You are on page 1of 2

ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2019

Νέος Ποινικός Κώδικας και συνέπειες από την αναλογική εφαρµογή του άρθρου 2 παρ.
2
Σκιαδαρέσης Γεώργιος, Εισαγγελεύς Εφετών Θράκης
Το κείµενο που ακολουθεί δηµοσιεύεται στον τόµο 2019, σελ. 715

Στην παρούσα µελέτη παρατίθενται οι απόψεις που έχουν υποστηριχθεί στην θεωρία και την νοµολογία σε σχέση µε την ερµηνεία του
άρθρου 2 παρ. 2 ΠΚ για την αναδροµική εφαρµογή νόµου επί τη βάσει του οποίου κατέστη ανέγκλητη η πράξη µετά την αµετάκλητη
καταδίκη του κατηγορουµένου. Από τον συγγραφέα προκρίνεται ως ορθότερη η αναλογική εφαρµογή της ως άνω διατάξεως και σε
περιπτώσεις όπου µε τον νέο νόµο µειώνεται το αξιόποινο, ώστε να καθίσταται δυνατή η απόλυση του κρατουµένου κατά την έκτιση του
µέρους της επιβληθείσας ποινής που υπερβαίνει το ανώτατο όριο της απειλουµένης µε τον εν λόγω ηπιότερο νόµο.

1. Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 παλαιού και νέου Π.Κ. µετά την αµετάκλητη καταδίκη, τον κατηγορούµενο ωφελεί µόνο ο νεότερος νόµος που
καταργεί το αξιόποινο της πράξης και όχι εκείνος που απλώς το καθιστά ηπιότερο, εκτός εάν στον τελευταίο προβλέφθηκε σχετική µεταβατική
διάταξη – πάντως στον νέο Π.Κ. δεν θεσπίστηκε τέτοια. Ο σκοπός της διάταξης είναι σαφής: αν κάθε νεότερη ρύθµιση ανατρέπει το
δεδικασµένο και άγει σε νέα εκδίκαση της πράξης, επέρχεται ανασφάλεια δικαίου και διαρκής νοµοθετική κινητικότητα-παρέµβαση. Έτσι κατά
µία άποψη πέραν του γράµµατος του άρ. 2 παρ. 2 ΠΚ καµία περαιτέρω παραχώρηση δεν µπορεί να συναχθεί ερµηνευτικά (βλ. λ.χ. ΑΠ 88/2001,
ΠοινΧρ ΝΑ΄, 893, Χωραφάς / Σταµάτης, Ποινικό Δίκαιο, 1978, σελ. 72-73 και σηµ. 12).

2. Όµως κατ΄ άλλη ορθοτέρα άποψη η άκαµπτη εφαρµογή της ανωτέρω διάταξης άγει σε προδήλως ανεπιεικείς συνέπειες, και µάλιστα σε
περιπτώσεις που ο νεότερος ηπιότερος νόµος δεν επιβάλλει επανεκδίκαση-επανάκριση της υπόθεσης, για την οποία υπάρχει αµετάκλητη
απόφαση µη θίγοντας έτσι ιδιαίτερα το δεδικασµένο. Συνεπώς µπορεί να γίνει δεκτό κατ΄ επιτρεπτή ανάλογη εφαρµογή του άρ. 2 παρ. 2 ΠΚ,
ότι ο κατά το άρθρο 549 νέου ΚΠΔ αρµόδιος εισαγγελέας ή σε περίπτωση που αυτός αµφιβάλλει το Τριµελές Πληµµελειοδικείο του τόπου
εκτέλεσης της ποινής, ύστερα από αντιρρήσεις περί την εκτέλεση κατά τα άρθρα 562, 563 νέου ΚΠΔ, µπορεί να διατάξει την απόλυση του
κρατουµένου µε ήδη αµετάκλητη απόφαση, καθ’ ο µέρος η εκτιόµενη ποινή υπερβαίνει το ανώτατο όριο της ποινής που απειλείται µε τον
νεότερο ηπιότερο νόµο. Τέτοιες περιπτώσεις ανακύπτουν πλέον συχνά, αφού ο νέος Π.Κ. αφενός µεν προβλέπει ανώτατο όριο συνολικής
ποινής, όταν η βαρύτερη των συντρεχουσών ποινών είναι κάθειρξη, τα είκοσι (20) έτη, αντί των είκοσι πέντε (25) ετών του παλαιού Π.Κ., ενώ
όταν η βαρύτερη των συντρεχουσών είναι φυλάκιση, τα οκτώ (8) έτη, αντί των δέκα (10) ετών του παλαιού Π.Κ. (βλ. άρθρο 94 παρ. 1 νέου
ΠΚ), αφετέρου δε προβλέπει ανώτατο όριο πρόσκαιρης κάθειρξης τα δέκα πέντε (15) έτη, αντί των είκοσι (20) ετών του παλαιού Π.Κ. (βλ.
άρθρο 52 παρ. 2 νέου ΠΚ). Σε αυτές τις περιπτώσεις κατ’ ουσία είναι αυτοδίκαιη η απόλυση του κρατούµενου από τις φυλακές,
ικανοποιουµένης σαφώς της ανωτέρω επιδίωξης του νοµοθέτη για µη παρεµβολή νέας δικαστικής κρίσης, ενώ η σχετική εισαγγελική διάταξη ή
η απόφαση του δικαστηρίου των αντιρρήσεων έχει απλώς διαπιστωτικό χαρακτήρα. Έτσι είναι σαφές, ότι η συνέχιση της εκτέλεσης της ποινής
και µετά την πάροδο του απειλούµενου στο νέο ηπιότερο νόµο maximum προσκρούει αφενός µεν στην αρχή της απαγόρευσης του
υπερµέτρου, που απορρέει από την συνταγµατικής περιωπής (άρθρο 25 παρ. 1) αρχή της αναλογικότητας (βλ. γι’ αυτήν Μυλωνόπουλος, Ποιν.
Δίκαιο – Γεν. Μέρος, τ. Ι, 2007, σελ. 13 επ., Α. Παπαδαµάκης, ΠοινΔικ 2019, 281 επ.), αφετέρου δε στην έχουσα υπερνοµοθετική κατά το
άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγµατος ισχύ διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. γ΄ ν. 2462/1997 (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), σύµφωνα µε την οποία «… δεν
επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά την χρονική στιγµή της διάπραξης του ποινικού αδικήµατος. Εάν µετά την
διάπραξή του ο νόµος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν» και όντος σαφούς ότι σε αυτήν δεν
προβλέπεται ως προϋπόθεση το µη αµετάκλητο της καταδίκης (βλ. για όλα τα προεκτεθέντα Μαγκάκης, Συστηµ. Ερµ. Π.Κ., 2005, σελ. 50-51,
Λ. Μαργαρίτης / Ν. Παρασκευόπουλος / Γ. Νούσκαλης, Ποινολογία, 2016, σελ. 827 επ. ιδίως 828 και 829, Ανδρουλάκης, Ποιν. Δίκαιο – Γεν.
Μέρος – Θεωρία για το Έγκληµα, 2000, σελ. 122, σηµ. 93, Μυλωνόπουλος, ό.π., σελ. 76-77, Αρ. Τζαννετής, Παρατηρήσεις στην ΕφΠατρ
4/1995, ΠοινΧρ ΜΕ΄, 348 επ.).

3. Ας σηµειωθεί ότι τρίτη –ακόµα ευρύτερη άποψη– έχει διατυπωθεί σε ΑΠ 1638/1994, ΠοινΧρ ΜΕ΄, 43, σε ΕφΠατρ 4/1995, ΠοινΧρ ΜΕ΄, 347
επ., µε πρόταση Α. Ζύγουρα, και από τον Σταµ. Δασκαλόπουλο, τότε αντεισαγγελέα πρωτοδικών, Υπερ. 1994, 965-968, θεωρηθέντος ότι η
ουσιαστικού περιεχοµένου διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 εδ. α΄ ν. 2168/1993, η οποία κατάργησε την προβλεπόµενη στο άρθρο 9 παρ. 3 ν.
495/1976 αθροιστική έκτιση της ποινής της οπλοχρησίας χωρίς ίδια πρόβλεψη στο νέο περί οπλοχρησίας άρθρο 14 ν. 2168/1993, µε συνέπεια
την δυνατότητα πλέον σχηµατισµού συνολικής ποινής, έχει εφαρµογή ως ευµενέστερη σε ήδη αµετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για
οπλοχρησία, παρά την αντίθετη ρύθµιση του άρθρου 2 παρ. 2 ΠΚ, επειδή σύµφωνα µε την ανωτέρω ΑΠ 1638/1994 η διάταξη του άρθρου 2
παρ. 1 ΠΚ «έχει ανάλογη εφαρµογή και στην περίπτωση που ο νεότερος επιεικέστερος νόµος ίσχυσε µετά την αµετάκλητη εκδίκαση της
υπόθεσης, πριν όµως από την εκτέλεση της επιβληθείσης ποινής, ενόψει του ότι η φάση της εκτέλεσης αποτελεί τµήµα της έννοµης σχέσης που
δηµιουργείται µεταξύ δράστη και πολιτείας και αρχίζει από την τέλεση της πράξης λήγει δε µε την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε
αµετάκλητα» (βλ. όµως τις εύστοχες κριτικές παρατηρήσεις του Α. Τζαννετή, ό.π.).

4. Η ανωτέρω δεύτερη –στενή και ορθότερη κατ’ εµένα– άποψη αποφορτίζει αφενός µεν τα Τριµελή Πληµµελειοδικεία του τόπου έκτισης από
την πληθώρα των σχετικών αιτήσεων αντιρρήσεων περί την εκτέλεση και σε περίπτωση αρνήσεώς τους τον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας που θα
κατακλυσθεί µε σχετικές αιτήσεις χάριτος, ενώ συµβαδίζει µε το πνεύµα του νέου Π.Κ. για αποκλιµάκωση των ποινών, προκειµένου να µειωθεί
δογµατικώς συγκροτηµένα ο αριθµός των κρατουµένων και όχι εµβαλωµατικά, όπως κάποιες φορές επιχειρεί ο Έλληνας νοµοθέτης προς
αποφυγή καταδικών από τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ή σε συµµόρφωση µε αυτές. Περαιτέρω σύµφωνα µε το άρθρο 562 του νέου ΚΠΔ ο
καταδικασθείς µπορεί να προβάλει αντιρρήσεις για την διάρκεια της εκτιτέας ποινής (συνολικής ή µη). Συνεπώς µπορεί να υποβάλει τέτοιες για
την µη συνέχιση της έκτισης της ποινής του, εξαιτίας νεότερου νόµου που κατέστησε ανέγκλητη την πράξη σύµφωνα µε το γράµµα του
άρθρου 2 παρ. 2 ΠΚ (ΑΠ 471/2015, ΠοινΔικ. 2016, 315, ΑΠ 952/2005, ΠΛογ Ε΄, 878) και κατ’ επέκταση, όπως ήδη προαναφέρθηκε, επίσης
στην περίπτωση που η εκτιόµενη ποινή του υπερβαίνει το ανώτατο όριο της απειλούµενης µε τον νεότερο ηπιότερο νόµο ποινής. Έτσι είναι
σαφές, ότι αυτό που τυχόν αρνηθεί ο Εισαγγελέας εκτέλεσης ή το Τριµελές Πληµµελειοδικείο κατά τα άρθρα 562, 563 ΚΠΔ θα το πράξει το
Μονοµελές Εφετείο, εφαρµόζοντας το ευµενέστερο άρθρο 94 παρ. 1 του νέου ΠΚ, εάν συντρέξει περίπτωση συγχώνευσης ή ανασυγχώνευσης
ποινών, τις οποίες βεβαίως µπορεί να προκαλέσει και ο κρατούµενος, εάν οι σχετικές αντιρρήσεις του αρχικά απορρίφθηκαν, διαπράττοντας νέο
ελαφρό αδίκηµα, ώστε να καταδικασθεί πάλι.

You might also like