You are on page 1of 34

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.

Επικοινωνία και τόπος εργασίας


1.1 Ορισμοί-εννοιολογική προσέγγιση
Η επικοινωνία, σχετίζεται στενά με τη φύση του ανθρώπου. Από καταβολής
κόσμου, υπήρξε γνωστή η ανάγκη των ανθρώπων για επικοινωνία μεταξύ τους με
στόχο την επιβίωση και την εξέλιξη τους. Εκφράστηκε από την εποχή των
πρωτόγονων για πρακτικούς λόγους, όπως η ανάγκη τους να βρουν τροφή, να
προστατευθούν από τα θηρία ή από το περιβάλλον. Για να καταφέρουν να
αντιμετωπίσουν όλα αυτά, αναζήτησαν τη βοήθεια των συνανθρώπων τους. Στην
προσπάθεια τους λοιπόν να επικοινωνήσουν, δημιούργησαν ένα πρωτόγονο σύστημα
συνεννόησης, αρχικά με χειρονομίες και ήχους. Στην πορεία, το σύστημα αυτό,
εξελίχθηκε και μεταλλάχθηκε σε γλώσσα προφορική ή γραπτή. Τέλος, με την πάροδο
των χρόνων και την πρόοδο των επιστημών, η επικοινωνία διεξάγεται με διάφορους
τρόπους και γίνεται προσιτή σε κάθε σημείο της γης (τηλέγραφος, τηλέφωνο,
διαδίκτυο, δορυφόροι κλπ).
Η έννοια της επικοινωνίας, είναι δύσκολο να ορισθεί. Λόγω της σύνθεσης
και της διεπιστημονικής της φύσης, προσδιορίζεται με διαφορετικούς τρόπους και για
διάφορες χρήσεις. Για παράδειγμα, αυτό που ονομάζει επικοινωνία ένας κοινωνικός
ψυχολόγος, διαφέρει κατά πολύ σε σύγκριση με την ονομασία που του δίνει ένας
βιολόγος. Η επιστήμη της επικοινωνίας, χαρακτηρίζεται ως «επιστήμη σταυροδρόμι,
από όπου πολλοί περνούν και λίγοι σταματούν»-9.
«Επικοινωνία», είναι η διαδικασία κατά την οποία δημιουργείται,
μεταδίδεται, ερμηνεύεται και αξιοποιείται ένα μήνυμα, μια πληροφορία10.
Δηλώνει επίσης, ο,τιδήποτε «διαδραματίζεται» μεταξύ προσώπων και
αναφέρεται στην αντίληψη, την αξιολόγηση, την κατανόηση και τον τρόπο
αντίδρασης11.
Επιπρόσθετα, είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη των
διαπροσωπικών σχέσεων. Δηλαδή των σχέσεων μεταξύ δύο ή περισσότερων
προσώπων, που αλληλεπιδρούν και ικανοποιούν μία ή περισσότερες φυσικές ή
συναισθηματικές ανάγκες12.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις εξαρτώνται από την ικανότητα της επικοινωνίας
του ατόμου. Χωρίς ουσιαστική επικοινωνία είναι δύσκολο να δημιουργηθούν και να
αναπτυχθούν διαπροσωπικές σχέσεις που στηρίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη
και τον σεβασμό. Σύμφωνα με τον Morris, η επικοινωνία είναι ένας μηχανισμός μέσω
του οποίου υπάρχουν και αναπτύσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις. Δηλαδή, όλα τα

9
W. Shramm, The science of human communication, Basic Books, New York, 1963 σ. 56.
10
Λ., Χυτήρης, Οργανωσιακή συμπεριφορά. Η ανθρώπινη συμπεριφορά σε οργανισμούς και
επιχειρήσεις, Interbooks, Αθήνα, 2001 σ. 259.
11
J., Gould, Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών, Ελληνική Παιδεία, Αθήνα, 1972 σ. 954.
12
M., Cavazos, (2013) “What is the meaning of interpersonal relationship”, Διαθέσιμο από:
www.livestrong.com.

8
σύμβολα της σκέψης, μαζί με τους σκοπούς της μεταφοράς τους μέσα στο χώρο και
τη διαφύλαξή τους στο χρόνο13.
Έχουμε έτσι κάποια κύρια στοιχεία, τα οποία χαρακτηρίζουν τη διαδικασία
της επικοινωνίας και αυτά είναι:
 Αποστολέας/πομπός-παραλήπτης/δέκτης των μηνυμάτων (σκέψεις, ιδέες,
συναισθήματα του αποστολέα).
 Το περιβάλλον (ο χώρος στον οποίο πραγματοποιείται η επικοινωνία).
 Τα εμπόδια (εσωτερικά ή εξωτερικά, τα οποία μειώνουν την
αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας και προκαλούν προβλήματα στη
μετάδοση των μηνυμάτων).
 Η αντίδραση του δέκτη στο μήνυμα.
Η επικοινωνία ως πράξη, στηρίζεται στην αποστολή και τη λήψη
μηνυμάτων. Ο αποστολέας/πομπός στέλνει με κάποιο τρόπο (λεκτικό ή εικονικό) το
μήνυμα του στο δέκτη και εκείνος αναλόγως των εμπειριών του, δέχεται και αντιδρά
στο μήνυμα που λαμβάνει, οπότε από την αντίδραση αυτή κατανοεί ο αποστολέας,
κατά πόσο αποτελεσματική ήταν η αποστολή του μηνύματός του.
Βασικό μοντέλο επικοινωνίας, για την ανάπτυξη ομαλών διαπροσωπικών
σχέσεων αποτελεί η παρακάτω γραφική παράσταση14:

xx xxx xxx
Επικοινωνία = Πομπός Μήνυμα Μέσο Δέκτης

Επαναπληροφόρηση

Τα βέλη, δείχνουν την κατεύθυνση του μηνύματος και τα x, τα εμπόδια ή τις


παρεμβολές, τα οποία μπορεί να είναι θόρυβοι ή ό,τι άλλο εμποδίζει την μεταβίβαση
του μηνύματος. Η διαδικασία της επαναπληροφόρησης, γίνεται καλύτερα με τη
μείωση των παρασίτων. Η επαναπληροφόρηση προσδιορίζει την ανατροφοδότηση, η
οποία με τη σειρά της βοηθά τον πομπό, να προσαρμόσει το μήνυμα του, στις
ανάγκες και τις αντιδράσεις του δέκτη. Από την ανάδραση προκύπτει η βιωματική
ανάγκη του δέκτη και καθορίζεται η διαπροσωπική σχέση πομπού-δέκτη.
Ο αποστολέας πρέπει να γνωρίζει καλά τι θέλει να πει και επίσης, να
γνωρίζει όσο γίνεται καλύτερα, τον παραλήπτη. Οι πληροφορίες που μπορεί να
διαθέτει ο αποστολέας, σχετικά με τον παραλήπτη, αναφέρονται στα δημογραφικά
και ψυχογραφικά χαρακτηριστικά του (δηλαδή την ηλικία, το φύλο, την οικογενειακή
κατάσταση, την οικονομική και κοινωνική του θέση, τη θρησκεία του, την

13
Γ., Πιπερόπουλος, Επικοινωνώ άρα Υπάρχω. Δημόσιες σχέσεις και επικοινωνία, Ελληνικά Γράμματα,
Αθήνα, 1996 σ. 48.
14
Λ. Λ., Μπίλλης, Επικοινωνία-Δημόσιες Σχέσεις, Interbooks, Αθήνα, 1999, σ.27.

9
προσωπικότητα κλπ). Κατά την ανθρώπινη επικοινωνία, χρησιμοποιούνται διάφορα
μέσα για την ανταλλαγή μηνυμάτων:
 Ο λόγος (γραπτός, προφορικός), είναι το κύριο μέσο για τη μετάδοση ιδεών,
σκέψεων ή απόψεων.
 Ο χρωματισμός της φωνής του αποστολέα και του παραλήπτη, ο οποίος
χρησιμοποιείται για να εκφράσει τα συναισθήματά του (το φόβο, την ένταση,
την οργή, τη συγκατάθεση) και δίνει την ευκαιρία στο άτομο, να
αποκωδικοποιήσει τα συναισθήματα του προσώπου του και έτσι, να λάβει ένα
μήνυμα ή να αντισταθεί σε αυτό.
 Οι εκφράσεις του προσώπου και οι κινήσεις του σώματος.
 Η ενδυμασία, η οποία φανερώνει την ιδιότητα ενός ατόμου, τη θέση που έχει
(π.χ. στρατιωτικός, αστυνομικός, γιατρός).
 Τα θρησκευτικά σύμβολα, τα οποία δηλώνουν τη θεολογική ταυτότητα ενός
προσώπου.
Με βάση το μέσο μετάδοσης ενός μηνύματος, η επικοινωνία κατατάσσεται
σε λεκτική και μη λεκτική15. Λεκτική είναι η μορφή επικοινωνίας που χρησιμοποιεί
τη γλώσσα, μη λεκτική είναι η επικοινωνία που χρησιμοποιεί την κίνηση του
σώματος. Η λεκτική μπορεί να είναι τυπική (επαγγελματική) ή άτυπη (συζήτηση) και
περιλαμβάνει γραπτό και προφορικό λόγο. Η τυπική επικοινωνία μπορεί να είναι
διαπροσωπική μεταξύ δύο ατόμων ή ομιλία σε ένα κοινό, οπότε και διαφοροποιείται
ανάλογα. Η άλλη μορφή επικοινωνίας, η μη λεκτική, στηρίζεται στα νεύματα, στις
εκφράσεις του προσώπου και αναλόγως επηρεάζει τις διαπροσωπικές σχέσεις του
ανθρώπου.
Στον εργασιακό χώρο η επικοινωνία έχει χαρακτήρα ομαδικό και δημιουργεί
σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους. Κανένας χώρος εργασίας δεν μπορεί να
λειτουργήσει εάν δεν υπάρχει η επικοινωνία. Τα είδη επικοινωνίας που
αναπτύσσονται σε έναν τόπο εργασίας είναι η άτυπη και η τυπική επικοινωνία 16.
Τυπική είναι η μορφή επικοινωνίας που έχει ορισθεί από την εργασία. Τα μηνύματα,
η ροή των πληροφοριών, γίνεται με σαφείς τρόπους και αυστηρή τήρηση της
ιεραρχίας. Η τυπική περιλαμβάνει την λεγόμενη κάθετη γραμμή επικοινωνίας.
Δηλαδή, επικοινωνία από πάνω προς τα κάτω (καθοδική) και από κάτω προς τα πάνω
(ανοδική). Η άτυπη μορφή επικοινωνίας δεν ακολουθεί σαφείς κατευθύνσεις, κινείται
ελεύθερα. Δέκτες και πομποί προέρχονται από διάφορα ιεραρχικά επίπεδα (οριζόντια-
κάθετα-διαγώνια).
Η επικοινωνία μεταξύ όλων των εργαζομένων, δεν πρέπει να περιορίζεται
μόνο στα εργασιακά, δηλαδή στην εκτέλεση εργασιών ή καθηκόντων αλλά να
περιλαμβάνει όλο το πλέγμα των ανθρωπίνων σχέσεων. Δείχνει στα άτομα να
ενεργούν, γιατί χωρίς αυτή, δε μπορούν να υπάρξουν ανθρώπινες σχέσεις. Οι
εργαζόμενοι επικοινωνούν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας και ικανοποιούν τις
δικές τους ανάγκες (ατομικές, ομαδικές, εργασιακές κλπ).
15
Ι., Αντωνάκης, Κοινωνιολογία των οργανώσεων, Α.Τ.Ε.Ι. Κρήτης Ηράκλειο, 2008, σ. 39.
16
Λ., Χυτήρης, Οργανωσιακή συμπεριφορά. Η ανθρώπινη συμπεριφορά σε οργανισμούς και
επιχειρήσεις, Interbooks, Αθήνα, 2001, σσ 264-266.

10
Η προσωπική επικοινωνία μέσα στην εργασία, είναι η πιο άμεση μέθοδος
επαφής. Ο προϊστάμενος, απευθύνεται στους υφισταμένους του και δίνει τις
απαραίτητες κατευθύνσεις για τη βελτίωση της απόδοσής τους, καθώς και την
επίτευξη των στόχων τους. Ένα από τα σπουδαιότερα συστατικά των καλών σχέσεων,
μεταξύ της διοίκησης και των εργαζομένων, είναι το σύστημα αποτελεσματικής
επικοινωνίας. Η καλή επικοινωνία βοηθάει το άτομο να κατανοήσει τους άλλους και
οδηγεί σε θετικές και χρήσιμες σχέσεις. Επίσης, σημαντικό ρόλο παίζει η ανταλλαγή
σκέψεων, συναισθημάτων, πληροφοριών δημιουργεί σχέσεις μεταξύ των
συναδέλφων. Η αποτελεσματική επικοινωνία, διαμορφώνει καλές διαπροσωπικές
σχέσεις και περιορίζει τις συγκρούσεις.
Βασικά στοιχεία της επικοινωνίας είναι:
1. η εκτίμηση προς τον εαυτό μας αλλά και προς τους άλλους
2. η αναγνώριση των στοιχείων της προσωπικότητάς μας, είτε αυτά είναι θετικά
είτε αρνητικά
3. η ικανότητα κατανόησης και έκφρασης των προσωπικών συναισθήμάτων
όπως και των συναισθημάτων των άλλων, της διαφορετικότητας τους κλπ
(συναισθηματική νοημοσύνη).
Παρόλα αυτά, στους περισσότερους χώρους εργασίας, συναντά κανείς
προβλήματα στην επικοινωνία μεταξύ συναδέλφων, προϊσταμένων και υφισταμένων
μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων. Τα προβλήματα αυτά, προκύπτουν από την
αποτυχία στην επικοινωνία, κατά τη διάρκεια της οποίας η πληροφορία μεταφέρεται
με λάθος τρόπο, το νόημα του μηνύματος που λαμβάνει κάποιος διαστρεβλώνεται και
γενικότερα δημιουργούνται παρεξηγήσεις, που συχνά καταλήγουν σε επικοινωνία
που υστερεί σε απόδοση και ποιότητα, καθώς επίσης και σε συγκρούσεις.
Τα προβλήματα επικοινωνίας διακρίνονται σε 4 κατηγορίες/αιτίες 17.
 Οι άνθρωποι δε συνειδητοποιούν όσο θα έπρεπε, την ανάγκη της επικοινωνίας
 Δεν γνωρίζουν τι ακριβώς να μεταδώσουν
 Δεν ξέρουν πώς να το μεταδώσουν
 Δε διαθέτουν τα κατάλληλα μέσα, έτσι ώστε να μεταβιβάσουν αυτό που
επιθυμούν
Για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια, ιδιαίτερα στο χώρο της εργασίας, είναι
απαραίτητο να διαμορφωθεί μια στρατηγική επικοινωνίας, η οποία θα αποτελέσει τη
βάση για τη σωστή ανάπτυξη συστημάτων επικοινωνίας και την οργάνωση ενός
συνεχούς προγράμματος εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, στις τεχνικές της
επικοινωνίας. Τα σημαντικότερα εμπόδια επικοινωνίας, είναι τα παρακάτω18:
 Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο, οι άνθρωποι να ακούνε αυτό που θέλουν και
αυτό που οι ίδιοι σκέπτονται, αντί για εκείνο που τους λένε. Ακούγοντας κάτι,
ανατρέχουν στο παρελθόν τους και προσπαθούν να το συνδυάσουν με τις

17
Λ., Χυτήρης, Οργανωσιακή συμπεριφορά, Η ανθρώπινη συμπεριφορά σε οργανισμούς και
επιχειρήσεις, Interbooks, Αθήνα, 2001 σ. 268.
18
Λ., Χυτήρης, ό.π. σσ 68-273.

11
δικές τους εμπειρίες και γνώσεις. Εάν η πληροφορία που λαμβάνουν είναι
σύμφωνη με τις πεποιθήσεις τους, τότε αυτή γίνεται αποδεκτή.
 Αντίθετα, την πληροφορία που δεν συμφωνεί με τις πεποιθήσεις τους, την
αγνοούν ή την απορρίπτουν εντελώς. Εάν πάλι δεν μπορούν να την
απορρίψουν, τη διαστρεβλώνουν και την προσαρμόζουν στις δικές τους
παραμέτρους. Μια πληροφορία, που έρχεται σε αντίθεση με άλλη δημιουργεί
αποτυχία στην επικοινωνία. Η κατάσταση που προκύπτει, όταν ο άνθρωπος
δέχεται «συγκρουόμενες πληροφορίες», καλείται επιστημονικά «γνωστική
ασυμφωνία»19. Το άτομο, αρνείται να δεχτεί ένα μήνυμα και αποφεύγει να το
οικειοποιηθεί. Το θεωρεί ως ξένο για εκείνον και το διαστρεβλώνει, ώστε να
παραμείνει ανεπηρέαστος και να μην εκτεθεί.
 Το πρόσωπο που μεταδίδει μια πληροφορία, αντιμετωπίζει τη δυσπιστία του
δέκτη, απέναντι σε μηνύματα που προέρχονται από αυτό. Δεν είναι λίγοι
εκείνοι που επηρεασμένοι από τα συναισθήματά τους για ένα άτομο, το
συνδέουν με όσα ακούν και δεν δέχονται οποιοδήποτε μήνυμα. Συνήθως,
ερμηνεύουν λανθασμένα τις κινήσεις του και βλέπουν κίνητρα ή συνωμοσίες
πίσω από τα λεγόμενα του.
 Οι ομάδες που δέχονται μηνύματα, όπως η οικογένεια, οι φίλοι και οι
συνάδελφοι, επηρεάζουν επίσης τις στάσεις και τις απόψεις των ατόμων.
 Κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται διαφορετικά το νόημα των λέξεων. Με τη
γλώσσα μεταδίδουμε λέξεις αλλά όχι νοήματα. Οι ίδιες οι λέξεις μπορεί να
υποδηλώνουν διαφορετικά νοήματα για το κάθε άτομο ξεχωριστά, με
αποτέλεσμα ο δέκτης να αντιλαμβάνεται λάθος ένα νόημα από αυτό που
ήθελε να του μεταφέρει ο πομπός της πληροφορίας.
 Η «επαγγελματική διάλεκτος» που χρησιμοποιούν τα άτομα στην εργασία
τους είναι μεν γνώριμη σ’αυτούς, ωστόσο αποτελεί εμπόδιο για τα άτομα που
δεν τη γνωρίζουν.
 Η μη λεκτική επικοινωνία είναι πολλές φορές πιο αποτελεσματική. Η γλώσσα
του σώματος, χειρονομίες, εκφράσεις προσώπου, τόνος φωνής, μεταδίδει πιο
ακριβή και αποκαλυπτικά μηνύματα απ’ότι μια πρόταση που το νόημα των
λέξεων παρεξηγείται. Το αρνητικό σε αυτή την αναφορά, είναι το γεγονός ότι
δεν μπορεί σε όλες τις περιπτώσεις να χρησιμεύσει, αφού ορισμένα μηνύματα
πρέπει να μεταδωθούν άμεσα και η λεκτική επικοινωνία χαρακτηρίζεται από
την αμεσότητά της.
 Τα συναισθήματά μας επηρεάζουν την ικανότητα να μεταβιβάζουμε ή να
αποδεχόμαστε το πραγματικό μήνυμα. Ο φόβος για παράδειγμα, προκαλεί

19
Λ., Χυτήρης, Οργανωσιακή συμπεριφορά, Η ανθρώπινη συμπεριφορά σε οργανισμούς και
επιχειρήσεις, Interbooks, Αθήνα, 2001, σσ 95-96. ( Η θεωρία της «γνωστικής ασυμφωνίας» (cognitive
dissonance), του αμερικανού καθηγητή της ψυχολογίας Festinger, επικεντρώνεται στο πως οι
άνθρωποι πασχίζουν να διατηρήσουν την εσωτερική τους συνοχή, η οποία όταν διαταράσσεται
(ασυμφωνία) οι περισσότεροι δυσφορούν. Όταν διαψεύδονται οι πεποιθήσεις τους αντί να
προσαρμόζουν την αντίληψη και τη συμπεριφορά τους στα νέα δεδομένα προσαρμόζουν με τέτοιο
τρόπο τις πεποιθήσεις τους ώστε να ταιριάζουν με τη δική τους συμπεριφορά και αντίληψη. Ακόμη και
εάν αντιλαμβάνονται λάθος τις καταστάσεις).

12
ανασφάλεια, αρνητικό κλίμα και συναισθήματα, ώστε αυτό που ακούει
κάποιος να του φαίνεται απειλητικό και να το απορρίπτει. Λειτουργούμε
συνήθως βάσει στερεοτύπων, όπως έχει προαναφερθεί.
 Εμπόδιο στην επικοινωνία φέρνει ορισμένες φορές και η εξουσία στο χώρο
εργασίας, αφού η ύπαρξη μιας αυστηρής ιεραρχίας, δημιουργεί την ανάγκη
διαμόρφωσης, ανάλογης μορφής επικοινωνίας. Για παράδειγμα, πολλές
καθυστερήσεις ή παρερμηνείες στο χώρο εργασίας, συμβαίνουν επειδή, ένας
προϊστάμενος δεν εμπλέκεται σε ανοικτή επικοινωνία με τους υφισταμένους
του, είτε γιατί διστάζει ή σκέφτεται μήπως παρεξηγηθεί ή ακόμα μπορεί και
να ανησυχεί για την απώλεια του κύρους του. Επίσης, ένας εργαζόμενος,
διστάζει να αναφέρει ορισμένα γεγονότα στον ανώτερό του, κυρίως λόγω του
φόβου της επίπληξης και κατ’ επέκταση, της απώλειας της θέσης του.
 Το μέγεθος μιας εταιρείας δημιουργεί επίσης πρόβλημα στην επικοινωνία. Τα
μηνύματα για να φτάσουν στους αποδέκτες πρέπει πρώτα να «περάσουν» από
διαφορετικά τμήματα που λειτουργούν το καθένα ξεχωριστά και βρίσκονται
σε άλλη τοποθεσία. Έτσι το μήνυμα πολλές φορές είτε δεν καταλήγει στον
προορισμό του είτε διαστρεβλώνεται και μειώνεται η ποιότητά του.
 Σημαντικός παράγοντας σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι και η πληθώρα
θορύβων, η οποία αποσπά την προσοχή του ατόμου-δέκτη και αλλοιώνει το
μεταβιβαζόμενο μήνυμα.
Μια ελλιπής και αναποτελεσματική επικοινωνία, έχει αντίκτυπο ταυτόχρονα
στους εργαζόμενους και στην εργασία. Είναι αποτέλεσμα της έλλειψης κατανόησης,
σεβασμού, ασφάλειας και οργάνωσης. Οι εργαζόμενοι απομακρύνονται από την
εργασία, εμφανίζονται επιθετικές συμπεριφορές και το όλο κλίμα γίνεται αρνητικό.
Για να είναι αποτελεσματική η επικοινωνία, απαιτεί ορισμένες προϋποθέσεις:
 Τον χρόνο που χρειαστεί, για να μεταβιβαστεί ένα μήνυμα (μια πληροφορία ή
κάποια ανακοίνωση μπορεί να γίνει δεκτή σε έναν συγκεκριμένο χρόνο, ενώ
σε άλλη χρονική στιγμή να προκαλέσει αντίδραση).
 Η ελευθερία στη διατύπωση ερωτήσεων ή αντιρρήσεων από τον αποδέκτη,
είναι σημαντική για την επικοινωνία. Ο αποδέκτης πρέπει να ενθαρρύνεται να
κάνει ερωτήσεις, ώστε να διευκρινίσει κάτι που δεν κατανόησε σωστά ή
καθόλου. Με τον τρόπο αυτό, γίνεται έλεγχος κατανόησης ενός μηνύματος
(ανατροφοδότηση, ανάδραση). Η επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο
(προφορική), είναι πιο αποτελεσματική από την γραπτή, διότι δίνει περιθώριο
στον δέκτη να αντιδράσει, ενώ η γραπτή περιορίζει την αμεσότητα του
λόγου.
 Το κλίμα αρμονίας και συνεργασίας, είναι σημαντικό, γιατί οδηγεί την
ανάπτυξη ομαλών και καλών διαπροσωπικών σχέσεων. Επικρατεί δικαιοσύνη,
αμοιβαίος σεβασμός και θετικό κλίμα, που προωθεί την ελευθερία λόγου, την
ορθή επικοινωνία στα μέλη μιας ομάδας, ενός τμήματος, μιας διεύθυνσης κλπ.
Με τη συζήτηση και τη διαλλακτικότητα, λύνονται ή αντιμετωπίζονται ορθά
οι διαμάχες. Μειώνονται οι εντάσεις και με ηρεμία καταπνίγεται η

13
σύγκρουση. Αποφορτίζονται συναισθηματικά τα άτομα και με καθαρή σκέψη
ενεργούν και λαμβάνουν αποφάσεις.
Όταν κάποιος θέλει να μεταδώσει σωστά ένα μήνυμα, πρέπει να
προσαρμόζεται στις προϋποθέσεις του δέκτη και όχι στον εαυτό του. Οφείλει να
κατανοήσει τις ανάγκες του δέκτη, να σκεφτεί τις όποιες αντιδράσεις του και εάν
κατάλαβε ορθά το νόημα του μηνύματος. Πρέπει να χρησιμοποιεί την τεχνική της
επαναπληροφόρησης20, να δίνει προσοχή στα συναισθήματα του δέκτη, αφού
επηρεάζονται ανάλογα με αυτά που θα του μεταφέρει. Ακόμη και το λεξιλόγιο παίζει
σημαντικό ρόλο στην βελτίωση της επικοινωνίας. Πρέπει να ταιριάζει με το λεξιλόγιο
του δέκτη. Μερικοί άνθρωποι δημιουργούν πρόβλημα στην επικοινωνία, επειδή
χρησιμοποιούν δυσνόητες λέξεις ή ξένη ορολογία και δε διευκολύνουν τον δέκτη του
μηνύματος έτσι ώστε να συλλάβει το νόημα. Η ικανότητα ενός ατόμου να μπαίνει
στη θέση του άλλου και να κατανοεί το πώς θα φτάσει το μήνυμα στα αυτιά του και
πώς θα το ερμηνεύσει ονομάζεται «ενσυναίσθηση». Ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα
ενός ατόμου να γνωρίζει την ανάγκη και τα συναισθήματα των άλλων και να
χρησιμοποιεί αυτή τη γνώση προς όφελος των διαπροσωπικών και επαγγελματικών
του σχέσεων. Ανεπτυγμένη ενσυναίσθηση, σημαίνει να μπορεί κάποιος να
καταλαβαίνει τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις ανησυχίες των άλλων πριν ακόμη
αυτοί το εκφράσουν. Οι κοινωνικές δεξιότητες, αναφέρονται στην ικανότητα του
ατόμου να χειρίζεται επιδέξια τα συναισθήματα των άλλων για να προκαλεί τις
αντιδράσεις που επιθυμεί ή το αντίθετο. Η ικανότητα ενσυναίσθησης είναι ένδειξη
ανθρωπιάς.
Αποτελεσματική είναι και η ταυτόχρονη διεξαγωγή προφορικού και
γραπτού λόγου. Μερικές επικοινωνίες πρέπει να γίνονται γραπτώς, για να
αποδεικνύεται η παράδοση του μηνύματος και να μεταφέρεται το μήνυμα με
σαφήνεια, με σκοπό την αποφυγή διαστρεβλώσεων. Για να ανταλλάξουν
περισσότερες πληροφορίες μεταξύ τους, ο πομπός και ο δέκτης, είναι καλό η γραπτή
επικοινωνία να συμπληρώνεται από τον προφορικό λόγο, όπως και το αντίθετο.
Στη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα που είναι τόσο ανταγωνιστική,
είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός αποδοτικού συστήματος επικοινωνίας. Η ουσιαστική
επικοινωνία είναι αναγκαία για κάθε χώρο εργασίας και αποτελεί ανθρώπινη ανάγκη.
Συμβάλλει στη δημιουργία καλού κλίματος εργασίας και συνεργασίας, στην
ικανοποίηση των εργαζομένων σε ξεχωριστούς τομείς, στην αύξηση της παραγωγής
και της κερδοφορίας της επιχείρησης, στη βελτίωση της ποιότητας και στην ανάπτυξη
και τη βιωσιμότητα ενός επαγγελματικού χώρου.
Η επικοινωνία είναι ζωτικής σημασίας για τους οργανισμούς, γιατί εκτός
από την ικανοποίηση αναγκών των μελών τους, επιτυγχάνει και το συντονισμό των
δραστηριοτήτων ανάμεσα στα μέλη τους. Χάρη στην επικοινωνία οι εργαζόμενοι
ενημερώνονται για τους στόχους και την πολιτική (μιας εταιρείας) και
πληροφορούνται για τυχόν αλλαγές, ώστε να τις αντιμετωπίσουν σωστά, ανάλογα με

20
Μ. Π., Γιαννουλέας, Συμπεριφορά και διαπροσωπική επικοινωνία στον εργασιακό χώρο, Πεδίο,
Αθήνα, 2011, σ. 26 (Ως επαναπληροφόρηση (feedback), ορίζεται η ανταπόκριση του δέκτη στο
μήνυμα του πομπού).

14
την κάθε περίσταση. Η αλλαγές και οι όποιες επιπτώσεις τους, μπορούν να
κατανοηθούν αφού πρώτα γίνουν γνωστές στα άτομα που επηρεάζονται από αυτές. Η
επικοινωνία λοιπόν γίνεται αποτελεσματική, όταν τα άτομα κατανοούν το δικό τους
προσωπικό τρόπο επικοινωνίας αλλά και των άλλων. Η αναγνώριση, η αποδοχή, η
ανταπόκριση του τρόπου επικοινωνίας ενισχύει την διαπροσωπική επικοινωνία. Η
έλλειψη της προκαλεί μόνο προβλήματα και καθιστά αδύνατη τη συνεργασία. Μόνο
μέσω της αναγνώρισης αυτής, είναι δυνατόν να επιτευχθούν οι καλές σχέσεις, η
καθοδήγηση και η ηγεσία.

1.2 Ηγέτης-Προϊστάμενος και εργασία


Ηγεσία, είναι η ικανότητα ορισμένων ατόμων να επιβλέπουν και
ταυτόχρονα να συνεργάζονται με άλλα άτομα για την αποτελεσματικότερη
ολοκλήρωση ενός έργου. Ως ηγεσία, ορίζουμε την καθοδήγηση, δύο ή περισσοτέρων
ανθρώπων, από έναν, τον ηγέτη αυτής της ομάδας (στο χώρο εργασίας, προϊστάμενος
ή διευθυντής κλπ). Αυτό δημιουργεί μια σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ του ηγέτη
και των ακολούθων του.
Η ηγεσία επιβάλλει στον ηγέτη να έχει ήθος, να διαθέτει γνώσεις, να παράγει
έργο, να προωθεί τη συνεργασία, να επιδιώκει την ισορροπία και να φέρει
αποτέλεσμα. Αυτός που ηγείται δείχνει το δρόμο, προπορεύεται, έχει το χάρισμα να
εμπνέει εμπιστοσύνη.
«Η ηγεσία είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα, μια διαπροσωπική σχέση, η οποία
μαθαίνεται. Μέσα από αυτήν τη σχέση οι άνθρωποι εθελοντικά και πρόθυμα
υλοποιούν στόχους που αφορούν φιλοδοξίες, ιδανικά για πρόοδο, ένα καλύτερο
μέλλον»21. Είναι μια σχέση που χαρακτηρίζεται από την επικοινωνία, τη γνώση, την
παρακίνηση,τη δύναμη και την επιρροή που ασκεί ο ηγέτης. Βασικά χαρακτηριστικά
της ηγεσίας είναι η άσκηση εξουσίας, η δημιουργία ομοιομορφίας σε μια ομάδα, η
άψογη συνεργασία των μελών της και η πίεση προς την κατεύθυνση της επίτευξης
ενός κοινού στόχου. Διακρίνεται σε τυπική, η οποία βασίζεται στη θέση του ηγέτη
και γίνεται με συγκεκριμένους κανόνες και σε άτυπη, η οποία στηρίζεται στην
προσωπικότητα και τις ικανότητές του ηγέτη22.
Ένας ηγέτης-προϊστάμενος, πρέπει να διαθέτει συγκεκριμένα προσόντα,
ώστε να πείσει τους άλλους να τον ακούνε και να λειτουργούν σαν σύνολο και όχι
ανταγωνιστικά. Πρέπει να μπορεί να επιβάλλει τη γνώμη του και εάν χρειάζεται να
αλλάζει τη γνώμη των άλλων. Πρέπει να τους επηρεάζει μέσα από το παράδειγμα
του23, να διακρίνεται για την υψηλή συναισθηματική του νοημοσύνη, ώστε να
αναγνωρίζει τις ικανότητες του κάθε ατόμου αλλά και τις αδυναμίες του, ώστε να το

21
Δ., Μπουραντάς, Ηγεσία, Ο δρόμος της διαρκούς επιτυχίας, Κριτική, Αθήνα, 2005, σ. 198.
22
Γ ., Τσαούσης, Η κοινωνία του ανθρώπου. Εισαγωγή στην κοινωνιολογία, Gutenberg, Αθήνα, 2006 σ.
98.
23
Α., Schweitzer,(1875-1965) «Το παράδειγμα, δεν είναι το κύριο αίτιο επιρροής των άλλων. Είναι το
μόνο αίτιο», Διαθέσιμο από: https://gpapadopoulis.wordpress.com.

15
κατευθύνει κατάλληλα ή να το χρησιμοποιεί, για κάποια εργασία στην οποία ξέρει ότι
θα αποδώσει. Ταυτόχρονα, οφείλει να ικανοποιεί τις ανάγκες των μελών της ομάδας
του, έτσι ώστε να τηρούνται οι ισορροπίες και να προωθείται η δικαιοσύνη και η
ισότητα. Να έχει τη δύναμη της γνώσης, την οποία μπορεί να βελτιώσει μέσα από τη
δύναμη της πληροφορίας. Να συντονίζει τα άτομα, να κατανοεί το κάθε μέλος
ξεχωριστά και ανάλογα με το προσωπικό που έχει, να δίνει κατευθυντήριες γραμμές.
Επιπλέον, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των γύρω του, εξασφαλίζει την επιτυχία των
στόχων του και τα άτομα εργάζονται όσο καλύτερα γίνεται, με συνέπεια να
αποδίδουν το μέγιστο.
Ο ρόλος του προϊσταμένου–ηγέτη είναι εξαιρετικά σημαντικός. Δημιουργεί
τις βάσεις για την εξέλιξη της ομαδικής συνεργασίας αλλά και της ατομικής
συνεισφοράς. Εξασφαλίζει συνοχή και ασφάλεια. Είναι σημαντικό ένας
προϊστάμενος να μπορεί να ηγείται και να ενθαρρύνει τα άτομα να ασχοληθούν
περισσότερο με το αντικείμενο που γνωρίζουν και διεκπεραιώνουν σωστότερα.
Νιώθουν έτσι χρήσιμοι και αφοσιώνονται στην εργασία τους. Επιπρόσθετα πρέπει να
παρακινεί τα άτομα να ασχοληθούν και με άλλον τομέα πέρα από το αντικείμενό
τους, ακόμη και αν δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις. Διότι κάθε εργασιακή ομάδα,
έχει ανάγκη από διάφορα άτομα με ξεχωριστές προσωπικότητες και ικανότητες.
Ένας ηγέτης ανάλογα με την κατάσταση που επικρατεί κάθε χρονική
περίοδο χρησιμοποιεί διαφορετική μέθοδο για να πείσει ή να επηρεάσει τους
υφισταμένους του. Έχει λοιπόν το ύφος αυταρχικού, δημοκρατικού ή επιεική ηγέτη.
Εάν υιοθετεί συνέχεια ένα μόνο ύφος δεν θα μπορέσει να ανταπεξέλθει στις
καθημερινές απαιτήσεις. Επίσης θα πρέπει να φροντίζει, να ελέγχει τη συμπεριφορά
του, τον τρόπο που λειτουργεί (προφορικό λόγο, γλώσσα σώματος, εκφράσεις
προσώπου) για να διαμορφώνει ευχάριστο κλίμα. Να είναι ευγενικός, χαμογελαστός,
να μεταφέρει αισιοδοξία και να μην δείχνει εκνευρισμό και άσχημη διάθεση. Τα
μηνύματα που μεταφέρει να είναι ορθά για να μην προκαλούνται παρερμηνείες και
παρεξηγήσεις. Να κάνει ξεκάθαρο το τι ζητάει από τους υφισταμένους του με σαφή
διαχωρισμό ρόλων και ακριβή ανάθεση καθηκόντων. Το ενδιαφέρον του για τα
προβλήματα και την καθημερινή ροή της εργασίας της ομάδας βελτιώνει το ηθικό της
και δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και σχέσεις που στηρίζονται στην ειλικρίνεια.
Οφείλει να είναι κοντά στους υπαλλήλους, να αναλαμβάνει τις ευθύνες που του
αναλογούν και να εκφράζει την εκτίμηση και την ικανοποίηση του, ώστε να
επιτυγχάνει καλές διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι, είναι παρών λειτουργικά και
συναισθηματικά. Η σχέση αυτή βοηθάει τον ηγέτη-προϊστάμενο να λύνει
διπλωματικά τις κρίσιμες καταστάσεις που προκύπτουν (συγκρούσεις, παρεξηγήσεις).
Σπουδαίο ρόλο στην αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων παίζει η
συναισθηματική νοημοσύνη24 ενός ηγέτη, η οποία είναι εν ολίγοις, η ικανότητα να
αντιλαμβάνεται τα θέλω των άλλων και τις ανάγκες τους ή τι επιθυμούν να ακούσουν
24
D., Goleman, Η Συναισθηματική Νοημοσύνη στο Χώρο της Εργασίας, (μτφρ. Μεγαλούδη Φ. ),
Ελλήνικά Γράμματα, 2000, σ. 26 «Συναισθηματική Νοημοσύνη σημαίνει να χειρίζεσαι τα
συναισθήματα έτσι ώστε να εκφράζονται αποτελεσματικά και με τον κατάλληλο τρόπο δίνοντας στους
ανθρώπους την δυνατότητα να δουλεύουν μαζί ομαλά και αρμονικά για την επίτευξη των κοινών τους
στόχων».

16
και με ποιο τρόπο. Ο όρος της συναισθηματικής νοημοσύνης χρησιμοποιήθηκε
πρώτη φορά από δύο ακαδημαϊκούς τον J. Mayer και τον P. Salovey το 1989.
Σύμφωνα με τους οποίους είναι η ικανότητα του ατόμου να κατανοεί, να ελέγχει και
να ρυθμίζει τα δικά του συναισθήματα και τα συναισθήματα των άλλων και να τα
χρησιμοποιεί για να κατευθύνει τη σκέψη του και τη δράση του. Το 1995 ο
καθηγητής της Ψυχολογίας Goleman ορίζει την συναισθηματική νοημοσύνη ως την
ικανότητα να γνωρίζουμε τα δικά μας συναισθήματα και αυτά των άλλων, να
δημιουργούμε κίνητρα και να χειριζόμαστε σωστά τις σχέσεις και τα συναισθήματα
μας.25 O Daniel Goleman υποστηρίζει ότι η συναισθηματική νοημοσύνη μπορεί να
βελτιωθεί και να καλλιεργηθεί μέσω της εκπαίδευσης. Περιλαμβάνει πέντε
συναισθηματικές και κοινωνικές ικανότητες: την αυτεπίγνωση, την αυτορύθμιση, την
ενσυναίσθηση, τα κίνητρα συμπεριφοράς, τις κοινωνικές δεξιότητες.
Ένας προϊστάμενος-ηγέτης οφείλει να έχει ανεπτυγμένες κοινωνικές
δεξιότητες για να αντιλαμβάνεται την ένταση, να προλαμβάνει και να επιλύει
προβλήματα ή συγκρούσεις στον εργασιακό χώρο. Καλείται να χειρίζεται δύσκολους
και απαιτητικούς ανθρώπους και παράλληλα πρέπει να αποφορτίζει το κλίμα από
καταστάσεις έντασης, μέσω της προώθησης του διαλόγου. Πρέπει να διαθέτει υψηλό
δείκτη συναισθηματικής νοημοσύνης και να υιοθετεί μεθόδους που βοηθούν στην
ανύψωση του ηθικού, στην απόδοση και στην παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Σύμφωνα με τον Goleman, είναι ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά που
προσδιορίζουν έναν ηγέτη.
Ένας συναισθηματικά νοήμων ηγέτης διαθέτει κατανόηση για τους άλλους
και τα συναισθήματα τους, συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια και είναι αυθεντικός ως
προς τα συναισθήματα και τις σχέσεις του με άλλα άτομα, δεν υποκρίνεται. Δεν
επικρίνει τους υφισταμένους του αλλά η κριτική του γίνεται πάντα με
εποικοδομητικά σχόλια. Αναλαμβάνει τις ευθύνες του, ακόμα και όταν δεν σφάλλει
προσωπικά. Δέχεται την κριτική και δεν κρατά αμυντική στάση. Υποστηρίζει τους
υφισταμένους του κάνοντας τους να αισθάνονται σημαντικοί, ότι συμβάλλουν ενεργά
στην επιτυχία. Είναι εκφραστικός αλλά παράλληλα επιλεκτικός. Επιλέγει πού και
πότε θα μοιραστεί τα συναισθήματα και τις σκέψεις του με τους γύρω του. Δίνει
ιδιαίτερη σημασία στην προσωπική επικοινωνία. Είναι αποφασιστικός και επιλύει
άμεσα τις συγκρούσεις. Είναι άτομο με αυτοπεποίθηση, ξέρει τη δύναμή του, δεν
κάνει κατάχρηση της εξουσίας του και δίνει χώρο και χρόνο στους άλλους να
εξελιχθούν αξιοποιώντας έτσι τα ταλέντα και τις δυνατότητές τους.
Συνήθως τα άτομα με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη ικανοποιούνται
περισσότερο από την εργασία τους διότι έχουν την ικανότητα να κατανοούν και να
προσαρμόζουν, να αξιοποούν τα συναισθήματα τους με τέτοιο τρόπο που να τους
βοηθά. Έπειτα από αρκετά σημαντικές επιστημονικές έρευνες και εργασίες
διαπιστώθηκε ότι η συναισθηματική νοημοσύνη συμβάλλει στην εργασιακή πρόοδο
και αποτελεί αναγκαιότητα για την επαγγελματική επιτυχία ενός ατόμου. Ειδικά στο
σύγχρονο περιβάλλον που οι εργασιακές συνθήκες αλλάζουν και οι απαιτήσεις

25
Δ., Μπουραντάς, Μάνατζμεντ θεωρητικό υπόβαθρο σύγχρονες πρακτικές, Μπένου Γ, Αθήνα, 2002,
σ.505-506.

17
αυξάνονται. Καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητο για έναν ηγέτη
να ενσωματώσει τη συναισθηματική νοημοσύνη στον τρόπο που σκέφτεται και
λειτουργεί.
Τα θετικά συναισθήματα που προκύπτουν από την χρήση αποτελεσματικής
ηγεσίας ωφελούν ταυτόχρονα εργαζόμενους και εργασιακό χώρο. Βελτιώνουν την
ψυχολογία, την απόδοση και προσφέρουν στο εργασιακό περιβάλλον σχέσεις καλής
επικοινωνίας. Αντίθετα η δημιουργία αρνητικών συναισθημάτων προκαλεί εργασιακό
άγχος που σε πολλές περιπτώσεις είναι ανεξέλεγκτο και έχει δυσάρεστες επιπτώσεις,
επηρεάζοντας τη συμπεριφορά και την απόδοση του ατόμου. Εξαντλείται, νιώθει
μειονεκτικά, κλονίζεται η αντίληψή του και δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του.
Επίσης, τα αρνητικά συναισθήματα που επιδεινώνουν μία κατάσταση είναι ο θυμός, η
αδιαφορία, η έλλειψη επικοινωνίας και αναγνώρισης, η αίσθηση του κινδύνου και η
υποβάθμιση της εργασίας.
Ο υπάλληλος που νιώθει την εκτίμηση του προϊσταμένου του (εργασιακά
και προσωπικά), αποκτά αυτοπεποίθηση και δύναμη να αντιμετωπίζει πολλές
δύσκολες καταστάσεις, τόσο στην εργασία του, όσο και στις σχέσεις του με πρόσωπα
εκτός αυτής. Συνεργάζεται καλύτερα, εκφράζει τη δημιουργικότητά του, συντονίζει
τις ενέργειές του και αποδίδει με επιτυχία. Το αμφίδρομο αίσθημα της εκτίμησης, στο
πρόσωπο του ηγέτη, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες επιτυχίας,
στο χώρο εργασίας.

1.3 Εργαζόμενος
Οι σχέσεις μεταξύ των συναδέλφων, επηρεάζουν την ψυχολογική
κατάσταση, την παραγωγικότητα και την ποιότητα της ζωής τους. Οι αρμονικές
σχέσεις, έχουν ζωτική σημασία για τα μέλη της ομάδας που συνεργάζονται για έναν
κοινό σκοπό. Προβλήματα και διαφωνίες προκύπτουν σχεδόν σε όλους τους χώρους
εργασίας. Η κακή επικοινωνία, οι έντονες αντιπαραθέσεις και οι άσχημες
συμπεριφορές, οδηγούν σε ένα δυσλειτουργικό και δυσάρεστο περιβάλλον. Ο τρόπος
προσέγγισης είναι σημαντικός παράγοντας για την επίλυση των διαπροσωπικών
προβλημάτων και πρέπει να διακρίνεται από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Παρακάτω,
παραθέτουμε μερικά από αυτά:

 Πρέπει να προσπαθεί ο καθένας να καταλάβει τον συνάδελφό του, να


κατανοεί και να συζητά την άποψη του έστω και αν διαφωνεί, ώστε να
υπάρξει αμοιβαιότητα, ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών.
 Να ακούει προσεκτικά ότι λέει ο συνομιλητής του, να μην διακόπτει το λόγο
του, να αντιμετωπίζει τον άλλον με σεβασμό, δίνοντας του την ευκαιρία να
πει αυτό που θέλει, που έχει ανάγκη. Μ’αυτόν τον τρόπο ανακαλύπτει
πράγματα που δεν ήξερε για τον συνάδελφό του και σε μια διαφωνία μαζί του
λύνεται πιο εύκολα η παρεξήγηση.

18
 Να δημιουργεί σχέσεις που στηρίζονται στον αμοιβαίο σεβασμό, την
εκτίμηση, τον επαγγελματισμό.
 Να δείχνει προθυμία για συνεργασία, να αντιμετωπίζει από κοινού τυχόν
προβλήματα.
 Να βρίσκει θέματα στα οποία έχει παρόμοιες απόψεις με τους συναδέλφους
και να συζητά πρώτα γι’ αυτά, ενισχύοντας το καλό κλίμα και έπειτα, να
συνεχίζει με θέματα που είναι πιο δύσκολο να λυθούν, λόγω μη σύγκλησης
απόψεων.
 Να δηλώνει τα αισθήματά του, χρησιμοποιώντας τις λέξεις «νομίζω»,
«αισθάνομαι», για να διαμορφώνει ένα ζεστό και οικείο περιβάλλον, να
μεταφέρει στους συνομιλητές του ότι εκφράζει τα πραγματικά του αισθήματα
γι’ αυτό που λέει και πιστεύει.
 Να αποφεύγει την κριτική ή τις κατηγορίες.
 Να ξεχωρίζει καταστάσεις και να μην παίρνει τα πράγματα προσωπικά. Ισχύει
ότι, όταν κανείς φορτίζεται συναισθηματικά, κυριεύεται από έντονο stress και
αδυνατεί να ελέγξει την κατάσταση με ψυχραιμία, να καταλαγιάζει το θυμό
του και να μην ανταποδίδει απειλές. Καλό θα είναι να συνεχίζει αργότερα τον
διάλογο με τους συναδέλφους, όταν θα είναι ήρεμος και θα ελέγχει τον εαυτό
του.
 Πρέπει να αναγνωρίζει τις σκέψεις και τα συναισθήματα των συναδέλφων του
και να μπαίνει στη θέση τους όταν και όποτε γίνεται, ώστε να μεταφέρει το
μήνυμα ότι κατανοεί και τη δική τους πλευρά.
 Να παραδέχεται τυχόν λάθη του.
 Να δείχνει ενδιαφέρον και να λειτουργεί ανθρώπινα, εκτός από τις εργασιακές
σχέσεις που έχει με συναδέλφους.
 Να μην βιάζεται να μιλήσει ή να συμφωνήσει αμέσως σε κάτι, μόνο και μόνο
για να γίνει αρεστός. Να δίνει χώρο και χρόνο στους υπόλοιπους να
εκφραστούν, να δώσουν λύση σε ένα θέμα, που να εξυπηρετεί όσο γίνεται
περισσότερους.
 Πριν να ξεκινήσει μια συζήτηση, να σκέφτεται τι πραγματικά πρέπει να πει,
πώς να χειριστεί την όλη κατάσταση, εάν είναι απαραίτητο να συμβιβαστεί ή
όχι. Δυστυχώς αρκετές φορές χρειάζεται να γίνουν πάνω από μία συναντήσεις
μεταξύ των υπαλλήλων-συναδέλφων μέχρι να δοθεί οριστικά μια λύση. Συχνά
επανέρχονται στα θέματα, τα ξανασυζητούν, επανατοποθετούνται,
απορρίπτουν, προσθέτουν έως ότου καταλήξουν.

1.4 Διαπροσωπικές σχέσεις


Διαπροσωπικές είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων
που βρίσκονται σε ένα κοινωνικό σύνολο. Όταν αναφερόμαστε στις διαπροσωπικές
σχέσεις γίνεται λόγος για τις ενέργειες, τη συμπεριφορά ενός ατόμου που επηρεάζει
τη συμπεριφορά ενός άλλου προσώπου. Έτσι έχουμε αλληλεπίδραση και αμοιβαία

19
ρύθμιση της συμπεριφοράς. Ουσιαστικό στοιχείο των διαπροσωπικών σχέσεων
αποτελεί η αμοιβαιότητα26. Για να υπάρξουν διαπροσωπικές σχέσεις πρέπει να
υπάρχει πρώτα επικοινωνία. Οι σχέσεις αυτές ρυθμίζονται από νόμους, έθιμα,
αμοιβαίες συμφωνίες και αισθήματα. Αποτελούν βάση των κοινωνικών ομάδων και
γενικά της κοινωνίας. Ευρύτερα οι σχέσεις είναι αμφίδρομες και κινούνται ανάμεσα
στην αλληλεπίδραση και την αλληλεξάρτηση. Πολλές επιστήμες ασχολούνται με τη
μελέτη των διαπροσωπικών σχέσεων, όπως η Κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η
ψυχολογία (κοινωνική και ποιμαντική).
Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι κοινωνικό ον και αποζητά την
ανθρώπινη επαφή. Έχει ανάγκη να συνυπάρχει με άλλους ανθρώπους και να
μοιράζεται μαζί τους συναισθήματα, εμπειρίες, απόψεις. Αναπτύσσει έτσι σχέσεις
διαπροσωπικές και κοινωνικές. Διαπροσωπικές είναι οι σχέσεις στις οποίες τα άτομα
έχουν προσωπικές επαφές και δρουν με ορισμένο τρόπο. Οι κοινωνικές σχέσεις είναι
έμμεσες, επηρεάζουν και δημιουργούν το πλαίσιο για την ανάπτυξη των
διαπροσωπικών σχέσεων.
Το άτομο καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του και ανάλογα με το περιβάλλον
που κινείται (κοινωνικό, εργασιακό, οικογενειακό) διαμορφώνει τις διαπροσωπικές
του σχέσεις. Το πρώτο πεδίο ανάπτυξης των διαπροσωπικών σχέσεων στη ζωή του
ανθρώπου είναι ο χώρος της οικογένειας. Εκεί το άτομο μαθαίνει να συνυπάρχει με
άλλα άτομα αλλά και να συγκρούεται μαζί τους, να καλλιεργεί τον εαυτό του και τις
σχέσεις του, να χρησιμοποιεί το διάλογο για να λύνει τις διαφορές του και όταν
συγκρούεται να προσεγγίζει το πρόβλημα με κατανόηση και αγάπη. Μέσα από τις
αδελφικές σχέσεις, έχει την ευκαιρία να μάθει την αλληλεγγύη, την αφοσίωση, το
ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, τον συναγωνισμό. Του δίνεται επίσης η δυνατότητα,
να εξασκήσει την αρετή της υπομονής, να δείξει ευαισθησία και σεβασμό απέναντι
στα αδύναμα μέλη της οικογένειας (μικρά αδέλφια, ηλικιωμένοι), να μάθει να
προστατεύει άλλους εκτός από τον εαυτό του.
Επίσης, στο σχολείο ένα παιδί διαμορφώνει διαπροσωπικές σχέσεις. Το
συγκεκριμένο περιβάλλον, προσφέρει στο παιδί-έφηβο τις ευκαιρίες να αναπτυχθεί
και να μάθει να συμβιώνει-επιβιώνει με πολλά και διαφορετικά άτομα. Αποτελεί
μικρογραφία της κοινωνίας και προετοιμάζει το παιδί να ενταχθεί στο ευρύτερο
κοινωνικό περιβάλλον. Του μαθαίνει να είναι συνεπής, εργατικός, φιλόδοξος,
επιμελής, υπεύθυνος άνθρωπος. Να εκφράζεται και να δέχεται τις γνώμες των άλλων
έστω και αν δεν τις θεωρεί κατάλληλες για εκείνον. Να συνεργάζεται, να αναπτύσσει
φιλίες, σχέσεις που στηρίζονται στον σεβασμό και την ειλικρίνεια. Να συμμετέχει
στα κοινά του σχολείου, να τηρεί τους κανόνες και να έχει αρμόζουσα συμπεριφορά.
Μέσα από την οικογένεια και το σχολείο το άτομο έχει προετοιμαστεί για να
συνεχίσει να δημιουργεί διαπροσωπικές σχέσεις σε ένα κοινωνικό σύνολο, σε μια
κοινότητα ανθρώπων. Σέβεται την ετερότητα και δρα υπεύθυνα. Έχει οφέλη αλλά και
υποχρεώσεις. Ακολουθεί πιστά τους νόμους, διεκδικεί και στηρίζει παράλληλα τα
δικαιώματα των συνανθρώπων του. Ξέρει να συνυπάρχει και να συνεργάζεται

26
Γ. Α., Καψάλης, Παιδαγωγική ψυχολογία, Αθήνα, Αφοί Κυριακίδη α.ε, 2003, σ. 416.

20
Προσπαθεί να αποκτήσει εμπειρίες και να μάθει μέσα από αυτές ώστε να συμβιώνει
αρμονικά με τους γύρω του.
Για να δημιουργήσουν οι άνθρωποι διαφορετικές σχέσεις, πρέπει να
υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις27:
 Να βρίσκονται συχνά σε μέρη που έχει κόσμο και να συναντούν τακτικά άλλα
άτομα αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους.
 Σημαντική για τη δημιουργία και διατήρηση μιας σχέσης, είναι απαραίτητη η
ικανότητα των ατόμων να αναθεωρούν και να διαμορφώνουν τη συμπεριφορά
τους. Να προσαρμόζονται και να συντονίζονται με τις προσωπικότητες των
άλλων. Σημαντικό στοιχείο επίσης είναι και η συναισθηματική προσαρμογή
(όταν συμπάσχουμε με τον άλλον).
 Να μπορούν να εκφράζουν τα προσωπικά τους συναισθήματα και να
αποκωδικοποιούν τα συναισθήματα των υπολοίπων διότι οι σεχέσεις
περιλαμβάνουν ανταλλαγή συναισθημάτων και κοινές δραστηριότητες.
 Ο σαφής καθορισμός των ρόλων και των ορίων, καθώς και η αμοιβαία
αποδοχή αυτών.
Οι ανθρώπινες σχέσεις προσδιορίζονται από τις ανάγκες των ανθρώπων που
αλληλεπιδρούν. Το πόσες σχέσεις και το τι σχέσεις θα δημιουργήσει το κάθε άτομο
εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και τις ειδικές ικανότητες
του. Σημαντικό ρόλο σ’αυτό παίζει και η χρονική περίοδος, σε τι κατάσταση
βρίσκεται στη ζωή του τη δεδομένη χρονική στιγμή. Οι τύποι των σχέσεων που
αναπτύσσει το άτομο επηρεάζονται επίσης και από άλλους παράγοντες όπως το φύλο,
η ηλικία, η εμφάνιση, η φυλή, η κοινωνική τάξη.
Οι σχέσεις χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τον βαθμό έλξης και
την οικειότητα που επικρατεί ανάμεσα στα άτομα:
α) Επιφανειακές σχέσεις. Οι άνθρωποι αισθάνονται χαμηλή οικειότητα και
μικρή έλξη μεταξύ τους. Στις σχέσεις αυτές τα άτομα δεν προχωρούν σε προσωπικές
αποκαλύψεις, χρησιμοποιούν τυπικούς κοινωνικούς κανόνες και τις περισσότερες
φορές οι όποιες προσωπικές επαφές έχουν συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.
β) Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουν οι επιφανειακές σχέσεις που έχουν
εξελιχθεί. Όταν η σχέση εξελίσσεται, δημιουργείται μεταξύ των ατόμων
αλληλεπίδραση και τα άτομα ανταλλάσσουν προσωπικές πληροφορίες
(οικογενειακές, επαγγελματικές, προσωπικές καταστάσεις).
γ) Στην τρίτη κατηγορία κατατάσσονται οι σχέσεις των στενών
διαπροσωπικών επαφών. Τα άτομα επιδιώκουν συχνά την επαφή αφού πρώτα
διαπιστώσουν ότι έχουν κοινά στοιχεία. Μοιράζονται συναισθήματα, προσωπικές
εμπειρίες, έχουν κοινό κώδικα αξιών, στενές επαφές και δεσμούς.
Συμπερασματικά για να υπάρχουν ποιοτικές διαπροσωπικές σχέσεις πρέπει
τα άτομα να συνδέονται συναισθηματικά. Να δείχνουν ότι κατανοούν τους άλλους,

27
D., Miell & R., Dallos, Διαπροσωπικές σχέσεις , Μια Συνεχής Κοινωνική Αλληλεπίδραση, (μτφρ.
Παναγιωτοπούλου Π.), εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2008, σ.σ 142-148.

21
ότι τους σέβονται και τους αποδέχονται. Σέβονται τις ανάγκες και τα συναισθήματα
τους. Σπουδαίο ρόλο έχει η μη λεκτική επικοινωνία, η έκφραση και η αποκάλυψη του
ψυχικού κόσμου. Βέβαια, το μοίρασμα, η ανταλλαγή όλων αυτών των
συναισθημάτων θα πρέπει να γίνεται με προσοχή, αυτοέλεγχο και να είναι αμοιβαία.
Να υπάρχει ισορροπία και ανταπόκριση ανάμεσα στις σχέσεις των εμπλεκομένων.
Εάν το συναισθηματικό άνοιγμα είναι μονόπλευρο ή υπερβολικό τότε η σχέση
εξελίσσεται έχοντας κενά και προβλήματα με εμφανή κατάληξη.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις επηρεάζουν το περιβάλλον της εργασίας, την
συνεργασία των ατόμων και την αποδοτικότητα. Τα άτομα μαθαίνουν να λειτουργούν
στην ομάδα και ανταπεξέρχονται καλύτερα σε ένα θετικό περιβάλλον. Εάν πάλι
προκύψουν προβλήματα τους δίνεται η ευκαιρία να ανταλλάξουν απόψεις,
πληροφορίες και να δώσουν ευκολότερα λύσεις. Το κλίμα που επικρατεί είναι
ευχάριστο, τα άτομα επικοινωνούν και αποφεύγονται οι άσχημες συνθήκες εργασίας.
Υπάρχει αλληλοσεβασμός και αμοιβαία κατανόηση. Η επικοινωνία μεταξύ των
εργαζομένων αλλά και των υφισταμένων με τους προϊστάμενους χαρακτηρίζεται
πετυχημένη. Τα άτομα γίνονται αποδοτικότερα, αισθάνονται οικεία και έχουν
περισσότερο όρεξη για εργασία. Ενισχύουν την αυτοπεποίθησή τους και δρουν όσο
καλύτερα μπορούν. Λόγω των καλών διαπροσωπικών σχέσεων που αναπτύσσονται
επιτυγχάνονται οι στόχοι, αυξάνεται η παραγωγικότητα των εργαζομένων όπως και η
παραγωγή και τα κέρδη. Τηρούνται οι κανονισμοί και τα χρονοδιαγράμματα. Ο
προϊστάμενος συνεργάζεται με τους υφισταμένους του, ενεργεί ανθρώπινα και
εκείνοι με τη σειρά τους τον στηρίζουν. Μοιράζονται οι ευθύνες και δεν
συσσωρεύονται όλα σε έναν εργαζόμενο. Αντίθετα, στις κακές ανθρώπινες σχέσεις
οφείλονται η μειωμένη απόδοση, οι καθυστερήσεις, η αποτυχία στόχων, η παραβίαση
χρονοδιαγραμμάτων, η αύξηση του κόστους, η κακή ποιότητα εργασίας και το
άσχημο κλίμα συνεργασίας. Όταν οι σχέσεις δεν είναι ποιοτικές τότε το αποτέλεσμα
της δουλειάς είναι χαμηλό.
Μέσω των διαπροσωπικών σχέσεων επιτελείται η ομαδικότητα που είναι το
αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης 28 του ατόμου και αποσκοπεί στην ολοκλήρωση
της προσωπικότητας και στην κοινωνική συνοχή. Το πώς επιλέγουν οι άνθρωποι τις
διαπροσωπικές τους σχέσεις και γιατί συμπεριφέρονται με συγκεκριμένο τρόπο στον
χώρο εργασίας εξαρτάται από τις παρακάτω βασικές αρχές 29, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι αποτελούν αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησης μιας συμπεριφοράς:
 Την αρχή της αμοιβαιότητας, κατά την οποία αντιλαμβάνονται τα
συναισθήματα που λαμβάνουν και ορίζουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους.
Θετική ή αρνητική συμπεριφορά θα έχει ως αποτέλεσμα αντίστοιχα
συναισθήματα.

28
Κοινωνικοποίηση: σημαίνει την ένταξη του ανθρώπου στο κοινωνικό σύνολο, διαμέσου της
οικογενειακής αγωγής, της παιδείας, της συμμετοχής στους θεσμούς και τη δραστηριοποίηση στην
οικονομική και επαγγελματική ζωή [Ν., Μακρή, « Εισαγωγικό λεξικό πολιτικών όρων και φιλοσοφίας»,
Πολιτικά Θέματα, Αθήνα, 1990].
29
Α., Γαβαλάς, (2011) «Διαπροσωπικές σχέσεις. Οργανωσιακή ψυχολογία» , Διαθέσιμο από:
www.oks.gr.

22
 Την αρχή της συμπληρωματικότητας, όταν τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου
συμπληρώνουν τα χαρακτηριστικά του άλλου ακολουθεί θετική συμπεριφορά
και αμοιβαία αποδοχή.
 Την αρχή της ομοιότητας, σύμφωνα με την οποία, αν δύο άτομα έχουν
παρόμοια προσωπικότητα, αποδέχονται πιο εύκολα το ένα το άλλο και
εκδηλώνουν θετική συμπεριφορά. Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις που η
ομοιότητα αυτή προκαλεί εμπόδια στην ανάπτυξη μιας διαπροσωπικής
σχέσης. Όταν για παράδειγμα και τα δυο άτομα έχουν ισχυρή προσωπικότητα
συγκρούονται.
 Την αρχή του ελάχιστου-μέγιστου, όταν ένα άτομο καθορίζει την
συμπεριφορά του, αφού πρώτα σκεφτεί τι έχει να κερδίσει ή να χάσει από μια
διαπροσωπική σχέση. Πριν εμπλακεί σ’αυτήν υπολογίζει και ανάλογα
αποφασίζει τη συμπεριφορά που θα εκδηλώσει, τι κέρδος θα έχει. (κυριαρχεί
η χρησιμοθηρία, ο ωφελιμισμός, utilitarisme, με την έννοια της ωφέλειας του
εαυτού).
 Την διαπροσωπική έλξη, εδώ αναφέρεται η συμπάθεια που νιώθει το άτομο
για τον χαρακτήρα-προσωπικότητα του άλλου. Συμπάθεια που οδηγεί σε καλή
συμπεριφορά και διαμορφώνει την διαπροσωπική σχέση.
 Την εγγύτητα και την κοινωνική αλληλεπίδραση, που έχει σχέση με το χώρο,
το πόσο κοντά βρίσκεται κάποιος με τους συναδέλφους του. Τα άτομα
δημιουργούν διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις με ανθρώπους που
βρίσκονται στον ίδιο χώρο, εργάζονται στα ίδια ή στα διπλανά γραφεία και
ταιριάζουν φυσικά στις προτιμήσεις τους, έχοντας παρόμοιους χαρακτήρες.
Υπάρχει όμως και η πιθανότητα να έρχονται σε καθημερινή επαφή και να
συνεργάζονται με άτομα που αντιπαθούν για τους δικούς τους λόγους. Τότε
πρέπει αναγκαστικά να εκδηλώνουν συγκεκριμένη συμπεριφορά για να
διατηρήσουν τυπικά «καλές σχέσεις» στα πλαίσια της συνεργασίας και τίποτα
παραπάνω.

23
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Οι διαπροσωπικές σχέσεις στο χώρο
εργασίας

2.1 Ψυχική ισορροπία και εργασία


Ως εργασία, ορίζεται η κάθε απασχόληση του ανθρώπου, κάθε ανθρώπινη
δραστηριότητα που ασκείται με στόχο τη δημιουργία ενός χρήσιμου αποτελέσματος.
Η εργασία αυτή, μπορεί να είναι είτε χειρωνακτική (δηλαδή η παραγωγή έργου-
αποτελέσματος καθαρά με τη χρήση μυϊκής δύναμης), είτε πνευματική (τη χρήση
νοητικών ικανοτήτων), ενώ υπάρχουν προφανώς και κάποιες που συνδυάζουν και τα
δύο. Το άτομο μπορεί να εργάζεται για τον εαυτό του (αυτοαπασχολούμενο) ή και για
κάποιον άλλο, τον εργοδότη του. Ο άνθρωπος, έχοντας την ανάγκη να βελτιώσει τις
συνθήκες διαβίωσής του, να μπορεί να συντηρεί τον εαυτό του, να ικανοποιήσει τις
υλικές και πνευματικές του ανάγκες, πρέπει να εργάζεται. Η εργασία που καταβάλει ο
άνθρωπος, ώστε να επιτύχει ένα αποτέλεσμα, όποιο και αν είναι αυτό, θεωρείται ο
κυριότερος παράγοντας δημιουργίας και εξέλιξης του πολιτισμού.
Για πολλά χρόνια, η εργασία στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε θεωρηθεί
ως ένα αντικείμενο συναλλαγής και εκμετάλλευσης. Όσοι εργάζονταν, ήταν δούλοι
και οι συνθήκες εργασίας παρέμεναν απάνθρωπες. Από την αρχαιότητα ακόμα, ο
θεσμός της δουλείας ήταν η πιο έκδηλη μορφή εκμετάλλευσης της εργασίας του
ανθρώπου, από τον συνάνθρωπό του. Οι δούλοι ήταν κατώτεροι κοινωνικά, πολιτικά
και ηθικά, ενώ δεν είχαν κανένα δικαίωμα, αφού τους θεωρούσαν απλά αντικείμενα
και τύγχαναν αντιμετώπισης, ανάλογης με τις ορέξεις του κάθε ιδιοκτήτη. Αν και η
δουλεία αμφισβητήθηκε έντονα από τους Σοφιστές και τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό 30,
δεν καταργήθηκε εντελώς αλλά υποχώρησε έως έναν βαθμό. Ύστερα από πολλούς
αγώνες και επαναστάσεις, που φυσικά συνοδεύτηκαν από αμέτρητα θύματα, η
εργασία αναγνωρίστηκε ως μια δημιουργική εκδήλωση της ανθρώπινης
προσωπικότητας και η προστασία της σημαίνει ταυτόχρονα την προστασία της
προσωπικότητας του ατόμου. Επιπλέον, η εξασφάλιση καλών όρων και συνθηκών
εργασίας για τον εργαζόμενο, συνέβαλε στην ισορροπία της κοινωνικής ζωής και του
οικονομικού συστήματος.
Η Κοινωνιολογία της Εργασίας, μελετά τις κοινωνικές και οικονομικές
πτυχές της εργασίας. Ερευνά επίσης, τις ανθρώπινες συλλογικές δραστηριότητες που
πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της απασχόλησης. Επομένως, τα θέματα που
απασχολούν αυτή την επιστήμη, καλύπτουν όλες τις μορφές εργασίας, από την
αγροτική ως τη βιομηχανική και από την ελεύθερη απασχόληση, ως την άσκηση
διοικήσεως και εξουσίας. Κατά την άσκηση όλων των μορφών εργασίας, προκύπτουν
σχέσεις, φιλίες, ανταγωνισμοί και εχθρότητες, τα οποία αποτελούν δημιούργημα τόσο
του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου (σκέψεις, ανασφάλειες, φιλοδοξίες), όσο και
από τον εξωτερικό περιβάλλοντα χώρο (επιρροές, ψίθυροι, ψέματα). Επίσης, η
30
Φ. Κ., Βώρος, (2001) «Ιστορική και Ηθική διάσταση του φαινομένου της Εργασίας», Διαθέσιμο από:
www.voros.gr (Ρουσώ, Κοινωνικό Συμβόλαιο:αναφέρεται στην ελεύθερη φύση των ανθρώπων και ότι
τη δουλεία τη δημιουργεί η κοινωνία).

24
Κοινωνιολογία της Εργασίας ασχολείται και με άλλα ζητήματα όπως η ανεργία, οι
εργατικές νομοθεσίες, η κατανομή των επαγγελμάτων και η εσωτερική ιεραρχία31.
Η σημασία της εργασίας αποδεικνύεται καθημερινά για τον άνθρωπο. Παίζει
καθοριστικό ρόλο στη ζωή του και επηρεάζει την αυτοεκτίμησή του αλλά και την
εκτίμηση που έχει από το περιβάλλον του. Αρχικά παρέχει στο άτομο τη δυνατότητα
να εξασφαλιστεί οικονομικά, για να μπορέσει να συντηρηθεί και να επιβιώσει αλλά
και να εξασφαλίσει, όσο γίνεται και ένα μέλλον για τους απογόνους του. Στην ουσία,
το βοηθά να καλύψει τις βασικές του ανάγκες όπως την τροφή, την κατοικία, την
ένδυση αλλά και την ψυχαγωγία του, που αποτελεί μέρος της ικανοποίησης των
πνευματικών του αναγκών. Μέσω της εργασίας, συντελείται η πνευματική ανάπτυξη
του ατόμου και διευρύνονται οι ορίζοντες του. Εξελίσσει και αναπτύσσει τις
ικανότητές του και οξύνεται η κρίση του. Επιπροσθέτως, έρχεται κοντά σε άλλα
άτομα, επικοινωνεί, σέβεται, αποδέχεται και συνεργάζεται. Αναπτύσσει κοινωνικά
αισθήματα (φιλία, αλληλεγγύη). Επίσης, αποκτά την εμπειρία της έκφρασης και της
εκπλήρωσης των στόχων του. Αναδεικνύοντας τις ικανότητές του, νιώθει ψυχική
ανάταση και αυτοπεποίθηση, εξευγενίζεται και ευαισθητοποιείται εσωτερικά. Όταν ο
άνθρωπος εργάζεται, διατηρεί εκτός όλων των άλλων και την ψυχική του ισορροπία.
Ο πατέρας της Ψυχολογίας, ο Freud32, επισήμανε τη σημασία που έχει η εργασία
στην ψυχολογία του ατόμου. Τόνισε ότι, για να λειτουργεί φυσιολογικά ένας
άνθρωπος, πρέπει να υπάρχουν στη ζωή του δύο βασικές ικανότητες. Η ικανότητα να
αγαπά και η ικανότητα να εργάζεται. Με την αγάπη ικανοποιεί τις συναισθηματικές
του ανάγκες και με την εργασία οδηγείται στην αυτοπραγμάτωση. Ο ίδιος,
υποστήριξε ότι με την εργασία, κατακτά την αποδοχή του κοινωνικού περίγυρου και
παράλληλα συνειδητοποιεί τη μοναδικότητά του.
Η εργασία, θα πρέπει να πούμε επίσης, ότι τονίζει τις ικανότητες και τις
δεξιότητες ενός ατόμου. Γνωρίζοντας τις αδυναμίες του, το άτομο έχει την ευκαιρία
να αντιληφθεί καλύτερα τον εαυτό του και φυσικά να βελτιωθεί. Κατά την εργασία,
επικοινωνεί με άλλα άτομα, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και ευθύνες, με αποτέλεσμα
πολλές φορές η εργασία να λειτουργεί θεραπευτικά για τον ψυχισμό του. Μαθαίνει να
παρατηρεί, να επεξεργάζεται και να κατανοεί καταστάσεις, που προηγουμένως δε
μπορούσε να αντιληφθεί. Αρχίζει λοιπόν να διαχειρίζεται τυχόν προβλήματα, είτε
στον εργασιακό του χώρο, είτε στην προσωπική του ζωή. Εάν αντιμετωπίζει
δυσκολίες εκτός εργασίας, ξεχνιέται και αποστασιοποιείται από τα δικά του και
αφοσιώνεται στην εργασία του (εργασιοθεραπεία). Πολλά άτομα, μέσα από την
εργασία, μαθαίνουν να εκφράζονται και να διεκδικούν τα δικαιώματα τους, να
αποζητούν τη δικαιοσύνη και την ισότητα, κάτι που πριν ήταν πολύ δύσκολο να
κάνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άνθρωποι που δεν εργάζονται ή μένουν ξαφνικά χωρίς
εργασία επηρεάζονται ψυχολογικά και συχνά εμφανίζουν ψυχοσωματικά
συμπτώματα. Νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο της ζωής τους, δεν μπορούν να

31
Β., Γιούλτσης, Γενική Κοινωνιολογία, Αφοί Κυριακίδη α.ε, Θεσ/νίκη, 2002, σσ 454-455.
32
T., Dufresne,“ Killing Freud: Twentieth-century culture and the death of psychoanalysis, Continuum,
New York, 2003, σ. 88-89 (Αυστριακός ψυχίατρος και θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής).

25
λειτουργήσουν μέσα στην κοινωνία αλλά και στις προσωπικές τους σχέσεις. Τους
δημιουργείται επίσης η αίσθηση, ότι μειώνεται η αυτοπεποίθησή τους και όλο αυτό
τους προκαλεί αρνητικά συναισθήματα (απογοήτευση, πίκρα, θυμό), ενώ δεν είναι
σπάνιο το φαινόμενο του να ρίχνουν συνεχώς ευθύνες σε άλλους και να βρίσκονται
μόνιμα σε κατάσταση υπερέντασης με τους γύρω τους. Έτσι το αποτέλεσμα είναι να
καταλήγουν κοινωνικά αποκλεισμένοι και κάποιες φορές οι συνέπειες είναι δυστυχώς
τραγικές, αφού τους κοστίζει ακόμη και την ίδια τους τη ζωή.
Η εργασία έχει ιδιαίτερη αξία για τον άνθρωπο, αφού ο επαγγελματικός
προσανατολισμός σχετίζεται συνήθως τον σχεδιασμό της ζωής του. Επηρεάζει την
προσωπικότητά του, την οικογενειακή και κοινωνική του ζωή, τις επιλογές του και
γενικά την καθημερινότητα του ατόμου και τις διαπροσωπικές του σχέσεις, οι οποίες
είναι αναγκαίες αφού επηρεάζουν άμεσα τα άτομα σε ψυχολογικό επίπεδο. Υπάρχουν
πολλοί λόγοι που οι άνθρωποι επιθυμούν την παρουσία άλλων ανθρώπων κοντά τους.
Η απουσία33 τους, οδηγεί τα άτομα σε απομόνωση και αδυναμία εξέλιξης στον
εργασιακό τους χώρο, ακολουθούμενη από ποικίλες αρνητικές συνέπειες για εκείνους
αλλά και την εργασία τους.
Σύμφωνα με την Κοινωνιολογία της Εργασίας, τα ψυχολογικά
χαρακτηριστικά είναι εκείνα που καθορίζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου στο
κοινωνικό του περιβάλλον και οι προστριβές στην εργασία οφείλονται κυρίως σε
ψυχολογικούς παράγοντες. Το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον (έντονη
ανταγωνιστικότητα, υψηλές απαιτήσεις και γρήγοροι ρυθμοί σε μόνιμη βάση),
συμβάλλει στη γένεση διαπροσωπικών διαφορών και συγκρούσεων. Είναι σχεδόν
αδύνατο να μη συμβούν δυσάρεστες καταστάσεις στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ
συναδέλφων, ακόμη και αν το αντικείμενό τους διαφέρει. Η ύπαρξη αυτών των
προσωπικών διαφορών, αποτελεί αρνητικό παράγοντα που οδηγεί στη μείωση της
αποτελεσματικότητας και παραγωγικότητας, αφού έχει προηγηθεί ψυχολογική
καταπόνηση του εργαζομένου.
Οι προστριβές στο χώρο εργασίας, διακρίνονται σε πολλές και επιζήμιες
μορφές. Εκτός από την ωμή βία υπάρχει και η λεκτική, δηλαδή τα αρνητικά και
μειωτικά σχόλια για την εμφάνιση, την προσωπική ζωή ή και την ίδια την εργασία.
Ακόμη, συμπεριφορές όπως η στέρηση ευκαιριών, η αγένεια και οι ανισότητες, (οι
οποίες παρεπιμπτόντως, δύσκολα ανιχνεύονται και αντιμετωπίζονται με τη σωστή
τιμωρία), είναι επίσης επιβλαβείς, τόσο για το ίδιο το άτομο, όσο και για την
αποδοτικότητα της εργασίας του. Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι εργασιακοί
χώροι στους οποίους συναντά κανείς το παρακάτω φαινόμενο, γνωστό και ως
σύνδρομο «mobbing»34. Ο όρος, προέρχεται από τη γαλλική λέξη mob, η οποία
σημαίνει «επιτίθεμαι, ενοχλώ» και εκφράζει τη συστηματική ψυχολογική επίθεση και
στρατηγική περιθωριοποίησης που δέχονται τα άτομα στο χώρο εργασίας από τους
33
Κ., Καφέτσιος, Δεσμός, Συναίσθημα και Διαπροσωπικές Σχέσεις, Τυπωθήτω, Αθήνα, 2005, σσ. 24-26
(Πληροφορίες σχετικά με τη σημασία των διαπροσωπικών σχέσεων και την επίδραση της απουσίας
σχέσεων εντοπίζονται σε έρευνες της συγκριτικής ψυχολογίας).
34
Σ., Δρίβας, (2010) «Σύνδρομο Mobbing Ψυχολογική Καταδίωξη του Εργαζόμενου», (Σύγχρονος
μελετητής της ψυχολογίας της εργασίας, ο γερμανός ψυχολόγος Η. Leyman αποδίδει τον όρο
«mobbing» στην κοινωνία το 1980) Διαθέσιμο από:https://sciencearchives.wordpress.com.

26
συναδέλφους ή τους ιεραρχικά ανώτερους υπαλλήλους. Τα άτομα-θύματα του
mobbing, θεωρούνται ανεπιθύμητα για διάφορους λόγους και αντιμετωπίζονται με
υποτιμητικά και προσβλητικά.
Το σύνδρομο mobbing, εκδηλώνεται ιδιαίτερα με μειωτικές ενέργειες,
υβριστικά λόγια, εκφοβισμούς, χειρονομίες, οργάνωση της εργασίας με τέτοιον τρόπο
που αποσκοπεί στο να προσβάλλει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και την
ψυχική και σωματική ακεραιότητα του εργαζόμενου. Στοχεύει επίσης, στο να
διακινδυνέψει τη θέση του και να δημιουργήσει γύρω από αυτό ένα εχθρικό,
υποτιμητικό και ταπεινωτικό εργασιακό περιβάλλον. Επίσης, εκφράζει δολιότητα και
αποσκοπεί μέσω της αντισυναδελφικής συμπεριφοράς και της συνεχόμενης
παρενόχλησης, στο να ωθήσει το άτομο στην εγκατάλειψη της θέσης εργασίας που
έχει35.
Κατά το σύνδρομο mobbing, οι επιθέσεις είναι διαρκείς και συνήθως
αδικαιολόγητες. Το άτομο συκοφαντείται και του ανατίθενται εργασίες που είναι
υποτιμητικές για την εργασιακή του εικόνα και την προσωπική του υπόσταση. Το
mobbing, προκαλεί δυσάρεστα αποτελέσματα στην ψυχική και σωματική υγεία των
εργαζομένων. Πολλοί υπάλληλοι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ψυχικά και
εργασιακά σε αυτό το καθεστώς και ιδιαίτερα, στην προβληματική μεταχείριση που
υφίστανται. Αυτό έχει ως συνέπεια, τη μακροχρόνια απουσία τους από την εργασία ή
ακόμη και την παραίτησή τους. Μιά άλλη συνέπεια, είναι ότι γίνονται λιγότερο
παραγωγικοί, αποβάλλουν τις ευθύνες που έχουν, νιώθουν ανίκανοι να εργαστούν και
κάνουν συχνά ολοένα και περισσότερα λάθη. Χάνουν την αυτοεκτίμησή τους, την
όρεξη για προσφορά, ενώ ταυτόχρονα απομονώνονται, δεν συνεργάζονται,
εκδηλώνουν υψηλό εργασιακό στρες36 και έχουν μεγαλύτερα επίπεδα θυμού και
άγχους από τους υπόλοιπους συναδέλφους. Επιπλέον, κατακλύζονται από αρνητικά
συναισθήματα.
Οι επιπτώσεις που δημιουργούνται σε αυτούς τους εργαζόμενους, είναι
σοβαρές και εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε περίπτωση. Ορισμένα
άτομα, παρουσιάζουν ψυχολογικά προβλήματα, καταλήγουν σε καταχρήσεις για να
αντέξουν αυτό το βάρος, εκδηλώνουν μειωμένη αντοχή στο στρες και σωματική
δυσφορία («μπούκωμα» ή βάρος). Επιπλέον, η σωματική κόπωση που εμφανίζουν,
είναι εντονότερη, ενώ τέλος, δυσκολεύονται να κοιμηθούν και αρχίζουν να έχουν
σημάδια κατάθλιψης. Το σύνδρομο mobbing δημιουργεί ασθένειες που έχουν σχέση

35
M. F., Hiringoyen, Le harcelement moral, La Decouverte, Paris, 2003, 219-233 (Κατά την Γαλλίδα
ψυχίατρο Hirigoyen, το άτομο που παρενοχλεί ο «δράστης», είναι μία προσωπικότητα που επειδή
αδυνατεί να αισθανθεί τον πόνο και δεν έχει λύσει τις όποιες αντιθέσεις έχει με τον εαυτό του,
πληγώνει τους άλλους. Παίρνει έτσι ικανοποίηση όταν επιτίθεται στους συναδέλφους και αισθάνεται
καλά).
36
G., Alarcon, K. J., Eschleman, & N. A., Bowling, (2009) “Relationships between personality
variables and burnout: A meta-analysis” Work & Stress, 23, (3), σσ. 44-263 (Στο χρόνο εργασιακού
στρες, οφείλεται η επαγγελματική παθολογία, που διακρίνεται για τη μείωση των επαγγελματικών
επιδόσεων, όπως και της ψυχολογικής και σωματικής φθοράς. Το σύνδρομο burn-out,
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’70 στις Η.Π.Α., για να περιγράψει τα άτομα που
πάσχουν από αυτό. Εκδηλώνεται πιο συχνά σε όσους ασκούν κοινωνικό λειτούργημα, δασκάλους,
ιατρούς).

27
με το εργασιακό στρες και παρουσιάζουν σοβαρό κίνδυνο για την υγεία. Το άτομο
αισθάνεται ανασφάλεια, πόνο, παρενοχλείται ηθικά και σε ακραίες περιπτώσεις
εξαιτίας της κοινωνικής απόρριψης, έχει τάσεις αυτοκτονίας.
Πλέον το σύνδρομο αναγνωρίζεται από εθνικές νομοθεσίες ως
επαγγελματική ασθένεια και είναι πολύ σημαντικό να παίρνονται τα απαραίτητα
μέτρα, όταν διαπιστώνουν τέτοια φαινόμενα, με την παραδειγματική τιμωρία των
δραστών (συνήθως άλλοι συνάδελφοι). Πρέπει επίσης, να υπάρχει προληπτική δράση
στον τομέα του εργασιακού περιβάλλοντος, με στόχο την καταπολέμηση του
φαινομένου και να λαμβάνονται υπόψη, τόσο η ηθική, όσο και η νομική πλευρά του
θέματος, ώστε να προωθείται η υγεία και η ασφάλεια των ατόμων 37.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, γίνεται προσπάθεια για την προβολή και
τη θέσπιση της Ψυχικής Υγείας στους χώρους εργασίας, την οποία ανέλαβε το
Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την Προώθηση της Υγείας (ENWHP)38 στα πλαίσια της
Ευρωπαϊκής Εκστρατείας Εργασίας. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ορίζει τη
θετική ψυχική υγεία ως μια κατάσταση ευεξίας, κατά την οποία κάθε άτομο έχει τη
δυνατότητα να αντιληφθεί τις προοπτικές του, να αντιμετωπίσει τις φυσιολογικές
πιέσεις της ζωής, να εργαστεί παραγωγικά και να συνεισφέρει. Οι παράγοντες που
προσδιορίζουν τη συμπεριφορά ενός ατόμου στον εργασιακό του χώρο, είναι οι
παρακάτω:
 Οι βασικές ανάγκες του κάθε ανθρώπου και τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά
του, έμφυτα ή κληρονομικά, τα οποία αποτελούν και την προσωπικότητά του.
Αυτή φυσικά διαφέρει από των υπολοίπων ή μπορεί και να παρουσιάζει κοινά
στοιχεία, σχετικά με στόχους ή σκέψεις.
 Οι ανάγκες του ανθρώπου ανάλογα με τις εμπειρίες του, αυξάνονται και
αλλάζουν. Κυρίως, τροποποιούνται οι κοινωνικές του ανάγκες και οι ανάγκες
αυτοπραγμάτωσης.
 Κάθε άτομο προσπαθεί να δημιουργήσει και να διατηρήσει μία ισορροπία-
σταθερότητα, ανάμεσα στο εσωτερικό και εξωτερικό του περιβάλλον. Οι
άνετες και γνώριμες συνθήκες, παρέχουν στο άτομο ηρεμία και ασφάλεια, σε
αντίθεση με κάτι εντελώς άγνωστο ή καινούργιο.
 Οι επιτυχίες ή αποτυχίες, επηρεάζουν το άτομο. Όταν οι στόχοι
επιτυγχάνονται, υπάρχει ικανοποίηση και βελτίωση του ανθρώπου. Το
αντίθετο, δημιουργεί δυσαρέσκεια και μείωση δραστηριοτήτων.
 Η επανεξέταση και η αλλαγή στον τρόπο σκέψης.

37
J.,Van Daele, (2005) “Engineering social peace: Networks, ideas & the founding of the International
Labour Organization”, International Review of Social History, 50, (3), σσ. 435-466 (Ο Διεθνής
Οργανισμός Εργασίας, πληρώνει παγκοσμίως 200 δις δολλάρια, για ανθρώπους που έχουν εργασιακό
στρες, έχουν υποστεί mobbing και ζητούν ιατρική βοήθεια).
38
ENWHP, (2011) «Promoting healthy work for people with chronic illness», Διαθέσιμο από:
www.enwhp.org (Το ENWHP: European Network for Workplace Health Promotion, ιδρύθηκε το 1996
από θεσμικά όργανα του Κλάδου της δημόσιας Υγείας και της Επαγγελματικής Ασφάλειας και Υγείας.
Σήμερα, αριθμεί 31 Ευρωπαϊκά κράτη, που μοιράζονται το κοινό όραμα για «Υγιείς Εργαζομένους σε
Υγιείς Οργανισμούς»).

28
 Η επιρροή των συναισθημάτων τα οποία συνδέονται με τις αισθήσεις. Η
συγκινησιακή κατάσταση κατευθύνει άμεσα ή έμμεσα την ανθρώπινη
συμπεριφορά. Αν και πολλοί πιστεύουν ότι οι αποφάσεις ή οι ενέργειες που
γίνονται με βάση τα συναισθήματα, οδηγούν το άτομο σε εσφαλμένους
χειρισμούς και λύσεις. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο συναισθηματικός
κόσμος ενός ατόμου αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την πραγματοποίηση
στόχων και θετικών λύσεων.
 Η αντίληψη. Τα άτομα έχουν το δικό τους τρόπο να αντιλαμβάνονται την
πραγματικότητα. Άρα και η συμπεριφορά τους εξαρτάται από το πώς θα
ερμηνεύσουν τα γεγονότα.
 Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και οι δεξιότητες του ανθρώπου συνδέονται
με τη συμπεριφορά του.
 Οι αξίες39, επηρεάζουν τη συμπεριφορά διότι τα άτομα λειτουργούν έχοντας
υπόψη τους, τους ηθικούς κανόνες που επικρατούν.
 Το περιβάλλον και οι εμπειρίες είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας
συμπεριφοράς. Οι εμπειρίες μαζί με τις προσωπικές ανάγκες – φιλοδοξίες
διαμορφώνουν πιο ξεκάθαρα τους στόχους και τις αξίες ενώ η συμπεριφορά
ακολουθεί πρότυπα που προσδιορίζονται από συνιστώσες του περιβάλλοντος.

Τα στοιχεία που συμβάλλουν στη διαμόρφωση διαπροσωπικών σχέσεων στο


χώρο εργασίας και επηρεάζουν την υγεία του ατόμου είναι τα κίνητρα 40
συμπεριφοράς. Όταν αναφερόμαστε στα κίνητρα συμπεριφοράς, ασχολούμαστε στην
ουσία με το λόγο, που ο κάθε άνθρωπος λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο. Πίσω
από τις πράξεις του, υπάρχουν κάποια κίνητρα που ωθούν το άτομο στο να
δραστηριοποιηθεί προς μία κατεύθυνση, προς ένα στόχο. Τα μέσα τα οποία
χρησιμοποιεί για να φτάσει στο στόχο του, διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Μπορεί να έχουν τους ίδιους στόχους αλλά συμπεριφέρονται διαφορετικά για να τους
πετύχουν. Βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ότι, τα
κίνητρα που τις κατευθύνουν, συνήθως δεν λειτουργούν μεμονωμένα. Ο άνθρωπος
δηλαδή παρακινείται από περισσότερα κίνητρα συγχρόνως. Τα διάφορα κίνητρα σε
ένα άτομο αλληλεπιδρούν και κατευθύνουν τη συμπεριφορά με οργανωμένο τρόπο.
Από το πώς εκδηλώνεται μια συμπεριφορά, μπορούν να γίνουν αντιληπτά τα κίνητρα
συμπεριφοράς. Αποτελούν σημαντικό μέρος της δομής της προσωπικότητας του
ατόμου. Τα κίνητρα διακρίνονται σε εξωτερικά, τα οποία δραστηριοποιούν τον
οργανισμό εξαιτίας εξωτερικών συνεπειών (για παράδειγμα τα χρήματα, η κοινωνική
θέση και η πρόνοια) και σε εσωτερικά, τα οποία δραστηριοποιούν τον οργανισμό
αυτό καθαυτό, με την απουσία εξωτερικής αμοιβής.

39
, Θ. Γ., Σταυροπούλου, Η κρίση των αξιών στη βιομηχανική κοινωνία, Ελληνική Εταιρεία
Φιλοσοφικών Μελετών, Αθήνα, 1991, σ.σ 72-77 (Οι αξίες είναι προϊόν μάθησης και τις αποκτά το
άτομο κυρίως στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του).
40
Α., Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Η ψυχολογία των κινήτρων, Πεδίο, 2012, σ.19 «Κίνητρο είναι οτιδήποτε
κινεί-ωθεί ή παρασύρει – σε δράση».

29
Η μελέτη των κινήτρων41 στον εργασιακό χώρο, προσφέρει και συμβάλλει
στην κατανόηση της συμπεριφοράς, η οποία οδηγεί στη δυνατότητα πρόβλεψης μιας
συμπεριφοράς. Προβλέποντας μια μορφή συμπεριφοράς μπορούμε να επηρεάσουμε
την εκδήλωσή της. Μπορεί κάποιος να αποφασίσει, πώς θα επιλέξει τα κατάλληλα
άτομα για συγκεκριμένες θέσεις εργασίας, πώς να σχεδιάσει την εργασία και το
περιβάλλον της, πώς να βελτιώσει την ποιότητά της, να συντονίσει, να αυξήσει την
ικανοποίηση από την εργασία. Το αποτέλεσμα της ικανοποίησης από την εργασία,
επηρεάζει την προσωπική ζωή αλλά και τη διάθεση του ατόμου απέναντι στην
εργασία.
Οι θεωρίες που αφορούν τη γένεση και την ανάπτυξη των κινήτρων στο
χώρο εργασίας ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες:
(α) τις θεωρίες προσωπικότητας, οι οποίες υποστηρίζουν ότι τα κίνητρα είναι
ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας
(β) τις γνωστικές θεωρίες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι τα κίνητρα είναι μέρος
του γνωστικού μας συστήματος και έχουν ρόλο στη διαμόρφωση απόψεων, και
αντιλήψεων
(γ) και τις συμπεριφορικές θεωρίες: οι οποίες υποστηρίζουν ότι τα κίνητρα
σχετίζονται με συγκεκριμένες συμπεριφορές.
Μία από τις πιο σημαντικές θεωρίες που μελετήθηκαν και ανήκει στην
κατηγορία των θεωριών προσωπικότητας, είναι η θεωρία της ιεράρχησης των
αναγκών. Με βάση αυτή ταξινομούνται τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Σύμφωνα με τον Maslow42, η συμπεριφορά του ατόμου καθοδηγείται από την ανάγκη
για ικανοποίηση των αναγκών του. Το κριτήριο της ιεράρχησης των αναγκών είναι η
σπουδαιότητα που αποδίδει σε αυτές ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά. Η ιεράρχηση των
αναγκών, αφορά πέντε επίπεδα υπό τη μορφή της πυραμίδας. Στο ανώτερο επίπεδο,
τοποθετούνται οι ανάγκες αυτοπραγμάτωσης και στο κατώτερο οι βιολογικές
ανάγκες. Ενδιάμεσα βρίσκονται οι ανάγκες του να αισθάνεται κανείς ασφαλής, οι
κοινωνικές ανάγκες και οι ανάγκες εκτίμησης. Η πυραμίδα αναγκών μπορεί να
διαφοροποιηθεί, ανάλογα με το ποιες ανάγκες θεωρεί το άτομο σημαντικότερες43.
Η προσωπικότητα επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργήσει ένα
άτομο με τους γύρω του, δηλαδή την επικοινωνία την οποία θα έχει με όσους το
περιτριγυρίζουν. Κάποιοι πιστεύουν ότι οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι σημαντικές,
ενώ άλλοι δεν προσπαθούν καν να μπουν σε αυτή τη φιλοσοφία σκέψης.
Προσωπικότητα44 είναι το σύνολο χαρακτηριστικών συμπεριφοράς, έμφυτο ή

41
Μπουραντάς, Δ., Μάνατζμεντ, θεωρητικό υπόβαθρο, σύγχρονες πρακτικές, Μπένου, Αθήνα, 2002 σ.
25 (Το κίνητρο, είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που διαμορφώνουν και επηρεάζουν
τη συμπεριφορά των ατόμων. Κίνητρα ή υποκίνηση, είναι η εσωτερική δύναμη που ωθεί τα άτομα σε
κάποια μορφή δράσης-ενέργειας).
42
Abraham Harold Maslow (1908-1970), (Αμερικανός ψυχολόγος, γνωστός για τη δημιουργία της
θεωρίας περί ιεράρχησης των αναγκών. Η θεωρία της ψυχικής υγείας, στηρίζεται στην εκπλήρωση,
κατά σειρά προτεραιότητας, των έμφυτων αναγκών του ανθρώπου).
43
A. H., Maslow, «Towards a psychology of being», (3rd edn), Wiley, New York, 1998, σ. 89.
44
Το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών και των τρόπων
συμπεριφοράς ενός ατόμου. (Ελληνικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσ/νίκη, 1998).

30
επίκτητο που ξεχωρίζουν κάθε άτομο και που εμφανίζονται στις σχέσεις τους με το
περιβάλλον και την κοινωνική ομάδα. Στην ουσία, λέγοντας προσωπικότητα
εννοούμε τον ξεχωριστό τρόπο που έχει ο κάθε άνθρωπος να αντιδρά και να
σκέφτεται. Περιλαμβάνει τις απόψεις, τις στάσεις, τις ψυχικές διαθέσεις, τις αξίες
ενός ατόμου και διακρίνεται πιο εύκολα στις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους.
Βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν την προσωπικότητα είναι η οικογένεια, το
σχολείο, ο εργασιακός χώρος και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Από την
πλευρά της η προσωπικότητα αποτελεί σημαντικό παράγοντα επιτυχίας στην
εκτέλεση ενός έργου. Η ατομική συμπεριφορά στο χώρο της εργασίας είναι
αποτέλεσμα των προσωπικών χαρακτηριστικών του ατόμου και της αντίληψης που
έχει για το περιβάλλον στο οποίο κινείται.
Ένα λοιπόν από τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, είναι και η
εσωστρέφεια ή εξωστρέφεια που μπορεί να διακρίνει κάποιον. Ορισμένοι
εκδηλώνονται περισσότερο, είναι φιλικοί, ενώ άλλοι εστιάζουν την προσοχή τους
στον εσωτερικό τους κόσμο και προτιμούν να μείνουν μόνοι. Όσοι χαρακτηρίζονται
από την εσωστρέφειά τους, έχουν την τάση να απομονώνονται και να ασχολούνται
μόνο με τον εαυτό τους. Αντίθετα, οι εξωστρεφείς ξοδεύουν χρόνο για άλλους, έχουν
ανάγκη να βρίσκονται με κόσμο και να ασχολούνται με τα άτομα γύρω τους. Στον
χώρο της εργασίας, οι άνθρωποι που είναι εξωστρεφείς προτιμούν να βρίσκονται σε
ένα περιβάλλον που παρέχει ευκαιρίες, προσφέρει δυναμική και κινητικότητα. Έχουν
ανάγκη τις αλλαγές, την υποκίνηση και την κοινωνική δραστηριότητα. Αντιθέτως, τα
εσωστρεφή άτομα προτιμούν την ηρεμία των κινήσεών τους, τα επαναλαμβανόμενα
έργα που τους εξασφαλίζουν ασφάλεια και ένα ήσυχο περιβάλλον (κατά τον
σχεδιασμό των θέσεων σε μία εργασία ή στην επιλογή προσωπικού, είναι απαραίτητο
να δοθεί έμφαση σε αυτή τη διάσταση της προσωπικότητας). Επομένως, ανάλογα με
την εσωστρέφεια ή την εξωστρέφεια κάποιου ατόμου, μπορεί ένας εργοδότης ή
προϊστάμενος να καταλάβει ότι οι καταστάσεις που θα προκύψουν, θα
αντιμετωπιστούν με διαφορετικούς τρόπους.
Η αυτοεκτίμηση ενός ατόμου παίζει καθοριστικό ρόλο στη συμπεριφορά που
εκδηλώνει στην εργασία του. Οι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους σε σχέση με τους
άλλους και σχηματίζουν εντυπώσεις για τις ικανότητες και τις συμπεριφορές τους. Η
ανθρωπιστική θεωρία της προσωπικότητας του Rogers45 όπως και άλλες παρόμοιες
θεωρίες, εξετάζει την έννοια του «εαυτού». Για τον Rogers, όλοι οι άνθρωποι έχουν
την ανάγκη μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, οφείλουν να σέβονται τον εαυτό
τους κι έτσι να αισθάνονται όμορφα και ικανοποιημένοι με αυτό που είναι, διότι έτσι
αποκτούν την επιδοκιμασία των υπολοίπων. Αντίθετα, όταν αισθάνονται ότι τους
αποδοκιμάζουν, απογοητεύονται και νοιώθουν μειονεκτικά.
Το «είναι» ενός ατόμου αποτελείται από τις στάσεις, τις αξίες και τις
πεποιθήσεις που λαμβάνει από τις δικές του εμπειρίες. Με τον καιρό, οι εμπειρίες
διαμορφώνουν στον καθένα, την έννοια του «εαυτού του» και τη γνώμη που έχει για
την προσωπικότητα του. Αυτή η έννοια, προσδιορίζει τόσο το πώς αισθάνεται

45
Carl R., Rogers (1902-1987), (Αμερικανός ψυχολόγος που ασχολήθηκε με την ανθρωπιστική
προσέγγιση της ψυχολογίας επονομαζόμενη και ως πελατοκεντρική προσέγγιση).

31
κάποιος αλλά και τον τρόπο με το οποίο αντιμετωπίζει τους άλλους. Τα άτομα που
έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μειώνουν ή χάνουν το δυναμισμό τους όταν
ασχολούνται με ένα έργο, δεν πιστεύουν στις ικανότητές τους, διακρίνονται για την
απαισιοδοξία τους και το κλίμα που οι ίδιοι δημιουργούν και σίγουρα η συγκεκριμένη
κατάσταση δεν είναι ευχάριστη για κανέναν. Συνήθως, επηρεάζονται από τη γνώμη
των άλλων δίνοντας υπέρμετρη προσοχή στα λεγόμενά τους και πριν ολοκληρώσουν
μια εργασία, λόγω της κατάστασής τους τείνουν να εγκαταλείπουν την προσπάθεια.
Ένας επιπλέον λόγος που οι άνθρωποι έχουν προβλήματα χαμηλής
αυτοεκτίμησης, είναι η έλλειψη υποστήριξης από τους άλλους, αφού η βοήθεια
αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τη διαμόρφωση της εργασίας τους. Εάν τους δοθεί,
ενεργούν ταχύτερα και ενισχύεται το ηθικό τους. Χρειάζονται ουσιαστική
συμπαράσταση και όχι μόνο φιλοφρονήσεις ή επαίνους. Εάν το άτομο καταφέρει να
ολοκληρώσει σωστά τα καθήκοντά του, θα νιώσει ότι έχει αξία και θα εκτιμήσει τον
εαυτό του. Τα άτομα που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, πιστεύουν απόλυτα στον εαυτό
τους, εμπιστεύονται τις δυνατότητές τους, στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και η
εικόνα που εκπέμπουν προς τα έξω είναι θετική. Ακόμη και οι ίδιες οι ικανότητές
τους, δεν ανταποκρίνονται σε εκείνο που προβάλλουν. Γενικά είναι άτομα με θετικά
αισθήματα και διαθέσεις, ανεξάρτητα, αυθόρμητα, έχουν νέες ιδέες που τις
υλοποιούν, ακόμη και αν δεν έχουν την απαραίτητη έγκριση.
Από την άλλη, τα άτομα με αυταρχική προσωπικότητα έχουν συγκεκριμένη
οπτική μιας κατάστασης. Πιστεύουν στις καθορισμένες θέσεις κύρους και εξουσίας,
απαιτούν την αφοσίωση, εμμένουν στις παραδοσιακές αξίες και αποδέχονται την
αυταρχική συμπεριφορά. Εάν βρίσκονται σε ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας, έχουν
την απαίτηση να γίνουν αποδεκτά από τα κατώτερα κλιμάκια και είναι κάτι που
θεωρούν αυτονόητο. Οι αποφάσεις που παίρνουν βασίζονται στη λογική και δεν
παρεκκλίνουν σε κάτι άλλο. Στην εργασία τους εκδηλώνουν ακαμψία με
κατηγοριοποιητικό τρόπο σκέψης, υποστηρίζουν την οργάνωση, την υπακοή και
υπερασπίζονται την πειθαρχική τιμωρία.
Παρόμοιο στοιχείο της προσωπικότητας είναι ο θελισμός 46, ο οποίος
χαρακτηρίζεται από την τάση των ατόμων να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τους
άλλους για προσωπικό τους συμφέρον. Οι άνθρωποι αυτοί, χρησιμοποιούν την
εξουσία για να κερδίσουν το σεβασμό και την υπακοή, ενώ χειραγωγούν για να
ασκούν τον έλεγχο. Άλλη μια διάσταση της προσωπικότητας που συνδέεται με τις
σχέσεις εξουσίας και αυθεντίας είναι ο δογματισμός 47. Άτομα που χαρακτηρίζονται
για δογματική συμπεριφορά έχουν παράλληλα αυταρχική προσωπικότητα. Ανάλογα
δέχονται τις απόψεις των άλλων και ακόμα πιο δύσκολα αλλάζουν τις δικές τους.
Ένα άλλο προσωπικό χαρακτηριστικό, είναι η χρήση της λογικής ή του
συναισθήματος, δηλαδή ο τρόπος με το οποίο λειτουργεί κάποιος, κατά τη λήψη
46
τάση μιας προσωπικότητας να παίρνει από τους άλλους, χωρίς να ενδιαφέρεται για προσφορά, εκτός
και αν το κέρδος που θα αποκομίσει είναι τεράστιας σημασίας. (Ελληνικό Λεξικό της Κοινής
Νεοελληνικής, Θεσ/νίκη, 1998).
47
τάση μιας προσωπικότητας, κατά την οποία το άτομο προσκολάται σε μια άποψη και αρνείται
πεισματικά, να δεχτεί ότι ισχύει κάτι διαφορετικό από αυτό που πιστεύει. (Ελληνικό Λεξικό της
Κοινής Νεοελληνικής, Θεσ/νίκη, 1998).

32
αποφάσεων και την επίλυση προβλημάτων. Πιο αναλυτικά σημαίνει το να έχει το
δικό του ύφος ή να υιοθετεί περισσότερο ή λιγότερο το συναίσθημα και τη λογική
του. Επίσης, υπάρχουν άτομα που ξεχωρίζουν για την τελειομανία τους, ενώ άλλα για
το χαλαρό και ανέμελο του χαρακτήρα τους. Οι πρώτοι είναι ανυπόμονοι και θέλουν
να ολοκληρώνουν την εργασία με την οποία καταπιάνονται. Οι δεύτεροι δεν
μπαίνουν για κανένα λόγο στη διαδικασία του ανταγωνισμού και δεν ασχολούνται
ποτέ ταυτόχρονα με πολλά πράγματα, με αποτέλεσμα να μην αγχώνονται.
Βασικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς ενός ατόμου αποτελούν οι θέσεις
που θα κρατήσει απέναντι σε ένα ζήτημα, δηλαδή εάν θα ανταποκριθεί θετικά ή
αρνητικά. Όσων αφορά την εργασιακή του στάση, σχετίζεται με την ικανοποίησή του
σε αυτή. Έτσι, το κάθε άτομο θα εκφράσει τα συναισθήματά του για το περιβάλλον
που εργάζεται, για την εργασία του, τη συμπάθεια ή την αντιπάθειά που νιώθει. Η
στάση και η συμπεριφορά του, συνδέονται μεταξύ τους, ωστόσο οι στάσεις δεν
προδικάζουν πάντα τη συμπεριφορά. Ορισμένες φορές, οι συνθήκες επηρεάζουν τα
πρόσωπα και μια στάση ευνοϊκή μπορεί να μην ολοκληρωθεί όπως και το αντίθετο.
Οι θετικές ή οι αρνητικές στάσεις έχουν τη δύναμη να οδηγήσουν τις εξελίξεις στον
εργασιακό χώρο. Για παράδειγμα, οι άσχημες συμπεριφορές προκαλούν ψυχοφθόρες
καταστάσεις, με συνέπεια την ψυχική, την πνευματική και τη σωματική διαταραχή,
τις αποχωρήσεις, ακόμα και τις προβληματικές ή ανύπαρκτες διαπροσωπικές σχέσεις.
Έχοντας οι εργαζόμενοι αρνητική στάση για οποιοδήποτε θέμα στην εργασία τους ή
για ένα πρόσωπο, εάν αυτό δεν υποχωρήσει, τότε θα εκδηλώσουν ασυνέπεια ανάμεσα
στη στάση και τη συμπεριφορά τους (κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας). Οι στάσεις
γίνονται κατανοητές από τα λόγια και τις πράξεις των ατόμων. Η ευθύνη για τα
αποτελέσματα μιας πράξης, καταλογίζεται στις στάσεις που υιοθέτησαν κάποιοι
άνθρωποι (θεωρία καταλογισμού ευθύνης, κατανόηση των αιτιών ενός συμβάντος,
αξιολόγηση αποτελεσμάτων του γεγονότος, αναγνώριση και εκτίμηση των
προσωπικών χαρακτηριστικών των ατόμων που εμπλέκονται στο συμβάν και εν
τέλει, συγκεκριμένες στάσεις εξηγούν συγκεκριμένα γεγονότα).
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η συμπεριφορά του ατόμου στην εργασία
επηρεάζεται από τα προσωπικά του χαρακτηριστικά αλλά και από την αντίληψή
του48, δηλαδή από το πώς αντιλαμβάνεται το περιβάλλον που εργάζεται όπως και τις
σχέσεις του. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς τα μηνύματα που δέχεται καθορίζει
επομένως και τη συμπεριφορά του. Έτσι, είναι λογικό δύο διαφορετικά άτομα, να
αντιλαμβάνονται το ίδιο μήνυμα εντελώς διαφορετικά, γεγονός που σημαίνει πως μια
κατάσταση που για κάποιον παρουσιάζεται ως ευκαιρία, για άλλους μπορεί να
αποτελεί απειλή. Θα πρέπει λοιπόν να γίνεται αναζήτηση των αιτιών που υπάρχουν
σε μία συμπεριφορά, ώστε να ερμηνεύεται σωστά και η αντίδραση να είναι αναλόγως
ορθή. Έτσι γίνεται αντιληπτή η πραγματικότητα, με πιο αμερόληπτο τρόπο.

48
Μ. Π., Γιαννουλέας, Συμπεριφορά και διαπροσωπική επικοινωνία στον εργασιακό χώρο, Πεδίο,
Αθήνα,σ. 79 (Αντίληψη είναι η διαδικασία μέσα από την οποία λαμβάνονται και ερμηνεύονται τα
ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Περιλαμβάνει 3 στάδια: τις αισθήσεις, την προσοχή και την
αντίληψη).

33
Πριν λειτουργήσει κάποιος στην εργασία του είναι συνετό να σκεφτεί τις
προσδοκίες, τις αξίες και τα πιστεύω του. Εάν αυτό που θέλει και χρειάζεται να κάνει
είναι δίκαιο και σωστό ή εάν ο τρόπος που σκέφτεται, προκαλεί αδικία ή
υπερεκτίμηση. Πρέπει να αναλογιστεί, τι θα συμβεί με τη συμπεριφορά που έχει και
ποιούς θα επηρεάσει. Για την επικοινωνία στον εργασιακό χώρο, είναι σπουδαία η
κοινωνική αντίληψη. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε άτομο πρέπει να αντιλαμβάνεται,
τόσο τον εαυτό του, όσο και τους συναδέλφους του. Πρέπει να σχηματίζει άποψη για
τον εαυτό του και να αποκτά αυτοαντίληψη, μέσω της αυτοπαρατήρησης και των
αντιδράσεων που εκδηλώνουν οι άλλοι, κατά τη διάρκεια των διαπροσωπικών
σχέσεων. Η αυτοαντίληψη, οδηγεί τη συμπεριφορά του και όσο πιο έγκυρη είναι,
τόσο πιο ακριβής θα είναι και η αντίληψή του για τα πρόσωπα. Εξαρτάται λοιπόν από
την αντίληψη που σχηματίζουμε για τον εαυτό μας και το πώς θα αντιμετωπίσουμε
τους άλλους. Η έννοια του «εαυτού», παίζει καθοριστικό ρόλο και στην καθημερινή
μας λειτουργία. Άνθρωποι με αρνητική αυτοαντίληψη έχουν αρνητική προδιάθεση,
τείνουν να βλέπουν αρνητικά στοιχεία στους άλλους και καταλήγουν σε ρήξεις κατά
την επικοινωνία τους. Ενώ έχοντας θετική αυτοαντίληψη, διατηρούν την εσωτερική
τους συνοχή, εκλαμβάνουν τους άλλους ευνοϊκά και τους προσεγγίζουν θετικά.
Η αυτοαντίληψη αναπτύσσεται από την προσχολική ηλικία. Χτίζεται σιγά-
σιγά και συνέχεια υπόκειται σε αλλαγές. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της
αυτοεικόνας και της αυτοαντίληψης του ατόμου, διαδραματίζει το ευρύτερο
κοινωνικό περιβάλλον και τα άτομα που βρίσκονται κοντά του. Η αυτοαντίληψη
βασίζεται στην πραγματικότητα, πρέπει να είναι ρεαλιστική, να έχει το άτομο
συναίσθηση της συμπεριφοράς του, έτσι ώστε να μπορεί να διακρίνει εάν είναι σωστή
ή λάθος και να εξηγήσει τις θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις.
Ορισμένα από τα φυσικά χαρακτηριστικά49 που επηρεάζουν τις αντιλήψεις
και κατά προέκταση τις διαπροσωπικές σχέσεις, είναι η εμφάνιση, η επικοινωνία και
η θέση. Καταρχήν, η εμφάνιση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τον τρόπο που
αντιλαμβάνεται κάποιος της συμπεριφορά ενός ατόμου αλλά και για τον τρόπο που ο
ίδιος αντιμετωπίζει ένα άλλο άτομο. Μια συμπεριφορά δύο ανθρώπων μπορεί να
είναι κοινή, ωστόσο εάν διαφέρουν ως προς την εμφάνιση αντιμετωπίζεται εντελώς
διαφορετικά. Η πράξη για παράδειγμα ενός καλοντυμένου σε μια εργασία κρίνεται
ευνοϊκά και πολλές φορές χαρακτηρίζεται ως συνετή ακόμη και αν ουσιαστικά δεν
είναι ορθή. Λόγω του ντυσίματος του θεωρείται ευγενικός, με σημαντική θέση
ευθύνης, αποπνέει αυτοπεποίθηση και η αντίληψη των περισσοτέρων τον κατατάσσει
σε σπουδαίο άτομο. Ενώ όταν η αμφίεση50 κάποιου είναι πρόχειρη, θεωρείται απλός
άνθρωπος, με χαμηλή κοινωνική θέση, χωρίς ιδιαίτερα προσόντα και αντιμετωπίζεται
αδιάφορα ή περιφρονητικά. Η πράξη του μπορεί να είναι ίδια με το προηγούμενο
άτομο αλλά κρίνεται πιο αυστηρά χωρίς κανένα ελαφρυντικό και οι άλλοι πιστεύουν
ότι είναι άτομο κατώτερου επιπέδου. Η θέση που κατέχουν στην κοινωνία και ειδικά

49
C. H., Waddington, Behind appearance: A study of the relations between painting and the natural
sciences in this century, The M.I.T. press, Massachussets, 1970, σ.σ 23.
50
Eagly et al., (1991) “What is beautiful is good but...: A meta-analytic review of research on the
physical attractiveness stereotype”, Psychological Bulletin, 110, σσ 109-128.

34
στην εργασία επηρεάζει την αντίληψη των ανθρώπων, τους ωθεί να κατανοήσουν
τους άλλους σε διάφορα επίπεδα. Άτομα με υψηλότερες θέσεις γίνονται ευκολότερα
αποδεκτά, θεωρούνται ανώτερα και συχνά είναι περιζήτητα ως προς τις σχέσεις τους
με άτομα σε κατώτερες θέσεις.
Από την επικοινωνία που έχουν τα άτομα μεταξύ τους σχηματίζει κάποιος
γνώμη για την προσωπικότητα, την παιδεία και τα κίνητρά τους. Γίνονται αντιληπτά
τα ενδιαφέροντα των άλλων, ο τρόπος που σκέφτονται και αντιδρούν. Ακούγοντας
μια συζήτηση το άτομο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει τον συνομιλητή του και να
κατανοήσει τη σκέψη τους, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, να δει τα κίνητρά τους,
τις απόψεις τους, την συναισθηματική τους κατάσταση και πόσο αυτή επηρεάζει τον
τρόπο συμπεριφοράς τους. Ιδιαίτερα συλλέγει κάποιες πληροφορίες, για έναν
άνθρωπο από μη λεκτικές επικοινωνίες όπως τις κινήσεις των χεριών του, την στάση
του σώματος, τα βλέμματα. Γενικά η γλώσσα του σώματος προσφέρει πολυάριθμες
και σημαντικές πληροφορίες για ένα άτομο κυρίως στο χώρο εργασίας.
Τα προσωπικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την αντίληψη και επιδρούν
θετικά ή αρνητικά στην ψυχική υγεία και ισορροπία ενός ατόμου στον εργασιακό
χώρο είναι η αυτογνωσία, η γνωστική συνθετότητα, η εμπειρία του παρελθόντος, τα
συναισθήματα κ.α. Η αυτογνωσία51 είναι ένας από τους πρωταρχικούς παράγοντες
για να κατανοήσουμε ορθότερα τα άλλα άτομα και να δημιουργήσουμε καλές
εργασιακές και διαπροσωπικές σχέσεις στην εργασία. Γιατί όταν κατανοούμε τον
εαυτό μας, μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα δικά μας προσωπικά χαρακτηριστικά,
αντιλαμβανόμαστε τα χαρακτηριστικά των άλλων έχοντας τον εαυτό μας ως κριτήριο
για να κρίνουμε τους άλλους, βλέπουμε πιο σωστά την προσωπικότητά τους,
γινόμαστε πιο ευαίσθητα όντα, πιο αισθαντικοί. Όταν αποδεχθούμε τον εαυτό μας,
νιώθουμε όμορφα με αυτό που είμαστε, διακρίνουμε τα θετικά μας στοιχεία αλλά και
των γύρω μας και δεν είμαστε τόσο επικριτικοί. Αντίθετα, άνθρωποι που δεν έχουν
συμφιλιωθεί με αυτό που πραγματικά είναι καταλήγουν να αυτοκαταστρέφονται.
Έχουν χαμηλό αυτοσεβασμό που ολοένα και περισσότερο μειώνεται με συνέπεια να
βλέπουν γύρω τους απειλή και αρνητικό κλίμα.
Η γνωστική συνθετότητα52 δίνει στα άτομα την δυνατότητα να διακρίνουν
άλλα πρόσωπα χρησιμοποιώντας πολλαπλά κριτήρια και να ενισχύσουν με ακρίβεια
την αντίληψή τους. Το πώς συγκεντρώνουν και οργανώνουν τη σκέψη τους έχει
σχέση με τη γνωστική συνθετότητα. Άτομα με υψηλή γνωστική συνθετότητα
χρησιμοποιούν ένα εύρος πληροφοριών, τις επεξεργάζονται, τις αναλύουν και τις
αποθηκεύουν ώστε να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους και να αντιληφθούν ταχύτατα
διαφορές ή ομοιότητες σε κάτι που παρατηρούν. Έτσι ένας εργαζόμενος που
βρίσκεται σε ανώτερη ιεραρχική θέση και έχει υψηλή γνωστική συνθετότητα θα
καταφέρει να διακρίνει σημαντικές διαφορές στον τρόπο που εργάζεται, αφοσιώνεται
και συμπεριφέρεται στους συναδέλφους του σε κατώτερη βαθμίδα. Θα συγκεντρώσει

51
M., Eckert, & R. A., Wicklund, The self-knower: A hero under control, Plenum, New York, 1992,
σ. 167.
52
R. B., Ewen, Personality: A topical approach, Erlbaum, New Jersey, 1998, σ. 154.

35
τις πληροφορίες του και θα ξέρει με ποιον πραγματικά συνεργάζεται και κατά πόσο
δύναται το άτομο αυτό να πετύχει τους στόχους της εργασίας του.
Τα συναισθήματα παρακινούν τα πρόσωπα να λειτουργήσουν με
συγκεκριμένο τρόπο. Εξαιτίας αυτών συμπεριφερόμαστε θετικά, αρνητικά,
παρορμητικά, παρερμηνεύουμε καταστάσεις και πρόσωπα. Όταν φοβόμαστε έχουμε
την τάση να μεγαλοποιούμε τα όποια προβλήματα έστω και αν αυτά είναι ασήμαντα.
Ο θυμός μας παρακινεί να παρεξηγούμε τους άλλους, να μην καταλαβαίνουμε και να
ερμηνεύουμε λάθος τις αντιδράσεις– κινήσεις τους. Σε μια εργασία το άτομο και
κυρίως ένας προϊστάμενος πρέπει να λειτουργεί λογικά κι όταν επιβάλλεται η λογική
του να ενώνεται με το συναίσθημα, προκειμένου να ισορροπήσει τα εργασιακά
καθήκοντα, την κατάλληλη ροή των εργασιών, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι και οι
καλές διαπροσωπικές σχέσεις. Το να συμπεριφέρεται όμως αδιάφορα ή ψυχρά για να
μην επηρεάζεται από το συναίσθημά του είναι λάθος τακτική. Πρέπει να επικροτεί
την προσπάθεια, να μην ξεχωρίζει άτομα λόγω κάποιας ιδιαίτερης συμπάθειας ή
αντιπάθειας, αλλά να διατηρεί φιλικές και σωστές εργασιακές σχέσεις με όλο το
προσωπικό.
Επίσης, οι εμπειρίες53 που αποκτήσαμε στο παρελθόν επηρεάζουν τον τρόπο
που αντιδρούμε στις νέες εμπειρίες. Συνήθως τις συνδέουμε με προηγούμενα
γεγονότα έστω και αν είναι εντελώς ανόμοιες. Στον εργασιακό χώρο τα άτομα
πιστεύουν πολλές φορές ότι ένα γεγονός, μια συμπεριφορά επαναλαμβάνεται και
είναι όμοια με την εμπειρία που είχαν στο παρελθόν. Έτσι επιστρέφουν πίσω,
θυμούνται τα άσχημα ή τα θετικά που βίωσαν και καταλήγουν να μπερδεύονται και
να μην ξεχωρίζουν την πραγματική κατάσταση. Τα στερεότυπα, και η
συναισθηματική κατάσταση συμβάλλουν ιδιαίτερα στη δημιουργία μιας ρεαλιστικής
αντίληψης για άλλα πρόσωπα. Βασίζονται στο φύλο, την ηλικία, την εθνικότητα, το
θρήσκευμα. Ενισχύουν τη γένεση μη ρεαλιστικής αντίληψης διότι κατά την
επικοινωνία μεταξύ των ατόμων, το ένα είναι προκατειλημμένο ως προς το άλλο και
προξενούνται εμπόδια. Το άτομο γενικεύει τα πράγματα, προσκολλάται σε απόψεις,
κατηγοριοποιεί στάσεις και συμπεριφορές που αποδίδονται σε κάποιον
χαρακτηριστικά μόνο γιατί πιστεύει ότι ανήκει σε μία ειδική ομάδα. Τα προβλήματα
των στερεοτύπων είναι ποικίλλα και στην εργασία. Η αντίληψη μας σφάλλει και
κατατάσσει ορισμένα άτομα σε κατηγορίες που βασίζονται στην ηλικία, στο φύλο,
στα χαρακτηριστικά. Ένας εργαζόμενος σε νεώτερη ηλικία θεωρείται περισσότερο
κατάλληλος από έναν που είναι μεγαλύτερης ηλικίας. Ο προϊστάμενος δεν πρέπει να
εστιάζει στην ηλικία και στα χαρακτηριστικά ενός εργαζόμενου γιατί υπάρχει
μεγάλη πιθανότητα να τον αδικήσει. Η τάση του ατόμου να δίνει προσοχή σε ένα
χαρακτηριστικό που επισκιάζει τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά ενός ατόμου είναι
μεγάλο σφάλμα. Εστιάζοντας στα ασήμαντα χάνεται η ουσία και μπερδεύεται η
κρίση. Από την άλλη πλευρά δίνοντας βαρύτητα σε ένα θετικό χαρακτηριστικό
παραβλέπουν το αρνητικό που αντιμετωπίζουν και απλά δεν το έχουν
συνειδητοποιήσει.

53
R., Abcarian, M., Klotz, & S., Cohen, Literature: The human experience, McMillan, California,
2013, σ. 94.

36
Η πρώτη εντύπωση54 που σχηματίζεται για ένα άτομο στο εργασιακό του
περιβάλλον, επιδρά στην αντίληψη των ανθρώπων και παίζει σημαντικό ρόλο στην
ανάπτυξη καλών διαπροσωπικών σχέσεων με τους συναδέλφους του και στην
επαγγελματική του εξέλιξη. Οι πρώτες εντυπώσεις είναι συνήθως σταθερές αλλά
υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παραπλανήσουν τα άτομα, λόγω έλλειψης
πληροφοριών. Κατά συνέπεια και η πρώτη συνάντηση μεταξύ των ατόμων, καθορίζει
πολλές φορές το μέλλον της σχέσης που αναπτύσσουν. Έτσι, για να αλλάξει μια
αρνητική εντύπωση, πρέπει το άτομο να κατανοήσει πως μπορεί να μην έχει
ολοκληρωμένη άποψη για το άλλο πρόσωπο με το οποίο επικοινωνεί και ότι έχει
κενά που πρέπει να συμπληρώσει. Πρέπει επίσης να δεχτεί ότι, τα κενά αυτά, είναι
ίσως οι θετικές πληροφορίες που δεν απέκτησε κατά την πρώτη συνάντηση-εντύπωση
με το άλλο πρόσωπο.
Επιπροσθέτως, τα συναισθήματα επηρεάζουν την αντίληψη των ανθρώπων,
οι οποίοι έχουν την τάση να ερμηνεύουν και να αντιμετωπίζουν τους άλλους
σύμφωνα με την συναισθηματική τους κατάσταση, αρνητικά ή θετικά. Επιπλέον, η
αντίληψη λανθάνει όταν προσπαθούμε συνέχεια να αποκλείσουμε πληροφορίες που
δεν μας είναι αρεστές ή που τις θεωρούμε ακατάλληλες για εμάς. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα να τις αγνοούμε ή να τις παραβλέπουμε εντελώς, για να μην ταραχτεί ο
εσωτερικός μας κόσμος και φυσικά η ψυχολογία μας. Καταλήγωντας, μπορούμε να
πούμε ότι η τάση των ανθρώπων να κατηγοριοποιούν τους άλλους σε ομάδες,
εξαιτίας του δικού τους συστήματος προσωπικών προτύπων, μπερδεύει τις
καταστάσεις και φέρνει μόνο εμπόδια και προβλήματα στην επικοινωνία και την
ψυχική υγεία. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότερο βελτιώνεται η ρεαλιστική και
αντικειμενική αντίληψη ενός ανθρώπου, τόσο πιο αποτελεσματική θα γίνεται και η
επικοινωνία του με τους άλλους, ενώ ταυτόχρονα θα οικοδομούνται καλές και υγιείς
διαπροσωπικές σχέσεις.

2.2 Διάλογος-Συγκρούσεις στην εργασία


Λόγω της καθημερινής και απαραίτητης αλληλεπίδρασης των μελών μιας
ομάδας, εμφανίζονται συγκρούσεις, σχεδόν σε όλους τους χώρους εργασίας. Εξαιτίας
λοιπόν των διαφορών που υφίστανται σε μια ομάδα εργασίας, των συνθηκών που
επικρατούν και του αρνητικού κλίματος που ίσως υπάρχει, δημιουργούνται
αναπόφευκτα διαφωνίες. Σύγκρουση είναι το αποτέλεσμα μιας διαφωνίας ή της
αντίθεσης στο ίδιο το άτομο (με τον εαυτό του) ή μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων
ατόμων ή και μεταξύ ομάδων/οργανισμών55. Κατά τους Griffin και Moonhead, όταν
δύο ομάδες ανταγωνίζονται κατά τη συνεργασία τους, επέρχεται σύγκρουση. Ο

54
C.Y., Olivola, & A., Todorov, (2009) “Fooled by first impressions? Reexamining the diagnostic
value of appearance-based inferences”, Journal of Experimental Social Psychology, 46, (2), σ. 319.
55
Λ., Χυτήρης, Οργανωσιακή συμπεριφορά. Η ανθρώπινη συμπεριφορά σε οργανισμούς και
επιχειρήσεις, Interbooks, Αθήνα, 2001 σ. 216.

37
Robbins ορίζει ως σύγκρουση, τη διαδικασία κατά την οποία το υποκείμενο Α
σκόπιμα εμποδίζει ή περιορίζει την ενέργεια που επιθυμεί το υποκείμενο56 Β.
Σε γενικές γραμμές, οι συγκρούσεις που δημιουργούνται σε μια κοινωνική
οργάνωση και επηρεάζουν τη δομή και τη λειτουργία της οργάνωσης, είναι
διαπροσωπικές. Η διαπροσωπική σύγκρουση γίνεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα
άτομα του ίδιου ή διαφορετικού ιεραρχικού επιπέδου (σχέσεις ομότιμες και σχέσεις
προϊσταμένου-υφισταμένων). Για να διευθετηθεί με επιτυχία μια σύγκρουση σε έναν
χώρο εργασίας πρέπει πρώτα να γίνει διάγνωση και κατανόηση των παραγόντων που
οδήγησαν στην εμφάνιση του φαινομένου της σύγκρουσης. Μόνο εάν εντοπιστούν οι
πραγματικές αιτίες, τότε θα υπάρξει δυνατότητα να λυθεί η σύγκρουση θετικά.
Βασικότερες αιτίες συγκρούσεων, είναι οι διάφορες και ξεχωριστές
προσωπικότητες, απόψεις, αξίες και ανισότητες. Μια από τις βασικότερες
συγκρούσεις, είναι και οι συγκρινόμενοι στόχοι, δηλαδή η περίπτωση κατά την οποία
δύο άτομα ή ομάδες, για την επίτευξη των στόχων τους λειτουργούν με τέτοιο τρόπο
ώστε να αποκλείουν την ολοκλήρωση των άλλων στόχων για να υλοποιούν τους
δικούς τους57. Οι περιορισμένοι πόροι, αποτελούν επίσης αιτία συγκρούσεων μεταξύ
των εργαζομένων, αφού δεν ικανοποιούνται όλες τους οι ανάγκες και δημιουργείται
ανισότητα. Πιστεύουν επίσης ότι αδικούνται και ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος
τους. Αυτό συμβαίνει κυρίως μεταξύ τμημάτων ή ατόμων που έχουν διαφορετικούς
στόχους, νοοτροπία, εξοπλισμό και φυσικά αμοιβές.
Επιπλέον, η μη αποσαφήνιση όλων των καθηκόντων, είναι ένας ισχυρός
παράγοντας σύγκρουσης. Η ασάφεια των αρμοδιοτήτων και η αρνητική επιρροή ενός
εργαζόμενου για έναν άλλο, είναι στοιχεία που μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση.
Για να λειτουργεί επομένως ομαλά ένας οργανισμός, είναι χρήσιμο να σέβονται οι
εργαζόμενοι τις αρμοδιότητες και τις θέσεις των άλλων συναδέλφων τους.
Δεν θα πρέπει επίσης να παραβλέπουμε την έλλειψη επικοινωνίας, η οποία
προκαλεί πολλά προβλήματα, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σύγκρουση και τη
διαφωνία. Το προσωπικό κάθε οργανισμού αποτελείται από άτομα με διαφορετικές
προσωπικότητες και οι ατομικές διαφορές ευνοούν τη δημιουργία αντιθέσεων και
δυσχεραίνουν τη συνεργασία. Σε πολλές περιπτώσεις προκαλούνται συγκρούσεις
μεταξύ προϊσταμένων και υφισταμένων, διότι οι μεν ενεργούν λάθος, παίρνουν
αποφάσεις χωρίς τη συγκατάθεση των δε και εξαναγκάζουν τους υφισταμένους να
δεχτούν αυτές τις αποφάσεις που πάρθηκαν εν αγνοία τους.
«Η παρουσία της σύγκρουσης στις ομάδες και τους οργανισμούς είναι φυσική
και απαραίτητη για την καλή λειτουργία της οργάνωσης». Παρ’ όλο που η σύγκρουση
προκαλεί αποσταθεροποίηση και είναι αναπόφευκτη, έχει αρνητικές αλλά και θετικές
συνέπειες σε ένα εργασιακό περιβάλλον. Έτσι, αν και για κάποιους σημαίνει
επιθετικότητα, βία και συναγωνισμό, για κάποιους άλλους παρουσιάζει ενδιαφέρον
ως κατάσταση, αφού την παραλληλίζουν με πρόκληση. Επομένως, μια σύγκρουση

56
R.S, Cotran, Robbins pathologic basis of disease, Saunders, Philadelphiα,1999.
57
Δ., Μπουραντάς, Μάνατζμεντ, θεωρητικό υπόβαθρο, σύγχρονες πρακτικές, Μπένου, Αθήνα, 2002, σ.
421.

38
μπορεί να είναι και παραγωγική και καταστροφική. Τα αρνητικά58 όπως και τα θετικά
αποτελέσματα γίνονται εμφανή στην καθημερινότητα.
Στα αρνητικά της περιλαμβάνεται το ότι μπορεί να καταστρέψει εργασιακές
και διαπροσωπικές σχέσεις. Ξεκινώντας με την αλλαγή συμπεριφοράς ενός
εργαζομένου, τα τυπικά συμπτώματα των συγκρούσεων είναι η επιφυλακτικότητα, η
επιθετικότητα, το έντονο άγχος και η αδυναμία εκπλήρωσης των εργασιών του.
Ακολουθεί η μείωση του ηθικού και της παραγωγικότητας, ενώ σε ακραίες αλλά όχι
σπάνιες περιπτώσεις, τα άτομα εκδηλώνουν εχθρικές συμπεριφορές. Οι συνεχόμενες
και έντονες συγκρούσεις παραμορφώνουν την πραγματικότητα, διαστρεβλώνουν τις
καταστάσεις και οδηγούν σε προκαταλήψεις, ενώ συχνά λαμβάνονται λάθος
αποφάσεις.
Στα θετικά αποτελέσματα των συγκρούσεων, περιλαμβάνεται η ανταλλαγή
απόψεων, η πραγματοποίηση στόχων, η κατεύθυνση σε καλύτερες αποφάσεις, ενώ
τείνονυν ορισμένες φορές να γίνονται πιο σαφείς οι αιτίες ενός προβλήματος. Επίσης,
μελετώνται νέοι τρόποι επικοινωνίας και ενισχύονται οι σχέσεις, προκύπτουν νέες
ιδέες, στόχοι, πραγματοποιείται αλλαγή νοοτροπίας και κατεύθυνσης, ενώ τέλος μια
σύγκρουση μπορεί να φέρει ακόμα και την αναγέννηση μιας ολόκληρης εταιρείας.
Είναι προφανές ότι η σύγκρουση αποτελεί πραγματικότητα σε όλες τις
μορφές κοινωνικής οργάνωσης όπου υπάρχει αλληλεπίδραση ατόμων ή ομάδων. Με
την σωστή διαχείριση όμως των συγκρούσεων, μειώνονται τα αρνητικά τους
αποτελέσματα και αυξάνονται τα θετικά. Η «ορθή διαχείριση»59 της σύγκρουσης
δημιουργεί συνθήκες καινοτομίας, αποτρέπει καταστάσεις αποδιοργάνωσης,
ελαχιστοποιεί τα όποια αρνητικά συναισθήματα των εργαζομένων και τις τάσεις
αποχώρησης, αυξάνει τη δημιουργικότητα και την απόδοση και βελτιώνει τις
διαδικασίες του συστήματος εργασίας. Οι όποιες διαφωνίες-διαμάχες σε ένα χώρο
εργασίας, είναι αναπόφευκτες και πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα και υπεύθυνα. Η
πρόληψη επομένως, είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες για την επίλυση
τέτοιων προβλημάτων.
Για να αντιμετωπιστεί λοιπόν σωστά μια σύγκρουση, είναι χρήσιμο τα
προβλήματα να προσεγγίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προκαλούν καινούργια.
Στόχος είναι να επιδιώκεται καλή συνεργασία και αρμονικό κλίμα, ώστε να
διασφαλίζονται οι εργασιακές-διαπροσωπικές σχέσεις. Σε καμία περίπτωση δεν
πρέπει να καταδικάζονται τα άτομα ή οι ομάδες, προτού δοθεί μια ολοκληρωμένη
εικόνα της κατάστασης. Καλό θα ήταν επομένως, να λαμβάνονται υπόψη, τόσο οι
στόχοι, όσο και τα συναισθήματα των εργαζομένων. Τέλος, θα ήταν καλό να δίνεται

58
Ι., Αντωνάκης, Κοινωνιολογία των οργανώσεων, Α.Τ.Ε.Ι. Κρήτης Ηράκλειο, 2008, σ. 58, Λ.,
Χυτήρης, ό.π. σ. 217, (Η κλασική σχολή του Μάνατζμεντ θεωρεί ότι οι συγκρούσεις είναι
ανεπιθύμητες και μπορούν να ελαχιστοποιηθούν, με την εκπαίδευση των εργαζομένων, την
προσεκτική επιλογή τους, την αποσαφήνιση ρόλων, την περιγραφή των θέσεων εργασίας, τους
κανόνες και τα κίνητρα).
59
S., L. Brown, D., A. Birch & V., Kancherla, (2005) “Bullying perspectives: Experiences, attitudes
and recommendations of 9 to 13-year-olds attending health education centers in the United States”,
The Journal of School Health, 75, (10), σ. 215.

39
βαρύτητα στη λύση του προβλήματος και όχι στη στάση που κρατά το κάθε άτομο ή
ομάδα απέναντι στο πρόβλημα.
Εξέχουσα θέση κατέχει η επικοινωνία ανάμεσα στα άτομα. Έχει ιδιαίτερη
σημασία η μεταφορά ενός μηνύματος, με όποιο μέσο και αν χρησιμοποιηθεί (γραπτά,
προφορικά, εικονικά). Η επικοινωνία διευκολύνει την εκτέλεση-ανάθεση καθηκόντων
και επηρεάζει τη συμπεριφορά. Χωρίς αυτή, τα άτομα συγκρούονται και οι λύσεις
που προκύπτουν είναι ακατάλληλες για τη βιωσιμότητα ενός εργασιακού χώρου. Η
δημιουργία άνετης ατμόσφαιρας είναι σημαντική κίνηση σε κάθε εργασία και
αποτελεί προϋπόθεση για την αποφυγή σύγκρουσης. Ο κατάλληλος δίαυλος
επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο άτομα ή σε ένα σύνολο ατόμων (οικογένεια, φίλοι,
σχολείο, εργασία) είναι ο διάλογος60. Είναι η τελειότερη μορφή επικοινωνίας, γιατί
στηρίζεται στο λόγο, που αποτελεί μέσο έκφρασης των σκέψεων και των
συναισθημάτων. Με το διάλογο οι άνθρωποι εξωτερικεύουν τον εσωτερικό τους
κόσμο και ανταλλάσουν σκέψεις. Η αξία του διαλόγου αγγίζει διαφορετικούς τομείς
της ζωής των ανθρώπων και τα οφέλη που προκύπτουν είναι πολλά και διάφορα.
Αρχικά, συμβάλλει στην επικοινωνία και στην ομαλή επίλυση διαφορών μεταξύ τους.
Η γόνιμη συζήτηση οδηγεί στη δημιουργία σχέσεων ή συσφίγγει τις ήδη υπάρχουσες.
Ο διάλογος βοηθάει το άτομο να καλλιεργήσει την προσωπικότητα του, τις
κοινωνικές αρετές όπως τον αλληλοσεβασμό και την αλληλοκατανόηση. Επιτρέπει
την ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας. Ο άνθρωπος εκφράζει τις απόψεις του
στηριζόμενος σε λογικά επιχειρήματα, διευρύνει τους γνωστικούς και πνευματικούς
του ορίζοντες, την αντίληψη του και αποκτά πολύπλευρη πραγματικότητα. Με το
διάλογο οι άνθρωποι μπορούν να απαλλαγούν από το αίσθημα της μοναξιάς που στις
μέρες μας λαμβάνει ανησυχητικές εκτάσεις και έχει κάνει την απομόνωση του
σύγχρονου ανθρώπου πιο εμφανή από ποτέ. Επίσης, μέσω του διαλόγου προωθούνται
η ελευθερία του λόγου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δικαιοσύνη, τίθενται σωστά τα
πρότυπα της κοινωνικής συμβίωσης και θεμελιώνεται η δημοκρατία.
Ουσιαστικός τρόπος επίλυσης μιας σύγκρουσης, είναι όταν η επικοινωνία
γίνεται σε μορφή αντιπαράθεσης μεταξύ των συγκρουόμενων. Μέσα από τη
δημιουργία έντασης, μπορούν να εντοπιστούν τα προβλήματα, οι αδυναμίες και
ταυτόχρονα οι κοινοί στόχοι μεταξύ των ατόμων. Μπορούν επίσης να μειωθούν με τη
συζήτηση οι παρεξηγήσεις και δίνονται λύσεις για ικανοποίηση των αναγκών. Οι πιο
αποτελεσματικοί τρόποι αντιμετώπισης συγκρούσεων61 είναι:
 Η αποφυγή, δηλαδή η τάση ενός ατόμου να εγκαταλείπει ή να παραμένει
ουδέτερος, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης.
 Ο συμβιβασμός, που συμβαίνει όταν οι συγκρουόμενοι κάνουν
αλληλοϋποχωρήσεις και έρχονται σε συμβιβασμό, ενώ παράλληλα

60
Διάλογος, είναι η συζήτηση, ανάμεσα σε δύο συνήθη πρόσωπα ή ομάδες ανθρώπων, κατά την οποία
καθένας από τους συνομιλητές παίρνει εναλλάξ το λόγο για να διατυπώσει, με σχετική συντομία, την
άποψή του επάνω σε κάποιο θέμα. (Ελληνικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσ/νίκη, 1998).
61
K., Vaughan, Workplace learning: A literature review, NZCER Press, Wellington, 2008, σ. 307.

40
διαπραγματεύονται62. Όταν οι αντιμαχόμενες πλευρές προσπαθούν να βρουν
μια συμβιβαστική λύση, δίνουν η καθεμιά στην άλλη κάτι, ώστε να
προστατευθεί τελικά, κάτι άλλο που κρίνεται πιο απαραίτητο. Η κάθε πλευρά
διαπραγματεύεται για τα δικά της συμφέροντα και σπάνια ικανοποιούνται
απόλυτα και οι δύο πλευρές.
 Η εξομάλυνση, είναι όταν τα δύο μέρη έχουν την τάση να εστιάζουν στα κοινά
συμφέροντα, παρά στις διαφορές που έχουν.
 Η επιβολή απόψεων, η οποία γίνεται συνήθως από την ισχυρότερη ομάδα ή
άτομο. Κατά κάποιο τρόπο, είναι η τάση του εξαναγκασμού.
 Η συνεργασία είναι ίσως η ορθότερη και πιο αποτελεσματική λύση για την
αντιμετώπιση συγκρούσεων. Τα μέλη-άτομα συνεργάζονται, επιδιώκοντας
ένα αρμονικό κλίμα. Με αυτό τον τρόπο, η εξέταση των θεμάτων και η
αναζήτηση των αιτιών γίνονται ευκολότερα.

62
Λ., Χυτήρης, ό.π. σ. 230. (Οι διαπραγματεύσεις είναι μια διαδικασία όπου 2 άτομα ή ομάδες που
έχουν κοινούς αλλά διαφορετικούς στόχους, συζητώντας έρχονται σε συμφωνία. Η διαπραγμάτευση
είναι αποτελεσματική όταν υπάρχει ο συμβιβασμός και η συνεργασία).

41

You might also like