Professional Documents
Culture Documents
gr
2021-2022
Παραγωγή προγραμματισθείσα επί Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης
Νίκου Κολοβού (Καλλιτεχνικού Διευθυντή) &
Νίκου Νικολάου (Αναπληρωτή Καλλιτεχνικού Διευθυντή)
Ντετέκτιβ
Πήτερ Σάφερ
Public Eye – Peter Shaffer
Η άδεια για την από σκηνής θεάτρου παρουσίαση του έργου χορηγήθηκε από την
Ελληνική εταιρία THE ARTBASSADOR / Performing Arts
Management (www.theartbassador.gr) για λογαριασμό των δικαιούχων των
δικαιωμάτων του συγγραφέα PETER SHAFFER και του ατζέντη αυτού
MACNAUGHTON LORD REPRESENTATIONS (www.mlrep.com)
Public Eye - Peter Shaffer
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Έφη Δρόσου
Σκηνογραφική επιμέλεια: Δανάη Πανά
Κοστούμια: Χρήστος Μπρούφας
Μουσική: Στέλιος Ντάρας
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Video art: Βαλλεντίνα Κόπτη
Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θωμογλου
Γιατί τον Ντετέκτιβ, που κανονικά ο τίτλος του είναι Δημόσιο μάτι;
Έφη Δρόσου
Πήτερ Σάφερ, [Λέβιν]
Peter Shaffer, [Levin]
18
με πρωταγωνιστή έναν ψυχίατρο ο οποίος αναλαμβάνει ένα αγόρι
που έχει τυφλώσει έξι άλογα, έργο που σηματοδοτεί μια στροφή
του Σάφερ στη θεατρικότητα του 1964, και το εξίσου δημοφιλές
Αμαντέους [πρωτότυπος τίτλος: Amadeus] (1979), που αφηγείται
τον ανταγωνισμό μεταξύ Μότσαρτ και Σαλιέρι. Τα έργα αυτά
προηγήθηκαν του Ιωναδάβ [πρωτότυπος τίτλος: Yonadab] (1985,
Εθνικό Θέατρο), που παρουσιάζει την πτώση του οίκου του Δαυίδ
κατά την Παλαιά Διαθήκη και μαρτυρά μια στροφή του Σάφερ
σε παλαιότερα μονοπάτια. Η κωμωδία Κοκτέιλ από τσουκνίδα
[πρωτότυπος τίτλος: Lettice and Lovage] (1987) ήταν μια τεράστια
επιτυχία στο Γουέστ Εντ, όπου πρωταγωνιστούσαν η Μάγκι Σμιθ και
η Μάργκαρετ Τάιζακ ως δύο εκκεντρικές μεσήλικες γυναίκες που
διακηρύσσουν την προσωπική αυθεντικότητα και περιφρονούν το
«απλό» παρόν αναπαριστώντας ιστορικές σκηνές.
19
Πηγές:
Virginia Cooke and Malcolm Page, File on Shaffer (1987)
C. J. Giannakaris, Peter Shaffer (1992)
Dennis A. Klein, Peter Shaffer (1979)
Dennis A. Klein, Peter and Anthony Shaffer: A Reference Guide (1982)
M. K. MacMurragh-Kavanagh, Peter Shaffer: Theatre and Drama (1998)
Πήτερ Σάφερ
Εργοβιογραφία
Στο πρώτο του έργο για την τηλεόραση, The Salt Land [Η γη του
αλατιού], o Σάφερ ερευνά την κατάσταση στο Ισραήλ αμέσως μετά
τη γέννηση αυτού του κράτους. Το έργο διερευνά το χάσμα ανάμεσα
στην αυστηρή πίστη στις Γραφές και στην αμιγή ιδιοτέλεια, μια
μάχη που διεξάγεται ανάμεσα σε δυο αδελφούς, προοικονομώντας
θέματα της μετέπειτα συγγραφικής πορείας του Σάφερ. Ωστόσο, με
εξαίρεση την Άσκηση πέντε δακτύλων, μέχρι να γράψει Το βασιλικό
κυνήγι του ήλιου, o Σάφερ δεν προσέγγισε τόσο σοβαρά ζητήματα
όπως τον ρόλο της θρησκείας στην μοντέρνα κοινωνία, τη
συμμόρφωση στις παραδόσεις και το να ζεις μια αυθεντική ζωή.
22
πόθο τους για τον χρυσό, την ανικανότητά τους να εμπιστευτούν
και να ελπίσουν καθώς και την χριστιανική υποκρισία.
23
To έργο Αμαντέους είναι το αριστούργημα του Σάφερ. Το χρονικό
πλαίσιο, που εκτείνεται από τη Βιέννη του Μότσαρτ και του
Σαλιέρι μέχρι το σήμερα, συχνά αλλάζει στο μέσο της πρότασης
καθιστώντας το έργο τεχνικά απαιτητικό αλλά και την ίδια στιγμή
συναρπαστικό. Αυτή η μεταμοντέρνα, εμπνευσμένη από τον
κινηματογράφο, τεχνική που συνδυάζεται με αφήγηση, είναι μια
μέθοδος που ο Σάφερ χρησιμοποιεί σε πολλά έργα του, μάλιστα
με μεγαλύτερη επιδεξιότητα στο Δώρο της γοργόνας [πρωτότυπος
τίτλος: The Gift of the Gorgon]. Στον Αμαντέους, το θρησκευτικό θέμα
εστιάζει στη σύγκρουση ενός ανθρώπου με έναν ανελέητο θεό. Ο
Σαλιέρι λειτουργεί ως ο μέτριος αντίπαλος του συμπαθητικού αλλά
παραγνωρισμένου Μότσαρτ. Έχοντας αφιερώσει όλη τη ζωή του
στο να γράφει θρησκευτική μουσική και στο να ζει ηθικά, ο Σαλιέρι
πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός ότι η αληθινή αισθητική τελειότητα
έχει δοθεί σε έναν χαζοχαρούμενο και ανήθικο άξεστο. Στη συνέχεια,
μηχανορραφεί για να καταπνίξει το θεϊκό ταλέντο του Μότσαρτ,
στήνοντας μάχη με τον θεό, την οποία κερδίζει, φαινομενικά, με
τον θάνατο του Μότσαρτ. Ο Σαλιέρι θα χρειαστεί πολύ καιρό μέχρι
να καταλάβει ότι η τιμωρία του είναι να ζει βλέποντας τη μουσική
και το όνομά του να ξεχνιούνται και το κύρος του να υποβιβάζεται
μέχρι να καταλήξει να μείνει γνωστός ως «προστάτης άγιος των
μετριοτήτων».
24
Τα έργα του Σάφερ κατάφεραν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ
ψυχαγωγίας και φιλοσοφικού προβληματισμού. Παρόλο που αυτό
το δίπολο δέχτηκε κριτική από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις,
ο Σάφερ παραμένει πιστός στο δράμα ως μέσο για να θέσει επί
τάπητος σημαντικά ζητήματα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα,
από την ψυχανάλυση μέχρι τη βία και τη θρησκεία. Θέματα που
σχετίζονται με την εβραϊκή ταυτότητα σπάνια εμφανίζονται στο
έργο του Σάφερ.
Gerd Bayer, Peter Shaffer, στο: The Routledge Encyclopedia of Jewish Writ-
ers of the Twentieth Century, επιμ. Sorrel Kerbel, Talor & Francis Books,
Λονδίνο 2003
O Πήτερ Σάφερ για το έργο του
Αφροδίτη / Ντετέκτιβ
26
ρεσιτάλ υποκριτικής του Μπράιαν Μπέντφορντ στον ρόλο του
Μπομπ –ο εκπληκτικός αυτός ηθοποιός ήταν αξέχαστος και ως Κλάιβ
στο έργο Άσκηση πέντε δακτύλων– σταμάτησαν σύντομα, εξαιτίας
της δολοφονίας του Προέδρου Κένεντι, περίπου επτά εβδομάδες
μετά την έναρξη. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην πόλη δεν σήκωνε
ούτε κατά διάνοια την κωμωδία και, παρόλο που η εφημερίδα Τάιμς
της Νέας Υόρκης εκθείαζε τον Ντετέκτιβ, η δυσοίωνη διάθεση
της περιόδου οδήγησε στο να κατέβει, συμπαρασύροντας και το
ρομαντικό έργο του δίπτυχου.
Πήτερ Σάφερ στον πρόλογό του Τhe Collected Plays of Peter Shaffer,
Harmony Books, New York, 1982, σσ. viii-x
Το μάτι του ντετέκτιβ:
εξιχνιάζοντας το μυστήριο ενός νεκρού γάμου.
28
διακρίνονται καυστικά σχόλια, που υπονομεύουν τις συμβάσεις και
αποκαλύπτουν τις έμμεσες σχέσεις εξουσίας που ενυπάρχουν στην
κοινωνία.
***
Από τον τίτλο ακόμη, ο συγγραφέας κάνει ένα πρώτο σχόλιο: αυτό
που ονομάζει ως «δημόσιο μάτι» είναι μάλλον η οξυδερκής ματιά του
ντετέκτιβ, που διαπερνά τις κοινωνικές συμβάσεις και καταφέρνει
να διακρίνει όσα κρύβονται πίσω από τη βιτρίνα των κοινωνικών
29
και προσωπικών σχέσεων. Η εκκεντρικότητα του ίδιου και η εν μέρει
απρεπής στάση του, μέσα από την πλήρη αδιαφορία για το εργασιακό
του καθήκον και τον κοινωνικό του ρόλο, του διασφαλίζουν
μία σχετικά καθαρή ματιά απέναντι στην κοινωνική υποκρισία.
Διαθέτοντας την απόσταση και τη νηφαλιότητα που απαιτείται, αλλά
και την ικανότητά του να διακρίνει τα πραγματικά συναισθήματα,
καταφέρνει και επιδρά καταλυτικά στη ζωή του παντρεμένου
ζευγαριού, που έχει εγκλωβιστεί σε ρόλους και συμβάσεις. Ο
Τζούλιαν επομένως, δεν είναι ένας απλός ντετέκτιβ. Είναι ένας
ξεχωριστός χαρακτήρας που με την ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία του,
εξιχνιάζει τα μυστήρια που κρύβονται στις ανθρώπινες σχέσεις μέσα
από τα αδιέξοδα που δημιουργούν οι καθημερινοί θύτες και θύματα
των σχέσεων αυτών. Το γεγονός μάλιστα ότι ο ίδιος, όπως ομολογεί
μέσα στο έργο, είναι ανίκανος να δημιουργήσει μια ιδιωτική ζωή,
αυτή του η αδυναμία, τον τοποθετεί στη θέση του περιθωρίου∙ μια
θέση που ενισχύει την αποστασιοποιητική του ματιά.
Από την άλλη μεριά, ο Σάφερ στον χαρακτήρα του Τσαρλς σχολιάζει
την αντρική κτητικότητα και την ανάγκη για κυριαρχία. Ο Τσαρλς
θεωρεί την Μπελίντα, τη γυναίκα του, προσωπικό του δημιούργημα.
Η ίδια η γνώση και η καλλιέργεια του Τσαρλς μετατρέπονται σε
εργαλεία χειραγώγησης και λειτουργούν ως δυνατότητες επιβολής
και εξουσίας, με στόχο την πλήρη υποταγή της γυναίκας του. Στο
σημείο αυτό ο συγγραφέας οδηγείται στο εξαιρετικά οξύ σχόλιο
για τον κοινωνικό διαχωρισμό και τη διάκριση που επιτυγχάνεται
μέσω της κατοχής του πολιτιστικού κεφαλαίου. Η μόρφωση και
η καλλιέργεια λειτουργούν ως πιστοποίηση ανωτερότητας και
υπεροχής. Ωστόσο, η εμμονή του Τσαρλς για το καλό γούστο, τον
καθιστά έναν άνθρωπο άβουλο, έναν χαρακτήρα ανελεύθερο, που
έχει χάσει κάθε ικανότητα να σκέφτεται και να αισθάνεται:
«Φοβάται τόσο πολύ να επηρεαστεί από τη ζωή που με το ζόρι
υπάρχει. Φοβάται τόσο να μη φανεί ανόητος που υψώνει γύρω
του τείχη ηθικής και καλού γούστου. Τι θα ’πρεπε να κάνεις, τι
θα ’πρεπε να αισθάνεσαι. Έχτισε την ψυχή του σε σκοτεινό τάφο.
[…] Αν ακούσεις μια μουσική ξέρεις από την αρχή αν σ’ αρέσει ή
όχι. Αυτός δεν θα ξέρει τι να νοιώσει μέχρι να μάθει ποιος είναι ο
9
συνθέτης».
30
Στο σχήμα αυτό που προκύπτει από τους χαρακτήρες των δύο
αντρικών προσώπων, έρχεται να προστεθεί η ίδια η Μπελίντα, γύρω
από την οποία πλέκεται όλη η υπόθεση του έργου. Με την είσοδό
της στη σκηνή διεκδικεί θέση και άποψη για τον εαυτό της. Οι
άλλοι δύο σταματάνε να μιλάνε και να αποφασίζουν ερήμην της.
Η Μπελίντα είναι ο χαρακτήρας που μέσα από την αθωότητά της,
συνεχώς διαφεύγει. Ενώ ο σύζυγός της νομίζει ότι τη διαμορφώνει
(και με τον τρόπο αυτό την ελέγχει), εκείνη καταφέρνει να κρατήσει
ζωντανό τον αυθορμητισμό της, την ειλικρινή (και ταυτόχρονα
απλοϊκή) ματιά της για τη ζωή, και έτσι, διασφαλίζει για τον εαυτό
της πολύ μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας από αυτόν που θεωρητικά
διαθέτει ο σύζυγός της. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μπελίντα, αντί να
παρακολουθείται από τον πληρωμένο ντετέκτιβ, τελικά καταφέρνει
να τον παρακολουθεί εκείνη. Με αυτή τη συνθήκη ο συγγραφέας,
πέρα από το κωμικό εύρημα, πετυχαίνει και μια αντιστροφή
του γυναικείου ρόλου, από αντικείμενο (παρακολούθησης) σε
υποκείμενο δράσης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια σχέση κατά
κάποιον τρόπο ισότιμη, με την έννοια ότι οι ρόλοι εναλλάσσονται: ο
ένας οδηγεί, ο άλλος ακολουθεί και αντίστροφα. Και όλο αυτό σε μια
αμοιβαία τροφοδότηση ζωτικής ενέργειας. Ακόμα και αν ο Τζούλιαν
ισχυρίζεται πως είναι το μάτι που την παρακολουθεί και που την
ξέρει καλύτερα από όλους, αυτή καταφέρνει πάλι να διαφύγει από
τον ρόλο του αντικειμένου. Η Μπελίντα όταν κάνει πως υπακούει
κάποιον, στην πραγματικότητα επιλέγει να παίξει ένα παιχνίδι. Και
αυτό γιατί μέσα από την παιδικότητα και την υποτιθέμενη αφέλειά
της, αναδεικνύεται μια βαθιά σοφία, που πηγάζει από την ειλικρίνεια
και την αυθεντικότητα με την οποία ξέρει να δέχεται τη ζωή. Τελικά,
είναι ο χαρακτήρας που όχι μόνο φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα
από τους άλλους δύο, αλλά και να έχει την ικανότητα να ελέγχει τα
πάθη που δεν την ωφελούν (όπως είναι η ζήλια) και να δίνει χώρο
στα συναισθήματα που την τροφοδοτούν, ώστε να ευδοκιμήσουν
μέσα της.
***
Στην Ελλάδα τα δύο μονόπρακτα, The Private Ear και The Public Eye,
παίχτηκαν πρώτη φορά μαζί στο θέατρο «Ακάδημος» από τον θίασο
Γιάννη Φέρτη και Ξένιας Καλογεροπούλου, τη θεατρική περίοδο 1966-
1967, με τίτλο Η Αφροδίτη και Ο Ντετέκτιβ. Τα δύο έργα σε μετάφραση
Κώστα Σταματίου, σκηνοθετήθηκαν από τον Τίτο Φαρμάκη. Στον
Ντετέκτιβ, τους ρόλους ερμήνευσαν ο Γιάννης Φέρτης, η Ξένια
Καλογεροπούλου και ο Άγγελος Αντωνόπουλος.
32
Για τις ερμηνείες των ηθοποιών ο Βάσος Βαρίκας έγραψε στην
εφημερίδα Τα Νέα:
33
Σημειώσεις
34
Η σκηνοθέτρια της παράστασης Έφη Δρόσου
41
Ένας σύγχρονος κι αστείος Άγιος Βαλεντίνος
Αναφορικά με το ίδιο το έργο, είναι ευχάριστο, με πολλές ανατροπές
(τις περισσότερες εκ των οποίων τις δημιουργεί ο ίδιος). Θα σου
έλεγα πως είναι ένας σύγχρονος αστείος Άγιος Βαλεντίνος που
τελικά σώζει έναν ρημαγμένο γάμο. Βοηθά με τον τρόπο του τους
χαρακτήρες του ζευγαριού, να ξαναχτίσουν επί της ουσίας την
σχέση τους. Είναι η επιτομή του ανθρώπου που αισθάνεται και δρα
εν τη ελευθερία του με αυθορμητισμό. Κάνει ό,τι του… κατέβει στο
κεφάλι. Έχει τρελή αδυναμία στο φαγητό και στα γλυκά. Είναι τόσο
απρόβλεπτος, που ενώ συμβαίνουν πράγματα, εκείνος μπορεί έτσι
στα καλά καθούμενα να σταματήσει για να φάει… Προκλητικός
χαρακτήρας δρα όπως θέλει, κάνει ότι νιώθει, κι αν αντιληφθεί
ότι είναι κάτι για το συμφέρον του θα το πει, διαφορετικά θα το
κρύψει…
42
τρόπο. Δεν την αφήνει να ανθίσει… Να εξελιχθεί και μαζί κι ο ίδιος
μέσα απ’ τη δυαδικότητα…
Όμως το… «χαλινάρι», δεν είναι του χαρακτήρα της… Εκεί έρχεται
ο Ντετέκτιβ, αντιλαμβάνεται τι δημιουργεί το μεταξύ τους χάσμα,
και επιχειρεί να βρεθεί μια χρυσή τομή για να επουλωθούν οι πληγές
που έχουν ανοίξει και να τα βρουν ξανά. Σε ένα σημείο μάλιστα του
έργου λέει: «Πόσα διαζύγια θα γλιτώναμε αλήθεια, αν απλώς οι
άνθρωποι το βούλωναν κι άκουγαν ο ένας τον άλλο».
Μεγάλο Μάτι
Το «μεγάλο μάτι» κάποτε φορούσε καμπαρντίνα και κυνηγούσε
να φωτογραφίσει κρυμμένος πίσω από εφημερίδες και περιοδικά,
στημένος για ώρες έξω από σινεμά και καμουφλαρισμένος πίσω
από στύλους στα σοκάκια… Σήμερα είμαστε όλοι τσιπαρισμένοι,
αυτάρεσκα και αυτο-καταγραφικά, με συνεπή κι άρα καθημερινή
ροή «ποσταρισμάτων», απαθανατίζουμε μόνοι τα γεγονότα της
τρέχουσας πραγματικότητάς μας
–σημαίνοντα ή συχνά κι από έθος ασήμαντα– εκτιθέμεθα δημόσια
και το «επικοινωνώ άρα υπάρχω», μεταμορφώθηκε σε «είμαι στα So-
cial άρα υπάρχω». Το «μεγάλο μάτι» το κουβαλάμε στην τσέπη, στην
τσάντα, στη δουλειά και στην κρεβατοκάμαρά μας. Υποκατέστησε
κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις – τη μεγάλη βόλτα μας
στη ζωή. […]
45
γάμο με μια γυναίκα που έχει τα μισά του χρόνια, ένα κορίτσι
χαμηλότερης –όταν την γνώρισε– κοινωνικής τάξης που το επιλέγει
γιατί επιδιώκει να αναδειχθεί σε Πυγμαλίωνάς της διαμορφώνοντας
τον χαρακτήρα της, μου είναι αντιπαθής. Αν σε αυτό αθροίσει κανείς
το ότι είναι πατριαρχικός και ρατσιστής, μόνιμα τυπολάτρης και
κοινωνικο-αναφορικός, ότι ακόμη και απ’ το επάγγελμα που επέλεξε
στη ζωή του (είναι λογιστής) προκύπτει ότι αρέσκεται να υπηρετεί
συμφέροντα και, την ίδια ώρα, τις δικές του στιγμές τις αποτιμά
και πάλι με οικονομικούς όρους, αντιλαμβάνεται κανείς πως είναι
δύσκολο να τον συμπαθήσεις.
Νομίζει ότι αγαπάει την Μπελίντα κι ίσως ελπίζει ότι στο μέλλον
σταθεί ικανός να την αγαπήσει. Αυτό που νοιώθει, όμως τώρα, όχι,
δεν χαρακτηρίζεται ως αγάπη. Είναι σκληρός και μόνιμα επικριτικός
απέναντί της, υποτιμητικός καθώς θεωρεί ότι μόνον αυτός ξέρει
πάντα το σωστό. Στον αντίποδα βλέπουμε μια νεαρή γυναίκα που
επιθυμεί διακαώς να ζήσει την ουσία της ζωής, να δημιουργήσει
αληθινές σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω, να νιώσει ελεύθερη,
να αφεθεί στα αισθήματά της και να αποτινάξει τον ζυγό της δήθεν
ύπαρξης. Η ίδια δεν αποζητά έναν άλλο άνδρα… Ο Τσαρλς όμως
αμφιβάλλει, οπότε ψάχνει για αποδείξεις… Μαθημένος μάλιστα
απ’ το επάγγελμά του να τις συλλέγει, αυτό επιδιώκει και στην
προσωπική του ζωή μαζί της. Αν και ακριβώς επειδή θέλει να την
κάνει καθ’ εικόνα και ομοίωσή του, δεν θα έπρεπε να την ψάχνει,
γιατί, με τόση προβολή του εαυτού του πάνω της… μάλλον τον
εαυτό του κυνηγάει…. Και μάλλον αυτόν δεν αγαπάει… Όσο για
τον διονυσιακό, δικό της κόσμο, τον απορρίπτει συλλήβδην, δεν
τον αντιπροσωπεύει, δεν τον γνωρίζει, είναι άκρως ελληνικός, τον
υποτιμά και δεν υπάρχει καν στη φιλοσοφία του.
47
Η Νατάσσα Δαλιάκα για τον ρόλο της
Μπελίντα και τις σχέσεις
Είναι μια γυναίκα της εποχής της… Κάπου εκεί στα μέσα της
δεκαετίας του 1960, στο Λονδίνο. Ζει, νεαρή κι η ίδια, την
επανάσταση των νέων απ’ τον συντηρητισμό και τον επιβαλλόμενο
καθωσπρεπισμό, που αποζητούν νέους τρόπους έκφρασης και
επικοινωνίας συνύπαρξης. Ένα πλάσμα που διεκδικεί τον ζωτικό της
χώρο για να υπάρξει εν τη ελευθερία της. Μιαν ελευθερία όμως, που
δεν θα κατακτηθεί με απόρριψη προς το κοινωνικό της περίγυρο
ή εις βάρος τρίτων. Η Μπελίντα θέλει να είναι ελεύθερη μέσα
απ’ τον πλησίον, μαζί με τον πλησίον. Έχει έναν αφοπλιστικό και
λιγάκι αφελή θα έλεγα τρόπο να βλέπει τη ζωή. Διακατέχεται από
μια παιδιάστικη αθωότητα κι έχει τον τρόπο της να φυλά όλα όσα
τις χρειάζονται και να πετά ότι την βαραίνει. Όπως λόγου χάρη οι
άπειρες κοινωνικές συμβάσεις στις οποίες αρέσκεται να την πνίγει ο
ίδιος της ο σύζυγος. Ένα τύπος κολλημένος στην τάξη του και τους
νόμους της. Η Μπελίντα, όμως, υποφέρει εξ’ αιτίας όλων αυτών, και
καθώς είναι αυθεντική, αντιτίθεται ποικιλότροπα και τελικά κάνει
ό,τι θέλει.
Μπελίντα-Τσαρλς
Το έργο βρίσκει το ζεύγος, σε μια κομβική για την σχέση τους στιγμή.
Εκείνος την πιέζει να υπακούσει κανόνες και κανονικότητες. Θέλει να
της επιβληθεί, να της βάλει που λέμε «τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι».
Εκείνη πάλι, με τη διάχυτη εφηβική της επαναστατικότητα, αρνείται
να του δώσει δικαιώματα για να την… «καλουπώσει». Η αλήθεια
είναι πως, τον αγαπά. Διαφορετικά δεν θα επέμενε να βρουν μια
λύση. Δεν θα έκανε εμφάνιση – έκπληξη στο γραφείο, δε θα καθόταν
να του μιλήσει, δε θα πειραματιζόταν σε «όρκους σιωπής» (αν και
πιστεύω πως αν δεν «λειτουργήσει» θα το απορρίψει κι αυτό). Ο
άνδρας της δεν την γνωρίζει πραγματικά. Τώρα καλείται να την
μάθει, μέσα απ’ τη σιωπή θα ειπωθούν οι αλήθειες της.
48
Κάτι έχει να της προσάψει πάντα, και νοιώθει πως δεν είναι αρκετή
για κείνον, νοιώθει ότι την απορρίπτει. Κι εκεί του «γυρνάει την
πλάτη». Όσο για την σχέση που αναπτύσσει με το τρίτο πρόσωπο
είναι «βαλβίδα αποσυμπίεσης» που της επιτρέπει να ξαναγυρνά
στον εαυτό της, γνωρίζοντας την νέα της πλευρά που μέσα απ’ την
καινούρια σχέση ανθίζει. Η συναρπαστική βόλτα τους είναι στον ίδιο
της τον εαυτό που ελεύθερα νοιώθει, δρα και συλλογάται. Όταν τα
πράγματα φθάνουν στο δια ταύτα, όταν το εκκολαπτόμενο ειδύλλιο
τείνει να πάρει σάρκα και οστά, κάνει πίσω, γιατί εκεί ακριβώς,
συνειδητοποιεί ότι δεν αποζητά κανένα τρίτο πρόσωπο στη ζωή της
αλλά απλά και μόνο τη ζωή της.
Μπελίντα-Τζούλιαν
Ιδιαίτερη σχέση, όμορφη, με τρυφεράδα μεγάλη. Οι δυο τους μάλλον
μοιάζουν σαν δυο παιδιά που παίζουν, σαν δυο έφηβοι που ο ένας
κατανοεί τον άλλον, παρά σαν εραστές. Το λέει και ο ΣΑΦΕΡ στο
έργο «όταν είμασταν βωβοί καλύτερα καταλαβαίναμε ο ένας τον
άλλον».
Του δίνει την υπόστασή του όταν μετά τις δικές του παρακολουθήσεις
αρχίζει κι εκείνη να τον ακολουθεί. Να κοινωνεί πράγματα που του
αρέσουν, να τον αφήνει να διαμορφώνει ο ίδιος τη βόλτα στη ζωή…
Για πρώτη φορά στα χρονικά της ζωής του τζογάρει κι εκείνος και
όχι εκ του ασφαλούς. Όχι καλυμμένα… Αποκαλύπτεται, βγαίνει
μπροστά, είναι ορατός, συμμετοχικός… Υπάρχει! Και μάλιστα σε μια
εποχή που οι άνθρωποι είχαν το δικαίωμα να εξαφανίζονται ακόμα,
μες το πλήθος…
Έφη Δρόσου
Μετάφραση-Σκηνοθεσία
Δανάη Πανά
Σκηνογραφική επιμέλεια
52
διδάσκει σκηνογραφία-ενδυματολογία στη Δραματική Σχολή
Ίασμος Β. Διαμαντόπουλος. Έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός
θεατρικής αγωγής (2010-2014).
Χρήστος Μπρούφας
Κοστούμια
Στέλιος Ντάρας
Μουσική
53
και τη σύνθεση κάποιων τραγουδιών. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός
παραγωγός και έχει συνθέσει μουσική για ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά
σποτ. Από το 2003 συνεργάζεται ως ηχολήπτης με εταιρίες ηχητικών
εγκαταστάσεων ενώ υπήρξε υπεύθυνος ήχου και προβολών στο 49ο
και 50ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και στο διεθνές
φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Θεσσαλονίκης. Από το 2007
εργάζεται ως ηχολήπτης στο ΚΘΒΕ.
Στέλιος Τζολόπουλος
Φωτισμοί
Βαλλεντίνα Κόπτη
VideoArt
54
Βιογραφικά σημειώματα ηθοποιών
Δημήτρης Διακοσάββας
Θοδωρής Πολυζώνης
55
Π. Παναγιωτοπούλου, Σ. Τζίτζη, Α. Μαριανό, Γ. Σαμπάνη, Π.
Καρκανεβάτο, Σ. Γκορίτσα. Είναι συντονιστής της θεατρικής
ομάδας του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας του ΑΠΘ.
Νατάσσα Δαλιάκα
56
Υπεύθυνοι Παράστασης Προϊστάμενοι Τμημάτων
Φροντίστρια
Αννα-Μαρία Βάσιακ
Ενδύτρια
Μαντώ Καμάρα Υπεύθυνοι χώρων
Ντετέκτιβ
Πήτερ Σάφερ
Public Eye – Peter Shaffer