You are on page 1of 1

Οι επιστημονικές θεωρίες διατυπώνουν κατά κανόνα γενικούς νόμους.

Η Νευτώνεια
θεωρία, για παράδειγμα, διατυπώνει το νόμο “Όλα τα σώματα υπόκεινται σε βαρυτική
έλξη”. Οι νόμοι αυτοί, καθολικές προτάσεις της μορφής “Όλα τα Α είναι Β”, δεν μπορούν
όμως τελεσίδικα να επαληθευθούν διότι κανένα πεπερασμένο σύνολο ατομικών
προτάσεων ή εμπειριών δεν είναι λογικώς ισοδύναμο με αυτούς. Οι καθολικές προτάσεις
αφορούν ένα δυνητικά μη πεπερασμένο σύνολο Α ενώ εμείς μπορούμε να παρατηρήσουμε
μόνο ένα πεπερασμένο σύνολο περιπτώσεων. Οπότε δεν θα ήταν λογικώς αδύνατο όλες οι
παρατηρήσεις μας να είναι αληθείς και η καθολική πρόταση ψευδής. Όπως γράφει ο
Carnap (1936, σ. 425) “ο αριθμός των περιπτώσεων στις οποίες ο νόμος αναφέρεται – π.χ.
τα χωρο-χρονικά σημεία – είναι άπειρος και άρα δεν μπορεί ποτέ να εξαντληθεί από τις
παρατηρήσεις μας οι οποίες είναι πάντοτε πεπερασμένες ως προς τον αριθμό.” Επειδή
λοιπόν δεν μπορούμε να έχουμε την πλήρη και οριστική επαλήθευση μιας καθολικής
πρότασης και επειδή οι θετικιστές δεν ήθελαν

προφανώς να εξορίσουν τους νόμους της επιστήμης στο χώρο της μεταφυσικής ως
στερουμένων νοήματος, πρότειναν ως λύσεις στο πρόβλημα τα παρακάτω:

Ο Schlick ισχυρίσθηκε ότι οι νόμοι της φύσης δεν είναι, αυστηρά μιλώντας, γνήσιες
προτάσεις αλλά έχουν χαρακτήρα κανόνων, οδηγιών για τη διατύπωση προτάσεων οπότε
τίθεται περισσότερο θέμα χρησιμότητας παρά επαλήθευσής τους. Μας λένε π.χ. ότι “υπό
αυτές και αυτές τις συνθήκες αυτός ο δείκτης θα δείξει αυτή τη γραμμή στην κλίμακα”.
Ένας τέτοιος όμως ισχυρισμός δεν συμβιβάζεται με την κοινή αντίληψη για τους
επιστημονικούς νόμους. Όταν οι επιστήμονες λένε ότι “όλα τα Α είναι Β” ισχυρίζονται κάτι
για τον κόσμο που μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές και δεν θεωρούν ότι δίνουν οδηγίες.

Ο Ayer διέκρινε μεταξύ ισχυρής και ασθενούς επαλήθευσης και υποστήριξε, τασσόμενος
με τη δεύτερη, ότι για να κρίνουμε αν μια γενική πρόταση έχει νόημα αρκεί να μπορούμε
να συνάγουμε από αυτή και ορισμένες άλλες προκείμενες, κάποια εμπειρική πρόταση.
Π.χ., η εμπειρική πρόταση “Βλέπω έναν λευκό κύκνο” συνάγεται από τη σύζευξη των
προτάσεων “Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί” και “Βλέπω μια λίμνη με κύκνους’ οπότε η γενική
πρόταση έχει νόημα χωρίς να είναι πλήρως επαληθεύσιμη. Όμως αυτό το κριτήριο
νοήματος , όπως ο ίδιος ο Ayer ανεγνώρισε, δεν ήταν ασφαλές για τη διάκριση επιστήμης
και μεταφυσικής. Το παράδειγμα που έδωσε ήταν το εξής (Αyer 1971, σ. 15): οι προτάσεις
“Το Απόλυτο είναι τεμπέλικο” και “Εάν το Απόλυτο είναι τεμπέλικο, τότε αυτό είναι λευκό”
συνεπάγονται από κοινού την παρατηρησιακή πρόταση “αυτό είναι λευκό”. Αυτό σημαίνει
ότι, με το κριτήριο του Ayer, ακόμα και η πρόταση “Το Απόλυτο είναι τεμπέλικο”, που είναι
προφανώς α-νοησία, έχει νόημα. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό τροποποίησε το
κριτήριό του αλλά και πάλι δεν ήταν δυνατόν, όπως έδειξαν σχολιαστές του έργου του (βλ.
π.χ. Hempel 1965, § 4) να αποκλείσει καθαρά μεταφυσικές και ανόητες προτάσεις από το
σύνολο των προτάσεων με νόημα.

You might also like