You are on page 1of 68

ntng.

gr
2021-2022
Παραγωγή προγραμματισθείσα επί Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης
Νίκου Κολοβού (Καλλιτεχνικού Διευθυντή) &
Νίκου Νικολάου (Αναπληρωτή Καλλιτεχνικού Διευθυντή)
Ντετέκτιβ
Πήτερ Σάφερ
Public Eye – Peter Shaffer

Πρώτη παράσταση: Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022


ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Η άδεια για την από σκηνής θεάτρου παρουσίαση του έργου χορηγήθηκε από την
Ελληνική εταιρία THE ARTBASSADOR / Performing Arts
Management (www.theartbassador.gr) για λογαριασμό των δικαιούχων των
δικαιωμάτων του συγγραφέα PETER SHAFFER και του ατζέντη αυτού
MACNAUGHTON LORD REPRESENTATIONS (www.mlrep.com)
Public Eye - Peter Shaffer
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Έφη Δρόσου
Σκηνογραφική επιμέλεια: Δανάη Πανά
Κοστούμια: Χρήστος Μπρούφας
Μουσική: Στέλιος Ντάρας
Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος
Video art: Βαλλεντίνα Κόπτη
Φωτογράφιση παράστασης: Τάσος Θωμογλου

Διανομή (με σειρά εμφάνισης)

Δημήτρης Διακοσάββας Τζούλιαν


Θοδωρής Πολυζώνης Τσαρλς
Νατάσσα Δαλιάκα Μπελίντα
Σημείωμα σκηνοθέτη

Γιατί τον Ντετέκτιβ, που κανονικά ο τίτλος του είναι Δημόσιο μάτι;

Το δημόσιο μάτι, οι νοοτροπίες, οι εμμονές, τα πρέπει, ο κοινός νους.

Από το 1960 τι άλλαξε; Τι ξεπεράσαμε;

Ο πολιτισμός και οι γνώσεις μάς βοήθησαν να γίνουμε πιο ελεύθεροι;

Ο Σάφερ, έξυπνα, μας προσφέρει γρήγορα το πρώτο χαμόγελο που


σύντομα γίνεται γέλιο. Όλοι έχουν μυστικά, όλοι φορούν προσωπεία,
όλοι είναι ένοχοι και αθώοι μαζί.

Ένα κείμενο γεμάτο ανατροπές με έντονο το κωμικό στοιχείο και


βαθιές βουτιές στην εξομολογητική διάθεση των χαρακτήρων.

Έφη Δρόσου
Πήτερ Σάφερ, [Λέβιν]
Peter Shaffer, [Levin]

Θεατρικός συγγραφέας, πρώην ανθρακωρύχος (ΣτΜ: ως κληρωτός


στο πλαίσιο βρετανικού προγράμματος για την ανάκαμψη της
παραγωγής άνθρακα που είχε σημειώσει πτώση, λόγω του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου) και βιβλιοθηκάριος. To πρώτο έργο του, που
σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, ήταν η
Άσκηση πέντε δακτύλων [πρωτότυπος τίτλος: Five Finger Exercise]
(1958), που διαδραματιζόταν σε ένα εξοχικό ησυχαστήριο και ήταν
γραμμένο σύμφωνα με τις αρχές του «καλοφτιαγμένου έργου» (ΣτΜ:
δηλαδή, έργου που χαρακτηρίζεται από επιδεξιότητα στη σύνθεση
της πλοκής), είδος που δεν συνηθιζόταν πλέον, καθώς θεωρούνταν
ξεπερασμένο. Μετά από δύο ακόμη κωμωδίες με τίτλους Αφροδίτη
[πρωτότυπος τίτλος: Private Ear] και Ντετέκτιβ [πρωτότυπος
τίτλος: Public Eye] (1962) και μια ξεχασμένη παντομίμα (ΣτΜ:
είδος θεαματικής κωμωδίας που παίζεται στην Αγγλία συνήθως τα
Χριστούγεννα) που έγραψε για τη σκηνοθέτη Τζόαν Λίτλγουντ, ο
Σάφερ έγραψε Το βασιλικό κυνήγι του ήλιου [πρωτότυπος τίτλος:
Τhe Royal Hunt of the Sun] (1964), μια επική ιστορία για την
ισπανική κατάκτηση του Περού των Ίνκας, όπου χρησιμοποίησε
μια πρωτοποριακή μείξη μιμικής, διαλόγου, τελετουργίας και
μουσικής, που σύντομα χαρακτηρίστηκε ως total theatre (ΣτΜ:
δηλαδή, θεατρικό έργο όπου όλα τα επιμέρους στοιχεία –μουσική,
φωνή, κίνηση, θέαμα– συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο σύνολο). Η
παράσταση σημείωσε επιτυχία –μάλιστα ήταν η πρώτη επιτυχία
σύγχρονου έργου στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου. Αντίστοιχη
επιτυχία, πάλι στο Εθνικό Θέατρο, είχε και η Μαύρη κωμωδία
[πρωτότυπος τίτλος: Black Comedy] (1965), μια ιδιοφυής φάρσα, η
οποία, αν και εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια μιας διακοπής ρεύματος,
παίζεται σε φωτισμένη σκηνή. Το έργο παίχτηκε αργότερα στο
Γουέστ Εντ μαζί με τους Αθώους ψεύτες [πρωτότυπος τίτλος: White
Liars] (1976). Ακολούθησε μια αποτυχία, The Battle of Shrivings
[πρωτότυπος τίτλος: Η μάχη των εξομολογήσεων] (1970), με θέμα
τα όρια του πασιφισμού. Σειρά είχαν δύο ακόμη μεγάλες επιτυχίες
στο Εθνικό Θέατρο: το Έκβους [πρωτότυπος τίτλος: Equus] (1973),

18
με πρωταγωνιστή έναν ψυχίατρο ο οποίος αναλαμβάνει ένα αγόρι
που έχει τυφλώσει έξι άλογα, έργο που σηματοδοτεί μια στροφή
του Σάφερ στη θεατρικότητα του 1964, και το εξίσου δημοφιλές
Αμαντέους [πρωτότυπος τίτλος: Amadeus] (1979), που αφηγείται
τον ανταγωνισμό μεταξύ Μότσαρτ και Σαλιέρι. Τα έργα αυτά
προηγήθηκαν του Ιωναδάβ [πρωτότυπος τίτλος: Yonadab] (1985,
Εθνικό Θέατρο), που παρουσιάζει την πτώση του οίκου του Δαυίδ
κατά την Παλαιά Διαθήκη και μαρτυρά μια στροφή του Σάφερ
σε παλαιότερα μονοπάτια. Η κωμωδία Κοκτέιλ από τσουκνίδα
[πρωτότυπος τίτλος: Lettice and Lovage] (1987) ήταν μια τεράστια
επιτυχία στο Γουέστ Εντ, όπου πρωταγωνιστούσαν η Μάγκι Σμιθ και
η Μάργκαρετ Τάιζακ ως δύο εκκεντρικές μεσήλικες γυναίκες που
διακηρύσσουν την προσωπική αυθεντικότητα και περιφρονούν το
«απλό» παρόν αναπαριστώντας ιστορικές σκηνές.

H μακρόχρονη σχέση του Σάφερ με το Εθνικό Θέατρο τού έδωσε


τη δυνατότητα να αναπτύξει το γνωστό θεαματικό στυλ του, αλλά
μερικοί κριτικοί έχουν υπαινιχθεί ότι η πομπώδης θεατρικότητά
του κρύβει μια πνευματική ρηχότητα. Η συνεχής αναζήτηση για το
θείο και η υπερβολική εκκεντρικότητα των χαρακτήρων του δεν
χαίρουν πάντα εκτίμησης. Ωστόσο, ο Σάφερ παραμένει δημοφιλής
για τη φαινομενικά αβίαστη ικανότητά του να επιστρατεύει
όλες τις δυνατότητες που προσφέρει το θέατρο για να αφηγείται
τις αινιγματικές του ιστορίες. Ο δίδυμος αδερφός του, Άντονι
[Τζόσουα] (1926-2001), επίσης θεατρικός συγγραφέας, έγινε
ευρύτερα γνωστός για το Σλουθ [πρωτότυπος τίτλος: Sleuth] (1970),
μια νέα προσέγγιση του είδους των θρίλερ που διαδραματίζονται σε
ένα σπίτι στην εξοχή και την καλτ ταινία Το καταραμένο σκιάχτρο
[πρωτότυπος τίτλος: Τhe Wicker Man] (1974). Ο Πήτερ Σάφερ
τιμήθηκε με τον τίτλο του Σερ το 2000. [ΣτΕ: Ο Πήτερ Σάφερ πέθανε
στις 6 Ιουνίου 2016].

Dan Rebellato, “Peter Shaffer”, στο: Τhe Continuum Companion to Century


Theatre, επιμ. Colin Chambers, Continuum 2002.

19
Πηγές:
Virginia Cooke and Malcolm Page, File on Shaffer (1987)
C. J. Giannakaris, Peter Shaffer (1992)
Dennis A. Klein, Peter Shaffer (1979)
Dennis A. Klein, Peter and Anthony Shaffer: A Reference Guide (1982)
M. K. MacMurragh-Kavanagh, Peter Shaffer: Theatre and Drama (1998)
Πήτερ Σάφερ
Εργοβιογραφία

O Πήτερ Σάφερ βρέθηκε στο κέντρο των θεατρικών εξελίξεων στην


αρχή της τρίτης δεκαετίας της ζωής του. Από το 1958, που έκανε
πρεμιέρα το πρώτο θεατρικό έργο του, Άσκηση πέντε δακτύλων,
υπήρξε ένας από τους πιο καταξιωμένους θεατρικούς συγγραφείς
στη Βρετανία και την Αμερική. Σχεδόν όλα τα έργα του είχαν
τεράστια απήχηση, τόσο στους κριτικούς όσο και στους θεατές. Τα
θεατρικά έργα του Σάφερ κέρδισαν πολλά σημαντικά βραβεία, όπως
και οι κινηματογραφικές μεταφορές τους.

Γόνος μιας οικογένειας ορθόδοξων εβραίων του Λίβερπουλ, ο


Σάφερ πήγε σχολείο στο Λονδίνο. Αφού δούλεψε τρία χρόνια ως
κληρωτός ανθρακωρύχος στο Κεντ, πήγε να σπουδάσει ιστορία
στο Κέιμπριτζ. Ύστερα από μερικά απογοητευτικά χρόνια στη Νέα
Υόρκη, επέστρεψε στην Αγγλία και κατέληξε να δουλεύει για έναν
μουσικό εκδοτικό οίκο. Αυτή η ενασχόλησή του, σε συνδυασμό με
το ότι σε νεαρή ηλικία είχε κάνει μαθήματα πιάνου, προίκισε τον
Σάφερ με ένα μουσικό υπόβαθρο που χρησιμοποίησε ευρηματικά σε
πολλά έργα του.

Ο Σάφερ ξεκίνησε τη συγγραφική καριέρα του γράφοντας


αστυνομικά μυθιστορήματα σε συνεργασία με τον δίδυμο αδελφό
του Άντονι Σάφερ, συγγραφέα του θεατρικού έργου Σλουθ. Στη
συνέχεια, ο Πήτερ Σάφερ έγραψε έργα για την τηλεόραση και το
ραδιόφωνο, ένα μέσο στο οποίο επέστρεψε το 1989 με το έργο
Whom Do I Have the Honour of Addressing? [Σε ποιον έχω την τιμή
να απευθύνομαι;], έναν μονόλογο που ρίχνει φως στη διφορούμενη
σχέση του Σάφερ με την Αμερική, που ήταν για πολλά χρόνια το
δεύτερο σπίτι του.

Στο πρώτο του έργο για την τηλεόραση, The Salt Land [Η γη του
αλατιού], o Σάφερ ερευνά την κατάσταση στο Ισραήλ αμέσως μετά
τη γέννηση αυτού του κράτους. Το έργο διερευνά το χάσμα ανάμεσα
στην αυστηρή πίστη στις Γραφές και στην αμιγή ιδιοτέλεια, μια
μάχη που διεξάγεται ανάμεσα σε δυο αδελφούς, προοικονομώντας
θέματα της μετέπειτα συγγραφικής πορείας του Σάφερ. Ωστόσο, με
εξαίρεση την Άσκηση πέντε δακτύλων, μέχρι να γράψει Το βασιλικό
κυνήγι του ήλιου, o Σάφερ δεν προσέγγισε τόσο σοβαρά ζητήματα
όπως τον ρόλο της θρησκείας στην μοντέρνα κοινωνία, τη
συμμόρφωση στις παραδόσεις και το να ζεις μια αυθεντική ζωή.

Στο έργο Άσκηση πέντε δακτύλων, που διαδραματίζεται στο εξοχικό


σπίτι μιας μεσοαστικής οικογένειας, οι λανθάνουσες οικογενειακές
εντάσεις στρέφονται εναντίον του δασκάλου της κόρης, του νεαρού
πρόσφυγα Γουόλτερ. Έχοντας διαφύγει από τη Γερμανία, εξαιτίας
της εμπλοκής των γονιών του στο ναζιστικό καθεστώς, και ενώ
προσπαθεί να τακτοποιηθεί, ο Γουόλτερ επιχειρεί ανεπιτυχώς να
αυτοκτονήσει, προκειμένου να μην χάσει μια ακόμη οικογένεια. Δύο
ακόμη μοτίβα της γραφής του Σάφερ αναπτύσσονται πλήρως εδώ:
η χειραγώγηση και η εξαπάτηση ως φαινόμενα που διέπουν συχνά
τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι μεταξύ τους
καθώς και η προβληματική αγάπη μεταξύ γονιών και παιδιών, αφού
οι σχέσεις αυτές είναι στιγματισμένες με ερωτήματα σχετικά με την
αλήθεια, την εμπιστοσύνη και την εξουσία.

Στα μονόπρακτα που ακολουθούν, ο Σάφερ διατηρεί το ενδιαφέρον


του για αντίστοιχα θέματα αλλά κυρίως παρουσιάζει πνευματώδεις
και σατιρικές κωμωδίες, με πιο επιτυχημένη τη Μαύρη κωμωδία.
Παίζοντας σε απόλυτο σκοτάδι (που, όμως, στο κοινό παρουσιάζεται
ως έντονο φως), ο γλύπτης Mπρίντσλεϊ δέχεται ταυτόχρονα δύο
επισκέπτες, έναν εβραίο έμπορο έργων τέχνης και τον πατέρα της
αρραβωνιαστικιάς του. Η απροειδοποίητη επιστροφή του γείτονά
του, του οποίου τις πολυαγαπημένες αντίκες έχει δανειστεί κρυφά
ο Mπρίντσλεϊ για να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους του, καθώς
και η επανεμφάνιση της πρώην ερωμένης του Κλέα, προσφέρουν το
δραματικό πλαίσιο για ξεκαρδιστικές συναντήσεις.

Το επικό δράμα Το βασιλικό κυνήγι του ήλιου είναι το πρώτο έργο


όπου ο Σάφερ στήνει ένα θεατρικό θέαμα μεγάλης κλίμακας. Το
έργο διαδραματίζεται στην αυτοκρατορία των Ίνκας την εποχή των
κονκισταδόρων και παρουσιάζει την καταστροφή του γηγενούς
πολιτισμού μέσω συγκεκριμένων στάσεων των Ευρωπαίων: τον

22
πόθο τους για τον χρυσό, την ανικανότητά τους να εμπιστευτούν
και να ελπίσουν καθώς και την χριστιανική υποκρισία.

H μάχη των εξομολογήσεων, που γράφτηκε και ξαναγράφτηκε πολλές


φορές, έχει ως χώρο δράσης μια αγγλική έπαυλη, όπου μένουν ο Σερ
Γκίντιον και δυο νέοι από τους συντρόφους του στο φιλειρηνικό
κίνημα. Με τον ερχομό του, ο ποιητής Μαρκ Άσκελον εμπλέκει
τον πρώην μέντορά του Γκίντιον σε έναν επικίνδυνο ανταγωνισμό.
Ο Μαρκ προκαλεί τους οικοδεσπότες του, ισχυριζόμενος ότι η
συμπεριφορά του θα τους αναγκάσει να τον διώξουν διά της βίας,
αναιρώντας τον πασιφισμό τους. Πολλά χρόνια πριν, ο Μαρκ είχε
εξορίσει τον ίδιο του τον γιο, που πλέον είναι ο ένας από τους δύο
νέους που μένουν στην έπαυλη, καθώς διαισθάνθηκε σε αυτόν μια
διονυσιακή ικανότητα να πιστεύει και να αισθάνεται η οποία έλειπε
από τον δικό του απολλώνιο εαυτό. Τελικά, συγκινημένος από την
αγάπη του γιου του, ο ποιητής αποδέχεται την ήττα του. Αλλά, ενώ ο
Μαρκ έχει συμφιλιωθεί τόσο με τον γιο του όσο και με τη φιλοσοφία
του Σερ Γκίντιον, το ιδανικό του πασιφισμού έχει πληγεί σημαντικά
από τα βίαια επεισόδια που συνέβησαν, και έτσι το έργο τελειώνει
χωρίς οριστικό συμπέρασμα.

Στο Έκβους, o Σάφερ καταπιάνεται με την ψυχανάλυση,


που αντιπροσωπεύεται από τον ανίκανο και επαγγελματικά
αποπροσανατολισμένο Δρ. Ντάισαρτ. To έργο περιστρέφεται γύρω
από τις συνεδρίες του αναλυτή με τον Άλαν, ένα αγόρι που τύφλωσε
βίαια έξι άλογα. Ο Ντάισαρτ υποθέτει ότι εντάσεις στην οικογένεια
του Άλαν –που έχουν τις ρίζες τους στον αυστηρό καθολικισμό
και τον ταξικό σνομπισμό της μητέρας του καθώς και στον υλισμό
και την υποκρισία του πατέρα του– οδήγησαν τον Άλαν να
αποδράσει σε έναν δικό του κόσμο όπου λάτρευε τα άλογα. Μέχρι
το φρικτό περιστατικό, ο Άλαν συνήθιζε να βιώνει θρησκευτική και
αισθησιακή μακαριότητα όταν βρισκόταν με άλογα. Ο Ντάισαρτ,
αρχικά, γοητεύεται από τον Άλαν αλλά ταυτόχρονα φθονεί τον
αντισυμβατικό ψυχισμό του, στη συνέχεια, όμως, επιχειρεί να τον
βοηθήσει να προσαρμοστεί στη συμβατική κοινωνία, παρόλο που
έχει πια συνειδητοποιήσει τις ελλείψεις της δικής του προσωπικής
και επαγγελματικής ζωής.

23
To έργο Αμαντέους είναι το αριστούργημα του Σάφερ. Το χρονικό
πλαίσιο, που εκτείνεται από τη Βιέννη του Μότσαρτ και του
Σαλιέρι μέχρι το σήμερα, συχνά αλλάζει στο μέσο της πρότασης
καθιστώντας το έργο τεχνικά απαιτητικό αλλά και την ίδια στιγμή
συναρπαστικό. Αυτή η μεταμοντέρνα, εμπνευσμένη από τον
κινηματογράφο, τεχνική που συνδυάζεται με αφήγηση, είναι μια
μέθοδος που ο Σάφερ χρησιμοποιεί σε πολλά έργα του, μάλιστα
με μεγαλύτερη επιδεξιότητα στο Δώρο της γοργόνας [πρωτότυπος
τίτλος: The Gift of the Gorgon]. Στον Αμαντέους, το θρησκευτικό θέμα
εστιάζει στη σύγκρουση ενός ανθρώπου με έναν ανελέητο θεό. Ο
Σαλιέρι λειτουργεί ως ο μέτριος αντίπαλος του συμπαθητικού αλλά
παραγνωρισμένου Μότσαρτ. Έχοντας αφιερώσει όλη τη ζωή του
στο να γράφει θρησκευτική μουσική και στο να ζει ηθικά, ο Σαλιέρι
πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός ότι η αληθινή αισθητική τελειότητα
έχει δοθεί σε έναν χαζοχαρούμενο και ανήθικο άξεστο. Στη συνέχεια,
μηχανορραφεί για να καταπνίξει το θεϊκό ταλέντο του Μότσαρτ,
στήνοντας μάχη με τον θεό, την οποία κερδίζει, φαινομενικά, με
τον θάνατο του Μότσαρτ. Ο Σαλιέρι θα χρειαστεί πολύ καιρό μέχρι
να καταλάβει ότι η τιμωρία του είναι να ζει βλέποντας τη μουσική
και το όνομά του να ξεχνιούνται και το κύρος του να υποβιβάζεται
μέχρι να καταλήξει να μείνει γνωστός ως «προστάτης άγιος των
μετριοτήτων».

Δεδομένου ότι ο Σάφερ απορρίπτει κάθε μορφή ορθόδοξης πίστης


ή απόλυτης αλήθειας, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι στο
έργο Ιωναδάβ παρουσιάζει μια όχι ιδιαίτερα κολακευτική εικόνα του
βασιλιά Δαυίδ και της οικογένειάς του. Με τον αιμομικτικό βιασμό
της Θάμαρ ως κεντρικό θέμα παρμένο από τις Γραφές, ο Σάφερ
πλάθει μια ιστορία βίας και προδοσίας, την οποία διαπλέκει με τη
μάχη του Ιωναδάβ με έναν άδικο θεό, που θυμίζει τον Σαλιέρι στον
Αμαντέους.

24
Τα έργα του Σάφερ κατάφεραν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ
ψυχαγωγίας και φιλοσοφικού προβληματισμού. Παρόλο που αυτό
το δίπολο δέχτηκε κριτική από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις,
ο Σάφερ παραμένει πιστός στο δράμα ως μέσο για να θέσει επί
τάπητος σημαντικά ζητήματα που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα,
από την ψυχανάλυση μέχρι τη βία και τη θρησκεία. Θέματα που
σχετίζονται με την εβραϊκή ταυτότητα σπάνια εμφανίζονται στο
έργο του Σάφερ.

Gerd Bayer, Peter Shaffer, στο: The Routledge Encyclopedia of Jewish Writ-
ers of the Twentieth Century, επιμ. Sorrel Kerbel, Talor & Francis Books,
Λονδίνο 2003
O Πήτερ Σάφερ για το έργο του
Αφροδίτη / Ντετέκτιβ

Το επόμενο έργο μου ήταν το δίπτυχο Αφροδίτη / Ντετέκτιβ


(πρωτότυπος τίτλος: Private Ear / Public Eye). Καθένα τους είχε
τρεις χαρακτήρες και παρουσίαζε όψεις του έρωτα. Στο πρώτο,
εξακολουθούσα, αναμφίβολα, να ελπίζω να με αποδεχτούν δημόσια
με συμπάθεια∙ ο παρεξηγημένος και αδέξιος Μπομπ είχε πολλά
κοινά στοιχεία με εμένα. Ίσως και στο δεύτερο, επιχειρούσα, επίσης,
να προκαλέσω συμπόνοια για άλλες πλευρές του εαυτού μου: του
ανθρώπου που νομίζει ότι έχει γίνει ήδη μεσήλικας ενώ δεν είναι
και αυτού που έρχεται πάντα τρίτος εκεί όπου «στους δύο τρίτος
δεν χωρεί». Αυτή η προσπάθεια ήταν πιθανόν αναπόφευκτη. Οι
θεατρικοί συγγραφείς πρέπει, εν τέλει, όπως και οι ηθοποιοί, να
είναι εγκυκλοπαίδειες ανθρώπινης εμπειρίας: πρέπει να σκάβουν τα
εσώψυχά τους και να ανακαλύπτουν μέσα τους ό,τι έχουν κοινό με
τους συνανθρώπους τους. Υποψιάζομαι ότι η αίσθηση που είχα, όταν
ήμουν νέος, τόσο ότι περνώ απαρατήρητος όσο και ότι είμαι πολύ
προσεκτικός ήταν συναισθήματα με τα οποία ταυτίζονταν πολλοί
θεατές μου. H ολοφάνερη απόλαυση που αντλούσαν από αυτά τα
δυο έργα έμοιαζε να το επιβεβαιώνει απόλυτα.

Το δίπτυχο Αφροδίτη / Ντετέκτιβ παρουσιάστηκε στο Θέατρο


Γκλόουμπ στο Λονδίνο, τον Μάιο του 1962 και στο πρόσφατα
και άδικα κατεστραμμένο Θέατρο Mορόσκο στη Νέα Υόρκη, την
επόμενη χρονιά. Την παραγωγή των έργων έκανε και αυτή τη φορά ο
Χ.Μ. Τένεντ και τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει με πολύ ζωντάνια και
φαντασία ο Πήτερ Γουντ. Η παράσταση του Λονδίνου ήταν τεράστια
επιτυχία και έπαιξε πολύ καιρό. Το κοινό απολάμβανε άφωνο την
παντομίμα στο φινάλε του πρώτου έργου. Ο ντετέκτιβ του δεύτερου
εκτιμήθηκε ως πρωτότυπος χαρακτήρας. Και στα δύο έπαιζε η
νεαρή Μάγκι Σμιθ που καθιερώθηκε ως η καλύτερη γυναίκα κωμική
ηθοποιός της γενιάς της. Τον Χριστοφόρου υποδυόταν ο απίθανος
Κένεθ Γουίλιαμς και κάθε βράδυ στεκόμουν στο βάθος της πλατείας
μόνο και μόνο για να απολαύσω την υστερική ακρίβεια με την οποία
εκτόξευε κάθε ατάκα της τελικής σκηνής του –ένα μάθημα κωμικού
τάιμινγκ. Αλίμονο, οι παραστάσεις της Νέας Υόρκης, παρά το

26
ρεσιτάλ υποκριτικής του Μπράιαν Μπέντφορντ στον ρόλο του
Μπομπ –ο εκπληκτικός αυτός ηθοποιός ήταν αξέχαστος και ως Κλάιβ
στο έργο Άσκηση πέντε δακτύλων– σταμάτησαν σύντομα, εξαιτίας
της δολοφονίας του Προέδρου Κένεντι, περίπου επτά εβδομάδες
μετά την έναρξη. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην πόλη δεν σήκωνε
ούτε κατά διάνοια την κωμωδία και, παρόλο που η εφημερίδα Τάιμς
της Νέας Υόρκης εκθείαζε τον Ντετέκτιβ, η δυσοίωνη διάθεση
της περιόδου οδήγησε στο να κατέβει, συμπαρασύροντας και το
ρομαντικό έργο του δίπτυχου.

Πήτερ Σάφερ στον πρόλογό του Τhe Collected Plays of Peter Shaffer,
Harmony Books, New York, 1982, σσ. viii-x
Το μάτι του ντετέκτιβ:
εξιχνιάζοντας το μυστήριο ενός νεκρού γάμου.

Ο Sir Peter Levin Shaffer γεννήθηκε στο Λίβερπουλ της Μεγάλης


Βρετανίας το 1926. Θεωρείται ένας από τους πολύ σημαντικούς
σύγχρονους βρετανούς δραματουργούς.1 Το έργο του έχει
αναγνωριστεί διεθνώς και έχει τιμηθεί με κορυφαία θεατρικά και
κινηματογραφικά βραβεία. Η τεράστια εμπορική επιτυχία που
σημείωνε ο συγγραφέας ήταν ένα στοιχείο που, στα μάτια της
κριτικής, υπονόμευε την καλλιτεχνική αξία της δουλειάς του.2

Ο Πήτερ Σάφερ, με την εξαιρετική ικανότητα που διέθετε να


προσαρμόζει τη γραφή του σε διαφορετικά θεατρικά είδη,
μεταπηδούσε με ευκολία από τα φιλοσοφικά δράματα στις ελαφριές
κωμωδίες. Η σφικτή δομή και η σταδιακή ανάπτυξη της πλοκής των
έργων του, καθώς και ο εξαιρετικός έλεγχος πάνω στο υλικό του
(στις καταστάσεις και στους χαρακτήρες που έπλαθε), έφερναν τα
3
κείμενά του πολύ κοντά στα πρότυπα του καλοφτιαγμένου έργου.
Η μαεστρία με την οποία χειριζόταν τη γλώσσα, οι κομψοί διάλογοι
και η ικανότητα που τον διέκρινε στην ανάπτυξη μιας ιστορίας, είναι
4
ορισμένα από τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του.

Γράφοντας σε μια εποχή που στο βρετανικό θέατρο η κυρίαρχη


τάση ήταν η ενασχόληση με πολιτικά ζητήματα (και μάλιστα υπό
το πρίσμα της αριστερής ματιάς), ο Σάφερ κατάφερε να καταξιωθεί
επιμένοντας στο δικό του προσωπικό στυλ. Ένα στυλ που δεν άρμοζε
στον κύκλο των διανοούμενων δραματουργών και τον κατέτασσε
στην κατηγορία του εμπορικού συγγραφέα.5 Ο ίδιος όμως, θεωρούσε
καθήκον του να κρατάει τον εαυτό του μακριά από τις ταμπέλες.6

Ευρισκόμενος συνεχώς στην κόψη του ξυραφιού μεταξύ ενός


ψευδοδιλλήματος, ποιότητας και εμπορικότητας, επέμεινε σε μια
γραφή φαινομενικά συντηρητική, που ωστόσο έκρυβε σημαντικές
αρετές, όχι μόνο λόγω της φιλοσοφικής του προσέγγισης αλλά και
της έμμεσης και ιδιαιτέρως εύστοχης κοινωνικοπολιτικής κριτικής
που ασκούσε. Έτσι, μέσα από μια ελαφριά μονόπρακτη σάτιρα,

28
διακρίνονται καυστικά σχόλια, που υπονομεύουν τις συμβάσεις και
αποκαλύπτουν τις έμμεσες σχέσεις εξουσίας που ενυπάρχουν στην
κοινωνία.

Αν και η εποχή επέβαλε τον πειραματισμό στη φόρμα, ο Σάφερ


έγραφε με τρόπο συμβατικό. Υπερασπιζόταν την τεχνική του, με το
σκεπτικό ότι αυτό που ορίζει τη φόρμα είναι το ίδιο το περιεχόμενο.
Και μάλιστα η ενασχόλησή του με παλιές, συντηρητικές και
φαινομενικά απλές τεχνικές γραφής, τον βοηθούσε στην εξέλιξη της
συγγραφικής του πορείας.7

***

Ο Σάφερ ξεκίνησε την καριέρα του γράφοντας αστυνομικά


μυθιστορήματα. Ο Ντετέκτιβ αρχίζει σαν μια παράδοξη αστυνομική
ιστορία. Και ενώ ο συγγραφέας δημιουργεί το σκηνικό μιας υπόθεσης
μυστηρίου, η οποία ξετυλίγεται αργά κρατώντας τον θεατή σε
αγωνία, σταδιακά μετατρέπει το έργο σε μια τρυφερή και παράλληλα
κωμική ιστορία συζυγικής απιστίας που ακροβατεί στην κοινωνική
σάτιρα. Τα αινίγματα που συναντούμε στις αστυνομικές υποθέσεις,
στο κείμενο αυτό γίνονται περισσότερο εσωτερικά, προκύπτουν από
τους ίδιους τους χαρακτήρες, και αφορούν τη συναισθηματική και
ψυχολογική τους κατάσταση.8

Η Μπελίντα διασχίζει τους δρόμους της πόλης και ξοδεύει τον


χρόνο της σε άσκοπους περιπάτους. Την ίδια ώρα, ο σύζυγός
της, τρελαμένος από τη ζήλια, αναθέτει σε έναν ντετέκτιβ την
παρακολούθησή της. Ένας εκκεντρικός τύπος την ακολουθεί σε
όλες τις διαδρομές της… ή μήπως τον ακολουθεί εκείνη; Οι δυο
τους αναπτύσσουν μια παράδοξη, σιωπηλή σχέση που θα καταφέρει
να λύσει τον γρίφο της χαμένης επικοινωνίας του ζευγαριού μέσα
στον γάμο.

Από τον τίτλο ακόμη, ο συγγραφέας κάνει ένα πρώτο σχόλιο: αυτό
που ονομάζει ως «δημόσιο μάτι» είναι μάλλον η οξυδερκής ματιά του
ντετέκτιβ, που διαπερνά τις κοινωνικές συμβάσεις και καταφέρνει
να διακρίνει όσα κρύβονται πίσω από τη βιτρίνα των κοινωνικών
29
και προσωπικών σχέσεων. Η εκκεντρικότητα του ίδιου και η εν μέρει
απρεπής στάση του, μέσα από την πλήρη αδιαφορία για το εργασιακό
του καθήκον και τον κοινωνικό του ρόλο, του διασφαλίζουν
μία σχετικά καθαρή ματιά απέναντι στην κοινωνική υποκρισία.
Διαθέτοντας την απόσταση και τη νηφαλιότητα που απαιτείται, αλλά
και την ικανότητά του να διακρίνει τα πραγματικά συναισθήματα,
καταφέρνει και επιδρά καταλυτικά στη ζωή του παντρεμένου
ζευγαριού, που έχει εγκλωβιστεί σε ρόλους και συμβάσεις. Ο
Τζούλιαν επομένως, δεν είναι ένας απλός ντετέκτιβ. Είναι ένας
ξεχωριστός χαρακτήρας που με την ιδιόρρυθμη ιδιοσυγκρασία του,
εξιχνιάζει τα μυστήρια που κρύβονται στις ανθρώπινες σχέσεις μέσα
από τα αδιέξοδα που δημιουργούν οι καθημερινοί θύτες και θύματα
των σχέσεων αυτών. Το γεγονός μάλιστα ότι ο ίδιος, όπως ομολογεί
μέσα στο έργο, είναι ανίκανος να δημιουργήσει μια ιδιωτική ζωή,
αυτή του η αδυναμία, τον τοποθετεί στη θέση του περιθωρίου∙ μια
θέση που ενισχύει την αποστασιοποιητική του ματιά.

Από την άλλη μεριά, ο Σάφερ στον χαρακτήρα του Τσαρλς σχολιάζει
την αντρική κτητικότητα και την ανάγκη για κυριαρχία. Ο Τσαρλς
θεωρεί την Μπελίντα, τη γυναίκα του, προσωπικό του δημιούργημα.
Η ίδια η γνώση και η καλλιέργεια του Τσαρλς μετατρέπονται σε
εργαλεία χειραγώγησης και λειτουργούν ως δυνατότητες επιβολής
και εξουσίας, με στόχο την πλήρη υποταγή της γυναίκας του. Στο
σημείο αυτό ο συγγραφέας οδηγείται στο εξαιρετικά οξύ σχόλιο
για τον κοινωνικό διαχωρισμό και τη διάκριση που επιτυγχάνεται
μέσω της κατοχής του πολιτιστικού κεφαλαίου. Η μόρφωση και
η καλλιέργεια λειτουργούν ως πιστοποίηση ανωτερότητας και
υπεροχής. Ωστόσο, η εμμονή του Τσαρλς για το καλό γούστο, τον
καθιστά έναν άνθρωπο άβουλο, έναν χαρακτήρα ανελεύθερο, που
έχει χάσει κάθε ικανότητα να σκέφτεται και να αισθάνεται:
«Φοβάται τόσο πολύ να επηρεαστεί από τη ζωή που με το ζόρι
υπάρχει. Φοβάται τόσο να μη φανεί ανόητος που υψώνει γύρω
του τείχη ηθικής και καλού γούστου. Τι θα ’πρεπε να κάνεις, τι
θα ’πρεπε να αισθάνεσαι. Έχτισε την ψυχή του σε σκοτεινό τάφο.
[…] Αν ακούσεις μια μουσική ξέρεις από την αρχή αν σ’ αρέσει ή
όχι. Αυτός δεν θα ξέρει τι να νοιώσει μέχρι να μάθει ποιος είναι ο
9
συνθέτης».

30
Στο σχήμα αυτό που προκύπτει από τους χαρακτήρες των δύο
αντρικών προσώπων, έρχεται να προστεθεί η ίδια η Μπελίντα, γύρω
από την οποία πλέκεται όλη η υπόθεση του έργου. Με την είσοδό
της στη σκηνή διεκδικεί θέση και άποψη για τον εαυτό της. Οι
άλλοι δύο σταματάνε να μιλάνε και να αποφασίζουν ερήμην της.
Η Μπελίντα είναι ο χαρακτήρας που μέσα από την αθωότητά της,
συνεχώς διαφεύγει. Ενώ ο σύζυγός της νομίζει ότι τη διαμορφώνει
(και με τον τρόπο αυτό την ελέγχει), εκείνη καταφέρνει να κρατήσει
ζωντανό τον αυθορμητισμό της, την ειλικρινή (και ταυτόχρονα
απλοϊκή) ματιά της για τη ζωή, και έτσι, διασφαλίζει για τον εαυτό
της πολύ μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας από αυτόν που θεωρητικά
διαθέτει ο σύζυγός της. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μπελίντα, αντί να
παρακολουθείται από τον πληρωμένο ντετέκτιβ, τελικά καταφέρνει
να τον παρακολουθεί εκείνη. Με αυτή τη συνθήκη ο συγγραφέας,
πέρα από το κωμικό εύρημα, πετυχαίνει και μια αντιστροφή
του γυναικείου ρόλου, από αντικείμενο (παρακολούθησης) σε
υποκείμενο δράσης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται μια σχέση κατά
κάποιον τρόπο ισότιμη, με την έννοια ότι οι ρόλοι εναλλάσσονται: ο
ένας οδηγεί, ο άλλος ακολουθεί και αντίστροφα. Και όλο αυτό σε μια
αμοιβαία τροφοδότηση ζωτικής ενέργειας. Ακόμα και αν ο Τζούλιαν
ισχυρίζεται πως είναι το μάτι που την παρακολουθεί και που την
ξέρει καλύτερα από όλους, αυτή καταφέρνει πάλι να διαφύγει από
τον ρόλο του αντικειμένου. Η Μπελίντα όταν κάνει πως υπακούει
κάποιον, στην πραγματικότητα επιλέγει να παίξει ένα παιχνίδι. Και
αυτό γιατί μέσα από την παιδικότητα και την υποτιθέμενη αφέλειά
της, αναδεικνύεται μια βαθιά σοφία, που πηγάζει από την ειλικρίνεια
και την αυθεντικότητα με την οποία ξέρει να δέχεται τη ζωή. Τελικά,
είναι ο χαρακτήρας που όχι μόνο φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα
από τους άλλους δύο, αλλά και να έχει την ικανότητα να ελέγχει τα
πάθη που δεν την ωφελούν (όπως είναι η ζήλια) και να δίνει χώρο
στα συναισθήματα που την τροφοδοτούν, ώστε να ευδοκιμήσουν
μέσα της.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο ο Σάφερ


σχολιάζει την ίδια τη γλώσσα. Η γλωσσική ευπρέπεια κρύβει έναν
έμμεσο κοινωνικό ρατσισμό. Από την άλλη μεριά, η περισσότερο
ειλικρινής γλώσσα που χρησιμοποιεί η Μπελίντα, είναι εντελώς
απενεχοποιημένη. Επιπλέον, αντί η γλώσσα να βοηθάει στην
31
επικοινωνία, τελικά καταπνίγει τα συναισθήματα και λειτουργεί
αποξενωτικά στις σχέσεις των ατόμων. Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας
χρησιμοποιεί το εργαλείο της γλώσσας ως καθοριστικό παράγοντα
της πλοκής, μέσα από… την απουσία της. Η σιωπή είναι αυτή που
ωθεί την Μπελίντα και τον Τζούλιαν να αναπτύξουν μια ιδιότυπη
ρομαντική σχέση μη-λεκτικής επικοινωνίας, η οποία δίνει χώρο στα
συναισθήματα να ανθίσουν, και έρχεται σε αντιδιαστολή με τη συνεχή
επιβολή και κυριαρχία του λόγου (είναι πολύ ενδιαφέρον το σχόλιο
αυτό κυρίως όταν γίνεται από έναν συγγραφέα που χαρακτηρίζεται
από τη μαεστρία του λόγου του). Στο τέλος μάλιστα του έργου, ο
Τζούλιαν προτρέπει την Μπελίντα να σταματήσει να μιλάει στον
Τσαρλς για ένα μήνα, μιας και αυτός γίνεται ο μοναδικός τρόπος να
σώσει τη σχέση της με τον άντρα της. Η σιωπή της θα λειτουργήσει
ως ένα αντίστροφο μέτρο χειραγώγησης του συζύγου της, ο οποίος με
τον λόγο και τη συνεχή διδασκαλία επιχειρούσε να τη διαμορφώσει.

***

Ο Ντετέκτιβ παίχτηκε για πρώτη φορά το 1962 στο Globe Theatre με


τον Kenneth Williams και τη Maggie Smith. Ο αγγλικός τίτλος του
έργου είναι The Public Eye και συνήθως ανεβαίνει μαζί με ένα ακόμη
μονόπρακτο, γραμμένο την ίδια χρονιά, με τίτλο The Private Ear.10

Το μονόπρακτο The Public Eye έγινε ταινία, με τίτλο Follow Me!, το


1972, σε σενάριο του ίδιου του Σάφερ και σκηνοθεσία του Carol Reed.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν η Mia Farrow, ο Topol και ο Michael Jay-
ston.

Στην Ελλάδα τα δύο μονόπρακτα, The Private Ear και The Public Eye,
παίχτηκαν πρώτη φορά μαζί στο θέατρο «Ακάδημος» από τον θίασο
Γιάννη Φέρτη και Ξένιας Καλογεροπούλου, τη θεατρική περίοδο 1966-
1967, με τίτλο Η Αφροδίτη και Ο Ντετέκτιβ. Τα δύο έργα σε μετάφραση
Κώστα Σταματίου, σκηνοθετήθηκαν από τον Τίτο Φαρμάκη. Στον
Ντετέκτιβ, τους ρόλους ερμήνευσαν ο Γιάννης Φέρτης, η Ξένια
Καλογεροπούλου και ο Άγγελος Αντωνόπουλος.

32
Για τις ερμηνείες των ηθοποιών ο Βάσος Βαρίκας έγραψε στην
εφημερίδα Τα Νέα:

«Στον ρόλο του Ντετέκτιβ [ο Γιάννης Φέρτης] έδειξε προσόντα


κωμικού φαντεζίστ που δύσκολα μπορούσες να τα υποπτευθείς.
Σωστή η κ. Καλογεροπούλου στον ρόλο της υποτιθέμενης
άπιστης και πειστική η αγγλοπρέπεια του συζύγου όπως
τον εσκιαγράφησεν, ο κ. Αντωνόπουλος». Παρόμοια άποψη
εξέφρασε και ο Μπάμπης Κλάρας: «Εδώ ο Γιάννης Φέρτης ως
ιδιωτικός ντετέκτιβ Τζούλιαν Χριστοφόρου είναι άφθαστος
και αποκαλύπτεται με πλούσια προσόντα κωμικού. Είναι τόσο
επιτυχημένη η απόδοση, ώστε αυθόρμητα ξεσπά το γέλιο του
θεατή». 11

Το έργο προβλήθηκε και από «Το θέατρο της Δευτέρας», το 1976, σε


σκηνοθεσία Θεόφιλου Ζαμάνη, με τους Ηλία Λογοθέτη, Έφη Ροδίτη
και Τρύφωνα Καρατζά.12

Στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος είναι η δεύτερη φορά


που ανεβαίνει έργο του Πήτερ Σάφερ, μετά τη Μαύρη Κωμωδία
που παρουσιάστηκε το 2016 σε μια συνεργασία με το Κέντρο
Εκπαιδεύσεως και Αποκαταστάσεως Τυφλών, σε σκηνοθετική
επιμέλεια Άννης Τσολακίδου και Γιολάντας Μπαλαούρα.

Στέλλα Παπαδημητρίου, Θεατρολόγος


Γραφείο Δραματολογίου ΚΘΒΕ

33
Σημειώσεις

1 M. K. MacMurraugh-Kavanagh, Peter Shaffer, Theatre and Drama,


Palgrave Macmillan, Λονδίνο, 1998, σ. 1.
2 Mark Lawson, «Peter Shaffer wanted to make elaborate theatre – and he
succeeded», The Guardian, 6 Ιουνίου 2016, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα:
[https://www.theguardian.com/stage/2016/jun/06/peter-shaffer-
elaborate-theatre-he-succeeded-equus-amadeus (13/01/2022)].
3 M. K. MacMurraugh-Kavanagh, Peter Shaffer, Theatre and Drama,
Palgrave Macmillan, Λονδίνο, 1998, σ. 1.
4 C. J. Gianakaris, Peter Shaffer, Palgrave MacMillan, Ηνωμένο Βασίλειο,
1992, σ. 2.
5 C. J. Gianakaris, Peter Shaffer, Palgrave MacMillan, Ηνωμένο Βασίλειο,
1992, σσ. 4, 5.
6 «It is a duty to avoid a label» στο: Peter Shaffer, Barry Pree, «Peter Shaffer:
Interviewed by Barry Pree», The Transatlantic Review, τμ. 14, 1963, σ. 63.
7 «I’m very grateful for the training I’ve had with these two plays. I’ve
learned how to tell a story, draw characters, devise plausible entrances and
exits.» Peter Shaffer, Barry Pree, 1963, ό. π., σ. 65.
8 C. J. Gianakaris, σ. 14.
9 Παραπομπή από το κείμενο της παράστασης, σε μετάφραση Έφης
Δρόσου.
10 MacMurraugh-Kavanagh, ό. π., σ. 7.
11 Οι δύο κριτικές συμπεριλαμβάνονται στην ετήσια έκδοση του
περιοδικού Θέατρο του 1967. Στον ίδιο τόμο ο αναγνώστης μπορεί επίσης
να βρει τις μεταφράσεις τριών έργων του Πήτερ Σάφερ, Η Αφροδίτη,
Ο Ντέτεκτιβ και Η Μαύρη Κωμωδία.
12 Η πληροφορία από το Αρχείο της ΕΡΤ, [https://archive.ert.gr/46581/
(17/01/2022)].

34
Η σκηνοθέτρια της παράστασης Έφη Δρόσου

για την επικαιρότητα του έργου


Θεωρώ ότι ενέχει επικαιρότητα το έργο, πρωτίστως αναφορικά με
τα κρυμμένα μας μυστικά, τα προσωπεία που ακόμη φοράμε… τον
τρόπο που όταν ανήκουμε σε μια συγκεκριμένη τάξη, συγκεκριμένος
πρέπει να είναι και ο βηματισμός σε κάθε έκφανση της κοινωνικής
μας ζωής, «φορεμένα» τα πρέπει και οι ανάγκες μας για να ταιριάζουν
«γάντι» μαζί της κι όσο για τη γυναίκα ως σύγχρονη υπόσταση,
δεν έχει αλλάξει η ανάγκη της για ελευθερία καθώς ζει εργάζεται
δημιουργεί κι αναπτύσσεται σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο που
εν έτη 2022 επιμένει να την θέλει μονοσημαντικά πιστή στον άνδρα
της. Εκείνη πάλι, και στο μακρινό χθες αλλά και σήμερα, αποζητά
πίστη, αποδοχή και ισορροπία απ’ το ευρύτερο περιβάλλον, από
«δικούς» φίλους συγγενείς και γενικά όσους εκτιμά να αγαπά…
Ίσως γι’ αυτό και η υπογραφή δέσμευσης έναντι του γάμου της να
μην είναι μονάχα ένα συμβόλαιο για δύο, αλλά αφορά στην καθολική
ανάγκη της για αξιακές ανθρώπινες σχέσεις κάθε βαθμού.

Στο σενάριο, ο σύζυγος την υποπτεύεται, την παρακολουθεί, θέλει


να της διδάξει ο ίδιος τα πάντα… Να την μετατρέψει σε ό,τι εκείνος
φαντασιώνεται πως θα ήταν ευδόκιμο κι αποδεκτό κοινωνικά,
επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο
από εκείνο που γνώρισε, το οποίο θα «κουμπώνει» στην τάξη τους.
Να την «πλάσει» καθ’ εικόνα των δικών του επιθυμιών, δίχως να της
αφήνει περιθώριο διαφυγής. Όσο για τον συγγραφέα, μετέρχεται
όλων των τρόπων προκειμένου να κάνει τους θεατές ν’ αναρωτηθούν
«έως πού φθάνει η ελευθερία του κάθε ατόμου».

για τον χαρακτήρα του Ντετέκτιβ


Είναι ένα εξαιρετικά αυθόρμητο άτομο. Λέει ό,τι σκέφτεται, δρα
βάση των στιγμιαίων αναγκών του αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει
γύρω-τριγύρω… Αν έχει όρεξη, εκεί στη μέση του πουθενά, να φάει
κάτι γιατί πείνασε, θα το κάνει ανενδοίαστα… και την ίδια στιγμή
δοκιμάζει τα όρια των ανθρώπων γύρω του… μετέρχεται ψεμάτων,
καθώς διέπεται απ’ το μεσογειακό ταπεραμέντο του μικρο-
απατεωνίσκου.

Επιμέλεια Χρύσα Σάμου 


39
Ο Δημήτρης Διακοσάββας για το έργο
και τον χαρακτήρα του Ντετέκτιβ

Ας ξεκινήσουμε απ’ την ίδια του την καταγωγή. Είναι φερμένος


απ’ τα Δωδεκάνησα και ως άνθρωπος της Ανατολικής Μεσογείου
που βρίσκεται στο Λονδίνο, καλείται να αντιμετωπίσει σωρεία
προβλημάτων. Κυρίαρχα έρχεται αντιμέτωπος με τον ρατσισμό. Η
ιδέα και μόνο ότι οι υπήκοοι μιας χώρας (της Μ. Βρετανίας), είναι
ανώτεροι ή διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα,
από τους Έλληνες που μεγαλώσανε σε έναν ηλιοφώτιστο προικισμένο
τόπο, δημιουργεί αμέσως απόσταση.

Την αντίδραση ως προς το διαφορετικό, το ξενικό, το απ’ αλλού


φερμένο, ο Ντετέκτιβ, την έχει βιώσει φεύγοντας νωρίς απ’ τη
γενέτειρα, και δοκιμάζοντας την τύχη του σε διάφορες δουλειές
προηγούμενα, σε μια προσπάθεια ενσωμάτωσης. Βάση αυτής της
προσπάθειας, ανέπτυξε καιρό τώρα, μια ελευθερία στην έκφραση
και τις δράσεις του, με έναν τρόπο μάλλον εριστικό. Όσο για το
πέρασμά του από πολλά και διαφορετικά εργασιακά περιβάλλοντα,
τον ενδυνάμωσε για να γίνει ευρηματικός, οξυδερκής και με μια
σφαιρική αντίληψη αναφορικά με τις δομές της κοινωνίας και τα
ήθη της.

Είναι ξύπνιος, μετέρχεται όλων των τρόπων προκειμένου να


αποκαλύψει τον άλλον. Διαθέτει αστείρευτο χιούμορ. Συχνά πυκνά
αναγκάζεται να υποδυθεί τον χαζό, για να περάσει την εικόνα
ανθρώπου που δήθεν δεν καταλαβαίνει κι έτσι τεχνηέντως να
ξεσκεπάσει τον συνομιλητή του.

Ο τύπος λοιπόν αυτός, με όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που


σου περιγράφω, έχει ένα μελανό σημείο: Δεν έχει προσωπική ζωή!
Τρέφεται λοιπόν απ’ τις ζωές των άλλων. Ένα δικαίωμα που του το
παρέχει και η ίδια η φύση της δουλειάς του.

41
Ένας σύγχρονος κι αστείος Άγιος Βαλεντίνος
Αναφορικά με το ίδιο το έργο, είναι ευχάριστο, με πολλές ανατροπές
(τις περισσότερες εκ των οποίων τις δημιουργεί ο ίδιος). Θα σου
έλεγα πως είναι ένας σύγχρονος αστείος Άγιος Βαλεντίνος που
τελικά σώζει έναν ρημαγμένο γάμο. Βοηθά με τον τρόπο του τους
χαρακτήρες του ζευγαριού, να ξαναχτίσουν επί της ουσίας την
σχέση τους. Είναι η επιτομή του ανθρώπου που αισθάνεται και δρα
εν τη ελευθερία του με αυθορμητισμό. Κάνει ό,τι του… κατέβει στο
κεφάλι. Έχει τρελή αδυναμία στο φαγητό και στα γλυκά. Είναι τόσο
απρόβλεπτος, που ενώ συμβαίνουν πράγματα, εκείνος μπορεί έτσι
στα καλά καθούμενα να σταματήσει για να φάει… Προκλητικός
χαρακτήρας δρα όπως θέλει, κάνει ότι νιώθει, κι αν αντιληφθεί
ότι είναι κάτι για το συμφέρον του θα το πει, διαφορετικά θα το
κρύψει…

Ενδελεχής παρατηρητής όσων συμβαίνουν, ένας ελεύθερος


επαγγελματίας, με μάτι διεισδυτικό, στοχεύει να εντοπίσει την
αλήθεια, να την ξεσκεπάσει, οδηγώντας τους ανθρώπους να δουν
την πραγματικότητα. Όσο για τον θεατή η παράσταση τον καλεί να
σκεφτεί τις ανθρώπινες σχέσεις γύρω. Μια παράσταση που διαθέτει
χιούμορ, όμως ένα χιούμορ πηγαίο, όχι εξαναγκασμένο. Δεν εκβιάζει
για γέλιο. Δεν πιέζει ντε και καλά να γελάσει το κοινό. Αν του βγει
πάει καλά…

Ένα έργο επίκαιρο που αφορά όλους μας


Μας αφορά και μάλιστα πολύ! Απ’ το ’60 που γράφτηκε ως τις μέρες
μας δεν έχει αλλάξει τίποτα. Το λέμε συχνά και με τους συναδέρφους
απ’ τις πρώτες κιόλας αναγνώσεις: «Κοίτα να δεις, πόσο ίδια
παραμένουν όλα». Στο ζευγάρι ο άνδρας, έχει καταγωγή από…
τζάκι. Είναι ανώτερης κοινωνικής τάξης ένας τύπος upper class, που
απ’ τη στιγμή που παντρεύεται, προσπαθεί να κάνει καθ’ εικόνα και
ομοίωση την γυναίκα του. Τη νουθετεί να φορέσει συμπεριφορές
που δεν της ταιριάζουν, την χειραγωγεί εξαναγκάζοντάς την σε
συμπεριφορές ξένες προς εκείνη. Της βάζει κανόνες στο πως θα
ντυθεί, πως θα σταθεί, πως θα μιλήσει… Την καταπιέζει με κάθε

42
τρόπο. Δεν την αφήνει να ανθίσει… Να εξελιχθεί και μαζί κι ο ίδιος
μέσα απ’ τη δυαδικότητα…

Όμως το… «χαλινάρι», δεν είναι του χαρακτήρα της… Εκεί έρχεται
ο Ντετέκτιβ, αντιλαμβάνεται τι δημιουργεί το μεταξύ τους χάσμα,
και επιχειρεί να βρεθεί μια χρυσή τομή για να επουλωθούν οι πληγές
που έχουν ανοίξει και να τα βρουν ξανά. Σε ένα σημείο μάλιστα του
έργου λέει: «Πόσα διαζύγια θα γλιτώναμε αλήθεια, αν απλώς οι
άνθρωποι το βούλωναν κι άκουγαν ο ένας τον άλλο».

Επιμέλεια Χρύσα Σάμου  


Ο Θοδωρής Πολυζώνης για το…

Μεγάλο Μάτι
Το «μεγάλο μάτι» κάποτε φορούσε καμπαρντίνα και κυνηγούσε
να φωτογραφίσει κρυμμένος πίσω από εφημερίδες και περιοδικά,
στημένος για ώρες έξω από σινεμά και καμουφλαρισμένος πίσω
από στύλους στα σοκάκια… Σήμερα είμαστε όλοι τσιπαρισμένοι,
αυτάρεσκα και αυτο-καταγραφικά, με συνεπή κι άρα καθημερινή
ροή «ποσταρισμάτων», απαθανατίζουμε μόνοι τα γεγονότα της
τρέχουσας πραγματικότητάς μας
–σημαίνοντα ή συχνά κι από έθος ασήμαντα– εκτιθέμεθα δημόσια
και το «επικοινωνώ άρα υπάρχω», μεταμορφώθηκε σε «είμαι στα So-
cial άρα υπάρχω». Το «μεγάλο μάτι» το κουβαλάμε στην τσέπη, στην
τσάντα, στη δουλειά και στην κρεβατοκάμαρά μας. Υποκατέστησε
κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις – τη μεγάλη βόλτα μας
στη ζωή. […]

Στον Ντετέκτιβ έχουμε τη σύγκρουση του ορθολογισμού με την


περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής, της εποχής του
1960, με έντονα ακόμη τα καθαρά οικονομοτεχνικά στοιχεία που
διέπουν την ταξική διαστρωμάτωση, τα οποία εμφανώς έρχονται κι
εναντιώνονται στο διονυσιακό και το παράλογο.

Να γιατί ο Τζούλιαν έχει ελληνική καταγωγή. Είναι μεσογειακός


τύπος. Ένας Μέρλιν, όπως ακριβώς αντιλαμβάνονται οι Άγγλοι το
ελληνικό πνεύμα. Ένας ταχυδακτυλουργός, θα έλεγα, ελεύθερος
πλήρως από πάσης φύσης συμβάσεις και εν διαμέτρου αντίθετος απ’
τον Τσαρλς.

τον χαρακτήρα του Τσαρλς


Ο Τσαρλς είναι ένας χαρακτήρας περιχαρακωμένος απ’ όλες τις
απόψεις. Ανήκει στη μεσαία τάξη, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις
της οποίας ενσαρκώνει κατά γράμμα. […] Είναι το πρότυπο
του μεσήλικα, που εμπεριέχει κι όλα τα στραβά που ο εν λόγω
χαρακτηρισμός κουβαλά με τις σημερινές προσλαμβάνουσες. Ένας
άνθρωπος που και μόνο από το γεγονός ότι αποφασίζει να έρθει σε

45
γάμο με μια γυναίκα που έχει τα μισά του χρόνια, ένα κορίτσι
χαμηλότερης –όταν την γνώρισε– κοινωνικής τάξης που το επιλέγει
γιατί επιδιώκει να αναδειχθεί σε Πυγμαλίωνάς της διαμορφώνοντας
τον χαρακτήρα της, μου είναι αντιπαθής. Αν σε αυτό αθροίσει κανείς
το ότι είναι πατριαρχικός και ρατσιστής, μόνιμα τυπολάτρης και
κοινωνικο-αναφορικός, ότι ακόμη και απ’ το επάγγελμα που επέλεξε
στη ζωή του (είναι λογιστής) προκύπτει ότι αρέσκεται να υπηρετεί
συμφέροντα και, την ίδια ώρα, τις δικές του στιγμές τις αποτιμά
και πάλι με οικονομικούς όρους, αντιλαμβάνεται κανείς πως είναι
δύσκολο να τον συμπαθήσεις.

Τη γυναίκα τη θεωρεί υπέροχο μεν, πράγμα δε. Μάλιστα νομίζω πως


αν μπορούσε, για να καλυτερέψει την κοινωνική του θέση, θα είχε
παντρευτεί μιαν άλλη γυναίκα, από άλλη κάστα, με άλλο εκτόπισμα
και προίκα, ωστόσο δεν είχε τα φόντα για να το κατορθώσει.

Νομίζει ότι αγαπάει την Μπελίντα κι ίσως ελπίζει ότι στο μέλλον
σταθεί ικανός να την αγαπήσει. Αυτό που νοιώθει, όμως τώρα, όχι,
δεν χαρακτηρίζεται ως αγάπη. Είναι σκληρός και μόνιμα επικριτικός
απέναντί της, υποτιμητικός καθώς θεωρεί ότι μόνον αυτός ξέρει
πάντα το σωστό. Στον αντίποδα βλέπουμε μια νεαρή γυναίκα που
επιθυμεί διακαώς να ζήσει την ουσία της ζωής, να δημιουργήσει
αληθινές σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω, να νιώσει ελεύθερη,
να αφεθεί στα αισθήματά της και να αποτινάξει τον ζυγό της δήθεν
ύπαρξης. Η ίδια δεν αποζητά έναν άλλο άνδρα… Ο Τσαρλς όμως
αμφιβάλλει, οπότε ψάχνει για αποδείξεις… Μαθημένος μάλιστα
απ’ το επάγγελμά του να τις συλλέγει, αυτό επιδιώκει και στην
προσωπική του ζωή μαζί της. Αν και ακριβώς επειδή θέλει να την
κάνει καθ’ εικόνα και ομοίωσή του, δεν θα έπρεπε να την ψάχνει,
γιατί, με τόση προβολή του εαυτού του πάνω της… μάλλον τον
εαυτό του κυνηγάει…. Και μάλλον αυτόν δεν αγαπάει… Όσο για
τον διονυσιακό, δικό της κόσμο, τον απορρίπτει συλλήβδην, δεν
τον αντιπροσωπεύει, δεν τον γνωρίζει, είναι άκρως ελληνικός, τον
υποτιμά και δεν υπάρχει καν στη φιλοσοφία του.

Επιμέλεια Χρύσα Σάμου

47
Η Νατάσσα Δαλιάκα για τον ρόλο της
Μπελίντα και τις σχέσεις

Είναι μια γυναίκα της εποχής της… Κάπου εκεί στα μέσα της
δεκαετίας του 1960, στο Λονδίνο. Ζει, νεαρή κι η ίδια, την
επανάσταση των νέων απ’ τον συντηρητισμό και τον επιβαλλόμενο
καθωσπρεπισμό, που αποζητούν νέους τρόπους έκφρασης και
επικοινωνίας συνύπαρξης. Ένα πλάσμα που διεκδικεί τον ζωτικό της
χώρο για να υπάρξει εν τη ελευθερία της. Μιαν ελευθερία όμως, που
δεν θα κατακτηθεί με απόρριψη προς το κοινωνικό της περίγυρο
ή εις βάρος τρίτων. Η Μπελίντα θέλει να είναι ελεύθερη μέσα
απ’ τον πλησίον, μαζί με τον πλησίον. Έχει έναν αφοπλιστικό και
λιγάκι αφελή θα έλεγα τρόπο να βλέπει τη ζωή. Διακατέχεται από
μια παιδιάστικη αθωότητα κι έχει τον τρόπο της να φυλά όλα όσα
τις χρειάζονται και να πετά ότι την βαραίνει. Όπως λόγου χάρη οι
άπειρες κοινωνικές συμβάσεις στις οποίες αρέσκεται να την πνίγει ο
ίδιος της ο σύζυγος. Ένα τύπος κολλημένος στην τάξη του και τους
νόμους της. Η Μπελίντα, όμως, υποφέρει εξ’ αιτίας όλων αυτών, και
καθώς είναι αυθεντική, αντιτίθεται ποικιλότροπα και τελικά κάνει
ό,τι θέλει.

Μπελίντα-Τσαρλς
Το έργο βρίσκει το ζεύγος, σε μια κομβική για την σχέση τους στιγμή.
Εκείνος την πιέζει να υπακούσει κανόνες και κανονικότητες. Θέλει να
της επιβληθεί, να της βάλει που λέμε «τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι».
Εκείνη πάλι, με τη διάχυτη εφηβική της επαναστατικότητα, αρνείται
να του δώσει δικαιώματα για να την… «καλουπώσει». Η αλήθεια
είναι πως, τον αγαπά. Διαφορετικά δεν θα επέμενε να βρουν μια
λύση. Δεν θα έκανε εμφάνιση – έκπληξη στο γραφείο, δε θα καθόταν
να του μιλήσει, δε θα πειραματιζόταν σε «όρκους σιωπής» (αν και
πιστεύω πως αν δεν «λειτουργήσει» θα το απορρίψει κι αυτό). Ο
άνδρας της δεν την γνωρίζει πραγματικά. Τώρα καλείται να την
μάθει, μέσα απ’ τη σιωπή θα ειπωθούν οι αλήθειες της.

Προς το παρόν, εκείνο που την «ζορίζει» συμπεριφοριστικά,


είναι, όπως εξάλλου και του καταμαρτυρεί, ότι την βάζει μόνιμα
κατηγορούμενη για τους τρόπους και τις πράξεις της σε ένα εδώλιο.

48
Κάτι έχει να της προσάψει πάντα, και νοιώθει πως δεν είναι αρκετή
για κείνον, νοιώθει ότι την απορρίπτει. Κι εκεί του «γυρνάει την
πλάτη». Όσο για την σχέση που αναπτύσσει με το τρίτο πρόσωπο
είναι «βαλβίδα αποσυμπίεσης» που της επιτρέπει να ξαναγυρνά
στον εαυτό της, γνωρίζοντας την νέα της πλευρά που μέσα απ’ την
καινούρια σχέση ανθίζει. Η συναρπαστική βόλτα τους είναι στον ίδιο
της τον εαυτό που ελεύθερα νοιώθει, δρα και συλλογάται. Όταν τα
πράγματα φθάνουν στο δια ταύτα, όταν το εκκολαπτόμενο ειδύλλιο
τείνει να πάρει σάρκα και οστά, κάνει πίσω, γιατί εκεί ακριβώς,
συνειδητοποιεί ότι δεν αποζητά κανένα τρίτο πρόσωπο στη ζωή της
αλλά απλά και μόνο τη ζωή της.

Μπελίντα-Τζούλιαν
Ιδιαίτερη σχέση, όμορφη, με τρυφεράδα μεγάλη. Οι δυο τους μάλλον
μοιάζουν σαν δυο παιδιά που παίζουν, σαν δυο έφηβοι που ο ένας
κατανοεί τον άλλον, παρά σαν εραστές. Το λέει και ο ΣΑΦΕΡ στο
έργο «όταν είμασταν βωβοί καλύτερα καταλαβαίναμε ο ένας τον
άλλον».

Πιστεύω ότι ο Ντετέκτιβ την ερωτεύτηκε. Εγκαταλείπει βέβαια


κάθε προσπάθεια, όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν ισχύει αμφίδρομα
το ίδιο. Υποχωρεί ιπποτικά και την αφήνει να ξαναφτιάξει τον γάμο
της. Ίσως να ερωτεύεται και την προοπτική, για πρώτη φορά, αυτός
που υπήρξε για χρόνια το αθέατο «δημόσιο μάτι» που τρέφονταν
απ’ τις ζωές των άλλων, να δημιουργήσει προσωπική ζωή. Μέσα απ’
το βλέμμα της Μπελίντα, παύει να είναι ο στερεοτυπικά ξένος, ο
διαφορετικός, ο Έλληνας, ο Ντετέκτιβ…

Του δίνει την υπόστασή του όταν μετά τις δικές του παρακολουθήσεις
αρχίζει κι εκείνη να τον ακολουθεί. Να κοινωνεί πράγματα που του
αρέσουν, να τον αφήνει να διαμορφώνει ο ίδιος τη βόλτα στη ζωή…
Για πρώτη φορά στα χρονικά της ζωής του τζογάρει κι εκείνος και
όχι εκ του ασφαλούς. Όχι καλυμμένα… Αποκαλύπτεται, βγαίνει
μπροστά, είναι ορατός, συμμετοχικός… Υπάρχει! Και μάλιστα σε μια
εποχή που οι άνθρωποι είχαν το δικαίωμα να εξαφανίζονται ακόμα,
μες το πλήθος…

Επιμέλεια Χρύσα Σάμου



51
Βιογραφικά σημειώματα συντελεστών

Έφη Δρόσου
Μετάφραση-Σκηνοθεσία

Σπουδές: Δραματική Σχολή ΚΘΒΕ. Συνεργάστηκε


ως κινησιολόγος, σκηνοθέτης και ηθοποιός με
θεατρικές ομάδες της Θεσσαλονίκης (Θεατρικό
Εργαστήρι, Θέατρο Αναζήτησης, Λύκη Βυθού,
Angelus Novus (ιδρυτικό μέλος) κ.ά. Δίδαξε
υποκριτική και αγωγή του προφορικού λόγου. Συνεργάστηκε με
πολλούς σκηνοθέτες μεταξύ των οποίων: Θ. Τερζόπουλος, Λ.
Τριβιζάς, Μ. Αφκιράν, Δ. Κωνσταντινίδης, Θ. Παπαγεωργίου, Σ.
Σπυράτου, Γ. Βούρος, Π. Δημητρακοπούλου, Τσ. Γκραουζινις.

Δανάη Πανά
Σκηνογραφική επιμέλεια

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπουδές: Τμήμα


Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ
(θεατρολογία,σκηνογραφία-ενδυματολογία).
Παρακολούθησε σεμινάρια ζωγραφικής εκτέλεσης
σκηνικών στο Cobalt Studios στη Νέα Υόρκη. Ως
σκηνογράφος-ενδυματολόγος συνεργάστηκε με το ΚΘΒΕ και το
ελεύθερο θέατρο στις παραστάσεις: Η δολοφονία του Μαρά, Ο
μικρός πρίγκηπας, Nerium park, Πίπη Φακιδομύτη, Ο θησαυρός του
βιβλιοπόντικα, Πήτερ Παν, Τα Χριστούγεννα του Μάικ, Μια τρελή
τρελή Α-Β, Chat), Του Κουτρούλη ο γάμος, Ταν, Αριστοφάνης ju-
nior, Καλά Χριστούγεννα κ. Σκρουτζ, Ερωτογενείς ζώνες, Οιδίπους
τύραννος, Βεγγέρα κ.ά. Ως βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου
συνεργάστηκε με τους: Γ. Πάτσα, Γ. Μετζικώφ, Α. Ντούτση, Ε.
Γεωργίου, Τ. Τζόκα, Μ. Τρικεριώτη, Δ. Κακριδά, Γ. Λυντζέρη,
Ν. Σαριδάκη, Α. Καλογρίδη, Ν. Λελούδα, Ε. Μανωλοπούλου, Γ.
Σουγλίδη, Λ. Κεντάκα σε παραστάσεις του ΚΘΒΕ. Από το 2017

52
διδάσκει σκηνογραφία-ενδυματολογία στη Δραματική Σχολή
Ίασμος Β. Διαμαντόπουλος. Έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός
θεατρικής αγωγής (2010-2014).

Χρήστος Μπρούφας
Κοστούμια

Σπουδές: Αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων,


αντικείμενο που στη συνέχεια βελτίωσε
ασκούμενος στο Παρίσι και στη Βενετία. Το
1978 ως βοηθός του Γιώργου Ζιάκα μπαίνει στην
ομάδα του Θόδωρου Αγγελόπουλου και
συμμετέχει σε τέσσερις ταινίες. Έκτοτε συνεργάζεται με κρατικές
σκηνές, θεατρικές ομάδες, καθώς και την κρατική τηλεόραση.
Δείγματα της ζωγραφικής δουλειάς του περιλαμβάνονται στην
εγκυκλοπαίδεια «Έλληνες Ζωγράφοι» των εκδόσεων Μέλισσα.
Διδάσκει σκηνογραφία-ενδυματολογία στη Δραματική Σχολή
του ΚΘΒΕ. Ως ερευνητής ενδυμασιολόγος συνεργάζεται με το
Λαογραφικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και οργάνωσε τα αντίστοιχα
Μουσεία της Έδεσσας και των Σερρών. Μέρος της έρευνάς του για
το ελληνικό παραδοσιακό κοστούμι έχει δημοσιευθεί σε άρθρα και
βιβλία. Ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Ενδυμασιολογικής Εταιρείας.

Στέλιος Ντάρας
Μουσική

Σπουδές κλασικής κιθάρας και μουσικής


τεχνολογίας. Έχει συνθέσει μουσική για
κινηματογραφικές ταινίες, χορογραφίες και
θεατρικές παραστάσεις. Συνεργάστηκε, ως
μουσικός, sound designer και ηχολήπτης, με
τους: Π. Σπυροπούλου, Β. Μπλιούμη, Π. Σαλαπάτα, Δ. Παπαδόπουλο,
Γ. Κολαξίζη, Α. Καρουλά, Σ. Τσιφτσή, Γ. Ψαλτάκη, Τ. Χάνο, Κ.
Στρατάκη, Ν. Καπέλιο, Γ. Παλαμιώτη κ.ά. Το 2013 κυκλοφόρησε τον
δίσκο “The Low Batsos Project” υπογράφοντας την ενορχήστρωση

53
και τη σύνθεση κάποιων τραγουδιών. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός
παραγωγός και έχει συνθέσει μουσική για ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά
σποτ. Από το 2003 συνεργάζεται ως ηχολήπτης με εταιρίες ηχητικών
εγκαταστάσεων ενώ υπήρξε υπεύθυνος ήχου και προβολών στο 49ο
και 50ο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και στο διεθνές
φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Θεσσαλονίκης. Από το 2007
εργάζεται ως ηχολήπτης στο ΚΘΒΕ.

Στέλιος Τζολόπουλος
Φωτισμοί

Ασχολείται με τον θεατρικό φωτισμό από το


1989. Έχει φωτίσει πάνω από 300 θεατρικές και
μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Έχει βραβευτεί
δύο φορές, με το πρώτο πανελλήνιο βραβείο, για το
σχεδιασμό φωτισμών των θεατρικών παραστάσεων
Η αυλή των θαυμάτων και Βικτώρ ή Τα παιδιά στην εξουσία. Επίσης,
έχει τιμηθεί από το ΑΠΘ ως επιβλέπων της πρακτικής άσκησης των
φοιτητών του τμήματος κινηματογράφου στο ΚΘΒΕ. Έχει συνεργαστεί
με πολλούς σκηνοθέτες, ενδεικτικά με τους: Μ. Βολανάκη, Α.
Βουτσινά, Γ. Καλαϊτζή, Ι. Μιχαηλίδη, Γ. Μιχαηλίδη, Κ. Τσιάνο, Β.
Νικολαΐδη, Γ. Ιορδανίδη, Ν. Μαστοράκη, Ν. Μιλιβόγεβιτς, Γ. Ρήγα,
Κ. Ρήγο, Εύ. Γαβριηλίδη, Ν. Χαραλάμπους, Γ. Καλατζόπουλο, Κ.
Δαμάτη, Θ. Μουμουλίδη, Ν. Κοντούρη, Τ. Τζαμαργιά, Σ. Μιχαηλίδου,
Γ. Παρασκευόπουλο, Β. Κουκαλάνι, Γ. Κιουρτσίδη, Τ. Χρυσικάκο κ.ά.

Βαλλεντίνα Κόπτη
VideoArt

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπουδές: Μέσα


μαζικής επικοινωνίας (Σκηνοθεσία κινηματογράφου
και τηλεόρασης). Σεμινάρια σε σχέδιο μόδας από το
St. Martins College και Digital Marketing & Social
media. Ασχολείται με τη σκηνοθεσία τρέιλερ
θεατρικών παραστάσεων και διαφημιστικών από το 2010.

54
Βιογραφικά σημειώματα ηθοποιών

Δημήτρης Διακοσάββας

Γεννήθηκε στη Ρόδο. Σπουδές: Δραματική Σχολή


ΚΘΒΕ. Συμμετείχε στις παραστάσεις: Όρνιθες,
Σημάδια στην ομίχλη, Μωβ ομπρέλα, Άμλετ,
Εκκλησιάζουσες, Έγκλημα και Τιμωρία, Θείος
Βάνιας, Λεωφορείο ο Πόθος, Ο γύρος του κόσμου
σε 80 μέρες, Το ημέρωμα της στρίγγλας, Ιππής,
Στη Ντενεκεδούπολη, Ο γύρος του θανάτου, Ο Μορμόλης,
Μικρά Διονύσια, Βασιλιάς Ληρ, Το Όνειρο του Χάιμε, Ο Μόγλης,
Βαβυλωνία, Ο Προεστώς του χωριού, Δράκος, Όνειρο καλοκαιρινής
νύχτας, Ράφτης κυριών, Ο Φιλάργυρος, Τρωάδες κ.ά. Συνεργάστηκε
με τους σκηνοθέτες: Σ. Φασουλή, Σ. Λιβαθινό, Σ. Τσουλάντζε, Γ.
Καραντινάκη, Φ. Μπαξεβάνη, Δ. Παπαδοπουλλο, Γ. Ρήγα, Α., Ρηγα,
Λ. Παπαδόπουλο, Δ. Λαρετζακη, Δ. Αβδελιώδη, Τ. Λύγαρη, Γ.
Κιουρτσίδη, Ν. Μαστοράκη, Γ. Ιορδανίδη, Π. Μιχαηλίδη, Μ. Άβκιραν,
Γ. Καλαϊτζή, Τ. Ράτζο, Π. Ζηβανό, Γ. Αρμένη, Γ. Καραχισαρίδη κ.ά.
Κινηματογράφος: Adults in the Room (σκην. Κ. Γαβράς), Born to Be
Murdered (σκην. F. Cito Filomarino), Jamaica (σκην. Α. Μορφονιός),
1968 (σκην. Τ. Μπουλμέτης), Swing Away (σκην. M. A. Nickles).

Θοδωρής Πολυζώνης

Σπουδές: Δραματική Σχολή ΚΘΒΕ. Συνεργάστηκε


με τους σκηνοθέτες: C. Boso, Θ. Τερζόπουλο, Β.
Αναστασίου, Γ. Κιμούλη, Σ. Χατζάκη, Κ. Μπάκα,
Μ. Βολανάκη, Μ. Μαρμαρινό, Α. Μπρούσκου,
Ρ. Πατεράκη, Σ. Κοτσίκο, Σ. Κουβαρδά, Κ.
Σαροπούλου, Σ. Μιχαηλίδου, Ε. Τσίχλη, Β.
Μαυρογεωργίου, Κ. Γάκη, Τ. Στεφανοπούλου, Π. Δανελάτο, Ν.
Καπέλιο, Κ. Ρουγγέρη. Στον κινηματογράφο με τους: Α. Δαμιανό,
Ν. Τριανταφυλλίδη, Χρ. Βακαλόπουλο, Α. Αγγελίδη, Ο. Μαλέα,

55
Π. Παναγιωτοπούλου, Σ. Τζίτζη, Α. Μαριανό, Γ. Σαμπάνη, Π.
Καρκανεβάτο, Σ. Γκορίτσα. Είναι συντονιστής της θεατρικής
ομάδας του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας του ΑΠΘ.

Νατάσσα Δαλιάκα

Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπουδές: Δραματική


Σχολή Νέου Ελληνικού θεάτρου Γ. Αρμένη, Τμήμα
Επικοινωνίας και ΜΜΕ, ΕΚΠΑ. Μεταπτυχιακές
σπουδές:Δραματολογία-Παραστασιολογία,
Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών ΑΠΘ.
Ερευνητικός κύκλος σπουδών πάνω στο
αυτοσχεδιαστικό σωματικό θέατρο (Duende School of Ensemble
Physical Theatre). Παρακολούθησε σεμινάρια: Μάσκας (Horos The-
atre Company), τεχνικών κλόουν (Dromocósmicas), Devised Theatre
(Complicité), θεατρικής γραφής (Π. Φυλακτάκη). Συνεργάστηκε σε
παραστάσεις του ΚΘΒΕ με τους σκηνοθέτες: Β. Παπαβασιλείου, Γ.
Βούρο, Γ. Λεοντάρη, Σ. Φασουλή, Ν. Βουδούρη, K. Vio, Κ. Τσιάνο, Π.
Ζηβανό, Δ. Σακατζή. Συνεργάστηκε επίσης, με την Κ. Ρουγγέρη και
με θεατρικές ομάδες της Θεσσαλονίκης. Κινηματογράφος: Αποθυμιά
(σκην. Μ. Γιαμαλάκης). Τηλεόραση: Rewind (σκην. Ν. Χατζηαγγελής).
Από το 2015 διδάσκει θέατρο σε παιδιά και ενήλικες και από τον
χειμώνα του 2020 ασχολείται με την αφήγηση audiobooks.

56
Υπεύθυνοι Παράστασης Προϊστάμενοι Τμημάτων

Οργάνωση παραγωγής Τμήμα Διοικητικού


Αθανασία Ανδρώνη Ιωάννα Καρτάση

Οδηγός σκηνής Τμήμα Οικονομικού


Καλλιόπη Παπαθανασίου Δημήτρης Μπίκας

Μηχανικός σκηνής Τμήμα Εργαστηρίων και Σκηνών


Νίκος Ασλανίδης Στέλιος Τζολόπουλος

Χειριστής κονσόλας Τμήμα Εκδόσεων και Δημοσίων Σχέσεων


φωτισμού Δήμητρα Βαλεοντή
Πασχάλης Κώτσιος
Τμήμα Καλλιτεχνικού έργου
Χειριστής κονσόλας ήχου και Δραματολογίου
Νίκος Δρακόπουλος Αμαλία Κοντογιάννη

Φροντίστρια
Αννα-Μαρία Βάσιακ

Ενδύτρια
Μαντώ Καμάρα Υπεύθυνοι χώρων

Κατασκευές σκηνικών και Δημήτρης Καβέλης


κοστουμιών Ανέστης Καραηλίας
Εργαστήρια ΚΘΒΕ Γιώργος Κασσάρας
Δημήτρης Μητσιάνης
Βασίλης Μυτηλινός
Βοηθός οργάνωσης Περικλής Τράιος
παραγωγής (στο πλαίσιο
πρακτικής άσκησης): Ελένη
Μεντεκίδου

Ευχαριστούμε θερμά την κ.


Ζαφειρώ Μαρία Μπιλάλη για
τη συμβολή της στο
background βίντεο.
Θεατρική περίοδος
2021-2022

Ντετέκτιβ
Πήτερ Σάφερ
Public Eye – Peter Shaffer

Αρ. δελτίου: 752 (348)


Τμήμα Εκδόσεων και Δημοσίων Σχέσεων

Γραφιστική επεξεργασία: Σιμώνη Γρηγορούδη


Μεταφράσεις: Όλγα Χατζηιακώβου
Επιμέλεια κειμένων συνεντεύξεων: Χρύσα Σάμου

Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου


ntng.gr

You might also like