι ἐκεῖνο, στό ὁποῖο
ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται μέ πίστη στό Σωτήρα καί μέ συναίσθηση τῆς σημασίας
τῆς μυστηριακῆς τελετῆς, δηλαδή τό βάπτισμα τῶν ἐνηλίκων. ᾿Εντούτοις ἡ
ἔλλειψη τῆς πίστεως δέν παρακωλύει τή λυτρωτική ἐνέργεια τῆς χάριτος στά
τρυφερά νήπια, στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει καί τό στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς
ἁμαρτίας, πού ἀποτελεῖ τό κύριο ἐμπόδιο ἐπενέργειας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

162. ῾Υπάρχουν καί ἄλλα Βαπτίσματα ἐκτός ἀπό τό ἐν ὕδατι;


Ναί, εἶναι τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου, τό ὁποῖο μπορεῖ ν’ ἀναπληρώσει τό
κανονικό ἐν ὕδατι βάπτισμα. Στήν ᾿Εκκλησία μας ὑπάρχει ἡ πεποίθηση, ὅτι οἱ
ἀληθεῖς μάρτυρες τῆς πίστεως, ὅσοι δηλαδή ἑκουσίως καί ἀπό ἀγάπη
ὑφίστανται τό θάνατο ὑπέρ τῆς χριστιανικῆς τους πίστεως, εἶναι δυνατό, εἴτε
βαπτισμένοι εἴτε ὄχι, νά δικαιωθοῦν καί νά κερδίσουν τήν αἰώνια ζωή.
Μαρτυρίες ἀπό τή Γραφή προσάγονται συνήθως οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου· «Πᾶς οὖν
ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ
ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦἐν οὐρανοῖς» [219]. Καί· «῞Ος γάρ ἄν θέλῃ τήν
ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει· ὅς δ’ ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ,
εὑρήσει αὐτήν» [220]. Κατά τόν Κυπριανό τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου εἶναι τό
μέγιστο καί ἐνδοξότατο τῶν βαπτισμάτων. Τήν πεποίθηση τῆς ᾿Εκκλησίας στό
βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου τρανότατα βεβαιώνει ἡ ἑορτή τῶν νηπίων τῶν
σφαγιασθέντων ἀπό τήν ῾Ηρώδη (29 Δεκεμβρίου).

163. Τί εἶναι τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας;


Τό βάπτισμα τῆς ἐπιθυμίας εἶναι δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, ἄγνωστο
στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Κατά τήν ἐν Τριδέντῳ σύνοδο τό προπατορικό
ἁμάρτημα δέν ἀπαλείφεται ἄνευ τοῦ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως ἤ τοῦ πόθου
γι’ αὐτό [221]. Κατά τή θεωρία αὐτή, ὅσοι ἐπιθυμοῦν διακαῶς νά βαπτισθοῦν,
διά πολλούς ὅμως λόγους δέν μποροῦν νά πραγματοποιήσουν τήν ἐπιθυμία
τους αὐτή, μπορεῖ νά τύχουν τῆς δικαιώσεως δυνάμει τῆς μετάνοιας καί τῆς
ἀγάπης, τίς ὁποῖες προϋποθέτει ὁ πόθος πρός τό Χριστό καί τήν ᾿Εκκλησία. ᾿Από
τή Γραφή προσάγονται ὡς μαρτυρίες τά χωρία· Λουκ. 7,47· «Οὗ χάριν λέγω σοι,
ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ»· καί᾿Ιωάν. 14,21· «῾Ο
δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί
ἐμφανίσω αὐτῶ ἐμαυτόν». ῞Οτι ὅμως τά χωρία αὐτά, ὁμιλοῦντα γενικῶς περί
ἀγάπης δέν μποροῦν νά στηρίξουν τό δόγμα περί τοῦ βαπτίσματος τῆς
ἐπιθυμίας εἶναι φανερό, τόσο περισσότερο ὅσο σιγοῦν σχετικῶς οἱ πηγές τῆς
᾿Αποκαλύψεως. ῾Ο ἱερός μάλιστα Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός ἐκφράζεται κατ’
αὐτοῦ [222].

164. Ποιά εἶναι ἡ τύχη τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα;


Τόἐρώτημα αὐτό εἶναι πολύ δύσκολο καί δέν μποροῦμε νά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό
ἀπό τήν ὀπτική γωνία τῆς γῆς. Μόνο στήν ἄλλη ζωή θά τό ἐννοήσουμε, ὅπως
γενικότερα θά ἐννοήσουμε καί τήν τύχη τοῦ ἀνθρώπου ἀμέσως μετά τό θάνατο.
Τό ζήτημα τῆς τύχης τῶν νηπίων πού πεθαίνουν ἀβάπτιστα ἀνάγεται τελικά,
στήν εὐσπλαχνία καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος οἰκονομεῖ τή ζωή καί τό
θάνατο ὅλων τῶν λογικῶν πλασμάτων του.

124
Τό ἐρώτημα πού θέσαμε εἶναι δύσκολο γιατί προσδιορίζεται ἀπό δύο βασικές
προτάσεις ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους· πρῶτον, τά νήπια πού πεθαίνουν
ἀβάπτιστα ἐπειδή φέρουν τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν μποροῦν νά εἰσέλθουν
στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί δεύτερον, τά αὐτά νήπια ἐπειδή δέν ἔχουν
προσωπικές ἁμαρτίες δέν μποροῦν νά ἐξακοντισθοῦν στήν αἰώνια κόλαση. ῾Ο
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός γράφει· «Τούς δέ (τά νήπια πού πέθαναν
ἀβάπτιστα) μήτε δοξασθήσεσθαι μήτε κολασθήσεσθαι παρά τοῦ δικαίου
κριτοῦὡς ἀσφραγίστους μέν ἀπονήρους δέ, ἀλλά παθόντας μᾶλλον ἤ
δράσαντας»222α. Νάὑποθέσουμε ὅτι τάἀβάπτιστα νήπια βρίσκονται ἐνδιάμεσα
μεταξύ παραδείσου καί κολάσεως (ὑπάρχει μιά τέτοια ἐνδιάμεση κατάσταση;)
ἤὅτι ὑφίστανται ἐλαφρότατες βασάνους;
᾿Εν πάσῃ ὅμως περιπτώσει θεωρίες πού διατυπώνονται ἀπό ρωμαιοκαθολικούς
θεολόγους πρός ἐξοικονόμηση τῆς δυσχέρειας, ὅτι οἱ προσευχές τῶν γονέων
μποροῦν νά σώσουν τά ἀβάπτιστα νήπια ἤ ὅτι αὐτά, ἀποκτῶντα συνείδηση,
μποροῦν νά σωθοῦν διά τοῦ βαπτίσματος τοῦ πόθου πρός τό βάπτισμα, εἶναι
θεωρίες ἀλλόκοτες καί ἀστήρικτες, πού ἔρχονται σέ ἀντίθεση πρός τήν περί
βαπτίσματος διδασκαλία τῆς πίστεως.

165. Τί φρονοῦν περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


Τά περί τῆς οὐσίας τοῦ βαπτίσματος διδάγματα τῶν Διαμαρτυρομένων εἶναι
ἀνάλογα πρός τίς περί προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί δικαιώσεως ἰδιαίτερες
ἀντιλήψεις τους. ᾿Ενῶ γιά μᾶς τό βάπτισμα καταργεῖ τήν ἁμαρτία ἀπό τήν ψυχή
τοῦ βαπτιζομένου ἀναγεννώντας καί ἀναπλάσσοντας αὐτόν (τό ἴδιο
παρατηρεῖται καί στή δικαίωση), κατά τούς Προτεστάντες, τό μυστήριο δέν
ἐξαλείφει τήν οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀλλ’ ἁπλῶς αἴρει τήν
ἐνοχή τήν ὀφειλόμενη τόσο σ’ αὐτό ὅσο καί στίς προσωπικές ἁμαρτίες τῶν
βαπτιζομένων, χωρίς ὡστόσο νά καθιστᾶ ἅγιο καί δίκαιο τόν ἄνθρωπο,
ἐνισχύοντας ἁπλῶς τήν πίστη του κι ἐξασθενώντας τήν ὑφιστάμενη ἁμαρτία.
῾Η ἁμαρτία στόν ἄνθρωπο συγχωρεῖται, ὄχι γιά νά μήν ὑπάρχει, ἀλλά γιά νά
μήν καταλογίζεται.
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές δέν εἶναι σωστές. ῎Οχι μόνο διαστρεβλώνουν τήν ἀληθινή
ἔννοια τῆς δικαιώσεως (ἄρση τῆς ἁμαρτίας καί ἀναγέννηση), ἀλλ’ ἔρχονται σέ
ἀντίθεση πρός τή διδασκαλία τῆς Γραφῆς, κατά τήν ὁποία τό βάπτισμα εἶναι
«λουτρόν παλιγγενεσίας». ῾Ο ὅρος αὐτός ἐκφράζει θαυμάσια τήν οὐσία τοῦ
βαπτίσματος. Τό βάπτισμα κάνει τόν ἄνθρωπο νέα γένεση, τοῦ χαρίζει
καινούργια πνευματική ὕπαρξη, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἀφαιρεθεῖ τό στοιχεῖο τῆς
ἁμαρτίας, τό δηλητήριο τῆς φθορᾶς καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Τό βάπτισμα κατά τούς Διαμαρτυρομένους δέν ἐπαναλαμβάνεται. Σ’ αὐτό
συμφωνοῦν μέ τούς ᾿Ορθοδόξους καί τούς Ρωμαιοκαθολικούς. ῞Ομως ἡ μή
ἐπανάληψη αὐτή δέν ὀφείλεται στή μοναδικότητα τῆς πνευματικῆς γεννήσεως,
πού μόνο μιά φορά γίνεται (ὅπως καίἡ φυσική γέννηση), οὔτε στό ὅτι τό
μυστήριο φέρει χαρακτήρα ἀνεξάλειπτο (Δυτικοί), ἀλλά στήν εἰδική συνθήκη
πού δημιουργεῖται στό βάπτισμα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀπό
μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετακίνητη καί ἀνεπανάλειπτη.
῞Οσοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων δέχονται τό μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ
βαπτίσματος ἀποδέχονται καί τόν νηπιοβαπτισμό (Λουθηρανοί). Αὐτό ὅμως δέν

125
γίνεται χωρίς ἀντίφαση πρός τή θεμελιώδη προτεσταντική ἀρχή περί πίστεως,
ὡς τῆς μόνης δυνάμεως πού προσδιορίζει τήν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου. Πῶς
μπορεῖ νά ἐνεργήσει τό βάπτισμα στά νήπια, τά ὁποῖα στεροῦνται λόγου καί
πίστεως; Πρός ἐξοικονόμηση τοῦ πράγματος διατυπώθηκαν ἀλλόκοτες θεωρίες,·
ὅτι τά νήπια πού εἶναι εὐάρεστα στό Θεό καί προστατεύονται ἀπό τούς
ἀγγέλους, πιστεύουν κι αὐτά χωρίς νά κατανοοῦν τό Θεό, ὅπως ὁ Δαβίδ στήν
κοιλιά τῆς μητέρας του ἐξεδήλωνε τήν ἀφοσίωσή του στό Θεό καί ὁ Βαπτιστής
᾿Ιωάννης σκιρτοῦσε ὁμοίως στήν κοιλιά τῆς ᾿Ελισάβετ, ὅταν αὐτή ἄκουε τό
χαιρετισμό τῆς Παρθένου Μαρίας [223]. ῎Αλλωστε ἡ πίστη δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ
λόγου, ὁ ὁποῖος καμιά φορά τήν ἐμποδίζει, ἀλλ’ εἶναι προϊόν τοῦ παναγίου
Πνεύματος.
Τέλος ὅσοι ἐκ τῶν Διαμαρτυρομένων (Καυάκεροι, Σωκινιανοί, ᾿Αρμινιανοί,
Μεννωνίτες, ᾿Αναβαπτιστές) ἀπορρίπτουν τόν μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ
βαπτίσματος, φρονοῦντες ὅτι εἶναι ἁπλή τελετή ἱδρυθείσα ὄχι ἀπό τόν Κύριο
ἀλλά ἀπό τούς ᾿Αποστόλους γιά τούς ἐξ ᾿Ιουδαίων καί ἐθνικῶν ἐπιστρέφοντας
τῶν ὁποίων ἐδήλωνε δημόσια τήν εἴσοδο στήν ᾿Εκκλησία, ἤ εἶναι ἁπλή εἰκόνα
τῆς ἐσωτερικῆς καθάρσεως τοῦἀνθρώπου καί φραγίδα τῆς ἀφέσεως τῶν
ἁμαρτιῶν στούς πιστεύοντες καί μετανοοῦντες, συναπορρίπτουν ὅλοι τόν
νηπιοβαπτισμό, τοῦ ὁποίου δέν κατανοοῦν τή φύση καί τούς σκοπούς.

166. Εἶναι σωστό τό δι’ ἐπιχύσεως βάπτισμα τῶν Παπικῶν;


῎Οχι, δέν εἶναι. Διότι, κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη, τό βάπτισμα γιά νά εἶναι ἔγκυρο
καί κανονικό, πρέπει νά γίνεται στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος καί διά τριπλῆς
καταδύσεως σέ ὕδωρ «εἰλικρινές», δηλαδή ἀμιγές καί καθαρό [224]. ῎Αν λείπει
ἕνας ἀπό τούς ὅρους αὐτούς τό μυστήριο εἶναι ἄκυρο. ῾Ως πρός τόν δεύτερο ὅμως
ὅρο, δηλαδή τήν τριπλή κατάδυση, δέν ὑπάρχει ὁμοφωνία μεταξύ τῶν διαφόρων
χριστιανικῶν ᾿Εκκλησιῶν.
Τό ρῆμα βαπτίζω σημαίνει βυθίζω. ᾿Από ἀρχαιοτάτων δέ χρόνων στήν
᾿Εκκλησία τό βάπτισμα ἐτελεῖτο διά τριπλῆς καταδύσεως σέ ὕδωρ. Τήν πράξη
αὐτή τῆς ᾿Εκκλησίας μαρτυροῦν τά σωζόμενα βαπτιστήρια, εἰδικά κτίσματα
κείμενα παραπλεύρως τοῦ ναοῦ, στά ὁποῖα βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι.
῾Ομοίως μαρτυρεῖ ἡ πράξη τῶν ἀποσχισθεισῶν ᾿Εκκλησιῶν τῶν ᾿Αρμενίων,
Κοπτῶν καί ᾿Αβυσσηνίων, πού τελοῦν τό βάπτισμα διά καταδύσεως. Εἶναι
ἐνδεικτικό. ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας στάἔργα τους δέν μνημονεύουν ἄλλον
τρόπο βαπτίσεως. Φυσικά στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία ὑπῆρχε τό ἔκτακτο καί κατ’
οἰκονομία βάπτισμα τῶν κλινικῶν, δηλαδή τῶν ἀσθενῶν πού, καθηλωμένοι στό
κρεβάτι, δέν μποροῦσαν νά μετακινηθοῦν, τό ὁποῖο γινόταν δι’ ἐπιχύσεως καί
ραντισμοῦ.
Στό ἔκτακτο αὐτό βάπτισμα στηριζόμενοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί
προφασιζόμενοι λόγους ἀστηρίκτους, τήν τρυφερή ἡλικία τῶν νηπίων, τά ὁποῖα
ἄν εἶναι ἀσθενικά κινδυνεύουν κατά τήν κατάδυση, τό γῆρας τῶν λειτουργῶν μέ
τίς ἀρνητικές ἐπιπτώσεις του, τό ἄτοπο τῆς γυμνώσεως προσώπων τοῦ ἑτέρου
φύλου καί γενικά τίς δυσκολίες ἀπό τό ψυχρό κλίμα τῶν βορείων χωρῶν, ἤδη
ἀπό τόν 14ο αἰώνα τό ἐκτάκτως γινόμενο βάπτισμα δι’ ἐπιχύσεως εἰσήγαγαν ὡς
κανονικό τῆς ᾿Εκκλησίας θεσμό. ῞Οτι ὅμως πρόκειται περί ἐπιζήμιας

126
καινοτομίας στή σειρά πολλῶν ἄλλων καινοτομιῶν τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς, μετά
τά ὅσα εἴπαμε δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ.

167. Μπορεῖ ἄλλο πρόσωπο ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα νά τελέσει τό βάπτισμα;
Ναί μπορεῖ, σέ ἔκτακτες ὅμως περιπτώσεις. Τό βάπτισμα αὐτό εἶναι ὁμοίως
βάπτισμα ἀνάγκης. Γίνεται δέ συνήθως ἐνόψη ἐπικείμενου θανάτου. ῞Οταν,
λόγου χάρη, ἕνα ἀβάπτιστο παιδί ἀσθενήσει ξαφνικά καί κινδυνεύει νά πεθάνει,
τότε μπορεῖ νά τό βαπτίσει καί λαϊκός, ἄνδρας ἤ γυναίκα [225], κατά κανόνα
ὅμως ὀρθόδοξος. Τό βάπτισμα μπορεῖ νά τό κάνει σέ νερό ἁπλό καί φυσικό,
κάνοντας τίς τρεῖς καταδύσεις καί λέγοντας τά καθιερωμένα λόγια· «Βαπτίζεται
ὁ δοῦλος (ἤἡ δούλη) τοῦ Θεοῦ τάδε... εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί
τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἀμήν». ᾿Ελλείψει ὕδατος τό βάπτισμα μπορεῖ νά γίνει καί
στόν ἀέρα (ἀεροβάπτισμα). Καί στίς δύο περιπτώσεις (κυρίως ὅμως στήν πρώτη)
τό βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο καί δέν μπορεῖ νάἐπαναληφθεῖ, ὅταν παρέλθει ὁ
κίνδυνος θανάτου.
Τό ἔκτακτο αὐτό βάπτισμα τελεῖ καί ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, διευρύνουσα ὅμως
τόν κύκλο τῶν προσώπων πού μποροῦν νά τό ἐπιτελέσουν. Σέ ἀντίθεση μέ τή
δική μας ᾿Εκκλησία πού ἐπιτρέπει τήν τέλεσή του μόνο σέ ὀρθόδοξους λαϊκούς,
ἡ Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία τό ἐπιτρέπει καί σέ μή χριστιανούς, σέ᾿Ιουδαίους
καί σέ ἐθνικούς. ῞Οτι ὅμως μιά τέτοια θεωρία, διαταράσσουσα τή «λογική» καί
τόν φυσικό κύκλο τῶν μυστηρίων, εἶναι ἄκρως μηχανική, εἶναι προφανές καί
αὐτονόητο.
Καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι, τέλος, δέχονται τήν τέλεση τοῦ βαπτίσματος ἀπό
πρόσωπα λαϊκά, ἐκτός ἀπό τούς Καλβινιστές, οἱ ὁποῖοι, ἀποδεχόμενοι ὅτι ὁ Θεός
σώζει καί χωρίς τό βάπτισμα τούς προορισμένους στήν αἰώνια ζωή, δέν δίνουν
καμιά σημασία στό ἔκτακτο βάπτισμα τῆς ἀνάγκης.

168. Ποιά εἶναι ἡ θέση τοῦ προσώπου τοῦ λειτουργοῦ στήν τέλεση τῶν
ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων;
῞Οπως εἰπώθηκε στά προηγούμενα, ὁ τελετουργός τῶν μυστηρίων εἶναι κατ’
οὐσίαν ὁ ἱδρυτής αὐτῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ο ἱερέας εἶναι
ἁπλόὄργανο διά τοῦὁποίου ἐπιτελοῦνται τά μυστήρια.
Στό πνεῦμα αὐτό ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας κρύβει ἐπιμελῶς τό πρόσωπό του κατά τήν
τέλεση τῶν μυστηρίων, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ τύπο παθητικό (σέ
τρίτο ἑνικό πρόσωπο) ὅπως· Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί χρίεται,
ἀρραβωνίζεται, στέφεται, μεταλαμβάνει, προχειρίζεται κ.τ.λ.
᾿Αντίθετα στή Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ὁ λειτουργός φέρεται νά τελεῖ ὁ ἴδιος τά
μυστήρια, ἀπαγγέλλοντας τίς ἱερουργίες σέ πρῶτο ἑνικό πρόσωπο, ὅπως: ἐγώ σέ
βαπτίζω, σέ χρίω κ.ο.κ. Τό ὕφος αὐτό εἶναι ἐκφραστικό τοῦ ὀξέος χωρισμοῦ τοῦ
κλήρου ἀπό τόν λαό, πού παρατηρεῖται στή Λατινική᾿Εκκλησία.

127
β. ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ

169. Τί εἶναι τό χρίσμα;


Εἶναι τόἱερό μυστήριο κατά τό ὁποῖο, χριομένων σταυροειδῶς μέ ἅγιο μύρο τῶν
μελῶν τοῦ βαπτισθέντος, κατέρχεται ἡ θεία χάρη ἡ ὁποία σφραγίζει τήν
ἀρξάμενη νέα πνευματική ζωή, διαπτύσσοντας τά χαρίσματα τοῦ βαπτίσματος
σέ βίο προσωπικό, θεοφιλῆ καί ἐνάρετο. Τό χρίσμα, ἄν καί τελεῖται συνειμμένως
μέ τό βάπτισμα, δέν εἶναι μέρος τοῦ βαπτίσματος, ἀλλά μυστήριο αὐτοτελές καί
ἴδιο. Εἶναι δέ μυστήριο μή ἐπαναλαμβανόμενο.
Στή Γραφή δέν ὑπάρχει σαφής μαρτυρία περί τῆς ἱδρύσεως τοῦ χρίσματος ἀπ’
εὐθείας ἀπό τόν Κύριο. ῾Υπάρχουν ὅμως πολλές καί σημαντικές ἐνδείξεις. Εἶναι
τά χωρία· «῾Ο δέ βεβαιῶν ἡμᾶς σύν ἡμῖν εἰς Χριστόν καί χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί
σφραγισάμενος ἡμᾶς καί δούς τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος [226] ἐν ταῖς
καρδίαις ἡμῶν»· «καί ὑμεῖς τό χρῖσμα, ὅἐλάβετε ἀπ’ αὐτοῦ, μένει ἐν ὑμῖν, καί οὐ
χρείαν ἔχετε, ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς...» [227]. Στά χωρία αὐτά βέβαια ἡ χρίση
μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ μέ ἔννοια γενική, ὡς ἐσωτερική διά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος
βεβαίωση.
Σημαντικότερη μαρτυρία περί τῆς θείας ἀρχῆς τοῦ χρίσματος καί βεβαίωση, ὅτι
τοῦτο εἶναι μυστήριο ξεχωριστό ἀπό τό βάπτισμα, εἶναι τά ὅσα λέγονται στίς
Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων [228], περί τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί᾿Ιωάννου,
οἱὁποῖοι στάλθηκαν στή Σαμάρεια γιά νά ἐπιθέσουν τά χέρια τους στίς κεφαλές
τῶν βαπτισθέντων ἀπό τό διάκονο Φίλιππο καί νά τούς μεταδώσουν Πνεῦμα
῞Αγιο. ῾Ομοίως καί ὅ,τι λέγεται περί τοῦ Παύλου [229], ὁ ὁποῖος στήν ῎Εφεσο διά
τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν του στίς κεφαλές τῶν δεχθέντων τό βάπτισμα τοῦ
᾿Ιωάννου, μετέδωσε σ’ αὐτούς Πνεῦμα ῞Αγιο.
᾿Από τίς πιό πάνω διηγήσεις τῶν Πράξεων φαίνεται, ὅτι ἀρχικά τό μυστήριο
ἐτελεῖτο διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ᾿Αποστόλων. ῞Οσο ὅμως περνοῦσε ὁ
καιρός καί στό μέτρο πού ὁ ἀριθμός τῶν πιστευόντων μεγάλωνε καθημερινά καί
ἦταν φυσικά ἀδύνατο νά ἐπαρκέσουν τά ἀποστολικά χέρια γιά τήν τέλεση τοῦ
μυστηρίου, ἡ χειροθεσία ἀντικαταστάθηκε πιθανότατα ἀπ’ αὐτούς τούς
᾿Αποστόλους διά τῆς χρίσεως μέ ἅγιο μύρο, ἡ ὁποία γινόταν ὄχι μόνο ἀπό τόν
ἐπίσκοπο, ἀλλά καί ἀπό τούς ἱερεῖς.
῾Η χρισματική χάρη εἶναι διαφορετική ἀπό τή βαπτισματική. ᾿Ενῶ τό ἱερό
βάπτισμα δημιουργεῖ τή νέα ὕπαρξη καί εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στή νέα ἐν
Χριστῷ ζωή, τό χρίσμα σφραγίζει μέ τίς δωρεές τοῦἁγίου Πνεύματος τήν ὕπαρξη
αὐτή, βοηθώντας τόν ἄνθρωπο, νά εἰσέλθει στό δόλιχο (ὁδό) τῶν πνευματικῶν
ἀγώνων καί ν’ ἀξιοποιήσει ὑποκειμενικά τό ἀγαθό τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος.
῞Οπως εἴπαμε στήν ἀρχή, τό χρίσμα εἶναι μυστήριο μή ἐπαναλαμβανόμενο.
Τελεῖται μία μόνο φορά, ὅπως καί τό βάπτισμα. ῾Η χρίση τῶν προσερχομένων
στούς κόλπους τῆς ᾿Ορθοδοξίας δέν εἶναι ἐπανάληψη τοῦ χρίσματος, ἐπειδή
στήν αἵρεση, κι ἄν ἔγινε τό χρίσμα, αὐτό εἶναι ἄκυρο καί ἀνύπαρκτο, ὅπως δέν
εἶναι ἐπανάληψη στίς περιπτώσεις τῶν ἀποστατῶν πού ἐπανέρχονται στούς
κόλπους τῆς ᾿Ορθ. ᾿Εκκλησίας. ᾿Εδῶ τό χρίσμα εἶναι τελετή τῆς ἐπανόδου τῶν
μετανοούντων κάτω ἀπό τίς εὐλογίες τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επίσης δέν θεωρεῖται

128
μυστήριο ἡ διά μύρου καθιέρωση ναῶν καί ἱερῶν εἰκόνων, ὅπως καί ἡ περιβολή
τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος διά τυπώσεως μύρου.

170. Ποιός εἶναι ὁ λειτουργός τοῦ μυστηρίου τοῦ χρίσματος;


᾿Ενῶ κατά τήν πράξη τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας ἡ χρίση διά μύρου [230], πού
παρασκευάζεται μόνο ἀπό τόν ἐπίσκοπο, ἐπιτρέπεται σέ ὅλους τούς ἱερεῖς, κατά
τήν ᾿Εκκλησία τῆς Ρώμης ἡ τέλεσή του ἐπιφυλάσσεται μόνο στόν ἐπίσκοπο,
ἐπιτρεπόμενη ἐκτάκτως καί σέ ἱερεῖς ὡς εἰδικό προνόμιο παρεχόμενο σ’ αὐτούς
ἀπό τόν Πάπα. ῾Η πράξη ὅμως αὐτή τῶν Παπικῶν δέν ἔχει ἱστορικό ἔρεισμα.
Στήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία τό μυστήριο ἐτελεῖτο σταθερά καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Κατά
τόν ἱερό Χρυσόστομο οἱ ἐπίσκοποι πλεονεκτοῦν τῶν πρεσβυτέρων, μόνο κατά τή
χειροτονία, τήν ὁποία δέν μποροῦν νά κάνουν οἱ ἱερεῖς. Κατά τά ἄλλα συνεπῶς
μποροῦν νά κάνουν ὅ,τι καί ὁ ἐπίσκοπος. ᾿Αλλά καί λογικῶς ἡ πράξη αὐτή δέν
μπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ, διότι ἤ ἡ τέλεση τοῦ χρίσματος ἀνήκει στούς
ἐπισκόπους «θείῳ δικαίῳ», ὁπότε δέν μπορεῖ νά χορηγηθεῖ στούς ἱερεῖς, εἴτε
χορηγεῖται σ’ αὐτούς ἐκ διατάξεως ἐκκλησιαστικῆς, ὁπότε ἡ τέλεση τοῦ
μυστηρίου ἐγκείμενη στή χειροτονία τους εἶναι κάτι τό κανονικό καί ὑγιές.
Βαθύτερος λόγος νά εἶναι ἄραγε ἡ ἔξαρση τοῦἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος;

171. Ποιός εἶναι ὁ κατάλληλος χρόνος τελέσεως τοῦ χρίσματος;


Κατά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τό χρίσμα τελεῖται –ὅπως ἤδη σημειώσαμε–
μετά τό βάπτισμα. Διά τῶν δωρεῶν τοῦ῾Αγίου Πνεύματος κατασφραγίζεται ἡ
νέα ὕπαρξη ἡ ἀναδυθείσα ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος, ἐνῶ ὁ νέος
πνευματικός βίος διαπτύσσεται σέ προσωπικό ἔργο στίς ψυχές τῶν
βαπτισθέντων. ῾Η ᾿Ορθόδοξη ῾Ομολογία παραινεῖ· «Παρευθύς μετά τό
βάπτισμα νά χρίῃ ὁ ἱερεύς τό βαπτιζόμενον εἰς τά διωρισμένα μέλη, ἐπιλέγων
τά λόγια «σφραγίς δωρεᾶς πνεύματος ἁγίου» [231].
Στό σημεῖο ὅμως αὐτόἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἀκολουθεῖ ἄλλη ὁδό· «Μπορεῖ μέν –
ἀποφαίνεται ἡ Ρωμαϊκή Κατήχηση– νά τελεσθεῖ τό χρίσμα μετά τό βάπτισμα,
ὅμως αὐτό σέ λίγο ὠφελεῖ, διότι τά παιδιά δέν μποροῦν ἀκόμη νά κάνουν χρήση
τοῦ λογικοῦ τους, διά τοῦτο καλόν εἶναι νά ἀναβάλλεται στό 12ο καί ἐν ἀνάγκῃ
στό 7ο ἔτος· διότι ἡ βεβαίωση δέν ὁρίστηκε ὡς ἀναγκαία εἰς σωτηρίαν, ἀλλά γιά
νά παρασκευασθοῦμε ἄριστα ν’ ἀγωνισθοῦμε γιά τήν πίστη μας στό Χριστό, σ’
αὐτό ὅμως τό εἶδος τῆς πάλης κανένας δέν μπορεῖ νά θεωρήσει κατάλληλους
αὐτούς πού στεροῦνται τῆς χρήσεως τοῦ λόγου» [232]. ῞Οπως βλέπουμε, ἡ
ἀναβολή τῆς χρίσεως στή Ρωμαιοκαθολική᾿Εκκλησία στηρίζεται στήν ἔλλειψη
κρίσεως καί λόγου στά μικρά παιδιά. ᾿Από ἄποψη λογική βέβαια τό πράγμα δέν
εἶναι ἀστήρικτο καί ἀδικαιολόγητο. Πῶς μπορεῖ ἀλήθεια νά ἀναχθεῖ κανείς σέ
ἀγῶνες πνευματικούς, ὅταν τό μυαλό του εἶναι ἀκόμη ἀνώριμο καίἡ συνείδησή
του ἀδιαμόρφωτη;
῞Ομως τό λογικῶς πιθανό καί εὔλογο δέν πρέπει νά λαμβάνεται ὡς μέτρο
ἐκτιμήσεως τῶν πραγμάτων στό μυστηριακό καί ὑπερλογικό χῶρο τῆς πίστεως.
῎Αν ἐπιχειρήσουμε αὐτό, δέν θά μείνει τίποτε ὄρθιο, θά ἀποδιοργανώσουμε ὅλα
τά δόγματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα μέ πολλά καί ἰσχυρά λογικά
ἐπιχειρήματα. ῞Ομως καί στή λογική βάση ὑπάρχουν πολλά ἀνερμήνευτα καί
ἀνεξήγητα. ῎Αν ἡ ἔλλειψη λόγου εἶναι τό βασικό ἐπιχείρημα μή τελέσεως τοῦ

129
χρίσματος σέ νηπιακή ἡλικία, τότε γιατί τελοῦμε τό βάπτισμα στήν ἡλικία αὐτή;
Μήπως τά βαπτιζόμενα νήπια ἔχουν ἀναπτυγμένη συνείδηση καί λόγο;
῎Αλλωστε ἡ καταβολή τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ἀρχίζει ἤδη ἀπό τοῦ
λίκνου, ἄν μή καί ἐνωρίτερα. Γιά ποιό λόγο νά στερηθεῖ τό νήπιο τῆς
εὐεργετικῆς ἐνέργειας τῶν δώρων τοῦ῾Αγίου Πνεύματος γιά τή βαθμιαία
ἀνάπτυξη τοῦ χαρακτήρα καί τῆς προσωπικότητάς του;
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά ἡ τέλεση τοῦ χρίσματος εὐθύς μετά τό βάπτισμα ἀποτελεῖ
πράξη ἀρχαιότατη τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Αντί πάσης ἄλλης μαρτυρίας παραθέτουμε
τή μαρτυρία τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου· «Οἱ φωτιζόμενοι μετά τό βάπτισμα
χρίονται χρίσματι ἐπουρανίῳ» [233].

172. Τί φρονοῦν περί τοῦ χρίσματος οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


Δέν δέχονται τό χρίσμα ὡς ἐκκλησιαστικό μυστήριο, ἀλλά σάν μιά ἁπλή τελετή
μή ἀναγκαία γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία μπορεῖ νά στερηθεῖ ἡ
᾿Εκκλησία χωρίς καμιά βλάβη οὐσιαστική. ᾿Από τά μέσα ὅμως τοῦ ΙΖ´ αἰώνα καί
μετά ἀπό εἰσήγηση τῆς ᾿Αγγλικανικῆς ᾿Εκκλησίας, τό χρίσμα τελεῖται παντοῦ
(στήν ᾿Αγγλικανική᾿Εκκλησία ἀπό τούς ἐπισκόπους) σάν ἕνας ἐπίσημος θεσμός
εἰσόδου τῶν βαπτιζόμενων παιδιῶν στήν ᾿Εκκλησία, κατά τήν ὁποία ὁμολογοῦν
τή διδασκαλία τῆς πίστεως καί προπαρασκευάζονται νά μένουν πιστοί στήν
ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ καίἑδραῖοι στή γεμάτη ἀπό κινδύνους ζωή αὐτή.

130
γ. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ

173. Ποιά εἶναι ἡ σύσταση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας;


῾Η θεία εὐχαριστία τρέφει τόν ἄνθρωπο πνευματικά, τόν ἁγιοποιεῖ καί τόν
ἑνώνει μέ τό Θεό. Εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν μυστήριο, στό ὁποῖο συγκροτεῖται καί ζεῖ
ἡ᾿Εκκλησία, ὡς ἡ ἐπί γῆς ἐνσάρκωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Η θεία
εὐχαριστία εἶναι θεοποιητικό μυστήριο, ἡ συναγωγή καί συνένωση τοῦ κόσμου
στή θεία λυτρωτική ἐνέργεια. Εἶναι δέ, ὅπως καί τό βάπτισμα, μυστήριο κυριακό.
῾Η θεία Εὐχαριστία ἔχει δύο ὄψεις· εἶναι μυστήριο καί ταυτόχρονα θυσία.
Τό ἵδρυσε ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τόσο μυριόλεκτο εἶναι αὐτό στή
Γραφή, πού κανείς δέν μπορεῖ ἀποχρώντως νά τό ἀρνηθεῖ. Οἱ περικοπές πού
κάνουν λόγο περί τῆς συστάσεως τοῦ μυστηρίου εἶναι· ᾿Ιωάν. 6, 27-69, ὅπου ὁ
Σωτήρας ἐπαγγέλλεται τή σύσταση τοῦ μυστηρίου, καί οἱ περικοπές· Ματθ. 26,
20-29, Μάρκ. 14, 17-25, Λουκ. 22, 14-38 καίἡ Α´ Κορ. 11, 23-25, κατά τίς ὁποῖες τό
ἑσπέρας πρό τοῦ Πάσχα (Πέμπτη) ὁ Κύριος λαβών ἄρτον τόν εὐλόγησε καί ἀφοῦ
τόν ἔκοψε τόν ἔδωσε στούς μαθητές Του, εἰπῶν· «Λάβετε, φάγετε τοῦτό ἐστι τό
σῶμά μου». ῾Ομοίως λαβών τό ποτήριο καί εὐχαριστήσας τό ἔδωκε στούς
μαθητές του λέγων· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου τό τῆς
καινῆς Διαθήκης, τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Τό
μυστήριο ἱδρύθηκε ἀπό τόν Κύριο σάν αἰώνιος θεσμός στήν ᾿Εκκλησία· «Τοῦτο
ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν» [234].

174. Πῶς παρίσταται ὁ Χριστός στό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας;


῾Η παρουσία τοῦ Κυρίου στή θεία εὐχαριστία δέν εἶναι ἁπλός συμβολισμός,
ἀλλά παρουσία πραγματική. ῾Ο Κύριος μέ ὅλη τήν ὑπόστασή του βρίσκεται
πραγματικά στόν ἄρτο καί τόν οἶνο τῆς εὐχαριστίας κατά τή στιγμή τοῦ
καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων ἀπό τόν ἱερέα. ῾Η ὁμολογία τοῦ Δοσιθέου
περιγράφει ἄριστα τό ζήτημα· «Τούτου ἐν τῇ ἱερουργίᾳ πιστεύομεν παρεῖναι τόν
Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν οὐ τυπικῶς οὐδ’ εἰκονικῶς οὐδέ χάριτι ὑπερβαλλούσῃ,
ὡς ἐν τοῖς λοιποῖς μυστηρίοις, οὐδέ κατά μόνην παρουσίαν, καθώς τινες τῶν
Πατέρων εἰρήκασι περί τοῦ βαπτίσματος, οὐδέ κατ’ ἐναρτισμόν, ὥστε ἑνοῦσθαι
τήν θεότητα τοῦ Λόγου τῷ προκειμένῳ τῆς εὐχαριστίας ἄρτῳ, καθώς οἱ ἀπό
Λουθήρου λίαν ἀμαθῶς καί ἀθλίως δοξάζουσι, ἀλλ’ ἀληθῶς καί πραγματικῶς,
ὥστε μετά τόν ἁγιασμόν τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου μεταβάλλεσθαι,
μετουσιοῦσθαι, μεταποιεῖσθαι, μεταρρυθμίζεσθαι τόν μέν ἄρτον εἰς αὐτό τό
ἀληθές τοῦ Κυρίου σῶμα, ὅπερ ἐγεννήθη ἐν Βηθλεέμ τῆς ἀειπαρθένου,
ἐβαπτίσθη ἐν ᾿Ιορδάνῃ, ἔπαθε, ἐτάφη, ἀνέστη, ἀνελήφθη, κάθηται ἐκ δεξιῶν τοῦ
Θεοῦ καί πατρός, μέλλει ἐλθεῖν ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ· τόν δέ οἶνον
μεταποιεῖσθαι καί μετουσιοῦσθαι εἰς αὐτό τό ἀληθές τοῦ Κυρίου αἷμα, ὅπερ
κρεμαμένου ἀπό τοῦ σταυροῦἐχύθη ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» [235].
᾿Από τήν περιγραφή τῆς ῾Ομολογίας ἀνακύπτει ἀνάγλυφη ἡ περί θείας
εὐχαριστίας ὀρθόδοξη διδασκαλία. ῾Ο Χριστός στή θεία εὐχαριστία δέν εἶναι
παρών τυπικά καί εἰκονικά ἤ μέ τό πλήρωμα τῆς θείας του χάριτος, ὅπως στά
ὑπόλοιπα ἕξι μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας· ἀλλά βρίσκεται ὁ ἴδιος πραγματικά
παρών, στόν μέν ἄρτο κατά τό ἄχραντο σῶμα του σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς

131
ἀναπτύξεώς του ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο μέχρι τῆς ἐκ
δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρας του· στόν οἶνο δέ, κατά τό αἷμα του πού χύθηκε
ἐπάνω στό σταυρό.
Στό μυστήριο τῆς εὐχαριστίας τά φυσικά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου
χάνουν τή φυσική τους ὑπόσταση, ἡ ὁποία μετατρέπεται στήν οὐσία τῆς
ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή στό σῶμα καί τό αἷμα του. ᾿Αλλάζουν
οὐσία, γιαυτό καί ἡ μεταβολή καλεῖται «μετουσίωση». Τό μόνο πού παραμένει
στά φυσικά στοιχεῖα εἶναι τά λεγόμενα συμβεβηκότα, αὐτά πού δέν ἀνήκουν
στήν οὐσία ἀλλά τήν περιβάλλουν, οἱ φυσικές ποιότητες, ὅπως ἡ μορφή, τό
βάρος, ἡ ὀσμή, ἡ γεύση κ.τ.λ. Αὐτό εἶναι μέτρο τῆς θείας παιδαγωγίας, ἡ ὁποία
καλύπτει κάτω ἀπό τά συμβεβηκότα τήν οὐσία τοῦ κυριακοῦ σώματος καί
αἵματος, γιά νά διευκολύνει τήν κοινωνία τῶν πιστῶν, πού σάν ἄνθρωποι
ἀσθενεῖς δέν θά ἄντεχαν νά μεταλάβουν γυμνά, δηλαδή ὅπως στήν
πραγματικότητα εἶναι, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου.

175. Τί φρονοῦν οἱ Προτεστάντες περί τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν


εὐχαριστία;
῎Αν ἐξαιρέσει κανείς ὁρισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανούς,
᾿Αρμινιανούς), οἱ ὁποῖοι, ἐξετάζοντας ὀρθολογιστικά τήν ἔννοια τῶν μυστηρίων,
θεωροῦν τήν εὐχαριστία ὡς ἁπλή τελετή κατά τήν ὁποία καταγγέλλεται ὁ
θάνατος τοῦ Κυρίου καί μέ ὕμνους πανηγυρίζονται καί δοξάζονται τά
λυτρωτικά του ἀποτελέσματα, οἱ ἄλλες προτεσταντικές ῾Ομολογίες δέχονται
τήν εὐχαριστία ὡς μυστήριο μεταδοτικό τῆς θείας χάριτος, ἄν καί διαφωνοῦν
μεταξύ τους ὡς πρός τόν τρόπο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία.

176. Τί εἶναι ὁ ἐναρτισμός;


Εἶναι δόγμα τῶν Λουθηρανῶν, διά τοῦ ὁποίου καταβάλλεται προσπάθεια νά
ἑρμηνευθεῖ ἡ πραγματική παρουσία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ
στή θεία εὐχαριστία.
Οἱ Λουθηρανοί δέχονται τήν εὐχαριστία ὡς μυστήριο, στό ὁποῖο «ἐν τῷ ἄρτῳ,
σύν τῷ ἄρτῳ καί ὑπό τόν ἄρτον» μεταδίδεται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στούς μέν
πιστούς εἰς σωτηρίαν, στούς δέ ἀπίστους εἰς κατάκριμα. ῾Ομοίως ἐν τῷ οἴνῳ
μεταδίδεται τό αἷμα τοῦ Κυρίου. ῾Η παρουσία αὐτή τοῦ Κυρίου δέν εἶναι μέν
μετουσίωση, εἶναι ὅμως πραγματική καί ὑποστατική καί ὄχι ἁπλῶς δυναμική.
῾Ως παράδειγμα διασαφητικό οἱ Λουθηρανοί φέρουν τό παράδειγμα τῆς ἕνωσης
τῶν φύσεων στό Χριστό. ῞Οπως δηλαδή στό χριστολογικό μυστήριο ἡ θεία φύση
ἑνώνεται μέ τήν ἀνθρώπινη χωρίς ἡ μία νά βλάψει τήν ἄλλη, ἔτσι καί στήν
εὐχαριστία ἑνώνονται τά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου μέ τό σῶμα καί τό
αἷμα τοῦ Χριστοῦ. ῾Η παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο εἶναι μέν πραγματική,
δέν γίνεται ὅμως σωματοειδῶς, καταληπτῶς καί περιγραφικῶς, ἀλλά κατά
τρόπο πνευματικό, ἀκατάληπτο καί ὑπερφυσικό. ᾿Επειδή δέ δέν συμβαίνει
μετουσίωση, ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο διαρκεῖ μόνο κατά τήν
τέλεση τῆς ὅλης διαδικασίας ἀπό τούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ Κυρίου μέχρι τή
μετάδοση τῶν τιμίων δώρων στούς πιστούς. ῎Εξω ἀπό τή χρήση αὐτή ἡ παρουσία
τοῦ Χριστοῦ παύει νά ὑφίσταται. Φυσική συνέπεια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶναι
ὅτι τά ὁρατά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου τῆς εὐχαριστίας, ἐπειδή δέν

132
μεταποιοῦνται εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, δέν μποροῦν καί δέν πρέπει νά εἶναι
ἀντικείμενο προσκυνήσεως [236] καί λατρείας.
Στή διατύπωση τῆς θεωρίας του ὁδηγήθηκε ὁ Λούθηρος ἀπό τή μιά μεριά γιά ν’
ἀποφύγει τή θεωρία τῆς μετουσιώσεως τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, καί ἀπό τήν
ἄλλη τή συμβολική περί εὐχαριστίας ἀντίληψη τῶν ἄλλων προτεσταντικῶν
῾Ομολογιῶν. ᾿Εντούτοις ἀντί νά ἐπιλύσει τό πρόβλημα τῆς παρουσίας τοῦ
Χριστοῦ, τό ἔκανε περισσότερο πολύπλοκο καί δυσνόητο. ᾿Απόβλητη κυρίως
εἶναι ἡ προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς θεωρίας μέ βάση τό χριστολογικό δόγμα. ῾Η
ἕνωση τῶν φύσεων στό Χριστό εἶναι ἕνωση προσωπική (στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ
Λόγου), ἐνῶ στόν ἐναρτισμό εἶναι ἕνωση μυστηριακή, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τήν
νοητική τοῦ ἀνθρώπου κατάληψη. ᾿Από τήν ἄλλη μεριά ἡ ἄρνηση
προσκυνήσεως τῶν τιμίων δώρων ἀντιβαίνει πρός τό ἔθος καί τήν πράξη τῆς
ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας.

177. Τί εἶναι ἡ θεωρία της «πανταχού παρουσίας» [237]


Εἶναι θεωρία λουθηρανική συναφής πρός τόν ἐναρτισμό, διά τῆς ὁποίας ὁμοίως
καταβάλλεται προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στό μυστήριο
τῆς θείας εὐχαριστίας. ῾Ο ὅρος, παραγόμενος ἀπό τή λατινική λέξη «παντοῦ»,
ἀναφέρεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι παρόν
καί στή θεία εὐχαριστία. ῾Η θεωρία εἶναι πολύ ἁπλουστευτική, ἀπόβλητη καί
ἐσφαλμένη.
Τό χριστολογικό της ὑπόβαθρο εἶναι ἐντελῶς σαθρό. Βασίζεται σέ μιά πολύ
κακή ἀντίληψη περί ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων στό Χριστό. ᾿Ενῶ
κατά τήν ὀρθή ἀντίληψη οἱ φύσεις ἀντιδίδουν τά ἰδιώματά τους ἡ μία στήν ἄλλη
στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μένοντας ἀσυγχύτως ἑνωμένες, κατά τή
Λουθηρανική ἀντίληψη ἡ ἀντίδοση γίνεται ἀπ’ εὐθείας στίς φύσεις, πράγμα πού
ὁδηγεῖ στό μονοφυσιτισμό. ῾Η ἀνθρώπινη φύση λαμβάνει ἰδιότητες τῆς θείας
φύσεως, τήν παντοδυναμία, τήν πανσοφία καί τήν πανταχοῦ παρουσία,
κινδυνεύουσα νά ἐξέλθει τῶν ὁρίων τῆς πεπερασμένης της φύσεως [238].
Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί ἐθεώθη στό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔπαυσε
ὡστόσο νά εἶναι καθ’ αὐτό σῶμα πεπερασμένο καί κτιστό. ῎Ετσι, ὁρατό καί
περιγραπτό, φανερώθηκε στούς μαθητές μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου,
ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς καί πρόκειται νάἐπανέλθει στή γῆ γιά νά κρίνει
τόν κόσμο 239. ῾Ο Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού μέ τό σῶμα καί τή θεότητά του
βρίσκεται πανταχοῦ παρών καίὄχι μοναχή της ἡἀνθρώπινη φύση του.
Στά χωρία τῆς Γραφῆς στάὁποῖα στηρίζεται ἡ θεωρία αυτή: «ὅτι ἐν αὐτῷ
κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»240, «ὁ καταβάς αὐτός ἐστι
καί ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα» [241],
«ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καίἐπί γῆς» [242], δέν ἀναφέρονται στόν
ἄνθρωπο Χριστό ξεχωριστά, πράγμα πού δέν θά εἶχε νόημα, ἀλλά στό
Θεάνθρωπο Κύριο. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος κατά
τοῦ Εὐτυχοῦς καίἡ Ζ´ κατά τῶν Εἰκονομάχων, ἀπορρίψασαι τά διδάγματα τῶν
αἱρετικῶν, ὅτι ἡ σάρξ τοῦ Κυρίου ἦταν ἄπειρη καί ἀπερίγραπτη, δίδαξαν ὀρθῶς
ὅτι ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων γίνεται συγκεκριμένα (δηλ. στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ) καί ὄχι ἀφηρημένα, δηλαδή ὅτι ὁ Θεός ἔπαθε καί ὄχι ἡ θεότητα, ἤ ὅτι ὁ

133
Θεός στήν ἀνθρώπινη φύση του εἶναι πανταχοῦ παρών καί ὄχι ἡ ἀνθρωπότητά
του.
Τέλος εἶναι ἀλλόκοτη ἡ ἰδέα ὅτι τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ὡς πανταχοῦ παρόν, εἶναι
παρόν καί στή θεία εὐχαριστία. ῎Αν ἦταν ἔτσι, τό σῶμα τοῦ Κυρίου θά ἦταν
παρόν καί σέ κάθε φυσική τροφή καί δέν θά ὑπῆρχε λόγος νά τό
μεταλαμβάνουμε εἰδικά στή θεία εὐχαριστία. Θά τό τρώγαμε καί στά λάχανα!

178. Τί φρονοῦν περί θείας εὐχαριστίας οἱ ὑπόλοιποι Προτεστάντες;


Οἱ ᾿Αναμορφωτές, ἀπορρίπτοντες ὅλοι τήν περί πραγματικῆς παρουσίας τοῦ
Χριστοῦ διδασκαλία τοῦ Λουθήρου, δέν ἔχουν ὡστόσο ἑνιαία μεταξύ τους περί
τοῦ μυστηρίου ἀντίληψη. ῞Οπως καί εἰς ὅλα τά ἄλλα ζητήματα, ἔτσι καί ἐδῶ
ἐπηρεάζονται λίγο πολύ ἀπό τίς ἰδιαίτερες θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές
προκαταλήψεις τους.
Οἱ Ζβιγγλιανοί, φρονοῦντες ὅτι τό Πνεῦμα τό῞Αγιο δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό
ἐξωτερικά μέσα καί ἀγωγούς γιά νά ἐνεργήσει στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων,
διδάσκουν, ὅτι τά στοιχεῖα τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι πραγματικά τό σῶμα καί τό
αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ εἰκονίζουν ἁπλῶς αὐτά, ὅπως μέ εἰκονική ἔννοια λέγεται
περί τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι «ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή» [243] (ὁ Χριστός δέν εἶναι
ἀμπέλι, ἀλλ’ εἰκονίζεται ἁπλῶς ἔτσι). Συνεπῶς ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος τῆς
εὐχαριστίας δέν εἶναι ἐχέγγυα καί ὄργανα τῆς κοινωνίας τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά
εἰκόνες αἰσθητές τοῦ σταυρωθέντος καί ἀποθανόντος Χριστοῦ. Στή μετάληψη
δέν γίνεται πραγματική κοινωνία τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
ἀλλά μόνον ὅσοι πιστεύουν κοινωνοῦν τῶν εὐεργετημάτων τοῦ θανάτου τοῦ
Κυρίου.
῾Ο Καλβίνος διδάσκει ἀντίθετα πράγματα ἀπό τόν Ζβίγγλιο. Κατ’ αὐτόν ἡ
μετάληψη δέν εἶναι ἀναμνηστικό δεῖπνο, ἀλλά δεῖπνο στό ὁποῖο ὁ Χριστός μᾶς
μεταδίδει τή σάρκα καί τό αἷμα του. Τά στοιχεῖα τῆς εὐχαριστίας δέν εἶναι μόνο
εἰκόνες, ἀλλά ἐχέγγυα καί σφραγίδες τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου
καί τῆς πνευματικῆς μετ’ αὐτοῦ ἑνώσεως τῶν πιστευόντων. ῾Η διδασκαλία αὐτή
τοῦ Καλβίνου φαίνεται νά εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τοῦ
Λουθήρου· ἐντούτοις οἱ δύο διδασκαλίες διαφέρουν ὀξύτατα μεταξύ τους σέ ἕνα
κύριο καί βασικό σημεῖο. ᾿Ενῶ ὁ Λούθηρος διδάσκει ἐναρτισμό (μυστηριακή
ἕνωση τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ), ὁ Καλβίνος διδάσκει
μυστηριακή ἕνωση μόνο μέ τίς ψυχές τῶν πιστευόντων διά τῆς δυνάμεως τοῦ
῾Αγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο μεταβιβάζει σ’ ἐμᾶς τό Χριστό ὄχι ἀπό τό
θυσιαστήριο, ἀλλ’ ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν οὐρανό. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις βασικό
στοιχεῖο τῆς λειτουργίας τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ πίστη.
῾Η πιό πάνω εἰκονική-συμβολική περί εὐχαριστίας διδασκαλία τῶν
Προτεσταντῶν ἔρχεται σέ ὀξεία ἀντίθεση μέ τόν περί εὐχαριστίας πραγματισμό
τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. Θά ἀναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Μετά τό θαῦμα
τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων στήν ἕρημο ὁ Κύριος, ἐλέγχοντας τούς
παχυλούς ᾿Ιουδαίους ὅτι ἐπιζητοῦν βρώματα ὑλικά, τούς παρότρυνε νά
ἐπιζητοῦν πνευματικές τροφές, ἐννοώντας στήν ἀρχή τό λόγο του καί κατόπιν
τή βρώση τοῦ σώματος καί τήν πόση τοῦ αἵματός του. Τούς εἶπε δέ «ὁἄρτος, ὅν
ἐγώ δώσω ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, ἡ σάρξ μου ἐστίν» [244]· καί «ὁ τρώγων
μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον» [245]. ῞Οτι πραγματικά

134
ἐννοοῦσε τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος δείχνει ἡ ἀντίδραση τῶν ἀκροατῶν του, οἱ
ὁποῖοι δυσφορώντας ἔλεγαν· «Πῶς δύναται οὗτος δοῦναι ἡμῖν τήν σάρκα
φαγεῖν» [246]; ῾Ομοίως καί οἱ μαθητές· «Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος οὗτος· τίς
δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» [247]. Καί ὁ Παῦλος, ἀποκαλώντας τό κυριακό δεῖπνο
«κοινωνίαν» τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τό βρίσκει ἀσυμβίβαστο
πρός τήν κοινωνία τῶν εἰδωλοθύτων, πού φυσικά δέν ἦταν τροφή συμβολική
ἀλλά πραγματική. Μάλιστα δέ τούς τονίζει· «῞Ος ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον ἤ πίνῃ τό
ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ
Κυρίου» [248]. Πῶς ὅμως ἐνοχοποιεῖται κάποιος ὅταν τρώγει κάτι πού δέν εἶναι
πραγματικό, ἀλλά εἰκονικό; ᾿Αλλά καί κατά τούς Πατέρες ἡ Εὐχαριστία, ἡ
προτυπωθείσα στήν Π. Διαθήκη ὑπό τοῦ μάννα, τοῦ Πασχάλιου ᾿Αμνου, τῆς
θυσίας τῶν Μελχισεδέκ κ.ἄ., ἄν καί κατά τήν αἴσθηση καί τή γεύση φαίνεται
ἁπλός ἄρτος καί οἶνος, ὅμως δέν εἶναι ἔτσι ἀλλά τό πραγματικό σῶμα καί τό
αἷμα τοῦ Χριστοῦ· τήν πραγματικότητα δέ αὐτή τήν χρησιμοποιοῦσαν σάν
ἐπιχείρημα κατά τῶν Δοκητῶν, πού ἀρνοῦνταν τή σωματική φύση τοῦ Κυρίου.

179. Ποιός εἶναι ὁ θυτήριος χαρακτήρας τῆς θείας εὐχαριστίας;


῾Η θεία εὐχαριστία δέν εἶναι μόνο μυστήριο, ἡ μεταβολή δηλαδή τοῦ ἄρτου καί
τοῦ οἴνου εἰς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί θυσία πραγματική, ἡ θυσία τοῦ
Γολγοθᾶ συνεχιζόμενη καί ἐφαρμοζόμενη γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. ῎Ηδη
στήν Π. Διαθήκη ὑπάρχουν προτυπώσεις τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς θείας
εὐχαριστίας, κυριότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ θυσία τοῦ πασχάλιου ἀμνοῦ. ῾Ο δέ
προφήτης Μαλαχίας παρουσιάζει τόν Κύριο νά μή προσδέχεται τίς θυσίες τῶν
῾Εβραίων, ἀλλά τήν μία καί καθαρή θυσία, τήν ὁποία προσφέρουν σ’ αὐτόν σέ
κάθε τόπο, τά ἔθνη ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν [249]. ᾿Αλλά καί στήν Κ.
Διαθήκη ὁ Κύριος στούς ἱδρυτικούς λόγους τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας
καλεῖ τό ποτήριο «αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» [250]. Τόσο στή σταυρική θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ὅσο καί στή
θυσία τῆς εὐχαριστίας, στήν ὁποία ἡ μεγάλη ἐκείνη θυσία περιβάλλεται συνεχή
μορφή στήν ᾿Εκκλησία, ὁ Χριστός παρουσιάζεται ὡς θύτης συγχρόνως καί θύμα,
ὡς μέγιστος ἀρχιερέας προσφέρων τόν ἑαυτόν του ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς.
Βεβαίως ὑπάρχει καί διαφορά μεταξύ τῶν δύο θυσιῶν. Εἶναι δέ αὐτή ὄχι στή
φύση τῶν θυσιῶν πού εἶναι ἡ ἴδια καί στίς δύο, ἀλλά α) στό ὅτι ἡ μέν θυσία τοῦ
Γολγοθᾶ εἶναι αἱματηρή ἐνῶ τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι ἀναίμακτη καί β) ἡ
πρώτη ἔγινε μιά φορά γιά πάντα στό Γολγοθᾶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί γιά τή
ζωοποίηση τοῦ κόσμου, ἐνῶἡ δεύτερη ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς στά
θυσιαστήρια τῶν ἱερῶν ναῶν γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

180. Μπορεῖ νά τελεῖται πολλές φορές ἡ θυσία τῆς εὐχαριστίας ἀπό τόν ἴδιο
ἱερέα στήν ἴδια ἐκκλησία καί πάνω στό ἴδιο θυσιαστήριο;
Φυσικά ὄχι. ῾Ως λογική λατρεία καί προσφορά πρός τό Θεό, στήν ὁποία μετέχει
ὡς σύνολο τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ (κλῆρος καί λαός) μιά φορά μόνο την ημέρα
μπορεῖ νά τελεσιουργεῖται. ᾿Αντίθετα ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἀποκλίνουσα ἀπό
τό ἔθος καί τήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, ἐπιτρέπει τήν καθημερινή
τέλεση πολλῶν θυσιῶν στό ἴδιο θυσιαστήριο καί στόν ἴδιο ναό καί μάλιστα ἀπό
τόν ἴδιο ἱερέα καί χωρίς τή συμμετοχή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι φανερό, ὅτι στήν

135
πράξη αὐτή ἀποσκοπεῖται ἡ ἔξαρση τοῦ κλήρου, ὡς μεσίτη μεταξύ Θεοῦ καί
ἀνθρώπων, ὑπέρ τόν λαόν, πράγμα σύμφωνο πρός τό γενικότερο
κληρικοκρατικό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας αὐτῆς.

181. Τί φρονοῦν περί τοῦ θυτήριου χαρακτήρα τῆς εὐχαριστίας οἱ


Διαμαρτυρόμενοι;
Οἱ Διαμαρτυρόμενοι, θέλοντας νά πολεμήσουν τόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τοῦ
ἱερατείου, πού προφανῶς συνδέεται μέ τήν ἰδέα τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας,
πολέμησαν σφοδρῶς τό δόγμα τό ὑπό τῶν ᾿Ορθοδόξων καί τῶν
Ρωμαιοκαθολικῶν πρεσβευόμενο, φρονώντας ὅτι ἡ ἐκδοχή τῆς εὐχαριστίας ὡς
θυσίας ζημιώνει τήν ἔννοια τῆς μεγάλης θυσίας τοῦ Γολγοθᾶ καί ἐξασθενίζει τή
δύναμη καί τήν ἀξία της.
Δέν ἔχουν ὅμως δίκαιο. Οἱ λόγοι τοῦ᾿Αποστ. Παύλου· «Οὐχί οἱἐσθίοντες τάς
θυσίας κοινωνοί τοῦ θυσιαστηρίου εἰσιν;» [251]· «οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου
μετέχειν καί τραπέζης δαιμονίων» [252]· «ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ
ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες» [253], ὅπου ὁ ἱερός συγγραφέας
ἀντιβάλλει τό θυσιαστήριο τῆς τραπέζης τοῦ Κυρίου πρός τό εἰδωλολατρικό
θυσιαστήριο τῶν ἐθνικῶν, καμία ἀμφιβολία δέν ἀφήνουν, ὅτι τό θυσιαστήριο
τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι πραγματικό καί ὅτι ἡ προσφερόμενη σ’ αὐτό θυσία εἶναι
θυσία πραγματική. Τό ἴδιο πράγμα ἐξαίρουν καί οἱ μαρτυρίες τῶν
ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν (᾿Ιουστίνου, Κυρίλλου ῾Ιεροσολύμων, Χρυσοστόμου
κ.ἄ.), ὅπως καί οἱ ἀρχαῖες λειτουργίες, πού ἀναμβισβήτητα παριστάνουν τήν
εὐχαριστία ὡς πραγματική θυσία. Εἶναι ἐνδεικτικό δέ, ὅτι καί οἱ Δοκῆτες πού
ἀρνοῦνταν τήν πραγματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία,
συναπέρριπταν καί τόν χαρακτήρα τῆς εὐχαριστίας ὡς θυσίας.
῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι ἀφ’ ἑνός ἀναπαράσταση τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ
Γολγοθᾶ, καθόσον διά τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων παριστᾶ ἤ
συμβολίζει τήν ἐν αἵματι θυσία, τόν πραγματικό χωρισμό τοῦ σώματος καί τοῦ
αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό σταυρό, ἀφ’ ἑτέρου δέ πραγματική θυσία στήν
ὁποία ὁ Χριστός παρίσταται ὡς ἀρχιερέας τελῶν ἐπί τῆς γῆς ὅ,τι τελεῖ καί στόν
οὐρανό.
Οὔτε εἶναι σωστή ἡ αἰτίαση, ὅτι ἀποδεχόμενοι τήν εὐχαριστία ὡς θυσία,
προσκρούουμε στή θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, διά τῆς ὁποίας «ἅπαξ ἐπί συντελείᾳ τῶν
αἰώνων εἰς ἀθέτησιν ἁμαρτίας διά τῆς θυσίας αὐτοῦ πεφανέρωται» [254], «μιᾷ
γάρ προσφορᾷ τετελείωκεν εἰς τό διηνεκές τούς ἁγιαζομένους» [255]. ῞Οπως
προειπώθηκε, καί στίς δύο θυσίες ὁ θυόμενος εἶναι ὁ ἴδιος, στή μέν θυσία τοῦ
Γολγοθᾶ προσφερθείς ὑπέρ πάντων, στή θυσία δέ τῆς εὐχαριστίας
προσφερόμενος γιά τήν προσωπική οἰκείωση τῶν ἀπό τοῦ σταυροῦ ἀγαθῶν.
῎Οχι μόνο δέν μειώνεται ἡ μεγάλη θυσία τοῦ Γολγοθᾶ, ἀλλά τοὐναντίον διά τῆς
εὐχαριστίας ἀποκαλύπτεται ὁ ἀνεξάντλητος πλοῦτος τῆς χάριτος στήν ὁλότητά
του καί στήν πρώτη ζωηφόρο στό σταυρό παράστασή του.

182. Ποιές εἶναι οἱἀκολουθίες τῆς μεταβολῆς τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ
σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;
Στή θεία εὐχαριστία ὁ Χριστός εἶναι παρών μέ τό σῶμα καί τό αἷμα του στά
ὁποῖα μεταβάλλονται τά φυσικά στοιχεῖα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου. ῾Ο Χριστός

136
εἶναι παρών στήν εὐχαριστία ὄχι μόνο κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων
καί κατά τήν κοινωνία αὐτῶν ἀπό τούς πιστούς, ἀλλά καί μετά ταῦτα. Τό
εὐχαριστιακό μυστήριο δέν εἶναι προσωρινό καί καταργούμενο. ῾Η ἀλήθεια
αὐτή φαίνεται στήν πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας κατά τήν ὁποία τά
ἁγιασθέντα τίμια δῶρα φυλάσσονταν στούς ναούς καί μεταφέρονταν ἀπό τούς
διακόνους στά σπίτια καί στίς φυλακές γιά νά κοινωνήσουν οἱ ἀσθενεῖς καί οἱ
αἰχμάλωτοι [256]. Τό ἴδιο πράγμα ἐξαίρει καί τό ἔθος νά παραλαμβάνεται ἡ
εὐχαριστία ἀπό πιστούς, ἀσκητές καί ὁδοιπόρους γιά κατ’ ἰδίαν χρήση, ὅπως καί
ἡ ἱερουργία τῆς εὐχαριστίας ἀπό ἄρτο καί οἶνο πού προαγιάσθηκαν κατά τή
λειτουργία τῶν προηγιασμένων. Πρός τήν ἴδια κατεύθυνση δείχνει καί ἡ
λατρευτική προσκύνηση τῶν τιμίων δώρων. Οἱ πιστοί κλίνουν γόνυ [257] κατά
τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων καί κατά τήν εἴσοδο τῶν προηγιασμένων,
θεωρώντας τόν ναό ὄχι ἁπλῶς σάν τόπο συνάξεως τῶν πιστῶν, ἀλλά σάν
πραγματικό οἶκο Θεοῦ, στόν ὁποῖο ὁ Θεός παραμένει ὑπό τά εἴδη τῆς
εὐχαριστίας.
Πρέπει βέβαια νά σημειωθεῖ, ὅτι τά δῶρα τῆς θείας εὐχαριστίας δέν λατρεύονται
καθ’ ἑαυτά ἄσχετα πρός τό εὐχαριστιακό μυστήριο, γιατί ὡς τέτοια εἶναι ἁπλά
φυσικά στοιχεῖα καί ἡ λατρεία τους εἶναι σαφῶς εἰδωλολατρία· ἀλλά
λατρεύονται γιατί εἶναι σῶμα καί αἷμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ἡ ἀνθρώπινη φύση
τοῦ Χριστοῦ δέν λατρεύεται καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά γιατί εἶναι ἡ φύση τοῦ
ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

183. ῞Οταν κοινωνοῦμε ἕνα μικρό τεμάχιο τῶν θείων ἁγιασμάτων, πόσο
μέρος κοινωνοῦμε ἀπό τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ;
Τό ἐρώτημα εἶναι ἄχρηστο, γιατί δέν κοινωνοῦμε ποσοτικά ἀπό τό σῶμα καί τό
αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Στή θεία μετάληψη δεχόμαστε ὁλόκληρο τό σῶμα καί τό αἷμα
τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι μέρος αὐτῶν πού ἀναλογεῖ στήν ποσότητα καί τήν ἔκταση
τῆς μερίδας τῶν θείων ἁγιασμάτων. ῾Ο ᾿Αμνός τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως,
«μερίζεται καί διαμερίζεται... ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος». ῎Αν δέ
ὑπάρχει μερισμός, αὐτός δέν ἀφορᾶ στήν οὐσία τῆς μυστηριακῆς σαρκός καί τοῦ
αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά στά συμβεβηκότα, στά ὁποῖα ὑποκρύπτεται τό
ἀπερινόητο μυστήριο. ῾Ο ἄρτος καί ὁ οἶνος τεμαχίζονται, ὡς στοιχεῖα ἀνούσια
καί ἐξωτερικά, καί ὄχι ἡ οὐσία τους ἡ ὁποία μεταβλήθηκε σέ σῶμα καί αἷμα
Χριστοῦ. Καί δέν κοινωνοῦμε μονάχα τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ,
στά ὁποῖα ἑστιάζεται τό ἄχραντο μυστήριο, ἀλλά καί κάτι περισσότερο, τῆς
ὁλότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Κυρίου (σῶμα - αἷμα - ψυχή), ἐπί πλέον δέ
καί τῆς θεότητάς του, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιαχώριστα ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρωπότητα
(οἱ φύσεις στό Χριστό εἶναι ἀχωρίστως ἑνωμένες) καί ὅλου τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ
(ἀφοῦ ἡ θεότητα τοῦ Κυρίου εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένη, εἶναι ὁμοούσια μέ τή
θεότητα τῶν δύο ἄλλων προσώπων τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ). Μέ μία λέξη
κοινωνοῦμε τοῦ ὅλου Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ἡ θεία εὐχαριστία εἶναι
τό κατ’ ἐξοχήν θεοποιητικό μυστήριο.

137
184. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι παρόντα σέἕνα μόνο ποτήριο,
σέἕνα ναό καί σέ μία θεία λειτουργία;
῎Οχι. Αὐτό μᾶς ἀπαγορεύει νά τό σκεφθοῦμε ἡ ὁλότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ
σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα εἶναι παρόντα στήν εὐχαριστία
ὄχι ἐκτατῶς καί ποσοτικῶς. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι παρόντα ὄχι
σέ ἕνα μόνο ἱερό ποτήριο, ἀλλά σέ ὅλα τά ποτήρια καί σέ ὅλες τίς λειτουργίες
πού τελοῦνται σέ ὅλους τούς ὀρθόδοξους ναούς πού ὑπάρχουν σέ ὅλα τά μέρη
τῆς γῆς. Αὐτό φυσικά συμβαίνει, ὄχι ἐπειδή τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι
πανταχοῦ παρόν. ῞Οπως εἴδαμε στά προηγούμενα, ἡ ἰδέα αὐτή τήν ὁποία
διατύπωσε ὁ Λούθηρος, εἶναι ἐντελῶς ἀσύστατη καί ἀπορριπτέα, καθότι
ἀποδίδει στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καθ’ ἑαυτό τήν ἰδιότητα τῆς πανταχοῦ
παρουσίας, ἡ ὁποία ἀνήκει μόνο στό Χριστό (ὡς Θεό).
Τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν εὐχαριστία, ὅπως καί ἡ μεταβολή
τῶν στοιχείων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, καθώς καί τό
μυστήριο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ἀποτελοῦν τά
κορυφαῖα μυστήρια τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τά ὁποῖα ἀδυνατεῖ νά
προσεγγίσει ἡ φυσική τοῦ ἀνθρώπου διάνοια. Πῶς ὁ Χριστός εἶναι «ὅλος ὅλῳ,
ὅλος μέρει καί ὅλος ἐκτός τοῦ ὅλου», δηλαδή εἶναι παρών ὅλος σέ ὅλη τήν
ποσότητα τῆς θείας κοινωνίας, ὅλος σέ κάθε μέρος αὐτῆς καί ὅλος ἔξω ἀπ’
αὐτήν σέ ὅλους τούς τόπους πού τελεσιουργεῖται τό μυστήριο, εἶναι κάτι πού
συντρίβει τόν ἀνθρώπινο νοῦ, καί τό ὁποῖο γνωρίζει μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι δέ
φανερό ὅτι καμία ἀναλογία ἀπό τήν περιοχή τῆς φυσικῆς αἰσθήσεως καί τοῦ
πνεύματος δέν μπορεῖ νά παραδειγματίσει τό φρικῶδες μυστήριο τῆς δυνάμεως
καί τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.

185. ῾Υπάρχει περιορισμός στήν προσέλευση στό μυστήριο τῆς θείας


εὐχαριστίας;
῎Οχι δέν ὑπάρχει. ῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι τό δεῖπνο τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δέ σ’ ἕνα
κοσμικό δεῖπνο οἱ προσκαλεσμένοι θά μετάσχουν στήν παρατιθέμενη τράπεζα,
ἔτσι καί στό δεῖπνο τοῦ Θεοῦ πού παρατίθεται στήν ᾿Εκκλησία, ὅσοι
μεταβαίνουν στή θεία λειτουργία ἐξυπακούεται, ὅτι θά λάβουν μέρος στό
οὐράνιο θεῖο δεῖπνο. Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι πιστοί εἶναι συνδαιτυμόνες στή
μυστική θεία τροφή. ῎Αλλωστε στό τραπέζι τοῦ Θεοῦ, ὅπου παρατίθεται ὁ
σταυρωμένος καί ἀναστημένος Χριστός, καλοῦνται οἱ πιστοί ἀπό τόν ἱερέα νά
μετάσχουν· «Μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». ῾Η κλήση
προσέλευσης εἶναι συλλογική καί ἀτομική. ῾Επομένως σέ κάθε θεία λειτουργία ὁ
πιστός ἔχει τό δικαίωμα καί τή δυνατότητα νά κοινωνήσει. Δέν ὑπάρχουν
φραγμοί ἀντικειμενικοί στή μυστηριακή προσέλευση.
Μόνο ἀπό ἄποψη ὑποκειμενική μπορεῖ νά ὑπάρξουν φραγμοί στήν ἐπιτέλεση
τοῦ ὑπέρτατου χρέους. ᾿Εννοοῦμε τήν ψυχική κατάσταση τοῦ κοινωνοῦντος, ἄν
δηλαδή αὐτός εἶναι ἄξιος, νά φιλοξενήσει μέσα του τόν σφαγιασμένο ᾿Αμνό τοῦ
Θεοῦ, ἄν εἶναι καθαρός νά δεχτεῖ τή φωτιά τοῦ Θεοῦ. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό
ἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη ἠθική καί πνευματική προετοιμασία, τήν ὁποία θά
σταθμίσει στή συνείδησή του ὁἴδιος ὁ πιστός, σέ συνεννόηση φυσικά μέ τόν
πνευματικό του πατέρα.

138
῞Οπως καί σέ ὅλα τά ἄλλα πνευματικά πράγματα, ἔτσι καί ἐδῶ χρειάζεται ἡ
δέουσα ἐξισορρόπηση. Οὔτε ν’ ἀργεῖ κανείς πολύ νά προσέρχεται στήν μυστική
τράπεζα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά καταποθεῖ ἀπό τό δαίμονα, οὔτε
πάλι νά εἶναι πολύ πρόχειρος καί βιαστικός, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος νά
περιπέσει σέ μία τυπικότητα καί σ’ ἕνα ἐθισμό, πού θ’ ἀμβλύνουν στήν ψυχή
του τήν αἴσθηση τῆς σημασίας καί τῆς σπουδαιότητας τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου. Πῶς
νά νιώθουν ἄραγε οἱ ἱερεῖς, οἱὁποῖοι εἶναι «ὑποχρεωμένοι» ὄχι ἁπλῶς νά
κοινωνοῦν σέ κάθε θεία λειτουργία, ἀλλά νά καταλύουν στό τέλος ὁλόκληρη
τήν ποσότητα τοῦ ἁγιασμένου ἄρτου καί τοῦ οἴνου; Βλέπει ὁρισμένους κανείς
καί νιώθει ἄβολα, κυρίως ὅταν βιάζονται.

186. Ποιοί εἶναι οἱ καρποί τῆς θείας εὐχαριστίας;


῾Η θεία εὐχαριστία εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κτίσεως.
Σ’ αὐτό παρατείνεται καί ἐφαρμόζεται ἡ σωστική περί τόν ἄνθρωπο θεία
οἰκονομία, ὁ σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στήν ἱστορία ἐφαρμόζοντας τό
λυτρωτικό ἔργο Του, ἀνανεώνεται τό μυστήριο τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ἄνθρωποι
ἑνώνονται μέ τό Θεό καί μεταξύ τους καί ἡ φυσική κτίση ἁγιάζεται,
προσφέροντας τά φυσικά στοιχεῖα της, τό ψωμί καί τό κρασί της, γιά νά γίνουν
σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.
Στήν εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος εἰσχωρεῖ βαθιά στό Θεό. «῾Ο τρώγων μου τήν
σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα μένει ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ» [258], λέγει ὁ
Σωτήρας· ἐμφυτεύεται μυστικά στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ· «῞Εν σῶμα οἱ πολλοί
ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν» [259]. Μετέχοντας στήν
εὐχαριστία ὁ πιστός γίνεται φοβερός στούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τρέμουν μπροστά
στή θεανθρώπινη συνδρομή (ὅπως ἔτρεμαν στή θέαση τοῦ χριστολογικοῦ
θαύματος), λαμβάνουν μέσα τους τή φωτιά τοῦ Θεοῦ, πού τούς δίνει δύναμη νά
νικήσουν τήν ἁμαρτητική τῆς φύσεως ὁρμή καί τά πάθη τους καί νά λάβουν
ἄφεση τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων τους (ὄχι φυσικά τῶν θανασίμων, γιατί ἡ
ἄφεση γι’ αὐτά δίνεται μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς μετάνοιας, πού εἶναι σέ
σύνδεσμο μέ τό μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας).
῎Εχοντας μέσα του τό Θεό ὁ πιστός νιώθει ἄφατη γλυκύτητα καί χαρά σ’ ἕναν
κόσμο πού συχνά μόνο πίκρα ξέρει νά κερνᾶ τόν ἄνθρωπο· γεύεται μέσα του
«τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου» [260], τήν ψυχή του ὡραΐζει ἡ ἐλπίδα τῆς θείας
βασιλείας. ᾿Οχυρωμένος στό Θεό ὁ ἄνθρωπος δέν φοβᾶται τίποτε, καμιά
ἐχθρότητα, κανένα ἀντίξοο σύμβαμα στή ζωή. Νιώθει τήν ψυχή του σάν τόν
ἀγρό στόν ὁποῖο ἦταν κρυμμένος ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρός, νιώθει ὁ
εὐτυχέστερος καί πλουσιότερος τῶν ἀνθρώπων πού κατέχει τό Θεό καί τά
σύμπαντα. Νιώθει ὅτι ἀξίζει νά ζεῖ τή ζωή του, ὁτιδήποτε κι ἄν τοῦ συμβαίνει.
Εἶναι αἰσιόδοξος, εἰρηνικός καί πράος.
Μέ τή θεία εὐχαριστία ὁἄνθρωπος ὑπερβαίνει τή φθορά καί τό θάνατο, γιατί ὁ
ἄρτος τῆς εὐχαριστίας εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μή
ἀποθανεῖν» [261]. Αὐτό φυσικά δέν ἀναφέρεται στή φυσική ἀθανασία, γιατί τῶν
ἀνθρώπων, εἴτε αὐτοί κοινωνοῦν εἴτε ὄχι, οἱ μέν ψυχές δέν πεθαίνουν γιατί εἶναι
φύσει ἀθάνατες, τά δέ σώματα ὅλα ἀνεξαίρετα θ’ ἀναστηθοῦν ἐκ τῶν νεκρῶν
κατά τή Δευτέρα Παρουσία. ῾Η ἀθανασία πού προέρχεται ἀπό τήν κοινωνία τῶν
ἀχράντων μυστηρίων εἶναι ἀθανασία ποιοτική, δηλαδή ἀθανασία πνευματική

139
στούς κόλπους τῆς θείας βασιλείας, ἀθανασία ζωῆς κοντά στόν ἄφθαρτο Θεό,
σέ ἀντίθεση μέ τόν πνευματικό θάνατο [262], τή ζωή δηλαδή τήν ἀθάνατη
μακριά ἀπό τό Θεό, στόν τόπο τῆς βασάνου. Τήν ἀθανασία αὐτή προετοιμάζει ἡ
θεία κοινωνία πού σάν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει τήν ἀνθρώπινη φύση στή
δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της τήν ἄφθαρτη ζωή στόν ἄπειρο αἰώνα τοῦ
Θεοῦ.

187. ᾿Επιτρέπεται ἡ χρήση ἀζύμων γιά τήν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας;
῎Οχι, δέν ἐπιτρέπεται. Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη γιά τήν τέλεση τῆς θείας
εὐχαριστίας χρησιμοποιοῦνται ἔνζυμος ἄρτος (κοινό ψωμί ζυμωτό) καί οἶνος
«ὕδατι κεκραμένος» (νά ἔχει μέσα του ἀνακατεμένο νερό). Τή θέση αὐτή
ἐκφράζει ἡ ἁγ. Γραφή καί ἡ παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατά τή διήγηση τοῦ Δ´
Εὐαγγελίου τό Πάσχα τότε δέν συνέπιπτε τήν Παρασκευή, 14 τοῦ μήνα Νισάν,
ἄλλα τό Σάββατο, 15 τοῦ ἴδιου μήνα. Γιαυτό καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ γραμματεῖς
δέν εἰσῆλθαν στό πραιτώριο τήν Παρασκευή, ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ,
«ἵνα μή μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τό Πάσχα» [263]. ῾Ως γνωστόν, ἡ βρώση
τῶν ἀζύμων ἄρχιζε ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα, δηλαδή τό ἑσπέρας τῆς
Παρασκευῆς (14 Νισάν) καί διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. ῾Ο Κύριος τό τελευταῖο
Πάσχα τῆς ζωῆς του τό ἔφαγε τό βράδυ τῆς Πέμπτης (13 Νισάν), δηλαδή σέ
ἐποχή πού δέν ἦταν ἐν χρήσει ἄζυμος ἄρτος. ῎Αρα ὁ Κύριος, συστήνοντας τό
Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης, χρησιμοποίησε σαφῶς ἔνζυμο ἄρτο. ᾿Αλλά καί οἱ
Χριστιανοί τῆς πρώτης ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ προσκαρτεροῦντες στά
῾Ιεροσόλυμα «τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» [264], χρησιμοποιοῦσαν ἔνζυμο ἄρτο,
ἐξαιρουμένων τῶν ᾿Ιουδαϊζόντων, πού χρησιμοποιοῦσαν ἄζυμα.
᾿Από τήν πράξη αὐτή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας παρεξέκλιναν οἱ
Ρωμαιοκαθολικοί (ἀπό τόν 10 αἰώνα) καί οἱ Διαμαρτυρόμενοι (οἱ᾿Αγγλικανοί
χρησιμοποιοῦν καί ἔνζυμο ἄρτο), χρησιμοπιοῦντες ἄζυμο ἄρτο γιά τήν τέλεση
τῆς θείας εὐχαριστίας.

188. Εἶναι σωστή ἡ ἀπαγόρευση κοινωνίας τῶν λαϊκῶν ἐκ τοῦ θείου


ποτηρίου (τοῦ οἴνου);
῎Οχι δέν εἶναι. ῾Ο Κύριος ἡμῶν κατά τή σύσταση τοῦ μυστηρίου διέταξε ρητῶς·
«Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες». Τό «πάντες» ἐδῶ σημαίνει ὅλους. Τίποτε περισσότερο
καί τίποτε λιγότερο. ῾Η ὀρθόδοξη ῾Ομολογία γράφει σχετικῶς· «῾Η κοινωνία τοῦ
μυστηρίου τούτου πρέπει νά γίνηται καί κατά τά δύο εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ
οἴνου τόσον ἀπό τούς πνευματικούς ὅσον καίἀπό τούς κοσμικούς» [265].
᾿Από τήν πράξη αὐτή τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας μέ τήν ὁποία συμφωνοῦν καί
οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀποκλίνει ἡ Λατινική᾿Εκκλησία, ἡὁποία ἀπό τόν 12ο αἰώνα
ἀπαγορεύει τήν κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς. ῾Υπ’
ἀμφότερα τά εἴδη τῆς εὐχαριστίας κοινωνοῦν μόνο οἱ λειτουργοῦντες κληρικοί.
Οἱ ἐπίσκοποι, βέβαια κι ὁ Πάπας δικαιοῦνται νά ἐπιτρέπουν τήν κοινωνία τοῦ
αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς κυρίως σέ ὅσους προσέρχονται στόν
Παπισμό, τούς Μαρωνίτες καί τούς Οὐνίτες.
Γιά νά δικαιολογήσουν τήν πράξη τους αὐτή οἱ Λατίνοι προφασίζονται
προφάσεις πολλές, κυριότερες τῶν ὁποίων εἶναι: ῾Η ἔλλειψη οἴνου σέ πολλά
μέρη· ὁ φόβος μήπως κατά τήν κοινωνία χυθεῖ τό αἷμα τοῦ Κυρίου, ἡἀδυναμία

140
πούἔχουν πολλοί νά γεύονται τοῦ οἴνου (τῆς ὀξύτητας προφανῶς), τό ἀδύνατο
νά διατηρεῖται ὁ οἶνος ἐπί μακρό χρονικό διάστημα κ.ἄ. ῞Οτι οἱ λόγοι αὐτοί εἶναι
ἀνίσχυροι νά δικαιολογήσουν μιά τέτοια σημαντική καινοτομία, εἶναι φανερό
γιά ἕνα ἀπροκατάληπτο κριτή. ᾿Απομένει ὡς βασικός λόγος ἡ ἐξύψωση τοῦ
κλήρου ὑπέρ τόν λαό, πράγμα πού ταιριάζει στό πνεῦμα καί τίς τάσεις τῆς
᾿Εκκλησίας αὐτῆς.

189. Τί εἶναι ὁ θεολογικός ὅρος «συνακολουθία»;


῾Ο ὅρος σημαίνει συνακολουθία. Προέρχεται ἀπό τή σχολαστική θεολογία (ἀπό
τό Θωμᾶ τόν ᾿Ακινάτη) καί σκοπό ἔχει νά θεμελιώσει θεολογικά τήν πράξη τῆς
Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας ν’ ἀρνεῖται νά μεταδώσει τό αἷμα τοῦ Κυρίου στούς
λαϊκούς.
Κατά τή θεωρία αὐτή ὅπου ὑπάρχει σῶμα, ἐκεῖ πρέπει νά ὑπάρχει καί τό αἷμα τό
ἐμπεριεχόμενο σ’ αὐτό. Τό ὅποιο σῶμα χωρίς τό αἷμα του εἶναι ἀδιανόητο.
Συνεπῶς στόν ἄρτο τῆς θείας εὐχαριστίας εἶναι παρών ὁλόκληρος ὁ Χριστός μέ
τό σῶμα καί τό αἷμα του. ῎Αρα κοινωνώντας κανείς τοῦ ἄρτου, κοινωνεῖ καί τοῦ
συνημμένου αἵματος, ἄσχετα ἄν ἐσθίοντας τήν ὄστια δέν ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι
κοινωνεῖ καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου!
Σ’ αὐτό τό συμπέρασμα καταλήγει κανείς, ὅταν προσπαθεῖ νά συλλάβει καί νά
ἐξηγήσει τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ βάση λογικά τεχνάσματα καί ἀνθρώπινα
φιλοσοφικά κατασκευάσματα. ῎Ασχετα ὅμως μέ αὐτό, νά γνώριζε ἄραγε ὁ
Θωμᾶς ὁ ᾿Ακινάτης περισσότερα ἀπό τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἱδρύοντας τό θεῖο
μυστήριο, καμιά δέν ἄφησε ἀμφιβολία περί τῆς ὑπ’ ἀμφότερα τά εἴδη (τοῦἄρτου
καί τοῦ οἴνου) κοινωνίας αὐτοῦ ὑπό τῶν πιστῶν; («Λάβετε φάγετε... πίετε ἐξ
αὐτοῦ πάντες») [267].

190. Τά βαπτισμένα νήπια πρέπει νά κοινωνοῦν τοῦ σώματος καί τοῦ


αἵματος τοῦ Χριστοῦ;
Βεβαίως πρέπει, γιατί καί αὐτά εἶναι κανονικά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔχουν
ἀνάγκη, ὅπως καί οἱ ἐνήλικες, τῆς θείας εὐχαριστίας γιά νά ἔχουν μέσα τους
ζωή, σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου· «᾿Εάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ
τοῦ ἀνθρώπου, καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» [268].
Τήν πράξη αὐτή τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας τήν ἀναγόμενη στούς ἀποστολικούς
χρόνους, ὅπως καί ὁ νηπιοβαπτισμός, ἀθέτησαν ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία καί μαζί
μ’ αὐτήν καί οἱ Προτεστάντες, ἀπαγορεύοντες τή θεία μετάληψη στά
βαπτισθέντα νήπια, μέ τό αἰτιολογικό ὅτι αὐτά ἐπειδή δέν ἔχουν, λόγῳ τῆς
ἡλικίας τους, ἀνεπτυγμένη τή συνείδησή τους δέν μποροῦν, κατά τούς λόγους
τοῦ Παύλου [269], νά διακρίνουν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό τόν κοινό ἄρτο. Οἱ
λόγοι ὅμως αὐτοί τοῦ Παύλου, ἀναφερόμενοι προφανῶς στούς ἐνήλικες, δέν
ἔχουν σχέση μέ τά ἄωρα νήπια, τά ὁποῖα ἀκριβῶς ἐπειδή στεροῦνται κρίσεως
καί λόγου, δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν ἀναξίως, πράγμα πού ἀποτελεῖ τό
κέντρο τῆς σκέψεως τοῦ᾿Αποστόλου.
Δέν βλέπουμε ἄλλωστε τό λόγο γιατί ἡ ἔλλειψη κρίσεως καί λόγου νά ἐμποδίζει
τά νήπια νά δέχονται τή θεία εὐχαριστία (ὅπως καί τό χρίσμα) καί νά μήν τάἐ
μποδίζει νά δέχονται τή χάρη τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος.

141
191. Πότε γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου σέ σῶμα καί αἷμα
Χριστοῦ;
Κατά τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἡ μεταβολή τῶν τιμίων δώρων γίνεται διά τῆς
ἐπικλήσεως τοῦ῾Αγίου Πνεύματος· «Καί ποίησον τόν μέν ἄρτον τοῦτον τίμιον
σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου κ.λπ.», μετά τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα· «Τά σά ἐκ τῶν
σῶν...». ῾Η στιγμή αὐτή εἶναι ἡ ἱερότερη τῆς θείας λειτουργίας, κατ’ αὐτή δέ
γονατίζουν μέ εὐλάβεια οἱ πιστοί [270]. ᾿Αντίθετα κατά τή Δυτική᾿Εκκλησία ἡ
μεταβολή γίνεται κατά τήν ἐκφώνηση τῶν ἱδρυτικῶν λόγων τοῦ μυστηρίου·
«Λάβετε, φάγετε κ.λπ.».
῞Οτι πρόκειται κι ἐδῶ περί καινοτομίας εἶναι φανερό. Σέ ὅλες τίς ἀρχαῖες
λειτουργίες ὑπάρχει ἡ πρός μεταβολήν ἐπίκληση, πράγμα πού τονίζει τήν
πράξη τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. Εἶναι δέ ἐνδεικτικοί καί οἱ λόγοι τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου· «Τά τῆς ἐπικλήσεως ρήματα ἐπί τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς
εὐχαριστίας καί τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας τίς τῶν ῾Αγίων ἐγγράφως ἡμῖν
καταλέλοιπε;».

142
δ. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ

192. Τί εἶναι τό μυστήριο τῆς μετάνοιας;


Εἶναι τό μυστήριο, πού ἱδρύθηκε ἀπό τόν Κύριο γιά νά καλύψει μιά βαθιά
ἀνάγκη τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Επειδή ὁ ἄνθρωπος μετά τό βάπτισμά
του –στό ὁποῖο ἔλαβε ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἀναγεννήθηκε πνευματικά– δέν
παύει νά κάνει ἁμαρτίες ὑποκύπτοντας στήν ἁμαρτητική ὁρμή τῆς φύσεως, ὁ
πανάγαθος Κύριος ἵδρυσε εἰδικό μυστήριο γιά ν’ ἀντιμετωπίζονται οἱ δύσκολες
ὧρες τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν, νά λαμβάνουν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων τους καί ν’
ἀπαλλάσονται ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς πού προέρχεται ἀπό τά παραπτώματά
τους. Θά λέγαμε, λοιπόν, ὅτι ἡ μετάνοια εἶναι τό ἱερό ἐκεῖνο μυστήριο κατά τό
ὁποῖο αὐτός πού μετανιώνει εἰλικρινά γιά τ’ ἁμαρτήματά του καί
τάἐξομολογεῖται στόν πνευματικό τῆς ᾿Εκκλησίας λειτουργό λαμβάνει ἄφεση
ἁμαρτιῶν, ἀνακτώντας τή δικαίωση πού τυχόν ἔχασε διά τῆς ἁμαρτίας,
γινόμενος καί πάλι φίλος καί τέκνο ἀγαπητό τοῦ Θεοῦ.
῾Η μετάνοια ὀρθῶς χαρακτηρίζεται ὡς βάπτισμα δεύτερο, γιατί σ’ αὐτή
ἐπαναλαμβάνονται στίς ψυχές τά σωτήρια ἀγαθά τοῦ πρώτου βαπτίσματος, ἡ
ἄφεση δηλαδή τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ ἐξάλειψη τῆς ἐνοχῆς καθώς καί τῶν
ἀπορρεουσῶν ἀπό τήν ἁμαρτία ποινῶν. Οἱ ὀνομασίες τοῦ μυστηρίου, ἀνάλογα
μέ τήν ἄποψη ἀπό τήν ὁποία ἐξετάζεται καί τά ἀποτελέσματα πού ἔχει, εἶναι·
μετάνοια, ἐξομολόγηση, ἐξαγόρευση κ.ἄ.

193. Ποιός εἶναι ὁἱδρυτής τοῦ μυστηρίου;


῾Ιδρυτής τοῦ μυστηρίου εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. Τοῦτο στηρίζεται
στήν ἐξουσία τοῦ «ἀφιέναι ἐπί τῆς γῆς ἁμαρτίας», μέ τήν ὁποία ἐφοδίασε ὁ
Σωτήρας τήν ᾿Εκκλησία του, ὅπως βλέπουμε στούς λόγους του πρός τόν Πέτρο·
«...καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅ ἐάν δήσῃς ἐπί τῆς
γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καί ὅ ἐάν λύσῃς ἐπί τῆς γῆς ἔσται
λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» [271], μάλιστα δέ σέ ὅσα εἶπε σέ ὅλους τούς
μαθητές· «᾿Αμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς
οὐρανοῖς, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» [272]·
Τέλος καί σέ ὅσα τούς εἶπε μετά τήν ἀνάσταση, ἀποστέλλοντάς τους νά
κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλη τή γῆ· «Λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε
τάς ἁμαρτίας, ἀφίηνται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»273.

194. Στό μυστήριο τῆς μετάνοιας συγχωροῦνται ὅλες οἱ ἁμαρτίες τῶν


ἀνθρώπων;
Ναί ὅλες, ὅταν ὑπάρχουν φυσικά οἱ ἀπαραίτητες συνθῆκες, εἴτε μεγάλες εἶναι
(οἱ ἁμαρτίες) εἴτε μικρές, εἴτε ἐλαφρές, εἴτε βαριές, εἴτε συγγνωστές εἴτε
θανάσιμες. ῞Οτι συγχωροῦνται καί οἱ πιό μεγάλες ἁμαρτίες εἶναι μυριόλεκτο
στήν ῾Αγία Γραφή. Τοῦ ληστῆ στό σταυρό συγχωροῦνται ὅλα τάἐγκλήματα,
ὅπως καί τῆς μοιχαλίδας ὁ ἀκάθαρτος βίος, ἐνῶ ὁ Παῦλος συγχωρεῖ τόν
αἱμομείκτη ἀφοῦ τόν καθυπέβαλε πρῶτα σέ μετάνοια.
Εἶναι δέ γνωστό ἀπό τήν ἱστορία, ὅτι ἡ᾿Εκκλησία πάντοτε ἀπεδοκίμαζε ὅλους
ἐκείνους τούς αἱρετικούς καί σχισματικούς (Μοντανιστές, Νοβατιανούς,

143
Δονατιστές, Λουκιφεριανούς), οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας αὐστηρές ἀρχές,
ἀμφισβητοῦσαν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ βαριά
ἁμαρτήματα, ὅπως ἦταν ὁ φόνος, τά σαρκικά μολύσματα, ἡ εἰδωλολατρία καί ἡ
ἔκπτωση ἀπό τήν πίστη κατά τούς διωγμούς. Καί λέγεται μέν στή Γραφή, ὅτι ἡ
ἁμαρτία κατά τοῦ῾Αγίου Πνεύματος δέν συγχωρεῖται οὔτε στόν παρόντα αἰώνα
οὔτε καί στόν μέλλοντα, ὅμως αὐτό δέν ὀφείλεται σέ ἀδυναμία τῆς μυστηριακῆς
χάριτος νά συγχωρήσει τήν ἁμαρτία αὐτή, ἀλλά στίς ὑποκειμενικές συνθῆκες
τοῦ βλασφημοῦντος, ὁ ὁποῖος σέἔσχατη πώρωση ψυχῆς περιελθών, διασύρει
βάναυσα τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἐκ τούτου δέν μπορεῖ νά μετανοήσει καί
νά συγχωρεθεῖ.

195. Ποιά εἶναι τά συστατικά τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας;


Εἶναι ἡ ἰδίως μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση. ῾Η πρώτη εἶναι ἡ τροφοδοτούμενη
ἀπό τήν πίστη καί τήν ἀγάπη θλίψη καί συντριβή τῆς ψυχῆς γιά τή θλιβερή
ἁμαρτωλή της κατάσταση, μή ἀποκλειομένου καί τοῦ φόβου ἐν ὄψει τῶν ποινῶν
τῆς κολάσεως, μαζί μέ ἀπόφαση ν’ ἀπαρνηθεῖ ὁ ἁμαρτωλός τό βεβαρημένο
παρελθόν του καί ν’ ἀλλάξει τρόπο ζωῆς. ῾Η διαδικασία αὐτή, σαφῶς ἠθικοῦ
χαρακτήρα, εἶναι ἀπαραίτητη συνθήκη γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. ῞Οπου
δηλαδή ὑπάρχει ἀληθής μετάνοια, ἐκεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θά δώσει συγχώρηση
τῶν ἁμαρτημάτων. ῾Η δεύτερη δέ, ἡ ἐξομολόγηση [274], εἶναι ἡ διά ζώσης
ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ πατέρα, δηλαδή τοῦ
λειτουργοῦ τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η ἐξαγόρευση ἐπιβάλλεται ἀπό τή φύση τοῦ ἱεροῦ
μυστηρίου. ᾿Εδῶ ἔχουμε πνευματική νόσο, ἀσθένεια ψυχῆς. ῎Εχουμε φόρτιση
συναισθηματική, ἀγωνία, ἄγχος, ἀνηλεές μαστίγωμα συνειδήσεως ταραγμένης,
ἡ ὁποία ἐπιζητεῖ ἠρεμία καί γαλήνευση. ῎Εχουμε καί ἰατρό πνευματικό, ὁ ὁποῖος
εἶναι ταγμένος ἀπό τό Θεό νά γιατρεύει τά ψυχικά νοσήματα. Πῶς ὅμως ὁ
ἱερέας θά μπορέσει νά ἐκπληρώσει τό χρέος του αὐτό, νά κάνει καλά τόν
ψυχικῶς ἀσθενούντα ἁμαρτωλό, ἄν ὁ τελευταῖος δέν γνωστοποιήσει σ’ αὐτόν τά
ἁμαρτήματά του; Πῶς θά θεραπεύσει τόν ἁμαρτωλό ὁ πνευματικός πατέρας ἄν
δέν διαγνώσει πρῶτα τή φύση τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας, τόν πόνο καί τήν
ταλαιπωρία τῆς ψυχῆς, τά ἐλατήρια καί τήν εἰλικρίνεια τῆς ἐξαγορεύσεως;
Μήπως καί ὁ φυσικός γιατρός μπορεῖ νά κάνει καλά ἕναν ἄρρωστο, ἄν δέν τόν
ἐξετάσει προσεκτικά κι ἄν δέν διαγνώσει τή φύση τῆς ἀρρώστιας, ὥστε νά
ἐπιβάλει τή δέουσα ἰατρική καί φαρμακευτική ἀγωγή;

196. Δέν μπορεῖ ὁ ἁμαρτωλός νά λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό
Θεό κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἀλλ’ εἶναι ἀνάγκη νά ἐξομολογεῖται στόν
ἱερέα τίς ἁμαρτίες του;
῞Οτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καί πρέπει νά ζητεῖ ἀπό τό Θεό ἄφεση ἁμαρτιῶν διά τῆς
προσευχῆς εἶναι ἀναντίρρητο. Αὐτό ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο μιᾶς ἀληθινῆς
προσευχῆς. Αὐτό μᾶς διέταξε καί ὁ Κύριος, δίνοντάς μας τό πρότυπο τῆς
ἀληθινῆς προσευχῆς· «Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν». Αὐτό ὅμως σέ
καμιά περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τό ἱερό μυστήριο τῆς μετάνοιας,
ἀλλά νά γίνεται παράλληλα μέ αὐτό. ῎Αραγε νά μή γνώριζε καλά τά πράγματα
ὁ Κύριος, ὅταν ἵδρυε τό μυστήριο καί τό παρέδιδε στούς μαθητές του μέ τή μορφή
τῆς ἐξαγορεύσεως; ᾿Αλλά καί ψυχολογικά, ὅταν ἀπευθύνουμε στό Θεό τό

144
αἴτημα ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας, μήπως ἔχουμε βεβαίωση περί πληρώσεως
τῆς προσευχῆς μας; Εἴμαστε βέβαιοι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων μας;
Βέβαια ὄχι. ῾Η πλήρωση ἤ ὄχι τοῦ αἰτήματός μας εἶναι κρυμμένη βαθιά στή
βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀγνοοῦμε πιστεύοντας βέβαια ὅτι θά τήν πετύχουμε.
᾿Αντίθετα, στό ἱερό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ὅταν προσερχόμαστε σ’ αὐτό
καθώς πρέπει, ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα γιά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ
χάρη Του θά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς καί τῶν ποινῶν τῶν
προσωπικῶν μας ἁμαρτημάτων. ῾Η αἴσθηση καί ἡ πληροφόρηση αὐτή εἶναι
ὑπέρτατο ἀγαθό, τό ὁποῖο γεμίζει ἀνακούφιση, χαρά καί ἀγαλλίαση τίς
πονεμένες ψυχές πού μαστιγώνονται ἀλύπητα ἀπό τήν ἁμαρτία, τό φαρμάκι
αὐτό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά ὑποθέσουμε, ὅτι οἱ αἰτιάσεις κατά τῆς
ἐξομολογήσεως προέρχονται ἀπό ντροπή νά φανερώσουμε στόν ἱερέα τ’
ἁμαρτήματά μας;

197. Πότε παρέχεται ἡἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων;


Κατά τήν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς ἀπό τόν ἱερέα. ῞Οταν ὁ
λειτουργός τῆς ᾿Εκκλησίας διαγνώσει εἰλικρινή μετάνοια στόν ἐξομολογούμενο,
τότε τόν ἀπολύει ἀπό τήν ἐνοχή τῆς ἁμαρτίας, διαβάζοντάς του τήν
καθιερωμένη ἀπό τήν ᾿Εκκλησία εὐχή. ῾Ο ἱερέας ἀπολύει τόν ἁμαρτωλό σάν
κριτής, ἀσκώντας τήν ἐξουσία πού τοῦἔδωσε ὁ Θεός νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες.
Κάνει κάτι ἀνάλογο μέ τόν κοσμικό δικαστή, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπό τήν πολιτεία τήν
ἐξουσία νά κρίνει τίς παραβάσεις τῶν νόμων ἀπό τούς πολίτες· μέ τή διαφορά
ὅτι, ἐνῶ ὁ κοσμικός δικαστής ἀθωώνει ἤ καταδικάζει τούς πολίτες, τοῦ ἱερέα ἡ
ψῆφος εἶναι μόνο ἀθωωτική, ποτέ δέ καταδικαστική.
Καί μιά λέξη ἀκόμη· ἐνῶ ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς
᾿Ορθοδοξίας καί στήν ἰδιότητά του ὡς ἀντιπροσώπου καί ὀργάνου τοῦ Χριστοῦ,
τοῦ ἱδρυτῆ τῶν μυστηρίων, ἱκετεύει τό Θεό νά συγχωρήσει δι’ αὐτοῦ τόν
ἁμαρτωλό, ὁ ἱερέας τῆς Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας σύμφωνα μέ τό πνεῦμα της νά
ἐξαίρει τόν κλῆρο ὑπέρ τό λαό, ἀπολύει τόν ἁμαρτωλό αὐτοδικαίως.

198. Τί εἶναι τά ἐπιτίμια (ὁ κανόνας);


῾Ο ἱερέας, ὡς ἰατρός ψυχῶν, πρίν ἀπό τό μυστήριο ἤ μετά ἀπό αὐτό μπορεῖ νά
ἐπιβάλει σ’ αὐτόν πού πρόκειται νά ἐξομολογηθεῖ ἤ ἀφοῦ ἔχει ἐξομολογηθεῖ,
ἐπιτίμια εἴτε γιά νά τόν προετοιμάσει νά δεχθεῖ καρποφόρως τό μυστήριο, ἤ
ἀφοῦ λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν νά τόν στερεώσει στόν πνευματικό ἀγώνα κατά
τῆς ἁμαρτίας καί στήν ἀνακαίνιση τῆς πνευματικῆς του ζωῆς. Τέτοια ἐπιτίμια
εἶναι ἡ συχνή προσευχή, ἡ ἀνάγνωση ψυχωφελῶν βιβλίων, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ
ἀποδημία στούς ἁγίους Τόπους καί ὅ,τι ἄλλο κρίνει πρόσφορο ὁ ἱερέας νά
ἐπιβάλει στό μετανοούντα ἁμαρτωλό γιά τήν πνευματική του εὐστάθεια.
Πρέπει ὅμως νά προσέξουμε καλῶς ὅτι τά ἐπιτίμια εἶναι ἁπλές παιδαγωγίες,
φάρμακα πνευματικά ἀποσκοποῦντα στήν πνευματική βελτίωση τοῦ
ἐξομολογηθέντος, κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πούἐπιβάλλει καί ὁ φυσικός γιατρός
(δίαιτα κ.λπ.) στόν ἀναρρώνοντα ἀσθενή. Τά ἐπιτίμια δέν εἶναι κάτι πού ἀνήκει
οὐσιαστικά στή φύση τοῦ μυστηρίου καί τό ὁποῖο, ἄν παραλειφθεῖ, μπορεῖ νά
ζημιώσει τήν ὁλοκληρία του.

145
Σέ κάθε περίπτωση ἡ ἐπιβολή τῶν ἐπιτιμίων εἶναι σκόπιμη, γι’ αὐτό μποροῦν
εἴτε νά μετριασθοῦν εἴτε τελείως νά ἀρθοῦν, ἀνάλογα μέ τήν ἐκτίμηση τοῦ
πνευματικοῦ πατέρα. Αὐτό ὅμως πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία εἶναι νά μήν τά
θεωρήσουμε ὡς ποινές, πού ἐπιβάλλονται στόν ἁμαρτωλό γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει σχετικά ἡ Δυτική᾿Εκκλησία. Δέν ἔχουν
δηλαδή χαρακτήρα ἱκανοποιητικό.

199. ῾Υπάρχουν διαφορές στό μυστήριο τῆς μετάνοιας μεταξύ᾿Ορθοδόξων


καί Ρωμαιοκαθολικῶν;
῾Ως πρός τήν οὐσία τοῦ μυστηρίου δέν ὑπάρχουν διαφορές. ῾Υπάρχουν ὅμως
σχετικά μέ τή φύση τῶν ἐπιτιμίων καί ἄλλων ἀντιλήψεων σχετιζομένων μέ
αὐτά, τά ὁποῖα κατά διαφορετικό τρόπο ἐκδέχεται ἡ κάθε μία ᾿Εκκλησία.
᾿Ενῶ κατά τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη τά ἐπιτίμια εἶναι, ὅπως ἤδη παρατηρήσαμε,
παιδαγωγίες καί φάρμακα πνευματικά ἀποβλέποντα στή διασφάλιση τῆς
μετάνοιας τῶν ἁμαρτωλῶν καί στή στερέωσή τους στό νέο βίο τόν ἀρξάμενο μέ
τήν μετάνοια, ἡ Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία τά θεωρεῖ ὡς μέσα κατευναστικά καί
ἱκανοποιητικά τῆς θείας δικαιοσύνης.
Τό ρωμαιοκαθολικό αὐτό δίδαγμα στηρίζεται στήν περί ποινῶν ἰδιαίτερη
ἀντίληψη τῆς δυτικῆς θεολογίας. Κατ’ αὐτήν οἱ ποινές οἱὀφειλόμενες στά
ἁμαρτήματα –κυρίως τά σοβαρά– εἶναι δύο εἰδῶν, οἱ αἰώνιες καί οἱ πρόσκαιρες.
Καί οἱ μέν αἰώνιες συγχωροῦνται στό μυστήριο τῆς μετάνοιας, ὄχι ὅμως καί οἱ
πρόσκαιρες (οἱ ἐλαφρότερες δηλαδή), διά τήν ἄρση τῶν ὁποίων ὁ ἁμαρτωλός
πρέπει νά τιμωρηθεῖ, ὥστε διά τῆς τιμωρίας του νά ἱκανοποιηθεῖἡ θεία
δικαιοσύνη. Οἱ ποινές αὐτές πού ἔχουν ἐξιλαστικό χαρακτήρα πληρώνονται στή
γῆ αὐτή ἀπό τούς ἁμαρτωλούς,· ἄν ὅμως δέν προλάβουν, τούς προλάβει δηλαδή
ὁ θάνατος, θά συνεχίσουν τήν ἀποπληρωμή τους μετά θάνατο, σέ εἰδικό τόπο
βασάνων, τό λεγόμενο καθαρτήριο [275]. ῞Οπως καί ἡ λέξη φανερώνει, στό
καθαρτήριο πῦρ οἱ ψυχές καθαίρονται, καθαρίζονται ἀπό τά ὑπολείμματα τῆς
ἁμαρτίας, τιμωρούμενες. Μετά τό πέρας τῆς καθάρσεως οἱ ψυχές βγαίνουν ἀπό
τό καθαρτήριο, εἰσερχόμενες στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾿Εννοεῖται ὅτι οἱ θανάσιμα
ἁμαρτήσαντες στή ζωή καί μή μετανοήσαντες σέ τίποτε δέν ὠφελοῦνται, ἀλλά
μόνο κολάζονται. Σέ ὅλη αὐτή τή θλιβερή διαδικασία τῶν τέκνων της
ἡ᾿Εκκλησία, σάν μητέρα στοργική, δέν μένει ἀπαθής καί ἀδιάφορη. Μέ τήν
ἐξουσία πού ἔχει ἀπό τό Θεό καί χρησιμοποιώντας τό θησαυρό τῆς
περισσεύουσας ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων, μπορεῖ νά παρέμβει δραστικά ὑπέρ τῶν
ὀδυνωμένων τέκνων της, συντέμνουσα ἤ αἴρουσα παντελῶς τίς ποινές εἴτε ἐδῶ
στή γῆ, εἴτε στό καθαρτήριο, ἐκδίδοντας γραπτές ἀφέσεις [276] ὀνομαστικά γιά
κάθε βασανιζόμενο τέκνο της, στίς ὁποῖες βεβαιώνεται μέ ὑπογραφή ἡ ἄρση τῶν
βασάνων, ὥστε νά ἡσυχάζουν ἀπό τό μαρτύριό τους τά τέκνα της.
Τά διδάγματα αὐτά φυσικά δέν μπορεῖ νά ἐπικροτήσει ἡ ᾿Ορθόδοξη
Καθολική᾿Εκκλησία. Πρωτίστως δέν εἶναι ὀρθή ἡ διάκριση τῶν ποινῶν σέ
αἰώνιες καί πρόσκαιρες καί μάλιστα, ὅτι οἱ αἰώνιες στή μετάνοια συγχωροῦνται,
οἱ δέ πρόσκαιρες ὄχι καί ὅτι γιά τίς τελευταῖες πρέπει νά ἐξιλεώσει τό Θεό
τιμωρούμενος ὁ ἄνθρωπος. Δηλαδή ἡ μυστηριακή χάρη μπορεῖ νά συγχωρήσει
τίς αἰώνιες ποινές, τίς βαρύτερες, καί ὄχι τίς ἐλαφρότερες, τίς πρόσκαιρες; Ποῦ
δέ ὀφείλεται ἡ ἀδυναμία αὐτή; Νά εἶναι ἄραγε ἐλλειματική ἡ δύναμη τοῦ

146
λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά μή μπορεῖ νά ἀφανίσει στήν ὁλότητά
τους τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας; Νά δύναται τό μεγαλύτερο καί τό
σημαντικότερο καί νά μή μπορεῖ τό μικρότερο καί τό λιγότερο σημαντικό; ᾿Αλλά
γιατί ὁ Θεός νά μή συγχωρεῖ τίς ἐλαφρότερες ποινές καί νά ζητεῖ ἰδιαίτερη
ἱκανοποίηση ἀπό τό ἁμαρτωλό πλάσμα του; Μήπως διατηρεῖ μέσα του
σπινθήρα ὀργῆς τόν ὁποῖο πρέπει νά σβήσει ὁ ἁμαρτωλός εἰδικά τιμωρούμενος;
Καί στό ζήτημα τῶν ἀφέσεων ὑπάρχουν πολλά δυσοικονόμητα καί ἀκατανόητα.
῾Η σύντμηση ἤ ἡ πλήρης ἄρση τῶν ἐπιτιμίων στήν παρούσα ζωή εἶναι κάτι τό
ὑγιές. Καί στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ὁ ἱερέας μπορεῖ νά συντομεύσει ἤ νά ἄρη
τελείως τά ἐπιτίμια. Αὐτό ἔγκειται στήν ἱερατική ἐξουσία του, πού εἶναι δοσμένη
σ’ αὐτόν ἀπό τό Θεό. Ποιά ὅμως ἔννοια ἔχει ἡ μετά θάνατο προέκταση τῆς
διαδικασίας στό καθαρτήριο; Διότι, ἄν σκοπός εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ
ἄρση της ὁπωσδήποτε θά βλάψει τήν ψυχή, ἀνακόπτοντας τήν ἀποκάθαρσή της.
῎Αλλωστε ποιά ἔννοια μπορεῖ νάἔχει ἡ κάθαρση τῶν ψυχῶν σέ χώρους ὅπου
ἀπουσιάζει κάθε δυνατότητα ἠθικῆς βελτιώσεως καί ἐξελίξεως; ᾿Εκτός κι ἄν ἡ
ὅλη διαδικασία νοεῖται ὡς μηχανική ἀπότριψη τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας, πράγμα
φυσικά ἐντελῶς ἀπαράδεκτο.
Τέλος καί ἡ διδασκαλία περί τοῦ θησαυροῦ ἀξιομισθίας τῶν ἁγίων, ὅπως τήν
ἐννοεῖ καί τή χρησιμοποιεῖ ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία, δέν βγάζει καί πολύ νόημα.
῞Ο,τι καλό κάνουν οἱ ἅγιοι τό κάνουν μέ τή βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί
ποτέ δέν βγαίνει ἔξω ἀπό τόν προσωπικό κύκλο τοῦ χρέους. Στή βάση αὐτή
κρίνεται ἡ σωτηρία καί ἡ δόξα τους. ᾿Αλλά καί σέ περίπτωση πού ὑπάρχει
περίσσεια ἀξιομισθίας, δέν κατανοοῦμε πῶς τά περισσεύματα αὐτά
συγκεντρώνονται σέ ἰδιαίτερο ταμεῖο καί μάλιστα μποροῦν νά διατεθοῦν ἀπό
τήν ᾿Εκκλησία γιά τή βοήθεια τῶν ἐνδεῶν μελῶν της πού τά ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ
σχέσεις στό πεδίο τῆς χάριτος εἶναι καθαρά προσωπικές. Δέν εἶναι σχέσεις
λογιστικές καί ἐμπορικές, ὥστε νά μεταφέρει ὁ ἕνας στόν ἄλλον τά πνευματικά
του πλεονεκτήματα. ῾Ο ἄνθρωπος σώζεται μέ βάση τό δικό του προσωπικό ἔργο.
Φυσικά τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας βοηθοῦν τό ἕνα τόἄλλο πνευματικά, μόνο ὅμως
διά τῆς προσευχῆς, τά δέ ἀποτελέσματα εἶναι καθαρά ζήτημα τῆς ἀγαθότητας
τοῦ Θεοῦ. Περισσότερα ὅμως περί τῶν ὑπερτάτων ἔργων πού εἶναι ἡ βάση τῶν
ἀξιομισθιῶν τῶν ἁγίων, κάναμε ἰδιαίτερο λόγο σέ προηγούμενό μας ἐρώτημα.

200. Τά μνημόσυνα πού κάνουμε γιά τούς νεκρούς ἔχουν κάποια ἀναλογία
μέ τήν περί καθαρτηρίου πυρός πρακτική τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας;
Μόνο γενική καί ἀπώτερη ἀναλογία ἔχουν, γιατί καί τά δύο ἀναφέρονται στή
μετά θάνατο τύχη τῶν κεκοιμημένων. Στήν οὐσία ὅμως διαφέρουν σημαντικά.
Κατά τήν ὀρθόδοξη πίστη τά μνημόσυνα εἶναι ἁπλές εὐχές τῆς ᾿Εκκλησίας πρός
τό Θεό γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τῶν μελῶν της πού τά ἀπέσπασε ὁ
θάνατος. Οἱ ἄνθρωποι πού πεθαίνουν δέν κουβαλᾶνε ὅλοι μαζί τους τήν ἴδια
πνευματική κατάσταση. ῎Αλλοι εἶναι δίκαιοι, ἄλλοι μεγάλοι ἁμαρτωλοί πού δέν
μετάνιωσαν γιά τ’ ἁμαρτήματά τους καί ἄλλοι, μετανοημένοι μέν, χωρίς ὅμως
νά ἀξιοποιήσουν, ἀπό ἀδιαφορία καί ἀμέλεια, τή μετάνοιά τους. ῾Ο θάνατος
τούς βρῆκε μέ κηλίδες ἁμαρτίας, οἱ ὁποῖες τούς ἐμποδίζουν νά δοῦν τό πρόσωπο
τοῦ Θεοῦ. Γιά τ’ ἁμαρτήματα αὐτά οἱ ψυχές ὀδυνῶνται στή μέση κατάσταση,
ὅπου πηγαίνουν μετά θάνατο ὅλοι οἱ νεκροί. ῾Υπέρ ὅλων αὐτῶν ἡ᾿Εκκλησία,

147
σάν στοργική μητέρα, τελεῖ τά ἱερά μνημόσυνα πρός ἀνακούφιση τῶν ψυχῶν
καί ἀπαλλαγή τους ἀπό τήν ὀδύνη καί τόν πόνο τοῦ πνευματικοῦ μαρτυρίου.
Τῶν μνημοσύνων ἔχουν ἀνάγκη κυρίως ἡ τρίτη τάξη τῶν νεκρῶν, γιατί τόσο οἱ
δίκαιοι ὅσο καί οἱ ἄδικοι δέν χρειάζονται τά ἱερά μνημόσυνα, οἱ μέν πρῶτοι γιατί
ζοῦν μέ γαλήνη καί ἠρεμία κοντά στό Θεό (στή μέση κατάσταση ἐννοεῖται), οἱ δέ
ἄδικοι εἶναι δυνάμει καταδικασμένοι στήν κόλαση. Τά μνημόσυνα δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρά προσευχές, οἱ ὁποῖες παρέχουν ὄνηση (ὠφέλεια) στίς ψυχές
τῶν νεκρῶν, χωρίς νά γνωρίζουμε τή φύση καί τήν ἔκταση τῆς ὠφέλειας αὐτῆς,
τήν ὁποία γνωρίζει καί ρυθμίζει μόνο ὁ πανάγαθος Θεός.
Οἱ ἀντιλήψεις τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι αἰσθητά ἀντίθετες μέ τίς πιό
πάνω ἐκτεθεῖσες. Κατ’ αὐτήν τό καθαρτήριο πῦρ δέν εἶναι προσευχή τῆς
᾿Εκκλησίας ὑπέρ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων, ἀλλά τόπος καθάρσεως καί
ποινῶν τίς ὁποῖες πρέπει νά ἐκτίσει ἡ ψυχή πού εὑρίσκεται σ’ αὐτό, γιά νά
ἱκανοποιηθεῖἡ θεία δικαιοσύνη. Εἶναι πεδίο στό ὁποῖο ἐφαρμόζεται ἀπό τήν
᾿Εκκλησία ἡ πρακτική τῶν λυσιποίνων ἀφέσεων (συγχωροχαρτίων), τίς ὁποῖες
χορηγεῖ ἐξουσιαστικά ἡ ᾿Εκκλησία (ὁ Πάπας). Παλαιότερα ἡ χορήγηση τῶν
συγχωροχαρτίων γινόταν κατόπιν καταβολῆς χρημάτων ἀπό τούς συγγενεῖς
τῶν πεθαμένων, πράγμα πού πολύ ἔβλαψε καί διέσυρε τήν ᾿Εκκλησία αὐτή στή
Δύση. Εἶναι φανερόν ὅτι καμία οὐσιώδης ἀναλογία δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν
ὀρθοδόξων μνημοσύνων καί τοῦ λατινικοῦ δόγματος περί καθαρτηρίου πυρός.

201. Τί διδάσκουν περί μετανοίας οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


Σύμφωνα μέ τίς βασικές ἀντιλήψεις τους περί δικαιώσεως καί ἐκκλησιαστικοῦ
ἱερατείου, οἱ Διαμαρτυρόμενοι δέν δέχονται τήν μετάνοια ὡς μυστήριο, τῆς
ὁποίας ἀπορρίπτουν τά βασικά στοιχεῖα, τήν ἐσωτερική ἀπό ἀγάπη καί πίστη
συντριβή τῆς ψυχῆς γιά τά ἁμαρτήματά της καί τήν ἐξωτερική ἐξομολόγηση στό
λειτουργό τῆς ᾿Εκκλησίας. Κατ’ αὐτούς στό μυστήριο τοῦ ἱεροῦ βαπτίσματος
σφυρηλατεῖται ἀκατάλυτος δεσμός μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὥστε
ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μετά τό βάπτισμα, μικρή ἤ μεγάλη, νά μήν μπορεῖ νά
διαλύσει τό δεσμό αὐτό καί νά τόν ἀφανίσει. Βεβαίως οἱ μετά τό βάπτισμα
ἁμαρτάνοντες ἔχουν ἀνάγκη μετάνοιας, ὅμως ἡ μετάνοιά τους αὐτή, ὡς
ἐπάνοδος στή διά τοῦ βαπτίσματος χορηγηθείσα ἄφεση, δέν ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο
μυστήριο, ἀλλά ζωογόνηση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος.
Τήν ἐξομολόγηση ἀπορρίπτουν οἱ Προτεστάντες σύμφωνα μέ τή βασική τους
ἀντίληψη νά λαμβάνουν ἄφεση ἁμαρτιῶν ὄχι μέσῳ τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ὁποίας
ἀρνοῦνται τόν ὁρατό χαρακτήρα, ἀλλ’ ἀπ’ εὐθείας ἀπό τό Θεό. ῾Η ἐξομολόγηση,
πού δέν ἔχει διαταχθεῖ κατ’ αὐτούς ἀπό τόν Κύριο, εἶναι τό πολύ ἀνεκτή
περισσότερο γιά λόγους ψυχολογικούς. ῾Ο ποιμένας ἀναγγέλλει στόν
ἐξομολογούμενο τήν ὑπόσχεση ἁπλῶς τοῦ Θεοῦ περί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν,
γιά νά μήν ἀποκάμει καί ἀπελπισθεῖ ἀμφιβάλλοντας, ἄν οἱ ἁμαρτίες του εἶναι
συγχωρημένες στόν οὐρανό. ῞Οτι στό πνεῦμα αὐτό τῆς ἐξομολογήσεως τῆς
στερούμενης τοῦ ἱερατικοῦ στοιχείου καί κριτηρίου εἶναι δυνατό νά χορηγήσει ἐν
ἀνάγκῃ ἄφεση ἁμαρτιῶν καί ἕνας λαϊκός, δέν εἶναι δύσκολο νά κατανοηθεῖ.

148
ε. Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ

202. Τί εἶναι τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης;


῾Η ἵδρυση τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ἀπό τόν Κύριο ἀπέβλεπε νά καλύψει μιά
βαθιά ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπόστασης τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ως γνωρίζουμε, ἡ
᾿Εκκλησία δέν εἶναι μόνο θεῖος ὀργανισμός ἀλλά καί ἀνθρώπινος, δηλαδή
θεανθρώπινος. Τή θεία της πλευρά ἀπαρτίζει ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος ἱδρυτής
της, καί τό Πνεῦμα τό῞Αγιο πού ἀποτελεῖ τή ζωογόνο πνοή καί τήν ἁγιαστική
της ἀρχή. ᾿Από τή θεία της πλευρά ἐξεταζόμενη ἡ ᾿Εκκλησία ἀποτελεῖ
καθίδρυμα πνευματικό καί ἀόρατο, προσιτό στόν ἄνθρωπο μόνο διά τῆς
πίστεως, ἐνῶ ἀπό τήν ἀνθρώπινή της πλευρά παρουσιάζεται ὡς καθίδρυμα
ἱστορικό καί καταστηματικό, τοῦ ὁποίου μέλη εἶναι ἄνθρωποι συγκεκριμένοι καί
ἱστορικοί. Στήν τελευταία της διάσταση, ὡς ἐξωτερικῆς κοινωνίας ἀνθρώπων,
ἔχει ἀνάγκη, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἱεραρχημένη κοινωνία ἀνθρώπων, μιᾶς
εἰδικῆς τάξεως μελῶν της, τοῦ ἱερατείου, τό ὁποῖο μέ τή δύναμη καί τήν ἐξουσία
πού ἔχει ἀπό τόν ἱδρυτή της νά κηρύσσει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, νά τελεῖ τά ἱερά
μυστήρια, νά ποιμαίνει πνευματικά τά μέλη της καί νά διοικεῖ τό σῶμα της.
῞Ολα αὐτά ἐπιτυγχάνονται διά τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Θά λέγαμε,
λοιπόν, ὅτι τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἡ θεοσύσταση ἐκείνη τελετή κατά
τήν ὁποία δι’ ὁρισμένης εὐχῆς καί τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦἐπισκόπου στίς
κεφαλές τῶν προχειριζομένων κατέρχεται ἡ χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ
ὁποία ἀναδεικνύει τόν ὑποψήφιο σέ ἕνα ἀπό τούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς, τό
διάκονο, τόν πρεσβύτερο καί τόν ἐπίσκοπο. ῾Η χάρη τοῦ Κυρίου, ἄν καί ἑνιαία,
ὅμως κατά διαφορετικό τρόπο καθιερώνει τούς ὑποψήφιους στόν ἀντίστοιχο
ἱερατικό τους βαθμό. ῎Αλλη εἶναι ἡ χάρη τοῦ διακόνου, ἄλλη τοῦ πρεσβυτέρου
καί ἄλλη τοῦἐπισκόπου.

203. Μαρτυροῦνται στήν ῾Αγία Γραφή οἱ τρεῖς ἱερατικοί βαθμοί;


Τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης τελούμενο δι’ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν (ἐξ οὗ καί
χειροτονία) μαρτυρεῖται ἐπαρκῶς στήν ῾Αγία Γραφή. ῎Ετσι ὅσοι καθίσταντο σ’
ἕναν ἀπό τούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς τό πετύχαιναν διά τῆς ἐπιθέσεως τῶν
χειρῶν τῶν ᾿Αποστόλων καί κατόπιν προσευχῆς. Γιά τόν ἱερατικό βαθμό τῶν
διακόνων λέγεται, ὅτι οἱ᾿Απόστολοι «προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τάς
χεῖρας» [277]. Πρεσβυτέρους δέ διώριζαν διά χειροτονίας στίς κατά τόπους
᾿Εκκλησίες ὁ Παῦλος καί ὁ Βαρνάβας. ῾Ομοίως καί οἱ ᾿Απόστολοι κατέλιπον διά
χειροθεσίας διαδόχους αὐτῶν στό ἐπισκοπικό ἀξίωμα, ὅπως ὁ Παῦλος τόν
Τιμόθεο στήν ῎Εφεσο καί τόν Τίτο στήν Κρήτη. Τέλος καί οἱ ἑπτά ἄγγελοι τῶν
᾿Εκκλησιῶν οἱ μνημονευόμενοι στήν ᾿Αποκάλυψη [278], εἶναι καί αὐτοί
ἐπίσκοποι διαφέροντες τῶν ᾿Αποστόλων μόνο κατά τό ὄνομα καί ὄχι κατά τό
ἀξίωμα. Βεβαίως σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτές δέν λέγεται, ὅτι ἡ χειροθεσία,
πού ἀποτελεῖ τό ὁρατό μέρος τοῦ μυστηρίου, διατάχθηκε ἀπό τόν Κύριο.
᾿Εντούτοις δυνάμεθα νά συναγάγουμε, ὅτι ἕνα τέτοιο ἔργο πού εἶναι τόσο
σημαντικό γιά τή ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας δέν μποροῦσε νά γίνει ἁπλά καί
αὐθαίρετα ἀπό τούς ᾿Αποστόλους, ἄν δέν εἶχαν λάβει εἰδική ἐξουσιοδότηση ἀπό
τόν Κύριο. Αὐτό ἐξυπακούεται καί ἀπό ὅσα ἡ Γραφή λέγει γιά τό ἔργο τῶν

149
πρεσβυτέρων στήν ῎Εφεσο, ὅτι τό «῞Αγιον Πνεῦμα ἔθετο αὐτούς ἐπισκόπους
ποιμαίνειν τήν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» [279].
῾Η χάρη πού χορηγεῖται διά τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ πνευματική ἐξουσία πρός
ἐπιτέλεση τῶν ἱερατικῶν καθηκόντων, μαζί μέ εἰδική ἀντίληψη ἀπό τό Θεό γιά
θεάρεστη ἐπιτέλεση τῶν ἱερῶν λειτουργιῶν καί γιά βίο θεοφιλή καί ἐνάρετο.
῞Οπως εἴπαμε πιό πάνω, ἡ ἱερατική χάρη χορηγεῖται διαφόρως στούς τρεῖς
ἱερατικούς βαθμούς.

204. Τί εἶναι ἡ ἀποστολική διαδοχή;


Εἶναι ἡ ἐξωτερική πιστοποίηση τῆς αὐθεντικότητας τοῦ ἱερατείου τῆς
᾿Εκκλησίας, ὅτι δηλαδή αὐτό ἔχει τήν ἀρχή του στούς ᾿Αποστόλους (ἐξ οὗ καί
ἀποστολική), τούς πρώτους χειροτονήσαντες. ῾Η διαδοχή δέ αὐτή ἀναφέρεται
στόν ἱερό βαθμό τοῦἐπισκόπου, ἀπό τόν ὁποῖο πηγάζει ἡ ἀρχή καί τοῦ
ὑπόλοιπου ἱερατείου. ῾Η ἀναγωγή τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ στούς ᾿Αποστόλους
γίνεται διά τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας. Οἱ ᾿Απόστολοι κατά διάταξη τοῦ
Κυρίου, χειροτόνησαν στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες τούς διαδόχους των
ἐπισκόπους, αὐτοί δέ μέ τή σειρά τους χειροτόνησαν τούς δικούς τους διαδόχους
καί αὐτοί ἄλλους κ.ο.κ., ὥστε καμία περίοδος τῆς ζωῆς τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς
διεσπαρμένης στά πέρατα τοῦ κόσμου νά μένει ἄμοιρη ἐπισκόπων, τοῦ
συνεκτικοῦ αὐτοῦ κέντρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. ῾Η ἁλυσίδα αὐτή τῶν
χειροτονιῶν εἶναι ἀδιάσπαστη, ἀνελισσόμενη ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους
μέχρι σήμερα. ῾Η συνέχεια αὐτή διαπιστώνεται ἱστορικά στούς ἐπισκοπικούς
καταλόγους πού φυλάσσονται στίς κατά τόπους ᾿Εκκλησίες. ῾Η ἀποστολική
διαδοχή εἶναι ἀπόδειξη τῆς αὐθεντικότητας ὄχι μόνο τῆς ἀρχιερωσύνης ἀλλά
καί γενικότερα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τούς
ἐπισκόπους της. Σ’ αὐτό ὀφείλεται ἡ σπουδή τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων,
νά ἀποδείξουν, ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἱερατείου τους πρός τούς ᾿Αποστόλους εἶναι
συνεχής καί ἀδιάκοπη.

205. ᾿Επιτρέπεται ἡ κατά βούληση μετάβαση τῶν κληρικῶν στίς τάξεις τῶν
λαϊκῶν;
Κατ’ οὐδένα τρόπο. ᾿Αποτελεῖ βαρύτατο παράπτωμα, τό ὁποῖο τιμωρεῖται
αὐστηρά ἀπό τούς ἱερούς κανόνες τῆς ᾿Εκκλησίας. Δέν μποροῦν δηλαδή οἱ
κληρικοί, κυρίως οἱ ἄγαμοι, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, εἴτε γιατί δέν
ἀντέχουν τό πύρωμα τῆς ἀγαμίας εἴτε ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια ἤ ἐπιδίωξη ἄλλων
κοσμικῶν σκοπῶν, νά καταπατοῦν τόν ὅρκο τους καί, ἀποβάλλοντας τό ἱερατικό
σχῆμα τους, νά συνάπτουν γάμο ἤ νά ζοῦν σάν ἀνίεροι στήν κοινωνία. Θά μοῦ
πεῖτε, βέβαια, στίς περιπτώσεις πού δέν μπορεῖ ἕνας ἄγαμος κληρικός νά
ὑποφέρει τό πύρωμα τῆς σάρκας του, δέν θά ἦταν προτιμότερο ν’ ἀποβάλει τό
σχῆμα του καί νά λάβει νόμιμη σύζυγο, παρά νά μένει ἱερωμένος καί νά
ἱκανοποιεῖ ἀναίσχυντα τίς ὅποιες αἰσθήσεις καί ὀρέξεις του, ἐμπαίζοντας Θεό
καίἀνθρώπους; Τό θέμα φυσικά εἶναι ἐπιδεκτικό συζητήσεως.
᾿Επειδή ἡ χάρη ἡ μεταδιδόμενη στό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης εἶναι ἀνεξάλειπτη,
διά τοῦτο παράλληλα μέ τήν κατά βούληση μετάβαση στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν,
ἀπαγορεύεται αὐστηρά καί ἡ ἀναχειροτόνησή τους.

150
206. Τί φρονοῦν περί ἱερωσύνης οἱ Διαμαρτυρόμενοι;
῎Αν ἐξαιρέσουμε τούς ᾿Αγγλικανούς οἱ ὁποῖοι δέχονται τήν ἱερωσύνη ὡς
μυστήριο, οἱ ὑπόλοιποι Προτεστάντες ἀρνοῦνται τό μυστηριακό χαρακτήρα της.
Αὐτοί, ἀποκόψαντες κάθε ἐξωτερικό δεσμό μετά τῆς ᾿Εκκλησίας τήν ὁποία
ἀντιλαμβάνονται ὡς κοινωνία πνευματική καί ἀόρατη, συναρνούμενοι δέ καί
τήν εὐχαριστία ὡς ἱλαστική θυσία (ὥστε νάὑπάρχει ἀνάγκη ἱερέων), τούς δέ
πιστούς ὅλους δεχόμενοι ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα» (Α´ Πέτρ. 2,5), ἦταν φυσικό
νάἀπορρίψουν τήν ἱερωσύνη ὡς μυστήριο, τῆς θείας χάριτος παρεκτικό. ῾Η
ἱερωσύνη δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐν κυριολεξίᾳ μυστήριο, ἀλλά διάταξη ὠφέλιμη
τοῦ Θεοῦ280, ἀποσκοπούσα στό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τήν τέλεση
τῶν μυστηρίων (βαπτίσματος καί θείας εὐχαριστίας). ῾Η ἀνάδειξη γίνεται διά
χειροθεσίας καί δι’ εὐχῆς σέ πρόσωπα κατάλληλα νά ἀναλάβουν τήν
ἐκκλησιαστική αὐτή διακονία. Στή χειροθεσία ἐπιμένουν κυρίως οἱ Λουθηρανοί,
οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά διακόψουν κάθε ἐξωτερικό δεσμό μετά τῆς ὁρατῆς
᾿Εκκλησίας. Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ διατάξεις αὐτές δέν χορηγοῦν τή θεία χάρη,
ὅπως ἕνα ἀληθινό μυστήριο, ἀλλ’ ἔχουν μόνο ἠθική ἐπίδραση, ὅπως καί οἱ ἄλλες
ἐκκλησιαστικές εὐχές. ᾿Επίσης εἶναι εὐνόητο γιατί σ’ αὐτούς ἡ ἐπάνοδος τοῦ
κλήρου στίς τάξεις τῶν λαϊκῶν εἶναι κάτι εὔκολο καί ἀδιάφορο.

151
στ. Ο ΓΑΜΟΣ

207. Τί εἶναι ὁ γάμος;


Εἶναι τό ἱερό ἐκεῖνο μυστήριο, στό ὁποῖο δύο ἄνθρωποι (ἄνδρας καί γυναίκα)
προσερχόμενοι μέ τή συναίνεση καί τήν ἐλεύθερή τους συγκατάθεση
λαμβάνουν ἀπό τόν ἱερέα τή θεία χάρη, πούἐξυψώνει καί ἁγιάζει τό φυσικό τοῦ
γάμου δεσμό, βοηθώντας τους νά ζήσουν βίο θεοφιλή καί ἐνάρετο ἐν
ἀμοιβαιότητι ἀγάπης καί νά φέρουν στόν κόσμο χριστιανούς ἀπογόνους281.
῾Ο γάμος εἶναι πρωταρχικά πράξη τῆς φύσεως, τήν ὁποία ἔτσι ἔπλασε ὁ
δημιουργός (διαμόρφωσε τά φύλα), ὥστε νά εἶναι δι’ αὐτῆς δυνατή ἡ μετάδοση
τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα εἶπε ὁ᾿Αδάμ, μόλις εἶδε τήν
Εὔα, πού τοῦἔδωσε σάν σύντροφο ὁ Θεός, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν πλευρά του·
«Τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη
κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρός αὐτῆς ἐλήφθη. ῞Ενεκεν τούτου καταλείψει
ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα αὐτοῦ, καί προσκολληθήσεται πρός
τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» [282].
Τόν φυσικό αὐτό δεσμό ὁ Σωτήρας ἀνύψωσε σέ μυστήριο στήν Κ. Διαθήκη. Περί
αὐτοῦ βέβαια δέν ὑπάρχουν ρητές μαρτυρίες στή Γραφή. ῞Ομως ὑπάρχουν
σαφέστατες ἐνδείξεις, ὅτι ὁ γάμος δέν εἶναι ἁπλή τελετή ἀλλά κάτι τό βαθύτατα
μυστηριακό καί θρησκευτικό. Κλασικό σχετικά χωρίο εἶναι τό᾿Εφεσ. 5,22-33,
ὅπου ὁ Παῦλος χαρακτηρίζει τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός σάν εἰκόνα τῆς
μυστηριακῆς ἑνώσεως τοῦ Χριστοῦ μετά τῆς ᾿Εκκλησίας, συνάγων ὅτι ὁἄνδρας
ὀφείλει ν’ ἀγαπᾶ τή γυναίκα του, ὅπως ὁ Χριστός ἀγάπησε τήν ᾿Εκκλησία.
῞Οτι ὁ γάμος εἶναι μυστήριο ἐξαίρει πολυειδῶς καί ἡ ἱερά τῆς ᾿Εκκλησίας
παράδοση. Στά ἀρχαῖα εὐχολόγια περιλαμβάνεται κατά κανόνα ἡ ἱερολογία τοῦ
γάμου μαζί μέ τήν ἱερολογία τῶν ἄλλων μυστηρίων, σέ ἀρχαῖα δέ μνημεῖα
παριστάνεται ὁ Χριστός στό μέσο τῶν συζευγνυμένων νά τούς στεφανώνει καί
νά τούς εὐλογεῖ. ᾿Αλλά καί οἱ ἱεροί Πατέρες δέν παύουν νά ἐξαίρουν τό
μυστηριακό χαρακτήρα τοῦ μυστηρίου [283]. Εἶναι δέ ἐνδεικτικό, ὅτι τό γάμο
θεωροῦν ὡς μυστήριο ὄχι μόνον οἱ Δυτικοί ἀλλά καί οἱ ἀποσπαθεῖσες τόν Ε´
αἰώνα ἀπό τήν ᾿Εκκλησία παραφυάδες τῶν Μονοφυσιτῶν καί Νεστοριανῶν.

208. ῾Ο γάμος εἶναι δεσμός σταθερός καί ἀδιάλυτος;


῾Ο γάμος, τοῦ ὁποίου ὁρατό σημεῖο εἶναι ἡ συναίνεση τῶν συζευγνυμένων νά
προσέλθουν σέ γαμική συζυγία καί ἡ εὐχή τῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι δεσμός φύσει
ἀδιάλυτος. ῎Ετσι τόν θέλησε ὁ Δημιουργός. Μέ τήν πτώση ὅμως τοῦἀνθρώπου τά
πράγματα ἄλλαξαν. Τόν ἕνα καί ἀδιάλυτο θεσμό διαδέχθηκαν ἡ πολυγαμία
καίἡ εὐχερής διάλυση. Τά κακά αὐτά διορθώνων ὁ Σωτήρας ἐπανέφερε τό γάμο
στή φυσική του ἑνότητα καί σταθερότητα. ῾Η μαρτυρία τῆς Γραφῆς εἶναι σαφής·
«῞Ο οὖν ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω»· «Μωυσῆς πρός τήν
σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἐπέτρεψεν ὑμῖν ἀπολῦσαι τάς γυναῖκας ὑμῶν, ἀπ’ ἀρχῆς
δέ οὐ γέγονεν οὕτως» [284].

152
209. ῾Υπάρχουν περιπτώσεις διαλύσεως τοῦ γάμου;
Ναί, ὑπάρχουν. Φυσικός λύτης τοῦ γάμου εἶναι ὁ θάνατος, ὅπως καί ἡ πορνεία.
Περί τῆς τελευταίας ὁ Κύριος εἶναι κατηγορηματικός· «῞Ος ἄν ἀπολύσῃ τήν
γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτός λόγου πορνείας καί γαμήσῃ ἄλλην μοιχᾶται» [285]. ῾Η
πορνεία διαλύει τόν γάμο, γιατί καταστρέφει τά κύρια συστατικά του, τήν πίστη
καί τήν ἀγάπη. Τό διαζύγιο σέ τέτοιες περιπτώσεις ἐπιτρέπεται, χωρίς ὅμως καί
νά ἐπιβάλλεται. Τό ἀπατηθέν μέλος ἔχει δικαίωμα νά λύσει τόν γάμο, ὄχι ὅμως
καί ὑποχρέωση. ῎Αν θέλουν οἱ σύζυγοι, μποροῦν νά τόν διατηρήσουν καί μετά
τήν προσβολή. Λόγῳ ὅμως τῶν πολλῶν δυσχερῶν περιστάσεων καί τῶν
προβλημάτων τοῦ συζυγικοῦ καί τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ἡ λύση τοῦ γάμου
ἐπιτρέπεται καί γιά ἄλλους λόγους μέ τούς ὁποίους ἀσχολεῖται τό Κανονικό
Δίκαιο τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί μιά τελευταία λέξη. Μετά τή διάλυση τοῦ πρώτου
γάμου ὁ ὀρθόδοξος μπορεῖ νά τελέσει κατά συγκατάβαση δεύτερο καί τρίτο
γάμο, ὄχι ὅμως καί τέταρτο. ῾Η τετραγαμία ἀπαγορεύεται.

210. Ποιές διαφορές περί γάμου ὑπάρχουν μεταξύ ᾿Ορθοδόξων καί


Ρωμαιοκαθολικῶν;
Περί τῆς οὐσίας τοῦ μυστηρίου δέν ὑπάρχουν διαφορές. Διαφορές ὑφίστανται ὡς
πρός τό διαλυτόν ἤ ὄχι τοῦ γάμου. ῾Η Δυτική᾿Εκκλησία ἀπαγορεύει τελείως τή
διάλυση τοῦ γάμου. Μόνο ὁ θάνατος εἶναι ὁ φυσικός λύτης τοῦ συζυγικοῦ
δεσμοῦ, ὁπότε ὁ γάμος μπορεῖ νά ἐπαναληφθεῖ καί γιά τέταρτη φορά. ᾿Ακόμη
καί σέ περίπτωση πορνείας ἡ Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία δέν ἐπιτρέπει τό διαζύγιο,
παρά τή ρητή διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου. Τό μόνο πού ἐπιτρέπει εἶναι ὁ
προσωρινός χωρισμός τῶν συζύγων ἀπό κοίτης καί τραπέζης (νά κοιμοῦνται
ξεχωριστά καί νά μή τρώγουν στό ἴδιο τραπέζι). Φυσικά ὁ Πάπας παρεμβαίνων
μπορεῖ σέ ἐξαιρετικές περιστάσεις νά λύσει κάποιο γάμο.
Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές τῆς Λατινικῆς ᾿Εκκλησίας δέν εἶναι σύμφωνες οὔτε μέ
τόἔθος τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας, στήν ὁποία ἦταν ἄγνωστος ὁ χωρισμός ἀπό
κοίτης καί τραπέζης, ἀλλ’ οὔτε καί μέ τή ρητή βεβαίωση τῆς Γραφῆς, ὅτι ἡ λύση
τοῦ γάμου εἶναι ἐπιτρεπτή μόνο διά λόγους πορνείας. Οἱ δέ λόγοι τῆς Γραφῆς «ὁ
ἀπολελυμένην γαμήσας μοιχᾶται» στούς ὁποίους στηρίζεται τό ἔθος τῆς
Δυτικῆς ᾿Εκκλησίας, δέν σημαίνουν τήν γυναίκα, πού ἀπολύθηκε ἕνεκα
πορνείας, ἀλλά ἐκείνη πού ἀπέλυσε αὐθαίρετα ὁ σύζυγος, ὁ ὁποῖος στήν
περίπτωση αὐτή μοιχᾶται. Καί κάτι ἄλλο, ἄν ἀπαγορεύεται ἡ σύζευξη στό
προσβαλέν τήν οἰκογενειακή πίστη μέλος, γιατί τό ἀθῶο μέλος νά μήν μπορεῖ
νά συνάψει νέο γάμο;

211. Νά νυμφεύονται οἱ κληρικοί ἤ νά μένουν ἄγαμοι;


Τό ἰδεῶδες εἶναι νά μένουν ἄγαμοι. ῞Οταν οἱ κληρικοί δέν ἔχουν οἰκογενειακές
φροντίδες καί περισπασμούς, ὅταν δέν εἶναι δεμένοι μέ γυναῖκες καί παιδιά, θά
εἶναι ἐλεύθεροι νά ἀφοσιωθοῦν ὁλόψυχα καί ἀπερίσπαστα στήν ὑψηλή
διακονία, στήν ὁποία ἡ χάρη τοῦ῾Αγίου Πνεύματος τούς ἔχει ἀναδείξει.
Καθόσον ὅμως, κατά τούς λόγους τοῦ Κυρίου, ὅλοι δέν μποροῦν νά σηκώσουν
τόν βαρύ τῆς παρθενίας καί τῆς συνημμένης ἀγαμίας ζυγό [286], ἄνδρες δέ
φυσιολογικοί εἶναι πολύ δύσκολο ν’ ἀφήσουν ἀνικανοποίητες τίς ὁρμές τῆς
φύσεως καί ν’ ἀντέξουν στό καθημερινό πύρωμα τῆς σάρκας, ἡ᾿Ορθόδοξη

153
᾿Εκκλησία στήν ἐπιθυμία της νά προφυλάξει τόν κλῆρο της ἀπό ἀταξίες
σαρκικές καί σκάνδαλα διασύροντα τήν περιωπή τῆς ἱερωσύνης καί
σκανδαλίζοντα τό ποίμνιο, ἐπιτρέπει τό γάμο στούς διακόνους καί τούς
πρεσβυτέρους, ἀπαγορεύουσα τοῦτον μόνο στούς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά
προέρχονται ἀπό τίς τάξεις τῶν παρθένων (μοναχῶν). Τό τελευταῖο αὐτό
φυσικά δέν σημαίνει ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἀσυμβίβαστος πρός τήν ἱερωσύνη, ἀφοῦ
οἱ δυό πρῶτοι ἱερατικοί βαθμοί τελοῦν γάμο, εἰς δέ τήν ἀρχαία ᾿Εκκλησία
ὑπῆρχαν καί ἔγγαμοι ἀρχιερεῖς (ἕνα μυστήριο δέν μπορεῖ νά συγκρούεται μέ
ἄλλο), ἀλλά καί γιά ἄλλους μέν λόγους σκοπιμότητας, κυρίως ὅμως γιά νά
μένουν ἀπερίσπαστοι στήν ὑψηλή διακονία τους. ῎Αλλωστε ἡ ἡλικία
προσέλευσης στήν ἀρχιερωσύνη καί ἡ ὑποτιθέμενη ἄσκησή τους ὡς μοναχῶν,
ἐγγυῶνται κατά τεκμήριο τή σώφρονα καί ἐνάρετη διαγωγή τους.
Γάμος μετά τήν ἱερωσύνη καί δεύτερος σέ περίπτωση χηρείας δέν ἐπιτρέπονται.
Τά θέματα βέβαια αὐτά καθώς καί ὁ γάμος τῶν ἀρχιερέων εἶναι ζητήματα πού
μποροῦν –ἄν παραστεῖ ἀνάγκη– νά συζητηθοῦν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία.
Σέ ἀντίθεση μέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία, ἡ Λατινική ἀπαγορεύει τό γάμο καί
στούς τρεῖς ἱερατικούς βαθμούς, πράγμα βέβαια στή φιλοσοφία του ὀρθό, ὅμως
στήν πρακτική του ἄκρως ἐπικίνδυνο, γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε πιό
πάνω. ῎Αν ἡ ἀγαμία γενικά εἶναι δυσβάστακτος θεσμός γιά κάθε ἐποχή, σήμερα
πού ὁ κοινωνικός βίος ἔχει ἐξελιχθεῖ καί ἐπιταχυνθεῖ, ἡ ζωή τῶν ἀγάμων
κληρικῶν σέ μεγάλες ἰδίως κοινωνίες γίνεται πολύ προβληματική, δέν εἶναι δέ
λίγοι οἱ κληρικοί τῆς Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἀπό τόν Πάπα
ἄδεια νά λάβουν νόμιμη σύζυγο στά πλαίσια τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου.

212. Τί εἶναι οἱ μικτοί γάμοι;


Εἶναι οἱ γάμοι μεταξύ᾿Ορθοδόξων καί ἑτεροδόξων. Εἶναι γάμοι ἀνάγκης καί
«κατ’ οἰκονομίαν» τελούμενοι, τούς ὁποίους ἐπιβάλλουν οἱ σύγχρονες συνθῆκες
ζωῆς καί οἱ εἰδικές σχέσεις πού δημιουργοῦνται σέ χῶρες στίς ὁποῖες ὀρθόδοξοι
συγχρωτίζονται μέ ἑτεροδόξους καί τἀνάπαλιν. ῾Η ᾿Εκκλησία μας, γιά ν’
ἀποτρέψει μεγαλύτερα κακά (τήν προσχώρηση ᾿Ορθοδόξων σέ ἑτερόδοξες
᾿Εκκλησίες καί κοινότητες, τήν παράνομη συμβίωση κ.λπ.) ἐπιτρέπει τήν κατ’
οἰκονομίαν σύζευξη τῶν μελῶν της μέ ἑτεροδόξους, μέ τήν προϋπόθεση τό
μυστήριο νά τελεσθεῖ κατά τό ὀρθόδοξο λειτουργικό τυπικό, τά δέ παιδιά πού θά
γεννηθοῦν ἀπό τό γάμο ν’ ἀνατραφοῦν ὀρθοδόξως. Τά ἴδια φυσικά ἀπαιτεῖ καί ἡ
Ρωμαϊκή᾿Εκκλησία ἀπό τά δικά της μέλη. Οἱ Προτεστάντες δέν
πολυσκοτίζονται. Τό προβληματικό ὅμως στίς περιπτώσεις αὐτές ἀπό ὀρθόδοξης
πλευρᾶς εἶναι, πῶς ἐπιτρέπεται σ’ ἕναν ἑτερόδοξο, πού δέν ἀνήκει στήν
᾿Εκκλησία, νά τελέσει ὀρθόδοξο μυστήριο. Εἴπαμεν, ὅμως, κατ’ οἰκονομίαν!

213. Τί φρονοῦν περί γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι;


Γενικά δέν τούς ταιριάζει ὁ γάμος ὡς μυστήριο. Δέν βρίσκουν σ’ αὐτό οὔτε ὁρατό
σημεῖο οὔτε μετάδοση θείας χάριτος οὔτε καί ἐπαγγελία ἀφέσεως ἁμαρτιῶν, τήν
ὁποία πρέπει νά διακονοῦν τά γνήσια μυστήρια. Εἶναι δέ γι’ αὐτούς μόνο θεία
διάταξη διά τῆς ὁποίας ἀποσκοπεῖται ἡ μετάδοση τοῦἀνθρώπινου γένους. ᾿Από
τήν ἄποψη αὐτή ὁ γάμος τῶν ἀπίστων καί τῶν μή ἀναγεννημένων θεωρεῖται
ἐξίσου ἱερός, μή ὑπολειπόμενος τοῦ γάμου τῶν Χριστιανῶν. ᾿Από

154
προτεσταντικούς δέ κύκλους προέκυψε καί ὁ πολιτικός γάμος, ἕνα συμβόλαιο
κοινωνικό, πού καμιά σχέση δέν ἔχει μέ τήν εὐλογία τῆς ᾿Εκκλησίας καί τήν
καθαγίαση αὐτοῦ ὡς ἱεροῦ συζυγικοῦ δεσμοῦ. ῾Ο πολιτικός γάμος, ὡς μή ὤφελε,
παρεισέφρησε τελευταῖα καί στήν ὀρθόδοξη χώρα μας, ἀποτελώντας ἐμπαιγμό
τοῦ δόγματος, τοῦ ἤθους καί τῆς μυστηριακῆς ὑποστάσεως τῆς ᾿Ορθοδοξίας!
῾Ως αἰτία διαλύσεως τοῦ γάμου οἱ Διαμαρτυρόμενοι θεωροῦν τήν πορνεία καί
τήν ἐγκατάλειψη. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι καί πολύ ἀκόλουθο μέ τή βασική τους
περί γάμου ἐκδοχή, γιατί μιά καί δέν τόν θεωροῦν ὡς μυστήριο, ἀλλά μᾶλλον ὡς
σχέση φυσική, δέν εἶναι λογικό νά μή δέχονται τήν αὐθαίρετη διάλυσή του.
Δέχονται καί αὐτοί τούς μικτούς γάμους, ὡς κώλυμα δέ τοῦ γάμου δέχονται
μόνο τή συγγένεια τοῦ αἵματος καί ὄχι τήν πνευματική.

155
ζ. ΤΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ

214. Τί εἶναι τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου;


᾿Επειδή οἱ ἄνθρωποι ἀρρωσταίνουν, ὁ Κύριος ἐφοδίασε τήν ᾿Εκκλησία του μέ
εἰδικό μυστήριο τοῦ ὁποίου σκοπός εἶναι κατά κύριο λόγο ἡ ἴαση τῶν σωματικῶν
ἀσθενειῶν, κατά δεύτερο δέ ἡ ἴαση τῆς πνευματικῆς νόσου τῆς ψυχῆς (τῆς
ἁμαρτίας). Εἶναι, λοιπόν, τό εὐχέλαιο μυστήριο θείας ἀρχῆς κατά τό ὁποῖο, ὅταν
χρίεται ὁ ἀσθενής μέ ἁγιασμένο ἔλαιο, κατέρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία
χορηγεῖ πρώτως καί κυρίως τή σωματική ἴαση καί δευτερευόντως τήν ἴαση τῆς
ψυχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία.
Οἱ συστατικοί λόγοι τοῦ μυστηρίου βρίσκονται στήν καθολική
ἐπιστολή᾿Ιακώβου τοῦ᾿Αδελφοθέου· «᾿Ασθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω
τούς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καί προσευξάσθωσαν ἐπ’ αὐτόν ἀλείψαντες
αὐτόν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν
κάμνοντα, καί ἐγερεῖ αὐτόν ὁ Κύριος· κἄν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται
αὐτῷ» [287]. Καί δέν λέγεται μέν ρητῶς ἐδῶ, ὅτι ἡ ἵδρυση τοῦ μυστηρίου
προέρχεται ἀπό τόν Κύριο· ὅμως συνάγεται ἐπαρκῶς, καθόσον ὁ ᾿Ιάκωβος δέν
θά προέβαινε σέ τέτοια σημαντική μαρτυρία, ἄν δέν εἶχε τήν πεποίθηση, ὅτι ἡ
μυστηριακή τελετή πού συνιστοῦσε ἀνάγεται στόν ἴδιο τόν Κύριο.
Οἱ αἰτιάσεις δέ κατά τοῦ εὐχελαίου, ὅτι τάχα τή θεραπεία τῆς σωματικῆς νόσου
δέν ἐπιτελεῖ ἡ ὑπερφυσικήἐνέργεια τῆς χάριτος, ἀλλά ἡ θεραπευτική ἰδιότητα
τοῦ ἐλαίου, δέν εὐσταθεῖ, διότι ὡς σκοπός τοῦ μυστηρίου δέν τίθεται ἡ σωματική
ἴαση μόνο, ἀλλά καί ἡ πνευματική ἴαση τῆς ψυχῆς, πράγμα πού δέν ἔχει καμία
σχέση μέ τήν ὅποια φυσική ἰδιότητα τοῦ ἐλαίου. ῎Αλλωστε ἄν ἦταν ἔτσι τά
πράγματα, τήν ἐπάλειψη θά τήν ἔκανε ὁποιοσδήποτε ἄλλος πιστός (ἄνδρας ἤ
γυναίκα) καί δέν θά προσκαλοῦνταν στό σπίτι τοῦ ἀσθενοῦς οἱ πρεσβύτεροι τῆς
᾿Εκκλησίας.
Τό ὁρατό μέρος τοῦ μυστηρίου εἶναι ἡ σταυροειδής χρίση μέ ἁγιασμένο ἔλαιο
τῶν μελῶν τοῦ ἀσθενοῦς ἐκφωνουμένης τῆς εὐχῆς· «Πάτερ ἅγιε, ἰατρέ τῶν
ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, ὁ πέμψας τόν μονογενῆ σου υἱόν, τόν Κύριον ἡμῶν
᾿Ιησοῦν Χριστόν, πᾶσαν νόσον ἰώμενον καί ἐκ θανάτου λυτρούμενον, ἴασαι καί
τόν δοῦλόν σου τόνδε ἐκ τῆς περιεχούσης αὐτόν σωματικῆς καί ψυχικῆς
ἀσθενείας, καί ζωοποίησον αὐτόν διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ σου» [288].
Οἱ τελετουργοί τοῦ μυστηρίου εἶναι οἱ πρεσβύτεροι (οἱ ἱερεῖς), περισσότεροι τοῦ
ἑνός, ἐν ἀνάγκῃ δέ καί ἕνας μόνο ἱερέας. Χρίονται δέ ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς καί ὄχι
μόνο οἱ βαριά ἀσθενοῦντες ἤ ὅσοι βρίσκονται στό τέλος τῆς ζωῆς τους.

215. Θεραπεύονται ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ ἀσθενεῖς διά τοῦ εὐχελαίου;


῎Οχι, δέν θεραπεύονται. ῾Ως πρός τό πρῶτο σκέλος τοῦ μυστηρίου (τήν ἴαση τῆς
σωματικῆς νόσου), ἡ θεία χάρη δέν ἐνεργεῖ «ἐξ ἀνάγκης», ὅπως γίνεται στά
ὑπόλοιπα μυστήρια. ῎Αν συνέβαινε αὐτό, τότε θά ἔκλειναν ὅλα τά νοσοκομεῖα
καί τά ἰατρεῖα. ᾿Επειδή ὅμως κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς
πιστούς σέ περίπτωση σωματικῆς ἀσθένειας προτιμοῦν νά ἐπισκέπτονται τούς
φυσικούς γιατρούς (ὄχι βέβαια ἀδικαιολόγητα) παρά τούς πνευματικούς (τούς
ἱερεῖς). Τό ὅτι δέν θεραπεύονται πάντοτε οἱ σωματικές ἀσθένειες αὐτό δέν

156
ὀφείλεται μόνο στήν ἔλλειψη πίστεως ἀπό μέρους τοῦ ἀσθενοῦντος πού δέχεται
τό ἱερό μυστήριο, ἀλλά γενικότερα στή θεία βούληση, ἡ ὁποία θέλησε μέν τήν
ἴαση τῶν ἀσθενούντων μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας (ἡ ὁποία πολλάκις
πραγματοποιεῖται), ὄχι ὅμως καί νά ἐξαλείψει ὁλοσχερῶς τίς σωματικές
ἀσθένειες ἤ ν’ ἀποσοβήσει τό θάνατο, πράγματα πού εἶναι ἄλλωστε σημαντικά
μέσα στούς παιδαγωγικούς σκοπούς τῆς θείας πρόνοιας.
῎Αν ὅμως τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου δέν λειτουργεῖ ἐξ ἀνάγκης ὡς πρός τό
πρῶτο σκέλος του (τήν ἴαση τῶν ἀσθενειῶν), λειτουργεῖ πάντοτε ἐξ ἀνάγκης
ὅσον ἀφορᾶ στό δεύτερο σκέλος του, δηλαδή τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Γιά τόν
λόγο αὐτό ἡ ᾿Εκκλησία συνδέει τό εὐχέλαιο μέ τή μετάνοια, ἐπιτελώντας αὐτό
καί σέ ὑγιεῖς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἑτοιμάζονται γιά τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων
μυστηρίων. Δυσκολία ἀναφύεται μόνο ὡς πρός τό εἶδος τῶν ἁμαρτιῶν πού
συγχωροῦνται στό εὐχέλαιο, δεδομένου ὅτι γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων
ὑπάρχει εἰδικό μυστήριο, ἡ μετάνοια καί ἡ ἐξομολόγηση, στό ὁποῖο εἶναι
ὑποχρεωμένος νά προσέλθει ὁ πιστός.
Τό εὐχέλαιο μπορεῖ νά ἀντικαταστήσει τή μετάνοια; ῎Αν δέ ὁ πιστός ἔλαβε
ἄφεση στό μυστήριο τῆς μετάνοιας, τί περισσό θά ἔχει ἀπό τό εὐχέλαιο; Νά
ὑποθέσουμε, ὅτι στούς ἀσθενοῦντες πιστούς τό εὐχέλαιο ἐξαφανίζει τά ὅποια
ἐναπομείναντα λείψανα τῆς ἁμαρτίας, πού συνδέονται μέ τή σωματική
ἀσθένεια, ἤ τίς ἁμαρτίες ἐκεῖνες πού λόγῳ καταστάσεώς του ὁ ἀσθενής
ἀδυνατεῖ νά ἐξομολογηθεῖ στόν ἱερέα; Ποιός ἄραγε γνωρίζει αὐτά τά πράγματα;

216. Τί λένε οἱ Ρωμαιοκαθολικοί περί τοῦ εὐχελαίου [289];


῾Η Δυτική᾿Εκκλησία δέχεται τό εὐχέλαιο ὡς ἐκκλησιαστικό μυστήριο. ᾿Από τόν
δωδέκατο ὅμως αἰώνα τό μεταποίησε σέ ἔσχατη κρίση καί σέ ἐφόδιο τῶν
ἀποθνησκόντων, μή ἐπαναλαμβάνουσα αὐτό στήν ἴδια ἀσθένεια ἄν αὐτή
ξαναεμφανισθεῖ. ᾿Ανάλογοι πρός τήν ἰδέα αὐτή εἶναι καί οἱ καρποί τοῦ
μυστηρίου, οἱ ὁποῖοι ἀντιστρέφονται, δηλαδή ὡς κύρια ἐνέργειά του εἶναι
ἡἐξάλειψη τῆς ἁμαρτίας καί τῶν λειψάνων της καί ἡ ἐνδυνάμωση τῆς ψυχῆς
στόν ἐπικείμενο ἀγώνα της κατά τοῦ θανάτου. ῾Η μεταποίηση ὅμως αὐτή τοῦ
εὐχελαίου σέ ἔσχατη χρίση ἀντιβαίνει πρός τήν ἀρχαία χρήση του καί στή
διδασκαλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, κατά τήν ὁποία τό μυστήριο διακονεῖται σέ κάθε
ἀσθένεια καί ὄχι μόνο στίς βαρύτατες πρό τοῦ θανάτου. ᾿Εσφαλμένα δέ
χορηγεῖται ὡς ἐφόδιο ψυχῆς καθ’ ὅν χρόνο αὐτή εἰσέρχεται στίς αἰώνιες μονές,
γιατί σάν τέτοιο ἐφόδιο ἦταν πάντοτε στήν ᾿Εκκλησία ὄχι τό εὐχέλαιο ἀλλά ἡ
θεία Εὐχαριστία [289].

217. Τί λένε σχετικά οἱ Προτεστάντες;


Δέν τούς ἐνδιαφέρει. Δέν τό δέχονται ὡς μυστήριο καί γιά ἄλλους λόγους ἀλλά
καί γιατί δέν παρέχει πάντοτε τή σωματική ἀνάρρωση. Οἱ Λουθηρανοί μόνο τό
δέχονται σάν μιά παραμυθητική τελετή, δηλαδή τελετή πού παρέχει παρηγορία,
ἐάν περιορισθεῖ στήν ἐπίσκεψη τοῦ ἱερέα στόν ἀσθενή καί τή χορήγηση σ’ αὐτόν
τῆς θείας μεταλήψεως. Οἱ ὑπόλοιποι Προτεστάντες τό ἀπορρίπτουν παντελῶς.

157
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Α. Οἱ πηγές τῆς πίστεως (σσ. 11-26)


1. Β´ Τιμ. 3,16· «πᾶσα γραφή θεόπνευστος».
2. ᾿Ιωάν. 5,39.
3. Β´ Πέτρ. 1,21.
4. Βλ. Χρ. ᾿Ανδρούτσου, Δογματική, ἐν ᾿Αθήναις 1907, 21956, σελ. 6.
5. Β´ Θεσ. 2,15.
6. ᾿Ιωάν. 16,13.
7. ῾Ο Δοσίθεος στήν ῾Ομολογία του λέγει χαρακτηριστικά· «Τῇ
Γραφῇἀδιστάκτως πιστεύειν ὀφείλομεν, οὐκ ἄλλως μέντοι, ἀλλ’ ἤὡς ἡ
καθολική᾿Εκκλησία ταύτην ἡρμήνευσε καί παρέδωκε· πᾶσα γάρ αἱρετικῶν
βδελυρία δέχεται μέν τήν θείαν Γραφήν, παρεξηγεῖται δ’ αὐτήν. ῎Αλλως γάρ ἄν
ἄλλον ἄλλην ὁσημέραι περί αὐτῆς γνώμην ἐσχηκότος, οὐκ ἄν εἴη ἡ
καθολική᾿Εκκλησία Χριστοῦ χάριτι ἕως σήμερον ᾿Εκκλησία, μίαν γνώμην
ἔχουσα περί πίστεως, καίἀείὡσαύτως καίἀπαρασαλεύτως πιστεύουσα, ἀλλ’
ἐσχίσθη ἄν εἰς μυρία καί αἱρέσεσιν ὑπέκειτο» (ὅρος β´, ᾿Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα,
1952, σελ. 747).
8. «Οὐ μήν καίὑπό πάντων ἀναγινώσκεσθαι ταύτην, ἀλλ’ ὑπό μόνων τῶν μετά
τῆς πρεπούσης ἐρεύνης τοῖς βάθεσιν ἐγκυπτόντων τοῦ πνεύματος καί εἰδότων,
οἷς τρόποις ἡ θεία Γραφήἐρευνᾶται καί διδάσκεται καίὅλως ἀναγινώσκεται· τοῖς
δέ μή γεγυμνασμένοις καίἀδιαφόρως, ἤ μόνον κατά τό γράμμα ἤ κατ’ ἄλλον
τινά τρόπον ἀλλότριον τῆς εὐσεβείας τά τῆς Γραφῆς ἐκλαμβάνουσιν, ἡ
καθολική᾿Εκκλησία, διά τῆς πείρας τήν βλάβην ἐγνωκυῖα, οὐ θεμιτήν τήν
ἀνάγνωσιν εἶναι ἐντέλλεται» (᾿Ερ. α´. ᾿Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα, 1952, σελ. 768).

Β. ῾Ο χριστιανικός Θεός (σσ. 28-43)


9. Γεν. 1,26.
10. Γεν. 3,22.
11. Γεν. 11,27.
12. Γεν. 18,1 ἑξ.
13. Ψαλμ. 32,6.
14. Σοφ. Σολ. 6,12 ἑξ.
15. Αὐτόἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατί «θεοί» (χωρίς ἄρθρο) λέγονται στήν ἁγία
Γραφή καί οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι.
16. Βλ. ῾Ομολογία Πέτρου Μογίλα· «Πνεῦμα ἅγιον ἐξ αἰῶνος ἐκπορευόμενον ἐκ
Πατρός» (᾿Ερώτ. θ´. ᾿Απόκρισις. ᾿Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα, σελ. 596).
17. Βλ. ᾿Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα, σελ. 119.
18. Βλ. Χρ. ᾿Ανδρούτσου, Συμβολική, ἐν ᾿Αθήναις 1930, σ. 157.
19. Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
20. Εἶναι πολυσυζητημένη ἔκφραση τοῦἁγίου Κυρίλλου τοῦ᾿Αλεξανδρείας,
ἡὁποία δέχτηκε πολλές ἐπιθέσεις ἀπό τούς ἀντιπάλους του (Κυρίως ἀπό τό
Θεοδώρητο Κύρου). ῾Ο διαπρεπής ὅμως θεολόγος μέ τή φράση αὐτήἐννοοῦσε
τόὁμοφυές (κατά τήν οὐσία) τοῦ Πνεύματος μέ τόν Υἱό.

158
Γ. ᾿Ανθρωπολογία (σσ. 45-73)
21. ῞Ολα αὐτάἐκφράζουν συνοπτικά τό «κατ’ εἰκόνα» καί «καθ’ ὁμοίωσιν», μέ
τάὁποῖα πλάστηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος καί τάὁποῖα τόν ξεχωρίζουν ἀπό τήν
ὑπόλοιπη ζωική κτίση.
22. Γεν. 2,21-22.
23. Μεγαλυνάριο τῆς Θεοτόκου, τόὁποῖο ψάλλει πανηγυρικάἡ᾿Εκκλησία.
24. Γεν. 2,7.
25. Γεν. 2,7.
26. ῾Εβρ. 4,12.
27. Α´ Θεσ. 5,23.
28. Α´ Κορ. 2,14,15.
29. Πράξ. 17,26.
30. Γεν. 5,1.
31. Γεν. 1,28.
32. Γεν. 2,19.
33. Γεν. 2,23.
34. Γεν. 2,18.
35. Γεν. 2,25.
36. Γεν. 3,7.
37. Γεν. 2,17.
38. Γεν. 2,17,17.
39. ῾Υπό τή μορφήὄφεως, πούἦταν ὁ «φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπί
γῆς γῆς» (Γεν. 3,1).
40. ᾿Αποκ. 12,9.
41. Γεν. 3,1 ἑξ.
42. Ρωμ. 9,20· «Μήἐρεῖ τό πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί μέἐποίησας οὕτως;»
43. Ρωμ. 11,34· «Τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦἐγένετο;»
44. ῎Ετσι ὁ Δαβίδ, ἄν καί συχωρέθηκε ἀπό τό Θεό γιά τό διπλό του ἁμάρτημα
(μοιχεία καί φόνο), ὅμως οὐδέποτε διέφυγε τήν πίεση τῆς συνειδήσεώς του οὔτε
ἐλησμόνησε τά φοβερά του ἐγκλήματα. Τόἴδιο καίὁ Παῦλος ὁ δεινός διώκτης τῆς
πρώτης ᾿Εκκλησίας τοῦ Κυρίου.
45. Ρωμ. 5,12· «ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον».
46. Λουκ. 1,35· «Πνεῦμα ῞Αγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ, καί δύναμις ὑψίστου
ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ».
47. Α´ Κορ. 15,47.
48. Βλ. ἃ῟ὶἧἂὼ Οὦὦ, ὒἶ῟ὃὶἶἂὖὖὶὸἶὂὰὦ῍῏῝ἂὖὴ῍ὸὃἲ῏ὼἣὰὦἂὂ, ͺἶὸἂὲ῟ἶὼ 31957, σελ. 240.
49. Λουκ. 10,30 ἑξ.
50. Ρωμ. 1,19.
51. Νά φονεύουν τάἀρσενικά νεογέννητα τῶν ῾Εβραίων (᾿Εξόδ. 1,17).
52. ᾿Ιησ. τοῦ Ναυῆ, 2,3 ἑξ.
53. Παρά Χρ. ᾿Ανδρούτσου, Συμβολική, σελ. 192-3.
54. Α´ Κορ. 11,7· «εἰκών καί δόξα Θεοῦὑπάρχων».

Δ. Τριαδολογία (σσ. 75-89)


55. ᾿Ιωάν. 1,18· «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε».

159
56. «῎Απειρον τό θεῖον καί δυσθεώρητον καί τοῦτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ
μόνον ἡἀπειρία» (Γρηγ. Ναζιανζηνοῦ, Λόγ. 38. Ρὒ 36,317).
57. Ρωμ. 8,27.
58. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστορία τῶν δογμάτων, τόμ. Α´, μέρος δεύτερον. ᾿Εν
᾿Αθήναις, σελ. 75 ἑξ.
59. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περίὑποταγῆς θεωρία ἐν τῇἀρχαίᾳ᾿Εκκλησίᾳ. ᾿Εν
᾿Αθήναις 1961.
60. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η περί δύο Λόγων θεωρία ἐν τῇ θεολογικῇ γραμματείᾳ
τῆς ἀρχαίας ᾿Εκκλησίας. ᾿Εν ᾿Αθήναις 1984.
61. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστορία Δογμάτων (Β´), σελ. 421.
62. Αὐτ. 422.
63. Αὐτ. 427.
64. ᾿Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα, 1952, σελ. 75.
65. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η ἐπίδρασις τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως ἐπί τῶν θεολογικῶν
Σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας καί᾿Αντιοχείας, ᾿Αθῆναι 1983.
66. Γιά μέν τούς Ρωμαιοκαθολικούς εἶναι διδασκαλία ἲὸὺἂὶὸ (Βλ. ἃ. Οὦὦ, μν. ἐρ.,
σελ. 76), γιά μᾶς δέ κορυφαία στρέβλωση τοῦ δόγματος περί῾Αγίας Τριάδος.
67. Βλ. Τόμους τῶν ἐν Κων/πόλει συνόδων τοῦ 1341 καί 1351 περί τοῦ῾Ησυχασμοῦ
(᾿Ι. Καρμίρη, Τά μνημεῖα, 1952, σελ. 294 ἑξ.).

Ε. Χριστολογία (σσ. 91-109)


68. Φιλιπ. 2,6,7· «῞Ος (ὁ Χριστός) ἐν μορφῇ Θεοῦὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο
τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι
ἀνθρώπων γενόμενος...».
69. ῞Ορος τῆς Τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
70. Βλ. ῞Ορον τῆς ΣΤ´ Οἰκουμ. Συνόδου (Καρμίρη, σελ. 187).
71. Α´ Πέτρ. 2,22.
72. Β´ Πέτρ. 1,4.
73. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η ἐπίδρασις τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως ἐπί τῶν θεολογικῶν
Σχολῶν ᾿Αλεξανδρείας καί᾿Αντιοχείας, ᾿Αθῆναι 1983.
74. Νάἔχει δηλαδή «νοῦν Χριστοῦ» (Α´ Κορ. 2,16).
75. ᾿Από τή σκοπιά αὐτήἐξηγεῖται τό πάθος μέ τόὁποῖο ὁ᾿Απ. Παῦλος
καταπολεμοῦσε τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του.
76. ῞Ορος φιλοσοφικός πού χρησιμοποίησε ὁ Λεόντιος ὁ Βυζάντιος, γιά νά λύσει
(ἐπιτυχῶς) τό χριστολογικό πρόβλημα.
77. Λουκ. 2,34.
78. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Ιστορία Δογμάτων, 1/Β, σελ. 416 ἑξ.
79. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας..., σελ. 301 ἑξ.
80. Βλ. ᾿Α. Θεοδώρου, μν. ἔργ., σελ. 314 ἑξ. Τοῦἴδιου. ῾Η χριστολογικήὁρολογία
καί διδασκαλία Κυρίλλου τοῦ᾿Αλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου Κύρου, ᾿Αθῆναι
1955.
81. ᾿Α. Θεοδώρου, ῾Η ἐπίδρασις..., σελ. 307 ἑξ.
82. Αὐτ. 334 ἑξ.

ΣΤ. ῾Η Θεοτόκος (σσ. 111-119)


83. Λουκ. 7,28.

160
84. Αὐτή τή σκέψη ἔκανε καίὁ Νεστόριος, ὅπως εἴδαμε, ὁὁποῖος δέν μποροῦσε νά
κατανοήσει τήν ἀλήθεια τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
85. Γεν. 3,16· «ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα».
86. ᾿Ησ. 7,14· «᾿Ιδούἡ παρθένος ἐν γαστρίἕξει καί τέξεται υἱόν».
87. Ματθ. 12,46. Μάρκ. 3,31. Λουκ. 8,19. ᾿Ιωάν. 2,12.
88. «Πῶς γάρ ἄν Θεόν γεννήσασα καίἐκ τῆς τῶν παρηκολουθηκότων πείρας τό
θαῦμα γνωρίσασα ἀνδρός συνάφειαν κατεδέξατο; ῎Απαγε· οὐ σωφρονοῦντος
λογισμοῦ τά τοιαῦτα νοεῖν μήὅτι καί πράττειν» (᾿Ιωάν. Δαμασκηνός. Χρ.
᾿Ανδρούτσου, Δογματική, σελ. 173).
89. «Τίς γάρ καθαρός ἔσται ἀπόῥύπου; ἀλλ’ οὐδείς. ᾿Εάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος
αὐτοῦἐπί τῆς γῆς».
90. ᾿Από τόν ᾿Ακάθιστο ῞Υμνο.
91. Ψαλμ. 44,11.12.
92. Κορυφαία θεομητορικήἑορτή.

Ζ. ῾Η ἀπολύτρωση (σσ. 121-134)


93. Ρωμ. 6,17.20. Α´ Τιμ. 6,1.2. Πέτρ. 2,19.
94. Πράξ. 10,38.
95. ᾿Ιωάν. 12,31.
96. ῾Ωραῖα περιγράφει τήν κατάσταση αὐτήἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ
Λαζάρου (Λουκ. 16,19 ἑξ.).
97. Ματθ. 13,42.50· 22,13· 24,51· 25,30. Λουκ. 13,28.
98. Μάρκ. 5,15.
99. ᾿Ιωάν. 14,6.
100. Ρωμ. 8,28· «Τοῖς ἀγαπῶσιν τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
101. Γαλ. 4,4-5.
102. Ματθ. 8,11.
103. Α´ Πέτρ. 3,19.
104. «῾Ο Θεός ἐνηνθρώπησε ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μέγας ᾿Αθανάσιος).
105. ᾿Ιωάν. 8,32· «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καίἡἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».
106. «Θανάτῳ θάνατον πατήσας».
107. Κανόνας τοῦ Μ. Σαββάτου.
108. ᾿Ιωάν. 19,34.
109. Λουκ. 23,46.
110. Κανόνας τοῦ Μ. Σαββάτου.
111. Ρωμ. 5,8.

Η. ᾿Εκκλησιολογία (σσ. 135-161)


112. «῞Ητις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ».
113. ᾿Ησ. 2,2. Δαν. 2,44.
114. Ματθ. 3,2.
115. Ματθ. 16,28.
116. Πράξ. 20,28.
117. Πράξ. 2,41.
118. Α´ Κορ. 4,1. 3,8.
119. ᾿Εφεσ. 2,20.

161
120. Λουκ. 10,16.
121. Ματθ. 18,18.
122. Πράξ. 4,12.
123. Κατά Αἱρ. ΙΙΙ,24.
124. Β´ Τιμ. 3,7.
125. Β´ Κορ. 5,15.
126. ᾿Ιωάν. 6,68.
127. ᾿Ιωάν. 10,16· «μία ποίμνη εἷς ποιμήν».
128. ῾Εβρ. 3,6· 10,21.
129. ᾿Εφεσ. 5,27.
130. ᾿Εφεσ. 4,3-14. Α´ Κορ. 1,10. Γαλ. 1,6-8. Τίτ. 3,10. Β´ Πέτρ. 2,1. Β´᾿Ιωάν. 1,10.
131. Πράξ. 9,32· 9,41· 26,10. Ρωμ. 16,15.
132. ᾿Εφεσ. 5,23.
133. ᾿Εφεσ. 5,27.
134. Ματθ. 13,24 ἑξ.
135. Ματθ. 13,47 ἑξ.
136. Ματθ. 3,12.
137. Ματθ. 22,10-12.
138. Ματθ. 28,19.
139. Μάρκ. 16,20.
140. ᾿Εφεσ. 2,20· «ἐποικοδομηθέντες ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καί
προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ».
141. Ματθ. 10,1. Λουκ. 10,1. ᾿Ιωάν. 6,70. Πράξ. 2,1 ἑξ.
142. Α´ Πέτρ. 2,9.

162

You might also like