You are on page 1of 2

Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι με βάση το κριτήριο της επαληθευσιμότητας δεν έχουν

νόημα οι προτάσεις που αφορούν το παρελθόν, το μέλλον ή τις εμπειρίες άλλων


ανθρώπων επειδή δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις συνθήκες που τις
επαληθεύουν. Επίσης, το κριτήριο της επαληθευσιμότητας ως κριτήριο νοήματος έχει την
εξής ανεπιθύμητη συνέπεια. Ας υποθέσουμε ότι είναι δυνατόν να επαληθεύσουμε την
πρόταση “Υπάρχει τουλάχιστον ένα λευκό πράγμα”. Τότε όμως η άρνηση αυτής της
πρότασης, “Όλα είναι μη λευκά”, ως καθολική πρόταση δεν είναι επαληθεύσιμη. Αυτό έχει
την παράδοξη συνέπεια να είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι μια πρόταση έχει νόημα
ενώ η άρνησή της όχι, πράγμα που επίσης αντιβαίνει στη λογική αρχή που λέει ότι αν μια
πρόταση είναι αληθής τότε η άρνησή της είναι ψευδής. Και αν μια πρόταση είναι ψευδής
σίγουρα έχει νόημα.

Το κριτήριο της επαληθευσιμότητας απαιτεί τη σύνδεση του νοήματος μιας πρότασης με


την εμπειρία που θα μπορούσε να την επαληθεύσει. Όμως, το νόημα δεν μπορεί να
ταυτισθεί με την εμπειρία διότι δεν μπορούμε να αποδώσουμε στο νόημα χαρακτηριστικά
που αποδίδουμε στην εμπειρία και το αντίθετο. Π.χ. δεν μπορώ να πω ότι έχω το νόημα
μιας πρότασης κατά τον ίδιο τρόπο που λέω ότι έχω μια εμπειρία σε συγκεκριμένο χώρο
και χρόνο. Άλλωστε αν το νόημα ταυτιζόταν με την εμπειρία κάθε μεμονωμένου
προσώπου, τότε θα ήταν διαφορετικό για κάθε επί μέρους υποκείμενο και άρα η
αντικειμενική βάση της επιστήμης θα εξαφανιζόταν. Για να αντιμετωπίσει αυτό το
πρόβλημα ο Schlick διαχώρισε τη μορφή από το

περιεχόμενο και ισχυρίσθηκε ότι το μεν περιεχόμενο της εμπειρίας είναι ιδιωτικό
(υποκειμενικό) και μη επικοινωνίσιμο, αλλά η μορφή της εμπειρίας είναι διυποκειμενική
και μεταδόσιμη. Δηλαδή η λέξη ‘κόκκινο’ δεν υποδηλώνει μία ιδιωτική εμπειρία αλλά είναι
το όνομα μιας θέσης εντός μιας δομής, π.χ. ενός χρωματικού χάρτη. Μάλιστα ο Schlick
υποστήριζε ότι όσο προχωρά η επιστήμη, τα ονόματα θα αντικαθίστανται από
μαθηματικούς τύπους. Όμως δεν είναι σαφές πώς ο Schlick αποφεύγει το πρόβλημα του
υποκειμενισμού αφού οφείλει τώρα να συνδέσει, όχι τα μεμονωμένα ονόματα και τις
προτάσεις, αλλά όλη τη δομή με την εμπειρία. Άλλως η σύνθετη μαθηματική δομή θα
παραμείνει κενή περιεχομένου και χωρίς εμπειρική αναφορά, ένα σύνολο, τελικώς,
διαπλεκομένων ορισμών.

Ο Carnap, στο βιβλίο του The Logical Structure of the World (H Λογική Δομή του Κόσμου) το
οποίο είχε δημοσιευθεί στα γερμανικά με τον τίτλο Der Logische Aufbau der Welt, είχε
υιοθετήσει τη στάση που ο ίδιος αποκαλούσε “μεθοδολογικό σολιψισμό”. Ξεκινούσε
δηλαδή από μια τομή στη ροή της εμπειρίας ενός ατόμου σε μια δεδομένη στιγμή (και
κατά τούτο η θέση του ήταν σολιψιστική) και στόχος του ήταν να δείξει πώς με τις
πρωταρχικές ιδέες της εμπειρίας, την πρωταρχική σχέση “αναγνώριση ομοιότητας” και με
τη βοήθεια της λογικής του Russell μπορούσε να κατασκευασθεί το σύνολο των εννοιών
που απαιτούνται για την περιγραφή του κόσμου. Όμως, παρ’ όλο τον σολιψισμό του  τον
οποίο ονόμασε μεθοδολογικό αφού δεν εμπλέκονταν εξ αρχής στα επιστημολογικά
προβλήματα που θέτει αυτή η θέση  δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει ότι η βάση του
συστήματός του ήταν οι ιδιωτικές εμπειρίες των υποκειμένων. Για να αποφύγει λοιπόν τη
θεμελίωση της επιστημονικής γνώσης, η οποία είναι δημόσια, στις ιδιωτικές εμπειρίες,
υιοθέτησε στη συνέχεια τη θέση που πρότεινε ο Neurath.

You might also like